Η Σ ΙΩ Π Η Τ Ω Ν Δ Ε Ν Τ Ρ Ω Ν
M o H a y d e r
Μ ετάφρασ άφ ραση: η: Β αγγέ αγγέλης Γ ιαννί αννίσης ση ς
Ε Κ Δ Ό Σ Ε ΙΣ ΙΣ Δ ΙΌ Π Τ Ρ Α
1 - (17 Ιουλίου) Α φού τα επιθεω θεω ρητ ρη τής Τ ζα κ Κ άφε άφ ερι, τη της Π εριφ ερει ρειακής Ο μάδας Ε ρευν ρευνώ ώ ν του Ν ότι ότιου Λ ονδ ονδίνου (Α Μ ΙΤ ), μ πορούσ πορ ούσε ε να πα π αραδε ρα δεχτ χτε εί πω ς, α π ’ όλα όσα όσ α εί είχε δει δει σ το Μ πρίξτον εκείνο το το σ υννε υννεφ ιασμ ασ μ ένο βραδά βραδάκι κι του Ιουλί ου λίου, ου , τα κο κ οράκι ρά κια ήτ ήταν α υτά που τον έκα έκανα ναν ν να ανατ νατριχιάσ ειπερισσ ότε ότερο. ρο. Β ρίσκοντα κονταν εκ εκ εί ότα ότα ν βγ βγήκε έξ έξω από το σ πίτιτω ν Π ιτς - είκοσι οσ ιή και κα ι περι περισ σ ότε ότερα από απ ό δαύτ δα ύτα α στ σ τέκοντ κο ντα α ν πάνω πάνω σ το γκα γκαζ ζόν του γει γειτονικού κή που, α γνοώ ντα ντα ς τη ν τα ταινία με τη ν οπ οποία η ασ τυνομ υνομ ία είχε απ αποκ λείσ ει τη ν περιοχή, οχή, το υς περα περασ τικούς κ α ι του τους τεχνικούς τη ς Σ ήμανσ ήμ ανσης ης.. Μ ερικά είχαν ανοίξε νοίξει ι τα ράμφη ράμφ η του τους ς. Ά λλα λλα βαριανάσαι ανάσα ιναν. Ό λα τους τους,, ω σ τόσο, όσ ο, τον παρατ πα ρατηρ ηρούσ ούσα αν - λες λες και κα ι ήξερα ξεραν ν τι είχε σ υμ βεί μέσα σ το σ πίτι. Λ ες κα ι γελο γελούσ ύσα αν με με την αντί ντίδρασή δρασ ή του του βλέποντ λέποντα ας το σ κηνι κη νικό. Μ ε το ν αντιεπαγγ επαγγε ελμα λμ ατικό τρόπ ρόπο με το ν οποί οπο ίο είχε κά νειτ νειτη η ν υπόθεσ υπ όθεση η προσ προσω ω πική. κή . Α ργότ ργότε ερα, θα κατ κα ταλάβα λά βαι ινε πω ς η συμ σ υμπε περι ριφ ορά ορά τω τω ν κορα κο ρακι κιώ ώ ν δεν δεν ή τα ν τίπ οτε άλλο από από ένα βιολογι ολογικό τικ, πω ς δεν δεν μπο μπορο ρούσ ύσα αν να δουν δουν τις σ κέψ εις του, δεν δεν θα μ πορούσα ύσ αν να ήξερα ξεραν ν τι είχε συ σ υμ βεί σ την οικογένει γένεια Π ιτς, ω σ τόσ ο κ α ι μόνο η εικόνα του τους έκανε έκα νε τις τρίχες χες σ τον σβέρκο σβέρκο του να ορθώ ο ρθώ νοντ νονται. Κ οντοσ οντοστ τάθη άθηκε σ το μέσο μέσο του μ ονοπατ νοπα τιού σ τον κήπο κή πο για να να βγάλε βγάλει τη φ όρμα όρμα που που είχε φ ορέ ορέσ ει προτ προτού ού εισ έλθει λθει σ τον χώ ρο το του εγκλή κλήμ α τος κα ι τη ν έδω σ ε σε έναν αξιω μ ατικό τη ς Σ ήμανσ ήμ ανσης ης,, φ όρεσ όρεσε τα πα πούτ ούτσ ια που που είχε αφ ήσ ει ν τ α
χ α
ν
τ ε λ ε ι
ε ι,
έξω από τον απο αποκλει κλεισ μ ένο με τη ν τα ινία χώ ρο κα ι άρχισε να κατ κα τευθύνε υθύνετ τα ι προς προ ς τα πουλι πουλιά. Ε κείνα απο α πογ γειώ θηκαν, θηκ αν, κουνώ κο υνώ ντα ντας μ ανιασμ ασ μ ένα τα τα μαύρα αύρα σαν πίσ σ α φ τερά τους τους..
Τ ο Π άρκο Μ πρόκ ρό κγουελ - μ ια τεράσ ρά σ τια ισ οσκελής οσ κελής τριγω νική περι περιοχή οχή γεμ γεμ άτη δέν δέντρα, ρα, με τη ν κορυφ κορυφή ή τη ς να δείχνε χνει τον στ σταθμό θμό του Χ ερν Χ ιλ- ακολουθ λο υθε εί παράλλη παράλληλα, λα, για περισσ ότε ότερο από ενάμι νάμ ισ ι χιλιόμε όμ ετρο, ρο, το όριο δύο διαφ ορε ορετικώ ν περιοχώ ν του Ν ότιου Λ ονδίνου. Σ τη δυτι δυτική του μερι μεριά, βρί βρίσ κετα κεται η κακόφ κα κόφ ημ η περι περιοχή το του Μ πρί πρίξτον εκ εί όπου όπ ου κά κ ά ποι πο ια πρω ινά, εργάτ ργάτε ες το υ δήμου αναγκάζ αναγκά ζονται ονται να σ τρώ σ ουν ουν τους δρόμους δρόμ ους με άμμ άμ μο, προκ προκε ειμ ένου να σ τεγνώ σ ει το α ίμ α - και κα ι, σ τα ανατ α νατολ ολι ικά, κά , το το Ν τόλγουι όλγουιτς, γεμ γεμ άτο από κα κ α τά φ υτα με λουλ λουλο ούδι ύδια πτω χοκ χοκομ εία κ α ι σ πίτια διακοσ μ ημ ένα με το υς φ εγγίτες, σ ήμα ήμ α κατ κα τατεθέ ατεθέν ν του αρχιτέκτονα κτονα Τ ζον Σλόουν. Σ λόουν. Τ ο Ν τόνεγ όνεγκαλ κα λ Κ ρέσ ρέσεντ βρίσ κετ κεται δίπλα από το το Π άρκο Μ πρόκγ πρό κγουε ουελ, λ, στ σ τριμω γμ ένο ανάμεσα σε σ ε μια παμπ, παμ π, η οποί οπ οία εί είχε βάλε βά λει ι λουκέ λουκέτ το, κ α ι σε ένα γω νιακό μ αγαζί γαζί με Ινδό ιδιοκτή κτήτη . Α νήκε ήκε σε ένα ήσ υχο συγκρ σ υγκρότ ότη ημα κα τοικιώ ν ιδιοκτησ κτησ ία ς του δήμ δήμου, ου, που αποτελο οτελούν ύντ τα ν από περίπου πο υ πενήντ ενήντα α μ ονοκ νοκατοικίες, ες, με αυλές γυμνές γυμνές,, δίχω ς ούτε ένα ένα δέντρο δέντρο,, και πόρτες ρτες βαμ μ ένες νες σ το καφ κα φ έ τη ς σ οκολ οκολά άτας. Τ α σ πίτια είχαν θέα σε σε ένα οικόπ κόπεδο με κακο κα κοδι διατηρημ ρη μ ένο γκαζ γκα ζόν, σε σ χήμα ήμ α πέτα πέταλου, λου, όπου όπου παι πα ιδιά έκοβ έκο βα ν βόλ βόλτ τες με τα ποδή πο δήλα λατ τά το το υς τα βράδια. Ο Κ άφε άφ ερι φ αντα νταζότα ζότα ν πω πω ς οι Π ιτς έπρεπε να ένιω θαν θα ν σχε σ χετ τικά ασφ αλείς σ την περιοχή αυτή. Έ χοντα οντα ς βγάλε βγάλει ι τη ν άβολη φ όρμα τη τη ς Σ ήμανσης, ήμανσης, ευγνώ υγνώ μ ω ν που που μ πορούσ πορ ούσε ε κα ιπάλιν πά λινα α αναπ ανα π νεύσ νεύσε ειτο ιτον καθαρό καθαρό αέρα αέρα έξ έξω από το σπί σπίτι, έστριψ ε ένα ένα τσ τσ ιγάρο γάρο κ α ι κατευθύνθη θύνθηκ κε προς προς το ν όμ όμιλο τω ν αξιω μ ατικώ ν, δίπλα στ σ το βαν βαν τη ς Ο μάδας Ε πισ τημ ονικής κή ς Υ ποστ ποσ τήρι ήριξης. ης. Ε κείνοι σ ταμ άτησ α ν τη ν κουβ κο υβέ έντα ντα , βλέ βλέποντ ποντά άς τον να
πλησ λη σιάζει ζει, αλλά εκεί εκείνος νο ς γνώ ριζε τι σ κέφτ έφ τοντα νταν. Ε ίχε μόλ μόλι ις περάσ ει τα μισά τη ς τέτα έτα ρτη ς δεκ δεκαετία ς τη ς ζω ή ς του - δεν ήτ ή τα ν ακόμ α κόμη η πρω τοκλα οκ λασ σ άτος α ξιω μ α τικός- αλλά οι οι περι περισ σ ότεροι ρο ια ξιω μ α τικοίστ ίσ το Ν ότιο Λ ονδίνο ήξε ήξερα ραν ν ποιος είναι. «Έ να από α πό τα που πο υλέν της Μ ητροπ ροπολι ολιτικής κή ς Α στυνομί υνομ ίας», τον είχε αποκαλέσε λέσ ει το επίσημο έντυπ ντυπο ο τη ς ασ τυνομί υνομίας. ας. Ή ξερε ξερε πω ς είχε καλή καλή φ ήμη ήμη σ το Σ ώ μ α, κι αυτό τον εξέπληττε πάντοτε. Τ α σ ν α ή ξ ε ρ α ν . Ή λπι λπιζε πω ς δεν δεν θα πρόσ ρόσ εχαν πω πω ς τα χέρια το του έτρεμ ρεμαν. «Λ οιπόν;» Ά ναψε αψ ε το τσι τσιγάρο άρο κα κ α ι κοίτα ξε τη σφραγ σφ ραγι ισμέ σμ ένη πλασ λασ τική σ α κούλα ού λα με τα σ τοιχεία, τη ν οπο οπ οία κρα κ ρατ τούσε ύσ ε ένας κα τώ τερος ρο ς αξιω μ ατικός τη ς Σ ήμανσ ήμ ανσης ης.. «Τ ι έχουμε ουμ ε;» «Τ ο βρήκαμε βρήκα με σ το πάρκο, πάρ κο, γύρω γύρω σ τα εί είκοσ κο σ ι μέτ μέτρα από το το πίσω μέρος ρος τη ς μονο μ ονοκ κατοικ οικίας τω ν Π ιτς». Ο Κ άφε άφ ερι πήρε τη σ α κούλα κα κ α ι τη ν περι περιεργάσ ργάστ τηκε ηκ ε προσε προσ εκτι κτικά. κά . Έ να αθλητ θλη τικό πα πούτσ ι μάρκα ρκας Ν άικ για παι παιδιά, λίγο πιο μικρό από από το χέριτου, ριτου, βρισ κότ κό ταν σ το εσω εσ ω τερικό τη της. «Π οιο οιος το βρήκε βρή κε;» ;» «Τ α σκυλι σ κυλιά». «Κ αι;» «Έ χασα χασ αν τα ίχνη. Σ τη ν αρχή αρχή έδει δειχναν πω ς τα είχαν βρε βρει - έτσ ι πισ τεύαμ ύα μ ε». Έ νας αρχ αρχιφ ύλακας ύλακ ας που που φ ορούσ ορούσε ε το μπλε μπλε πουκ πουκά άμ ισ ο της ομάδας ομ άδας εκ πα ιδευ δευτώ ν σκύλω σκύλω ν, σ ηκώ ηκ ώ θηκε θηκε στ σ τις μ ύτε ύτες τω ν ποδι πο διώ ν του του κ ι έδει δειξε πάνω πά νω από τις σ τέγες, προς προ ς το πάρκο πά ρκο που α πλω πλω νότα νότα ν πίσω τους, λεκι λεκιάζοντα ντας το ν ορίζοντα ντα με τις μα μαύρε ύρες σ ιλου λο υέτες τες τω ν δέντ δέντρ ρω ν. «Μ ας οδήγησαν οδήγησα ν γύρω από το το μ ονοπάτ ονοπά τι που πο υ διασχ ασ χίζει το δυτι δυτικό κομ μ άτιτου πάρκ πά ρκου ου,, αλλά έπ έπ ειτα από από μισό χιλιόμε όμ ετρο σ ταμ άτησ αν». Κ οίταξε με βλέμμα βλέμμ α γε γεμ άτο αμφ αμ φ ιβολί βολία το τον βραδι βραδινό ουρα ουραν νό. «Κ αι τώ ρα έχεινυχτ χεινυχτώ ώ σ ει». «Μ άλισ τα. Ν ομί ομ ίζω πω ς πρέ πρ έπει πει να επι επιθεω θεω ρήσουμ ρήσ ουμε ε τον χώ χώ ρο από ψ ηλά» ηλά».. Ο Κ άφερ άφερι έδω σε το παπούτσ παπούτσ ι σ τον αξι αξιω ματ μα τικό της Σ ήμανσ ήμ ανσης ης.. «Β άλτε άλτε το σε μια αεροστ αεροσ τεγή σα σ ακούλα» κούλα»..
«Δ εν κατ κα τα λαβαί λαβ αίνω ». «Τ ο πα π α π ούτσ ι έχει χει αίμ α πάνω πάνω του. ου . Δ εν το βλέπε βλέπει ις;»
Ο ιειδικοί προβ πρ οβολεί ολείς που είχε σ τή σ ειη Σ ήμανση έλουσ λουσα αν με με φ ω ς την οικία τω ν Π ιτς κ α ι τα δέντ δέντρα ρα πίσω της. Σ τη ν μπ μ προστ ροσ τινή αυλή, υλή, οι τεχνι εχνικοί τη ς Σ ήμα ήμ ανσης νσης, φ ορώ ορώ ντα ντας μπλε μπλε πλα πλασ τικές φ όρμες όρμες, έψα έψ αχνα χναν για στ σ τοιχεί χεία σ ε κάθε τετρ ετρα γω νικό εκατοσ τό του γρασ γρασ ιδιού, κ α ι πέρα από τη τη ν ταινία, που η ασ τυνο υνομ ία είχε τοποθετή θετή σ ει, σ οκαρισ μ ένοι γεί γείτονες νες σ τέκοντ έκο ντα α ν σε σ ε ομά ομάδες δες, καπνίζοντας κα ι ψ ιθυρίζοντα οντας, πλη πλησ ιάζοντα άζοντας πρόθυ πρ όθυμ μ α κά κάθε επι επιθεω θεω ρητ ρη τή με πολι πο λιτικά που πο υ σ κόπ κό πευε να να το υς κά νει νει ερω τήσε ήσ εις. Κ αι ο ι δημοσ δημ οσι ιογράφοι ογράφ οι ή τα ν παρόντ πα ρόντε ες, φ ανερά ανερά ανυπόμ νυπό μ ονοι. Ο Κ άφε άφ ερι σ τεκόταν κόταν δίπλα πλα στ σ το βαν βα ν και κα ι παρατ πα ρατηρ ηρούσ ούσε ε το σπίτι. Ή τα ν μι μια διώ ροφη ροφ η μ ονοκ ονο κατοικία, με το ίχου χους σ τρω μ ένους νους με χαλίκι, ένα δορυφ δορυφ ορι ορικό πιάτο σ τη ν οροφ οροφ ή, παρά αράθυρα με αλουμ λουμι ινένι νένια κουφ ουφ ώ μ α τα κι κ ι ένα ση σημ είο πάνω πάνω από απ ό τη τη ν πόρτα, πόρτα, όπου όπ ου η υγρασί υγρασ ία εί είχε εισ χω ρήσ ρή σ ει σ τον τοί τοίχο. Σ ε κάθε κά θε παρά παράθυρο θυρο κρέμο κρέμοντ ντα αν διακοσ κο σ μ ητικές δαντέλες και οι κουρτίνες ήταν ερμητικά κλειστές . Μ πορείνα εί να είχε δειτ δει τη ν οικ οικογένει γένεια Π ιτς, ή τουλάχισ τον ό, ό,τι είχε απομε ομ είνει νει α π ’ αυτούς ούς, αφού αφ ού όλα όλα είχαν τελειώ σ ει, ω σ τόσο όσ ο αισ θανότ θα νότα αν πω ς τους γνώ γνώ ριζε. Ή πιο σ ω σ τά, ήξερε ξερε το αρχέτ ρχέτυπο υπο τη ς οικογέ κο γένε νει ιάς τους. ους. Ο ι γονεί ονείς - ο Ά λεκ λεκ και κα ι η Κ άρμε άρμ ελ- δεν δεν ή τα ν τα σ υνηθι υνηθισμέ σμ ένα θύματ θύμα τα που π ου θα προκαλούσ προκα λούσαν αν τη λύπη λύπη τη τη ς ομάδας: ομάδας: κα κ α ι οι δυο το το υς ή τα ν αλκ αλκοο οολι λικοί κο ί, άνεργοι νεργοι, ενώ η Κ άρμ άρμελ Π ιτς είχε σ κυλο κυ λοβ βρίσ ει το υς τραυμ ρα υμα ατιοφορ οφ ορε είς, κα κ αθώ ς εκείνοι νοι τη μετέφ εραν ρα ν σ το ασ ασ θεν θενοφόρο οφ όρο.. Ο Κ άφε άφ εριδε ρι δεν ν είχε δειτ δει τον μονα μ οναχογι χογιό τους ους, τον ενν εννι ιάχρονο Ρ όρι. Μ έχρι να εμ φ ανισ τεί σ το σ ημε ημ είο, ο ι υπό υπ όλοι λο ιποι ασ τυνομ υνο μ ικοί είχαν κάνε κά νει ι το σ πίτι άνω -κά -κάτω , σ την προσπά προσ πάθε θει ιά το τους να βρουν βρουν το παι πα ιδίδί- μέσα σε ντου ντουλά λάπι πια , σ τη σ οφί οφ ίτα, ακόμ κόμη κα ι μέσα στ σ τους τοίχους χου ς του μπάν πά νιου.
Ε ίχε βρεθε βρεθεί ένα μ ατω μ ένο ίχνος χνος πάνω πά νω σ το σ οβα τεπίτη ίτη ς κουζίνας να ς και το τζ τζά μ ι τη ς πίσω πόρτ πόρτας ή τα ν σ πασ πα σμ ένο. Ο Κ άφε άφ εριε ρι είχε πάρε πά ρει ι μ αζί αζί του έναν αξι α ξιω μ ατικό τη ς τοπική ς ασ τυνομί υνομ ίας, προκ ρο κειμ ένου να ψ άξουν το εγκατ γκα ταλειμ μ ένο κτ κτίριο παρα αραδίπλα, πλα, τρυπ τρυπώ νοντ νοντα α ς από ένα άνοιγμα κα κ α ι μ πουσουλώ πουσ ουλώ ντα ς σ το εσω τερικό, με τους ου ς φ ακούς ανάμε νάμ εσ α στ σ τα δόντι δόντια, λες λες κα ι εισ έβαλλαν λλα ν σ το αρχηγεί ρχηγείο μ υστ υσ τικής οργάνω οργάνω σης. Τ ο μόνο όνο που πο υ βρήκα βρή καν ν ή τα ν τα σ υνηθισμ ένα ίχνη που που αφ ήνουν πίσω τους ου ς οι άστ άσ τεγοι. Κ ανέν ανένα άλλ άλλο σ ημάδι ημ άδι ζω ής. ής. Ο Ρ όρι Π ιτς δεν δεν βρι βρισ κότ κό ταν εκ εκεί. Τ α γεγονό γεγονότ τα είχαν ήδη μεγάλο βάρο βά ρος ς κα ι για το τον Κ άφε άφ ερι ξυπνούσ ξυπνούσα α ν μνήμες μνήμες του παρε πα ρελθόν λθόντ τος. ος. ν
λ η
ά
σ ο υ ,
κ ,
ν
τ ο
ή σ
ς
ν α
σ
υ
δ ι
λ ύ σ ε ι
ο
υ α
ο
λ ό
κ
ά
ν
.
«Τ ζα κ;» Η Α ρχι ρχιεπιθεω θεω ρητ ρη τής Ν τανιέλα Σ ούνες ύνες εμ φ ανίσ τηκε ηκε ξαφνι αφ νικά δίπλα το του. «Ε ίσ αικαλά ικ αλά,, φ ιλαράκο;» λαράκο;» Ε κείνος κοίτα ξε δίπλα του του.. «Ν τάνι, πόσ πόσ ο χαίρομ ρομαι που που είσ αι εδώ !» « Τ ι τρέχε ρέχει, δικέ μου; μ ου; Έ χει χεις μια φ άτσ α λες λες κ α ι σ ου έχω σ αν τη τη μούρη στον πισινό γαϊδάρου». «Ε υχαρ υχαρι ισ τώ , Ν τάνι». Έ τριψ ε το πρόσ πρό σ ω πό του κ α ι τεντώ ντώ θηκε θηκ ε. «Ε ίμ αι σ ε υπηρε υπη ρεσ σ ία από τα μ εσ άνυχτ άνυχτα». «Κ αι ποιος οιος είναι ο υπ υ πεύθυνος θυνος τη ς υπόθεση υπόθεσης ς;» Έ δειξε το σπίτι. «Έ να πι πιτσ ιρίκιε κι εξαφ ανίσ τηκε, κε, σ ω σ τά; Π ώ ς τον λέ λένε, Ρ όρι;» «Σ ω σ τά. Μ ας βλέπω βλέπω να σ πάμ πά μ ε τα κε κεφ άλια μας. μας. Ε ίναι μόλις εννιά χρονώ ρονώ ν». Η Σ ούνε ού νες ς ξεφ ύση ύσ ησε με θόρυβο από τη τη μ ύτη ύτη κα κ α ι κούνη κο ύνησ σ ε το κεφ κεφ άλιτης άλιτης.. Ή τα ν μεγ μεγαλόσω αλόσ ω μη, μη , παρόλο παρόλο που η κορμ οστ οσ τασι ασ ιά τη τη ς ήταν ήταν κοντ κο ντή ή, κ α ι ο όγκ ό γκος ος τη ς γέμ γέμ ιζε τη ν αντ αντρι ρική τη ς στολή. ολή . Μ ε τα κοντο ντοκουρ ου ρεμ ένα μαλλι μα λλιά τη τη ς και το ανοιχτ νοιχτόχρ όχρω ω μ ο δέρμ δέρμα α τη της, έμοι έμ οια αζε περισσ ότε ότερο με νεα νεαρό απόφ οιτ οιτο τη ς Α καδημ δημίας που ετο ετοιμ α ζότα ν να εμ φ ανισ τεί για πρώ πρώ τη φ ορά στ σ το δι δικασ κα στήρι ήρ ιο, παρά αρ ά για σ αραντ ραντάχρονη άχρονη αρχιεπιθεω ρητ ρη τή. Α ντι ντιμ ετώ πιζε τη δου δουλειά τη τη ς με υπέ υπ έρμ ετρη
σ οβαρ οβ αρότ ότη ητα. «Μ άλισ τα. Κ αιποι αι ποια εί είναιη ομάδα;» «Δ εν ξέρουμ ρουμε ε ακόμ κόμ η αν έχουμ χουμ ε να κάνουμ κά νουμε ε με δολοφονί δολοφ ονία. Δ ίχω ς πτώ πτώ μ α, δεν δεν έχεισ χεισχ χη μ α τισ τείη ομά ομάδα δα ακόμη» ακόμ η».. «Α , που πο υ να να πάρε πά ρει ι, με τους βρομ ρο μ οτεμ οτεμ πέληδε πέληδες ς που μπλέξ πλέξαμε αμ ε». «Η τοπική ασ τυνομ υνομ ία έχει χει ξεσ ξεσ κονί κο νίσ ειτο σ πίτικα ικ α ιδεν δεν μπο μπορο ρούν ύν να τον βρουν. Έ βαλα βα λα σ κυλιά να ψ άξουν στ στο πάρκο πάρκο,, κ ι ένα ελι ελικόπτ κόπ τερο θα φτ φ τάσ ει όπου όπ ου να ’ναι να ισ την περιοχή». οχή». «Γ ιατί πισ τεύεις πω ς είναι ναι σ το πάρ πά ρκο; κο;» «Ό λα αυ α υτά τα σ πίτ πίτια βρί βρίσ κοντ κοντα αι μ προσ προστ τά το του». υ» . Έ δει δειξε τα δέντ δέντρα ρα που υψ ώ νοντα νονταν πάνω από τις σ τέγες. «Έ χουμ ου μ ε έναν έναν μάρτ μάρτυρα ο οποίος είδε κ να κα κ α τευθύνε θύ νετ τα ι προς τα δέν δέντρα, από το σ πίτι. Η πίσω πόρτα είναι να ι ξεκλ ξεκλε είδω τη, υπά υπ άρχει χει μια τρ τρύπα ύπ α σ τον φρά φ ράχ χτη κ α ι τα παλικάρι κά ρια βρήκα βρήκαν ν ένα παπ πα πούτ ού τσ ι σ την άκρη άκρη το του πάρκου» πά ρκου».. «Ε ντά ντάξει ξει, εντά ντάξει ξει, με έπεισ ες». Η Σ ούνες νες σ ταύρω σ ε τα χέρ χέρια στ σ το σ τήθος θος κ α ι κάθισ ε στ σ τις φ τέρνες έρνες της, κοιτάζοντ τάζοντα α ς τριγύρω γύρω το υς τεχνικούς κούς,, το υς φ ω τογράφ ογράφ ους κ α ιτο υς ασ τυνομι υνομ ικούς. ούς. Μ προστ ροσ τά στ σ την πόρτ όρ τα του σ πιτιού, σ το νούμ νούμε ερο τριάντα ντα, ένας φ ω τογρά ογράφ ος εξέτα ξέτα ζε τις μ πατ πα ταρίες στη ζώ νη το του, τοποθετώ θετώ ντα ντα ς τη βαρι βαριά συσ σ υσκευή κευή μέσα σε μια θήκ θήκη. η. «Τ ο μέρος μ οιά ζει με σ κηνι κη νικό κι κινημα νημ ατογραφ ογρα φ ικής κή ς ταινίας». «Η ομάδα ομ άδα θα εργασ εργαστ τείόλη τη τη νύχτα» νύχτα».. «Κ αι τι πα ίζει μ ’ εκείνο το το ασ θεν θενοφόρο; οφ όρο; Π αραλί αραλίγο να να με βγάλε βγάλει από τον δρόμο». «Α , ναι, μετέφ ερε τη μητ μη τέρα. Ε κεί κείνη κα ι ο αντ α ντρούλη ρούλης ς της μεταφ έρθηκα ρθη καν ν σ το Β ασι ασ ιλικό Ν οσ οκομ οκ ομεί είο. Θ α επι επιζήσει, μα δεν δεν υπά υπ άρχουν ελπί ελπίδες δες για εκεί εκείνον. Ε κεί που χτυπ χτυπή ή θηκ θη κε...» ..» - ο Κ άφε άφ ερι ακούμ ακ ούμπη πησ σ ε το πίσω μέρος μέρος του κε κ εφ αλιού του του με τη ν παλά πα λάμ μ η- « . ο εγκέφα γκέφ αλός λός του έχει διαλυθε λυθεί ί». Κ οίταξε πίσω του κ ι έγει γειρε προ προς ς το μέρος μέρος της, ης, χαμ ηλώ νοντας οντας τη φ ω νή του. ου . «Ν τάνι, θα κρατ κρα τήσ ουμε ουμ ε κρυφ κρυφ ά κάπ κά ποια πρά πράγματ γμα τα από α πό τους του ς δημοσ δημ οσι ιογρά ογράφ φ ους, ους, δεν δεν θέλω θέλω να τα τα
δω να εμφ εμφ ανίζοντα νταισ τις εφη εφημερίδες δες». «Τ ι είδου δους πρά πράγματ γμα τα;» «Δ εν εί είναι ναι απαγ πα γω γή που πο υ σ χετ χετίζετα ι με τη ν κηδε κηδεμ μ ονία του παιδιού. ού. Ε ίναιο να ιο βιολογι λο γικός το υς γιος, ος, δεν δεν υπάρχουν χου ν άλλοι λλοιπρ πρώ ώ ην». «Τ ότε, μιλάμ λάμε για κά κ ά ποιον τίγρη; γρη;» «Δ εν εί είναι να ι ούτε τίγρης γρης». (Ό ταν ο απαγω γέα γέα ς χαρα χαρακτηρ κτηρί ίζεται τίγρης, ρης, σ ημ αίνει νει πω ς θα ζη ζητήσ ει λύτρα, λύτρα, κ α ι οι Π ιτς δεν δεν βρί βρίσ κοντα κονταν σ την οικονομ κονομι ική κάσ κά σ τα, τη ν οπο οποία αυτού του είδους δου ς οι απαγω πα γω γεί γείς χτυπ χτυπο ούν.) ύν.) «Κ ι όταν αναλύσ ναλύσ εις όλα όλα τα τα σ τοιχεία, κατ κα ταλαβα λα βαί ίνει νεις πω ς δεν πρόκειται για απλή υπόθεση». « Τ ι εννοεί ννοείς;» Ο Κ άφε άφ ερι κοί κο ίτα ξε τριγύρω του, προς τη ν κατ κα τεύθυνση τω ν δημοσ δημ οσι ιογρά ογράφ φ ω ν κ α ι τω ν γειτόνω ν. «Π «Π άμε άμ ε μέσα στ σ το βαν». βαν». Α κούμ κού μ πησ πη σ ε τη ν πλάτ πλάτη η τη ς Σ ούνε ούνες. «Δ εν θέ θέλω να έχ έχουμε ουμ ε ακροα ροατήριο». ο». «Π άμε». άμε». Μ πήκε πήκ ε στο στο βαν και κα ι ο Κ άφεριτ άφεριτην ην ακολούθησ ακολούθησε ε. Φ τυάρι υάρια, κ οπτικά εργαλε εργαλεία κ α ιαλου λο υμ ινένιες πλάκ λά κες κρέμο έμοντα νταν απ α πό τις πλευρές λευρές του βαν, βαν, ενώ ενώ ένα μίνι ψ υγεί γείο γου γουργούρ γούριζε σε μια γω νία. Έ κλεισ ε την πόρτα, πόρτα, μ άγκω σ ε με το πόδι πό δι το υ ένα σκα σ καμ μ πό και κα ι τη ς το προσέφ προσέφ ερε για να κα καθίσει. Ε κείνη κάθισ ε απέναντ ναντί ί του, μερικά εκατ εκα τοσ τά μακριά του, με το υς αγκώ νες νες σ τα γόνατ γόνατα α, κοιτάζοντά οντά ς το ν προ προσ σεκτι κτικά. κά . «Λ οιπόν;» «Υ πάρχε πά ρχεικ ικά ά τιανησυχητ νησ υχητι ικό». κό». «Σαν τι;» «Ο τύπ ος έμ εινε μα μαζίτου ίτους ς». Η Σ ούνες νες σ υνοφ ρυώ θηκε, θηκε, τρίζοντα οντας τα δόντι δόντια της της,, σαν να μην μην μ πορούσε πορούσ ε να αποφ α ποφ ασί ασ ίσ ει αν ο Κ άφε άφ ερι α σ τειευότ υό τα ν ή όχι όχι. μαζίτους;» «Α κριβώ ς. Ή τα ν... ν.. . ή τα ν μα μ αζί τους. ους. Γ ια σχε σ χεδόν δόν τρει ρεις μέρε μέρες ς. Τ ους είχε δέσει δέσει με χει χειροπέδες κ α ι τους είχε δίχω ς φ αγητό γητό κ α ι νερό νερό.. Η «
μ
αρχι ρχιφ ύλακας ύλακα ς Κ ουίν πι π ισ τεύει πω ς αν εί είχαν πε π εράσ ρά σ ει άλλες άλλες δώ δεκα δεκα ώ ρες ρες, κά ποιος από τους δυο τους του ς θα εί είχε πεθάνει πεθάνει». Α νασήκ νασ ήκω ω σ ε τα φ ρύδια του. «Κ αιτ αιτο χειρότ ρότερο α π ’ όλα ήτ ή τα ν η μυρω διά». Η Σ ούνε ού νες ς έκλεισ ε τα μ άτι άτια της της.. « Τ ικ α λά» λά ». «Έ πειτα, έχουμ χου μ ε κι κι α υτά τα ορνι ορνιθοσκα θοσ καλί λίσ ματα σ τον το τοίχο». χο». «Χ ρισ τέ μ ου!» ου!» Η Σ ούνες ύνες ανακάθισ ε, ξύνοντα ξύνοντα ς το κοντοκο κοντοκουρε υρεμ μ ένο κεφ κεφ άλι τη ς με τη ν παλάμη. «Μ ου φ αίνεται πω ς ο τύπ ο ς ξέφ ξέφ υγε από το τρελάδι ρελάδικο». κο». Ε κείνος κατένευσ νευσε ε. «Ν αι. Α λλά λλά δεν δεν πρέπει πρέπεινα να βρί βρ ίσ κετα κεται μακρι μακριά. Τ ο πάρκο έχει χει κλείσ ει κ α ι λογικά θα το τον έχου έχουμ μ ε σύντομ σ ύντομα α σ τα χέρια μας». Σ η κώ θηκε για να βγε βγει από το το βαν βαν. «Τ ζα κ;» Η Σ ούνες ούνες τον σ ταμ άτησ ε. «Β λέπω λέπω ότικ ά τι άλλο σε σ ε ανησυχε νησ υχεί ί». Ε κείνος κοντο ντοσ τάθηκ θη κε για λίγο, με το βλέμ βλέμ μ α στ σ το πάτ πά τω μ α, τρίβοντα ντα ς τον σ βέρκο έρκο του του. Α ισθάνθη θά νθηκε κε λες λες κ α ι κά ποιος είχε μόλι μόλις κρυφ κρυ φ οκοι οκ οιτάξει άξει μέσα μέσα στ σ το μυαλό του. Σ υμπα υμ παθούσ θούσε ε τη Σ ούνες ούνες, κα κ α ι τα αισ θήμ θή ματα ήτ ή τα ν αμ αμ οιβαία: δεν δεν ή τα ν σί σ ίγου γουρος ρος γιατί, αλλά κα κ α ι οι δυο το υς αισ θάνον θάνοντ ταν άνετ νετα ω ς σ υνάδε υνάδελφ λφοι οι. Ω σ τόσο, όσ ο, υπή υπήρχα ρχαν ν κάπ κά ποια πρά πράγματα, τα οπο οπ οία επέλεγε πέλεγε να μην τη ς αποκα ποκαλύψ λύψ ει. «Ό χι, Ν τάνι», μ ουρμ ουρμού ούρι ρισε τελικά, κά , σ φ ίγγοντ γγοντα ας τη γραβ γρα βάτα του του,, δίχω ς να θέλει θέλεινα α κ ούσ ειπ ει πόσ ες από τις σ κέψ εις του είχε μα μαντέ ντέψ ει. «Έ λα, πάμ πά μ ε να ρίξουμε μια μ ατιά στ σ το πάρκο πά ρκο». ». Έ ξω , το το βράδυ βράδυ εί είχε πέσε πέσ ει σ το Ν τόνεγκα όνεγκαλ λ Κ ρέσ ρέσεντ. ντ. Τ ο φε φ εγγάρι είχε ξεπρ ξεπροβ οβά ά λεικατ λεικα τα κόκκινο χαμ ηλά ηλά στ σ τον ουρανό. ουρανό.
Π ίσω από το το Ν τόνεγ όνεγκαλ κα λ Κ ρέσ ρέσ εντ, το το Π άρκο Μ πρόκγ πρόκ γουελ ουελ φ αινόταν όταν να σ υνεχίζετα ζεται για χιλιόμετ όμ ετρ ρα, γεμί γεμ ίζοντ ζοντας τον τον ορ ορίζοντα ντα. Ο ι περι περισσότ σσ ότε εροι λόφοι λόφ οι του ήτ ή τα ν γυμνοί υμνοί, μερι μερικοί μονάχ μονάχα α είχαν βλάστ βλάσ τηση, ση , άφυλλ άφ υλλα α δέντ δέντρα ρα απ α πλώ νοντ νοντα ν σ το μέσο, κα κ α ι σ το ψ ηλότε ηλότερο
σ ημείο του του βρισ κότ κό ταν μια όασ όασ η εξω τική ς πρα πρασινάδας δας, αλλά ο δυτ δυτικός λόφ λόφ ος, ος, μια έκτ έκτα ασ η σ το μ έγεθος γεθος τεσ σ άρω ν γη πέδω ν ποδοσφ ποδοσ φ αίρου, ρου, ή τα ν κα τά φ υτος από δέν δέντρα: μ παμ πα μ πού πο ύ κα κ α ι σημύδε ημ ύδες ς, οξιές και ισ πα νικές καρ κα ρυδιές, περικύκλω ναν ναν τέσσ έσσ ερις βρομ βρομερές ερές λιμνούλε νούλες, ρουφ ρουφώ ώ ντα ντας τη ν υγρασί υγρασ ία το του εδάφους δάφ ους.. Τ α δέντ δέντρα ρα αυτά θύμι θύμ ιζαν πυκνή πυκνή ζούγκλα ύγκλα κα ιτο κα λοκ λοκαίριο ρι ο ιλιμνούλες νούλες σ χεδό χεδόν ν άχν άχνι ιζαν. Σ τις οκτ οκ τώ κα ι μισή εκείνο το το βράδυ, βράδυ, μερικά λεπτά προ προτού το πάρκο πά ρκο σφ σ φ ραγ ραγισ τεί από απ ό τη τη ν αστ ασ τυνομί υνομ ία, ένας άντρας άντρας,, όχι κ α ι τόσο όσ ο μακριά απ α πό τις λίμνες, περπα τούσ ε ανάμ ανάμε εσ α σ τα δέντ δέντρα ρα,, έχοντας ζω γραφι ραφ ισμένη σ το πρόσ πρόσω ω πό το του μια έκφραση κφ ραση που μαρτ μα ρτυρούσ υρούσε ε προσήλω προσ ήλω σ η. Ο Ρ όλαντ Κ λέαρ λέαρ ή τα ν έν ένας μ οναχικός άνθρω άνθρω πος, πος, ένας ερημ ρη μ ίτης με παράξε ράξενο νο χαρα χαρακ κτήρα. ρα. Κ άποτε οτε έμ οιαζε χαμέ χαμ ένος και μερικές φ ορές ορές, όταν εί είχε τη διάθεση, άθεση, μ άζευε ζευε διάφορα άφ ορα πράγμ ρά γμα ατα. Σ αν τα σ καθάρι καθάρια που που τρέφ ρέφ ονταν ονταν από τα ψ οφί οφ ίμια, ο Κ λέαρ λέαρ θεω θεω ρούσε ρούσ ε πω ς τίποτα δεν δεν πάε πά ει χαμέ χαμένο, τίπ οτα δεν δεν ήτα ήτα ν άχρησ ά χρηστ το. Ή ξερε ξερε το το πάρκο πάρκο σαν τη ν παλάμ παλά μ η το το υ χερι χεριού το το υ κ α ι σ υχνά πε περιπλα πλανιότα όταν σε αυτό, υτό, ψ άχνοντ άχνοντας ας σ τους ου ς κάδους κά δους τω ν απορρι α πορριμ μ άτω άτω ν κ α ι κάτ κά τω από τα παγκάκια. Ο κόσμ όσ μ ος τον απέ απ έφ ευγε. υγε. Ε ίχε μακρι μακριά, σ χεδόν χεδόν γυναι γυναικεία, μαλλι μα λλιά κα ι μια μ υρω υρω διά για τη ν οπ οπ οία κανεί νείς δεν δεν τρελα τρελαι ινότα νόταν. Ή τα ν μια γν γνώ ριμ η μ υρω διά - άπλυτ πλυτα, λερά λερά ρούχ ρούχα α κα κ α ι ούρα. Τ ώ ρα σ τεκότα ν με τα χέρια σ τις τσ έπ ες και κα ι παρα πα ρατ τηρούσ ρούσε ε το αντι ντικείμ ενο ανάμ α νάμε εσ α στ σ τα πόδι πόδια του του.. Μ ια φω φ ω τογραφι ογραφ ική μηχ μηχανή Π ένταξ. Ή τα ν παλι παλιά κα κ α ι χαλασμέ αλασ μένη. νη. Τ η μ άζε άζεψ ε κ α ι την περι περιεργάστ ργάσ τηκε προσ πρ οσε εκτι κτικά, κά , κρατ ρα τώ ντα ντα ς τη ν κοντά ντά σ το πρόσ π ρόσω ω πό του του,, καθώ κα θώ ς το φ ω ς ή τα ν λιγοστ οσ τό, ψ άχνοντ χνοντα α ς για σ πασ πα σ ίματα. Ο Ρ όλαντ όλα ντ Κ λέα λέαρ είχε άλλε άλλες τέσσ έσσ ερις ή πέντε ντε φ ω τογρα ογραφ ικές μηχανές στο διαμέ αμ έρισμά το του, ανάμε νάμ εσ α στ σ τα άλλα αντ α ντι ικείμ ενα που είχε βρε βρει σ τα σ κουπ κουπί ίδια. Ε ίχε ακόμ κό μ η κα κ α ι μέρη μέρη από α πό το ν εξοπλι εξοπλισμό που απαιτούντ ού ντα αν για τη τη ν εμ εμφ άνιση φιλμ. Έ χω σ ε γρήγ ρήγορα τη τη μηχανή ηχανή σ την τσ έπη του κ ι έκοψ ε μι μια βόλ βόλτ τα, ψ άχνοντα χνοντας σ το έδαφος δαφ ος.. Ε κείνο το το καλοκ αλοκαι αιρινό
πρω πρω ινό, τα σ ύννε ύννεφ α χόρευαν χόρευαν στ στον ουρανό, ουρανό, αλλά ο ήλι ήλιος έκαι κα ιγε όλο όλο το απόγευμ όγευμα α με αποτ αποτέ έλεσ λεσ μ α να ξερα ξεραθούν θούν οι οι άκρε κρες του γρασ ρασ ιδιού. Μ ισό μέτρο παραπ ρα πέρα βρισ κόταν ένα ένα ζευγά ζευγάρι ρι ροζ ελασ λα σ τικά γάντι γάντια, μεγάλα, άλα, τα οπο οπ οία έχω σ ε μα μαζί με τη φ ω τογραφ ογρα φ ική μηχανή ηχανή σ τις τσ έπ ες του. ου. Έ π ειτα από λίγη ώ ρα, σ υνέχ υνέχισ ε το ν δρόμο δρόμο του του.. Α φ ού εξέτασ ε τα γάντ γά ντι ια κάτ κά τω από απ ό το το φ ω ς μιας λάμπα λάμ πας ς σ τον δρόμο, δρόμο, αποφ άσ ισ ε πω ς δεν δεν άξιζαν να τα κρα κρατήσε ήσ ει. Ή τα ν πολυφ πολυφ ορε ορεμ ένα. Τ α έριξε σε έν έναν κάδο κά δο στ σ την οδό Ρέ Ρ έιλτον. λτον. Ω σ τόσο, όσ ο, δεν δεν μ πορούσ ορο ύσε ε να πετά πετά ξειτ ξειτη η μηχ μηχανή τόσο εύκολα.
Ή τα ν μι μια ήσ ή συχη βρα βραδιά για το Ίντια 99, το δικινητ νητήριο ελικόπτερο που πο υ ανήκε νήκ ε στ στη δύναμη τη ς βάσ βά σης Λ ίπιτ πιτς Χ ιλ. Ο ήλιος είχε πέσε πέσ εικα ικ α ιη ζέστη, μ αζί με τη συννε συννεφ ιά, προκα προκαλούσ λούσα αν πονοκέφ πονοκέφ αλο σ το πλήρω πλήρω μα του ελικοπτέ κο πτέρο ρου. υ. Ε ίχαν ολοκλ ολοκλη ηρώ σ ει τις πά γιες δώ δεκα διαδρομ αδρομές το υς όσο όσ ο το δυνα δυνατόν γρη γρηγ γορότε ορότερα -εί - είχαν χα ν πε π ετά ξει ξει πρώ πρώ τα μέχ μέχρι το Χ ίθροου, έπει έπειτα σ τον Θ όλο, όλο, σ το Κ ανάρι ανάρι Γ ουόρφ ουόρφ,, σ ε διάφορους άφ ορους ηλεκτ λεκτρ ρικούς κο ύς σ ταθμούς αθμ ούς,, συμ σ υμπε περι ριλαμ λαμ βανομ βα νομέ ένου το του Μ πά τερσι ρσ ι- και κα ι ή τα ν έτ έτοιμ οι να επισ τρέψ ουν, ουν, ότα ν η φ ω νή το του ελεγκτ λεγκτή ή εναέριας κυκλοφ κυκλοφορί ορίας α κούσ κο ύστ τη κε στ σ τα α κουσ ου σ τικά του κυβερν κυβερνήτ ήτη η. «Ίντ «Ίντι ια Λ ίμα καλείτο Ίντια εννιά εννιά». Ο κυβ κυβ ερνήτ ρνήτης έφ ερε κοντά οντά σ τα χείλη το του το μικρόφω κρόφ ω νο. «Σ ε ακούω ακ ούω , Ίντ Ίντια Λ ίμα». «Π ού βρί β ρίσκεσ κεστε;» «Β ρισ ρισ κόμ κόμ ασ τε... ... εμ ... ... πού; πο ύ;» » Έ γει γειρε λίγο μπρ μ προσ οστ τά και κα ι κοίτα ξε κάτ κά τω , στ σ την κατ κα τά φ ω τη πόλη. «Σ το Γουόν Γ ουόντ τσ γουορθ». «Κ αλώ ς. Τ ο Ίντι Ίντια εννι ννιά οκτ οκ τώ είναι ναι εν κινήσε νήσ ει, αλλά δεν δεν έχε έχει ι επάρκ πά ρκε εια κ α υσί υσ ίμ ω ν γι για να φ τά σ εισ τις σ υντε υντεταγμένες γμένες TQ342744 74 45». 5» . Ο κυβ κυβερνήτη ρνήτης έλεγ λεγξε τον χάρτη. άρτη. «Ε ίναιτο ναιτο Π άρκο Μ πρόκγουελ;» πρόκγουελ;» «Α κριβώ ς. Έ να παι πα ιδί αγνοεί νοείτα ι, οι μονάδες ονάδες εδάφ δάφ ους έχουν ουν
αποκ πο κ λεί λείσ ει τη ν περι περιοχή, αλλά παλι παλικάρι κάρια, να ξέρε ξέρετ τε πω ς ο επιθεω θεω ρητ ρη τής ή τα ν σπα σπαθί θί μ αζί αζί μας, μας, είπε πω ς ψ άχνουν χνουν βε β ελόνα λόνα στ σ τ’ άχυρ άχυρα. α. Δ εν μ πορεί πορεί να εγγυηθεί υηθεί πω ς το παι πα ιδί βρίσ βρίσ κετ κεται σ το πάρκο, πά ρκο, μόνο όνο έχει έχει ένα προαίσ προαίσθημα, θημ α, γι’ γι’ αυτό υτό δεν δεν είσ τε υπο υπ οχρεω μ ένοι να πάτε». Ο κυβε υβ ερνήτης απομά ομ άκρυνε κρ υνε το μ ικρόφ κρόφ ω νο, έριξε μια μα μ ατιά στο ρολόι του κ α ι κοίτα ξε προς το πιλοτή λοτήριο. Ο σ υγκυβερνήτ υγκυβερνήτη ης κα ι ο πιλότος λότος είχαν ακ α κούσ ού σ ει τη σ υζήτ υζήτησ ηση η κ α ι του έδω σ αν το Ο Κ με το υς αντί ντίχειρες ρες υψ ω μ ένους. νους. Κ αλώς αλώ ς. Σ ημ είω σ ε τη ν ώ ρα κα κ α ιτον αριθμό του του ελεγ λεγκτή κτή που που το το υς καλο κα λούσ ύσε ε σ το ημ η μ ερολόγ ρολόγι ιο το του αεροσ ροσ κάφ κά φ ους κ ι έφ ερε το μ ικρό κρόφ ω νο ξανά στ στα χεί χείλη του. του. «Ν αι, το το αναλαμ ναλα μ βάνουμ βά νουμε ε, Ίντ Ίντι ια Λ ίμα. μα. Δ εν έχει χει πολλή κίνηση απόψ ε, θα ρίξουμε ουμ ε μια μα μ ατιά. Σ ε ποι ποιον μι μιλάμε λάμ ε;» «Ε μ ... στον στον επιθεω θεω ρητή ρητή Κ άφερ άφερι, τη τη ς Ο μάδας Α Μ ΙΤ ...» «Α πό το το Τ μήμα μήμ α Α νθρω ποκτ ποκτονι ονιώ ν;» «Α κριβώ ς».
2
Υ πήρχαν πήρχαν γρατσ γρατσ ουνιές πάνω πάνω σ τη φω φ ω τογραφι ογραφ ική μηχανή, ηχανή, σ τα σημ σ ημε εία που είχε πέσ ει, κα κ α ι αργότε ργότερα, ρα, αφ ού έφτ έφ τασ ε σ το διαμέ αμ έρισ μά του, ου , σ τον τελευτα ελευταί ίο όροφ όροφ ο του Α ρκάι ρκά ιγκ Τ άουε ουερ, μιας εργατ ργατικής πολυ ολυκατοικία ς στη στη βόρει βόρεια άκρη του Π άρκου Μ πρόκγουελ, πρόκγουελ, ο Ρ όλαντ Κ λέαρ λέαρ ανακά νακ άλυψ ε πω ς η Π έντα νταξ εί είχε κ ι άλλε άλλες, όχι κα ι τόσο όσ ο ορα ορα τές βλάβες βλάβες. Α φ ού σκο σ κούπ ύπι ισ ε όσο όσ ο πι π ιο προ π ροσ σ εκτικά μ πορού πορούσ σ ε τη μηχανή ηχανή με μια πετσ έτα , προσ προσπά πάθησ θησε ε να τυλ τυλί ίξει ξει το φ ιλμ που που βρι βρισ κότ κόταν στο στο εσ ω τερικό της, αλλά αλλά συν σ υνε ειδητ δη τοποίη σ ε πω πω ς ο μη μ ηχανι χανισ μός είχε χαλάσε αλάσ ει. Π ροσπά ροσ πάθησ θησε ε να αν α νοίξει το κάλυμμ κά λυμμα α, κού κ ούνη νησ σ ε δυνατ δυνατά ά τη τη μηχ μη χανή, αλλά αλλά δε δεν κατ κα τάφ ερε να απε α πελε λευθε υθερώ ρώ σ ει το ν μοχ μ οχλό λό.. Ά φ ησε ησ ε τη φ ω τογραφ ογρα φ ική μηχανή σ το περβάζ περβά ζιτου καθισ τικού κο ύ κα κ α ι αγνά γνάντε ντεψ ε για λίγο έξ έξω από το το μεγάλο πα παράθυρο. ράθυρο. Ο βραδινός ουρανός ουρα νός πάνω από το το πάρκο πάρ κο ήτ ή τα ν πορτ πορ τοκα οκαλής σαν σαν φ ω τιά κα κ α ι από κάπο κά που υ μακρι μα κριά μπορούσ μ πορούσε ε να ακο α κούσ ύσε ει τον ήχο ήχο ενός ελικοπτ κοπτέ έρου. ου. Έ ξυσε ξυσ ε με με μανία τα τα χέρια του του,, προσ πρ οσπα παθώ θώ ντα ντας να αποφ πο φ ασ ίσ ει τι έπρε πρεπε να κάνε κά νει ι. Η μ οναδική φ ω τογραφι ογραφ ική μηχ μηχανή που είχε κα ι λειτουρ ουργούσ γούσ ε ήτ ήτα ν μι μια Π όλαρο όλαροϊ ϊντ. ντ. Κ ιαυτή υτή, δεν δεν τη ν εί είχε α ποκτή σ ει με τον πιο τί τίμ ιο τρόπο, τρόπ ο, αλλά το το φ ιλμ που που έπαιρναν ρναν οι Π όλαρο όλαροϊ ϊντ ή τα ν πα πανάκρι νάκ ριβο, κ ι έτσ ι τον συνέ σ υνέφ φ ερε να επισ κευά κευά σ ει την Π ένταξ. νταξ. Α ναστ ναστέναξε, ναξε, τη ν πήρε στ στα χέρια το του κ α ι προσ πρ οσπά πάθη θησ σ ε ξανά ανά να ξε ξεμ πλοκά πλοκ άρει ρει τον μηχ μη χανισμό, κρα κρατ τώ ντα ντα ς τη μηχ μηχανή ανή ακίνητη νητη ανάμεσα στ σ τα πόδι π όδια του του,, ενώ πάλε πά λευε υε με τον μηχ μη χανισμό. Ό μ ω ς ύστ ύσ τερα
από είκοσ ιλεπτά λεπτά μ άταιης μάχης αναγκά ναγκάσ σ τηκε να να παραδοθε παραδοθεί ί. Ε κνευρ κνευρι ισ μ ένος κ α ι κα τα ϊδρω δρ ω μ ένος νος έγραψ έγραψ ε μια ση σημ είω ση στο τετράδι ρά διο που κρα κρ α τούσε ύσ ε στ στο γραφ γραφ είο δίπλα σ το παρά αράθυρο κα κ αι τοποθέτη θέτη σ ε τη μηχανή σε έναν μοβ μοβ τσ τσ ίγκινο τενεκέ τενεκέ τη ς Κ άντμ ντμ πουρι ουρι σ το πε περβά ρβάζι, μ αζί με ένα ροζ ροζ φ ω τισ τικό κα κ ατσ αβίδι, τρία μ πουκ ουκάλια με χά χάπια κι κ ι ένα πλα π λασ στικό πορτ πο ρτοφ οφ όλι με τυπω υπ ω μ ένη ένη τη ν αγγ αγγλική σ ημαία πάνω πά νω του, το οποί οπ οίο είχε βρε βρει τη ν περα περασ σ μ ένη βδομ βδομά άδα στο στο πάνω πάτ πά τω μ α του του διώ ροφου ροφ ου λεω λεω φ ορεί ορείου νούμ νούμε ερο δύο, δύο, όπου ό που θα παρέμενε, με τα πολύτιμα στοιχεία τυλιγμένα στο φιλμ μέσα της, για πάνω από πέντε ντε μέρε μέρες ς.
Ό λες λες ο ι φ υλακέ υλακές ς σ το Λ ονδί ονδίνο ζητάνε να ενημ νη μ ερώ νοντα νοντα ι για κάθε κάθε ελικόπ κό πτερο που πε πετάει. Α ισ θάνοντ θά νοντα αι μ εγαλύτε λύτερη ηρεμί η ρεμία έτ έτσι. Τ ο Ίντι Ίντια 99, 99, βλέποντ λέποντα ας τη γνώ γνώ ριμ η γυάλι υά λινη οροφή οροφ ή το το υ γυμνασ γυμναστ τηρίου κα ιτη ν οκτ οκτα γω νική αίθουσα θουσ α ελέγ ελέγχου δεξ δεξιά τους, τους, μ πήκα πή καν ν στ στο κα κα νάλι οκτ οκ τώ του ασ υρμά υρμ άτου κα κ α ι ειδοποί δοπ οίησ α ν τη Β ασι ασ ιλική Φ υλακή υλακ ή του του Μ πρίξτον γι για τα σ τοιχε οιχεί ία τους προτού πρ οτού σ υνεχίσ ουν προς προς το πάρκ πά ρκο. ο. Ή τα ν μια ζε ζεσ τή, απάνε πά νεμ μ η νύχτ νύχτα α. Τ α σύνν σ ύννε εφ α εί είχαν παγ πα γιδέψ δέψ ει το πορτ πορτοκ οκα αλί φ ω ς τη ς πόλης, πόλης, ανακλώ νακλώ ντα ντας το πάνω πάνω σ τις οροφ ές τω ν σ πιτιώ ν, κ α ιτο ελικόπτερο έδει έδειχνε να πετά ετά ειμ ει μέσα σε ένα γυαλι γυα λιστερό κύμα ύμ α ζέστης, λες λες κ α ιτο σ καρίκ κα ρίκα α ι οιέλικές του είχαν βο βουτη χτεί χτείμ μέσα σε καυτ κα υτό, ό, ηλε η λεκτ κτρι ρικό πορτ πορ τοκαλί οκα λί χρώ μα. Τ ώ ρα πετ πετούσα ούσ α ν πάνω πάνω από τη ν Έ ικρ Λ έιν, μια με μεγάλη ευθεί υθεία που π ου α πλω πλω νότα νότα ν μπρ μ προσ οστ τά τους τους.. Π ετούσ ού σ αν αφ ήνοντα νοντας πίσω τους τους καυτούς, κα υτούς, μ ποτ ποτιλιαρισμ ένους δρόμους δρόμους πίσω από τη τη Γ ουό ουότερ Λ έιν το υ Μ πρίξτον, ον, πάν πά νω από μια σ υστ υσ τάδα σπ σ πιτιώ ν κ α ι παμπ πα μπ,, μέχ μέχρι που πο υ ξαφν αφ νικά, μέσα στ σ τον χαλα χαλασ σμό που που ξεσ ξεσ ή κω σ ε ο έλι έλικας, κας, χτυπ χτυπώ ώ ντα ντα ς μανιασμέ ασ μένα, να, αιω ρήθη ρήθηκα καν ν πάνω από απ ό τη σ κοτ κο τεινιά του Π άρκου άρκου Μ πρόκγ πρόκ γουελ. ουελ. Κ άποιος από το σκ σ κοτεινό πιλοτ λοτήριο ψ ιθύρισε: «Ε ίναι ναι μ εγαλύτ γαλύτερο
απ’ όσο πίστευα». Ο ι τρεις άντρες ντρες κοίταξαν ξαν με με κατ κα τάπληξη λη ξη το απέραντ ρα ντο ο σ κοτει οτεινό πάρκο. πάρ κο. Α υτή υτή η σκο σ κοτ τεινή έκτα κτασ η με δέντ δέντρα ρα και κα ι γρασ ρασίδι σ το κέντ κέντρο ρο τη ς πολύβ ολύβου ουη η ς πόλη πόλης ς έμ οιαζε να απλώ νετ νεται σ τα τέσ σ ερα σ η μ εία του ορίζοντα, οντα, δίνοντά οντάς τους τη ν εντ εντύπω ύπ ω σ η πω ς είχαν απομ απ ομα α κρυνθε κρ υνθεί ί από από το Λ ονδ ονδίνο κα κ α ι ό τι πλέον πλέον πετ πετούσ ού σ α ν πάνω από από το το ν ω κεα κεα νό. Α πό μακριά, τα τα φ ώ τα του του λόφου λόφ ου Τ αλς σ η μ α τοδοτού οδοτούσ σ α ν το απώ απ ώ τερο σύνορο του πάρκ πά ρκου, ου, τρεμ οσβ οσ βήνοντα νοντας σε μια λω ρίδα του ορίζοντα. οντα. «Χ ρισ τέ μ ου!» ου!» Μ έσα από από το μικρό σκο σ κοτ τεινό πιλοτή λοτήριο, το πρόσω πο του του σ υγκυβε υγκυβερν ρνήτ ήτη η φ ω τίσ τηκε ηκ ε από τη τη λάμψ η τω τω ν οργάνω οργάνω ν σ την κονσόλα. Μ ετα κινή θηκε θηκ ε ελαφρά λαφ ρά σ το κάθι κά θισ μά του. του. «Π ώ ς ακρι κριβώ ς θα ερευνή ερευνήσ σ ουμ ου μ ε τη τη ν πε περιοχή;» «Θ α κά κ ά νουμ νου μ ε ό, ό,τι μ πορο πορούμ ύμε ε». Ο κυβε υβ ερνήτης έριξε μια μ ατιά στις συχνότητες του ασυρμάτου, οι οποίες περιέχονταν σε μια σελίδα σ την τσ έπη τη ς σ τολής ολή ς του, ου , ρύθμισε το το ν ασύρμ ασ ύρμα ατο σ τα ακουσ ου σ τικά του και κα ι μίλησε προσπα προσ παθώ θώ ντας να καλύψ κα λύψ ει με τη φ ω νή του τον ήχο ήχο του κινητ νητήρα. «Ίντι Ίντια εννιά εννιά κα καλείΛ ίμα Δ έλτα λτα». «Κ αλησ αλησπέρα πέρα,, Ίντι Ίντια εννι ννιά εννι εννιά. Έ να ελικόπτ όπ τερο π ετά ετά ει από πάνω πάνω μας. Ε ίστε εσείς;» «Α κριβώ ς. Ζ ητώ ητώ να μιλήσω με τη ν ομάδα ομά δα αν α ναζήτησ ήτηση ης σ χετικά με τη ν περί περίπτω πτω σ η του κώ δικα είκοσι οσ ιπέντε ντε». «Ε λήφθη. λήφ θη. Χ ρησ ρη σ ιμ οποιήσ τε τη σ υχνότ υχνό τη τα 6, Ίντι Ίντια εννιά εννι ννιά». Η επόμε πόμ ενη φ ω νή, τη ν οποί οποία άκ ά κουσ ου σ ε ο κυβερνήτ κυβερνήτης ης,, ανήκε ανή κε σ τον επιθεω ρητή Κ άφε άφ ερι. «Γ εια σου σ ου,, εννιά ενν εννι ιά. Σ ας βλέ βλέπουμ πουμε ε. Ε υχαρι υχαρισ τούμε ούμ ε που ήρθατε ήρθατε». Ο σ υγκυβ υγκυβε ερνήτ ρνή της έγει γειρε πάνω πάνω σ την οθόνη τη ς κάμ κά μ ερας ρα ς θερμ θερμι ικού εντο ντοπισ μ ού. ού . Η νύχτ νύχτα α δεν δεν ήτ ήταν ιδανι δανική για τη τη χρήση ρήση της. Η παγιδευμ δευμέ ένη θερμό θερμ ότητα έκα έκανε τον τον εξοπ εξοπλι λισμό να λειτουργε υρ γεί ί σ τα όρι όριά του, ου, με αποτέ οτέλεσ λεσ μ α τα πάντ πά ντα α σ την οθόνη οθόνη να έχο έχουν υν πάρει πά ρει το ίδιο γαλα γαλακτε κτερό γκρίζο χρώ μα. Έ π ειτα είδε σ την επά επάνω νω αριστερή γω νία
τη ς οθόνη οθόνης ς μια φω φ ω τεινή λευκή φ ιγούρα ούρα με σ η κω μ ένο χέρι. «Ε ντά ντάξει ξει, τον εντόπισα». «Ν αι, καλη κα λησ σ πέρα μονάδα εδάφ εδάφους ους», », είπε ο κυβ κ υβε ερνήτ ρνήτης στο μικρόφω κρόφ ω νό του. του. «Π αρα αρ ακαλούμε. καλούμε. Θ α εί είμ αστ ασ τε τα μ άτια σας». σας». Ο σ υγκυβερνή υγκυ βερνήτ της έπαι πα ιξε με τη ν κάμ κά μ ερα κ α ι εντό ντόπισ ε όλα τα τα μέλη μέλη τη ς μ ονάδας ονάδας εδάφους δάφ ους,, ω ς λαμ λαμ περές περές μορφέ ορφ ές που πο υ κινούντ νούντα αν περι περιμ ετρικά το του δάσους δάσους.. Μ έτρησ ρησε γύρω σ τους σ αράντ αράντα α ασ τυνομι υνομ ικούς κο ύς.. «Α , έχουν χουν αποκ αποκλε λεί ίσ ειγια τα τα κα καλά το το πάρκο» πά ρκο».. «Τ ο πάρκο πά ρκο είναι καλά κα λά αποκλε οκ λει ισ μ ένο», είπε ο κυβε κυβ ερνήτ ρνή τη ς σ τον επιθεω ρητή Κ άφε άφ ερι. «Το «Τ ο ξέρω . Τ ίποτ πο τα δεν θα βγει βγει από εδώ απόψ ε. Ό χι δίχω ς να το το μάθουμε». «Η περι περιοχή οχή είναι μεγ μεγάλη κα κ α ι υπά υπ άρχουν αρκε αρ κετ τά ζώ ζώ α , αλλά αλλά θα κάνουμ κά νουμε ε ό,τ ό, τι μ πορούμ πορούμε ε». «Σ ας ευχαρισ τώ ». Ο κυβερνήτ ερνή τη ς έγει γειρε προς προς το πιλοτή λοτήριο κα ι σ ή κω σ ε το τον αντί ντίχειρά του. «Ω ραί ραία. Π αιδιά, είμ ασ τε έτο έτοιμ οι». Ο πιλότ λότος έθεσε θεσε το ελικόπ κό πτερο σε δεξι δεξιόστ όσ τροφ ροφ η τροχι ρο χιά πά π άνω από από το νότ νό τιο τμ ή μ α το του πάρκου. Σ το μισό χιλιόμετρο προς ρος τα δυτ δυτι ικά, μ πορο πορούσ ύσα αν να δουν τη τη βαλτ βα λτω ω μ ένη επιφ άνει νεια τη τη ς αποξηρα ποξηραμ μ ένης λίμνης και κα ι, ανάμε νάμ εσ α από α πό τα δέν δέντρα, το σ τραφ ραφ τάλι άλισμα τω τω ν υδάτ υδά τω ν τω ν τεσ σ άρω άρ ω ν λιμνώ μνώ ν. Χ ώ ρισ αν το πάρκο πάρ κο σε σ ε ζώ νες, κι κ ινούμ νούμ ενοι σε ομόκ ομ όκε εντρο ντρου υς κύκλου κύκλους ς, εκα τόν πενήντα νήντα μέτρα πάνω πάνω από το έδαφος δαφος.. Ο σ υγκυβε υγκυβερν ρνήτ ήτης ης,, σ κυμμ κυμ μ ένος πάνω από απ ό τη τη ν οθόνη οθόνη του, του, αγνοώ αγνοώ ντας τον εκκ εκκω ω φ αντι ντικό θόρυβ θόρυβο ο του κινητ νητήρα, ρα , δεν δεν κατάφ ερνε να εντο ντοπίσ ει ίχνη θερμότ θερμό τητας. Ά λλαξ λλαξε τις ρυθμί ρυθμ ίσεις σ το λάπ λά πτοπ του. ου . Ο ι ομά ομ άδες δες εδάφ δάφ ους ή τα ν πιο εύκολες κολες σ τον εντοπ ντοπι ισ μ ό, καθώ ς έμ οια ζα ν με ευδιάκριτες σιλουέτες που κινούνταν στην περίμετρο του δάσους, ω σ τόσ ο απ όψ ε οι ο ι θερμι θερμικές ενδεί νδείξει ξεις δεν δεν ήτ ήτα ν κα κ α ι οι καλύτερες κ α ι οποι οπο ιοσδήπ οσ δήποτ οτε ε θα μπορούσ μ πορούσε ε να κρύβ κρ ύβε ετα ι κάτ κά τω από τα τα φυλλ φ υλλώ ώ μ ατα ατα
τω ν δέντ δέντρω ρω ν. Ο εξοπλισ μός μό ς ή τα ν ουσ ουσ ια σ τικά τυφλω υφ λω μ ένος. νος. «Θ α είμ ασ τε τυχερ χεροί αν βρού βρ ούμ μ ε κάτ κά τι», μ ουρμ ουρμού ούρι ρισε κοιτάζοντα ντα ς τον κυβερνή κυβερνή τη , καθ κ αθώ ώ ς πετ πετούσ ού σ α ν πάνω από απ ό το το υπόλο υπ όλοι ιπο πάρκο. «Σ αν να ουρούμ ουρο ύμε ε εν ενώ φ υσά υσ άει». Ε ίπε αντί καθώ ς τα πάντ πά ντα α μ έσ α στ σ το ελικόπτ κόπ τερο ηχογραφ ηχογραφ ούνταν. ούνταν. «Α υτό υτό κάνουμ κά νουμε ε σ την ουσί ουσ ία, ουρού ουρ ούμ μ ε ενώ φ υσάε υσ άει ι». ο υ ρ
ο ύ μ
,
κ
α
ο
υ
ρ
μ
ε ,
Σ το έδαφος αφ ος,, δίπλα στο στο βαν μάρκας μάρκας Σ έρπα, ρπα , ο Κ άφε άφ ερι σ τεκότα ότα ν πλάι στη στη Σ ούνε ού νες ς κ α ι κοιτούσ ού σ ε ψηλά ψ ηλά τα τα φ ώ τα το του ελικοπτ κο πτέ έρου. Τ α πάντ πάντα α εξαρτι ρτιόνταν όνταν από απ ό τη τη ν ομά ομ άδα αέρος αέρος.. Ε ίχε περάσ περάσ ει μία ώ ρα από τη σ τιγμή που η Ά μεση Δ ράση ειδοποι δοπο ιήθηκε θηκε.. Ο Ινδός νδός κατ κα τασ τη μ ατά ρχης είχε καλέσειτην αστυνομία. Τ α περισσ ότε ότερα από τα χρήματ χρήμ ατα α που που έπαι πα ιρναν ρναν οι Π ιτς από το επίδομα δομ α ανεργί νεργίας πήγαιναν ναν στ σ τα τσ ιγάρα γάρα τη ς Κ άρμ άρμελ - μέχρινα ρι να έρθει ρθει το Σ άββα άβ βατ το, τα χρήματ ρήμ ατα α εί είχαν τελει λειώ σ ει και κα ι σ υνήθω ς χρω σ τούσαν ούσ αν κάπ κά ποιο ποσ ποσό σ το γω γω νια κό μαγ μα γαζί αζί. Α υτό υτό το το Σ αββατ βα τοκύρ οκ ύρι ια κο, κο , κα κανεί νείς δεν δεν είχε έρθεινα ρθει να πλη πληρώ σ ει τον λογαρι λογαριασμ ασ μό, κ ι έτσ ι το βράδυ τη της Δ ευτέ υτέρας ρα ς ο μα μ αγαζά γαζάτορα ορας έκανε κα νε μια επί επίσ κεψ η σ το Ν τόνεγκ όνεγκαλ Κ ρέσ ρέσεντ για να ζητήσ ζητήσε ειτα λεφ λεφ τά του. του. Δ εν ή τα ν η πρώ τη φ ορά, όπω ό πω ς είχε π ει σ τον Κ άφε άφερι, αλλά είχε αποφ πο φ ασ ίσ ει να πά πάρει μ αζί του τον γερμανικό ποιμενικό του και στις επτά το βράδυ χτύπησε το κουδούνιτ υδο ύνιτω ω ν Π ιτς. Δ εν πήρε απάν απά ντηση. ησ η. Χ τύπη ύπ η σ ε δυνατ δυνατά ά τη τη ν πόρτα, πόρτα, αλλά αλλά και κα ι πάλι κανε κα νεί ίς δεν δεν το υ απάντ πά ντη ησ ε. Α πρόθυ πρόθυμ μ α συνέ σ υνέχι χισ ε το ν δρόμο του προς προς το πάρκο μαζίμε τον σκύλο. Π ερπάτησ ρπάτησαν αν στ σ τους ου ς πίσω κήπο κή πους υς του Ν τόνεγ όνεγκαλ κα λ Κ ρέσε ρέσεν ντ και κα ι αφ ού είχαν διασχίσ ει μια από απόσ σ τασ η σ το πάρκ πά ρκο, ο, ο σκύ σ κύλος λος γύρισ ε ξαφνι αφ νικά κα κ α ι άρχ άρχισε να γαβ γαβγίζειπρ ει προς ος τη ν κατ κα τεύθυνσ ύθυνση η τω ν σπι σ πιτιώ ν. Ο κατασ τημ ατά ρχης ρχη ς γύρισε κ ι αυτός. υτός. Ν όμι όμ ισε, αν κ α ι δεν δεν έπ έπαιρνε όρκο, όρκο,
πω ς είδε κά ποιον να τρέχε ρέχει. Μ ια σκιά. Έ τρ εχε γρή γρήγ γορα, ορα, ό μακρι μακ ριά από το το σ πίτ πίτι τω ν Π ιτς. Η πρώ τη του του εντύπω σ η ή τα ν πω ς επρόκειτο για ζώ ο, λογαρ λογαρι ιάζοντα ντας τη μ ανία με τη ν οπο οπ οία ο σ κύλο κύλος ς του γάβγι γάβ γιζε και κα ι τραβούσ ούσ ε το λουρί, αλλά η σκι σ κιά εξα εξαφ ανίσ τηκε γρήγορα μέ μ έσα στ σ τα δέν δέντρα. ρα. Μ ε τη ν περι περιέργει ργειά το υ φ ουντ ουντω ω μ ένη, ο άντρα άντρας ς έσυρε το ν απρόθυμ απ ρόθυμο ο σ κύλο μέχρι το νούμε νούμ ερο τριάντα ντα του Ν τόνεγκαλ όνεγκαλ Κ ρέσ ρέσ εντ και κα ι κρυφ οκοί οκο ίτα ξε μέσα μέσα από απ ό τη τη σχι σχισμή του γραμ μ ατοκι οκιβω τίου. ου. Α υτή υτή τη φ ορά ήξερε ήξερε πω ς κ ά τι δεν δεν πήγ πή γαινε καλά. καλά. Σ κόρπι όρ πιοιφ άκε άκ ελοι βρίσ κοντ κοντα αν σ το πάτ πά τω μ α του χολ κ ι ένα μήνυμα, ήνυμα, ή τουλά ου λάχι χισ τον το το μέρος ρος ενός μ ηνύμα νύμ ατος, ος, είχε γραφ γραφ τεί με κόκκι κκ ινο σ πρέισ ρέι σ τον τοίχο της σκάλας.
«Τ ζα κ;» είπε η Σούν Σ ούνε ες, προσ πρ οσπα παθώ θώ ντας να ακο α κουσ υστ τεί πάνω από απ ό τον τον ήχο το του ελικοπτ οπ τέρου. έρου. « Τ ι σ κέφ τεσαι;» «Π ω ς πρέπεινα βρίσ ρίσ κετα κεταικάπου εκεί», φ ώ ναξε, ναξε, δεί δείχνοντ χνοντα ας με το δάχτυλο δάχτυλο το πάρκο πάρκο.. «Β ρίσ κετα κεταιεκεί κεί». «Κ αιπώ αι πώ ς ξέρε ξέρει ις πω ς δεν δεν βγήκε από από το το πάρκο;» πάρκο;» «Ό χι». Έ γει γειρε προ π ρος ς το μέρος τη ς κ α ι με τα τα χέρι χέρια το του σ χημά χημ άτισ ε χω νί μ προστ προσ τά από το το σ τόμα όμ α του. του. «Α ν όντω όντω ς βγήκ βγήκε ε από απ ό το το πάρκο, σου το υπόσ υπόσχομ χομα αι, κά ποιος θα το το είχε προσ προσέ έξει. Ό λες λες οι έξοδοι οδοι του πάρκ πά ρκου ου οδηγούν οδη γούν σε κυρί κυ ρίω ς δρόμους δρόμους.. Τ ο αγορά α γοράκ κι αιμορραγ ορραγεί, είναι φ οβι οβ ισ μ ένο...» «Τ Ι;» «Ε ΙΝ ΙΝ Α Ι Γ Υ Μ Ν Ο Σ Κ Α Ι Α ΙΜ Ο Ρ Ρ Α Γ Ε Ι. Ι. Ν Ο Μ ΙΖ Ω Π Ω Σ Κ Α Π Ο ΙΟ Σ Θ Α Ε ΙΧ Ε Ε ΙΔ ΙΔ Ο Π Ο ΙΗ Σ Ε Ι Τ Η Ν Α Σ ΤΥ Τ Υ Ν Ο Μ ΙΑ Ε Α Ν Τ Ο Ν Ε Β Λ Ε Π Ε , Ε Τ Σ Ι Δ ΕΝ Ε Ν Ε ΙΝ ΙΝ Α Ι; Α Κ Ο Μ Η Κ Α Ι Σ Τ Ο Μ Π Ρ ΙΞ Τ Ο Ν ». Κ οίταξε το ελικόπ κό πτερο. ρο . Ε ίχε κ ι άλλου λλους ς λόγου λόγους ς να π ισ τεύειπ εύει πω ς ο Ρ όρι βρισ κότ κόταν ακό ακόμ μ η σ το πάρκο - ήξερε ξερε τα τα σ τατισ τικά για τι τις
απαγω γές γές παι πα ιδιώ ν: σ ύμφ ύμ φ ω να με τις περισ σ ότερες ότερες έρευνε ρευνες, αν ο Ρόρ Ρ όρι ι δεν δεν ή τα ν ζω ντα ντα νός, νός, θα βρι βρισ κότ κό ταν όχι παρα παραπά πάν νω από απ ό πέντ πέντε χιλιόμε όμ ετρα από α πό το σ ημείο τη ς απαγω γής, γής, σ αρά αρ άντα πέ π έντε ντε μέ μέτρα από από κάπ κά ποιο οιο μ ονοπ ονοπάτι. Ά λλα στ στατισ τικά σ τοιχε οιχεί ία πα π αγκόσ γκό σ μ ια ς κατ κα ταγραφ ρα φ ής αποκα λύπ λύ πτουν μία ακόμ ακ όμη η πιο ανατ α νατρι ριχιασ τική υπόθεσ υπόθεση η: προβ πρ οβλέ λέπο πουν υν πω ς ο Ρόρ Ρ όρι ι δεν δεν θα πεθά πεθάνε νει ι αμέ αμ έσω ς, ό τι ο απ α παγω γέα ς του θα τον τον κρα κρ α τή σ ει ζω ντα ντα νό για είκοσ ι τέσ σ ερις ώ ρες ρες. Υ ποσ ποστηρίζουν πω πω ς το κίνητ νητρο για τη ν απ α παγω γή ενός αγορι γοριού σ την ηλι ηλικία του του Ρ όρι είναι ναι πιθανότ θα νότα ατα σε σ εξουαλι ξουα λικό. Κ αισ αι σ ύμφ ύμ φ ω να με τις εκτιμ ήσ εις τους ου ς, το σεξ θα είναισαδιστικό. Κ αι ο Κ άφε άφ ερι είχε κά ποιες βασ ικές γνώ γνώ σ εις σ χετ χετικά με τις σ υνήθει νήθειες κ α ι τη ν ψ υχολο χολογί γία ενός παιδόφ δόφ ιλου λου για έναν απλ α πλό ό λόγο: είκοσ ι πέντε έντε χρόνι χρόνια νω ρίτερα, ερα, είχε γίνει μια παρόμ ρό μ οια απαγω γή. γή. Ο αδελφ δελφός ός του, ο Γι Γ ιούα ούαν, σ την ηλικία το του Ρ όρι όρι, είχε εξαφ ξαφ ανισ τεί από προσ προσώ ώ που πο υ γης μια συνηθισμ ένη μέρα μέρα από από τη τη ν πίσω αυλή του πατ πα τρικού του. Ο Ρ όρι όρ ι θα μπορούσ μπ ορούσε ε να έχε έχει ι τη μοίρα του Γ ιούαν. Ο Κ άφε άφ ερι ήξερε ήξερε πω ς έπρεπε πρεπε να πει κ ά τι στη στη Σ ούνες ούνες, έπρεπε να τη την πάρε πά ρει ι παράμ πα ράμε ερα κα κ α ι να τη τη ς πει πει: «Κ αλύτ αλύτε ερα να με έβ έβγα ζες από απ ό την υπόθε υπ όθεσ σ η, να τη τη ν ανέ ανέθε θετ τες σ τον αρχ α ρχι ιφ ύλακα ύλακ α Λ όγκαν όγκα ν ή κά ποιον άλλον άλλον, επειδή δεν δεν ξέρω πώ ς θα αντ αντι ιδράσ δράσ ω ». «Κ Ι Α Ν Δ ΕΝ Β ΡΟ Υ Ν Τ ΙΠ Ο Τ Α ;» φώ ναξε η Σού Σούνες. «Μ Η Φ Ο Β Α ΣΑ Ι. Θ Α Β ΡΟ Υ Ν Κ Α ΤΙ» ΤΙ». Έ φερ φερε τον ασύρ σύρματο ατο στ στο σ τόμα όμ α του, του, χαμήλω αμ ήλω σ ε τη φ ω νή του του και κα ι μπήκε μπ ήκε στη στη σ υχνότ υχνότη η τα του του ελικοπ κο πτέρου. ου. «Ε ννιά εννι ννιά, βλέπετε λέπετε κ ά τι από πάνω ;»
Ε κατόν πενή πενήντ ντα α μέτρα σ τον αέρα, αέρα, μ έσ α στ σ το σ κοτ κοτεινό πιλοτή λοτήριο, ο κυβ κυβερνήτη ρνήτης προχ προχώ ρησε ρη σε όσο του επέτρε πέτρεπα παν ν τα καλώ κα λώ δια τω τω ν ακ ουστ υσ τικώ ν του του,, τα οποί οπ οία τον συνέ σ υνέδε δεα αν σαν σ αν ομφ ομ φ άλιος λώ ρος με την κορυφή κορυφ ή το του ελικοπτ κο πτέ έρου. «Χ άουι; Θ έλουν να μ άθουμε άθουμ ε αν βλέπου βλέπουμ με
κάτ κά τι, Χ άουι άο υι». Δ εν μπορούσε μπορούσ ε να δει δει το πρόσω πρόσ ω πο του του σ υγκυβε υγκυβερν ρνήτ ήτη, η, καθώ κα θώ ς ή τα ν σκυμ σκυ μ μένος μένος,, απορροφ πορ ροφημ ημέ ένος σ την οθόν οθόνη, η, ενώ το κράνο κράνος ς έκρυβ ρυβε τα μ άτια το του. «Δ εν βλέπω βλέπω τίποτα. οτα. Ό λα φ αίνοντα νονται σαν ένα ένα απέρα απέραντ ντο ο χιονισμ ένο τοπίο. Α ν δεν κινηθε νηθεί, τό τε δεν δεν ξε ξεχω ρίζει ζει από το έδαφος δαφ ος.. Θ α πρέπει να σ η κω θεί όρθι όρθιος κα ινα μας χαι χαιρετή ρετήσει». Ά λλαξε λλα ξε τις ρυθμί ρυθμ ίσεις, έτσ έτσ ι ώ σ τε η θερμ θερμότ ότητ ητα α να να δεί δείχνει μαύρη. Π ροσπάθησε ροσπάθησ ε να τη τη ν κάνε κά νει ι να δεί δείχνε χνεικόκ ικόκκι κινη, νη, μπλε μπλε κα ι μερικές κές φ ορές ορές το χρώ μα βοηθούσ βοη θούσε ε, ω σ τόσο όσ ο απόψ ε η ζέστη κέρδιζε αυτ αυτή τη μάχη. «Μ πορε ορ είς να κάνεις μερικές κές ακόμη δεξιές στροφές;» «Έ γινε». νε». Ο πιλότ λότος έσ τριψ ε το ρύγχος του ελικοπτέρου προς ρος τα δεξ δεξιά, ενώ μ α ζί με το ν κυβερνή υβ ερνήτ τη κοιτούσ α ν έξω έξω από τη τη δεξ δεξιά πλευρά πλευρά του σ κάφους κάφ ους,, σ την πυκνή βλάστ βλάσ τηση ησ η από απ ό κάτ κά τω τους. ους. Ο σ υγκυ υγκυβερνήτ ρνή της μ ισ όκλει όκλεισε τα μ άτια του, ου , κοιτάζοντα ζοντα ς τη ν οθόνη. οθόνη. Κ ούνησ ούνησε ε το τζόισ τικ του λάπ λά πτοπ κα κ α ι κάτ κά τω από το πιλοτή λοτήριο η γυροσ γυρο σ κοπι κο πική κάμ ερα χτέ χτένισ ε με τη ν ψ υχρή μ ατιά τη τη ς το πάρκο πάρκο.. «Ε ίδες τίποτα ;» «Δ εν ξέρω . Κ άτι άτι εντόπ ντόπι ισ α στ σ τα αρι α ριστε στερά, αλλά...» λλά...» Δ ίχω ς την αίσθηση σθηση του βάθους βάθους,, του ή τα ν δύσκολο δύσκολο να προσ προσδι διορίσει αυτό υτό που έβλεπε στ σ την οθόν οθόνη, κ α ι κάθε κά θε φορά φ ορά που που πλησ πλη σίαζαν, το ελικόπτ κόπτε ερο έκανε κα νε τα φ υλλώ υλλώ μ ατα να σ είοντα ονται. Ν όμι όμ ιζε πω ς είχε δει δει μια παρά παράξε ξενη, νη, σ τρογγυλή ρογγυλή πηγ πη γή φ ω τός, ός, σ το μ έγεθος γεθος λάσ λάσ τιχου αυ α υτοκινήτ νή του. Α λλά το φ ύλλω μα κου κουνή νήθη θηκ κε ξαν ξανά ά κα κ α ι τώ ρα υπέ υπ έθεσ θεσ ε πω ς το είχε φ αντασ ανταστ τεί. βλασ τήμησ ήμ ησε ε σ τα γε γερμαν ρμα νικά. Έ σ κυψ ε περι περισσότ σσ ότε ερο πάνω « α » , βλασ σ την οθόνη, οθόνη, χτε χτενίζοντά οντάς τη με το βλέ βλέμμ α το του από άκρη άκρη σε άκρη, άκρη, κά νοντ νοντα ας ζουμ ουμ. «Π ες το υς να ρίξουν μι μια μ ατιά εκεί». Έ δειξε με μ ε το δάχτ δάχτυλο υλο τη ν οθόνη. οθόνη. «Τ ο βλέπε βλέπει ις;» Ο κυβ κυβερνήτη ρνήτης έγειρε μπρο μ προστ στά ά κα κ α ι κοί κο ίταξε τη τη ν οθόνη. οθόνη. Δ εν μπορούσε να δειαυτό που έβλεπε ο συγκυβερνήτης, παρ’ όλα αυτά όμω όμ ω ς ρύθμι ρύθμισε το ν ασ ύρματ ύρμ ατο ο στη σ υχνότη χνότη τα το του επιθεω θεω ρητ ρη τή Κ άφε άφερι.
«Ε ννιά εννι ννιά προς προς μονάδα ονάδα εδάφ δάφ ους». ους». «Ν αι, βρήκ ρή κατε κάτ κά τι;» «Π ισ τεύουμ εύουμε ε πω ς ίσ ω ς εντοπ ντοπί ίσ α μ ε μι μια πη πηγή θερμ θερμότ ότη ητας, ας, αλλά δεν δεν μ πορούμε ύμ ε να το επι επιβεβαι εβα ιώ σ ουμ ε με σ ιγουρι γουριά. Θ έλετε λετε να ρίξετε μια ματιά;» «Ν αι». «Υ πάρχε πά ρχει ιμ ια λιμνούλα για βάρκε βάρκες ς, ή κά κ ά τι...» .. .» «Η λίμνη κω πηλα πη λασ σίας;» «Η λίμνη μνη κω πηλασί πηλασίας. ας. Κ αι το δάσος δάσος ξεκι ξεκ ινά . π ό σ α . στα στα διακόσια μέτρα από εκεί;» «Ν αι, κάπου κά που τόσ τόσο». ο». Ο κυβερνήτ ερνή τη ς έγει γειρε μπ μ προσ ροσ τά κα κα ι κ οίτα ξε το το σ ημείο σ το οποί οπ οίο ο σ υγκυβε υγκυβερνήτη ρνήτης κρατ κρα τούσ ούσ ε το δάχτυλό δάχτυλό το του πάνω σ την οθόνη. οθόνη. «Α ν ξεκι ξεκινή νήσ σ ετε απ α π ’ αυτό το σ ημείο του δάσ δάσ ους κα ι κινηθεί νηθείτε προς προ ς τα μέσα, στα εκατό μέτρα.» «Ελ «Ε λήφθ ήφ θη, κατάλαβα κατάλαβα». ». Ο κυβε υβ ερνήτης άπλω πλω σ ε τη ν παλάμ παλά μ η του, ου , δίνοντα οντας οδηγί οδη γίες σ τον πιλότο λότο να αιω ρηθεί ρηθεί, κα ι τα τρία μέλη μέλη του πληρώ πλη ρώ μ ατος κάθι κάθισ αν ακίνητ νητα, δίχω ς να μιλάνε, λάνε, ακ ούγοντ γοντα α ς τον ήχο τη ς ανάσ νάσ ας τους σ τα α κουσ ουσ τικά τους ους, καθώ ς παρα πα ρατ τηρού ηρούσ σαν τις μορφέ μορφ ές τω ν αντ α ντρώ ρώ ν της ασ τυνομί υνομ ία ς να πλημμ πλημμυρί υρίζουν τη τη ν οθόνη, καθώ κα θώ ς κα τευθύνοντ θύνο ντα α ν στ σ την πηγή της θερμότητας. «Ω ραία», μ ουρμούρι ουρμ ούρισε ο κυβερνήτ κυβερνήτης ης.. «Α ς τους βοηθή βοηθήσ σ ουμε ουμ ε λιγάκι». Γ ύρισε ένα έναν ν διακόπτη, ενεργοπ νεργοποιώ ντα ντα ς τον Ν υχτε υχτερινό Ή λιο, τον παν πα νίσχυρο προβ πρ οβολέα ολέα που π ου κρεμότ ρεμό ταν από από τη ν καρί καρίνα του του ελικοπτ κοπτέ έρου. ρο υ. Μ ε ισχύ τρι τριάντα ντα εκατ κα τομμ ομ μ υρί υρ ίω ν κηρί κη ρίω ν, μ πορο πορούσ ύσε ε να τρυπ ρυπ ή σ ει μέχρι κα ι τσ ιμ έντο ντο από κοντ κοντι ινή από α πόσ σ τασ η: οι μονάδες ονάδες εδάφ ους το ακολο κο λουθο υθούσ ύσα αν σαν σα ν το άστ άσ τρο της της Β ηθλεέ ηθλεέμ, τρέχοντ ρέχοντα ας προς τη ν κατ κα τεύθυνσ ύθυνσή ή του, ου , ανάμε νάμ εσ α στ σ τα δέν δέντρα. Α λλά λλά ο κυβε κυβερνήτ ρνήτη ς είχε χάσ χάσ ει τη ν πη πηγή θερμό θερμ ότητας σ την οθόνη οθόνη κ α ι είχε αρχ αρ χίσ ει να
αναρ ναρω τιέτα ιμ ήπω ς φ αντά ντά σ τηκε πω ς τη ν εί είδε. «Χ άουι άουι;» είπε ο κυβερν κυβερνή ήτης. «Β ρισ κόμα κόμ ασ τε σ το σω σ ω σ τό μέρος μέρος;» ;» Ο σ υγκυβερνήτ υγκυβερνήτης ης δεν απάντ απ άντησ ησε ε. Κ αθόταν αθόταν σκυφ τός πάνω από απ ό την την οθόνη, προσ πρ οσπ παθώ ντα ντας να εντο ντοπίσ ειξανά τη τη ν πηγ πηγή. «Χ άουι;» «Ν αι, έτ έτσ ινομ ινομί ίζω , μα μ α...» ...» «Ο μάδα εδάφ εδάφ ους προς εννιά ενν εννι ιά». Η φ ω νή του Κ άφε άφ ερι ακούσ ού σ τη κε σ τον ασύρμ ασ ύρματ ατο. ο. «Δ εν βρίσ κουμ κουμ ε τίπ οτα εδώ . Μ πορε πορείτε να μας βοηθήσετε;» «Χ άουι;» «Δ εν ξέ ξέρω , δεν δεν ξέρω . Ε κάτ κά τι». Κ οίταξε άλλη μια φορά φ ορά τη την οθόνη οθόνη κα κ α ικούνη ικ ούνησ σ ε το κεφ κεφ άλιτου άλιτου.. Ο ή χος από απ ό το ν κινητήρα ητήρα καιτ κα ιτο ο υς έλικες κες, η ζέ ζέσ τη κα ι οι διάφορε άφ ορες ς μυρω διές, όλα αυ α υτά ήτ ή τα ν αφόρη αφ όρητ τα εκείνο το το βράδυ κα ι α ντι ντιμ ετώ πιζε πρόβλη πρόβλημ μ α συγκέ σ υγκέντ ντρω ρω σης. Σ το έδαφος δαφ ος,, οι ασ τυνομ νομ ικ οί κοιτούσ α ν το ελικόπτ κόπτε ερο με τα χέρια ανοιχτά. «Σ κατ κα τά», μ ουρμούρι ουρμ ούρισε μέσα από από τα τα δόντι δόντια του. ου. «Μ αλάκα αλά κα Χ ά ουι». Έ πρε πρ επε να πε π εικάτ κά τι. « Δ εν. εν . δεν ξέρω , δεν ξέρω ». «Ο Κ , Ο Κ ». Ο κυβε κυβ ερνήτης ρνήτης είχε αρχ αρ χίσ εινα ινα χάνειτ άνειτη η ν υπομ υπο μ ονή του. του. «Π ώ ς πάμε πάμ ε από καύσιμα;» Ο πιλότ λότος κούνη κο ύνησ σ ε το κεφάλ κεφ άλιτου ιτου.. «Σ το είκοσ ιπ έντε ντε τοις εκατό». ό» . Ε κείνος σφ ύριξε. «Τ ότε, θα πρέ πρ έπει να πηγαί πη γαίνου νουμ μ ε σ ε είκοσ κο σ ι λεπτ λεπτά; ά; Χ ά ουι ουι; Τ ι σ κέφ κέφ τεσαι;» «Κ οίτα, πρέ πρ έπεινα πεινα το το φ αντάσ ντάστ τηκα. κα. Δ εν ή τα ν τίποτα οτα ». Ο κυβερνή κυ βερνήτ τη ς αναστ νασ τέναξε. ναξε. «Ε ντά ντάξει, σε καλύπ λύπτω ». Ρ ύθμι ύθμ ισ ε τον ασ ύρμα ύρμ ατο σ τη σ υχνότητ υχνότητα το του ελεγκτ λεγκτή ή αέρος αέρος.. «Ίντι ντια Λ ίμα, μα , δεν δεν έχουμε ουμ ε καύσ κα ύσι ιμ α και κα ι πρέπε πρέπει ι να προσ προ σ γειω θούμε θούμ ε στη στη βάση Φ έροουκς για ανε α νεφ φ οδιασμό ασ μό.. Δ εν βρήκαμ βρήκαμε ε τίποτα. Έ τσ ι, Χ ά ουι; ουι; Τ ελει λειώ σαμ ε;» «Ν αι». Μ ε το δάχτ δάχτυλο άγγι άγγιξε αμ ήχανα το λουράκι λουρά κι του κρά κ ράν νους σ το πι πιγού γούνιτου. νιτου. «Ν αι, έτσ έτσ ι πισ τεύω , δεν δεν βρίσ κουμ κουμε ε ίχνη». νη». «Ε ννιά εννιά προς ρος ομ άδες εδάφ δάφ ους ους, αν δε δεν βρ βρήκατε κάτι,
μπορούμε να φύγουμε». «Ε ίσ τε σ ίγουροι ουροι;» Η φ ω νή του επιθεω θεω ρητ ρη τή Κ άφε άφ εριδεν ριδεν έκρυβ κρ υβε ε την έντασή του του.. «Ε ίσ τε σ ίγουροι γουροιπ πω ς βρισ κόμ κόμ ασ τε σ το σ ω σ τό μέρος μέρος;» ;» «Ν αι, είσ τε σ το σ ω σ τό μέρος μέρος,, αλλά έχουμ χου μ ε χάσ χάσ ει τη ν πηγή. πη γή. Η νύχτ νύχτα α είναι ναι ζεσ τή, έχουμ χουμ ε πολλές ολλές παρεμ ρεμβολές». ολές». «Ε λήφθη, λήφ θη, αν εί είσ τε σίγουροι γουροι. Ε υχαρι υχα ρισ τούμ ούμ ε για τη ν προσ πρ οσπά πάθε θει ια». «Σ υγγνώ υγγνώ μ η για όλο αυτό». αυτό». «Κ ανέν ανένα πρόβλημ πρόβλημα. α. Κ αλό αλό σας σα ς βράδυ» βράδυ».. Ο κυβε κυβ ερνήτης ρνήτης μπορούσε μπορούσ ε να δει δει τον Κ άφε άφ ερι σ την οθόν οθόνη η να τους ου ς χαιρετ ρετά. Ρ ύθμι ύθμ ισ ε το τον ασ ασ ύρμ ύρματο ξανά στ στη σ υχνότ υχνότη τα το του ελεγ λεγκτή κτή αέρος αέρος.. «Δ εν βρήκα βρή καμ μ ε ίχνη κ α ι ολοκληρώ ολοκληρώ σαμε τη ν αναζήτ ναζήτησ ησή ή μας σ την περι περιοχή οχή TQ34 TQ 3427 2744 445, 5, κα ι τώ ρα κατευ ατευθυνόμα θυνόμ α σ τε προς το Ίντ Ίντι ια Φ όξτρο όξτροτ τ». Σ η μ είω σ ε τη ν ώ ρα σ το ημ ερολόγ ρολόγιο κα κ α ι το ελικόπτ κόπ τερο εξαφα ξαφ ανίσ τηκε μέσα στ σ τη νύχτα νύχτα. Σ το έδ έδαφος αφ ος,, ο Κ άφε άφ ερι παρα πα ρατ τηρούσ ηρο ύσε ε το ελι ελικόπτε κόπτερο να να απομ πο μ α κρύνε κρύνετ ται, μέχρι που που τα φ ώ τα το του έμ οιαζαν σ αν πυγολαμ πυγολα μ πίδες δες δορυφόρου.
