-2-
Έργα του ςυγγραφέα από τισ Εκδόςεισ BELL: Κριςτύν Οι Νυχτερύτεσ Σο Πρϐςωπο του Υϐβου Φρόςιμα Αντικεύμενα Μύζερι Αϒπνύα Ρϐουζ Μϊντερ Εφιϊλτεσ και Ονειρϐτοποι ΝτεςπερεϏςον Σο Πρϊςινο Μύλι ϊκοσ με Κϐκαλα Καρδιϋσ ςτην Ατλαντύδα Σο Υυλαχτϐ (με τον Πύτερ τρϊουμπ) Νεκρό Ζώνη Ονειροπαγύδα Σο Μαϑρο πύτι (με τον Πύτερ τρϊουμπ) ήλα Εύναι Δυνατϊ Ο Μαϑροσ Πϑργοσ Ι: Ο Σελευταύοσ Πιςτολϋρο Ο Μαϑροσ Πϑργοσ Π: Σο Κϊλεςμα των Σριών Ψσ Ρύτςαρντ Μπϊκμαν: Οι Ρυθμιςτϋσ
-3-
STEPHEN KING Απϐ μια Μπιοϑικ 8
-4-
Μετϊφραςη: Γιώργοσ Μπαρουξόσ εκδϐςεισ bell ΙΠΠΟΚΡΑΣΟΤ 57, ΑΘΗΝΑ ΣΗΛ.: 210.360.9438 - 210362.9723 www.bell.gr ISBN 960-450-781-8 Σύτλοσ πρωτοτϑπου: «From A Buick 8» Copyright © 2002 by Για την ελληνικό γλώςςα: © 2004 ΦΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑ ΕΚΔΟΣΙΚΗ Α.Β.Ε.Ε. Μετϊφραςη: Γιώργοσ Μπαρουξόσ Επιμϋλεια: Ελϋνη Γεωργοςτϊθη Διϐρθωςη: Δ. Ντον Κυριϊκοσ Μιχελϐγκωνασ χεδιαςμϐσ εξώφυλλου: Ωγγελοσ Αναςταςιϊδησ
Απαγορεϑεται η αναδημοςύευςη μϋρουσ ό του ςυνϐλου του βιβλύου, η αναπαραγωγό ό μετϊδοςη του με οποιοδόποτε οπτικοακουςτικϐ ό ϊλλο μϋςο, χωρύσ την ϊδεια του εκδϐτη. Σο βιβλύο αυτϐ εύναι ϋργο τησ φανταςύασ. Σα ονϐματα, οι χαρακτόρεσ, τα τοπωνϑμια, οι οργανώςεισ και τα ςυμβϊντα που αναφϋρονται εύτε εύναι επινοόςεισ του ςυγγραφϋα εύτε χρηςιμοποιοϑνται κατϊ τρϐπο μυθιςτορηματικϐ. Οποιαδόποτε ομοιϐτητα με πραγματικϊ γεγονϐτα, οργανώςεισ και πρϐςωπα που ζουν ό ϋχουν πεθϊνει εύναι εντελώσ ςυμπτωματικό.
ΣΕΤΦΟ 781 Συπώθηκε και βιβλιοδετόθηκε ςτην Ελλϊδα, απϐ την ΒΙΒΛΙΑ ΕΚΣΤΠΨΕΙ ΕΠΕ
-5-
Για τον ςυγγραφέα Ο τύβεν Κινγκ γεννόθηκε το 1947 ςτο Πϐρτλαντ του Μϋιν και ςποϑδαςε αγγλικό φιλολογύα. ε ηλικύα εύκοςι ετών δημοςύευςε το πρώτο του διόγημα ςτισ ςελύδεσ ενϐσ περιοδικοϑ ευρεύασ κυκλοφορύασ και απϐ Σώρα: ςυνϋχιςε να γρϊφει τακτικϊ μικρϋσ ιςτορύεσ για διϊφορα ϋντυπα. Δύδαςκε αγγλικϊ ςτο γυμνϊςιο, ϐταν, το 1972, η ςϑζυγοσ του Σϊμπιθα ϋςωςε το χειρϐγραφο του πρώτου του μυθιςτορόματοσ, Κϊρι, απϐ το καλϊθι των αχρόςτων, ϐπου το εύχε πετϊξει απογοητευμϋνοσ απϐ δϑο ανεπιτυχεύσ απϐπειρεσ του να βρει εκδϐτη, και τον ϋπειςε να το ολοκληρώςει. Σο βιβλύο δημοςιεϑτηκε δυο χρϐνια αργϐτερα και γνώριςε τερϊςτια επιτυχύα· αυτϐ όταν η αφετηρύα τησ μετϋπειτα εντυπωςιακόσ του πορεύασ. όμερα, με περιςςϐτερα απϐ ςαρϊντα μυθιςτορόματα και διακϐςια διηγόματα ςτο ενεργητικϐ του, αναγνωρύζεται παγκοςμύωσ ωσ ο κορυφαύοσ τεχνύτησ του τρϐμου και τησ φανταςύασ αλλϊ και ωσ ϋνασ απϐ τουσ ςημαντικϐτερουσ ςυγγραφεύσ τησ εποχόσ μασ. Ϊχει επανειλημμϋνα αποςπϊςει το Διεθνϋσ Βραβεύο Υανταςύασ, τα βραβεύα Bram Stoker, Ο. Henry, Nebula και ϊλλα, ενώ τιμόθηκε για το ςϑνολο του ϋργου του απϐ την Ϊνωςη υγγραφϋων Σρϐμου. Σο 2003 το αμερικανικϐ Εθνικϐ άδρυμα Βιβλύου του απϋνειμε το Μετϊλλιο Διακεκριμϋνησ υνειςφορϊσ ςτα Αμερικανικϊ Γρϊμματα. Μυθιςτορόματα και νουβϋλεσ του ϋχουν γύνει ταινύεσ για τον κινηματογρϊφο και την τηλεϐραςη· ανϊμεςα τουσ η Λϊμψη, του τϊνλεώ Κιοϑμπρικ, με τον Σζακ Νύκολςον ςτον πρωταγωνιςτικϐ ρϐλο, το Μύζερι, με την Κϊθι Μπϋιτσ, η
-6-
οπούα τιμόθηκε με ήςκαρ για την ερμηνεύα τησ, και οι Ϊκρηξη Οργόσ (Κϊρι), τϊςον Πλϊι Μου, Ρύτα Φϋιγουρθ: Σελευταύα Ϊξοδοσ και Σο Πρϊςινο Μύλι, που όταν υποψόφιεσ για ήςκαρ καλϑτερησ ταινύασ. Ζει με τη ςϑζυγο του ςτο Μπϊνγκορ του Μϋιν.
-7-
Σώρα : ϊντι Ο γιοσ του Κερτ Γουύλκοξ ερχϐταν ςυχνϊ ςτο αρχηγεύο τη χρονιϊ μετϊ το θϊνατο του πατϋρα του, πολϑ ςυχνϊ, αλλϊ κανεύσ δεν του εύπε ποτϋ να φϑγει απϐ τη μϋςη, οϑτε τον ρώτηςε τι διϊβολο ϋκανε πϊλι εκεύ. Ξϋραμε τι ϋκανε: προςπαθοϑςε να διατηρόςει ζωντανό τη μνόμη του πατϋρα του. Οι αςτυνομικού ξϋρουν πολλϊ για την ψυχολογύα του πϋνθουσ· οι πιο πολλού απϐ μασ ξϋρουμε περιςςϐτερα απ' ϐςα θα θϋλαμε. Ο Νεντ Γουύλκοξ όταν τελειϐφοιτοσ ςτο γυμνϊςιο του τϊτλερ. Μϊλλον εύχε παρατόςει την ομϊδα του ρϊγκμπι. ήταν όρθε η ώρα να διαλϋξει, διϊλεξε τη Διμοιρύα Δ. Δϑςκολο να φανταςτεύσ ϋνα παιδύ να το κϊνει αυτϐ, να προτιμϊ τισ απλόρωτεσ αγγαρεύεσ απϐ τουσ αγώνεσ τησ Παραςκευόσ και τα πϊρτι του αββϊτου, αλλϊ αυτϐ ϋκανε. Δε νομύζω να του μύληςε ποτϋ κϊποιοσ απϐ μασ για την επιλογό του, αλλϊ τον ςεβϐμαςτε γι' αυτϐ που ϋκανε. Απλώσ αποφϊςιςε ϐτι όταν ώρα ν' αφόςει πύςω του τα παιχνύδια. Πολλϋσ φορϋσ ώριμοι ϊνθρωποι δυςκολεϑονται να πϊρουν μια τϋτοια απϐφαςη. Ο Νεντ πόρε τη δικό του ςε μια ηλικύα που απαγορευϐταν ν' αγορϊςει αλκοϐλ. Και τςιγϊρα, εδώ που τα λϋμε. Νομύζω ϐτι ο μπαμπϊσ του θα όταν περόφανοσ γι' αυτϐν. Δεν το νομύζω απλώσ, το ξϋρω. Αφοϑ ο μικρϐσ τριγϑριζε ςυνϋχεια ςτο αρχηγεύο, μϊλλον όταν αναπϐφευκτο να δει κϊποια ςτιγμό κι αυτϐ που υπόρχε ςτο Τπϐςτεγο Β και να ρωτόςει κϊποιον τι όταν και τι δουλειϊ εύχε εκεύ. Σο πιθανϐτερο όταν να ρωτοϑςε εμϋνα, γιατύ όμουν ο κοντινϐτεροσ φύλοσ του πατϋρα του. Ο
-8-
κοντινϐτεροσ μϋςα ςτην Πολιτειακό Αςτυνομύα τουλϊχιςτον. Απϐ μια ϊποψη, ύςωσ όθελα να γύνει αυτϐ. Ϋ που θα ςε ςκοτώςει ό που θα ςε γιατρϋψει, ϋλεγαν οι παλιού. Δώςε ς' αυτό την περύεργη γϊτα μια γερό δϐςη ικανοπούηςησ. Αυτϐ που ςυνϋβη ςτον Κϋρτισ Γουύλκοξ όταν απλϐ. Σον ςκϐτωςε ϋνασ μεθϑςτακασ τησ Πολιτεύασ, ϋνασ ϊνθρωποσ που ο ύδιοσ ο Κερτ τον όξερε καλϊ και τον εύχε ςυλλϊβει εφτϊ οχτώ φορϋσ. Ο μεθϑςτακασ, ονϐματι Μπρϊντλεώ Ρϐουτσ, δεν εύχε ςκοπϐ να κϊνει τύποτε κακϐ. Οι μεθυςμϋνοι ςπϊνια ϋχουν κακϐ ςκοπϐ. Αυτϐ βϋβαια δε ςημαύνει ϐτι δε θϋλεισ να τουσ κϊνεισ μαϑρουσ ςτο ξϑλο. Ϊνα ζεςτϐ Ιουλιϊτικο απϐβραδο του 2001, ο Κϋρτισ ςταμϊτηςε μύα απϐ κεύνεσ τισ μεγϊλεσ δεκαεξϊτροχεσ νταλύκεσ που κϊνουν μεταφορϋσ απϐ Πολιτεύα ςε Πολιτεύα. Ο οδηγϐσ εύχε μπει ςτον επαρχιακϐ δρϐμο επειδό όθελε να φϊει μαγειρευτϐ φαγητϐ αντύ για χϊμπουργκερ ό τϊκοσ απϐ τα φαςτφουντϊδικα του διαπολιτειακοϑ αυτοκινητϐδρομου. Ο Κερτ όταν παρκαριςμϋνοσ ςτο εγκαταλειμμϋνο βενζινϊδικο Σζϋνι, ςτη διαςταϑρωςη τησ Πολιτειακόσ Οδοϑ 32 τησ Πενςιλβϊνια και τησ Φϊμπολντ -ςτο ύδιο ακριβώσ ςημεύο, με ϊλλα λϐγια, ϐπου εύχε εμφανιςτεύ εκεύνη η αναθεματιςμϋνη η Μπιοϑικ Ροουντμϊςτερ ςτο ςϑμπαν μασ πριν απϐ τϐςα χρϐνια. Μπορεύσ να το πεισ ςϑμπτωςη αν θϋλεισ, αλλϊ εγώ εύμαι αςτυνομικϐσ και δεν πιςτεϑω ςτισ ςυμπτώςεισ, μϐνο ςε αλυςύδεσ γεγονϐτων που γύνονται ϐλο και πιο μεγϊλεσ και πιο εϑθραυςτεσ, μϋχρι που ςπϊνε εύτε απϐ κακοτυχύα εύτε απϐ απλό ανθρώπινη κακύα. Ο πατϋρασ του Νεντ ακολοϑθηςε την νταλύκα γιατύ εύχε πρϐβλημα ςτο ϋνα λϊςτιχο. Καθώσ εκεύνη πϋραςε απϐ
-9-
μπροςτϊ του, εύδε τα κομμϊτια του ελαςτικοϑ να ςτριφογυρύζουν ςτον ϋναν απϐ τουσ πύςω τροχοϑσ. Πολλού ανεξϊρτητοι μεταφορεύσ χρηςιμοποιοϑν αναγομωμϋνα ελαςτικϊ -εκεύ που ϋχει φτϊςει η τιμό του ντύζελ, δεν μποροϑν να κϊνουν αλλιώσ- και μερικϋσ φορϋσ το πϋλμα του ελαςτικοϑ χαλαρώνει. Βλϋπεισ ςυνϋχεια τϋτοια κομμϊτια ςκϐρπια ςτο οδϐςτρωμα του διαπολιτειακοϑ ό ςπρωγμϋνα ςτη βοηθητικό λωρύδα δεξιϊ ςαν πεταμϋνα κομμϊτια δϋρματοσ απϐ γιγαντιαύα μαϑρα φύδια. Εύναι επικύνδυνο να ταξιδεϑεισ πύςω απϐ νταλύκα με τϋτοιο πρϐβλημα, ιδιαύτερα ςε μια οδϐ με δϑο μϐνο λωρύδεσ, ϐπωσ η 32, ϋνα ϐμορφο αλλϊ παραμελημϋνο κομμϊτι δρϐμου που ενώνει το Ρϐκςμπεργκ με το τϊτλερ. Αν πεταχτεύ κανϋνα μεγϊλο κομμϊτι ελαςτικοϑ, μπορεύ να ςπϊςει το παρμπρύζ κϊποιου ϊτυχου αυτοκινητιςτό που θ' ακολουθεύ. Ακϐμη κι αν δεν το ςπϊςει, μπορεύ να τρομϊξει τον οδηγϐ και να τον κϊνει να βγει ςτο χαντϊκι, να πϋςει ςε κανϋνα δϋντρο ό να περϊςει το ανϊχωμα και να βρεθεύ ςτο ποτϊμι Ρϋντφερν, που κυλϊει παρϊλληλα προσ την 32, ςε μόκοσ εννιϊ χιλιομϋτρων. Ο Κερτ ϊναψε τουσ φϊρουσ, και ο νταλικϋρησ ςταμϊτηςε αμϋςωσ ςαν καλϐ παιδύ. Ο Κερτ ςταμϊτηςε κι αυτϐσ πύςω του, και πρώτα κϊλεςε το κϋντρο, ενημϋρωςε για τη φϑςη του περιςτατικοϑ και περύμενε να επιβεβαιώςει τη λόψη η ύρλεώ. ίςτερα βγόκε απϐ το περιπολικϐ και πληςύαςε την νταλύκα. Αν εύχε πϊει κατευθεύαν ςτην καμπύνα, ϐπου ο οδηγϐσ εύχε βγϊλει το κεφϊλι απϐ το παρϊθυρο και τον κούταζε που ερχϐταν, μπορεύ να ζοϑςε ακϐμη ςόμερα. Αλλϊ ςταμϊτηςε για να κοιτϊξει το προβληματικϐ λϊςτιχο ςτον πύςω εξωτερικϐ τροχϐ, τραβώντασ μϊλιςτα δυνατϊ ϋνα κομμϊτι για να δει αν
- 10 -
θα ξεκολλόςει. Ο οδηγϐσ τα εύδε ϐλα αυτϊ και τα κατϋθεςε ςτο δικαςτόριο. Αυτό η ςτϊςη του Κερτ δύπλα ςτον τροχϐ όταν ο προτελευταύοσ κρύκοσ ςτην αλυςύδα των γεγονϐτων που ϋφεραν το γιο του ςτη Διμοιρύα Δ και τελικϊ τον οδόγηςαν να γύνει κι αυτϐσ ϋνασ απϐ μασ. Ο τελευταύοσ κρύκοσ, θα ϋλεγα, όταν ο Μπρϊντλεώ Ρϐουτσ, ϐταν ϋςκυψε για να πϊρει ϊλλη μια μπύρα απϐ το κιβώτιο που εύχε ςτο δϊπεδο του ςυνοδηγοϑ τησ παλιϊσ του Μπιοϑικ Ρύγκαλ (ϐχι τησ Μπιοϑικ, μιασ ϊλλησ Μπιοϑικ -και ναι, εύναι αςτεύο, ϐταν ανακαλεύσ παλιϋσ ςυμφορϋσ και ϋρωτεσ, τα γεγονϐτα ςυςςωρεϑονται το ϋνα πϊνω ςτο ϊλλο ςαν πλανότεσ ςε αςτρολογικϐ χϊρτη). Λιγϐτερο απϐ ϋνα λεπτϐ αργϐτερα, ο Νεντ Γουύλκοξ και οι αδερφϋσ του δεν εύχαν πατϋρα και η Μιςϋλ Γουύλκοξ δεν εύχε ϊντρα. Λύγο καιρϐ μετϊ την κηδεύα, ο γιοσ του Κερτ ϊρχιςε να εμφανύζεται ςτο αρχηγεύο τησ Διμοιρύασ Δ. Ερχϐμουν για τη βϊρδια τρεισ-ϋντεκα εκεύνο το φθινϐπωρο (ό ύςωσ μϐνο για να δω πώσ πϊνε τα πρϊγματα -ϐταν εύςαι επικεφαλόσ δεν μπορεύσ να μεύνεισ μακριϊ απϐ τη δουλειϊ) και ϋβλεπα τον μικρϐ πριν δω οποιονδόποτε ϊλλο, θϋλοντασ και μη. Σην ώρα που οι φύλοι του ϋκαναν προπϐνηςη ςτο γόπεδο του ρϊγκμπι, πύςω απϐ το γυμνϊςιο, κανονύζοντασ παιχνύδια και χτυπώντασ τουσ παραγεμιςμϋνουσ ςϊκουσ που χρηςιμοποιοϑςαν ςτην προπϐνηςη και πανηγυρύζοντασ ϐλοι μαζύ, ο Νεντ όταν μϐνοσ του ςτο γκαζϐν μπροςτϊ ςτο αρχηγεύο, φορώντασ το χρυςοπρϊςινο τζϊκετ του γυμναςύου, και μϊζευε ςε ςωροϑσ τα πεςμϋνα φϑλλα με την τςουγκρϊνα. Μου κουνοϑςε το χϋρι κι ϋκανα κι εγώ το ύδιο. Μερικϋσ φορϋσ, αφοϑ παρκϊριζα, ϋβγαινα ϋξω και κουβϋντιαζα λύγο μαζύ του.
- 11 -
Μπορεύ να μου ϋλεγε γελώντασ τι βλακεύεσ ϋκαναν οι αδερφϋσ του τελευταύα, αλλϊ ϋβλεπεσ πϐςο τισ αγαποϑςε ακϐμη και τη ςτιγμό που γελοϑςε μαζύ τουσ. Μερικϋσ φορϋσ πόγαινα απϐ την πύςω μεριϊ και ρωτοϑςα τη ύρλεώ πώσ πόγαινε. Δε θα όταν εϑκολο για μασ να επιβϊλουμε το νϐμο ςτη Δυτικό Πενςιλβϊνια χωρύσ τη ςυνδρομό τησ ύρλεώ Πϊςτερνακ, αυτϐ εύναι ςύγουρο. 'Οταν μπόκε ο χειμώνασ, ϋβλεπεσ ςυχνϊ τον Νεντ ςτο πύςω παρκινγκ του αρχηγεύου -εκεύ ϐπου οι αςτυνομικού παρκϊρουν τα προςωπικϊ τουσ αυτοκύνητα-, να χειρύζεται το εκχιονιςτικϐ μηχϊνημα. Αυτό τη δουλειϊ κανονικϊ θα 'πρεπε να την κϊνουν οι αδερφού Ντϊντιερ, αλλϊ η Διμοιρύα Δ βρύςκεται, ςε περιοχό των Ωμισ, ςτην ϊκρη του ορτ Φιλσ, και ϐταν χιονύζει ο αϋρασ ςτοιβϊζει πϊλι τα χιϐνια ςτο παρκινγκ αμϋςωσ μϐλισ φϑγει το γκρϋιντερ. Αυτϊ τα ςτοιβαγμϋνα χιϐνια μου φαύνονται ςαν ϋνασ τερϊςτιοσ λευκϐσ θώρακασ. Ο Νεντ ϐμωσ δεν εύχε πρϐβλημα. Σον ϋβλεπεσ εκεύ ακϐμη και ϐταν εύχε δεκαπϋντε βαθμοϑσ υπϐ το μηδϋν και φυςοϑςε εφτϊ μποφϐρ απϐ τουσ λϐφουσ, να φορϊει μια χιονοδρομικό φϐρμα και το χρυςοπρϊςινο τζϊκετ απϐ πϊνω, δερμϊτινα αςτυνομικϊ γϊντια κι ϋνα ςκοϑφο του ςκι ςτο κεφϊλι, που κϊλυπτε ςαν μϊςκα το πρϐςωπο του. Σου κουνοϑςα το χϋρι, με χαιρετοϑςε κι αυτϐσ, και ςυνϋχιζε να ρουφϊει τα χιϐνια με το εκχιονιςτικϐ μηχϊνημα. Αργϐτερα μπορεύ να ερχϐταν μϋςα για καφϋ ό για μια ζεςτό ςοκολϊτα. Ερχϐταν κϐςμοσ και του μιλοϑςε, τον ρωτοϑςε για το ςχολεύο, τον ρωτοϑςε αν όταν φρϐνιμεσ οι δύδυμεσ (τα κορύτςια όταν δϋκα χρονών το χειμώνα του 2001, νομύζω). Σον ρωτοϑςαν αν χρειαζϐταν τύποτε η μαμϊ του. Μερικϋσ φορϋσ πόγαινα κι εγώ, αν δεν εύχε φαςαρύα ςτο αρχηγεύο και δεν όταν πολλό η
- 12 -
γραφικό δουλειϊ. Η ςυζότηςη ποτϋ δεν περιςτρεφϐταν γϑρω απϐ τον πατϋρα του - η ςυζότηςη όταν πϊντα για τον πατϋρα του. Καταλαβαύνετε. Σο μϊζεμα των φϑλλων απϐ το γκαζϐν και το καθϊριςμα του χιονιοϑ απϐ το παρκινγκ βαςικϊ όταν δουλειϊ του Ωρκι Αρκϊνιαν. Ο Ωρκι όταν ο επιςτϊτησ του αρχηγεύου, όταν ϐμωσ ταυτϐχρονα ϋνασ απϐ μασ και ποτϋ δε διεκδικοϑςε αποκλειςτικϐτητα ςτη δουλειϊ του. Εδώ που τα λϋμε, ιδιαύτερα για το καθϊριςμα του χιονιοϑ, ςύγουρα ο Ωρκι ςχεδϐν ευχαριςτοϑςε γονατιςτϐσ το Θεϐ που υπόρχε ο μικρϐσ. Πρϋπει να όταν εξόντα χρονών Σώρα:, και εύχε περϊςει ανεπιςτρεπτύ η εποχό που ϋπαιζε ακϐμη ρϊγκμπι. Σο ύδιο και η εποχό που μποροϑςε να μϋνει χωρύσ πρϐβλημα επύ μιϊμιςη ώρα ϋξω, ςτουσ μεύον δεκαπϋντε βαθμοϑσ (μεύον τριϊντα, αν λϊβεισ υπϐψη και τον αϋρα). Κϊποια ςτιγμό ο μικρϐσ απϋκτηςε ςχϋςεισ με τη ύρλεώ επιςόμωσ, Αξιωματικϐ Επικοινωνιών ύρλεώ Πϊςτερνακ. 'Οταν όρθε η ϊνοιξη, ο Νεντ περνοϑςε ϐλο και περιςςϐτερη ώρα μαζύ τησ ςτο μικρϐ θϊλαμο επικοινωνιών με τα τηλϋφωνα, την ΣΚ (την ειδικό Σηλεφωνικό υςκευό για Κωφοϑσ), τον Πύνακα Θϋςεων Αςτυνομικών (που εύναι επύςησ γνωςτϐσ και ςαν Φϊρτησ Δ) και τον υπολογιςτό, που αποτελεύ το κϋντρο αυτοϑ του μικροϑ κϐςμου. Η ύρλεώ του ϋδειξε τη ςειρϊ των τηλεφώνων (το πιο ςημαντικϐ εύναι το κϐκκινο, απϐ το οπούο παύρνουμε τισ κλόςεισ ϋκτακτησ ανϊγκησ απϐ πολύτεσ). Σου εξόγηςε ϐτι ο εξοπλιςμϐσ που χρηςιμεϑει για τον εντοπιςμϐ των αςτυνομικών υποβαλλϐταν ςε τεςτ μια φορϊ τη βδομϊδα, του εξόγηςε πώσ γύνονταν οι δοκιμϋσ, και του εύπε ϐτι ϋπρεπε να επιβεβαιώνει καθημερινϊ τισ λύςτεσ υπηρεςύασ
- 13 -
ώςτε να ξϋρει ποιοι αςτυνομικού ϋκαναν περιπολύα ςτουσ δρϐμουσ του τϊτλερ, του Λϊςμπεργκ και του Πϐγκουσ ύτι, ποιοι ϋπρεπε να εμφανιςτοϑν ςτο δικαςτόριο, και ποιοι δεν εύχαν υπηρεςύα. «Ο εφιϊλτησ μου εύναι μόπωσ χϊςω κανϋναν χωρύσ καν ν' αντιληφθώ ϐτι ϋχει χαθεύ», την ϊκουςα να λϋει ςτον Νεντ μια μϋρα. «Ϊχει ςυμβεύ ποτϋ αυτϐ;» τη ρώτηςε ο μικρϐσ. «Να χϊςεισ κϊποιον;» «Ϊχει γύνει μια φορϊ», του απϊντηςε η ύρλεώ. «Πριν πιϊςω δουλειϊ εδώ. Κούτα, Νεντ, ςου ϋκανα εδώ ϋνα αντύγραφο με τουσ κωδικοϑσ κλόςησ. Δεν εύναι πια υποχρεωτικού, αλλϊ ϐλοι οι ϊνδρεσ τουσ χρηςιμοποιοϑν. Αν θϋλεισ να δουλϋψεισ ςτο κϋντρο επικοινωνιών πρϋπει να τουσ ξϋρεισ». Μετϊ ϊρχιςε να του λϋει για ϊλλη μια φορϊ τα τϋςςερα βαςικϊ ςτοιχεύα τησ δουλειϊσ: μϊθε την τοποθεςύα, μϊθε τη φϑςη του περιςτατικοϑ, μϊθε αν υπϊρχουν τραϑματα και τι εύδουσ, και μϊθε ποια εύναι η Πληςιϋςτερη Διαθϋςιμη Μονϊδα. Θϋςη, περιςτατικϐ, τραϑματα, ΠΔΜ -αυτϐ όταν το μϊντρα τησ ύρλεώ. ε λύγο ο μικρϐσ θα δουλεϑει το κϋντρο, ςκϋφτηκα. Θϋλει να τον βϊλει να δουλϋψει εκεύ. δεν τη νοιϊζει που ϋτςι και μπει μϋςα ο ςυνταγματϊρχησ Σιγκ ό κϊποιοσ απϐ το κρϊντον και τον δει εκεύ θα χϊςει τη δουλειϊ τησ. Θα τον βϊλει να δουλϋψει ςτο κϋντρο. Και ϐντωσ, μια βδομϊδα αργϐτερα ο μικρϐσ καθϐταν ςτη θϋςη τησ Πϊςτερνακ ςτο μικρϐ θϊλαμο, ςτην αρχό μϐνο ϐταν εκεύνη πόγαινε ςτην τουαλϋτα, αλλϊ μετϊ για ϐλο και μεγαλϑτερα διαςτόματα, ενώ η ύρλεώ πόγαινε ςτο βϊθοσ να πϊρει καφϋ ό ακϐμη ϋβγαινε ϋξω, πύςω απϐ το κτύριο, για ϋνα
- 14 -
τςιγϊρο. Σην πρώτη φορϊ που καθϐταν εκεύ μϐνοσ του ο μικρϐσ και αντιλόφθηκε ϐτι τον εύδα, πετϊχτηκε πϊνω με ϋνα μεγϊλο ϋνοχο χαμϐγελο, ςαν να τον εύχε τςακώςει η μϊνα του ςτο δωμϊτιο του με τη φιλενϊδα του. Σον χαιρϋτηςα με ϋνα νεϑμα και προςπϋραςα. αν να μην ϋτρεχε τύποτε. Η ύρλεώ εύχε παραδώςει το κϋντρο επικοινωνιών τησ Διμοιρύασ Δ ςε ϋναν πιτςιρικϊ που ξυριζϐταν ακϐμη μϐνο τρεισ φορϋσ τη βδομϊδα, υπόρχαν καμιϊ δεκαριϊ αςτυνομικού ςτουσ δρϐμουσ που ςτηρύζονταν ςτο κϋντρο, κι εγώ οϑτε καν ϋκοψα το βόμα μου. Μιλοϑςαμε ακϐμη για τον πατϋρα του, βλϋπετε. Ϊτςι το βλϋπαμε το πρϊγμα ϐλοι, η ύρλεώ και ο Ωρκι, κι εγώ επύςησ και ϐλοι οι ϊλλοι πολιτειακού που δουλεϑαμε με τον Κϋρτισ Γουύλκοξ εύκοςι χρϐνια τώρα. Δε μιλϊσ πϊντα με το ςτϐμα ςου. Μερικϋσ φορϋσ αυτϊ που λεσ με το ςτϐμα δεν ϋχουν καμιϊ ςημαςύα. Σο θϋμα εύναι να ςημαύνουν κϊτι αυτϊ που κϊνεισ, εύτε μιλϊσ εύτε ϐχι. ήταν ϐμωσ βγόκα απϐ το οπτικϐ του πεδύο, ςταμϊτηςα επιτϐπου. τϊθηκα εκεύ. Αφουγκρϊςτηκα. το βϊθοσ του δωματύου, μπροςτϊ ςτα παρϊθυρα που βλϋπουν προσ το δρϐμο, η ύρλεώ Πϊςτερνακ ςτεκϐταν με ϋνα πλαςτικϐ κϑπελλο καφϋ ςτο χϋρι και με κούταζε. Δύπλα τησ όταν ο Υιλ Κϊντλετον, που μϐλισ εύχε τελειώςει τη βϊρδια του και φοροϑςε πολιτικϊ. Με κούταζε κι αυτϐσ. το θϊλαμο επικοινωνιών, ενεργοποιόθηκε ο αςϑρματοσ. «τϊτλερ, εδώ 12», εύπε μια φωνό. Ο αςϑρματοσ παραμορφώνει τουσ όχουσ, παρ' ϐλα αυτϊ γνώριζα ϐλουσ τουσ ϊντρεσ μου. Ϋταν ο Ϊντι Σζακιμπουϊ. «Εδώ τϊτλερ», απϊντηςε ο Νεντ. Σελεύωσ όρεμοσ. Αν φοβϐταν μόπωσ τα κϊνει θϊλαςςα, αυτϐ δε φαινϐταν ςτη φωνό του.
- 15 -
«τϊτλερ, ϋχω ϋνα Υολκςβϊγκεν Σζϋτα, πινακύδεσ 14-07-3-9 Υοξτρϐτ, ντϐπιεσ, Κομητειακό Οδϐσ 99. Φρειϊζομαι ϋνα 10-28, ϐβερ». Η ύρλεώ διϋςχιςε με γρόγορο βόμα το δωμϊτιο. Λύγοσ καφϋσ χϑθηκε απϐ το κϑπελλο ςτο χϋρι τησ. Σην ϋπιαςα απϐ τον αγκώνα και τη ςταμϊτηςα. Ο Ϊντι Σζακιμπουϊ όταν ςε ϋναν επαρχιακϐ δρϐμο, μϐλισ εύχε ςταματόςει ϋνα Σζϋτα για κϊποια παρϊβαςη -το λογικϐ ςυμπϋραςμα όταν υπερβολικό ταχϑτητα- και όθελε να μϊθει αν υπόρχε κϊποιο ςτοιχεύο για το αμϊξι ό τον ιδιοκτότη. Ϋθελε να μϊθει επειδό θα ϋβγαινε απϐ το περιπολικϐ και θα πληςύαζε το Σζϋτα. Ϋθελε να μϊθει επειδό θα ϋπαιζε το τομϊρι του κορϐνα γρϊμματα, ϐπωσ ϋκανε κϊθε μϋρα. Μόπωσ το Σζϋτα όταν κλεμμϋνο; Μόπωσ εύχε εμπλακεύ ςε κανϋνα τροχαύο τουσ τελευταύουσ ϋξι μόνεσ; Μόπωσ ο ιδιοκτότησ του εύχε κατηγορηθεύ ό δικαςτεύ για κακοπούηςη τησ γυναύκασ του; Μόπωσ εύχε ςκοτώςει, βιϊςει ό ληςτϋψει κϊποιον; Εύχε απλόρωτεσ κλόςεισ; Ο Ϊντι εύχε το δικαύωμα να μϊθει αυτϋσ τισ πληροφορύεσ, αν υπόρχαν ςτη βϊςη δεδομϋνων. Αλλϊ εύχε επύςησ το δικαύωμα να μϊθει για ποιο λϐγο μϐλισ του εύχε απαντόςει ϋνα γυμναςιϐπαιδο. κϋφτηκα ϐτι η απϐφαςη όταν ςτο χϋρι του Ϊντι. Αν ϋλεγε Που διϊβολο εύναι η ύρλεώ, θα ϊφηνα το χϋρι τησ. Και αν ο Ϊντι δεν ϋφερνε αντύρρηςη όθελα να δω τι θα ϋκανε ο μικρϐσ. Πώσ θα τα πόγαινε. «12, περύμενε». Μπορεύ ο Νεντ να όταν λουςμϋνοσ ςτον ιδρώτα απϐ το ϊγχοσ, αυτϐ ϐμωσ δε φαινϐταν ςτη φωνό του. Γϑριςε ςτον υπολογιςτό και μπόκε ςτο Γιοϑνιςκοουπ, τη μηχανό αναζότηςησ που χρηςιμοποιοϑςε η Πολιτειακό
- 16 -
Αςτυνομύα τησ Πενςιλβϊνια. Πληκτρολϐγηςε ςτα γρόγορα τα ςτοιχεύα και πϊτηςε το ENTER. Ακολοϑθηςε ϋνα λεπτϐ ςιωπόσ ενώ η ύρλεώ κι εγώ ςτεκϐμαςτε δύπλα-δύπλα αμύλητοι και ευχϐμαςτε να πϊνε ϐλα καλϊ. Ευχϐμαςτε να μην παγώςει ο μικρϐσ, να μη ςπρώξει ξαφνικϊ πύςω την καρϋκλα και το βϊλει ςτα πϐδια, ευχϐμαςτε κυρύωσ να ϋχει δώςει ςωςτϊ τα ςτοιχεύα. Μου φϊνηκε ςαν να πϋραςε πολλό ώρα. Θυμϊμαι ϐτι ϊκουγα ϋνα πουλύ να κελαηδϊει ϋξω, κι ϋνα πολϑ μακρινϐ βουητϐ απϐ κϊποιο αεροπλϊνο. Πρϐλαβα να ςκεφτώ αυτϋσ τισ αλυςύδεσ γεγονϐτων που μερικού επιμϋνουν να ονομϊζουν ςυμπτώςεισ. Μύα απϐ αυτϋσ τισ αλυςύδεσ εύχε ςπϊςει ϐταν πϋθανε ο πατϋρασ του Νεντ ςτην Πολιτειακό Οδϐ 32. Και τώρα εύχε αρχύςει να ςχηματύζεται μια ϊλλη. Ο Ϊντι Σζακιμπουϊ -που δυςτυχώσ δεν όταν και απϐ τα πιο κοφτερϊ μυαλϊ του ώματοσ- όταν τώρα ςυνδεμϋνοσ με τον Νεντ Γουύλκοξ. Πϋρα απϐ αυτϐν, ϋναν κρύκο πιο κϊτω ςτη νϋα αλυςύδα, υπόρχε ϋνα Υολκςβϊγκεν ίζϋτα. Και αυτϐσ που το οδηγοϑςε. «12, εδώ τϊτλερ». «12». «Σο Σζϋτα ανόκει ςε κϊποιον Γουύλιαμ Κερκ Υρϋιντι απϐ το Πύτςμπουργκ. Ϊχει... ε... μια ςτιγμό... » Αυτό όταν η μοναδικό του παϑςη. Ωκουςα βιαςτικϐ θρϐιςμα χαρτιών καθώσ ϋψαχνε για την κϊρτα που του εύχε δώςει η ύρλεώ, με τουσ κωδικοϑσ κλόςησ. Ση βρόκε, την κούταξε και την πϋταξε δύπλα με ϋνα μικρϐ ανυπϐμονο γρϑλιςμα. το μεταξϑ ο Ϊντι περύμενε υπομονετικϊ ςτο περιπολικϐ του εύκοςι χιλιϐμετρα δυτικϊ. Μπορεύ να ϋβλεπε ϊμαξεσ των Ωμισ ό καμιϊ αγροικύα με την κουρτύνα ςτο ϋνα
- 17 -
μπροςτινϐ παρϊθυρο πιαςμϋνη λοξϊ, πρϊγμα που ςόμαινε ϐτι η οικογϋνεια εύχε μια κϐρη τησ παντρειϊσ, ό μπορεύ να κούταζε πϊνω απϐ τουσ λϐφουσ προσ το Οχϊιο. Μϐνο που δε θα τα ϋβλεπε πραγματικϊ ϐλ' αυτϊ. Σο μϐνο πρϊγμα που ϋβλεπε ο Ϊντι εκεύνη τη ςτιγμό -που το ϋβλεπε καθαρϊ- όταν το Σζϋτα που βριςκϐταν ςταματημϋνο μπροςτϊ του, με τον οδηγϐ που όταν απλϊ και μϐνο μια ςιλουϋτα πύςω απϐ το τιμϐνι. Και τι όταν αυτϐσ ο οδηγϐσ; Πλοϑςιοσ; Υτωχϐσ; Ζητιϊνοσ; Κλϋφτησ; Μασ το εύπε ο Νεντ. «12, ο Υρϋιντι ϋχει τρύα ΟΚΜ, ελόφθη;» Ο οδηγϐσ του Σζϋτα εύχε ςυλληφθεύ τρεισ φορϋσ για Οδόγηςη ςε Κατϊςταςη Μϋθησ. Μπορεύ να μην όταν και τώρα μεθυςμϋνοσ, αλλϊ αν εύχε παραβιϊςει το ϐριο ταχϑτητασ υπόρχαν μεγϊλεσ πιθανϐτητεσ να εύναι. «Ελόφθη, τϊτλερ». Εντελώσ λακωνικϐσ. «Ϊχει δύπλωμα;» Ρωτοϑςε αν το δύπλωμα οδόγηςησ του Υρϋιντι όταν ςε ιςχϑ. «Ε...» Ο Νεντ κούταξε αλαφιαςμϋνοσ τα λευκϊ γρϊμματα ςτην μπλε οθϐνη. Εύναι μπροςτϊ ςτα μϊτια ςου, μικρϋ, δεν το βλϋπεισ; Κρατοϑςα την ανϊςα μου. «Θετικϐ, 12, το πόρε πύςω πριν απϐ τρεισ μόνεσ». Ανϋπνευςα ελεϑθερα. Δύπλα μου η ύρλεώ ϊφηςε κι αυτό τη δικό τησ ανϊςα. Σα νϋα όταν καλϊ και για τον Ϊντι. Ο Υρϋιντι όταν νϐμιμοσ, και επομϋνωσ υπόρχαν μικρϐτερεσ πιθανϐτητεσ να κϊνει καμιϊ βλακεύα. Αυτϐσ όταν ο γενικϐσ κανϐνασ, τουλϊχιςτον. «12 ςε προςϋγγιςη», εύπε ο Ϊντι. «Ελόφθη;» «Ελόφθη, 12 ςε προςϋγγιςη, αναμϋνω», απϊντηςε ο Νεντ. Ωκουςα ϋνα κλικ και μετϊ ϋνα μεγϊλο τρεμϊμενο ςτεναγμϐ. Ϊκανα νϐημα ςτη ύρλεώ, που προχώρηςε προσ το θϊλαμο. Μετϊ ςόκωςα το χϋρι και ςκοϑπιςα το μϋτωπο μου.
- 18 -
Δε μου φϊνηκε παρϊξενο που όταν μοϑςκεμα ςτον ιδρώτα. «Πώσ πϊει;» ρώτηςε η ύρλεώ. Υωνό όρεμη και φυςιολογικό, ςαν να ϋλεγε ϐτι, για κεύνη, ϐλα πόγαιναν μια χαρϊ ςτο δυτικϐ μϋτωπο. «Κϊλεςε ο Ϊντι Σζακιμπουϊ», τησ εύπε ο Νεντ. «Εύναι 10-27». Πρϊγμα που ςημαύνει ϋλεγχοσ οδηγοϑ. Αν εύςαι πολιτειακϐσ αςτυνομικϐσ, ξϋρεισ επύςησ ϐτι εννιϊ φορϋσ ςτισ δϋκα ςημαύνει και ϐτι θα δώςεισ κλόςη ςτον οδηγϐ για κϊποια παρϊβαςη. Σώρα η φωνό του Νεντ δεν όταν τϐςο ςταθερό, αλλϊ δεν εύχε ςημαςύα πια. «Ϊχει ςταματόςει κϊποιον με ϋνα Σζϋτα ςτον αυτοκινητϐδρομο 99. Σο διεκπεραύωςα». «Πεσ μου πώσ», εύπε η ύρλεώ. «Δεύξε μου ϐλη τη διαδικαςύα, βόμα προσ βόμα, Νεντ. ήςο πιο γρόγορα μπορεύσ». υνϋχιςα το δρϐμο μου. Ο Υιλ Κϊντλετον με ςταμϊτηςε ςτην πϐρτα του γραφεύου μου. Ϊδειξε με ϋνα νεϑμα το θϊλαμο επικοινωνιών. «Πώσ τα πόγε ο μικρϐσ;» «Καλϊ», του απϊντηςα, και μπόκα ςτο γραφεύο μου προςπερνώντασ τον. Δεν κατϊλαβα ϐτι τα πϐδια μου εύχαν λυθεύ παρϊ μϐνο ϐταν κϊθιςα και τα αιςθϊνθηκα να τρϋμουν. Οι αδερφϋσ του, η Σζϐαν και η Σζϊνετ, όταν γνόςια δύδυμα. Εύχαν η μύα την ϊλλη, και η μητϋρα τουσ διατηροϑςε κϊτι απϐ το χαμϋνο ϊντρα τησ ςτισ κϐρεσ τησ: τα γαλϊζια μϊτια του Κϋρτισ, τα ξανθϊ μαλλιϊ, τα γεμϊτα χεύλια του (το παρατςοϑκλι του Κερτ ςτην επετηρύδα όταν «Ϊλβισ»). Η Μιςϋλ ϋβλεπε τον ϊντρα τησ και ςτον Νεντ, ϐπου η ομοιϐτητα όταν ακϐμη πιο εντυπωςιακό. Ϊτςι και πρϐςθετεσ μερικϋσ ρυτύδεσ γϑρω απϐ τα μϊτια, ο Νεντ θα μποροϑςε να όταν ο πατϋρασ του ϐταν μπόκε ςτην αςτυνομύα. Αυτϐ εύχαν η Μιςϋλ και οι δύδυμεσ. Ο Νεντ εύχε εμϊσ.
- 19 -
Μια μϋρα, τον Απρύλη, μπόκε ςτο αρχηγεύο με ϋνα τερϊςτιο φωτεινϐ χαμϐγελο ςτο πρϐςωπο. Σον ϋκανε να δεύχνει πιο νϋοσ και πιο γλυκϐσ. Θυμϊμαι ϐτι ςκϋφτηκα πωσ ϐλοι μασ δεύχνουμε ϋτςι ϐταν χαμογελϊμε με το αληθινϐ μασ χαμϐγελο, αυτϐ που μασ ϋρχεται ϐταν εύμαςτε πραγματικϊ ευτυχιςμϋνοι και ϐχι ϐταν προςπαθοϑμε απλώσ να παύξουμε ϋνα ανϐητο κοινωνικϐ παιχνύδι. Σο ξαναςκϋφτηκα εκεύνη τη μϋρα, γιατύ ο Νεντ δε χαμογελοϑςε πολϑ. Και ςύγουρα το χαμϐγελο του δεν όταν πλατϑ. Νομύζω ϐτι δεν το εύχα ςυνειδητοποιόςει μϋχρι εκεύνη τη μϋρα γιατύ όταν πϊντα ευγενικϐσ και πρϐθυμοσ και ϋξυπνοσ. Ευχϊριςτοσ τϑποσ, με ϊλλα λϐγια. Δεν το πρϐςεχεσ πϐςο ςοβαρϐσ όταν παρϊ μϐνο τισ ςπϊνιεσ μϋρεσ που τον ϋβλεπεσ να χαμογελϊει πραγματικϊ και να φωτύζεται το πρϐςωπο του. Πόγε και ςτϊθηκε ςτη μϋςη τησ αύθουςασ, και ϐλεσ οι ςυζητόςεισ ςταμϊτηςαν. Εύχε ϋνα χαρτύ ςτο χϋρι του με μια πολϑπλοκη χρυςό ςφραγύδα ςτο πϊνω μϋροσ. «Πιτ!» εύπε ςηκώνοντασ ψηλϊ το χαρτύ και με τα δϑο χϋρια, ςαν κριτόσ ςτουσ Ολυμπιακοϑσ Αγώνεσ που ςόκωνε την καρτϋλα επύδοςησ. «Μπόκα ςτο Πιτ, παιδιϊ! Και μου ϋδωςαν υποτροφύα! χεδϐν πλόρη!» ήλοι χειροκρϐτηςαν. Η ύρλεώ τον φύληςε ςτο ςτϐμα και ο μικρϐσ κοκκύνιςε μϋχρι το γιακϊ. Ο Φϊντι Ρϐγιερ, που δεν εύχε υπηρεςύα εκεύνη τη μϋρα και απλώσ τριγϑριζε ςτο αρχηγεύο ανόςυχοσ για κϊποια υπϐθεςη ϐπου εύχε να καταθϋςει, βγόκε ϋξω και ξαναγϑριςε με μια ςακοϑλα κϋικ Λιλ Ντϋμπι. Ο Ωρκι ϊνοιξε με το κλειδύ του το αυτϐματο μηχϊνημα των αναψυκτικών και κϊναμε πϊρτι. Μιςό ώρα πϊνω κϊτω, ϐχι παραπϊνω, αλλϊ όταν ωραύο ϐςο κρϊτηςε. ήλοι ϋςφιξαν το χϋρι του Νεντ, το γρϊμμα απϐ το Πανεπιςτόμιο του
- 20 -
Πύτςμπουργκ ϋκανε το γϑρο του δωματύου (δϑο φορϋσ νομύζω), και μερικού ςυνϊδελφοι που όταν ςτα ςπύτια τουσ πϋραςαν απϐ το αρχηγεύο μϐνο και μϐνο για να του μιλόςουν και να τον ςυγχαροϑν. Και μετϊ, φυςικϊ, μπόκε ςτην παρϊςταςη και ο ϋξω κϐςμοσ. Εύναι όςυχα εδώ ςτη Δυτικό Πενςιλβϊνια, αλλϊ δεν εύναι απϐλυτη νϋκρα. Μια αγροικύα εύχε πιϊςει φωτιϊ ςτο Πϊγκουσ ύτι (το λϋνε ύτι, αλλϊ αν αυτϐ εύναι πϐλη ϊλλο τϐςο εγώ εύμαι ο αρχιδοϑκασ Υερδινϊνδοσ), και μια ϊμαξα των Ωμισ εύχε αναποδογυρύςει ςτον αυτοκινητϐδρομο 20. Οι Ωμισ ζουν απομονωμϋνοι, αλλϊ δϋχονται ευχαρύςτωσ βοόθεια απϋξω ςε τϋτοιεσ περιπτώςεισ. Σο ϊλογο όταν μια χαρϊ, κι αυτϐ όταν το κυριϐτερο. Σα χειρϐτερα επειςϐδια με ϊμαξεσ γύνονται την Παραςκευό και το ϊββατο το βρϊδυ, ϐταν πολλού νεαρού Ωμισ κρϑβονται πύςω απϐ τουσ ςτϊβλουσ και μεθϊνε. Μερικϋσ φορϋσ βϊζουν κϊποιον «κοςμικϐ» -ϐπωσ μασ λϋνε εμϊσ- να τουσ αγορϊςει ϋνα μπουκϊλι ό ϋνα κιβώτιο μπύρα Ωιρον ύτι, και μερικϋσ φορϋσ πύνουν ποτϐ δικόσ τουσ καταςκευόσ, ϋνα πραγματικϊ δολοφονικϐ παρϊνομο ουύςκι απϐ καλαμπϐκι που δε θα το ϋδινεσ οϑτε ςτο χειρϐτερο εχθρϐ ςου. Εύναι κι αυτϊ απλώσ μϋροσ τησ ϐλησ κατϊςταςησ. Αυτϐσ εύναι ο κϐςμοσ μασ, και ςτο μεγαλϑτερο μϋροσ του μασ αρϋςει, ςυμπεριλαμβανομϋνων των Ωμισ με τισ μεγϊλεσ περιποιημϋνεσ φϊρμεσ τουσ και τα πορτοκαλύ τρύγωνα ςτο πύςω μϋροσ των περιποιημϋνων μϐνιππών τουσ. Και υπϊρχει πϊντα γραφειοκρατικό δουλειϊ, οι ςυνηθιςμϋνεσ ςτούβεσ απϐ αντύγραφα εισ διπλοϑν και τριπλοϑν ςτο γραφεύο μου. Σα πρϊγματα χειροτερεϑουν κϊθε χρϐνο. Σώρα δεν μπορώ να καταλϊβω γιατύ όθελα ν' αναλϊβω
- 21 -
τη διεϑθυνςη εδώ. Ϊδωςα εξετϊςεισ για να προαχθώ ςτο βαθμϐ του προώςτϊμενου αρχιφϑλακα ϐταν με ςυμβοϑλεψε να το κϊνω ο Σϐνι ϋιντινκσ, πρϊγμα που ςημαύνει ϐτι μϊλλον εύχα κϊποιο λϐγο Σώρα:, αλλϊ αυτϋσ τισ μϋρεσ μϊλλον μου διαφεϑγει. Γϑρω ςτισ ϋξι βγόκα ςτην πύςω πλευρϊ να καπνύςω. Ϊχουμε ϋνα παγκϊκι εκεύ που βλϋπει προσ το πϊρκινγκ και ϋχει πολϑ ωραύα θϋα προσ τα δυτικϊ. Ο Νεντ Γουύλκοξ καθϐταν ςτο παγκϊκι με το γρϊμμα που του ανακούνωνε ϐτι γινϐταν δεκτϐσ ςτο Πιτ ςτο ϋνα χϋρι. τα μαγουλϊ του κυλοϑςαν δϊκρυα. Μου ϋριξε μια ματιϊ και γϑριςε απϐ την ϊλλη, ςκουπύζοντασ τα μϊτια του με την παλϊμη. Κϊθιςα δύπλα του και ςκϋφτηκα να τον αγκαλιϊςω απϐ τουσ ώμουσ αλλϊ δεν το ϋκανα. Αν χρειϊζεται να το ςκεφτεύσ πρώτα για να κϊνεισ κϊτι τϋτοιο, ςυνόθωσ το νιώθεισ ψεϑτικο. Ϊτςι νομύζω, τουλϊχιςτον. Δεν παντρεϑτηκα ποτϋ κι αυτϊ που ξϋρω για την ανατροφό των παιδιών χωρϊνε ςτο κεφϊλι μιασ καρφύτςασ και ςου μϋνει και χώροσ να γρϊψεισ και το Πϊτερ Ημών. Ωναψα ϋνα τςιγϊρο και κϊπνιςα για λύγο αμύλητοσ. «Δεν πειρϊζει, Νεντ», εύπα τελικϊ. Ϋταν το μϐνο πρϊγμα που μου όρθε ςτο νου, και δεν εύχα ιδϋα τ ι ςόμαινε. «Ξϋρω», απϊντηςε αυτϐσ αμϋςωσ με μια πνιγμϋνη φωνό, ςαν να προςπαθοϑςε ακϐμη να μην κλϊψει, και μετϊ, ςχεδϐν ςαν να όταν μϋροσ τησ ύδιασ πρϐταςησ, ςαν να ςυνϋχιζε τη ςκϋψη του: «ήχι, πειρϊζει». Ακοϑγοντασ τον να χρηςιμοποιεύ αυτό τη λϋξη, πειρϊζει, ςυνειδητοπούηςα πϐςο πολϑ εύχε πληγωθεύ. Εύχε ϋνα βϊροσ ςτο ςτομϊχι. Πρϋπει να εύχε εκπαιδεϑςει απϐ χρϐνια τον εαυτϐ του να χρηςιμοποιεύ αυτό τη λϋξη, για να ξεχωρύζει απϐ τουσ υπϐλοιπουσ χωριϊτεσ τησ
- 22 -
Κομητεύασ τϊτλερ, τουσ υπϐλοιπουσ οδοκαθαριςτϋσ και χειριςτϋσ εκχιονιςτικών μηχανημϊτων απϐ πϐλεισ ςαν το Πϊτςιν και το Πϐγκουσ ύτι. Ακϐμα και οι αδερφϋσ του, οχτώ χρϐνια μικρϐτερεσ του, εύχαν πϊψει μϊλλον να χρηςιμοποιοϑν αυτό την ϋκφραςη, για τουσ ύδιουσ πϊνω κϊτω λϐγουσ. ήχι ϐτι θα λιποθυμοϑςε η μϊνα τουσ ό ο πατϋρασ τουσ... Σϋλοσ πϊντων, ποιοσ πατϋρασ; υνϋχιςα να καπνύζω αμύλητοσ. Απϐ την ϊλλη μεριϊ του πϊρκινγκ, δύπλα ςε ϋνα ςωρϐ αλϊτι για τουσ δρϐμουσ, υπόρχαν κϊμποςα ξϑλινα κτύρια που χρειϊζονταν ό φτιϊξιμο ό γκρϋμιςμα. Ϋταν τα παλιϊ υπϐςτεγα των τροχοφϐρων. Πριν απϐ δϋκα χρϐνια, η Κομητεύα εύχε μετακινόςει τα εκχιονιςτικϊ μηχανόματα, τα γκρϋιντερ, τισ μπουλντϐζεσ και τουσ οδοςτρωτόρεσ γϑρω ςτο ενϊμιςι χιλιϐμετρο παρακϊτω, ςε ϋνα καινοϑριο κτύριο απϐ τοϑβλο που ϋμοιαζε ςαν φυλακό. Σο μϐνο που εύχε απομεύνει εδώ όταν ο μεγϊλοσ ςωρϐσ του αλατιοϑ (που το χρηςιμοποιοϑςαμε μϐνοι μασ λύγο λύγο κϊποτε αυτϐσ ο ςωρϐσ όταν ολϐκληρο βουνϐ) και μερικϊ ετοιμϐρροπα ξϑλινα κτύρια. Ωραγε ςκεφτϐμουν την Μπιοϑικ Ροουντμϊςτερ εκεύ μϋςα ενώ καθϐμουν δύπλα ςτον μικρϐ που ϋκλαιγε, ενώ όθελα να τον αγκαλιϊςω και δεν όξερα πώσ; Δεν ξϋρω. Μπορεύ να τη ςκεφτϐμουν, αλλϊ δε νομύζω ϐτι ξϋρουμε ϐλα ϐςα ςκεφτϐμαςτε. Ο Υρϐιντ μπορεύ να ϋλεγε μποϑρδεσ ςχετικϊ με πολλϊ πρϊγματα, αλλϊ ς' αυτϐ εύχε δύκιο. Δεν ξϋρω αν υπϊρχει υποςυνεύδητο, υπϊρχει ϐμωσ ςύγουρα ϋνασ παλμϐσ μϋςα ςτο κεφϊλι μασ, ϐπωσ υπϊρχει παλμϐσ ςτο ςτόθοσ μασ, και ο παλμϐσ αυτϐσ μεταφϋρει ϊμορφεσ ςκϋψεισ, ϊρρητεσ, που τισ περιςςϐτερεσ φορϋσ δεν μποροϑμε καν να τισ καταλϊβουμε, και ςυνόθωσ αυτϋσ εύναι οι πιο ςημαντικϋσ.
- 23 -
Ο Νεντ κοϑνηςε το χαρτύ. «' αυτϐν όθελα να το δεύξω. Αυτϐσ όθελε να πϊω ςτο Πιτ ϐταν όμουν μικρϐσ αλλϊ δεν εύχε τα λεφτϊ να με ςτεύλει. Εξαιτύασ του ϋκανα αύτηςη». Μια παϑςη, και μετϊ τϐςο ςιγϊ που ςχεδϐν δεν τον ϊκουςα: «Γϊμηςε τα, ϊντι». «Σι εύπε η μητϋρα ςου ϐταν τησ το ϋδειξεσ,» Αυτϐ τον ϋκανε να γελϊςει, ϋνα γϋλιο δακρυςμϋνο αλλϊ γνόςιο. «Δεν εύπε. Ωρχιςε να ςτριγκλύζει ςαν να εύχε κερδύςει ταξύδι ςτισ Βερμοϑδεσ ςε τηλεπαιχνύδι. Και μετϊ ϋκλαψε». Ο Νεντ γϑριςε και με κούταξε. Ο ύδιοσ εύχε πϊψει να κλαύει, αλλϊ τα μϊτια του όταν κϐκκινα και πρηςμϋνα. Ϊδειχνε πολϑ μικρϐτεροσ απϐ τα δεκαοχτώ του χρϐνια. Εκεύνο το γλυκϐ χαμϐγελο ξαναβγόκε για μια ςτιγμό ςτην επιφϊνεια. «Βαςικϊ, όταν υπϋροχη. Ακϐμη και οι μικρϋσ όταν υπϋροχεσ. ήπωσ κι εςεύσ. Η ύρλεώ με φύληςε... Αδερφϋ μου, ανατρύχιαςα ολϐκληροσ». Γϋλαςα ενώ ςκεφτϐμουν ϐτι η ύρλεώ μπορεύ να εύχε ανατριχιϊςει κι αυτό. Σον ςυμπαθοϑςε τον Νεντ, όταν ϐμορφο παιδύ, και ύςωσ να εύχε φανταςτεύ τον εαυτϐ τησ μαζύ του, ςαν ϊλλη κυρύα Ρϐμπινςον με τον Πρωτϊρη. Μϊλλον ϐχι, αλλϊ δεν όταν και αδϑνατο. Πόγαιναν εύκοςι χρϐνια απϐ Σώρα: που εύχε χωρύςει. Σο χαμϐγελο του Νεντ ϋςβηςε. Ανϋμιςε πϊλι την επιςτολό. «Σο κατϊλαβα ϐτι με εύχαν δεχτεύ μϐλισ το ϋβγαλα απϐ το γραμματοκιβώτιο. Για κϊποιο λϐγο, όμουν ςύγουροσ. Και ϊρχιςε να μου λεύπει πϊλι ο πατϋρασ μου. Εννοώ να μου λεύπει πολϑ». «Ξϋρω», εύπα, αλλϊ φυςικϊ δεν όξερα. Ο δικϐσ μου πατϋρασ ζοϑςε ακϐμη, ςφριγηλϐσ, εϑθυμοσ και βλϊςφημοσ
- 24 -
ςτα εβδομόντα τϋςςερα. Και η μητϋρα του, εβδομόντα αυτό, όταν εξύςου ακμαύα και κϊτι παραπϊνω. Ο Νεντ αναςτϋναξε κοιτϊζοντασ τουσ λϐφουσ. «Ϊτςι που ϋφυγε, όταν εντελώσ χαζϐ», εύπε. «Δε θα μπορώ καν να πω ςτα παιδιϊ μου, αν κϊνω ποτϋ, ϐτι ο παπποϑσ τουσ ϋπεςε μϋςα ςε μια βροχό απϐ ςφαύρεσ ενώ εμπϐδιζε μια ληςτεύα τρϊπεζασ ό αντιμετώπιζε μια ομϊδα εξτρεμιςτών που πόγαν να βϊλουν βϐμβα ςτο δικαςτόριο. Σύποτε τϋτοιο». «ήχι», ςυμφώνηςα, «τύποτε τϋτοιο». «Δεν μπορώ καν να πω ϐτι ϋφυγε γιατύ όταν απρϐςεκτοσ. Απλώσ... απλώσ όρθε ϋνασ μεθυςμϋνοσ και... » Ϊςκυψε αγκομαχώντασ ςαν γϋροσ με κρϊμπα ςτην κοιλιϊ, και αυτό τη φορϊ τουλϊχιςτον ϋβαλα το χϋρι μου ςτην πλϊτη του. Προςπαθοϑςε τϐςο πολϑ να μην κλϊψει... αυτϐ όταν που με ςυγκύνηςε πιο πολϑ. Προςπαθοϑςε να φανεύ ϊντρασ, ϐ,τι κι αν ςημαύνει αυτϐ για ϋνα δεκαοχτϊχρονο παιδύ. «Νεντ. Δεν πειρϊζει». Κοϑνηςε δυνατϊ το κεφϊλι του. «Αν υπόρχε Θεϐσ, θα υπόρχε κϊποιοσ λϐγοσ», εύπε. Κούταζε κϊτω, ςτο ϋδαφοσ. Σο χϋρι μου όταν ακϐμη ςτην πλϊτη του και την ϋνιωθα ν' ανεβοκατεβαύνει λεσ και εύχε τρϋξει αγώνα δρϐμου. «Αν υπόρχε Θεϐσ, θα υπόρχε κϊποιο νόμα ςε ϐ,τι ϋγινε. Αλλϊ δεν υπϊρχει. Απ' ϐ,τι βλϋπω τουλϊχιςτον». «Αν κϊνεισ παιδιϊ, Νεντ, πεσ τουσ ϐτι ο παπποϑσ τουσ πϋθανε εκτελώντασ το καθόκον του. Μετϊ φϋρ' τα εδώ και δεύξ' τουσ το ϐνομα του ςτην πλϊκα, μαζύ με τα ϊλλα». Υϊνηκε να μη με ακοϑει. «Βλϋπω ϋνα ϐνειρο. Ωςχημο ϐνειρο». ταμϊτηςε ςαν να ςκεφτϐταν πώσ να το πει, και
- 25 -
μετϊ ϊρχιςε να μιλϊει πϊλι. «Βλϋπω ϐτι ϐλα αυτϊ όταν ϋνα ϐνειρο. Καταλαβαύνεισ τι εννοώ;» Ϊγνεψα καταφατικϊ. «Ξυπνϊω κλαύγοντασ και κοιτϊζω γϑρω ςτο δωμϊτιο μου, κι ϋχει λιακϊδα. Ϊξω κελαηδϊνε πουλιϊ. Εύναι πρωύ. Μου μυρύζει ο καφϋσ απϐ κϊτω και ςκϋφτομαι, "Εύναι καλϊ. Φριςτϋ μου, ς' ευχαριςτώ, ο πατϋρασ μου εύναι καλϊ". Δεν τον ακοϑω να μιλϊει ό τύποτε τϋτοιο, αλλϊ το ξϋρω. Και ςκϋφτομαι τι ηλύθια ιδϋα όταν αυτό, ϐτι εύναι αδϑνατο να περπατοϑςε δύπλα ςε μια νταλύκα για να πει ςτον οδηγϐ να φτιϊξει το λϊςτιχο και να τον ιςοπϋδωςε ϋνασ μεθυςμϋνοσ, μια ιδϋα απ' αυτϋσ που ςου μπαύνουν ςε κϊποιο ηλύθιο ϐνειρο ϐπου ϐλα φαύνονται τϐςο πραγματικϊ... και αρχύζω να κατεβϊζω τα πϐδια απϐ το κρεβϊτι... μερικϋσ φορϋσ βλϋπω τουσ αςτραγϊλουσ μου να τουσ χτυπϊει ο όλιοσ... νιώθω ακϐμη και τη ζϋςτη... και μετϊ ξυπνϊω ςτ' αλόθεια, και εύναι ςκοτεινϊ, και εύμαι τυλιγμϋνοσ με τισ κουβϋρτεσ μϋχρι πϊνω αλλϊ κρυώνω ακϐμη, τρϋμω απϐ το κρϑο, και ξϋρω ϐτι το ϐνειρο όταν ϐνειρο». «Απαύςιο», εύπα, ενώ θυμϐμουν πωσ ϐταν όμουν μικρϐσ ϋβλεπα κι εγώ ϋνα παρϐμοιο ϐνειρο. Ϋταν για το ςκυλύ μου. Πόγα να του το πω αλλϊ ςταμϊτηςα. Η λϑπη εύναι λϑπη, αλλϊ ϋνασ ςκϑλοσ δεν εύναι το ύδιο πρϊγμα με τον πατϋρα ςου. «Δε θα όταν τϐςο ϊςχημα τα πρϊγματα αν το ϋβλεπα κϊθε βρϊδυ. Σώρα: πιςτεϑω ϐτι θα το όξερα ακϐμη και την ώρα που κοιμϐμουν ϐτι δεν υπϊρχει η μυρωδιϊ του καφϋ, ϐτι δεν εύναι καν πρωύ ακϐμη. Αλλϊ δεν το βλϋπω... δεν το βλϋπω... και μετϊ ϐταν ϋρχεται τελικϊ ξεγελιϋμαι πϊλι. Εύμαι τϐςο ευτυχιςμϋνοσ και ανακουφιςμϋνοσ, φτϊνω ςτο ςημεύο να ςκϋφτομαι να κϊνω κϊτι για να τον ευχαριςτόςω, να του αγορϊςω εκεύνο το μπαςτοϑνι του γκολφ που όθελε για τα
- 26 -
γενϋθλια του... και μετϊ ξυπνϊω. Σην πατϊω πϊλι και πιςτεϑω ϐτι εύναι αλόθεια». Η ςκϋψη ύςωσ των γενεθλύων του πατϋρα του, που δε θα τα γιϐρταζαν φϋτοσ οϑτε ποτϋ ξανϊ, ϋκανε τα δϊκρυα να κυλόςουν πϊλι απϐ τα μϊτια του. «Μου τη δύνει ϐταν ξεγελιϋμαι ϋτςι. Εύναι ϐπωσ ϐταν όρθε ο κϑριοσ Σζϐουνσ και με πόρε απϐ το μϊθημα τησ ιςτορύασ για να μου πει τι ϋγινε, αλλϊ ακϐμη χειρϐτερα. Γιατύ ϐταν ξυπνϊω μϋςα ςτο ςκοτϊδι εύμαι μϐνοσ. Ο κϑριοσ Γκρϋνβιλ -ο ψυχολϐγοσ του ςχολεύου- μου εύπε ϐτι ο χρϐνοσ θεραπεϑει ϐλεσ τισ πληγϋσ, αλλϊ πϊει ϋνασ χρϐνοσ ςχεδϐν και βλϋπω ακϐμη το ύδιο ϐνειρο». Ϊκανα πϊλι ϋνα καταφατικϐ νεϑμα. Μικρϐσ εύχα ϋνα ςκυλύ, τον Σεν-Πϊουντ, που τον ςκϐτωςε ϋνασ κυνηγϐσ Νοϋμβρη μόνα, και ϐταν τον βρόκα εύχε αρχύςει να κοκαλώνει μϋςα ςτο ύδιο του το αύμα κϊτω απϐ ϋνα λευκϐ ουρανϐ που προμόνυε μπϐλικο χιϐνι. το δικϐ μου ϐνειρο ϋβλεπα πϊντα πωσ ϐταν πληςύαζα όταν ϋνα ϊλλο ςκυλύ, ϐχι ο Σεν-Πϊουντ, κι ϋνιωθα την ύδια ανακοϑφιςη. Μϋχρι που ξυπνοϑςα, δηλαδό. Και η ςκϋψη του Σεν-Πϊουντ μου θϑμιςε για μια ςτιγμό τη μαςκϐτ του αρχηγεύου που εύχαμε παλιϊ, τον Μύςτερ Ντύλον, απϐ το ϐνομα του ςερύφη τησ τηλεϐραςησ που ϋπαιζε ο Σζϋιμσ Ωρνεσ. Ϋταν καλϐ ςκυλύ. «Σο ξϋρω αυτϐ το ςυναύςθημα, Νεντ». «Σο ξϋρεισ;» Με κούταξε γεμϊτοσ ελπύδα. «Ναι. Και θα καλυτερϋψει. Πύςτεψε με, θα καλυτερϋψει. Αλλϊ όταν πατϋρασ ςου, δεν όταν κανϋνασ ςυμμαθητόσ ςου οϑτε κανϋνασ φύλοσ ςου απϐ τη γειτονιϊ. Μπορεύ να βλϋπεισ ακϐμη αυτϐ το ϐνειρο του χρϐνου τϋτοια εποχό. Μπορεύ να το βλϋπεισ ακϐμη και μετϊ απϐ δϋκα χρϐνια, πϐτε πϐτε». «Αυτϐ εύναι φοβερϐ». «ήχι», εύπα. «Απλώσ εύναι η μνόμη».
- 27 -
«Αν υπόρχε ϋνασ λϐγοσ...» Με κούταξε ςοβαρϐσ. «Κϊποιοσ λϐγοσ, κϊτι. Σο καταλαβαύνεισ αυτϐ;» «Υυςικϊ το καταλαβαύνω». «Τπϊρχει; Σι λεσ;» κϋφτηκα να του πω ϐτι δεν όξερα απϐ λϐγουσ, όξερα μϐνο απϐ αλυςύδεσ - πώσ ςχηματύζονται κρύκο κρύκο απϐ το τύποτε. Πώσ πλϋκονται με τον κϐςμο. Μερικϋσ φορϋσ μπορεύσ να πιϊςεισ μια αλυςύδα και τραβώντασ τη να βγεισ απϐ κϊποιο ςκοτεινϐ χώρο. Σισ περιςςϐτερεσ φορϋσ ϐμωσ απλώσ τυλύγεςαι με δαϑτεσ. Και αν εύςαι τυχερϐσ απλώσ μπερδεϑεςαι. Αν δεν εύςαι, μπορεύ και να ςε ςτραγγαλύςουν. Βρϋθηκα να κοιτϊζω πϊλι το Τπϐςτεγο Β απϐ την ϊλλη μεριϊ του πϊρκινγκ. Και καθώσ το κούταζα ςκεφτϐμουν ϐτι αν εγώ μποροϑςα να ςυνηθύςω αυτϐ που όταν κρυμμϋνο ςτο ςκοτεινϐ εςωτερικϐ του, Σώρα: και ο Νεντ Γουύλκοξ μποροϑςε να ςυνηθύςει τη ζωό χωρύσ τον πατϋρα του. Οι ϊνθρωποι ςυνηθύζουν ςχεδϐν τα πϊντα. Αυτϐ εύναι το καλϑτερο πρϊγμα ςτη ζωό μασ. Και φυςικϊ εύναι επύςησ το πιο φρικτϐ. «ϊντι; Σι λεσ;» «Λϋω ϐτι ρωτϊσ λϊθοσ ϊνθρωπο. Σο μϐνο που ξϋρω εγώ εύναι να δουλεϑω, να ελπύζω και να βϊζω κανϋνα φρϊγκο ςτην ϊκρη για τισ ΦΜ». Ο Νεντ χαμογϋλαςε. τη Διμοιρύα Δ ϐλοι μιλοϑςαν πολϑ ςοβαρϊ για τισ ΦΜ ςαν να όταν καμιϊ πολϑπλοκη υποκατηγορύα των υπηρεςιών επιβολόσ του νϐμου. την πραγματικϐτητα ςόμαινε «χρυςϋσ μϋρεσ τησ ςϑνταξησ». Νομύζω ϐτι ο Φϊντι Ρϐγιερ όταν ο πρώτοσ που εύχε αρχύςει να τισ λϋει ϋτςι. «Σουλϊχιςτον εύςαι ειλικρινόσ», εύπε ο Νεντ. Ϋμουν ϐμωσ; Ϋ μόπωσ απλώσ απϋφευγα το πρϐβλημα; ύγουρα δεν ϋνιωθα πολϑ ειλικρινόσ εκεύνη τη ςτιγμό. Ϊνιωθα
- 28 -
ςαν ϊνθρωποσ που δεν ξϋρει κολϑμπι και κοιτϊζει ϋνα παιδύ που πνύγεται ςτα βαθιϊ. Και για μια ακϐμα φορϊ μου τρϊβηξε την προςοχό το Τπϐςτεγο Β. Κϊνει κρϑο εδώ μϋςα; εύχε ρωτόςει ο πατϋρασ του παιδιοϑ πριν απϐ καιρϐ, εκεύνη τη μϋρα. Κϊνει κρϑο εδώ μϋςα ό εμϋνα μου φαύνεται; Ναι, ϋκανε κρϑο. «Σι ςκϋφτεςαι, ϊντι;» «Σύποτε που ν' αξύζει τον κϐπο να ςου το πω», απϊντηςα. «Σι θα κϊνεισ το καλοκαύρι;» «Σι πρϊμα;» «Σι θα κϊνεισ το καλοκαύρι;» Ϋξερα ϐτι δε θα πόγαινε για γκολφ ςτο Μϋιν οϑτε για ιςτιοπλοϏα ςτη λύμνη Σϊχο. Παρϊ την υποτροφύα, ο Νεντ ϋπρεπε να κϊνει οικονομύα για να τα βγϊλει πϋρα. «το Σμόμα Πϊρκων και Φώρων Αναψυχόσ πϊλι, φαντϊζομαι», με εμφανό ϋλλειψη ενθουςιαςμοϑ. «Δοϑλευα εκεύ πϋρςι μϋχρι... Ξϋρεισ». Μϋχρι το θϊνατο του πατϋρα του. Ϊγνεψα καταφατικϊ. «Πόρα ϋνα γρϊμμα απϐ τον Σομ Μακλϊναχαν την περαςμϋνη βδομϊδα, ϋλεγε ϐτι θα μου κρατόςει τη θϋςη. Εύπε ϐτι ύςωσ κϊνω και τον προπονητό ςτην παιδικό ομϊδα, αλλϊ αυτϐ το ϋκανε απλώσ για να με καλοπιϊςει. Βαςικϊ θα φτυαρύζω και θα φτιϊχνω τα ποτιςτικϊ ςυςτόματα, ϐπωσ και πϋρςι. Μπορώ να φτυαρύζω και δε φοβϊμαι να λερώςω τα χϋρια μου, αλλϊ ο Σομ...» όκωςε τουσ ώμουσ χωρύσ να τελειώςει τη φρϊςη του. 'Ϋξερα αυτϐ που ο Νεντ όταν πολϑ διακριτικϐσ για να το πει καθαρϊ. Τπϊρχουν δϑο εύδη αλκοολικών που καταφϋρνουν να τα βγϊζουν πϋρα ςτη δουλειϊ τουσ, εκεύνοι που εύναι πολϑ μοχθηρού για να τα παρατόςουν κι εκεύνοι που
- 29 -
εύναι τϐςο ςυμπαθητικού ώςτε οι ϊλλοι ςυνεχύζουν να τουσ καλϑπτουν ακϐμη και αφοϑ ϋχουν ξεπερϊςει πια τα ϐρια. Ο Σομ όταν απϐ τουσ μοχθηροϑσ, το τελευταύο βλαςτϊρι ενϐσ οικογενειακοϑ δϋντρου που ϊρχιζε απϐ το δϋκατο ϋνατο αιώνα και όταν γεμϊτο απϐ παχουλοϑσ καρε κλοκϋνταυρουσ τησ Κομητεύασ. Οι Μακλϊναχαν εύχαν βγϊλει ϋνα γερουςιαςτό, δϑο μϋλη τησ Βουλόσ των Αντιπροςώπων, μιςό ντουζύνα Αντιπροςώπουσ τησ Πενςιλβϊνια και αμϋτρητουσ «παρϊγοντεσ» τησ Κομητεύασ τϊτλερ. Ο Σομ όταν ςκληρϐ αφεντικϐ, χωρύσ φιλοδοξύεσ ν' αναρριχηθεύ ςτο πολιτικϐ τοτϋμ. Εκεύνο που του ϊρεςε όταν να λϋει ςε παιδιϊ ςαν τον Νεντ, παιδιϊ που τα ϋχουν μϊθει να δεύχνουν ευγϋνεια και ςεβαςμϐ ςτουσ ϊλλουσ, πϐτε να ςκϑβουν και πϐτε να ςπρώχνουν. Και φυςικϊ, για τον Σομ, ποτϋ δεν ϋςκυβαν αρκετϊ χαμηλϊ και ποτϋ δεν ϋςπρωχναν αρκετϊ δυνατϊ. «Μην απαντόςεισ ακϐμη ς' αυτϐ το γρϊμμα», εύπα. «Θϋλω να κϊνω ϋνα τηλεφώνημα πρώτα». Περύμενα να δεύξει περιϋργεια, αλλϊ αυτϐσ απλώσ κοϑνηςε το κεφϊλι. Σον κούταξα εκεύ που καθϐταν κρατώντασ το γρϊμμα πϊνω ςτα πϐδια του, και ςκϋφτηκα ϐτι, με το ϑφοσ που εύχε, θα νϐμιζεσ ϐτι απϋρριψαν την αύτηςη του και ϐχι ϐτι τον δϋχτηκαν και του ϋδωςαν κι υποτροφύα απϐ πϊνω. Μετϊ το ξαναςκϋφτηκα. ήχι ϐτι εύχαν απορρύψει την αύτηςη του για μια θϋςη ςτο κολϋγιο, αλλϊ για μια θϋςη ςτην ύδια τη ζωό. Αυτϐ δεν όταν αλόθεια -το γρϊμμα απϐ το Πιτ όταν μύα μϐνο απϐ τισ αποδεύξεισ-, αλλϊ όμουν ςύγουροσ ϐτι ϋτςι ϋνιωθε ο Νεντ. Δεν ξϋρω γιατύ η επιτυχύα ςυχνϊ μασ κϊνει να νιώθουμε χειρϐτερα απϐ την αποτυχύα, αλλϊ ξϋρω ϐτι εύναι αλόθεια. Και μην ξεχνϊτε ϐτι όταν μϐλισ δεκαοχτώ χρονών, και ς' αυτό την
- 30 -
ηλικύα εύναι πολϑ εϑκολο να βλϋπεισ τα πρϊγματα ςαν τον Ωμλετ. Κούταξα πϊλι ςτο Τπϐςτεγο Β και αναρωτόθηκα τι όταν εκεύ μϋςα. ήχι ϐτι ξϋραμε τι όταν βϋβαια. Σο επϐμενο πρωύ ϋκανα ϋνα τηλεφώνημα ςτο ςυνταγματϊρχη Σιγκ ςτο Μπϊτλερ, ϐπου βρύςκεται το περιφερειακϐ μασ αρχηγεύο. Σου εξόγηςα την κατϊςταςη και περύμενα να κϊνει κι αυτϐσ ϋνα τηλεφώνημα, μϊλλον ςτο κρϊντον, εκεύ που κατοικοεδρεϑουν τα μεγϊλα κεφϊλια του ώματοσ. Δεν του πόρε πολϑ για να ξανϊρθει ςτη γραμμό, και τα νϋα όταν καλϊ. Μετϊ μύληςα ςτη ύρλεώ, αν και αυτϐ όταν καθαρϊ τυπικϐ. Η ύρλεώ ςυμπαθοϑςε τον πατϋρα, αλλϊ όταν φανερϐ ϐτι λϊτρευε το γιο. ήταν όρθε ο Νεντ εκεύνο το απϐγευμα μετϊ το ςχολεύο, τον ρώτηςα αν θα όθελε να περϊςει το καλοκαύρι του μαθαύνοντασ να δουλεϑει το κϋντρο επικοινωνιών -και να πληρώνεται γι' αυτϐ- αντύ ν' ακοϑει τον Σομ Μακλϊναχαν να γκρινιϊζει ςτο Σμόμα Πϊρκων και Φώρων Αναψυχόσ. Για μια ςτιγμό ϋμεινε ϊναυδοσ... εμβρϐντητοσ. Μετϊ εύδα ϋνα τερϊςτιο χαμϐγελο ευτυχύασ ν' απλώνεται ςτο πρϐςωπο του. Νϐμιςα ϐτι θα με αγκϊλιαζε. Αν τον εύχα αγκαλιϊςει κι εγώ το προηγοϑμενο βρϊδυ αντύ απλώσ να το ςκεφτώ, μϊλλον θα το εύχε κϊνει. Αντ' αυτοϑ, περιορύςτηκε να ςφύξει τισ γροθιϋσ του ςηκώνοντασ τα χϋρια και να φωνϊξει «Ναι!!!» «Η ύρλεώ ςυμφώνηςε να ςε πϊρει ςαν μαθητευϐμενο, και ϋχεισ το επύςημο οκϋι απϐ το Μπϊτλερ. Δε θα φτυαρύζεισ για τον Μακλϊναχαν, φυςικϊ, αλλϊ... » Αυτό τη φορϊ με αγκϊλιαςε γελώντασ ταυτϐχρονα, και δεν όταν καθϐλου ϊςχημα. Θα μποροϑςα να το ςυνηθύςω.
- 31 -
ήταν με ϊφηςε, η ύρλεώ ςτεκϐταν δύπλα του με δϑο πολιτειακοϑσ δεξιϊ κι αριςτερϊ τησ, τον Φϊντι Ρϐγιερ και τον Σζορτζ τανκϐφςκι. Ϋταν ϐλοι τουσ εντελώσ ςοβαρού με τισ γκρύζεσ ςτολϋσ τουσ. Ο Φϊντι και ο Σζορτζ φοροϑςαν και τα πηλόκια, και ϋδειχναν γϑρω ςτα τρύα μϋτρα ψηλού. «Δε ςε πειρϊζει;» ρώτηςε ο Νεντ τη ύρλεώ. «ύγουρα;» «Θα ςου μϊθω ϐλα ϐςα ξϋρω», του απϊντηςε αυτό. «Ναι;» ρώτηςε ο Φϊντι. «Και τι θα κϊνει μετϊ την πρώτη βδομϊδα;» Η ύρλεώ του 'ρύξε μια αγκωνιϊ που τον βρόκε ακριβώσ πϊνω απϐ τη λαβό τησ Μπερϋτασ του. Ο Φϊντι ϋβγαλε ϋνα παρατεταμϋνο «Οχ!» και παραπϊτηςε. «Ϊχω κϊτι για ςϋνα, μικρϋ», εύπε ο Σζορτζ. Μιλοϑςε ςιγανϊ, και κούταζε τον Νεντ με ϋνα επύμονο βλϋμμα του τϑπου «ςε τςϊκωςα να τρϋχεισ με εκατϐ ςε περιοχό με νοςοκομεύο». Εύχε το ϋνα χϋρι πύςω απϐ την πλϊτη του. «Σι;» ρώτηςε ο Νεντ. Ακουγϐταν λιγϊκι νευρικϐσ παρϊ τη φανερό χαρϊ του. Πύςω απϐ τον Σζορτζ, τη ύρλεώ και τον Φϊντι εύχαν μαζευτεύ κϊμποςοι ϊνδρεσ ακϐμη. «Και κούτα μην το χϊςεισ ποτϋ», εύπε ο Φϊντι. Πϊλι πολϑ ςιγανϊ και ςοβαρϊ. «Σι εύναι, παιδιϊ; Σι εύναι;» Ακϐμη πιο ανόςυχοσ. Ο Σζορτζ ϋβγαλε ϋνα ϊςπρο κουτύ πύςω απϐ την πλϊτη του. Σο ϋδωςε ςτον μικρϐ. Ο Νεντ το κούταξε, κούταξε τουσ αςτυνομικοϑσ που εύχαν μαζευτεύ γϑρω του, και μετϊ ϊνοιξε το κουτύ. Μϋςα υπόρχε ϋνα μεγϊλο πλαςτικϐ αςτϋρι που ϋγραφε πϊνω ΒΟΗΘΟ ΕΡΙΥΗ. «Καλώσ όρθεσ ςτη Διμοιρύα Δ, Νεντ», εύπε ο Σζορτζ. Προςπϊθηςε να μεύνει ςοβαρϐσ, αλλϊ δεν τα κατϊφερε.
- 32 -
Ωρχιςε να γελϊει και γρόγορα ϊρχιςαν να γελοϑν ϐλοι και να μαζεϑονται γϑρω απϐ τον Νεντ για να του ςφύξουν το χϋρι. «Πολϑ αςτεύο, παιδιϊ», εύπε αυτϐσ, «ϋχω πϋςει ξερϐσ απϐ τα γϋλια». Φαμογελοϑςε, αλλϊ μου φϊνηκε ϐτι όταν και πϊλι ϋτοιμοσ να κλϊψει. Δεν όταν εμφανϋσ, αλλϊ ςυνϋβαινε. Νομύζω ϐτι η ύρλεώ Πϊςτερνακ το ϋνιωςε κι αυτό. Και ϐταν ο μικρϐσ ζότηςε ςυγνώμη για να πϊει ςτην τουαλϋτα, υποψιϊςτηκα ϐτι πόγαινε για να ξαναβρεύ την αυτοκυριαρχύα του ό για να βεβαιωθεύ ϐτι δεν ονειρευϐταν πϊλι ό και τα δϑο. Μερικϋσ φορϋσ, ϐταν τα πρϊγματα δεν πϊνε καλϊ, μασ προςφϋρεται τϐςη βοόθεια που δεν την περιμϋνουμε. Και μερικϋσ φορϋσ, ακϐμη κι αυτό δεν εύναι αρκετό. Ϋταν ωραύα που εύχαμε τον Νεντ ςτο αρχηγεύο εκεύνο το καλοκαύρι. ήλοι τον ςυμπαθοϑςαν, και ϊρεςε και ςτον ύδιο να εύναι εκεύ. Σου ϊρεςαν ιδιαύτερα οι ώρεσ που περνοϑςε ςτο κϋντρο επικοινωνιών με τη ύρλεώ. Κατϊ διαςτόματα μελετοϑςαν τουσ κωδικοϑσ, αλλϊ κυρύωσ ο Νεντ μϊθαινε τισ ςωςτϋσ απαντόςεισ και πώσ να διεκπεραιώνει πολλϋσ κλόςεισ μαζύ. Ϊμαθε γρόγορα, και τον ϋβλεπεσ να ςτϋλνει τισ πληροφορύεσ που του ζητοϑςαν οι μονϊδεσ απϐ το δρϐμο, να χτυπϊει τα πλόκτρα του υπολογιςτό ςαν βιρτουϐζοσ πιανύςτασ, να ςυνδϋεται με ϊλλεσ μονϊδεσ ϐταν χρειαζϐταν -ϐπωσ ϋγινε ϋνα βρϊδυ ςτα τϋλη Ιουνύου, ϐταν ξϋςπαςαν ςφοδρϋσ καταιγύδεσ που ςϊρωςαν τη Δυτικό Πενςιλβϊνια. Ευτυχώσ δεν όταν θϑελλεσ, αλλϊ εύχαμε δυνατϐ αϋρα, χαλϊζι και κεραυνοϑσ. Η μϐνη φορϊ που κϐντεψε να πανικοβληθεύ όταν μια δυο μϋρεσ αργϐτερα, ϐταν ϋνασ τϑποσ που τον πόγαιναν ςτο δικαςτό τησ Κομητεύασ παλϊβωςε ξαφνικϊ κι ϊρχιςε να τρϋχει μϋςα ςτο δικαςτόριο βγϊζοντασ τα ροϑχα του και φωνϊζοντασ κϊτι για
- 33 -
τον Ιηςοϑ Πϋοσ. Ϊτςι ϋλεγε, το ϋχω ςε μια αναφορϊ κϊπου. Σϋςςερισ διαφορετικϋσ μονϊδεσ κϊλεςαν το κϋντρο, δϑο που όταν ςτο δικαςτόριο και ϊλλεσ δϑο που πόγαιναν εκεύ. Ενώ ο Νεντ προςπαθοϑςε να βρει ϋναν τρϐπο για να χειριςτεύ αυτϐ το περιςτατικϐ, κϊλεςε μια μονϊδα απϐ το Μπϊτλερ λϋγοντασ ϐτι βρύςκεται ςε 99, δηλαδό καταδύωξη με μεγϊλη ταχϑτητα... Και ξαφνικϊ κρακ! Η επικοινωνύα διακϐπηκε. Ο Νεντ θεώρηςε ϐτι ο πολιτειακϐσ τρακϊριςε με το περιπολικϐ και εύχε δύκιο (ο πολιτειακϐσ, που όταν αρχϊριοσ, δεν ϋπαθε τύποτε, αλλϊ το αμϊξι διαλϑθηκε και ο ϑποπτοσ που κυνηγοϑςε του ξϋφυγε). Ο Νεντ φώναξε ξαφνικϊ τη ύρλεώ, απομακρυνϐμενοσ απϐ τον υπολογιςτό, τα τηλϋφωνα και το μικρϐφωνο ςαν να ϋκαιγαν. Η ύρλεώ ϋςπευςε ν' αναλϊβει τον ϋλεγχο, αλλϊ και πϊλι καθυςτϋρηςε μια ςτιγμό για να τον αγκαλιϊςει και να του δώςει ϋνα φιλύ ςτο μϊγουλο πριν καθύςει ςτο κϊθιςμα απ' ϐπου εύχε ςηκωθεύ ο μικρϐσ. Κανεύσ δε ςκοτώθηκε οϑτε και τραυματύςτηκε ςοβαρϊ, και ο τϑποσ ςτο δικαςτόριο μεταφϋρθηκε ςτο νοςοκομεύο τϊτλερ Μεμϐριαλ για παρακολοϑθηςη. Ϋταν η μϐνη φορϊ που εύδα τον Νεντ να τα χϊνει, αλλϊ το ξεπϋραςε. Και διδϊχτηκε απϐ την εμπειρύα. ε γενικϋσ γραμμϋσ, εύχα εντυπωςιαςτεύ. ήςο για τη ύρλεώ, τησ ϊρεςε κι αυτόσ να του κϊνει μϊθημα. Αυτϐ δεν όταν παρϊξενο, όδη δεν εύχε διςτϊςει να διακινδυνεϑςει τη δουλειϊ τησ εκπαιδεϑοντασ τον Νεντ χωρύσ επύςημη ϋγκριςη. Ϋξερε πολϑ καλϊ -ϐλοι το ξϋραμε- ϐτι ο Νεντ δεν εύχε ςκοπϐ να κϊνει καριϋρα ςτην αςτυνομύα, δε μασ εύχε δημιουργόςει ποτϋ την παραμικρό υπϐνοια για κϊτι τϋτοιο, αλλϊ αυτϐ δεν εύχε ςημαςύα για τη ύρλεώ. Απϐ την ϊλλη μεριϊ, το αρχηγεύο ϊρεςε και ςτον Νεντ. Σο ξϋραμε ϐλοι αυτϐ. Σου
- 34 -
ϊρεςαν η πύεςη και η ϋνταςη, τρεφϐταν απ' αυτϋσ. Τπόρξε αυτό η περύπτωςη που τα ϋχαςε, εντϊξει, αλλϊ προςωπικϊ χϊρηκα που το εύδα αυτϐ. Ϊδινε την εντϑπωςη ϐτι δεν ϋβλεπε τισ επικοινωνύεσ απλώσ ςαν ϋνα ηλεκτρονικϐ παιχνύδι. Καταλϊβαινε ϐτι μετακινοϑςε υπαρκτοϑσ ανθρώπουσ ς' αυτό την ηλεκτρονικό ςκακιϋρα. Και αν δεν ϋβγαινε τύποτε τελικϊ απϐ το Πανεπιςτόμιο του Πύτςμπουργκ, ποιοσ ξϋρει; Ϋταν όδη καλϑτεροσ απϐ τον Ματ Μπαμπύκι, τον προκϊτοχο τησ ύρλεώ. τισ αρχϋσ Ιουλύου -μπορεύ να όταν ακριβώσ ϋνασ χρϐνοσ απϐ τη μϋρα που ςκοτώθηκε ο πατϋρασ του- ο μικρϐσ όρθε να μου μιλόςει για το Τπϐςτεγο Β. Ωκουςα ϋνα χτϑπημα ςτην πϐρτα, που ςυνόθωσ την αφόνω ανοιχτό, και τον εύδα να ςτϋκεται ςτο κατώφλι με μια αμϊνικη φανϋλα τύλερσ, ϋνα παλιϐ μπλουτζύν κι ϋνα πανύ να κρϋμεται απϐ την πύςω τςϋπη του. Κατϊλαβα αμϋςωσ τι θα μου ϋλεγε. άςωσ απϐ το πανύ ό ύςωσ απϐ τα μϊτια του. «Νϐμιζα ϐτι εύχεσ ρεπϐ ςόμερα, Νεντ». «Ναι», μου απϊντηςε ςηκώνοντασ τουσ ώμουσ. «Ϋθελα να κϊνω κϊτι δουλειϋσ. Και... να... ϐταν βγεισ ϋξω για τςιγϊρο, θϋλω να ςε ρωτόςω κϊτι». Ϊδειχνε ενθουςιαςμϋνοσ. «Γιατύ ϐχι τώρα αμϋςωσ;» εύπα και ςηκώθηκα. «ύγουρα; Αν ϋχεισ δουλειϊ... » «Δεν ϋχω δουλειϊ», εύπα, αν και εύχα. «Πϊμε». Ϋταν νωρύσ το απϐγευμα, μια αρκετϊ ςυνηθιςμϋνη μϋρα του μεςοκαλϐκαιρου ςτην περιοχό του ορτ Φιλσ Ωμισ: ςυννεφιαςμϋνη και ζεςτό, με τη ζϋςτη να εντεύνεται απϐ μια βαριϊ υγραςύα που θϊμπωνε τον ορύζοντα και ϋκανε την περιοχό μασ, που ςυνόθωσ φαύνεται μεγϊλη και πλοϑςια, να
- 35 -
μοιϊζει μικρό και ξεθωριαςμϋνη, ςαν παλιϊ φωτογραφύα που ϋχει χϊςει το χρώμα τησ. Απϐ τα δυτικϊ ακοϑγονταν μακρινϊ μπουμπουνητϊ. Μϋχρι το βρϊδυ θα εύχαμε πϊλι καταιγύδα -το ύδιο πρϊγμα γινϐταν τρεισ μϋρεσ τη βδομϊδα απϐ τα μϋςα Ιουνύου-, τώρα ϐμωσ υπόρχαν μϐνο η ζϋςτη και η υγραςύα. Μϐλισ ϋβγαινεσ απϐ τα κλιματιζϐμενα γραφεύα, ςε ϋλουζε ο ιδρώτασ. Μπροςτϊ ςτην πϐρτα του Τπϐςτεγου Β υπόρχαν δυο πλαςτικού κουβϊδεσ, ο ϋνασ με ςαπουνϊδα και ο ϊλλοσ με ςκϋτο νερϐ. Απϐ τον ϋναν προεξεύχε η λαβό ενϐσ λϊςτιχου για το καθϊριςμα των τζαμιών. Ο γιοσ του Κερτ δοϑλευε οργανωμϋνα. Ο Υιλ Κϊντλετον καθϐταν ςτο παγκϊκι των καπνιςτών και με κούταξε με νϐημα καθώσ περϊςαμε απϐ μπροςτϊ του και αρχύςαμε να διαςχύζουμε το πϊρκινγκ. «Ϊκανα τα παρϊθυρα του αρχηγεύου», μου εξηγοϑςε ο Νεντ, «και ϐταν τελεύωςα, πόγα τουσ κουβϊδεσ εκεύ πϋρα για να τουσ αδειϊςω». Μου ϋδειξε την περιοχό ανϊμεςα ςτο Τπϐςτεγο Β και το Τπϐςτεγο Γ, ϐπου υπόρχαν μερικϊ ςκουριαςμϋνα εκχιονιςτικϊ μηχανόματα, δϑο παλιϊ λϊςτιχα απϐ τρακτϋρ και μπϐλικα αγριϐχορτα. «Μετϊ ςκϋφτηκα, ασ περϊςω ςτα γρόγορα και τα παρϊθυρα του υπϐςτεγου πριν πετϊξω το νερϐ. το Τπϐςτεγο Γ εύναι βρϐμικα, αλλϊ ςτο Β εύναι πολϑ καθαρϊ». Αυτϐ δε με παραξϋνεψε. Δϑο (ό ύςωσ και τρεισ) γενιϋσ αςτυνομικών εύχαν κοιτϊξει απϐ τα μικρϊ παρϊθυρα ςτην πρϐςοψη του Τπϐςτεγου Β, απϐ τον Σζϊκι Ο' Φϊρα μϋχρι και τον Ϊντι Σζακιμπουϊ. Θυμϊμαι ςυναδϋλφουσ να ςτϋκονται μπροςτϊ ςτην πϐρτα του υπϐςτεγου ςαν μικρϊ παιδιϊ ςε τρομακτικϐ ςϐου. Η ύρλεώ εύχε περϊςει κι αυτό απϐ κει, ϐπωσ
- 36 -
και ο προκϊτοχοσ τησ, ο Ματ Μπαμπύκι. Πληςιϊςτε, παιδιϊ, να δεύτε το ζωντανϐ κροκϐδειλο. Κοιτϊξτε τα δϐντια του, δεύτε πώσ γυαλύ ζουν. Ο πατϋρασ του Νεντ εύχε μπει μια φορϊ μϋςα με ϋνα ςχοινύ δεμϋνο γϑρω απϐ τη μϋςη του. Ϋμουν εκεύ. Και ο Φϊντι φυςικϊ, και ο Σϐνι ϋιντινκσ, ο προηγοϑμενοσ προώςτϊμενοσ αρχιφϑλακασ. Ο Σϐνι βριςκϐταν όδη τϋςςερα χρϐνια ςε ούκο ευγηρύασ ϐταν ο Νεντ όρθε να δουλϋψει επιςόμωσ ςτο αρχηγεύο. Πολλού απϐ μασ εύχαμε περϊςει απϐ το Τπϐςτεγο Β. ήχι επειδό θϋλαμε, αλλϊ γιατύ κατϊ καιροϑσ δεν μποροϑςαμε να κϊνουμε αλλιώσ. Ο Κϋρτισ Γουύλκοξ και ο Σϐνι ϋιντινκσ ϋγιναν οι μελετητϋσ τησ Ροουντμϊςτερ, και ο Κερτ όταν εκεύνοσ που κρϋμαςε το ςτρογγυλϐ θερμϐμετρο με τουσ μεγϊλουσ αριθμοϑσ που φαύνονταν απϋξω. Για να το δεισ, ϋπρεπε απλώσ ν' ακουμπόςεισ το μϋτωπο ςου ςτο γυαλύ τησ πϐρτασ και να βϊλεισ τα χϋρια δεξιϊ κι αριςτερϊ απϐ το πρϐςωπο ςου για να μη γυαλύζει το τζϊμι. Αυτϐ όταν το μοναδικϐ καθϊριςμα που υφύςταντο αυτϊ τα παρϊθυρα πριν εμφανιςτεύ ο γιοσ του Κερτ -καθώσ τα ςκοϑπιζαν τα μϋτωπα εκεύνων που ϋρχονταν να δουν το ζωντανϐ κροκϐδειλο. Ϋ, για ν' ακριβολογοϑμε, τη ςκεπαςμϋνη μορφό ενϐσ αντικειμϋνου που ςχεδϐν ϋμοιαζε με οχτακϑλινδρη Μπιοϑικ. Εύχαμε πετϊξει ϋνα μουςαμϊ απϐ πϊνω τησ, ςαν ςεντϐνι πϊνω ςε πτώμα. Μϐνο που πϐτε πϐτε ο μουςαμϊσ γλιςτροϑςε κι ϋπεφτε κϊτω. Δεν υπόρχε λϐγοσ να γύνει αυτϐ, αλλϊ κατϊ καιροϑσ γινϐταν. Δεν υπόρχε πτώμα εκεύ μϋςα. «Κούταξε την!» εύπε ο Νεντ ϐταν φτϊςαμε. Μιλοϑςε γρόγορα, ςαν ενθουςιαςμϋνο παιδύ. «Υοβερϐ αμϊξι, ε; Καλϑτερο και απϐ την Μπελ Αιρ του μπαμπϊ μου! Εύναι
- 37 -
Μπιοϑικ, φαύνεται απϐ τα φινιςτρύνια και τη μϊςκα του ψυγεύου. Πρϋπει να εύναι απϐ το '55 περύπου, ε;» Ϋταν του '54, ςϑμφωνα με τον Σϐνι ϋιντινκσ, τον Κϋρτισ και τον Ϊνισ Ρϊφερτι. Δηλαδό, περύπου. Αν το καλοεξϋταζεσ, κϊθε ϊλλο παρϊ του '54 φαν. Οϑτε όταν Μπιουικ. Δεν όταν αυτοκύνητο. Ϋταν κϊτι ϊλλο, καταπώσ ςυνηθύζαμε να λϋμε την εποχό τησ ϊδικα ξοδεμϋνησ νιϐτησ μου. το μεταξϑ ο Νεντ ςυνϋχιζε να μιλϊ, τον εύχε πιϊςει φλυαρύα απϐ την ϋξαψη. «Εύναι ϐμωσ ςε τϋλεια κατϊςταςη, αυτϐ φαύνεται ακϐμη κι απϐ δω. Ϋταν πολϑ παρϊξενο, ϊντι! Κούταξα μϋςα και ςτην αρχό εύδα μϐνο ϋναν ϐγκο. Γιατύ όταν ςκεπαςμϋνη με το μουςαμϊ. Ωρχιςα να πλϋνω τα παρϊθυρα, και ξαφνικϊ ακοϑγεται ϋνασ όχοσ, ό μϊλλον δυο όχοι, ϋνα θρϐιςμα και μετϊ ϋνασ γδοϑποσ. Ο μουςαμϊσ γλύςτρηςε απϐ το αμϊξι καθώσ ϋπλενα τα παρϊθυρα! αν να όθελε να το δω! Πολϑ παρϊξενο, ε, ϊντι;» «Ναι, πολϑ παρϊξενο», ςυμφώνηςα. Ακοϑμπηςα το μϋτωπο μου ςτο τζϊμι (ϐπωσ εύχα κϊνει πολλϋσ φορϋσ ωσ Σώρα:) και ϋβαλα τα χϋρια ςαν παρωπύδεσ ςτο πρϐςωπο για να δω μϋςα. Ναι, φαινϐταν ςαν παλιϊ Μπιοϑικ ςύγουρα, και ςε ςχεδϐν τϋλεια κατϊςταςη, ϐπωσ εύχε πει ο μικρϐσ. Η χαρακτηριςτικό μϊςκα τησ Μπιοϑικ του πενόντα, που ϋμοιαζε ςαν ςτϐμα κροκοδεύλου απϐ χρώμιο. Λϊςτιχα λευκϊ ςτο πλϊι. Προςτατευτικϊ που κϊλυπταν τουσ πύςω τροχοϑσ μϋχρι τη μϋςη. Υοβερϐ εργαλεύο, ϐπωσ λϋγαμε ςτα νιϊτα μου. 'Οταν την ϋβλεπεσ μϋςα ςτο μιςοςκϐτεινο υπϐςτεγο, νϐμιζεσ ϐτι εύναι μαϑρη. την πραγματικϐτητα όταν ςκοϑρα μπλε. Η Μπιοϑικ εύχε βγϊλει ϋνα μοντϋλο Ροουντμϊςτερ ςε ςκοϑρο μπλε το 1954 - το εύχε τςεκϊρει ο ϋιντινκσ-, αλλϊ ϐχι
- 38 -
αυτϐν το ςυγκεκριμϋνο τϑπο. Η μπογιϊ εύχε μια λεπιδωτό υφό, ςαν να όταν «φτιαγμϋνο» αμϊξι πιτςιρικϊ για αγώνεσ. Εύναι ςειςμογενόσ περιοχό εκεύ μϋςα, εύπε ο Κϋρτισ Γουύλκοξ. Πετϊχτηκα πύςω. Μπορεύ να όταν ϋνα χρϐνο πεθαμϋνοσ, αλλϊ εύχε μιλόςει ςτο αριςτερϐ αυτύ μου. Ϋ κϊτι μου εύχε μιλόςει, τϋλοσ πϊντων. «Σι ϋγινε;» εύπε ο Νεντ. «Κϊνεισ ςαν να εύδεσ φϊνταςμα». Δεν εύδα, ϊκουςα, κϐντεψα να του απαντόςω. «Σύποτε», εύπα. «Εύςαι ςύγουροσ; Πετϊχτηκεσ ξαφνικϊ». «Δεν όταν τύποτε. Μια ξαφνικό ανατριχύλα. Εύμαι εντϊξει». «Λοιπϐν, τι εύναι αυτϐ το αμϊξι; Ποιανοϑ εύναι;» Σι ερώτηςη όταν αυτό. «Δεν ξϋρω», εύπα. «Σι δουλειϊ ϋχει εκεύ μϋςα ςτο ςκοτϊδι; Αδερφϋ μου, αν εύχα ϋνα τϋτοιο φοβερϐ αμϊξι -και παλιϐ μϊλιςτα! - δε θα το ϊφηνα μϋςα ς' ϋνα βρϐμικο υπϐςτεγο». Ξαφνικϊ του όρθε μια ιδϋα. «Μόπωσ εύναι κανενϐσ εγκληματύα; Σεκμόριο για καμιϊ υπϐθεςη;» «Μπορεύσ να πεισ ϐτι ϋχει καταςχεθεύ. Για κλοπό». Ϊτςι το εύπαμε εμεύσ. Δεν όταν ςπουδαύα λϑςη, αλλϊ ϐπωσ εύχε πει ο ύδιοσ ο Κϋρτισ κϊποτε, ϋνα καρφύ εύναι αρκετϐ για να κρεμϊςεισ το καπϋλο ςου. «Σι κλοπό;» «Βενζύνη αξύασ εφτϊ δολαρύων». Δεν μποροϑςα να του πω ποιοσ εύχε βϊλει αυτό τη βενζύνη. «Εφτϊ δολαρύων; Αυτϐ εύναι ϐλο;» «Αυτϐ», εύπα. «Υτϊνει ϋνα καρφύ για να κρεμϊςεισ το καπϋλο ςου». Με κούταξε απορημϋνοσ. Σον κούταζα κι εγώ χωρύσ να μιλόςω. «Μποροϑμε να μποϑμε μϋςα;» με ρώτηςε τελικϊ. «Να το δοϑμε απϐ κοντϊ;» Κϐλληςα πϊλι το μϋτωπο
- 39 -
μου ςτο τζϊμι και κούταξα το θερμϐμετρο που κρεμϐταν απϐ το δοκϊρι, ςτρογγυλϐ και επύπεδο ςαν το πρϐςωπο τησ ςελόνησ. Σο εύχε αγορϊςει ο Σϐνι ϋιντινκσ απϐ το Σρου Βϊλιου ςτο τϊτλερ, και το πλόρωςε μϊλιςτα απϐ την τςϋπη του αντύ να πϊρει χρόματα απϐ το ταμεύο μικροεξϐδων τησ υπηρεςύασ. Και ο πατϋρασ του Νεντ το εύχε κρεμϊςει απο δοκϊρι. αν καπϋλο ςε καρφύ. Εκεύ ϋξω που ςτεκϐμαςτε πρϋπει να εύχε τουλϊχιςτον τριϊντα βαθμοϑσ, και εύναι γνωςτϐ ϐτι η θερμοκραςύα ανεβαύνει μϋςα ςε υπϐςτεγα και ςτϊβλουσ ϐταν δεν αερύζονται καλϊ. 'Ομωσ, ο μεγϊλοσ κϐκκινοσ δεύκτησ του θερμϐμετρου ϋδειχνε μϐλισ 13 βαθμοϑσ. «ήχι τώρα αμϋςωσ», εύπα. «Γιατύ ϐχι;» Και μετϊ, ςαν να ςυνειδητοπούηςε ϐτι ο τϐνοσ του όταν κϊπωσ αγενόσ, αν ϐχι και αναιδόσ: «Σι πρϐβλημα υπϊρχει;» «Αυτό τη ςτιγμό εύναι επικύνδυνο». Με κούταξε για μερικϋσ ςτιγμϋσ και εύδα το ενδιαφϋρον και τη ζωντϊνια να χϊνονται απϐ το πρϐςωπο του. Ϊγινε πϊλι το μικρϐ παιδύ που ϋβλεπα τϐςο ςυχνϊ απϐ Σώρα: που ϊρχιςε να ϋρχεται ςτο αρχηγεύο, και εύχε αναδυθεύ ςτην επιφϊνεια ακϐμη περιςςϐτερο τη μϋρα που ϋγινε δεκτϐσ ςτο Πιτ. Σο παιδύ που καθϐταν ςτο παγκϊκι των καπνιςτών με δϊκρυα ςτα μϊγουλα, και όθελε να μϊθει αυτϐ που θϋλει να μϊθει κϊθε παιδύ ϐταν χϊνει ξαφνικϊ κϊποιον που αγαπϊ: γιατύ γύνεται αυτϐ, γιατύ ςυνϋβη ς' εμϋνα, υπϊρχει κανϋνασ λϐγοσ ό εύναι απλώσ μια τρϋλα τησ τϑχησ; Αν ςημαύνει κϊτι, τι πρϋπει να κϊνω; Και αν δε ςημαύνει τύποτε, πώσ θα το αντϋξω; «Πρϐκειται για τον πατϋρα μου;» ρώτηςε. «Αυτϐ το αμϊξι όταν του πατϋρα μου;»
- 40 -
Η διαύςθηςη του όταν τρομακτικό. ήχι, το αμϊξι δεν όταν του πατϋρα του - πώσ θα μποροϑςε να εύναι αφοϑ δεν όταν καν αμϊξι; Και ναι, τελικϊ όταν του πατϋρα του. Και δικϐ μου... και του Φϊντι Ρϐγιερ... του Σϐνι ϋιντινκσ... του Ϊνισ Ρϊφερτι. Περιςςϐτερο απ' ϐλων όταν ύςωσ του Ϊνισ, με ϋναν τρϐπο που δεν ϋφτανε κανϋνασ ϊλλοσ. Που δε θα όθελε να τον φτϊςει. Ο Νεντ εύχε ρωτόςει ςε ποιον ανόκε το αμϊξι, και η απϊντηςη ουςιαςτικϊ όταν ςτη Διμοιρύα Δ τησ Πολιτειακόσ Αςτυνομύασ τησ Πενςιλβϊνια. Ανόκε ςε ϐλουσ τουσ αςτυνομικοϑσ, παλιοϑσ και τωρινοϑσ, που εύχαν μϊθει η εύχαμε κρυμμϋνο μϋςα ςτο Τπϐςτεγο Β. Αλλϊ ϐλα αυτϊ τα χρϐνια που την εύχαμε ςτη φϑλαξη μασ, η Μπιοϑικ ανόκε κυρύωσ ςτον Σϐνι και ςτον πατϋρα του Νεντ. Αυτού οι δυο όταν οι «ϋφοροι» αυτοϑ του παρϊξενου μουςεύου, αυτού όταν οι μελετητϋσ τησ Ροουντμϊςτερ. «Δεν όταν ακριβώσ του πατϋρα ςου», εύπα, ξϋροντασ ϐτι ο διςταγμϐσ μου εύχε κρατόςει πολϑ. «Αλλϊ όξερε για το αμϊξι». «Σι όξερε, δηλαδό; Και το όξερε και η μαμϊ μου;» «όμερα δεν το ξϋρει κανεύσ εκτϐσ απϐ μασ», απϊντηςα. «Εννοεύσ τη Διμοιρύα Δ». «Ναι. Και ϋτςι θα παραμεύνουν τα πρϊγματα». το χϋρι μου υπόρχε ϋνα τςιγϊρο που δε θυμϐμουν καν ϐτι το εύχα ανϊψει. Σο πϋταξα ςτην ϊςφαλτο και το ϋλιωςα. «Εύναι δικϐ μασ θϋμα». Πόρα μια βαθιϊ ανϊςα. «Αλλϊ αν θϋλεισ πραγματικϊ να μϊθεισ, θα ςου πω. Εύςαι ϋνασ απϐ μασ τώρα... Αρκετϊ δικϐσ μασ για ν' αναλϊβεισ κυβερνητικϐ ϋργο». Ϋταν μια φρϊςη που ϋλεγε ςυνϋχεια ο πατϋρασ του, και αυτϊ τα πρϊγματα ςυχνϊ ςου κολλϊνε κι
- 41 -
αρχύζεισ να τα λεσ κι εςϑ. «Μπορεύσ επύςησ να μπεισ μϋςα και να κοιτϊξεισ». «Πϐτε;» «'Οταν ανεβεύ η θερμοκραςύα». «Δεν κατϊλαβα. Σι ςχϋςη ϋχει η θερμοκραςύα με ϐλα αυτϊ;» «όμερα ςχολϊω ςτισ τρεισ», εύπα κι ϋδειξα το παγκϊκι, «θα ςυναντηθοϑμε εκεύ, αν δε βρϋξει. Αν βρϋξει, θα πϊμε πϊνω ςτα γραφεύα ό ςτο Κϊντρι Γουϋι Ντϊινερ, αν πεινϊσ. Πιςτεϑω ϐτι ο πατϋρασ ςου θα όθελε να μϊθεισ». Ϋταν αλόθεια αυτϐ; Βαςικϊ δεν εύχα ιδϋα. 'Ομωσ η παρϐρμηςη μου να του μιλόςω όταν αρκετϊ ιςχυρό ώςτε να μπορώ να τη θεωρόςω διαύςθηςη, ό ύςωσ και μια ϊμεςη εντολό απϐ κϊποιον ϊλλο κϐςμο. Δεν εύμαι θρόςκοσ ϊνθρωποσ, αλλϊ κατϊ κϊποιον τρϐπο πιςτεϑω ς' αυτϊ τα πρϊγματα. Και ςκεφτϐμουν αυτϐ που ϋλεγαν οι παλιού -ό που θα ςε ςκοτώςει ό που θα ςε γιατρϋψει. Και δώςε ς' αυτό την περύεργη γϊτα μια γερό δϐςη ικανοπούηςησ. Η γνώςη ικανοποιεύ πραγματικϊ; πϊνια, ςυμφωνϊ με τη δικό μου πεύρα. Αλλϊ δεν όθελα να φϑγει ο Νεντ για το Πιτ το επτϋμβρη ϋτςι ϐπωσ όταν τον Ιοϑλιο, με τη ςυνηθιςμϋνη χαμογελαςτό του διϊθεςη να τρεμοπαύζει ςαν γλϐμποσ που δεν εύναι βιδωμϋνοσ καλϊ. κϋφτηκα ϐτι εύχε το δικαύωμα να πϊρει μερικϋσ απαντόςεισ. Μερικϋσ φορϋσ δεν υπϊρχουν απαντόςεισ, το ξϋρω αυτϐ, αλλϊ εύχα τη διϊθεςη να προςπαθόςω. Ϊνιωθα ϐτι πρϋπει να προςπαθόςω, παρϊ τουσ κύνδυνουσ. ειςμογενόσ περιοχό, εύπε ο Κϋρτισ Γουύλκοξ ςτο αυτύ μου. Εύναι ςειςμογενόσ περιοχό εκεύ, γι'αυτϐ πρϐςεχε.
- 42 -
«Σι ϋγινε, ϊντι;» ρώτηςε ο μικρϐσ. «' ϋπιαςε πϊλι ανατριχύλα». «Κϊτι τϋτοιο». Σελικϊ δεν ϋβρεξε. 'Οταν βγόκα για να βρω τον Νεντ ςτο παγκϊκι που βλϋπει προσ το Τπϐςτεγο Β απϐ την ϊλλη μεριϊ του πϊρκινγκ, ο Ωρκι Αρκϊνιαν όταν όδη εκεύ. Κϊπνιζε ϋνα τςιγϊρο και μιλοϑςε με τον μικρϐ για το μπϋιζμπολ. 'Οταν φϊνηκα ετοιμϊςτηκε να φϑγει, αλλϊ του εύπα να κϊτςει ςτη θϋςη του. «Θα πω ςτον Νεντ για την Μπιοϑικ που ϋχουμε εκεύ μϋςα», εύπα δεύχνοντασ με ϋνα νευμα το υπϐςτεγο. «Αν αποφαςύςει να καλϋςει τουσ τϑπουσ με το ζουρλομανδϑα επειδό ο προώςτϊμενοσ αρχιφϑλακασ τησ Διμοιρύασ Δ παλϊβωςε, μπορεύσ να του επιβεβαιώςεισ αυτϊ που θα του πω. το κϊτω κϊτω, όςουν κι εςϑ εκεύ». Σο χαμϐγελο του Ωρκι ϋςβηςε. Σα γκρύζα μαλλιϊ του εύχαν φουςκώςει γϑρω απϐ το κεφϊλι του απϐ την υγρό ζεςτό αϑρα. «Εύςαι ςύγκουροσ ϐτι εύναι καλό ιντϋα, αρκιφϑλακα;» «Η περιϋργεια ςκϐτωςε τη γϊτα», εύπα, «αλλϊ...» «...η ικανοπούηςη την ϋφερε πύςω», αποτελεύωςε τη φρϊςη μου η ύρλεώ, που εύχε ϋρθει πύςω μου. «Μια γερό δϐςη, ϋτςι ϋλεγε ο Κϋρτισ Γουύλκοξ. Μπορώ να καθύςω κι εγώ; Ϋ το κϊνατε Μϐνο για Ωντρεσ ςόμερα;» «το παγκϊκι των καπνιςτών δεν υπϊρχουν διακρύςεισ φϑλων», εύπα. «Κϊθιςε, ύρλεώ ». Η ύρλεώ εύχε τελειώςει κι αυτό τη βϊρδια τησ και τώρα ςτο κϋντρο επικοινωνιών την εύχε αντικαταςτόςει η τεφ Κολοϑτςι. Κϊθιςε δύπλα ςτον Νεντ, του χαμογϋλαςε κι ϋβγαλε ϋνα πακϋτο Πϊρλιαμεντ απϐ την τςϊντα τησ. Ϋμαςταν ςτο 2002, ξϋραμε ϐλοι τι προξενεύ το κϊπνιςμα, το ξϋραμε εδώ και
- 43 -
χρϐνια, αλλϊ ςυνεχύζαμε ν' αυτοκτονοϑμε. Απύςτευτο. Ϋ, αν λϊβεισ υπϐψη ςου ϐτι ζοϑμε ς' ϋναν κϐςμο ϐπου ϋνασ μεθϑςτακασ μπορεύ να λιώςει ϋναν αςτυνομικϐ ςε μια νταλύκα και ϐπου πϐτε πϐτε εμφανύζονται ψεϑτικεσ Μπιοϑικ ςε αληθινϊ βενζινϊδικα, ύςωσ ϐχι τϐςο απύςτευτο. Σϋλοσ πϊντων, δεν εύχε και τϐςη ςημαςύα για μϋνα εκεύνη τη ςτιγμό. Γιατύ ϋπρεπε ν' αφηγηθώ μια ιςτορύα. Σώρα: το 1979, το βενζινϊδικο Σζϋνι ςτη διαςταϑρωςη τησ Πολιτειακόσ 32 και τησ Φϊμπολντ όταν ακϐμη ανοιχτϐ, αλλϊ παρϋπαιε. Σελικϊ ο ΟΠΕΚ οδόγηςε ςε χρεοκοπύα ϐλεσ τισ μικρϋσ επιχειρόςεισ. Ιδιοκτότησ του βενζινϊδικου και μηχανικϐσ του ςυνεργεύου όταν ο Φϋρμπερτ «Φύου» Μπϐςεώ, και εκεύνη τη ςυγκεκριμϋνη μϋρα εύχε πϊει ςτο Λϊςμπεργκ για να εξετϊςει τα δϐντια του ϋτρωγε αςταμϊτητα ςοκολϊτεσ κι ϋπινε πολλϋσ Κϐκα Κϐλεσ. Ο ΜΗΦΑΝΙΚΟ ΑΠΟΤΙΑΖΕΙ ΛΟΓΟ ΠΟΝΟΔΟΝΣΟ, ϋλεγε η επιγραφό που όταν κολλημϋνη ςτο τζϊμι του ςυνεργεύου. Σο βενζινϊδικο το δοϑλευε ο Μπρϊντλεώ Ρϐουτσ, ϋνασ νεαρϐσ που εύχε παρατόςει το γυμνϊςιο και τώρα όταν μετϊ βύασ γϑρω ςτα εύκοςι. Ο ύδιοσ αυτϐσ τϑποσ μετϊ απϐ εύκοςι δϑο χρϐνια και αμϋτρητεσ μπύρεσ θα ςκϐτωνε τον πατϋρα ενϐσ παιδιοϑ που δεν εύχε γεννηθεύ ακϐμη Σώρα:. Σο χτϑπημα απϐ το αυτοκύνητο πολτοπούηςε τον Κϋρτισ Γουύλκοξ ςτην πλαώνό πλευρϊ τησ νταλύκασ Υρϐιχοφ, τον ςτριφογϑριςε ςαν αδρϊχτι, τον ξετϑλιξε ςαν ροκϊνα, τον κϑληςε ςτα χϐρτα μϋχρι που του ϋφυγε ςχεδϐν ϐλο το δϋρμα, κι ϊφηςε πϊνω ςτο δρϐμο τα ματωμϋνα ροϑχα του γυριςμϋνα το μϋςα ϋξω ςαν μαγικϐ κϐλπο. Αλλϊ ϐλα αυτϊ δεν ϋχουν ςυμβεύ ακϐμη. Εύμαςτε ςτο παρελθϐν τώρα, ςτη μαγικό χώρα του Σώρα:.
- 44 -
Γϑρω ςτισ δϋκα το πρωύ εκεύνο τον Ιοϑλιο, ο Μπραντ Ρϐουτσ καθϐταν ςτο γραφεύο του βενζινϊδικου με τα πϐδια πϊνω ςτο γραφεύο και διϊβαζε το Ινςϊιντ Βύου. το εξώφυλλο εύχε την εικϐνα ενϐσ ιπτϊμενου δύςκου που αιωροϑνταν απειλητικϊ πϊνω απϐ το Λευκϐ Ούκο. Σο κουδοϑνι μϋςα ςτο γκαρϊζ χτϑπηςε καθώσ οι τροχού ενϐσ αυτοκινότου πϋραςαν πϊνω απϐ το ςωλόνα αϋροσ ςτην ϊςφαλτο. Ο Μπραντ ςόκωςε το κεφϊλι και εύδε ϋνα αμϊξι -το ύδιο αμϊξι που θα περνοϑςε τϐςα χρϐνια μϋςα ςτο ςκοτϊδι του Τπϐςτεγου Β- να ςταματϊ δύπλα ςτη δεϑτερη αντλύα του βενζινϊδικου, αυτό που εύχε τη βενζύνη υψηλών οκτανύων. Ϋταν μια ωραύα ςκοϑρα μπλε Μπιοϑικ, παλιϊ (εύχε τα φινιςτρύνια ςτα πλευρϊ και τη μεγϊλη μεταλλικό μϊςκα) αλλϊ ςε τϋλεια κατϊςταςη. Η μπογιϊ ϊςτραφτε, το παρμπρύζ ϊςτραφτε, το μεταλλικϐ πηχϊκι κατϊ μόκοσ τησ καρϐτςασ ϊςτραφτε, αλλϊ πριν ακϐμη ανούξει η πϐρτα και βγει ϋξω ο οδηγϐσ, ο ΜπρϊντλεϏ Ρϐουτσ όξερε ϐτι κϊτι δεν πόγαινε καλϊ με το αμϊξι. Μϐνο που δεν μποροϑςε να καταλϊβει τι. Ωφηςε την εφημερύδα ςτο τραπϋζι (δε θα τολμοϑςε να τη βγϊλει καν απϐ το ςυρτϊρι αν το αφεντικϐ δεν εύχε πϊει ςτο Λϊςμπεργκ για να πληρώςει την αδυναμύα του ςτα γλυκϊ) και ςηκώθηκε ϐρθιοσ τη ςτιγμό που ο οδηγϐσ τησ Ροουντμϊςιερ ϊνοιξε την πϐρτα και βγόκε ϋξω. Εύχε ρύξει πολλό βροχό το προηγοϑμενο βρϊδυ και οι δρϐμοι όταν ακϐμη υγρού (ςε μερικϊ χαμηλϊ ςημεύα ςτη δυτικό πλευρϊ του Διοικητικοϑ Κϋντρου του τϊτλερ δεν όταν απλώσ υγρού, όταν πλημμυριςμϋνοι), αλλϊ γϑρω ςτισ οχτώ εύχε βγει ο όλιοσ και μϋχρι τισ δϋκα εύχε κανονικό λιακϊδα και ζϋςτη. Παρ' ϐλ' αυτϊ, ο ϊνθρωποσ που βγόκε απϐ
- 45 -
το αμϊξι φοροϑςε μαϑρο αδιϊβροχο και μεγϊλο μαϑρο καπϋλο. «Ϋταν ςαν κατϊςκοποσ ςε παλιϊ ταινύα», εύπε ο Μπραντ ςτον Ϊνισ Ρϊφερτι μετϊ απϐ μύα ώρα περύπου, ςε μια φρϊςη που, γι' αυτϐν, αποτελοϑςε πραγματικό κρύςη ποιητικόσ φανταςύασ. Σο αδιϊβροχο όταν τϐςο μακρϑ ώςτε ςχεδϐν ςερνϐταν ςτη βρεγμϋνη ϊςφαλτο και φοϑςκωνε πύςω απϐ τον οδηγϐ καθώσ πόγαινε προσ το κτύριο του βενζινϊδικου και τον όχο του ποταμοϑ Ρϋντφερν που περνοϑςε απϐ πύςω. Σο ποτϊμι εύχε φουςκώςει για τα καλϊ απϐ τη χτεςινοβραδινό βροχό. Ο Μπραντ, υποθϋτοντασ ϐτι ο οδηγϐσ με το μαϑρο αδιϊβροχο και το μαϑρο καπϋλο πόγαινε ςτην τουαλϋτα, του φώναξε: «Η πϐρτα τησ τουαλϋτασ εύναι ανοιχτό, κϑριοσ... Πϐςο καϑςιμο θϋλεισ;» «Γϋμιςε το», απϊντηςε ο πελϊτησ. Η φωνό του τϑπου δεν ϊρεςε καθϐλου ςτον Μπραντ Ρϐουτσ. Αργϐτερα εύπε ςτουσ αςτυνομικοϑσ που όρθαν ςτο βενζινϊδικο ϐτι όταν ςαν να ϊκουγεσ κϊποιον να μιλϊει με το ςτϐμα του γεμϊτο ζελϋ. Ο Μπραντ εύχε ςύγουρα ποιητικό διϊθεςη εκεύνη τη μϋρα. Μπορεύ αυτϐ να εύχε κϊποια ςχϋςη με το γεγονϐσ ϐτι ϋλειπε ο Φύου. «Να κοιτϊξω τα λϊδια;» ρώτηςε ο Μπραντ. το μεταξϑ ο πελϊτησ εύχε φτϊςει ςτη γωνύα του μικροϑ βενζινϊδικου. Κρύνοντασ απϐ το γρόγορο βόμα του, ο Μπραντ ςυμπϋρανε ϐτι βιαζϐταν να πϊει ςτην τουαλϋτα. Ο τϑποσ ςταμϊτηςε, ϐμωσ, και ςτρϊφηκε λύγο προσ τον Μπραντ. Αρκετϊ για να δει ο Μπραντ ϋνα χλομϐ, ςχεδϐν κϋρινο μϊγουλο, ϋνα ςκοτεινϐ αμυγδαλωτϐ μϊτι χωρύσ να διακρύνεται καθϐλου αςπρϊδι και μια μποϑκλα μαϑρα μαλλιϊ να πϋφτουν πύςω απϐ ϋνα παρϊξενο αυτύ. Ο Μπραντ θυμϐταν
- 46 -
πολϑ καλϊ το αυτύ. Κϊτι ςτο ςχόμα του τον ενϐχληςε πολϑ, αλλϊ δεν μποροϑςε να εξηγόςει τι όταν. ' αυτϐ το ςημεύο η ποιητικό ϋμπνευςη τον εγκατϋλειψε. αν λιωμϋνο, ςαν να εύχε καεύ, όταν η καλϑτερη περιγραφό που μπϐρεςε να κϊνει. «ήχι, τα λϊδια εύναι εντϊξει», εύπε ο οδηγϐσ με την πνιχτό φωνό του, και χϊθηκε ςτη γωνύα με το αδιϊβροχο ν' ανεμύζει πύςω του θυμύζοντασ νυχτερύδα. Εκτϐσ απϐ τη χροιϊ τησ φωνόσ του -αυτϐν το δυςϊρεςτο, βλεννώδη όχο-, ο οδηγϐσ εύχε μια προφορϊ που θϑμιςε ςτον Μπραντ Ρϐουτσ εκεύνη την παλιϊ εκπομπό Ρϐκι & Μποϑλγουινκλ, τον Μπϐρισ Μπαντύνοφ να λϋει ςτη Νατϊςα: Πρϋπει ςταματόςουμε τϊρανδο και ςκύουρο! Ο Μπραντ πόγε ςτην Μπιοϑικ περνώντασ απϐ τη μεριϊ που όταν οι αντλύεσ (ο οδηγϐσ εύχε παρκϊρει απρϐςεκτα, αφόνοντασ μεγϊλη απϐςταςη ανϊμεςα ςτο αμϊξι και τισ αντλύεσ). Πϋραςε το χϋρι του πϊνω ςτο λεύο χρώμα. Σο ϊγγιγμα αυτϐ όταν κϊτι περιςςϐτερο απϐ θαυμαςμϐσ, αν και εύχε κι ϋνα ςτοιχεύο αθώασ αναύδειασ. Ο Μπρϊντλεώ όταν νϋοσ Σώρα: και εύχε το κϋφι των νϋων. το πύςω μϋροσ του αυτοκινότου ϋςκυψε πϊνω απϐ την τϊπα τησ βενζύνησ και ςταμϊτηςε. Η τϊπα όταν ςτη ςυνηθιςμϋνη θϋςη, αλλϊ η πύςω πινακύδα δεν όταν. Δεν υπόρχε οϑτε καν βϊςη για να πιϊςει η πινακύδα, οϑτε καν τρϑπεσ απϐ βύδεσ εκεύ ϐπου θα ϋπρεπε να εύναι κανονικϊ. Αυτϐ ϋκανε τον Μπρϊντλεώ να καταλϊβει τι του εύχε φανεύ παρϊξενο αμϋςωσ μϐλισ ϊκουςε το κουδοϑνι του γκαρϊζ και ςόκωςε το κεφϊλι βλϋποντασ για πρώτη φορϊ το αμϊξι. Δεν εύχε αυτοκϐλλητο μηχανολογικόσ επιθεώρηςησ. ήμωσ δεν όταν δικό του δουλειϊ αν δεν υπόρχε οϑτε πύςω πινακύδα οϑτε αυτοκϐλλητο ςτο παρμπρύζ. ύγουρα κϊποιοσ
- 47 -
ντϐπιοσ αςτυνομικϐσ ό ϋνασ πολιτειακϐσ τησ Διμοιρύασ Δ θα τον ϋβλεπε και θα τον ςταματοϑςε -ό μπορεύ να μην τον ϋβλεπε. ήπωσ και να 'χε το πρϊγμα, η δικό του δουλειϊ όταν να βϊλει βενζύνη. Γϑριςε τη μανιβϋλα ςτο πλϊι τησ αντλύασ για να μηδενύςει τα νοϑμερα, ϋβαλε το ςτϐμιο ςτην τρϑπα και ρϑθμιςε την αντλύα ςτο αυτϐματο. Σο κουδοϑνι τησ αντλύασ ϊρχιςε να χτυπϊ και ο Μπραντ πόγε απϐ την πλευρϊ του οδηγοϑ ολοκληρώνοντασ τον κϑκλο του. Κούταζε μϋςα απϐ τα παρϊθυρα τησ αριςτερόσ πλευρϊσ καθώσ προχωροϑςε, και το εςωτερικϐ του αυτοκινότου τοϑ φϊνηκε εντελώσ γυμνϐ για αμϊξι που θεωροϑνταν ςχεδϐν μοντϋλο πολυτελεύασ ςτη δεκαετύα του πενόντα. Η ταπετςαρύα όταν καφϋ, το ύδιο και η επϋνδυςη ςτο εςωτερικϐ τησ οροφόσ. Σο πύςω κϊθιςμα όταν ϊδειο, το μπροςτινϐ το ύδιο, και δεν υπόρχε τύποτε ςτο δϊπεδο -ϐχι απλώσ χϊρτεσ ό τςαλακωμϋνα πακϋτα απϐ τςιγϊρα, αλλϊ οϑτε καν ϋνα περιτϑλιγμα απϐ τςύχλα. Σο τιμϐνι πρϋπει να όταν ςκεπαςμϋνο απϐ ϋνθετο ξϑλο. Ο Μπρϊντλεώ αναρωτόθηκε αν το ϋφτιαχναν ϋτςι αυτϐ το μοντϋλο ό όταν ειδικϐσ εξοπλιςμϐσ. Σο ϋκανε να φαύνεται πολυτελϋσ. Αλλϊ γιατύ όταν τϐςο μεγϊλο το τιμϐνι; Αν εύχε και λαβϋσ που προεξεύχαν, θα μποροϑςε κϊλλιςτα να βρύςκεται ςτο γιοτ κϊποιου εκατομμυριοϑχου. Για να το πιϊςεισ ϋπρεπε ν' ανούξεισ τα χϋρια ςου διϊπλατα. ύγουρα όταν φτιαγμϋνο ειδικό παραγγελύα, και ςύγουρα του Μπραντ δεν του φαινϐταν ϊνετο για μεγϊλο ταξύδι. Καθϐλου ϊνετο. Επύςησ, υπόρχε κϊτι παρϊξενο ςτο ταμπλϐ. Ϊμοιαζε με ξϑλο καρυδιϊσ, και τα μεταλλικϊ κουμπιϊ και οι λεβιϋδεσ καλοριφϋρ, ραδιϐφωνο, ρολϐι- ϋδειχναν κανονικϊ... όταν ςτα
- 48 -
ςωςτϊ ςημεύα, τϋλοσ πϊντων... και το κλειδύ όταν επύςησ ςτη θϋςη του (ϊφηςε και το κλειδύ πϊνω, πολϑ ςύγουροσ εύναι ϐτι δε θα του το πϊρουν, ςκϋφτηκε ο Μπραντ), αλλϊ υπόρχε κϊτι εντελώσ παρϊξενο. Δϑςκολο να πεισ τι, ϐμωσ. Ο Μπραντ πόγε πϊλι ςτο μπροςτινϐ μϋροσ του αυτοκινότου, θαυμϊζοντασ τη χαμογελαςτό μεταλλικό μϊςκα (όταν η χαρακτηριςτικό μϊςκα τησ Μπιοϑικ, αυτϐ το κομμϊτι τουλϊχιςτον όταν ςωςτϐ), και βεβαιώθηκε ϐτι δεν υπόρχε αυτοκϐλλητο μηχανολογικοϑ ελϋγχου, οϑτε απϐ την Πενςιλβϊνια οϑτε απϐ πουθενϊ αλλοϑ. Δεν υπόρχαν καθϐλου αυτοκϐλλητα ςε ϐλο το παρμπρύζ. Προφανώσ, ο ιδιοκτότησ τησ Μπιοϑικ δεν όταν μϋλοσ του Σριπλ-'Eμ, των Ελκσ, των Λϊιονσ ό των Κιγουϊνισ. Δεν υποςτόριζε το Πιτ ό το Πολιτειακϐ Πανεπιςτόμιο τησ Πενςιλβϊνια (τουλϊχιςτον ϐχι ςε ςημεύο που να βϊλει αυτοκϐλλητο ςτα παρϊθυρα τησ Μπιοϑικ), και επιπλϋον το αμϊξι δεν προςτατευϐταν απϐ τη Μοπϊρ ό απϐ τη Ρϊςτι Σζϐουνσ. Ψραύο αμϊξι ϐμωσ, παρ' ϐλ' αυτϊ... Αν και το αφεντικϐ θα του ϋλεγε ϐτι η δουλειϊ του δεν όταν να θαυμϊζει τα αυτοκύνητα αλλϊ μϐνο να τουσ γεμύζει το ντεπϐζιτο. Η Μπιοϑικ ϋφαγε εφτϊ δολϊρια απϐ την καλό βενζύνη πριν ςταματόςει η αντλύα. Ϋταν μεγϊλη ποςϐτητα εκεύνη την εποχό, ϐταν ϋνα γαλϐνι βενζύνη υψηλών οκτανύων εύχε εβδομόντα ςεντσ. Ϋ το ντεπϐζιτο όταν ςχεδϐν ϊδειο ϐταν ξεκύνηςε ο οδηγϐσ με το μαϑρο αδιϊβροχο ό εύχε κϊνει μεγϊλη διαδρομό χωρύσ ανεφοδιαςμϐ. Μετϊ ο Μπραντ κατϊλαβε ϐτι η δεϑτερη εξόγηςη δεν ϋςτεκε. Γιατύ αν και οι δρϐμοι όταν ακϐμη υγρού ό και πλημμυριςμϋνοι ςε πολλϊ ςημεύα, δεν υπόρχε οϑτε μια
- 49 -
πιτςιλιϊ απϐ νερϐ ό λϊςπη ςτη λεύα μπλε επιφϊνεια τησ Μπιοϑικ. Οϑτε μια μουντζοϑρα ςτα λευκϊ πλαώνϊ των ελαςτικών. Κι αυτϐ όταν εντελώσ αδϑνατο. Σον ύδιο δεν τον ϋνοιαζε βϋβαια, αλλϊ θα μποροϑςε να υπενθυμύςει ςτον πελϊτη ϐτι δεν εύχε αυτοκϐλλητο ελϋγχου. Ϊτςι μπορεύ να του ϋδινε φιλοδώρημα. Αρκετϐ για να πϊρει μιςό ντουζύνα μπύρεσ ύςωσ. Σου ϋμεναν ϊλλοι ϋξι ό οχτώ μόνεσ για να μπορεύ ν' αγορϊςει μπύρα νϐμιμα, αλλϊ υπόρχαν τρϐποι να το παρακϊμψεισ αυτϐ αν όςουν αποφαςιςμϋνοσ -και ακϐμη και Σώρα:, ςτην αρχό, ο Μπραντ όταν αποφαςιςμϋνοσ. Πόγε πύςω ςτο γραφεύο, κϊθιςε ςτη θϋςη του, πόρε το Ιναϊαη Βύου, και περύμενε να βγει πϊλι ϋξω ο τϑποσ με το μαϑρο αδιϊβροχο. Ϊκανε πολλό ζϋςτη για τϋτοιο μακρϑ αδιϊβροχο, αλλϊ ο Μπραντ πύςτευε ϐτι εύχε βρει την εξόγηςη. Ο τϑποσ όταν απ' αυτοϑσ τουσ μαλϊκεσ, τουσ KM, ύςωσ λύγο διαφορετικϐσ απ' αυτοϑσ που ζοϑςαν κοντϊ ςτο τϊτλερ, απϐ κϊποια ςϋκτα που τουσ επϋτρεπε να οδηγοϑν αυτοκύνητα μϊλλον. KM όταν τα αρχικϊ με τα οπούα ο Μπρϊντλεώ κι οι φύλοι του αποκαλοϑςαν τουσ Ωμισ, και ςόμαιναν κωλομαλϊκεσ. Δεκαπϋντε λεπτϊ αργϐτερα, αφοϑ ο Μπραντ τελεύωςε το ϊρθρο «Μασ Ϊχουν Επιςκεφθεύ!» του απϐςτρατου αξιωματικοϑ Ρύτςαρντ Σ. Ρϊμςφελντ, ειδικοϑ ςτα αγνώςτου ταυτϐτητοσ ιπτϊμενα αντικεύμενα, και αφοϑ αςχολόθηκε επύςησ με την ξανθιϊ τησ ςελύδασ 4 που ψϊρευε ς’ ϋνα ποτϊμι ςτα βουνϊ φορώντασ μϐνο ϋνα ςλιπϊκι κι ϋνα ςουτιϋν, ςυνειδητοπούηςε ϐτι περύμενε ακϐμη. Υαύνεται ϐτι ο τϑποσ δεν εύχε πϊει ςτην τουαλϋτα για πενταροδεκϊρεσ, εύχε να καταθϋςει ολϐκληρη περιουςύα ςτον απϐπατο.
- 50 -
Ο Μπραντ πόρε πϊλι την εφημερύδα καγχϊζοντασ, καθώσ φαντϊςτηκε τον τϑπο ςτο αποχωρητόριο κϊτω απϐ τουσ ςκουριαςμϋνουσ ςωλόνεσ, να κϊθεται μϋςα ςτο ςκοτϊδι (υπόρχε μϐνο ϋνασ γλϐμποσ, που εύχε καεύ εδώ και ϋνα μόνα, και δεν τον εύχε αλλϊξει οϑτε ο Μπρϊντλεώ οϑτε ο Φύου), με το μαϑρο αδιϊβροχο απλωμϋνο γϑρω του να μαζεϑει ποντικοκοϑραδα. Γϑριςε ςτη ςελύδα με τα ανϋκδοτα, που του ϋφαγε ϊλλα δϋκα λεπτϊ. (Μερικϊ όταν τϐςο καλϊ που τα διϊβαςε τρεισ και τϋςςερισ φορϋσ.) Μετϊ πϋταξε πϊλι την εφημερύδα ςτο γραφεύο και κούταξε το ρολϐι πϊνω απϐ την πϐρτα. Δύπλα ςτισ αντλύεσ η Μπιοϑικ Ροουντμϊςτερ ϊςτραφτε ςτον όλιο. Εύχε περϊςει ςχεδϐν μιςό ώρα απϐ τη ςτιγμό που ο οδηγϐσ φώναξε «'Οχι, τα λϊδια εύναι εντϊξει!» πϊνω απϐ τον ώμο του μ' εκεύνη την πνιχτό φωνό και μετϊ χϊθηκε πύςω απϐ το κτύριο με το αδιϊβροχο ν' ανεμύζει. Ϋταν Ωμισ τελικϊ; Τπόρχαν Ωμισ που να οδηγοϑν αυτοκύνητα; Σελικϊ μϊλλον ϐχι, αφοϑ θεωροϑςαν πωσ οτιδόποτε εύχε μηχανό όταν ϋργο του ατανϊ, ϋτςι δεν εύναι; Εντϊξει, λοιπϐν, μπορεύ να μην όταν Ωμισ. ή,τι κι αν όταν ϐμωσ, γιατύ δεν εύχε ξαναβγεύ; Ξαφνικϊ η εικϐνα του τϑπου μϋςα ςτο ςκοτεινϐ αποχωρητόριο με τη λερωμϋνη λεκϊνη δεν του φαινϐταν τϐςο αςτεύα πια. Ο Μπραντ τον φαντϊςτηκε να κϊθεται εκεύ με το αδιϊβροχο απλωμϋνο γϑρω του ςτο βρϐμικο πλαςτικϐ δϊπεδο και με τα παντελϐνια κατεβαςμϋνα ωσ τουσ αςτραγϊλουσ, αλλϊ αυτό τη φορϊ με το κεφϊλι πεςμϋνο, το πιγοϑνι ν' ακουμπϊ ςτο ςτόθοσ του, το μεγϊλο καπϋλο του (που δεν ϋμοιαζε με αυτϊ που φοροϑςαν οι Ωμισ) γερμϋνο μπροςτϊ πϊνω απϐ τα μϊτια του. Να μην κουνιϋται. Να μην αναςαύνει. Να μη χϋζει αλλϊ να ϋχει πεθϊνει. Καρδιακό
- 51 -
προςβολό ό εγκεφαλικϐ ό κϊτι τϋτοιο. Δεν όταν απύθανο. Αφοϑ ο ύδιοσ ο Βαςιλιϊσ του Ροκ εν Ρολ τα εύχε τινϊξει μϋςα ςτον απϐπατο, θα μποροϑςε να το πϊθει ο καθϋνασ. «Μπα», εύπε ςιγανϊ ο Μπραντ Ρϐουτσ. «Αποκλεύεται... Δεν μπορεύ!» Πόρε την εφημερύδα και προςπϊθηςε να διαβϊςει για τουσ ιπτϊμενουσ δύςκουσ που μασ παρακολουθοϑν, αλλϊ δεν μποροϑςε να μετατρϋψει τισ λϋξεισ ςε λογικϋσ ςκϋψεισ. Σην ϊφηςε και κούταξε ϋξω απϐ την πϐρτα. Η Μπιοϑικ όταν ακϐμη εκεύ, γυαλύζοντασ ςτον όλιο. Κανϋνα ύχνοσ του οδηγοϑ. Μιςό ώρα... ϐχι, τριϊντα πϋντε λεπτϊ τώρα. Να πϊρει. Πϋραςαν ϊλλα πϋντε λεπτϊ. Ο Μπραντ ϊρχιςε να ςκύζει λωρύδεσ απϐ την εφημερύδα και να τισ αφόνει να πϋφτουν κυματιςτϊ μϋςα ςτο καλϊθι των αχρόςτων, ϐπου ςχημϊτιζαν ςτούβεσ χαρτοπϐλεμου. «Υτου, γαμώ το», εύπε και ςηκώθηκε. Πόγε ςτην πϐρτα και ϋκανε το γϑρο του μικροϑ ϊςπρου κτιρύου ϐπου δοϑλευε απϐ Σώρα: που παρϊτηςε το γυμνϊςιο. Οι τουαλϋτεσ όταν απϐ πύςω, ςτην ανατολικό πλευρϊ. Ο Μπραντ δεν εύχε αποφαςύςει ακϐμη αν ϋπρεπε να το παύξει κανονικϊ -Ε, κϑριοσ, εύςαι καλϊ;- ό χιουμοριςτικϊ -Ε, φύλε, ϋχω δυναμύτη αν ςου χρειϊζεται. Σελικϊ ϐμωσ δεν εύχε την ευκαιρύα να πει καμύα απϐ αυτϋσ τισ δυο φρϊςεισ που ε ύ χε προβϊρει. Σο μϊνταλο τησ πϐρτασ ςτην τουαλϋτα των ανδρών δεν ϋπιανε καλϊ και η πϐρτα ϊνοιγε αν φυςοϑςε πολϑ, εκτϐσ αν ϋβαζεσ το ςυρτό απϐ μϋςα. Ϊτςι ο Μπραντ και ο Φύου εύχαν ςφηνώςει ϋνα κομμϊτι χαρτϐνι ςτη χαραμϊδα για να μϋνει κλειςτό η πϐρτα ϐταν δε χρηςιμοποιοϑςε κανεύσ την τουαλϋτα. Αν ο οδηγϐσ τησ Μπιοϑικ όταν μϋςα, το χαρτϐνι θα
- 52 -
όταν κι αυτϐ μϋςα μαζύ του (ύςωσ δύπλα ςτη βρϑςη του νιπτόρα ϐςη ώρα ο ϊνθρωποσ ϋκανε τη δουλειϊ του) ό θα όταν πεςμϋνο ςτο τςιμϋντο μπροςτϊ ςτην πϐρτα. υνόθωσ ςυνϋβαινε το δεϑτερο, εύπε αργϐτερα ο Μπραντ ςτον Ϊνισ Ρϊφερτι, και ϋπρεπε να το βϊλουν ςτη θϋςη του αυτϐσ ό ο Φύου ϐταν ϋφευγαν οι πελϊτεσ. Σισ περιςςϐτερεσ φορϋσ ϋπρεπε να τραβόξουν και το καζανϊκι. Ο κϐςμοσ φϋρεται απρϐςεκτα ϐταν δεν εύναι ςπύτι του. Εδώ που τα λϋμε, κατϊ κανϐνα φϋρεται απαύςια ϐταν δεν εύναι ςπύτι του. Σώρα ϐμωσ το χαρτϐνι όταν ςφηνωμϋνο ςτη χαραμϊδα τησ πϐρτασ πϊνω απϐ το μϊνταλο, ακριβώσ ςτο ςημεύο ϐπου ϋπιανε πιο καλϊ. Παρ' ϐλ' αυτϊ ο Μπραντ ϊνοιξε την πϐρτα για να βεβαιωθεύ, πιϊνοντασ το χαρτϐνι επιδϋξια καθώσ ϋπεφτε -εξύςου επιδϋξια ϐπωσ θα μϊθαινε αργϐτερα ν' ανούγει τα μπουκϊλια τησ μπύρασ ςτο χεροϑλι τησ πϐρτασ τησ δικόσ του Μπιοϑικ. Ο μικρϐσ θϊλαμοσ όταν ϊδειοσ, κϊτι που το όξερε κιϐλασ. Καμιϊ ϋνδειξη ϐτι η τουαλϋτα εύχε χρηςιμοποιηθεύ. Και ϐςο καθϐταν ςτο γραφεύο και διϊβαζε την εφημερύδα, δεν εύχε ακοϑςει όχο απϐ καζανϊκι. Δεν υπόρχαν ςταγϐνεσ νερϐ ςτα πλαώνϊ τησ λεκϊνησ. Σώρα: ο Μπραντ ςκϋφτηκε ϐτι ο τϑποσ μπορεύ να πόγε πύςω απϐ το κτύριο ϐχι για να πϊει ςτην τουαλϋτα αλλϊ για να ρύξει μια ματιϊ ςτον ποταμϐ Ρϋντφερν, που όταν αρκετϊ ϐμορφοσ για να δικαιολογεύ μια ματιϊ απϐ ϋναν περαςτικϐ (ό ακϐμη και μια φωτογραφύα), ϋτςι ϐπωσ κυλοϑςε με τα βουνϊ τϊτλερ Μπλαφσ ςτα βϐρεια και ϐλεσ εκεύνεσ τισ ιτιϋσ απϐ πϊνω τουσ, και απλωνϐταν καταπρϊςινοσ ςαν μαλλιϊ γοργϐνασ. (Σο παιδύ όταν ςύγουρα ποιητόσ, κανονικϐσ Ντύλαν Μακ Γϋιτσ.) Πόγε απϐ πύςω, αλλϊ ο οδηγϐσ τησ Μπιοϑικ δε
- 53 -
φαινϐταν πουθενϊ. Μϐνο πεταμϋνα εξαρτόματα αυτοκινότων και δυο παλιού ϊξονεσ απϐ τρακτϋρ που κεύτονταν μϋςα ςτα χϐρτα ςαν ςκουριαςμϋνα κϐκαλα. Σο ποτϊμι ϋτρεχε ορμητικϐ και αφριςμϋνο. Μπορεύ να όταν κϊτι προςωρινϐ βϋβαια -ςτη Δυτικό Πενςιλβϊνια οι πλημμϑρεσ ςυμβαύνουν την ϊνοιξη κατϊ κανϐνα, αλλϊ εκεύνη τη μϋρα ο Ρϋντφερν όταν ςωςτϐσ χεύμαρροσ. Βλϋποντασ πϐςο ψηλϊ εύχε ανεβεύ το νερϐ, ο Μπρϊντλεώ Ρϐουτσ ςκϋφτηκε ϋνα ϊλλο φρικτϐ ενδεχϐμενο. Κούταξε την απϐτομη πλαγιϊ μϋχρι κϊτω ςτο νερϐ. Σο γραςύδι όταν ακϐμη υγρϐ απϐ τη βροχό και μϊλλον θα γλιςτροϑςε, ιδιαύτερα αν πατοϑςε εδώ κανϋνασ ανυποψύαςτοσ Ωμισ φορώντασ παποϑτςια με γλιςτερϋσ δερμϊτινεσ ςϐλεσ. Καθώσ το ςκεφτϐταν, η υποψύα μετατρϊπηκε ςε βεβαιϐτητα. Δεν μποροϑςε να εξηγόςει αλλιώσ την αχρηςιμοπούητη τουαλϋτα και το αμϊξι που περύμενε ακϐμη δύπλα ςτην αντλύα με τη βενζύνη υψηλών οκτανύων, γεμϊτο και ϋτοιμο, με το κλειδύ ςτη μύζα. Ο τϑποσ εύχε πϊει απϐ πύςω για να δει το ποτϊμι, πϊτηςε βλακωδώσ ςτην πλαγιϊ για να δει καλϑτερα, και βρϋθηκε ςτο νερϐ. Ο Μπρϊντλεώ κατϋβηκε ςτην ϐχθη του ποταμοϑ γλιςτρώντασ δυο τρεισ φορϋσ, παρ' ϐλο που φοροϑςε αθλητικϊ παποϑτςια, δεν ϋπεςε ϐμωσ γιατύ φρϐντιζε να εύναι πϊντα κοντϊ ςε κϊτι απϐ ϐπου μποροϑςε να πιαςτεύ ϋτςι κι ϋχανε το βηματιςμϐ του. Ο τϑποσ δε φαινϐταν πουθενϊ ςτο νερϐ, αλλϊ ϐταν κούταξε πιο κϊτω εύδε κϊτι να ϋχει πιαςτεύ ςε ϋνα πεςμϋνο δϋντρο γϑρω ςτα διακϐςια μϋτρα απϐςταςη. Ανεβοκατϋβαινε ςτο νερϐ. Μαϑρο. Μπορεύ να 'ταν το αδιϊβροχο του οδηγοϑ.
- 54 -
«Που, να πϊρει», εύπε και γϑριςε γρόγορα ςτο γραφεύο για να τηλεφωνόςει ςτη Διμοιρύα Δ, που όταν τουλϊχιςτον τρύα χιλιϐμετρα πιο κοντϊ απϐ το αςτυνομικϐ τμόμα. Κι ϋτςι
- 55 -
Σώρα : ϊντι «μπλεχτόκαμε ς' αυτό την ιςτορύα», εύπα. «Ο προκϊτοχοσ τησ ύρλεώ όταν κϊποιοσ Ματ Μπαμπύκι. Αυτϐσ προώθηςε την κλόςη ςτον Ϊνισ Ρϊφερτι...» «Γιατύ ςτον Ϊνισ, Νεντ;» ρώτηςε η ύρλϋύ. «ΠΔΜ», απϊντηςε αμϋςωσ αυτϐσ. «Πληςιϋςτερη διαθϋςιμη μονϊδα». Αλλϊ το εύπε αφηρημϋνα, χωρύσ καν να την κοιτϊξει. Σο βλϋμμα του όταν καρφωμϋνο ς' εμϋνα. «Ο Ϊνισ όταν πενόντα πϋντε χρονών και περύμενε πώσ και πώσ να βγει ςτη ςϑνταξη, μϐνο που δεν πρϐλαβε να τη χαρεύ», εύπα. «Και ο πατϋρασ μου όταν μαζύ του, ϋτςι δεν εύναι; Ϋταν ςυνεργϊτεσ». «Ναι», εύ πα. Εύχα πολλϊ να του πω ακϐμη, αλλϊ πρώτα ϋπρεπε να τον αφόςω να χωνϋψει αυτϐ το πρώτο κομμϊτι. Ϊμεινα αμύλητοσ, αφόνοντασ τον να ςυνηθύςει ςτην ιδϋα ϐτι ο πατϋρασ του και ο Ρϐουτσ, ο ϊνθρωποσ που τον ςκϐτωςε, εύχαν ςταθεύ κϊποτε πρϐςωπο με πρϐςωπο ςυζητώντασ ςαν φυςιολογικού ϊνθρωποι. Ο Κϋρτισ ςτεκϐταν εκεύ κι ϊκουγε τον Μπρϊντλεώ Ρϐουτσ να μιλϊει, ανούγοντασ το ςημειωματϊριο του και κρατώντασ ςημειώςεισ. Ο Νεντ όξερε όδη το ςϑςτημα που χρηςιμοποιοϑςαμε, πώσ λειτουργοϑςαμε ςτισ καινοϑριεσ περιπτώςεισ. Εύχα την αύςθηςη ϐτι αυτϐ θα ϋμενε για πϊντα αποτυπωμϋνο ςτη μνόμη του μικροϑ ϐ,τι ϊλλο κι αν του ϋλεγα, ϐςο τρελό κι αν γινϐταν η αφόγηςη. Η εικϐνα του φονιϊ και του θϑματοσ να μιλοϑν μεταξϑ τουσ ςε απϐςταςη πϋντε λεπτών με τα πϐδια απϐ το ςημεύο ϐπου θα ςυγκροϑονταν πϊλι οι ζωϋσ τουσ, αυτό τη φορϊ με ϋνα θανϊςιμο γδοϑπο,
- 56 -
εύκοςι δϑο χρϐνια αργϐτερα. «Πϐςων χρονών όταν;» ψιθϑριςε ο Νεντ. «Ο πατϋρασ μου πϐςων χρονών όταν τη μϋρα που μου λεσ;» Θα μποροϑςε να το υπολογύςει και μϐνοσ του φαντϊζομαι, αλλϊ όταν πολϑ ςοκαριςμϋνοσ. «Εύκοςι τεςςϊρων», εύπα. Ϋταν εϑκολο. ήταν μια ζωό εύναι μικρό, οι υπολογιςμού εύναι απλού. «Ϋταν ςτη Διμοιρύα γϑρω ςτον ϋνα χρϐνο. Σα πρϊγματα όταν ϐπωσ και τώρα, δϑο αςτυνομικού ανϊ περιπολικϐ μϐνο ςτη βϊρδια ϋντεκα-εφτϊ. Μοναδικό εξαύρεςη ςτον κανϐνα οι αρχϊριοι. Και ο πατϋρασ ςου όταν ακϐμη αρχϊριοσ. Ϊτςι όταν με τον Ϊνισ εκεύνο τον καιρϐ». «Νεντ, εύςαι εντϊξει;» ρώτηςε η ύρλεώ. Εύχε το λϐγο τησ που ρωτοϑςε. Σο χρώμα εύχε ςτραγγύςει ςιγϊ ςιγϊ απϐ το πρϐςωπο του μικροϑ. «Ναι», απϊντηςε. Σην κούταξε, μετϊ κούταξε τον Ωρκι, και τον Υιλ Κϊντλετον. Σο ύδιο βλϋμμα και προσ τουσ τρεισ, μιςοαπορημϋνο- μιςοεπικριτικϐ. «Πϐςα απ' αυτϊ ξϋρατε εςεύσ;» «Σα πϊντα», απϊντηςε ο Ωρκι. Εύχε μια τραγουδιςτό ςκανδιναβικό προφορϊ που πϊντα μου θϑμιζε τον Λϐρενσ Γουϋλκμα κοιτϊξτε εντώ τισ υπϋροκεσ Λϋνον ύςτερσ, ντεν εύναι τϐςο γκλυκϋσ; «Ντεν όταν μυςτικϐ. Ο μπαμπϊσ ςου και ο Μπρϊντλεώ Ρϐουτσ ντεν εύκαν κανϋνα πρϐβλημα μεταξϑ τουσ εκεύνη την εποκό. Και αργκϐτερα ακϐμη. Οι Κϋρτισ τον ςυνϋλαμπε τρεισ τϋςςερισ φορϋσ ςτην ντεκαετύα του ογκντϐντα...» «Μϊλλον πεντ' ϋξι», μοϑγκριςε ο Υιλ. «Περιπολουο! πϊντα ς' αυτό την περιοχό. Πϋντ' ϋξι φορϋσ τουλϊχιςτον. Μια φορϊ πόρε αυτο τον ηλύθιο, τον πόγε κατευθεύαν ςε μια
- 57 -
ςυνϊντηςη των Ανώνυμων Αλκοολικών και τον ανϊγκαςε να μεύνει εκεύ. Αλλϊ και πϊλι δε βγόκε τύποτε». «Ο μπαμπϊσ ςου όταν πολιτειακϐσ αςτυνομικϐσ», εύπε ο Ωρκι. «Και απϐ το ‘85 πϊνω κϊτω ο Μπραντ εύκε ορκύςει να πύνει γκια τα χαλϊ. υνότωσ ενώ οντηγοϑςε ςτουσ επαρκιακοϑσ ντρϐμουσ. Σου ϊρεςε πολϑ αυτϐ -ϐπωσ και ςε πολλοϑσ ϊλλουσ αλκοολικοϑσ». Ο Ωρκι αναςτϋναξε. «Σϋλοσ πϊντων, ϋτςι ϐπωσ όταν τα πρϊγκματα, μικρϋ, όταν ςχεντϐν ςύγκουρο ϐτι ο πατϋρασ ςου και ο Μπραντ θα ςυναντιοϑνταν κϊτε τϐςο». «Κϊθε τϐςο», επανϋλαβε ςυνεπαρμϋνοσ ο Νεντ. Ϋταν λεσ και η ϋννοια του χρϐνου εύχε αποκτόςει μια νϋα διϊςταςη γι' αυτϐν. «Αλλϊ ϐλα αυτϊ όταν κατϊρα επαγγελματικϐ τϋμα. Η Μπιοϑικ πϊλι όταν κϊτι τελεύωσ ντιαφορετικϐ. Κϊτι που τα τουσ ϋντενε πϊντα γκια ϐλο το υπϐλοιπο ντιϊςτημα». Ο Ωρκι ϋδειξε με ϋνα νεϑμα το Τπϐςτεγο Β. «Αυτό η Μπιοϑικ κρεμϐταν ανϊμεςα τουσ ςαν ροϑκο ςε ςκοινύ. Κανεύ: ντεν προςπϊτηςε να κρατόςει την Μπιοϑικ μυςτικϐ -ϐν. ακριβώσ, ντηλαντό, και ϐχι επύτηντεσ-, αλλϊ φαντϊζομα; ϐτι τελικϊ εύναι μυςτικϐ κατϊ κϊποιον τρϐπο». Η ύρλεώ ϊκουγε κουνώντασ καταφατικϊ το κεφϊλι. Ϊπιαςε το χϋρι του Νεντ. «υνόθωσ δεν τησ δύνουμε ςημαςύα», εύπε, «ϐπωσ κϊνουν πϊντα οι ϊνθρωποι με τα πρϊγματα που δεν καταλαβαύνουν. Δεν τουσ δύνουν ςημαςύα -ϐςο μποροϑν, δηλαδό». «Μερικϋσ φορϋσ δεν μπορεύσ να μη δώςεισ ςημαςύα ςτην Μπιοϑικ», εύπε ο Υιλ. «Σο καταλϊβαμε αυτϐ αμϋςωσ μϐλισ... τϋλοσ πϊντων, ασ ςου τα πει καλϑτερα ο ϊντι». Με κούταξε, το ύδιο και οι ϊλλοι. Σα μϊτια του Νεντ ϊςτραφταν. Ωναψα ϋνα τςιγϊρο κι ϊρχιςα να μιλϊω πϊλι.
- 58 -
- 59 -
Σώρα: Ο Ϊνισ Ρϊφερτι βρόκε τα κιϊλια του ςτο κιβώτιο με τισ πετονιϋσ, που το κουβαλοϑςε πϊντα μαζύ του απϐ αυτοκύνητο ςε αυτοκύνητο την εποχό του ψαρϋματοσ. Μετϊ κατϋβηκε μαζύ με τον Κερτ Γουύλκοξ ςτο ποτϊμι για να δουν τ ι υπόρχε εκε ύ. «Εγώ τι να κϊνω;» τουσ ρώτηςε ο Μπραντ καθώσ απομακρϑνονταν απϐ κοντϊ του. «Υϑλα το αμϊξι και ςκϋψου τι κατϊθεςη θα δώςεισ», απϊντηςε ο Ϊνισ. «Κατϊθεςη; Γιατύ χρειϊζεται κατϊθεςη;» Ακουγϐταν λιγϊκι νευρικϐσ. Οι δϑο αςτυνομικού δεν του απϊντηςαν. Καθώσ κατϋβαιναν τη χορταριαςμϋνη πλαγιϊ, ϋτοιμοι να πιϊςουν ο ϋνασ τον ϊλλο αν γλιςτροϑςε, ο Ϊνισ εύπε: «Αυτϐ το αμϊξι δεν εύναι εντϊξει. Ακϐμη και ο Μπρϊντλεώ Ρϐουτσ το κατϊλαβε, που δεν εύναι κανϋνα τζιμϊνι». Ο Κερτ ϋγνεψε καταφατικϊ πριν ακϐμη τελειώςει τη φρϊςη του ο Ϊνισ. «Εύναι ςαν ϋνα βιβλύο δραςτηριοτότων που εύχα ϐταν όμουν μικρϐσ. ΒΡΕΙΣΕ ΔΕΚΑ ΛΑΘΗ ΣΗΝ ΕΙΚΟΝΑ». «Μπρϊβο, ϋτςι εύναι!» Ο Ϊνισ εντυπωςιϊςτηκε απϐ αυτϐ το ςχϐλιο. Σον ςυμπαθοϑςε αυτϐν το νεαρϐ που περιπολοϑςε μαζύ του και πύςτευε ϐτι θα γινϐταν καλϐσ αςτυνομικϐσ ϐταν αποκτοϑςε λύγη πεύρα. Εύχαν φτϊςει ςτην ϊκρη του ποταμοϑ. Ο Ϊνισ ϋφερε ςτα μϊτια του τα κιϊλια που κρϋμονταν απϐ το λαιμϐ του. «Δεν ϋχει αυτοκϐλλητο μηχανολογικοϑ ελϋγχου», εύπε. «Δεν ϋχει καν πινακύδεσ. Και το τιμϐνι! Κϋρτισ, εύδεσ πϐςο μεγϊλο εύναι;» «Ναι». «Δεν ϋχει κεραύα», ςυνϋχιςε ο Ϊνισ. «Δεν υπϊρχει λϊςπη πϊνω του. Πώσ πϋραςε την 32 χωρύσ να λαςπωθεύ καθϐλου; Εμεύσ περνοϑςαμε ςυνϋχεια μϋςα απϐ νερϊ. Ϊχουμε λϊςπη
- 60 -
ακϐμη και ςτο παρμπρύζ». «Δεν ξϋρω. Και εύδεσ τα φινιςτρύνια;» «Σα φινιςτρύνια; Ναι, τα εύδα, αλλϊ ϐλεσ οι Μπιοϑικ τα ϋχουν». «Ναι, αλλϊ αυτϊ εύναι λϊθοσ. Τπϊρχουν τϋςςερα απϐ την πλευρϊ του ςυνεπιβϊτη αλλϊ μϐνο τρύα απϐ την πλευρϊ του οδηγοϑ. Λεσ να ϋβγαλε ποτϋ η Μπιοϑικ μοντϋλο που να ϋχει διαφορετικϊ φινιςτρύνια απϐ τισ δυο πλευρϋσ; Γιατύ εγώ δεν το νομύζω». Ο Ϊνισ κούταξε για λύγο ςαςτιςμϋνοσ τον Κϋρτισ και μετϊ ςόκωςε τα κιϊλια και κούταξε προσ το ποτϊμι. Βρόκε γρόγορα αυτϐ το μαϑρο πρϊγμα που ανεβοκατϋβαινε ςτο νερϐ και ϋκανε τον Μπραντ να ςπεϑςει να τηλεφωνόςει ςτην αςτυνομύα. «Σι εύναι; Εύναι αδιϊβροχο;» Ο Κερτ κούταζε ςκιϊζοντασ τα μϊτια του, που ϋβλεπαν πολϑ καλϑτερα απϐ του Μπρϊντλεώ Ρϐουτσ. «Δεν εύναι, ε;» «ήχι», απϊντηςε ο Ϊνισ κοιτϊζοντασ ακϐμη. «Μοιϊζει... με ςκουπιδοτενεκϋ. Απ' αυτοϑσ τουσ μαϑρουσ πλαςτικοϑσ ςκουπιδοτενεκϋδεσ που πουλϊνε ςτο Σρου Βϊλιου ςτην πϐλη. Ϋ μπορεύ να λϋω βλακεύεσ, δεν ξϋρω. Να, κούτα». Ϊδωςε τα κιϊλια ςτον Κερτ, αλλϊ ϐχι, δεν ϋλεγε βλακεύεσ. Ο Κϋρτισ εύδε ϐντωσ ϋνα μαυρο πλαςτικϐ ςκουπιδοτενεκϋ, που μϊλλον τον εύχαν παραςϑρει τα νερϊ απϐ το κϊμπινγκ ςτα Μπλαφσ με τη χτεςινοβραδινό καταιγύδα. Δεν όταν μαϑρο αδιϊβροχο, και ποτϋ δε βρϋθηκε οϑτε μαϑρο αδιϊβροχο οϑτε μαϑρο καπϋλο οϑτε ο ϊντρασ με το λευκϐ πρϐςωπο και τα μαϑρα μαλλιϊ και τα παρϊξενα αυτιϊ. Οι πολιτειακού μπορεύ ν' αμφϋβαλλαν αν υπόρξε ποτϋ τϋτοιοσ ϊνθρωποσ -ο Ϊνισ Ρϊφερτι εύχε προςϋξει το Ινςϊιντ
- 61 -
Βύου πϊνω ςτο γραφεύο ϐταν πόγε με τον Ρϐουτσ ςτο γραφεύο για να του κϊνει ερωτόςεισ, αλλϊ υπόρχε ςύγουρα η Μπιοϑικ. Αυτό η παρϊξενη Μπιοϑικ όταν αδιϊςειςτο τεκμόριο. Ϋταν μϋροσ του τοπύου ϋτςι ϐπωσ όταν παρκαριςμϋνη δύπλα ςτην αντλύα. Μϐνο που μϋχρι να ϋρθει ο γερανϐσ τησ Κομητεύασ και να την πϊρει, ο Ϊνισ Ρϊφερτι και ο Κερτ Γουύλκοξ δεν πύςτευαν πια ϐτι όταν Μπιοϑικ. Βαςικϊ, δεν όξεραν τι όταν. Οι παλιϐτεροι αςτυνομικού δικαιοϑνται να ϋχουν τα προαιςθόματα τουσ, και ο Ϊνισ εύχε ϋνα τϋτοιο προαύςθημα καθώσ γϑριζε μαζύ με το νεαρϐ ςυνϊδελφο του ςτο βενζινϊδικο. Ο Μπραντ ςτεκϐταν δύπλα ςτη Ροουντμϊςτερ με τα τρύα ωραύα νικελϋ φινιςτρύνια απϐ τη μια μεριϊ και τα τϋςςερα απϐ την ϊλλη. Σο προαύςθημα του Ϊνισ όταν ϐτι τα παρϊξενα που εύχαν προςϋξει ωσ τώρα ς' αυτό την Μπιοϑικ δεν όταν παρϊ η κορυφό του παγϐβουνου. Κι αν όταν ϐντωσ ϋτςι τα πρϊγματα, ϐςο λιγϐτερα πρϊγματα ϋβλεπε ο Ρϐουτσ τώρα, τϐςο το λιγϐτερο θα μιλοϑςε αργϐτερα. Γι' αυτϐ, αν και ο Ϊνισ εύχε μεγϊλη περιϋργεια για το εγκαταλειμμϋνο αμϊξι και όθελε να την ικανοποιόςει, το παρϋδωςε ςτον Κερτ ενώ ο ύδιοσ ςυνϐδευςε τον Μπρϊντλεώ ςτο γραφεύο. Εκεύ ο Ϊνισ τηλεφώνηςε ςτο γερανϐ για να μεταφϋρει την Μπιοϑικ ςτη Διμοιρύα Δ, ϐπου θα μποροϑςαν να τη βϊλουν ςτο πϊρκινγκ ςτην πύςω πλευρϊ, προςωρινϊ τουλϊχιςτον. Ϋθελε επύςησ να κϊνει ερωτόςεισ ςτον Μπρϊντλεώ ϐςο οι αναμνόςεισ του όταν ςχετικϊ νωπϋσ. Αργϐτερα θα εύχε την ευκαιρύα να δει αυτϐ το παρϊξενο πρϊγμα που εύχε πϋςει ςτα χϋρια τουσ. «Απλώσ κϊποιοσ το ϋχει τροποποιόςει, φαντϊζομαι», όταν το μϐνο που εύπε ςτον Κερτ πριν πϊει ςτο γραφεύο με τον Μπρϊντλεώ. Ο Κερτ τον κούταξε χωρύσ να ϋχει πειςτεύ. Ωλλο πρϊγμα εύναι
- 62 -
οι τροποποιόςεισ κι ϊλλο αυτϐ το τρελϐ καταςκεϑαςμα. Δηλαδό αφαύρεςαν το ϋνα φινιςτρύνι και μετϊ φινύριςαν πϊλι την επιφϊνεια τησ λαμαρύνασ τϐςο καλϊ που δε φαινϐταν τύποτε; Αντικατϋςτηςαν το κανονικϐ τιμϐνι τησ Μπιοϑικ με ϋνα τιμϐνι που θα μποροϑςε να εύναι απϐ γιοτ; Αυτϊ όταν τροποποιόςεισ; «Ρύ ξ' του μια ματιϊ, κι εγώ θα πϊω να κϊνω μερικϋσ ερωτόςεισ», εύπε ο Ϊνισ. «Μπορώ να κοιτϊξω τη μηχανό;» «Κούτα τη. Μϐνο μακριϊ τα χϋρια απϐ το τιμϐνι μόπωσ βροϑμε δακτυλικϊ αποτυπώματα, αν τα χρειαςτοϑμε. Και πρϐςεχε. Προςπϊθηςε να μην αφόςεισ παντοϑ τα δικϊ ςου αποτυπώματα». Εύχαν φτϊςει ςτισ αντλύεσ πϊλι. Ο Μπραντ Ρϐουτσ κούταζε με ανυπομονηςύα τουσ δϑο αςτυνομικοϑσ, αυτϐν που θα ςκϐτωνε ςτον εικοςτϐ πρώτο αιώνα και εκεύνον που θα εξαφανιζϐταν χωρύσ ύχνη το ύδιο εκεύνο βρϊδυ. «Σι λϋτε;» ρώτηςε ο Μπραντ. «Πνύγηκε ςτο ποτϊμι; Πνύγηκε, ε;» «ήχι, εκτϐσ αν μπόκε μϋςα ς' εκεύνο τον πλαςτικϐ ςκουπιδοτενεκϋ που επιπλϋει ςτο πεςμϋνο δϋντρο και πνύγηκε εκεύ», του απϊντηςε ο Ϊνισ. Ο Μπραντ ςκυθρώπαςε. «Υτου. Αυτϐ όταν ϐλο, ϋνασ ςκουπιδοτενεκϋσ;» «Δυςτυχώσ. Και δϑςκολα θα χωροϑςε εκεύ μεγϊλοσ ϊνθρωποσ. Αςτυνομικϋ Γουύλκοξ; Καμιϊ ερώτηςη για τον νεαρϐ;» Επειδό ο Κϋρησ μϊθαινε ακϐμη, ϋκανε μερικϋσ ερωτόςεισ, κυρύωσ για να βεβαιωθεύ ϐτι ο Μπρϊντλεώ δεν όταν μεθυςμϋνοσ και ϋςτεκε ςτα λογικϊ του. Μετϊ ϋκανε νϐημα ςτον Ϊνισ, που χτϑπηςε τον Μπρϊντλεώ ςτον ώμο ςαν να όταν παλιού φύ λοι.
- 63 -
«θα 'ρθεισ λύγο μϋςα μαζύ μου;» εύπε. «Βϊλε μου μια κοϑπα καφϋ και θα δοϑμε αν θα μπορϋςουμε να βγϊλουμε νϐημα απ' αυτό την ιςτορύα». Και οδόγηςε τον Μπραντ ςτο γραφεύο. Σο φιλικϐ χϋρι που όταν απλωμϋνο ςτουσ ώμουσ του Μπρϊντλεώ Ρϐουτσ όταν πολϑ δυνατϐ και ςυνϋχιςε να ςπρώχνει τον νεαρϐ προσ το κτύριο, ενώ ταυτϐχρονα ο Ρϊφερτι μιλοϑςε αςταμϊτητα. ήςο για τον Γουύλκοξ, εξϋταζε γϑρω ςτα τρύα τϋταρτα αυτό την Μπιοϑικ μϋχρι να φανεύ ο γερανϐσ με το πορτοκαλύ φωσ του να γυρύζει. Σρύα τϋταρτα δεν εύναι πολλό ώρα, όταν ϐμωσ αρκετό για να μετατρϋψει τον Κϋρτισ ςε ιςϐβιο μελετητό τησ Ροουντμϊςτερ. Ο αληθινϐσ ϋρωτασ εύναι πϊντα κεραυνοβϐλοσ, λϋνε. Γϑριςαν ςτη Διμοιρύα Δ με τον Ϊνισ να οδηγεύ το περιπολικϐ πύςω απϐ το γερανϐ και την Μπιοϑικ, που ϋτρεχε με τισ πύςω ρϐδεσ πϊνω ςτην ειδικό πλατφϐρμα, τη μϑτη τησ αναςηκωμϋνη και τον πύςω προφυλακτόρα ςχεδϐν να ςϋρνεται ςτο δρϐμο. Ο Κερτ όταν ςτο κϊθιςμα του ςυνοδηγοϑ, και απϐ την ϋξαψη κουνιϐταν ςυνϋχεια ςαν μικρϐ παιδύ που θϋλει να κατουρόςει. Ανϊμεςα τουσ, ϋνασ γρατςουνιςμϋνοσ αςτυνομικϐσ αςϑρματοσ Μοτορϐλα, που εύχε φϊει ϋνασ θεϐσ μϐνο ξϋρει πϐςα λουςύματα με καφϋ και Κϐκα Κϐλα αλλϊ δοϑλευε ακϐμη μια χαρϊ, εξϋπεμπε ςταθερϊ ςτο κανϊλι 23. Ο Ματ Μπαμπύκι και οι πολιτειακού που ϋκαναν περιπολύα επικοινωνοϑςαν ςυνεχώσ, ςε ϋνα διϊλογο που αποτελοϑςε τη μϐνιμη ηχητικό επϋνδυςη τησ δουλειϊσ τουσ. Ο Ϊνισ και ο Κερτ δεν του ϋδιναν ςημαςύα, ςχεδϐν δεν τον ϊκουγαν. Θα τον πρϐςεχαν μϐνο αν ϊκουγαν το δικϐ τουσ αριθμϐ.