«Ξ έρει έρεις τι σ ημ αίνει νειαυτό, έτσι;» «Ό χι», παρα πα ραδέ δέχ χτηκε η Σούνε Σ ούνες ς. «Δ εν ξέρω ». Ή τα ν αργά. αργά. Η ασ τυνομί υνομ ία εί είχε αποκ πο κ λεί λείσ ει τη ν περι περιοχή όπ όπου ο σ υγκυ υγκυβερνήτ ρνή της είχε φ αντα ντασ τεί πω ς είδε μια πη πηγή θερμότητ θερμ ότητα α ς και ξεσ ξεσ κόνι κόνισ αν κάθε κά θε τετραγω ρα γω νικό εκατοστ οσ τό της. ης. Ω σ τόσο, όσ ο, δεν δεν βρήκαν βρήκα ν τον Ρ όρι όρ ι Π ιτς. Τ ελικά, τα παρά πα ράτ τησα ησ αν κ α ι ο Κ άφε άφ ερι με τη Σ ούνες ούνες έκα ναν ναν αί α ίτημ α να έρθει σ το σ ημείο μια ειδική ομά ομ άδα έρευνας έρευνας την επόμ πό μ ενη μέρα: μέρα: μια ομ ομάδα Ε ιδικώ ν Ε ρευνώ ν τη ς ασ τυνομί νομ ίας θα έφ τανε σ το Π άρκο Μ πρόκ πρ όκγ γουελ με το πρώ το φ ω ς τη ς ημέρας ημέρας.. Έ πρεπε πρεπε,, όμω ς, η ομάδα ομ άδα εκτ εκτά ά κτου κτου ανάγκης να συν σ υνε εδριάσε άσ ει και κα ι να τεθούν θούν οι παρά πα ράμ μ ετροι ροι τη ς έρευνας ρευνας προτ πρ οτού ού περάσ περάσ ει η νύχτ νύχτα α, κ ι έτσ ι,
σ τις έντε ντεκα το το βράδυ βράδυ επέσ επέστ τρεψ αν σ το αρχηγ ρχηγείο το το υ Τ μ ήμ ατος Α νθρω ποκτον ποκτονι ιώ ν σ το Θ όρντ όρντον Χ ιθ. Ο Κ άφε άφ εριστ ρισ τάθμε άθμ ευσε το αμάξικι αμ άξικι έχω σ ε τα κλε κ λει ιδιά σ την τσ έπη του. ου . «Α ν βρίσ κετα κεται σ το πάρκο πάρκο κα ι δεν δεν μ πορο πο ρούν ύν να τον δουν, τό τε δεν δεν κινεί νείτα ι για να μην εκπέμ πει θερμ θερμότ ότη ητα». Π αρά τα επαγ πα γγελμ γελματι ατικά επακό πα κόλουθ λουθα α αυτ α υτού ού που σ κεφ τόταν, ένα μέρος ρος του κρυφ κρυφ ά ήλπι ήλπ ιζε, για το το καλό κα λό το του αγορι οριού, πω ς ήτα ήτα ν ήδη νεκρό. νεκρό. Π ίσ τευε πω ς υπήρχαν υπή ρχαν με μ ερικά πράγματ π ράγματα, α, από απ ό τα οποία δεν δεν άξιζε να επι επιβιώ σ εικανε κα νεί ίς. «Ίσω Ίσω ς αργήσ ργήσαμε ήδη». δη». «Ε κτός...» .. » είπ ε η Σ ούνες νες βγαί γαίνοντα νοντας από το αμάξι, «εκτ εκτός κ ι αν δεν βρίσκεταιστο πάρκο». «Μ α βρίσκετ σκεται στο στο πάρκο. πάρκο. Σου Σ ου το το υπογ υπογράφ ράφω ω , βρίσκετ σκεται στο στο πάρκο». πάρκο». Ο Κ άφε άφ ερι ξεκλεί κλείδω σ ε τη ν πόρτ πό ρτα α με τη ν κάρτ κά ρτα α το το υ κα κ α ι την κράτ κρά τησ ε ανοιχτή για να περά περάσ σ ει η Σ ούνες ούνες. «Τ ο ερώ τη μ α είναι πού βρίσκεται». Ο ι περισ σ ότε ότεροι ροι α σ τυνομ υνομ ικοί ονόμα ονόμ αζαν αυτ αυτό το παλι πα λιό κτ κτίριο που που ή τα ν κατ κα τασ κευασ κευασ μ ένο με κόκκ κό κκι ινα τού τούβ βλα «Σ ράιβμουρ» βμ ουρ»,, από από το το όνομα όνομ α τη τη ς οδού σ την οπο οπ οία βρισκόταν. κόταν. Τ α γρα γραφ φ εία το το υ Τ μ ήμ ατος Α νθρω ποκτονι ποκτονιώ ν βρίσ κονταν κονταν σ τον δε δεύτε ύτερο όροφο. Α πόψ ε τα φ ώ τα ή τα ν αναμμ αναμ μ ένα σε σ ε κάθε κά θε παράθυρο. παράθυρο. Τ α περι περισσ ότε ότερα μέλη μέλη τη τη ς ομάδα ομ άδας ς είχαν ήδη κατ κα ταφ θάσ θάσ ει, έχοντα χοντα ς αφ ήσ ει πάρτ πά ρτι ι, παμ πα μ π, παι πα ιδιά κα και οικογέ κογένε νει ιες. Ο ι χει χειρισ τές τη ς βάσης δεδομέ δεδομ ένω ν HOLMES, τα πέντε ντε μέλη μέλη τη τη ς υπη υπη ρεσίας πληροφ πληροφορι οριώ ν, επτά επιθεω θεω ρητ ρη τές, όλο όλοι το υς βρίσ κοντ κο ντα αν εδώ , πη γαινοέρχοντ γαινοέρχοντα αν ανάμ νάμεσ α στ σ τα γραφε γραφ εία, έπιναν ναν καφ έ και κα ι σ υζη υζητούσ ού σ αν μουρμο μουρ μουρί υρίζοντας οντας.. Σ τη ν κουζί κο υζίνα, τρει ρεις αμήχανοι τραυμ ρα υμα ατιοφ ορε ορείς ντυ ντυμ ένοι με τι τις λευκ λευκέ ές σ τολέ ολές τη ς Σή Σ ήμ ανση νσης - τη φ ορεσ ορεσ ιά το του παι πα ιδερα δερασ στή, όπ ω ς τις αποκ πο καλούσ λούσε ε η ο μ ά δαδα - περί περίμεναν, ενώ α ξιω μ α τικοί κο ί φ ω τογράφι ογράφ ιζαν τι τις σ όλες όλες τω ν παπ πα πουτσ υτσ ιώ ν το τους και κα ι χρησ χρη σ ιμ οποιούσ αν κο κολλητ λλη τική ταινία για να σ υγκε υγκ εντρ ντρώ σ ουν τρίχες χες και ίνες από τα ρούχα τους. Ε νώ η Σ ούνε ού νες ς έφ τιαχνε αχνε σ κέτ κέτο καφ καφέ έ, ο Κ άφε άφ ερι έβαλε βα λε το κεφ κεφ άλι
του κά τω από τη βρύσ βρύση η για να κρ κ ρα τηθεί σε εγρήγορση γρήγορσ η κ ι έριξε μια πεταχτή χτή μ ατιά στ σ τα εισ ερχόμ ρχόμ ενα στ σ το γραφε γραφ είο του του.. Α νάμε νάμεσα στ σ τα διάφ ορα έγγραφ γγρα φ α κα κ α ι τις εκθέσ εκθέσει εις από τις νεκρο νεκροψ ίες, κά ποιος είχε αφ ήσ ει το εβδομ βδο μαδιαίο τεύχος εύχος του ά ιμ ανοιχτό σε μια ιμ Ά υ τ . Ή τα ν ανοιχ σελίδα με τίτλο «Ο ι Κ αλλιτέχνε χνες που Μ ετα τρέπουν ουν το Έ γκ λημ λη μ α σε Τ έχνη». Μ ία φ ω τογρα ογραφ φ ία τη τη ς Ρ εμ πέκα δέσ δέσ ποζε οζε - μ άτι άτια κλει κλεισ τά, κεφ κεφ άλιγε λι γερμ ρμέ ένο προς ρος τα πίσω κι ένας νας αριθμός θμός τροφ ροφ ίμ ου φ υλα υλακής κή ς ήταν ζω γραφ ισ μένος σ το κέντ κέντρο ρο του μ ετώ που της της,, σ το ση σ ημείο όπο όπου υ κανονικά βρισ κότ κό ταν το μπίντι, η χρω μ ατι ατισ τή βούλα βο ύλα σ τα μ έτω πα τω τω ν Ινδώ ν.
μ
έκ α
ό ρ α
λλι εχνι δεν ε
ό
έχ ε ε
θε
ς
:
θ
υ
υμ
χή
ν ώ ν κ α
ι να
α
ν
α
ω ς λ ι
σε
ς
σ η μ χ ν ώ
ε σε
ο
ν τ,
θύμ α
σ τα ς
ρα χε ο
ν α
σ ο β α ρ ά
α
το
ς
λί
ες
ρ ά ς
σ τη
,
χώ οι
τη
,
ο κρ
κο
ρ α ν τ, μ έ
ρα βε ο τ
ρ ώ
ξ ο υ α λ ικ ικ ή ν
ρφ
ή
λα νή
στ ρι
λ ικ ικ ά
ρ ο υ ν
σ
υ λλ ά δ ω ν
ν έο
υ
ά ς
ζ
ν
η ε
ν
υ
κ α θ ι ρ ω σ α ν ρ ε
ρέ
ά ς
δ υ σ κ ο λ εύ τη κ α
;
κ ο ύ σ ει
χνης.
υ
δ η μ ιο ύ ρ γ η μ α
νσεντ ν
Μ ά
κς, ν
ρ ι
και τ ν έ
...
Ο Κ άφε άφ ερι έκλει κλεισε το περι περιοδικό κα κα ι το άφη άφ ησε πάνω σ τα εισερχόμε ρχόμ ενα, με το εξώ φ υλλο προς προς τα κά κάτω . ό σ η α κό μ α
θέ
, Μ
κ ι; ι;
«Λ οιπόν, πό ν, παι παιδιά, ακούστ ύσ τε». Χ τύπη σ ε το ν τοίχο οίχο με ένα άδε ά δει ιο κ ουτά κ ι Σ πράι πρά ιτ. «Α κούσ κο ύστ τε με, με, λέω λέω . Ξ έρω πω ς ειδοποιη θήκα θήκ ατε ξαφν αφ νικά, αλλά πρ π ρέπει να τελει τελειώ νουμ νουμε ε με με αυτή υτή τη δουλε δουλειά. Θ α το το κάνου κά νουμ μ ε σ το γραφ ραφ είο της της αρχιεπιθεω θεω ρητ ρη τού». ού». Κ ρατ ρα τώ ντα ντας τη βιντεοκα ντεοκασ σ έτα πάνω πάνω από απ ό το το κε κ εφ άλι άλι του, ου , άρχισε να προχω προχω ράε ρά ει προς προς το
γραφ ραφ είο που μ οιραζ ρα ζόταν με με τη Σ ούνε ούνες ς, γνέφ γνέφ οντα οντας σ τους υπόλοι όλ οιπ πους να ακολουθή ακ ολουθήσ σ ουν. «Π « Π άμε άμ ε, θα κρα κρ α τή σ ει μονάχα ονάχα δέκα δέκα λεπτ λεπτά, ά, χα ζεύετε ύετε αργότερα». Τ ο γραφ γραφε είο ήτ ή τα ν μικρό - για να να χω ρέσει όλη όλη η ομάδα ομ άδα,, η πόρτ πόρτα α αναγκα ναγκασ σ τικά έμ εινε ανοιχτή χτή. Η Σ ούνες σ τάθηκε θηκε δίπλα σ το παρά παράθυρο, θυρο, κρα κρα τώ ντα ντα ς με τα δυο της χέρια τη τη ν κού κο ύπα με το τον καφέ καφ έ, καθώ ς ο Κ άφε άφ ερι σ υνέδε υνέδεε ε το βίντε ντεο κα κ α ι περί περίμ ενε το υς υπόλ υπ όλοι οιπ πους ου ς να σ υγκεντ υγκεντρω ρω θούν. «Λ οιπόν, πό ν, όλοι όλο ι ξέρετ ξέρετε ε τα βασ βα σικά. κά. Η Α ρχιεπιθεω θεω ρητ ρη τής Σ ούνες θέτε θέτει τις πα ραμ έτρους τη ς έρευνας ρευνας, γι’ γι’ αυτό όποιος θέλε θέλει ι, μ πορείνα μιλήσ λήσει μαζ μα ζί τη ς μ ετά τη τη ν ενημέ ημ έρω σ η. Μ όλις ξημε ημ ερώ σ ει θα έχ έχουμε ουμ ε την ομάδα ομά δα Ε ιδικώ ν Ε ρευν ρευνώ ώ ν σ το Π άρκο Μ πρόκγουε πρόκγουελ, λ, κι κ ι έτσ ι θέλω να είσ τε όλο όλοι έτοιμ οι. Ε μ είς θα βρι β ρισ κόμ ασ τε εκεί εκεί, όπω ς σ υνήθω υνήθω ς, αλλά μην μη ν ξεχ ξεχνάτε νάτε, δεν δεν δίνουμε νουμ ε καμ κα μ ία πληροφορί πληροφ ορία σ τον Τ ύπο. ύπο. Ο ι ομάδε ομ άδες ς που πο υ ασ α σ χολούντ χολούντα α ι με τη σ υλλογή υλλογή στ σ τοιχε οιχεί ίω ν κα ι ο αξι αξιω μ ατικός κό ς που πο υ θα βρίσ κετα εταισ ε επ επικοινω νία με τη ν οι οικογένει γένεια, να είσ τε σε σε ετοι ετοιμ ότη τα . Τ ι άλλο; Τ ο τμ ή μ α μας μα ς έχει χει προτερα οτεραι ιότητα σ την υπόθεσ υπ όθεση η, αλλά, αλλά, λυπάμαι λυπάμ αι που το το λέω λέω , θα πρέπε πρέπει ι να έχ έχουμε ουμ ε έναν αξιω μ ατι ατικό ω ς σ ύνδε ύνδεσ σ μ ο με τη Μ ονάδα ονάδα Δ ίω ξης Π αιδερα δεραστ στώ ώ ν κ α ι τη ν επιτροπή διαχεί αχείρισ ης κινδύνου νδύνου σ το Λ άμ πεθ κα ι... χμ ... .. . καλό αλό θα ή τα ν κάπ οιος να μιλήσ λήσ ει με τα παλι παλικάρι κά ρια από από τη ν κοι κο ινω νική υπη υπηρεσί ρεσία του του Μ πελβε πελβεντ ντέ έρε, ρε, για να επιβ εβαι βα ιω θεί θεί πω ς το όνομα όνομ α του Ρ όρι όρ ι δεν το υς ή τα ν γνω σ τό. Τ ώ ρ α . » -έδει -έδειξε τη μαύρη οθόνη οθόνη τη τη ς τηλεόρα ηλεόρασ σ ης και κα ι πήρε πήρε βαθι βα θιά ανά ανάσ σ α - « . μ ό λ ις σ ας δεί δείξω το βίντε ντεο, το πρώ πρώ το που π ου θα σ κεφτ εφ τείτε είναι να ι πω ς ο άντ άντρα ρας ς που πο υ ψ άχνουμ χνουμ ε το ’σκα ’σκασ σ ε από από το το Μ όντσ όντσ λι». Έ κα νε μια στ σ τιγμ ιαία πα παύση. ύσ η. Μ ε τη ν αναφορά αναφ ορά του του Μ όντσ όντσ λι - της τη ς ψ υχιατρικής κή ς κλινικής κή ς σ το Ν τένμαρκ νμα ρκ Χ ιλ- δύο από απ ό τα πολι πο λιτικά μέλη μέλη τη τη ς ασ τυνομί υνομ ίας κρά κρ ά τησ αν τη ν ανάσ ανάσα α τους τους.. Κ αιήτ αιή τα ν το αντί ντίθετ θετο α π ’ αυτό που επιθυμού θυμ ούσ σ ε: ήθελε θελε τη ν ομά ομάδα να σ κέφτ κέφ τετα εται κα ι να λει λειτουργ υργεί φ υσι υσ ιολογικά, κά , κ ι όχινα χι να παρα πα ρασ σ ύρετα ύρεται από τη φ ύση
του εγκλήματος. «Α κούσ κού σ τε», είπε, πε, «δεν «δεν θέλω να τον τον θεω θεω ρήσ ρή σ ετε από τώ τώ ρα ψ υχοπαθή. υχοπαθή. Α πλώ πλώ ς σας λέω πω ς η σκηνή σκηνή μοι μο ιά ζει με έργο ργο ψ υχοπαθούς». υχοπαθούς». Έ ριξε μια ματ μ ατι ιά στ σ τα πρόσ π ρόσω ω πα γύρω γύρω του. «Ίσ «Ίσ ω ς α υ τ ό ς να ή τα ν ο σ κοπός κοπ ός του. Ίσ ω ς θέλε θέλεινα ινα καλύψ κα λύψ ει κάπο κά ποι ια ίχνη - ίσ ω ς να είναι ο σ υνηθι υνηθισ μ ένος τύπος παι πα ιδερα δερασ σ τή, ο οπ ο ποίος προσ προσπα παθε θεί ί να μας μας ρίξει σ τάχτ άχτη σ τα μ άτι άτια, ώ σ τε να μπορέ μπ ορέσ σ ει να επι επικαλε κα λεσ σ τεί παραφροσύν παραφ ροσύνη, η, αν τον συλλάβουμ σ υλλάβουμε ε. Κ αινα έχε έχετε σ το μυαλό σας σα ς πω ς βρισ κόταν εκεί εκ εί για τρεις μέρες ρες. τον έλ έλεγχο της της ε ις ις μ έ ρ ε ς . Ε ίχε τον σ υμπε υμ περι ριφ οράς οράς του, ου , σ ω σ τά; Γ ια σκεφ σ κεφτ τείτε τι τι σ ημ αίνουν αυ α υτά που που έγιναν ναν στ στις τρεις μέρες ρες. Σ η μ αίνου νουν, για παράδει ρά δειγμα γμα, πω ς ήξερε ότ ότι κανείς δεν θα τον ενοχλήσει;» Ή ό ρ ι,
ή
ς σ η μ α ε α
σι
ο υ ν
ς α
ο λ ά μ β α ν ε
ε να
ρα
ν ει
ι
λλ ο
ό σ ο τ
ν
α υ τά
ο υ
κ α νε
ρα
νή
υ;
σ το ν
Έ σ τρεψ ρεψ ε το τηλε ηλ εκοντ κο ντρό ρόλ λ στο στο βίντε ντεο. Τ ο Ν τόνεγκα όνεγκαλ λ Κ ρέσ ρέσεντ εμ φ ανίσ τηκε σ την οθόνη. οθόνη. Ή τα ν η ώ ρα που πο υ έδυε ο ήλιος. ος. Κ άτω άτω από το χρονόμε χρονόμ ετρο, ρο, το πλήθος λήθος σ τριμ ριμ ω χνόταν χνόταν πίσω από τη τη ν ταινία, προσ πρ οσπα παθώ θώ ντας ντας να δει δει καλύτ κα λύτε ερα τη τη μ ονοκατ ονοκατοι οικία: τα μπλε φ ώ τα τω τω ν ασθ ασ θενοφόρω οφ όρω ν αντανακλο αντανακλούσα ύσαν ν σιω πηλά πάνω σ τα πρόσω πρόσ ω πά τους. ους. Ο Κ άφε άφ ερι, γερμ γερμέ ένος πάνω πά νω σ τον τοίχο, με τα χέρια σ ταυρω υρω μ ένα στο στήθος, ήθος, παρα πα ρατ τηρούσ ρούσε ε τους επιθεω θεω ρητές με τη ν άκρη του μ ατιού του. ου . Ή τα ν η πρώ τη φ ορά που έβλεπαν το ν σ υγκε υγκεκρι κριμ ένο τόπ τόπο ο του εγκλήμ γκλή μ ατος κ α ι ήξερε ξερε πω πω ς θα έβρισκαν κά κά τι τρομα ομ α κτικό σ το σ πίτι τω ν Π ιτς. Κ αι η φα φ αινομε ομ ενική ομ ο μ αλότ λό τη τα φ άντα άνταζε ακόμα όμ α πιο τρομ ρο μ ακτική. «Β ρίσ κετ κεται σ την άκρη άκρη του του Π άρκου Μ πρόκγουε πρόκγουελ», λ», εί είπε με ουδέτ ουδέτερη φ ω νή. «Γι «Γ ια να σας σ ας δώ σω να κατ κα ταλά αλ άβετε πού ακριβώ ς βρί βρ ίσ κετα κεται αυτό το το μεγαθήρι αθήριο που πο υ βλέπετ λέπετε ε εκεί πέρα, πέρα, είναι ναι το Α ρκάι ρκά ιγκ Τ ά ουερ σ την οδό Ρ έιλτον, λτον, πιο γνω γνω σ τή σ τα μέλη μέλη τη τη ς τοπι οπ ικ ή ς ασ τυνομί νομ ία ς ω ς οδός οδός Π ρέζ ρέζας». ας».
Η κάμ κά μ ερα κινήθηκε νήθη κε πάνω σ το μ ονοπάτ ονοπά τι, πλησ πλη σ ιάζοντ άζοντα ας τη ν πόρτα πόρτα τη ς μ ονοκ νοκατοικίας κ α ι γύρι γύρισ ε για να αντι ντικρίσ ει τον δρόμ δρόμο, το ξεραμέ ραμ ένο γρασί γρασ ίδι κ α ι τα πρόσ πρόσ ω πα τω τω ν γειτόνω ν, που έμ οια ζα ν με σ οκα οκαρισ μένα λευκ λευκά ά οβά οβ ά λ σ χήματα, που πο υ έρχοντα ρχονταν σ ε αντίθεσ θεση με τον βραδι βραδινό ουρ ο υρανό. ανό. Ο ποιοδ οιοδή ή ποτε σ ημείο που έδινε καθαρ καθαρή ή εικόνα προς προς το σ πίτ πίτι τω ν Π ιτς θα μπο μ πορού ρούσ σ ε να είναι μέρος σ το οποί οποίο σ τεκότα όταν κά ποιος μάρτ άρτυρας. υρας. Η κάμ κά μ ερα κατ κα τέγραψ γρα ψ ε τα πάντ πά ντα α κ ι έπ ειτα έκανε κα νε μια στροφ στροφή ή 180 μ οιρώ ν κα ιήρθε ιή ρθε κατά φ ατσ α σ το σπί σ πίτι. Ο αρι αριθμός θμός 30, σ τερεω μ ένο ένος με χρυσ χρυ σές βίδες δες, γέμ γέμ ισ ε τη ν οθόνη οθόνη.. «Ό λες λες οι πόρτ πόρ τες και κα ι τα παράθυρα ήτ ή τα ν κλει κλεισ τά». ά» . Η κάμε κάμ ερα προσ προσπέρασ πέρασε ε τη ν κατ κα τεσ τραμ ρα μ μ ένη μπροσ προ στινή πόρτ πόρτα α -π - π ο υ είχε ανοίξει ξει με πολιορκ ορ κητικό κ ρ ιό - κα ι εσ τίασ ε πάνω πάνω σ την απ απείραχτ ρα χτη η κλει κλειδαριά. «Έ πρε πρεπε να χρησ χρη σ ιμ οποι οπ οιήσ ουμ ουμ ε βία γι για να μ πούμ ούμ ε σ το σπίτι. Η μοναδική ξεκ ξεκλείδω τη πόρτα ήτ ή ταν εκείνη σ το πίσω μέρος πισ τεύουμε υμ ε πω ς α π ’ αυτό το το σ ημ είο μ πήκ πή κε ο δράστ δράσ της. ης. Δ είτε προσ ρο σ εκτικά». Ε ίχαν περά περάσ σ ει σ το εσ ω τερικό του σ πιτιού κα κ α ι η κάμ κά μ ερα αιω ρούντ ρο ύντα αν σε έναν έναν διάδρομο λουσ λουσμ ένο από το φ ω ς τη ς λάμπας λάμ πας αλογόνου κα κ α ι α ποκά οκ ά λυπτ λυπτε ε μια φθαρμέ φ θαρμέν νη τα ταπετσ πετσ αρία , μια γκρίζα μ οκέ οκ έτα, κα καλυμμ λυμ μ ένη με πλασ λα στικό πρ προσ τατευτικό, ενώ δύο πί πίνακ νακες με φ τηνά κά κάδρα δρα έρι έριχναν χναν τι τις μ ακρόσ ρό σ τενες νες σ κιές τους του ς πάνω σ τον τοίχο κ ι ένα παι πα ιδικό νερο νεροπ πίσ τολο ολο ήταν παρα πα ρατ τημ ένο στ σ το πρώ πρώ το σκαλί. Π έρα, σ το τέρμα ρμ α το το υ διαδρόμ αδρόμου, ου, φ αινότα νόταν μι μια πόρτ πόρτα. α. Η εικόνα κό να θόλω θόλω σ ε για λίγο, κά νοντ νοντα ας μερικές παρεμβολές ρεμβ ολές,, κα ι ότα ν η οθόνη ο θόνη κα καθάρι θάρ ισε, η κάμ κά μ ερα είχε περά περάσ σ ει μέσα από α πό τη τη ν πόρτ πόρτα α κα κ α ι βρισ κότα κόταν στη στη μικρή κρή κουζ κου ζίνα. Έ να πήλι πήλινο κοτ κ οτό όπουλο ου λο παρα πα ρατ τηρούσε ρούσ ε τη ν κάμε κάμ ερα δίπλα από α πό τον κάδο του του ψ ω μ ιού κα κ α ι η κουρτ κουρ τίνα που κάλ κ άλυπτ υπτε ε τη ν πόρτα πόρτα ανέμ νέμ ιζε, α ποκαλύπ λύπτοντα ντας ένα σ πασ πασμ ένο παρά π αράθυρο θυρο που είχε θέα θέα στ σ τη σ κοτ κοτεινή αυλή κα ι σ τα δέντ δέντρα ρα το του πάρκου. πά ρκου. «Α υτό υτό είναι σ ημαντ ημ αντι ικό». Ο Κ άφερι άφερι ακούμ ακ ούμπη πησ σ ε τον αγκώ να του του
σ την τηλεόρ λεόρα αση, γέρνοντ γέρνοντα ας πάνω πά νω σ την οθόνη για να δεί δείξει ξει ένα σ ημε ημ είο της της.. «Γυα «Γ υαλι λιά στ στο πά π ά τω μ α, η πόρ πό ρτα ξεκλ ξεκλε είδω τη, δεν δεν έχουμε χουμ ε να κά νουμε νουμ ε μ ονάχα ονάχα με το σ ημε ημ είο εισ όδου, αλλά αλλά κα ι εξόδου. όδου. Ο εισ βολέας βολέας σ πάζ πά ζει το παράθυρο και κα ι μ παίνει μέσα μέσα - πισ τεύουμ ύο υμε ε πω ς έγινε λίγο μ ετά τι τις επτά, το βράδυ βράδυ τη τη ς Π αρασ ρα σ κευής κευής». Η κάμ ερα εσ τίασ ε σ την αυλή που πο υ φ αινότα νόταν μέσ μέσα από από το σ πασ πα σμ ένο παρά παράθυρο. θυρο. Μ ια απ α πλώ σ τρα για ρούχα, ρούχα, ένα πα παιδικό ποδήλα δήλατ το, παιχνίδια και κα ι, πεσ μ ένα στ σ το πλάι πλάι, τέσ τέσσ σ ερα μ πουκ ουκάλια με γάλα, άλα , με το περιεχόμε χόμενό το υς κίτρινο πλέον πλέον.. «Ο εισ βολέας μ ένει νει σ το σ πίτ πίτι μ αζί με την οικο οικογέ γένε νει ια Π ιτς μέχρι το απόγευ γευμ α τη τη ς Δ ευτέ υτέρας ρα ς - σε αυτό το το σ ημε ημ είο, παί πα ίρνει ρνει μ αζί το υ τον Ρό Ρ όρι Π ιτς κ α ι φ εύγουν από απ ό τη ν ίδια πόρτ όρ τα». Η κάμ ερα δεί δείχνε χνει ξανά τη τη ν κουζίνα κα κ α ι γυρίζει, μέχρι που που σ ταμ ατά σε ένα σ ημε ημ είο όπ ό π ου φ αίνον αίνοντ τα ι τα μ ατω μ ένα ίχνη από δάχτυλα δάχτυλα που π ου σ έρνοντ ρνονταιπάνω ιπ άνω σ την κάσ κά σ α τη ς πόρτας πόρτας.. Ο Κ άφε άφ εριάρχι ριάρχισε να χτυπ χτυπά ά το τηλεκ λεκοντρό οντρόλ λ στ σ τον μηρό του κ α ι κοίτα ξε τα σ ιω πηλά πη λά πρόσ πρόσω ω πα, πα , περιμ ένοντα νοντας κά ποια αντί αντίδραση. δραση. Ω σ τόσο, όσ ο, κανέ κα νένας νας δεν δεν μίλησε λησε, κανέ κα νένα νας ς δεν δεν έκα έκανε νε κά ποια ερώ τηση ησ η. Κ οιτ οιτούσ ού σ α ν το αίμ α στ σ την οθόνη. «Α πό το εργαστ ργαστήριο πισ τεύουν πω ς τα τραύμ ρα ύμα ατά το του δεν δεν είναι θανάσι θανάσ ιμα, μα , για τη τη ν ώ ρα. ρα. Τ ο σ τοιχεί χείο που μας μα ς δίνετ νεται είναι ναι πω ς ο εισ βολέ βο λέα ας το ν πήρε μ αζί του φ εύγοντα ύγοντα ς από το το σ πίτ πίτι - περνώ περνώ ντα ντας τον σπα σπ ασμ ένο φ ράχτ ράχτη εκεί εκ εί πέρα, πέρα, προς προς το δάσος. δάσος. Κ ατά ατά πάσ π άσα α πιθαν θα νότη ότη τα πρέ πρ έπει να βρήκε βρή κε κάπ κά ποιον τρόπ τρόπο ο να σ ταμα αμ ατήσε ήσ ει την αιμορρα ορραγία, τυλί υλ ίγοντας γοντας το τραύμα ύμ α με μι μ ια πετ π ετσ σ έτα έτα ή κ ά τιάλλο, καθώ κα θώ ς τα σ κυλιά έχασ έχασα α ν τα ίχνη τους. ους. Α υτά υτά». Η κάμ κά μ ερα σ υνέχ υνέχισ ε να κινεί νείται. «Τ ώ ρα θα σα σας δεί δείξω το σ ημείο σ το οποίο βρέθηκε ρέθηκε η οικογένεια». Τ ο πρόσω όσ ω πο μιας γυναί γυνα ίκα ς εμ φ ανίσ τηκε για μια στ σ τιγμή σ την οθόνη: ή τα ν η αρχι α ρχιφ ύλακ ύλα κας Κ ουί ουίν, η σ υντονί ντονίσ τρια τη τη ς ομά ομ άδας δας που έφ τα σ ε σ τον τόπο του εγκλ εγκλή ήμ ατος, ος, η πιο έμ έμ πειρη αξιω μ ατικός στο
Ν ότι ότιο Λ ονδ ονδίνο. Α φ ού ο Κ άφερ άφερι κι εκεί κείνη ολοκλ ολοκλήρω ήρω σαν τη βιντε ντεοσκ οσ κόπη όπ ησ η , η Κ ουί ου ίν επέσ επέστ τρεψε ρεψ ε σ την κου κουζίνα, να, προκ προκε ειμ ένου να βεβα βεβαι ιω θεί θεί πω ς το σ πασμ πα σμέ ένο γυαλί είχε φ ω τογραφ ογραφ ηθεί ηθεί και κα ι σ υλλε υλλεχ χθεί με προσ προσοχή. οχή. Έ πειτα , κάλε κά λεσ σ ε τους βιολ βιολόγο όγους υς από τη ν Ει Ε ιδική Ε γκληματ κλημ ατολογ ολογι ική Ο μάδ μά δα του Λ άμπε άμπ εθ. Εν Ε νώ ο Κ άφερι άφερι βρισ κόταν κόταν σε επικοινω νία με το πλήρ λήρω μ α το του ελικοπτέρου, ο ι επισ τή μ ονες νες είχαν φ τάσ ει σ το σ πίτι, ντυμένο ντυμ ένοι ι με προσ τα τευτι ευτικές στολές, ολές, κ α ι δούλ δούλε ευαν υα ν με τις χημ χημ ικές ουσ ίες που χρη χρησ ιμ οποιούσ αν: νινυδρ νυδρίνη, νη, αμίδιο νατρίου για ηλεκτροφόρηση και νιτρικό άργυρο. «Ο Ά λεκ λεκ Π ιτς - ο πα τέρας έρα ς- βρέ βρέθηκε θηκε εδώ , δεμ δεμ ένος με χει χειροπέ ροπέδε δες ς σ τους καρπού ρπ ούς ς σε αυτ αυτό το καλορι καλοριφ έρ και κα ι σ τους ασ τραγ ρα γάλους λους στο διπλανό πλανό καλορι καλοριφ έρ. Μ πορε ορ είτε να φ α ντα ντα σ τείτε τη σ τάση άσ η σ την οποί οπ οία βρισ κόταν κόταν το σ ώ μ α του του,, από απ ό το το σ ημάδιπο ημ άδιπου υ άφησ άφ ησε ε». Ο Κ άφε άφ εριέδε ριέδει ιξε στην ομάδα έναν μεγάλο σκούρο λεκέ στη μοκέτα, ο οποίος απλω νότα νόταν ανάμε νάμ εσ α στ σ τα δύο καλορι κα λοριφ έρ του καθι κα θισ τικού. κο ύ. «Έ χει χει τραυμ ατισ τεί σ το πίσω μέρος ρος του κεφ αλιού, γι’ γι’ α υτό μην περιμ ένετ νετε να το του μ ιλήσουμ λήσ ουμε ε σ ύντομ ύντομα. α. Ίσω Ίσ ω ς να μην μη ν του μιλήσουμ λήσ ουμε ε καθόλ κα θόλου. ου. Κ αιτ αι το δεύτ δεύτε ερο μέρος -πρ -π ροσ οχή, χή, θα το το δεί δείτε τώ ρα που πο υ ανεβα νεβαί ίνουμε νουμ ε σ τον επά επάν νω όροφ ο- είναιτ ναιτο σ ημε ημ είο στ σ το οπ ο ποίο βρισ κότα κόταν η Κ άρμελ» άρμελ».. Η Κ άρμελ άρμελ, που που τώ τώ ρα ή τα ν σ ε κατ κα ταστ ασ τολή σ το νοσ νοσοκ οκομ ομε είο, είχε δώ σ ει μια υποτ υπ οτυπ υπώ ώ δη κατ κα τάθεσ άθεσ η σ το ασθ ασ θενοφόρο. οφ όρο. Π αρόλο αρόλο που μια πρώ τη εξέτ ξέτασ η έδειξε πω ς δεν είχε τρα ύμ ατα σ το κεφά κεφ άλι, ο ι γιατροί υπέθετα έθετα ν πω πω ς είχε χάσ χάσ ειτ ειτις αισθήσ θή σεις τη ς σε κάπ οιο χρονι χρονικό σ ημείο: πέρα από το το δεί δείπνο που έφτ έφ τια χνε τη ν Π αρασ ρα σ κευή ώ ρα έξι έξι, δεν δεν θυμότ θυμ ότα αν τίπ οτα οτα, μέχριπο ρι που υ ξύπνησε ξύπνησ ε δεμ δεμένη σε σ ε έναν σω σω λήνα λή να μέ μ έσα σε ένα ερμά ερμάρι ριο εξ εξαερισμού, σ το κεφαλό κεφ αλόσ σκαλο κα λο το το υ πρώ πρ ώ του ορόφου. ορόφ ου. Π αρέμ αρέμεινε εκεί κεί, μέχρι τη σ τιγμή που που ο κατ κα τασ τημ α τάρχης κρυ κρ υφ οκοί οκ οίτ τα ξε μέ μέσα απ α πό το γραμ γρα μ μ ατοκι οκ ιβώ τιο τρεις μέρες ρες αργότε ργότερα. ρα. Δ εν είχε δει δειτον τον εισ βολέα, λέα, ο ύτε του είχε μι μιλήσ λήσει, κα ι όχι, δεν δεν υπήρχε κανέ κα νένα νας ς λόγος λόγος,, προσω οσ ω πικός ή οικο οικονομ νομι ικός, ός, για τον οπ οποίο θα ήθελε
κάπο κά ποι ιος να κά κ ά νει νει κακό κα κό σ την οικογέν κογένειά της της.. Ό τα ν οι τραυμ ρα υμα ατιοφ ορε ορ είς τη ν έβγαλα έβγαλαν ν από το ερμάρ ρμάρι ιο, είχαν το τοπ οθετή θετή σ ειτ ει το φ ορε ορείο σε σ ε τέτο έτοιο σ ημ είο, ώ σ τε να βλέπειτ ει τις σκάλε κάλες ς. Δ εν ήθελα θελαν ν να γυρί γυρ ίσ εικα εικ α ινα δειτι είχε γραφ γρα φ τείμ είμε σ πρέ πρ έισ τον τοίχο πίσω της. «Κ αι ότα όταν το το δεί δείτε», είπε κοι κο ιτά ζοντα οντα ς τα πρόσ ρό σ ω πα γύρω του, ου , «νομί «νομ ίζω πω ς θα σ υμφ υμ φ ω νήσε νήσ ετε ότι ότι, παρά παρά το τον κόσ κόσ μ ο που είχε σ υγκεντ υγκεντρω ρω θεί θείέξω από απ ό το το σ πίτι, πρέ πρ έπεινα πεινα το το κρα κρατ τήσ ουμ ου μ ε κρυφό κρυφ ό από από τον Τ ύπο πάση πάσ η θυσί θυσία». Σ τράφ ρά φ ηκε ξανά ξανά προς προς τη ν τηλεόρ λεόρασ αση. η. Ο κάμ κά μ εραμ ρα μ αν ανέ α νέβα βαι ινε τις σκάλες κάλες, με τις σ κιές να χορεύου χορεύουν ν στ σ το κεφα κεφ αλόσκα λόσ καλο λο μ προσ προστ τά του του.. Ό τα ν ο Κ άφε άφ ερι είχε δει δει το γκρά κράφ ιτι, είχε κα τα λά βει αμ έσω έσω ς ό τι θα μ πορο πο ρούσ ύσε ε να χρησ χρη σ ιμ εύσε ύσ ει ω ς το εργαλεί ργαλείο που θα απ α πέκλε κλειε τις ψ εύτι εύτικες ομολογί λογίες. Η κάμ κά μ ερα τα ταρακο ρα κουνήθη υνήθηκε, κε, κά ποιος από τον δι διάδρομο είπε «Γαμ «Γ αμώ ώ το» και κα ι τότε ότε ακούσ ακ ούστ τη κε μια δυν δυνατ ατή ή φ ω νή από τη τη ν οθόν οθόνη: η: «Τ ο είδες δες αυτό;» Η οθόνη σκο σ κοτ τείνιασ ε. Α κού κο ύσ τηκε ένα σύρσ σ ύρσι ιμο κι κι έπειτα το φ ω ς έλαμψ λαμ ψ ε, κάνοντ κά νοντα ας τη ν κάμ κά μ ερα να τρεμοπα ρεμο παί ίξει ξει. Ό τα ν η εικόνα εμφ εμφ ανίστηκε, οι επιθεω ρητές σ το δω μ άτιο έγει έγειραν πιο μπροσ προστ τά, προσ προσπα παθώ θώ ντας να διαβάσ ουν ουν το το γκράφι γκράφ ιτι. Ο Κ άφε άφ ερι πάτ πά τη σ ε το πλήκτ πλήκ τρο τη τη ς παύσης παύσ ης,, προκε προ κει ιμ ένου το το κάθε κ άθε μέλος λος τη ς ομάδας δας να εξετά ξετά σ ει τη ν εικόνα προσ εκτικά. «Γ υναι υνα ικείος Κ ίνδυνος δυνος». ». Έ κλει κλεισ ε το βίντε ντεο κ ι άναψ ε το φ ω ς. «Θ έλω να έχουμ έχουμε ε βρει βρει μια άκρη με αυτό υτό μέχριαύρι ρι αύριο. Δ εν θα προσβάλω προσβ άλω τη νοημοσ νοημ οσύνη ύνη σας λέγοντάς σας γιατί».
Σ τη ν κουζί κο υζίνα τη ς βάσ βά σ ης Φ έροουκς ροουκς,, ο σ υγκυβερνήτ υγκυβερνήτη ης έβγαλε το το κρά κρ άνος το υ κ ι έτριψ ε τα τα αφ τιά του. ου . Α κόμ κόμη δεν δεν ή τα ν σί σ ίγουρος γουρ ος για το
τι χ δ . «Θ α ήθελα ήθελα να βρισ κόμαστ κόμα σταν αν εκεί εκεί με γεμ ά το το ντεπόζιτο». Ο κυβε υβ ερνήτ ρνή της το ν χτ χτύπη ύπ η σ ε φ ιλικά στ σ την πλάτη. πλάτη. «Ε ίπαν πα ν πω ς ψ άχνουν χνουν βελόνα στ σ τ’ άχυρα, Χ άουι ου ι. Δ εν ήξερα ξεραν ν καν κα ν αν βρίσ βρίσ κετα κεται στο πάρκο». «Μ α πρόκειται ταιγια παι πα ιδί». «Ίσω «Ίσ ω ς να πάμ πά μ ε άλλ άλλη μια βόλτ βόλτα α ότ ότα ν απογ πο γειω θούμ θούμ ε». Α λλά, λλά, μέχρινα ρινα ανε α νεφ φ οδιασ τούν ούν με με καύσ κα ύσι ιμ α, ένας ασ τυνομ υνο μ ικός της Τ ροχαί ροχαίας σ το Π άρλεϊ άρλεϊ χτυπή υπ ή θηκε θηκ ε από ένα αμ α μ άξι ενώ τοποθε οπ οθετ τούσ ού σ ε σ τον δρόμο λω ρίδα με με καρφι καρφ ιά. Ο δράσ δράσ της είχε κα τεβεί από το όχημά όχημ ά του κ ι έτρεχε ρεχε προς ρος το αεροδρόμ ροδρόμι ιο του Κ ρόι ρόιντον, ντον, κ ι έτσι τσι η Ίντι Ίντια 99 το υς είχε στ σ τείλειεκεί λει εκεί. Ό τα ν η βάρδι βά ρδιά το του τελείω σ ε στ σ τις δύο μ ετά ετά τα μ εσ άνυχτ νυχτα, ή τα ν πιο εύκο ύκολο για το τον συγκυ σ υγκυβ βερνήτ ρνήτη να μη σ κέφτ κέφ τεται το θαμ θαμπό δαχτ δαχτυλ υλι ιδένι δένιο σ χήμα χήμ α πο π ου νόμ νό μ ιζε πω πω ς είχε δειστ δεισ τα δέντ δέντρ ρα στ σ το Π άρκ άρκο Μ πρόκγ πρόκγου ουε ελ.
3
Σ ύμφ ύμ φ ω να με το πρω τόκολλο τη ς Μ ονάδας ονάδας Ε ντα τικής κή ς Θ εραπε ραπ είας στο στο Β ασι ασ ιλικό Ν οσ οκομ οκ ομεί είο, τα θύμα θύμ ατα με εγκε εγκεφ φ αλικές κα κώ σ εις έπρε πρεπε να βρίσ ρίσ κοντ κοντα αι σ υνδεδε υνδεδεμ μ ένα με εγκεφ γκεφ αλογ αλογράφ ράφ ο κα κ α ι αναπνε ναπνευσ υστ τήρα για τις πρώ τες είκοσ ι τέσσ ερις ώ ρες ρες, είτε ο ασ θενής θενής μ πορο πο ρούσ ύσε ε να αναπνε ναπ νεύσ ύσε ει από μ όνος του είτε όχι όχι. Α κόμη κόμ η κ α ι δίχω ς τη ν ισχυρή δόση δόση ηρεμ ισ τικώ ν που που έτρεχε σ τις φ λέβες λέβες του, ο μάρτυρ ρτυρα ας-κλει -κλειδίτου Τ μ ή μ ατος Α νθρω ποκτον ποκτονι ιώ ν, ο Ά λεκ λεκ Π ιτς, δεν δεν θα μπορο μπορούσ ύσε ε να μιλήσ λή σ ει εξαιτίας του τραχε ρα χει ιοσω οσ ω λήνα λή να σ τον λαιμό του. ου . Η γυναί γυνα ίκα του, του, η Κ άρμελ άρμελ, ήτ ή τα ν κ ι αυτή υτή σ ε κατ κα ταστ ασ τολή, ολή , ω σ τόσο όσ ο ο Κ άφε άφ εριθα εί είχε πάε πά ει σ το νοσοκ νοσ οκομ ομε είο κα ι θα βη βημ άτιζε σαν σα ν σ ύζυγος που περί περίμενε τη γυναί γυναίκα του να γεννήσ γεννήσε ει όλο το το βράδυ, βράδυ, αν η αρχιεπιθεω θεω ρητ ρη τής Σ ούνε ούνες ς δεν δεν του είχε τρα βή ξειτα λουρι λουριά. «Δ εν θα θα σε σ ε αφ ήσ ουν να τη τη ν πλησι πλησ ιάσε άσ εις, όσο όσ ο βρί βρίσ κετα κεται διασω ασ ω ληνω μ ένη, Τ ζα κ». κ» . Ε κτι κτιμ ούσε ούσ ε το πάθος πά θος και κα ι τη σκυλί σ κυλίσια αποφ ασ ισ τικ ότητα ότητα το του Κ άφε άφ ερι, αλλά ήξερε ήξερε καλά κα λά πώ ς λει λειτουργε ου ργεί ί το νοσοκ νοσ οκο ομ είο. Ή ξερε ξερε πότε έπρ έπρε επε να κάνε κά νει ι σ την άκρη. άκρη. «Α ν χρει χρειασ τεί να το του χορηγ ορη γήσ ουν αίμα, μα, υποσ υπ οσχ χέθηκα θηκαν ν να μας δώ σ ουν ουν πρώ πρώ τα δεί δείγμα του αίμ ατός του. ου. Ο ειδικός κό ς μάς μά ς έδω σ ε τη γνω γνω μ άτευσή υσ ή το υ κ ι αυτό υτό είναιτ ναιτο μόνο όνο που που μ πορο πορούμ ύμε ε να ζη ζητήσ ουμ ουμ ε για τη τη ν ώ ρα». Ή τα ν ώ ρα μί μ ία με μ ετά τα μ εσ άνυχτ άνυχτα. Τ ώ ρα που που η ομά ομ άδα γνώ γνώ ριζε τις παρα πα ραμ μ έτρους ρους τη ς έρευνας ρευνας,, είχαν ορι ορισ σ τεί ο ι βάρδι βάρδιες κα ι το Π άρκο Μ πρόκγουελ πρόκγουελ είχε αποκλει αποκλειστε στεί, η Σ ούνε ούνες και κα ι μερι μερικοί άλλοι άλλοι
α ξιω μ α τικοί επέστ έστρεψ αν σπ σπίτια τους ους, προκ ρο κειμ ένου να να κοιμ ηθούν θούν για ένα δίω ρο, προτ προτού ού ξημε ξημ ερώ σει. Ο Κ άφε άφ εριήτ ριή τα ν ξύπ ξύπνι νιος εδώ κ α ι είκοσι οσ ι πέντε ντε ώρε ώ ρες ς, κ ι όμω όμ ω ς δεν δεν μπο μπορο ρούσ ύσε ε να ηρε ηρεμ μήσει. Π ήγε σ το γραφ ραφ είο, βρήκε ρή κε ένα ένα μ πουκάλι ουίσ κι, έριξε λίγο σε μι μια κο κούπα κ α ικάθισ ε σ την καρέ κα ρέκλα, κλα, κουνώ κο υνώ ντα ντα ς τα γό νατά νατά του και κα ι χτυπ χτυπώ ώ ντα ντα ς τα δάχτ δάχτυλα στο στο τηλέφ ηλέφ ω νο. Ό τα ν αισθάνθηκε σθάνθηκε πω ς δεν μπορούσ μ πορούσε ε να κρατ κρα τηθεί ηθεί άλλ άλλο, σ ή κω σ ε το ακουσ κο υστ τικό κ α ικάλε κά λεσ σ ε τη Μ ονάδα Ε ντα ντα τικής Θ εραπεί ραπείας. ας. Α λλά ο ει ειδικός κός, ο κύρ κύριος Φ ρέντ ρέντσ σιπ, έχασε χασ ε τη ν υπομ υπ ομο ονή του του. « Τ ι ακρι κρ ιβώ ς δεν δεν κατ κα τα λαβ λα βαίνει νεις όταν όταν σου σου λέω λέω ‘‘όχι ‘ό χι’’;» Κ ι έκλε κλεισ ε το τηλέφ ηλέφ ω νο. Ο Κ άφε άφ ερι κοίτ κοίτα ξε το α κουσ κου σ τικό. κό . Θ α μπορούσ μ πορούσε ε να ξανακαλέ ξανακαλέσε σει ι και κα ι να περάσ περάσε ει είκοσ κο σ ι λεπτ λεπτά ά παρε πα ρεν νοχλώ οχλώ ντας το προσω προσ ω πικό, αλλ αλλά ήξερε πω πω ς α πέναντ ναντί ί του βρισ κότ κόταν ένας να ς τοίχος. χος. Α ναστ νασ τέναξε, ναξε, άφ ησε το ακουσ ουσ τικό, γέμ ισ ε ξανά ανά τη τη ν κούπ κο ύπα α, ακούμ ού μ πη σ ε τα πόδι πόδια το του στο γραφε ραφ είο κα κ α ι κάθι κά θισ ε με λυμένη λυμένη τη τη γραβά ραβάτ τα, να α γναντ ναντε εύει το κενό κενό έξω από το παράθυρο, παρά θυρο, με θέ θέα το το υς φ ω τεινούς ουρ ουρανοξύστ νοξύσ τες του Κ ρόιντον, ον, που που υψ ώ νοντα νοντα ν στ σ τον νυχτ νυχτερινό ουρανό. ουρανό. Α υτή υτή η υπό υπόθε θεσ σ η ίσ ω ς να ήτ ή τα ν εκεί εκείνη που που περίμ ενε σε όλη του τη ζω ή - κα ιτο ιτο ήξερε εξ εξαιτίας α υτού που πο υ είχε σ υμβεί υμ βείσ σ τον αδελφ αδελφό ό του του,, ένα τέτ τέτα α ρτο του αιώ να νω ρίτερα. ρα . α ς
έτ
ο ς
ς κα ρό ς α με
η λάσ
ρέ
υ
να;
ι να
ρά σε ,
ρ έ ει ν α
ράσ ι
ρα σε
λα ς ύ εξα ύ
να
ς κ α ρ ό ς, νι α γ
ούαν;
ί κ ά ε χ ν ς DNA; ι να
ε
ο χώ
.
. ..
Ή ξερε πω ς αυτ αυ τό θα του δημι δημ ιουργούσε ουργούσ ε προβλήμ προβ λήμα ατα. Κ αι τα είχε ήδη νιώ σ ει, στη διάρκεια τω ν μικρώ κρώ ν ιντε ντερλούδ λούδι ιω ν τη ς ημέρας ρα ς που πολλα ολλαπ πλασ λασ ιάζοντα ονταν σαν σα ν τα τα μικρόβι κρόβια. Ο Γ ιούαν ούα ν ή τα ν ενν εννι ιά χρον χρονώ ώ ν, όπω όπ ω ς και κα ι ο Ρόρι Ρ όρι. Τ α δύο αδέ αδέλφ λφι ια είχαν τσ ακω θεί, ενώ βρίσ κοντ κο ντα αν σ το δεντ δεντρ ρόσ πιτο, για κά κ ά τι ασ ήμ αντο. ντο. Ο μ εγαλύτ γαλύτε ερος ρο ς αδελφ αδελφός ός,, ο Γι Γ ιούαν, ούα ν, είχε κ α τεβεί εβεί από το το
δέν δέντρο κ α ι απομα ομ α κρύνθη κρύνθηκε κε μ ουτ ουτρω μ ένος, νος, προς προς τις γραμμ γραμ μ ές του τρέν ρένου. Φ ορούσε ορούσ ε καφ κα φ έ σανδάλι σανδάλια, καφ κα φ έ σ ορτσ ορτσ άκι άκ ι κ ι ένα κίτρινο κοντ κο ντομ ομά ά νικο σ το χρώ μα τη τη ς μουστ μουσ τάρδ άρδας. ας. (Ο Κ άφε άφ εριήξερε ριήξερε πω ς αυτέ υτές ο ι λεπτ λεπτομ έρειες ή τα ν πραγμα γματικές - τις θυμ θυ μ ότα ν διπλά: πλά: μία φ ορά ω ς α υτόπτη τόπ της ς κ ι άλλη μία, διαβάζ βά ζοντά ντάς τις σ ε έγγ έγγρα ραφ φ α τη ς ασ τυνομ υνομ ίας.) Κ ανεί νείς δεν τον τον ξανα ξαναε είδε. Ο Τ ζα κ είχε παρα πα ρατ τηρή ηρ ήσ ει τη ν ασ α σ τυνομί υνομ ία να ψ άχνε χνει τις γραμμ ραμ μές του τρένου, ρένου, αποφ ποφ ασ ισ μ ένος πω ς κά ποια μέρα μέρα θα μπ μ πει κ ι α υτός στο Σώμα. ά α ρα , ά ο α ρα θα σε ρω , ο ύ α ν .. ... Κ αι μέχρι σήμε ήμ ερα, ρα, ζούσ ού σε σ την ίδια μ ονοκ ονοκα ατοικ οικία το του Ν ότιου Λ ονδίνου, με θέα θέα τη ν πίσω αυλή αυλή κα ι τις γραμ ρα μμ ές το υ τρένου, α πέναντ ναντι ι από το σ πίτι που πο υ ανήκε νήκε ακόμ κό μ η σ τον γέ γέρο παι πα ιδερα δερασ σ τή, το ν οπο οποίο όλοι, μ α ζί κα ι η ασ τυνομ υνομ ία, υποπτεύοντ εύο ντα α ν πω ς είχε ανάμ νάμειξη σ την εξαφάνι αφ άνιση του Γ ιούα ούαν. Ιβάν Π εντε ντερέτσ κι. Τ ο σπ σ πίτιτ τιτου Π εντερέτ ντερέτσ σ κι είχε ερευνηθε υνηθεί ί, χω ρίς να βρε βρεθεί θεί ίχνος χνος του Γ ιούαν, ούαν, κι κ ι έτσ ι ο Π εντε ντερέτσ ρέτσ κι κ α ι ο Τ ζα κ Κ άφε άφ εριζ ρι ζούσ ούσαν σ αν ένα με το ζόρι όρι παν πα ντρεμένο ρεμένο ζευγάρι υγάρι, παγι πα γιδευμ δευμέ ένο σε μια μάχη δίχω ς λόγια. Κ άθε γυναί γυνα ίκα με τη ν οπο οπ οία ο Κ άφε άφ ερι είχε κοι κο ιμ ηθεί, είχε προσ προσπα παθή θήσ σ ει να τον απ α π ομα ομ ακρύνε ρύ νει ι από τη ν πε περίπλοκη πλοκ η σχέσ η ανάμ α νάμε εσ α σ’ σ ’ εκεί κείνον κα ι τον παχ πα χύσαρκ ύσ αρκο ο Π ολω νό παιδ παιδόφι όφ ιλο, αλλά ο Κ άφε άφ εριπ ρι ποτέ του δεν δεν είχε σ πα ταλήσ λή σ ει ούτε μί μία στ σ τιγμή για να σ κεφ κεφ τεί τη ν πιθανότ θα νότη η τα να το το κά νει νει - ο αντα ντα γω νισ μ ός ήτα ήταν ανύπαρκτος. α ι η πέκα ήθε ήθελε να τον κάν κά νει να μ κ α ; Κ αι η Ρ εμ πέκα ξεχά ξεχάσ σ ειτο ειτον Γ ιούαν. ούα ν. ν ν α ι ι υ α ντ νι ύ; Κ ατάπ ατάπι ιε το ουί ουίσ κι, γέμ γέμ ισ ε πάλι πά λιτ τη ν κ ούπα κ α ι πήρε πή ρε το Τ ά ιμ ιμ Ά υ τ από απ ό τα τα εισερχόμ ρχόμε ενα. Μ πορούσ πορ ούσε ε να τη τη ς τηλε ηλ εφ ω νή σ ει - ήξερε πού βρι βρ ισκόταν. Σ πά νια κο κ οιμ ότα ν στ στο διαμέρισ μά τη της, σ το Γ κρίνουι νουιτς «Δ εν μ ου αρέ α ρέσ σ ει να κοι κοιμ άμ αι με φ αντά ντάσ μ ατα», έλεγ λεγε. Α ντίθετ θετα, σ υχνά ερχότ ερχότα αν αργά το το βράδυ βράδυ στ σ το σ πίτ πίτι του κ α ι απλώ πλώ ς κοι κο ιμ όταν, με τα χέρια τη ς να αγκαλι γκαλιάζουν ουν ένα ένα μαξιλάρι, κ ι ένα πουρά υρ άκ ι Ν τάνεμ νεμ εν να σ ιγοκ γοκα ίει σ το τα σ ά κι δίπλα πλα σ το κρεβάτ ρεβά τι. Έ ριξε μια μ ατιά στο
ρολ ρολόι του. Ή ταν αργ αργά, ακόμη ακόμη και κα ι για τη τη Ρ εμπέκα. μπέκα. Κ ι αν της τηλεφω λεφ ω νούσ νούσ ε, θα έπρεπε έπρεπε να της τη ς μιλήσ λή σ ειγια τη ν υπόθ υπόθε εσ η Π ιτς γι για τι τις ομ οιότη τες που είχε, χε, κα ι ήξερε ξερε πο ποια θα ήτ ή τα ν η αντί ντίδρασ δρασή της. Έ γει γειρε ιμ Ά υ τ . μ προσ πρ οστ τά σ την καρέκλα καρέκλα κ ι άνοιξε το ά ιμ χετ ά μ ε η δι η σ ε ξ υ α λ ικ ικ ή ε θ ε σ η υ υ υσι το λο , η τ λέε : « , η εμ α ν έ ν ευ σ ε ο έ ρ γο υ. ν ικ ικ ά σ υ ν ε ιδ ιδ η ο α ς ύ κ λ ο ν α β λ έ ε ις ις ν α ν ό σε α ν ία ία ή ν α δ ι ι ’ τ ό ν σ ε ν α β λ ίο ίο κ α ι ν α ε ύ ε ις ις ς λα νει ι συμβ νε . ά ν , λα υ τά ε α λές να ρα σ ε ις ις κ α ι χ ρ η σ ι ύ ο υ ν ω ς χ τ υ α λε α ν α ν τι σ τη ρβ ρό . Α α ς υτ ό να χρ ο ύμ ε ύτ κε να ρ α σ τ σ ε ». ντ ς ν ά η υτ , β ρ ο υ ά ρ ιο ιο κ α ρε α τρ α β ή ξ ε ι ν ροσο χή κόσμου και υ Τ ύ ο υ, ν α οκ ύ φ θ η κ ε (ή (ή μ ή ω κεμμ να δ ι ρ ρ υ σ ;) ς α η δη υ ρ γ ία ία τ μο μά ν ραυμα σμ νω ν αι ακρω ηρι σμέ ννη ν ο ρ γ ν ω ν σ ν κ θ εσ ή ς « υχα » ( ο κυρί κθ ), χ ρ ο ο ε κα λ ύ , κευα να βά ση ρα κά θύμ α σμ ύ κ α ι σ ε ξ ο υ α λ ικ ικ ή κα κο ο ση .
Ό τα ν βρί βρίσ κοντ κοντα αν μαζ μαζί ί, η Ρ εμπ εμπέκα δεν δεν μι μιλούσ λούσ ε ποτέ για όσα όσ α τη της σ υνέβησ υνέβη σ α ν πριν από έναν χρό χρόνο. νο. Ο Κ άφε άφ εριβ ρι βρέθη ρέθηκε εκεί, τη ν εί είχε δει δει από κοντ κο ντά, ά, λιπόθυμη και κα ι κρεμ κρεμ ασμ ασ μ ένη από α πό το το ταβ ταβάνι άνι: το το αποχαι οχαιρετισ τήριο έκθεμα θεμα ενός δολο δολοφ όνου. νου. Β ρισκόταν δίπλα της, κα θώ ς εκείνη ανακ νακρινόταν απ από τον ιατροδικασ τή για τον τον θάνατο θάνατο τη της σ υγκά υγκάτοικού κο ύ της της,, Τ ζό νι Μ αρς, αρς, σε ένα ένα μι μ ικρό δω μ ά τιο νοσοκ νοσ οκομ ομεί είου σ το Λ ιούισ χαμ. Ή τα ν μια βροχε βροχερή μέρα μέρα κ α ι το σ φ εντά ντάμ ι έξω από το
παρά αράθυρο έσ τα ζε με με σταθερό θερό ρυθμό ρυθμό κα κα τά τη διάρκε ρκεια τη της συνέντευξης. «Κ οίτα, αν σ ου εί είναιτόσ ναιτόσο ο δύσκο δύσ κολο. λο...» ..» «Ό χι, όχι, δεν δεν είναι ναι δύσ δύσ κολο κο λο» ». Σ ’ εκείνο το το σ ημε ημ είο, είχε ήδη μ ισ ο-ε ο- ερω τευτεί τη Ρ εμ π έκα. Β λέποντ λέποντα ας το κεφ κεφ άλι άλ ι τη ς χαμηλω μη λω μ ένο, τα λεπτ λεπτοκ οκα α μ ω μ ένα τη τη ς χέρια να τρέμ ρέμ ουν πάνω πάνω σ τα γόνατ γόνατά ά της, ης, καθώ κα θώ ς προσπα προσ παθούσ θούσε ε να μ ετουσ ιώ σ ει σε λέξ λέξεις όλα όσα όσ α τη ς σ υνέβη υνέβησ σ αν, τη λυπή λυπ ήθηκε θηκε και κα ι την καθοδή κα θοδήγησ γησε ε σε όλη τη διάρκε ρκεια τη τη ς ανάκρισης, ης, παραβ ρα βίασ ε κάθε άθε κανόνα προκ πρ οκε ειμ ένου να ελαχισ τοποι οπ οιήσ ειτο μαρτύρι ρτύριό της. ης. Τ ης έδω σ ε όποια πλη πληροφο οφ ορία είχε, χε, έτσι έτσ ιώ σ τε το το μόνο που εκείνη είχε να κάνει νει, ή τα ν να γνέ γνέφ ει κατ κα ταφ ατικά. κά . Ε κεί κείνη έτρεμε - κ α τά τη διάρκε άρ κει ια τη της ανάκρισης τα ψ υχικά τη ς αποθέ πο θέμ μ ατα σ τέγνω γνω σ α ν κ α ι δεν δεν μπορ μ πορούσ ούσε ε να σ υνεχί υνεχίσ ει άλλο, άλλο, κα ι τελικά ο ιατροδι ρο δικασ κα σ τή ς τή ς επέτρε πέτρεψ ψ ε να αποχω αποχω ρήσει ρήσει. Α κόμη κόμη και κ αι τώ ρα, αν ο Κ άφερ άφερι προσπαθούσ προσπαθούσ ε να την την κά νει νει να μιλήσε λήσει, εκεί κείνη κλε κλει ινότα νόταν στ στον εα εα υτό υτό της. ης. Ή , ακόμη κόμ η χειρότ ρότερα, ρα , θα γε γελούσ λο ύσε ε και κα ι θα ορκ ορ κιζόταν όταν πω π ω ς δεν δεν εί είχε επη ρεα σ τεία εία π ’ όσα όσ α έγι έγιναν. Δ ημοσί οσ ίω ς, ω σ τόσ ο, χρησ χρη σ ιμ οποι οπ οιούσ ούσ ε το πε περισ τατικό σχεδόν σαν να ήταν αξεσουάρ, κομμάτιτης γκαρνταρόμπας της. Τα
ρα ς
χι ύ ο
νω υν
ροκά λε
κώ ν,
ενι ό κα ι τη
ν ά
ορ σ τα
ξ ίε ίε ς ρ γα
υ
ο συχ ά ε
« 2»
ι η
ε θα γμ
ά θέλ
α λει
μ
χνί ι γά ς κα ι Μ ν τ . Τ ι λ έ ε ι, ι,
ελλ ντι ές λο να εκτ ντ ι α ρ ο χ ο ». ».
σ μ ν ες
γ εί
;
ς α
ντ δρ
λό ντ κι ντ
ύ, ,
ς; « ν o μ υ σ η Ν να λα
να
χ εδ ό
νά εσα χε ά ε
λι νι α α όρκη, νό
ς α
νη
ρεύσει θα ρώ
ηση:
ν χ ν η κ α ι θ α κ ά ν ε ς υ τό ν ε ις ις έ λ ο ;» Η κθ η « υχα ν Γ
λερί
νκ,
ο
λέ
νγουελ,
α ό 26 υ γ ο ύ σ ρκ ί ο
ς να
υ έ ω ς 20 20 σ τ ύ ει
ε
ρ ίο ίο υ . ς
ναι σκληρ ,
νο
υ τό
τ
το το περιοδικό, κό, σ τιγμή το πρόσ ρό σω πο σ ε για μια στ σ τις παλάμ πα λάμε ες του κ α ι προσ προσπά πάθησ θησε ε να μην μην τη σ κέφ κέφ τεται. Έ ξω από το παράθυρο, παρά θυρο, τα τα φ ώ τα το το υ νυχτε νυχτερινού ρινού Λ ονδίνου έλα έλαμ μπαν πα ν σαν σα ν φ ω σφ ορίζοντα οντα πλάσ πλάσμ μ ατα τη τη ς θάλασσα άλασσας ς. Α ναρω αρω τήθηκε αν ο Ρόρ Ρ όρι ι Π ιτς έβλεπε κι κ ι εκείνος νος τα φ ώ τα.
ενδ
έ ρ ε ι. ι . Έ κλεισ ε
«Θ έλει λεις καφ καφ έ;» Τ ινάχτ νάχτη η κε κα κ α ιάνοιξε τα τα μ άτια του. του. «Μ έριλιν;» Η Μ έριλιν Κ ριότος ότος,, η χειρίστρια -ο - ο «δέκτ δέκτη ς»- τη ς πολύπ λύπλοκ λοκης βάσ βά σης δεδο δεδομ μ ένω ν για εγκλήμ γκλή μ α τα HOLMES, HOLMES, σ τεκότ εκό τα ν στ στην εί είσοδο του γραφε γραφ είου, παρα πα ρατ τηρώ ντα ντας τον. Ε ίχε βάλε βάλει ι ροζ κρα κραγιόν και φ ορούσ ορούσε ε ένα σ κούρο κούρο μπλε φ όρεμα όρεμα,, πά π άνω σ το οπ οποίο είχε σ τερεώ σ ει μια καρφ κα ρφ ίτσ α με μαργ μα ργαρι αριτάρι, σε σ χήμα χήμ α λαγού. λαγού. «Μ η μου μου πε π εις πω ς κοι κο ιμ ήθηκε θη κες ς εδώ !» Δ εν μπο μ πορο ρούσ ύσε ε να κα κ αταλάβ λά βει αν ο τό τό νος της μ αρτυρούσ ρτυρούσε ε θαυμασ θαυμ ασμό μό ή αποστ αποσ τροφή. ροφ ή. «Σ το γραφ γραφε είο!» «Ε ντά ντάξει ξει, μη φ ω νάζ νάζεις». Τ εντώ ντώ θηκε, θη κε, τρίβ ρίβοντας οντας τα μ άτια του. του. Ε ίχε σ χεδόν ξημε ημ ερώ σ ει κα ι ο ουρα ουρανός νός είχε πάρε πά ρει ι μια ροζ απόχ απ όχρω ρω σ η γύρω από απ ό το το περί περίγραμμ ραμ μα που π ου όρθω ναν ο ι ουρα ου ρανοξύσ νοξύστ τες το υ Κ ρόιντον. ντον. Μ ια μ ύγα πέ πέτα ξε πάνω πά νω από τη ν κ ούπα το του ουί ουίσ κι. Έ ριξε μια μα μ ατιά στ σ το ρολόιτου ρολόιτου.. «Ν ω ρίς ήρθες ήρθες». «Έ χει αρχί αρχίσει σει και κα ι χα ράζε ράζει έξω . Η μισή ομάδα ομά δα εί είναι ήδη ήδη εδώ . Η Ν τά νιπηγ νιπη γα ίνειστ ισ το Μ πρί πρ ίξτον». ξτον». «Γα «Γ α μ ώ το!» Ά ρχι ρχισε να δέν δένειτη ιτη γραβά ρα βάτ τα του του.. «Θ έλεις χτέν χτένα α;» «Ό χι, όχι». «Π ρέπεινα χτε χτενισ τείς».
«Το «Τ ο ξέ ξέρω ». Π ήγε σ το μί μ ίνι μάρκε άρκετ τ α ν α ν τ ι α ό τ γρα γραφ φ είο, που ήτ ή τα ν ανοιχτό χτό όλο το 24ω 24ω ρο, κα ι αγόρασ αγόρασ ε ένα σάντ σά ντουι ουιτς, μια χτ χτένα, μια οδοντ οδο ντό όβουρ ου ρτσ α κι κ ι επέστ πέστρεψ ε βιασ τικά, κά , προκ προκε ειμ ένου να φ ορέ ορέσ ει ένα πουκ πουκά ά μ ισ ο που πο υ φ ύλαγε ύλαγε σ το δω μ άτιο τω τω ν σ τοιχείω ν. Σ τη ν τουαλέτ υα λέτα α τω ν αντ αντρώ ρώ ν, ξεντύθη ντύθηκε, κε, έπλυνε το σ τήθος κ α ι τις μασχ ασ χάλες άλες του κ ι έβαλε το κεφ κεφ άλι του κάτ κά τω από τη τη βρύση βρύση.. Α φ ού έβρε έβρεξ ξε καλά κα λά τα μαλλιά του, του, πήγ πή γε στ στον στ σ τεγνω γνω τήρα ήρ α κα κ α ι το ν χρη χρησ σ ιμ οποί οπο ίησε ησ ε σαν σαν πιστολάκ στολάκι ι. Ή ξερε πω ς βρισ κόταν κόταν ακόμη ακόμ η στ σ το μ άτι άτι του κυκλώ να , όπου όπο υ όλα εί είναιήρε αι ήρεμα μα.. Ή ξερε πω ς καθώ κα θώ ς η χώ ρα ξυπνούσ ξυπνούσε ε, καθώ κα θώ ς οι τηλεορά λεοράσ εις άνοι νοιγαν γαν κα κα ι τα νέα διαδίδοντ δοντα αν, τα τηλέφω λέφ ω να της ασ τυνομί νομ ία ς θα έπαιρνα έπαιρναν ν φω φ ω τιά. Σ το μ εταξύ, είχαν να κά νουν νου ν ένα ένα σω ρό πρά πράγματα, από σ υναντ υναντή ήσ εις με το ν δημ δημ οτι οτικό επίτ πίτροπο ροπο,, προκειμ ένου να αξιολογή λογήσ σ ουν τι τις επι επιπ τώ σ εις σ την το τοπική κοινότ νότητα, μέχρι σ υγκρ υγκρίσ εις με άλλες άλλες υπο υποθέσε θέσεις. Ο χρόνος χρόνος είχε αρχίσεινα μετράειαντίστροφα κιέπρεπε να δείξειετοιμότητα. «Δ ιάβασ βα σ ες το άρθρο άρθρο γι για τη τη Ρ εμ πέκα;» πέκα ;» Η Κ ριότος ότος σ τεκότα ν στ στην αίθουσα θουσ α συσ σ υσκέ κέψ ψ εω ν, κρατ κρα τώ ντα ς μια κού κ ούπα πα με καφ κα φ έ κ ι ένα κομ κο μ μ άτι άτι κέικ. «Στο Τ ά ιμ ννοεί ίς;» Π ήρε τον καφ κα φ έ κ α ι μ αζί επέστ πέστρεψ ρεψ αν στο στο ιμ υ τ εννοε γραφε αφ είο τη ς αρχιεπιθεω ρητού. «Δ εν νομί νομ ίζεις πω ς έδει δειχνε όμορ όμορφ φ η;» «Ν αι». Α κούμ κο ύμπ πησ ε το ν καφ κα φ έ σ το γραφε ραφ είο κα κ α ι πήρε πήρε σ τα χέρια του του το νέο νέο εγχε γχειρίδιο δολο δολοφ φ ονιώ ν - τον το ν μπλε κ α ι άσπρο προ φ άκελο που είχε εμ φ ανισ τεί σ ε κάθε κά θε ασ τυνομι υνομ ικό τμ ή μ α μ ετά τη τη ν υπόθε υπόθεσ σ η Λ όρενς όρενς-κα ι το ξεφ ύλλισε, σε, σ η μ ειώ νοντα νοντα ς σ το μυαλό το του όλα όσα όσ α έπρ έπρε επε να κάνεισήμερα. «Τ ηλεφ ηλεφ ώ νησα νησ α στ σ το νοσ νοσοκ οκομ ομε είο», ο», είπε η Κ ριότος ότος.. «Ο Ά λεκ λεκ Π ιτς έβγαλε τη νύχτα». «Σ οβαρά οβα ρά;» ;» Τ ην κοί κοίταξε. ξε. «Μ πορε πο ρεί ίνα μι μ ιλήσει λήσει;»
«Ό χι. Έ χει χει ακόμ ακ όμη η α υτόν υτόν το ν σ ω λήνα χω χω μ ένο σ το λαρύγγ λαρύγγι του, αλλά η κατά σ τασ ή το υ είναι ναισταθερή θερή». ». «Κ αιη Κ άρμε άρμελ λ;» «Σ υνήλθε κάπ κά πω ς κα ι θα πάρε πά ρει ιεξιτήριο». «Χ ρισ τέ μου, δεν δεν το περίμ ενα αυτό» α υτό».. «Η ρέμ ρέμησε. σε. Θ α έχει χει μ αζί τη ς έναν αστ ασ τυνομι υνομ ικό κ α ι θα μ είνει νει σ ε μια φίλη της». «Ε ντάξει άξει. Μ ίλα στ σ τον αστ ασ τυνομι υνομ ικό κα ι ζήτα ήτα του του να με καλέ κα λέσ σ ει μόλι όλις η γυνα γυναίκα τα κτοποιη θεί». «Θ α μιλήσω . Ε ίναικα ικ α ιη ασ τυνομ υνομ ικός κό ς γυναίκα». κα ». «Ε ντά ντάξει ξει. Π ες τη ς να μου τηλεφω λεφ ω νήσ νήσ ει μόλις η Κ άρμελ άρμελ τα κτοπ κτοποι οιη η θεί θεί και κα ι πω ς θα πάω να το το υς βρω . Μ έριλιν, μπορε μπ ορεί ίς να τρέξεις μια έρευνα στο σύστημα;» «Α μέ». Ά φ ησε το κέικ, βρήκε βρήκε ένα ένα στ στιλό, κάθι κά θισ ε σ την καρέκλα τη της Σ ούνε ύνες κ α ι σ ημ είω σ ε τι τις λέξε λέξει ις-κλει -κλειδιά που τη ς έδω σε: «απ «α παγω γή», γή» , «εισ βολέας λέας», «χει χειροπέδε οπ έδες ς» κ α ι «παιδί», με εύρο εύρος ηλικιώ ν απ από πέντ έντε μέχριδέ ρι δέκ κα χρονώ ρονώ ν. Δ εν χρει χρειαζόταν να προσ ρο σ έχει χει τα λόγι λόγια το του με την Κ ριότος ότος.. Ή τα ν ίσ ω ς το πιο ώ ριμ ο μέλος τη ς ομάδας ομάδας.. Α νεξάρτ άρτητα ητα από από τη φ ύση ύση του εγκλή γκλήματος, χει χειριζόταν τις πληρο πλη ροφ φ ορί ορίες που περνού ρνούσ αν από τα χέρι χέρια τη ς με μι μια ηρ η ρεμ ία που μερικές φ ορέ ορές ζήλε ήλευε. «Α υτά;» «Ό χι». Σ κέφτ έφ τη κε για λίγο ακ α κόμ η, έκλ έκλεισ ε το εγχει γχειρίδιο για τις δολοφονί δολοφ ονίες κα ι το επέστρε πέστρεψ ψ ε σ τη θέση θέση του. ου . «Β άλε και κα ι ‘‘δράστ δράσ τες σ εξουαλι ξουα λικώ ν εγκλη γκλη μ ά τω ν’’, ν’’, εντ εντά άξει ξει; Κ αι κάνε κά νε κ ι έναν έλε έλεγ γχο στ σ τον κατά λογο λο γο με τους του ς παιδερ δερασ τές». «Έ γινε». Έ βαλε βα λε το κα κ α πάκι πά κι σ το στι στιλό, λό, σ ηκώ ηκ ώ θηκε θηκ ε όρθι όρθια και κα ι πήρε σ τα χέρια τη τη ς το κέικ. Κ οντοσ οντοστ τάθηκ θη κε κ α ι χαμογέ χαμ ογέλα λασ σ ε βλέ βλέποντα οντας τα μαλλιά το του που ή τα ν ανακα ανακα τω μ ένα . Α ν κά ποιος τη ν κατ κα τη γορούσ ορούσε ε πω ς έτρεφε ρεφ ε μι μια μη επαγγε γγελμα λμ ατική σ υμπ υμ πάθει θεια για τον επ επιθεω ρητ ρη τή ή τα ν δύο δύο χρόνι χρόνια μ ικρότε κρότερό ρός ς Τ ζα κ Κ άφε άφ ερι, ο οποί οπ οίος ος έ ι κ ι λ λ
της, θα κο κοκκίνιζε κ α ι θα έβγαζε γαζε από το καπέλο της της ω ς επιχεί χείρημ ρη μα έναν υγιή γάμο γάμ ο κα κ α ι δύο παι παιδιά, τον Ν τιν κα ι τη ν Τζ Τ ζένα ένα , απόδει πόδειξη τό πω ς εκεί κείνη κ α ι ο Τ ζα κ Κ άφε άφ ερι ή τα ν συν σ υνάδε άδελφ λφοι οι κ α ι φ ίλοι κ ι μ οναδι δικό άτομο ομ ο που π ου έδει δειχνε χνε να πε π είθετα θετα ι από το το α ό λ ο . Τ ο μονα επιχεί χείρημ ρη μά της της ή τα ν ο ίδιος ο Κ άφε άφ ερι. «Κ έικ με μπανάνα νάνα», », είπε δεί δείχνοντ χνοντα ας το κέικ. «Ο Ν τιν κ ι εγώ το φ τιάξαμε άξαμε. Ξ έρω πω ς δεν δεν α κούγετ γετα ι κ α ι τόσο όσ ο καλ καλό, ό, αλλά βά βάλ’ το σ την τοστ οσ τιέρα, ρα , άπλω πλω σ ε λίγο βου βο υτυρά κι κα ι να ’σα ’σ αι σ ίγουρος γουρος ότι δεν δεν θα θα θελή θελήσ σ εις να δοκι δοκιμ άσ εις άλλο κέικ». « Σ ’ ευχαρι υχαρισ τώ , Μ έριλιν, μα μ α...» ...» «Μ α θα αγ α γοράσ ορά σ εις το πρω ινό σ ου; Κ άτιό άτιόχ χικαιτ κα ιτόσ όσο ο λυκ ;» Ε κεί κείνος χαμ ογέ ογέλασε λασε.. «Συγγ «Σ υγγνώ νώ μ η». «Κ αι έ ρ ε ις υσ ικά, κά, πω ς άλλοιπέ λλοιπ έφ τουν ου ν στα στα πόδι π όδια μου γι για να φάνε φ άνε ι ς , φ υσι το κέικ μπανάνα, έτσι;» «Δ εν αμφ αμ φ έβαλλα βαλλα ο ύτε στ σ τιγμή γι’ γι’ αυτό» υτό».. «Ε ντά ντάξει ξει, Τ ζα κ, μόνο πε περίμ ενε». νε». Κ ράτ ράτησ ε το κέικ σ τα χέρι χέρια τη της σαν σ ερβι ρβ ιτόρα όρ α που κρα τά ει δίσκο κα κ α ι σ τράφ ρά φ ηκε προς προς τη ν πόρτ πόρτα α, με τη μύτη μύτη σηκ σ ηκω ω μ ένη. «Κ « Κ άποι άπ οια μέρα μέρα θα σε κατ κα ταφ έρω ».
4 - (18 Ιουλίου) Τ ο σ πίτ πίτι τη ς κυρί κυρίας Ν ερσε ρσ εσ ιάν, με τα μοντέ οντέρνα, μεγάλα παρ παράθυρά άθυρά του κα ι τη ν προσ προσε εκτι κτικά χρω μ ατι ατισ μ ένη ρόδα ρόδα από α πό άμαξ άμαξα, σ τερεω ρεω μ ένη σ τον μπρ μ προσ οστ τινό τοίχο, έλαμ λαμ πε σαν σαν γυαλι γυαλισμ ένο βότσ ότσαλο. Τ ης πήρε κάμ κά μ ποσ ποσ η ώ ρα μέχρινα ρινα ξεκ ξεκλει λειδώ σ ειτη ν πόρτ πόρτα που που ήτ ή τα ν ασφαλι ασφ αλισμέ σμ ένη με αρκε ρκετές σ πείρες ρες αλυσί αλυσ ίδας. ας. Ο Κ άφε άφ ερι σ υνει υνειδητ δη τοποί πο ίη σ ε πω ς σ τον νου του είχε ήδη μια άποψ άπ οψ η σ χετ χετικά με το άτομο ομ ο που πο υ μ πορο πορούσ ύσε ε να είναι ναι η σ τενή φίλη τη τη ς Κ άρμε άρμ ελ Π ιτς κι κ ι αυτή δεν δεν μπ μ πορού ορ ούσ σ ε να είναι ναιη Μ πέλα πέλα Ν ερσεσι ρσεσιάν: μια κον κο ντή , κοκκι κοκκινομάλλα, νομά λλα, με σ κούρο δέρμα, μεγάλα σκο σ κουλα υλαρί ρίκια κα ι χαλαρή μαύρη μα ύρη μπλού μ πλούζ ζα, στ σ τολισμένη με χρυσά χρυσ ά κολιέ κολιέ. Μ όλις είδε το έντα νταλμα λμ α το του Κ άφε άφ ερι, γράπω γράπω σ ε τον καρπ κα ρπό ό του με δάχτ δάχτυλ υλα α πο π ου κα κ ατέληγα λη γαν ν σε σ χολα χολασ τικά λιμαρισμένα νύχια κα και τον τράβηξε μέσα στο σπίτι. «Β ρίσ κετ κεται σ το υπνοδω μ ά τιο, η κακομ κα κομοι οιρούλα, να ηρεμή ηρεμήσ σ ει λιγάκι. Ε λάτ λάτε». Τ ου έκανε κα νε νεύ νεύμ α να να τη τη ν ακολο ακολουθή υθήσ σ ει. «Ε λάτ λά τε μ αζί μου». Π ήγαν σ το επάν πά νω πάτ πά τω μ α, περνώ περνώ ντας ντας οικογε οικογενε νει ια κές κές φ ω τογραφ γρα φ ίες, εικόνες τη ς Π αναγί ναγίας σε μαργαρι γαρ ιταρένιες κορνίζες ζες κι έναν γυάλι υάλινο πολυέ πολυέλαι λαιο που πο υ έλαμ λαμ πε από το τρίψ ιμο. Η Μ πέλα πέλα Ν ερσε ρσ εσ ιάν ανέβα νέβαι ινε τη σ κάλα κάλα αργά, αργά, με το χέρι χέρι σ το κά κάγκελο, γκελο, κουνώ ντα ντα ς ρυθμι ρυθμικά το τους γλουτο υτούς της, ης, μέσα από από τη σ τενή φ ούστ ούσ τα της. ης. Κ άθε λίγα βήμ βή ματα, μια νέα νέα σ κέψ κέψ η θα ερχότα χόταν στ στο μυαλό τη ς κ α ι θα στ σ ταμα αμ ατούσε ούσ ε για να να σ τραφ εί προς το μέρος μέρος το υ. «Α ν ή μ ουν ουν
ασ τυνομ υνομ ικός, ός, θα ερευνο ερευνούσ ύσα α εκε εκείνες νες τις λίμνες νες σ το πάρκο» ρκο».. Ή : «Έ χω μια ιδέα δέα. Π ροτ ρο τού φ ύγετ ύγετε, θα προ προσ σ ευχηθού χηθούμ μ ε για το το ν μι μ ικρό Ρ όρι, κύριε Κ άφε άφ ερι. Τ ι λέτε;» λέτε;» Σ το κεφ κεφ αλόσ αλόσκα καλο, λο, η κυρί κυρία Ν ερσε ρσ εσ ιάν άναψ ε μια μι μ ικρή λάμ λάμ πα με κρυσ ρυστάλλινη βάσ βά ση, έσ τρω σ ε ένα κίτρινο μ εταξένι ξένιο μαξιλάρι λάρι σε μια μικρή κα καρέκλα ρέκλα κα κ α ι κοντο οντοσ τάθηκ θη κε μπρ μπροσ οστ τά σ την πόρτ πόρ τα του του υπνοδω υπ νοδω μ α τίου, φ τιάχνοντ χνοντα ας τη ν μπ μ πλούζ λούζα α της της.. Π ήρε βαθι βαθιά ανάσ α νάσα α πριν χτυπ χτυπή ή σ ει τη ν πόρτ πόρτα. «Κ άρμελ, άρμελ, καλή καλή μου, κά ποιος θέλε θέλει ι να σε σ ε δει δει». Ά νοιξε τη ν πόρτ πόρ τα κι κ ι έχω σ ε το κεφ κεφ άλι τη ς σ το άνοιγμα. μα . «Έ λα, καρδούλα κα ρδούλα μου, κά ποιος θέλε θέλει ι να σου σ ου μιλήσει λήσει, εντάξε ντάξει ι;» Ο πισ θοχώ θοχώ ρησε ρησ ε κα ι σ ηκώ θηκε θη κε στ στις μ ύτε ύτες τω ν ποδι πο διώ ν τη ς για να ψ ιθυρίσει σ το αφ τί του Κ άφε άφερι: «Π είτε τη τη ς πω ς προσ προσε εύχομα ύχομ αι, καλέ κα λέ μου, πείτε τη τη ς πω ς όλοι όλοιμα μας ς προσε οσ ευχόμα υχόμ ασ τε γι για τον Ρ όρι». Τ ο υπνοδω υπνοδω μ ά τιο μ ύριζε άρω μ α και κα ι τσ ιγάρο. Ή τα ν γεμ άτο με ροζ ροζ μ ετάξι - τα πάν πά ντα, το κρεβάτ κρεβάτι, το καλορι καλοριφ έρ, η του τουα α λέτ λέτα, όλα έμ οιαζαν με μ ε το εσ ω τερικό μ πιζουτι υτιέρας ρα ς. Τ ο δω μ άτιο βρισ κότ κόταν στο πίσω μέρος ρος του σ πιτιού. Α ν ο ι κουρτ υρ τίνες ή τα ν ανοι ανοιχτέ χτές, το πάρκο ρκο θα ή τα ν ορατ ορα τό, αλλά σί σ ίγουρα η ασ τυνομι νομ ικός που πο υ καθότ θότα ν σε μια ροζ καρέκλα κα ρέκλα δίπλα στ σ το παρά παράθυρο θυρο με χέρια στ σ ταυρω υρω μ ένα, να, δεν δεν ήθελε θελε να δει δει η Κ άρμε άρμ ελ το πάρκ πά ρκο, ο, κ ι έτσ ιήτ ιή τα ν τραβη ρα βηγμέ γμένε νες ς. Ό τα ν η ασ α σ τυνομι υνομ ικός είδε τον Κ άφε άφ ερι σ ηκώ ηκ ώ θηκε θηκε όρθ όρθι ια, τον χαι χαιρέτησ ε κα ι σ τη σ υνέ υνέχει χεια κά κάθισ ε, δεί δείχνοντα χνοντας το κρεβάτ ρεβά τι. Π άνω στο κρε κρεβάτ βά τι, με τη ν πλάτ πλά τη στραμ ραμμένη σ την πόρτ πόρτα α, φ ορώ ορώ ντα ντας ένα υπε υπ ερβολ ρβ ολι ικά φ αρδύ κοντ κο ντο ομ ά νικο με διαφ ημιστική σ τάμ πα του Π αγκοσ κοσ μ ίου Κ υπέ υπέλλου το του 1998 κι κ ι ένα λευκό λευκό κολά κολάν, ν, βρι β ρισ κότα κόταν η Κ άρμε άρμελ Π ιτς μια κοκ κοκα αλιάρα με λεπτ λεπτά ά άκρα άκ ρα κα κ α ι ξερακι ρακιανά, κα τα κόκκινα μπράτ πράτσα. Μ προσ προστ τά τη τη ς είχε ένα πα πα κέτο τσ τσ ιγάρα άρα Σ ούπερ Κ ινγκς, κς, έναν αναπ αναπτ τήρα κ ι ένα κρυσ κρυστ τάλλινο τασ άκι. Δ εν μπορούσε να δει δει το πρόσω πρόσ ω πό της της,, ω σ τόσο όσ ο παρατ παρα τήρησε ήρησ ε πω ς και κα ι οι δύο δύο κα κα ρποί ρποίτ τη ς ήτα ήταν δεμ δεμ ένοι με γάζε άζες. Ό λοι λο ι γνώ ριζαν πω ς η Κ άρμελ άρμελ
Π ιτς είχε προ προσ παθήσ θή σ ει να τραβήξειτα ξει τα χέρι χέρια της της από τις χει χειροπ ροπέδες δες, για να να σ ώ σ ειτο ειτον γιο της. ης. Έ κλει λεισ ε τη ν πόρτ πό ρτα α πίσω του κ α ικοντο ντοσ τάθηκ θη κε για λίγο. ν έ χ ε ι σκηνή ξα να ι ή τη νή , ζι , ι εν ν α ; Θ υμήθηκε τη σκηνή τό τε που σ τεκότ κό τα ν έτσ ι άχαρα μ προστ προσ τά στ σ την πόρτα, πόρτα, ενώ η μητ μη τέρα του ή τα ν ξαπ ξαπλω λω μένη σ το κρεβά κ ρεβάτ τι κ ι έκλα κλαιγε απαρη πα ρηγ γόρητ όρητη η για το τον Γιούαν. ι ν σ ο υ δ ώ σ ε ι σ η , υτό θα ε να ι α να σο υ ι να ξα
ν ισ ισ τ
ς α
ό
μ
ά
.
«Ε ίσ αι ο επιθεω θεω ρητ ρη τής, σ ω στά;» Δ εν γύρισε καν κα ν να τον κοιτάξει ξει. «Ν αι, αν α νήκω σ το Τ μ ήμα ήμ α Α νθρω ποκτον ποκτονι ιώ ν. Α ισ θάνε θάνεσ τε καλύτ κα λύτε ερα τώ ρα;» Ε κείνη κο κ οίτα ξε ολότ λό τελα ανέκ νέκφ ρασ τη τις κουρτ υρ τίνες νες. «Έ χετε. χετε.... ξέρετε;» «Κ υρία Π ιτς. τς. » Σ ή κω σ ε στ στιγμι γμιαία τα χέρια τη της, σ αν να ήθελε θελε να του επιβά λεινα λει να σ ω πάσ πά σ ει, κ ι έπειτα έμε έμεινε ακίνητ νητη. «Μ όνο πείτε το». ο» . «Λ υπάμ υπά μ αι». Κ οίτα ξε γύρω σ το δω μ άτι άτιο, κουνώ κο υνώ ντα ς το κε κ εφ άλι του, ου, για να το το ν δει δει η ασ τυνομι υνομ ικός κός, ανακουφ νακ ουφ ισ μ ένος που η Κ άρμελ άρμελ δεν δεν έβλεπε λεπε το πρόσ πρ όσω ω πό του. ου . «Λ υπά υπάμ αι, δεν δεν έχουμε χουμ ε κάπο κά ποι ιο νέ νέο». Σ τη ν αρχή, αρχή, δεν δεν αντέ αντέδρασε δρασ ε. Τ α γυμνά γυμ νά τη τη ς πόδι πό δια σ φ ίχτηκαν κα ν σ τιγμιαία, αλλά αυτή υτή ή τα ν η μ οναδική τη ς αντί αντίδρασ δραση. Έ πειτα , καθώ κα θώ ς εκείνος νο ς ή τα ν έτο έτοιμ ος να σ υνεχί νεχίσ ει, ξαφνι ξαφ νικά πετά ετά χτη χτη κε όρθ όρθι ια στο κρεβάτ ρεβά τικ α ι άρχ άρχισε να γρονθοκ γρονθοκο οπεί το σ τομ ά χιτης χιτης,, ουρλι ουρλιάζοντα οντας και β ογκώ ντα ντα ς κάνοντ κάνοντας κουβά κο υβάρι ρι τα σ κεπάσ κεπάσμα ματ τα. Η αστ ασ τυνομικός υνομικός πήγε πήγε προς το μέρος μέρος της. ης. «Η « Η ρέμ ρέμησε ησ ε, Κ άρμελ άρμελ καλή μου, ηρέμη ρέμησ σ ε». Π ήρε απαλά τα χέρια της της Κ άρμ άρμελ στ στα δικά τη ς κ ι άρχισε να τα χαϊ χαϊδεύει με το υς αντί ντίχει χειρές της. ης. «Μ πρά πρ άβο, πολύ πολύ όμορ όμορφ φ α». Σ ιγά σιγά ηρέ ηρέμ μησε. «Έ τσ ι μπράβο. πρά βο. Ξ έρουμ ρουμε πω ς είσ αι αναστ νασ τατω μ ένη, αλλά δεν δεν θέ θέλει λεις να κάνε κά νει ις κακό σ τον εα εα υτό σ ου, έτσι τσι δεν δεν είναι, καλή κα λή μου; μου;» » Η ασ τυνομι υνομ ικός κοίτα ξε τον Κ άφε άφ ερι που που σ τεκότα ότα ν στ σ την πόρτα, πόρτα,
ριζω μ ένος σ το ίδιο σ ημ είο. Έ πρεπε να βοη βο ηθήσ θήσει, να να χαϊ χαϊδέψε δέψ ειτα χέρια τη ς Κ άρμελ άρμελ, αλλά αλλά το μ όνο όνο που πο υ έκαν κα νε ή τα ν να θυμάτ θυμ άται αι - σ τ μ ά , υμ ότα α ν τη μ ητέ ητέρα το του να δαγ δα γκώ νει νειτα χέρια ν το σ κ έ σ α ι λ λ ο . Θ υμότ της, ης, κα καθώ ς η ασ α σ τυνομί υνομ ία έψ έψ αχνε χνε το σ πίτι του Π εντε ντερέτσ κι πέρα πέρα από από τις γραμμές του τρένου, μ α σ ο ύ σ ε τα χέρι χέρια της, προκειμ ένου νου να ανακουφ νακ ουφ ισ τεί από απ ό το το ν πόνο μέσα της της.. Σ υνει υνειδητ δη τοποί οπ οίη σ ε πω ς ακόμη ακ όμη και κα ι τώ ρα αισ θανόταν θανόταν αβοή αβ οήθη θητ τος όπω όπ ω ς τό τε, ότα ότα ν έπρεπε πρεπε να α ντιμ ετω ετω πίσ ειτη γυνα γυναι ικεία οδύνη οδύνη.. Η ασ τυνομ υνομ ικός κό ς κάθι κά θισ ε κάτω κ α ι η Κ άρμε άρμελ τη μιμήθηκε μή θηκε.. Π ροσπα ροσ παθούσε θούσε να ηρε ηρεμ μ ή σ ει τη ν ανάσα ανάσ α της της.. Έ πειτα , πήρε πήρε τέσσε σσ ερις βαθι βα θιές ανάσε ανάσ ες, σ κούπ κο ύπι ισ ε το μ έτω έτω πό της τη ς κ α ι κούνη κο ύνησ σ ε το κεφά κεφ άλιτ λι της. ης. «Κ αιο Ά λεκ; Εί Ε ίναικαλά;» «Β ρίσ κετ κεται... ... βρί βρίσ κετα κεται σ το Β ασι ασ ιλικό Ν οσοκ οσ οκομ ομε είο. Κ άνουν ό,τι ,τι μπορούν γι για να τον σώ σ ώ σ ουν». «Α λλά λλά δεν τα κατ κα ταφ έρνουν». ρνουν». «Ά κου, Κ άρμε άρμελ λ, θα σου έλε έλεγ γα ψ έμ ατα ατα εάν εάν δε δεν σ ε σ υμβο υμ βούλε ύλευα υα να να είσ αιπροετο ετοιμ ασ μ ένη ένη για το χει χειρότερο ότερο» ». «Ό χου, ου, σ κ ά σ ε , που να πάρε πάρει ι, σ κ ά σ ε , βούλω βούλω σ έ το». Έ κρυψ ε το πρόσ πρόσω ω πο σ τις παλάμ πα λάμε ες της. ης. «Π άρε άρε τηλέφω ηλέφ ω νο τον γι γιατρό», ρό», απαί πα ίτησ ε. «Π ες του να μου δώ σ ει κ ά τι πιο δυνατό. δυνατό. Κ οίτα με, με, που πο υ να πάρε πάρει ι, χρει χρειάζομα ομ αικά ικά τι πιο δυνατ δυνατό α π ’ αυτό που π ου μου μου έδω σ ε». «Κ υρία Π ιτς, ξέρω πω ς είναι ναι τρομε ρομ ερά δύσ δύσ κολο κο λο για εσ εσάς, άς, αλλά είναι ναι σ ημ αντι ντικό να μας πείτε όλα όσ όσ α μ πορείτε να θυμ θυμ ηθεί θείτε. Μ όλις μου δώ σ ετε τη ν αρχ αρχική κατ κ ατάθε άθεσ σ η, θα πάρω τηλέφ ηλέφ ω νο το το ν για για τρό τρ ό . » «Ό χι, πάρ’ το ν τώ ρα! ς υ α υ δ ώ σ ει κ ά ι α να ω ».
«Κ άρμε άρμ ελ, ο γιατρός ρό ς σ ού έδω σ ε κ ά τι κ ι εμ είς κά νουμ νου μ ε ό,τι ό,τι μ πορούμε πορούμ ε». Έ κανε κα νε ένα βήμ βή μ α στ σ το δω μ άτι άτιο, ψ άχνοντ άχνοντα α ς να βρει βρει ένα μέρος μέρος για να κάτ κά τσ ει κ ι εντόπ ντόπι ισ ε μια ροζ καρέ κα ρέκλα κλα μ παμπού παμ πού,, πάνω σ την οπο οπ οία ήτ ή τα ν αφη αφ ημένο μένο ένα λούτρι λούτρινο αρκουδά αρ κουδάκι κι. Α κούμ κούμπ πησ ε το
αρκου ρκ ουδά δάκι κι σ το πάτ πά τω μ α, σ τερεώ νοντά νοντάς το με τη ν πλάτ πλά τη στο σ οβα οβ α τεπί, κ α ι κάθι κάθισε, με το το υς αγκώ νες νες να σ τηρί ηρ ίζοντα ονται σ τα γόνατ γόνατά του, σ κύβοντ κύβ οντα α ς μπροσ μπ ροστ τά γι για να κοι κο ιτά ξει ξει τη ν Κ άρμε άρμελ λ. «Έ χω δεκα δεκαπέν πέντ τε αξι α ξιω μ ατικούς ού ς εκ εί έξω , άλλους είκοσι οσ ι ένστ νσ τολους ολους κα ι δεν δεν ξέρω κ ι εγώ πόσο όσ ους εθελοντ θελοντέ ές. Ε ίναι η πρώ π ρώ τη μας προτ πρ οτε εραι ρα ιότη ότητα, έχουμε ουμ ε ρίξει όλο όλο μας μ ας το βάρος πάνω σ την υπόθεσ υπόθεσ η. Α φ ού σ υζητήσου υζητήσ ουμ μ ε τιθυμά θυμ άσαι, θα στ στείλω έναν ασ ασ τυνομι νομ ικό να σου μιλήσε λήσ ει, θα εί είναι μ αζί αζί σ ου σ υνε υνεχώ ς, εντά ντάξει; Θ α εί είναι διαθέσ αθέσιμ ος για οτιδήπ δή ποτε του ζητήσεις». «Μ α δεν δεν...» - το σώ μα της της συσπάσ συσ πάστ τηκε από από την την οδύνη- «...δεν «...δεν θυμάμ θυμά μ αι τι σ υνέβη υνέβη». ». Έ κρυψ κρυ ψ ε ξαν ξανά ά το το πρόσ πρό σ ω πο σ τα χέρια τη τη ς κι άρχισε να κλαίειμε λυγμούς. « έ υ , ο ο ρ κ ι υ χ ά ε κ α ι δ ε υμ
ι κα ν
ι σ υ ν έ β η ».