- 64 -
«Σο πρώτο εύναι η μηχανό», εύπε ο Κερτ. «ήχι, μϊλλον το πρώτο εύναι το μϊνταλο του καπϐ. Δεν εύναι ςτη μϋςη, εύναι προσ τη μεριϊ του οδηγοϑ, και για ν' ανούξει το ςπρώχνεισ αντύ να το τραβόξεισ... » «Δεν το 'χω ξανακοϑςει ποτϋ αυτϐ», μουρμοϑριςε ο Ϊνισ. «Περύμενε, περύμενε», απϊντηςε ο Κϋρτισ. «Σο βρόκα, τϋλοσ πϊντων, και ϊνοιξα το καπϐ. Η μηχανό... αδερφϋ μου, η μηχανό...» Ο Ϊνισ τον κούταξε με την ϋκφραςη ανθρώπου που μϐλισ του όρθε μια ιδϋα τϐςο τρομακτικϊ λογικό που δεν μποροϑςε να την απορρύψει. Η πορτοκαλύ λϊμψη απϐ το περιςτρεφϐμενο φωσ του γερανοϑ παλλϐταν πϊνω ςτο πρϐςωπο του ςαν ύκτεροσ. «Μην τολμόςεισ να μου πεισ ϐτι δεν ϋχει μηχανό», εύπε. «Μην τολμόςεισ να μου πεισ ϐτι ϋχει μϐνο ϋνα ραδιενεργϐ κρϑςταλλο ό τύποτε τϋτοιο, ςαν τουσ ιπτϊμενουσ δύςκουσ αυτοϑ του βλϊκα». Ο Κϋρτισ γϋλαςε, και ο όχοσ που ϋβγαλε όταν ταυτϐχρονα εϑθυμοσ και υςτερικϐσ. «ήχι, ϐχι, υπϊρχει μηχανό αλλϊ εύναι ϐλη λϊθοσ. Γρϊφει ΜΠΙΟίΙΚ 8 και απϐ τισ δϑο μεριϋσ με μεγϊλα γρϊμματα απϐ χρώμιο, λεσ και αυτϐσ που την ϋφτιαξε φοβϐταν μην ξεχϊςει τι εύναι αυτϐ το αναθεματιςμϋνο πρϊγμα. Τπϊρχουν οχτώ μπουζύ, τϋςςερα απϐ κϊθε πλευρϊ, κι αυτϐ τουλϊχιςτον εύναι ςωςτϐ -οχτώ κϑλινδροι, οχτώ μπουζύ-, αλλϊ δεν υπϊρχει οϑτε το καπϊκι του ντιςτριμπιτϋρ οϑτε το ντιςτριμπιτϋρ απϐ ϐςο μπϐρεςα να δω. Δεν υπϊρχει οϑτε γεννότρια οϑτε εναλλϊκτησ». «Με δουλεϑεισ!» «Ϊνισ, ςου μιλϊω ςπαθύ». «Και ποϑ πϊνε τα καλώδια απϐ τα μπουζύ;»
- 65 -
«Κϊνουν μια μεγϊλη ςτροφό και ξαναγυρύζουν μϋςα ςτη μηχανό, απϐ ϐςο μπϐρεςα να δω». «Αυτϐ εύναι τρελϐ!» «Ναι! ήμωσ, Ϊνισ, ϊκου, ϊκου!» ταμϊτα να με διακϐπτεισ και ϊςε με να μιλόςω, με ϊλλα λϐγια. Ο Κϋρτισ Γουύλκοξ κουνιϐταν νευρικϊ ςτο κϊθιςμα χωρύσ να παύρνει ςτιγμό τα μϊτια του απϐ την Μπιοϑικ μπροςτϊ τουσ. «Εντϊξει, Κερτ, ςε ακοϑω». «Ϊχει ϋνα ψυγεύο, αλλϊ απϐ ϐςο μπϐρεςα να δω δεν υπϊρχει τύποτε μϋςα. Οϑτε νερϐ οϑτε αντιψυκτικϐ. Δεν υπϊρχει ιμϊντασ για το βεντιλατϋρ, πρϊγμα που εύναι λογικϐ ϐμωσ κατϊ κϊποιον τρϐπο, γιατύ δεν υπϊρχει οϑτε βεντιλατϋρ». «Λϊδια;» «Τπϊρχει ϋνα κουτύ και μια βϋργα για λϊδια, αλλϊ δεν υπϊρχουν ςημϊδια πϊνω ςτη βϋργα. Τπϊρχει μια μπαταρύα, μια Ντϋλκο, αλλϊ, Ϊνισ, πρϐςεξε με, δε ςυνδϋεται με τύποτε. Δεν υπϊρχουν καλώδια μπαταρύασ». «Μου περιγρϊφεισ ϋνα αμϊξι που εύναι αδϑνατο να κινεύται», εύπε κοφτϊ ο Ϊνισ. «Δε λεσ τύποτε. Ϊβγαλα το κλειδύ απϐ τη μύζα. Ϊχει πϊνω μια ςυνηθιςμϋνη αλυςύδα, αλλϊ τύποτε ϊλλο. Οϑτε μπρελϐκ οϑτε τύποτε». «Ωλλα κλειδιϊ;» «ήχι. Και το κλειδύ τησ μύζασ βαςικϊ δεν εύναι κλειδύ. Εύναι απλώσ ϋνα κομμϊτι μϋταλλο τϐςο μακρϑ». Ο Κερτ κρϊτηςε τον αντύχειρα και το δεύκτη του ςε απϐςταςη που αντιςτοιχοϑςε ςτο μόκοσ ενϐσ φυςιολογικοϑ κλειδιοϑ. «Θεσ να πεισ ϐτι δεν ϋχει εγκοπϋσ και αυλακώςεισ; ήπωσ αυτϊ που ϋχουν οι κλειδαρϊδεσ;» «ήχι. Δε μοιϊζει καθϐλου με κλειδύ. Απλώσ εύναι ϋνα μακρϐςτενο κομμϊτι
- 66 -
μϋταλλο». «Σο δοκύμαςεσ;» Ο Κερτ, που μϋχρι εκεύνη τη ςτιγμό μιλοϑςε αςυγκρϊτητα, δεν απϊντηςε αμϋςωσ. «'Ελα, λϋγε», εύπε ο Ϊνισ. «Εύμαςτε ςυνεργϊτεσ, για ϐνομα του θεοϑ, δε θα ςε δαγκώςω». «Εντϊξει, ναι, το δοκύμαςα. Ϋθελα να δω αν δουλεϑει αυτό η παλαβό μηχανό». «Και βϋβαια δουλεϑει αφοϑ κϊποιοσ όρθε ςτο βενζινϊδικο με το αμϊξι, ϋτςι δεν εύναι;» «Ϊτςι λϋει ο Ρϐουτσ, αλλϊ ϐταν κούταξα καλϑτερα κϊτω απϐ το καπϐ ϊρχιςα ν' αναρωτιϋμαι μόπωσ λϋει ψϋματα ό ύςωσ μόπωσ όταν υπνωτιςμϋνοσ. Και το ερώτημα παραμϋνει ακϐμη. Σο υποτιθϋμενο κλειδύ δε γϑριζε καν. Εύναι λεσ και η μύζα εύναι κλειδωμϋνη». «Που εύναι το κλειδύ τώρα;» «Σο ξανϊβαλα ςτη μύζα». Ο Ϊνισ ϋκανε ϋνα καταφατικϐ νεϑμα. «Ψραύα. 'Οταν ϊνοιξεσ την πϐρτα, ϊναψε η πλαφονιϋρα μϋςα; Πρώτα πρώτα, υπϊρχει πλαφονιϋρα;» Ο Κερτ το ςκϋφτηκε για μια ςτιγμό. «Ναι. Τπϊρχει πλαφονιϋρα και ϊναψε. Ϊπρεπε να το εύχα προςϋξει αυτϐ. Πώσ ϊναψε ϐμωσ; Πώσ εύναι δυνατϐν, αφοϑ η μπαταρύα δε ςυνδϋεται με τύποτε;» «Μπορεύ να υπϊρχουν μερικϊ φωτοκϑτταρα που τροφοδοτοϑν την πλαφονιϋρα», εύπε ο Ϊνισ, αλλϊ ο τϐνοσ του ϋδειχνε καθαρϊ ϐτι δεν το πολυπύςτευε. «Σι ϊλλο;» «Κρϊτηςα το καλϑτερο για το τϋλοσ», εύπε ο Κϋρτισ. «Φρειϊςτηκε ν' αγγύξω μερικϊ πρϊγματα μϋςα, αλλϊ
- 67 -
χρηςιμοπούηςα μαντύλι και ξϋρω ποϑ ϊγγιξα, οπϐτε μη μου βϊλεισ τισ φωνϋσ». Ο Ϊνισ δεν εύπε τύποτε, αλλϊ κούταξε τον Κϋρτισ με ϋνα ϑφοσ που ϋλεγε ϐτι αν χρειαζϐταν να του βϊλει τισ φωνϋσ θα του τισ ϋβαζε. «Σα κουμπιϊ του ταμπλϐ εύναι ϐλα ψεϑτικα, τα ϋχουν απλώσ κολλόςει εκεύ για εφϋ. Σα κουμπιϊ του ραδιοφώνου δε γυρύζουν, οϑτε και το κουμπύ του καλοριφϋρ. Σο λεβιε για το αντιθαμβωτικϐ του πύςω τζαμιοϑ δεν κουνιϋται. Εύναι ςαν να το ϋχουν ςτερεωμϋνο ςε τςιμϋντο». Ο Ϊνισ ακολοϑθηςε το γερανϐ ςτο δρϐμο που οδηγοϑςε ςτο πύςω μϋροσ του αρχηγεύου τησ Διμοιρύασ Δ. «Σύποτε ϊλλο;» «Βαςικϊ, τα πϊντα. Ϊχει γαμόςει το ςϑμπαν». Αυτό η δόλωςη εντυπωςύαςε τον Ϊνισ γιατύ ο Κϋρτισ δεν ϋβριζε ςυνόθωσ. «Εκεύνο το τερϊςτιο τιμϐνι, ασ ποϑμε. Μου φαύνεται ϐτι κι αυτϐ εύναι ψεϑτικο. Σο κοϑνηςα λύγο -με τα πλαώνϊ των χεριών, μην πϊθεισ κανϋνα εγκεφαλικϐ- και γυρύζει λιγϊκι δεξιϊ αριςτερϊ, αλλϊ πολϑ λύγο. Μπορεύ να εύναι απλώσ κλειδωμϋνο ςαν τη μύζα, αλλϊ...» «Αλλϊ δε νομύζεισ». «ήχι». Ο γερανϐσ παρκϊριςε μπροςτϊ ςτο Τπϐςτεγο Β. Ακοϑςτηκε ϋνασ βϐμβοσ απϐ το υδραυλικϐ ςϑςτημα και η Μπιοϑικ χαμόλωςε ςτο ϋδαφοσ. Ο οδηγϐσ του γερανοϑ, ο γερο-Σζϐνι Πϊρκερ, όρθε πύςω για να βγϊλει τουσ γϊντζουσ, αγκομαχώντασ με το Παλ Μαλ ςτο ςτϐμα. το μεταξϑ ο Ϊνισ και ο Κερτ όταν καθιςμϋνοι μϋςα ςτο περιπολικϐ Δ-19 και
- 68 -
κούταζαν ο ϋνασ τον ϊλλο. «Σι διϊβολο ϋχουμε εδώ;» ρώτηςε τελικϊ ο Ϊνισ. «Ϊνα αυτοκύνητο που δεν ϋχει μηχανό και τιμϐνι μπαύνει ςτο βενζινϊδικο απϐ την Πολιτειακό Οδϐ 32 και ςταματϊει ςτην αντλύα. Φωρύσ πινακύδεσ. Φωρύσ αυτοκϐλλητο...» Ξαφνικϊ του όρθε μια ςκϋψη. «Ωδεια; Κούταξεσ αν υπϊρχει ϊδεια μϋςα;» «Δεν υπόρχε τύποτε ςτη θϋςη του οδηγοϑ», εύπε ο Κερτ. Ωνοιξε την πϐρτα ανυπομονώντασ να κατεβεύ. Οι νϋοι εύναι πϊντα ανυπϐμονοι. «Δεν όταν οϑτε ςτο ντουλαπϊκι του ταμπλϐ γιατύ δεν υπϊρχει ντουλαπϊκι του ταμπλϐ. Τπόρχε η λαβό με ϋνα κουμπύ πϊνω, αλλϊ το κουμπύ δεν πατιϋται, η λαβό δεν τραβιϋται και το πορτϊκι δεν ανούγει. Εύναι απλώσ βιτρύνα, ϐπωσ και ϐλο το υπϐλοιπο ταμπλϐ. Σο ταμπλϐ εύναι μοϑςι. Σα αυτοκύνητα δεν εύχαν ξϑλινα ταμπλϐ ςτη δεκαετύα τα '50. Σα αμερικϊνικα τουλϊχιςτον». Βγόκαν ϋξω και κούταξαν το πύςω μϋροσ τησ ορφανόσ Μπιοϑικ. «Σο πορτ μπαγκϊζ;» ρώτηςε ο Ϊνισ. «Αυτϐ τουλϊχιςτον ανούγει;» «Ναι. Δεν εύναι κλειδωμϋνο. Πατϊσ το κουμπύ και ανούγει ϐπωσ τα πορτ μπαγκϊζ ϐλων των αυτοκινότων. Αλλϊ μυρύζει απαύςια». «Σι απαύςια δηλαδό;» «αν βϊλτοσ». «Γιατύ, υπϊρχουν τύποτε πτώματα μϋςα;» «ήχι, οϑτε πτώματα οϑτε τύποτε». «Οϑτε ρεζϋρβα; Οϑτε γρϑλοσ;» Ο Κϋρτισ κοϑνηςε αρνητικϊ το κεφϊλι του. Ο Σζϐνι Πϊρκερ πληςύαςε βγϊζοντασ τα γϊντια τησ δουλειϊσ. «Θϋλετε τύποτε ϊλλο, παιδιϊ;» Ο Ϊνισ και ο Κερτ κοϑνηςαν αρνητικϊ τα κεφϊλια τουσ. Ο Σζϐνι πόγε να φϑγει, αλλϊ ςταμϊτηςε. «Σι διϊβολο εύναι αυτϐ;» εύπε. «Καμιϊ φϊρςα;»
- 69 -
«Δεν ξϋρουμε ακϐμη», του απϊντηςε ο Ϊνισ. Ο Σζϐνι κατϋνευςε. «Αν μϊθετε, πεύτε μου κι εμϋνα. Ξϋρετε τι λϋνε, ε; Η περιϋργεια ςκϐτωςε τη γϊτα, η ικανοπούηςη την ϋφερε πύςω». «Μεγϊλη ικανοπούηςη», εύπε αυτϐματα ο Κϋρτισ. Αυτό η φρϊςη για την περιϋργεια και τη γϊτα εύχε γύνει μϋροσ τησ ζωόσ ςτη Διμοιρύα Δ. Δεν όταν ακριβώσ «οικογενειακϐ» αςτεύο, απλώσ κϊτι που εύχε μπει ςιγϊ ςιγϊ ςτην καθημερινό φραςεολογύα τησ δουλειϊσ. Ο Ϊνισ και ο Κερτ κούταζαν το γϋρο καθώσ ϋφευγε. «Θϋλεισ να μου πεισ τύποτε ϊλλο πριν μιλόςουμε με τον αρχιφϑλακα ϋιντινκσ;» ρώτηςε ο Ϊνισ. «Ναι», εύπε ο Κϋρτισ. «Εύναι ςειςμογενόσ περιοχό εκεύ μϋςα». «ειςμογενόσ περιοχό; Σι πϊει να πει αυτϐ;» Ϊτςι ο Κϋρτισ εύπε ςτον Ϊνισ για μια εκπομπό που εύχε δει ςτο κανϊλι PBS του Πύτςμπουργκ μϐλισ την προηγουμϋνη βδομϊδα. το μεταξϑ εύχαν πληςιϊςει κϊμποςα ϊτομα, ανϊμεςα τουσ ο Υιλ Κϊντλετον, ο Ωρκι Αρκϊνιαν, ο ϊντι Ντύαρμπορν και ο αρχιφϑλακασ ϋιντινκσ. Η εκπομπό μιλοϑςε για την πρϐβλεψη των ςειςμών. Οι επιςτόμονεσ απεύχαν πολϑ απϐ μια ςύγουρη μϋθοδο πρϐβλεψησ, εύπε ο Κϋρτισ, αλλϊ οι περιςςϐτεροι πύςτευαν ϐτι όταν δυνατϐ να γύνει ςτο μϋλλον. Σο πύςτευαν επειδό υπόρχαν προειδοποιητικϊ ςημϊδια. Προϊγγελοι του ςειςμοϑ. Σα ζώα τα ϋνιωθαν αυτϊ τα ςημϊδια, και πολϑ ςυχνϊ τα ϋνιωθαν και οι ϊνθρωποι. Σα ςκυλιϊ όταν ανόςυχα και γϊβγιζαν ζητώντασ να τα αφόςουν να βγουν ϋξω. Οι αγελϊδεσ ϋτρεχαν γϑρω γϑρω μϋςα ςτουσ ςτϊβλουσ ό γκρϋμιζαν τουσ φρϊχτεσ ςτα βοςκοτϐπια. Οι κϐτεσ μϋςα ςτα κοτϋτςια μερικϋσ φορϋσ φτεροϑγιζαν τϐςο αλαφιαςμϋνα που ϋςπαγαν τισ φτεροϑγεσ
- 70 -
τουσ. Μερικού ιςχυρύζονταν ϐτι ϊκουγαν ϋναν ψιλϐ βϐμβο να ϋρχεται απϐ τη γη γϑρω ςτα δεκαπϋντε με εύκοςι λεπτϊ πριν απϐ ϋνα μεγϊλο ςειςμϐ (και αν μερικού ϊνθρωποι ακοϑν αυτϐ τον όχο, εύναι λογικϐ να τον ακοϑν ακϐμη πιο καθαρϊ τα περιςςϐτερα ζώα). Επύςησ, ϋπεφτε η θερμοκραςύα. Δεν τουσ ϋνιωθαν ϐλοι αυτοϑσ τουσ παρϊξενουσ θυλϊκουσ προςειςμικοϑ ψϑχουσ, αλλϊ τουσ ϋνιωθαν πολλού. Τπόρχαν ακϐμη και μερικϊ μετεωρολογικϊ δεδομϋνα που υποςτόριζαν αυτϋσ τισ υποκειμενικϋσ αναφορϋσ. «Πλϊκα μου κϊνεισ;» ρώτηςε ο Σϐνι ϋιντινκσ. «Καθϐλου», απϊντηςε ο Κερτ. «Δϑο ώρεσ πριν απϐ το μεγϊλο ςειςμϐ του 1906, η θερμοκραςύα ςτο αν Υρανςύςκο εύχε πϋςει τϋςςερισ βαθμοϑσ. Αυτϐ εύναι αντικειμενικϐ γεγονϐσ, ϋχει καταγραφεύ. Και αυτϐ παρ' ϐλο που ϐλεσ οι ϊλλεσ καιρικϋσ ςυνθόκεσ παρϋμειναν ςταθερϋσ». «Πολϑ ενδιαφϋρον», εύπε ο Ϊνισ, «αλλϊ τι ςχϋςη ϋχει αυτϐ με την Μπιοϑικ;» το μεταξϑ εύχαν μαζευτεύ αρκετού αςτυνομικού και εύχαν ςχηματύςει ϋνα μικρϐ πηγαδϊκι. Ο Κϋρτισ τουσ κούταξε ξϋροντασ ϐτι υπόρχε περύπτωςη τουσ επϐμενουσ ϋξι μόνεσ να τον δουλεϑουν ψιλϐ γαζύ, να τον αποκαλοϑν ειςμολϐγο ςτισ κλόςεισ αςυρμϊτου. Δεν τον ϋνοιαζε ϐμωσ. Εύπε ϐτι ενώ ο Ϊνισ όταν ςτο γραφεύο του βενζινϊδικου και ϋκανε ερωτόςεισ ςτον Μπρϊντλεώ Ρϐουτσ, αυτϐσ εύχε καθύςει πύςω απϐ εκεύνο το παρϊξενο τερϊςτιο τιμϐνι, προςϋχοντασ πϊντα να μην αγγύξει τύποτε παρϊ μϐνο με τα πλαώνϊ των χεριών του. Και καθώσ καθϐταν εκεύ, ϊρχιςε ν' ακοϑει ϋναν πολϑ ψιλϐ βϐμβο. 'Οχι μϐνο να τον ακοϑει αλλϊ και να τον νιώθει. «Ωρχιςε ϋτςι
- 71 -
ξαφνικϊ, απ' το πουθενϊ, ϋνασ ψιλϐσ ςταθερϐσ βϐμβοσ. Σον ϋνιωθα ςτα ςφραγύςματα των δοντιών μου. Νομύζω ϐτι αν όταν πιο δυνατϐσ θα τρϊνταζε τα ψιλϊ ςτην τςϋπη μου. Τπϊρχει ϋνασ ϐροσ γι' αυτϐ το φαινϐμενο, νομύζω ϐτι τον μϊθαμε ςτη φυςικό, αλλϊ δεν τον θυμϊμαι με τύποτε». «υντονιςμϐσ», εύπε ο Σϐνι. «'Οταν δυο πρϊγματα αρχύζουν να πϊλλονται μαζύ, ϐπωσ τα διαπαςών ό τα ποτόρια του κραςιοϑ». «Ναι, αυτϐ εύναι», ςυμφώνηςε ο Κϋρτισ κουνώντασ καταφατικϊ το κεφϊλι του. «Δεν ξϋρω τι μπορεύ να προκϊλεςε το βϐμβο, αλλϊ όταν πολϑ δυνατϐσ. Σον αιςθϊνθηκα να ςυγκεντρώνεται ςτο κϋντρο του κεφαλιοϑ μου, ϐπωσ νιώθεισ το θϐρυβο που κϊνουν τα καλώδια ςτα Μπλαφσ αν πασ και ςταθεύσ ακριβώσ απϐ κϊτω τουσ. Μπορεύ να ςασ φανεύ τρελϐ, αλλϊ μετϊ απϐ ϋνα δυο λεπτϊ, ο βϐμβοσ ακουγϐταν ςχεδϐν ςαν ομιλύα». «Πόντηξα μια γκϐμενα εκεύ πϊνω ςτα Μπλαφσ κϊποτε», εύπε ςυγκινημϋνοσ ο Ωρκι, θυμύζοντασ περιςςϐτερο απϐ ποτϋ τον Λϐρενσ Γουϋλκ. «Μιλϊμε γκια φοβερϐ ςυντονιςμϐ». «Ως' το για τα απομνημονεϑματα ςου, ρε φύλε», εύπε ο Σϐνι. «υνϋχιςε, Κϋρτισ». «την αρχό νϐμιςα ϐτι όταν το ραδιϐφωνο», εύπε ο Κερτ, «γιατύ αυτϐ που ϋνιωθα ϋμοιαζε λύγο ςαν παλιϐ ραδιϐφωνο με λυχνύεσ ςυντονιςμϋνο ςε κϊποιο μακρινϐ ςταθμϐ με μουςικό. Ϊτςι ϋβγαλα το μαντύλι μου και πόγα να το κλεύςω. Σώρα: ανακϊλυψα ϐτι τα κουμπιϊ δεν κουνιουνταν, κανϋνα. Αν αυτϐ εύναι πραγματικϐ ραδιϐφωνο, Σώρα:... Σώρα: και ο Υιλ Κϊντλετον εύναι πραγματικϐσ αςτυνομικϐσ».
- 72 -
«Πολϑ αςτεύο, μικρϋ», εύπε ο Υιλ. «Μιλϊμε να πϋφτεισ κϊτω και να κυλιϋςαι απϐ τα γϋλια... » «ταμϊτα, θϋλω ν' ακοϑςω», εύπε ο Σϐνι. «υνϋχιςε, Κϋρτισ. Και ϊςε τα καλαμποϑρια». «Μϊλιςτα. 'Οταν πόγα να κλεύςω το ραδιϐφωνο, ςυνειδητοπούηςα ϐτι ϋκανε κρϑο εκεύ μϋςα. Η μϋρα όταν ζεςτό και το αμϊξι βριςκϐταν τϐςη ώρα ςτον όλιο, αλλϊ μϋςα ϋκανε κρϑο. Και εύχε και υγραςύα. Σώρα: θυμόθηκα την εκπομπό για τουσ ςειςμοϑσ». Ο Κερτ κοϑνηςε αργϊ το κεφϊλι του. «Ϊνιωςα ϐτι ϋπρεπε να βγω απϐ το αμϊξι αμϋςωσ. το μεταξϑ ο βϐμβοσ εύχε πϋςει, αλλϊ ϋκανε ακϐμη πιο πολϑ κρϑο. αν ψυγεύο». Ο Σϐνι ϋιντινκσ, που όταν Σώρα: προώςτϊμενοσ αρχιφϑλακασ τησ Διμοιρύασ Δ, πληςύαςε ςτην Μπιοϑικ. Δεν την ϊγγιξε, απλώσ ϋςκυψε και κούταξε απϐ το παρϊθυρο. Ϊμεινε ϋτςι ϋνα λεπτϐ ςχεδϐν δύπλα ςτο αμϊξι, με την πλϊτη ςκυμμϋνη αλλϊ τελεύωσ ύςια και τα χϋρια πιαςμϋνα πύςω. Ο Ϊνισ πόγε και ςτϊθηκε πύςω του, ενώ οι υπϐλοιποι αςτυνομικού μαζεϑτηκαν γϑρω απϐ τον Κϋρτισ περιμϋνοντασ να τελειώςει ο Σϐνι την επιθεώρηςη. Για τουσ περιςςϐτερουσ, ο Σϐνι ϋιντινκσ όταν ο καλϑτεροσ προώςτϊμενοσ αρχιφϑλακασ που εύχε φορϋςει ποτϋ τη ςτολό των πολιτειακών τησ Πενςιλβϊνια. Ϋταν αυςτηρϐσ, γενναύοσ, δύκαιοσ και, ϐταν χρειαζϐταν, πολυμόχανοσ. 'Οταν ϋνασ πολιτειακϐσ φτϊνει ςτο αξύωμα του προώςτϊμενου αρχιφϑλακα, αρχύζει να τον απαςχολεύ και η ενδοϒπηρεςιακό πολιτικό. Μηνιαύεσ ςυςκϋψεισ. Σηλεφωνόματα απϐ το κρϊντον. Ο προώςτϊμενοσ αρχιφϑλακασ απϋχει πολϑ απϐ την κορυφό τησ ιεραρχύασ, αλλϊ εύναι αρκετϊ ψηλϊ για ν'
- 73 -
αντιμετωπύζει τη γραφειοκρατύα ςε βαριϊ μορφό. Ο ϋιντινκσ ϋπαιζε το παιχνύδι αρκετϊ καλϊ για να κρατόςει τη θϋςη του, αλλϊ το όξερε και αυτϐσ και οι ϊντρεσ του ϐτι δεν επρϐκειτο ν' ανεβεύ πιο ψηλϊ. Οϑτε και όθελε, ϊλλωςτε. Γιατύ για τον Σϐνι οι ϊντρεσ του ϋρχονταν πϊντα πρώτοι... και ϐταν η ύρλεώ αντικατϋςτηςε τον Ματ Μπαμπύκι, όταν οι ϊντρεσ του και η κοπϋλα του. Η Διμοιρύα του, με ϊλλα λϐγια. Η Διμοιρύα Δ. Σο όξεραν αυτϐ ϐχι επειδό τουσ εύχε πει κϊτι αλλϊ απϐ τη ςυμπεριφορϊ του. Ο Σϐνι τελικϊ γϑριςε πύςω εκεύ που περύμεναν οι ϊντρεσ του. Ϊβγαλε το καπϋλο του, πϋραςε το χϋρι πϊνω απϐ τα κοντοκομμϋνα μαλλιϊ του, και ξαναφϐρεςε το καπϋλο. Με τον ιμϊντα πύςω, ϐπωσ επϋβαλλαν οι κανονιςμού για το καλοκαύρι. Σο χειμώνα, ο ιμϊντασ πόγαινε κϊτω απϐ την ϊκρη του πιγουνιοϑ. Αυτό όταν η παρϊδοςη, και ϐπωσ ςυμβαύνει ςε κϊθε οργανιςμϐ που υπϊρχει πολϑ καιρϐ, υπόρχαν πολλϋσ παραδϐςεισ ςτην Πολιτειακό Αςτυνομύα τησ Πενςιλβϊνια. Για παρϊδειγμα, μϋχρι το 1962 οι πολιτειακού χρειϊζονταν ϊδεια απϐ τον προώςτϊμενο αρχιφϑλακα για να παντρευτοϑν (και οι προώςτϊμενοι αρχιφϑλακεσ χρηςιμοποιοϑςαν αυτό την εξουςύα για να διώξουν απϐ την υπηρεςύα τουσ αρχϊριουσ που θεωροϑςαν ϐτι δεν όταν κατϊλληλοι για τη δουλειϊ). «Δεν ακοϑγεται βϐμβοσ», εύπε ο Σϐνι. «Επύςησ, θα ϋλεγα ϐτι η θερμοκραςύα μϋςα εύναι περύπου αυτό που θα 'πρεπε να εύναι. άςωσ λύγο πιο χαμηλό απϐ ϐ,τι ϋξω, αλλϊ...» όκωςε τουσ ώμουσ. Σο πρϐςωπο του Κϋρτισ πόρε μια ροδαλό απϐχρωςη. «Αρχιφϑλακα, ςου ορκύζομαι... »
- 74 -
«Δεν αμφιβϊλλω γι' αυτϊ που εύπεσ», τον ϋκοψε ο Σϐνι. «Αν λεσ ϐτι αυτϐ το πρϊγμα ϋβγαζε βϐμβο ςαν διαπαςϐν, ςε πιςτεϑω. Απϐ ποϑ θα ϋλεγεσ ϐτι ερχϐταν αυτϐσ ο βϐμβοσ; Απϐ τη μηχανό;» Ο Κϋρτισ κοϑνηςε αρνητικϊ το κεφϊλι. «Σο πορτ μπαγκϊζ;» Ωλλο ϋνα αρνητικϐ νεϑμα. «Απϐ κϊτω;» Σρύτο αρνητικϐ νεϑμα, και τώρα ο Κερτ δεν όταν απλώσ ροζ αλλϊ κατακϐκκινοσ. «Απϐ ποϑ, Σώρα:;» «Απϐ τον αϋρα», απϊντηςε απρϐθυμα ο Κερτ. «Ξϋρω ϐτι ακοϑγεται τρελϐ, αλλϊ... ναι. Απϐ τον αϋρα». Κούταξε γϑρω του ςαν να περύμενε να βϊλουν τα γϋλια. Δε γϋλαςε κανεύσ. Εκεύνη τη ςτιγμό πληςύαςε την ομόγυρη ο ήρβιλ Γκϊρετ. Ερχϐταν απϐ μια οικοδομό ςτα ςϑνορα τησ Κομητεύασ, ϐπου το προηγοϑμενο βρϊδυ κϊποιοι εύχαν προκαλϋςει ζημιϋσ ςε μερικϊ βαριϊ μηχανόματα. Και πύςω του ερχϐταν ο Μύςτερ Ντύλον, η μαςκϐτ τησ Διμοιρύασ Δ. Ϋταν ϋνα γερμανικϐ τςοπανϐςκυλο που εύχε ύςωσ και λύγο αύμα κϐλι. Ο ήρβιλ και ο Φϊντι Ρϐγιερ τον εύχαν βρει κουτϊβι ακϐμη, να κολυμπϊει μϋςα ςτο ρηχϐ πηγϊδι μιασ εγκαταλειμμϋνησ φϊρμασ ςτην οδϐ ϐμιλ. Μπορεύ να εύχε πϋςει μϋςα κατϊ λϊθοσ, το πιθανϐτερο ϐμωσ όταν ϐτι τον εύχαν πετϊξει. Ο Ντύλον δεν όταν αςτυνομικϐ ςκυλύ Κ-9 μϐνο και μϐνο επειδό του ϋλειπε η εκπαύδευςη. Ϋταν πολϑ ϋξυπνοσ και προςτατευτικϐσ επύςησ. Αν ϋβλεπε κανϋναν να υψώνει τη φωνό του και να κουνϊει το δϊχτυλο ςε κϊποιον αςτυνομικϐ, ο τϑποσ αυτϐσ κινδϑνευε να πϊθει μεγϊλη ζημιϊ για ϐλη την υπϐλοιπη ζωό του.
- 75 -
«Σι γύνεται, παιδιϊ;» ρώτηςε ο ήρβιλ, αλλϊ πριν προλϊβει ν' απαντόςει κανεύσ, ο Μύςτερ Ντύλον ϊρχιςε να ουρλιϊζει. Ο ϊνη Ντύαρμπορν, που ϋτυχε να ςτϋκεται δύπλα ςτο ςκυλύ, δεν εύχε ξανακοϑςει ποτϋ του τϋτοιο ουρλιαχτϐ. Ο Μύςτερ Ντύλον ϋκανε πύςω ϋνα βόμα και μετϊ καμποϑριαςε γυρύζοντασ προσ την Μπιοϑικ. Σο κεφϊλι του όταν ςηκωμϋνο ψηλϊ και τα καποϑλια του χαμηλωμϋνα. Εύχε τη ςτϊςη που παύρνει ϋνα ςκυλύ για να τα κϊνει, μϐνο που το τρύχωμα του όταν ορθωμϋνο απϐ πϊνω μϋχρι κϊτω. Ο ϊνη πϊγωςε. «θεϋ και Κϑριε, τι ϋπαθε αυτϐσ;» εύπε ο Υιλ με χαμηλό φωνό γεμϊτη δϋοσ, ενώ ο Ντύλον ϊφηςε ϊλλο ϋνα αργϐςυρτο τρεμϊμενο ουρλιαχτϐ. Ϊκανε τρύα τϋςςερα βόματα προσ την Μπιοϑικ παραμϋνοντασ ςτην ύδια ζαρωμϋνη ςτϊςη αλλϊ με τη μϑτη αναςηκωμϋνη προσ τον ουρανϐ. Ϋταν τρομερϐ θϋαμα. Ϊκανε ϊλλεσ δυο τρεισ αλλϐκοτεσ κινόςεισ και μετϊ ςωριϊςτηκε κϊτω ςτην ϊςφαλτο αγκομαχώντασ. «Σι διϊβολο;» εύπε ο Ορβ. «Βϊλ' του λουρύ», εύπε ο Σϐνι. «Πόγαινε τον μϋςα». Ο ήρβιλ εκτϋλεςε αμϋςωσ την εντολό του Σϐνι και πόγε τρϋχοντασ να πϊρει το λουρύ του Ντύλον. 'Οταν γϑριςε και το πϋραςε ςτο ςκϑλο, ο Υιλ Κϊντλετον, που εύχε πϊντα ιδιαύτερη ςυμπϊθεια ςτον Ντύλον, πόγε μαζύ τουσ, ςκϑβοντασ πϐτε πϐτε για να τον χαώδϋψει και να του πει ϋναν παρηγορητικϐ λϐγο. Αργϐτερα εύπε ςτουσ ϊλλουσ ϐτι το ςκυλύ ϋτρεμε ςϑγκορμο. Κανεύσ δεν εύπε τύποτε. Δε χρειαζϐταν. κϋφτονταν ϐλοι το ύδιο πρϊγμα, ϐτι ο Μύςτερ Ντύλον εύχε ουςιαςτικϊ αποδεύξει αυτϐ που ϋλεγε ο Κερτ. Η γη δεν ϋτρεμε και ο Σϐνι δεν εύχε ακοϑςει τύποτε ϐταν ϋβαλε το κεφϊλι του μϋςα ςτο παρϊθυρο τησ Μπιοϑικ, αλλϊ κϊτι δεν πόγαινε καλϊ με το
- 76 -
αμϊξι, αυτϐ όταν ςύγουρο. Και δεν όταν απλώσ το μϋγεθοσ του τιμονιοϑ ό το παρϊξενο επύπεδο κλειδύ τησ μύζασ. Κϊτι χειρϐτερο. τη δεκαετύα του εβδομόντα και του ογδϐντα, η Πολιτειακό Αςτυνομύα τησ Πενςιλβϊνια εύχε περιοδεϑοντα ςυνεργεύα όμανςησ, που ταξύδευαν ςτισ διϊφορεσ διμοιρύεσ κϊθε περιοχόσ ϋχοντασ για βϊςη τουσ το αρχηγεύο τησ περιφϋρειασ. την περύπτωςη τησ Διμοιρύασ Δ, το αρχηγεύο όταν ςτο Μπϊτλερ. Δεν εύχαν βαν με ειδικϐ επιςτημονικϐ εξοπλιςμϐ. Αυτϋσ οι πολυτϋλειεσ υπόρχαν ςτισ μεγϊλεσ πϐλεισ, αλλϊ δε θα ϋφταναν ςτην αγροτικό Πενςιλβϊνια παρϊ μϐνο ςτα τϋλη ςχεδϐν του αιώνα. Σα ςυνεργεύα εύχαν απλϊ αυτοκύνητα τησ αςτυνομύασ χωρύσ διακριτικϊ. Μετϋφεραν τον εξοπλιςμϐ τουσ ςτο πορτ μπαγκϊζ και ςτο πύςω κϊθιςμα, και πόγαιναν ςτουσ τϐπουσ των εγκλημϊτων με μεγϊλουσ πϊνινουσ ςϊκουσ με το ςόμα τησ Πολιτειακόσ Αςτυνομύασ τησ Πενςιλβϊνια ςτο πλϊι. Σα περιςςϐτερα ςυνεργεύα εύχαν τρύα ϊτομα: τον αρχηγϐ και δυο τεχνικοϑσ. Μερικϋσ φορϋσ υπόρχε επύςησ και κϊποιοσ εκπαιδευϐμενοσ. Οι περιςςϐτεροι ϋδειχναν πολϑ μικρού ϋςτω και για ν' αγορϊςουν νϐμιμα ϋνα ποτϐ. Μύα τϋτοια ομϊδα εμφανύςτηκε ςτη Διμοιρύα Δ εκεύνο το απϐγευμα. Εύχαν ϋρθει απϐ το ύπενβιλ μετϊ απϐ προςωπικό παρϊκληςη του Σϐνι ϋιντινκσ. Ϋταν μια ανεπύςημη επύςκεψη, μια εξϋταςη οχόματοσ εκτϐσ υπηρεςύασ. Αρχηγϐσ του ςυνεργεύου όταν ο Μπύμπι Ροθ, ϋνασ απϐ τουσ παλιοϑσ ερευνητϋσ τησ όμανςησ. (Οι πολιτειακού ϋλεγαν γι' αςτεύο ϐτι ο Μπύμπι εύχε μϊθει τη δουλειϊ του ςτα γϐνατα του ϋρλοκ Φολμσ και του δϐκτορα Γουϐτςον.) Ο Σϐνι ϋιντινκσ τα πόγαινε καλϊ μαζύ του και ο Μπύμπι δεν εύχε πρϐβλημα να
- 77 -
κϊνει μια εξυπηρϋτηςη ςτον ΠΑ τησ Διμοιρύασ Δ, φτϊνει να μη μαθευϐταν το πρϊγμα.
- 78 -
Σώρα : ϊντι Ο Νεντ με ςταμϊτηςε ς' αυτϐ το ςημεύο για να με ρωτόςει γιατύ η εξϋταςη τησ Μπιοϑικ ϋγινε με τϐςο παρϊξενο και πρϐχειρο (γι' αυτϐν τουλϊχιςτον) τρϐπο. «Επειδό», του απϊντηςα, «η μοναδικό παρϊβαςη που μπορϋςαμε να βροϑμε ς' αυτό την υπϐθεςη όταν η κλοπό βενζύνησ αξύασ εφτϊ δολαρύων. Αυτϐ εύναι πταύςμα, και δεν αξύζει το χρϐνο τησ όμανςησ». «Θα ϋκαιγαν πϊνω κϊτω τϐςη βενζύνη για να ϋρθουν εδώ απϐ το ύπενβιλ», εύπε ο Ωρκι. «Για να μη μιλόςουμε για τισ εργατοώρεσ», πρϐςθεςε ο Υιλ. «Ο Σϐνι δεν όθελε ν' αφόςει γραφειοκρατικϊ ύχνη. Μην ξεχνϊσ ϐτι μϋχρι εκεύνο το ςημεύο δεν υπόρχε το παραμικρϐ χαρτύ. Σο μϐνο που εύχαμε όταν ϋνα αυτοκύνητο. Ϊνα πολϑ παρϊξενο αυτοκύνητο, ςϑμφωνοι, χωρύσ πινακύδεσ, χωρύσ ϊδεια κυκλοφορύασ, και -ϐπωσ διαπύςτωςε ο Μπύμπι Ροθ χωρύσ αριθμϐ μητρώου οχόματοσ». «Μα ο Ρϐουτσ εύχε λϐγουσ να πιςτεϑει ϐτι ο ιδιοκτότησ πνύγηκε ςτο ποτϊμι πύςω απϐ το βενζινϊδικο!» «Ανοηςύεσ», απϊντηςε η ύρλεώ. «Σο υποτιθϋμενο αδιϊβροχο του οδηγοϑ αποδεύχτηκε ϐτι όταν ϋνασ πλαςτικϐσ ςκουπιδοτενεκϋσ. Ο Ρϐουτσ δεν όξερε τι του γινϐταν». «Επιπλϋον», εύπε ο Υιλ, «ο Ϊνισ και ο πατϋρασ ςου δε βρόκαν ύχνη ςτην πλαγιϊ πύςω απϐ το βενζινϊδικο, και το γραςύδι όταν ακϐμη υγρϐ. Αν εύχε κατεβεύ κανεύσ εκεύ, θα εύχε αφόςει ύχνη». «Βαςικϊ, ο Σϐνι όθελε να μεύνει μεταξϑ μασ», εύπε η ύρλεώ. «Ϊτςι δεν εύναι, ϊντι ; »
- 79 -
«Ναι. Η ύδια η Μπιοϑικ όταν παρϊξενη, αλλϊ ο τρϐποσ που τη χειριςτόκαμε δε διϋφερε απϐ τον τρϐπο που χειριζϐμαςτε οτιδόποτε αςυνόθιςτο: το να ςκοτωθεύ ϋνασ πολιτειακϐσ αςτυνομικϐσ -ϐπωσ ο πατϋρασ ςου πϋρςι- ό να χρηςιμοποιόςει το ϐπλο του ό να γύνει ϋνα ατϑχημα ό ϐπωσ Σώρα: με τον Σζορτζ Μϐργκαν που κυνηγοϑςε εκεύνο τον παλαβϐ που ϊρπαξε τα παιδιϊ του». Μεύναμε αμύλητοι ϐλοι για λύγο. Οι αςτυνομικού ϋχουν εφιϊλτεσ, αυτϐ το ξϋρουν καλϊ οι γυναύκεσ τουσ, και ςε ςχϋςη με αυτϐ το ζότημα, ο εφιϊλτησ του Σζορτζ Μϐργκαν όταν απϐ τουσ χειρϐτερουσ. Ϊτρεχε με εκατϐν πενόντα χιλιϐμετρα την ώρα και κϐντευε να φτϊςει τον απαγωγϋα, ο οπούοσ εύχε τη ςυνόθεια να δϋρνει τα παιδιϊ που ϊρπαζε επειδό, υποτύθεται, τα αγαποϑςε. Και Σώρα: ςυνϋβη το μοιραύο. Ο Σζορτζ ςχεδϐν τον ϋχει προλϊβει, και ξαφνικϊ αποφαςύζει να περϊςει απϋναντι ςτο δρϐμο μια ηλικιωμϋνη κυρύα εβδομόντα χρονών που περπατϊει πιο αργϊ και απϐ χελώνα και εύναι ςχεδϐν τυφλό. Αν εύχε ξεκινόςει τρύα δευτερϐλεπτα νωρύτερα θα τη χτυποϑςε ο παλαβϐσ, αλλϊ αυτϐσ πϋραςε δύπλα τησ και ο καθρϋφτησ απϐ τη μεριϊ του ςυνεπιβϊτη κϐντεψε να τησ πϊρει τη μϑτη. Και μετϊ ϋρχεται ο Σζορτζ, και μπαμ. Τπηρετοϑςε δώδεκα χρϐνια χωρύσ ψεγϊδι ςτην Πολιτειακό Αςτυνομύα, εύχε λϊβει δϑο εϑφημεσ μνεύεσ για εξαιρετικό ανδρεύα και αναρύθμητα βραβεύα για τισ υπηρεςύεσ του προσ την κοινϐτητα. Ϋταν καλϐσ πατϋρασ, καλϐσ ςϑζυγοσ, και ϐλ' αυτϊ τελεύωςαν ϐταν μια γυναύκα απϐ το Λϊςμπεργκ Κατ πόγε να περϊςει απϋναντι ςε λϊθοσ ςτιγμό και τη ςκϐτωςε με το περιπολικϐ. Η επιτροπό τησ Πολιτειακόσ Αςτυνομύασ που εξϋταςε την υπϐθεςη τον αθώωςε και
- 80 -
εκεύνοσ ξαναγϑριςε ςτη Διμοιρύα, ςε θϋςη γραφεύου, μετϊ απϐ δικϐ του αύτημα, θα μποροϑςε να γυρύςει ςτο παλιϐ του πϐςτο αν όθελε, αλλϊ υπόρχε ϋνα πρϐβλημα: ο Σζορτζ Μϐργκαν δεν μποροϑςε να οδηγόςει πια. Οϑτε καν για να πϊει για ψώνια με το οικογενειακϐ αυτοκύνητο. Μϐλισ καθϐταν ςτο τιμϐνι τον ϋπιανε τρεμοϑλα και τα μϊτια του δϊκρυζαν μϋχρι που πϊθαινε υςτερικό τϑφλωςη. Εκεύνο το καλοκαύρι δοϑλευε ςτο θϊλαμο επικοινωνιών τα βρϊδια, και τα απογεϑματα προπονοϑςε την παιδικό ομϊδα μπϋιζμπολ που εύχε για ανϊδοχο τη Διμοιρύα Δ. Σην ϋφταςε μϋχρι το πολιτειακϐ πρωτϊθλημα, και αφοϑ τελεύωςε κι αυτϐ, ϋδωςε ςτα παιδιϊ το τρϐπαιο και τισ αναμνηςτικϋσ κονκϊρδεσ τουσ, τουσ εύπε πϐςο περόφανοσ όταν, και μετϊ γϑριςε ςπύτι του (τον πόγε η μητϋρα ενϐσ παιδιοϑ με το αμϊξι τησ), όπιε δϑο μπύρεσ και τύναξε τα μυαλϊ του ςτον αϋρα ςτο γκαρϊζ. Δεν ϊφηςε ςημεύωμα -οι αςτυνομικού ςπϊνια αφόνουν. Ϊγραψα μια ανακούνωςη για τον Σϑπο μετϊ, και αν τη διϊβαζεσ δε θα φανταζϐςουν ποτϋ ϐτι την εύχα γρϊψει με δϊκρυα ςτα μϊτια. Και ξαφνικϊ ϋνιωςα ϐτι όταν πολϑ ςημαντικϐ να προςπαθόςω να εξηγόςω το λϐγο ςτο γιο του Κϋρτισ Γουύλκοξ. «Εύμαςτε οικογϋνεια», εύπα. «Ξϋρω ϐτι ακοϑγεται λύγο μελϐ, αλλϊ εύναι αλόθεια. Ακϐμη και ο Μύςτερ Ντύλον το ξϋρει αυτϐ. Και το ξϋρεισ κι εςϑ, ϋτςι δεν εύναι;» Ο μικρϐσ ϋγνεψε καταφατικϊ. Υυςικϊ το όξερε. Ση χρονιϊ μετϊ το θϊνατο του πατϋρα του, εμεύσ όμαςτε η δεϑτερη οικογϋνεια του, ς" εμϊσ ερχϐταν κι εμεύσ του δώςαμε αυτϐ που χρειαζϐταν για να ςυνεχύςει τη ζωό του. Η μητϋρα του και οι αδερφϋσ του τον αγαποϑςαν, και τισ αγαποϑςε κι
- 81 -
αυτϐσ, αλλϊ αυτϋσ ςυνϋχιζαν τη ζωό τουσ με ϋναν τρϐπο που δεν μποροϑςε να τον ακολουθόςει και ο Νεντ -τουλϊχιςτον ϐχι ακϐμη-, εν μϋρει επειδό όταν αγϐρι κι ϐχι κορύτςι και εν μϋρει επειδό όταν δεκαοχτώ χρονών. Και εν μϋρει επειδό υπόρχαν ϐλα αυτϊ τα ερωτόματα, τα «γιατύ» που δεν ϋλεγαν να φϑγουν. «Αλλιώσ φϋρονται και μιλϊνε οι οικογϋνειεσ μϋςα ςτο ςπύτι τουσ με τισ πϐρτεσ κλειςτϋσ, και αλλιώσ ϐταν εύναι ςτον κόπο τουσ μπροςτϊ ςτον κϐςμο. Ο Ϊνισ όξερε ϐτι κϊτι δεν πόγαινε καλϊ με την Μπιοϑικ, το ύδιο και ο πατϋρασ ςου και ο Σϐνι. ύγουρα το όξερε και ο Ντύλον. Ϊτςι ϐπωσ οϑρλιαζε εκεύνο το ςκυλύ... » Ϊμεινα αμύλητοσ για λύγο. Σα ϊκουγα ςτα ϐνειρα μου αυτϊ τα ουρλιαχτϊ. Και μετϊ ςυνϋχιςα. «Απϐ νομικό ϊποψη ϐμωσ, όταν απλώσ ϋνα αντικεύμενο ϋνα res, ϐπωσ λϋνε οι δικηγϐροι- χωρύσ τύποτε το επιλόψιμο. Δεν μποροϑςαμε να κρατόςουμε την Μπιοϑικ για κλοπό βενζύνησ, ϋτςι δεν εύναι; Και ο ϊνθρωποσ που εύπε ςτον Ρϐουτσ να του γεμύςει το ντεπϐζιτο εύχε εξαφανιςτεύ και δεν μποροϑςαμε να τον βροϑμε. Σο καλϑτερο που μποροϑςαμε να κϊνουμε όταν να το θεωρόςουμε ωσ κατϊςχεςη». Ο Νεντ ςυνοφρυώθηκε ςαν να μην καταλϊβαινε τι του ϋλεγα. Υυςικϐ όταν. Δεν του το εύχα εξηγόςει πολϑ καθαρϊ. άςωσ να ϋπαιζα απλώσ το γνωςτϐ παιχνύδι τησ Απϐ-ςειςησ Κϊθε Προςωπικόσ Ευθϑνησ. «Ωκου», εύπε η ύρλεώ. «Ασ υποθϋςουμε ϐτι μια γυναύκα πηγαύνει ςτην τουαλϋτα του βενζινϊδικου, αφόνει το δαχτυλύδι τησ ςτο νιπτόρα, και το βρύςκει ο Ρϐουτσ. Εντϊξει;» «Εντϊξει...» εύπε ο Νεντ, ςυνοφρυωμϋνοσ ακϐμη.
- 82 -
«Και ασ ποϑμε ϐτι ο Ρϐουτσ το φϋρνει ς' εμϊσ, αντύ να το βϊλει ςτην τςϋπη του και να το πϊει ςτο ενεχυροδανειςτόριο ςτο Μπϊτλερ. Εμεύσ θα 'πρεπε να γρϊψουμε μια αναφορϊ, να δώςουμε ύςωσ τη μϊρκα και το μοντϋλο του αυτοκινότου τησ γυναύκασ ςτουσ πολιτειακοϑσ, αν όταν ςε θϋςη να μασ τα δώςει ο Ρϐουτσ -αλλϊ δε θα παύρναμε το δαχτυλύδι, ϋτςι δεν εύναι, ϊντι;» «ήχι», εύπα. «Θα ςυμβουλεϑαμε τον Ρϐουτσ να βϊλει μια αγγελύα ςτην εφημερύδα -Βρϋθηκε γυναικεύο δαχτυλύδι, αν πιςτεϑετε ϐτι εύναι δικϐ ςασ τηλεφωνόςτε ςτον παρακϊτω αριθμϐ και περιγρϊψτε το. Οπϐτε ο Ρϐουτσ θ' ϊρχιζε να γκρινιϊζει για το κϐςτοσ τησ αγγελύασ, τρύα ολϐκληρα δολϊρια». «Και Σώρα: εμεύσ θα του υπενθυμύζαμε ϐτι εκεύνοι που βρύςκουν πολϑτιμα αντικεύμενα ςυχνϊ παύρνουν αμοιβϋσ», εύπε ο Υιλ, «και Σώρα: ύςωσ αποφϊςιζε ϐτι μποροϑςε να διαθϋςει αυτϊ τα τρύα δολϊρια». «Αν ϐμωσ η γυναύκα δεν τηλεφωνοϑςε οϑτε ξαναγϑριζε ποτϋ ςτο βενζινϊδικο», ςυνϋχιςα εγώ, «αυτϐ το δαχτυλύδι θα περνοϑςε ςτην κυριϐτητα του Ρϐουτσ. Εύναι ο παλιϐτεροσ νϐμοσ τησ ιςτορύασ: αυτϐσ που βρύςκει κϊτι το κρατϊ». «Ϊτςι ο Ϊνισ και ο μπαμπϊσ μου πόραν την Μπιοϑικ». «ήχι ο Ϊνισ και ο μπαμπϊσ ςου. Σην πόρε η Διμοιρύα». «Και η κλοπό βενζύνησ; Τπόρξε καταγγελύα γι' αυτό;» «Να ςου πω», απϊντηςα με ϋνα μικρϐ αμόχανο χαμϐγελο. «Δεν αξύζει τον κϐπο τϐςη γραφειοκρατύα για εφτϊ δολϊρια. Ϊτςι δεν εύναι, Υιλ;» «Ναι», ςυμφώνηςε αυτϐσ. «Αλλϊ τα βρόκαμε με τον Φύου Μπϐςεώ». Σο πρϐςωπο του Νεντ ϊρχιςε να φωτύζεται. «Πληρώςατε τη βενζύνη απϐ το ταμεύο μικροεξϐδων τησ Διμοιρύασ».
- 83 -
Ο Υιλ τον κούταξε με ϋνα ςοκαριςμϋνο χαμϐγελο. «ήχι βϋβαια! Σο ταμεύο μικροεξϐδων εύναι λεφτϊ των φορολογουμϋνων». «Κϊναμε ϋρανο», εύπα εγώ. «ήλοι ϋδωςαν κϊτι. Δεν όταν δϑςκολο». «Αν ο Ρϐουτσ ϋβριςκε ϋνα δαχτυλύδι και δεν εμφανιζϐταν ο ιδιοκτότησ θα όταν δικϐ του», εύπε ο Νεντ. «Επομϋνωσ δεν ιςχϑει το ύδιο και για την Μπιοϑικ;» «άςωσ, αν την εύχε κρατόςει», του απϊντηςα. «Αλλϊ την παρϋδωςε ς' εμϊσ, ςωςτϊ; Και γι' αυτϐν τελεύωνε εκεύ το πρϊγμα». Ο Ωρκι χτϑπηςε με το δϊχτυλο το μϋτωπο του κοιτϊζοντασ τον Νεντ με νϐημα. «Σελεύωσ βλϊκασ αυτϐσ ο τϑποσ». Για μια ςτιγμό νϐμιςα ϐτι ο Νεντ θα ϋπεφτε ςε μελαγχολύα ςτη ςκϋψη αυτοϑ του νεαροϑ που αργϐτερα ςκϐτωςε τον πατϋρα του, αλλϊ ςχεδϐν τον εύδα να διώχνει απϐ πϊνω του αυτό τη ςκϋψη. «υνϋχιςε», μου εύπε. «Σι ϋγινε μετϊ;» Αδερφϋ μου. Ποιοσ μπορεύ ν' αντιςταθεύ ςε μια τϋτοια ερώτηςη; Σώρα: ο Μπύμπι Ροθ και τα παιδιϊ του (ϋτςι ϋλεγε τουσ βοηθοϑσ του) χρειϊςτηκαν μϐνο ςαρϊντα πϋντε λεπτϊ για να εξετϊςουν την Μπιοϑικ απϐ ϊκρη ς’ ϊκρη. Οι νεαρού ϋριχναν ςκϐνη για δακτυλικϊ αποτυπώματα και τραβοϑςαν φωτογραφύεσ, ενώ ο Μπύμπι περπατοϑςε γϑρω απϐ το αμϊξι με ϋνα μπλοκ ςτο χϋρι και πϐτε πϐτε τουσ ϋδειχνε κϊτι ςιωπηλϐσ με το ςτυλϐ του. Γϑρω ςτα εύκοςι λεπτϊ αργϐτερα, βγόκε ϋξω ο Ορβ Γκϊρετ με τον Ντύλον. Σο ςκυλύ όταν δεμϋνο με το λουρύ του, πρϊγμα που γινϐταν ςπϊνια ςτο αρχηγεύο. Ο
- 84 -
ϊντι τουσ πληςύαςε. Ο Ντύλον δεν αλυχτοϑςε και εύχε πϊψει να τρϋμει. Καθϐταν με την ουρϊ του τυλιγμϋνη πϊνω ςτα πϐδια του, αλλϊ βαθιϊ απϐ το ςτόθοσ του, τϐςο ςιγανϊ που ςχεδϐν δεν ακουγϐταν, ϋβγαινε ϋνα ςταθερϐ γρϑλιςμα ςαν το μουγκρητϐ μιασ δυνατόσ μηχανόσ. «Για ϐνομα του Θεοϑ, ήρβι, πϊρ' τον μϋςα», εύπε ο ϊντι Ντύαρμπορν. «Εντϊξει. Απλώσ ςκϋφτηκα μόπωσ του εύχε περϊςει πια». Ϊκανε μια παϑςη και μετϊ πρϐςθεςε: «Ϊχω ακοϑςει ϐτι τα λαγωνικϊ κϊνουν ϋτςι μερικϋσ φορϋσ ϐταν βρουν πτώμα. Ξϋρω ςα δεν υπϊρχει πτώμα, αλλϊ μόπωσ ϋχει πεθϊνει κανεύσ εκεύ μϋςα;» «Δεν ξϋρουμε». Ο ϊντι κούταζε τον Σϐνι ϋιντινκσ, που βγόκε απϐ την πλαώνό πϐρτα του αρχηγεύου και πληςύαςε τον Μπύμπι Ροθ. Ϋταν μαζύ του και ο Ϊνισ. Ο Κερτ Γουύλκοξ εύχε βγει πϊλι για περιπολύα, παρ' ϐλο που όθελε να μεύνει ςτο αρχηγεύο για να δει την Μπιοϑικ. Ο ϊντι ςκεφτϐταν ϐτι ακϐμη και η ομορφϐτερη γυναύκα δε θα κατϊφερνε να τον πεύςει να μην τησ κϐψει κλόςη εκεύνο το απϐγευμα. Ο Κερτ όθελε να εύναι ςτο αρχηγεύο για να παρακολουθόςει τον Μπύμπι και το ςυνεργεύο του καθώσ δοϑλευαν και ϐχι να περιπολεύ ςτουσ δρϐμουσ. Και αφοϑ δεν μποροϑςε, θα την πλόρωναν οι παραβϊτεσ ςτη Δυτικό Πενςιλβϊνια. Ο Ντύλον ϊνοιξε το ςτϐμα του κι ϋβγαλε ϋνα αργϐςυρτο ςιγανϐ κλαψοϑριςμα, λεσ και κϊτι τον πονοϑςε. Ο ϊντι ςκϋφτηκε ϐτι μπορεύ ϐντωσ να όταν ϋτςι. Ο ήρβιλ τον πόγε μϋςα. Πϋντε λεπτϊ αργϐτερα ο ύδιοσ ο ϊντι μαζύ με τον τιβ Ντεβϐ πόγαιναν ςε μια ςϑγκρουςη ςτον αυτοκινητϐδρομο 6. Ο Μπύμπι Ροθ ϋδωςε την αναφορϊ του ςτον Σϐνι και τον Ϊνισ, ενώ τα μϋλη του ςυνεργεύου του (τρύα εκεύνη τη μϋρα) εύχαν
- 85 -
καθύςει ςε ϋνα τραπϋζι πικνύκ ςτη ςκιϊ του Τπϐςτεγου Β και ϋτρωγαν ςϊντουιτσ, πύνοντασ παγωμϋνο τςϊι που τουσ εύχε φϋρει ο Ματ Μπαμπύκι. «' ευχαριςτώ για την εξυπηρϋτηςη», εύπε ο Σϐνι. «Παρακαλώ», απϊντηςε ο Μπύμπι. «Και ελπύζω να τελειώςει εδώ το πρϊγμα. Δε θϋλω να υποβϊλω χαρτιϊ γι' αυτό την υπϐθεςη, Σϐνι, γιατύ κανεύσ δε θα με εμπιςτευϐταν ξανϊ». Κούταξε το ςυνεργεύο του και χτϑπηςε τα χϋρια ςαν δϊςκαλοσ, «θϋλουμε χαρτιϊ γι' αυτό τη δουλειϊ, παιδιϊ;» Ϊνα απϐ τα «παιδιϊ» που τον βοηθοϑςαν εκεύνη τη μϋρα διορύςτηκε Διευθυντόσ τησ Ιατροδικαςτικόσ Τπηρεςύασ τησ Πενςιλβϊνια το 1993. Οι βοηθού του τον κούταξαν αμύλητοι, δϑο νεαρού και μια εκπληκτικϊ ϐμορφη κοπϋλα. Σα ςϊντουιτσ εύχαν μεύνει ακύνητα ςτον αϋρα, τα μϋτωπα τουσ όταν ςυνοφρυωμϋνα. Κανεύσ δεν όξερε ποια όταν η ςωςτό απϊντηςη. «ήχι, Μπύμπι!» τουσ βοόθηςε ο προώςτϊμενοσ τουσ. «ήχι, Μπύμπι», εύπαν υπϊκουα εν χορώ οι βοηθού, «ήχι τι;» ρώτηςε ο Μπύμπι. «Δε θϋλουμε χαρτιϊ», εύπε ο πρώτοσ νεαρϐσ. «Δε θϋλουμε αντύγραφα», εύπε ο δεϑτεροσ. «Οϑτε διπλϐτυπα οϑτε τριπλϐτυπα», εύπε η κοπϋλα. «Οϑτε καν απλϊ χαρτιϊ». «Ψραύα!» εύπε ο Μπύμπι. «Και με ποιον θα τη ςυζητόςουμε αυτό την υπϐθεςη, παιδϊκια;» Αυτό τη φορϊ δε χρειϊςτηκαν βοόθεια. «Με κανϋναν, Μπύμπι!» «Ακριβώσ», ςυμφώνηςε ο Μπύμπι. «Μπρϊβο». «Ϊτςι κι αλλιώσ πρϋπει να 'ναι φϊρςα», εύπε ο ϋνασ απϐ τουσ νεαροϑσ. «Κϊποιοσ ςασ κϊνει πλϊκα, αρχιφϑλακα».
- 86 -
«Σο ϋχω υπϐψη μου αυτϐ το ενδεχϐμενο», απϊντηςε ο Σϐνι, ενώ αναρωτιϐταν τι θα ϋλεγαν αν εύχαν δει τον Ντύλον να ουρλιϊζει ενώ πληςύαζε την Μπιοϑικ ςαν να όταν ανϊπηροσ. Ο ςκϑλοσ δεν ϋκανε φϊρςα ςε κανϋναν. Οι βοηθού του Μπύμπι ϊρχιςαν πϊλι να μαςουλϊνε και να πύνουν και να μιλοϑν μεταξϑ τουσ. το μεταξϑ ο Μπύμπι κούταζε τον Σϐνι και τον Ϊνισ Ρϊφερτι με ϋνα ςυγκρατημϋνο λοξϐ χαμϐγελο. «Βλϋπουν αυτϐ που κοιτϊζουν με τα τϋλεια νεανικϊ τουσ μϊτια και ταυτϐχρονα δεν το βλϋπουν», εύπε. «Οι νϋοι εύναι υπϋροχοι ηλύθιοι. Σι εύναι αυτϐ το πρϊγμα, Σϐνι; Ϊχεισ καμιϊ ιδϋα; Απϐ μϊρτυρεσ ύςωσ;» «ήχι». Ο Μπύμπι ςτρϊφηκε προσ τον Ϊνισ, που για μια ςτιγμό ςκϋφτηκε να του πει αυτϊ που όξερε για την ιςτορύα τησ Μπιοϑικ, αλλϊ τελικϊ αποφϊςιςε να μη μιλόςει. Ο Μπύμπι όταν καλϐσ ϊνθρωποσ, αλλϊ δεν όταν τησ Διμοιρύασ. «Δεν εύναι αμϊξι, αυτϐ εύναι ςύγουρο», εύπε ο Μπύμπι. «Υϊρςα ϐμωσ; ήχι, δε νομύζω ϐτι πρϐκειται για φϊρςα». «Τπϊρχει πουθενϊ αύμα;» ρώτηςε ο Σϐνι, και δεν όξερε τι όθελε ν' ακοϑςει, ϐτι υπόρχε ό ϐτι δεν υπόρχε. «Για να εύμαςτε απϐλυτα ςύγουροι, πρϋπει να πϊρω τη μικροςκοπικό ανϊλυςη των δειγμϊτων που ςυλλϋξαμε, αλλϊ δε νομύζω. Ακϐμη κι αν υπϊρχει, ςύγουρα θα εύναι απλώσ ύχνη». «Σι εύδεσ;» «Με μια λϋξη, τύποτε. Δεν πόραμε δεύγματα απϐ τα πϋλματα των ελαςτικών γιατύ δεν υπόρχε τύποτε εκεύ, οϑτε χώμα οϑτε λϊςπη οϑτε πετραδϊκια οϑτε γυαλιϊ οϑτε χϐρτα οϑτε και τύποτε ϊλλο. Θα ϋλεγα ϐτι αυτϐ εύναι αδϑνατο». Ϊδειξε τον πρώτο νεαρϐ. «Ο Φϋνρι απϐ κει προςπϊθηςε να ςφηνώςει ϋνα πετραδϊκι ςε ϋνα ςημεύο, αλλϊ ϋπεφτε
- 87 -
ςυνϋχεια. Σι εύναι αυτϐ, μπορεύσ να μου πεισ; Γιατύ δε ςτεκϐταν το πετραδϊκι; Και μόπωσ θα μποροϑςεσ να βγϊλεισ δύπλωμα ευρεςιτεχνύασ γι' αυτϐ το πρϊγμα; Αν μποροϑςεσ, Σϐνι, θα ϋβγαινεσ νωρύσ ςτη ςϑνταξη». Ο Σϐνι ϋτριβε το μϊγουλο του με τα δϊχτυλα, κύνηςη μπερδεμϋνου ανθρώπου. «Ωκου και το ϊλλο», ςυνϋχιςε ο Μπύμπι. «Μιλϊμε για τα πατϊκια ςτο δϊπεδο. Κατϊ κανϐνα βρύςκουμε πολλϊ πρϊγματα εκεύ. Κϊθε πατϊκι εύναι κανονικϐ πεδύο για γεωλογικό ϋρευνα. υνόθωσ. Εδώ ϐμωσ ϐχι. Μερικϋσ μουντζοϑρεσ απϐ λϊςπη, μια πικραλύδα. Αυτϐ εύναι ϐλο». Κούταξε τον Ϊνισ. «Μϊλλον απϐ τα παποϑτςια του ςυνεργϊτη ςου. Εύπεσ ϐτι κϊθιςε ςτο τιμϐνι;» «Ναι». «Εκεύ βρόκαμε κι αυτϊ τα λύγα που ςασ εύπα». Ο Μπύμπι ϊνοιξε διϊπλατα τα χϋρια με ϋνα ϑφοσ ςαν να ϋλεγε «ϐπερ ϋδει δεύξαι». «Τπϊρχουν αποτυπώματα;» ρώτηςε ο Σϐνι. «Σρύα ςετ. Θα χρειαςτώ αποτυπώματα απϐ τουσ δυο πολιτειακοϑσ και απϐ τον υπϊλληλο του βενζινϊδικου. Σα αποτυπώματα που βρόκαμε ςτο καπϊκι του ντεπϐζιτου ςχεδϐν ςύγουρα εύναι του υπαλλόλου. υμφωνεύσ;» «Κατϊ πϊςα πιθανϐτητα», εύπε ο Σϐνι. «θα τα εξετϊςεισ εκτϐσ υπηρεςύασ;» «Εννοεύται. Ευχαρύςτηςη μου. Και τα δεύγματα ινών επύςησ. Και κϊνε μου τη χϊρη, μη με εκνευρύςεισ ζητώντασ να εξετϊςουμε τύποτα με το χρωματογρϊφο αερύων ςτο Πύτςμπουργκ. Θα προχωρόςω αυτό την ϋρευνα ϐςο μου επιτρϋπει ο εξοπλιςμϐσ που ϋχω ςτο υπϐγειο μου. Και μπορώ να κϊνω πολλϊ με αυτϐ τον εξοπλιςμϐ». «Εύςαι καλϐσ ϊνθρωποσ, Μπύμπι».
- 88 -
«Ναι, αλλϊ ακϐμη και ϋνασ καλϐσ ϊνθρωποσ δϋχεται πϐτε πϐτε να του κϊνουν το τραπϋζι, αν του το προτεύνει ϋνασ φύλοσ». «Θα του το προτεύνει. το μεταξϑ, υπϊρχει τύποτε ϊλλο;» «Σο γυαλύ εύναι γυαλύ. Σο ξϑλο εύναι ξϑλο... αλλϊ ξϑλινο ταμπλϐ ςε αμϊξι αυτόσ τησ χρονιϊσ -ό που υποτύθεται τουλϊχιςτον ϐτι εύναι αυτόσ τησ χρονιϊσ- δεν κολλϊει με τύποτε. Ο μεγαλϑτεροσ αδερφϐσ μου εύχε μια Μπιοϑικ απϐ τα τϋλη τησ δεκαετύασ του πενόντα, μια Λύμιτιντ. ' αυτό ϋμαθα να οδηγώ και τη θυμϊμαι καλϊ. Με φϐβο και αγϊπη. Σο ταμπλϐ όταν καπιτοναριςμϋνο βινύλιο. Θα ϋλεγα ϐτι η ταπετςαρύα ςτα καθύςματα αυτόσ εδώ εύναι απϐ βινύλιο, πρϊγμα που εύναι ςωςτϐ για τη ςυγκεκριμϋνη μϊρκα και το μοντϋλο. Θα το κοιτϊξω ςτην Σζϋνεραλ Μϐτορσ για να βεβαιωθώ. Ο χιλιομετρικϐσ δεύκτησ... πολϑ αςτεύο. Σον πρϐςεξεσ;» Ο Ϊνισ κοϑνηςε αρνητικϊ το κεφϊλι. Παρακολουθοϑςε τον Μπύμπι ςαν υπνωτιςμϋνοσ. «ήλο μηδενικϊ. AiraS κολλϊει, εδώ που τα λϋμε. Αυτϐ το αμϊξι -αυτϐ το υποτιθϋμενο αμϊξι- δεν υπϊρχει περύπτωςη να κινεύται». Σα μϊτια του ςτρϊφηκαν απϐ τον Ϊνισ ςτον Σϐνι, και μετϊ κούταξε τον Ϊνισ ξανϊ. «Πεύτε μου ϐτι δεν το ϋχετε δει να κινεύται. οτι δεν το εύδατε να κουνϊει οϑτε ϋναν πϐντο απϐ μϐνο του». «Βαςικϊ, ϐχι, δεν το ϋχω δει», απϊντηςε ο Ϊνισ. Κι αυτϐ όταν αλόθεια. Δε χρειαζϐταν να προςθϋςει ϐτι ο Μπρϊντλεώ Ρϐουτσ εύχε ιςχυριςτεύ πωσ το εύδε να μπαύνει κανονικϊ ςτο βενζινϊδικο, και ϐτι ο Ϊνισ, που όταν βετερϊνοσ ςτισ ανακρύςεισ, τον πύςτευε.
- 89 -
«Ψραύα». Ο Μπύμπι ϋδειχνε ανακουφιςμϋνοσ. Φτϑπηςε ϊλλη μια φορϊ τα χϋρια του ςαν δαςκϊλα. «Ώρα να πηγαύνουμε, παιδιϊ! Πεύτε ευχαριςτώ!» «Ευχαριςτοϑμε, αρχιφϑλακα», εύπαν ϐλοι μαζύ. Η νεαρό καλλονό τελεύωςε το παγωμϋνο τςϊι τησ, ρεϑτηκε και ακολοϑθηςε τουσ ςυναδϋλφουσ τησ με τισ ϊςπρεσ μπλοϑζεσ ςτο βαν με το οπούο εύχαν ϋρθει. Ο Σϐνι εύδε ϋκπληκτοσ ϐτι δεν ϋριξαν οϑτε ϋνα βλϋμμα ςτην Μπιοϑικ. Γι' αυτοϑσ η υπϐθεςη εύχε κλεύςει τώρα τουσ περύμεναν νϋεσ υποθϋςεισ. Γι' αυτοϑσ η Μπιοϑικ όταν απλώσ ϋνα παλιϐ αυτοκύνητο που πϊλιωνε ακϐμη περιςςϐτερο με κϊθε λεπτϐ που περνοϑςε. Σι ςημαςύα εύχε αν τα χαλύκια ϋπεφταν μϐνα τουσ απϐ τα πϋλματα των ελαςτικών, ακϐμη και αν τα ϋβαζεσ τϐςο ψηλϊ ςτο λϊςτιχο που η βαρϑτητα και μϐνο θα 'πρεπε να τα κρατϊ ςτη θϋςη τουσ; Σι ςημαςύα εύχε αν υπόρχαν μϐνο τρύα φινιςτρύνια απϐ τη μια πλευρϊ αντύ για τϋςςερα; Βλϋπουν και δε βλϋπουν ταυτϐχρονα, εύχε πει ο Μπύμπι. Οι νϋοι εύναι υπϋροχοι ηλύθιοι. Ο Μπύμπι ακολοϑθηςε τουσ υπϋροχουσ ηλύθιουσ πηγαύνοντασ προσ το δικϐ του αμϊξι. (ήταν μποροϑςε, του ϊρεςε να φτϊνει ςτον τϐπο του εγκλόματοσ μϋςα ςτη μεγαλοπρϋπεια, με ξεχωριςτϐ ϐχημα.) Ξαφνικϊ ςταμϊτηςε. «Εύπα ϐτι το ξϑλο εύναι ξϑλο, το βινύλιο εύναι βινύλιο και το γυαλύ εύναι γυαλύ. Με ακοϑςατε που το εύπα αυτϐ, ε;» Ο Σϐνι και ο Ϊνισ κατϋνευςαν. «Νομύζω ϐτι η εξϊτμιςη αυτοϑ του υποτιθϋμενου αυτοκινότου εύναι φτιαγμϋνη επύςησ απϐ γυαλύ. Βϋβαια, απλώσ κούταξα απϐ το πλϊι ςκϑβοντασ, αλλϊ εύχα φακϐ. Πολϑ δυνατϐ φακϐ». Ϊμεινε αμύλητοσ για λύγο κοιτϊζοντασ την Μπιοϑικ που όταν παρκαριςμϋνη μπροςτϊ ςτο Τπϐςτεγο Β.
- 90 -
Εύχε βϊλει τα χϋρια ςτισ τςϋπεσ και κουνιϐταν μπροσ πύςω. «Δεν ϋχω ξανακοϑςει για αμϊξι με γυϊλινη εξϊτμιςη», εύπε τελικϊ, και πόγε ςτο αυτοκύνητο του. Μια ςτιγμό αργϐτερα ο Μπύμπι και τα παιδιϊ του εύχαν φϑγει. Ο Σϐνι δεν όθελε να μεύνει εκεύ το αμϊξι, ϐχι μϐνο για τη βροχό αλλϊ και επειδό ϐποιοσ περνοϑςε απϐ την πύςω πλευρϊ του αρχηγεύου θα το ϋβλεπε. κεφτϐταν βαςικϊ τουσ επιςκϋπτεσ, το κοινϐ. Οι αςτυνομικού τησ Πολιτειακόσ Αςτυνομύασ υπηρετοϑςαν το κοινϐ ϐςο καλϑτερα μποροϑςαν, ςε μερικϋσ περιπτώςεισ θυςιϊζοντασ ακϐμη και τη ζωό τουσ. ήμωσ, δεν εύχαν εμπιςτοςϑνη ς' αυτϐ το κοινϐ. Δεν ανόκε ςτην οικογϋνεια τησ Διμοιρύασ Δ. Η προοπτικό να διαδοθεύ το νϋο -ό, ακϐμη χειρϐτερα, ν' αρχύςουν να κυκλοφοροϑν διϊφορεσ φόμεσ- δεν ϊρεςε καθϐλου ςτον ϋιντινκσ. Γϑρω ςτισ τρεισ παρϊ τϋταρτο πόγε ςτο μικρϐ γραφεύο του Σζϐνι Πϊρκερ (εκεύνο τον καιρϐ το Σμόμα Σροχοφϐρων τησ Κομητεύασ όταν ακϐμη δύπλα ςτο αρχηγεύο) και ϋψηςε τον Σζϐνι να βγϊλει ϋνα απϐ τα εκχιονιςτικϊ μηχανόματα απϐ το Τπϐςτεγο Β και να βϊλει μϋςα την Μπιοϑικ. Μιςϐ λύτρο ουύςκι ςφρϊγιςε τη ςυμφωνύα, και η Μπιοϑικ μεταφϋρθηκε με το γερανϐ ςτο ςκοτεινϐ χώρο που ϋγινε το ςπύτι τησ. Σο Τπϐςτεγο Β εύχε γκαραζϐπορτεσ μπροςτϊ και πύςω, και ο Σζϐνι ϋβαλε μϋςα την Μπιοϑικ απϐ την πύςω γκαραζϐπορτα. Σο αποτϋλεςμα όταν ϐτι ϐλα αυτϊ τα χρϐνια ϋβλεπε προσ το αρχηγεύο τησ Διμοιρύασ Δ απϐ κει μϋςα. Ϋταν κϊτι που ϊρχιςαν να το νιώθουν οι περιςςϐτεροι πολιτειακού καθώσ περνοϑςε ο χρϐνοσ. Δεν όταν ςυνειδητό και ςχηματοποιημϋνη ςκϋψη, αλλϊ κϊτι που αιωροϑνταν ςε μια ϊκρη του μυαλοϑ τουσ, χωρύσ ποτϋ να παύρνει καθαρϐ ςχόμα αλλϊ και χωρύσ να
- 91 -
χϊνεται εντελώσ: το νικελϋνιο χαμϐγελο του ψυγεύου τησ. Σο 1979 η Διμοιρύα Δ εύχε δεκαοχτώ αςτυνομικοϑσ, που εναλλϊςςονταν ςτισ ςυνηθιςμϋνεσ βϊρδιεσ: εφτϊ-τρεισ, τρεισϋντεκα και ϋντεκα-εφτϊ -η νυχτερινό βϊρδια, ϐταν ϋβγαιναν πϊντα δϑο ϊτομα ςε κϊθε περιπολικϐ. Σισ Παραςκευϋσ και τα ϊββατα, η βϊρδια ϋντεκα-εφτϊ ονομαζϐταν ςυνόθωσ Εμετικό Περιπολύα. Μϋχρι τισ τϋςςερισ το απϐγευμα τησ μϋρασ που ϋφταςε η Μπιοϑικ οι περιςςϐτεροι αςτυνομικού που βρύςκονταν εκτϐσ υπηρεςύασ ϋμαθαν τα νϋα και πϋραςαν να ρύξουν μια ματιϊ. Ο ϊντι Ντύαρμπορν, που εύχε γυρύςει απϐ το ατϑχημα ςτον αυτοκινητϐδρομο 6 και δακτυλογραφοϑςε την αναφορϊ του, τουσ ϋβλεπε να μπαύνουν ςτο υπϐςτεγο μουρμουρύζοντασ ςε τριϊδεσ και τετρϊδεσ, ςχεδϐν ςαν γκρουπ που πόγαιναν για ξενϊγηςη. Ο Κερτ Γουύλκοξ εύχε τελειώςει τη βϊρδια του ςτο μεταξϑ και ϋκανε ο ύδιοσ πολλϋσ απϐ τισ ξεναγόςεισ, δεύχνοντασ τα φινιςτρύνια και το μεγϊλο τιμϐνι, ςηκώνοντασ το καπϐ για να δουν την παρϊξενη μηχανό με τα γρϊμματα ΜΠΙΟίΙΚ 8 γραμμϋνα και απϐ τισ δϑο μεριϋσ τησ. Ωλλεσ ξεναγόςεισ ϋγιναν απϐ τον Ορβ Γκϊρετ, που περιϋγραψε πολλϋσ φορϋσ την αντύδραςη του Μύςτερ Ντύλον. Ο αρχιφϑλακασ ϋιντινκσ, που η Μπιοϑικ εύχε αρχύςει όδη να τον ςυναρπϊζει (ϋνα ςυναύςθημα που δε θα τον εγκατϋλειπε ποτϋ μϋχρι που η Αλτςχϊιμερ του ϋςβηςε το μυαλϐ), ϋβγαινε ϋξω ϐςο πιο ςυχνϊ μποροϑςε. Ο ϊντι τον θυμϐταν ςε κϊποιο ςημεύο να ςτϋκεται δύπλα ςτην ανοιχτό πϐρτα του Τπϐςτεγου Β, με το ϋνα πϐδι να πατϊ ςτισ ςανύδεσ πύςω του και τα χϋρια ςταυρωμϋνα ςτο ςτόθοσ. Ο Ϊνισ όταν δύπλα του, κϊπνιζε ϋνα απϐ κεύνα τα μικρϊ Σιπαρύγιοσ που του ϊρεςαν και μιλοϑςε,
- 92 -
ενώ ο Σϐνι κουνοϑςε κϊθε τϐςο το κεφϊλι. Ϋταν περαςμϋνεσ τρεισ και ο Ϊνισ εύχε αλλϊξει και φοροϑςε τζιν και ϋνα ϊςπρο πουκϊμιςο. Περαςμϋνεσ τρεισ. Δυςτυχώσ ο ϊντι δεν μποροϑςε να προςδιορύςει με μεγαλϑτερη ακρύβεια την ώρα. Αργϐτερα ϋςπαγε το κεφϊλι του για να θυμηθεύ, αλλϊ ςτϊθηκε αδϑνατο. Οι πολιτειακού ϋρχονταν, κούταζαν τη μηχανό (το καπϐ όταν μονύμωσ ανοιχτϐ πια, ϋχαςκε ςαν ςτϐμα), και ϋςκυβαν για να κοιτϊξουν την αλλϐκοτη γυϊλινη εξϊτμιςη. Κούταζαν τα πϊντα χωρύσ ν' αγγύζουν τύποτε. Κϊποιοσ ϊλλοσ δε θα όξερε ϐτι πρϋπει να κρατϊει τα χϋρια του μακριϊ απϐ το αμϊξι, ϐμωσ αυτού όταν αςτυνομικού. 'Ηξεραν ϐτι η Μπιοϑικ δεν όταν τεκμόριο εκεύνη τη ςτιγμό, μπορεύ ϐμωσ να γινϐταν αργϐτερα. Ιδιαύτερα αν ϋβριςκαν νεκρϐ τον ϊνθρωπο που την εύχε αφόςει ςτο βενζινϊδικο. «Αν δε ςυμβεύ κϊτι τϋτοιο ό δεν προκϑψει τύποτε ϊλλο, ςκοπεϑω να κρατόςω το αμϊξι εδώ», εύπε ο Σϐνι ςτον Ματ Μπαμπύκι και ςτον Υιλ Κϊντλετον κϊποια ςτιγμό. Ϋταν γϑρω ςτισ πϋντε πια, και όταν και οι τρεισ εκτϐσ υπηρεςύασ εδώ και δϑο ώρεσ. Ο Σϐνι εύχε αρχύςει να ςκϋφτεται να γυρύςει ςπύτι του. Ο ϊντι εύχε φϑγει γϑρω ςτισ τϋςςερισ για να προλϊβει να κουρϋψει το γκαζϐν πριν το βραδινϐ. «Γιατύ εδώ;» ρώτηςε ο Ματ. «Για ποιο λϐγο, αρχιφϑλακα;» Ο Σϐνι ρώτηςε τον Ματ και τον Υιλ αν εύχαν ακοϑςει ποτϋ για τον Γύγαντα του Κϊρντιφ. Σου εύπαν ϐχι, και ο Σϐνι τουσ αφηγόθηκε την ιςτορύα. Ο Γύγαντασ εύχε «ανακαλυφθεύ» ςτην κοιλϊδα Ονςντϊγκα, ςτα βϐρεια τησ Πολιτειασ τησ Νϋασ Τϐρκησ. Τποτύθεται ϐτι όταν ϋνα απολιθωμϋνο πτώμα που
- 93 -
ανόκε ςε κϊποιο γιγϊντιο ανθρωποειδϋσ, ύςωσ ϋνα πλϊςμα απϐ κϊποιον ϊλλο κϐςμο, ό ϐτι όταν ύςωσ ο χαμϋνοσ κρύκοσ ανϊμεςα ςτον ϊνθρωπο και τουσ πιθόκουσ. Σελικϊ αποδεύχτηκε ϐτι όταν μια απϊτη που ϋκανε ϋνασ καταςκευαςτόσ ποϑρων ςτο Μπύνγκαμτον, κϊποιοσ Σζορτζ Φαλ. «Πριν το μαρτυρόςει ϐμωσ ο Φαλ», εύπε ο Σϐνι, «πϋραςε απϐ κει για να τον δει ςχεδϐν ϐλοσ ο πληθυςμϐσ των Ηνωμϋνων Πολιτειών, ανϊμεςα τουσ και ο Υύνεασ Μπϊρναμ, ο ϊνθρωποσ του τςύρκου. Οι ςοδειϋσ ςτισ γϑρω φϊρμεσ ποδοπατόθηκαν. Ϊγιναν διαρρόξεισ ςε ςπύτια τησ περιοχόσ. Κϊποιοι ηλύθιοι καταςκόνωςαν ςτο δϊςοσ κι ϋβαλαν φωτιϊ. Ακϐμη και αφοϑ ο Φαλ ομολϐγηςε ϐτι ο "απολιθωμϋνοσ ϊνθρωποσ" ςμιλεϑτηκε ςτο ικϊγο και μεταφϋρθηκε απϐ τη Ρϋιλγουεώ Εξπρϋσ ςτην κοιλϊδα Ονοντϊγκα, ςυνϋχιςε να ϋρχεται κϐςμοσ. Αρνοϑνταν να πιςτϋψουν ϐτι αυτϐ που ϋβλεπαν δεν όταν αληθινϐ. Ϊχετε ακοϑςει τη φρϊςη ςϑμφωνα με την οπούα "Κϊθε λεπτϐ γεννιϋται ϋνα κορϐιδο"; Βγόκε το 1869 και αναφερϐταν ςτον Γύγαντα του Κϊρντιφ». «Σι θεσ να πεισ με ϐλα αυτϊ;» ρώτηςε ο Υιλ. Ο Σϐνι τον κούταξε ανυπϐμονα. «Σι θϋλω να πω; θϋλω να πω ϐτι δε θϋλω να ϋχω τον Γύγαντα του Κϊρντιφ ςτο αρχηγεύο μου. Οϑτε την Μπιοϑικ του Σορύνου». Καθώσ πόγαιναν προσ τα γραφεύα τουσ, πληςύαςε ο Φϊντι Ρϐγιερ ϋχοντασ δύπλα του τον Μύςτερ Ντύλον. Σο ςκυλύ τον ακολουθοϑςε όςυχα τώρα, ςαν κανύσ ςε επύδειξη ςκϑλων. Ο Φϊντι ϊκουςε το καλαμποϑρι για την Μπιοϑικ του Σορύνου και γϋλαςε. Ο Σϐνι γϑριςε και τον κούταξε βλοςυρϐσ. «Δε θϋλω τον Γύγαντα του Κϊρντιφ ςτη Δυτικό Πενςιλβϊνια. Βϊλτε το
- 94 -
καλϊ ςτο μυαλϐ ςασ και φροντύςτε να μαθευτεύ. Γιατύ ϋτςι θα δουλεϑουμε, μϐνο προφορικϊ. Δεν πρϐκειται να βϊλω καμιϊ ανακούνωςη ςτον πύνακα. Ξϋρω ϐτι θ' ακουςτοϑν μερικϊ κουτςομπολιϊ, αλλϊ γρόγορα θα ξεχαςτοϑν. Δεν ϋχω ϐρεξη να ποδοπατόςουν καμιϊ δεκαριϊ φϊρμεσ των Ωμισ ςτη μϋςη τησ ςοδειϊσ για να δουν το αμϊξι. Καταλϊβατε;» Ναι, εύχαν καταλϊβει. Μϋχρι τισ εφτϊ εκεύνο το βρϊδυ τα πρϊγματα εύχαν επανϋλθει κϊπωσ ςτο φυςιολογικϐ. Ο ϊντι Ντύαρμπορν το εξακρύβωςε μϐνοσ του, γιατύ αφοϑ ϋφαγε για βρϊδυ γϑριςε για να ξαναρύξει μϐνοσ του μια ματιϊ ςτο αμϊξι. Βρόκε μϐνο τρεισ πολιτειακοϑσ -δϑο εκτϐσ υπηρεςύασ και ϋναν με ςτολόνα γυρύζουν γϑρω απϐ την Μπιοϑικ. Ο Μπακ Υλϊντερσ, ϋνασ απϐ τουσ εκτϐσ υπηρεςύασ, τραβοϑςε φωτογραφύεσ με μια Κϐντακ. Αυτϐ ανηςϑχηςε λύγο τον ϊντι, αλλϊ ςε τελικό ανϊλυςη τι θα ϋδειχναν οι φωτογραφύεσ; Απλώσ μια Μπιοϑικ, που δεν όταν καν ακϐμη αρκετϊ παλιϊ για να μπορεύ να θεωρηθεύ και επιςόμωσ αντύκα. Ο ϊντι ϋπεςε ςτα τϋςςερα και κούταξε κϊτω απϐ το αμϊξι φωτύζοντασ με ϋνα φακϐ που εύχε αφόςει κϊποιοσ εκεύ κοντϊ (μϊλλον γι' αυτϐν ακριβώσ το ςκοπϐ). Κούταξε καλϊ καλϊ την εξϊτμιςη. Ϊμοιαζε ςαν γυαλύ Πιρϋξ. Ϊβαλε μϋςα το κεφϊλι του για λύγο απϐ το παρϊθυρο του οδηγοϑ (οϑτε βϐμβοσ οϑτε κρϑο), και μετϊ γϑριςε ςτο αρχηγεύο για να κουβεντιϊςει με τον Μπρϊιαν Κϐουλ, που καθϐταν ςτο γραφεύο του ΠΑ γι' αυτό τη βϊρδια. Ωρχιςαν να μιλϊνε οι δυο τουσ για την Μπιοϑικ, μετϊ πϋραςαν ςησ οικογϋνειεσ τουσ, και εύχαν μϐλισ φτϊςει ςτο μπϋιζμπολ ϐταν το κεφϊλι του ήρβιλ Γκϊρετ πρϐβαλε ςτην πϐρτα.
- 95 -
«Μόπωσ εύδατε πουθενϊ τον Ϊνισ; Σηλεφώνηςε η Δρϊκαινα και εύχε τα νεϑρα τησ». Η Δρϊκαινα όταν η άντιθ Φϊιαμσ, η αδερφό του Ϊνισ. Ϋταν οχτώ εννιϊ χρϐνια μεγαλϑτερη του, χόρα απϐ παλιϊ. Κϊποιοι ςτη Διμοιρύα Δ όταν τησ γνώμησ ϐτι εύχε πεθϊνει τον ϊντρα τησ με την αςταμϊτητη γκρύνια τησ. «Αυτϐ που 'χει ςτο ςτϐμα τησ δεν εύναι γλώςςα, εύναι κοφτερϐ μαχαύρι», εύχε πει κϊποτε ο Ντύκι-Ντακ Ϊλιοτ. Ο Κερτ, που την ϋβλεπε πιο ςυχνϊ απϐ τουσ ϊλλουσ πολιτειακοϑσ (ο Ϊνισ όταν ςυνεργϊτησ του και τα πόγαιναν καλϊ παρϊ τη διαφορϊ ηλικύασ), εύχε τη γνώμη ϐτι η άντιθ όταν ο λϐγοσ που δεν παντρεϑτηκε ποτϋ ο Ρϊφερτι. «Μου φαύνεται ϐτι κατϊ βϊθοσ φοβϊται πωσ ϐλεσ οι γυναύκεσ εύναι ςαν αυτό», εύπε κϊποτε ςτον ϊντι. Δεν εύναι διϐλου καλό ιδϋα να ξαναγυρύζεισ ςτο αρχηγεύο μετϊ τη δουλειϊ, ςκεφτϐταν ο ϊντι αφοϑ πϋραςε δϋκα ατελεύωτα λεπτϊ μιλώντασ ςτο τηλϋφωνο με τη Δρϊκαινα. που εύναι, εύχε πει ϐτι θα γυρύςει ςτισ εξύμιςι το αργϐτερο, αγϐραςα το κρϋασ που όθελε απϐ του Πϋπερ, ϋνα και ενενόντα εφτϊ ςεντσ το κιλϐ, και τώρα παραψόθηκε, μαϑριςε, ϋγινε ςαν ςϐλα, αν εύναι κϊτω ςτο Κϊντρι Γουϋι ό ςτο Σαπ να μου το πεισ αυτό τη ςτιγμό, ϊντι, για να τηλεφωνόςω και να του τα ψϊλω. Πληροφϐρηςε επύςησ τον ϊντι ϐτι τησ εύχαν τελειώςει οι βιταμύνεσ τησ και υποτύθεται ϐτι ο Ϊνισ θα τησ ϋφερνε καινοϑριεσ. Ποϑ όταν λοιπϐν; Μόπωσ ϋκανε υπερωρύεσ; Αυτϐ δεν όταν κακϐ βϋβαια, τουσ χρειϊζονταν λεφτϊ, αλλϊ ϋπρεπε να τησ τηλεφωνόςει. Ϋ μόπωσ ϋπινε; Δεν το εύπε καθαρϊ, αλλϊ προφανώσ η Δρϊκαινα πύςτευε ϐτι ο Ϊνισ κϊπου μπεκρϐπινε.
- 96 -
Ο ϊντι όταν καθιςμϋνοσ ςτο γραφεύο του κϋντρου επικοινωνιών με το ϋνα χϋρι πϊνω απϐ τα μϊτια του, αγωνιζϐμενοσ να μιλόςει κι αυτϐσ, ϐταν μπόκε μϋςα ο Κϋρτισ με ςπορ πολιτικϊ. Εύχε ϋρθει κι αυτϐσ να ρύξει ϊλλη μια ματιϊ ςτη Ροουντμϊςτερ. «Μια ςτιγμό, άντιθ, μια ςτιγμό», εύπε ο ϊντι, και κατϋβαςε το ακουςτικϐ. «Κερτ, βοόθεια. Ξϋρεισ ποϑ πόγε ο Ϊνισ αφοϑ ϋφυγε;» «Ϊφυγε;» «Ναι, αλλϊ απ' ϐ,τι φαύνεται δεν πόγε ςπύτι του». Ο ϊντι ϋδειξε το ακουςτικϐ. «Εύναι η αδερφό του». «Αν ϋφυγε, γιατύ εύναι ακϐμη εδώ το αμϊξι του;» εύπε ο Κερτ. Ο ϊντι τον κούταξε. Ο Κερτ ςυνϋχιςε κι αυτϐσ να τον κοιτϊζει. Και μετϊ, χωρύσ κανεύσ τουσ να πει λϋξη, ϋβγαλαν και οι δυο το ύδιο ακριβώσ ςυμπϋραςμα. Ο ϊντι ξεφορτώθηκε την άντιθ λϋγοντασ ϐτι θα τησ τηλεφωνοϑςε ό θα ϋβαζε τον Ϊνισ να τησ τηλεφωνόςει αν τον ϋβριςκε. Και μετϊ βγόκε ϋξω μαζύ με τον Κερτ. Σο αμϊξι του Ϊνισ όταν ϐντωσ ςτο πϊρκινγκ, ϋνα Γκρϋμλιν τησ Αμϋρικαν Μϐτορσ για το οπούο τον δοϑλευαν ϐλοι. Ϋταν παρκαριςμϋνο κοντϊ ςτο εκχιονιςτικϐ μηχϊνημα που εύχε βγϊλει ο Σζϐνι Πϊρκερ απϐ το Τπϐςτεγο Β για να κϊνει χώρο για την Μπιοϑικ. Ο απογευματινϐσ όλιοσ ϋκανε το αμϊξι και το εκχιονιςτικϐ μηχϊνημα να ρύχνουν μακριϋσ ςκιϋσ, που απλώνονταν ςτη γη ςαν τατουϊζ. Ο ϊντι και ο Κερτ κούταξαν ςτο εςωτερικϐ του Γκρϋμλιν και εύδαν μϐνο τα ςυνηθιςμϋνα ςκϐρπια ςκουπύδια: περιτυλύγματα απϐ χϊμπουργκερ, κουτιϊ αναψυκτικών, κουτιϊ απϐ Σιπαρύγιοσ, δϑο χϊρτεσ, ϋνα εφεδρικϐ πουκϊμιςο τησ ςτολόσ να κρϋμεται απϐ το γϊντζο ςτο πύςω κϊθιςμα, ϋνα
- 97 -
εφεδρικϐ βιβλιϊριο κλόςεων ςτο ςκονιςμϋνο ταμπλϐ, μερικϊ ςϑνεργα του ψαρϋματοσ. ήλη αυτό η ακαταςταςύα δημιουργοϑςε ϋνα παρόγορο ςυναύςθημα μετϊ το ϊδειο, αποςτειρωμϋνο εςωτερικϐ τησ Μπιοϑικ. Ακϐμη πιο παρόγορο θα όταν να ϋβλεπαν τον Ϊνισ καθιςμϋνο ςτο τιμϐνι, να κοιμϊται, με το παλιϐ καςκϋτο των Πϊιρετσ κατεβαςμϋνο πϊνω απϐ τα μϊτια, αλλϊ ο Ϊνισ δε φαινϐταν πουθενϊ. Ο Κερτ γϑριςε και τρϊβηξε προσ το αρχηγεύο. Ο ϊντι χρειϊςτηκε να τρϋξει για να τον προλϊβει και να τον πιϊςει απϐ το χϋρι. «Ποϑ πασ εςϑ;» εύπε. «Να τηλεφωνόςω ςτον Σϐνι». «ήχι ακϐμη», ειπε ο ϊντι. «Ως’ τον να φϊει με την ηςυχύα του. Θα του τηλεφωνόςουμε αργϐτερα αν χρειαΚαι εϑχομαι να μη χρειαςτεύ». πριν κοιτϊξουν πουθενϊ αλλοϑ, ακϐμη και ςτο καθιςτικϐ του πρώτου ορϐφου, ο Κερτ και ο ϊντι κούταξαν ςτο Τπϐςτεγο Β. Ϊκαναν το γϑρο του αυτοκύνητου, κούταξαν μϋςα, κούταξαν απϐ κϊτω. Κανϋνα ύχνοσ του Ϊνισ Ρϊφερti, ϐπου κι αν κούταξαν, απϐ ϐςο μποροϑςαν να δουν τουλϊχιςτον. Βϋβαια, το να ψϊχνεισ για ύχνη γϑρω απϐ την Μπιοϑικ εκεύνο το βρϊδυ όταν ςαν να ϋψαχνεσ για τα αποτυπώματα απϐ τισ οπλϋσ ενϐσ ςυγκεκριμϋνου αλϐγου ςε ϋνα μϋροσ απϐ ϐπου εύχε περϊςει ολϐκληρο πανικϐβλητο κοπϊδι. Δεν υπόρχε ύχνοσ του Ϊνισ ςυγκεκριμϋνα, αλλϊ... «Κϊνει κρϑο εδώ μϋςα ό εμϋνα μου φαύνεται;» ρώτηςε ο Κερτ. Ϋταν ϋτοιμοι να γυρύςουν ςτο αρχηγεύο και ο Κερτ όταν γονατιςμϋνοσ με το κεφϊλι γερμϋνο ςτο πλϊι για να ρύξει μια τελευταύα ματιϊ κϊτω απϐ το αμϊξι ηκώθηκε ϐρθιοσ και τύναξε τα γϐνατα του. «Δε λϋω ςη ϋχει παγωνιϊ, αλλϊ κϊνει πολϑ περιςςϐτερο κρϑο απ* ϐςο θα 'πρεπε, δε νομύζεισ;» Ο
- 98 -
ϊντι ςτην πραγματικϐτητα ζεςταινϐταν ςτο πρϐςωπο του ϋτρεχε ιδρώτασ-, αλλϊ μπορεύ να όταν απϐ την ϋνταςη, ϐχι απϐ τη θερμοκραςύα μϋςα ςτο υπϐςτεγο. κϋφτηκε ϐτι το κρϑο που αιςθανϐταν ο Κερτ μπορεύ να όταν ϋνα υπϐλειμμα απϐ αυτϐ που εύχε νιώςει -ό που εύχε νομύςει ϐτι ϋνιωςε- ςτο βενζινϊδικο. Ο Κερτ διϊβαςε εϑκολα τισ ςκϋψεισ του ςτο πρϐςωπο του. «Μπορεύ. Μπορεύ απλώσ να μου φαύνεται ϋτςι. Ανϊθεμα κι αν ξϋρω. Πϊμε να δοϑμε ςτο αρχηγεύο. Μπορεύ να κοιμϊται κϊτω, ςτην αποθόκη. Δε θα όταν η πρώτη φορϊ». Οι δϑο πολιτειακού εύχαν μπει ςτο Τπϐςτεγο Β ϐχι απϐ τισ γκαραζϐπορτεσ αλλϊ απϐ μια μικρό κανονικό πϐρτα με πϐμολο που υπόρχε ςτη δεξιϊ πλευρϊ. Ο Κερτ, αντύ να βγει ϋξω, ςταμϊτηςε ςτο κατώφλι και κούταξε πϊνω απϐ τον ώμο του την Μπιοϑικ. Σο βλϋμμα του, καθώσ ςτεκϐταν δύπλα ςτον τούχο με τα ςφυριϊ, τισ ψαλύδεσ, τισ τςουγκρϊνεσ, τα φτυϊρια και ϋνα ςκαλιςτόρι (το κϐκκινο ΑΑ ςτη λαβό δε ςόμαινε Ανώνυμοι Αλκοολικού αλλϊ Ωρκι Αρκϊνιαν), όταν θυμωμϋνο. χεδϐν εξαγριωμϋνο. «Δεν όταν η ιδϋα μου», εύπε, μιλώντασ περιςςϐτερο ςτον εαυτϐ του παρϊ ςτον ϊντι. «Ϊκανε κρϑο. Δεν κϊνει τώρα, αλλϊ ϋκανε». Ο ϊντι δε μύληςε. «Θα ςου πω κϊτι ϐμωσ», ςυνϋχιςε ο Κερτ. «Αν αυτϐ το αναθεματιςμϋνο πρϊγμα μεύνει εδώ για πολϑ, θ' αγορϊςω ϋνα θερμϐμετρο για εδώ μϋςα. Θα το πληρώςω απϐ την τςϋπη μου αν χρειαςτεύ. Μια ςτιγμό! Κϊποιοσ ϊφηςε ανοιχτϐ το πορτ μπαγκϊζ. Ποιοσ να...» ταμϊτηςε. Κοιτϊχτηκαν και μια ςκϋψη πϋραςε αςτραπιαύα απ' τα μυαλϊ τουσ: Ψραύοι αςτυνομικού εύμαςτε.
- 99 -
Εύχαν κοιτϊξει ςτο εςωτερικϐ τησ Μπιοϑικ και απϐ κϊτω, αλλϊ εύχαν παραβλϋψει το μϋροσ που -ςυμφωνϊ με τισ ταινύεσ τουλϊχιςτον- εύναι ο χώροσ φϑλαξησ πτωμϊτων που προτιμοϑν ϐλοι οι δολοφϐνοι, εραςιτϋχνεσ και επαγγελματύεσ. Πόγαν πϊλι ςτην Μπιοϑικ και ςτϊθηκαν απϐ πύςω, κοιτϊζοντασ τη ςκοτεινό χαραμϊδα του πορτ μπαγκϊζ. «Κϊν' το εςϑ, ϊντι», εύπε ο Κερτ. Η φωνό του όταν ςιγανό, μϐλισ ϋνασ ψύθυροσ. Ο ϊντι δεν όθελε, αλλϊ κατϊλαβε ϐτι ϋπρεπε να το κϊνει -ςε τελικό ανϊλυςη ο Κερτ όταν αρχϊριοσ. Πόρε μια βαθιϊ ανϊςα και ςόκωςε το ςκϋπαςμα του πορτ μπαγκϊζ. ηκώθηκε πολϑ πιο γρόγορα απϐ ϐςο περύμενε. Ακοϑςτηκε ϋνασ μεταλλικϐσ κρϐτοσ ϐταν ϋφταςε ςτο τϋλοσ τησ διαδρομόσ του, αρκετϊ δυνατϐσ για να τουσ κϊνει ν' αναπηδόςουν και οι δϑο. Ο Κερτ ϊρπαξε τον ϊντι με το ϋνα χϋρι και τα δϊχτυλα του όταν τϐςο κρϑα που ο ϊντι κϐντεψε να ξεφωνύςει. Ο ανθρώπινοσ νουσ εύναι ςυχνϊ ιςχυρϐ και αναξιϐπιςτο μηχϊνημα. Ο ϊντι όταν τϐςο ςύγουροσ ϐτι θα ϋβριςκαν τον Ϊνισ Ρϊφερτι μϋςα ςτο πορτ μπαγκϊζ τησ Μπιοϑικ, ώςτε για μια ςτιγμό εύδε το πτώμα: κουλουριαςμϋνο ςε εμβρυακό ςτϊςη με τζιν και ϊςπρο πουκϊμιςο, ςαν να το 'χε αφόςει ϋνασ πληρωμϋνοσ δολοφϐνοσ τησ Μαφύασ ςτο πορτ μπαγκϊζ μιασ κλεμμϋνησ Λύνκολν. Αλλϊ αυτϐ που εύδαν ςτην πραγματικϐτητα οι δυο πολιτειακού όταν μϐνο ςκιϋσ. Σο πορτ μπαγκϊζ τησ Μπιοϑικ όταν ϊδειο. Δεν υπόρχε τύποτε εκεύ, εκτϐσ απϐ ϋνα ςτρώμα καφϋ μοκϋτασ χωρύσ οϑτε ϋνα εργαλεύο ό ϋνα λεκϋ πϊνω τησ. Ϊμειναν αμύλητοι για λύγο και μετϊ ο Κερτ ϋβγαλε ϋναν παρϊξενο όχο, κϊτι ςαν καγχαςμϐ ό αγανακτιςμϋνο ξεφυςημα. «Ϊλα», εύπε. «Πϊμε να φϑγουμε.
- 100 -
Και κλεύς' το καλϊ αυτϐ το πρϊγμα. Μου 'κϐψε τη χολό, το αναθεματιςμϋνο». «Κι εμϋνα», εύπε ο ϊντι, κι ϋκλειςε το πορτ μπαγκϊζ με δϑναμη. Ακολοϑθηςε τον Κερτ μϋχρι την πϐρτα που βριςκϐταν δύπλα ςτον τούχο με τα εργαλεύα. Ο Κϋρτισ κούταξε πϊλι πύςω του. «Πολϑ μυςτόριο πρϊμα», εύπε ςιγανϊ. «Ναι», ςυμφώνηςε ο ϊντι. «Εύναι τελεύωσ γαμημϋνο, ε;» «Εύναι, μικρϋ, ςύγουρα εύναι, αλλϊ ο ςυνϊδελφοσ ςου δεν εύναι μϋςα. οϑτε πουθενϊ εδώ γϑρω. Αυτϐ εύναι ςύγουρο». Ο Κερτ δεν ϋδωςε προςοχό ςτη λϋξη μικρϋ. Η εποχό που όταν ο μικρϐσ εύχε παρϋλθει και το όξεραν και οι δυο τουσ. Κούταζε ακϐμη το αμϊξι, τϐςο λεύο και ϊνετο και εκεύ μπροςτϊ τουσ. Σα μϊτια του εύχαν γύνει δυο ςτενϋσ ςχιςμϋσ, αφόνοντασ να διαφαύνονται μϐνο δυο λεπτϋσ γραμμϋσ γαλϊζιου. «Εύναι ςχεδϐν ςαν να μιλϊει. Δηλαδό, εντϊξει, ξϋρω ϐτι εύναι τησ φανταςύασ μου... » «ύγουρα». «Αλλϊ ςχεδϐν το ακοϑω. αν να μουρμουρύζει». «ταμϊτα, πριν αρχύςω να φοβϊμαι». «Θεσ να πεισ ϐτι δε φοβϊςαι όδη;» Ο ϊνα προτύμηςε να μην απαντόςει. «Πϊμε, εντϊξει;» Βγόκαν ϋξω, και ο Κερτ ϋριξε ϊλλη μια τελευταύα ματιϊ πριν κλεύςει την πϐρτα. Ανϋβηκαν και κούταξαν ςτον πϊνω ϐροφο του αρχηγεύου, ϐπου υπόρχε ϋνα λύβινγκ ρουμ και, πύςω απϐ μια
- 101 -
μπλε κουρτύνα, μια κρεβατοκϊμαρα με τϋςςερα ρϊντζα. το ςαλϐνι, ο Ωντι Κολοϑτςι ϋβλεπε μια κωμικό ςειρϊ ςτην τηλεϐραςη και ςτην κρεβατοκϊμαρα κοιμοϑνταν δυο αςτυνομικού που εύχαν τη νυχτερινό βϊρδια. Ο ϊντι το κατϊλαβε απϐ τα ροχαλητϊ, αλλϊ τρϊβηξε και την κουρτύνα για να βεβαιωθεύ. Ναι, δϑο ϊτομα, ο ϋνασ ροχϊλιζε απαλϊ απϐ τη μϑτη, και ο ϊλλοσ βαριϊ με ανοιχτϐ το ςτϐμα. Ο Ϊνισ πουθενϊ. Ο ϊντι δεν περύμενε να τον βρει εκεύ. ήταν όθελε να κοιμηθεύ ο Ϊνισ, ςυνόθωσ πόγαινε ςτην αποθόκη ςτο υπϐγειο και κοιμϐταν ςε ϋνα παλιϐ περιςτρεφϐμενο κϊθιςμα που ταύριαζε τϋλεια με ϋνα μεταλλικϐ γραφεύο απϐ την εποχό του Δευτϋρου Παγκοςμύου Πολϋμου, αφοϑ πρώτα ϋβαζε το παλιϐ ραδιϐφωνο ςτο ρϊφι να παύζει απαλϊ χορευτικό μουςικό. Εκεύνο το βρϊδυ ϐμωσ ο Ϊνισ δεν όταν ςτην αποθόκη. Σο ραδιϐφωνο όταν ςβηςτϐ και το κϊθιςμα με το μαξιλϊρι ϊδειο. Δεν όταν οϑτε ςτα δωματιϊκια τησ αποθόκησ, που όταν κακοφωτιςμϋνα και τρομακτικϊ ςαν κελιϊ ςε μπουντροϑμι. Τπόρχαν τρεισ τουαλϋτεσ ςυνολικϊ ςτο κτύριο, ςυν μύα ανοξεύδωτη χωρύσ καπϊκι ςτο κρατητόριο. Ο Ϊνισ δεν όταν κρυμμϋνοσ ςε καμύα απϐ τισ τρεισ. Δεν όταν οϑτε ςτο κουζινϊκι οϑτε ςτο κϋντρο επικοινωνιών οϑτε ςτο γραφεύο του ΠΑ, που όταν ϊδειο, με την πϐρτα ανοιχτό και τα φώτα ςβηςτϊ. το μεταξϑ εύχε ϋρθει και ο Φϊντι Ρϊγιερ. Ο ήρβιλ Γκϊρετ εύχε φϑγει για το ςπύτι του (μϊλλον εύχε φοβηθεύ μόπωσ ερχϐταν ςτο αρχηγεύο η αδερφό του Ϊνισ), και εύχε αφόςει τον Μύςτερ Ντύλον ςτον Φϊντι -ϋτςι όταν εκεύ και το ςκυλύ. Ο Κερτ του εξόγηςε τι ϋκαναν και γιατύ. Ο Φϊντι κατϊλαβε αμϋςωσ τι ςόμαινε μια τϋτοια εξαφϊνιςη. Εύχε ϋνα μεγϊλο,
- 102 -
πλατϑ πρϐςωπο που θϑμιζε αγρϐτη, αλλϊ δεν όταν καθϐλου βλϊκασ. Οδόγηςε τον Ντύλον ςτο ντουλϊπι του Ϊνισ και τον ϊφηςε να μυρύςει μϋςα, πρϊγμα που ο ςκϑλοσ ϋκανε με μεγϊλο ενδιαφϋρον. ' αυτϐ το ςημεύο όρθαν μαζύ τουσ και ο Ωντι Κολοϑτςι και δυο ϊλλοι πολιτειακού που όταν εκτϐσ υπηρεςύασ και εύχαν ϋρθει κι αυτού για να ρύξουν μια ματιϊ ςτην Μπιοϑικ. Βγόκαν ϋξω, χωρύςτηκαν ςε δϑο ομϊδεσ και ϋκαναν τον κϑκλο του κτιρύου απϐ διαφορετικό κατεϑθυνςη φωνϊζοντασ τον Ϊνισ. Εύχε ακϐμη αρκετϐ φωσ, αλλϊ ο ουρανϐσ εύχε αρχύςει να κοκκινύζει. τη μύα ομϊδα όταν ο Κερτ, ο Φϊντι, ο Ντύλον και ο ϊνα. Ο Ντύλον περπατοϑςε αργϊ, μυρύζοντασ τα πϊντα, αλλϊ τη μϐνη φορϊ που ϋδειξε να ζωηρεϑει ακολοϑθηςε μια οςμό που τον οδόγηςε κατευθεύαν ςτο Γκρϋμλιν του Ϊνισ. Σύποτε. την αρχό ϋνιωθαν ανϐητοι που φώναζαν ϋτςι τον Ϊνισ, αλλϊ ϐταν πια τα παρϊτηςαν και ξαναμπόκαν μϋςα, τα ςυναιςθόματα τουσ όταν ολωςδιϐλου διαφορετικϊ. Αυτϐ όταν το τρομακτικϐ, ϐτι πολϑ γρόγορα ϋπαψαν να νιώθουν ανϐητοι που φώναζαν και ϊρχιςαν να το αντιμετωπύζουν ςοβαρϊ. «Ασ πϊμε τον Ντύλον ςτο υπϐςτεγο να δοϑμε τι θα μυρύςει εκεύ», εύπε ο Κερτ . «Αποκλεύεται», απϊντηςε ο Φϊντι. «Δεν του αρϋςει το αμϊξι». «Ϊλα τώρα, ο Ϊνισ εύναι ςυνεργϊτησ μου. Ωλλωςτε μπορεύ ο Ντύλον να ϋχει διαφορετικϊ ςυναιςθόματα για το αμϊξι τώρα». Αλλϊ ο Ντύλον εύχε ακριβώσ τα ύδια ςυναιςθόματα. Ϋταν μια χαρϊ ϐςο βρύςκονταν ϋξω απϐ το υπϐςτεγο, και μϊλιςτα ϊρχιςε να τραβϊει το λουρύ του καθώσ οι αςτυνομικού
- 103 -
πληςύαςαν ςτην πλαώνό πϐρτα. Εύχε ςκυμμϋνο το κεφϊλι και η μϑτη του ςχεδϐν ςερνϐταν ςτην ϊςφαλτο. Ϊδειξε ακϐμη μεγαλϑτερο ενδιαφϋρον ϐταν ϋφταςαν ςτην πϐρτα. Ϋταν φανερϐ ϐτι εύχε πιϊςει την οςμό του Ϊνισ. Μετϊ ο Κϋρτισ ϊνοιξε την πϐρτα και ο Ντύλον ξϋχαςε εντελώσ τι ϋψαχνε να βρει. Ωρχιςε να ουρλιϊζει αμϋςωσ και καμποϑριαςε πϊλι ςαν να τον εύχαν πιϊςει κρϊμπεσ. Η γοϑνα του ορθώθηκε ςαν φτερϊ παγονιοϑ και κατοϑρηςε ςτο κατώφλι και ςτο τςιμεντϋνιο δϊπεδο του υπϐςτεγου. Ωρχιςε να τραβϊει το λουρύ που κρατοϑςε ο Φϊντι, ουρλιϊζοντασ ακϐμη και προςπαθώντασ με αυτϐ τον τρελϐ, απρϐθυμο τρϐπο να μπει μϋςα. Σο ςιχαινϐταν και το φοβϐταν, αυτϐ όταν ολοφϊνερο απϐ τη ςυμπεριφορϊ του και απϐ τα τρελϊ του μϊτια, και παρ' ϐλ' αυτϊ προςπαθοϑςε να το πληςιϊςει. «Εντϊξει, τϋλοσ πϊντων! Απλώσ βγϊλ' τον ϋξω!» φώναξε ο Κερτ. Μϋχρι εκεύνη τη ςτιγμό εύχε διατηρόςει πλόρωσ την ψυχραιμύα του, αλλϊ όταν δϑςκολη μϋρα και τα ψυχικϊ αποθϋματα του εύχαν φτϊςει ςτα ϐρια τουσ. «Δε φταύει αυτϐσ», εύπε ο Φϊντι, αλλϊ, πριν προλϊβει να πει τύποτε ϊλλο, ο Ντύλον ςόκωςε το ρϑγχοσ του ψηλϊ και αλϑχτηςε πϊλι... Μϐνο που ακοϑςτηκε περιςςϐτερο ςαν ουρλιαχτϐ πϐνου. Σο ςκυλύ ϋκανε ϊλλο ϋνα τρεμϊμενο βόμα μπροςτϊ, τραβώντασ με δϑναμη το χϋρι του Φϊντι, ςαν ςημαύα ςτον ϊνεμο. Εύχε μπει μϋςα ςτο υπϐςτεγο τώρα, αλυχτώντασ και κλαψουρύζοντασ, προχωρώντασ προσ το αμϊξι και κατουρώντασ ταυτϐχρονα ςαν κουτϊβι. Κατουρώντασ απϐ τρϐμο.
- 104 -
«Σο ξϋρω ϐτι δε φταύει!» εύπε ο Κερτ. «Εύχεσ δύκιο, θα ςου δώςω και ϋγγραφη ςυγνώμη αν θϋλεισ, αλλϊ παρ' τον απϐ δω!» Ο Φϊντι προςπϊθηςε να τραβόξει τον Μύςτερ Ντύλον ϋξω, αλλϊ όταν μεγϊλο ςκυλύ, γϑρω ςτα ςαρϊντα κιλϊ, και δεν όθελε να βγει. Φρειϊςτηκε να βοηθόςει και ο Κερτ για να τον ςπρώξουν προσ τα ϋξω. Σελικϊ τον ϋςυραν πεςμϋνο ςτο πλευρϐ, καθώσ πϊλευε και οϑρλιαζε και δϊγκωνε τον αϋρα. Ϋταν ςαν να τραβοϑςεσ ϋνα ςακύ γεμϊτο αγριϐγατεσ, θα ϋλεγε αργϐτερα ο ϊντι. ήταν ϋβγαλαν επιτϋλουσ ϋξω το ςκυλύ, ο Κερτ ϋκλειςε την πϐρτα. Αμϋςωσ ο Μύςτερ Ντύλον ηςϑχαςε, ϋπαψε να παλεϑει. Ϋταν λεσ και γϑριςε ϋνασ διακϐπτησ μϋςα ςτο κεφϊλι του. Ϊμεινε ϋτςι πεςμϋνοσ ςτο πλϊι για λύγο, ςαν να όθελε να πϊρει μια ανϊςα, και μετϊ ςηκώθηκε ϐρθιοσ. Κούταξε τουσ αςτυνομικοϑσ με ϋνα απορημϋνο βλϋμμα που ϋμοιαζε να λϋει: «Σι ϋγινε, παιδιϊ; Σα πόγαινα μια χαρϊ και μετϊ ςαν να ϋπαθα μπλακϊουτ». «Δεν εύμαςτε καλϊ...» εύπε ο Φϊντι με ςιγανό φωνό. «Πόγαινε τον πύςω ςτο αρχηγεύο», εύπε ο Κερτ. «Ϋταν λϊθοσ μου που ςου ζότηςα να τον βϊλεισ εκεύ μϋςα, αλλϊ ανηςυχώ πολϑ για τον Ϊνισ». Ο Φϊντι πόγε πύςω ςτο κτύριο το ςκυλύ, που τώρα ϋδειχνε μια χαρϊ, και ςταμϊτηςε μϐνο μια ςτιγμό για να μυρύςει τα παποϑτςια τησ δεϑτερησ ομϊδασ που εύχε κϊνει το γϑρο του κτιρύου. Μαζύ τουσ όταν και μερικού ϊλλοι αςτυνομικού, που ϊκουςαν τον Ντύλον να ουρλιϊζει και όρθαν να δουν τ ι ςυνϋβαινε. «Ωντε, παιδιϊ», τουσ εύπε ο ϊντι, και μετϊ πρϐςθεςε αυτϐ που ϋλεγαν πϊντα ςτουσ περύεργουσ που μαζεϑονταν μετϊ απϐ ϋνα ατϑχημα. «Η παρϊςταςη τελεύωςε».
- 105 -
Μπόκαν ςτο αρχηγεύο, ενώ ο Κερτ και ο ϊντι τουσ παρακολουθοϑςαν απϐ την κλειςτό πϐρτα του υπϐςτεγου. Μετϊ απϐ λύγο ο Φϊντι ξαναβγόκε χωρύσ τον Ντύλον. Ο ϊνη εύδε τον Κερτ να πιϊνει το πϐμολο τησ πϐρτασ του υπϐςτεγου και ϋνιωςε μια αύςθηςη τρϐμου και ϋνταςησ να υψώνεται μϋςα του ςαν κϑμα. Ϋταν η πρώτη φορϊ που το ϋνιωθε αυτϐ, αλλϊ δε θα όταν η τελευταύα. τα εύκοςι τϐςα χρϐνια που ακολοϑθηςαν εκεύνη τη μϋρα, θα ϋμπαινε ςτο Τπϐςτεγο Β δεκϊδεσ φορϋσ, αλλϊ ποτϋ χωρύσ να υψωθεύ μϋςα του αυτϐ το ςκοτεινϐ φανταςτικϐ κϑμα, ποτϋ χωρύσ να διαιςθϊνεται ϐτι υπόρχε κϊτι το φρικτϐ και αποτρϐπαιο, που το ϋβλεπε φευγαλϋα για μια ςτιγμό, ςαν με την ϊκρη του ματιοϑ του. ήχι ϐτι η φρύκη παρϋμεινε αϐρατη. Γιατύ τελικϊ εύδαν πολλϊ τα μϊτια τουσ. Μπόκαν ςτο υπϐςτεγο οι τρεισ τουσ, με τα παποϑτςια τουσ να τρύζουν ςτο βρϐμικο τςιμϋντο. Ο ϊντι ϊναψε τα φώτα απϐ τουσ διακϐπτεσ δύπλα ςτην πϐρτα και μϋςα ςτη δυνατό λϊμψη των γυμνών γλϐμπων η Μπιοϑικ ϋμοιαζε ςαν κομμϊτι ςκηνικοϑ που ϋχει μεύνει ςε ϊδεια ςκηνό θεϊτρου, ό ςαν το μοναδικϐ ϋργο τϋχνησ ςε μια γκαλερύ που την ϋχουν διακοςμόςει ςαν γκαρϊζ για την ϋκθεςη. Πώσ να το πεισ ϋνα τϋτοιο πρϊγμα; αναρωτόθηκε ο ϊντι. Εκεύνο που του όρθε όταν Απϐ μια Μπιοϑικ 8, ύςωσ επειδό ο Μπομπ Ντύλαν εύχε ϋνα τραγοϑδι με παρϐμοιο τύτλο. Σο ρεφρϋν αντηχοϑςε μϋςα ςτο μυαλϐ του καθώσ κούταζαν το αμϊξι, τονύζοντασ εκεύνη την αύςθηςη του τρϐμου: Κι αν πεθϊνω, ξϋρω ϐτι ςύγουρα θα μου βϊλει μια κουβϋρτα ςτο κρεβϊτι. Σο αμϊξι ςτεκϐταν εκεύ, με τα φανϊρια του να κοιτϊζουν και το χαμογελαςτϐ του ψυγεύο να χλευϊζει. Καθϐταν πϊνω ςτα χοντρϊ και πολυτελό
- 106 -
αςπρϐμαυρα λϊςτιχα, και μϋςα υπόρχε ϋνα ταμπλϐ γεμϊτο απϐ ψεϑτικα κουμπιϊ κι ϋνα τιμϐνι ςχεδϐν αρκετϊ μεγϊλο για να πιλοτϊρεισ πειρατικϐ πλούο. Τπόρχε κϊτι που ϋκανε το ςκυλύ τησ Διμοιρύασ να ουρλιϊζει απϐ τρϐμο και ταυτϐχρονα να πληςιϊζει ςαν να βριςκϐταν ςτην αρπϊγη κϊποιου εκςτατικοϑ μαγνητιςμοϑ. Αν ϋκανε κρϑο εκεύ μϋςα πριν, τώρα η θερμοκραςύα όταν κανονικό. Ο ϊντι ϋβλεπε τον ιδρώτα να γυαλύζει ςτα πρϐςωπα των ϊλλων και τον ϋνιωθε να κυλϊ και ςτο δικϐ του. Σελικϊ το εύπε ο Φϊνο, κι αυτϐ ϋκανε τον ϊντι Ντύαρμπορν να νιώςει ανακοϑφιςη. Σο ϋνιωθε και ο ύδιοσ, αλλϊ δε θα μποροϑςε ποτϋ να εκφρϊςει αυτϐ το ςυναύςθημα με λϐγια. Ϋταν εξωφρενικϐ. «Σο γαμημϋνο τον ϋφαγε», εύπε ο Φϊντι με απϐλυτη βεβαιϐτητα. «Δεν ξϋρω πώσ εύναι δυνατϐ αυτϐ, αλλϊ μου φαύνεται ϐτι όρθε εδώ μϐνοσ του για να ρύξει ϊλλη μια ματιϊ κι αυτϐ... με κϊποιο τρϐπο... τον ϋφαγε». «Μασ παρακολουθεύ», εύπε ο Κερτ. «Σο νιώθετε;» Ο ϊντι κούταξε τα γυϊλινα φανϊρια-μϊτια. Κούταξε το γυρτϐ χλευαςτικϐ ςτϐμα με τα νικελϋνια δϐντια. Σα διακοςμητικϊ ςχόματα ςτα πλευρϊ του, που θα μποροϑςαν ςχεδϐν να εύναι μαλλιϊ. Ϊνιωθε κϊτι, αυτϐ όταν ςύγουρο. Μπορεύ να μην όταν τύποτε παραπϊνω απϐ παιδιϊςτικο δϋοσ για το ϊγνωςτο, ο τρϐμοσ που νιώθουν τα παιδιϊ ϐταν ςτϋκονται μπροςτϊ ςε ϋνα ςπύτι και αιςθϊνονται μϋςα ςτην καρδιϊ τουσ ϐτι εύναι ςτοιχειωμϋνο. Ϋ μπορεύ να όταν ϐντωσ αυτϐ που εύπε ο Κερτ. Μπορεύ να τουσ παρακολουθοϑςε. Να αναμετροϑςε την απϐςταςη.
- 107 -
Σο κούταζαν ςχεδϐν χωρύσ ν' αναςαύνουν. Καθϐταν εκεύ, ϐπωσ θα καθϐταν για τϐςα χρϐνια ακϐμη ςτο μϋλλον, ενώ πρϐεδροι ϋρχονταν κι ϋφευγαν, ενώ οι δύςκοι αντικαταςτϊθηκαν απϐ τα CD, ενώ το χρηματιςτόριο ανϋβηκε και δϑο ουρανοξϑςτεσ ϋπεςαν, ενώ ςταρ του κινηματογρϊφου ζοϑςαν και πϋθαιναν, και ενώ αςτυνομικού ϋρχονταν κι ϋφευγαν απϐ τη Διμοιρύα Δ. Καθϐταν εκεύ, τϐςο υπαρκτϐ· ςαν τισ πϋτρεσ και τα τριαντϊφυλλα. Και ςε κϊποιο βαθμϐ ϋνιωςαν ϐλοι αυτϐ που εύχε νιώςει ο Μύςτερ Ντύλον: την ϋλξη του. τουσ μόνεσ που ακολοϑθηςαν, όταν πολϑ ςυνηθιςμϋνο να βλϋπεισ μερικοϑσ πολιτειακοϑσ να ςτϋκονται εκεύ δύπλα δύπλα, μπροςτϊ ςτο Τπϐςτεγο Β. τϋκονταν με τα χϋρια ςαν παρωπύδεσ ςτο πρϐςωπο για να βλϋπουν μϋςα απϐ τα παρϊθυρα που διϋτρεχαν ϐλη την μπροςτινό μεγϊλη γκαραζϐπορτα. Θϑμιζαν αργϐςχολουσ περαςτικοϑσ που χαζεϑουν ςε οικοδομό. Μερικϋσ φορϋσ ϋμπαιναν και μϋςα (ποτϋ μϐνοι ϐμωσ, ςτο Τπϐςτεγο Β επικρατοϑςε πϊντα η λογικό τησ ομϊδασ), και πϊντα ϋδειχναν νεϐτεροι ϐταν το ϋκαναν αυτϐ, ςαν μικρϊ παιδιϊ που πϊνε ςτο νεκροταφεύο τησ περιοχόσ επειδό ϋχουν βϊλει ςτούχημα. Ο Κερτ ξερϐβηξε. Ο όχοσ ϋκανε τουσ ϊλλουσ δϑο ν' αναπηδόςουν, και μετϊ να γελϊςουν νευρικϊ. «Πϊμε μϋςα να τηλεφωνόςουμε ςτον αρχιφϑλακα», εύπε, και αυτό τη φορϊ
- 108 -
Σώρα : ϊντι «...και αυτό τη φορϊ δεν εύπα τύποτε. Σον ακολοϑθηςα ςαν καλϐ παιδύ». Ο λαιμϐσ μου εύχε ςτεγνώςει. Κούταξα το ρολϐι μου και δεν ϋνιωςα μεγϊλη ϋκπληξη ϐταν εύδα ϐτι εύχε περϊςει πϊνω απϐ μύα ώρα. Δεν εύχε ςημαςύα ϐμωσ, όμουν εκτϐσ υπηρεςύασ. Ο ουρανϐσ ςκοτεύνιαζε, αλλϊ τα μπουμπουνητϊ εύχαν απομακρυνθεύ προσ το νϐτο. «Οι παλιϋσ καλϋσ μϋρεσ», εύπε κϊποιοσ, και ο τϐνοσ του όταν θλιμμϋνοσ και εϑθυμοσ ταυτϐχρονα, ϋνα κϐλπο που μϐνο οι Εβραύοι και οι Ιρλανδού μποροϑν να το κϊνουν. «Νομύζαμε ϐτι θα εύμαςτε νϋοι αιώνια, ε;» Γϑριςα και εύδα τον Φϊντι Ρϐγιερ, ντυμϋνο τώρα με πολιτικϊ, να κϊθεται αριςτερϊ απϐ τον Νεντ. Δεν εύχα πϊρει εύδηςη πϐτε εύχε ϋρθει. Εύχε πϊντα εκεύνο το τύμιο πρϐςωπο του αγρϐτη, ϐπωσ και το 1979, αλλϊ τώρα υπόρχαν ρυτύδεσ δύπλα ςτο ςτϐμα του, τα μαλλιϊ του όταν γκρύζα και εύχαν υποχωρόςει ςαν να τα παρϋςυρε η ϊμπωτη, αποκαλϑπτοντασ ϋνα μεγϊλο γυαλιςτερϐ κοϑτελο. Πρϋπει να όταν ςτην ύδια ηλικύα που εύχε ο Ϊνισ Ρϊφερτι ϐταν εξαφανύςτηκε. Σα ςχϋδια του Φϊντι για ϐταν θα ϋβγαινε ςτη ςϑνταξη όταν να πϊρει ϋνα Γουινεμπϋιγκο και να επιςκϋπτεται τα παιδιϊ και τα εγγϐνια του. Απϐ ϐ,τι εύχα καταλϊβει όταν διαςκορπιςμϋνα παντοϑ, ακϐμη και ςτην Κομητεύα Μανιτϐμπα. Αν τον ρωτοϑςεσ -ό ακϐμη κι αν δεν τον ρωτοϑςεσ-, ςου ϋδειχνε ϋνα χϊρτη των Ηνωμϋνων Πολιτειών με ϐλεσ τισ δυνατϋσ διαδρομϋσ ςημειωμϋνεσ με κϐκκινο. «Ναι», εύπα. «Ϊτςι νομύζαμε. Πϐτε όρθεσ, Φϊντι;» «Α, περνοϑςα και ςε ϊκουςα που μιλοϑςεσ για τον Μύςτερ Ντύλον. Ϋταν καλϐ ςκυλϊκι, ε; θυμϊςτε που αν κϊποιοσ ϋλεγε "υλλαμβϊνεςαι" ξϊπλωνε ανϊςκελα;»
- 109 -
«Ναι», εύπα και χαμογελϊςαμε ο ϋνασ ςτον ϊλλο, ϐπωσ κϊνουν οι ϊντρεσ ϐταν μιλϊνε για ϋρωτα ό για τα παλιϊ. «Σι απϋγινε ο Ντύλον;» ρώτηςε ο Νεντ. «Σα κακϊρωςε», απϊντηςε ο Φϊντι. «Σον θϊψαμε εγώ και ο Ϊντι Σζακιμπουϊ εκεύ πϋρα». 'Εδειξε μια ϋκταςη με θϊμνουσ που απλωνϐταν ςε ϋνα λϐφο βϐρεια απϐ το αρχηγεύο. «Πρϋπει να πηγαύνουν δεκαπϋντε χρϐνια τώρα. Ϊτςι δεν εύναι, ϊντι;» Απϊντηςα με ϋνα καταφατικϐ νεϑμα. Βαςικϊ ϋκλεινε δεκατϋςςερα χρϐνια ςχεδϐν ςαν ςόμερα. «Πρϋπει να εύχε γερϊςει, ε;» ρώτηςε ο Νεντ. «Εύχε αρχύςει να γερνϊει, ναι, αλλϊ...» «Σον δηλητηρύαςαν», εύπε ο Φϊντι με μια τραχιϊ θυμωμϋνη φωνό, και μετϊ ςώπαςε. «Αν θϋλεισ ν' ακοϑςεισ την υπϐλοιπη ιςτορύα...» εύπα. «Ναι, θϋλω», εύπε αμϋςωσ ο Νεντ. «...Σώρα: θα 'πρεπε να βρϋξω λύγο το ςτϐμα μου». Πόγα να ςηκωθώ, αλλϊ εκεύνη τη ςτιγμό ϋφταςε η ύρλεώ με ϋνα δύςκο ςτα χϋρια. Πϊνω εύχε ϋνα πιϊτο με χοντρϊ ςϊντουιτσ -ζαμπϐν και τυρύ, ροςμπύφ, κοτϐπουλο-και μια μεγϊλη κανϊτα με παγωμϋνο τςϊι. «Κϊτςε κϊτω, ϊντι», εύπε. «Ϊχω φροντύςει εγώ για ςϋνα». «Σι ϋγινε, διαβϊζεισ και τη ςκϋψη τώρα;» Η ύρλεώ χαμογϋλαςε και ϊφηςε το δύςκο ςτο παγκϊκι. «ήχι· Απλώσ ξϋρω ϐτι οι ϊντρεσ διψϊνε ϐταν μιλοϑν, και ϐτι πεινοϑν πϊντα. Ακϐμη και οι κυρύεσ πεινοϑν και διψοϑν πϐτε πϐτε, ϐςο απύςτευτο κι αν ςασ φαύνεται. Σρώτε, παιδιϊ, κι ϐςο για ςϋνα, Νεντ Γουύλκοξ, θα φασ τουλϊχιςτον δϑο ςϊντουιτσ. Εύςαι πολϑ αδϑνατοσ».
- 110 -
Κοιτϊζοντασ το φορτωμϋνο δύςκο θυμόθηκα τον Μπύμπι Ροθ να μιλϊ με τον Σϐνι και τον Ϊνισ ενώ τα μϋλη του ςυνεργεύου του -τα παιδιϊ του, ϐχι πολϑ μεγαλϑτερα απϐ ϐ,τι όταν ο Νεντ τώρα- ϋπιναν παγωμϋνο τςϊι κι ϋτρωγαν ςϊντουιτσ φτιαγμϋνα ςτο ύδιο κουζινϊκι. Ϋταν ακριβώσ το ύδιο ακϐμη· το μϐνο που εύχε αλλϊξει όταν το χρώμα που εύχαν τα πλακϊκια ςτο δϊπεδο και ο φοϑρνοσ μικροκυμϊτων. Νομύζω ϐτι και ο χρϐνοσ εύναι δεμϋνοσ με αλυςύδεσ. «Εντϊξει, θα φϊω», εύπε ο Νεντ. Σησ χαμογϋλαςε, αλλϊ ϐχι αυθϐρμητα, μϊλλον απϐ καθόκον. Κούταζε ςυνϋχεια ςτο Τπϐςτεγο Β. Εύχε μαγευτεύ απ' αυτϐ το πρϊγμα, ϐπωσ και τϐςοι ϊλλοι με το πϋραςμα των χρϐνων. Για να μη μιλόςουμε και για ϋνα καλϐ ςκυλύ. Και καθώσ ϋπινα το πρώτο μου ποτόρι παγωμϋνο τςϊι, και το ϋνιωθα να κατεβαύνει κρϑο και απολαυςτικϐ ςτο ςτεγνωμϋνο λαιμϐ μου, με μπϐλικη αληθινό ζϊχαρη και ϐχι αυτό την απαύςια τεχνητό αηδύα, αναρωτόθηκα αν βοηθοϑςα τον Νεντ Γουύλκοξ με αυτϊ που του ϋλεγα. Και αν θα πύςτευε τα υπϐλοιπα που εύχα να του πω. Μπορεύ να ςηκωνϐταν και να ϋφευγε ςκουντοϑφλησ και θυμωμϋνοσ, πιςτεϑοντασ ϐτι ϋπαιζα μ' αυτϐν και τη θλύψη του. Δεν όταν απύθανο. Βϋβαια, ο Φϊντι, ο Ωρκι και ο Υιλ θα επιβεβαύωναν τα λϐγια μου, το ύδιο και η ύρλεώ. Δεν όταν εκεύ ϐταν όρθε η Μπιοϑικ ςτη Διμοιρύα, αλλϊ εύχε δει πολλϊ -και εύχε κϊνει πολλϊ- απϐ Σώρα: που διορύςτηκε αξιωματικϐσ επικοινωνιών ςτα μϋςα τησ δεκαετύασ του ογδϐντα. ήμωσ, ο μικρϐσ μπορεύ και πϊλι να μην τα πύςτευε. Παραόταν πολλϊ για να τα χωνϋψει κανεύσ. Σώρα ϐμωσ όταν αργϊ για να κϊνω πύςω. «Σι ϋγινε με τον Ϊνισ Ρϊφερτι;» ρώτηςε ο Νεντ.
- 111 -
«Σύποτε», απϊντηςε ο Φϊντι. «Δεν κολλόςανε καν αφύςεσ με τη φϊτςα του ςτα ςοϑπερ μϊρκετ». Ο Νεντ τον κούταξε αβϋβαια, χωρύσ να εύναι ςύγουροσ αν ο Φϊντι αςτειευϐταν ό ϐχι. «Σύποτε», επανϋλαβε ο Φϊντι, πιο όςυχα αυτό τη φορϊ. «Αυτϐ εύναι το χειρϐτερο με τισ εξαφανύςεισ, αγϐρι μου. Αυτϐ που ςυνϋβη ςτον πατϋρα ςου όταν τρομερϐ, και δε θα προςπαθόςω να ςε πεύςω για το αντύθετο. Αλλϊ τουλϊχιςτον ξϋρεισ. Εύναι κι αυτϐ κϊτι, ϋτςι δεν εύναι; Τπϊρχει ϋνα μϋροσ ϐπου μπορεύσ να πασ και ν' αφόςεισ λουλοϑδια. Ϋ να πασ το γρϊμμα απϐ το κολϋγιο». «Αυτϐ που λεσ δεν εύναι παρϊ ϋνασ τϊφοσ», εύπε ο Νεντ. Μιλοϑςε με μια παρϊξενη υπομονό που με ϋκανε ν' ανηςυχόςω. «Τπϊρχει ϋνα κομμϊτι χώμα, και ϋνα κουτύ απϐ κϊτω, και μϋςα ςτο κουτύ υπϊρχει κϊτι που εύναι ντυμϋνο με τη ςτολό του πατϋρα μου, αλλϊ δεν εύναι ο πατϋρασ μου». «Ξϋρεισ ϐμωσ τι του ςυνϋβη», επϋμεινε ο Φϊντι. «Με τον Ϊνισ...» Ωπλωςε τα χϋρια του με τισ παλϊμεσ προσ τα κϊτω, ϑςτερα τισ γϑριςε προσ τα πϊνω, ςαν ταχυδακτυλουργϐσ που ολοκληρώνει ϋνα κϐλπο. Ο Ωρκι εύχε πϊει μϋςα, μϊλλον ςτην τουαλϋτα, και τώρα τον εύδα να γυρύζει και να κϊθεται. «ήλα όςυχα;» ρώτηςα. «Και ναι και ϐχι, αρχιφϑλακα. Η τεφ μου εύπε να ςου πω ϐτι γύνονται πϊλι εκεύνεσ οι παρεμβολϋσ ςτον αςϑρματο, εκεύνεσ οι ςϑντομεσ. Ξϋρεισ τι εννοώ. Επύςησ η δορυφορικό κεραύα καποϑτ. την οθϐνη τησ τηλεϐραςησ υπϊρχει μϐνο η ϋνδειξη ΑΝΑΖΗΣΗΗ ΗΜΑΣΟ, ΠΕΡΙΜΕΝΕΣΕ». Η τεφ όταν η τϋφανι Κολοϑτςι, η αντικαταςτϊτρια ησ ύρλεώ ςτη δεϑτερη βϊρδια, ανιψιϊ του Ωντι Κολοϑτςι.
- 112 -
ήςο για τη δορυφορικό κεραύα, την εύχαμε πληρώςει απϐ την τςϋπη μασ, ϐπωσ και τα ϐργανα γυμναςτικόσ ςτη γωνύα του πϊνω ορϐφου (πριν απϐ ϋνα δυο χρϐνια κϊποιοσ ϋβαλε μια αφύςα ςτον τούχο δύπλα ςτα βϊρη, με μερικοϑσ φανατικοϑσ ποδηλϊτεσ να κϊνουν γυμναςτικό ςτο προαϑλιο τησ φυλακόσ ςτο αμπϋν -ΔΕΝ ΚΑΝΟΤΝ ΠΟΣΕ ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ, ϋγραφε απϐ κϊτω). Ανταλλϊξαμε ϋνα βλϋμμα με τον Ωρκι, και μετϊ κοιτϊξαμε το Τπϐςτεγο Β. Αν ο φοϑρνοσ μικροκυμϊτων δεν τα εύχε παύξει ακϐμη, θα τα ϋπαιζε ςε λύγο. Μπορεύ να μϋναμε χωρύσ ηλεκτρικϐ και τηλϋφωνο, αν και εύχε περϊςει αρκετϐσ καιρϐσ απϐ την τελευταύα φορϊ που εύχε γύνει αυτϐ. «Κϊναμε ϋναν ϋρανο για κεύνη τη ςκϑλα που εύχε παντρευτεύ», εύπε ο Φϊντι. «Και όταν μεγϊλο ποςϐ για τη Διμοιρύα Δ, κατϊ τη γνώμη μου». «Εγώ νϐμιζα ϐτι τησ τα δώςαμε για να το βουλώςει», εύπε ο Υιλ. «Δεν υπόρχε περύπτωςη να το βουλώςει αυτό η γυναύκα», εύπε ο Φϊντι. «Αυτϊ που όθελε να πει θα τα ϋλεγε. Εύναι γνωςτϐ αυτϐ». «Δεν όταν ακριβώσ ϋρανοσ και δεν την εύχε παντρευτεύ», εύπα. «Η γυναύκα όταν αδερφό του, το ξεκαθαρύςαμε αυτϐ». «Σην εύχε παντρευτεύ», επϋμεινε ο Φϊντι. «Ϋταν ςαν γϋρικο ζευγϊρι, με τισ γκρύνιεσ του και τουσ καβγϊδεσ του. Ϊκαναν ϐ,τι κϊνουν οι παντρεμϋνοι εκτϐσ απϐ το να πηδιοϑνται, και εδώ που τα λϋμε μπορεύ κι αυτϐ... » «Φϊντι, μη γύνεςαι μικροπρεπόσ», εύπε όρεμα η ύρλεώ. «Καλϊ, εντϊξει», ςυμφώνηςε αυτϐσ. «Ο Σϐνι ϋκανε ϋρανο και βϊλαμε ϐλοι ϐςα μποροϑςαμε», εύπα ςτον Νεντ. «Μετϊ ο αδερφϐσ του Μπακ Υλϊντερσ -εύναι χρηματιςτόσ ςτο Πύτςμπουργκ- τα επϋνδυςε. Ϋταν ιδϋα του
- 113 -
Σϐνι να το κϊνουμε αυτϐ αντύ να τησ δώςουμε απλώσ μια επιταγό». Ο Φϊντι ϋγνεψε καταφατικϊ. «Ο Σϐνι ϋθεςε το θϋμα ς' εκεύνη τη ςυνϋλευςη που ϋκανε ςτο πύςω δωμϊτιο του Κϊντρι Γουϋι. Σο τελευταύο θϋμα ςτην ημερόςια διϊταξη όταν πώσ θα βοηθόςουμε τη Δρϊκαινα». Ο Φϊντι γϑριςε ςτον Νεντ. «Σώρα: πια ξϋραμε ϐτι δεν υπόρχε περύπτωςη να βρεθεύ ο Ϊνισ. Οϑτε και υπόρχε περύπτωςη να εμφανιςτεύ ςε κανϋνα αςτυνομικϐ τμόμα κϊπου ςτο Μπϋικερςφιλντ ό ςτην Καλιφϐρνια ό ςτο Νϐουμ τησ Αλϊςκα με αμνηςύα απϐ χτϑπημα ςτο κεφϊλι. Εύχε χαθεύ. Μπορεύ να πόγε εκεύ που πόγε και ο τϑποσ με το μαϑρο αδιϊβροχο και το καπϋλο, μπορεύ κϊπου αλλοϑ, αλλϊ ςύγουρα εύχε χαθεύ. Δεν υπόρχε πτώμα, δεν υπόρχαν ύχνη βύασ, δεν υπόρχαν καν ροϑχα, αλλϊ ο Ϊνισ εύχε χαθεύ». Ο Φϊντι ϋβγαλε ϋνα κοφτϐ, ςτριγκϐ γϋλιο. «Κι εκεύνη η ςκϑλα η αδερφό του όταν απύςτευτη. Βϋβαια όταν μιςϐτρελη απϐ την αρχό... » «Κϊτι παραπϊνω απϐ μιςϐτρελη», εύπε όρεμα ο Ωρκι, παύρνοντασ ϋνα ςϊντουιτσ με ζαμπϐν και τυρύ. «Σηλεφωνοϑςε ςυνϋχεια, τρεισ τϋςςερισ φορϋσ τη μϋρα, εύχε κϊνει τον Ματ Μπαμπύκι να τραβϊει τα μαλλιϊ του ώςπου να τα ξεριζώςει. Να χαύρεςαι που πϋθανε, ύρλεώ. Η άντιθ Φϊιαμσ! Σι περύπτωςη κι αυτό!» «Σι πύςτευε η αδερφό του ϐτι ϋπαθε ο Ϊνισ;» ρώτηςε ο Νεντ. «Ποιοσ ξϋρει;» του απϊντηςα. «'Οτι τον ςκοτώςαμε για χρϋη ςτο πϐκερ ύςωσ, και τον θϊψαμε ςτο υπϐγειο». «Παύζατε πϐκερ ςτο αρχηγεύο Σώρα:;» εύπε ο Νεντ, με ϋνα ϑφοσ γεμϊτο ενδιαφϋρον και κατϊπληξη μαζύ. «Ϊπαιζε και
- 114 -
ο πατϋρασ μου;» «ε παρακαλώ», εύπα. «Ϊτςι και ϋπιανε κανϋναν ο Σϐνι να παύζει πϐκερ ςτο αρχηγεύο, ακϐμη και με ςπύρτα, θα τον ϋγδερνε ζωντανϐ. Κι εγώ θα ϋκανα ακριβώσ το ύδιο. Απλώσ αςτειεϑτηκα». «Δεν εύμαςτε πυροςβϋςτεσ, αγϐρι μου», εύπε ο Φϊνα με τϐςη περιφρϐνηςη που δεν μπϐρεςα να μη γελϊςω. μετϊ ξαναγϑριςε ςτο θϋμα που κουβεντιϊζαμε «Η γριϊ ξαναγϑριςε ςτο θϋμα που κουβεντιϊζαμε. «Η γριϊ μασ μιςοϑςε, και γι' αυτϐ πύςτευε ϐτι κϊτι του κϊναμε. ήμωσ μιςοϑςε ϐποιον απαςχολοϑςε τον Ϊνισ και δεν τον ϊφηνε ν' αςχολεύται μϐνο μ' αυτό. Μόπωσ γύνομαι υπερβολικϐσ που λϋω ϐτι μασ μιςοϑςε, αρχιφϑλακα;» «ήχι», εύ πα. Ο Φϊντι γϑριςε πϊλι ςτον Νεντ. «Εμεύσ τον απαςχολοϑςαμε, του τρώγαμε χρϐνο και ενϋργεια. Νομύζω ϐτι για τον Ϊνισ το καλϑτερο κομμϊτι τησ ζωόσ του όταν αυτϐ που περνοϑςε εδώ ό ςτο περιπολικϐ του. Η Δρϊκαινα το όξερε και δεν τησ ϊρεςε καθϐλου -"Η δουλειϊ, η δουλειϊ, η δουλειϊ", ϋλεγε. "Μϐνο γι' αυτϐ νοιϊζεται, για την καταραμϋνη τη δαυλιϊ. Πολϑ φυςικϐ να πιςτεϑει ϐτι τον ςκοτώςαμε. Αφοϑ του εύχαμε πϊρει ϐλα τα ϊλλα, πρϋπει να του πόραμε και τη ζωό». Ο Νεντ ϊκουγε απορημϋνοσ, ύςωσ επειδό το μύςοσ για τη δουλειϊ δεν υπόρχε ςτη δικό του οικογϋνεια. Ϋ κι αν υπόρχε μπορεύ να μην το εύχε δει. Η ύρλεώ ακοϑμπηςε το χϋρι ςτο γϐνατο του. «Δεν καταλαβαύνεισ; Ϋθελε να μιςεύ κϊποιον, όθελε να ϋχει κϊποιον για να τα βϊζει μαζύ του». «Η άντιθ ϋκανε μεγϊλη φαςαρύα», εύπα. «Σηλεφωνοϑςε, μασ ϋςπαγε τα νεϑρα, ϋγραψε γρϊμματα ςε βουλευτϋσ και ςτην ειςαγγελύα απαιτώντασ να γύνει ϋρευνα. Νομύζω ϐτι ο Σϐνι όξερε τι θα
- 115 -
γινϐταν, αλλϊ παρ' ϐλ' αυτϊ ϋκανε εκεύνη τη ςυνϋλευςη μερικϋσ βραδιϋσ αργϐτερα και πρϐτεινε να τη βοηθόςουμε οικονομικϊ. Αν δεν το κϊνουμε εμεύσ, μασ εύπε, δε θα το κϊνει κανεύσ. Ο Ϊνισ δεν εύχε αφόςει πολλϊ, και χωρύσ τη βοόθεια μασ θα όταν ςχεδϐν ϊπορη. Ο Ϊνισ εύχε αςφϊλεια και εκεύνη την εποχό δικαιοϑνταν όδη γϑρω ςτο ογδϐντα τοισ εκατϐ τησ ςϑνταξησ του, αλλϊ η άντιθ δε θα ϋπαιρνε δεκϊρα οϑτε απϐ την αςφϊλεια οϑτε απϐ τη ςϑνταξη για πολϑ καιρϐ. Επειδό... » «...απλώσ εξαφανύςτηκε», εύπε ο Νεντ. «Ακριβώσ. Ϊτςι κϊναμε ϋναν ϋρανο για τη Δρϊκαινα. Δυο χιλιϊδεσ δολϊρια ςυνολικϊ -ϐλοι ϋβαλαν, ακϐμη και πολιτειακού απϐ το Λϐρενσ, το Μπύβερ και το Μϋρςερ. Ο αδερφϐσ του Μπακ Υλϊντερσ τα επϋνδυςε ςε μετοχϋσ πληροφορικόσ, που όταν καινοϑριεσ Σώρα:, και τελικϊ η Δρϊκαινα κατϋληξε να ϋχει μια μικρό περιουςύα. »ήςο για τον Ϊνισ, ϊρχιςε να κυκλοφορεύ μια φόμη μεταξϑ των πολιτειακών τησ Δυτικόσ Πενςιλβϊνια ϐτι το εύχε ςκϊςει για το Μεξικϐ. Μιλοϑςε ςυνϋχεια για το Μεξικϐ και διϊβαζε ϊρθρα ςε περιοδικϊ. ε λύγο το εύχαν ϐλοι πια κϊνει ευαγγϋλιο: ο Ϊνισ το ϋςκαςε απϐ την αδερφό του πριν τον ςτεύλει ςτον τϊφο με τη γλώςςα τησ. Ακϐμη και κϊποιοι που λογικϊ πρϋπει να όξεραν ϐτι δεν όταν ϋτςι τα πρϊγματα ϊρχιςαν να λϋνε αυτό την ιςτορύα, αςτυνομικού που όταν ςτο πύςω δωμϊτιο του Κϊντρι Γουϋι ϐταν ο Σϐνι ϋιντινκσ εύπε ξεκϊθαρα ϐτι η εξαφϊνιςη του Ϊνισ εύχε κϊποια ςχϋςη με την Μπιοϑικ ςτο Τπϐςτεγο Β». «Λύγο ακϐμη και θα ϋλεγε ϐτι εύναι μονϊδα τηλεμεταφορϊσ για τον Πλανότη Φ», εύπε ο Φϊντι.
- 116 -
«Ο Σϐνι όταν πολϑ πειςτικϐσ εκεύνο το βρϊντυ», εύπε ο Ωρκι, κι η φωνό του ϋμοιαζε τϐςο πολϑ με του Λϐρενσ Γουϋλκ που χρειϊςτηκε να ςηκώςω το χϋρι μου για να κρϑψω ϋνα χαμϐγελο. «τα γρϊμματα που ϋγραψε ςτουσ βουλευτϋσ, δε φαντϊζομαι να εύπε γι' αυτϐ το πρϊγμα που ϋχετε εδώ ςτη Ζώνη του Λυκϐφωτοσ;» ρώτηςε ο Νεντ. «Σι να πει, αφοϑ δεν όξερε», του απϊντηςα. «Αυτϐσ όταν ο βαςικϐσ λϐγοσ που ϋκανε τη ςυνϋλευςη ο Σϐνι ϋιντινκσ. Βαςικϊ όταν για να μασ υπενθυμύςει να κρατόςουμε το ςτϐμα μασ κλειςτϐ... » «Σι όταν αυτϐ;» ρώτηςε ο Νεντ και μιςοςηκώθηκε απϐ το παγκϊκι. Δε χρειαζϐταν να κοιτϊξω για να καταλϊβω τι εύδε, αλλϊ φυςικϊ κούταξα. Σο ύδιο και η ύρλεώ, ο Ωρκι και ο Φϊντι. Δεν μποροϑςεσ να μην κοιτϊξεισ, δεν μποροϑςεσ να μη νιώςεισ ςυνεπαρμϋνοσ. Κανεύσ μασ δεν εύχε φτϊςει ςτο ςημεύο ν' αρχύςει να κατουριϋται και ν' αλυχτϊει για τη Ροουντμϊςτερ ϐπωσ ο καημϋνοσ ο Ντύλον, αλλϊ ςε δυο τουλϊχιςτον περιπτώςεισ εγώ προςωπικϊ εύχα ουρλιϊξει. Ναι. Και μιλϊμε για ουρλιαχτϊ, ϐχι αςτεύα. Και οι εφιϊλτεσ μετϊ... Αδερφϋ μου. Η καταιγύδα εύχε απομακρυνθεύ προσ τα νϐτια, μϐνο που απϐ μια ϊποψη δεν εύχε απομακρυνθεύ καθϐλου. Απϐ μια ϊποψη όταν κλειςμϋνη μϋςα ςτο Τπϐςτεγο Β. Απϐ το ςημεύο ϐπου καθϐμαςτε ςτο παγκϊκι των καπνιςτών βλϋπαμε δυνατϋσ, αθϐρυβεσ λϊμψεισ μϋςα ςτο υπϐςτεγο. Σα παρϊθυρα πϊνω ςτην γκαραζϐπορτα όταν κατϊμαυρα και ξαφνικϊ τα ϋβλεπεσ να γύνονται κϊταςπρα. Και όξερα ϐτι με κϊθε λϊμψη ο αςϑρματοσ ςτο θϊλαμο επικοινωνιών αχρηςτευϐταν απϐ
- 117 -
παρϊςιτα. Και το ρολϐι του φοϑρνου μικροκυμϊτων αντύ να δεύχνει 5:18 ΜΜ εύχε την ϋνδειξη ΥΑΛΜΑ ε γενικϋσ γραμμϋσ ϐμωσ δεν όταν πολϑ ϊςχημα τα πρϊγματα. Οι λϊμψεισ ϊφηναν μετεικϊςματα, πραςινωπϊ τετρϊγωνα που αιωροϑνταν μπροςτϊ ςτα μϊτια ςου, αλλϊ τουλϊχιςτον μποροϑςεσ να κοιτϊξεισ. Σισ πρώτεσ τρεισ τϋςςερισ φορϋσ που ξϋςπαςε τϋτοια μύνι θϑελλα μϋςα ςτο υπϐςτεγο όταν αδϑνατο να κοιτϊξεισ -οι λϊμψεισ όταν τϐςο δυνατϋσ που θα ςου ϋκαιγαν τα μϊτια. «Θεϋ και Κϑριε», ψιθϑριςε ο Νεντ ϊναυδοσ... ήχι, δεν εύχε μεύνει απλώσ ϊναυδοσ, όταν ςοκαριςμϋνοσ, και το διϋκρινα ξεκϊθαρα ςτο πρϐςωπο του εκεύνο το απϐγευμα. Και δεν όταν μϐνο ςοκ. 'Οταν ςυνόλθε λύγο, εύδα ςτο πρϐςωπο του την ύδια ςυνεπαρμϋνη ϋκφραςη που εύχε και το πρϐςωπο του πατϋρα του. Και του Σϐνι. Και του Φϊντι. Και του Ματ Μπαμπύκι και του Υιλ Κϊντλετον. Και μόπωσ την εύχα νιώςει και ςτο δικϐ μου πρϐςωπο; Αυτό την ϋκφραςη παύρνουμε ςυνόθωσ ϐταν αντιμετωπύζουμε το βαθϑ και αληθινϐ ϊγνωςτο, ϐταν βλϋπουμε φευγαλϋα εκεύνο το μϋροσ ϊπου ςταματϊ το γνωςτϐ ςϑμπαν και αρχύζει το πραγματικϐ κενϐ. Ο Νεντ γϑριςε ς’ εμϋνα. «ϊνα, για ϐνομα του Θεοϑ, τι εύναι αυτϐ; Σι εύναι; -» «Αν θϋλεισ να το ονομϊςεισ κϊπωσ, πεσ το φωτοςειςμϐ. Μϋτριασ ϋνταςησ. Αυτϋσ τισ μϋρεσ, οι περιςςϐτεροι εύναι μϋτριασ ϋνταςησ, θϋλεισ να ρύξεισ μια ματιϊ απϐ κοντϊ;» Δε με ρώτηςε μόπωσ όταν επικύνδυνο, δε με ρώτηςε αν υπόρχε περύπτωςη να εκραγεύ αυτϐ το πρϊγμα ό να του
- 118 -
τηγανύςει τη μηχανό ςπϋρματοσ απϐ κϊτω. Εύπε μϐνο ϋνα «Ναι!» Πρϊγμα που δε με εξϋπληξε καθϐλου. Πληςιϊςαμε ςτο υπϐςτεγο, ο Νεντ κι εγώ μπροςτϊ, οι ϊλλοι λύγο πιο πύςω. Οι αλλϐκοτεσ λϊμψεισ φαύνονταν ολοκϊθαρα μϋςα ςτο λυκϐφωσ, αλλϊ θα φαύνονταν εξύςου καθαρϊ ςχεδϐν, ακϐμη κι αν όταν καταμεςόμερο. Και ϐταν πρωτοϋφταςε εδώ η Μπιοϑικ Ροουντμϊςτερ (αυτϐ ϋγινε πϊνω κϊτω την εποχό του πυρηνικοϑ ατυχόματοσ ςτο νηςύ θρι Μϊιλ, τώρα που το ςκϋφτομαι), οι λϊμψεισ απϐ ϋναν τϋτοιο φωτοςειςμϐ κυριολεκτικϊ όταν πιο δυνατϋσ και απϐ τον όλιο. «Φρειϊζονται γυαλιϊ ηλύου;» ρώτηςε ο Νεντ καθώσ πληςιϊζαμε ςτην πϐρτα του υπϐςτεγου. Σώρα ϊκουγα το βϐμβο απϐ μϋςα -τον ύδιο βϐμβο που εύχε προςϋξει ο πατϋρασ του Νεντ ϐταν κϊθιςε πύςω απϐ το τερϊςτιο τιμϐνι τησ Μπιοϑικ ςτο βενζινϊδικο Σζϋνι. «Μπα, ϐχι, απλώσ μιςϐκλειςε τα μϊτια ςου», εύπε ο Φϊντι. «Σο '79 ϐμωσ θα χρειαζϐςουν ςύγουρα γυαλιϊ ηλύου». «Δε λεσ τύποτε», ςυμφώνηςε και ο Ωρκι. Ο Νεντ πληςύαςε το πρϐςωπο του ςε ϋνα παρϊθυρο μιςοκλεύνοντασ τα μϊτια. τϊθηκα δύπλα του κοιτϊζοντασ ςυνεπαρμϋνοσ ϐπωσ πϊντα. Για περϊςτε, για περϊςτε, να δεύτε το ζωντανϐ κροκϐδειλο. Η Ροουντμϊςτερ όταν εντελώσ ξεςκϋπαςτη, ϋχοντασ «ετϊζει με κϊποιο τρϐπο απϐ πϊνω τησ το μουςαμϊ, που τώρα όταν πεςμϋνοσ ςε ϋνα ςωρϐ απϐ τη μεριϊ του οδηγοϑ. Εμϋνα μου ϋμοιαζε περιςςϐτερο απϐ κϊθε ϊλλη φορϊ με ϋργο τϋχνησ, ϋνα μεγϊλο αυτοκύνητο-δεινϐςαυροσ με τισ καμπυλωτϋσ γραμμϋσ του και τη ςτυλιζαριςμϋνη οροφό, τουσ μεγϊλουσ
- 119 -
τροχοϑσ και τη μϊςκα που θϑμιζε χλευαςτικϐ χαμϐγελο. Καλώσ όρθατε, κυρύεσ και κϑριοι! Καλώσ όρθατε ςτην αποψινό παρϊςταςη «Απϐ μια Μπιοϑικ 8»! Κρατόςτε μια ικανό απϐςταςη μϐνο, γιατύ αυτό η τϋχνη δαγκώνει! Καθϐταν εκεύ ακύνητη και αδρανόσ... ακύνητη και αδρανόσ... και ξαφνικϊ η καμπύνα φωτύςτηκε απϐ μια εκτυφλωτικό μοβ λϊμψη ςαν φλασ. Σο μεγϊλο τιμϐνι και ο εςωτερικϐσ καθρϋφτησ ξεχώριζαν ολοκϊθαρα, ςαν αντικεύμενα ςτον ορύζοντα ςε επύθεςη πυροβολικοϑ. Ο Νεντ ϊφηςε ϋνα ϊναρθρο ξεφωνητϐ και ςόκωςε το χϋρι για να προςτατϋψει το πρϐςωπο του. Η Μπιοϑικ ϊςτραψε ξανϊ και ξανϊ, με κϊθε ςιωπηλό ϋκρηξη ν' αποτυπώνει τη ςκιϊ τησ ςτο τςιμεντϋνιο δϊπεδο και τον ξϑλινο τούχο, ϐπου κρϋμονταν ακϐμη μερικϊ εργαλεύα απϐ τα ξϑλινα κρεμαςτϊρια. Ο βϐμβοσ ακουγϐταν πολϑ καθαρϊ τώρα. Κϊρφωςα το βλϋμμα μου ςτο ςτρογγυλϐ θερμϐμετρο που κρεμϐταν απϐ ϋνα δοκϊρι τησ οροφόσ, αυτϐ που περνοϑςε πϊνω απϐ το καπϐ τησ Μπιοϑικ, και ϐταν ϊςτραψε πϊλι διϊβαςα εϑκολα την ϋνδειξη: 12 βαθμού. Δεν όταν πολϑ ϊςχημα. υνόθωσ, δεν υπόρχε λϐγοσ ανηςυχύασ, εκτϐσ αν η θερμοκραςύα ϋπεφτε κϊτω απϐ τουσ δϋκα βαθμοϑσ. Δώδεκα βαθμού δεν όταν κακό θερμοκραςύα. Και πϊλι ϐμωσ, δεν υπόρχε λϐγοσ να ριςκϊρεισ. Εύχαμε καταλόξει ςε κϊποια ςυμπερϊςματα για την Μπιοϑικ με τα χρϐνια, εύχαμε θεςπύςει μερικοϑσ κανϐνεσ, αλλϊ ξϋραμε ϐτι κι αυτού δεν όταν ςύγουροι. Μϋςα ςτην Μπιοϑικ ϊςτραψε μύα ακϐμη εκτυφλωτικό αθϐρυβη λϊμψη, και μετϊ δεν ϋγινε τύποτε, ςχεδϐν για ϋνα ολϐκληρο λεπτϐ. Ο Νεντ δεν εύχε κουνηθεύ ροϑπι απϐ τη θϋςη
- 120 -
του. Δεν ξϋρω καν αν ανϋπνεε. «Σελεύωςε;» ρώτηςε τελικϊ. «Περύμενε», εύπα. Πϋραςαν ϊλλα δυο λεπτϊ και ϐταν δεν ϋγινε τύποτε, ϊνοιξα το ςτϐμα μου για να πω ϐτι ύςωσ ϋπρεπε να πϊμε να κϊτςουμε, η Μπιοϑικ εύχε εξαντλόςει τα πυροτεχνόματα τησ για ςόμερα και μποροϑςαμε να γυρύςουμε ςτο παγκϊκι. Πριν προλϊβω να μιλόςω ϐμωσ, ϊςτραψε μια τελικό τερατώδησ λϊμψη. Ϊνα κυματιςτϐ φωτεινϐ νόμα ςαν ςπύθα απϐ γιγαντιαύο κϑκλοτρο εκτινϊχτηκε προσ τα πϊνω απϐ το πύςω δεξιϐ παρϊθυρο τησ Μπιοϑικ. Τψώθηκε ςε μια τεθλαςμϋνη γραμμό μϋχρι την πύςω γωνύα του υπϐςτεγου, ϐπου υπόρχε ϋνα ψηλϐ ρϊφι φορτωμϋνο με παλιϊ κουτιϊ, τα περιςςϐτερα γεμϊτα απϐ διϊφορα ςιδερικϊ. Σα κουτιϊ ϋβγαλαν μια χλομό κύτρινη λϊμψη, ςαν να όταν γεμϊτα απϐ αναμμϋνα κεριϊ και ϐχι απϐ βύδεσ, μπουλϐνια, παξιμϊδια και ελατόρια. Ο βϐμβοσ ϋγινε πιο δυνατϐσ και τα δϐντια μου ϊρχιςαν να τραντϊζονται απϐ ϋναν κραδαςμϐ που τον ϋνιωθα ςτη ρϊχη τησ μϑτησ μου. Μετϊ ςταμϊτηςε. Σο ύδιο και οι λϊμψεισ. Για τα θαμπωμϋνα μϊτια μασ το εςωτερικϐ του υπϐςτεγου τώρα όταν κατϊμαυρο αντύ για μιςοςκϐτεινο. Απϐ την Μπιοϑικ φαινϐταν μϐνο ϋνασ ϐγκοσ με ςτρογγυλεμϋνεσ γωνύεσ και αμυδρϋσ ανταϑγειεσ απϐ τα νικελϋ δαχτυλύδια γϑρω απϐ τα φανϊρια. Η ύρλεώ ϊφηςε την ανϊςα που κρατοϑςε με ϋναν αργϐςυρτο ςτεναγμϐ και ϋκανε πύςω απϐ το παρϊθυρο ϐπου ςτεκϐταν και κούταζε. Ϊτρεμε. Ο Ωρκι την αγκϊλιαςε παρηγορητικϊ απϐ τουσ ώμουσ. Ο Υιλ, που ςτεκϐταν ςτο παρϊθυρο ςτα δεξιϊ μου, εύπε: «ήςεσ φορϋσ κι αν το δω, αφεντικϐ, δεν μπορώ ποτϋ να το ςυνηθύςω».
- 121 -
«Σι εύναι;» ρώτηςε ο Νεντ. Σο δϋοσ εύχε διαγρϊψει δϋκα με δώδεκα χρϐνια απϐ το πρϐςωπο του και τον εύχε ετατρϋψει ςε παιδύ, μικρϐτερο και απϐ τισ αδερφϋσ του. «Γιατύ γύνεται;» «Δεν ξϋρω», εύπα. «Ποιοσ ϊλλοσ ξϋρει γι' αυτϐ το πρϊγμα;» «ήλοι οι πολιτειακού που δοϑλεψαν ποτϋ ςτη Διμοιρύα Δ τα τελευταύα εύκοςι τϐςα χρϐνια. Σο ξϋρουν και μερικϊ παιδιϊ απϐ το Σμόμα Σροχοφϐρων. Ο Επιθεωρητόσ τησ Κομητεύασ, νομύζω...» «Ο Σζϋιμιςον;» εύπε ο Φϊντι. «Ναι, το ξϋρει». «Και ο αρχηγϐσ τησ αςτυνομύασ του τϊτλερ, ο ιντ Μπρϊουνελ. Πϋρα απ' αυτοϑσ, ϐχι πολλού ». Καθώσ γυρύζαμε πύςω ςτο παγκϊκι, οι περιςςϐτεροι ανϊψαμε τςιγϊρο. Ο Νεντ ϋδειχνε να χρειϊζεται κι αυτϐσ ϋνα. Ϋ κϊτι για να τον ςτυλώςει. Μια γερό δϐςη ουύςκι, ύςωσ. Μϋςα ςτο αρχηγεύο, τα πρϊγματα θα επϋςτρεφαν ςτη φυςιολογικό κατϊςταςη. Η τεφ Κολοϑτςι θα ϋβλεπε όδη βελτύωςη ςτον αςϑρματο, και ςε λύγο το δορυφορικϐ πιϊτο ςτη ςτϋγη θα ϊρχιζε να λαμβϊνει πϊλι ςόματα -ϐλα τα ςκορ, ϐλουσ τουσ πολϋμουσ και ϋξι κανϊλια τηλεμϊρκετινγκ. Αν αυτϐ δε ςε κϊνει να ξεχϊςεισ την τρϑπα του ϐζοντοσ, Σώρα:, μα το Θεϐ, δεν μπορεύ να ςε βοηθόςει τύποτε. «Πώσ εύναι δυνατϐ να μην το ξϋρουν;» ρώτηςε ο Νεντ. «Πώσ εύναι δυνατϐ να μην ϋχει μαθευτεύ κϊτι τϐςο μεγϊλο;» «Δεν εύναι και τϐςο μεγϊλο», εύπε ο Υιλ. «Εύναι απλώσ μια Μπιοϑικ, αγϐρι μου. Σώρα, αν όταν Κϊντιλακ... ναι, Σώρα: θα όταν μεγϊλο». «Μερικϋσ οικογϋνειεσ δεν μποροϑν να
- 122 -
κρατόςουν μυςτικϊ και μερικϋσ μποροϑν», εύπα. «Η δικό μασ μπορεύ. Ο Σϐνι ϋιντινκσ ϋκανε εκεύνη τη ςυνϋλευςη ςτο Κϊντρι Γουϋι δυο βραδιϋσ αφϐτου όρθε η Μπιοϑικ και εξαφανύςτηκε ο Ϊνισ, κυρύωσ για να βεβαιωθεύ ϐτι μποροϑςαμε ϐντωσ να κρατόςουμε το μυςτικϐ. Ο Σϐνι μασ ενημϋρωςε για διϊφορα πρϊγματα εκεύνο το βρϊδυ. Για την αδερφό του Ϊνισ, φυςικϊ - πώσ θα τη βοηθοϑςαμε και πώσ ϋπρεπε να τησ φερϐμαςτε μϋχρι να ηρεμόςει... » «Αν ηρϋμηςε ποτϋ, εγώ ςύγουρα δεν το κατϊλαβα», εύπε ο Φϊντι. «...και πώσ ϋπρεπε ν' αντιμετωπύςουμε τουσ δημοςιογρϊφουσ ςε περύπτωςη που η Δρϊκαινα πόγαινε ςτισ εφημερύδεσ». Ϋταν καμιϊ δεκαριϊ πολιτειακού ςτο Κϊντρι Γουϋι εκεύνο το βρϊδυ, και με τη βοόθεια του Φϊντι και του Υιλ κατϊφερα να τουσ θυμηθώ ϐλουσ. Ο Νεντ δεν τουσ όξερε ϐλουσ προςωπικϊ, αλλϊ μπορεύ να εύχε ακοϑςει τα ονϐματα την ώρα του φαγητοϑ, αν ο πατϋρασ του μιλοϑςε για τη δουλειϊ ςτο ςπύτι. Οι περιςςϐτεροι πολιτειακού μιλϊνε. Δε μιλϊνε για τα ϊςχημα τησ δουλειϊσ βϋβαια -για τισ βριςιϋσ και τισ βλαςτόμιεσ και τα αιματηρϊ ατυχόματα ςτουσ αυτοκινητϐδρομουσ-, αλλϊ υπϊρχουν και αςτεύα περιςτατικϊ, ϐπωσ εκεύνη τη φορϊ που μασ κϊλεςαν γιατύ ϋνα παιδύ των Ωμισ ϋτρεχε με ρϐλερ-ςκϋιτ ςτο κϋντρο του τϊτλερ γελώντασ ςαν τρελϐ, κρατώντασ την ουρϊ ενϐσ αλϐγου που κϊλπαζε. Ϋ μια φορϊ που χρειϊςτηκε να μιλόςουμε ςε ϋναν τϑπο ςτην οδϐ Κϊλβερτον που εύχε φτιϊξει ϋνα ϊγαλμα απϐ χιϐνι, ϋναν ϊντρα και μια γυναύκα ςε ςτϊςη ςυνουςύασ. Μα εύναι τϋχνη! φώναζε ξανϊ και ξανϊ. Προςπαθόςαμε να του εξηγόςουμε ϐτι για τουσ γεύτονεσ δεν όταν τϋχνη. Οι γεύτονεσ εύχαν
- 123 -
ςκανδαλιςτεύ. Ευτυχώσ που ζϋςτανε ο καιρϐσ κι ϋριξε και μια βροχό, αλλιώσ θα εύχαμε καταλόξει ςτα δικαςτόρια με αυτό την υπϐθεςη. Αφηγόθηκα ςτον Νεντ πώσ τραβόξαμε τα τραπϋζια ςτο Κϊντρι Γουϋι ςχηματύζοντασ ϋνα τερϊςτιο τετρϊγωνο χωρύσ να μασ το ζητόςει κανεύσ, και μετϊ ο Μπρϊιαν Κϐουλ και ο Ντύκι-Ντακ 'Ελιοτ ςυνϐδευςαν ϋξω τισ ςερβιτϐρεσ κι ϋκλειςαν τισ πϐρτεσ πύςω τουσ. ερβιριςτόκαμε μϐνοι μασ απϐ τουσ μπουφϋδεσ που εύχαν ςτηθεύ ςτο μπροςτινϐ μϋροσ τησ αύθουςασ. Αργϐτερα αρχύςαμε τισ μπύρεσ, οι πολιτειακού γϋμιζαν μϐνοι τουσ τα ποτόρια τουσ απϐ την κ(ύνουλα και τα ςημεύωναν ο καθϋνασ ςτο λογαριαςμϐ του, και το δωμϊτιο εύχε γεμύςει καπνϐ απϐ τςιγϊρα. Ο Πύτερ Κουύνλαντ, ο ιδιοκτότησ του εςτιατορύου εκεύνη την εποχό» εύχε μανύα με τον ινϊτρα, και καθώσ τρώγαμε, πύναμε, καπνύζαμε και μιλοϑςαμε, τα ηχεύα ϋπαιζαν τραγοϑδια του Υρανκ: «Luck Be a Lady», «Summer Wind», «New York, New York», και φυςικϊ το «My Way», ύςωσ το πιο χαζϐ ποπ τραγοϑδι του εικοςτοϑ αιώνα. Μϋχρι ςόμερα δεν μπορώ ν' ακοϑςω οϑτε αυτϐ οϑτε κανϋνα ϊλλο τραγοϑδι του ινϊτρα χωρύσ να θυμηθώ το Κϊντρι Γουϋι και την Μπιοϑικ ςτο Τπϐςτεγο Β. Αναφορικϊ με το χαμϋνο οδηγϐ τησ Μπιοϑικ, θα λϋγαμε ϐτι δεν εύχαμε οϑτε ϐνομα οϑτε περιγραφό, και ϐτι δεν υπόρχε καμιϊ ϋνδειξη ϐτι το ςυγκεκριμϋνο ϊτομο εύχε παραβιϊςει το νϐμο. Με ϊλλα λϐγια, τύποτε για κλοπό βενζύνησ. ήςο για τισ ερωτόςεισ που αφοροϑςαν τον Ϊνισ, ϋπρεπε να τισ παύρνουμε ςτα ςοβαρϊ και ν' απαντϊμε με ειλικρύνεια -μϋχρι ενϐσ ςημεύου τουλϊχιςτον. Ναι, όμαςταν ϐλοι απορημϋνοι. Ναι, ανηςυχοϑςαμε. Ναι, εύχαμε βγϊλει ανακούνωςη για την
- 124 -
εξαφϊνιςη του. Ναι, μπορεύ ϐμωσ ο Ϊνισ να τα βαρϋθηκε ϐλα και να ϋφυγε. Οι οδηγύεσ μασ όταν να λϋμε ϐτι, ναι, τα πϊντα όταν δυνατϊ, και η Διμοιρύα Δ ϋκανε ϐ,τι περνοϑςε απϐ το χϋρι τησ για να βοηθόςει την αδερφό του Ρϊφερτι, μια εξαιρετικό κυρύα που εύχε ςτενοχωρηθεύ τϐςο πολϑ ώςτε όταν ικανό να πει οτιδόποτε. «'Οςο για την ύδια την Μπιοϑικ, αν ςασ ρωτόςει κανεύσ γι' αυτό, πεύτε του ϐτι εύναι απϐ κατϊςχεςη», εύχε πει ο Σϐνι «Σύποτε περιςςϐτερο. Αν τολμόςει κανεύσ να πει τύποτε παραπϊνω, θα μϊθω ποιοσ όταν και θα τον λιώςω». Κούταξε γϑρω του ςτο δωμϊτιο. Οι ϊντρεσ του τον κούταζαν κι αυτού και κανεύσ δεν όταν τϐςο βλϊκασ ώςτε να τολμόςει να χαμογελϊςει. Σον εύχαν ζόςει αρκετϐ καιρϐ και όξεραν πωσ ϐταν ϋπαιρνε αυτϐ το ϑφοσ δεν αςτειευϐταν. «Εύμαςτε ξεκϊθαροι ς' αυτϐ το ςημεύο; Καταλϊβαμε ϐλοι;» Ακολοϑθηςε μια χορωδύα καταφατικών απαντόςεων που ςκϋπαςε για λύγο τη φωνό του Υρανκ ςτο «It Was a Very Good Year». ύγουρα εύχαμε καταλϊβει ϐλοι . Ο Νεντ ςόκωςε το χϋρι του και ςταμϊτηςα να μιλϊω, πρϊγμα που κυριολεκτικϊ με ανακοϑφιςε. Δεν όθελα και πολϑ να ξαναθυμηθώ εκεύνη την παλιϊ ςυν ϋλευςη. «Σι ϋγινε με τα τεςτ που ϋκανε ο Μπύμπι Ροθ;» «Δεν οδόγηςαν πουθενϊ», απϊντηςα. «Σο υλικϐ που ϋμοιαζε με βινύλιο δεν όταν ακριβώσ βινύλιο. Ϊμοιαζε, αλλϊ αυτϐ όταν ϐλο. Σα ξϑςματα απϐ την μπογιϊ που πόραν δεν ταύριαζαν με κανϋνα απϐ τα δεύγματα βαφών αυτοκινότων που εύχε ο Μπύμπι. Σο ξϑλο όταν ξϑλο. "Πιθανϐν βελανιδιϊ", εύπε ο Μπύμπι, κι αυτϐ όταν το μϐνο που εύπε, ϐςο κι αν τον πύεςε ο Σϐνι. Κϊτι δεν του πόγαινε καλϊ, αλλϊ δεν όθελε να πει τι».