Ε ίχε περάσε περάσ ει πολύς πολύς και κα ιρός ρό ς από τό τε που που ο Ό μ ιλος Ε ρασ ρασ ιτεχνώ χνώ ν Κ ολυμβη ολυμ βητ τώ ν άλλαξ άλλαξε ε τον κώ δικα σ υμπε υμπ εριφ οράς του: Κ αθώ ς οι απόψ εις για το το τι θεω ρείτα ι παιδική κακοπο κο ποί ίησ η άλλαξαν, άλλαξαν, τώ ρα οι δάσκα δάσ καλοι λοικολύ κολύμ μ βησ βη σ ης σ υμβ υμ βουλε ου λεύο ύοντ ντα αν να έχουν έχουν ελάχι ελάχισ τη σ ω μ ατι ατική επαφ ή με τα παι πα ιδιά κα κ α ι να κά κ ά νουν νουν τα μ αθήμα αθή ματ τά το το υς από τη ν άκρη άκρη τη ς πισίνας νας. Τ ις σ υσ τάσ τάσ εις δεν τι τις εφά εφ άρμ οζαν όλες όλες οι πισ ίνες και σ υχνά υχνά εξαρτι αρτιότα όταν από τον κάθε κά θε δάσ δάσκαλο καλο να αποφ πο φ α σ ίζει αν θα θα έμ παι πα ινε σ το νερό νερό ή όχι, ω σ τόσ ο υπή υπήρχε ένας δάσκα δάσ καλος λος σ το Κ έντρο Α ναψ υχής υχής του Μ πρίξτον, ο οποί ο ποίος ος τηρούσ ηρ ούσε ε απαρ απ αράβ άβα α τα τη τη σ ύστ ύσ ταση. ασ η. Δ εν ξέφ ξέφ ευγε από τη ν προσ προσοχή κανενός νενός πω ς ο νέο νέος δάσκα δάσκαλος λος,, ο Κ ρις ‘‘Το ‘Τ ο Ψ άρι’’ Γ κάμ κάμερ πά ντο ντοτε κρα κρα τούσε ύσ ε απόσ πόσ τασ η από απ ό τα παι πα ιδιά που δίδασ δασκε. Γ ια τη τη ν ακ α κρίβεια, μερικές φ ορέ ορές έμο έμοια ζε να τα ν τ ι ε ί. ί. «Σ χεδόν σαν να τον τον κάνουν κά νουν να αισ αισ θάνετ θάνεται άβολα», βολα », έλεγ λεγαν οι ναυα ναυ α γο σ ώ σ τες μ εταξύ τους τους,, καθώ κα θώ ς τον παρα παρατ τηρούσαν, ρούσ αν, ντ ντυμέ υμ ένο με το υπε υπ ερβολι ρβ ολικά κά φ αρδύ αρδύ κόκκ κόκ κινο μαγι αγιό το του κα κ α ι το κόκ κ όκκ κινο σκο σ κουφ υφ άκι
κολύμ κολύμβη βησ σης, παρόλο παρόλο που δεν δεν έμ παι πα ινε σ το νερό νερό (ίσ ω ς το φ ορούσε ορούσε, κα ι μάλι άλισ τα δεμ δεμένο με το λουρί λουρίτ του, επειδή τα μαλλι μαλλιά το του ή τα ν τόσο όσ ο αραι αρα ιά που από μακριά φα φ αινότα νόταν καραφ καρα φ λός). λός). «Α ναρω τιέμ αι γιατί επιμ ένει ένεινα κά νεικ ά τιπου δεν δεν το του αρέσ ει». Α ντά ντάλλασ λλασσαν ιδέε δέες, ψ άχνοντ χνοντα ας να βρουν ρουν τι τους θύμ θύμ ιζε ο Γ κάμ κάμερ - πιγκουί γκου ίνο, ψ άριή ρουκέ ρου κέτ τα. Π ολλά από από τα τα παρα πα ρατ τσ ούκλι ούκ λια τα ταίριαζαν, αλλά αναμ αναμφ φ ίβολα, βολα, το Ψ άρι ή τα ν το πιο πετυχη πετυχημ μ ένο: το λεί λείο δέρμα δέρμα του με το μικρό, κρό, τριγω τριγω νικό κεφά κεφ άλι, ο ω οειδής δή ς κορμ ός του, ο ι χοντρ χοντροί μ ηροί ηροίτ του κ α ι οι υπερβολι υπερβολικά λεπτ λεπτοί οί ασ τράγ ρά γαλοί αλο ί του που πο υ κατ κα τέληγ ληγαν σε δυσα δυσ ανάλο νάλογα γα πλα π λατ τιές πατούσ ες, τις οποίες κρα τούσ ε ενω ενω μ ένες νες, στις σ αράντα ντα πέντε ντε μοίρες ρες. Ο ι αραιές τρίχες χες σ το σ τήθος θος κ α ι τα πόδια του έμ οιαζαν ανύπ ανύπα αρκτες κτες όταν όταν βρέ βρέχοντα χονταν. «Π ρέπε ρέπει να έχει έχεις μεμβράνε βράνες ς ανάμε νάμ εσ α στ σ τα δάχτ δάχτυλ υλά ά σου σ ου», », του έλεγαν λεγαν δι διάφοροι άφ οροι. Α λλά δεν δεν είχε: αφού αφ ού τα τα εξέτ ξέτασ ε, διαπίσ τω σ ε πω ς τα δάχτυλα δάχτυλα τω τω ν ποδιώ ποδιώ ν του, ου , αντί ντί να είναι ναι επίπεδα κα κ α ι πλατ λατιά, ή τα ν μα μ ακρόσ ρόστενα. να. Α λλά είτε έμ οια ζε με ψ άρι είτε όχι όχι, ή τα ν ένας ένας παρά πα ράξ ξενος δάσκαλος δάσ καλος κολύμβη κολύμ βησ σ ης. Π ρώ τα α π ’ όλα, ή τα ν με μ εγαλύτε γαλύτερος ρος από το υς υπό υπ όλοι λο ιπους δασκάλους δασ κάλους.. «Μ άλλον ανώ μ αλος είναι». «Μ πα, δεν δεν θα θα το του έδιναν τη τη δουλ δουλε ειά αν ή τα ν τέτοιος οιος» ». ή Ε
ν έν τ
η
θ έσ η ης
εξ α ι ν
κλημα
ι α ό
το
ρθρο
4 (2 )
υ
υ
ρί
ν . Η φ ράση αυτή αυτή εί είχε καρφ κα ρφω ω θεί θεί στο στο
μυαλό τους τους.. Α π ’ όσο όσ ο γνώ γνώ ριζε το προσ προσω ω πικό το του κέ κέντρο ντρου υ αναψ αναψυχ υχή ής, το μητρώ ο ενός πρώ πρώ ην κακοποιού εκ εί δεν δεν έσ βηνε βη νε ποτέ οτέ. Δ εν είχε σ ημασία πόσ α χρόνια είχαν χαν πε περάσ ράσει. «Ε κτός κ ι αν έχει χει λερω λερω μένο μένο μ ητρώ ητρώ ο», μ ουρμούρι ουρμ ούρισε ένας από το υς ναυα ναυαγοσ γοσώ ώ σ τες. «Ε πειδή δεν δεν το ν έπι έπια ασ αν ποτέ». ποτέ». «Ή άλλαξ άλλαξε ε όνομα όνομα». ». «Δ εν μπορε μπο ρείνα ίνα αλλάξ α λλάξε ει το όνομ όνομά ά του του,, αν έχει χει λερω λερω μέν μένο μ ητρώ ητρώ ο, έτσι έτσ ι δεν εί είναι ναι;» «Ε ίνα ι όμω όμ ω ς έτσι;» Έ νας από απ ό το υς με μ εγαλύτε αλύτερους ναυαγοσ ναυα γοσώ ώ σ τες
έτριξε τις αρθρώ σεις τω ν δαχτ δα χτύλ ύλω ω ν του κα ι κοίτα ξε το ν Γκ Γ κάμε άμ ερ που που σ τεκό εκότα ν στ στην άκρη άκρη της της πισίνας, νας, περιμ ένοντα ένοντας δύο δύο κορίτσ ια να φ ορέ ορ έσ ουν ουν τα σ ω σ ίβιά τους ους. «Γ ιατίνα μην μπορ μ πορε εί;» Ο ι ναυαγοσ αυ αγοσώ ώ σ τες παρέμε παρέμει ιναν σ ιω πηλοί και κα ι η προσοχ προσοχή ή του τους ς σ τράφ ρά φ ηκε στ σ τον Γ κάμ κάμερ. Έ μ οια ζε να είναι ναιιδιαίτερα βιασ τικός σήμ σήμερα. ρα. Ή τα ν η σε σ ειρά τω τω ν «καλαμ «καλαμ αριώ ν», τω τω ν εξ εξάχρονω άχρονω ν κ ι επτά πτάχρονω ν, και κ αι τα δύο κορί κορίτσ ια δεν δεν κατ κατάφ ερναν ρναν να βάλουν βά λουν τα τα σ ω σ ίβιά τους ους. Α λλά λλά ο Γ κάμ κά μερ δε δεν έσ κυβ κυ βε να τα βοηθήσ βοη θήσε ει. «Σ αν αργ αρ γοίδε οί δεν ν εί είσ τε σήμερα όλοι λο ισας; ας; Τ ιτρέχε ρέχει;» Π ίσω του, ένα ή δύο από τα παιδιά ψ ιθύρι θύρισ αν κάτι. Ε κείνος έκανε μεταβολή ολή. « Τ ι σ υμ βαί βα ίνει νει; Τ ι πάθατ θατε;» Κ ανεί νείς του του ς δεν δεν μί μίλησε λησ ε. Π αρατ αρατή ήρησε ρησε πω ς υπήρχαν υπή ρχαν περι περισ σ ότε ότεροι γονεί ονείς από απ ό κάθε κά θε άλλη άλλη φορά φ ορά σ τις κερκίδες δες κα ι μ ερικοί κοί μ αθητ θητές του απουσ πο υσί ία ζαν. «Κ άτι άτι τρέχε ρέχει ι», είπε γυρί γυρίζοντας οντας τη ν πλά πλάτ τη του του σ τα κο κ ορίτσ ια. «Θ α μου πείτε τι τι;» «Ε ξαιτίας του Ρ όρι όρι», είπε το ψ ηλότε λότερο από τα δύο. Ή τα ν ένα ένα σοβα οβαρό κο κ ορίτσ ι από το Τ ρινιντά ντάντ, ντ, με μαλλιά διακοσμ ημ ένα με χάντ χάντρες ρες κ α ι φ ορούσε ύσ ε ένα ροζ μα μ αγιό με τις Σ πά ις Γ κερλς κερλς.. Τ α νύχι νύχια της ή τα ν βα βαμ μ ένα στ σ το ίδιο χρώ μα. «Τ ου Ρ όρι;» Α νασήκ νασ ήκω ω σ ε τα φ ρύδι ρύδια του. ου . « Τ ι εννοεί οείς;» «Τ ου Ρ όρι από απ ό το το Ν τόνεγκαλ όνεγκαλ Κ ρέσε ρέσεν ντ». « Τ ιτου σ υνέ υνέβη;» βη; » Κ ανένα ανένα κορί ορ ίτσ ι δεν δεν μίλησε λησ ε. Τ ο μ ικρότ κρότερο, ένα σκο σκουρ υρόχρ όχρω ω μ ο με πράσ ράσινο μα μαγιό, έχω σ ε το δάχτ δάχτυλο υλο στ σ το στ σ τόμα όμ α. «Ε ίδαμ δα με την ασ τυνομί υνομ ία». «Μ ή πω ς σ ας είπε η ασ τυνομί υνομ ία τι σ υνέ υνέβη;» βη;» Τ α δύο κο κ ορίτσ ια αλλη λληλοκ λοκοιτάχτη χτηκα ν κ ι έπειτα έστρεψ αν τη ματιά του τους σ ’ εκείνον. νον. «Ό χι; Δ εν σας είπε κα κα νείς τι σ υνέβ νέβη;» «Ό χι». Τ ο μεγαλύτε γαλύτερο κορ κ ορί ίτσ ι κούνη κο ύνησ σ ε το κε κεφ άλι. «Α λλά ξ έ ρ υ τι συνέβη».
«Ώ στε στε ξ έ ρ ε τ ε τ ι σ υνέ υνέβη. βη . Τ ότε ότε ε ί τ ε σκυψ ε, λύ έ ξ υ ν ε ς ». » . Έ σκυ α κουμ κο υμπώ πώ ντα ντα ς τα χέρια σ τα ν α , κα κ α ι μ ισ όκλε όκλεισε τα μ άτια του του.. Ή ξερε πω π ω ς ο ιγονεί γονείς τον τον έβλ έβλεπα επαν απ α πό τις κερκί ερκίδες, δες, με τις επικριτικές, κα χύποπ χύπο πτες μ ατιές τους σ τραμ ρα μ μένες πάνω του, ου , λες λες κα ι τον υπ οπ τεύοντ εύο ντα α ν πω ς έκανε κάτ κά τι. «Λ οιπόν, πόν, τι σ υνέβη υνέβη;; Π είτε μου». μου». «Ο Κ αλικάντ κάντζ ζαρος αρος το έκανε κα νε». ». «Α , μάλισ τα». α». Α ναρω τιότα όταν πότε κά ποιος θα το το ανέφ ανέφ ερε. ρε. Ίσ Ίσ ιω σ ε το κορμί ρμ ί του, πήρε πή ρε με μερικά σ ω σίβια, τα έριξε σ την πισ ίνα κα κ α ι κάθισε για μια σ τιγμή να τα δει δεινα επιπ πιπλέουν. Έ τριψ ε τα χέρια το του πάνω στο μ πλουζ λου ζά κι το υ κ α ι σ τράφ ρά φ ηκε ηκ ε ξανά ανά προς τα κορίτσ ια. «Π οιος Κ αλικάντ κάντζ ζαρος ρος;» Τ ο μ ικρότ κρότερο κορίτσ ικοίταζ ταζε τα δάχτ δάχτυλ υλά ά το του. «Έ χει χεις δει δει ποτέ σου σ ου το ν Κ αλικάντ κάντζ ζαρο;» αρο;» «Ό χι», είπε το ψ ηλότ λότερο κορ κ ορί ίτσι. «Τ ότε, πώ ς ξέρετ ξέρετε ε ότι ότι υπά υπάρχει ρχει; Έ χει χει δει δει κανε κα νεί ίς από εσ άς τον Κ αλικάντζ κάντζαρο;» αρο;» Τ ο κορίτσ ι ανασ ανασήκω ήκω σ ε τους ου ς ώ μους. μους. Κ ύρτω ύρτω σε τα δάχτ άχτυλα τω ν ποδιώ ν τη τη ς και άρχισ ε να παίζει με το μαγιό της, κουνώ ντας ντας τα πόδια της σαν να ήθελε να πάειτουαλέτα. «Μ ε άκουσ άκο υσε ες; Ε ίπα, έχει χει δει δει κά ποιος από απ ό τους φ ίλους σ ου τον Κ αλικάντζ κάντζαρο;» αρο;» Ε κεί κείνη κατένευ νευσ ε, δίχω ς να τον κο κοιτά ξεικατ ξεικα τάμ ατα. «Π οιοι φ ίλοισ λοι σ ου τον έχου έχουν ν δει δει;» «Κ άποι πο ιοι», είπε κοι κο ιτάζοντας ζοντας αθώ α το νερ νερό κ ι εκείνος νος ήταν σ ίγουρος ουρος πω ς του έλεγε λεγε ψ έματα. «Ζ ει σ το δάσ δά σ ος του πάρκο πά ρκου». υ». «Κ αι...;» «Κ αι σ καρφ καρφ άλω σε από τους του ς σ ω λήνες λήνες μέσα στ σ το σ πίτι. Σ το σ πίτι του Ρ όρι όρι». «Κ ατάλα ατάλαβα». βα». «Σκαρφ «Σ καρφάλω άλω σ ε σ τους σω λήνε λήνες και κα ι τους ου ς σ κότω κότω σ ε. Τ ους έφ αγε αγε σ τα
κρεβά ρεβάτια τους». Α κούγοντα γοντα ς αυτά τα λόγια, το κο κ οριτ ριτσ άκ ι με το πράσ πρά σινο μαγιό άρχισε να κλαί λαίει. Τ α δάκ δά κρυά της της κύλησ λη σ αν απ α πό τις βλεφα βλεφαρίδες δες στις γροθιές της. «Ε ντά ντάξει ξει, εντά ντάξει ξει». Τ ο Ψ άριίσ ιω σ ε το σ ώ μ α το το υ με νευ νευρικότη τα α πέναντ πέναντι ι στη στη θέα θέα τω ν δακρύω δακρύω ν. «Ν ομί ομ ίζω πω ς κατ κα ταφ εύγουμε ύγουμ ε σε ασ τήρικτα κτα σ υμπε υμ περά ράσ σ μ ατα. Κ ανεί ανείς δεν δεν μπορε μπ ορεί ί να ξέρε ξέρει ι τι σ υνέβη υνέβη». ». Ν ευρι υρ ικός κό ς που οιγονεί γονείς δεν δεν έβ έβλεπαν λεπαν τι τι σ υνέβ υνέβαινε, νε, έβαλε το το σ ώ μ α του μ προστά σ το παιδί, για να το κρύψ ει από τις κερκί κερκίδες δες. «Κ ανεί νείς δεν δεν ξέρε ξέρει ι αν ή τα ν πρά πρά γματ γμα τι ο Κ αλικάντζ κάντζαρος αρος,, σ ω σ τά; Έ τσ ι δεν δεν είναι, ε; Έ τσι τσ ι δεν εί είναι ναι;» Τ ελικά, κατ κα τάφ ερε να τη τη ν αναγκάσ αναγκά σ ει να γνέ γνέψ ει κατ κα τα φ ατικά, κά , αλλά αλλά δεν δεν σ ταμ ά τησ ε να κλαί κλα ίει, με το δάχτ δάχτυλ υλο ο χω μ ένο ένο σ το σ τόμα όμ α της της.. «Έ τσ ι!» Γ ύρισε κ α ι χτύπ χτύπη η σ ε παλαμ λαμ άκια. «Ά ντε ντε, πάμ πά με, δεν δεν έγινε και τίποτα . Μ πείτε στ στο νερ νερό, πάρτε σ ω σ ίβια αν χρειάζεται». Α ργότε ργότερα, ρα, καθώ ς γύριζε στ στο σπίτι, με τα πράγμα ρά γματ τά του του σ τοιβαγμ βα γμέ ένα μέσα στ σ το παλι παλιό κόκκ κό κκι ινο σ α κβο κβ ουαγι υα γιάζ του, ου , πέρα πέρασ σε μ προσ πρ οστ τά από α πό τέσσ ερις εισ όδου όδους ς το υ πάρκ πά ρκου ου κα ι διαπίσ τω σ ε πω ς όλες όλες ή τα ν κλε κλεισ τές, ές, έπει έπειτα από εντολ εντολές ές τη ς ασ τυνομ υνομ ίας. Σ υνέχισ ε τον δρόμο δρόμο του, του, ασ υνήθι υνή θισ τα νευρ νευρι ικός κό ς, κ α ι αφ ού επέστ πέσ τρεψ ε σπί σπίτι, πήρε πήρε αμ έσω ς τα χάπι χάπ ια του του,, καταπ ίνοντά νοντάς τα με τη βοήθε οή θει ια σ κέτου κέτου καφ καφ έ. Έ π ειτα σ τράφ ρά φ ηκε προς προς το παρά πα ράθυρο θυρο με τρεμάμ ρεμά μ ενα χέρι χέρια. Α ρκετ ρκετά παράθυρα παράθυρα στ στο Μ πρίξτον είχαν θέα θέα στ σ το πάρκο. πάρκο. Μ ερικά βρί βρίσ κοντ κοντα αν στ στους δίδυμου δυμ ους ς πύργου πύργους ς σ τον Β ορρά, ορρά, άλλα σ τα μ ισ οχτι οχτισ μ ένα σπί σ πίτ τια σ το σ υγκρότημ υγκρότημα α κα τοικιώ ν Κ λοκ Τ ά ουε ου ερ και κά ποια άλλα, άλλα, όπω ς εκείνο το το υ Γ κάμε κάμ ερ, ανήκα νήκ αν σ τα δημοτ δημ οτι ικά διαμερίσ ματα πά πάνω από τα μαγαζι αγαζιά τη τη ς οδού οδού Έ φ ρα. ρα. Ά νοιξε το παράθυρ παράθυρο ο κι έβγαλε βγαλε δισ τακτ ακ τικά το κεφ κεφ άλι του. Α πό ’δώ ’δώ , το το Ν τόνεγκα νεγκαλ λ Κ ρέσ ρέσ εντ απείχε σχε σχεδόν δόν ένα χιλιόμε όμ ετρο κ α ι δεν δεν μπ μ πορού ορούσ σε να δει δει τη ν ταινία που που είχε τοποθετή θετή σ ει η ασ τυνομί νομ ία γύρω γύρω από τον
χώ ρο, ρο, ή το το πλήθος πλήθος τω ν δημ δημοσι οσιογράφ ογράφω ω ν και κα ι τω ν περα περασ σ τικώ ν στο στο Τ αλς Χ ιλ σ την άκρη το του πάρκο πά ρκου, υ, ω σ τόσο όσ ο πρόσε πρόσ εξε τη ν ηρεμί ηρεμία. Μ ια τέτο έτοια καλο κα λοκα και ιρινή μέρα, μέρα, το πάρκο σ υνήθω υνή θω ς ή τα ν γεμ γεμ ά το με γονεί γονείς κα ι παιδιά, αλλά σή σήμερα μερα η μεγάλη δεν δεντρόφ υτη υτη έκτα κτασ η ή τα ν σιω πηλή πηλή και κα ι οι μ οναδικοί ή χοι προέρχ προέρχοντ ονταν αν από τα τζιτζίκια κα κ α ι το ραδιόφω όφ ω νο ενός ενός αυτοκινήτ νή του κά κ άτω , σ την οδό Έ φ ρα. Π ίσω από τι τις κορυφ ές τω ν δέντ δέντρ ρω ν έρι έριξε μι μια μ ατιά σ τις μακρινές νές εκτ εκτά σ εις με γκαζ κα ζόν, όν, που απλώ νοντα οντα ν κι έφ ταναν σ την κορυφή του λόφ λόφ ου. ου. Έ κλεισ ε το το παράθυρο παράθυρο κα ιτρά ιτράβη βηξε ξε τη ν κουρτ κουρτί ίνα.
Η Κ άρμελ άρμελ έκανε κα νε αρκετ ρκετή ώ ρα για να σ ταμ ατήσε ήσ ει να κλαί κλαίει. Ο Κ άφε άφ ερι κα ι η ασ τυνομ υνομ ικός αντάλλα ντάλλαξ ξαν μι μια αμ αμήχανη ματι ατιά, κ ι έπειτα σ υνέχι υνέχισ αν να κοιτά νε τη ν ταπετσ αρία, μέχριτο ιτο ηρεμ ισ τικό Α τιβάν να πιάσε άσ ει. Α φ ού άρχ άρχισε να κυλά υλάειστ εισ τις φ λέβε λέβες ς τη ς Κ άρμελ, άρμελ, σ ταμ άτησ ε να κλαίει. Α πλώ θηκε θηκ ε, προσ προσπ παθώ ντα ντας να βρειτ βρει τα τσ τσ ιγάρα της της.. Α ργά, ργά, με αρκε αρ κετ τή προσπά προσ πάθε θει ια, άναψ ε ένα τσ ιγάρο, τράβη ρά βηξε ξε το τα τα σ ά κι κοντ κο ντά ά τη ς κ ι άρχισε να μιλάε λάει. «Ξ έρετε έρετε πω ς το υς έχω ήδη μιλήσ λήσει; Ε ίπα ό,τι ήξερα στο ασθενοφόρο». «Θ α ήθελα ήθελα να τα τα ξανακούσω ανακούσ ω , σ ε περί περίπτω πτω σ η που παραλε παρα λεί ίψ αμε αμ ε κάτι». Ω σ τόσο, όσ ο, δεν δεν έμ αθε αθε κ ά τι παρα πα ραπά πάν νω α π ’ όσα όσ α η γυναί γυναίκα είχε πει σ τους τοπ ικ ούς ασ τυνομ υνομ ικούς. ύς. Υ πήρχαν ήρχαν ελά ελάχι χισ τα νέα σ τοιχεία. Θ υμήθηκε υμή θηκε πω ς αισθάνθηκε σθάνθηκε άσχ άσ χημα ημ α αφ ού έφ έφ αγαν αγαν το βραδι βραδινό κα κ α ι πω ς είχε σ τείλειτ λει το ν Ρόρ Ρ όρι ι κά τω για να να παί πα ίξει ξει Pl Play aySt Stat atio ion n με το ν Ά λεκ, λεκ, προτ προ τού πά ει σ την κρε κρ εβατ βα τοκάμ οκά μ α ρα για να ξαπλώ σει. Α νησυχ ησ υχούσ ούσε ε, επειδή σ χεδί χεδίαζαν να τα ξιδέψ δέψ ουν ου ν στ στο Μ άργκεϊτ τη ν επό επόμ μ ενη μέρα κα κ αι δεν δεν ήθελε θελε να πέσε πέσ ει άρρω στη. Α υτό υτό ήτ ή τα ν το μόνο όνο που π ου θυμότ θυμ ότα αν μέχ μέχρι που ξύπνη ξύπνησ σ ε σ το ερμάρ ρμάρι ιο εξαε εξαερι ρισμού. ού. Δ εν είχε α κούσ ει περίεργους ργους θορ θορύβου ύβους ς, ούτε εί είχε δεικ δεικ ά τι ύποπτο στη γειτονιά κα και, πέρα από α πό την
αδιαθεσί θεσία της, τίπ οτα παράξενο δεν τη ς είχε συ σ υμ βεί τις ώ ρες πρι πριν εκδηλω κδη λω θεί θεί η επίθεση θεση.. «Θ α φ εύγαμε ύγαμ ε για διακοπέ οπές τη ν επό επόμ μ ενη μέρα. μέρα. Γ ι’ αυτό κανε κα νεί ίς δεν δεν μας μας αναζήτ ναζήτησ ησε ε. Έ πρεπ ε να σ κέφτ κέφ τηκαν πω πω ς είχαμε χαμ ε φ ύγει γει». «Ε ίπατε στη στην αξιω μ ατικό πω ς α κούσα ύσ α τε κ ά τιπου θύμι θύμ ιζε ζώ ο». ο» . «Ν αι. Α νάσες άσες, ρουθουνίσμ ατα. ατα. Έ ξω από το το ντ ντουλά ουλ άπι». «Π ότε έγι έγινε αυτό; υτό;» » «Ν ομί ομ ίζω τη ν πρώ τη μέρα» μέρα».. «Κ αιπόσο συχν συχνά συν σ υνέ έβη;» «Μ ονάχ ονάχα α μία φορά» φορά».. «Π ισ τεύετε, λοιπόν πόν, πω π ω ς... εμ ... .. . υπή υπήρχε κάπ κά ποιο ζώ ο σ το σπί σ πίτι; Ν ομί ομ ίζετ ζετε πω ς ο ει εισ βολέ ολέας είχε φ έρεισκ ρεισκύλο μ αζίτου;» ίτου;» Κ ούνησε ούνησ ε το κεφ κεφ άλιτης λιτης.. «Δ εν ά κουσ κουσα α κά κ ά τι άλλο, άλλο, ούτ ού τε γαβγ αβ γίσ μ ατα ούτ ού τε τί τίποτα οτα , κ α ι δεν δεν ή τα ν σκύλος. σκύλος. Ε κτός κ ι αν στ σ τεκότα ότα ν σ τα . ξέρε ξέρετ τε». Α κού κούμ πησ ε τι τις γάμπ γάμ π ες της. ης. «Ε κτός κ ι αν σ τεκότ εκό τα ν στ σ τα πίσω πόδι πό δια το του». υ» . «Κ αιτι αιτιπισ τεύετε πω π ω ς ήταν;» «Δ εν ξέρω . Π οτέ οτέ μου δεν δεν έχω α κ ούσ ού σ εικά ικ ά τι παρόμ πα ρόμοι οιο». «Α κούγα κούγα τε τον Ρόρικα Ρ όρικαιτ ιτον ον Ά λεκ;» κ;» «Τ ον Ρόρι Ρ όρι». Έ κλεισ ε σ φ ιχτά τα τα βλέφ βλέφ αρά τη τη ς και κα ι κατ κα τένευσ νευσε ε. «Έ κλαιγε. Ή τα ν στ σ την κουζίνα ». «Π ότε ότε τον ακούσ ακού σ α τε;» «Λ ίγο πριν έρθετε ρθετε». Ο ι λέξ λέξεις τή ς προκ προκάλ άλε εσαν έναν έναν σπα σπασ σμ ό, σαν σα ν να πληγ πλη γω νόταν όταν από α πό τη τη ν προσπάθε προσπ άθει ια που π ου κατ κα τέβαλλε βα λλε.. Έ σ βησ βη σ ε το τσ ιγάρο γάρ ο της, άναψ ναψ ε ένα δε δεύτερ ύτερο κ ι άρχισε να βήχε βή χει ι. Τ ης πήρε πή ρε αρκετ αρκετή ή ώ ρα μέχρινα ρινα σ ταμ ατήσ ει. Σ κούπ ού πισ ε τα τα μ άτια της της,, το σ τόμα όμ α τη τη ς και απομ πο μ άκρυνε κρυνε τα μαλλι μαλλιά από από τα μ άτι άτια της της.. «Υ πάρχε πά ρχεικ ικά ά τιπου πο υ δεν δεν τους είπα χθες βράδυ», πρόσθεσε. Ο Κ άφε άφ ερισ ρισ ή κω σ ε τη μ ατι ατιά από α πό τις σ ημε ημ ειώ σ εις του. ου. «Δ εν άκουσ άκ ουσα α καλά». κα λά». Η ασ τυνομι υνομ ικός κός τη ν κοίτα ξε έκπληκ κπληκτ τη, με ανασηκ νασ ηκω ω μ ένα
;» φ ρύδια. « Τ ι ε ί τ ε ;» δεν ε ί ». «Υ χ ε κ ά τιπου δεν «Π ερίτί ίτίνος νο ς πρό πρόκει κειται;» «Ν ομί ομ ίζω πω ς έβγαλε φ ω τογραφ ογραφί ίες». «
ς ;» ;»
Ε ίδα το το φ λας να λάμπε λάμ πει ι από απ ό τη τη σχισμή σμ ή τη ς πόρτ πόρ τας του ντουλαπι ουλαπ ιού. Μ πορούσα να να ακούσω α κούσω και κα ι τον ήχο ήχο του του φιλμ. Ε ίμαι σίγουρη πω ς ή τα ν φω φ ω τογραφ ογραφι ική μηχ μη χανή». «Κ αιτι αιτιπισ τεύετε πω π ω ς φ ω τογράφ ογράφ ιζε;» «Δ εν ξέρω . Κ αι δεν θέλω να μάθω μ άθω ». Ά ρχι ρχισε να τρέ τρέμ μ ει ξανά, ανά, τρίβοντας με μανία τα χέρια της. « ν ο ρ ικ ι κ ι . Ή μουν τόσο άχρηστη, άχρηστη, τόσο όσ ο αναθεμ αθεμ ατισ μ ένα άχρησ άχρηστ τη που καθόμ κα θόμου ουν ν εκ εί σαν το π οντί ντίκι για τρει τρεις μέρε μέρες ς. Δ εν ήξερα ξερα πω ς θα απ α παγάγε γάγει ι τον Ρόρι Ρ όρι. Α ν ήξερα πω ς θα το το κάνει νει...» .. .» «Δ εν ήσου ήσ ουν ν άχρηστ άχρησ τη, Κ άρμελ. άρμελ. Γ ια κο κοίτα τι έκανε κα νες ς σ τα χέρια σ ου, προσ πρ οσπα παθώ θώ ντα ντας να δραπε δραπετ τεύσε ύσ εις. Π ροσπά ροσ πάθησ θησε ες όσο όσ ο πιο σκληρά μ πορούσε πορούσ ες». Ο Κ άφε άφ ερι έκαν κα νε μια παύση, παύσ η, καθώ κα θώ ς αισθάνθηκε σθάνθηκε πω ς θα έλεγε κάτι που δεν θα ακουγόταν και τόσο καλά. η σ υ ν ε χ ίσίσ ε . νε ς α α χε ρό . Σβέλτα, βρήκε τον χαρτοφύλακά του σ το πά πά τω μ α. «Κ οιτά ξτε ξτε, ξέρω πόσ πό σ ο δύσκο δύσκολο λο εί είναι, αλλά πρέ πρέπει να υπογρά υπ ογράψ ψ ετε κάτ κά τι. Δ εν είναικα ναι κατ τάθεσ θεσ η, είναι φ όρμ όρμες αδεί αδείας. ας. Β ρήκαμ ρήκαμε ε μια φω φ ω τογραφ ογρα φ ία το του Ρ όρι, μια σχολική φ ω τογραφί ογραφ ία, κ α ι θέλο θέλουμ υμε ε την άδει δειά σ ας για να τη ν αναπ α ναπα αραγάγουμ ρα γάγουμε ε, να τη τη δεί δείξουμε ουμ ε στ στον κόσ κόσμ μ ο. Κ ιέχουμε χουμ ε πάρ πάρειορι ορισμένα από από τα ρούχα ρούχα και κα ιτα βιβλία το του Ρ όρι». «Τ α ρούχα ρούχα κα κ α ιτα βιβλία του του;» ;» «Γι «Γ ια να να τα μ υρίσ ουν οι σκύλοι κύλοι. Κ α ι. » DNA. Δ ίχω ς δεί δείγμα, δεν δεν θα θα μ πορέσο πο ρέσουμ υμε ε να τον , ν κα ι εν λω να το , κυ α Π ς, ο γ αναγνω ναγνω ρίσ ουμε ουμ ε. ς
να ι
νό
α ν εκ ρ ό .
Ή τα ν ένα ένας ς από τους του ς πιο κ α υτούς Ιουλί υλίους ους που το Λ ονδίνο εί είχε
περάσε περάσ ει κ α ι ο Κ άφε άφ ερι ήξερε τι σ υνέβα υνέβαι ινε σε ένα σώ σ ώ μ α έπειτα από σ αράν αρά ντα οκτ ο κτώ ώ ώ ρες ρες καύσ κα ύσω ω να. Ή ξερε πω ς αν ο Ρ όρι δεν βρισ κόταν κόταν μέχριαύρ ρι αύρι ιο το το πρω ί, δεν δεν θα θα μπο μ πορο ρούσ ύσα αν να επιτρέψ ουν ουν σε σε σ υγγε υγγενή να κά νειτ νειτη η ν αναγ αναγνώ νώρι ριση. ση . «Κ αι...;» επέμ επέμει εινε εκείνη. νη. «Κ αι τίπ ο τε άλλο. άλλο. Γ ια να μ υρίσ ουν τα σκυλιά. Μ πορε ορ είτε να το το υπογρ υπ ογρά άψ ετε, ετε, αν δεν δεν έχετ έχετε αντί αντίρρησ ρρη ση». Ε κεί κείνη κατ κα τένευσ νευσε ε κ α ι ο Κ άφε άφ ερι τη ς έδω σ ε τα έγγραφα, ραφ α, μ αζί αζί με ένα στιλό. «Κ υρί υρία Π ιτς;» «Τ ι;» Υ πέγ πέγραψ ε τα έγ έγγραφα ραφ α καιτ κα ιτου ου τα έδω έδω σ ε πάνω πάνω από τον τον ώ μο της, χω ρίς να τον τον κο κ οιτάξει. «Δ υσκο υσ κολεύομ λεύομα αι να προσ προσδιορίσω τη ν ηλικία το του Ρ όρι. Κ άποι ποιοι γεί γείτονες νες λέν λένε πω πω ς είναι ναι εννιά». Π ήρε ήρε τα έγγραφ ραφ α κ α ι τα τοποθέτη θέτη σ ε σ τον χαρτοφ αρτοφύλακά ύλακά του. του. «Ε ίνα ισω ισ ω σ τό αυτ α υτό;» ό;» «Ό χι, κάνουν κά νουν λάθος λάθος». ». «Κ άνουν λάθο λάθος ς;» «Ν αι». Σ τράφ ρά φ ηκε κ α ιτο ν κοί κοίταξε. ξε. Γ ια πρώ πρώ τη φ ορά εί είδε ολόκληρο ολόκληρο το πρόσ πρ όσω ω πό της. ης. Σ υνει υνειδητ δη τοποίη σ ε πω ς τα μ άτια τη τη ς έμ οιαζαν νεκρά νεκρά,, όπω ς κα ι τη ς μητέρας ρα ς του, ου , αφού αφ ού έχασε χασ ε το ν Γι Γ ιούαν. ούα ν. «Θ α γίνει νει εννι ννιά τον Α ύγουστ ύγουστο. ο. Ε ίναιοκτώ αιοκτώ . Μ ονάχ ονάχα α οκτώ οκτώ ». Σ το ισ όγει όγειο, ο Κ άφε άφ ερι ευχαρί υχαρ ίσ τησ ε τη ν κυρία Ν ερσε ρσεσιάν. «Ε υχαρί υχαρίσ τησή ησ ή μου, αγ α γα πητέ πητέ. Η κ α κ ο μ ο ίρ α . δεν θέλω ούτ ού τε καν να φ αντα ντασ τώ τιπερνάει». Τ ο μ ικροσ κροσ κοπι κοπικό καθι κα θισ τικό ή τα ν άψ ά ψ ογα καθαρό κα θαρό κ α ι γεμ γεμ άτο αντι ντικείμ ενα - μια ασ α σ ημ ένια γαβ γαβάθα σ το γυαλι γυα λισμ ένο τραπέ απ έζι, μια σ υλλογ υλλογή ή από κρυσ κ ρυστ τάλλι άλλινα ζω ζω ά κια στ σ τα γυά γυάλι λινα ράφι ράφ ια. Π άνω σ τον καναπέ κα ναπέ με το πλαστ πλασ τικό κάλυμ κά λυμμ μ α καθότ κα θότα α ν έν ένα κορίτ κορίτσ ι με σ κουρόχρω μ α μάτι μάτια, περί περίπου δέκα δέκα χρον χρονώ ώ ν. Φ ορούσε ορούσ ε σ ορτσ ορτσ άκι άκ ι και κα ι κόκ κό κκινο ριγέ κοντομ ντομά άνικο μ πλου πλουζ ζάκι, κ α ι κ οίτα ζε σι σ ιω πηλά τον
Κ άφε άφ ερι. Η κυρία Ν ερσε ρσ εσ ιάν κροτ ροτάλισ ε τα δάχτ δάχτυλ υλά ά τη της. «Α νναχί νναχίντ, πήγαι γαινε πάνω . Μ πορείς να δει δεις τα βίντε ντεό σ ου, ου, αλλά αλλά να έχει χεις τον ήχ ήχο χαμηλω αμ ηλω μέν μένο. Η μαμά μα μά του του Ρ όρι κοιμ άτα άτα ι». Τ ο κορίτσ ι με αργέ αργές κινήσ νήσ εις σ ηκώ θηκε θη κε κι κ ι εξαφα ξαφ ανίσ τηκε από από το δω μάτιο. Η κυρία Ν ερσεσ ρσεσ ιάν στράφ στράφηκ ηκε ε σ τον Κ άφε άφ ερικαι ρικα ι ακούμ ακ ούμπη πησ σ ε το χέρι τη ς σ το μπράτ πρά τσ ο του του.. «Τ ο Ν ερσε ρσ εσ ιάν είναι αρμέ αρμένι νικο όνομα ό νομα.. Δ εν σ υναντ υνα ντά ά κανε κα νεί ίς έναν Α ρμέν ρμένη κάθε κά θε μέ μ έρα κα κ α ιπρέπεινα γνω γνω ρίζετε πω ς, ότα ν επ ισ κέπτεσ έπτεσ τε ένα ένα αρμ αρμέ ένικο σ πιτικό, θα φά φ άτε». Π έρασ ρα σ ε σ την κουζίνα κι κ ι άρχισε να σ τριφ ογυρί ογυρίζει σαν σβούρ σ βούρα, α, ανοίγοντα οντας το ψ υγεί υγείο κα κ α ι κατ κα τεβάζοντα οντα ς τρόφι ρόφ ιμ α από απ ό τα τα ντ ντουλάπι ουλά πια . «Θ α σας σ ας προσφέ προσφ έρω ένα λουκούμ λου κούμ ι φ ισ τικιού», φ ώ ναξε. αξε. «Κ αι τσ ά ι μέν μέντας, ας, κι έπειτα θα προσευχηθ οσ ευχηθού ούμ μ ε γι για τον Ρ όρι όρι». «Ό χι, θα πρέ πρ έπεινα πεινα σας ευχαρι υχαρισ τήσ ω , κυρί κυρία Ν ερσι ρσ ιάν...» « εσι ». «Ν ερσε ρσεσιάν. Θ α προτ πρ οτι ιμ ούσα ούσ α να αφ ήσ ουμε ουμ ε το τσ άι, αν δε δεν υπάρ υπάρχ χει πρόβλημα, πρόβλημ α, κυρί κυρία Ν ερσε ρσ εσ ιάν. Π ροσπα ροσ παθούμ θούμε ε να εκ εκμ εταλλευτ λλευτούμ ούμε ε κάθε δευτερόλεπτο». Ε κεί κείνη εμ φ ανίσ τηκε ηκ ε σ την πόρ πό ρτα κρα κ ρατ τώ ντα ντα ς μια πε πετσ έτα . «Ε λάτ λάτε, καλέ μου, ου, πρέπει να φ άτε. Γ ια κο κο ιταχτε ταχτεί ίτε στ σ τον καθρ κα θρέ έφ τη, είσ τε πετσ πετσ ί και κα ι κόκαλο. κόκα λο. Ό λοι μας πρέπε πρέπει ι να βάζουμε βάζουμε κάτ κά τι σ το σ τόμα μας σε τέτ τέτοιες κα τασ τάσ εις, μας φ τιάχνει χνειτη διάθεση». θεση ». «Σ ας υπόσ υπ όσχομ χομα α ι πω ς θα γυρίσ ω και κα ι θα πιούμε ούμ ε τσ ά ι μαζί μαζί, μόλι μόλις βρούμ βρούμε ε το ν Ρόρι Ρ όρι». «Τ ον Ρόρι Ρόρι». Τ οποθέ οπ οθέτ τη σ ε τη ν παλάμη παλάμ η πάνω σ την καρδι καρδιά της της.. «Το «Τ ο κακό κα κόμ μ οιρο παλι παλικαράκι καρά κι! Ο Θ εός το ν προσ προ σ τατεύει. Τ ο αισ θάνομα θάνομ αι μέσα μέσα μου. μου. Ο Θ εός τον βλέπε βλέπει ι από ψ ηλά και κα ι - Α χ ί !» φώ φ ώ ναξε αξε ξαφν αφ νικά, με τα μ άτια κα καρφ ω μ ένα στ σ την πόρτ πό ρτα α πίσω του. ου . «Α νναχίντ! είπ είπ α .» Ο Κ άφε άφ ερι έκανε κα νε μετ μεταβολή. αβολή . «Ο Κ αλικάντζ κάντζαρος το έκα έκανε νε». ». Τ ο κορι κοριτσ ά κι σ τεκότ εκό τα ν στ στην πόρτ πό ρτα α, κοι κο ιτάζοντά ντά ς τον έντ έντονα ονα,, με τα
μεγάλα, σ οβαρά οβα ρά κα κ αφ ετιά μ άτι άτια της της.. «Ο λ ικ ικ τ ρ ο βγήκε από το δάσος καιτο έκανε». Η κυρί κυ ρία Ν ερσε ρσ εσ ιάν άρχισε να πλατ λα ταγίζειτη γλώ σ σ α της, ης, κάνοντ κά νοντα ας νεύ νεύμ α τα σ την Α νναχίντ να φ ύγε ύγει, κουνώ ντα ντα ς τη ν πετ πετσ έτα έτα . «Π ήγαι ήγαινε, νε, πήγαι γαινε». Γ ύρι ύρισε σ το ν Κ άφε άφ ερι, με μ άτια μισ όκλει όκ λεισ τα, ισ ιώ νοντ νοντα α ς τα μαλλι μαλλιά της. ης. «Λ υπά υπάμ αι, κύρ κύρι ιε Κ άφε άφ ερι, λυπά λυπάμ μ αι πρα πρ αγματ γμα τικά για τη την ενόχλησ νόχληση η. Μ ερικές φ ορές ορές, τα παι πα ιδιά έχουν έχουν πολύ ζω ηρή φ αντασ ντασί ία».
Τ ο Μ πρί πρ ίξτον ήτ ήτα ν ένα ένα μέρος διαφ ορε ορετικό από το υπόλο υπ όλοι ιπο Λ ονδί ονδίνο. Μ ετανάσ νάσ τες από τη ν Κ αραϊ αρα ϊβική έφ τιαξαν τα σ πιτ πιτικά το υς μέσα σ τα λιτά κτ κτίσ μ α τα του δέκ δέκατου ένατ νατου αιώ να, να, κ α ι από τη δεκαε δεκα ετία του του Ε νενήντ νενήντα, α, ένα νέ νέο είδος ανθρώ πω ν άρχισε να ξεφ ξεφ υτρώ νει νει εκεί κεί: οι καλλι καλλιτέχνες. Λ ευκοί και μοντ μοντέρνοι. Τ ους προσέ προσέλκ λκυσε υσε η «πολυπο λυ πολι λιτισ μ ικότητ ότητα» τη ς περιοχής οχή ς κ ι αργά κα κα ι μ εθοδικά, κά , την παραμ παραμέ έρισαν. Ο ασ τικός εξευγε ξευγενι νισ μ ός ολοκλη ολοκληρώ ρώ θηκε θηκε. Σ τον στ σταθμό αθμ ό του μετρό, ρό, το άγαλμα λμ α ενός ενός αγοριού, ού, που θύμ θύμ ιζε έναν μοντ μ οντέ έρνο Ν τικ Γ ουί ουίτιγκτον, γκτον, με φ ουλάρι ουλά ριτ τυλιγμένο γμένο γύρω από τον λαιμό του κ α ι μια τσ άντα ντα ακουμ κο υμπ πισ μ ένη σ τα πόδι πό δια του του,, σ τεκότα ν με χέρια σ ταυρω υρω μ ένα κ ι ένα πόδι σ τηριγμένο γμένο σ τον τοί τοίχο, αγνοώ γνοώ ντα ντα ς το υς νέο νέους κ α τοίκους του Μ πρί πρίξτον, ξτον, ο ι οποίοισπρ ισ πρώ ώ χνοντ χνοντα α ν γι για να μ πουν πουν σ τα βαγ βα γόνια, κρα κρ α τώ ντα ντα ς χα ρτοφ ρτοφύλα ύλακε κες ς Γ κούτσ κούτσι. Κ αικα αι καθώ θώ ς τα σ χολεί ολεία ήτ ή τα ν κλει κλεισ τά, ο ι δρόμοι δρόμοιέ έσ φ υζαν υζαν από από ζω ή. Κ αθαρι θαριστές από το ν δήμο δήμ ο του του Λ άμ πεθ εί είχαν περά περάσ σ ει, καθαρί αθα ρίζοντα οντας τα υπο υπ ολείμ μ ατα τω ν νυχτ νυχτερι ερινώ ν ρέι ρέιβ πά ρτι από το μετρό κ α ι ο ήλιος σ τέγνω νε το νε νερό από απ ό τα τα πεζ πεζοδρόμια. Π άνω από το το πάρκο, πάρκο, ένα ελικόπτ κόπτε ερο έκανε κα νε κύκλο κύκλους υς,, με τη τη λιακά ακ άδα να αντα ντανακλά νακλά πάν πά νω του. ου . Ή τα ν ένα ένα τη λεοπ λεοπτικό σ υνεργε υνεργεί ίο που πο υ τρά τράβ βη ξε σ την περιοχή ο θόρυβ θόρυβος ος του Ν ότιου Λ ονδίνου, κα ι είχε φ τά σ ειστ εισ το σ ημ είο για να δει δει αν υπήρχε υπή ρχε κ ά τι άξιο λόγου και κα ι ενασχ ασ χόλησης όλησ ης.. Η ομάδα ομ άδα μ πορούσ πορούσε ε να
δει δει από απ ό ψ ηλά τι τις κινήσε νήσ εις τω ν αστ ασ τυνομι υνομ ικώ ν: η ομά ομ άδα έρευνας έρευνας κινού νούντα νταν σε σε σ χημ χημ ατισ μό διασχίζοντα οντας το πάρκο κα ι άλλες λλες φ ιγούρε γούρες επιθεω ρητ ρη τώ ν πλημ πλη μμ ύρι ύριζαν το το υ ς γει γειτονικούς δρόμους δρόμους.. λ η μ ρ α , κ υ ρ ία ία νο
υ, συγ νώ μη
α
τ ν
εν ό χ λ η σ
,
λλά
μα
ς .. ... ει
ι γ ι' ι'
ό
υ έ δ ε ιχ ιχ ν ν ο ι ε ι
ε ις ις τ ο
ρω ;
α το
;
Έ τρεχαν χαν από σ πίτ πίτι σε σ πίτι, σαν υπά υπ άλληλο λλη λοι ι που πο υ έτρεχα ρεχαν να προλά ολάβουν ουν το πρω ινό λεω λεω φ ορε ορείο για τη τη δουλε δουλειά. υν βη κά ιχθεςβρά δυ. έ δεν μ
ε ίίςς ν α
υ ά ρ εσ ε ντ
ε ίίςς
υμ
υ τό ν ει α
ε ο '
ύ ήσα στ ; ρκο .
λ έ ε ις ις
ά
α δ έ ν τρ α .
α
δέντ α ι
ε
κε ;
,
νησ υχε ,
ε ις ις ;
Ό λα τα μέλη μέλη τη τη ς ομά ομ άδας έρευνας ρευνας,, φ ορώ ορώ ντα ντας τα κόκκ κό κκι ινα παν πα νω φ όρια κα κ α ι κρα κρ α τώ ντα ντα ς τα μαύρα αύρ α κα κ α ι κίτρινα μ πασ τούνι ού νια τους τους,, ή τα ν επα επαγ γγελμα λμ ατίες, ω σ τόσο όσ ο όλοι όλοι τους παρα πα ραξε ξεν νεύοντα ύοντα ν από το μικρό δασ δα σ ά κι γύρω από απ ό τι τις λιμνούλες μνούλες. Μ πορε πο ρεί ί να ήτ ή τα ν καλοκα κα λοκαί ίρι, αλλά μέσα σ τα δέντ δέντρα ρα επικ πικρατ ρα τούσ ού σ ε μι μια ασ υνήθι υνήθιστη για το Λ ονδίνο σ κοτ κοτεινιά. Π ροσ ροσπάθη πά θησ σαν να ασ τειευτούν, παί πα ίρνοντα ρνοντας όρκο όρκο πω π ω ς από από λεπτό σε λεπτό θα έβγαινε κάποιος δεινόσαυρος μέσα από τη βλάστηση, μα κανείς τους δεν αισθανόταν καλά εκείνη τη μέρα. Στις λιμνούλε μνούλες, οι βατ βα τραχ ρα χάνθρω ποι ποι αφ ιέρω ναν περι περισσότ σσ ότε ερη ώ ρα σ τους ελέγχους λέγχους ασφ αλείας, από κά κά θε άλλη άλλη φορά. φ ορά. Ο Κ άφε άφ εριβ ρι βγήκε γήκ ε από το σ πίτ πίτι τη ς Ν ερσε ρσ εσ ιάν, έσ τριψ ε ένα τσ τσιγάρο κα ι περπά περπάτη σ ε για λίγο, ακολουθ λουθώ ώ ντα ντα ς τη ν περί περίμετρο το του πάρκο πά ρκου υ κα ι παρα πα ρατ τηρώ ντα ντας τα πάντ πά ντα α. Δ εν το υ άρεσ ρεσ ε το δάσος δάσος,, εδώ κ ι έναν χρόνο το σ ιχαινότα νόταν. Δ εν ή τα ν τα δέντ δέντρα ρα ή το θρόισμα τω ν φ υλλω υλλω μ άτω άτω ν, ήτα ήτα ν η μυρω διά. Σ απι απ ισ μ ένα φύλλα φύλλα και κα ι νοτι οτισ μ ένοι κορμ κορμοί οί. Η μ υρω διά το τον με μ ετέφ ερε πίσω έντε ντεκα μήν μήνες, στ σ τη μέρα που πο υ η Ρ εμ πέκ α δέχτ δέχτη ηκε επίθεσ θεσ η, στη μέρα γι για τη τη ν οπο οπ οία δεν δεν μπο μ πορο ρούσ ύσε ε να μιλήσ λή σ ει κα ι δημ δημ ιούργη ούργησ σ ε έναν ναν τοί τοίχο χο ανάμε νάμ εσ ά τους κ ι έπει έπειτα η πίεση
που πο υ αισ θανότ θανότα αν σ το στ σ τήθος θος το υ γινότα νότα ν τόσο όσ ο δυσβά δυσ βάσ σ ταχτη χτη, που που φ ανταζότα αζότα ν πω ς αν κοιτούσ ού σ ε κάτ κάτω , θα μπο μ πορούσ ρούσε ε να δει δει τη ν καρδιά του να ξεπροβ ξεπροβάλλε άλλειαπό ιαπό τον θώ ρακά του. Γ ύρισε τη ν πλάτ πλάτη η σ τα δέντ δέντρα ρα κα κ α ι κοίτα ξε τα σ υγκρο υγκροτ τήμ α τα πολυκ ολ υκα ατοικιώ ν Α ρκάιγκ Τ άουερ ουερ και κα ι Χ ερν Χ ιλ. Α πό μακριά, του έδιναν μι μια αί αίσθησ θηση αρχοντι ρχοντιάς, άς, έμ οια ζα ν με με κάσ τρα πάνω πά νω από τα δέν δέντρα, αλλά από κο κ οντά ντά , έμ οια ζα ν με περιττώ μ α τα σκύλ σ κύλου ου πάνω πάνω σε ξερ ξεραμένο γρα γρασ σίδι, το το οποίο διακοσ μ ούσα ύσ αν χρησ χρη σ ιμοποιημ ένα προφ προ φ υλακτ υλακτι ικά κα κ α ι σ ύριγγες. Μ ια ομάδα ομά δα επι επιθεω θεω ρητ ρη τώ ν του Τ μ ήμ ατος Α νθρω νθρω ποκτ ποκτονι ονιώ ν εί είχε στα σταλεί λεί εκεί κεί. Κ αθώ ς ο Κ άφε άφ εριά ρι άναβε ναβε το τσιγάρο άρ ο του, έβλεπε βλεπε δύο δύο απ α π ’ α υτού υτούς ς να κινούντ νού ντα α ι κατ κα τά μ ήκος ήκ ος τω ν μ παλκονι πα λκονιώ ν το του κτι κτιρίου. Ή τα ν έτ έτοιμ ος να απομ απ ομα α κρυνθ κρυνθε εί προς τα ανατολι νατολικά, κά , προκ πρ οκε ειμ ένου να βοη βοηθήσ θή σ ει τη ν ομά ομάδα που πο υ πήγ πή γαινε πόρτ πόρτα α πόρτ όρ τα σε κάθε σπ σ πίτι τη ς οδού οδού Έ φ ρα, ρα, ότα ν κάτ κά τι τον έκ έκανε να σταθεί θεί. Ο ι τρίχες του σ βέρκου βέρκου το το υ ανασηκ ανασ ηκώ ώ θηκαν θηκα ν. Τ ου δημι δημ ιουργήθηκε ουργήθηκε η σ τιγμι γμιαία κα κ α ιτρομ ρομ ακτική αίσθηση θησ η πω ς κ ά τι βρισ κότ κόταν πίσω του. Μ ε τη ν καρδιά του να βροντ ροντο οχτυ χτυπάε πά ει, έκανε μετα μεταβολή. ολή . Ω σ τόσο, όσ ο, δεν δεν είδε τίποτα , πέρα από από τη ν ομά ομάδα έρευνας ρευνας,, η οπο οπ οία κι κ ινούντ νούντα αν σι σιω πηλά πη λά μέσα στ σ το πάρκο πά ρκο,, μερικά έντ έντο ομ α που που πετού πετούσ σ αν, τη ν κίνηση νησ η σ τη ν οδό οδό Ν τόλγουι λγο υιτ τς κ α ι μερικά άσ πρα σ ύννεφ ύννεφ α σ τον ορί ορίζοντα οντα. Τ ράβηξε με μερικές ρουφ ουφ ηξιές από το τσ ιγάρ γάρο κ α ι το πέταξε σε ένα φρε φ ρεά άτιο υπο υπονόμου νόμ ου.. ο
ε ι,
α
σ
ά ρ ,κ .
ι
ν ε υ ρ ι
υ
ν ο
ς
ς
η
ο μ
δ α
σ ο
υ
ν α ι
.
Σ τον αρχ α ρχι ιφ ύλακα Λ όγκα όγκαν ν του Τ μ ή μ α τος Α νθρω ποκτονι ποκτονιώ ν έλαχε λαχε ο κλήρος κλή ρος να επισ κεφ κεφ θεί θεί το ν Ρόλ Ρ όλα αντ Κ λέαρ λέαρ στ σ το διαμέ αμ έρισ μά του, στο Α ρκάιγκ Τ άουερ. ουερ. Ο Κ λέαρ λέαρ δεν σ υμπα υμ παθούσ θούσε ε τους ασ τυνομι υνομ ικούς κούς,, δεν το υς εμ πισ τευότα ν, κα ι ο σ υγκε υγκεκριμ ένος έδει δειχνε να τον κο κ οιτάζε τάζει ι με μισό μάτι. Γ ια τη τη ν ακ α κρίβεια, έδειχνε να τον τον ενδιαφ έρειπ έρειπερισσ ότερο η
θέα θέα στ σ το Π άρκο Μ πρόκγουε πρό κγουελ λ παρά εκε εκεί ίνος. ος. Σ τά θηκε θη κε στο στο παράθυρο, παράθυρο, δίπλα από τη ν Π έντα νταξ στ σ το τενε ενεκεδάκ δά κι, κ α ικοίτα ξε κά τω , τις κορυφ ορυφ ές τω ν δέντ δέντρω ρω ν. «Ω ραί ραία θέ θέα έχει χεις». «Α , ναι, πάρα πάρα πολύ ω ραί ρα ία θέα». θέα». «Μ άλισ τα». Ο αρχι αρχιφ ύλακας Λ όγκα όγκαν ν χτύπ χτύπη η σ ε το παράθυρο παράθυρο με τα δάχτυλά δάχτυλά του, σε απόστ πόσ τασ η αναπνοή αναπνοής ς από απ ό τη τη φ ω τογραφ ογραφ ική μηχαν μηχανή ή και κα ι γύρισ ε, ζαρώ νοντας νοντας τη μύτη μύτη του του.. Κ οίτα ξε κ α χύποπτα χύπο πτα το το διαμέ αμ έρισμα, σμ α, παρα πα ρατ τηρώ ντα ντας το υς σ ω ρούς ρούς αντι ντικειμ ένω ν πάνω πά νω σ τα τραπέζ ρα πέζι ια κα κ α ιτις προσε οσ εκτικά τοποθετη θετη μ ένες ένες κ ο ύ τες η μία πάνω σ την άλλη, τακτοποιημένες με φροντίδα. Ο Κ λέαρ λέαρ δεν δεν απέφυγε πέφ υγε τη μ ατιά του του.. Π ερίμενε αυτή υτή τη ν αντί αντίδραση, δρασ η, ήξερε καλά κα λά πω π ω ς κά ποιος άλλος θα με μ ετέφ ραζ ρα ζε αυτή υτή τη ν κατάσ τασ η ω ς χάος, άος, κά ποιο ς που δεν δεν κατα λάβ λά βαινε τον λόγο για τον οπο οπ οίο έ ρ ε ε να μ αζεύει κ α ι να επισ επισ κευάζ κευά ζει α υτά τα τα πράγ πρά γματα. ατα. Α λλά λλά το διαμέ αμ έρισμα σμ α ήταν καθαρό, κανείς δεν μπορούσε να πειότι δεν ήταν, κι αυτό του έδινε άφε άφ εση αμαρτι ρτιώ ν, ακόμ κό μ η κ α ι τις σ τιγμέ γμές που κα ι εκείνος ξεχνού χνούσ σ ε για τί μ άζευε πράγμ πράγμα ατα κα κ α ι το πώ ς ξεκίνησα νησ αν όλα. όλα. «Λ οιπόν». Ο Λ όγκα όγκαν ν κάθι κά θισ ε σ τον καναπέ, καναπέ, σ ταύρω αύρ ω σ ε τα πόδια του του καιτ κα ιτρά ράβη βηξ ξε το παν πα νω φ όριτου όριτου.. «Σ χετικά με το σ υμβά υμ βάν ν χθες θες βράδυ». «Ν αι;» Ο Κ λέαρ λέαρ κάθι κάθισ ε κ ι αυτός υτός.. Ε ίχε αποφ απ οφα ασ ίσ ει πω ς υπή υπήρχε τρόπ ρό πος να απαντή ντή σ ει με ει ειλικρίνεια, αποφ εύγοντα ύγοντας να π ει κ ά τι για τη φ ω τογρα ογραφ φ ική μηχ μη χανή. Σ ταύρω ύρ ω σ ε τα χέρι χέρια του, ου , προσπά προσ πάθησ θησε ε να σ τα μ α τή σ ει το ακούσ κούσι ιο βλεφ βλεφ άρισμά σμ ά του και κα ι παρα πα ραδέ δέχ χτηκε πω ς, ναι ναι, είχε πά ει σ το πάρκο αργά χθες χθες βράδυ, βράδυ, αλλά όχι, δεν δεν είχε δει δει κά τι ασυν ασ υνήθι ήθιστο. στο. Ο Λ όγκα όγκαν ν το ν ξαναρώ τησε ησ ε. «Ε ίσ α ι σίγουρος; ουρος; Σ κέψ κέψ ου καλά», κα λά», κ α ι ο Κ λέαρ λέαρ υπάκ υπά κουσ ου σ ε. Έ γειρε το κεφ κεφ άλιτο άλιτο υ προς τα πίσω κι έκλεισ ε τα μ άτια του. του . Δ εν υπή υπ ήρχε κ ά τι παράξενο ξενο σ χετ χετικά με τη φ ω τογραφι ογραφ ική μηχανή, ηχανή, σ κέφ κέφ τηκε. κε. Ο υσι υσ ιασ τικά, κά , δεν δεν ή τα ν κά τι ύτε τα γάντι γάντια ήταν ήταν ασ υνήθιστα. Ο ποι πο ιοσδή οσ δήπο ποτ τε έψ αχνε αχνε υ ήθ . Ο ύτε
μ πορο πο ρούσ ύσε ε να βρε βρειτέτ ιτέτο οιου είδους δου ς μ ικροπ κροπρά ράγ γμ ατα σκό σ κόρπ ρπι ια σ το πάρκο πάρκο.. Κ αιη φ ω τογραφ ογραφ ική μηχανή είχε αξία. «Ό χι». Ά νοιξε τα μ άτι άτια το του κα ι κούνη ούνησ σ ε αποφ ασ ισ τικά το κε κ εφ άλι του. «Ό χι, δεν δεν πρόσ πρόσε εξα κά κ ά τιασ υνήθι υνήθισ το». ο» . Κ αιο αιο Λ όγκαν γκα ν έδε έδει ιχνε χνε να τον πι πισ τεύει. Α ργότ ργότε ερα, ο Κ λέαρ λέαρ στά στάθηκε θηκε σ το παράθυρο παράθυρο κα κα ι τον παρα πα ρακολο κολούθη ύθησ σ ε να απο α πομ μ ακρύνε ρύνετ τα ι από το το κτί κτίριο, μ οιάζοντ άζοντας ας,, από ψ ηλά, μ ικροσ κροσκ κοπι οπ ικός κό ς σ αν μυρμήγκι μυρμ ήγκι. Α φ ού σι σ ιγουρεύτ γουρεύτη η κε πω ς ο αρχιφύλακας είχε φύγει, τράβηξε τις κουρτίνες του καθιστικού, εμ ποδίζοντα ντας τον ήλι ήλιο να μ πει σ το διαμέρισμα, πήρε πή ρε στ σ τα χέρι χέρια το του τη μηχ μη χανή ανή κα κ α ι προσπά προσ πάθησ θησε ε να απε α πελε λευθε υθερώ ρώ σ ει το φιλμ. Ό ταν, όμω όμ ω ς, δεν τα κα κ ατάφ ερε, εκνε κνευρι υρισ μ ένος από τη τη ν επίσ κεψ η κ α ι το επικριτικό βλέμ βλέμμ α το του α σ τυνομ υνομ ικού, ού, κάθι κά θισ ε στον καναπ κα ναπέ έ, βαρι βα ριανασ ανασ αίνοντα οντας, κα ικοίτα ξε τα τα χέρι χέρια του. του. Σ το μ εταξύ, κάτ κάτω σ την οδό οδό Ν τόλγου όλ γουι ιτς ο Λ όγκαν όγκαν σ υναντή υναντήθηκε θηκ ε με το υς υπό υπ όλοι λο ιπους σ υναδέλφ υναδέλφους ους του, ου , δίχω ς να έχει χει κ ά τι να αναφέ αναφ έρει ρει. Κ ράτ ρά τησε ησ ε ψ ηλά τα χέρια του του,, σαν να έλεγ λεγε πω πω ς ή τα ν άδει άδεια. Δ εν μπορούσε μπορούσε καν να φ αντασ ανταστ τεί πόσο κον κο ντά είχε έρθε ρθει -σ ε απόσ πόσ τασ η α ναπ ναπνοής νοή ς- σ το μοναδικό στ σ τοιχεί χείο που θα μπο μ πορού ρούσ σ ε να διευκολύ υκ ολύνε νει ι αφ άντα ντασ τα το το Τ μ ήμ α Α νθρω νθρω ποκτ ποκτονιώ ν, λύνοντα λύνοντας την υπόθ υπ όθε εσ η μ ονάχα ονάχα σε σε μερικές ώ ρες ρες.
5
Τ ο καλλι κα λλιτεχνι χνικό σχέδιο τη τη ς μ α κέτας πάνω σ τον φρά φ ράχ χτη έξω από το σ υγκρότ υγκρότημ α κα τοικιώ ν Κ λοκ Τ άουερ, ουερ, ένα κτί κτίριο κα κ α τα σ κευής υή ς της ετα εταιρείας Χ άμιγκμπ γκμ περντ το οποίο είχε θέα στ σ την ανα ανατ τολική πλευρά πλευρά του Π άρκου ρκου Μ πρόκ πρόκγουε γουελ, λ, έδει δειχνε χνε ανθισ μένα δέντ δέντρα ρα κι κ ι έναν απέρα πέραντ ντο ο γαλανό γαλανό ουρα ουρανό. νό. Ε παγγ πα γγε ελμα λμ ατίες με χαρτοφ χαρτοφύλα ύλακε κες ς προχω προχω ρούσ ρούσα αν στα στα πε π εζοδρόμι οδρόμια, δίπλα σε σε θάμ θάμ νους κα ι καλα κα λαί ίσ θητ θητους λαμπτ λαμ πτή ήρες ρες δρόμου. δρόμου. Ο ουρα ουρ ανός είχε χρώ μα γαλανό γαλανό κα κ α ι δεν δεν φ αίνοντα ονταν πουθε υθενά τα φ ορτη ρτηγά κα κ α ι οι οδοσ δοσ τρω τήρες, ούτε κολλ κο λλη ητικές ταινίες σ χημά ημ άτιζα ν πάνω σ τα παρά π αράθυρα θυρα Χ . Τ α κορίτσ ια από α πό το το τμ τμ ήμ α μ άρκετιγκ θα έλεγαν έλεγαν «Δ «Δ εν έχει τελειώ σ ει ακόμ η, το φ θινόπω νόπω ρο θα είναι έτοιμ ο, σ ε τρεις μήν μήνες» κ α ι θα παρό πα ρότ τρυναν ρυναν όσου όσ ους ς ενδιαφ έροντα ονταν να μ πουν από τη ν πλαϊ πλαϊνή είσ οδο, οδο, σε έναν ναν μικρό παράδρ παρά δρομο, ομο, η οποί οπ οία οδηγ οδη γούσ ούσ ε μέσα στ σ το οικόπεδ κό πεδο ο το του Κ λοκ Τάου Τ άουε ερ, σε διαμερίσ ματα τε τεσ σ άρω ν επ επιπέδω ν στ στο πίσω μέρος της κατ κα τα σ κευής, κευής, με θέα θέα στ σ το Π άρκο Μ πρόκγ πρό κγουε ουελ, λ, που πο υ είχαν τους δικούς κούς το υς κή πους, τα δικά τους του ς γκαρ γκα ράζ κ α ι κόσ τιζαν ζαν 295 295 χιλιάδες δες σ τερλί ρλίνες νες το καθένα θένα, ενώ επρόκειτο να να ολο ολοκ κληρ λη ρω θούν θούν τρ τρεις μήνες νες νω ρίτερα από το προβλ ρο βλε επόμ πό μ ενο. Ή τα ν ο μικρός κρός ιδιω τικός παράδε ρά δει ισ ος για μια με μ εσ αία τά τάξη, η οπ ο ποία ακόμη όμ η δεν δεν είχε τα φ όντα όντα να ζήσ ει στο Ν τόλγουι λγουιτς που πο υ ή τα ν πολύ πολύ ακρι ακ ριβό για το πορτ πο ρτοφ οφ όλιτ όλιτης ης.. Μ ια οι ο ικογένει γένεια είχε ήδη μ ετα ετακομ ίσ ει σε ένα διαμέρισμα, σ την καρδι κα ρδιά τω τω ν καλοκ καλοκα αιρινώ ν διακοπώ κοπώ ν. Τ α κά κ άγκελα κα κ α ι τα ξύλινα μέ μέρη
του διαμερίσ ματος νούμ νούμε ερο πέντε ντε είχαν χαν βαφ βα φ τεί με γυαλι γυαλιστερή μαύρη αύρη μ πογιά κα κ α ι δύο δύο δάφν δάφ νες ξεπρόβαλλαν πρόβ αλλαν σαν σ αν κ ώ νοι σ ε κάθε κά θε πλευρά πλευρά της της μικρής κρής σ κάλας λα ς που οδη οδη γούσ γούσ ε σ την είσοδο του διαμερίσ ματος. ος. Α πό το εργοτ ργοτάξιο, ένας νας εργάτ ργά της καθότ θό τα ν συχνά συχνά κι κ ι έτρω γε το μεσημεριανό του πάνω σε με μερικές μεταλλι λλικές δοκ δο κούς κ α ι παρατηρούσε ύσ ε τη ν ξανθι ξανθιά γυναί γυναίκα, καθώ ς πηγαινοέφε νοέφ ερνε το τον γι γιο τη ς με το κίτρινο Ν ταεγού που είχε. χε. Ο εργάτ ργά της πρόσ εχε τη διατρο ατροφ φ ή του -φ ρόντιζε να έχει χει υψ ηλή π ερ ιεκ τικότη τα σε πρω τεΐνες νες- κα κ α ι όποτε ήθελε θελε να βρει ένα επιπλέον λέον κίνητ νητρο για να μην τη χαλά χαλάσει, κοίταζε ταζε τη ν ξανθι ξανθιά. Ή τα ν όμορφη, όμορφ η, ω σ τόσο όσ ο κα κ α τά τη τη γνώ γνώ μ η το το υ άντρα, άντρα, το το βάρος τη ς τη χαλούσ αλούσ ε λιγάκι. Γ ια τη τη ν ακ ακρίβεια, όλη η οικογένεια θα μπ μ πορούσ ε να χάσ χάσει μερικά κιλά. λά. Δ εν έμ έμ οια ζα ν κα κα ι τόσ ο υγιείς. Τ α κα λοχτ λοχτε ενισ μ ένα μαλλ μαλλι ιά, το το μαυρισ μένο δέρμ δέρμα α και κα ι τα ακρι κριβά ρούχα ρούχα δεν δεν μπορ μπ ορού ούσ σ αν να καλύψ κα λύψ ουν τα τα επιπλέον κιλά, σ κεφτ κεφ τότα ότα ν καθώ κα θώ ς μ ασ ουλούσ ουλούσ ε το σ ά ντο ντουιτς με τόνο τόνο κα ι ψ ω μ ίολι ίολικής κή ς άλεσ άλεσης. ης. Ε κείνο το το απ όγευ γευμ α το του Ιουλί ου λίου, ου , είχε περάσ περά σ ει ένα με μ εγάλο μέρος τη ς ημέρας έρας βλέπο βλέποντ ντα ας τις ομ άδες έρευνας έρευνας να χτεν χτενί ίζουν το το πάρ πά ρκο, κο, είχε δώ σ ει μέχρικ ρι κ α ι κατ κα τάθεσ θεσ η σ τον αξιω μ ατικό με τα πολι πο λιτικά ρούχα, ρούχα, ο οποίος είχε εμ φ ανισ τεί σ το εργοτά ργοτάξιο. Ε τοιμ α ζότα ν να τα μ αζέψ ει κα ι να επισ τρέψ ει σ πίτι, όταν εί είδε έναν σκου σκουρομ ρομά άλλη άντρα ντρα γύρω γύρω σ τα τρι τριάντα ντα να σ τέκετα ι σ το κα κα τώ φ λι του διαμ ερίσ ματος νούμε νούμερο πέντε ντε. Ο εργάτ ργάτης υπέ υπ έθεσε θεσ ε πω πω ς θα μ πορού ορ ούσ σ ε να είναι να ι άλλος ένας απλός λός ασ τυνομι νομ ικός κό ς, ω σ τόσο όσ ο έμ οια ζε περισσ ότε ότερο με αξιω μ ατικό τη της Μ ητροπ ρο πολι ολιτικής κή ς Α στυνομί υνομ ίας, με τα κα κ αλοχτ λοχτε ενισ μ ένα μαλλι μα λλιά το του κα κ αι το ραμ ραμμένο σ τα μέτρα το του κοσ κ οστ τούμι ύμ ι. Η ξανθιά άνοι άνοιξε τη ν πόρτ πόρτα. «Π αρακαλώ αρα καλώ ;» Ε ίχε ένα χαριτω μ ένο προσ π ροσω ω πάκι πά κι, με ανοιχτόχρω μ ο δέρμα, το οποί οπ οίο ο σ τόλιζαν τα μελί μαλλι μα λλιά της της.. Φ ορούσ ορούσε ε λευκό λευκό παντ πα ντε ελόνι λόνι κα ι ριγέ κοντομ οντομά άνικο. κο . Έ να γέ γέρικο μαύρο μα ύρο Λ αμπρ αμ πραντ αντόρ όρ σ τεκότα ότα ν δίπλα της. ης. Ο Κ άφε άφ ερικατ ρικα τάλαβε λα βε αμέ αμ έσ ω ς πω ς σ το μέρος αυτό υτό η περιοχή είχε ανεβεί επίπεδο.
«Κ αλησ αλη σπέρα». πέρα». Έ δει δειξε τη ν τα τα υτό τη τά του. «Ε ίμ αι ο επιθεω θεω ρητ ρη τής Τ ζακ ζακ Κ άφε άφ ερι». «Κ άφε άφ ερισαν ρισ αν τη τη ν μπί μ πίρα;» «Σ αν τη ν μπί μπίρα». «Π ρόκει ρό κειτα ι για το αγοράκι ορά κι;» Τ α μ άτι άτια τη τη ς ή τα ν με μ εγάλα κι έμ οιαζαν ασ ασημένι μένια. Ε κείνος σ κέφτ κέφ τηκε πω ς αν σ τεκότ εκό τα ν πιο κο κ οντά ντά της, ης, θα μ πορο πορούσ ύσε ε να δει δει τον εα εα υτό υτό το υ να κα καθρεφτ θρεφ τίζετα ι μέσα τους τους.. «Τ ον μι μικρό Ρόρι Ρ όρι;» «Ν αι». «Τ ότε ότε, καλύτ κα λύτε ερα να περά περάσ σ ετε μέ μέσα». σα ». Έ σ κυψ ε για να πιά σ ει το γέρικο σ κυλί κυ λί από το περι περιλαίμιο κ ι έκανε κα νε νεύ νεύμ α σ τον Κ άφε άφ ερι με το άλλο τη τη ς χέρινα χέρινα τη ν ακολ ακ ολου ουθή θήσ σ ει. «Ε λάτ λάτε, κλεί κλείσ τε τη ν πόρτ πόρτα α. Ο γιος μου κ ι εγώ φ τιάχνουμ χνουμε ε τρουφ ρο υφά άκια με σ οκολά οκολάτ τα. Έ χουμ χου μ ε σ χεδόν τελει ελειώ σ ει, μόνο θα μου μ ου επιτρέψ ετε να κα καθαρί θαρίσω λιγάκι». Σ τα μ ά τησ ε σ τον διάδρομο άδρομο για να ανοίξει μια ντ ντουλά υλ ά πα κ α ι να βάλε βά λει ι σε λειτουργί ου ργία το το ν εξ εξαεριστήρα. ρα. «Σ υγγνώ μ η για τη τη δυσάρ δυσ άρε εσ τη μυρω διά. Σ ας μυρ μυρί ίζει;» «Ό χι». «Ο άντρα ντρας ς μου λέε λέειπω ς είναιτ ναι τη ς φ αντα ντασ ίας μ ου». «Ξ έρετ ρετε, ο ιγυναί γυναίκες έχου έχουν ν καλύτ κα λύτε ερη όσφ όσφ ρηση» ρησ η».. «Α , ναι, προφ προφα ανώ ς για να ξέρο ξέρουμ υμε ε πότ πό τε πρέπει πρέπεινα να αλλάξουμε αλλά ξουμε τις πάνες». «Ε ίναιο ναι ο σύζυγός σ ύζυγός σας εδώ ;» «Β ρίσ κετ κεταιστ ισ τη δουλει δουλειά. Ε λάτε λάτε μ αζί μου». Τ ον οδήγησ δή γησε ε σ το πίσω μέρος ρος του σ πιτιού, σε έναν ναν μεγά μεγάλο ενιαίο χώ ρο, χω ρισ μένο μένο σε σ ε δύο μέρη μέρη από α πό ντου ντουλά λάπ πια που π ου έφ ταναν μέχρι μέχριτ τη μέση μέση του. Δ εξιά βρι β ρισ κότα κόταν μια ευρύχ ευρύχω ω ρη, κατ κα τά φ ω τη και κα ι μ οντ οντέρνα ρνα κουζίνα, να , σε σ κανδιναβι ναβικό στιλ, με φ εγγί εγγίτες κ α ι ξύλο, ξύλο, κρυφ κρυφό ό φ ω τισ μό και κα ι δια κοσμ κοσ μ η τικά βαζ βα ζάκια. Α ριστε στερά απλω απ λω νόταν όταν έν ένα ευρύχ ευρύχω ω ρο σαλόνι, ντ ντυμ ένο με μ οκέ οκέτες, λουσ λουσμ μ ένο από από το φ ω ς του ήλι ή λιου, ου, που που
έμ παι πα ινε από απ ό τα τα μεγάλα καθα κα θαρά ρά παρά παράθυρα. θυρα. Τ ο διαμέ αμ έρισμα ήτα ήταν σ χεδιασ μένο έτσ ι ώ σ τε να μ πορε πο ρεί ί κανε κα νεί ίς να μ αγειρεύει ρεύει, να σ υζητ υζητά ά και κα ι να βλέπε βλέπει ι τηλεόραση ηλεόραση ταυτόχ αυτόχρον ρονα α . Η τελευτ λευτα α ία λέξη της της σ ύγχρο ύγχρονης νης ζω ής. ής. «Γ εια σο σ ου!» υ! » είπ ε ο Κ άφε άφ ερι. «Γε «Γ εια!» Σ τη ν κουζίνα βρι βρισ κότ κόταν ένα αγόρι αγόριοκ οκτ τώ με εν εννιά χρο χρον νώ ν, με νυστ νυσ τα γμέ γμένα μάτι άτια, μύτη ύτη που πο υ θύμι θύμ ιζε ξω τικό κ α ι κοντ κο ντο οκουρ ου ρεμ ένα μαλλι μα λλιά που που έπεφτ εφ τα ν σε ένα μαυρι υρισ μένο μ έτω πο, δίνοντα νοντας την εντύπ ντύπω ω σ η πω ς το αγόρι όρι είχε μόλις γυρίσ ει από απ ό μια βόλτ β όλτα α στ σ την παραλί παρα λία. Τ ο πα πα ιδίσ δί σ ηκώ θηκε θη κε όρθιο, σε σ ε σ τάση άσ η προσ προσοχής, οχής, με τα χέρια σ το πλάι, προσ προ σ παθώ πα θώ ντας να φ ανεί ανεί πω ς δεν δεν έκανε κα νε κ ά τι ύπο ύπ οπτο, ενώ η μ ητέρα του είχε γυρισ μένη τη ν πλά πλάτ τη. Φ ορού ορούσ σ ε σα σαγιονάρες ονάρες κ ι ένα κοντο οντομ άνικο, κο , μ αζί με μπλε μπλε μαγ μα γιό βε βερμούδα, ρμούδα, ενώ το σ τόμα όμ α το του ήτ ή ταν πασ πα σ αλει αλειμ μένο με μ ε σ οκολά οκολάτ τα. «Α , ναι, σ υγγνώ υγγνώ μη για το το ν μικρό, σ καντ κα ντα αλιάρης ρη ς πρώ πρ ώ της γραμ ραμμής». ής». Ίσ ιω σ ε κ ά πω ς τα μαλλ μα λλι ιά του γιου της της.. «Ε ίναι το αγοράκι αγορά κι μου, ο Τζρς». Ο Κ άφε άφ εριέδω ριέδω σ ε το χέριτου ριτου.. «Γε «Γ εια!» «Μ ην ανησυχ ανησ υχε είς», είπε ο Τ ζος με σ οβα οβ αρότη ρότητα, καθώ κα θώ ς έκαναν κα ναν χειραψ ραψ ία. «Ε ίμ α ισ καντα κανταλιάρης άρ ης,, όχιόμ χιό μ ω ς κακό κα κός ς». Ο Κ άφε άφ ερι κατ κα τένευσ νευσε ε. «Μ ερικές κές φ ορές ορές οι σ καντα κανταλιάρηδες ρηδες είναι χειρότεροι». «Κ ι εγώ είμ α ι η Μ πενε πενεν ντίκτε κτε Τ σερτ σερτς ς». Χ αμογ αμ ογέ έλασε λασ ε γλυκά κι έδω σ ε το χέριτη ριτη ς σ τον Κ άφερ άφερι. «Λ έγε με Μ πεν πεν». Έ σ κυψ κυ ψ ε πάνω σ τον γιο της, αγκαλιάζοντάς τον. Δ εν ή τα ν η σ υνηθι υνηθισμέ σμ ένη μ εσ οαστ οασ τή νοικοκυ κο κυρά ρά.. Ο Κ άφε άφ ερι σ κέφ κέφ τηκε πω ς ή τα ν πολύ όμορφη, όμορφ η, με κοντά ντά πόδια κα κ α ι ολοστ ολοσ τρόγγ ρόγγυλο πισινό. Φ α ντά ντάσ τηκε πω πω ς κανεί νείς δεν δεν θα μπ μ πορού ορούσ σ ε να βαρε βα ρεθε θεί ίγρήγ ρήγορα έναν ναν τέτο έτοιο πισινό. Σ υνειδητ δη τοποίη σ ε πω πω ς τη ν κοιτούσ τού σ ε επί επίμονα, καθώ κα θώ ς απομά πομ άκρυνε κρυνε τα μαλλιά από απ ό το το πρόσ πρό σ ω πό τη ς και κα ι ψ ιθύρι θύρισε σ τον
γιο της της:: «Λ ουλουδά ουλ ουδάκι κι μου, πήγ πή γαινε κ α ι πλύνε πλύνε το πρόσ πρό σ ω πό σ ου. Έ π ειτα μ πορούμε πορούμ ε να φάμ φ άμε ε όλοιμα όλοι μας ς σ οκολάτ οκολά τα». α» . Ο Τ ζος πή γε σ το μπάνι πά νιο κα κα ι αφ ού η βρύση βρύσ η άρχ άρχισε να τρέ τρέχε χει ι, η γυναί γυνα ίκα έγε έγειρε το κεφ άλιτης ιτης πιο κο κ οντά σ τον Κ άφε άφ ερι, με το χαμό χαμ όγελο γελο εξαφανι αφ ανισμένο από από το πρόσ πρόσω ω πό της της.. « Τ ι απαί πα ίσ ιο συμ σ υμβά βάν», ν», ψ ιθύρισε. «Η τηλεόραση ηλεόραση δεν λέε λέειπολ ιπολλά. Μ ήπω ς έ να ανησυχήσουμε;» «Δ εν κάνε κά νεικα ικακό κό να υπάρχ υπάρ χειεπα ιεπαγ γρύπν ρύπ νη σ η». «Ά κου κο υσ α το ελικόπτ κό πτε ερο να πετά ετά ει χθε χθες βράδυ». βράδυ». Έ δει δειξε με με το κεφ κεφ άλι τη ς προς προς τη ν κατ κα τεύθυνσ ύθυνση η του πάρκου πά ρκου.. Μ όλις μερικά μέτρα πέρα πέρα από τον φράχτ φ ράχτη η τη ς πίσω αυλής υλή ς ξεκ ξεκινούσ νούσ αν τα δέν δέντρα, ρα, πυκνά πυ κνά και κα ι σ κοτε κοτεινά, όπω όπ ω ς κ α ι σ την καρδι καρδιά το το υ δάσους. δάσους. «Κ άθε φ ορά που το υς ακούω κούω να ψ άχνουν για κάπο κά ποι ιον, έρχετ ρχετα ι σ το μυαλό μυαλό μ ου το το περισ τατικό τη ς οδού Μ πάλκομ πά λκομπ. π. Ε ίμ αι σίγουρη πω ς η ασ ασ τυνομ υνομ ία θα τους ου ς κυνηγήσε κυνηγήσ ει μέχ μέχρι να φτ φ τά σ ουν στην στην πόρτα πόρτα μου κι κ ι έπειτα οι οι κα κοποιοί θα μας μ ας κρα κρα τήσ ουν ου ν ομή ομ ήρους ρο υς για μέρε μέρες ς. Α λλά λλά για να να πω την αλήθε αλή θει ια, η παράνοι ρά νοια μερικές φ ορές σ πά ει τη ρουτ ρο υτί ίνα». να». Χ αμ ογέλα ογέλασ σ ε. «Θ έλετ λετε καφέ καφ έ;» «Ν αι, ευχαρισ τώ ». «Κ αι θα σας σα ς φ έρω ... ... χμ.. χμ ...» .» -έδει έδειξε τον δί δίσκο με τις σ οκο οκ ολάτ λά τεςες« ...ένα .. ένα τρο τρουφ υφά άκι, αν το θέλε θέλετ τε». Έ βαλε βα λε καφ κα φ έ σ ε δύο κο κούπε ύπ ες, έριξε λίγη ζάχαρη σ ε ένα μπ μ πολ κ α ιτα τοπο τοπ οθέτη θέτη σ ε σε έναν δίσκο. «Π εράσ ρά στε κα ικα ικ αθίσ τε. Σ αν σ το σπ σ πίτι σας σας». Ε κείνος πέρασ πέρασ ε σ το καθι κα θισ τικό. κό. Ο ι τοίχοι χο ι με το ζω ηρό ηρ ό πορτ πο ρτοκ οκα αλί χρώ μα, μα , οι καν κα να πέδε πέδες ς που ή τα ν ντυμ ντυμέ ένοι με λινό σε σ ε ψ υχρά υχρά χρώ ματ μα τα κα ι διάφορα άφ ορα άλλα ά λλα αντ α ντι ικείμ ενα, όπω ς η μεγάλη τηλεόρ λεόρα ασ η που πο υ είχε ακόμα όμ α μέρη μέρη τη τη ς σ υσκευα υσ κευασ σ ίας, του έλεγαν λεγαν πω ς η οικο οικογέ γένε νει ια ήταν ευκατ κα τάσ τατη . Κ άθισε σε έναν από απ ό το υς καναπ κα ναπέ έδες δες που που έβλεπα λεπαν ν προς το παρά παράθυρο. θυρο. Ο σκύλος, κύλος, που που είχε κουλου υλουρι ρια σ τείσ εί σε μια ηλιόλουσ όλουστ τη γω νιά, τον τον κ οίτα ξε νυστ νυσ ταγμέν γμένα α . Π αντού ντού βρίσ κοντ κοντα αν μι μισ άνοιχτα χτα χαρτόκουτα.
«Μ ετακομ ακ ομί ίσ ατε ατε πρόσφατ πρόσφ ατα;» α;» «Π ριν από τέσσ ερις μ έρες» έρες» Π ήρε ήρε ένα χα χα ρτόκουτο ρτόκο υτο με γάλα από από το ψ υγεί υγείο κα κ α ι γέμ γέμ ισ ε μια μι μικρή κα κανάτα νάτα. «Ε ίμ α σ τε οι πρώ τοι που που μ ετακομ κο μ ίζουν ουν σ το σ υγκρ υγκρότ ότη ημ α. Κ αιφ αι φ αντα ντασ τείτε πω ς την Κ υριακή θα πάμ πά μ ε διακοπές οπές σ την Κ ορν ορνουάλη ουά λη για δέκα δέκα μέρε μέρες ς». «Π ολύ ολύ ω ραία». «Θ α ήταν ήταν α θ α εάν δεν δεν ζού ζούσ σαμε μέ μ έσα σε κ ουτιά για εβδομά βδομ άδες δες. Τ ο μέρος ή τα ν έτ έτοιμ ο νω ρίτερα, ρα , κ ι έτσ ι μ ετακομ κο μ ίσ αμ ε. Κ αι δεν μπορούσαμ μπορούσ αμε ε να ακυρώ α κυρώ σ ουμε ουμ ε τις διακοπέ ακ οπές ς μας». μας». Ο Τ ζος ξαναφάνηκ ξαναφ άνηκε ε κα ι κατευθύνθηκ θύνθη κε προς τον δίσκο σκο με τις σ οκολ οκολάτ άτε ες. «Δ εν μπορού μπορούσα σαμε με να μην μη ν πάμ πά μ ε σ το Χ έλστ λσ τον, έτσ ι δεν δεν είναι, αγαπούλα πο ύλα μου; Δ εν μ πορο πορούσ ύσα αμ ε να μη δούμ δούμε τις φ ώ κιες». «Ό χι». Κ άθισε σε ένα σκα σ καμ μ πό κ ι έσυρε υρε πιο κοντά ντά τις σ οκολ οκολάτ άτε ες. «Ο ιφώ ιφ ώ κιες ζουν στη στη θάλασσα». άλασσ α». Ο σ κύλος πλησί πλησ ίασε ασ ε τον Κ άφερι άφερι κουτ κο υτσ σ α ίνοντ νοντα ς και κα ι αφού αφ ού τον τον κοίτα ξε ικετευτι ευτικά , κυλί κυ λίσ τη κε σ το πάτ πά τω μ α, α ποκαλύπ λύπτοντα ντας την κοι κο ιλιά του. «Γ εια σ ου». ου». Ά ρχισε να τη ν ξύνει ξύνει, ότα ν κ ά τι σ την περιφ ερική του όρα όραση, κ ά τι σ το δάσος δάσ ος,, κι κ ινήθη νήθηκ κε ξαφ ξαφνι νικά. κά. Κ οίταξε έξω από το παρά παράθυρο θυρο.. Γ ια μερικές σ τιγμέ γμές ή τα ν σί σ ίγουρο γουρος ς πω ς είδε μια σκ σ κιά να τρέχει έχει, αλλά ό ,τικ τι κ ι αν ήταν, είχε τώ ρα εξαφ ξαφ ανιστεί, είτε αυτό ήτ ή τα ν κάπ κά ποιο οιο ζώ ο, αποκύημ ύη μ α τη τη ς φ αντασίας του είτε μέ μ έλος της ομά ομ άδας έρευνας ρευνας.. Η Μ πενεντ νεντίκτε τον πλησ πλη σ ίαζε με τον καφέ καφ έ. Π ροσπά ροσ πάθησ θησε ε να χαλιναγω ναγω γήσε ήσ ειτη ιτη φ αντασί ασ ία του. του. «Σ ας ευχα υχαρισ τώ ». Π ήρε τη ν κ ούπα ύπ α κα κ α ι ανακάθισ ε, με τη ματι ατιά του κολλημέ κολλημ ένη σ το παράθυ παράθυρο. ρο. Τ α δέντ δέντρα ρα ήτ ή τα ν σιω πηλά. πηλά. Τ ίπ ο τα δεν υπήρχε υπή ρχε εκεί έξω , απ α π ολύτ ολ ύτω ω ς τίποτα οτα . «Ε ίσ τε κοντά ντά στ σ το πάρκο. πά ρκο. Π ολύ ολύ κοντά». «Το «Τ ο ξέ ξέρω ». «Α πό πού π ού μ ετακομ ακ ομί ίσ ατε ατε;» «Α πό το το Μ πρίξτον». ον».
«Α πό το Μ πρίξτον; Ν όμι όμ ιζα πω π ω ς κ ι εδώ Μ πρίξτον ξτον είναι». «Ε ννοώ , από απ ό το το κέ κ έντρο, από απ ό τη τη ν οδό Κ ολντ ολντχάρμπορ. άρμπ ορ. Δ εν ξέρω από απ ό τι θέλαμ θέλαμε ε να απομ πομ ακρυνθούμ ρυνθούμε ε περι περισσ ότε ότερο, από τα ναρ ναρκω τικά ή το υς χίπστ πσ τερ. Ω σ τόσο, όσ ο, δεν δεν έχω πολλή επα επαφ φ ή με το Ν τόνεγκα όνεγκαλ λ Κ ρέσ ρέσεντ κ ι εκεί κείνη τη ν πλευρά πλευρά το του πάρκ πά ρκου» ου».. Σ τα μ ά τη σ ε κ α ι κοίτα ξε προς τη ν κουζί κο υζίνα, να, όπο όπ ου ο Τ ζος χρησ χρη σ ιμ οποιούσ ούσ ε ένα ένα μαχαίρι για να ξεκο ξεκολλή λλήσ σ ειτι ιτις τρούφ ρού φ ες από το τα ψ ί ψ ησίματος ατος.. «Α γαπούλα, απούλα, φ έρε τον δίσκο εδώ κ ι έπ ειτα μπορείς να παίξει ξεις σ τη φ ουσ κω τή σου πισ ινούλ νούλα α». «Δ εν είναι ναιπισ ινούλ νούλα α. Ε ίναι να ι...» «Ξ έρω , ξέρω . Ε ίναι μια μυσ μυστ τική το τοποθε οθεσ ία στ σ τον Ε ιρηνικό Ω κεανό». Έ κλει λεισ ε το μ άτι σ τον Κ άφε άφερι. «Ε ντά ντάξει ξει», είπε σ τον Τζ Τ ζος. ος. «Φ έρε το τον δίσκο κ ιέπει έπειτα πήγαι γαινε στ στο νησ νη σ ίΤ ρέι ρέισι». «Ε ντά ντάξει ξει». Ικανοπο κα νοποι ιημ ένος, νος, ο Τ ζος κα τέβ η κε από απ ό το το σ καμ κα μ νίκ νί και το υς έφ ερε ένα έναν ν δίσκο, κο, πάνω σ τον οπο οπ οίο βρίσ κοντ κο ντα αν τέσσ ερις τρούφες, βουτηγμένες στη σοκολάτα. «Μ πρά πράβο». βο ». Ε κεί κείνη ή πιε μια γουλ γουλι ιά καφ καφέ έ. «Π ρόσφ ρόσ φ ερε τις σ οκολάτ λά τες κ ιέπει έπειτα μπορείς να φ ύγεις». «Ε υχαρι υχαρισ τώ », είπε ο Κ άφε άφ ερικαι ρικα ι πήρε πή ρε μία σοκο σ οκολά λάτ τα. «Δ εν κ ά νειτί νειτίπ ο τα » . Ο Τ ζος είχε ακόμ ακόμη η έναν λεκέ σ το πιγούνιτ γούνιτου ου κ ι ένα ξεραμ ξεραμέ ένο α ποτύπω μ α σ οκολά οκ ολάτ τα ς σ τον μηρό του του.. Έ γειρε μ προσ ρο στά λιγάκι, σ υνοφ ρυω ρυω μ ένος, νος, με μια ενήλι ενήλικη ανησ νησ υχία κα κα ι σ οβαρότ ρό τητα. «Έ χει χεις α κούσ ειγια τον Κ αλικάντ κάντζ ζαρο, ρο, έτσι;» Τ ο χέριτ ρι το υ Κ άφε άφ ερισ ρι σ ταμ άτησ ε λίγο πρι π ριν αφ ήσ ει τη ν τρούφ α στ σ το ;» σ τόμα όμ α του. « γ γ «Γι «Γ ια έλα έλα εδώ εδώ , κα κ α λόπα λόπ αιδο», δο», είπ ε η Μ πενεντ νεντί ίκτε, κτε, τρα τραβ βώ ντα ντας τον Τ ζος από το το μπλο μ πλουζ υζά ά κιτ κι του. «Δ ώ σ ε μου μια σ οκολάτα» οκολάτα».. Ο Τ ζος χαμ ήλω σ ε το κεφ κεφ άλι. «Ο Κ αλικάντζ κάντζαρος το έκανε κα νε», », μουρμ ουρμούρι ούρισ ε. «Ό ,τι ,τι πει πεις, αγάπη αγάπη μ ου». Π ήρε μια σ οκολά οκο λάτ τα και κα ι τη ν έβα έβαλε λε στο στο
σ τόμ α της, της, κλείνοντ νοντα ας παιχνιδιάρικα το μ άτισ τον Κ άφε άφ ερι. Μ α ο Τ ζος έδει δειχνε να μην πτο πτοείτα ι. «Ο Κ αλικάντ κά ντζ ζαρος ρος σ καρφ καρφ άλω σε σ το παράθυρο πα ράθυρο κ α ι πήρε το παι πα ιδίαπ δί από ό το το κρεβά κ ρεβάτ τι του». ου ». Ά φ ησε τον δίσκο στ σ το πάτ πά τω μ α και κα ι σ τάθηκε άθη κε σ κυφτ κυφ τός, ός, σαν σα ν νάνος, άνος, με μια ασ α σ τεία γκρι γκριμ άτσ α κα κ α ι τα χέρια του του,, σ αν δαγκάνες δαγκάνες, μ προσ ρο στά από από το πρόσ π ρόσω ω πο. Ά ρχι ρχισε να κάνε κά νει ι πω ς σκαρφαλώ σκαρφ αλώ νει. «Σ καρφάλω καρφ άλω σ ε από το υς σ ω λήνες λήνες μάλλον». μάλλον». Ά φ ησε ησ ε τα χέρια το του να πέσου πέσ ουν ν στο στο πλάι πλά ι κι έπειτα κο κ οίτα ξε με σ οβαρό βα ρότ τητα τη τη μ ητέ ητέρα το του. «Τ ρώ ει παι παιδιά, μαμά μαμά,, αλήθε λήθει ια λέω ». «Τ ζος, ος, σ ταμ ά τα !» Η Μ πενεντ νεντί ίκτε κοίτα ξε τον Κ άφε άφ ερισ ρι σ τα μάτ μ άτι ια, με πρόσ πρόσω ω πο κα κ α τα κόκκι όκ κινο από ντ ντροπή ροπή.. Έ γειρε μπρ μ προσ οστ τά κι έριξε ένα μ πατ πα τσ άκι σ τα πόδι πό δια το του γιου της. ης. «Π ήγαινε έξω , αρκε αρκετ τά. Δ εν θέλουμ θέλουμε ε ο κύρι κύρ ιος Κ άφε άφ ερι να πι π ισ τεύει πω ς είσ αι μω ρό. Π ήγαινε κι άφ ησ ε το τον δίσκο σ τον νε νεροχύτ ροχύτη η».
Ο Κ αλικάντζ κάντζαρος. αρος. Ό σο προσπαθούσε ο Κ άφερι άφερι να ρω τήσε ήσ ει τον Τ ζος σ χετικά με αυτόν, υτόν, τόσο όσ ο περισ σότε ότερο εξω φ ρενι ρενικά ήτ ή τα ν όσ α το του έλεγ λεγε, μέχριπο ρι που υ κατ κα τάφ ερε να βρε βρει το κε κ εντρι ντρικό μ οτί οτίβο: ο Κ αλικάντζ άντζαρος αρ ος ζούσ ούσε στο δάσ δάσ ος κ ι έτρω γε παι παιδιά. Η Μ πενεντ νεντίκτε Τ σερτς ρτς ντρ ντρεπόταν όταν που που ο γιος τη ς πίσ τευ τευε τις ισ τορίες τω ν πα ιδιώ ν τη τη ς γειτονιάς. «Α πλώ ς το υς αρέσε ρέσεινα τρομ ρομ άζουν ου ν ο ένας ένας τον άλλον», λλον», είπε. «Σ ε αυτ αυτή ή τη ν ηλικία, η φ αντα ντασ ία του τους οργιάζει ζει». θελε να πει πει: τ α τ ε α λι ; Ή θελε α ντ , ν κι να ; Η εικόνα το του Κ αλικάντ κάντζ ζαρου αρου είχε ήδη αρχίσ ει να εντυπ εντυπώ ώ νετ νετα ι στο μυαλό του του κ α ι α πλω νότα ότα ν σαν σα ν λεκέ λεκές ς από απ ό μελάν μελάνι ι πάνω σε λευκό λευκό τραπεζ ρα πεζομ ομάντ άντι ιλο. Σ το τέλος λος τη ς ημέ ημ έρας, ρας, ότα ν έφ έφ υγε από το Κ λοκ Τ άουερ, ουερ, ένιω σ ε τη ν έντ έντονη ονη ανάγκη να απομ πομ α κρυνθε κρ υνθείό ίόσ σο γίνετ νετα ι από το πάρκ πά ρκο, ο, ενώ ο ήλιος βασίλευε στ στον ορί ορίζοντα οντα κα κ α ι οι σ ιλου λο υέτες τω ν
κουρ κο υρα ασ μ ένω ν με μ ελώ ν τη ς ομά ομ άδας έρευνας ρευνας περι περιφ έροντα ρονταν ανάμε ανάμ εσ α σ τα δέντ δέντρα ρα.. Έ να άσ χημο προα ροαίσθημ θημ α το του είχε δημ δημιουργ ουρ γηθεί θεί. Δ εν ήξερε τη ν προέλε προέλευσ υσή ή του, ου , ούτ ού τε πώ ς να το το εκφρά κφ ράσ σ ει με λόγι λόγια. Ω σ τόσο, όσ ο, ήξερε πω πω ς κά τι θα συνέ σ υνέβ βαινε. νε. Ή τα ν σί σ ίγουρος γουρος,, κ ά τιθα συνέ σ υνέβ βαινε. νε. «Κ αλικάντ κά ντζ ζαρος», ος», είπε αργότε γότερα στ στη Σ ούνες νες, σ το γραφ γραφ είο τη της. «Σ ου λέει λέεικ ά τιη λέξ λέξη Κ αλικάντ κάντζ ζαρος ρος;» «Ε;» «Ε ;» Η Σ ούνες ούνες πέρασ πέρασε ε το χέριτ ρι τη ς μέσα μέσα από απ ό τα κοντ κ οντοκ οκουρ ουρε εμ ένα μαλλιά τη τη ς κ ι έσ μιξε τα φ ρύδια της της.. Ε ίχε τελειώ σ ειμ ει με τη σ υνέντ νέντε ευξη Τ ύπου ύπ ου,, η οπ οπ οία τη τη ς είχε αφ ήσ ει λεκέδε λεκέδες ς από μ εϊκάπ κά π στ σ το κολά κολάρο ρο του πουκ ουκάμ ισ ού τη τη ς κ α ι καθότ θότα ν σ το γραφ γραφε είο της της,, απορροφ απο ρροφη ημένη μένη στ σ την οθόνη οθόνη του νέο νέου τη ς κινητ νη τού, πα τώ ντα ντα ς κουμ π ιά με το ν αντί αντίχει χειρα, ρα, σε μια προ προσ σ πάθε πά θει ια να κα κα τα νοή νοή σ ειτ ειτον χε χειρισμό του. ου . «Ε ;» Τ ον κοί κο ίταξε. ξε. « Τ ιλες λες;» «Τ α παιδιά σ το Μ πρίξτον έλεγαν έλεγαν κά κ ά τι για έναν Κ αλικάντ κάντζ ζαρο όπου κ ι αν πήγ πή γαινα». να». «Ο μ οναδι οναδικός κός Κ αλικάντ κά ντζ ζαρος αρος που πο υ ξέρω είναια ναι α υτός τη ς αργ αργκό του Σ αν Φ ρανσί ρανσίσκο. Μ ια γέ γέρικη αδερφ αδερφή ή που πο υ γουσ γουσ τά ρει παι πα ιδική σφρι σφ ριγηλή σάρκα. σά ρκα. Έ νας να ς παιδόφι δόφ ιλος. λος. Έ νας να ς βρομερός βρομερός,, κ κ σ χ η μ ο ς γέρος ομοφ ομοφυλόφ υλόφι ιλος, λος, που πο υ θέλε θέλεινα ινα κά κά νει νεισ εξ με νόστ νόσ τιμ α, νεα νεαρά αγοράκ οράκι ια». «Σ ημ αίνει, λοι λοιπόν, παιδερα δερασ στής;» «Έ τσ ιξέ ιξέρω ». Κ άθισε, με το πιγούνι γού νισ σ τα χέρια κα κα ικοίτα ξε το είδω λό του, του, καθώ ς καθρεφ κα θρεφτ τιζόταν στ στα τζ τζάμ ια, με φ όντο όντο τα φ ώ τα το του Λ ονδί ονδίνου. «Π ήρες το μ ήνυμ νυμα για τις φ ω τογραφ ίες;» είπε, έπει έπειτα από λίγο. «Η Κ άρμελ άρμελ πισ πισ τεύειπω ύειπ ω ς έβ γα ζε φω φ ω τογρα ογραφ φ ίες ενώ ή τα ν μα μ αζίτους ίτους». ». «Ν αι». Σ ή κω σ ε τη μ ατι ατιά της της.. «Έ βαλα βα λα μερικά παι πα ιδιά να να ασχοληθούν με αυτό». «Α ν ο ι φ ω τογραφί ογραφ ίες έχουν χουν διαρρε αρρεύσ ύσε ει... Σ κατά». Κ ούνησ ούνησε ε το κεφάλιτου. «Ξ έρω . Δ εν ψ ήνεσ νεσ αινα τι τις δει δεις;»
«Ε σύ τι νομίζεις;» Ή τα ν σχε σ χεδόν δόν με μ εσάνυχτ νυχτα. Έ πρεπ ε να ανακ νακαλέσο λέσουν τι τις ομά ομ άδες δες. Δ εν εί είχαν χαν βρε βρειτίποτα . Δ εν υπή ρχε ίχνος του Ρ όρι σ το πάρκο ρκο, γι’ γι’ αυτό η Σ ούνε ύνες είχε διευρύνει υρ ύνει τη ν περίμετρο, ρο, προκ προκε ειμ ένου να συμ συμπερι περιλάβει λά βει κάθε κά θε δρόμο που που σ υνόρε υνόρευε με το πάρκο. πάρ κο. Α ποθήκ ποθήκε ες, γκαράζ γκαρ άζ κ α ιάδει δεια οι ο ικόπ κόπεδα ερευνήθη ρευνήθηκα καν ν. Κ αιπάλι αιπά λι, δίχω ς να βρουν ρουν το ν Ρόρι Ρ όρι. Κ άθε κ ά τοικος ανακρ νακρί ίθηκε θη κε επ επίμονα, ονα, αλλά κανείς το υς δεν δεν εί είχε δεικά δεικάτι. Ο Ρ όριΠ ιτς είχε εξα εξαφ φ ανισ τείσε μί μία από τις πιο πυκνοκ νοκα τοικη μ ένες περιοχές χές της της χώ ρας ρα ς κα ικανείς δεν δεν είχε δει τίποτα οτα . Ο ύτε ύτε μία ψ υχή υχή σ το Ν τόνεγκα όνεγκαλ λ Κ ρέσ ρέσεντ δεν δεν είχε α κούσ ει το τζά μ ι να σ πάε πά ει το απόγευ όγευμ α τη ς Π αρασ αρασκε κευή υής ς. Κ ανεί ανείς δεν δεν εί είχε α κούσ ού σ ει τον ει εισ βολέα να φ εύγει ύγει από το σπίτι. Τ α Μ Μ Ε προσπα προσ παθούσ θούσαν αν να απ α π οσπά οσ πάσ σ ουν πληροφ πληροφορί ορίες από το το Τ μ ήμα ήμ α Α νθρω νθρω ποκτον ποκτονι ιώ ν, αλλά αλλά δεν δεν υπήρχε υπή ρχε κ ά τι να το τους πουν. πουν. Ή ξεραν ρα ν όσα όσα γνώ ριζαν κ α ι το περασ περασμέ μέν νο βράδυ. βράδυ. Α υτό υτό που πο υ βασά βα σάν νιζε το κουρασμέ κουρασ μέν νο μυαλό μυαλό του του Κ άφερι άφερι ήτα ήτα ν μια φ ράση, που ένας ασ τυνομ νομ ικός είχε π ει στη μ ητέρα του, του , πριν απ από είκοσ ι πέντε ντε χρόνι χρόνια: ». Κ αι δεν ή τα ν εύκολ εύκολο ο για κανέ κ ανέν να ν από τη ν ομάδα. Έ να οκτάχρον οκτάχρονο ο παιδί βρισ κότ κό ταν μακ μακρι ριά απ από τη ν οι οικογέ κο γένε νει ιά του για δεύτ δεύτε ερο σ υνεχ υνεχόμε όμ ενο βράδυ. Ή δη είχε αναγκα ναγκ ασ τεί να μιλήσε λήσ ει με δύο νεα νεαρούς ρο ύς ασ τυνομι υνομ ικούς κο ύς,, προκ πρ οκε ειμ ένου να μην μη ν το υς αφ ήσ ει να βυθι βυθισ τούν στ σ την κατ κα τάθλιψ η. «Κ αι το ασ τείο είναι ναι», είπε η Σ ούνες νες, κλείνοντ νοντα ας το κινητ νη τό και χώ νοντά νοντά ς το σ την τσ έπη της, ης, « ότι νομί νομ ίζω πω ς ξέρω ακρι κρ ιβώ ς τι σε προβληματίζει». Ο Κ άφερι άφερι είχε σ πρώ ξει ξει προς τα πίσω τη ν καρέκλα καρέκλα του κι ετοιμ α ζότα ν να ανοί α νοίξει ξει το φ ερμουά ρμ ουάρ ρ του σ ακβου κβ ουα α γιάζ, σ το οποί οπ οίο έκρυβ κρ υβα αν το ουί ουίσκι, ισ ιώ νοντα νοντας τον κορμ κο ρμό ό του. ου . Α κού κο ύμ πησ ε τα χέρια του σ το γραφε γραφ είο κα κ α ιτη ν κοί κο ίτα ξε σ ιω πηλό πη λός ς, σ αν να μην είχε ακούσε ύσ ει. Έ π ειτα της της έριξε μια πλά πλάγι για ματιά. «Κ αιτι είναι ναιαυτό;» «
ρ έ
ε ι
ν α
α
ε χ τε ί
ε
ο
ν δ ε χ ό
ν ο
ν α
μ η
μ
ε
έ
ι
σ υ ν έ β η
«Α υτό υτό που πο υ νομί νομ ίζω είναι ναι... ...» Έ γει γειρε πίσω σ την καρέκλα κα ρέκλα τη τη ς και ξεκούμπω σ ε το πρώ το κουμπί κουμ πί του παντ παντελον λονιού της της,, απελευθ πελευθε ερώ νοντα νοντας το σ τομά ομ άχι της, ης, το οπο οπ οίο αισθάνθηκ θάνθηκε ε άνετ νετα για πρώ τη φ ορά μέσα μέσα στ σ τη μέρα. μέρα. «Α υτό υτό που νομ νομί ίζω είναι πω ς πισ τεύω ότι μοιάζειυ ρ β λ ικ ασήκω σε ικ ά μ ε υ τό υ σ υ ν έβ η σ ν ύ α ν ». ». Α νασήκ τα φ ρύδια της της.. Δ εν ή τα ν μι μια απλή απλή δήλω ση, κ α ι δεν δεν χαμογε χαμ ογελο λούσ ύσε ε, ούτε ή τα ν επι επιθετ θετική. κή . Τ ου ζητούσε ούσ ε να το το σ υζη υζητήσ ουν. «Α υτό υτό πισ πισ τεύω ». «Ε ντάξε άξει». Ύ ψ ω σε το χέρι του. «Α ς σταμ σταματ ατήσ ήσουμε ουμε εδώ ». Ο ποι πο ιαδήπο δήποτ τε αναφ αναφορά ορά σ τον Γι Γ ιούαν ούα ν το ν έκα έκανε νε να αισ αισ θάνετ θάνεται πω ς κ ά τι κινού νο ύνταν νταν απ α πειλητικά σ τις σ κοτεινές γω νίες τη ς ψ υχής χής του, του , σ κάβ οντα οντα ς σ τα πιο απόκρ πόκρυφ υφα α μύχια τη τη ς ύπα ύπαρξής του. ου . Σ πάνι πά νια πρόφε πρόφ ερε το όνομα όνομα το του αδελφ αδελφού ού το του - κ α ι ο ν α κ ο ύ ε ι ά ο λ λ
ν
ν ο μ
ν α ,
ρά δε σ τ
α
τ ο
σ α ν
λ έ ο
, ήτ ο υ .
ι Μ
ν .. .. .
ε
έ τ
α
η ρ ε μ ία ,
ρ ά
ν
ή
ν
σα ν να
το
β
σ α ν ή
έ β ρ ισ ισ κ ε
ν α
ν
το ν
λ α ν τ
χα
έν α κ α ι ά
ο
ή
ο
κ ά ρ ι, ι, υ
ά λλ
υ
στ
«Φ αντάζ αντάζομα ομαι ι πω ς θα πρέπε πρέπει ι να σε ρω τήσω πώ ς το
γνω γνω ρίζεις». «Ό λοιξ λοιξέ έρουν». ρουν». «Έ κτακτ κτακτα». α». «Η μισή ομά ομ άδα Β ερευνούσ ρευνούσε ε τη ν υπόθε υπόθεσ σ η ότα ότα ν ο Ιβά Ιβάν ν Π εντερέτ ρέτσ κι... ό τα ν . ας μην μη ν το σ υζητ υζητήσ ήσουμ ουμε ε τώ ρα καλύτε καλύτερα. Α λλά η Π ολί ολίνα, κάπ κ άπου ου κάπ κ άπου, ου, ζητάε ητάει ι πληροφορί πληροφ ορίες από τον τον τομέ ομ έα παι πα ιδερα δερασ σ τώ ν σ χετ χετικά με το υπ υπ οκε οκ είμ ενο αυτό. υτό. Κ άπου ανάμε νάμ εσ α στ σ τα μ ανικιούρ ούρ τη ς κ α ι τη μισθοδοσί θοδοσία, έψ αξε λιγάκι γάκι κ α ι όπα! όπα! Μ ια ενδι νδιαφ έρουσ ρουσα πληροφ πληροφορί ορία ξεπ ξεπετάχτη χτηκε. Ο Π εντε ντερέτσ ρέτσ κισ χετ χετίζετα ι με μια προ εικοσ ιπεντα νταετί ετίας υπό υπ όθεση θεση εξαφάνι αφ άνισης. ης. Κ αι το όνομ όνομ α του του εξαφανι αφ ανισθέν σθέντος; ος; Γι Γ ιούαν Κ άφερι άφερι. Κ αι σ υμβα υμ βαί ίνει το όνομα του επιθεω θεω ρητ ρη τή Τ ζα κ Κ άφε άφ ερι να βρί βρ ίσ κετα κεται σ τις εφ ημε ημ ερίδες δες τη ς εποχής πο χής και κα ι, ξέρει ρεις, δεν δεν χρει χρειά ζετα ι κα ι πολύ πολύ μυαλό υαλό για να βγάλει βγάλεις
σ υμπε υμπ εράσμ ράσ μ ατα» ατα».. Έ σ κυψ κυ ψ ε κ α ι πήρε το μ πουκά πο υκάλι λι το ουί ου ίσ κι α ό σ ακβουαγι υα γιάζ, το άνοιξε κ ι έριξε από λίγο σ τις κ ο ύπ ες τους. «Π άρε». Έ σ πρω πρ ω ξε τη μία στ σ το γραφ ραφ είο κι κ ι έγει γειρε στ σ την καρέ κα ρέκλα κλα.. «Τ ο ήξερα ήξερα προτού προτού μπω στο στο Τ μήμα μή μα Α νθρω ποκτ ποκτονι ονιώ ν. Π ροτού ροτού σε γνω ρίσω ». «Τ ότε», είπε ο Κ άφε άφ ερι, φ έρνοντα ρνοντας το ουίσ υίσ κι σ τα χείλη το του και ζαρώ νοντα νοντας σ την καρέ κα ρέκλα κλα το του, «καλω «καλω σ όρισ ες σ τον εφ εφ ιάλτη άλτη μου, αρχι ρχιεπιθεω θεω ρητ ρη τή Σ ούνε ούνες ς. Χ αίρομα ρομ αι που πο υ μαθαί μα θαίνω ό τι το απολά πολάμ μ βανε βα νες ς τόσο όσ ο και κα ιρό». ρό». «Α , μην κάνει νεις σ αν κορι ορ ιτσ άκι, εντά ντάξει; Δ εν υπά υπ άρχουν χουν κανονισ μ οί που να λένε λένε πω ς δεν δεν μπο μπορώ ρώ να δεί δείξω γνή γνήσιο φ ιλικό ενδιαφέ αφ έρον, Κ άφε άφ ερι». ε θε ρη «Ν αι». Κ οίταξε τη ν κούπ ούπα. Σ τη μέση μέση της, ης, ο καφ κα φ ές είχε αφή αφ ήσει ανεξί νεξίτηλο το ση σ ημάδιτ διτου. «Έ λα τώ ρα, Τ ζακ, προσπ προσπαθ αθώ ώ να σε βοηθήσω βοηθήσω . Μ ε τον ατσούμπαλο τρόπο μου». «Το «Τ ο ξέ ξέρω . Σ υγγ υγγνώ μη. μη . Μ ερικές κές φ ορές ορές νιώ θω ...» Α κούμπη κούμ πησε σε με τη γροθιά το στήθος του. «Ν α σε σε πονάε ονάει εκ εί πέρα, πέρα, ε;» Κ ατέβασ βασ ε με τη μία το ουί ο υίσ κι της κα ι σέρβιρε ξανά ανά στ σ την κούπ ούπα. «Τ ο ξέρω , πίσ τεψ έ με. με. Α λλά λλά έχ έχεις σ κεφ τείνα εί να κά κ άνεις μια κα καταγγελ γγελία σ τον Π εντε ντερέτσ ρέτσκι;» Π ερίμενε την απάντ πά ντη ησ ή του για λίγο. «Τ ζα κ; Κ άνε άνε μια κατ κα τα γγελία κα κ α ι η υπόθε υπόθεσ ση θα ανοίξεικ ξεικα α ιπάλικ λικ α ικά ποιος ά λ λ ο ς θα μένειξύπνιος τα βράδια και θα πονοκεφαλιάζει». Κ ούνησε ούνησ ε κουρα κουρασ σ μ ένα το το κεφ κεφ άλιτ άλ ιτου ου.. «Μ πα, δεν δεν πει πειράζε ράζει». «Σ ου το πρότ ρό τεινε κά ποιος ξανά;» «Έ χω χάσε άσ ει το μέτρημα. ρημ α. Ε ίναι πολύ ξύπνι ξύπνιος. ος. Θ α το γύριζε από τη ν ανάποδη νάποδη κα κ α ι προτ πρ οτο ού το το κατ κα ταλάβε αλά βει ις, θα έβγαινε κ ι από πάν πά νω . Θ α με κα τη γορ γορούσ ε για κακοή θεις ισ χυρι χυρισμούς ούς, παρενόχλησ νόχληση, ξέρει ρεις, όλες αυτές τις ανοησίες». «Κ αιόχι αι όχι επειδή ξέρει ξέρεις πω ς δεν δεν θα σου σ ου επιτραπεί να ασ χολη οληθεί θείς με
την υπόθεση;» «Φ υσι υσ ικά κ α ι γι’ γι’ αυτό. Α υτή υτή η λεπτ λεπτο ομ έρεια δεν δεν διαφ εύγει ύγει της προσοχής μου». «Ε ίσ αι λιγάκι γάκ ι μ α λάκ λά κας αν μου μου επιτρέπει ρέπεις». «Ε υχαρι υχαρισ τώ . Θ α το θεω θεω ρήσω φ ιλοφρόνηση». οφρόνηση». Η Σ ούνε ού νες ς χαμ ογέλα ογέλασε σε ανόρεχ όρεχτα. «Α πλώ ς δεν θέλω αυτή υτή η υπόθε υπόθεσ σ η με το υς Π ιτς να σ ου κά κ ά νει νει κακό κα κό.. Δ εν θέλω να διαλύει λύει την προσ προ σ ω πική σ ου ζω ζω ή . Α υτή υτή είναιη αι η ανησυχ ανησ υχί ία μου». μ ου». Ο Κ άφεριπροσπά άφεριπροσπάθησε θησε να αντα αντα ποδώ σ ει το χαμόγ αμ όγε ελο. Α υτή υτή ήτα ήτα ν η σ τιγμή που θα έπρε έπρεπε να το πει, πω ς κανονι κα νονικά δεν δεν θα θα έπρ έπρεπε επε να βρί βρ ίσ κετα κεται σε αυτή υτή τη ν υπό υπόθεσ θεσ η, πω ς είχε δίκιο, πω ς ήδη το το κακό κα κό είχε γίνει κ ι έχα έχανε τον έλεγχο. λεγχο. Α ντί ντίθετ θετα, σ κούπισ ε το μ έτω έτω πό του, ή πιε το ποτό του κα ι είπε: «Ο Γ ιούα ούαν ή τα ν εν εννιά, ο Ρ όριε ρι είναι ναι οκτώ . Δ εν είχα κά κά νειτ νειτη η σύνδε ύνδεση, για να πω τη ν αλήθε αλή θει ια». α». Σ ηκώ θηκε θη κε,, πήγ πή γε μέχρι τη ν πόρτ πόρ τα κα κ α ι φ ώ ναξε ναξε τον αρχ αρχι ιφ ύλακα ύλακ α Λ όγκαν όγκαν στο στο γραφε γραφ είο. Α υτός υτός ήρθε ήρθε, ανασ ανα σ ηκώ ηκ ώ νοντα οντα ς το φ ρύδι ρύδι του καθώ κα θώ ς τους ου ς είδε να κά θοντ θοντα α ιμαζί αζί. «Σ υγγνώ υγγνώ μ η». Έ βη ξε δηκτ δηκ τικά, κά , σ αν να εί είχε διακόψ κό ψ εικάτ ικά τι. «Θ έλω να προσ ρο σθέσου θέσουμ μ ε κ ά τι σ την έρευνα. έρευνα. Ξ έρει ρεις να χει χειρίζεσ α ιτο σ ύστ ύσ τη μ α CRIS, RIS, έτσι;» «Μ άλιστα». στα». «Α ύρι ύριο βάλε βά λε το τους ντό ντόπ ιους να ψ άξουν στ σ τα αρχεί ρχεία για τη λέξ λέξη ‘‘Κ αλικάντζ ντζαρος’’, ος’’, με μ ε χρονι χρονική περίοδο τα τελευτα ελευταί ία δέκα χρόνια. Μ άθετ θετε αν κά ποιος γνω γνω ρίζει κ ά τι για κά ποιον παι πα ιδερα δερασ σ τή που δρα σ το Π άρκο Μ πρόκγ πρό κγουε ουελ λ κι κ ι έχει χει το παρα πα ρατ τσ ούκλι Κ αλικάντζ κάντζαρος». αρος». Κ οντ οντοστάθηκε οστάθηκε.. Μ πορούσε να κατ κα τα λάβε λάβ ει πω ς ο Λ όγκαν όγκαν προσπα προσ παθούσ θούσε ε να κρύψ κ ρύψ ει ένα χαμόγ χαμ όγε ελο. Έ φ ερε το πρόσ πρό σ ω πό του κοντ κο ντά ά στ σ το πρόσ πρό σ ω πο του του Λ όγκαν. όγκαν. «Σ « Σ υμβα υμ βαί ίνεικάτ νεικάτι ι;» «Ό χι, κύριε επιθεω θεω ρητά» ρητά».. Μ α προτού προτού χαμη αμ η λώ σ ει το βλέμμ βλέμμα, α, ο Κ άφε άφ ερι τον εί είδε να κο κ ο ιτά ζει σ τα κλεφτ κλεφ τά τη Σ ούνε ού νες ς - πιο
σ υγκεκρι υγκεκριμ ένα το ξεκούμ ούμ πω το πουκ πο υκά άμ ισ ό τη τη ς και κα ι το ανοι α νοιχτό μ πουκά πο υκάλι λι ουίσ κι. Η γραβά ρα βάτ τα του του Κ άφε άφ εριήτ ριή τα ν λυμέ λυμέν νη και κα ι οι μ πότε πότες τη ς Σ ούνες νες βρί βρίσ κοντ κοντα αν σ το πάτ πά τω μ α. «Τ ίπ οτα δεν δεν σ υμβα υμ βαί ίνει νει», επαν πα νέλαβε λαβ ε ο Λ όγκα όγκαν ν κοκκι κοκ κινίζοντα οντα ς και κα ι έκαν κα νε μετ μεταβολή. αβο λή. «Θ α ψ άξουμε άξουμε σ το CRIS κ α ι σ τα αρχ αρχε εία. Μ άλι άλισ τα». α». Ό τα ν ο Κ άφε άφ εριέ ρι έκλε κλεισ ε τη ν πόρ πόρτ τα κ α ι γύρισ ε προς το μέρος της, ης, η Σ ούνες ούνες ακου ακ ουμ μ πούσ πο ύσε ε τους ου ς αγκώ νες νες τη ς σ τα γόνατ γόνατα, α, με το πρόσω πρόσ ω πο κρυμμ κρυμ μ ένο σ τα χέρι χέρια της της,, κα κ α ι γελούσε λούσ ε τόσο όσ ο δυνατ δυνατά ά που π ου οι ώ μ οι της τραντ ρα ντάζοντ άζοντα αν. «Τ «Τ ο πισ τεύεις;» Τ ον κοίτ οίταξε με πρόσ πρόσω ω πο που που έλαμπε έλαμ πε.. «Ω , τι τέλει λειο! Τ έλει λειοοο! οοο! Μ ε πηδά πη δάε ει ο πιο όμορφ όμ ορφος ος γκόμ γκό μ ενος ενος της Μ ητροπολι ροπ ολιτικής κή ς Α σ τυνομ υνομί ίας». ας». Σ κούπι ούπ ισ ε το πρόσ πρόσ ω πό της. ης. «Κ οίτα με! με! Ε ίμ α ισ ταμπαρι πα ρισμ ένη λεσ λεσβία, αλλά φα φ αίνετ νετα ιπω ς δεν δεν θέλο θέλουν υν να το το κατ κα τα λάβο λά βου υν. Ε ίναι σ αν να μ παίνει νει ένα γιγάντι γάντιο πάντ πά ντα α στ σ το δω μάτιο κα ι να λέν λένε ‘‘Ν ‘‘Ν αι, μ οιά ζει με ένα γιγάντι ντιο πά πάντα ντα, μ υρίζει σαν σαν γιγάντι γάντιο πάντα ντα, αλλά δεν δεν μ πορε ορ εί να είναι ναι ένα γι γιγάντι γάντιο πάντ πά ντα α. Τ ι σ κατά θα μ πορούσ πορούσε ε να κά κά νει νει ένα γι γιγάντι ντιο πάντ πά ντα α εδώ πέρα;’ ρα ;’’» ’» Ο Κ άφε άφ εριέ ρι έπιασ ε τον εα εαυτό υτό του να χαμογε χαμ ογελάει λάει, παρά παρά τη τη ν άσχ άσ χημη ημ η διάθεσ άθεσή το του. Α ργότε ργότερα, ρα, προ π ροτ τού φ ύγει ύγει από το το γρα γραφ φ είο, τη τη σ ταμ άτησ ε. «Ν τάνι, ευχαρι υχαρισ τώ . Τ ο ξέρω ξέρω πω ς σε έκανα κα να να αργήσ α ργήσε εις σ το ραντ ρα ντε εβού βού με τη ν Π ολίνα, αλλά οφε οφ είλω να σ ’ ευχαρι υχαρ ισ τήσω ήσ ω που πο υ μου μίλησες λησες».
Τ ο μικρό σπί σ πίτ τι βικτω κτω ριανού ρυθμού ρυθμού το του Κ άφε άφ ερι είχε σ βησ βη σ τά τα τα φ ώ τα. Π άρκαρε άρκα ρε τη ν παλιά το του Τ ζά γκουα γκουαρ ρ δίπλα στον στον μαύρο Σ καραβ κα ραβαί αίο τη τη ς Ρ εμ πέκ α κα κ α ι μ πήκε πή κε μέσα, μέσα, λύνοντ λύνοντας τη γραβά γραβάτ τα του του.. Ε κεί κείνη ή τα ν ξύπνια, κ ι ας ή τα ν αργά - σ τα αφ τιά του έφ ταναν ή χοι από το το καθισ τικό στ σ το πί πίσω μέρος ρος το υ σ πιτιού, ενώ σ τον διάδρομ άδρομο βρίσκονταν αναποδογυρισμένες ένα ζευγάρι πράσινες πολυφορεμένες γόβες, γόβες, με τις μ ισοσβ οσ βησ μ ένες νες λέξε λέξεις Μ ιου Μ ιου να φ αίνοντα νονται σ τον πάτ πά το. Κ οντοσ οντοστ τάθηκε, θηκε, όπ ό π ω ς έκανε κα νε σ υχνά υχνά το τον τελευτ ελευτα α ίο και καιρό, κα κ αι
αναρω ναρω τήθηκε θη κε σε σε τι διάθεσ άθεση θα τη τη ν πετύχα πετύχαι ινε, νε, προτ ρο τού ανοί νοίξει ξει την πόρτα. Έ κα νε γιόγκα σ τον καναπ κα ναπέ έ, σ τηρι ηριζόμε όμ ενη στ σ το κεφ κεφ άλιτ λι της, ης, ενώ τα πόδι πόδια της βρίσ κοντα κονταν στ σ τον αέρα. αέρα. Χ ασ κογελού ογελούσ σ ε, βλέποντα βλέποντας τα δάχτυλα δάχτυλα τω ν ποδι π οδιώ ν τη τη ς να κινούντα νούντα ι. Φ ορούσ ορούσε ε χα χα κί σ ορτ ορτσ άκικι κικ ι ένα από τα τα γκρίζα κοντ κ οντομ ομά ά νικά του. Έ να μπουκάλι μπ ουκάλι βότκα βότκα ήταν ήταν παρατ πα ρατημ ημέ ένο πάνω σ το μαξιλάρικα άρι και ι σ το τα τα σ ά κι βρισ κόταν κόταν σβησμ σβησ μ ένο ένα πουρά ουράκι κι. «Χ αρούμε αρούμεν νη;» «Ο υπς!» υπς!» Σ η κώ θηκε θη κε με με θόρυβο θόρυβο κα κα ι γύρισ ε προς προ ς το μέρος του, ου , χαμογε χαμ ογελώ λώ ντας ντας.. Ε ίδε με ανακούφ νακούφι ιση πω ς ή τα ν ήρεμη ήρεμη.. Α ναψ οκοκκι οκοκκινισ μένη μένη κα κ α ι μεθυσ μεθυσμέ μένη, νη, μα χαλαρ χαλαρή. ή. «Φ αίνεσ αιχ αι χαρούμε αρούμ ενη». «Α μέ». μέ». Μ ια χαλαρ χαλαρω ω τική μελω μελω δία ακου ακ ουγότ γότα α ν από το το σ τερεοφ ρεοφω ω νικό. «Ε ίμ α ι μ εθυσμέ θυσμ ένη». «Π αλιοκόρι οκό ριτσ ο». Έ γειρε κα ι τη φ ίλησε. ησε. «Σ « Σ ου τη τη λεφ λεφ ω νούσα νούσ α όλη όλη μέρα». μέρα». Π ήγε σ την κουζίνα, κρέ κρέμ ασ ε το μ πουφ πουφάν άν το υ σ το πί π ίσω μέρος μέρος της πόρτας και πήρε ένα ποτήριμαζίμε το ουίσκιτου. «Ή μ ουν στ σ το Μ πρίξτον μα μ αζί με μερι μερικούς κούς απόφ πό φ οιτους τη ς Σ χολής Κ αλώ αλώ ν Τ εχνώ ν. Ν όμι όμ ιζαν πω ς ήμουν ήμ ουν κάτ κά τι ανάμε ανάμεσα σα σε Ν ταλίκα αλίκ α ι Ν τα Β ίντσι ντσι». «Δ εν έχε έχει ις τον Θ εό σ ου». Έ βγαλε τα τα παπο πα πούτ ύτσ σ ια του κ α ι αφέ αφ έθηκε σ τον καναπέ, καναπέ, ξεβ ξεβιδώ νοντα νοντα ς το κ α π ά κι από το ουίσ κι. «Ε ίσ αι ένα εγω ισ τικό καθαρ θα ρματάκι, το ξέρε ξέρει ις;» «Τ ο ξέρω ξέρω ». Τ ύλιξε τα κασ κα σ τανά τη τη ς μαλλ μαλλι ιά σε σ ε κοτ κο τσ ίδα, τη ν άφησ άφ ησε ε να πέσε πέσ ει σ τον ώ μ ο τη ς κα ι σ ύρθηκε δίπλα του του.. Τ α πόδι πόδια τη τη ς ήταν γυμνασ υμ νασμ μ ένα κα κα ι πάντ πά ντο οτε μαυρι μαυρισ μένα, μένα, σ το χρώ μα του σ ουσα ουσ αμ έλαιου. «Α μάν», είχε πει μια φορά φορά η Σ ούνες ούνες, αφ α φ ού εί είχε κα τεβά σ ει μισό μ πουκ ουκάλι ουί ου ίσ κι. «Ε ίναι ναι ο τύ τύπ ος τη ς γυναί γυναίκα ς που, ου, ξέρει ρεις, σου προκ πρ οκα αλείφ λείφ ουσκο ουσ κοδε δεντ ντρι ριές».
«Ε ίδα κά κά π οιο ν γνω γνω σ τό σ τις ειδήσ δήσεις». Η Ρ εμπ εμπέκα τον αγκάλ αγκάλι ιασ ε κα ι τον φ ίλησε σ τον λαιμό. «Τ ο πί πίσω μέρος του. ου . Σ ε αναγνώ ναγνώ ρισ α επειδή φ αίνεσ νεσ αιτσ ιτσ αντι ντισ μ ένος, νος, ακόμ κό μη κ ιαπό μακρι ακριά». Κ ατέβασ βα σ ε το ουίσ κι, ξαναγέ ξαναγέμ μισε το ποτή ρι κ ι έπλε πλεξε τα δάχτ δάχτυλ υλά ά του με τα δικά της. Τ ις περασ μ ένες τρεις μέρες δεν εί είχαν χαν περά περάσ ει αρκε ρκετό χρόνο μαζ μαζί. Τ ο κα κ ατάλαβ λα βε εκείνο το το πρω ί, ότα ν η θέα θέα τω τω ν ποδιώ ν τη τη ς τον έκανε έκα νε να να ιδρώ σει. «Π ρέπε ρέπεινα ζορί ορίζεσαι». «Έ χω ένα τετράω ρά ω ρο διάλει άλειμμα. μα . Θ α πρέπει πρέπει να επι επισ τρέψ ρέψ ω στη στη δουλειά στις πέντε». «Π ρόκει ρό κειτα ιγια το το αγοράκι οράκι, σ ω σ τά;» «Μ μ... ναι». Κ ράτησ ράτησε ε ψ ηλά το χέρι τη ς και κα ι παρατ παρα τήρησε ήρησ ε τα δάχτ δάχτυλ υλά ά τη της. Τ α πεντα ντακάθαρα θα ρα νύχια τη της, δίπλα σ τα δικά του του.. Τ ο νύχι νύχι σ τον αντ α ντί ίχει χειρα του αριστερού το υ χερι χεριού ήτ ή τα ν μα μαύρο, ένα μ ελάνω λάνω μα που δεν δεν έλεγ έλεγε ε να εξαφα ξαφ ανιστεί. Ή τα ν τα τα ανεξί νεξίτηλα σ ημ άδια το του σ ώ μ α τός του. Ε ίχε τραυμ ατισ τεί τη μέρα που που ο Γ ιούα ούαν εξαφ ανίσ τηκε κα ι η πληγ πληγή δεν δεν είχε κλείσ ει εδώ κ α ι είκοσ ι πέντε ντε χρόνι χρόνια. «Α ς μη μιλήσουμε γι’ αυτό». «Γ ιατίόχι;» τ ί χ ι; ι ; Ε πει πειδή ο Γ ιούα ούαν ήδη γινότα νόταν ένα ένα με μ ε τον Ρόρ Ρ όρι ι Π ιτς ο κι χά
ξ έρ ε ς ν υμ ε
κα ι το ν Μ
λύ
λή
κα λά , Μ
υμ ε, ν
ν
λε χο , η
.
σε δι
ρω σω
θεση
θα
ς να
ο
χε ς ς
ν το κεί
ι υ
α λλά ξει κα ι τό τε θα
ν θέ ω
, κά
τό τε ι
α
θα
σ έν α
ς κ α ...
«Ε πει πειδή είμ α ικουρα ικουρασ σ μ ένος. νος. Ό λη τη τη μέρα μέρα με αυτό υτό παλε πα λεύω ύω ». «Ε ντά ντάξει ξει». Δ άγκω σ ε τα χείλη τη ς κ α ι το σ κέφ τηκε λιγάκι άκι. «Λ οιπόν», όν» , είπε, χαϊδεύοντας το σ τήθος θος το υ με τα δάχτ δάχτυλ υλά ά της της,, χαμογε χαμ ογελώ λώ ντας ντας,, «σου «σ ου προ π ροτ τείνω εναλλακτ ναλλακ τική. κή . Ε ίσ α ικαυλω ικα υλω μ ένος;» νος;» Ε κεί κείνος αναστ νασ τέναξε ναξε κ ι άφη άφ ησε κάτ κά τω το ποτ ποτή ρι του. ου. «Κ αι το ρω τάς;» άς;»
Γ έλασε λασε. «Ν αι, τιανόητ νόη τη ερώ τησ η. Π ότε ότε δε δεν είσαι;» «Ν όμι όμ ιζα πω ς ή μ ουν σ υνεχώ υνεχώ ς νευρι νευριασμ ασ μ ένος». ος». «Ό χι, είσ α ι σ υνε υνεχώ ς καυλ κα υλω ω μ ένος. νος. Κ αιτ αιτις λίγες φ ορές ορές που δεν δεν σου σ η κώ νετ νετα ι, τότε τότε είσ αιτσ αντι ντισ μ ένος». «Γι «Γ ια έλα εδώ , μικρή». κρή». Τ ην έβ έβαλε να κα κ αθίσ ει σ τα πόδι όδια το του κι άγγι γγιξε το σ τήθος θος της. «Ε ίδες το άρθρο του Τ μ υ τ ;» «Ν αι». Ά ρχι ρχισε να ξεκο ξεκουμ υμπ πώ νει νει το πουκ πο υκά άμ ισ ό του, κλεί κλείνοντας νοντας τα μ άτια της της μό μ όλις εκ εκείνος άγγι άγγιξε τις ρώ ρώ γες της τη ς κ α ι άρχισε να τις τρ τρίβει ανάμε νάμ εσ α στ σ τον αντ αντί ίχει χειρα κα κ α ι τον δεί δείκτη κτη του. ου . «Π όσο όσ ο μ προσ πρ οστ τά είμ αι κι έτσι», μ ουρμ ουρ μούρι ούρ ισε χαμένη σε σ ε μια ευχάρ ευχάρι ισ τη ζάλη. «Ω Θ εέ μου, τι ω ραία που με κάνεις κ ιαισθάνομ θάνομα αι. Δ ιάβασ ες το άρθρο, λοιπόν;» πόν;» «Ν αι. Ε ίμαι περή περήφ φ ανος για σέ σ ένα». Ω σ τόσο, όσ ο, έλεγ λεγε ψ έμ ατα. Έ γει γειρε προς προς τον κανα κα ναπ πέ κ α ι με τα χέρια του άγγι γγιξε το σ τιλπνό λπνό κορμ κο ρμί ί τη ς κ ι έφ τασ ε στη λεκά λεκάνη νη της της,, αγγί γγίζοντα οντας τους καλο κα λογυμ γυμνα νασ σ μ ένους νους μυς του σ τομα ομ αχιού της. ης. Η Ρ εμ πέκ α του είχε π ει πω ς το σ ώ μ α τη τη ς είχε αλλάξε λλάξει ι από τη στιγμή που η τέχνη έχνη τη ς είχε αρ αρχίσεινα αναγνω ναγνω ρίζετ ζεται. Ε ίπε ότι ότιτο δέρμ δέρμα α τη της είχε γίνει απαλότ λότερο κα ι η μέση τη ς λεπτότε λεπτότερη. Π ω ς δεν έβ γαζε γαζε πια κάλου κά λους ς σ τα πόδι πόδια τη τη ς κ α ι πω ς περπα περπα τούσ ούσ ε πιο αργ αργά. ά. Ω σ τόσο, όσ ο, ο Κ άφε άφ εριέ ρι έβλεπε το αντί ντίθετο: θετο: ή τα ν πιο σφ σ φ ιχτή, πιο βιασ τική. κή . Κ αιήξερε ξερε πω ς αυτό πήγαζ πή γαζε ε από από τη τη μέρα μέρα τη τη ς επίθεση θεσης ς. Α πό τον Μ πλι πλις. Κ αι εξαιτίας α υτής υτής τη ς αλλαγής, αλλαγής, προ πρ οέκυψ αν τα τα νέα νέα έργα τη της, τα γλυπτά γλυπτά. Π ριν από τη ν επίθεσ θεσ η, τα έργα τη τη ς Ρ εμ πέκα ήτ ή ταν διαφορετ αφ ορετι ικά. κά . Τ ώ ρα τα χρώ μ α τα είχαν εξαφ εξαφα ανισ τεί κα ι η δουλει δουλειά τη της ή τα ν πιο αιχμηρή. μηρή. Κ άτι άτι μέσα τη τη ς είχε αλλάξ αλλάξε ει, ω σ τόσο όσ ο εξακολο κολουθο υθούσ ύσε ε να θέλε θέλει ι τον Τ ζακ κ ι εκείνος νος παρέ πα ρέμ μ ενε αθε αθεράπευτ ρά πευτα α ερω τευμέν ευμ ένο ος μ αζί της, παρά αρ ά τι τις τεράσ ερά σ τιες αλλαγ αλλαγές. Ή τα ν το βάρος βάρος που έπεφ τε γλυκά πάν πά νω σ την καρδι καρδιά κα κα ι το πέος πέος του. ου . Κ αι μόνο η μ υρω υρω διά από τα πουρά υρ άκια τη ς το ν έκανε να να ερεθί ρεθίζεται. Ά νοιξε τα μ άτια το του κα ι κοίτα ξε το πρόσ πρ όσω ω πό τη ς από απ ό πάνω πάνω του, ου ,
τα κλεισ τά τη τη ς μ άτι άτια κα κ α ι το απόμ απ όμακ ακρο ρο χ α μ ό γ ε λ ό της της.. Π ρέπε ρέπει ι να κλείσ ω τις κουρτίνες, νες, σ κέφτ έφ τηκε αόρι όριστα, κοιτάζο τάζοντ ντα α ς το σ κοτεινό παράθυρο παράθυρο και κα ι διέκρινε ένα πρόσω πρόσ ω πο πάνω σ το τζ τζά μ ι που είχε θολώ σεια σειαπό πό τη τη ν ανάσα του του αγνώ αγνώ σ του. «Σκατά!» Σκέπασε το γυμνό στήθος της Ρεμπέκα με το κοντ κοντομ ομά άνικο. κο . «Τ ι σ υμβ υμ βαίνει νει;» «Γρήγορα, κουνήσου». Α φ ού τη τη ν απομ απ ομά άκρυν κρυνε, σ ηκώ θηκε θηκε όρθιος και κα ι άνοιξε διάπλατ άπ λατα α τη την μπαλκονόπορτα. παλκονόπορτα. Ο Π εντερέτ ρέτσ κι είχε φ τά σ ει σ την άκρη άκρη του του κήπου, κή που, τρέχοντ ρέχοντα ας προς προς τον πίσω φ ράχτ ράχτη. Ο Κ άφε άφ ερι διέσ χισε μέ μέσα σε δευτ δευτε ερόλε ρό λεπτ πτα α τα τα είκοσ ι μέτ μέτρα, αλλά ο Π εντε ντερέτσ ρέτσ κι είχε έρθει ρθει προε πρ οετ τοιμ ασ μ ένος. νος. Ε ίχε φ έρει ρει μ αζί του ένα πράσ πράσι ινο πλα πλασ σ τικό καφ κα φ άσ ι για μ πουκά υκ άλια γάλα γάλακ κτος, το οποίο χρησ χρη σ ιμ οποίησ ε για να σκαρφαλώ σκαρφ αλώ σ ει τον φ ράχτ ράχτη κ ι εξαφ ανίστηκε στηκε μέσα μέσα σ την πυκνή βλάσ βλά σ τηση που περικύκλ κύ κλω ω νε τις ράγ ράγες του τρένου ρένου,, αφ ήνοντα νοντας πίσω του το δοχεί δοχείο κα κ α ι τον ήχο από α πό τη λαχανι λαχανιασμένη του ανάσα, νάσα, καθώ κα θώ ς απομ πο μ ακρυνότ κρυνότα αν. Ο Κ άφε άφερι, ξυπ ξυπόλυτ όλυτος ος,, με το πουκ πουκά άμ ισ ο ξεκο ξεκούμ ύμπω πω το, άρπαξε το καφ κ αφ άσι άσ ι και κα ι το πέτ πέταξε προς τη ν κατ κα τεύθυνσ ύθυνσ ή του. «Α ν το ξανακάνε ανακάνει ις σ ε σ κότ κότω σ α». α» . Σ τεκότ κό τα ν στ σ τον κήπο κή πο της μητέρας ρα ς του, βλέποντ λέποντα ας τη ν κοντόχοντρη οντόχοντρη σ ιλουέτ λο υέτα α το του γέρου ρου άντρα άντρα να τρέ τρέχ χει μέσα μέσα στη στη βλάστ βλάσ τηση. ησ η. «Τ ο εν εννοώ . Θ α σου πιω το αίμα, Π εντε ντερέτ ρέτσ κι». Ά φ ησε ησ ε τα χέρια το του να πέσου πέσουν ν πάνω σ τον συρμ σ υρμάτ άτι ινο φ ράχτ ράχτη, προσ προσπα παθώ θώ ντα ντας να στ σ ταθε αθεροπο ρο ποι ιή σ ει τη ν ανάσα ανάσ α το του καινα κα ινα μην αφ ήσ ειτο ιτον θυμό να να το το ν κυρι κυριεύσε ύσ ει. «Θ α σου σ ου πιω το αίμα». μα ». ι α σ ο υ θ ο σ ει ο μ υ α λ ό . γ ό η σ έ ο . γ ό η σ έ ο . Ά φ ησε ησ ε το κεφ κεφ άλι άλ ι του να πέσ πέσ ει. Τ ο να να αγν α γνοε οεί ί τον Π εντε ντερέτ ρέτσ κι ή τα ν το δυσκο δυσ κολότ λότε ερο πράγ πρά γμα στ σ τον κόσμ κόσ μ ο. Μ ερικές φ ορές ορές, κα κ α ι μόνο η πα πα ρουσ ρουσί ία το του σ την α πέναντ να ντι ι μεριά, έμ οια ζε με τηλέφω λέφ ω νο που
χτυπά υπ ά ει σ το σπί σ πίτ τι ενός γείτονα έν ένα ήσυχ ήσ υχο ο απόγε α πόγευμ υμα. α. Τ ο σώ σ ώ μα αντι ντιδρούσ δρούσ ε ενστ νσ τικ τω δώ ς ήθελε ήθελε να απαντ πα ντή ήσ ει, αλλά το το μυαλό το Ο Π εντε ντερέτσ ρέτσ κι, με συγκρατούσε. αυτή υτή τη σ ατανική αύρα ύρα που πο υ τον περι περιέβαλλε αλλε,, του έριχνε το δόλω δόλω μ α σ χεδόν κάθε κά θε βδομάδα βδομάδα:: μια αναπ αναπά άντη ντητη κλήσ κλή ση τη τη μια μέρα, μέρα, ένα γράμμ γράμ μα τη τη ν άλλη, τά ιζε τον Κ άφε άφ ερι με ένα ένα σω σ ω ρό θεω θεω ρίες σ χετ χετικά με το τι είχε σ υμ βείσ εί σ τον Γι Γ ιούα ούαν. Ή ταν ταν ευφά ευφ άντα ντασ τες, είχαν πο π οικιλία και είχε μάθεινα μην πιστεύεικαμία απ’ αυτές. Ο Γ ιούαν ούα ν είχε πεθάνε πεθάνει ι αμέσω ς, τον εί είχε παρα πα ρασ σ ύρειέ ύρει ένα τρέ τρένο νο που που έσυρε υρε το σ ώ μ α το του μακρι μακριά, σ ε ένα μέ μ έρος το οποί πο ίο η ασ τυνομ υνομ ία δεν δεν είχε ψ άξει ξει. Ή είχε επι επιβ ιώ σ ει κα ι πέθανε θανε αργότ ργότερα από τη ν πεί πείνα, κλε κλεισ μ ένος σε ένα τρ τροχόσπ οχόσ πιτο σ ε ένα από απόμ μ ερο αγρόκτη γρόκτημα, όπου ο Π εντε ντερέτσ ρέτσ κι το ν εί είχε κρύψ κρύψ ει, ενώ η ασ τυνομί νομ ία έψ αχνε χνε το σ πίτι του. ου . Ο Γ ιούαν ούαν είχε επιβιώ σ ει κ α ι ζούσε μαζ μαζί ί με τον Π εντερέτ ρέτσ κι ω ς ερασ ρα σ τής του, ου, μέχ μέχρι που μια μέ μ έρα απλώ απλώ ς σ ταμ ά τησ ε να αναπνέ α ναπνέε ει. Ο Γ ιούαν ύα ν ήτ ήτα ν ακόμ η ζω ντα ντα νός νός κα ι είχε γί γίνει νει κ ι αυτός παιδόφ δόφ ιλος λος και ζούσε σ το Ά μ σ τερνταμ ρνταμ... ... Ο ποιοδή ποιοδήπο ποτ τε α π ’ αυτ αυ τά τα τα γράμ γράμμ μ ατα ατα μ πορούσ πορ ούσε ε να κά κ ά νει νει τη ν υπομ υπ ομονή ονή του Κ άφε άφ ερινα εξαντληθε αντληθεί ί. Δ ουλει ουλειά του ήταν να τα αγνοείόλα. Έ νιω σ ε ένα ένα άγγι άγγιγμ α στ σ τους ώ μ ους του. ου . Π ετά χτη κε ταραγμέν αραγμένος ος.. «Ρε «Ρ εμ πέκα». πέκα». Κ ούνησε ούνησε το κεφ κεφ άλι του. «Συγ «Σ υγγ γνώ μη». μη» . Έ τρεμε ρεμε ακόμη ακόμη από θυμό. «Δ εν φτ φ ταις εσύ. Τ ι παλι πα λιάνθρω πος». πος». «Μ ε βασ βα σ ανίζει». «Τ ο ξέρω ». Τ ον φ ίλησε σ την πλάτη. πλάτη. «Τ ο κάνε κά νει ι δυσκολότ δυσκ ολότε ερο». ρο». «Ν αι». Έ ψ αξε τις τσ έπ ες του για να βρει βρει τα τσ ιγάρα του. ου . «Π άντα ντα το κάνειδυσκολότερο». Τ ύλιξε τα χέρι χέρια τη τη ς γύρω ύρω από τη τη μέση του του κι έμ ειναν ναν σ ιω πηλοί, κοι κο ιτά ζοντα ντα ς το σ κοτάδι οτάδι πέρα από τις γαλήνι γαλή νιες γραμ ρα μμ ές του τρένου ρένου.. Ε ίδαν τα φ ώ τα στ σ το σ πίτι του Π εντερέτ ρέτσκι σκ ι να ανάβουν ανάβουν. Ίσω Ίσω ς, ν
α
ν τ
ς ,
ε ν
ν α
ι
α
σ έ ν α .
σ κέφ τηκε ο Κ άφε άφ ερι, να είχε αποφ ασ ίσ εινα ινα εντεί ντείνει νει το μαρτύρι ύριο. Τ ον περασ ρα σ μένο μήνα, διέκρινε μια έντ έντα αση από την την άλλη άλλη πλευρά πλευρά τω τω ν γραμμ γραμ μώ ν. Ε ίχαν περάσ ρά σ ει τρεις μέρες ρες από τό τε που το τελευτ ελευτα α ίο ανορθόγραφ ανορθόγραφο ο γράμμ γράμ μα εμ εμ φ ανίσ τηκε στη στην πόρτ πό ρτα α του του.. α
έ Τ ζα κ, α α ό 27 27 χ ρ ό ν ι , ή ρ θ ε η ώ ρ α ν α σ ο υ
Έ α ο
ο
ι σ υ ν έβ η ε , ι σου
ν α δελφ ώ ω ν
, όχι ε «
ς» ι ε ν νε
δή
δή ,
, ό χ ι, ι,
λλά
Ι να μ εν
κα ι
ς
. ν ν έ δησα αι υ εί α ο ύ τσ ο μ ο υ , ο έ κ α ε ε ε δ ή το Η . νε α ε
ν τα
α μένα ,
δή ε α λη , κα ι σε
ύσε ένα
ο ύγα
λύ. ,
υ ά ύ Σ
νο
ς
λό
άν , μάθε ονά χα στ ν αδε ώ να ύε ι ν Ο
Ε Ο Σ
λα ς ο Α
α
ό
ο
ρήνη τ
λλά ρα .
ε
ή
δή
λήθ . , ε ει ή
το
α ρ ο υ φ ή ξ ει υ ί ε ς κα ά μου, ύγ ε να ι οι λέξει
δ ε λ φ ύ σ ο υ, κ α ι α σ έν α κ α ι
θά ός ου ήτ ν ι ό χι ε δή ήθε α
,
Α Μ Α Σ
ν
α ές
ύ σ ο υ , Τ ζα κ , υ να δη υ τ έ ς ο ι λ έ ξ ε ις ις ναι ς
λήθ ν σου ηθ νή
ε
η κα ι να φ άει α
υ α δελφ ξ έρ ω ς ς
ν
υ κ α ι θ α ξ έρ ε ς , ν ο
λυ
ου ακ,
ω
ήτ ν
υ.
ι
έλο
ΤΥ Α α κ ά νω κ α κ ΤΥ
.
.
Κ αι τώ ρα τον τον κατα κατα σ κοπεύε κοπεύει ι, τρυπώ νοντα οντα ς στον στον κήπο κή πο του. του. Ο Κ άφε άφ ερι έστριψ ε ένα τσ τσ ιγάρο. άρο. Μ ισ ούσε ύσ ε τον Π εντε ντερέτσ ρέτσ κι επει πειδή δεν δεν τον άφ άφ ηνε να ησ υχάσ υχάσ ει, τον τον μ ισούσε ύσ ε για τις σ υχνές υπε υπ ενθυμί νθυμ ίσεις. Η Ρ εμ πέκ α τον φί φ ίλησε ξαν ξανά ά στ σ την πλάτη πλάτη κ α ι κατ κα τευθύνθηκ υθύ νθηκε ε προς τη γέρικη οξι οξιά, σ τις παρυφ πα ρυφ ές του κή που πο υ. Α κού κο ύμ πησ ε τι τις παλά πα λάμ μ ες της
σ τον κορμ κορμό. ό. «Ε δώ είχατ χατε το δεντ δεντρό ρόσ σ πιτό σας σας,, σω σ ω σ τά;» «Ν αι». Χ αμήλω αμ ήλω σ ε το κεφ κεφ άλιτ άλ ιτο ο υ κ ιάναψ ε το τσ ιγάρο. «Τ ότε ότε...» .. .» Α κούμπη κούμ πησ σ ε το αφ τί τη ς σ το δέντρο, σαν σ αν να έψ έψ αχν αχνε να βρει βρει παλμό, και κα ι κοί κο ίτα ξε ψ ηλά, ηλά, πάνω πάνω σ τα κλαδ κλαδι ιά. «Τ ότε ότε πώ ς... Α , κατάλαβα». «Ρεμπέκα...» Α λλά λλά προτ προ τού προλά πρ ολάβει βεινα να τη τη σ ταμ ατήσ ει, εκείνη ανέβα νέβαι ινε σ τον κορμό ρμ ό χρησ χρη σ ιμ οποιώ ντα ντας τις σ ιδερένι δερένιες λαβές λαβές,, που ο πατέρας έρα ς του είχε καρφ κα ρφώ ώ σ ει σ τον κορμό κορμ ό για το υς δύο γιους ου ς του. ου. Σ ύρθηκε ύρθηκ ε σαν ξω ξω τικό πάνω πά νω σε ένα κλαδί. Ε κείνος σ κέφτ κέφ τηκε πόσ πό σ ο εντυπ ντυπω ω σ ια κό είναι ναι που που ένα δέ δέντρο μπ μ πορε ορεί να αγκα αγκαλι λιάσ ει ένα ανθρώ πινο σώ μα, κοι κο ιτάζοντά ντά ς τη ν από κάτ κά τω . Π όσο παράξ παρά ξενο που πο υ κατ κα τεβ ή καμ κα μ ε από απ ό τα τα δέν δέντρα και αντα νταλλάξαμ λλάξαμε ε τη ζεσ τα σ ιά κα κ α ι το κατ κα ταφ ύγιο ενός δέντ δέντρο ρου, υ, για τη την πλατ πλα τιά αβ α βεβ α ιότη τα το του εδάφους δάφ ους.. «Έ λα!» του φ ώ ναξε ναξε. «Ε ίνα ιω ραία εδώ πάν πά νω ». Σ φ ήνω σ ε το τσ ιγάρο ανάμε ανάμ εσ α σ τα δόντι δόντια του του και κα ι ακολούθ λούθη ησ ε απ α πρόθυμ ρόθυμα α, νιώ θοντ θο ντα α ς τις γνώ ριμ ες μεταλλι λλικές λαβ λα βές στις παλά πα λάμ μ ες του. Η νύχτ νύχτα α ή τα ν ξάσ ξάστ τερη κ α ι ο ουρα ουρανός νός γεμ γεμ ά τος αστ ασ τέρια. Ό τα ν ήρθε ήρθε σ το ίδιο ύψ ος με τη Ρ εμ πέκα, έγει γειρε πίσω σ το κλα κ λαδί δίκ κα ι ήρθε ήρθε α πέναντ να ντί ίτης, με τα πόδι όδια του να να αγκαλι κα λιάζουν ουν τον ζεστ εστό κορμ κο ρμό. ό. Π ίσω της, πέρα απ α πό τα σ πίτια, το πράσινο λέιζερ ζερ τη τη ς χιλιετί ετίας στο πάρκο πά ρκο του Γ κρί κρίνουιτς έκ οβ ε τον ουρανό ουρ ανό σ τα δύο. «Δ εν εί είναιω ναι ω ραί ραία;» α;» «Φ α ντά ζομα ομ α ι.» Δ εν ανέβ νέβαινε σ υχνά υχνά εκεί εκεί πάνω πά νω . Μ ία φορά φ ορά τον χρόνο, ρόνο, κα ι από τότε τότε που πο υ γνώ γνώ ρισ ε τη Ρ εμ πέκ α δεν δεν είχε ανεβ νεβ εί καθόλο κα θόλου. υ. Σ κεφ τότα ν πω ς δεν δεν θα τη τη ς άρεσ ρεσ ε αν σκα σ καρφ ρφά άλω νε εκείπά εκεί πάνω νω κ ι έμ ενε κλεισ μ ένος στις σ κέψε κέψ εις του. ου. Η θέα θέα δεν δεν είχε αλλάξε αλλάξει ι κα ι πολύ. Μ πορο πορούσ ύσε ε να δειτ δει τις γραμ ραμ μές του τρέν τρένου ου να απλώ νοντα νοντα ι σ αν δίδυμη ουλή σ το έδαφος δαφ ος.. Τ ο σ πίτ πίτι του Π εντε ντερέτσ κι βρισ κότ κό ταν ακόμ κόμ η εκεί κεί, σ την άλλη άλλη άκρη, άκρη, άβα άβ αφ το εδώ εδώ κα ι χρόνι ρόνια, καλυμ κα λυμμ μ ένο με μ ε βλάσ βλάσ τηση στ σ το πίσω μέρος μέρος,, με
τη ν υδρορροή υδρορροή να κρέμε ρέμεται, αταίριασ το μέσα στ σ το τοπίο τω ν φ ροντ ρο ντι ισ μένω ν κα τοικιώ ν, όπω ς κα ι το γει γειτονικό σ πίτι σ την κατοικία τω ν Π ιτς. σ κέφ φ τηκε, προσ πρ οσπα παθώ θώ ντα ντας να συγκρατ σ υγκρατη ηθεί θεί. ν τ ξ ε , σκέ μ τα κ ν ε ις ις ό ρ ι. ι. Β
υνδέ λ ’ο κ
. Ο λ
ι ο
εν ε να ι ο Γ
ύα ν κ ι ο Γ
ύα ν δεν ε να ι
λ ό σ ο υ.
«Ο Δ ίας ζούσε ούσ ε σε ένα δέν δέντρο ότ ότα ν ή τα ν μω ρό». Η Ρ εμ πέκα κουνού κο υνούσ σ ε τα πόδια τη τη ς σ το κε κ ενό και κα ι χαμογ αμ ογε ελούσε λούσ ε. «Κ ρεμ ρεμ όταν όταν από μια κο κ ούνια κ α ι το ν τά τά ιζαν μέλισσε σσ ες. Σ τα μ ά τα να τον σκέφ σ κέφτ τεσ αι». Ξ αφν αφ νικά, άρπαξε ά ρπαξε τα χέρια του. «Έ λα τώ τώ ρα, σ ταμάτ αμ άτα. α. Ξ έρω πω ς σ κέφτ κέφ τεσ αιτο ιτο ν Γι Γ ιούαν». Ο Κ άφε άφ ερι δεν δεν απά απ άντη ντησ ε. Τ ράβηξε ράβη ξε τα χέρια το του κα ι κ οίτα ξε τις σιδηροδρομικές γραμμές. «Α χ, Τ ζα κ». Κ ούνησε ούνησ ε το κε κ εφ άλιτης κ α ικοί ικ οίτα ξε τα αστ ασ τέρια. «Δ εν βλέπε βλέπει ις τι σ υμβα υμβαί ίνει; Ο Π εντε ντερέτ ρέτσ κι σ ε επηρε πη ρεά ά ζει τόσο, όσ ο, που κουβ κο υβα αλάς λά ς παντ πα ντο ού το βάρο βά ρος ς του. ου . Ό σ ο περισ σότε ότερο σε πει πειράζ ράζει, τόσο όσ ο περισσ ότερο σ φ ίγγε γγεσαι. Τ ρω ς τις σ άρκες σ ου εξα εξαιτίας όσ ω ν συνέβησαν, εξαιτίας του Γιούαν, εξαιτίας αυτού του...» -έδειξε το α πέναντ πέναντι ισ π ίτι- « . α υ το ύ του μ α ο υ ». ». «Μ ην αρχ αρχίζεις, Ρ εμ πέκα». κα ». «Τ ο εννοώ εννοώ . Γ ια κοίτα λίγο στ σ τον καθρέ καθρέφ φ τη. Έ νας νας σ κυφ κυφ τός, ός, μίζερος κακο κα κομ μ οίρης ρη ς μ παίνει νει σ το σ πίτ πίτι τα βράδια, λες λες κα ι τον έσ έσερναν στον στον Ά δη από α πό τα πόδι πόδια, κ ι λ α υ τ ξα ς υ ο ύ α ν . Τον κουβαλάς μαζ μα ζί σ ου, ου, Τ ζα κ, τον κουβαλάς κουβα λάς παντού. παντού. Α κόμη κ α ι τα πιο ασ α σ ήμαντ ήμ αντα α πρά πράγμ ατα σε σ ε κάνου κά νουν ν να θυμώ θυμώ νεις. Κ αι τώ ρα έχει χεις μια παρόμ πα ρόμοι οια υπόθεση.» «Ρεμπέκα.» «Κ αιτώ αιτώ ρα που έχει χεις μια πα π αρόμ ρόμ οια υπόθε υπόθεσ σ η, μόνο όνο ένας Θ εός ξέρε ξέρει ι τι θα συμ συμβεί βεί. Π ώ ς θα συγ σ υγκρα κρατ τηθείς; Κ άποιος θα πά πά θει θει κακό, κό , ίσ ω ς α υτός να είσ αι εσύ. Ίσ ω ς να κατ κα ταλήξε λή ξει ις σ αν το τον Π ολ».
«Α ρκετ ρκετά». Σ ήκω ήκ ω σ ε την παλάμ παλάμη η του. του. «Α ρκετ ρκετά». Ή ξερε πού πήγαι πή γαινε η συζ σ υζήτ ήτησ ηση η. Ή ξερε ξερε πω ς ο Π ολ Έ σ εξ, ο αρχ αρχι ιφ ύλακας ύλακ ας που που είχε λάβε λάβ ει μέρο μέρος ς σ το κυνήγ κυνή γι του Μ άλκομ Μ πλις αντι αντιπροσ πρ οσώ ώ πευε πευε κάθε φ όβο τη ς Ρ εμ πέκ α για το το επάγ πά γγελμά λμ ά του του.. Ο Έ σ εξ εί είχε πεθά πεθάνε νει ι στο στο δάσ δάσ ος του Κ εντ, ντ, το αίμ α το του είχε ποτίσ ειτο έδαφ δαφ ος κ α ιτο μόνο που είχε α πομ είνεια π ’ αυτόν ήτ ήτα ν η άδεια οδήγ οδή γησης. Τ ην εί είχε βγάλεια βγά λειαπό πό το πορτοφ πορτοφόλι όλιτ του Έ σ εξ, προτ προ τού το δώ σ ει σ τους ου ς γονεί ονείς του. Ίσ ω ς η Ρ εμ πέκ α να φ αντα νταζότα ότα ν πω π ω ς κ ιεκείνος νος θα κα κ ατέληγε λη γε έτ έτσι. «Δ εν έχε έχει ικαμ κα μ ία σχέσ η με αυτή υτή τη ν υπόθεσ υπ όθεση η». «Φ υσι υσ ικά κα ι έχει χει». Π λατ λατάγισε τη γλώ σ σ α της της.. «Ε πειδή το το ίδιο μ πορε ορεί να σ υμ βεί κ α ι σ ’ εσ ένα, αν δε δεν ηρεμ ρεμήσεις. Α ν δεν δεν καταφ έρεις να βγάλε βγάλει ις το ν Γι Γ ιούα ού αν από το μυαλό σ ου. Κ αιτ αι το ξέρει ξέρεις καλά αλά. Ξ έρει ρεις πω ς αν πι πιεσ τείς, ίσ ω ς γίνειό, νειό ,τιέγινε κα κα ιτη ν προη ρο ηγούμ γούμ ενη φ ορά». ορά». Α νασήκ νασήκω ω σ ε το βλέμ βλέμμ α του του.. « Τ ι εννοε ννοεί ίς; Π οια ρ ο η γ ο ύ μ ε ν η ρ
;» ;»
«Α , τώ τώ ρα ακούς ακούς;» «Γι «Γ ια ποιο πράγμ ρά γμα α μιλάς;» λάς;» «Ε κείνος ξέρειγι ξέρειγια ποιο πράγμα ρά γμα μιλάω λάω ». Χ α μ ογέλα ογέλασ σ ε αινιγματ γμα τικά. «Ξ έρειτιυπα υπ α ινίσ σ ομ α ι». «Μ πέκι πέκι...» ...» «Θ υμή υμ ήσ ου τα λόγι λόγια μου, Τ ζακ, ακ , θα το το ξανακά ξανακάν νεις. Έ χει χεις κ ά τι μέσα σ ου, που π ου πη π η γά ζει α κ ρ ιβ ώ ς. » -ά γγιξε με το δάχτυλό δάχτυλό τη τη ς το σ τήθος του το υ - « . εκ εί. εί. Κ αιθα αι θα μ εγα λώ νει νει όλο όλο και κα ι περι περισσότ σσ ότε ερο, αν δεν φ ύγε ύγεις α π ’ αυτό το το σ πίτι, αν δεν δεν φύ φ ύγει γεις μακριά απ α π ’ α υτόν τον τον θλιβερό βερό γερ γερο ανώ μ αλο, αν με μ είνει νεις κολλη ολλημ μ ένος σε μια υπόθ υπ όθε εσ η που σε στρεσ ρεσάρει ρει, καιτ κα ιτό ό τε, μπαμ! Θ α το ξανακάν ανακά νεις κ α ι. » «Σ τα μ ά τα !» Α πομάκ πομ άκρυνε ρυνε το χέρι τη ς από το σ τήθος ήθο ς του. ου . «Γι «Γ ια ποιο πράγμ ρά γμα α μι μιλάς;» λάς;» «Τ ο ξέ ξέρω , Τ ζα κ. Τ ο βλέπω βλέπω μέσα σου. σ ου. Ξ έρω τι έγινε σ το δάσος». δάσος». Τ ην κοί κο ίταξε άφω άφ ω νος. ος. Φ οβότα όταν να ρω τή σ ειτιήξερε ήξερε,, σε περί περίπτω πτω ση
που απαντούσε
ρ
ω
ι
σ
κ
ό
τ
σ
ε ς
ν
Μ
λ
ι
.
ρ
ω
ς
δ
ε ν
Π αρέ αρέμεινε σ ιω πηλό πη λός ς για αρκ α ρκε ετή ώ ρα. Η Ρ εμ πέκ α έγει γειρε το κεφ άλι τη ς σ το πλάι πλάι. «Γ ιατί δεν δεν θέλε θέλει ις να μιλήσ λήσεις γι’ αυτό, Τ ζακ ζακ;» «Ό χι, Ρ εμ πέκα», είπε, ρίχνο χνοντα ντας το τσ ιγάρο γάρ ο σ το έδαφος δαφ ος.. Τ α χέρι χέρια του έτρεμ ρεμαν. «Η πρα πραγματική ερώ τησ η είναι για τί δεν θέλεις να μιλήσεις». «Ω , όχ ό χι». Σ ή κω σ ε το χέρι τη ς σαν σα ν ασπί ασ πίδα. «Τ ώ ρα μιλάμε για σένα». «Ό χι. Α ν θέλε θέλει ις να πάρουμ ρο υμε ε αυτό το μ ονοπ ονοπάτι, τό τε θα μι μ ιλήσ λήσουμε ουμ ε για όλα όσα όσ α συν σ υνέ έβησαν. βησ αν. Α υτοί υτοί είναι οι κανόνε κανόνες». Ά ρχι ρχισε να κατεβαίνειαπό το δέντρο. «Π ού πας πας;» ;» «Μ έσα. Γ ια να φύγ φ ύγω ω . Ν α φύγω φύγω μακρι μακριά σου». «Έ ι!» το υ φ ώ ναξε ναξε, βλέ βλέποντ ποντά άς το ν να πε π ερπατάειστ ειστο γρασί ρασ ίδι, κάτ κά τω από το το φ εγγαρόφ γαρό φ ω το. «Μ ια μέρα, μέρα, θα δει δεις πω ς έχω δίκιο». ύ χ η
,
ό
ς
λ ο
ι
ύ ο
υ ν .
6 - (19 Ιουλίου) Τ ο πρω ί, το το σημ ση μ είω μα από τον τον Π εντερέτ ρέτσ κι βρισκόταν σκόταν καρφ κα ρφ ιτσω μ ένο στ σ την είσ οδό του του,, υγρό υγρό από από τη τη ν πρω ινή πάχ πάχνη. Ο Π εντε ντερέτ ρέτσ κι αυτή αυτή τη φ ορά ορά εί είχε γράψ ει περι περισσότ σσ ότε ερα απ α π ’ όσα συνήθιζε, κα κ α ι ο Κ άφε άφ ερι, ο οπ οπ οίος σ υνήθω ς τα τσ αλάκω λά κω νε κα ι τα π ετούσε ύσ ε σ τα σ κουπί κουπίδια, σ τάθηκε θηκε στ στον δρόμο, δρόμο, με τον χα χαρτοφ ρτοφύλα ύλακα κα στο χέρι, κι άρχισε να διαβάζει.
ε ια ια
σ
χ
ο υ ,
.
Η εισ αγω γή το ύ έφ ερνε πά πά ντο ντοτε ανατ ανατρι ριχίλα, λα, θυμ θυμ ίζοντα ντας τα γράμ γράμ μ ατα που που έσ τελνε ο Φ ονιάς του Γ ιορκσάι ορκσάιρ. Ο Κ άφε άφ εριαι ριαισθάνθηκε θάνθηκε τις τρίχες χες του να ανασ νασ ηκώ νοντα νονται, λες λες κ ι αισ θανότ θα νότα αν τη τη ν κα καυτή ανάσα νάσ α κά ποιο οιου σ τον σ βέρκο του του,, μια υπέ υπέροχη ροχη καλο καλοκα και ιρινή μέρα, μέρα, τη τη ν ώρα ώ ρα που άνθρω ποι έκαναν κα ναν τζόγκιγκ τρι τριγύρω κα ι ο ταχυδρόμ ταχυδρόμος ος με τον γαλατ λατά περνούσα περνούσ αν από από δίπλα του. του.
α
ι
ρ
ρ α
γ
α
α
ξ
ω
τ α
Ο
ε
ι
ο
η
Δ
μ
κ
Υ
α
Π
ν τ α
Σ
ν α
ο
α
ι
τ ο
έ λ
ό
υ
ς
κ
Γ
ι
α
χ ι
θ
Μ
Υ
λ υ σ
ο υ
η
Τ
Ι
κ ά θ
ε
Ο
σ
κ ο
θ
α
ε
κ
κ α
ι
χ ι
η
ς
η
ψ
ο
υ χ ή
υ
ό
ό
α
λ
σ ε
σ
Δ
τ
ν ο
α
.
υ τ
ε ι
Υ
υ
μ
κ
ο
ά
ν
ν
τ ά
σ ο υ ,
η
Υ
υ ρ α
Τ
κ α
η
ι
ρ
χ
ι
μ
ι
ν
κ ό σ μ ο
ο
,
θ α
κ ρ ίν ε
Τ ο υ ,
.
ρα τ υ α χω ρι ύ α ό ο σ ώ μ α , θ α έρ θ ι σ τ α ρι ν λω ν ο υ, α να υσ ί γμ μ ά Τ ο υ. Τ ο ρό ο α ν ή κ ε ι σ τ α δ ε ξ ιά ιά τ υ Υ, κ. ι ρά η ν ε σ τα . Τα ρό α θα λ ά β ο υ ν α ρ ά δ ε σ ο κ αι ο ι ρ ά γη θ α λ ά β ο υ ν . ξα ς τη ς γνο ς σου, κ ζε ς α α υ και νο ζε ς ς λ έ ε ις ις έ ν α ν τ . ι εν να ; ζει ς μ α ι ρ ά γο ς. λ λ ά ο Θ Σ λέ ι ς ο έρ γο τ ρά ν αι α κο υ ν σ τα α ν Ν ( Ν αι ) α ι α β λέ ο υ ν τ ν ό υς κα θρ . Υ ο ροσεκτ κά , Τζ .
Κ άφερ άφερι μπήκε μπή κε στην στην Τ ζάγκουαρ άγκουα ρ και κα ι ανάσ ανάσαν ανε ε τη μυρω διά του του δέρμα δέρματ τος τω ν καθι κα θισ μ άτω άτω ν, που ή τα ν ήδη ζεσ τό, ακόμ ακ όμη η κ ι αυτή αυτή την πρω ινή ώ ρα. Ο σ κοπός κο πός του τράγ ρά γου; Κ άτι άτι μέσα μέσα του του που θα το ν έκα έκαν νε να ξεσ ξεσ πάσ ει; Η Ρ εμπ εμπέκα τον εί είχε τα ρακ ουνή ου νήσ σ ει για τα κα καλά χθες θες, με τις δυσά δυσ άρεστε ρεστες προβ πρ οβλέ λέψ ψ εις της. ης. Α ναρω ναρω τήθηκε θηκε αν αν όλοι όλοι μ πορο πο ρούσ ύσα αν να το δουν ζω γραφι ραφ ισμέ σμ ένο στ σ το πρόσω πρόσ ω πό του. Μ πορούσαν πορούσ αν άραγε άραγε να δουν δουν τη λέξ λέξη «φονι «φ ονιάς» άς» γραμ ραμμένη σ τα μ άτια το του; Ή τα ν τόσο όσ ο ευκολ υκ ολοδι οδιάβασ βα σ τος; ος; Έ τριψ ε τους κροτ ρο τά φ ους ου ς του κ α ι άναψ ε τη μηχανή, ηχανή, ίσ ιω σ ε το το υς καθρέφ κα θρέφτ τες κ ι έβαλε πρώ πρώ τη.
Σ το Μ πρίξτον, η μέ μ έρα πέρασ πέρασε ε. Α ργά ργά το απόγε α πόγευμ υμα, α, σ τεκότα ότα ν έξω από απ ό το το Λ ίντο, σ την άκρη το του Π άρκου άρκου Μ πρόκγ πρόκ γουελ, ουελ, πίνοντ νοντας καφέ καφ έ από τα τα Μ ακΝ ακ Ν τόναλν όναλντ τς και κα ι καπν κα πνί ίζοντ οντας ένα στρι στριφ τό. Ή τα ν κουρ κουρα ασ μ ένος κ ι αισ θανότ θανότα αν τη τη ν κατ κα τάθλι άθλιψ η να απλώ νετ νεται σ τις φ λέβε λέβες ς του. ου. Τ ο αί α ίμ α στο στο πα π α πούτσ ι ταίριαζε με το DNA από απ ό τα τα εσ ώ ρουχα ρουχα του Ρ όρι όρ ι Π ιτς, ω σ τόσο όσ ο ακόμ κόμ η δεν δεν είχαν βρει βρειίχνη το του Ρ όρι. Η ομά ομ άδα έρευνας είχε εξαντλήσειόλες τις πιθανότητες να τον βρειμέσα κιέξω
από το πάρκο. Σ υνέχι υνέχιζαν να ψ άχνουν άχνουν,, ω σ τόσο όσ ο όλοιτους όλοιτου ς ήξερα ήξεραν ν πω ς δεν θα έβρισκαν τίποτα μέσα στις συγκεκριμένες παραμέτρους της έρευν ρευνας ας.. Ο ι φ ήμε ήμ ες οργί οργίαζαν αζαν κάθε κά θε ώ ρα που περν περνούσ ούσε ε: «Θ α μας σ τείλουν λουν στ στο Μ πάτερσι ρσ ι, κά κ ά ποιος είδε ένα παλι πα λικαρά κα ράκ κι που πο υ μ οιά ζειμε ει με τον Ρόρι Ρ όρι εκεί πέρα, πέρα, δίπλα πλα στο στο ποτά ποτά μι». μι». Ή «Ξ έρουμε πω ς ένας παι πα ιδόφι δόφ ιλος βρί βρ ίσ κετα κεται σ το Κ λάφα λάφ αμ κα κ α ι ζει ζει δίπλα ακρι κριβώ ς σε ένα ένα εγκατ γκα ταλειμ μ ένο εργοσ ργοσ τάσ ιο, ο ι μ ισοί από εμ άς θα πάνε πά νε εκεί». Η όλη επιχεί χείρησ ρη ση κόσ τιζε είκοσ ι χιλιάδες σ τερλί ερλίνες τη μέρα, ρα, αλλά σ την πραγ πρα γμ ατικότ κό τητα, κανέ κα νένα να από α πό τα περί περίπου εκατ κα τό τη λεφ λεφ ω νήματ νήμ ατα α που είχε δεχτ δεχτεί είη η γραμμ ραμ μή τη ς Ά μ εσ ης Δ ράσης ράσ ης δεν δεν εί είχε δώ σ ει κάπ οιο νέο νέο σ τοιχεί χείο σ τον Κ άφε άφ ερι κ α ι τη Σ ούνε ούνες ς. Β άδιζαν σ τα τυφ τυφλά λά,, όλοι λοι το ήξεραν αυτό. Κ αιτ αιτότε, ώ ρα πεντέμι πεντέμισ σ ιτο απόγε πόγευμ υμα α, η Σ ούνες νες είχε νέα νέα. «Ο Π ιτς τη γλίτω σ ε». Ή ρθε τρ τρέχοντα χοντας προς προ ς τον Κ άφε άφ ερι, κουνώ ντα ντα ς το κινητό νητό τη ς σ τον αέρα. αέρα. «Τ ον έβγαλαν βγαλα ν από τη τη μηχ μη χανική υποσ υποστ τήριξη κα κ α ι θα μας μας αφ ήσ ουν να του του μιλήσουμ λήσ ουμε ε». «Ν όμι όμ ιζα πω ς πέθαι πέθαινε». «Τ ο ξέρω ξέρω . Θ α μας μας αφ ήσ ουν να το του μιλήσουμ λήσ ουμε ε ένα ει εικοσά κοσ ά λεπτ λεπτο, ο, γι’ αυτό ας προσπαθήσουμε να το εκμεταλλευτούμε». Ο Κ άφε άφ εριάφ ριά φ ησε ησ ε τη τη Σ ούνε ού νες ς να οδηγήσε οδηγήσ ει τη ν Τ ζάγκουα άγκου α ρ κι κ ι εκεί κείνη το έκανε κα νε με ένα λοξ λοξό, αμήχανο χαμόγε χαμ όγελο λο που σ τόλι όλιζε το ηλι η λιοκα οκ αμ ένο τη ς πρόσ πρόσω ω πο. πο . Δ εν θα το έλεγε λεγε κανε κα νεί ίς κα ι εκθεσι κθεσιακό κομ κο μ μ άτι. Δ εν είχε σχέσ χέσ η με τη διθέσια BMW BMW που είχε αγορά γορ άσ ει για την τη ν Π ολί ολίνα. («Τ (« Τ η ν οδηγ οδη γείσ αν χα χαζογκόμε ογκόμ ενα, Τ ζακ. ακ. Ο μεσ αίος καθρέ κα θρέφ φ της δεν δεν εί είναι για να βλέπει τη ν κίνησ νηση πίσω , όχι όχι, όχι όχι! Ε ίναι να ι για να σ τρώ νει νει το κρα κραγιόν σ το χειλάκ λάκι της. ης. Π άω σ τοίχημ α πω π ω ς δεν δεν το ήξερε ξερες ς».) ».) Η ταπετσ αρία στ σ το πίσω κάθι κά θισ μ α εί είχε μ παλώ μ ατα από α πό σ ελοτ λοτέιπ, ενώ οι δύο μ προσ προστ τινές νές πλε πλευρές τη ς είχαν γεμ γεμ ισ τεί με υαλοβ υα λοβά άμ βακα βα κα.. Δ εν ή τα ν πε περήφ ρή φ ανος για την τη ν ιδιοκτ οκ τησ ία του, ου , απλώ ς ή τα ν το το μοναδικό αμ άξιτο ξιτο οποί οπ οίο ο είχε τα λεφ λεφ τά να αγορά γοράσ ειπριν από δέκα δέκα χρόνια, αλλά
η Σ ούνες ύνες το οδήγ οδή γησ ε με θρησ θρησ κευτι κευτική ευλάβ υλά β εια μέχρι το Ν τένμ αρκ Χ ιλ. Η ανακαίνιση σ την πρόσοψ πρόσ οψ η του Β ασι ασ ιλικού Ν οσοκ οσ οκομ ομε είου βρι βρισ κότ κόταν σε εξέλι ξέλιξη: κάθε κά θε σ υζή υζήτηση, κά κ άθε φ ω νή κα κ αλυπτότα ν από από το υς θορύβους θορύβ ους τω ν εργατ εργατώ ώ ν. Σ το εσ ω τερικό του, ου , το νοσοκο νοσ οκομ μ είο έμο έμ οια ζε με μι μικρή κρή πόλη όλη που είχε του τους δικούς τη ς νόμ νόμ ους. Ε ίχε μίνι μάρκε άρ κετ τ, τα τα ξιδιω τικό πρα πρακτ κτορ ορε είο, τρά τράπ πεζα κα ι ταχυδρομ χυδρομ είο. Τ α πα τώ μ α τα σ το υς διαδρόμους δρόμους είχαν γυ γυαλισ τεί τέλεια κ α ι ο κόσ κόσ μ ος περπατ πα τούσ ού σ ε με μια επί επίπεδη κα κ α ι προγρα προγραμ μμ ατι ατισ μ ένη άνεσ η, τη ν οποί οποία μ πορού ορ ούσ σ ε κα νεί νείς να σ υναντ υνα ντή ήσ ει μονάχα ονάχα σε σ ε ταινίες του Φ ριτς Λ αγκ. Ο ειδικός κός, ο κύρ κ ύρι ιος Φ ρέντσ ντσιπ, ένας νας ψ ηλός λός άντρ ντρας με μπλε μ πλε πο πουκάμ ισ ο και κα ι κόκκινη γραβάτ γραβάτα, α, τους ου ς συνάντ συνάντησ ησε ε έξω από τη τη Μ ονάδ ονάδα α Ε ντα ντα τικής Θ εραπεί ραπείας. ας. «Δ εν είναι διασω ασ ω ληνω ληνω μ ένος πια. Τ ου χορηγούμε χορηγούμε κάποι κά ποια παυσί υσ ίπονα ηρε η ρεμ μ ισ τικά, κά , ω σ τόσο όσ ο είμ α ι έκπληκ λη κτος από τη τη ν αντί αντίδραση δραση του οργανι οργανισμ ού του, ου , η οπο οπ οία είναι ναι ενθαρρυντ νθαρρυντι ική. κή . Έ π ειτα από τρει ρεις μέρες ρες δίχω ς νερό νερό ή τα ν εντ εντελώ ς αφ υδατ υδα τω μ ένος. νος. Γ ια τη ν ακ α κρίβεια, από από τό τε που το υ αφ αιρέσ ρέσ αμε αμ ε τον αναπνε ανα πνευσ υστ τήρα», ρα », είπε σ τα μ ατώ ντα ντα ς μ προσ πρ οστ τά σ την πόρ πό ρτα κ α ι σ α ρώ νοντα νοντα ς τη ν κά κάρτα ρτα για να τη ν ανοί ανοίξει ξει, «τα «τα πά ει τόσ ο καλά, καλά, που πο υ τον με μ εταφ έραμ ραμε σ το τμ τμ ή μ α αποθε ποθερα ραπε πεί ίας». Τ ους ους οδήγ οδή γησ ε σ το μ προσ προ στινό μέρος του τμ τμ ήμ ατος, ος, όπο όπ ου πέντ πέντε αδει δειανά κρεβά κρεβάτ τια είχαν τοποθετη θετη θεί στη σει σειρά, κάθετ κά θετα α σ τους ους τοίχους οίχους.. «Ε τοιμ αζόμα ζόμ ασ τε να τον με μ εταφ έρουμ ρουμε ε σε άλλη άλλη πτέ πτέρυγα, ακόμ κόμη κ α ινα το του δώ σ ουμε υμ ε εξιτήριο. Η αντοχή ντοχή το του είναιε ναι εκπλη κπληκτ κτι ική. Ν α, εδώ είναι». Ο Ά λεκ λεκ Π ιτς καθότ θότα ν δίπλα στ στο παράθυρ παράθυρο. ο. «Α υτό υτό το παλικάριε ριείναιδυ να ιδυνα νατ τός σ αν τα ταύρος ύρο ς». Ε ξαιρετ ρετικά εύστ ύσ τοχη παρο πα ρομ μ οίω σ η. Α ν ένας τα ύρο ύρος καθότα θότα ν στ σ τα πίσω του πόδι πό δια σ ε μια καρέ καρέκλα κλα,, ντυ ντυμ ένο ένος με ρούχα νοσοκ νοσ οκο ομ είου, ου , αναμφ ναμ φ ίβολα βολα θα έμ έμ οια ζε με τον Ά λεκ λεκ Π ιτς. Π αρά τη τη σ κυφτ κυφ τή κα κ αι η ττημ ένη το το υ σ τάσ η, το μ έγεθος γεθος το υ Π ιτς προκ πρ οκα αλούσ λούσε ε δέος δέος.. Τ α
κόκ κό καλά του θα έπρεπε έπρεπε να είναι ναι τεράσ τια κ α ι δυνατ δυνα τά σ αν σίδερο, δερο, για να στ στηρίζουν αυτή υτή τη μ υϊκή μ άζα άζα και κα ι το ύψ ος του. ου . Τ α βαμμ βα μμέ ένα μαύρα μαλλι μαλλιά το του ή τα ν μακ μ ακρι ριά κα κ α ι φ ορούσ ορούσε ε καρό καρό πρά πράσινες πιτζάμες, ενώ από τη τη ν καρέ κα ρέκλα κλα το το υ κρε κρεμ ότα όταν ένα ένα μπα μπαλόνι λόνιμε με αναπνε ναπ νευσ υστ τήρα κι κι ένας ουρ ου ροσυλ οσ υλλέκτ λέκτη ης με καθε αθετήρα. ρα . Δ εν αντέ ντέδρασ δρα σε ότα ν οι οι δύο επιθεω ρητές το ν πλησ πλησίασα ασ αν. Η Σ ούνες νες πήρε πή ρε μι μ ια καρέ κα ρέκλ κλα α κα κ α ι ο Κ άφε άφ εριτρά ριτράβ βηξε τις κου κο υρτίνες νες να κλείσ ουν. ουν. Κ αθάρι αθάρισε το ν λαιμό του ξερ ξεροβήχοντα χοντας. «Κ ύριε Π ιτς εί είσ τε σ ίγουρο γουρος ς πω ς μ πορε ορείτε να μιλήσ λήσετε;» Ο Π ιτς σ τράφ ρά φ ηκε αργά προ προς ς το μέρος τους ου ς. Ο ι μαύρε μαύρες ς, σ τιλ Έ λβις, φ αβορί ορίτες του είχαν μα μ ακρύνε ρύνει ι κ α ι η βαφ βαφ ή σ τα μαλλιά το του είχε ξανοί ανοίξει. Ό τα ν προσ προσπά πάθησ θησε ε να κα κ ατα νεύσ νεύσε ει, το κεφ κεφ άλι του έπεσε πάνω πά νω σ το σ τήθος θος του, ου , σ αν να α ντι ντιμ ετώ πιζε πρόβ πρόβλη λημ μ α σ την τιτά νια προσπά προσ πάθε θει ιά του να σ η κώ σ ειτο βάρος βάρος του. «Μ άλισ τα». Ο Κ άφε άφ ερι κάθι κά θισ ε δίπλα στη στη Σ ούνε ούνες, παρατ πα ρατηρ ηρώ ώ ντας τον προσ προσ εκτι κτικά. κά . «Π ρώ τα απ α π ’ όλα, λυπόμ λυπ όμα ασ τε πρα πρ αγματ γμα τικά γι’ γι’ αυτό υτό που πο υ σ υνέβ υνέβη σ τον Ρόρι Ρόρι, κύρ κ ύρι ιε Π ιτς. Κ άνουμε νουμε ό ,τι μ πορο πο ρούμ ύμε ε και είμ ασ τε αισιόδοξο δοξοι ι». Μ ε το που πο υ άκουσ ου σ ε το όνομα όνομ α το του Ρ όρι, ο Π ιτς έκλεισ ε τα μάτι άτια του κα ι με το τεράσ ρά σ τιο χέρι χέριτ του κά κ άλυψ λυψ ε το σ τόμα όμ α. Έ μ εινε έτσ ι για μερικά δευ δευτερόλεπτ ρόλεπτα α, δίχω ς να ανασαί νασ αίνει νει. Έ πειτα , άφ ησε το χέρι χέριτ του να πέσ ει κα ι άρχισε να χαϊ χαϊδεύει δεύεικυκλι υκ λικά το σ τήθος του, ου , κοι κο ιτάζοντα ντα ς το ταβάνι. Ο Κ άφε άφ ερικ ρι κοίτα ξε τη Σ ούνες ούνες. «Ά λεκ», λεκ», είπε, πε, «σου «σ ου το το υπόσ υπ όσχ χομαι ομ αι,, δεν δεν θα σε απασ πα σ χολήσ ολή σ ουμ ουμ ε για πολύ. π ολύ. Ξ έρω πω ς είναι δύσκολο, δύσκο λο, μα θα μας μα ς βοη βοηθούσ θούσ ε πολύ αν μπο μ πορο ρούσ ύσε ες να μας μας πεις οτιδήπ δή ποτε οτε θυμά θυμάσαι- τι έκανε ο ει εισ βολέ ολέας ενώ βρισ κότ κόταν σ το σ πίτι, πού σ ε κρατ ρα τούσ ούσ ε, αν έφ υγε από το το σ πίτικά ικ ά ποια σ τιγμή». Τ ο χέ χέριτ ρι του Π ιτς ακι ακ ινητοπο νητοποι ιή θηκε θηκ ε. Τ ο πρόσω πρόσ ω πό του του πάγ πά γω σ ε. Τ α μ άτια το του καρφ κα ρφώ ώ θηκα θηκαν ν στ στον μ ετρητ ρητή οξυγόνου οξυγό νου σ τον αντ α ντί ίχει χειρά του του,,
καθώ κα θώ ς προσπα προσ παθούσ θούσε ε να βρε βρ ειτη δύν δύναμη αμ η να να απαντ απ αντήσ ήσε ει. Ο Κ άφε άφ ερικα ρικαιη ιη Σ ούνες περίμ εναν ναν υπομ ονετι νετικά, μα ο Π ιτς έμ εινε σι σιω πη λός λός για κάμ κά μ ποση ποσ η ώ ρα. Ή τα ν φαν φ ανε ερό πω ς δεν δεν θα ξόδ ξόδε ευαν τα είκοσ κο σ ι λεπτ λεπτά, ά, που θα διέθετ θεταν, όπω ς ήθελαν. θελαν. κ α τ . Ο Κ άφε άφ εριέ ριέγειρε σ την καρέ κα ρέκλα κλα και κα ι σ κούπ κο ύπι ισ ε το μ έτω πό του με τη ν ανάστροφ ανάστροφη η τη τη ς παλάμης. παλάμης. «Κ οίτα, δεν δεν μπ μπορείς να μας πεις ούτε τη ν ηλι ηλικία του; Α ν ή τα ν λε λευκό υκ ός ή μαύρος; ί ;» Ο Ά λεκ λεκ Π ιτς σ τράφ ρά φ ηκε προς το μέρος του. ου . Τ α βλέφ βλέφ αρά του του μ ισόκλει σόκλεισαν, σα ν, φανε φ ανερώ ρώ νοντα οντας όλη όλη τη τη ν κούρα κούραση ση μέσα του του.. Σ ή κω σ ε το τρεμά ρεμάμ ενο κα κ α ι μ ελανι λανιασμένο από τις βελόνες τω ν ορώ ορώ ν χέ χέρι το υ κι έδει δειξε τον Κ άφε άφερι. Η έκφρασ κφ ρασή ή του μ αρτ αρ τυρούσ υρο ύσε ε πω ς ήταν εξαγριω μένος, νος, λες λες κ α ι βρίσ κοντ κο ντα αν στ σ το σ αλόνι λόνιτου του σ πιτιού του κ α ι ο Κ άφε άφ ερι ή τα ν κά ποιος παρ πα ρείσ ακτος που που είχε εισ βάλει σ το σ πίτι του κα ι είχε καθίσ ει αναπ ναπ αυτικά σ τον κανα κα ναπέ πέ με μ ε τα πόδι πόδια πάνω πά νω στο τραπεζάκιτου καφέ. «Ε σύ». σύ ». Τ ο σ τήθος του τρεμ ρεμ ούλιασ ε, τεντώ ντώ νοντα νοντα ς πάνω του την πιτζάμ α. «Ε σύ». Ο Κ άφε άφ εριέσ ριέστρεψ ρεψ ε το ν δεί δείκτη κτη το του πάνω σ το στ σ τήθος του. ου. «Ε γώ ;» «Ν αι, εσ εσ ύ». « Τ ι εγώ ;» «Τ α μά μ άτια σου. σου. Δ εν μ ου αρέσ αρέσ ουν».
Σ τις αντρι ντρικές κές τουα ου αλέτ λέτες, ο Κ άφε άφ ερι πάτ πά τη σ ε πάνω πάνω σ το κάλυ κά λυμ μ μ α και κα ι χρησ χρη σ ιμ οποιώ ντα ντας λίγο χαρ χα ρτί υγεί υγείας, έφ ραξε ραξε το ν ανιχνευτή χνευτή κα πνού. νού. Κ λεί λείδω σ ε τη ν πόρτ πό ρτα α, έσ τριψ ε ένα τσ τσ ιγάρο, γάρο, έγει γειρε το κεφ άλι του πάνω σ τον τοί τοίχο χο κ α ι κάπνισ ε αργά, χαλα χαλαρώ νοντα νοντας μόλις ένιω σ ε τη νικοτ κοτίνη να αγγίζει τη ν καρδι κα ρδιά του. Α ντί να κα κ α τα νοήσ νοή σ ει την κατάσ τασ η του του Π ιτς, είχε θυμ θυμ ώ σ ει με τη ν εχθρό εχθρότ τητά του του.. Η πίεσή του είχε ανεβ νεβ εί κα τακόρυφ όρ υφ α κα ι είχε βαδί βα δίσ ει φ ανερά νερά εκνευρ κνευρι ισ μ ένος
προς τη ν πόρτ πόρτα, αποφ εύγοντα ύγοντας να τη τη ν κλείσ ει α πότομα ομ α χάρη σ ε ένα διακριτικό βήξιμο κα ι μια μ ατιά της τη ς Σ ούνες νες. «Μ άλισ τα», μ ουρμούρισε μ ονολογ ονολογώ ώ ντας. ας. «Η Ρ εμ πέκα το το κατ κα τάλαβε. λαβε. Ε ίσ α ι μια ω ρολογ ρολογι ιακή βόμ βόμ βα, βα , έτοιμ η να σ κάσ κά σ ει». Τ ίναξε τη σ τάχτη χτη στη λεκά λεκάν νη κ ι έξυσε ξυσ ε το χέριτ ριτου. ου . Δ εν θα μπο μ πορο ρούσ ύσε ε να το τον είχε διαβάσ αβ άσε ει καλύτ κα λύτε ερα. ρα . Κ αι τα πάντ πά ντα α συνω σ υνω μ οτού οτούσ σ αν προκε προκει ιμ ένου να τη δικαι κα ιώ σ ουν. Λ ες κ α ι τους είχε πληρώ πλη ρώ σ ει- κ α ι τον Π εντε ντερέτ ρέτσ κι κα ι το ν Π ιτς- για να πουν «Ο σ κοπό κο πός ς του τράγ ρά γου είναινα ναι να κοι κ οιτά ξει ξει μέσα στ σ τα μ άτι άτια το του άλλου γι για να δει δει τον εα εα υτό υτό του να καθρεφ θρεφτ τίζετ ζεται». Τ α
α
σ ο υ .