- 125 -
«άςωσ να μην μποροϑςε», εύπε η ύρλεώ. «Μπορεύ να μην όξερε». «Ναι», ςυμφώνηςα. «Σο γυαλύ ςτα παρϊθυρα και το παρμπρύζ όταν κανονικϐ γυαλύ αςφαλεύασ, αλλϊ δεν υπόρχε φύρμα επϊνω. Με ϊλλα λϐγια, δεν εύχε εφαρμοςτεύ ςε κανϋνα εργοςτϊςιο του Ντιτρϐιτ». «Σα δακτυλικϊ αποτυπώματα;» Ωρχιςα να μετρώ ςτα δϊχτυλα. «Σου Ϊνισ. Σου πατϋρα ςου. Σου Μπρϊντλεώ Ρϐουτσ. Σϋλοσ. Δεν υπόρχαν αποτυπώματα απϐ τον ϊντρα με το μαϑρο αδιϊβροχο». «Πρϋπει να φοροϑςε γϊντια», εύπε ο Νεντ. «Λογικϊ, ναι. Ο Μπραντ δεν όταν ςύγουροσ, αλλϊ μϊλλον θυμϐταν ϐτι εύδε τα χϋρια του τϑπου και ςκϋφτηκε ϐτι όταν το ύδιο ϊςπρα με το πρϐςωπο του». «Μερικού ϐμωσ επινοοϑν τϋτοιεσ λεπτομϋρειεσ εκ των υςτϋρων», εύπε ο Φϊντι. «Οι αυτϐπτεσ μϊρτυρεσ δεν εύναι τϐςο αξιϐπιςτοι ϐςο θα θϋλαμε». «Σο 'ριξεσ ςτη φιλοςοφύα;» ρώτηςα. Ο Φϊντι ϋκανε μια πλατιϊ χειρονομύα. «υνϋχιςε», εύπε. «Ο Μπύμπι δε βρόκε ύχνη αύματοσ ςτο αμϊξι, αλλϊ τα δεύγματα ινών που πόρε απϐ το εςωτερικϐ του πορτ μπαγκϊζ εύχαν μικροςκοπικϊ ύχνη οργανικόσ ϑλησ. Ο Μπύμπι δεν μπϐρεςε να βρει τι όταν, και μετϊ απϐ λύγο το υλικϐ _η "ςαπουνολϊςπη", ϐπωσ την ονϐμαςε- αποςυντϋθηκε. ήλεσ οι πλϊκεσ του μικροςκοπύου όταν καθαρϋσ μϋςα ςε μύα βδομϊδα. Δεν ϋμεινε τύποτε, εκτϐσ απϐ τη χρωςτικό ουςύα που εύχε χρηςιμοποιόςει». Ο Φϊντι ςόκωςε το χϋρι του ςαν παιδύ ςτο ςχολεύο. Σου ϋκανα νϐημα. «Μια βδομϊδα αργϐτερα, δεν ϋβριςκεσ τα μϋρη απϐ ϐπου εύχαν πϊρει τα δεύγματα απϐ το ταμπλϐ και το τιμϐνι. Σο ξϑλο "επουλώθηκε", απλώθηκε πϊνω απϐ την εγκοπό ςαν φλοϑδα πϊνω απϐ ςταφϑλι. Σο ύδιο και η
- 126 -
επύςτρωςη του πορτ μπαγκϊζ. Και αν γρατςουνοϑςεσ τον προφυλακτόρα με ϋνα ςουγιϊ ό ϋνα κλειδύ, μετϊ απϐ ϋξι εφτϊ ώρεσ η γρατςουνιϊ εύχε χαθεύ». «θεσ να πεισ ϐτι αυτοθεραπεϑεται;» εύπε ο Νεντ. «Μπορεύ να το κϊνει αυτϐ;» «Ναι», του απϊντηςε η ύρλεώ. Ωναψε ϊλλο ϋνα Πϊρλιαμεντ και ϊρχιςε να καπνύζει με γρόγορεσ, νευρικϋσ τζοϑρεσ. «Ο πατϋρασ ςου με επιςτρϊτευςε μια φορϊ να τον βοηθόςω ςε ϋνα απϐ τα πειρϊματα του. Με ϋβαλε να χειριςτώ τη βιντεοκϊμερα. Ϊκανε μια μεγϊλη γρατςουνιϊ ςτην πϐρτα του οδηγοϑ, ακριβώσ κϊτω απϐ τη διακοςμητικό ρύγα. Αφόςαμε την κϊμερα να τραβϊει και ξαναγυρύζαμε μαζύ κϊθε δεκαπϋντε λεπτϊ. Δεν όταν τύποτε δραματικϐ, ςαν αυτϊ που βλϋπεισ ςτισ ταινύεσ, αλλϊ και πϊλι όταν απύςτευτο. Η γρατςουνιϊ γινϐταν ϐλο και πιο ρηχό και ϊρχιζε να ςκουραύνει γϑρω γϑρω, ςαν να δοϑλευε για να ξαναπϊρει το χρώμα τησ μπογιϊσ. Και τελικϊ απλώσ εξαφανύςτηκε. Δε φαινϐταν οϑτε ύχνοσ τησ γρατςουνιϊσ». «Σο ύδιο και τα λϊςτιχα», εύπε ο Υιλ Κϊντλετον με τη ςειρϊ του. «Ϊχωνεσ ϋνα κατςαβύδι ςτο ελαςτικϐ, και ϊρχιζε να βγαύνει αϋρασ, ϐπωσ θα περύμενεσ. Μϐνο που ςιγϊ ςιγϊ το ςφϑριγμα του αϋρα γινϐταν πιο ςιγανϐ, και ςε μερικϊ δευτερϐλεπτα ςταματοϑςε κι αυτϐ. Και μετϊ πετοϑςε ϋξω και το κατςαβύδι». Ο Υιλ ϋκανε ϋναν όχο πφφτ με τα χεύλια του. «Λεσ κι ϋφτυνε κουκοϑτςι απϐ καρποϑζι». «Εύναι ζωντανϐ;» με ρώτηςε ο Νεντ. Η φωνό του όταν τϐςο ςιγανό που ςχεδϐν δεν ακουγϐταν. «Δηλαδό, αν μπορεύ ν' αυτοθεραπεϑεται...» «Ο Σϐνι πϊντα ϋλεγε ϐτι δεν εύναι», του απϊντηςα. «Ϋταν κατηγορηματικϐσ ς' αυτϐ το ςημεύο. "Απλώσ ϋνα μαραφϋτι", ϋλεγε. "Ϊνα παρϊξενο καταςκεϑαςμα
- 127 -
που δεν το καταλαβαύνουμε". Ο πατϋρασ ςου πύςτευε το αντύθετο, και προσ το τϋλοσ ϋγινε κι αυτϐσ εξύςου κατηγορηματικϐσ με τον Σϐνι. Αν εύχε ζόςει ο πατϋρασ ςου...» «Σι; Αν εύχε ζόςει τι θα γινϐταν;» «Δεν ξϋρω», εύπα. Με ϋπιαςε μια βαριϊ θλύψη. Εύχα πολλϊ να του πω ακϐμα, αλλϊ ξαφνικϊ δεν όθελα να τα πω. Δεν εύχα το κουρϊγιο και η καρδιϊ μου όταν βαριϊ με την προοπτικό να τα αναςκαλϋψω ϐλα αυτϊ, ϐπωσ βαραύνει ϐταν ϋχεισ να κϊνεισ μια δουλειϊ που εύναι απαραύτητη αλλϊ ςκληρό και βλακώδησ -να ξεριζώςεισ ζιζϊνια πριν δϑςει ο όλιοσ, να πασ το ςανϐ ςτο ςτϊβλο πριν την απογευματινό βροχό. «Δεν ξϋρω τι θα γινϐταν αν εύχε ζόςει -αυτό εύναι η αλόθεια». Ο Φϊντι ϋςπευςε να με ςώςει. «Ο μπαμπϊσ ςου εύχε παλαβώςει μ' αυτϐ το αμϊξι, Νεντ. Μιλϊμε ϐτι τα εύχε παύξει. Πόγαινε εκεύ ϐποτε μποροϑςε, περπατοϑςε γϑρω γϑρω, το φωτογρϊφιζε... το ϊγγιζε. Αυτϐ κυρύωσ. Σο ϊγγιζε ςυνϋχεια, ςαν να όθελε να βεβαιωθεύ ϐτι όταν αληθινϐ». «Ϊτςι ϋκανε και ο αρχιφϑλακασ», εύπε o Αρ ήχι ακριβώσ, ςκϋφτηκα, αλλϊ δεν εύπα τύποτα. Με τον Κερτι όταν διαφορετικϐ το πρϊγμα. Σελικϊ η Μπιοϑικ όταν δικό του με ϋναν τρϐπο που δεν όταν ποτϋ χου Σϐνι. Και ο Σϐνι το όξερε αυτϐ. «Σελικϊ τι ϋγινε με τον Ρϊφερτι, Φϊντι; Πιςτεϑεισ ϐτι η Μπιοϑικ;...» «Σον ϋφαγε», απϊντηςε ο Φϊντι, μιλώντασ με απϐλυτη βεβαιϐτητα. «Αυτϐ πύςτευα Σώρα: κι αυτϐ πιςτεϑω και τώρα. Σο ύδιο πύςτευε και ο μπαμπϊσ ςου». «Ναι;» με ρώτηςε ο Νεντ. «Ναι. Σον ϋφαγε ό τον πόγε ςε κϊποιο ϊλλο μϋροσ». Και πϊλι μου όρθε η εικϐνα τησ βαριϊσ ϊχαρησ δουλειϊσ -να
- 128 -
ςτρώνεισ ςειρϋσ κρεβϊτια, να πλϋνεισ ςτούβεσ πιϊτα, να θερύζεισ και να κουβαλϊσ ςτρϋμματα ςανϐ- «Και μου λϋτε», ςυνϋχιςε ο Νεντ, «ϐτι κανϋνασ επιςτόμονασ δεν το εξϋταςε ποτϋ αυτϐ το πρϊγμα ποτϋ Σώρα: που το βρόκαν ο μπαμπϊσ μου και ο Ϊνισ Ρϊφερτι; Ποτϋ; Οϑτε φυςικού οϑτε χημικού; Δεν ϋκανε κανεύσ μύα φαςματοςκοπικό ανϊλυςη;» «Ο Μπύμπι γϑριςε τουλϊχιςτον ϊλλη μια φορϊ, νομύζω», εύπε ο Υιλ, και η φωνό του εύχε πϊρει ϋναν αμυδρϊ αμυντικϐ τϐνο. «Μϐνοσ του, ϐμωσ, χωρύσ εκεύνα τα πιτςιρύκια που εύχε ςυνόθωσ μαζύ του. Αυτϐσ μαζύ με τον Σϐνι και τον πατϋρα ςου πόγαν ϋνα μεγϊλο μηχϊνημα με ρϐδεσ εκεύ μϋςα... Μπορεύ να όταν φαςματογρϊφοσ, αλλϊ δεν ξϋρω τι ϋδειξε. Εςϑ ξϋρεισ, ϊντι ; » «ήχι», απϊντηςα. Και δεν εύχε απομεύνει πια κανεύσ που να μπορεύ ν' απαντόςει ς' αυτϐ το ερώτημα ό ςε ϋνα ςωρϐ ϊλλα. Ο Μπύμπι Ροθ εύχε πεθϊνει απϐ καρκύνο το 1998. Ο Κϋρτισ Γουύλκοξ, που ςυχνϊ περπατοϑςε γϑρω απϐ την Μπιοϑικ με ϋνα τετρϊδιο ςπιρϊλ ςτο χϋρι κρατώντασ ςημειώςεισ (και μερικϋσ φορϋσ κϊνοντασ ςκύτςα), όταν επύςησ νεκρϐσ. Ο Σϐνι ϋιντινκσ, ο παλιϐσ αρχιφυλακασ, ζοϑςε ακϐμη, αλλϊ εύχε περϊςει τα εβδομόντα πϋντε και όταν χαμϋνοσ κϊπου μϋςα ς' εκεύνο το μιςοφωτιςμϋνο καθαρτόριο ϐπου περνοϑν τη ζωό τουσ ϐςοι υποφϋρουν απϐ Αλτςχϊιμερ. Θυμϊμαι μια φορϊ που πόγα να τον δω μαζύ με τον Ωρκι Αρκϊνιαν ςτον ούκο ευγηρύασ ϐπου ζει τώρα. Ϋταν λύγο πριν τα Φριςτοϑγεννα. Σου πόγαμε ϋνα χρυςϐ μετϊλλιο του Αγύου Φριςτϐφορου, που το εύχαμε αγορϊςει με ϋρανο μερικού απϐ μασ τουσ πιο παλιοϑσ. Μου φϊνηκε ϐτι ο Σϐνι όταν ςτα καλϊ του εκεύνη τη μϋρα. Ωνοιξε το πακϋτο χωρύσ μεγϊλη δυςκολύα
- 129 -
και φϊνηκε να χαύρεται με το μετϊλλιο. Ωνοιξε και το κλιπ μϐνοσ του, αν και ο Ωρκι τον βοόθηςε να το κλεύςει ϐταν το φϐρεςε. ήταν ϋγινε τελικϊ κι αυτϐ, ο Σϐνι με κούταξε καλϊ καλϊ ςυνοφρυωμϋνοσ, με τα θολωμϋνα μϊτια του να εκπϋμπουν ϋνα κακϋκτυπο τησ παλιϊσ διαπεραςτικόσ ματιϊσ του. Εκεύνη τη ςτιγμό ϋμοιαζε να εύναι ο εαυτϐσ του. Μετϊ τα μϊτια του γϋμιςαν δϊκρυα και η ψευδαύςθηςη χϊθηκε. «Ποιοι εύςτε, παιδιϊ;» ρώτηςε. «χεδϐν ςασ θυμϊμαι». Και μετϊ πρϐςθεςε, με ϋναν τελεύωσ ανϋκφραςτο τϐνο ςαν να μασ ϋλεγε τι καιρϐ κϊνει: «Εύμαι ςτην κϐλαςη, ξϋρετε. Αυτό εύναι η κϐλαςη». «Νεντ, ϊκου», εύπα. «Εκεύνη η ςυνϋλευςη που κϊναμε ςτο Κϊντρι Γουϋι τελικϊ κατϋληξε ςε ϋνα πρϊγμα. Οι αςτυνομικού τησ Καλιφϐρνια το ϋχουν γραμμϋνο ςτα περιπολικϊ τουσ, ύςωσ επειδό η μνόμη τουσ εύναι λιγϊκι αδϑνατη και πρϋπει να το γρϊψουν για να μην το ξεχνοϑν. Εμεύσ δε χρειϊζεται να το γρϊψουμε πουθενϊ. Ξϋρεισ για τι πρϊγμα μιλϊω;» «Να υπηρετοϑμε και να προςτατεϑουμε τουσ πολύτεσ», εύπε ο Νεντ. «Ακριβώσ. Ο Σϐνι πύςτευε ϐτι όταν ςχεδϐν θϋλημα Θεοϑ που ϋπεςε αυτϐ το πρϊγμα ςτα χϋρια μασ. Δεν το εύπε ξεκϊθαρα, αλλϊ το καταλϊβαμε. Σο ύδιο πύςτευε και ο πατϋρασ ςου». Ϊλεγα ςτον Νεντ Γουύλκοξ αυτϊ που πύςτευα ϐτι εύχε ανϊγκη ν' ακοϑςει. Δεν του εύπα ϐμωσ για τη λϊμψη ςτα μϊτια του Σϐνι και του Κϋρτισ. Ο Σϐνι μασ ϋκανε κηρϑγματα για την υποχρϋωςό μασ να υπηρετοϑμε και να προςτατεϑουμε τουσ πολύτεσ, μασ ϋλεγε ϐτι οι ϊνδρεσ τησ Διμοιρύασ Δ μποροϑςαν καλϑτερα απϐ κϊθε ϊλλον να προςϋχουν ϋνα τϐςο επικύνδυνο πρϊγμα. Ϊφταςε ςτο ςημεύο να πει ϐτι αργϐτερα μπορεύ να το
- 130 -
παραδύδαμε ςε μια ομϊδα επιςτημϐνων που θα τουσ επιλϋγαμε προςεκτικϊ, ύςωσ με επικεφαλόσ τον Μπύμπι Ροθ. Ϊλεγε ϐλα αυτϊ τα παραμϑθια, αλλϊ όταν απλώσ παραμϑθια. Ο Σϐνι και ο Κερτ όθελαν την Μπιοϑικ επειδό δεν ϊντεχαν να τη χϊςουν. Αυτό όταν η ουςύα, και ϐλα τα ϊλλα όταν γαρνιτοϑρεσ. Η Ροουντμϊςτερ όταν παρϊξενη και εξωτικό, όταν μοναδικό, και όταν δικό τουσ. Δεν ϊντεχαν να τη δώςουν αλλοϑ. «Νεντ», ρώτηςα, «μόπωσ ξϋρεισ αν ο πατϋρασ ςου ϊφηςε τύποτε τετρϊδια; Πρϋπει να όταν ςπιρϊλ, απ' αυτϊ που ϋχετε ςτο ςχολεύο». Σο ςτϐμα του Νεντ ςφύχτηκε. Ϊςκυψε το κεφϊλι και απευθϑνθηκε ςε ϋνα ςημεύο κϊπου ανϊμεςα ςτα γϐνατα του. «Ναι, πολλϊ. Η μαμϊ μοϑ εύπε ϐτι μϊλλον εύναι ημερολϐγια. ήμωσ ςτη διαθόκη του ζητοϑςε απϐ τη μαμϊ μου να κϊψει ϐλα τα προςωπικϊ χαρτιϊ του, και τα ϋκαψε». «Λογικϐ εύναι», εύπε ο Φϊντι. «Σουλϊχιςτον εύναι ςϑμφωνο με ϐςα ξϋρω για τον Κερτ και το γερο-αρχιφϑλακα». Ο Νεντ τον κούταξε και ο Φϊντι προςπϊθηςε να του εξηγόςει. «Αυτού οι δϑο τϑποι δεν εύχαν εμπιςτοςϑνη ςτουσ επιςτόμονεσ. Ξϋρεισ πώσ τουσ ϋλεγε ο Σϐνι; Χεκαςτϋσ του θανϊτου. Ϊλεγε ϐτι η μεγϊλη αποςτολό τουσ ςτη ζωό εύναι να ςκορπϊνε δηλητόριο παντοϑ, λϋγοντασ ςτον κϐςμο να μη φοβϊται, να τρώει ϐςο θϋλει, ϐτι η ςκϋτη γνώςη δε θα τουσ κϊνει κακϐ, ϐτι θα τουσ απελευθερώςει». ώπαςε για μια ςτιγμό. «Τπόρχε κι ϊλλο ϋνα ζότημα βϋβαια». «Σι ζότημα;» ρώτηςε ο Νεντ. «Η διακριτικϐτητα», απϊντηςε ο Φϊντι. «Οι αςτυνομικού μποροϑν να κρατόςουν μυςτικϊ, αλλϊ ο Κερτ και ο Σϐνι πύςτευαν ςα οι επιςτόμονεσ δεν μποροϑν. "Κούτα πϐςο
- 131 -
γρόγορα ςκϐρπιςαν ατομικϋσ βϐμβεσ ςε ϐλο τον κϐςμο αυτού οι ηλύθιοι", ϊκουςα να λϋει ο Σϐνι μια φορϊ. "Χόςαμε τουσ Ρϐζενμπεργκ γι' αυτϐ, αλλϊ ακϐμη και οι ηλύθιοι ξϋρουν ϐτι οι Ρώςοι θα εύχαν φτιϊξει τη βϐμβα ςε δυο χρϐνια ϋτςι κι αλλιώσ. Γιατύ; Επειδό οι επιςτόμονεσ γουςτϊρουν να κουβεντιϊζουν μεταξϑ τουσ. Αυτϐ το πρϊγμα που ϋχουμε ςτο Τπϐςτεγο Β μπορεύ να εύναι το αντύςτοιχο τησ ατομικόσ βϐμβασ, ό μπορεύ και να μην εύναι. Ϊνα εύναι βϋβαιο ϐμωσ: ϐςο εύναι ςτο υπϐςτεγο κϊτω απϐ το μουςαμϊ, δεν μπορεύ να το χρηςιμοποιόςει κανεύσ ςαν ατομικό βϐμβα». κϋφτηκα ϐτι αυτϐ όταν απλώσ μϋροσ τησ αλόθειασ. Κατϊ καιροϑσ αναρωτιϐμουν αν ο Σϐνι και ο πατϋρασ του Νεντ εύχαν νιώςει ποτϋ την ανϊγκη να μιλόςουν πραγματικϊ γι' αυτϐ το θϋμα. άςωσ κϊποιο ϊββατο ό Κυριακό, αργϊ το βρϊδυ, ϐταν τα πρϊγματα ςτο αρχηγεύο όταν όςυχα, καθώσ μερικού πολιτειακού κοιμοϑνταν επϊνω, κϊποιοι ϊλλοι ϋβλεπαν μια ταινύα ςτο βύντεο τρώγοντασ ποπκϐρν απϐ το φοϑρνο μικροκυμϊτων, και οι δυο τουσ όταν κϊτω, ςτο γραφεύο του Σϐνι, με την πϐρτα κλειςτό. Και δε μιλϊω για «ύςωσ», «μπορεύ» και «περύπου». Εννοώ αν εύχαν πει ποτϋ ο ϋνασ ςτον ϊλλο την καθαρό αλόθεια: Δεν υπϊρχει τϋτοιο πρϊγμα πουθενϊ ςτον κϐςμο, κι εμεύσ το κρατϊμε κρυμμϋνο εδώ. Δεν το νομύζω. Γιατύ το μϐνο που εύχαν να κϊνουν όταν να κοιτϊξουν ο ϋνασ ςτα μϊτια του ϊλλου και να δουν το ύδιο πϊθοσ, την ύδια επιθυμύα ν' αγγύξουν την Μπιοϑικ, να ειςχωρόςουν ςτα μυςτικϊ τησ. Ακϐμη και την επιθυμύα να μποροϑν απλώσ να περπατοϑν γϑρω τησ. Ϋταν ϋνα μυςτικϐ, ϋνα μυςτόριο, ϋνα θαϑμα. Αλλϊ δεν όξερα αν ο μικρϐσ μποροϑςε να το δεχτεύ αυτϐ. Ϋξερα ϐτι δεν του ϋλειπε απλώσ
- 132 -
ο πατϋρασ του, όταν θυμωμϋνοσ με τον Κερτ που πϋθανε. Και διακατεχϐμενοσ απϐ αυτό τη διϊθεςη, μπορεύ να θεωροϑςε αυτϐ που ϋκαναν κλοπό. ήμωσ οϑτε κι αυτϐ όταν αλόθεια. Ϋ τουλϊχιςτον δεν όταν ϐλη η αλόθεια. «Σώρα: πια ξϋραμε για τουσ φωτοςειςμοϑσ», εύπα. «Ο Σϐνι τουσ ϋλεγε "φαινϐμενα διαςπορϊσ". Πύςτευε ϐτι η Μπιοϑικ απαλλαςςϐταν απϐ κϊτι, το ϊδειαζε απϐ μϋςα τησ ςαν ςτατικϐ ηλεκτριςμϐ. Πϋρα απϐ τα θϋματα τησ διακριτικϐτητασ και τησ φϑλαξησ, ςτα τϋλη τησ δεκαετύασ του εβδομόντα οι κϊτοικοι τησ Πενςιλβϊνια -και ϐχι απλώσ εμεύσ, ϐλοι- εύχαν ϋναν επιπλϋον ςοβαρϐ λϐγο να μην εμπιςτεϑονται τουσ επιςτόμονεσ και τουσ τεχνικοϑσ». «Σο νηςύ Θρι Μϊιλ», εύπε ο Νεντ. «Ναι. Επιπλϋον, υπϊρχουν πολϑ περιςςϐτερα πρϊγματα ς5 αυτϐ το αμϊξι πϋρα απϐ τισ γρατςουνιϋσ που κλεύνουν μϐνεσ τουσ και την επιφϊνεια που διώχνει τη ςκϐνη. Πολϑ πολϑ περιςςϐτερα». ταμϊτηςα. Μου φαινϐταν πολϑ βαρϑ, πολϑ δϑςκολο. «Εμπρϐσ, πεσ του», εύπε ο Ωρκι. Ακουγϐταν ςχεδϐν θυμωμϋνοσ, τςαντιςμϋνοσ. «Σου εύπεσ ϐλα αυτϊ που ντεν εύναι τύποτε, τώρα πεσ του και τα υπϐλοιπα». Κούταξε τον Φϊντι, μετϊ τη ύρλεώ. «Ακϐμη και για το 1988. Ναι, ακϐμη κι αυτϐ». ταμϊτηςε, αναςτϋναξε και κούταξε το Τπϐςτεγο Β. «Εύναι πολϑ αργϊ για να ςταματόςεισ τώρα, αρχιφϑλακα». ηκώθηκα και ϊρχιςα να περπατϊω προσ το πϊρκινγκ. Πύςω μου ϊκουςα τον Υιλ να λϋει: «ήχι, ϊς' τον, μικρϋ, θα ξαναγυρύςει». Ϊτςι εύναι ϐταν κϊθεςαι ςε μεγϊλη καρϋκλα, οι ϊλλοι μποροϑν να το λϋνε αυτϐ και ςχεδϐν πϊντα ϋχουν δύκιο. Εκτϐσ ύςωσ αν υπϊρξει «ανωτϋρα βύα», εγκεφαλικϊ, καρδιακϋσ
- 133 -
προςβολϋσ και μεθυςμϋνοι οδηγού. Γεγονϐτα που εμεύσ οι θνητού ελπύζουμε ϐτι προϋρχονται απϐ το Θεϐ. Οι ϊνθρωποι που κϊθονται ςε μεγϊλη καρϋκλα -που δοϑλεψαν για να φτϊςουν εκεύ και δουλεϑουν για να παραμεύνουν- δε λϋνε ποτϋ «Δε γαμιϋται» για να πϊνε για ψϊρεμα. ήχι. Εμεύσ που καθϐμαςτε ςτισ μεγϊλεσ καρϋκλεσ ςυνεχύζουμε να ςτρώνουμε κρεβϊτια, να πλϋνουμε τα πιϊτα και ν' αμπαλϊρουμε το ςανϐ, κϊνοντασ ϐ,τι καλϑτερο μποροϑμε. Αδερφϋ μου, τι θα κϊναμε χωρύσ εςϋνα; λϋνε οι ϊλλοι. Η απϊντηςη εύναι ϐτι οι περιςςϐτεροι θα ςυνϋχιζαν να κϊνουν ϐ,τι θϋλουν, ϐπωσ ϋκαναν πϊντα. Να πηγαύνουν ςτο διϊολο με τον ύδιο πϊντα τρϐπο. τϊθηκα ςτην γκαραζϐπορτα του Τπϐςτεγου Β και κούταξα απϐ το παρϊθυρο το θερμϐμετρο. Εύχε κατεβεύ ςτουσ ϋντεκα βαθμοϑσ. Και πϊλι δεν όταν πολϑ ϊςχημη θερμοκραςύα -δεν όταν τρομερό, τϋλοσ πϊντων. ύγουρα ϐμωσ η Μπιοϑικ θα προξενοϑςε μερικϊ πυροτεχνόματα ακϐμη πριν ηςυχϊςει για τη νϑχτα. Δεν εύχε νϐημα ν' απλώςουμε το μουςαμϊ πϊνω τησ ακϐμη. Αν τον απλώναμε, θα χρειαζϐταν να τον ξαναβϊλουμε αργϐτερα. Ξεκαρδύζεται: αυτό όταν η γενικό εκτύμηςη για τη Ροουντμϊςτερ, η εκτύμηςη του ϋιντινκσ και του Γουύλκοξ. ήτι επιβραδϑνεται ςαν ρολϐι που ξεκουρδύζεται, ταλαντεϑεται ςαν ςβοϑρα που κοντεϑει να ςταματόςει, ϐτι ςφυρϊει ςαν ανιχνευτόσ καπνοϑ που δεν εύναι πια ςε θϋςη να προςδιορύςει αν ϐντωσ κϊτι εύναι υπερβολικϊ ζεςτϐ. Διϊλεξε την παρομούωςη που προτιμϊσ -εύναι ςε τιμό ευκαιρύασ. Και μπορεύ να όταν αλόθεια. Μπορεύ ϐμωσ και να μην όταν. Δεν ξϋραμε τύποτε γι' αυτϐ το πρϊγμα -μα την αλόθεια. Μπορεύ να λϋγαμε ςτον εαυτϐ μασ ϐτι ξϋραμε, αλλϊ αυτϐ όταν απλώσ μια
- 134 -
ςτρατηγικό για να μποροϑμε να ζοϑμε δύπλα του χωρύσ να βλϋπουμε πολλοϑσ εφιϊλτεσ. Γϑριςα πύςω ςτο παγκϊκι, ϊναψα ϊλλο ϋνα τςιγϊρο και κϊθιςα ανϊμεςα ςτη ύρλεώ και τον Νεντ. «θϋλεισ ν' ακοϑςεισ για την πρώτη φορϊ που το εύδαμε να κϊνει αυτϐ που εύδεσ απϐψε;» τον ρώτηςα. Βλϋποντασ την προθυμύα ςτο πρϐςωπο του, μου όταν λύγο πιο εϑκολο να ςυνεχύςω. Σώρα: Ο ϊντι όταν εκεύ ϐταν ϊρχιςε, ο μοναδικϐσ που όταν. Αργϐτερα θα ϋλεγε - μιςοαςτεύα μιςοςοβαρϊ- ϐτι αυτό όταν η μοναδικό ςτιγμό δϐξασ ςτη ζωό του. Οι ϊλλοι όρθαν ςχεδϐν αμϋςωσ, αλλϊ αρχικϊ όταν μϐνο ο ϊντερ Υρύμοντ Ντύαρμπορν, που ςτεκϐταν δύπλα ςτην αντλύα τησ βενζύνησ με το ςτϐμα του διϊπλατα ανοιχτϐ και τα μϊτια του ςφιχτϊ κλειςμϋνα, ςύγουροσ ϐτι ςε μερικϊ δευτερϐλεπτα ϐλη η Διμοιρύα, μαζύ με μερικοϑσ γεωργοϑσ τησ περιοχόσ, Ωμισ και μη, θα γύνονταν ραδιενεργό ςκϐνη ςτον ϊνεμο. Αυτϐ ϋγινε δϑο βδομϊδεσ αφϐτου η Μπιοϑικ περιόλθε ςτην κατοχό τησ Διμοιρύασ Δ, γϑρω ςτην πρώτη Αυγοϑςτου του 1979. το μεταξϑ, ο θϐρυβοσ για την εξαφϊνιςη του Ϊνισ Ρϊφερτι εύχε αρχύςει να κοπϊζει. Σα περιςςϐτερα ϊρθρα για τον Ϊνισ εύχαν δημοςιευτεύ ςτην Αμϋρικαν τησ Κομητεύασ τϊτλερ, αλλϊ και η Πύτςμπονργκ Ποςτ-Γκαζϋτ εύχε βϊλει ϋνα πρωτοςϋλιδο ϊρθρο ςτην κυριακϊτικη ϋκδοςη προσ τα τϋλη Ιουλύου. ΕΞΑΥΑΝΙΗ ΠΟΛΙΣΕΙΑΚΟΤ ΑΣΤΝΟΜΙΚΟΤ ΑΥΗΝΕΙ ΠΟΛΛΑ ΕΡΨΣΗΜΑΣΙΚΑ ΣΗΝ ΑΔΕΡΥΗ ΣΟΤ, ϋγραφε ο τύτλοσ, και απϐ κϊτω: Η ΙΝΣΙΘ ΦΑέΑΜ ΖΗΣΕΙ ΠΛΗΡΗ ΕΡΕΤΝΑ. ε γενικϋσ γραμμϋσ, τα πρϊγματα εξελύχθηκαν ακριβώσ ϐπωσ όλπιζε ο Σϐνι ϋιντινκσ. Η άντιθ πύςτευε ϐτι οι
- 135 -
αςτυνομικού τησ Διμοιρύασ Δ όξεραν περιςςϐτερα απϐ ϐςα ϋλεγαν για την εξαφϊνιςη του αδερφοϑ τησ. Αυτϐ εύχε γραφτεύ και ςτισ δϑο εφημερύδεσ. Σα ϊρθρα ϐμωσ ϊφηναν τον αναγνώςτη να καταλϊβει ϐτι η καημϋνη η γυναύκα εύχε μιςοτρελαθεύ απϐ τη λϑπη (και το θυμϐ), και όθελε ν' αποδώςει κατηγορύεσ ςε κϊποιον ϊλλο ενώ το φταύξιμο μπορεύ να όταν και δικϐ τησ. Κανϋνασ απϐ τουσ πολιτειακοϑσ δεν εύπε τύποτε για τη ςκληρό τησ γλώςςα και τισ ςυνεχεύσ επικρύςεισ, αλλϊ οι γεύτονεσ του Ϊνισ και τησ άντιθ δεν όταν τϐςο διακριτικού. Οι δημοςιογρϊφοι και των δϑο εφημερύδων εύχαν γρϊψει επύςησ ϐτι, παρϊ τισ κατηγορύεσ τησ άντιθ, οι ςυνϊδελφοι του Ϊνισ εύχαν θϋςει ςε εφαρμογό ϋνα ςχϋδιο με ςτϐχο να τησ προςφϋρουν κϊποια οικονομικό βοόθεια. Η ςκληρό αςπρϐμαυρη φωτογραφύα τησ άντιθ ςτην ΠοςνΓκαζϋτ δεν τη βοόθηςε καθϐλου: την ϋκανε να μοιϊζει ςαν τη Λύζι Μπϐρντεν δεκαπϋντε λεπτϊ πϊνω κϊτω πριν αρπϊξει τον μπαλτϊ. Ο πρώτοσ φωτοςειςμϐσ ϋγινε το ςοϑρουπο. Ο ϊντι εύχε γυρύςει απϐ τη βϊρδια του γϑρω ςτισ ϋξι εκεύνο το βρϊδυ για να κουβεντιϊςει με τον Μϊικ ϊντερσ, τον ειςαγγελϋα τησ Κομητεύασ. Εύχαν μια ιδιαύτερα δυςϊρεςτη δύκη για εγκατϊλειψη θϑματοσ τροχαύου, με τον ϊντι να εύναι ο κϑριοσ μϊρτυρασ τησ πολιτικόσ αγωγόσ. Σο θϑμα όταν ϋνα παιδύ που ϋμεινε τετραπληγικϐ. Ο Μϊικ όθελε να εύναι ςύγουροσ ϐτι ο επιχειρηματύασ που το χτϑπηςε ενώ όταν μαςτουρωμϋνοσ με κοκαϏνη θα πόγαινε φυλακό. κϐπευε να του επιβϊλει πϋντε χρϐνια, αλλϊ υπόρχε πιθανϐτητα να πετϑχει και δϋκα. Ο Σϐνι ϋιντινκσ παρακολοϑθηςε ϋνα μϋροσ τησ ςυζότηςησ, που ϋγινε ςε μια γωνύα του κϊθιςα οϑ ςτον πρώτο ϐροφο, και μετϊ
- 136 -
κατϋβηκε ςτο γραφεύο του ενώ ο Μϊικ και ο ϊντι ςυζητοϑςαν τισ τελευταύεσ λεπτομϋρειεσ. 'Οταν τελεύωςε η ςυνϊντηςη, ο ϊντι αποφϊςιςε να γεμύςει το ρεζερβουϊρ του περιπολικοϑ του και να βγει ςτο δρϐμο για ϊλλεσ τρεισ ώρεσ περύπου. Καθώσ περνοϑςε μπροςτϊ απϐ το θϊλαμο επικοινωνιών πηγαύνοντασ προσ την πύςω πϐρτα, ϊκουςε τον Ματ Μπαμπύκι να λϋει χαμηλϐφωνα, ςαν να μιλοϑςε ςτον εαυτϐ του: «Γαμημϋνο». Μετϊ ακολοϑθηςε ϋνασ βρϐντοσ, ςαν να εύχε χτυπόςει κϊτι. «Δοϑλεψε επιτϋλουσ». Ο ϊντι κούταξε ςτο θϊλαμο και ρώτηςε τον Ματ αν εύχε περύοδο. Ο Ματ δεν το βρόκε αςτεύο. «Ωκου», εύπε, και αϑξηςε την ιςχϑ λόψησ ςτον αςϑρματο. Ο διακϐπτησ του αντιπαραςιτικοϑ φύλτρου όταν γυριςμϋνοσ ςτο τϋρμα. Ωκουςε τον Μπρϊιαν Κϐουλ να δύνει αναφορϊ απϐ τη Μονϊδα 7, μετϊ τον Φερμπ 'Ειβερι απϐ τη Μονϊδα 5 ςτην οδϐ ϐμιλ, και τον Σζορτζ τανκϐφςκι ϋνασ Θεϐσ ξϋρει απϐ ποϑ. Σο ςόμα του τανκϐφςκι όταν ςχεδϐν πνιγμϋνο απϐ τα παρϊςιτα. «Αν χειροτερϋψει το πρϊγμα, δεν ξϋρω πώσ θα παρακολουθώ τα παιδιϊ και πώσ θα τουσ ςτϋλνω πληροφορύεσ», παραπονϋθηκε ο Ματ. Φτϑπηςε πϊλι τον αςϑρματο ςαν να όθελε να δώςει ϋμφαςη ςτη φρϊςη του. «Και τι γύνεται αν τηλεφωνόςει κανεύσ για καταγγελύα; Πληςιϊζει καμιϊ καταιγύδα ϋξω, ϊντι; » «Ο ουρανϐσ όταν πεντακϊθαροσ ϐταν μπόκα μϋςα», εύπε αυτϐσ. Κούταξε απϐ το παρϊθυρο. «Ακϐμη καθαρϐσ εύναι... ήπωσ θα μποροϑςεσ να δεισ κι εςϑ αν γϑριζε ο λαιμϐσ ςου. Ο
- 137 -
δικϐσ μου γυρύζει απϐ γεννηςιμιοϑ μου, βλϋπεισ;» Ο ϊντι γϑριςε το κεφϊλι του δεξιϊ αριςτερϊ. «Πολϑ αςτεύο. Δεν ϋχεισ να πασ πουθενϊ αλλοϑ, να ενοχοποιόςεισ κανϋναν αθώο ό τύποτε τϋτοιο;» «Μπρϊβο, Ματ, καλϐ. Πανϋξυπνο». Καθώσ πόγαινε και πϊλι προσ την πϐρτα, ο ϊντι ϊκουςε κϊποιον απϐ πϊνω να ρωτϊει αν εύχε πϋςει η κεραύα τησ τηλεϐραςησ, γιατύ η εικϐνα εύχε χαλϊςει εντελώσ, την ώρα που ϋβλεπε ςε επανϊληψη ϋνα πολϑ καλϐ επειςϐδιο του,ταρ Σρεκ, εκεύνο με τα Σριμπλσ. Ο ϊντι βγόκε ϋξω. Ϋταν ϋνα ζεςτϐ θολϐ βρϊδυ. Κϊπου μακριϊ ακοϑγονταν μπουμπουνητϊ, αλλϊ δε φυςοϑςε και ο ουρανϐσ όταν καθαρϐσ. τη δϑςη ϊρχιζε να χϊνεται το φωσ, και μια αραιό ομύχλη υψωνϐταν απϐ τη χλϐη. Εύχε φτϊςει γϑρω ςτο ενϊμιςι μϋτρο ϑψοσ. Μπόκε ςτο περιπολικϐ του (εύχε το Δ-14 για κεύνη τη βϊρδια, εκεύνο με το χαλαςμϋνο προςκϋφαλο ςτο κϊθιςμα του οδηγοϑ), το πόγε ςτην αντλύα βενζύνησ κοντϊ ςτο κτύριο του αρχηγεύου, βγόκε ϋξω, ξεβύδωςε το καπϊκι του ρεζερβουϊρ πύςω απϐ την πινακύδα, και ςταμϊτηςε. Ξαφνικϊ ςυνειδητοπούηςε ϐτι παντοϑ επικρατοϑςε μια παρϊξενη ηςυχύα. Δεν ακοϑγονταν τριζϐνια ςτα χϐρτα, οϑτε κελαηδόματα πουλιών. Ο μϐνοσ όχοσ όταν ϋνασ μπϊςοσ ςταθερϐσ βϐμβοσ, ςαν τον όχο που ακοϑει κανεύσ ϐταν ςταθεύ κϊτω απϐ μια κολϐνα με χοντρϊ καλώδια ρεϑματοσ ό κοντϊ ςε ηλεκτρικϐ υποςταθμϐ. Ο ϊντι πόγε να ςτραφεύ, και την ύδια ςτιγμό ϐλοσ ο κϐςμοσ ϋγινε λευκομϐβ. Η πρώτη του ςκϋψη όταν ϐτι, παρϊ τον καθαρϐ ουρανϐ, τον εύχε χτυπόςει κεραυνϐσ. Και μετϊ
- 138 -
εύδε το Τπϐςτεγο Β να φωτύζεται ςαν... Αλλϊ δεν υπόρχε τρϐποσ να ολοκληρώςει αυτό την παρομούωςη. Δεν εύχε ξαναδεύ ποτϋ του τϋτοιο πρϊγμα. Αν εύχε τϑχει να κοιτϊζει προσ τα κει ϐταν ϋπεςαν εκεύνεσ οι πρώτεσ λϊμψεισ, μϊλλον θα εύχε τυφλωθεύ, εύτε παροδικϊ εύτε μϐνιμα. Ευτυχώσ η μπροςτινό γκαραζϐπορτα ϋβλεπε μακριϊ απϐ την αντλύα. Παρ' ϐλ' αυτϊ η λϊμψη όταν τϐςο δυνατό που τον θϊμπωςε και φώτιςε το καλοκαιρινϐ λυκϐφωσ τϐςο ϋντονα, που νϐμιζεσ ϐτι όταν καταμεςόμερο. Και ϋκανε το Τπϐςτεγο Β, μια ςυμπαγό ξϑλινη καταςκευό, να μοιϊζει ϊυλη ςαν αντύςκηνο απϐ γϊζα. Σο φωσ ξεχυνϐταν απϐ τισ χαραμϊδεσ και απϐ τισ τρϑπεσ που εύχαν αφόςει τα βγαλμϋνα καρφιϊ. Ωςτραφτε κϊτω απϐ τη ςτϋγη, απϐ ϋνα μικρϐ ϊνοιγμα που εύχε ανούξει ύςωσ κϊποιοσ ςκύουροσ. Ωςτραφτε ςτο επύπεδο του εδϊφουσ, ϐπου εύχε βγει μια ςανύδα και ςτη θϋςη τησ ϋβλεπεσ μια μεγϊλη μπϊρα απϐ εκτυφλωτικϐ φωσ. την οροφό υπόρχε ϋνα μπουρύ ανεμιςτόρα, και η λϊμψη εκτοξευϐταν απϐ μϋςα προσ τον ουρανϐ ςε ακανϐνιςτεσ ριπϋσ, ςαν ςόματα καπνοϑ απϐ καθαρϐ βιολετύ φωσ. Οι λϊμψεισ απϐ τα παρϊθυρα ςτισ γκαραζϐπορτεσ, μπροςτϊ και πύςω μετϋτρεψαν την ομύχλη ςε ϋναν αλλϐκοτο ηλεκτριςμϋνο ατμϐ. Ο ϊντι όταν όρεμοσ. Ξαφνιαςμϋνοσ αλλϊ όρεμοσ. κϋφτηκε: Αυτϐ όταν, το γαμημϋνο θα τιναχτεύ ςτον αϋρα, εύμαςτε ϐλοι νεκρού. Δεν του πϋραςε καν η ςκϋψη να το βϊλει ςτα πϐδια ό να μπει ςτο περιπολικϐ. Ποϑ να τρϋξει; Ποϑ να πϊει; Ϋταν αςτεύο. Εκεύνο που όθελε όταν τρελϐ: να πληςιϊςει. Η Μπιοϑικ τον τραβοϑςε. Δεν τη φοβϐταν, ϐπωσ ο Μύςτερ Ντύλον. Ϊνιωθε την ϋλξη αλλϊ χωρύσ το φϐβο. Εύτε όταν τρελϐ εύτε ϐχι,
- 139 -
όθελε να πληςιϊςει. Σην ϊκουγε ςχεδϐν να τον καλεύ κοντϊ τησ. Νιώθοντασ ςαν ςε ϐνειρο (του πϋραςε απϐ το μυαλϐ η ςκϋψη ϐτι όταν ϐντωσ πολϑ πιθανϐ να ονειρεϑεται), πόγε πύςω ςτην πϐρτα του οδηγοϑ του περιπολικοϑ, ϋςκυψε μϋςα απϐ το ανοιχτϐ παρϊθυρο και πόρε τα γυαλιϊ ηλύου απϐ το ταμπλϐ. Σα φϐρεςε κι ϊρχιςε να περπατϊ προσ το υπϐςτεγο. Ϋταν λύγο καλϑτερα με τα γυαλιϊ ηλύου, ϐχι πολϑ ϐμωσ. Περπατοϑςε με το χϋρι ςηκωμϋνο μπροςτϊ του και τα μϊτια του μιςϐκλειςτα ςαν χαραμϊδεσ. Ο κϐςμοσ γϑρω του ϊςτραφτε απϐ ςιωπηλϊ φωτεινϊ μπουμπουνητϊ και παλλϐταν απϐ μια μοβ φωτιϊ. Ο ϊντι ϋβλεπε τη ςκιϊ του να πηδϊ απϐ τα πϐδια του, να εξαφανύζεται, και μετϊ να εμφανύζεται πϊλι. Ϊβλεπε το φωσ να βγαύνει απϐ τα παρϊθυρα τησ γκαραζϐπορτασ και να φωτύζει το πύςω μϋροσ του αρχηγεύου. Ϊβλεπε τουσ πολιτειακοϑσ που ϊρχιζαν να βγαύνουν ϋξω παραμερύζοντασ τον Ματ Μπαμπύκι που εύχε βγει πρώτοσ και όταν πιο κοντϊ. Μϋςα ςτισ λϊμψεισ απϐ το υπϐςτεγο, οι κινόςεισ ϐλων τουσ ϋμοιαζαν ςπαςμωδικϋσ, ςαν να ϋβλεπεσ ηθοποιοϑσ ςε βωβό ταινύα. ήςοι εύχαν γυαλιϊ ηλύου ςτισ τςϋπεσ τουσ τα ϋβγαλαν και τα φϐρεςαν. Μερικού απϐ αυτοϑσ που δεν εύχαν ϋκαναν μεταβολό κι ϋτρεξαν μϋςα να τα πϊρουν. Ϊνασ πολιτειακϐσ ϋφταςε ςε ςημεύο να τραβόξει το πιςτϐλι του, μετϊ το κούταξε ςαν να ςκεφτϐταν Σι διϊολο θα το κϊνω αυτϐ; και το ϋβαλε πϊλι ςτη θόκη του. Δυο πολιτειακού χωρύσ γυαλιϊ ϊρχιςαν να προχωροϑν προςεκτικϊ προσ το υπϐςτεγο, με το κεφϊλι ςκυμμϋνο και τα μϊτια κλειςτϊ, κρατώντασ τα χϋρια απλωμϋνα μπροςτϊ τουσ ςαν υπνοβϊτεσ. Σουσ τραβοϑςαν, ϐπωσ και τον ϊντι, οι
- 140 -
ςπαςμωδικϋσ λϊμψεισ κι εκεύνοσ ο ςιγανϐσ εκνευριςτικϐσ βϐμβοσ. Σουσ τραβοϑςαν ςαν πεταλοϑδεσ ςτη φωτιϊ. Και ξαφνικϊ πϋραςε ανϊμεςα τουσ τρϋχοντασ ο Σϐνι ϋιντινκσ. Σουσ χτυποϑςε, τουσ ϋςπρωχνε, τουσ φώναζε να γυρύςουν ςτο αρχηγεύο, τουσ διϋταζε. Σαυτϐχρονα προςπαθοϑςε να φορϋςει τα γυαλιϊ ηλύου που κρατοϑςε, αλλϊ αςτοχοϑςε. Σελικϊ κατϊφερε να τα φορϋςει, αφοϑ πρώτα ϋχωςε τον ϋνα βραχύονα ςτο ςτϐμα του και τον ϊλλο ςτο αριςτερϐ του φρϑδι. Ο ϊντι οϑτε εύδε οϑτε ϊκουςε τύποτε απϐ ϐλα αυτϊ. Σο μϐνο που ϊκουγε όταν ο βϐμβοσ. Σο μϐνο που ϋβλεπε όταν οι λϊμψεισ, που μετϋτρεπαν τα πλοκϊμια τησ ομύχλησ ςε ηλεκτρικοϑσ δρϊκοντεσ. Σο μϐνο που ϋβλεπε όταν η διακοπτϐμενη ςτόλη του μοβ-λευκοϑ φωτϐσ που υψωνϐταν απϐ το κωνικϐ ϊνοιγμα τησ οροφόσ μαχαιρώνοντασ το μιςοςκϐτεινο ουρανϐ. Ο Σϐνι τον ϊρπαξε και τον τρϊνταξε. Ωλλη μια ςιωπηλό ϋκρηξη φωτϐσ ςτο υπϐςτεγο μετϋτρεψε τουσ φακοϑσ απϐ τα γυαλιϊ ηλύου του Σϐνι ςε μικρϋσ μπλε ςφαύρεσ φωτιϊσ. Υώναζε, αν και δε χρειαζϐταν, ο ϊντι τον ϊκουγε μια χαρϊ. Ακουγϐταν μϐνο εκεύνοσ ο βϐμβοσ, και κϊποιοσ που μουρμοϑριζε Μεγαλοδυναμε Θεϋ, κι αυτϐ όταν ϐλο. «ϊντι! Ϋςουν εδώ ϐταν ϊρχιςε;» «Ναι!» Ο ϊντι ςυνειδητοπούηςε ϐτι φώναζε κι αυτϐσ, παρ' ϐλο που όξερε ϐτι δε χρειαζϐταν. Για κϊποιο λϐγο η κατϊςταςη απαιτοϑςε να φωνϊζουν. Σο φωσ ϊςτραφτε ςυνεχώσ, μια ςειρϊ απϐ απανωτοϑσ αθϐρυβουσ κεραυνοϑσ. Κϊθε φορϊ το κτύριο του αρχηγεύου ϋμοιαζε να πηδϊει μπροςτϊ ςαν να όταν ζωντανϐ, με τισ ςκιϋσ των αςτυνομικών
- 141 -
ν' απλώνονται ςτο πλϊι του. «Σι το ϊρχιςε; Σι ϋγινε;» «Δεν ξϋρω!» «Μπεσ μϋςα! Κϊλεςε τον Κϋρτισ! Πεσ του τι ςυμβαύνει! Πεσ του να τςακιςτεύ να 'ρθει εδώ τώρα!» Ο ϊντι αντιςτϊθηκε ςτην παρϐρμηςη να πει ςτον Σϐνι ϐτι όθελε να μεύνει και να δει τι θα γύνει. Αυτό η ιδϋα όταν βλακώδησ ςτη βϊςη τησ: δεν μποροϑςεσ να δεισ τύποτε, το φωσ όταν πολϑ δυνατϐ. Ακϐμη και με τα γυαλιϊ ηλύου. Ωλλωςτε, δεν μποροϑςε να παρακοϑςει τη διαταγό του αρχι φϑλακα. Μπόκε ςτο αρχηγεύο ςκοντϊφτοντασ ςτα ςκαλιϊ (όταν αδϑνατο να εκτιμόςεισ ςωςτϊ το βϊθοσ και τισ αποςτϊςεισ μϋςα ς' αυτϋσ τισ εκτυφλωτικϋσ υπερλϊμψεισ), και πόγε ςτο θϊλαμο επικοινωνιών ςιγϊ ςιγϊ, κρατώντασ τα χϋρια απλωμϋνα μπροςτϊ του. Για τα θαμπωμϋνα μϊτια του, το αρχηγεύο όταν ϋνα ςυνονθϑλευμα απϐ ςκιϋσ. Η μοναδικό ορατό πραγματικϐτητα γι' αυτϐν εκεύνη τη ςτιγμό όταν οι μοβ λϊμψεισ που ϊςτραφταν μπροςτϊ ςτα μϊτια του. Ο αςϑρματοσ του Ματ Μπαμπύκι εξϋπεμπε ϋναν αςταμϊτητο χεύμαρρο απϐ παρϊςιτα, μϋςα ςτον οπούο ξεχώριζαν μερικού όχοι ςαν πϐδια ό δϊχτυλα ανθρώπων θαμμϋνων ςε ερεύπια. Ο ϊντι πόρε το κανονικϐ τηλϋφωνο που βριςκϐταν δύπλα ςτη γραμμό των επειγϐντων περιςτατικών, ςύγουροσ ϐτι θα όταν κι αυτϐ εκτϐσ λειτουργύασ -δεν υπόρχε περύπτωςη-, αλλϊ δοϑλευε κανονικϊ. Πόρε τον αριθμϐ του Κερτ απϐ τη λύςτα που όταν καρφωμϋνη ςτον πύνακα ανακοινώςεων. Ακϐμη και το τηλϋφωνο ϋμοιαζε ν' αναπηδϊ τρομαγμϋνο κϊθε φορϊ που το δωμϊτιο φωτιζϐταν απϐ τισ μοβ-λευκϋσ λϊμψεισ. Η Μιςϋλ απϊντηςε
- 142 -
και του εύπε ϐτι ο Κερτ βριςκϐταν ςτον πύςω κόπο και κοϑρευε το γραςύδι πριν ςκοτεινιϊςει. Δεν όθελε να τον φωνϊξει, φαινϐταν καθαρϊ ςτον τϐνο τησ φωνόσ τησ. ήταν ϐμωσ ο ϊντι τησ τον ζότηςε για δεϑτερη φορϊ, εύπε, «Εντϊξει, μια ςτιγμό, δεν ξεκουρϊζεςτε ποτϋ εςεύσ;» Η αναμονό τοϑ φϊνηκε ατελεύωτη. Εκεύνο το πρϊγμα ςτο Τπϐςτεγο Β ςυνϋχιςε ν' αναβοςβόνει ςαν μια τρελό φωτεινό αποκϊλυψη, και ςε κϊθε λϊμψη το δωμϊτιο ϋμοιαζε να μετατοπύζεται ςε μια λύγο διαφορετικό προοπτικό. Ϋταν αδϑνατο κϊτι που παρόγε τϋτοια φωτεινϐτητα να μην εύναι καταςτροφικϐ, ϐμωσ ο ϊντι όταν ακϐμη ςώοσ και αβλαβόσ. Ωγγιξε τα μαγουλϊ του με το ϊλλο χϋρι για να δει αν υπόρχαν εγκαϑματα ό πρόξιμο. Σύποτε. Προσ το παρϐν τουλϊχιςτον, ςκϋφτηκε. Ϋταν ςύγουροσ ϐτι απϐ ςτιγμό ςε ςτιγμό θ' ϊκουγε τουσ πολιτειακοϑσ ϋξω να ουρλιϊζουν καθώσ αυτϐ το πρϊγμα ςτο γκαρϊζ θα ϋςκαγε ό θα ϋλιωνε ό θ' απελευθϋρωνε ύςωσ κϊτι - κϊτι αςϑλληπτο με φλογερϊ ηλεκτρικϊ μϊτια. Αυτϋσ οι ςκϋψεισ απεύχαν ϋνα εκατομμϑριο χιλιϐμετρα απϐ τισ ςυνηθιςμϋνεσ ςκϋψεισ ενϐσ αςτυνομικοϑ, αλλϊ εκεύνη τη ςτιγμό ο ϊντι Ντύαρμπορν ϋνιωθε περιςςϐτερο ςαν τρομαγμϋνο παιδϊκι παρϊ ςαν αςτυνομικϐσ. Επιτϋλουσ ο Κερτ ςόκωςε το τηλϋφωνο. Ακουγϐταν λαχανιαςμϋνοσ και γεμϊτοσ περιϋργεια. «Πρϋπει να 'ρθεισ αμϋςωσ», του εύπε ο ϊντι. «Διαταγό του αρχιφϑλακα». Ο Κερτ κατϊλαβε αμϋςωσ. «Σι κϊνει, ϊντι;» «Εκτοξεϑει πυροτεχνόματα. Λϊμψεισ. Δεν μπορεύσ καν να κοιτϊξεισ το Τπϐςτεγο Β». «Ϊχει πϊρει φωτιϊ το κτύριο;»
- 143 -
«Δε νομύζω, αλλϊ δεν μποροϑμε να ξϋρουμε ςτα ςύγουρα. Δε βλϋπεισ μϋςα, εύναι πολϑ δυνατϐ το φωσ. Ϊλα γρόγορα». Ο Κερτ βρϐντηξε κϊτω το ακουςτικϐ χωρύσ να πει λϋξη και ο ϊντι βγόκε πϊλι ϋξω. Αν γινϐταν καμιϊ πυρηνικό ϋκρηξη* ςκϋφτηκε, όθελε να εύναι με τουσ φύλουσ του. Δϋκα λεπτϊ αργϐτερα ο Κερτ ανϋβαινε μουγκρύζοντασ το δρϐμο με την ϋνδειξη ΜΟΝΟ ΠΟΛΙΣΕΙΑΚΟΙ ΑΣΤΝΟΜΙΚΟΙ ςτο τιμϐνι τησ Μπελ Αιρ, του αυτοκινότου που εύχε επιδιορθώςει με τϐςη αγϊπη και που εύκοςι δϑο χρϐνια αργϐτερα θα κληρονομοϑςε ο γιοσ του. Πόρε τη ςτροφό χωρύσ να κϐψει αρκετϊ, και για μια τρομερό ςτιγμό ο ϊντι φοβόθηκε ϐτι θα παρϋςερνε γϑρω ςτα πϋντε ϊτομα που όταν μπροςτϊ του. Αλλϊ ο Κερτ εύχε αντανακλαςτικϊ μικροϑ παιδιοϑ και πρϐλαβε να κοκαλώςει τη εβρολϋτ. Βγόκε απϐ το αμϊξι ϋχοντασ θυμηθεύ να ςβόςει τη μηχανό αλλϊ ϐχι και τα φώτα, και απϐ τη βιαςϑνη του παραπϊτηςε και κϐντεψε να κϊνει βουτιϊ ςτην ϊςφαλτο. Ανϋκτηςε την ιςορροπύα του ϐμωσ και ςυνϋχιςε να τρϋχει προσ το υπϐςτεγο. Ο ϊντι πρϐλαβε να δει τι κρεμϐταν απϐ το χϋρι του: ϋνα ζευγϊρι προςτατευτικϊ γυαλιϊ οξυγονοκολλητό με ελαςτικϐ ιμϊντα. Ο ϊντι εύχε δει πολλοϑσ αλαφιαςμϋνουσ ανθρώπουσ ςτη ζωό του -πϊρα πολλοϑσ, ςχεδϐν ϐλοι οι οδηγού που ςταματοϑςεσ για παραβύαςη του ορύου ταχϑτητασ όταν αλαφιαςμϋνοι-, αλλϊ δεν εύχε ξαναδεύ ποτϋ κανϋναν ςτην κατϊςταςη του Κερτ. Σα μϊτια του όταν τϐςο γουρλωμϋνα που θα 'λεγεσ ϐτι θα πετϊγονταν απϐ τισ κϐγχεσ τουσ και τα μαλλιϊ του ϋδειχναν ορθωμϋνα... αν και αυτϐ μπορεύ να όταν ψευδαύςθηςη επειδό ϋτρεχε τϐςο γρόγορα.
- 144 -
Ο Σϐνι ϊπλωςε το χϋρι και τον ϊρπαξε καθώσ περνοϑςε δύπλα του, και ο Κερτ κϐντεψε να πϋςει πϊλι. Ο ϊντι εύδε το ελεϑθερο χϋρι του Κϋρτισ να ςφύγγεται ςε γροθιϊ και να ςηκώνεται. Μετϊ χαλϊρωςε. Ο ϊντι δεν όξερε πϐςο εύχε πληςιϊςει ο αρχϊριοσ πολιτειακϐσ ςτο ςημεύο να χτυπόςει τον ανώτερο του, και δεν όθελε να μϊθει. Εκεύνο που εύχε ςημαςύα όταν ϐτι ο Κερτ αναγνώριςε τον Σϐνι (και την εξουςύα του) και ςταμϊτηςε. Ο Σϐνι ϊπλωςε το χϋρι να πϊρει τα προςτατευτικϊ γυαλιϊ. Ο Κερτ κοϑνηςε αρνητικϊ το κεφϊλι του. Ο Σϐνι του εύπε κϊτι. Ο Κερτ απϊντηςε κουνώντασ πϊλι ϋντονα το κεφϊλι του. Μϋςα ςτισ δυνατϋσ ακϐμη λϊμψεισ, ο ϊντι εύδε τον Σϐνι ϋιντινκσ να βιώνει μια δικό του ςϑντομη εςωτερικό πϊλη. Ϋθελε απλώσ να διατϊξει τον Κερτ να του δώςει τα γυαλιϊ, αλλϊ δύςταζε γιατύ κϊτι τϋτοιο θ' αποτελοϑςε κατϊχρηςη εξουςύασ. Σελικϊ γϑριςε και κούταξε τουσ ςυγκεντρωμϋνουσ αςτυνομικοϑσ. Μϋςα ςτη βιαςϑνη και την ϋξαψη του, ο αρχιφϑλακασ τουσ εύχε δώςει δϑο διαφορετικϋσ αντιφατικϋσ διαταγϋσ: να οπιςθοχωρόςουν και να γυρύςουν ςτο αρχηγεύο. Οι περιςςϐτεροι εύχαν προτιμόςει να υπακοϑςουν την πρώτη και ν' αγνοόςουν τη δεϑτερη. Ο Σϐνι πόρε μια βαθιϊ ανϊςα, την ϊφηςε, και μετϊ απευθϑνθηκε ςτον Ντύκι-Ντακ Ϊλιοτ, ο οπούοσ ϊκουςε, ϋγνεψε καταφατικϊ και γϑριςε ςτο αρχηγεύο. Οι υπϐλοιποι παρακολουθοϑςαν τον Κερτ που ϋτρεχε προσ το Τπϐςτεγο Β, πετώντασ κϊτω το καςκϋτο που φοροϑςε και φορώντασ τα προςτατευτικϊ γυαλιϊ. ήςο και αν ο ϊντι ςυμπαθοϑςε και ςεβϐταν το νεϐτερο μϋλοσ τησ Διμοιρύασ Δ, δεν ϋβλεπε τύποτε το ηρωικϐ ς' αυτό την προϋλαςη. Ηρωιςμϐσ ςημαύνει να προχωρϊσ παρϊ το φϐβο ςου. Ο Κερτ Γουύλκοξ
- 145 -
δεν ϋνιωθε κανϋνα φϐβο εκεύνο το βρϊδυ, οϑτε το παραμικρϐ ύχνοσ. Σον εύχαν κυριϋψει απλώσ μια ϋξαψη και μια περιϋργεια τϐςο βαθιϊ, που λειτουργοϑςαν ςαν ανεξϋλεγκτη παρϐρμηςη. Πολϑ αργϐτερα ο ϊντι κατϋληξε ςτο ςυμπϋραςμα ϐτι ο Σϐνι εύχε αφόςει τον Κερτ να πϊει ςτο υπϐςτεγο επειδό κατϊλαβε ϐτι δεν υπόρχε περύπτωςη να τον ςταματόςει. Ο Κερτ ςταμϊτηςε γϑρω ςτα τρύα μϋτρα μπροςτϊ απϐ την γκαραζϐπορτα ςηκώνοντασ τα χϋρια για να προςτατϋψει τα μϊτια του απϐ μια ιδιαύτερα δυνατό λϊμψη που ξεχϑθηκε μϋςα απϐ το υπϐςτεγο. Ο ϊντι εύδε το φωσ να λϊμπει μϋςα απϐ τα δϊχτυλα του Κερτ ςε μοβ-λευκϋσ ακτύνεσ. Σαυτϐχρονα η ςκιϊ του Κερτ εμφανύςτηκε πϊνω ςτην ομύχλη ςαν τη μορφό ενϐσ γύγαντα. Μετϊ το φωσ ϋςβηςε και μϋςα απϐ τισ κηλύδεσ του μετεικϊςματοσ ο ϊντι εύδε τον Κερτ να προχωρεύ πϊλι. Ϊφταςε ςτην πϐρτα και κούταξε μϋςα. τεκϐταν ϋτςι μϋχρι που όρθε η επϐμενη λϊμψη. Αναπόδηςε, αλλϊ μετϊ ςτρϊφηκε πϊλι ςτο παρϊθυρο. το μεταξϑ γϑριςε ο Ντύκι-Ντακ Ϊλιοτ απϐ τη δουλειϊ που τον εύχε ςτεύλει ο Σϐνι, ϐποια κι αν όταν αυτό. Ο ϊντι εύδε τι κρατοϑςε καθώσ περνοϑςε δύπλα του. Ο αρχιφϑλακασ επϋμενε να εύναι ϐλα τα περιπολικϊ εξοπλιςμϋνα με φωτογραφικϋσ μηχανϋσ Πολαρϐιντ, και ο Ντύκι-Ντακ εύχε πϊει να φϋρει μια τϋτοια μηχανό. Σην ϋδωςε ςτον Σϐνι, ζαρώνοντασ ϊθελα του καθώσ το υπϐςτεγο ϊςτραψε πϊλι απϐ μύα ακϐμη αθϐρυβη φωτεινό ομοβροντύα. Ο Σϐνι πόρε τη μηχανό και πόγε τρϋχοντασ ςτον Κϋρτισ, που κούταζε ακϐμη μϋςα ςτο υπϐςτεγο και αναπηδοϑςε με κϊθε νϋα λϊμψη (ό ςειρϊ λϊμψεων). Υαύνεται ϐτι ακϐμη και τα προςτατευτικϊ γυαλιϊ δεν παρεύχαν αρκετό προςταςύα απϐ αυτϐ το φωσ.
- 146 -
Κϊτι ϊγγιξε το χϋρι του ϊντι και κϐντεψε να ουρλιϊξει πριν κοιτϊξει κϊτω και δει ϐτι όταν το ςκυλύ τησ Διμοιρύασ. Υαύνεται ϐτι ο Μύςτερ Ντύλον κοιμϐταν μϋχρι Σώρα:, ροχαλύζοντασ ϐπωσ ςυνόθωσ ςτο δϊπεδο ανϊμεςα ςτο νεροχϑτη και τη ςϐμπα, το αγαπημϋνο του ςημεύο. Σώρα εύχε βγει για να δει τι ςυνϋβαινε. Εύχε καταλϊβει ςύγουρα ϐτι κϊτι ϋτρεχε, αυτϐ φαινϐταν απϐ τα λαμπερϊ του μϊτια, τα ορθωμϋνα αυτιϊ του και το υψωμϋνο κεφϊλι του, αλλϊ ο προηγοϑμενοσ τρϐμοσ του δεν υπόρχε. Οι λϊμψεισ δεν ϋδειχναν να τον ενοχλοϑν καθϐλου. Ο Κερτ πόγε να πϊρει την Πολαρϐιντ, αλλϊ ο Σϐνι δεν την ϊφηςε. τϋκονταν μπροςτϊ ςτην γκαραζϐπορτα του Τπϐςτεγου Β και κϊθε τϐςο οι λϊμψεισ τουσ μετϋτρεπαν ςε ζαρωμϋνεσ ςιλουϋτεσ. Μϊλωναν; Μϊλλον ϐχι, ςκεφτϐταν ο ϊντι. ήχι ακριβώσ, δηλαδό. Εύχε την αύςθηςη ϐτι οι δυο τουσ εύχαν μια ϋντονη ςυζότηςη ςαν αυτό που μπορεύ να ϋκαναν δϑο επιςτόμονεσ καθώσ παρατηροϑςαν ϋνα νϋο φαινϐμενο. Ϋ μπορεύ να μην εύναι φαινϐμενο, ςκϋφτηκε ο ϊντι. Μπορεύ να εύναι πεύραμα, κι εμεύσ εύμαςτε τα πειραματϐζωα. Ωρχιςε να μετρϊει το χρονικϐ διϊςτημα ανϊμεςα ςτισ διαδοχικϋσ λϊμψεισ καθώσ παρακολουθοϑςαν ϐλοι τουσ δϑο ϊντρεσ μπροςτϊ ςτο υπϐςτεγο, ο ϋνασ με ϋνα μεγϊλο ζευγϊρι προςτατευτικϊ γυαλιϊ και ο ϊλλοσ με μια τετρϊγωνη Πολαρϐιντ ςτο χϋρι, με το περύγραμμα τουσ να διαγρϊφεται ςαν να όταν φιγοϑρεσ ςε πύςτα που φωτύζεται απϐ λϋιζερ. Οι λϊμψεισ ϋμοιαζαν ςαν αλυςύδα απϐ απανωτϋσ αςτραπϋσ ϐταν ϊρχιςαν, τώρα ϐμωσ υπόρχαν ςημαντικϊ διαςτόματα ανϊμεςα τουσ. Ο ϊντι μϋτρηςε ϋξι δευτερϐλεπτα χωρύσ
- 147 -
λϊμψεισ... μετϊ δϋκα... εφτϊ... δεκατϋςςερα... εύκοςι. Δύπλα του, ο Μπακ Υλϊντερσ εύπε: «Νομύζω ϐτι ςταματϊει». Ο Μύςτερ Ντύλον γϊβγιςε και ϋκανε να προχωρόςει, αλλϊ ο ϊντι τον ϊρπαξε απϐ το κολϊρο και τον κρϊτηςε. Μπορεύ ο ςκϑλοσ να όθελε απλώσ να πϊει ςτον Κερτ και τον Σϐνι ό να όθελε να πληςιϊςει αυτϐ το πρϊγμα ςτο υπϐςτεγο. Μπορεύ να τον καλοϑςε πϊλι. Δεν εύχε ςημαςύα τι απϐ τα δϑο ςυνϋβαινε. Ϋταν καλϑτερα να μεύνει ο Μύςτερ Ντύλον εκεύ που όταν. Ο Σϐνι και ο Κερτ πόγαν ςτη μικρό πλαώνό πϐρτα του υπϐςτεγου, κι εκεύ ϊρχιςαν ϊλλη μύα ϋντονη ςυζότηςη. Σελικϊ ο Σϐνι κατϋνευςε -απρϐθυμα, ςκϋφτηκε ο ϊντι-και του ϋδωςε την κϊμερα. Ο Κερτ ϊνοιξε την πϐρτα, και την ύδια ςτιγμό η Μπιοϑικ ϊςτραψε πϊλι, θϊβοντασ τον ςε μια χιονοςτιβϊδα απϐ εκτυφλωτικϐ φωσ. Ο ϊντι περύμενε ϐτι ο Κερτ θα εύχε εξαφανιςτεύ ϐταν ϋςβηςε το φωσ, ϐτι θ' αποςυντϋθηκε ό θα διακτινύςτηκε ύςωσ ςε κανϋνα μακρινϐ γαλαξύα, ϐπου θα περνοϑςε τη ζωό του λαδώνοντασ διαςτημικϋσ πανοπλύεσ ό ύςωσ γυαλύζοντασ το μαϑρο πιςινϐ του Νταρθ Βϋιντερ. Μϐλισ που πρϐλαβε να δει τον Κερτ να ςτϋκεται ακϐμη ςτο κατώφλι με το ϋνα χϋρι ςηκωμϋνο για να ςκιϊςει τα μϊτια του. τα δεξιϊ του και λύγο πιο πύςω, ο Σϐνι ϋιντινκσ ϋςτρεφε το κεφϊλι του για ν' αποφϑγει τη λϊμψη, με τα χϋρια ςηκωμϋνα για να προςτατϋψει το πρϐςωπο του. Σα γυαλιϊ ηλύου δεν πρϐςφεραν καμύα προςταςύα. Ο ϊντι φοροϑςε τα δικϊ του και το όξερε. 'Οταν μπϐρεςε να δει πϊλι, ο Κερτ εύχε μπει ςτο υπϐςτεγο. Εκεύνη τη ςτιγμό, η προςοχό του ϊντι ςτρϊφηκε ςτον Ντύλον, που προςπαθοϑςε να ορμόςει μπροςτϊ, παρ' ϐλο που ο ϊντι τον κρατοϑςε απϐ το κολϊρο.
- 148 -
Ο ςκϑλοσ εύχε χϊςει την προηγοϑμενη ηρεμύα του. Γρϑλιζε και κλαψοϑριζε, με τ' αυτιϊ κολλημϋνα ςτο κρανύο και τη μουςοϑδα του τραβηγμϋνη πύςω να δεύχνει τα λευκϊ μυτερϊ του δϐντια. «Βοηθόςτε με κϊποιοσ εδώ!» φώναξε ο ϊντι. Ο Μπακ Υλϊντερσ και ο Υιλ Κϊντλετον ϋπιαςαν κι αυτού το κολϊρο του Ντύλον, αλλϊ ςτην αρχό δεν κατϊφεραν τύποτε. Ο ςκϑλοσ ςυνϋχιζε να προχωρεύ, βόχοντασ, με το ςτϐμα του να ςτϊζει ςϊλια ςτην ϊςφαλτο και τα μϊτια του καρφωμϋνα ςτην πλαώνό πϐρτα. Κανονικϊ όταν το γλυκϑτερο ςκυλύ του κϐςμου, αλλϊ εκεύνη τη ςτιγμό ο ϊντι θα όθελε να εύχε ϋνα λουρύ κι ϋνα φύμωτρο. Αν ο Ντύλον ϊρχιζε να δαγκώνει, μπορεύ να βρύςκονταν με ϋνα δυο δϊχτυλα λιγϐτερα. «Κλεύςε την πϐρτα!» φώναξε ο ϊντι ςτον Σϐνι. «Αν δε θϋλεισ να μπει και ο Ντύλον εκεύ μϋςα, κλεύςε την πϐρτα!» Ο Σϐνι τον κούταξε ξαφνιαςμϋνοσ, μετϊ εύδε τι ςυνϋβαινε κι ϋκλειςε την πϐρτα. χεδϐν αμϋςωσ ο Ντύλον ηρϋμηςε. Πρώτα ςταμϊτηςε το γρϑλιςμα, μετϊ και το κλαψοϑριςμα. Ϊβγαλε ϋνα δυο απορημϋνα γαβγύςματα, ςαν να μην μποροϑςε να θυμηθεύ τι ακριβώσ τον εύχε ενοχλόςει. Ο ϊντι ςκϋφτηκε ϐτι μπορεύ να όταν ο βϐμβοσ, που ακουγϐταν πολϑ πιο δυνατϊ με την πϐρτα ανοιχτό, ό κϊποια οςμό ύςωσ. Μϊλλον το δεϑτερο, αλλϊ δεν μποροϑςαν να ξϋρουν ςύγουρα. Με την Μπιοϑικ δεν όξερεσ ποτϋ τι ςυνϋβαινε. Ο Σϐνι εύδε μερικοϑσ ϊντρεσ να προχωροϑν προσ το υπϐςτεγο και τουσ εύπε να μεύνουν εκεύ που όταν. Μιλοϑςε με φυςιολογικό φωνό, πρϊγμα που ηρϋμηςε και τουσ ϊντρεσ, αλλϊ κϊπου δεν κολλοϑςε. Ο ϊντι ϋνιωθε ϐτι θα 'πρεπε ν' ακοϑγονται φωνϋσ και ουρλιαχτϊ ςτο βϊθοσ, εκρόξεισ ςαν απϐ ταινύα, ύςωσ μουγκρητϊ απϐ την ύδια την αγανακτιςμϋνη γη. Ο Σϐνι γϑριςε
- 149 -
προσ τα παρϊθυρα τησ γκαραζϐπορτασ και κούταξε μϋςα. «Σι κϊνει, αρχιφϑλακα;» ρώτηςε ο Ματ Μπαμπύκι. «Εύναι καλϊ;» «Μια χαρϊ», εύπε ο Σϐνι. «Γυρύζει γϑρω απϐ το αμϊξι και τραβϊει φωτογραφύεσ. Εςϑ τι κϊνεισ εδώ, Ματ; Πόγαινε ςτον αςϑρματο, για ϐνομα του Θεοϑ». «Ο αςϑρματοσ τα 'χει παύξει, αφεντικϐ. Παρϊςιτα». «Μπορεύ να ϋχει φτιϊξει τώρα. Γιατύ αυτϐ εκεύ ςταματϊει». Ο ϊντι ςκϋφτηκε ϐτι η φωνό του ακουγϐταν φυςιολογικό επιφανειακϊ -ϐπωσ μιλοϑςε πϊντα-, απϐ κϊτω ϐμωσ διϋκρινεσ τον παλμϐ τησ ϋξαψησ. Και καθώσ ο Ματ γϑριζε να φϑγει, ο Σϐνι πρϐςθεςε: «Δε θα πεισ κουβϋντα για ϐλα αυτϊ ςτον αϋρα, ϊκουςεσ; ήχι ςτα φανερϊ τουλϊχιςτον. Οϑτε τώρα οϑτε ποτϋ. Αν πρϋπει να μιλόςεισ για την Μπιοϑικ, θα λεσ... θα λεσ Κωδικϐσ Δ. Κατϊλαβεσ;» «Μϊλιςτα, αρχιφϑλακα», εύπε ο Ματ και ανϋβηκε τα πύςω ςκαλιϊ με τουσ ώμουσ καμπουριαςμϋνουσ ςαν να τον εύχαν δεύρει. «ϊντι!» φώναξε ο Σϐνι. «Σι γύνεται με το ςκυλύ;» «Εύναι μια χαρϊ. Προσ το παρϐν. Σι γύνεται με το αμϊξι;» «Και το αμϊξι φαύνεται εντϊξει. Δεν καύγεται τύποτε και δεν υπϊρχει κανϋνα ςημϊδι ϋκρηξησ. Σο θερμϐμετρο δεύχνει δώδεκα βαθμοϑσ. Κϊνει κρϑο εκεύ μϋςα». «Αν το αμϊξι εύναι εντϊξει, γιατύ το φωτογραφύζει ο Κερτ;» ρώτηςε ο Μπακ. «Μερικϊ πρϊγματα ϊμα ςτραβώςουν δεν ξεςτραβώνουν», απϊντηςε ο ϋιντινκσ, λεσ και αυτϐ τα εξηγοϑςε ϐλα. υνϋχιςε να παρακολουθεύ τον Κϋρτισ, που ϋκανε πϊντα κϑκλουσ γϑρω απϐ το αυτοκύνητο ςαν φωτογρϊφοσ μϐδασ γϑρω απϐ μοντϋλο, τραβώντασ
- 150 -
φωτογραφύεσ. Κϊθε φωτογραφύα που ϋβγαινε απϐ τη μηχανό την ϋβαζε ςτη ζώνη του παλιοϑ χακύ ςορτσ που φοροϑςε. Ενώ ςυνεχιζϐταν αυτϐ, ο Σϐνι επϋτρεψε ςτουσ υπϐλοιπουσ πολιτειακοϑσ που όταν εκεύ να πληςιϊςουν κατϊ τετρϊδεσ και να ρύξουν μια ματιϊ. 'Οταν όρθε η ςειρϊ του ϊντι, του ϋκανε εντϑπωςη ϐτι οι αςτρϊγαλοι του Κϋρτισ όταν πρϊςινοι κϊθε φορϊ που ϊςτραφτε η Μπιοϑικ. Ακτινοβολύα! ςκϋφτηκε, θεϋ μου, ϋχει εγκαϑματα απϐ ακτινοβολύα! Μετϊ ϐμωσ θυμόθηκε τι ϋκανε νωρύτερα ο Κερτ και γϋλαςε. Η Μιςϋλ δεν όθελε να τον φωνϊξει ςτο τηλϋφωνο γιατύ κοϑρευε το γραςύδι. Και αυτϐ εύχε ςτουσ αςτραγϊλουσ του, πρϊςινουσ λεκϋδεσ απϐ γραςύδι. «Ωντε, βγεσ ϋξω τώρα», μουρμοϑριςε ο Υιλ απϐ τα αριςτερϊ του ϊντι. Κρατοϑςε ακϐμη το ςκϑλο απϐ το κολϊρο, αν και τώρα ο Ντύλον ϋδειχνε όρεμοσ. «Βγεσ ϋξω, μην εκβιϊζεισ την τϑχη ςου». Ο Κερτ ϊρχιςε να οπιςθοχωρεύ προσ την πϐρτα ςαν να εύχε ακοϑςει τον Υιλ, ό και ϐλουσ τουσ ϊλλουσ να ςκϋφτονται το ύδιο πρϊγμα. Σο πιθανϐτερο ϐμωσ όταν ϐτι του εύχε τελειώςει το φιλμ. Μϐλισ βγόκε ϋξω, ο Σϐνι τον ϋπιαςε απϐ τουσ ώμουσ και τον τρϊβηξε παρϊμερα. Καθώσ μιλοϑςαν, ϊςτραψε ϋνασ τελευταύοσ αδϑναμοσ φωτεινϐσ παλμϐσ. Ο ϊντι κούταξε το ρολϐι του. Ϋταν εννιϊ παρϊ δϋκα. ήλο το επειςϐδιο εύχε διαρκϋςει κϊτι λιγϐτερο απϐ μύα ώρα. Ο Σϐνι και ο Κερτ κούταζαν τισ φωτογραφύεσ με μια ϋνταςη που ο ϊντι δεν μποροϑςε να την καταλϊβει. Αν δηλαδό ο Σϐνι ϋλεγε αλόθεια ϐταν εύπε ϐτι η Μπιοϑικ και τα
- 151 -
ϊλλα πρϊγματα μϋςα ςτο υπϐςτεγο δεν εύχαν υποςτεύ καμιϊ αλλούωςη. Και απϐ ϐςο μποροϑςε να δει ο ϊντι, ϐντωσ ϋδειχναν ϐλα ύδια κι απαρϊλλαχτα. Σελικϊ ο Σϐνι ϋκανε ϋνα καταφατικϐ νεϑμα ςαν να εύχε ξεκαθαρύςει κϊτι, και γϑριςε πϊλι ςτουσ υπϐλοιπουσ αςτυνομικοϑσ. το μεταξϑ ο Κερτ πόγε ςτην γκαραζϐπορτα για να ρύξει μια τελευταύα ματιϊ. Σα γυαλιϊ τησ οξυγονοκϐλληςησ όταν ςηκωμϋνα ψηλϊ ςτο μϋτωπο του. Ο Σϐνι διϋταξε να γυρύςουν ϐλοι ςτο αρχηγεύο, εκτϐσ απϐ τον Σζορτζ τανκϐφςκι και τον Φερμπ Ϊιβερι. Ο Φερμπ εύχε γυρύςει απϐ περιπολύα την ώρα τησ φωτεινόσ «παρϊςταςησ», μϊλλον για να πϊει ςτην τουαλϋτα. Ϋταν ικανϐσ να οδηγόςει δϋκα χιλιϐμετρα για να πϊει τουαλϋτα ςτο αρχηγεύο. Υημιζϐταν γι' αυτό την παραξενιϊ του και δεχϐταν ςτωικϊ ϐλα τα πειρϊγματα. Ϊλεγε ϐτι μποροϑςεσ να πϊθεισ κολλητικϋσ αρρώςτιεσ αν καθϐςουν ςε ξϋνεσ τουαλϋτεσ, και ϐποιοσ δεν το πύςτευε αυτϐ του ϊξιζε ϐ,τι πϊθαινε. Ο ϊντι πύςτευε ϐτι ο Φερμπ απλώσ εύχε αδυναμύα ςτα τςοντοπεριοδικϊ που υπόρχαν ςτο πϊνω αποχωρητόριο. Ο Ϊιβερι, που θα ςκοτωνϐταν ςε τροχαύο δϋκα χρϐνια αργϐτερα, ϐταν αναποδογυρύςτηκε το αυτοκύνητο του, όταν φανατικϐσ χρόςτησ του Αμϋρικαν Φϋριτατζ. «Εςεύσ οι δϑο ϋχετε την πρώτη βϊρδια», εύπε ο Σϐνι. «Υωνϊξτε αν δεύτε τύποτε παρϊξενο. Υωνϊξτε ακϐμη και αν ςασ φανεύ αν κϊτι εύναι παρϊξενο». Ο Φερμπ βϐγκηξε που ξαφνικϊ βρϋθηκε να κϊνει ςκοπιϊ και πόγε να διαμαρτυρηθεύ. «Κϐφ' το», του εύπε ο Σϐνι δεύχνοντασ τον με το δϊχτυλο. «Οϑτε λϋξη». Ο Φερμπ εύδε τισ κοκκινύλεσ ςτα μϊγουλα του αρχιφϑλακα και ϋκλειςε αμϋςωσ το ςτϐμα του. Ο ϊντι το
- 152 -
θεώρηςε εξαιρετικϊ ςυνετό επιλογό. Ο Ματ Μπαμπύκι μιλοϑςε ςτον αςϑρματο καθώσ οι υπϐλοιποι πολιτειακού πϋραςαν δύπλα απϐ το θϊλαμο επικοινωνιών πύςω απϐ τον Σϐνι ϋιντινκσ. 'Οταν ο Ματ εύπε ςτη Μονϊδα 6 να δηλώςει θϋςη, η απϊντηςη του Ωντι Κολοϑτςι ακοϑςτηκε δυνατϊ και απολϑτωσ καθαρϊ. Σα παρϊςιτα εύχαν χαθεύ. Μπόκαν ϐλοι και κϊθιςαν ςτο μικρϐ λύβινγκ ρουμ του πρώτου ορϐφου. Σα καθύςματα δεν ϋφταναν για ϐλουσ και οι τελευταύοι αναγκϊςτηκαν να καθύςουν ςτο πϊτωμα, ςτο χαλύ. Η κϊτω αύθουςα όταν μεγαλϑτερη και εύχε περιςςϐτερεσ καρϋκλεσ, αλλϊ ο ϊντι θεώρηςε ϐτι η απϐφαςη του Σϐνι να τουσ φϋρει πϊνω όταν ςωςτό. Σο θϋμα που τουσ απαςχολοϑςε όταν «οικογενειακόσ», ϐχι αςτυνομικόσ φϑςησ. Ϋ τουλϊχιςτον δεν όταν αυςτηρϊ αςτυνομικόσ φϑςησ. Ο Κϋρτισ Γουύλκοξ μπόκε τελευταύοσ, κρατώντασ τισ φωτογραφύεσ απϐ την Πολαρϐιντ με το ϋνα χϋρι. Σα προςτατευτικϊ γυαλιϊ όταν ακϐμη ςτο κεφϊλι του και φοροϑςε ςαγιονϊρεσ ςτα πρϊςινα πϐδια του. Η φανϋλα του ϋγραφε ΑΘΛΗΣΙΚΟ ΣΜΗΜΑ ΠΑΝΕΠΙΣΗΜΙΟΤ ΦΟΡΛΙΚ. Πόγε ςτον αρχιφϑλακα και οι δυο τουσ κουβϋντιαςαν για λύγο μουρμουριςτϊ ενώ οι ϊλλοι περύμεναν. Μετϊ ο Σϐνι ςτρϊφηκε ςτουσ ϊλλουσ. «Δεν ϋγινε ϋκρηξη, και ο Κερτ κι εγώ πιςτεϑουμε ϐτι δεν υπόρχε καμύα διαρροό ακτινοβολύασ». Ακοϑςτηκαν μερικού δυνατού αναςτεναγμού ανακοϑφιςησ, αλλϊ αρκετού πολιτειακού ϋδειχναν να μην ϋχουν πειςτεύ. Ο ϊντι δεν όξερε πώσ ϋδειχνε ο ύδιοσ, δεν υπόρχε καθρϋφτησ εκεύ γϑρω, αλλϊ ςύγουρα δεν ϋνιωθε και τϐςο όςυχοσ. «Κοιτϊξτε τεσ αυτϋσ, αν θϋλετε», εύπε ο Κερτ, και μούραςε τισ φωτογραφύεσ ανϊ δϑο ό ανϊ τρεισ. Μερικϋσ εύχαν
- 153 -
τραβηχτεύ την ώρα τησ λϊμψησ και δεν ϋδειχναν ςχεδϐν τύποτε: μια υποψύα του ψυγεύου, ϋνα μϋροσ απϐ την οροφό τησ Μπιοϑικ. Ωλλεσ όταν πολϑ πιο καθαρϋσ. Οι καλϑτερεσ εύχαν εκεύνη την παρϊξενη επύπεδη ποιϐτητα που εύναι το αποκλειςτικϐ χαρακτηριςτικϐ των φωτογραφιών Πολαρϐιντ. Βλϋπω ϋναν κϐςμο ϐπου υπϊρχει μϐνο αιτύα και αποτϋλεςμα, ϋμοιαζαν να λϋνε. Ϊναν κϐςμο ϐπου κϊθε αντικεύμενο εύναι ϋνασ αβατϊρ και οι θεού κινοϑνται ςτα παραςκόνια. «Σο φιλμ τησ Πολαρϐιντ», εύπε ο Σϐνι, «ϐπωσ και ϐλα τα ςυμβατικϊ φιλμ και οι ειδικού δεύκτεσ που φοροϑν ϊςοι δουλεϑουν ςε περιβϊλλον με ακτινοβολύα, θολώνει ϐταν εκτεθεύ ςε ιςχυρό ακτινοβολύα γϊμα. Μερικϋσ απϐ αυτϋσ τισ φωτογραφύεσ εύναι υπερφωτιςμϋνεσ, αλλϊ καμύα δεν εύναι θολό. Με ϊλλα λϐγια, δεν υπϊρχει ραδιενϋργεια». «Με ϐλο το ςεβαςμϐ, αρχιφϑλακα», εύπε ο Υιλ Κϊντλετον, «δε με ενθουςιϊζει η ιδϋα να εμπιςτευτώ τα μπαλϊκια μου ςε ϋνα φιλμ Πολαρϐιντ». «Αϑριο πρωύ πρωύ θα πϊω ςτο Πύτςμπουργκ και θ' αγορϊςω ϋνα μετρητό Γκϊιγκερ», εύπε ο Κερτ. Μιλοϑςε όρεμα και λογικϊ, αλλϊ ϊκουγεσ και πϊλι τον παλμϐ τησ ϋξαψησ ςτη φωνό του. Πύςω απϐ αυτό την ψϑχραιμη φωνό τοϑ τϑπου «μπορεύτε, ςασ παρακαλώ, να βγεύτε απϐ το ϐχημα», ο Κϋρτισ κϐντευε να τα παύξει. «Σα πουλϊνε ςτο μαγαζύ με το ςτοκ του ςτρατοϑ ςτο Γκραντ. Νομύζω ϐτι κοιτϊζουν γϑρω ςτα τριακϐςια δολϊρια. Θα πϊρω τα λεφτϊ απϐ το ταμεύο ϋκτακτων εξϐδων, αν δεν ϋχει αντύρρηςη κανεύσ». Κανεύσ δεν εύχε. «το μεταξϑ», εύπε ο Σϐνι, «εύναι πιο ςημαντικϐ απϐ κϊθε ϊλλη φορϊ να το κρατόςουμε μυςτικϐ. Πιςτεϑω ϐτι εύτε η
- 154 -
τϑχη εύτε η Θεύα Πρϐνοια ϋςτειλε τοϑτο το πρϊγμα ςτα χϋρια ανθρώπων που μποροϑν να το κϊνουν αυτϐ, να το κρατόςουν μυςτικϐ. Εύμαςτε ςϑμφωνοι;» Ακοϑςτηκαν καταφατικϊ μουρμουρητϊ. Ο Ντύκι-Ντακ καθϐταν ςταυροπϐδι ςτο πϊτωμα χαώδεϑοντασ το κεφϊλι του Ντύλον, που κοιμϐταν με τη μουςοϑδα ακουμπιςμϋνη ςτα πϐδια του. Η μαςκϐτ του αρχηγεύου εύχε ηρεμόςει για τα καλϊ. «Εγώ εύμαι ςϑμφωνοσ, με την προϒπϐθεςη η βελϐνα του Γκϊιγκερ να μη βγει απϐ το πρϊςινο», εύπε. «Αν βγει, ψηφύζω να καλϋςουμε το FBI». «Νομύζεισ ϐτι το FBI μπορεύ να το χειριςτεύ καλϑτερα απϐ μασ;» ρώτηςε ξαναμμϋνοσ ο Κερτ. «Αν εύναι δυνατϐν, Ντύκι! Οι ομοςπονδιακού δεν ξϋρουν τι τουσ γύνεται, και...» «Εκτϐσ αν ςχεδιϊζεισ να βϊλεισ επϋνδυςη απϐ μϐλυβδο ςε ϐλο το Τπϐςτεγο Β απϐ το ταμεύο ϋκτακτων εξϐδων...» ϊρχιςε να λϋει κϊποιοσ ϊλλοσ. «Αυτϐ εύναι μεγϊλη βλακεύα...» εύπε ο Κερτ, αλλϊ ο Σϐνι ϋβαλε το χϋρι ςτον ώμο του νεαροϑ, ςταματώντασ τον πριν πει τύποτε ϊλλο και κϊνει κακϐ ςτον ύδιο του τον εαυτϐ. «Αν υπϊρχει ραδιενϋργεια», δόλωςε ο Σϐνι, «θα το ξεφορτωθοϑμε. ασ το υπϐςχομαι». Ο Κερτ τον κούταξε με ϑφοσ προδομϋνου ανθρώπου. Ο Σϐτι παρϋμεινε όρεμοσ. Ξϋρουμε ϐτι δεν υπϊρχει ραδιενϋργεια, ϋλεγε το βλϋμμα του, το απϋδειξε το φιλμ, οπϐτε γιατύ να κϊνεισ τη ζωό ςου δϑςκολη; «Εγώ μϊλλον λϋω ϐτι θα 'πρεπε να το παραδώςουμε ςτην κυβϋρνηςη ϋτςι κι αλλιώσ», εύπε ο Μπακ. μποροϑν να μασ βοηθόςουν... ξϋρετε... ό να μϊθουν φορϊ πρϊγματα... ςτρατιωτικϋσ πληροφορύεσ... » Η φωνό του γινϐταν ϐλο και
- 155 -
πιο ςιγανό καθώσ ϋνιωςε τη ςιωπηλό διαφωνύα των ϊλλων γϑρω του. Η Πολιτειακό Αςτυνομύα ςυνεργϊζεται καθημερινϊ με κυβερνητικϋσ υπηρεςύεσ: το FBI, την Εφορύα, την Τπηρεςύα Δύωξησ Ναρκωτικών, το Τγειονομικϐ, και κυρύωσ τη Διαπολιτειακό Επιτροπό Εμπορύου. Δε χρειϊζεται να εύςαι πολλϊ χρϐνια ςτη δουλειϊ για να μϊθεισ ϐτι οι περιςςϐτεροι απϐ αυτοϑσ τουσ ομοςπονδιακοϑσ δεν εύναι πιο ϋξυπνοι απϐ μια αρκοϑδα. ο ϊντι όταν τησ γνώμησ πωσ ϐταν οι ομοςπονδιακού ϋδειχναν κϊποια αναλαμπό νοημοςϑνησ, ςυνόθωσ όταν ιδιοτελόσ και μερικϋσ φορϋσ ςαφώσ κακϐβουλη. ε γενικϋσ γραμμϋσ όταν ςκλϊβοι και λϊτρεισ τησ ρουτύνασ και των γραφειοκρατικών διαδικαςιών. Πριν μπει ςτην Πολιτειακό Αςτυνομύα τησ Πενςιλβϊνια, ο ϊντι εύχε δει να επικρατεύ ο ύδιοσ τρϐποσ ςκϋψησ ςτο ςτρατϐ, ςκουριαςμϋνα μυαλϊ που κινοϑνταν μϐνο μϋςα απϐ τα «ςωςτϊ κανϊλια». Επύςησ, δεν όταν και ο ύδιοσ πολϑ μεγαλϑτεροσ απϐ τον Κϋρτισ, κι ϋτςι δεν του ϊρεςε καθϐλου η ιδϋα να δώςουν κϊπου αλλοϑ τη Ροουντμϊςτερ. Αν δε γινϐταν αλλιώσ, θα όταν καλϑτερα να τη δώςουν ςε επιςτόμονεσ του ιδιωτικοϑ τομϋα, ύςωσ απϐ το κολϋγιο που διαφόμιζε η φανϋλα που φοροϑςε ο Κϋρτισ ϐταν κοϑρευε το γραςύδι. Αλλϊ το καλϑτερο όταν να μεύνει ςτη Διμοιρύα. την γκρύζα οικογϋνεια. Ο Μπακ εύχε ςωπϊςει. «Δεν εύναι πολϑ καλό ιδϋα, φαντϊζομαι», εύπε. «Μην ανηςυχεύσ», του απϊντηςε κϊποιοσ. «Παρ' ϐλ' αυτϊ κερδύζεισ την Εγκυκλοπαύδεια Γκρϐλιερ και το ςυναρπαςτικϐ μασ επιτραπϋζιο παιχνύδι». Ο Σϐνι περύμενε να κοπϊςουν τα λιγοςτϊ γϋλια και μετϊ ςυνϋχιςε: «Θϋλω ϐλοι ϐςοι δουλεϑουν εδώ να μϊθουν τι ϋγινε απϐψε ώςτε να ξϋρουν τι να περιμϋνουν αν ξαναςυμβεύ.
- 156 -
Διαδώςτε το. Διαδώςτε επύςησ τον κωδικϐ για την Μπιοϑικ: εύναι Κωδικϐσ Δ. Απλώσ Δ, εντϊξει; Και θα ςασ ενημερώνω για οτιδόποτε ςυμβεύ απϐ δω και πϋρα, αρχύζοντασ απϐ τισ ενδεύξεισ του Γκϊιγκερ. Αυτϐ το τεςτ θα γύνει πριν τη δεϑτερη βϊρδια αϑριο, ςασ το εγγυώμαι. Δεν πρϐκειται να ποϑμε ςτισ γυναύκεσ μασ, τισ αδερφϋσ μασ, τουσ αδερφοϑσ μασ ό τουσ φύλουσ μασ ϋξω απϐ το ώμα τι ςυμβαύνει εδώ, κϑριοι, αλλϊ μεταξϑ μασ θα εύμαςτε εξαιρετικϊ καλϊ πληροφορημϋνοι. ασ το υπϐςχομαι αυτϐ. Και θα το κϊνουμε με τον παλιϐ καλϐ τρϐπο, προφορικϊ. Δεν υπϊρχουν χαρτιϊ που ν' αφοροϑν ϊμεςα αυτϐ το ϐχημα -αν εύναι ϐχημα- και ϋτςι θα παραμεύνουν τα πρϊγματα. Καταλϊβαμε ϐλοι;» Ακοϑςτηκαν πϊλι καταφατικϊ μουρμουρητϊ. «Δε θ' ανεχτώ φλϑαρουσ ςτη Διμοιρύα Δ, κϑριοι. Οϑτε κουτςομπολιϊ οϑτε ςυζητόςεισ με τισ γυναύκεσ ςασ. Σο καταλϊβαμε και αυτϐ;» Ναι, το εύχαν καταλϊβει. «Κοιτϊτε αυτό εδώ», εύπε ξαφνικϊ ο Υιλ, δεύχνοντασ μια φωτογραφύα. «Σο πορτ μπαγκϊζ εύναι ανοιχτϐ». Ο Κερτ ςυγκατϋνευςε. «Σώρα ϐμωσ εύναι κλειςτϐ πϊλι. Ωνοιξε ςε μύα απϐ τισ λϊμψεισ, και νομύζω ϐτι ϋκλειςε με την επϐμενη». Ο ϊντι ςκϋφτηκε τον Ϊνισ και του όρθε μια εικϐνα, πολϑ ςϑντομη αλλϊ και πολϑ καθαρό: το πορτ μπαγκϊζ τησ Μπιοϑικ ν' ανούγει και να κλεύνει ςαν πειναςμϋνο ςτϐμα. Δεύτε το ζωντανϐ κροκϐδειλο, κοιτϊξτε τον καλϊ, αλλϊ μη βϊζετε τα δϊχτυλα ςασ εκεύ μϋςα. «Πιςτεϑω επύςησ», ςυνϋχιςε ο Κερτ, «ϐτι οι υαλοκαθαριςτόρεσ πόραν μπροςτϊ για λύγο, αν και τα μϊτια
- 157 -
μου όταν τϐςο θαμπωμϋνα που δεν εύμαι απϐλυτα ςύγουροσ και δε φαύνεται ςε καμύα απϐ τισ φωτογραφύεσ». «Γιατύ;» ρώτηςε ο Υιλ. «Γιατύ να ςυμβεύ κϊτι τϋτοιο;» «Ηλεκτρικϐ φαινϐμενο», υπϋθεςε ο ϊντι. «Σο ύδιο πρϊγμα που μπλοκϊριςε τον αςϑρματο». «Οι υαλοκαθαριςτόρεσ μπορεύ, αλλϊ το πορτ δε λειτουργεύ με ηλεκτριςμϐ. Αν θϋλεισ να το ανούξεισ, απλώσ πατϊσ το κουμπύ και ςηκώνεισ την πϐρτα του». Ο ϊντι δεν όξερε τι ν' απαντόςει. «Η θερμοκραςύα ςτο υπϐςτεγο ϋχει πϋςει ϊλλουσ δϑο βαθμοϑσ», εύπε ο Κερτ. «Θα πρϋπει να παρακολουθοϑμε τη θερμοκραςύα». Η ςυνϊντηςη τελεύωςε και ο ϊντι ϋφυγε πϊλι για περιπολύα. Πϐτε πϐτε, ϐταν μιλοϑςε με τη Βϊςη, ρωτοϑςε τον Ματ Μπαμπύκι αν «η Δ όταν δϋκα και». Η απϊντηςη όταν πϊντα, Ναι, η Δ εύναι δϋκα και. Με τα χρϐνια αυτό η ερώτηςη και η απϊντηςη καθιερώθηκε ςτην περιοχό ορτ Φιλσ γϑρω απϐ το τϊτλερ, το Πϊγκουσ ύτι και το Πϊτςιν. ε λύγο την υιοθϋτηςαν και μερικϊ ϊλλα αρχηγεύα τησ Πολιτειακόσ Αςτυνομύασ τησ Πενςιλβϊνια, ακϐμη και κϊποια απϐ την ϊλλη μεριϊ των ςυνϐρων, ςτο Οχϊιο. Σο χρηςιμοποιοϑςαν εννοώντασ αν ϐλα όταν «κουλ» ςτο αρχηγεύο. Αυτϐ διαςκϋδαζε πολϑ τουσ ϊνδρεσ τησ Διμοιρύασ Δ, γιατύ αυτό όταν κυριολεκτικϊ η ϋννοια του «δϋκα και». Μϋχρι το επϐμενο πρωύ ϐλοι οι ϊνδρεσ τησ Διμοιρύασ Δ εύχαν ενημερωθεύ, και ςυνϋχιζαν τη δουλειϊ τουσ ϐπωσ πϊντα. Ο Κερτ και ο Σϐνι πόγαν ςτο Πύτςμπουργκ για ν' αγορϊςουν ϋνα μετρητό Γκϊιγκερ. Ο ϊντι όταν εκτϐσ υπηρεςύασ, αλλϊ πϋραςε δυο τρεισ φορϋσ απϐ το αρχηγεύο για να δει τι γινϐταν
- 158 -
με την Μπιοϑικ. Ϋταν όςυχα ςτο υπϐςτεγο, το αμϊξι βριςκϐταν απλώσ πϊνω ςτο τςιμϋντο ςαν ϋργο τϋχνησ ςε ϋκθεςη, αλλϊ η βελϐνα ςτο μεγϊλο κϐκκινο θερμϐμετρο που κρεμϐταν απϐ το δοκϊρι ςυνϋχιζε να κατεβαύνει. Αυτϐ όταν πολϑ παρϊξενο και θεωρόθηκε απϐ ϐλουσ μια ςιωπηλό επιβεβαύωςη πωσ ϐντωσ κϊτι ςυνϋβαινε εκεύ μϋςα. Κϊτι που μερικού απλού αςτυνομικού τησ Πολιτειακόσ Αςτυνομύασ δεν μποροϑςαν να καταλϊβουν, και πολϑ περιςςϐτερο να ελϋγξουν. Κανεύσ δεν μπόκε ςτο υπϐςτεγο μϋχρι να γυρύςουν ο Κερτ και ο Σϐνι απϐ το Πύτςμπουργκ με την Μπελ Αιρ του Κερτ: εντολϋσ του αρχιφϑλακα. Ο Φϊντι Ρϐγιερ κούταζε απϐ το παρϊθυρο τησ γκαραζϐπορτασ ϐταν ϋφταςαν ςτο αρχηγεύο, και τουσ πληςύαςε καθώσ ο Κερτ ϊνοιγε το χαρτοκιβώτιο που εύχε ακουμπόςει ςτο καπϐ του αυτοκινότου του. «Δε θα φορϋςετε ςτολϋσ ςαν αυτϋσ που φοροϑςαν ςτο τϋλεχοσ Ανδρομϋδα;» τουσ ρώτηςε. Ο Κερτ τον κούταξε χωρύσ να χαμογελϊςει. «Υοβερϐ αςτεύο», εύπε. Ο Κερτ και ο αρχιφϑλακασ ϋμειναν μύα ώρα εκεύ μϋςα, ελϋγχοντασ με το μετρητό την επιφϊνεια τησ Μπιοϑικ, τη μηχανό και το εςωτερικϐ τησ καμπύνασ, τα καθύςματα, το ταμπλϐ κι εκεύνο το αλλϐκοτο τερϊςτιο τιμϐνι. Ο Κερτ μπόκε κϊτω απϐ το αμϊξι με ξαπλώςτρα και ο αρχιφϑλακασ ϋλεγξε το πορτ μπαγκϊζ φροντύζοντασ να εύναι πολϑ προςεκτικϐσ. Ωνοιξαν την πϐρτα του πορτ μπαγκϊζ πατώντασ το κουμπύ με μια τςουγκρϊνα που κρεμϐταν ςτον τούχο. Η βελϐνα του μετρητό δεν εύχε κουνηθεύ καθϐλου ϐλη αυτό την ώρα. Η μϐνη φορϊ που δυνϊμωςε το ςταθερϐ κλικ-κλικ-κλικ απϐ το μικρϐ ηχεύο όταν ϐταν ο Σϐνι ϋφερε τον αιςθητόρα κοντϊ ςτη φωςφορύζουςα πλϊκα του ρολογιοϑ του για να βεβαιωθεύ ϐτι
- 159 -
η ςυςκευό δοϑλευε. Δοϑλευε, αλλϊ η Ροουντμϊςτερ δεν εύχε τύποτε να τησ πει. Ϊκαναν μϐνο ϋνα διϊλειμμα, για να πϊνε ςτο αρχηγεύο και να φορϋςουν πουλϐβερ. Ϊξω ϋκανε ζϋςτη, αλλϊ μϋςα ςτο Τπϐςτεγο Β η βελϐνα του θερμϐμετρου εύχε ςταθεροποιηθεύ ελϊχιςτα κϊτω απϐ τουσ εννιϊ βαθμοϑσ. Αυτϐ δεν ϊρεςε καθϐλου ςτον ϊντι, και ϐταν βγόκαν ϋξω οι δυο τουσ πρϐτεινε να ςηκώςουν τισ γκαραζϐπορτεσ για να ζεςταθεύ το υπϐςτεγο. Ο Μύςτερ Ντύλον κοιμϐταν ςτο κουζινϊκι, εύπε, μποροϑςαν να τον κλεύςουν εκεύ μϋςα. «ήχι», εύπε ο Σϐνι, και ο ϊντι εύδε ϐτι ο Κερτ ςυμφωνοϑςε. «Γιατύ;» «Δεν ξϋρω. Απλώσ ϋνα προαύςθημα». τισ τρεισ το απϐγευμα, ενώ ο ϊντι ϋγραφε, ϐπωσ πρϐςταζε το καθόκον, το ϐνομα του ςτο βιβλύο υπηρεςύασ κϊτω απϐ την επικεφαλύδα «2η Βϊρδια 3Μ-11Μ» και ετοιμαζϐταν να φϑγει για περιπολύα, η θερμοκραςύα ςτο Τπϐςτεγο Β εύχε πϋςει ςτουσ οχτώ βαθμοϑσ. Ϋταν εύκοςι δυο βαθμού χαμηλϐτερα απ' ϐςο ϋκανε εκεύνη την καλοκαιρινό μϋρα ϋξω απϐ αυτοϑσ τουσ λεπτοϑσ ξϑλινουσ τούχουσ. Πρϋπει να όταν γϑρω ςτισ ϋξι το απϐγευμα, την ώρα που ο ϊντι όταν παρκαριςμϋνοσ δύπλα ςτο Εςτιατϐριο του Σζύμι ςτη τϊτλερ Πϊικ και ϋπινε καφϋ παραμονεϑοντασ παραβϊτεσ του ορύου ταχϑτητασ, ϐταν η Ροουντμϊςτερ γϋννηςε για πρώτη φορϊ. Ο Ωρκι Αρκϊνιαν όταν ο πρώτοσ που εύδε το πρϊγμα που βγόκε απϐ την Μπιοϑικ, αν και δεν όξερε τι όταν αυτϐ που ϋβλεπε. το αρχηγεύο τησ Διμοιρύασ Δ τα πρϊγματα όταν
- 160 -
όςυχα. ήχι γαλόνια, αλλϊ όςυχα. Αυτϐ οφειλϐταν ςε μεγϊλο βαθμϐ ςτην ενημϋρωςη που εύχαν κϊνει ςτουσ πολιτειακοϑσ ο Κερτ και ο Σϐνι, ϐτι δεν υπόρχε ραδιενϋργεια ςτο Τπϐςτεγο Β. Ο Ωρκι εύχε ϋρθει απϐ το τροχϐςπιτο ϐπου ζοϑςε ςτο κϊμπινγκ Ντρύμλαντ Παρκ ςτην κορυφό του Μπλαφσ για να ρύξει μια ματιϊ εκτϐσ υπηρεςύασ ςτην Μπιοϑικ. Σην εύχε ϐλη για τον εαυτϐ του, δεν υπόρχε κανεύσ γϑρω απϐ το Τπϐςτεγο Β. αρϊντα μϋτρα πιο κϊτω, ςτο αρχηγεύο, επικρατοϑςε ηςυχύα. Πϊντα όταν ςχετικϊ όςυχα τα πρϊγματα ςτη μεςαύα βϊρδια. Ο Ματ Μπαμπύκι εύχε φϑγει και ςτο θϊλαμο επικοινωνιών όταν ϋνασ απϐ τουσ νεϐτερουσ αςτυνομικοϑσ. Ο αρχιφϑλακασ εύχε γυρύςει ςπύτι του κι αυτϐσ ςτισ πϋντε. Ο Κερτ, που εύχε πει ςτη γυναύκα του κϊποιο ψϋμα για την ξαφνικό κλόςη το προηγοϑμενο βρϊδυ, μϊλλον πρϋπει να όταν πϊλι με ςαγιονϊρεσ και να τελεύωνε το κοϑρεμα του γκαζϐν ςαν καλϐ παιδύ. τισ εφτϊ και πϋντε, ο επιςτϊτησ τησ Διμοιρύασ Δ (πολϑ χλομϐσ, πολϑ ϋκπληκτοσ και πολϑ τρομαγμϋνοσ) πϋραςε τρϋχοντασ δύπλα απϐ το θϊλαμο επικοινωνιών και μπόκε ςτο κουζινϊκι για να δει αν θα ϋβριςκε κανϋναν εκεύ. Ϋθελε κϊποιον που να μην εύναι αρχϊριοσ, που να ξϋρει τι του γύνεται. Βρόκε τον Φϊντι Ρϐγιερ, που μϐλισ ϋβαζε τισ τελευταύεσ πινελιϋσ ςε μια μεγϊλη μακαρονϊδα Κραφτ.
- 161 -
Σώρα: Ωρκι «Λοιπϐν;» ρώτηςε ο μικρϐσ, και εκεύνη τη ςτιγμό όταν ύδιοσ ο πατϋρασ του. Ο τρϐποσ που καθϐταν ςτο παγκϊκι, ο τρϐποσ που ςε κούταζε, ο τρϐποσ που ϋςμιγαν τα φρϑδια του, και κυρύωσ η μεγϊλη ανυπομονηςύα του. Αυτό η ανυπομονηςύα όταν ςαν να ϋβλεπα τον πατϋρα του. «Λοιπϐν;» «Αυτό η ιςτορύα δεν εύναι δικό μου», του εύπε ο ϊντι. «Δεν όμουν εκεύ. Ϋταν αυτού οι δυο ϐμωσ». Και φυςικϊ ο μικρϐσ γϑριςε ς' εμϋνα και τον Φϊντι. «Πεσ τα εςϑ, Φαντ», εύπα. «Εςϑ εύςαι ςυνηθιςμϋνοσ να γρϊφεισ αναφορϋσ». «Σρύχεσ», μου απαντϊει αυτϐσ, «εςϑ πόγεσ εκεύ πρώτοσ. Εςϑ το εύδεσ πρώτοσ. Ξεκύνα εςϑ». «Δεν ξϋρω... » «Ωντε, αρχύςτε ϋνασ απϐ ςασ επιτϋλουσ!» μασ φωνϊζει ο μικρϐσ και χτυπϊει το μϋτωπο του με τον καρπϐ ανϊμεςα ςτα μϊτια. Δεν μπϐρεςα να μη γελϊςω. «Εμπρϐσ, Ωρκι, λϋγε», εύπε ο ϊντι. «Υτου. Ντεν το ϋχω πει ποτϋ ϋτςι, ςαν ιςτορύα. Ντεν ξϋρω πώσ θα βγκει». «Κϊνε το καλϑτερο δυνατϐ», εύπε ο αρχιφϑλακασ, κι αυτϐ ϋκανα. την αρχό όταν πολϑ δϑςκολο, ϋνιωθα τα μϊτια του μικροϑ να 'ναι καρφωμϋνα πϊνω μου ςαν καρφιϊ ςκεφτϐμουν ςυνϋχεια, Α εν πρϐκειται να το πιςτϋψει, θα το πύςτευε. Αλλϊ μετϊ απϐ λύγο ϋγινε πιο εϑκολο. 'Οταν μιλϊσ για κϊτι που ϋχει γύνει πριν απϐ πολϑ καιρϐ, βλϋπεισ ϐτι ςιγϊ ςιγϊ ανούγει πϊλι. Ανούγει ςαν λουλοϑδι. Αυτϐ μπορεύ να εύναι καλϐ, μπορεύ να εύναι και κακϐ, φαντϊζομαι. Εκεύνο το βρϊδυ, καθώσ μιλοϑςα ςτο γιο του Κϋρτισ Γουύλκοξ, ϋνιωςα ϐτι εύναι και τα δϑο.
- 162 -
Ο Φϊντι ϊρχιςε να μιλϊει κι αυτϐσ μετϊ απϐ λύγο, να με βοηθϊει, θυμϐταν ϋνα ςωρϐ πρϊγματα, ακϐμη και ϐτι εκεύνη την ώρα το ραδιϐφωνο ϋπαιζε Σζϐαν Μπαϋζ. «Η ςωτηρύα εύναι ςτισ λεπτομϋρειεσ», μασ ϋλεγε ο παλιϐσ αρχιφϑλακασ (ςυνόθωσ ϐταν κϊποιοσ ξεχνοϑςε να βϊλει κϊτι ςημαντικϐ ςε μια αναφορϊ). Και ο μικρϐσ μϊσ ϊκουγε καθιςμϋνοσ ςτο παγκϊκι, μασ κούταζε και τα μϊτια του γύνονταν ϐλο και πιο μεγϊλα καθώσ ςκοτεύνιαζε και η βραδιϊ ϊρχιζε να εκπϋμπει τισ μυρωδιϋσ τησ, ϐπωσ γύνεται το καλοκαύρι, και οι νυχτερύδεσ πετοϑςαν απϐ πϊνω, και τα μπουμπουνητϊ ςυνεχύζονταν πϋρα ςτο νϐτο. Με ϋπιαςε θλύψη βλϋποντασ πϐςο ϋμοιαζε ςτον πατϋρα του. Δεν ξϋρω γιατύ. Μασ διϋκοψε μϐνο μια φορϊ. Γϑριςε ςτον ϊντι και τον ρώτηςε αν εύχαμε ακϐμη... «Ναι», του απϊντηςε αμϋςωσ ο ϊντι. «ύγουρα το ϋχουμε. Και τϐνουσ φωτογραφύεσ. Οι περιςςϐτερεσ Πολαρϐιντ. Αν υπϊρχει ϋνα πρϊγμα που ξϋρουν οι αςτυνομικού, μικρϋ, εύναι να διατηροϑν την αλυςύδα των τεκμηρύων. ώπα τώρα. Ϋθελεσ να μϊθεισ -ϊςε τον ϊνθρωπο να ςου τα πει». Κατϊλαβα ςα εννοοϑςε εμϋνα, κι ϊρχιςα να μιλϊω ξανϊ.
- 163 -
Σώρα: Ο Ωρκι εύχε ϋνα παλιϐ φορτηγϊκι Υορντ εκεύνη την εποχό, το ςυνηθιςμϋνο μοντϋλο με τισ τρεισ ταχϑτητεσ (Σϋςςερισ αν μετρόςεισ και την ϐπιςθεν, αςτειευϐταν) που το ντεμπραγιϊζ του ϋτριζε ϊςχημα. Σο παρκϊριζε ςτο ύδιο ςημεύο ϐπου θα το παρκϊριζε εύκοςι τρύα χρϐνια αργϐτερα, αν και ςτο μεταξϑ εύχε πϊρει ϋνα Ντοτζ Ραμ με αυτϐματο κιβώτιο και κύνηςη ςτουσ τϋςςερισ τροχοϑσ. Σο 1979, υπόρχε ϋνα πανϊρχαιο ςχολικϐ λεωφορεύο τησ Κομητεύασ τϊτλερ ςτην ϊκρη του πϊρκινγκ, μια ςκουριαςμϋνη κύτρινη μαοϑνα που βριςκϐταν εκεύ τουλϊχιςτον απϐ τον πϐλεμο τησ Κορϋασ, βουλιϊζοντασ ϐλο και πιο βαθιϊ ςτα αγριϐχορτα και το χώμα κϊθε χρϐνο. Ο λϐγοσ που δεν το εύχε πϊρει κανεύσ απϐ κει όταν ϋνα ακϐμη απϐ τα μυςτόρια τησ ζωόσ. Ο Ωρκι παρκϊριςε το φορτηγϊκι δύπλα του, πόγε ςτο Τπϐςτεγο Β και κούταξε απϐ το παρϊθυρο τησ γκαραζϐπορτασ, βϊζοντασ τα χϋρια δύπλα ςτο πρϐςωπο του για να μη γυαλύζει το τζϊμι απϐ το φωσ του όλιου που ϋπεφτε ςτα δυτικϊ. Τπόρχε ϋνα φωσ αναμμϋνο ςτην οροφό και η Μπιοϑικ όταν απϐ κϊτω του μοιϊζοντασ με αυτοκύνητο ςε ϋκθεςη, απϐ κεύνα που φαύνονται τϐςο ϐμορφα κϊτω απϐ τουσ προβολεύσ, που ςου ϋρχεται να υπογρϊψεισ αμϋςωσ τα ςυμβϐλαια και να τα πϊρεισ ςπύτι ςου. ήλα ϋδειχναν μια χαρϊ εκτϐσ απϐ το ςκϋπαςμα του πορτ μπαγκϊζ. Ϋταν ανοιχτϐ πϊλι. Πρϋπει να ενημερώςω τον αξιωματικϐ υπηρεςύασ, ςκϋφτηκε ο Ωρκι. Δεν όταν αςτυνομικϐσ ο ύδιοσ, απλώσ ο επιςτϊτησ του κτιρύου, αλλϊ εύχε επηρεαςτεύ απϐ τουσ πολιτειακοϑσ με τισ γκρύζεσ ςτολϋσ. Απομακρϑνθηκε απϐ το
- 164 -
παρϊθυρο και ϋτυχε να κοιτϊξει το θερμϐμετρο που εύχε κρεμϊςει ο Κερτ απϐ ϋνα δοκϊρι τησ οροφόσ. Η θερμοκραςύα μϋςα ςτο υπϐςτεγο εύχε ανεβεύ πϊλι, και μϊλιςτα πολϑ. Εύχε δεκϊξι βαθμοϑσ εκεύ μϋςα. Ο Ωρκι ςκϋφτηκε ϐτι η Μπιοϑικ ϋμοιαζε με ψυκτικϐ ςϑςτημα που προσ το παρϐν εύχε ςβόςει (ό ύςωσ εύχε καεύ με τα πρϐςφατα πυροτεχνόματα). Η ξαφνικό ϊνοδοσ τησ θερμοκραςύασ όταν ϋνα δεϑτερο ςτοιχεύο που αγνοοϑςαν οι πολιτειακού, και ο Ωρκι βιαζϐταν να τουσ το πει. Ωρχιςε να ςτρϋφεται απϐ την πϐρτα για να επιςτρϋψει ςτο αρχηγεύο. Και Σώρα: εύδε εκεύνο το πρϊγμα ςτη γωνύα του υπϐςτεγου. Δεν εύναι τύποτε, ϋνασ ςωρϐσ παλιϊ κουρϋλια, ςκϋφτηκε, αλλϊ κϊτι του ϋλεγε ϐτι δεν όταν ϋτςι. Κϐλληςε πϊλι το μοϑτρο του ςτο τζϊμι βϊζοντασ τα χϋρια για να δει καλϑτερα. ήχι, μα το Θεϐ, αυτϐ το πρϊγμα ςτη γωνύα δεν όταν ϋνασ ςωρϐσ απϐ παλιϊ κουρϋλια. Ο Ωρκι αιςθϊνθηκε μια αδυναμύα ςτα γϐνατα και τουσ μηροϑσ, ςαν να εύχε πϊθει ξαφνικό γρύπη. Η αύςθηςη απλώθηκε προσ τα πϊνω, ϋφταςε ςτο ςτομϊχι του κϊνοντασ το ν' ανακατευτεύ, και μετϊ ςτην καρδιϊ του, επιταχϑνοντασ το ρυθμϐ τησ. Για μια τρομερό ςτιγμό όταν ςχεδϐν ςύγουροσ ϐτι θα ςωριαζϐταν κϊτω λιπϐθυμοσ. Ξϑπνα, ρε βλϊκα. Γιατύ δε δοκιμϊζεισ ν' αναπνεϑςεισ πϊλι; Ποϑ ξϋρεισ, μπορεύ να ςε βοηθόςει αυτϐ. Πόρε δυο μεγϊλεσ βραχνϋσ ανϊςεσ, και δεν του ϊρεςε καθϐλου ο όχοσ τουσ. Ϊτςι ϋκανε ο γϋροσ του ϐταν ϋπαθε καρδιακό προςβολό και περύμενε να 'ρθει το αςθενοφϐρο ξαπλωμϋνοσ ςτον καναπϋ.
- 165 -
Απομακρϑνθηκε απϐ την γκαραζϐπορτα χτυπώντασ μαλακϊ με τη γροθιϊ το ςτόθοσ του. «'Ελα, καλό μου, μϊζεψε τα μπϐςικα, ςε παρακαλώ». Ο όλιοσ που χαμόλωνε μϋςα ςε ϋναν κατακϐκκινο ουρανϐ του θϊμπωνε τα μϊτια. Σο ςτομϊχι του ςυνϋχιζε ν’ ανακατεϑεται και ϋνιωθε ϋτοιμοσ να κϊνει εμετϐ. Ξαφνικϊ του φαινϐταν ϐτι το αρχηγεύο απεύχε τϋςςερα πϋντε χιλιϐμετρα. Ξεκύνηςε προσ τα εκεύ υπενθυμύζοντασ ςτον εαυτϐ του ν' αναπνϋει και να κϊνει μεγϊλα ομοιϐμορφα βόματα. Ϊνα κομμϊτι του εαυτοϑ του όθελε να τρϋξει, αλλϊ όξερε ϐτι αν το ϋκανε αυτϐ μπορεύ, μα την αλόθεια, να λιποθυμοϑςε. «Και ξϋρεισ τι θα γκύνει Σώρα:, θα ςε ταρϊξουν ϐλοι ςτο ντοϑλεμα, ντε θα ξαναηςυχϊςεισ ποτϋ». Αλλϊ δεν τον ανηςυχοϑςαν τϐςο τα πειρϊγματα των πολιτειακών. Κυρύωσ δεν όθελε να μπει ςτο αρχηγεύο φωνϊζοντασ με γουρλωμϋνα μϊτια ςαν τον οποιονδόποτε πολύτη που θϋλει ν' αναφϋρει κϊποιο περιςτατικϐ. Μϋχρι να μπει μϋςα, ϋνιωθε λύγο καλϑτερα. Ϋταν ακϐμη φοβιςμϋνοσ, αλλϊ δεν του ερχϐταν πια να ξερϊςει ό να το βϊλει ςτα πϐδια για ν' απομακρυνθεύ ϐπωσ ϐπωσ απϐ το Τπϐςτεγο Β. το μεταξϑ του εύχε ϋρθει και μια ιδϋα που τον καθηςϑχαςε κϊπωσ. Μπορεύ να όταν κανϋνα κϐλπο. Καμιϊ φϊρςα. Οι πολιτειακού του ϋκαναν ςυνϋχεια φϊρςεσ, και εύχε πει ςτον ήρβιλ Γκϊρετ ϐτι μπορεύ να ερχϐταν πύςω εκεύνο το βρϊδυ για να ρύξει μια ματιϊ ςτην Μπιοϑικ. Οπϐτε μπορεύ ο Ορβ ν' αποφϊςιςε να του τη ςκϊςει. Με αυτοϑσ τουσ πλακατζόδεσ που δοϑλευε, πϊντα βριςκϐταν κϊποιοσ να του την κϊνει. Η ςκϋψη αυτό τον βοόθηςε να ηςυχϊςει κϊπωσ, αλλϊ κατϊ βϊθοσ ο Ωρκι δεν την πύςτευε. Ο Ορβ Γκϊρετ όταν
- 166 -
ςύγουρα φαρςϋρ, καμιϊ αντύρρηςη, του ϊρεςε να κϊνει πλϊκα, αλλϊ δε θα ϋκανε πλϊκα με αυτϐ το πρϊγμα ςτο υπϐςτεγο. Κανεύσ τουσ δε θα τολμοϑςε τη ςτιγμό που ο αρχιφϑλακασ το εύχε πϊρει τϐςο ςοβαρϊ το πρϊγμα. Μϐνο που ο αρχιφϑλακασ δεν όταν εδώ τώρα. Η πϐρτα του όταν κλειςτό και το γραφεύο ςκοτεινϐ. Σο φωσ όταν αναμμϋνο ςτο κουζινϊκι ϐμωσ, και απϐ την πϐρτα ακουγϐταν μουςικό: η Σζϐαν Μπαϋζ τραγουδοϑςε το «The Night They Drove Old Dixie Down». Ο Αρκι μπόκε μϋςα και εύδε τον Φϊντι Ρϐγιερ να ρύχνει ϋνα τερϊςτιο κομμϊτι μαργαρύνη ςε μια κατςαρϐλα με νουντλσ. Καμιϊ ώρα θα τα παύξει η καρδιϊ ςου μ' αχπϋσ τισ μαλακύεσ που τρωσ, ςκϋφτηκε. Σο τρανζιςτορϊκι του Φϊντι ϋνα μικρϐ με λουρύ που το κουβαλοϑςε παντοϑ- όταν ςτον πϊγκο δύπλα ςτην τοςτιϋρα. «Ε, Ωρκι!» εύπε ο Φϊντι. «Σι κϊνεισ εδώ; Αλλϊ τι ρωτϊω; Λεσ και δεν ξϋρω». «Εύναι εντώ ο Ορβ;» ρώτηςε ο Ωρκι. «'Οχι. Πόρε τρεισ μϋρεσ ϊδεια, ξεκινώντασ απϐ αϑριο. Ο τυχερϊκιασ πϊει για ψϊρεμα. Θϋλεισ ϋνα μπολ τϋτοια;» ι Ο Φϊντι του ϋδειξε την κατςαρϐλα, μετϊ ϐμωσ τον κούταξε καλϑτερα και κατϊλαβε ϐτι εύχε μπροςτϊ του ϋναν τρομοκρατημϋνο ϊνθρωπο. «Ωρκι; Σι ϋπαθεσ;» Ο Ωρκι κϊθιςε βαριϊ ςε μια καρϋκλα τησ κουζύνασ με τα χϋρια να κρϋμονται ανϊμεςα ςτουσ μηροϑσ του. Κούταξε τον Φϊντι, ϊνοιξε το ςτϐμα του, αλλϊ ςτην αρχό δεν μποροϑςε να μιλόςει. «Σι εύναι;» Ο Φϊντι ςχεδϐν πϋταξε την κατςαρϐλα με τα μακαρϐνια ςτον πϊγκο χωρύσ δεϑτερη κουβϋντα. «Η Μπιοϑικ;»
- 167 -
«Εύςαι αξιωματικϐσ υπηρεςύασ απϐψε, Φαντ;» «Ναι. Μϋχρι τισ ϋντεκα». «Ποιοσ ϊλλοσ εύναι εντώ;» «Δϑο παιδιϊ πϊνω. άςωσ. Αν ψϊχνεισ για γαλονϊδεσ, ϊς* το. Εύμαι ο ανώτεροσ που θα βρεισ απϐψε. Λϋγε λοιπϐν». «Ϊλα ϋξω», εύπε ο Ωρκι. «Ρύξε μια ματιϊ μϐνοσ ςου. Και φϋρε και κιϊλια». Ο Φϊντι ϊρπαξε ϋνα ζευγϊρι κιϊλια απϐ την αποθόκη, αλλϊ τελικϊ δεν τουσ βοόθηςαν. Εκεύνο το πρϊγμα ςτη γωνύα του Τπϐςτεγου Β όταν πολϑ κοντϊ και με τα κιϊλια ϋβλεπεσ μϐνο μια θολοϑρα. Αφοϑ παύδεψε το κουμπύ εςτύαςησ για δυο τρύα λεπτϊ, ο Φϊντι τα παρϊτηςε. «Θα μπω μϋςα». Ο Ωρκι τον ϊρπαξε απϐ τον καρπϐ. «ήχι! Να καλϋςουμε τον αρχιφϑλακα! Ν' αποφαςύςει αυτϐσ!» Ο Φϊντι, που μερικϋσ φορϋσ γινϐταν ξεροκϋφαλοσ, κοϑνηςε το κεφϊλι του. «Ο αρχιφϑλακασ κοιμϊται. Σηλεφώνηςε η γυναύκα του και μου το εύπε. Και ξϋρεισ τι ςημαύνει αυτϐ: ϐτι δεν πρϋπει να τον ενοχλόςουμε εκτϐσ αν αρχύςει ο Σρύτοσ Παγκϐςμιοσ Πϐλεμοσ». «Κι αν αυτϐ το πρϊγκμα εκεύ πϋρα εύναι ο Σρύτοσ Παγκϐςμιοσ Πϐλεμοσ;» «Εγώ δεν ανηςυχώ», εύπε ο Φϊντι. Πρϊγμα που, αν ϋκρινεσ απϐ το πρϐςωπο του, πρϋπει να όταν το ψϋμα τησ δεκαετύασ, αν ϐχι του αιώνα. Κούταξε πϊλι μϋςα, με τα χϋρια δύπλα ςτο πρϐςωπο και τα ϊχρηςτα κιϊλια ακουμπιςμϋνα ςτο πεζοδρϐμιο δύπλα ςτο αριςτερϐ του πϐδι. «Εύναι νεκρϐ». «Μπορεύ», εύπε ο Ωρκι. «Μπορεύ να κϊνει απλώσ τον ψϐφιο κοριϐ». Ο Φϊντι γϑριςε και τον κούταξε. «Δεν το λεσ ςτα ςοβαρϊ αυτϐ». Μια παϑςη. «Ϊτςι δεν εύναι;» «Ντεν ξϋρω αν το λϋω ςτα ςοβαρϊ ό ϐχι. Ντεν ξϋρω αν αυτϐ το πρϊγκμα εύναι ψϐφιο ό απλώσ ξεκουρϊζεται. Οϑτε κι
- 168 -
εςϑ το ξϋρεισ. Σι γκύνεται αν θϋλει να πϊει κϊποιοσ εκεύ κοντϊ; Σο ςκϋφτηκεσ αυτϐ; 'Οτι μπορεύ να ςε περιμϋνει;» Ο Φϊντι το ςκϋφτηκε λύγο. «' αυτό την περύπτωςη, μϊλλον θα πϊρει αυτϐ που θϋλει», εύπε. Οπιςθοχώρηςε απϐ την πϐρτα, δεύχνοντασ εξύςου τρομοκρατημϋνοσ ϐςο όταν ο Ωρκι ϐταν μπόκε ςτην κουζύνα. Σαυτϐχρονα ϐμωσ εύχε πϊρει την απϐφαςη του. Ξεροκϋφαλοσ Ολλανδϐσ. «Ωρκι, ϊκουςε με». «Σι;» «Ο Καρλ Μπρϊντατζ εύναι πϊνω, ςτο καθιςτικϐ. Και ο Μαρκ Ρϊςινγκ -ϋτςι νομύζω, τουλϊχιςτον. Μην πεισ τύποτε ςτον Λϊβινγκ ςτο θϊλαμο επικοινωνιών, δεν του ϋχω εμπιςτοςϑνη. Παραεύναι καινοϑριοσ για τϋτοια υπϐθεςη. Πόγαινε ϐμωσ και πεσ ςτουσ ϊλλουσ δϑο τι τρϋχει. Και μην ϋχεισ αυτϐ το ϑφοσ. Μϊλλον δεν εύναι τύποτε ςπουδαύο, αλλϊ λύγεσ ενιςχϑςεισ δε θα ϋβλαπταν». «Γκια την περύπτωςη που εύναι κϊτι ςπουνταύο». «Ναι». «Γκιατύ μπορεύ να εύναι κϊτι ςοβαρϐ». Ο Φϊντι κατϋνευςε. «Εύςαι ςύγκουροσ; » «Ναι». «Εντϊξει». Ο Φϊντι πόγε ςτη γωνύα και ςτϊθηκε μπροςτϊ ςτη μικρό πλαώνό πϐρτα. Πόρε μια βαθιϊ ανϊςα, την κρϊτηςε μετρώντασ ωσ το πϋντε και την ϊφηςε πϊλι. Μετϊ ξεκοϑμπωςε το λουρύ πϊνω απϐ τη λαβό του πιςτολιοϑ του -εκεύνη την εποχό εύχε ϋνα Ροϑγκερ 357. «Φϊντι;» Ο Φϊντι αναπόδηςε. Αν το δϊχτυλο του όταν πϊνω ςτη ςκανδϊλη, μπορεύ να εύχε πυροβολόςει το ύδιο του το πϐδι. Γϑριςε και εύδε τον Ωρκι να ςτϋκεται ςτη γωνύα του
- 169 -
υπϐςτεγου, με τα μεγϊλα μαϑρα μϊτια του γουρλωμϋνα και το πρϐςωπο του ςφιγμϋνο και χλομϐ. «Θεϋ και Κϑριε!» φώναξε ο Φϊντι. «Γιατύ ϋρχεςαι ϋτςι ςτα κλεφτϊ πύςω μου;» «Ντεν ϋρχομαι κλεφτϊ, Φαντ. Κανονικϊ περπατοϑςα». «Πόγαινε μϋςα! Πεσ ςτον Καρλ και τον Μαρκ αυτϐ που ςου εύπα». Ο Ωρκι κοϑνηςε το κεφϊλι του. Μπορεύ να φοβϐταν, αλλϊ εύχε αποφαςύςει ϐτι όθελε να πϊρει κι αυτϐσ μϋροσ ςε ϐ,τι γινϐταν. Και ο Φϊντι κϊπου τον καταλϊβαινε. Μπορεύ να μην όταν επύςημα πολιτειακϐσ, αλλϊ όταν μϋροσ τησ Διμοιρύασ. «Εντϊξει, παλιοβλϊκα ουηδϋ. Πϊμε». Ο Φϊντι ϊνοιξε την πϐρτα και μπόκε ςτο υπϐςτεγο, που όταν ακϐμη κρϑο -αν και τουσ όταν αδϑνατο να καταλϊβουν πϐςο κρϑο, γιατύ όταν και οι δϑο λουςμϋνοι ςτον ιδρώτα. Ο Φϊντι κρατοϑςε το πιςτϐλι ψηλϊ, δύπλα ςτο δεξύ του μϊγουλο. Ο Ωρκι ϊρπαξε μια τςουγκρϊνα απϐ το ςημεύο ϐπου κρεμϐταν κοντϊ ςτην πϐρτα. Καθώσ την ϋπαιρνε, το μϋταλλο χτϑπηςε πϊνω ς' ϋνα φτυϊρι και αναπόδηςαν και οι δϑο τρομαγμϋνοι. Για τον Ωρκι, οι ςκιϋσ τουσ ςτον τούχο όταν ακϐμη χειρϐτερεσ απϐ τον όχο: ϋμοιαζαν να πηδϊνε απϐ το ϋνα μϋροσ ςτο ϊλλο ςαν καλικϊντζαροι. «Φϊντι...» ϊρχιςε να λϋει. «ςς! » «Αν εύναι ψϐφιο, γκιατύ μου λεσ "ςςς";» «Ωςε τισ εξυπνϊδεσ!» ψιθϑριςε ο Φϊντι. Ωρχιςε να προχωρεύ προσ την Μπιοϑικ. Ο Ωρκι τον ακολοϑθηςε ςφύγγοντασ δυνατϊ τη λαβό τησ τςουγκρϊνασ ςτα ιδρωμϋνα του χϋρια και νιώθοντασ την καρδιϊ του να ςφυροκοπϊει. Σο ςτϐμα του όταν ςτεγνϐ, ςαν καμϋνο. Δεν
- 170 -
εύχε ξαναφοβηθεύ ποτϋ τϐςο πολϑ ςτη ζωό του, και το γεγονϐσ ϐτι δεν όξερε τι ακριβώσ φοβϐταν επιδεύνωνε τα πρϊγματα. Ο Φϊντι ϋφταςε ςτο πύςω μϋροσ τησ Μπιοϑικ και κούταξε μϋςα ςτο ανοιχτϐ πορτ μπαγκϊζ. Οι πλϊτεσ του όταν τϐςο φαρδιϋσ που ο Ωρκι δεν ϋβλεπε τύποτε. «Σι εύναι εκεύ μϋςα, Φαντ;» «Σύποτε. Εύναι ϊδειο». Ο Φϊντι ϊπλωςε το χϋρι ςτην πϐρτα του πορτ μπαγκϊζ, δύςταςε για μια ςτιγμό και μετϊ ςόκωςε τουσ ωμοϑσ και την ϋκλειςε με ϋνα δυνατϐ ςπρώξιμο. Ο βρϐντοσ τουσ ϋκανε ν' αναπηδόςουν. Κούταξαν και οι δϑο το πρϊγμα ςτη γωνύα. Δεν κουνόθηκε. Ο Φϊντι ϊρχιςε να προχωρϊει προσ το μϋροσ του κρατώντασ πϊλι το πιςτϐλι δύπλα ςτο κεφϊλι του. Ο όχοσ των ποδιών του που ςϋρνονταν ςτο τςιμϋντο όταν πολϑ δυνατϐσ. Σο «πρϊγμα» όταν ϐντωσ πεθαμϋνο, και οι δϑο βεβαιώνονταν ϐλο και περιςςϐτερο καθώσ πληςύαζαν, αλλϊ αυτϐ δε βοόθηςε και πολϑ γιατύ κανεύσ τουσ δεν εύχε ξαναδεύ ποτϋ του κϊτι τϋτοιο. Οϑτε ςτα δϊςη τησ Δυτικόσ Πενςιλβϊνια οϑτε ςε ζωολογικοϑσ κόπουσ οϑτε ςε περιοδικϊ που ϋγραφαν για τη ζωό ςτη φϑςη. Ϋταν διαφορετικϐ, τϐςο εντελώσ διαφορετικϐ. Ο Φϊντι ϊρχιςε ϊθελα του να ςκϋφτεται διϊφορεσ ταινύεσ τρϐμου που εύχε δει, αλλϊ αυτϐ το πρϊγμα που όταν μαζεμϋνο ςτη γωνύα του υπϐςτεγου δεν εύχε καμύα ςχϋςη οϑτε με τϋτοιεσ εικϐνεσ. Διαφορετικϐ -εκεύ ξαναγϑριζε ςυνϋχεια. Εκεύ ξαναγϑριζαν και οι δϑο. Σα πϊντα πϊνω του βοοϑςαν ϐτι δεν όταν απϐ δω -ϐπου «εδώ» ςόμαινε ϐχι το ορτ Φιλσ αλλϊ ϐλο τον πλανότη Γη. Μπορεύ και ϐλο το ςϑμπαν, τουλϊχιςτον ϋτςι ϐπωσ καταλϊβαιναν το ςϑμπαν δϑο πρώην μαθητϋσ του δώδεκα ςτη φυςικό. Ϋταν λεσ και κϊποιο προειδοποιητικϐ
- 171 -
κϑκλωμα θαμμϋνο βαθιϊ μϋςα ςτον εγκϋφαλο τουσ αφυπνύςτηκε ξαφνικϊ και ϊρχιςε να ουρλιϊζει. Ο Αρκι ςκεφτϐταν αρϊχνεσ. 'Οχι ϐτι το πρϊγμα ςτη γωνύα ϋμοιαζε με αρϊχνη, αλλϊ επειδό οι αρϊχνεσ όταν... τϋλοσ πϊντων... διαφορετικϋσ. ήλα εκεύνα τα πϐδια. Και δεν όξερεσ ποτϋ τι μπορεύ να ςκϋφτονταν, δεν όξερεσ καν πώσ όταν δυνατϐ να υπϊρχουν. Ϊτςι όταν κι αυτϐ το πρϊγμα, αλλϊ χειρϐτερο. Αρρώςταινε και μϐνο που το κούταζε, και μϐνο που προςπαθοϑςε να βγϊλει νϐημα απϐ αυτϐ που του ϋλεγαν τα μϊτια του ϐτι ϋβλεπαν. Σον εύχε λοϑςει κρϑοσ ιδρώτασ, η καρδιϊ του χτυποϑςε ακανϐνιςτα και τα ςωθικϊ του όταν βαριϊ ςαν ςύδερο. Ϋθελε να το βϊλει ςτα πϐδια. Να κϊνει μεταβολό και να φϑγει τρϋχοντασ. «Φριςτϋ μου», εύπε ο Φϊντι με μια χροιϊ βογκητοϑ ςτη φωνό του. «Ψ Φριςτϋ μου». Ϋταν ςαν να παρακαλοϑςε να εξαφανιςτεύ αυτϐ το πρϊγμα απϐ μπροςτϊ του. Σο πιςτϐλι κρϋμαςε ςιγϊ ςιγϊ ςτο χϋρι του μϋχρι που βρϋθηκε να ςημαδεϑει ςτο πϊτωμα. Ζϑγιζε μϐνο ϋνα κιλϐ και κϊτι, αλλϊ το χϋρι του δεν μποροϑςε να κρατόςει οϑτε αυτϐ το βϊροσ. Οι μϑεσ του προςώπου του εύχαν κρεμϊςει κι αυτού, κϊνοντασ τα μϊτια του ν' ανούξουν διϊπλατα και το ςαγϐνι του το ύδιο, μϋχρι που το ςτϐμα του ϋμεινε να χϊςκει κι αυτϐ. Ο Ωρκι δεν ξϋχαςε ποτϋ πώσ γυϊλιζαν τα δϐντια του Φϊντι μϋςα ςτισ ςκιϋσ. Σαυτϐχρονα εύδε τον Φϊντι να τρϋμει, και Σώρα: ο Ωρκι ςυνειδητοπούηςε ϐτι ϋτρεμε κι αυτϐσ. Σο πρϊγμα ςτη γωνύα εύχε το μϋγεθοσ μιασ πολϑ μεγϊλησ νυχτερύδασ, ςαν αυτϋσ που φωλιϊζουν ςτισ πηλιϋσ των Θαυμϊτων ςτο Λϊςμπεργκ, ό ςτο Θαυμαςτϐ πόλαιο ςτο Πϊγκουσ ύτι (ξεναγόςεισ τρύα δολϊρια το κεφϊλι, ειδικϋσ
- 172 -
τιμϋσ για οικογϋνειεσ). Σα φτερϊ ϋκρυβαν το μεγαλϑτερο μϋροσ του ςώματοσ του. Δεν όταν διπλωμϋνα αλλϊ τςαλακωμϋνα, ςαν να εύχε προςπαθόςει μϊταια να τα διπλώςει πριν πεθϊνει. Σα φτερϊ όταν ό μαϑρα ό πολϑ ςκοϑρα πρϊςινα. Σο μϋροσ τησ πλϊτησ που φαινϐταν εύχε ϋνα πιο ανοιχτϐ πρϊςινο χρώμα. Η περιοχό τησ κοιλιϊσ εύχε μια αςπρουλιϊρικη απϐχρωςη, ςαν το εςωτερικϐ ενϐσ ςϊπιου κορμοϑ δϋντρου. Σο τριγωνικϐ κεφϊλι του όταν γυριςμϋνο ςτο πλϊώ. Σο πρϐςωπο δεν εύχε μϊτια και υπόρχε πϊνω του μια προεξοχό ςαν κϐκαλο, που μπορεύ να όταν μϑτη ό ρϊμφοσ· Απϐ κϊτω, το ςτϐμα του πλϊςματοσ όταν ανοιχτϐ. απϐ την ϊκρη του κρϋμονταν κϊτι κιτρινωπϋσ ύνεσ, λεσ και το πλϊςμα εύχε ξερϊςει την τελευταύα τροφό του καθώσ πϋθαινε. Μϐλισ το εύδε, ο Φϊντι κατϊλαβε ϐτι θα ϋκανε πολϑ καιρϐ να ξαναφϊει μακαρϐνια με τυρύ. Κϊτω και γϑρω απϐ το πτώμα, διϊςπαρτη γϑρω απϐ τα μποϑτια του, υπόρχε μια μικρό λύμνη απϐ ϋνα μαϑρο υγρϐ που ϋπηζε. Η ςκϋψη ϐτι μια τϋτοια ουςύα μπορεύ ν' αποτελοϑςε υποκατϊςτατο του αύματοσ ϋκανε τον Φϊντι να θϋλει να βϊλει τισ φωνϋσ. Δε θα το αγγύξω, ςκϋφτηκε. Προτιμϊω να ςκοτώςω τη μϊνα μου παρϊ να το αγγύξω. Αυτϐ ςκεφτϐταν ακϐμη ϐταν εύδε ϋνα μακρϑ ξϑλινο κοντϊρι με την περιφερειακό του ϐραςη. Σου ξϋφυγε μια μικρό ςτριγκλιϊ και πετϊχτηκε πύςω. «Ωρκι, μη!» φώναξε, αλλϊ όταν πολϑ αργϊ. Αργϐτερα ο Ωρκι δεν μποροϑςε να εξηγόςει γιατύ του όρθε να ςκουντόςει αυτϐ το πλϊςμα με το κοντϊρι. Ϋταν απλώσ μια ιςχυρό παρϐρμηςη, και το ϋκανε πριν ςυνειδητοποιόςει ακριβώσ τι ϋκανε.
- 173 -
ήταν η ϊκρη του κονταριοϑ ϊγγιξε το ςημεύο ϐπου κεύτονταν τα τςαλακωμϋνα φτερϊ, ακοϑςτηκε ϋνασ όχοσ ςαν θρϐιςμα απϐ χαρτύ και αμϋςωσ απλώθηκε ςτο χώρο μια απαύςια οςμό ςαν μπαγιϊτικο βραςμϋνο λϊχανο. Αλλϊ κανεύσ απϐ τουσ δϑο δεν το πρϐςεξε. Σο πϊνω μϋροσ του προςώπου του πλϊςματοσ φϊνηκε να τραβιϋται πύςω, αποκαλϑπτοντασ ϋνα νεκρϐ γυϊλινο μϊτι μεγϊλο ςαν μπύλια απϐ ρουλεμϊν. Ο Ωρκι ϋκανε πύςω πετώντασ την τςουγκρϊνα, που βρϐντηξε ςτο τςιμϋντο. Ϊφερε και τα δυο του χϋρια ςτο ςτϐμα, και απϐ τα μϊτια του ϊρχιςαν να κυλοϑν δϊκρυα τρϐμου. Ο Φϊντι ςτεκϐταν απλώσ εκεύ που όταν, κοκαλωμϋνοσ. «Ϋταν βλϋφαρο», εύπε με ςιγανό βραχνό φωνό. «Απλώσ ϋνα βλϋφαρο, αυτϐ εύναι ϐλο. Σο ςκοϑντηξεσ με την τςουγκρϊνα, παλιοβλϊκα. Σο ςκουντηξεσ και ϊνοιξε». «Φριςτϋ μου!» «Εύναι ψϐφιο». «Φριςτϋ μου, θεοϑλη μου...» «Εύναι ψϐφιο, εντϊξει;» «Ε... εντϊξει», εύπε ο Ωρκι. «Πϊμε να φϑγκουμε απϐ δω». «Παραεύςαι ϋξυπνοσ για επιςτϊτησ». Ωρχιςαν να κινοϑνται και οι δυο προσ την πϐρτα, οπιςθοχωρώντασ με αργϊ βόματα γιατύ δεν όθελαν να χϊςουν αυτϐ το πρϊγμα απϐ τα μϊτια τουσ. Και επύςησ επειδό όξεραν και οι δυο ϐτι αν ϋβλεπαν την πϐρτα θα ϋχαναν τον ελϊχιςτο αυτοϋλεγχο που τουσ εύχε απομεύνει και θα ορμοϑςαν να βγουν ϋξω τρϋχοντασ. την αςφϊλεια ενϐσ λογικοϑ κϐςμου, ϋξω απϐ το κατώφλι. Σουσ φϊνηκε ϐτι πϋραςε μια αιωνιϐτητα μϋχρι να τη φτϊςουν. Ο Ωρκι βγόκε πρώτοσ και ϊρχιςε να παύρνει τερϊςτιεσ ανϊςεσ καθαροϑ βραδινοϑ αϋρα. Ο Φϊντι
- 174 -
βγόκε κι αυτϐσ και βρϐντηξε την πϐρτα. Για μια ςτιγμό απλώσ κούταζαν ο ϋνασ τον ϊλλο. Ο Ωρκι δεν όταν πια ϊςπροσ, όταν κατακύτρινοσ. Ο Φϊντι ςκϋφτηκε ϐτι ϋμοιαζε με ςϊντουιτσ με τυρύ χωρύσ το ψωμύ. «Σι... τι γκελϊσ;» εύπε ο Ωρκι. «Ποιο εύναι το αςτεύο;» «Σύποτε», απϊντηςε ο Φϊνο. «Απλώσ προςπαθώ να μη με πιϊςει υςτερύα». «Θα τηλεφωνόςεισ ςτον αρχιφϑλακα ϋιντινκσ τώρα;» «Ναι», ςυμφώνηςε ο Φϊντι. κεφτϐταν ςυνϋχεια ϐτι ϐλο το πϊνω μϋροσ του κεφαλιοϑ του πλϊςματοσ τραβόχτηκε πύςω ϐταν το ςκοϑντηςε ο Ωρκι. Εύχε την υποψύα ϐτι θα ξανϊβλεπε αυτϐ το περιςτατικϐ πολϑ αργϐτερα, ςτα ϐνειρα του, και αποδεύχτηκε ϐτι εύχε δύκιο. «τον Κϋρτισ;» Ο Φϊντι το ςκϋφτηκε και κοϑνηςε αρνητικϊ το κεφϊλι. Ο Κερτ εύχε νϋα γυναύκα, και οι νϋεσ γυναύκεσ θϋλουν να ϋχουν τον ϊντρα τουσ ςτο ςπύτι. Και ϐταν δεν παύρνουν αυτϐ που θϋλουν, μερικϋσ βραδιϋσ τουλϊχιςτον, μπορεύ να πληγωθοϑν και ν' αρχύςουν τισ ερωτόςεισ. Εύναι φυςικϐ. Και εύναι εξύςου φυςικϐ για ϋνα νϋο ϊντρα ν' απαντϊ μερικϋσ φορϋσ ςτισ ερωτόςεισ τησ γυναύκασ του, ακϐμη κι αν ξϋρει ϐτι δεν πρϋπει. «Μϐνο τον αρχιφϑλακα, ντηλαντό;» «ήχι», εύπε ο Φϊντι. «Ασ πϊρουμε και τον ϊντι Ντύαρμπορν. Ο ϊντι ϋχει μυαλϐ». Ο ϊντι όταν ακϐμη ςτο πϊρκινγκ του Εςτιατορύου του Σζύμι με το ραντϊρ ςτα πϐδια του ϐταν ϊνοιξε ο αςϑρματοσ. «Μονϊδα 14, Μονϊδα 14». «14». ήπωσ πϊντα, ο ϊντι κούταξε το ρολϐι του ϐταν ϊκουςε τον αριθμϐ του. Ϋταν εφτϊ και εύκοςι.
- 175 -
«14, μπορεύσ να επιςτρϋψεισ ςτη βϊςη; Ϊχουμε κωδικϐ Δ, επαναλαμβϊνω, κωδικϐ Δ, ελόφθη;» «3;» ρώτηςε ο ϊντι. Ο αριθμϐσ 3 ςημαύνει κατϊςταςη ϋκτακτησ ανϊγκησ. «ήχι, αρνητικϐ, αλλϊ χρειαζϐμαςτε λύγη βοόθεια». «Ελόφθη». Ϊφταςε δϋκα λεπτϊ περύπου πριν ϋρθει και ο αρχιφϑλακασ με το προςωπικϐ του αμϊξι, που ςυνϋβαινε να εύναι ϋνα φορτηγϊκι Ιντερνϊςιοναλ Φϊρβεςτερ ακϐμη παλιϐτερο απϐ το Υορντ του Ωρκι. το μεταξϑ εύχε μαθευτεύ το νϋο και ο ϊντι βρϋθηκε αντιμϋτωποσ με κανονικϐ ςυνϋδριο πολιτειακών αςτυνομικών μπροςτϊ ςτο Τπϐςτεγο Β. Πολϑσ κϐςμοσ ςτα παρϊθυρα να κοιτϊζει μϋςα. Ο Μπρϊντατζ και ο Ρϊςινγκ, ο Κϐουλ και ο Ντεβϐ, ο Φϊντι Ρϐγιερ. Ο Ωρκι Αρκϊνιαν ϋκανε μικροϑσ κϑκλουσ πύςω τουσ με τα χϋρια χωμϋνα ςτισ τςϋπεσ του παντελονιοϑ του ωσ τουσ αγκώνεσ και το μϋτωπο του ςαν ανεμϐςκαλα απϐ τισ ρυτύδεσ. Δεν περύμενε ν' αδειϊςει κϊποιο παρϊθυρο ϐμωσ. Σου ϋφταναν ϐςα εύχε δει γι' απϐψε. Ο Φϊντι ενημϋρωςε τον ϊντι για τα τεκταινϐμενα και ο ϊντι πόγε και κούταξε καλϊ καλϊ το πρϊγμα ςτη γωνύα. Προςπϊθηςε επύςησ να μαντϋψει τι αντικεύμενα μπορεύ να όθελε ο Σϐνι ϐταν θα ϋφτανε, και τα ϋβαλε ςε ϋνα χαρτοκιβώτιο δύπλα ςτην πλαώνό πϐρτα. Ο Σϐνι μπόκε με φϐρα ςτο πϊρκινγκ, παρκϊριςε ςτραβϊ πύςω απϐ το παλιϐ ςχολικϐ λεωφορεύο και όρθε ςτο υπϐςτεγο τρϋχοντασ. Παραμϋριςε απϐτομα τον Καρλ Μπρϊντατζ απϐ το παρϊθυρο που όταν πιο κοντϊ ςτο ψϐφιο πλϊςμα και το κούταζε ενώ ο Φϊντι του ϋδινε αναφορϊ. 'Οταν
- 176 -
τελεύωςε ο Φϊντι, ο Σϐνι φώναξε τον Ωρκι και τον ϋβαλε να του πει κι αυτϐσ τη δικό του εκδοχό για την ιςτορύα. Ο ϊντι ςκϋφτηκε ϐτι εκεύνο το βρϊδυ δοκιμϊςτηκε ο τρϐποσ που χειρύςτηκε ο Σϐνι το θϋμα τησ Μπιοϑικ και αποδεύχτηκε ςωςτϐσ. ήςη ώρα ο αρχιφϑλακασ ϊκουγε τον Φϊντι και τον Ωρκι, ϋρχονταν ςυνεχώσ αςτυνομικού. Οι περιςςϐτεροι όταν εκτϐσ υπηρεςύασ, και οι λιγοςτού που φοροϑςαν ςτολό όταν αρκετϊ κοντϊ για να ϋρθουν να ρύξουν μια ματιϊ ϐταν ϊκουςαν τον Φϊντι να δύνει τον κωδικϐ Δ. ήμωσ δεν ϊκουγεσ δυνατϋσ ςυζητόςεισ, δεν ϋβλεπεσ να ςπρώχνονται για να πϊρουν καλϑτερη θϋςη, και κανεύσ δεν εμπϐδιζε την ϋρευνα του Σϐνι οϑτε τον καθυςτεροϑςε με ηλύθιεσ ερωτόςεισ. Πϊνω απ' ϐλα δεν υπόρχαν νεϑρα και πανικϐσ. Ο ϊντι δεν όθελε οϑτε να ςκϋφτεται ποιεσ μπορεύ να όταν οι ςυνϋπειεσ αν υπόρχαν δημοςιογρϊφοι εκεύ και βύωναν την πρωτϐγονη δϑναμη αυτοϑ του πλϊςματοσ -ενϐσ πλϊςματοσ που παρϋμενε τρομερϐ και απειλητικϐ παρ' ϐλο που όταν προφανώσ νεκρϐ. ήταν το ανϋφερε αυτϐ ςτον ϋιντινκσ την επϐμενη μϋρα, ο αρχιφϑλακασ γϋλαςε. «Ο Γύγαντασ του Κϊρντιφ ςτην κϐλαςη», εύπε. «Αυτϋσ θα όταν οι ςυνϋπειεσ, ϊντι». Σϐςο ο νυν ϐςο και ο μελλοντικϐσ αρχιφϑλακασ όξεραν πώσ ονϐμαζαν οι δημοςιογρϊφοι τη «διαχεύριςη πληροφοριών», τουλϊχιςτον ϐταν αυτού που τισ διαχειρύζονταν όταν αςτυνομικού: φαςιςμϐ. Αυτϐσ ο χαρακτηριςμϐσ όταν λύγο βαρϑσ αναμφύβολα, αλλϊ γνώριζαν καλϊ και οι δυο ϐτι ςτο μϋλλον θα όταν υποχρεωμϋνοι να κϊνουν πολλϋσ τϋτοιεσ παραβϊςεισ. («Αν θϋλεισ να δεισ αςτυνομικοϑσ εντελώσ εκτϐσ ελϋγχου, ρύξε μια ματιϊ ςτο Λοσ
- 177 -
Ωντζελεσ», εύχε πει μια φορϊ ο Σϐνι. «ε κϊθε τρεισ καλοϑσ αςτυνομικοϑσ, αντιςτοιχοϑν δϑο νεοναζιςτϋσ τρελού πϊνω ςε μοτοςικλϋτεσ».) ήμωσ, η Μπιοϑικ όταν Ειδικό Περύπτωςη. Κανεύσ τουσ δεν το αμφιςβητοϑςε αυτϐ. Ο Φϊντι όθελε να μϊθει αν εύχε κϊνει καλϊ που δεν εύχε τηλεφωνόςει ςτον Κϋρτισ. Ανηςυχοϑςε μόπωσ ο Γουύλκοξ θιγϐταν θεωρώντασ ϐτι τον παρϋκαμψαν, τον αγνϐηςαν. Εύπε ςτον αρχιφϑλακα ϐτι μποροϑςε να πϊει ςτο αρχηγεύο αμϋςωσ και να του τηλεφωνόςει. Ευχαρύςτωσ. «Ο Κϋρτισ εύναι μια χαρϊ εκεύ που εύναι», απϊντηςε ο Σϐνι, «και ϐταν του εξηγόςουμε γιατύ δεν τον πόραμε, θα καταλϊβει. ήςο για ςασ τουσ υπϐλοιπουσ... » Ο Σϐνι απομακρϑνθηκε απϐ την γκαραζϐπορτα. Ϊδειχνε όρεμοσ και χαλαρϐσ, αλλϊ το πρϐςωπο του όταν πολϑ χλομϐ. Η θϋα εκεύνου του πλϊςματοσ ςτη γωνύα τον εύχε επηρεϊςει κι αυτϐν, ακϐμη και μϋςα απϐ το τζϊμι. Σο ύδιο ϋνιωθε και ο ϊντι. Σαυτϐχρονα ϐμωσ αιςθανϐταν την ϋξαψη του αρχιφϑλακα ϋιντινκσ, εκεύνη την αςυγκρϊτητη περιϋργεια που εύχαν αυτϐσ και ο Κερτ. Εκεύνο το παλλϐμενο υπϐγειο ρεϑμα που ϋλεγε Μα εύναι ΑΠΙΣΕΤΣΟ! Ο ϊντι το διϋκρινε καθαρϊ και όξερε τι όταν, αν και ο ύδιοσ δεν ϋνιωθε αυτό την ϋξαψη οϑτε ςτο ελϊχιςτο. Και πύςτευε πωσ οϑτε οι ϊλλοι την ϋνιωθαν. ήςο για την περιϋργεια του Φϊντι -και του Ωρκιςύγουρα εύχε εξατμιςτεύ πια. Υτερϐ ςτον ϊνεμο, ϐπωσ θα 'λϋγε ο Κϋρτισ. «Ακοϑςτε με, ϐςοι ϋχετε υπηρεςύα», εύπε ο Σϐνι. Υοροϑςε εκεύνο το μικρϐ λοξϐ χαμϐγελο, αλλϊ ο ϊντι ςκϋφτηκε ϐτι όταν λύγο βεβιαςμϋνο εκεύνο το βρϊδυ. «Τπϊρχουν πυρκαγιϋσ ςτο τϊτλερ, πλημμϑρεσ ςτο
- 178 -
Λϊςμπεργκ, και ϋνα κϑμα ληςτειών ςτην Κομητεύα Πϐγκουσ. Τποψιαζϐμαςτε τουσ Ωμισ». Ακοϑςτηκαν μερικϊ γϋλια γι' αυτϐ το τελευταύο. «Λοιπϐν, τι περιμϋνετε;» Ακολοϑθηςε μια γενικό ϋξοδοσ αςτυνομικών και λύγο αργϐτερα ακοϑςτηκαν οι μηχανϋσ των περιπολικών να παύρνουν μπροςτϊ. ήςοι όταν εκτϐσ υπηρεςύασ ϋμειναν λύγο ακϐμη, αλλϊ γρόγορα ϋφυγαν κι αυτού χωρύσ να χρειαςτεύ να τουσ πει κανεύσ ϐτι εύχε τελειώςει η παρϊςταςη. Ο ϊντι ρώτηςε τον ϋιντινκσ αν ϋπρεπε να φϑγει κι αυτϐσ. «ήχι, εςϑ ϋλα μαζύ μου», εύπε εκεύνοσ. Και ξεκύνηςε με γρόγορο βόμα προσ την πλαώνό πϐρτα, ςταματώντασ μϐνο μια ςτιγμό για να εξετϊςει τα αντικεύμενα που εύχε βϊλει ο ϊντι ςτο χαρτοκιβώτιο: μύα Πολαρϐιντ, απ' αυτϋσ που χρηςιμοποιοϑνταν για τη φωτογρϊφιςη πειςτηρύων, εφεδρικϐ φιλμ, ϋνα μϋτρο, ϋνα κιτ ςυλλογόσ ςτοιχεύων, και δϑο πρϊςινοι πλαςτικού ςϊκοι απορριμμϊτων απϐ το κουζινϊκι. «Καλό δουλειϊ, ϊντι». «Ευχαριςτώ, αρχιφϑλακα». «Ϊτοιμοσ να πϊμε μϋςα;» «Μϊλιςτα». «Υοβϊςαι;» «Μϊλιςτα». «Υοβϊςαι ϐςο κι εγώ ό ϐχι τϐςο πολϑ;» «Δεν ξϋρω». «Οϑτε κι εγώ. Αλλϊ ςύγουρα φοβϊμαι. Αν λιποθυμόςω, πιϊςε με».
- 179 -
«Μεύνετε όςυχοσ. Απλώσ φροντύςτε να πϋςετε προσ το μϋροσ μου». Ο Σϐνι γϋλαςε. «Πϊμε. Πϋρνα ςτο ςαλϐνι, εύπε η αρϊχνη ςτη μϑγα». Παρϊ το φϐβο τουσ, ϋκαναν διεξοδικό ϋρευνα. υνεργϊςτηκαν για να φτιϊξουν ϋνα ςχεδιϊγραμμα του εςωτερικοϑ" του υπϐςτεγου, και ϐταν αργϐτερα ο Κερτ ϋδωςε ςυγχαρητόρια ςτον ϊντι, αυτϐσ κατϋνευςε και ςυμφώνηςε ϐτι όταν καλϐ. Αρκετϊ καλϐ, εδώ που τα λϋμε, για να το παρουςιϊςεισ ςτο δικαςτόριο. Και πϊλι, ϐμωσ, πολλϋσ γραμμϋσ όταν κυματιςτϋσ. Σα χϋρια τουσ ϊρχιςαν να τρϋμουν ςχεδϐν απϐ τη ςτιγμό που μπόκαν ςτο υπϐςτεγο, και δε ςταμϊτηςαν παρϊ μϐνο ϐταν ξαναβγόκαν. Ωνοιξαν το πορτ μπαγκϊζ γιατύ όταν ανοιχτϐ ϐταν κούταξε μϋςα για πρώτη φορϊ ο Ωρκι, και μολονϐτι όταν ϊδειο ϐπωσ πϊντα το φωτογρϊφιςαν. Υωτογρϊφιςαν επύςησ το θερμϐμετρο (που ςτο μεταξϑ εύχε ανεβεύ ςτουσ εύκοςι ϋνα βαθμοϑσ), κυρύωσ επειδό ο Σϐνι ςκϋφτηκε ϐτι θα το όθελε ο Κερτ. Και φωτογρϊφιςαν το πτώμα ςτη γωνύα, το φωτογρϊφιςαν απϐ ϐλεσ τισ δυνατϋσ οπτικϋσ γωνύεσ. ήλεσ οι φωτογραφύεσ ϋδειχναν εκεύνο το φρικτϐ μονϐ μϊτι. Ϋταν γυαλιςτερϐ, ςαν φρϋςκια πύςςα. 'Οταν ο ϊντι Ντύαρμπορν εύδε τον εαυτϐ του να καθρεφτύζεται μϋςα του, ϋνιωςε μια αςυγκρϊτητη παρϐρμηςη να ουρλιϊξει. Και κϊθε δυο τρύα δευτερϐλεπτα, ϋνασ απϐ τουσ δυο κούταζε πϊνω απϐ τον ώμο του την Μπιοϑικ Ροουντμϊςτερ. 'Οταν τελεύωςαν με τισ φωτογραφύεσ, μερικϋσ απϐ τισ οπούεσ τισ πόραν με το μϋτρο βαλμϋνο δύπλα ςτο πτώμα, ο Σϐνι ϊνοιξε ϋναν απϐ τουσ ςϊκουσ απορριμμϊτων. «Πϊρε ϋνα φτυϊρι», εύπε. «Δε θϋλεισ να το αφόςεισ εκεύ μϋχρι να ϋρθει ο Κερτ...»
- 180 -
«Ο Γουύλκοξ μπορεύ να το δει ςτην αποθόκη», απϊντηςε ο Σϐνι. Η φωνό του όταν πνιχτό -ςχεδϐν φωνό ςτραγγαλιςμϋνου- και ο ϊντι κατϊλαβε ϐτι κατϋβαλλε μεγϊλη προςπϊθεια για να μην ξερϊςει. Ο ϊντι αιςθϊνθηκε και το δικϐ του ςτομϊχι ν' αναγουλιϊζει, ύςωσ απϐ ςυμπαρϊςταςη. «Μπορεύ να το κοιτϊζει ϐςο θϋλει. Και για μια φορϊ τουλϊχιςτον δε χρειϊζεται ν' ανηςυχοϑμε μόπωσ ςπϊςουμε την αλυςύδα των τεκμηρύων, γιατύ δεν πρϐκειται ν' ανακατευτεύ κανϋνασ ειςαγγελϋασ ς' αυτό την υπϐθεςη. το μεταξϑ, ϐμωσ, θα μαζϋψουμε αυτό τη μαλακύα». Δε φώναζε, αλλϊ η φωνό του εύχε ϋναν τραχϑ, ςχεδϐν ϊγριο τϐνο. Ο ϊντι πόρε ϋνα φτυϊρι απϐ κει που κρεμϐταν ςτον τούχο και το ϋςπρωξε κϊτω απϐ το νεκρϐ πλϊςμα. Σα φτερϊ ϋβγαλαν ϋνα φρικτϐ όχο, κϊτι ανϊμεςα ςε θρϐιςμα και κροτϊλιςμα. Μετϊ το ϋνα ϋπεςε αποκαλϑπτοντασ ϋνα μαϑρο και ϊτριχο πλευρϐ. Για δεϑτερη φορϊ αφϐτου εύχαν μπει μϋςα ο ϊντι ϋνιωςε τη διϊθεςη να ουρλιϊξει. Δεν όξερε γιατύ ακριβώσ, αλλϊ όταν ςαν να υπόρχε κϊτι μϋςα ςτο μυαλϐ του που παρακαλοϑςε να μη δει τύποτε ϊλλο. Και ϐλη αυτό την ώρα μϑριζαν εκεύνη την απαύςια ξινό δυςωδύα που θϑμιζε ςϊπιο λϊχανο. Ο ϊντι εύδε κϐμπουσ ιδρώτα ςτο μϋτωπο του Σϐνι ϋιντινκσ. Μερικϋσ ςταγϐνεσ ϋτρεχαν ςτα μαγουλϊ του ςαν δϊκρυα. «Εμπρϐσ, ϊντι», εύπε, κρατώντασ ανοιχτϐ το ςϊκο. «Ρύξ' το μϋςα πριν βγϊλω τα ςυκώτια μου». Ο ϊντι ϋγειρε το φτυϊρι μϋςα ςτο ςϊκο και αιςθϊνθηκε λύγο καλϑτερα ϐταν το βϊροσ γλύςτρηςε απ' αυτϐ. Ο Σϐνι πόρε ϋνα ςακύ με κϐκκινο απορροφητικϐ πριονύδι που εύχαν για τα
- 181 -
λϊδια ςτο δρϐμο και αφοϑ το ςκϐρπιςε πϊνω απϐ την κηλύδα ςτη γωνύα ϋνιωςαν και οι δϑο καλϑτερα. Ο Σϐνι ϋςτριψε το πϊνω μϋροσ του ςϊκου με τα ςκουπύδια και τον ϋδεςε. Και, αφοϑ το ϋκαναν κι αυτϐ, επιτϋλουσ γϑριςαν για να φϑγουν. Ο Σϐνι ςταμϊτηςε πριν φτϊςουν ςτην πϐρτα. «Υωτογρϊφιςε αυτϐ εκεύ», εύπε, δεύχνοντασ ϋνα ςημεύο ψηλϊ πϊνω ςτην γκαραζϐπορτα πύςω απϐ την Μπιοϑικ - την πϐρτα απ' ϐπου ϋβαλε την Μπιοϑικ ςτο υπϐςτεγο ο Σζϐνι Πϊρκερ. Ο Σϐνι ϋιντινκσ και ο ϊντι Ντύαρμπορν ϋνιωθαν ςαν να εύχε περϊςει πολϑσ καιρϐσ απϐ Σώρα:. «Κι εκεύ, κι εκεύ, κι εκεύ πϋρα». την αρχό ο ϊντι δεν ϋβλεπε τι του ϋδειχνε ο ϋιντινκσ. Κούταξε αλλοϑ, ανοιγϐκλειςε μια δυο φορϋσ τα μϊτια του και κούταξε ξανϊ. Και Σώρα: εύδε τρεισ τϋςςερισ ςκουροπρϊςινεσ κηλύδεσ που του θϑμιςαν τη ςκϐνη απϐ τα φτερϊ του πλϊςματοσ. 'Οταν όταν μικρού, πύςτευαν ακρϊδαντα ϐτι η ςκϐνη που ϋχουν ςτα φτερϊ τουσ οι πεταλοϑδεσ τησ νϑχτασ εύναι θανατηφϐρο δηλητόριο, και ϋτςι και πϊει ςτα δϊχτυλα ςου και τρύψεισ τα μϊτια ςου θα τυφλωθε ύ σ. «Κατϊλαβεσ τι ϋγινε, ε;» ρώτηςε ο Σϐνι καθώσ ο ϊντι ςόκωνε την Πολαρϐιντ ςημαδεϑοντασ την πρώτη κηλύδα. Η φωτογραφικό μηχανό τοϑ φαινϐταν πολϑ βαριϊ και τα χϋρια του ϋτρεμαν ακϐμη, αλλϊ τρϊβηξε τη φωτογραφύα. «ήχι... δε νομύζω». «ή,τι κι αν εύναι αυτϐ το πρϊγμα -πουλύ, νυχτερύδα, ρομπϐτ-, βγόκε πετώντασ απϐ το πορτ μπαγκϊζ ϐταν ϊνοιξε το ςκϋπαςμα. Φτϑπηςε ςτην πύςω πϐρτα, αυτό εύναι η πρώτη κηλύδα, και μετϊ ϊρχιςε να χτυπϊει ςτουσ τούχουσ. Ϊχεισ δει ποτϋ πουλύ να ϋχει παγιδευτεύ μϋςα ςε υπϐςτεγο ό ςτϊβλο;»
- 182 -
Ο ϊντι κατϋνευςε. «Ε, αυτϐ ϋγινε κι εδώ». Ο Σϐνι ςκοϑπιςε τον ιδρώτα απϐ το μϋτωπο του και κούταξε τον ϊντι. Ϋταν μια ματιϊ που ο ϊντι δεν την ξϋχαςε ποτϋ. Δεν εύχε ξαναδεύ ποτϋ τα μϊτια του αρχιφϑλακα τϐςο γυμνϊ. κϋφτηκε ϐτι όταν η ϋκφραςη που ϋβλεπεσ μερικϋσ φορϋσ ςτα πρϐςωπα των παιδιών ϐταν ϋμπαινεσ ς' ϋνα ςπύτι για να ςταματόςεισ οικογενειακϐ καβγϊ. «Αδερφϋ μου», εύπε βαριϊ ο Σϐνι. «Υτου». Ο ϊντι ςυμφώνηςε με ϋνα καταφατικϐ νεϑμα. Ο Σϐνι κούταξε τη ςακοϑλα. «Εςϋνα ςου φαύνεται ςαν νυχτερύδα;» «Ναι», απϊντηςε ο ϊντι. Και μετϊ: «ήχι». Ωλλη μια παϑςη, για να προςθϋςει ϑςτερα, «κατϊ». Ο Σϐνι ϋβγαλε ϋνα κοφτϐ γϋλιο ςαν γϊβγιςμα, που ακοϑςτηκε κϊπωσ ξεψυχιςμϋνο. «Πολϑ ξεκϊθαρη απϊντηςη. Αν όςουν μϊρτυρασ ςε δύκη, κανϋνασ ςυνόγοροσ δε θα μποροϑςε να την καταρρύψει». «Δεν ξϋρω, Σϐνι». Εκεύνο που ςύγουρα όξερε ο ϊντι όταν ϐτι όθελε να ςταματόςει την ψιλοκουβϋντα και να ξαναβγεύ ςτον καθαρϐ αϋρα. «Εςϑ τι λεσ;» «Κούτα, αν το ςκιτςϊριζα, θα ϋμοιαζε ςαν νυχτερύδα», εύπε ο Σϐνι. «τισ φωτογραφύεσ που τραβόξαμε φαύνεται επύςησ ςαν νυχτερύδα. Αλλϊ... δεν ξϋρω πώσ ακριβώσ να το πω, αλλϊ...» «Δε ςου δύνει την αύςθηςη νυχτερύδασ». Ο Σϐνι χαμογϋλαςε ςκυθρωπϊ και ςημϊδεψε τον ϊ-ντι με το δϊχτυλο του ςαν να όταν πιςτϐλι. «Πολϑ βαθυςτϐχαςτο αυτϐ, νϋε μου. Αλλϊ τα ςημϊδια ςτον τούχο δεύχνουν ϐτι τουλϊχιςτον ςυμπεριφϋρθηκε ςαν νυχτερύδα ό ςαν παγιδευμϋνο πουλύ. Πετοϑςε εδώ μϋςα μϋχρι που ϋπεςε νεκρϐ
- 183 -
ςτη γωνύα. Εδώ που τα λϋμε, μπορεύ και να πϋθανε απϐ το φϐβο του». Ο ϊντι θυμόθηκε το αγριεμϋνο νεκρϐ μϊτι, ϋνα πρϊγμα τϐςο αλλϐκοτο που δεν μποροϑςεσ να το βλϋπεισ, και ςκϋφτηκε ϐτι για πρώτη φορϊ ςτη ζωό του μποροϑςε να ςυλλϊβει την ιδϋα που εύχε διατυπώςει ο ϋιντινκσ. Να πεθϊνει κϊτι απϐ το φϐβο του; Ναι, όταν δυνατϐ. ύγουρα όταν. Και μετϊ, επειδό εύδε ϐτι ο αρχιφϑλακασ περύμενε κϊποια απϊντηςη, εύπε: «Ϋ μπορεύ να χτϑπηςε ςτον τούχο τϐςο δυνατϊ που ϋςπαςε το λαιμϐ του». Ξαφνικϊ του όρθε μια ϊλλη ιδϋα. «Ϋ -ϊκου, Σϐνι- μπορεύ να το ςκϐτωςε ο αϋρασ». «Σι πρϊγμα;» «Μπορεύ... » Σα μϊτια του Σϐνι εύχαν φωτιςτεύ και κουνοϑςε το κεφϊλι του. «Βεβαύα», εύπε. «Μπορεύ ο αϋρασ απϐ την ϊλλη μεριϊ του πορτ μπαγκϊζ να εύναι αλλιώτικοσ. Μπορεύ να εύναι ςαν δηλητηριώδεσ αϋριο για μασ... να μασ διαλϑει τα πνευμϐνια... » Για τον ϊντι αυτϐ όταν αρκετϐ. «Πρϋπει να βγω απϐ δω μϋςα, Σϐνι, γιατύ αλλιώσ θα ξερϊςω». Αλλϊ ςτην πραγματικϐτητα δεν ϋνιωθε ϐτι θα ξερνοϑςε, ϋνιωθε ϐτι θα πνιγϐταν. Ξαφνικϊ, ο λαιμϐσ του εύχε κλεύςει, τον ϋνιωθε ςτενϐ ςαν κεφϊλι απϐ καρφύτςα. 'Οταν βγόκαν πϊλι ϋξω (εύχε ςκοτεινιϊςει ςχεδϐν και φυςοϑςε μια απύςτευτα γλυκιϊ καλοκαιρινό αϑρα), ο ϊντι ϋνιωςε καλϑτερα. Εύχε την εντϑπωςη ϐτι και ο Σϐνι όταν καλϑτερα. ύγςυρα εύχε ξαναβρεύ λύγο το χρώμα του. Ο Φϊντι και μερικού ϊλλοι πολιτειακού τουσ πληςύαςαν καθώσ ο Σϐνι ϋκλεινε την πλαώνό πϐρτα, αλλϊ κανεύσ δε μύληςε. Αν όταν εκεύ
- 184 -
κϊποιοσ ξϋνοσ που δεν όξερε τι εύχε ςυμβεύ, μπορεύ βλϋποντασ τα πρϐςωπα τουσ να πύςτευε ϐτι πϋθανε ο Πρϐεδροσ ό ϐτι ϋγινε πϐλεμοσ. «ϊντι;» ρώτηςε ο Σϐνι. «Εύςαι καλϑτερα τώρα;» «Ναι». Ο ϊντι ϋδειξε με ϋνα νεϑμα τη ςακοϑλα με τα ςκουπύδια που κρεμϐταν ςαν νεκρϐ εκκρεμϋσ με το παρϊξενο βϊροσ τησ ςτον πϊτο. «Πιςτεϑεισ αλόθεια ϐτι μπορεύ να το ςκϐτωςε ο αϋρασ μασ;» «Μπορεύ. Ϋ απλώσ το ςοκ που ϋπαθε επειδό βρϋθηκε ξαφνικϊ ςτον κϐςμο μασ. Δε νομύζω ϐτι θα μποροϑςα να ζόςω για πολϑ ςτον κϐςμο απϐ ϐπου όρθε αυτϐ το πρϊγμα, αυτϐ εύναι ςύγουρο. Ακϐμη κι αν μποροϑςα ν' αναπνεϑςω τον αϋρα...» Ο Σϐνι ςταμϊτηςε, γιατύ ξαφνικϊ ο ϊντι πϊλι δε φαινϐταν καλϊ. Βαςικϊ, εύχε τα χϊλια του. «ϊντι, τι εύναι; Σι ϋπαθεσ;» Ο ϊντι δεν όθελε να του πει τι ϋπαθε, δεν όταν καν ςύγουροσ αν μποροϑςε. Εύχε ςκεφτεύ τον Ϊνισ Ρϊφερτι. Η εξαφϊνιςη του, ςε ςυνδυαςμϐ με αυτϐ που μϐλισ εύχαν ανακαλϑψει ςτο Τπϐςτεγο Β, τον οδηγοϑςε ςε ϋνα ςυμπϋραςμα που δεν όθελε οϑτε να το ςκϋφτεται. Απϐ τη ςτιγμό που εύχε κϊνει αυτό τη ςκϋψη ϐμωσ, δεν μποροϑςε να τη διώξει. Αν η Μπιοϑικ όταν μια δύοδοσ προσ κϊποιον ϊλλο κϐςμο, και αυτϐ το νυχτεριδοπρϊμα την εύχε περϊςει προσ τη μύα κατεϑθυνςη, Σώρα: όταν ςχεδϐν ςύγουρο ϐτι ο Ϊνισ Ρϊφερτι την εύχε περϊςει κι αυτϐσ προσ την ϊλλη. «ϊντι, μύλα μου, τι ϋχεισ;» «Σύποτε, αφεντικϐ», απϊντηςε ο ϊντι, και μετϊ αναγκϊςτηκε να ςκϑψει και να πιϊςει τα καλϊμια των ποδιών του και με τα δϑο χϋρια. Ϋταν ϋνασ καλϐσ τρϐποσ για να μη λιποθυμόςεισ, αν προλϊβαινεσ βϋβαια να τον εφαρμϐςεισ. Οι
- 185 -
ϊλλοι τον παρακολουθοϑςαν αμύλητοι ακϐμη, ϋχοντασ πϊντα εκεύνη τη βαριϊ, ςκυθρωπό ϋκφραςη. Ο βαςιλιϊσ πϋθανε, ζότω ο βαςιλιϊσ. Επιτϋλουσ ο κϐςμοσ ςταθεροποιόθηκε πϊλι και ο ϊντι ςηκώθηκε ϐρθιοσ. «Εύμαι εντϊξει», εύπε. «οβαρϊ». Ο Σϐνι τον κούταξε για λύγο και μετϊ κατϋνευςε. όκωςε λύγο την πρϊςινη ςακοϑλα. «Αυτϐ θα πϊει ςτην αποθόκη του υπογεύου, εκεύ που βϊζει ο Ωντι Κολοϑτςι τα πορνοπεριοδικϊ». Ακοϑςτηκαν μερικϊ νευρικϊ γϋλια. «το εξόσ θ' απαγορεϑεται η εύςοδοσ ςτο δωμϊτιο. Οι μϐνοι που θα μπαύνουμε θα εύμαςτε εγώ, ο Κερτ Γουύλκοξ και ο ϊντι Ντύαρμπορν. ήποιοσ ϊλλοσ θϋλει να μπει πρϋπει να πϊρει ϊδεια, καταλϊβατε;» Οι αςτυνομικού ςυμφώνηςαν. «Η ςυγκεκριμϋνη ϋρευνα θα διενεργεύται απϐ τον ϊ-ντι, τον Κϋρτισ κι εμϋνα». ήρθωςε το παρϊςτημα του ςχεδϐν ςαν να ςτεκϐταν προςοχό, κρατώντασ το ςϊκο απορριμμϊτων ςτο ϋνα χϋρι και τισ φωτογραφύεσ ςτο ϊλλο. «Αυτϊ τα αντικεύμενα εύναι τεκμόρια τησ ϋρευνασ. Αυτό τη ςτιγμό δεν ϋχω ιδϋα τι ακριβώσ τεκμηριώνουν. Αν ςκεφτεύ κϊτι κανεύσ ςασ, ελϊτε να μου το πεύτε. Αν η ιδϋα ςασ ςασ φανεύ τρελό, ελϊτε να μου την πεύτε ακϐμη πιο γρόγορα. Γιατύ η κατϊςταςη εύναι απϐ μϐνη τησ τρελό. ήμωσ, τρελό ό ϐχι, θα χειριςτοϑμε αυτό την υπϐθεςη ϐπωσ θα χειριζϐμαςτε οποιαδόποτε ϊλλη. Καμιϊ ερώτηςη;» Δεν υπόρχαν ερωτόςεισ. Ϋ, αν το δεισ αλλιώσ το πρϊγμα, ςκϋφτηκε ο ϊντι, δεν υπόρχε τύποτε ϊλλο εκτϐσ απϐ ερωτόςεισ. «Πρϋπει να ϋχουμε ϋναν ϊνθρωπο ςτο υπϐςτεγο ςυνϋχεια», εύπε ο Σϐνι. «Θα ϋχουμε φρουρϊ ςε βϊρδιεσ, αρχιφϑλακα;» ρώτηςε ο τιβ Ντεβϐ. «Ασ το ποϑμε
- 186 -
επιτόρηςη», απϊντηςε ο Σϐνι. «ϊντι, ϋλα μαζύ μου ώςπου να πετϊξω αυτϐ το πρϊγμα. Για να πω τη μαϑρη αλόθεια, δε θϋλω να το κατεβϊςω μϐνοσ μου κϊτω». Καθώσ διϋςχιζαν το πϊρκινγκ, ο ϊντι ϊκουςε τον Ωρ-κι Αρκϊνιαν να λϋει ϐτι ο Κερτ θα τςαντιζϐταν που δεν του εύχαν τηλεφωνόςει, περιμϋνετε και θα δεύτε, θα του τη δώςει ϊςχημα. Αλλϊ ο Κερτ όταν πολϑ ενθουςιαςμϋνοσ για να θυμώςει. Ϋταν γεμϊτοσ ερωτόματα και τον απαςχολοϑςε περιςςϐτερο να βϊλει ςε ςειρϊ προτεραιϐτητασ αυτϊ που όθελε να κϊνει. Ϊκανε μϐνο μύα ερώτηςη πριν τρϋξει κϊτω για να δει το πτώμα που εύχαν βρει ςτο Τπϐςτεγο Β: Ποϑ όταν ο Μύςτερ Ντύλον χτεσ βρϊδυ; Με τον ήρβιλ, του εύπαν. Ο ήρβιλ Γκϊρετ ϋπαιρνε ςυχνϊ μαζύ του τον Ντύλον ϐταν εύχε μερικϋσ μϋρεσ ϊδεια. Ο ϊντι Ντύαρμπορν όταν εκεύνοσ που ενημϋρωςε τον Κερτ (με τον Ωρκι να δύνει ποϑ και ποϑ χεύρα βοηθεύασ). Ο Κερτ ϊκουγε ςιωπηλϐσ και τα φρϑδια του υψώθηκαν ϐταν ο Ωρκι του περιϋγραψε πώσ τραβόχτηκε πύςω ϐλο το πϊνω μϋροσ του κεφαλιοϑ του πλϊςματοσ, αποκαλϑπτοντασ το μϊτι. Τψώθηκαν πϊλι ϐταν ο ϊντι του εύπε για τισ κηλύδεσ ςτην πϐρτα και τουσ τούχουσ, και ϐτι του θϑμιζαν ςκϐνη απϐ πεταλοϑδα τησ νϑχτασ. Ϊκανε την ερώτηςη για τον Ντύλον, πόρε την απϊντηςη του, και μετϊ ϋβγαλε ϋνα ζευγϊρι χειρουργικϊ γϊντια απϐ ϋνα κιτ ςυλλογόσ τεκμηρύων και κατϋβηκε κϊτω ςχεδϐν τρϋχοντασ. Ο ϊντι πόγε μαζύ του. Θεώρηςε ϐτι αυτϐ όταν το καθόκον του αφοϑ ο Σϐνι τον εύχε διορύςει «ςυνερευνητό», αλλϊ ϋμεινε ϋξω ϐταν ο Κερτ μπόκε ςτην αποθόκη ϐπου εύχε βϊλει ο Σϐνι το ςϊκο των απορριμμϊτων. Ωκουςε ϋνα θρϐιςμα καθώσ ο Κερτ ϋλυνε τον
- 187 -
κϐμπο απϐ πϊνω. Ο όχοσ τον ϋκανε ν' ανατριχιϊςει και ϋνιωςε το δϋρμα του να παγώνει. Θρούςματα. Μια παϑςη. Κι ϊλλα θρούςματα. Και μετϊ, πολϑ ςιγανϊ: «Μϋγασ εύςαι, Κϑριε». Μια ςτιγμό αργϐτερα ο Κερτ βγόκε τρϋχοντασ ϋξω με το χϋρι ςτο ςτϐμα. Η τουαλϋτα όταν ςτα μιςϊ του διαδρϐμου που οδηγοϑςε ςτη ςκϊλα. Μϐλισ που πρϐλαβε να φτϊςει. Ο ϊντι Ντύαρμπορν κϊθιςε ςτο ακατϊςτατο τραπϋζι τησ αποθόκησ ακοϑγοντασ τον να ξερνϊ, και ξϋροντασ ϐτι αυτϐσ ο εμετϐσ μϊλλον δε ςόμαινε τύποτε. Ο Κερτισ δε θα παρατοϑςε την υπϐθεςη. Σο πτώμα του νυχτεριδοπλϊςματοσ τον εύχε αηδιϊςει ϐςο και τον Ωρκι ό τον Φϊντι ό οποιονδόποτε ϊλλο, αλλϊ παρϊ την αποςτροφό του θα ξαναρχϐταν για να το εξετϊςει πιο διεξοδικϊ. Η Μπιοϑικ -και τα πρϊγματα που προϋρχονταν απϐ αυτό- εύχε γύνει το πϊθοσ του. Ακϐμη και τη ςτιγμό που βγόκε απϐ την αποθόκη με το λαιμϐ του ςφιγμϋνο, το πρϐςωπο χλομϐ και το χϋρι ςτο ςτϐμα, ο ϊντι διϋκρινε την αςυγκρϊτητη ϋξαψη ςτα μϊτια του, ελϊχιςτα μειωμϋνη απϐ την αναγοϑλα. Σο πϊθοσ εύναι ςκληρϐσ αφϋντησ. Ωκουςε νερϐ να τρϋχει ςτην τουαλϋτα. ταμϊτηςε και μϊ ο Κερτ βγόκε ξανϊ ςτο διϊδρομο, ςκουπύζοντασ το ςτϐμα του με μια χαρτοπετςϋτα. «Απαύςιο, ε;» εύπε ο ϊντι. «Ακϐμη και νεκρϐ». «Απαύςιο», ςυμφώνηςε ο Κερτ, αλλϊ ταυτϐχρονα πόγαινε ςτην αποθόκη. «Νϐμιζα ϐτι καταλϊβαινα, αλλϊ με αιφνιδύαςε», πρϐςθεςε. Ο ϊντι ςηκώθηκε και πόγε ςτην πϐρτα. Ο Κερτ κούταζε πϊλι μϋςα ςτο ςϊκο, αλλϊ τουλϊχιςτον δεν εύχε βϊλει τα χϋρια του μϋςα και δεν εύχε αγγύξει το πλϊςμα. 'Οχι ακϐμη
- 188 -
τουλϊχιςτον. Ϋταν κι αυτϐ κϊτι. Ο ϊντι δεν όθελε να εύναι εκεύ ϐταν θα το ϊγγιζε ο Κερτ, ακϐμη και φορώντασ γϊντια. Δεν όθελε οϑτε καν να ςκϋφτεται ϐτι θα το ϊγγιζε. «Ϋταν ανταλλαγό, λεσ;» ρώτηςε ο Κερτ. «Σι;» «Ανταλλαγό. Αυτϐ το πρϊγμα αντύ για τον Ϊνισ». Για μια ςτιγμό ο ϊντι δεν απϊντηςε. Δεν μποροϑςε. ήχι επειδό η ιδϋα όταν φρικτό, αλλϊ επειδό ο μικρϐσ το εύχε καταλϊβει τϐςο γρόγορα. «Δεν ξϋρω». Ο Κερτ κουνιϐταν μπροσ πύςω ςτισ φτϋρνεσ κοιτϊζο-νιασ μϋςα ςτο ςϊκο απορριμμϊτων. «Δε νομύζω», εύπε μετϊ απϐ λύγο. «'Οταν κϊνεισ ανταλλαγό, ςυνόθωσ την κϊνεισ ταυτϐχρονα. Ϊτςι δεν εύναι;» «υνόθωσ ναι». Ϊκλειςε το ςϊκο και ϋδεςε πϊλι τον κϐμπο απϐ πϊνω με φανερό απροθυμύα, «θα του κϊνω νεκροψύα», εύπε. «Κϋρτισ, ϐχι. Για ϐνομα του θεοϑ!» «Ναι». Γϑριςε ςτον ϊντι και το πρϐςωπο του όταν τραβηγμϋνο και λευκϐ, τα μϊτια του ϋλαμπαν. «Κϊποιοσ πρϋπει να το κϊνει, και δεν μπορώ βϋβαια να το πϊω ςτο Σμόμα Βιολογύασ του Φϐρλικσ. Ο αρχιφϑλακασ εύπε να μεύνει μεταξϑ μασ, και αυτϐ εύναι το ςωςτϐ, οπϐτε ποιοσ μϋνει για να το κϊνει; Μϐνο εγώ. Εκτϐσ αν μου διαφεϑγει κϊτι». Δε Θα το πόγαινεσ ςτο Φϐρλικσ, ςκεφτϐταν ο ϊντι, ακϐμη κι αν ο Σϐνι δεν εύχε πει να μεύνει μεταξϑ μασ. Α ε ςε ενοχλεύ τϐςο πολϑ που εύμαςτε ανακατεμϋνοι κι εμεύσ ςτην υπϐθεςη, μϊλλον επειδό κανεύσ μασ εκτϐσ απϐ τον Σϐνι δε θϋλει να ϋχει καμύα ςχϋςη με την Μπιονικ, αλλϊ ϐχι να το μοιραςτεύσ με κϊποιον ϊλλο. Κϊποιον που δε φορϊ γκρύζα αςτυνομικό ςτολό και δεν ξϋρει πϐτε ν' αλλϊξει το λουρύ του καπϋλου του και να το βϊλει απϐ το πύςω μϋροσ τον κεφαλιοϑ
- 189 -
κϊτω απϐ το πιγοϑνι. Κϊποιον που να μπορεύ να μϊθει περιςςϐτερα πρϊγματα απϐ ςϋνα και μετϊ να ςου το πϊρει. Δε νομύζω. Ο Κερτ ϋβγαλε τα γϊντια. «Σο πρϐβλημα εύναι ϐτι η τελευταύα φορϊ που ϋκανα ανατομύα όταν ςτα μαθόματα βιολογύασ ςτο γυμνϊςιο. Πϊνε εννιϊ χρϐνια τώρα, και εύχα πϊρει 12 ςτο μϊθημα. Δε θϋλω να τα κϊνω θϊλαςςα, ϊντι ». Σώρα: μην κϊνεισ τύποτε. Ο ϊντι το ςκϋφτηκε, αλλϊ δεν το εύπε. Ωλλωςτε θα όταν μϊταιο. «Σϋλοσ πϊντων». Ο μικρϐσ μιλοϑςε μϐνοσ του τώρα. Μιλοϑςε ςτον εαυτϐ του. «Θα μελετόςω. Θα προετοιμαςτώ. Ϊχω χρϐνο. Δεν υπϊρχει λϐγοσ να εύμαι ανυπϐμονοσ. Η περιϋργεια ςκϐτωςε τη γϊτα, αλλϊ η ικανοπούηςη...». «Κι αν εύναι ψϋμα αυτϐ;» ρώτηςε ο ϊντι. Ξαφνιϊςτηκε βλϋποντασ πϐςο την εύχε βαρεθεύ αυτό τη φρϊςη. «Κι αν δεν υπϊρχει ικανοπούηςη τησ περιϋργειασ; Κι αν δεν μπορϋςεισ ποτϋ να το λϑςεισ ωσ προσ το χ;» Ο Κερτ τον κούταξε ςχεδϐν ςοκαριςμϋνοσ. Μετϊ χαμογϋλαςε. «Σι νομύζεισ ϐτι θα ϋλεγε ο Ϊνισ; Αν μποροϑςαμε να τον ρωτόςουμε, δηλαδό;» Ο ϊντι βρόκε την ερώτηςη ςυγκαταβατικό και χοντροκομμϋνη. Ωνοιξε το ςτϐμα του να του το πει -ό να πε%ϊη, τϋλοσ πϊντων-, αλλϊ δε μύληςε. Ο Κϋρτισ δεν το εύπε απϐ κακύα. Απλώσ όταν μεθυςμϋνοσ απϐ την αδρεναλύνη και το ενδεχϐμενο να εύναι ϋτςι τα πρϊγματα, μαςτουρωμϋνοσ ςαν τοξικομανόσ. Και ουςιαςτικϊ όταν ακϐμη παιδύ. Ο ϊντι το αντιλαμβανϐταν καθαρϊ αυτϐ, αν και δεν μεγϊλη διαφορϊ ηλικύασ. Ο Ϊνισ θα ςου ϋλεγε να προςϋχεισ», εύπε. «Γι' αυτϐ τουλϊχιςτον εύμαι ςύγουροσ».
- 190 -
«Θα προςϋχω», ςυμφώνηςε ο Κερτ, και ϊρχιςε ν' ανεβαύνει τη ςκϊλα. «Υυςικϊ και θα προςϋχω». Αλλϊ όταν απλώσ λϐγια, ςαν τουσ ψαλμοϑσ που ψϋλνεισ ςτα γρόγορα για ν' απαλλαγεύσ απϐ την εκκληςύα την Κυριακό το πρωύ. 0 ϊντι το όξερε, αλλϊ ο Γουύλκοξ μϊλλον ϐχι. τισ βδομϊδεσ που ακολοϑθηςαν, ο Σϐνι ϋιντινκσ (ϐπωσ και τα υπϐλοιπα μϋλη τησ Διμοιρύασ Δ) εύδε ϐτι οι ϊντρεσ δεν επαρκοϑςαν για να ϋχει την Μπιοϑικ ςε εικοςιτετρϊωρη επιτόρηςη. Και ο καιρϐσ δεν όταν καθϐλου ςυνεργϊςιμοσ -το δεϑτερο μιςϐ εκεύνου του Αυγοϑςτου όταν βροχερϐ και αναύτια κρϑο. Οι επιςκϋπτεσ όταν ϋνασ επιπλϋον πονοκϋφαλοσ. Η Διμοιρύα Δ δε λειτουργοϑςε απομονωμϋνη ςτην κορυφό του λϐφου τησ. Δύπλα όταν το Σμόμα Οχημϊτων, λύγο πιο κϊτω ςτο δρϐμο όταν η Ειςαγγελύα τησ Κομητεύασ με το προςωπικϐ τησ, υπόρχαν δικηγϐροι, υπόρχαν κρατοϑμενοι ςτο κρατητόριο, ποϑ και ποϑ καμιϊ επύςκεψη προςκϐπων, διϊφοροι πολύτεσ που όθελαν να κϊνουν καταγγελύεσ (ενϊντια ςτουσ γεύτονεσ τουσ, ενϊντια ςτον ϊντρα ό τη γυναύκα τουσ, ενϊντια ςτουσ Ωμισ που ϋπιαναν πολϑ δρϐμο με τισ ϊμαξεσ τουσ, ενϊντια ςτουσ ύδιουσ τουσ πολιτειακοϑσ), ςϑζυγοι που ϋφερναν ξεχαςμϋνα φαγητϊ ό γλυκϊ, και μερικϋσ φορϋσ κϊποιοι περύεργοι πολύτεσ που όθελαν απλώσ να δουν αν ϋπιαναν τϐπο τα λεφτϊ που πλόρωναν ςτουσ φϐρουσ. Αυτού οι τελευταύοι ςυνόθωσ αποροϑςαν και απογοητεϑονταν βλϋποντασ την ηρεμύα και τη γραφειοκρατικό τϊξη του αρχηγεύου. Δεν ϋμοιαζε με τα ςύριαλ που ϋβλεπαν ςτην τηλεϐραςη.
- 191 -
Μια μϋρα προσ τα τϋλη εκεύνου του μόνα, πϋραςε ο βουλευτόσ του τϊτλερ μαζύ με καμιϊ δεκαριϊ ςτενοϑσ φύλουσ του απϐ τα μϋςα ενημϋρωςησ για τισ ςυνηθιςμϋνεσ χειραψύεσ και για να κϊνει μια δόλωςη για το νομοςχϋδιο περύ Αρωγόσ, Επιςτημονικόσ Τποςτόριξησ και Τποδομόσ τησ Αςτυνομύασ που θα ερχϐταν για ψόφιςη ςτη Βουλό τησ Πολιτεύασ, και το οπούο ο ςυγκεκριμϋνοσ βουλευτόσ τϑχαινε να υποςτηρύζει. ήπωσ και πολλού ϊλλοι πολιτειακού βουλευτϋσ απϐ αγροτικϋσ περιοχϋσ, αυτϐσ ο τϑποσ ϋμοιαζε ςαν μπαρμπϋρησ απϐ κϊποια μικρό κωμϐπολη που ϋπιαςε την καλό ςτισ κυνοδρομύεσ. Πόγε και ςτϊθηκε δύπλα ςε ϋνα περιπολικϐ (μϊλλον εκεύνο με το χαλαςμϋνο προςκϋφαλο ςτη θϋςη του οδηγοϑ, κατϊ τον ϊνη), και εύπε ςτουσ φύλουσ του απϐ τα ΜΜΕ πϐςο ςημαντικό όταν η αςτυνομύα, ιδιαύτερα οι εξαύρετοι ϊνδρεσ και γυναύκεσ τησ Πολιτειακόσ Αςτυνομύασ τησ Πενςιλβϊνια, και ςυγκεκριμϋνα οι εξαιρετικού ϊνδρεσ και γυναύκεσ τησ Διμοιρύασ Δ. (Αυτϐ όταν γκϊφα, αφοϑ δεν υπόρχαν γυναύκεσ αςτυνομικού ςτη Διμοιρύα Δ εκεύνη την εποχό, αλλϊ κανεύσ απϐ τουσ αςτυνομικοϑσ δεν μπόκε ςτον κϐπο να διορθώςει το βουλευτό, τουλϊχιςτον ϐςο τραβοϑςαν οι κϊμερεσ.) Η αςτυνομύα, δόλωςε ο βουλευτόσ, εύναι μια λεπτό γκρύζα γραμμό που διαχωρύζει τουσ φορολογοϑμενουσ πολύτεσ απϐ το χϊοσ, και οϑτω καθεξόσ, ο Θεϐσ να ευλογεύ την Αμερικό, και ζόςαμε εμεύσ καλϊ κι αυτού καλϑτερα. Εύχε ϋρθει και ο αςτυνϐμοσ Ντύμεντ απϐ το Μπϊτλερ, μϊλλον επειδό κϊποιοσ θεώρηςε ϐτι τα γαλϐνια του θα πρϐςθεταν λύγη επιπλϋον βαρϑτητα ςτην εκδόλωςη, και αργϐτερα εύπε ςτον Σϐνι ϋιντινκσ με ϋνα ςιγανϐ γρϑλιςμα: «Αυτϐσ ο μαλϊκασ με την
- 192 -
περοϑκα μου ζότηςε να του ςβόςω μια κλόςη τησ γυναύκασ του». Και ϐλη αυτό την ώρα που ο βουλευτόσ αερολογοϑςε και η ςυνοδεύα του τον ςυνϐδευε και οι δημοςιογρϊφοι δημοςιογραφοϑςαν και οι κϊμερεσ ϋτρεχαν, η Μπιοϑικ Ροουντμϊςτερ βριςκϐταν μϐλισ πενόντα μϋτρα μακριϊ, μπλε ςαν το βαθϑ ςοϑρουπο, καθιςμϋνη ςτα χοντρϊ πολυτελό τησ λϊςτιχα κϊτω απϐ το μεγϊλο ςτρογγυλϐ θερμϐμετρο που εύχε βϊλει ο Κερτ ςε ϋνα δοκϊρι. Καθϐταν εκεύ με το μηδενιςμϋνο χιλιομετρητό και την επιφϊνεια που δεν ϋπιανε ςκϐνη. Για τουσ πολιτειακοϑσ που όξεραν την ϑπαρξη τησ, αυτϐ το αναθεματιςμϋνο πρϊγμα όταν ςαν μια φαγοϑρα ανϊμεςα ςτισ ωμοπλϊτεσ, ςτο ςημεύο που δεν μπορεύσ να φτϊςεισ. Εύχαν ν' αντιμετωπύςουν την κακοκαιρύα, εύχαν ν* αντιμετωπύςουν κϊθε εύδουσ πολύτεσ -πολλού ϋρχονταν για να επαινϋςουν την οικογϋνεια αλλϊ κανεύσ δεν όταν τησ οικογϋνειασ- και υπόρχαν επύςησ αςτυνομικού και πολιτειακού απϐ ϊλλεσ περιφϋρειεσ και αρχηγεύα. Αυτού οι τελευταύοι όταν οι πιο επικύνδυνοι, γιατύ οι αςτυνομικού ϋχουν κοφτερϐ μϊτι και διακατϋχονται απϐ περιϋργεια. Σι μπορεύ να ςκϋφτονταν αν ϋβλεπαν ϋναν πολιτειακϐ με αδιϊβροχο (ό τον επιςτϊτη) να ςτϋκεται δύπλα ςτο Τπϐςτεγο Β ςαν εκεύνουσ τουσ φρουροϑσ με τα ψηλϊ καπϋλα που ςτϋκονται ϋξω απϐ τα Ανϊκτορα του Μπϊκιγχαμ; Και κϊθε τϐςο να πηγαύνει ςτην γκαραζϐπορτα και να κοιτϊζει μϋςα; Μόπωσ αν τα ϋβλεπε αυτϊ ϋνασ αςτυνομικϐσ θα τον ϋπιανε περιϋργεια για το τι ςυνϋβαινε; Σι κϊνει νιϊου νιϊ-ου ςτα κεραμύδια; Ο Κερτ ϋλυςε το πρϐβλημα με τον καλϑτερο δυνατϐ τρϐπο. Ϊςτειλε ςτον Σϐνι ϋνα υπϐμνημα ϐπου ϋγραφε ϐτι τα ρακοϑν ϋμπαιναν
- 193 -
μϋςα ςτουσ ςκουπιδοτενεκϋδεσ και ςκϐρπιζαν παντοϑ τα ςκουπύδια, και ϐτι ο Υιλ Κϊντλετον και ο Μπρϊιαν Κϐουλ ςυμφώνηςαν να φτιϊξουν μια μικρό καλϑβα για να βϊζουν μϋςα τα ςκουπύδια. Ο Κερύ ςκϋφτηκε ϐτι ϋνα καλϐ μϋροσ για να γύνει αυτό η καλϑβα θα όταν πύςω απϐ το Τπϐςτεγο Β, αν ςυμφωνοϑςε και ο αρχιφϑλακασ να χτιςτεύ, και ο ϋιντινκσ ϋγραψε ϋνα ΟΚ πϊνω ςτο υπϐμνημα και το αρχειοθϋτηςαν. Εκεύνο που δεν ανϋφερε το υπϐμνημα όταν ϐτι η Διμοιρύα δεν εύχε προβλόματα με τα ρακοϑν απϐ Σώρα: που ο Ωρκι αγϐραςε απϐ το ύαρσ δϑο πλαςτικοϑσ ςκουπιδοτεκενϋδεσ που ϋκλειναν καλϊ. Η καλϑβα χτύςτηκε, βϊφτηκε (ςτο γκρύζο τησ Πολιτειακόσ Αςτυνομύασ, φυςικϊ), και όταν ϋτοιμη για χρόςη τρεισ μϋρεσ αφϐτου ϋφταςε το υπϐμνημα ςτο γραφεύο του Σϐνι. Ϋταν προκαταςκευαςμϋνη και καθαρϊ λειτουργικό, αρκετϊ μεγϊλη για να χωρϊει δϑο ςκουπιδοτενεκϋδεσ, τρύα ρϊφια και ϋναν πολιτειακϐ καθιςμϋνο ςε μια μικρό καρϋκλα. Η καλϑβα εξυπηρετοϑςε διπλϐ ςκοπϐ, προςτϊτευε το φϑλακα (α) απϐ τον καιρϐ και (β) απϐ τα αδιϊκριτα βλϋμματα. Κϊθε δϋκα με δεκαπϋντε λεπτϊ ο φϑλακασ ϋβγαινε απϐ την καλϑβα και κούταζε μϋςα ςτο υπϐςτεγο απϐ τα παρϊθυρα τησ πύςω γκαραζϐπορτασ. Μϋςα ςτην καλϑβα υπόρχαν αναψυκτικϊ, ςνακ, περιοδικϊ και ϋνασ γαλβϊνιζε κουβϊσ. το πλϊι του κουβϊ όταν κολλημϋνο με ςελοτϋιπ ϋνα χαρτύ που ϋγραφε ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΤΑ ΝΑ ΚΡΑΣΗΘΨ ΑΛΛΟ. Αυτό όταν δουλειϊ του Σζϊκι Ο' Φϊρα. Ο «Ιρλανδϐσ-Θαϑμα», ϐπωσ τον αποκαλοϑςαν, τουσ ϋκανε ςυνϋχεια να γελοϑν -ακϐμη και τρύα χρϐνια αργϐτερα, ϐταν κειτϐταν ςτο κρεβϊτι του ετοιμοθϊνατοσ απϐ καρκύνο του οιςοφϊγου και τα μϊτια θολϊ απϐ τη μορφύνη,
- 194 -
και τουσ ϋλεγε ιςτορύεσ για τον Παντύν τον βαλτϐβιο με ϋνα βραχνϐ ψύθυρο, ενώ οι παλιού του ςυνϊδελφοι του κρατοϑςαν το χϋρι ϐταν ο πϐνοσ γινϐταν πολϑ δυνατϐσ. Μετϊ απϐ χρϐνια θα υπόρχαν πολλϋσ βιντεοκϊμερεσ ςτη Διμοιρύα Δ -ςε ϐλα τα αρχηγεύα τησ Πολιτειακόσ Αςτυνομύασ. τη δεκαετύα του ενενόντα, ϐλα τα περιπολικϊ όταν εξοπλιςμϋνα με βιντεοκϊμερεσ ςτερεωμϋνεσ ςτο ταμπλϐ, ειδικϊ φτιαγμϋνεσ για την αςτυνομύα. Αυτϐ ςόμαινε ϐτι δεν εύχαν μικρϐφωνο. ήταν ϋνασ αςτυνομικϐσ ςταματοϑςε ϋνα ϐχημα ςτο δρϐμο, όταν νϐμιμο να βιντεοςκοπόςει το γεγονϐσ, ϐχι ϐμωσ και να το ηχογραφόςει, λϐγω tcov νϐμων περύ υποκλοπών. ήλα αυτϊ ϐμωσ ϋγιναν αργϐτερα. τα τϋλη του καλοκαιριοϑ του 1979, υποχρεώθηκαν να βολευτοϑν με μια βιντεοκϊμερα που κϊποιοσ ϋκανε δώρο ςτον Φϊντι Ρϐγιερ για τα γενϋθλια του. Σην εύχαν ςε ϋνα ρϊφι μϋςα ςτην καλϑβα, μϋςα ςτο κουτύ τησ και τυλιγμϋνη με πλαςτικϐ για την υγραςύα. ε ϋνα ϊλλο κουτύ υπόρχαν εφεδρικϋσ μπαταρύεσ και μια ντουζύνα ϊδειεσ ταινύεσ με το ςελοφϊν βγαλμϋνο για να μποροϑν να χρηςιμοποιηθοϑν αμϋςωσ. Τπόρχε επύςησ ϋνασ πύνακασ ςτον οπούο ϋγραφαν με κιμωλύα τη θερμοκραςύα που επικρατοϑςε μϋςα ςτο υπϐςτεγο. Αν ο φϑλακασ πρϐςεχε κϊποια αλλαγό, ϋςβηνε τον προηγοϑμενο αριθμϐ, ϋγραφε τον καινοϑριο, και ϋκανε κι ϋνα βϋλοσ που ϋδειχνε προσ τα πϊνω ό προσ τα κϊτω. Ϋταν ϐ,τι κοντινϐτερο ςε γραπτϐ αρχεύο τουσ επϋτρεψε ο ϋιντινκσ. Ο Σϐνι εύχε ενθουςιαςτεύ με αυτϐ το ςϑςτημα. Ο Κερτ, απϐ την ϊλλη μεριϊ, δεν μποροϑςε ν' απαλλαγεύ απϐ το ϊγχοσ. «Δε θα υπϊρχει φϑλακασ την επϐμενη φορϊ που θα γύνει κϊτι», εύπε. «Περύμενε και θα δεισ. Πϊντα ϋτςι γύνεται. Δε θα θελόςει κανεύσ να κϊνει βϊρδια
- 195 -
δώδεκα-τϋςςερισ κϊποιο βρϊδυ, και αυτϐσ που θα 'ρθει μετϊ θα δει το πορτ μπαγκϊζ ανοιχτϐ κι ϊλλη μια νεκρό νυχτερύδα ςτο πϊτωμα. Περύμενε και θα δεισ». Ο Κερτ προςπϊθηςε να πεύςει τον Σϐνι ϐτι ϋπρεπε να ϋχουν τουλϊχιςτον μύα κατϊςταςη ϐπου θα υπϋγραφαν ϐςοι ϋκαναν βϊρδια. Δε λεύπουν οι εθελοντϋσ, εύπε. Εκεύνο που λεύπει εύναι η οργϊνωςη και ο προγραμματιςμϐσ, και αυτϊ εύναι εϑκολο να διορθωθοϑν. Ο Σϐνι παρϋμεινε ανυποχώρητοσ: δεν όθελε χαρτιϊ. ήταν ο Κερτ προςφϋρθηκε να κϊνει εκεύνοσ περιςςϐτερεσ βϊρδιεσ (πολλού πολιτεύακού εύχαν αρχύςει να τη λϋνε Καλυβοβϊρδια), ο Σϐνι αρνόθηκε και του εύπε να ηρεμόςει. «Ϊχεισ ϊλλεσ ευθϑνεσ εύπε. «Και μύα απϐ τισ κυριϐτερεσ εύναι η γυναύκα ςου». Ο Κερτ εύχε τη ςϑνεςη να μη μιλόςει ϐςο όταν ςτο γραφεύο του αρχιφϑλακα. Αργϐτερα ϐμωσ τα εύπε ςτον ϊντι, απαλλϊςςοντασ τον εαυτϐ του απϐ το βϊροσ και μιλώντασ με μια απρϐςμενη πικρύα καθώσ οι δυο τουσ ςτϋκονταν ϋξω απϐ το αρχηγεύο. «Αν όθελα ςϑμβουλο γϊμου θα κούταζα ςτο Φρυςϐ Οδηγϐ», εύπε. Ο ϊντι χαμογϋλαςε, αν και μϊλλον ϊκεφα. «Νομύζω ϐτι μϊλλον πρϋπει να 'χεισ το νου ςου για το ποπ», εύπε. «Σο ποπ; Σι λεσ τώρα;» «Σο ποπ. Πολϑ χαρακτηριςτικϐσ όχοσ. Σον ακοϑσ ϐταν τελικϊ το κεφϊλι ςου βγει απϐ τον κώλο ςου». Ο Κϋρασ τον κούταξε για λύγο αμύλητοσ, ενώ ςτα μαγουλϊ του εύχαν φανεύ δυο κϐκκινεσ βοϑλεσ. «Μου διαφεϑγει κϊτι, ϊντι;» «Ναι». «Σι; Για ϐνομα του θεοϑ; Σι;»
- 196 -
«Η δουλειϊ ςου και η ζωό ςου», εύπε ο ϊντι. «ήχι αναγκαςτικϊ με αυτό τη ςειρϊ. Ϊχεισ πρϐβλημα προοπτικόσ. Η Μπιοϑικ ϋχει αρχύςει να ςου φαύνεται πολϑ μεγϊλη». «Πολϑ μεγϊλη!» Ο Κερτ χτϑπηςε το μϋτωπο του με την παλϊμη, μ' εκεύνη τη χαρακτηριςτικό του κύνηςη. Γϑριςε και κούταξε προσ τουσ λϐφουσ. Μετϊ ςτρϊφηκε πϊλι ςτον ϊνα. «Εύναι απϐ ϊλλο κϐςμο, ϊντι -απϐ ϋναν ϊλλο κϐςμο. Πώσ εύναι δυνατϐ να ςου φαύνεται πολϑ μεγϊλο κϊτι τϋτοιο;» «Αυτϐ ακριβώσ εύναι το πρϐβλημα ςου», απϊντηςε ο ϊντι. «Σο πρϐβλημα προοπτικόσ». Εύχε την υποψύα ϐτι ο Κϋρασ θα ϊρχιζε να φϋρνει αναρρόςεισ, θα προςπαθοϑςε να τον πεύςει ϐτι δεν εύχε δύκιο. Ϊτςι, πριν προλϊβει να του απαντόςει, γϑριςε και μπόκε μϋςα. Και ύςωσ αυτό η ςυζότηςη να ϋκανε κϊποιο καλϐ, γιατύ καθώσ ο Αϑγουςτοσ ϋδωςε τη θϋςη του ςτο επτϋμβριο, τα ςχεδϐν ςυνεχό αιτόματα του Κερτ για αυξημϋνη επιτόρηςη ςταμϊτηςαν. Ο ϊντι Ντύαρμπορν όξερε ϐτι ο μικρϐσ δεν εύχε δεχτεύ την επιφούτηςη του Αγύου Πνεϑματοσ, απλώσ κατϊλαβε ϐτι εύχε πετϑχει ϐςα μποροϑςε να πετϑχει, προσ το παρϐν τουλϊχιςτον. Αυτϐ όταν καλϐ, αλλϊ ύςωσ ϐχι αρκετϐ. Ο ϊντι πύςτευε ϐτι η Μπιοϑικ πϊντα θα φαινϐταν πολϑ μεγϊλη ςτον Κϋρτισ. Τπϊρχουν ϐμωσ δυο ειδών ϊνθρωποι ςτον κϐςμο. Ο Κερτ όταν απ' αυτοϑσ που πιςτεϑουν ϐτι η ικανοπούηςη φϋρνει πϊντα πύςω τισ γϊτεσ απϐ τον ϊλλο κϐςμο. Ο Κϋρτισ ϊρχιςε να εμφανύζεται ςτο αρχηγεύο με βιβλύα βιολογύασ αντύ για περιοδικϊ ψαρϋματοσ. Σισ περιςςϐτερεσ φορϋσ ϋβλεπαν κϊτω απϐ τη μαςχϊλη του ό ακουμπιςμϋνο ςτο καζανϊκι τησ τουαλϋτασ το Εύκοςι τοιχειώδεισ Ανατομύεσ του δϐκτοροσ Σζον Φ. Ματοϑριν, ϋκδοςη του Πανεπιςτημύου του Φϊρβαρντ,
- 197 -
1968. ήταν ο Μπακ Υλϊ-ντερσ και η γυναύκα του πόγαν ςτο ςπύτι του Κερτ για φαγητϐ ϋνα βρϊδυ, η Μιςϋλ Γουύλκοξ παραπονϋθηκε για το «απαύςιο νϋο χϐμπι» του ϊντρα τησ. Εύχε αρχύςει ν' αγορϊζει δεύγματα απϐ μια εταιρεύα ιατρικών εφοδύων, τουσ εύπε, και η περιοχό του υπογεύου που μϐλισ πϋρςι προοριζϐταν να γύνει ςκοτεινϐσ θϊλαμοσ τώρα μϑριζε ταριχευτικϋσ χημικϋσ ουςύεσ. Ο Κερτ ϊρχιςε με ποντύκια και ινδικϊ χοιρύδια, μετϊ προχώρηςε ςε πουλιϊ, και τελικϊ ϋφταςε ςε μια κουκουβϊγια. Μερικϋσ φορϋσ ϋφερνε δεύγματα ςτη δουλειϊ. «Δεν ϋχεισ ζόςει τύποτε», εύπε μια μϋρα ο Ματ Μπαμπύκι ςτον 'Ορβιλ Γκϊρετ και τον τιβ Ντεβϐ, «μϋχρι να κατεβεύσ κϊτω για να πϊρεισ ϋνα κουτύ ςτυλϐ και να βρεισ ϋνα βϊζο φορμαλδεϑδη με ϋνα μϊτι κουκουβϊγιασ πϊνω ςτο φωτοαντιγραφικϐ. Αδερφϊκι μου, αυτϐ ςε ξυπνϊει για τα καλϊ». Αφοϑ κατϋκτηςε και την κουκουβϊγια, ο Κϋρτισ προχώρηςε ςτισ νυχτερύδεσ. Ωνοιξε οχτώ με εννιϊ απϐ δαϑτεσ, κϊθε δεύγμα απϐ διαφορετικϐ εύδοσ. Μερικϋσ τισ ϋπιαςε μϐνοσ του ςτον πύςω κόπο του, τισ υπϐλοιπεσ τισ παρόγγειλε απϐ μια εταιρεύα βιολογικών ειδών ςτο Πύτςμπουργκ. Ο ϊντι δε θα ξεχνοϑςε ποτϋ τη μϋρα που ο Κϋρτισ του ϋδειξε μια νοτιοαμερικανικό νυχτερύδα-βαμπύρ καρφωμϋνη ςε ϋνα φϑλλο φελλοϑ. Ϋταν τριχωτό, καςτανϐχρωμη ςτην κοιλιϊ, και τα φτερϊ τησ εύχαν μια βελοϑδινη μαϑρη απϐχρωςη. Σα μικροςκοπικϊ μυτερϊ τησ δϐντια όταν γυμνωμϋνα ςε ϋνα ψυχωτικϐ χαμϐγελο. Σα ϋντερα τησ όταν απλωμϋνα ςε ςχόμα ςταγϐνασ -ο Κϋρτισ γινϐταν ϐλο και πιο επιδϋξιοσ ςτην ανατομύα. Ο ϊντι πύςτευε ϐτι ο παλιϐσ καθηγητόσ του ςτη βιολογύα -αυτϐσ που του εύχε βϊλει 12 ςτο γυμνϊςιο- θα ϋμενε
- 198 -
κατϊπληκτοσ βλϋποντασ πϐςο γρόγορα μϊθαινε ο παλιϐσ μαθητόσ του. Υυςικϊ, ϐταν η επιθυμύα αποτελεύ την κινητόρια δϑναμη, κϊθε βλϊκασ μπορεύ να γύνει καθηγητόσ. Σην περύοδο που ο Κερτ Γουύλκοξ μϊθαινε την υψηλό τϋχνη τησ ανατομύασ απϐ το δϐκτορα Ματοϑριν, ο Σζύμι και η Ρϐζαλιν εγκαταςτϊθηκαν μϋςα ςτην Μπιοϑικ 8. Η ιδϋα όταν του Σϐνι. Σου όρθε μια μϋρα ςτο εμπορικϐ κϋντρο Σρι-Σϊουν, ενώ η γυναύκα του δοκύμαζε ροϑχα ςε ϋνα μαγαζύ. Σο βλϋμμα του ϋπεςε ςε μια επιγραφό ςτη βιτρύνα ενϐσ καταςτόματοσ με κατοικύδια: ΠΑΖΑΡΙ ΣΡΨΚΣΙΚΨΝ! Ο Σϐνι δεν πόγε ςτο παζϊρι των τρωκτικών -η γυναύκα του θα ϋκανε χιλιϊδεσ ερωτόςεισ-, αλλϊ την επϐμενη μϋρα ϋςτειλε τον Σζορτζ τανκϐφςκι με χρόματα απϐ το ταμεύο ϋκτακτων εξϐδων για ν' αγορϊςει ϋνα ζευγϊρι. Κα ι μια πλαςτικό φωλιϊ. «Να αγορϊςω και τροφό;» ρώτηςε ο Σζορτζ. «ήχι», εύπε ο Σϐνι. «Με τύποτε. Θα αγορϊςουμε δϑο τρωκτικϊ και μετϊ θα τα αφόςουμε να πεθϊνουν τησ πεύνασ μϋςα ςτο υπϐςτεγο». «οβαρϊ; Αυτϐ μου φαύνεται λύγο απϊνθρωπο... » Ο Σϐνι αναςτϋναξε. «Αγϐραςε και τροφό, Σζορτζ. Αγϐραςε και τροφό». Ο μϐνοσ ϐροσ που ϋθεςε ο Σϐνι για την πλαςτικό φωλιϊ όταν να χωρϊει ςτο μπροςτινϐ κϊθιςμα τησ Μπιοϑικ. Αυτό που αγϐραςε ο Σζορτζ όταν καλό· ϐχι η καλϑτερη αλλϊ ςχεδϐν η καλϑτερη. Ϋταν φτιαγμϋνη απϐ κύτρινο διαφανϋσ πλαςτικϐ και εύχε ϋνα μακρϑ διϊδρομο με ϋνα τετρϊγωνο δωμϊτιο ςε κϊθε ϊκρη. Σο ϋνα όταν η τραπεζαρύα των τρωκτικών και το ϊλλο το γυμναςτόριο τουσ.
- 199 -
την τραπεζαρύα υπόρχε μια ταϏςτρα και ϋνα μπουκϊλι με νερϐ ςτερεωμϋνο ςτο πλϊι. το γυμναςτόριο υπόρχε ϋνασ τροχϐσ για να γυμνϊζονται τα ζώα. «Ζουν καλϑτερα απϐ μερικοϑσ ανθρώπουσ», εύπε ο ήρβι Γκϊρετ. «Μην εύςαι τϐςο ςύγουροσ», εύπε ο Υιλ, που εκεύνη την ώρα ϋβλεπε τη Ρϐζαλιν να χϋζει μϋςα ςτην ταϏςτρα. Ο Ντύκι-Ντακ Ϊλιοτ, που δεν όταν ύςωσ απϐ τα πιο ξϑπνια μυαλϊ που ϋχουν εμφανιςτεύ ποτϋ ςτον πλανότη, όθελε να μϊθει γιατύ ϋβαζαν τα τρωκτικϊ μϋςα ςτην Μπιοϑικ. Δεν όταν λύγο επικύνδυνο; «Αυτϐ ακριβώσ θα δοϑμε», απϊντηςε ο Σϐνι με μαλακϐ τϐνο. «Αν εύναι ό δεν εύναι». Μια μϋρα λύγο μετϊ την αγορϊ του Σζύμι και τησ Ρϐζαλιν, ο Σϐνι ϋιντινκσ πϋραςε τον προςωπικϐ του Ρουβύκωνα λϋγοντασ ψϋματα ςτον Σϑπο. Βϋβαια, ο εκπρϐςωποσ τησ τϋταρτησ εξουςύασ ς' αυτό την περύπτωςη δεν όταν πολϑ εντυπωςιακϐσ, απλώσ ϋνασ ξερακιανϐσ κοκκινομϊλλησ γϑρω ςτα εύκοςι, που δοϑλευε για το καλοκαύρι ςτην εφημερύδα τησ Κομητεύασ, την Αμϋρικαν, και ςε μια δυο βδομϊδεσ θα ϊρχιζε πϊλι μαθόματα ςτο Πολιτειακϐ Πανεπιςτόμιο του Οχϊιο. Εύχε ϋναν τρϐπο να ςε ακοϑει με το ςτϐμα του μιςϊνοιχτο, που, ϐπωσ εύπε ο Ωρκι, τον ϋκανε να μοιϊζει με παλαβϐ ό καθυςτερημϋνο. Δεν όταν βλϊκασ ϐμωσ, και εύχε περϊςει ϋνα απϐγευμα του επτϋμβρη ακοϑγοντασ τισ ιςτορύεσ του Μπρϊντλεώ Ρϐουτσ. Ο Μπραντ εύπε ςτο νεαρϐ δημοςιογρϊφο ϋνα ςωρϐ πρϊγματα για τον ϊντρα με τη ρωςικό προφορϊ (ο Μπραντ όταν πια ςύγουροσ ϐτι ο τϑποσ όταν Ρώςοσ) και για το αμϊξι που εύχε αφόςει. Ο ξερακιανϐσ κοκκινομϊλλησ,
- 200 -
ονϐματι Φϐμερ Οϑςλερ, όθελε να γρϊψει ϋνα ϊρθρο για ϐλα αυτϊ, κϊτι εντυπωςιακϐ πριν γυρύςει ςτο κολϋγιο. Ο ϊντι ςκεφτϐταν ϐτι ο νεαρϐσ πρϋπει να ϋβλεπε κιϐλασ ςτη φανταςύα του τον πρωτοςϋλιδο τύτλο: ΜΤΣΗΡΙΨΔΕ ΑΤΣΟΚΙΝΗΣΟ. Ϋ ύςωσ ΜΤΣΗΡΙΨΔΕ ΑΤΣΟΚΙΝΗΣΟ ΡΨΟΤ ΚΑΣΑΚΟΠΟΤ. Ο Σϐνι του εύπε ψϋματα χωρύσ τον παραμικρϐ ενδοιαςμϐ. ύγουρα θα εύχε κϊνει το ύδιο πρϊγμα ακϐμη κι αν ο δημοςιογρϊφοσ μπροςτϊ του όταν ο γερο-Σρϋβορ Ρϐνικ, ο ιδιοκτότησ τησ Αμϋρικαν, που εύχε ξεχϊςει περιςςϐτερεσ ιςτορύεσ απ' ϐςεσ θα ϋγραφε ποτϋ ο Φϐμερ. «Δεν εύναι εδώ το αμϊξι», εύπε ο Σϐνι, κι αυτϐ όταν ϐλο. Εύχε πει το ψϋμα, εύχε περϊςει τον Ρουβύκωνα. «Δεν εύναι εδώ;» ρώτηςε ο Φϐμερ φανερϊ απογοητευμϋνοσ. Κρατοϑςε μια φωτογραφικό μηχανό Μινϐλτα που πϊνω ϋγραφε ΙΔΙΟΚΣΗΙΑ ΣΗ ΑΜΕΡΙΚΑΝ. «Και ποϑ εύναι;» «την Πολιτειακό Τπηρεςύα Καταςχϋςεων», απϊντηςε ο Σϐνι, επινοώντασ μια εντυπωςιακό ονομαςύα για μια φανταςτικό υπηρεςύα επιτϐπου. «τη Υιλαδϋλφεια». «Γιατύ;» «Σα αυτοκύνητα που κατϊςχονται βγαύνουν ςε πλειςτηριαςμϐ εφϐςον δεν εμφανιςτεύ ο ιδιοκτότησ. Αφοϑ τα ψϊξουν για ναρκωτικϊ, βϋβαια». «Βϋβαια. Ϊχετε τα ςχετικϊ δικαιολογητικϊ;» «Πρϋπει», απϊντηςε ο Σϐνι. «Κρατϊμε δικαιολογητικϊ για τα πϊντα. Θα τα ψϊξω και θα ςου κϊνω ϋνα τηλϋφωνο». «Πϐςο νομύζετε ϐτι μπορεύ να πϊρει αυτϐ, αρχιφϑλακα;» «Αρκετϊ, νεαρϋ». Ο Σϐνι ϋδειξε τουσ δύςκουσ ειςερχομϋνων-εξερχομϋνων ςτο γραφεύο του, που όταν γεμϊτοι χαρτιϊ. Ο Φϐμερ δεν όξερε βϋβαια ϐτι τα περιςςϐτερα
- 201 -
όταν ϊχρηςτα χαρτιϊ απϐ το κρϊντον -απϐ ενημερωτικϋσ εγκυκλύουσ για τισ ςυντϊξεισ μϋχρι το φθινοπωρινϐ πρϐγραμμα των αγώνων μπϋιζμπολ του ώματοσ- και θα κατϋληγαν ςτο καλϊθι των αχρόςτων πριν φϑγει για το ςπύτι του ο Σϐνι. Η κουραςμϋνη κύνηςη του χεριοϑ του ϊφηνε να εννοηθεύ ϐτι υπόρχαν παρϐμοιεσ ςτούβεσ με ϋγγραφα παντοϑ. «Δϑςκολο να τα προλϊβεισ ϐλα αυτϊ, ξϋρεισ. Λϋνε ϐτι τα πρϊγματα θ' αλλϊξουν ϐταν θα αυτοματοποιόςουν το ςϑςτημα με υπολογιςτϋσ, αλλϊ αυτϐ δεν πρϐκειται να γύνει φϋτοσ». «Σην επϐμενη βδομϊδα αρχύζουν τα μαθόματα ςτο κολϋγιο». Ο Σϐνι ϋγειρε μπροςτϊ και κούταξε ςοβαρϐσ τον Φϐμερ. «Και ελπύζω να δουλϋψεισ ςκληρϊ», εύπε. «Εύναι δϑςκολη η ζωό, νεαρϋ, αλλϊ αν δουλϋψεισ ςκληρϊ θα τα καταφϋρεισ». Δϑο μϋρεσ μετϊ την επύςκεψη του Φϐμερ Ουςλερ, η Μπιοϑικ προξϋνηςε ϊλλη μύα φωτοθϑελλα. Αυτό τη φορϊ ϋγινε μια μϋρα με δυνατό λιακϊδα, αλλϊ και πϊλι το θϋαμα όταν εντυπωςιακϐ. Και οι ανηςυχύεσ του Κϋρτισ μόπωσ χϊςουν το φαινϐμενο αποδεύχτηκαν αβϊςιμεσ. Εύχε γύνει φανερϐ απϐ τη θερμοκραςύα ςτο υπϐςτεγο ϐτι η Μπιοϑικ κϊτι ετούμαζε πϊλι: εύχε πϋςει απϐ τουσ εύκοςι τϋςςερισ βαθμοϑσ ςτουσ δεκατρεύσ μϋςα ςε πϋντε μϋρεσ. ήλοι ανυπομονοϑςαν να κϊνουν βϊρδια ςτην καλϑβα για να εύναι μπροςτϊ ϐταν θα γινϐταν, ϐ,τι κι αν όταν αυτϐ που μπορεύ να γινϐταν. Σελικϊ το λαχεύο ϋπεςε ςτον Μπρϊιαν Κϐουλ, αλλϊ ϐλοι οι πολιτειακού που όταν ςτο αρχηγεύο παρακολουθόςαν το φαινϐμενο, ωσ ϋνα βαθμϐ τουλϊχιςτον. Ο Μπρϊιαν μπόκε ςτο Τπϐςτεγο Β γϑρω ςτισ δϑο το μεςημϋρι για να ρύξει μια ματιϊ
- 202 -
ςτον Σζύμι και τη Ρϐζαλιν. Ϋταν μια χαρϊ, η Ρϐζαλιν ςτην τραπεζαρύα και ο Σζύμι ςτον τροχϐ ςτο γυμναςτόριο. Αλλϊ καθώσ ο Μπρϊιαν ϋςκυβε μϋςα ςτην Μπιοϑικ για να δει αν εύχαν νερϐ, ϊκουςε ϋνα βϐμβο. Ϋταν βαθϑσ και ςταθερϐσ, ϋνασ όχοσ που ϋκανε τα μϊτια ςου να πϊλλονται μϋςα ςτισ κϐγχεσ τουσ και τρϊνταζε τα ςφραγύςματα ςτα δϐντια ςου. Κϊτω απϐ το βϐμβο (ό αλληλϋνδετο μαζύ του) ακουγϐταν κϊτι πολϑ πιο ανηςυχητικϐ, ϋνα ανατριχιαςτικϐ ϊναρθρο ψιθϑριςμα. Μια πολϑ αμυδρό μοβ λϊμψη εύχε αρχύςει να εξαπλώνεται αργϊ ςτο ταμπλϐ και ςτο τιμϐνι. Ο Κϐουλ θυμόθηκε τον Ϊνισ Ρϊφερτι, που όταν χαμϋνοσ πϊνω απϐ ϋνα μόνα τώρα, και απομακρϑνθηκε απϐ την Μπιοϑικ ςε χρϐνο μηδϋν. Δεν πανικοβλόθηκε ϐμωσ. Πόρε τη βιντεοκϊμερα απϐ την καλϑβα, τη βύδωςε ςτο τρύποδο, ϋβαλε καινοϑρια ταινύα, και κούταξε την ώρα (όταν ςωςτό) και την μπαταρύα (η ϋνδειξη τϋρμα πρϊςινο). Ωναψε τα φώτα του υπϐςτεγου πριν ξαναβγεύ ϋξω, τοποθϋτηςε το τρύποδο μπροςτϊ ςε ϋνα παρϊθυρο, ϋθεςε ςε λειτουργύα την κϊμερα και ξανακούταξε για να βεβαιωθεύ ϐτι η Μπιοϑικ όταν κεντραριςμϋνη ςτην εικϐνα. Ϋταν. Ξεκύνηςε για το αρχηγεύο, αλλϊ ξαφνικϊ χτϑπηςε τα δϊχτυλα του και γϑριςε πύςω ςτην καλϑβα, ϐπου υπόρχε μια μικρό ςακοϑλα γεμϊτη με αξεςουϊρ τησ κϊμερασ. Ανϊμεςα τουσ υπόρχε ϋνα φύλτρο για δυνατϐ φωτιςμϐ. Ο Μπρϊιαν το πϋραςε ςτην κϊμερα χωρύσ να πατόςει το κουμπύ τησ παϑςησ (για μια ςτιγμό τα ςκοτεινϊ ςχόματα των χεριών του κρϑβουν την Μπιοϑικ, και ϐταν βγαύνουν πϊλι απϐ το πλϊνο η Μπιοϑικ μοιϊζει ςαν να βρύςκεται ςε λυκϐφωσ). Αν τον ϋβλεπε κανεύσ -ϋνασ απϐ τουσ περύεργουσ πολύτεσ που ϋρχονταν να δουν πώσ ξοδεϑονταν τα
- 203 -
δολϊρια των φορολογουμϋνων, ύςωσ-, δε θα μϊντευε πϐςο γρόγορα χτυποϑςε η καρδιϊ του πολιτειακοϑ Κϐουλ. Ϊνιωθε ϋξαψη και φϐβο μαζύ, αλλϊ ϋκανε ϐλα ϐςα ϋπρεπε να κϊνει. ήταν ϋχεισ να κϊνεισ με το ϊγνωςτο, η αςτυνομικό εκπαύδευςη βοηθϊει πολϑ. υνολικϊ, ξϋχαςε μϐνο ϋνα πρϊγμα. Γϑρω ςτισ δϑο και εφτϊ λεπτϊ, το κεφϊλι του εμφανύςτηκε ςτην πϐρτα του γραφεύου του Σϐνι και εύπε, «Αρχιφϑλακα, εύμαι ςύγουροσ ϐτι κϊτι τρϋχει με την Μπιοϑικ». Ο Σϐνι ςόκωςε το κεφϊλι απϐ ϋνα κύτρινο μπλοκ. Ϊγραφε το προςχϋδιο ενϐσ λϐγου που θα ϋβγαζε ςε ϋνα ςυμπϐςιο που αφοροϑςε τισ υπηρεςύεσ επιβολόσ του νϐμου το φθινϐπωρο. «Σι ϋχεισ ςτο χϋρι ςου, Μπρϊιαν;» ρώτηςε. Ο Μπρϊιαν κούταξε και εύδε ϐτι κρατοϑςε το ντεπϐζιτο νεροϑ των τρωκτικών. «Δε βαριϋςαι», εύπε. «Μπορεύ να μην το ξαναχρειαςτοϑν ϋτςι κι αλλιώσ». τισ δϑο και εύκοςι, οι πολιτειακού ςτο αρχηγεύο ϊκουγαν καθαρϊ το βϐμβο. Δεν υπόρχαν πολλού μϋςα ςτο αρχηγεύο βϋβαια. Οι περιςςϐτεροι εύχαν παραταχθεύ μπροςτϊ ςτισ δϑο γκαραζϐπορτεσ του Τπϐςτεγου Β και κούταζαν απϐ τα παρϊθυρα, κολλημϋνοι ο ϋνασ δύπλα ςτον ϊλλο. Ο Σϐνι τουσ εύδε, ςκϋφτηκε μόπωσ ϋπρεπε να τουσ διατϊξει να φϑγουν, και τελικϊ αποφϊςιςε να τουσ αφόςει. Με μια εξαύρεςη. «Ωρκι ». «Μϊλιςτα, αρχιφϑλακα». «Θϋλω να πασ μπροςτϊ και να κουρϋψεισ το γραςύδι». «Ση Δευτϋρα το κοϑρεψα!» «Σο ξϋρω. Επύ μύα ώρα ϋκανεσ το κομμϊτι κϊτω απϐ το παρϊθυρο του γραφεύου μου. Θϋλω να το ξανακϊνεισ ϐμωσ. Και βϊλε αυτϐ ςτην πύςω τςϋπη ςου». 'Εδωςε ςτον Ωρκι ϋνα γουϐκι-τϐκι. «Αν εμφανιςτεύ κανεύσ που δε θα 'πρεπε να δει
- 204 -
δϋκα πολιτειακοϑσ παραταγμϋνουσ μπροςτϊ ςτο υπϐςτεγο ςαν να γύνεται καμιϊ κοκορομαχύα με ςτοιχόματα μϋςα, ειδοπούηςε μασ. Κατϊλαβεσ;» «Ϊγινε». «Ψραύα. Ματ! Ματ Μπαμπύκι, ϋλα δω!» Ο Ματ ϋφταςε τρϋχοντασ, λαχανιαςμϋνοσ και κϐκκινοσ απϐ την ϋξαψη. Ο Σϐνι τον ρώτηςε ποϑ όταν ο Κερτ. Ο Ματ του απϊντηςε ϐτι όταν περιπολύα. «Πεσ του να γυρύςει ςτη βϊςη, κωδικϐσ Δ, ςιωπηλό πορεύα, κατϊλαβεσ;» «Κωδικϐσ Δ και ςιωπηλό πορεύα, ϋγινε». ιωπηλό πορεύα ςόμαινε χωρύσ ςειρόνεσ και φώτα. Θεωρητικϊ ο Κερτ πρϋπει να υπϊκουςε ςτη διαταγό, παρ' ϐλ' αυτϊ ϐμωσ ϋφταςε ςτο αρχηγεύο ςτισ τρεισ παρϊ τϋταρτο. Κανεύσ δεν τϐλμηςε να τον ρωτόςει πϐςη απϐςταςη εύχε διανϑςει ςε μιςό ώρα. ήςα χιλιϐμετρα κι αν όταν πϊντωσ, ϋφταςε ζωντανϐσ και πριν αρχύςουν πϊλι τα ςιωπηλϊ πυροτεχνόματα. Σο πρώτο πρϊγμα που ϋκανε όταν να βγϊλει τη βιντεοκϊμερα απϐ το τρύποδο. Η οπτικό καταγραφό των πυροτεχνημϊτων θα όταν δικό του δουλειϊ, του Κϋρτισ Γουύλκοξ. Η ταινύα (μύα απϐ τισ πολλϋσ που εύχαν μαζϋψει ςτην ντουλϊπα τησ αποθόκησ) ϋχει αποτυπώςει ϐ,τι μποροϑςε να δει και ν' ακοϑςει κανεύσ ςτη διϊρκεια του φαινομϋνου. Ο βϐμβοσ τησ Μπιοϑικ ακοϑγεται καθαρϊ, θυμύζοντασ τον όχο που κϊνει ϋνα ηχεύο ϐταν ξεκολλόςει το καλώδιο, και γύνεται ϐλο και πιο δυνατϐσ ϐςο περνϊ η ώρα. Ο Κερτ ϋχει τραβόξει το μεγϊλο θερμϐμετρο με την κϐκκινη βελϐνα του ελϊχιςτα πϊνω απϐ τουσ 12 βαθμοϑσ. Ακοϑγεται η φωνό του Κερτ που ζητϊ ϊδεια να μπει μϋςα για να δει ςε τι κατϊςταςη εύναι ο Σζύμι και η Ρϐζαλιν, και η φωνό του αρχιφϑλακα ϋιντινκσ που
- 205 -
απαντϊει «ήχι» ςχεδϐν αμϋςωσ, κοφτϊ και ςύγουρα, με ϋναν τϐνο που δε ςηκώνει αντιρρόςεισ. τισ 3:08:41 μ.μ., ςϑμφωνα με το χρϐνο ςτο κϊτω μϋροσ τησ οθϐνησ, αρχύζει ν' απλώνεται ςτο παρμπρύζ τησ Μπιοϑικ ϋνα φωσ που θυμύζει βιολετύ ανατολό. την αρχό μπορεύ να το περϊςεισ για ελϊττωμα του φιλμ ό οφθαλμαπϊτη ό ύςωσ κϊποια αντανϊκλαςη. Ωντι Κολοϑτςι: «Σι εύναι αυτϐ;» Ωγνωςτοσ ομιλητόσ: «Μϊλλον κϊποια υψηλό τϊςη ό...» Κερτ Γουύλκοξ: «ήςοι ϋχετε γυαλιϊ οξυγονοκϐλληςησ καλϑτερα φορϋςτε τα. ήςοι δεν ϋχετε, υπϊρχει κύνδυνοσ, ςτη θϋςη ςασ θα ϋκανα πύςω. Ϊχουμε...» Σζϊκι Ο' Φϊρα (μϊλλον): «Ποιοσ πόρε...» Υιλ Κϊντλετον (μϊλλον): «Θεϋ μου!» Φϊντι Ρϐγιερ: «Δε νομύζω ϐτι θα 'πρεπε...» Μετϊ ο αρχιφϑλακασ ϋιντινκσ, όρεμοσ ςαν ξεναγϐσ τησ ήντιμπον ςε κϊποιο φυςιολατρικϐ περύπατο: «Υορϋςτε τα προςτατευτικϊ γυαλιϊ, παιδιϊ, ϐπου να 'ναι θ' αρχύςει». τισ 3:09:24, το βιολετύ φωσ, που θϑμιζε βϐρειο ςϋλασ, ϋκανε ϋνα ϊλμα και εξαπλώθηκε ςε ϐλα τα παρϊθυρα τησ Μπιοϑικ, μετατρϋποντασ τα ςε λαμπεροϑσ μοβ καθρϋφτεσ. Αν επιβραδϑνεισ την ταινύα και αρχύςεισ να την προχωρϊσ καρϋ καρϋ, βλϋπεισ να εμφανύζονται εύδωλα ςτο διαφανϋσ ωσ Σώρα: γυαλύ των παραθϑρων: εργαλεύα κρεμαςμϋνα ςτον τούχο, το πορτοκαλύ εκχιονιςτικϐ μηχϊνημα που εύναι βαλμϋνο ςε μια ϊκρη, οι ϊντρεσ απϋξω να κοιτϊνε μϋςα. Οι περιςςϐτεροι φορϊνε προςτατευτικϊ γυαλιϊ και μοιϊζουν με εξωγόινουσ ςε φτηνό ταινύα επιςτημονικόσ φανταςύασ. Ξεχωρύζεισ εϑκολα τον Κερτ γιατύ η βιντεοκϊμερα κρϑβει την αριςτερό πλευρϊ του προςώπου του. Ο βϐμβοσ γύνεται ϐλο και πιο δυνατϐσ. Και μετϊ, γϑρω ςτα πϋντε δευτερϐλεπτα πριν αρχύςουν οι λϊμψεισ, ο όχοσ ςταματϊει.
- 206 -
την ταινύα ακοϑσ ανϊμεικτεσ φωνϋσ γεμϊτεσ ϋξαψη που δεν μπορεύσ να ξεχωρύςεισ ςε ποιον ανόκουν, και ακοϑγονται ϐλεσ να κϊνουν ερωτόςεισ. Μετϊ η εικϐνα εξαφανύζεται για πρώτη φορϊ. Η Μπιοϑικ και το υπϐςτεγο χϊνονται και τα δυο, εξαφανύζονται μϋςα ςτο λευκϐ. «Φριςτϋ μου, παιδιϊ, το εύδατε αυτϐ;» φωνϊζει ο Φϊντι Ρϐγιερ. Ακοϑγονται φωνϋσ, Κϊντε πύςω, Αδερφϊκι μου, και η αγαπημϋνη φρϊςη ϐλων για τισ δϑςκολεσ ςτιγμϋσ, Ε ρε ποϑςτη. Κϊποιοσ λϋει Μην το κοιτϊτε και κϊποιοσ ϊλλοσ λϋει Ϊχει ξεςκιςτεύ ςτην αςτραπό μ' εκεύνο τον αλλϐκοτο όρεμο τϐνο που ακοϑσ μερικϋσ φορϋσ ςε ηχογραφημϋνουσ διϊλογουσ πτόςεων, κϊποιον πιλϐτο που μιλϊει χωρύσ να το ςυνειδητοποιεύ, που ξϋρει μϐνο ϐτι βρύςκεται ςτα τελευταύα δϋκα ό δώδεκα δευτερϐλεπτα τησ ζωόσ του. Μετϊ η Μπιοϑικ επιςτρϋφει απϐ τη χώρα του υπερφωτιςμοϑ, μοιϊζοντασ ςτην αρχό ςαν ϊμορφοσ ςβϐλοσ και μετϊ παύρνοντασ την πραγματικό μορφό τησ. Σρύα δευτερϐλεπτα αργϐτερα αςτρϊφτει πϊλι. Η λϊμψη εκτοξεϑει εκτυφλωτικϋσ ακτύνεσ απϐ ϐλα τα παρϊθυρα και ςβόνει για ϊλλη μια φορϊ την εικϐνα. τη διϊρκεια αυτόσ τησ λϊμψησ ο Κερτ λϋει Φρειαζϐμαςτε καλϑτερο φύλτρο, και ο Σϐνι απαντϊει άςωσ την επϐμενη φορϊ. Σο φαινϐμενο ςυνεχύζεται για τα επϐμενα ςαρϊντα ϋξι λεπτϊ, αποτυπωμϋνο ϐλο ςτην ταινύα. την αρχό η Μπιοϑικ αςπρύζει και εξαφανύζεται με κϊθε λϊμψη. Μετϊ, καθώσ το φαινϐμενο αρχύζει να εξαςθενεύ, ο θεατόσ βλϋπει μια αμυδρό μορφό αυτοκινότου χαμϋνη μϋςα ςε αθϐρυβεσ φωτεινϋσ εκρόξεισ που εύναι περιςςϐτερο μοβ παρϊ λευκϋσ. Μερικϋσ φορϋσ η εικϐνα κουνιϋται και βλϋπεισ μια γρόγορη, θολό διαδοχό απϐ ανθρώπινα πρϐςωπα, καθώσ
- 207 -
ο Κϋρτισ τρϋχει ςε κϊποιο ϊλλο ςημεύο απ' το οπούο μπορεύ να την παρατηρόςει, ελπύζοντασ ςε κϊποια αποκϊλυψη (ό απλώσ ςε μια καλϑτερη οπτικό γωνύα). τισ 3:28:17, βλϋπει κανεύσ μια τεθλαςμϋνη πϑρινη γραμμό να εκτοξεϑεται απϐ (ό ύςωσ μϋςα απϐ) το κλειςτϐ πορτ μπαγκϊζτησ Μπιοϑικ. Υτϊνει ωσ την οροφό και εκεύ μοιϊζει να εξαπλώνεται προσ τα ϋξω ςαν νερϐ απϐ ςιντριβϊνι. Απροςδιϐριςτη φωνό: «Φριςτϋ μου, υψηλϐ βολτϊζ, ϋχει υψηλϐ βολτϊζ!» Ο Σϐνι: «ιγϊ μην εύναι υψηλϐ βολτϊζ». Και μετϊ, μϊλλον ςτον Κερτ: «υνϋχιςε να τραβϊσ». Κερτ: «Εννοεύται». Ακολουθοϑν κι ϊλλεσ αςτραπϋσ, μερικϋσ απϐ τα παρϊθυρα τησ Μπιοϑικ, μερικϋσ απϐ την οροφό ό το πορτ μπαγκϊζ. Μύα απ' αυτϋσ βγαύνει κϊτω απϐ το αμϊξι και χτυπϊει κατευθεύαν την πύςω γκαραζϐπορτα. Ακοϑγονται ξαφνιαςμϋνεσ φωνϋσ καθώσ οι πολιτειακού οπιςθοχωροϑν, αλλϊ η κϊμερα μϋνει ςταθερό. Ο Κερτ όταν πολϑ απορροφημϋνοσ για να φοβηθεύ. τισ 3:55:03 φαύνεται μια τελευταύα αδϑναμη αςτραπό -βγαύνει απϐ το πύςω κϊθιςμα, πύςω απϐ τη θϋςη του οδηγοϑ-, και αυτϐ εύναι ϐλο. Ακοϑγεται ο Σϐνι ϋιντινκσ να λϋει, «Κερτ, καλϑτερα κϊνε οικονομύα ςτην μπαταρύα. Η παρϊςταςη τελεύωςε μϊλλον». ' αυτϐ το ςημεύο η ταινύα προςωρινϊ μαυρ ύζει. 'Οταν ανϊβει πϊλι η εικϐνα ςτισ 4:08:16, φαύνεται ςτην οθϐνη το πρϐςωπο του Κερτ. Γϑρω απϐ τη μϋςη του εύναι τυλιγμϋνο κϊτι κύτρινο. Κουνϊει το χϋρι εϑθυμα και λϋει, «Θα γυρύςω αμϋςωσ».
- 208 -
Ο Σϐνι ϋιντινκσ -που χειρύζεται την κϊμερα τώρααπαντϊει, «Σο καλϐ που ςου θϋλω». Και δεν ακοϑγεται καθϐλου εϑθυμοσ. Ο Κερτ όθελε να μπει μϋςα για να δει ςε τι κατϊςταςη όταν τα τρωκτικϊ - εφϐςον βϋβαια βρύςκονταν ακϐμη εκεύ. Ο Σϐνι του το απαγϐρευςε κατηγορηματικϊ χωρύσ δεϑτερη ςκϋψη. Δεν πρϐκειται να μπει κανεύσ ςτο υπϐςτεγο για ϋνα διϊςτημα, εύπε, μϋχρι να βεβαιωθοϑμε ϐτι δεν υπϊρχει κύνδυνοσ. Εκεύ δύςταςε, ύςωσ επειδό ξαναςκϋφτηκε αυτϐ που εύχε πει και κατϊλαβε πϐςο παρϊλογο όταν -ϐςο υπόρχε η Μπιοϑικ Ροουντμϊςτερ μϋςα ςτο υπϐςτεγο πϊντα θα υπόρχε κύνδυνοσ-, και πρϐςθεςε: «Δεν πρϐκειται να μπει κανεύσ μϋςα μϋχρι ν' ανεβεύ πϊλι η θερμοκραςύα ςτουσ δεκαοχτώ βαθμοϑσ». «Κϊποιοσ πρϋπει να πϊει», εύπε ο Μπρϊιαν Κϐουλ. Μιλοϑςε υπομονετικϊ, ςαν να ςυζητοϑςε ϋνα απλϐ πρϐβλημα πρϐςθεςησ με ϋνα ϊτομο περιοριςμϋνησ νοημοςϑνησ. «Για ποιο λϐγο;» εύπε ο Σϐνι. Ο Μπρϊιαν ϋβαλε το χϋρι ςτην τςϋπη και ϋβγαλε ϋξω το ντεπϐζιτο νεροϑ του Σζύμι και τησ Ρϐζαλιν. «Ϊχουν μπϐλικη τροφό, αλλϊ χωρύσ αυτϐ θα πεθϊνουν απϐ τη δύψα». «ήχι, δε θα πεθϊνουν -αμϋςωσ τουλϊχιςτον». «Μπορεύ να πϊρει δϑο μϋρεσ μϋχρι να ξανανεβεύ ςτουσ δεκαοχτώ βαθμοϑσ η θερμοκραςύα, αρχιφϑλακα. Εςϋνα θα ςου ϊρεςε να μεύνεισ ςαρϊντα οχτώ ώρεσ χωρύσ νερϐ;» «Εμϋνα πϊντωσ δε θα μου ϊρεςε», εύπε ο Κερτ. Προςπαθώντασ να μη χαμογελϊςει (αλλϊ και χωρύσ να τα καταφϋρνει εντελώσ), πόρε τον πλαςτικϐ κϑλινδρο απϐ τον Μπρϊιαν. Αλλϊ ο Σϐνι του τον πόρε με τη ςειρϊ του αμϋςωσ
- 209 -
απϐ το χϋρι. Ο αρχιφϑλακασ δεν κούταζε τον Γουύλκοξ, εύχε καρφωμϋνο το βλϋμμα του ςτον Μπρϊιαν Κϐουλ. «Και υποτύθεται ϐτι πρϋπει να επιτρϋψω ςε ϋναν ϊντρα μου να ριςκϊρει τη ζωό του για να πϊει νερϐ ςε δϑο τρωκτικϊ απϐ ρϊτςα. Αυτϐ μου λεσ, Μπρϊιαν; Θϋλω να εύμαςτε ξεκϊθαροι». Αν περύμενε ϐτι ο Μπρϊιαν θα κοκκύνιζε ό θα τα ϋχανε, απογοητεϑτηκε. Ο Κϐουλ ςυνϋχιςε να τον κοιτϊζει με ϋνα υπομονετικϐ ϑφοσ ςαν να ϋλεγε Ναι, αφεντικϐ, εκτονώςου ϐςο πιο γρόγορα το βγϊλεισ απϐ μϋςα ςου τϐςο τύϏο γρόγορα θα ηρεμόςεισ και θα κϊνεισ αυτϐ που πρϋπει. «Δεν το πιςτεϑω», εύπε ο Σϐνι. «Ϊνασ απϐ μασ τρελϊθηκε. Μϊλλον εγώ». «Αυτϊ εύναι απλώσ ζωϊκια», εύπε ο Μπρϊιαν. Η φωνό χου όταν εξύςου υπομονετικό με το ϑφοσ του. «Και εμεύσ τα βϊλαμε εκεύ μϋςα, αρχιφϑλακα. Δεν πόγαν εθελοντικϊ. Εύμαςτε υπεϑθυνοι. Θα πϊω εγώ αν θϋλεισ, εγώ ξϋχαςα το... » Ο Σϐνι ςόκωςε τα χϋρια του ςτον ουρανϐ ςαν να ζητοϑςε κϊποια θεώκό παρϋμβαςη, και μετϊ τα ϊφηςε να πϋςουν πϊλι ςτα πλευρϊ του. Ϊνα κϐκκινο κϑμα ξεπρϐβαλε απϐ το γιακϊ του, ανϋβηκε ςτο λαιμϐ του και ϋφταςε ςτο ςαγϐνι του, για να ςυναντόςει τισ κϐκκινεσ βοϑλεσ ςτα μαγουλϊ του: γεια χαρϊ, γεύτονα. «Αρχύδια!» μουρμοϑριςε. Οι ϊντρεσ τον εύχαν ξανακοϑςει να το λϋει αυτϐ, όξεραν ϐμωσ τι ςόμαινε και δεν τϐλμηςαν οϑτε να χαμογελϊςουν. ' αυτϐ το ςημεύο πολλού -ύςωσ οι περιςςϐτεροι- θα φώναζαν, «Δε γαμιϋται! Κϊνε ϐ,τι θϋλεισ!» και θα ϋφευγαν. 'Οταν ϐμωσ εύςαι ςτη μεγϊλη καρϋκλα και ςου δύνουν καλϊ λεφτϊ για να παύρνεισ ςημαντικϋσ αποφϊςεισ δεν μπορεύσ να το κϊνεισ
- 210 -
αυτϐ. Οι πολιτειακού που όταν μαζεμϋνοι μπροςτϊ ςτο υπϐςτεγο το όξεραν αυτϐ, ϐπωσ το όξερε φυςικϊ και ο Σϐνι. Ϊμεινε αμύλητοσ, κοιτϊζοντασ τα παποϑτςια του. Απϐ το μπροςτινϐ μϋροσ του αρχηγεύου ακουγϐταν το ςταθερϐ μουγκρητϐ απϐ την παλιϊ μηχανό του γκαζϐν του Ωρκι, μϊρκασ Μπριγκσ & τρϊτον. «Αρχιφϑλακα...» ϊρχιςε να λϋει ο Κϋρτισ. «Μικρϋ, κϊνε μασ τη χϊρη και ςκϊςε». Ο Κερτ ϋςκαςε. Μετϊ απϐ λύγο ο Σϐνι ςόκωςε το κεφϊλι του. «Εκεύνο το ςχοινύ που ςου εύχα ζητόςει... Σο αγϐραςεσ;» «Ναι. Και εύναι καλόσ ποιϐτητασ. Μπορεύσ να κϊνεισ ορειβαςύα με δαϑτο. Ϊτςι μου εύπε τουλϊχιςτον ο τϑποσ ςτο μαγαζύ που το πόρα». «Εύναι εκεύ μϋςα;» ρώτηςε ο Σϐνι δεύχνοντασ με το κεφϊλι το υπϐςτεγο. «ήχι, ςτο πορτ μπαγκϊζ του αυτοκινότου μου». «Ευτυχώσ. Υϋρ' το εδώ. Και ελπύζω να μη χρειαςτεύ ποτϋ να μϊθουμε πϐςο γερϐ εύναι». Κούταξε τον Μπρϊιαν Κϐουλ. «Μόπωσ θα 'θελεσ να πασ ςε κανϋνα ςοϑπερ μϊρκετ, Κϐουλ; Να αγορϊςεισ μερικϊ μπουκϊλια νερϐ Εβιϊν για τα ποντύκια; Σι λϋω; Περιϋ! Δεν τουσ παύρνεισ κανϋνα Περιϋ;» Ο Μπρϊιαν δε μύληςε, ςυνϋχιςε απλώσ να κοιτϊζει υπομονετικϊ τον αρχιφϑλακα. Ο Σϐνι δεν ϊντεξε και γϑριςε αλλοϑ. «Ωκου, ποντύκια ρϊτςασ. Αρχύδια!» Ο Κερτ ϋφερε το ςχοινύ, ϋνα τρύκλωνο κύτρινο νϊιλον κορδϐνι τουλϊχιςτον τριϊντα μϋτρα μόκοσ. Ϊκανε μια θηλιϊ, την ϋδεςε γϑρω απϐ τη μϋςη του, και ϋδωςε την κουλοϑρα ςτον Φϊντι Ρϐγιερ. Ο Φϊντι ζϑγιζε εκατϐν δεκαπϋντε κιλϊ και τον ϋβαζαν πϊντα ςτην τελευταύα και πιο ςημαντικό θϋςη ϐταν η Διμοιρύα Δ ϋπαιζε διελκυςτύνδα ενϊντια ςε ϊλλεσ
- 211 -
οκτϊδεσ τησ Πολιτειακόσ Αςτυνομύασ ςτο πικνύκ τησ 4ησ Ιουλύου. «Ωμα ςου πω», εύπε ο Σϐνι ςτον Φϊντι, «θα τον τραβόξεισ πύςω λεσ και ϋχει αρπϊξει φωτιϊ. Και μην ανηςυχεύσ μπασ και του ςπϊςεισ το χοντρϐ του το κεφϊλι καθώσ θα τον τραβϊσ απϐ την πϐρτα. Σο κατϊλαβεσ;» «Ναι, αρχι φϑλακα». «Αν τον δεισ να πϋφτει κϊτω ό απλώσ να ταλαντεϑεται ςτα πϐδια του ςαν να εύναι ζαλιςμϋνοσ, μην περιμϋνεισ καν να ςου πω εγώ. Σρϊβα τον κατευθεύαν. Κατϊλαβεσ;» «Ναι, αρχι φϑλακα». «Ψραύα. Πολϑ χαύρομαι που κϊποιοσ καταλαβαύνει τι γύνεται εδώ. Βρεθόκαμε τώρα να παύζουμε και τουσ ορειβϊτεσ». Πϋραςε το χϋρι πϊνω απϐ τα κοντοκομμϋνα μαλλιϊ του και γϑριςε πϊλι ςτον Κερτ. «Φρειϊζεται να ςου jtco να κϊνεισ μεταβολό και να βγεισ απϐ κει μϋςα αν αντιληφθεύσ ϐτι κϊτι —το παραμικρϐ— δεν πϊει καλϊ;» «ήχι». «Και αν το πορτ μπαγκϊζ ανούξει, Κϋρτισ, βγαύνεισ ϋξω τρϋχοντασ. Κατϊλαβεσ; Κϐβεισ λϊςπη». «Εντϊξει». «Δώςε μου την κϊμερα». Ο Κϋρτισ του την ϋδωςε. Ο ϊντι δεν όταν εκεύ -το ϋχαςε ϐλο αυτϐ το επειςϐδιο-, αλλϊ ϐταν αργϐτερα ο Φϊντι του εύπε ϐτι όταν η μοναδικό φορϊ που εύδε τον αρχιφϑλακα να δεύχνει τρομαγμϋνοσ, χϊρηκε που εύχε περϊςει ϐλο εκεύνο το απϐγευμα ςε περιπολύα. Τπϊρχουν μερικϊ πρϊγματα που απλοϑςτατα δε θϋλεισ να τα δεισ.
- 212 -
«Ϊχεισ ϋνα λεπτϐ μϋςα ςτο υπϐςτεγο, Γουύλκοξ. Μετϊ θα ςε τραβόξω απϐ κει μϋςα που δεν πα' να λιποθυμϊσ, να κλϊνεισ ό να τραγουδϊσ τον εθνικϐ ϑμνο». «Ενενόντα δευτερϐλεπτα». «ήχι. Και αν ξαναεπιχειρόςεισ να μου κϊνεισ παζϊρια, ο χρϐνοσ ςου θα κατϋβει ςτα τριϊντα δευτερϐλεπτα». Ο Κϋρτισ Γουύλκοξ ςτϋκεται ςτον όλιο ϋξω απϐ τη μικρό πλαώνό πϐρτα του Τπϐςτεγου Β. Σο ςχοινύ εύναι δεμϋνο γϑρω απϐ τη μϋςη του. Υαύνεται νϋοσ ςτη βιντεοταινύα, ϐλο και πιο νϋοσ με κϊθε χρϐνο που περνϊ. Σην ϋβλεπε και ο ύδιοσ την ταινύα κατϊ καιροϑσ, και μϊλλον ϋνιωθε το ύδιο, αν και δεν εύχε πει τύποτε. Και δε φαύνεται φοβιςμϋνοσ. Καθϐλου. Σο μϐνο που βλϋπεισ ςτο πρϐςωπο του εύναι η ϋξαψη. Κουνϊει το χϋρι ςτην κϊμερα και λϋει, «Θα γυρύςω αμϋςωσ». «Σο καλϐ που ςου θϋλω», απαντϊει ο Σϐνι. Ο Κερτ γυρύζει και μπαύνει ςτο υπϐςτεγο. Για μια ςτιγμό μοιϊζει ςαν φϊνταςμα, ςχεδϐν δε φαύνεται, και μετϊ ο Σϐνι προχωρϊει μπροςτϊ με την κϊμερα για να βγει απϐ το δυνατϐ όλιο, οπϐτε βλϋπεισ πϊλι καθαρϊ τον Κερτ. Πηγαύνει κατευθεύαν ςτο αμϊξι να κϊνει το γϑρο του. «ήχι!» φωνϊζει ο Σϐνι. «'Οχι, βρε ανϐητε, θα μπερδϋψεισ το ςχοινύ! Κούτα τα τρωκτικϊ, βϊλ' τουσ το νερϐ και τςακύςου βγεσ ϋξω!» Ο Κερτ ςηκώνει το ϋνα χϋρι χωρύσ να γυρύςει και τουσ κϊνει νϐημα υψώνοντασ τον αντύχειρα. Η εικϐνα κουνιϋται καθώσ ο Σϐνι ζουμϊρει. Ο Κϋρτισ κοιτϊει απϐ το παρϊθυρο του οδηγοϑ και ξαφνικϊ κοκαλώνει και φωνϊζει: «θεοϑλη μου!» «Αρχιφϑλακα, να τον τραβόξω...» αρχύζει να λϋει ο Φϊντι, και Σώρα: ο Κερτ κοιτϊζει πϊνω απϐ τον ώμο του. Ο Σϐνι
- 213 -
κουνϊει πϊλι την εικϐνα -δεν ϋχει την επιδεξιϐτητα του Κερτ ϐταν χειρύζεται την κϊμερα, η εικϐνα χορεϑει εδώ κι εκεύ-, αλλϊ δεν εύναι δϑςκολο να διαβϊςεισ την ϋκφραςη του ςοκ ςτο πρϐςωπο του Κϋρτισ. «Μη με τραβόξετε!» φωνϊζει. «Μη! Εύμαι εντϊξει!» Και ανούγει την πϐρτα τησ Ροουντμϊςτερ. «Μην μπαύνεισ εκεύ μϋςα!» του φωνϊζει ο Σϐνι ενώ η εικϐνα κϊνει ϋναν τρελϐ χορϐ. Ο Κερτ τον αγνοεύ και βγϊζει απϐ το αμϊξι την πλαςτικό φωλιϊ των τρωκτικών, κουνώντασ τη μαλακϊ απϐ δω κι απϐ κει για να την περϊςει απϐ το μεγϊλο τιμϐνι. Φρηςιμοποιεύ το γϐνατο για να κλεύςει την πϐρτα τησ Μπιοϑικ και γυρύζει ςτην πϐρτα του υπϐςτεγου με τη φωλιϊ ςτα χϋρια. Ϊτςι ϐπωσ ϋχει ϋνα τετρϊγωνο δωμϊτιο ςε κϊθε ϊκρη του, το πλαςτικϐ καταςκεϑαςμα μοιϊζει ςαν παρϊξενο βαρϊκι για γυμναςτικό. «Σρϊβηξε το με την κϊμερα!» φωνϊζει ο Κερτ βρϊζοντασ απϐ ϋξαψη. «Σρϊβηξε το!» Ο Σϐνι το τρϊβηξε. Η εικϐνα ζουμϊρει ςτην αριςτερό ϊκρη τησ φωλιϊσ τη ςτιγμό που ο Κερτ βγαύνει απϐ το υπϐςτεγο ςτον όλιο. Και εκεύ φαύνεται η Ρϐζαλιν. Δεν τρώει πια, αλλϊ τρϋχει απϐ δω κι απϐ κει, και φαύνεται μια χαρϊ. Αντιλαμβϊνεται τον κϐςμο που εύναι μαζεμϋνοσ γϑρω τησ και ςτρϋφεται προσ την κϊμερα, μυρύζει το κύτρινο πλαςτικϐ τησ φωλιϊσ με τα μουςτϊκια τησ να παύζουν, κοιτϊζοντασ τα πϊντα με ενδιαφϋρον. Ϋταν χαριτωμϋνη, αλλϊ οι αςτυνομικού τησ Διμοιρύασ Δ δεν ϋδωςαν ςημαςύα. Η κϊμερα απομακρϑνεται απϐ τη Ρϐζαλιν με κουνόματα και τραντϊγματα, ακολουθεύ τον ϊδειο διϊδρομο και φτϊνει ςτο επύςησ ϊδειο γυμναςτόριο ςτην ϊλλη ϊκρη του. Σα
- 214 -
πορτϊκια τησ πλαςτικόσ φωλιϊσ εύναι καλϊ κλειςμϋνα, μϐνο ςκνύπα θα μποροϑςε να περϊςει απϐ την τρϑπα για το ςωληνϊκι του νεροϑ, αλλϊ ο Σζύμι το τρωκτικϐ ϋχει εξαφανιςτεύ -ϋχει εξαφανιςτεύ με τον ύδιο τρϐπο ϐπωσ ο Ϊνισ Ρϊφερτι ό ο ϊντρασ με την προφορϊ αλϊ Μπϐρισ Μπαντύνοφ που εύχε φϋρει την Μπιοϑικ Ροουντμϊςτερ ςτη ζωό τουσ. Σώρα : ϊντι ταμϊτηςα και κατϋβαςα ϋνα ποτόρι απϐ το παγωμϋνο τςϊι τησ ύρλεώ με τϋςςερισ μεγϊλεσ γουλιϋσ. Αιςθϊνθηκα ςαν να μου κϊρφωςαν μια ςφόνα απϐ πϊγο ςτο μϋτωπο, και ϋπρεπε να περιμϋνω να λιώςει. ε κϊποιο ςημεύο εύχε προςτεθεύ ςτην παρϋα και ο Ϊντι Σζακιμπουϊ. Υοροϑςε πολιτικϊ και καθϐταν ςτην ϊκρη απϐ το παγκϊκι με ϋνα ϑφοσ ςαν να μην όθελε να εύναι εδώ, αλλϊ και ςαν να μην όθελε να φϑγει. Προςωπικϊ δεν εύχα τϋτοια διχαςμϋνα ςυναιςθόματα. Φϊρηκα που τον εύδα γιατύ μποροϑςε ν' αφηγηθεύ ο ύδιοσ το δικϐ του μϋροσ τησ ιςτορύασ. Θα τον βοηθοϑςε ο Φϊντι, αν χρειαζϐταν, καθώσ και η ύρλεώ. Σο 1988, η ύρλεώ ϋκλεινε ςτη Διμοιρύα δϑο χρϐνια, και ο Ματ Μπαμπύκι εύχε γύνει πια μια ανϊμνηςη, που την ανανϋωναν πϐτε πϐτε κϊποιεσ καρτ ποςτϊλ με φοινικϐδεντρα απϐ την ηλιϐλουςτη αραςϐτα, ϐπου ο Ματ και η γυναύκα του εύναι ιδιοκτότεσ μιασ ςχολόσ οδηγών. Πολϑ επιτυχημϋνησ ςχολόσ μϊλιςτα, ςϑμφωνα με τον Ματ. «ϊντι;» ρώτηςε ο Νεντ. «Εύςαι εντϊξει;» «Εύμαι μια χαρϊ. Απλώσ ςκεφτϐμουν πϐςο αδϋξιοσ όταν ο Σϐνι μ' εκεύνη τη βιντεοκϊμερα», εύπα. «Ο μπαμπϊσ ςου όταν ςπουδαύοσ, Νεντ, κανονικϐσ τύβεν πύλμπεργκ, αλλϊ ο Σϐνι...» «Θα μποροϑςα να δω αυτϋσ τισ ταινύεσ;» ρώτηςε ο Νεντ.
- 215 -
Κούταξα τον Φϊντι... τον Ωρκι... τον Υιλ... τον Ϊντι. ε ϐλων τα μϊτια εύδα την ύδια απϊντηςη: Εύναι δικό ςου απϐφαςη. Και φυςικϊ όταν. 'Οταν κϊθεςαι ςτη μεγϊλη καρϋκλα, παύρνεισ και τισ μεγϊλεσ αποφϊςεισ. Και για να πω την αλόθεια, μου αρϋςει αυτϐ. «Δε βλϋπω γιατύ ϐχι», εύπα. «Υτϊνει να γύνει εδώ. Δε θα όθελα να τισ πϊρεισ απϐ το αρχηγεύο, βαςικϊ εύναι ιδιοκτηςύα τησ Διμοιρύασ Δ. Αλλϊ εδώ, ναι, δεν υπϊρχει πρϐβλημα. Μπορεύσ να τισ παύξεισ ςτο βύντεο ςτο πϊνω ςαλϐνι. Καλϊ θα κϊνεισ ϐμωσ να πϊρεισ καμιϊ δραμαμύνη πριν δεισ τα πλϊνα που τρϊβηξε ο Σϐνι, κουνϊνε πολϑ ϊςχημα. Ϊτςι δεν εύναι, Ϊντι;» Για μια ςτιγμό ο Ϊντι ϋμεινε αμύλητοσ κοιτϊζοντασ ςτο βϊθοσ του πϊρκινγκ, αλλϊ ϐχι εκεύ που όταν η Ροουντμϊςτερ. Σο βλϋμμα του όταν καρφωμϋνο ςτο ςημεύο ϐπου βριςκϐταν το Τπϐςτεγο Α μϋχρι το 1982 περύπου. «Δεν ξϋρω απ' αυτϊ», εύπε. «Δε θυμϊμαι πολλϊ πρϊγματα. ήταν όρθα εγώ ςτη Διμοιρύα, εύχαν πϊψει πια οι πολϑ ςοβαρϋσ ιςτορύεσ». Ακϐμη και ο Νεντ πρϋπει να κατϊλαβε ϐτι ϋλεγε ψϋματα. Ο Ϊντι δεν όταν καθϐλου πειςτικϐσ ψεϑτησ. «Εγώ βγόκα για να ςου πω ϐτι ϋκανα εκεύνεσ τισ τρεισ ώρεσ που χρωςτοϑςα απϐ το Μϊιο, αρχιφϑλακα. Ξϋρεισ, Σώρα: που πόρα ρεπϐ για να βοηθόςω το γαμπρϐ μου να φτιϊξει το καινοϑριο του ςτοϑντιο». «Α», εύπα. Ο Ϊντι κοϑνηςε καταφατικϊ το κεφϊλι με ςπουδό. «Ναι. Σελεύωςα τη βϊρδια μου και ϊφηςα ςτο γραφεύο ςου την αναφορϊ για τα φυτϊ μαριχουϊνασ που βρόκαμε ςτο χωρϊφι του Ρϐμπι Ρϋνερτσ. Οπϐτε θα φεϑγω για το ςπύτι μου, αν δε ςε πειρϊζει».
- 216 -
Εννοοϑςε ϐτι ϋφευγε για το μπαρ, ςυνόθωσ το Σαπ. Σο δεϑτερο ςπύτι του -ό και το πρώτο ύςωσ. 'Οταν ϋβγαζε τη ςτολό του ο Ϊντι, η ζωό του θϑμιζε τραγοϑδι του Σζορτζ Σζϐουνσ. Πόγε να ςηκωθεύ, αλλϊ του ϋπιαςα το χϋρι. «Βαςικϊ, Ϊντι, με πειρϊζει». «Ε;» «Με πειρϊζει. Θα όθελα να μεύνεισ λιγϊκι». «Αφεντικϐ, ςοβαρϊ, πρϋπει να φϑγω...» «Μεύνε», εύπα. «Μπορεύ να χρωςτϊσ κϊτι ςτον μικρϐ απϐ δω». «Δεν ξϋρω τι μου λεσ». «Ο πατϋρασ του ςου ϋςωςε τη ζωό. Θυμϊςαι;» Οι ώμοι του Ϊντι ςηκώθηκαν ςε μια αμυντικό ςτϊςη. «Δεν ξϋρω αν εύναι ακριβώσ ϋτςι τα πρϊγματα... » «Ϊλα τώρα, κϐφ' το», εύπε ο Φϊντι. «Ϋμουν κι εγώ εκεύ». Ξαφνικϊ ο Νεντ δεν ενδιαφερϐταν τϐςο πολϑ για τισ βιντεοταινύεσ. «Ο πατϋρασ μου ςου ϋςωςε τη ζωό, Ϊντι; Πώσ;» Ο Ϊντι δύςταςε για μια ςτιγμό και τελικϊ ενϋδωςε. «Με ϋριξε κϊτω πύςω απϐ ϋνα τρακτϋρ. Ϋταν με τουσ αδερφοϑσ Ο' Ντϋι, εύχαν...» «Σο ανατριχιαςτικϐ ϋποσ των αδερφών Ο' Ντϋι εύναι μια ιςτορύα που θα την ποϑμε κϊποια ϊλλη φορϊ», εύπα. «Σο θϋμα εύναι, Ϊντι, ϐτι το γιορτϊζουμε εδώ με μια εκταφό, κι εςϑ ξϋρεισ ποϑ εύναι θαμμϋνο ϋνα απϐ τα πτώματα. Και κυριολεκτώ». «Ο Φϊντι και η ύρλεώ όταν εκεύ, μποροϑν να...» «Ναι, όταν. Και ο Σζορτζ Μϐργκαν επύςησ, νομύζω...» «Ναι, όταν», εύπε η ύρλεώ. «Αλλϊ τι ςημαςύα ϋχει;» Κρατοϑςα ακϐμη το χϋρι του Ϊντι, και χρειϊςτηκε ν' αντιςταθώ ςτην επιθυμύα να του το
- 217 -
ςφύξω πϊλι. Δυνατϊ. Σον ςυμπαθοϑςα πϊντα τον Ϊντι, και μποροϑςε να γύνει γενναύοσ, αλλϊ εύχε και μια δϐςη δειλύασ μϋςα του. Δεν ξϋρω πώσ εύναι δυνατϐ να ςυνυπϊρχουν αυτϊ τα δυο πρϊγματα ςε ϋναν ϊνθρωπο, αλλϊ μπο3ϑν. Σο ϋχω δει πολλϋσ φορϋσ. Ο Ϊντι πϊγωςε μια μϋρα του '96, ϐταν ο Σρϊβισ και ο Σρϋιςι Ο' Ντϋι ϊρχιςαν να ρύχνουν με τα πολυβϐλα τουσ απϐ τα παρϊθυρα τησ φϊρΛασ τουσ. Ο Κερτ αναγκϊςτηκε να βγει απϐ το μϋροσ ϐπου ταν καλυμμϋνοσ και να τραβόξει τον Ϊντι απϐ το ςακϊκι να μην τον φϊνε. Και τώρα εκεύνοσ προςπαθοϑςε να ξεφϑγει για να μην αφηγηθεύ το δικϐ του μϋροσ απϐ την λ,η ιςτορύα, εκεύνη ϐπου ο πατϋρασ του Νεντ ϋπαιξε τϐβαςικϐ ρϐλο. 'Οχι επειδό εύχε κϊνει τύποτε κακϐ -δεν εύχε κϊνει-, αλλϊ επειδό οι αναμνόςεισ όταν οδυνηρϋσ και τρομακτικϋσ. «ϊντι, ςοβαρολογώ, πρϋπει να φϑγω. Ϊχω ϋνα ςωρϐ δουλειϋσ που τισ αναβϊλλω τϐςο καιρϐ, και...» «Μιλϊμε ςτον μικρϐ απϐ δω για τον πατϋρα του», εύτα. «Και εκεύνο που νομύζω ϐτι πρϋπει να κϊνεισ, Ϊντι, εύναι να κϊτςεισ εδώ όςυχα, ύςωσ να φασ κανϋνα ςϊντουιτσ και να πιεισ κανϋνα ποτόρι τςϊι, και να περιμϋνεισ μϋχρι να ϋχεισ κϊτι να πεισ». Ο Ϊντι ϋγειρε πύςω ςτην ϊκρη απϐ το παγκϊκι και μασ κούταξε. Ξϋρω τι ϋβλεπε ςτα μϊτια του γιου του Κερτ: απορύα και περιϋργεια. Κι εμεύσ οι υπϐλοιποι εύχαμε γύνει μικρϐ «ςυμβοϑλιο γερϐντων» που τραγουδοϑςε ςτον νεαρϐ τα πολεμικϊ τραγοϑδια του παρελθϐντοσ. Και ϐταν ϋλειωναν τα τραγοϑδια τι θα γινϐταν; Αν ο Νεντ όταν ϋνασ νεαρϐσ Ινδιϊνοσ πολεμιςτόσ, μπορεύ να τον ςτϋλναμε κϊποια ονειρικό αναζότηςη: να ςκοτώςει το κατϊλληλο ζώο, να δει ϋνα ϐραμα
- 218 -
ϐςο το ςτϐμα του όταν ακϐμα παςαλειμμϋνο με το αύμα απϐ την καρδιϊ του ζώου, και να γυρύςει πύςω ϊντρασ. Αν μποροϑςε να υπϊρξει κϊποια δοκιμαςύα ςτο τϋλοσ αυτόσ τησ υπϐθεςησ, ςκϋφτηκα, κϊποιοσ τρϐποσ για ν' αποδεύξει ο Νεντ τη νϋα ωριμϐτητα και κατανϐηςη του, τα πρϊγματα μπορεύ να όταν πολϑ πιο απλϊ. Αλλϊ δεν εύναι ϋτςι τα πρϊγματα ςόμερα. Σουλϊχιςτον δεν εύναι ςυνόθωσ. τισ μϋρεσ μασ μετρϊει πολϑ περιςςϐτερο το πώσ νιώθεισ και ϐχι το τι κϊνεισ. Και νομύζω ϐτι αυτϐ εύναι λϊθοσ. Και ο Ϊντι τι ϋβλεπε ςτα μϊτια μασ; Δυςφορύα; Κϊποια περιφρϐνηςη; άςωσ ακϐμη την επιθυμύα μασ να εύχε ςταματόςει αυτϐσ την νταλύκα με το ελαττωματικϐ λϊςτιχο αντύ για τον Κϋρτισ Γουύλκοξ, για να ϋρθει μετϊ ο Μπρϊντλεώ Ρϐουτσ και να τον γυρύςει αυτϐν τα μϋςα ϋξω; Αυτϐν, τον ςχεδϐν παχϑςαρκο Ϊντι, που ϋπινε πολϑ και μϊλλον θα ϋκανε ϋνα μικρϐ ταξύδι ςτο κρϊντον για μια δεκαπενθόμερη διαμονό ςτο Πρϐγραμμα Αρωγόσ Μελών τησ Πολιτειακόσ Αςτυνομύασ αν δεν κατϊφερνε να περιορύςει το πιοτϐ γρόγορα; Σον ϊνθρωπο που αργοϑςε πϊντα να παραδώςει τισ αναφορϋσ του και ςχεδϐν ποτϋ δεν ϋπιανε τα ανϋκδοτα αν δεν του τα εξηγοϑςεσ; 'Ηλπιζα να μην τα εύδε ϐλα αυτϊ, γιατύ ο Ϊντι εύχε και μια ϊλλη πλευρϊ, μια καλϑτερη πλευρϊ. Δεν εύμαι ςύγουροσ ϐμωσ αν δεν εύδε μερικϊ απϐ αυτϊ τουλϊχιςτον. Ϋ και ϐλα ύςωσ. «...για τη ςυνολικό εικϐνα;» Γϑριςα ςτον Νεντ, ανακουφιςμϋνοσ που με εύχε αποςπϊςει απϐ τη δυςϊρεςτη πορεύα των δικών μου ςκϋψεων. «Σι πρϊγμα;» «Ρώτηςα αν ςυζητόςατε ποτϋ για την πραγματικό φϑςη τησ Μπιοϑικ, απϐ ποϑ όρθε, τι ςόμαινε. Αν ςυζητόςατε ποτϋ, ξϋρεισ, τη ςυνολικό εικϐνα». «Να ςου πω...
- 219 -
ϋγινε εκεύνη η ςυνϋλευςη που ςου εύπα ςτο Κϊντρι Γουϋι», εύπα. Δεν καταλϊβαινα ποϑ ακριβώσ το πόγαινε. «ου εύπα γι' αυτό...» «Ναι, αλλϊ αυτό η ςυνϋλευςη πρϋπει να όταν, ξϋρεισ, περιςςϐτερο διοικητικοϑ χαρακτόρα. Δε μιλώ γι' αυτϐ. Πρϋπει κϊποια ςτιγμό να ςυζητόςατε... θϋλω να πω, καθώσ περνοϑςε ο καιρϐσ, πρϋπει να...» Κατϊλαβα τι εννοοϑςε, και ταυτϐχρονα κατϊλαβα και κϊτι ϊλλο: ο μικρϐσ δε θα κατϊφερνε ποτϋ να καταλϊβει την κατϊςταςη ϋτςι ϐπωσ όταν πραγματικϊ. Πϐςο πεζϊ όταν τα πρϊγματα, τουλϊχιςτον τισ περιςςϐτερεσ μϋρεσ. υνόθωσ απλώσ ςυνεχύζαμε τη δουλειϊ μασ, ϐπωσ κϊνουν οι ϊνθρωποι αφοϑ δουν ϋνα ϐμορφο ηλιοβαςύλεμα ό γευτοϑν μια υπϋροχη ςαμπϊνια ό τουσ ϋρθουν ϊςχημα μαντϊτα απϐ το ςπύτι. Εύχαμε το θαϑμα του κϐςμου ςε ϋνα υπϐςτεγο πύςω απ' το γραφεύο μασ, αλλϊ αυτϐ δεν ϊλλαζε τον ϐγκο τησ χαρτοϑρασ ςτη δουλειϊ ό τον τρϐπο που πλϋναμε τα δϐντια μασ και κϊναμε ϋρωτα με τισ γυναύκεσ μασ. Η ϑπαρξη τησ Μπιοϑικ δε μασ ανϋβαςε ςε νϋα επύπεδα ϑπαρξησ ό αντύληψησ. Εξακολουθοϑςε να μασ πιϊνει φαγοϑρα ςτον πιςινϐ, και ϐταν μασ ϋπιανε ϋπρεπε πϊλι να τον ξϑςουμε. «Υαντϊζομαι ϐτι ο Σϐνι και ο πατϋρασ ςου μιλοϑςαν πολϑ γι' αυτϐ το θϋμα», εύπα, «αλλϊ ςτη δουλειϊ, τουλϊχιςτον για μασ τουσ υπϐλοιπουσ, η Μπιοϑικ ςιγϊ ςιγϊ πϋραςε ςε δεϑτερη μούρα, ϐπωσ οποιαδόποτε ϊλλη αδρανόσ υπϐθεςη. Ϊγινε...» «Αδρανόσ!» φώναξε ςχεδϐν ο Νεντ, και όταν τρομακτικϐ το πϐςο ακοϑςτηκε ςαν τον πατϋρα του. Ωλλη μια αλυςύδα, ςκϋφτηκα, αυτό η ομοιϐτητα ανϊμεςα ςτον πατϋρα και το γιο. Η αλυςύδα παραμορφώθηκε, αλλϊ δεν ϋςπαςε. «Για μεγϊλα
- 220 -
χρονικϊ διαςτόματα, όταν», του απϊντηςα. «Και ςτο μεταξϑ υπόρχαν τροχαύα ατυχόματα και εγκαταλεύψεισ θυμϊτων και διαρρόξεισ και ναρκωτικϊ και πϐτε πϐτε καμιϊ ανθρωποκτονύα». Η ϋκφραςη απογοότευςησ ςτο πρϐςωπο του Νεντ με ϋκανε να νιώςω ϊςχημα, ςαν να τον εύχα προδώςει. Γελούο, βϋβαια, αλλϊ ϋτςι όταν. Μετϊ μου όρθε κϊτι. «Θυμϊμαι ϐμωσ μια ςυζότηςη γι' αυτϐ το θϋμα. Ϋταν ςτο...» «...ςτο πικνύκ», με πρϐλαβε ο Υιλ Κϊντλετον. «Σην Ημϋρα τησ Εργαςύασ. Αυτϐ ςκεφτϐςουν, ε;» Σου απϊντηςα με ϋνα καταφατικϐ νεϑμα. Ϋταν το 1979, ςτο παλιϐ ποδοςφαιρικϐ γόπεδο τησ Ακαδημύασ ςτον ποταμϐ Ρϋντφερν. Προτιμοϑςαμε ϐλοι το πικνύκ που γινϐταν την Ημϋρα τησ Εργαςύασ ςε ςχϋςη μ' εκεύνο τησ Σετϊρτησ Ιουλύου, εν μϋρει επειδό όταν πολϑ πιο κοντϊ ςτα ςπύτια μασ κι εκεύνοι που εύχαν οικογϋνειεσ μποροϑςαν να τισ φϋρουν μαζύ, αλλϊ κυρύωσ επειδό όμαςτε μϐνοι μασ, μϐνο η Διμοιρύα Δ. Σο πικνύκ τησ Ημϋρασ τησ Εργαςύασ όταν πραγματικϐ πικνύκ. Ο Υιλ ακοϑμπηςε το κεφϊλι πύςω, ςτον ξϑλινο τούχο του αρχηγεύου, και γϋλαςε. «Αδερφϋ μου, ςχεδϐν το εύχα ξεχϊςει. Μιλόςαμε γι' αυτό την αναθεματιςμϋνη Μπιοϑικ, μικρϋ, και ςχεδϐν για τύποτε ϊλλο. ήςο πιο πολϑ μιλοϑςαμε, τϐςο πιο πολϑ πύναμε. Με πονοϑςε το κεφϊλι μου επύ δϑο μϋρεσ μετϊ». «Πϊντα περνϊμε καλϊ ς' αυτϐ το πικνύκ», εύπε ο Φϊντι. «Ϋςουν κι εςϑ εκεύ το περαςμϋνο καλοκαύρι, ϋτςι δεν εύναι, Νεντ;» «Σο προπεραςμϋνο», απϊντηςε ο μικρϐσ. «Πριν πεθϊνει ο μπαμπϊσ». Φαμογελοϑςε. «Θυμϊςτε εκεύνη την κοϑνια με το λϊςτιχο που πόγαινε πϊνω απϐ το νερϐ;
- 221 -
Θυμϊμαι που ο Πολ Λϊβινγκ ϋπεςε απϐ κει κι ϋπαθε διϊςτρεμμα ςτο γϐνατο». Γελϊςαμε ϐλοι, ο Ϊντι εξύςου δυνατϊ με τουσ υπϐλοιπουσ. «Σϐςη ςυζότηςη και δε βγϊλαμε οϑτε ϋνα ςυμπϋραςμα», εύπα. «Αλλϊ τι ςυμπερϊςματα μποροϑςαμε να βγϊλουμε; Μϐνο ϋνα, ουςιαςτικϊ: ϐταν πϋφτει η θερμοκραςύα μϋςα ςτο υπϐςτεγο, ςυμβαύνουν περύεργα πρϊγματα. ήμωσ ακϐμη κι αυτϐ αποδεύχτηκε ϐτι δεν όταν ςύγουρο. Μερικϋσ φορϋσ ιδιαύτερα καθώσ περνοϑςαν τα χρϐνια- η θερμοκραςύα κατϋβαινε λύγο και μετϊ ανϋβαινε ξανϊ. Μερικϋσ φορϋσ ϊρχιζε αυτϐσ ο βϐμβοσ... και μετϊ ςταματοϑςε πϊλι, απλώσ κοβϐταν, λεσ και κϊποιοσ εύχε βγϊλει ϋνα μηχϊνημα απϐ την πρύζα. Ο Ϊνισ εξαφανύςτηκε χωρύσ λϊμψη και ο Σζύμι το τρωκτικϐ εξαφανύςτηκε μϋςα ςε μια φοβερό φωτοθϑελλα, ενώ πϊλι η Ρϐζαλιν δεν εξαφανύςτηκε καθϐλου». «Σην ξαναβϊλατε ςτην Μπιοϑικ;» ρώτηςε ο Νεντ. «ήχι», εύπε ο Υιλ. «Αφοϑ τη γλύτωςε μια φορϊ, εύπαμε να μην το διακινδυνεϑςουμε ξανϊ». «Η Ρϐζαλιν ϋζηςε την υπϐλοιπη ζωό τησ ςτο ςαλϐνι πϊνω», εύπα. «Ϋταν τριών ό τεςςϊρων ετών ϐταν πϋθανε. Ο Σϐνι εύπε ϐτι αυτό εύναι η φυςιολογικό διϊρκεια ζωόσ ενϐσ τρωκτικοϑ». «Βγόκαν ϊλλα πρϊγματα απϐ την Μπιοϑικ;» «Ναι. Αλλϊ δεν μποροϑςεσ να ςυςχετύςεισ την εμφϊνιςη αυτών των πραγμϊτων με... » «Σι πρϊγματα; Και η νυχτερύδα; Σησ ϋκανε νεκροψύα ο πατϋρασ μου; Μπορώ να τη δω; Τπϊρχουν φωτογραφύεσ τουλϊχιςτον; Ϋταν...»
- 222 -
«ήπα, ςιγϊ ςιγϊ», εύπα, ςηκώνοντασ το χϋρι. «Υϊε κανϋνα ςϊντουιτσ. Ηρϋμηςε». Ο Νεντ πόρε ϋνα ςϊντουιτσ και ϊρχιςε να μαςουλϊει με μικρϋσ δαγκωνιϋσ, ενώ τα μϊτια του ςυνϋχιζαν να εύναι καρφωμϋνα πϊνω μου. Για μια ςτιγμό ςκϋφτηκα τη Ρϐζαλιν, που γϑριςε για να κοιτϊξει ςτο φακϐ τησ βιντεοκϊμερασ με τα μϊτια λαμπερϊ και τα μουςτϊκια τησ να κϊνουν ςυςπϊςεισ. «Εμφανύζονταν κϊποια πρϊγματα κατϊ καιροϑσ», εύπα, «και κατϊ καιροϑσ κϊποια ϊλλα πρϊγματα -ζωντανϊ πρϊγματα- εξαφανύζονταν. Βϊτραχοι. Μια πεταλοϑδα. Μια τουλύπα που χϊθηκε μϋςα απϐ τη γλϊςτρα τησ. Αλλϊ δεν μποροϑςεσ να ςυςχετύςεισ την παγωνιϊ, το βϐμβο ό τισ αςτραπϋσ εύτε με τισ εξαφανύςεισ εύτε με τα "εκτρώματα τησ Μπιοϑικ", ϐπωσ τα ϋλεγε ο μπαμπϊσ ςου. την πραγματικϐτητα δεν υπϊρχουν απϐλυτεσ ςυςχετύςεισ. Σο κρϑο εύναι αξιϐπιςτη ϋνδειξη, δεν ϋχουμε δει ποτϋ πυροτεχνόματα χωρύσ να πϋςει πρώτα η θερμοκραςύα, αλλϊ απϐ την ϊλλη μεριϊ κϊθε πτώςη τησ θερμοκραςύασ δε ςημαύνει αναγκαςτικϊ ϐτι θ' ακολουθόςουν πυροτεχνόματα. Καταλαβαύνεισ τι εννοώ;» «Νομύζω ναι», εύπε ο Νεντ. «'Οταν ϋχει ςϑννεφα δε ςημαύνει πϊντα ϐτι θα βρϋξει, αλλϊ ϐταν βρϋχει υπϊρχουν πϊντα ςϑννεφα». «Δε θα μποροϑςα να το θϋςω πιο ξεκϊθαρα», εύπα. Ο Φϊντι χτϑπηςε τον Νεντ ςτο γϐνατο. «Ξϋρεισ αυτϐ που λϋνε, "Τπϊρχει μια εξαύρεςη ςε κϊθε κανϐνα"; Ε, λοιπϐν, ςτην περύπτωςη τησ Μπιοϑικ ϋχουμε ϋναν κανϐνα και δϋκα εξαιρϋςεισ. Ο ύδιοσ ο οδηγϐσ εύναι μύα απϐ αυτϋσ. Ξϋρεισ, ο τϑποσ με το μαϑρο αδιϊβροχο και το μαϑρο καπϋλο. Αυτϐσ
- 223 -
εξαφανύςτηκε, αλλϊ ϐχι ενώ όταν κοντϊ ςτην Μπιοϑικ». «Εύςαι ςύγουροσ γι' αυτϐ;» ρώτηςε ο Νεντ. Αυτϐ με ξϊφνιαςε. Σο να μοιϊζει ϋνα παιδύ με τον πατϋρα του εύναι φυςικϐ. Να μιλϊει ςαν τον πατϋρα του, επύςησ. Αλλϊ για μια ςτιγμό η φωνό και το πρϐςωπο του Νεντ ςυνταύριαξαν με τϋτοιο τρϐπο ώςτε δημιοϑργηςαν κϊτι παραπϊνω απϐ μια απλό ομοιϐτητα. Και δεν όμουν ο μϐνοσ που το ϋνιωςε. Η ύρλεώ και ο Ωρκι αντϊλλαξαν ϋνα ανόςυχο βλϋμμα. «Σι θεσ να πεισ;» τον ρώτηςα. «Ο Ρϐουτσ διϊβαζε εφημερύδα, ϋτςι δεν εύναι; Και απϐ ϐςα μου εύπεσ γι' αυτϐ τον τϑπο, για να διαβϊςει εφημερύδα θα χρειαζϐταν ϐλη του την αυτοςυγκϋντρωςη. Οπϐτε, πώσ ξϋρεισ ϐτι ο τϑποσ δεν ξαναγϑριςε ςτο αμϊξι του;» Εύχα γϑρω ςτα εύκοςι χρϐνια ςτη διϊθεςη μου για να ςκεφτώ εκεύνη τη μϋρα και τισ ςυνϋπειεσ τησ. Εύκοςι χρϐνια, και η ςκϋψη ϐτι ο οδηγϐσ τησ Ροουντμϊςτερ μπορεύ να γϑριςε πύςω (ό ύςωσ να γϑριςε κρυφϊ πύςω) δε μου εύχε περϊςει ποτϋ απϐ το μυαλϐ. Οϑτε και κανενϐσ ϊλλου, απ' ϐςο όξερα. Ο Μπραντ Ρϐουτσ εύπε ϐτι ο τϑποσ δε γϑριςε, και απλώσ το δεχτόκαμε. Γιατύ; Γιατύ οι αςτυνομικού ϋχουν ενςωματωμϋνο ανιχνευτό ψεϑδουσ, και ς' αυτό την περύπτωςη οι βελϐνεσ δεν ϋδειξαν κϐκκινο. Οϑτε καν κινόθηκαν, βαςικϊ. Και γιατύ να κινηθοϑν; Ο Μπραντ Ρϐουτσ πύςτευε ϐτι ϋλεγε την αλόθεια. Αυτϐ ϐμωσ δε ςόμαινε ϐτι όξερε τι ϋλεγε. «Εύναι δυνατϐ, φαντϊζομαι», εύπα. Ο Νεντ ςόκωςε τουσ ώμουσ ςαν να ϋλεγε, Ορύςτε. «Δεν εύχαμε ποτϋ τον ϋρλοκ Φολμσ ό τον υπαςτυνϐμο Κολϐμπο ςτη Διμοιρύα Δ», εύπα. Κατϊλαβα ϐτι ακοϑςτηκε μϊλλον ςαν να όθελα ν' αμυνθώ. Η αλόθεια όταν ϐτι ϋνιωθα
- 224 -
αμυνϐμενοσ. «Αν το καλοεξετϊςεισ, εμεύσ εύμαςτε απλώσ οι μηχανικού του νομικοϑ ςυςτόματοσ. Ωνθρωποι που κϊνουν χειρωνακτικό δουλειϊ και εύναι λύγο καλϑτερα μορφωμϋνοι απϐ το μϋςο ϐρο. Ξϋρουμε να δουλεϑουμε τα τηλϋφωνα, να ςυγκεντρώνουμε ςτοιχεύα αν υπϊρχουν, να βγϊζουμε κανϋνα ςυμπϋραςμα πϐτε πϐτε. Αν εύμαςτε ςε καλό μϋρα, μποροϑμε να βγϊλουμε εκπληκτικϊ ςυμπερϊςματα. Αλλϊ με την Μπιοϑικ δεν υπόρχε καμύα λογικό ςυνϊφεια ςε ϐ,τι γινϐταν, και επομϋνωσ και καμύα βϊςη για ςυμπερϊςματα, εκπληκτικϊ ό μη». «Μερικού πύςτευαν ϐτι εύχε ϋρθει απϐ το διϊςτημα», εύπε ο Φϊντι. «ήτι όταν... ξϋρεισ, κανϋνα μεταμφιεςμϋνο ανιχνευτικϐ ςκϊφοσ ό τύποτε τϋτοιο. Εύχαν την ιδϋα ϐτι ο Ϊνισ ϋπεςε θϑμα απαγωγόσ, ϐτι τον απόγαγε κϊποιοσ εξωγόινοσ μεταμφιεςμϋνοσ με μαϑρο αδιϊβροχο και καπϋλο για να μοιϊζει εν μϋρει τουλϊχιςτον με ϊνθρωπο. Αυτό η ςυζότηςη ϋγινε ςτο πικνύκ την Ημϋρα τησ Εργαςύασ, ϋτςι;» «Ναι», εύπε ο Νεντ. «Μιλϊμε για πολϑ παρϊξενη ςυνϊντηςη, μικρϋ», εύπε ο Φϊντι. «ήλοι μϋθυςαν περιςςϐτερο απϐ το ςυνηθιςμϋνο, και πολϑ πιο γρόγορα, αλλϊ κανεύσ δεν ϋκανε φαςαρύα, οϑτε καν οι ςυνόθεισ ϑποπτοι, ϐπωσ ο Σζϊκι Ο' Φϊρα και ο Κρύςπαν ϐντερ. Επικρατοϑςε μεγϊλη ηςυχύα, ιδιαύτερα αφοϑ τελεύωςε ο αγώνασ ρϊγκμπι. «Θυμϊμαι που καθϐμουν ςε ϋνα παγκϊκι κϊτω απϐ μια φτελιϊ μαζύ με μερικοϑσ ϊλλουσ, ϐλοι μασ μετρύωσ τυφλϊ ςτο μεθϑςι, και ακοϑγαμε τον Μπρϊιαν Κϐουλ να μασ λϋει για κϊτι ιπτϊμενουσ δύςκουσ που εύχαν δει γϑρω απϐ τουσ πυλώνεσ ςτο Νιου Φαμςϊιρ -αυτϐ εύχε γύνει πριν απϐ μερικϊ χρϐνια- και
- 225 -
ϐτι κϊποια γυναύκα ιςχυριζϐταν ϐτι την απόγαγαν και τησ ϋβαλαν μϋςα τησ διϊφορα ςωληνϊκια, και ςτισ ρϊμπεσ ειςϐδου και ςτισ ρϊμπεσ εξϐδου». «Αυτϐ πύςτευε ο πατϋρασ μου; 'Οτι οι εξωγόινοι απόγαγαν το ςυνεργϊτη του;» «ήχι», εύπε η ύρλεώ. «Κϊτι ϋγινε εδώ το 1988 που όταν τϐςο... τϐςο εξωφρενικϐ και απύςτευτο... τϐςο τρομερϐ... » «Σι;» ρώτηςε ο Νεντ. «Πεσ μου, για ϐνομα του Θεοϑ». Η ύρλεώ αγνϐηςε την ερώτηςη. άςωσ να μην ϊκουςε καν. «Μερικϋσ μϋρεσ μετϊ ρώτηςα τον πατϋρα ςου ςτα ύςια τι πύςτευε. Μου εύπε ϐτι δεν εύχε ςημαςύα». Ο Νεντ την κούταξε ςαν να υποψιαζϐταν ϐτι δεν εύχε ακοϑςει ςωςτϊ. «Δεν εύχε ςημαςύα;» «Ϊτςι εύπε. Πύςτευε πωσ ϐ,τι κι αν όταν η Μπιοϑικ, δεν εύχε ςημαςύα, αν την ϋβλεπε κανεύσ ενταγμϋνη ςε ϋνα ευρϑτερο ςχϋδιο. ' αυτό τη ςυνολικό εικϐνα που εύπεσ προηγουμϋνωσ. Σον ρώτηςα αν πύςτευε ϐτι κϊποιοσ τη χρηςιμοποιοϑςε... ύςωσ για να μασ παρακολουθεύ... αν όταν κϊποια μορφό τηλεϐραςησ, ασ ποϑμε... κι αυτϐσ μου εύπε, "Νομύζω ϐτι εύναι ξεχαςμϋνη", θυμϊμαι ακϐμη εκεύνο τον ϊχρωμο ςύγουρο τρϐπο που το εύπε, ςαν να μιλοϑςε για... δεν ξϋρω... κϊτι τϐςο ςημαντικϐ ϐςο ο θηςαυρϐσ ενϐσ βαςιλιϊ που εύναι θαμμϋνοσ ςτην ϋρημο απϐ μια προχριςτιανικό εποχό και ταυτϐχρονα κϊτι τϐςο αςόμαντο ϐςο μια καρτ ποςτϊλ με λϊθοσ διεϑθυνςη που παραμϋνει ςε κϊποιο Σμόμα Ανεπύδοτων Επιςτολών. "Σα περνϊμε υπϋροχα, μακϊρι να όςαςτε κι εςεύσ εδώ", και ποιοσ νοιϊζεται γιατύ βρύςκεται εκεύ απϐ πολϑ πολϑ παλιϊ. Με καθηςϑχαςε αυτϐ, και ταυτϐχρονα
- 226 -
ανατρύχιαςα ςτη ςκϋψη ϐτι κϊτι τϐςο παρϊξενο και τρομερϐ μπορεύ απλώσ να ξεχαςτεύ... να χαθεύ... ν' αγνοηθεύ. Σου το εύπα αυτϐ και ο πατϋρασ ςου γϋλαςε. Μετϊ ϋδειξε προσ τα δυτικϊ και μου εύπε, "ύρλεώ, πεσ μου κϊτι. Πϐςα πυρηνικϊ ϐπλα πιςτεϑεισ ϐτι φυλϊει κρυμμϋνα το ϋνδοξο ϋθνοσ μασ ςε διϊφορα μϋρη, απϐ τα ςϑνορα Πενςιλβϊνια-Οχϊιο μϋχρι τον Ειρηνικϐ Ψκεανϐ; Και πϐςα απ' αυτϊ λεσ ϐτι θα ξεμεύνουν εκεύ και θα ξεχαςτοϑν ςτουσ επϐμενουσ δϑο ό τρεισ αιώνεσ;"». Μεύναμε αμύλητοι για λύγο ς' αυτό τη ςκϋψη. «κεφτϐμουν να παραιτηθώ απϐ τη δουλειϊ», εύπε τελικϊ η ύρλεώ. «Δεν μποροϑςα να κοιμηθώ. κεφτϐμουν ςυνϋχεια τον καημϋνο τον Ντύλον και ουςιαςτικϊ το εύχα αποφαςύςει να τα παρατόςω. Ο Κερτ με ϋπειςε να μεύνω, χωρύσ καν να το ξϋρει. "Νομύζω ϐτι εύναι ξεχαςμϋνη", εύπε, κι αυτϐ μου όταν αρκετϐ. Ϊμεινα και δεν το μετϊνιωςα. Εύναι ωραύα εδώ, και οι περιςςϐτεροι πολιτειακού εύναι καλϊ παιδιϊ. Αυτϐ ιςχϑει και για ϐςουσ ϋχουν φϑγει. ήπωσ ο Σϐνι». «' αγαπώ, ύρλεώ, ϋλα να παντρευτοϑμε», εύπε ο Φϊντι. Σην αγκϊλιαςε και ςοϑφρωςε τα χεύλια του για να τον φιλόςει. Δεν όταν ϐμορφο θϋαμα, εδώ που τα λϋμε. Η ύρλεώ τον ςκοϑντηςε με τον αγκώνα. «Εύςαι όδη παντρεμϋνοσ, ανϐητε». Ξαφνικϊ μύληςε ο Ϊντι. «Αν πύςτευε κϊτι ο μπαμπϊσ ςου, όταν ϐτι αυτϐ το μηχϊνημα όρθε απϐ κϊποια ϊλλη διϊςταςη». «Ωλλη διϊςταςη; Θα αςτειεϑεςαι». Ο Νεντ κούταξε καλϑτερα τον Ϊντι. «'Οχι, δεν αςτειεϑεςαι». «Και πύςτευε ϐτι δεν όταν κϊτι προςχεδιαςμϋνο», ςυνϋχιςε ο Ϊντι. «Ξϋρεισ, ϐχι ϐπωσ ςχεδιϊζεισ να ςτεύλεισ ϋνα πλούο ςτην απϋναντι ϐχθη ενϐσ ωκεανοϑ ό ϋνα δορυφϐρο ςτο
- 227 -
διϊςτημα. Απϐ μια ϊποψη, ύςωσ δεν το θεωροϑςε καν πραγματικϐ». «Σώρα με μπϋρδεψεσ», εύπε ο μικρϐσ. «Κι εμϋνα», ςυμφώνηςε η ύρλεώ. «Εύπε...» Ο Ϊντι ανακϊθιςε ςτον πϊγκο. Κούταξε πϊλι το χορταριαςμϋνο μϋροσ ϐπου βριςκϐταν κϊποτε το Τπϐςτεγο Α. «Αυτϐ ϋγινε εκεύνη τη μϋρα ςτη φϊρμα των Ο' Ντϋι, αν θϋλετε να ξϋρετε. Εκεύνη τη μϋρα. Να 'χετε υπϐψη ςασ ϐτι όμαςτε ςχεδϐν εφτϊ ώρεσ εκεύ πϊνω, παρκαριςμϋνοι μϋςα ςτο καλαμπϐκι και περιμϋναμε να γυρύςουν εκεύνα τα καθϊρματα. Ϊκανε κρϑο. Δεν μποροϑςαμε ν' ανϊψουμε τη μηχανό, να βϊλουμε καλοριφϋρ. Μιλόςαμε για τα πϊντα -κυνόγι, ψϊρεμα, μπϐουλινγκ, τισ γυναύκεσ μασ, τα ςχϋδια που κϊναμε. Ο Κερτ εύπε ϐτι θα ϋφευγε απϐ την αςτυνομύα ςε πϋντε χρϐνια...» «Εύπε τϋτοιο πρϊγμα;» ρώτηςε ο Νεντ με γουρλωμϋνα μϊτια. Ο Ϊντι τον κούταξε με κϊποια ςυγκατϊβαςη. «ήλοι το λϋμε αυτϐ κατϊ καιροϑσ, μικρϋ. αν τα πρεζϊκια που λϋνε ϐτι θα κϐψουν την πρϋζα. Σου εύπα κι εγώ ϐτι όθελα ν' ανούξω δικό μου επιχεύρηςη ςεκιοϑριτι ςτο Πύτςμπουργκ και ν' αγορϊςω ϋνα καινοϑριο Γουινεμπϋιγκο. Αυτϐσ μου εύπε ϐτι όθελε να παρακολουθόςει μερικϊ μαθόματα φυςικών επιςτημών ςτο Φϐρλικσ και ϐτι η μαμϊ ςου εύχε αντιρρόςεισ. Σου εύχε πει ϐτι η δουλειϊ τουσ όταν να ςτεύλουν τα παιδιϊ ςτο ςχολεύο και ςτο κολϋγιο, ϐχι αυτϐν. Σου κολλοϑςε πολϑ, αλλϊ δεν την κατηγϐρηςε ποτϋ γι' αυτϐ. Η μαμϊ ςου δεν όξερε γιατύ εκεύνοσ όθελε να παρακολουθόςει μαθόματα, γιατύ ενδιαφερϐταν ξαφνικϊ για τισ φυςικϋσ επιςτόμεσ, κι αυτϐσ δεν μποροϑςε να τησ πει. Ϊτςι ανούξαμε κουβϋντα για την Μπιοϑικ. Και αυτϐ που εύπε -το θυμϊμαι πεντακϊθαρα- όταν ϐτι τη βλϋπαμε ςαν Μπιοϑικ επειδό ϋπρεπε να τη δοϑμε ςαν κϊτι».
- 228 -
«Πρϋπει να τη δοϑμε ςαν κϊτι», μουρμοϑριςε ο Νεντ. Εύχε ςκϑψει μπροςτϊ και ϋτριβε το μϋτωπο του με τα δυο του δϊχτυλα ςαν να εύχε πονοκϋφαλο. «Υαύνεςαι μπερδεμϋνοσ, ϋτςι όμουν κι εγώ ϐταν μου το εύπε, αλλϊ κατϊ κϊποιον τρϐπο κατϊλαβα τι εννοοϑςε κατϊλαβα εδώ». Ο Ϊντι ϊγγιξε το ςτόθοσ του πϊνω απϐ την καρδιϊ του. Ο Νεντ γϑριςε και με κούταξε. «ϊντι, εκεύνη τη μϋρα ςτο πικνύκ, μιλόςατε καθϐλου για...» ταμϊτηςε χωρύσ να τελειώςει τη φρϊςη του. «Αν μιλόςαμε για τι πρϊγμα;» τον ρώτηςα. Ο Νεντ κοϑνηςε το κεφϊλι του, κούταξε τα υπολεύμματα του ςϊντουιτσ ςτο χϋρι του κι ϋβαλε την τελευταύα μπουκιϊ ςτο ςτϐμα του. «Σϋλοσ πϊντων, δεν ϋχει ςημαςύα. Σελικϊ ο μπαμπϊσ μου ϋκανε νεκροψύα ς' αυτϐ το νυχτεριδοπρϊγμα που βρόκατε ; » «Ναι. Μετϊ τη δεϑτερη φωτοθϑελλα, και πριν το πικνύκ τησ Ημϋρασ τησ Εργαςύασ. Ϋταν...» «Πεσ ςτον μικρϐ για τα φϑλλα», εύπε ο Υιλ. «Σο ξϋχαςεσ αυτϐ». 'Οντωσ το εύχα ξεχϊςει. Βαςικϊ, εύχα ϋξι εφτϊ χρϐνια να ςκεφτώ τα φϑλλα. «Πεσ του το εςϑ», εύπα. «Εςϑ τα ϋπιαςεσ ςτα χϋρια ςου». Ο Υιλ ϋκανε ϋνα καταφατικϐ νεϑμα. Ϊμεινε αμύλητοσ για λύγο και μετϊ ϊρχιςε να μιλϊ με ϋναν κοφτϐ, γοργϐ ρυθμϐ, ςαν να ϋδινε αναφορϊ ςε ανώτερο του αξιωματικϐ.
- 229 -
Σώρα: Υιλ «Η δεϑτερη φωτοθϑελλα ϋγινε απϐγευμα, εντϊξει; Ο Κερχ μπαύνει ςτο υπϐςτεγο με το ςχοινύ και φϋρνει ϋξω τη φωλιϊ. Βλϋπουμε ϐτι το ϋνα τρωκτικϐ ϋχει χαθεύ. Γύνονται κϊποιεσ ςυζητόςεισ. Σραβϊνε μερικϋσ φωτογραφύεσ ακϐμα. Ο αρχιφϑλακασ ϋιντινκσ λϋει, εντϊξει, ϐλοι ςτισ θϋςεισ ςασ, ποιοσ ϋχει βϊρδια ςτην καλϑβα. Ο Μπρϊιαν Κϐουλ λϋει "Εγώ, αρχιφϑλακα". »Οι υπϐλοιποι γυρνϊμε ςτο αρχηγεύο. Εντϊξει; Και ακοϑω τον Κϋρτισ να λϋει ςτον αρχιφϑλακα, "θα κϊνω τη νεκροψύα πριν εξαφανιςτεύ κι εκεύνο το πρϊγμα ϐπωσ ϐλα τα ϊλλα. Θα με βοηθόςεισ;" Και ο αρχιφϑλακασ λϋει ναι, να το κϊνουν το βρϊδυ, αν θϋλει και ο Κερτ. Ο Κερτ του λϋει, "Γιατύ ϐχι τώρα αμϋςωσ;" και ο αρχιφϑλακασ του λϋει, "Γιατύ ϋχεισ να τελειώςεισ την περιπολύα ςου. Ϊχεισ βϊρδια. Οι πολύτεσ ςτηρύζονται ς' εςϋνα, νεαρϋ, και οι παρϊνομοι τρϋμουν ςτον όχο τησ μηχανόσ ςου". Ϊτςι μιλοϑςε μερικϋσ φορϋσ, ςαν ιεροκόρυκασ. »Ο Κερτ δε φϋρνει αντύρρηςη. Ξϋρει ϐτι δεν τον παύρνει. Υεϑγει. Γϑρω ςτισ πϋντε ϋρχεται και με φωνϊζει ο Μπρϊιαν Κϐουλ. Μου λϋει να τον καλϑψω λύγο ςτην καλϑβα για να πϊει ςτην τουαλϋτα. Σου λϋω εντϊξει. Πηγαύνω εκεύ πϋρα. Ρύχνω μια ματιϊ μϋςα. Κατϊςταςη φυςιολογικό, ϐλα εντϊξει. Σο θερμϐμετρο ϋχει ανεβεύ ϋνα βαθμϐ. Μπαύνω ςτην καλϑβα. Αλλϊ κϊνει πολλό ζϋςτη εκεύ μϋςα. Πϊνω ςτην καρϋκλα υπϊρχει ϋνασ κατϊλογοσ για ταχυδρομικϋσ παραγγελύεσ. Πϊω να τον πιϊςω. Με το που τον ακουμπϊω, ακοϑω ϋναν όχο κρικ-κλακ. Δεν υπϊρχει ϊλλοσ όχοσ ςαν αυτϐν, εύναι ϐταν ανούγεισ το πορτ μπαγκϊζ αυτοκινότου και ςηκώνεται
- 230 -
απϐτομα. Βγαύνω τρϋχοντασ απϐ την καλϑβα. Πϊω ςτο παρϊθυρο του υπϐςτεγου. Σο πορτ μπαγκϊζ τησ Μπιοϑικ εύναι ανοιχτϐ. Και απϐ μϋςα βγαύνουν κϊτι πρϊγματα, ςτην αρχό νϐμιςα ϐτι όταν χαρτύ, καρβουνιαςμϋνα κομμϊτια χαρτύ, και βγαύνουν ςαν ςύφουνασ απϐ το πορτ μπαγκϊζ. Γυρύζουν ςτον αϋρα ςαν να τα ϋχει πιϊςει κυκλώνασ. Αλλϊ η ςκϐνη ςτο πϊτωμα δεν κουνιϋται. Καθϐλου. Ο αϋρασ βγαύνει μϐνο απϐ το πορτ μπαγκϊζ. Και μετϊ εύδα ϐτι ϐλα αυτϊ τα χαρτιϊ ϋμοιαζαν πολϑ μεταξϑ τουσ και ςκϋφτηκα ϐτι όταν φϑλλα. Και τελικϊ αυτϐ όταν». Ϊβγαλα το ςημειωματϊριο απϐ την τςϋπη του πουκαμύςου. Πϊτηςα το ςτυλϐ να βγει η μϑτη και ςχεδύαςα αυτϐ: «Μοιϊζει με χαμϐγελο», εύπε ο μικρϐσ. «ύγουρα. αν μεγϊλο πλατϑ χαμϐγελο», εύπα. «Μϐνο που δεν όταν μϐνο ϋνα. Ϋταν εκατοντϊδεσ. Εκατοντϊδεσ μαϑρα χαμϐγελα να ςτριφογυρύζουν ςτον αϋρα. Μερικϊ ϋπεςαν πϊνω ςτην οροφό τησ Μπιοϑικ. Μερικϊ ϋπεςαν πϊλι μϋςα ςτο πορτ μπαγκϊζ. Σα περιςςϐτερα ϋπεςαν ςτο πϊτωμα. Ϊτρεξα να φϋρω τον Σϐνι. Βγόκε μαζύ μου με τη βιντεοκϊμερα. Ϋταν κατακϐκκινοσ και μουρμοϑριζε, "Σι ϋγινε πϊλι, τι ϊλλο θα γύνει, τι διϊβολο, χι εύναι;" Ϊτςι. Ϋταν αςτεύο, αλλϊ μϐνο αργϐτερα, εντϊξει; Εκεύνη την ώρα δεν όταν καθϐλου αςτεύο, πύςτεψε με. «Κοιτϊξαμε απϐ το παρϊθυρο. Εύδαμε τα φϑλλα ςκορπιςμϋνα παντοϑ ςτο τςιμϋντο. Ϋταν πολλϊ, ϐπωσ γύνεται ςτον κόπο μετϊ απϐ δυνατϐ αϋρα τον Οκτώβρη. Μϐνο που ςτο μεταξϑ εύχαν αρχύςει να ζαρώνουν ςτισ γωνύεσ. Ϊτςι ϋμοιαζαν λιγϐτερο ςαν χαμϐγελα και περιςςϐτερο ςαν φϑλλα. Ευτυχώσ. Και δεν ϋμεναν μαϑρα. Ωρχιςαν να γύνονται
- 231 -
γκριζϐλευκα μπροςτϊ ςτα μϊτια μασ. Και να λεπταύνουν. Ο ϊντι εύχε ϋρθει ςτο μεταξϑ. Δεν πρϐλαβε τη φωτοθϑελλα, αλλϊ όρθε ϋγκαιρα για την παρϊςταςη των φϑλλων». «Μου τηλεφώνηςε ο Σϐνι ςτο ςπύτι», εύπε ο ϊντι, «και ρώτηςε αν μποροϑςα να ϋρθω εκεύνο το βρϊδυ κατϊ τισ εφτϊ. Εύπε ϐτι θα ϋκαναν κϊτι αυτϐσ και ο Κερτ, και ύςωσ όθελα να εύμαι κι εγώ εκεύ. Σϋλοσ πϊντων, δεν περύμενα για τισ εφτϊ, όρθα αμϋςωσ. Ϋμουν περύεργοσ». «Η περιϋργεια που ςκϐτωςε τη γϊτα», εύπε ο Νεντ, και ακοϑςτηκε τϐςο πολϑ ςαν τον μπαμπϊ του που ςχεδϐν ανατρύχιαςα. Μετϊ γϑριςε και με κούταξε. «υνϋχιςε». «Δεν ϋχω και πολλϊ πρϊγματα να ςου πω», εύπα. «Σα φϑλλα λϋπταιναν. Μπορεύ να κϊνω λϊθοσ, αλλϊ νομύζω ϐτι το βλϋπαμε να ςυμβαύνει μπροςτϊ ςτα μϊτια μασ». «Δεν κϊνεισ λϊθοσ», εύπε ο ϊντι. «Με εύχε πιϊςει ϋξαψη. Δε ςκεφτϐμουν. Ϊτρεξα ςτην πλαώνό πϐρτα του υπϐςτεγου. Και ο Σϐνι, αδερφϋ μου, ο Σϐνι ορμϊει πϊνω μου ςαν να πόγαινε να μου κϊνει τϊκλιν. Με αρπϊζει απϐ το λαιμϐ, μου κϊνει ϋνα κεφαλοκλεύδωμα. "Ε", του λϋω εγώ. "Ωςε με, βϊρβαρε αςτυνομικϋ". Κι αυτϐσ μου λϋει να πϊω να τα πω αλλοϑ αυτϊ, να τα κρατόςω για το νοϑμερο μου ςτο Κομεντύ οπ ςτο τϋιτςμπορο. "Δεν εύναι αςτεύο, Υιλ", μου λϋει. "Ϊχω λϐγουσ να πιςτεϑω ϐτι ϋχαςα ϋναν αςτυνομικϐ απ' αιπϐ το αναθεματιςμϋνο πρϊγμα. Δε θα χϊςω κι ϊλλον". »Σου εύπα ϐτι θα φορϋςω το ςχοινύ. Ϋθελα να μπω μϋςα. Δε θυμϊμαι γιατύ ακριβώσ, αλλϊ όθελα. Μου εύπε ϐτι δεν επρϐκειτο να πϊει να φϋρει το ςχοινύ. Σου εύπα ϐτι θα πόγαινα εγώ να το φϋρω το καταραμϋνο το ςχοινύ. "Ξϋχνα το το
- 232 -
ςχοινύ", μου εύπε. "Απαγορεϑεται να μπεισ μϋςα". Οπϐτε του λϋω, "Σώρα: κρϊτα απλώσ τα πϐδια μου, αρχιφϑλακα. Θϋλω να πιϊςω μερικϊ φϑλλα. Μερικϊ δεν εύναι οϑτε ενϊμιςι μϋτρο απϐςταςη απϐ την πϐρτα. Δεν εύναι κοντϊ ςτο αμϊξι. Σι λεσ;" »"Λεω ϐτι πρϋπει να 'χεισ παλαβώςει, τα πϊντα εκεύ μϋςα εύναι κοντϊ ςτο αμϊξι", μου απαντϊει, αλλϊ επειδό δεν όταν ακριβώσ ϋτςι τα πρϊγματα εγώ ϊνοιξα την πϐρτα. Μου όρθε αμϋςωσ η μυρωδιϊ. Κϊτι ςαν μϋντα, αλλϊ ϐχι ωραύο. Τπόρχε και μια ϊλλη μυρωδιϊ απϐ κϊτω, που ϋκανε την απϐ πϊνω ακϐμη χειρϐτερη. Εκεύνη η μυρωδιϊ ςαν λϊχανο. ου γϑριζε το ςτομϊχι, αλλϊ όμουν τϐςο ςπινταριςμϋνοσ, που ςχεδϐν δεν το πρϐςεξα. Ϋμουν πιο νϋοσ Σώρα:, εντϊξει; Ϊπεςα μπροϑμυτα. Μπόκα μϋςα ϋρποντασ. Ο αρχιφϑλακασ μ' ϋπιαςε απϐ τα πϐδια, και μϐλισ μπόκα λύγο μϋςα ςτο υπϐςτεγο μου λϋει, "Αρκετϊ μπόκεσ, Υιλ. Αν μπορεύσ να πιϊςεισ μερικϊ, πιϊς' τα. Αν δεν μπορεύσ, βγεσ ϋξω". »Τπόρχαν πολλϊ φϑλλα που εύχαν γύνει ϊςπρα, και ϋπιαςα καμιϊ δεκαριϊ απϐ δαϑτα. Ϋταν λεύα και μαλακϊ, αλλϊ με ϊςχημο τρϐπο. ήπωσ γύνονται οι ντομϊτεσ ϐταν ςαπύςουν κϊτω απϐ τη φλοϑδα. Λύγο πιο κϊτω εύδα μερικϊ που όταν ακϐμη μαϑρα. Σεντώθηκα και τα ϋπιαςα, αλλϊ τη ςτιγμό που τα ϊγγιξα ϋγιναν ϊςπρα ςαν τα ϊλλα. Αιςθϊνθηκα ϋνα πολϑ αμυδρϐ τςοϑξιμο ςτα δϊχτυλα. Μου όρθε μια πιο δυνατό μυρωδιϊ μϋντασ και ϊκουςα ϋναν όχο. Ϊτςι νομύζω, τουλϊχιςτον. Κϊτι ςαν ςτεναγμϐ, ϐπωσ κϊνει ϋνα κουτύ με αναψυκτικϐ ϐταν το ανούξεισ. «Ωρχιςα να κϊνω πύςω και ςτην αρχό τα πόγαινα μια χαρϊ, μετϊ ϐμωσ... κϊτι ςτην αύςθηςη που εύχα απ' αυτϊ τα πρϊγματα ςτα χϋρια μου... γλιςτερϊ και λεύα ςαν να όταν... »
- 233 -
Για λύγο δεν μποροϑςα να ςυνεχύςω. Ϋταν ςαν να το ξανϊνιωθα απ' την αρχό. Αλλϊ ο μικρϐσ με κούταζε και όξερα ϐτι δε θα με ϊφηνε να ςταματόςω τώρα, ϋτςι ςυνϋχιςα. Σώρα απλώσ όθελα να τελειώνω. «Πανικοβλόθηκα. Εντϊξει; Πόγα να ςπρώξω προσ τα πύςω με τουσ αγκώνεσ και να δώςω μια κλοτςιϊ με τα πϐδια. Αλλϊ όταν καλοκαύρι. Ϋμουν με κοντομϊνικο. Καθώσ κοϑνηςα το ϋνα χϋρι μου, ο αγκώνασ μου ϊγγιξε ϋνα απϐ τα μαϑρα φϑλλα και το ϊκουςα να ςφυρύζει ςαν... ςαν δεν ξϋρω τι. Απλώσ ςαν να ςφϑριξε, καταλαβαύνεισ; Και ϋβγαλε ϋνα ςϑννεφο απϐ κεύνη τη βρϐμα που μϑριζε μϋντα-λϊχανο. Ϊγινε ϊςπρο. Λεσ και μϐλισ το ϊγγιξα πϊγωςε και ξερϊθηκε. Αυτϐ το ςκϋφτηκα αργϐτερα. Εκεύνη τη ςτιγμό δε ςκεφτϐμουν τύποτε, το μϐνο που με ενδιϋφερε όταν να εξαφανιςτώ απϐ κεύνο το γαμοϒπϐςτεγο. Με ςυγχωρεύσ, ύρλεώ ». «Σύποτε», εύπε η ύρλεώ και μου χτϑπηςε καθηςυχαςτικϊ το χϋρι. Καλϐ κορύτςι. Ϊτςι όταν πϊντα. Καλϑτερη ςτισ επικοινωνύεσ απϐ τον Μπαμπύκι - πολϑ καλϑτερη- και πολϑ πιο ϐμορφη. Σησ ϋπιαςα το χϋρι και το ϋςφιξα. Μετϊ ςυνϋχιςα και όταν πιο εϑκολο απ' ϐ,τι νϐμιζα. Παρϊξενο πώσ ςου ϋρχονται οι αναμνόςεισ ϐταν αρχύςεισ να μιλϊσ. Πώσ γύνονται ϐλο και πιο καθαρϋσ καθώσ προχωρϊσ. «Κούταξα πϊνω, την παλιϊ Μπιοϑικ. Και παρ' ϐλο που όταν ςτη μϋςη του υπϐςτεγου, τουλϊχιςτον ςτα τϋςςερα μϋτρα απϐςταςη, ξαφνικϊ μου φϊνηκε πολϑ πιο κοντϊ. Μεγϊλη ςαν το Ϊβερεςτ. Γυαλιςτερό ςαν διαμϊντι. Μου όρθε η ιδϋα ϐτι τα φανϊρια όταν μϊτια και τα μϊτια με κούταζαν. Και την ϊκουγα να ψιθυρύζει. Μη δεύχνεισ τϐςο ϋκπληκτοσ, μικρϋ. ήλοι την ϋχουμε ακοϑςει να ψιθυρύζει. Δεν ϋχω ιδϋα τι
- 234 -
ϋλεγε -αν ϋλεγε κϊτι-, αλλϊ ναι, την ϊκουγα. Μϐνο που όταν μϋςα ςτο μυαλϐ μου, ςαν τηλεπϊθεια. Μπορεύ να όταν η φανταςύα μου, αλλϊ δε νομύζω. Ξαφνικϊ όταν ςαν να όμουν πϊλι ϋξι χρονών. Να φοβϊμαι το τϋρασ κϊτω απϐ το κρεβϊτι μου. Ϋθελε να με αρπϊξει, όμουν ςύγουροσ. Να με πϊει εκεύ που εύχε πϊει και τον Ϊνισ. Ϊτςι πανικοβλόθηκα. Ωρχιςα να φωνϊζω, "Σραβόξτε με, τραβόξτε με, γρόγορα!" και με τρϊβηξαν. Ο αρχιφϑλακασ και κϊποιοσ ϊλλοσ...» «Ο ϊλλοσ όμουν εγώ», εύπε ο ϊντι. «Μασ κατατρϐμαξεσ, Υιλ. Υαινϐςουν εντϊξει ςτην αρχό, και μετϊ ϊρχιςεσ να φωνϊζεισ και να κουνιϋςαι απϐ δω κι απϐ κει. Περύμενα να ςε δω να αιμορραγεύσ κϊπου ό να 'χεισ γύνει μπλε. Αλλϊ το μϐνο που εύχεσ όταν... τϋλοσ πϊντων». Μου ϋκανε ϋνα μικρϐ νεϑμα να ςυνεχύςω. «Σο μϐνο που εύχα όταν τα φϑλλα. ή,τι εύχε απομεύνει απϐ δαϑτα, τϋλοσ πϊντων. 'Οταν φρικϊριςα, πρϋπει να ϋςφιξα τισ γροθιϋσ μου, εντϊξει; Σα ζοϑληξα. Και ϐταν βρϋθηκα ϋξω, ςυνειδητοπούηςα ϐτι τα χϋρια μου όταν βρεγμϋνα. Οι ϊλλοι μου φώναζαν, Εύςαι καλϊ; και Σι ϋγινε εκεύ μϋςα, Υιλ; Κι εγώ να ϋχω πϋςει ςτα γϐνατα, με το πουκϊμιςο να μου ϋχει ανεβεύ ςτο λαιμϐ και την κοιλιϊ μου γδαρμϋνη απϐ το ςϑρςιμο ςτο τςιμϋντο, και να ςκϋφτομαι Σα χϋρια μου εύναι ματωμϋνα. Γι' αυτϐ εύναι υγρϊ. Και μετϊ βλϋπω αυτό την ϊςπρη γλύτςα. Ϊμοιαζε ςαν αυτό την πλαςτελύνη που ςου δύνει ο δϊςκαλοσ ςτην πρώτη δημοτικοϑ. Αυτό εύχε απομεύνει απϐ τα φϑλλα». ταμϊτηςα, το ςκϋφτηκα λύγο. «Και τώρα θα ςου πω την αλόθεια, εντϊξει; Δεν ϋμοιαζε καθϐλου με πλαςτελύνη. Ϊμοιαζε ςαν να κρατοϑςα δυο χοϑφτεσ ζεςτϊ χϑςια απϐ ταϑρο. Και η μυρωδιϊ όταν απαύςια.
- 235 -
Δεν ξϋρω γιατύ. Μπορεύ να πεισ Λύγη μϋντα και λϊχανο, και τι ϋγινε; Και θα εύχεσ δύκιο, αλλϊ ταυτϐχρονα θα εύχεσ ϊδικο. Γιατύ αυτό η μυρωδιϊ δεν ϋμοιαζε με καμιϊ γνωςτό μυρωδιϊ πϊνω ςτη γη. ήςεσ ϋχω μυρύςει μϋχρι ςτιγμόσ τουλϊχιςτον. »κοϑπιςα τα χϋρια ςτο παντελϐνι μου και πόγα ςτο αρχηγεύο. Κατϋβηκα κϊτω. Ο Μπρϊιαν Κϐουλ μϐλισ ϋβγαινε απϐ το αποχωρητόριο. Σου φϊνηκε ϐτι εύχε ακοϑςει φωνϋσ και όθελε να μϊθει τι ϋγινε. Δεν του δύνω την παραμικρό ςημαςύα. χεδϐν τον πετϊω κϊτω για να μπω ςτην τουαλϋτα. Αρχύζω να πλϋνω τα χϋρια μου. Σα πλϋνω ακϐμη, ϐταν ξαφνικϊ ςκϋφτομαι πώσ όμουν μ' εκεύνη την ϊςπρη γλύτςα να ςτϊζει απϐ τα χϋρια μου, και ϐτι όταν τϐςο ζεςτό και μαλακό και γλιςτερό, και πώσ ϋκανε ύνεσ ϐταν ϊνοιξα τα δϊχτυλα μου. Κι αυτϐ όταν. Μϐλισ ςκϋφτηκα τισ ύνεσ ανϊμεςα ςτισ παλϊμεσ και τισ ϊκρεσ απϐ τα δϊχτυλα μου, ξϋραςα. Και δεν όταν ςαν να ςου ςτϋλνει η κοιλιϊ ςου το φαϏ που 'χεισ φϊει πύςω με κοϑριερ. Ϋταν λεσ και ϋκανε προςωπικό εμφϊνιςη το ύδιο το ςτομϊχι μου, ανϋβηκε μϋχρι πϊνω ςτο λαιμϐ μου και ϊδειαςε ϋξω ϐ,τι εύχα καταπιεύ τελευταύα. ήπωσ ϊδειαζε η μϊνα μου το βρϐμικο νερϐ τησ μπουγϊδασ απϐ την πύςω βερϊντα. Δε θϋλω να γύνω κουραςτικϐσ, αλλϊ πρϋπει να ξϋρεισ. Εύναι κι αυτϐσ ϋνασ τρϐποσ για να καταλϊβεισ καλϑτερα. Δεν όταν ςαν να ξερνοϑςα, όταν ςαν να πϋθαινα. Η μϐνη ϊλλη φορϊ που μου ςυνϋβη κϊτι τϋτοιο όταν η πρώτη φορϊ που εύδα νεκροϑσ απϐ τροχαύο. Υτϊνω ςτο ατϑχημα και το πρώτο πρϊγμα που βλϋπω εύναι μια φραντζϐλα ψωμύ Γουϐντερ ςτη διαχωριςτικό γραμμό του δρϐμου, και το επϐμενο πρϊγμα εύναι το πϊνω μιςϐ ενϐσ παιδιοϑ. Ϊνα αγορϊκι με ξανθϊ μαλλιϊ. Σο επϐμενο πρϊγμα που βλϋπω εύναι μια μϑγα πϊνω ςτη γλώςςα του
- 236 -
παιδιοϑ. Να τρύβει τα πϐδια τησ. Δεν ϊντεξα. Νϐμιςα ϐτι θα πεθϊνω ξερνώντασ». «Μου 'χει ςυμβεύ κι εμϋνα», εύπε ο Φϊντι. «Δε χρειϊζεται να ντρϋπεςαι». «Δεν ντρϋπομαι», εύπα. «Προςπαθώ να τον κϊνω να καταλϊβει. Εντϊξει;» Πόρα μια βαθιϊ ανϊςα μυρύζοντασ το γλυκϐ αϋρα, και Σώρα: θυμόθηκα ξαφνικϊ ϐτι και ο πατϋρασ του μικροϑ εύχε ςκοτωθεύ ςε τροχαύο. Σου χαμογϋλαςα. «Σϋλοσ πϊντων, ευτυχώσ που η λεκϊνη όταν ακριβώσ δύπλα ςτο νιπτόρα και δεν ϋπεςε ςχεδϐν καθϐλου ςτα παποϑτςια μου και ςτο πϊτωμα». «Και ςτο τϋλοσ», εύπε ο ϊντι, «δεν ϋγινε τύποτε με τα φϑλλα. Ϊλιωςαν ςαν τη μϊγιςςα ςτο Μϊγο τον Οζ. Ϊβλεπεσ τα ύχνη τουσ ςτο Τπϐςτεγο Β για λύγο, αλλϊ μετϊ απϐ μια βδομϊδα υπόρχαν μϐνο μερικϋσ μικρϋσ κηλύδεσ ςτο τςιμϋντο. Κιτρινωπϋσ, πολϑ ανοιχτϋσ». «Ναι, και για ϋνα δυο μόνεσ μετϊ, ϋγινα ϋνασ απϐ κεύνουσ τουσ τϑπουσ που πλϋνουν ψυχαναγκαςτικϊ τα χϋρια τουσ», εύπα. «Τπόρχαν μϋρεσ που δεν μποροϑςα ν' αγγύξω τροφό. Αν μου ϋδινε η γυναύκα μου να πϊρω μαζύ μου ςϊντουιτσ, τα ϋπιανα με χαρτοπετςϋτα και τα ϋτρωγα ϋτςι, και το τελευταύο κομμϊτι το ϋριχνα απευθεύασ ςτο ςτϐμα μου για να μην το αγγύξω με τα δϊχτυλα. Αν όμουν μϐνοσ μου ςτο περιπολικϐ, ςυνόθωσ ϋτρωγα με τα γϊντια. Και παρ' ϐλ' αυτϊ ςυνϋχιζα ν' αναγουλιϊζω. Υανταζϐμουν ςυνϋχεια ϐτι θα πϊθαινα καμιϊ αρρώςτια ςτα οϑλα απ' αυτϋσ που ςου πϋφτουν ϐλα τα δϐντια. Αλλϊ το ξεπϋραςα». Κούταξα τον Νεντ και περύμενα μϋχρι να με κοιτϊξει κι αυτϐσ ςτα μϊτια. «Σο ξεπϋραςα, αγϐρι μου».
- 237 -
Ο μικρϐσ με κούταζε, αλλϊ τα μϊτια του όταν ϊδεια. Ϋταν παρϊξενο. αν ζωγραφιςμϋνα ςτο πρϐςωπο του ό κϊτι τϋτοιο. Εντϊξει;
- 238 -
Σώρα : ϊντι Ο Νεντ κούταζε τον Υιλ. Σο πρϐςωπο του μικροϑ όταν όρεμο, αλλϊ ϋνιωθα απϐρριψη ςτο βλϋμμα του, και νομύζω ϐτι ο Υιλ την ϋνιωςε κι αυτϐσ. Αναςτϋναξε, δύπλωςε τα χϋρια ςτο ςτόθοσ και κούταξε κϊτω ςαν να ϋλεγε ϐτι αυτϐ όταν, τελεύωςε την κατϊθεςη του. Ο Νεντ γϑριςε ς' εμϋνα. «Σι ϋγινε εκεύνο το βρϊδυ; ήταν ανούξατε τη νυχτερύδα;» Σην ϋλεγε ςυνϋχεια νυχτερύδα, ενώ δεν όταν. Επρϐκειτο απλώσ για μια λϋξη που χρηςιμοπούηςα, αυτϐ που ο Κϋρτισ θα ονϐμαζε «ϋνα καρφύ για να κρεμϊςω το καπϋλο μου». Και ξαφνικϊ θϑμωςα με τον μικρϐ. Δε θϑμωςα απλώσ, τςαντύςτηκα, ϋγινα πυρ και μανύα. Και θϑμωςα επύςησ με τον εαυτϐ μου που ϋνιωθα ϋτςι, που τολμοϑςα να νιώςω ϋτςι. Βλϋπετε, εκεύνο που με εύχε θυμώςει κυρύωσ όταν το γεγονϐσ ϐτι ο μικρϐσ ςόκωςε κεφϊλι. όκωςε τα μϊτια του πϊνω μου. Ϊκανε ερωτόςεισ. Ϊκανε ϋνα ςωρϐ ανϐητεσ υποθϋςεισ, μύα απϐ τισ οπούεσ όταν πωσ ϐταν ϋλεγα νυχτερύδα εννοοϑςα νυχτερύδα και ϐχι ϋνα φρικτϐ και απερύγραπτο πρϊγμα που βγόκε απϐ μια ρωγμό ςτο πϊτωμα του ςϑμπαντοσ και μετϊ ψϐφηςε. Αλλϊ κυρύωσ όταν επειδό ςόκωςε το κεφϊλι και τα μϊτια του. Ξϋρω ϐτι αυτϐ με κϊνει να δεύχνω κϊθαρμα, αλλϊ δε θα πω ψϋματα. Μϋχρι Σώρα:, εκεύνο που ϋνιωθα κυρύωσ για τον μικρϐ όταν ούκτοσ. ήλα ϐςα εύχα κϊνει απϐ Σώρα: που πρωτοεμφανύςτηκε ςτο αρχηγεύο ςτηρύζονταν ς' αυτϐ τον ούκτο. Γιατύ ϐλο αυτϐ το διϊςτημα που ϋπλενε παρϊθυρα και μϊζευε φϑλλα και καθϊριζε το χιϐνι ςτο πύςω πϊρκινγκ, ϐλο αυτϐ το διϊςτημα κρατοϑςε το κεφϊλι του κατεβαςμϋνο.
- 239 -
Τποταγμϋνα. Δεν εύχεσ ν' αντιμετωπύςεισ τα μϊτια του. Δεν όςουν υποχρεωμϋνοσ να θϋςεισ ερωτόματα ςτον εαυτϐ ςου, γιατύ ο ούκτοσ εύναι βολικϐσ. Ϊτςι δεν εύναι; Ο ούκτοσ ςε βϊζει ςε πλεονεκτικό θϋςη. Σώρα εύχε ςηκώςει το κεφϊλι του, χρηςιμοποιοϑςε τα ύδια τα λϐγια μου εναντύον μου, και δεν υπόρχε καμιϊ υποταγό ςτα μϊτια του. Πύςτευε ϐτι εύχε το δικαύωμα, κι αυτϐ με τςϊντιζε. Πύςτευε ϐτι εύχα την ευθϑνη ϐτι αυτϊ που του λϋγαμε εδώ δεν όταν ϋνα δώρο που του δύναμε αλλϊ ϋνα χρϋοσ που πληρώναμε-, κι αυτϐ με τςϊντιζε ακϐμη περιςςϐτερο. Και το γεγονϐσ ϐτι εύχε δύκιο με τςϊντιζε πιο πολϑ απ' ϐλα. Μου όρθε η επιθυμύα να του ρύξω ϋνα ϊπερκατ ϋτςι ϐπωσ καθϐταν και να τον πετϊξω απϐ το παγκϊκι. Πύςτευε ϐτι εύχε το δικαύωμα, και όθελα να τον κϊνω να μετανιώςει γι' αυτϐ. Βαςικϊ, τα ςυναιςθόματα μασ απϋναντι ςτουσ νϋουσ δεν εύναι πολϑ διαφορετικϊ απ' αυτό την ϊποψη. Δεν ϋχω δικϊ μου παιδιϊ και δεν ϋχω παντρευτεύ ποτϋ. Παντρεϑτηκα τη Διμοιρύα Δ ύςωσ, ϐπωσ και η ύρλεώ. Αλλϊ ϋχω πεύρα με τουσ νϋουσ, και μϋςα και ϋξω απϐ το αρχηγεύο. Μου ϋχουν μπει πολλϋσ φορϋσ ςτο ρουθοϑνι. Ϊχω την αύςθηςη πωσ ϐταν δεν μποροϑμε πια να τουσ λυπϐμαςτε, ϐταν απορρύπτουν τον ούκτο μασ (ϐχι με αγανϊκτηςη αλλϊ με ανυπομονηςύα), Σώρα: λυπϐμαςτε τον εαυτϐ μασ. Θϋλουμε να μϊθουμε ποϑ εύναι τα παιδιϊ μασ, τα μωρϊκια μασ. Δεν τα ςτεύλαμε για μαθόματα πιϊνου και δεν τα μϊθαμε να παύζουν μπϋιζμπολ; Δεν τουσ διαβϊςαμε παραμϑθια και δεν τα βοηθόςαμε ςτα μαθόματα τουσ πώσ τολμϊνε λοιπϐν να ςηκώνουν τα μϊτια τουσ ςτα δικϊ μασ και να κϊνουν τισ απερύςκεπτεσ και ηλύθιεσ
- 240 -
ερωτόςεισ τουσ; Πώσ τολμϊνε να θϋλουν περιςςϐτερα απϐ ϐςα θϋλουμε να τουσ δώςουμε; «ϊντι; Σι ϋγινε ϐταν ανούξατε...» «ήχι αυτϐ που θϋλεισ ν' ακοϑςεισ», εύπα, και ϐταν τα μϊτια του ϊνοιξαν λύγο περιςςϐτερο απϐ την ψυχρϐτητα που αιςθϊνθηκε ϐτι υπόρχε ςτη φωνό μου, δεν μπορώ να πω ϐτι δυςαρεςτόθηκα. «Οϑτε αυτϐ που όθελε να δει ο πατϋρασ ςου. Ϋ ο Σϐνι. Δε βγόκε καμιϊ απϊντηςη. Δεν υπόρξε ποτϋ απϊντηςη. Οτιδόποτε εύχε ςχϋςη με την Μπιοϑικ όταν μια οφθαλμαπϊτη, ςαν αυτϋσ που βλϋπεισ ςτην ϊςφαλτο ϐταν κϊνει ζϋςτη. Αλλϊ ψ, δεν εύναι οϑτε ϋτςι ακριβώσ. Αν όταν, νομύζω ϐτι θα πρϋπει να πϊψουμε ν' αςχολοϑμαςτε με την Μπιοϑικ τελικϊ. Ϊτςι ϐπωσ παϑεισ ν' αςχολεύςαι με ϋνα φϐνο ϐταν περϊςουν ϋξι μόνεσ και ςυνειδητοποιεύσ ϐτι δε θα πιϊςεισ το δρϊςτη, ϐτι θα τη γλιτώςει. Με την Μπιοϑικ και τα πρϊγματα που ϋβγαιναν απϐ την Μπιοϑικ, υπόρχε πϊντα κϊτι απτϐ. Κϊτι που μποροϑςεσ ν' αγγύξεισ ό ν' ακοϑςεισ. Ϋ κϊτι που μποροϑςεσ να
- 241 -
Σώρα: «Φριςτϋ μου», εύπε ο ϊντι Ντύαρμπορν. «Αυτό η μυρωδιϊ». Ϊφερε το χϋρι ςτο πρϐςωπο του, αλλϊ δεν μποροϑςε να το αγγύξει γιατύ φοροϑςε την πλαςτικό προςτατευτικό μϊςκα ςτο ςτϐμα και τη μϑτη του -ςαν αυτό που φορϊνε οι οδοντύατροι πριν αρχύςουν τισ αναςκαφϋσ. Δεν όξερε τι ϋκανε η μϊςκα με τα μικρϐβια, αλλϊ ςύγουρα δε ςταματοϑςε τη μυρωδιϊ. Ϋταν εκεύνη η δυςωδύα του λϊχανου που ϋκανε αποπνικτικϐ τον αϋρα μϋςα ςτη μικρό αποθόκη του υπογεύου μϐλισ ο Κερτ ϊνοιξε το ςτομϊχι του πλϊςματοσ. «Θα τη ςυνηθύςουμε», εύπε ο Κερτ, με τη μϊςκα ν' ανεβοκατεβαύνει ςτο πρϐςωπο του. Η δικό του και του ϊντι όταν μπλε, του αρχιφϑλακα εύχε ϋνα χαριτωμϋνο ροζ-ζαχαρύ χρώμα. Ο Κϋρτισ Γουύλκοξ όταν ϋξυπνοσ τϑποσ, εύχε δύκιο ςε πολλϊ πρϊγματα, αλλϊ για τη μυρωδιϊ ϋκανε λϊθοσ. Δεν τη ςυνόθιςαν. Κανϋνασ δεν τη ςυνόθιςε ποτϋ. Πϊντωσ ο ϊντι δεν μποροϑςε να πει τύποτε για τισ προετοιμαςύεσ του Κϋρτισ, όταν τϋλειεσ. Μϐλισ τελεύωςε τη βϊρδια του, πόγε ςπύτι και πόρε τα ςϑνεργα τησ ανατομύασ. Μαζύ ϋφερε ϋνα καλϐ μικροςκϐπιο (δανειςμϋνο απϐ ϋνα φύλο ςτο πανεπιςτόμιο), κϊμποςα πακϋτα χειρουργικϊ γϊντια, και ϋνα ζευγϊρι τρομερϊ ιςχυρϋσ λϊμπεσ Σϋνςορ. Εύχε πει ςτη γυναύκα του ϐτι όθελε να εξετϊςει μια αλεποϑ που εύχε ςκοτώςει κϊποιοσ πύςω απϐ το αρχηγεύο. «Να προςϋχεισ», του εύπε αυτό. «Μπορεύ να εύναι λυςςαςμϋνη». Ο Κερτ τησ υποςχϋθηκε ϐτι θα φοροϑςε γϊντια, και όταν μια υπϐςχεςη που ςκϐπευε να την τηρόςει. Να την τηρόςουν και οι τρεισ, δηλαδό. Γιατύ αυτϐ το πρϊγμα μπορεύ να εύχε κϊτι πολϑ χειρϐτερο απϐ λϑςςα, κϊτι που παρϋμενε
- 242 -
επικύνδυνο ακϐμη και αφοϑ ο αρχικϐσ του ξενιςτόσ εύχε πεθϊνει. Αν ο Σϐνι ϋιντινκσ και ο ϊντι Ντύαρμπορν χρειϊζονταν καμιϊ υπενθϑμιςη γι' αυτϐ (που μϊλλον δε χρειϊζονταν), την ϋλαβαν ϐταν ο Κερτ ϋκλειςε την πϐρτα ςτη βϊςη τησ ςκϊλασ του υπογεύου και μετϊ τρϊβηξε το ςϑρτη. «ήςο εύναι κλειδωμϋνη αυτό η πϐρτα, εύμαι εγώ επικεφαλόσ», εύπε. Η φωνό του όταν ϊχρωμη και ϋδειχνε απϐλυτα ςύγουροσ για τον εαυτϐ του. Κυρύωσ μιλοϑςε ςτον Σϐνι, γιατύ ο Σϐνι εύχε ςχεδϐν τη διπλϊςια ηλικύα, και αν υπόρχε κϊποιοσ ςυνεργϊτησ του ς3 εκεύνη την υπϐθεςη αυτϐσ όταν ο αρχιφϑλακασ. Ο ϊντι όταν εκεύ περιςταςιακϊ και το όξερε. «Ϊγινε κατανοητϐ και δεκτϐ αυτϐ; Γιατύ αν δεν ϋχει γύνει, μποροϑμε να ςταματόςουμε αυτό τη ςτιγμό... » «Εύναι κατανοητϐ», εύπε ο Σϐνι. «Εδώ μϋςα εύςαι ο ςτρατηγϐσ. Ο ϊντι κι εγώ εύμαςτε πεζικϊριοι. Δεν ϋχω πρϐβλημα μ' αυτϐ. Απλώσ να τελειώνουμε, για ϐνομα του Θεοϑ». Ο Κερτ ϊνοιξε το βαλιτςϊκι με τα ςϑνεργα, που εύχε ςχεδϐν το μϋγεθοσ ςτρατιωτικοϑ μπαοϑλου. Σο εςωτερικϐ όταν γεμϊτο ανοξεύδωτα εργαλεύα τυλιγμϋνα με ςαμουϊ. Απϐ πϊνω τουσ υπόρχαν μϊςκεσ τυλιγμϋνεσ ςε αεροςτεγεύσ ςακοϑλεσ. «Πιςτεϑεισ ϐτι εύναι απαραύτητα αυτϊ;» ρώτηςε ο ϊντι. Ο Κερτ ςόκωςε τουσ ώμουσ. «'Οποιοσ φυλϊει τα ροϑχα του... ήχι ϐτι βοηθοϑν και πολϑ αυτϊ τα πρϊγματα. Κανονικϊ μϊλλον θα 'πρεπε να φορϊμε αναπνευςτικϋσ ςυςκευϋσ». «Θα 'θελα να εύχαμε τον Μπύμπι Ροθ εδώ», εύπε ο Σϐνι. Ο Κερτ δεν απϊντηςε, αλλϊ η λϊμψη ςτα μϊτια του ϋδειχνε ϐτι αυτϐ όταν το τελευταύο πρϊγμα που θα όθελε
- 243 -
εκεύνοσ. Η Μπιοϑικ ανόκε ςτη Διμοιρύα. Και οτιδόποτε ϋβγαινε απϐ την Μπιοϑικ ανόκε επύςησ ςτη Διμοιρύα. Ο Κερτ ϊνοιξε την αποθόκη και μπόκε μϋςα, τραβώντασ την αλυςύδα που ϊναβε τη λϊμπα του μικροϑ δωματύου. Ο Σϐνι τον ακολοϑθηςε. Μϋςα, κϊτω απϐ το φωσ, υπόρχε ϋνα τραπϋζι, ϐχι μεγαλϑτερο απϐ θρανύο δημοτικοϑ ςχολεύου. Η αποθόκη όταν μικρό, μϐλισ που χωροϑςε δϑο ϊτομα, πϐςο μϊλλον τρύα. Ο ϊντι δεν εύχε πρϐβλημα μ' αυτϐ. ήλο εκεύνο το βρϊδυ δεν πϋραςε καθϐλου το κατώφλι τησ. Απϐ τισ τρεισ πλευρϋσ τησ αποθόκησ υπόρχαν ρϊφια με ςωροϑσ απϐ παλιοϑσ φακϋλουσ. Ο Κερτ τοποθϋτηςε το μικροςκϐπιο ςτο μικρϐ γραφεύο και ϋβαλε το καλώδιο ςτη μοναδικό πρύζα τησ αποθόκησ. Ο ϊντι ςτο μεταξϑ τοποθετοϑςε την κϊμερα του Φϊντι Ρϐγιερ ςτο τρύποδο. τη βιντεοκαςϋτα αυτόσ τησ παρϊξενησ νεκροψύασ βλϋπει κανεύσ μερικϋσ φορϋσ ϋνα χϋρι να μπαύνει ςτην εικϐνα κρατώντασ το εργαλεύο που ϋχει ζητόςει ο Κερτ. Εύναι το χϋρι του ϊντι Ντύαρμπορν. Και ςτο τϋλοσ τησ ταινύασ ακοϑει κανεύσ τον όχο του εμετοϑ δυνατϊ και καθαρϊ. Εύναι πϊλι ο ϊντι Ντύαρμπορν. «Ασ δοϑμε τα φϑλλα πρώτα», εύπε ο Κερτ, φορώντασ ϋνα ζευγϊρι χειρουργικϊ γϊντια. Ο Σϐνι εύχε μερικϊ φϑλλα ςε μια μικρό ςακοϑλα τεκμηρύων. Σου την ϋδωςε. Ο Κερτ την ϊνοιξε και ϋβγαλε ϋξω τα υπολεύμματα των φϑλλων με μια μικρό τςιμπύδα. Ϋταν αδϑνατο να ξεχωρύςεισ μϐνο ϋνα. Σώρα όταν ϐλα ημιδιαφανό και κολλημϋνα μεταξϑ τουσ ςαν ζελατύνα. Ϊςταζαν μικρϋσ ςταγϐνεσ απϐ ϋνα υγρϐ και ανϋδιδαν τη χαρακτηριςτικό μυρωδιϊ τουσ, εκεύνο το ενοχλητικϐ μεύγμα λϊχανου και μϋντασ. Δεν όταν ωραύα μυρωδιϊ, αλλϊ απεύχε πολϑ και απϐ
- 244 -
το να εύναι αφϐρητη. ' εκεύνο το ςημεύο, τα αφϐρητα θα ϋρχονταν μετϊ απϐ δϋκα λεπτϊ περύπου. Ο ϊντι ζουμϊριςε για να φανοϑν καλϑτερα τα χϋρια του Κερτ, που ξεχώριζαν ϋνα κομμϊτι φϑλλο απϐ τη ςυνολικό μϊζα χρηςιμοποιώντασ επιδϋξια το τςιμπιδϊκι. Εύχε κϊνει πολλό εξϊςκηςη τισ τελευταύεσ βδομϊδεσ για ν' αποκτόςει αυτό την επιδεξιϐτητα, και ιδοϑ τα αποτελϋςματα. Μετϋφερε το κομμϊτι του φϑλλου ςτην πλϊκα του μικροςκοπύου χωρύσ να προςπαθόςει να φτιϊξει ςλϊιντ. Σα φϑλλα του Υιλ Κϊντλετον αποτελοϑςαν μια απλό γεϑςη για ϐ,τι επρϐκειτο ν' ακολουθόςει, και ο Κϋρτισ όθελε να φτϊςει ςτο κυρύωσ ςυμβϊν ϐςο πιο γρόγορα μποροϑςε. Παρ' ϐλ' αυτϊ ϋςκυψε πϊνω απϐ τουσ δύδυμουσ φακοϑσ του μικροςκοπύου και κούταξε για πολλό ώρα το δεύγμα. Μετϊ ϋκανε νϐημα ςτον Σϐνι να δει κι αυτϐσ. «Σι εύναι αυτϊ τα μαϑρα πρϊγματα που μοιϊζουν ςαν ύνεσ;» ρώτηςε ο Σϐνι αφοϑ κούταξε τα φϑλλα για λύγο. Η φωνό του ακουγϐταν λιγϊκι πνιχτό μϋςα απϐ τη ροζ μϊςκα του. «Δεν ξϋρω», απϊντηςε ο Κερτ. «ϊντι, δώςε μου εκεύνο το πρϊγμα που μοιϊζει ςαν Βιουμϊςτερ. Ϊχει δϑο καλώδια τυλιγμϋνα γϑρω του και γρϊφει ςτο πλϊι ΙΔΙΟΚΣΗΙΑ ΣΜΗΜΑΣΟ ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΠΑΝ. ΦΟΡΛΙΚ». Ο ϊντι του το ϋδωςε πϊνω απϐ τη βιντεοκϊμερα, η οπούα ϋκλεινε ςχεδϐν ϐλη την πϐρτα. Ο Κερτ ϋβαλε το ϋνα καλώδιο ςτην πρύζα του τούχου και το ϊλλο ςτη βϊςη του μικροςκοπύου. Σςεκϊριςε κϊτι, κατϋνευςε και πϊτηςε ϋνα κουμπύ ςτο πλϊι τησ ςυςκευόσ τρεισ φορϋσ, μϊλλον φωτογραφύζοντασ το κομμϊτι του φϑλλου που εύχε κϊτω απϐ το μικροςκϐπιο.
- 245 -
«Αυτϊ τα μαϑρα πρϊγματα δεν κινοϑνται», εύπε ο Σϐνι. Κούταζε ακϐμη απϐ το μικροςκϐπιο. «ήχι». Ο Σϐνι ςόκωςε το κεφϊλι του. Σα μϊτια του εύχαν μια κϊπωσ ζαλιςμϋνη ϋκφραςη δϋουσ. «Μόπωσ εύναι... ξϋρεισ— κϊτι ςαν DNA;» Η μϊςκα του Κερτ αναςηκώθηκε λύγο ςτο πρϐςωπο του καθώσ χαμογϋλαςε. «Αυτϐ το μικροςκϐπιο εύναι πολϑ ιςχυρϐ, αρχιφϑλακα, αλλϊ δεν μπορεύσ να δεισ το DNA μϋςα απ' αυτϐ. Αν θϋλεισ να 'ρθεισ μαζύ μου ςτο Φϐρλικσ μετϊ τα μεςϊνυχτα και να κϊνουμε μια μικρό διϊρρηξη, ϋχουν ϋνα φοβερϐ ηλεκτρονικϐ μικροςκϐπιο ςτο Κτύριο Υυςικόσ Ϊβελιν ύλβερ, που ποτϋ δεν το χρηςιμοπούηςε κανϋνασ ϊλλοσ εκτϐσ απϐ μια γριοϑλα που περνοϑςε απϐ εκεύ πηγαύνοντασ ςτην εκκληςύα και ςτην εβδομαδιαύα τησ...» «Σι εύναι αυτϐ το ϊςπρο πρϊγμα;» ρώτηςε ο Σϐνι. «Αυτϐ που επιπλϋουν μϋςα οι μαϑρεσ ύνεσ». «Θρεπτικό ουςύα, ύςωσ». «Δεν ξϋρεισ ςύγουρα ϐμωσ». «Υυςικϊ δεν ξϋρω ςύγουρα». «Οι μαϑρεσ ύνεσ, η ϊςπρη γλύτςα, γιατύ λιώνουν τα φϑλλα, τι εύναι αυτό η μυρωδιϊ. Δεν ξϋρουμε τύποτε γι' αυτϊ τα πρϊγματα». «ήχι». Ο Σϐνι τον κούταξε ανϋκφραςτοσ. «Εύμαςτε τρελού που παύζουμε μ' αυτϊ τα πρϊγματα, ϋτςι δεν εύναι;» «ήχι», απϊντηςε ο Κερτ. «Η περιϋργεια ςκϐτωςε το γϊτο, η ικανοπούηςη τον πϊχυνε. Θϋλεισ να ςτριμωχτεύσ να
- 246 -
ρύξεισ μια ματιϊ, ϊντι;» «Σρϊβηξεσ φωτογραφύεσ, ϋτςι δεν εύναι;» «Ναι, αν αυτϐ το πρϊγμα λειτουργεύ ϐπωσ υποτύθεται ϐτι λειτουργεύ». «Σώρα: πϊω πϊςο». «Εντϊξει, ασ προχωρόςουμε ςτην κυρύωσ εξϋταςη», εύπε ο Κερτ. «Μπορεύ και να βροϑμε κϊτι». Σο κομμϊτι απϐ τα φϑλλα πόγε πϊλι πύςω ςτη ςακοϑλα των τεκμηρύων, κι αυτό με τη ςειρϊ τησ γϑριςε πύςω ςτην αρχειοθόκη τησ γωνύασ. Εκεύνη η παλιϊ πρϊςινη αρχειοθόκη θα γινϐταν χώροσ φϑλαξησ διϊφορων παρϊξενων και αλλϐκοτων πραγμϊτων ςτισ επϐμενεσ δϑο δεκαετύεσ. ε μια ϊλλη γωνύα τησ αποθόκησ υπόρχε ϋνα πορτοκαλύ ψυκτικϐ δοχεύο, και μϋςα ςτο δοχεύο, κϊτω απϐ δϑο μπλε χημικϊ ψυκτικϊ πακϋτα απϐ κεύνα που χρηςιμοποιοϑν ςτα κϊμπινγκ, ϋνασ πρϊςινοσ ςϊκοσ απορριμμϊτων. Ο Σϐνι τον ϋβγαλε ϋξω και περύμενε να τελειώςει τισ προετοιμαςύεσ ο Κερτ. Δεν του πόρε πολϑ. Καθυςτϋρηςε μϐνο για να βρει μια μπαλαντϋζα και να βϊλει ςτην πρύζα τισ δϑο λϊμπεσ Σϋνςορ χωρύσ να βγϊλει απϐ το ρεϑμα το μικροςκϐπιο και την κϊμερα. Ο ϊντι πόγε να φϋρει ϋνα καλώδιο απϐ το ντουλϊπι με τα εργαλεύα ςτο βϊθοσ του διαδρϐμου. το μεταξϑ ο Κερτ ϋβαλε το δανεικϐ μικροςκϐπιο ςε ϋνα κοντινϐ ρϊφι (μϋςα ς' ϋναν τϐςο μικρϐ χώρο, ϐλα όταν κοντινϊ) και ϋςτηςε μια ειδικό βϊςη πϊνω ςτο γραφεύο. Πϊνω ςτη βϊςη τοποθϋτηςε ϋνα τετρϊγωνο καφϋ φϑλλο φελλοϑ. Απϐ κϊτω ϋβαλε μια μικρό μεταλλικό ςκϊφη, απϐ αυτϋσ που ϋχουν μερικϋσ ψηςταριϋσ μπϊρμπεκιου για να μαζεϑουν τα υγρϊ που ςτϊζουν. Και ςτη μια ϊκρη ϋβαλε ϋνα βϊζο γεμϊτο πινϋζεσ.
- 247 -
Ο ϊντι γϑριςε με την μπαλαντϋζα. Ο Κερτ τοποθϋτηςε τισ λϊμπεσ ϋτςι που να φωτύζουν το φελλϐ κι απϐ τισ δϑο πλευρϋσ, ρύχνοντασ ςτην επιφϊνεια εργαςύασ μια ϊγρια λϊμψη που εξαφϊνιζε κϊθε ςκιϊ. Ϋταν φανερϐ ϐτι τα εύχε ςκεφτεύ ϐλα, βόμα προσ βόμα. Ο ϊντι αναρωτόθηκε πϐςεσ νϑχτεσ εύχε μεύνει ξϑπνιοσ, ενώ η Μιςϋλ δύπλα του κοιμϐταν απϐ ώρα. Πϐςεσ φορϋσ κούταζε ξϊγρυπνοσ το ταβϊνι επαναλαμβϊνοντασ νοερϊ ϐλη τη διαδικαςύα. Τπενθυμύζοντασ ςτον εαυτϐ του ϐτι θα εύχε μϐνο μύα ευκαιρύα. Ϋ πϐςα απογεϑματα όταν παρκαριςμϋνοσ ςε κϊποιο αγροτικϐ δρϐμο, με το ραντϊρ ταχϑτητασ να ςημαδεϑει ϋνα τμόμα του κεντρικοϑ δρϐμου, και ςκεφτϐταν πϐςεσ νυχτερύδεσ ϋπρεπε ν' ανούξει για εξϊςκηςη πριν αποτολμόςει αυτό τη νεκροψύα. «ϊντι, μόπωσ τα φώτα θαμπώνουν την εικϐνα;» Ο ϊντι ϋλεγξε την οθϐνη τησ βιντεοκϊμερασ. «ήχι. Αν η επιφϊνεια όταν λευκό μϊλλον θα τη θϊμπωναν, αλλϊ τώρα εύναι μια χαρϊ». «Εντϊξει». Ο Σϐνι ξετϑλιξε το κύτρινο πλαςτικοποιημϋνο ςϑρμα με το οπούο όταν δεμϋνοσ ο ςϊκοσ απορριμμϊτων. Ση ςτιγμό που τον ϊνοιξε η μυρωδιϊ ϋγινε πιο δυνατό. «Φριςτϋ μου!» εύπε, κουνώντασ το χϋρι μπροςτϊ ςτο πρϐςωπο του. Μετϊ ϋβγαλε απϐ μϋςα μια ϊλλη ςακοϑλα τεκμηρύων, μεγϊλου μεγϋθουσ αυτό . Ο ϊντι παρακολουθοϑςε πϊνω απϐ την κϊμερα. Αυτϐ το πρϊγμα μϋςα ςτη ςακοϑλα ϋμοιαζε ςαν φθαρμϋνο τερατοϑργημα απϐ λοϑνα παρκ. Ϊνα απϐ τα ςκουρϐχρωμα φτερϊ εύχε διπλωθεύ πϊνω απϐ το ςώμα, το ϊλλο πύεζε τη διϊφανη ςακοϑλα θυμύζοντασ χϋρι ακουμπιςμϋνο πϊνω ςε
- 248 -
γυαλύ. Μερικϋσ φορϋσ ϐταν ϋπιανεσ κανϋναν μεθυςμϋνο και τον ϋβαζεσ ςτο πύςω κϊθιςμα του περιπολικοϑ, τον ϋβλεπεσ ν' ακουμπϊει τα χϋρια του ςτο τζϊμι και να κοιτϊζει τον ϋξω κϐςμο ανϊμεςα απϐ τισ παλϊμεσ του, ϋνα ζαλιςμϋνο ςκοϑρο πρϐςωπο πλαιςιωμϋνο απϐ δϑο αςτερύεσ. Αυτϐ του θϑμιςε το πλϊςμα για κϊποιο λϐγο. «Σο ςφρϊγιςμα εύναι ανοιχτϐ ςτη μϋςη», εύπε ο Κερτ, δεύχνοντασ με ϋνα νεϑμα αποδοκιμαςύασ τη ςακοϑλα τεκμηρύων. «Ϊτςι εξηγεύται η μυρωδιϊ». Κατϊ τη γνώμη του ϊντι, τύποτε δεν μποροϑςε να εξηγόςει τη μυρωδιϊ. Ο Κερτ ϊνοιξε τελεύωσ τη ςακοϑλα κι ϋβαλε το χϋρι του μϋςα. Ο ϊντι αιςθϊνθηκε το ςτομϊχι του να δϋνεται κϐμποσ και αναρωτόθηκε αν θα μποροϑςε ν' αναγκϊςει τον εαυτϐ του να κϊνει αυτϐ που ϋκανε ο Κερτ. Μϊλλον ϐχι. Ο Γουύλκοξ ϐμωσ δε δύςταςε ςτιγμό. ήταν τα γαντοφορεμϋνα δϊχτυλα του ϊγγιξαν το πτώμα μϋςα ςτη ςακοϑλα, ο Σϐνι ϋκανε μια αντανακλαςτικό κύνηςη, τα πϐδια του ϋμειναν ακύνητα αλλϊ το ςώμα του κινόθηκε προσ τα πύςω ςαν να όθελε ν' αποφϑγει μια γροθιϊ. Και πύςω απϐ τη χαριτωμϋνη ροζ μϊςκα του ακοϑςτηκε ϋνασ ακοϑςιοσ όχοσ αηδύασ. «Εύςαι εντϊξει;» ρώτηςε ο Κερτ. «Ναι», εύπε ο Σϐνι. «Ψραύα. Θα το βϊλω ςτο φελλϐ, εςϑ κϊρφωςε το». «Εντϊξει». «ύγουρα εύςαι εντϊξει;» «Ναι, που να πϊρει». «Γιατύ κι εμϋνα μ' ϋχει πιϊςει αναγοϑλα», εύπε ο Κερτ. Ο ϊντι εύδε τον ιδρώτα να κυλϊει ςτο πρϐςωπο του, μουςκεϑοντασ το λϊςτιχο που ςυγκρατοϑςε τη μϊςκα.
- 249 -
«Ασ αφόςουμε τισ ευαιςθηςύεσ για αργϐτερα, να τελειώνουμε εδώ, τι λεσ;» Ο Κερτ ςόκωςε το νυχτεριδοπρϊμα και το ϋβαλε ςτο φελλϐ. Ο ϊντι ϊκουςε ϋναν παρϊξενο φρικτϐ όχο καθώσ το ϋκανε. Μπορεύ να ϋφταιγαν απλώσ η ϋνταςη και το θρϐιςμα που ϋκαναν τα ροϑχα και τα γϊντια, αλλϊ δεν το πολυπύςτευε αυτϐ. Ϋταν ο όχοσ απϐ νεκρϐ δϋρμα που τρύβεται πϊνω ςε νεκρϐ δϋρμα, ϋνασ όχοσ που ϋμοιαζε με πολϑ ςιγανϋσ λϋξεισ ςε κϊποια απαύςια ϊγνωςτη γλώςςα. Σον ϋκανε να θϋλει να κλεύςει τ' αυτιϊ του. Σην ύδια ςτιγμό που αντιλόφθηκε αυτϐ το ανατριχιαςτικϐ θρϐιςμα, εύχε την αύςθηςη ϐτι η ϐραςη του ϋγινε οξϑτερη. Ο κϐςμοσ απϋκτηςε μια αφϑςικη διαϑγεια. Ϊβλεπε το ροζ χρώμα του δϋρματοσ του Κερτ κϊτω απϐ τα λεπτϊ γϊντια που φοροϑςε, και τισ ςυμπιεςμϋνεσ τρύχεσ ςτο πϊνω μϋροσ των δαχτϑλων του. Σο λευκϐ των γαντιών όταν πολϑ λαμπερϐ και ϋκανε αντύθεςη με το μιςϐ ςώμα του πλϊςματοσ, που εύχε ϋνα θαμπϐ γκρύζο χρώμα. Σο ςτϐμα του ϋχαςκε ανοιχτϐ. Σο μοναδικϐ μαϑρο μϊτι του κούταζε χωρύσ να βλϋπει, με την επιφϊνεια του θολό και φαγωμϋνη. Αυτϐ το μϊτι του ϊντι του φϊνταζε μεγϊλο ααν κοϑπα του τςαγιοϑ. Η μυρωδιϊ γινϐταν ϐλο και πιο δυςϊρεςτη, αλλϊ ο ϊντι δεν εύπε τύποτε. Ο Κερτ και ο αρχιφϑλακασ όταν δύπλα ςτην πηγό. Αν μποροϑςαν να την αντϋξουν αυτού, θα την ϊντεχε κι εκεύνοσ. Ο Κερτ αναςόκωςε το φτερϐ που όταν απλωμϋνο πϊνω ςτο ςώμα του πλϊςματοσ, αποκαλϑπτοντασ τη ςκουροπρϊςινη γοϑνα του και μια μικρό ζαρωμϋνη κοιλϐτητα ϐπου μπορεύ να βρύςκονταν τα γεννητικϊ του ϐργανα. Κρϊτηςε το φτερϐ πϊνω ςτο φελλϐ. «Καρφύτςωςϋ το», εύπε.
- 250 -
Ο Σϐνι το καρφύτςωςϋ. Ϋταν ςκοϑρο γκρύζο και ϐλο μεμβρϊνη. Ο ϊντι δεν ϋβλεπε κανϋνα ύχνοσ απϐ οςτϊ ό αιμοφϐρα αγγεύα. Ο Κερτ ϋφερε το χϋρι του ςτο ςώμα του πλϊςματοσ για να ςηκώςει το ϊλλο φτερϐ. Ο ϊντι ϊκουςε πϊλι εκεύνον το γλοιώδη όχο. Εύχε αρχύςει να κϊνει ζϋςτη ςτο υπϐγειο, και τα πρϊγματα πρϋπει να όταν ακϐμη χειρϐτερα μϋςα ςτην αποθόκη. Ϊφταιγαν οι λϊμπεσ Σϋνςορ. «Καρφύτςωςϋ το, αφεντικϐ». Ο Σϐνι κϊρφωςε και το ϊλλο φτερϐ και τώρα το πλϊςμα κρεμϐταν πϊνω ςτο φελλϐ ςαν τϋρασ απϐ ταινύα του Μπϋλα Λουγκϐζι. Μϐνο που ϐταν το ϋβλεπεσ ϋτςι ολϐκληρο δεν ϋμοιαζε πολϑ με νυχτερύδα οϑτε με ιπτϊμενο ςκύουρο οϑτε και με κανϋνα εύδοσ πουλιοϑ. Δεν ϋμοιαζε με τύποτε. Αυτϐ το κύτρινο πρϊγμα που προεξεύχε απϐ τη μϋςη του προςώπου του, για παρϊδειγμα -τι όταν αυτϐ; Κϐκαλο; Μϑτη; Αν όταν μϑτη, γιατύ δεν εύχε ρουθοϑνια; Ο ϊντι ςκϋφτηκε ϐτι ϋμοιαζε περιςςϐτερο με αρπαχτικϐ νϑχι παρϊ με μϑτη, και εδώ που τα λϋμε ϋμοιαζε περιςςϐτερο με αγκϊθι παρϊ με νϑχι. Κι αυτϐ το μονϐ μϊτι; Ο ϊντι προςπϊθηςε να βρει κϊποιο γόινο πλϊςμα που να ϋχει μϐνο ϋνα μϊτι, αλλϊ δε βρόκε κανϋνα. Πρϋπει να υπϊρχει κϊποιο ϐμωσ, ςκϋφτηκε. Κϊπου. Μόπωσ ςτισ ζοϑγκλεσ τησ Νϐτιασ Αμερικόσ ό ςτα βϊθη των ωκεανών; Επιπλϋον, το πλϊςμα δεν εύχε πϐδια. Σο ςώμα του τελεύωνε απλώσ ςτο πύςω μϋροσ, ςε μια ςτρογγυλό ϊκρη που ϋμοιαζε με μαυροπρϊςινο αντύχειρα. Ο Κερτ καρφύτςωςε μϐνοσ του ςτο φελλϐ το ςώμα του πλϊςματοσ, τραβώντασ την τριχωτό γοϑνα και περνώντασ την πινϋζα ςε μια πτυχό του δϋρματοσ. Ο Σϐνι πρϐςθεςε μερικϋσ πινϋζεσ ςτισ μαςχϊλεσ του πλϊςματοσ, ολοκληρώνοντασ το ϋργο του. Αυτό τη φορϊ όταν
- 251 -
ο Κϋρτισ που ϋβγαλε ϋνα ακοϑςιο γρϑλιςμα αηδύασ πύςω απϐ τη μϊςκα. κοϑπιςε το μϋτωπο του με το χϋρι. «Ϊπρεπε να ςκεφτώ να φϋρω τον ανεμιςτόρα», εύπε. Ο ϊντι ςυμφώνηςε εύχε αρχύςει να τον πιϊνει ζαλϊδα. Ϋ χειροτϋρευε η μυρωδιϊ ό η επύδραςη τησ λειτουργοϑςε ςυςςωρευτικϊ. «Αν ϋβαζεσ κι ϊλλη ςυςκευό ςτην πρύζα εδώ κϊτω μϊλλον θα ϋπεφτε ο αυτϐματοσ του πύνακα», εύπε ο Σϐνι. «Και Σώρα: θα βριςκϐμαςτε ςτο ςκοτϊδι με αυτό την αηδύα. Και παγιδευμϋνοι επιπλϋον, γιατύ ο κϑριοσ εςύλ ντε Μιλ απϐ δω ϋχει ςτόςει την κϊμερα ςτο κατώφλι. Προχώρα, Κερτ. Αν εύςαι εςϑ εντϊξει, εύμαι κι εγώ». Ο Κερτ ϋκανε πύςω, πόρε μερικϋσ ανϊςεσ καθαρϐτερου αϋρα για να ςυνϋλθει και μετϊ πληςύαςε πϊλι ςτο τραπϋζι. «Δε μετρϊω τύποτε», εύπε. «Σα ϋχουμε μετρόςει ϐλα κϊτω ςτο υπϐςτεγο, εντϊξει;» «Ναι», απϊντηςε ο ϊντι. «Σριϊντα ϋξι εκατοςτϊ μόκοσ. Σο ςώμα ϋχει πλϊτοσ μύα παλϊμη περύπου ςτο φαρδϑτερο ςημεύο του. άςωσ κϊτι λιγϐτερο. Προχώρα, για ϐνομα του Θεοϑ, να τελειώνουμε και να φϑγουμε απϐ δω μϋςα». «Δώςε μου και τα δϑο νυςτϋρια, και διαςτολεύσ». «Πϐςουσ διαςτολεύσ;» Ο Κερτ του ϋριξε μια ματιϊ που ϋλεγε Μη λεσ βλακεύεσ. «ήλουσ», εύπε. Ωλλο ϋνα γρόγορο ςκοϑπιςμα του μετώπου του. Ο ϊντι του ϋδωςε αυτϊ που όθελε περνώντασ το χϋρι απϐ την κϊμερα και ο Κερτ τα τακτοπούηςε ϐςο καλϑτερα μποροϑςε ςτο μικρϐ χώρο. «Να παρακολουθεύσ ςυνϋχεια απϐ την οθϐνη τησ κϊμερασ, εντϊξει;» εύπε. «Κούτα να ζουμϊρεισ ςυνεχώσ ϐςο μπορεύσ. Θϋλουμε να ϋχουμε την καλϑτερη δυνατό εικϐνα».
- 252 -
«Και πϊλι, ϐπου και να δεύξεισ το βύντεο θα πουν ϐτι εύναι πλαςτϐ», εύπε ο Σϐνι. «Σο ξϋρεισ αυτϐ, ϋτςι δεν εύναι;» Σώρα: ο Κερτ εύπε κϊτι που ο ϊντι δεν το ξϋχαςε ποτϋ. Πύςτευε ϐτι ο Κϋρτισ, επειδό αντιμετώπιζε όδη μεγϊλη ψυχολογικό ϋνταςη και ςωματικό δυςφορύα, διατϑπωςε ωμϊ τη ςκϋψη του, με ϐρουσ που ςυνόθωσ δεν τολμϊμε να χρηςιμοποιόςουμε επειδό αποκαλϑπτουν πϊρα πολλϊ για τη νοοτροπύα του ομιλητό. «Γϊμηςε τον τον κϐςμο», εύπε. «Αυτϐ εύναι για μασ». «Ϊχω καλό εικϐνα», εύπε ο ϊντι. «Η μυρωδιϊ εύναι απαύςια, αλλϊ ο φωτιςμϐσ εκπληκτικϐσ». Η χρονικό ϋνδειξη ςτο κϊτω μϋροσ τησ μικρόσ εςωτερικόσ οθϐνησ ϋλεγε 7:49:01Μ. «Κϐβω», εύπε ο Κερτ, και κϊρφωςε το μεγαλϑτερο νυςτϋρι ςτη μϋςη του πλϊςματοσ. Σα χϋρια του δεν ϋτρεμαν καθϐλου. Αν εύχε πϊθει κϊποιο τρακ επειδό εύχε φτϊςει επιτϋλουσ η μεγϊλη ςτιγμό, πρϋπει να του πϋραςε γρόγορα. Ακοϑςτηκε ϋνα «ποπ», ςαν να ϋςπαςε μια φουςκϊλα απϐ κϊποιο υγρϐ, και ξαφνικϊ ϊρχιςαν να πϋφτουν ςταγϐνεσ μαϑρησ γλύτςασ ςτο δύςκο κϊτω απϐ τη βϊςη. «Αδερφϋ μου», εύπε ο ϊντι. «Αυτϐ βρομϊει». «Αηδύα», πρϐςθεςε ο Σϐνι. Η φωνό του όταν ξεψυχιςμϋνη. Ο Κϋρτ δεν ϋδωςε ςημαςύα. Ωνοιξε το υπογϊςτριο του πλϊςματοσ με μια κατακϐρυφη τομό και μετϊ ϋκανε τισ ϊλλεσ δϑο ςτϊνταρ διαγώνιεσ τομϋσ μϋχρι τισ μαςχϊλεσ, δημιουργώντασ το ςχόμα Τ που χρηςιμοποιεύται ςτισ νεκροψύεσ. Μετϊ τρϊβηξε με τισ λαβύδεσ το δϋρμα απϐ τη χώρα, αποκαλϑπτοντασ μια πρϊςινη μϊζα κϊτω απϐ ϋνα ςτενϐ οςτϋινο τϐξο.
- 253 -
«Φριςτϋ μου, ποϑ εύναι τα πνευμϐνια του;» ρώτηςε ο Σϐνι. Ο ϊντι τον ϊκουγε ν' αναςαύνει με τραχιϊ, μικρϊ αγκομαχητϊ. «Αυτϐ το πρϊςινο πρϊγμα μπορεύ να εύναι πνεϑμονασ», εύπε ο Κερτ. «Μοιϊζει περιςςϐτερο με... » «Ναι, με εγκϋφαλο. Ξϋρω. Πρϊςινοσ εγκϋφαλοσ. Για να δοϑμε». Ο Κερτ γϑριςε το νυςτϋρι απϐ την αμβλεύα πλευρϊ και χτϑπηςε το λευκϐ τϐξο πϊνω απϐ το οδοντωτϐ πρϊςινο ϐργανο. «Αν αυτϐ το πρϊςινο πρϊγμα εύναι εγκϋφαλοσ, Σώρα: η εξϋλιξη του ϋδωςε για να προςτατεϑεται ζώνη αγνϐτητασ αντύ για προςτατευτικϐ δοχεύο ςαν το δικϐ μασ κρανύο. Δώςε μου το ψαλύδι, ϊντι. Σο πιο μικρϐ». Ο ϊντι του το ϋδωςε και μετϊ ϋςκυψε πϊλι ςτην οθϐνη τησ βιντεοκϊμερασ. Σην εύχαν ζουμϊρει ςτο μϊξιμουμ και η εικϐνα όταν καλό και καθαρό. «Κϐβω... τώρα». Ο Κερτ πϋραςε την κϊτω λϊμα του ψαλιδιοϑ κϊτω απϐ το τοξωτϐ κϐκαλο και το ϋκοψε εϑκολα, ςαν να όταν κορδϐνι απϐ δϋμα. Σο κϐκαλο ϊνοιξε, και την ύδια ςτιγμό η επιφϊνεια του πρϊςινου ςπϐγγου ςτο ςτόθοσ του πλϊςματοσ ϋγινε ϊςπρη και ϊρχιςε να ςφυρύζει ςαν υπερθερμαςμϋνο ψυγεύο αυτοκινότου. Μια ϋντονη οςμό μϋντασ και γαρύφαλου γϋμιςε το χώρο. Και μαζύ με το ςφϑριγμα ϊρχιςε ν' ακοϑγεται ϋνασ όχοσ ςαν κοχλαςμϐσ. Ϋταν ςαν ν' ϊκουγεσ καλαμϊκι που ρουφοϑςε τα τελευταύα υπολεύμματα ςτον πϊτο ενϐσ ποτηριοϑ με μιλκςϋικ. «Μόπωσ πρϋπει να βγοϑμε απϐ δω μϋςα;» ρώτηςε ο Σϐνι.