ν
υ α ρ έσ ο υ ν.
Κ ανένας νένας δεν δεν έπρεπε να μάθει άθει, ή ακόμη όμ η κα κ α ινα μαντέ ντέψ ει, τι έκρυβ κρ υβε ε μέσα μέσα του. του. Δ εν θα μάθαι μά θαιναν ποτ πο τέ πω ς ο Μ άλκομ άλκο μ Μ πλι πλις, λουσμέ λουσμ ένος σ το αί αίμα, παγιδευ δευμ ένο ένος μέσα στ σ το συρ σ υρμ μ ατόπλεγ όπ λεγμ μ α, βαριανασαί νασ αίνοντα οντας, είχε πεικα πει κατ ταπρόσ απ ρόσω ω πο σ τον Κ άφε άφ εριπω ρι πω ς είχε αφήσ αφ ήσε ει τη Ρ εμ πέκ πέκ α να να πεθάνεισε ένα κοντινό σπίτι. « υ σ ικ ικ ά , η σ α ρ ώ ». Γ ι’ αυτό, υτό, ο Κ άφε άφ εριτ ρι τον σκότω σκ ότω σ ε με μια κίνηση νησ η το του κα καρπο ρπού του του.. Τ ο σ υρματ υρμ ατόπλε όπλεγ γμ α τρύπ τρύπησ ησε ε τη ν καρω κα ρω τίδα του, του, προκαλώ προκα λώ ντας ακατ κα τά σ χετ χετη αιμορρα ορραγία. «Θ εέ μου μου», », είχε μ ονολογήσ ονολογήσε ει, ότα ν διάβασ βα σ ε τη ν αν αναφ ορά τη ς νεκρ νεκροψ οψ ίας. «Π ρέπει ρέπει να το έσφ ιξες περι περισσ ότε ότερο α π ’ όσο όσο νόμ νόμι ιζες». Μ α αυτ α υτό ό ήτ ή τα ν όλο. όλο. Π ερίμενε μενε ακόμη, κόμ η, μ ουδιασμέ ασ μέν να, έναν χρόνο χρόνο αργότ ργότερα για να αρχίσ ει να αισ θάνε θά νετ ται τύψ εις. Ν όμι όμ ιζε πω ς είχε κα λύψ λύψ ει τα ίχνη του. ου . Π ίσ τευε πω π ω ς όλο όλοι νόμι νόμ ιζα ν ότ ότι ο θάνατος θάνατος το υ Μ πλις ή τα ν ατύχημ ατύχημα. α. Δ εν πίσ τευε πω ς ο ι άνθρω νθρω ποι θα μ πορο πορούσ ύσα αν να τον κοι κο ιτά ξουν σ τα μ άτια κ α ι να δουν δουν έναν έναν δολοφόνο, δολοφ όνο, έναν ναν ψ εύτη ύτη, μόνο κα κα ι μόνο με μια μα ματιά. Μ
,
ν
ο
σ κ έ
σ α ι.
ν
ν
α
ή ν ε ς
α
ι
ε
ο
υ α λ ό
Έ ριξε το τσ ιγάρο άρ ο σ τη λεκά λεκάν νη. Α ν η Ρ εμ πέκα δεν δεν ή τα ν ακόμη κόμ η έτοιμ η να το του μιλήσ λήσ ει σ χετ χετικά με όσα όσ α σ υνέβη υνέβησ σ αν πέρσ πέρσι ι - να μιλήσε λήσει σ ’ εκείνον, όχι σ τον Τ ύ π ο - τό τε δεν δεν θα τη τη ν άφηνε άφ ηνε να εισ βά λεισ λει σ τον
σ ο υ .
προ πρ οσ ω πικό του χώ ρο, κάνοντ κά νοντα ας τρελές ρελές σ υνδέσ υνδέσ εις ανάμε νάμ εσ α στ σ τον Γ ιούαν ούα ν κ α ι τη ν ανι α νικανότ κα νότη η τά του να κρα κ ρατ τή σ ει τη ν κατ κα τάστ άσ τασ η υπό έλεγχο.
Ό τα ν η Σ ούνε ούνες ς βγήκε από από τη τη ν Εντ Ε ντα ατική, κή , η καρδι κ αρδιά το του Κ άφε άφ ερι σ ταμ άτησ ε. Τ α χείλη τη τη ς ή τα ν ραμμ ραμ μένα κα κα ι κάθι κά θισ ε σ τη θέση θέση του σ υνοδηγού, υνοδη γού, σ το τα ταξίδι τη ς επιστροφ ροφ ής προς προς το Σ ράι ρά ιβμουρ βμ ουρ.. Μ ερικές φ ορές ορές άγγιζε επιφ υλακτ υλα κτι ικά το το πρόσ πρό σω πο και κα ι το κε κ εφ άλι της, ης, σ τα σ ημ εία όπ ου ο ήλι ήλιος τη ν εί είχε κάψ ει, έπ ειτα απ α πό δύο μέρες ερευνώ ν σ το πάρκ πά ρκο. ο. Ή λπι λπιζαν πω πω ς ο Π ιτς θα το το υς έλεγ λεγε αρκετ αρ κετά ά σ χετ χετικά με τη συμπε υμ περι ριφ ορά το του εισ βολέα βολέα, έτσ ι ώ σ τε η αρχι αρχιφ ύλακας ύλακας Κ ουίν κ α ι η Σ ήμανσ ήμ ανση η να εσ τιά σ ουν ου ν τη ν προσ προσοχή οχή τους του ς σ ε σ υγκεκρ υγκεκρι ιμ ένα τμ τμ ήμ ατα του σ πιτιού, περιοχές χές όπ ου ο εισ βολέας είχε περάσ εικα ι είχε αφ ήσει ίχνη, όπω ς τρίχες κ α ι ίνες. Α λλά το το πρόσ πρ όσω ω πο τη ς Σ ούνες έλεγ λεγε ξεκ ξεκάθαρ θαρα πω π ω ς αυτό δεν δεν εί είχε σ υμβεί. Κ ανεί νείς του του ς δεν δεν εί είπε κουβέντ υβ έντα α, μέχριπο ριπου υ έφτ έφ τασαν σ το Σρά Σ ράι ιβμουρ. βμ ουρ. «Φ α ντάζ ντάζομ ομαι αιδε δεν ν έχουμ έχουμε ε νέα». Η Σ ούνε ούνες ς αναστ νασ τέναξε ναξε κ α ι άφη άφ ησε ένα ένα σω ρό έγγραφα ραφ α να πέσ πέσ ουν πάνω πά νω σ το γραφε γραφ είο της της.. «Ό « Ό χι». Έ π εσ ε βαριά στ στην καρέ καρέκλα κλα,, γέρνοντ γέρνοντα ας προς τα πίσω , με το σ τόμα όμ α ανοιχτό χτό κα κ α ι τις παλά πα λάμ μ ες πάν πά νω σ τα αναψ οκοκκ κο κκι ινισ μ ένα μ άγουλά της της.. Έ μ εινε σε αυτή τη σ τάση άσ η για αρκε αρκετ τή ώ ρα, κοι κο ιτά ζοντα οντα ς σ το τα βά νικα νι και ι προσ προσ παθώ ντα ντας να βάλε βά λειτ ιτι ις σ κέψ εις τη ς σ ε μια σε σ ειρά. Έ γει γειρε μπ μ προσ ροστά, με τα πόδια στ σ ταθερά στο πάτ πά τω μ α, φ έρνον ρνοντ τας τους ου ς αγκώ νες σ τα γόνατά γόνατά της της,, και κα ι κάρφ ω σ ε τον Κ άφε άφ ερι με το βλέμμ βλέμμα α της. ης. «Τ ην έχουμε άσχ άσ χημα, ημα , φ ιλαράκο. Τ ην πατήσαμε». «Δ εν έχουμε χουμ ε κά ποια ένδει δειξη από τη ν οπο οποία μ πορο πο ρούμ ύμε ε να πιασ τούμ ούμ ε;» «Ω , μα έχο έχου υμ ε μί μία ένδε ένδει ιξη, μία σπ σ πουδαί δα ία ένδει νδειξη. Ο Π ιτς ζ ι
πω ς ο τύ τύπ ος φ ορούσ ορούσε ε αθλητι θλητικά». κά». « , είπες;» «Ν αι». Έ γνεψ νεψ ε απο α πογ γοητ οη τευμέ υμ ένη. «Δ εν εί είναι σ ίγουρος ουρο ς τι μάρκα, αλλά πι πισ τεύειπ ύειπω ς ήτα ν φτ φ τηνά, σ αν τα χάι-τε -τεκ». κ» . «Χ ά ι-τε -τεκ; Υ πέροχ πέροχα. α. Λ ες κα ι δεν δεν τα φορά φ ορά η μισή χώ ρα». «Π ραγ ραγμ ατι ατικά, κά , δεν δεν είναι ναι υπέ υπέροχ ρο χο;» Έ ξυσε ξυσ ε το πιγούνι της. ης. «Τ ον πίεσ α όσο όσ ο μπορούσ μπ ορούσα. α. Ή τα ν σ υνε υνεργάσ ργάσι ιμ ος και κα ι τον πισ τεύω . Δ εν νομί νομ ίζω πω ς μ πορε πο ρεί ί να μας π ει κ ά τι άλλο». Γ ύρισε τη ν καρέκλα κα ρέκλα της της,, άναψ ε τον υπολογι υπολογισ τή τη ς κα ι άρχισε να πληκ πλη κτρολογε ρο λογεί ίτη ν αναφορά, αναφ ορά, τη ν οποί οπ οία η Κ ριότος ότος θα πε περνούσε ρνούσ ε στ στο σ ύστ ύσ τη μ α HO HOLM LMES ES:: τ ις ι ς 14 λί υ υν σ ο σ ι υ, ο ν ο ύ μ ο 30 υ ν ε κ α λ Κ ρ έ σ ε ν ττ.. Ο ς υ ο ρι κι ώ P la y S ta ti o n τ ο υ γ ε ιο ιο ν ε ενη έρ α χεδ ζα ε να ε ο ργκέ , ρο κει νο υ να υ μ ε κ εί ββ οκύρι κο. ν έν α ς λ λ ς δ εν β ρ σ κ ν στ δω . υ α εκ ε ν η ν ρα ς η γ υ ν α ίκ ίκ α υ, ρμ λ , βρ σκ ν ν ε ν ω ό ρ ο φ ο , λ λ ά δ εν ε ίχ ίχ α δ ε ι ε δ ώ ι ή , έ τ ι τ ις ι ς 7 . 3 0 ε ρ ί υ ( . .) νέ α νω α ν α δ ω ι κ α ν ε. ν χα α κο ύσ ι ί ο ύ ο ο κ ι λες ι ες ν κλε δω νε , ό ς και αράθυρα. ήγα ν δι δρ ο κ α ι σ τρ ά η κ α ρο ς ς σκάλ , ν ' κε νο ο ση ο θά νθηκα κά οι ν να υ ει α ό σω . ν υ ί ε ί .. .
Ο Κ άφε άφ ερι ο οποίος οποίος σ τεκότα κότα ν πάν πάνω από τη τη Σ ούνες ούνες καθώ ς αυτή αυτή πληκτ πλη κτρο ρολογούσ λογούσε ε, έδει δειξε τη ν οθόνη. «Δ εν άκουσ ουσ ε το παράθυρο παράθυρο που έσπασ πα σ ε στ στην κουζ κουζί ίνα;» να; » «Λ έειπω ς δεν δεν το άκουσ κουσε ε».
«Δ ηλαδή ηλα δή αυτός ο τύ τύπος εμ φ ανίσ τηκε ξαφ ξαφν νικά στ σ τον δι διάδρομο; άδρομ ο; Σ αν να ήτ ή τα ν ο Α ϊ-Β ασί ασ ίλης;» λης;» «Έ τσ ιφ αίνετ νετα ι». Ο Κ άφερ άφερι συνοφ συνοφρυ ρυώ ώ θηκε. ηκε. Α κούμπησε κούμπησ ε πάνω πάνω στην στην οθόν οθόνη η το το ένα του χέρι χέρικ κ ιέγει γειρε για να δια βάσ ειτη ιτη ν υπό υπ όλοι λο ιπη κατάθεσ θεσ η.
ν
υ
υ μ
ε ί
ι
κ α
α
ή
υ
ιο
δ
υ ν α
υ
η
α
λ
ξ ε
ι
ς
υ
σ
ν
έ
κ α
α
ύ τ ε
κ ο
λ ά
.
ά
λ
μ
μ
α
ό
τ
ο ρ
ε ν
κ
α
ο
τ
ς
β
ό
μ
ρ
ισ
ω
κ
ν ώ
ρ
α
ό
ο
,
ύ
ς
σ
κ α
δ
ι
ε ι
ή
ο
ζ
υ γ
ν α
δ
σ
μ
ό
μ
κ α
μ
κ
ο
ω
ι
σ
κ
ά
κ
ε ιδ ιδ ή
ν
σ
μ
ς
κ
ί
κ
α
ω
μ
μ
α
κ
ρ ι
ο
η
ύ σ
υ
,
ε
λ ε υ κ
ά
α
ή
,
α
ς
ν
υ
ύ .
ε ν
ε ί
σ υ ν έ
η
ν
ή
ω
α
τ
ι
ν
η
ν α
ή
ν
ά
ν
τ
κ
ε
λ ό
ο
ύ τ
ο
μ
ν
ς ,
τ
σ ύ ρ ε ι
δ υ ν α
α
γ
ό
ν
α
ί
α
κ ο ύ σ ω
ά
ο
σ
ε ς
κ
.
ν
α
α
λ η
ύ ρ
τ ο
ό
ι
σ τ
α
ν α
ά
χ ο υ ,
ν
ς
ε ι
λ
χ
σ ε
ω
ν ο
ό
ρ
α
α
κ α
λ
κ α
α
ς
ρ έ
α
α
ς ,
ω
α
ο
ύ σ
τ ρ
ο
α
ή
ν
,
ς
ι
ς ,
,
έ σ
έ ρ ο
ν
έ
λ α
ν ώ
ο
σ η
κ α
α
ν ά
ω
έ λ
ν
ο
ν
τ ις
ά
ν α
τ
α
α
ρ ο
α
κ ό
μ
ν
κ ο
ξ έ ρ ω
μ
α
,
λ ί
δ ε ν
υ ν
σ ω
ο
ε
σ
ε
ά
.
σ
ό
ν
υ .
υ
ύ θ υ ν σ
η
ο
θ ισ τ
ρ
ό
ύ
φ
έ
κ α ι
ο
α
ρ α
ς
ο
ά
έ
ο
ε ι
ρ ω
ρ .
ρ
έ
ρ γ ό τ
ά
α
ε
λ ί,
ν
ε
ρ ό
ι
α
ν
έ δ ε ιχ ν
ρ ι
ω
λ
κ
κ
μ έ ρ ε ς ,
υ ,
κ
ο
δ
υ .
α
ο
ν
ν α ς ,
ς
α
κ
ς
λ ο ρ
μ
χ α
ν α
υ
ά
κ ι
α
θ ε σ α
ε ιδ ιδ ή
υ ζ
μ ο
υ
ο
ή
ν
α
τ ο
ε
ε ις
ο
σ
τ ο
α
ν
ό
α
μ
κ ο
λ
α
ν
ρ ι
α
ς
δ ρ
ι
ν η
.
ε
κ α
λ
ι
α
ε
ο
κ α
ν
,
ν α
Έ
ν ,
γ μ
λ α
δ ε μ έ ν α .
κ ι
ε
ν ο
δ
υ
τ η
ξ ύ
ν
ο
ν α
ά
υ
υ
,
υ ν α
ρ
κ ε ίν ίν η
ς .
ν
σ
ρ
κ
ν
ν
ύ σ ε
λ α
ς
ς
ν τ α
ό
κ
τ η
υ σ α
ς
α
δ
έ ν ο
ό
ν ω
μ
υ ν σ η
α
ν ε
ν
μ
α
α
υ
ή
ρ α
ζ ε
α
υ
ο
ν α
ι
ε μ
η
θ
σ
ι
ύ θ
ν
,
,
κ
ν α
ρ
μ έ ν
α
ε ιν ιν α
α
ε
.
ν
β
ν α
ό
κ α
κ
κ
ι
δ έ σ ε ι
ο
κ α
κ α
μ έ χ ρ ι
υ
ν
ω
σ ω
ο
μ
χ α
υ
μ
σ
α
ε
τ α
κ α ι
ν
α
ς
ο
,
λ ο
ι
ο
τ ί
ί
ν ο
ρ
ε
ι
.
,
ν
-
κ ο υ σ α
ε κ
ν α
κ ά θ ισ ε
ή
κ ά
ν ε
σ κ υ φ
ι
.
κ α
ς
ν ει
σ τ η
χ ε
ς
ν ία ία
υ
λ ε ς δ ω
ε γ
λ α
κ α ι υ
σ ε
δ ι κ ά
—
.
ο ν
α
σ η
ρ ο ύ σ α
α
τ
υ — χ ι
ξ ε ν
,
ν α
ν ο
α
δ ε ν
μ
ζ ε
ι
ν ο μ ί
,
ς
λ ι
υ γε
ν
ο ς
ν ε ιά ιά
ο
κ α ν ε.
κ ά
.
υ μ
ι
η
τ ε
ς
ι
ύ μ
.
ρ ω
ε
η
ά ν τ μ
ο
λ η σ ή
ς ε ί
υ ν α
τ
λ
υ ν α υ ρ
υ
α ν
ι
να
ς
υ θ
κ α .
ν
ρ ι θ
ι
υ
ό
τ ο ο
κ ά ν ει
ί υ
σ σ
ε
κ ά ν ει
Τ ο
γ ο
ύ ν ι
. ι
υ
κ α κ ό
ε
ο
τ η ς
κ α ι
σ υ χ δ ι
υ τ
δ ε ν
σ τ
ν
ρ ω
κ α ι
δ ε ν
έ ν α
,
ρ α
, ,
ύ ω
ρ ω
ή
υ .
«Α υτό υτό είναιόλο ναι όλο». ». Η Σ ούνες άνοιξε ένα νέο νέο έγγραφ ραφ ο κ α ιάρχισε να γράφ γράφ ει τη ν αξι α ξιολόγη ολόγησ σ η τη ς μαρ μαρτ τυρίας, ας, τις παρατ ρα τηρήσεις τη ς σ χετ χετικά με τη ν ψ υχική κατάσ τασ η του Π ιτς, τη ν ευ ευφ υΐα του, του, τη λεκτ λεκτι ική του ικανότ κα νότη η τα , τη σ υναισ θημ θημ ατική του κατάσ τασ η (η οποί οπ οία ήτ ή ταν άσχ άσ χημη: ημ η: ο Π ιτς ή τα ν ολοφ ολοφά άνερα σ υγχυ υγχυσ μ ένος κα τά τη διάρκε άρ κει ια τη της συνέντευξης, δάκρυζε κι εκνευριζόταν κάθε φορά που αναφερόταν το όνομα όνομ α του γιου του). υ) . «Κ αιοι αι οι φ ω τογρα ογραφ φ ίες; Η φ ω τογραφι ογραφ ική μηχανή; ηχανή; Ε ίπε τίποτα οτα ;» «Ό χι». Κ ούνησε ούνησε το κεφ κεφ άλι της. ης. «Η Κ άρμε άρμελ λ πρέπε πρέπει ι να το το φ αντά αντάσ τηκε. κε. Τ ον ρώ τησα ησ α κα κ α ιδεν δεν θυμά θυμ ά τα ικά ικά τιτέτοιο». ο» . «Ε ίναι ναισ ίγουρος γουρος;» «Ω , ναι, τον ρώ τησ α ξαν ξανά». ά». «Σ κατ κα τά». ά» . Ε νώ η Σ ούνε ού νες ς έγραφε ραφ ε, ο Κ άφε άφ εριπή ρι πήγ γε σ το γραφ γραφε είο του του.. Κ άθισε κ α ι διάβασ βα σ ε τα σ ημ ειώ μ ατα που πο υ η Κ ριότος ότος είχε κολλή κολλήσ σ ει σ την οθόνη οθόνη το το υ υπολογι υπο λογισ τή του. ου . Ή τα ν μηνύματ μ ηνύματα: α: είχε τηλεφω ηλεφ ω νήσε νήσ ει η Ρε Ρ εμ πέκ πέκα, κά κ ά ποιο ι δημοσ δημ οσι ιογρά ογράφ φ οι ήθελαν ήθελαν σ υνέντ υνέντε ευξη, η Κ ριότος ότος τον ενημ ενημέ έρω νε πω ς είχε λάβ λά βειτη ν αναφορά αναφ ορά που τη ς είχε ζητήσ ει από από το Μ ητρώ ο κ α ι ότι είχε επικοινω νήσ νήσ ει με το Τ μ ήμα ήμ α
Ε ξαφανι αφ ανισθέντ θέντω ω ν. Έ π ειτα από σ αρά αράντα οκτ οκ τώ ώ ρες ρες, το το γραφε ραφ είο του του ιατροδι ατροδικασ κα σ τή σ την οδό οδό Χ ορσφ έριθα δεχότ δεχότα α ν κάθε κά θε άγνω σ το σ ώ μ α το το οποίο είχε βρεθεί θεί στη μ ητροπολιτική πε π εριοχή, οχή, αλλά ο Κ άφε άφ ερι ήξερε ξερε πω ς το τηλεφ λεφ ώ νημα νημ α ήτα ήτα ν μάτ μ άτα αιο. Ο λόκληρο το το Λ ονδί ονδίνο ήξε ήξερε ρε πια για τον Ρό Ρ όρι Π ιτς. Δ εν θα προ προλά λάβ βαινε να φ τάσ ει κά ποια πληροφ πληροφορί ορία στο στο Τ μήμα μή μα Ε ξαφαν αφ ανι ισθέν σθέντω ν, προτού προτού περάσ περάσε ει πρώ τα από το το Σ ράι ράιβμουρ βμ ουρ.. Κ όλλησ όλλησε το τε τελευτα λευταίο σ ημ είω μ α στ σ το δάχτ δά χτυλό υλό το του κι έμ εινε να το το κοι κο ιτά ζει. Π ού βρισ κότα κόταν ο Ρ όρι όρ ι Π ιτς; Κ αι υπή υπήρχαν πρά πρά γματ γμα τι φ ω τογραφί ογραφ ίες α π ’ α υτό υτό το περ περισ τατικό κάπ ου κρυμμέ κρυμ μένε νες ς; Τ ο φ λας μιας φ ω τογρα ογραφ ικής μηχ μη χανής. ής. Ο ή χος από φ ιλμ που που τυλί υλ ίγετ γεται. Δ εν εί είναι ναι λεπτ λεπτομ ομέ έρειες που πο υ κά ποιος μ πορε ορεί να φ αντα ντασ τεί. Ά ραγ ραγε να ή τα ν αποκ απ οκύη ύημ μ α τη τη ς φ αντα αντασ ίας τη ς Κ άρμελ άρμελ; Κ ι αν όχ όχι, τό τε αφού αφ ού ο Ά λεκ λεκ δεν είχε α κούσ ει τον ήχο από το καθισ τικό, ο ι φ ω τογραφ ίες λογι λογικά είχαν βγει γει σ τον διάδρομ άδρομο. ο. ι ι ά έλε ς να ν ε ις ις ε ρα
ς α
ό
ν δ
δρ
ο
ς
κό
ρ η ς ο ικ ικ ο γ ν ε
;
Έ γει γειρε πίσω σ την καρέκλα κα ρέκλα το το υ κ α ι αναστ νασ τέναξε. ναξε. Ε ίχε ξεμ ξεμ είνει νει από από ιδέε δέες. «Έ τσ ι κα ι είχαμε χαμ ε λίγο DNA DNA,, θα μπο μ πορο ρούσ ύσα αμ ε να κά κ ά νουμε νουμ ε μια έρευνα στην περιοχή». Η Σ ούνες ούνες σ ή κω σ ε το βλέμμ βλέμμα α της της.. «Ν αι, κι κ ι αν είχαμε αμ ε το πτώ πτώ μ α, τό τε σί σ ίγουρα γουρα θα βρί βρίσκαμ κα με DNA». «Τ ικάνουμ κά νουμε ε τώ τώ ρα;» «Ν ομί ομ ίζω πω ς ξέρει ρεις τη ν απάν απά ντηση, ησ η, Τ ζα κ. Θ α πάρουμ πά ρουμε ε ξανά ανά κατ κα τάθεσ θεσ η από το υς Π ιτς, μόλις οι γιατροί μάς μά ς το επιτ πιτρέψου ρέψ ουν, ν, θα προσ πρ οσπα παθή θήσ σ ουμ ουμ ε να φ τιάξουμε ξουμε το προφ προφί ίλ του εισ βολέ βολέα α, θα διευρύνο υρύνουμ υμε ε τις παρα πα ραμ μ έτρους ρους κα ι... χμ.. χμ...» .» - έμει έμ εινε σι σ ιω πηλή πη λή για μια σ τιγμ ή - « . θ α αφήσ αφ ήσουμε ουμε τη ν περι περιοχή οχή γύρ γύρω ω από το το πάρκο». Π ροτού ροτού προλά πρ ολάβε βει ι να ση σ η κώ σ ει το χέρι της, ης, ο Κ άφε άφ ερι είχε ανοίξει το σ τόμα όμ α του. ου. «Τ ο ξέρω ξέρω , ξέρω πω ς δεν δεν σ ου αρέσ ρέσ ειη ιδέα» δέα».. «Π ράγ ράγματι ατι, μου αρέσ αρέσει. Π ισ τεύω ακόμ κόμ η πω ς βρί βρίσ κετα κεται εκεί κεί. Π ώ ς θα μ πορούσε κάπο κά ποι ιος να βγει βγει από το πάρκο κρα κ ρατ τώ ντα ς ένα
παιδίπ δί που χτυ χτυπιότα ν, χω ρίς να τον τον δεικα δεικανεί νείς;» «Ίσ «Ίσ ω ς το παι πα ιδίνα δίνα πε π ερ πα τούσε ύσ ε». «Κ ανένας νένας δεν δεν τον εί είδε. δε. Κ αιδε αι δεν ν λεί λείπει κα νένα νένα ρούχο ρούχο το του Ρ όρι. Θ α πρέπεινα ήταν γυμνός». «Ίσ ω ς ο ει εισ βολέ βο λέα ας να έφ έφ ερε μα μαζίτο ίτου τα δικά το του ρού ρο ύχα» χα». «Ο Ρ όρι αιμορραγ μορρα γούσε ούσ ε, βρισ κόταν κόταν σε κατ κα τάστ άσ ταση ασ η σ οκ, απλώ απ λώ ς δεν χω ράεισ ράειστ τον νου μου». «Μ α δε δεν τον βρήκαμε βρήκαμ ε πουθεν πουθενά στ σ το πάρκο, σ ω σ τά;» «Σ ω σ τά», ά» , παραδέ πα ραδέχ χτηκε ηκ ε ο Κ άφερ άφερι, ψ άχνοντ άχνοντας ας κάτ κά τω από απ ό το το γραφ ραφ είο για το το σ α κβο κβ ουαγι υα γιά ζ. Χ ρειαζότα ν ένα ένα ποτ πο τό. «Δ εν βρήκα βρή καμ με ίχνος». νος». Τ ης έδει δειξε το μ πουκά υκ άλιμ λι με το ουί ουίσ κι, αλλά η Σ ούνε ού νες ς κούνησ ύνη σ ε το κεφάλιτης. «Μ πα». πα ». Έ κα νε κλικ με το ποντ ποντί ίκι, σ τέλνοντα λνοντας τη ν αναφ αναφορά ορά στ σ τον εκτυπ κτυπω ω τή τη ς αίθουσας σ υσκέ υσ κέψ ψ εω ν και κα ι αφού αφ ού σηκώ σ ηκώ θηκε όρθι ρθια, τεντώ ντώ θηκ θη κε κοι κο ιτάζοντα ντα ς το ρολόι της. ης. «Ε ίναι ναι αργά. αργά. Χ ρει ρειάζομα ομ αι λίγο ύπνο». Π ήγε ήγε σ την αί αίθουσα θουσ α σ υσκέψ υσ κέψ εω ν προκε προκειμ ένου να σ τείλει λει από εκεί κεί τη ν αναφ αναφορά ορά σε κάθε κά θε ομά ομ άδα κα κα ι για μερικά λεπτ λεπτά ά ο Κ άφε άφ ερι έμ εινε μόνος. όνος. Κ οντοσ ντοστ τάθηκε, θη κε, με το μ πουκ ουκάλι σ τα χέρι χέρια, κοιτάζοντα ζοντα ς τα μ άτια το του που καθρεφτ θρεφ τίζοντα ονταν σ το παρά πα ράθυρο, θυρο, με φ όντο όντο το το υς ουρα ουρ ανοξύστ νοξύσ τες το υ Κ ρόιντον. ντον. Κ ι αν η Ρ εμ πέκα είχε δίκιο; Κ ι αν όλοι όλοι το υς έβλεπα βλεπαν ν το πρόσ πρό σ ω πο ενός δολοφόνου δολοφ όνου κάθε κά θε φ ορά που τον κοι κο ιτούσα ύσ αν; « ν
ι
α σ υ
ν ε ις ις
το ξα να
λλ
υ
ένο ς σε
ε γ λ ώ ν ε ι, ι, κ ι α υ
η
ν
εν
ύγ
ς α
’ υτό το σ
υ σ ε σ τρ εσ ά ρ ε , τ ό τ ε μ
, ! θα
ν ε ς ». ».
Γ έμισε τη μισή κ ούπα με ουί ουίσ κι, το το κα κ ατέβ α σ ε μονο μονοκ κοπα οπ ανιά κα κ αι κοίτα ξε το πρόσ πρόσω ω πό του, ου , τη ν πράσι πράσ ινη γρα γραβ βάτα που π ου κρε κρεμ μ ότα όταν χαλαρή γύρω από το το ν λαιμό του του.. Ίσ
ς να
ν ει
,τ ι έ γ ν ε τ η ν τ ε λ ε υ τ α α
ρ ά ...
Ό χι, έκανε κα νε λάθος λάθος. Τ α έβ έβ γαζ γαζε από το το μυαλό της της,, προκ πρ οκε ειμ ένου να τον διώ ξει ξει από το σ πίτι. Ό τα ν η Σ ούνες νες επέστ πέστρεψ ε, γύρισε κα ι την κοίταξε. ξε. «Ν τάνι;» «Ν αι;» « Τ ι νομ νομ ίζει ζεις πω ς ή τα ν όλο αυτό το σ κηνι κη νικό νω ρίτερα; Ξ έρει ρεις, αυτό που μου είπε ο Π ιτς για τα μ άτια μου». υ». «Ω , ένας Θ εός ξέρει ρει». Α νασήκ νασήκω ω σ ε το υς ώ μ ους ους τη ς κ ι έσκυψ ε πάνω από το γραφ ραφ είο για να κλεί κλείσ ει τον υπολο υπο λογι γισ τή. «Ξ έρεις τι σ υμβαί υμ βαίνει: κατ κα τά πάσ πά σ α πιθανότητ θανότητα, α, υποφ υπο φ έρει ρει από σύν σ ύνδ δρομο μ ετατραυμ ρα υμα α τικού στρες ρες. Μ άλλον αισ θανότ θανότα αν πιο άνετ νετα να μ ιλάεισε λάει σε μια γυνα γυναί ίκα, κα , ακόμ κόμη κ ι αν αυτ αυτή ή είναι ναι μια άσ άσ χημη λεσ λεσβία σ αν την αφ εντι ντιά μου». μ ου». Ίσι Ίσιω σ ε το κορ κορμ μ ί της, ης, πήρε πή ρε το μ πουφ πουφάν άν της, ης, τον τον κοίτα ξε κ α ι το υ χαμογέ χαμ ογέλα λασ σ ε, χτυ χτυπώ ντα ντα ς το ν φι φ ιλικά σ την πλάτ πλάτη. η. «Δ εν έχουν χουν τίπ ο τα τα τα μ άτια σου, σ ου, Τ ζα κ, πίσ πίσ τεψ έ με. με. Ρ ώ τα όποι όπ οια κοπέλα σ την ομά ομ άδα θέλε θέλει ις, αν έχου έχουν κά κά τι τα μ άτια σ ου, ου, κ α ι δες δες τι θα σου πουν». π ουν». Έ βηξε βη ξε καιτ κα ιτε εντώ ντώ θηκε, θη κε, με τα χέρι χέρια στ σ την πλάτη πλάτη της της.. «Εγ «Ε γώ βέβαι βέβα ια δεν δεν με μετράω ράω ».
7
Τ ηλεφ ηλεφ ώ νησε ησ ε στη στη Ρ εμ πέκα πέκα.. Α ισ θανότ θανόταν αν πάνω πάνω του όλο όλο το το βάρος της ημέρας ρας. «Π άμε σπί σπίτι, να μ αγει γειρέψ ουμ ουμ ε κ ά τι κ α ι μ ετά ας κοι κο ιμ ηθούμ θού μ ε...» ... » Α λλά λλά εκε εκεί ίνη ή τα ν κατ κα τενθουσι θουσ ιασ μ ένη. Ή τα ν στο στο Μ πρίξτον, ον, σε μια πριβέ έκθεση κθεση σ την Γκαλε Γκαλερί ρί Ε ρ στη στη λεω λεω φ όρο Κ ολντ ολντχάρμπορ άρμ πορ και κα ι ήθελε ήθελε να τη ν πάρει πάρει. Ε κεί κείνος σ υμφ ώ νησε ησ ε, θα πήγαιναν ναν σ ε κά ποιο μ αγαζ γαζίνα ψ ω νίσ ουν, ουν, θα αγόρ αγόρα αζαν λίγο ρύζι ρύζι, λίγο αρνί, ένα μ πουκάλι κόκκινο κρα σ ίκα ίκ α ι θα μ αγεί γείρευαν ρευαν σπ σπίτι. Α λλά είχε καταλάβ λά β ει πω ς τη ς χαλούσε λούσ ε τη βραδιά. Ή ξερε ξερε κ α τά βάθος βά θος πω ς ήθελε ήθελε να μείνειστο πάρτι. Κ αθώ ς πάρκαρε σ την οδό οδό Έ φ ρα, μια αγέ αγέλη νε νεαρώ αρ ώ ν α τόμω όμ ω ν τον προσ πρ οσπέρασ πέρασε ε, σ χεδόν τρέχοντα χοντας σ τον δρόμο, δρόμο, με τα κεφά κεφ άλια το το υς να κουνιο ύντα ύντα ι πέρα πέρα-δώ -δώ θε κ α ι πρόσ πρό σ ω πα χαμογ αμ ογε ελασ λασ τά, σαν ο ίδιος ο Θ εός να είχε απο α ποκα καλυφ λυφθε θεί ί μ προσ προσ τά τους τους,, καθώ κα θώ ς κατ κα τευθύνοντ υθύ νοντα α ν προς τα φ ώ τα το του σ ταθμού θμ ού του Μ πρί πρίξτον. ξτον. Σ αν να μην μη ν ήξεραν ραν τι είχε σ υμβ υμ βεί μισό χιλιόμε όμ ετρο παραπ παραπέ έρα, σ το Π άρκο Μ πρόκγουε πρόκγουελ. λ. Λ ες και δεν δεν εί είχαν ακ α κούσ ει για το ν Ρ όρι Π ιτς. Έ χω σ ε τα τα κλε κλειδιά σ την τσ τσ έπη του κα ι διέσ χισε τη ν πλατ πλα τεία Γ ουίντ υίντρ ρας φ τάνοντα νοντας στη λεω λεω φ όρο Κ ολντχάρ ολντχάρμ μπορ, ορ, με κατεύθυνσ εύθυνση η τη ν πηγ πηγή ζω τική ς ενέργε νέργει ιας της περι περιοχής οχής:: τη τη ν Γ καλερί καλερίΕ Ε ρ που πο υ υψ υ ψ ω νότα νότα ν σαν σ τήλη φ ω τός μέσα στη στη σ κοτεινιά τη ς νύχτα νύχτας, ένας τεράσ ερά σ τιος χώ χώ ρος, ρος, κατασ κευα κευα σ μένος από τσ ιμ έντο ντο κ α ι ατσ ατσάλι άλι. Κ αθώ ς πλησ πλη σ ίαζε, έβλεπε λεπε τη τη Ρ εμ πέκα σ την είσοδο του κτιρίου, να πίνει αργά ένα κοκτέιλ, κοιτάζοντας το ρολόι
της. Θ υμόταν υμ όταν κάπ κά ποια εποχή πο χή που πο υ εκεί κείνη το το ν περί περίμ ενε ήρε ήρ εμη, με τα χέρια πίσω από τη ν πλάτ πλάτη κα ι με το αρι αριστε στερό τη ς πόδι πό δι να ακουμ ουμ πά το δεξί. Τ ώ ρα στ σ τεκότα ν με με τα πόδι πόδια σε σ ε απόσ πό σ τασ η, ντυμ ντυμέ ένη με ένα ένα δερμ δερμά άτινο τζά τζάκ κετ, ετ, ροζ παντε ντελόνι και, φυσ φ υσι ικά, κά , το τελευτα τελευταί ίο τη της αξεσουάρ: εκείνη την παράξενη, ανθυγιεινή ενέργεια, η οποία την τύλιγε σαν πέπλο. «Τ ζα κ». κ» . Π έρασε ρασ ε το χέρι τη ς κάτ κά τω από το το μ πουφάν πουφ άν του, τον τράβ ρά βηξε κοντά ντά τη ς κ α ι σ ηκώ θηκε θη κε στ σ τα δάχτυλα δάχτυλα τω ν ποδι ποδιώ ν τη τη ς για ένα φι φ ιλί. Η μ ύτη ύτη τη ς ή τα ν ζε ζεσ τή κα ι η ανάσα νάσ α τη τη ς είχε τη γλυκι γλυκιά μ υρω διά πορτ πο ρτοκα οκαλι λιού του του Κ ουαν ουα ντρό. Κ ατάλαβε ατάλαβε πω ς ήταν ήταν μ εθυσ θυσ μέν μένη. «Μ ιλούσα λούσ α με κάπο κά ποι ιον από απ ό του τους ςΤ καιο και ο Μ αρκ αρκ Κ ουί ουίν βρίσ ρίσ κεται εκεί - ξέρει ρεις, εκείνος που έφ τιαξε το ανθρώ πινο κε κεφ άλι από παγω παγω μένο μένο αίμα; Κ αιο Ρ ον Μ ου βρίσκετ σκεταιεδώ αιεδώ ...» «Ό μορ μορφα. Π άμε άμε;» «Κ αιε αι είπα σ τον τύπο ύπ ο από απ ό το το υς Τ πω ς φ τιάχνω χνω περισ σ ότερο ότερους υς κόλπους.» «Κ αι είμ α ι σ ίγουρος ό τι ενθουσι θουσ ιά σ τηκε ηκ ε». Π ροσπάθησ ροσ πάθησε ε να της πάρειτ πά ρειτο ο κοκτ οκτέιλ, αλλά εκεί εκείνη χαμογέ χαμ ογέλα λασ σ ε κ α ι άρχ άρχισε να κο κ ο υνάει νά ειτ το ποτ πο τήριμ ρι μ προσ προστ τά το του. Ο πάγ πά γος κροτ κροτά άλισ ε μέσα στ στο κόκκ κό κκι ινο υγρό. υγρό. είπε τραγουδ ρα γουδι ισ τά, κουνώ ντα ντα ς τα δάχτ δάχτυλ υλά ά τη της « ι μ λ ο », μπροστ μπ ροστά ά σ το πρόσω πρόσ ω πό του. του. «Π ίνω ένα άβολο». άβολο». - μ λ ο . Τ ον δι «Μ πέκι», είπε κ ι αισθάνθηκε θάνθηκε τα τα επίπεδα πίπεδα τη τη ς ενόχλη νόχλησ σ ής του να ανεβ νεβαίνουν, νουν, «για τί δεν δεν παί παίρνουμ ρνουμε ε κά κά τινα φ άμε άμ ε κ α ινα πάμ ε σ π ίτι. τι. » Σ τα μ ά τη σ ε ξαφ ξαφν νικά. Μ ια Γ ιαπω νέζ νέζα που φ ορούσ ορούσε ε δερμ δερμά άτινες μ πότ πότες κ ι ένα λευκ λευκό ό παλτό λτό από βινύλιο είχε εμ φ ανισ τεί μέσα απ α πό το το μπαρ παρ τη ς γκαλε κα λερίκ ρίκα α ι κ οίτα ζε τη Ρ εμ πέκα. κα . Ο Κ άφε άφ εριήξερε ριήξερε πω ς η Ρ εμ πέκ πέκα ασ κούσ κο ύσε ε μια ακα ακατ τα μ άχητη χητη γοητ γοη τεία σ τους αγνώ σ τους, ους, κ ά τι που που δεν δεν του άρεσ ρεσ ε καθόλου κα θόλου.. Σ τράφ ρά φ ηκε στη στη γυναίκα. κα . «Σ υμβ υμ βαίνεικ νεικάτ άτι ι;» Ε ισέπρα σέπραξ ξε ένα ψ υχρό υχρό βλέμμ βλέμμα α ω ς απάντ απ άντησ ηση η και κα ι προτ προ τού κατ κα τα λάβε λάβ ει
τι σ υμβα υμ βαί ίνει νει, η γυναίκα ύψ ύ ψ ω σ ε μι μια φω φ ω τογραφ ογραφ ική μηχ μη χανή κ α ι το φ λας άστ άσ τραψ ρα ψ ε δύο φορέ φ ορές ς. «Έ ι!» Η γυναί υνα ίκα επέσ επέστ τρεψ ρεψ ε μέσα στ σ την γκαλε καλερί ρί κ ι εκείνος νος έπιασ ε τη Ρ εμπ εμπέκα από το το μπράτ ράτσ ο. «Ε ντά ντάξει ξει, νομί νομ ίζω πω ς είναιώ ναι ώ ρα να να πηγ πη γαίνουμε νουμ ε». Π ήρε το ποτό οτό από το χέριτ ριτη ς κ α ι το άφη άφ ησε σ το πεζ πεζοδρόμιο. «Π άμ ε να πάρουμ πάρ ουμε ε φ αγητό». αγητό». Ε κεί κείνη παρα πα ραπ πατούσ ούσ ε καθώ ς βημ βη μ άτιζε δί δίπλα του του,, χαμογε χαμ ογελώ λώ ντα ντας και κα ι μ ιλώ ντας α κα τά παυσ πα υστ τα για τους δημοσ δημ οσι ιογρά ογράφ φ ους που είχε σ υναντή υναντήσει. Ε κείνος περπα περπ ατούσ ού σ ε γρήγ ρήγορα, ορα, χω ρίς να ακ α κούει τις λεπτ λεπτομ ομέ έρει ρειες. Α πό πού π ού είχε α ποκ πο κτή σ ει αυτ αυτή τη ν ακατ ακ ατα ανόητ νόη τη ευθυ ευθυμ ία τη της; Η αλλαγή λλαγή είχε γίνει έναν έναν μή μήνα μ ετά ετά το περι ερισ τατικό. Τ ις πρώ τες εβδομ βδομάδες δες, ενώ εκείνη είχε πάρει εξιτήριο από το νοσ νοσ οκο οκ ομ είο κ ι α υτός ή τα ν απα απ ασ χολημ χολη μ ένος με το κλεί λείσ ιμο της υπόθε υπόθεσ σης, ανάμε νάμ εσ ά το τους επικρα κρα τούσ ού σ ε μι μια παράξε πα ράξενη νη σ ιω πή, πή , κα τά τη τη διάρκεια τη ς οποία ς το όνομ νομ α του Μ πλις δεν εί είχε ει ειπω θεί. Έ πειτα , ξαφνι αφ νικά, κά, θα έλεγ έλεγε ε κα νεί νείς μέσα σε σ ε ένα βρά βράδυ, η Ρ εμπ εμ π έκα έκα άρχισε να μιλά. Ό χι σ ’ εκείνον, αλλά στ σ τον Τ ύπο. ύπ ο. Δ εν θα μι μ ιλούσ λούσε ε σε αυτόν ευθέω υθέω ς. « α
υ
λή
« ο έκ α ν α ή δ η .
ε ιιςς ι ’ ν σου
τ ό ;» δω
α κα τ
η ;» ;»
Κ αι άρχισε να βυθί βυ θίζετα ετα ι σ την ακα ακ ατα νόητ νόητη τέχνη της της.. Ε κμ αγεία από απ ό τους του ς κόλπο όλ πους υς γυναικώ ν. Ή τα ν παράλογ παρά λογο ο κα κ α ι αποκ απ οκαρ αρδι διω τικό. Μ ερικές κές φ ορές ορές πίσ τευε πω π ω ς μ πορο πορούσ ύσε ε να κά νειτ νειτη η ν καρδι κα ρδιά της να μην ακολου λουθεί τις διαθέσ θέσεις του κορμ ιού της, κ ά τι που η δική του απλοϊκή καρδ κα ρδι ιά δεν δεν μπο μπορο ρούσ ύσε ε να κατ κα ταφ έρει. «Θ α μ πορού ορούσ σ ες να ήσ ουν ουν λίγο πιο ευγενι υγενικός κός», του είπε καθώ κα θώ ς έφ τασαν σε ένα ένα σ ουπε ουπ ερμά ρμ άρκε ρκ ετ. «Δ εν ξέρε ξέρει ις ποι πο ια ήταν, ίσ ω ς ήταν δημοσ δημ οσι ιογράφος ογράφ ος». ». «Μ πορείν πορείνα α ήτ ή τα ν ένα ζόμ ζόμ πι». πι». «Δ εν καταλαβ λα βαίνει νεις». Έ μ εινε πίσω , κοι κο ιτάζοντα ζοντα ς σ αν χαμέ χαμ ένη τα ράφι ράφ ια κα κ α ι κουνώ ντα ντα ς τα χέρι χέρια τη ς σ αν βαριεσ τημ ένο σ χολιαρόπ ρόπαιδο.
«Π ρέπε ρέπει ι να βρίσκομαι σκομ αι στην στην πρώ τη γραμμή τέ τέτοιω ν εκδηλώ κδηλώ σεω σεω ν, έτσιπαίζεταιαυτό το παιχνίδι». «Ξ έρει ρεις, δεν δεν μου αρέσ ρέσ ει κ α ι τόσο» όσ ο».. Π ροχώ ροχώ ρησε ρησ ε δίχω ς να την περιμένει νει, θέλοντ θέλοντα ας να φ ύγει ύγει μ ακρι ακ ριά από από το Μ πρί πρ ίξτον όσο όσ ο το δυνατόν συντ συντομ ομότ ότε ερα, ρα , βλέποντα βλέποντας τα υτό υτόχρονα τους υπόλ υπ όλοι οιπο πους υς πελάτ λάτες, κ α ι αναρ ναρω τιόταν αν ο απ αγω γέα γέα ς του Ρ όρι όρ ι Π ιτς είχε μόλις περάσε περάσ ει δίπλα το το υ. Π ερίμενε πω ς κά ποιος θα ερχότ ερχότα αν πάνω πάνω του, ου, κουνώ κο υνώ ντα ντα ς το δάχτ δάχτυλο μ προστ προσ τά από απ ό το το πρόσω πρόσ ω πό του, ου , ζητώ ητώ ντας του τον λόγο. λόγο. «Γ ιατί δεν δεν το τον αναζ ναζητάς; Τ ι νομ νομ ίζεις πω ς κάνει νεις, ψ ω νίζοντα οντας σ το Τ έσ κο, κο, ενώ ο Ρό Ρ όρι Π ιτς αγνοεί νοείται;» Έ βαλε βα λε μια σ α κούλα κούλα ρύζι ρύζι σ το κα καλάθι κα ι σ υνέ υνέχισ ε σ την ευθε ευθεί ία, με τη Ρ εμ πέκ πέκα να το τον ακολου κολουθε θεί ί. «Δ εν μου αρέσ ρέσ εινα σε σ ε βλέπω βλέπω κάθε κά θε βράδυ να μιλάς σε όλους αυτούς τους μαλάκες». «Ω ω ω », έκανε εκεί κείνη α κολουθώ ντα ς τον. ον. «Π ώ ς σ ου ήρθ ήρθε αυτό;» αυτό;» Ε κείνος δεν δεν απάντ απ άντη ησ ε. Ά ρχι ρχισε να περπατάειγρη ειγρηγορότ γορότε ερα. ρα. «Μ ή πω ς από τη ν υπόθεση σ την οποί οποία δουλεύε δουλεύει ις;» του ψ ιθύρι θύρισε σ το αφτ αφ τί. «Μ ή πω ς μας θυμί θυμ ίζει κ ά τι που που κα κ α ι οι δυο μας μας θέλουμ θέλουμε ε να ξεχάσ ξεχάσου ουμ μ ε; Α υτό υτό είναι;» «Μ ήπω ς να αλλάξ αλλάξου ουμε με κουβέν κουβέντα ;» σ ε ι υ ό υ » . «Ω , Τ ζακ, Τ ον προσπέ προσ πέρασ ρασε ε, κατέ κατέβ β α σ ε ένα μ πουκά ουκ άλι κόκκ κό κκι ινο κρασ κρα σ ί από το το ράφι κ α ι σ τράφ ρά φ ηκε ηκ ε προς το μέρος μέρος του. «Π ρέπε ρέπει ι να χαλαρώ αλα ρώ νεις πού και κα ι πού. Τ α παί π αίρνε ρνεις όλα τόσ τόσο ο σοβαρά». «Μ πέκι πέκι, το εννοώ , μην το παρατ πα ρατραβά ραβάς ς». Τ ην προσπέ προσπ έρασε ρασ ε. «Ε κτός κτός κ ι αν θέλε θέλει ις πραγμα γματικά να μ ιλήσ λήσουμε υμ ε, αν θέλει θέλεις να βγάλο γάλουμ υμε ε τα τα γάντ γάντι ια κα κ α ι... κ α ι δεν δεν νομ νομ ίζω πω ς το θέλε θέλει ις». «Ω ω ω !» Τ ον έφ έφ τασε ασ ε καιτ κα ιτου ου χαμογέ αμογέλασε. λασε. «Α ναρω τιέμαι μα ι για ποιο πράγμα ρά γμα μιλάς». λάς». «Δ εν είναι ναιασ τείο». «Ν ομί ομ ίζω ό τι μπορώ μπορώ να αποφ πο φ ασ ίσ ω τι είναι ναι ασ τείο κ α ι τι όχι».
Ξ αφ νικά έγει γειρε προς τα πίσω , σ η κώ νοντα νοντα ς το μ πουκ ουκάλι σ τον αέρα, αέρα, βλέ βλέποντ ποντα ας το φ ω ς να ανακ α νακλά λάτ ται πάνω πά νω σ το γυαλί. Τ ο μ πουκά ουκ άλι έπεσ πεσ ε, εκείνη το έπιασ ε κ α ι γύρι γύρισ ε προς προς το μέρος ρος του, ου , χαμ χαμ ογελώ γελώ ντα ντας. «Εξ «Ε ξάλλου εγ εγώ έπεσ α θύμα θύμα βιασμ ασ μού». «Θ εέ μ ου!» Α πομ πομ ακρύνθηκ κρύνθηκε ε αηδι αη διασμέ ασ μένος νος,, αλλά αλλά εκείνη τον τον πρόλα πρόλαβε βε,, χαμο χαμ ογελώ γελώ ντα ντας καθώ κα θώ ς βημ βη μ άτιζε δίπλα το του. «Α πλώ ς δεν δεν μπο μ πορε ρεί ίς να χω νέψ νέψ εις ό τι δεν δεν πληγ πλη γώ θηκα θηκα όσο όσ ο εσ ύ», είπε. «Δ ηλαδή, ηλα δή, για ποι πο ιο λόγο λόγο πρέπεια ρέπειακόμ κό μη να είμ αι σ τενοχω ρημ ρη μ ένη. Δ εν έζησα; ησ α; Α ντι ντιμ ετω πίζω μια κατ κα τά σ τασ η». «Κ αι τη ν κατάσ κατάστ ταση ασ η κάνον κά νοντ τας όλα αυτά; αυτά; Δ ηλαδ ηλαδή ή μιλάς με όλο όλ ους α υτούς το υς δημ δημ οσι οσ ιογράφ ογρά φ ους ους προκει ρο κειμ ένου να τη ν κατάσ τασ η; Ε , τό τε Ρε Ρ εμ πέκα, πέκα , έχει χεις μια διεσ τραμμένη ένη ιδέα για το τι σ ημ αίνει να ‘‘αντι ‘‘α ντιμ ετω ετω πίζεις’’ μια κατάσταση». «Ω ω ω , διεσ τραμμέ ραμμ ένη!» Π έρασε ρασ ε μπροστ μπ ροστά ά του, ου , περπα περπατ τώ ντα ς ανάπ νάποδα οδα στ σ τον διάδρομ άδρομο. «Δ ιεσ τραμ ρα μ μ έεενη», νη», είπε τραγου ρα γουδι δισ τά, π ετώ ντα ντα ς το μ πουκ ουκάλι ψ ηλά ηλά κα κ α ι πιά νοντά νοντά ς το τη ν τελε τελευ υτα ία στιγμή, προτ προ τού προσ προσγ γειω θεί θεί σ το πά π ά τω μ α. Έ να ζε ζευγά υγά ρι τη ν κοίτα ξε με αποδοκι ποδοκιμ ασ ία, οπι οπισ θοχω ρώ ντα ντα ς πίσω από τα ράφια. «Ν αι, α υτός ο τύπ ο ς είναιδι ναι διεστραμ ραμμένος». νος». Η Ρ εμ πέκα στ σ ταμ ά τησ ε μ προσ προστ τά από απ ό τον τον Κ άφερι άφερι με πρόσω πρόσ ω πο αν α ναψ οκοκκινισ μ ένο. Μ πορούσε πορούσ ε να δι διαβάσ αβά σ ει το τυπω μ ένο κε κείμ ενο πάνω πά νω σ το δερμ δερμά άτινο τζά τζάκ κετ της. ης. Ή τα ν το άρθρο άρθρο 5 από απ ό το τον κανον κα νονι ισ μ ό το του Α λκατράζ, λκατράζ, γρα γραμ μμένο με με λευκ λευκά ά γράμ γράμμ ματα: ατα: ν τ ι
ν τ ι
ε τ ω
ε τ ω
ζ ε ι
ε ι
χ ε τε
α
σ
ε
,
υ χ
,
η
κ α
ι
ή
ε ρ ί
λ ψ
.
«Α υτός υτός ο τύ τύπος είναιπο ναι που υ λέε λέει στη φ ιλεν λενάδα του ‘‘να σε πάρω από το το ν κ ώ λο;’’ λο ;’’» » «Ρεμπέκα!» «Λ έει ‘‘να σε σ ε πάρω από απ ό το τον κ ώ λο;’’ λο ;’’ κ ι εκεί κείνη απαντ απ αντά ά: ‘‘Α πό τον τον κώ λο; Δ εν είναι ναιανω μ αλία ;’’ Κ ιεκείνος απαντά ντά ... ...» «Σε «Σ ε παρακαλώ , στ σ ταμάτ αμ άτα». α». λ α
α
υ
λ ο
ι
α
ν α ι
ρ ο
ν ό μ
.
μ α λ α , είπες; Α υτή είναι «Κ ι εκεί κείνος απαντ απ αντά: ά: ‘‘Α νω μαλία; ναι μεγ μεγάλη κουβ κο υβέ έντα ντα . Ε ιδικά από από ένα δεκ δεκάχρονο’’ χρονο’’». ». Έ σ κυψ κυ ψ ε, με το μ πουκ ουκάλι ανάμε νάμ εσ α σ τα πόδια τη ς κ α ι άρχισε να γελά. λά. «Γι «Γ ια ένα δεκάχρονο!» «Ν αι, πολύ π ολύ ασ α σ τείο». ο» . Π ροσπά ροσ πάθησ θησε ε να τη τη ν προσ προσπε περάσ ράσε ει, αλλά αλλά εκείνη πη δού δούσ ε δεξι δεξιά-αρισ τερά, ερά, εμπ εμποδίζοντά ντάς τον. «Έ λα τώ τώ ρα, ρα , ρε Τ ζα κ, διάβασ βα σ ε το φ υλλάδι υλλάδιο οδη οδηγι γιώ ν τη ς σ χέσ ης μας. μας. Υ ποτίθετα θεται πω ς πρέπει να γελά γελάς ς με τα ασ τεία μου. Υ ποτίθετα θεται πω ς πρέ πρέπει... ...» «Μ πορεί πορείς να ε φ ε ί για λίγο;» Ύ ψ ω σ ε το δάχτυλό δάχτυλό το το υ μ προστ προσ τά σ το πρόσ π ρόσω ω πό τη τη ς κ ι εκεί κείνη ζά ζάρω σ ε έκπλη κπληκτ κτη η. «Μ ς α μ α ρά του κοντά κοντά στο στο η ή υ να ς λ ιγ ιγ ά ;» Έ φ ερε το πρόσω πό του δικό τη ς κα ι χαμή χαμ ήλω σ ε τη φ ω νή του του,, ελπίζοντα οντας πω ς κανε κα νεί ίς δεν δεν θα θα τον άκουγ άκο υγε ε. «Γι «Γ ια σκέ σ κέψ ψ ου πώ ς ή τα ν για μένα να σ ε βρω βρω να κρέμ κρέμ εσ αι από απ ό έναν γάντζ άντζο σ το γαμη αμ ημ ένο το το ταβάνι βά νι. Ν όμι όμ ιζα πω ς ή σ ουν ουν νεκρή - μου είχε π ει ό τι σε είχε πηδήξε δή ξει ι κα ι στη σ υνέχε νέχει ια σ ε είχε σ κοτώ σ ει. Π ώ ς νομ νομ ίζεις ό τιένιω σ α, ξέρε ξέρει ις;» Ε κεί κείνη βλεφ βλεφ άρισε, σε, κι κ ι αυτή υτή η μικρή αντί αντίδραση δρασ η έκα έκανε νε κά τι μέσα σ το σ τήθος θος το υ να σφ ιχτεί. Ά φ ησε ησ ε το καλά κα λάθινα θινα πέ π έσ εικάτ κά τω κάνοντ κά νοντα ας θόρυβο και απομα πομ ακρύνθηκ κρύνθηκε ε, ψ άχνοντ χνοντα ας σ την τσ έπη το υ για τα τα κλειδιά. Τ ο ε ο γα νι ς ς, νη ε σε, ε ε υ να βαθιές ανάσε νάσ ες, ευχόμενος χόμ ενος να έρθειδί ρθει δίπλα του, του, να το του πει ε ι. ι. Π ήρε βαθι να πάρει κάνα χάπ χάπι για την την πί πίεση, ή κ ά τι τέτο έτοιο. Ή θελε θελε να τη τη φ έρει ρει σε δύσκολη δύσ κολη κατ κα τά σ τασ η, ήθελε ήθελε να τη δει δει να τρέ τρέμ μει, κα ι ότα ν γύρι γύρισ ε να τη δει δει, ήξερε ξερε πω πω ς τα είχε καταφ έρει. Σ τεκότ εκό τα ν ακίνητη νητη σ το μέσο το του διαδρόμ αδρόμου, ου, κάτ κά τω από τις λάμπε λάμ πες ς φ θορισμού, μια λεπ λεπτή φ ιγούρα, ούρα, μόνη τη τη ς μέσα στ σ το μεγάλο σ ουπερμ ουπερμάρ άρκε κετ τ, με πρόσ πρόσ ω πο άδει άδειο. Έ κα νε μερι μερικά βήμ βή μ ατα ατα προς π ρος το μέρος της. ης. «Μ πέκι πέκι;» Τ ο κε κεφ άλι τη ς σ ηκώ θηκ θηκε για λίγο κι κ ι έπ ειτα το το πιγούνι της
χαμ ήλω σ ε, αλλά δε δεν απάντ πά ντη ησ ε. Ό τα ν πήρε πή ρε το χέρι της, ης, διαπίσ τω σ ε πω ς ή τα ν κρύο. κρύο. Μ ισ ώ ντας κ α ι τον εα υτό υτό του κα κ α ι εκεί κείνη, τη τη ν οδήγη οδήγησ ε έξω από το το κατ κα τάσ τημα, ημ α, προς το αυτ αυτοκί οκ ίνητο. νητο. Ο δήγησ δήγησα αν σ ιω πηλά πη λά κ α ι αφού αφ ού έφ τασαν σ το σ πίτι, εκείνη πήρε πή ρε πάνω πάνω ένα μ πουκ ουκάλι βότκα κι κ ι ένα πα κέτο πουρ ου ράκια κι κ ι έπεσ ε για ύπ ύπνο δίχω ς να φ άει άει. Ε κείνο το το βράδυ, βράδυ, δεν αντάλλαξαν κουβέντα. υ γ χ α
,
α
κ
τ
φ
ρ ε
.
8 - (20 Ιουλίου) Α πρόθυμα πρόθυμα,, η ομάδα ομ άδα του του Τ μ ήμα ήμ α τος Α νθρω ποκτονι ποκτονιώ ν μετ μετα τόπι όπ ισ ε την περιοχή της της έρευνας έρευνας από το πάρκο ρκο σ τα γει γειτονικ τονικά σ πίτια, ανακρί νακρίνοντα νοντας κάθε κά θε πιθανό μάρτυρα άρτυρα.. Η αρχιφ ύλακα ύλακας ς Φ ιόνα Κ ουί ουίν πήγ πή γε σ το Ν τόνεγκαλ όνεγκαλ Κ ρέσε ρέσεν ντ. Ή τα ν ακόμη ακόμ η σφραγ σφ ραγι ισμέν σμένο, προκε προ κει ιμ ένου να το εξετ ξετά σ ουν ου ν οι χημ ικοί τη ς Σ ήμανσης ήμ ανσης,, ω σ τόσο όσ ο εκεί κείνη μ πήκε πή κε μ έσ α και κα ι πήγ πή γε στη στη γω νία του του δω μ ατί ατίου, όπου σ ύμφ ύμ φ ω να με μ ε τον Ά λεκ λεκ Π ιτς, ο εισ βολέ ολ έας είχε σταθεί θεί. Σ το μ εταξύ, ο Ά λεκ λεκ Π ιτς έπαι έπα ιρνε εξι εξιτήριο από το νοσ νοσ οκομ είο. «Τ ι έγινε λέει;» Μ ε το που έφ τασε ασ ε σ το γραφ γραφε είο, φ ορώ ντα ντας ακόμη κόμ η το το σ ακάκι κά κι του, ου , με τα μαλλ μαλλι ιά βρεγμ βρεγμένα κα κ α ι κρα κρ α τώ ντα ντα ς μια κ ούπα ύπ α ζεσ τό καφ κα φ έ από τα χεράκι ρά κια τη τη ς Κ ριό τος ο Κ άφε άφ εριδυσ ρι δυσκο κολε λεύτ ύτηκ ηκε ε να πισ τέψ ει αυτ αυτό που μόλις είχε ακούσει. «Κ αλά άκου άκουσ σ ες, πήρε πή ρε εξιτήριο το το πρω ί». Η Σ ούνες ύνες καθότ κα θότα αν σ ταυροπό αυροπόδι δι, χρησ ρη σ ιμ οποι οποιώ ντα ντας ένα κατ κα τσ αβίδι για να βγάλει βγάλει ένα πετ πετραδά ρα δάκι κι που πο υ εί είχε σ φ ηνω θεί θεί στη στη σ όλα τη ς μ πότα ότα ς της. ης. Π άνω άνω στο στο γραφ ραφ είο τη ς βρισ κότ κόταν ένα ένας ς χάρτ χάρτη ης το υ Μ πρί πρίξτον, χω ρισ μ ένος σε τετράγω ρά γω να έρε έρευν υνας ας,, δημι δημ ιουργημέ ουργημ ένα από απ ό το το πρόγρα πρόγραμμ μμα α Map M apInfo Info.. Τ ο κάψ ιμ ο από τον τον ήλιο σ το πρόσ ω πό τη ς είχε γίνει νεικαφ έ, τονίζοντα ντα ς το γαλανό αλανό χρώ μα τω ν ματ μ ατι ιώ ν της. ης. «Σ αφ ώ ς κα ι δεν δεν πεθαί πεθαίνει νει, αλλά ακόμη ακόμ η κα ινα πέθαι θαινε, νε, προτιμ ά αυτό να γίνει έχοντας έχοντας ένα τσ τσιγάρο γάρο σ τα χείλη του. Ο ειδικός είναι να ιτσ αντισ μ ένος μα μαζίτου» ίτου ».
«Κ αιπού βρίσ κετ κεταιτώ αιτώ ρα;» «Σ το σ πίτ πίτιτης ιτης Ν ερσε ρσ εσ ιάν». Ο ασ τυνομι νομ ικός σ ύνδεσμ ύνδεσμ ος τη ς οικογέ ογένει νειας είχε καλέσειτ λέσειτη η Σ ούνε ούνες ς από εκείκ εκείκα α ι τη ς είχε πειγια τα δάκρ δάκρυα υα του Ά λεκ λεκ Π ιτς: «Έ κλα κλαιγε σε κάθε κά θε χιλιοστ οσ τό το του δρόμου δρόμου από α πό το νοσοκ νοσ οκο ομ είο μέχρι το Γ κέρνσι κέρνσι Γ κρόο κρόουβ υβ». ». Ε ίχε αγνοήσ γνοή σ ειτη ιτη ν κυρί κυρία Ν ερσε ρσ εσ ιάν, η οποία τον τον περί περίμενε με ανοιχτές χτές αγκάλες γκάλες κ ι ένα λυπ λυπη ηρό βλέ βλέμμ α σ το πρόσ ρό σω πό τη ς κα ι είχε ανεβ νεβ εί κατευθεία ν τι τις σκάλε κάλες ς, σ το δω μ άτιο όπου η Κ άρμ άρμελ Π ιτς βρισ κότ κόταν ξαπλω μένη, κ α ι τη ν αγκάλι κά λιασε ασ ε. Κ άθισαν σαν αγκαλι κα λιασ μ ένοι για κά κά που μία ώ ρα, αμ ίλητ λητοι, καπνί κα πνίζοντα ντας ασ ταμ ά τη τα, λες λες κ α ι τα τσ ιγάρα ήτ ή τα ν το το μοναδικό πράγ πρά γμα που που κρα κρα τούσ ού σ ε τον γάμ γάμο ο το το υς ζω ντα ντα νό. Κ αι η ασ α σ τυνομι υνομ ικός κός, η οποί οπ οία είχε φ άει σ χεδόν χεδόν μισό κιλό μ πακλαβ λα βά με σ υνοδε υνοδεί ία τέσ τέσ σ ερις αρμ ένικους κο υς καφ κα φ έδες δες, ήθελε θελε να μάθει θει ποι πο ια ακρι κριβώ ς ή τα ν η υποχρέω υποχρέω σ η τη ς κυρί κυ ρίας Ν ερσε ρσ εσ ιάν στ στο υς Π ιτς. Α ν ήθελε θελε μόνο μόνο να έχει χει διαρκώ ρκώ ς μουσα ουσ αφ ίρηδε ρηδες ς, ίσ ω ς αυτή υτή τη φ ορά το παράκανε. Ο Κ άφε άφ ερι άκουσ άκ ουσε ε σ ιω πηλός πη λός τη Σ ούνες ούνες. Δ εν είχε κοιμ ηθεί ηθεί το προη πρ οηγούμ γούμε ενο βράδυ. βράδυ. Η Ρ εμ π έκα είχε ξαπλώ σ ειδίπλα το του με τα μάτι άτια κλεισ τά, ω σ τόσο όσ ο δεν δεν πίσ τευε πω ς κοι κο ιμ όταν. Ή ξερε ξερε πω ς έβλε βλεπε μια φ ασμα ασ ματ τική εικόνα το το υ εα υτο υτού της, ης, το το σ ώ μ α τη τη ς παρα παραμορφ μο ρφω ω μέν μένο και κ αι υψ ω μ ένο σ αν χαρτ χαρ ταετός, να κρέμ κ ρέμετ ετα αι από το ταβάνι. Ε ίχε ξύσε ξύσ ει μια πληγή ληγή για την την οπ οπ οία εκείνη δεν δεν ήθελε να μιλήσ λή σ ει κα ι είχε αντι αντιδρά δράσ ει σαν να τη ς είχε ρίξει γροθιά σ το πρόσ πρ όσω ω πο. πο. Έ τριψ ε τα μ άτι άτια του. του. «Ν τάνι». «Ν αι;» «Θ α πάρω τη ν ομάδα ομά δα τω ν σκύλω σκύλ ω ν σ το πάρκο π άρκο για λίγο». Τ ον κ οίτα ξε παρα πα ραξε ξενε νεμ μ ένη. «Μ α τι λες; Α φ ού τε τελει λειώ σ α μ ε με με το πάρκο». «Α υτή υτή τη τη φ ορά θα ψ άξω με το υς σ κύλους που βρίσ κουν πτώ πτώ μ α τα . Δ εν θα τον βρούμε βρούμ ε ζω ντα ντα νό». Έ ξυσε ξυσ ε τον σ βέρκο βέρκο του του.. «Τ ουλάχ ουλά χισ τον,
όχι πια». «Θ α αγνοήσω αγνοήσ ω α υτό υτό που π ου μόλις είπες πες, Τ ζα κ. Δ εν θέλω να σε ξανακο ξανακούσ ύσω ω να μιλάς έτσι». «Θ έλω να πάω πάω ». Τ ον παρα παρατήρησ ρησ ε για αρκε αρ κετ τή ώ ρα. «Ό ταν σου σου έχει χει μ πει μια ιδέα δέα σ το κεφ κεφ άλι, Τ ζα κ...» .. .» Έ πειτα , κου κ ουνώ νώ ντα ντα ς το κεφ κεφ άλιτ άλι της, ης, προσ προσπάθη πάθησε σε πάλινα πά λινα βγάλει βγάλει το πετρα πετραδά δάκι κι από από τη ν μπό μ πότ τα της. ης. Ό τα ν τα κατ κ ατάφ άφ ερε, ρε, το πέταξε σ τον κάδο κά δο κι κ ι έτριψ ε τα χέρι χέρια τη της. «Π ήγαινε, νε, κάνε αυτό υτό που θέλε θέλει ις. Μ όνο μην πεις σε κανένα νέναν ν τι βρίσ κουν αυ α υτοί τοί οι σκύλο κύλοι ι. Δ εν θέλω θέλω να το δω σ τις εφη εφημερίδες δες».
Σ τη ν αίθουσα θουσ α σ υσκέψ υσ κέψε εω ν, η Μ έριλιν Κ ριότος ότος είχε κατ κα ταφ θάσ θά σ ει κι έβγαλε τα πα πούτ ού τσ ια της της,, όπω ς συνήθιζε, προτ προτού ού η ομά ομ άδα εμφ ανισ τεί. Μ ιλούσε λούσ ε σ το τηλέφ τηλέφω ω νο και κα ι ο Κ άφε άφ εριτη ριτη ν παρα παρατ τήρησ ρησ ε για λίγο από τη ν άλλη μεριά το υ γραφ γραφ είου. Τ ον κοίτα ξε κα ι του έκλε κλεισε το μάτι άτι, ζω γραφ ίζοντα οντας ένα ερω ερω τημ ατικό σ τον αέρα. αέρα. Α φ ού κατ κα τέβασ ε το α κουσ κο υστ τικό, τεντώ ντώ θηκε θη κε σ αν γάτα. άτα. «Ή ταν το Τ μήμα μή μα Π ληροφ ληροφορι οριώ ν από το Ν τόλγουι όλγουιτς». «Κ αι;» «Ο ρίστε». Τ ου έδω σ ε τις σ ημ ειώ σ εις που είχε κρατ ρα τήσ ει. Η αναζή ναζήτηση τη ς λέξ λέξης ‘‘Κ αλικάντζ ντζαρος ρος’’ είχε ξεθά ξεθάψ ψ ει μια παλιά υπόθ υπ όθε εσ η. Μ ια βί βίαιη σ εξουαλι ξουαλική επίθεσ θεση σε ένα εντ εντε εκάχρονο χρονο αγ α γόρι όρ ι από το το Λ ά ο ς το ν Τ σ α μ παλουάγκ παλουάγκ Κ εοντουά οντουάγ γκντι κντι, σ την αποξηραμ αποξηραμέ ένη λίμνη μνη κω πηλασί πηλασ ίας στο στο Π άρκο άρκο Μ πρόκγουε πρόκγουελ. λ. «Θ α προσπαθήσ προσπαθήσω ω να τον τον βρω βρω σήμε σή μερα, ρα, αλλά στο στο μ εταξύ, υπά υπ άρχει ρχει ένας επιθεω θεω ρητ ρη τής στο στο Μ πρίξτον, ο οπ ο ποίος βρισ κότ κό ταν σε υπη υπ ηρεσί ρεσία τη τη δεκ δεκαετία του Ο γδόντ γδόντα α κα ιίσ ω ς θυμά θυμ άτα ικά ικ άτι». «Κ αιδεν δεν συνε συνελή λήφ φ θη κανείς για τη ν επ επίθεσ θεση;» «Κ ανεί ανείς - κα ι το περισ τατικό σ υνέβη υνέβη πριν δημι δημ ιουργ ουργηθεί θεί το
μ ητρώ ητρώ ο παιδερα δεραστ στώ ώ ν». «Κ ανόνισ ε μια συνάντ σ υνάντη ηση με το θύμα θύμ α κα κ α ιτον επι επιθεω θεω ρητ ρη τή».
Σ το Π άρκο Μ πρόκ πρ όκγ γουελ ο ήλιος έλαμπε λαμ πε σ τον ουρανό, πίσω από το επιβλητ λη τικό Α ρκάι ρκά ιγκ Τ άουε ουερ, που η σ κιά το του έπεφ τε βαρι βα ριά στ στο πάρκο. πάρ κο. Δ ύο εκ εκ πα ιδευ δευτές σ κύλω ν, με μπλε μπλε πουκ πο υκά άμ ισ α, φ ορούσ ορούσαν αν τις ειδικές φ όρμ όρμες τη ς Σ ήμ ανση νσ ης δίπλα πλα σ το βαν τη τη ς ειδικής ομά ομ άδας. δας. Ο Κ άφε άφ ερι, κα κα θισ μ ένος στη θέσ θέση του σ υνοδηγού, νοδηγού, έβλεπε δύο μάσ κες κες που προφύλασ προφ ύλασσα σαν ν από τη τη μ υρω διά τη τη ς σήψ ης. ης. Τ α σκυλι σ κυλιά στ σ το πίσω μέρος ρος δεν δεν ήτ ήτα ν τα ίδια με αυ αυτά που είχαν χρησ χρη σ ιμ οποιήσ ει τις δύο προη πρ οηγούμ γούμε ενες νες μέρε μέρες ς. Α υτά τα τα σ κυλι κυλιά ήτ ή τα ν εκ εκπαι πα ιδευμ δευμέ ένα να βρίσ κουν πτώ πτώ μ ατα. «Γνω «Γ νω ρίζεις πω ς αν τον βρούμε βρούμ ε, τα σ κυλι κυλιά ίσ ω ς κατ κα τασ τρέψ ουν μερικά σ τοιχεί χεία, έτσι;» Ο αρχιφ ύλα ύλακας αισ θανόταν θα νόταν αμ αμηχανία. «Δ εν μ πορούμε πορούμ ε πάντ πά ντοτ οτε ε να τα τα σ ταματ αμ ατήσ ήσουμ ουμε ε, είναι πει πεινασμ ασ μ ένα». Μ έσα σε μια πλασ πλα σ τική σ ακούλα κούλα,, βρίσ κοντα ονταν μ παγιάτικα κομ κομ μ άτια χοιρινού, προκει οκ ειμ ένου νου τα σ κυλι υλιά να φά φ άνε κάτι, σε περίπτω σ η που δεν δεν έβ έβρισ καν το τον νεκ νεκρό Ρ όρι Π ιτς. «Ν αι». Ο Κ άφε άφ ερι έτριψ ε τη μύτη ύτη το του κ α ι κοίτα ξε προς προς την κατ κα τεύθυνσ ύθυνση η τω ν δέντ δέντρω ρω ν. Ε ίχε ακόμ ακό μ η εκεί κείνη τη ν αίσθηση σθησ η πω ς κ ά τι βρισ κότ κόταν σ το πάρ πάρκο. κο. Δ εν τη ν είχε ξεπε ξεπερά ράσ σ ει ακόμ κόμ η. «Ν αι, το το ξέρω ». Ά ρχισαν τη διαδικασ κα σ ία δίπλα σ το βαν βαν, χτυ χτυπώ ντας ντας το έδαφ δαφ ος με βαριούς μ ετα εταλλι λλικούς καθετή θετήρες. Ή τα ν ένα ένα γνώ ριμ ο τελετο ελετουργικό για τα σκυλι κυλιά, που κα κ αταλάβ λά βαιναν να ν από απ ό τον τον ήχο για ποιο λόγο είχαν χαν έρθει εκεί. Ά νοιγε τους σ ιελογόνους λογόνους αδέν δένες σ τα σ τόμ α τά το υς κα ι τα ζώ α κινού νούντα νταν με με ενθουσ νθου σ ιασ μό κυκ κ υκλι λικά, με το σάλιο το τους να τρ τρέχει χει. Ο ι ελπίδες δες του Κ άφε άφ ερι αναπτε ναπτερώ θηκα θηκαν, ν, κα κ αθώ ς τα σ κυλιά έχω σ αν τις μ ύτες τους σ τις τρύπες ύπες που έκανα κα ναν ν οι ο ι καθετ κα θετή ήρες σ το έδαφος δαφ ος,,
σ έρνοντ ρνοντα αν κά τω από θάμ θά μ νους νους κ α ι μύρι ύριζαν τις όχθες τω ν λιμνώ ν. Ω στόσο, όσ ο, δεν δεν ή τα ν μονά μ ονάχα χα ο εξοπλι εξοπλισ μός θερμ θερμι ικού εντο ντοπισ μ ού του ελικοπτ κοπτέ έρου που επη ρεα ζότα ν από τη θερμ θερμοκρ οκρασ ασί ία. Η ζέστη επηρέ πη ρέα α ζε κ α ι τη ν όσφρηση όσφ ρηση τω ν σκυλιώ ν. Μ ία ώ ρα αργ αργότ ότε ερα, δεν είχαν ανακα νακα λύψ ει κάτ κά τι. Ο ι α σ τυνομ υνο μ ικοί ίδρω ναν μέ μ έσ α σ τις σ τολές ολές το υς κα ι είχαν αρχί ρχίσ ει να αποθαρρύ αποθαρρύν νοντ ονται, μα ο Κ άφε άφ ερι δεν δεν τα παρα πα ρατ τούσε ούσ ε. Π α ρακολο ρα κολουθούσ υθούσε ε το ν Τέ Τ έξας, ας, τον με μ εγαλύτε αλύτερο από α πό το το υς δύο γε γερμα ρμ ανικούς κούς ποι πο ιμ ενικούς κούς.. Κ άπου άπου κά κ άπου, ο σκύλο σ κύλος ς σ ήκω νε το κεφ κεφ άλιτ άλι του κ ι έκανε κα νε έναν μικρό κύκλο. κύκλο. «Έ λα ’δώ ’δώ , αγόρι αγόρι μ ου». Ο εκπαι κπ αιδε δευτ υτή ή ς διέταξε τον σκύλο να επισ πισ τρέψ ει σ το κομ μ ά τι που έπρε πρ επε να ερευνή ρευνήσει. «Ε κεί, πήγαι πή γαινε εκεί». Α λλά ο Κ άφε άφ ερι σ υνειδητ δη τοποίη σ ε κάτ κά τι, εξαιτίας τη ς παράξε αρ άξενης νης σ υμπε υμπερι ριφ οράς οράς του σ κύλου. κύλου. Ε ίχαν ψ άξει ξει κάθε κά θε τετραγω νικό εκατοστ οσ τό του πάρκου. πάρκου. Έ πρε πρ επε, πε, ω σ τόσο, όσ ο, να εί είχαν παραλεί παραλείψ ει κάτ κά τι. Τ ο φω φω ς έπεφτ πεφ τε πάνω πά νω σ τα μ άτια του του,, αλλά εξ εξακολο κολουθο υθούσ ύσε ε να μην το βλέπε βλέπει ι. Υ δ ο λ ο
ετ ν ο
,
ι σ τ
« ι ε ίν ίν α ι ο Κ «Ο υσ
λι ρει νε
ντ ν ικ ικ ή
ς
ρε
σ ο
δ εν μ
λι ρο
ντζ ; Ο
σάρ κα .
,
ς
μ
ε ίς ίς
να
κ α
λ ά
ς
ς ν α ς,
ς ι σ υ ν έβ η
ό
ς
να
δ ώ .
;» λι
να ς
ντ δό
ς
ναι
α
ρ ικ ικ η
α δ ερ φ ή
λ ο ς ». ».
Σ κέφ κέφ τη κε τη Ρ εμ π έκα που καθότ κα θότα α ν προχθέ προχθές ς σ αν ξω τικό πάνω πάνω στο δέντρο. Ο ς ό τ ν ή ν μ ω ρ ό ύ σ ε σ ε α δ έ ρ ο . Σκέφτηκε το μικρό αγόρισ αγόρι σ το Κ λοκ Τάο Τ άουε υερ, ρ, να προσ πρ οσπο ποι ιείτα ι πω ς σ καρφάλω καρφ άλω νε μια υδρορροή. Κ αι ξαφν αφ νικά, το το κα κατάλαβε. λα βε. Ε ίχε δίκιο, ο Ρόρ Ρ όρι ι βρισ κότ κόταν ακόμη κόμ η σ το πάρκο π άρκο.. Κ αιπί αιπ ίσ τευε πω ς ήξερε ήξερε πού πού ακριβώ ς.
Σ τις δω δεκάμ δεκά μ ισ ι ο Χ αλ Τ σερτς ρτς γύρι γύρισ ε σπ σ πίτι για μεσημεριανό από το σ τούντ ού ντι ιο σ χεδι χεδιασμ ού επίπλω πλω ν που πο υ είχε σ τη λεω λεω φ όρο όρο Κ ολντχάρμ ολντχάρμπορ πορ..
Ή τα ν ένας ένας μ εγαλόσω λόσ ω μ ος άντρας άντρας κα ι με τα μ ανίκια το του πουκά που κάμ μ ισ ού του σ ηκω μ ένα κα κ α ι τα ολόξανθα ολόξανθα μαλλι μ αλλιά το το υ να πε π εριβάλλο βά λλουν υν το μαυρισ μένο πρό πρόσ σ ω πό του, ου , έδει δειχνε χνε πιο κο κ οντά ντά σ ε ξυλουργό, ξυλουργό, παρά πα ρά σε σ χεδι χεδια σ τή . Η Μ πενεντ νεντί ίκτε βρι β ρισ κότ κόταν στ σ την κο κουζίνα κ α ι τα κτοποιούσ ε τα τα ψ ώ νια στ σ το ψ υγε υγείο. Ο Χ αλ ακούμ ακ ούμπ π η σ ε τα τα χέρια του του σ τους ου ς γοφούς οφ ούς της, τη φ ίλησ λησε σ τον σβ σ βέρκο έρκο κ ι έπει έπειτα έγει γειρε στ στο πλάι πλάι, για να πάρει ένα κουλο κο υλούρι ύρι από το ντουλά ντουλάπι πι. Ο Τ ζος χοροπηδούσ οροπ ηδούσε ε ανάμε ανάμ εσ ά το το υς σαν ακρί ακρίδα, ανοίγοντ νοίγοντα ας τις σ ακού κο ύλες σ το πά τω μ α κ α ι κοιτάζοντα ντα ς ερευνητικά το περιεχόμενό τους. «Μ αμά, αμ ά, πού εί είναιη πορτ π ορτοκαλάδα;» οκαλάδα;» «Η πορτοκαλάδα». πορτοκαλάδα». Ο Χ αλ σ κούπι κούπ ισ ε με το χέρι χέρι το μ έτω πό του. του. «Ω , που να να πάρε πάρει ι! Τ ο παι πα ιδί μου εί είναι πορτοκα πορτοκαλομα λομαν νής. ής. Έ χω ένα παι πα ιδίπο δίπου υ εί είναιπο ναι πορτ ρτοκ οκα αλομα λομ ανής». νής». «Μ παμ πα μ πάα πά αα!» α! » Ο Τ ζος έκανε κα νε μια στροφ στροφή ή πάνω π άνω σ τις φ τέρνε ρνες του, ου , κα λύπτ λύπτο οντα ντα ς με τα χέρια το του το πρόσ πρόσω ω πό του. «Μ η με κοροϊ κοροϊδεύε δεύει ις». « Τ ινέα, νέα, πορτ πορ τοκαλομ οκα λομανή;» ανή;» Ο Τ ζος χαμογέ χαμ ογέλα λασ σε. «Δ ώ σ ε μού μού το, το, αλλιώ ς θα έχε έχει ις μπε μπελάδες λάδες, φιλαράκι». «Τ ζος!» ος!» Η Μ πεν πεν έβγαλε βγαλε από τη τη σ α κούλα μια μπάλα μπάλα μοτ μο τσ αρέλας αρέλας και κα ι τη ν ακούμ ακ ούμπη πησ σ ε στον στον πάγ πά γκο τη ς κουζί κουζίνας, ας, ώ σ τε να τη ν έχε έχει ι έτοιμ η όταν θα άρχιζε να φ τιάχνει χνει πίτσ α. «Σ τα μ ά τα να μιλάς έτσι. Δ εν είναιασ τεί τείο». Ο Τ ζος κατέβ α σ ε το το κεφ κεφ άλικ άλι κ ι έκανε κα νε μια γκριμ άτσ α σ τον μπα μ παμ μπά του. «Τ ζος, ος, έλα εδώ ». Ο Χ α λ έσ κυψ ε, μέχ μέχριπου το το πρόσ π ρόσω ω πό του του ήρθ ήρθε σ την ίδια ευθεί ευθεία με εκείνο του γιου του. του . «Ε ίσ α ιτελικά κα καλό τυπάκι, πα ρότ ρό τι λευκός λευκός», », του ψ ιθύρισε. «Α μέ!» μέ!» Ο Τ ζος χαιρέτ ρέτησε ησ ε τον πατ πα τέρα του, του, όπω όπ ω ς κάνουν κά νουν οι * σ υμμ υμ μ ορί ορίτες του Μ πρί πρ ίξτον. ξτον. ». «Μ
ο γ
κ α
«Α χ, Θ εέ μου, είσ τε κ α ι οιδυο σας απερίγραπτ γραπ τοι». Η Μ πενεντ νεντί ίκτε κτε γαργ αρ γάλησ άλησε ε το ν Χ αλ σ την κοι κοιλιά. «Δ ώ σ ’ του λίγο χυμό, υμ ό, έσ καβε σ τον κήπο όλο το απόγευμα». «Γ ιατί δεν δεν του του δίνει νεις κ ι ένα ένα πα κέτο έτο τσ ιγάρα γάρ α; Τ ζος ζο ς θα μας πεις πότε θέλει θέλεις να πας για αποτοξίνω σ η , έτσι, γιόκα μου;» ου; » «Ε, «Ε , μπαμπά». μπαμ πά». Ο Τ ζος ακούμπη ακούμ πησε σε την πορτοκαλάδα πορτοκαλάδα στ σ τον πάγκο πάγκο τη ς κουζ κο υζί ίνας κ α ι ορθώ θηκε στ σ τα ακροδάχτ κροδάχτυλά υλά το το υ για να πάρε πά ρει ι ένα ποτήρ ποτήρι ι. «Η μαμ μα μά κάλε κά λεσ σ ε τους μ πασ πασ κίνες». «Την Τ ζος. ος. Λ έγετα ι αστ ασ τυνομ υνομί ία, όχι ό χι μπασκί μπασ κίνες. Α πό υ ν ο , Τζ πού ακούς αυτές τις λέξεις;» «Τ ην αστ ασ τυνομ υνομί ία;» Ο Χ α λ κοίτ κοίτα ξε παραξε πα ραξεν νεμ ένος τη ν Μ πεν πεν. «Τ ι έγινε;» «Έ πρεπε πρεπε να καλέ κα λέσ σ ουμε ουμ ε τους ου ς μ πασκί πασ κίνες». Ο Τ ζος ακούμ ακ ούμπη πησ σ ε το το ποτήρ ποτήρι ι σ τον πάγ πά γκο και κα ι προσπάθησ προσ πάθησε ε να ανοίξει το μ πουκάλι πουκ άλι με τα δόντι δόντια του. «Ε πει πειδή κά ποιος προσ προσπά πάθησ θησε ε να κλέ κ λέψ ψ ειτη Σ τρουμ ρουμφ φ ίτα». « ι
γμ
;»
«Θ α σου σ ου πω σ ε μισό λεπτό», λεπτό», μ ουρμούρι ουρμ ούρισε η Μ πενε πενεν ντίκτε κτε, ρίχνοντ χνοντα ας μια μ ατιά γεμ γεμ άτη υπονοο νοούμ ενα ενα προς προς τη ν κατ κα τεύθυνσ ύθυνση η του γιου τους. «Τ ζος, ος, μην το το ανοίγει γεις με τα δόντ δόντι ια σ ου, ου, σε παρα πα ρακα καλώ λώ . Δ εν ξέρ ξέρεις πότε μπ μ πορεί να τα χρει χρειασ τείς». Π ήρε το μ πουκά υκ άλι της πορτ πο ρτοκ οκα αλάδα λά δας ς από τα χέρια το του κα ι χρησι χρησ ιμ οποί οπ οίησ ε τα δικά τη της δόντ δόντι ια για να ανοί νοίξειτ ξει το κα πά κι. «Τ ώ ρα πιες όσ ο θέλε θέλει ις, φ ισ τικάκι μου. Κ ι αν εί είσ αι καλό κα λό παι παιδί, θα γεμί γεμίσ ουμ ουμ ε τη ν πισινούλα νούλα σ ου για να πας σ το νησ νη σ ίΤ ρέ ρέισ ι». «Ν αιαιαι!» φ ώ ναξε ο Τ ζος ενθουσ νθουσι ιασ μ ένος κ ι έτρεξε σ το διπλανό πλανό δω μ άτιο, σ χεδό χεδόν ν χύνοντ χύνοντα ας το ν χυμό χυμ ό του. «Β έρτζ ρτζιλ Τ ρέισι σ το τιμόνι, εκτοξε κτοξεύο ύουμ υμε ε τον Κ εραυνό ραυνό Τ έσ σ ερα τώ τώ ρα!» ρα! » Β ούτηξε ούτηξε σ τον καν κα ναπέ απ έ. «Τ Ε -Λ Ε Ι-Α !» Α φ ού χαλάρω σε σ το καθι κα θισ τικό, απορροφ απ ορροφη ημέν μένος από από την την τηλεόρ λεόρασ αση, η, ο Χ αλ άνοιξε τη σ α κούλα κούλα με τα κουλ κουλουρ ουρά άκια, βρήκε βρή κε ένα
μ πουκά ουκ άλι μπί μπίρα κα κα ι σ τράφ ρά φ ηκε σ την Μ πενε πενεντί ντίκτε κτε. Δ ούλε ούλ ευε με έλαιο λιναρόσ ναρόσπο πορο ρου υ κα κ α ι ξύλο σ φ εντα νταμ ιού, ού, κα ι τα έλαι λαια είχαν χαν βά βά ψ ει τις παλάμ λάμ ες του με τέτο έτοιον τρό τρόπ πο, που η γραμ γραμμή τη ς καρδιάς ήταν μ ονί ονίμ ω ς χρω μ ατι ατισ μέν μένη. Π ισ τός σαν σα ν σ κυλί καθώ κα θώ ς ήταν, ήταν, θεω θεω ρούσε ρούσ ε πω ς η οικογ κο γένει νεια του ή τα ν τα τα πάντ πά ντα α για εκείνον και κα ι κάθε κάθε πρα πρ αγμ ατι ατική ή φ αντα ντασ τική απε απ ειλή τον τον έκα έκανε νε να αι α ισ θάνε θά νετ ται άβολα. βολα . «Λ οιπόν; Τ ισ υνέ υνέβη;» «Θ εέ μου, ή τα ν τόσο όσ ο φ ρικιαστ ασ τικό». Έ βαλε βα λε τη ν κατ κα τσ αρόλα στο στο μ άτικ α ι απομ πομ άκρυνε κρυνε μια τούφ α μαλλι μαλλιά από από τα τα μ άτια της της,, κρα κ ρατ τώ ντα ντας τα καρφ κα ρφω ω μ ένα πάν πά νω σ τον Τζ Τ ζος, ος, προκει πρ οκειμ ένου να βεβαι βεβα ιω θεί θεί πω ς δεν το υς ακούε ούει. Η σειρά Σ ίμ πσ ονς άρχ άρχισε να πα ίζει κα ι τον εί είδε να κά θετ θετα ι σ τον καναπ κα ναπέ έ, οκλαδόν, πί π ίνοντα νοντα ς αργά χυμό υμ ό πορτ πορτοκάλι οκά λι, μ αγεμ αγεμ ένος από τη τη ν τηλεόρασ ηλεόραση. «Έ «Έ ξω από απ ό εκε εκεί ίνο το το κα κα τά σ τη μ α με τα είδη κά κ άμ πιγκ στ στο Μ πρί πρίξτον Χ ιλ. Τ ο πρω ί. Τ ην έδεσ δεσ α απέ απέξω ξω επειδή κλα κλαψ ούρι ούριζε κ α ι δεν δεν ήθελε θελε να μ είνει νει μόνη όνη τη ς σ το αμά αμ άξι, κ ι ενώ βρισ βρισ κόμουν κόμ ουν στο στο μ αγαζ αγαζί για να να αγοράσ αγοράσω ω ένα φ ορητό ορητό ψ υγε υγείο, γυρίζω κ α ι...» ... » -κα -κ α τέβ α σ ε το χέρι τη ς- « . ..κ .. κ ι αυτ αυ τός ο ανώ μαλος μα λος... ... την παρενοχλούσε». «Τ ην παρεν παρενοχλούσ οχλούσε ε;» Ο Χ α λ έχω σ ε μια χούφ χούφ τα κουλουρ κο υλουράκ άκι ια στ σ το ε χ λ ο ύ σ ;» σ τόμα όμ α του. ου . «Τ ι εννοεί ννοείς πω ς τη ν Ε κείνη έβαλε το ν δεί δείκτη κτη τη ς μ προσ ρο σ τά σ το σ τόμα όμ α της της.. «Σ εξουαλι ξουαλικά», κά », ψ ιθύρισε. «Έ βαλε βα λε το χέρι χέρι του ανάμε νάμ εσ α στ σ τα πόδι π όδια της». «Τ ι πράγ πράγμα;» «Ν αι, σ ου το είπα, πα , ή τα ν φρι φ ρικιαστ ασ τικό. Κ ρατ ρα τούσ ούσ ε τη ν ουρ ουρά τη τη ς στο ένα το υ χέρι, να, έτσι, όπω όπ ω ς θα κρ κ ρ α τού τού σ ες. ες. χμ ... όπω όπ ω ς θα κρατ κρατούσε ούσ ες τη ν ουρ ουρά ά μιας αγελάδα γελάδας ς, ας πούμ ού μ ε. Ξ έρεις πώ ς κά νου νουν οι οι κτηνίατροι; Κ αι είχε σ κύψ ει και κα ι κοιτούσε ούσ ε ένας Θ εός ξέρει ρει τι. Ή ταν τόσο αηδιαστικό, κό, αλλά μου φ αινότα νόταν ότ ότι προσ προσπα παθο θούσ ύσε ε να τη υ ρ ε ι ή απλώ ς να δ ε ι. ξέρει ρεις τι. Έ τσ ι, φ ώ ναξα κ α ι όλοι μέσα στ σ το κατ κα τάσ τη μ α
με κοίταξαν, αλλά αλλά σ κέφτ κέφ τη κα πω ς δεν δεν υπά υπ άρχει ρχει περί περίπτω πτω σ η να τον τον αφήσ αφ ήσω ω να τη τη γλιτώ σ ει». «Π οιος ήταν;» «Ή ταν... αν... χμ ... ένας λευκ λευκός ός άντ άντρας, ρας, ψ ηλός... ηλός... ή τα ν πίσω μου στο στο κατ κα τάστ άσ τημα, ημ α, ενώ ψ ώ νιζα όλα τα πράγ πρά γμ ατα ατα που θα πάρουμε πάρουμ ε μ αζί αζί μας σ την Κ ορνουάλη ορνουάλη.. Τ ον πρόσεξα πρόσεξα επε επει ιδή φ ορούσε ορούσ ε μια κουκ κο υκού ούλα λα κα κ αι σ τεκότα ότα ν στη στη γω νία, σ αν να μην μη ν ήθελε ήθελε να το τον δουν. δουν. Ν όμι όμ ιζα πω π ω ς με κοιτούσ ούσ ε, αλλά αλλά έπ έπειτα βγήκε βγήκ ε έξω κα ι δεν δεν το ξανασ ξανασκέ κέφ φ τηκα ηκ α, αλλά αλλά μ ετά είδα πω π ω ς είχε αρπά ρπ άξειτ ξειτη η ν ουρά ουρά της τη ς Σ τρουμ ρουμφ φ ίτας κ α ι. » «Τ ον μπάστ μπάσ ταρδο». αρδο». « . κ α ι τέλος πάντω πάντω ν, σ κέφ κέφ τη κα πω ς δεν θα τον τον αφήσω αφ ήσω να τη τη γλιτώ σ ει κ ι έτσ ι βγήκα βγήκ α από το μ αγαζί ουρλιάζον άζοντ τας λες λες κ ι ήμουν ήμ ουν καμ κα μ ιά τρελή ρελή». ». Η Μ πενεντ νεντί ίκτε κτε άνοι άνοιξε το ψ υγεί υγείο κ ι έψ αξε για το γάλα. άλα. «Α λλά εκ εκείνος έτρεξε ρεξε προς προς τη λεω λεω φ όρο Έ ικρ κι κ ι εγώ έπρε πρεπε να να πάω πάω πίσω σ τον Τ ζος ζος κ α ι. » «Χ ριστέ στέ μ ο υ . » « . κ α ι τηλεφ ηλεφ ώ νησα ησ α στ σ την αστ ασ τυνομ υνομί ία και κα ι τους ου ς ειδοποί δοποίησα. ησ α. Τ ην κακο κα κομ μ οίρα τη Σ τρουμ ρουμφ φ ίτα, περίμ ενε δεμ δεμένη σ τον στ σ τύλο κα κ α ι κάποιος ανώ μ αλος εξέτ ξέτα ζε το ο υ ν ν ι της λες κιήταν καμιά πόρνη». «Γελάς». «Δ εν γελάω γελάω . Κ άλεσα άλεσα τη τη ν αστ ασ τυνομί υνομ ία. Λ ες κ α ι δεν δεν έχουμε χουμ ε δει δει αρκετούς α σ τυνομ νομ ικούς τις τελευταί ελευταίες μέρε μέρες ς. Έ πρεπ ε να το υς ειδοποιήσω ήσ ω , όχι βέβαι βέβαια α πω π ω ς μ πορούσαν πορούσα ν να κάν κά νουν κάτ κά τι». Σ ταμά αμ ά τησε ησ ε. Κ οιτούσ ε σ υνοφρυω υνοφ ρυω μ ένη το το εσ ω τερικό το του ψ υγε υγείου. «Κ αι;» «Ω , που που να πάρε πά ρει ι, κο κ οίτα εδώ εδώ !» Έ κλει λεισ ε με δύναμ δύναμη η τη τη ν πόρτ πόρ τα κα και σ τράφ ρά φ ηκε προς ρος το καθι κα θισ τικό. «Τ ζος!» ος!» «Τ ι έκανε κα νε;;» «Α νακάτ κά τευε πάλιτ πά λιτα α πράγματ πράγματα. α. Τ ζος!» ος!» Ε κείνος τη ν κο κοίτα ξε αθώ α. «Τ ι;»
«Γι «Γ ια έλα έλα ’δώ ’δώ !» «Δ εν έχω α κούσ κο ύσε ει τίπ οτε τόσο όσ ο διεσ τραμμ ραμ μ ένο». Ο Χ αλ μ ασούλησ ασ ούλησε ε μερικά κουλο κο υλούρ ύρι ια ακόμ κό μα. «Ά κου κο υ να κοιτάει τάει το ν πι π ισινό τη της Σ τρουμ ρο υμφ φ ίτας». Ο Τ ζος υπά υπ ά κουσ κο υσε ε κ α ι άφη άφ ησε το το ν καναπέ καναπ έ, για να πλησ πλη σ ιάσε άσ ει σ την κου κουζίνα. να. Η Μ πενεντ νεντί ίκτε έσ κυψ κυ ψ ε για να το του μιλήσε λήσ ει. «Α νακά νακ άτευες πάλιτα πράγματα;» «Ό χι». «Ε ίσ αι σίγουρος ουρος;» ;» «Ν αι». «Α ν βάζ βά ζεις το γάλα σ το πλά πλάι θα χυθεί χυθεί, σ ου το έχω ξαναπε αναπεί ί». Κ οίταξε πάλι πά λιμ μέσα στ σ το ψ υγεί υγείο. «Α ν δεν δεν το έκανε κα νες ς εσύ, τό τε δεν δεν ξέρω ποι πο ιος είναι ναι ο ένοχος νοχος.. Ίσω Ίσ ω ς τα ξω τικά το υ ψ υγεί υγείου». υ». Έ βγαλε βγα λε το το γάλα άλα καιτ κα ιτο ο κράτ κρά τησε ησ ε μ προστ προσ τά από απ ό το το φ ω ς. «Ω , που να πάρει πάρει». «Π ουφ!» ουφ !» Ο Χ αλ έκα έκανε νε μια γκρι γκριμ άτσ άτσ α. «Τ ι αηδι αη διαστ ασ τικό. Μ έχριε ρι εδώ φ τάνειη νειη μ υρω διά του». ου ». «Θ εέ μου!» μου!» Το Τ ο πρόσω πρόσω πό της χλώ μιασε. ασε. «Μ υρίζει σαν.. σαν.... κάτουρο». «Γι «Γ ια φ έρ’ το εδώ ». Τ ο πήρε πήρε από το χέρι τη ς κ α ι πήγε πή γε προς προς τον νεροχύτη. ροχύτη. Κ ουνώ ντα ς το κεφ κεφ άλι του, ου , άνοιξε τον σκουπι σ κουπιδοφάγο, δοφ άγο, ξέπλ ξέπλυνε υνε το μπουκ πουκάλ άλι ι, το έβαλε βα λε σ τον κάδο κάδο κα κ α ι άφ ησε το νερό νερό να τρέξει ρέξει μέχρινα καθα κα θαρί ρίσ ειο νερο νεροχύτ χύτη ης. «Μ «Μ πλιαχ! Π ότε το αγόρασε αγόρασ ες;» «Δ εν έχει έχειλήξει λή ξει». «Ίσ ω ς χάλασε λασ ε το ψ υγεί υγείο». ο». Ο Χ αλ το το άνοιξε κ α ι κοίτα ξε την ένδε νδειξη τη τη ς θερμ θερμοκρα οκρασ σ ίας με καχ κα χυποψ υπ οψ ία. «Θ α ασχ ασ χοληθώ μ αζί του αφού αφ ού επι επισ τρέψ ρέψ ουμε ουμ ε από τη τη ν Κ ορνουάλη». ορνουάλη».