- 254 -
«Πολϑ αργϊ πια». Ο Κερτ ϋςκυψε πϊνω απϐ τον ανοιχτϐ θώρακα, ϐπου ο πρϊςινοσ ςπϐγγοσ εύχε αρχύςει να βγϊζει ςταγϐνεσ και ρυϊκια απϐ ϋνα λευκοπρϊςινο υγρϐ. Ο Κϋρτισ δεν ϋδειχνε απλϐ ενδιαφϋρον, όταν τελεύωσ απορροφημϋνοσ, ςχεδϐν εκςτατικϐσ. Κοιτϊζοντασ τον, ο ϊντι μποροϑςε να καταλϊβει εκεύνο τον τϑπο που μολϑνθηκε ςκϐπιμα με κύτρινο πυρετϐ, ό την Κιουρύ, που ϋπαθε καρκύνο μελετώντασ τισ ραδιενεργϋσ ακτινοβολύεσ. «Ϊγινα ο καταςτροφϋασ των κϐςμων», εύχε μουρμουρύςει ο Ρϐμπερτ Οπενχϊιμερ ςτην πρώτη επιτυχημϋνη δοκιμό ατομικόσ βϐμβασ ςτην ϋρημο του Νϋου Μεξικοϑ, και μετϊ ϊρχιςε να εργϊζεται για τη βϐμβα υδρογϐνου χωρύσ καν να κϊνει ϋνα διϊλειμμα για τςϊι με βουτόματα. Γιατύ μερικϊ πρϊγματα ςε παγιδεϑουν, ςκϋφτηκε ο ϊντι. Και γιατύ, ενώ η περιϋργεια εύναι αποδεύξιμο γεγονϐσ, η ικανοπούηςη τησ περιϋργειασ εύναι μϊλλον φόμη. «Σι κϊνει;» ρώτηςε ο Σϐνι. Απϐ την ϋκφραςη που εύχε το πρϐςωπο του αρχιφϑλακα πϊνω απϐ τη μϊςκα, πρϋπει να εύχε όδη τισ υποψύεσ του. «Αποςυντύθεται», απϊντηςε ο Κερτ. «Ϊχεισ καλό εικϐνα, ϊντι; Μόπωσ εύναι ςτη μϋςη το κεφϊλι μου;» «ήχι, εύναι μια χαρϊ», απϊντηςε ο ϊντι με κϊπωσ πνιγμϋνη φωνό. την αρχό η μυρωδιϊ μϋντασ-γαρύφαλου όταν ςχεδϐν ευχϊριςτη, αλλϊ τώρα εύχε καθύςει ςτο πύςω μϋροσ του λαιμοϑ του ςαν γεϑςη απϐ ορυκτϋλαιο. Και η δυςωδύα του λϊχανου εύχε ξαναγυρύςει. Η ζαλϊδα του ϊντι επιτεινϐταν, και τα ςωθικϊ του εύχαν αρχύςει να γυρύζουν. «Μην αργεύσ πολϑ ϐμωσ, γιατύ θα πϊθουμε αςφυξύα εδώ μϋςα». «Ωνοιξε την πϐρτα του διαδρϐμου», εύπε ο Κερτ. «Εύπεσ ϐτι... »
- 255 -
«Πόγαινε κϊνε αυτϐ που ςου λϋει», εύπε ο Σϐνι, και ο ϊντι πόγε και την ϊνοιξε. ήταν γϑριςε ςτην κϊμερα, ο Σϐνι ρωτοϑςε τον Κερτ αν η αποςϑνθεςη εύχε επιταχυνθεύ ϐταν ϋκοψε το οςτϋινο τϐξο ςτο θώρακα. «ήχι», απϊντηςε ο Κερτ. «Νομύζω ϐτι επιταχϑνθηκε επειδό ϊγγιξα αυτϐ το πρϊςινο πρϊγμα με την ϊκρη του ψαλιδιοϑ. Σα πρϊγματα που βγαύνουν απϐ το αμϊξι δεν τα πϊνε πολϑ καλϊ με τον κϐςμο μασ, φαύνεται». Ο Σϐνι και ο ϊντι δε διαφώνηςαν. Ο πρϊςινοσ ςπϐγγοσ δεν ϋμοιαζε με εγκϋφαλο οϑτε με πνεϑμονα οϑτε και με κανϋνα ϊλλο γνωςτϐ ϐργανο. Ϊμοιαζε με κϑςτη απϐ πϑο ςτον ανοιχτϐ θώρακα του πτώματοσ. Ο Κερτ κούταξε τον ϊντι. «Αν αυτϐ το πρϊςινο πρϊγμα όταν ο εγκϋφαλοσ του, τι μπορεύ να υπϊρχει ςτο κεφϊλι του; Επιςτημονικό περιϋργεια». Και πριν καταλϊβουν οι ϊλλοι δϑο τι ςκϐπευε να κϊνει, ϊπλωςε το χϋρι κρατώντασ το μικρϐ νυςτϋρι και ϋχωςε τη λεπύδα μϋςα ςτο θολϐ μϊτι του πλϊςματοσ. Ακοϑςτηκε ϋνασ ρουφηχτϐσ όχοσ και το μϊτι κατϋρρευςε και γλύςτρηςε απϐ την κϐγχη ολϐκληρο, ςαν ϋνα φρικτϐ δϊκρυ. Ο Σϐνι όταν απροετούμαςτοσ και του ξϋφυγε μια κραυγό φρύκησ. Ο ϊντι ϋβγαλε ϋνα ςιγανϐ ουρλιαχτϐ. Σο μϊτι κϐλληςε ςτον τριχωτϐ ώμο του πλϊςματοσ και μετϊ ϋπεςε με ϋνα «πλοπ» μϋςα ςτο μεταλλικϐ δύςκο. Μια ςτιγμό αργϐτερα ϊρχιςε να ςφυρύζει και ν' αςπρύζει. «ταμϊτα», εύπε ο ϊντι αυθϐρμητα. «Εύναι ανώφελο. Δεν πρϐκειται να μϊθουμε τύποτε απ' αυτϐ το πρϊγμα, Κϋρτισ. Δεν υπϊρχει τύποτε να μϊθουμε».
- 256 -
Ο ϊντι εύχε την αύςθηςη ϐτι ο Κϋρτισ οϑτε καν τον ϊκουςε. «Φριςτϋ μου», ψιθϑριςε. «Φριςτϋ μου». Ϊνα ινώδεσ ροζ υλικϐ ϊρχιςε ν' αναβλϑζει απϐ την ϊδεια κϐγχη. Ϊμοιαζε με μαλλύ τησ γριϊσ ό με τη μϐνωςη που βϊζουν ςτισ ςοφύτεσ. Βγόκε απϐ την κϐγχη, ςχημϊτιςε ϋναν ϊμορφο ςβϐλο, και μετϊ ϊςπριςε και ϊρχιςε να υγροποιεύται, ϐπωσ και το πρϊςινο ϐργανο. «Ϋταν ζωντανϐ αυτϐ το πρϊγμα;» ρώτηςε ο Σϐνι. «Ϋταν ζωντανϐ ϐταν του...» «ήχι, απλώσ ϋγινε αποςυμπύεςη», εύπε ο Κερτ. «Εύμαι ςύγουροσ. Δεν εύναι ζωντανϐ, ϐπωσ δεν εύναι ζωντανϐσ ο αφρϐσ ξυρύςματοσ που βγαύνει απϐ το ςπρϋι. Σα τρϊβηξεσ ϐλα, ϊντι;» «Ναι. Δεν ξϋρω αν θα χρηςιμεϑςει ςε τύποτε, αλλϊ τα τρϊβηξα». «Εντϊξει. Ασ δοϑμε την κοιλιϊ του και τελειώςαμε». Αυτϐ που ςυνϋβη μετϊ εκμηδϋνιςε κϊθε πιθανϐτητα για φυςιολογικϐ ϑπνο τουλϊχιςτον επύ ϋνα μόνα. ' αυτϐ το διϊςτημα, το μϐνο που κατϊφερνε ο ϊντι όταν να λαγοκοιμϊται για λύγο, μ' εκεύνο τον ανόςυχο αγχωμϋνο ϑπνο απϐ τον οπούο ξυπνϊσ αγκομαχώντασ, ςύγουροσ ϐτι κϊτι αϐρατο κϊθεται πϊνω ςτο ςτόθοσ ςου κλϋβοντασ την ανϊςα ςου. Ο Κερτ παραμϋριςε το δϋρμα απϐ την κοιλιακό χώρα και ζότηςε απϐ τον Σϐνι να το καρφιτςώςει, πρώτα ςτα αριςτερϊ και μετϊ ςτα δεξιϊ. Ο Σϐνι τα κατϊφερε, αν και με κϊποια δυςκολύα. Ϋταν λεπτοδουλειϊ και εύχαν και οι δυο τα πρϐςωπα τουσ κοντϊ ςτην τομό. Η δυςωδύα πρϋπει να εύναι αφϐρητη απ' αυτό την απϐςταςη, ςκεφτϐταν ο ϊντι. Ο Κερτ ψηλϊφιςε χωρύσ να γυρύςει το κεφϊλι του, βρόκε μύα απϐ τισ λϊμπεσ Σϋνςορ και την ϋςτρεψε λιγϊκι,
- 257 -
εντεύνοντασ το φωσ που ϋπεφτε ςτην τομό. Ο ϊντι εύδε μια μϊζα απϐ ςκοϑρο κϐκκινο υλικϐ -ϋντερα προφανώσ-, ςτοιβαγμϋνη πϊνω ςε ϋναν μπλε-γκρύζο ςϊκο. «Κϐβω», μουρμοϑριςε ο Κερτ, και ϊγγιξε την ανώμαλη επιφϊνεια του ςϊκου με την ϊκρη του νυςτεριοϑ. Ο ςϊκοσ ϊνοιξε και ϋνα μαϑρο υγρϐ πετϊχτηκε κατευθεύαν ςτο πρϐςωπο του Κερτ, βϊφοντασ τα μαγουλϊ του και τη μϊςκα του. Ϊνασ νϋοσ πύδακασ πιτςύλιςε τα γϊντια του Σϐνι. Και οι δυο αναπόδηςαν φωνϊζοντασ, ενώ ο ϊντι ςτεκϐταν παγωμϋνοσ πύςω απϐ τη βιντεοκϊμερα με το ςαγϐνι του να κρϋμεται. Απϐ το ςϊκο ξεχϑθηκε ϋνασ χεύμαρροσ απϐ τραχιϊ μαϑρα ςφαιρύδια τυλιγμϋνα με μια γκρύζα μεμβρϊνη. ϑμφωνα με τον ϊντι, ϋμοιαζαν με ϋντομα τυλιγμϋνα ςε ιςτϐ αρϊχνησ. Μετϊ ο ϊντι εύδε ϐτι κϊθε ςφαιρύδιο εύχε ϋνα ανοιχτϐ θολϐ μϊτι και ϐτι ϐλα τα μϊτια ϋμοιαζαν να τον κοιτϊζουν, να τον ςημαδεϑουν... Και Σώρα: όταν που ϋςπαςε. Οπιςθοχώρηςε απϐ την κϊμερα ουρλιϊζοντασ, αλλϊ ςχεδϐν αμϋςωσ τα ουρλιαχτϊ αντικαταςτϊθηκαν απϐ ϋναν όχο αναγουλιϊςματοσ. Μια ςτιγμό αργϐτερα ξϋραςε πϊνω ςτο πουκϊμιςο του. Ο ύδιοσ ο ϊντι δε θυμϐταν ςχεδϐν τύποτε απϐ αυτϊ. Ϊνα χρονικϐ διϊςτημα πϋντε λεπτών περύπου μετϊ την τελικό τομό του Κερτ εύχε ςβηςτεύ απϐ τη μνόμη του, και το θεωροϑςε πραγματικό ευλογύα. Σο πρώτο πρϊγμα που θυμϐταν αφοϑ ϊρχιςε να ςυνϋρχεται όταν τον Σϐνι να λϋει, «Εμπρϐσ, δεν ακοϑςατε; Ανεβεύτε πϊλι πϊνω, παιδιϊ. ήλα εδώ εύναι υπϐ ϋλεγχο». Και κοντϊ ςτο αριςτερϐ αυτύ του ο Κερτ μουρμοϑριζε ςτον ϊντι ϐτι ϐλα όταν μια χαρϊ, υπϋροχα, τα πϊντα οκϋι.
- 258 -
Αυτϐ ενεργοπούηςε την επιςτροφό του ϊντι απϐ τισ ςϑντομεσ διακοπϋσ του ςτη χώρα τησ υςτερύασ. Αν ϐμωσ όταν ϐλα οκϋι, γιατύ ο Κερτ ανϊςαινε ςαν λαχανιαςμϋνοσ; Και γιατύ το χϋρι του όταν τϐςο παγωμϋνο εκεύ που ϊγγιζε το μπρϊτςο του ϊντι; Ακϐμη και μϋςα απϐ το χειρουργικϐ γϊντι (που εύχε ξεχϊςει να βγϊλει), το χϋρι του όταν κρϑο. «Ξϋραςα», εύπε ο ϊντι, και αιςθϊνθηκε τα μαγουλϊ του να κοκκινύζουν. Δε θυμϐταν να εύχε νιώςει ποτϋ τϐςη ντροπό και ταπεύνωςη. «Φριςτϋ μου, ξϋραςα πϊνω μου». «Ναι», εύπε ο Κερτ. «Σα 'βγαλεσ ϐλα. Μην ανηςυχεύσ ϐμωσ». Ο ϊντι πόρε μια ανϊςα και μετϊ ϋκανε μια γκριμϊτςα καθώσ το ςτομϊχι του δϋθηκε κϐμποσ και ςχεδϐν τον πρϐδωςε πϊλι. Σον εύχαν βγϊλει ςτο διϊδρομο, αλλϊ ακϐμη κι εδώ η δυςωδύα του λϊχανου όταν αφϐρητη. Σαυτϐχρονα ςυνειδητοπούηςε ςε ποιο ακριβώσ ςημεύο του διαδρϐμου όταν: μπροςτϊ ςτην ντουλϊπα απϐ ϐπου εύχε βουτόξει την μπαλαντϋζα. Η πϐρτα όταν ανοιχτό. Ο ϊντι δεν όταν ςύγουροσ, αλλϊ εύχε την υποψύα ϐτι εύχε ϋρθει ωσ εδώ τρϋχοντασ απϐ την αποθόκη του υπογεύου, ύςωσ για να χωθεύ μϋςα ςτην ντουλϊπα, να κλεύςει την πϐρτα πύςω του και να κουλουριαςτεύ εκεύ μϋςα ςτο ςκοτϊδι. Σου φϊνηκε αςτεύο και του ξϋφυγε ϋνα κοφτϐ, ςτριγκϐ γϋλιο. «Μπρϊβο, ϋτςι εύναι καλϑτερα», εύπε ο Κερτ. Πόγε να τον χτυπόςει καθηςυχαςτικϊ και ςοκαρύςτηκε ϐταν ο ϊντι τραβόχτηκε πύςω. «ήχι για ςϋνα», του εξόγηςε ο ϊντι. «Αυτό η γλύτςα... η αηδύα...»
- 259 -
Δεν μποροϑςε να τελειώςει τη φρϊςη του, ο λαιμϐσ του ςφύχτηκε. Ϊδειξε το χϋρι του Κερτ. Η γλύτςα που εύχε βγει απϐ τη μότρα τησ νεκρόσ γκαςτρωμϋνησ νυχτερύδασ όταν απλωμϋνη ςτα γϊντια του Κερτ, και ϋνα μϋροσ τησ εύχε μεύνει τώρα και ςτο μπρϊτςο του ϊντι. Η μϊςκα του Κερτ, που την εύχε κατεβϊςει και κρεμϐταν ςτο λαιμϐ του, όταν κι αυτό λεκιαςμϋνη. το μϊγουλο του υπόρχε μια μαϑρη κροϑςτα ςαν κϊκαδο πληγόσ. την ϊλλη ϊκρη του διαδρϐμου, πϋρα απϐ την ανοιχτό πϐρτα τησ αποθόκησ, ο Σϐνι ςτεκϐταν ςτη βϊςη τησ ςκϊλασ και μιλοϑςε ςε τϋςςερισ πϋντε πολιτειακοϑσ που κούταζαν ανόςυχοι και απορημϋνοι. Σουσ ϋκανε νϐημα να φϑγουν, αλλϊ αυτού δεν ϋδειχναν διατεθειμϋνοι να υπακοϑςουν. Ο ϊντι πόγε μϋχρι την πϐρτα τησ αποθόκησ και ςταμϊτηςε ςε ϋνα ςημεύο ϐπου μποροϑςαν να τον δουν καλϊ. «Εύμαι εντϊξει, παιδιϊ. Εύμαι οκϋι, εύςαι οκϋι, ϐλοι εύναι οκϋι. Ανεβεύτε πϊνω και ηρεμόςτε. Αφοϑ τελειώςουμε, μπορεύτε να δεύτε το βύντεο». «Θα εύναι καλό ιδϋα αυτό;» ρώτηςε ο ήρβιλ Γκϊρετ. «Μϊλλον ϐχι», απϊντηςε ο ϊντι. Οι πολιτειακού ανϋβηκαν πϊνω. Ο Σϐνι, χλομϐσ ςαν το πανύ, γϑριςε ςτον ϊντι και ϋκανε ϋνα μικρϐ νεϑμα. «Ευχαριςτώ». «Σο λιγϐτερο που μποροϑςα να κϊνω. Πανικοβλόθηκα, αφεντικϐ. Λυπϊμαι πολϑ». Ο Κϋρτισ τον χτϑπηςε ςτον ώμο, και ο ϊντι κϐντεψε να τραβηχτεύ πϊλι πύςω, πριν δει ϐτι ο μικρϐσ εύχε βγϊλει τα λερωμϋνα γϊντια. Οπϐτε δεν πεύραζε. Πολϑ τουλϊχιςτον.
- 260 -
«Δεν όςουν ο μϐνοσ», εύπε ο Κερτ. «Σο βϊλαμε κι εμεύσ ςτα πϐδια ξοπύςω ςου. Ϋςουν πολϑ φρικαριςμϋνοσ και δεν το πόρεσ εύδηςη. Πετϊξαμε κϊτω τη βιντεοκϊμερα του Φϊντι μϋςα ςτον πανικϐ μασ. Ελπύζω να μην ϋπαθε τύποτε. Αν χϊλαςε, μϊλλον θα κϊνουμε ϋρανο να του αγορϊςουμε ϊλλη. Ελϊτε, πϊμε να δοϑμε». Γϑριςαν και οι τρεισ τουσ ςτην αποθόκη αποφαςιςτικϊ, αλλϊ αρχικϊ κανϋνασ τουσ δεν όταν ςε θϋςη να μπει μϋςα. Εν μϋρει ϋφταιγε η μυρωδιϊ, κϊτι ςαν ςϊπια ςοϑπα. Κυρύωσ ϐμωσ όταν η γνώςη ϐτι αυτϐ το νυχτεριδοτϋρασ όταν εκεύ μϋςα, καρφωμϋνο ςτο φελλϐ, ανοιγμϋνο απϐ πϊνω μϋχρι κϊτω, και ϋπρεπε να το καθαρύςουν ςαν τα υπολεύμματα απϐ τα ατυχόματα του αββατοκϑριακου ςτουσ δρϐμουσ, ϐπου η μυρωδιϊ απϐ το αύμα και τα κομμϋνα ϋντερα και τη χυμϋνη βενζύνη και το καμϋνο λϊςτιχο εύναι ςαν ϋνασ φρικτϐσ παλιϐσ γνωςτϐσ που δε λϋει να μετακομύςει ςε ϊλλη πϐλη. Ση μυρύζεισ και ξϋρεισ ϐτι κϊποιοσ εύναι νεκρϐσ ό ετοιμοθϊνατοσ, ϐτι κϊποιοσ ϊλλοσ θα κλαύει και θα ουρλιϊζει, ϐτι θα βρεισ κϊποιο παποϑτςι πεταμϋνο ςτο δρϐμο -και ελπύζεισ να μην εύναι παιδικϐ, αλλϊ πολϑ ςυχνϊ εύναι. Κϊπωσ ϋτςι όταν για τον ϊντι. Σουσ ϋβριςκεσ πϊνω ςτην ϊςφαλτο ό δύπλα ςτο δρϐμο με το ςώμα που τουσ ϋδωςε ο Θεϐσ παραμορφωμϋνο ςε νϋα ςχόματα: κϐκαλα να ξεπροβϊλλουν μϋςα απϐ παντελϐνια και πουκϊμιςα, κεφϊλια γυριςμϋνα προσ τα πύςω αλλϊ να μιλοϑν ακϐμη (και να ουρλιϊζουν), μϊτια να κρϋμονται, μια ματωμϋνη μητϋρα να κρατϊει ϋνα ματωμϋνο παιδύ ςαν βιαςμϋνη κοϑκλα και να λϋει Ζει; ασ παρακαλώ, μπορεύτε να κοιτϊξετε; Εγώ δεν μπορώ, δεν τολμϊω. Τπόρχαν πϊντα λύμνεσ αύματοσ ςτα καθύςματα και δακτυλικϊαποτυπώματα απϐ αύμα ςε ϐ,τι εύχε
- 261 -
απομεύνει απϐ τα παρϊθυρα· 'Οταν το αύμα όταν απλωμϋνο ςτο δρϐμο, όταν πϊλι 08 λύμνεσ και γινϐταν μοβ απϐ τα περιςτρεφϐμενα φώτα των περιπολικών, κι ϋπρεπε να το καθαρύςεισ, το αύμα και χα ςκατϊ και τα ςπαςμϋνα γυαλιϊ, γιατύ δεν κϊνει να τα βλϋπει ο κϐςμοσ καθώσ πηγαύνει ςτην εκκληςύα Κυριακό πρωύ. Γιατύ ο κϐςμοσ πληρώνει το λογαριαςμϐ με τουσ φϐρουσ του. «Πρϋπει να το τακτοποιόςουμε», εύπε ο αρχιφϑλακασ. «Σο ξϋρετε αυτϐ, παιδιϊ». Σο όξεραν. Και παρ' ϐλ' αυτϊ κανεύσ τουσ δεν κινόθηκε. Κι αν κϊποιο απ' αυτϊ ζει ακϐμη; Αυτϐ ςκεφτϐταν ο ϊντι. Ϋταν γελούα ιδϋα, το νυχτεριδοπλϊςμα όταν παραπϊνω απϐ ενϊμιςη μόνα μϋςα ς' ϋναν πλαςτικϐ ςϊκο, που κι αυτϐσ όταν μϋςα ςε ϋνα ςφραγιςμϋνο ψϑκτη, αλλϊ δεν αρκοϑςε να ξϋρεισ ϐτι αυτό η ιδϋα όταν γελούα. Η λογικό εύχε χϊςει τη δϑναμη τησ, τουλϊχιςτον για λύγο. ήταν ϋχεισ να κϊνεισ με ϋνα μονϐφθαλμο πρϊγμα που ϋχει τον εγκϋφαλο του (τον πρϊςινο εγκϋφαλο του) ςτο ςτόθοσ, η ϋννοια τησ λογικόσ φαύνεται γελούα. Ο ϊντι μποροϑςε πολϑ εϑκολα να φανταςτεύ αυτϊ τα ςφαιρύδια μϋςα ςτο διαφανϋσ τουσ περιτϑλιγμα ν' αρχύζουν να πϊλλονται και να κινοϑνται ςαν ληθαργικϊ ςκουλόκια πϊνω ςτο μικρϐ γραφεύο, καθώσ η δυνατό λϊμψη απϐ τισ λϊμπεσ Σϋνςορ τα ζϋςταινε και τα επανϋφερε ςτη ζωό. Ναι, όταν πολϑ εϑκολο να το φανταςτεύ αυτϐ. Και τουσ όχουσ που θα ϋκαναν. Χιλοϑσ όχουσ ςαν νιαουρύςματα. Σουσ όχουσ που βγϊζουν τα μικρϊ των πουλιών ό των αρουραύων καθώσ προςπαθοϑν να γεννηθοϑν. Αλλϊ όταν ο πρώτοσ που πανικοβλόθηκε, να πϊρει. Μποροϑςε τουλϊχιςτον να εύναι ο πρώτοσ που θα ξανϊμπαινε μϋςα. Ϊπρεπε να κϊνει τουλϊχιςτον αυτϐ.
- 262 -
«Ελϊτε», εύπε και πϋραςε το κατώφλι. «Ασ τελειώνουμε. Και μετϊ θα περϊςω την επϐμενη νϑχτα κϊτω απϐ το ντουσ». «Θα πρϋπει να περιμϋνεισ ςτην ουρϊ», εύπε ο Σϐνι. Ϊτςι καθϊριςαν το χϊλι μϋςα ςτην αποθόκη ϐπωσ το εύχαν καθαρύςει τϐςεσ ϊλλεσ φορϋσ ςτουσ αυτοκινητϐδρομουσ. Σουσ πόρε γϑρω ςτη μύα ώρα ςυνολικϊ, και παρ' ϐ. λο που όταν δϑςκολο ν' αρχύςουν, ϐταν τελεύωςαν εύχαν ςυνϋλθει ςχεδϐν. Εκεύνο που τουσ βοόθηςε περιςςϐτερο να ξαναβροϑν τον εαυτϐ τουσ όταν ο ανεμιςτόρασ. Με τισ λϊμπεσ Σϋνςορ ςβηςτϋσ, μποροϑςαν να τον βϊλουν μπροςτϊ χωρύσ ν' ανηςυχοϑν για την αυτϐματη αςφϊλεια του πύνακα. Ο Κερτ δεν ξαναεύπε να κρατόςουν την πϐρτα τησ αποθόκησ κλειςτό. Μϊλλον επειδό ακϐμη και αυτό η περιοριςμϋνη καραντύνα που κρϊτηςαν αρχικϊ εύχε πϊει περύπατο ϐταν πανικοβλόθηκαν και βγόκαν απϐ την αποθόκη τρϋχοντασ. Ο ανεμιςτόρασ δεν μποροϑςε να καθαρύςει εντελώσ τη δυςωδύα του λϊχανου και τησ μϋντασ, αλλϊ την ϋδιωξε ςτο χολ ςε τϋτοιο βαθμϐ ώςτε να ηρεμόςει το ςτομϊχι τουσ. Ο Σϐνι κούταξε τη βιντεοκϊμερα και εύπε ϐτι φαινϐταν εντϊξει. «Θυμϊμαι μια εποχό που τα γιαπωνϋζικα ϋςπαγαν ϐταν ϋπεφταν κϊτω», εύπε. «Κερτ, θϋλεισ να κοιτϊξεισ τύποτε ςτο μικροςκϐπιο; Μποροϑμε να μεύνουμε λύγο ακϐμη αν χρειϊζεται. Ε, ϊντι;» Ο ϊντι κατϋνευςε, αν και χωρύσ ενθουςιαςμϐ. Ντρεπϐταν ακϐμη που εύχε ξερϊςει και το εύχε βϊλει ςτα π ύδια χωρύσ καλϊ καλϊ να καταλϊβει τι ϋκανε. Ϊνιωθε ϐτι δεν εύχε επανορθώςει ακϐμη γι' αυτϐ. «ήχι», απϊντηςε ο Κερτ. Ακουγϐταν κουραςμϋνοσ και αποθαρρημϋνοσ. «Αυτϊ τα αναθεματιςμϋνα τα μπαλϊκια Λου
- 263 -
ϋπεςαν απϐ μϋςα όταν τα μικρϊ του. Σο μαϑρο υλικϐ μϊλλον εύναι το αύμα του. ήςο για τα υπϐλοιπα, και να τα ξϋχαζα δε θα μποροϑςα να καταλϊβω τι βλϋπω». Δεν όταν απλώσ αποθαρρημϋνοσ αλλϊ ςχεδϐν απελπιςμϋνοσ, αν και οϑτε ο Σϐνι οϑτε ο ϊντι θα το καταλϊβαιναν αυτϐ, παρϊ μϐνο αργϐτερα. Ο ϊντι το ςυνειδητοπούηςε μύα απϐ κεύνεσ τισ ϊγρυπνεσ νϑχτεσ που τον περύμεναν ςτο μϋλλον. Ϋταν ξαπλωμϋνοσ ςτην κρεβατοκϊμαρα του μικροϑ του ςπιτιοϑ ςτο Ιςτ τϊτλερ Φϊιτσ, με τα χϋρια πύςω απϐ το κεφϊλι, το πορτατύφ ςτο κομοδύνο αναμμϋνο, το ραδιϐφωνο να παύζει χαμηλϊ και τον ϑπνο χύλια χιλιϐμετρα μακριϊ. Σώρα: ςυνειδητοπούηςε ϐτι ο Κερτ εύχε ϋρθει πρϐςωπο με πρϐςωπο με μια νϋα αλόθεια για πρώτη φορϊ απϐ Σώρα: που εμφανύςτηκε η Μπιοϑικ, και ύςωσ για πρώτη φορϊ ςτη ζωό του: ϐτι ςχεδϐν ςύγουρα δε θα κατϊφερνε να μϊθει αυτϐ που όθελε. Αυτϐ που εύχε πεύςει τον εαυτϐ του ϐτι χρειαζϐταν να μϊθει. Η φιλοδοξύα του όταν ν' ανακαλϑψει τι ςυνϋβαινε, αλλϊ ςιγϊ τα λϊχανα. Σρύχεσ, ϐπωσ ϋλεγαν ϐταν όταν μικρού. ε ϐλη τη χώρα υπόρχαν παιδιϊ του δημοτικοϑ που η φιλοδοξύα τουσ όταν να παύξουν ςτο NBA. το μϋλλον τουσ ςε ϐλεσ ςχεδϐν τισ περιπτώςεισ θα όταν πολϑ πιο πεζϐ. Κϊποτε ϋρχεται η ςτιγμό που οι περιςςϐτεροι ϊνθρωποι βλϋπουν πώσ ϋχουν τα πρϊγματα και ςυνειδητοποιοϑν ϐτι η ζωό δε θα ϋρθει ϐπωσ θα όθελαν. ' αυτό την κατϊςταςη δε βριςκϐταν τώρα ο Κϋρτισ Γουύλκοξ; Μϊλλον. Σο ενδιαφϋρον του για την Μπιοϑικ θα ςυνεχιζϐταν, αλλϊ με κϊθε χρϐνο που περνοϑςε αυτϐ το ενδιαφϋρον θα γινϐταν ϐλο και πιο πολϑ αυτϐ που πραγματικϊ όταν -ςυνηθιςμϋνη αςτυνομικό δουλειϊ. Παρακολοϑθηςη και επιτόρηςη, ςυγγραφό
- 264 -
αναφορών (ςε τετρϊδια που θα ϋκαιγε αργϐτερα η γυναύκα του), καθϊριςμα πϐτε πϐτε ϐταν η Μπιοϑικ θα γεννοϑςε ϋνα ακϐμη τερατοϑργημα που θα πϊλευε για λύγο πριν πεθϊνει. Α, ναι, και καμιϊ νϑχτα αϒπνύασ πϐτε πϐτε. Αλλϊ αυτϐ όταν φυςικϐ, ςωςτϊ; Ο Κερτ και ο Σϐνι ξεκαρφύτςωςαν το τερατοϑργημα απϐ το φελλϐ. Σο ϋβαλαν πύςω ςτη ςακοϑλα τεκμηρύων. Μετϊ ϋριξαν μϋςα και ϐλα τα μαϑρα μπαλϊκια εκτϐσ απϐ δυο, ςκουπύζοντασ τα με μια βοϑρτςα για δακτυλικϊ αποτυπώματα. Αυτό τη φορϊ ο Κερτ φρϐντιςε να κλεύςει καλϊ η ςακοϑλα απ' τη μια ϊκρη ςτην ϊλλη. «Εύναι ακϐμη εδώ ο Ωρκι;» ρώτηςε. «ήχι», απϊντηςε ο Σϐνι. «Ϋθελε να μεύνει, αλλϊ τον ϋςτειλα ςπύτι». «Σώρα: μπορεύ ν' ανεβεύ ϋνασ απϐ τουσ δυο ςασ πϊνω και να πει ςτον Ορβ ό ςτον Μπακ ν' ανϊψει τον αποτεφρωτό πύςω; Επύςησ, κϊποιοσ πρϋπει να βϊλει μια κατςαρϐλα νερϐ ςτο μϊτι. Μεγϊλη κατςαρϐλα». «Θα πϊω εγώ», εύπε ο ϊντι, και πόγε αφοϑ ϋβγαλε την καςϋτα απϐ τη βιντεοκϊμερα του Φϊντι. ήςο ϋλειπε, ο Κερτ πόρε δεύγματα με βαμβϊκι απϐ το κολλώδεσ μαϑρο υγρϐ που εύχε βγει απϐ την κοιλιϊ και τη μότρα του πλϊςματοσ. Επύςησ, απϐ το αραιϐτερο λευκϐ υγρϐ που προερχϐταν απϐ το ϐργανο του θώρακα. Σϑλιξε κϊθε βαμβϊκι με ςελοφϊν και τα ϋβαλε μϋςα ςε μια ϊλλη ςακοϑλα τεκμηρύων. Σα δϑο τελευταύα αγϋννητα πλϊςματα με τα μικροςκοπικϊ φτερϊ τυλιγμϋνα γϑρω τουσ (και το ανατριχιαςτικϐ τουσ μονϐ μϊτι) τοποθετόθηκαν ς' ϋνα τρύτο ςϊκο. Ο Κερτ δοϑλευε ςυςτηματικϊ και γρόγορα αλλϊ χωρύσ ενθουςιαςμϐ, ϐπωσ θα δοϑλευε ςτον τϐπο ενϐσ εγκλόματοσ. Σα δεύγματα και το κομμϋνο ςώμα τησ νυχτερύδασ τελικϊ
- 265 -
κατϋληξαν ςτο πρϊςινο ντουλϊπι που ο Σζορτζ Μϐργκαν κϊποια ςτιγμό βϊφτιςε «Ϊκθεςη Σερϊτων Διμοιρύασ Δ». Ο Σϐνι επϋτρεψε ςε δϑο απϐ τουσ πολιτειακοϑσ που όταν πϊνω να κατεβοϑν ςτο υπϐγειο ϐταν ϊρχιςε να βρϊζει το νερϐ ςτην κατςαρϐλα. Οι πϋντε ϊντρεσ φϐρεςαν χοντρϊ γϊντια κουζύνασ και ϋπλυναν τα πϊντα. Σα οργανικϊ υπολεύμματα πόγαν ς' ϋναν πλαςτικϐ ςϊκο, μαζύ με τα πανιϊ που χρηςιμοπούηςαν ςτο καθϊριςμα, τα χειρουργικϊ γϊντια, τισ ιατρικϋσ μϊςκεσ και τα πουκϊμιςα. Ο ςϊκοσ πόγε ςτον αποτεφρωτό και ο καπνϐσ πόγε ςτον ουρανϐ, ςτον Επουρϊνιο Πατϋρα, εισ τουσ αιώνασ των αιώνων, αμόν. Μετϊ, ο ϊντι, ο Κϋρτισ και ο Σϐνι ϋκαναν ντουσ. Πλϋνονταν πολλό ώρα με ςχεδϐν αφϐρητα καυτϐ νερϐ, ςε ςημεύο που ϊδειαςαν τη δεξαμενό ϐχι μύα φορϊ αλλϊ δϑο. Μετϊ, ροδαλού, φρεςκοχτενιςμϋνοι και με καθαρϊ ροϑχα, κατϋληξαν ςτο παγκϊκι των καπνιςτών. «Εύμαι τϐςο καθαρϐσ που ςχεδϐν τρύζω», εύπε ο ϊντι. «Ως' τα να πϊνε», ςυμφώνηςε ο Κερτ. Ϊμειναν για λύγο αμύλητοι κοιτϊζοντασ το υπϐςτεγο. «Ϊπεςε πϊνω μασ πολλό απ' αυτό τη μαλακύα», εύπε τελικϊ ο Σϐνι. «Πολλό». τον ουρανϐ κρεμϐταν ϋνα φεγγϊρι τριών τετϊρτων, λευκϐ ςαν γυαλιςμϋνη πϋτρα. Ο ϊντι αιςθανϐταν ϋνα τρϋμουλο ςτον αϋρα. κϋφτηκε ϐτι ύςωσ οι εποχϋσ ετοιμϊζονταν ν' αλλϊξουν. «Αν αρρωςτόςουμε...» «Νομύζω ϐτι αν όταν ν' αρρωςτόςουμε, θα εύχαμε αρρωςτόςει όδη», εύπε ο Κερτ. «Ϋμαςτε τυχερού. Πολϑ τυχερού. Εύδατε καθϐλου τα μϊτια ςασ ςτον καθρϋφτη του μπϊνιου;» Σα εύχαν δει φυςικϊ. Ϋταν κϐκκινα και ερεθιςμϋνα, μϊτια ανθρώπων που εύχαν περϊςει μια μεγϊλη και δϑςκολη
- 266 -
μϋρα παλεϑοντασ με κϊποια πυρκαγιϊ. «Πιςτεϑω ϐτι η κοκκινύλα θα φϑγει», ςυνϋχιςε ο Κερτ, «αλλϊ εκεύνεσ οι μϊςκεσ πρϋπει να όταν καλό ιδϋα τελικϊ. Δεν παρϋχουν καμιϊ προςταςύα απϐ τα μικρϐβια, αλλϊ τουλϊχιςτον δεν πόγε εκεύνη η μαϑρη αηδύα ςτο ςτϐμα μασ. Αν πόγαινε, νομύζω ϐτι οι ςυνϋπειεσ μπορεύ να όταν πολϑ ϊςχημεσ». Και εύχε δύκιο.
- 267 -
Σώρα : ϊντι Σα ςϊντουιτσ εύχαν τελειώςει, το ύδιο και το παγωμϋνο τςϊι. Εύπα ςτον Ωρκι να πϊρει δϋκα δολϊρια απϐ το ταμεύο ϋκτακτων εξϐδων (το εύχαμε μϋςα ςε ϋνα βϊζο ςτο ντουλϊπι του πϊνω ορϐφου) και να πεταχτεύ ςτο ςοϑπερ μϊρκετ. Δυο ντουζύνεσ Κϐκα Κϐλα και μιςό ντουζύνα μπύρεσ θα μασ ϋβγαζαν μϋχρι το τϋλοσ τησ αφόγηςησ. «Αν πϊω, θα χϊςω το κομμϊτι με το ψϊρι», εύπε ο Ωρκι. «Ωρκι, το ξϋρεισ το κομμϊτι με το ψϊρι. Σα ξϋρεισ ϐλα τα κομμϊτια τησ ιςτορύασ. Πόγαινε και φϋρε μασ κϊτι κρϑο να πιοϑμε. ε παρακαλώ». Πόγε, γκαζώνοντασ το φορτηγϊκι του και βγαύνοντασ απϐ το πϊρκινγκ με μεγϊλη ταχϑτητα. Κανονικϊ θα 'πρεπε να του δώςουν κλόςη. «υνϋχιςε», εύπε ο Νεντ. «Σι ϋγινε μετϊ;» «Για να δοϑμε», εύπα. «Ο παλιϐσ αρχιφϑλακασ ϋγινε παπποϑσ, πρώτ' απ' ϐλα. Αυτϐ μϊλλον ϋγινε πολϑ πιο γρόγορα απϐ ϐ,τι όθελε, η κϐρη του γϋννηςε κοριτςϊκι ανϑπαντρη, ϋγινε μεγϊλη φαςαρύα ςτην οικογϋνεια, αλλϊ ϐλοι ηρϋμηςαν τελικϊ και το κορύτςι πόγε ςτο μιθ, που απ' ϐ,τι ακοϑω δεν εύναι καθϐλου κακϐ πανεπιςτόμιο για να ςπουδϊςει μια κοπϋλα. Ο γιοσ του Σζορτζ Μϐργκαν ϋκανε χϐουμραν ςτο μπϋιζμπολ και ο Σζορτζ όταν τϐςο περόφανοσ που κϐντεψε να ςπϊςει τα κουμπιϊ τησ ςτολόσ του απϐ το κϐρδωμα. Νομύζω ϐτι δϑο χρϐνια αργϐτερα ςκϐτωςε εκεύνη τη γυναύκα ςτο δρϐμο και μετϊ αυτοκτϐνηςε. Η γυναύκα του ήρβι Γκϊρετ ϋπαθε ςηψαιμύα ςτο πϐδι τησ και ϋχαςε μερικϊ δϊχτυλα. Η ύρλεώ Πϊςτερνακ όρθε να δουλϋψει εδώ το 1984...» «Σο 1986», μουρμοϑριςε η ύρλεώ.
- 268 -
«Σο '86, λοιπϐν», εύπα και τησ χτϑπηςα απαλϊ το γϐνατο. «Εκεύνη την εποχό περύπου εύχαμε και μια ϊςχημη πυρκαγιϊ ςτο Λϊςμπεργκ, κϊτι παιδιϊ ϋπαιζαν με ςπύρτα ςτο υπϐγειο μιασ πολυκατοικύασ. Φωρύσ επύβλεψη. ήταν μου λϋει κανεύσ ϐτι οι Ωμισ εύναι τρελού που ζουν ϐπωσ ζουν, ςκϋφτομαι εκεύνη την πυρκαγιϊ ςτο Λϊςμπεργκ. Πϋθαναν εννιϊ ϊτομα, ανϊμεςα τουσ ϐλα τα παιδιϊ ςτο υπϐγειο εκτϐσ απϐ ϋνα. Κι αυτϐ που ςώθηκε μϊλλον θα εϑχεται να μην εύχε γλιτώςει. Θα εύναι δεκϊξι χρονών τώρα, ςτην ηλικύα που τα αγϐρια αρχύζουν να ενδιαφϋρονται για τα κορύτςια, κι αυτϐ το παιδύ μϊλλον θα μοιϊζει με τον πρωταγωνιςτό απϐ την Ψραύα και το Σϋρασ. Η εύδηςη βγόκε μϐνο ςτισ τοπικϋσ εφημερύδεσ και τουσ ςταθμοϑσ -ϋχω μια θεωρύα ϐτι οι πυρκαγιϋσ με πολλαπλϊ θϑματα ςε πολυκατοικύεσ βγαύνουν ςε εθνικϐ δύκτυο μϐνο αν γύνουν τα Φριςτοϑγεννα-, αλλϊ η πυρκαγιϊ παραόταν μεγϊλη για τα μϋρη μασ, πολϑ μεγϊλη. Ο Σζϊκι Ο' Φϊρα ϋπαθε τρομερϊ εγκαϑματα ςτα χϋρια του ενώ βοηθοϑςε ςτην κατϊςβεςη. Α, ναι, όρθε και ϋνασ πολιτειακϐσ, Σζϋιμσ Ντϐκερι τον ϋλεγαν...» «Ντϐκερτι», εύπε ο Υιλ Κϊντλετον. «Με γ. Αλλϊ ςυγχωρεύςαι, αρχιφϑλακα, όταν εδώ ϋνα δυο μόνεσ μϐνο, και μετϊ τον μετϋθεςαν ςτο Λαώκϐμινγκ». «Ναι, ςωςτϊ. Σϋλοσ πϊντων, αυτϐσ ο Ντϐκερτι κϋρδιςε το τρύτο βραβεύο ςτο Διαγωνιςμϐ Μαγειρικόσ Μπϋτι Κρϐκερ με τη ςυνταγό Φρυςϊ Λουκϊνικα. Σον ταρϊξαμε ςτο δοϑλεμα, αλλϊ το πόρε καλϊ». «Πολϑ καλϊ», ςυμφώνηςε ο Ϊνα. «Ϊπρεπε να μεύνει. 0α κολλοϑςε εδώ». «Κερδύςαμε και τη διελκυςτύνδα εκεύνη τη χρονιϊ ςτο πικνύκ τησ Σετϊρτησ Ιουλύου και... » Εύδα την ϋκφραςη του μικροϑ και χαμογϋλαςα.
- 269 -
«Νομύζεισ ϐτι ςε πειρϊζω, Νεντ, αλλϊ δεν εύναι ϋτςι. οβαρϊ. Προςπαθώ να ςε κϊνω να καταλϊβεισ. Η Μπιοϑικ δεν όταν το μϐνο πρϊγμα που υπόρχε εδώ, εντϊξει; Δεν όταν. Βαςικϊ, υπόρχαν διαςτόματα που την ξεχνοϑςαμε τελεύωσ. Οι περιςςϐτεροι απϐ μασ, τϋλοσ πϊντων. Και όταν εϑκολο να την ξεχϊςεισ για μεγϊλα διαςτόματα, γιατύ απλώσ καθϐταν ςτο υπϐςτεγο χωρύσ να κϊνει τύποτε. το μεταξϑ αςτυνομικού ϋρχονταν κι ϋφευγαν. Ο Ντϐκερτι ϋμεινε λύγο εδώ, αρκετϐ καιρϐ για να του βγϊλουμε το παρατςοϑκλι εφ Πριντϐμ. Ο Πολ Λϊβινγκ, εκεύνοσ που χτϑπηςε το γϐνατο του πϋρςι ςτο πικνύκ τησ Ημϋρασ τησ Εργαςύασ, πόρε μετϊθεςη, αλλϊ μετϊ απϐ τρύα χρϐνια τον ξανϊςτειλαν εδώ. Η δουλειϊ μασ δεν ϋχει πολλϊ πόγαιν' ϋλα, ϐπωσ κϊποιεσ ϊλλεσ, αλλϊ ϐλο και κϊτι ϋχει κι αυτό. Πρϋπει να ϋχουν περϊςει κϊπου εβδομόντα πολιτειακού απϐ δω απϐ το καλοκαύρι του 1979...» «Πολϑ λύγουσ λεσ», εύπε ο Φϊντι. «Πεσ εκατϐ καλϑτερα, μετρώντασ και τισ μεταθϋςεισ κο* τουσ πολιτειακοϑσ που δουλεϑουν εδώ τώρα. υν μερικϊ καθϊρματα». «Ναι, υπόρχαν και μερικϊ καθϊρματα, αλλϊ οι περιςςϐτεροι απλώσ κϊναμε τη δουλειϊ μασ. Και, Νεντ, ϊκου: ο πατϋρασ ςου και ο Σϐνι ϋιντινκσ πόραν ϋνα μϊθημα εκεύνο το βρϊδυ που ο πατϋρασ ςου ϊνοιξε εκεύνο το νυχτερι δοτϋρασ. Σο ύδιο κι εγώ. Μερικϋσ φορϋσ δεν υπϊρχει τύποτε να μϊθεισ ό δεν υπϊρχει τρϐποσ να το μϊθεισ ό δεν υπϊρχει καν λϐγοσ να προςπαθόςεισ να το μϊθεισ. Εύδα μια ταινύα κϊποτε, και ϋνασ τϑποσ εξηγοϑςε γιατύ πόγαινε ςτην εκκληςύα και ϊναβε κερύ παρ' ϐλο που δεν όταν πολϑ καλϐσ καθολικϐσ πια. "Δεν παύζεισ με το ϊπειρο", εύπε. άςωσ αυτϐ να όταν το μϊθημα που πόραμε.
- 270 -
»Πϐτε πϐτε γινϐταν κανϋνασ φαποςειςμϐσ ςτο Τπϐςτεγο Β. Μερικϋσ φορϋσ μια μικρό δϐνηςη και μερικϋσ φορϋσ δονόςεισ πολλών Ρύχτερ. Αλλϊ οι ϊνθρωποι ϋχουν μια εκπληκτικό ικανϐτητα να ςυνηθύζουν τισ καταςτϊςεισ, ακϐμη κι εκεύνεσ που δεν καταλαβαύνουν. Αν εμφανιςτεύ ϋνασ κομότησ ςτον ουρανϐ, ο μιςϐσ κϐςμοσ θ' αρχύςει να φωνϊζει για τισ Ϊςχατεσ Ημϋρεσ και τουσ Σϋςςερισ Ιππεύσ τησ Αποκϊλυψησ. Αν ϐμωσ ο κομότησ μεύνει εκεύ πϊνω ϋξι μόνεσ, κανεύσ δε θα του δύνει πια ςημαςύα. Σο ύδιο πρϊγμα ϋγινε και ςτα τϋλη του εικοςτοϑ αιώνα, αν θυμϊςαι. ήλοι φώναζαν ϐτι θα πϋςει ο ουρανϐσ να μασ πλακώςει και θα χαλϊςουν οι υπολογιςτϋσ. Πϋραςε μια βδομϊδα και ϐλα επανόλθαν ςτο φυςιολογικϐ. Προςπαθώ απλώσ να ςου δεύξω τα πρϊγματα ςτη ςωςτό τουσ προοπτικό. Να...» «Πεσ μου για το ψϊρι», εύπε ο Νεντ, και αιςθϊνθηκα πϊλι εκεύνον το θυμϐ. Δε ςκϐπευε ν' ακοϑςει αυτϊ που εύχα να του πω, ϐςο κι αν το όθελα, ϐςο ςκληρϊ κι αν προςπαθοϑςα. Αυτϐσ όθελε ν' ακοϑςει αυτϊ που όθελε ν' ακοϑςει, και μϐνο αυτϊ. Πεσ ϐτι αυτό εύναι η Πϊθηςη των Εφόβων. Και η λϊμψη ςτα μϊτια του όταν ςαν τη λϊμψη ςτα μϊτια του πατϋρα του ϐταν ϋςκυβε πϊνω απϐ το νυχτεριδοπρϊμα με το νυςτϋρι ςτο γαντοφορεμϋνο χϋρι του. (Κϐβω. Μερικϋσ φορϋσ ακοϑω ακϐμη τον Κϋρτισ Γουύλκοξ να το λϋει αυτϐ ςτα ϐνειρα μου.) Αυτϐ το φωσ ϐμωσ ςτα μϊτια του μικροϑ δεν όταν ακριβώσ ςαν του πατϋρα του. Γιατύ ο Νεντ δεν όταν απλώσ περύεργοσ. Ϋταν και θυμωμϋνοσ. Πολϑ θυμωμϋνοσ. Ο δικϐσ μου θυμϐσ προερχϐταν απϐ την ϊρνηςη του να δεχτεύ αυτϊ που όθελα να του πω εγώ, απϐ το γεγονϐσ ϐτι εύχε
- 271 -
το θρϊςοσ να θϋλει να διαλϋξει. Αλλϊ απϐ ποϑ προερχϐταν ο δικϐσ του θυμϐσ; Ποιο όταν το επύκεντρο του; Σο ϐτι ο πατϋρασ του ϋλεγε ψϋματα ςτη μητϋρα του, ϐχι μϐνο μια φορϊ αλλϊ ξανϊ και ξανϊ ϐλα αυτϊ τα χρϐνια; Σο ϐτι ϋλεγε ψϋματα και ςτον ύδιο, ό ϋςτω ϐτι του απϋκρυπτε κϊποια πρϊγματα; Ϋταν θυμωμϋνοσ με τον πατϋρα του επειδό εύχε κρατόςει ϋνα τϋτοιο μυςτικϐ; Ϋταν θυμωμϋνοσ μ' εμϊσ; Μ' εμϊσ; Δεν όταν δυνατϐ να πιςτεϑει ϐτι η Μπιοϑικ εύχε ςκοτώςει τον πατϋρα του. Γιατύ να πιςτεϑει κϊτι τϋτοιο; Ο υπεϑθυνοσ για το θϊνατο του Κερτ όταν ο Μπρϊντλεώ Ρϐουτσ. Ο Ρϐουτσ ϋκανε τον Κερτ να κυλόςει ςτο δρϐμο απϐ το πλϊι τησ νταλύκασ, αφόνοντασ ςτην ϊςφαλτο ϋνα λεκϋ απϐ αύμα τρύα μϋτρα μόκοσ και πλϊτοσ ϐςο εύναι το ϑψοσ ενϐσ πολιτειακοϑ, γϑρω ςτο ϋνα ενενόντα ςτην περύπτωςη του Κϋρτισ Γουύλκοξ, ςε μια ςϑγκρουςη που δεν του ϋβγαλε απλώσ τα ροϑχα αλλϊ του τα γϑριςε τα μϋςα ϋξω καθώσ τα φρϋνα οϑρλιαζαν και ενώ το ραδιϐφωνο ϋπαιζε μουςικό κϊντρι -τι ϊλλο εκτϐσ απϐ κϊντρι θα μποροϑςε ν' ακοϑει ϋνα μιςομεθυςμϋνο κϊθαρμα ςαν τον Μπρϊντλεώ; Κϊντρι με ντουϋτο, ϋναν ϊντρα που τραγουδοϑςε μπϊςα και μια γυναύκα πρύμα, ενώ τα κϋρματα ςκϐρπιςαν απϐ το παντελϐνι του Κερτ Γουύλκοξ, και το πϋοσ του κϐπηκε ςαν αγριϐχορτο, και τ' αρχύδια του ϋγιναν μαρμελϊδα, και η τςατςϊρα και το πορτοφϐλι του κατϋληξαν ςτην κύτρινη διαχωριςτικό γραμμό. Ο Μπρϊντλεώ Ρϐουτσ όταν υπεϑθυνοσ για ϐλ' αυτϊ, εκτϐσ αν όθελεσ ν' αποδώςεισ και κϊποια ευθϑνη ςτο μαγαζύ του Ντύκι ςτο τϊτλερ που του ποϑληςε τισ μπύρεσ, ό ύςωσ ςτην εταιρεύα που φτιϊχνει τισ μπύρεσ, με τισ ωραύεσ διαφημύςεισ τησ για χαριτωμϋνα βατραχϊκια που μιλϊνε και αςτεύα
- 272 -
ανθρωπϊκια που πύνουν μπύρεσ, αντύ για νεκροϑσ που κεύτονται ςτο δρϐμο με τα ςωθικϊ τουσ κρεμαςμϋνα ϋξω. Ϋ ύςωσ να όθελεσ ν' αποδώςεισ ευθϑνεσ ςτο DNA του Μπρϊντλεώ, ςτα μικρϊ κυτταρικϊ νόματα που του ψιθϑριζαν Πιεσ κι ϊλλο, πιεσ κι ϊλλο, απϐ Σώρα: που όπιε την πρώτη του γουλιϊ (γιατύ μερικού απλώσ εύναι καλωδιωμϋνοι με αυτϐ τον τρϐπο, πρϊγμα που ςημαύνει ςαν βϐμβα ςε βαλύτςα ϋτοιμη να εκραγεύ, γεγονϐσ βϋβαια που δε δύνει καμύα απολϑτωσ παρηγοριϊ ςτουσ νεκροϑσ και τουσ τραυματύεσ). Ϋ ύςωσ φταύει ο Θεϐσ. Ο Θεϐσ εύναι πϊντα εϑκολοσ αποδιοπομπαύοσ τρϊγοσ γιατύ δε ςου αντιμιλϊει και δε γρϊφει ποτϋ πρωτοςϋλιδα ϊρθρα ςτισ εφημερύδεσ. ήχι η Μπιοϑικ ϐμωσ. ωςτϊ; Δεν μποροϑςε να βρει την παρουςύα τησ Μπιοϑικ ςτο θϊνατο του Κερτ ϐςο κι αν ϋψαχνε. Η Μπιοϑικ βριςκϐταν χιλιϐμετρα μακριϊ, ςτο Τπϐςτεγο Β, χοντρό και πολυτελόσ και ϊμεμπτη με τα ϊςπρα τησ λϊςτιχα που δεν ανϋχονταν χώματα, οϑτε το παραμικρϐ πετραδϊκι ςτα πϋλματα, αλλϊ τα πετοϑςαν απϐ πϊνω τουσ μϋχρι (απ' ϐςο μποροϑςαμε να ξϋρουμε) και τον τελευταύο κϐκκο ϊμμου. Καθϐταν εκεύ και κούταζε τη δουλειϊ τησ ϐταν ο πολιτειακϐσ αςτυνομικϐσ Γουύλκοξ πϋθανε αιμορραγώντασ ςτην Πολιτειακό Οδϐ 32 τησ Πενςιλβϊνια. Και τι ϋγινε που καθϐταν εκεύ, μϋςα ςε μια αμυδρό δυςοςμύα λϊχανου; Πώσ όταν δυνατϐν να ςκϋφτεται το παιδύ του... «Νεντ, δεν τον ςκϐτωςε η Μπιοϑικ απϐ μακριϊ, αν αυτϐ ςκϋφτεςαι», εύπα. «Δεν κϊνει τϋτοια πρϊγματα». Δεν μποροϑςα παρϊ να γελϊςω λύγο με τον εαυτϐ μου, που μιλοϑςα με τϋτοια ςιγουριϊ. Λεσ και όξερα. Ϋ λεσ και όξερα οτιδόποτε ϊλλο για τη Ροουντμϊςτερ. «Η Μπιοϑικ αςκεύ μια
- 273 -
ϋλξη, ύςωσ ακϐμη και να διαθϋτει ϋνα εύδοσ φωνόσ, ϐταν εύναι ςε μύα απϐ αυτϋσ... ξϋρεισ... » «Σισ ενεργϋσ φϊςεισ», εύπε η ύρλεώ. «Ναι. ήταν εύναι ςτισ ενεργϋσ τησ φϊςεισ. Ακοϑσ το βϐμβο, και μερικϋσ φορϋσ τον ακοϑσ μϋςα ςτο μυαλϐ ςου ταυτϐχρονα... ςαν να ςε καλεύ... αλλϊ θα μποροϑςε να φτϊςει εξ αποςτϊςεωσ ςτην Πολιτειακό Οδϐ 32 δύπλα ςτο παλιϐ βενζινϊδικο Σζϋνι; Με τύποτε». Η ύρλεώ με κούταζε ςαν να μου εύχε ςτρύψει λιγϊκι, και ϐντωσ ϋτςι ϋνιωθα. Σι ακριβώσ ϋκανα τώρα; Προςπαθουςα να πεύςω τον εαυτϐ μου να μη θυμώνει με αυτϐ το ϊτυχο ορφανϐ; «ϊντι; Απλώσ θϋλω ν' ακοϑςω για το ψϊρι». Κούταξα τον Φϊντι, μετϊ τον Υιλ και τον Ϊντι. Και οι τρεισ εύχαν παραλλαγϋσ τησ ύδιασ ϋκφραςησ που ϋλεγε: Παιδιϊ! Σι να κϊνεισ; Να τελειώςεισ αυτϐ που ϊρχιςεσ. Αυτϐ μϐνο μπορεύσ να κϊνεισ, και αυτϐ θα ϋκανα. Θα παραμϋριζα το θυμϐ μου και θα τελεύωνα. Εγώ εύχα ανούξει τουσ αςκοϑσ του Αιϐλου (αν και ϋπρεπε να ομολογόςω πωσ ϐταν ϊρχιςα δεν όξερα πϐςοι ϊνεμοι θα 'βγαιναν απϐ μϋςα), και τώρα ϋπρεπε να τουσ κλεύςω. «Εντϊξει, Νεντ. θα ςου πω αυτϐ που θϋλεισ ν' ακοϑςεισ. Αλλϊ κι εςϑ μπορεύσ να λϊβεισ τουλϊχιςτον υπϐψη ςου ϐτι το μϋροσ εδώ παρϋμεινε αρχηγεύο τησ Πολιτειακόσ Αςτυνομύασ; Θα προςπαθόςεισ να θυμϊςαι πωσ, ανεξϊρτητα απϐ το τι πιςτεϑεισ ό ϐχι, ανεξϊρτητα απϐ το αν ςου αρϋςει ό ϐχι, η Μπιοϑικ τελικϊ ϋγινε απλώσ ϊλλο ϋνα κομμϊτι τησ δουλειϊσ μασ, ϐπωσ οι αναφορϋσ ό οι καταθϋςεισ ςτα δικαςτόρια ό το να καθαρύζουμε εμετοϑσ απϐ τα πατϊκια των περιπολικών ό τα πολωνικϊ αςτεύα του τιβ Ντεβϐ; Γιατύ εύναι ςημαντικϐ». «Εντϊξει. Πεσ μου για το ψϊρι».
- 274 -
Ϊγειρα πύςω ςτον τούχο και ςόκωςα το βλϋμμα μου ςτη ςελόνη. Ϋθελα να του δώςω τη ζωό του πύςω αν μποροϑςα. Ϋ τα αςτϋρια ςε ϋνα πλαςτικϐ ποτόρι. ήλα αυτϊ τα ποιητικϊ. Αλλϊ αυτϐσ όθελε μϐνο να του πω για το αναθεματιςμϋνο το ψϊρι. Δε γαμιϋται λοιπϐν. Σου ε ύ πα. Σώρα: ήχι γραφειοκρατικϋσ διατυπώςεισ, ϐχι ϋγγραφα: αυτό όταν η εντολό του Σϐνι ϋιντινκσ, και την ακολουθοϑςαν ϐλοι. ήλοι όξεραν πώσ να χειρύζονται τα θϋματα που αφοροϑςαν την Μπιοϑικ, ποια όταν τα ςωςτϊ κανϊλια. Δεν όταν δϑςκολο. Ϊδινεσ αναφορϊ ό ςτον Κερτ ό ςτον αρχιφϑλακα ό ςτον ϊντι Ντύαρμπορν. Αυτού όταν οι ϊνθρωποι τησ Μπιοϑικ. Ο ϊντι εύχε γύνει μϋλοσ τησ τριανδρύασ απλϊ και μϐνο επειδό όταν παρών ςτη διαβϐητη νεκροψύα. ύγουρα ϐχι επειδό εύχε καμιϊ ιδιαύτερη περιϋργεια γι' αυτϐ το πρϊγμα. Παρϊ την εντολό του Σϐνι να μην υπϊρχουν ϋγγραφα, ο ϊντι όταν ςύγουροσ ϐτι ο Κερτ κρατοϑςε δικϊ του αρχεύα ςημειώςεισ και εικαςύεσ- για την Μπιοϑικ. Αν όταν ϋτςι πϊντωσ, το ϋκανε διακριτικϊ. το μεταξϑ, οι πτώςεισ θερμοκραςύασ και οι ενεργειακϋσ εκτονώςεισ -οι φωτοςειςμού- ϋδειχναν να εξαςθενοϑν. Η Μπιοϑικ ϋχανε ςιγϊ ςιγϊ την ενϋργεια τησ. Ϋ ϋτςι όλπιζαν τουλϊχιςτον. Ο ϊντι δεν κρατοϑςε ςημειώςεισ και δε θα μποροϑςε να δώςει ϋνα αξιϐπιςτο ιςτορικϐ των γεγονϐτων. Οι βιντεοταινύεσ που εύχαν τραβόξει με τα χρϐνια θα βοηθοϑςαν ςε ϋνα τϋτοιο ιςτορικϐ (αν χρειαζϐταν ποτϋ να το κϊνουν), αλλϊ θα υπόρχαν ακϐμη κενϊ και ερωτηματικϊ. Λεν εύχαν βιντεοςκοπόςει ϐλουσ τουσ φωτοςειςμοϑσ, αλλϊ ακϐμη κι αν τουσ βιντεοςκοποϑςαν αυτϐ δε θα ϋπαιζε μεγϊλο ρϐλο. Ϋταν ϐλοι ύδιοι πϊνω κϊτω. Ϊγιναν ύςωσ καμιϊ δεκαριϊ απϐ το
- 275 -
1979 μϋχρι το 1983. Οι περιςςϐτεροι όταν μικρού. Δυο τρεισ όταν εξύςου ιςχυρού με τον πρώτο, και ϋνασ όταν ακϐμη ιςχυρϐτεροσ. Αυτϐσ ο μεγϊλοσ φωτοςειςμϐσ ϋγινε το 1983. ήςοι όταν εκεύ αποκαλοϑςαν ακϐμη μερικϋσ φορϋσ το '83 Φρονιϊ του Χαριοϑ, ςαν να όταν Κινϋζοι. Ο Κϋρτισ ϋκανε μερικϊ πειρϊματα απϐ το '79 μϋχρι το '83, αφόνοντασ διϊφορα φυτϊ και ζώα μϋςα και γϑρω απϐ την Μπιοϑικ ϐταν ϋπεφτε η θερμοκραςύα, αλλϊ τα αποτελϋςματα όταν ουςιαςτικϊ τα ύδια με αυτϊ που εύχαν με τον Σζύμι και τη Ρϐζαλιν. Που ςημαύνει ϐτι μερικϋσ φορϋσ κϊποια πρϊγματα εξαφανύζονταν και μερικϋσ φορϋσ ϐχι. Δεν υπόρχε τρϐποσ να το προβλϋψεισ απϐ πριν. ήλα ϋμοιαζαν τυχαύα, ςαν να ϋπαιζεσ κορϐνα γρϊμματα. ε μια πτώςη τησ θερμοκραςύασ, ο Κερτ ϊφηςε ϋνα ινδικϐ χοιρύδιο δύπλα ςτο αριςτερϐ μπροςτινϐ λϊςτιχο τησ Ροουντμϊςτερ. Σο ϋβαλε μϋςα ςε ϋναν πλαςτικϐ κουβϊ. Εύκοςι τϋςςερισ ώρεσ αφϐτου τελεύωςαν τα πυροτεχνόματα και η θερμοκραςύα ςτο υπϐςτεγο εύχε επανϋλθει ςτο φυςιολογικϐ, το ινδικϐ χοιρύδιο όταν ακϐμη ςτον κουβϊ του, πηδοϑςε εδώ κι εκεύ και φαινϐταν μια χαρϊ. Πριν απϐ ϋναν ϊλλο φωτοςειςμϐ, ο Κερτ ϋβαλε ακριβώσ κϊτω απϐ την Μπιοϑικ ϋνα κλουβύ με δϑο βατρϊχουσ. Αφοϑ τελεύωςαν οι λϊμψεισ, υπόρχαν ακϐμη δϑο βϊτραχοι ςτο κλουβύ. Μια μϋρα αργϐτερα ϐμωσ, υπόρχε μϐνο ϋνασ βϊτραχοσ. Και τη μεθεπϐμενη μϋρα το κλουβύ όταν ϊδειο. Σο 1982 ϋγινε το Περύφημο Πεύραμα του Πορτ Μπαγκϊζ. Επρϐκειτο για ιδϋα του Σϐνι. Αυτϐσ και ο Κερτ ϋκλειςαν ϋξι κατςαρύδεσ μϋςα ςε ϋνα διαφανϋσ πλαςτικϐ κουτύ, κι ϋβαλαν το κουτύ ςτο πορτ μπαγκϊζ τησ Μπιοϑικ. Σο ϋκαναν αυτϐ αμϋςωσ αφοϑ τελεύωςε
- 276 -
μια παρϊςταςη πυροτεχνημϊτων και ϋκανε ακϐμη τϐςο κρϑο μϋςα ςτην Μπιοϑικ ώςτε η ανϊςα τουσ ϋβγαζε αχνϐ ϐταν ϋςκυψαν πϊνω απϐ το πορτ μπαγκϊζ. Επύ τρεισ μϋρεσ ο ϋνασ τουσ κούταζε καθημερινϊ μϋςα ςτο πορτ μπαγκϊζ (πϊντα με ϋνα ςχοινύ δεμϋνο γϑρω απϐ τη μϋςη του, και ϐλουσ τουσ ϊλλουσ ν' αναρωτιοϑνται ςε τι θα βοηθοϑςε ϋνα ςχοινύ ενϊντια ςε κϊτι που κατϊφερε ν' αρπϊξει τον Σζύμι απϐ το κλουβύ των τρωκτικών χωρύσ ν' ανούξει κανϋνα απϐ τα δϑο πορτϊκια, ό τουσ βατρϊχουσ απϐ το επύςησ κλειςτϐ κλουβύ τουσ). Οι κατςαρύδεσ όταν μια χαρϊ την πρώτη μϋρα, και τη δεϑτερη, και την τρύτη. Ο Κερτ και ο Σϐνι πόγαν να τισ πϊρουν την τϋταρτη μϋρα -ϊλλο ϋνα αποτυχημϋνο πεύραμα. Μϐνο που οι κατςαρύδεσ εύχαν χαθεύ, ό ϋτςι φϊνηκε τουλϊχιςτον ςτον Κερτ ϐταν ϊνοιξε το πορτ μπαγκϊζ. «ήχι, περύμενε!» φώναξε μετϊ. «Εδώ εύναι! Σισ βλϋπω! Σρϋχουν εδώ κι εκεύ ςαν τρελϋσ!» «Πϐςεσ εύναι;» φώναξε ο Σϐνι. τεκϐταν ϋξω απϐ την πλαώνό πϐρτα του υπϐςτεγου και κρατοϑςε την ϊκρη του ςχοινιοϑ. «Εύναι ϐλεσ εκεύ; Και πώσ βγόκαν απϐ το κουτύ, Κϋρτισ;» Ο Κϋρτισ μϋτρηςε τϋςςερισ κατςαρύδεσ αντύ για ϋξι, αλλϊ αυτϐ δε ςόμαινε πολλϊ. Οι κατςαρύδεσ δε χρειϊζονται μαγικϊ αυτοκύνητα για να εξαφανιςτοϑν, τα καταφϋρνουν και μϐνεσ τουσ, ϐπωσ ξϋρουν ϐλοι ϐςοι ϋχουν κυνηγόςει κατςαρύδεσ με παντϐφλα. ήςο για το πώσ βγόκαν απϐ το πλαςτικϐ κουτύ, αυτϐ όταν προφανϋσ. Σο ϊνοιγμα του κουτιοϑ όταν ακϐμη κλειςτϐ, αλλϊ τώρα εύχε ςτο πλϊι μια ςτρογγυλό τρϑπα με διϊμετρο δϑο εκατοςτϊ. Για τον Κερτ και τον Σϐνι ϋμοιαζε με τρϑπα απϐ ςφαύρα μεγϊλου διαμετρόματοσ. ήμωσ δεν υπόρχαν ακτινωτϋσ ρωγμϋσ γϑρω τησ, πρϊγμα που μπορεύ ν'
- 277 -
αποτελοϑςε ϋνδειξη ϐτι κϊτι διαπϋραςε το τούχωμα του κουτιοϑ με πολϑ μεγϊλη ταχϑτητα. Ϋ ϐτι κϊτι το ϋκαψε. Πουθενϊ απαντόςεισ, μϐνο ϊπιαςτεσ χύμαιρεσ. Σα ύδια ϐπωσ πϊντα. Και μετϊ όρθε το ψϊρι, τον Ιοϑνιο του 1983. Σα τελευταύα δυϐμιςι χρϐνια τουλϊχιςτον, η Διμοιρύα Δ εύχε πϊψει να φρουρεύ ςυςτηματικϊ την Μπιοϑικ, γιατύ ςτα τϋλη του 1979 με αρχϋσ του 1980 κατϋληξαν ςτο ςυμπϋραςμα ϐτι, εφϐςον ϋπαιρναν κϊποιεσ λογικϋσ προφυλϊξεισ, δεν υπόρχε ιδιαύτεροσ λϐγοσ ανηςυχύασ. Ϊνα γεμϊτο ϐπλο εύναι επικύνδυνο, καμιϊ αντύρρηςη, αλλϊ δε χρειϊζεται να βϊλεισ φρουροϑσ εύκοςι τϋςςερισ ώρεσ το εικοςιτετρϊωρο για να εύςαι ςύγουροσ ϐτι δε θα πυροβολόςει απϐ μϐνο του. υνόθωσ αρκεύ να το βϊλεισ ςε ϋνα ψηλϐ ρϊφι για να μην το φτϊνουν τα παιδιϊ. Ο Σϐνι αγϐραςε ϋνα μουςαμϊ αυτοκινότου ώςτε αν πόγαινε κανεύσ πύςω απϐ το αρχηγεύο και τϑχαινε να κοιτϊξει μϋςα ςτο υπϐςτεγο να μη δει το αμϊξι και αρχύςει να κϊνει ερωτόςεισ. (Σο '81, ϋνασ καινοϑριοσ απϐ το Σμόμα Οχημϊτων με ιδιαύτερη προτύμηςη ςτισ Μπιοϑικ προςφϋρθηκε να την αγορϊςει.) Η βιντεοκϊμερα ϋμεινε ςτην καλϑβα, πϊνω ςτο τρύποδο και με μια πλαςτικό ςακοϑλα απϐ πϊνω για να την προςτατεϑει απϐ την υγραςύα, και η καρϋκλα όταν επύςησ εκεύ (με μια μεγϊλη ςτούβα περιοδικϊ απϐ κϊτω), αλλϊ ο Ωρκι ϊρχιςε να χρηςιμοποιεύ ϐλο και περιςςϐτερο την καλϑβα ςαν αποθόκη για τα ςϑνεργα τησ κηπουρικόσ. ϊκοι με τϑρφη και λύπαςμα, παλϋτεσ χορτοτϊπητα και εργαλεύα για το φϑτεμα των λουλουδιών ϊρχιςαν να ςτριμώχνουν τουσ φϑλακεσ που παρακολουθοϑςαν την Μπιοϑικ και τελικϊ να τουσ
- 278 -
εκτοπύζουν. Η καλϑβα επανερχϐταν ςτην αρχικό τησ χρόςη μϐνο λύγο πριν και μετϊ απϐ τουσ φωτοςειςμοϑσ. Ο Ιοϑνιοσ τησ Φρονιϊσ του Χαριοϑ όταν ϋνασ απϐ τουσ ωραιϐτερουσ πρώιμουσ καλοκαιρινοϑσ μόνεσ που θυμϐταν ο ϊντι -τα χϐρτα να οργιϊζουν, τα πουλιϊ ςυντονιςμϋνα ϐλα ςαν χορωδύα, ο αϋρασ πλημμυριςμϋνοσ απϐ μια ντελικϊτη ζεςταςιϊ ςαν το πρώτο πραγματικϐ φιλύ νεαροϑ ζευγαριοϑ. Ο Σϐνι ϋιντινκσ όταν ςε διακοπϋσ, εύχε πϊει επύςκεψη ςτην κϐρη του ςτη Δυτικό Ακτό (εκεύνη που το μωρϐ τησ προκϊλεςε ϐλη τη φαςαρύα). Ο αρχιφϑλακασ και η γυναύκα του προςπαθοϑςαν ν' αποκαταςτόςουν κϊπωσ τισ ςχϋςεισ τουσ μαζύ τησ πριν γύνει μϐνιμο το ρόγμα. Δεν όταν κακϐ ςχϋδιο. Ο ϊντι Ντύαρμπορν και ο Φϊντι Ρϐγιερ όταν επικεφαλόσ ϐςο ϋλειπε, αλλϊ ο Κερτ Γουύλκοξ -που δεν όταν πια αρχϊριοσ- όταν το αφεντικϐ τησ Μπιοϑικ, καμιϊ αμφιβολύα γι' αυτϐ. Και μια μϋρα εκεύνο τον υπϋροχο Ιοϑνιο, ο Μπακ Υλϊντερσ όρθε να τον δει με αυτό του την ιδιϐτητα. «Ϊχει πϋςει η θερμοκραςύα ςτο Τπϐςτεγο Β», του εύπε. Ο Κϋρτισ ςόκωςε τα φρϑδια του. «Δεν εύναι η πρώτη φορϊ, ϋτςι δεν εύναι;» «ήχι», παραδϋχτηκε ο Μπακ, «αλλϊ δεν την ϋχω ξαναδεύ ποτϋ να πϋφτει τϐςο γρόγορα. Πεντϋμιςι βαθμού απϐ το πρωύ». Αυτϐ ϋκανε τον Κερτ να πϊει αμϋςωσ ςτο υπϐςτεγο, μ' εκεύνη την παλιϊ λϊμψη τησ ϋξαψησ ςτα μϊτια του. 'Οταν κϐλληςε το πρϐςωπο του ςε ϋνα απϐ τα παρϊθυρα τησ μπροςτινόσ γκαραζϐπορτασ, το πρώτο πρϊγμα που πρϐςεξε όταν ο μουςαμϊσ που εύχε αγορϊςει ο Σϐνι. Ϋταν πεςμϋνοσ απϐ τη μεριϊ του οδηγοϑ ςαν αναςηκωμϋνο χαλύ. Δεν όταν η πρώτη φορϊ. Ϋταν λεσ και η Μπιοϑικ μερικϋσ φορϋσ ϋτρεμε (ό
- 279 -
κουνιϐταν) και πϋταγε απϐ πϊνω τησ το πλαςτικϐ κϊλυμμα ςαν κυρύα που πετϊει απϐ πϊνω τησ τη βραδινό τησ εςϊρπα ςηκώνοντασ τουσ ώμουσ. Η βελϐνα ςτο ςτρογγυλϐ θερμϐμετρο ϋδειχνε 16 βαθμοϑσ. «Ϊχει 23 βαθμοϑσ εδώ ϋξω», εύπε ο Μπακ. τεκϐταν δύπλα ςτον Κϋρτισ. «Κούταξα το θερμϐμετρο δύπλα ςτην ταϏςτρα των πουλιών πριν ϋρθω μϋςα να ςου το πω». «Επομϋνωσ ϋχει κατεβεύ εφτϊ βαθμοϑσ, ϐχι πεντϋμιςι». «ήταν όρθα να ςου το πω όταν 18 βαθμού μϋςα ςτο υπϐςτεγο. Για να δεισ πϐςο γρόγορα πϋφτει. αν... ςαν ν' αρχύζει ψυχρϐ μϋτωπο ό κϊτι τϋτοιο. Θϋλεισ να ειδοποιόςω τον Φϊντι;» «Ασ μην τον ενοχλόςουμε. Υτιϊξε ϋνα πρϐγραμμα φροϑρηςησ. Πεσ ςτον Ματ Μπαμπύκι να ςε βοηθόςει. Ονϐμαςε το... χμμ, "Πλϑςιμο αυτοκινότου". Ασ βϊλουμε δϑο ϊτομα να παρακολουθοϑν την Μπιοϑικ για την υπϐλοιπη μϋρα, και απϐψε επύςησ. Εκτϐσ αν ο Φϊντι πει ϐχι ό ανεβεύ πϊλι η θερμοκραςύα». «Εντϊξει», εύπε ο Μπακ. «Θϋλεισ να εύςαι ςτην πρώτη βϊρδια;» Ο Κερτ όθελε, και πολϑ μϊλιςτα -ϋνιωθε ϐτι κϊτι θα ςυνϋβαινε-, αλλϊ κοϑνηςε το κεφϊλι του. «Δε γύνεται. Ϊχω δικαςτόριο, και μετϊ εύναι κι εκεύνη η φορτηγοπαγύδα ςτην Κϊμπρια». Ο Σϐνι θα πϊθαινε υςτερύα αν ϊκουγε τον Κερτ να ονομϊζει φορτηγοπαγύδα τη γεφυροπλϊςτιγγα του αυτοκινητϐδρομου 9, αλλϊ ουςιαςτικϊ αυτϐ όταν. Κϊποιοσ διακινοϑςε ηρωύνη και κοκαϏνη απϐ το Νιου Σζϋρςεώ, και υπόρχε η υποψύα ϐτι η διακύνηςη γινϐταν μϋςα ςτα φορτύα κϊποιων ανεξϊρτητων φορτηγών. «Η αλόθεια εύναι ϐτι δεν προλαβαύνω με τύποτε. Να πϊρει!»
- 280 -
Φτϑπηςε τη γροθιϊ ςτο μηρϐ του, και μετϊ ϋφερε τα χϋρια δύπλα ςτο πρϐςωπο και κούταξε πϊλι μϋςα απϐ το τζϊμι. Σο μϐνο που φαινϐταν όταν η Μπιοϑικ, παρκαριςμϋνη μϋςα ςτο υπϐςτεγο μϋςα ςε δυο δϋςμεσ ηλιακοϑ φωτϐσ που διαςταυρώνονταν πϊνω ςτο ςκοϑρο μπλε καπϐ τησ ςαν προβολεύσ. «Βρεσ τον Ρϊντι αντϋρ. Δεν εύναι εδώ και ο Κρισ ϐντερ; Μου φϊνηκε ϐτι τον εύδα να χαζεϑει κϊπου». «Ναι. Συπικϊ, εύναι εκτϐσ υπηρεςύασ, αλλϊ ςτο ςπύτι του εύναι ακϐμη οι δϑο αδερφϋσ τησ γυναύκασ του απϐ το Οχϊιο και όρθε εδώ για να δει τηλεϐραςη». Ο Μπακ χαμόλωςε τη φωνό του. «Δε θϋλω να ςου πω πώσ να κϊνεισ τη δουλειϊ ςου, Κερτ, αλλϊ νομύζω ϐτι αυτού οι δϑο τϑποι εύναι εκνευριςτικού». «Δε γύνεται αλλιώσ, δεν ϋχουμε ϊλλουσ. Πεσ τουσ ϐτι θϋλω κανονικϋσ αναφορϋσ. τϊνταρ Κωδικϐσ Δ. Και θα τηλεφωνόςω ςτο κϋντρο απϐ ςταθερϐ τηλϋφωνο πριν φϑγω απϐ το δικαςτόριο». Ο Κερτ ϋριξε μια τελικό, ςχεδϐν αγωνιώδη ματιϊ ςτην Μπιοϑικ και γϑριςε ςτο αρχηγεύο για να ξυριςτεύ και να ετοιμαςτεύ για το εδώλιο των μαρτϑρων. Σο απϐγευμα θα ερευνοϑςε καρϐτςεσ φορτηγών μαζύ με μερικοϑσ αςτυνομικοϑσ τησ Διμοιρύασ Γ, ψϊχνοντασ για κοκαϏνη και ελπύζοντασ να μην αποφαςύςει κανεύσ ν' αρχύςει να πυροβολεύ με αυτϐματο. Θα όθελε να βρει κϊποιον να τον αντικαταςτόςει εφϐςον εύχαν χρϐνο, αλλϊ δεν υπόρχε κανε ύ σ. Ο ϐντερ και ο αντϋρ τοποθετόθηκαν φρουρού ςτην Μπιοϑικ, πρϊγμα που δεν τουσ πεύραζε καθϐλου. Αυτϋσ οι ξεκοϑραςτεσ δουλειϋσ αρϋςουν ςτουσ
- 281 -
εκνευριςτικοϑσ τϑπουσ. τϋκονταν δύπλα ςτην καλϑβα καπνύζοντασ, κουβεντιϊζοντασ, ρύχνοντασ πϐτε πϐτε καμιϊ ματιϊ ςτην Μπιοϑικ (ο αντϋρ όταν πολϑ καινοϑριοσ για να ξϋρει τι να περιμϋνει, και δεν ϋμεινε πολϑ καιοϐ ςτην Πολιτειακό Αςτυνομύα ϋτςι κι αλλιώσ), λϋγοντασ αςτεύα και απολαμβϊνοντασ τη μϋρα. ε κϊποιο ςημεύο ο Μπακ Υλϊντερσ ςκαντζϊριςε τον Ρϊντι αντϋρ, λύγο αργϐτερα ο ήρβιλ Γκϊρετ ςκαντζϊριςε τον Κρισ ϐντερ. Ο Φϊντι ϋβγαινε πϐτε πϐτε κι ϋριχνε μια ματιϊ. τισ τρεισ, ϐταν όρθε ο ϊντι για να καθύςει ςτο γραφεύο του προώςτϊμενου αρχιφϑλακα, ο Κερτ Γουύλκοξ εύχε γυρύςει και εύχε ςκαντζϊρει τον Μπακ ςτο Τπϐςτεγο Β. Η θερμοκραςύα ςτο υπϐςτεγο εύχε πϋςει ϊλλουσ πεντϋμιςι βαθμοϑσ ςτο μεταξϑ, και το πϊρκινγκ ϊρχιςε να γεμύζει απϐ τα αυτοκύνητα πολιτειακών που όταν εκτϐσ υπηρεςύασ. Εύχε μαθευτεύ το νϋο. Κωδικϐσ Δ. Γϑρω ςτισ τϋςςερισ το απϐγευμα, ο Ματ Μπαμπύκι ϋβαλε το κεφϊλι του μϋςα ςτο γραφεύο του προώςτϊμενου αρχιφϑλακα και εύπε ςτον ϊντι ϐτι δεν εύχε αςϑρματο. «Υοβερϊ παρϊςιτα, αφεντικϐ. Σα χειρϐτερα που ϋχω δει». «Υτου». Ο ϊντι ϋκλειςε τα μϊτια, τα ϋτριψε με τισ αρθρώςεισ των δαχτϑλων και ευχόθηκε να όταν εκεύ ο Σϐνι. Ϋταν η πρώτη φορϊ που ενεργοϑςε ωσ προώςτϊμενοσ αρχιφϑλακασ, και παρ' ϐλο που η περιςταςιακό αϑξηςη ςτο μιςθϐ του ςτο τϋλοσ του μόνα θα όταν αναμφύβολα ικανοποιητικό, η ταλαιπωρύα δεν όταν καθϐλου. «Εύναι απ' αυτϐ το αναθεματιςμϋνο το αυτοκύνητο. Μϐνο αυτϐ μου ϋλειπε τώρα». «Μην το παύρνεισ κατϊκαρδα», εύπε ο Ματ. «Θα ρύξει μερικϋσ αςτραπϋσ και θα επανϋλθει ςτο φυςιολογικϐ. Και ο αςϑρματοσ το ύδιο. Ϊτςι δε γύνεται ςυνόθωσ;»
- 282 -
Ναι, ϋτςι γινϐταν ςυνόθωσ. Βαςικϊ, ο ϊντι δεν ανηςυχοϑςε ιδιαύτερα για την Μπιοϑικ. Σι θα γινϐταν ϐμωσ αν κϊποιοσ που ϋκανε περιπολύα ςυναντοϑςε προβλόματα ενώ οι επικοινωνύεσ όταν ανϑπαρκτεσ; Κϊποιοσ που θα ϋςτελνε ύςωσ ςόμα 33 -Ζητώ ϊμεςη βοόθεια- ό 47 -τεύλτε αςθενοφϐρο- ό, ακϐμη χειρϐτερα, 1099: Φτυπόθηκε αςτυνομικϐσ. Ο ϊντι εύχε πϊνω απϐ μια ντουζύνα ϊντρεσ ςε περιπολύα εκεύνη τη ςτιγμό, και ϋνιωθε λεσ και τουσ κουβαλοϑςε ϐλουσ ςτην πλϊτη του. «Ματ, ϊκου. Πϊρε το περιπολικϐ μου -εύναι το 17- και πόγαινε ςτα ριζϊ του λϐφου. Δεν πρϋπει να ϋχει παρϊςιτα εκεύ. Κϊλεςε ϐλουσ τουσ δικοϑσ μασ ςτουσ δρϐμουσ και πεσ τουσ ϐτι το κϋντρο επικοινωνιών εύναι προςωρινϊ 17. Κωδικϐσ Δ». «Ψ, ϋλα τώρα, ϊντι! Δεν εύναι λύγο υπερβολικϐ...» «Δεν ϋχω ώρα ν' ακοϑω ανοηςύεσ», εύπε ο ϊντι. Δεν εύχε ξανανιώςει ποτϋ τϋτοια ανυπομονηςύα με τισ κωλυςιεργύεσ του Μπαμπύκι. «Απλώσ κϊνε αυτϐ που ςου εύπα». «Μα δε θα εύμαι εδώ για να δω... » «Ναι, μϊλλον δε θα εύςαι». Η φωνό του ϊντι εύχε υψωθεύ λύγο. «Σα παρϊπονα ςου ςτο δόμαρχο». Ο Ματ κϊτι πόγε να πει πϊλι, αλλϊ κούταξε καλϑτερα το πρϐςωπο του ϊντι και αποφϊςιςε ςυνετϊ να κρατόςει το ςτϐμα του κλειςτϐ. Δϑο λεπτϊ αργϐτερα ο ϊντι τον εύδε να κατεβαύνει το λϐφο με το περιπολικϐ 17. «Ψραύα», μουρμοϑριςε. «Μεύνε εκεύ λύγο, ενοχλητικϋ αντιρρηςύα». Ο ϊντι πόγε ςτο Τπϐςτεγο Β, ϐπου εύχε μαζευτεύ κιϐλασ πολϑσ κϐςμοσ. Οι περιςςϐτεροι όταν πολιτειακού, αλλϊ υπόρχαν και μερικού τϑποι απϐ το Σμόμα Οχημϊτων, με τισ λαδωμϋνεσ πρϊςινεσ φϐρμεσ που όταν η επύςημη ςτολό τουσ. Ζοϑςαν
- 283 -
τϋςςερα χρϐνια τώρα με την Μπιοϑικ και ςυνόθωσ δε φοβοϑνταν, αλλϊ εκεύνη τη μϋρα ϋδειχναν νευρικού. 'Οταν βλϋπεισ να πϋφτει το θερμϐμετρο ϋντεκα βαθμοϑσ μια ζεςτό καλοκαιρινό μϋρα ςε ϋνα κλειςτϐ υπϐςτεγο, εύναι δϑςκολο να μην πιςτϋψεισ ϐτι ςυμβαύνει κϊτι ςοβαρϐ. Ο Κερτ εύχε γυρύςει πριν λύγη ώρα και εύχε όδη οργανώςει μερικϊ πειρϊματα -ϐςα πρϐλαβε μϊλλον, κατϊ την ϊποψη του ϊντι. το μπροςτινϐ κϊθιςμα τησ Μπιοϑικ εύχε βϊλει ϋνα κουτύ απϐ παποϑτςια Νϊικ με μερικοϑσ γρϑλουσ μϋςα. Σο κλουβύ με τουσ βατρϊχουσ όταν ςτο πύςω κϊθιςμα. Τπόρχε μϐνο ϋνασ βϊτραχοσ μϋςα αυτό τη φορϊ, αλλϊ όταν τερϊςτιοσ, απϐ κεύνα τα εύδη που ζουν ςτουσ βϊλτουσ, με τα πεταχτϊ κιτρινϐμαυρα μϊτια. Εύχε πϊρει επύςησ τη ζαρντινιϋρα απϐ το παρϊθυρο του γραφεύου του Ματ Μπαμπύκι και την εύχε βϊλει ςτο πορτ μπαγκϊζ τησ Μπιοϑικ. Σϋλοσ, ϋβγαλε τον Ντύλον για μια βϐλτα εκεύ ϋξω και τον ϋκανε ϋναν κϑκλο τριακοςύων εξόντα μοιρών γϑρω απϐ το αμϊξι, δεμϋνο με το λουρύ για να δει τι θα γύνει. Αυτϐ δεν ϊρεςε ιδιαύτερα ςτον ήρβιλ Γκϊρετ, αλλϊ ο Κερτ τον ϋπειςε να του δώςει το ςκϑλο. ε ϊλλα θϋματα ο Κερτ Χαν ακϐμη λύγο ϊπειροσ, αλλϊ ςε ϐ,τι εύχε ςχϋςη με την Μπιοϑικ όταν τρομερϐσ καταφερτζόσ. Δεν ϋγινε τύποτε εντυπωςιακϐ ςτη βϐλτα του Ντύλον ϐχι, Σώρα: δεν ϋγινε τύποτε-, αλλϊ όταν φανερϐ ϐτι η μαςκϐτ τησ Διμοιρύασ θα προτιμοϑςε να βρύςκεται οπουδόποτε αλλοϑ. Αντιςτεκϐταν ςτο λουρύ τϐςο πολϑ που τον ϋπνιγε, και περπατοϑςε με το κεφϊλι κϊτω και την ουρϊ ςτα ςκϋλια, βγϊζοντασ πϐτε πϐτε ϋναν ξερϐ βόχα. Κούταζε ςυχνϊ την Μπιοϑικ αλλϊ και ϐλο το υπϐλοιπο υπϐςτεγο, λεσ και αυτϐ
- 284 -
που δεν του ϊρεςε εύχε εξαπλωθεύ απϐ το ψευτοαυτοκύνητο και εύχε μολϑνει ϐλο το υπϐςτεγο. Ο Κερτ τον ϋβγαλε πϊλι ϋξω και ϋδωςε το λουρύ πύςω ςτον ήρβιλ. «Κϊτι ςυμβαύνει», εύπε. «Ο Ντύλον το νιώθει, το ύδιο κι εγώ. Αλλϊ δεν εύναι ϐπωσ τισ ϊλλεσ φορϋσ». Εύδε τον ϊντι και το επανϋλαβε: «Δεν εύναι ςαν τισ ϊλλεσ φορϋσ». «ήχι», εύπε ο ϊντι, και μετϊ ϋδειξε τον Ντύλον. «Σουλϊχιςτον δεν ουρλιϊζει». «ήχι ακϐμη», εύπε ο ήρβιλ. «Ϊλα, Ντύλον, πϊμε πύςω ςτο αρχηγεύο. Σα πόγεσ καλϊ. Θα ςου δώςω ςκυλοτροφό». Και απομακρϑνθηκε ρύχνοντασ ςτον Κερτ μια τελευταύα επικριτικό ματιϊ. Ο Ντύλον περπατοϑςε δύπλα του, χωρύσ να χρειϊζεται πια το λουρύ για να τον ακολουθόςει κατϊ πϐδασ. τισ τϋςςερισ και εύκοςι περύπου, η τηλεϐραςη ςτο πϊνω ςαλϐνι ξαφνικϊ ϋπαψε να ϋχει εικϐνα. τισ τϋςςερισ και ςαρϊντα, η θερμοκραςύα ςτο Τπϐςτεγο Β εύχε πϋςει ςτουσ εννιϊ βαθμοϑσ. τισ τϋςςερισ και πενόντα, ο Κερτ Γουύλκοξ φώναξε: «Αρχύζει! Σο ακοϑω!» Ο ϊντι εύχε πϊει μϋςα για να ελϋγξει τισ επικοινωνύεσ (που όταν ςε ϊθλιο χϊλι, ο αςϑρματοσ ϋβγαζε μϐνο μια ςυνεχό βοό απϐ παρϊςιτα), και ϐταν φώναξε ο Κερτ γϑριζε ςτο υπϐςτεγο διαςχύζοντασ το πϊρκινγκ, ϐπου υπόρχαν τϐςα αυτοκύνητα που νϐμιζεσ ϐτι γινϐταν καμιϊ γιορτό ςτο αρχηγεύο, το Υιλανθρωπικϐ Πανηγϑρι τησ Αςτυνομύασ ό το Παιδικϐ Καρναβϊλι που ϋκαναν κϊθε Ιοϑλιο. Ωρχιςε να τρϋχει και πϋραςε μϋςα απϐ τουσ πολιτειακοϑσ που προςπαθοϑςαν να δουν απϐ την πλαώνό πϐρτα -την πλαώνό πϐρτα που, ϐςο κι αν (ραινϐταν απύςτευτο, όταν ακϐμη ανοιχτό. Και ςτο κατώφλι ςτεκϐταν ο Κερτ. Απϐ το υπϐςτεγο ϋβγαιναν κϑματα
- 285 -
ψϑχουσ, αλλϊ δεν ϋδειχνε να τα νιώθει. Σα μϊτια του όταν διϊπλατα ανοιχτϊ, και ϐταν ςτρϊφηκε ςτον ϊντι ϋμοιαζε ςαν να ονειρευϐταν. «Σο βλϋπεισ; ϊντι, το βλϋπεισ;» Υυςικϊ και το ϋβλεπε: μια βιολετύ λϊμψη που ϋβγαινε απϐ τα παρϊθυρα τησ Μπιοϑικ και τη χαραμϊδα του πορτ μπαγκϊζ και κατϋβαινε ςτα πλευρϊ του αυτοκινότου ςαν ϋνα αραιϐ ραδιενεργϐ υγρϐ. Μϋςα ςτο αμϊξι ο ϊντι ϋβλεπε καθαρϊ το ςχόμα των καθιςμϊτων και το τερϊςτιο τιμϐνι. Ϋταν περιγρϊμματα, ςιλουϋτεσ. Η υπϐλοιπη καμπύνα εύχε χαθεύ μϋςα ςε μια ψυχρό μοβ λϊμψη πιο δυνατό και απϐ υψικϊμινο. Ο βϐμβοσ όταν δυνατϐσ και δυνϊμωνε κι ϊλλο. Ο ϊντι ϋνιωθε το κρανύο του να τον πονϊ, και ςχεδϐν ευχϐταν να όταν κουφϐσ. ήχι πωσ θα ςε βοηθοϑςε αν όςουν κουφϐσ, γιατύ αυτϐν το βϐμβο δεν τον ϊκουγεσ μϐνο με τ' αυτιϊ αλλϊ με ϐλο ςου το ςώμα. Ο ϊντι τρϊβηξε τον Κερτ απϐ το κατώφλι και μετϊ ϋπιαςε το πϐμολο τησ πϐρτασ για να την κλεύςει. Ο Κερτ του ϋπιαςε τον καρπϐ. «ήχι, ϊντι, ϐχι! Θϋλω να το δω! Θϋλω... » Ο ϊντι του τρϊβηξε το χϋρι με μια απϐτομη κύνηςη. «Εύςαι τρελϐσ; Τπϊρχουν κανϐνεσ που ακολουθοϑμε μ' αυτϐ το πρϊγμα. Εςϑ το ξϋρεισ καλϑτερα απ' ϐλουσ, εςϑ τουσ ϋφτιαξεσ, μαζύ με τον Σϐνι, για το Θεϐ!» ήταν ο ϊντι ϋκλειςε με πϊταγο την πϐρτα, κϐβοντασ την απευθεύασ θϋα τησ Μπιοϑικ, τα βλϋφαρα του Κερτ πετϊριςαν και αναπόδηςε ςαν ϊνθρωποσ που ξυπνϊ απϐ βαθϑ ϑπνο. «Εντϊξει», εύπε. «Εντϊξει, αφεντικϐ. Με ςυγχωρεύσ». «Δεν πειρϊζει», εύπε ο ϊντι, χωρύσ να το πιςτεϑει. Γιατύ αυτϐσ ο βλϊκασ θα ςτεκϐταν εκεύ ςτο κατώφλι. Ο ϊντι δεν εύχε την παραμικρό αμφιβολύα γι' αυτϐ. θα ςτεκϐταν εκεύ και
- 286 -
θα ψηνϐταν, αν το αμϊξι εύχε βϊλει ςτο πρϐγραμμα να τον ψόςει. «Πρϋπει να πϊρω τα προςτατευτικϊ γυαλιϊ», εύπε ο Κερτ. «Σα ϋχω ςτο πορτ μπαγκϊζ του αυτοκινότου. Ϊχω και εφεδρικϊ, και εύναι πολϑ πιο ςκοϑρα. Ϊνα ολϐκληρο κουτύ. Θϋλεισ κι εςϑ ϋνα ζευγϊρι;» Ο ϊντι εύχε ακϐμη την αύςθηςη ϐτι ο Κερτ δεν εύχε ξυπνόςει εντελώσ, ϐτι απλώσ υποκρινϐταν, ϐπωσ κϊνεισ ϐταν χτυπϊει το τηλϋφωνο ςτη μϋςη τησ νϑχτασ. «Ναι, γιατύ ϐχι; Αλλϊ θα εύμαςτε προςεκτικού, εντϊξει; Γιατύ φαύνεται να ετοιμϊζεται για πολϑ ϊςχημη φϊςη». «Για εκπληκτικό φϊςη!» εύπε ο Κερτ, και η χαρϊ ςτη φωνό του, αν και κϊπωσ τρομακτικό, ϋκανε τον ϊντι να νιώςει λύγο καλϑτερα. Σουλϊχιςτον δεν όταν ςαν υπνοβϊτησ πια. «Αλλϊ, ναι, μαμϊ, θ' ακολουθόςουμε τουσ κανϐνεσ και θα προςϋχουμε πολϑ». Ϊτρεξε για το αμϊξι του -ϐχι το περιπολικϐ, το προςωπικϐ του αμϊξι, την επιςκευαςμϋνη Μπελ Αιρ- και ϊνοιξε το πορτ μπαγκϊζ. Ϊψαχνε ακϐμη μϋςα ςτα κουτιϊ που εύχε εκεύ μϋςα ϐταν η Μπιοϑικ εξερρϊγη. Δεν εξερρϊγη κυριολεκτικϊ, αλλϊ δεν υπόρχε ϊλλη λϋξη γι' αυτϐ που ϋκανε. ήςοι όταν εκεύ εκεύνη τη μϋρα δεν την ξϋχαςαν ποτϋ, αν και αργϐτερα δεν το ςυζότηςαν ςχεδϐν καθϐλου γιατύ δεν υπόρχε τρϐποσ να μιλόςεισ για κεύνο το τρομακτικϐ φαινϐμενο. Για την τερϊςτια ιςχϑ του. Σο μϐνο που μποροϑςαν να πουν όταν ϐτι μπροςτϊ ς' αυτό τη λϊμψη ο όλιοσ ϋμοιαζε ςκοτεινϐσ και το φωσ ϋκανε το υπϐςτεγο να μοιϊζει διαφανϋσ ςαν φϊνταςμα. Ϋταν αδϑνατο να κατανοόςει κανεύσ το πώσ το απλϐ γυαλύ μποροϑςε να ςτϋκεται ανϊμεςα ςτη λϊμψη και ςτον ϋξω κϐςμο. Η λϊμψη
- 287 -
ξεχϑθηκε μϋςα απϐ τισ ςανύδεσ του υπϐςτεγου ςαν νερϐ μϋςα απϐ τουλπϊνι. Σα ςχόματα των καρφιών ξεχώριζαν ςαν κουκκύδεσ ςε φωτογραφύα εφημερύδασ ό μοβ κϐμπουσ αύματοσ πϊνω ςε φρϋςκο τατουϊζ. Ο ϊντι ϊκουςε τον Καρλ Μπρϊντατζ να φωνϊζει Θα τιναχτεύ ςτον αϋρα αυτό τη φορϊ, ςύγουρα πρϊματα! Απϐ το αρχηγεύο πύςω του ϊκουςε τον Μύςτερ Ντύλον να ουρλιϊζει με τρϐμο. «Παρ' ϐλ' αυτϊ όθελε να βγει ϋξω και να ϋρθει ςτο υπϐςτεγο», εύπε αργϐτερα ο ήρβιλ ςτον ϊντι. «Σον εύχα ςτο πϊνω ςαλϐνι, ϐςο πιο μακριϊ γινϐταν απϐ το αναθεματιςμϋνο το υπϐςτεγο, αλλϊ δεν εύχε ςημαςύα. Σο ϋνιωθε το αμϊξι. Σο ϊκουγε, φαντϊζομαι, ϊκουγε το βϐμβο. Και ξαφνικϊ εύδε το παρϊθυρο. Φριςτϋ μου! Αν δεν εύχα ενεργόςει γρόγορα και δεν τον ϊρπαζα εκεύνη τη ςτιγμό, θα εύχε πηδόςει απϐ μϋςα, κι ασ όταν ςτον πρώτο ϐροφο. Κατοϑρηςε πϊνω μου καθώσ τον κρατοϑςα και δεν το αντιλόφθηκα παρϊ μετϊ απϐ μιςό ώρα για να καταλϊβεισ πϐςο τρομαγμϋνοσ όμουν κι εγώ». Ο ήρβιλ κοϑνηςε το κεφϊλι ςκυθρωπϐσ και ςκεφτικϐσ. «Δεν ϋχω ξαναδεύ ςκυλύ να κϊνει ϋτςι. Ποτϋ. Οι τρύχεσ του εύχαν ςηκωθεύ ϐρθιεσ, ϋβγαζε αφροϑσ απϐ το ςτϐμα, και νϐμιζεσ ϐτι τα μϊτια του θα πεταχτοϑν απϐ τισ κϐγχεσ τουσ. Φριςτϋ μου». το μεταξϑ ο Κερτ γϑριςε τρϋχοντασ ςτο υπϐςτεγο με καμιϊ δεκαριϊ ζευγϊρια προςτατευτικϊ γυαλιϊ ςτα χϋρια. Οι πολιτειακού τα φϐρεςαν, αλλϊ και πϊλι όταν αδϑνατο να κοιτϊξεισ την Μπιοϑικ. Ϋταν αδϑνατο ακϐμη και να πληςιϊςεισ τα παρϊθυρα. Και πϊλι υπόρχε εκεύνη η παρϊξενη ςιωπό ενώ ϐλοι ϋνιωθαν ϐτι θα 'πρεπε να βρύςκονται ςτο κϋντρο μιασ τρομερόσ φαςαρύασ, ν' ακοϑν κεραυνοϑσ και
- 288 -
κατολιςθόςεισ και εκρόξεισ ηφαιςτεύων. Με τισ πϐρτεσ του υπϐςτεγου κλειςτϋσ, οι πολιτειακού (ςε αντύθεςη με τον Ντύλον) δεν ϊκουγαν οϑτε καν το βϐμβο. Ακουγϐταν μϐνο ςϑρςιμο απϐ πϐδια, κϊποιοσ που ξερϐβηχε, τα ουρλιαχτϊ του Ντύλον απϐ το αρχηγεύο, η φωνό του ήρβι Γκϊρετ που του ϋλεγε να ηρεμόςει, και τα παρϊςιτα του αςϑρματου του Ματ Μπαμπύκι απϐ το ανοιχτϐ παρϊθυρο (που πλϋον, χϊρη ςτον Κερτ, εύχε απαλλαγεύ απϐ το λουλουδϊτο πλαύςιο του) του θαλϊμου επικοινωνιών. Σύποτε ϊλλο. Ο Κερτ πληςύαςε ςτην γκαραζϐπορτα με το κεφϊλι ςκυφτϐ και τα χϋρια ςηκωμϋνα. Δϑο φορϋσ προςπϊθηςε να ςηκώςει το κεφϊλι και να κοιτϊξει μϋςα ςτο Τπϐςτεγο Β, αλλϊ δεν μποροϑςε. Σο φωσ όταν πολϑ δυνατϐ. Ο ϊντι τον ϋπιαςε απϐ τον ώμο. «Μην προςπαθεύσ να κοιτϊξεισ. Δεν μπορεύσ -ακϐμη τουλϊχιςτον. Θα ςου κϊψει τα μϊτια». «Σι εύναι, ϊντι;» ψιθϑριςε ο Κερτ. «Σι ςτην ευχό εύναι αυτϐ το πρϊγμα;» Ο ϊντι κοϑνηςε το κεφϊλι του. Δεν όξερε τι ν' απαντόςει. Επύ μιςό ώρα η Μπιοϑικ ϋδινε την παρϊςταςη των παραςτϊςεων, μετατρϋποντασ το Τπϐςτεγο Β ςε μια πϑρινη μπϊλα, εκτοξεϑοντασ παρϊλληλεσ δϋςμεσ εκτυφλωτικών λϊμψεων απϐ ϐλα τα παρϊθυρα, αςτρϊφτοντασ ξανϊ και ξανϊ, μια υψικϊμινοσ νϋον χωρύσ θερμϐτητα και όχο. Αν εμφανιζϐταν κανϋνασ πολύτησ εκεύνη την ώρα, ϋνασ Θεϐσ ξϋρει τι θα ςκεφτϐταν, ςε ποιον θα το ϋλεγε και πϐςα θα πύςτευαν απϐ αυτϊ που θα ϋλεγε. Ευτυχώσ ϐμωσ δε φϊνηκε κανεύσ. Και γϑρω ςτισ πεντϋμιςι οι πολιτειακού ϊρχιςαν να βλϋπουν πϊλι μεμονωμϋνεσ λϊμψεισ, λεσ και η ενεργειακό πηγό που προκαλοϑςε το φαινϐμενο εύχε
- 289 -
αρχύςει να εξαςθενεύ. Θϑμιςε ςτον ϊντι μοτοςικλϋτα που αρχύζει να ρετϊρει ϐταν αδειϊςει το ντεπϐζιτο των καυςύμων. Ο Κερτ πληςύαςε ξανϊ ςτα παρϊθυρα. Παρ' ϐλο που αναγκαζϐταν και πϊλι να ςκϑβει κϊθε φορϊ που η Μπιοϑικ εκτϐξευε νϋεσ αςτραπϋσ, μποροϑςε τουλϊχιςτον να κοιτϊξει ςτο ενδιϊμεςο διϊςτημα. Ο ϊντι πόγε κι αυτϐσ δύπλα του, ςκϑβοντασ για ν' αποφϑγει τισ πιο δυνατϋσ λϊμψεισ. (Μοιϊζουμε ςαν να κϊνουμε κϊποια παρϊξενη ϊςκηςη ςυγχρονιςμοϑ, ςκϋφτηκε.) Μιςϐκλεινε τα μϊτια θαμπωμϋνοσ παρ' ϐλο που τα προςτατευτικϊ γυαλιϊ εύχαν τριπλϐ ςτρώμα γυαλύ. Η Μπιοϑικ όταν ακϐμη ϊθικτη και αμετϊβλητη. Ο μουςαμϊσ όταν ακϐμη πεςμϋνοσ ςτο δϊπεδο, απεύραχτοσ κι αυτϐσ απϐ τισ τρομερϋσ λϊμψεισ. Σα εργαλεύα του Ωρκι κρϋμονταν κι αυτϊ ςτη θϋςη τουσ, και οι ςτούβεσ των παλιών εφημερύδων Αμϋρικαν όταν ακϐμη ςτην απϋναντι γωνύα, δεμϋνεσ με ςπϊγκο. Ϊνα και μϐνο ςπύρτο θα όταν αρκετϐ για να πϊρουν φωτιϊ αυτϋσ οι παλιϋσ εφημερύδεσ, αλλϊ ϐλο αυτϐ το εκτυφλωτικϐ μοβ φωσ δεν τισ εύχε πειρϊξει. «ϊντι, βλϋπεισ κανϋνα απϐ τα πειραματϐζωα;» Ο ϊντι κοϑνηςε αρνητικϊ το κεφϊλι του. Ϊκανε πύςω, ϋβγαλε τα γυαλιϊ που του εύχε δώςει ο Κϋρτισ και τα ϋδωςε ςτον Ωντι Κολοϑτςι, που ανυπομονοϑςε να κοιτϊξει. Ο ϊντι ϋκανε μεταβολό και γϑριςε ςτο αρχηγεύο. Απ' ϐ,τι ϋδειχναν τα πρϊγματα, το Τπϐςτεγο Β δε θ' ανατιναζϐταν. Και όταν ακϐμη προώςτϊμενοσ αρχιφϑλακασ, εύχε δουλειϊ. την πύςω ςκϊλα, ςταμϊτηςε και κούταξε πύςω. Ο Ωντι Κολοϑτςι και οι ϊλλοι, παρ' ϐλο που φοροϑςαν προςτατευτικϊ γυαλιϊ, φοβοϑνταν να πληςιϊςουν ςτα παρϊθυρα. Ση μοναδικό εξαύρεςη
- 290 -
αποτελοϑςε ο Κϋρτισ Γουύλκοξ, που ςτεκϐταν μπροςτϊ ςε ϋνα παρϊθυρο -τϐςο τερϊςτιοσ, 0α 'λϋγε η μϊνα του ϊντι- με τα προςτατευτικϊ γυαλιϊ κολλημϋνα ςτο τζϊμι, γυρύζοντασ το κεφϊλι του λύγο κϊθε φορϊ που η λϊμψη όταν πολϑ δυνατό, κϊτι που γινϐταν κϊθε εύκοςι δευτερϐλεπτα περύπου. Ϊτςι ϐπωσ κϊνει θα ςτραβωθεύ απ' αυτϐ το πρϊγμα, ςκϋφτηκε ο ϊντι. ήμωσ δεν υπόρχε τϋτοιοσ φϐβοσ. Ο Κϋρτισ ϋδειχνε να ϋχει χρονομετρόςει το ρυθμϐ των λϊμψεων, και κούταζε την κατϊλληλη ςτιγμό. Ο ϊντι τον ϋβλεπε να γυρύζει το κεφϊλι του ςτο πλϊι ϋνα δυο δευτερϐλεπτα πριν απϐ κϊθε λϊμψη. Και μετϊ, για μια ςτιγμό, γινϐταν ϋνα ςκοτεινϐ περύγραμμα, ϋνασ εξωτικϐσ παγωμϋνοσ χορευτόσ με φϐντο μια φωτεινό επιφϊνεια απϐ μοβ φωσ. Ϋταν τρομακτικϐ το θϋαμα, ςαν να ϋβλεπεσ κϊτι που υπόρχε και δεν υπόρχε ταυτϐχρονα, πραγματικϐ και εξωπραγματικϐ μαζύ, ςυμπαγϋσ και ϊυλο. Ο ϊντι θα ςκεφτϐταν αργϐτερα ϐτι ο Κερτ ϋμοιαζε πολϑ με τον Ντύλον ςε ϐ,τι εύχε ςχϋςη με την Μπιοϑικ 8. Δεν οϑρλιαζε ϐπωσ το ςκυλύ ςτο πϊνω ςαλϐνι, αλλϊ ϋμοιαζε να ϋχει επαφό με το ψευτοαμϊξι, να εύναι ςυγχρονιςμϋνοσ μαζύ του. Να χορεϑει μαζύ του: αυτϐ ϋνιωθε ο ϊντι, Σώρα: και αργϐτερα. Να χορεϑει μαζύ του. τισ ϋξι παρϊ δϋκα εκεύνο το απϐγευμα, ο ϊντι επικοινώνηςε με τον Ματ κϊτω ςτο λϐφο και τον ρώτηςε τι γινϐταν. Ο Ματ του εύπε ϐτι δε γινϐταν τύποτε (Σύποτε, γιαγιϊ, ϋλεγε ο τϐνοσ του), και ο ϊντι του εύπε να γυρύςει ςτο αρχηγεύο. 'Οταν ϋφταςε, ο ϊντι του εύπε ϐτι μποροϑςε να πϊει ςτο υπϐςτεγο να κοιτϊξει το αμϊξι αν όθελε και ο Ματ εξαφανύςτηκε τρϋχοντασ. Γϑριςε πύςω μετϊ απϐ μερικϊ λεπτϊ απογοητευμϋνοσ. «Σην ϋχω ξαναδεύ να το κϊνει αυτϐ», εύπε,
- 291 -
αφόνοντασ τον ϊντι να ςκϋφτεται πϐςο χοντροκϋφαλοι και αχϊριςτοι εύναι πολλού ϊνθρωποι, πϐςο γρόγορα βαραύνουν οι αιςθόςεισ τουσ μετατρϋποντασ το θαυμαςτϐ ςε τετριμμϋνο. «ήλοι εύπαν ϐτι πριν απϐ μύα ώρα ϋγινε ο χαμϐσ, αλλϊ κανεύσ τουσ δεν μποροϑςε να το περιγρϊψει». Ο τϐνοσ του ϋδειχνε μια περιφρϐνηςη που δεν παραξϋνεψε τον ϊντι. τον κϐςμο ενϐσ αξιωματικοϑ επικοινωνιών, τα πϊντα μποροϑν να περιγραφοϑν. ήλοσ ο κϐςμοσ πρϋπει να μπορεύ να περιγραφεύ με μερικοϑσ κωδικοϑσ. «Μην κοιτϊσ εμϋνα», εύπε ο ϊντι. «Μπορώ να ςου πω ϋνα πρϊγμα ϐμωσ. Ϋταν πολϑ λαμπερϐ». «Α. Λαμπερϐ». Ο Ματ του ϋριξε μια ματιϊ που ϋλεγε Δ εν εύςαι απλώσ γιαγιϊ, εύςαι και μαλϊκασ. Και ξαναβγόκε ϋξω. τισ εφτϊ το απϐγευμα, η λόψη τησ τηλεϐραςησ ςτη Διμοιρύα Δ (που εύναι πϊντα ςημαντικϐσ παρϊγοντασ ϐταν δεν ϋχεισ βϊρδια ςτο δρϐμο) εύχε επανϋλθει ςτο φυςιολογικϐ. Οι επικοινωνύεσ εύχαν επανϋλθει ςτο φυςιολογικϐ. Ο Μύςτερ Ντύλον εύχε φϊει το ςυνηθιςμϋνο του μεγϊλο μπολ με ςκυλοτροφό και μετϊ εύχε πϊει ςτην κουζύνα για να ψαρϋψει μεζϋδεσ απϐ τουσ πολιτειακοϑσ που ϋτρωγαν, οπϐτε εύχε επανϋλθει κι αυτϐσ ςτο φυςιολογικϐ. Και ϐταν ο Κερτ ϋβαλε το κεφϊλι του μϋςα ςτο γραφεύο του αρχιφϑλακα ςτισ εφτϊ και ςαρϊντα πϋντε για να πει ςτον ϊντι ϐτι όθελε να μπει ςτο υπϐςτεγο και να δει τα πειραματϐζωα, ο ϊντι δε βρόκε κανϋνα λϐγο να τον ςταματόςει. Ο ϊντι όταν επικεφαλόσ τησ Διμοιρύασ εκεύνο το βρϊδυ, καμιϊ αμφιβολύα γι' αυτϐ, αλλϊ ςε ϐ,τι εύχε ςχϋςη με την Μπιοϑικ ο Κερτ εύχε την ύδια εξουςύα με τον ϊντι, αν ϐχι και μεγαλϑτερη. Επύςησ, ο Κερτ φοροϑςε όδη το αναθεματιςμϋνο κύτρινο ςχοινύ γϑρω απϐ τη μϋςη του, ενώ το υπϐλοιπο το εύχε τυλιγμϋνο κουλοϑρα ςτο χϋρι του.
- 292 -
«Δεν εύναι καλό ιδϋα», εύπε ο ϊντι. Ϋταν η πληςιϋςτερη ςτο ϐχι απϊντηςη που μποροϑςε να δώςει. «Μποϑρδεσ». Αυτό όταν η αγαπημϋνη λϋξη του Κϋρτισ το 1983. Ο ϊντι την ϋβριςκε εκνευριςτικό. Κούταξε πύςω απϐ τον Κϋρτισ και εύδε ϐτι όταν μϐνοι. «Κϋρτισ», εύπε, «ϋχεισ γυναύκα, και την τελευταύα φορϊ που μιλόςαμε γι' αυτό, εύπεσ ϐτι μπορεύ να εύναι ϋγκυοσ. Ϊχει αλλϊξει αυτϐ;» «ήχι, αλλϊ δεν πόγε ακϐμη...» «Επομϋνωσ ϋχεισ γυναύκα ςτα ςύγουρα και μπορεύ να 'χεισ και παιδύ. Και αν δεν εύναι ϋγκυοσ τώρα, μϊλλον θα εύναι την επϐμενη φορϊ. Αυτϐ εύναι καλϐ. Ϊτςι εξελύςςονται αυτϊ τα πρϊγματα. Εκεύνο που δεν καταλαβαύνω λοιπϐν εύναι γιατύ τα ριςκϊρεισ ϐλα αυτϊ για την αναθεματιςμϋνη την Μπουι κ». «Ϊλα τώρα, ϊντι. Σα ριςκϊρω ϐλα αυτϊ κϊθε φορϊ που μπαύνω ςε ϋνα περιπολικϐ και βγαύνω ςτο δρϐμο. Κϊθε φορϊ που βγαύνω απϐ το περιπολικϐ και πληςιϊζω ϋναν παραβϊτη. ήςοι κϊνουν αυτό τη δουλειϊ ριςκϊρουν». «Αυτϐ εύναι διαφορετικϐ, το ξϋρουμε κι οι δυο πολϑ καλϊ, μη μου λεσ βλακεύεσ λοιπϐν ςαν να εύμαςτε ςτο γυμνϊςιο. Δε θυμϊςαι τι ϋπαθε ο Ϊνισ;» «Θυμϊμαι», απϊντηςε ο Κϋρτισ. Ναι, ςκϋφτηκε ο ϊντι, ςύγουρα θυμϊται, αλλϊ εύχαν περϊςει τϋςςερα χρϐνια απϐ Σώρα: που χϊθηκε ο Ϊνισ Ρϊφερτι. Απϐ μια ϊποψη, η εξαφϊνιςη του όταν τϐςο ξεπεραςμϋνη ϐςο και τα νϋα που ϋγραφαν οι παλιϋσ εφημερύδεσ ςτο Τπϐςτεγο Β. Και ϐςο για τισ πιο πρϐςφατεσ εξελύξεισ... οι βϊτραχοι εύναι απλώσ βϊτραχοι. Ο Σζύμι μπορεύ να εύχε πϊρει το ϐνομα του απϐ τον Πρϐεδρο Κϊρτερ, αλλϊ δεν όταν παρϊ ϋνα τρωκτικϐ. Και ο Κϋρτισ φοροϑςε το ςχοινύ. Σο ςχοινύ υποτύθεται ϐτι ϋλυνε ϐλα
- 293 -
τα προβλόματα. Βϋβαια, ςκϋφτηκε ο ϊντι. αν να μου λεσ ϐτι δεν ϋχει πνιγεύ ποτϋ ςε πιςύνα παιδύ που φοροϑςε μπρατςϊκια. Αν το ϋλεγε αυτϐ ςτον Κερτ, θα γελοϑςε μαζύ του; ήχι. Γιατύ ο ϊντι καθϐταν ςτη μεγϊλη καρϋκλα εκεύνο το βρϊδυ, όταν αναπληρωτόσ προώςτϊμενοσ αρχιφϑλακασ, το ορατϐ ςϑμβολο τησ Πολιτειακόσ Αςτυνομύασ τησ Πενςιλβϊνια. Αλλϊ μϊλλον θα ϋβλεπε το γϋλιο ςτα μϊτια του. Ο Κϋρτισ εύχε ξεχϊςει ϐτι το ςχοινύ δεν εύχε δοκιμαςτεύ ποτϋ, ϐτι αν η δϑναμη που κρυβϐταν μϋςα ςτην Μπιοϑικ αποφϊςιζε να τον τραβόξει, μπορεύ να ϋβλεπαν μια μοναδικό τελευταύα λϊμψη απϐ μοβ φωσ και μετϊ ϋνα κομμϊτι κύτρινο ςχοινύ να κεύτεται ςτο τςιμεντϋνιο πϊτωμα με μια ϊδεια θηλιϊ ςτην ϊκρη του γεια χαρϊ, φύλε, καλϐ ταξύδι, μύα ακϐμη περύεργη γϊτα που ψϊχνει να ικανοποιόςει την περιϋργεια τησ ςτο απϋραντο πουθενϊ. Αλλϊ δεν μποροϑςε να τον διατϊξει να μην πϊει ςτο υπϐςτεγο, ϐπωσ εύχε διατϊξει τον Ματ Μπαμπύκι να πϊει ςτα ριζϊ του λϐφου με το περιπολικϐ. Σο μϐνο που θα κατϊφερνε θα όταν να λογομαχόςει μαζύ του, και δεν όταν καλό ιδϋα να λογομαχεύσ με ϋναν ϊνθρωπο που εύχε ςτα μϊτια του αυτό τη λαμπερό υπνωτιςμϋνη ϋκφραςη του τϑπου «ϋλα να παύξουμε Μπύνγκο». Μια τϋτοια λογομαχύα μποροϑςε να προκαλϋςει πολλό πικρύα, και δε θα κατϊφερνεσ ποτϋ να πεύςεισ τον ϊλλο ϐτι εύχεσ δύκιο. «Θϋλεισ να κρατϊω το ςχοινύ;» τον ρώτηςε ο ϊντι. «Ϋρθεσ εδώ γιατύ θϋλεισ κϊτι, και ςύγουρα αυτϐ το κϊτι δεν εύναι η γνώμη μου». «Θα το κρατόςεισ;» ρώτηςε ο Κερτ χαμογελώντασ πλατιϊ. «Θα το όθελα αυτϐ». Ο ϊντι βγόκε ϋξω μαζύ του, και κρϊτηςε το ςχοινύ με το μεγαλϑτερο μϋροσ τησ κουλοϑρασ τυλιγμϋνο γϑρω απϐ τον αγκώνα του και τον Ντύκι-Ντακ Ϊλιοτ να ςτϋκεται δύπλα του,
- 294 -
ϋτοιμοσ να τον αρπϊξει απϐ τη ζώνη αν γινϐταν τύποτε και ο ϊντι ϊρχιζε να γλιςτρϊει προσ τα μϋςα. τεκϐταν ςτην πλαώνό πϐρτα του υπϐςτεγου, ϋτοιμοσ να βϊλει το ςώμα του κϐντρα αν γινϐταν τύποτε παρϊξενο, δαγκώνοντασ το κϊτω χεύλι του και αναςαύνοντασ λύγο πιο γρόγορα απϐ το κανονικϐ. Οι ςφυγμού του πρϋπει να όταν γϑρω ςτουσ εκατϐν εύκοςι το λεπτϐ. Αιςθανϐταν την παγωνιϊ μϋςα ςτο υπϐςτεγο παρ' ϐλο που το θερμϐμετρο εύχε |αρχύςει ν' ανεβαύνει πϊλι. Μϋςα ςτο Τπϐςτεγο Β εύχε καταργηθεύ το καλοκαύρι, και αυτϐ που ςυναντοϑςεσ ςτην πϐρτα όταν η υγρό παγωνιϊ ενϐσ κυνηγετικοϑ περύπτερου [ϐταν μπαύνεισ το Νοϋμβρη, με τη ςϐμπα ςτη μϋςη του δωματύου ςβηςτό, νεκρό ςαν θεϐ χωρύσ εκκληςύα. Ο χρϐνοσ περνοϑςε πολϑ αργϊ. Ο ϊντι ϊνοιξε το ςτϐμα του να ρωτόςει τον Κερτ πϐςη ώρα θα ϋμεναν ακϐμη εκεύ, αλλϊ με-κούταξε το ρολϐι του και εύδε ϐτι εύχαν περϊςει μϐνο ; δευτερϐλεπτα. Εύπε ϐμωσ ςτον Κερτ να μην πϊει απϐ την πύςω μεριϊ τησ Μπιοϑικ γιατύ μπορεύ να μϊγκωνε πουθενϊ το ςχοινύ. «Κϋρτισ, και κϊτι ϊλλο. ήταν ανούξεισ το πορτ μπα, κούτα να κϊνεισ πύςω!» «Ϊγινε». Η φωνό του Κϋρτισ ακουγϐταν εϑθυμη και καταβατικό, ςαν νεαροϑ που υπϐςχεται ςτη μαμϊ και μπαμπϊ ϐτι δε θα τρϋχει πολϑ με το αμϊξι, δε θα πιει ςτο πϊρτι, θα προςϋχει, ναι, βϋβαια, φυςικϊ, οπωςδόποτε, ϐχι μην ανηςυχεύτε. Ικανϐσ να υποςχεθεύ οτιδόποτε φτϊνει να μπορϋςει να φϑγει απϐ το ςπύτι, για ν' αρχύςει αμϋ; να κϊνει του κεφαλιοϑ του. Ο Κϋρτισ ϊνοιξε την πϐρτα του οδηγοϑ τησ Μπιοϑικ κι ϋςκυψε μϋςα πϊνω απϐ το τιμϐνι. Ο ϊντι ετοιμϊςτηκε για το τρϊβηγμα που μιςοπερύμενε. Υαύνεται ϐτι ο Ντύ εύδε τη ςτϊςη του ν' αλλϊζει γιατύ τον ϊρπαξε αμϋςωσ
- 295 -
απ τη ζώνη. Ο Κερτ ϋβαλε μϋςα τα χϋρια και μετϊ ςηκώθηκε πϊλι κρατώντασ το κουτύ των παπουτςιών με τουσ ιϑλουσ. Κούταξε απϐ τισ τρϑπεσ. «Πρϋπει να εύναι ϐλοι εδώ», εύπε με κϊπωσ απογοητευμϋνο τϐνο. «θα 'πρεπε να 'χουν ψηθεύ με τϐςη φωτιϊ», εύπε ο Ντύκι-Ντακ. Δεν εύχε υπϊρξει καμιϊ φωτιϊ ϐμωσ, μϐνο λϊμψη. τουσ τούχουσ του υπϐςτεγου δεν ϋβλεπαν το παραμικρϐ ςημϊδι απϐ κϊψιμο, η βελϐνα του θερμϐμετρου ϋδειχνε γϑρω ςτουσ δϋκα βαθμοϑσ και ςτο πρϐςωπο τουσ ϋνιωθαν την υγρό παγωνιϊ που ξεχυνϐταν μϋςα απϐ το υπϐςτεγο. Παρ' ϐλ' αυτϊ, ο ϊντι καταλϊβαινε πολϑ καλϊ τον Ντύκι-Ντακ Ϊλιοτ. 'Οταν ςε πονϊει ακϐμη το κεφϊλι ςου απϐ τισ εκτυφλωτικϋσ λϊμψεισ και τα τελευταύα μετεικϊςματα χορεϑουν ακϐμη μπροςτϊ ςτα μϊτια ςου, εύναι δϑςκολο να πιςτϋψεισ ϐτι μερικού γρϑλοι που βρύςκονταν ςτο επύκεντρο αυτοϑ του χαλαςμοϑ εύναι ακϐμη ςώοι και αβλαβεύσ. Κι ϐμωσ, δεν εύχαν πϊθει τύποτε. Κανεύσ τουσ, ϐπωσ αποδεύχτηκε. Σο ύδιο και ο βϊτραχοσ, μϐνο που τα κιτρινϐμαυρα μϊτια του εύχαν θολώςει. Ϋταν μϋςα ςτο κλουβύ του, αλλϊ ϐταν πόγε να πηδόςει ϋπεςε πϊνω ςτα τοιχώματα του κλουβιοϑ. Εύχε τυφλωθεύ. Ο Κερτ ϊνοιξε το πορτ μπαγκϊζ και ταυτϐχρονα τραβόχτηκε πύςω, μια κύνηςη ςχεδϐν ςαν φιγοϑρα μπαλϋτου που ξϋρει καλϊ κϊθε αςτυνομικϐσ. Ο ϊντι ςτην πϐρτα ετοιμϊςτηκε πϊλι ςφύγγοντασ το χαλαρϐ ςχοινύ, περιμϋνοντασ ϐτι ξαφνικϊ θα τϋντωνε. Ο Ντύκι-Ντακ ϊρπαξε ξανϊ τη ζώνη του. Αλλϊ και πϊλι δεν ϋγινε τύποτε. Ο Κερτ ϋςκυψε μϋςα ςτο πορτ μπαγκϊζ.
- 296 -
«Κϊνει κρϑο εδώ μϋςα», φώναξε. Η φωνό του ακουγϐταν υπϐκωφη, παρϋμενε μακρινό. «Και υπϊρχει αυτό η μυρωδιϊ το λϊχανο. Και μϋντα. Και... για ςτϊςου... » Ο ϊντι περύμενε. Δεν ακοϑςτηκε τύποτε, και φώναξε τον Κερτ. «Νομύζω ϐτι εύναι αλϊτι», εύπε αυτϐσ. «χεδϐν ςαν τον ωκεανϐ. Εδώ εύναι το επύκεντρο, μϋςα ςτο πορτ μπαγκϊζ. Εύμαι ςύγουροσ». «Δε με νοιϊζει ακϐμη κι αν εύναι το Ορυχεύο του Ιπτϊμενου Ολλανδοϑ», του εύπε ο ϊντι. «Θϋλω να βγεισ ϋξω. Σώρα». «Μια ςτιγμό ακϐμη». Ο Κερτ ϋςκυψε μϋςα ςτο πορτ μπαγκϊζ και ο ϊντι ςχεδϐν περύμενε ϐτι ξαφνικϊ θα ϋκανε καμιϊ απϐτομη κύνηςη μπροςτϊ ςαν να τον εύχε τραβόξει κϊτι. Για να τουσ κϊνει πλϊκα, φυςικϊ. Μπορεύ ο Κερτ να το ςκϋφτηκε, αλλϊ μϊλλον κατϊλαβε ϐτι δεν τον ϋπαιρνε και δεν ϋκανε τύποτε. Απλώσ ϋπιαςε τη ζαρντινιϋρα του Ματ Μπαμπύκι και την ϋβγαλε ϋξω. Γϑριςε και τη ςόκωςε για να τη δουν ο ϊντι και ο Ντύκι. Σα λουλοϑδια ϋδειχναν μια χαρϊ. Δυο μϋρεσ αργϐτερα εύχαν μαραθεύ, αλλϊ αυτϐ δεν όταν τύποτε το υπερφυςικϐ. Εύχαν παγώςει μϋςα ςτο πορτ μπαγκϊζ του αυτοκινότου, ϐπωσ θα πϊγωναν αν τα εύχεσ βϊλει ςτην κατϊψυξη. «Σελεύωςεσ;» Ο ϊντι ςυνειδητοπούηςε ϐτι η φωνό του εύχε αρχύςει να παύρνει τον ύδιο τϐνο που εύχε η φωνό τησ γιαγιϊσ του, αλλϊ δεν μποροϑςε να το ελϋγξει. «Ναι. Μϊλλον». Ο Κϋρτισ ακουγϐταν απογοητευμϋνοσ. Ο ϊντι αναπόδηςε ϐταν ο Κερτ βρϐντηξε το ςκϋπαςμα του πορτ μπαγκϊζ, και αιςθϊνθηκε τον Ντικ να ςφύγγει πιο δυνατϊ τη ζώνη του. Εύχε την υποψύα ϐτι ο Ντύκι-Ντακ
- 297 -
κϐντεψε να τον τραβόξει απϐ το κατώφλι και να τον πετϊξει με τον κώλο ςτο πϊρκινγκ. το μεταξϑ ο Κερτ περπατοϑςε αργϊ προσ το μϋροσ τουσ με το κλουβύ του βατρϊχου, το κουτύ των παπουτςιών και τη ζαρντινιϋρα, ςτοιβαγμϋνα το ϋνα πϊνω ςτο ϊλλο, ςτα χϋρια του. Ο ϊντι ϊρχιςε να τυλύγει το ςχοινύ για να μη ςκοντϊψει ο Κερτ. 'Οταν βγόκε ϋξω, ο Ντύκι πόρε το κλουβύ και κούταξε με απορύα τον τυφλϐ βϊτραχο. «Αυτϐ ξεπερνϊει κϊθε φανταςύα», εύπε. Ο Κερτ ϋβγαλε τη θηλιϊ απϐ τη μϋςη του και μετϊ γονϊτιςε ςτην ϊςφαλτο και ϊνοιξε το κουτύ των παπουτςιών. το μεταξϑ εύχαν μαζευτεύ πϋντ' ϋξι πολιτειακού ακϐμη. Οι γρϑλοι πόδηςαν ϋξω ςχεδϐν μϐλισ ςόκωςε το καπϊκι, αλλϊ πρϐλαβαν και τουσ μϋτρηςαν. Οχτώ, ο αριθμϐσ των κυλύνδρων τησ ϊχρηςτησ μηχανόσ τησ Μπιοϑικ. Οχτώ, ϐςουσ εύχαν βϊλει μϋςα ςτο κουτύ. Ο Κερτ ϋδειχνε τςαντιςμϋνοσ και απογοητευμϋνοσ. «Σύποτε», εύπε. «Σελικϊ πϊντα εκεύ καταλόγει το πρϊγμα. Αν υπϊρχει κϊποια φϐρμουλα, κανϋνα διωνυμικϐ θεώρημα ό καμιϊ δευτεροβϊθμια εξύςωςη ό τύποτε τϋτοιο, δεν μπορώ να τη βρω». «Σώρα: ύςωσ εύναι καλϑτερα να πασ πϊςο», εύπε ο ϊντι. Ο Κερτ ϋςκυψε το κεφϊλι κοιτϊζοντασ τουσ γρϑλουσ που απομακρϑνονταν πηδώντασ ςτο πϊρκινγκ, τραβώντασ ο καθϋνασ το δρϐμο του -και καμιϊ εξύςωςη ό θεώρημα που διατυπώθηκε ποτϋ απϐ τα μαθηματικϊ δεν μποροϑςε να προβλϋψει ποϑ μπορεύ να κατϋληγε ο καθϋνασ τουσ. Η Θεωρύα του Φϊουσ ςε πλόρη εφαρμογό. Σα προςτατευτικϊ γυαλιϊ κρϋμονταν ακϐμη απϐ το λϊςτιχο ςτο λαιμϐ του Κερτ. Σα
- 298 -
ϋπιαςε για λύγο και μετϊ κούταξε τον ϊντι. Σο ςτϐμα του όταν ςφιγμϋνο. Η ϋκφραςη απογοότευςησ εύχε χαθεύ απϐ τα μϊτια του, δύνοντασ τη θϋςη τησ ς' εκεύνο το ϊλλο, το μιςϐτρελο ϑφοσ που ϋλεγε «ασ παύξουμε Μπύνγκο μϋχρι να τελειώςουν ϐλα τα λεφτϊ». «Δεν εύμαι ϋτοιμοσ να το κϊνω αυτϐ», εύπε. «Πρϋπει να υπϊρχει...» Ο ϊντι του ϋδωςε την ευκαιρύα να τελειώςει τη φρϊςη του, και ϐταν ο Κϋρτισ ϋμεινε αμύλητοσ, τον ρώτηςε: «Πρϋπει να υπϊρχει τι;» Αλλϊ ο Κϋρτισ κοϑνηςε απλώσ το κεφϊλι του, ςαν να μην όξερε. Ϋ αν όξερε, ςαν να μην όθελε να το πει. Πϋραςαν τρεισ μϋρεσ. Περύμεναν να εμφανιςτεύ κανϋνα νυχτεριδοπλϊςμα πϊλι, ό κανϋνασ ανεμοςτρϐβιλοσ απϐ φϑλλα, αλλϊ δε ςυνϋβη τύποτε ιδιαύτερο αμϋςωσ μετϊ το φωτοςειςμϐ. Η Μπιοϑικ ϋμοιαζε αδρανόσ. Η περιοχό τησ Διμοιρύασ Δ τησ Πενςιλβϊνια όταν όςυχη, ιδιαύτερα ςτη δεϑτερη βϊρδια, πρϊγμα που βϐλευε απϐλυτα τον ϊντι Ντύαρμπορν. Μια μϋρα ακϐμη και μετϊ θα ϋπαιρνε δυο μϋρεσ ϊδεια. Σώρα: θα όταν η ςειρϊ του Φϊντι να γύνει αναπληρωτόσ ΠΑ. Και ϐταν γϑριζε απϐ την ϊδεια του, ςτη μεγϊλη καρϋκλα θα καθϐταν πϊλι ο Σϐνι ϋιντινκσ. Η θερμοκραςύα ςτο Τπϐςτεγο Β δεν εύχε εξιςωθεύ ακϐμη με τη θερμοκραςύα του ϋξω κϐςμου, αλλϊ την πληςύαζε. Εύχε ανεβεύ ςτουσ δεκαεφτϊ βαθμοϑσ, και οι θερμοκραςύεσ πϊνω απϐ τουσ δεκϊξι θεωροϑνταν αςφαλϋσ ϋδαφοσ για τη Διμοιρύα Δ. Σισ πρώτεσ ςαρϊντα οχτώ ώρεσ μετϊ τον τερατώδη φωτοςειςμϐ φρουροϑςαν το υπϐςτεγο ςε εικοςιτετρϊωρη βϊςη. Αφοϑ πϋραςε μύα μϋρα χωρύσ να ςυμβεύ τύποτε ιδιαύτερο, μερικού πολιτειακού ϊρχιςαν να γκρινιϊζουν για τον επιπλϋον χρϐνο. Ο ϊντι τουσ καταλϊβαινε. Δεν ϋπαιρναν
- 299 -
υπερωρύεσ, φυςικϊ. Δε γινϐταν αλλιώσ. Πώσ να ςτεύλουν Αναφορϋσ Τπερωριών ςτο κρϊντον για τη φροϑρηςη του Τπϐςτεγου Β; Σι θα ϋγραφαν ςτο χώρο που λϋει ΑΙΣΙΑ ΤΠΕΡΨΡΙΑ (ΠΛΗΡΗ ΠΕΡΙΓΡΑΥΗ); Η διακοπό τησ εικοςιτετρϊωρησ φϑλαξησ δεν ϊρεςε καθϐλου ςτον Κερτ Γουύλκοξ, αλλϊ καταλϊβαινε κι αυτϐσ την κατϊςταςη. ε μια ςϑντομη ςϑςκεψη, αποφϊςιςαν να ςυνεχύςουν για μια βδομϊδα ακϐμη τουσ περιοδικοϑσ ελϋγχουσ, οι περιςςϐτεροι απϐ τουσ οπούουσ θα γύνονταν απϐ τον Ντύαρμπορν και τον Γουύλκοξ. Και αν δεν ϊρεςε αυτϐ ςτον Σϐνι ϐταν γϑριζε απϐ την Καλιφϐρνια, μποροϑςε να το αλλϊξει. Ϊτςι φτϊνουμε ςτισ οχτώ το βρϊδυ μιασ μϋρασ κοντϊ ςτο θερινϐ ηλιοςτϊςιο, με τον όλιο να μην ϋχει δϑςει ακϐμη αλλϊ να κϊθεται κϐκκινοσ και φουςκωμϋνοσ πϊνω ςτουσ λϐφουσ του ορτ Φιλσ, ρύχνοντασ τισ τελευταύεσ μακριϋσ ακτύνεσ του. Ο ϊντι όταν ςτο γραφεύο και ςυνϋταςςε το εβδομαδιαύο πρϐγραμμα υπηρεςύασ, νιώθοντασ τη μεγϊλη καρϋκλα να του πηγαύνει μια χαρϊ. Τπόρχαν ςτιγμϋσ που μποροϑςε να φανταςτεύ τον εαυτϐ του να κϊθεται ς' αυτό την καρϋκλα λύγο πολϑ μϐνιμα, και εκεύνο το καλοκαιρινϐ βρϊδυ όταν μύα απϐ αυτϋσ. Μου φαύνεται πωσ θα μποροϑςα να την κϊνω αυτό τη δουλειϊ: αυτϐ ςκεφτϐταν καθώσ ο Σζορτζ Μϐργκαν ανϋβηκε απϐ το δρϐμο με το περιπολικϐ του, Μονϊδα Δ-11. Ο ϊντι τον χαιρϋτηςε ςηκώνοντασ το χϋρι και χαμογϋλαςε ϐταν ο Σζορτζ απϊντηςε ςτο χαιρετιςμϐ ακουμπώντασ τα δϊχτυλα ςτο γεύςο του καπϋλου του. Ο Σζορτζ εύχε περιπολύα, αλλϊ ϋτυχε να εύναι κοντϊ ςτο αρχηγεύο και ςκϋφτηκε να περϊςει για να βϊλει βενζύνη. Απϐ
- 300 -
τη δεκαετύα του '90, οι ϊντρεσ τησ Πολιτειακόσ Αςτυνομύασ τησ Πενςιλβϊνια δεν εύχαν πια αυτό τη δυνατϐτητα, αλλϊ το 1983 μποροϑςεσ ακϐμη να βϊλεισ βενζύνη ςτο αρχηγεύο, εξαςφαλύζοντασ ςτην Πολιτεύα κϊποια επιπλϋον ϋςοδα. Ϊβαλε την αντλύα ςτο αργϐ αυτϐματο και πόγε μϋχρι το Τπϐςτεγο Β να ρύξει μια ματιϊ. Σο φωσ όταν αναμμϋνο μϋςα (πϊντα το ϊφηναν ανοιχτϐ) και ο Σζορτζ κούταξε την Μπιοϑικ του '54 να κϊθεται όςυχα, με τα χρώμια να γυαλύζουν, ςαν να μην εύχε φϊει ποτϋ ϋναν αςτυνομικϐ, ςαν να μην εύχε τυφλώςει ϋνα βϊτραχο και να μην εύχε βγϊλει μια τερατώδη νυχτερύδα. Ο Σζορτζ, που απεύχε ακϐμη μερικϊ χρϐνια απϐ την προςωπικό του γραμμό τερματιςμοϑ (δϑο μπύρεσ και μετϊ ϋνα πιςτϐλι ςτο ςτϐμα, χωμϋνο βαθιϊ, πύςω απϐ τον ουρανύςκο για να εύναι ςύγουροσ -ϐταν ϋνασ αςτυνομικϐσ αποφαςύζει να κϊνει τϋτοιο πρϊγμα ςχεδϐν πϊντα τα καταφϋρνει), ςτϊθηκε ςτην γκαραζϐπορτα ϐπωσ ϋκαναν ϐλοι κϊθε τϐςο, παύρνοντασ την τυπικό ςτϊςη, χαλαρό και με κϊπωσ ανοιχτϊ τα πϐδια ςαν περαςτικϐσ που χαζεϑει ςε οικοδομό, με τα χϋρια ςτουσ γοφοϑσ (Πϐζα Α) ό ςταυρωμϋνα ςτο ςτόθοσ (Πϐζα Β) ό δύπλα το πρϐςωπο αν εύχε πολϑ όλιο (Πϐζα Γ). Εύναι μια ςτϊςη που λϋει ϐτι ο ςυγκεκριμϋνοσ περαςτικϐσ εύναι ϊνθρωποσ που ξϋρει τι του γύνεται, εύναι ϋμπειροσ ϊνθρωποσ με ϊφθονο χρϐνο για να ςυζητόςει για φϐρουσ, για πολιτικό ό για τα μαλλιϊ των νϋων. Ο Σζορτζ ϋριξε τη ματιϊ του και ετοιμαζϐταν να ςτραφεύ και να φϑγει, ϐταν ξαφνικϊ ακοϑςτηκε ϋνασ γδοϑποσ απϐ" κει μϋςα, ϊχρωμοσ και βαρϑσ. Ακολοϑθηςε μια παϑςη (αρκετό, ϐπωσ εύπε αργϐτερα ςτον ϊντι, για να νομύςει ϐτι φαντϊςτηκε τον πρώτο θϐρυβο), και μετϊ ϋνασ δεϑτεροσ
- 301 -
γδοϑποσ. Ο Σζορτζ εύδε το ςκϋπαςμα του πορτ μπαγκϊζ ν' αναςηκώνεται λύγο ςτη μϋςη, μια φορϊ μϐνο και για λύγο. Ξεκύνηςε να πϊει ςτην πλαώνό πϐρτα με ςκοπϐ να μπει μϋςα και να δει τι γύνεται, μετϊ ϐμωσ θυμόθηκε με τι εύχε να κϊνει, μ' ϋνα αυτοκύνητο που μερικϋσ φορϋσ ϋτρωγε ανθρώπουσ. ταμϊτηςε, κούταξε γϑρω του αναζητώντασ κϊποιον για υποςτόριξη, και δεν εύδε κανϋναν. Δε βρύςκεισ ποτϋ αςτυνομικϐ ϐταν τον χρειϊζεςαι. κϋφτηκε να μπει ςτο υπϐςτεγο μϐνοσ του, μετϊ θυμόθηκε πϊλι τον Ϊνισ -τϋςςερα χρϐνια τώρα κι ακϐμη δεν εύχε γυρύςει ςτο ςπύτι του για φαϏκι αντύ γι' αυτϐ ϋτρεξε ςτο αρχηγεύο. «ϊντι, ϋλα». Ο Σζορτζ ςτεκϐταν ςτην πϐρτα και ϋδειχνε τρομαγμϋνοσ και λαχανιαςμϋνοσ. «Μου φαύνεται ϐτι ϋνασ απ' αυτοϑσ τουσ ηλύθιουσ μπορεύ να κλεύδωςε κϊποιον ϊλλο ηλύθιο ςτο πορτ μπαγκϊζ αυτόσ τησ γαμημϋνησ τησ Μπιοϑικ ςτο Τπϐςτεγο Β. Για πλϊκα». Ο ϊντι τον κούταξε ϊναυδοσ. Δεν μποροϑςε (ό ύςωσ δεν όθελε) να πιςτϋψει ϐτι υπόρχε περύπτωςη κϊποιοσ, οποιοςδόποτε, ακϐμη κι εκεύνοσ ο βλϊκασ ο αντϋρ, να κϊνει τϋτοιο πρϊγμα. Και απϐ την ϊλλη μεριϊ όξερε ϐτι, ναι, αυτϊ γύνονται μερικϋσ φορϋσ. Και όξερε και κϊτι ϊλλο επύςησ. ήςο απύςτευτο κι αν φαύνεται, ςε πολλϋσ περιπτώςεισ αυτού οι βλϊκεσ κϊνουν τισ βλακεύεσ τουσ χωρύσ να θϋλουν να βλϊψουν τα θϑματα τουσ. Ο Σζορτζ πϋραςε την ϋκπληξη του ϊντι για ϋκφραςη δυςπιςτύασ. «Μπορεύ να κϊνω λϊθοσ, αλλϊ ςου μιλϊω ςοβαρϊ, δε ςε δουλεϑω. Κϊτι χτυπϊει το ςκϋπαςμα του πορτ μπαγκϊζ. Απϐ μϋςα. Ακοϑγεται ςαν να χτυπϊει κϊποιοσ με τη γροθιϊ
- 302 -
του. Εύπα να μπω μϋςα μϐνοσ μου, αλλϊ ϊλλαξα γνώμη». «Καλϊ ϋκανεσ», εύπε ο ϊντι. «Πϊμε». Βγόκαν ϋξω βιαςτικϊ, καθυςτερώντασ μϐνο για λύγο καθώσ ο ϊντι κούταζε ςτην κουζύνα και μετϊ ανϋβαινε τρϋχοντασ πϊνω για να κοιτϊξει ςτο ςαλϐνι. Κανεύσ. Σο αρχηγεύο δεν όταν ποτϋ ϊδειο, τώρα ϐμωσ όταν, και γιατύ; Γιατύ δε βρύςκεισ ποτϋ αςτυνομικϐ ϐταν τον χρειϊζεςαι, γι' αυτϐ. Ο Φερμπ Ϊιβερι όταν ςτο κϋντρο επικοινωνιών εκεύνο το βρϊδυ, τουλϊχιςτον υπόρχε ϊλλο ϋνα ϊτομο, και όρθε μαζύ τουσ. «Θϋλεισ να καλϋςω κανϋναν απϐ το δρϐμο, ϊντι; Αν θϋλεισ, μπορώ να το κϊνω». «ήχι». Ο ϊντι κούταζε γϑρω του, προςπαθώντασ να θυμηθεύ ποϑ εύχε δει για τελευταύα φορϊ το ςχοινύ. την καλϑβα μϊλλον. Εκτϐσ αν κϊποιο κωθώνι το πόρε ςπύτι του για να κουβαλόςει τύποτε, οπϐτε ζότω που καόκαμε. «Πϊμε, Σζορτζ». Διϋςχιςαν οι δυο τουσ το πϊρκινγκ μϋςα ςτο κϐκκινο φωσ απϐ το ηλιοβαςύλεμα, με τισ ςκιϋσ πύςω τουσ να χϊνονται ςχεδϐν ςτο ϊπειρο. Πόγαν πρώτα ςτην γκαραζϐπορτα να ρύξουν μια ματιϊ. Η Μπιοϑικ όταν παρκαριςμϋνη ςτο ύδιο ςημεύο ϐπου την εύχε βϊλει ο γερο-Σζϐνι Πϊρκερ με το γερανϐ του (ο Σζϐνι εύχε βγει ςτη ςϑνταξη και περνοϑςε τη νϑχτα με μια φιϊλη οξυγϐνου δύπλα ςτο κρεβϊτι του, εξακολουθώντασ ϐμωσ να καπνύζει). Η Μπιοϑικ ϋριχνε τη ςκιϊ τησ ςτο τςιμεντϋνιο πϊτωμα. Ο ϊντι πόγε να γυρύςει για να κοιτϊξει ςτην καλϑβα για το ςχοινύ, αλλϊ την ύδια ςτιγμό ακοϑςτηκε ϊλλοσ ϋνασ γδοϑποσ. Ϋταν δυνατϐσ και βαρϑσ. Σο ςκϋπαςμα του πορτ μπαγκϊζ τραντϊχτηκε, ϋκανε ϋνα εξϐγκωμα ςτη
- 303 -
μϋςη για μια ςτιγμό, και μετϊ ύςιωςε πϊλι. Ο ϊντι εύχε την εντϑπωςη ϐτι η Ροουντμϊςτερ κουνόθηκε λύγο απϐ το χτϑπημα. «Να το! Σο εύδεσ;» εύπε ο Σζορτζ. Πόγε να πει κϊτι ακϐμη, και εκεύνη τη ςτιγμό το πορτ μπαγκϊζ τησ Μπιοϑικ ϊνοιξε και ϋπεςε ϋξω το ψϊρι. Υυςικϊ, δεν όταν πραγματικϊ ψϊρι, ϐπωσ κι εκεύνο το νυχτεριδοπρϊγμα δεν όταν πραγματικϊ νυχτερύδα, αλλϊ μϐλισ το εύδαν κατϊλαβαν και οι δϑο ϐτι αυτϐ το πλϊςμα δεν όταν φτιαγμϋνο για να ζει ςτη ςτεριϊ. Δεν εύχε μϐνο ϋνα ζευγϊρι βρϊγχια αλλϊ τϋςςερα ςτη ςειρϊ, παρϊλληλεσ τομϋσ πϊνω ςε ϋνα δϋρμα με ςκοϑρο χρώμα ςαν γυαλιςμϋνο αςόμι. Εύχε μια τραχιϊ μεμβρανώδη ουρϊ, που ξεδιπλώθηκε απϐ το πορτ μπαγκϊζ με ϋναν τελευταύο επιθανϊτιο ςπαςμϐ. Σο κϊτω μιςϐ του καμπυλώθηκε και ο ϊντι κατϊλαβε πώσ ϋκανε αυτϐ τον υπϐκωφο κρϐτο μϋςα ςτο πορτ μπαγκϊζ. Ναι, αυτϐ όταν φανερϐ, αλλϊ τουσ όταν αδϑνατο να καταλϊβουν πώσ ϋνα πλϊςμα τϋτοιου μεγϋθουσ μποροϑςε να χωρϋςει μϋςα ςτο κλειςτϐ πορτ μπαγκϊζ τησ Μπιοϑικ. Αυτϐ το πρϊγμα που ςωριϊςτηκε ςτο δϊπεδο του Τπϐςτεγου Β με ϋνα υγρϐ πλατϊγιςμα εύχε το μϋγεθοσ καναπϋ. Ο Σζορτζ και ο ϊντι ϊρπαξαν ο ϋνασ τον ϊλλο ςαν μικρϊ παιδιϊ και οϑρλιαξαν. Για μια ςτιγμό όταν παιδιϊ, με κϊθε ενόλικη ςκϋψη να ϋχει χαθεύ απϐ το νου τουσ. Κϊπου μϋςα ςτο αρχηγεύο, ο Μύςτερ Ντύλον ϊρχιςε να γαβγύ ζει. Σο πλϊςμα κεύτονταν ςτο δϊπεδο, και όταν ψϊρι ϐςο ϋνασ λϑκοσ εύναι κατοικύδιο, παρ' ϐλο που μοιϊζει λύγο με ςκυλύ. Ωλλωςτε, αυτϐ το «ψϊρι» όταν ψϊρι μϐνο μϋχρι τισ μοβ τομϋσ των βραγχύων του. Εκεύ που θα όταν το κεφϊλι του ψαριοϑ -κϊτι που να ϋχει τουλϊχιςτον τα καθηςυχαςτικϊ
- 304 -
χαρακτηριςτικϊ δϑο ματιών και ενϐσ ςτϐματοσ- υπόρχε μια μπερδεμϋνη γυμνό μϊζα απϐ ροζ πρϊγματα, πολϑ λεπτϊ και ϊκαμπτα για να εύναι πλοκϊμια και πολϑ χοντρϊ για να εύναι τρύχεσ. την ϊκρη τουσ υπόρχε ϋνασ μαϑροσ κϐμποσ και η πρώτη λογικό ςκϋψη του ϊντι όταν Γαρύδα, το πϊνω μιςϐ του εύναι κϊποιο εύδοσ γαρύδασ, και αυτϊ τα μαϑρα πρϊγματα εύναι τα μϊτια του. «Σι τρϋχει;» φώναξε κϊποιοσ. «Σι εύναι;» Ο ϊντι γϑριςε και εύδε τον Φερμπ Ϊιβερι ςτο κεφαλϐςκαλο. Σα μϊτια του όταν αγριεμϋνα και εύχε το Ροϑγκερ ςτο χϋρι του. Ο ϊντι ϊνοιξε το ςτϐμα του για να μιλόςει, αλλϊ ςτην αρχό δε βγόκε τύποτε, μϐνο ϋνα ςιγανϐ βραχνϐ αγκομαχητϐ. Δύπλα του ο Σζορτζ δεν εύχε καν γυρύςει. Κούταζε ακϐμη απϐ το παρϊθυρο με το ςτϐμα του μιςϊνοιχτο ςαν ηλύθιοσ. Ο ϊντι πόρε μια βαθιϊ ανϊςα και προςπϊθηςε πϊλι. Πόγε να φωνϊξει, αλλϊ η φωνό του όταν ξεψυχιςμϋνη ςαν να εύχε φϊει γροθιϊ ςτο ςτομϊχι. Σουλϊχιςτον ϐμωσ κϊτι ακοϑςτηκε. «ήλα εύναι εντϊξει, Φερμπ, μια χαρϊ. Μπεσ μϋςα». «Σώρα: γιατύ φωνϊζατε;» «Μπεσ μϋςα!» Ϊτςι μπρϊβο, τώρα τα κατϊφερεσ καλϑτερα, ςκϋφτηκε ο ϊντι. «Εμπρϐσ, Φερμπ, κϊνε αυτϐ που ςου εύπα. Και βϊλε αυτϐ το πιςτϐλι ςτη θόκη του». Ο Φερμπ κούταξε το ϐπλο ςαν να μην εύχε ςυνειδητοποιόςει ϐτι το εύχε τραβόξει. Σο ϋβαλε ςτη θόκη και κούταξε τον ϊντι ςαν να όταν ϋτοιμοσ να τον ρωτόςει αν όταν ςύγουροσ. Ο ϊντι του ϋκανε νϐημα να γυρύςει μϋςα ενώ ςκεφτϐταν, Η γιαγιϊ Ντύαρμπορν λϋει να ξαναμπεύσ μϋςα, ϊντε μπρϊβο, λοιπϐν!
- 305 -
Ο Φερμπ μπόκε ςτο αρχηγεύο, φωνϊζοντασ ταυτϐχρονα ςτον Ντύλον να ςταματόςει το γϊβγιςμα. Ο ϊντι γϑριςε πϊλι ςτον Σζορτζ, που όταν κϊταςπροσ. «Ανϊςαινε, ϊντι - ό, μϊλλον, προςπαθοϑςε. Σα βρϊγχια κουνιϐνταν και τα πλευρϊ του ανεβοκατϋβαιναν. Σώρα ςταμϊτηςε». Σα μϊτια του όταν πελώρια, ςαν τα μϊτια παιδιοϑ που μϐλισ εύδε τροχαύο. «Νομύζω ϐτι εύναι νεκρϐ». Σα χεύλια του ϋτρεμαν. «Αδερφϋ μου, ελπύζω να ϋχει πεθϊνει». Ο ϊντι κούταξε μϋςα. την αρχό όταν ςύγουροσ ϐτι ο Σζορτζ εύχε κϊνει λϊθοσ, ϐτι το πλϊςμα όταν ακϐμη ζωντανϐ. Ανϊςαινε ακϐμη ό προςπαθοϑςε ν' αναςϊνει. Μετϊ ςυνειδητοπούηςε τι ςυνϋβαινε και εύπε ςτον Σζορτζ να φϋρει τη βιντεοκϊμερα απϐ την καλϑβα. «Και το ςχοινύ... » «Δε χρειαζϐμαςτε το ςχοινύ γιατύ δε θα μποϑμε μϋςα -ϐχι ακϐμη τουλϊχιςτον-, φϋρε την κϊμερα ϐμωσ. ήςο πιο γρόγορα μπορεύσ». Ο Σζορτζ ξεκύνηςε για την καλϑβα. Οι κινόςεισ του δεν όταν πολϑ ςυντονιςμϋνεσ, το ςοκ τισ εύχε κϊνει αδϋξιεσ. Ο ϊντι κούταξε πϊλι ςτο υπϐςτεγο, βϊζοντασ τα χϋρια ςτισ δυο πλευρϋσ του προςώπου για να προςτατεϑςει τα μϊτια του απϐ την κϐκκινη λϊμψη του ηλιοβαςιλϋματοσ. Τπόρχε κύνηςη μϋςα ςτο υπϐςτεγο, αλλϊ δεν όταν κύνηςη που δόλωνε την ϑπαρξη ζωόσ. Ϋταν μια ομύχλη που εύχε αρχύςει να υψώνεται απϐ το αςημϐχρωμο πλευρϐ του πλϊςματοσ και απϐ τισ μοβ τομϋσ των βραγχύων του. Σο νυχτεριδοπλϊςμα δεν εύχε αποςυντεθεύ, τα φϑλλα ϐμωσ αποςυντϋθηκαν, και μϊλιςτα γρόγορα. Αυτϐ το πρϊγμα τώρα ϊρχιζε ν' αποςυντύθεται ςαν τα φϑλλα και ο ϊντι εύχε την αύςθηςη πωσ η διαδικαςύα θα προχωροϑςε πολϑ γρόγορα.
- 306 -
Αν και ςτεκϐταν απϋξω και η πϐρτα ανϊμεςα ς' αυτϐν και ςτο πλϊςμα όταν κλειςτό, του ερχϐταν καθαρϊ η μυρωδιϊ. Μια καυςτικό δυςωδύα απϐ λϊχανο, αγγοϑρι και αλϊτι, η οςμό μιασ ςοϑπασ που μπορεύ να ϋδινεσ ςε κϊποιον για να τον αρρωςτόςεισ ακϐμα περιςςϐτερο αντύ να τον κϊνεισ καλϊ. Η ομύχλη ςυνϋχιζε να υψώνεται απϐ τα πλευρϊ του πλϊςματοσ, και τώρα ανϋβαινε επύςησ απϐ τα μπερδεμϋνα ροζ νόματα που χρηςύμευαν για κεφϊλι του. Ο ϊντι εύχε την εντϑπωςη ϐτι ϊκουγε ϋνα αμυδρϐ ςφϑριγμα, όξερε ϐμωσ ϐτι μπορεύ να όταν τησ φανταςύασ του. Μετϊ εμφανύςτηκε μια μαϑρη ςχιςμό πϊνω ςτα αςημϐγκριζα λϋπια, που ανϋβηκε απϐ την κουρελιαςμϋνη μεμβρϊνη τησ ουρϊσ του μϋχρι το χαμηλϐτερο βρϊγχιο. Ϊνα μαϑρο υγρϐ, ύςωσ το ύδιο που εύχαν βρει ο Φϊντι και ο Ωρκι γϑρω απϐ το πτώμα τησ νυχτερύδασ, ϊρχιςε ν' αναβλϑζει απϐ μϋςα του, ςτην αρχό αργϊ και μετϊ με περιςςϐτερη δϑναμη. Ο ϊντι εύδε ϋνα δυςούωνο εξϐγκωμα να εμφανύζεται πύςω απϐ το ςκιςμϋνο δϋρμα. Δεν όταν παραύςθηςη οϑτε το εξϐγκωμα οϑτε το ςφϑριγμα. Σο ψϊρι δεν εύχε αρχύςει ν' αποςυντύθεται απλώσ, εύχε αρχύςει να διαλϑεται απϐ την αλλαγό τησ πύεςησ ό ύςωσ τη γενικό αλλαγό, ςε ϐλο του το περιβϊλλον. κϋφτηκε κϊτι που εύχε διαβϊςει κϊποτε (ό το εύχε δει ύςωσ ςε κϊποια τηλεοπτικό εκπομπό του National Geographic), πωσ ϐταν ϋπιαςαν μερικϊ πλϊςματα που ζοϑςαν ςε μεγϊλο θαλϊςςιο βϊθοσ και τα ανϋβαςαν ςτην επιφϊνεια, εκεύνα απλώσ ανατινϊχτηκαν. «Σζορτζ!» φώναξε με ϐλη του τη δϑναμη. «Κϊνε γρόγορα!» Ο Σζορτζ εμφανύςτηκε τρϋχοντασ ςτη γωνύα του υπϐςτεγου, κρατώντασ ψηλϊ το τρύποδο, με το φακϐ τησ
- 307 -
βιντεοκϊμερασ να κοιτϊζει ςαν αγριεμϋνο μϊτι μεθυςμϋνου μϋςα ςτο κϐκκινο φωσ τησ δϑςησ. «Δεν μποροϑςα να τη βγϊλω απϐ το τρύποδο», εύπε λαχανιαςμϋνοσ. «Τπϊρχει κϊποιο ςϑςτημα που την κλειδώνει και δεν ϋβριςκα πώσ δουλεϑει -ό μπορεύ να το γϑριζα ανϊποδα το αναθεματιςμϋνο... » «Δεν πειρϊζει». Ο ϊντι του πόρε τη βιντεοκϊμερα. Ϊτςι κι αλλιώσ δεν υπόρχε πρϐβλημα με το τρύποδο, τα πϐδια όταν προςαρμοςμϋνα εδώ και χρϐνια ςτο ϑψοσ των παραθϑρων τησ γκαραζϐπορτασ. Σο πρϐβλημα εμφανύςτηκε ϐταν ο ϊντι πϊτηςε το κουμπύ για ν' ανϊψει την κϊμερα και κούταξε απϐ τη μικρό οθϐνη. Αντύ για εικϐνα υπόρχαν μϐνο μερικϊ κϐκκινα γρϊμματα: LO ΒΑΣ. Η μπαταρύα τελεύωνε. «Που να πϊρει και να ςηκώςει! Σρϋχα πύςω, Σζορτζ. Κούτα ςτο ρϊφι που εύναι το κουτύ με τισ ϊδειεσ ταινύεσ, υπϊρχει ϊλλη μια μπαταρύα εκεύ. Υϋρ' τη». «Μα θϋλω να δω... » «Δε με νοιϊζει τι θϋλεισ! Σρϋχα!» 'Εφυγε τρϋχοντασ με ϐλη του τη δϑναμη. Σο καπϋλο εύχε ςτραβώςει ςτο κεφϊλι του δύνοντασ του παρϊξενη ϐψη. Ο ϊντι πϊτηςε το κουμπύ RECORD ςτο πλϊι τησ κϊμερασ. Δεν όξερε τι θα γινϐταν, αλλϊ εύχε κϊποια ελπύδα ϐτι μπορεύ να γινϐταν κϊτι. ήταν κούταξε πϊλι ςτην οθϐνη, εύδε ακϐμη και τα κϐκκινα γρϊμματα να ξεθωριϊζουν. Ο Κερτ θα με ςκοτώςει, ςκϋφτηκε. Κούταξε πϊλι απϐ το παρϊθυρο, πϊνω ςτην ώρα για να δει μια εφιαλτικό ςκηνό. Σο πλϊςμα ϋςκαςε ςε ϐλο του το μόκοσ και απϐ μϋςα του ξεχϑθηκε εκεύνο το μαϑρο υγρϐ ϐχι ςε ρυϊκια αλλϊ ςε χεύμαρρο. Απλώθηκε ςτο πϊτωμα ςαν να εύχε
- 308 -
ξεβουλώςει ξαφνικϊ βουλωμϋνη αποχϋτευςη. Και μετϊ ακολοϑθηςε ϋνασ νϋοσ, θορυβώδησ αυτό τη φορϊ, χεύμαρροσ απϐ ςωθικϊ, κομμϊτια απϐ μαλακϐ κιτρινοκϐκκινο ζελϋ. Σα περιςςϐτερα ϋςκαςαν και ϊρχιςαν ν' αχνύζουν μϐλισ όρθαν ςε επαφό με τον αϋρα. Ο ϊντι γϑριςε πιϋζοντασ την ανϊποδη του χεριοϑ του ςτο ςτϐμα, ϋμεινε για λύγο ϋτςι μϋχρι που βεβαιώθηκε ϐτι δε θα ξερνοϑςε, και μετϊ φώναξε πϊλι: «Φερμπ! Αν θϋλεισ ακϐμα να κοιτϊξεισ, τελευταύα ευκαιρύα, τρϋχα ϐςο πιο γρόγορα μπορεύσ!» Αργϐτερα ο ϊντι δεν μποροϑςε να εξηγόςει γιατύ το πρώτο πρϊγμα που ςκϋφτηκε όταν να φωνϊξει ςτον Φερμπ Ϊιβερι να ϋρθει ςτο υπϐςτεγο, εκεύνη τη ςτιγμό ϐμωσ του φϊνηκε απϐλυτα λογικϐ. Αν γϑριζε ξαφνικϊ και φώναζε το ϐνομα τησ νεκρόσ του μητϋρασ, και πϊλι δε θα του ϋκανε καμύα ϋκπληξη. Μερικϋσ φορϋσ ο νουσ του ανθρώπου απλοϑςτατα ξεφεϑγει απϐ το λογικϐ ϋλεγχο. Εκεύνη τη ςτιγμό ο ϊντι όθελε τον Φερμπ. Ο θϊλαμοσ επικοινωνιών δεν πρϋπει ποτϋ να μϋνει ϊδειοσ, εύναι ϋνασ κανϐνασ που τον ξϋρουν ϐλεσ οι αςτυνομικϋσ υπηρεςύεσ. ήμωσ οι κανϐνεσ υπϊρχουν για να παραβιϊζονται, και ο Φερμπ δε θα ξανϊβλεπε ποτϋ τϋτοιο πρϊγμα ςτη ζωό του, ϐπωσ και ϐλοι τουσ βϋβαια, και αφοϑ δεν μποροϑςε ο ϊντι να το βιντεοςκοπόςει, θα χρειαζϐταν τουλϊχιςτον ϋνα μϊρτυρα. Δϑο, αν γϑριζε ϋγκαιρα και ο Σζορτζ. Ο Φερμπ βγόκε απϐ το αρχηγεύο ςχεδϐν αμϋςωσ, λεσ και ςτεκϐταν πύςω απϐ την πϐρτα και παρακολουθοϑςε, και διϋςχιςε τρϋχοντασ το ςχεδϐν ϊδειο πϊρκινγκ. Σο πρϐςωπο του όταν γεμϊτο φϐβο και περιϋργεια μαζύ. Ση ςτιγμό που
- 309 -
ϋφτανε ςτο υπϐςτεγο, ξεπρϐβαλε απϐ τη γωνύα ο Σζορτζ κραδαύνοντασ μια μπαταρύα για τη βιντεοκϊμερα. Θϑμιζε διαγωνιζϐμενο ςε τηλεπαιχνύδι που μϐλισ κϋρδιςε το πρώτο βραβεύο. «Αδερφϋ μου, τι εύναι αυτό η μυρωδιϊ;» ρώτηςε ο Φερμπ κλεύνοντασ το ςτϐμα και τη μϑτη του με το χϋρι, ϋτςι που ϐλη η φρϊςη του μετϊ το Αδερφϋ μου ακοϑςτηκε πνιχτϊ. «Σο χειρϐτερο δεν εύναι η μυρωδιϊ», εύπε ο ϊντι. «Κοιτϊξτε μϋςα ϐςο προλαβαύνετε ακϐμη». Κούταξαν και οι δϑο και ϋβγαλαν δυο ςχεδϐν πανομοιϐτυπα ξεφωνητϊ αηδύασ. Σο ψϊρι εύχε ςκϊςει ςε ϐλο το μόκοσ του ςτο μεταξϑ και ξεφοϑςκωνε - βοϑλιαζε μϋςα ςτο μαϑρο υγρϐ, το ύδιο του το αλλϐκοτο αύμα. Ωςπροι καπνού υψώνονταν απϐ το ςώμα και τα ςωθικϊ που εύχαν ξεχυθεύ απϐ μϋςα του. Ο ατμϐσ όταν πυκνϐσ ςαν καπνϐσ απϐ ςϊπια ϊχυρα και γρόγορα ϋκρυψε την Μπιοϑικ, ϋτςι που νϐμιζεσ ϐτι ϋβλεπεσ ϋνα αμϊξι-φϊνταςμα. Αν μποροϑςε κανεύσ να δει περιςςϐτερα πρϊγματα μϋςα ςτο υπϐςτεγο, ο ϊντι μπορεύ ςτη βιαςϑνη του να τα ϋχανε και να καθυςτεροϑςε περιςςϐτερο, βϊζοντασ ύςωσ την μπαταρύα ανϊποδα την πρώτη φορϊ ό ρύχνοντασ την κϊμερα κϊτω. Σο γεγονϐσ ϐτι ϋτςι κι αλλιώσ δε θα κατϊφερνε να βιντεοςκοπόςει τύποτε το ςπουδαύο ϐςο γρόγορα κι αν ετούμαζε την κϊμερα τον ηρϋμηςε, και πϋραςε την μπαταρύα ςτη θϋςη τησ με την πρώτη προςπϊθεια. ήταν κούταξε πϊλι ςτη μικρό οθϐνη, εύδε το εςωτερικϐ του υπϐςτεγου, μϐνο που εκεύ μϋςα φαύνονταν πια ελϊχιςτα πρϊγματα. Με δυςκολύα διϋκρινεσ το «ψϊρι», που θα μποροϑςε να εύναι ϋνα αμφύβιο τϋρασ απϐ ϊλλο κϐςμο ό απλώσ μια ιχθυϐμορφη ϋκδοςη του Γύγαντα του Κϊρντιφ
- 310 -
απλωμϋνη πϊνω ςε ϋνα κομμϊτι ξηροϑ πϊγου. την ταινύα βλϋπεισ πολϑ καθαρϊ το ροζ ςυνονθϑλευμα που εύχε για κεφϊλι επύ δϋκα δευτερϐλεπτα ςχεδϐν, και μερικϊ κϐκκινα εξογκώματα πϊνω ςτο ςώμα του πλϊςματοσ, που υγροποιοϑνται με γοργϐ ρυθμϐ. Βλϋπεισ κϊτι που μοιϊζει με βρϐμικο θαλϊςςιο αφρϐ να βγαύνει απϐ την ουρϊ του πλϊςματοσ και ν' απλώνεται αργϊ ςτο τςιμϋντο. Μετϊ, το πλϊςμα που πετϊχτηκε απϐ το πορτ μπαγκϊζ τησ Ροουντμϊςτερ χϊνεται ςχεδϐν εξ ολοκλόρου, δε φαύνεται παρϊ μια ςκιϊ μϋςα ςτην ομύχλη. χεδϐν δε βλϋπεισ οϑτε το ύδιο το αμϊξι. ήμωσ, ακϐμη και μϋςα ςτην ομύχλη φαύνεται το ανοιχτϐ πορτ μπαγκϊζ, που μοιϊζει ςαν ςτϐμα. Πληςιϊςτε, καλϊ μου παιδιϊ, ελϊτε να δεύτε το ζωντανϐ κροκϐδειλο. Ο Σζορτζ οπιςθοχώρηςε απϐ το παρϊθυρο αναγουλιϊζοντασ και κουνώντασ το κεφϊλι του. Ο ϊντι ςκϋφτηκε πϊλι τον Κϋρτισ, που για μια φορϊ επιτϋλουσ εύχε φϑγει απϐ το αρχηγεύο αμϋςωσ μϐλισ τελεύωςε η βϊρδια του. Εύχε μεγϊλα ςχϋδια με τη Μιςϋλ: δεύπνο ςτο Κρακτ Πλϊτερ ςτο Φϊριςον, και μετϊ κινηματογρϊφο. Σο γεϑμα θα εύχε τελειώςει τώρα και θα βρύςκονταν ςτο ςινεμϊ. ε ποιο ϐμωσ; Τπόρχαν τρεισ κινηματογρϊφοι ςτην περιοχό. Αν εύχαν παιδιϊ, θα μποροϑςε να τηλεφωνόςει ςτο ςπύτι και να ρωτόςει την μπϋιμπι ςύτερ. Θα τηλεφωνοϑςε ϐμωσ; άςωσ ϐχι. Κατϊ πϊςα πιθανϐτητα ϐχι. Ο Κερτ εύχε αρχύςει να ηρεμεύ λύγο τον τελευταύο ενϊμιςη χρϐνο, και ο ϊντι όλπιζε ϐτι αυτό η διαδικαςύα θα ςυνεχιζϐταν. Εύχε ακοϑςει αρκετϋσ φορϋσ τον Σϐνι να λϋει ϐτι ςτην Πολιτειακό Αςτυνομύα τησ Πενςιλβϊνια (ό ςε οποιαδόποτε αςτυνομικό υπηρεςύα τησ προκοπόσ) μποροϑςεσ να καταλϊβεισ την αξύα ενϐσ αςτυνομικοϑ αν ςου
- 311 -
απαντοϑςε ειλικρινϊ ςε μύα και μϐνο ερώτηςη: Πώσ εύναι τα πρϊγματα ςτο ςπύτι; Γιατύ αυτό η δουλειϊ δεν όταν απλώσ επικύνδυνη, όταν τρελό, γεμϊτη ευκαιρύεσ να δεισ τουσ ϊλλουσ ςτη χειρϐτερη μορφό τουσ. Και για να την κϊνεισ καλϊ για μεγϊλο χρονικϐ διϊςτημα, για να την κϊνεισ ϋςτω και μϋτρια, χρειαζϐςουν μια ϊγκυρα. Ο Κερτ εύχε τη Μιςϋλ, και τώρα υπόρχε και το μωρϐ (ύςωσ). Θα όταν καλϑτερα λοιπϐν να μη φεϑγει κϊθε τϐςο ο Κϋρτισ για το αρχηγεύο, εκτϐσ αν όταν απϐλυτα απαραύτητο, ιδιαύτερα μϊλιςτα ϐταν όταν υποχρεωμϋνοσ να λϋει ψϋματα κϊθε φορϊ. Η Μιςϋλ δε θα πύςτευε αιωνύωσ τισ ιςτορύεσ του για λυςςαςμϋνεσ αλεποϑδεσ και απροςδϐκητεσ αλλαγϋσ ςτισ ώρεσ τησ βϊρδιασ του. Ο Κϋρτισ θα θϑμωνε που δεν τον εύχε ειδοποιόςει, και θα θϑμωνε ακϐμη περιςςϐτερο ϐταν θα ϋβλεπε ϐτι η βιντεοταινύα δεν ϋδειχνε τύποτε, αλλϊ τι να γύνει. Και ςε λύγο θα γϑριζε ο Σϐνι και θα τον βοηθοϑςε κι αυτϐσ ν' αντιμετωπύςει τον Κερτ . Σην επϐμενη μϋρα φυςοϑςε μια δροςερό αϑρα. όκωςαν τισ γκαραζϐπορτεσ του υπϐςτεγου και το ϊφηςαν ν' αεριςτεύ γϑρω ςασ ϋξι ώρεσ. Μετϊ τϋςςερισ πολιτειακού, με επικεφαλόσ τον ϊντι και ϋνα βλοςυρϐ Κερτ Γουύλκοξ, μπόκαν μϋςα με μϊνικεσ. Καθϊριςαν το τςιμϋντο και ϋςπρωξαν με το νερϐ τα τελευταύα ςϊπια υπολεύμματα του ψαριοϑ βγϊζοντασ τα ςτα ψηλϊ χϐρτα πύςω απϐ το υπϐςτεγο. Η ιςτορύα τησ νυχτερύδασ επαναλαμβανϐταν πϊλι απϐ την αρχό, μϐνο που η βρομιϊ όταν μεγαλϑτερη και τελικϊ δεν τουσ ϋμεινε οϑτε καν ϋνα πτώμα, ϐπωσ με τη νυχτερύδα. Αλλϊ εν τϋλει το πιο ουςιαςτικϐ μϋροσ αυτοϑ του επειςοδύου δεν όταν τα υπολεύμματα ενϐσ ϊγνωςτου τϋρατοσ
- 312 -
αλλϊ η ςϑγκρουςη του Κϋρασ Γουύλκοξ με τον ϊντι Ντύαρμπορν. Ο Κερτ όταν ϐντωσ ϋξω φρενών που δεν τον κϊλεςαν, και οι δυο αςτυνομικού ϋκαναν μια πολϑ ζωηρό ςυζότηςη γι' αυτϐ το θϋμα -καθώσ και γι' ϊλλα- ϐταν βρϋθηκαν κϊπου ϐπου δε θα τουσ ϊκουγε κανϋνασ ςυνϊδελφοσ. Αυτϐ χο μϋροσ όταν το πϊρκινγκ του Σαπ, ϐπου εύχαν πϊει για μια μπύρα αφοϑ τελεύωςαν το καθϊριςμα. Μϋςα ςτο μπαρ απλώσ μιλοϑςαν, αλλϊ ϐταν βγόκαν ϋξω οι φωνϋσ τουσ ϊρχιςαν να υψώνονται. ε λύγο προςπαθοϑςαν να μιλόςουν «αώ οι δυο ταυτϐχρονα, και αυτϐ φυςικϊ τουσ ϋκανε ν' αρχύςουν να φωνϊζουν. Ϊτςι γύνεται ςχεδϐν πϊντα. Αδερφϋ μου, δεν μπορώ να το πιςτϋψω ϐτι δε με κϊλεςεσ. Ϋςουν εκτϐσ υπηρεςύασ, εύχεσ βγει με τη γυναύκα ςου, και ϊλλωςτε δεν υπόρχε τύποτε να δεισ. Ϊπρεπε να με αφόςεισ να το αποφαςύςω... Δεν υπόρχε... ...να το αποφαςύςω αυτϐ, ϊντι... ...χρϐνοσ! ήλα ϋγιναν πολϑ... Σο λιγϐτερο που μποροϑςεσ να κϊνεισ όταν να τραβόξεισ μια βιντεοκαςϋτα τησ προκοπόσ για το αρχεύο... Για ποιανοϑ το αρχεύο μιλϊμε, Κϋρτισ; Ε; Για ποιανοϑ το αρχεύο, που να πϊρει; ' αυτϐ το ςημεύο πια, οι δυο τουσ ςτϋκονταν μϑτη με μϑτη, με τισ γροθιϋσ ςφιγμϋνεσ, ςχεδϐν ϋτοιμοι να ορμόςουν. Ναι, όταν ϋτοιμοι να πλακωθοϑν. Τπϊρχουν ςτιγμϋσ ςτη ζωό που δεν ϋχουν ςημαςύα και ςτιγμϋσ που ϋχουν, και υπϊρχουν και μερικϋσ -ύςωσ καμιϊ δεκαριϊ- ϐπου ϐλα κρϋμονται απϐ μια κλωςτό. Ο ϊντι, εκεύ που ςτεκϐταν ςτο πϊρκινγκ και όθελε να ρύξει μια γροθιϊ ςτον μικρϐ που δεν όταν πια μικρϐσ, ςτον
- 313 -
αρχϊριο που δεν όταν πια αρχϊριοσ, ςυνειδητοπούηςε ϐτι ζοϑςε μια τϋτοια ςτιγμό. Σον ςυμπαθοϑςε τον Κερτ, και όξερε ϐτι και ο Κερτ τον ςυμπαθοϑςε. υνεργϊζονταν καλϊ οι δυο τουσ ϐλα αυτϊ τα χρϐνια. Αλλϊ αν τα πρϊγματα προχωροϑςαν κι ϊλλο η κατϊςταςη θα ϊλλαζε. Και ϐλα εξαρτιϐνταν απϐ το τι θα ϋλεγε τώρα, απϐ την επϐμενη φρϊςη του. «Βρϐμαγε ςαν ϋνα καλϊθι με βιζϐν». Αυτϐ εύπε. Δεν όξερε πώσ του όρθε, όταν τελεύωσ αυθϐρμητο. «Ακϐμη κι απϋξω». «Και πώσ ξϋρεισ εςϑ πώσ βρομϊει ϋνα καλϊθι με βιζϐν;» Ο Κερτ ϊρχιζε να χαμογελϊει, αμυδρϊ. «Πεσ το ποιητικό ϊδεια». Ο ϊντι εύχε αρχύςει κι αυτϐσ να χαμογελϊει, αλλϊ επύςησ αμυδρϊ. Εύχαν ςτρύψει προσ τη ςωςτό κατεϑθυνςη, αλλϊ δεν εύχαν βγει ακϐμη απϐ το επικύνδυνο ϋδαφοσ. Και Σώρα: ο Κερτισ ρώτηςε: «Μϑριζε χειρϐτερα απϐ τα παποϑτςια εκεύνησ τησ πϐρνησ; Εκεύνησ απϐ το Ρϐκςμπεργκ;» Ο ϊντι ϋβαλε τα γϋλια. Ο Κερτ ϋκανε το ύδιο. Και ο κύνδυνοσ πϋραςε, ϋτςι απλϊ. «Πϊμε μϋςα», εύπε ο Κερτ. «Θα ςε κερϊςω ϊλλη μια μπύρα». Ο ϊντι δεν όθελε κι ϊλλη μπύρα, αλλϊ εύπε εντϊξει. Σο θϋμα δεν όταν η μπύρα, όταν ν' αφόςουν πύςω τουσ αυτϐ που παραλύγο να ςυμβεύ ανϊμεςα τουσ. Ξαναμπόκαν μϋςα και κϊθιςαν ςε ϋνα γωνιακϐ τραπϋζι. «Ϊχω βϊλει τα χϋρια μου μϋςα ςτο πορτ μπαγκϊζ, ϊντι», εύπε ο Κερτ. «Ϊχω χτυπόςει τον πϊτο». «Κι εγώ». «Και ϋχω μπει απϐ κϊτω με ξαπλώςτρα. Δεν εύναι κανϋνα κϐλπο ταχυδακτυλουργοϑ, ςαν κουτύ με ψεϑτικο πϊτο». «Ακϐμη κι αν όταν, αυτϐ που βγόκε απϐ μϋςα χτεσ δεν όταν κανϋνα ϊςπρο κουνϋλι».
- 314 -
«Για να εξαφανιςτεύ κϊτι», εύπε ο Κϋρτισ, «πρϋπει να βρύςκεται κοντϊ ςτην Μπιοϑικ. Αλλϊ ϐταν εμφανύζεται κϊτι, πϊντα βγαύνει απϐ το πορτ μπαγκϊζ. υμφωνεύσ;» Ο ϊντι το ςκϋφτηκε. Κανεύσ τουσ δεν εύχε δει το νυχτεριδοπλϊςμα να βγαύνει απϐ το πορτ μπαγκϊζ, αλλϊ ςύγουρα η πϐρτα του όταν ανοιχτό. ήςο για τα φϑλλα, ναι, ο Υιλ Κϊντλετον τα εύχε δει να βγαύνουν απϐ μϋςα. «υμφωνεύσ;» Ο Κϋρτισ όταν ανυπϐμονοσ τώρα, ο τϐνοσ του ϋλεγε ϐτι ο ϊντι ϋπρεπε να ςυμφωνόςει, όταν ολοφϊνερο. «Υαύνεται πιθανϐ, αλλϊ δε νομύζω ϐτι ϋχουμε αρκετϊ ςτοιχεύα ακϐμη για να εύμαςτε εκατϐ τοισ εκατϐ ςύγουροι», απϊντηςε τελικϊ ο ϊντι. Ϋξερε ϐτι ο Κϋρτισ θα τον θεωροϑςε τελεύωσ βλϊκα, αλλϊ αυτϐ πύςτευε. «Ϊνα χελιδϐνι δε φϋρνει την ϊνοιξη". Σο 'χεισ ακοϑςει ποτϋ αυτϐ;» Ο Κερτ ξεφϑςηξε αγανακτιςμϋνοσ. «"Δεν το βλϋπεισ κι ασ εύναι μπροςτϊ ςτη μϑτη ςου". Εςϑ το 'χεισ ακοϑςει ποτϋ αυτϐ;» «Κερτ... » Ο Κερτ ςόκωςε τα χϋρια του ςαν να ϋλεγε, ϐχι, εντϊξει, δεν όθελε να ξαναβγοϑν ςτο πϊρκινγκ και να ςυνεχύςουν απϐ εκεύ που εύχαν ςταματόςει. «Καταλαβαύνω τι εννοεύσ. Εντϊξει; Δε ςυμφωνώ αλλϊ το καταλαβαύνω». «Εντϊξει». «Πεσ μου μϐνο ϋνα πρϊγμα: Πϐτε θα ϋχουμε αρκετϊ ςτοιχεύα για να βγϊλουμε κϊποια ςυμπερϊςματα; ήχι για ϐλα βϋβαια, αλλϊ ύςωσ για μερικϊ, τα πιο ςημαντικϊ. ήπωσ για παρϊδειγμα απϐ ποϑ όρθαν η νυχτερύδα και το ψϊρι. Αν ϋπρεπε ν' αρκεςτώ μϐνο ςε μια απϊντηςη, μϊλλον θα όταν αυτό». «Κατϊ πϊςα πιθανϐτητα ποτϋ».
- 315 -
Ο Κερτ ςόκωςε τα χϋρια προσ το λεκιαςμϋνο απ' τον καπνϐ ταβϊνι και μετϊ τα κατϋβαςε πϊλι με δϑναμη ςτο τραπϋζι. «Ααα! Σο 'ξερϊ ϐτι θα το πεισ αυτϐ! Ϊτςι μου 'ρχεται να ςε ςτραγγαλύςω, Ντύαρμπορν!» Κοιτϊχτηκαν πϊνω απϐ τισ μπύρεσ που κανεύσ τουσ δεν όθελε, και ο Κερτ ϊρχιςε να γελϊει. Ο ϊντι χαμογϋλαςε. Και μετϊ ϊρχιςε να γελϊει κι αυτϐσ. Σώρα : ϊντι Ο Νεντ με ςταμϊτηςε ς' αυτϐ το ςημεύο. Ϋθελε να πϊει μϋςα και να τηλεφωνόςει ςτη μητϋρα του, εύπε. Να τησ πει ϐτι όταν καλϊ, απλώσ ϋτρωγε βραδινϐ ςτο αρχηγεύο με τον ϊντι και τη ύρλεώ και μερικϊ απϐ τα παιδιϊ. Να τησ πει ψϋματα, με ϊλλα λϐγια. ήπωσ και ο πατϋρασ του πριν απ' αυτϐν. «Μην κουνηθεύτε, παιδιϊ», εύπε απϐ την πϐρτα του αρχηγεύου. «Μην κουνηθεύτε ροϑπι». ήταν ϋφυγε, ο Φϊντι με κούταξε ςκεφτικϐσ. «Νομύζεισ ϐτι εύναι καλό ιδϋα που του τα εύπεσ ϐλα αυτϊ, αρχιφϑλακα;» «Μετϊ θα θϋλει να δει ϐλεσ εκεύνεσ τισ παλιϋσ ταινύεσ», εύπε ςκυθρωπϐσ ο Αρκι. 'Επινε μια μπύρα. «Σο βύντεο τησ κϐλαςησ». «Δεν ξϋρω αν εύναι καλό ό κακό ιδϋα», εύπα μϊλλον τςαντιςμϋνοσ. «Σο μϐνο που ξϋρω εύναι πωσ εύναι λύγο αργϊ για να κϊνω πύςω τώρα». Μετϊ ςηκώθηκα και μπόκα κι εγώ μϋςα. Ο Νεντ μϐλισ ϋκλεινε το τηλϋφωνο. «Που πασ εςϑ;» εύπε. Σα φρϑδια του εύχαν ςμύξει, και θυμόθηκα Σώρα: που ςτεκϐμουν μϑτη με μϑτη με τον πατϋρα του ϋξω απϐ το Σαπ, το μικρϐ μπαρ που εύχε γύνει δεϑτερο ςπύτι του Ϊντι Σζακιμπουϊ. Εκεύνο το βρϊδυ τα φρϑδια του Κερτ εύχαν ςμύξει με τον ύδιο ακριβώσ τρϐπο. «Απλώσ ςτην τουαλϋτα», εύπα.
- 316 -
«Ηρϋμηςε, Νεντ, θα ςου δώςω αυτϐ που θϋλεισ. Ϋ ϐ,τι ϋχω να ςου δώςω, τϋλοσ πϊντων. Αλλϊ πϊψε να περιμϋνεισ ϐτι θα βγϊλεισ κϊποιο νϐημα». Μπόκα ςτην τουαλϋτα κι ϋκλειςα την πϐρτα πριν προλϊβει να μου απαντόςει. Και τα επϐμενα δεκαπϋντε δευτερϐλεπτα περύπου όταν ςκϋτη ανακοϑφιςη. Σο παγωμϋνο τςϊι, ϐπωσ και την μπύρα, δεν το αγορϊζεισ, απλώσ το νοικιϊζεισ. ήταν ξαναβγόκα ϋξω, το παγκϊκι των καπνιςτών όταν ϊδειο. Εύχαν πϊει ϐλοι ςτο Τπϐςτεγο Β και κούταζαν μϋςα, ο καθϋνασ ςτο δικϐ του παρϊθυρο τησ γκαραζϐπορτασ που βλϋπει προσ το πύςω μϋροσ του αρχηγεύου, ϐλοι με τη ςτϊςη του περαςτικοϑ που χαζεϑει ςε οικοδομό, μια ςτϊςη που όξερα τϐςο καλϊ. Μϐνο που τώρα η κατϊςταςη ϋχει αντιςτραφεύ ςτο νου μου. ήταν βλϋπω ϊντρεσ παραταγμϋνουσ μπροςτϊ ςε κϊποιο φρϊχτη οικοδομόσ να κοιτϊζουν τισ εκςκαφϋσ, μου ϋρχεται ςτο νου το Τπϐςτεγο Β και η Μπιοϑικ 8. «Σι ϋγινε, παιδιϊ, βλϋπετε εκεύ μϋςα τύποτε που ςασ αρϋςει;» τουσ φώναξα. Υαύνεται πωσ δεν ϋβλεπαν τύποτε τϋτοιο. Ο Ωρκι γϑριςε πύςω πρώτοσ, και τον ακολοϑθηςαν ο Φϊντι και η ύρλεώ. Ο Υιλ και ο Ϊντι ϋμειναν λύγο περιςςϐτερο, και ο γιοσ του Κερτ γϑριςε τελευταύοσ ςτην πλευρϊ του αρχηγεύου ϐπου βριςκϐταν το πϊρκινγκ. Σο μόλο κϊτω απϐ τη μηλιϊ και ς" αυτϐ. Ο Κϋρτισ ϋμενε πϊντα περιςςϐτερο ςτο παρϊθυρο. Αν, δηλαδό, εύχε το χρϐνο να μεύνει. Δε φρϐντιζε να βρει το χρϐνο ϐμωσ, γιατύ δεν ϋδινε ποτϋ ϊμεςη προτεραιϐτητα ςτην Μπιοϑικ. Αν το ϋκανε, εύναι ςχεδϐν ςύγουρο ϐτι θα εύχαμε πλακωθεύ ςτο ξϑλο εκεύνο το βρϊδυ ςτο Σαπ, αντύ να βροϑμε
- 317 -
ϋναν τρϐπο για να γελϊςουμε. Βρόκαμε ϋναν τρϐπο γιατύ αν μαλώναμε ϊςχημα θα όταν κακϐ για τη Διμοιρύα, και για τον Κερτ η Διμοιρύα όταν το ςημαντικϐτερο απ' ϐλα ςημαντικϐτερο απϐ την Μπιοϑικ, απϐ τη γυναύκα του και απϐ τα παιδιϊ του, ϐταν όρθαν τα παιδιϊ. Κϊποτε τον ρώτηςα τι όταν αυτϐ για το οπούο ϋνιωθε πιο περόφανοσ ςτη ζωό του. Ϋταν γϑρω ςτο 1986, και φαντϊςτηκα ϐτι θα ϋλεγε ο γιοσ του. Η απϊντηςη του όταν Η ςτολό. Σο καταλϊβαινα αυτϐ, και κϊπου με ϊγγιξε, αλλϊ θα ϋλεγα ψϋματα αν δεν πρϐςθετα επύςησ ϐτι ταυτϐχρονα μου προκϊλεςε κϊποια φρύκη. Αυτϐ τον ϋςωςε ϐμωσ, ξϋρετε. Η περηφϊνια του για τη δουλειϊ που ϋκανε και τη ςτολό που φοροϑςε τον βοόθηςε να διατηρόςει την ιςορροπύα του. Αλλιώσ η Μπιοϑικ μπορεύ να τον τρϋλαινε, να του γινϐταν ϋμμονη ιδϋα. Βϋβαια, η ύδια αυτό δουλειϊ δεν όταν που τον ςκϐτωςε; Μϊλλον. Αλλϊ μϋχρι να γύνει αυτϐ ϋζηςε πολλϊ καλϊ χρϐνια. Και τώρα ο γιοσ του εύχε πρϐβλημα με την Μπιοϑικ γιατύ δεν εύχε δουλειϊ που θα λειτουργοϑςε εξιςορροπιςτικϊ πϊνω του. Εύχε μϐνο ϋνα ςωρϐ ερωτόςεισ, και την αφελό πεπούθηςη ϐτι, απλϊ και μϐνο επειδό θεωροϑςε ϐτι του χρειϊζονταν οι απαντόςεισ, αυτϋσ οι απαντόςεισ θα ϋρχονταν. Μποϑρδεσ, ϐπωσ θα ϋλεγε ο πατϋρασ του. «Η θερμοκραςύα ϋπεςε ϊλλη μια γραμμό εκεύ μϋςα», εύπε ο Φϊντι μϐλισ καθύςαμε πϊλι ϐλοι. «Μϊλλον δεν εύναι τύποτε, αλλϊ ύςωσ μασ ϋχει μια δυο εκπλόξεισ ακϐμη. Να 'χουμε το νου μασ». «Σι ϋγινε μετϊ τον παρ' ολύγο τςακωμϐ ςου με τον μπαμπϊ;» με ρώτηςε ο Νεντ. «Και μην αρχύςεισ να μου λεσ για κλόςεισ και κωδικοϑσ. Σα ξϋρω για τισ κλόςεισ και τουσ κωδικοϑσ. Μαθαύνω επικοινωνύεσ, ϐπωσ ξϋρεισ». Σο ερώτημα
- 318 -
όταν, τι ακριβώσ μϊθαινε ο μικρϐσ; Αφοϑ εύχε περϊςει ϋνα μόνα ςτο θϊλαμο επικοινωνιών με τον αςϑρματο και τουσ υπολογιςτϋσ και τα μϐντεμ, τι εύχε μϊθει πραγματικϊ; Σισ κλόςεισ και τουσ κωδικοϑσ, ναι, τα ϋμαθε γρόγορα αυτϊ και μιλοϑςε πολϑ επαγγελματικϊ ϐταν απαντοϑςε ςτο κϐκκινο τηλϋφωνο: Πολιτειακό Αςτυνομύα τϊτλερ, Διμοιρύα Δ, Αξιωματικϐσ Επικοινωνιών Γουύλκοξ, πώσ μπορώ να ςασ εξυπηρετόςω; Ϋξερε ϐμωσ ϐτι κϊθε κλόςη και κϊθε κωδικϐσ εύναι ϋνασ κρύκοσ μιασ αλυςύδασ; ήτι υπϊρχουν αλυςύδεσ παντοϑ, ϐτι κϊθε κρύκοσ κϊθε αλυςύδασ εύναι λύγο πιο δυνατϐσ ό πιο αδϑνατοσ απϐ τον προηγοϑμενο; Πώσ να περιμϋνεισ απϐ ϋνα παιδύ, ακϐμη και ϋνα ϋξυπνο παιδύ, να το ξϋρει αυτϐ; Αυτϋσ εύναι οι αλυςύδεσ που φτιϊχνουμε ςτη ζωό, για να παραφρϊςω τον Σζϋικομπ Μϊρλεώ. Σισ φτιϊχνουμε, τισ φορϊμε και μερικϋσ φορϋσ τισ μοιραζϐμαςτε. την πραγματικϐτητα, ο Σζορτζ Μϐργκαν δεν αυτοπυροβολόθηκε ςτο γκαρϊζ -απλώσ μπερδεϑτηκε με μύα απ' αυτϋσ τισ αλυςύδεσ παι κρεμϊςτηκε. Προηγουμϋνωσ ϐμωσ εύχε βοηθόςει να ςκϊψουμε τον τϊφο του Μύςτερ Ντύλον μια απύςτευτα ζεςτό καλοκαιρινό μϋρα αφοϑ ανατινϊχτηκε το βυτύο ςτο Ποτύνβιλ. Δεν υπόρχε κλόςη ό κωδικϐσ για τον Ϊντι Σζακιμπουϊ, που περνοϑςε ϐλο και περιςςϐτερεσ ώρεσ ςτο Σαπ. Οϑτε για τον Ωντι Κολοϑτςι, που απατοϑςε τη γυναύκα του κι εκεύνη τον τςϊκωςε κι αυτϐσ την ικϋτεψε να του δώςει μια δεϑτερη ευκαιρύα αλλϊ χωρύσ να την πεύςει. Οϑτε για τον Ματ Μπαμπύκι που ϋφυγε, οϑτε για τη ύρλεώ Πϊςτερνακ που όρθε. Τπϊρχουν πρϊγματα που δεν μπορεύσ να τα εξηγόςεισ αν δε δεχτεύσ ϐτι ξϋρεισ κϊτι γι' αυτϋσ τισ αλυςύδεσ, μερικϋσ φτιαγμϋνεσ απϐ αγϊπη και μερικϋσ απϐ καθαρό τϑχη. αν τον
- 319 -
ήρβιλ Γκϊρετ, γονατιςμϋνο ςτο ϋνα πϐδι μπροςτϊ ςτο φρϋςκο τϊφο του Ντύλον, να κλαύει, ν' ακουμπϊει το κολϊρο του Ντύλον πϊνω ςτο χώμα και να λϋει Λυπϊμαι, φύλε, λυπϊμαι. Και όταν ςημαντικϊ ϐλα αυτϊ για την ιςτορύα μου; Ϊτςι πύςτευα. Ο μικρϐσ ϐμωσ προφανώσ εύχε ϊλλη γνώμη. Προςπαθοϑςα διαρκώσ να του δώςω το πλαύςιο των γεγονϐτων, κι αυτϐσ ςυνϋχεια αρνιϐταν να το ακοϑςει, το απϋκρουε ϐπωσ τα λϊςτιχα τησ Μπιοϑικ απϋκρουαν κϊθε ειςβολό -ναι, κϊθε ειςβολό μϋχρι και το μικρϐτερο πετραδϊκι που απλοϑςτατα αρνιϐταν να μεύνει ςφηνωμϋνο ςτο πϋλμα τουσ. Μποροϑςεσ να το ςφηνώςεισ το πετραδϊκι, αλλϊ πϋντε ό δϋκα ό δεκαπϋντε δευτερϐλεπτα αργϐτερα ϋπεφτε πϊλι. Σο εύχε κϊνει ο Σϐνι αυτϐ το πεύραμα. Σο εύχα κϊνει κι εγώ. Σο εύχε κϊνει και ο πατϋρασ του μικροϑ ξανϊ και ξανϊ και ξανϊ, ςυχνϊ βιντεοςκοπώντασ το. Και τώρα εύχα εδώ τον μικρϐ, ντυμϋνο με πολιτικϊ, χωρύσ την γκρύζα ςτολό, να εξιςορροπεύ το δικϐ του ενδιαφϋρον για την Μπιοϑικ, να κϊθεται εδώ και ν' αποκροϑει αυτϊ που όθελα να του πω παρ' ϐλο που τώρα όξερε για το αναμφύβολα επικύνδυνο οχτακϑλινδρο θαϑμα του πατϋρα του. Να τα αποκροϑει γιατύ όθελε ν' ακοϑςει την ιςτορύα ϋξω απϐ το πλαύςιο και τα γϑρω γεγονϐτα, χωρύσ καμιϊ εξϊρτηςη, ϊςπιλη και αμϐλυντη. Ϋθελε αυτϊ που τον βϐλευαν. Μϋςα ςτο θυμϐ του πύςτευε ϐτι εύχε το δικαύωμα για κϊτι τϋτοιο. Εγώ πύςτευα ϐτι ϋκανε λϊθοσ, και όμουν λύγο τςαντιςμϋνοσ μαζύ του, αλλϊ ςασ λϋω απϐ καρδιϊσ ϐτι τον αγαποϑςα κιϐλασ. Γιατύ ϋμοιαζε τϐςο πολϑ ςτον πατϋρα του. Σου ϋμοιαζε ςε ϐλα -μϋχρι και ς' εκεύνο το ϑφοσ που ϋλεγε «ϋλα να παύξουμε Μπύνγκο το μιςθϐ μασ».
- 320 -
«Δεν μπορώ να ςου πω τι ϋγινε μετϊ», εύπα. «Δεν όμουν εκεύ». Γϑριςα ςτον Φϊντι, ςτη ύρλεώ, ςτον Ϊντι Σζακιμπουϊ. Ϊδειχναν να μη νιώθουν καθϐλου ϊνετα. Ο Ϊντι απϋφυγε επιμελώσ το βλϋμμα μου. «Σι λϋτε, παιδιϊ;» τουσ ρώτηςα. «Ο αξιωματικϐσ επικοινωνιών Γουύλκοξ δε θϋλει ν' ακοϑςει για κλόςεισ και κωδικοϑσ, θϋλει μϐνο την ιςτορύα». Ϊριξα ςτον Νεντ μια εϑθυμη ματιϊ που ό δεν την κατϊλαβε ό προτύμηςε να μην την καταλϊβει. «ϊνι...» ϊρχιςε να λϋει ο μικρϐσ, αλλϊ ςόκωςα το χϋρι και τον ςταμϊτηςα ςαν τροχονϐμοσ. Εγώ εύχα ανούξει ιην πϐρτα ς" αυτό την ιςτορύα. άςωσ την ϊνοιξα την πρώτη φορϊ που ϋφταςα ςτο αρχηγεύο και τον εύδα να κουρεϑει το γκαζϐν και δεν τον ϋςτειλα ςπύτι του. Ϋθελε την ιςτορύα. Ψραύα. Ασ του την ποϑμε λοιπϐν να τελειώνουμε. «Ο μικρϐσ περιμϋνει. Ποιοσ θα τον βοηθόςει; Και θϋλω να τα ακοϑςω ϐλα. Ϊντι ». Πετϊχτηκε ςαν να τον χτϑπηςα και μου ϋριξε μια νευρικό ματιϊ. «Πώσ τον ϋλεγαν εκεύνο τον τϑπο; Εκεύνον με τισ καουμπϐικεσ μπϐτεσ και το ναζιςτικϐ κολιϋ;» Ο Ϊντι ανοιγϐκλειςε τα μϊτια του ςοκαριςμϋνοσ. Σο βλϋμμα του με ρωτοϑςε αν όμουν ςύγουροσ. Κανεύσ δε μιλοϑςε γι' αυτϐ τον τϑπο. Σουλϊχιςτον μϋχρι τώρα. Μερικϋσ φορϋσ μιλοϑςαμε για τη μϋρα με το βυτύο, γελοϑςαμε για τον Φερμπ και τον ϊλλο τϑπο που προςπϊθηςαν να καλμϊρουν τη ύρλεώ δύνοντασ τησ ϋνα μπουκϋτο λουλοϑδια που εύχαν κϐψει απϐ την πύςω αυλό του αρχηγεύου (αυτϐ ϋγινε λύγο πριν ξεςπϊςει ο χαμϐσ), ϐχι ϐμωσ για τον τϑπο με τισ καουμπϐικεσ μπϐτεσ.
- 321 -
Ποτϋ γι' αυτϐν. Σώρα ϐμωσ, μα το θεϐ, θα μιλοϑςαμε και γι' αυτϐν. «Λϋπλερ; Λύπμαν; Λύπιερ; Κϊπωσ ϋτςι δεν τον ϋλεγαν;» επϋμεινα. «Σον ϋλεγαν Μπρϊιαν Λύπι», εύπε τελικϊ ο Ϊντι. «Σον όξερα απϐ παλιϊ». «οβαρϊ;» ρώτηςα. «Δεν το όξερα αυτϐ». Ωρχιςα την αφόγηςη μϐνοσ μου, αλλϊ η ύρλεώ Πϊςτερνακ εύπε κι αυτό πολλϊ (απϐ το ςημεύο ϐπου ϋμπαινε ςτην ιςτορύα, δηλαδό), μιλώντασ εγκϊρδια, με τα μϊτια τησ καρφωμϋνα ςτα μϊτια του Νεντ και κρατώντασ του το χϋρι. Δε μου φϊνηκε περύεργο αυτϐ, οϑτε και ϐταν μπόκε και ο Φϊντι ςτην κουβϋντα κι ϊρχιςαν να μιλϊνε εναλλϊξ, πϐτε ο ϋνασ και πϐτε ο ϊλλοσ. Εκεύνο που με ξϊφνιαςε ϐμωσ όταν ϐταν ο Ϊντι Σζ. ϊρχιςε κι αυτϐσ να προςθϋτει μερικϋσ φρϊςεισ ποϑ και ποϑ... και μετϊ ϐλο και περιςςϐτερεσ... και τελικϊ πόρε πϊνω του την ιςτορύα. Σου εύχα πει να μεύνει εδώ μϋχρι να ϋρθει η ςτιγμό που θα εύχε κϊτι να πει, αλλϊ και πϊλι ξαφνιϊςτηκα ϐταν όρθε αυτό η ςτιγμό κι ϊρχιςε να μιλϊει. Η φωνό του όταν ςιγανό και διςτακτικό ςτην αρχό, ϐταν ϐμωσ ϋφταςε ςτο ςημεύο που ανακϊλυψαν ϐτι εκεύνο το καθύκι, ο Λύπι, εύχε κλοτςόςει το παρϊθυρο, μιλοϑςε πια δυνατϊ και ςταθερϊ, με τη φωνό ανθρώπου που θυμϊται τα πϊντα και ϋχει αποφαςύςει να μην κρϑψει τύποτε. Μιλοϑςε χωρύσ να κοιτϊζει τον Νεντ οϑτε εμϋνα οϑτε κανϋναν απϐ τουσ ϊλλουσ. Κούταζε μϐνο το υπϐςτεγο, εκεύνο που μερικϋσ φορϋσ γεννοϑςε τϋρατα. Σώρα: : ϊντι Μϋχρι το καλοκαύρι του 1988, η Μπιοϑικ 8 εύχε γύνει κομμϊτι τησ ζωόσ ςτη Διμοιρύα Δ, οϑτε περιςςϐτερο οϑτε λιγϐτερο αποδεκτϐ απϐ ϐλα τα ϊλλα. Και γιατύ ϐχι; Με το
- 322 -
χρϐνο και με κϊποια καλό θϋληςη, οποιοδόποτε τϋρασ μπορεύ να γύνει μϋλοσ οποιαςδόποτε οικογϋνειασ. Αυτϐ εύχε ςυμβεύ μϋςα ςτα εννιϊ χρϐνια απϐ την εξαφϊνιςη του ϊντρα με το μαϑρο αδιϊβροχο («Σα λϊδια εύναι εντϊξει!») και του Ϊνισ Ρϊφερτι. Η Ροουντμϊςτερ προξενοϑςε φωτοςειςμοϑσ κατϊ καιροϑσ, και ο Κερτ και ο Σϐνι ςυνϋχιςαν να κϊνουν πειρϊματα κατϊ καιροϑσ. Σο 1984, ο Κϋρτισ δοκύμαςε μια βιντεοκϊμερα που ενεργοποιοϑνταν με τηλεκοντρϐλ μϋςα ςτην Μπιοϑικ (δεν ϋγινε τύποτε). Σο '85, ο Σϐνι δοκύμαςε το ύδιο πρϊγμα με ϋνα πολϑ καλϐ καςετϐφωνο Γουϐλενςακ (η ταινύα κατϋγραψε ϋναν αμυδρϐ βϐμβο που ϊρχιζε και ςταματοϑςε κατϊ διαςτόματα και μερικϋσ μακρινϋσ κραυγϋσ κορακιών, τύποτε παραπϊνω). Ϊγιναν μερικϊ πειρϊματα ακϐμη με ζωντανϊ πειραματϐζωα. Μερικϊ πϋθαναν, αλλϊ κανϋνα δεν εξαφανύςτηκε. ε γενικϋσ γραμμϋσ, τα πρϊγματα ηρεμοϑςαν. ήταν παρ' ϐλ' αυτϊ γύνονταν φωτοςειςμού, οϑτε καν την ιςχϑ των πρώτων (και εκεύνου του τερϊςτιου το '83, φυςικϊ). Σο μεγαλϑτερο πρϐβλημα τησ Διμοιρύασ Δ εκεύνη την εποχό προερχϐταν απϐ κϊποιον που δεν όξερε απολϑτωσ τύποτε για την Μπιοϑικ. Η άντιθ Φϊιαμσ (γνωςτό και ωσ Δρϊκαινα) ςυνϋχιζε να μιλϊει ςτισ εφημερύδεσ (ϐταν τησ ϋδιναν ςημαςύα, δηλαδό) για την εξαφϊνιςη του αδερφοϑ τησ. υνϋχιζε να επιμϋνει ϐτι δεν όταν ςυνηθιςμϋνη εξαφϊνιςη (πρϊγμα που ϋκανε μια φορϊ τον ϊνα και τον Κερτ ν' αναρωτηθοϑν τι μπορεύ να εύναι μια «ςυνηθιςμϋνη εξαφϊνιςη»). υνϋχιςε επύςησ να επιμϋνει οτι οι ςυνϊδελφοι του Ϊνισ «'Ηξεραν Περιςςϐτερα Απϐ 'Οςα Ϊλεγαν». ' αυτϐ το ςημεύο εύχε απϐλυτο δύκιο, φυςικϊ. Ο Κερτ Γουύλκοξ εύπε
- 323 -
πολλϋσ φορϋσ ϐτι αν η Διμοιρύα Δ εύχε ποτϋ προβλόματα για την Μπιοϑικ, θα όταν εξαιτύασ αυτόσ τησ γυναύκασ. ήμωσ, οι ςυνϊδελφοι του Ϊνισ ςυνϋχιςαν να υποςτηρύζουν την άντιθ, αυτό όταν η επύςημη γραμμό τησ Διμοιρύασ. Ϋταν η καλϑτερη προςταςύα τουσ και το όξεραν. Μετϊ απϐ μύα ακϐμη επιδρομό τησ ςτισ εφημερύδεσ, ο Σϐνι εύπε, «Δεν πειρϊζει, παιδιϊ. Ο χρϐνοσ εύναι με το μϋροσ μασ. Μην το ξεχνϊτε αυτϐ και ςυνεχύςτε να χαμογελϊτε». Και εύχε δύκιο. Μϋχρι τα μϋςα τησ δεκαετύασ του '80, οι δημοςιογρϊφοι εύχαν πϊψει να δϋχονται τα τηλεφωνόματα τησ. Ακϐμη και ο WKLM, το ανεξϊρτητο κανϊλι που τα ειδηςεογραφικϊ του προγρϊμματα περιλϊμβαναν ςυχνϊ ρεπορτϊζ για εμφανύςεισ του Μπύγκφουτ ςτο δϊςοσ του Λϊςμπεργκ και ςοβαρϋσ ιατρικϋσ ειδόςεισ ϐπωσ ΚΑΡΚΙΝΟ ΣΟ ΝΕΡΟ! ΕΡΦΕΣΑΙ ΚΑΙ άΫ ΔΙΚΗ Α ΠΟΛΗ;, εύχε αρχύςει να χϊνει το ενδιαφϋρον του για την άντιθ. ε τρεισ ακϐμη περιπτώςεισ εμφανύςτηκαν πρϊγματα ςτο πορτ μπαγκϊζ τησ Μπιοϑικ. Μια φορϊ όταν μιςό ντουζύνα μεγϊλα πρϊςινα ςκαθϊρια που δεν ϋμοιαζαν καθϐλου με τα ςκαθϊρια που όξεραν οι ϊντρεσ τησ Διμοιρύασ Δ. Ο Κερτ και ο Σϐνι πϋραςαν ϋνα απϐγευμα ςτο Πανεπιςτόμιο Φϐρλικσ ψϊχνοντασ ςε βιβλύα εντομολογύασ και δε βρόκαν τύποτε για τα πρϊςινα ςκαθϊρια. Βαςικϊ, ακϐμη και τη ςυγκεκριμϋνη απϐχρωςη του πρϊςινου δεν την εύχε ξαναδεύ κανεύσ ςτη Διμοιρύα Δ, αν και δεν μποροϑςαν να εξηγόςουν ςε τι ακριβώσ διϋφερε. Ο Καρλ Μπρϊντατζ την ονϐμαςε Πρϊςινο του Πονοκϋφαλου -επειδό, εύπε, τα ζωϑφια εύχαν το χρώμα τησ ημικρανύασ που τον ϋπιανε μερικϋσ φορϋσ. Ϋταν ϐλα ψϐφια ϐταν εμφανύςτηκαν, και τα ϋξι. 'Οταν χτϑπηςαν το ςώμα τουσ
- 324 -
με τη λαβό ενϐσ κατςαβιδιοϑ ακοϑςτηκε ο όχοσ που θα ϋβγαινε αν χτυποϑςεσ ϋνα κομμϊτι μϋταλλο πϊνω ςε ϋνα κομμϊτι ξϑλο. «θϋλεισ ν' ανούξεισ κανϋνα;» ρώτηςε ο Σϐνι τον Κερτ. «Εςϑ θϋλεισ;» απϊντηςε ο Κερτ. «'Οχι ιδιαύτερα». Ο Κερτ κούταξε τα ζωϑφια ςτο πορτ μπαγκϊζ τα περιςςϐτερα ανϊςκελα, με τα πϐδια ψηλϊ- και αναςτϋναξε. «Οϑτε κι εγώ. ε τι θα ωφελοϑςε;» Ϊτςι, αντύ να καρφώςουν τα ςκαθϊρια ςτο φελλϐ και να τα ανούξουν με την κϊμερα να τρϋχει, τα ϋβαλαν ςε μια ςακοϑλα, ϋγραψαν την ημερομηνύα ςτην ετικϋτα (η γραμμό τησ ετικϋτασ που ϋγραφε ΟΝΟΜΑ/ΒΑΘΜΟ ΑάίΝΟΜΙΚΟΤ ϋμεινε κενό φυςικϊ), και τα ϋκλειςαν κι αυτϊ ςτην πρϊςινη αρχειοθόκη του υπογεύου. Σο γεγονϐσ ϐτι ϊφηςε τα παρϊξενα ςκαθϊρια να κϊνουν το ταξύδι τουσ απϐ το πορτ μπαγκϊζ τησ Μπιοϑικ ςτην πρϊςινη αρχειοθόκη χωρύσ να τα εξετϊςει όταν ϋνα ακϐμη βόμα αποδοχόσ για τον Κερτ. ήμωσ μερικϋσ φορϋσ ϋπαιρνε πϊλι εκεύνη την παλιϊ ςυνεπαρμϋνη ϋκφραςη. Ο Σϐνι και ο ϊντι τον ϋβλεπαν μερικϋσ φορϋσ να ςτϋκεται μπροςτϊ ςτην yuaQaζϐπορτα και να κοιτϊζει μϋςα, και τισ περιςςϐτερεσ φορϋσ εύχε αυτϐ το ϑφοσ. Ο ϊντι το εύχε ονομϊςει ϑφοσ «Κϋρτισ ο Σρελϐσ Γϊτοσ», αν και δεν το εύπε ςε κανϋναν, οϑτε καν ςτον Σϐνι. Οι υπϐλοιποι ϋχαςαν κϊθε ενδιαφϋρον για τα εκτρώματα τησ Μπιοϑικ, ο Γουύλκοξ ϐμωσ ποτϋ. Για τον Κϋρτισ, η εξοικεύωςη δεν οδηγοϑςε ςε καμύα περύπτωςη ςτην αδιαφορύα. Μια κρϑα μϋρα το Υεβρουϊριο του 1984, πϋντε μόνεσ περύπου μετϊ την εμφϊνιςη των ςκαθαριών, το κεφϊλι του Μπρϊιαν Κϐουλ εμφανύςτηκε ςτην πϐρτα του γραφεύου του
- 325 -
ΠΑ. Ο Σϐνι ϋιντινκσ όταν ςτο κρϊντον, ϐπου θα προςπαθοϑςε να εξηγόςει ςτα αφεντικϊ γιατύ δεν εύχε ξοδϋψει ϐλα τα κονδϑλια του προϒπολογιςμοϑ του 1983 (ϐταν υπϊρχουν ϋνασ δυο προώςτϊμενοι αρχιφϑλακεσ που κϊνουν οικονομύα, ϐλοι οι ϊλλοι μοιϊζουν ςπϊταλοι), και ο ϊντι Ντύαρμπορν καθϐταν πϊλι ςτη μεγϊλη καρϋκλα. «Ϊλα να ρύξεισ μια ματιϊ ςτο πύςω υπϐςτεγο, αφεντικϐ», εύπε ο Μπρϊιαν. «Κωδικϐσ Δ». «Για τι εύδουσ Κωδικϐ Δ μιλϊμε, Μπρϊι ; » «Ϊχει ανούξει το πορτ μπαγκϊζ». «Εύςαι ςύγουροσ ϐτι δεν ϊνοιξε απλώσ απϐ μϐνο του; Σα τελευταύα πυροτεχνόματα όταν πριν απϐ τα Φριςτοϑγεννα και ςυνόθωσ... » «υνόθωσ υπϊρχουν πυροτεχνόματα, ξϋρω. Αλλϊ η θερμοκραςύα εύναι πολϑ χαμηλό εκεύ μϋςα την τελευταύα βδομϊδα. Ωλλωςτε εύδα κϊτι». Αυτϐ ϋκανε τον ϊντι να ςηκωθεύ αμϋςωσ. Ϊνιωθε τον παλιϐ γνωςτϐ τρϐμο να πιϋζει τα χοντρϊ του δϊχτυλα ςτο ςημεύο τησ καρδιϊσ του και να τον ςφύγγει. άςωσ ϋπρεπε να καθαρύςουν ϋνα ακϐμα χϊλι. ε παρακαλώ, Θεϋ μου, ασ μην εύναι πϊλι ψϊρι, ςκϋφτηκε. Ασ μην εύναι τύποτε που θα πρϋπει να το καθαρύςουμε με τισ μϊνικεσ φορώντασ μϊςκεσ. «Λεσ να 'ναι ζωντανϐ;» ρώτηςε ο ϊντι. Πύςτευε ϐτι η φωνό του ακουγϐταν μϊλλον όρεμη, αλλϊ ο ύδιοσ δεν ϋνιωθε ιδιαύτερα όρεμοσ. «Αυτϐ που εύδεσ μοιϊζει με... » «Μοιϊζει με ξεριζωμϋνο φυτϐ», απϊντηςε ο Μπρϊιαν. «Ϊνα μϋροσ του κρϋμεται πϊνω απϐ τον πύςω προφυλακτόρα. Μοιϊζει λύγο με κρύνο». «Πεσ ςτον Ματ να καλϋςει τον Κϋρτισ απϐ το δρϐμο. Ϊτςι κι αλλιώσ κοντεϑει να τελειώςει η βϊρδια του».
- 326 -
Ο Κερτ εύπε ςτον Ματ ϐτι βριςκϐταν ςτην οδϐ ϐμιλ και θα όταν πύςω ςτη βϊςη ςε δεκαπϋντε λεπτϊ. Ϊτςι ο ϊντι εύχε το χρϐνο να πϊρει το κύτρινο ςχοινύ απϐ την καλϑβα και να ρύξει μια καλό ματιϊ ςτο Τπϐςτεγο Β με ϋνα ζευγϊρι φτηνϊ κιϊλια που εύχαν επύςησ ςτην καλϑβα. υμφώνηςε με τον Μπρϊιαν. Αυτϐ το πρϊγμα που κρεμϐταν απϐ το πορτ μπαγκϊζ εύχε ϋνα λερωμϋνο λευκϐ χρώμα που μετατρεπϐταν βαθμιαύα ςε ςκοϑρο πρϊςινο, και ϐντωσ ϋμοιαζε κϊπωσ με κρύνο. Απ' αυτοϑσ που βλϋπεισ πϋντε μϋρεσ μετϊ το Πϊςχα να ϋχουν κρεμϊςει μιςομαραμϋνοι. Ο Κερτ ϋφταςε ςτο αρχηγεύο, παρκϊριςε ϐπωσ ϐπωσ μπροςτϊ ςτην αντλύα βενζύνησ και όρθε τρϋχοντασ ςτα παρϊθυρα του υπϐςτεγου, ϐπου ςτϋκονταν όδη ο ϊντι, ο Μπρϊιαν, ο Φϊντι, ο Ωρκι Αρκϊνιαν και μερικού ϊλλοι ςτη γνωςτό ςτϊςη του επιθεωρητό. Ο ϊντι του ϋδωςε τα κιϊλια και ο Κερτ κούταζε μϋςα ςτο υπϐςτεγο ςχεδϐν ϋνα ολϐκληρο λεπτϐ, ςτην αρχό κϊνοντασ μικρορυθμύςεισ ςτην εςτύαςη και μετϊ απλώσ παρατηρώντασ. «Λοιπϐν;» τον ρώτηςε ο ϊντι ϐταν κατϋβαςε επιτϋλουσ τα κιϊλια. «Μπαύνω μϋςα», απϊντηςε ο Κερτ, και η απϊντηςη του δεν παραξϋνεψε καθϐλου τον ϊντι. Γι' αυτϐ δεν εύχε πϊρει το ςχοινύ απϐ την καλϑβα; «Και αν δε ςηκωθεύ να με δαγκώςει, θα το φωτογραφύςω, θα το βιντεοςκοπόςω και θα το βϊλω ςε ςϊκο. Δώςε μου μϐνο πϋντε λεπτϊ για να ετοιμαςτώ». Δεν του πόρε οϑτε πϋντε λεπτϊ. Βγόκε απϐ το αρχηγεύο φορώντασ χειρουργικϊ γϊντια -απ' αυτϊ που εύναι γνωςτϊ ωσ «γϊντια του AIDS»-, ολϐςωμη ιατρικό μπλοϑζα, λαςτιχϋνιεσ γαλϐτςεσ και ϋνα ςκοϑφο θαλϊςςησ ςτο κεφϊλι του. το λαιμϐ του κρεμϐταν μια μικρό πλαςτικό αναπνευςτικό μϊςκα
- 327 -
με δικό τησ παροχό αϋρα που διαρκοϑςε γϑρω ςτα πϋντε λεπτϊ. το ϋνα χϋρι του κρατοϑςε μια φωτογραφικό μηχανό Πολαρϐιντ και ςτη ζώνη του εύχε περαςμϋνη μια πρϊςινη πλαςτικό ςακοϑλα. Ο Φϊντι εύχε βγϊλει τη βιντεοκϊμερα απϐ το τρύποδο και τη γϑριςε ςτον Κερτ, που όταν τρϋλα καθώσ διϋςχιζε με μεγϊλεσ αντρύκειεσ δραςκελιϋσ το πϊρκινγκ φορώντασ τον μπλε ςκοϑφο και τισ κϐκκινεσ γαλϐτςεσ (ιδιαύτερα μϊλιςτα ϐταν ο ϊντι ϋδεςε και το κύτρινο ςχοινύ ςτη μϋςη του). «Εύςαι υπϋροχοσ!» φώναξε ο Φϊντι κοιτϊζοντασ ςτην οθϐνη τησ βιντεοκϊμερασ. «Κοϑνα το χϋρι ςτουσ θαυμαςτϋσ ςου!» Ο Κϋρτισ Γουύλκοξ κοϑνηςε υπϊκουα το χϋρι. Μερικού απϐ τουσ θαυμαςτϋσ του θα ϋβλεπαν αυτό την ταινύα μερικϋσ μϋρεσ μετϊ τον ξαφνικϐ θϊνατο του δεκαεφτϊ χρϐνια αργϐτερα, προςπαθώντασ να μην κλϊψουν καθώσ γελοϑςαν με την αςτεύα, αξιολϊτρευτη εμφϊνιςη του. Απϐ το παρϊθυρο του θαλϊμου επικοινωνιών ο Ματ ϊρχιςε να του τραγουδϊει με μια απρϐςμενα δυνατό φωνό τενϐρου: «Αγκϊλιαςε με... ςεξοβϐμβα μου! Υύληςε με... ςεξοβϐμβα μου!» Ο Κερτ δϋχτηκε ϐλα τα πειρϊγματα αδιαμαρτϑρητα, αλλϊ όταν κϊτι το δευτερεϑον γι' αυτϐν, ςαν να ϊκουγε τα γϋλια των ςυναδϋλφων του απϐ το διπλανϐ δωμϊτιο. τα μϊτια του ϊςτραφτε εκεύνη η λϊμψη. «Δεν εύναι πολϑ ϋξυπνο αυτϐ», εύπε ο ϊντι καθώσ του ϋδενε γερϊ τη θηλιϊ γϑρω απϐ τη μϋςη. Ϋξερε ϐμωσ ϐτι δεν υπόρχε ελπύδα να του αλλϊξει γνώμη. «Κανονικϊ θα 'πρεπε να περιμϋνουμε για να δοϑμε τι θα γύνει. Να βεβαιωθοϑμε ϐτι τελεύωςαν οι εξαγωγϋσ, ϐτι δε θα βγει τύποτε ϊλλο απϐ μϋςα».
- 328 -
«Δεν υπϊρχει πρϐβλημα», εύπε ο Κερτ. Ο τϐνοσ του όταν αφηρημϋνοσ, ςχεδϐν δεν ϊκουγε. ήλη η προςοχό του όταν ςτραμμϋνη ςε ϋνα νοερϐ κατϊλογο με τα πρϊγματα που ϋπρεπε να κϊνει. «Μπορεύ», εύπε ο ϊντι. «Και απϐ την ϊλλη μεριϊ μπορεύ να ϋχουμε αρχύςει να εύμαςτε λύγο απρϐςεκτοι με αυτϐ το πρϊγμα». Δεν όξερε αν όταν αλόθεια αυτϐ, αλλϊ όθελε να το πει μεγαλϐφωνα, να το δοκιμϊςει. «Αρχύζουμε να πιςτεϑουμε πραγματικϊ ϐτι αφοϑ δεν ϋπαθε τύποτε κανεύσ μασ ωσ τώρα δεν πρϐκειται να πϊθουμε ποτϋ. Ϊτςι την πατϊνε οι αςτυνομικού και οι θηριοδαμαςτϋσ». «Δεν ϋχουμε πρϐβλημα», εύπε ο Κερτ, και μετϊ προφανώσ χωρύσ να αντιλαμβϊνεται την ϑπαρξη κϊποιασ αντύφαςησ- εύπε ςτουσ ϊλλουσ να κϊνουν πύςω. 'Οταν απομακρϑνθηκαν λύγο, πόρε τη βιντεοκϊμερα απϐ τον Φϊντι, την ϋβαλε ςτο τρύποδο και εύπε ςτον Ωρκι ν' ανούξει την γκαραζϐπορτα. Ο Ωρκι πϊτηςε το τηλεκοντρϐλ που εύχε πιαςμϋνο ςτη ζώνη του και η πϐρτα ανϋβηκε βροντώντασ. Ο Κερτ ϊφηςε το λουρύ τησ Πολαρϐιντ να γλιςτρόςει ςτον αγκώνα του, ςόκωςε τη βιντεοκϊμερα με το τρύποδο και μπόκε ςτο υπϐςτεγο. τϊθηκε για μια ςτιγμό ςτα μιςϊ τησ απϐςταςησ ανϊμεςα ςτην πϐρτα και την Μπιοϑικ με το χϋρι ςτη μϊςκα κϊτω απϐ το πιγοϑνι του, ϋτοιμοσ να τη φορϋςει αμϋςωσ αν μϑριζε ςτον αϋρα τη δυςωδύα που υπόρχε τη μϋρα του ψαριοϑ. «Δεν εύναι ϊςχημα», εύπε. «Μϐνο μια αμυδρό γλυκιϊ μυρωδιϊ. Μπορεύ ϐντωσ να εύναι κρύνοι». Δεν όταν. Σα λουλοϑδια ςτο ςχόμα χωνιοϑ -τρύα τον αριθμϐ- όταν χλομϊ ςαν τισ παλϊμεσ πτώματοσ και ςχεδϐν διϊφανα. Μϋςα ςτο καθϋνα υπόρχε ϋνασ ςβϐλοσ απϐ ϋνα
- 329 -
ςκοϑρο μπλε υλικϐ που ϋμοιαζε ςαν ζελϋ. Μϋςα ςτο ζελϋ υπόρχαν μικρού ςπϐροι. Σα κοτςϊνια ϋμοιαζαν περιςςϐτερο με φλοϑδα δϋντρου παρϊ με μύςχο φυτοϑ, η πρϊςινη επιφϊνεια τουσ όταν ςκεπαςμϋνη απϐ ρωγμϋσ και προεξοχϋσ. Τπόρχαν καφϋ ςτύγματα που θϑμιζαν μϑκητεσ και ϋδειχναν να εξαπλώνονται. Σα κοτςϊνια ςυναντιϐνταν ςε ϋνα κομμϊτι μαϑρο χώμα γεμϊτο ρύζεσ. ήταν ο Κερτ ϋςκυψε πιο κοντϊ (δεν ϊρεςε ςε κανϋναν να τον βλϋπει να ςκϑβει ϋτςι μϋςα ςτο πορτ μπαγκϊζ, όταν ςαν να ϋβλεπεσ ϋναν ηλύθιο να χώνει το κεφϊλι του μϋςα ςτο ςτϐμα μιασ αρκοϑδασ), εύπε ϐτι υπόρχε πϊλι εκεύνη η οςμό λϊχανου. Ϋταν αμυδρό, αλλϊ τη μϑριζεσ αμϋςωσ. «Και ςου λϋω, ϊντι, υπϊρχει αυτό η μυρωδιϊ τησ αλμϑρασ επύςησ. Εύμαι ςύγουροσ. Ϊχω περϊςει πολλϊ καλοκαύρια ςτο Κϋιπ Κοντ, και δεν την ξεχνϊσ αυτό τη μυρωδιϊ». «Δε με νοιϊζει ακϐμη κι αν μυρύζει τροϑφεσ και χαβιϊρι», απϊντηςε ο ϊντι. «Υϑγε απϐ κει μϋςα». Ο Κερτ γϋλαςε -Η γιαγιϊ Ντύαρμπορν ανηςυχεύ πϊλι-, αλλϊ τραβόχτηκε πύςω. Ϊςτηςε την κϊμερα ςτο τρύποδο, την ϋςτρεψε ςτο πορτ μπαγκϊζ, την ϊνοιξε, και μετϊ τρϊβηξε και μερικϋσ φωτογραφύεσ με την Πολαρϐιντ για καλϐ και για κακϐ. «Ϊλα μϋςα να το δεισ, ϊντι». Ο ϊντι το ςκϋφτηκε. Κακό ιδϋα, πολϑ κακό ιδϋα. Ηλύθια ιδϋα. Καμιϊ αμφιβολύα γι' αυτϐ. Και αφοϑ το ξεκαθϊριςε αυτϐ ςτο μυαλϐ του, ϋδωςε το ςχοινύ ςτον Φϊντι και μπόκε μϋςα. Κούταξε τα λουλοϑδια μϋςα ςτο πορτ μπαγκϊζ τησ Μπιοϑικ (και εκεύνο που κρεμϐταν απϐ το χεύλοσ, αυτϐ που εύχε δει ο
- 330 -
Μπρϊιαν Κϐουλ) και δεν μπϐρεςε να ςυγκρατόςει ϋνα μικρϐ ρύγοσ. «Ξϋρω», εύπε ο Κερτ, χαμηλώνοντασ τη φωνό του για να μην τουσ ακοϑςουν οι ϊλλοι πολιτειακού απϋξω. «ε ενοχλεύ και μϐνο να το κοιτϊζεισ, ϋτςι δεν εύναι; Σο οπτικϐ αντύςτοιχο του ν' ακοϑσ κϊποιον να ξϑνει μαυροπύνακα με τα νϑχια». Ο ϊντι ϋκανε ϋνα καταφατικϐ νεϑμα. Εύχε πϋςει διϊνα. «Σι προκαλεύ αυτό την αντύδραςη ϐμωσ;» ρώτηςε ο Κερτ. «Δεν μπορώ να εντοπύςω κϊτι ςυγκεκριμϋνο. Εςϑ μπορεύσ;» «ήχι». Ο ϊντι ϋγλειψε τα χεύλια του, που εύχαν ςτεγνώςει. «άςωσ επειδό εύναι ϐλα μαζύ. ε μεγϊλο βαθμϐ εύναι το ϊςπρο». «Σο ϊςπρο. Σο χρώμα». «Ναι. Εύναι απαύςιο. αν κοιλιϊ βατρϊχου». «αν δύχτυ αρϊχνησ μϋςα ςε λουλοϑδια», εύπε ο Κερτ. Κοιτϊχτηκαν για μια ςτιγμό προςπαθώντασ να χαμογελϊςουν, αλλϊ δεν όταν εϑκολο. Οι ποιητϋσ τησ Πολιτειακόσ Αςτυνομύασ, ο Υροςτ και ο ϊντμπεργκ. ε λύγο θα ϊρχιζαν να ςυγκρύνουν αυτϐ το αναθεματιςμϋνο πρϊγμα με τισ μϋρεσ του καλοκαιριοϑ. Ϊπρεπε ϐμωσ να προςπαθόςεισ να κϊνεισ κϊτι τϋτοιο, γιατύ ο μϐνοσ τρϐποσ να ςυλλϊβεισ αυτϐ που ϋβλεπεσ όταν με μια νοητικό διεργαςύα που ϋμοιαζε με πούηςη. Κϊποιεσ ϊλλεσ, πιο αςυνϊρτητεσ παρομοιώςεισ ςυνωςτύζονταν ςτο μυαλϐ του ϊντι. Ωςπρο ςαν ϐςτια ςτο ςτϐμα νεκρόσ. Ωςπρο ςαν ϊφτρα κϊτω απϐ τη γλώςςα ςου. Ωςπρο ςαν τον αφρϐ τησ δημιουργύασ λύγο πϋρα απϐ την ϊκρη του ςϑμπαντοσ, ύςωσ.
- 331 -
«Αυτϊ τα πρϊγματα ϋρχονται απϐ ϋνα μϋροσ που δεν μποροϑμε να ςυλλϊβουμε», εύπε ο Κερτ. «Οι αιςθόςεισ μασ δεν μποροϑν να τα αντιληφθοϑν πραγματικϊ. Οι λεκτικϋσ περιγραφϋσ εύναι αςτεύεσ -ςαν να προςπαθεύσ να περιγρϊψεισ ϋνα τετρϊπλευρο τρύγωνο. Κούτα εκεύ, ϊντι. Σο βλϋπεισ;» Ϊδειξε με το δϊχτυλο ϋνα ςτεγνϐ καφϋ μπϊλωμα κϊτω απϐ ϋνα νεκρϐ λουλοϑδι. «Ναι, το βλϋπω. Μοιϊζει με κϊψιμο». «Και μεγαλώνει. ήλα τα ςτύγματα μεγαλώνουν. Και κούτα εκεύ πϊνω ςτο λουλοϑδι». Ϋταν ϊλλο ϋνα καφϋ μπϊλωμα που εξαπλωνϐταν καθώσ το κούταζαν, ανούγοντασ μια τρϑπα ςτο εϑθραυςτο λευκϐ δϋρμα του λουλουδιοϑ, μια τρϑπα που ϐλο και μεγϊλωνε. «Αυτϐ εύναι αποςϑνθεςη. Δε διαλϑεται με τον ύδιο τρϐπο που διαλϑθηκαν η νυχτερύδα και το ψϊρι, αλλϊ διαλϑεται. Ϊτςι δεν εύναι;» Ο ϊντι κατϋνευςε. «Βγϊλε τη ςακοϑλα απϐ τη ζώνη μου και ϊνοιξε τη, ςε παρακαλώ». Ο ϊντι το ϋκανε. Ο Κερτ ϋβαλε τα χϋρια μϋςα ςτο πορτ μπαγκϊζ και ϋπιαςε το φυτϐ λύγο πϊνω απϐ το χώμα με τισ ρύζεσ. Μϐλισ το ϊγγιξε, τουσ όρθε αμϋςωσ ϋνα νϋο κϑμα απϐ τη γνωςτό δυςωδύα, ϋνα μεύγμα απϐ λϊχανο και χαλαςμϋνο αγγοϑρι. Ο ϊντι ϋκανε ϋνα βόμα πύςω πιϋζοντασ το χϋρι ςτο ςτϐμα του. Προςπϊθηςε να μην τον πιϊςει αναγοϑλα, αλλϊ όταν αδϑνατο. «Κρϊτα ανοιχτό τη ςακοϑλα, να πϊρει!» φώναξε ο Κερτ με πνιχτό φωνό. Ακουγϐταν ςαν ϊνθρωποσ που μϐλισ ϋχει τραβόξει μια γερό τζοϑρα χϐρτο και θϋλει να κρατόςει τον καπνϐ μϋςα ϐςο πιο πολϑ μπορεύ. «Φριςτϋ μου, εύναι απαύςιο ακϐμη και μϋςα απϐ τα γϊντια!»
- 332 -
Ο ϊντι κρϊτηςε τη ςακοϑλα ανοιχτό και τύναξε το πϊνω μϋροσ. «Κϊνε γρόγορα, Σώρα:!» Ο Κερτ ϋριξε το μιςοςϊπιο φυτϐ μϋςα, και ακϐμη και ο όχοσ που ϋκανε όταν ανατριχιαςτικϐσ, ςαν μια βραχνό ψιθυριςτό κραυγό, ςαν κϊτι που το πιϋζουν ανελϋητα ανϊμεςα ςε δυο ςανύδεσ και πνύγεται ςχεδϐν ςιωπηλϊ. Καμύα απϐ τισ παρομοιώςεισ δεν όταν η κατϊλληλη, ϐμωσ η καθεμύα ϋμοιαζε να φωτύζει ςτιγμιαύα κϊτι που όταν ουςιαςτικϊ ακατϊληπτο. Ο ϊντι Ντύαρμπορν δεν μποροϑςε να εκφρϊςει οϑτε ςτον εαυτϐ του πϐςο απϐλυτα αηδιαςτικϐ και ανατριχιαςτικϐ όταν το φυτϐ. Αυτϐ και ϐλα τα εκτρώματα τησ Μπιοϑικ. Αν τα ςκεφτϐςουν για πολλό ώρα, υπόρχαν πολλϋσ πιθανϐτητεσ να τρελαθεύσ. Ο Κερτ πόγε να ςκουπύςει τα γϊντια ςτο πουκϊμιςο του, αλλϊ ςταμϊτηςε. Ϊςκυψε μϋςα ςτο πορτ μπαγκϊζ τησ Μπιοϑικ και τα ϋτριψε με δϑναμη πϊνω ςτην καφϋ μοκϋτα ςτο εςωτερικϐ του. Μετϊ ϋβγαλε τα γϊντια, ϋκανε νϐημα ςτον ϊντι ν' ανούξει πϊλι την πλαςτικό ςακοϑλα, και τα πϋταξε μϋςα, πϊνω απϐ το ςϊπιο φυτϐ. Εκεύνη η μυρωδιϊ υψώθηκε πϊλι ωσ τα ρουθοϑνια τουσ και ο ϊντι θυμόθηκε μια φορϊ που η μητϋρα του, φαγωμϋνη απϐ τον καρκύνο και με λιγϐτερο απϐ μια βδομϊδα ζωόσ, εύχε ρευτεύ ςτο πρϐςωπο του. Ϊκανε μια ενςτικτώδη αλλϊ αδϑναμη προςπϊθεια να διώξει αυτό την ανϊμνηςη απϐ το μυαλϐ του πριν ανεβεύ τελεύωσ ςτο ςυνειδητϐ, αλλϊ μϊταια. ε παρακαλώ, Θεϋ μου, ασ μην ξερϊςω, ςκϋφτηκε. ε παρακαλώ. Ο Κερτ βεβαιώθηκε ϐτι οι φωτογραφύεσ που εύχε τραβόξει όταν ακϐμη περαςμϋνεσ ςτη ζώνη του και μετϊ
- 333 -
ϋκλειςε το πορτ μπαγκϊζ τησ Μπιοϑικ. «Πϊμε να φϑγουμε απϐ δω μϋςα, ϊντι. Σι λεσ;» «Λϋω ϐτι αυτό εύναι η καλϑτερη ιδϋα που εύχεσ ϐλη τη χρονιϊ». Ο Κερτ του ϋκλειςε το μϊτι. Εύχε και την ανϊλογη εϑθυμη ϋκφραςη, που τη χαλοϑςαν ϐμωσ το χλομϐ δϋρμα του και ο ιδρώτασ που ϋτρεχε ςτα μϊγουλα και το μϋτωπο του. «Αυτϐ δε μου λϋει πολλϊ -εύναι ακϐμη Υεβρουϊριοσ. Πϊμε». Δεκατϋςςερισ μόνεσ αργϐτερα, τον Απρύλιο του 1985, η Μπιοϑικ προκϊλεςε ϋνα φωτοςειςμϐ που όταν ςϑντομοσ αλλϊ τρομερϊ δυνατϐσ -ο μεγαλϑτεροσ και φωτεινϐτεροσ απϐ τη Φρονιϊ του Χαριοϑ. Η δϑναμη του κατϋρριπτε την ϊποψη του Κερτ και του Σϐνι ϐτι η ενϋργεια τησ Ροουντμϊςτερ εύχε αρχύςει να εξαντλεύται. Απϐ την ϊλλη μεριϊ, το γεγονϐσ ϐτι ο φωτοςειςμϐσ όταν τϐςο ςϑντομοσ την επιβεβαύωνε. Διϊλεξε και πϊρε δηλαδό, ϐπωσ όταν πϊντα ϐ,τι εύχε ςχϋςη με την Μπιοϑικ. Δϑο μϋρεσ μετϊ το φωτοςειςμϐ, με τη θερμοκραςύα ςτο Τπϐςτεγο Β ςτουσ δεκαπϋντε βαθμοϑσ, το πορτ μπαγκϊζ τησ Μπιοϑικ ϊνοιξε και ϋνα κϐκκινο ξϑλο πετϊχτηκε απϐ μϋςα λεσ και το εκτϐξευςαν με ςυμπιεςμϋνο αϋρα. Ο Ωρκι Αρκϊνιαν όταν μϋςα ςτο υπϐςτεγο ϐταν ϋγινε αυτϐ, κρεμοϑςε το ςκαλιςτόρι ςτη θϋςη του, και κατατρϐμαξε. Σο κϐκκινο ξϑλο χτϑπηςε ςε ϋνα δοκϊρι τησ οροφόσ, ϋπεςε με βρϐντο ςτην οροφό τησ Μπιοϑικ και μετϊ κατρακϑληςε και ϋπεςε ςτο δϊπεδο. Γεια ςου, ξϋνε. Ο νεοφερμϋνοσ εύχε γϑρω ςτα εύκοςι πϋντε εκατοςτϊ μόκοσ, με κϊπωσ ακανϐνιςτο ςχόμα, χοντρϐσ ϐςο ο καρπϐσ ενϐσ ϊντρα, με δϑο προεξοχϋσ ςτη μύα ϊκρη. Ο Ωντι Κολοϑτςι, καθώσ το κούταζε με τα κιϊλια πϋντε δϋκα λεπτϊ αργϐτερα,
- 334 -
κατϊλαβε ϐτι οι προεξοχϋσ όταν μϊτια και ϐτι κϊτι που ϋμοιαζε με αυλϊκια ό ρωγμϋσ ςτη μια πλευρϊ του όταν ςτην πραγματικϐτητα πϐδι, ύςωσ μαζεμϋνο ςτισ τελευταύεσ ςτιγμϋσ τησ επιθανϊτιασ αγωνύασ του πλϊςματοσ. Δεν όταν ξϑλο, εύπε ο ϊντι, αλλϊ κϊτι ςαν κϐκκινη ςαϑρα. ήπωσ το ψϊρι, η νυχτερύδα και το φυτϐ, εύχε ψοφόςει. Αυτό τη φορϊ μπόκε μϋςα ο Σϐνι ϋιντινκσ για να μαζϋψει το δεύγμα, και εκεύνο το βρϊδυ ςτο Σαπ εύπε ςε κϊμποςουσ πολιτειακοϑσ ϐτι με το ζϐρι ανϊγκαςε τον εαυτϐ του να το αγγύξει. «Σο αναθεματιςμϋνο με κούταζε», εύπε. «Ϊτςι ϋνιωθα, τουλϊχιςτον. Νεκρϐ ό ϐχι, με κούταζε». Γϋμιςε ϋνα ποτόρι μπύρα και το όπιε μονοροϑφι. «Ελπύζω να τελεύωςε εδώ το πρϊγμα», εύπε. «Πραγματικϊ το ελπύζω». Αλλϊ φυςικϊ δεν εύχε τελειώςει. ύρλε ώ Εύναι παρϊξενο πώσ ςου μϋνουν κϊποια μικροπρϊγματα ςτη μνόμη. Εκεύνη η Παραςκευό του 1988 όταν ύςωσ η πιο φρικτό μϋρα τησ ζωόσ μου -επύ ϋξι μόνεσ μετϊ μου όταν αδϑνατο να κοιμηθώ, και ϋχαςα ϋντεκα κιλϊ γιατύ δεν μποροϑςα να φϊω για ϋνα διϊςτημα-, αλλϊ εξακολουθώ να τη θυμϊμαι απϐ κϊτι ωραύο που ϋγινε. Ϋταν η μϋρα που ο Φερμπ Ϊιβερι και ο Σζϊςτιν άςλινγκτον μου ϋφεραν εκεύνο το μπουκϋτο με τα αγριολοϑλουδα. Αυτϐ βϋβαια ϋγινε πριν ξεςπϊςει ο χαμϐσ. Σουσ εύχα ςτα μαϑρα κατϊςτιχα αυτοϑσ τουσ δϑο. Μου εύχαν καταςτρϋψει μια ολοκαύνουρια λινό φοϑςτα κϊνοντασ βλακεύεσ ςτην κουζύνα. Εγώ δεν εύχα καμιϊ ςχϋςη, απλώσ κούταζα τη δουλειϊ μου, εύχα πϊει να πϊρω ϋναν καφϋ. Δεν ϋδωςα ςημαςύα, και Σώρα: εύναι που ςου τη φϋρνουν. Οι ϊντρεσ, θϋλω να πω. Εύναι εντϊξει για λύγο, οπϐτε εςϑ
- 335 -
χαλαρώνεισ και ςιγϊ ςιγϊ ξεγελιϋςαι και νομύζεισ ϐτι μπορεύ να εύναι γνωςτικού τελικϊ, και Σώρα: ξαφνικϊ ξεςπϊνε. Ο Φερμπ και αυτϐσ ο άςλινγκτον μπόκαν ςτην κουζύνα καλπϊζοντασ ςαν ϊλογα και φωνϊζοντασ για κϊποιο ςτούχημα. Ο Σζϊςτιν χτυποϑςε τον Φερμπ ςτο κεφϊλι και τουσ ώμουσ και φώναζε, Πλόρωςε με, ρε παλιοκϊθαρμα, πλόρωςε με! Και ο Φερμπ φώναζε, Πλϊκα ϋκανα, το ξϋρεισ ϐτι δεν παύζω χαρτιϊ με λεφτϊ, παρϊτα με! Αλλϊ γελοϑςαν και οι δϑο. αν τρελού. Ο Σζϊςτιν εύχε μιςοςκαρφαλώςει ςτην πλϊτη του Φερμπ, εύχε τα χϋρια γϑρω απϐ το λαιμϐ του δόθεν ϐτι θα τον πνύξει. Ο Φερμπ προςπαθοϑςε να τον πετϊξει απϐ πϊνω του, και κανεύσ δε με εύδε, δεν κατϊλαβαν καν ϐτι όμουν εκεύ, δύπλα ςτη μηχανό του καφϋ με την ολοκαύνουρια φοϑςτα μου. Ξϋρετε, απλώσ η αξιωματικϐσ επικοινωνιών Πϊςτερνακ: μϋροσ τησ επύπλωςησ. «Προςϋξτε, βρε χοντροβοϑβαλοι!» τουσ φώναξα, αλλϊ όταν πολϑ αργϊ. 'Επεςαν πϊνω μου πριν προλϊβω ν' αφόςω το φλιτζϊνι και ϐλοσ ο καφϋσ χϑθηκε πϊνω μου. Δε με πεύραξε που ϋπεςε ςτο πουκϊμιςο μου, όταν παλιϐ, αλλϊ η φοϑςτα όταν ολοκαύνουρια. Και ωραύα. Εύχα κϊνει μιςό ώρα μϋχρι να φτιϊξω το ςτρύφωμα το προηγοϑμενο βρϊδυ. Ξεφώνιςα και τελικϊ ςταμϊτηςαν να ςπρώχνονται και να χτυπιοϑνται. Ο Σζϊςτιν εύχε ακϐμη το ϋνα πϐδι του γϑρω απϐ τη μϋςη του Φερμπ και τα χϋρια τυλιγμϋνα ςτο λαιμϐ του. Ο Φερμπ με κούταζε με το ςτϐμα ανοιχτϐ. Εύναι καλϐ παιδύ (για τον άςλινγκτον δεν ξϋρω, πόρε μετϊθεςη για τη Διμοιρύα Κ πριν τον γνωρύςω), αλλϊ με το ςτϐμα του να κρϋμεται ϋτςι ανοιχτϐ ϋμοιαζε ςαν κουτορνύθι.
- 336 -
«ύρλεώ, πω, πω», εύπε. «Δε ςε εύδα». Ξϋρετε, ακουγϐταν ςαν τον Ωρκι τώρα που το ξαναςκϋφτομαι -η ύδια προφορϊ, απλώσ ϐχι τϐςο βαριϊ. «Ντε ςε πρϐςεξα». «Καθϐλου παρϊξενο», του εύπα, «μ' αυτϐ τον τϑπο να ςε ϋχει καβαλόςει ςαν ϊλογο ςε ιπποδρομύα». «Κϊηκεσ;» ρώτηςε ο Σζϊςτιν. «Και βϋβαια κϊηκα», εύπα. «Αυτό η φοϑςτα κϊνει τριϊντα πϋντε δολϊρια ςτο Πϋνι και εύναι η πρώτη φορϊ που τη φϐρεςα ςτη δουλειϊ και καταςτρϊφηκε. Κϊηκα για τα καλϊ». «Να πϊρει, ηρϋμηςε, μασ ςυγχωρεύσ», εύπε ο Σζϊςτιν. Εύχε και το θρϊςοσ να το παύζει θιγμϋνοσ. Κϊτι ϊλλο που κϊνουν επύςησ οι ϊντρεσ, ϐπωσ ϋχω παρατηρόςει, και με ςυγχωρεύτε για τη φιλοςοφύα. Αν ςου ζητόςουν ςυγνώμη, υποτύθεται ϐτι πρϋπει να λιώςεισ, λεσ και αυτϐ λϑνει ϐλα χα προβλόματα. Δεν ϋχει ςημαςύα αν ϋςπαςαν το παρϊθυρο, ανατύναξαν το αυτοκύνητο ό ϋχαςαν τισ οικονομύεσ για τισ ςπουδϋσ των παιδιών παύζοντασ μπλϊκτζακ ςτο Ατλϊντικ ύτι. βρε παιδύ μου, ςου λϋνε, αφοϑ ςου εύπα ϐτι λυπϊμαι, εύναι ανϊγκη να το κϊνεισ θϋμα; «ύρλεώ...» ϊρχιςε να λϋει ο Φερμπ. «ήχι τώρα, αγϐρι μου», του εύπα. «Απλώσ εξαφανύςου. Φαθεύτε απϐ μπροςτϊ μου». το μεταξϑ ο άςλινγκτον ϊρπαξε μια χοϑφτα χαρτοπετςϋτεσ απϐ τον πϊγκο και ϊρχιςε να ςκουπύζει τη φοϑςτα μου. «ταμϊτα!» εύπα και του ϊρπαξα το χϋρι. «Σι νομύζεισ ϐτι εύναι, η Ημϋρα του Ελεϑθερου Φουφτώματοσ;» «Μα εύπα... αν δεν ϋχει λερώςει ακϐμη... »
- 337 -
Σον ρώτηςα αν ϋχει η μϊνα του ϊλλα ϋξυπνα παιδιϊ ςαν αυτϐν, κι αυτϐσ ϊρχιςε να το παύζει πολϑ πειραγμϋνοσ, Φριςτϋ μου, εντϊξει, αφοϑ το Θϋλεισ ϋτςι. «Σο καλϐ που ςου θϋλω», εύπα, «φϑγε αυτό τη ςτιγμό. Πριν βρεθεύσ με την καφετιϋρα κολϊρο». Βγόκαν ϋξω με την ουρϊ ςτα ςκϋλια, και για αρκετϐ διϊςτημα δεν τολμοϑςαν οϑτε να με πληςιϊςουν, ο Φερμπ ντροπιαςμϋνοσ και ο Σζϊςτιν άςλινγκτον φορώντασ ακϐμη εκεύνο το απορημϋνο θιγμϋνο ϑφοσ -Αφοϑ ςου ζότηςα ςυγνώμη, τι ϊλλο θϋλεισ, να πϋςω γονατιςτϐσ ςτα πϐδια ςου; Και μετϊ, μια βδομϊδα αργϐτερα -τη μϋρα που ϋγινε το ςώςε, με ϊλλα λϐγια-, εμφανύςτηκαν ςτο θϊλαμο επικοινωνιών ςτισ δϑο το μεςημϋρι, ο Σζϊςτιν πρώτοσ με το μπουκϋτο ςτο χϋρι, και ο Φερμπ πύςω του. χεδϐν κρυμμϋνοσ πύςω του, ϋτςι ϋδειχνε, μϊλλον μόπωσ και αρχύςω ξαφνικϊ να τουσ πετϊω τα πρεςπαπιϋ. Σο θϋμα εύναι ϐτι δεν τα καταφϋρνω να κρατόςω κακύα για πολϑ. ήςοι με ξϋρουν θα ςου το πουν αυτϐ. Σα πηγαύνω καλϊ μια δυο μϋρεσ, αλλϊ μετϊ μου περνϊει. Και οι δυο τουσ όταν χαριτωμϋνοι, ςαν αγορϊκια που πϊνε να ζητόςουν ςυγνώμη απϐ τη δαςκϊλα επειδό ϋκαναν φαςαρύα ςτο μϊθημα. Εύναι κι αυτϐ που ςε κϊνει να την πατϊσ με τουσ ϊντρεσ, ενώ τη μια ςτιγμό εύναι φαφλατϊδεσ παιδοβοϑβαλοι που δϋρνουν ο ϋνασ τον ϊλλο ςτα μπαρ για τισ πιο αςόμαντεσ βλακεύεσ -για τα ςκορ του μπϋιζμπολ, αν ϋχεισ το Θεϐ ςου, ώςπου ν' ανοιγοκλεύςεισ τα μϊτια ςου γύνονται ξαφνικϊ γλυκϊ αγγελοϑδια, ςαν να βλϋπεισ πύνακα του Νϐρμαν Ρϐκγουελ. Και μϋχρι να καταλϊβεισ τι γύνεται, ςε ϋχουν ρύξει ςτο κρεβϊτι, ό προςπαθοϑν να ςε ρύξουν.
- 338 -
Ο Σζϊςτιν πρϐτεινε το μπουκϋτο. Ϋταν μερικϊ λουλοϑδια που εύχαν κϐψει απϐ το χωρϊφι πύςω απϐ το αρχηγεύο. Μαργαρύτεσ, παπαροϑνεσ, τϋτοια πρϊγματα. Ακϐμη και μερικοϑσ πανςϋδεσ, ϐπωσ θυμϊμαι. Αλλϊ γι' αυτϐ όταν τϐςο χαριτωμϋνοι και αφοπλιςτικού. Αν μου εύχαν φϋρει τριαντϊφυλλα απϐ θερμοκόπιο αντύ γι' αυτϐ το παιδικϐ μπουκϋτο, μπορεύ να κατϊφερνα να μεύνω θυμωμϋνη μαζύ τουσ λύγο ακϐμη. Μιλϊμε ϐτι η φοϑςτα όταν πολϑ καλό, και επιπλϋον μου ςπϊει τα νεϑρα να τισ ςτριφώνω τισ αναθεματιςμϋνεσ. Ο Σζϊςτιν άςλινγκτον όταν μπροςτϊ γιατύ όταν ϐμορφοσ, με γαλανϊ μϊτια και ςτυλ παύκτη του ρϊγκμπι -εύχε ακϐμη και το κλαςικϐ τςουλοϑφι με τα μαϑρα μαλλιϊ να του πϋφτει ςτο μϋτωπο. Τποτύθεται ϐτι αυτϐ θα μ' ϋκανε να λιώςω, και κατϊ κϊποιον τρϐπο με ϋκανε. Κρατώντασ ϋτςι τα λουλοϑδια. Μασ ςυγχωρεύτε, κυρύα δαςκϊλα. Και εύχαν κι ϋνα μικρϐ λευκϐ φϊκελο χωμϋνο μϋςα ςτα λουλοϑδια. «ύρλεώ», εύπε ο Σζϊςτιν -ςοβαρϐσ, αλλϊ και μ' εκεύνη τη χαριτωμϋνη λϊμψη ςτα μϊτια του-, «θϋλουμε να επανορθώςουμε». «Ναι», εύπε και ο Φερμπ. «Δεν το αντϋχω να εύςαι τςαντιςμϋνη μαζύ μασ». «Οϑτε κι εγώ», ςυμφώνηςε ο ϊντι. Δεν όμουν ςύγουρη αν ϋλεγε αλόθεια αυτϐσ, αλλϊ νομύζω ϐτι ο Φερμπ όταν ειλικρινόσ, κι αυτϐ μου ϋφτανε. «Εντϊξει», εύπα και πόρα τα λουλοϑδια. «Αλλϊ αν το ξανακϊνετε...» «Δε θα το ξανακϊνουμε!» εύπε ο Φερμπ. «Αποκλεύεται! Ποτϋ!» Υυςικϊ αυτϐ λϋνε ϐλοι. Και μη με κατηγορόςετε ϐτι γύνομαι ςκληρό. Απλώσ εύμαι ρεαλύςτρια. «Ϊτςι και το ξανακϊνετε θα φϊτε μπουνιϊ και οι δυο». Κούταξα τον άςλινγκτον υψώνοντασ το φρϑδι. «Και κϊτι που
- 339 -
μϊλλον δε ςου το εύπε ποτϋ η μαμϊ ςου: τα ςυγνώμη δε βγϊζουν τουσ λεκϋδεσ του καφϋ απϐ μια λινό φοϑςτα». «Μην ξεχϊςεισ να κοιτϊξεισ ςτο φϊκελο», εύπε ο Σζϊςτιν, προςπαθώντασ ακϐμη να με ςφϊξει μ' εκεύνα τα γαλανϊ του μϊτια. Ωφηςα το βϊζο ςτο γραφεύο μου και πόρα το φϊκελο μϋςα απϐ τισ μαργαρύτεσ. «Δεν πιςτεϑω να πεταχτεύ φτερνιζϐςκονη ςτα μοϑτρα μου ό τύποτε τϋτοιο, ε;» ρώτηςα τον Φερμπ. Αςτειευϐμουν, αλλϊ αυτϐσ κοϑνηςε αρνητικϊ το κεφϊλι του εντελώσ ςοβαρϐσ. Με το ϑφοσ που εύχε όταν ν' αναρωτιϋςαι πώσ μποροϑςε αυτϐσ ο ϊνθρωποσ να ςταματόςει κϊποιον και να του δώςει κλόςη για υπερβολικό ταχϑτητα ό επικύνδυνη οδόγηςη. Αλλϊ φυςικϊ οι πολιτειακού εύναι διαφορετικού ςτο δρϐμο. Πρϋπει να εύναι. Ωνοιξα το φϊκελο περιμϋνοντασ να βρω καμιϊ μικρό κϊρτα ϐπου θα μου ζητοϑςαν πϊλι ςυγνώμη, με γλυκερϊ ςτιχϊκια ύςωσ, αλλϊ μϋςα υπόρχε ϋνα διπλωμϋνο χαρτύ. Σο ϋβγαλα, το ξεδύπλωςα και εύδα ϐτι όταν μια δωροεπιταγό πενόντα δολαρύων για το Πϋνι ςτο ϐνομα μου. «ήχι, ϐχι», εύπα. Και ξαφνικϊ μου όρθε να βϊλω τα κλϊματα. Παρεμπιπτϐντωσ, αυτϐ εύναι ϋνα ϊλλο χαρακτηριςτικϐ των αντρών. Εκεύ που τουσ ϋχεισ ςιχαθεύ πια, ςου κϊνουν μια τϋτοια γενναιϐδωρη χειρονομύα και εντελώσ ξαφνικϊ -ηλύθιο βϋβαια, αλλϊ ϋτςι εύναι-, αντύ να εύςαι θυμωμϋνη μαζύ τουσ, ντρϋπεςαι που ϋκανεσ ϋςτω και μύα κακό και κυνικό ςκϋψη ςε βϊροσ τουσ. «Παιδιϊ, δε χρειϊζεται να...» «'Οχι, χρειϊζεται», εύπε ο Σζϊςτιν. «Ϋταν μεγϊλη βλακεύα αυτϐ που κϊναμε, να τρϋχουμε ϋτςι μϋςα ςτην κουζύνα».
- 340 -
«Πολϑ μεγϊλη βλακεύα», εύπε ο Φερμπ. Κουνοϑςε το κεφϊλι του πϊνω κϊτω χωρύσ να πϊρει ςτιγμό τα μϊτια του απϐ πϊνω μου. «Μα εύναι πολλϊ τα λεφτϊ!» «ϑμφωνα με τουσ υπολογιςμοϑσ μασ, δεν εύναι», απϊντηςε ο άςλινγκτον. «Λϊβαμε υπϐψη μασ και την αναςτϊτωςη, τον πϐνο και τη ςτενοχώρια...» «Μα δεν κϊηκα, ο καφϋσ όταν χλιαρϐσ...» «ύρλεώ, θα τα πϊρεισ», εύπε ο Φερμπ πολϑ κατηγορηματικϊ. Δεν εύχε γύνει τελεύωσ ο Ωντρασ τησ Μϊρλμπορο με ςτολό αςτυνομικοϑ, αλλϊ πληςύαζε. «Πϊει και τελεύωςε». Φαύρομαι πραγματικϊ που το ϋκαναν αυτϐ, και δε θα το ξεχϊςω ποτϋ. Γιατύ αυτϐ που ϋγινε μετϊ όταν τϐςο φρικτϐ. Εύναι καλϐ να ϋχεισ κϊτι για ν' αντιςταθμύςεισ λύγο εκεύνη τη φρύκη, μια απλό πρϊξη καλοςϑνησ ϐπωσ αυτϐ που ϋκαναν αυτού οι δϑο μποϑφοι, που πλόρωςαν ϐχι μϐνο για τη φοϑςτα που κατϋςτρεψαν αλλϊ και για την ταλαιπωρύα και τη ςτενοχώρια. Και μου ϋδωςαν και λουλοϑδια απϐ πϊνω. ήταν θυμϊμαι τα ϊλλα που ϋγιναν, προςπαθώ να θυμϊμαι και αυτοϑσ τουσ δϑο. Ιδιαύτερα τα λουλοϑδια που ϋκοψαν απϐ πύςω. Σουσ ευχαρύςτηςα και ξεκύνηςαν ν' ανεβοϑν πϊνω, μϊλλον για να παύξουν ςκϊκι. Σώρα: γινϐταν ϋνα τουρνουϊ εδώ ςτα τϋλη κϊθε καλοκαιριοϑ, και ο νικητόσ ϋπαιρνε για ϋπαθλο μια μικρό μπροϑντζινη λεκϊνη τουαλϋτασ που τη λϋγαμε Κϑπελλο κρϊντον. ήλα αυτϊ ςταμϊτηςαν ϐταν βγόκε ςτη ςϑνταξη ο υπαςτυνϐμοσ ϋιντινκσ. Υεϑγοντασ αυτού οι δυο εύχαν το ϑφοσ ανθρώπων που ϋκαναν το καθόκον τουσ. Και ουςιαςτικϊ το εύχαν κϊνει. Προςωπικϊ ϋτςι ϋνιωθα
- 341 -
τουλϊχιςτον, και θα ϋκανα κι εγώ το δικϐ μου, θαφτοϑσ αγϐραζα κανϋνα μεγϊλο κουτύ ςοκολατϊκια ό κανϋνα ζευγϊρι γϊντια με τα λεφτϊ που θα περύςςευαν αφοϑ αγϐραζα καινοϑρια φοϑςτα. Σα γϊντια θα όταν πιο πρακτικϊ, αλλϊ ύςωσ εύχαν ϋναν πιο οικογενειακϐ χαρακτόρα. Ϋμουν υπεϑθυνη επικοινωνιών, δεν όμουν η μητϋρα τουσ, ςτο κϊτω κϊτω. Εύχαν γυναύκεσ για να τουσ αγορϊςουν γϊντια. Σο χαζοχαροϑμενο μπουκϋτο τησ ειρόνησ όταν ωραύα τακτοποιημϋνο ςτο βϊζο, εύχαν βϊλει ακϐμη και λύγη πραςινϊδα για να φαύνεται ςαν αυτϊ που ϋφτιαχναν ςτα ανθοπωλεύα, αλλϊ δεν εύχαν ςκεφτεύ να βϊλουν νερϐ. Υτιϊχνεισ τα λουλοϑδια και μετϊ ξεχνϊσ το νερϐ: ϋτςι εύναι οι ϊντρεσ. Πόρα το βϊζο και ξεκύνηςα να πϊω ςτην κουζύνα, και Σώρα: ϊκουςα τον Σζορτζ τανκϐφςκι ςτον αςϑρματο, ϋβηχε και όταν τρομοκρατημϋνοσ, θα ςου πω κϊτι, και καταχώρηςε το μαζύ με τισ ϊλλεσ μεγϊλεσ αλόθειεσ τησ ζωόσ. 'Οταν εύςαι αξιωματικϐσ επικοινωνιών, μϐνο ϋνα πρϊγμα μπορεύ να ςε τρομϊξει περιςςϐτερο απϐ το ν' ακοϑςεισ ϋναν αςτυνομικϐ τρομοκρατημϋνο ςτον αςϑρματο, κι αυτϐ εύναι να ςου δώςει κωδικϐ 29-99. Ο κωδικϐσ 99 ςημαύνει Ζητώ γενικό ανταπϐκριςη. Και ο κωδικϐσ 29... Αν κοιτϊξεισ ςτο βιβλύο, θα δεισ μϐνο μύα λϋξη κϊτω απϐ το 29: καταςτροφό. «Βϊςη, εδώ 14. Κωδικϐσ 29-99, ελόφθη; Δϑο-εννιϊ-εννιϊ-εννιϊ». Ακοϑμπηςα το βϊζο με τα λουλοϑδια πϊλι ςτο γραφεύο μου, πολϑ προςεκτικϊ. Σην ύδια ςτιγμό μου όρθε μια πολϑ ϋντονη ανϊμνηςη, Σώρα: που ϊκουςα ςτο ραδιϐφωνο ϐτι εύχε πεθϊνει ο Σζον Λϋνον. Ϊφτιαχνα πρωινϐ για τον πατϋρα μου εκεύνη τη μϋρα. Θα τον ςερβύριζα και μετϊ θα ϋφευγα αμϋςωσ γιατύ εύχα αργόςει για το ςχολεύο. Κρατοϑςα ϋνα γυϊλινο
- 342 -
μπολ με αβγϊ μπροςτϊ ςτην κοιλιϊ μου και τα χτυποϑςα με το χτυπητόρι. ήταν ϊκουςα τον εκφωνητό ςτο ραδιϐφωνο να λϋει ϐτι ςκϐτωςαν τον Λϋνον ςτη Νϋα Τϐρκη, ακοϑμπηςα το γυϊλινο μπολ ςτο τραπϋζι με τισ ύδιεσ προςεκτικϋσ κινόςεισ. «Σϐνι!» φώναξα δυνατϊ, και ακοϑγοντασ τη φωνό μου (ό ύςωσ τον τϐνο μου), ϐλοι ςταμϊτηςαν ϐ,τι ϋκαναν. ταμϊτηςαν ακϐμη και οι ςυζητόςεισ ςτον επϊνω ϐροφο. «Σϐνι, ο Σζορτζ τανκϐφςκι ϋδωςε 29-99!» Και, χωρύσ να περιμϋνω, πόρα το μικρϐφωνο και εύπα ςτον Σζορτζ ϐτι ελόφθη, ϐβερ. «Εύμαι ςτην Κομητειακό Οδϐ 46, Ποτύνβιλ», εύπε ο Σζορτζ. Ωκουγα ϋνα κροτϊλιςμα πύςω απϐ τη φωνό του, και ϋμοιαζε με φωτιϊ. Ο Σϐνι εύχε ϋρθει ςτο μεταξϑ και ςτεκϐταν ςτην πϐρτα μου, και δύπλα του ο ϊντι Ντύαρμπορν με πολιτικϊ και κρατώντασ ςτο χϋρι τα παποϑτςια τησ ςτολόσ του. «Ϊνα βυτύο ςυγκροϑςτηκε με ςχολικϐ λεωφορεύο και καύγεται. Καύγεται το βυτύο, αλλϊ υπϊρχουν φλϐγεσ και ςτο μπροςτινϐ μιςϐ του λεωφορεύου, ελόφθη;» «Ελόφθη», εύπα. Ακουγϐμουν εντϊξει, αλλϊ τα χεύλια μου εύχαν μουδιϊςει. «Εύναι βυτύο με χημικϐ φορτύο, Νϐρκο Γουϋςτ, λαμβϊνεισ;» «Ελόφθη, Νϐρκο Γουϋςτ, 14». Σο ϋγραψα ςτο ςημειωματϊριο δύπλα ςτο κϐκκινο τηλϋφωνο με μεγϊλα κεφαλαύα γρϊμματα. «Διακριτικϊ;» Διακριτικϊ εύναι εκεύνα τα μικρϊ ςϑμβολα που μπορεύ να ςημαύνουν εϑφλεκτο, αϋριο, ραδιενεργϐσ ακτινοβολύα και διϊφορα ϊλλα τϋτοια ευχϊριςτα. «Ε, δεν μπορώ να δω τα διακριτικϊ, ϋχει πολϑ καπνϐ, αλλϊ απϐ το βυτύο τρϋχει κϊτι ϊςπρο και αρπϊζει φωτιϊ
- 343 -
καθώσ κυλϊει ςτο χαντϊκι, λαμβϊνεισ;» Ο Σζορτζ εύχε αρχύςει να βόχει πϊλι . «Ελόφθη», εύπα. «14, ειςπνϋεισ αναθυμιϊςεισ; Δεν ακοϑγεςαι καλϊ, ϐβερ». «Ναι, αναθυμιϊςεισ, υπϊρχουν αναθυμιϊςεισ, αλλϊ εύμαι εντϊξει. Σο πρϐβλημα...» Αλλϊ δεν πρϐλαβε να τελειώςει, ϊρχιςε να βόχει πϊλι. Ο Σϐνι μου πόρε το μικρϐφωνο, χτυπώντασ με ταυτϐχρονα ςτον ώμο ςαν να μου ϋλεγε ϐτι τα πόγαινα καλϊ αλλϊ δεν ϊντεχε να κϊθεται εκεύ και ν' ακοϑει ϊπραγοσ. Ο ϊντι φοροϑςε τα παποϑτςια του. ήλοι εύχαν πληςιϊςει ςτο θϊλαμο επικοινωνιών. Τπόρχαν πολλού αςτυνομικού ςτο αρχηγεύο εκεύνη τη ςτιγμό γιατύ πληςύαζε η αλλαγό βϊρδιασ. Ακϐμη και ο Ντύλον εύχε βγει απϐ την κουζύνα για να δει τι ςυνϋβαινε. «Σο πρϐβλημα εύναι το ςχολεύο», ςυνϋχιςε ο Σζορτζ ϐταν μπϐρεςε να μιλόςει πϊλι. «Σο Δημοτικϐ χολεύο του Ποτύνβιλ απϋχει διακϐςια μϋτρα μϐνο». «Σο ςχολεύο εύναι κλειςτϐ, θϋλει ϊλλο ϋνα μόνα για ν' ανούξει, 14. Εύςαι... » «ήχι, ϐχι, βλϋπω παιδιϊ». Πύςω μου κϊποιοσ μουρμοϑριςε, «Σον Αϑγουςτο γύνονται μαθόματα χειροτεχνύασ εκεύ. Η αδερφό μου διδϊςκει αγγειοπλαςτικό ςτα παιδιϊ τησ τρύτησ και τησ τετϊρτησ». Θυμϊμαι ϋνα τρομερϐ ςφύξιμο ςτο ςτόθοσ μου ϐταν το ϊκουςα αυτϐ. «Δεν ξϋρω τι εύναι αυτϐ το υγρϐ που τρϋχει απϐ το βυτύο, αλλϊ ο ϊνεμοσ παραςϋρνει τισ αναθυμιϊςεισ μακριϊ μου», ςυνϋχιςε ο Σζορτζ. «Σισ πηγαύνει προσ το ςχολεύο, επαναλαμβϊνω, τισ πηγαύνει προσ το ςχολεύο. Ελόφθη;» «Ελόφθη, 14», εύπε ο Σϐνι. «Ϊχει ϋρθει η πυροςβεςτικό;»
- 344 -
«Αρνητικϐ, αλλϊ ακοϑω ςειρόνεσ». Ωλλη μια κρύςη βόχα. «Ϋμουν πολϑ κοντϊ ϐταν ϋγινε η ςϑγκρουςη, ϊκουςα τον κρϐτο και ϋφταςα εδώ πρώτοσ. Ϊχουν πϊρει φωτιϊ τα χϐρτα και η φωτιϊ πηγαύνει προσ το ςχολεύο. Βλϋπω παιδιϊ ςτην αυλό, ςτϋκονται και κοιτϊζουν. Ακοϑω το ςυναγερμϐ μϋςα ςτο ςχολεύο, οπϐτε μϊλλον οι δϊςκαλοι εκκϋνωςαν το κτύριο. Δεν ξϋρω αν ϋχουν φτϊςει ωσ εκεύ οι αναθυμιϊςεισ, αλλϊ και να μην ϋφταςαν θα φτϊςουν. τεύλε τουσ πϊντεσ, αφεντικϐ. τεύλε ϐ,τι ϋχεισ και δεν ϋχεισ. Ϊχουμε κανονικϐ 29». Σϐνι: «Τπϊρχουν θϑματα ςτο λεωφορεύο, 14; Βλϋπεισ θϑματα; ήβερ». Κούταξα το ρολϐι. Ϋταν δϑο παρϊ τϋταρτο. Αν όμαςτε τυχερού, το λεωφορεύο θα πόγαινε ςτο ςχολεύο για να πϊρει τα παιδιϊ απ' το μϊθημα τησ αγγειοπλαςτικόσ και να τα πϊει πύςω ςτα ςπύτια τουσ. «Σο λεωφορεύο φαύνεται ϊδειο εκτϐσ απϐ τον οδηγϐ. Σον βλϋπω -ό τη βλϋπω, μπορεύ να εύναι και γυναύκα-, ϋχει πϋςει πϊνω ςτο τιμϐνι. Σο μπροςτινϐ μϋροσ του λεωφορεύου καύγεται, και ο οδηγϐσ μϊλλον εύναι ΝΕ, λαμβϊνεισ;» Σο ΝΕ εύναι αρχικϊ που εύχε πϊρει η Πολιτειακό Αςτυνομύα απϐ τα αςθενοφϐρα γϑρω ςτη δεκαετύα του '70. ημαύνει «Νεκρϐσ Επιτϐπου». «Ελόφθη, 14», εύπε ο Σϐνι. «Μπορεύσ να πασ εκεύ που εύναι τα παιδιϊ;» Ο Σζορτζ ϊρχιςε να βόχει πϊλι. Ακουγϐταν ϊςχημα. «Ναι, βϊςη, υπϊρχει ϋνασ δρϐμοσ που περνϊ δύπλα απϐ το γόπεδο. Υτϊνει μϋχρι το κτύριο, ϐβερ». «Σώρα: πόγαινε», εύπε ο Σϐνι. Ϋταν εκπληκτικϐσ εκεύνη τη μϋρα, αποφαςιςτικϐσ ςαν ςτρατηγϐσ ςτο πεδύο τησ μϊχησ. Σελικϊ αποδεύχτηκε ϐτι οι αναθυμιϊςεισ δεν όταν τοξικϋσ, και η φωτιϊ όταν κυρύωσ το πετρϋλαιο που διϋρρεε απϐ τα
- 345 -
αυτοκύνητα, αλλϊ φυςικϊ δεν το ξϋραμε αυτϐ Σώρα:. Για τον Σζορτζ τανκϐφςκι, μπορεύ εκεύνη τη ςτιγμό ο Σϐνι να εύχε υπογρϊψει το πιςτοποιητικϐ θανϊτου του. Μερικϋσ φορϋσ ϋτςι εύναι αυτό η δουλειϊ. «Εντϊξει, βϊςη, φεϑγω». «Αν φτϊνουν οι αναθυμιϊςεισ ςτο ςχολεύο, πϊρε τα παιδιϊ απϐ κει, βϊλ' τα μϋςα ςτο περιπολικϐ, κϊθιςε τα πϊνω ςτο καπϐ και το πορτ μπαγκϊζ, βϊλ' τα ςτην οροφό κρεμαςμϋνα απϐ το φϊρο. Πϊρε ϐςο περιςςϐτερα μπορεύσ, λαμβϊνεισ;» «Ελόφθη, βϊςη, 14 τϋλοσ». Κλικ. Αυτϐ το κλικ ακοϑςτηκε πολϑ δυνατϊ. Ο Σϐνι κούταξε γϑρω του. «29-99, το ακοϑςατε. ήλεσ οι μονϊδεσ φεϑγουν. ήςοι περιμϋνετε να πιϊςετε βϊρδια ςτισ τρεισ, πϊρτε φϊρουσ απϐ την αποθόκη και πηγαύνετε με τα δικϊ ςασ αυτοκύνητα. ύρλεώ, ειδοπούηςε ϐςουσ λεύπουν να ϋρθουν». «Μϊλιςτα, αρχιφϑλακα. Ν' αρχύςω να καλώ τουσ αξιωματικοϑσ υπηρεςύασ;» «ήχι ακϐμη. Φϊντι Ρϐγιερ, ποϑ εύςαι;» «Εδώ». «Θα μεύνεισ εδώ να ςυντονύζεισ». Ο Φϊντι δεν ϊρχιςε τισ διαμαρτυρύεσ ϐπωσ κϊνουν ςτο ςινεμϊ, ϐτι όθελε να πϊει με τουσ ςυναδϋλφουσ του, να παλϋψει με τη φωτιϊ και τα δηλητηριώδη αϋρια για να ςώςει τα παιδιϊ. Απλώσ εύπε, εντϊξει αρχιφϑλακα. «Κϊλεςε την πυροςβεςτικό τησ Κομητεύασ Πϊγκουσ, μϊθε τι ϋχουν ςτεύλει, μϊθε τι ϋχουν ςτεύλει το Λϊςμπεργκ και το τϊτλερ, κϊλεςε την Ωμεςη Δρϊςη ςτο Πύτςμπουργκ και ϐποιον ϊλλο ςκεφτεύσ». «Ση Νϐρκο Γουϋςτ;»
- 346 -
Ο Σϐνι κϐντεψε να χτυπόςει το μϋτωπο του με την παλϊμη. «Α, ναι, ςύγουρα». Μετϊ ξεκύνηςε για την πϐρτα, με τον Κερτ δύπλα του και τουσ ϊλλουσ απϐ πύςω, και τελευταύο τον Μύςτερ Ντύλον. Ο Φϊντι τον ϊρπαξε απϐ το κολϊρο. «ήχι ςόμερα, αγϐρι μου. Θα μεύνεισ εδώ μαζύ μου και με τη ύρλεΙ». Ο Ντύλον κϊθιςε κϊτω αμϋςωσ, όταν καλϊ εκπαιδευμϋνοσ, αλλϊ κούταζε ϐλο λαχτϊρα τουσ πολιτειακοϑσ που ϋφευγαν. Ξαφνικϊ το αρχηγεύο φαινϐταν πολϑ ϊδειο μ' εμϊσ τουσ δϑο μϐνο εκεύ -τουσ τρεισ, αν μετροϑςεσ και τον Ντύλον. ήχι ϐτι προλϊβαμε να ςκεφτοϑμε τϋτοια πρϊγματα, εύχαμε πολλό δουλειϊ. Μπορεύ να πρϐςεξα ϐτι ο Ντύλον ςηκώθηκε και πόγε ςτην πύςω πϐρτα, και ϊρχιςε να μυρύζει την πϐρτα τησ ςότασ και να κλαψουρύζει ςιγανϊ. Νομύζω ϐτι τον εύδα, αλλϊ μπορεύ να κϊνω λϊθοσ, να τα επινϐηςα ϐλα αυτϊ με το μυαλϐ μου εκ των υςτϋρων. Αν το πρϐςεξα, μϊλλον θα το απϋδωςα ςτην απογοότευςη που δεν τον πόραν μαζύ τουσ. Σώρα πιςτεϑω ϐτι ϋνιωςε πωσ κϊτι εύχε αρχύςει να ςυμβαύνει ςτο Τπϐςτεγο Β. άςωσ και να όθελε να μασ ειδοποιόςει. Δεν εύχα χρϐνο ν' αςχοληθώ με το ςκϑλο ϐμωσ -οϑτε καν για να ςηκωθώ και να τον κλεύςω ςτην κουζύνα, ϐπου μπορεύ να ϋπινε λύγο νερϐ απϐ το μπολ του και να ηρεμοϑςε. Μακϊρι να εύχα βρει το χρϐνο. Σώρα: ο καημϋνοσ ο Μύςτερ Ντύλον μπορεύ να ζοϑςε μερικϊ χρϐνια ακϐμη. Αλλϊ φυςικϊ δεν το όξερα αυτϐ. Σο μϐνο που όξερα εκεύνη τη ςτιγμό όταν ϐτι ϋπρεπε να μϊθω ποιοι όταν ςτο δρϐμο και ποϑ. Και να τουσ ςτεύλω δυτικϊ, αν μποροϑςαν να πϊνε. Και ϐςο το ϋκανα αυτϐ, ο Φϊντι όταν ςτο γραφεύο του αρχιφϑλακα, ςκυμμϋνοσ πϊνω απϐ το γραφεύο, και μιλοϑςε ςτο τηλϋφωνο με την
- 347 -
ϋνταςη ανθρώπου που κλεύνει τη μεγαλϑτερη ςυμφωνύα τησ ζωόσ του. Βρόκα ϐλουσ τουσ μϊχιμουσ πολιτειακοϑσ εκτϐσ απϐ τη Μονϊδα 6, που κϐντευε να φτϊςει ςτο αρχηγεύο («φτϊνουμε ςτη βϊςη ςε ϋνα λεπτϐ» όταν το τελευταύο πρϊγμα που μου εύπαν). Ο Σζορτζ Μϐργκαν και ο Ϊντι Σζακιμπουϊ εύχαν να κϊνουν μια παρϊδοςη πριν ξεκινόςουν κι αυτού για το Ποτύνβιλ. Αλλϊ φυςικϊ, η Μονϊδα 6 δεν ϋφταςε ποτϋ ςτο Ποτύνβιλ εκεύνη τη μϋρα. ήχι, ο Ϊντι και ο Σζορτζ δεν ϋφταςαν ςτο Ποτύνβιλ ςε καμύα περύπτωςη.
- 348 -
Ϊντι Εύναι παρϊξενο πώσ λειτουργεύ η μνόμη του ανθρώπου. την αρχό δεν τον γνώριςα τον τϑπο που βγόκε απϐ κεύνο το φτιαγμϋνο φορτηγϊκι Υορντ. Για μϋνα όταν απλώσ ϋνασ αλότησ με κϐκκινα μϊτια που φοροϑςε ϋναν ανϊποδο Εςταυρωμϋνο για ςκουλαρύκι και μια ςβϊςτικα ςτο λαιμϐ. Θυμϊμαι ϐμωσ τα αυτοκϐλλητα. Μπορεύσ να καταλϊβεισ πολλϊ απϐ τα αυτοκϐλλητα που βϊζει ο κϐςμοσ ςτα αυτοκύνητα του. Αυτϐ το ξϋρουν και οι τροχονϐμοι. Αυτϐσ ο τϑποσ εύχε δϑο αυτοκϐλλητα ςτον πύςω προφυλακτόρα, αριςτερϊ ϋλεγε ΚΑΝΨ Ο,ΣΙ ΜΟΤ ΛΕΝΕ ΟΙ ΥΨΝΕ και δεξιϊ ΣΡΨΨ ΑΜΙ. Σρϋκλιζε, και μϊλλον ϐχι επειδό φοροϑςε φανταχτερϋσ κεντημϋνεσ καουμπϐικεσ μπϐτεσ με ψηλϊ τακοϑνια. Εύδα τα κϐκκινα μϊτια του κϊτω απϐ το ανακατεμϋνο μαϑρο μαλλύ και κατϊλαβα ϐτι πρϋπει να όταν μαςτουρωμϋνοσ με κϊτι. Σο αύμα ςτο δεξύ του χϋρι και οι λεκϋδεσ ςτο δεξύ μανύκι τησ φανϋλασ του ϋδειχναν ϐτι πρϋπει να όταν κϊτι ςκληρϐ. Αγγελϐςκονη μϊλλον. Κυκλοφοροϑςε πολϑ ςτα μϋρη μασ εκεύνη την εποχό. Μετϊ όρθε το κρακ. Σώρα κυκλοφορεύ πολϑ το Ϊκςταςι, και αν με ϊφηναν θα το μούραζα αυτϐ το πρϊγμα μϐνοσ μου. Σουλϊχιςτον εύναι όπιο. Βϋβαια όταν επύςησ πιθανϐ ο τϑποσ να εύχε ειςπνεϑςει βενζύνη. Δεν τον γνώριςα ϐμωσ μϋχρι που εύπε: «Ρε, για κούτα, ο χοντρο- Ϊντι ». Και Σώρα: φυςικϊ κατϊλαβα. Ϋταν ο Μπρϊιαν Λύπι. Πηγαύναμε μαζύ ςτο γυμνϊςιο του τϊτλερ, αλλϊ αυτϐσ όταν ϋνα χρϐνο μεγαλϑτεροσ. Εύχε αρχύςει απϐ Σώρα: τισ ανώτερεσ ςπουδϋσ ςτην Πώληςη και Διακύνηςη Ναρκωτικών. Και να τοσ τώρα πϊλι, να ςτϋκεται ςτην ϊκρη του δρϐμου και να
- 349 -
ταλαντεϑεται μπροσ πύςω με τισ ψηλοτϊκουνεσ μπϐτεσ, με το Φριςτϐ να κρϋμεται ανϊποδα απϐ το αυτύ του, το ναζιςτικϐ ςταυρϐ ςτο λαιμϐ του, και τα ηλύθια αυτοκϐλλητα ςτο αμϊξι του. «Γεια ςου, Μπρϊιαν», εύπα. «Απομακρϑνςου απϐ το αμϊξι». 'Οταν λϋω ϐτι το φορτηγϊκι όταν φτιαγμϋνο, εννοώ ϐτι εύχε εκεύνα τα χοντρϊ λϊςτιχα. Ϋταν ςταματημϋνο ςτην ϊκρη του δρϐμου ςτην οδϐ Φϊμπολντ, οϑτε τρύα χιλιϐμετρα απϐ τη διαςταϑρωςη ϐπου εύναι το βενζινϊδικο Σζϋνι -μϐνο που εκεύνο το καλοκαύρι το Σζϋνι όταν κλειςτϐ δυο τρύα χρϐνια. Βαςικϊ, το Υορντ όταν ςχεδϐν μϋςα ςτο χαντϊκι. Ο παλιϐσ μου φύλοσ, ο Μπρϊιαν Λύπι, εύχε ςτρύψει πολϑ απϐτομα ϐταν ο Σζορτζ ϊναψε το φϊρο πύςω του, ϊλλο ϋνα ςημϊδι ϐτι δεν όταν νηφϊλιοσ. Ευτυχώσ εύχα τον Σζορτζ Μϐργκαν μαζύ μου εκεύνη τη μϋρα. Σισ περιςςϐτερεσ φορϋσ δεν ϋχεισ πρϐβλημα αν εύςαι μϐνοσ ςου, αλλϊ ϐταν πϋςεισ πϊνω ςε κϊποιον τϑπο που οδηγεύ επικύνδυνα επειδό εύναι απαςχολημϋνοσ να δϋρνει το ςυνεπιβϊτη του, εύναι καλϐ να ϋχεισ ϋνα ςυνεργϊτη. ήςο για το ξϑλο, το εύδαμε ολοφϊνερα. Πρώτα ϐταν ο Λύπι πϋραςε δύπλα απϐ το περιπολικϐ μασ και μετϊ ϐταν τον ακολουθόςαμε και βλϋπαμε τη ςιλουϋτα του οδηγοϑ απϐ πύςω και το χϋρι του να πηγαινοϋρχεται ςαν πιςτϐνι, τη δεξιϊ γροθιϊ του να χτυπϊει ξανϊ και ξανϊ τη ςιλουϋτα του ςυνεπιβϊτη ςτο κεφϊλι, πολϑ απαςχολημϋνοσ για να καταλϊβει ϐτι η αςτυνομύα όταν ακριβώσ πύςω του, μϋχρι που ο Σζορτζ ϊναψε τουσ κϐκκινουσ φϊρουσ. Σι καθύκι εύναι αυτϐ, ςκϋφτομαι. Και μετϊ ο Μπρϊιαν ςτρύβει τϐςο απϐτομα για να
- 350 -
ςταματόςει, ώςτε λύγο ακϐμη και το Υορντ θα ϋβγαινε ϐλο ςτο χαντϊκι, λεσ και το περύμενε μια ολϐκληρη ζωό. 'Οταν ο οδηγϐσ ϋχει καπνύςει χϐρτο ό ϋχει πϊρει ηρεμιςτικϊ δεν ανηςυχώ τϐςο πολϑ. Εύναι ϐπωσ με το Ϊκςταςι. υνόθωσ ςου λϋνε, «Σι γύνεται, μεγϊλε; Ϊκανα τύποτε κακϐ; ' αγαπϊω». Αλλϊ κϊτι ναρκωτικϊ ςαν την αγγελϐςκονη και το PCP τουσ παλαβώνουν. Ακϐμη και αυτού που ςνιφϊρουν κϐλλα τρελαύνονται. Σο ϋχω δει. Και μετϊ όταν και ο ςυνεπιβϊτησ. Ϋταν γυναύκα, και αυτϐ μπορεύ να χειροτϋρευε τα πρϊγματα. Μπορεύ να την εύχε ςπϊςει ςτο ξϑλο, αλλϊ και πϊλι υπόρχε περύπτωςη να γύνει επικύνδυνη αν μασ ϋβλεπε να φορϊμε χειροπϋδεσ ςτον αγαπημϋνο τησ Αρειανϐ. το μεταξϑ, ο φιλαρϊκοσ μου ο Μπρϊιαν δεν εύχε απομακρυνθεύ απϐ το αμϊξι ϐπωσ του ζότηςα. τεκϐταν εκεύ και με κούταζε χαμογελώντασ, και εύναι πραγματικϐ μυςτόριο πώσ δεν τον γνώριςα αμϋςωσ γιατύ ςτο γυμνϊςιο του τϊτλερ όταν απϐ τα παιδιϊ που ςου ϋκαναν τη ζωό κϐλαςη αν ςε πρϐςεχαν. Ιδιαύτερα αν εύχεσ περιττϊ κιλϊ ό μπιμπύκια, κι εγώ τα εύχα και τα δϑο. Αδυνϊτιςα ςτο ςτρατϐ -εύναι το μοναδικϐ πρϐγραμμα αδυνατύςματοσ ϐπου ςε πληρώνουν- και τα μπιμπύκια ϋφυγαν μϐνα τουσ ςιγϊ ςιγϊ ϐπωσ κϊνουν ςχεδϐν πϊντα, αλλϊ ςτο γυμνϊςιο αυτϐσ ο τϑποσ με ταλαιπωροϑςε ϐποτε όθελε. Αυτϐσ όταν ϊλλοσ ϋνασ λϐγοσ που χϊρηκα επειδό εύχα μαζύ μου τον Σζορτζ. Αν όμουν μϐνοσ μου, ο φιλαρϊκοσ μου ο Μπρϊιαν μπορεύ να νϐμιζε ϐτι αν φερϐταν επιθετικϊ θα φοβϐμουν ακϐμη. Και ϐςο πιο μαςτουρωμϋνοσ όταν, τϐςο πιθανϐτερο όταν να το νομύςει αυτϐ. «Απομακρϑνςου απϐ το αμϊξι, κϑριε», εύπε ο Σζορτζ με την επύπεδη, ϊχρωμη φωνό του πολιτειακοϑ. 'Οταν τον
- 351 -
ϊκουγεσ να μιλϊει ϋτςι ςε κϊποιον παραβϊτη ςτο δρϐμο, δε θα το πύςτευεσ ποτϋ ϐτι ςτουσ παιδικοϑσ αγώνεσ μπϋιζ-μπολ βρϊχνιαζε ξεφωνύζοντασ ςτα παιδιϊ να μπλοκϊρουν την μπϊλα και να κρατϊνε το κεφϊλι τουσ κϊτω ϐταν ϋτρεχαν ςτισ βϊςεισ. Ϋ ϐτι τουσ ϋκανε πλϊκα ςτον πϊγκο πριν τον αγώνα για να ηρεμόςουν. Ο Λύπι δεν εύχε ςκύςει ποτϋ τα πουκϊμιςα του Σζορτζ ςτο γυμνϊςιο, και ύςωσ γι' αυτϐ απομακρϑνθηκε αμϋςωσ απϐ το Υορντ ϐταν εκεύνοσ του το ζότηςε. Φαμόλωςε τα μϊτια ςτισ μπϐτεσ του και ϋπαψε να χαμογελϊει. 'Οταν κϊτι τϑποι ςαν τον Μπρϊιαν Λύπι παϑουν να χαμογελϊνε, αρχύζουν να το παύζουν ζϐρικοι και βλοςυρού. «Θα μασ δημιουργόςεισ προβλόματα, κϑριοσ;» ρώτηςε ο Σζορτζ. Δεν εύχε τραβόξει το πιςτϐλι του, αλλϊ το χϋρι του όταν ςτη λαβό. «Αν πρϐκειται να μασ δημιουργόςεισ προβλόματα, πεσ το μου τώρα. Ν' αποφϑγουμε και οι δϑο την ταλαιπωρύα». Ο Λύπι δεν απϊντηςε, ςυνϋχιςε να κοιτϊζει τισ μπϐτεσ του. «Μπρϊιαν τον λϋνε;» με ρώτηςε ο Σζορτζ. «Ναι. Μπρϊιαν Λύπι». Κούταζα το φορτηγϊκι. Απϐ το πύςω παρϊθυρο ϋβλεπα τη γυναύκα, καθϐταν ακϐμη ςτη μϋςη του καθύςματοσ χωρύσ να μασ κοιτϊζει. Σο κεφϊλι τησ όταν ςκυμμϋνο και ςκϋφτηκα μόπωσ εύχε χϊςει τισ αιςθόςεισ τησ απϐ το ξϑλο. Μετϊ την εύδα να φϋρνει το ϋνα τησ χϋρι ςτο ςτϐμα και κατϐπιν να φυςϊει ϋνα ςϑννεφο καπνοϑ. «Μπρϊιαν, ςε ρώτηςα αν θα μασ δημιουργόςεισ προβλόματα. Απϊντηςε μου για να ςε ακοϑςω, τώρα, ςαν καλϐ παιδύ». «Εξαρτϊται», απϊντηςε ο Μπρϊιαν, παύρνοντασ τώρα μια ςαρκαςτικό ϋκφραςη. Πληςύαςα ςτο φορτηγϊκι για να
- 352 -
κϊνω κι εγώ τη δουλειϊ μου. Η ςκιϊ μου πϋραςε πϊνω απϐ τισ μπϐτεσ του και ο Μπρϊιαν αναπόδηςε κι ϋκανε ϋνα βόμα πύςω, ςαν να όταν φύδι και ϐχι ςκιϊ. Ϋταν ςύγουρα μαςτουρωμϋνοσ, και τα πρϊγματα ϋδειχναν ϐτι πρϋπει να όταν μϊλλον PCP ό αγγελϐςκονη. «Δώςε μου ϊδεια και δύπλωμα», εύπε ο Σζορτζ. Ο Μπρϊιαν δεν του ϋδωςε ςημαςύα. Εύχε γυρύςει και με κούταζε. «Ϊντι Σζακ-δε-Μπϐισ», εύπε τραγουδιςτϊ και κοροώδευτικϊ, ϐπωσ το ϋλεγαν αυτϐσ και οι φύλοι του ςτο γυμνϊςιο. Δε φοροϑςε ανϊποδουσ Εςταυρωμϋνουσ και ςβϊςτικεσ Σώρα:, θα τον εύχαν ςτεύλει ςπύτι του αν τολμοϑςε να κϊνει τϋτοιεσ εξυπνϊδεσ. Σο θϋμα εύναι ϐμωσ ϐτι αυτό η κοροώδύα με πεύραξε. Ϋταν ςαν να βρόκε ϋναν παλιϐ διακϐπτη, ςκονιςμϋνο και ξεχαςμϋνο πύςω απϐ κϊποια πϐρτα, που δοϑλευε ϐμωσ ακϐμη. Σο κατϊλαβε αμϋςωσ κι αυτϐσ. Σο εύδε και χαμογϋλαςε. «Ο χοντρο-Ϊντι Σζακ-δε-Μπϐισ. Αλόθεια, πϐςα αγϐρια ξεπϋταξεσ ςτα ντουσ, Ϊντι; Ϋ μόπωσ απλώσ ϋπεφτεσ ςτα γϐνατα και τουσ ϋπαιρνεσ πύπα; Κατευθεύαν ςτο ψητϐ. Καπϊτ ςο παιδύ ο Ϊντι ». «Δεν κλεύνεισ το ςτϐμα ςου Μπρϊιαν;» εύπε ο Σζορτζ. «Θα καταπιεύσ καμιϊ μϑγα». Ϊβγαλε τισ χειροπϋδεσ απϐ τη ζώνη του. Ο Λύπι τισ εύδε και ϊρχιςε πϊλι να χϊνει το χαμϐγελο του. «Σι θα τισ κϊνεισ αυτϋσ;» «Αν δε μου δώςεισ ϊδεια και δύπλωμα αυτό τη ςτιγμό, θα ςου τισ φορϋςω, Μπρϊιαν. Κι αν αντιςταθεύσ, μπορώ να ςου εγγυηθώ δϑο πρϊγματα: μια ςπαςμϋνη μϑτη και δεκαοχτώ μόνεσ φυλακό για αντύςταςη κατϊ τησ Αρχόσ. Μπορεύ και
- 353 -
παραπϊνω, ανϊλογα ςε ποιο δικαςτό θα πϋςεισ. Λοιπϐν, τι λεσ;» Ο Μπρϊιαν ϋβγαλε το πορτοφϐλι του απϐ την πύςω τςϋπη. Ϋταν ϋνα λιγδωμϋνο παλιϐπραμα με το ςόμα κϊποιου γκρουπ -νομύζω των Σζοϑντασ Πριςτ- αδϋξια τυπωμϋνο πϊνω του. Μϊλλον με την ϊκρη κανενϐσ κολλητηριοϑ. Ωρχιςε να ψϊχνει ςασ θόκεσ του. «Μπρϊιαν», εύπα. όκωςε το κεφϊλι. «Σο ϐνομα μου εύναι Σζακιμπουϊ, Μπρϊιαν. Ϊνα ωραύο γαλλικϐ ϐνομα. Και πϊει πολϑσ καιρϐσ που δεν εύμαι πια χοντρϐσ». «Θα ξαναπαχϑνεισ», εύπε. «Σα χοντρϊ αγϐρια πϊντα ξαναπαχαύνουν». Ϊβαλα τα γϋλια. Δεν μπϐρεςα να κρατηθώ. Μιλοϑςε ςαν ηλύθιοσ καλεςμϋνοσ ςε τηλεοπτικό εκπομπό. Με κούταξε ϊγρια, αλλϊ το βλϋμμα του εύχε μια αβεβαιϐτητα. Ϋξερε ϐτι εύχε χϊςει το πλεονϋκτημα. «Ϊνα μικρϐ μυςτικϐ», εύπα. «Σο γυμνϊςιο τελεύωςε, φύλε μου. Αυτϐ εδώ τώρα εύναι η πραγματικό ζωό ςου. Ξϋρω ϐτι ςου εύναι δϑςκολο να το πιςτϋψεισ, αλλϊ καλϊ θα κϊνεισ να το ςυνηθύςεισ. Σώρα πια δε θα ςου δώςουν απλώσ αποβολό, θα πασ φυλακό. Κι αυτϐ μετρϊει». Με κούταξε με ϋνα βλακώδεσ ϑφοσ. Δεν το καταλϊβαινε. Πολϑ ςπϊνια καταλαβαύνουν αυτού οι τϑποι. «Μπρϊιαν, ϊδεια και δύπλωμα χωρύσ ϊλλη καθυςτϋρηςη», εύπε ο Σζορτζ. «Βϊλ' τα ςτο χϋρι μου». Και ϊπλωςε το χϋρι για να τα πϊρει. Δεν όταν πολϑ ϋξυπνο αυτϐ, θα μποροϑςε να πει κανεύσ, αλλϊ ο Σζορτζ Μϐργκαν όταν πολλϊ χρϐνια αςτυνομικϐσ, και κατϊ την κρύςη του η κατϊςταςη τώρα ϋβαινε προσ τη ςωςτό κατεϑθυνςη. Ϋ τουλϊχιςτον εύχε φτϊςει ςε τϋτοιο ςημεύο ώςτε να μη χρειϊζεται να περϊςει τισ χειροπϋδεσ ςτο φύλο μου τον
- 354 -
Μπρϊιαν μϐνο και μϐνο για να του δεύξει ποιοσ κϊνει κουμϊντο. Πόγα ςτο αμϊξι κοιτϊζοντασ ταυτϐχρονα το ρολϐι μου. Ϋταν γϑρω ςτη μιϊμιςη το μεςημϋρι. Ζϋςτη. Σα τριζϐνια τραγουδοϑςαν ςτεγνϊ τραγοϑδια ςτο χορτϊρι που φϑτρωνε ςτην ϊκρη του δρϐμου. Ποϑ και ποϑ περνοϑςε κανϋνα αμϊξι, και ο οδηγϐσ ϋκοβε ταχϑτητα για να δει τι γινϐταν. Εύναι ωραύα ϐταν η αςτυνομύα ϋχει ςταματόςει κϊποιον ϊλλο και ϐχι εςϋνα. ου φτιϊχνει ϐλη τη μϋρα. Η γυναύκα μϋςα ςτο φορτηγϊκι καθϐταν με το αριςτερϐ γϐνατο κολλημϋνο ςτον επιχρωμιωμϋνο λεβιϋ ταχυτότων Φερςτ του Μπρϊιαν. Κϊτι τϑποι ςαν τον Μπρϊιαν βϊζουν τϋτοιουσ λεβιϋδεσ μϐνο και μϐνο για να μποροϑν να κολλόςουν το αυτοκϐλλητο τησ Φερςτ ςτο παρϊθυρο, δύπλα ςτα αυτοκϐλλητα τησ Υραμ και τησ Πενζϐιλ. Υαινϐταν γϑρω ςτα εύκοςι, με μακριϊ καςτανωπϊ μαλλιϊ, ϐχι πολϑ καθαρϊ, που τησ ϋφταναν ωσ τουσ ωμοϑσ. Σζιν και ϊςπρο τοπ. Φωρύσ ςουτιϋν. τουσ ωμοϑσ τησ εύχε κϊτι χοντρϊ κϐκκινα μπιμπύκια. Ϊνα τατουϊζ ςτο ϋνα μπρϊτςο τησ ϋλεγε ACADC και ςτο ϊλλο ΜΠΡΑΙΑΝ V ΜΟΤ. Νϑχια βαμμϋνα ροζ αλλϊ δαγκωμϋνα και ςπαςμϋνα. Και ναι, υπόρχε αύμα. Απϐ τη μϑτη τησ ϋςταζαν αύματα και μϑξεσ. τα μαγουλϊ τησ πιτςιλιϋσ αύμα ςαν ελιϋσ. Κι ϊλλα αύματα ςτα ςκιςμϋνα χεύλια τησ, ςτο ςαγϐνι και ςτην μπλοϑζα τησ. Σο κεφϊλι κρεμαςμϋνο ϋτςι που τα μαλλιϊ ϋκρυβαν ϋνα μϋροσ απϐ το πρϐςωπο τησ. Σο τςιγϊρο ανεβοκατϋβαινε, τικ-τοκ, Μϊρλμπορο ό Γουύνςτον -εκεύνη την εποχό, πριν ανεβοϑν οι τιμϋσ και οι περιθωριακού το γυρύςουν ςτισ φτηνϋσ μϊρκεσ, όταν ςύγουρο ϐτι όταν ϋνα απϐ αυτϊ τα δϑο. Κι αν όταν Μϊρλμπορο, πϊντα το ςκληρϐ πακϋτο. Ϊχω δει τϐςουσ πολλοϑσ τϋτοιουσ τϑπουσ. Μερικϋσ φορϋσ υπϊρχει
- 355 -
και μωρϐ, κι αυτϐ μπορεύ να ςυνεφϋρει τον ϊντρα, αλλϊ ςυνόθωσ απλώσ το μωρϐ ϋχει ατυχόςει. «Να», εύπε η κοπϋλα και ςόκωςε λύγο το δεξύ τησ πϐδι. Απϐ κϊτω εύχε ϋνα κύτρινο χαρτύ, καναρινύ. «Η ϊδεια. Σου λϋω ςυνϋχεια να τη βϊζει ςτο πορτοφϐλι του ό ςτο ντουλαπϊκι, αλλϊ την ϋχει πϊντα πεταμϋνη κϊπου εδώ μϋςα, μαζύ με τα περιτυλύγματα απϐ τα χϊμπουργκερ και τα ϊλλα ςκουπύδια». Δεν ακουγϐταν μαςτουρωμϋνη και δεν ϋβλεπα να υπϊρχουν κουτιϊ μπύρασ ό μπουκϊλια απϐ ποτϐ μϋςα ςτην καμπύνα. Αυτϐ δε ςόμαινε ϐτι όταν νηφϊλια βϋβαια, αλλϊ όταν ϋνα βόμα προσ τη ςωςτό κατεϑθυνςη. Επύςησ δε φαινϐταν απϐ τουσ τϑπουσ που θα ϊρχιζαν να βρύζουν και να χτυπϊνε, αλλϊ φυςικϊ αυτϐ μπορεύ να ϊλλαζε ξαφνικϊ. «Πώσ λϋγεςαι;» «ϊντρα». «ϊντρα τι;» «Μακ Κρϊκεν». «Ϊχεισ ταυτϐτητα, κυρύα Μακ Κρϊκεν;» «Ναι». «Να τη δω, ςε παρακαλώ». το κϊθιςμα δύπλα τησ υπόρχε ϋνα μικρϐ τςαντϊκι απϐ απομύμηςη δϋρματοσ. Σο ϊνοιξε και ϊρχιςε να ψϊχνει μϋςα. Οι κινόςεισ τησ όταν αργϋσ, και ϋτςι ϐπωσ εύχε ςκυμμϋνο το κεφϊλι πϊνω απϐ το τςαντϊκι, το πρϐςωπο τησ εξαφανύςτηκε εντελώσ. Υαινϐταν ακϐμη το αύμα ςτην μπλοϑζα αλλϊ ϐχι ςτο πρϐςωπο τησ. Δεν ϋβλεπεσ τα πρηςμϋνα χεύλια που ϋκαναν το ςτϐμα τησ να μοιϊζει με κομμϋνο δαμϊςκηνο, οϑτε τον παλιϐ μώλωπα που εύχε αρχύςει να ξεθωριϊζει κϊτω απϐ το ϋνα μϊτι.
- 356 -
Ξαφνικϊ ακοϑω απϐ πύςω μου: «Γαμύδια, ϐχι, δεν μπαύνω εκεύ μϋςα. Νομύζεισ ϐτι ϋχεισ το δικαύωμα να με βϊλεισ εκεύ μϋςα;» Γϑριςα και κούταξα. Ο Σζορτζ κρατοϑςε ανοιχτό την πύςω πϐρτα του περιπολικοϑ. Ακϐμη και ϋνασ οδηγϐσ λιμουζύνασ δε θα το ϋκανε πιο ευγενικϊ. Μϐνο που το πύςω κϊθιςμα ςτισ λιμουζύνεσ δεν ϋχει πϐρτεσ και παρϊθυρα που δεν ανούγουν, οϑτε χοντρϐ ςυρματϐπλεγμα ανϊμεςα ςτα μπροςτινϊ και τα πύςω καθύςματα. Και εκεύνη την αμυδρό μυρωδιϊ του εμετοϑ, φυςικϊ. Δεν ϋχω οδηγόςει ποτϋ περιπολικϐ που να μην ϋχει αυτό τη μυρωδιϊ -εκτϐσ απϐ την πρώτη βδομϊδα αφϐτου παραλϊβαμε τα καινοϑρια Καπρύσ. «Ϊχω το δικαύωμα γιατύ ςυλλαμβϊνεςαι, Μπρϊιαν. Δε με ϊκουςεσ που ςου εύπα τα δικαιώματα ςου;» «Γιατύ; Δεν ϋτρεχα!» «Ναι, δεν ϋτρεχεσ, όςουν πολϑ απαςχολημϋνοσ να δϋρνεισ τη φιλενϊδα ςου για να το ςανιδώςεισ, αλλϊ οδηγοϑςεσ επικύνδυνα. υν βιαιοπραγύα. Ασ μην το ξεχνϊμε αυτϐ. Μπεσ μϋςα λοιπϐν». «Δεν μπορεύσ... » «Μπεσ μϋςα, Μπρϊιαν, γιατύ αλλιώσ θα ςε ςτριμώξω ςτο αμϊξι και θα ςου βϊλω χειροπϋδεσ. Και θα ςου τισ ςφύξω για να πονϊνε». «Για δοκύμαςε». «Θϋλεισ να δοκιμϊςω;» ρώτηςε ο Σζορτζ. Η φωνό του όταν τϐςο ςιγανό που ςχεδϐν δεν την ϊκουςα, παρϊ την απογευματινό ηςυχύα. Ο Μπρϊιαν Λύπι εύδε δϑο πρϊγματα Σώρα:. Σο πρώτο όταν ϐτι ο Σζορτζ μποροϑςε να του περϊςει τισ χειροπϋδεσ με το ζϐρι. Σο δεϑτερο όταν ϐτι ο Σζορτζ όθελε να του τισ περϊςει με το ζϐρι. Και η ϊντρα Μακ Κρϊκεν θα τα ϋβλεπε ϐλα. Δεν εύναι καλϐ αυτϐ, να ςε βλϋπει η γκϐμενα ςου
- 357 -
να ςου περνϊνε χειροπϋδεσ με τη βύα. Σου ϋφτανε που θα ϋβλεπε να τον ςυλλαμβϊνουν. «Θα μιλόςετε με το δικηγϐρο μου», εύπε ο Μπρϊιαν Λύπι και μπόκε ςτο περιπολικϐ. Ο Σζορτζ ϋκλειςε με δϑναμη την πϐρτα πύςω του και με κούταξε. «Θα μιλόςουμε με το δικηγϐρο του». «Σρομερϐ», εύπα. Η γυναύκα με ςκοϑντηςε ςτο μπρϊτςο με κϊτι. Γϑριςα και εύδα το δύπλωμα οδόγηςησ. «Ορύςτε», εύπε. Με κούταξε για μια ςτιγμό και μετϊ γϑριςε και ϊρχιςε να ψϊχνει πϊλι ςτην τςϊντα τησ, αυτό τη φορϊ για να βγϊλει μερικϊ χαρτομϊντιλα, την εύδα ϐμωσ αρκετϊ για να βεβαιωθώ ϐτι όταν ϐντωσ νηφϊλια. Νεκρό μϋςα τησ αλλϊ νηφϊλια. «Σζακιμπουϊ, ο οδηγϐσ δηλώνει ϐτι η ϊδεια εύναι ςτο ϐχημα του», εύπε ο Σζορτζ. «Ναι, την ϋχω». υναντηθόκαμε με τον Σζορτζ ςτον πύςω προφυλακτόρα του Υορντ -ΚΑΝΨ Ο,ΣΙ ΜΟΤ ΛΕΝΕ ΟΙ ΥΨΝΕ, ΣΡΨΨ ΑΜΙ- και του ϋδωςα την ϊδεια. «Θα το κϊνει;» με ρώτηςε χαμηλϐφωνα. «ήχι», εύ πα. «ύγουρα;» «Μϊλλον». «Προςπϊθηςε», εύπε ο Σζορτζ, και γϑριςε ςτο περιπολικϐ. Ο παλιϐσ μου ςυμμαθητόσ ϊρχιςε να του φωνϊζει μϐλισ ο Σζορτζ ϋςκυψε μϋςα απϐ το παρϊθυρο του οδηγοϑ για να πϊρει το μικρϐφωνο. Ο Σζορτζ τον αγνϐηςε και τϋντωςε το καλώδιο ςε ϐλο του το μόκοσ για να ςταθεύ ςτον όλιο. «Βϊςη, εδώ 6, λαμβϊνεισ;»
- 358 -
Γϑριςα ςτην ανοιχτό πϐρτα του Υορντ. Η κοπϋλα ϋςβηςε το τςιγϊρο τησ ςτο ξϋχειλο ταςϊκι και ϊναψε καινοϑριο. Μϋςα απϐ τισ κλειςτϋσ κουρτύνεσ των μαλλιών τησ ϋβγαιναν ςϑννεφα καπνοϑ. «Κυρύα Μακ Κρϊκεν, θα πϊμε τον κϑριο ΛϑϏι ςτο αρχηγεύο μασ, ςτη Διμοιρύα Δ πϊνω ςτο λϐφο. θα όθελα να μασ ακολουθόςεισ». Κοϑνηςε αρνητικϊ το κεφϊλι τησ κι ϊρχιςε να ςκουπύζεται με το χαρτομϊντιλο. 'Εςκυβε το κεφϊλι αντύ να φϋρει το χαρτομϊντιλο ςτο πρϐςωπο τησ, κλεύνοντασ ακϐμη περιςςϐτερο τισ κουρτύνεσ των μαλλιών τησ. Εύχε ακουμπόςει το χϋρι με το τςιγϊρο ςτο πϐδι τησ και ο καπνϐσ ανϋβαινε ύςια πϊνω. «Θα όθελα να μασ ακολουθόςεισ, κυρύα Μακ Κρϊκεν». Μιλοϑςα ϐςο πιο μαλακϊ μποροϑςα, με ϋναν τϐνο που ϋδειχνε ϐτι νοιαζϐμουν, ϐτι όξερα τι ςυνϋβαινε, ϐτι θα ϋμενε μεταξϑ μασ. Ϊτςι μασ λϋνε να χειριζϐμαςτε αυτϋσ τισ περιπτώςεισ οι ψυχύατροι και οι θεραπευτϋσ, αλλϊ τι ξϋρουν αυτού; Για να πω την αλόθεια, δεν τα μπορώ αυτϊ τα καθϊρματα. Βγαύνουν απϐ τα αςτικϊ ςπιτϊκια τουσ μυρύζοντασ κολϐνια και αποςμητικϐ κι ϋρχονται και μασ μιλϊνε για ςυζυγικό κακοπούηςη και χαμηλό αυτοεκτύμηςη, αλλϊ δεν ϋχουν ιδϋα τι γύνεται ςε μϋρη ϐπωσ η Κομητεύα Λϊςμπεργκ, μια ολϐκληρη περιοχό που ξϐφληςε μια φορϊ ϐταν τελεύωςε το κϊρβουνο και μετϊ δεϑτερη φορϊ ϐταν ϋφυγαν οι μεγϊλεσ χαλυβουργύεσ για να πϊνε ςτην Ιαπωνύα και την Κύνα. Μια γυναύκα ςαν τη ϊντρα Μακ Κρϊκεν ακοϑει ποτϋ απαλϋσ φωνϋσ που νοιϊζονται και προςϋχουν να μη γύνουν απειλητικϋσ; Μια φορϊ κι ϋναν καιρϐ μπορεύ, τώρα ϐμωσ ϐχι. Αν την ϊρπαζα απϐ το μαλλύ που κρεμϐταν μπροςτϊ ςτο μοϑτρο τησ για να την κϊνω να με
- 359 -
κοιτϊξει και μετϊ τησ φώναζα, «ΘΑ 'ΡΘΕΙ! ΘΑ 'ΡΘΕΙ ΚΑΙ ΘΑ ΚΑΣΑΘΕΕΙ ΜΗΝΤΗ ΠΑ ΑΔΙΚΗ ΕΓΠΘΕΗ ΕΝΑΝΣΙΟΝ ΣΟΤ! ΘΑ 'ΡΘΕΙ, ΗΛΙΘΙΑ ΔΑΡΜΕΝΗ ΚΤΛΑ! ΠΑΛΙΟΠΟΤΣΑΝΑ ΠΟΤ ΣΟΝ ΑΥΗΝΕΙ ΝΑ Ε ΚΑΝΕΙ Ο/Π ΘΕΛΕΙ! ΘΑ 'ΡΘΕΙ, ΚΑΣΑΛΑΒΕ! ΘΑ 'ΡΘΕΙ, ΓΑΜΗΜΕΝΗ!», Σώρα: κϊτι θα ϋκανα. Αυτϐ μπορεύ να ϋπιανε. Πρϋπει να μιλϊσ τη γλώςςα τουσ. Οι ψυχύατροι και οι θεραπευτϋσ δε θϋλουν ν' ακοϑν τϋτοια πρϊγματα. Δε θϋλουν να πιςτϋψουν ϐτι υπϊρχει μια γλώςςα που δεν εύναι η δικό τουσ. Η μικρό ϋκανε πϊλι ϋνα αρνητικϐ νεϑμα με το κεφϊλι. Φωρύσ να με κοιτϊξει. Κϊπνιζε ςκυφτό χωρύσ να μου ρύχνει ματιϊ. «Θϋλω να ϋρθεισ μαζύ μασ και να καταθϋςεισ μόνυςη για βιαιοπραγύα κατϊ του κυρύου Λύπι. Βαςικϊ εύςαι υποχρεωμϋνη να το κϊνεισ. Σον εύδαμε και οι δϑο να ςε χτυπϊει, εγώ και ο ςυνϊδελφοσ, όμαςτε ακριβώσ πύςω ςασ και τον εύδαμε καλϊ». «Δεν εύμαι υποχρεωμϋνη», εύπε αυτό, «και δεν μπορεύτε να με αναγκϊςετε». Ϊκρυβε ακϐμη το πρϐςωπο τησ μ' εκεύνο το λιγδωμϋνο καςτανϐ μαλλύ, παρ' ϐλ' αυτϊ μιλοϑςε με μια όρεμη ςιγουριϊ. Ϋξερε ϐτι δεν μποροϑςαμε να την αναγκϊςουμε να κϊνει μόνυςη γιατύ τησ εύχε ξαναςυμβεύ αυτϐ. «Οπϐτε, πϐςο καιρϐ θα το ανϋχεςαι;» τη ρώτηςα. Σύποτε. Σο κεφϊλι κϊτω. Σο μοϑτρο κρυμμϋνο. Ϊτςι ϐπωσ ϋςκυβε το κεφϊλι κι ϋκρυβε το μοϑτρο τησ ςτα δώδεκα, ϐταν ο δϊςκαλοσ τησ ϋκανε δϑςκολεσ ερωτόςεισ ςτην τϊξη ό ϐταν την κορϐιδευαν τα ϊλλα κορύτςια επειδό εύχε βυζιϊ ενώ αυτϊ δεν εύχαν και φαινϐταν χοντρό. Γι' αυτϐ ϋχουν τα μαλλιϊ οι κοπϋλεσ, για να κρϑβονται απϐ πύςω τουσ. ήμωσ αυτϐ δε μ'
- 360 -
ϋκανε πιο υπομονετικϐ μαζύ τησ. Μϊλλον λιγϐςτευε την υπομονό μου. Γιατύ πρϋπει να υπεραςπύζεςαι τον εαυτϐ ςου ς' αυτϐ τον κϐςμο. Ιδιαύτερα οι κοπϋλεσ που δεν εύναι ϐμορφεσ. «ϊντρα». Μια μικρό κύνηςη ςτουσ ώμουσ ϐταν ϊκουςε το μικρϐ τησ ϐνομα. Σύποτε παραπϊνω. Κι αυτϐ με τςϊντιςε ϊςχημα. Σο πϐςο εϑκολα αφόνονται. Εύναι ςαν πουλιϊ με κομμϋνα φτερϊ ςτο χώμα. «ϊντρα, κούτα με». Δεν όθελε, αλλϊ θα το ϋκανε. Ϋταν ςυνηθιςμϋνη να υπακοϑει τουσ ϊντρεσ. Η βαςικό τησ απαςχϐληςη ςτη ζωό όταν να κϊνει ϐ,τι τησ ϋλεγαν οι ϊντρεσ. «Γϑρνα το κεφϊλι και κούτα με». Γϑριςε το κεφϊλι τησ αλλϊ κρϊτηςε τα μϊτια χαμηλω, μϋνα. Σο περιςςϐτερο αύμα όταν ακϐμη ςτο πρϐςωπο τησ.| Δεν όταν ϊςχημο πρϐςωπο. άςωσ να όταν και λύγο ϐμορφο, ϐταν δεν την εύχαν ξυλοκοπόςει. Οϑτε ϋδειχνε τϐςο ηλύθια ϐςο θα περύμενεσ να εύναι. ήςο ηλύθια θα όθελε να εύναι. «Θϋλω να πϊω ςπύτι μου», εύμαι με ςιγανό παιδιϊςτικη φωνό. «Μϊτωςε η μϑτη μου και θϋλω να πλυθώ». «Ναι, ξϋρω. Γιατύ; Ϊπεςεσ πϊνω ςε καμιϊ πϐρτα; ύγουρα αυτϐ όταν, ε;» «Ναι. ε πϐρτα». Σο ϑφοσ τησ δεν όταν καν προκλητικϐ. Κανϋνα ύχνοσ απϐ τισ παλικαριϋσ του φύλου τησ ΣΡΨΨ ΑΜΙ. Απλώσ περύμενε να τελειώςει το επειςϐδιο. Αυτό η κουβϋντα με ϋναν αςτυνομικϐ δεν αντιπροςώπευε την πραγματικϐτητα για τη ϊντρα. Η πραγματικϐτητα όταν να τη δϋρνουν. Να ρουφϊει απϐ τη μϑτη τησ τισ μϑξεσ και τα αύματα και τα δϊκρυα ϐλα μαζύ και να τα καταπύνει ςαν ςιρϐπι για το βόχα. «Ϊτρεχα ςτο διϊδρομο για να πϊω ςτο μπϊνιο, και ο Μπρϊιαν... δεν όξερα ϐτι όταν εκεύ, και βγόκε
- 361 -
απϐ μϋςα ξαφνικϊ, κι ϋπεςα πϊνω ςτην πϐρτα...» «Πϐςο καιρϐ, ϊντρα;» «Σι πϐςο καιρϐ;» «Πϐςο καιρϐ θ' ανϋχεςαι ακϐμα τισ μαλακύεσ του;» Σα μϊτια τησ ϊνοιξαν λύγο περιςςϐτερο. Σύποτε ϊλλο. «Μϋχρι να ςου ςπϊςει τα δϐντια;» «Θϋλω να πϊω ςπύτι μου». «Αν ρωτόςω ςτο νοςοκομεύο του τϊτλερ, πϐςεσ φορϋσ θα βρω το ϐνομα ςου; Γιατύ πϋφτεισ ςε πολλϋσ πϐρτεσ, ϋτςι δεν εύναι;» «Γιατύ δε με αφόνεισ όςυχη; Δε ςε ενοχλώ». «Μϋχρι να ςου ςπϊςει το κρανύο; Μϋχρι να ςε ςκοτώςει;» «Θϋλω να γυρύςω ςπύτι μου, αςτυνϐμε». Θα όθελα να μποροϑςα να πω Και Σώρα: κατϊλαβα ϐτι την ϋχαςα, αλλϊ θα όταν ψϋμα, γιατύ δεν μπορεύσ να χϊςεισ κϊτι που δεν εύχεσ ποτϋ. Αυτό θα καθϐταν εκεύ ζητώντασ να πϊει ςπύτι τησ μϋχρι να βαρεθώ ό μϋχρι να τςαντιςτώ τϐςο που να κϊνω κϊτι που θα μου προξενοϑςε προβλόματα αργϐτερα. ήπωσ να τη χτυπόςω. Γιατύ αυτϐ όθελα. Αν τη χτυποϑςα, τουλϊχιςτον θα καταλϊβαινε ϐτι υπόρχα. Ϊχω πϊντα μια θόκη με κϊρτεσ ςτην πύςω τςϋπη μου. Σην ϋβγαλα, ϋψαξα ανϊμεςα ςτισ κϊρτεσ και βρόκα αυτό που όθελα. «Αυτό η γυναύκα εύναι ςτο τϊτλερ Βύλατζ. Ϊχει μιλόςει με εκατοντϊδεσ κοπϋλεσ ςαν εςϋνα, και ϋχει βοηθόςει πολλϋσ. Αν χρειϊζεςαι δωρεϊν ςυμβουλευτικό, γύνεται κι αυτϐ. Θα ςου εξηγόςει αυτό πώσ. Εντϊξει;» Κρϊτηςα την κϊρτα μπροςτϊ ςτο πρϐςωπο τησ με τα δυο δϊχτυλα του δεξιοϑ χεριοϑ. Δεν την πόρε και την ϊφηςα να πϋςει ςτο κϊθιςμα. Μετϊ γϑριςα ςτο περιπολικϐ να πϊρω την ϊδεια κυκλοφορύασ. Ο Μπρϊιαν Λύπι καθϐταν ςτη μϋςη
- 362 -
του πύςω καθύςματοσ με το κεφϊλι χαμηλωμϋνο και με κούταζε κϊτω απϐ τα φρϑδια του. Ϊμοιαζε με τρελϐ Ναπολϋοντα. «Ϊκανεσ τϑιοτε;» ρώτηςε ο Σζορτζ. «Μπα», εύπα. «Δεν τησ φτϊνει το ξϑλο που τησ ϋχει ρύξει, θϋλει να φϊει κι ϊλλο». Πόγα την ϊδεια κυκλοφορύασ πύςω ςτο φορτηγϊκι. Η ϊντρα εύχε καθύςει ςτο τιμϐνι, και η μεγϊλη οκτακϑλινδρη μηχανό του Υορντ μοϑγκριζε. Εύχε πατόςει ντεμπραγιϊζ και το δεξύ τησ χϋρι όταν ςτο λεβιϋ των ταχυτότων. Υαγωμϋνα ροζ νϑχια πϊνω ςε χρώμιο. Αν οι αγροτικϋσ περιοχϋσ τησ Πενςιλβϊνια εύχαν ςημαύα, θα μποροϑςεσ να βϊλεισ αυτό την εικϐνα πϊνω. Ϋ ύςωσ μια εξϊδα μπύρεσ Ωιρον ύτι κι ϋνα πακϋτο Γουύνςτον. «Κούτα να οδηγεύσ προςεκτικϊ, κυρύα Μακ Κρϊκεν», εύπα και τησ ϋδωςα την ϊδεια. «Ναι», μου απϊντηςε αυτό και ξεκύνηςε. Ϋθελε να μου πϊει κϐντρα αλλϊ δεν τολμοϑςε, γιατύ όταν καλϊ εκπαιδευμϋνη. Σο αμϊξι τραντϊχτηκε κϊμποςεσ φορϋσ ςτην αρχό -δεν τα πόγαινε τϐςο καλϊ με τισ χειροκύνητεσ ταχϑτητεσ- και τραντϊχτηκε κι αυτό μαζύ του, με τα μαλλιϊ τησ να πηγαύνουν μπροσ πύςω. Ξαφνικϊ μου όρθε πϊλι η εικϐνα, το αμϊξι να πηγαύνει πϋρα δώθε μϋςα ςτο δρϐμο, ο Λύπι να οδηγεύ με το ϋνα χϋρι το ϋνα ιδιοκτηςιακϐ του ςτοιχεύο και με το ϊλλο χϋρι να ςπϊει ςτο ξϑλο το ϊλλο του ιδιοκτηςιακϐ ςτοιχεύο, και με ϋπιαςε αναγοϑλα. Λύγο πριν καταφϋρει να βϊλει δευτϋρα, κϊτι λευκϐ ϋπεςε απϐ το παρϊθυρο του οδηγοϑ. Η κϊρτα που τησ εύχα δώςει. Γϑριςα ςτο περιπολικϐ. Ο Μπρϊιαν καθϐταν ακϐμη με το κεφϊλι ςκυφτϐ, και με κούταζε πϊλι μ' εκεύνο το βλϋμμα του τρελοϑ Ναπολϋοντα κϊτω απϐ τα φρϑδια του. Ϋ ύςωσ όταν το
- 363 -
βλϋμμα του τρελοϑ Ραςποϑτιν. Μπόκα ςτη θϋςη του ςυνοδηγοϑ. Ζεςταινϐμουν και ϋνιωθα πολϑ κουραςμϋνοσ. Και Σώρα: ο Μπρϊιαν, για να 'ρθει να δϋςει το γλυκϐ, ϊρχιςε να τραγουδϊει κοροώδευτικϊ πύςω μου, «Φοντρο-Ϊντι Σζακ-δεΜπϐισ. Πϐςα αγϐρια...» «Ψ, βοϑλωςε το», εύπα. «Ϊλα εδώ και κϊνε με να το βουλώςω, χοντρο-Ϊντι. Γιατύ δεν ϋρχεςαι πύςω να με κϊνεισ να το βουλώςω;» Ωλλη μια υπϋροχη μϋρα ςτη δουλειϊ, με ϊλλα λϐγια. Αυτϐσ ο τϑποσ θα όταν πύςω ςτην τρϑπα που εύχε για ςπύτι μϋχρι τισ εφτϊ το βρϊδυ, πύνοντασ μπύρα και βλϋποντασ τον Σροχϐ τησ Σϑχησ. Κούταξα το ρολϐι μου -1:44 μ.μ.-και πόρα το μικρϐφωνο. «Βϊςη, εδώ 6». «Ελόφθη, 6». Η ύρλεϏ απϊντηςε αμϋςωσ, όρεμη ςαν δροςερό αϑρα. Η ύρλεώ, που ςε λύγο θα ϋπαιρνε τα λουλοϑδια τησ απϐ τον άςλινγκτον και τον Ϊιβερι. Ϊξω ςτην Κομητειακό Οδϐ 46 ςτο Ποτύνβιλ, γϑρω ςτα τριϊντα χιλιϐμετρα απϐ το ςημεύο ϐπου βριςκϐμαςτε, ϋνα βυτύο τησ Νϐρκο Γουϋςτ μϐλισ εύχε ςυγκρουςτεύ με ϋνα ςχολικϐ λεωφορεύο, ςκοτώνοντασ την οδηγϐ του λεωφορεύου, την κυρύα Ϊςιερ Μϋιχιου. Ο Σζορτζ τανκϐφςκι όταν τϐςο κοντϊ που ϊκουςε τον κρϐτο τησ ςϑγκρουςησ, ποιοσ λϋει λοιπϐν ϐτι δεν υπϊρχει ποτϋ αςτυνομικϐσ κοντϊ ϐταν τον χρειϊζεςαι; «Κωδικϐσ 15 και 17, βϊςη, λαμβϊνεισ;» Με ϊλλα λϐγια, ϋχουμε ςυλλϊβει κϊποιο καθύκι και γυρνϊμε ςτο αρχηγεύο. «Ελόφθη, 6, ϋχετε ϋναν κρατοϑμενο;» «Ναι, ϋναν κρατοϑμενο, ϐβερ». «Εδώ Φοντρϐσ Γαμιϐλησ Ϊνα, με λαμβϊνεισ, κϋντρο;» εύπε ο Μπρϊιαν απϐ το πύςω κϊθιςμα. Ωρχιςε να γελϊει μ' εκεύνο το λεπτϐ πνιχτϐ γϋλιο του βετερϊνου μαςτοϑρη. Και ϊρχιςε
- 364 -
επύςησ να χτυπϊει τισ καουμπϐικεσ μπϐτεσ του ςτο δϊπεδο. Θϋλαμε μιςό ώρα για να γυρύςουμε ςτο αρχηγεύο, και εύχα την υποψύα ϐτι το ταξύδι θα όταν ατελεύωτο.
- 365 -
Φϊντι Κατϋβαςα το τηλϋφωνο ςτο γραφεύο του ΠΑ και πόγα ςχεδϐν τρϋχοντασ ςτο θϊλαμο επικοινωνιών, ϐπου η ύρλεώ δοϑλευε ακϐμη εντατικϊ ςτϋλνοντασ δυτικϊ ϐλουσ τουσ πολιτειακοϑσ αςτυνομικοϑσ που εύχαν υπηρεςύα. «Η Νϐρκο λϋει ϐτι εύναι υγρϐ χλώριο», τησ εύπα. «Αυτϐ εύναι καλϐ. Σο χλώριο εύναι επικύνδυνο, αλλϊ ςυνόθωσ δεν εύναι θανατηφϐρο». «Εύναι ςύγουροι ϐτι εύναι χλώριο;» ρώτηςε η ύρλεώ. «Ενενόντα τοισ εκατϐ. Αυτϐ το φορτύο ϋχουν ςτεύλει προσ εκεύνα τα μϋρη. Βλϋπεισ ςυνϋχεια τϋτοια βυτύα να πηγαύνουν ςτο εργοςτϊςιο επεξεργαςύασ του νεροϑ. Πεσ το και ςτουσ ϊλλουσ, αρχύζοντασ απϐ τον Σζορτζ τανκϐφ ςκι. Για ϐνομα του Θεοϑ, τι ϋχει πϊθει αυτϐ το ςκυλύ;» Ο Μύςτερ Ντύλον όταν ςτην πύςω πϐρτα, με τη μϑτη κολλημϋνη ςτη βϊςη τησ ςότασ και πόγαινε πϋρα δώθε. χεδϐν χοροπηδοϑςε, και βαθιϊ ςτο λαιμϐ του ακοϑγονταν γρυλύςματα. Σα αυτιϊ του όταν κολλημϋνα ςτο κεφϊλι του. Καθώσ τον κούταζα, χτϑπηςε τη ςότα με τη μϑτη του τϐςο δυνατϊ που τη βοϑλιαξε. Και μετϊ ϋβγαλε ϋνα γϊβγιςμα, ςαν να ϋλεγε, Αδερφϋ μου, πϐνεςε. «Δεν ϋχω ιδϋα», εύπε η ύρλεώ με ϋναν τϐνο που ϋδειχνε ϐτι δεν εύχε χρϐνο για τον Ντύλον. Οϑτε κι εγώ εύχα, βαςικϊ, αλλϊ τον κούταξα λύγο ακϐμη. Εύχα δει κυνηγετικϊ ςκυλιϊ να κϊνουν ϋτςι ϐταν ανακϊλυπταν την οςμό απϐ κϊποιο μεγϊλο ζώο ςτο δϊςοσ -καμιϊ αρκοϑδα ό κανϋνα λϑκο. ήμωσ δεν υπόρχαν λϑκοι ςτο ορτ Φιλσ εδώ και πολϑ καιρϐ, πριν απϐ το Βιετνϊμ ακϐμη, και οι αρκοϑδεσ όταν ελϊχιςτεσ. Δεν υπόρχε τύποτε πύςω απϐ τη ςότα εκτϐσ απϐ το πϊρκινγκ. Και το
- 366 -
Τπϐςτεγο Β φυςικϊ. Κούταξα το ρολϐι πϊνω απϐ την πϐρτα τησ κουζύνασ. Ϋταν 2:12 μ.μ. Δε θυμϐμουν ποτϋ να όταν τϐςο ϊδειο το αρχηγεύο. «Μονϊδα 14, Μονϊδα 14, εδώ βϊςη, λαμβϊνεισ;» Ο Σζορτζ απϊντηςε βόχοντασ ακϐμη. «Μονϊδα 14». «Εύναι χλωρύνη, 14, η Νϐρκο Γουϋςτ λϋει ϐτι εύναι ςχεδϐν ςύγουρα χλωρύνη. Τγρό χλωρύνη». Με κούταξε και τησ ϋκανα νϐημα ςηκώνοντασ τον αντύχειρα. «Προκαλεύ ερεθιςμϐ αλλϊ δεν...» «Διακοπό». Ο Σζορτζ ϊρχιςε να βόχει πϊλι. «Περιμϋνω, 14». «Μπορεύ να εύναι χλωρύνη και μπορεύ να μην εύναι, βϊςη. ή,τι κι αν εύναι ϐμωσ, καύγεται και υπϊρχουν μεγϊλα ϊςπρα ςϑννεφα που ϋρχονται προσ τα εδώ. Βρύςκομαι ςτο τϋλοσ του δρϐμου που εύναι δύπλα ςτο γόπεδο. Σα παιδιϊ βόχουν περιςςϐτερο απϐ μϋνα και βλϋπω κϊμποςα ϊτομα κϊτω, ανϊμεςα τουσ και μια γυναύκα. Τπϊρχουν δϑο ςχολικϊ λεωφορεύα παρκαριςμϋνα εδώ κοντϊ. Θα τουσ βϊλω ϐλουσ ςε ϋνα και θα τουσ πϊρω απϐ δω. ήβερ». Πόρα το μικρϐφωνο απϐ τη ύρλεώ. «Σζορτζ, εδώ Φϊντι. Η Νϐρκο λϋει ϐτι η φωτιϊ μϊλλον προϋρχεται απϐ τα καϑςιμα που κυλϊνε πϊνω απϐ τη χλωρύνη. Μπορεύσ να πϊρεισ τα παιδιϊ απϐ κει και με τα πϐδια, ϐβερ». Ακολοϑθηςε μια κλαςικό απϊντηςη του Σζορτζ τανκϐφςκι, λογικό και ψϑχραιμη. Σελικϊ πόρε εϑφημη μνεύα για ϐ,τι ϋκανε εκεύνη τη μϋρα -απϐ τον κυβερνότη, νομύζω- και η φωτογραφύα του μπόκε ςτην εφημερύδα. Η γυναύκα του κορνιζϊριςε την εϑφημη μνεύα και την κρϋμαςε ςτο ςαλϐνι. Ϊχω την υποψύα ϐτι ο Σζορτζ δεν κατϊλαβε ποτϋ γιατύ ϋγινε ϐλη αυτό η φαςαρύα. Ο ύδιοσ πύςτευε ϐτι 1 απλώσ ϋκανε αυτϐ που όταν ςυνετϐ και λογικϐ υπϐ τισ ςυγκεκριμϋνεσ ςυνθόκεσ.
- 367 -
Αν υπόρξε ποτϋ περύπτωςη ϐπου βρϋθηκε ο ςωςτϐσ ϊνθρωποσ ςτο ςωςτϐ μϋροσ, όταν εκεύνη η μϋρα ςτο Δημοτικϐ χολεύο του Ποτύνβιλ. «Καλϑτερα με το λεωφορεύο», εύπε. «Πιο γρόγορα. Εδω 14, εύμαι 7». ε λύγο η ύρλεώ κι εγώ θα ξεχνοϑςαμε τελεύωσ το Ποτύνβιλ για ϋνα διϊςτημα -θα εύχαμε δικϊ μασ προβλόματα. Αν εύςαι περύεργοσ τι ϋγινε, ο Σζορτζ τανκϐφςκι μπόκε ςε ϋνα απϐ τα λεωφορεύα που εύδε ςπϊζοντασ την πτυςςϐμενη πϐρτα με μια πϋτρα. Ϋταν ϋνα Μπλου Μπερντ που (χωροϑςε ςαρϊντα ϊτομα. Σο ϋβαλε μπροςτϊ με ϋνα εφεδρικϐ κλειδύ που βρόκε κολλημϋνο πύςω απϐ το ςκύαςτρο του οδηγοϑ, και ϋβαλε μϋςα εύκοςι τϋςςερα παιδιϊ που ϋβηχαν και ϋκλαιγαν, με τα μϊτια κατακϐκκινα, και δυο δαςκϊλεσ. Πολλϊ απϐ τα παιδιϊ κρατοϑςαν ακϐμη παραμορφομϋνεσ γλϊςτρεσ, κοϑπεσ και κεραμικϊ ταςϊκια που εύχαν φτιϊξει εκεύνο το απϐγευμα. Σρύα απϐ τα παιδιϊ εύχαν χϊςει τισ αιςθόςεισ τουσ, ϋνα απϐ αλλεργικό αντύδραςη τισ αναθυμιϊςεισ τησ χλωρύνησ. Σα ϊλλα δυο απλώσ λιποθϑμηςαν απϐ το φϐβο και την ϋξαψη. Μύα απϐ τισ δαςκϊλεσ, η Ρϐζλεν Νϋβερσ, εύχε πιο ςοβαρϐ πρϐβλημα. Ο Σζορτζ εύδε ςτο πεζοδρϐμιο, πεςμϋνη ςτο πλευρϐ, ν' αγκομαχϊει με μιςοχαμϋνεσ τισ αιςθόςεισ και να ςκϊβει τον πρηςμϋνο λαιμϐ τησ με τα δϊχτυλα. Σα μϊτια τησ εύχαν πεταχτεύ απϐ τισ κϐγχεσ ςαν αςπρϊδια απϐ τηγανητϊ αβγϊ. «Εύναι η μαμϊ μου», εύπε ϋνα απϐ τα κοριτςϊκια. Ϊλεγαν ςυνϋχεια δϊκρυα απϐ τα μεγϊλα καςτανϊ του μϊτια, αλλϊ δεν ϊφηςε ςτιγμό το πόλινο βϊζο που κρατοϑςε, οϑτε καν το ϋγειρε, για να μην πϋςει το λουλοϑδι που εύχε βϊλει μϋςα. «Ϊχει ϊςθμα».
- 368 -
Ο Σζορτζ ςτο μεταξϑ εύχε γονατύςει δύπλα ςτη γυναύκα και τησ εύχε απλώςει το κεφϊλι προσ τα πύςω, πϊνω ςτο χϋρι του, για να εύναι ϐςο το δυνατϐν πιο ελεϑθεροσ ο λαιμϐσ τησ. Σα μαλλιϊ τησ κρϋμονταν ςτο τςιμϋντο. «Παύρνει τύποτε για το ϊςθμα, γλυκιϊ μου, ϐταν εύναι τϐςο ϊςχημα;» «την τςϋπη τησ», εύπε το κοριτςϊκι με το βϊζο. «Θα πεθϊνει η μαμϊ μου;» «ήχι, μην ανηςυχεύσ», απϊντηςε ο Σζορτζ. Ϊβγαλε τον αναπνευςτόρα απϐ την τςϋπη τησ κυρύασ Νϋβερσ και τησ ϋριξε μια γερό ποςϐτητα αϋρα ςτο λαιμϐ. Αυτό ϋβηξε, ρύγηςε και ανακϊθιςε. Ο Σζορτζ την κουβϊληςε ςτο λεωφορεύο κρατώντασ τη ςτα χϋρια, περπατώντασ πύςω απϐ τα παιδιϊ που ϋβηχαν και ϋκλαιγαν. Ϊβαλε τη Ρϐζλεν ςε ϋνα κϊθιςμα δύπλα ςτην κϐρη τησ και μετϊ κϊθιςε ςτο τιμϐνι. Ϊβαλε μπροσ το λεωφορεύο, διϋςχιςε το γόπεδο, πϋραςε δύπλα απϐ το περιπολικϐ του και βγόκε ςτο δρϐμο. ήταν ϋςτριψε το λεωφορεύο ςτην Κομητειακό Οδϐ 46, τα παιδιϊ εύχαν αρχύςει να τραγουδϊνε. Και ϋτςι ο Σζορτζ τανκϐφςκι ϋγινε ϋνασ αυθεντικϐσ όρωασ ενώ εμεύσ που εύχαμε μεύνει πύςω ςτο αρχηγεύο προςπαθοϑςαμε απλώσ να μη χϊςουμε τα λογικϊ μασ. Και τη ζωό μασ.
- 369 -
ύρλεώ Σο τελευταύο μόνυμα του Σζορτζ όταν 14, εύμαι 7-που ςημαύνει, Μονϊδα 14, διακϐπτω επικοινωνύα. Σο κατϋγραψα κοιτϊζοντασ το ρολϐι για να ςημειώςω την ώρα. Ϋταν 2:23 μ.μ. Σο θυμϊμαι καλϊ αυτϐ, ϐπωσ θυμϊμαι και τον Φϊντι να ςτϋκεται δύπλα μου και να μου ςφύγγει τον ώμο προςπαθώντασ να μου πει ϐτι ο Σζορτζ και τα παιδιϊ θα τα κατϊφερναν, φαντϊζομαι. Ώρα 2:23 μ.μ., Σώρα: όταν που ϊρχιςε η πραγματικό κϐλαςη. Και το εννοώ αυτϐ ϐςο πιο κυριολεκτικϊ το ϋχει εννοόςει ποτϋ κανεύσ. Ο Μύςτερ Ντύλον ϊρχιςε να γαβγύζει. ήχι εκεύνο το μπϊςο γϊβγιςμα, εκεύνο που κϊνει ϐταν μυρύςει κανϋνα ελϊφι πύςω απϐ το αρχηγεύο ό ϐταν πληςιϊςουν ρακοϑν ςτα ςκουπύδια, αλλϊ μια ςειρϊ απϐ ςτριγκϊ υςτερικϊ αλυχτύςματα που δεν εύχα ξανακοϑςει ποτϋ. Ϋταν λεσ και εύχε πϋςει πϊνω ςε κϊτι μυτερϐ και δεν μποροϑςε να ελευθερωθεύ. «Σι διϊβολο;» εύπε ο Φϊντι. Ο Ντύλον ϋκανε πϋντ' ϋξι ϊκαμπτα βόματα πύςω απϐ τη ςότα μοιϊζοντασ ςαν ϊλογο ςε ροντϋο. Νομύζω ϐτι κατϊλαβα τι θα ϋκανε, και ο Φϊντι πρϋπει να το κατϊλαβε κι αυτϐσ, αλλϊ δεν μποροϑςαμε να το πιςτϋψουμε. Ακϐμη κι αν το πιςτεϑαμε, όταν αδϑνατο να τον ςταματόςουμε. ήςο γλυκϐσ κι αν όταν ο Ντύλον, θα μασ δϊγκωνε αν δοκιμϊζαμε. Ϊβγαζε ακϐμη εκεύνα τα ψιλϊ πονεμϋνα γαβγύςματα και εύδα αφρϐ να μαζεϑεται ςτισ ϊκρεσ απϐ το ςτϐμα του. Εκεύνη τη ςτιγμό με ςτρϊβωςε ϋνα κινοϑμενο φωσ. Ανοιγϐκλειςα τα μϊτια και το φωσ μετακινόθηκε ςαρώνοντασ τον τούχο. Ϋταν η Μονϊδα 6, ο Ϊντι και ο Σζορτζ που
- 370 -
ϋρχονταν με τον ϑποπτο, αλλϊ ςχεδϐν δεν ϋδωςα ςημαςύα. Κούταζα τον Ντύλον. Ωρχιςε να τρϋχει προσ τη ςότα χωρύσ να διςτϊςει ςτιγμό. Οϑτε καν ϋκοψε ταχϑτητα. Απλώσ ϋςκυψε το κεφϊλι και βγόκε απϐ την ϊλλη, ξεκολλώντασ την πϐρτα απϐ τουσ μεντεςϋδεσ και τραβώντασ την πύςω του καθώσ περνοϑςε απϐ μϋςα, βγϊζοντασ ακϐμη εκεύνα τα γαβγύςματα που τώρα πια ϋμοιαζαν με ουρλιαχτϊ. Σαυτϐχρονα μου όρθε μια πολϑ ϋντονη μυρωδιϊ: θαλαςςινϐ νερϐ και ςϊπια φυτϊ. Ακοϑςτηκε ϋνα ςτρύγκλιςμα απϐ φρϋνα και λϊςτιχα, μια κϐρνα και κϊποιοσ που φώναξε, «Πρϐςεχε! Πρϐςεχε!» Ο Φϊντι ϋτρεξε ςτην πϐρτα και τον ακολοϑθηςα.
- 371 -
Ϊντι Σου εύχαμε χαλϊςει τη μϋρα με τη ςϑλληψη. Σον ςταματόςαμε, προςωρινϊ τουλϊχιςτον, την ώρα που χτυποϑςε τη φιλενϊδα του. Και όταν υποχρεωμϋνοσ να κϊθεται ςτο πύςω κϊθιςμα, ενώ τα ελατόρια του εύχαν χωθεύ ςτον κώλο και οι φανταχτερϋσ του μπϐτεσ πατοϑςαν ςτα ειδικϊ αντιεμετικϊ πλαςτικϊ πατϊκια μασ. Αλλϊ θα μασ ϋκανε να το πληρώςουμε γι' αυτό την ταλαιπωρύα. Εμϋνα ιδιαύτερα, αλλϊ φυςικϊ ο Σζορτζ όταν υποχρεωμϋνοσ να τον ακοϑει κι αυτϐσ. Σραγουδοϑςε κοροώδευτικϊ το ϐνομα μου και μετϊ χτυποϑςε ρυθμικϊ τα πϐδια του με τα ψηλϊ τακοϑνια ϐςο πιο δυνατϊ μποροϑςε. αν να όταν ςτο γόπεδο. Και ταυτϐχρονα με κούταζε μϋςα απϐ το πλϋγμα με το κεφϊλι χαμηλωμϋνο και τα μικρϊ μαςτουρωμϋνα μϊτια του να γυαλύζουν -τον ϋβλεπα ςτον καθρϋφτη που υπόρχε πϊνω ςτο ςκύαςτρο. «Σζακ-δε-Μπϐισ!» Μπαμ-μπαμπαμ! «Σζακ-δε-Μπϐισ!» Μπαμ-μπαμπαμ! «Δεν το κϐβεισ τώρα, Μπρϊιαν;» εύπε ο Σζορτζ. Πληςιϊζαμε ςτο αρχηγεύο. Σο ςχεδϐν ϊδειο αρχηγεύο –εύχαμε μϊθει ςτο μεταξϑ τι γινϐταν ςτο Ποτύνβιλ. Η ύρλεώ μασ εύχε πει μερικϊ πρϊγματα, και τα υπϐλοιπα τα εύχαμε μϊθει απϐ τισ ςυζητόςεισ ανϊμεςα ςτισ μονϊδεσ που πόγαιναν ςτο ατϑχημα. «Μασ ϋχεισ ξεκουφϊνει». Ϋταν ακριβώσ η ενθϊρρυνςη που χρειαζϐταν ο Μπρϊιαν. «Σζακ-δε-Μπϐισ!» ΜΠΑΜ-ΜΠΑΜΠΑΜ! Αν χτυποϑςε πιο δυνατϊ, μπορεύ τα πϐδια του να διϋλυαν το δϊπεδο, αλλϊ ο Σζορτζ δεν του ξαναεύπε να ςταματόςει. ήταν εύναι κλειδωμϋνοι ςτο πύςω κϊθιςμα του
- 372 -
περιπολικοϑ, το μϐνο που μποροϑν να κϊνουν εύναι να ςε εκνευρύςουν. Σο εύχα ξαναδεύ αυτϐ, αλλϊ όταν παρϊξενο ν' ακοϑω αυτϐ τον ηλύθιο να τραγουδϊει ϋτςι το ϐνομα μου, τον ύδιο ηλύθιο που κϊποτε μου πϋταξε τα βιβλύα απϐ τα χϋρια ςτην καντύνα του γυμναςύου και μου ϋςκιςε το πουκϊμιςο ςτο ςπουδαςτόριο. αν ταξύδι πύςω ςτο χρϐνο. Δεν εύπα τύποτε, αλλϊ εύμαι ςύγουροσ ϐτι ο Σζορτζ το εύχε καταλϊβει. Και ϐταν ςόκωςε το μικρϐφωνο και μύληςε ςτο κϋντρο -«Υτϊνουμε ςτη βϊςη ςε ϋνα λεπτϐ», εύπε-, όξερα ϐτι απευθυνϐταν περιςςϐτερο ς' εμϋνα παρϊ ςτη ύρλεώ. Θα δϋναμε τον Μπρϊιαν με τισ χειροπϋδεσ ςτην καρϋκλα του κρατητηρύου, θα του ανούγαμε την τηλεϐραςη αν όθελε, και θα κϊναμε μια προεργαςύα με τη χαρτοϑρα. Μετϊ θα φεϑγαμε κι εμεύσ για το Ποτύνβιλ, εκτϐσ αν ςτο μεταξϑ η κατϊςταςη εκεύ εύχε αλλϊξει ξαφνικϊ προσ το καλϑτερο. Η ύρλεώ θα καλοϑςε τισ φυλακϋσ τησ Κομητεύασ και θα τουσ ϋλεγε ϐτι τουσ ςτϋλναμε ϋναν απϐ τουσ αγαπημϋνουσ τουσ τροφύμουσ. το μεταξϑ ϐμωσ... «Σζακ-δε-Μπϐισ!» Μπαμ-μπαμπαμ! «Σζακ-δε-Μπϐισ!» Σώρα φώναζε τϐςο δυνατϊ που εύχαν κοκκινύςει τα μϊγουλα του και εύχαν τεντωθεύ οι φλϋβεσ ςτο λαιμϐ του. Δεν το ϋκανε απλώσ για να με πειρϊξει πια, εύχε πϊθει κανονικό κρύςη. Θα όταν μεγϊλη ικανοπούηςη να τον ξεφορτωθοϑμε. Αρχύςαμε ν' ανεβαύνουμε το Μποϑκιν'σ Φιλ, με τον Σζορτζ να οδηγεύ λύγο πιο γρόγορα απϐ ϐςο χρειαζϐταν, με κατεϑθυνςη προσ το αρχηγεύο, που όταν ςτην κορυφό του λϐφου. Ο Σζορτζ ϋςτειλε ςόμα και ϋςτριψε μϋςα, τρϋχοντασ ακϐμη λύγο πιο γρόγορα απϐ ϐςο θα ϋπρεπε. Ο Λύπι, καταλαβαύνοντασ ϐτι δεν εύχε πολϑ χρϐνο ακϐμη ςτη διϊθεςη
- 373 -
του για να μασ ενοχλόςει, ϊρχιςε να τραντϊζει το πλϋγμα ανϊμεςα ςτα μπροςτινϊ και τα πύςω καθύςματα, ενώ ταυτϐχρονα ςυνϋχιζε να χτυπϊει το δϊπεδο με τισ μπϐτεσ του. «Σζακ-δε-Μπϐισ!» Μπαμ-μπαμπαμ! Κλανγκ-κλαν-γκλανγκ! Αρχύςαμε ν' ανεβαύνουμε το δρϐμο του αρχηγεύου με προοριςμϐ το πϊρκινγκ πύςω απϐ το κτύριο. Ο Σζορτζ πόρε κλειςτό ςτροφό ςτη γωνύα, θϋλοντασ να παρκϊρει με την ϐπιςθεν μπροςτϊ ςτην πύςω ςκϊλα, ώςτε να μπϊςουμε πιο εϑκολα μϋςα τον Μπρϊιαν. Και με το που πόρε τη ςτροφό, εύδαμε τον Ντύλον ακριβώσ μπροςτϊ μασ. «Πρϐςεχε, πρϐςεχε!» φώναξε ο Σζορτζ, και δεν ξϋρω αν απευθυνϐταν ς' εμϋνα, ςτο ςκυλύ ό ύςωσ ςτον εαυτϐ του. Σώρα που τα θυμϊμαι ϐλα αυτϊ, ςκϋφτομαι πϐςο ϋμοιαζε η φϊςη μ' εκεύνη την ϊλλη φορϊ που χτϑπηςε τη γυναύκα ςτο Λϊςμπεργκ. Ϊμοιαζε τϐςο πολϑ που όταν ςαν πρϐβα τζενερϊλε, αλλϊ με μια πολϑ μεγϊλη διαφορϊ. Αναρωτιϋμαι μόπωσ τισ τελευταύεσ βδομϊδεσ πριν τινϊξει τα μυαλϊ του ςτον αϋρα ςκεφτϐταν ξανϊ και ξανϊ, Α εν πϊτηςα το ςκυλύ και χτϑπηςα τη γυναύκα. Μπορεύ και ϐχι, αλλϊ εγώ ςτη θϋςη του θα το ςκεφτϐμουν. Δεν πϊτηςα το ςκυλύ και χτϑπηςα τη γυναύκα. Πώσ να πιςτϋψεισ ςτο Θεϐ ϐταν ϋρχονται ϋτςι τα πρϊγματα; Ο Σζορτζ πϊτηςε το φρϋνο και με τα δϑο πϐδια και ταυτϐχρονα πύεςε δυνατϊ την κϐρνα με την παλϊμη του αριςτεροϑ του χεριοϑ. Πετϊχτηκα μπροςτϊ και η ζώνη κλεύδωςε και με ςταμϊτηςε. Τπόρχαν ζώνεσ και ςτο πύςω κϊθιςμα αλλϊ ο κρατοϑμενοσ δεν εύχε κϊνει τον κϐπο να τισ φορϋςει, όταν πολϑ απαςχολημϋνοσ με τισ φωνϋσ και τα ποδοβολητϊ, και το μοϑτρο του κοπϊνηςε ςτο πλϋγμα.
- 374 -
Ωκουςα κϊτι να ςπϊει, ϐπωσ ϐταν κροταλύζεισ τισ αρθρώςεισ ςου. Ωκουςα κϊτι ϊλλο να τρύζει. Σο κροτϊλιςμα μϊλλον όταν ϋνα απϐ τα δϊχτυλα του, το τρύξιμο ςύγουρα όταν η μϑτη του. Ϊχω ξανακοϑςει μϑτη να ςπϊει και ο όχοσ εύναι πϊντα ο ύδιοσ, ςαν να ςπασ κϐκαλο απϐ κοτϐπουλο. Ο Μπρϊιαν ϋβγαλε μια πνιχτό κραυγό ϋκπληξησ. Μια μεγϊλη πιτςιλιϊ αύμα, καυτό ςαν βραςτϐ νερϐ, ϋπεςε ςτον ώμο τησ ςτολόσ μου. Ο Ντύλον γλύτωςε παρϊ δϋκα πϐντουσ εκεύνη τη μϋρα, ύςωσ μϐνο πϋντε, αλλϊ ςυνϋχιςε να τρϋχει χωρύσ να ρύξει οϑτε μια ματιϊ, με τα αυτιϊ κολλημϋνα ςτο κεφϊλι του, αλυχτώντασ ςτριγκϊ. Πόγαινε ύςωσ για το Τπϐςτεγο Β, και η ςκιϊ του ϋτρεχε δύπλα του ςτην ϊςφαλτο, μαϑρη και καθαρό. «Γριςτϋ μου, γντϑμπηςα!» φώναξε ο Μπρϊιαν με βουλωμϋνη μϑτη. «Ντρϋχει αύμαντα!» Και μετϊ ϊρχιςε να φωνϊζει για τη βαρβαρϐτητα τησ αςτυνομύασ Ο Σζορτζ ϊνοιξε την πϐρτα του. Εγώ ϋμεινα εκεύ που όμουν για μια ςτιγμό. Κούταζα τον Ντύλον περιμϋνοντασ να ςταματόςει ϐταν θα ϋφτανε ςτο υπϐςτεγο, αλλϊ αυτϐσ τύποτε, ϋπεςε με το κεφϊλι πϊνω ςτην γκαραζϐπορτα. ωριϊςτηκε κϊτω ςτο πλευρϐ του βγϊζοντασ ϋνα ουρλιαχτϐ. Μϋχρι εκεύνη τη μϋρα δεν όξερα ϐτι τα ςκυλιϊ μποροϑν να ουρλιϊξουν, αλλϊ μποροϑν. Δεν όταν ουρλιαχτϐ πϐνου αλλϊ θυμοϑ. Ανατρύχιαςα. Ο Ντύλον ςηκώθηκε και ϋκανε ϋναν κϑκλο ςαν να κυνηγοϑςε την ουρϊ του. Σο ϋκανε αυτϐ δϑο φορϋσ, κοϑνηςε το κεφϊλι του ςαν να όθελε να το καθαρύςει, και μετϊ ϋπεςε πϊλι κατευθεύαν πϊνω ςτην γκαραζϐπορτα. «Ντύλον, ϐχι!» φώναξε ο Φϊντι απϐ την πύςω ςκϊλα. Η ύρλεώ ςτεκϐταν δύπλα του, ςκιϊζοντασ τα μϊτια τησ. «ταμϊτα, Ντύλον, μ'ακοϑσ;» Αλλϊ ο Μύςτερ Ντύλον δεν τουσ
- 375 -
ϋδινε καμιϊ ςημαςύα. Νομύζω ϐτι δε θα ϋδινε ςημαςύα ακϐμη και ςτον ήρβιλ Γκϊρετ αν όταν εκεύ εκεύνη τη μϋρα, και ο Ορβ όταν ςχεδϐν το αφεντικϐ του Ντύλον. υνϋχιςε να ορμϊει ξανϊ και ξανϊ πϊνω ςτην γκαραζϐπορτα, γαβγύζοντασ τρελϊ, και βγϊζοντασ εκεύνα τα ανατριχιαςτικϊ ουρλιαχτϊ κϊθε φορϊ που χτυποϑςε ςτη ςυμπαγό επιφϊνεια τησ. Σην τρύτη φορϊ ϊφηςε ϋνα ματωμϋνο αποτϑπωμα τησ μϑτησ του πϊνω ςτο ϊςπρο ξϑλο. ήςο ςυνϋβαιναν ϐλα αυτϊ, ο φύλοσ μου ο Μπρϊιαν ξεφώνιζε με ϐλη του τη δϑναμη. «Βϐητα με, Σζακιμπουϊ, ϋχω γκεμύςει αύματα, ποϑ ϋματε να οντηγεύ ο μαλϊκασ ο φύλοσ ςου; Βγκϊλτε με απϐ ντω μϋςα, η μϑτη μου, γκαμώ το!» Σον αγνϐηςα και βγόκα απϐ το περιπολικϐ για να ρωτόςω τον Σζορτζ μόπωσ ο Ντύλον εύχε λυςςϊξει, αλλϊ πριν προλϊβω ν' ανούξω το ςτϐμα μου μου όρθε η μπϐχα: θαλαςςινϐ νερϐ και χαλαςμϋνο λϊχανο και κϊτι ϊλλο, κϊτι πολϑ χειρϐτερο. Ο Ντύλον ξαφνικϊ γϑριςε κι ϋτρεξε δεξιϊ, προσ τη γωνύα του υπϐςτεγου. «'Οχι, Ντύλον, ϐχι!» οϑρλιαξε η ύρλεώ. Εύδα κι εγώ αμϋςωσ αυτϐ που εύχε δει. Η πλαώνό πϐρτα, αυτό που ϊνοιγε με κανονικϐ πϐμολο κι ϐχι με μηχανιςμϐ, όταν μιςϊνοιχτη. Δεν ξϋρω αν την εύχε αφόςει ανοιχτό κϊποιοσ, ο Ωρκι ύςωσ Ωρη Ντεν την ϊφηςα εγκώ, εγκώ την ϋκλεινα πϊντα αυτό την πϐρτα. Αν την ξεχνοϑςα, θα ϋβριςκα τον μπελϊ μου απϐ τον αρχιφϑλακα. Μπορεύ και απϐ τον Κερτ. Ϋθελαν να εύναι πϊντα κλειςτϐ το υπϐςτεγκο. Πϊντα. Ϊντι ό μπορεύ να την ϊνοιξε κϊτι απϐ μϋςα. Κϊποια δϑναμη που ερχϐταν απϐ την Μπιοϑικ, αυτϐ θϋλω να πω. Δεν ξϋρω αν εύναι ϋτςι ό ϐχι, το
- 376 -
μϐνο που ξϋρω εύναι ϐτι η πϐρτα όταν ανοιχτό. Απϐ κει ερχϐταν κυρύωσ η μπϐχα, και εκεύ πόγαινε ο Μύςτερ Ντύλον. Η ύρλεώ κατϋβηκε τρϋχοντασ τα ςκαλιϊ, με τον Φϊντι πύςω τησ. Και οι δϑο φώναζαν ςτον Ντύλον να γυρύςει πύςω. Πϋραςαν μπροςτϊ μασ και ο Σζορτζ ϋτρεξε πύςω τουσ. Ϊτρεξα κι εγώ πύςω απϐ τον Σζορτζ. Πριν απϐ δυο τρεισ μϋρεσ η Μπιοϑικ εύχε προξενόςει ϋνα φωτοςειςμϐ. Δεν όμουν εκεύ, αλλϊ κϊποιοσ μου το εύπε, και η θερμοκραςύα ςτο Τπϐςτεγο Β όταν πεςμϋνη επύ μύα βδομϊδα ςχεδϐν. ήχι πολϑ, τρεισ τϋςςερισ βαθμοϑσ μϐνο. Με ϊλλα λϐγια, υπόρχαν μερικϋσ ενδεύξεισ αλλϊ τύποτε το εντυπωςιακϐ. Σύποτε που θα ςε ϋκανε να πεταχτεύσ ςτον ϑπνο ςου τ' ϊγρια μεςϊνυχτα. Σύποτε που θα ςε ϋκανε να υποψιαςτεύσ αυτϐ που βρόκαμε ϐταν μπόκαμε μϋςα. Η ύρλεώ όταν η πρώτη, οϑρλιαζε το ϐνομα του Ντύλον... και μετϊ απλώσ οϑρλιαζε ϊναρθρα. Ϊνα δευτερϐλεπτο αργϐτερα ϊρχιςε να ουρλιϊζει και ο Φϊντι. Ο Ντύλον γϊβγιζε πιο ςιγανϊ τώρα, απλώσ γϊβγιζε και γρϑλιζε μαζύ. Εύναι ο όχοσ που κϊνει ϋνα ςκυλύ ϐταν ϋχει ςτριμώξει κϊποιο ζώο πϊνω ςε ϋνα δϋντρο. «Ψ θεϋ μου!» φώναξε ο Σζορτζ Μϐργκαν. «Φριςτϋ μου! Σι εύναι;» Μπόκα μϋςα ςτο υπϐςτεγο, αλλϊ δεν προχώρηςα πολϑ. Η ύρλεώ και ο Φϊντι ςτϋκονταν μπροςτϊ μου δύπλα δύπλα και ο Σζορτζ όταν πύςω τουσ. Ϊκλειναν ςχεδϐν ϐλη την πϐρτα. Η μπϐχα όταν αποπνικτικό, τα μϊτια ςου ϋτρεχαν ποτϊμι και ϋκλεινε ο λαιμϐσ ςου, αλλϊ ςχεδϐν δεν την πρϐςεξα. Σο πορτ μπαγκϊζ τησ Μπιοϑικ όταν ανοιχτϐ πϊλι» Πύςω απϐ το αμϊξι, ςτην πιο μακρινό γωνύα του υπϐςτεγου, ςτεκϐταν ϋνασ αδϑνατοσ και ρυτιδωμϋνοσ κύτρινοσ εφιϊλτησ με ϋνα κεφϊλι που δεν όταν πραγματικϊ
- 377 -
κεφϊλι, αλλϊ ϋνα ςυνονθϑλευμα απϐ ροζ κορδϐνια που ςτριφογϑριζαν και ςυςπώνταν. Απϐ κϊτω τουσ ϋβλεπεσ πϊλι την κύτρινη ρυτιδωμϋνη ςϊρκα. Ϋταν πολϑ ψηλϐ, πϊνω απϐ δϑο δϋκα. Ϊτςι ϐπωσ ςτεκϐταν εκεύ, μερικϊ απϐ τα ροζ κορδϐνια χτυποϑςαν ϋνα απϐ τα δοκϊρια τησ οροφόσ απϐ πϊνω του. Ο όχοσ που ϋβγαζαν θϑμιζε πετϊριςμα, ςαν τισ νυχτοπεταλοϑδεσ που χτυπϊνε ςτο τζϊμι τη νϑχτα προςπαθώντασ να φτϊςουν το φωσ που βλϋπουν πύςω του. Σον ακοϑω ακϐμη αυτϐ τον όχο. Μερικϋσ φορϋσ τον ακοϑω ςτα ϐνειρα μου. Μϋςα ςτη ςυςτϊδα απϐ αυτϊ τα ροζ πρϊγματα που ςυνϋχιζαν να κουλουριϊζονται και να ςυςπώνται, κϊτι ανοιγϐκλεινε πϊνω ςτην κύτρινη ςϊρκα. Κϊτι μαϑρο και ςτρογγυλϐ. Μπορεύ να όταν το ςτϐμα του. Μπορεύ να προςπαθοϑςε να ουρλιϊξει. Δεν μπορώ να περιγρϊψω πϊνω ςε τι ςτεκϐταν. Ϋταν λεσ και ο εγκϋφαλοσ μου δεν μποροϑςε να βγϊλει νϐημα απϐ αυτϐ που ϋβλεπαν τα μϊτια μου. Δεν όταν πϐδια, εύμαι ςύγουροσ γι' αυτϐ, και νομύζω ϐτι μπορεύ να όταν τρύα αντύ για δϑο. Κατϋληγαν πϊντωσ ςε μαϑρα καμπυλωτϊ νϑχια. Σα νϑχια εύχαν πϊνω τουσ τοϑφεσ απϐ τρύχεσ ςαν κομματϊκια ςϑρμα. Νομύζω ϐτι όταν τρύχεσ και νομύζω ϐτι μϋςα ςτισ τοϑφεσ χοροπηδοϑςαν κϊτι ζωϑφια, μικρϊ ζωϑφια ςαν ψεύρεσ ό ψϑλλοι. Απϐ το ςτόθοσ του κρεμϐταν ϋνα κομμϊτι ςϊρκα ςαν προβοςκύδα, ςκεπαςμϋνο με γυαλιςτεροϑσ μαϑρουσ ςϊρκινουσ κϑκλουσ. Μπορεύ να όταν ςπυριϊ. Ϋ μπορεύ, Θεϋ μου, αυτϊ τα πρϊγματα να όταν τα μϊτια του. Ο ςκϑλοσ μασ ςτεκϐταν μπροςτϊ του, γαβγύζοντασ και γρυλύζοντασ και τινϊζοντασ αφροϑσ απϐ τη μουςοϑδα του. Ϊκανε να ορμόςει μπροςτϊ και το πλϊςμα ςτρύγκλιςε μϋςα
- 378 -
απϐ τη μαϑρη τρϑπα. Η γκρύζα προβοςκύδα ϋκανε μια ςϑςπαςη, ςαν χϋρι χωρύσ κϐκαλα ό ςαν πϐδι βατρϊχου ϐταν το διαπερνϊ ηλεκτριςμϐσ. Μερικϋσ ςταγϐνεσ απϐ κϊποιο απροςδιϐριςτο υλικϐ πετϊχτηκαν απϐ την ϊκρη τησ κι ϋπεςαν ςτο δϊπεδο του υπϐςτεγου. Αμϋςωσ ϊρχιςε να υψώνεται καπνϐσ απϐ τα ςημεύα ϐπου εύχαν πϋςει, και εύδα ϐτι οι ςταγϐνεσ ϊνοιγαν ρωγμϋσ ςτο τςιμϋντο. Ο Ντύλον τραβόχτηκε λύγο πύςω ϐταν ςτρύγκλιςε το πλϊςμα, αλλϊ ςυνϋχιςε να γαβγύζει και να γρυλύζει με τα αυτιϊ κολλημϋνα ςτο κρανύο και τα μϊτια να κοντεϑουν να πεταχτοϑν απϐ τισ κϐγχεσ τουσ. Σο πλϊςμα ςτρύγκλιςε πϊλι. Η ύρλεώ οϑρλιαξε και ςκϋπαςε τ5 αυτιϊ τησ με τα χϋρια. Σην καταλϊβαινα απϐλυτα, αλλϊ δε νομύζω ϐτι θα κατϊφερνε τύποτε. Οι ςτριγκλιϋσ δεν ϋμπαιναν ςτο κεφϊλι ςου απϐ τ' αυτιϊ, αλλϊ το αντύθετο: ϋμοιαζαν ν' αρχύζουν μϋςα ςτο κεφϊλι ςου και να βγαύνουν ϋξω απϐ τ' αυτιϊ ςου, ςαν ατμϐσ που γλιςτρϊει απϐ κϊπου. Ϋθελα να πω ςτη ύρλεώ να μην το κϊνει αυτϐ, να μην κλεύνει τ' αυτιϊ τησ, ϐτι μπορεύ να πϊθαινε εμβολό ό τύποτε τϋτοιο αν ϋκλεινε αυτϐ το φρικτϐ ςτρύγκλιςμα μϋςα τησ, και μετϊ κατϋβαςε τα χϋρια τησ απϐ μϐνη τησ. Ο Φϊντι την αγκϊλιαςε απϐ τουσ ώμουσ κι αυτό.