Σ το πάρκο, ο Κ άφε άφ εριπήρε παράμε πα ράμερα ρα το ν νεαρό αρχι αρχιφ ύλακα. ύλακα. «Θ α σου σ ου κάν κά νω μια ανόη ανόητ τη ερώ ερώ τηση». ησ η».
«Α κούω ». «Υ πάρχ πά ρχε ειτρόπ ιτρόπος ος να κάνουμ κά νουμε ε τα τα σ κυλιά να ψ άξουν άξουν ε ν ω ;» «Π ού επάν πάνω ;» Έ δειξε προς προς τα δέν δέντρα. ρα. «Σ τα κλα κ λαδι διά». «Β εβαί βαίω ς». «Ε ίσ αι σίγουρος ουρος;» ;» «Ε μ ... ... ξέρε ξέρει ις...» ...» Ο αρχι ρχιφ ύλακας ύλακ ας έτριψ ε το πρόσ πρ όσω ω πό του κ α ι το κοκκίνισ ε. «Ξ έρει ρεις, μερικές φ ορέ ορές αεροπλάνα λά να πέ πέφ τουν, έτσι; Κ αι κάπο κά ποι ιες φ ο ρ ές. ές. δ ι πιάνοντ νοντα αι πάνω σ τα δέντ δέντρα». ρα ». Κ οίταξε ρ α πι ψ ηλά. ηλά. «Γ ιατί ρω τάς;» άς;» «Δ εν ξέρω ». Ο Κ άφε άφ εριγ ριγύρισε να δει δει αν τους ά κουγε κο υγε κάποι κά ποιος. ος. Α ν έκανε λάθος, λάθος, δεν δεν ήθελε θελε να δώ σ ει εξηγήσεις. «Κ οίτα, είναι ναι μόνο μια ιδέα δέα που έχω . Δ εν έχουμε χουμ ε να χά σ ουμε ουμ ε κάτ κά τι, σ ω στά;» «Ε ντάξε ντάξει ι». Ο αρχ αρ χιφ ύλακας πήγ πή γε μέχ μέχρι το βαν βα ν και κα ι βρήκε ένα λεπτό λεπτό, ατσ άλινο ραβδί ραβδί, σ το μέγεθο γεθος ς μ πασ τουνιού για πε περπάτημα, που είχε σ την άκρη άκρη του μια πράσ πράσινη πλασ λασ τική λαβή. λαβή. «Τέ «Τ έξας;» ας;» Τ ο κεφ κεφ άλι του σκυλιού ορθώ ορθώ θηκε και παρατήρησ παρατήρησε ε με τα γε γεμ άτα άτα περιέργει γεια μ άτια του τον εκπα εκπ α ιδευτή να χτυ χτυπά το ν κορμ κο ρμό ό μιας κασ κα στανιάς. Χ τύπησ πη σ ε τα κλαδι κλαδιά κα κ α ι το σ κυλί κυλ ί κατ κα τάλαβε λαβ ε. Ά ρχι ρχισε να τρέχ ρέχει προς τον αστ ασ τυνομι υνομ ικό, κό , με τη ν ουρά χαμ ηλω μ ένη και κα ι τη μύτη μύτη στραμ στραμμέ μέν νη προς το φ ύλλω ύλλω μα. μα . Ο Κ άφε άφ ερι ακολουθούσ ακ ολουθούσε ε μερι μερικά μέ μ έτρα ξοπίσω του. ου . Ά ρχι ρχισαν να κάνουν κά νουν το ν κύκλο του πάρκου. πάρκου. Ή τα ν ώ ρα μία, όταν όταν το σ κυλί σ ταμά αμ ά τησε ησ ε μ προστ προσ τά σε σ ε μια σημ σ ημύδα ύδα γε γεμ άτη άτη κάμ κά μ πιες. Σ η κώ θηκε θηκ ε σ τα πίσω του πόδι πόδια, ακου ακ ουμ μ πώ ντα ντα ς το ν κορμό κορμ ό με τα μ προσ πρ οστ τινά και κα ι σ τάθηκε θη κε ακίνητος νητος.. Ή τα ν ακ ακριβώ ς το ίδιο σ ημείο σ το οποίο ο Ρόλ Ρ όλα αντ Κ λέαρ λέαρ εί είχε ανακαλύψ ανακα λύψ ει τη φ ω τογραφ ογραφι ική μηχαν μηχανή ή μάρκας μά ρκας Π ένταξ κ α ι τα ροζ γάντια πριν από τρεις μέρες. * Λ έξη αφ ρικα ρικανι νικής κή ς πρ οέλευσ οέλευσ η ς, πο υ έγινε δημ οφ ιλή ς από το ν κω μ ικό Σ άσα άσ α
Μ πά ρον Κ οέν κα ισημα ση μαί ίνει«θάνατο «θάνατο σ τους λευκο λευκο ύς» ύς» . (ΣτΜ (ΣτΜ )
9
Ο Κ άφε άφ ερι, ο υπε υπ εύθυνος θυνος ασ τυνομ υνομ ικός για τα ευρήμ υρή μ ατα κ α ι η αρχιφ ύλακα ύλακας ς Φ ιόνα Κ ουί ου ίν είχαν μια σύντ σ ύντο ομ η σ υνάντ υνάντη ησ η μ αζί με τον ιατροδι ροδικασ κα σ τή, τον Χ άρσα ρσ α Κ ρισ ναμούρτ αμ ούρτι ι, σ την υποδο υποδοχή χή του νεκ νεκροτομεί οτομ είου. Α νάμε νάμεσ α σε πλασ πλα σ τικά, κά , σ κονι κο νισ μ ένα λουλούδι λουλούδια, τοποθετ θετη μ ένα σε σ ε βάζ βά ζα πάνω πά νω σ ε τραπέζ ρα πέζι ια φορμ φ ορμάι άικας κας, σ υζη υζητούσ ού σ αν για το πώ ς θα έκαν κα να ν νεκροτομ κροτομή ή σ τον Ρ όρι όρ ι Π ιτς. Έ πει πειτα , ο Κ άφερι άφερι επισ κέφθη κέφ θηκ κε τη ν τουα λέτα λέτα τω ν αντ αντρώ ρώ ν κ ι έριξε άφθονο άφ θονο νε νερό στο πρόσω πό του. του. Ό τα ν είχε δει δει πάνω σ τα κλαδι κλαδιά το το δεμ δεμ ένο σώ σ ώ μ α το του Ρ όρι όρι Π ιτς, είχε αισ θανθείτ θανθείτη η ν παρόρμησ παρόρμ ηση η να οδηγ οδη γήσ ει μέχριτο ριτο Μ πρόκλι, να πά π άει σ το σ πίτι του Π εντε ντερέτσ ρέτσ κι, να τον τον αρπ αρπά άξει ξει από τα αραι ραιά μαλλι μα λλιά του του καινα κα ινα κοπ κ οπα α νήσε νήσ ειτο κεφ κεφ άλιτο λιτου σε έναν τοί τοίχο. Κ αινα αινα τον κλοτ κλο τσ ήσε ήσ ει μέχ μέχρι θανάτου. θανάτου. Ο οκτά οκτά χρονος ρονος ή τα ν κουλου κο υλουρι ρια σ μ ένος σ αν έμ βρυο, ακινητ νητοποι πο ιη μ ένο ένος με σ κοι κοινί. Τ α γόνατ γόνα τα ακουμπ υμ πούσ ού σ αν το πιγούνι του, ου, κα ι τα χέρια κάλυ κά λυπ πτα ν το κεφ κεφ άλι. Α πό ψ ηλά, θα έμ έμ οιαζε με λάσ λάσ τιχο αυ αυτοκινήτ νή του. Τ α νύχι νύχια το του είχαν χαρά χαράξει ξει μικρά μισοφέ οφ έγγα γγαρα σ τα μ άγουλά ουλά του του.. Α ν ο Ρόρ Ρ όρι ιή τα ν πιο μεγαλόσ αλόσ ω μ ος, ος, θα το ν εί είχαν δε δει νω ρίτερα. ρα . Α ν ή τα ν δέκα δέκα ή έντε ντεκα α ντί ντί για οκτ οκ τώ , τό τε ίσ ω ς να το τον είχαν δει δει, σ κέφ τηκε ο Κ άφε άφ ερι. Κ ι έπει έπειτα σ υλλο λλογίσ τηκε ό τι πριν από από είκοσ ι πέντε έντε χρόνια, κα νείς δεν είχε ψ άξει τα δέντρ δέντρα γύρω γύρω από τις γραμ ρα μ μές του τρένου ρένου.. Κ ανεί ανείς δεν δεν είχε σ κεφτ κεφ τείνα εί να ψ άξει ξει. Α κόμ κόμη και σήμερα έβρισ κε νέο νέους τρόπο ρόπους υς,, με το υς οπο οπ οίους ο Π εντε ντερέτσ ρέτσ κι θα
μ πορούσ πορ ούσε ε να κρύ κ ρύψ ψ ειτον ιτον Γι Γ ιούαν ούα ν από τη τη ν αστ ασ τυνομία, ενώ ερευνούσ ρευνούσα αν το σπίτι του. Σ κούπι ούπ ισ ε το πρόσ πρό σ ω πό το το υ με χαρτί ρτί τουα ου α λέτ λέτα ς κ α ι πέρασ πέρασε ε μέσα μέσα από απ ό τη τη ν αίθουσα, θουσα, όπου όπ ου τα πτώ μ α τα απ α π οθηκεύοντ οθη κεύονταν αν σε ψ υγε υγεία, με καρτέλες έλες περασ μ ένες σ τις λαβ λα βές κάθε πό πόρτα ρτας, ροζ για τα κορί ορίτσια, μπλε μπλε για τα τα αγόρια. Τ ο φ ύλο μάς μ άς κα τη γοριοποι πο ιεί σε χρώ ματ μα τα, σ κέφτ κέφ τηκε, όχι μόνο ότ ό τα ν γεννι γεννιόμα όμ ασ τε, αλλά κα κα ι ότα ν πεθαί πεθαίνουμ νουμ ε. Α πό εκεί εκεί, πέρα πέρασ σ ε σ την παγω πα γω μ ένη αίθουσ θουσ α όπου όπ ου διενεργού νεργούντ ντα αν οι νεκροψ νεκροψ ίες. Ο ι τοίχοι ή τα ν καλυμ κα λυμμ μ ένοι από πράσ πρά σινα πλακά π λακάκι κια, που του θύμ θύμ ιζαν παλι πα λιομ οδίτικη πισίνα, κ α ι σ τον χώ ρο κυρι υρ ιαρχούσ ρχούσε ε η γνω σ τή μ υρω διά από απ ό ξε ξεραμέ ραμ ένο και κα ι σ φ ουγγ ουγγαρι αρισμέ σμ ένο αίμα. Κ άτω άτω από τα τραπέ ρα πέζ ζια υπήρχαν υπή ρχαν μάνι μάνικες κες. Δ ύο σ ώ μ ατα, με τα ονόμ ονόμ α τά το το υς γραμμ γραμ μένα με μαύρο αύρο μαρκα αρκαδόρο δόρο σε σ ε κάθε κά θε κνήμη κνήμ η τους, ους, είχαν με μεταφ ερθεί ρθεί παράμε παρά μερα, ρα, προκ προκε ειμ ένου να δημι δημ ιουργηθε ουργηθεί ί χώ ρος, ρος, κα κ α ι τα υπά υπάρχοντά ρχοντά τους, ους, μ αζί με τις τα μ πέλε πέλες ς που μέχρι πρόσ πρόσφ ατα ατα κρέ κρ έμ οντα ονταν από τα μεγάλα δάχτ δάχτυλα υλα τω ν ποδι ποδιώ ν τους ους, βρίσ κοντ κοντα αν πάνω πά νω σ ε ένα άλλο άλλο φ ορείο, μ έσ α σε σ ε μια κίτρινη πλασ λα στική νοσοκ νοσ οκο ομ εια κή σ ακούλα κούλα.. Ο ι νεκ νεκροψ ίες είχαν χαν ξε ξεκινήσε νήσ ει: μπλε χαρ χαρτοπε τοπ ετσ έτες τες βρίσ κοντ κοντα αν μέσα σ τις κοιλότη τες του λαι λα ιμού κ ι ένας νας νεκ νεκροτόμ ος, φ ορώ ντα ντας μια πράσι πράσ ινη πλασ πλασ τική ποδι ποδιά και κα ι μ αύρα αύρα τσ τσ όκα όκαρα, ρα , σ τεκότα ν πάνω από ένα πτώ πτώ μ α, βγάζοντ γάζοντα ας έναν σω ρό από α πό εντόσ ντόσθι θια. Τ α τί τίναξε, ναξε, όπω ς μια νοικοκ κο κυρά υρ ά τι τινάζ νάζει τα ασπρόρ ασ πρόρουχα ουχα που που μόλις έχουν βγε βγει ι από από το πλυντήριο. Ο Ρ όρι Π ιτς, ο οποί οπ οίος κάπο κά ποτ τε ή τα ν έν ένα αγ α γόρι που έπαι πα ιζε ποδόσφ ποδόσ φ αιρο κα κ α ικαβ κα βαλούσ λούσε ε με τα χύτητα το το ποδήλα ποδήλατ τό του, ου , είχε τώ ρα μ ετατραπε ρα πεί ί σ ε έναν κύκλο κύκλο κα κ α λυμμ λυμ μ ένο με ένα λευκό λευκό πλαστ πλασ τικό σ εντόνι πάνω πάνω σ το τραπέ ραπ έζι σ το μέ μ έσο του δω μ ατί ατίου. Γύρ Γ ύρω ω του σ τέκοντα ντα ν τρ τρεις νεκ νεκροτόμ οι. Δ εν σή σ ή κω σ αν τι τις μ ατιές τους του ς ότα ν ο Κ άφερι άφερι εμφ ανί ανίστηκε στηκε στην στην πόρτ πόρτα. Ο ι νεκρ νεκροτ οτόμ όμοι οι ήτα ήτα ν η σι σ ιω πηλή πηλή προέ πρ οέκτ κτα ασ η τω ν χερι χεριώ ν κάθε κά θε ιατροδι ροδικασ κα σ τή, εκ είνοι νοι που πο υ θα έκα έκαναν ναν τη τη
βαρι βαριά λάντ λά ντζ ζα σε κάθε κά θε νεκ νεκροψ ροψ ία δίχω ς να παρα πα ραπο πονε νεθού θούν ν γι για τίποτα. οτα. Ο Κ άφε άφ ερι δεν είχε δε δει ποτ πο τέ καν κα νέναν του τους ς να σ υμπε υμ περι ριφ έρετ ρεται όπω ς εκείνο το καλοκ λοκαιρινό απόγευ γευμ α. Τ ου πήρε ήρε με μερικές σ τιγμέ γμές μέχρινα σ υνει υνειδητ δη τοποι οπ οιή σ ει, αφ ού καθέ κα θένας νας τους απομα ομ α κρύνθη κρύνθηκε κε προς ξεχω ρισ τή κατ κ ατε εύθυνση ύθυνσ η , μ α ζεύοντ ύοντα α ς λεκά λεκάνε νες ς κα ι τοποθε οθετώ ντα ντα ς σω λήνε λή νες ς, πω ς είχε μόλ μ όλι ις γίνει μ άρτυρας ρα ς μιας σ ύντομη ντομ ης επικήδειας δέησ δέησης ης.. Ω , Θ εέ μου, σ κέφ κέφ τηκε, κε, η μέρα μέρα θα είναι ναιδύσκολη. δύσκολη. Ε μ φ ανίσ τηκε ο Χ άρσα ρσ α Κ ρισ ναμούρτ ούρτι. Ψ ηλός, ηλός, με γκρίζα μαλλιά, ή τα ν έτοι έτοιμ ος για δουλει δουλειά. Τ οποθέτη σ ε το καινούρ νούριο του γκά γκάτζετ ζετ, ένα μαγνητ μ αγνητόφ όφ ω νο που που λει λειτουργού ουργούσ σ ε με φ ω νητ νητικές εντολέ ντολές ς, πάν πάνω σ το τρα τραπ πέζι κ α ι σ τη σ υνέχ υνέχεια τρά τράβ βηξε γρήγ ρήγορα το το σ εντό ντόνι που κάλυπτε κάλυπτε τον Ρ όρι Π ιτς. Ό λοι στο στο νε νεκροτομε κροτομεί ίο σφί σφ ίχτηκαν ταυτόχρο υτόχρονα, να, σ αν να να ανάσα νάσ αιναν ομαδι ομ αδικά. κά. Η σ τάσ η που που είχε πάρε πά ρει ι το αγόρι όρι θύμι θύμ ιζε κρουα κρουασ σ άν ή κοιμ ισ μ ένη γάτα. Τ α χέρι χέρια το του ή τα ν τυλιγμένα γμένα γύρω γύρω από απ ό το το κεφ κεφ άλιτ άλι του. ου . Έ μ οια ζε σαν να εξέτ ξέτα ζε κά κά τι πάν πά νω σ το σ τήθος του. ου . Κ αφέ αφ έ κολλη κο λλητ τική ταινία είχε τυλιχτ λιχτείγύρω είγύρω από το κεφά κεφ άλιτου, κα λύπ λύπτοντα ντα ς μ άτια κα κ α ι σ τόμα όμ α. Δ εν μύριζε, καθώ κα θώ ς η σ άρκα του ή τα ν καθαρή καθαρή κ α ι νεανική, κή , κα ι το δέρμ δέρμα α το του ή τα ν απαλό, πα λό, σαν να είχε βγει βγει μόλις από απ ό το το μπάνι πάνιο. Ο Κ ρισ ναμούρτ ναμούρτι ι καθάρι καθάρισε τον λαιμό του κα κ α ι ρώ τησε τον Κ άφε άφ ερι αν αυτό υτό ήτ ή τα ν το σ ώ μ α που π ου είχαν βρει βρει σε ένα δέ δέντρο στ σ το Π άρκο Μ πρόκγ πρόκγουελ. ουελ. Ο Κ άφερι άφερι κατέ κατένευσε υσ ε. «Ν αι, αυτό αυτό εί είναι». Ο ι τυπικ ότη τες τελεί ελείω σ αν σε σε αυτό το σημείο. Π ρώ τα αφ α φ αίρεσα ρεσαν ν τους ου ς κόμπους κόμ πους.. Ο Κ ρισ ναμούρτ αμ ούρτιέ ιέκο κοψ ψ ε το σ κοινί με αμέ αμ έριστη στη προσο προσοχ χή, περί περίπου έξι εκα τοστ οσ τά από α πό το τον κόμ κό μ π ο. Τ α δεσ δεσμ ά μ πορο πορούσ ύσα αν να εξετ ξετα σ τούν όχι ό χι μόνο όνο για δεί δείγματ γμα τα DN DNA, A, αλλά αλλά και κα ι από ειδικούς κο ύς αναλυτέ ναλυτές κόμ κό μ πω ν, κα ι θέλον θέλοντ τας να διατη ατηρήσ ρή σ ει το σ χήμα χήμ α το το υς ω ς είχε, τους τοποθέτη θέτη σ ε προ πρ οσ εκτικά σε σ α κούλες κο ύλες α ποδεικτικώ ν στοι στοιχεί χείω ν. Ο φ ω τογράφος ογράφ ος κινήθηκε νήθη κε γύρω από το τραπέ ραπέζ ζι, βγάζ βγάζοντα οντας φ ω τογραφ ογραφ ίες από κάθε κά θε γω νία, καθώ κα θώ ς ο υπε υπ εύθυνος θυνος
τω ν απ α ποδεικ τικώ ν σφράγι σφ ράγιζε κα ι κατ κα τη γορι ορ ιοποι οπ οιούσ ούσ ε κάθε σακούλα σα κούλα,, τοποθετώ θετώ ντα ντα ς τες στη σ υνέχε υνέχει ια σ το καρ κα ρότσ ιτου ιτου.. Η διαδικασί κασ ία επα επαναλήφ ναλήφθηκε θηκε μέχ μέχρι που όλα τα σ κοινιά αφαι αφ αιρέθ ρέθηκαν και κα ι ο Ρ όρι έμ οια ζε δι διαφορε αφ ορετ τικός. κός. Ή τα ν κουλο κουλουρ υρι ιασ μ ένος, νος, σαν νεαρ νεαρή ή αράχν αράχνη η σε σ ε αμ υντι ντική στάσ η, ενώ τα μπράτ μπ ράτσ σ α του, του, τα γόνατ όνα τα κα κ α ι ο ι αστ ασ τράγ ρά γαλοι ή τα ν γεμ ά τα αυλακι υλακιές από απ ό τα τα δεσ δεσ μ ά του του.. Ο Κ ρισναμού ναμ ούρτ ρτι ι έλεγ λεγξε προσ ρο σ εκτικά τα τα κα κ α χεκτι χεκτικά πόδι πόδια. Ό τα ν εκείνα κο κουνήθη υνή θηκ καν, μια δισ τα κτική έκφρα κφ ρασ ση ζω γραφ γρα φ ίσ τηκε στ σ το πρόσ ρό σ ω πό του. του. Γ ια μι μ ια στ στιγμή, γμή , κανεί νείς δεν δεν τολμ ολ μ ούσε ύσ ε να αναπνε ναπ νεύσ ύσε ει. O Κ ρισ ναμού ναμ ούρτ ρτι ι έριξε μια μ ατιά στ σ το ρολόι του τοίχου, χου, τέντω έντω σ ε πρ π ροσε οσ εκτικά τα πόδι πό δια του Ρ όρι όρ ι Π ιτς κ ι έπειτα εξέτ ξέτασ ε τα χέρια κ α ιτο πρόσ ρό σ ω πο του παιδιού. ού. «Η νεκ νεκρική... χμ, ναι». ναι». Α νέβα νέβασ σε το ν πλασ πλασ τικό μ εγεθυντ γεθυντι ικό φ ακό, ακό, που είχε σ τερεώ σ ει σ το κε κεφ άλιτ λι του, ου , κ ι έτριψ ε το μ έτω πό του με το μαν μανίκι. «Η νεκρι νεκρική ακα ακ αμ ψ ία έχει χει επηρε πη ρεά άσ ει μονά ονάχα το το πρόσ πρόσ ω πο και κα ι τον άν άνω κορμό του. του. Θ α . » Η παύση του ήτ ή τα ν σχεδό σχεδόν ν ανε ανεπαίσθητη. σθητη. Μ όνο όσ οι είχαν τεντ τεντω ω μ ένες τις κεραί κερα ίες τους ους, όπ ω ς ο Κ άφε άφ ερι, κατ κα τάφ εραν ρα ν να προσ πρ οσέ έξουν ουν μια στ στιγμιαία έκρηξη κρηξη συνα σ υναι ισ θημ θημ άτω ν. Α υτά υτά τα εύκα μ πτα πόδι πόδια είχαν κά νει νει τον ιατροδι ροδικασ κα σ τή να σ κεφτ κεφ τεί το απίθανο. θανο. «Θ α με μ ετρήσω ρήσ ω τη θερμ θερμοκρασ οκρασί ία του σ υκω υκ ω τιού». ού ». Ο Κ άφε άφ εριγύρι ριγύρισε α π ’ τη ν άλλη. Ε ίχε δειεκα δειεκατοντά ντά δες νεκ νεκροψ ρο ψ ίες και ο ι περισ σ ότερες είχαν χαν αντ αντι ικείμ ενο σ ώ μ ατα, τα οποία σε αντ αντί ίθεση θεση με τον Ρόρι Ρ όρι, είχαν πάψ πά ψ ειπρο πολλού ολλού να θυμ θυμ ίζουν ουν ανθρώ πινο ον. ον. Ε ίχε δει δει έναν σαρα σα ραντ ντά άχρονο άντρα άντρα,, τον οποί οπ οίο οι σ υνεργά νεργάτ τες του είχαν κόψ ει στη μέση. Ε ίχε δει ένα δεκ δεκαπεντά ντάχρονο χρονο κο κορίτσ ι, το το οποίο είχαν κατ κα τα σ παρά ξει ξει ο ι αλεπούδε λεπούδες ς από απ ό την κορυφ κορυφή ή του κεφ κεφ αλιού, ού, μέχρι το υς ώ μ ους ους. Δ εν είχε αυτα υτα πά τες, δεν δεν πίσ τευε πω ς ή τα ν ο μοναδι οναδικός κός σ την αίθουσ θουσ α που είχε το δικαί κα ίω μ α να αι α ισ θάνε θά νετ ταιτρόμ ρόμ ο, αλλά όπ όπω ς κα ι ο Κ ρισ ναμούρτ ούρτι, ήξερε τι σ ήμαινε νεκρ νεκρι ική ακαμ κα μψ ία. Ή ξερε ξερε τι πληροφ πληροφορί ορίες μ πορο πορούσ ύσα αν να πά π άρουν ρουν σχε σ χετ τικά με τον θάνατο θάνατο του Ρ όρι όρι
από τη τη ν ακαμψ ακαμ ψ ία τω τω ν μυώ μ υώ ν του προσώ που και κα ι τη ν ευκαμ ευκαμψ ψ ία τω τω ν ποδι ποδιώ ν. Κ αι δεν δεν ήθελε θελε να το το σ κέφτ κέφ τεται. Γ ια πρώ τη φ ορά στη στη ζω ή του, ου, αναγκάσ ναγκά σ τηκε να βγε β γει ι από τη τη ν αίθουσα θουσ α, κα κα τά τη τη διάρκε άρκει ια νεκ νεκροψ ροψ ίας. Κ αθόταν θόταν στ στην υποδο υπ οδοχή χή,, κα τα πίνοντ νοντα α ς μέντες, τρίβ ρίβοντας οντας δυνατ δυνατά τα χέρια του, του, προσ πρ οσπα παθώ θώ ντας ντας να κα καθαρίσει το μυαλό του του,, ότα ότα ν η πόρ πό ρτα άνοιξε. Η Σ ούνες εμ φ ανίστηκε ηκ ε, ξεσ ξεσ κονί κο νίζοντα οντας το μπουφ πουφά άν της, λες κ ι είχε πάνω πάνω τη ς ισ τού τούς από αράχν ράχνε ες. «Ο ι γαμη αμ η μ ένοι οι δημοσι δημο σιογράφ ογράφοι οι, είναι παν πα ντού». ού» . Έ να ρίγος τη διαπέρασ ρα σ ε. «Κ οίτ οίτα να δει δεις γρηγ γρηγοράδα οράδα». ». Έ κλεισ ε τη ν πόρ πόρτ τα πίσω της, ης, ελέγχο λέγχοντά ντά ς τη για να δει αν εί είχε ασ φ αλίσ ει κ α ι με το που γύρι ύρισε, διαπί απ ίσ τω σ ε ό τι ο Κ άφε άφ ερι προσ προσ παθούσ πα θούσε ε να αποφ απ οφ ύγει ύγει τη μ ατιά της της,, προσπα προσ παθούσ θούσε ε να βρει βρει κ ά τινα στ σ τρέψ ρέψ ειτη ιτη ν προσοχή προσοχή του. Η φ ω νή της της μαλάκω λάκ ω σ ε. «Ε ίσ αι καλά; καλά;» » Τ ον πλησί πλησ ίασε ασ ε. Τ ο σ τόμα όμ α το του είχε γίνει νει μπλάβο πλάβο.. «Ό χι, προφ προφα ανώ ς κ α ι δεν δεν είσ α ικαλά ικαλά.. Τ α ’χα ’χασες λιγουλάκι ουλά κι, ε;» «Ε ίμ α ι μια χαρά χαρά.. Θ έλει λεις καρα καραμ μέλα;» λα;» «Ό χι, ευχαρι χαρισ τώ ». Μ άσ ησ ε το νύ νύχι του αντί ντίχει χειρά της της,, κοιτάζοντα ζοντα ς πρώ πρ ώ τα τη ν πόρτα πό ρτα τη ς αίθουσ θουσα ας νεκ νεκροψ ρο ψ ία ς κ ι έπειτα εκεί κείνον. «Ε ίναι παρά παράξ ξενο, αλλά φαντ φ αντά άζομα ομ αι πω ς αν ή μ ουν στ σ τη θέση θέση σου, θα ζήλευα». « Τ ι εννοεί εννοείς θα ζ ή υ ς ,» ,» «Ο Ρ όρι όρ ι βρέθηκε βρέθηκε.. Ε ίναι νεκρός, κρός, αλλά αλλά τουλά τουλάχ χισ τον βρέθηκε βρέθηκε.. Η μ ητέ ητέρα κι κ ι ο πατ πα τέρας ρα ς του μ πορούν πορούν να τον τον θρην θρη νήσουν ήσ ουν». ». Α κούμ κούμ πησ πη σ ε τρυφε ρυφ ερά το το χέρι τη ς σ το μπράτσ μπράτσ ο του. του. «Κ ι αυτό αυτό τι σ ε κάνε κά νει ι να σ κέφ κέφ τεσ αι, κακο κακομ μ οίρη μου;» ου;» Ο Κ άφε άφ εριδ ρι δεν απάντ πά ντησ ησε ε. Δ εν τολμ ολμ ούσε ύσ ε όχι μόνο να μιλήσει λήσει, αλλά αλλά να ψ άξει ξει σ τις τσ έπ ες του για τα χαρτ χαρτάκια τω ν τσ τσ ιγάρω γάρω ν του του,, καθώ κα θώ ς τα χέρια το του έτρεμαν. ρεμα ν. Σ τράφ ρά φ ηκε στ σ την πόρτα τη τη ς αίθουσ θουσα ας νεκρ νεκροψ οψ ίας. «Ν ομί ομ ίζω ... νομί νομίζω πω ς έχουμε χουμ ε μία πιθανή ώ ρα θανάτου, θανάτου, προσ ροσδιορί ορίζοντά οντάς τη ν απ από τη ν ακ α καμ ψ ία».
«Κ αι;» «Κ αλύτε αλύτερα να πάμ π άμε ε μέσα». μέσα». Σ τη ν αίθουσα θουσ α νε νεκροψ κροψ ίας, ο Κ ρισ ναμούρ ναμ ούρτ τι είχε προχω προχω ρήσ ρή σ ει με τη νεκρ νεκροτ οτο ομ ή. Ε ίχε πάρε πά ρει ι δεί δείγμ ατα από τα νύχι νύχια, τοποθετώ θετώ ντα ντα ς το ψ αλίδι που χρησι ρησ ιμ οποίησε ησ ε στη στη σ α κούλα τω τω ν αποδε απ οδει ικτι κτικώ ν σ τοιχεί χείω ν, μ αζί με τα νύχια, κ α ι τη ν έδω έδω σ ε στ στον ασ α σ τυνομι νομ ικό δίπλα του. ου. Ε ίχε αφ αιρέσ ρέσει τη ν ταινία από α πό το το πρόσ πρόσω ω πο το του Ρ όρι. Η αρχιφ ύλακα ύλα κας ς Φ ιόνα Κ ουί ου ίν ή τα ν αι αισιόδοξη: όδοξη: μέσα στ σ τις σ ακούλε ύλες με τα στοιχεία, σε ένα δεύτερο φορείο, βρίσκονταν πέντε λευκές ίνες, τις οποίες ο Κ ρισναμ ναμ ούρτι είχε αφ αφ αιρέσ ει με μι μια ειδική ταινία από τις αυλακώ υλα κώ σ εις τω ν σκο σ κοι ινιώ ν στ σ τους καρπ κα ρπού ούς ς του Ρ όρι. Μ πορούσ πορ ούσε ε να τι τις εξετ ξετά σ ει με το φ ασμ ασ μ ατόμ ατόμε ετρο μ άζας κα ι το ν αερι αεριοχρω οχρω μογράφ ογράφο, ο, προκ προκε ειμ ένου να βρειτ βρειτη η χημική το υς σ ύστ ύσ τασ η κα κ α ιτο χρώ μα, μα, ώ σ τε να τις σ υνδέσ υνδέσ ουν με τον ρουχισμό κά κ ά ποιου πιθανού θανού υπό υπ όπ του. Ο Κ ρισ ναμούρ ναμ ούρτ τι στη σ υνέχ υνέχεια προσ π ροσπά πάθησ θησε ε, σ πάζ πά ζοντα οντας τη νεκρι νεκρική ακαμ κα μψ ία, να ισ ιώ σ ειτο άκαμ κα μ πτο πάνω πάνω μέρος του κορμ κορμού ού το υ Ρ όρι. Ο Κ άφε άφ ερι κ α ι η Σ ούνε ού νες ς σ τηρίζοντ ονταν στ σ τον τοί τοίχο. Ο Κ άφε άφ ερι μ ασ ουλο ουλούσ ύσε ε καρα καραμ μέλες λες κ α ι η Σ ούνες έξυνε το αφ τί της, ης, λες λες κ α ι το θέαμ θέαμα α τη τη ς προκ προκα αλούσ λούσ ε αμη αμ ηχανία. Ο Ρ όρι όρ ι είχε ύψ ος 127 127 εκ εκατοστ οσ τά , από από το το αριστερό το το υ πόδι πό δι μέχ μέχρι τη ν κορυφή κορυφ ή το του κε κεφ αλιού. Ζ ύγιζε 26,23 26, 23 κιλά. Σ ύμφ ύμ φ ω να με την κλί κλίμ ακα Τ άνερ, άνερ, ή τα ν λίγο πιο μ εγαλόσ γαλόσ ω μ ος από τα υπό υπ όλοι λο ιπ α παι πα ιδιά τη ς ηλικίας του. Έ να μ ατω μ ένο φ ύλλο ύλλο από χαρτί ρτί κουζί κουζίνας, νας, σ τολι ολισ μ ένο με σχέδια μπλε λου λουλουδι λουδιώ ν στ στην άκρη του, ου , είχε κολλή ολλήσ σ ει σ την ω μ οπλά οπ λάτ τη του, ου , αφ ού είχε πιεσ τεί κ α τά τη τη διάρκε άρ κει ια τη της ευθυγράμμ υθυγράμ μισ ης του σ ώ ματος. ος. Ο Κ ρισ ναμούρτ αμ ούρτι ι, ο φ ω τογράφ ογράφ ος κ α ι ο ι νεκ νεκ ροτόμ οι μ ετακινούντα νούντα ν γύρω από το το τραπέζ ραπέζι, ακολου ολουθώ θώ ντα ντα ς ένα πολύπ πολύ πλοκο λοκο κα κ α ι ήρεμ ρεμο τελετ ελετουργι ου ργικό, κό , αναλαμ ναλα μ βάνοντ βά νοντα ας ο κα καθένας θένας το ν ρόλο ρόλο του του,, τη ν ώ ρα που έπρεπε, πρεπε, δίχω ς να έχουν ανάγκη να μιλήσουν. λήσ ουν. Ο Κ άφε άφ ερικα ρικ α ι η Σ ούνες
πα ρακο ρα κολ λουθο ουθούσ ύσα αν σ ιω πηλοί. Ο ι ίδιες δύο ερω τήσ εις σ τριφ ογύριζαν σ τα κε κεφ άλια τους τους:: μ ήπω ς το χαρτ χαρτί αυτό ή τα ν ο λόγος που πο υ το το ίχνος χνος του αίμ αίμ ατος ατος σ ταμά αμ ά τησε ησ ε σ την κουζ κου ζίνα; Κ αι ο Ρόρι Ρ όρι Π ιτς είχε κακ οποιη θείσε θείσ εξουαλικά; κά; «Έ χω μ προσ προστ τά μου μ ου το το μ ετρίω ς θρεμ θρεμμένο σώ σ ώ μ α ενός ενός παι πα ιδιού», ού» , είπε χαμηλόφ αμ ηλόφω ω να ο Κ ρισ ναμούρτ αμ ούρτι ι σ το μαγ μ αγν νητόφ ητόφω ω νο. Η φ ω νή του του αντήχησ ντήχησε ε σ τον χώ χώ ρο. «Τ ο πρόσ πρό σ ω πο έχει χει σ ημάδι μά δια διόγκω σ ης του κυτ κυττα ροπλ ρο πλάσ άσμ μ α τος κ α ιτου προσ πρ οσω ω πεί πείου του Ιπποκ πποκρά ράτ τη . Ο ικόγχ ικό γχε ες τω ν μα μ ατιώ ν είναιδι ναι διογκω μ ένες νες, ενώ οι βολβ βολβο οί έχουν χουν υποχω υποχω ρήσ ρή σ ει. Τ α χαρακτ χαρα κτη ηρισ τικά τω ν ζυγω μ α τικώ ν κα κα ι τη ς γνά γνάθου είναι εντονότ ντονότε ερα. ρα . Τ ο στ σ τόμα όμ α και κα ι η μύτ μ ύτη η φ αίνοντα νονται...» ... » -έσ - έσκ κ υ ψ ε κ α ι κοί κο ίτα ξε καλύτ κα λύτε ερα το πρόσω πο του του πα π α ιδιού- «.α « .αφ φ υδα τω μ ένα. να . Ξ εραμέν αμένα. Η ψ ηλάφηση ηλάφηση δεί δείχνε χνει πω ς το δέρμ δέρμα α εί είναι ναι τεντω ντω μ ένο, οπότε ω ς σ ημ είω ση, η ισ τολογι λογική εξέτ ξέτασ η καλό θα είναι ναι να ψ άξει ξει για υπερκ υπερκα αλιαιμ ία. Ε πίσης, θέλω θέλω να μ ετρηθείτ θεί το κάλιο, τα επίπεδα τη ς αντι ντιδιουρη υρ ητικής ορμόνης καιο όγκος του πλάσματος». «Χ άρσα άρσα;» ;» Ο Κ ρισναμούρτ ναμ ούρτι ι κοίτα ξε τη Σ ούνες ούνες. «Ν αι, ναι. Ό τα ν έχουμ έχουμε ε στα στα χέρι χέρια μα μ ας τις εξετ ξετάσ εις, θα μπο μ πορώ ρώ να πω περισσ ότερα». Ο Κ ρισ ναμούρτ αμ ούρτι ι είχε τη φ ήμη πω ς αρνιόταν όταν να δώ σ ει αμέ αμ έσ ω ς τις απαντή ντήσ εις που πο υ ήθε ή θελε λε η ασ τυνομ υνομ ία. «Κ αι, φ υσι υσ ικά, κά , θα πρέ πρέπει να εξετάσω άσ ω τις κάψ κά ψ ες τω ν οργάνω ν». «Τ ι περι εριμένεις να βρε βρεις;» «Κ ολλώ ολλώ δη περι περιβλή βλήματα, ίσ ω ς κ α ιλίγη αιμορρα ορραγ γία στ σ τα έντε ντερα». ρα ». «Τ ο οπ οπ οίο σημαίνει νει;» «Θ α σ ου πω πω μόλις ρίξω μια μα μ ατιά». Σ τένε ένεψ ε τα μ άτια του του,, πλατ λα ταγίζοντα οντας τη γλώ σ σ α του του.. «Ε ντά ντάξει ξει;» «Σύμ «Σ ύμφ φ ω νοι». Η Σ ούνε ού νες ς σ ή κω σ ε τα χέρια ψ ηλά. Τ ο τε τελευτ λευτα α ίο που ήθελε θελε ή τα ν να τον τον εκνε εκνευρ υρί ίσ ει. «Δ εν διαφ ω νούμε νούμ ε». «Μ άλισ τα». Ο Κ ρισ ναμούρτ αμ ούρτι ι έσ κυψ ε γι για να εξετ ξετά σ ει καλύτ κα λύτε ερα
τον λαιμό το του Ρ όρι. «Υ πάρχε πά ρχει ι ένα αχν αχνό σημ σ ημά άδιπάνω δι πάνω σ τον λάρυγ λάρυγγ γα, το οποί οπ οίο υποδ υπ οδε εικνύει κά ποιου είδους δους... ... χμ... χμ... έμφ ραξη ραξη πάνω πά νω σ την καρω κα ρω τίδα κα κ α ι τη σ φ αγίτιδα φλέ φ λέβα βα το το υ τραχήλου ρα χήλου,, σαν ση σημάδι μά δι σ τραγγ ραγγαλισ μού, ω σ τόσο όσ ο δεν υπάρχε υπά ρχει ι εμφανής μφ ανής πετ πετεχειώ δης αιμορραγί ορραγία στ σ τα μάτι άτια. Υ πάρχου πά ρχουν ν μερικές κές γρατ γρατσ ουνι ουνιές κ α ι μ ώ λω πες σ τον λαιμό». Κ οίταξε τη Σ ούνες. ύνες. «Α λλά δεν δεν είναι να ι αυτή η αιτία του θανάτου». «Α λήθει λήθεια;» «Α λήθει λήθεια». α». Ο Κ άφε άφ ερι κοί κο ίτα ξε τα παπούτ πα πούτσ σ ια του. του. ,
θ α
ν ε
ν ι,
α
ό
α
υ τ ό
λ ή
ο
ε ι
.
ρ ι.
ι
ν ο μ ί
ω
ς
ρ ω
α
ό
ι
θ α
.
«Α ργότε ργότερα», ρα », σ υνέχι υνέχισ ε ο Κ ρισ ναμούρτ ούρτι, «θα ήθε ή θελα λα να να φ οτογρα οτογραφ φ ηθού θούν αυτ αυτά ά τα σ ημάδι ημ άδια με εναλλ εναλλα ακτι κτικές κές πηγές φ ω τός, ός, μ ήπω ς ανακα ανακαλύψ λύψ ουμε ουμ ε κ ά τι διαφ ορετ ορετικό. Μ άλισ τα». Έ κανε κα νε μερι μερικά βήμ βή μ ατα πίσω κ ι επέτρε πέτρεψ ψ ε στ σ τον νεκρ νεκροτ οτόμ όμο ο να γυρί υρίσ ει το σ ώ μ α του του Ρ όρι. Τ ο έκανε έκανε με επαγγ πα γγε ελμα λμ ατισ μ ό, δίχω ς να κο κοιτά ξει ξει το πρόσ πρόσω ω πο του παι πα ιδιού. Η αίθουσα θουσ α νεκ νεκροψ ροψ ία ς ή τα ν παγ παγερά σι σ ιω πηλή. πηλή. Ο ι σπόν σπό νδυλοι υλοι του Ρόρι, έτ έτσ ι όπω ς ήτα ήτα ν ξαπλω απλω μέν μένος μπρούμυτα, μπρούμυτα, προεξεί οεξείχαν από το το λεπτό λεπτό του δέρμα δέρμα.. Τ ο χαρτ χα ρτί ί κουζίνας να ς είχε πα ραμ ρα μ είνεικο νεικολλ λλη ημ ένο στ σ το ίδιο ση σ ημ είο. Ο Κ ρισναμ ναμ ούρτιδε ούρτιδεν ν κοιτούσε ύσ ε κανέ κα νένα ναν ν άλλον, άλλον, καθώ ς το ξεκο ξεκολλο λλούσ ύσε ε κα ι το έριχνε σε μια σα σακούλα κούλα σ τοιχεί χείω ν. Ε ξέτα σ ε τη ν πληγή πληγή στ σ τον ώ μ ο το του Ρ όρι όρ ι κ ι έπειτα από απ ό μια σ ύντ ύντομη ομ η παύσ πα ύση, η, οπισ θοχώ θοχώ ρησε ρησ ε κ α ι σ ή κω σ ε το βλέμ βλέμ μ α του. «Ν αι», είπε στ σ τους υπόλ υπ όλο οιπους πο υς.. «Κ άποιος πρέπεινα επικοινω νήσ νήσ ει με τον προ προϊ ϊσ τάμ ενο. Θ έλω να κο κ οιτά ξειτο ξειτο τραύμ ρα ύμα α ένας οδοντί οδοντίατρος ρος».
Έ ξω , σ το απ α πογευμ ογευμα ατινό καμί καμ ίνι, ο Τ ζος βρι βρισ κότ κόταν στη φ ουσκω ουσ κω τή πισίνα, φ ορώ ορώ ντα ντας το μαγιό το του με το σχέδιο του Ν ταρθ Μ ολ κ α ι την πλάτη πλάτη σ τραμμέν ραμ μένη η προς το δάσος, άσος, σ υγκ υγκεντρω μ ένος καθώ κα θώ ς βουτ βο υτού ούσ σε
σ την πισ ίνα κα κα ι αμ έσω ς μ ετά ανέβ νέβαινε σ την επι επιφ άνει άνεια. Τ ο φ ω ς του ήλιου αντα ντανακλού νακλούσ σ ε σ το νε νερό κα κ α ι πάν πά νω από τον φράχ φράχτη, ένα σμάρι σμ άρι από σ κνίπες βούι βο ύιζε κάτ κά τω από τη τη σ κιά τω τω ν ισ πανι πα νικώ ν κασ κα σ τανιώ ν. Ο Χ αλ σ τεκότ κό τα ν στη στη βεράν βεράντ τα κρατ κρα τώ ντα ς ένα παγ π αγω ω μένο μένο μπουκάλι μπ ουκάλι Κ όκα όκ α Κ όλα κα κ α ι ατένιζε τα δέν δέντρα. ρα. Έ βλεπε τι τις πολύχρω πο λύχρω μ ες λάμψ λάμ ψ εις από απ ό το τους φ άρους άρους τω ν περι περιπολι πολικώ ν, σ το σ ημ είο όπου όπ ου η ασ τυνομί υνομ ία είχε εμ εμ φ ανισ τεί, απ οκλείοντας ντας τη ν πε περιοχή με κίτρινη ταινία. Π ρέπει να είχαν βρε βρει κάτ κά τι. Ή πιε σκ σ κεφ τικός μια γου γουλ λιά από το το ποτό του. ου . Ή τα ν τόσο όσ ο χαρούμε ρούμ ενος που πο υ είχαν ξεφ ύγει ύγει από απ ό το το κε κ εντρι ντρικό Μ πρί πρίξτον, που πο υ είχαν φ ύγει από το μικρό το τους διαμέ αμ έρισμα, αλλά τα τα προβλ προβλή ήμ ατα το το υ κέντ κέντρο ρου υ δεν δεν εί είχαν πάψ πά ψ εινα το το υς κατ κα ταδιώ κουν. κο υν. Α , το το κέ κ έντρ ντρο... .... Κ άποια περί περίοδο ήτ ή τα ν περήφ περήφ ανοιγι νοιγια το το μέρος στο οποί οπ οίο ζούσα ούσ αν, κα κ α ι η ζω ή του τους ή τα ν γεμ γεμ άτη από παγίδες δες για κατ κα τσ αρίδες δες κάτ κά τω από το ν νερο νεροχύτ χύτη η, σ ά ντο ντουιτ υιτς με τόνο κ α ι τυρί στο Κ αφέ αφ έ Φ οίνιξ κ α ι α τέλει έλειω τες σ υζη υζητήσ εις του Χ α λ με με το ν Ν τάρκου ρκ ους ς Χ άου. άο υ. Η ζω ή σ το κέν κέντρο. Τ ου άρεσε άρεσε που εκεί κείνος και κα ι η Μ πεν πεν ήταν ήταν κά τοικο ι του κέντρ ντρου, ου, που ζούσ ού σαν μα μα ζί με το υς αυθε υθεντι ντικούς ούς ανθρώ πους. ους. Β ρίσκοντ κοντα αν εκεί εκεί όταν όταν γίνοντα νοντα ν οι οι διαδηλώ δηλώ σεις για τον Γ ουέι ουέιν Ν τά γκλας γκλα ς το 1995. Θ υμότ υμ ότα α ν πω ς σ τεκότ κό τα ν έξω σ τον δρόμο, κρα τώ ντα ντα ς σ το ένα χέρι χέρι τα κλει κλειδιά κα κ α ι σ το άλλο βιβλία, βλέποντ λέποντα ας τη ν παμ πα μ π Ν τόγκστ όγκσ ταρ να καί κα ίγεται. Π ουφ ουφ ! Έ γινε σ τάχτη. άχτη. Κ αι όλοι κοιτούσ α ν έξω έξω από τις πόρτες ρτες κ α ι τα παράθυ αρ άθυρά ρά του τους για να δουν δου ν τη τη φ ω τιά να υψ ώ νετ νετα ιλαμπερή ιλαμπερή μέχ μέχριτον ριτον ουρανό. Ό τα ν όμω όμω ς γεννήθηκε νήθηκ ε ο Τ ζος, ος, όλα άλλαξ άλλαξαν αν.. Η αίσθηση σθησ η της ευθύνη υθύνης ς ξύπνησ ξύπνησε ε μέσα τους. ους. Ο ι σχιζοφρε οφ ρεν νείς που ούρλι ούρ λιαζαν, οι ληστ λησ τείες, οι πλούσ πλο ύσι ιοι νεα νεα ροί ροί θαμώ θαμ ώ νες νες τω ν κλαμ κλα μ π κα ι ο ι σ α τα νικοί κο ί ακόλουθοι ακ όλουθοιτ του Λ ούις Φ αρακάν -πανέ -πα νέμ μ ορφ ορ φ οι μαύροι μα ύροιάντ άντρε ρες ς ντυμ ντυμέ ένοι με χλιδάτ δάτα κο κοσ τούμ ια, που σ τέκ τέκ οντα ντα ν στ σ τις γω νίες με τα χέρι χέρια σ ταυρω μ ένα σ το σ τήθος θος τους, ους, σ κορπί κορπίζοντας οντας δολοφονι δολοφ ονικά βλέμ βλέμ μ ατα ατα ολόγυρ ολ όγυρα α - όλα αυτ αυ τά έπαψ πα ψ αν ξαφ ξαφν νικά να του τους ς φ αίνοντ ονται ω ραία. Τ ώ ρα
τα σ οβα οβαρέψ ει. Μ ια μέρα, μέρα, ο Τ ζος είχε εμ φ ανισ τεί α χα φ ουριόζος όζος,, κρα κ ρατ τώ ντα ντα ς τη ν κούκ κο ύκλα λα του Μ παζ πα ζ Λ άιτγιαρ, αρ, ο οπ οποίος με τη σειρά το το υ κρα κρ α τούσε ύσ ε το νέο του του όπλο: όπλο: μια χρησ χρη σιμ οποι οποιημένη σύρι ύριγγα γγα, που πάνω τη ς είχε τυπω τυπ ω μ ένες τις λέξει λέξεις α μ α χ ρ ή σ η νο το περισ τατικό, κό, ο Χ αλ αποφ άσ ισ ε να 100 . Έ π ειτα α π ’ α υτό το λιώ σ ειστη δουλει δουλειά, προκε οκ ειμ ένου να πά ρειτη ρειτη ν οικογένε γένει ιά του μακριά από απ ό το το κέν κέντρο το του Μ πρίξτον. Ω στόσ στόσο, ο, το σ ω σ ίβιο προήλθ προήλθε ε από την οικογένε γένει ια τη ς Μ πενεντ νεντί ίκτε: μια κλη κληρ ρονομι νομ ιά από τη θεί θεία τη ς στη Ν ορβη ορβηγ γία, τους είχε επιτρέψ εινα εγκα γκαταστ τασ τα θούν θο ύν στ σ το νέο νέο το υς σπίτι, σε ασφ ασφ αλή από α πόσ σ τασ η από το το κέντ κέντρο ρο.. Ε κεί κεί, είχαν φ ω τισ μό κα κ α ι φ ράχτ ράχτη ασφ αλεί λείας, είχαν με μερικές σ τάσ εις του λεω φ ορείου απ α πόσ τασ η από το μπαρ μπ αρ Φ ριτζ κα ιη ζω ή προμ προ μ ηνυότ ηνυόταν άνετ άνετη. «Χ αλ!» Α πό έν ένα παράθυρο παράθυρο ψηλά, ψ ηλά, η Μ πενε πενεν ντίκτε κτε το ν φ ώ ναζε αζε. Ε κείνος άφησ άφ ησε ε τη ν Κ όκα όκ α Κ όλα στη στη βεράντ βεράντα. α. «Τ ζος, ος, μεί μείνε εδώ , εντά ντάξει;» Π ήγε μέσα, ανεβ νεβ αίνοντας τα σ καλι κα λιά δυο δυο. Β ρισ κόταν σ την κρεβατοκά κρεβατοκάμ μ α ρα κ α ικαθότ κα θότα α ν στ σ την άκρη του κρεβα κρεβατ τιού. «Ε ίσ αικαλά;» αι καλά;» «Ν αι». Φ ορούσε ορούσ ε ένα κοντ κο ντομ ομά άνικο, κο , ροζ εσ ώ ρουχα ρουχα κα ι παντόφ παντόφλε λες ς, κ ι έδει δειχνε χνε πω ς άλλαζ λλαζε. Η μία πλε πλευρ υρά ά τω ν μαλλιώ ν τη ς ή τα ν πιασμ ασ μένη σε ρόλεϊ ρόλεϊ. «Ε γώ καλά είμαι, αλλά κο κ οίτα το το κρεβάτι». Ο Χ αλ διαπίσ τω σ ε πω πω ς η μερι μεριά στ σ την οπο οπ οία κοιμ όταν εκεί εκείνη ήταν υγρή, υγρή, λες λες κ α ιη Σ τρουμ ρουμφ φ ίτα είχε ουρή ουρ ήσ ειπάνω πά νω της. ης. «Θ εέ μο μ ο υ!» «Ω , Χ αλ». αλ». Η Μ πεν πεν έτριψ ε το πρόσω πρόσ ω πό της της.. «Συγ «Σ υγγ γνώ μη που φ ώ ναξα. αξα. Φ αντά αντάζομα ομ αι πω ς δεν δεν φ ταίει η Στ Σ τρουμφ ρουμ φ ίτα. Ε ξάλλου, άλλου, εί είναι γέρικη». κη ». Α ναστ ασ τέναξε κ α ιάρχ άρ χισ ε να αλλά α λλάζ ζειτο ιτο μ ουσκεμέ ουσ κεμένο νο πάπλω πά πλω μ α. «Α νεβαί βα ίνει σ το κρεβάτ κρεβά τι κ α ι μερι μερικές κές φ ορές ορές δεν δεν προλαβαί προλαβ αίνει να κατ κα τεβ εί, όταν όταν θέ θέλεινα λεινα πά ειτουαλέτ υα λέτα α». Ε κείνος κούνη ού νησ σ ε το κεφ κεφ άλι του. ου . «Έ πρε πρεπε να τη τη δει δεις το πρω ί. Σ ερνόταν. ρνόταν. Τ α πίσω τη ς πόδι πό δια ... ... ξέρει ρεις. Ά ρχι ρχισε να κα κ α τουρά υρ ά ει ακόμη κόμ η προτού προτού προλάβ προ λάβε ει να στ σ τα μ α τή σ ει το περπά περπάτ τημα. ημ α. Π ερπα ρπ α τούσε ούσ ε και κα ι
κατουρο υρ ούσε ύσ ε ταυτόχρονα όχρο να.. Ε ίναιθλιβερό». βερό». «Π ήρε τα χάπια τη τη ς το πρω ί, αλλά ίσ ω ς πρέπ ρέπεινα βρούμ βρούμε ε κάποιον κτη κτη νίατρο σ το Χ έλστ λσ τον, για κάθε κά θε ενδεχ δεχόμε όμ ενο. Μ πλιαχ!» Η Μ πεν πεν ξεφ ξεφ ύση ύσ ησε κ ι έχω σ ε τα τα χέρι χέρια τη τη ς κάτ κά τω από τα μαξιλάρια, για να τραβή ρα βήξ ξει τα σε σ εντόνι ντόνια. «Κ αι πάνω που πίσ τευα πω πω ς είχε περά περάσ σ ει ο και κα ιρός ρός που πο υ άλλαζ άλλαζα α τα τα κατ κα τουρη υρ η μ ένα σ εντόνι ντόνια». «Φ α ντά ντάζομα ομ αιπω ς είναι ναιεξαιτίας του αγγί γγίγμα γματος το πρω πρω ί». «Ν αι, βέβαι βα ια, όταν όταν κά κά ποιος άγνω σ τος αγγίζει τα ιδιαίτερά σου κατ κα τουρι ουρ ιέσ αι από απ ό ενθουσι θουσ ιασ μ ό. Μ όνο ένας ένας άντρας άντρας θα σκεφ σ κεφτ τότα ότα ν κάτ κά τι τέτοιο». ο» . Έ κανε κα νε τα σκε σ κεπά πάσ σ ματ μα τα κουβάρι. «Θ α πρέπε πρέπει ι να της της απαγορε γορ εύσου ύσ ουμ μ ε να ανεβ νεβαίνει νει τις σκάλε κάλες ς, εντά ντάξει, Χ αλ; Θ α τη την κρα κρα τάμ ε σ την κουζ ουζίνα». να». Ε κεί κείνος ανασ ανασ τέναξε ναξε. «Υ ποθέτ ποθέτω πω ς πρέ πρέπεινα πει να βρούμε βρούμ ε μια λύση λύση αφ ού επισ τρέψ ουμε υμ ε από το το ταξίδι». Τ οποθ οπ οθέ έτη σ ε δύο δάχτ δά χτυλα υλα στ σ τον κρόταφ κρόταφό ό τη τη ς κ ι έκανε κα νε πω ς π α τά ει τη σκανδάλη. σκανδάλη. «Κ ακόμοι ακόμ οιρο σ κυλάκ κυλάκι ι». «Ω , Θ εέ μ ου, μη λε λες τέτοια πρά πράγ γμ ατα» ατα».. Σ κούπ κο ύπι ισ ε το πρόσω πρόσω πό τη ς πάν πά νω σ τον ώ μ ο της της.. Δ εν πίσ τευε πω ς θα μπορ μ πορούσ ούσε ε να ξεπε ξεπερά ράσ σ ει τον θάνατο θάνατο τη ς Σ τρουμ ρουμφ φ ίτας. Δ εν πίσ τευαν πω ς θα ζού ζούσ σε τόσ ο πολύ. πολύ. Σ το κολά κολάρο ρο της της,, κά κ ά τω από το όνομ όνομ ά της της,, είχαν ακόμ κόμ η το το παλι παλιό το το υς τηλέφω ηλέφ ω νο. Δ εν πίσ τευαν υα ν πω ς άξιζε να το το αλλάξουν αλλάξουν.. Ω σ τόσο, όσ ο, η Μ πεν πεν δεν δεν έδε έδει ιχνε να α ποδέ οδέχετ χεται πω ς το τέλος λος πλησ πλη σ ίαζε. «Ν α αλλάξ αλλά ξουμε ουμ ε θέμα;» θέμα;» Έ κανε κα νε μετ μεταβολή και κα ι, κου κ ουβα βαλώ λώ ντα ντα ς τα σ κεπά κεπάσ σ μ ατα, ατα, βγήκε από απ ό το το δω μάτιο.
Ή τα ν δαγκω μ ατι ατιά. Μ ια κόκκ κό κκι ινη ανοι α νοιχτή πληγή πληγή πάνω π άνω στη στη λευκή λευκή σάρκα. σά ρκα. Σ αν ο Ρό Ρ όρινα ρι να είχε δεχτ δεχτεί είτ το δάγκω μ α κα κ ανίβαλου βα λου.. Σ τη ν ίδια περιοχή, οχή, υπή υπ ήρχαν χαν άλλε ά λλες ς τέσσ έσσ ερις ή πέντε ντε δαγκω δα γκω ματιές, όχι τόσ ο βαθιές, αλλά ο Κ ρισ ναμούρ ναμ ούρτ τι δεν δεν μπο μπορο ρούσ ύσε ε να βρει βρει άλλα σημ σημά άδια στ σ τα
σ ημ εία όπ όπ ου ένα αρσ α ρσε ενικό θύμ θύμ α βιασ μ ού τυπι τυπ ικ ά δαγκώ δαγκώ νετ νεται: στις μασχάλ μασχάλε ες, το το πρόσω πο και το όσχε όσχεο. Μ όνο όνο στ σ τους ώ μους μους. Δ αγκω μ ατιές σ τους ώ μ ους. ους. Ή τα ν μι μ ια μέθοδος τη ν οποί οπ οία ο βιασ τής χρησι χρησ ιμ οποι οπ οιούσε ούσ ε σ υχνά υχνά για να υπο υπ οτά ξει ξει το θύμα θύμ α το του. Κ αι ότα ότα ν ο Κ ρισ ναμούρ ναμ ούρτ τι εξέτ ξέτασ ε τον πρω πρω κτό κτό για δεί δείγματ γμα τα, βρή βρήκε κ ά τι ακόμ κόμα. «Ν αι». Κ αθάρισε το ν λαιμό του κ α ι ίσ ιω σ ε το κορμ κο ρμί ί του. ου . «Υ πάρχε πά ρχει ι μια ουσία». Κ ανεί ανείς τους δεν δεν μί μ ίλησε λησε. Η Σ ούνες νες κ α ι ο Κ άφε άφ ερι αντάλλα ντάλλαξ ξαν μι μ ια ματιά. «Ξ έρεις περί ερίτίνος πρ πρόκειται;» «Δ εν μπορώ μπορώ να πω πω με ακρί κρίβει βεια, κοι κο ιτάζοντά ντά ς τη σε αυτό υτόν τον φ ω τισ μό, όχιμ όχι μέχρινα τη τη ν εξε εξετ τάσ ω σ το εργασ εργαστ τήριο, αλλά φ αντά ντάζομαι ομ αι ότι ότι μπορώ μπορώ να μ αντ αντέψ ω ». Η Σ ούνες ούνες κατ κα τένευσ νευσε ε. «Κ ατάλα ατάλαβα» βα».. Κ οίταξε τον Κ άφερι άφερι. Κ ι εκείνος νος κατένευσε, νευσ ε, βάζοντα ντας τα χέρια του σ τις τσ έπες, καθώ ς παρα πα ρακολο κολουθούσ υθούσε ε το ν Κ ρισ ναμούρτ ναμούρτι ι να εργ εργά άζεται. Μ έχριη ρι η ουσί ουσ ία να να αναγνω ναγνω ριστεί, δεν δεν μπο μπορο ρούσ ύσα αν να κά κά νουν νου ν υποθέ υποθέσ σεις. Θ α μ πορο πορούσ ύσε ε να είναιοτιδήποτε. Ο φ ω τογράφ ος τροφ οδότη οδότη σ ε τη μηχανή ηχανή του με φιλμ κι κι έβγαλε από το σ ακίδιό το του έναν μπλε γνώ μ ονα. ονα. Ό τα ν ο Κ ρισ ναμούρ ναμ ούρτ τι απομακ πομ ακρύνθηκε ρύνθηκε,, τοποθέτ οπ οθέτη η σ ε τον γνώ μ ονα δίπλα στ σ το τραύμ ρα ύμα α κα και εσ τίασε ασ ε με τη μηχαν μηχανή. ή. Η Σ ούνες ούνες και κα ι ο Κ άφερι άφερι παρακολουθούσα πα ρακολουθούσαν ν σ ιω πη λοί λοί δίπλα δίπλα, από τη ν άκρη άκρη τη ς αίθουσας θουσ ας,, καθώ ς ο φ ω τογράφ ογράφ ος απα απ αθανάτ θανάτι ιζε κάθε κά θε δα δα γκω μ ατι ατιά σ τους ώ μ ους του Ρ όρι. Μ ε το που τελεί ελείω σ ε, έκανε κα νε τη ν εμφ άνισή του ο οδοντί οδοντίατρος ρος. Ο δρ Ν τιζάι, αντβ ντβεντι ντισ τή ς τη ς έβδομ δομ ης ημ έρας ρα ς σ το θρήσ θρήσ κευμα, κευμα , φ ορούσ ορούσε ε χοντρά οντρά γυαλι γυα λιά κα κ α ι εμ πριμ έ πουκά ουκάμ μ ισ ο κάτ κά τω από τη λευκή λευκή σ τολή του. του. Τ ο στ σ τόμα όμ α το του έμ οιαζε να έχε έχει ι το μόνιμο χαμ χαμ όγελο όγελο ενός κλόουν. κλόουν. Ο ιδρώ τας έτρεχ ρεχε σε ρυάκι ρυάκ ια πάνω πάνω σ το σκουρό σ κουρόχ χρω μ ο, γυαλι υα λιστε στερό το του μ έτω πο, πο, καθώ κα θώ ς επιθεω θεω ρούσ ρούσε ε τα τραύμ ρα ύμα ατα, κρα κ ρατ τούσ ούσ ε
σ ημ ειώ σ εις κ ι έφ τιαχνε χνε αντ αντί ίγραφ ρα φ α τω ν δαγκω δα γκω μ ατιώ ν, χρησ χρησ ιμ οποι οπ οιώ ντα ντας οδοντ οδοντι ικό κερί κερί. Ο ι νεκ νεκ ροτόμ οι αντά ντάλλασ λλασ σ αν μ ατιές πίσω του. ου . « Τ ι πισ πισ τεύετε;» ρώ τησε η Σ ούνε ούνες ς. «Έ χουμ χου μ ε αρκετά κετά στ σ τοιχεί χεία;» «Μ α, ναι ναι, ναι». Ο Ν τιζά ι περί περίμεν μενε υπομ υπο μ ονετ ονετικά μέχ μέχρι ο σ υνεργάτης του να γεμ γεμ ίσ ει ένα πισ τόλι όλι κόλλα όλλας ς με πολυσ πολυσι ιλικόνη. όνη. «Κ άποι άπ οια α π ’ αυτά τα τραύμ ρα ύμα ατα έγιναν σι σιγά σιγά». ά» . Έ σ κυψ ε για να δει δει το κα κ α λούπ λο ύπι ι από κερί κερί, που κάλυπ κά λυπτ τε τον ώ μ ο το του Ρ όρι, κα κ α ι κούνησ κο ύνησε ε κυκλι υκ λικά το το δάχτυλό δάχτυλό του από πάν πά νω . «Ο ι εκδορέ κδορές είναι ναι ακτι κτινω τές, οπότε το άτομο ομ ο που έκα νε τη δαγκω δαγκω μ ατιά, πιπίλισ ε το δέρμ δέρμα α. Ε ίναι τυπική σ αδιστική σ υμπε υμ περι ριφ ορά». ορά ». Έ βγαλε βγα λε ένα ένα χαρτ χαρτομ ομά άντι ντιλο από την πίσω τσ έπη του παντε ντελονι λονιού του κ α ι σ φ ούγγι ούγγισ ε το μ ουσ ουσ κεμέ κεμένο του του μέτ μέτω πο που πο υ έσ έσ ταζε αζε ιδρώ τα πάνω πάνω στο στο σώ σ ώ μ α του Ρ όρι όρι. «Μ πορώ να διακρίνω ... χμ. χμ .... μία, δύο τρεις σ την αριστερή μεριά και κα ι μία, ίσ ω ς δύο στ σ τη δεξι δεξιά». ά» . Α νασήκ νασ ήκω ω σ ε το βλέμ βλέμμ α του του,, κοι κο ιτά ζοντα οντα ς πίσω από το υς χοντρο οντρούς ύς φ ακούς κούς τω ν γυα γυαλι λιώ ν του, ου , χαμογε χαμ ογελώ λώ ντας ντας.. «Ν αι, είμ αι ευχαριστημένος. ος. Ν ομί ομ ίζω πω ς θα έχουμ έχουμε ε ένα όμορφο όμορφ ο καλού κα λούπι πι».
Μ ετά τη τη νεκρο νεκροψ ψ ία, βγήκα βγήκαν ν ο ι φ ω τογραφί ογραφ ίες με τη χρήση εναλλακτ αλλα κτι ικού φ ω τός. ός. Ο ι άντρε άντρες ς τη ς Σ ήμανση ήμ ανσης ς έφ εραν τον φ ω τογρα ογραφ φ ικό εξοπλισμό σμ ό το το υς κα ι η Σ ούνε ού νες ς με τον Κ άφε άφ ερι έφ υγαν, υγαν, εκείνη για να παρευρεθε πα ρευρεθεί ί σ ε μια συνέντ συνέντευξη ευξη Τ ύπο ύπ ου, ενώ εκείνος επέστ πέστρεψ ρεψ ε στ σ το Σ ράι ρά ιβμου βμ ουρ ρ προ προκει κειμ ένου να καταθέσ θέσ ει τα ευρήμ υρή μ ατα τη ς ημέρας ρα ς σ την ολοέν ολοένα α αυξανόμ υξανόμε ενη σ τοίβα εγγράφ ράφ ω ν τη ς υπόθεσ υπόθεση ης σ το γραφ ραφ είο τη ς Κ ριότος ότος.. Ό τα ν τε τελικά αποφ ποφ άσι άσ ισ ε, αργ αργά το το βράδυ, βράδυ, να γυρί γυρίσ ει σ πίτι, σ υνειδητ δη τοποίη σ ε πω ς ή τα ν νησ νη σ τικός κ ι έτρεμε. Π ήρε φ αγητ αγητό ό σ το Κ ρίσταλ Π άλας κ α ι αφ ού έφ αγε αγε, το τρέμ ρέμ ουλο σ ταμάτ αμ άτησ ησε ε κάπω ς. Ω στόσο, στόσο, λίγο προτού προτού μπε μπ ει σ πίτι του, αναγ α ναγκάσ κάστ τηκε να κοντ κο ντο οσ τα θεί θεί για λίγο κα κ α ι να υποσ υπ οσχ χεθεί θεί πω ς δεν δεν θα θα άφ άφ ηνε την
υπόθεσ υπόθεσ η να φανε φ ανείστ ίστο ο πρόσ π ρόσω ω πό του. του. Δ εν ή τα ν ανάγκη ανάγκη να ανησυχε νησ υχεί ί. Η Ρ εμ πέκα δεν δεν εί είχε διάθεσ άθεση να σ υζητήσου υζητήσ ουν ν γι για τη δουλ δουλε ειά του. του. Ή τα ν ξαπλω μένη σ τον καναπέ κα ναπέ,, ντυμ ντυμέ ένη με σ ουίντ παντ πα ντε ελόνι λό νι σε χρώ μα κα καραμ ρα μ έλας λας κ α ι λευκή λευκή μ πλούζ πλούζα. Π ιπίλιζε ένα ένα από α πό τα ροζ νύχι νύχια της, ης, ενώ έβλεπε τηλεόρα λεόρασ σ η. Σ το τραπέ ρα πέζ ζι μ προσ προστ τά τη τη ς υπή υπήρχε μια στοίβα με περιοδικά Τ ιμιμ Ά υ τ . Δ εν τον κο κοίτα ξε, ότα ν εκείνος νος μ πήκε πήκε.. Ο Κ άφε άφ εριήτα ριήτα ν που μίλησε πρώ τος: ος: «Π ώ ς είσαι σα ι;» Τ ον κοί κο ίτα ξε με με βλέμ βλέμ μ α κε κενό, σαν να κοιτούσ ε ένα ένα ανοι α νοιχτό χτό παρά παράθυρο, θυρο, το οποί οπ οίο ο βαριότα όταν να σ ηκω θείκ θείκα α ινα κλεί κλείσει. «Έ χω πονοκ πονοκέ έφ αλο». αλο». «Α υτό υτό εί είναιόλο ναι όλο;» ;» «Ν αι». Κ άθισε σ τον κα καναπέ ναπέ δίπλα τη τη ς κ α ι τη ν πήρε πή ρε αγκαλι κα λιά. «Σ υγγνώ υγγνώ μ η για χθες βράδυ». Δ εν προσ προσ πάθησ πά θησε ε να αποφ ύγει ύγει τη ν αγ αγκαλιά, ούτε έχ έχασ ε την ψ υχραι υχραιμία της. ης. Α ντίθετ θετα, ανασή νασ ή κω σ ε το το υς ώ μ ους της, ης, δίχω ς να πει τίποτα , κα ι σ υνέχι υνέχισ ε να βλέ βλ έπειτ πει τηλεόρ λεόρασ αση. η. Ξ αφ νικά, ένιω σ ε τύψ εις που πο υ το το προη πρ οηγούμ γούμε ενο βράδυ βρά δυ τη ν είχε αναγκά ναγκάσ εινα έρθε έρθει ι αντι ντιμ έτω πη με αναμ ναμνήσ νήσ εις, για τις οποίες δεν ήθελε να μιλήσ λήσει. Ή ξερ ξερε πω π ω ς οι κινήσ νή σ εις του απ όψ ε έπ έπρεπε να είναι ναι προσ εκτικές. «Π άμε πάνω πά νω », το υ είπε αργότε αργότερα. ρα. Ε κείνος τη ν ακολο κολούθη ύθησ σ ε στις σκάλε κάλες ς, μπερδεμέ δεμένος νος εξα εξαιτίας τη ς παράξε ρά ξενη νης ς, σ ιω πηλής λή ς τη ς αύρας ύρας, και αφού αφ ού έφ τασαν σα ν στην στην κρεβα κρεβατ τοκάμ οκά μ αρα, ρα , δεν δεν αντ αντάλλαξαν άλλαξαν λέξ λέξη. Έ πρε πρ επε να το είχε υποψ ια σ τεί, έπρεπε έπρεπε να είχε δει δειτα σημάδια. Σ τη Ρ εμ πέκα άρεσ άρεσε ότα όταν ο Τ ζα κ τη τη ς έκανε κα νε σ τομα ομ ατικό έρω τα. Ή τα ν κ ά τι που που είχαν ανακα ανακ α λύψ ει σ την αρχή αρχή τη τη ς σ χέσ ης τους. ους. «Γι «Γ ια τη ν ακρ ακρί ίβεια, το πρώ το βρά βράδυ», δυ», είχε πει σ τις φ ίλες λες της, «δεν ήταν ανάγκη ανάγκη καν κα ν να του του το ζητήσ ητήσω ω . Ή τα ν έν ένα θαύμα». θαύμ α». Θ α το έκανε κα νε για ώ ρες ρες, αν εκεί εκείνη το ήθελε θελε,, κ α ι τα πόδι όδια τη τη ς θα ανα α ναπ παύοντα ντα ν στ στην
πλάτ λάτη του. ου . Μ ερικές φ ορές γελο γελούσ ύσε ε, επειδή εκείνος νος κρα κρ α τούσε ύσ ε το το ένα πόδι του πάνω πάνω σ τον καναπ ναπέ ή το το κρεβάτ κρεβάτι, κ α ι το άλλο άλλο στ σ το πάτ πά τω μ α, σαν να ήθελε θελε να είναι ναι πά ντα ντα έτοιμ ος, ος, σε περίπτω σ η που χρει χρειαζόταν να τρέξει. Τ ι ν ο ζ ε ς νο ς θα σ υμβ ; α μ υκ ν ο σ ; Ε κεί το βράδυ, δεν δεν του είπε τί τίποτα. οτα. Α νασή νασ ήκω σ ε τους γλου γλουτούς τη ς και τον άφ ησε να τη ς βγάλε βγά λει ι το παντ πα ντε ελόνι, αγγίζοντα οντας το κεφά κεφ άλι του, ου , αφ ήνοντα νοντας τα δάχτυλά δάχτυλά του να χαϊδέψ δέψ ουν ου ν τα μαλλιά της της,, με το βλέμ βλέμμα σ το τα ταβάνι βά νι. Α φ ού ήρθε ήρθε σε οργα οργασ μό, εκείνος νος έβγαλε βγαλε το πουκ πο υκά άμ ισ ό του, ου, σ κούπ κο ύπι ισ ε το πρόσ πρόσω ω πό το το υ με αυτό υτό κ ι ετοιμ άσ τη κε να ξεκο ξεκουμ υμπώ πώ σ ει το παν πα ντελόνιτ λόνι του. Ό μ ω ς η Ρ εμ πέκα τον τον έσ έσ πρω ξε και κα ι σ ηκώ θηκε θη κε από από το το κρεβάτ κρεβάτι. Ά ρχι ρχισε να μ α ζεύειτ ύει τα ρούχα τη ς από το το πάτω πάτω μα. «Π ού πας πας;» ;» «Π άω να κάν κάνω ω μπάνι μπάνιο». ο». «Τ ι;» «
α
κ ά ν ω
μ
ν ι
».
Β γήκε γήκε από το δω μ ά τιο περπατώ ντα ντα ς σ τις φ τέρνες ρνες τη ς κ ι εκείνος έπεσ ε σ το κρε κρεβάτ βά τι, κα λύπ λύπτο ντα ντα ς το πρόσ πρ όσω ω πό του με τα χέρια, προσ προ σ παθώ πα θώ ντας να αγν α γνοή οήσ σ ει τη ν παραπ πα ραπον ονε εμ ένη σ τύση του. α κα ά κ ά ν ε ; Ά κουσ ου σ ε τι τις παλιές σ ω ληνώ λη νώ σ εις να τρίζουν ουν κα κα ι την άκουσε ουσ ε να πηγ πη γα ίνει νει κάτ κά τω , αφού αφ ού τε τελεί λείω σ ε το μπάνι μπάνιο της της.. Δ εν επέσ πέσ τρεψ ρεψ ε πάν πά νω . Τ ο ρολόι ρολόι σ το κομοδί κομ οδίνο χτυπ χτυπού ούσ σ ε ρυθμ ρυθμ ικά και κα ι η σ τύση ύσ η του σ ιγά σι σιγά υποχώ υπο χώ ρησ ρη σ ε. Β όγκηξε όγκη ξε κ ι έμ εινε ξαπλω ξαπλω μ ένος στο κρε κρεβάτ βά τι, κοιτάζοντα οντα ς το τα β ά νιμ νι με κεφά κεφ άλιπο λιπονε νεμ μ ένο. ύ
ο
ρο κά λε
,
Τ ζα κ .
λα
υ τά
έχ
υν
σ χ έσ η
ε
ο
χ
σ ιν ό
β ρ ά δ υ .
Ό τα ν εκεί εκείνη επέστρεψ ε έπειτα από μερικά λεπτά, λεπτά, φ ορού ορούσ σ ε το παλι παλιό το του μ πουρνούζ ουρνούζι ι. Ε ίχε βου βουρτσί ρτσίσ ειτ ειτα μαλλι μα λλιά τη τη ς κα ι κρατ ρα τούσ ού σ ε ένα ποτ ποτήρι ήρ ι με βότ βό τκα κι κ ι ένα αναμμ αναμ μ ένο πουράκι πουρά κι. Σ τεκότ κό τα ν μπροσ μ προστ τά σ το μικρό ράφι ράφ ι με τα βιβλία τη τη ς κρεβατ ρεβατοκά οκ άμ αρας ρα ς, καπ κα πνίζοντα ντας και
διαβάζοντα οντας ήρεμα τους τίτλους τω ν βιβλίω ν, σ αν να μην είχε συμ συμβ βεί τίποτα . Ε κείνος σ ηκώ θηκε θη κε κα ι άγγι γγιξε το υ ς ώ μ ους της. ης. «Κ οίτα, χθες θες βράδυ...» «Μ η σε απασχ απασ χολεί ολεί». Α πομακρύ πομα κρύν νθηκε. θηκε. «Π άω να κοιμηθώ μη θώ ». Κ ι εκείτ εκεί τελεί ελείω σ ε η σ υνομι υνομ ιλία του τους ς. Ε κείνος σ τάθηκε θηκε στ στην πόρτα πόρτα, αποφα ποφ ασ ισ μ ένος να μη θυμώ θυμ ώ σ ει, καθώ κα θώ ς τη ν εί είδε να ακου ακ ουμ μ πά το πουράκ πουρ άκισ ιστ το σ ταχτοδοχε αχτοδοχεί ίο, να χώ νετ νετα ικάτ ικά τω από απ ό τα τα σ κεπά κεπάσ σ μ α τα και κ αι να ακ α κουμ ουμ πά ένα ένα βιβλίο πάνω σ τα διπλω μ ένα τη τη ς γόνατα όνατα. Τ ο όμορφο όμορφ ο πρόσω πό τη ς φ ω τιζόταν όταν από α πό τη τη λάμπα λάμπ α στ σ το κομοδί κομ οδίνο. Ή τα ν σοβαρή κα ι απορροφ πορ ροφη ημένη από το βιβλίο, σ αν εκείνος να μη βρι βρ ισ κότ κό ταν στο στο δω μ άτιο. Ή ξερε ξερε πω π ω ς έπρε πρεπε να τη ς π ει μερικά πράγμα πράγματ τα, τα οποί οπ οία έπρεπε πρεπε να μ πορούσ πορούσε ε να πει πει. Ω σ τόσο, όσ ο, ή τα ν κουρα κου ρασ σ μ ένος κ α ι στο στο μυαλό υαλό το του είχε τη ν ει εικόνα κό να το του Ρ όρικα ικ α ιήξε ιή ξερε ρε πω ς αυτή υτή η σ τιγμή δεν δεν θα ήτα ήτα ν κα ι η κα καλύτε λύτερη για να αρχί α ρχίσ ει να τη τη ς μιλάει λάει. «Μ άλισ τα». Έ κανε κα νε μ εταβολή κα κ α ι πήγ πή γε σ τον ξενώ να. Ή τα ν το δω μ άτιο που πο υ μ οιραζ ρα ζότα όταν με τον Γι Γ ιούαν, ότα ότα ν ήταν παι παιδιά. Τ ώ ρα το το έλεγε λεγε «το «το δω μ άτιο το του Γ ιούαν». ούα ν». Β ρήκε ρήκε τα αθλητι θλητικά του κ ι έβαλε βα λε μια μια φόρμ φ όρμα α κι κ ι ένα κοντ κοντο ομ ά νικο. Έ σ κυψ ε για μια στ στιγμή σ το παράθυ π αράθυρο ρο να δει δει αν τα φ ώ τα στ σ το σ πίτι του Π εντε ντερέτ ρέτσ κι ήταν ήταν αναμμ αναμ μένα. Ή τα ν μι μια συνήθε σ υνήθει ια, τη ν οποί οπ οία δεν δεν μπορο μπ ορούσ ύσε ε π οτέ να αποβά πο βάλε λει ι. Π έρασ ρασ ε ένα κλε κλει ιδίσ δί σε ένα κομ κο μ μ ά τι σ πάγκο, πά γκο, που πο υ τον τύλι τύλιξε γύρω από το ν λαιμό του, ου , κα τέβ η κε τις σ κάλε κά λες ς κ ι έκλεισ ε με δύναμη δύναμη τη ν πόρτ όρτα. Δ εν είπε αντί ντίο στη Ρ εμπ εμπέκα .
Μ όλι όλις η πό πόρτα έκλεισε, εκε εκείνη έριξε το βιβλίο στ σ το πά τω μ α κα κ αι κοίτα ξε το ταβάνι. Α φ ού η πόρτα πό ρτα τη τη ς αυλή υλής είχε κλείσ εικα ιο δρόμ δρόμος έξω βυθί βυ θίσ τηκε στ στη σ ιω πή - μ ια σ ιω πή τη ν οπο οποία δι διέκοπτ έκοπ τα ν μερι μερικά αμάξια που πο υ περνούσ περνούσαν, αν, με τα φ ώ τα του του ς να αντι ντιφ εγγί γγίζουν στ σ το τα β ά νινι- ανακά νακάθι θισ ε κ α ι βύθι ύθισε το πρόσω όσ ω πό τη ς σ το μαξιλάρι. ,
ζ
κ ,
Π ίεσε το μαξ μα ξιλάρι πάνω πάνω στη μύτη και το στόμα της, κι άρχισε να ουρλιάζει. Ο ύρλιαξε μέ μέχρι που πο υ ο λαι λαιμός τη ς διαμαρτυρ ρτυρήθ ήθη ηκε κ α ι το κεφ κεφ άλι τη ς πόνε πό νεσ σ ε. Έ πειτα , έμ εινε ακίνητη νητη, με το μαξιλάρι ακόμ κό μ η στο πρόσ πρ όσω ω πό της, ης, πνίγοντα γοντας το ν ήχο τη ς ανάσας νάσ ας της. ης. Η υγρασ υγρασ ία τη της ανάσας νάσα ς τη ς μ ούσ ούσ κευε το μαξι μαξιλάρι λάρι. Τ ο πρόσ πρό σ ω πό της, ης, ω σ τόσο, όσ ο, ήταν σ τεγνό τεγνό.. Δε Δ εν είχε κλάψ λά ψ ει. σε
ι
νη
κα τ
σ
η
βρ
κό
στ ;
Τ ο τρέ τρέξ ξιμ ο, που που όσο όσ ο ή τα ν στ σ τα είκοσί οσ ί του τον βοη β οηθού θούσ σ ε να απελευθ πελευθε ερώ σ ει τη ν ενέ ενέργε ργει ια μέσα του του,, σ τα τρι τριά άντα ντα τον βοη β οηθού θούσ σ ε να αφ ήσ ει το μυαλό το το υ ελεύθε λεύθερο. ρο. Σ τα μ α τούσε ύσ ε τις σ κέψ εις του, ου , που σ τριφ ογύριζαν μα μ ανιασ μ ένα μέσα του του,, κι κ ι εκείνο το το βράδυ η ανακούφι νακούφ ιση ήρθε ήρθε αμέσω μέσω ς. Ή ξερε ποιο ήτα ήτα ν το πρόβλημα: πρόβλημ α: η Ρ εμ πέκα ήθελε θελε να μιλήσ λήσ ει για όσα όσ α τη τη ς είχαν συμ συμβ βεί, κ ι αυτό που ήθελε θελε αυτή υτή από εκείνον νον ή τα ν να γυρί γυρ ίσ ει τη ν πλάτ πλά τη του σ τον Γι Γ ιούαν, ούα ν, για την ακρί κρίβει βεια, να φ ύγουν ύγουν από από το το σ πίτι. Κ ι αυτό ήτ ή τα ν το μοναδι οναδικό της κοινό με τις υπόλοιπες. ες. Σ ε όλα τα τα άλλα, άλλα, η Ρ εμ πέκα ήτ ή τα ν διαφορε αφ ορετ τική. κή. Τ ραβούσ ού σ ε την προσ ροσοχή του περισσ ότε ότερο από τις άλλες άλλες, τη ν αγαπ αγα πούσ ούσ ε περισσ ότε ότερο, ρο, τη ν ήθελε ήθελε περι περισσ ότε ότερο. Ω σ τόσο, όσ ο, δεν δεν ήθελε ήθελε να αναγκα ανα γκασ σ τεί να επιλέξ λέξει. Έ τρεχε, χε, προσ προσπ παθώ ντα ντας να μην το το σ κέφ τετα ι κ ι ένιω σ ε το κλειδί να χτυ χτυπά ει το σ τήθος του, ου , δεμ δεμ ένο στ σ το φ υλαχτό υλαχτό το του Α γίου Χ ρισ τόφορ όφ ορου ου που που το το υ είχε δώ σ ει η μ ητέ ητέρα του του,, καθώ κα θώ ς διέσ χιζε το Μ πρόκλι πρόκλι - το απομονω μέν μένο, μικρό Μ πρόκλι- προσπερν προσπερνώ ώ ντας τα μικρά σ πίτια τω ν τεχνι εχνιτώ ν, που επέζη πέζησ αν από του τους βομβα ομ βαρδι ρδισ μούς ούς τη ς Λ ουφ ουφ τβάφ βά φ ε. Τ ο το τοπίο είχε αλλάξε λλάξει ι από τό τε που πο υ εξαφα ξαφ ανίσ τηκε ο Γ ιούα ούαν. Τ ώ ρα πι πια, η μονολιθική φ ιγούρα ούρα το του Λ ιούι ούισχαμ, χαμ , το κτ κ τίριο τη ς Σ ίτιμ πανκ, πα νκ, με το Σ να τρ τρεμ οπαίζει σ το σ κοτ κοτάδι σαν μυγοπα μ υγοπαγί γίδα, δέσ δέσ ποζα οζα ν σ τον ορίζοντα. οντα. Κ αιγ αι γύρω του, ου , δεν δεν ή τα ν πλούσ λού σ ιοι κά τοικ οικοι
τω ν προα πρ οασ σ τίω ν που αγόραζ αγόραζαν τα ευρύχω ρα σ πίτια κοντά οντά στο στο Χ ίλιφ ιλντ λντς, αλλά έμ ποροι ορ οι ναρ ναρκω τικώ ν - μερικές φ ορές ορές, άκουγε τι τις αντα νταλλαγ λλα γές πυρο πυροβο βολι λισ μ ώ ν με μεταξύ του τους ς, αργ αργά το το βράδυ. Ο Κ άφε άφ εριε ρι είχε αγοράσ γορά σ ειτο σ πίτ πίτι σ το οποί οπ οίο ζούσε ούσ ε από από τους του ς γονεί γονείς του γύρω γύρω σ τα είκοσί οσ ί του χρόνι ρόνια. Κ άποτ άπ οτε ε η ονομασ ονομ ασί ία το του ήτ ή ταν «Γα «Γ αλήνη» λήνη»,, ω σ τόσ ο, τη δεκαετ δεκα ετί ία το του Ε ξήντα ξήντα, κά ποιος αλιτήρι ήρ ιος είχε ανεβεί νεβείσε μι μια σκά σ κάλα λα κ α ι είχε αλλάξε αλλά ξει ι, με τσ ιμ έντο ταχεί ταχείας πήξεω ξεω ς, το όνομα σε σ ε Γ εθσημαν θσημα νή. Τ ο πρώ π ρώ το πράγ πρά γμα που έκαναν κα ναν ο ι Κ άφε άφ εριήτ ριή ταν να σ πάσ πά σ ουν τη ν πλάκα με τη ν ονομα ονομασ σ ία. «Δ εν υπάρχε υπά ρχει ι λόγος λόγος να ανοίγουμε γουμ ε τη ν πόρτ πόρ τα σ τον πόνο», πό νο», είπ ε η μ ητέ ητέρα του του.. «Ό ποι πο ιος ζεισε ει σε ένα σπί σ πίτι με τέτο έτοιο όνομα όνομα, θα εί είναι ναι κατ κα ταραμ ρα μ ένος». νος». Ω σ τόσο, όσ ο, η θερα θεραπε πεί ία τη ς δεν δεν λειτούργ ούργησ ε. Ίσ ω ς κ α ινα άργησαν. άργησαν. Σ υνέχι υνέχισ ε να τρέχε ρέχει, με το τον ιδρώ τα να μ ουσ κεύει το κοντομ ντομά άνικο, κο , έκανε κα νε στροφ στροφή ή σ τα αρι αρ ιστερά κ α ι προσ προσπέρασ πέρασε ε το νεκρ νεκροτ οτα α φ είο του Ν άνχε νχεντ, ντ, κα τευθυνόμ θυνόμε ενος προς προς το ολόφ ολόφ ω το κ α ι διάσπαρτ πα ρτο ο με λί λίμνες μνες και κα ι ξέφ ω τα Π έκαμ κα μ Ράι. Ξ αφν αφ νικά, στ σ το μυαλό του ήρθε ήρθε το Π άρκο άρκο Μ πρόκγου πρ όκγουε ελ, ο δολοφ δολοφ όνος του Ρ όρι, κ ι άρχ άρχισε να κά κ ά νει νει συνδέ υνδέσεις. Υ πήρχαν ρχαν άρ άραγε κοινές τακτικές, ές, τις οποίες υιοθετο ετο ύσ ε κάθε κάθε παιδόφ δόφ ιλος λος σ το Λ ονδίνο; Κ άποτε οτε, πρι πριν από χρόνι χρόνια, είχε δια βάσ ειγι ειγια τον με μεγαλύτε γαλύτερο οργανισμό το του κόσ κόσ μ ου, ου , έναν μύκ μύκη ητα που που ζούσε ούσ ε στο υπέ υπέδαφ δα φ ος κα ι κάλυπ λυπτε σχ σ χεδόν σαρ σαρά άντα σ τρέμμα ρέμμ α τα τη τη ς πολι πο λιτείας του Μ ίσιγκαν. κα ν. Μ ερικές φ ορές ορές παρο πα ρομ μ οία οίαζε το δίκτυο κτυο τω ν πα παιδόφι δόφ ιλω ν με αυτόν τον μύκητα: ο καθένας τους ζούσε αόρατος μέσα στην κοι κο ινω νία μας μα ς -κ ά τω από τη τη μύτη ύτη μ α ς- και κα ι σ υνδέ υνδέοντα οντα ν με κάπ κά ποιον τρόπ ρόπο μ εταξύ τους. ους. Ο Π εντε ντερέτσ κιή τα ν ένας ένας γέρο γέρος ς άντρας άντρας,, ο οπο ο ποί ίος είχε αφ ήσ ειπίσω του τις μέρες που βίαζε αγορά γοράκια στ σ τη φ υλακή υλα κή,, αλλά ή τα ν μέ μέρος α υτού υτού του δικτύου ύο υ κ α ι ο Κ άφε άφ ερι μ πορο πορούσ ύσε ε να ορκι ορ κισ τεί πω ς ο κω λόγερο λόγερος ς ήξερε κά ποιον... ν... που που ήξ ή ξερε κά ποιον... ν... που που ήξ ήξερε κά ποιον... ν... που πο υ ήξε ή ξερε ρε τον δολοφόνο δολοφ όνο το του Ρ όρι όρ ι Π ιτς. Δ εν πίσ τευε ότ ό τιη απόσταση ανάμεσά τους ήταν μεγάλη.