- 379 -
ύρλεώ Αιςθϊνθηκα τον Φϊντι να με αγκαλιϊζει κι ϋπιαςα το χϋρι του. Ϊπρεπε να το πιϊςω, όθελα να πιαςτώ απϐ κϊτι ανθρώπινο. Ϊτςι ϐπωσ το λϋει ο Ϊντι, ακοϑγεται λεσ και το πρώτο πλϊςμα που βγόκε ζωντανϐ απϐ την Μπιοϑικ ϋμοιαζε ανθρώπινο. Εύχε ςτϐμα μϋςα ςε ϐλα εκεύνα τα ροζ πρϊγματα που ςτριφογϑριζαν, εύχε ςτόθοσ, εύχε κϊτι ςαν μϊτια. Δε λϋω ϐτι αυτϐ εύναι λϊθοσ, αλλϊ δεν μπορώ να πω και ϐτι εύναι ςωςτϐ. Δεν εύμαι ςύγουρη καν ϐτι το εύδαμε ολϐκληρο ϋτςι ϐπωσ όταν -ςύγουρα ϐχι ϋτςι ϐπωσ εύναι εκπαιδευμϋνοι να παρατηροϑν και να βλϋπουν οι αςτυνομικού. Αυτϐ το πλϊςμα όταν πολϑ παρϊξενο, πολϑ ϋξω ϐχι απλώσ απϐ τισ εμπειρύεσ μασ αλλϊ απϐ ϐλο το πλαύςιο των αναφορών μασ. Ϋταν ανθρωποειδϋσ; Λιγϊκι -ό τουλϊχιςτον εμεύσ το βλϋπαμε ϋτςι. Ϋταν ανθρώπινο; Οϑτε κατϊ διϊνοια. Εύχε νοημοςϑνη, αντύληψη; Δεν μπορώ να εύμαι ςύγουρη, αλλϊ, ναι, νομύζω ϐτι εύχε. ήμωσ αυτϐ δεν εύχε ςημαςύα γιατύ όταν τϐςο αλλϐκοτο που μασ εύχε κυριϋψει μια απύςτευτη φρύκη. Και πϋρα απϐ τη φρύκη (ό ύςωσ μϋςα ςτη φρύκη, ςαν το καρϑδι μϋςα ςτο τςϐφλι του) υπόρχε μύςοσ. Κϊπου μϋςα μου όθελα να του γαβγύςω και να του γρυλύςω ϐπωσ ϋκανε ο Ντύλον. Ξυπνοϑςε ϋνα θυμϐ μϋςα μου, μια ϋχθρα, μαζύ με τρϐμο και αποςτροφό. Σα ϊλλα πλϊςματα όταν νεκρϊ ϐταν ϋφταςαν. Αυτϐ δεν όταν, αλλϊ το θϋλαμε νεκρϐ. Θεϋ μου, πϐςο το θϋλαμε! Ση δεϑτερη φορϊ που ςτρύγκλιςε ϋμοιαζε να μασ κοιτϊζει. Η προβοςκύδα ςτη μϋςη του ςηκώθηκε ςαν τεντωμϋνο χϋρι που προςπαθοϑςε ύςωσ να μασ κϊνει νϐημα: Βοηθόςτε με, διώξτε αυτϐ το τϋρασ που γαβγύζει.
- 380 -
Ο Μύςτερ Ντύλον ϐρμηςε πϊλι. Σο πλϊςμα ςτη γωνύα ςτρύγκλιςε για τρύτη φορϊ και τραβόχτηκε πύςω. Κι ϊλλο υγρϐ τινϊχτηκε απϐ την προβοςκύδα του ό το χϋρι του ό το πϋοσ του ό ϐ,τι όταν αυτϐ το πρϊγμα. Μερικϋσ ςταγϐνεσ χτϑπηςαν τον Ντύλον και η γοϑνα του ϊρχιςε να καπνύζει αμϋςωσ. Ϊβγαλε μια ςειρϊ απϐ πονεμϋνα αλυχτύςματα. Και μετϊ, αντύ να κϊνει πύςω, ϐρμηςε ςτο πλϊςμα. Αυτϐ κινόθηκε με μια αλλϐκοτη, απύςτευτη ταχϑτητα. Ο Μύςτερ Ντύλον ϊρπαξε με τα δϐντια του μια πτυχό απϐ το ρυτιδωμϋνο, ςακουλιαςμϋνο δϋρμα του, και την επϐμενη ςτιγμό το πλϊςμα εύχε πεταχτεύ ςτον τούχο απϐ την πύςω πλευρϊ τησ Μπιοϑικ, ςτριγκλύζοντασ απϐ κεύνη την τρϑπα ςτο κύτρινο δϋρμα του, και με την προβοςκύδα να κουνιϋται πϋρα δώθε. Ϊνα μαϑρο πηχτϐ υγρϐ ςαν εκεύνο που εύχε βγει απϐ τη νυχτερύδα και το ψϊρι ϋτρεχε απϐ το ςημεύο ϐπου το εύχε δαγκώςει ο Ντύλον. Φτϑπηςε ςτην γκαραζϐπορτα και τςύριξε απϐ πϐνο ό θυμϐ ό και τα δϑο. Και μετϊ ο Ντύλον του ϐρμηςε πϊλι απϐ πύςω. Πόδηξε ψηλϊ και το ϊρπαξε απϐ τισ πτυχϋσ που κρϋμονταν απϐ την πλϊτη του -ό τουλϊχιςτον ϋτςι νομύζω ϐτι θα μποροϑςεσ ν' αποκαλϋςεισ αυτϐ το πρϊγμα. Η ςϊρκα κϐπηκε με μια αηδιαςτικό ευκολύα. Ο Ντύλον ϋπεςε ςτο δϊπεδο του υπϐςτεγου κρατώντασ τα ςαγϐνια του ςφιγμϋνα, παραςϋρνοντασ μαζύ του ϋνα ακϐμη μεγαλϑτερο κομμϊτι απϐ τη ςϊρκα του πλϊςματοσ, που ξεκϐλληςε απϐ πϊνω του ςαν φουςκαλιαςμϋνη ταπετςαρύα. Σο προτεταμϋνο μουςοϑδι του Ντύλον όταν γεμϊτο απϐ μαϑρη γλύτςα... αύμα... ό ϐ,τι όταν αυτϐ το πρϊγμα. Ο Ντύλον οϑρλιαξε ςαν αηδιαςμϋνοσ απϐ την αύςθηςη του, αλλϊ ςυνϋχιςε να κρατϊει το κομμϊτι που εύχε
- 381 -
κϐψει, τινϊζοντασ το κεφϊλι του δεξιϊ αριςτερϊ ςαν να όθελε να κϐψει κι ϊλλο, ϐπωσ κϊνει ϋνα τεριϋ ϐταν αρπϊξει αρουραύο. Σο πλϊςμα οϑρλιαξε και μετϊ ϋβγαλε ϋναν ϊναρθρο όχο που νϐμιζεσ ςχεδϐν ϐτι όταν λϋξεισ. Και ναι, τα ουρλιαχτϊ και ο όχοσ ϋμοιαζαν να ξεκινοϑν ϐλα απϐ τη μϋςη του κεφαλιοϑ ςου, ςχεδϐν να επωϊζονται εκεύ. Σο πλϊςμα χτϑπηςε την γκαραζϐπορτα με την προβοςκύδα του ςαν ν' απαιτοϑςε να του ανούξουμε για να βγει ϋξω, αλλϊ δεν εύχε δϑναμη. Ο Φϊντι εύχε τραβόξει το πιςτϐλι του. Για μια ςτιγμό εύχε το πεδύο ελεϑθερο, θα μποροϑςε να χτυπόςει τα ροζ κορδϐνια και το κύτρινο κεφϊλι που βριςκϐταν απϐ κϊτω, αλλϊ μετϊ το πλϊςμα ςτριφογϑριςε, ςκοϑζοντασ ακϐμη απϐ κεύνη τη μαϑρη τρϑπα, και ϋπεςε πϊνω ςτον Ντύλον. Σο γκρύζο πρϊγμα που ϋβγαινε απϐ το ςτόθοσ του τυλύχτηκε γϑρω απϐ το λαιμϐ του Ντύλον, και το ςκυλύ ϊρχιςε να γαβγύζει και να ουρλιϊζει πονεμϋνα. Εύδα καπνϐ να υψώνεται απϐ τα ςημεύα ϐπου τον κρατοϑςε το πλϊςμα, και μια ςτιγμό αργϐτερα μου μϑριςε καμϋνη γοϑνα μαζύ με τα ςϊπια λαχανικϊ και την αλμϑρα. Σο πλϊςμα όταν πεςμϋνο πϊνω απϐ το ςκϑλο μασ, ςτρύγκλιζε και ςφϊδαζε, και τα πϐδια του (αν όταν πϐδια αυτϊ) χτυποϑςαν ςτην γκαραζϐπορτα αφόνοντασ ςημϊδια ςαν κηλύδεσ απϐ νικοτύνη. Και ο Ντύλον ϋβγαζε απανωτϊ αλυχτύςματα αγωνύασ. Ο Φϊντι ςημϊδεψε με το πιςτϐλι. Σου ϊρπαξα τον καρπϐ και του κατϋβαςα το χϋρι. «ήχι! Θα χτυπόςεισ τον Ντύλον!» Και Σώρα: ο Ϊντι πϋραςε δύπλα μου και ςχεδϐν με πϋταξε κϊτω. Εύχε βρει ϋνα ζευγϊρι λαςτιχϋνια γϊντια ςε μια ςακοϑλα δύπλα ςτην πϐρτα και τα εύχε φορϋςει.
- 382 -
Ϊντ ι Πρϋπει να καταλϊβετε ϐτι αυτϊ που ϋγιναν δεν τα θυμϊμαι ϐπωσ θυμοϑνται ςυνόθωσ οι ϊνθρωποι αυτϊ που τουσ ςυμβαύνουν. Ϋταν περιςςϐτερο ςαν να θυμϐμουν κϊποια πρϊγματα αμυδρϊ μετϊ απϐ ϋνα ϊςχημο μεθϑςι. Δεν όταν ο Ϊντι Σζακιμπουϊ αυτϐσ που πόρε τα λαςτιχϋνια γϊντια απϐ το ςωρϐ πϊνω ςτισ ςακοϑλεσ δύπλα ςτην πϐρτα. Ϋταν κϊποιοσ που ονειρευϐταν ϐτι όταν ο Ϊντι Σζακιμπουϊ. Ϊτςι το νιώθω τώρα τουλϊχιςτον. Νομύζω ϐτι και Σώρα: ϋτςι όταν. θα με ρωτόςεισ, όθελα να ςώςω τον Ντύλον; Μικρϋ, ϋτςι θϋλω να πιςτεϑω. Αυτϐ μϐνο μπορώ να ςου πω. Γιατύ ουςιαςτικϊ δε θυμϊμαι. Σο πιθανϐτερο όταν ϐτι όθελα απλώσ να κϊνω αυτϐ το κύτρινο πρϊμα να πϊψει να ςτριγκλύζει μϋςα ςτο κεφϊλι μου. Δεν το ϊντεχα! Σο ςιχαινϐμουν. Σο ν' ακοϑσ τα ουρλιαχτϊ του μϋςα ςτο μυαλϐ ςου όταν ςαν να ςε βύαζαν. Αλλϊ πρϋπει να ςκεφτϐμουν. Καταλαβαύνεισ τι εννοώ; ε κϊποιο επύπεδο πρϋπει ϐντωσ να ςκεφτϐμουν, γιατύ φϐρεςα τα λαςτιχϋνια γϊντια και μετϊ πόρα τον καςμϊ απϐ τον τούχο, θυμϊμαι ϐτι τα γϊντια όταν μπλε. Τπόρχαν τουλϊχιςτον μια ντουζύνα ζευγϊρια ςτοιβαγμϋνα πϊνω ς' εκεύνεσ τισ ςακοϑλεσ, ϐλα τα χρώματα τησ ύριδασ, αλλϊ πόρα τα μπλε. Σα φϐρεςα γρόγορα -ϐςο γρόγορα βλϋπεισ να τα φορϊνε οι γιατρού ς' εκεύνο το ςύριαλ, την Εντατικό. Μετϊ κατϋβαςα τον καςμϊ απϐ τη θϋςη του ςτον τούχο. Πϋραςα δύπλα απϐ τη ύρλεώ και την ϋςπρωξα τϐςο δυνατϊ που κϐντεψα να τη ρύξω κϊτω. Θα την εύχα ρύξει, νομύζω, αλλϊ ο Φϊντι την ϋπιαςε πριν πϋςει. Ο Σζορτζ φώναξε κϊτι. Νομύζω ϐτι εύπε «Πρϐςεχε το οξϑ». Δε νομύζω να φοβϐμουν, και ςύγουρα δε θυμϊμαι να ϋνιωθα γενναύοσ. Θυμϊμαι μϐνο ϐτι ϋνιωθα μύςοσ και
- 383 -
αποςτροφό. Ϊτςι θα ϋνιωθεσ αν ξυπνοϑςεσ με μια βδϋλλα ςτο ςτϐμα ςου να ρουφϊει αύμα απϐ τη γλώςςα ςου. Σο εύπα αυτϐ κϊποτε ςτον Κϋρτισ και χρηςιμοπούηςε μια φρϊςη που δεν την ξϋχαςα ποτϋ: η φρύκη του υπερβατικοϑ. Αυτϐ ακριβώσ όταν, η φρύκη του υπερβατικοϑ. Ο Ντύλον οϑρλιαζε, ςφϊδαζε, γρϑλιζε, και προςπαθοϑςε να ξεφϑγει. Σο πλϊςμα όταν πεςμϋνο πϊνω του, μ' εκεύνα τα ροζ νόματα να κουνιοϑνται πϋρα δώθε ςαν φϑκια απϐ τα κϑματα. Η μυρωδιϊ τησ καμϋνησ γοϑνασ. Η δυςωδύα τησ αλμϑρασ και του λϊχανου. Εκεύνο το μαϑρο πηχτϐ πρϊγμα που ϋτρεχε απϐ το τραϑμα του τϋρατοσ και κυλοϑςε ςτισ κύτρινεσ ρυτύδεσ απϐ το δϋρμα του ςαν βοϑρκοσ κι ϋςταζε ςτο τςιμϋντο. Η ανϊγκη μου να το ςκοτώςω, να το εξαφανύςω, να το διώξω απϐ τον κϐςμο. ήλα αυτϊ ςτροβιλύζονταν ςτο μυαλϐ μου -ςτροβιλύζονταν. ου λϋω, όταν λεσ και το ςοκ απϐ αυτϐ που εύχαμε βρει ςτο υπϐςτεγο να μου εύχε αλϋςει το μυαλϐ, να το εύχε κϊνει πουρϋ, και μετϊ να το εύχε μετατρϋψει ςε ϋναν κυκλώνα που δεν εύχε καμύα ςχϋςη με τη λογικό ςκϋψη, την τρϋλα, την αςτυνομύα ό τον Ϊντι Σζακιμπουϊ. ήπωσ ςου εύπα, τα θυμϊμαι, αλλϊ ϐχι ϐπωσ θυμϊςαι τα κανονικϊ γεγονϐτα που ςου ϋχουν ςυμβεύ. Περιςςϐτερο ςαν ϐνειρο. Και ευτυχώσ γι' αυτϐ. Εύναι όδη φρικτϐ να τα θυμϊςαι. Και δεν μπορεύσ να μην τα θυμϊςαι. Ακϐμη και το πιοτϐ δεν τα ςβόνει, απλώσ τα απομακρϑνει για λύγο, και ϐταν ςταματόςεισ ςου ξανϊρχονται ϐλα. αν να ξυπνϊσ με μια βδϋλλα ςτο ςτϐμα ςου. Ϊφταςα ςτο πλϊςμα, ςόκωςα τον καςμϊ και η μϑτη του χώθηκε ςτη μϋςη του ςώματοσ του. Σο πλϊςμα οϑρλιαζε και πετϊχτηκε προσ τα πύςω πϊνω ςτην γκαραζϐπορτα. Ο Ντύλον ελευθερώθηκε και οπιςθοχώρηςε, ϋρποντασ με την κοιλιϊ ςτο
- 384 -
τςιμϋντο. Γϊβγιζε θυμωμϋνοσ και ταυτϐχρονα οϑρλιαζε απ' τον πϐνο. τη γοϑνα πύςω απϐ το κολϊρο του υπόρχε ϋνα καμϋνο αυλϊκι. Η μιςό του μουςοϑδα όταν μαϑρη ςαν να εύχε καεύ, ςαν να την εύχε χώςει μϋςα ςε φωτιϊ. Και απϐ τη γοϑνα του ανϋβαιναν μικρϊ νόματα καπνοϑ. Σο πλϊςμα που κεύτονταν ςτην γκαραζϐπορτα ςόκωςε εκεύνη την γκρύζα προβοςκύδα ςτο ςτόθοσ του, και τελικϊ εκεύνα τα πρϊγματα που εύχε πϊνω όταν ϐντωσ μϊτια. Με κούταζαν και δεν το ϊντεχα. Γϑριςα τον καςμϊ ςτα χϋρια μου και το χτϑπηςα με την πλατιϊ κοφτερό ϊκρη. Ακοϑςτηκε ϋνα δυνατϐ τςοπ και ϋνα μϋροσ τησ προβοςκύδασ κϑληςε ςτο τςιμϋντο. Εύδα ϐτι του εύχα επύςησ ανούξει το ςτόθοσ. Απϐ την τρϑπα ϋβγαιναν ςϑννεφα απϐ ϋνα υλικϐ ςαν ροζ αφρϐσ ξυρύςματοσ, που φοϑςκωναν λεσ και η πύεςη μϋςα του όταν πολϑ μεγαλϑτερη. Πϊνω ςτην γκρύζα προβοςκύδα -μιλϊω για το κομμϊτι που εύχε κοπεύ-τα μϊτια κουνιϐνταν ςπαςτικϊ, ςαν να κούταζαν ςε πολλϋσ διαφορετικϋσ κατευθϑνςεισ ταυτϐχρονα. Απϐ την ϊκρη τησ ϋτρεχε ϋνα διαφανϋσ υγρϐ, το δηλητόριο, φαντϊζομαι, που ϋκαιγε το τςιμϋντο. Σώρα: βρϋθηκε δύπλα μου ο Σζορτζ. Εύχε ϋνα φτυϊρι. Φτϑπηςε με δϑναμη, χώνοντασ τη μεταλλικό λϊμα του φτυαριοϑ ςτη μϋςη των κορδονιών ςτο κεφϊλι του πλϊςματοσ. Σην ϋχωςε ϐλη μϋςα ςτην κύτρινη ςϊρκα του πλϊςματοσ, μϋχρι το ξϑλινο ςτϋλεχοσ. Σο πλϊςμα οϑρλιαξε. Σο ϊκουςα τϐςο δυνατϊ μϋςα ςτο νου μου, που ϋνιωςα να πετϊγονται τα μϊτια μου απϐ τισ κϐγχεσ τουσ, ϐπωσ γουρλώνουν τα μϊτια ενϐσ βατρϊχου αν πιϊςεισ το πλαδαρϐ του ςώμα και το ζουλόξεισ δυνατϊ.
- 385 -
Φϊντι Υϐρεςα ϋνα ζευγϊρι γϊντια κι εγώ και ϊρπαξα ϋνα ϊλλο εργαλεύο -νομύζω ϐτι όταν μια τςουγκρϊνα, αλλϊ δεν εύμαι τελεύωσ ςύγουροσ. ή,τι κι αν όταν, το ϊρπαξα και πόγα ςτον Ϊντι και τον Σζορτζ. Μερικϊ δευτερϐλεπτα αργϐτερα (ό μπορεύ να όταν ϋνα λεπτϐ, δεν ξϋρω, ο χρϐνοσ δεν εύχε νϐημα πια) κούταξα και εύδα ϐτι όταν και η ύρλεώ εκεύ. Εύχε φορϋςει γϊντια κι αυτό και κρατοϑςε το ςκαλιςτόρι του Ωρκι. Σα μαλλιϊ τησ εύχαν λυθεύ και κρϋμονταν μπροςτϊ ςτο πρϐςωπο τησ. 'Εμοιαζε ςαν τη ύνα, τη Βαςύλιςςα τησ Ζοϑγκλασ. Θυμηθόκαμε ϐλοι να φορϋςουμε γϊντια, αλλϊ όμαςτε ϐλοι τρελαμϋνοι. Σελεύωσ τρελαμϋνοι. Η ϐψη αυτοϑ του πλϊςματοσ, αυτϐσ ο όχοσ που ϋβγαζε, ϋνα ςτρύγκλιςμα και μοιρολϐι μαζύ, ακϐμη και ο τρϐποσ που γϊβγιζε και γρϑλιζε ο Ντύλον -ϐλα αυτϊ μασ εύχαν τρελϊνει. Εύχα ξεχϊςει το αναποδογυριςμϋνο βυτύο, τον Σζορτζ τανκϐφςκι που προςπαθοϑςε να βϊλει τα παιδιϊ ςτο λεωφορεύο για να τα απομακρϑνει απϐ τον κύνδυνο, και τον κρατοϑμενο που εύχαν φϋρει ο Ϊντι και ο Σζορτζ Μϐργκαν. Νομύζω ϐτι ξϋχαςα ακϐμη και ϐτι υπόρχε ϋνασ ϊλλοσ κϐςμοσ ϋξω απϐ κεύνο το βρομερϐ μικρϐ υπϐςτεγο. Οϑρλιαζα καθώσ χτυποϑςα με την τςουγκρϊνα, χώνοντασ τα δϐντια τησ ξανϊ και ξανϊ ςτο ςώμα του πλϊςματοσ που όταν πεςμϋνο ςτο τςιμϋντο. Οι ϊλλοι οϑρλιαζαν κι αυτού. ταθόκαμε γϑρω του ςε ϋναν κϑκλο, χτυποϑςαμε και κϐβαμε και καρφώναμε μϋχρι που το κϊναμε κομμϊτια. Σου φωνϊζαμε να πεθϊνει κι αυτϐ δεν πϋθαινε, νϐμιζεσ ϐτι δε θα πϋθαινε ποτϋ. Αν μποροϑςα να ξεχϊςω κϊτι, κϊτι απϐ ϐλα αυτϊ, θα ξεχνοϑςα το εξόσ: ςτο τϋλοσ, λύγο πριν πεθϊνει επιτϋλουσ,
- 386 -
ςόκωςε ϐ,τι εύχε απομεύνει απϐ την προβοςκύδα του, που ϋτρεμε ςαν χϋρι γϋρου. Τπόρχαν μϊτια πϊνω τησ, και μερικϊ κρϋμονταν απϐ κϊτι που ϋμοιαζε με γυαλιςτερϊ νόματα. άςωσ να όταν οπτικϊ νεϑρα. Δεν ξϋρω. Σϋλοσ πϊντων, το απομεινϊρι τησ προβοςκύδασ υψώθηκε, και για μια ςτιγμό, ςτο κϋντρο του κεφαλιοϑ μου, εύδα τον εαυτϐ μου. Μασ εύδα ϐλουσ μασ να ςτεκϐμαςτε ςε κϑκλο και να κοιτϊζουμε κϊτω μοιϊζοντασ ςαν δολοφϐνοι πϊνω απϐ τον τϊφο του θϑματοσ τουσ, και εύδα πϐςο παρϊξενοι και αλλϐκοτοι όμαςτε. Πϐςο φρικτού όμαςτε. Εκεύνη τη ςτιγμό αιςθϊνθηκα την τρομερό ςϑγχυςη του πλϊςματοσ. ήχι το φϐβο του, γιατύ δε φοβϐταν. ήχι την αθωϐτητα του, γιατύ δεν όταν αθώο. Οϑτε και ϋνοχο, εδώ που τα λϋμε. Εκεύνο που ϋνιωθε όταν ςϑγχυςη. Ϋξερε ποϑ βριςκϐταν; Δε νομύζω. 'Ηξερε γιατύ του επιτϋθηκε ο Ντύλον και γιατύ εμεύσ το ςκοτώναμε; Ναι, αυτϐ το όξερε. Σο κϊναμε επειδό όμαςτε τϐςο διαφορετικού, τϐςο διαφορετικού και φρικτού που τα μϊτια του δεν μποροϑςαν ςχεδϐν να μασ δουν, δεν μποροϑςαν να ςυγκρατόςουν την εικϐνα μασ καθώσ το περικυκλώςαμε ουρλιϊζοντασ και χτυπώντασ και πετςοκϐβοντασ. Και τελικϊ ϋμεινε ακύνητο. Σο απομεινϊρι τησ προβοςκύδασ ςτο ςτόθοσ του ξανϊπεςε. Σα μϊτια του ϋπαψαν να κϊνουν ςπαςτικϋσ κινόςεισ και ϋμειναν ςτη θϋςη τουσ παγωμϋνα. τεκϐμαςτε εκεύ, ο Ϊνπ και ο Σζορτζ δύπλα δύπλα, λαχανιαςμϋνοι. Η ύρλεώ κι εγώ όμαςτε απϋναντι τουσ -απϐ την ϊλλη πλευρϊ του πλϊςματοσ- και ο Ντύλον όταν πύςω μασ, αγκομαχοϑςε και κλαψοϑριζε. Η ύρλεώ πϋταξε το ςκαλιςτόρι και ϐταν ϋπεςε ςτο τςιμϋντο εύδα ϋνα κομμϊτι απϐ την κύτρινη ςϊρκα του πλϊςματοσ πϊνω του ςαν μολυςμϋνο χώμα. Σο
- 387 -
πρϐςωπο τησ όταν κϊταςπρο, εκτϐσ απϐ δϑο κατακϐκκινεσ βοϑλεσ ςτα μαγουλϊ τησ και ϊλλη μύα που εξαπλωνϐταν ςτο λαιμϐ τησ. «Φϊντι», ψιθϑριςε. «Σι;» τη ρώτηςα. Δεν μποροϑςα να μιλόςω ςχεδϐν, ο λαιμϐσ μου εύχε ςτεγνώςει. «Φϊντι!» «77 εύναι, που να πϊρει;» «κεφτϐταν», ψιθϑριςε η ύρλεώ. Σα μϊτια τησ όταν πελώρια, γεμϊτα φρύκη, και βουρκωμϋνα. «κοτώςαμε ϋνα νοόμον ον. Αυτϐ εύναι φϐνοσ». «Σρύχεσ, αυτϐ εύναι ϐλο», εύπε ο Σζορτζ. «Ακϐμη κι αν ςκεφτϐταν, τι ςημαςύα ϋχει τώρα πια;» Ο Ντύλον χώθηκε ανϊμεςα ς' εμϋνα και τη ύρλεώ κλαψουρύζοντασ ακϐμη, αν και ϐχι τϐςο πολϑ ϐςο πριν. Εύχε κϊτι μεγϊλα φαλακρϊ μπαλώματα ςτη γοϑνα του, ςτο λαιμϐ, την πλϊτη και το ςτόθοσ του, ςαν να εύχε ψώρα. Η ϊκρη του ενϐσ αυτιοϑ του όταν εντελώσ καμϋνη. Σϋντωςε το λαιμϐ του και μϑριςε το πτώμα του πλϊςματοσ που κειτϐταν δύπλα ςτην γκαραζϐπορτα. «Πιϊς' τον και βγϊλ' τον ϋξω απϐ δω», εύπε ο Σζορτζ. «ήχι, εύναι εντϊξει τώρα», εύπα. Ο Ντύλον μϑριςε λύγο ακϐμη το ακύνητο πτώμα με τα ροζ πλοκϊμια ςτο κεφϊλι και κλαψοϑριςε πϊλι. Μετϊ ςόκωςε το πϐδι του και κατοϑρηςε πϊνω ςτο κομμϋνο κομμϊτι τησ προβοςκύδασ, αν όταν προβοςκύδα. Και μετϊ ϋκανε πύςω εξακολουθώντασ να κλαψουρύζει. Εύχα αρχύςει ν' ακοϑω ϋνα αμυδρϐ ςφϑριγμα. Η μυρωδιϊ ταυ λϊχανου γινϐταν πιο ϋντονη και η ςϊρκα του πλϊςματοσ ϋχανε το κύτρινο χρώμα τησ. Γινϐταν ϊςπρο. Μικροςκοπικϊ, ςχεδϐν αϐρατα νόματα ατμοϑ εύχαν αρχύςει να υψώνονται απϐ το δϋρμα του. Απϐ εκεύ ερχϐταν αυτό η δυςωδύα, απϐ τον ατμϐ. Σο πλϊςμα εύχε αρχύςει ν' αποςυντύθεται, ϐπωσ και ϐλα
- 388 -
τα υπϐλοιπα τϋρατα που εύχαν ϋρθει απϐ την Μπιοϑικ. «ύρλεώ, γυρνϊ μϋςα», εύπα. «Εκκρεμεύ το 99». Αυτό ανοιγϐκλειςε πολλϋσ φορϋσ τα μϊτια τησ, ςαν ϊνθρωποσ που ςυνϋρχεται απϐ βαθϑ ϑπνο. «Σο βυτύο», εύπε. «Ο Σζορτζ. Ψ θεϋ μου, το ξϋχαςα». «Πϊρε το ςκυλύ μαζύ ςου», εύπα. «Ναι. Εντϊξει». ταμϊτηςε. «Και τα;...» Ϊδειξε τα εργαλεύα που όταν ςκορπιςμϋνα ςτο τςιμϋντο, αυτϊ που εύχαμε χρηςιμοποιόςει για να ςκοτώςουμε το πλϊςμα ενώ οϑρλιαζε ςτριμωγμϋνο ςτην γκαραζϐπορτα. Οϑρλιαζε τι; Ζητοϑςε ϋλεοσ; θα ϋδειχνε ϋλεοσ αυτϐ (ό κϊποιο ϊλλο απϐ το εύδοσ του) ςε ϋναν απϐ μασ αν αντιςτρϋφονταν οι ρϐλοι μασ; Δε νομύζω... Αλλϊ όταν φυςικϐ να το βλϋπω ϋτςι, ςωςτϊ; Γιατύ αφοϑ κϊνεισ κϊτι τϋτοιο, μετϊ πρϋπει να περϊςεισ την πρώτη νϑχτα, και μετϊ την επϐμενη, και μετϊ ϋνα χρϐνο, και μετϊ δϋκα. Πρϋπει να μπορεύσ να κλεύςεισ τα φώτα και να πϋςεισ να κοιμηθεύσ ςτο ςκοτϊδι. Πρϋπει να πιςτεϑεισ ϐτι ϋκανεσ το ύδιο πρϊγμα που θα ςου ϋκαναν κι εςϋνα. Πρϋπει να βϊλεισ τισ ςκϋψεισ ςου ςε μια ςειρϊ γιατύ ξϋρεισ ϐτι δεν μπορεύσ να ζεισ ςυνϋχεια με αναμμϋνα τα φώτα. «Δεν ξϋρω, ύρλεϏ», εύπα. 'Ημουν πολϑ κουραςμϋνοσ, και η μυρωδιϊ του ςϊπιου λϊχανου μου ανακϊτευε το ςτομϊχι. «Σι ςημαςύα ϋχει, δεν πρϐκειται να γύνει ανϊκριςη ό δύκη ό οτιδόποτε επύςημο. Πόγαινε μϋςα. Εύςαι αξιωματικϐσ επικοινωνιών, αςχολόςου με τισ επικοινωνύεσ, λοιπϐν». Ϊκανε ϋνα απϐτομο καταφατικϐ νεϑμα. «Ϊλα, Ντύλον». Δεν όμουν ςύγουροσ αν ο Ντύλον θα πόγαινε μαζύ τησ, αλλϊ πόγε, περπατώντασ πύςω απϐ τα καφϋ χαμηλοτϊκουνα παποϑτςια τησ. υνϋχιζε να κλαψουρύζει ϐμωσ, και λύγο πριν
- 389 -
βγει ϋξω απϐ την πλαώνό πϐρτα ρύγηςε ολϐκληροσ ςαν να εύχε κρυώςει. «Πρϋπει να φϑγουμε κι εμεύσ», εύπε ο Σζορτζ ςτον Ϊντι. Πόγε να τρύψει τα μϊτια του, αλλϊ κατϊλαβε ϐτι φοροϑςε ακϐμη γϊντια και τα ϋβγαλε. «Πρϋπει να τακτοποιόςουμε τον κρατοϑμενο». Ο Ϊντι φϊνηκε να ξαφνιϊζεται ϐςο και η ύρλεώ ϐταν τησ θϑμιςα τη ςϑγκρουςη ςτο Ποτύνβιλ. «Σο εύχα ξεχϊςει εντελώσ αυτϐ το κϊθαρμα», εύπε. «Ϊςπαςε τη μϑτη του, Σζορτζ. Σην ϊκουςα». «Ναι;» εύπε ο Σζορτζ. «Σι κρύμα». Ο Ϊντι χαμογϋλαςε. Σον ϋβλεπεσ να προςπαθεύ να ςυγκρατόςει το χαμϐγελο του, αλλϊ αυτϐ ϋγινε πιο πλατϑ. υμβαύνει ςυχνϊ αυτϐ, ακϐμη και κϊτω απϐ τισ χειρϐτερεσ ςυνθόκεσ. Ιδιαύτερα κϊτω απϐ τισ χειρϐτερεσ ςυνθόκεσ. «Εμπρϐσ, πηγαύνετε να τακτοποιόςετε τον κρατοϑμενο», εύπα. «Ϊλα μαζύ μασ», μου εύπε ο Ϊντι. «Δεν πρϋπει να μεύνεισ μϐνοσ εδώ μϋςα». «Γιατύ; Αφοϑ αυτϐ το πρϊμα πϋθανε». «Αυτϐ, ϐμωσ, ϐχι». Ο Ϊντι ϋδειξε με το πιγοϑνι την Μπιοϑικ. «Σο αναθεματιςμϋνο το ψευτοαμϊξι εύναι ακϐμη επικύνδυνο -και εννοώ πολϑ επικύνδυνο. Δεν το νιώθεισ;» «Νιώθω κϊτι», εύπε ο Σζορτζ. «άςωσ εύναι απλώσ αντύδραςη απϐ τη φϊςη με αυτϐ το πρϊμα, ϐ,τι κι αν όταν». Ϊδειξε προσ το νεκρϐ πλϊςμα. «ήχι», εύπε ο Ϊντι. «Αυτϐ που νιώθεισ ϋρχεται απϐ την κωλο-Μπιοϑικ, ϐχι απϐ αυτϐ το πεθαμϋνο πρϊγμα. Η Μπιοϑικ αναπνϋει, αυτϐ πιςτεϑω εγώ. ή,τι κι αν εύναι αυτϐ το αμϊξι, αναπνϋει. Εύναι επικύνδυνο να μεύνεισ εδώ, Φϊντι. ήχι μϐνο εςϑ, ϐλοι μασ». «Σα παραλϋσ.
- 390 -
«ιγϊ μην τα παραλϋω. ου εύπα, το αμϊξι αναπνϋει. Πϋταξε αυτϐ το πρϊμα ϋξω με την εκπνοό, ϐπωσ πετϊσ μϑξα απϐ τη μϑτη ςου ϐταν φταρνύζεςαι. Και τώρα ετοιμϊζεται να ρουφόξει πϊλι. ου λϋω, το νιώθω». «Κούτα», εύπα. «Απλώσ θϋλω να ρύξω μια γρόγορη ματιϊ εδώ τριγϑρω, εντϊξει; Μετϊ θα πϊρω το κϊλυμμα και θα ςκεπϊςω... αυτϐ». Ϊδειξα με τον αντύχειρα το θϑμα μασ. «Σα υπϐλοιπα μποροϑν να περιμϋνουν μϋχρι να 'ρθουν ο Σϐνι και ο Κερτ. Αυτού εύναι οι ειδικού». ήμωσ όταν αδϑνατο να τον καλμϊρω. Ο Ϊντι όταν ταραγμϋνοσ. «Μην τουσ αφόςεισ να πληςιϊςουν το αμϊξι τώρα. Να περιμϋνουν πρώτα να ρουφόξει και μετϊ». Κούταξε βλοςυρϐσ την Μπιοϑικ. «Και να ξϋρεισ ϐτι θα ςου φϋρουν αντύρρηςη. Ο αρχιφϑλακασ θα θϋλει να μπει μϋςα και ο Κερτ θα το θϋλει ακϐμη περιςςϐτερο, αλλϊ δεν πρϋπει να τουσ αφόςεισ. Γιατύ...» «Ξϋρω», εύπα. «Ετοιμϊζεται να ρουφόξει πϊλι, το νιώθεισ, θα 'πρεπε να γύνεισ μϋντιουμ, Ϊντι. Να ςου βϊλουμε μια γραμμό 090 -θα βγϊλεισ πολλϊ λεφτϊ διαβϊζοντασ το χϋρι απϐ το τηλϋφωνο». «Ναι, εντϊξει, γϋλα. Νομύζεισ ϐτι ο Ϊνισ Ρϊφερτι γελϊει, ϐπου κι αν εύναι; ου λϋω αυτϐ που ξϋρω, εύτε ςου αρϋςει εύτε ϐχι. Σο αμϊξι αναπνϋει. Αυτϐ ϋκανε απϐ την αρχό. Αυτό τη φορϊ, ϐταν θα ρουφόξει πϊλι, θα ρουφόξει για τα καλϊ. Να ςου πω τι θα κϊνουμε. Θα ςε βοηθόςουμε εγώ και ο Σζορτζ με το κϊλυμμα. Θα το ςκεπϊςουμε μαζύ αυτϐ το πρϊμα και μετϊ θα φϑγουμε μαζύ». Δε μου φϊνηκε κακό ιδϋα, αν και δεν όξερα γιατύ ακριβώσ. «Ϊντι, μπορώ να τα βγϊλω πϋρα και μϐνοσ μου. ' το ορκύζομαι. Επύςησ, θϋλω να τραβόξω μερικϋσ φωτογραφύεσ
- 391 -
του κϑριου εξωγόινου απϐ δω πριν ςαπύςει και γύνει καβουρϐςουπα». «Κϐφ' το», εύπε ο Σζορτζ. Υαινϐταν λύγο χλομϐσ. «Με ςυγχωρεύσ. Εςεύσ πηγαύνετε να φροντύςετε τον κρατοϑμενο, και θα 'ρθω κι εγώ ςτο πι και φι». Ο Ϊντι κούταζε την Μπιοϑικ, καθιςμϋνη πϊνω ςτα μεγϊλα, λεύα, αςπρϐμαυρα λϊςτιχα τησ, με το πορτ μπαγκϊζ ανοιχτϐ ϋτςι που το πύςω μϋροσ τησ ϋμοιαζε ςαν ςτϐμα κροκϐδειλου. «Σο μιςώ αυτϐ το πρϊγμα», εύπε. «Για δϑο ςεντσ...» Ο Σζορτζ εύχε ξεκινόςει για την πϐρτα ςτο μεταξϑ, και ο Ϊντι τον ακολοϑθηςε χωρύσ να ολοκληρώςει τη φρϊςη του λϋγοντασ τι θα ϋκανε για δυο ςεντσ. Δεν όταν δϑςκολο να φανταςτεύσ ϐμωσ. Η μυρωδιϊ του πλϊςματοσ που ςϊπιζε γινϐταν χειρϐτερη κϊθε λεπτϐ που περνοϑςε. Θυμόθηκα εκεύνη τη μϊςκα που εύχε φορϋςει ο Κϋρτισ ϐταν μπόκε εδώ μϋςα για να δει το φυτϐ. Πρϋπει να όταν ακϐμη ςτην καλϑβα. Και την τελευταύα φορϊ που εύχα κοιτϊξει υπόρχε και μια φωτογραφικό μηχανό Πολαρϐιντ. Ωκουςα πολϑ αμυδρϊ τον Σζορτζ να φωνϊζει απϐ το πϊρκινγκ ςτη ύρλεώ, να τη ρωτϊει αν όταν καλϊ. Σου απϊντηςε ϐτι όταν μια χαρϊ. Ϊνα δυο δευτερϐλεπτα αργϐτερα, ο Ϊντι φώναξε «ΓΑΜΨ ΣΟ!» με ϐλη του τη δϑναμη. Ακουγϐταν τελεύωσ τςαντιςμϋνοσ. Κατϊλαβα ϐτι ο κρατοϑμενοσ, που μϊλλον όταν μαςτουρωμϋνοσ και εύχε και ςπαςμϋνη μϑτη απϐ πϊνω, εύχε ςπϊςει το πύςω τζϊμι του περιπολικοϑ 6 και την εύχε κοπανόςει. Και τι ϋγινε ϐμωσ; Τπϊρχουν και χειρϐτερα απϐ ϋναν κρατοϑμενο που ςου κϊνει
- 392 -
κομμϊτια το περιπολικϐ ςου και την κοπανϊει. Μια φορϊ, ενώ βοηθοϑςα ςε μια ςϑγκρουςη με τρύα αμϊξια ςτο Πϊτςιν, πόρα το μεθυςμϋνο οδηγϐ που τα εύχε προκαλϋςει ϐλα αυτϊ και τον ϋκλειςα ςτο πύςω κϊθιςμα του περιπολικοϑ μου για να πϊω όςυχοσ να βϊλω φωτεινϊ ςόματα ςτο δρϐμο. ήταν γϑριςα, ανακϊλυψα ϐτι ςτο διϊςτημα που ϋλειπα ο κρατοϑμενοσ εύχε βγϊλει το πουκϊμιςο του και εύχε χϋςει μϋςα. Και μετϊ χρηςιμοπούηςε το ϋνα μανύκι ςαν κορνϋ ζαχαροπλαςτικόσ φανταςτεύτε ϋνα ζαχαροπλϊςτη να διακοςμεύ κϋικ με ςαντιγύ για να καταλϊβετε τι προςπαθώ να περύγραψα) - για να γρϊψει το ϐνομα του και ςτα δϑο πλαώνϊ παρϊθυρα. Προςπαθοϑςε να γρϊψει και ςτο πύςω παρϊθυρο, μϐνο που του τελεύωςε το υλικϐ για το γκλαςϊριςμα. ήταν τον ρώτηςα πώσ του όρθε να κϊνει κϊτι τϐςο απαύςιο, αυτϐσ με κούταξε μ' εκεύνη την τρελό υπεροψύα που ϋχουν μϐνο οι χρϐνιοι μεθϑςτακεσ και εύπε, «Ζοϑμε ς' ϋναν απαύςιο κϐςμο». Σϋλοσ πϊντων, δε θεώρηςα ςημαντικϋσ τισ φωνϋσ του Ϊντι, και πόγα ςτην καλϑβα δύπλα ςτο υπϐςτεγο χωρύσ να κϊνω τον κϐπο να δω τι ςυνϋβαινε. Ϋμουν ςχεδϐν ςύγουροσ ϐτι η μϊςκα δε θα υπόρχε, αλλϊ όταν ακϐμη ςτο ρϊφι, ςφηνωμϋνη ανϊμεςα ςτο κουτύ με τισ ϊδειεσ βιντεοταινύεσ και μια ςτούβα περιοδικϊ ψαρϋματοσ. Κϊποια προνοητικό ψυχό μϊλιςτα την εύχε βϊλει μϋςα ςε μια πλαςτικό ςακοϑλα τεκμηρύων για να μη ςκονύζεται. Καθώσ την κατϋβαζα θυμόθηκα πϐςο αςτεύοσ φαινϐταν ο Κερτ τη μϋρα που τον εύδα να φορϊει για πρώτη φορϊ αυτϐ το μαραφϋτι -και την ολϐςωμη ϊςπρη μπλοϑζα, τον μπλε ςκοϑφο του μπϊνιου και τισ κϐκκινεσ γαλϐτςεσ. Εύςαι υπϋροχοσ, κοϑνα το χϋρι ςτουσ θαυμαςτϋσ ςου, του εύχα πει. Ϊβαλα τη μϊςκα ςτο ςτϐμα και
- 393 -
ςτη μϑτη μου, ςχεδϐν ςύγουροσ ϐτι θα όταν αδϑνατο ν' αναπνεϑςω τον κονςερβαριςμϋνο αϋρα τησ. Ϋταν αϋρασ ϐμωσ - μπαγιϊτικοσ ςαν ψωμύ μιασ βδομϊδασ, αλλϊ ψωμύ ϐχι μουχλιαςμϋνο, αν καταλαβαύνεισ τι εννοώ. ύγουρα καλϑτεροσ απϐ την μπϐχα μϋςα ςτο υπϐςτεγο. Πόρα και την παλιϊ Πολαρϐιντ απϐ το καρφύ ϐπου κρεμϐταν απϐ το λουρύ τησ. Βγόκα απϐ την καλϑβα και Σώρα: μου φϊνηκε ϐτι εύδα μια κύνηςη -αν και θα εύμαι ο πρώτοσ που θα παραδεχτώ ϐτι μπορεύ αυτϐ να το επινϐηςα εκ των υςτϋρων με το μυαλϐ μου. Απλώσ μια αςτραπιαύα κύνηςη. 'Οχι απϐ την περιοχό του υπϐςτεγου ϐμωσ, γιατύ κούταζα κατευθεύαν προσ τα εκεύ, και την κύνηςη την ϋπιαςα περιςςϐτερο με την ϊκρη του ματιοϑ μου. Κϊτι ςτο πύςω χωρϊφι, μϋςα ςτα ψηλϊ χϐρτα. Μϊλλον ςκϋφτηκα ϐτι όταν ο Ντύλον. 'Οτι ύςωσ κυλιϐταν ςτα χϐρτα για να βγϊλει εκεύνη την οςμό απϐ πϊνω του. Δεν όταν ϐμωσ. Ο Ντύλον δεν εύχε τισ δυνϊμεισ να κυλιςτεύ ςτα χϐρτα. Εκεύνη την ώρα ο καημϋνοσ ο Ντύλον όταν ετοιμοθϊνατοσ. Γϑριςα πύςω ςτο υπϐςτεγο αναπνϋοντασ απϐ τη μϊςκα. Και παρ' ϐλο που προηγουμϋνωσ δεν ϋνιωθα αυτϐ που εύχε πει ο Ϊνα, τοϑτη τη φορϊ το αιςθϊνθηκα ϋντονα και καθαρϊ. Ϋταν λεσ και το γεγονϐσ ϐτι εύχα βγει απϐ το υπϐςτεγο για λύγο να με εύχε ςυνεφϋρει ό να με εύχε ςυντονύςει καλϑτερα, και ϋτςι το αντιλόφθηκα. Η Μπιοϑικ δεν πετοϑςε μοβ αςτραπϋσ οϑτε ϋλαμπε οϑτε ϋβγαζε βϐμβο, απλώσ καθϐταν εκεύ, αλλϊ εύχε μια αύςθηςη ζωντϊνιασ κι όταν ολοκϊθαρη. Σην ϋνιωθεσ να αιωρεύται πϊνω απϐ το δϋρμα ςου, ςαν το ϊγγιγμα μιασ αϑρασ που αναδεϑει τισ τρύχεσ του χεριοϑ ςου. Και ςκϋφτηκα... εύναι τρελϐ, αλλϊ ςκϋφτηκα, Κι αν αυτό η Μπιοϑικ εύναι απλώσ κϊτι ςαν αυτϐ που φορϊω ςτο πρϐςωπο μου
- 394 -
τώρα; Αν εύναι απλώσ μια μϊςκα; Σώρα: μπορεύ το ον που τη φορϊει να τελεύωςε μϐλισ την εκπνοό του και τώρα το ςτόθοσ τον να εύναι επύπεδο, αλλϊ ςε ϋνα ϐνο δευτερϐλεπτα... Ακϐμη και με τη μϊςκα η μυρωδιϊ απϐ το νεκρϐ πλϊςμα όταν τϐςο δυνατό που ϋκανε τα μϊτια μου να δακρϑςουν. Ο Μπρϊιαν Κϐουλ και ο Σζϊκι Ο' Φϊρα, δϑο απϐ τουσ καλϑτερουσ μϊςτορεσ που εύχε η Διμοιρύα εκεύνη την εποχό, εύχαν εγκαταςτόςει ϋναν ανεμιςτόρα την περαςμϋνη χρονιϊ, και τον ϊναψα περνώντασ απ' το διακϐπτη. Πόρα τρεισ φωτογραφύεσ και μετϊ η Πολαρϐιντ ϋμεινε απϐ φιλμ. Δεν εύχα κοιτϊξει πϐςεσ πϐζεσ εύχε ακϐμη. Βλακεύα. Ϊβαλα τισ φωτογραφύεσ ςτην πύςω τςϋπη μου, ϊφηςα την κϊμερα κϊτω ςτο τςιμϋντο και πόγα να πϊρω το κϊλυμμα. Καθώσ ϋςκυψα και το ϋπιαςα, ςυνειδητοπούηςα ϐτι εύχα πϊρει απϐ την καλϑβα την κϊμερα, αλλϊ δεν εύχα δώςει ςημαςύα ςτο κύτρινο ςχοινύ. Ϊπρεπε να το πϊρω κι αυτϐ, να περϊςω τη θηλιϊ ςτη μϋςη μου και να δϋςω την ϊλλη ϊκρη του ςε ϋνα μεγϊλο γϊντζο που εύχε βϊλει ο Κϋρτισ αριςτερϊ απϐ την πλαώνό πϐρτα του υπϐςτεγου ακριβώσ γι' αυτϐν το ςκοπϐ. Δεν το ϋκανα ϐμωσ. Σο ςχοινύ εύχε πολϑ ϋντονο χρώμα για να μην το προςϋξω, κι ϐμωσ δεν το πρϐςεξα. Παρϊξενο, ε; Και να τώρα που όμουν εκεύ ϐπου δεν εύχα καμιϊ δουλειϊ να εύμαι μϐνοσ μου, ϋλα ϐμωσ που όμουν μϐνοσ μου. Μϐνοσ μου και χωρύσ το ςχοινύ αςφαλεύασ. Εύχα περϊςει δύπλα του χωρύσ να το δω, ύςωσ επειδό κϊτι όθελε να μην το δω. Τπόρχε ϋνασ νεκρϐσ εξωγόινοσ ςτο δϊπεδο και ο αϋρασ όταν γεμϊτοσ απϐ μια ϋντονη παγερό αύςθηςη, ολοϋνα αυξανϐμενη. Νομύζω ϐτι μου πϋραςε μια ςκϋψη απϐ το μυαλϐ Σώρα:, πωσ αν εξαφανιζϐμουν, η γυναύκα μου μπορεύ να ϋνωνε τισ δυνϊμεισ
- 395 -
τησ με την αδερφό του Ϊνισ Ρϊφερτι. Νομύζω ϐτι μπορεύ και να γϋλαςα δυνατϊ μϐλισ το ςκϋφτηκα. Λε θυμϊμαι ςύγουρα, θυμϊμαι ϐμωσ ϐτι κϊτι μου φϊνηκε αςτεύο. Ο γενικϐσ παραλογιςμϐσ τησ κατϊςταςησ ύςωσ. Σο νεκρϐ πλϊςμα εύχε γύνει τελεύωσ ϊςπρο και το πτώμα του ανϋδιδε αχνϐ ςαν να όταν ξηρϐσ πϊγοσ. Σα μϊτια πϊνω ςτην κομμϋνη προβοςκύδα ϋμοιαζαν να με κοιτϊνε ακϐμη, παρ' ϐλο που εύχαν αρχύςει πια να λιώνουν και να τρϋχουν υγρϊ. Δε θυμϊμαι να ϋχω φοβηθεύ ποτϋ τϐςο πολϑ ςτη ζωό μου, ϋνασ φϐβοσ ςαν αυτϐν που ςε πιϊνει ϐταν εύςαι ςε μια κατϊςταςη ϐπου υπϊρχουν ςοβαρϋσ πιθανϐτητεσ να πεθϊνεισ και το ξϋρεισ. Εκεύνη η αύςθηςη ϐτι υπόρχε κϊτι που ετοιμαζϐταν να ειςπνεϑςει, να ρουφόξει, όταν τϐςο ϋντονη που με ϋπιαςε ανατριχύλα. Αλλϊ χαμογελοϑςα ταυτϐχρονα. Ϊνα μεγϊλο πλατϑ χαμϐγελο. Λύγο ακϐμη και θα γελοϑςα. Εύχα πολϑ εϑθυμη διϊθεςη. Πϋταξα το κϊλυμμα πϊνω ςτον εξωγόινο κι ϊρχιςα να βγαύνω απϐ το υπϐςτεγο. Ξϋχαςα τελεύωσ την Πολαρϐιντ. Σην ϊφηςα εκεύ, ςτο τςιμϋντο. Εύχα φτϊςει ςχεδϐν ςτην πϐρτα ϐταν κούταξα την Μπιοϑικ. Και κϊποια δϑναμη με τρϊβηξε προσ τα εκεύ. Εύμαι ςύγουροσ ϐτι όταν η δικό τησ δϑναμη; Βαςικϊ, ϐχι. Μπορεύ απλώσ να όταν η ϋλξη που αςκοϑν τα θανϊςιμα πρϊγματα ςτον ϊνθρωπο: η ϊκρη ενϐσ γκρεμοϑ, η κϊννη ενϐσ πιςτολιοϑ που μασ κοιτϊζει ςαν μϊτι αν το γυρύςουμε απϐ δω κι απϐ κει. Ακϐμη κι η μϑτη ενϐσ μαχαιριοϑ αρχύζει να δεύχνει διαφορετικό αν εύναι αργϊ και ϐλοι οι ϊλλοι μϋςα ςτο ςπύτι ϋχουν πϋςει για ϑπνο. ήλα αυτϊ ϐμωσ πϋραν κϊθε λογικόσ ςκϋψησ. το επύπεδο τησ ςκϋψησ απλώσ αποφϊςιςα ϐτι δεν μποροϑςα να
- 396 -
βγω ϋξω και ν' αφόςω την Μπιοϑικ με το πορτ μπαγκϊζ ανοιχτϐ. Ϊμοιαζε ςαν... Δεν ξϋρω, ςαν να ετοιμαζϐταν ν' αναπνεϑςει. Κϊτι τϋτοιο. Φαμογελοϑςα ακϐμη. Μπορεύ και να γϋλαςα λύγο. Ϊκανα οχτώ βόματα. Ϋ μπορεύ να όταν δϋκα μπορεύ και να όταν καμιϊ δεκαριϊ. Ϊλεγα ςτον εαυτϐ μου ϐτι δεν όταν ανϐητο αυτϐ που ϋκανα, ϐτι δεν όμουν καμιϊ γριοϑλα για να μπερδεϑω τα ςυναιςθόματα με τα αντικειμενικϊ γεγονϐτα. Ωπλωςα το χϋρι ςτο ςκϋπαςμα του πορτ μπαγκϊζ. Εύχα ςκοπϐ να το κλεύςω με δϑναμη και να πϊρω δρϐμο (ϋτςι ϋλεγα ςτον εαυτϐ μου), αλλϊ μετϊ κούταξα μϋςα και εύπα μύα απϐ κεύνεσ τισ φρϊςεισ που λεσ ϐταν μϋνεισ ϋκπληκτοσ, δε θυμϊμαι ποια, μπορεύ να όταν Ρε, για κούτα ό Δεν εύμαςτε καλϊ. Γιατύ υπόρχε κϊτι εκεύ, πϊνω ςτην καφϋ μοκϋτα του πορτ μπαγκϊζ. Ϊμοιαζε με τρανζύςτορ απϐ τα τϋλη τησ δεκαετύασ του πενόντα ό τισ αρχϋσ του εξόντα. Εύχε ακϐμη και μια γυαλιςτερό προεξοχό που μπορεύ να όταν κεραύα. Ϊςκυψα μϋςα ςτο πορτ μπαγκϊζ και ςόκωςα τη ςυςκευό. Γϋλαςα και μ' αυτϐ. Ϊνιωθα ςαν να ονειρευϐμουν ό ςαν να όμουν μαςτουρωμϋνοσ. Και ταυτϐχρονα ϐλη αυτό την ώρα όξερα ϐτι με περικϑκλωνε, ϐτι ετοιμαζϐταν να με πϊρει. Δεν ξϋρω αν πόρε και τον Ϊνισ με τον ύδιο τρϐπο, αλλϊ ναι, αυτϐ εύναι το πιθανϐτερο. τεκϐμουν μπροςτϊ ςτο ανοιχτϐ πορτ μπαγκϊζ, χωρύσ ςχοινύ και χωρύσ κανϋναν να με τραβόξει πύςω, και κϊτι ετοιμαζϐταν να με τραβόξει μϋςα, να με ρουφόξει ςαν καπνϐ τςιγϊρου. Και δεν ϋδινα δεκϊρα. Σο μϐνο που με ϋνοιαζε όταν αυτϐ που εύχα βρει ςτο πορτ μπαγκϊζ. Μπορεύ να όταν κϊποια ςυςκευό επικοινωνύασ -με κϊτι τϋτοιο ϋμοιαζε-, αλλϊ μπορεύ να όταν και κϊτι τελεύωσ
- 397 -
διαφορετικϐ. Μπορεύ εκεύ μϋςα το τϋρασ να ϋκρυβε τα φϊρμακα του ό να όταν κϊποιο μουςικϐ ϐργανο ό και ϐπλο ακϐμη. Εύχε το μϋγεθοσ πακϋτου απϐ τςιγϊρα, αλλϊ όταν πολϑ βαρϑτερο. Βαρϑτερο απϐ τρανζύςτορ ό Γουϐκ-μαν επύςησ. Δεν εύχε κουμπιϊ, και το υλικϐ του δεν ϋμοιαζε οϑτε με μϋταλλο οϑτε με πλαςτικϐ. Εύχε ανϊγλυφη επιφϊνεια, ϐχι ακριβώσ δυςϊρεςτη αλλϊ οργανικό, ςαν κατεργαςμϋνο δϋρμα. Ωγγιξα το ραβδύ που προεξεύχε και αυτϐ υποχώρηςε και χϊθηκε μϋςα ςε μια τρϑπα απϐ κϊτω. Ωγγιξα την τρϑπα και το ραβδύ βγόκε πϊλι ϋξω. Ωγγιξα ξανϊ το ραβδύ κι αυτό τη φορϊ δεν ϋγινε τύποτε. Οϑτε και ξανϊγινε ποτϋ. Αν και το ποτϋ γι' αυτό τη ςυςκευό που ονομϊςαμε «το ραδιϐφωνο» δεν όταν πολϑ μεγϊλο διϊςτημα. Μετϊ απϐ μια βδομϊδα περύπου η επιφϊνεια του ϊρχιςε να γεμύζει βαθουλώματα και να διαβρώνεται. Ϋταν μϋςα ςε αεροςτεγό ςακοϑλα τεκμηρύων, αλλϊ δεν εύχε ςημαςύα. Ϊνα μόνα αργϐτερα το «ραδιϐφωνο» ϋμοιαζε ςαν κϊτι που ϋχει μεύνει ςτον ϊνεμο και τη βροχό γϑρω ςτα ογδϐντα χρϐνια. Και μϋχρι την επϐμενη ϊνοιξη όταν ϋνασ ςωρϐσ απϐ γκρύζα κομματϊκια ςτον πϊτο τησ ςακοϑλασ. Η κεραύα, αν όταν κεραύα, δεν ξαναμετακινόθηκε. Οϑτε χιλιοςτϐ. κϋφτηκα τη ύρλεώ που εύπε κοτώςαμε ϋνα νοόμον ον και τον Σζορτζ να λϋει πωσ ϐλα αυτϊ όταν μποϑρδεσ. Μϐνο που δεν όταν μποϑρδεσ. Η νυχτερύδα και το ψϊρι δεν εύχαν μαζύ τουσ πρϊγματα που ϋμοιαζαν με τρανζύςτορ, επειδό όταν ζώα. Ο ςημερινϐσ επιςκϋπτησ -που τον πετςοκϐψαμε με τα εργαλεύα που κρϋμονταν ςτον τούχο- όταν κϊτι τελεύωσ διαφορετικϐ. 'Οςη αποςτροφό κι αν μασ προκϊλεςε, ϐςο ενςτικτωδώσ και αν το... πώσ το λϋμε... το απωθόςαμε, η
- 398 -
ύρλεώ εύχε δύκιο: όταν νοόμον ον. Σο ςκοτώςαμε ϐμωσ, το πετςοκϐψαμε και ςυνεχύςαμε να το χτυπϊμε ϐπωσ κειτϐταν ςτο τςιμϋντο, κρατώντασ την κομμϋνη προβοςκύδα του και ουρλιϊζοντασ απϐ πϐνο, παρακαλώντασ μασ να το λυπηθοϑμε, αν και πρϋπει να όξερε ϐτι δε θα του δεύχναμε ποτϋ ϋλεοσ. Δεν μποροϑςαμε να του δεύξουμε. Και δεν όταν αυτϐ που μου προκϊλεςε φρύκη. Ση φρύκη την ϋνιωςα ϐταν αντϋςτρεψα τα πρϊγματα. 'Οταν ςκϋφτηκα τον Ϊνισ Ρϊφερτι να πϋφτει ανϊμεςα ςε ϊλλα πλϊςματα ςαν αυτϐ, πλϊςματα με κύτρινεσ προεξοχϋσ αντύ για κεφϊλι κϊτω απϐ μια μπερδεμϋνη μϊζα απϐ ροζ ςχοινιϊ που μπορεύ να όταν μαλλιϊ. Σον φαντϊςτηκα να πεθαύνει καθώσ του ϋριχναν οξϑ με τισ προβοςκύδεσ και τον χτυποϑςαν με τα μαϑρα νϑχια τουσ, ουρλιϊζοντασ, να πεθαύνει παρακαλώντασ να τον λυπηθοϑν ενώ πνιγϐταν απϐ τον αϋρα που μετϊ βύασ μποροϑςε ν' αναπνεϑςει. Και ϐταν τελικϊ απϋμεινε νεκρϐσ μπροςτϊ τουσ, νεκρϐσ κι ϋχοντασ κιϐλασ αρχύςει να ςαπύζει, μόπωσ ϋνα απϐ τα πλϊςματα ϋβγαλε το πιςτϐλι του Ϊνισ απϐ τη θόκη του; Εύχαν ςταθεύ και το κούταζαν κϊτω απϐ ϋναν αλλϐκοτο ουρανϐ με κϊποιο αςϑλληπτο και αδιανϐητο χρώμα; Σϐςο απορημϋνα απϐ το ϐπλο ϐςο απορημϋνοσ όμουν κι εγώ απϐ το «ραδιϐφωνο»; Μόπωσ κϊποιο απϐ τα πλϊςματα εύπε Μϐλισ ςκοτώςαμε ϋνα νοόμον ον, και ϋνα ϊλλο απϊντηςε Μποϑρδεσ; Και καθώσ ςκεφτϐμουν αυτϊ τα πρϊγματα, ςκϋφτηκα επύςησ ϐτι ϋπρεπε να φϑγω απϐ κει αμϋςωσ. Εκτϐσ αν όθελα να διερευνόςω αυτϊ τα ερωτόματα προςωπικϊ. Οπϐτε τι ϋγινε μετϊ; Δεν το ϋχω πει ςε κανϋναν αυτϐ, αλλϊ ασ το πω τώρα. Εύναι ανοηςύα να φτϊςω ωσ εδώ και να το κρϑψω. Αποφϊςιςα να μπω μϋςα ςτο πορτ μπαγκϊζ.
- 399 -
Ϊβλεπα τον εαυτϐ μου να το κϊνει. Θα υπόρχε μπϐλικοσ χώροσ. Ξϋρετε πϐςο μεγϊλα όταν τα πορτ μπαγκϊζ αυτών των παλιών αυτοκινότων. ήταν όμουν μικρϐσ λϋγαμε ϐτι οι Μπιοϑικ και οι Κϊντιλακ και οι Κρϊιςλερ εύναι αυτοκύνητα τησ Μαφύασ επειδό ϋχουν χώρο για δυο τρύα ϊτομα ςτο πορτ μπαγκϊζ. Πολϑ χώρο. Ο Φϊντι Ρϐγιερ λοιπϐν θα 'μπαύνε μϋςα, θα ξϊπλωνε ςτο πλϊι, θα ςόκωνε το χϋρι και θα ϋκλεινε απϐ πϊνω του το ςκϋπαςμα. Μαλακϊ. Ϊτςι που να κϊνει μϐνο ϋνα αμυδρϐ κλικ. Μετϊ θα ϋμενε εκεύ μϋςα ςτο ςκοτϊδι αναπνϋοντασ τον μπαγιϊτικο αϋρα τησ μϊςκασ και κρατώντασ το «ρϊδιο» ςτο ςτόθοσ του. Δε θα εύχε μεύνει πολϑσ αϋρασ ςτο μικρϐ ντεπϐζιτο τησ μϊςκασ, αλλϊ θα όταν αρκετϐσ. Ο Φϊντι λοιπϐν θα κουλουριαζϐταν εκεύ και θα ςυνϋχιζε να χαμογελϊει και Σώρα:... πολϑ γρόγορα... Θα ςυνϋβαινε κϊτι ενδιαφϋρον. Δεν το ϋχω ςκεφτεύ αυτϐ εδώ και χρϐνια, παρϊ μϐνο ς' εκεύνα τα ϐνειρα που δεν τα θυμϊςαι ϐταν ξυπνϊσ, εκεύνα που ξϋρεισ ϐτι όταν ϊςχημα επειδό χτυπϊει η καρδιϊ ςου και ϋχει ςτεγνώςει το ςτϐμα ςου και η γλώςςα ςου ϋχει μια γεϑςη ςαν καμϋνη αςφϊλεια. Σην τελευταύα φορϊ που ςκϋφτηκα ςυνειδητϊ τη φϊςη ϐπου ςτεκϐμουν μπροςτϊ ςτο πορτ μπαγκϊζ τησ Μπιοϑικ Ροουντμϊςτερ όταν ϐταν ϊκουςα ϐτι αυτοκτϐνηςε ο Σζορτζ Μϐργκαν. Σον φαντϊςτηκα εκεύ ςτο γκαρϊζ του ςπιτιοϑ του, να κϊθεται ςτο πϊτωμα και ύςωσ ν' ακοϑει τα παιδιϊ που ϋπαιζαν μπϋιζ-μπολ κϊτω απϐ τα φώτα ςτο γόπεδο Μακλϋργκ ςτην ϊλλη ϊκρη του τετραγώνου, να τελειώνει την μπύρα του και μετϊ να παύρνει το πιςτϐλι και να το κοιτϊζει. Εύχαμε αλλϊξει ϐπλα εκεύνη την εποχό, εύχαμε τισ Μπερϋτεσ, αλλϊ ο Ι Σζορτζ εύχε κρατόςει το παλιϐ του
- 400 -
Ροϑγκερ. Ϊλεγε ϐτι το ϋνιωθε πιο καλϊ ςτο χϋρι του. Σον φαντϊςτηκα να το γυρύζει απϐ δω κι απϐ κει, να κοιτϊζει το μϊτι του. Κϊθε ϐπλο ϋχει ϋνα μϊτι. ήποιοσ ϋχει κοιτϊξει μϋςα ςε κϊννη το ξϋρει αυτϐ. Σον φαντϊςτηκα να βϊζει την κϊννη ανϊμεςα ςτα δϐντια του και να αιςθϊνεται τη μικρό ςκληρό προεξοχό του ςκοπεϑτρου ςτον ουρανύςκο του. Να γεϑεται το λϊδι. άςωσ ακϐμη να βϊζει μϋςα ςτην κϊννη την ϊκρη τησ γλώςςασ του, ϐπωσ τη βϊζεισ μϋςα ςτο ςτϐμιο μιασ τρομπϋτασ ϐταν ετοιμϊζεςαι να παύξεισ. Να κϊθεται ςτη γωνύα του γκαρϊζ ϋχοντασ ακϐμη τη γεϑςη απϐ την τελευταύα μπύρα, και μαζύ τη γεϑςη απϐ το λϊδι του πιςτολιοϑ και το μϋταλλο, να γλεύφει την τρϑπα τησ κϊννησ, το μϊτι απϐ ϐπου βγαύνει η ςφαύρα με διπλϊςια ταχϑτητα απϐ τον όχο, αφόνοντασ πύςω τησ μια ϋκρηξη απϐ καυτϊ αϋρια. Να κϊθεται και να μυρύζει το γραςύδι που εύχε μεύνει μϋςα ςτη μηχανό του γκαζϐν και ύςωσ λύγη χυμϋνη βενζύνη. Να ακοϑει τα παιδιϊ να ζητωκραυγϊζουν απϐ το ϊλλο τετρϊγωνο. Να ςκϋφτεται πώσ όταν ϐταν χτϑπηςε μια γυναύκα με ϋνα περιπολικϐ δϑο τϐνων, το βρϐντο και το τρϊνταγμα, τισ ςταγϐνεσ αύματοσ που εμφανύςτηκαν ςτο παρμπρύζ ςαν τα πρώτα ςημϊδια βιβλικόσ κατϊρασ και το ξερϐ κροτϊλιςμα απϐ κϊτι που πιϊςτηκε μϋςα ςτο ϋνα λϊςτιχο, κϊτι που αποδεύχτηκε ϐτι όταν ϋνα απϐ τα παποϑτςια τησ. Σα ςκεφτϐμουν ϐλα αυτϊ, και πιςτεϑω ϐτι κϊπωσ ϋτςι πρϋπει να όταν γι' αυτϐν γιατύ ϋτςι όταν και για μϋνα. Ϋξερα ϐτι θα όταν φρικτϐ, αλλϊ δε με ϋνοιαζε γιατύ θα όταν και κϊπωσ αςτεύο μαζύ. Γι' αυτϐ χαμογελοϑςα. Δεν όθελα να φϑγω. Νομύζ ω πωσ οϑτε και ο Σζορτζ όθελε. το τϋλοσ, ϐταν αποφαςύςεισ πραγματικϊ να το κϊνεισ, εύναι ςαν να ερωτεϑεςαι. Εύναι ςαν την πρώτη νϑχτα του γϊμου. Και εύχα
- 401 -
αποφαςύςει να το κϊνω. ώθηκα ςτο παρϊ τρύχα, ϐπωσ λϋνε, και με ϋςωςε μια κραυγό: τησ ύρλεώ. την αρχό όταν μϐνο μια ψιλό ϊναρθρη ςτριγκλιϊ, και μετϊ φώναξε: «Βοόθεια! ασ παρακαλώ, βοηθόςτε με! ασ παρακαλώ!» Ϋταν ςαν να δϋχτηκα ϋνα χαςτοϑκι που με ϋβγαλε απϐ ϑπνωςη. Ϊκανα δϑο μεγϊλα βόματα μακριϊ απϐ το πορτ μπαγκϊζ τησ Μπιοϑικ τρεκλύζοντασ ςαν μεθυςμϋνοσ. Δεν μποροϑςα να πιςτϋψω τι εύχα κοντϋψει να κϊνω. Μετϊ η ύρλεώ ξεφώνιςε πϊλι κι ϑςτερα ϊκουςα και τον Ϊντι να φωνϊζει: «77 ϋπαθε, Σζορτζ; Σι τον ςυμβαύνει;» Γϑριςα και βγόκα τρϋχοντασ απϐ το υπϐςτεγο. Ναι, τη γλύτωςα απϐ μι α κραυγό.
- 402 -
Ϊντι Ϋταν καλϑτερα ϋξω, τϐςο καλϑτερα που, καθώσ ϋτρεχα πύςω απϐ τον Σζορτζ, ϋνιωθα λεσ και ϐλα αυτϊ που ϋγιναν ςτο Τπϐςτεγο Β όταν ϋνα ϐνειρο. Δεν όταν δυνατϐ να υπϊρχουν τϋρατα με ροζ κορδϐνια που φϑτρωναν ςτο κεφϊλι τουσ, και προβοςκύδεσ με μϊτια, και νϑχια με τρύχεσ. Η πραγματικϐτητα όταν ο κρατοϑμενοσ που εύχαμε ςτο πύςω κϊθιςμα του περιπολικοϑ 6, εκεύνο το κϊθαρμα που ϋδερνε την κοπϋλα, κυρύεσ και κϑριοι, ϋνα μεγϊλο χειροκρϐτημα, ο Μπρϊιαν Λύπι. Υοβϐμουν ακϐμη την Μπιοϑικ -τη φοβϐμουν ϐπωσ δεν την εύχα ξαναφοβηθεύ ποτϋ ωσ Σώρα: και δεν την ϋχω ξαναφοβηθεύ τϐςο απϐ Σώρα:-, και ςύγουρα εύχα κϊθε λϐγο να νιώθω ϋτςι, αλλϊ δε θυμϐμουν πια αυτϐν το λϐγο. Πρϊγμα που όταν μεγϊλη ανακοϑφιςη. Ϊτρεξα για να προλϊβω τον Σζορτζ. «Σζορτζ, μπορεύ να παραςϑρθηκα λιγϊκι εκεύ μϋςα. Αν ϋγινα...» «Υτου», εύπε αυτϐσ με κοφτϐ, τςαντιςμϋνο τϐνο και ςταμϊτηςε τϐςο απϐτομα που κϐντεψα να πϋςω πϊνω του. τεκϐταν ςτην ϊκρη του πϊρκινγκ με τα χϋρια ςτουσ γοφοϑσ ςφιγμϋνα ςε γροθιϋσ. «Κούτα εκεύ». Και μετϊ φώναξε, «ύρλεώ! Εύςαι καλϊ;» «Ναι», του απϊντηςε αυτό φωνϊζοντασ. «Αλλϊ ο Ντύλον... Ψ, ο αςϑρματοσ, πρϋπει ν' απαντόςω». «Σο καθύκι», εύπε ο Σζορτζ χαμηλϐφωνα. Πόγα δύπλα του και εύδα γιατύ όταν τςαντιςμϋνοσ. Σο δεξύ πύςω παρϊθυρο του 6 όταν τελεύωσ ςπαςμϋνο, ςύγουρα απϐ ϋνα ζευγϊρι καουμπϐικεσ ψηλοτϊκουνεσ μπϐτεσ. Δε θα μποροϑςε να το ςπϊςει με δυο τρεισ κλοτςιϋσ, ύςωσ οϑτε με δϋκα, αλλϊ εύχαμε δώςει ϊφθονο χρϐνο ςτον παλιϐ μου
- 403 -
ςυμμαθητό τον Μπρϊιαν. Ο όλιοσ καθρεφτιζϐταν κϐκκινοσ ςτα θρυμματιςμϋνα γυαλιϊ που εύχαν πϋςει ςτην ϊςφαλτο. Ο Μπρϊιαν Λύπι δε φαινϐταν πουθενϊ. «ΓΑΜΨ ΣΟ!» φώναξα, και ϋφταςα ςτο ςημεύο να κουνόςω απειλητικϊ τισ γροθιϋσ μου ςτο περιπολικϐ 6. Ϊνα βυτύο με χημικϊ εύχε πϊρει φωτιϊ ςτην Κομητεύα Πϊγκουσ, ϋνα νεκρϐ τϋρασ ςϊπιζε ςτο υπϐςτεγο, και τώρα εύχαμε και ϋνα δραπϋτη κϊθαρμα νεοναζύ. υν ϋνα ςπαςμϋνο παρϊθυρο ςε περιπολικϐ. Μπορεύ να νομύζεισ ϐτι αυτϐ δεν εύναι τύποτε ςε ςϑγκριςη με τα υπϐλοιπα, μικρϋ, αλλϊ δεν ϋχεισ υποχρεωθεύ ποτϋ να ςυμπληρώςεισ τα ϋντυπα, αρχύζοντασ με το 24-Α-24, Ζημύεσ ςε Κρατικό Περιουςύα, και τελειώνοντασ με την Πλόρη Αναφορϊ Περιςτατικοϑ, υμπληρώςτε ήλα τα χετικϊ Πεδύα. Θα 'θελα να 'ξερϊ γιατύ ενώ ϐλα πϊνε μια χαρϊ για κϊποιεσ ςυνεχϐμενεσ μϋρεσ, ξαφνικϊ δε ςτραβώνει ϋνα πρϊγμα μϐνο. Γιατύ δε γύνεται ποτϋ ϋτςι. Σουλϊχιςτον ϋτςι ϋχω παρατηρόςει εγώ. Εύναι λεσ και ϐλεσ οι μαλακύεσ μαζεϑονται και ξαφνικϊ ϋρχεται μια μϋρα και πϋφτουν ϐλεσ μαζύ. Μια τϋτοια μϋρα ζοϑςαμε. Ση χειρϐτερη απ' ϐλεσ. Ο Σζορτζ ϊρχιςε να κατευθϑνεται προσ το 6, και πόγα κι εγώ μαζύ του. Ϊςκυψε, ϋβγαλε το γουϐκι-τϐκι απϐ τη ζώνη ςτο γοφϐ του, και ανακϊτεψε τα ςπαςμϋνα γυαλιϊ με τη λαςτιχϋνια κεραύα. Μετϊ ςόκωςε κϊτι. Ϋταν το ςκουλαρύκι με τον Εςταυρωμϋνο. Υαύνεται ϐτι ο Λύπι το εύχε χϊςει ϐταν πϋραςε μϋςα απϐ το ςπαςμϋνο παρϊθυρο. «Γαμώ το», εύπα πϊλι, αλλϊ με ςιγανό φωνό. «Ποϑ λεσ να πόγε;» «Βαςικϊ, δεν εύναι μϋςα με τη ύρλεώ. Κι αυτϐ εύναι καλϐ. Που αλλοϑ μπορεύ να εύναι; Μπορεύ να κατηφϐριςε ύτο
- 404 -
δρϐμο, μπορεύ και να τον ανϋβηκε προσ τα πϊνω, να πϋραςε απϋναντι, να πόγε ςτο χωρϊφι που εύναι απϐ πύςω κι απϐ κει να μπόκε ςτο δϊςοσ. Κϊτι απ' αυτϊ. Διϊλεξε και πϊρε». ηκώθηκε και κούταξε το ϊδειο πύςω κϊθιςμα. «Μπορεύ να ϋχουμε ςοβαρϐ πρϐβλημα, Ϊντι. Πολϑ ςοβαρϐ. Σο ξϋρεισ αυτϐ, ϋτςι δεν εύναι;» Δεν εύναι ποτϋ καλϐ να χϊνεισ κρατοϑμενο, αλλϊ ο Μπρϊιαν Λύπι δεν όταν ο Σζον Ντύλινγκερ, και του το εύπα. Ο Σζορτζ κοϑνηςε το κεφϊλι του ςαν να μην εύχα καταλϊβει. «Δεν ξϋρουμε τι εύδε. Ϊτςι δεν εύναι;» «Ε ; » «Μπορεύ να μην εύδε τύποτε», ςυνϋχιςε ςϋρνοντασ το παποϑτςι του μϋςα απϐ τα ςπαςμϋνα γυαλιϊ. Σα θρϑμματα ϋτριξαν. Μερικϊ εύχαν ςταγϐνεσ αύμα πϊνω. «Μπορεύ να ϋφυγε μακριϊ απϐ το υπϐςτεγο. Αλλϊ φυςικϊ αν το ϋκανε αυτϐ θα ϋβγαινε ςτο δρϐμο, και παρ' ϐλο που όταν τϑφλα ςτη μαςτοϑρα μπορεύ να όξερε ϐτι θα όταν επικύνδυνο, μπορεύ να τον ϋβλεπε κανϋνα περιπολικϐ -ϋναν τϑπο γεμϊτο αύματα και ςπαςμϋνα γυαλιϊ ςτα μαλλιϊ του- και να τον ϋπιαναν πϊλι». Σο μυαλϐ μου δε δοϑλευε εκεύνη τη μϋρα και το παραδϋχομαι. Ϋ μπορεύ να όμουν ακϐμη ςοκαριςμϋνοσ. «Δεν καταλαβαύνω τι εν...» Ο Σζορτζ ςτεκϐταν με το κεφϊλι ςκυφτϐ και τα χϋρια ςταυρωμϋνα ςτο ςτόθοσ. Ϊςερνε ακϐμη το πϐδι του μπροσ πύςω, ανακατεϑοντασ τα ςπαςμϋνα γυαλιϊ. «Εγώ, αν όμουν ςτη θϋςη του, θα πόγαινα πύςω απϐ το αρχηγεύο, για να κϊνω ϋναν κϑκλο μϋςα απϐ το δϊςοσ και να βγω ςτο δρϐμο, ύςωσ και να πλυθώ ςε κανϋνα ποταμϊκι εκεύ και μετϊ να κϊνω οτοςτϐπ. Σι θα γινϐταν ϐμωσ αν μου τραβοϑςε κϊτι την προςοχό καθώσ ϋφευγα; Σι θα γινϐταν αν ϊκουγα ουρλιαχτϊ και θορϑβουσ απϐ το υπϐςτεγο;»
- 405 -
«Α», εύπα. «Ψ Θεϋ μου. Λεσ να όρθε ςτο υπϐςτεγο για να δει τι κϊνουμε;» «Κατϊ πϊςα πιθανϐτητα ϐχι. Τπϊρχει ϐμωσ πιθανϐτητα να όρθε; ύγουρα. Η περιϋργεια εύναι ιςχυρϐ κύνητρο». Αυτϐ μου θϑμιςε τη φρϊςη του Κερτ για την περύεργη γϊτα. «Ναι, αλλϊ δε θα τον πύςτευε κανεύσ, ϋτςι δεν εύναι;» «Αν ϋφτανε η πληροφορύα ςτην Αμϋρικαν», εύπε βαριϊ ο Σζορτζ, «μπορεύ να τον ϊκουγε η αδερφό του Ϊνισ. Και αυτϐ θα όταν αρκετϐ, ϋτςι δεν εύναι;» «Υτου», εύπα. Σο ξαναςκϋφτηκα. «Να ποϑμε ςτη ύρλεώ να βγϊλει ςόμα αναζότηςησ για τον Μπρϊιαν Λύπι». «Πρώτα ασ αφόςουμε τα παιδιϊ να τακτοποιόςουν λύγο τα πρϊγματα ςτο Ποτύνβιλ. Μετϊ, ϐταν γυρύςει ο αρχιφϑλακασ θα του τα ποϑμε ϐλα -ακϐμη και για το τι μπορεύ να εύδε ο Λύπι- και θα του δεύξουμε ϐ,τι απϋμεινε ςτο Τπϐςτεγο Β. Αν ο Φϊντι βγϊλει καμιϊ καλό φωτογραφύα...» Κούταξε πϊνω απϐ τον ώμο του. «Αλόθεια, ποϑ εύναι ο Φϊντι; Θα 'πρεπε να 'χει βγει εδώ και τϐςη ώρα. Φριςτϋ μου, ελπύζω να μην...» Και εκεύνη τη ςτιγμό η ύρλεώ ϊρχιςε να φωνϊζει: «Βοόθεια! ασ παρακαλώ, βοηθόςτε με! ασ παρακαλώ!» Πριν προλϊβουμε να κϊνουμε ϋςτω και ϋνα βόμα προσ το αρχηγεύο, βγόκε ϋξω ο Ντύλον απϐ την τρϑπα που εύχε ανούξει ςτη ςότα. Σρϋκλιζε ςαν μεθυςμϋνοσ με το κεφϊλι του ςκυμμϋνο. Απϐ τη γοϑνα του ανϋβαιναν καπνού. Κι ϊλλοι καπνού υψώνονταν απϐ το κεφϊλι του, αν και ςτην αρχό δεν ϋβλεπα απϐ ποϑ ϋρχονταν -απϐ παντοϑ όταν η πρώτη μου εντϑπωςη. Πϊτηςε με τα μπροςτινϊ του πϐδια ςτο πρώτο απϐ τα τρύα ςκαλιϊ που ϋβγαζαν ςτο πϊρκινγκ και μετϊ ϋχαςε
- 406 -
την ιςορροπύα του κι ϋπεςε ςτο πλϊι. Μϐλισ βρϋθηκε κϊτω, το κεφϊλι του ϋκανε μια ςειρϊ απϐτομουσ ςπαςμοϑσ. Ϋταν ςαν τισ κινόςεισ που ϋβλεπεσ ςτισ παλιϋσ ταινύεσ του βωβοϑ κινηματογρϊφου. Εύδα καπνϐ να βγαύνει απϐ τα ρουθοϑνια του ςε δυο δύδυμεσ ςτόλεσ και μου θϑμιςε τη γυναύκα που καθϐταν μϋςα ςτο φορτηγϊκι του Λύπι, με τον καπνϐ του τςιγϊρου τησ να υψώνεται ςε μια κορδϋλα που διαλυϐταν πριν φτϊςει ςτην οροφό. Κι ϊλλοσ καπνϐσ ϋβγαινε απϐ τα μϊτια του, που εύχαν πϊρει ϋνα παρϊξενο ζαρωμϋνο λευκϐ χρώμα. Ξϋραςε καπνϐ και αύμα, μιςοδιαλυμϋνουσ ιςτοϑσ και κϊτι τριγωνικϊ λευκϊ πρϊγματα. Μετϊ απϐ μια ςτιγμό κατϊλαβα ϐτι όταν τα δϐντια του.
- 407 -
ύρλεώ τον αςϑρματο ακοϑγονταν απανωτϊ μηνϑματα, αλλϊ κανϋνα δεν απευθυνϐταν ςτη βϊςη. Αυτϐ όταν φυςικϐ, αφοϑ ϐλα τα περιπολικϊ όταν ςτο Δημοτικϐ χολεύο του Ποτύνβιλ ό πόγαιναν προσ τα εκεύ. Σουλϊχιςτον ο Σζορτζ τανκϐφςκι εύχε απομακρϑνει τα παιδιϊ απϐ την πυρκαγιϊ, αυτϐ το εύχα καταλϊβει. Η Εθελοντικό Πυροςβεςτικό Δϑναμη του Ποτύνβιλ, βοηθοϑμενη απϐ τουσ πυροςβϋςτεσ τησ Κομητεύασ τϊτλερ, εύχε θϋςει υπϐ ϋλεγχο τη φωτιϊ ςτα χϐρτα γϑρω απϐ το ςχολεύο. Η φωτιϊ ϐντωσ οφειλϐταν ςτο ντύζελ που εύχε διαρρεϑςει απϐ το βυτύο και ϐχι ςε κϊποια εϑφλεκτη χημικό ουςύα. Σο βυτύο μετϋφερε χλωρύνη, αυτϐ εύχε επιβεβαιωθεύ. Δεν όταν καλϐ, αλλϊ τα πρϊγματα θα μποροϑςαν να εύναι πολϑ πολϑ χειρϐτερα. Ο Σζορτζ μου φώναξε απϋξω, όθελε να μϊθει αν όμουν καλϊ. Σου φώναξα ϐτι όμουν, ενώ ςκεφτϐμουν ϐτι όταν πολϑ γλυκϐ απϐ μϋρουσ του που εκδόλωνε αυτϐ το ενδιαφϋρον. χεδϐν αμϋςωσ μετϊ ο Ϊντι φώναξε μια βλαςτόμια θυμωμϋνοσ. ήλη αυτό την ώρα ϋνιωθα παρϊξενα, ςαν να μην όμουν ο εαυτϐσ μου, ςαν ϊνθρωποσ που κϊνει ςυνηθιςμϋνεσ δουλειϋσ ρουτύνασ μετϊ απϐ κϊποια τερϊςτια αλλαγό. Ο Μύςτερ Ντύλον ςτεκϐταν ςτην πϐρτα του θαλϊμου επικοινωνιών με το κεφϊλι ςκυφτϐ και κλαψοϑριζε. κϋφτηκα ϐτι μϊλλον πονοϑςε ςτα ςημεύα ϐπου όταν καμϋνη η γοϑνα του. Εύχε κι ϊλλα εγκαϑματα και απϐ τισ δϑο πλευρϋσ τησ μουςοϑδασ του. κϋφτηκα ϐτι κϊποιοσ -η λογικό επιλογό θα όταν ο Ορβ Γκϊρετ- ϋπρεπε να τον πϊει ςτον κτηνύατρο ϐταν ηρεμοϑςαν τα πρϊγματα. Που ςόμαινε ϐτι θα 'πρεπε να
- 408 -
βροϑμε κϊποια ιςτορύα για το πώσ κϊηκε, μϊλλον κϊποιο χοντρϐ ψϋμα. «Θϋλεισ λύγο νερϐ, αγϐρι μου;» τον ρώτηςα. «ύγουρα θϋλεισ, ε;» Κλαψοϑριςε πϊλι, ςαν να ϋλεγε ϐτι το νερϐ όταν πολϑ καλό ιδϋα. Πόγα ςτο κουζινϊκι, πόρα το μπολ του και το γϋμιςα ςτο νεροχϑτη. Σον ϊκουγα να ϋρχεται πύςω μου, αλλϊ δε γϑριςα παρϊ μϐνο ϐταν γϋμιςε το μπολ. «Ορύςτε... » Μϋχρι εκεύ ϋφταςα, και μετϊ τον εύδα καλϑτερα και μου ϋπεςε το μπολ απϐ τα χϋρια και μου ϋβρεξε τα πϐδια. Ϊτρεμε ολϐκληροσ -ϐχι ςαν να κρϑωνε, αλλϊ λεσ και του ϋκαναν ηλεκτροςϐκ. Και απϐ το ςτϐμα του ϋςταζε αφρϐσ. Λϑςςαξε, ςκϋφτηκα. Κϊτι τον ϋκανε εκεύνο το τϋρασ και ο Ντύλον λϑςςαξε. Δεν ϋδειχνε λυςςαςμϋνοσ ϐμωσ, απλώσ θολωμϋνοσ και δυςτυχιςμϋνοσ. Σα μϊτια του ϋμοιαζαν να μου ζητοϑν να τον βοηθόςω. Εγώ όμουν ο ϊνθρωποσ, ϋπρεπε να διορθώςω αυτϐ που εύχε. «Ντύλον;» εύπα. Γονϊτιςα ςτο ϋνα πϐδι και του ϊπλωςα το χϋρι μου. Ξϋρω ϐτι ακοϑγεται ηλύθιο αυτϐ που ϋκανα επικύνδυνο-, αλλϊ εκεύνη τη ςτιγμό μου φϊνηκε ϐτι όταν το πιο ςωςτϐ. «Ντύλον, τι εύναι; Σι ϋχεισ; Καημενοϑλη μου, τι ϋχεισ;» Με πληςύαςε αλλϊ πολϑ αργϊ, κλαψουρύζοντασ και τρϋμοντασ ςε κϊθε βόμα. ήταν όρθε κοντϊ, εύδα κϊτι τρομερϐ: μικρϊ νόματα καπνοϑ ϋβγαιναν απϐ τα καμϋνα ςημεύα ςτη μουςοϑδα του, και απϐ τα καμϋνα μπαλώματα ςτη γοϑνα του, και απϐ τισ ϊκρεσ των ματιών του ακϐμη. Ϊβλεπα τα μϊτια του να γύνονται πιο ανοιχτϐχρωμα, λεσ και τα ςκϋπαζε μια ομύχλη απϐ μϋςα. Ωπλωςα το χϋρι και ϊγγιξα την κορυφό του
- 409 -
κεφαλιοϑ του. 'Οταν ϋνιωςα πϐςο ϋκαιγε το κεφϊλι του, ϋβγαλα μια μικρό κραυγό και τρϊβηξα πύςω το χϋρι μου, ϐπωσ κϊνεισ ϐταν αγγύξεισ το μϊτι τησ κουζύνασ νομύζοντασ ϐτι εύναι ςβηςτϐ και δεν εύναι. Ο Ντύλον πόγε να με δαγκώςει, αλλϊ δε νομύζω ϐτι το ϋκανε επύτηδεσ. Απλώσ δεν όξερε τι ϊλλο να κϊνει. Και μετϊ γϑριςε και βγόκε τρεκλύζοντασ απϐ την κουζύνα. ηκώθηκα και για μια ςτιγμό ϐλα ϊρχιςαν να γυρύζουν γϑρω μου. Αν δεν εύχα πιαςτεύ απϐ τον πϊγκο, νομύζω ϐτι θα ϋπεφτα. Μετϊ τον ακολοϑθηςα, τρεκλύζοντασ λύγο κι εγώ. «Ντύλον; Ϊλα δω, αγϐρι μου». Βριςκϐταν ςτα μιςϊ τησ αύθουςασ. Γϑριςε και με κούταξε -γϑριςε προσ τον όχο τησ φωνόσ μου- και εύδα... ω, εύδα καπνϐ να βγαύνει απϐ το ςτϐμα και τη μϑτη του, και απϐ τα αυτιϊ του επύςησ. Οι ϊκρεσ των χειλιών του τραβόχτηκαν πύςω για μια ςτιγμό και όταν ςαν να προςπαθοϑςε να μου χαμογελϊςει, ϐπωσ κϊνουν τα ςκυλιϊ ϐταν εύναι χαροϑμενα. Και μετϊ ξϋραςε. Δεν ϋβγαλε φαγητϐ αλλϊ τα ύδια τα ςωθικϊ του. Και τα ςωθικϊ του κϊπνιζαν. Σώρα: όταν που φώναξα, «Βοόθεια! ασ παρακαλώ, βοηθόςτε με! ασ παρακαλώ!» Ο Ντύλον γϑριςε ο καημϋνοσ λεσ και οι φωνϋσ μου του προξενοϑςαν πϐνο ςτ' αυτιϊ, και ςυνϋχιςε να περπατϊει τρεκλύζοντασ. Πρϋπει να εύδε την τρϑπα ςτη ςότα, φαύνεται ϐτι του εύχε μεύνει ακϐμη αρκετό ϐραςη για να τη δει, γιατύ πόγε εκεύ και πϋραςε απϐ μϋςα. Σον ακολοϑθηςα φωνϊζοντασ ακϐμη.
- 410 -
Ϊντι «Σι ϋπαθε, Σζορτζ;» φώναξα. Ο Ντύλον εύχε καταφϋρει να ςηκωθεύ πϊλι. Γϑριζε αργϊ γϑρω γϑρω, με τον καπνϐ να υψώνεται απϐ τη γοϑνα του και να βγαύνει απϐ το ςτϐμα του ςε γκρύζα ςϑννεφα. «Σι τον ςυμβαύνει;» Η ύρλεώ βγόκε απϐ το αρχηγεύο με τα μϊγουλα μοϑςκεμα απϐ τα δϊκρυα. «Βοηθόςτε τον!» φώναξε. «Καύγεται!» Ο Φϊντι μασ πληςύαςε κι αυτϐσ, αγκομαχώντασ ςαν να εύχε τρϋξει μαραθώνιο. «Σι διϊβολο ςυμβαύνει;» Και μετϊ τον εύδε. Ο Ντύλον εύχε ςωριαςτεύ πϊλι κϊτω. Σον πληςιϊςαμε προςεκτικϊ απϐ τη μια πλευρϊ. Απϐ την ϊλλη, η ύρλεώ κατϋβηκε τα ςκαλιϊ απϐ την πϐρτα του αρχηγεύου. Ϋταν πιο κοντϊ και τον ϋφταςε πρώτη. «Μην τον αγγύξεισ!» εύπε ο Σζορτζ. Η ύρλεώ τον αγνϐηςε και ϋβαλε το χϋρι τησ ςτο λαιμϐ του Ντύλον, αλλϊ δεν μποροϑςε να το κρατόςει εκεύ. Μασ κούταξε με τα μϊτια τησ γεμϊτα δϊκρυα. «Καύγεται μϋςα του», εύπε. Ο Ντύλον προςπϊθηςε να ςηκωθεύ πϊλι κλαψουρύζοντασ. Κατϊφερε να πατόςει ςτα μπροςτινϊ του πϐδια και ϊρχιςε να προχωρεύ αργϊ προσ την ϊλλη ϊκρη του πϊρκινγκ, ϐπου όταν παρκαριςμϋνεσ η Μπελ Αιρ του Κερτ και η Σογιϐτα του ΝτύκιΝτακ Ϊλιοτ. Σώρα: πια πρϋπει ςύγουρα να όταν τυφλϐσ, τα μϊτια του όταν ϋνα ζελϋ που ϋβραζε μϋςα ςτισ κϐγχεσ τουσ. Προχωροϑςε με τα μπροςτινϊ του πϐδια, αφόνοντασ τα πύςω να ςϋρνονται. «Φριςτϋ μου», εύπε ο Φϊντι. Η ύρλεώ ϋκλαιγε και η φωνό τησ όταν τϐςο πνιχτό που όταν δϑςκολο να καταλϊβουμε τι ϋλεγε. «ασ παρακαλώ, για ϐνομα του Θεοϑ, δεν μπορεύτε να τον βοηθόςετε;»
- 411 -
Μου όρθε μια εικϐνα Σώρα:, πολϑ ϋντονη και καθαρό. Εύδα τον εαυτϐ μου να παύρνει τη μϊνικα, αυτό που ο Ωρκι τϑλιγε κϊτω απϐ τη βρϑςη ςτον τούχο του κτιρύου. Να ανούγω τη βρϑςη και μετϊ να τρϋχω ςτον Ντύλον και να του βϊζω το ςτϐμιο τησ μϊνικασ ςτο ςτϐμα, να του ρύχνω νερϐ μϋςα του, ς' εκεύνη την καμινϊδα που όταν ο λαιμϐσ του. Εύδα τον εαυτϐ μου να τον ςβόνει. Αλλϊ ο Σζορτζ πόγαινε κιϐλασ προσ τον ετοιμοθϊνατο ςκϑλο τησ Διμοιρύασ βγϊζοντασ ταυτϐχρονα το πιςτϐλι του απϐ τη θόκη. το μεταξϑ ο Ντύλον ςυνϋχιζε να προχωρεύ μπροσ μηχανικϊ, πηγαύνοντασ προσ ϋνα ςημεύο ανϊμεςα ςτην Μπελ Αιρ του Κερτ και την Σογιϐτα του Ντύκι-Ντακ, να προχωρεύ μϋςα ςε ϋνα ςϑννεφο καπνοϑ που γινϐταν ϐλο και πιο πυκνϐ. Πϐςη ώρα θϋλει, ςκϋφτηκα, μϋχρι να εξαπλωθεύ ϋξω η φωτιϊ και να τυλιχτεύ ολϐκληροσ απϐ τισ φλϐγεσ, ςαν εκεύνουσ τουσ βουδιςτϋσ μοναχοϑσ που βλϋπαμε ςτην τηλεϐραςη ν' αυτοπυρπολοϑνται ςτον πϐλεμο του Βιετνϊμ; Ο Σζορτζ ςταμϊτηςε και ςόκωςε το πιςτϐλι του για να το δει η ύρλεώ. «Εύναι το μϐνο που μποροϑμε να κϊνουμε, καλό μου», τησ εύπε. «Δε ςυμφωνεύσ;» «Ναι, κϊνε γρόγορα», του απϊντηςε αυτό, μιλώντασ πολϑ βιαςτικϊ.
- 412 -
Σώρα: ύρλεώ Γϑριςα ςτον Νεντ, που καθϐταν δύπλα μου με το κεφϊλι ςκυφτϐ και τα μαλλιϊ να κρϋμονται ςτο μϋτωπο του. Σου ϋπιαςα το πιγοϑνι και του ςόκωςα το κεφϊλι για να με κοιτϊξει. «Δεν μποροϑςαμε να κϊνουμε τύποτε ϊλλο», εύπα. «Σο καταλαβαύνεισ αυτϐ, ϋτςι δεν εύναι;» Για μια ςτιγμό δε μύληςε και φοβόθηκα. Μετϊ ϋγνεψε καταφατικϊ. Ϊςτρεψα το βλϋμμα μου ςτον ϊντι Ντύαρμπορν, αλλϊ δεν κούταζε προσ το μϋροσ μου. Κούταζε το γιο του Κϋρτισ, και δεν τον εύχα δει ςχεδϐν ποτϋ να ϋχε ι τϐςο ανόςυχη ϋκφραςη. Μετϊ ο Ϊντι ϊρχιςε να μιλϊει πϊλι και κϊθιςα πύςω ςτο παγκϊκι για ν' ακοϑςω. Εύναι παρϊξενο πϐςο κοντινϐ εύναι το παρελθϐν μερικϋσ φορϋσ. Μερικϋσ φορϋσ νομύζεισ ϐτι μπορεύσ ςχεδϐν ν' απλώςεισ το χϋρι ςου και να το αγγύξεισ. Αλλϊ. .. Αλλϊ ποιοσ θϋλει να το κϊνει αυτϐ;
- 413 -
Σώρα:: Ϊντι το τϋλοσ δεν ϋγινε τύποτε μελοδραματικϐ, απλώσ ϋνασ πολιτειακϐσ με γκρύζα ςτολό και με τη ςκιϊ απϐ το μεγϊλο καπϋλο να του κρϑβει τα μϊτια, που ϋςκυψε και ϊπλωςε το χϋρι του ϐπωσ θα το ϊπλωνεσ για να παρηγορόςεισ ϋνα παιδύ που κλαύει. Ωγγιξε με την κϊννη του Ροϑγκερ το αυτύ του Ντύλον που ϋβγαζε ακϐμη καπνοϑσ και πϊτηςε τη ςκανδϊλη. Ακοϑςτηκε ϋνα δυνατϐ Μπαμ! και ο Ντύλον ϋπεςε νεκρϐσ ςτο πλϊι. Ο καπνϐσ ϋβγαινε ακϐμη απϐ τη γοϑνα του ςε μικρϋσ τολϑπεσ. Ο Σζορτζ ϋβαλε το πιςτϐλι ςτη θόκη ταυ κι ϋκανε πύςω. Μετϊ ςκϋπαςε το πρϐςωπο του με τα χϋρια και φώναξε κϊτι δυνατϊ. Δεν ξϋρω τι όταν, η φωνό του όταν πολϑ πνιχτό και δεν κατϊλαβα. Ο Φϊντι κι εγώ πληςιϊςαμε εκεύ που βριςκϐταν. Σο ύδιο και η ύρλεώ. Σον αγκαλιϊςαμε, ϐλοι μασ. τεκϐμαςτε ςτη μϋςη του πϊρκινγκ με το περιπολικϐ 6 πύςω μασ και το Τπϐςτεγο Β ςτα δεξιϊ μασ και το καλϐ ςκυλύ τησ Διμοιρύασ που ποτϋ δεν εύχε δημιουργόςει προβλόματα ςε κανϋναν μασ νεκρϐ μπροςτϊ μασ. Μυρύζαμε ακϐμη την οςμό που ϋβγαζε ϐπωσ ψηνϐταν μϋςα του, και χωρύσ να ποϑμε λϋξη μετακινηθόκαμε ϐλοι προσ δεξιϊ, κϐντρα ςτον ϊνεμο, ςϋρνοντασ τα πϐδια μασ αντύ να περπατϊμε γιατύ δε θϋλαμε ν’ αφόςουμε ακϐμη ο ϋνασ τον ϊλλο. Δε μιλοϑςαμε. Περιμϋναμε να δοϑμε αν θα ϊρπαζε φωτιϊ, αλλϊ φαύνεται ϐτι η φωτιϊ δεν τον όθελε ό ύςωσ δεν μποροϑςε να ςυνεχύςει να εξαπλώνεται τώρα που όταν νεκρϐσ. Σον εύδαμε να πρόζεται λύγο, και μετϊ ακοϑςτηκε ϋνασ φρικτϐσ κρϐτοσ απϐ μϋςα του ςαν να ϋςκαγε χαρτοςακοϑλα. Μπορεύ να όταν ϋνα απϐ τα πνευμϐνια του.
- 414 -
Σϋλοσ πϊντων, ϐταν ϋγινε κι αυτϐ, ο καπνϐσ ϊρχιςε ν' αραιώνει. «Αυτϐ το πρϊγμα απϐ την Μπιοϑικ τον δηλητηρύαςε, ε;» ρώτηςε ο Φϊντι. «Σον δηλητηρύαςε ϐταν το δϊγκωςε ο Ντύλον». «ιγϊ μην τον δηλητηρύαςε», εύπα. «Αυτϐσ ο παλιοποϑςτησ με τα ροζ μαλλιϊ του ϋβαλε εμπρηςτικό βϐμβα». Μετϊ θυμόθηκα ϐτι όταν εκεύ και η ύρλεώ, και δεν τησ ϊρεςε να μιλϊμε ϋτςι. «Με ςυγχωρεύσ», εύπα. Ϊμοιαζε να μη με ϋχει ακοϑςει. Εύχε ακϐμη το βλϋμμα τησ καρφωμϋνο ςτον Ντύλον. «Σι κϊνουμε τώρα; ρώτηςε. «Ϊχετε καμιϊ ιδϋα;» «Εγώ ϐχι», εύπα. «Η κατϊςταςη ϋχει ξεφϑγει απϐ κϊθε ϋλεγχο». «Μπορεύ και ϐχι», εύπε ο Σζορτζ. «Σο ςκϋπαςεσ εκεύνο το πρϊμα εκεύ μϋςα, Φϊντι ; » «Ναι». «Εντϊξει, καλϐ εύναι γι' αρχό κι αυτϐ. Και πώσ εύναι τα πρϊγματα ςτο Ποτύνβιλ, ιρλ;» «Σα παιδιϊ εύναι εκτϐσ κινδϑνου. Η οδηγϐσ του λεωφορεύου εύναι νεκρό, αλλϊ αν λϊβεισ υπϐψη ςου πϐςο ϊςχημα φαύνονταν τα πρϊγματα ςτην αρχό, θα ϋλεγα...» ταμϊτηςε, με τα χεύλια τησ ςφιγμϋνα τϐςο πολϑ που ςχεδϐν δε φαύνονταν, και το λαιμϐ τησ να κϊνει ςυςπϊςεισ. «Με ςυγχωρεύτε, παιδιϊ», εύπε. Πόγε με ϊκαμπτα βόματα ςτη γωνύα του αρχηγεύου, πιϋζοντασ το ςτϐμα τησ με την ανϊςτροφη του χεριοϑ. Κρατόθηκε μϋχρι που ϋςτριψε ςτη γωνύα και δε φαινϐταν πια
- 415 -
τύποτε πϋρα απϐ τη ςκιϊ τησ, και μετϊ ακοϑςτηκαν τρύα δυνατϊ απανωτϊ αναγουλιϊςματα. Εμεύσ οι τρεισ ςτεκϐμαςτε κοντϊ ςτο πτώμα του ςκϑλου που κϊπνιζε ακϐμη χωρύσ να μιλϊμε, και μετϊ απϐ μερικϊ λεπτϊ η ύρλεώ γϑριςε ϊςπρη ςαν το πανύ και ςκουπύζοντασ το ςτϐμα τησ με ϋνα χαρτομϊντιλο. υνϋχιςε τη φρϊςη τησ απϐ εκεύ ακριβώσ που εύχε ςταματόςει, ςαν να εύχε κϊνει απλώσ μια παϑςη για να καθαρύςει το λαιμϐ τησ ό να διώξει μια μϑγα. «Θα ϋλεγα ϐτι οι ζημιϋσ εύναι πολϑ μικρϋσ ςε ςχϋςη με το τι θα μποροϑςε να γύνει. Σο ερώτημα εύναι τι ζημιϋσ ϋχουμε εδώ». «Εγώ λϋω να καλϋςουμε ςτον αςϑρματο τον Κερτ ό τον αρχιφϑλακα», εύπε ο Σζορτζ. «Καλϑτερα τον Σϐνι, γιατύ εύναι πιο ψϑχραιμοσ ςε ςχϋςη με την Μπιοϑικ. Σι λϋτε;» Ο Φϊντι κι εγώ γνϋψαμε καταφατικϊ. Σο ύδιο και η ύρλεώ. «Θα του ποϑμε ϐτι ϋχουμε Κωδικϐ Δ και θϋλουμε να ϋρθει εδώ το ςυντομϐτερο δυνατϐ. Θα του ξεκαθαρύςουμε ϐτι δεν εύναι επεύγον, αλλϊ ςχεδϐν επεύγον. Επύςησ θα του ποϑμε ϐτι ϋχουμε Κιοϑμπρικ». Αυτό όταν ϊλλη μια ϋκφραςη που (απϐ ϐςο ξϋρω) χρηςιμοποιοϑνταν μϐνο ςτο δικϐ μασ αρχηγεύο. Κιοϑμπρικ ςημαύνει 2001, και 2001 εύναι ο κωδικϐσ που για την Πολιτειακό Αςτυνομύα τησ Πενςιλβϊνια ςημαύνει απϐδραςη κρατουμϋνου. Εύχα ακοϑςει να το ςυζητϊνε παλιϐτερα, αλλϊ δεν εύχα ακοϑςει ποτϋ τϋτοια κλόςη. «Κιοϑμπρικ, εντϊξει», εύπε η ύρλεώ. Υαινϐταν λύγο πιο ςύγουρη τώρα που εύχε πϊρει διαταγϋσ. «Εςεύσ θα...» Ακοϑςτηκε ϋνασ δυνατϐσ βρϐντοσ. Η ύρλεώ ϋβγαλε μια κραυγό και οι τρεισ μασ γυρύςαμε προσ το υπϐςτεγο, φϋρνοντασ ταυτϐχρονα τα χϋρια ςτα πιςτϐλια μασ. Μετϊ ο Φϊντι γϋλαςε. Ο αϋρασ εύχε κλεύςει την πϐρτα του υπϐςτεγου.
- 416 -
«Πόγαινε, ύρλεώ», εύπε ο Σζορτζ. «Κϊλεςε τον Σϐνι. Ασ τελειώνουμε και μ' αυτϐ». «Και ο Μπρϊιαν Λύπι;» ρώτηςα. «Δε θα δώςουμε ςόμα για την απϐδραςη;» Ο Φϊντι αναςτϋναξε. Ϊβγαλε το καπϋλο του. Ϊτριψε το ςβϋρκο του. Κούταξε ςτον ουρανϐ. Υϐρεςε πϊλι το καπϋλο του. «Δεν ξϋρω», εύπε. «Αλλϊ αν πρϋπει να φϑγει ςόμα, δε θα το δώςουμε εμεύσ. Αυτϐ θα το αποφαςύςει ο αρχιφϑλακασ. Γι' αυτϐ του δύνουν τϐςα πολλϊ λεφτϊ». «ωςτϐ», εύπε ο Σζορτζ. Σώρα που ϋβλεπε ϐτι η ευθϑνη μετατοπιζϐταν ςε κϊποιον ϊλλο ϋδειχνε λύγο πιο όρεμοσ. Η ύρλεώ ςτρϊφηκε να πϊει ςτο αρχηγεύο, και μετϊ ςταμϊτηςε και κούταξε πϊνω απϐ τον ώμο τησ. «κεπϊςτε τον με κϊτι, ςασ παρακαλώ», εύπε. «Σον καημϋνο τον Ντύλον. Ρύξτε κϊτι πϊνω του. Ματώνει η καρδιϊ μου να τον βλϋπω ϋτςι». «Εντϊξει», εύπα, και ξεκύνηςα για το υπϐςτεγο. «Ϊντι;» εύπε ο Φϊντι. «Ναι;» «Τπϊρχει ϋνα κομμϊτι μουςαμϊσ ςτην καλϑβα. Υϋρε αυτϐ. Μην μπεισ ςτο υπϐςτεγο». «Γιατύ;» «Γιατύ κϊτι τρϋχει ακϐμη μ' αυτό την Μπιοϑικ. Δεν ξϋρω τι ακριβώσ, αλλϊ αν μπεισ εκεύ μϋςα μπορεύ να μην ξαναβγεύσ». «Εντϊξει», εύπα. «Δεν εύχα καμιϊ ϐρεξη να μπω ςτο υπϐςτεγο ϋτςι κι αλλιώσ». Πόρα το μουςαμϊ απϐ την καλϑβα, ϋνα λεπτϐ μπλε πρϊγμα, αλλϊ όταν αρκετϐ για την ώρα. Καθώσ γϑριζα για να ςκεπϊςω το πτώμα του Ντύλον, ςταμϊτηςα ςτην γκαραζϐπορτα και ϋριξα μια ματιϊ ςτο υπϐςτεγο, φϋρνοντασ το ϋνα χϋρι δύπλα ςτο πρϐςωπο μου για να εμποδύςω την
- 417 -
αντηλιϊ. Ϋθελα να δω το θερμϐμετρο. Και όθελα επύςησ να βεβαιωθώ ϐτι δεν εύχε κρυφτεύ κϊπου εκεύ μϋςα ο φιλαρϊκοσ μου, ο Μπρϊιαν. Δεν όταν πουθενϊ, και η θερμοκραςύα εύχε ανεβεύ ϋνα δυο βαθμοϑσ. Μϐνο ϋνα πρϊγμα εύχε αλλϊξει ςτο τοπύο. Σο πορτ μπαγκϊζ όταν κλειςτϐ. Ο κροκϐδειλοσ εύχε κλεύςει το ςτϐμα του. Σώρα : ϊντι Η ύρλεώ, ο Φϊνο, ο Ϊνα: ο όχοσ απϐ τισ μπερδεμϋνεσ φωνϋσ τουσ εύχε μια παρϊξενη ομορφιϊ, ςαν τισ φωνϋσ ηθοποιών που λϋνε τισ ατϊκεσ τουσ ςε ϋνα παρϊξενο θεατρικϐ ϋργο. Ο Ϊνα εύπε ϐτι ο κροκϐδειλοσ εύχε κλεύςει το ςτϐμα του και μετϊ ςταμϊτηςε. Περύμενα να μιλόςει κϊποιοσ ϊλλοσ, και ϐταν δε μύληςε κανεύσ και δεν ϊρχιςε να ξαναμιλϊει οϑτε ο ύδιοσ ο Ϊνα, κατϊλαβα ϐτι η αφόγηςη εύχε τελειώςει. Δεν το κατϊλαβε ϐμωσ ο Νεντ Γουύλκοξ. Ϋ μπορεύ να το κατϊλαβε και να μην όθελε να το παραδεχτεύ. «Λοιπϐν;» εύπε μ' εκεύνη την ελϊχιςτα ςυγκαλυμμϋνη ανυπομονηςύα ςτον τϐνο του. Σι ϋγινε ϐταν ανούξατε το νυχτεριδοπλϊςμα; Πεσ μου για το \paou Πεσ τα μου ϐλα. Αλλϊ -κι αυτϐ εύναι το ςημαντικϐπεσ μου μια ιςτορύα, μια ιςτορύα με αρχό, μϋςη και τϋλοσ, ϋνα τϋλοσ ϐπου εξηγοϑνται ϐλα. Γιατύ το δικαιοϑμαι αυτϐ. Μη μου κουνϊσ μπροςτϊ ςτα μοϑτρα την κουδουνύςτρα τησ αβεβαιϐτητασ. Δεν τη θϋλω. Σην αρνοϑμαι. Θϋλω μια ιςτορύα. Ϋύαν νϋοσ και αυτϐ εξηγοϑςε εν μϋρει την αντύδραςη του -και εύχε να κϊνει με κϊτι ϋξω απ' αυτϐ τον κϐςμο, ϐπωσ θα ‘λεγαν, πρϊγμα που την εξηγοϑςε ςε ακϐμη μεγαλϑτερο βαθμϐ. Τπόρχε ϐμωσ και κϊτι ϊλλο ςτον τϐνο του, και δεν όταν καθϐλου ωραύο. Μια εγωιςτικό απληςτύα και μονομανύα. Πύςτευε ϐτι το δικαιοϑνταν. Σουσ παραχαώδεϑουμε ϐςουσ
- 418 -
χϊνουν δικοϑσ τουσ ανθρώπουσ, το ϋχετε προςϋξει αυτϐ; Και ςυνηθύζουν αυτϐ το φϋρςιμο. «Σι λοιπϐν;» ρώτηςα με ϋναν καθϐλου ενθαρρυντικϐ τϐνο. 'Οχι ϐτι θα βοηθοϑςε βϋβαια. «Σι ϋγινε ϐταν γϑριςαν ο αρχιφϑλακασ ϋιντινκσ και ο πατϋρασ μου; Σον πιϊςατε τον Μπρϊιαν Λύπι; Εύδε τύποτε απϐ ϐςα ϋγιναν; Μύληςε; Φριςτϋ μου, δεν εύναι δυνατϐ να ςταματόςετε εδώ!» Ϊκανε λϊθοσ, μποροϑςαμε να ςταματόςουμε ϐπου θϋλαμε, αλλϊ αυτϐ το κρϊτηςα για τον εαυτϐ μου (προσ το παρϐν τουλϊχιςτον) και του εύπα ϐτι ϐχι, δεν πιϊςαμε ποτϋ τον Μπρϊιαν Λύπι. Ο Μπρϊιαν Λύπι εύχε παραμεύνει ςε Κωδικϐ Κιοϑμπρικ μϋχρι και ςόμερα. «Ποιοσ ςυνϋταξε την αναφορϊ;» ρώτηςε ο Νεντ. «Εςϑ, Ϊνα; Ϋ ο Μϐργκαν;» «Ο Σζορτζ», απϊντηςε ο Ϊντι με ϋνα αμυδρϐ χαμϐγελο. «Ϋταν πϊντα καλϑτεροσ ς' αυτϊ τα πρϊγματα. Εύχε κϊνει Δημιουργικό Γραφό ςτο κολϋγιο. Ϊλεγε ϐτι κϊθε πολιτειακϐσ που θϋλει να κϊνει καλϊ τη δουλειϊ του πρϋπει να ξϋρει τα βαςικϊ τησ δημιουργικόσ γραφόσ. 'Οταν αρχύςαμε να καταρρϋουμε εκεύνη τη μϋρα, ο Σζορτζ όταν εκεύνοσ που μασ ςυνϋφερε. Ϊτςι δεν εύναι, Φϊντι;» Ο Φϊντι κατϋνευςε. Ο Ϊνα ςηκώθηκε, ϋβαλε τα χϋρια ςτη μϋςη του και τεντώθηκε. Ακοϑςαμε τα κϐκαλα του να κροταλύζουν. «Πρϋπει να πηγαύνω, παιδιϊ. Μπορεύ να ςταματόςω για καμιϊ μπύρα ςτο Σαπ πριν πϊω ςπύτι. Ϋ και δϑο ύςωσ. Μετϊ απϐ τϐςη κουβϋντα ϋχει ςτεγνώςει το λαρϑγγι μου, και δεν ξεςτεγνώνει με αναψυκτικϊ».
- 419 -
Ο Νεντ τον κούταξε επικριτικϊ, κατϊπληκτοσ και θυμωμϋνοσ. «Δεν μπορεύσ να φϑγεισ ϋτςι!» εύπε. «Θϋλω να τα ακοϑςω ϐλα!» Και ο Ϊντι, που ςιγϊ ςιγϊ ϋχανε τον αγώνα να μην ξαναγύνει ο χοντρο- Ϊντι, εύπε αυτϐ που όξερα, αυτϐ που ξϋραμε ϐλοι. Σο εύπε κοιτϊζοντασ τον Νεντ με ϋνα βλϋμμα που δεν όταν ακριβώσ φιλικϐ. «Σα ϊκουςεσ, μικρϋ. Απλώσ δεν το ξϋρεισ». Ο Νεντ τον κούταξε για λύγο καθώσ ϋφευγε, και μετϊ γϑριςε ς' εμϊσ. Μϐνο η ύρλεώ τον κούταζε με πραγματικό ςυμπϊθεια, και νομύζω ϐτι και αυτό όταν ανϊμεικτη με θλύψη για τον μικρϐ. «Σι εννοεύ, τα ϊκουςα ϐλα;» «Δεν ϋμεινε τύποτε ϊλλο να ςου ποϑμε, πϋρα μϐνο απϐ μερικϊ περιςτατικϊ που κι αυτϊ εύναι παραλλαγϋσ ςτο ύδιο θϋμα. Φωρύσ ιδιαύτερο ενδιαφϋρον. »ήςο για τον Μπρϊιαν Λύπι, η αναφορϊ που ϋγραψε ο Σζορτζ ϋλεγε "Οι πολιτειακού αςτυνομικού Μϐργκαν και Σζακιμπουϊ μύληςαν με τον οδηγϐ και διαπύςτωςαν ϐτι όταν νηφϊλιοσ. Ο οδηγϐσ αρνόθηκε ϐτι βιαιοπρϊγηςε κατϊ τησ φιλενϊδασ του. Ο πολιτειακϐσ Σζακιμπουϊ μύληςε με την κοπϋλα, η οπούα επιβεβαύωςε τον ιςχυριςμϐ του. Ϊτςι ο οδηγϐσ αφϋθηκε ελεϑθεροσ"». «Μα ο Λύπι ϋςπαςε το παρϊθυρο του περιπολικοϑ τουσ!» «Ναι, αλλϊ υπϐ αυτϋσ τισ ςυνθόκεσ ο Σζορτζ και ο Ϊντι δεν μποροϑςαν να ζητόςουν αποζημύωςη, ϋτςι δεν εύναι;» «Οπϐτε;» «Οπϐτε το αντικαταςτόςαμε με λεφτϊ που κατϊ πϊςα πιθανϐτητα προϋρχονταν απϐ το ταμεύο ϋκτακτων εξϐδων. Σο ταμεύο ϋκτακτων εξϐδων τησ Μπιοϑικ 8, για ν' ακριβολογώ. Σο ϋχουμε ακϐμη ςτο ύδιο μϋροσ που το εύχαμε και Σώρα:, ςε ϋνα κουτύ του καφϋ ςτην κουζύνα».
- 420 -
«Ναι, απϐ κει όταν τα λεφτϊ», εύπε ο Ωρκι. «Σο καημϋνο το καφεκοϑτι ϋχει ντει πολλϋσ επιντρομϋσ με τα χρϐνια». ηκώθηκε και τεντώθηκε κι αυτϐσ. «Πρϋπει να πηγκαύνω κι εγώ, παιντιϊ. Αντύθετα απϐ μερικοϑσ απϐ ςασ, ϋχω φύλουσ, αυτϐ που αποκαλοϑν προςωπικό ζωό ςτην τηλεϐραςη. Αλλϊ πριν φϑγκω, θϋλεισ να μϊθεισ κϊτι ϊλλο, Νϋντι; Γκια κεύνη τη μϋρα;» «Οτιδόποτε θϋλεισ να μου πεισ». «Ση μϋρα που ϋθαψαν τον Ντύλον. Και ντύπλα του ϋθαψαν τα εργκαλεύα, εκεύνα που πόραν για να χτυπόςουν το πρϊγκμα που τον ντηλητηρύαςε. Ϊνα απϐ τα εργκαλεύα όταν και το ςκαλιςτόρι μου, και ςε πληροφορώ ϐτι ντε με αποζημύωςαν απϐ το καφεκοϑτι!» «Δε ςυμπλόρωςεσ φϐρμα ΠΔ 1, γι' αυτϐ», εύπε η ύρλεώ. «Ξϋρω ϐτι αυτϊ τα γραφειοκρατικϊ εύναι μεγϊλοσ μπελϊσ, αλλϊ...» όκωςε τουσ ώμουσ ςαν να ϋλεγε Σι να γύνει, ϋτςι εύναι ο κϐςμοσ. Ο Ωρκι την κούταζε με ϋνα καχϑποπτο, ςυνοφρυωμϋνο ϑφοσ. «ΠΔ 1; Σι φϐρμα εύναι αυτό;» «ΠΔ, Παρϊπονα το Δόμαρχο», του απϊντηςε η ύρλεώ απολϑτωσ ςοβαρό. «Αυτό που ςυμπληρώνουμε κϊθε μόνα και τη ςτϋλνουμε ςτο Σμόμα Παραπϐνων τησ Δημαρχύασ. Δεν ϋχω ξαναδεύ τϋτοιο μπουμποϑνα. Καλϊ, δε ςασ ϋμαθαν τύποτε ςτο ςτρατϐ;» Ο Ωρκι κοϑνηςε τα χϋρια του ςε μια μπουχτιςμϋνη χειρονομύα, αλλϊ χαμογελοϑςε. Ϋταν ςυνηθιςμϋνοσ ςτα πειρϊγματα ϐλα αυτϊ τα χρϐνια - ϊλλωςτε η προφορϊ του τα προκαλοϑςε. «Ωςε μασ κι εςϑ!» «Σην πϊτηςεσ για τα καλϊ, Ωρκι», εύπα. Φαμογελοϑςα κι εγώ. Ο Νεντ ϐχι. Ϋταν λεσ και τα αςτεύα και τα πειρϊγματα
- 421 -
που κϊναμε για να εκτονώςουμε την ϋνταςη, να επανϋλθουμε ςτο φυςιολογικϐ, δεν εύχαν κανϋνα νϐημα γι' αυτϐν. «Ποϑ όςουν εςϑ, Ωρκι;» ρώτηςε. «Ποϑ όςουν ϐταν ϋγιναν ϐλα αυτϊ;» Απϋναντι μασ, ο Ϊντι Σζακιμπουϊ ϋβαλε μπροςτϊ το φορτηγϊκι του και ϊναψε τα φανϊρια. «Ντιακοπϋσ», απϊντηςε ο Ωρκι. «τη φϊρμα του αδερφοϑ μου ςτο Ουιςκϐνςιν. Σο μϊζεψαν ϊλλοι εκεύνο το χϊλι». Αυτϐ το τελευταύο το εύπε με μεγϊλη ικανοπούηςη. Ο Ϊνα πϋραςε απϐ μπροςτϊ μασ και μασ κοϑνηςε το χϋρι. Σον χαιρετόςαμε κι εμεύσ, και ο Νεντ μαζύ μασ. υ-νϋχιςε ϐμωσ να δεύχνει προβληματιςμϋνοσ. «Πρϋπει να φεϑγω κι εγώ», εύπε ο Υιλ. Πϋταξε τη γϐπα που κρατοϑςε, ςηκώθηκε και αναςόκωςε τη ζώνη του. «Μικρϋ, μην το παιδεϑεισ ϊλλο. Κρϊτα μϐνο αυτϐ: ο μπαμπϊσ ςου όταν εξαιρετικϐσ αςτυνομικϐσ, τιμοϑςε τη Διμοιρύα Δ του τϊτλερ». «Μα θϋλω να μϊθω... » «Δεν ϋχει ςημαςύα τι θϋλεισ να μϊθεισ», του εύπε μαλακϊ ο Υιλ. «Ο πατϋρασ ςου εύναι νεκρϐσ, εςϑ δεν εύςαι. Αυτϊ εύναι τα γεγονϐτα, ϐπωσ ϋλεγε και ο Σζο Υρϊιντεώ. Καληνϑχτα, αρχιφϑλακα». «Καληνϑχτα», εύπα, και κούταξα τουσ δυο τουσ, τον Ωρκι και τον Υιλ, καθώσ περπατοϑςαν μαζύ ςτο πϊρκινγκ. Εύχε δυνατϐ φεγγαρϐφωτο, αρκετϐ για να δω πωσ οϑτε καν γϑριςαν το κεφϊλι τουσ προσ το Τπϐςτεγο Β. Ϊτςι μεύναμε ο Φϊντι, η ύρλεώ κι εγώ. Και ο μικρϐσ, φυςικϊ. Ο γιοσ του Κϋρτισ Γουύλκοξ, που ερχϐταν ςτο αρχηγεύο και κοϑρευε το γραςύδι, μϊζευε τα φϑλλα και καθϊριζε το χιϐνι ϐταν ϋκανε πολϑ κρϑο για τον Ωρκι. Ο γιοσ του Κερτ, που εύχε παρατόςει την ομϊδα του ρϊγκμπι και ερχϐταν εδώ για να προςπαθόςει να κρατόςει τον πατϋρα του ζωντανϐ λύγο ακϐμη. Σον θυμόθηκα
- 422 -
να κρατϊει το γρϊμμα αποδοχόσ απϐ το κολϋγιο ςαν κριτόσ που κρατϊ την κϊρτα με το ςκορ ςτουσ Ολυμπιακοϑσ. Εύχα ντραπεύ που θϑμωςα μαζύ του γιατύ θυμόθηκα τι εύχε περϊςει και πϐςα εύχε χϊςει. Αλλϊ δεν όταν το μοναδικϐ παιδύ ςτον κϐςμο που ϋχαςε τον πατϋρα του, και τουλϊχιςτον εύχε γύνει κηδεύα, και το ϐνομα του πατϋρα του όταν γραμμϋνο ςτο μαρμϊρινο μνημεύο μπροςτϊ ςτο αρχηγεύο, μαζύ με τα ονϐματα του αρχιφϑλακα Μπρϋιντι Πολ, του πολιτειακοϑ Ωλμπερτ Ρύζο και του πολιτειακοϑ ϊμιουελ τϊμοςν, που ςκοτώθηκε ςτη δεκαετύα του '70 και ςτην Πολιτειακό Αςτυνομύα τον λϋνε ακϐμη μερικϋσ φορϋσ ο Πολιτειακϐσ του Δύκαννου. Μϋχρι το θϊνατο του τϊμςον, τα περιπολικϊ εύχαν δύκαννα ςε ειδικό ςχϊρα ςτην οροφό. Αν το χρειαζϐςουν, ϊπλωνεσ το χϋρι πϊνω απϐ τον ώμο ςου και το ϋπιανεσ. Ο τϊμςον ςκοτώθηκε ενώ όταν παρκαριςμϋνοσ ςτη βοηθητικό λωρύδα κι ϋγραφε μια κλόςη. Κϊποιοσ μεθυςμϋνοσ όρθε και ϋπεςε πϊνω του απϐ πύςω τρϋχοντασ με εκατϐν εβδομόντα χιλιϐμετρα την ώρα. Σο περιπολικϐ ϋγινε φυςαρμϐνικα. Δεν ανατινϊχτηκε το ντεπϐζιτο τησ βενζύνησ, αλλϊ ο τϊμςον αποκεφαλύςτηκε απϐ τη ςχϊρα του δύκαννου. Απϐ το 1974 ϋχουμε τα δύκαννα ςε κλιπ κϊτω απϐ το ταμπλϐ, και το 1973 γρϊφτηκε ςτο μνημεύο το ϐνομα του αμ τϊμςον. Γρϊφτηκε «ςτο βρϊχο», ϐπωσ λϋμε. Ο Ϊνισ Ρϊφερτι επιςόμωσ ϋχει εξαφανιςτεύ, ϋτςι δεν εύναι ςτο βρϊχο. Η επύςημη εξόγηςη για τον πολιτειακϐ Σζορτζ Μϐργκαν εύναι ϐτι ςκοτώθηκε ενώ καθϊριζε το πιςτϐλι του (το ύδιο Ροϑγκερ με το οπούο ϋδωςε τϋλοσ ςτο μαρτϑριο του Ντύλον), και επειδό δε ςκοτώθηκε ςε ώρα υπηρεςύασ, οϑτε το δικϐ του ϐνομα εύναι ςτο βρϊχο. Δε ςου γρϊφουν το ϐνομα αν πεθϊνεισ ωσ αποτϋλεςμα τησ
- 423 -
δουλειϊσ. Αυτϐ μου το εύπε ο Σϐνι ϋιντινκσ μια μϋρα που με εύδε να κοιτϊζω τα ονϐματα. «Και καλϑτερα μϊλλον», πρϐςθεςε, «θα εύχαμε καμιϊ δεκαριϊ τϋτοια μνημεύα εδώ πϋρα». Σώρα το τελευταύο ϐνομα ςτην πϋτρα εύναι Κϋρτισ Κ. Γουύλκοξ. Ιοϑλιοσ, 2001. Εν ώρα υπηρεςύασ. Δεν εύναι ωραύο να ϋχεισ το ϐνομα του πατϋρα ςου ςκαλιςμϋνο ςε γρανύτη ϐταν αυτϐ που θϋλεισ -που ϋχεισ ανϊγκη- εύναι ο ύδιοσ ο πατϋρασ ςου. Εύναι κι αυτϐ κϊτι ϐμωσ. Σο ϐνομα του Ϊνισ θα 'πρεπε να όταν γραμμϋνο κι αυτϐ εκεύ, ώςτε να μποροϑςε να 'ρχεται εκεύνη η ςκϑλα η αδερφό του και να το κοιτϊζει αν όθελε. Δεν όταν ϐμωσ. Και τι εύχε απομεύνει ςτη Δρϊκαινα; Η φόμη ϐτι όταν μια μύζερη πικρϐχολό γριϊ, απϐ τουσ ανθρώπουσ που αν ςε ϋβλεπαν να 'χεισ αρπϊξει φωτιϊ ςτο δρϐμο δε θα 'μπαιναν καν ςτον κϐπο να ςε κατουρόςουν για να τη ςβόςουν. Ϋταν ϋνα φύδι ςτον κϐρφο μασ εδώ και χρϐνια. Ϋταν αδϑνατο να τη ςυμπαθόςεισ, ϐχι ϐμωσ και να τη λυπϊςαι. Σελικϊ κατϋληξε να ϋχει ακϐμη λιγϐτερα απϐ αυτϐ το παιδύ, που τουλϊχιςτον όξερε ςτα ςύγουρα ϐτι ο πατϋρασ του εύχε πεθϊνει, ϐτι δεν επρϐκειτο να ξαναγυρύςει μια μϋρα με ϋνα ντροπιαςμϋνο χαμϐγελο και κϊποια τρελό ιςτορύα προςπαθώντασ να εξηγόςει γιατύ όταν ϊδειεσ οι τςϋπεσ του και γιατύ εύχε τροπικϐ μαϑριςμα, και γιατύ πονοϑςε ϐταν πόγαινε να κατουρόςει. Η αποψινό κουβϋντα δε μου εύχε αφόςει καλό γεϑςη. Εύχα την ελπύδα ϐτι η αλόθεια μπορεύ να βελτύωνε την κατϊςταςη (ςε ελευθερώνει, εύπε κϊποιοσ, μϊλλον κϊποιοσ ανϐητοσ), αλλϊ φοβϐμουν ϐτι αυτό τη φορϊ χειροτϋρεψε τα πρϊγματα. Η ικανοπούηςη τησ περιϋργειασ μπορεύ να ϋφερε
- 424 -
πύςω τον περύεργο γϊτο, αλλϊ δεν ϋβλεπα καμύα απολϑτωσ ικανοπούηςη ςτο πρϐςωπο του Νεντ Γουύλκοξ. Σο μϐνο που ϋβλεπα όταν μια πειςματικό κουραςμϋνη περιϋργεια. Εύχα δει την ύδια ϋκφραςη ςτο πρϐςωπο του Κϋρτισ μερικϋσ φορϋσ, ςυνόθωσ ϐταν ςτεκϐταν ϋξω απϐ την γκαραζϐπορτα του Τπϐςτεγου Β με εκεύνη τη χαρακτηριςτικό ςτϊςη -πϐδια ανοιχτϊ, μϋτωπο ςτο τζϊμι, μϊτια λιγϊκι μιςϐκλειςτα, ςτϐμα ςκεφτικϐ. ήμωσ αυτϊ που περνοϑν απϐ τη μια γενιϊ ςτην ϊλλη με το αύμα αποτελοϑν την πιο γερό αλυςύδα απ' ϐλεσ, ϋτςι δεν εύναι; Αυτϊ που περνοϑν απϐ τη μια γενιϊ ςτην επϐμενη, καλϊ νϋα εδώ, ϊςχημα νϋα εκεύ, ολοκληρωτικό καταςτροφό λιγϊκι παραπϋρα. «Απϐ ϐςο ξϋρουμε», εύπα, «ο Μπρϊιαν Λύπι απλώσ κατϊφερε να ξεφϑγει. Μπορεύ και να εύναι ϐντωσ ϋτςι τα πρϊγματα. Κανεύσ μασ δεν μπορεύ να πει με ςιγουριϊ το αντύθετο. Και μπορεύ να όταν και για καλϐ. Η εξαφϊνιςη του μπορεύ να ϋςωςε τη ζωό τησ φιλενϊδασ του». «Αμφιβϊλλω», μουρμοϑριςε ο Φϊντι. «Βϊζω ςτούχημα ϐτι ο επϐμενοσ που βρόκε όταν ακριβώσ ςαν τον Μπρϊιαν Λύπι, ύςωσ με διαφορετικϐ χρώμα μαλλιϊ. Διαλϋγουν ϊντρεσ που τισ δϋρνουν. Εύναι ςαν να ορύζουν τον εαυτϐ τουσ μϋςα απϐ τουσ μώλωπεσ ςτο πρϐςωπο και ςτα χϋρια τουσ». «Δεν ϋκανε ποτϋ δόλωςη εξαφϊνιςησ για τον Λύπι, πϊντωσ», εύπε η ύρλεώ. «Σουλϊχιςτον δεν πϋραςε καμιϊ τϋτοια δόλωςη απϐ το γραφεύο μου, και βλϋπω ϐλεσ τισ αναφορϋσ τησ πϐλησ και τησ Κομητεύασ εκτϐσ απϐ τισ δικϋσ μασ. οϑτε και κανϋνασ ϊλλοσ απϐ την οικογϋνεια του. Δεν ξϋρω τι απϋγινε η κοπϋλα, αλλϊ μϊλλον θα χϊρηκε που τον ξεφορτώθηκε». «Εςϑ δε φαντϊζομαι να πιςτεϑεισ ϐτι απλώσ βγόκε απϐ το ςπαςμϋνο παρϊθυρο και το ϋςκαςε, ϋτςι δεν εύναι;»
- 425 -
ρώτηςε ο Νεντ τον Φϊντι. «Δεν μπορεύ να το πιςτεϑεισ, όςουν εκεύ». «ήχι», απϊντηςε ο Φϊντι, «βαςικϊ δεν το πιςτεϑω. Αλλϊ δεν ϋχει ςημαςύα τι πιςτεϑω εγώ. Σο θϋμα εύναι αυτϐ που προςπαθεύ να ςου βϊλει ϐλο το βρϊδυ ςτο χοντροκϋφαλϐ ςου ο αρχιφϑλακασ: δεν ξϋρουμε». Ϋταν λεσ και ο μικρϐσ δεν τον ϊκουςε. Γϑριςε πϊλι ς' εμϋνα. «Και ο μπαμπϊσ μου, ϊντι; Σι ϋλεγε αυτϐσ για τον Μπρϊιαν Λύπι;» «Αυτϐσ και ο Σϐνι πύςτευαν ϐτι ο Μπρϊιαν κατϋληξε ςτο ύδιο μϋροσ με τον Ϊνισ Ρϊφερτι και τον Σζύμι το Σρωκτικϐ. ήςο για το πλϊςμα που ςκϐτωςαν εκεύνη τη μϋρα... » «ϊπιςε γρόγορα το καθύκι», εύπε η ύρλεώ με ϋναν κοφτϐ κατηγορηματικϐ τϐνο, κλεύνοντασ το θϋμα. «Τπϊρχουν φωτογραφύεσ, μπορεύσ να τισ δεισ ϐςο θϋλεισ, αλλϊ βαςικϊ δεύχνουν κϊτι που θα μποροϑςε να εύναι οτιδόποτε, ακϐμη και απϊτη. Δε δεύχνουν πώσ όταν ϐταν προςπαθοϑςε να ξεφϑγει απϐ τον Ντύλον, πϐςο γρόγορα κινόθηκε ό πϐςο δυνατϊ ςτρύγκλιζε. Δε δεύχνουν τύποτε, βαςικϊ. Οϑτε μποροϑμε να ςου τα ποϑμε εμεύσ ϋτςι που να τα καταλϊβεισ. Υαύνεται καθαρϊ ςτο πρϐςωπο ςου αυτϐ. Ξϋρεισ γιατύ το παρελθϐν εύναι παρελθϐν, αγϐρι μου;» Ο Νεντ κοϑνηςε αρνητικϊ το κεφϊλι. «Επειδό δεν υπϊρχει πια». Κούταξε μϋςα ςτο πακϋτο των τςιγϊρων τησ και αυτϐ που εύδε πρϋπει να την ικανοπούηςε γιατύ ϋκανε ϋνα καταφατικϐ νεϑμα, το ϋβαλε ςτην τςϊντα τησ και ςηκώθηκε. «Πϊω ςπύτι. Ϊχω δυο γϊτεσ που ϋπρεπε να τισ εύχα ταϏςει εδώ και τρεισ ώρεσ». Αυτό όταν η ύρλεώ -το Κορύτςι τησ Αμερικόσ, την ϋλεγε ο Κερτ ϐταν όθελε να την εκνευρύςει λύγο. Φωρύσ ϊντρα (εύχε
- 426 -
παντρευτεύ για ϋνα διϊςτημα, αμϋςωσ μϐλισ τελεύωςε το γυμνϊςιο ςχεδϐν), χωρύσ παιδιϊ, δυο γϊτεσ, γϑρω ςτα 10.000 αρκουδϊκια. Ϋταν παντρεμϋνη με τη Διμοιρύα Δ, ϐπωσ κι εγώ. Ϊνα ζωντανϐ κλιςϋ, με ϊλλα λϐγια, και αν δε ςου ϊρεςε μποροϑςεσ να πασ να κϐψεισ το λαιμϐ ςου. « ιρλ;» Γϑριςε ακοϑγοντασ τον παραπονεμϋνο τϐνο του Νεντ. «Σι εύναι, αγϊπη μου;» «Σον ςυμπαθοϑςεσ τον πατϋρα μου;» Σον αγκϊλιαςε απϐ τουσ ώμουσ, ϋςκυψε και τον φύληςε ςτο μϋτωπο. «Σον αγαποϑςα, Νεντ. Και ς5 αγαπώ κι εςϋνα. ου εύπαμε ϐςα μποροϑςαμε να ςου ποϑμε, και δεν όταν εϑκολο. Ελπύζω να ςε βοηθόςει αυτϐ». Ϊκανε μια παϑςη. «Ελπύζω να εύναι αρκετϐ». «Σο ελπύζω κι εγώ», εύπε αυτϐσ. Η ύρλεϏ του ϋςφιξε πιο δυνατϊ τουσ ώμουσ για μια ςτιγμό. Μετϊ τον ϊφηςε και ςηκώθηκε. «Φϊντςον Ρϐγιερ, θα ςυνοδεϑςεισ μια κυρύα ωσ το αμαξιτόσ;» «Μετϊ χαρϊσ», απϊντηςε αυτϐσ και την ϋπιαςε αγκαζε. «θα τα ποϑμε αϑριο, ϊντι ; » «Πρωύ πρωύ», του απϊντηςα. «Για μύα απ' τα ύδια». «Σώρα: καλϊ θα κϊνεισ να πασ ςπύτι ςου να κοιμηθεύσ λύγο». «θα πϊω». Ϊφυγε με τη ύρλεϏ. Ο Νεντ κι εγώ μεύναμε καθιςμϋνοι ςτο παγκϊκι και τουσ κοιτϊζαμε καθώσ ϋφευγαν. ηκώςαμε τα χϋρια και τουσ χαιρετόςαμε καθώσ περνοϑςαν με τα αυτοκύνητα τουσ, ο Φϊντι με ϋνα μεγϊλο παλιϐ Νιου Γιϐρκερ, η ύρλεώ με ϋνα μικρϐ ουμπαροϑ που ςτον πύςω προφυλακτόρα εύχε ϋνα αυτοκϐλλητο που ϋγραφε ΣΟ ΚΑΡΜΑ ΜΟΤ ΠΑΣΗΕ ΣΟ ΔΟΓΜΑ ΜΟΤ. 'οταν χϊθηκαν τα πύςω φώτα τουσ ςτη ςτροφό του αρχηγεύου, ϋβγαλα τα τςιγϊρα μου και
- 427 -
κούταξα κι εγώ μϋςα ςτο πακϋτο. Εύχε μεύνει ϋνα. Θα το κϊπνιζα και μετϊ τϋρμα. Ϊλεγα ςτον εαυτϐ μου αυτϐ το παραμϑθι δϋκα χρϐνια τώρα. «Αλόθεια δεν υπϊρχει τύποτε ϊλλο να μου πεύτε;» ρώτηςε ο Νεντ με μια ςιγανό απογοητευμϋνη φωνό. «ήχι. Σο υλικϐ δεν εύναι κατϊλληλο για θεατρικϐ ϋργο, ε; Δεν υπϊρχει τρύτη πρϊξη. Ο Σϐνι και ο πατϋρασ ςου ϋκαναν μερικϊ πειρϊματα ακϐμη τα επϐμενα πϋντε χρϐνια, και τελικϊ ϋφεραν και τον Μπύμπι Ροθ να το ξαναδεύ. Δηλαδό ο πατϋρασ ςου κατϊφερε να πεύςει τον Σϐνι, κι εγώ βρϋθηκα ςτη μϋςη ϐπωσ ςυνόθωσ. Και πρϋπει να ςου πω την αλόθεια: αφοϑ εξαφανύςτηκε ο Μπρϊιαν Λύπι και πϋθανε ο Ντύλον, πύςτευα ϐτι δεν ϋπρεπε να κϊνουμε τύποτε με την Μπιοϑικ, πϋρα απϐ το να την προςϋχουμε και να κϊνουμε καμιϊ προςευχό ποϑ και ποϑ να διαλυθεύ απϐ μϐνη τησ ό να εξαφανιςτεύ, να γυρύςει πύςω απϐ κει που όρθε. Α, ναι, και να ςκοτώνουμε ϐ,τι ϋβγαινε απϐ το πορτ μπαγκϊζ και εύχε ακϐμη αρκετό ζωό μϋςα του για να ςηκωθεύ ϐρθιο και ν' αρχύςει ύςωσ να τρϋχει γϑρω γϑρω ςτο υπϐςτεγο αναζητώντασ κανϋνα ϊνοιγμα για να βγει ϋξω». «Ϊγινε ποτϋ τϋτοιο πρϊγμα;» «Εννοεύσ αν ξαναβγόκε κανϋνασ εξωγόινοσ με ροζ κεφϊλι; ήχι». «Και ο Μπύμπι; Σι εύπε;» «Ωκουςε τον Σϐνι και τον μπαμπϊ ςου, ϋριξε ϊλλη μια ματιϊ ςτο αμϊξι και μετϊ ςηκώθηκε κι ϋφυγε. Εύπε ϐτι όταν πολϑ μεγϊλοσ για ν' αντιμετωπύςει κϊτι τϐςο ϋξω απϐ τον κϐςμο μασ και τον τρϐπο που λειτουργεύ. Σουσ εύπε ϐτι εύχε ςκοπϐ να ςβόςει την Μπιοϑικ απϐ τη μνόμη του και ςυμβοϑλεψε τον Σϐνι και τον Κερτ να κϊνουν το ύδιο».
- 428 -
«Για ϐνομα του Θεοϑ! Κι αυτϐσ ο τϑποσ όταν επιςτόμονασ; Θα 'πρεπε να 'χει πωρωθεύ» «Ο πατϋρασ ςου όταν επιςτόμονασ», εύπα. «Εραςιτϋχνησ, ναι, αλλϊ καλϐσ. Σα πρϊγματα που βγόκαν απϐ την Μπιοϑικ, και η περιϋργεια του για την ύδια την Μπιοϑικ, αυτϊ τον ϋκαναν επιςτόμονα. Η νεκροψύα τησ νυχτερύδασ, για παρϊδειγμα, ϐςο τρελό κι αν όταν, εύχε και κϊτι το ευγενϋσ, κϊτι ςαν τουσ αδερφοϑσ Ρϊιτ καθώσ απογειώνονταν με το μικρϐ τουσ αεροπλανϊκι. Ο Μπύμπι Ροθ απϐ την ϊλλη μεριϊ... ο Μπύμπι όταν μηχανικϐσ του μικροςκοπύου. Ϊτςι αποκαλοϑςε μερικϋσ φορϋσ τον εαυτϐ του, και με περηφϊνια μϊλιςτα. Ϋταν ϋνασ ϊνθρωποσ που περιϐριςε ςυνειδητϊ και προςεκτικϊ το οπτικϐ του πεδύο ςε ϋνα ςυγκεκριμϋνο γνωςτικϐ πεδύο. Οι μηχανικού μιςοϑν τα μυςτόρια. Οι επιςτόμονεσ -ιδιαύτερα οι εραςιτϋχνεσ επιςτόμονεσ- τα αγκαλιϊζουν. Ο πατϋρασ ςου όταν δϑο ϊνθρωποι ταυτϐχρονα. αν αςτυνομικϐσ, μιςοϑςε τα μυςτόρια. αν μελετητόσ τησ Μπιοϑικ... Ασ ποϑμε απλώσ πωσ ϐταν ο πατϋρασ ςου όταν αυτϐσ ο ϊνθρωποσ, όταν πολϑ διαφορετικϐσ». «Ποιοσ απϐ τουσ δϑο ςου ϊρεςε περιςςϐτερο;» Σο ςκϋφτηκα για λύγο. «Εύναι ςαν να ρωτϊει ϋνα παιδύ τουσ γονεύσ του αν αγαπϊνε περιςςϐτερο αυτϐν ό την αδερφό του. Εύναι ϊδικη ερώτηςη. Αλλϊ ο εραςιτϋχνησ Κερτ με τρϐμαζε. Σρϐμαζε και τον Σϐνι λύγο». Εύδα τον μικρϐ να το ςκϋφτεται. «Ϊγιναν μερικϊ πρϊγματα ακϐμη», εύπα. «Σο 1991 βγόκε ϋνα πουλύ με τϋςςερα φτερϊ». «7εςςερα;...» «Ακριβώσ. Πϋταξε λύγο, χτϑπηςε ςε ϋναν τούχο κι ϋπεςε νεκρϐ. Σο φθινϐπωρο του 1993, ϊνοιξε το πορτ μπαγκϊζ μετϊ
- 429 -
απϐ ϋνα φωτοςειςμϐ και όταν μιςογεμϊτο απϐ χώμα. Ο Κερτ όθελε να το αφόςει εκεύ για να δει τι θα γύνει και ο Σϐνι ςυμφώνηςε ςτην αρχό, αλλϊ μετϊ ϊρχιςε να βρομϊει. Δεν όξερα ϐτι το χώμα μπορεύ ν' αποςυντεθεύ, αλλϊ φαύνεται ϐτι μπορεύ, αν προϋρχεται απϐ το κατϊλληλο μϋροσ. Κι ϋτςι... ξϋρω, εύναι τρελϐ, αλλϊ πόραμε το χώμα και το θϊψαμε. Σο πιςτεϑεισ;» Ο Νεντ κατϋνευςε. «Και ο μπαμπϊσ μου παρακολουθοϑςε τι γινϐταν ςτο μϋροσ που το θϊψατε; ύγουρα πρϊγματα. Για να δει τι θα φϑτρωνε». «Νομύζω ϐτι όλπιζε να φυτρώςουν τύποτε αλλϐκοτα κρύνα». «Ϊγινε τύποτε;» «Εξαρτϊται τι εννοεύσ. Δε φϑτρωςε τύποτε, αυτϐ εύναι ςύγουρο. Θϊψαμε το χώμα απϐ το πορτ μπαγκϊζ κοντϊ περύπου ςτο ςημεύο ϐπου εύχαμε θϊψει τον Ντύλον και τα εργαλεύα. ήςο για το τϋρασ, ϐ,τι δε μετατρϊπηκε ςε γλύτςα το κϊψαμε ςτον αποτεφρωτό. Σο ϋδαφοσ ϐπου θϊψαμε το χώμα εύναι ακϐμη ϊγονο. Κϊθε ϊνοιξη βγαύνουν μερικϊ φυτϊ και παλεϑουν να μεγαλώςουν, αλλϊ πϊντα μαραύνονται. Σελικϊ φαντϊζομαι ϐτι θ' αλλϊξει κι αυτϐ». Ϊβαλα το τελευταύο τςιγϊρο ςτο ςτϐμα μου και το ϊναψα. «Ενϊμιςη χρϐνο περύπου μετϊ το χώμα, μασ όρθε ϊλλη ια κϐκκινη ςαϑρα. Νεκρό. Αυτό όταν η τελευταύα. Εύναι ακϐμη ςειςμογενόσ περιοχό εκεύ μϋςα, αλλϊ η γη δεν τραντϊζεται τϐςο πολϑ αυτϋσ τισ μϋρεσ. Υυςικϊ αυτϐ δε ςημαύνει ϐτι δεν πρϋπει να προςϋχεισ με την Μπιοϑικ, ϐπωσ πρϋπει να προςϋχεισ με ϋνα παλιϐ τουφϋκι ϋςτω κι αν εύναι ςκουριαςμϋνο και η κϊννη του εύναι βουλωμϋνη απϐ χώμα, αλλϊ με κϊποιεσ λογικϋσ προφυλϊξεισ μϊλλον δεν υπϊρχει μεγϊλοσ κύνδυνοσ. Και μια
- 430 -
μϋρα -ο μπαμπϊσ ςου το πύςτευε αυτϐ, και ο Σϐνι, κι εγώ επύςησ- η Μπιοϑικ ϐντωσ θα διαλυθεύ. Εντελώσ ξαφνικϊ, ϐπωσ το μϐνιππο ςτο πούημα». Με κούταξε με απορύα, και κατϊλαβα ϐτι δεν όξερε για ποιο πούημα του μιλοϑςα. Ζοϑμε ςε εποχϋσ παρακμόσ. Μετϊ εύπε, «Σο νιώθω». Κϊτι ςτον τϐνο του με ξϊφνιαςε προξενώντασ μου ϋνα δυςϊρεςτο ςυναύςθημα και τον κούταξα επύμονα και διαπεραςτικϊ. Ϊδειχνε ακϐμη πιο μικρϐσ απϐ τα δεκαοχτώ του χρϐνια, ςκϋφτηκα. Ϊνα μικρϐ παιδύ, τύποτε παραπϊνω, με αθλητικϊ παποϑτςια ςτα πϐδια και το πρϐςωπο του ζωγραφιςμϋνο με αςτροφεγγιϊ. «Σο νιώθεισ;» ρώτηςα. «Ναι. Εςϑ δεν το νιώθεισ;» ήλοι οι αςτυνομικού που εύχαν περϊςει απϐ τη Δ με τα χρϐνια εύχαν νιώςει την ϋλξη τησ Μπιοϑικ, ϋτςι νομύζω. Σην ϋνιωθαν ϐπωσ εκεύνοι που ζουν ςτα παρϊλια νιώθουν τισ κινόςεισ τησ θϊλαςςασ -οι παλύρροιεσ γύνονται το ρολϐι με το οπούο χτυπϊει η καρδιϊ τουσ. Σισ περιςςϐτερεσ φορϋσ δεν το προςϋχαμε περιςςϐτερο απϐ ϐςο προςϋχεισ τη μϑτη ςου, ϋνα ςχόμα που υπϊρχει ςτο κϊτω μϋροσ κϊθε εικϐνασ που βλϋπεισ. Μερικϋσ φορϋσ ϐμωσ, η ϋλξη όταν πιο δυνατό και Σώρα: ςε ϋκανε να πονϊσ κατϊ κϊποιον τρϐπο. «Εντϊξει», εύπα, «ασ ποϑμε ϐτι το νιώθω. Ο Φϊντι ςύγουρα το ϋνιωςε. Σι νομύζεισ ϐτι θα του ςυνϋβαινε εκεύνη τη μϋρα αν δε φώναζε η ύρλεώ τη ςυγκεκριμϋνη ςτιγμό; Σι νομύζεισ ϐτι θα του ςυνϋβαινε αν ϋμπαινε ςτο πορτ μπαγκϊζ, ϐπωσ εύπε ϐτι εύχε αποφαςύςει να κϊνει;» «οβαρϊ δεν το όξερεσ αυτϐ, ϊντι; όμερα το ϊκουςεσ για πρώτη φορϊ;» Κοϑνηςα καταφατικϊ το κεφϊλι μου.
- 431 -
«Δεν εύδα να ςου κϊνει μεγϊλη ϋκπληξη ϐμωσ». «Οτιδόποτε ϋχει ςχϋςη με την Μπιοϑικ δε με εκπλόςςει πια». «Πιςτεϑεισ ϐτι ςκϐπευε ϐντωσ να το κϊνει; Να μπει μϋςα και να κλεύςει το ςκϋπαςμα του;» «Ναι. Μϐνο που πιςτεϑω ϐτι δεν όθελε να το κϊνει ο ύδιοσ. Εύναι αυτό η ϋλξη που αςκεύ η Μπιοϑικ. Ϋταν πιο ιςχυρό Σώρα:, αλλϊ υπϊρχει ακϐμη». Ο Νεντ δεν απϊντηςε, κούταζε αμύλητοσ το Τπϐςτεγο Β. «Δεν απϊντηςεσ ςτην ερώτηςη μου, Νεντ. Σι νομύζεισ ϐτι θα γινϐταν αν εύχε μπει εκεύ μϋςα;» «Δεν ξϋρω». Λογικό απϊντηςη, φαντϊζομαι -ςύγουρα παιδικό απϊντηςη, εύναι μια φρϊςη που τα παιδιϊ τη λϋνε δϋκα φορϋσ τη μϋρα-, αλλϊ με ενϐχληςε παρ' ϐλ' αυτϊ. Εύχε παρατόςει την ομϊδα του ρϊγκμπι, αλλϊ φαύνεται ϐτι δεν εύχε ξεχϊςει ϐςα του ϋμαθαν εκεύ, να ελύςςεςαι και ν' αποφεϑγεισ τον αντύπαλο. Ροϑφηξα μια τζοϑρα. Ο καπνϐσ εύχε μια γεϑςη ςαν καυτϐ ςανϐ. Σον φϑςηξα πϊλι ϋξω. «Δεν ξϋρεισ». «ήχι». «Μετϊ τον Ϊνισ και τον Σζύμι και -πιθανϐν- τον Μπρϊιαν Λύπι, εςϑ δεν ξϋρεισ». «Δεν πηγαύνουν ϐλα κϊπου αλλοϑ, ϊντι. Πϊρε το ϊλλο τρωκτικϐ, για παρϊδειγμα. Ση Ροζαλύ, ό Ρϐζαλιν, ό ϐπωσ την ϋλεγαν, τϋλοσ πϊντων». Αναςτϋναξα. «ήπωσ θϋλεισ. Εγώ θα πϊω ςτο Κϊντρι Γουϋι να φϊω ϋνα τςύζμπεργκερ. Ϊλα κι εςϑ αν θϋλεισ, αλλϊ μϐνο αν μποροϑμε να κϐψουμε αυτό τη ςυζότηςη και να μιλόςουμε για κϊτι ϊλλο». Σο ςκϋφτηκε για λύγο. «Καλϑτερα να πϊω ςπύτι», εύπε. «Να τα ςκεφτώ ϐλα αυτϊ». «Εντϊξει, αλλϊ μην το κουβεντιϊςεισ με τη μητϋρα ςου».
- 432 -
Με κούταξε με μια ςχεδϐν κωμικό ςοκαριςμϋνη ϋκφραςη. «ήχι βϋβαια!» Γϋλαςα και τον χτϑπηςα ςτον ώμο. Οι ςκιϋσ εύχαν χαθεύ απϐ το πρϐςωπο του και ξαφνικϊ ϋνιωθα πϊλι ϐτι μποροϑςα να τον ςυμπαθόςω. ήςο για τισ ερωτόςεισ του και την παιδικό του επιμονό να ϋχει η ιςτορύα τϋλοσ και το τϋλοσ να εμπεριϋχει κϊποια απϊντηςη, μπορεύ το πρϐβλημα να λυνϐταν με το πϋραςμα του χρϐνου. άςωσ να περύμενα να δει τα πρϊγματα ϐπωσ τα ϋβλεπα εγώ. Οι πλαςτϋσ ζωϋσ που βλϋπουμε ςτην τηλεϐραςη και ςτον κινηματογρϊφο μϊσ ψιθυρύζουν ϐτι η ανθρώπινη ϑπαρξη αποτελεύται απϐ αποκαλϑψεισ και αιφνύδιεσ αλλαγϋσ ςτην ψυχικό διϊθεςη. Νομύζω ϐτι, μϋχρι να ενηλικιωθοϑμε, ϋχουμε καταλόξει ν' αποδεχτοϑμε ωσ ϋνα βαθμϐ αυτό την ιδϋα. Αυτϊ τα πρϊγματα μπορεύ να ςυμβαύνουν κατϊ καιροϑσ, αλλϊ πιςτεϑω ϐτι ςε γενικϋσ γραμμϋσ εύναι ϋνα ψϋμα. Οι αλλαγϋσ ςτη ζωό ϋρχονται αργϊ. Ϊρχονται ϋτςι ϐπωσ αναςαύνει ο μικρϐτεροσ ανιψιϐσ μου ςτον πιο βαθϑ του ϑπνο. Μερικϋσ φορϋσ νιώθω την παρϐρμηςη να βϊλω το χϋρι ςτο ςτόθοσ του μϐνο και μϐνο για να βεβαιωθώ ϐτι ζει ακϐμη. Αν το ϋβλεπεσ απϐ αυτό την ϊποψη, η ιδϋα τησ γϊτασ που ικανοποιεύ την περιϋργεια τησ φαινϐταν λιγϊκι παρϊλογη. Ο κϐςμοσ ςπϊνια τελειώνει τισ ςυζητόςεισ του. Ζοϑςα εύκοςι τρύα χρϐνια με την Μπιοϑικ 8, κι αν εύχα μϊθει κϊτι ς' αυτϐ το διϊςτημα όταν αυτϐ. Εκεύνη τη ςτιγμό, ο γιοσ του Κερτ ϋδειχνε να ϋχει κϊνει ϋνα βόμα προσ τη ςωςτό κατεϑθυνςη. άςωσ και δϑο. Και αν δεν μποροϑςα να το θεωρόςω αυτϐ αρκετϐ για μια νϑχτα, Σώρα: εύχα εγώ πρϐβλημα.
- 433 -
«Θα ϋρθεισ αϑριο, ϋτςι δεν εύναι;» τον ρώτηςα. «Πρωύ πρωύ, αρχιφϑλακα. Για μύα απ' τα ύδια». «Σώρα: ύςωσ θα 'πρεπε ν' αναβϊλεισ τη ςκϋψη και να κοιμηθεύσ λύγο». «Θα προςπαθόςω». Ωγγιξε για μια ςτιγμό το χϋρι μου. «Ευχαριςτώ, ϊντι». «Κανϋνα πρϐβλημα». «Αν ϋγινα ενοχλητικϐσ κϊποια ςτιγμό...» «Δεν ϋγινεσ», εύπα. Εύχε γύνει ενοχλητικϐσ ςε κϊποιεσ περιπτώςεισ, αλλϊ νομύζω ϐτι δεν μποροϑςε να κρατηθεύ. την ηλικύα του θα εύχα γύνει κι εγώ πολϑ πιο ενοχλητικϐσ. Σον κούταζα καθώσ πόγαινε προσ την Μπελ Αιρ που του εύχε αφόςει ο πατϋρασ του, ϋνα αμϊξι τησ ύδιασ πϊνω κϊτω χρονιϊσ με αυτϐ που εύχαμε ςτο υπϐςτεγο, αλλϊ ϐχι τϐςο επειςοδιακϐ. τα μιςϊ του πϊρκινγκ ςταμϊτηςε, κούταξε το Τπϐςτεγο Β, κι εγώ ςταμϊτηςα κρατώντασ το τςιγϊρο μπροςτϊ ςτα χεύλια μου, περιμϋνοντασ να δω τι θα κϊνει. υνϋχιςε το δρϐμο του για το αυτοκύνητο αντύ να πϊει ςτο υπϐςτεγο. Ψραύα. Σρϊβηξα μια τελευταύα τζοϑρα απϐ τον υπϋροχο κϑλινδρο του θανϊτου, ςκϋφτηκα να το πατόςω ςτην ϊςφαλτο, αλλϊ τελικϊ βρόκα ϋνα ςημεύο και το ϋχωςα ςτον τενεκϋ με τισ γϐπεσ, ϐπου όταν όδη θαμμϋνα ϐρθια καμιϊ διακοςαριϊ ϊλλα αποτςύγαρα. Οι ϊλλοι μποροϑςαν να πατϊνε τισ γϐπεσ τουσ κϊτω αν όθελαν -ο Ωρκι θα τισ μϊζευε αδιαμαρτϑρητα-, αλλϊ όταν προτιμϐτερο να μην το κϊνω κι εγώ. ε τελικό ανϊλυςη όμουν ο αρχιφϑλακασ, ο ϊνθρωποσ που καθϐταν ςτη μεγϊλη καρϋκλα. Μπόκα ςτο αρχηγεύο. Η τϋφανι Κολοϑτςι όταν ςτο θϊλαμο επικοινωνιών. Διϊβαζε ϋνα περιοδικϐ πύνοντασ Κϐκα. ήταν με εύδε ϊφηςε την Κϐκα
- 434 -
και ϋςτρωςε τη φοϑςτα ςτα γϐνατα τησ. «Σι γύνεται, γλυκιϊ μου;» τη ρώτηςα. «Σύποτε ςπουδαύο. Σα παρϊςιτα καθαρύζουν, αν και ϐχι τϐςο γρόγορα ϐςο τισ ϊλλεσ φορϋσ μετϊ απϐ... αυτϋσ τισ φϊςεισ. Πϊντωσ ακοϑω αρκετϊ καλϊ ώςτε να παρακολουθώ την κατϊςταςη». «Ποια κατϊςταςη;» «Σο 9 πηγαύνει ς' ϋνα αμϊξι που ϋπιαςε φωτιϊ ςτον Διαπολιτειακϐ 87, ςτην Ϊξοδο 9. Ο Μακ εύπε ϐτι ο οδηγϐσ εύναι πωλητόσ, πόγαινε για το Κλύβελαντ, το αμϊξι πόρε φωτιϊ καθ' οδϐν κι αυτϐσ αρνόθηκε να κϊνει αλκοτϋςτ. Σο 16 ϋχει μια πιθανό διϊρρηξη ςτην αντιπροςωπεύα τησ Υορντ ςτο τϊτλερ. Ο Σζεφ Κϊτλερ ϋχει ϋνα βανδαλιςμϐ ςτο γυμνϊςιο του τϊτλερ, αλλϊ απλώσ βοηθϊει, το ϋχει αναλϊβει η τοπικό αςτυνομύα». «Αυτϊ;» «Και ο Πολ Λϊβινγκ εύναι 10-98 για το ςπύτι του με το περιπολικϐ, ο γιοσ του ϋχει πϊθει κρύςη ϊςθματοσ». «Δεν όταν ανϊγκη να το βϊλεισ αυτϐ ςτην αναφορϊ». Η τϋφι με κούταξε επικριτικϊ, ςαν να ϋλεγε ϐτι δε χρειαζϐταν να τησ το πω αυτϐ. «Σι γύνεται ςτο Τπϐςτεγο Β;» «Σύποτε», εύπα. «Δηλαδό, τύποτε το ιδιαύτερο. Η κατϊςταςη εξομαλϑνεται. Υεϑγω. Αν προκϑψει τύποτε...» ταμϊτηςα ςχεδϐν φρικαριςμϋνοσ. «ϊντι;» με ρώτηςε. «υμβαύνει τύποτε;» Αν προκϑψει τύποτε, πϊρε τον Σϐνι ϋιντινκσ. Αυτϐ όμουν ϋτοιμοσ να πω, λεσ και δεν εύχαν περϊςει εύκοςι χρϐνια και ο παλιϐσ αρχιφϑλακασ δεν όταν καρφωμϋνοσ μπροςτϊ ςτην τηλεϐραςη με τα ςϊλια να τρϋχουν απϐ το ςτϐμα του ςε ϋναν ούκο ευγηρύασ του τϊτλερ. «ήχι, τύποτε», εύπα. «Αν προκϑψει τύποτε, πϊρε τον Υρανκ ϐντερμπεργκ. Εύναι η
- 435 -
ςειρϊ του». «Εντϊξει. Καληνϑχτα». «Ευχαριςτώ, τεφ, επύςησ». Καθώσ ϋβγαινα ϋξω, η Μπελ Αιρ κατϋβαινε αργϊ προσ το δρϐμο με ϋνα απϐ τα γκρουπ που ϊρεςαν ςτον Νεντ -οι Γουύλκο ό ύςωσ οι Σζϋιχοκσ- να παύζει ςτη διαπαςών απϐ τα ηχεύα. όκωςα το χϋρι και μου ανταπϋδωςε το χαιρετιςμϐ. Φαμογελώντασ. Γλυκϐ χαμϐγελο. Για ϊλλη μια φορϊ δυςκολευϐμουν να πιςτϋψω ϐτι εύχα θυμώςει τϐςο πολϑ μαζύ του. Πόγα μϋχρι το υπϐςτεγο και πόρα τη ςτϊνταρ ςτϊςη με τα πϐδια λιγϊκι ανοιχτϊ, μια ςτϊςη που ςε κϊνει να νιώθεισ λύγο ςαν Ρεπουμπλικϊνοσ για κϊποιο λϐγο, ϋτοιμοσ να βρύςεισ τουσ τεμπϋληδεσ που απομυζοϑν τα ταμεύα ανεργύασ και τουσ ξϋνουσ που καύνε ςημαύεσ ςτο εξωτερικϐ. Κούταξα μϋςα. Η Μπιοϑικ καθϐταν ςιωπηλό κϊτω απϐ τα αναμμϋνα φώτα, ρύχνοντασ μια φυςιολογικό ςκιϊ ςαν να όταν ϋνα φυςιολογικϐ πολυτελϋσ αμϊξι με αςπρϐμαυρα λϊςτιχα. Και ϋνα τιμϐνι που όταν λύγο μεγϊλο. Και μια επιφϊνεια που ϋδιωχνε τη βρϐμα και θερϊπευε τισ γρατςουνιϋσ. Αυτϐ γινϐταν πιο αργϊ τώρα, αλλϊ γινϐταν ακϐμη. Σα λϊδια εύναι εντϊξει εύχε πει ο ϊγνωςτοσ πριν ςτρύψει ςτη γωνύα, αυτϊ όταν τα τελευταύα λϐγια του γϑρω απϐ το θϋμα, και η Μπιοϑικ τώρα όταν ακϐμη εδώ ςαν ϋνα ϋργο τϋχνησ που ξϋμεινε ςε μια κλειςτό γκαλερύ. Μια ανατριχύλα απλώθηκε ςτα μπρϊτςα μου και αιςθϊνθηκα τα γεννητικϊ μου ϐργανα να ςφύγγονται. Σο ςτϐμα μου εύχε εκεύνη τη ςτεγνό γεϑςη που παύρνει ϐταν ξϋρω ϐτι κϊτι τρϋχει, κϊτι ϊςχημο. Μπελϊδεσ ςτο τετρϊγωνο και πϊμε για τζϊκποτ, ϋλεγε ο Ϊνισ Ρϊφερτι. Δεν ϋβγαζε κϊποιο βϐμβο και δεν ϋλαμπε, η θερμοκραςύα εύχε ανεβεύ πϊνω απϐ τουσ δεκαπϋντε βαθμοϑσ, αλλϊ το ϋνιωθα να με τραβϊει, να μου ψιθυρύζει να
- 436 -
μπω μϋςα και να κοιτϊξω. Μποροϑςε να μου δεύξει ϋνα ςωρϐ πρϊγματα, μου ψιθϑριζε, ιδιαύτερα τώρα που όμαςτε μϐνοι. Ϊτςι ϐπωσ ϋβλεπα την Μπιοϑικ, κατϊλαβα ϋνα πρϊγμα: εύχα θυμώςει με τον Νεντ επειδό φοβϐμουν γι' αυτϐν. Υυςικϊ. Ϊτςι ϐπωσ κούταζα την Μπιοϑικ, και ϋνιωθα την παλιρροώκό τησ* ϋλξη βαθιϊ ςτο κϋντρο του κεφαλιοϑ μου -και να χτυπϊει ταυτϐχρονα ςτα ςωθικϊ και ςτουσ βουβώνεσ μου-, όταν πολϑ πιο εϑκολο να καταλϊβω. Η Μπιοϑικ ϋβγαζε τϋρατα. Ναι. Αλλϊ μερικϋσ φορϋσ όθελεσ παρ' ϐλ' αυτϊ να την πληςιϊςεισ, ϋτςι ϐπωσ θϋλεισ μερικϋσ φορϋσ να κοιτϊξεισ ξακρύζοντασ ϐταν εύςαι ςε κϊποιο ψηλϐ μϋροσ ό να κοιτϊξεισ μϋςα ςτην κϊννη του πιςτολιοϑ ςου και να δεισ την τρϑπα ςτην ϊκρη τησ να μετατρϋπεται ςε μϊτι. Ϊνα μϊτι που ςε παρακολουθεύ, εςϋνα και μϐνο εςϋνα. Δεν εύχε νϐημα να προςπαθόςεισ να ξεφϑγεισ απϐ τϋτοιεσ ςτιγμϋσ με τη λογικό, ό να προςπαθόςεισ να καταλϊβεισ αυτό τη νευρωτικό ϋλξη. Σο καλϑτερο που εύχεσ να κϊνεισ όταν να οπιςθοχωρόςεισ, να βϊλεισ το πιςτϐλι ςτη θόκη του, να φϑγεισ απϐ το αρχηγεύο. Απϐ το Τπϐςτεγο Β. Μϋχρι να βγεισ ϋξω απϐ την ακτύνα δρϊςησ αυτόσ τησ αδιϐρατησ ψιθυριςτόσ φωνόσ. Μερικϋσ φορϋσ το να το βϊλεισ ςτα πϐδια εύναι μια απολϑτωσ αποδεκτό αντύδραςη. τϊθηκα εκεύ μια ςτιγμό ακϐμη ϐμωσ, νιώθοντασ αυτϐν το μακρινϐ παλμϐ ςτο κεφϊλι μου και γϑρω απϐ την καρδιϊ μου, κοιτϊζοντασ την μπλε Μπιοϑικ Ροουντμϊςτερ. Μετϊ ϋκανα πύςω, πόρα μια βαθιϊ ανϊςα νυχτερινοϑ αϋρα και κούταξα το φεγγϊρι μϋχρι που ϋνιωςα ϐτι ξαναβρόκα τον εαυτϐ μου. Κι ϑςτερα πόγα ςτο αμϊξι μου, μπόκα μϋςα κι ϋφυγα.
- 437 -
Σο Κϊντρι Γουϋι δεν εύχε κϐςμο. Δεν ϋχει ποτϋ αυτϐ τον καιρϐ, οϑτε καν το βρϊδυ τησ Παραςκευόσ και του αββϊτου. Σα εςτιατϐρια ςτα εμπορικϊ κϋντρα, ςτο Γουϐλ-Μαρτ και ςτο καινοϑριο τϊτλερ Μολ, εύχαν αρχύςει να πνύγουν τα παλιϊ μαγαζιϊ του κϋντρου, ϐπωσ ο καινοϑριοσ πολυκινηματογρϊφοσ ςτην 32η Οδϐ ϋπνιγε τον παλιϐ κινηματογρϊφο Σζεμ ςτο κϋντρο. ήπωσ πϊντα, πολλού με κούταξαν ϐταν μπόκα μϋςα. Εκεύνο που κοιτϊζουν εύναι η ςτολό, φυςικϊ. Δϑο θαμώνεσ -ο ϋνασ βοηθϐσ ςερύφη, ο ϊλλοσ γενικϐσ ειςαγγελϋασ τησ Κομητεύασ- με χαιρϋτηςαν και μου ϋςφιξαν το χϋρι. Ο ειςαγγελϋασ όταν με τη γυναύκα του και με κϊλεςε να καθύςω μαζύ τουσ. Σουσ εύπα ευχαριςτώ, δε γύνεται, περιμϋνω κϊποιον. Σο ενδεχϐμενο να κϊνω παρϋα με κϊποιουσ, να εύμαι υποχρεωμϋνοσ να μιλόςω κι ϊλλο εκεύνο το βρϊδυ (ϋςτω και περύ ανϋμων και υδϊτων), μου προκαλοϑςε ναυτύα. Κϊθιςα ςε ϋνα απϐ τα μικρϊ τραπϋζια ςτο βϊθοσ τησ κϑριασ αύθουςασ, και η ύνθια Γκϊρισ όρθε να πϊρει την παραγγελύα μου. Ϋταν μια ϐμορφη ξανθιϊ με μεγϊλα υπϋροχα μϊτια. 'Οταν μπόκα μϋςα ϋφτιαχνε ϋνα παγωτϐ για κϊποιον, και ςυγκινόθηκα βλϋποντασ ϐτι αφοϑ ςερβύριςε το παγωτϐ φρϐντιςε πριν μου φϋρει το μενοϑ να ξεκουμπώςει το πϊνω κουμπύ τησ ςτολόσ τησ για να φαύνεται η μικρό αςημϋνια καρδιϊ που φοροϑςε ςτη βϊςη του λαιμοϑ. Δεν όξερα αν το ϋκανε για μϋνα ό όταν απλώσ μύα ακϐμη αντύδραςη ςτη ςτολό. Μακϊρι να όταν για μϋνα. «Σι ϋγινε, ϊντι, χϊθηκεσ. Ποϑ τρωσ τελευταύα, ςτο ήλιβ Γκϊρντεν; το Ωουτμπακ; το Μακαρϐνι Γκριλ; Κϊποιο απ' αυτϊ;» Ξεφϑςηξε με προςποιητό περιφρϐνηςη.
- 438 -
«ήχι, απλώσ ϋτρωγα ςπύτι μου. Σι ςπεςιαλιτϋ ϋχεισ ςόμερα;» «Κοτϐπουλο με ςϊλτςα, γεμιςτϊ κοχϑλια με ςϊλτςα κρϋατοσ -και τα δϑο λύγο βαριϊ για βρϊδυ, κατϊ την ταπεινό μου γνώμη- και τηγανητϐ γϊδο. Με ϋνα δολϊριο επιπλϋον, τρωσ ϐςη ποςϐτητα θϋλεισ. Ξϋρεισ το ςϑςτημα». «Μϊλλον θα πϊρω ϋνα τςύζμπεργκερ και μια Ωιρον ύτι για να πϊει κϊτω». Ϊγραψε ςτο ςημειωματϊριο τησ και μετϊ με κούταξε επύμονα. «Εύςαι καλϊ; Υαύνεςαι κουραςμϋνοσ». «Εύμαι κουραςμϋνοσ. Κατϊ τα ϊλλα, μια χαρϊ. Εύδεσ κανϋναν απϐ τη Διμοιρύα Δ απϐψε;» «Ο Σζορτζ τανκϐφςκι πϋραςε νωρύτερα. Εκτϐσ απ' Εαυτϐν, μϐνο εςϑ, αγϐρι μου. Απϐ αςτυνομικοϑσ, εννοώ, ώύναι κι αυτού οι τϑποι εκεύ πϋρα, αλλϊ... » όκοςε τουσ ώμουσ ςαν να ϋλεγε ϐτι αυτού δεν όταν πραγματικού αςτυνομικού. Σϑχαινε να ςυμφωνώ μαζύ τησ. «Εντϊξει. Αν μπουν ληςτϋσ θα τουσ αντιμετωπύςω μϐνοσ μου». «Αν δώςουν πουρμπουϊρ δεκαπϋντε τοισ εκατϐ, όρωα μου, ϊς' τουσ να μασ ληςτϋψουν», του απϊντηςε. «Θα ςου φϋρω την μπύρα ςου». Και απομακρϑνθηκε με τον κομψϐ πιςινϐ τησ να κουνιϋται κϊτω απϐ τη λευκό νϊιλον ςτολό. Ο Πιτ Κουύνλαντ, ο παλιϐσ ιδιοκτότησ του εςτιατορύου, εύχε φϑγει πια, αλλϊ τα μύνι τζουκμπϐξ που εύχε ϋγκαιρα ςτόςει όταν ακϐμη ςτον τούχο δύπλα ςτο τραπϋζι. Σα διαθϋςιμα τραγοϑδια όταν γραμμϋνα ςε μια καταςκευό ςαν βιβλύο, με μικροϑσ νικελϋ λεβιϋδεσ με τουσ οπούουσ γϑριζεσ τισ ςελύδεσ. Σο ςϑςτημα όταν πολϑ παλιϐ πια και δε δοϑλευε, αλλϊ δεν μποροϑςεσ ν* αντιςταθεύσ ςτον πειραςμϐ να παύξεισ με τουσ λεβιϋδεσ, γυρύζοντασ τισ ςελύδεσ και διαβϊζοντασ τουσ τύτλουσ
- 439 -
των τραγουδιών ςησ μικρϋσ ροζ ετικϋτεσ. Σα μιςϊ περύπου όταν του αγαπημϋνου τραγουδιςτό του Πιτ, ρυθμικϊ τραγοϑδια ςαν το «Witchcraft» και το «Luck Be a Lady Tonight». ΥΡΑΝΚ ςιΝΑΣΡΑ, ϋγραφαν οι μικρϋσ ροζ ετικϋτεσ, και απϐ κϊτω, με μικρϐτερα γρϊμματα: ΟΡΦΗΣΡΑ ΝΕΛΕΟΝ ΠΝΣΛ. Σα ϊλλα όταν απϐ κεύνα τα παλιϊ τραγοϑδια του ροκ εν ρολ που τα ξεχνϊσ ϐταν βγουν απϐ τα τςαρτ, και δεν τα ακοϑσ ποτϋ ςτουσ ςταθμοϑσ με παλιϋσ επιτυχύεσ, αν και λογικϊ θα 'πρεπε να τα παύζουν. ε τελικό ανϊλυςη, πϐςεσ φορϋσ μπορεύσ ν1 ακοϑςεισ το «Brandy (You're a Fine Girl)» πριν αρχύςεισ να ουρλιϊζεισ; Γϑριζα τισ ςελύδεσ του τζουκμπϐξ κοιτϊζοντασ τα τραγοϑδια που δεν μποροϑςεσ ν5 ακοϑςεισ πια με ϋνα κϋρμα των εύκοςι πϋντε ςεντσ. Ο καιρϐσ περνϊει. Αν κϊνεισ ηςυχύα θ' ακοϑςεισ το ςερνϐμενο θλιβερϐ βόμα του. Αν ρωτόςει κανεύσ για την Μπιονικ 8, πεύτε του ϐτι εύναι υπϐ κατϊςχεςη. Αυτϐ εύχε πει ο Σϐνι το βρϊδυ που ςυζητόςαμε εδώ, ςτο πύςω δωμϊτιο. Εύχαμε διώξει τισ ςερβιτϐρεσ και ςερβύραμε μπύρεσ μϐνοι μασ, κρατώντασ λογαριαςμϐ μϋχρι και την τελευταύα δεκϊρα. Ζότημα τιμόσ, και γιατύ ϐχι; Ϋμαςτε ϋντιμοι ϊνθρωποι και κϊναμε το καθόκον μασ ϐπωσ το αντιλαμβανϐμαςταν. Και ακϐμη εύμαςτε. Πολιτειακό Αςτυνομύα τησ Πενςιλβϊνια, καταλαβαύνετε; Οι πραγματικού μαχητϋσ των δρϐμων. 'Οπωσ ϋλεγε ο Ϊντι -ϐταν όταν πιο νϋοσ και λεπτϐσ-, δεν εύναι μια απλό δουλειϊ, εύναι μια ολϐκληρη γαμημϋνη περιπϋτεια. Γϑριςα τη ςελύδα. «Heart of Glass», τησ ΜΠΛΟΝάά. χετικϊ με αυτϐ το θϋμα, μακριϊ απϐ επύςημα χαρτιϊ και αναφορϋσ. Κι ϊλλα ςοφϊ λϐγια απϐ τον Σϐνι ϋινανκσ, ειπωμϋνα καθώσ το ταβϊνι εύχε ςχεδϐν ςκεπαςτεύ απϐ μπλε ςϑννεφα καπνοϑ.
- 440 -
Εκεύνη την εποχό κϊπνιζαν οι πϊντεσ, εκτϐσ ύςωσ απϐ τον Κερτ -και κούτα τι ϋπαθε κι αυτϐσ. Ο ινϊτρα τραγουδοϑςε το «One for My Baby» απϐ τα ηχεύα ςτο ταβϊνι, και απϐ το μπενμαρύ υψωνϐταν η γλυκιϊ μυρωδιϊ του ψητοϑ χοιρινοϑ. Ο Σϐνι δεν τα όθελε τα επύςημα χαρτιϊ, τουλϊχιςτον ςε ςχϋςη με την Μπιοϑικ. Και κϊποια ςτιγμό το μυαλϐ του ϊρχιςε να το ςκϊει, πρώτα μϐνο μερικϋσ διμοιρύεσ απϐ εγκεφαλικϊ κϑτταρα τη νϑχτα, μετϊ λϐχοι, και μετϊ ολϐκληρα ςυντϊγματα μϋρα μεςημϋρι. ή,τι εύναι ανεπύςημο και ϊγραφο δεν μπορεύ να ςε βλϊψει, μου εύχε πει κϊποτε, την εποχό που εύχε γύνει φανερϐ ϐτι θα ϋπαιρνα τη θϋςη του ϐταν ϋφευγε και θα καθϐμουν ςτο γραφεύο του, ω παπποϑ, τι μεγϊλη καρϋκλα που ϋχεισ. Μϐνο που απϐψε την ξϋχαςα τη ςυμβουλό του και τα αποκϊλυψα ϐλα, ϋτςι δεν εύναι; Ναι, τα πϊντα. Ωνοιξα το ςτϐμα μου και ξϋραςα ϐλη την ιςτορύα. Με λύγη βοόθεια απϐ τουσ φύλουσ μου, ϐπωσ λϋει και το τραγοϑδι Και τα εύπαμε ϐλα αυτϊ ςε ϋνα παιδύ που όταν ακϐμη χαμϋνο μϋςα ςτο λαβϑρινθο τησ θλύψησ. Που καιγϐταν απϐ μια απϐλυτα φυςικό περιϋργεια παρ' ϐλη αυτό τη θλύψη. Ϊνα χαμϋνο παιδύ; άςωσ. την τηλεϐραςη, οι ιςτορύεσ ςαν του Νεντ ϋχουν ευτυχιςμϋνο τϋλοσ, αλλϊ ςτο τϊτλερ τησ Πενςιλβϊνια η ζωό δεν ϋχει καμύα ςχϋςη με την τηλεϐραςη. Εύχα πει ςτον εαυτϐ μου ϐτι όξερα τουσ κινδϑνουσ, τώρα ϐμωσ αναρωτιϐμουν αν όταν αλόθεια αυτϐ. Γιατύ ποτϋ δεν κϊνουμε κϊτι πιςτεϑοντασ ϐτι θ' αποτϑχουμε, ϋτςι δεν εύναι; 'Οχι. Σο κϊνουμε επειδό νομύζουμε ϐτι θα ςώςουμε την κατϊςταςη και ϋξι ςτισ δϋκα φορϋσ πατϊμε την ϊκρη τησ τςουγκρϊνασ μϋςα ςτα χϐρτα και ςηκώνεται το κοντϊρι και μπαμ, ανϊμεςα ςτα μϊτια.
- 441 -
Πεσ μου τι ϋγινε ϐταν ανούξατε τη νυχτερύδα. Πεσ μου για το ψϊρι. Να και το «Pledging My Love», ΣΖΟΝΙΕέ. Παραμϋριζε κϊθε προςπϊθεια που ϋκανα -που κϊναμε ϐλοι μασ, για να του εξηγόςουμε ϐτι το ηθικϐ δύδαγμα εδώ δεν όταν να ερευνϊσ τα μυςτόρια, αλλϊ να τα αφόνεισ να παραμεύνουν μυςτόρια. Απλώσ να ςυνεχύςεισ το δρϐμο ςου. Λύγο παρϊξενο που δε μασ διϊβαςε τα δικαιώματα μασ. Γιατύ ϐλη η αποψινό βραδιϊ δεν όταν απλώσ ιςτορύεσ απϐ τον παλιϐ καλϐ καιρϐ, ϐταν ο πατϋρασ του όταν ζωντανϐσ (νϋοσ και ζωντανϐσ), όταν ταυτϐχρονα και μια ανϊκριςη. Ϊνιωθα ακϐμη ναυτύα. Θα μποροϑςα να πιω την μπύρα που ϋφερνε η ύνθια, μπορεύ ο αφρϐσ να βοηθοϑςε το ςτομϊχι μου, αλλϊ να φϊω το τςύζμπεργκερ; Μϊλλον ϐχι. Εύχαν περϊςει χρϐνια απϐ τη νϑχτα που ο Κϋρτισ ϋκανε νεκροψύα ςτο νυχτεριδοπλϊςμα, αλλϊ το μυαλϐ μου γϑριζε πϊλι εκεύ τώρα. Πώσ εύχε πει Επιςτημονικό περιϋργεια και μετϊ ϋχωςε το νυςτϋρι ςτο μϊτι του. Σο μϊτι ϋκανε ϋνα «ποπ» και μετϊ κατϋρρευςε, κυλώντασ απϐ την κϐγχη ςαν ϋνα μαϑρο δϊκρυ. Ο Σϐνι κι εγώ ουρλιϊξαμε, και πώσ όταν δυνατϐ να φϊω τςύζμπεργκερ τώρα που τα θυμόθηκα ϐλα αυτϊ; ταμϊτα, εύναι ανώφελο, του εύχα πει, αλλϊ αυτϐσ δε ςταμϊτηςε. Ο πατϋρασ όταν εξύςου επύμονοσ με το γιο. Ασ δοϑμε την κοιλιϊ τον και τελειώςαμε, εύπε, ςτην πραγματικϐτητα ϐμωσ αυτό η προςπϊθεια να μϊθει δεν τελεύωςε ποτϋ για τον Κερτ. υνϋχιςε να ςκαλύζει, να ψϊχνει, να ερευνϊ, και τελικϊ η Μπιοϑικ τον αποζημύωςε για τον κϐπο του ςκοτώνοντασ τον. Αναρωτόθηκα αν ο μικρϐσ το όξερε. Αναρωτόθηκα αν εύχε καταλϊβει ϐτι η Μπιοϑικ Ροουντμϊςτερ 8 ςκϐτωςε τον
- 442 -
πατϋρα του, ϐπωσ ακριβώσ ο Φϊντι, ο Σζορτζ, ο Ϊντι, η ύρλεώ και ο Ντύλον ςκϐτωςαν εκεύνο το τερατοϑργημα που βγόκε απϐ το πορτ μπαγκϊζ τησ το 1988. Να και το «Billy Don't Be a Hero» του ΜΠΟ ΝΣΟΝΑΛΝΣΟΝ ΚΑΙ ΣΨΝ ΦΕέΓΟΤΝΣ. Φαμϋνο απϐ τα τςαρτ και απϐ την καρδιϊ μασ. Πεσ μου για τη νυχτερύδα, πεσ μου για το ψϊρι, πεσ μου για τον εξωγόινο που εύχε ροζ κορδϐνια αντύ για μαλλιϊ, το πλϊςμα που ςκεφτϐταν, το πλϊςμα που εύχε μαζύ τον κϊτι ςαν ραδιϐφωνο. Πεσ μου και για τον πατϋρα μου, γιατύ πρϋπει να ςυμφιλιωθώ με το χαμϐ τον. Υυςικϊ πρϋπει, βλϋπω τη ζωό του ςτο πρϐςωπο μου και το φϊνταςμα τον ςτα μϊτια μου κϊθε φορϊ που ςτϋκομαι ςτον καθρϋφτη για να ξυριςτώ. Πεσ τα μου ϐλα... αλλϊ μη μου λεσ ϐτι δεν υπϊρχει απϊντηςη. Μην τολμόςεισ. Δεν το δϋχομαι αυτϐ. Δεν το ανϋχομαι. «Σα λϊδια εύναι εντϊξει», μουρμοϑριςα, και ϊρχιςα να γυρύζω λύγο πιο γρόγορα τουσ λεβιϋδεσ πϊνω απϐ το μύνι τζουκμπϐξ του τραπεζιοϑ. Σο μϋτωπο μου όταν ιδρωμϋνο. Σο ςτομϊχι μου εύχε χειροτερϋψει. Μακϊρι να μποροϑςα να πιςτϋψω ϐτι εύχα αρπϊξει καμιϊ γρύπη ό ύςωσ ϐτι εύχα πϊθει δηλητηρύαςη. Δεν όταν ϐμωσ τύποτε απϐ αυτϊ και το όξερα. «Σα λϊδια εύναι μια χαρϊ, τα γαμημϋνα». Να το «Indiana Wants Me» και το «Green-Eyed Lady» και το «Love Is Blue». Σραγοϑδια που τα πόρε το ποτϊμι. «Surfer Joe» των ερφϊρισ. Πεσ τα μου ϐλα, πεσ μου τισ απαντόςεισ, πεσ μου τη μύα απϊντηςη.
- 443 -
Ο μικρϐσ όταν ξεκϊθαροσ, όξερε τι όθελε. Ϊπρεπε να του το αναγνωρύςω τουλϊχιςτον αυτϐ. Και το εύχε ζητόςει με τον αγνϐ και ανϐθευτο εγωιςμϐ των χαμϋνων και των πονεμϋνων. Εκτϐσ απϐ μια φορϊ. Εύχε αρχύςει να ρωτϊ για κϊτι... και μετϊ ϊλλαξε γνώμη. Σι όταν αυτϐ το κϊτι; Προςπϊθηςα να το θυμηθώ, ν' αρπϊξω την ανϊμνηςη, αλλϊ την ϋνιωςα να γλιςτρϊ απϐ τα δϊχτυλα μου. 'Οταν ςυμβαύνει αυτϐ, εύναι ανώφελο να ςυνεχύςεισ να την κυνηγϊσ. Πρϋπει να υποχωρόςεισ και ν' αφόςεισ την ανϊμνηςη να ςου ϋρθει απϐ μϐνη τησ, με τη θϋληςη τησ. υνϋχιςα να γυρύζω μπροσ πύςω τισ ςελύδεσ του ϊχρηςτου τζουκμπϐξ. Μικρϋσ ροζ ετικϋτεσ ςαν γλώςςεσ. «Polk Salad Annie», του ΣΟΝΙΣΖΟ ΓΟΤΑέΣ και Πεσ μου για τη Φρονιϊ του Χαριοϑ. «When», των ΚΑΛΙΝ ΣΟΤΙΝ και Πεσ μου για κεύνη τη ςυνϊντηςη που κϊνατε, πεσ μου τα ϐλα, πεσ μου τα ϐλα εκτϐσ απϐ το ϋνα και μοναδικϐ πρϊγμα που μπορεύ να πεταχτεύ ςαν ςηκωμϋνη κϐκκινη ςημαύα ςτο καχϑποπτο αςτυνομικϐ ςου μυαλϐ... «Η μπύρα ςου...» ϊρχιςε να λϋει η ύνθια Γκϊρισ, και μετϊ ϊκουςα ϋνα πνιχτϐ επιφώνημα. όκωςα το κεφϊλι ςταματώντασ να κουνϊω τουσ μεταλλικοϑσ λεβιϋδεσ (οι ςελύδεσ που γϑριζαν μπροσ πύςω κϊτω απϐ το γυαλύ με εύχαν μιςοϒπνωτύςει). Η ύνθια με κούταζε ανόςυχη. «ϊντι, ϋχεισ πυρετϐ, αγϐρι μου; Γιατύ εύςαι μοϑςκεμα ςτον ιδρώτα». Και Σώρα: μου όρθε ςτο μυαλϐ. 'Οταν του ϋλεγα για το πικνύκ την Ημϋρα τησ Εργαςύασ το 1979. ήςο πιο πολϑ μιλοϑςαμε, τϐςο πιο πολϑ πύναμε, του εύχε πει ο Υιλ
- 444 -
Κϊντλετον. Με πονοϑςε το κεφϊλι μου επύ δϑο μϋρεσ μετϊ. «ϊντι;» Η ύνθια ςτεκϐταν δύπλα ςτο τραπϋζι με ϋνα μπουκϊλι Ωιρον ύτι κι ϋνα ποτόρι. Η ύνθια με το πϊνω κουμπύ τησ ςτολόσ τησ ζεκοϑμπωτο για να μου δεύξει την καρδιϊ τησ. Οϑτωσ ειπεύν. Ϋταν εκεύ, αλλϊ δεν όταν. Απεύχε ϋτη φωτϐσ απϐ το μϋροσ ϐπου όμουν εγώ εκεύνη τη ςτιγμό. Σϐςη ςυζότηςη και οϑτε ϋνα ςυμπϋραςμα, εύχα πει εγώ, και η ςυζότηςη προχώρηςε -ςε ϐςα ϋγιναν ςτη φϊρμα των Ο' Ντϋι, μεταξϑ ϊλλων-, και Σώρα:, εντελώσ ξαφνικϊ, ο μικρϐσ ρώτηςε... ϊρχιςε να ρωτϊει... ϊντι, εκεύνη τη μϋρα ςτο πικνύκ, μιλόςατε καθϐλου για... Και μετϊ ςταμϊτηςε. «Μιλόςατε για το ενδεχϐμενο να την καταςτρϋψετε», εύπα. «Αυτό όταν η ερώτηςη που δεν ϋκανε». Κούταξα την τρομαγμϋνη, ανόςυχη ύνθια Γκϊρισ. «Αρχιςε να ρωτϊει και μετϊ ςταμϊτηςε». Εύχα την εντϑπωςη ςη το παραμϑθι εύχε τελειώςει και ο γιοσ του Κερτ θα γυρνοϑςε ςπύτι του; ήτι θα τα παρατοϑςε τϐςο εϑκολα; Ϊνα δυο χιλιϐμετρα παρακϊτω ςτο δρϐμο, εύχα δει προβολεύσ να πηγαύνουν προσ την αντύθετη κατεϑθυνςη. Να γυρύζουν ςτο αρχηγεύο με μεγϊλη ταχϑτητα, λύγο κϊτω απϐ το ϐριο. Μόπωσ πύςω απ' αυτοϑσ. τουσ προβολεύσ όταν η Μπελ Αιρ του Κερτ Γουύλκοξ, και πύςω απϐ το τιμϐνι ο γιοσ του Κερτ Γουύλκοξ; Εύχε γυρύςει πύςω μϐλισ βεβαιώθηκε ϐτι φϑγαμε; ύγουρα ναι. Πόρα το μπουκϊλι τησ Ωιρον ύτι απϐ το δύςκο τησ ύνθια, παρακολουθώντασ το χϋρι μου ν' απλώνεται και να πιϊνει το λαιμϐ ϐπωσ παρακολουθεύσ τον εαυτϐ ςου να κινεύται ςτα ϐνειρα. Αιςθϊνθηκα το κρϑο ςτϐμιο του μπουκαλιοϑ να γλιςτρϊ ανϊμεςα ςτα δϐντια μου και
- 445 -
ςκϋφτηκα τον Σζορτζ Μϐργκαν ςτο γκαρϊζ του, να κϊθεται ςτο δϊπεδο και να μυρύζει το κομμϋνο γραςύδι κϊτω απϐ τη μηχανό. Αυτό την ωραύα πρϊςινη μυρωδιϊ. 'Ηπια την μπύρα μονοροϑφι. Μετϊ ςηκώθηκα και ϊφηςα ϋνα δεκαδϐλαρο ςτο δύςκο τησ ύνθια. «ϊντι ; » «Δεν μπορώ να μεύνω να φϊω», εύπα. «Ξϋχαςα κϊτι ςτο αρχηγεύο». Εύχα πϊντα ϋνα φορητϐ φϊρο που δοϑλευε με μπαταρύα ςτο ντουλαπϊκι του αυτοκινότου μου και τον ϋβαλα ςτην οροφό μϐλισ βγόκα απϐ την πϐλη. Σο ςανύδωςα ςτα εκατϐν τριϊντα χιλιϐμετρα ελπύζοντασ ϐτι το κϐκκινο φωσ που αναβϐςβηνε θα ϋδιωχνε απϐ το δρϐμο μου ϐποιον βριςκϐταν μπροςτϊ μου. Δε βρόκα πολλοϑσ. Ο κϐςμοσ ςτη Δυτικό Πενςιλβϊνια πϋφτει για ϑπνο νωρύσ τισ εργϊςιμεσ μϋρεσ. Ϋταν μϐνο εφτϊ χιλιϐμετρα μϋχρι το αρχηγεύο, αλλϊ μου φϊνηκε ϐτι η διαδρομό κρϊτηςε μύα ώρα. κεφτϐμουν ςυνϋχεια πώσ ςφιγγϐταν η καρδιϊ μου κϊθε φορϊ που ϋμπαινε ςτο αρχηγεύο η αδερφό του Ϊνισ -η Δρϊκαινα-, i' εκεύνο το εξωφρενικϐ μαλλύ με χϋνα που θϑμιζε θημωνιϊ. κεφτϐμουν ςυνϋχεια, Υϑγε απϐ δω, παραεύςαι κοντϊ. Και οϑτε καν τη ςυμπαθοϑςα. Πϐςο χειρϐτερο θα όταν ν' αντιμετωπύςω τη Μιςϋλ Γουύλκοξ, ιδιαύτερα αν εύχε και τα δύδυμα μαζύ τησ; Ανϋβηκα το δρϐμο του αρχηγεύου πολϑ γρόγορα, ϐπωσ εύχαν κϊνει ο Ϊντι και ο Σζορτζ πριν απϐ δϋκα με δώδεκα χρϐνια, ανυπομονώντασ ν' απαλλαγοϑν απϐ τον ενοχλητικϐ κρατοϑμενο για να πϊνε ςτο Ποτύνβιλ, ϐπου νϐμιζεσ ϐτι εύχε αρπϊξει φωτιϊ ο μιςϐσ κϐςμοσ. Σα ονϐματα των παλιών τραγουδιών πηγαινοϋρχονταν μϋςα ςτο νου μου «I Met Him on a Sunday», «Ballroom Blitz», «Sugar Sugar». Ανοηςύα, αλλϊ
- 446 -
καλϑτερα απϐ το να ρωτϊω τον εαυτϐ μου τι θα ϋκανα ςε περύπτωςη που η Μπελ Αιρ βριςκϐταν ςτο αρχηγεύο αλλϊ όταν ϊδεια. Σι θα ϋκανα αν ο Νεντ Γουύλκοξ εύχε εξαφανιςτεύ απϐ προςώπου γησ. Η Μπελ Αιρ όταν ςτο αρχηγεύο, ϐπωσ το περύμενα. Σην εύχε παρκϊρει εκεύ που βριςκϐταν νωρύτερα το φορτηγϊκι του Ωρκι. Και όταν ϊδεια. Σο εύδα αυτϐ με το που ϋπεςαν πϊνω ςτο αυτοκύνητο οι προβολεύσ μου. Οι τύτλοι των τραγουδιών χϊθηκαν απϐ το μυαλϐ μου, και τουσ αντικατϋςτηςε μια ψυχρό ετοιμϐτητα, εκεύνη που ςου ϋρχεται απϐ μϐνη τησ, με ϊδεια χϋρια και απρογραμμϊτιςτα, ϋτοιμη ν' αυτοςχεδιϊςει. Η Μπιοϑικ εύχε κυριεϑςει το γιο του Κερτ. Σην ώρα που καθϐμαςτε ϐλοι iαζύ του κϊνοντασ αυτϐ το παρϊξενο νυχτϋρι για τον μπαμπϊ του και προςπαθώντασ να του ςταθοϑμε ςαν φύλοι, η Μπιοϑικ εύχε απλώςει τον ιςτϐ τησ και τον εύχε κυριεϑςει. Αν υπόρχε ακϐμη μια περύπτωςη να τον πϊρω πύςω δεν ϋπρεπε να τα θαλαςςώςω κϊνοντασ πολλϋσ ςκϋψεισ. Η τεφ, απορημϋνη ύςωσ που εύδε ϋνα μοναδικϐ φϊρο αντύ για τη ςχϊρα που ϋχουν τα περιπολικϊ, ϋβγαλε το κεφϊλι τησ απϐ την πύςω πϐρτα. «Ποιοσ εύναι; Ποιοσ εύναι εκεύ;» «Εγώ εύμαι, τεφ». Βγόκα απϐ το αμϊξι αφόνοντασ το παρκαριςμϋνο εκεύ που βριςκϐταν και με το κϐκκινο φωσ να γυρύζει ςτην οροφό πϊνω απϐ το κϊθιςμα του οδηγοϑ. Αν ερχϐταν κανϋνα περιπολικϐ, τουλϊχιςτον δε θα ϋπεφτε πϊνω του. «Μπεσ μϋςα». «Σι ςυμβαύνει;» «Σύποτε». «Σο ύδιο εύπε κι αυτϐσ», εύπε δεύχνοντασ την Μπελ Αιρ, και ξαναμπόκε μϋςα. Ϊτρεξα ςτην γκαραζϐπορτα του Τπϐςτεγου Β μϋςα ςτουσ ρυθμικοϑσ παλμοϑσ απϐ το κϐκκινο φωσ -τϐςεσ πολλϋσ
- 447 -
δϑςκολεσ ςτιγμϋσ τησ ζωόσ μου φωτύζονταν απϐ τϋτοια φώτα. 'Οταν ϋνασ πολύτησ βλϋπει αυτϊ τα φώτα, ϐταν τον ςταματϊ ϋνα περιπολικϐ, πϊντα φοβϊται. Δεν ϋχει ιδϋα τι ςυναιςθόματα προκαλοϑν μερικϋσ φορϋσ αυτϊ τα ύδια φώτα ς' εμϊσ. Και τι ϋχουμε δει ςτη λϊμψη τουσ. Αφόναμε πϊντα ϋνα φωσ αναμμϋνο ςτο υπϐςτεγο, αλλϊ τώρα όταν πιο φωτεινϊ εκεύ μϋςα, και η πλαώνό πϐρτα όταν ανοιχτό. κϋφτηκα να πϊω κατευθεύαν εκεύ, αλλϊ μετϊ ςυνϋχιςα το δρϐμο μου. Ϋθελα να δω πρώτα τι ςυνϋβαινε. Εκεύνο που φοβϐμουν περιςςϐτερο όταν ϐτι θα ϋβλεπα μϐνο την Μπιοϑικ. 'Οταν κούταξα μϋςα, εύδα κϊτι ακϐμη πιο τρομακτικϐ. Ο μικρϐσ καθϐταν πύςω απϐ το μεγϊλο τιμϐνι τησ Ροουντμϊςτερ και το ςτόθοσ του όταν βουλιαγμϋνο μϋςα. το μϋροσ ϐπου ϋπρεπε να εύναι το πουκϊμιςο του φαινϐταν μϐνο ϋνα ματωμϋνο μπϊλωμα. Σα γϐνατα μου ϊρχιςαν να λϑνονται, και Σώρα: ςυνειδητοπούηςα ϐτι αυτϐ που ϋβλεπα δεν όταν αύμα. άςωσ δεν όταν αύμα. Σο ςχόμα όταν πολϑ κανονικϐ. Τπόρχε μια ύςια κϐκκινη γραμμό που περνοϑςε κϊτω απϐ το ςτρογγυλϐ λαιμϐ τησ μπλε φανϋλασ του... και γωνύεσ... ύςιεσ γραμμϋσ και ορθϋσ γωνύεσ... 'Οχι, δεν όταν αύμα. Ϋταν το μπιτϐνι τησ βενζύνησ που εύχε ο Ωρκι για τη μηχανό του γκαζϐν. Ο Νεντ μετακινόθηκε λύγο και φϊνηκε το ϋνα χϋρι του. Οι κινόςεισ του όταν αργϋσ, ςαν ςε ϐνειρο. Κρατοϑςε μια Μπερϋτα. Σριγϑριζε ϋχοντασ το πιςτϐλι του πατϋρα του ςτο πορτ μπαγκϊζ τησ Μπελ Αιρ; άςωσ και ςτο ντουλαπϊκι του ταμπλϐ; Δεν εύχε ςημαςύα ϐμωσ. Καθϐταν μϋςα ς' εκεύνη τη θανϊςιμη παγύδα με βενζύνη και ϋνα πιςτϐλι. Ϋ που θα ςε ςκοτώςει ό που θα ςε γιατρϋψει, ϐπωσ ϋλεγαν οι παλιού. Δε
- 448 -
μου εύχε περϊςει ποτϋ απϐ το μυαλϐ ϐτι μπορεύ να δοκύμαζε να τα κϊνει και τα δϑο ταυτϐχρονα. Δε με εύδε. Κανονικϊ θα 'πρεπε να με δει. Σο χλομϐ τρομοκρατημϋνο πρϐςωπο μου γϋμιζε ϋνα απϐ τα ςκοτεινϊ παρϊθυρα, κι ϋπρεπε να με βλϋπει καθαρϊ απϐ εκεύ που καθϐταν. Κι ϋπρεπε να εύχε δει επύςησ το κϐκκινο φωσ απϐ το φϊρο που εύχα βϊλει ςτην οροφό του αυτοκινότου μου. Δεν ϋβλεπε τύποτε ϐμωσ. Ϋταν υπνωτιςμϋνοσ ϐπωσ όταν ο Φϊντι ϐταν αποφϊςιςε να χωθεύ ςτο πορτ μπαγκϊζ τησ Ροουντμϊςτερ και να κλεύςει το ςκϋπαςμα πύςω του. Σο ϋνιωθα ακϐμη κι απϋξω. Εκεύνη την παλιρροώκό ϋλξη. αν να νιώθεισ κϊτι ζωντανϐ. Δεν υπόρχαν λϋξεισ για να το περιγρϊψεισ, θα μποροϑςα ύςωσ να επινοόςω μερικϋσ, αλλϊ δε θα εύχε νϐημα -τισ λϋξεισ αυτϋσ θα τισ ϋφερνε ςτο νου μου ο παλμϐσ που νιώθαμε ϐλοι ϐταν βριςκϐμαςταν κοντϊ ςτην Μπιοϑικ απϐ την αρχό. Ϋταν ϋνασ παλμϐσ που μερικού απϐ μασ -ο πατϋρασ αυτοϑ του παιδιοϑ, για παρϊδειγμα-τον ϋνιωθαν πιο πολϑ απϐ ϊλλουσ. Μπεσ μϋςα ό μεύνε ϋξω μου εύπε η φωνό μϋςα ςτο μυαλϐ μου, μιλώντασ με μια παγερό ολοκληρωτικό αδιαφορύα. Θα πϊρω ϋναν ό δϑο και μετϊ θα κοιμηθώ, θα κϊνω λύγη ζημιϊ ακϐμη πριν ξϐφληςα) για τα καλϊ. Ϊναν ό δυο, δε με νοιϊζει πϐςουσ. Κούταξα το ςτρογγυλϐ θερμϐμετρο ςτο δοκϊρι. Η κϐκκινη βελϐνα όταν ςτουσ δεκϊξι βαθμοϑσ ϐταν ϋφυγα για το Κϊντρι Γουϋι, τώρα ομϊσ εύχε ξαναπϋςει ςτουσ δεκατϋςςερισ. Σην ϋβλεπα ςχεδϐν να κατεβαύνει πιο χαμηλϊ καθώσ παρακολουθοϑςα, και ξαφνικϊ μου όρθε μια ανϊμνηςη τϐςο ϋντονη που όταν τρομακτικό.
- 449 -
Ϋταν ςτο παγκϊκι των καπνιςτών. Εγώ κϊπνιζα και ο Κερτ απλώσ καθϐταν εκεύ. Σο παγκϊκι των καπνιςτών εύχε αποκτόςει μια παρϊξενη αξύα τα τελευταύα ϋξι χρϐνια, απϐ Σώρα: που εύχε απαγορευτεύ το κϊπνιςμα ςτο εςωτερικϐ του αρχηγεύου. Εκεύ πηγαύναμε για να κουβεντιϊςουμε υποθϋςεισ πϊνω ςασ οπούεσ εργαζϐμαςταν, για να βροϑμε λϑςεισ ϐταν υπόρχαν προβλόματα ςτισ βϊρδιεσ, για να κουβεντιϊςουμε για τισ ςυντϊξεισ και τισ αςφϊλειεσ μασ, και για τισ «Φρυςϋσ Μϋρεσ τησ ϑνταξησ». το παγκϊκι των καπνιςτών μου εύπε ο Καρλ Μπρϊντατζ ϐτι η γυναύκα του τον χώριζε και ϋπαιρνε τα παιδιϊ. Η φωνό του δεν ϋτρεμε καθϐλου, αλλϊ καθώσ μιλοϑςε κυλοϑςαν δϊκρυα απϐ τα μϊτια του. Ο Σϐνι καθϐταν ςτο παγκϊκι δύπλα μου απϐ τη μια μεριϊ και ο Κερτ απϐ την ϊλλη («Ο Φριςτϐσ και οι δυο ληςτϋσ», εύχε πει με ϋνα ςαρδϐνιο χαμϐγελο), ϐταν μασ εύπε ςα θα με πρϐτεινε για αντικαταςτϊτη του ωσ ΠΑ ϐταν θα ϋβγαινε ςτη ςϑνταξη. Αν το όθελα, δηλαδό. Και εκεύνη η λϊμψη ςτα μϊπα του ϋλεγε ϐτι όξερε πολϑ καλϊ πωσ το όθελα. Ο Κϋρτσ κι εγώ απλώσ κϊναμε ϋνα καταφατικϐ νεϑμα, χωρύσ να ποϑμε πολλϊ. Και ςτο παγκϊκι των καπνιςτών ο Κερτ κι εγώ κϊναμε την τελευταύα μασ ςυζότηςη για την Μπιοϑικ 8. Πϐςο καιρϐ πριν το θϊνατο του ϋγινε αυτϐ; υνειδητοπούηςα με ϋνα απαύςιο ρύγοσ ϐτι μπορεύ να ϋγινε την ύδια μϋρα. Αυτϐ ςύγουρα θα εξηγοϑςε γιατύ η ϋνταςη τησ ανϊμνηςησ μου φαινϐταν τϐςο τρομακτικό. κϋφτεται ϊραγε; εύχε ρωτόςει ο Κερτ. Θυμϊμαι το δυνατϐ πρωινϐ όλιο ςτο πρϐςωπο του και -νομύζω- ϋνα πλαςτικϐ κϑπελλο καφϋ ςτο χϋρι του. Μασ παρακολουθεύ και
- 450 -
ςκϋφτεται, περιμϋνει την ευκαιρύα, διαλϋγει την κατϊλληλη ςτιγμό; Εύμαι ςχεδϐν ςύγουροσ πωσ ϐχι, του εύχα απαντόςει, αλλϊ όμουν προβληματιςμϋνοσ. Γιατύ αυτϐ το ςχεδϐν καλϑπτει ϋνα ευρϑ φϊςμα, ϋτςι δεν εύναι; Η μοναδικό ύςωσ λϋξη τησ γλώςςασ που καλϑπτει ευρϑτερο φϊςμα εύναι το αν. Κι ϐμωσ, φρϐντιςε να κϊνει το μεγαλϑτερο ςϐου τησ ϐταν το αρχηγεύο όταν ςχεδϐν ϊδειο, εύχε πει ο πατϋρασ του Νεντ. κεφτικϐσ. Ωφηςε τον καφϋ δύπλα και ϊρχιςε να ςτριφογυρύζει το τϋτςον ςτα χϋρια του, μια ςυνόθεια που εύχε απϐ παλιϊ. Αν εύχα δύκιο για τη μϋρα, αυτϐ το καπϋλο ςε λιγϐτερο απϐ πϋντε ώρεσ θα πεταγϐταν απϐ το κεφϊλι του και θα ϋπεφτε ματωμϋνο ςτα χορτϊρια, ϐπου αργϐτερα θα το ϋβριςκαν ανϊμεςα ςε περιτυλύγματα απϐ Μακντϐναλντ'σ και ϊδεια κουτιϊ Κϐκα. αν να το όξερε. αν να ϋχει την ικανϐτητα να ςκϋφτεται. Να παρακολουθεύ. Να περιμϋνει. Εύχα γελϊςει Σώρα:. Ϋταν ϋνα τραχϑ μικρϐ «χαχα», ϐχι ιδιαύτερα εϑθυμο. Σου εύπα ϐτι εύχε τρελαθεύ με αυτό την Μπιοϑικ. Σου εύπα, ε λύγο θα μου πεισ ϐτι ϋςτειλε καμιϊ ακτύνα ό τύποτε τϋτοιο και ϋκανε το βυτύο τησ Νϐρκο να πϋςει πϊνω ςτο ςχολικϐ λεωφορεύο εκεύνη τη μϋρα. Ο Κερτ δεν απϊντηςε, αλλϊ τα μϊτια του με κούταζαν ερωτηματικϊ. Πώσ ξϋρεισ ϐτι δεν το ϋκανε; Και Σώρα: του ϋκανα την ερώτηςη του μικροϑ. Σον ρώτηςα... Ϊνα προειδοποιητικϐ καμπανϊκι ενεργοποιόθηκε μϋςα ςτο μυαλϐ μου, πολϑ αμυδρϊ και βαθιϊ. Οπιςθοχώρηςα απϐ το παρϊθυρο και ςόκωςα τα χϋρια ςτο πρϐςωπο μου, ςαν να περύμενα ϐτι θα μποροϑςα να μπλοκϊρω αυτϐ τον παλιρροώκϐ πϐνο διώχνοντασ απλώσ απϐ τα μϊτια μου την
- 451 -
εικϐνα τησ Μπιοϑικ. Και την εικϐνα του Νεντ, που ϋδειχνε τϐςο ϊςπροσ και χαμϋνοσ πύςω απϐ το μεγϊλο τιμϐνι. Η Μπιοϑικ τον εύχε κυριεϑςει και μϐλισ τώρα εύχε κυριεϑςει κι εμϋνα για λύγο. Εύχε προςπαθόςει να με απαςχολόςει παραςϑροντασ με ςε ϋνα ςωρϐ παλιϋσ ϊχρηςτεσ αναμνόςεισ. Δεν εύχε ςημαςύα αν περύμενε ςυνειδητϊ την κατϊλληλη ευκαιρύα για ν' αρπϊξει τον Νεντ. Εκεύνο που εύχε ςημαςύα όταν ϐτι το θερμϐμετρο κατϋβαινε γρόγορα, ςχεδϐν ϋκανε βουτιϊ, και αν εύχα ςκοπϐ να κϊνω κϊτι ϋπρεπε να το κϊνω τώρα. άςωσ θα 'πρεπε να ζητόςεισ ενιςχϑςεισ, ψιθϑριςε η φωνό μϋςα ςτο μυαλϐ μου. Ακουγϐταν ςαν τη δικό μου φωνό, αλλϊ δεν όταν. Μπορεύ να εύναι κανεύσ ςτο αρχηγεύο. Εγώ ςτη θϋςη ςου θα κούταζα. Εμϋνα δε με νοιϊζει. Να κϊνω ϊλλη μια ζημιϊ πριν κοιμηθώ, αυτϐ με νοιϊζει. Εύναι το μϐνο που με νοιϊζει. Και γιατύ; Επειδό μπορώ, μϐνο και μϐνο επειδό μπορώ. Οι ενιςχϑςεισ φϊνταζαν καλό ιδϋα. ύγουρα ϋτρεμα ςτην ιδϋα να μπω ςτο Τπϐςτεγο Β μϐνοσ μου και να πληςιϊςω την Μπιοϑικ ςτην τωρινό τησ κατϊςταςη. Εκεύνο που με ϋκανε να ξεκινόςω παρ' ϐλ' αυτϊ όταν η γνώςη ϐτι εγώ τα εύχα προκαλϋςει ϐλα. Εγώ εύχα ανούξει το κουτύ τησ Πανδώρασ. Ϊτρεξα ςτην καλϑβα χωρύσ να ςταματόςω ςτην πλαώνό πϐρτα, αν και μου όρθε η μυρωδιϊ τησ βενζύνησ, βαριϊ και ϋντονη. Ϋξερα τι εύχε κϊνει. Σο μϐνο ερώτημα όταν πϐςη βενζύνη εύχε αδειϊςει κϊτω απϐ το αμϊξι και πϐςη εύχε κρατόςει ςτο μπιτϐνι. Η πϐρτα τησ καλϑβασ όταν κλειςμϋνη με λουκϋτο. Επύ χρϐνια το αφόναμε ανοιχτϐ, περνώντασ μϐνο το καμπυλωτϐ μεταλλικϐ Π ςτον κρύκο τησ πϐρτασ για να μην ανοιγοκλεύνει απϐ τον αϋρα. Σο λουκϋτο όταν ανοιχτϐ κι εκεύνο το βρϊδυ. Σο
- 452 -
ορκύζομαι. Δεν όταν μϋρα μεςημϋρι εκεύ πϋρα, αλλϊ εύχε αρκετϐ φωσ απϐ την ανοιχτό πλαώνό πϐρτα για να βλϋπω καθαρϊ το λουκϋτο. Καθώσ ϊπλωςα το χϋρι μου, το μεταλλικϐ Π γλύςτρηςε μϋςα ςτην τρϑπα του λουκϋτου με ϋνα αμυδρϐ τςακ. Σο εύδα να ςυμβαύνει μπροςτϊ ςτα μϊτια μου... και το ϋνιωςα επύςησ. Για μια ςτιγμό ο παλμϐσ ςτο μυαλϐ μου δυνϊμωςε και ϋγινε πιο ευκρινόσ. Ϋταν ςαν ϋνα αγκομαχητϐ απϐ κϊποια προςπϊθεια. Ϊχω πϊντα δυο μπρελϐκ, ϋνα με τα αςτυνομικϊ κλειδιϊ και ϋνα με τα προςωπικϊ. Τπόρχαν γϑρω ςτα εύκοςι κλειδιϊ ςτο «αςτυνομικϐ» μπρελϐκ, και γι' αυτϐ χρηςιμοπούηςα ϋνα κϐλπο που μου εύχε μϊθει πριν απϐ πολϑ καιρϐ ο Σϐνι ϋινηνκσ. Ωφηςα τα κλειδιϊ να πϋςουν ςτην παλϊμη μου ϐπωσ ϐπωσ, και μετϊ ψηλϊφιςα ανϊμεςα τουσ χωρύσ να κοιτϊζω- Δεν πιϊνει πϊντα, αλλϊ αυτό τη φορϊ ϋπιαςε, ύςωσ επειδό το κλειδύ για το λουκϋτο τησ καλϑβασ όταν μικρϐτερο απϐ ϐλα, εκτϐσ απϐ το κλειδύ τησ ντουλϊπασ μου ςτον κϊτω ϐροφο, το οπούο ϐμωσ ϋχει τετρϊγωνο κεφϊλι. Ωκουςα αμυδρϊ το βϐμβο καθώσ ϊρχιζε- Ϋταν αδϑναμοσ, ςαν τον όχο μηχανόσ που εύναι θαμμϋνη ςτη γη, αλλϊ υπόρχε. Πόρα το κλειδύ που εύχαν βρει τα δϊχτυλα μου και το ϋβαλα ςτο λουκϋτο. Σο μεταλλικϐ Π πετϊχτηκε πϊλι πϊνω. Ϊβγαλα το λουκϋτο απϐ τον κρύκο και το πϋταξα κϊτω. Μετϊ ϊνοιξα την πϐρτα τησ καλϑβασ και μπόκα μϋςα. Ο μικρϐσ αποθηκευτικϐσ χώροσ εύχε την ακύνητη και αποπνικτικό ζϋςτη που νιώθεισ μϐνο ςε ςοφύτεσ, υπϐςτεγα και δωμϊτια που ϋχουν μεύνει κλειςτϊ για μεγϊλο διϊςτημα ςε πολϑ ζεςτϐ καιρϐ. Κανεύσ δεν ερχϐταν πια εδώ, αλλϊ τα πρϊγματα που εύχαμε ςυγκεντρώςει με τα χρϐνια όταν ακϐμη εκεύ (εκτϐσ
- 453 -
απϐ την μπογιϊ και το διαλυτικϐ, εϑφλεκτα υλικϊ που τα εύχαμε απομακρϑνει για λϐγουσ αςφαλεύασ). Σα ϋβλεπα ςτο αμυδρϐ φωσ απϐ την πϐρτα. τούβεσ περιοδικϊ, αντρικϊ τα περιςςϐτερα (οι γυναύκεσ νομύζουν ϐτι μασ αρϋςει να βλϋπουμε γυμνϋσ γυναύκεσ, αλλϊ νομύζω ϐτι περιςςϐτερο μασ αρϋςουν τα εργαλεύα). Η καρϋκλα τησ κουζύνασ με το κϊθιςμα επιδιορθωμϋνο με κολλητικό ταινύα. Ο φτηνϐσ αςτυνομικϐσ αςϑρματοσ απϐ το Ρϋιντιο ακ. Η βιντεοκϊμερα, με την μπαταρύα τησ ςύγουρα ϊδεια, ςτο ρϊφι, δύπλα ςτο παλιϐ κουτύ με τισ ϊδειεσ ταινύεσ. Ϊνα αυτοκϐλλητο που εύχαμε κολλόςει ςτον ϋναν τούχο: ΤΠΟΣΗΡΙΞΣΕ ΣΟΤ ΑΝΑΠΗΡΟΤ, ΚΑΝΣΕ ΣΟ ΣΡΑΠΕΖΙ Ε ΕΝΑΝ ΠΡΑΚΣΟΡΑ του FBI. Μου μϑριζε ςκϐνη. Μϋςα ςτο μυαλϐ μου ο παλμϐσ που όταν η φωνό τησ Μπιοϑικ γινϐταν ϐλο και πιο δυνατϐσ. Απϐ το ταβϊνι κρεμϐταν ϋνασ γλϐμποσ και ςτον τούχο υπόρχε διακϐπτησ, αλλϊ δε δοκύμαςα καν να τον ανϊψω. Εύχα την υποψύα ϐτι ο γλϐμποσ θα όταν καμϋνοσ ό ϐτι ο διακϐπτησ θα όταν βραχυκυκλωμϋνοσ και θα με τύναζε. Η πϐρτα ϋκλειςε με δϑναμη πύςω μου, κϐβοντασ το φεγγαρϐφωτο. Αυτϐ όταν αδϑνατο, γιατύ αυτό η πϐρτα, αν την ϊφηνεσ να κινηθεύ μϐνη τησ, πϊντα ϊνοιγε. ήλοι το ξϋραμε αυτϐ. Γι' αυτϐ περνοϑςαμε το Π του λουκϋτου ςτον κρύκο. Αλλϊ απϐψε το αδϑνατο το 'βριςκεσ ςε τιμό ευκαιρύασ. Η δϑναμη που ζοϑςε μϋςα ςτην Μπιοϑικ όθελε να μεύνω ςτο ςκοτϊδι. άςωσ πύςτευε ϐτι αυτϐ θα με καθυςτεροϑςε. Δε με καθυςτϋρηςε ϐμωσ. Εύχα δει όδη αυτϐ που όθελα: την κουλοϑρα του κύτρινου ςχοινιοϑ να κρϋμεται ακϐμη ςτον τούχο κϊτω απϐ το αυτοκϐλλητο και δύπλα ςε ϋνα ξεχαςμϋνο
- 454 -
ςετ καλώδια μπαταρύασ. Εύδα και κϊτι ϊλλο επύςησ, κϊτι που εύχε βϊλει ο Κερτ Γουύλκοξ ςτο ρϊφι δύπλα ςτη βιντεοκϊμερα λύγο μετϊ την εμφϊνιςη του εξωγόινου με τα ροζ κορδϐνια. Σο πόρα απϐ το ρϊφι, το ϋβαλα ςτην πύςω τςϋπη μου και πόρα το ςχοινύ απϐ τον τούχο. Μετϊ βγόκα πϊλι ϋξω. Εύδα μια ςκοτεινό ςιλουϋτα μπροςτϊ μου και κϐντεψα να ξεφωνύςω. Για μια τρελό ςτιγμό όμουν ςύγουροσ ϐτι όταν ο ϊνθρωποσ με το μαϑρο αδιϊβροχο και το καπϋλο, εκεύνοσ με το παραμορφωμϋνο αυτύ και την προφορϊ του Μπϐρισ Μπαντύνοφ. ήταν μύληςε ϐμωσ γνώριςα τη φωνό του Ωρκι, με την προφορϊ ύδια κι απαρϊλλαχτη με του Λϐρενσ Γουϋλκ. «Αυτϐ το παλιϐπαιντο γκϑριςε πύςω», μου ψιθϑριςε. «Ϊφταςα μϋχρι τα μιςϊ του ντρϐμου γκια το ςπύτι μου, και γκϑριςα και όρθα πϊλι εντώ. Σο όξερα, ντεν ξϋρω πώσ, απλώσ το όξερα...» Σον διϋκοψα κι ϋτρεξα ςτην πλαώνό πϐρτα του υπϐςτεγου με το ςχοινύ περαςμϋνο ςτο χϋρι μου. «Μην μπεισ εκεύ μϋςα, αρχιφϑλακα!» εύπε ο Ωρκι. Υαντϊζομαι ϐτι θα προςπαθοϑςε να φωνϊξει, αλλϊ όταν τϐςο τρομαγμϋνοσ που η φωνό του μϐλισ που ακουγϐταν. «Ϊχει ρύξει βενζύνη κϊτω κι ϋχει ϋνα πιςτϐλι, τον εύντα». ταμϊτηςα δύπλα ςτην πϐρτα, ϋβγαλα το ςχοινύ απϐ το χϋρι μου και πόγα να το δϋςω ςτο γϊντζο, μετϊ ϐμωσ ςτρϊφηκα και ϋδωςα την κουλοϑρα ςτον Ωρκι. «ϊντι, το νιώθεισ;» με ρώτηςε. «Και ο αςϑρματοσ ϋχει μπλοκϊρει πϊλι, το μϐνο που ακοϑγκεται εύναι παρϊςιτα, ϊκουςα τη τεφ να βρύζει απϐ το παρϊθυρο». «Δεν πειρϊζει. Δϋςε το ςχοινύ ςτο γϊντζο». «Ε;» «Με ϊκουςεσ».
- 455 -
Φαμόλωςα τη θηλιϊ ςτην ϊλλη ϊκρη του ςχοινιοϑ, μπόκα μϋςα τησ, την ανϋβαςα ςτη μϋςη μου και την ϋςφιξα γερϊ. Ϋταν ςυρτοθηλιϊ, δεμϋνη απϐ τον ύδιο τον Κερτ, και ϋςφιξε εϑκολα. «Αρχιφϑλακα, μην το κϊνεισ αυτϐ». Ο Ωρκι με ϋπιαςε απϐ τον ώμο αλλϊ χωρύσ μεγϊλη δϑναμη. «Δϋς' το ςτο γϊντζο και κρϊτα το», εύπα. «Μην μπεισ μϋςα ϐ,τι και να γύνει. Αν...» Δεν όθελα να πα) Αν εξαφανιςτοϑμε, δεν όθελα ν' ακοϑςω αυτϋσ τισ λϋξεισ να βγαύνουν απϐ το ύδιο το ςτϐμα μου. «Αν ςυμβεύ τύποτε, πεσ ςτη τεφ να ςτεύλει Κωδικϐ Δ μϐλισ καθαρύςουν τα παρϊςιτα». «Φριςτϋ μου! Εύςαι τρελϐσ; Ντεν το νιώθεισ;» «Σο νιώθω», εύπα, και μπόκα μϋςα. Κουνοϑςα ςυνϋχεια το ςχοινύ για να μην πιαςτεύ πουθενϊ. Ϊνιωθα ςαν βουτηχτόσ που αρχύζει να κατεβαύνει ςε μεγϊλο βϊθοσ και προςϋχει πολϑ το ςωλόνα του αϋρα ϐχι επειδό πιςτεϑει πραγματικϊ ϐτι αυτϐ θα τον βοηθόςει, αλλϊ επειδό ϋτςι ϋχει τουλϊχιςτον κϊτι να κϊνει, κϊτι για να μη ςκϋφτεται τα πλϊςματα που μπορεύ να κολυμποϑν γϑρω του ςτο ςκοτϊδι ϋξω απϐ την ακτύνα φωτϐσ του. Η Μπιοϑικ 8 καθϐταν χοντρό και πολυτελόσ πϊνω ςτα αςπρϐμαυρα λϊςτιχα, το μικρϐ μασ μυςτικϐ, βουύζοντασ βαθιϊ μϋςα τησ. Ο παλμϐσ όταν πιο δυνατϐσ απϐ το βϐμβο, και τώρα που όμουν μϋςα την ϋνιωςα να ςταματϊ τισ χλιαρϋσ τησ προςπϊθειεσ να με κρατόςει ϋξω. Αντύ να ςπρώχνει με το αϐρατο χϋρι τησ, ϊρχιςε να τραβϊει. Ο μικρϐσ καθϐταν πύςω απϐ το τιμϐνι με το μπιτϐνι ςτα πϐδια του, τα μϊγουλα και το μϋτωπο του κϊταςπρα, το δϋρμα του γυαλιςτερϐ και τεντωμϋνο. Καθώσ τον πληςύαςα, το κεφϊλι του γϑριςε με μια ρομποτικό βραδϑτητα και με
- 456 -
κούταξε. Σα μϊτια του όταν διϊπλατα και ςκοτεινϊ. Εύχαν τη βλακώδη, γαλόνια ϋκφραςη που βλϋπεισ ςε μαςτουρωμϋνουσ ό ςε ανθρώπουσ που ϋχουν υποςτεύ κϊποιο τρομερϐ τραϑμα. Σο μοναδικϐ ςυναύςθημα που παρϋμενε ςτα μϊτια του όταν ϋνα τρομερϐ κουραςμϋνο πεύςμα, εκεύνη η εφηβικό επιμονό ϐτι πρϋπει να υπϊρχει μια απϊντηςη και πρϋπει να τη μϊθει αυτό την απϊντηςη. Εύχε το δικαύωμα. Και αυτϐ εύχε χρηςιμοποιόςει η Μπιοϑικ φυςικϊ. Αυτϐ εύχε χρηςιμοποιόςει εναντύον του. «Νεντ». «Αν όμουν ςτη θϋςη ςου, θα 'βγαινα ϋξω, αρχιφϑλακα». Μιλοϑςε με αργό, τϋλεια ϊρθρωςη. «Δεν υπϊρχει πολϑσ χρϐνοσ. Ϊρχεται. Ακοϑγεται ςαν να 'ναι βόματα». Και εύχε δύκιο. Αιςθϊνθηκα ϋνα ξαφνικϐ κϑμα φρύκησ. Ο βϐμβοσ όταν κϊποιοσ μηχανιςμϐσ ύςωσ. Ο παλμϐσ όταν ςχεδϐν ςύγουρα κϊποιο εύδοσ τηλεπϊθειασ. Αυτϐ ϐμωσ όταν κϊτι ϊλλο, κϊτι διαφορετικϐ. Κϊτι ερχϐταν. «Νεντ, ςε παρακαλώ. Δεν μπορεύσ να καταλϊβεισ τι εύναι αυτϐ το πρϊγμα και ςύγουρα δεν μπορεύσ να το ςκοτώςεισ. Σο μϐνο που μπορεύσ να κϊνεισ εύναι να το αφόςεισ να ςε ρουφόξει, ϐπωσ ρουφϊει το χώμα η ηλεκτρικό ςκοϑπα. Και ν' αφόςεισ τη μητϋρα ςου και τισ αδερφϋσ ςου μϐνεσ τουσ. Αυτϐ θϋλεισ, να τισ αφόςεισ μϐνεσ με χύλια ερωτόματα που κανεύσ δεν εύναι ςε θϋςη ν' απαντόςει; Δεν μπορώ να πιςτϋψω ϐτι ο ϊνθρωποσ που όρθε εδώ αναζητώντασ τον πατϋρα του μπορεύ να εύναι τϐςο εγωιςτόσ». Κϊτι τρεμϐπαιξε ςτα μϊτια του, ϐπωσ ςτα μϊτια ενϐσ ανθρώπου που ενώ εύναι βαθιϊ ςυγκεντρωμϋνοσ ςε κϊτι ακοϑει ϋνα δυνατϐ θϐρυβο ςτο διπλανϐ τετρϊγωνο. Μετϊ το βλϋμμα του πόρε πϊλι την προηγοϑμενη γαλόνη του. «Αυτϐ το αναθεματιςμϋνο
- 457 -
αυτοκύνητο ςκϐτωςε τον μπαμπϊ μου», εύπε. Σο εύπε όρεμα, ό και υπομονετικϊ ακϐμη. Δε θα του ϋφερνα αντύρρηςη ς" αυτϐ. «Εντϊξει, μπορεύ να τον ςκϐτωςε. Μπορεύ απϐ μια ϊποψη να φταύει ϐςο και ο Μπρϊντλεώ Ρϐουτσ για ϐ,τι ςυνϋβη ςτον μπαμπϊ ςου. Σι ςημαύνει αυτϐ ϐμωσ; ήτι μπορεύ να ςε ςκοτώςει κι εςϋνα; Σι εύναι αυτϐ, Νεντ; υςκευαςύα δώρου δϑο ςε ϋνα; κοτώνετε τον ϋναν και παύρνετε και τον ϊλλο δωρεϊν;» «Λϊθοσ, δε θα με ςκοτώςει, εγώ θα το ςκοτώςω», εύπε ο μικρϐσ, και επιτϋλουσ κϊτι ξϑπνηςε ςτα μϊτια του διαταρϊςςοντασ αυτό τη γαλόνια επιφϊνεια. Ϋταν κϊτι παραπϊνω απϐ θυμϐσ. Για μια ςτιγμό μου φϊνηκε ςαν ϋνα εύδοσ τρϋλασ. όκωςε τα χϋρια του. το ϋνα κρατοϑςε το πιςτϐλι, ςτο ϊλλο ϋναν αναπτόρα για πετρογκϊζ. «Πριν με ρουφόξει ϐμωσ, θα το ανϊψω το καταραμϋνο. Ϊτςι θα κλεύςει η πϐρτα προσ αυτό την πλευρϊ για πϊντα. Αυτϐ εύναι το πρώτο βόμα». Μιλοϑςε με την τρομακτικό, αςυνεύδητη αλαζονεύα τησ νιϐτησ, ςύγουροσ ϐτι μϋχρι εκεύνη τη ςτιγμό αυτό η ιδϋα δεν εύχε περϊςει απϐ το μυαλϐ κανενϐσ. «Και αν επιβιώςω απϐ αυτό την εμπειρύα, θα ςκοτώςω ϐ,τι θα με περιμϋνει ςτην ϊλλη πλευρϊ. Αυτϐ εύναι το δεϑτερο βόμα». «ή,τι θα ςε περιμϋνει;» οκαρύςτηκα βλϋποντασ πϐςο τερϊςτιεσ και αβϊςιμεσ όταν οι εικαςύεσ του. «Ψ Νεντ! Ψ Φριςτϋ μου!» Ο παλμϐσ όταν πιο δυνατϐσ τώρα. Σο ύδιο και ο βϐμβοσ. Αιςθανϐμουν το αφϑςικο κρϑο που ςυνϐδευε τη δραςτηριϐτητα τησ Μπιοϑικ ν' απλώνεται πϊνω ςτο δϋρμα μου. Και εύδα ϋνα μοβ φωσ ν' ανθύζει πρώτα ςτον αϋρα ακριβώσ πϊνω απϐ το τιμϐνι και μετϊ ν' αρχύζει ν' απλώνεται ςτην επιφϊνεια του. Ερχϐταν -ϐ,τι κι αν όταν αυτϐ, ερχϐταν.
- 458 -
Πριν απϐ δϋκα χρϐνια θα όταν όδη εδώ. άςωσ και πριν απϐ πϋντε. Σώρα του ϋπαιρνε λύγο περιςςϐτερο χρϐνο. «Νομύζεισ ϐτι θα ςου κϊνουν επύςημη υποδοχό, Νεντ; Περιμϋνεισ να ςτεύλουν τον Εξοχϐτατο Πρϐεδρο των Κύτρινων Ροδϐμαλλων Εξωγόινων ό ύςωσ τον Αυτοκρϊτορα του Εναλλακτικοϑ ϑμπαντοσ να ςε υποδεχτεύ και να ςου δώςει το κλειδύ τησ πϐλησ; Νομύζεισ ϐτι θα καθύςουν ν' αςχοληθοϑν; Για ποιο λϐγο; Για ϋνα παιδύ που δεν μπορεύ να δεχτεύ το γεγονϐσ ϐτι ο πατϋρασ του εύναι νεκρϐσ και να ςυνεχύςει τη ζωό του;» «κϊςε!» «Ξϋρεισ τι πιςτεϑω;» «Δε με νοιϊζει τι πιςτεϑεισ!» «Πιςτεϑω ϐτι το τελευταύο πρϊγμα που θα δεισ θα εύναι ϋνα μεγϊλο τύποτε πριν πϊθεισ αςφυξύα απϐ τον αϋρα που αναπνϋουν εκεύ πϋρα». Η αβεβαιϐτητα τρεμϐπαιξε πϊλι ςτα μϊτια του. Ϊνα κομμϊτι του εαυτοϑ του όθελε να κϊνει ϐ,τι ϋκανε και ο Σζορτζ Μϐργκαν και να τελειώνει. Τπόρχε ϐμωσ ϊλλο ϋνα κομμϊτι του, που μπορεύ να μην το ϋνοιαζε τϐςο πολϑ το Πιτ, αλλϊ όθελε να ςυνεχύςει να ζει. Και πϊνω απϐ αυτϊ τα δϑο μϋρη του, απϐ πϊνω και απϐ κϊτω και γϑρω τουσ, δϋνοντασ τα πϊντα, όταν ο παλμϐσ και η ςιγανό φωνό που ςε καλοϑςε. Δεν όταν καν δελεαςτικό. Απλώσ ςε τραβοϑςε. «Αρχιφϑλακα, φϑγκε απϐ κει μϋςα!» φώναξε ο Ωρκι. Σον αγνϐηςα και κρϊτηςα το βλϋμμα μου προςηλωμϋνο ςτο γιο του Κερτ. «Νεντ, βϊλε το μυαλϐ ςου να δουλϋψει. Εύςαι ϋξυπνοσ ϊνθρωποσ. ε παρακαλώ». Δεν του φώναζα, εύχα υψώςει ϐμωσ τη φωνό μου για ν' ακοϑγομαι πϊνω απϐ το βϐμβο που δυνϊμωνε. Και ταυτϐχρονα ϊγγιξα αυτϐ που εύχα ςτην πύςω τςϋπη μου.
- 459 -
«Αυτϐ το αντικεύμενο μπορεύ να εύναι ζωντανϐ, αλλϊ αυτϐ δε ςημαύνει ϐτι αξύζει ν' αςχολεύςαι μαζύ του. Δεν εύναι διαφορετικϐ απϐ εκεύνα τα εντομοφϊγα φυτϊ, δεν το καταλαβαύνεισ αυτϐ; Δεν μπορεύσ να το εκδικηθεύσ. Δεν ϋχει καμιϊ νοημοςϑνη». Σο ςτϐμα του ϊρχιςε να τρϋμει. Ϋταν μια αρχό, αλλϊ ευχϐμουν ν' αφόςει το πιςτϐλι ό τουλϊχιςτον να το χαμηλώςει. Και κρατοϑςε και τον αναπτόρα. Δεν όταν τϐςο επικύνδυνοσ ϐςο η Μπερϋτα, αλλϊ δεν όταν και ακύνδυνοσ. Εκεύ που ςτεκϐμουν δύπλα ςτην πϐρτα του οδηγοϑ τησ Μπιοϑικ πατοϑςα ςε βενζύνη, και οι αναθυμιϊςεισ όταν τϐςο ϋντονεσ που τα μϊτια μου ϋτρεχαν ποτϊμι. Η μοβ λϊμψη ϊρχιςε να εκτοξεϑει τεμπϋλικεσ φωτεινϋσ γραμμϋσ προσ τα ψεϑτικα κουμπιϊ του ταμπλϐ και να γεμύζει το κοντϋρ ταχϑτητασ, κϊνοντασ το να μοιϊζει με φυςαλύδα μϋςα ςε αλφϊδι μαραγκοϑ. «κϐτωςε τον μπαμπϊ μου!» φώναξε με παιδικό φωνό, αλλϊ βαςικϊ δε φώναζε ς' εμϋνα. Δεν όξερε ςε ποιον να φωνϊξει, κι αυτϐ ακριβώσ τον ςκϐτωνε. «ήχι, Νεντ. Ωκου, αν αυτϐ το πρϊγμα μποροϑςε να γελϊςει, θα γελοϑςε τώρα. Δεν ϊρπαξε τον πατϋρα ςου ϋτςι ϐπωσ όθελε -ϋτςι ϐπωσ ϊρπαξε τον Ϊνισ και τον Μπρϊιαν Λύπι-, τώρα ϐμωσ ϋχει μια ωραύα ευκαιρύα ν' αρπϊξει το γιο. Αν ξϋρει ο Κερτ, αν βλϋπει, πρϋπει να τρύζουν τα κϐκαλα του μϋςα ςτον τϊφο του. ή,τι φοβϐταν, ϐ,τι πϊλευε ν' αποτρϋψει, ςυμβαύνει τώρα και μϊλιςτα ςτον ύδιο του το γιο». «ταμϊτα! ταμϊτα!» Ωρχιςαν να τρϋχουν δϊκρυα απϐ τα μϊτια του. Ϊςκυψα φϋρνοντασ το πρϐςωπο μου μϋςα ς' εκεύνη τη μοβ λϊμψη, μϋςα ςτο κρϑο που απλωνϐταν παντοϑ. Ϊφερα το πρϐςωπο μου κοντϊ ςτο πρϐςωπο του Νεντ, ϐπου
- 460 -
η αντύςταςη κατϋρρεε επιτϋλουσ. Ωλλο ϋνα χτϑπημα θα όταν αρκετϐ. Ϊβγαλα απϐ την πύςω τςϋπη το δοχεύο που εύχα πϊρει απϐ την καλϑβα και το κρϊτηςα δύπλα ςτο πϐδι μου. «Ο πατϋρασ ςου θα το ακοϑει να γελϊει, Νεντ, και θα ξϋρει ϐτι εύναι πολϑ αργϊ...» «ήχι!» «...ϐτι δεν μπορεύ να κϊνει τύποτε. Σύποτε απολϑτωσ». όκωςε τα χϋρια για να ςκεπϊςει τ' αυτιϊ του, το πιςτϐλι ςτο αριςτερϐ, τον αναπτόρα ςτο δεξύ, το μπιτϐνι ιςορροπημϋνο πϊνω ςτουσ μηροϑσ του, και με τισ κνόμεσ του να χϊνονται ςιγϊ ςιγϊ μϋςα ςε μια βιολετύ ομύχλη που ανϋβαινε ςαν νερϐ απϐ πηγϊδι. Δεν τον εύχα ταρϊξει τϐςο ϐςο θα όθελα, αλλϊ δεν υπόρχε ϊλλοσ χρϐνοσ, ϋπρεπε ν' αρκεςτώ ς' αυτϐ. Ϊβγαλα το καπϊκι του ςπρϋι με τον αντύχειρα, πρϐλαβα για ϋνα κλϊςμα του δευτερολϋπτου ν' αναρωτηθώ αν εύχε καθϐλου πύεςη πια μετϊ απϐ τϐςα χρϐνια ςτο ρϊφι τησ καλϑβασ, και μετϊ το ςόκωςα και του ϋριξα Μϋισ. Ο Νεντ οϑρλιαξε απϐ κατϊπληξη και πϐνο καθώσ το ςπρϋι τον βρόκε ςτα μϊτια και τη μϑτη. Σο δϊχτυλο του πϊτηςε τη ςκανδϊλη τησ Μπερϋτασ και ο πυροβολιςμϐσ όταν εκκωφαντικϐσ μϋςα ςτο υπϐςτεγο. «Φριςτϋ μου!» ϊκουςα να φωνϊζει ο Ωρκι μϋςα ςτο βουητϐ που αντηχοϑςε ςτ' αυτιϊ μου. Ωρπαξα το χεροϑλι τησ πϐρτασ, και την ύδια ςτιγμό η αςφϊλεια κατϋβηκε μϐνη τησ, ϐπωσ εύχε κλειδώςει το λουκϋτο ςτην καλϑβα. Ϊβαλα το χϋρι μου μϋςα απϐ το ανοιχτϐ παρϊθυρο, το ϋκανα γροθιϊ και χτϑπηςα με δϑναμη το μπιτϐνι. Πετϊχτηκε απϐ τα πϐδια του Νεντ, που ςφϊδαζε απϐ το Μϋισ, ϋπεςε μϋςα ςτο θολϐ βιολετύ φωσ που ανϋβαινε απϐ
- 461 -
το δϊπεδο του αυτοκινότου και εξαφανύςτηκε. Για μια ςτιγμό εύχα την αύςθηςη ϐτι ϋκανε τοϑμπεσ ςτον αϋρα, ϐπωσ κϊνουν τα πρϊγματα ϐταν πϋφτουν απϐ πολϑ ψηλϊ. Σο πιςτϐλι εκπυρςοκρϐτηςε πϊλι και αιςθϊνθηκα τον αϋρα τησ ςφαύρασ. Δεν όταν πϊρα πολϑ κοντϊ -ο Νεντ πυροβολοϑςε ςτα τυφλϊ προσ την οροφό τησ Μπιοϑικ, ύςωσ χωρύσ να το αντιλαμβϊνεται καν-, αλλϊ ϐταν νιώθεισ τον αϋρα απϐ το πϋραςμα μιασ ςφαύρασ αυτϐ ςημαύνει ϐτι εύναι επικύνδυνα κοντϊ. Ϊψαξα ςτο εςωτερικϐ τησ πϐρτασ τησ Μπιοϑικ, βρόκα επιτϋλουσ το εςωτερικϐ χεροϑλι και το τρϊβηξα. Αν δεν ανϋβαινε, δεν ξϋρω τι θα ϋκανα -ο Νεντ όταν πολϑ μεγαλϐςωμοσ και βαρϑσ για να τον τραβόξω μϋςα απϐ το παρϊθυρο- ανϋβηκε ϐμωσ, και η πϐρτα ϊνοιξε. Σην ύδια ςτιγμό μια εκτυφλωτικό μοβ λϊμψη υψώθηκε απϐ εκεύ που όταν το δϊπεδο τησ Ροουντμϊςτερ, το πορτ μπαγκϊζ ϊνοιξε μϐνο του και η ϋλξη ϋγινε πολϑ ιςχυρϐτερη, θα ςε ρουφόξει ςαν χώμα ςε ηλεκτρικό ςκοϑπα, εύχα πει, αλλϊ δεν όξερα πϐςο δύκιο εύχα. Ο παλιρροώκϐσ παλμϐσ επιταχϑνθηκε ξαφνικϊ και ϋγινε ϋνασ ϊγριοσ ϊρρυθμοσ βρϐντοσ, ςαν τα πρϐδρομα κϑματα που φτϊνουν πριν απϐ το τςουνϊμι που θα καταςτρϋψει τα πϊντα. Εύχεσ την αύςθηςη ενϐσ ανϋμου με κατεϑθυνςη απϐ μϋςα προσ τα ϋξω που ϋμοιαζε να τραβϊ αντύ να ςπρώχνει, που όθελε να ρουφόξει τα μϊτια ςου απϐ τισ κϐγχεσ τουσ και να ξεφλουδύςει δϋρμα απϐ το πρϐςωπο ςου, και παρ' ϐλ' αυτϊ δεν κουνιϐταν οϑτε μια τρύχα του κεφαλιοϑ μου. Ο Νεντ οϑρλιαξε. Σα χϋρια του κατϋβηκαν ξαφνικϊ λεσ και του ϋδεςαν τουσ καρποϑσ με αϐρατα ςχοινιϊ και ϊρχιςε να τα τραβϊ κϊποιοσ απϐ κϊτω.
- 462 -
Ωρχιςε να βουλιϊζει ςτο κϊθιςμα, μϐνο που το κϊθιςμα δεν υπόρχε πια ακριβώσ. Εύχε αρχύςει να εξαφανύζεται, να διαλϑεται μϋςα ς' εκεύνη τη θυελλώδη φυςαλύδα του βιολετύ φωτϐσ που ανϋβαινε βύαια. Σον ϊρπαξα απϐ τα μπρϊτςα και τρϊβηξα με δϑναμη, κϊνοντασ ϋνα βόμα πύςω, μετϊ ϊλλο ϋνα, προςπαθώντασ ν' αντιςταθώ ςτην τρομερό ϋλξη τησ δϑναμησ που μασ τραβοϑςε προσ το εςωτερικϐ τησ Μπιοϑικ, το εςωτερικϐ που τώρα εύχε μετατραπεύ ςε ϋνα μοβ λαιμϐ ϋτοιμο να μασ καταπιεύ. Ϊπεςα πύςω με τον Νεντ απϐ πϊνω μου. Αιςθϊνθηκα το παντελϐνι μου να μουςκεϑεται απϐ βενζύνη. «Σρϊβηξε μασ!» φώναξα ςτον Ωρκι. Ωρχιςα να ςπρώχνω με τα πϐδια μου για ν' απομακρυνθοϑμε απϐ την Μπιοϑικ και το φωσ που ξεχυνϐταν απϐ μϋςα τησ, αλλϊ όταν αδϑνατο, τα παποϑτςια μου γλιςτροϑςαν πϊνω ςτη βενζύνη. Αιςθϊνθηκα τη δϑναμη τησ Μπιοϑικ να τραβϊ τον Νεντ προσ την ανοιχτό πϐρτα με μια ξαφνικό και απϐτομη ϋλξη που κϐντεψε να μου τον πϊρει απϐ τα χϋρια. Σαυτϐχρονα ϋνιωςα το ςχοινύ να ςφύγγεται ςτη μϋςη μου. Ϊπιαςα πϊλι καλϊ τον Νεντ απϐ το ςτόθοσ και το ςχοινύ μϊσ τρϊβηξε απϐτομα προσ τα πύςω. Κρατοϑςε ακϐμη το πιςτϐλι, αλλϊ εύδα το χϋρι του ξαφνικϊ να τεντώνεται ύςια μπροςτϊ του και την Μπερϋτα να του φεϑγει απϐ τα δϊχτυλα. Σο παλλϐμενο μοβ φωσ τησ καμπύνασ το κατϊπιε, και μου φϊνηκε ϐτι το ϊκουςα να εκπυρςοκροτεύ ϊλλεσ δϑο φορϋσ απϐ μϐνο του καθώσ εξαφανιζϐταν. Σαυτϐχρονα η ϋλξη τησ Μπιοϑικ πϊνω μασ φϊνηκε να εξαςθενεύ λύγο. άςωσ αρκετϊ για να ξεφϑγουμε τώρα, αν φεϑγαμε αμϋςωσ. «Σρϊβα!» φώναξα ςτον Ωρκι. «Αφεντικϐ, τραβϊω ϐςο πιο δυνατϊ μπορώ...» «Σρϊβα δυναΣώρα:ρα!»
- 463 -
Ωλλο ϋνα τρομερϐ τρϊβηγμα που μου ϋκοψε την ανϊςα, καθώσ η θηλιϊ του Κϋρτισ ςφύχτηκε γϑρω απϐ τη μϋςη μου. Μετϊ ϊρχιςα να ςηκώνομαι ϐπωσ ϐπωσ ϐρθιοσ και να οπιςθοχωρώ ταυτϐχρονα κρατώντασ το παιδύ μπροςτϊ μου. Ο Νεντ αγκομαχοϑςε, τα μϊτια του όταν κλειςτϊ και πρηςμϋνα ςαν μϊτια πυγμϊχου που τρώει ξϑλο ςτουσ τελευταύουσ δώδεκα γϑρουσ. Δε νομύζω ϐτι εύδε τι ςυνϋβη μετϊ. Σο εςωτερικϐ τησ Μπιοϑικ χϊθηκε, ςβόςτηκε απϐ το μοβ φωσ. Κϊποιο αδιανϐητο και αφϊνταςτο κϑκλωμα εύχε ανούξει. Κούταζα μϋςα απϐ ϋναν κϐκκινο ερεθιςμϋνο λαιμϐ που ϋβγαζε ςε ϋναν ϊλλο κϐςμο. Μπορεύ να εύχα παγώςει εκεύνη τη ςτιγμό δύνοντασ ςτην ϋλξη την ευκαιρύα να με τραβόξει μϋςα -να μασ τραβόξει και τουσ δϑο-, αλλϊ ϊκουςα ξαφνικϊ τη φωνό του Ωρκι, ςτριγκό, ςχεδϐν υςτερικό: «Βϐηθα με, τεφ! Για ϐνομα του Θεοϑ! Ϊλα δω και βϐηθα με!» Πρϋπει να το ϋκανε, γιατύ ϋνα δυο δευτερϐλεπτα αργϐτερα ο Νεντ κι εγώ τραβηχτόκαμε προσ τα πύςω ςαν ψϊρια καλϊ μαγκωμϋνα ςτο αγκύςτρι. Ϊπεςα πϊλι κϊτω χτυπώντασ το κεφϊλι μου πύςω. Ο παλμϐσ και ο βϐμβοσ εύχαν ςυγχωνευτεύ, εύχαν γύνει ϋνα ουρλιαχτϐ που διαπερνοϑςε το μυαλϐ μου ςαν τρυπϊνι. Η Μπιοϑικ εύχε αρχύςει ν' αςτρϊφτει ςαν επιγραφό νϋον και απϐ το φωτεινϐ πορτ μπαγκϊζ ξεχεύλιζαν κϊτι πρϊςινα ςκαθϊρια που ϋπεφταν ςτο τςιμϋντο, ςκϐρπιζαν και πϋθαιναν. Η ϋλξη μϊσ ϊρπαξε πϊλι και αρχύςαμε να κινοϑμαςτε ξανϊ προσ την Μπιοϑικ. Ϋταν ςαν να μασ εύχε πιϊςει ϋνα απύςτευτα δυνατϐ ρεϑμα. Μπροσ πύςω, μπροσ πύςω. «Βϐηθα με!» φώναξα ςτο αυτύ του Νεντ. «Πρϋπει να βοηθόςεισ, αλλιώσ θα μασ τραβόξει
- 464 -
μϋςα!» την πραγματικϐτητα ςκεφτϐμουν ϐτι μϊλλον θα μασ ρουφοϑςε εύτε με βοηθοϑςε εύτε ϐχι. Ϋταν τυφλϐσ απϐ το Μϋισ αλλϊ ϐχι κουφϐσ, και εύχε αποφαςύςει ϐτι όθελε να ζόςει. Πϊτηςε με τα αθλητικϊ παποϑτςια ςτο τςιμϋντο και ϋςπρωξε πύςω ϐςο πιο δυνατϊ μποροϑςε, με τισ φτϋρνεσ του να γλιςτροϑν τινϊζοντασ βενζύνη. Σαυτϐχρονα, ο Ωρκι και η τϋφανι Κολοϑτςι τρϊβηξαν με δϑναμη το ςχοινύ. Εκτιναχτόκαμε ςχεδϐν ενϊμιςι μϋτρο προσ την πϐρτα, αλλϊ μετϊ το ρεϑμα μϊσ ϊρπαξε πϊλι. Κατϊφερα να τυλύξω το ςχοινύ γϑρω απϐ τη μϋςη του Νεντ, δϋνοντασ τον πϊνω μου για καλϐ και για κακϐ. Μετϊ αρχύςαμε να ςερνϐμαςτε πϊλι, με την Μπιοϑικ να ξαναπαύρνει πύςω ϐλο το ϋδαφοσ που εύχαμε κερδύςει κι ακϐμη παραπϊνω. Μασ τραβοϑςε αργϊ αλλϊ ανελϋητα. Ϊνιωθα μια αςφυκτικό, κλειςτοφοβικό πύεςη ςτο ςτόθοσ μου. Εν μϋρει όταν επειδό όμουν τυλιγμϋνοσ με το ςχοινύ και εν μϋρει όταν η αύςθηςη ϐτι με ϋςφιγγε και με τραβοϑςε ϋνα τερϊςτιο αϐρατο χϋρι. Δεν όθελα να καταλόξουμε ςτο μϋροσ που εύχα δει, αλλϊ αν πληςιϊζαμε πολϑ ακϐμη ςτο αυτοκύνητο, αυτϐ ακριβώσ θα γινϐταν. ήςο μύκραινε η απϐςταςη τϐςο μεγϊλωνε η δϑναμη που μασ τραβοϑςε. ε λύγο θα ϋςπαγε το κύτρινο ςχοινύ και οι δυο μασ θα εκτοξευϐμαςτε ςτον αϋρα δεμϋνοι ακϐμη μαζύ. Για να καταλόξουμε ς' εκεύνο τον ϊρρωςτο μοβ λαιμϐ και ςε ϐ,τι υπόρχε ςτην ϊλλη ϊκρη του. «Σελευταύα ευκαιρύα!» φώναξα. «Σραβόξτε με το τρύα! Ϊνα... δϑο... ΣΡΙΑ!» Ο Ωρκι και η τϋφανι, παραταγμϋνοι δύπλα δύπλα ϋξω ακριβώσ απϐ την πϐρτα, τρϊβηξαν με ϐλη τουσ τη δϑναμη. Ο Νεντ κι εγώ ςπρώξαμε με τα πϐδια μασ. Πεταχτόκαμε πύςω, αυτό τη φορϊ φτϊνοντασ ωσ την πϐρτα,
- 465 -
πριν μασ αρπϊξει για ϊλλη μια φορϊ η δϑναμη κι αρχύςει να μασ τραβϊ αμεύλικτα, ςαν μαγνότησ που τραβϊ ρινύςματα ςιδόρου. Γϑριςα ςτο πλϊι. «Νεντ, η πϐρτα! Πιϊςον απϐ την πϐρτα!» Ο Νεντ ϊπλωςε ςτα τυφλϊ το αριςτερϐ του χϋρι, ψϊχνοντασ ςτον αϋρα. «τα δεξιϊ ςου, μικρϋ!» φώναξε η τεφ. «τα δεξιϊ ςου!» Ο Νεντ βρόκε το κοϑφωμα τησ πϐρτασ και αρπϊχτηκε. Πύςω μασ εκτινϊχτηκε ϊλλη μια τερατώδησ μοβ λϊμψη απϐ την Μπιοϑικ, και αιςθϊνθηκα την ϋλξη τησ να μεγαλώνει ακϐμη περιςςϐτερο. Ϋταν ςαν να εύχε δημιουργηθεύ μια φρικτό νϋα βαρϑτητα. Σο ςχοινύ γϑρω απϐ το ςτόθοσ μου εύχε μετατραπεύ ςε μεταλλικϐ ςφιγκτόρα και δεν μποροϑςα να πϊρω ανϊςα. Ϊνιωθα τα μϊτια μου να πετϊγονται απϐ τισ κϐγχεσ τουσ και τα οϑλα μου να πϊλλονται. Σα ςωθικϊ μου εύχαν ανεβεύ ςτο λαιμϐ μου. Ο παλμϐσ εύχε γεμύςει το μυαλϐ μου καύγοντασ κϊθε ςυνειδητό ςκϋψη. Ωρχιςα να γλιςτρώ προσ την Μπιοϑικ πϊλι, με τα τακοϑνια των παπουτςιών μου να ςϋρνονται ςτο τςιμϋντο. Ωλλη μια ςτιγμό και θα ϊρχιζα να γλιςτρώ πιο γρόγορα, και μετϊ θα ϊρχιζα να πετώ ςτον αϋρα, ςαν πουλύ που το ρουφϊει τουρμπύνα. Και ο μικρϐσ θα ερχϐταν κι αυτϐσ μαζύ μου, με ακύδεσ απϐ το κοϑφωμα τησ πϐρτασ καρφωμϋνεσ κϊτω απϐ τα νϑχια του. Θα ερχϐταν ςύγουρα μαζύ μου -η μεταφορϊ μου για τισ αλυςύδεσ εύχε γύνει κυριολεκτικό πραγματικϐτητα. «ϊντι, πιϊςε το χϋρι μου!» Γϑριςα το λαιμϐ μου και δεν ϋνιωςα μεγϊλη ϋκπληξη ϐταν εύδα τον Φϊντι Ρϐγιερ -και πύςω του τον Ϊντι. Εύχαν γυρύςει. Σουσ πόρε λύγο περιςςϐτερο απϐ ϐ,τι πόρε ςτον Ωρκι, αλλϊ εύχαν ϋρθει. Και ϐχι επειδό τουσ ϋςτειλε Κωδικϐ Δ η τεφ. Ϋταν με τα προςωπικϊ τουσ αυτοκύνητα και ο
- 466 -
αςϑρματοσ ϋτςι κι αλλιώσ δε δοϑλευε, προσ το παρϐν τουλϊχιςτον. ήχι, απλώσ... εύχαν ϋρθει. Ο Φϊντι όταν γονατιςμϋνοσ ςτο κατώφλι και εύχε απλώςει το ϋνα χϋρι του. Σα μαλλιϊ του δεν κουνιϐνταν και το πουκϊμιςο του δεν κυμϊτιζε, αλλϊ ταλαντευϐταν μπροσ πύςω ςαν να όταν ςε θϑελλα. Ο Ϊντι όταν μαζεμϋνοσ πύςω του και κούταζε πϊνω απϐ τον αριςτερϐ ώμο του Φϊντι. Μϊλλον τον κρατοϑςε απϐ τη ζώνη, αν και δεν τον ϋβλεπα. Σο ελεϑθερο χϋρι του Φϊντι όταν απλωμϋνο και το ϊρπαξα ςαν ϊνθρωποσ που πνύγεται. Ϊνιωθα ςαν ϊνθρωποσ που πνύγεται. «Σώρα τραβϊτε, να πϊρει», γρϑλιςε ο Φϊντι ςτον Λρκι και τον Ϊνα και τη τεφ Κολοϑτςι. Σο μοβ φωσ τησ Μπιοϑικ ϊςτραφτε ςτα μϊτια του. «Σραβϊτε ϐλοι μαζύ». Σρϊβηξαν με ϐλη τουσ τη δϑναμη. Πεταχτόκαμε ϋξω απϐ την πϐρτα ςαν φελλϐσ απϐ μπουκϊλι και γύναμε ϋνασ ςωρϐσ μπροςτϊ ςτο κατώφλι με τον Φϊντι απϐ κϊτω. Ο Νεντ αγκομαχοϑςε με το πρϐςωπο γυριςμϋνο ςτο πλϊι πϊνω ςτο λαιμϐ μου. Σο μϊγουλο και το μϋτωπο του με ϋκαιγαν ςαν κϊρβουνα, και αιςθανϐμουν τα δϊκρυα του πϊνω μου. «Αρχιφϑλακα, για ϐνομα του Θεοϑ, πϊρε τον αγκώνα ςου απϐ τη μϑτη μου!» φώναξε ο Φϊντι με πνιχτό, θυμωμϋνη φωνό. «Κλεύςτε την πϐρτα!» φώναξε η τεφ. «Γρόγορα, πριν βγει τύποτε ϋξω!» Δεν υπόρχε τύποτε εκτϐσ απϐ μερικϊ ακύνδυνα πρϊςινα ςκαθϊρια, αλλϊ εύχε δύκιο παρ' ϐλ' αυτϊ. Σο φωσ και μϐνο όταν αρκετϐ, αυτϋσ οι ανυπϐφορεσ λϊμψεισ απϐ μοβ φωσ. Ϋμαςτε ακϐμη πεςμϋνοι ο ϋνασ πϊνω ςτον ϊλλο ϐλοι μαζύ ςτην ϊςφαλτο, χϋρια ακινητοποιημϋνα απϐ γϐνατα,
- 467 -
πϐδια πιαςμϋνα κϊτω απϐ ςώματα, και ο Ϊντι εύχε καταλόξει, ϊγνωςτο πώσ, να ϋχει μια θηλιϊ απϐ το ςχοινύ γϑρω απϐ το λαιμϐ του και να φωνϊζει ςτον Ωρκι ϐτι τον ϋπνιγε. Η τεφ γονϊτιςε δύπλα του προςπαθώντασ να περϊςει τα δϊχτυλα τησ κϊτω απϐ το ϋντονα κύτρινο ςχοινύ, ενώ ο Νεντ αγκομαχοϑςε και κουνοϑςε ςτα τυφλϊ χϋρια και πϐδια προςπαθώντασ να βρει την ιςορροπύα του. Δεν υπόρχε κανεύσ για να κλεύςει την πϐρτα, ξαφνικϊ ϐμωσ ϋκλειςε με βρϐντο. Ο πανικϐσ με ϋκανε να γυρύςω το κεφϊλι μου ςε μια απύςτευτη γωνύα, όμουν ςύγουροσ ξαφνικϊ ϐτι όταν ϋνασ απ’ αυτοϑσ, που εύχε ϋρθει απαρατόρητοσ και τώρα όταν ϋξω και ύςωσ όθελε να μασ ξεπληρώςει για κεύνον που εύχαμε ςκοτώςει πριν απϐ τϐςα χρϐνια. Και τον εύδα, μια ςκιϊ μπροςτϊ ςτον ϊςπρο τούχο του υπϐςτεγου. Μετϊ η ςκιϊ μετατοπύςτηκε και ο ιδιοκτότησ τησ πληςύαςε και μϋςα ςτο αμυδρϐ φωσ εύδα τισ καμπϑλεσ απϐ το ςτόθοσ και το γοφϐ μιασ γυναύκασ. «Ϋμουν ςτα μιςϊ του δρϐμου για το ςπύτι μου και μου όρθε ϋνα προαύςθημα», εύπε η ύρλεώ με τρεμϊμενη φωνό. «Ϊνα πολϑ ϊςχημο προαύςθημα. κϋφτηκα ϐτι οι γϊτεσ μποροϑςαν να περιμϋνουν λύγο ακϐμη. ταμϊτα να χτυπιϋςαι ϋτςι, Νεντ, χειροτερεϑεισ την κατϊςταςη». Ο Νεντ ςταμϊτηςε αμϋςωσ. Η ύρλεώ ϋςκυψε και με μια επιδϋξια κύνηςη ελευθϋρωςε τον Ϊντι απϐ τη θηλιϊ που εύχε γϑρω απϐ το λαιμϐ του. «Ορύςτε, κι εςϑ», του εύπε, και μετϊ τα γϐνατα τησ λϑθηκαν. Η ύρλεώ Πϊςτερνακ ςωριϊςτηκε ςτην ϊςφαλτο κι ϊρχιςε να κλαύει. Πόγαμε τον Νεντ ςτο αρχηγεύο και του πλϑναμε τα μϊτια ςτην κουζύνα. Σο δϋρμα γϑρω τουσ όταν κϐκκινο και πρηςμϋνο, τα αςπρϊδια των ματιών του κϐκκινα κι αυτϊ,
- 468 -
αλλϊ μασ εύπε ϐτι η ϐραςη του όταν εντϊξει. Ο Φϊντι του ϋδειξε δϑο δϊχτυλα και τον ρώτηςε πϐςα εύναι. Ο μικρϐσ απϊντηςε ςωςτϊ, το ύδιο και ϐταν του ϋδειξε τϋςςερα. «Με ςυγχωρεύτε», εύπε με βραχνό, πνιγμϋνη φωνό. «Δεν ξϋρω γιατύ το ϋκανα. Δηλαδό, ξϋρω, όθελα να το κϊνω, αλλϊ ϐχι τώρα... ϐχι απϐψε...» «ςς», του εύπε η ύρλεώ. Πόρε κι ϊλλο νερϐ απϐ τη βρϑςη ςτισ χοϑφτεσ τησ και του ϋπλυνε πϊλι τα μϊτια. «Μη μιλϊσ». Αλλϊ ο Νεντ δεν μποροϑςε να ςταματόςει. «Εύχα ςκοπϐ να γυρύςω ςπύτι. Να το ςκεφτώ, ϐπωσ εύχα πει». Σα πρηςμϋνα κατακϐκκινα μϊτια του με κούταζαν με δυςκολύα. Μετϊ χϊθηκαν καθώσ η ύρλεώ του ϋριξε ϊλλη μια χοϑφτα ζεςτϐ νερϐ. «Και το επϐμενο πρϊγμα που θυμϊμαι εύναι ϐτι βρϋθηκα πϊλι εδώ, και ςκεφτϐμουν ςυνϋχεια "Πρϋπει να το κϊνω απϐψε, πρϋπει να τελειώνω μια και καλό". Μετϊ... » Μϐνο που δεν όξερε τι εύχε γύνει μετϊ. ήλα όταν θολϊ. Δεν το εύπε καθαρϊ, αλλϊ δε χρειαζϐταν. Δε χρειαζϐταν καν να το δω ςτα ερεθιςμϋνα, απορημϋνα μϊτια του. Εύχα δει τον ύδιο να κϊθεται ςτο τιμϐνι τησ Ροουντμϊςτερ με ϋνα μπιτϐνι βενζύνη ςτα πϐδια του, χλομϐσ, ναρκωμϋνοσ, χαμϋνοσ. «ε κυρύεψε», του εύπα. «Πϊντα αςκοϑςε αυτό την ϋλξη, αλλϊ δεν εύχε βρει κανϋναν που να μπορεύ να τη χρηςιμοποιόςει πϊνω του ϐπωσ τη χρηςιμοπούηςε ς' εςϋνα. ήταν ςε κϊλεςε ϐμωσ, την ακοϑςαμε κι εμεύσ. Ο καθϋνασ με το δικϐ του τρϐπο. ήπωσ και να 'χει, δεν εύναι δικϐ ςου το φταύξιμο, Νεντ. Αν φταύει κϊποιοσ, αυτϐσ εύμαι εγώ». ηκώθηκε απϐ το νεροχϑτη, ϋψαξε ςτα τυφλϊ και μου ϋπιαςε τα χϋρια. Σο πρϐςωπο του ϋςταζε νερϊ και τα μαλλιϊ
- 469 -
του όταν κολλημϋνα ςτο μϋτωπο του. Βαςικϊ, όταν μϊλλον αςτεύοσ. αν παρωδύα βϊφτιςησ. Πληςύαςε η τεφ, που παρακολουθοϑςε το υπϐςτεγο απϐ την πύςω πϐρτα του αρχηγεύου. «ταματϊει κιϐλασ». Ϊκανα ϋνα καταφατικϐ νεϑμα. «Ϊχαςε την ευκαιρύα τησ. άςωσ την τελευταύα τησ ευκαιρύα». «Για να κϊνει ζημιϊ», εύπε ο Νεντ. «Αυτϐ όθελε. Σο ϊκουςα μϋςα ςτο μυαλϐ μου. Ϋ δεν ξϋρω, ύςωσ να όταν η ιδϋα μου». «Αν όταν ιδϋα ςου, όταν και δικό μου», εύπα. «Αλλϊ το αποψινϐ μπορεύ να μην όταν μϐνο μια τελευταύα απϐπειρα να κϊνει ζημιϊ». Πριν προλϊβω να ςυνεχύςω, όρθε ο Φϊντι απϐ το μπϊνιο με ϋνα βαλιτςϊκι πρώτων βοηθειών. Σο ακοϑμπηςε ςτον πϊγκο, το ϊνοιξε κι ϋβγαλε ϋνα βϊζο με αλοιφό. «Βϊλε απ' αυτϐ γϑρω απϐ τα μϊτια ςου, Νεντ. Αν μπει και μϋςα, δεν πειρϊζει. Δε θα ςου κϊνει κακϐ». τεκϐμαςταν παρακολουθώντασ τον καθώσ ϋβαζε την κρϋμα γϑρω απϐ τα μϊτια του ςε κϑκλουσ που γυϊλιζαν κϊτω απϐ τισ λϊμπεσ φθορύου τησ κουζύνασ. ήταν τελεϑοςε, η ύρλεώ τον ρώτηςε αν ϋνιωθε καλϑτερα και ο Νεντ κατϋνευςε. «Σώρα:, ϋλα πϊλι ϋξω», εύπα. «Τπϊρχει κϊτι ακϐμη που πρϋπει να ςου πω. Θα ςου το εύχα πει και νωρύτερα, αλλϊ η αλόθεια εύναι ϐτι δεν το θυμόθηκα παρϊ μϐνο ϐταν ςε εύδα να κϊθεςαι μϋςα ςτο αμϊξι. Πρϋπει να μου το θϑμιςε το ςοκ». Η ύρλεώ με κούταξε ςυνοφρυωμϋνη. Δεν εύχε γύνει ποτϋ μητϋρα, αλλϊ τώρα ϋβλεπα ςτο πρϐςωπο τησ την αυςτηρϐτητα μιασ μητϋρασ. «ήχι απϐψε», εύπε. «Δε βλϋπεισ ϐτι αρκετϊ υπϋφερε το παιδύ; Πρϋπει να τον πϊει κϊποιοσ απϐ
- 470 -
ςασ ςτο ςπύτι του και να ςκεφτεύτε κϊποια ιςτορύα για να πει ςτη μητϋρα του -πϊντα πύςτευε τα ψϋματα του Κερτισ, οπϐτε μϊλλον θα πιςτϋψει και τα δικϊ ςασ, αν ςυμφωνόςετε ςτισ λεπτομϋρειεσ. Και μετϊ να τον βϊλει για ϑπνο». «υγνώμη, αλλϊ αυτϐ που θϋλω να του πω δεν μπορεύ να περιμϋνει», εύπα. Με κούταξε καταπρϐςωπο με επύμονο, διαπεραςτικϐ βλϋμμα, και πρϋπει να εύδε ϐτι εγώ τουλϊχιςτον πύςτευα ϐτι ϋλεγα αλόθεια. Ϊτςι, βγόκαμε πϊλι ϐλοι ςτο παγκϊκι των καπνιςτών, και καθώσ παρακολουθοϑςαμε τα πυροτεχνόματα που ϋςβηναν ςιγϊ ςιγϊ ςτο υπϐςτεγο -το δεϑτερο ςϐου τησ βραδιϊσ, αλλϊ δεν όταν τύποτε ςπουδαύο, τώρα τουλϊχιςτον-, εύπα ςτον Νεντ ϊλλη μια ιςτορύα απϐ τον παλιϐ καιρϐ. Σην ϋβλεπα ϐπωσ θα ϋβλεπεσ ϋνα θεατρικϐ ϋργο, δϑο χαρακτόρεσ ςε μια ςχεδϐν γυμνό ςκηνό, δϑο χαρακτόρεσ κϊτω απϐ ϋνα μοναδικϐ δυνατϐ προβολϋα, δϑο ϊντρεσ καθιςμϋνοι
- 471 -
Σώρα: : Κϋρτισ Δϑο ϊντρεσ καθιςμϋνοι ςτο παγκϊκι των καπνιςτών κϊτω απϐ το φωσ ενϐσ καλοκαιρινοϑ όλιου και ο ϋνασ ςε λύγο θα εύναι νοερϐσ -ςτισ ανθρώπινεσ ζωϋσ μασ υπϊρχει μια αγχϐνη ςτο τϋλοσ κϊθε αλυςύδασ και ο Κϋρτισ Γονύλκοξ ςχεδϐν εύχε φτϊςει τη δικό του. Σο μεςημεριανϐ θα εύναι το τελευταύο τον γεϑμα και κανεύσ απϐ τουσ δϑο δεν το ξϋρει. Αυτϐσ ο καταδικαςμϋνοσ ϊνθρωποσ κοιτϊζει τον ϊλλο που ανϊβει τςιγϊρο και εϑχεται να μποροϑςε να καπνύςει κι αυτϐσ, αλλϊ το ϋχει κϐψει. Κοςτύζουν ακριβϊ, και η Μιςϋλ του κολλϊει ςυνϋχεια, αλλϊ ο λϐγοσ κυρύωσ 9ύναι ϊτι θϋλει να δει τα παιδιϊ τον να μεγαλώνουν. Θϋλει να δει τισ τελετϋσ αποφούτηςησ τονσ, θϋλει να δει τα παιδιϊ των παιδιών τον. Ϊχει κϊνει ςχϋδια για τη ςϑνταξη του, τα ςυζητοϑν ςυχνϊ με τη Μιςϋλ, ϋνα Γονινεμπϋιγκο που θα τουσ πϊει δυτικϊ, ϊπου μπορεύ να εγκαταςταθοϑν, αλλϊ εύναι ςχϋδια που δε θα πραγματοποιηθοϑν ποτϋ, γιατύ θ' αποςυρθεύ πολϑ νωρύτερα απ' αυτϐ, και μϊλιςτα μϐνοσ. ήςο για το κϊπνιςμα, δε χρειαζϐταν να το κϐψει, θα πόγαινε απϐ ϊλλα αύτια, αλλϊ δεν μπορεύσ να το ξϋρεισ εκ των προτϋρων αυτϐ. το μεταξϑ ο καλοκαιρινϐσ όλιοσ εύναι ευχϊριςτοσ. Αργϐτερα ςτη διϊρκεια τησ ημϋρασ θα κϊνει πολλό ζϋςτη, αλλϊ τώρα εύναι ευχϊριςτα και τα πρϊγματα απϋναντι εύναι όςυχα. Σελευταύα παραμϋνουν όςυχα για ϐλο και μεγαλϑτερα διαςτόματα. Οι φωτοςειςμού, ϐταν γύνονται, ϋχουν μειωμϋνη ϋνταςη. Η Μπιοϑικ «ξεκουρδύζεται», αυτϐ πιςτεϑει ο καταδικαςμϋνοσ πολιτειακϐσ. Αλλϊ μερικϋσ φορϋσ ο Κϋρτισ νιώθει ακϐμη τον παλμϐ τησ και το ςιωπηλϐ κϊλεςμα τησ, και ξϋρει ϐτι πρϋπει να την παρακολουθεύ. Αυτό εύναι η δουλειϊ του και ϋχει
- 472 -
απαρνηθεύ κϊθε ενδεχϐμενο προαγωγόσ για να μπορεύ να την κϊνει. Η Μπιοϑικ 8 ϊρπαξε το ςυνεργϊτη του, αλλϊ ο Κϋρτισ Γουύλκοξ ξϋρει ϐτι απϐ μια ϊποψη τον ϋχει αρπϊξει κι αυτϐν. Α εν κλειδώθηκε ποτϋ ςτο πορτ μπαγκϊζ, ϐπωσ κϐντεψε να κϊνει ο Φϊντι Ρϐγιερ το 1988, και δεν τον ϋφαγε ζωντανϐ, ϐπωσ ϋφαγε μϊλλον τον Μπρϊιαν Αύπι, αλλϊ τον ϊρπαξε κι αυτϐν. Εύναι ςυνϋχεια μϋςα ςτισ ςκϋψεισ του. Ακοϑει το ψιθϑριςμα τησ ϐπωσ ϋνασ ψαρϊσ που κοιμϊται ςτο ςπύτι τον ακοϑει τον ψύθυρο τησ θϊλαςςασ ακϐμη και ςτον ϑπνο του. Και το ψιθϑριςμα εύναι μια φωνό, και ϋνα πρϊγμα που ϋχει φωνό μπορεύ... Γυρύζει ςτον ϊντι Ντύαρμπορν. «κϋφτεται ϊραγε;» τον ρωτϊει. «Μασ παρακολουθεύ και ςκϋφτεται, περιμϋνει τισ ευκαιρύεσ τησ;» Ο Ντύαρμπορν -οι παλιού τον λϋνε ακϐμη «ο νϋοσ αρχιφϑλακασ» πύςω απϐ την πλϊτη του- δε χρειϊζεται να τον ρωτόςει για τι πρϊγμα μιλϊει. ε ϐ,τι ϋχει ςχϋςη με το Τπϐςτεγο Β, υπϊρχει μια ϊμεςη κατανϐηςη ανϊμεςα τουσ. Μερικϋσ φορϋσ ο Κϋρτισ πιςτεϑει ϐτι η Ροουντμϊςτερ καλεύ ακϐμη και εκεύνουσ που ϋχουν πϊρει μετϊθεςη απϐ τη Διμοιρύα Δ ό ϋχουν φϑγει εντελώσ απϐ την Πολιτειακό Αςτυνομύα τησ Πενςιλβϊνια για να κϊνουν κϊποιο ϊλλο, λιγϐτερο επικύνδυνο επϊγγελμα. Μερικϋσ φορϋσ πιςτεϑει ϐτι τονσ ϋχει μαρκϊρει ϐλουσ, ϐπωσ εύναι μαρκαριςμϋνοι οι Ωμισ με τα μαϑρα ροϑχα τουσ και τα μαϑρα μϐνιππϊ τουσ, ό ύςωσ ςαν μια ομϊδα κατϊδικουσ που δουλεϑουν ςτα καταναγκαςτικϊ ϋργα δεμϋνοι μεταξϑ τουσ με αλυςύδεσ. «Εύμαι ςχεδϐν ςύγουροσ πωσ ϐχι», λϋει ο νϋοσ αρχιφϑλακασ.
- 473 -
«Κι ϐμωσ, φρϐντιςε να κϊνει το μεγαλϑτερο ςϐου τησ ϐταν το αρχηγεύο όταν ςχεδϐν ϊδειο», λϋει ο ϊνθρωποσ που ϋχει κϐψει το κϊπνιςμα για να δει τα παιδιϊ του να μεγαλώνουν και να του κϊνουν εγγϐνια. «αν να το όξερε. αν να ϋχει την ικανϐτητα να ςκϋφτεται. Να παρακολουθεύ. Να περιμϋνει». Ο νϋοσ αρχιφϑλακασ γελϊει -ϋνα γϋλιο που περιϋχει κϊποια αμυδρϊ ύχνη περιφρϐνηςησ. «Ϊχεισ τρελαθεύ μ' αυτό την Μπιοϑικ, Κερτ. ε λύγο θα μου πεισ ϐτι ϋςτειλε καμιϊ ακτύνα ό τύποτε τϋτοιο και ϋκανε το βυτύο τησ Νϐρκο να πϋςει πϊνω ςτο ςχολικϐ λεωφορεύο εκεύνη τη μϋρα». Ο πολιτειακϐσ Γουύλκοξ ϋχει αφόςει τον καφϋ του δύπλα ςτο παγκϊκι για να βγϊλει το μεγϊλο καπϋλο του, το τϋτςον. Αρχύζει να το ςτριφογυρύζει γϑρω γϑρω ςτα χϋρια του, μια παλιϊ ςυνόθεια του. Διαγώνια απϐ εκεύ ϐπου κϊθονται, ο Ντύκι-Ντακ Ϊλιοτ ςταματϊει ςτην αντλύα και αρχύζει να γεμύζει το περιπολικϐ 12, κϊτι που δε θα μποροϑν να κϊνουν για πολϑ καιρϐ ακϐμη. Σουσ βλϋπει ςτο παγκϊκι και τουσ κουνϊει το χϋρι. Σον χαιρετοϑν κι αυτού, αλλϊ ο ϊνθρωποσ με το καπϋλο -το γκρύζο τϋτςον των πολιτειακών αςτυνομικών που θα τελειώςει τη θητεύα του μϋςα ςτα αγριϐχορτα με τα κουτιϊ των αναψυκτικών και τα περιτυλύγματα των χϊμπουργκερ- εξακολουθεύ να ϋχει το βλϋμμα του καρφωμϋνο ςτο νϋο αρχιφϑλακα. Σα μϊτια του τον ρωτοϑν αν μποροϑν ν' αποκλεύςουν αυτϐ το ενδεχϐμενο, αν μποροϑν ν' αποκλεύςουν οποιοδόποτε ενδεχϐμενο. Ο αρχιφϑλακασ εκνευρύζεται απϐ αυτϐ το βλϋμμα. «Γιατύ δεν την καταςτρϋφουμε Σώρα:;» λϋει. «Να την καταςτρϋψουμε και να τελειώνουμε. Σην πϊμε ςτο πύςω χωρϊφι, ρύχνουμε μϋςα βενζύνη μϋχρι ν' αρχύςει να τρϋχει απϐ τα παρϊθυρα, και τησ βϊζουμε φωτιϊ».
- 474 -
Ο Κϋρτισ τον κοιτϊζει με ϋνα όρεμο ϑφοσ πον δεν κρϑβει εντελώσ το ςοκ τον. «Αυτϐ εύναι ύςωσ το πιο επικύνδυνο πρϊγμα πον θα μποροϑςαμε να κϊνουμε με την Μπιοϑιχ», λϋει. «Μπορεύ να εύναι αυτϐ πον θϋλει να χϊνουμε. Λοτϐ πον την ϋςτειλαν να προκαλϋςει. Πϐςα παιδιϊ ϋχουν χϊςει δϊχτυλα επειδό βρόκαν ϋναν πυροκροτητό ςτα χϐρτα, και επειδό δεν όξεραν τι εύναι τον χτϑπηςαν με πϋτρασ «Δεν εύναι το ύδιο». «Πώσ ξϋρεισ ϐτι δεν εύναι; Πώσ το ξϋρεισρ* Και ο νϋοσ αρχιφϑλακασ, πον αργϐτερα Θα ςκεφτεύ, θα 'πρεπε να 'ναι το δικϐ μου καπϋλο ματωμϋνο μϋςα ςτα χϐρτα, δεν μπορεύ να πει τύποτε. Σον φαύνεται ςχεδϐν βϋβηλο να διαφωνόςει με τον Κϋρτισ, και ϊλλωςτε, ποιοσ ξϋρει; Μπορεύ να ϋχει δύκιο. Πϐςα παιδιϊ ϋχουν ανατύναξα τα δϊχτυλα τουσ με πυροκροτητϋσ ό ςκϐτωςαν τα αδϋρφια τουσ με πιςτϐλια που βρόκαν ςτο ςυρτϊρι των γονιών τουσ; ό ϋκαψαν το ςπύτι τουσ με ςπύρτα πον βρόκαν ςτο γκαρϊζ. Επειδό δεν όξεραν με τι ϋπαιζαν. «Ασ υποθϋςουμε», λϋει ο ϊνθρωποσ που ςτριφογϑριζα το τϋτςον ςτα δϊχτυλα τον, «ϐτι η 8 εύναι κϊτι ςανβαλβύ, δα. αν αυτό που ϋχει ο ρυθμιςτόσ αϋρα ενϐσ δϐτη. Μερικϋσ φορϋσ ειςπνϋει και μερικϋσ φορϋσ εκπνϋει, παρϋχοντασ ό παύρνοντασ αϋρα ανϊλογα με τη θϋληςη του χρόςη. Αυτϐ πον κϊνει ϐμωσ ο χρόςτησ περιορύζεται πϊντα απϐ τη βαλβύδα». «Ναι, αλλϊ...» «Ϋ δεσ το και αλλιώσ. Ασ υποθϋςουμε ϐτι η 8 ανϊπνεα ςαν ϋνασ ϊνθρωποσ που βρύςκεται ςτον πυθμϋνα ενϐσ βϊλτου και ρουφϊει αϋρα με ϋνα καλϊμι για να μη φαύνεται». «Εντϊξει, αλλϊ...»
- 475 -
«ήπωσ και να 'χει το πρϊγμα, οι ειςπνοϋσ και οι εκπνοϋσ τον εύναι μικρϋσ, πρϋπει να εύναι μικρϋσ επειδό το κανϊλι απϐ ϐπου περνϊνε εύναι μικρϐ. Μπορεύ αυτϐ το πρϊγμα που χρηςιμοποιεύ τη βαλβύδα ό το καλϊμι να ϋχα προκαλϋςει αναςτολό ςτισ λειτουργύεσ τον, ςαν να βρύςκεται ςε ϑπνο ό ϑπνωςη, για να μπορεύ να επιζόςει με τϐςο μικρϋσ ανϊςεσ. Και ασ υποθϋςουμε ϐτι κϊποιοσ βλϊκασ κϊνει το λϊθοσ να ϋρθει και να πετϊξει τϐςο δυναμύτη μϋςα ςτο βϊλτο ώςτε να φϑγει ϐλο το νερϐ και να γύνει περιττϐ το καλϊμι. Ϋ, αν το δεισ ςαν βαλβύδα, να την ανατινϊξει εντελώσ. Θϋλεισ να το ριςκϊρεισ αυτϐ; Να του δώςεισ ϐλο τον αϋρα που χρειϊζεται;» «ήχι», λϋει ο νϋοσ αρχιφϑλακασ με ςιγανό, ϊτονη φωνό. Ο Κϋρτισ λϋει: «Μια φορϊ ο Μπακ Υλϊντερσ και οΩντι ζολοϑτςι αποφϊςιςαν να κϊνουν ακριβώσ αυτϐ». «Πλϊκα μου κϊνεισ!» «Καθϐλου», απαντϊ όρεμα ο Κϋρτισ. «Ο Ωντι εύπε ϐτι αν δϑο πολιτειακού δεν μποροϑςαν να τη γλιτώςουν απϐ ϋνα μικρϐ εμπρηςμϐ οχόματοσ, θα 'πρεπε να παραιτηθοϑν. Εύχαν καταςτρώςει και ςχϋδιο. Θα ϋλεγαν ϐτι ϋφταιγαν η μπογιϊ και το διαλυτικϐ ςτην καλϑβα. Αυτοανϊφλεξη, ϋνα ξαφνικϐ πουφ, και πϊνε ϐλα. Ωλλωςτε, εύπε ο Μπακ, ποιοσ θα ειδοποιόςει την Πυροςβεςτικό; Και ποιοσ θα ενδιαφερθεύ; ε τελικό ανϊλυςη, δεν εύναι παρϊ ϋνα παλιϐ υπϐςτεγο με μια παλιϊ Μπιοϑικ μϋςα». Ο νϋοσ αρχιφϑλακασ εύναι τϐςο ϋκπληκτοσ που δεν μπορεύ να μιλόςει. «Νομύζω ϐτι τουσ μιλοϑςε», λϋει ο Κερτ. «Σουσ μιλοϑςε». Ο Ντύαρμπορν προςπαθεύ να το χωνϋψει αυτϐ. «Σουσ μιλοϑςε».
- 476 -
«Ναι». Ο Κερτ φορϊει το καπϋλο του -το μεγϊλο καπϋλο, ϐπωσ το λϋνε- και περνϊει το λουρύ πύςω απϐ το κεφϊλι ϐπωσ το φοροϑν ϐταν κϊνει ζϋςτη. τρώνει το γϑρο του καπϋλου με την αφό και μϐνο. Μετϊ λϋει ςτον παλιϐ του φύλο: «Μπορεύσ να πεισ ϐτι δε ςου ϋχει μιλόςει ποτϋ, ϊντι;» Ο νϋοσ αρχιφϑλακασ ανούγει το ςτϐμα του για να πει φυςικϊ ϐχι, αλλϊ τα μϊτια του Κϋρτισ εύναι πϊνω του και εύναι απολϑτωσ ςοβαρϊ. Σελικϊ ο ΠΑ δε λϋει τύποτε. «Δεν μπορεύσ. Γιατύ ςου μιλϊει. ' εςϋνα, ς' εμϋνα, ςε ϐλουσ μασ. Πιο δυνατϊ απ' ϐλουσ μύληςε ςτον Φϊντι εκεύνη τη μϋρα που όρθε το τϋρασ, αλλϊ το ακοϑμε ακϐμη και ϐταν ψιθυρύζει. Ϊτςι δεν εύναι; Και μιλϊει ςυνεχώσ. Ακϐμη και ςτον ϑπνο του. Ϊτςι εύναι ςημαντικϐ να μην το ακοϑσ». Ο Κερτ ςηκώνεται. «Μϐνο να παρακολουθεύσ. Αυτό εύναι η δουλειϊ μασ. Σο ξϋρω αυτϐ τώρα. Αν εύναι υποχρεωμϋνο ν' αναςαύνει μϋςα απϐ αυτό τη βαλβύδα ό το καλϊμι ό ϐ,τι ϊλλο εύναι, και αναςαύνει ϋτςι για πολϑ καιρϐ, αργϊ ό γρόγορα θα πνιγεύ. Θα πϊθει αςφυξύα. Θα πεθϊνει. Και μπορεύ να μην το νοιϊζει ιδιαύτερα αυτϐ. Μπορεύ λύγο πολϑ να πεθϊνει ςτον ϑπνο του. Αν δεν το εξαγριώςει κανεύσ, δηλαδό. Κι αυτϐ ουςιαςτικϊ ςημαύνει απλώσ να φροντύζουμε να μϋνουμε μακριϊ του για να μη μασ αρπϊξει. Αλλϊ ςημαύνει επύςησ να το αφόςουμε όςυχο». Πϊει να φϑγει, η ζωό του χϊνεται κϊτω απϐ τα πϐδια του ςαν ϊμμοσ και κανεύσ τουσ δεν το ξϋρει, μετϊ ςταματϊ και κοιτϊζει πϊλι τον παλιϐ του φύλο. Δεν ξεκύνηςαν ωσ αρχϊριοι μαζύ, αλλϊ μεγϊλωςαν ς' αυτό τη δουλειϊ και τώρα την ϋχουν ςυνηθύςει και οι δϑο, ϋχουν προςαρμοςτεύ ϐςο καλϊ μποροϑν να προςαρμοςτοϑν. Κϊποτε που εύχε μεθϑςει ο παλιϐσ
- 477 -
αρχιφϑλακασ, εύχε πει ϐτι η επιβολό του νϐμου εύναι μια περύπτωςη ϐπου καλού ϊνθρωποι κϊνουν ϊςχημεσ αγγαρεύεσ. «ϊντι». Ο ϊντι του ρύχνει ϋνα ερωτηματικϐ βλϋμμα. Σι ϋγινε πϊλι; «Ο γιοσ μου παύζει μπϋιζμπολ ςτη μικρό ομϊδα φϋτοσ, ςου το εύπα;» «Μϐνο εύκοςι φορϋσ ωσ τώρα». «Ο προπονητόσ ϋχει ϋνα γιο, πρϋπει να εύναι γϑρω ςτα τρύα. Και μια μϋρα την περαςμϋνη βδομϊδα που πόγα να πϊρω τον Νεντ απϐ την προπϐνηςη, τον εύδα γονατιςμϋνο ςτο ϋνα πϐδι να παύζει μπϊλα με το αγορϊκι τον προπονητό. Και αγϊπηςα ακϐμη περιςςϐτερο το παιδύ μου, ϊντι. Ϊνιωςα την αγϊπη ϐπωσ την εύχα νιώςει ϐταν τον κρϊτηςα για πρώτη φορϊ ςτην αγκαλιϊ μου, τυλιγμϋνο ςε μια κουβϋρτα. Παρϊξενο, ε;» Ο ϊντι δεν το θεωρεύ παρϊξενο. κϋφτεται ϐτι αυτό εύναι ύςωσ ϐλη η αλόθεια που εύναι αναγκαύο να υπϊρχει ςτον κϐςμο για τουσ ϊντρεσ. «Ο προπονητόσ τουσ εύχε δώςει τισ ςτολϋσ τουσ και ο Νεντ φοροϑςε τη δικό τον και όταν γονατιςμϋνοσ ςτο ϋνα πϐδι και ϋριχνε την μπϊλα ςτο παιδϊκι, και, ςοβαρϊ ςου μιλϊω, ο Νεντ όταν ϐ,τι λευκϐτερο και αγνϐτερο υπόρχε πϊνω ςτη γη». Και μετϊ λϋει Σώρα : ϊντι Μϋςα ςτο υπϐςτεγο μια αμυδρό λϊμψη, τϐςο χλομό που το χρώμα τησ εύναι ςχεδϐν λιλϊ. Ακολουθεύ ςκοτϊδι... μετϊ ϊλλη μια λϊμψη... μετϊ πϊλι ςκοτϊδι... ςκοτϊδι που αυτό τη φορϊ διαρκεύ. «Σελεύωςε;» ρώτηςε ο Φϊντι, και μετϊ απϊντηςε ο ύδιοσ ςτην ερώτηςη του: «Ναι, ϋτςι νομύζω». Ο Νεντ τον αγνϐηςε. «Σι;» με ρώτηςε. «Σι εύπε Σώρα:;»
- 478 -
«Αυτϐ που λϋει κϊθε ϊντρασ ϐταν τα πρϊγματα πϊνε καλϊ ςτο ςπύτι», του εύπα. «Εύπε ϐτι όταν τυχερϐσ ϊνθρωποσ». Η τεφ εύχε γυρύςει ςτο πϐςτο τησ, ςτο μικρϐφωνο και την οθϐνη του υπολογιςτό, οι ϊλλοι ϐμωσ όταν ακϐμη εκεύ. Ο Νεντ δεν τουσ ϋδινε ςημαςύα. Σα πρηςμϋνα κϐκκινα μϊτια του όταν καρφωμϋνα πϊνω μου. «Εύπε τύποτε ϊλλο;» «Εύπε ϐτι ϋκανεσ δϑο χϐουμραν ςτον αγώνα με τη Ρϐκςμπεργκ Ρεώλρϐουντ την προηγοϑμενη βδομϊδα, και ϐτι του κοϑνηςεσ το χϋρι μετϊ το δεϑτερο, ϐταν ϋςτριβεσ για την τρύτη βϊςη. Σου ϊρεςε αυτϐ, γελοϑςε ϐταν μου το εύπε. Εύπε ϐτι ςτη χειρϐτερη μϋρα ςου ϋβλεπεσ την μπϊλα καλϑτερα απ' ϐ,τι την ϋβλεπε αυτϐσ ςτην καλϑτερη του. Εύπε επύςησ ϐτι ϋπρεπε ν' αρχύςεισ να κυνηγϊσ και τισ χαμηλϋσ μπαλιϋσ αν όθελεσ να παύξεισ τρύτη βϊςη». Ο μικρϐσ χαμόλωςε το βλϋμμα και ϊρχιςε να παλεϑει με τη ςυγκύνηςη του. Κοιτϊξαμε ϐλοι αλλοϑ για να μην τον ενοχλοϑμε ϐςο γινϐταν αυτϐ. Σελικϊ εύπε: «Μου εύχε πει να μην τα παρατϊω ποτϋ, αλλϊ τελικϊ αυτϐ ϋκανε με το αμϊξι. Ση γαμημϋνη την Μπιοϑικ. Σα παρϊτηςε». «Ϊκανε μια επιλογό», του απϊντηςα. «Δεν εύναι το ύδιο πρϊγμα». Σο ςκϋφτηκε για λύγο αυτϐ και μετϊ κατϋνευςε. «Εντϊξει». «Αυτό τη φορϊ γκυρύζω ςπύτι μου», εύπε ο Ωρκι. Αλλϊ πριν φϑγει ϋκανε κϊτι που δε θα το ξεχϊςω ποτϋ. Ϊςκυψε και φύληςε τον Νεντ ςτο πρηςμϋνο μϊγουλο του. Σαρϊχτηκα απϐ την τρυφερϐτητα του. «Καληνϑχτα, μικρϋ». «Καληνϑχτα, Ωρκι».
- 479 -
Σον κοιτϊζαμε καθώσ ϋφευγε με το μιςοδιαλυμϋνο φορτηγϊκι του και μετϊ ο Φϊντι εύπε, «Θα πϊω τον Νεντ ςπύτι με την Μπελ Αιρ. Ποιοσ θϋλει να ϋρθει μαζύ και να με φϋρει πύςω να πϊρω το αμϊξι μου;» «Θα 'ρθω εγώ», εύπε ο Ϊντι. «Μϐνο που θα περιμϋνω ϋξω ϐταν θα μπεύτε. Αν πϊθει κρύςη η Μιςϋλ Γουύλκοξ, θϋλω να εύμαι εκτϐσ τησ εμπϐλεμησ ζώνησ». «Δεν υπϊρχει πρϐβλημα», του εύπε ο Νεντ. «Θα πω ϐτι εύδα το ςπρϋι ςτο ρϊφι και το πόρα για να δω τι όταν, κι ϋριξα μϐνοσ μου Μϋισ ςτα μοϑτρα μου, ο βλϊκασ». Μου ϊρεςε. Εύχε την αρετό τησ απλϐτητασ. Ϊνα τϋτοιο ψϋμα θα ϋλεγε και ο πατϋρασ του. Ο Νεντ αναςτϋναξε. «Αϑριο πρωύ πρωύ θα κϊθομαι ςτην καρϋκλα του οφθαλμύατρου ςτο τϊτλερ Βύλατζ, αυτϐ εύναι το ςπϊςιμο». «Δε θα ςου κϊνει κακϐ», εύπε η ύρλεώ. Σον φύληςε κι αυτό, ςτην ϊκρη του ςτϐματοσ του. «Καληνϑχτα, παιδιϊ. Αυτό τη φορϊ φεϑγουμε ϐλοι και δε γυρύζει κανεύσ πύςω». «Αμόν», ςυμφώνηςε ο Φϊντι, και την κοιτϊζαμε καθώσ απομακρυνϐταν. Ϋταν γϑρω ςτα ςαρϊντα πϋντε, αλλϊ ϐταν ϋθετε ςε κύνηςη τα μετϐπιςθεν αποτελοϑςε ακϐμη ωραύο θϋαμα. Ακϐμη και με το φεγγαρϐφωτο. (Ιδιαύτερα με το φεγγαρϐφωτο.) Πϋραςε απϐ μπροςτϊ μασ με το αμϊξι, ϋνασ γρόγοροσ χαιρετιςμϐσ, και μετϊ μϐνο τα πύςω φώτα τησ για λύγο. το Τπϐςτεγο Β ςκοτϊδι. Εκεύ δεν εύχε πύςω φώτα. Σϋλοσ τα πυροτεχνόματα. Σο ςϐου εύχε τελειώςει γι' απϐψε, και μια μϋρα θα τελεύωνε για τα καλϊ. ήχι ακϐμη ϐμωσ. Εξακολουθοϑςα ν' ακοϑω το νυςταγμϋνο παλμϐ τησ κϊπου
- 480 -
μακριϊ μϋςα ςτο νου μου, ϋναν παλιρροώκϐ ψύθυρο που θα μποροϑςε να όταν και λϐγια αν όθελεσ να τα εκλϊβεισ ϋτςι. Αυτϊ που εύχα δει. Αυτϊ που εύδα ϐταν αγκϊλιαςα τον μικρϐ, αφοϑ τον εύχα τυφλώςει με το ςπρϋι. «Θα 'ρθεισ κι εςϑ, ϊντι;» ρώτηςε ο Φϊντι. «Μπα, μϊλλον ϐχι. Θα μεύνω λύγο ακϐμη εδώ και μετϊ θα γυρύςω ςπύτι. Αν υπϊρχει πρϐβλημα με τη Μιςϋλ, πεύτε τησ να μου τηλεφωνόςει. Εδώ ό ςτο ςπύτι, δεν ϋχει ςημαςύα». «Δε θα υπϊρξει πρϐβλημα με τη μαμϊ», εύπε ο Νεντ. «Και μ' εςϋνα;» τον ρώτηςα. «Θα ϋχουμε ϊλλα προβλόματα μ' εςϋνα;» Δύςταςε, και μετϊ εύπε: «Δεν ξϋρω». Απϐ μια ϊποψη όταν η καλϑτερη απϊντηςη που θα μποροϑςε να δώςει. Σουλϊχιςτον όταν ειλικρινόσ, ϋπρεπε να του το αναγνωρύςω αυτϐ. Απομακρϑνθηκαν οι τρεισ τουσ, ο Φϊντι και ο Νεντ προσ την Μπελ ΑΙΡ, ενώ ο Ϊντι πόγε ςτο δικϐ του αμϊξι. τη διαδρομό ςταμϊτηςε ςτο αυτοκύνητο μου, ϋςβηςε το φωσ που αναβϐςβηνε ςτην οροφό και το ϋριξε μϋςα. Ο Νεντ ςταμϊτηςε ςτον πύςω προφυλακτόρα τησ Μπελ Αιρ και γϑριςε ς' εμϋνα. «ϊντι». «Σι εύναι;» «Δεν εύχε καμιϊ ιδϋα απϐ ποϑ όρθε το αμϊξι; Σι όταν; Ποιοσ όταν ο ϊνθρωποσ με το μαϑρο αδιϊβροχο; Οϑτε κανεύσ ϊλλοσ απϐ ςασ;» «ήχι. Σο κουβεντιϊζαμε πϐτε πϐτε, αλλϊ κανεύσ δεν εύχε ποτϋ καμιϊ ιδϋα που να νιώθεισ ϐτι πληςύαζε ϋςτω ςτην αλόθεια. Ο Σζϊκι Ο' Φϊρα μϊλλον πληςύαςε περιςςϐτερο απ' ϐλουσ ϐταν εύπε ϐτι η Μπιοϑικ εύναι ςαν ϋνα κομμϊτι απϐ παζλ που δεν ταιριϊζει πουθενϊ. Σο παιδεϑεισ, το παιδεϑεισ, το γυρνϊσ απϐ δω κι απϐ κει, δοκιμϊζεισ να το
- 481 -
βϊλεισ ςε ϐλα τα ςημεύα, και μια μϋρα το γυρύζεισ ανϊποδα και βλϋπεισ ϐτι το πύςω μϋροσ του εύναι κϐκκινο ενώ ϐλα τα ϊλλα κομμϊτια του παζλ απϐ πύςω εύναι πρϊςινα. Σο καταλαβαύνεισ αυτϐ;» «ήχι», εύπε. «κϋψου το», του εύπα, «γιατύ θα πρϋπει να ζόςεισ μ' αυτϐ το πρϊγμα». «Και πώσ θα το κϊνω αυτϐ;» Δεν υπόρχε θυμϐσ ςτη φωνό του. Ο θυμϐσ εύχε ςτερϋψει. Σώρα όθελε απλώσ οδηγύεσ. Ψραύα. «Δεν ξϋρεισ απϐ ποϑ όρθεσ εςϑ, οϑτε ποϑ πηγαύνεισ, ϋτςι δεν εύναι; Αλλϊ ζεισ μ' αυτϐ. Μη μαύνεςαι πολϑ εναντύον του. Μην περνϊσ πϊνω απϐ μια ώρα τη μϋρα υψώνοντασ απειλητικϊ τισ γροθιϋσ ςου ςτον ουρανϐ και βρύζοντασ το Θεϐ». «Μα... » «Τπϊρχουν Μπιοϑικ παντοϑ», του εύπα. Η τεφ βγόκε ϋξω αφοϑ ϋφυγαν και με ρώτηςε αν όθελα ϋναν καφϋ. Σησ εύπα ευχαριςτώ, αλλϊ ϐχι. Ση ρώτηςα αν εύχε τςιγϊρα. Μου ϋριξε μια αυςτηρό, ςχεδϐν ςοκαριςμϋνη ματιϊ, και μου θϑμιςε ϐτι δεν κϊπνιζε. Γιατύ αυτϐ όταν το ϐριο τησ, ϐπου υπόρχε η επιγραφό ΟΛΕ ΟΙ ΜΠΙΟίΙΚ ΡΟΟΤΝΣΜΑΣΕΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΣΑΘΟΤΝ ΠΙΨ ΑΠ' ΑΤΣΟ ΣΟ ΗΜΕΙΟ. Σουλϊχιςτον εφϐςον ζοϑςαμε ς' αυτϐ τον κϐςμο. Ϊςτω. «Θα γυρύςεισ ςπύτι;» με ρώτηςε. «ε λύγο». Μπόκε μϋςα, κι ϋμεινα μϐνοσ μου ςτον πϊγκο των καπνιςτών. Εύχα τςιγϊρα ςτο αμϊξι μου, τουλϊχιςτον μιςϐ πακϋτο ςτο ντουλαπϊκι του ταμπλϐ, αλλϊ μου φαινϐταν μεγϊλοσ κϐποσ να πϊω να τα πϊρω, προσ το παρϐν τουλϊχιςτον. κϋφτηκα πωσ ϐταν ςηκωνϐμουν τελικϊ, καλϐ θα όταν να παραμεύνω ςε κύνηςη. Θα μποροϑςα να καπνύςω ςτο δρϐμο για το ςπύτι, και να φϊω ϋνα ϋτοιμο γεϑμα εκεύ. Σο
- 482 -
Κϊντρι Γουϋι θα εύχε κλεύςει πια, και υποψιαζϐμουν ϐτι η ύνθια Γκϊρισ δε θα χαιρϐταν να με ξαναδεύ τϐςο γρόγορα. Σην εύχα κατατρομϊξει νωρύτερα, αλλϊ ο φϐβοσ τησ δε ςυγκρινϐταν με το δικϐ μου ϐταν τελικϊ κατϊλαβα τι ςχεδύαζε να κϊνει ο Νεντ. Και ο φϐβοσ μου Σώρα: δεν όταν παρϊ μια ςκιϊ του τρϐμου που ϋνιωςα ϐταν κούταξα μϋςα ς' εκεύνη τη μοβ λϊμψη με το παιδύ να κρϋμεται τυφλωμϋνο απϐ τα χϋρια μου κι εκεύνον το ςταθερϐ παλμϐ ςτ' αυτιϊ μου, ϋναν όχο ςαν βόματα που πληςιϊζουν. Εκεύνη τη ςτιγμό κούταζα κϊτω, ςαν ςε πηγϊδι, και ταυτϐχρονα κούταζα προσ τα πϊνω, λεσ και η ϐραςη μου εύχε διαςπαςτεύ απϐ κϊποιο πρύςμα. Ϋταν ςαν να κούταζεσ απϐ περιςκϐπιο μϋςα ςτο οπούο μαύνονταν αςτραπϋσ. Αυτϐ που εύδα όταν πολϑ ϋντονο -δε θα το ξεχϊςω ποτϋ- και απύςτευτα παρϊξενο. Κύτρινα χϐρτα, καςτανωπϊ ςτισ ϊκρεσ, ςκϋπαζαν μια πετρώδη πλαγιϊ που υψωνϐταν μπροςτϊ μου και μετϊ ςταματοϑςε ςτην ϊκρη ενϐσ γκρεμοϑ. Πρϊςινα ςκαθϊρια ϋτρεχαν μϋςα ςτα χϐρτα, και ςτη μια πλευρϊ υπόρχε μια ςυςτϊδα απϐ κεύνεσ τισ κϋρινεσ παςχαλιϋσ. Δεν μποροϑςα να δω τον πυθμϋνα του γκρεμοϑ, ϋβλεπα ϐμωσ τον ουρανϐ. Εύχε ϋνα τρομερϐ πρηςμϋνο μοβ χρώμα, γεμϊτο ςϑννεφα και ςυνεχεύσ αςτραπϋσ. Ϊνασ προώςτορικϐσ ουρανϐσ ϐπου πετοϑςαν κοπϊδια απϐ ιπτϊμενα πλϊςματα. Πουλιϊ ύςωσ. Ϋ νυχτερύδεσ, ςαν αυτό που ϊνοιξε ο Κερτ. Ϋταν πολϑ μακριϊ για να δω ςτα ςύγουρα. Και μην ξεχνϊτε ϐτι ϐλα αυτϊ ϋγιναν πολϑ γρόγορα. Νομύζω οτι ςτη βϊςη του γκρεμοϑ απλωνϐταν ϋνασ ωκεανϐσ, αλλϊ δεν ξϋρω τι μου ϋδωςε αυτό την εντϑπωςη. άςωσ όταν απλώσ εκεύνο το ψϊρι που βγόκε απϐ το πορτ μπαγκϊζ τησ Μπιοϑικ. Ϋ η μυρωδιϊ τησ αλμϑρασ. Γϑρω απϐ τη Ροουντμϊςιερ υπόρχε πϊντα μια αϐριςτη
- 483 -
καυςτικό οςμό απϐ αλϊτι. Πϊνω ςτα κύτρινα χϐρτα, ςτο κϊτω μϋροσ του οπτικοϑ πεδύου που μου ϊφηνε αυτϐ το παρϊθυρο (αν όταν παρϊθυρο), υπόρχε ϋνα αςημϐχρωμο ςτολύδι ςε λεπτό αλυςύδα: η ςβϊςτικα του Μπρϊιαν Λύπι. Σϐςα χρϐνια εκτεθειμϋνη ς' αυτϋσ τισ καιρικϋσ ςυνθόκεσ εύχε θαμπώςει. Λύγο πιο κϊτω όταν μια καουμπϐικη μπϐτα, απϐ κεύνεσ τισ κεντημϋνεσ με τα ψηλϊ τακοϑνια. Πϊνω ςτο δϋρμα εύχε απλωθεύ ϋνα ςτρώμα απϐ γκριζϐμαυρα βρϑα που θϑμιζαν ιςτοϑσ αρϊχνησ. Η μπϐτα όταν ςκιςμϋνη απϐ τη μια μεριϊ, αφόνοντασ ϋνα ϊνοιγμα απϐ ϐπου φαινϐταν η κύτρινη λϊμψη του κϐκαλου. Δεν υπόρχε ςϊρκα: εύκοςι χρϐνια ςτον καυςτικϐ αϋρα αυτοϑ του μϋρουσ θα τη διϋλυςαν, αν και πιςτεϑω ϐτι η απουςύα τησ δεν οφειλϐταν ςτην αποςϑνθεςη και μϐνο. Πιςτεϑω ϐτι ο παλιϐσ φύλοσ του Ϊντι φαγώθηκε. Μϊλλον ϐςο όταν ακϐμη ζωντανϐσ. Ουρλιϊζοντασ, αν μποροϑςε να πϊρει αϋρα για να ουρλιϊξει. Δϑο πρϊγματα ακϐμη, ςτο πϊνω μϋροσ του οπτικοϑ μου πεδύου. Σο πρώτο όταν ϋνα καπϋλο, που ϋμοιαζε κι αυτϐ τριχωτϐ απϐ τα μπαλώματα των γκριζϐμαυρων βρϑων που όταν απλωμϋνα γϑρω ςτο μπορ και επύςησ ςτην τςϊκιςη ςτο πϊνω μϋροσ. Δεν όταν πανομοιϐτυπο με αυτϐ που φορϊμε τώρα, η ςτολό ϋχει αλλϊξει λύγο απϐ τη δεκαετύα του '70, αλλϊ όταν ςύγουρα τϋτςον τησ Πολιτειακόσ Αςτυνομύασ τησ Πενςιλβϊνια. Σο μεγϊλο καπϋλο δεν εύχε παραςυρθεύ απϐ τον αϋρα, γιατύ κϊποιοσ ό κϊτι το εύχε καρφώςει με ϋναν ξϑλινο πϊςςαλο. Ϋταν λεσ και ο φονιϊσ του Ϊνισ Ρϊφερτι φοβϐταν τϐςο πολϑ τον ξϋνο ειςβολϋα, ϋςτω και νεκρϐ, ώςτε κϊρφωςε το πιο εντυπωςιακϐ κομμϊτι τησ ενδυμαςύασ του για να εύναι ςύγουροσ ϐτι δε θα ςηκωνϐταν να περπατόςει τη νϑχτα ςαν
- 484 -
πειναςμϋνοσ βρικϐλακασ. Κοντϊ ςτο καπϋλο, ςκουριαςμϋνο και ςχεδϐν κρυμμϋνο απϐ τα χϐρτα, όταν το πιςτϐλι του. ήχι η αυτϐματη Μπερϋτα που ϋχουμε τώρα αλλϊ το Ροϑγκερ. Αυτϐ που εύχε χρηςιμοποιόςει και ο Σζορτζ Μϐργκαν. Να ϋκανε το ύδιο και ο Ϊνισ; Αυτοκτϐνηςε με το πιςτϐλι του; Ϋ εύχε δει κϊτι να ϋρχεται και πϋθανε πυροβολώντασ το; Ϋ δεν πρϐλαβε καν να πυροβολόςει; Δεν υπόρχε τρϐποσ να το μϊθω, και πριν προλϊβω να δω καλϑτερα ο Ωρκι φώναξε ςτη τεφ να τον βοηθόςει, και με τρϊβηξαν πύςω, με τον Νεντ να κρϋμεται ςτην αγκαλιϊ μου ςαν μια μεγϊλη κοϑκλα. Δεν εύδα τύποτε ϊλλο, αλλϊ τουλϊχιςτον ϋνα ερώτημα ϋλαβε απϊντηςη. Εύχαν πϊει εκεύ, λοιπϐν, και ο Ϊνισ Ρϊφερτι και ο Μπρϊιαν Λύπι. ήπου κι αν όταν αυτϐ το εκεύ. ηκώθηκα απϐ το παγκϊκι και πόγα ςτο υπϐςτεγο για τελευταύα φορϊ. Η Μπιοϑικ πϊντα ςτη θϋςη τησ, ςκοϑρα μπλε και λύγο παρϊξενη, να ρύχνει τη ςκιϊ τησ ςαν να όταν φυςιολογικϐ αντικεύμενο. Σα λϊδια εύναι εντϊξει, εύχε πει ςτον Μπρϊντλεώ Ρϐουτσ ο τϑποσ με το μαϑρο αδιϊβροχο, και εύχε φϑγει, αφόνοντασ πύςω του αυτϐ το αλλϐκοτο μεταλλικϐ επιςκεπτόριο. ε κϊποιο ςημεύο τησ τελευταύασ ϊτονησ φωτοθϑελλασ, το πορτ μπαγκϊζ εύχε κλεύςει πϊλι μϐνο του. Καμιϊ δεκαριϊ ψϐφια ςκαθϊρια όταν ςκορπιςμϋνα ςτο τςιμϋντο. Θα τα καθαρύζαμε αϑριο. Δεν εύχε νϐημα να τα κρατόςουμε ό να τα φωτογραφύςουμε. Δεν κϊναμε πια τον κϐπο. Θα ϋλεγα ςε δϑο απϐ τα παιδιϊ να τα πϊρουν και να τα κϊψουν ςτον αποτεφρωτόρα απϐ πύςω. Θα ανϋθετα ςε κϊποιον ϊλλο αυτό τη δουλειϊ. Εύναι κι αυτϐ ϋνα προνϐμιο τησ μεγϊλησ καρϋκλασ, ϋνα προνϐμιο που γρόγορα αρχύζει να ςου αρϋςει. Δώςε ς' αυτϐν τα ςκουπύδια και ς' εκεύνον τα γλυκϊ.
- 485 -
Μποροϑν να παραπονεθοϑν; ήχι. Μποροϑν να κϊνουν τα παρϊπονα τουσ ςτο δόμαρχο. Ναι, μϐνο που δε θα τουσ ωφελόςει ςε τύποτε. «Θα περιμϋνουμε μϋχρι να διαλυθεύσ», εύπα ςτο πρϊγμα μϋςα ςτο υπϐςτεγο. «Μποροϑμε να το κϊνουμε αυτϐ». Η Μπιοϑικ απλώσ καθϐταν πϊνω ςτα χοντρϊ τησ αςπρϐμαυρα λϊςτιχα, και κϊπου βαθιϊ μϋςα ςτο μυαλϐ μου ο παλμϐσ ψιθϑριςε: άςωσ. . . .και ύςωσ ϐχι. Αργϐτερα Ϊνασ επικόδειοσ εύναι ςεμνό τελετό. Ναι, τα πουκϊμιςα πϊντα μϋςα ςτο παντελϐνι, οι φοϑςτεσ κϊτω απϐ το γϐνατο. Αιφνύδιοσ θϊνατοσ. Μπορεύ να όταν οτιδόποτε, απϐ το να ϋπαθε καρδιακό προςβολό ενώ καθϐταν ςτο αποχωρητόριο, μϋχρι να τον μαχαύρωςε διαρρόκτησ ςτο κρεβϊτι του. Οι αςτυνομικού ϐμωσ ςυνόθωσ ξϋρουν την αλόθεια. Δε θϋλεισ πϊντα να την ξϋρεισ, ιδιαύτερα ϐταν αφορϊ κϊποιο ςυνϊδελφο, αλλϊ την ξϋρεισ. Γιατύ τισ περιςςϐτερεσ φορϋσ εμεύσ φτϊνουμε πρώτοι, με τουσ κϐκκινουσ φϊρουσ μασ ν' αναβοςβόνουν και τα γουϐκι-τϐκι ςτισ ζώνεσ μασ να λϋνε πρϊγματα ακαταλαβύςτικα για τουσ πολύτεσ. Για τουσ περιςςϐτερουσ απϐ αυτοϑσ που ο θϊνατοσ τουσ εύναι αιφνύδιοσ, εμεύσ εύμαςτε τα πρώτα πρϐςωπα που δεν μποροϑν να δουν τα νεκρϊ ανοιχτϊ τουσ μϊτια. 'Οταν μασ εύπε ο Σϐνι ϋιντινκσ ϐτι θα 'βγαύνε ςτη ςϑνταξη, θυμϊμαι που ςκϋφτηκα, Ψραύα, γιατύ εύναι λύγο μεγϊλοσ πια. Και ϋχει γύνει λύγο αργϐςτροφοσ. Σώρα, εν ϋτει 2006, ετοιμϊζομαι να βγω ςτη ςϑνταξη κι εγώ, και ςύγουρα κϊποιοσ απϐ τουσ υφιςταμϋνουσ μου θα ςκϋφτεται το ύδιο πρϊγμα: μεγϊλοσ και αργϐςτροφοσ. ε γενικϋσ γραμμεσ ϐμωσ νιώθω ϐπωσ ϋνιωθα πϊντα, δυνατϐσ και ζωηρϐσ, ϋτοιμοσ να
- 486 -
δουλϋψω διπλό βϊρδια ϐποτε χρειαςτεύ. Σισ περιςςϐτερεσ μϋρεσ, ϐταν προςϋχω τα γκρύζα μαλλιϊ που τώρα εύναι περιςςϐτερα απϐ τα μαϑρα ό πϐςο μεγϊλωςε το μϋτωπο κϊτω απϐ το ςημεύο ϐπου αρχύζουν τα μαλλιϊ, ςκϋφτομαι ϐτι εύναι λϊθοσ, κϊποιο γραφειοκρατικϐ ςφϊλμα που θα διορθωθεύ τελικϊ ϐταν ενημερωθοϑν ςχετικϊ οι αρμϐδιεσ αρχϋσ. Εύναι αδϑνατο, ςκϋφτομαι, ϋνασ ϊνθρωποσ που νιώθει ακϐμη τϐςο πολϑ ςαν εικοςιπεντϊρησ να δεύχνει τϐςο απελπιςτικϊ πενηντϊρησ και. Μετϊ ϋρχεται μια ςειρϊ απϐ ϊςχημεσ μϋρεσ, και Σώρα: ξϋρω οτι δεν εύναι λϊθοσ, απλώσ ο χρϐνοσ που περνϊει ςϋρνοντασ θλιβερϊ τα πϐδια του. Τπόρξε ϐμωσ ποτϋ καμιϊ ςτιγμό τϐςο ϊςχημη ϐςο εκεύνη, Σώρα: που εύδα τον Νεντ ςτο τιμϐνι τησ Μπιοϑικ Ροουντμϊςτερ 8; Ναι. Τπόρξε μύα. Εύχε βϊρδια η ύρλεώ ϐταν όρθε το τηλεφώνημα: τροχαύο ςτην Πολιτειακό Οδϐ 32, κοντϊ ςτη διαςταϑρωςη τησ οδοϑ Φϊμπολντ. Εκεύ που όταν το παλιϐ βενζινϊδικο Σζϋνι, με ϊλλα λϐγια. Η ύρλεώ όρθε και ςτϊθηκε ςτην ανοιχτό πϐρτα του γραφεύου μου με πρϐςωπο ϊςπρο ςαν το πανύ. «Σι εύναι;» ρώτηςα. «Σι ϋπαθεσ;» «ϊντι... αυτϐσ που τηλεφώνηςε εύπε ϐτι το ϐχημα όταν μια παλιϊ εβρολϋτ, κϐκκινη και ϊςπρη. Εύπε ϐτι ο οδηγϐσ εύναι νεκρϐσ». Ξεροκατϊπιε. «Ϊχει γύνει κομμϊτια. Ϊτςι εύπε». Αυτϐ δε με απαςχολοϑςε προσ το παρϐν, αν και θα με ϋνοιαζε αργϐτερα, ϐταν θα όμουν υποχρεωμϋνοσ να τον δω. «Η εβρολϋτ... πόρεσ το μοντϋλο;» «Δε ρώτηςα. ϊντι, δεν μποροϑςα». Σα μϊτια τησ όταν βουρκωμϋνα. «Δεν τϐλμηςα. Αλλϊ πϐςεσ παλιϋσ αςπροκϐκκινεσ εβρολϋτ υπϊρχουν ςτην Κομητεύα τϊτλερ;»
- 487 -
Πόγα ςτον τϐπο του ατυχόματοσ με τον Υιλ Κϊντλετον, και ςτο δρϐμο προςευχϐμουν να όταν η τρακαριςμϋνη εβρολϋτ κανϋνα ϊλλο μοντϋλο, Μαλιμποϑ ό Μπιςκϋιν ύςωσ, οτιδόποτε εκτϐσ απϐ Μπελ Αιρ, με πινακύδα MY 57. Αλλϊ όταν αυτό. «Φριςτϋ μου», εύπε ο Υιλ με ςιγανό φωνό γεμϊτη φρύκη. Εύχε πϋςει πϊνω ςτο παραπϋτο τησ τςιμεντϋνιασ γϋφυρασ που περνϊ πϊνω απϐ τον ποταμϐ Ρϋντφερν, λιγϐτερο απϐ πϋντε λεπτϊ δρϐμο απϐ εκεύ ϐπου εμφανύςτηκε η Μπιοϑικ 8 και ςκοτώθηκε ο Κϋρτισ. Η Μπελ Αιρ εύχε ζώνεσ αςφαλεύασ, αλλϊ ο οδηγϐσ δε φοροϑςε. Και δεν υπόρχαν ςημϊδια απϐ φρενϊριςμα ςτο οδϐςτρωμα. «Φριςτϋ και Κϑριε», ξανϊπε ο Υιλ. «Δεν μπορεύ». Κι ϐμωσ. Δεν όταν ατϑχημα. Αν και ςτον επικόδειο, ϐπου τα πουκϊμιςα εύναι μϋςα ςτο παντελϐνι και οι φοϑςτεσ κϊτω απϐ το γϐνατο, θ' ακουγϐταν μϐνο ϐτι ο θϊνατοσ του όταν αιφνύδιοσ, πρϊγμα που όταν αλόθεια. ύγουρα αλόθεια. Εύχαν αρχύςει να μαζεϑονται περύεργοι κιϐλασ, κϐβοντασ ταχϑτητα για να κοιτϊξουν αυτϐ που κειτϐταν μπροϑμυτα ςτη ςτενό πεζογϋφυρα. Νομύζω ϐτι ϋνα καθύκι εύχε το θρϊςοσ να τραβόξει και φωτογραφύα. Ϋθελα να τρϋξω πύςω του και να του χώςω την κϊμερα ςτο λαρϑγγι. «Βϊλε ςόματα παρϊκαμψησ», εύπα ςτον Υιλ. «Εςϑ και ο Καρλ. Εκτρϋψτε την κυκλοφορύα απϐ την Κομητειακό Οδϐ. Εγώ θα τον ςκεπϊςω. Φριςτϋ μου, τι χϊλι! Φριςτϋ μου! Ποιοσ θα το πει ςτη μϊνα του;» Ο Υιλ δε με κούταξε. Ξϋραμε και οι δϑο ποιοσ θα το ϋλεγε ςτη μϊνα του. Αργϐτερα εκεύνη τη μϋρα ϋςφιξα τα δϐντια κι ϋκανα τη χειρϐτερη δουλειϊ που ςυνοδεϑει υποχρεωτικϊ τη
- 488 -
μεγϊλη καρϋκλα. Μετϊ πόγα ςτο Κϊντρι Γουϋι με τη ύρλεώ, τον Φϊντι, τον Υιλ και τον Σζορτζ τανκϐφςκι. Δεν ξϋρω για τουσ ϊλλουσ, αλλϊ εγώ προςωπικϊ δεν κϊθιςα να το παιδϋψω, ϋγινα κατευθεύαν τϑφλα ςτο μεθϑςι. Ϊχω μϐνο δϑο καθαρϋσ αναμνόςεισ απϐ κεύνη τη βραδιϊ. Η πρώτη εύναι καθώσ προςπαθοϑςα να εξηγόςω ςτη ύρλεώ πϐςο παρϊξενα εύναι τα τζουκμπϐξ ςτο Κϊντρι Γουϋι, ϐτι ϐλα τα τραγοϑδια τα ϋχεισ ξεχϊςει μϋχρι να ξαναδεύσ τουσ τύτλουσ τουσ εκεύ. Δεν μποροϑςε να το καταλϊβει. Η ϊλλη ανϊμνηςη όταν που πόγαινα ςτην τουαλϋτα για να ξερϊςω. Μετϊ, καθώσ ϋριχνα κρϑο νερϐ ςτο πρϐςωπο μου, κοιτϊχτηκα ςε ϋναν απϐ τουσ κυματιςτοϑσ μεταλλικοϑσ καθρϋφτεσ. Και κατϊλαβα ςτα ςύγουρα ϐτι η γεραςμϋνη φϊτςα που ϋβλεπα να με κοιτϊζει δεν όταν λϊθοσ. Σο λϊθοσ όταν να πιςτεϑω ϐτι ο εικοςιπεντϊρησ που ϋμοιαζε να ζει μϋςα μου όταν πραγματικϐσ. Θυμόθηκα τον Φϊντι να φωνϊζει ϊντι, πιϊςε το χϋρι μον! και μετϊ οι δυο μασ, ο Νεντ κι εγώ, βρεθόκαμε ϋξω ςτην ϊςφαλτο, ςώοι και αβλαβεύσ μαζύ με τουσ ϊλλουσ. Και καθώσ τα θυμϐμουν αυτϊ ϊρχιςα να κλαύω. Αιφνύδιοσ θϊνατοσ, αυτϋσ οι μποϑρδεσ εύναι ϐ,τι πρϋπει για τισ εφημερύδεσ, αλλϊ οι αςτυνομικού ξϋρουν την αλόθεια. Εμεύσ ξεκαθαρύζουμε τα μπερδϋματα και ξϋρουμε πϊντα την αλόθεια. ήςοι δεν εύχαν υπηρεςύα πόγαν ςτην κηδεύα φυςικϊ. Ϋταν ϋνασ απϐ μασ. 'Οταν τελεύωςε, ο Σζορτζ τανκϐφςκι πόγε τη μητϋρα του και τισ δϑο αδερφϋσ του ςτο ςπύτι τουσ και μετϊ γϑριςε ςτο αρχηγεύο με τη ύρλεώ. Ση ρώτηςα αν θα πόγαινε ςτη δεξύωςη -αυτϐ που οι Ιρλανδού ονομϊζουν
- 489 -
νυχτϋρι, φαντϊζομαι-, αλλϊ μου απϊντηςε αρνητικϊ. «Δεν τα μπορώ αυτϊ τα πρϊγματ α», εύπε. Ϊτςι κϊναμε ϋνα τελευταύο τςιγϊρο ϋξω ςτο παγκϊκι των καπνιςτών, παρακολουθώντασ το νεαρϐ πολιτειακϐ που κούταζε την Μπιοϑικ. τεκϐταν με τη γνωςτό πϐζα, πϐδια ανοιχτϊ -π' ανϊθεμα τουσ Δημοκρατικοϑσ, ϊκουςεσ το τελευταύο ανϋκδοτο για τον πλαςιϋ;-, την πϐζα που παύρναμε ϐλοι ϐταν κοιτϊζαμε μϋςα ςτο Τπϐςτεγο Β. Ο αιώνασ εύχε αλλϊξει αλλϊ ϐλα τα ϊλλα όταν λύγο πολϑ τα ύδια. «Εύναι τϐςο ϊδικο», εύπε η ύρλεώ. «Σϐςο νϋοσ ϊνθρωποσ...» «Σι λεσ τώρα;» εύπα. «Ο Ϊντι όταν πϊνω απϐ ςαρϊντα πϋντε. Μπορεύ και πενόντα. Ϊχω την εντϑπωςη ϐτι οι αδερφϋσ του εύναι και οι δϑο εξηντϊρεσ. Η μϊνα του κοντεϑει ογδϐντα]» «Ξϋρεισ τι εννοώ. Ϋταν πολϑ νϋοσ για να το κϊνει αυτϐ». «Σο ύδιο και ο Σζορτζ Μϐργκαν», εύπα. «Λεσ να όταν...» Η ύρλεώ ϊφηςε τη φρϊςη τησ ςτη μϋςη, δεύχνοντασ μϐνο με ϋνα νεϑμα το Τπϐςτεγο Β. «Δε νομύζω. Σο πρϐβλημα όταν ο τρϐποσ ζωόσ του. Ϊκανε μια ειλικρινό προςπϊθεια να κϐψει το ποτϐ. Αυτϐ ϋγινε αμϋςωσ αφϐτου αγϐραςε την παλιϊ Μπελ Αιρ του Κερτ απϐ τον Νεντ. Σου ϊρεςε πϊντα αυτϐ το αμϊξι του Ϊντι, και ο Νεντ δεν μποροϑςε να το χρηςιμοποιεύ ςτο Πιτ ϋτςι κι αλλιώσ, τουλϊχιςτον ϐςο όταν πρωτοετόσ. Θα το εύχε απλώσ ςτο γκαρϊζ...» «Και επιπλϋον ο Νεντ χρειαζϐταν τα λεφτϊ». «Υυςικϊ, για να φοιτόςει ςτο κολϋγιο ορφανϐ παιδύ; Μϋχρι τελευταύα δεκϊρα. Ϊτςι ϐταν τον ρώτηςε ο Ϊντι, του εύπε εντϊξει. Ο Ϊντι πλόρωςε τρειςόμιςι χιλιϊδεσ δολϊρια... »
- 490 -
«Σρεισ χιλιϊδεσ διακϐςια», εύπε η ύρλεώ με τη βεβαιϐτητα του ανθρώπου που ϋχει γνώςη τησ κατϊςταςησ. «Σϋλοσ πϊντων, δεν ϋχει ςημαςύα. Πιςτεϑω ϐτι ο Ϊντι εύδε αυτό την αγορϊ ςαν μια ευκαιρύα να γυρύςει ςελύδα. ταμϊτηςε να πηγαύνει ςτο Σαπ, και νομύζω ϐτι ϊρχιςε να ςυμμετϋχει ςτισ ςυναντόςεισ των Ανώνυμων Αλκοολικών. Αυτϐ όταν καλϐ για τον Ϊντι. Και κρϊτηςε γϑρω ςτα δϑο χρϐνια». το βϊθοσ του πϊρκινγκ, ο πολιτειακϐσ που κούταζε μϋςα ςτο Τπϐςτεγο Β γϑριςε, μασ εύδε, και ϊρχιςε να περπατϊ προσ το μϋροσ μασ. Αιςθϊνθηκα μια ανατριχύλα ςτα μπρϊτςα μου. Με την γκρύζα ςτολό, ο μικρϐσ -μϐνο που δεν όταν πια «μικρϐσ»- ϋμοιαζε εκπληκτικϊ με το νεκρϐ πατϋρα του. Δεν όταν παρϊξενο βϋβαια. Απλό γενετικό, μια αλληλογραφύα που διεξϊγεται μϋςα απϐ το αύμα. Εκεύνο που ϋκανε παρϊξενα τα πρϊγματα όταν το μεγϊλο καπϋλο. Σο εύχε ςτα χϋρια του και το ςτριφογϑριζε γϑρω γϑρω. «Ο Ϊντι ϊρχιςε να πύνει πϊλι, πϊνω κϊτω την εποχό που αυτϐσ εκεύ αποφϊςιςε ϐτι δεν ϋκανε για το κολϋγιο», εύπα. Ο Νεντ Γουύλκοξ παρϊτηςε το Πιτ και γϑριςε πύςω ςτο τϊτλερ. Για ϋνα χρϐνο ϋκανε τη δουλειϊ του Ωρκι -ο Ωρ-κι ςτο μεταξϑ εύχε βγει ςτη ςϑνταξη και εύχε γυρύςει πύςω ςτο Μύςιγκαν. 'Οταν ο Νεντ ϋκλειςε τα εύκοςι ϋνα, ϋκανε την αύτηςη και πϋραςε τα τεςτ. Και τώρα, ςτα εύκοςι δϑο, τον εύχαμε εδώ. Γεια ςου, αρχϊριε. τα μιςϊ του πϊρκινγκ, ο γιοσ του Κερτ ςταμϊτηςε και ξανακούταξε ςτο υπϐςτεγο, ςτριφογυρύζοντασ ακϐμη το τϋτςον ςτα χϋρια του. «Εύναι ωραύοσ με τη ςτολό, ε;» μουρμοϑριςε η ύρλεώ.
- 491 -
Υϐρεςα την ϋκφραςη του παλιοϑ αρχιφϑλακα, λιγϊκι απϐμακρη, λιγϊκι περιφρονητικό. «χετικϊ ςυμμαζεμϋνοσ. ύρλεώ, ξϋρεισ τι ςαματϊ ξεςόκωςε η μϊνα του ϐταν ϋμαθε τι όθελε να κϊνει ο Νεντ;» Η ύρλεώ γϋλαςε κι ϋςβηςε το τςιγϊρο τησ. «Και ςόκωςε ακϐμη μεγαλϑτερο ςαματϊ ϐταν ϋμαθε ϐτι ςχεδύαζε να πουλόςει την Μπελ Αιρ του μπαμπϊ του ςτον Ϊντι Σζακιμπουϊ. Ϊτςι μου εύπε τουλϊχιςτον ο Νεντ. Ϊλα τώρα ϐμωσ, ϊντι, η Μιςϋλ πρϋπει να εύχε υποψιαςτεύ τι θα ςυνϋβαινε. Ϋταν παντρεμϋνη με πολιτειακϐ αςτυνομικϐ, δεν μπορεύ να μην το κατϊλαβε. Και μϊλλον όξερε επύςησ ϐτι η θϋςη του Νεντ όταν εδώ. Η θϋςη του Ϊντι ϐμωσ που όταν; Γιατύ δεν μποροϑςε να κϐψει το ποτϐ μια και καλό;» «Αυτϐ εύναι το μεγϊλο ερώτημα τησ εποχόσ», εύπα. «Λϋνε ϐτι εύναι αρρώςτια, ςαν τον καρκύνο και το διαβότη. Μπορεύ να ϋχουν δύκιο». Ο Ϊντι εύχε αρχύςει να ϋρχεται για υπηρεςύα με τα χνϐτα του να βρομϊνε αλκοϐλ. Σον καλϑψαμε ςτην αρχό, αλλϊ ϐχι για πολϑ. Η κατϊςταςη παραόταν ςοβαρό για κϊτι τϋτοιο. 'Οταν αρνόθηκε να επιςκεφθεύ κϊποιον ειδικϐ ςϑμβουλο και να πϊρει ϊδεια για να περϊςει τϋςςερισ βδομϊδεσ ςτο κϋντρο αποτοξύνωςησ ϐπου ςτϋλνει η Πολιτειακό Αςτυνομύα τησ Πενςιλβϊνια τα μϋλη τησ, του δϐθηκε μια επιλογό: ό να παραιτηθεύ όςυχα ό ν' απολυθεύ με φαςαρύα. Ο Ϊντι παραιτόθηκε, παύρνοντασ τη μιςό περύπου ςϑνταξη απϐ αυτό που θα ϋπαιρνε αν κατϊφερνε να μεύνει ςτη δουλειϊ του ϊλλα τρύα χρϐνια - προσ το τϋλοσ, μαζεϑεται μεγϊλο ποςϐ απϐ τα επιδϐματα. Και δεν μποροϑςα να το καταλϊβω αυτϐ, ϐπωσ δεν το καταλϊβαινε και η ύρλεώ. Γιατύ δεν ϋκοβε το ποτϐ; Με ϋνα τϋτοιο κύνητρο, γιατύ δεν εύπε
- 492 -
απλώσ Θα διψϊω τρύα χρϐνια ακϐμη και μετϊ θα βγω ςτη ςϑνταξη και θα του δώςω να καταλϊβει; Δεν όξερα. Σο Σαπ εύχε γύνει ϐντωσ το δεϑτερο ςπύτι του Ϊντι. Σο Σαπ και η παλιϊ Μπελ Αιρ. Σην κϋρωνε απϋξω και την κρατοϑςε πεντακϊθαρη μϋςα, μϋχρι τη μϋρα που πόγε κι ϋπεςε πϊνω ςτην κολϐνα τησ γϋφυρασ με ταχϑτητα εκατϐν τριϊντα χιλιϐμετρα περύπου. Εύχε πολλοϑσ λϐγουσ να το κϊνει αυτϐ εκεύνη την εποχό -δεν όταν ευτυχιςμϋνοσ ϊνθρωποσ, αλλϊ δεν μποροϑςα να μην αναρωτηθώ μόπωσ υπόρχαν και μερικού επιπλϋον λϐγοι. υγκεκριμϋνα, μόπωσ προσ το τϋλοσ ϊκουγε πια πολϑ δυνατϊ εκεύνο τον παλμϐ, εκεύνο τον παλιρροώκϐ ψύθυρο που ϋμοιαζε με μια φωνό ςτη μϋςη του κεφαλιοϑ ςου. Κϊν'το, Ϊντι, εμπρϐσ. Γιατύ ϐχι; Δεν υπϊρχει και τύποτε ϊλλο να κϊνεισ, ϋτςι δεν εύναι; Ϊτςι κι αλλιώσ εύςαι ξοφλημϋνοσ. Πϊτα λύγο παραπϊνω το γκϊζι, γϑρνα και το τιμϐνι λύγο αριςτερϊ. Κϊν' το. Εμπρϐσ. Κϊνε τη ζημιϊ ςου για να 'χουν να καθαρύζουν τα φιλαρϊκια ςου. κϋφτηκα το βρϊδυ που εύχαμε καθύςει ςτο ύδιο αυτϐ παγκϊκι, Σώρα: που ο νεαρϐσ που κούταζα τώρα όταν τϋςςερα χρϐνια μικρϐτεροσ και ϊκουγε ςυνεπαρμϋνοσ καθώσ ο Ϊντι του ϋλεγε πώσ ςταμϊτηςε το φορτηγϊκι του Μπρϊιαν Λύπι. Σον ϊκουγε καθώσ ϋλεγε πώσ προςπϊθηςε να πεύςει την κοπϋλα του Λύπι να κϊνει κϊτι πριν την αφόςει ανϊπηρη απϐ το ξϑλο ο φύλοσ τησ, ό πριν τη ςκοτώςει ύςωσ. Βϋβαια, τελικϊ την πϊτηςε και ο Ϊντι. Απϐ ϐςο ξϋρω, η κοπϋλα με τα ματωμϋνα μοϑτρα εύναι η μοναδικό που ζει απϐ εκεύνο το κουαρτϋτο. Ναι, ζει ακϐμη. Δεν κϊνω περιπολύα ςτουσ δρϐμουσ πια, αλλϊ το ϐνομα και η φωτογραφύα τησ ϋχουν
- 493 -
περϊςει κϊμποςεσ φορϋσ απϐ το γραφεύο μου, και κϊθε φωτογραφύα τη δεύχνει να εύναι ϐλο και πιο κοντϊ ςτη μϋθυςη μϋγαιρα με τη ςπαςμϋνη μϑτη που πηδιϋται για ϋνα πακϋτο τςιγϊρα, γιατύ εύναι ςύγουρο ϐτι αυτϐ θα γύνει τελικϊ, εκτϐσ αν ςωθεύ ωσ εκ θαϑματοσ. Ϊχει μαζϋψει μπϐλικεσ κλόςεισ επειδό οδηγοϑςε μεθυςμϋνη, την ϋχουν ςυλλϊβει κϊμποςεσ φορϋσ για διατϊραξη κοινόσ ηςυχύασ ςε κατϊςταςη μϋθησ, κι ϋχει κϊνει ϋνα ταξύδι ςτο νοςοκομεύο ϋνα βρϊδυ με ϋνα ςπαςμϋνο χϋρι και ϋνα ςπαςμϋνο γοφϐ αφοϑ ϋπεςε απϐ τισ ςκϊλεσ. Υαντϊζομαι ϐτι κϊποιοσ τϑποσ ςαν τον Μπρϊιαν Λύπι τη βοόθηςε να τισ κατεβεύ αυτϋσ τισ ςκϊλεσ, δε ςυμφωνεύτε; Γιατύ ϐντωσ διαλϋγουν το ύδιο εύδοσ ϊντρα ξανϊ και ξανϊ. Ϊχει δϑο ό ύςωσ τρύα παιδιϊ που ζουν ςε ανϊδοχεσ οικογϋνειεσ. Οπϐτε, ναι, ζει ακϐμη, αλλϊ εύναι ζωό αυτό; Και αν πεύτε ϐτι εύναι, Σώρα: θα πρϋπει να ςασ πω ϐτι καλϊ ϋκαναν ύςωσ ο Σζορτζ Μϐργκαν και ο Ϊντι Σζακιμπουϊ. «Υεϑγω», εύπε η ύρλεώ και ςηκώθηκε. «Δεν αντϋχω τϐςη ευθυμύα μϋςα ςε μια μϋρα. Εςϑ την αντϋχεισ;» «Ναι», εύ πα. «Πϊντωσ γϑριςε πύςω εκεύνο το βρϊδυ, ε; Κϊτι εύναι κι αυτϐ τουλϊχιςτον». Λε χρειαζϐταν να γύνει πιο ςυγκεκριμϋνη. Κατϋνευςα χαμογελώντασ. «Ο Ϊντι όταν καλϐ παιδύ», εύπε η ύρλεώ. «άςωσ να μην μποροϑςε να κϐψει το ποτϐ, αλλϊ εύχε καλό καρδιϊ». Οχι, ςκϋφτηκα παρακολουθώντασ τη να πληςιϊζει τον Νεντ και να μιλϊνε για λύγο. Εςϑ ϋχεισ την πιο καλό καρδιϊ απ' ϐλουσ, ιρλ. Ϊδωςε ςτον Νεντ ϋνα πεταχτϐ φιλύ ςτο μϊγουλο, βϊζοντασ το χϋρι ςτον ώμο του και πατώντασ ςτισ μϑτεσ για να τον φτϊςει, και μετϊ πόγε ςτο αμϊξι τησ. Ο Νεντ όρθε εκεύ
- 494 -
που καθϐμουν. «Εύςαι εντϊξει;» με ρώτηςε. «Ναι, εντϊξει». «Και η κηδεύα;... » «Η κηδεύα όταν κηδεύα. Ϊχω πϊει και ςε καλϑτερεσ και ςε χειρϐτερεσ. Φαύρομαι τουλϊχιςτον που όταν κλειςτϐ το φϋρετρο». «ϊντι, μπορώ να ςου δεύξω κϊτι; Εκεύ πϋρα;» Μου ϋδειξε με το κεφϊλι το Τπϐςτεγο Β. «Βϋβαια». ηκώθηκα. «Σι ϋγινε, ϋπεςε η θερμοκραςύα;» Αν εύχε γύνει τϋτοιο πρϊγμα, όταν ςημαντικϐ νϋο. Δϑο χρϐνια τώρα η θερμοκραςύα εκεύ μϋςα δεν εύχε πϋςει ποτϋ περιςςϐτερο απϐ τρεισ βαθμοϑσ κϊτω απϐ την εξωτερικό. Δεκϊξι μόνεσ απϐ το τελευταύο ςϐου, κι αυτϐ δεν όταν παρϊ οχτώ εννιϊ χλομϋσ αναλαμπϋσ. «ήχι », μου απϊντηςε. «Εύναι ανοιχτϐ το πορτ μπαγκϊξ;» «Θεϐκλει ςτο». «Σώρα: τι εύναι;» «Καλϑτερα να ςου δεύξω». Σον κούταξα διαπεραςτικϊ, βγαύνοντασ για πρώτη φορϊ αρκετϊ απϐ τον προςωπικϐ μου κϐςμο για να δω την ϋξαψη του. Μετϊ, με ςαφώσ ανϊμεικτα ςυναιςθόματα -η περιϋργεια και η ανηςυχύα όταν τα κυριϐτερα, φαντϊζομαι-, διϋςχιςα το πϊρκινγκ με το γιο του παλιοϑ μου φύλου. Πόρε την κλαςικό ςτϊςη ςτο ϋνα παρϊθυρο κι εγώ πόρα την ύδια ςτϊςη ςτο διπλανϐ. την αρχό δεν εύδα τύποτε το αςυνόθιςτο. Η Μπιοϑικ όταν πϊνω ςτο τςιμϋντο, ϐπωσ επύ ϋνα τϋταρτο του αιώνα περύπου. Δεν εύδα λϊμψεισ ν' αςτρϊφτουν οϑτε παρϊξενα
- 495 -
φαινϐμενα. Σο θερμϐμετρο ϋδειχνε μια πολϑ φυςιολογικό θερμοκραςύα εύκοςι τριών βαθμών. «Λοιπϐν;» ρώτηςα. Ο Νεντ γϋλαςε ενθουςιαςμϋνοσ. «Εύναι μπροςτϊ ςτα μϊτια ςου και δεν το βλϋπεισ! Σϋλεια! Οϑτε κι εγώ το εύδα ςτην αρχό. Ϋξερα ϐτι κϊτι ϋχει αλλϊξει, αλλϊ δεν μποροϑςα να καταλϊβω τι». «Σι λεσ τώρα;» Κοϑνηςε αρνητικϊ το κεφϊλι του χαμογελώντασ ακϐμη. «ήχι, κϑριε αρχιφϑλακα. Με τύποτε. Εςϑ εύςαι το αφεντικϐ. Και εύςαι επύςησ ϋνασ απϐ τουσ τρεισ αςτυνομικοϑσ που όταν εδώ Σώρα: και εξακολουθεύ να εύναι τώρα. Εύναι μπροςτϊ ςτα μϊτια ςου, βρεσ το λοιπϐν». Κούταξα πϊλι την Μπιοϑικ, ςτην αρχό μιςοκλεύνοντασ τα μϊτια και μετϊ ςηκώνοντασ τα χϋρια δύπλα ςτο πρϐςωπο, ςτη γνωςτό θϋςη. Αυτϐ με βοόθηςε, αλλϊ τι ϋβλεπα; Κϊτι υπόρχε, ναι, εύχε δύκιο, αλλϊ τι; Σι εύχε αλλϊξει; Θυμόθηκα εκεύνη τη νϑχτα ςτο Κϊντρι Γουϋι, ϐταν γϑριζα μπροσ πύςω τισ ςελύδεσ του χαλαςμϋνου τζουκμπϐξ, προςπαθώντασ ν' απομονώςω την πιο ςημαντικό ερώτηςη, εκεύνη που ο Νεντ εύχε αποφαςύςει να μην κϊνει. χεδϐν μου όρθε και μετϊ ξϋφυγε πϊλι. ήταν ςυμβαύνει αυτϐ, εύναι ανώφελο να ςυνεχύςεισ να το κυνηγϊσ. Αυτϐ πύςτευα Σώρα: και εξακολουθώ να το πιςτεϑω και τώρα. Ϊτςι, αντύ να ςυνεχύςω να κοιτϊζω την 8 με επύμονο αςτυνομικϐ βλϋμμα, ϊφηςα τα μϊτια μου ν' απεςτιϊςουν και το νου μου να περιπλανηθεύ. Κι αυτϐσ φυςικϊ πόγε ςε παλιοϑσ τύτλουσ τραγουδιών, τύτλουσ που δεν τουσ παύζουν ποτϋ πια, ακϐμη και ςτουσ ςταθμοϑσ που βϊζουν παλιϋσ επιτυχύεσ. «Society's Child» και «Pictures ofMatchstick Men» και «Quick Joey Small» και...
- 496 -
...και μπύνγκο, ξαφνικϊ το εύδα. ήπωσ εύχε πει ο Νεντ, όταν μπροςτϊ ςτα μϊτια μου. Για μια ςτιγμό δεν μποροϑςα ν' αναςϊνω. Τπόρχε μια ρωγμό ςτο παρμπρύζ. Μια λεπτό αςημϐχρωμη τεθλαςμϋνη ρωγμό ςαν κεραυνϐσ, απϐ πϊνω μϋχρι κϊτω, προσ την πλευρϊ του οδηγοϑ. Ο Νεντ με χτϑπηςε ςτον ώμο. «Αυτϐ εύναι, ϋρλοκ. Σο 'ξερϊ ϐτι θα το βρεισ. ε τελικό ανϊλυςη, όταν μπροςτϊ ςτα μϊτια ςου». Γϑριςα και τον κούταξα, πόγα να μιλόςω, μετϊ κούταξα πϊλι για να βεβαιωθώ ϐτι εύδα ϐντωσ αυτϐ που εύχα δει. Η ρωγμό ϋμοιαζε ςαν παγωμϋνο ρυϊκι υδρϊργυρου. «Πϐτε ϋγινε αυτϐ;» τον ρώτηςα. «Ξϋρεισ;» «Ση φωτογραφύζω κϊθε ςαρϊντα οχτώ ώρεσ περύπου», μου απϊντηςε. «Θα κοιτϊξω για να βεβαιωθώ, αλλϊ πϊω ςτούχημα ϐ,τι θϋλεισ ϐτι ςτην τελευταύα φωτογραφύα δεν υπόρχε ρωγμό. Επομϋνωσ ϋγινε ανϊμεςα ςτο βρϊδυ τησ Σετϊρτησ και το απϐγευμα τησ Παραςκευόσ ςτισ... » Κούταξε το ρολϐι του και χαμογϋλαςε πλατιϊ. «τισ τϋςςερισ και τϋταρτο». «Μπορεύ να ϋγινε την ώρα τησ κηδεύασ του Ϊντι», εύπα. «Μπορεύ, ναι». Κοιταχτόκαμε πϊλι για λύγο χωρύσ να μιλϊμε. Μετϊ ο Νεντ εύπε, «Διϊβαςα εκεύνο το πούημα που εύχεσ πει. "Σο Τπϋροχο Μϐνιππο"». «Ναι;» «Ναι. Εύ να ι πολϑ καλϐ. Πολϑ αςτεύο». Οπιςθοχώρηςα απϐ το παρϊθυρο και τον κούταξα. «Θα γύνει γρόγορα τώρα, ϐπωσ και ςτο πούημα», εύπε. «Μετϊ θα δεισ να ςκϊει κανϋνα λϊςτιχο... ό να πϋφτει ο
- 497 -
προφυλακτόρασ... η κανϋνα διακοςμητικϐ. ήπωσ αν ςταθεύσ μπροςτϊ ςε παγωμϋνη λύμνη το Μϊρτιο ό ςτισ αρχϋσ Απριλύου και ακοϑςεισ τον πϊγο να ςπϊει». Ϊγνεψα καταφατικϊ. «Ϊτςι θα γύνει». Σα μϊτια του ϋλαμπαν και ξαφνικϊ μου όρθε μια παρϊξενη ιδϋα: ϋβλεπα τον Νεντ Γουύλκοξ αληθινϊ και γνόςια ευτυχιςμϋνο για πρώτη φορϊ απϐ Σώρα: που πϋθανε ο πατϋρασ του. «Λεσ;» «Ναι. Μϐνο που αντύ να ςπϊει πϊγοσ, θ' ακοϑμε να ςπϊνε μπουλϐνια και τζϊμια. Θα μαζευτοϑν πολιτειακού ςτα παρϊθυρα ϐπωσ τον παλιϐ καιρϐ... μϐνο που τώρα θα ϋρχονται για να το δουν να λυγύζει και να ςπϊει και να ξεμοντϊρεται και να διαλϑεται. Μϋχρι που τελικϊ δε θα μεύνει τύποτε. Θα αναρωτιοϑνται μόπωσ εκπϋμψει καμιϊ τελευταύα λϊμψη ςτο τϋλοσ, ςαν το τελικϐ πυροτϋχνημα την Ημϋρα τησ Ανεξαρτηςύασ». «Θα κϊνει, λεσ;» «Νομύζω ϐτι τα πυροτεχνόματα τελεύωςαν. Νομύζω ϐτι θ' ακοϑςουμε ϋναν τελευταύο μεταλλικϐ κρϐτο και μετϊ θα μποροϑμε να πϊμε τα κομμϊτια ςτην πρϋςα». «Εύςαι ςύγουροσ;» «Μπα», απϊντηςε και χαμογϋλαςε. «Δεν μπορεύσ να εύςαι ςύγουροσ. Αυτϐ το ϋμαθα απϐ ςϋνα και τη ύρλεώ και τον Υιλ και τον Ωρκι και τον Φϊντι. Και τον Ϊντι. Αλλϊ θα παρακολουθώ. Και αργϊ ό γρόγορα...» όκωςε το ϋνα χϋρι, το κούταξε, και μετϊ το ϋςφιξε ςε γροθιϊ και γϑριςε πϊλι ςτο παρϊθυρο. «Αργϊ ό γρόγορα». Γϑριςα κι εγώ ςτο δικϐ μου παρϊθυρο, βϊζοντασ τα χϋρια δύπλα ςτο πρϐςωπο για να βλϋπω καλϑτερα μϋςα.
- 498 -
Κούταξα αυτϐ το πρϊγμα που ϋμοιαζε με Μπιοϑικ Ροουντμϊςτερ 8. Ο μικρϐσ εύχε απϐλυτο δύκιο. Αργϊ ό γρόγορα. Μπϊνγκορ, Μϋιν Βοςτϐνη, Μαςαχουςϋτη Νϋιπλσ, Υλϐριντα Λϐβελ, Μϋιν ήςπρεώ, Υλϐριντα 3 Απριλύου 1999 - 20 Μαρτύου 2002
- 499 -
ημεύωμα του υγγραφϋα Μου ϋχει ςυμβεύ κϊποιεσ φορϋσ να πϋςουν ιδϋεσ ςτα χϋρια μου -φαντϊζομαι πωσ αυτό ιςχύει για όλουσ τουσ ςυγγραφεύσ, αλλϊ, μ' ϋνα ςχεδόν κωμικό τρόπο, ςτο Από μια Μπιούικ 8 ςυνϋβη το αντύςτροφο: ϋπεςα εγώ ςτα χϋρια μιασ ιδϋασ. Αξύζει λοιπόν τον κόπο να γρϊψω δυο λόγια γι' αυτό, νομύζω. Η ςύζυγοσ μου κι εγώ περϊςαμε το χειμώνα του 1999 ςτο Λόνγκμποουτ Κη ςτη Υλόριντα, όπου ψευτοδιόρθωνα το τελικό χειρόγραφο μιασ νουβϋλασ (Σο Κορύτςι που Αγαπούςε τον Σομ Γκόρντον) και πϋρα απ' αυτό δεν ϋγραψα τύποτε το ςημαντικό. Ούτε ςχεδύαζα να γρϊψω κϊτι την ϊνοιξη εκεύνησ τησ χρονιϊσ. τα τϋλη Μαρτύου, η Σϊμπι γύριςε αεροπορικώσ από τη Υλόριντα ςτο Μϋιν. Εγώ γύριςα με το αυτοκύνητο. ιχαύνομαι τα αεροπλϊνα, μου αρϋςει πολύ να οδηγώ, κι ϊλλωςτε εύχα ϋνα ολόκληρο φορτύο από ϋπιπλα, βιβλύα, κιθϊρεσ, περιφερειακϊ για υπολογιςτϋσ, ρούχα και χαρτύ. Ση δεύτερη ό τρύτη μϋρα τησ διαδρομόσ, βρϋθηκα ςτη Δυτικό Πενςιλβϊνια. Φρειαζόμουν βενζύνη και βγόκα από τον αυτοκινητόδρομο. Κοντϊ ςτην ϋξοδο βρόκα ϋνα βενζινϊδικο Κονόκο. Τπόρχε μϊλιςτα και υπϊλληλοσ, που μου ϋβαλε αυτόσ τη βενζύνη και μου εύπε και δυο λόγια, μια ανεκτϊ ευχϊριςτη ςυζότηςη χωρύσ επιπλϋον χρϋωςη. Σον ϊφηςα να κϊνει τη δουλειϊ του και πόγα ςτην τουαλϋτα να κϊνω τη δικό μου. Όταν τϋλειωςα, πόγα μια βόλτα ςτο πύςω μϋροσ του βενζινϊδικου. Εκεύ βρόκα μια μϊλλον απότομη ρεματιϊ γεμϊτη με διϊςπαρτα εξαρτόματα αυτοκινότων και ϋνα θορυβώδεσ ποταμϊκι από κϊτω. Τπόρχε ακόμη αρκετό χιόνι ςτο ϋδαφοσ, ςε βρόμικεσ λωρύδεσ που ϊρχιζαν να λιώνουν. Κατϋβηκα λύγο πιο κϊτω ςτο ρϋμα για να δω καλύτερα το νερό, και ξαφνικϊ ϋφυγε η γη κϊτω απ' τα πόδια μου. Γλύςτρηςα γύρω ςτα τρύα μϋτρα, ώςπου
- 500 -
αρπϊχτηκα από ϋνα ςκουριαςμϋνο πρϊγμα και ςταμϊτηςα. Αν δεν εύχα καταφϋρει να το πιϊςω, μπορεύ να ϋπεφτα ςτο νερό. Και Σώρα:; Όλα όταν πιθανϊ. Πλόρωςα τον υπϊλληλο (απ' όςο ξϋρω, δεν εύχε ιδϋα για τη μικρό μου περιπϋτεια) και μπόκα πϊλι ςτον αυτοκινητόδρομο. κεφτόμουν εκεύνο το γλύςτρημα καθώσ οδηγούςα, και αναρωτιόμουν τι θα εύχε ςυμβεύ αν εύχα πϋςει ςτο χεύμαρρο (που, με τα χιόνια που ϋλιωναν, εύχε γύνει, ϋςτω και προςωρινϊ, ϋνασ μικρόσ ποταμόσ.) Πόςη ώρα θα ϋμενε το αυτοκύνητο μου με τα ϋπιπλα και τα ζωηρόχρωμα ρούχα τησ Υλόριντα δύπλα ςτισ αντλύεσ πριν αρχύςει ο υπϊλληλοσ του βενζινϊδικου ν' ανηςυχεύ; Ποιον θα εύχε καλϋςει; Πόςη ώρα θα περνούςε μϋχρι να με βρουν αν εύχα πνιγεύ; Αυτό το περιςτατικό ςυνϋβη γύρω ςτισ δϋκα το πρωύ. Σο απόγευμα όμουν ςτη Νϋα Τόρκη. Και μϋχρι Σώρα: εύχα ςχηματύςει ςτο μυαλό μου, ωσ ϋνα μεγϊλο βαθμό, την ιςτορύα που μόλισ διαβϊςατε. το βιβλύο μου για την τϋχνη τησ ςυγγραφόσ ϋχω γρϊψει ότι τα πρώτα προςχϋδια αφορούν μόνο την πλοκό. Αν υπϊρχει κϊποιο νόημα, πρϋπει να βγει αργότερα, να προκύψει με φυςικότητα από την ύδια την αφόγηςη τησ ιςτορύασ. Αυτό η ιςτορύα αποτϋλεςε φαντϊζομαι- ϋνα διαλογιςμό ςχετικϊ με την ουςιαςτικϊ ανεξιχνύαςτη ποιότητα των ςυμβϊντων τησ ζωόσ, και με το πόςο αδύνατο εύναι ν' ανακαλύψουμε ϋνα λογικό και ςυνεπϋσ νόημα ς' αυτϊ τα ςυμβϊντα. Σο πρώτο προςχϋδιο γρϊφτηκε ςε δύο μόνεσ. ' αυτό το διϊςτημα ςυνειδητοπούηςα ότι εύχα δημιουργόςει ϋνα ςωρό προβλόματα ςτον εαυτό μου γρϊφοντασ για δυο πρϊγματα για τα οπούα δεν όξερα τύποτε: τη Δυτικό Πενςιλβϊνια και την Πολιτειακό Αςτυνομύα τησ Πενςιλβϊνια. Πριν προλϊβω ν' αςχοληθώ με αυτϊ τα δύο προβλόματα, ϋπεςα θύμα του δικού μου τροχαύου ατυχόματοσ και η ζωό μου ϊλλαξε ριζικϊ. την πραγματικότητα, εύμαι
- 501 -
τυχερόσ που το τϋλοσ του καλοκαιριού του '99 με βρόκε ζωντανό. Πϋραςε πϊνω από ϋνασ χρόνοσ μϋχρι να μπορϋςω ϋςτω και να ςκεφτώ αυτό την ιςτορύα ξανϊ, και πολύ περιςςότερο να την επεξεργαςτώ. Δε μου ϋχει διαφύγει η ςύμπτωςη ότι ϋγραψα ϋνα βιβλύο γεμϊτο απαύςια τροχαύα ατυχόματα λύγο πριν ςυμβεύ ϋνα τϋτοιο και ς' εμϋνα τον ύδιο, αλλϊ προςπϊθηςα να μη μεγαλοποιόςω το θϋμα. Αςφαλώσ δε νομύζω ότι υπόρχε κϊποιο ςτοιχεύο προαύςθηςησ ςτισ ομοιότητεσ που υπϊρχουν ανϊμεςα ςε ό,τι ςυμβαύνει ςτον Κϋρτισ Γουύλκοξ ςτο Μπιούικ 8 και ςε ό,τι ςυνϋβη ς' εμϋνα ςτην πραγματικότητα (κατ' αρχϊσ, εγώ ϋζηςα). Μπορώ όμωσ να δηλώςω από πρώτο χϋρι ότι τα περιςςότερα τα πϋτυχα με τη φανταςύα μου και μόνο: όπωσ και ςτην περύπτωςη του Κϋρτισ, τα κϋρματα πετϊχτηκαν από τισ τςϋπεσ μου και το ρολόι ϋφυγε από τον καρπό μου. Σο καςκϋτο που φορούςα βρϋθηκε αργότερα ανϊμεςα ςτα δϋντρα, ςε απόςταςη τουλϊχιςτον εύκοςι μϋτρων από το ςημεύο τησ ςύγκρουςησ. Όμωσ δεν ϊλλαξα τύποτε ςτην ιςτορύα ώςτε ν' αντικατοπτρύζει αυτϊ που ςυνϋβηςαν ς' εμϋνα. Σα περιςςότερα από τα ςτοιχεύα που όθελα υπόρχαν όδη ςτο ολοκληρωμϋνο πρώτο χειρόγραφο. Η φανταςύα εύναι πολύ ιςχυρό εργαλεύο. Δε μου πϋραςε ποτϋ απ' το μυαλό να επανατοποθετόςω τη δρϊςη του Από μια Μπιούικ 8 ςτο Μϋιν, μόλο που αυτό εύναι το μϋροσ που γνωρύζο) (και αγαπώ) περιςςότερο. ταμϊτηςα ς' ϋνα βενζινϊδικο ςτην Πενςιλβϊνια, γλύςτρηςα κι ϋπεςα ςτην Πενςιλβϊνια, η ιδϋα μού όρθε ςτην Πενςιλβϊνια. κϋφτηκα λοιπόν ότι η ιςτορύα που προϋκυψε απ' όλα αυτϊ ϋπρεπε να παραμεύνει ςτην Πενςιλβϊνια, παρϊ τα προβλόματα που μου δημιουργούςε αυτό η απόφαςη. Όχι ότι δεν υπόρξαν και κϊποια οφϋλη, βϋβαια. Πρώτα πρώτα, εύχα την ευκαιρύα να τοποθετόςω τη φανταςτικό κωμόπολη του τϊτλερ ςε μικρό απόςταςη από το Ρόκςμπεργκ, την
- 502 -
πόλη όπου εκτυλύςςεται η εκπληκτικό ςειρϊ μυθιςτορημϊτων του Κ. Κόνςταντιν με όρωα τον αςτυνομικό διευθυντό Μϊριο Μπϊλζικ. Αν δεν ϋχετε διαβϊςει καμύα από αυτϋσ τισ ιςτορύεσ, δώςτε ςτον εαυτό ςασ αυτό τη χαρϊ. Η ιςτορύα του αρχηγού Μπϊλζικ και τησ οικογϋνειασ του εύναι ςαν να ϋχεισ γυρύςει τουσ οπρϊνοσ τα μϋςα ϋξω και να αφηγεύςαι από την οπτικό γωνύα των αςτυνομικών. Επύςησ, η Δυτικό Πενςιλβϊνια εύναι η κοιτύδα των Άμισ, τον τρόπο ζωόσ των οπούων όθελα να διερευνόςω κϊπωσ πληρϋςτερα. Αυτό το βιβλύο δε θα μπορούςε να ολοκληρωθεύ χωρύσ τη βοόθεια του αςτυνομικού Λούςιεν ϊουθαρντ, τησ Πολιτειακόσ Αςτυνομύασ τησ Πενςιλβϊνια. Ο Λου διϊβαςε το χειρόγραφο, κατϊφερε να μη γελϊςει πολύ δυνατϊ με τα πολλϊ χονδροειδό λϊθη που βρόκε, και μου ϋγραψε οχτώ ςελύδεσ με ςημειώςεισ και διορθώςεισ που θα χαιρόταν κϊθε ςυγγραφϋασ να ςυμπεριλϊβει ςτο ςημειωματϊριο του (εκτόσ των ϊλλων, ο Λου ϊουθαρντ γρϊφει με μεγϊλα ευανϊγνωςτα κεφαλαύα γρϊμματα). Με ξενϊγηςε ςε αρκετϊ αρχηγεύα τησ Πολιτειακόσ Αςτυνομύασ τησ Πενςιλβϊνια, με ςύςτηςε ςε τρεισ υπεύθυνουσ επικοινωνιών που εύχαν την καλοςύνη να μου δεύξουν τι κϊνουν και πώσ το κϊνουν (για αρχό ϋκαναν ϋναν ϋλεγχο ςτο αυτοκύνητο μου, ϋνα φορτηγϊκι Ντοτζ, περνώντασ ςτο ςύςτημα τον αριθμό κυκλοφορύασ του, και μπορώ να πω με ανακούφιςη ότι την ϋβγαλε καθαρό, χωρύσ κλόςεισ και εντϊλματα), και μου παρουςύαςαν διϊφορεσ ςυςκευϋσ με τισ οπούεσ εύναι εξοπλιςμϋνη η Πολιτειακό Αςτυνομύα. Η πιο ενημερωτικό και υπομονετικό από τουσ τρεισ όταν η Αξιωματικόσ Επικοινωνιών Σερϋζα Μ. Μϋικερ -ς' ευχαριςτώ για την καλοςύνη ςου, Σερϋζα. Σο ςημαντικότερο όταν ότι ο Λου και μερικού ςυνϊδελφοι του με πόγαν για φαγητό ς' ϋνα εςτιατόριο ςτην περιοχό των Άμισ, όπου φϊγαμε τερϊςτια ςϊντουιτσ και
- 503 -
όπιαμε κανϊτεσ παγωμϋνο τςϊι. Επύ μύα ώρα μου ϋλεγαν ιςτορύεσ από τη ζωό των πολιτειακών αςτυνομικών. Μερικϋσ όταν αςτεύεσ, μερικϋσ όταν φρικτϋσ, και μερικϋσ κατϊφερναν να εύναι και τα δύο ταυτόχρονα. Δεν πϋραςαν όλεσ ςτο Μπιούικ 8, κϊποιεσ όμωσ μπόκαν, ςε κατϊλληλα τροποποιημϋνη μυθιςτορηματικό μορφό. Μου φϋρθηκαν ςαν φύλοι και, ευτυχώσ, κανεύσ τουσ δεν περπατούςε πολύ γρόγορα. Εκεύνη την εποχό, ςτηριζόμουν ακόμη ςε πατερύτςα. Ευχαριςτώ τον Λου, όπωσ και όλουσ τουσ πολιτειακούσ που δουλεύουν ςτο αρχηγεύο του Μπϊτλερ, που με βοόθηςαν να κρατόςω τη δρϊςη του βιβλύου μου ςτην Πενςιλβϊνια. Και, το ςπουδαιότερο, τουσ ευχαριςτώ που με βοόθηςαν να καταλϊβω τι ακριβώσ κϊνουν οι ϊνδρεσ τησ Πολιτειακόσ Αςτυνομύασ και ποιο εύναι το τύμημα που πληρώνουν για να το κϊνουν καλϊ. Η ούζαν Μόλντοου και η Ναν Γκρϋιαμ, το Δυναμικό Ντουϋτο του Scribner, δε με ϊφηναν να κλεύςω αυτό το ςημεύωμα χωρύσ να επιςημϊνω ότι ϋχουν γύνει οριςμϋνεσ -χμ!- παρεμβϊςεισ ςτην Μπιούικ του εξωφύλλου. Οι GM- όφιλοι θα προςϋξουν ύςωσ ότι το «κορύτςι του εξωφύλλου» εύναι μερικϊ χρόνια μεγαλύτερο από την Μπιούικ τησ ιςτορύασ. Με ρώτηςαν αν με ενοχλεύ αυτό η μικρό ζαβολιϊ, και τουσ εύπα όχι, καθόλου. Εκεύνο που μ' ενοχλεύ, ιδιαύτερα όταν εύναι αργϊ και δεν μπορώ να κοιμηθώ, εύναι αυτό η μϊςκα του ψυγεύου που μοιϊζει με ϊγριο χαμόγελο. Υαύνεται ςχεδόν ϋτοιμη να καταπιεύ κϊποιον, ϋτςι δεν εύναι; Ίςωσ εμϋνα. Ή ύςωσ εςϋνα, αγαπητϋ μου Πιςτϋ Αναγνώςτη. Ίςωσ εςϋνα. τύβεν Κινγκ 29 Μαΐου 2002