Ε πέστ πέστρεψ ε τρέχοντα χοντας σ το Μ πρόκλι πρόκλι, σ τρίβοντα οντας αριστερά στη γέφ υρα τω τω ν γρα γραμ μ μ ώ ν του τρένου, ρένου, αφ ήνοντας οντας τη μ ατιά το του να περιπλανηθε πλα νηθεί ί πάνω πάνω τους. Τ α δέντ δέντρα ρα είχαν ακόμ ακ όμη η φ ύλλα ότα ότα ν ο Γ ιούαν ούα ν εξαφα ξαφ ανίσ τηκε - θα ή τα ν εύκ εύκολο ολο,, μέσα στ σ το σ κοτά δι της νύχτ νύχτας, κά ποιος να κρύ κρύψ ψ ει ένα σώ σ ώ μ α σ ε ένα α π ’ αυτά κ α ι αργότ ργότε ερα να το το κ α τεβ ά σ ει πριν πέσ πέσ ουν ου ν τα φ ύλλα. ύλλα. Δ εν ή τα ν ευχ ευχά άρισ τη σκέ σκέψ η. Έ φ τασε ασ ε σ τον δρό δρόμο μο του του Π εντερέτ ρέτσ κι κ α ι προσπέ προσ πέρασ ρασε ε τη ν πύλη πύλη της της εισ όδου, τα διακοσμ κοσ μ ημ ένα με βιτρό παράθυρα παράθυρα κα κα ι τη ν καλά κρυμ κρυμμ μ ένη βεράντ βεράντα, α, πάνω πάνω σ την οποί οπ οία βρίσ κοντα κονταν παπ πα πούτ ούτσ ια τοποθε οθετη μ ένα ένα στ σ τη σει σειρά. Τ α φώ φ ώ τα στ σ το μπάνι πάνιο το του Π εντε ντερέτ ρέτσ κιήτ ιή ταν αναμμ ναμ μ ένα κα κα ι ο Κ άφε άφ ερισ ρι σ ταμ ά τησ ε για μια στ στιγμή έξω από το το σπίτι, κοι κο ιτά ζοντα ντα ς το φ ω ς σαν να ήτ ή τα ν πετα πεταλούδα λούδα τη ς νύχτ νύχτας. Τ ο θολό θολό τζάμ ζάμ ι έλαμ λα μπε από από το φ ω ς κ α ι του πήρε πήρε με μ ερικά δευτερό δευτερόλεπτ λεπτα α για να κατ κα ταλάβ λά β ει πω ς κ ά τι κρε κρεμ ότα όταν ακρι ακριβώ ς πίσω από απ ό το παράθυρο παρά θυρο,, κ ά τι μακρύ μα κρύ κ α ι χρω μ ατισ τό, ίσ ω ς ένα χάρτι χάρτινο φαναρά φ αναράκι κι, σ αν α υτά που που χρησ χρη σ ιμ οποι οποιούσ ούσ αν οι φ οιτητές. Ο Π εντε ντερέτσ κι δεν δεν σ υνήθι υνήθιζε να σ τολίζει ή να καμ κα μ αρώ αρ ώ νει νει το σ πίτι του. ου . Ε κτός κ ι αν υπήρχε υπή ρχε κάπ κά ποιος λόγος. α λ ε ι ν α τ ο δ ε . ν α ι η α χ ή κ ι ν έ ο υ . Ε νός νέου νέου μαρτυρίου. Έ κανε κα νε μετ μεταβολή και κα ι κατ κα τευθύνθηκε στο στο σ πίτι του, ου , στη στη Γ εθσημανή. θσημ ανή. Ε κεί κεί, έβγα βγαλε τα ρούχα του κα κ α ι μ πήκε πή κε σ το ντους. ους. Σ κέφ τη κε πόσ πόσο ο κλεισ τοφ οβικές είναι ναια υτές υτές οι μ ονοκα ονο κατ τοικίες. Έ πειτα ξάπλω σε δίπλα στη Ρ εμ πέκα, πέκα , κ ι έμ εινε να αφ ουγκρ ουγκρά άζεται τη ν αν ανάσ α της στο σκοτάδι. ** H ipp ocratic oc ratic faci faciees: το το πρό π ρόσ σ ω πο του νεκρού νεκρο ύ δεί δείχνε χνει σ ημ άδια άδια πω ς ο θάνατ θάνατος ος π ροκλ ρο κλή ή θηκ θη κ ε έπει έπειτα α πό πείνα ή μ α κρά κρ ά αρρώ αρ ρώ σ τια, δε δ είχνοντ χνοντα α ς καχε κα χεκτι κτικό. κό . (Στ (Σ τΜ )
10 - (21 Ιουλίου) Τ ο επόμ επόμε ενο πρω ί, ο Κ άφε άφ ερι βρήκε τη ν Κ ριότος ότος να κλαίε κλαίει σ την κουζ κο υζί ίνα τη τη ς αίθουσας θουσ ας σ υσκέ υσ κέψ ψ εω ν. Τ ην άφησ άφ ησε ε να κουρνι κ ουρνιά σ ει το πρόσ πρ όσω ω πό τη ς πάνω πά νω σ το σ τήθος του κα ιτύλ ιτύλι ιξε τα χέρια του γύρω της. ης. Ε κεί κείνη άρχι άρχισε να κλαί κ λαίε ει ακόμη κόμ η πιο έντονα ντονα κα κ α ι ο ι ώ μ οι της τραντ ρα ντά άζοντα ονταν από το υς λυγμούς λυγμο ύς.. Η μοναδική φ ορά που που είχε δει δει την Κ ριότος ότος να κλαί κλα ίει ή τα ν στ σ την κηδε κη δεί ία το υ Π ολ Έ σ εξ. Α ισθάν σθά νθηκε σαν σαν να κρυ κρυφ οκοι κο ιτούσ ού σ ε από απ ό τη ν κλει κλειδαρότ δαρ ότρυπ ρυπα α της προσ προσω ω πικής κή ς τη ς ζω ής. ής. «Μ ην αφήσ αφ ήσε εις τη ν Ν τά νινα νινα με δειέ δειέτ τσι, σε παρακ παρ ακα α λώ ». «Ε ντά ντάξει ξει, εντά ντάξει ξει, μην ανησ νησυχεί υχείς». Έ κλεισ ε τη ν πόρτα πό ρτα με το πόδι του, ου, για να μην τη ν αφ α φ ήσ ει από απ ό τη ν αγκαλι αγκαλιά το του. « Τ ι σ υμβα υμ βαί ίνει, Μ έριλιν; Υ πάρχε πά ρχεικ ικά ά ποιο οιο πρόβ πρόβλη λημ μ α με τα παι παιδιά;» Ε κεί κείνη κού κ ούνησ νησε ε το κεφ κεφ άλικ λι κ α ι σ κούπ κο ύπι ισ ε τη μ ύτη ύτη της της.. «Η « Η Ν τάνι μίλησε λησ ε με με τη ν Κ ουί ουίν για ... .. .» «Γι «Γ ια τι πράγ πρά γμα;» α; » Τ ης χάιδεψ δεψ ε τα μαλλ μαλλι ιά. «Μ ίλησ λησε με τη ν Κ ουί ουίν σχετικά με τι;» «Γι «Γ ια τη τη νεκ νεκροψ ία το του Ρ όρι Π ιτς». Κ άλυψε άλυψ ε το πρόσ πρόσω ω πο με τα χέρια της. ης. «Ο ι φ ω τογραφί ογραφ ίες βρί βρίσ κοντ κοντα αι σ το γραφ γραφε είο σου. σ ου. Η Κ ουί ουίν θέλε θέλει ι να κάνε κά νει ι διάφορε άφ ορες ς εξετ ξετάσε άσ εις και κα ι. κ α ι θέλε θέλει ι να της τηλεφ λεφ ω νήσε νήσ εις». «Κ αιτι αιτι σ ε ανασ ανα σ τά τω σ ε τόσο όσ ο πολύ;» πολύ;» «Π ισ τεύουν ύο υν πω ς ή τα ν ζω ζω ντα ντα νός πάνω σ το δέν δέντρο. Π ισ τεύουν ύουν πω ς ή τα ν ζω ντα ντα νός για δύο μέρε μέρες ς. Π ροσπά ροσ πάθησ θησε ε να λυθεί λυθεί από τα τα
σ κοι κοινιά...» .. .» Έ κοψ ε ένα κομ κο μ μ ά τι από απ ό το το χαρτί χαρτί τη ς κουζίνας να ς και σ κούπ κο ύπι ισ ε τα μ άτια της της.. «Ξ έρω πω ς είναι ναι ανόητ νόη το, αλλά δεν δεν μπορώ να σ ταμ ατήσω ήσ ω να σκέφ σ κέφτ τομα ομ αι πω ς προσ προ σ παθούσ πα θούσε ε να δραπε δραπ ετεύσε ύσ ει, τα λεπτά λεπτά χερά χεράκι κια το το υ να πασχίζουν ου ν επ επίμ ονα ονα να λυθούν». λυθούν». Ο Κ άφε άφ εριχάι ρι χάιδεψ δεψ ε τα μαλλι μαλλιά τη τη ς κα ι κοίτα ξε το ταβάνι βά νι. Τ ο ήξε ήξερε ρε.. Τ ο κα κατά λαβε λα βε μόλι μ όλις ο Κ ρισναμούρ ναμ ούρτ τι είχε απελευθερώ πελευθερώ σ ει από τα σ κοινιά το το σ ώ μα. μα . Ό τα ν εί είχε μαλάξε μαλάξει ι τα πόδια, για να να δει δει αν μ πορο πορούσ ύσε ε να τα τα τε τεντώ ντώ σ ει. Ό τα ν διαπίσ τω σ ε πω ς το σ ώ μ α δεν δεν μύριζε. Α ν ο Ρ όρι είχε πεθάνει εθά νει νω ρίτερα, ερα, η ζέστ έστη θα είχε επ επ ιτα χύνει χύνει την αποσ ποσ ύνθεσ ύνθεση. Α λλά λλά το το σ ώ μ α το του αγοριού ήτ ή τα ν τέλεια διατηρ ατηρημ ημέ ένο. Η νεκρ νεκρι ική ακαμ κα μ ψ ία δεν δεν εί είχε προλά προλάβει βει να φ τάσ ει σ τα πόδι πό δια του, ου , είχε πεθάνειτόσο πρόσφατα. «Η ρέμη ρέμησε σε». ». Τ ην κράτ κρά τησε ησ ε πάνω σ το σ τήθος του. Α ισ θανότ θανόταν αν τα ζεσ τά τη τη ς στήθη κά κά τω από τη τη λευκή λευκή τη ς μ πλούζ πλούζα α. Π οτέ οτέ δε δεν είχε έρθει ρθει τόσο όσ ο κοντά ντά στ σ τη Μ έριλιν. Μ ύριζε σαν γυνα γυναίκα, κα , μύριζε σ αμ πουά πουάν, ν, φ αγητό αγητό κα κ α ι κραγ κρα γιόν, τόσ τόσο ο διαφ ορετ ορετικά από τη Ρ εμ πέκα. Σ κέφ τη κε τη χθεσ θεσινή βραδιά, όταν η Ρ εμ πέκ α το το ν παρά πα ράτ τησ ε σ την κρε κρεβατ βα τοκά οκάμ αρα, ρα , αφ ήνοντ νοντάς τον μόν μόνο ο με τη ν άχρηστ άχρησ τη σ τύση ύσ η του και, λες λες κα ι διαισθάνθηκε θάνθηκε μι μ ια αλλαγ αλλαγή ή σ την ατ ατμ όσφ όσ φ αιρα ανάμε νάμ εσ ά τους ους, η Μ έριλιν κοκάλω κοκά λω σε. Σ ταμά αμ ά τη σ ε να τρέ τρέμ μ ει και κα ι ανέπνε ανέπνευσ υσε ε από το σ τόμα όμ α. Ό τα ν απομ απ ομα ακρύνθη κρύνθηκε, κε, τα δάκρ δάκρυα υα είχαν εξατ εξατμ μιστεί, αλλά το το πρόσω πρόσ ω πό τη ς ή τα ν κατ κα τακόκ ακ όκκι κινο και κα ι απέ απ έφ υγε να τον τον κοι κο ιτά ξει ξει σ τα μάτι μάτια. Π ήγε κ α ι κάθι κά θισ ε στον στον υπολογ υπολο γισ τή και κα ι καθώ κα θώ ς ο Κ άφερι άφερι κατευθύνθηκ θύνθηκε προς προ ς το γραφ ραφ είο το το υ, παρα πα ρατ τήρησ ρησ ε πω ς ο σβέρκος σ βέρκος τη ς ήταν κόκκινος.
Σ το γραφ είο, η Σ ούνες έδει δειχνε χνε περιποι πο ιημ ένη μέσα στ σ το σ ακά κι της από το το Μ αρκς & Σπ Σ πένσε νσ ερ, το οποίο είχε ταιριάξει ξει με ένα ανοι ανοιχτό χτό μοβ πουκ πο υκά άμ ισ ο. Κ αθόταν αθόταν στο στο γραφ γραφε είο κα κ α ι κοιτούσε ύσ ε έξω από απ ό το το
παράθυρο. παρά θυρο. Δ εν μίλησε μόλι μόλις ο Κ άφε άφ εριμ ρι μ πήκε πή κε σ το δω μάτιο, παρά πα ρά μόν μ όνο ο του έδει δειξε τον μπλε μ πλε-άσ -άσπρο προ φ άκελο άκελο από απ ό τη τη ν υπηρε υπηρεσ σ ία φ ω τογραφι ογραφ ιώ ν τη ς Μ η τροπο ροπολι λιτικής κή ς Α στυνομί υνομ ίας, πάνω πά νω σ το γραφε γραφ είο του του.. Ε κείνος άφ ησε τον καφ καφ έ του, ου , πήρε πήρε τις φ ω τογραφί ογραφ ίες, που είχαν τρα βη χτε χτεί με το μπλε εναλλακτ ναλλα κτι ικό φ ω ς, κ α ιτηλεφ λεφ ώ νησε νησ ε στη Φ ιόνα Κ ουίν. «Π όσα όσ α ακρι κριβώ ς γνω ρίζεις;» τον ρώ ρώ τησε η Κ ουίν. «Μ άντε ντεψ α αρκ α ρκε ετά χθε χθες ς», απά απ άντη ντησ ε εκεί κείνος. νος. «Μ άντε ντεψ α ότ ό τι του πήρε ήρε κάμ ποσ πο σ ο και καιρό για να πεθάνει πεθάνει». «Ο Κ ρισ ναμούρτ αμ ούρτι ι μας ρώ τησε ησ ε αν μπορούσα μπ ορούσαμ μ ε να μ υρίσ ουμε ουμε ασ ετόν μόλι μόλις άνοιξε το σ ώ μ α». «Ν αι». «Ε ίχε παρέ παρέλθε λθει ι κέτω σ η ». Σ τη ν άλλη άλλη άκρη τη τη ς γραμμή ραμ μής ς, η Κ ουίν έψ αξε ανάμε νάμ εσ α σ τα έγγρα γγραφ φ ά της της.. «Ε ίχε αρχίσ ει να λιμ οκτ οκτονεί ονεί. Τ ο σ ώ μ α του έκαιγε λίπος, πος, μ εταφ έροντ ρο ντα ας λιπαρά παρά οξέα ξέα σ το αίμα». «Α υτό υτό το τον σ κότω σ ε;» ρώ τησε ησ ε με δυσπι δυσπ ισ τία. «Ό χι, όχι, παί πα ίρνει ρνει αρκε ρκετό και καιρό για να πε πεθάνε θά νει ι κά ποιος από από ασιτία. Κ άνουμε νουμ ε εξε εξετ τάσ εις για να βρούμ ρούμε ε το ν αι αιμ ατοκρίτη του. Φ αντά ντάζομα ομ αι ό τι δεν δεν σου σου λέε λέει κ ά τι αυτό, αλλά το το αίμ α το του ή τα ν πιο πηχ πη χτό. Θ υμάσ υμ άσαι αιτ το προσω προσ ω πεί πείο του του Ιπποκ Ιπποκρά ράτ τη;» «Ν αι». «Α υτό υτό οφ οφ είλετ λετα ισε ισ ε σοβαρή οβαρ ή αφ α φ υδάτω υδάτω ση. Ν αι, πέθανε πέθανε από από δί δίψ α». - ο Κ άφε άφ ερι κάθι κά θισ ε σ το γραφ γραφε είο του του.. Σ κέφ τη κε τη ν οργ οργή ή λαο λαού ύ πο που θα έλο έλουζε υζε εκείνους κ α ιτην ομά ομάδα εναέρι ναέριας αναζ αναζήτησης, καθώ κα θώ ς α πέτυχαν υχα ν να βρουν βρ ουν το παι πα ιδί προτ πρ οτού ού να είναιαργά. «Έ μ εινα έκ έκπλη πληκτη που έμ εινε ζω ντα ντα νός νός για τόσ τόσ ο πολύ πο λύ», », είπ ε η Κ ουί ουίν, «αλλά «αλλά ο Κ ρισναμούρτ σναμούρτι ι λέε λέει πω ς μπορεί μπορεί και κα ι να πάρε πάρει περισσ ότε ότερο - είχε ακ α κούσ ει πω ς σε μία πε π ερίπτω σ η, ο θάνα θά νατ τος ήρθε έπειτα από α πό δεκα δεκαπέντ πέντε ε μέρεςμέρες- αλλά αλλά σ το άλλο άλλο άκρο, μ πορε πορεί ί να πά πάρει ρει ακόμ κόμη κα ι μερικές κές ώ ρες ρες, ανάλογα με με τη ν περί περίπτω πτω σ η. Α ρκείνα ρκείνα χάσε άσ εις ,
μ
ο
υ
.
ο
υ
α
ρ ε
,
το ένα πέμπτο του βάρους σου σε υγρά». «Κ αιτιισ χύει χύ ειγια τα παιδιά;» «Τ ο βρήκες βρήκες! Σ τα πα παιδιά η κατ κα τάσ τασ η είναι ναι ακόμ κόμ η σ οβαρότ οβα ρότε ερη. ρη . Χ ρειάζοντα ονταιπερισ σ ότε ότερο νερό νερό από το υς ενηλίκους κο υς,, χώ ρια που πο υ ο Ρόρ Ρ όρι ι είχε να α ντιμ ετω ετω πίσ ει δύο ζεστέ εστές ς μέρες έρες κ ι αυτό αύξησ ύξη σ ε την την ανά ανάγκη γκη του για νε νερό. Ίσω Ίσ ω ς αναρω τιέσ α ι αν ο δολοφόνος δολοφ όνος τού έδω σ ε νερό νερό εκείνες τις τρεις μέρες σ το σ πίτι. Μ ή πω ς ο Ά λεκ είπε κά κά τιτέτ τέτοιο;» «Ό χι, δεν δεν είπε τίπ οτα τέτ τέτο οιο». Ο Κ άφε άφ ερι περιεργάσ ργά σ τηκε έναν σ υνδετ υνδετήρα. ρα. Η Σ ούνες νες καθότ θότα ν με με τα χέρια στ σ το γραφ ραφ είο, κοιτάζοντα ντα ς έξω από το παρά παράθυρο, θυρο, κ α ι σ υνει υνειδητ δη τοποί πο ίη σ ε πω ς είχε ακ ούσε ύσ ει νω ρίτερα όλα όσ όσ α η Κ ουί ου ίν του έλεγ λεγε. «Μ άλι άλισ τα», είπε, πε, προσ πρ οσπα παθώ θώ ντας ντας να βάλε βά λει ι τις σ κέψ κέψ εις το υ σ ε μια σει σειρά. «Κ αι οι δαγκω δαγκω ματιές; Ξ έρουμ ρουμε ε πότε έγι έγιναν;» «Ν αι, έγιναν αργά, αργά, περίπου τη ν ώ ρα που τον πήρε πήρε από από το σπίτι. Α πό εκείπροήλθ εκείπροή λθε ε το αίμ α στ σ την κάσ κά σ α καιτ κα ιτο ο παπο πα πούτ ύτσ σ ι». «Δ ηλαδή ηλα δή το τον άφη άφ ησε στ στο δέν δέντρο κι κ ι έφ υγε». υγε». «Έ τσ ιφ αίνετ νετα ι». «Κ ανεί νείς δεν δεν επέστ επέστρεψ ε;» «Κ ανεί νείς». «Έ χουμε ουμ ε κ ά τι που μ πορείν πορείνα α μας δώ σ ει DN DNA A;» «Ν αι, πήρες τις φω φω τογραφ γραφ ίες, έτσι; Μ πορείς να δεις ό τι ο Κ ρισ ναμ ναμ ούρ ούρτι χρησ χρη σ ιμ οποίησ ε τολ τολο ουϊδίνη. νη. Β ρήκε ρήκε στ σ τοιχεί χεία διείσδυση δυσης, ή τουλ τουλάχισ τον προσ προσπ πάθει θεια διείσδυσης δυσης.. Α , κ ι αυτή η ουσ ουσ ία;» «Ν αι;» «Ή ταν σπέ σπέρμα». ρμα». Ο Κ άφερ άφερι κάλυψ κάλυψ ε το μέτ μέτω πο με την παλ παλάμη άμη του. του. ά
λ
λ ι
ισ ισ
τ α
.
.
ο υ μ ε ,
λ ο
ι
ν ,
ν α
κ ά
ν ο
υ μ
ε
κ α
ό
ς
κ α
ό
ε
ν α
Κ οίτα ξε τη Σ ούνε ούνες ς, που π ου ατένιζε ακόμ κόμ η έξω έξω από το το παράθυρο. παρά θυρο. Β ρήκε ένα στι στιλό και κα ι πήρε βαθι βαθιά ανάσα. ανάσ α. «Ε ντά ντά ξει ξει... ... χμ... χμ... τό τε θα βρούμ βρ ούμε ε DN DNA;» A;» δ ε ρ α
.
υ σ ικ ικ ά ,
ο
ξ ε
ς
η
υ τ
.
«Ίσω «Ίσω ς». «Τ ι εννοεί εννοείς ίσω ς;» «Ξ έρει ρεις...» - η φ ω νή τη τη ς ακού ακ ούσ σ τη κε επι επιφ φ υλακτ υλα κτι ικ ή - «.. « ...ο .ο Ρ όρι ή τα ν ζω ζω ντα ντα νός κα ιτο σ ώ μ α του ίσ ω ς να έχει χει διαλύσε λύσ ειτη ιτη ν ουσί ουσ ία σ τα δομ δομ ικά της τη ς σ τοιχεί χεία. Ξ έρει ρεις, αν το το θύμ θύμα είναι να ι ημ ιλιπόθυμ θυμ ο κα ι δεν δεν κινείτα ι πολύ, πολύ, μερικές κές φ ορές ορές μ πορο πο ρούμ ύμε ε να βρούμ βρ ούμε ε DNA ακόμ κόμη κι έπει έπειτα από μερικές μέρες ρες, αλλά ο Ρό Ρ όρι κινιότα ν κα ι μερικές φ ορέ ορές το δεί δείγμα διαλύε λύετα ικ α ι. » «Ε ντά ντάξει ξει, όπω ς κ α ι να ’χει ’χει, κά ντε ντε τι τις εξετ εξετά άσ εις». Ά ρχισε να σ η μ ειώ νει νει τις λεπτ λεπτομ έρειες τη ς συνο συνομ μιλίας τους. «Κ αι δεν δεν θέλω θέλω να περιμ ένουμε νουμ ε δύο εβδομά εβδομάδες δες, όπω ς την άλλη άλλη φορά». φ ορά». «Α ν κατ κα ταφ έρει ρεις να δοθεί δοθεί προτ προτε εραι ρα ιότη ότη τα , τα απ οτε οτελέσ λέσ μ ατα θα έρθουν γρηγορότερα». «Ν αι, ξέρει ξέρεις, Φ ιόνα, όνα, είχε δοθείπ δοθείπρ ροτεραι ερα ιότη τα ». «Λ υπά υπάμαι, αλλά δεν δεν μπορώ μπορώ να ελέγ λέγξω πά ντο ντοτε τι θα κά κάνει νει το εργαστήριο». «Μ ην ανησυχε ανησυχείς. Θ α κάν κά νω μερι μερικά τηλέ τηλέφ φ ω να».
Α κόμη κόμ η κα ι πριν τη ν υπόθεση υπόθεση του Ρ όρι όρ ι Π ιτς, η ομά ομ άδα δεν δεν βρισ κόταν κόταν και κα ι σ την καλύτ κα λύτε ερη κατ κα τάσ ταση. ασ η. Τ ο ανθρώ πινο δυναμι δυναμικό μ ειω νότα νόταν, όλοι όλοι τους δούλευα δούλευαν ν τρελά ρελά ω ράρια, κα ι είχαν πάν πά νω από απ ό τα κε κ εφ άλια το υς οκτ οκ τώ περισ ρισ τατικά φ υλε υλετικής παρενόχλη ρενόχλησ σης σ ε εκκρεμότητα ρεμ ότητα,, μία τε τετράχ ρά χρονη ρο νη υπό υπ όθεσ θεσ η ενός κα τά συρροή υρροή βιασ τή κ α ι πέντε ντε δολοφ δολοφ ονίες που είχαν σχ σχέση με ναρ ναρκω τικά. Τ ο ηθι η θικό τους του ς ήταν πεσ πεσ μ ένο, κι αυτό αυτό φ αινόταν όταν από τον τον τρόπ τρόπο ο με τον οποί οπ οίο κυριολεκτ εκτικ ά σ έρνοντ έρνοντα αν στ σ τις καθημ θη μ ερινές του τους δου δουλειές ρουτ ουτίνας νας: ο αρχιφ ύλακα ύλα κας ς Λ όγκαν, όγκαν, για παράδε ράδει ιγμα, είχε επισ κεφ θεί μονάχα ονάχα τρί τρία σ πίτ πίτια μέσα στη μέρα γι για να πάρε πά ρει ι καταθέσεις από μάρτυρες ρτυρες κα ι ο Κ άφε άφ ερι ήξερε πω ς η Κ ριότος ότος είχε τόση όσ η δουλει δουλειά, που που τα
αποτελέσ λέσ μ ατα δεν δεν θα έμ έμ παι πα ιναν εγκα εγκαί ίρω ς στη βάση βάση δεδομ δεδομέ ένω ν HOLMES HOLMES.. Π αρ’ αρ ’ όλα όλα αυτ αυτά ά, έπρε πρ επε να παρο πα ρουσ υσι ιάσ ουν ουν ένα ένα διαφορ αφ ορε ετικό πρόσω πο στον στον κόσμο. Σ τη διάρκε άρ κει ια τη τη ς σ υνέντ νέντευξη ευξης ς Τ ύπο ύπ ου εκείνο το πρω ί, η Σ ούνε ούνες ς είχε ζητήσ ει από τους του ς παρε πα ρευρ υρι ισ κόμ κόμ ενους δημοσ δημ οσι ιογράφους ογράφ ους να κρατ ρα τή σ ουν ουν ενός ενός λεπτ λεπτού ού σιγή σ τη μνήμη το υ Ρ όρι Π ιτς. Η χώ ρα παρακολουθούσε την υπόθεση με κομμένη την ανάσα: τα ειδησ δησ εογραφ ογρα φ ικά πρακτορε ορ εία έγραφα γραφ αν οργι οργισ μένα άρθρα, ψ άχνοντ χνοντα ας τον νέο νέο αποδι πο διοπομ οπ ομπ παίο τράγο. Λ ες κ ι από θεϊ θεϊκή παρέ πα ρέμ μβασ βα ση, καθώ κα θώ ς η Σ ούνε ού νες ς επέσ πέσ τρεφ ρεφ ε σ το Σ ράι ρά ιβμου βμ ουρ ρ μέ μέσα σ την κόκκ όκκινη BMW BMW, οι ουρ ουρανοί πάνω πά νω από το Ν ότιο Λ ονδί ονδίνο άνοι άνοιξαν κ α ι εκατοντάδε οντάδες λίτρα βρόχι βρόχινου νερο νερού ύ πλημ πλη μμ ύρισαν τους δρόμους δρόμους.. Ή τα ν μι μ ια σ υνηθισμένη καλοκ κα λοκα αιρινή βροχ βροχή που είχε μ ετα ετατρέψ ειτου ιτους δρόμ δρόμου ους ς σε ποτά οτάμ ια. Σ το Σ ράιβμουρ, βμουρ, ο Κ άφε άφ ερι καθότ κα θότα α ν μπροστ μπ ροστά ά από ένα ανοιχτό παράθυ παρά θυρο ρο πα π αρατ ρα τηρώ ντα ντας τη βροχή. βροχή. Μ ύριζε το υγ υ γρό χώ μ α και κα ι σ κέφ κέφ τηκε πω πω ς δεν δεν θα θα το του προκα προκαλούσ λούσε ε έκπληξ κπλη ξη αν έβ έβλεπε λεπε κάπ κά ποιον να πνίγετ γεται σ τον πλη πλημ μμυρισμένο δρόμο δρόμο από α πό κάτω . Έ κλει λεισ ε το παρά πα ράθυρο θυρο κα κ α ι κάθι κά θισ ε σ το γραφε γραφ είο. Η μ ατιά το του έπεσ ε σ την Κ ριότος ότος μέσα από τη ν ανοι α νοιχτή χτή πόρτ όρτα. Έ μ οια ζε να έχει χει σ υνέλθε υνέλθει ι, απορροφη απ ορροφημέ μέν νη κα κ α θώ ς ή τα ν με τη βάση δεδομ δεδομέ ένω ν HO HOLM LMES ES.. Τ α δάκρ δάκρυα υα τη ς κουζ ου ζίνας νας ή τα ν μια έκπλη κπληξ ξη: δεν δεν εί είχε δει δει τη ν Κ ριότος να χάνει χάνει τη ν ψυχραι ψ υχραιμία της της.. Κ αι πά ντο ντοτε τη τη ζήλευε λευε γι’ αυτό υτό κι αναρ ναρω τιόταν πώ πώ ς μ πορο πορούσ ύσε ε να κρατ ρα τά ει σ υναι ναισ θημ θημ ατικές αποσ πο σ τάσ εις. Ξ αφν αφ νικά, σ αν να αι αισθάνθ σθά νθη ηκε το βλέμ βλέμ μ α του του,, η Κ ριότος ότος σ ήκω σ ε τη μ ατιά τη της. Τ α μ άτια τους του ς σ υναντ υνα ντή ήθηκ θηκαν, αλλά εκείνη τη φ ορά δεν δεν απέφυγε πέφ υγε το βλέμ βλέμμ α το το υ ντρο ντροπι πιασ μ ένη. Α ντίθετ θετα, του φ άνηκε άνηκε μ περδε περδεμ μένη, λες λες κα ι οι σ κέψ εις του Κ άφε άφ ερι ή τα ν γρα γραμ μ μένες νες σε μια επιγραφή ραφ ή πάνω πάνω από το κε κ εφ άλι το υ κ ι εκεί κείνη μ πορούσ πορούσε ε να τι τις διαβάσ αβά σ ει. Σ υνοφρυώ υνοφ ρυώ θηκε θηκ ε, μπε μπ ερδεμέ ρδεμέν νη, κα ι ο Κ άφε άφερι, αμ ήχανος που ο ι σ κέψ κέψ εις του μ πορούσ πορ ούσα αν να αποκα ποκαλυφ λυφθούν θούν τόσ ο εύκολα, ύκολα, της
χάρισε ένα σύ σ ύντο ντομ ο αλλά φ ανερό νερό χαμό χαμ όγελο γελο.. Έ γει γειρε εμπρός πρός,, έκλε κλεισε τη ν πόρτ πόρ τα κα κ α ιεπέστ πέστρεψ ρεψ ε στη μελέτ λέτη τω ν φω φ ω τογραφ ογραφ ιώ ν του Ρόρι.
«Σ τα θετ θετικά τη ς υπόθε υπόθεσ σ ης, τουλά υλάχισ τον βρή βρήκαμ κα μ ε το ν Ρό Ρ όρι κα ι θα μ πορέσ πορέσ ουμε ουμ ε να ανακαλύψ ανακα λύψ ουμε ουμ ε κάπο κά ποι ια ευρήμ υρή μ ατα». ατα». Α πό τη τη στι στιγμή που πο υ η Σ ούνες επέστ πέσ τρεψ ε από τη τη σ υνέντ υνέντε ευξη Τ ύπο ύπ ου, έδει δειχνε να προσ προ σ παθε πα θεί ί να δει τη ν αισιόδοξη όδοξη πλευρά. πλευρά. Έ φ ερε καφ κα φ έ κ α ι μερι μερικά σ ιροπ ρο πιασ τά γλυκά γλυκά που πο υ είχε φ τιά ξει ξει η Κ ριότος κα ι τίναξε ναξε τη βροχή από απ ό το σα σ ακάκ ι της, ης, κρε κρεμ ώ ντα ντα ς το σ την πλάτ πλάτη τη ς καρέ κα ρέκλα κλας ς της. ης. «Έ χου χουμ ε αυ α υτές τές τις λευκ λευκές ίνες κ α ι μόλι όλις η Κ ουίν βρει δείγμα γμα DN DNA A θα μ πορο πο ρούμ ύμε ε να κά κά νουμ νου μ ε μια μαζ μ αζι ική έρευνα». ρευνα». «Κ αι ποιε οιες θα εί είναι να ι οι παρά πα ράμ μ ετροί ρο ί της; Κ άθε λευκός λευκός παιδερα δερασ στής σ το Μ πρί πρίξτον που είναιπά ναι πάνω νω από ένα κ ι ογδόντ ογδόντα α;» «Π ρέπει να το υς δεί δείξουμ ουμε κάτ κά τι, έχουμ χουμ ε ήδη τρεις μέρες ρες σ την υπόθε υπ όθεσ σ η κ α ι πλησ πλη σ ιάζουμε ουμ ε τη ν ώ ρα τη ς ενδι νδιάμε άμ εσης αναφ ανα φ οράς ορά ς...» ...» Κ άπου εκεί σ ταμ άτησ ε για λίγο. «Β λέπω λέπω ό τι έχει χεις κα ι πάλι πά λι αυτό υτό το ύφος ύφ ος,, Τ ζακ. ακ . Π ες μου, τισ κέφ κέφ τεσαι;» Ε κεί κείνος ανασή ανασ ή κω σ ε το το υ ς ώ μ ους ου ς του. ου . «Θ α το ξανακάν ανακάνε ει. Σύντομα». «Κ αι πάνω που άρχι άρχιζα να αναρω α ναρω τιέμ α ι πότ πό τε θα το πει πεις! Τ ο μ ω ράκι ρά κιμ μ ας αρχίζεινα περπατ περπα τάει». «Α υτή υτή τη τη φ ορά, ορά, ω σ τόσο, όσ ο, θα βεβα βεβαι ιω θεί θεί πω ς κανε κα νεί ίς δεν δεν θα τον διακόψ ει, ώ σ τε να ολοκληρώ ολοκλη ρώ σ ει τη φ αντασ αντασί ίω σή του, όποι όπο ια κι κ ι αν είναι αυτή. υτή. Δ εν θα στ σ ταμα αμ ατήσε ήσ ει σ τους Π ιτς. Ψ άχνεται για κά κ ά τι περισσ ότε ότερο κα ι νομί νομ ίζω πω ς ήδη έχει χει επιλέξει λέξει τα επόμε όμ ενα θύμ θύμ ατά του». «Έ τσ ι λες;» Η Σ ούνε ούνες τράβηξε ράβηξε την καρέκλ καρέκλα α και κάθι κάθισε σ τα υρώ νοντ νοντα ς τα χέρια της της.. «Κ αι πώ ς τα σ κέφ κέφ τηκες όλα αυτ αυτά ά, αν μου επιτρέπεις;»
«Ε ίναιπρ ναι πρώ ώ ην κατ κα τάδικος κος». «Α , ώ σ τε εί είναι ναι πρώ πρ ώ ην κατ κα τάδικος κο ς;» «Ν αι. Μ πήκε στη στη φ υλακή υλακή για ίδιο ή παρό πα ρόμ μ οιο περισ τατικό». ό». Έ βγαλε βγα λε τα γυαλι υα λιά του. «Ε ίπα στη Μ έριλιν να ψ άξει ξει στη στη βάση βάση δεδομέ δεδομ ένω ν μόνο μ όνο για ποινές φ υλάκι υλάκισης». «Μ πορείς να εξηγή ξηγήσ σ εις το γιατί;» Τ ης έδω σ ε τις φ ω τογραφ γραφ ίες. «Β λέπει λέπεις;» Κ ανεί νείς δεν δεν το είδε, δε, ούτε ανέφ ανέφ ερε κ ά τι στη στη νεκροψ νεκροψ ία, ω σ τόσο όσ ο κά κά τω από τον μπλε φ ω τισ μό, μό, ή τα ν ξεκ ξεκάθαρ θαρο τι είχε προκαλέσε λέσει τις δαγκ δα γκω ω μ ατιές σ τον λαιμό του Ρ όρι όρι. «Τ ο βλέ βλέπεις;» Η Σ ούνε ύνες κατένευσε. νευσ ε. «Μ πορείς να δει δεις α υτές τις υπο υποδόρι δόρ ιες δαγκω δαγκω μ ατιές; Ε δώ κ ιεδώ ;» «Ν αι». «Κ αι;» Η Σ ούνες νες έγει γειρε μ προσ ρο στά τη ν καρέκλ κα ρέκλα α της τη ς κ ι έμε έμεινε σι σ ιω πηλή πη λή για λίγο, κοιτάζοντας ζοντας προσ εκτικά τις φ ω τογρα ογραφ ίες, με το κεφ άλιγε λι γερμ ρμέ ένο προς προς τη μία πλευρά. πλευρά. Τ α μ άτια τη τη ς κινούντ νού ντα αν γορ γοργ γά πάνω πά νω σ τα παράξε πα ράξεν να σημ σ ημάδι άδια, προσπα προσ παθώ θώ ντας να τα τα αναγν αναγνω ρίσ ουν. ουν. Κ αιότ αι ότα α ν τα τα κατ κατάφ ερε, ρε, η καρέ κα ρέκλα κλα τη τη ς έπεσε πεσε πίσω με θόρυβο. «Χ ριστέ μου! Μ α, φ υσι υσ ικά». κά».
Ο Ρ όλαντ Κ λέαρ, αρ, ο οποίος, ος, όπω όπ ω ς και κα ι οι περι περισ σ ότε ότεροι κάτ κά τοικοι κο ι του Μ πρίξτον, ον, παρα πα ρακολουθο κολουθούσ ύσε ε τη ν υπόθεσ υπόθεσ η του Ν τόνεγ όνεγκαλ κα λ Κ ρέσε ρέσεν ντ από την την τηλεόρ λεόρασ αση, η, ήθελε ήθελε περισ σότε ότερο από ποτέ να δει δει τις φ ω τογραφί ογραφ ίες μέσα στ σ την Π ένταξ. Δ εν σ κεφτ κεφ τότα ότα ν να πά ει το φ ιλμ σε φ ω τογράφ ογράφο, ο, ακόμ ακ όμη η κι κ ι αν μπορούσ μπορο ύσε ε να το βγάλει βγάλει από τη τη μηχ μη χανή. ανή. Υ πήρχε όμω όμ ω ς κ α ι εναλλακτι ναλλακτική λύση. Α φ ού επέστρε πέστρεψ ψ ε σ το σ πίτι εκείνο το το απόγε πό γευμ υμα α, σ υμ βου βο υλεύτη λεύτη κε το ημ η μ ερολόγι ρολόγιό του του.. Ν αι! Ε ίχε δίκιο. Ή τα ν σί σίγουρος γουρος πω ς ή τα ν κά που μέσα στ σ το διαμέ αμ έρισμα. Π ήγε στ στο υπνο υπνοδω δω μ ά τιο κ ιάρχισε να ψ άχνει νει.
Μ έσα σε σ ε μία ώ ρα, κατ κα τάφ ερε να το το βρει βρει. Τ ο είχε βάλε βάλει ι μ έσ α σε σ ε ένα κ ο υ τί με βιβλί βλία τω τω ν εκ εκδόσ δό σ εω ν Λ έιντι ντιμπερντ: ρντ: ένα μεγάλο, παλι παλιό ς α ξε ε ν δ ικ ικ ό σ α ς σ κ ο νό θά λα ο στ βιβλίο με τίτλο τλο σ τ ι! ι ! Σ το εξώ φ υλλο είχε τη ν ει εικόνα κό να ενός άντρα ντρα που π ου φ ορούσ ορούσε ε λευκή λευκή ποδιά κα κ α ι κρατ κρα τούσ ούσ ε ένα κομ κο μ μ ά τι φ ω τογραφι ογραφ ικού χαρτ αρ τιού από απ ό τη γω νία, βυθίζοντά οντάς το σε μια λεκά λεκάν νη. Ο Κ λέαρ λέαρ εί είχε ανακ νακαλύψ λύψ ει το βιβλίο πρι π ριν από χρόνια σε σε έναν στ σταθμό θμ ό στ σ το Λ όουμ όουμπ πορο. ορο. Ικα νοπο νοπ οιημ ένος, νος, το πήρε πή ρε στ σ την κουζίνα κ α ι το καθά κα θάρ ρισε, έπειτα ετοίμ α σ ε ένα ένα ποτ π οτό ό κ α ι επέστ πέστρεψ ρεψ ε σ το καθι κα θισ τικό. κό. Έ ξω , το φ ω ς εναλλασ ναλλα σ σότα όταν με το σ κοτά κοτάδι. Μ εγάλα σύνν σ ύννε εφ α τα τα ξίδευα δευαν ν στον στον ουρανό, ουρανό, πότε αποκ απ οκα αλύπ λύπτοντα ντας τον ήλιο κα κα ι πότε ξερνώ ντα ντας βροχή, βροχή, αλλά ο Ρ όλαντ όλα ντ Κ λέαρ λέαρ δεν δεν τα πρόσ πρ όσε εξε καν. κα ν. Π ήρε στ σ τιλό κα κ α ι χαρτί αρτί, κάθισ ε σ τον κανα κα ναπ πέ, με τη ν πλάτ πλάτη σ το παρά παράθυρο, θυρο, κ ι άρχισε να διαβάζει.
11
Ε ίχε βραδι βραδιάσε άσ ει, όταν ο Κ άφε άφ ερι βρή βρήκε το ν χρόνο χρόνο να επισ κεφθεί κεφ θεί τον επιθεω θεω ρητή ρητή Ν τάρχαμ άρχαμ.. Μ ε το αμάξι αμ άξι του κατ κα τευθύνθηκε προς το Μ πελούλα πελούλα Χ ιλ, όπου όπ ου ο ι δρόμοι ή τα ν σ τρω μ ένοι σ αν καλντ καλντερίμια, μ εγάλο γάλοι ι σ αν γαλλι γαλλικές λεω φ όροι ρο ι κ α ι ο ι κασ τα νιές έριχναν το το ρετ ρετσίνι το υς σ τα πεζ πεζοδρόμι οδρόμ ια. Σ το Ν όργουντ όργουντ τα κτί κτίρια βρίσ κοντ κο ντα αν ένα ένα βήμ βήμα πιο κοντ κ οντά ά σ τον δρό δρόμο μο και κα ι μέχ μέχρι να φτ φ τάσε άσ ει σ το Γ ουότε ουότερ Λ έιν του Μ πρίξτον, τα κτί κτίρια τη τη ς πόλη πό λης ς είχαν φτ φ τάσ ει σε από απόσ σ τασ η αναπνοή ναπ νοής ς δίπλα του. Σ το κεντ κεντρι ρικό Μ πρίξτον η κίνηση ή τα ν ήδη πυκνή. πυκνή. Π άρκαρε άρκα ρε πάνω σε μια στ σ τροφή ροφ ή στη στη λεω λεω φ όρο Έ ικρ Λ έιν κ α ι περπ περπάτ άτη ησ ε ανάμε ανάμ εσ α σ τα αυτο υτοκίνητ κίνητα α , νιώ θοντ θοντα α ς το υς θορύβ θορύ βους από απ ό τα σ τερεοφω ρεοφ ω νικά το υ ς να τον χτ χτυπά υπ άνε σ το σ τομά ομ άχι. Κ αι αυτή υτή η πε π εριοχή απείχε λιγότε ότερο από από ένα χι χιλιόμετ όμετρο από το το Π άρκο Μ πρόκγουελ. πρόκγουελ. Ο Ρ όρι Π ιτς, αν μ πορούσ πορ ούσε ε να καθί κα θίσ ει πάνω σ το κλαδίτ κλα δίτο ου δέν δέντρου το του - του το υ δέν δέντρου του, είπες πες; Τ ου δέντ δέντρου ρου το του; Σ οβα ρά;ρά ;- θα μπορο μ πορούσ ύσε ε να τα τα δει δει όλα α υτά υτά τα τα παραμ πα ραμε ελημέ λημ ένα κτί κτίρια, που πο υ κά κ ά ποτε ήταν το κα κ αμ ά ρι του δήμου. δήμου. Τ ο άτ ά τομο ομ ο που που τον έβα έβαλε λε πάν πά νω σ το δέν δέντρο εί είχε κά νει νει φ υλακή, κ ά τι που σ ήμαινε ό τι είχε κά νεικ νει κ α ι γνω ριμ ίες - οι απομ ακρυσ ρυ σ μ ένες νες φ υλα υλακές ή τα ν βασ ικά γρανάζι γρανάζια στη λειτουργί υργία τω ν πα παιδοφ ιλικώ ν δικτύω ν, καθώ ς εκεί εκείσ σ χημα χημ ατίζοντα ονταν ιδέες δέες κα ι σχέδια, μ αζί με φ ιλίες που κρατ κρα τούσαν ούσ αν μια ζω ζω ή. Τ ο Τ μ ήμα ήμ α Α νθρω ποκτον ποκτονι ιώ ν θα έπρε έπρεπε πε να διαθέσ θέσειανθρώ πινο δυναμ δυνα μ ικό, προκ πρ οκει ειμ ένου να μιλήσ λήσ ειμε κάθε όνομ όνομ α
του μ ητρώ ου τω τω ν παι πα ιδερα δερασ σ τώ ν που θα προέ πρ οέκ κυπτ υπ τε από απ ό τη τη ν έρευνα ρευνα τη ς Κ ριότος ότος.. Ο υσι υσ ιασ τικά χρει χρειαζόταν όταν να μ ιλήσ λήσουν ουν με με κάθε άθε κατ κα ταδικασ μ ένο παιδερα δερασ στή σ την περιοχή το του Μ πρί πρ ίξτον, ξτον, σε μια προσ πρ οσπά πάθε θει ια να χαρτ χαρ τογραφ ογραφ ήσουν ουν αυτό το το τεράσ ρά σ τιο δίκτυο κτυο.. Σ κέφ τηκε εκείνους νους τους α όρα όρ ατους ους σ υνδέσ υνδέσ μ ους ους, τα δίκτυα που π ου μετέφ εραν ραν πληρο πληροφ φ ορί ορίες από τον έναν ανώ μ αλο σ τον άλλο. Κ αι, μοιραία, σ κέφ τηκε για άλλη μια φορά φ ορά τον τον Π εντε ντερέτσ ρέτσ κι. Ο Π εντε ντερέτσ ρέτσ κι. Τ ου ήρθε σ το μυαλό καθώ ς διέσ χιζε τον δρόμ δρόμο, ο, για να πά π ά ει σ το αστ ασ τυνομικό τμήμ μή μ α. Π όσο θα έπαιρνε ρνε σ τον Π εντε ντερέτ ρέτσ κι μέχ μέχρι να εν ενημε ημ ερω θεί θεί; Π όση απόσ απ όστ ταση ασ η είχε από τον τον δράστη; ράστη; Κ ιαν... ιαν... Ή τα ν τόσα όσ α πολλά πολλά τα τα «αν». «αν». Ο επιθεω θεω ρητή ρητή ς Ν τάρχαμ τον τον καλω κα λω σ όρισε. σε. Θ υμότ υμ ότα α ν καλά το περισ τατικό το του 1989. 1989. «Ν αι, το το αγ αγοράκι οράκι. Ά σχημη ημ η υπόθεση υπόθεση». ». Τ ο παρά πα ράθυρο θυρο το του γραφ γραφ είου το του έβλεπε λεπε σε έναν λαμ λαμ πτή πτήρα το του δρόμου, δρόμου, ο οποί οπ οίος καθώ κα θώ ς μ ιλούσ λούσ αν πήρε κόκκι κόκ κινη απόχ απ όχρω ρω σ η. Ο Ν τάρχαμ άρχαμ,, που φ ορούσε σ κούρο μπλε πουκάμ πουκ άμι ισ ο και κα ι καρό γραβ γραβάτ άτα, α, υπη υπ η ρετ ρετούσ ού σ ε σ το Μ πρί πρ ίξτον τα τα τελευ ελευτα ία δεκαπέντ δεκα πέντε ε χρόνι χρόνια. Π α σ πάτευε το διπλοσά πλοσ άγονό το του κα καθώ ς μιλούσε λούσ ε, το το ζούλαγε ούλα γε κα ι το μάλαζ άλα ζε, σαν να το ανακ νακάλυπτ λυπτε ε για πρώ πρώ τη φ ορά. «Τ « Τ ο ξέθα ξέθαψ ψ α για σέ σ ένα». Ά νοιξε ένα ντου ντουλά λάπι πι, έβγαλε έναν φ άκε άκελο και κα ι το ν ακού ακούμ μ π η σ ε μπροσ μπ ροστ τά από από τον Κ άφερι άφερι. «Έ « Έ χει κάπο κά ποι ια σχ σ χέσ η με τη ν υπόθεσ υπόθεσ η τω τω ν Π ιτς; Α υτό υτό σ κέφτ κέφ τεσαι;» «Α κόμη κόμ η δεν δεν είμ αι σίγουρος ουρος». ». Ά νοιξε τον φάκε φ άκελο. λο. Ή τα ν Ν οέμ οέμβρι βριος του 1989, ότα όταν ο εντεκάχ κά χρονος ρονος Τ σ α μ παλουά πα λουάγ γκ Κ εοντου οντουά άγκντι γκντι δέχτ δέχτη ηκε επί επίθεση θεση σ το Π άρκο Μ πρόκγουελ πρόκγουελ κ α ι τραυμ ρα υματί ατίσ τη κε τόσ τόσο ο άσχ άσ χημα, ημ α, που που πέρα πέρασ σ ε αρκε ρκετές μέρες ρες σ το νοσοκ νοσ οκομ ομε είο. «Έ ψ αχνα γι για έναν παι πα ιδερα δερασ στή με το το παρ πα ρατσ ούκ ούκλι Κ αλι αλικάντ κά ντζ ζαρος αρ ος κ ι εμ φ ανίσ τηκε ηκ ε αυτή η υπόθεση». «Έ τσ ιείναι, όλα βρί βρίσ κονται κονταισ σ τον φ άκε άκελο». Ο Ν τάρχαμ έσ έσ κυψ κυψ ε κι έπιασ ε τη ν κατ κα τάθεσ θεσ η του Τ σ αμ π ανάμ α νάμε εσ α στ σ τον δεί δείκτη κτη κ α ι τον
αντί αντίχειρα. «Έ τσ ι τον αποκά πο κάλε λεσ σ ε ο Τσα Τ σαμπ μπ.. Κ αλικάντζ κάντζαρο. αρο. Δ εν ξέρω γιατί». Έ μ εινε για λίγο σι σ ιω πηλό πη λός ς. Ο Κ άφε άφ ερι είχε γεί γείρει μπροσ ροστά, με τα χέρια πάνω πάνω σ το γραφε γραφ είο, κα ι κ οίτα ζε ένα έγ έγγραφο. ραφ ο. «Ε ίσ α ι καλά, καλά, φίλε;» Δ εν του απάντ πά ντη ησ ε. Α ισθάνθηκε σ αν δύο γαμψ γαμ ψ ά νύχια να είχαν καρφ κα ρφω ω θεί θεί σ τους ώ μ ους του. Δ ιάβαζ άβ αζε ε τη ν αναφ αναφορά ορά του γιατρού. ατρού. Η επίθεσ θεσ η σ τον Τ σ αμ π ήτ ή τα ν πρά πράγμα γματι βίαιη: ο δράσ δράσ της είχε σ χεδόν απ οκόψ οκ όψ ει ένα κομ κ ομμ μ ά τι από τη σ άρκα του αγοριού, δαγ δαγκώ νοντα νοντας τον ώ μ ο του. του. Ο Κ άφε άφ ερι έκλει κλεισ ε τον φ άκε άκελο κα κ α ι κοί κο ίταξε τον Ν τάρχ άρχαμ. Ή ξερε πω ς το χρώ μ α εί είχε σ τραγγί ραγγίξει από απ ό το το πρόσ πρό σ ω πό του. του. «Τ ον δάγκω δάγκωσε σε;» ;» «Δ εν το ήξερε ξερες ς;» «Ό χι», είπε άτονα. «Ν αι, του τράβη ρά βηξε ξε μια γερή γερή δαγ δα γκω μ ατιά στ σ τον ώ μ ο. Μ ερικές κές φ ορές ορές το βλέπουμ βλέπουμ ε σε υποθέσει υπ οθέσεις βιασμ ασ μ ού. Π ολύ άσχ άσ χημο» ημ ο».. «Δ εν το τον κακο κα κοπο ποί ίη σ ε αλλιώ ς;» «Ν αι, με έναν σ ω λήνα λήνα ηλεκτ λεκτρι ρικής κή ς εγκατ κα τάσ τασ ης. Τ ου το το ν έχω σ ε τόσ ο βίαια, που το κα κόμ οιρο πα ιδάκ δά κι ή τα ν στ στην εντα ντατική για μία εβδομάδα». Ο Κ άφε άφ ερι έτριψ ε το υς κροτ κρο τά φ ους του. Α ισ θανότ θανόταν αν αμυδ αμ υδρά ρά πω πω ς κρα κρα τούσε ύσ ε τη ν αρχή αρχή το υ μ ίτου τη ς Α ριάδνης άδνης.. Έ βγαλε βγα λε τα τα γυαλι γυαλιά του του και κα ι κοί κο ίτα ξε λίγο κάτ κάτω από το το πιγούνι του Ν τάρχαμ. «Π ες μου, τι τι ακριβώ ς έχει χεις α κούσ ειγια τον τον Ρ όριΠ ιτς;» «Δ εν κατ κα τα λαβαί λαβ αίνω ». «Ε ίχε το ίδιο τρ τραύμα ύμ α. Α κριβώ ς το ίδιο. Ο ώ μ ος είχε μία δαγκω μ ατι ατιά, είχε σ χεδόν κ όψ ει τη σάρκα. Κ αι είχαν βια σ τεί και κα ι οι δύο, υπή υπήρχε αιμορραγί μο ρραγία στ σ τον πρω πρ ω κτό» κτό».. Ο Ν τάρχαμ ρχα μ δεν δεν μί μίλησε λησ ε για μερικές κές στιγμές. Τ ο σ τόμα όμ α του του,, που που ή τα ν ήδη σ τραβό ραβό,, σαν να αμ α μφ έβαλλε βαλλε για οτ οτιδήπ δή ποτε, οτε, σ φ ίχτη χτηκε καθώ κα θώ ς άκουσ κο υσε ε τη νέα πληροφορί πληροφ ορία. Έ βηξε βη ξε δυνατ δυνατά, ά, χτύπη ύπ η σ ε τα δάχτυλά δάχτυλά του του
σ το γραφε γραφ είο κα κ α ι κάθι κά θισ ε απ έναντι ναντι από τον Κ άφε άφ ερι. «Μ άλισ τα». α». Τ σίμ πησ πη σ ε το διπλοσ πλοσ άγονό το του τόσ τόσο ο δυνατά δυνατά, που πο υ κο κοκκί κκ ίνισ ε. «Μ άλισ τα. Τ ότε ότε θα πω σ τη γυναίκ γυναίκα μου μ ου να μη με περιμ ένει νει για φαγητό».
Ό τα ν ο Χ αλ επέστ επέστρε ρεψ ψ ε σ το σ πίτ πίτι εκεί κείνο το βράδυ, βράδυ, η Σ τρουμφ ρουμ φ ίτα ήρθε στ στον διάδρομ άδρομο ο κ α ι άρχισε να κυλιέτα έτα ι σ την πλά πλάτ τη τη ς για να τον ευχαρι υχαρισ τήσ ει, α ποκα οκ αλύπ λύ πτοντα ντας τη ροδαλή κοι κοιλιά τη της, το χρώ μα τη της οποί πο ία ς δεν δεν εί είχε αλλάξε λλά ξει ι από τό τε που που ή τα ν κουτά βι. «Γ εια σου, σ ου, κορί ορίτσ ι μ ου». Έ σ κυψ ε κ ι έξυσε ξυσ ε το σ τήθος του σ κυλιού, έριξε το πορτ πορ τοφόλι οφ όλιτ του σ το περβά περβάζ ζι κ α ι πήγ πή γε σ το σαλόν σ αλόνι ι. Φ ίλησε σ το κεφ κεφ άλι τον Τζ Τ ζος, ος, έβγαλε μια μπί μ πίρα από από το ψ υγεί υγείο κα κ α ι παρα πα ρακο κολούθη λούθησ σ ε την Μ πεν που μαγείρευε. ρευε. Τ α ασ α σ υνήθι υνήθισ τα γκρι γκρ ιζω πά μ άτια τη τη ς έμ οιαζαν ακόμ κόμη πιο φ ω τεινά εκεί εκείνο το το βράδυ. βράδυ. Το Τ ο πρώ πρώ το δώ ρο που πο υ τη τη ς έκαν κα νε ο Χ α λ ή τα ν μι μια φε φ εγγα γγαρόπ ρόπετρα σ το ίδιο χρώ μα με τα μ άτια της της.. «Χ αλ, είσ αι σ ίγουρ γουρος πω ς δεν δεν σ ου μ υρί υρίζεικά ικ άτι;» « Τ ινα μου μυρί υρίζει;» «Δ εν ξέ ξέρω , αλλά κά κ ά τι μ ου μυρί υρίζει». «Π ού;» «Ε δώ ». Π ροχώ ροχώ ρησε σ τον διάδρο άδρομο. μο. « Τ ι είναι;» Ο Χ αλ τη τη ν ακολο α κολούθη ύθησε, σε, κρατ κρα τώ ντα ντα ς τη ν μπί μ πίρα του του.. «Μ υρίζεισαν ισ αν πορδ πορδή;» «Ό χι. Μ υρί υρ ίζει σαν βρόμ βρό μικα ρούχα, ρούχα, σαν σ κουπ κο υπί ίδια». Σ τά θηκε θη κε σ τον διάδρομο, άδρομο, κρατ ρα τώ ντα ντα ς τη ν υγρή υγρή ξύλινη κουτ κο υτά άλα, λα , κ α ι ρουθού ρουθούν νισ ε. Α πό τό τε που που μ ετακόμ κό μ ισ αν, μπο μ πορο ρούσ ύσε ε να μ υρίσ ει τα πά π άντα ντα πι πιο έντ έντονα. Α ρχικά, κά, πίσ τευε πω ς ήτα ν ξανά ξανά έγκυ έγκυο ος, αλλά έπαι πα ιρνε αντι ντισ υλλη υλληπ πτικά και κα ι δεν δεν είχε άλλα άλλα συμ σ υμπ πτώ μ α τα . Ίσ Ίσ ω ς δεν ή τα ν ακόμ ακ όμα α σ υνηθι υνηθισμέ σμ ένη στο νέο περιβάλλον. «Ε ίσ αι σίγουρη ουρη πω ς δεν δεν έχουμ χουμ ε ξεχά ξεχάσ σ εικά ικ ά τι έξω από το ψ υγεί υγείο;»
Η Μ πενε πενεν ντίκτε κτε κούνησ κο ύνησε ε το κε κ εφ άλι της. ης. Τ ο φ αγητό αγητό είχε μ εταφ ερθείκ θεί κατευθεία ν στ σ την κο κουζίνα - η ίδια το είχε τα κτοποιή σ ει. Εξάλλου, ήταν κονσέρβες ή συσκευασμένο. «Τ ότε, το το φ αντά ντάζεσ αι». Τ ύλιξε τα χέρι χέρια το υ γύρ γύρω ω από τη μέση της. ης. «Χ άνει άνεις το μ υαλουδάκ υαλ ουδάκι ι σ ου, γρι γριούλα μου». μ ου». Π ροσπάθησ ροσ πάθησε ε να χώ σ ει τα χέρια το του κάτ κά τω από τη τη γαλάζ αλάζι ια μ πλούζα πλούζα που πο υ φ ορούσε ορούσε, αλλά εκείνη γέλασε. «Στ «Σ τα μ ά τα, γερο-πόρνε». ρο-πόρνε». Α πομακ πομ ακρύνθ ρύνθηκ ηκε ε από κοντ κο ντά ά του. του. «Φ τιάξε μου κά κ ά τι να πι πιω ενώ μ αγει αγειρεύω . Μ ίλα μου, μ ου, πες μου βρόμι ρόμ ικες κες ισ τορίες κα θώ ς ξεπ ξεπλένω τις πατάτες» ες». Τ ης έφ τιαξε ένα τζ τζιν με τόνικ κα ι κάθισ ε στ στο σ αλόνι μ αζί με τον Τ ζος, ος, βλέ βλέποντ ποντά άς τη να κ όβει τα πράσα πράσα.. Γ εννημέ ημ ένη για να γίνει νει μητέρα, ρα, μερικές φ ορέ ορές η Μ πενεντί νεντίκτε παρ πα ραπονιότα ν για το βάρος βά ρος της, αλλά εκείνος λάτ λά τρευε κάθε εκ εκ ατοσ τό του σ ώ μ α τός της, ης, κ α ι το μεγάλο τους μ υστ υσ τικό ή τα ν πω πω ς κ α ι ο ι δυο τους του ς λάτ λά τρευα ρευαν ν να κά κ ά νουν νουν σεξ σεξ. Ή τα ν μαζ μαζί ί από τη τη ν εφ εφ ηβε ηβ εία το τους κα ι ποτέ οτέ δε δεν αναζή ναζήτησαν ησ αν τη σ υντροφ υντροφι ιά κά κ ά ποι πο ιου άλλου. α ξε μα . ν ε ίς ίς δ ε ν θ α μ ν τ ε υ ε ή ς ισ ισ τ ο ρ . Ω ς ζευγά υγάρι, έμ οιαζαν να εκπ εκπέμ πουν τόσ τόσο ο ενδιαφ έρον ρον όσ ο κ ι ένα ζευγάρι ευγάρι παντόφ ντόφλε λες ς, αλλά ο Χ αλ πίσ τευε πω ς αν υπήρχε ερω τική ισ τορία που άξιζε να γίνειταινία, τότε τότε αυ α υτή ήταν η δι δική τους τους.. Τ ο στ σ τομάχι ομ άχι το υ α νακατ νακα τευόταν κάθε κά θε φ ορά που σ κεφτ κεφ τότα ν πω ς μ πορο πορούσ ύσε ε να τη τη χάσε άσ ει. «Ο μ παμπάς έκλασ κλα σε, γι’ γι’ αυτό μ υρί υρίζει», είπε ο Τ ζος μ ετά το το βρα βραδινό. Ε ίχε ανοί νοίξει το ψ υγεί γείο, για μια βρα βραδι δινή επιδρομ δρομή ή. «Κ λάνει σ υνεχώ υνεχώ ς, ό π ο τε θέλε θέλει ι». «Μ η ζηλεύε ηλεύει ις». «Χ αλ! Τ ζος! ος! Δ είξτε ξτε λίγους τρόπο ρόπους υς,, σας παρα πα ρακα καλώ λώ ». Ο Χ α λ ακούμ κο ύμπη πησ σ ε στον στον πάγ πάγκο τη ς κουζ κουζίνας, έσκυψ ε, σ φ ίχτηκε κι άφ ησε μια ηχ ηχηρή ηρή πορδή. Ο Τ ζος ζος έβαλε βα λε τα γέλια. «Ω , με σ υγχω υγχω ρεί ρείτε», είπε ο Χ αλ. «Μ ου ξέφ υγε υγε».
Η Μ πενε πενεντί ντίκτε κτε κούνη κο ύνησ σ ε το κεφ κεφ άλιτης λιτης.. «Ν αι, σίγουρα». ουρα». «Π ραγ ρα γμ ατι ατικά, κά , δεν δεν το ήθελα». ήθελα». «Τ ότε, τιήθελε θελες ς;» «Ν α αφ αφ ήσω ήσ ω μια πιο δυνατή δυνατή κλανιά, να, να, σ αν κ ιαυτή υτή». Ο Τ ζος έφ υγε τρέχοντα χοντα ς από τη ν κου κο υζίνα σ κασ κα σ μ ένος σ τα γέλια και κα ι η Μ πεν πεν κ οίτα ξε αλλού αλλού αηδι αηδιασμέ ασ μέν νη. «Μ ηδέν δέν πόντο όντους για την την παρου πα ρουσ σ ίασ η, αγαπ γαπητέ μου μου». ». Τ ύλιξε τη σ οκολά κο λάτ τα στ σ το πε π εριτύλιγμά τη ς κ α ι τη ν επέστ επέστρε ρεψ ψ ε σ το ψ υγε υγείο. «Κ αι μηδ μη δέν για την την αυθεντ θεντι ικότ κό τητα. Κ αι μην κάνε κά νει ις γκριμ άτσ ες πίσω από τη ν πλάτ πλάτη μου». Ο Χ αλ χαμογ αμ ογέ έλασε. λασε. Μ πορούσε ακόμη να κάνειτ κάνειτη η γυναί υναίκα κα του του να γελάε λάει. Κ αθώ ς εκείνη πήγε με με τον Τ ζος ζος σ το μπάνι πά νιο για να βουρτ υρ τσ ίσ ει τα δόντι δόντια του του,, εκείνος νος έβαλε βα λε λίγο κα καφ έ κα ι σ τάθηκε θη κε μπρ μ προσ οστ τά από από τη ν πίσω πόρτ πόρτα. α. Η κουζίνα έβγα έβγαζ ζε σ ε μια βεράντα βεράντα από α πό κόκκ κό κκι ινο ξύλο κέδρου κέδρου κα κ α ι μια σκάλα σ κάλα που π ου οδηγούσ οδηγούσε ε σ τον τετράγ ρά γω νο κήπο. κή πο. Ή τα ν σ τρω μ ένος με καλοκ καλοκο ουρε υρ εμ ένο γρασ ρασίδικ δι κ α ι περι περιφ ραγμέ ρα γμέν νος με φράχ φ ράχτ τη ύψ ους ου ς δυόμι δυόμ ισ ι μέτ μέτρω ν, κ ι έτσ ι η οικογ κο γένει νεια Τ σερτς σερτς μ πορούσ πορούσε ε να απολα πο λαμ μ βάνε βά νει ι τον κήπο κήπο,, δίχω ς να ανησ α νησυχε υχεί ί για τυ τυχόν αδι αδιάκριτες ματι ατιές. Ίσω Ίσω ς, βέβαι βα ια, αυτό να άλλαζ λλαζε ότα ότα ν μετ μ ετα α κόμ κό μ ιζα ν δίπλα το το υς ο ι πρώ πρ ώ τοι γείτονε ονες. Ίσ ω ς να τον κα κ α τα σ κόπευα κό πευαν ν από α πό τα παράθυρα παράθυρα καθώ κα θώ ς θα κού κούρευε ρευε το το γρασί ρασ ίδι, ίσ ω ς έβλεπα λεπαν ν το το ν Τ ζος να κολυμ κο λυμπ π άει στη μικρή του πισίνα. Κ οίταξε τα σ κοτ κο τεινά παράθυ αρ άθυρα ρα το του διπλανού πλα νού σ πιτιού, ού, που ήταν καλυμ κα λυμμ μ ένα με μ ε κολλη κολλητ τική ταινία, κα ι η μ ατιά το του κατ κα τέληξε λη ξε πάνω πά νω σ τα μεγ μεγαθήρια Α ρκάιγκ Τ ά ουερ ουερ και κα ι Χ ερν Χ ιλ, που υψ υ ψ ώ νοντ νονταν στ σ την α πέναντ ναντι ι άκρη άκρη το του πάρκ πά ρκου, ου, μια υπε υπενθύμι νθύμ ισ η πω ς, παρά παρά το τον φράχ φράχτη που περιέβαλλε το σ πίτι το υς κ α ι τη ν όμορφ όμορφη η διαρρύθμι αρρύθμιση του χώ ρου, εξακολουθούσ κολουθούσα αν να ζουν ζουν στο στο Μ πρίξτον. Ο Χ α λ ανατ ανατρί ρίχιασε ασ ε, σ υνειδητ δη τοποιώ ντα ντας τη ν άγρια πα παρουσ ρουσί ία το του πάρκ πά ρκου ου πίσω από τον φ ράχτη ράχτη και κα ι, σαν η θερμ θερμοκρ οκρασ ασί ία να έπεσ ε ξαφν αφ νικά, μ πήκε πή κε μέ μέσα στο
σ πίτι, έκλε κλεισ ε τη ν πόρ πό ρτα κα κ α ι τη ν κλε κλείδω σε. Α πό τό τε που πο υ σ υνέβη υνέβη εκείνο το περισ τατικό, είχε πάψ εινα βλέπειτο ειτο πάρκο ρκο με καλό μάτι.
Ο Κ άφερι άφερι και κα ι ο Ν τάρχαμ άρχαμ πέρασα πέρασαν ν τη νύχτ νύχτα στ σ το γραφε γραφεί ίο. Α πέξ πέξω ακούγοντ ούγοντα α ν οι ο ι απόκοσ όκ οσμ μ ες κραυγέ κρα υγές ς τω ν σε σ ειρήν ρή νω ν κ α ι ο παλμό πα λμός ς τω ν σ τερεοφω ρεοφ ω νικώ ν από από τα α υτοκίνητ νη τα σ τις σ κοτ κο τεινές νές αλάν αλάνες. Ο ι δύο δύο άντρε άντρες ς, ω σ τόσο, όσ ο, δεν δεν ά κουγα κο υγαν ν τίπ οτε απ α π ’ όλα αυτ α υτά ά. Ο φ άκελος κελος της υπόθεση υπόθεσης ς του Κ εοντο ντουάγ υά γκντι ντι τους είχε απορροφ απ ορροφήσ ήσε ει. Μ ελετ λετούσα ούσ αν το σ κίτσ ο το του δράστ δράσ τη, είχαν προσ προσ παθή πα θήσ σ εινα βρο β ρουν υν τον Τ σαμπ, είχαν ελέγξε λέγξει ι το ποι πο ινικό του μητρώ ο κ α ι προσ πρ οσπ πάθησ θησαν να εντο εντοπίσ ουν τη τη διεύθυνσή ύθυνσή το υ μέσω μέσω τω ν εκλο εκλογι γικώ ν κατ κα ταλόγω ν. Υ πήρχ πήρχα αν τρία άτομ άτομα α με μ ε το επώ νυμο Κ εοντου οντουά ά γκντι κντι σ το Μ πέρμ πέρμι ιγχαμ κι άλλοιδ άλλοι δύο σ το Α νατολι ατολικό Λ ονδί ονδίνο, αλλά κανέ κα νένας νας με το όνομα όνομ α που π ου έψ αχναν. αχναν. Α κόμ κόμη κ ι έτσι, έσ τειλαν λα ν φ αξ στα στα τμ ή μ ατα του Π λέι λέισ τοου οου κ α ι του Σ όλιχαλ, κα ι σ υνέχι υνέχισ αν να ψ άχνουν χνουν για πληροφ πληροφορί ορίες. Η νύχτ νύχτα α τύλι ύλιξε το τμήμ α, αλλά το φ ω ς σ το γραφε ραφ είο παρέ πα ρέμ μ ενε αναμμ ναμμένο. Ο δράσ δράσ της τη ς επίθεσ θεσ ης σ τον Τ σ αμ π δεν δεν εί είχε βρεθε βρεθεί ί. Ο Τ σαμ σα μπ, που που τότε ζούσ ζούσε ε σ τη λεω λεω φ όρο Κ ολντχάρμ ολντχάρμπορ πορ,, δεν δεν τον εί είχε δει δει καλά κα λά και κα ιη εξήγησή ήγησή του για το το τιέκ α νε σ το Π άρκο Μ πρόκγουε πρό κγουελ λ δεν δεν ήταν ιδιαίτερα πεισ τική. Η κατάθεσή θεσ ή του είχε ένα ένα σω σ ω ρό ανακ νακρίβειες και αντιφ άσεις. «Ω σ τόσο, όσ ο, ή τα ν σίγουρος γουρος για κάτ κάτι», είπε ο Ν τάρχαμ. ρχαμ . «Ο δράστ δράσ της έβγαλε βγαλε φ ω τογραφ ογραφ ίες μ ’ εκείνον, ακόμ κό μ η κ α ι αφού αφ ού λιποθύμ ποθύμη η σε θυμάται θυμ άταινα να βλέπε βλέπει ι ένα φλας φλας, κα κα θώ ς σ υνερχότ υνερχότα αν... α, κα κα ι κ ά τι άλλο». άλλο». Έ ξυσε ξυσ ε το πιγούνιτου γούνιτου.. «Τ ου έκανε κα νε μια παράξε παράξεν νη ερώ τησ η». η» . «Τ ι;» «Α γαπάς απά ς τον μ α μ κ α σου;» «Α γαπάς τον μπαμ μπ αμπάκα πάκα σου;» «Α κριβώ ς. Α γαπάς το ν μπα μ παμ μ πάκα πά κα σ ου; Έ τσ ι μιλάνε άνε οι
ομοφ ομ οφυλόφ υλόφι ιλοι. Κ ι αυτή υτή ή τα ν η μ οναδική λεπτ λεπτο ομ έρεια για τη ν οποί οπ οία ή τα ν σίγουρος. ουρος. Δ εν ή τα ν κ α ι ο καλύ κα λύτ τερος ρο ς μάρτ μά ρτυρας υρας». ». Ο Ν τάρχα ρχαμ σ κέφτ κέφ τηκε πω ς η έρευνα έρευνα δεν δεν απέδω πέδω σ ε, εν μ έρει ρει επει πειδή ο Τ σ αμ π ήτα ήταν απρόθυ πρόθυμ μ ος να μιλήσε λήσει. Κ αι ότα ν άνοιγε το σ τόμα όμ α του του,, έπεφτ πεφ τε σε αντι αντιφ άσε άσ εις. Κ αι φ υσι υσ ικά, κά, σ ε αυτό υτό σ υνέβα υνέβαλλε λλε κα ι το γεγ γεγονός ότι ότι κα τα γόταν γόταν από α πό το Λ άος άος. «Κ ανεί νείς δεν δεν κα ιγότ γότα ν ιδιαίτερα να λύσ λύσ ειτην υπόθε υπόθεσ σ η, μ άλισ τα οι ο ι μ ισ οί δεν δεν μπορο μπ ορούσ ύσα αν καν κα ν να προφέ προφ έρουν το το όνομ όνομά του. Κ αι μιας κ α ι δεν δεν σ υνέβ υνέβη κάπ κά ποιο παρό πα ρόμ μοιο περισ τατικό, κό , σ ύντομ ύντομα α ξεχάσ ξεχάστ τηκε. Ξ έρει ρεις πώ ς είναιτ ναι τα πρά πρ άγμ ατα ατα». «Ίσ «Ίσ ω ς να μ πήκε πή κε σ τη φ υλακή γι για άλλ άλλη υπόθε υπ όθεσ σ η». η» . Ο Κ άφε άφ εριέβγ ριέβγαλε αλε τα γυαλιά το το υ κ α ι καθάρ κα θάρι ισε τους φ ακούς σ το πουκ πουκά ά μ ισ ό του. ου . «Το «Τ ο παλι πα λικάρι κά ριμ μας εί είναι ναιπρώ πρ ώ ην τρόφ τρόφι ιμος». ος». Ο Ν τάρχαμ συν σ υνοφ οφρυώ ρυώ θηκε θηκ ε κοι κο ιτάζοντά οντά ς τον με απορία. «Τ ο παι πα ιδίε δίείχε σ ημάδι μά δια από α πό ζώ νη γύρω γύρω από τον λαιμό του». ου ». «Α ». Ο Ν τάρχαμ κατέ κ ατένε νευσ υσε ε. Ή ξερε για τι πράγ πράγμα μιλούσε λούσ ε ο Κ άφε άφερι. Ή τα ν μι μ ια σ υνήθει υνήθεια τη τη ς φ υλακής υλακής. Γ ια το το ν Ν τάρχ άρχαμ, η δεκα δεκατ τετράχρονη ρά χρονη κόρη κόρη του οποί οπ οίου ου ασ χολιόταν με με τη ν ιππα ππασ ία, η τα κτι κτική τω ν τροφ τροφί ίμω ν τω ν φυλακώ φ υλακώ ν να υποτ υ ποτάσ άσσ σ ουν τα τα θύματ θύμα τα που ήθελα θελαν ν να βιάσ ουν ουν με με μια ζώ ζώ νη γύρω ύρω από το ν λαι λαιμό του τους ς, του θύμι θύμ ιζε λιγάκιτον γάκιτον τρό τρόπο πο με τον οποί οποίο ο ένα ατ α τίθασ θασ ο άλογο λογο υποτά σ σ ετα ι με το χαλινάρι, ενώ ενώ τα υτόχρονα χρονα οι οι μ ηροί του αναβά ναβάτη πιέζουν ουν τα πλε πλευρά υρά του. Ή τα ν το πρώ το σ υμπέ υμ πέρα ρασ σ μ α στ σ το οποί ο ποίο θα κατ κα τέληγ λη γε ένας αξιω μ ατικός ερευνώ ν, αν έβ έβλεπε τέτ τέτο ο ια σημάδια. «Ξ έρει ρεις, είναι παρά πα ράξε ξενο νο που πο υ υπ υ ποπτεύεσα εύεσ α ι τον Κ αλικάντ κάντζ ζαρο αρο για τη ν υπόθεσ υπόθεσ η Π ιτς...» Ο Ν τάρχαμ τσ τσ ίμ πησ πη σ ε το πιγ πιγούνι του και κα ι παρα παρ ατήρησ ήρ ησε ε το ν Κ άφε άφ ερινα ρι να φ οράε οράει τα γυαλιά γυαλιά το του κ α ι να επι επισ τρέφ ρέφ ει στη στη μελέ μελέτ τη το το υ ση σ η μ ειω μ ατάρ ατάρι ιού του. του. « . Ε π ειδ ειδ ή το πρώ το πράγμα πράγμα που πο υ σ κέφτ κέφ τη κα μόλις ά κουσ ου σ α για το το περισ τατικό σ το Ν τόνεγκ όνεγκαλ Κ ρέσε ρέσεν ντ ήτα ήτα ν η φάρσα φ άρσα τω ν φ ω τογραφ ογραφ ιώ ν τη ς λεω λεω φ όρου Χ αλφ Μ ουν».
Ο Κ άφε άφ εριτ ριτον κοίτα ξε. «Τ ης λεω λεω φ όρου...;» «Δ εν έχει χεις α κούσε ύσ ει γι’ γι’ αυτό; υτό;» » Ο Ν τάρχαμ ζούληξ ούληξε πάλι πά λι το διπλοσά πλοσ άγονό του. «Φ υσι υσ ικά όχι όχι. Έ γινε πριν από δώ δεκα δεκα χρόνια. Ίσ Ίσ ω ς κα ι περι περισσ ότε ότερο. Δ εν είχε να κά κ ά νει νει με τη ν υπόθεση υπόθεση του Τ σαμ σα μπ, απλώ ς σ υνέβ υνέβη τη ν ίδια περί περίοδο. οδο. Δ ύο φ ω τογραφ ογραφ ίες πολα πολαρό ρόι ιντ βρέθηκαν βρέθηκαν σε έναν κάδο απορριμμάτ μμ άτω ω ν σ τη λεω λεω φ όρο Χ αλφ Μ ουν». ουν». «Κ αι;» «Γρήγ «Γ ρήγορα ορα απ α π οδεί οδείχτη χτηκε πω ς ή τα ν φ άρσα. Α λλά αρχικά πολλοί πολλοί από εμ άς τρόμαξαν. ρόμαξαν. Ο ιντόπι ντόπ ιο ι άρχ άρ χισαν να να ρω τάνε το ν κόσ κόσμ μ ο, γεμ γεμ ίζοντα οντας το υς σ ταθμούς θμ ούς με αφί αφ ίσες σες: ‘‘Ξ έρετ ρετε αυτό υτό το παι παιδί; Μ πορε πο ρεί ί να βρίσκεταισε κίνδυνο’’ και τέτοια». «Δ εν το θυμά θυμάμαι». «Ο πατ πα τέρας ρα ς - εμεί εμ είς το ν λέγαμ λέγαμε ε πατ πα τέρα, ρα, χω ρίς να ξέρο ξέρουμ υμε ε αν όντω όντω ς ή τα ν- και το παιδί απε απεικον κονίζοντ ονταν δεμέν μένοι και γυμνοί μνοί. Ο ι φ ω τογραφ ογρα φ ίες τη ς αφ ίσας είχαν τρ τραβ η χτε χτεί σ το σ κοτ κοτάδι. Α κόμ κόμη κ α ι η ίδια η μ ητέρα το του παιδιού δεν δεν θα το το αναγνώ ναγνώ ριζε - τόσ ο σ κοτεινή και θολή ήτ ή τα ν η εικόνα. όνα. Κ ιαν ια ν θέλε θέλει ις να μάθει θεις τη γνώ γνώ μ η μου, ου, η ποιότη τα τη ς εικόνας όνα ς έπ εσ ε περι περισσ ότε ότερο, ρο, αφού αφ ού οι ο ι α σ τυνομι νομ ικοί ασ χολήθη ολήθηκα καν ν μ αζί της. ης. Π απάρι πάρια βελτ βελτί ίω σ η τη ς εικόνας κό νας έκαναν. Ό χι πω ς θα ήθελα ήθελα να τη τη δω δίχω ς παραμόρφ παραμ όρφω ω ση». ση ». «Κ αιπι αι πισ σ τεύεις πω ς ήτα ν ψ εύτι ύτικη;» κη ;» Α νασήκ νασ ήκω ω σ ε το υς ώ μ ους του. ου . «Δ εν εί είμ αι σίγουρος, ουρος, αλλά τε τελικά κατ κα ταλήξαμ λήξαμε ε πω ς ή τα ν ψ εύτι εύτικη, επειδή κανε κα νεί ίς με αυτ αυτή ή τη ν περι περιγραφή ραφ ή δεν δεν δηλώ θηκε θηκ ε αγνοούμε νοούμ ενος, νος, δεν δεν είχαμ ε καμ κα μ ία πληροφορί πληροφ ορία. Η Μ ονάδα Δ ίω ξης Π αιδερα δερασ σ τώ ν τη ς Σ κότ κό τλαντ λα ντ Γι Γιαρντ αρντ κρά κρά τησ ε τη ν υπόθεσ υπόθεσ η ανοιχτή χτή, αλλά εμεί εμείς εδώ σ το Μ πρίξτον ξτον δεν δεν ακ ακούσ ού σ αμ ε ποτ πο τέ ξανά ξανά γι για τις φ ω τογραφ γραφ ίες». «Κ αιπού βρίσ κοντ κονταιτώ αιτώ ρα;» «Μ ετά το το εργ εργασ αστ τήριο στο στο Ν τένμ αρκ Χ ιλ, φ αντάζ αντάζομ ομαι αι ό τι επέστ πέστρεψ ρεψ αν σ το τμ τμ ή μ α εδώ εδώ , αλλά κάθε κά θε χρόνο ρόνο κάνου κά νουμ μ ε μια
εκκα κκ αθάρ θάριση σ το Β ιβλίο 66, 66, κ ι έτσι τσ ι πιθανό θα νότ τατα τις σ τείλαμ λα μ ε στο Τ σ άρλτον ρλτον ή σ το Κ ρίκλγουντ κλγουντ για αρχε ρχειοθέτ οθέτηση. ση . Θ α προσ π ροσπα παθήσ θήσω ω να μάθω μά θω , αν θέ θέλει λεις». Ο Ν τάρχαμ ση σ ηκώ θηκε θηκ ε, τσ ιμ πώ ντα ντας το πιγ πιγούνιτου ύνιτου,, και κα ι κοί κο ίτα ξε το ν Κ άφερι άφερι. Έ πειτα , έσ κυψ ε μπροστ μπ ροστά, ά, ακου ακ ουμ μ πώ ντα ντα ς τα χέρια το του σ το γραφ ραφ είο. «Ο λόγος λόγος για το τον οπο οπ οίο το θεω θεω ρώ παράξε ράξενο νο είναι ναι επειδή σ υνέβ υνέβη τη ν ίδια πε π ερίοδο που η υπ υπόθε όθεσ η του Τ σ αμ π ήτα ήταν ακόμ κόμη ζεστή, κ α ι όταν αυτέ α υτές ς οι φ ω τογραφ ογρα φ ίες εμ φ ανίσ τηκα ηκ αν, μου δημ δημιούργη ούργησ σ αν μια παρ παράξε άξενη νη σ θ η σ η . Μ ε πιάνει άνεις; Π ά ντοτε ντοτε αναρ να ρω τιόμ ουν ου ν αν σ χετ χετίζοντα ονταν με α υτόν το ν Κ αλικάντ κά ντζ ζαρο, ρο, με τον τύπο ύπ ο που κα κ α κοπο κο ποί ίη σ ε τον Τ σαμπ σα μπ.. Ξ έρει ρεις, εδώ ». Χ τύπησ πη σ ε το σ τήθος με τη ν παλάμ παλάμη η το του. «Τ ο ένστ νσ τικτό μου έλεγε έλεγε πω ς υπή υπήρχε μια σχέσ σχέση, αλλά δεν δεν εί είχαμε χαμ ε κάπ κά π οιο σ τοιχεί χείο για να προχω ροχω ρήσ ρή σ ουμ ουμ ε».
12
Τ α με μ εσ άνυχτ άνυχτα, ότα ότα ν ο Κ άφε άφ ερι επέστρε πέστρεψ ψ ε σ πίτι του, ου , η Ρ εμ πέκα το το έκανε κα νε ξανά. ανά. Α υτή υτή τη τη φορά, σ την κουζ ουζίνα. να. Κ αθότ αθόταν σ το τρα τραπέ πέζ ζι, πίνοντας νοντας βότκα από ένα πο π οτή ρι σαμπάνιας, δίχω ς να του μιλάε λάει καθώ κα θώ ς εκείνος έβ α ζε κά κά τινα πιει. Α λλά ότ ότα ν τη τη ν πλη πλησ σ ίασ ε από από πίσω και κα ι τη ν αγκάλιασε ασ ε, ότα ότα ν το σ α κάκι κά κι του έπεσ πεσ ε σ το πάτ πά τω μ α κα κ α ι τη φ ίλησε λησε, εκείνη άνοιξε γλυκ γλυκά τα πόδι πό δια τη ς κ α ι τον άφ άφ ησε να τη φ έρει ρει σε οργασ οργασμό μό όχι μία, αλλά αλλά δύο δύο φορέ φ ορές ς κα ι ότα ότα ν προσπά προσ πάθησ θησε ε να μπε μ πει ι μέσα μέσα της της,, εκεί κείνη σ ηκώ ηκ ώ θηκε θηκ ε και κα ι απομα απ ομακρύνθ κρύνθηκ ηκε ε. «Σ υγγ υγγνώ μ η », είπε, πε, κα ιαφ ού ίσ ιω σ ε το νυχτ νυχτι ικό της, ης, έφ υγε από το δω μάτιο. Ο Κ άφε άφ ερι έπεσε πάνω σ το τραπ τραπέ έζι. Π ήρε βαθι βαθιές αναπνοέ ναπ νοές ς και κοίτα ξε τον υγρό λεκέ που είχε αφ ήσ ει σ το τρα τραπ πέζι. η σε ς υχρ α σου. ν τη ς α ε ίξ ίξ ε ις ι ς ι χ ει ε ι δ ί . Π ερίμενε μέχρι ο παλμ πα λμός ός του να έρθει ρθει σε κανονι κα νονικά επίπεδα πεδα,, σ ήκω σ ε το φ ερμουά ρμουάρ ρ και τη ν ακολο ακολούθ ύθη ησ ε σ το καθι κα θισ τικό, κό , όπου όπ ου εκεί κείνη έβλεπε τηλεόρ λεόρασ αση, η, με τον ήχο ήχο χαμηλω αμ ηλω μ ένο. «Ρεμπέκα;» «Μ μμ;» Δ εν τον κοίτα ζε. « Τ ι είναι;» «Ξέ «Ξ έρω για τίτο ίτο κά κ ά νεις αυτό, υτό, Ρ εμ πέκ πέκα. Ξ έρω ». «Α λήθει λήθεια;» «Κ αι πρέπεινα εινα μου μιλήσ λήσεις γι’ γι’ αυτό. Π ρέπεινα μιλήσ λήσεις γι’ γι’ αυτά που συνέβησαν». «Μ ιλάω σ υνεχώ υνεχώ ς για ό,τι ό ,τιέ έγινε». νε».
«Δ εν εννοώ σ τους ου ς δημοσι δημο σιογράφ ογράφους ους,, εν εννοώ σ ε μέν μένα». Κ ούμπω ούμ πω σ ε τη ζώ νη του, ου , αρχ αρ χίζοντα οντας να χάνε χάνει ι σιγά σ ιγά τη τη ν υπομ υπ ομο ονή του. ου . «Ή παράτ ρά τα με σ την ησυχί ησ υχία μου, Μ πέκι. Α ν δεν δεν θέλε θέλει ις να κάνει νεις μια πί π ίπα σε α ντί ντί σ την καλλι κα λλιτεχνική σ κην κη νή του Λ ονδίνου, άφ ησέ με σ την ησ υχία μου». Γ ια μια σ τιγμή γμή έμο έμοιαζε σα σαν να ήθελε να π ει κάτι, αλλά τελικά άλλαξ άλλαξε ε γνώ μ η κ α ι άφησ άφ ησε ε τα χέρια τη τη ς να πέσ πέσ ουν στ σ τον καναπέ, καναπέ, αναστ νασ τενάζ νάζοντα οντας. «Θ εέ μου! Τ ι σ ’ έπιασ ε;» «Τ ι ό τι μ ’ έπιασ ε; Ε δώ είμαι, μ προστά σ ου, ου, κοίτα ξέ με, με, με έχει χεις αφ ήσε ήσ ει καυλω κα υλω μ ένο, κ ι εσ ύ...» ύ... » -έδει -έδειξε τη ν τη λεόρ λεόρα α σ η - «... κάθεσ κά θεσα αικα ι βλέπει λέπεις το γαμη γαμ ημ ένο το χαζ χαζοκού οκ ούτ τι». «Μ η μ ου κάνε κά νει ις κήρυγμα κή ρυγμα,, Τ ζα κ, ότα ν κ ι εσ ύ έχε έχεις κάπ κά ποια θεμ θεμ ατάκια, τα οπ ο π οία δεν δεν θέτο θέτουμε υμ ε κάτ κά τω από το μ ικροσ κροσκό κόπι πιο». ο». «Ε ντάξει άξει, λοιπόν». Σ ή κω σ ε τα χέρια ψηλά. ψ ηλά. «Π « Π ετά ς πάλι πά λι την μ πάλα πάλα στ σ την εξέδρα». ξέδρα». Έ κ α νε μετα μεταβολή βολή προς προς τη ν πόρτ πόρτα. «Ό τα ν θέ θέλει λεις να μιλήσεις, ξέρεις πού θα με βρεις». «Π ού;» «Σ το μπάνι μπ άνιο. Θ α τον παί πα ίζω ». έ
,
ζ ε ι
Α υνανί υνα νίσ τη κε στ σ την ντου ντουσ σ ιέρα, ρα , έπ ειτα φ όρε όρεσ ε τα αθλητ θλη τικά του κι έφ υγε δίχω ς να π εικουβέντ υβ έντα α , κλείνοντα νοντας με δύναμη δύναμ η τη ν πό πόρτα πίσω του. Ο νυχτε νυχτερινός ουρα ουρανός είχε πάρειτ πά ρειτο ο χρώ μα της τη ς θάλασ θάλα σ σας - εκεί κείνο το βαθύ μπλε μπλε που που κα κα μ ιά φορά φ ορά πα παίρνουν τα νερά νερά γύρω από έναν κοραλλι κοραλλιογε ογενή ύφαλο. ύφ αλο. Έ κα νε ζέστη κ α ι από από κά κάπου ακου ακ ουγ γότα ότα ν μ ουσ ουσ ική που πο υ σ κορ κο ρπιζότα ν στον αέρα. αέρα. Ο ιδρώ τας έσ τα ζε στ στα μάτια του. Π ροσπά ροσ πάθησ θησε ε να ακο α κολουθ λουθήσ ήσε ει τον σταθε σταθερό ρό ρυθμό ρυθμό τη τη ς μ ουσι ουσ ικής με το πόδι, δίχω ς να σ κέφτ κέφ τετα ι τη Ρ εμ πέκ πέκα. Α λλά λλά ο νους νου ς του σ υνέχι νέχιζε να επισ τρέφε ρέφ ει σ ’ εκείνη, νη, σ την αδιέξοδη μ ονομα νομ αχία σ την
οποί οπ οία βρίσ κοντα κονταν. Κ ανεί ανείς το υς δεν δεν θα υποχω υπ οχω ρούσ ρο ύσε ε, ή τα ν ολοφάνε ολοφ άνερο, ρο, η αποφ α σ ισ τικ ότητά ότητά τους μ εγάλω νε όλο κα κ α ι περισσ ότε ότερο. ρο. ο υ α σ ρ ε ι, ι, μ έ κ α . Τ ην α γαπ γαπούσε ύσ ε, δεν δεν είχε κα μ ία αμ α μφ ιβολία γι γι’ αυτό, ή τα ν η αδυναμ δυναμ ία το του, αλλά σε αυτό το σ ημείο που είχαν φτ φ τάσ ει, δεν δεν έβλεπε έβλεπε κά κά ποια διέξοδο.
«Τ ζα κ», είπ ε η Ρ εμ πέκα ξαφν αφ νικά. Α νακάθισε σ τον καναπ ναπέ και σ τράφ ηκε προς προς τη ν πό πόρτα ρτα. Ε ίχε τη ν αί αίσθησ θηση πω ς εκείνος νος είχε μόλι μόλις μ πει σ το σ πίτι. «Τ ζα κ, είμ α ι...» ..» Ο ι γροθιές τη ς σ φ ίχτη χτηκαν κα ν πάνω πά νω στο σ τομάχι ομ άχιτ της. ης. « . Ε ίμ α ι πληγω μ ένη. Έ χω μια μεγ μεγάλη, αν α νοιχτή πληγ π ληγή». ή». Σ τα μ ά τη σ ε κα ι κοίτα ξε με ανοιχτό χτό το σ τόμα όμ α το τον άδει άδειο διάδρομο, άδρομ ο, προσπ οσ παθώ ντα ντας να χω νέψ ει αυτό που μόλις είχε ξεσ ξεσ τομί ομ ίσ ει. Έ πειτα , το πρόσ πρ όσω ω πό τη ς σ υσπ υσ πάσ τη κε κ ι άρχ άρχισε να γελά γελάε ει με το τον μ ελοδραμ λοδραματ ατι ισ μό της της.. «Ω , για όνομα όνομ α του Θ εού. μ α ι λ η γ νη! Π ληγω ληγω μένη, μένη, ε; ε; Κ ακόμοι ακόμ οιρη Μ πέκι πέκι!» Π ετά χτη κε όρθι όρθια, πήγ πή γε σ την κουζ ου ζίνα για να πάρε πά ρει ι το ποτ πο τή ρι τη ς σ αμ πάνι πά νιας κα ι επέστρε πέστρεψ ψ ε στο στο καθι κα θισ τικό, κό, κο κ ουνώ ντα ντα ς το ελεύθε λεύθερο ρο χέρι χέρι τη ς μ προσ προστ τά από α πό το πρόσ πρ όσω ω πό της, ης, σ αν το ν Ινδό θεό θεό Σ ίβα που χόρευε χόρευε ξυπόλυτ ξυπό λυτος ος.. «Π ληγω ληγω μ ένη, εί είπες πες. Η λίθια, πληγ πλη γω μένη, πληγω πληγω μένη, πληγ πλη γω μ ένη!» Φ ύλαγε ύλα γε λίγο χόρτο χόρτο σ ε ένα παλι παλιό τε τετράγω νο κο κ ο υ τί πάνω πά νω σ το τζά τζάκ κι κα ι τραγούδη ρα γούδησ σ ε καθώ ς έσ τριβε ριβε ένα τσ ιγαρι γαριλίκι κ ι έπινε βότ βότκα κα.. Η γλώ σ σ α τη τη ς μ ούδι ούδιασε ασ ε. Γ ονάτ ονάτι ισ ε, ακούμ ακ ούμπη πησ σ ε το ποτ πο τή ρι σ το πά π ά τω μ α, άναψ ναψ ε το τσ ιγαρ γαριλίκι, τράβηξε μερι μ ερικές ρουφ ουφ ηξιές κα ι ξαφνι ξαφ νικά έπεσ έπεσε ε σ το πάτ πά τω μ α, καλύπ κα λύπτ τοντα οντα ς το πρόσ πρό σ ω πο με τα χέρι χέρια της. ης. «Ω Θ εέ μου, Θ εέ μου, Θ εέ μου». Ε ίχαν πέσ ει σε παγίδα. Κ αιο αι οι δυο τους του ς είχαν πια σ τεί στη φ άκα: άκα: Ο Τ ζα κ, που ή τα ν αποφ απ οφα ασ ισ μ ένος να βασ βα σ α νίζετα ι μια ζω ζω ή για τον τον Γ ιούαν ούα ν - την τη ν τρό τρόμ μ αζε το τι μ πορε πορεί ί να σ υνέβα υνέβαι ινε στ στο τέλος έλο ς-κ α ι σ την αντί ντίθετη θετη πλευρά λευρά του πεδίου της της μάχης, βρισ κόταν εκεί εκείνη, νη, με τα χείλη
ραμ ραμμένα μένα κα κα ι τα μ άτια κλε κλεισ τά. Τ ο μόνο όνο που που ήθελε ήθελε ο Τ ζα κ ήτ ή τα ν να καθί κα θίσ ουν ουν κ α ινα σ υζητήσ ουν ουν με με ηρε ηρ εμία, να ξεπ ξεπλύνου λύνουν ν τη ν κηλίδα, να καθα κα θαρί ρίσ ουν ουν τη σχέση τους ους. Κ αιήθε αιή θελε λε πρά πράγμα γματινα το του μιλήσε λήσει. Α λλά λλά δεν δεν μπορο μπορούσ ύσε ε, κ ι εκεί βρισ κότ κό ταν η πληγ πληγή της. Σ τις αναμ ναμ νήσε νήσ εις της. Κ ι αυτό που πο υ δεν δεν ήξερε ξερε ο Τ ζα κ ή τα ν πω ς κα τά τη διάρκε άρκει ια τη τη ς κατ κα τάθεσ θεσ η ς τη ς Τ ζόνι, καθώ κα θώ ς εκείνος νος κατέγραφ γραφ ε υπο υπ ομ ονετι νετικ ά τα όσα όσ α έλεγε λεγε σ’ σ ’ εκείνο το δω μάτιο του νοσ οκο οκ ομ είου με θέα θέα τα τα βρε βρεγμένα γμένα δέντ δέντρα ρα,, καθώ ς εκείνος νος την καθοδηγούσε όταν εκείνη έδειχνε να μην ξέρειτι να πει, όταν έκανε πω ς έκλαι λαιγε εκείνη τη φ ορά που ο ια τροδι ρο δικασ τής τη ρώ τησε κ ά τι που δεν δεν ήξερε ξερε -α κ ό μ η κ ι όταν όταν διέρρε ρρευσε υσ ε τη σ υγκεκριμ ένη λεπτ λεπτομ ομέ έρει ρεια σ τον Τ ύ π ο - η Ρ εμ πέκ α έλεγ λεγε ψ έμ ατα ατα. Η αλήθει λήθεια ήταν ήταν κ ά τι που ακόμ η κ α ι η ίδια δε δεν ήθελε θελε να παραδεχτ δεχτε εί. Ά φ ησε τα χέρια τη ς να πέσου πέσ ουν ν άτ ά τονα σ τα πλευρά πλευρά τη ς κ α ι κοί κο ίταξε το το ταβάνι. Η αλήθε λήθει ια ήτ ή τα ν πω ς δεν δεν μπο μ πορο ρούσ ύσε ε να θυμη θυμ ηθεί θεί τίπ οτε από από τη ν επί επίθεσ θεση σ ’ εκείνο το το μικρό μ παγκαλό γκα λόου ου σ το Κ εντ πριν από έναν χρόνο. χρόνο. ε
υ τ
σ ε
κ α
,
κ ,
δ ε
σ ε
κ α
ώ
.
Τ ο πεζ πεζοδρόμι οδρόμ ιο ήτ ή τα ν ζε ζεσ τό, καθώ ς είχε κρα κρ α τή σ ει μέσα το του τη ζέστη τη ς ημέ ημ έρας. ρας. Έ τρεχε ρεχε εδώ κα ι μισή ώ ρα, ότα ότα ν πρόσε πρόσ εξε τον χώ χώ ρο γύρω γύρω του. ου. Έ τρεχε ρεχε σ τον δρόμο που που περνούσε περνούσ ε μπρ μπροσ οστ τά από α πό το σ πίτ πίτι του Π εντε ντερέτσ ρέτσ κι. Ε ίχε έρθε έρθει ι εκεί δίχω ς να το κατ κα ταλάβ λά βει, τραβη ρα βηγμέν γμένος ος από κά ποια πυξί πυξίδα μέσα του του.. Ε πιβράδυνε ρά δυνε το τρέξι ρέξιμ ο κ α ι κοίτα ξε τα σπίτια. Ή τα ν ένας ένας από α υτούς υτού ς το υς περι περιποι πο ιημ ένους δρόμους δρόμ ους που σου έδιναν τη ν αίσθηση σθησ η πω ς βρι βρισ κόσ κόσ ουν κοντ κο ντά ά στη θάλασσ θάλασ σα κα κα ι περίμ ενες νες να δει δεις τουρίσ τες να ξεπ ξεπροβά οβ άλλο λλουν από α πό κάθε γω νία. Τ ο σ πίτ πίτι του Π εντε ντερέτσ κι βρισ κότ κόταν περί περίπου πο υ σ το μέσο του του,, κρυμ κρ υμμ μ ένο ανάμε νάμ εσ α στ σ τα υπό υπ όλοι λο ιπ α σπί σ πίτια, ω σ τόσ ο η διαίσθησ σθηση το το υ Κ άφε άφ ερι το ξεχώ ξεχώ ριζε μονομ μονομι ιάς, άς, λες λες κ α ι φ ω σφ όρι όρ ιζε σ το σ κοτά οτάδι. Π λησ λησίασε και
σ ταμ ά τησ ε απέξ πέξω , α κουμ ουμ πώ ντα ντα ς τα χέρια του του πάνω σ την εί είσοδο του του κή που κ α ι περίμ ενε μέ μέχρινα ξελα ξελαχανι χανιάσει, νιώ θοντα ντα ς το ν ιδρώ δρώ τα του να κυλ κ υλά άεικαινα εικα ινα σ τά ζεισ το πεζ πεζοδρόμι οδρόμιο. Κ άθισε σ τις φ τέρνες ρνες του κα ι κοίτα ξε το σ πίτι. Π όσο διάσ τημ α θα το υς έπαι πα ιρνε μέ μ έχρικ ρικάπ οιο μέλος τη ς ομά ομ άδας δας να χτυ χτυπούσε ύσ ε τη τη ν πόρτ πόρτα α αυτή υτή κα ι να ρω τούσε ούσ ε για το το ν Κ αλικάντζ κάντζαρο; Π όσο όσο και κα ιρό θα το υς έπαι πα ιρνε μέχρι η Π ολίνα, η πα π ανέξυπνη νέξυπνη σ ύντρο ύντροφ φ ος τη ς Ν τάνι, να έβρι έβρισ κε σ τις βάσεις δεδομ δεδομ ένω ν τι τις ομ οιότητ τητες ανάμ νάμ εσ α σ την υπόθε υπ όθεσ σ η του Ρ όρι όρ ι κ ι εκείνη του Γ ιούαν; ούαν; Ή ρθε ξανά ανά στ σ το μυαλό του του εκεί κείνη η εικόνα κό να από απ ό τα δάχτ δά χτυλα υλα που πο υ ξεπρ ξεπροβ οβά άλλουν λλουν μέ μ έσα στ σ τη νύχτ νύχτα α από απ ό το το χώ μα. Τ α δάχ δά χτυλα το το υ Π εντε ντερέτ ρέτσ κι που άγγιζαν εκεί εκείνα του του Κ α λικάντ κά ντζ ζαρου. Ίσ ιω σ ε τη ν πλάτ πλά τη του. ου . Α πόψ πόψ ε έβρι βρ ισκε κ ά τι παρά πα ράξε ξενο νο στ σ το σ πίτι του Π εντε ντερέτ ρέτσ κι. Τ ο φω φ ω ς το υ μ πάνι πά νιου ήτ ή τα ν ακόμ κόμ η αναμμ α ναμμέ ένο, ενώ το κόκκινο, νο, γκρίζο κα κα ι κίτρινο φ ανάρι νάρ ι-γίγας κρεμό εμότα ν πάλι πά λιπί πίσω από το το τζάμ ι. Σ κέφ τη κε πω ς αυτή υτή τη φ ορά έμ έμ οια ζε μεγαλ μεγαλύτ ύτε ερο. Κ οντο ντοσ τάθηκ θη κε για λίγο σ κεφτ εφ τικός κ ιέπειτα άνοι νοιξε την την πόρτ π όρτα α. Δ εν είχε διασχί ασ χίσ ει ξανά το μ ονοπά νοπ άτι που πο υ οδηγούσ οδη γούσε ε στ στο σ πίτι του Π εντερέτ ντερέτσ σ κι. Τ ις λίγες γες φ ορέ ορές που είχε μπ μπει σ το οικόπεδο, εδο, είχε χρησ χρησ ιμ οποι οποιήσ ει το πίσω μέρος τη ς αυλής, αυλής, κά κ ά τω από απ ό τη τη ν κάλυψ κά λυψ η της νύχτα νύχτας, κα θώ ς ο Π εντε ντερέτσ κι, ένας νας έμ πειρος εγκλημ γκλη ματίας, ήξερ ξερε τα δικαι κα ιώ μ ατά ατά του του απέ απ έξω κ ι ανακα ανα κατ τω τά κα κ α ι θα μπορο μ πορούσ ύσε ε να βγάλε βγάλει ι περι περιορισ τικές εντολές ντολές κ α ι να του κά νει νει μήνυση μέσα σ ε κλάσ κλά σ μ ατα δευτ δευτε ερολέ ρο λέπτ πτο ου. Ο κή πος ή τα ν γεμ γεμ ά τος από ροζ μολόχε μο λόχες ς που που θύμι θύμ ιζαν ζαχαρω τά, και κα ι τα λεπτ λεπτά ά σαν σ αν χαρτί αρτί φ ύλλα του τους ς σ άλευαν άλευαν από το το αεράκι ράκι. Τ ο μακρύ, μα κρύ, απεριπο ριποί ίητο γρασί γρασ ίδι α κουμ ου μ πούσ ού σ ε τις πονε πο νεμ μ ένες νες του κν κ νήμε ήμ ες. Σ ταμ ά τη σ ε προτ προτού ού α νεβ νεβ είτο πρώ πρώ το σ καλοπά κα λοπάτ τι. Η πόρτ όρ τα ήτ ή τα ν διακοσ κοσμ ημ ένη με ένα βιτρό που απεικόνιζε έναν έναν λόφο, λόφο, με έναν ανεμ ανεμόμυλο όμ υλο να δεσ δεσ πόζει όζει σ την κορυφή κορυφ ή, κα κ α ι πίσω τους ο ήλιος έσ τελνε παντ πα ντο ού τις ακτίνες νες του. Κ αθώ ς ανέβηκ νέβη κε τα τα δύο
σ καλοπ κα λοπά άτια, το κα κατάλαβε, λα βε, μ πορο πορούσ ύσε ε να τι τις ακούσ κο ύσε ει, να ακ α κούσε ύσ ει το βουη βου ητό από απ ό τα μικρά πλάσ πλά σ μ ατα ατα που π ου πετού πετούσ σ α ν κ α ι ζευγά υγάρω ναν, κι έπειτα τα είδε να σκοτεινιάζουν τις ακτίνες εκείνου του ηλιοβα οβ ασ ιλέμ λέμ ατος σ το βιτρό κα κ α ι αμ έσ ω ς κατ κα τάλαβε λα βε πω ς ό ,τι ,τι κ ι αν κρεμόταν ρεμόταν στ στο παρά πα ράθυρο θυρο το του μ πάνι πά νιου του Π εντε ντερέτσ ρέτσ κι, δεν δεν ήταν κινέζικο φαναράκι.
Τ ο μόνο που θυμότ θυμ ότα αν η Ρ εμ πέκα ήτ ή τα ν πω ς είχε βραδι βρα διάσε άσ ει και κα ι βρισ κότ κόταν στ σ το κρεβάτ ρεβά τιμε το το ν Τ ζακ. ζακ. Τ ο πρω πρ ω ίπου ίπου ξύπνησ ξύπνησαν αν έβρεχ βρεχε. Α φ ού ο Τ ζα κ έφ υγε για τη δουλ δουλε ειά, εκείνη έφ αγε τοσ τ κα κα ι ήπιε καφέ. Σ υνειδητ δη τοποίη σ ε πω π ω ς η Τ ζό ζό νιδε νιδεν ν εί είχε επ επισ τρέψ ει σ το σπίτι. Κ άνει άνει μερικά τηλέφ λέφ ω να κα κ α ι διαπισ τώ νει νει ό τι η Τ ζό νι βρισ κόταν κόταν σ το δι διαμέρισ μα το του Μ πλις. Β άζειτο παλι πα λιό της της σ ορτ ορ τσ άκικ ι ένα κο κοντομ ντομά άνικο κ α ι πηγαί πη γαίνει νει στο διαμέρισμά του. Κ ενό. Κ ενό. Κ ενό. Μ ια λάμψ λάμψ η κ α ι βλέ βλέπεικά πεικά τι- μ ήπω ς ή τα ν μαχ μαχαί αίρι; Γ άντ άντζος; ος; Κ ενό. Κ ενό. Κ αι πάλι πά λι βλέπε βλέπει ι μια λάμψη. λάμψ η. Έ νας γιατρός ατρός έχει χει σ τρέψ ρέψ ει το ν φακό φ ακό του σ τα μ άτια τη της. Κ ενό. ν ε
κ
α
θ
ό
λ
ο
υ .
Κ ενό.
ν η
,
θ α
ν ι
ς
α
ύ ρ α
μ
ν ο
,
δ ε ν
θ α
ν έ σ ε ι
Ο Τ ζα κ, φ ορώ ντας το μαύρο του κοστ κοσ τούμι ούμ ι, σ κυμμέ κυμ μένος νος πάνω πάνω από το κρεβάτ ρεβά τιτη ιτη ς σ το νοσοκ νοσ οκο ομ είο, προτ προτού ού πά ει σ την κηδε κη δεί ία του Έ σ εξ. Ξ ανά ανά ο Τ ζα κ. Τ ης παίρνε ρνει κατ κα τάθεσ άθεσ η. Ό τα ν καλύπ κα λύπτ τει το πρόσω πό τη ς με τα χέρια κα κ α ι παρα πα ραδέ δέχε χετ τα ι ντρο ντροπι πιασ μ ένη πω ς δεν δεν μπο μ πορε ρεί ί να θυμηθεί θυμηθεί, εκεί κείνος τη ν κοι κο ιτά ζει σ υμπ υμ π ονετ ονετικά κ α ι τη ς δίνει μια σ κουντ κο υντι ιά, προσ πρ οσπα παθώ θώ ντα ντας να κάνει νει τη ν κατ κατάσ τασ η ευκολό υκ ολότ τερη για εκείνη. δ ε ς α
ν Μ
η ν δ ι
, να ,
λ ις
α μ
ρει
ού;
δ ρ ο μ ο , ό κ ε ί. ί.
, το
ρ ει
υ
η
εί α
ν
ν ι; ι;
β ρ ή κ α μ ε. να
υμ
ν ε ι. ι.
η μ ετέφ ερ ε
κ ε ί. ί.
Γ ια κά ποιον ουδέτε ουδέτερο παρα πα ρατ τηρητ ρη τή, η δύναμη τη ς Ρ εμπ εμπέκα είναι ναιη ελαφ λα φ ρότ ρότητά της της:: είναι να ι ένα χαρα χαρακ κτηρισ τικό το οπο οπ οίο φ ορά ορ άει σαν κόκκινο παλτό σ τη διάρκεια μιας χιονοθύε νοθύελλα λλας, κά ποιες φ ορέ ορές με φ υσι υσ ικότητα, άλλες λλες έχοντα χοντα ς σ υναίσθησ θησ η ό τι το κάνει νει. Π ά ντοτε ντοτε τραβώ ραβ ώ ντας τη ν προσοχ προσοχή. ή. Ή ξερε πω ς μπορούσε να τη ν κάνε κά νει ι να φ αίνεται εύθραυσ ύθραυστ τη, ω σ τόσο όσ ο ήξε ήξερε για τον οποίο ν λ ό σ υμπε υμ περι ριφ ερότ ρόταν με α υτόν το ν τρόπο ρόπο.. Α ναγκάστ ναγκάσ τηκε ήδη από απ ό νεαρή νεαρή ηλικία να α ναπ να πτύξει ξει το σ υγκε υγκεκριμ ένο χαρ χαρακτηρισ τικό, κό , ότα ν κατάλαβε λα βε πω πω ς ο πα π ατέρας ρα ς τη ς δεν δεν θα θα κατ κα τάφ ερνε να ξεφ ξεφ ύγει ύγει ποτέ από τις μ ετα εταφ υσ ικές του άμ υνες νες κ α ιό τιη μ ητέρα της της δεν δεν θα γλί γλίτω νε πο ποτέ από το ντοπ ντοπά άρισ μ α τω ν αντ α ντι ικατα θλιπτικώ ν που πο υ τη ς είχαν δώ σ ει και παρα πα ραπα πανί νίσ ιο βάρος. βάρος. «Η κόρη κόρη ενός Ά γγλου καθη κα θηγητ γητή ή κ α ι μιας καταθλιπτικής καλλονής», ήταν ο τρόπος με τον οποίο την είχε περι περιγράψ ει ένας δημοσ ημ οσι ιογράφ ογράφος ος.. Κ αι πήρε κάμ κά μ ποσ πο σ ο καιρό στη στη Ρ εμ πέκ α μέχρινα ρινα καταλάβ λά βει πω ς α υτός ή τα ν ο λόγος για το ν οποί οποίο δεν δεν μπορ μπ ορού ούσ σ ε να πα παραδε ρα δεχτ χτε εί εκείνο το το κε κ ενό σ τη μνήμη νήμη της της:: ήτ ή τα ν μια παραδοχ παρ αδοχή ή πω ς ο κά κ ά πω ς τραχ ρα χύς χαρακτ ρακ τήρας τη ς ή τα ν ένα ένα ψέ ψ έμα, μα, πω ς είχε χάσ χά σ ει τον τον έλε έλεγχο για λίγο, είχε χάσ χά σ ει τη ν πα π ανοπ νοπλία της. Δ εν ς νε ι πίσ τευε πω ς μ πορού ορούσ σ ε να μιλήσ λήσει με ηρεμ ρεμ ία γι’ αυτό.
η
θ υ μ ά σ α ι; ι;
Ε δώ κ ι έναν χρόνο χρόνο κρα κρ α τούσε ύσ ε καλά κα λά σ φ ραγ ραγισμένο το το κ ο υ τί της Π ανδώ ανδώ ρας, ρας, μέχριπο ριπου υ ο Τ ζα κ τη τη ς είπε: πε: α σ κ έ ο υ ς σ α ό ν φορά β ρ ή κ α α κ ρ έμ εσ α ι α ό ν γ ά φ σ το β ά . Ή ταν η πρώ τη φορά που ήρθε ήρθε σε επαφ ή με μια λεπ λεπτομ έρεια α π ’ όσα όσ α είχαν συμ σ υμβ βείε εί εκείνη τη ν ημέ ημ έρα κα κ α ι πλέον πλέον δεν μπορούσε μπορούσ ε να κοι κο ιτά ξει ξει το πρόσω πρόσ ω πο του Τ ζα κ, από φ όβο πω π ω ς θα έβλε έβλεπε πε εκεί κείνο του του Μ άλκομ Μ πλι πλις. Κ άτιτ άτιτην ην έτρω γε μέσα μέσα τη της, κ ά τι που δεν δεν τη ν άφη άφ ηνε σ ε ησ υχία, δεν δεν τη ν άφη άφ ηνε να κοι κοιμ μ ηθείτα βράδια. Γ ύρισε μπ μ προύμ ρο ύμυτ υτα α κα κ α ι σ ηκώ θηκε. θηκε. Δ εν έπρε πρεπε να αφ ήσ εικα ικανέναν νέναν να μάθειτ άθειτη η ν αλήθει αλήθεια.
Σ το σ πίτι, η Ρ εμ πέκ α κοι κο ιμ ότα όταν. Ή τουλά ου λάχι χισ τον έτ έτσ ι ήθελε θελε να τον τον κά νεινα νεινα πισ τεύει. Δ ύο λεκιασ μ ένες νες από κρα κραγι γιόν γό γόπες από πουρά ουράκ κια βρίσ κοντ κοντα αν σ το τα τα σ ά κι πάνω πάνω σ το κομ κομ οδίνο, δίπλα σε ένα άρθ άρθρο σ χετ χετικά με το βραβ ραβείο Τ έρνε ρνερ. Ο Κ άφε άφ ερι έβαλε βα λε παν πα ντελόνι λόνι, φ όρεσ όρεσε μ πλούζα λούζα κα κα ι μπότε ότες, πήρε πή ρε μερικά εργαλε ργαλεία κάτ κά τω από τι τις σ κάλες και πήγ πή γε σ τον πίσω κήπο κή πο.. Π ροσπέ ροσ πέρα ρασ σ ε το κι κιβ ώ τιο που πο υ ο Π εντε ντερέτ ρέτσ κι είχε χρη χρησ σ ιμ οποι οποιήσ ει για να σκα σ καρφ ρφα αλώ σ ει σ τον φράχ φ ράχτ τη κ α ι πέρασ πέρασε ε μέσα από α πό τη τη βλάσ βλάσ τηση κ α ι τα κλαδιά. Ο ι γραμ ρα μμ ές το υ τρέ τρένου νου ήτ ή ταν ήρεμ ρεμες, το τελευτα ελευταί ίο τρένο ρένο είχε περάσ ρά σ ει εδώ κ α ι αρκε ρκετή ώ ρα, ρα, και πέρα πέρα,, μακρι ακριά από α πό τη ν πόλη, πόλη , ο αέ α έρας ρας ή τα ν πιο δροσερός δροσερός,, με σ χεδόν σταθερή αθερή θερμ θερμοκρα οκρασ σία. Δ ίπλα από από τι τις γραμ ραμμές, το φ ανάρι ανάρι ήταν αναμ αναμμ ένο πράσ πρά σινο. Ο Κ άφε άφ εριπέρασ ρι πέρασε ε γρήγ ρήγορα απέ απ έναντι ναντι, ακούγοντ ούγοντα ας κάπ κά ποιο ζώ ο μέσα στη στη βλάσ βλάσ τηση. ση . Σ τη ν άλλη άλλη άκρη βρήκε βρή κε ένα μικρό μονοπάτι- τ ο νο ι υ ν τ ρ έ σ κ ι, κ α ά σα νό - που οδηγούσε στον κήπο. Τ ο πίσω μέρος του σ πιτ πιτιού ήτ ή τα ν σι σιω πηλό πη λό κα κ α ι σ κοτ κοτεινό, κ α ι τα ξύλα του φ ράχτ ράχτη σ απισ μ ένα από τη τη βροχή. βροχή. Π έρασ ρασ ε γρήγορα μέσ μέσα σ τον κήπο κή πο κ α ι το σ τήθος του σ φ ίχτηκε καθώ κα θώ ς πλησ πλη σ ίαζε. Τ ώ ρα
μ πορο πο ρούσ ύσε ε να δει δει - για για τί δεν δεν το είχε δει δει νω ρίτερα ;- πω ς στη μικρή παρα πα ρατ τημέ ημ ένη αποθή πο θήκη κη,, είχαν μ α ζευτείσμ είσ μάρι άρια από απ ό μύγες μύγες. Χ ρησ ιμ οποί οπ οίησ ε τον ελβ ελβε ετικό σ ουγι ου γιά το υ για να ανοίξει ξει το παμπάλαι λαιο παρά πα ράθυρο θυρο τη ς κουζί κο υζίνας νας, εξακοντ ξακοντί ίζοντα οντας κομ μ άτια ξύλου και κα ι μπογ μπ ογι ιάς πάνω πάνω σ την μπλούζ μπ λούζα α του. του. Μ ε λίγη προσπάθ προσπά θεια απελευθέρω λευθέρω σ ε το τζά τζά μ ι από το παρά πα ράθυρο θυρο κα κα ι ο μ παγι πα γιάτικος αέρας αέρας από απ ό το το σ πίτ πίτι το ν χτύπ χτύπη η σ ε σ τα ρουθούνι ρ ουθούνια. Τ ώ ρα μύρι μ ύριζε αυτό υτό που βρι βρισ κότ κόταν σ το μπάνι πάνιο -εκ - εκεί είνη τη δυσω δυσ ω δία που πο υ κά κ άνει νει ακόμ κό μ η κα ιτο ιτο υς πιο σ κληρούς κλη ρούς να λυ λ υγίσ ουν-, υν- , τη ν αποφ αποφ ορά από απ ό τα τα ανθρώ πινα εντόσθι όσ θια, τη μ υρω διά τω τω ν νεκρώ ν που βρίσ κονταν κονταν καθι κα θισ τοί πάνω σ τους τά φ ους ου ς τους κ α ι εξέπνεα πνεαν μέ μ έσα σ τη νύχτ νύχτα. Μ πορούσ πορ ούσε ε να ακούσει τις μύγες καθώ κα θώ ς έχω σ ε το χέρι του μέσα σ το παράθυρο, βρήκε βρή κε το κλει κλειδί κι άνοιξε τη ν πίσω πόρτ πόρτα α. Σ ιω πή. «Ιβάν;» Σ τά θηκε θη κε ακί ακίνητος νητος,, μ ετρώ ντα ντα ς μέχ μέχρι το εκατό κα ι περιμ ένοντ νοντας μια απά απάντ ντη η σ η. «Ιβάν;» Π οτέ οτέ του δεν δεν είχε φ ω νάξε νάξει ι τον Π εντε ντερέτσ κι με το μικρό του του όνομα. «Ε ίσαι σα ι εδώ ;» Κ αι πάλι πάλι, δεν πήρε απάντ απ άντησ ηση. η. Τ ο μόνο μόνο που π ου άκουγε άκ ουγε ή τα ν ο σ φ υγμό υγμός ς του. Μ πήκε πή κε στο στο σπίτι. Κ άποτ πο τε - π ρ ιν από είκοσ ιχρόνια, προτ πρ οτού ού ο Π εντε ντερέτσ ρέτσ κιαρχίσ εινα κλει κλειδώ νει τις πόρτ πό ρτε ες- ο Κ άφε άφ ερι είχε τρ υπώ υπ ώ σ ει εκεί μέσα μέσα και κα ι τον εξέπλ ξέπλη ηξε το πόσ ο σ υνηθι υνηθισμ ένο βρήκε ρή κε το σπίτι. Γ εμ άτο υγρα υγρασ σ ία και κα ι ξεφ ξεφ τισ μ ένο, αλλά συνη σ υνηθι θισ μ ένο. Ή τα ν το σ πίτι ενός γέρο γέρου, υ, με χαλιά σε διάφορα άφ ορα σχέδια, μια σόμ σ όμπ πα κα ι μια εφ εφ ημε ημ ερίδα στ σ τον καναπ κα ναπέ έ. Σ το ψ υγεί υγείο βρισ κότα κόταν ένα ένα μπ μ πουκά ουκ άλι γάλα κα κα ι μια σα σ α κούλα κούλα ζάχαρη σ τον -
,
ε
γ α
,
ε
ί
ε τ
ι
α
σ υ
ί
ι
τ ό -
πάγ πά γκο τη ς κουζ κουζί ίνας. νας. Ή τα ν το το σ πίτι ενός δις κατ κα ταδικασ κα σ μ ένου παι πα ιδερα δερασ στή κ α ι υπή υπήρχε γάλα σ το ψ υγεί υγείο, ζάχαρη σ τον πάγκο πά γκο της κουζίνας να ς κα ι μια εφ εφ ημ ερίδα στ σ το σαλόνι. Κ αιτ αιτώ ρα, ρα , καθώ ς διέσ χιζε τα δω μάτια, του έκανε εντύπ ντύπω ω σ η πόσ πό σ ο λίγα εί είχαν αλλάξει αλλάξει. Τ ο σ πίτι ή τα ν πιο μικρό, κρό, η ταπ ταπετσ αρία είχε κιτρινίσ ει περισ σότερο α π ’ όσο όσ ο θυμότ θυμ ότα αν, με λω ρίδες δες τη ς να κρέμοντ ρέμοντα α ι σ αν ξέφ ξέφ τια, κ α ι το χαλίή χαλί ήταν γεμ άτο βρομιά. Μ ια εφ εφ ημε ημ ερίδα τω ν κατ κατα σ τη μ α τα ρχώ ν βρισ κόταν κόταν πάνω πάνω σ το χαλί τη ς εισ όδου, όδου, μ αζί με μια στ στοίβα διαφ ημισ τικώ ν φ υλλα υλλαδί δίω ν από απ ό το π ικ ά εσ τιατόρια, αλλά αλλά πέ πέρα από τις μύγες ύγες, τα πάντ πά ντα α ήτ ή τα ν τόσο όσ ο απαρά απαράλλαχ λλαχτ τα, που πίσ τευε πω ς ζούσε ούσ ε ξανά ανά τη την ανάμνησή του. Σ το μικρό περβά περβάζ ζι το υ παραθύρου παραθύρου στ σ την αρχή αρχή τη τη ς σ κάλας βρισ κότ κόταν η ψ ηφι ηφ ιακή ακή σ υσκευή υσ κευή με τη ν οπο οπ οία ο Π εντε ντερέτ ρέτσ κι πα ρακο ρα κολο λουθ υθού ούσ σ ε τις κλήσ λήσ εις του. ου . Π άνω τη ς βρισ κόταν ένα ένας ς ανοιχτός χτός καφ κα φ έ φ άκελος άκελος.. Δ εν υπήρχ υπή ρχε ε κάποι κά ποιο ο γράμμα ράμμ α μέ μ έσα, ω σ τόσο όσ ο ο αποσ απ οστ τολέα ολέα ς ή τα ν το Τ μ ήμα ήμ α Ο γκολογί κολογίας του Ν οσοκ οσ οκομ ομε είου του Λ ιούισ χαμ. αμ . Ή τα ν το πρώ το σ τοιχείο κα κ α ι το έχω σ ε στην στην τσ έπη του. ου . σκέφτηκε, Σ τράφ ρά φ ηκε προς προς τις σ κάλες κά λες κα ι τις ανέβ νέβηκε σι σ ιω πηλά πη λά,, με τις μ ύγες ύγες να τον περι περιτριγυρίζουν. ουν. Π άνω , ψ ηλά, ηλά, τα έντο ντομ α πετάριζα ν τα φ τερά τους στον ρυθμό της ανάσας του. Ό λες ο ι πόρτ όρ τες σ το κεφ αλόσ λόσκαλο κα λο ή τα ν ανοι ανοιχτέ χτές, εκ τός από εκείνη του μ πάνιου. Έ βλε βλ επε το φ ω ς να βγαίνει νει από απ ό τη τη χαραμ αρα μ άδα κάτ κά τω από τη ν πόρτα. πόρτα. Η μ υρω διά ήτ ήτα ν πιο έντ έντονη εδώ κ α ι αναγκάσ ναγκά σ τηκε να καλύψ κα λύψ ει τη μ ύτη ύτη του με τη ν μπλο μ πλούζ ύζα α του του,, καθώ κα θώ ς έψ αχνε για το το φ ω ς σ την κορυφή κορυφ ή τη ς σκάλας σκά λας.. Η λάμπα λάμ πα άναψ ε για μια στ σ τιγμή κ ι έπειτα κάηκε. Ψ ηλάφησ ηλάφ ησε ε σ το εσ εσ ω τερικό τω ν ανοιχτώ χτώ ν δω ματ μα τίω ν, βρήκε βρή κε έναν δι διακόπτ κό πτη η, κ ι αυτή υτή τη φ ορά το το φ ω ς έλουσ λουσ ε το ν χώ χώ ρο, φ ω τίζοντα οντας ένα μέρος του κεφ κεφ αλόσ λόσ καλο κα λου. υ. Β ιαστ ασ τικά, κά , ανασα νασ αίνοντα νοντας κοφ κοφ τά, έλεγ λεγξε το εσ ω τερικό τω ν δω μ ατίω ν. Σ ε δύο απ α π ’ αυτά δεν δεν ,
έ
υ ,
κ
α
τ ά
.
κ ά
ν ε
ν α
η
σ υ μ β
ν ε ι
υ τ ό
υ
υ
.
βρήκε βρή κε τίπ οτα - μονάχα ένα ένα άδει άδειο κο κ ο υ τά κ ι Κ όκα όκα Κ όλα κα κ α ι μερικά τετραγω ρα γω νικά μο μ οκέτ κέτας πάνω πάνω σ τα γυμ γυμνά νά πατ πα τώ μ α τα . Σ το τρί τρίτο ανακά νακ άλυψ ε το μέρος όπο όπ ου ζούσ ούσε ο Π εντε ντερέτ ρέτσ κι. Τ ο σ τρώ μ α ήτ ή τα ν καλυμ κα λυμμ μ ένο με βρόμι βρόμικα, κα, ξεφ ξεφ τισ μ ένα νάιλον σ εντό ντόνια, μια σ τοίβα εφ ημερίδες δες ήταν το τοποθετη θετη μ ένη δίπλα πλα στο κρεβά κρεβάτ τι, ενώ σ την κορυφή κορυφ ή τη τη ς βρίσ κοντα κονταν ένα ποτήρ ποτήρι ι κα ι μια ανοιχτή χτή κονσ κονσέρβα έρβα με φ ασόλι ασ όλια. Η μ οναδική διακόσ κό σμ ησ η ήτ ή τα ν μια αφί αφ ίσα δύο αγοριώ ν που φ ορούσαν ορούσ αν ψ άθινα καπέ κα πέλα λα κα κ α ι κάθοντ κά θοντα α ν σε μια ξύλινη προβ προβλή λήτ τα, με τα χέρια πε περασ ρα σ μ ένα γύρω γύρω από τους ώ μους. ους. Ή τα ν μια αθην αθη ναϊκή αφί αφ ίσα από από τη τη δεκ δεκαετί ετία το του Ε βδομ βδομ ήντα ντα - ο ουρανός νός είχε άλλο χρώ μα πρι πριν από απ ό τρεις δεκαε δεκα ετίες: ή τα ν πι πιο απαλός λός κα ι κίτρινος νος από τον τον ήλι ήλιο τη ς τρίτη ς χιλιετίας. Τ α δύο δύο αγόρι γόρ ια ήταν σ την ίδια ηλι η λικία με τον Τ ζα κ κ α ι τον Γι Γ ιούα ούαν ότ ότα ν... ν.. . Έ πρε πρ επε να να σ ταμ ατήσ ει. « τ , σκ τ , σκ τ . ς ελε ν ο υ μ ». Π ίεσ ε τη ν μπλ μπλούζα ούζα πάν πάνω σ τα ρουθούνι ρουθούνια του του,, επέστρεψ πέστρεψ ε στο κεφ κεφ αλόσκα αλόσ καλο, λο, πήρε βαθιά ανάσα ανάσ α και κα ι κατ κα τευθύνθηκε υθύνθηκε προς τη ν πόρτ πόρ τα του μ πάνι πά νιου. Τ ην άνοιξε κ α ι μ προστ προ στά ά του του,, σ το μέσο μέσο του μ πάνι πάνιου με τα πράσ πρ άσι ινα πλα πλακά κάκι κια, καλυμ κα λυμμ μ ένος από απ ό μύγε ύγες, βρι βρ ισ κότ κόταν κρεμασ ρεμα σ μ ένος ο Ιβάν Π εντ εντερέτ ερέτσ κι.
Κ άποιος, ος, κάπου ούρλιαζε αζε. Η Μ πενεντ νεντί ίκτε ξύπ ξύπνησ νησε ε κ α ι ανακάθι ακ άθισε σ το κρε κρεβάτ βά τι, νιώ θοντ θοντα α ς το υς σ φ υγμού υγμούς ς τη ς να ανεβ νεβαίνουν νουν και κα ι το δέρμ δέρμα α τη ς να ιδρώ νει νει. «
αμ
α α !»
«Τ ζος;» ος;» Κ ατέ ατέβηκε βη κε νυστ υσ τα γμ ένα από το κρε κρ εβάτ βά τι κ α ι προχώ προχώ ρησε ρησ ε προς τον δι διάδρομο. άδρομο. «Έ ρχομ ρχομαι αι, αγαπούλα» πούλα».. Ά ναψ ε το φ ω ς στο στο δω μ άτιό το του κα κ α ι σ τάθηκε άθη κε σ την πόρτα, πόρτα, προσ πρ οσπα παθώ θώ ντας να συνηθί συνηθίσ ει
τη μ ετάβαση ασ η από το το σ κοτάδι οτάδι σ το φω φ ω ς, ανοιγοκλεί γοκλείνοντα νοντας τα μάτι άτια. Ο Τ ζος καθότ θότα ν στ σ το κρεβάτ ρεβά τι, κρατ ρα τώ ντα ντα ς ένα μαξιλάρι λάρισφ ιχτά. Τ α πόδια του ή τα ν τεντ τεντω ω μ ένα κα κ α ι τα μαλλι αλλιά το του όρθια, σαν να να τον είχε χτυ χτυπή σ ειηλεκ ειηλεκτ τρικό ρεύμ ρεύμα α. Κ οιτούσ ε ένα άνοι ά νοιγμα γμα στ σ τις κουρ ουρτίνες νες. «Μ αμά, αμ ά, ή τα ν ο Κ αλικάντ κάντζαρος». αρος». «Η ρέμη ρέμησε σε,, αγαπούλα αγαπο ύλα μου». μ ου». Η Μ πεν πενεντίκτε κτε πήγ πή γε σ το παράθυρο παράθυρο κα ι άνοιξε τελείω ς τις κουρτί ουρτίνες νες. Ο κή πος ή τα ν σκ σ κοτεινός και ήσ υχος υχος,, κα κ α ι το παράθυρο παράθυρο κλεισ τό. Π άνω από το το ν φ ράχτ ράχτη, το περί περίγραμμα ραμ μα του του Π άρκου Μ πρόκ πρ όκγ γουελ είχε πάρε πά ρει ι μοβ χρώ μα κα κ α ι πέρα πέρα μακριά, μ πορούσ πορού σ ε να δειτ δειτη η ν κερα κεραί ία το υ Κ ρίσταλ Π άλας να υψ ώ νετ νετα ι σ τον ουρα ουρανό. νό. «Ο Κ αλικάντ κάντζ ζαρος αρος δεν δεν εί είναι ναι εδώ , αγάπη. πη. Δ εν υπά υπάρχει τίποτα έξω ». Έ κλει κλεισ ε τη ν κουρ κο υρτ τίνα κα κ α ι κάθι κά θισ ε στη στην άκρη του κρεβ ρεβατιού του, ου, βάζ βά ζοντα οντας τη ν παλάμ παλάμη τη τη ς σ το κού κούτ τελό του. «Η μαμά μα μά φ ταίει, δεν δεν έπρε έπρεπε να σου είχα βάλει α υτές τις πιτζάμ ες. ες. Ε ίναι ναι πολύ πολύ ζεστές». Έ βγαλε γαλ ε το πάνω πά νω μέρος τη ς βαμ βακερή βα κερής ς του πιτζάμας. «Έ χεις μ ουσκέ ουσ κέψ ψ ει, θα σου δώ σω ένα κοντ κο ντομ ομά ά νικο». κο ». «Ό χι!» Ο Τ ζος ζος τινάχτ νάχτη η κε μ ακρι κριά της της κ α ικοίτα ξε το το παρά παράθυρο. θυρο. «Έ λα, αγαπούλα αγαπο ύλα μου, εί είναι αργά αργά και κα ι η μαμά μα μά θέλε θέλεινα ινα σου σ ου βγάλει βγάλει τις βρεγμένες πιτζαμούλες και να σε βάλειγια ύπνο». «Ό χιιι!» Τ ραβ ρα βήχτη χτηκε μα μακρι κριά της της.. «Μ ε βλέπ βλέπει. Ή τα ν εκ εκεί». « Τ ζος ζος νομί νομ ίζω ό τι ονει ονειρεύτη ρεύτηκες. κες. Ο Κ αλι αλικάντ κά ντζ ζαρος αρ ος δεν δεν μπο μπορε ρεί ί να σ καρφ καρφα αλώ σ ειτόσ ιτόσο ο ψ ηλά. Τ όσο όσ ο ψ ηλά που που εί είσαι σα ι, δεν δεν έχεις να φοβά φ οβάσα σαι ι τίποτα». «Ε ίσαι καλά, καλά, φ ιλαράκο αράκο;» ;» Ο Χ αλ σ τεκόταν κόταν στην στην πόρτ πόρτα, βλε βλεφ αρίζοντα οντας σ αν νυστ νυσ ταγμέν γμ ένη η γάτα γάτα. Η Μ πενεντ νεντί ίκτε γύρι ύρισ ε προς προς το μέρος του. ου . «Χ αλ, δεν δεν ήθελα θελα να να σε ξυπνήσω υπνήσω ». «Μ ην ανησυχε νησ υχεί ίς». Κ οίτα ξε τον γιο το του, όρθιο πάνω π άνω σ το κρε κρεβάτ βά τι, αγκα γκαλιά με το μαξιλάρι λάρι. « Τ ιτρέχει έχει, φ ιλαρά λαράκ κο;» ο;» «Ν ομ ίζει πω ς ίσ ω ς είδε το ν Κ αλικάντ κά ντζ ζαρο». ρο».
«Ό χι σ ω .». «Ε ίδε τον Κ αλικάντ κά ντζ ζαρο στ σ το παρά πα ράθυρο θυρο,, ξέρει ρεις, εκείνον νον που που μένει νει στο πάρκο». «Ε ντάξει άξει, ηρέμη ηρέμησ σ ε». Ο Χ α λ ήρθε ήρθε σ το κρε κ ρεβά βάτ τι και κα ι φ ίλησε στο στο κεφ κεφ άλιτ άλι τον γιο του. ου . «Θ έλει λεις να πάω πάω να δω αν έφ έφ υγε υγε;» Ο Τ ζος ζος κατ κα τένευσ νευσε ε. «Ε ντά ντάξει». Ο Χ α λ πήγ πή γε σ το παράθυρο, π αράθυρο, σφύρι σφ ύριξε χαμ ηλόφω λόφ ω να και κα ι πίεσ ε τη μύτη ύτη του πάνω πά νω σ το τζ τζά μ ι, κοιτάζοντα οντα ς τον κήπο κή πο.. Έ κανε πω ς μ ισ όκλε όκλει ινε τα μ άτια του για να δει δει καλύτερα λύτερα.. Έ π ειτα από λίγη ώ ρα, έκα έκανε νε μεταβολή κ α ιχαμογ μο γέλασε λασ ε. «Ε ντάξε ντάξει ι, όλα όλα καλά. καλά . Έ φ υγε». υγε». «Ο Χ ΙΠ !» είπε ο Τ ζος κλαψ κλα ψ ουρί ουρίζοντας οντας.. « ν μ ε ίς ίς ν α τ ο ν δ ε ι σ ι, ι, κ ρ ύ β νο
ξε ς
ι ο
ω ρά
υρ
α
ό
ο
ρά
υρο .
ν μ
ε ίς ίς ν α
το ν
δ ε ις ις
ν
δε
».
Ο Χ α λ ανασ ανα σ τέναξε, ναξε, άνοιξε τις κουρτ υρ τίνες νες κα ι ξεκλ ξεκλε είδω σ ε το το παράθυρο. παρά θυρο. Α κούμ κούμπ πησ ε σ το περβ περβά άζι κ ι έγει γειρε προς προς τα έξω . Ο αέρας αέρας ή τα ν γλυκερός, λυκερός, ή τα ν μια όμορφ όμ ορφη η νύχτ νύχτα α κα κ α ι μ πορο πο ρούσ ύσε ε να μ υρίσ ει το σ τάσ ιμ ο νερό νερό από τις τέσ σ ερις λίμνες νες του πάρκου ρκου.. Ο ή χος χος από τις λάμ λάμ πες τω ν γύρω κτιρίω ν θύμι θύμ ιζε το τραγού ρα γούδι διτ τω ν τζ τζιτζικιώ ν. Έ κανε πω ς κ ο ιτά ζει προσ πρ οσε εκτικά τον κήπο κήπο.. «Ν ομί ομ ίζω πω ς έφ υγε υγε. Δ εν υπά υπ άρχει χειτίπ ο τα έξω . Θ έλει λεις να δει δεις;» Ο Τ ζος σ κού κούπισ πισ ε τη τη μ ύτη ύτη του σ το μ ανίκι τη ς πιτζάμ α ς του και βλεφάρισε. «Θ έλεις να δει δεις;» Κ ούνησ ούνησε ε το κεφ κεφ άλιτου. άλιτου. «Ε ντά ντάξει ξει, λοιπόν». πόν». Ο Χ αλ έκλ έκλε εισ ε το παρά πα ράθυρο θυρο κι κ ι ετοι ετοιμ μ άσ τη κε να το κλει λειδώ σ ει, όταν όταν η Μ πενεντ νεντί ίκτε πρόσ ρόσ εξε πω ς δίστασ ε. Ά νοιξε ξανά το παράθυρο και κα ιάπλω σ ε το χέριτου ριτου,, ψ ηλαφ ηλα φ ώ ντα ντας με τα δάχτυλα δάχτυλα την την έξω μεριά απ από το περβάζ περβά ζι. «Χ αλ;» αλ;» Δ εν τη ς απάντη ντησ ε. Σ υνοφ υνο φ ρυώ ρυώ θηκε θη κε για μια στ σ τιγμή κ ι έπειτα
έκλεισ ε πρ προσ εκτικά το παράθυρ ράθυρο, ο, τραβώ ντα ντα ς τις κουρτ υρ τίνες νες. «Εί «Ε ίδες δες, αγαπούλα πούλα;; Δ εν υπάρχου πά ρχουν ν Κ αλικάντ κά ντζ ζαροι αροιε εκείέξω ίέξω ». Α λλά η Μ πενεντ νεντί ίκτε κτε δεν δεν μπορ μπορούσ ούσε ε να βγάλει βγάλει από απ ό το το μυαλό μυαλό τη της εκεί κείνη την έκφ έκφρασ ραση η του Χ αλ. Δ εν τη ς άρεσ άρεσε. Κ άτι άτι δεν δεν πήγ πή γαινε καλά. καλά. Έ γειρε πάν πά νω από το το ν Τ ζος. ος. «Έ λα, αγαπούλα. πούλα. Θ α δώ σ εις ένα φι φ ιλάκι στη μαμά; αμ ά;» » Α λλά ο Τ ζος γύρισε σ το πλάι, κλα κλαίγοντα γοντας σ αν κορι οριτσάκι, με πρόσ πρ όσω ω πο σ υσπα υσπασ σ μ ένο από α πό θυμό. «Ε ντά ντάξει, λοιπόν. πόν. Κ αληνύχ αληνύχτα, αγαπούλα». Π ερίμενε σ την πόρτ πόρτα α μέχρι ο Χ αλ να φ ιλήσ λήσει το ν Τ ζος κ ι έπειτα έσβησ βη σ ε το φ ω ς, έκλει κλεισ ε τη ν πόρτ πόρτα κ ι έκαν κα νε νεύμ νεύμα α σ τον Χ αλ να την την ακολουθή ακ ολουθήσ σ ει κάτ κά τω . Σ τη ν κουζί κουζίνα, φ όρεσ όρεσ ε τα λασ λα σ πω μ ένα αθλ α θλητ ητι ικά παπούτ πα πούτσ σ ια του του Χ α λ κ α ι βγήκε βγήκε στον στον κήπο κή πο με τον φακό. φ ακό. Ο Χ αλ την ακολο κο λούθ ύθη ησ ε φορ φ ορώ ώ ντα ντας τις παντόφ ντόφ λες του. ου . « Τ ι σ υμβα υμ βαί ίνει νει;» ψ ιθύρισε. « Τ ιέχει χεις;» Φ ώ τισ ε με τον φακό φακό τον κήπο, κήπο, ψ άχνοντ νοντα ς σ το γρασί γρασ ίδι για σ ημάδια πο π ου έδει έδειχναν χναν ό τικά ποιος είχε πατ πα τή σ ει πάνω του. του. « Τ ι είδες δες, Χ αλ;» «Ε;» «Ε κείπάνω κεί πάνω ». Έ σ τρεψ ρεψ ε τον φ ακό στο στο παράθυρ παράθυρο ο του του Τ ζος. ος. «Σ το παράθυρο». «Α , δεν δεν ήταν τίποτα οτα , μόνο όνο το το α ποτύπω ύπ ω μ α ενός χερι χεριού». Τ ο πρόσω πρόσ ω πο τη τη ς Μ πενε πενεν ντίκτε κτε χλώ μιασε ασ ε. «Τ ο απο α ποτ τύπω ύπ ω μ α εν ενός χεριού, είπες;» «Σσ «Σ σ στ! στ! Δ εν θέλω να τον τον κάνω κά νω να φοβη φ οβηθε θείπ ίπε ερισσ ότε ότερο». «Ν αι, αλλά με μ ε φ οβί οβ ίζεις εμ ένα τώ τώ ρα» ρα », ψ ιθύρισε. Π ήγε σ την άκρη του τοίχου κα ι με τον φακό φ ακό φ ώ τισ ε το παρτέ παρτέρι. «Ο Τ ζος νομ νομ ίζει πω ς είδε κάτ κά τι, κα ιτώ ιτώ ρα μου λες λες ό τι είδες δες ένα αποτύ οτύπω μ α . Δ ηλαδή λαδή... ...» » «Μ πεν», πεν», είπε δεί δείχνοντα νοντας το παράθυρο, παράθυρο, «απ «α πέχει χει έξι μέτρα από α πό το έδαφος δαφ ος.. Θ α πρέ πρ έπεινα πεινα έχει χει φ τερά για να ανεβ νεβ είκά ποιος εκ είπά ίπ άνω ». Κ οίταξε τον τοίχο από απ ό πάνω πάνω μέχρι κάτω . Ο Χ αλ είχε δίκιο. Α ν
κά ποιος ήθελε ήθελε να σκαρφ καρφαλώ αλώ σει, χρει ρειαζότα ότα ν σκάλα σκά λα κα κ α ι δεν δεν μπορο μπορούσ ύσε ε να δεικα δει κανέ νένα να ίχνος χνος σ το παρτ παρτέ έρι. Κ ανένα ανένα χνά χνάριπο ρι ποδι διού. ού. Τ ο χώ μ α δεν δεν είχε ανακ νακατω θεί. «Έ λα, Μ πεν πεν». Ο Χ αλ εί είχε αρχί αρχίσεινα σεινα κρυώ νει. «Κ άποι άπ οιος από το υς εργάτ ργάτες θα το άφη άφ ησε στο στο περβάζ περβά ζιόταν το το εγκαθι γκα θισ τούσ ούσ ε». Ε κεί κείνη σ τεκότ εκόταν στ στη μέση το του κήπου, πο υ, δαγκώ δα γκώ νοντα νοντας τα χείλη τη της κα ινιώ θοντ θο ντα α ς ανόητη. νόητη. «Ή ταν κά ποιος από τους εργάτ ργάτε ες, Μ πεν, πεν, δεν δεν έχουμε χουμ ε καθαρ κα θαρί ίσ ει τα παράθυρα παράθυρα απέξ απέξω . Ε κτός κτός α υτού υτού...» ...» «Ε κτός αυτού, ού , τι;» «Ή ταν ανάπο ανάποδ δα». « Τ ι εννοεί ννοείς;» «Τ ο απ α π οτύπω μ α ήτ ή τα ν ανάποδα ανάποδα,, οπ ότε θα πρέπει πρέπεινα έγινε πριν το παρά αράθυρο τοπ τοποθ οθε ετη θεί». Η Μ πενεντί ενεντίκτε ανα ανασ σ τένα έναξε. ξε. Σ ιχαι χαινότ νόταν τι τις νυχτ νυχτερι ερινές φ οβί οβ ίες της. Σ ιχαι χαινόταν νόταν το πάρκ πά ρκο, ο, που βρισ κότ κόταν τόσο όσ ο κοντά ντά τους ους, σ ιχαινότα νόταν ακόμη ακ όμη κ α ι τον μι μ ικρούλη, κρούλη, τον Ρόρι Ρ όρι Π ιτς, που άφησ άφ ησε ε να τον τον απαγάγουν απ αγάγουν καιν κα ινα α τον σκοτ σ κοτώ ώ σ ουν! Α νυπομον υπομ ονούσ ούσε ε να φ ύγουν ύγουν γι για την την Κ ορνουάλη ορνουάλη.. Φ ώ τισ ε για άλλη άλλη μια φορά φ ορά το ν κήπο κή πο με τον φακό. φ ακό. Τ ο νερό νερό στη φ ουσκω ουσ κω τή πισ ίνα του Τ ζος αντα ντα νακλο νακ λούσ ύσε ε το φ εγγαρόφ αρόφω ω το, αλλά τίποτε άλλο δεν έδειχνε να κινείται. Α πρόθυ πρόθυμα μα έσβη έσβησ σ ε τον φ ακό και κα ι ακολούθη ακ ολούθησ σ ε τον Χ αλ στ σ τα σκα σ καλοπά λοπάτ τια, κλεί κλείδω σ ε τη ν πόρτ πόρ τα και κα ι τράβ ρά βηξε τη ν κουρ κουρτ τίνα. να. Ο Χ α λ μι μιας κ α ι ή τα ν ξύπνι ξύπ νιος πήρε πή ρε μι μια μπίρα από το ψ υγεί υγείο κ ιέγει γειρε στ σ τον πά πά γκο τη ς κουζίνας νας, κοιτά ζοντά ντά ς την. «Σ ε κατ κα ταλαβα λα βαί ίνω », είπε ξαφν αφ νικά. «Ε ίδα το τον Ά λεκ λεκ Π ιτς. Σ το πάρκο». «Χ ρισ τέ μου!» Η Μ πενεντ νεντί ίκτε έτριψ ε το πρόσ πρόσω ω πό τη ς κα ι κάθι κά θισε σ τον καν κα ναπέ απ έ. «Π ότε ότε;» «Ό τα ν ο Τ ζος κ ι εγώ βγάλαμ βγάλα με τη Σ τρου ρουμ φ ίτα για βόλτ βόλτα, α, το τ ά
η
μ
ε
ς
υ
ν ο
ι
ν ε υ ρ ικ ικ ή .
ε ι,
ο
χ ε
ς ,
βράδυ. Δ εν σου το το είπ α για να να μη σε σ ε ταρά αρ άξω ». «Π ώ ς είναι;» «Χ άλια. Τ ον είχα ξαναδε ξαναδεί ί, όταν ήμ ή μ ουν έξ έξω με τη Σ τρουμ ρουμφ φ ίτα». α» . Σ αν να άκ ά κ ουσ ουσ ε το όνομά όνομ ά της της,, η Σ τρουμφ ρουμ φ ίτα, που που κοι κο ιμ ότα ότα ν στο στο καθι κα θισ τικό, κό, σ ηκώ θηκε θη κε κ α ι με χα σ μ ουρη ουρ ητά πλησ πλη σίασε ασ ε τον Χ αλ, κι α υτός χάιδεψ δεψ ε τα κο κ ουφ ά αφ τιά τη της. «Τ ον έχουμ έχουμ ε ξαναδε ξαναδεί ί, έτσι, Σ τρουμ ρουμφ φ ίτα μου; μο υ; Α πλώ ς δεν δεν το ν αναγν α ναγνώ ώ ρισα από τις εφ ημε ημ ερίδες δες». «Κ αιτι αιτι έκαν κα νε;» «Δ εν ξέρω . Π εριπλανι πλα νιόταν όταν στ σ το σ η μ είο...» .. .» Ίσ ιω σ ε τη ν πλάτ πλάτη του και κα ι ή πιε τη μισή μπίρα, παί πα ίρνοντα ρνοντας ένα παρά πα ράξ ξενο ύφος ύφ ος.. «Π εριπλανι λα νιόταν σ το σ ημείο που βρέθηκε ρέθηκε ο γι γιος του». «Έ χω δει δει το μέρος μέρος», », μ ουρμ ουρμούρι ούρισε κ ά πω ς ντρο ντροπι πιασ μ ένη που που είχε πά ει μέχρι εκεί εκείγια να το δει δει. Κ αθώ ς περπατούσε ύσ ε, είχε αντι ντικρίσ ει με έκπλη κπ ληξη ξη τα τα ξερα ξεραμ μ ένα λουλ λουλού ούδι δια που π ου ο κόσ κό σ μ ος είχε αφ ήσ ει εκεί κεί. Κ ορδέλε ορδέλες ς, πλασ λα σ τικό περιτύλι ύλιγμα γμα, κάρτε ρτες, αρκουδά υδάκια νοτ νοτισ μ ένα στ σ την υγρα υγρασ σία. Ο Ρ όρι ή τα ν σχ σ χεδόν ενν εννι ιά χρονώ ν, θυμή θυμ ήθηκε, δεν δεν θα του του άρεσ ρεσαν πι πια τα τα αρκουδά ρκουδάκι κια. «Δ εν ξέ ξέρω τι θα κάνου κά νουν ν με όλα αυτά τα λουλ λουλού ούδι δια». «Τ ο πισ τεύει εύεις πω ς υπάρχουν χουν οικογένε γένει ιες που έρχοντ ρχοντα αι σε αυτό το μέρος μέρος;; Φ ορά οράνε μ πλου λουζάκια με επιγραφ ρα φ ές του σ τιλ ‘‘Θ ‘‘Θ ά νατ νατος σ τους ου ς Π αιδόφ δόφ ιλους λους’’’». «Τ ο ξέρω ξέρω ». Κ ούνησε ούνησ ε το κεφ κεφ άλιτης άλιτης.. «Κ αιο αι ο Ά λεκ; λεκ; Τ ους είδε;» «Ν αι, είδε τα πάν πά ντα. Α πλώ ς σ τεκότα ν ανάμε ανάμ εσ α σ τους ους θάμ θάμ νους και παρα πα ρατ τηρούσ ηρούσε ε. Έ πρεπ ρεπε να τον δει δεις να κ οιτά ζειτο ιτο ν Τ ζος ζος.. Ή τα ν σα σ αν να έβλεπε φάντασμα». «Ο κακομοί κακομ οίρης». ρης». Σ ηκώ ηκ ώ θηκε, θηκε, μπήκε μπ ήκε στην στην κουζ κο υζί ίνα κι έχω σ ε τον φ ακό σε σ ε ένα συρτάρι συρτάρι. «Α νυπομονώ υπομονώ να πάμ π άμε ε σ την Κ ορνουάλ ορνουάλη, η, Χ αλ. αλ. Α νυπομονώ νυπομονώ να φύγουμ φ ύγουμε ε από το Μ πρί πρίξτον για μερικές κές μέρε μέρες ς». Τ ον φ ίλησε λησ ε σ το μάγουλο. γουλο. «Μ η μείνει νεις ξύπνι ξύπνιος όλη τη νύχτα νύχτα».
Σ τις τεσ σ ερισ ήμ ισ ι το πρω ί, ο ουρα ουρανός νός πάνω πά νω από τα σ πίτ πίτια στο Μ πρόκλι πρόκλι έγινε γαλαν αλανός, ός, αλλά η Α φ ροδί ροδίτη εξακολου ξακο λουθούσ θούσε ε να λάμπε λάμ πει ι στη στη μονόχ ονόχρω μη παλέ πα λέτ τα του του.. Σ το παράθυρο, πί π ίσω από απ ό το το οπο ο ποί ίο ο Π εντε ντερέτ ρέτσ κι είχε στ σ τα θεί θεί πάμ πά μ πολλε πολλες ς φ ορές ορές παρα πα ρατ τηρώ ντα ντας τον Γ ιούαν κα ι τον Τ ζακ ζακ να παίζουν ουν στ στο δεντ δεντρό ρόσ σ πιτο δίπλα σ τις γραμ ρα μ μές του τρέν ρένου, ο Κ άφε άφ ερικαθότα ρικαθότα ν παγω πα γω μ ένος από απ ό το το σ οκ σε σ ε μια καρέκλα. καρέκλα. Ο ι μ ύγες ύγες ρουφ ρουφού ούσ σ αν το τον ιδρώ δρώ τα του κ ι εκείνος δεν δεν έκα έκανε νε τον κόπ κό πο να τις απομα ομ ακρύνε ρύνει ι. Γ ια χρόνια αναρ ναρω τιόταν όταν πώ πώ ς θα αι α ισ θανότ θα νότα αν όταν όταν ο Π εντερέ ντερέτ τσ κι πέθαι θα ινε, νε, κ α ι πλέον η σ τιγμή είχε έρθει ρθει. Ή τα ν το τέλος λος τη ς όποια ς ελπί λπίδας δας είχε να μ άθειτι θειτι σ υνέβη σ τον Γι Γ ιούα ούαν. Ζ ούσ ε τον μεγαλύτ γαλύτε ερο εφ ιάλτη λτη του κ ι ένιω θε τη τη ζω ή να τον τον εγκατ εγκαταλείπει. Ό τα ν το πρώ το εμ πορι ορ ικό τρένο ρένο πέρασ πέρασ ε τη διάβασ βα σ η σ τις πέντε ντε το πρω ί, ο Κ άφε άφ ερι κουνή κο υνήθη θηκε κε για πρώ τη φ ορά. Α πομάκ πομ άκρυνε ρυνε τις μύγε ύγες και κα ι σ ηκώ ηκ ώ θηκε, θηκε, αφήνον αφ ήνοντ τας το αίμ α να να κυλήσ κυλή σ ει ξανά ανά στ σ τα μ ουδιασμ ασ μ ένα πόδι πόδια το του κα κ α ι πήγε πή γε σ τον κάτ κά τω όροφο, όροφ ο, σ την κουζ κο υζί ίνα, με μ άτια που που πονούσ νούσ αν. Ά νοιξε τη βρύση βρύσ η, έριξε λίγο νε νερό στ σ το πρό πρόσ σ ω πό το το υ κι έπ εσε εσε με τα μ ούτ ούτρα στη δουλε δουλειά. Κ άπου μέ μ έσα σε σ ε αυτό αυτό το το σπί σ πίτι βρισ κόταν κόταν η απάντ α πάντησ ηση η σ τα ερω τή μ α τά του. του. Π ήγε σ το μπάνι μπ άνιο. Ο θόρυβος θόρυβο ς από απ ό τι τις μ ύγε ύγες κα ι η απαί πα ίσ ια μυρω διά, έκαναν κα ναν το το σ τομ ά χι το υ να ανα α νακ κατευτεί. Η αποσ ποσ ύνθεσ ύνθεση το του Π εντε ντερέτ ρέτσ κι είχε προχ προχω ρήσει ρήσει. Κ άτω άτω από τα τα πόδι πόδια του είχε σ χημ χημ α τισ τεί μια μι μ ικρή λιμ νούλα από α πό σ ω μ α τικά υγρά, υγρά, καλυμ κα λυμμ μ ένη από μύγε μύγες. Α ναγκάστ ναγκάσ τηκε να μ είνει νει εντε ντελώ ς ακί ακ ίνητος νητος,, μέχρινα το του φ ύγειη ύγειη τάσ η για εμ ετό. Ο Π εντε ντερέτσ ρέτσ κι είχε περάσ ρά σ ειτη θηλιά μέ μ έσα απ α πό μια τρύπα ύπ α που π ου είχε ανοίξει ξει σ το τα β ά νι από γυψ οσα οσ ανίδα κα κ α ι τη ν εί είχε στερ στερεώ σ ει σε μια δοκό - το σφ υρί που πο υ είχε χρη χρησ σ ιμ οποι οποιήσ ει για να ανοίξει ξει τη ν τρύ τρύπα πα βρισ κότ κό ταν σ το πάτω μ α και ο σοβ σ οβά ά ς σ το μπάνι πάνιο έδει έδειχνε χνε πω ς δεν δεν του είχε πάρειαρκετή ώ ρα για να τα κα κ αταφ έρει. Ε ίχε έρθε ρθεισ το μ πάνι πά νιο με τα εργαλεί εργαλεία πο που χρει χρειαζότα ζόταν, είχε ανοί νο ίξει μια τρ τρύπα σ το ταβ ταβάνι, είχε
περάσε περάσ ει το σ κοι κο ινίαπ νί από ό τη τη δοκό κ ι αυτοκτ οκ τόνησ όνη σ ε. Δ εν είχε κλοτ κλο τσ ήσ ει παράμ πα ράμε ερα το σ καμ καμ πό το του μ πάνιου. Π άνω άνω σ την τουα ου α λέτ λέτα βρισ κόταν κόταν το βιβλίο το του Ν τέρεκ Χ άμφ άμ φ ρι λ ευ τ
α
ο δ ο ς:
δη
ς
α
ν
Π ρα
η
Α υτ
νί ς
γ ι’
Μ ε τη ν μπλούζ μπ λούζα α να καλύπ κα λύπτ τειτο ιτο σ τόμα όμ α του, του, ο Κ άφε άφ ερι έσ κυψ ε και κα ι διάβασε άβασ ε. Μ ία παράγραφος παράγραφ ος είχε υπογραμμ υπογραμ μ ισ τεί θυμ θυμ ω μ ένα με μολύβι ολύβι: «Α ν θεω ρείτε πω ς ο Θ εός είναι να ι ο κύρ κύριος της μοίρας ρας σας, ας, τό τε μη δια βάσ ετε παρα παρακά κάτ τω . Π ροσ ροσ παθεί πα θείτε να βρείτε τον καλύτερο τρόπο για να διαχειριστείτε τον πόνο και αναζητήστε το ίδρυμα δρυμ α που πο υ θα σα σ ας παρέχ πα ρέχε ειτη ν καλύτ κα λύτε ερη περί περίθαλψ η». Α λλά ήξερε ήξερε τις οδηγί δη γίες που έδινε το βιβλί βλίο κα κ α ι κατάλ τάλαβε πω πω ς ο Π εντε ντερέτσ έτσ κι, την τελευτ ελευτα ία σ τιγμή, γμή , είχε εγκ εγκα αταλείψ ει τη ν υπο υπ οτιθέμε θέμ ενη πίσ τη το υ σ τον Θ εό κα κ α ι είχε σ τραφε ραφ εί για βοήθε βοή θει ια στ σ τον Χ άμφρι άμφ ρι: «Ο πάγ πά γος θα εμ ποδίσ ει τον αέρα να γίνει ζεστός εστός κα ι α ποπνικτικός στ στην πλασ λασ τική σακούλα...» Σ το πάτ πά τω μ α βρισ κόταν κόταν μι μια άδει άδεια παγ πα γοθήκη, οθήκ η, ενώ το κε κ εφ άλι άλ ι του Π εντε ντερέτ ρέτσ κι κάλυπ άλ υπτ τε μια πλαστ πλασ τική σ ακούλα. κούλα . Τ ο πρό πρόσ σ ω πό το υ είχε πρησ πρη στεί, γεμ γεμ ίζοντα οντας τη σ α κούλα κο ύλα με υγρα υγρασ σία. Έ να μ πουκ ουκάλι βότ βό τκα βρισ κότ κό ταν δίπλα σ την πόρτ πόρτα α, κ οντά ντά σε ένα πιάτο με κ ά τι που που έμ οια ζε με κέικ σ οκο οκολάτ λά τας γάλακτος λακτος:: «Λ ιώ σ τε τα ναρ να ρκω τικ ά που πο υ θα πάρετ πά ρετε ε μέχρι μέχρι να γίνουν νουν σκό σκόνη νη κα κ α ι βάλτ βά λτε ε τα σ το αγαπημ πη μ ένο σας κ έικ έικ .» Δ εν πετού πετούσ σ α ν μύγ μ ύγε ες πάνω σ το κέι κέικ. Έ δει δειχναν να απο α πολαμ λαμβά βάνουν νουν περι περισσ ότε ότερο τη τη γεύση ύσ η του Π εντε ντερέτ ρέτσ κι. Ο Κ άφε άφ εριέ ριέλεγ λεγξε το πάτ πά τω μ α για να να βεβα εβα ιω θείό τιδεν άφ ησε χνάρ χνάρι ια, έπει έπειτα έκλεισε τη τη ν πό πόρτα και συνέχισε την εξερεύνηση στο υπόλοιπο σπίτι. Ο Π εντε ντερέτσ κι είχε έρθει ρθει σ την Α γγλία τη τη δεκ δεκαετία το του Σ αράντ ρά ντα α -« Λ ο γικ ά πρέπε ρέπει να είχε σχέσ η με τη σ υνθήκη υνθήκη τη ς Γ ιάλτα άλτας», είπε η Ρ εμ πέκα. πέκα . Έ δει δειχνε να κατ κα τα λαβ λα βαίνει νει τους του ς λόγους λόγους που πο υ έφ εραν ραν το τον Π εντερέ ντερέτ τσ κι σ το σ πίτι δίπλα σ τις γραμ ρα μμ ές του τρένου, απέναντ να ντι ι από από υτ
ύς
υ
θαί ουν.
το υς Κ άφε άφ ερι. Ο Π εντε ντερέτσ ρέτσ κι δεν δεν είχε πα ντρ ντρευτεί πο τέ του και φ αινομε ομ ενικά, κά , ή τα ν φα φ ανατι νατικά θρησ θρη σ κευόμ κευόμε ενος, ος, αν κ α ι φ άνηκε άνηκ ε να εγκατ γκα ταλείπει τη ν πίστη του σ το τέλος. λος. Τ ο σ ώ μ α το του ήταν κρεμασ μένο για - π ό σ ες;ες;- τρει ρεις, ίσ ω ς τέσσ ερις μέρες ρες, κα ι κα νεί νείς δεν δεν το πρόσ πρόσε εξε. Ίσ Ίσ ω ς να εί είχε κάπο κά ποι ιο σ υγγε υγγενικό πρόσ πρόσω ω πο σ την Π ολω νία - σ υνέλε υνέλεγ γε αποκ απ οκόμ όμμ μ α τα εφημ εφημε ερίδω ν κα ι τα κρε κρεμ ούσ ούσ ε σ τον τοίχο, κά τι που σ υνήθι υνήθιζαν να κά νουν νου ν πολλ πολλοί οίπ που είχαν μ ακρι κρινούς σ υγγε υγγενεί νείς σ το εξω τερικό, οι οποίοι τους του ς έστελναν λναν εφ εφ ημ ερίδες δες από τη ν πατ πατρίδα, αλλά αλλά πέρα πέρα απ α π ’ αυτό, υτό, ο Π εντε ντερέτ ρέτσ κι δεν δεν είχε άλλα άλλα προσ πρ οσω ω πικά αντι ντικείμ ενα. Ή τα ν σχε σ χεδόν δόν εβδομή δομ ήντα ντα χρονώ ν κα κα ιτα μοναδι οναδικά παι πα ιδιά στη στη ζω ή του ή τα ν παι παιδιά άλλω ά λλω ν ανθρώ πω ν. Ο Κ άφε άφ εριή ρι ή τα ν έτ έτοιμ ος να γκρεμ γκρεμί ίσ ειτ ειτους τοίχους, οίχους, αν έβ έβρισκε και το παραμικρό στοιχείο που είχε σχέση με τον Γιούαν, αλλά το σπίτι δεν δεν το υ αποκά οκ άλυψ ε τίποτα . Α νέβηκε βηκε στη στη σ οφί οφ ίτα, όπο όπ ου ο αέρας ήταν ζεστός κ α ι γεμ γεμ ά τος σ κόνη, αλλά πέ π έρα από μια αδε αδει ιανή σφ σ φ ηκοφ ηκοφω ω λιά, που κρεμόταν από τις δοκούς της σκεπής, δεν βρήκε κάτι άλλο. Σε ένα από από τα δω μ άτια βρή βρήκε έναν κατ κα τά λογο λογο με παι πα ιδικά ρούχα, αρκε ρκετά αθώ ο. Ο Π εντε ντερέτσ κι δεν δεν ή τα ν ανόητ ανόη τος, ος, ήξερε ξερε ό τι με το ισ τορι ορικό του, η αστ ασ τυνομί υνομ ία μ πορούσ πορούσε ε να βγάλει βγάλει ένταλμα αλμ α έρε έρευνας υνας κ α ι με τη μικρότε κρότερη αφορμή αφ ορμή.. Α υτή υτή ήτ ή τα ν η μοναδι μ οναδική ανακάλυψ νακάλυψ η το του Κ άφε άφερι. Σ τον δι διάδρο άδρομο, μο, πάτ πά τη σ ε το κουμ κο υμπί πί τη ς επανάκλησης πανάκλησ ης του τηλεφ λεφ ώ νου. Η τελευ ελευτα ία κλήση κλήσ η είχε γίνει νει σ το Ο γκολογι γκολογικό Τ μ ήμα ήμ α του Ν οσ οκομεί ομ είου το του Λ ιούισ χαμ. Κ άλεσ άλεσε το ν τελευτα λευταίο αριθμό που που είχε α ποθηκ θη κευτεί σ τις εισερχόμ ρχόμε ενες. Κ αι πάλι πά λι αντι ντισ τοιχούσ χούσ ε στο Ο γκολογι γκολογικό. κό . Κ άποι ποιος από το νοσο νοσ οκομ κο μ είο τού είχε τηλεφ λεφ ω νήσ νήσ ει πριν από τρει τρεις μέρε μέρες ς. Α πό τό τε κανε κα νεί ίς δεν δεν είχε προσ ροσ παθήσ θή σει να επικοινω νήσ νή σ ει με το ν Ιβ Ιβάν Π εντε ντερέτσ ρέτσ κι. Α υτό υτό ή τα ν όλο. Ό που κ ι αν ο Π εντε ντερέτσ κι είχε κρύψ ρύ ψ ειτα απο α πομ μ εινάρι νάρια τη τη ς σάρκα άρκας ς και κα ι τω ν οστ οσ τώ ν του Γ ιούαν, σ ίγουρα το το μέρος μέρος αυτό υτό δεν δεν ή τα ν στο στο σ πίτι του. Ο ι κατ κα τά λογοι λο γοι με τα ρούχα ρούχα ήτα ήτα ν μονάχα μονάχα η κορυφή κορυφ ή του
παγ πα γόβουνου, όβ ουνου, ο Κ άφερι άφερι το γνώ γνώ ριζε αυτό. αυτό. Υ πήρχαν πήρχαν κ ι άλλ άλλα, περι περισσότ σσ ότε ερα να να ανακαλύψ ανακα λύψ ει, κά που πο υ εκεί έξω . Α λλά λλά και κα ι πάλι, ο Π εντε ντερέτ ρέτσ κι είχε μια ασυνήθι ασ υνήθιστη ικα νότητα νότητα σ το να κρύβ κρύβε ει πράγ πράγματα. ατα. Ν α κρύβ κρ ύβε ει περι περιοδικά, βίντεο, φ ω τογραφ ογραφ ίες κ α ι το σ ώ μ α ενός μικρού κρού αγορι γοριού.
13 - (22 Ιουλίου) Γ υρί υρίζοντα οντας σπίτι, έβγαλε γαλε τα ρούχα το του κα ι τα έβαλε κατευθεία ν στο στο πλυντ πλυντή ήριο. Ή ξερε ξερε αρκετά κετά για το υς τρόπους με το τους οποίο οίους μ πορούσ πορ ούσε ε κά ποιος να ξε ξεφ ορτω ορτω θεί θεί τη μ υρω διά το του θανάτου θανάτου από τα τα ρούχα ρούχα του. του. Η Ρ εμ πέκα πέκα κοι κο ιμ ότα ότα ν ακόμα. ακόμ α. Ό τα ν ξύπν ξύπνησ ησε ε, κατ κ ατάλα άλαβε βε αμ έσ ω ς ό τι κ ά τι δεν δεν πήγ πή γαινε καλά. καλά. «Τ ζα κ; Τ ι σ υμβα υμ βαί ίνει νει; Π ού ήσουν;» Ε κείνος δεν δεν απάντη ντησ ε. Κ άθισε σ το κρεβ κρεβά άτι, φ ορώ ορώ ντα ντας το μ ποξερά ποξεράκι κι του, κ α ι άναψ ε ένα στρι στριφ τό. Ο ήλιος περνούσ περνούσε ε μέσα μέσα από τις κουρτίνες, νες, σ χημ χημ ατίζοντ ζοντας φ ιγούρ γούρες στο ταβάνι. «Ω χ, πάλι». Η Ρ εμ πέκ α ξάπλω σε ανάσκε ανάσ κελα λα κα κ α ι τα χέρια τη της έπεσα έπεσα ν σ το κού κ ούτ τελό τη της. Τ ο μ ακιγιάζ σ το πρόσ ρό σ ω πό τη ς είχε πασ πα σ αλει λειφ τεί σ το μαξ μαξιλάρι, με αποτέ οτέλεσ λεσ μ α να μ οιάζει με κλαμ κλαμένο πάν πά ντα. «Π άλισκέφ λισ κέφτ τεσ αιτο ιτο χθε χθεσ σ ινό βράδυ;» βράδυ;» Δ εν τη ς απάντη ντησ ε. Δ εν ήξερ ξερε τινα πει πει. «Τ ζα κ;» Α νακάθισε και κα ι του κράτ κρά τησε ησ ε το χέρι σ το δικό της της.. «Συγ «Σ υγγ γνώ μη, μπορώ μπορώ να σου εξ εξηγήσω ηγήσω , εγ εγώ ...» Τ ης χαμογέ χαμ ογέλα λασ σε κ α ι άγγι γγιξε το πρόσ πρόσω ω πό τη ς με έναν ναν τρό τρόπο πο που που σ κέφ κέφ τηκε πω πω ς έπρεπε να μ οιά ζει κά πω ς γελοίος. ος. Α λλά λλά δεν δεν τον ένοιαζε. Ή τα ν κουρα κουρασ σμ ένος. νος. «Ε ίναινεκρός ναινεκρός». ». «Π οιος εί είναινε να ινεκ κρός ρός;» «Ο Π εντε ντερέτ ρέτσ κι». «Τ ι εννοεί εννοείς πω πω ς είναι ναι κ ς ;» ;»
«Α υτοκ υτοκτ τόνησ όνη σ ε. Ν ομί ομ ίζω πω ς είχε καρκί καρ κίνο. Κ ρεμ ρεμ άσ τηκε ηκ ε στο στο μπάνιο». «Ε κ είήσουν ίήσ ουν όλο όλο το το βράδ βράδυ;» υ;» «Ν αι». «Π ου να πάρε πά ρει ι!» Έ πεσ ε πάνω πάνω σ το μαξ μαξιλάρι, ανοιγοκλεί γοκλείνοντα νοντας τα μάτια. Γ ια μια στ σ τιγμή γμή, η διάθεσή θεσή του του άλλαξε λλαξε.. Γ ια μι μια στ σ τιγμή γμή, πίσ τεψ ε πω ς κ ι αυτή υτή ή τα ν τόσο όσ ο σ οκαρι οκαρισ μ ένη όσο όσ ο εκεί κείνος, νος, κ α ι αναρω τήθηκε θηκε αν τον κατ κα ταλάβα λά βαι ινε. νε. Α κούμ κού μ πησ πη σ ε το χέριτη ριτη ς σ το μ έτω πό του κ α ιτον κοίτα ξε σ τα μάτια. «Ε πομ ένω ς», είπε, «δεν έχει χεις τίπ οτα πια που να σε κρατ ρα τά ειεδώ . Θ α μ πορού ορ ούσ σ ες να φ ύγει ύγεις μακρι ακριά. Έ τσ ι δεν δεν εί είναι;» «Ό χι». Κ ούνησ ούνησε ε το κεφ κεφ άλιτ λιτου, ου , καταλαβα λα βαί ίνοντα νοντας αμ έσ ω ς ό τι είχε κά νει νει λάθος λάθος,, πω ς σ υνέχι υνέχιζε να εί είναι ναι μ όνος του. ου . «Δ εν μπορώ πορώ . Ε δώ έχω ...» ... » Κ οίταξε έξω από απ ό το παράθυρο. παράθυρο. «Έ χω τα πάντα». πάντα». Ε κεί κείνη ση σ ηκώ θηκε θηκε,, πήρε πήρε το τσ τσ ιγάρο από τα τα δάχτυλά δάχτυλά το του κα κ αι τράβηξε μια ρουφ ρουφη ηξιά. «Ε ννοε ννοείς τον Γι Γ ιούα ούαν». Δ εν μπο μπορο ρούσ ύσε ε να απαντ πα ντή ήσ ει. «Α χ!» αναστ νασ τέναξε. ναξε. «Φ υσι υσ ικά κα ι εννο ννοείς το ν Γι Γ ιούαν». Α ισθάνθ σθά νθηκ ηκε ε να του χτυ χτυπά ειτ ειτον ώ μ ο κα ι ότα ν γύρι ύρισ ε προς το μέρος της, ης, τη ν εί είδε να του του δίνει νειτο τσ ιγάρο, δίχω ς να τον τον κοιτάζει ζει. «Ο Π εντερέτ ντερέτσ σ κι είναι ναι πια νεκ νεκρός, ρός, αλλά εσύ δεν δεν μπ μ πορε ορείς να τα αφ ήσεις όλα πίσω σ ου». ου». Κ αιπά αι πάλι λιδε δεν ν είπε τίποτα οτα . Π ήρε το τσ ιγάρο, έσ κυψ κυ ψ ε το κεφ κεφ άλικ λι και κοίταξε ταξε το μαυρι υρισ μένο του του νύχι νύχι. Ε ίχε δίκιο. Τ α πά π άντα είχαν τελει λειώ σ ει. Ο Π εντε ντερέτσ κιή τα ν νεκρ νεκρός ός.. Ο Γ ιούαν ούα ν δεν δεν βρι βρισ κότ κό ταν στο σ πίτι του. Κ αι δεν δεν υπήρχε υπή ρχε άλλο άλλο μέρος μέρος να ψ άξει άξει. Ή ξερε όμω όμ ω ς πω ς υπήρχαν κι άλλα στην υπόθεση. Έ
λ λ
ν ο
ο
μ έ ρ ο
ζ ε
έ ν α
,
ά
κ α
ρ ά
ο
υ
α
λ λ ο
ύ . ..
α
ρ ε
α
ο θ
ε
ν α
η
υ
ή
ά ρ
χ ο υ ν .
έ ν α
κ α ρ ά
σ ω
ς
,
...
Σ ηκώ θηκε, θη κε, πήγε σ το μπάνι πάνιο κα κ α ι άνοιξε το νερό νερό του ντους ντους..
κ ά
ς
Ο Ρ όλα όλαντ Κ λέαρ λέαρ ήξερε ξερε τι έκανε κα νε.. Ε ίχε διαβάσ ει το βιβλίο κα κ αι κατ κα τάφ ερε να βρει βρει μια λύση λύση για τη τη χαλασ αλασμένη φ ω τογραφι ογραφ ική μηχ μη χανή. Χ ρειαζότα ν έναν «σά «σ άκο αλλαγ αλλαγής», ής», έναν σ κοτ κο τεινό σά σ άκο μέσα στ στον οποί οπ οίο θα μπ μ πορού ορ ούσ σ ε να χει χειρισ τεί το φιλμ, δίχω ς να το το εκθέσε θέσ ει στο φ ω ς. Τ ου είχε πάρει πά ρει λίγο χρόνο χρόνο μέχρι να βρε βρει όλα όσα όσ α χρει χρειαζότα αζόταν, αλλά ο Κ λέαρ λέαρ ή τα ν πολυμήχανος πολυμ ήχανος:: βάσ βάση για το το σ άκο άκ ο έγινε ένα βρόμι βρόμ ικο μαύρο μα ύρο πανω πα νω φ όρι, που που βρήκε βρήκε μέσα σε έναν κάδο κάδο απορρ πο ρρι ιμ μ άτω ν σ το Τ αλς αλς Χ ιλ. Τ ο είχε καθαρ κα θαρί ίσ ει κα ι είχε μ αντά αντάρειτ ρειτο μ προστ προστι ινό μέρος του προσ πρ οσε εκτι κτικά, κά , ώ σ τε το φ ω ς να μην μη ν εισ χω ρείαπό ρεί από τις διπλές ραφέ ραφ ές. Δ εν του γέμι γέμιζε το μάτι, ω σ τόσ ο ήλπι λπ ιζε πω ς θα κά κάνει τη δουλειά του. Κ ατέ ατέβασ βα σ ε τα σ τόρια κα κ α ι κάθι κά θισ ε σ τον καναπ κα ναπέ έ, με τον «σά «σ άκο» κο» σ τα γόνατ γόνατά το του, κ ι έχω σ ε τη φ ω τογραφ ογραφ ική μηχ μη χανή σ το μανίκι, μέχριπο ρι που υ εκεί κείνη βγήκε βγήκ ε στο στο μέσο το του πανω πα νω φ ορι οριού. ού. Α πομά ομ άκρυνε κρυνε τα χέρια του, ου, τοποθέτ θέτη σ ε δύο δύο λάσ λάστιχα πάνω πάνω από τα μ ανίκια κι κ ιέχω σ ε πάλιτα πά λιτα χέρια του μέσα, αφ ού σ ιγουρ γουρεύτηκε ύτηκ ε πω ς το λάσ λάστιχο έκλεισ ε σ φ ιχτά γύρω γύρω από απ ό τους του ς καρπο κα ρπούς ύς,, ώ σ τε να μην μ παίνει νει φ ω ς. Ά γγιξε τη μηχανή, ηχανή, την πήρε ήρε στ στα χέρια το του κ α ισ τρώ θηκε θη κε στ στη δουλε δουλειά. Τ α χέρια το του Κ λέαρ λέαρ ή τα ν πολύ μεγάλα κα κ α ι πολύ άτσ αλα για να κάνου κά νουν ν αυτ α υτή ή τη ν εργασ εργασί ία - έπρε πρεπε να κά νει νει αργές ργές κινήσε νήσ εις, δάγκω δάγκω νε τα χείλη το του από απ ό τη τη ν αυτοσυγκέν αυτοσ υγκέντ τρω σ η κ α ι προσ προσπα παθούσ θούσε ε να εσ τιά σ ει τη μ ατιά το του σε κάπο κά ποι ιο σ ημε ημ είο. Β ρήκε γρήγ ρήγορα τον τον διακόπτ κόπτη η που που άνοιγε το κά κ άλυμμ λυμμ α, το το οποί οπ οίο υποχώ υπ οχώ ρησ ρη σ ε εύκολα ύκολα,, κα και με τα δάχτυλα δάχτυλα ψ αχούλε χούλεψ ε σ το εσ ω τερικό. Τ ο φ ιλμ βρι β ρισ κότ κόταν εκε εκεί ί: μ πορούσε ύσ ε να το το αισθανθε θανθεί ί, μ ισοτυλι υλιγμέ γμένο, παγιδευμέ δευμ ένο στ σ το κλ κλουβί του. Π ροσπα ροσ παθώ θώ ντα ντας να μην μη ν αγγίξει ξει τη ν πρόσοψ η του φιλμ, βρήκε βρή κε με με τα δάχτυλα δάχτυλα τη τη ν κεφ κεφ αλή αλή το του μηχανισ μ ού. «Ω ραία». α». Έ γειρε μπροσ μ προστ τά, με τη ν ελπίδα να να ξαναφουντ ναφ ουντώ ώ νει νει. Έ πρεπε να σ τριμ ώ ξει ξει τα δάχτυλά δάχτυλά του μέσα σε σ ε ένα κενό, κενό, ώ σ τε να πιά σ ει τη ν κορυφή κορυφ ή του κάνι κά νισ τρου, ρου, και κα ι όταν το το κατ κα τάφ ερε, ρε, σ υνει υνειδητ δητοποί οπ οίη σ ε ότι ότι μ πορούσ πορούσε ε να κάνει άνει
μονάχα ένα ένα τέ τέτα ρτο ρτο τη ς περι περιστροφή ροφ ής κάθε κά θε φ ορά. Σ ήμε ήμ ερα, ω σ τόσο, όσ ο, ή τα ν ιδιαίτερα ανυπό νυπ όμ ονος. νος. Π ήρε βαθι βαθιά ανάσ α νάσα α, έκλεισ ε τα μ άτια κα και με τα χέρια του δούλε δούλεψ ψ ε σ το σ κοτά οτάδι, σαν να διάβαζε με το σ ύστ ύσ τημ α Μ πράιγ. Τ ο αρι αριστερό το του χέριψ ρι ψ ηλαφ ούσε ούσ ε τον μηχανι μ ηχανισμό, για να δει δει αν τα γρανάζ ρανάζι ια κινούντ νούντα αν, ενώ το δεξί δεξίτ του γυρνούσ γυρνούσ ε ακού ακ ούρ ρασ τα το κάνισ τρο. Κ αικ αι καθώ ς τα χέρια το του ή τα ν με μ εγάλα σαν φτ φ τυάρι υάρια, του πήρε πήρε μία ώ ρα για να τυλί υλίξει ξει το φιλμ. Μ έχρινα ρι να τε τελειώ σ ει κ α ι να μ πορέ πο ρέσ σ ει να βγάλε βγάλει ιτο φιλμ, τα τα χέρια το του πονούσ πο νούσα αν. Τ ράβη ράβηξε ξε τη μηχανή έξ έξω από από τη σ ακούλα κούλα,, ελέγχοντ λέγχοντα α ς τον μη μ ηχανισμό τυλ τυλί ίγμα γματος, ος, προτ ρο τού τη δοκιμάσει, κι κ ι αυτή υτή τη τη φ ορά, προς πρ ος μεγάλη το του έκπλ έκπλη ηξη, κόλλησ κόλλησε ε μονάχα ονάχα μία φορά φ ορά πρι πριν ξαφνι αφ νικά δουλ δουλέ έψ ει. Κ οίταξε τη σ υσκευή υσ κευή ενθο ενθουσ υσι ιασ μένος. Τ ην περιεργάσ εργάσ τηκε για λίγο με δυσ δυσ πισ τία. Δ ίχω ς το φ ιλμ μέσα μέσα,, η φ ω τογραφι ογραφ ική μηχ μη χανή δούλευε τέλει λεια. Ίσω Ίσ ω ς να μην ήτα ν όσο όσ ο χαλασ χαλα σ μένη πίσ τευε αρχικά. κά. Ίσω Ίσ ω ς ο τρό τρόπ πος με το ν οποί οπ οίο της είχαν βάλειτο φ ιλμ να ή τα ν η αιτία τη ς βλάβη βλά βης ς. Ικα νοπ νοποιη μ ένος που δεν δεν θα αναγκα ανα γκαζ ζότα ότα ν να πετά ξει ξει τη ν Π ένταξ, τη ν τοποθέτ θέτη σ ε στον στον τενεκ ενεκέ κι έσ τρεψ ε τη ν προσ πρ οσοχή οχή το του στη σ α κούλα κούλα αλλαγής αλλαγής,, κουνώ κο υνώ ντα ντα ς την. Τ ο φι φ ιλμ ήτα ήτα ν ασφαλέ ασφ αλές ς εκ εί μέσα, μέσα, αλλά αλλά ο Κ λέαρ λέαρ κατάλαβε λα βε πω π ω ς είχε φ τά σ ει σε αδιέξοδο. Δ εν ήξερε ποι ποιο ή τα ν το το επόμεν όμ ενο ο βήμ α που π ου έπρεπε να κά κ άνει νει, γι’ γι’ αυτό έπρεπε να σ υνεχί νεχίσ ειτη ειτην ανάγνω ανάγνω ση του βιβλίου. Α ναστ ασ τέναξε. αξε. Ή τα ν κουρα κου ρασ σ μ ένος κα ιήθελε ήθελε να κά νει νει ένα δι διάλει άλειμμα. Π ήγε τη σ α κούλα κούλα σ το υπνοδω υπ νοδω μ άτιο, που πο υ εί είχε σ κοτεινιά, επέστ επέσ τρεψε εψ ε σ το σ αλόνι λόνι κ ι άνοι νοιξε τα στόρια. Ο ήλιος είχε σ η κω θεί θεί ψ ηλά στ σ τον ουρανό, ουρανό, πάνω από το το πάρκο. Έ μ εινε ακί ακ ίνητος ητος για λίγο, κοιτάζοντα ζοντα ς έξω από το παράθυρ ράθυρο ο τα ηλι η λιόλου λουσ τα δέντ δέντρα ρα..
Ο Κ άφε άφ εριμ ρι μ πήκε πή κε σ τον τηλε ηλ εφ ω νικό θάλαμο σε έναν παράδρομο παράδρομο κοντ κο ντά ά σ το Σ ράι ράιβμουρ βμ ουρ,, με τη ν κόκκι κόκ κινη νη BMW τη τη ς Π ολίνα κα κα ι τη ς Σ ούνε ού νες ς να
λάμ λά μ πεισ πει σ το φ ω ς του ήλι ή λιου μερικά μέτρα δίπλα του, ου , κα ι τηλεφ λεφ ώ νησε νησ ε σ το ασ α σ τυνομι υνομ ικό τμ τμ ή μ α το του Μ πρόκλι, για να να αν α ναφ έρει ρει ανώ νυμα νυμα τον τον θάνατ θάνατο ο του του Π εντερέτ ρέτσ κι: «Η γυναίκα μου δεν δεν έχει χει δει δει τον ηλικιω μ ένο μας γεί γείτονα εδώ κ α ι μέρε μέρες ς, κι κ ι έτσι τσι αναρ ναρω τιέμ α ι αν θα θα μ πορούσ πο ρούσ ατε ατε...» Κ αι για κάπ κ άποι οιο λόγο, λόγο, αισθάνθηκε σθάνθηκε κ ά πω ς καλύτ κα λύτε ερα, σαν να είχε σ κάσ κά σ ει μια επώ επώ δυνη δυνη φ ουσκά ουσ κάλα λα στ σ το πόδι πό δι του. ου . Έ πρε πρεπε, βέβα βέβαι ια, να μ είνει νει εσ τιασμ ασ μ ένος σ την υπόθε υπό θεσ σ η, να μην μην αφ ήσ ει το μυαλό υαλό το του να περιπλανι λα νιέτα ι σ το Μ πρόκλι πρόκλι, όπ ό που σ κοτ κο τεινές νές σ κιές σ τοίχειω ναν να ν τις γραμ γρα μμ ές του τρένο ένου. Η Σ ούνε ού νες ς είχε πά ει για πρω ινό κα κ α ι οι πρώ πρώ τες παρο πα ρουσ υσί ίες σ την αίθουσα θουσ α συσ σ υσκέ κέψ ψ εω ν ή τα ν υποτ υπο τονικές κές. Η κατ κα τάστ άσ ταση ασ η δεν ή τα ν και κα ι η καλύτ κα λύτε ερη. ρη . Ο ι ώ ρες ρες μέσα σ τις οποίε οίες μια υπόθε υπόθεσ σ η σ υνήθω ς λυνότα λυνόταν είχαν ήδη περά περάσ σ ει. Μ πορο πορούσ ύσα αν πλέον να χαρακτ ρακτη ηρίσ ουν τη την υπόθε υπ όθεσ σ η το υ Ρ όρι όρ ι Π ιτς «δυσε «δυσ επίλυτ πίλυτη η». Α πό ’δώ ’δώ κα ιπέρα, πέρα, τα σ τοιχεία θα ξεθώ ξεθώ ριαζαν κ α ι οι σ υνδέσ νδέσ εις θα ξεχνι ξεχνιούντα νταν. Α υτό που ήθελα θελαν ν επει επειγόντω γόντω ς ή τα ν ένα δείγμα γμα DNA, αλλά το εργαστ εργασ τήριο δεν δεν το τους είχε ειδοπ δοποιή σ ειακόμ κόμα. Η Κ ριότος ότος δεν δεν εί είχε καταφ καταφ έρει ρει να βρει βρει τον Τ σαμπα σα μπαλου λουάγ άγκ κ Κ εοντου οντουά ά γκντι κντι. Α ντί ντίθετ θετα, είχε αφ ήσ ει έναν μπλε-ά μπλε-άσ σ προ φ άκελο άκελο πάνω πάνω σ το γραφε γραφ είο το του Κ άφε άφ ερι. Α φ ού πήρ π ήρε ε τον καφ κα φ έ του σ το γραφ γραφε είο, άδει δειασ ε το περι περιεχόμε χόμενο το του φ ακέ ακ έλου μ προσ προστ τά του του.. Α πό μέσα γλίσ τρησ ρη σαν δύο φ ω τογραφ ογρα φ ίες πολα πολαρό ρόι ιντ σε πλασ λα σ τικές σ ακούλες ού λες - με τα επεξ πεξεργασ ργασμ μ ένα αντί αντίγραφά ραφ ά τους τους.. Ή τα ν οι ο ι φ ω τογραφ ογραφί ίες που βρέθηκαν βρέθηκαν το 1989 σε σ ε έναν κάδ κά δο απορρι απ ορριμ μ άτω άτω ν στη στη λεω λεω φ όρο Χ αλφ Μ ουν. Τ ις περί περίμενε με ανυπο νυπομ ονησ ονησ ία, ω σ τόσ ο τώ τώ ρα που πο υ τι τις είχε μ προσ προστ τά του του,, ο νο νους του δεν δεν μπορ μ πορούσ ούσε ε να σ υγκεν υγκεντρω θεί θεί: προσ προ σ παθούσ πα θούσε ε επίμ πίμονα να γυρίσ ει σ το σ πίτ πίτι του Π εντε ντερέτ ρέτσ κι, να ανεβε νεβεί τις σκάλε κάλες ς, να ψ άξει ξει σ τα ντο ντουλά υλ άπια, ... «Σ τα μ ά τα !» Έ σ τριψ ε ένα ένα τσ ιγάρο, ρο, τρίβ ρίβοντας οντας τις φ τέρνες ρνες του στο ε ν
υ
ρ χ ε ι
κ ά
,
κ ά
α
κ
υ ψ
ν α
γ ί
ε τ α
,
έ
ε ι
ν α
πάτ πά τω μ α. Έ πρε πρ επ ε να συγκε σ υγκεντ ντρω ρω θεί θεί. Φ όρεσ όρεσ ε τα γυαλιά του. του. Η πρώ πρ ώ τη φ ω τογραφ ογρα φ ία απ α πεικόνιζε ένα ένα αγόρι αγόρι, οκτώ -εννιά χρονώ χρονώ ν. Ο Κ άφε άφ ερι είδε πω ς επρό πρ όκειτο για αγόρι, αφού αφ ού ήτ ή τα ν γυμνό γυμνό από α πό τη μέση μέση κ α ι κά τω . Σ ε άλλη άλλη περίπτω πτω σ η, το φ ύλο ύλο το του παι πα ιδιού θα ήταν άγνω άγνω στο, στο, καθώ κα θώ ς το πρόσω πρόσ ω πό του του ήτ ή τα ν σ τραμμέν ραμμένο αλλ α λλού ού.. Ή τα ν λευκό, λευκό, λεπτ λεπτό, ό, και κα ι από απ ό τη τη σ τάση άσ η του του μ πορούσε πορούσ ε να κατ κα τα λάβε λά βει ι πω ς ή τα ν δεμ δεμένο πάνω πάνω σε ένα άσπρο άσ προ καλοριφ έρ, σ το οπ οποίο ακ ουμπο ουμ πούσ ύσε ε η πλά πλάτ τη του. Δ εξιά φα φ αινότα νόταν η άκρη άκρη μιας ντο ντουλά υλ ά πα ς από μελαμί λαμ ίνη, πάνω σ την οπο οπ οία διακρι κρινόταν νόταν μι μ ια αφ α φ ίσα. Σ τη ν άκρη ενός αντι ντιγράφ ου, κά ποιος ασ τυνομ υνομ ικός είχε κυκλώ σ ειέ ει ένα πε π εδίο σ το πά τω μ α κ α ι είχε γράψ ει με κόκκ κό κκι ινο στιλό τη τη λέξ λέξη « ;». Ο Κ άφερ άφερι εξέτασε ασ ε το σ ημε ημ είο. Θ α μ πορο πο ρούσ ύσε ε να είναι ναι ένα ανθ ανθρώ ρώ πινο πόδι - ή τα ν γυμνό και στις άκρες του προεξείχαν πέντε απολήξεις που θύμιζαν δάχτυλα. Ή τα ν λεπτ λεπτά ά και κα ι μακρουλά, μακρουλά, κατ κα τά πάσα πάσ α πιθανότη θανότη τα γυναι υναικεί κεία. Ω στόσο, όσ ο, κοι κο ιτά ζοντα οντα ς τη δεύτ δεύτε ερη φ ω τογρα ογραφ φ ία, κατάλαβε λα βε πω ς δεν δεν ήταν γυναικεία. Η φ ω τογραφ ογραφ ία, τρα τραβ βηγμέ γμένη απ α πό άλλη οπ οπτική γω νία, έδει δειχνε τη φ ιγούρα ούρα ενός δεμ δεμ ένου ενήλι νήλικου άντρα ντρα.. Έ μ οια ζε με ένα σά σάρκι ρκινο τραπέ ραπέζ ζιο: τα πόδι πό δια το το υ είχαν πάρε πά ρει ι μια πα παράξε ρά ξενη, νη, αφ ύσι ύσ ικη γω νία, ενώ το κεφ κεφ άλι του δεν δεν έβλεπε προς προ ς το ν φακό φ ακό.. Τ α χέρι χέρια το του ήταν σ ταυρω μ ένα πάνω πάνω σ το στ σ τήθος του, ου , δεμ δεμ ένα με σ εντόνι ντόνια κα κα ι μαξιλαροθήκε λαροθήκες ς, θυμί θυμ ίζοντας οντας σ άβανο άβ ανο.. Π ίσω του, ου , η ντο ντουλά υλ άπα φ αινότα όταν καλύτ κα λύτε ερα - η αφί αφ ίσα ήτ ή τα ν από από τα Χ ελω νονιντζ ντζά κια - κ α ι δίπλα τη της φ αινότα νόταν η θολή εικόνα κό να το το υ μικρού κρού ξανθού παι πα ιδιού. ού. Π άνω από το κεφ κεφ άλι του παι πα ιδιού κρε κ ρεμ μ ότα ότα ν η άκρη ενός παράθυρου. παράθυρου. Α υτό υτό ήτα ήταν όλο. Τ α παλιά, καλά κα λά χρόνια τη τη ς δεκ δεκαετία ς του Ο γδόντα. δόντα. Ο Κ άφε άφ ερι προσ προσπάθησ πά θησε ε να θυμη θυμ ηθεί θεί το 1989. Ε ίχε κά νει νει το πρώ πρώ το το του τα ταξίδι με το τρέ τρέν νο, μέχ μέχρι το Λ ούτον ούτον,, κα κ α ι η κοπέλα κοπέλα του του ή τα ν μάλλον μάλλον η Μ ελίσσα σσ α - ναι, κυλούσ κ υλούσε ε όλο όλο κα κ α ι πιο βαθιά μέ μ έσα στ σ το πηγάδι τω ν
αναμνήσε αναμνήσεω ω ν. Ή μήπω μή πω ς η Έ μμα; μμ α; Έ μ οια ζε με με τη ν ηθοποιό Μ εγκ Τ ίλι κα ι τη γούστ γούσ ταρε επε επει ιδή φ ορούσ ορούσε ε μίνικ νικ α ι προκ πρ οκλη λητ τικά ρούχα. Ε κεί κείνη τη χρονιά, περίπου πο υ εβδομ βδο μ ήντα ντα άνθρω ά νθρω ποι πο ι πέθαναν πέθαναν σ τον σε σεισμ ό τη της Λ όμα όμ α Π ριέτα στ σ το Σ αν Φ ρανσί ρανσίσκο, ο πόλε πό λεμ μ ος σ το Α φ γανιστάν στάν τελείω σ ε, το Τ είχος του Β ερολίνου κατ κα τέρρε ρρευσε υσ ε, ο Τ σαμ π Κ εοντο εοντουά γκντιπ γκντι πήγε σ τη ν εντ εντα ατική εξαιτίας τη ς κα κοποίη σ ής του με έναν σω σ ω λήνα λήνα κα κ α ι κ ά ποιος άφη άφ ησε αυτές τις φ ω τογραφ ογρα φ ίες σε έναν κάδο της λεω φ όρο όρου Χ αλφ αλφ Μ ουν. Ή τα ν άρ άραγε ψ εύτικες; Α ν δεν δεν ήταν, τότε τότε για τί κα νεί νείς δεν δεν εί είχε βγε βγει ι να μιλήσε λήσ ει; Έ π ειτα από δώ δεκα χρόνια, κάπ κά ποιος, ος, κ θα είχε πει κάτ κά τι. Κ ι αν α υτοί υτοί ο ι δύο δύο άνθρω ά νθρω ποι είχαν πεθά πεθάνε νει ι -δεμένοι δεμ ένοι πάνω σε ένα καλο καλορι ριφ έρ στ στο δω μ άτιο του παι πα ιδιού - για για τί τα σ ώ μ α τά του τους δεν δεν είχαν ανακ α νακα αλυφ θεί θεί; Ε ξέτ ξέτα σ ε τις φ ω τογραφ γρα φ ίες μ ήπω ς έβρισ κε κ ι άλλα σ τοιχεί χεία, αγγί γγίζοντα ντας με τα δάχτ δάχτυ υλα τις σ κοτεινές κα ι φ ω τεινές περιοχές οχές τους ους. Υ πήρχαν, πήρχαν, άραγε άραγε,, αρκε ρκ ετές ομ οιότη τες ανάμε νάμ εσ α σε α υτές τές τις φ ω τογραφ γρα φ ίες κα ι το περισ τατικό σ το σ πίτι τω ν Π ιτς για να σ υνδέ υνδέσ σ ει τις δύο υποθέσε υποθέσει ις; Ίσ Ίσ ω ς οι φ ω τογραφ ογραφί ίες να ήταν ήταν σ κηνοθε κη νοθετ τημέ ημ ένες νες, μια εικόνα τω ν φ α ντα ντα σ ιώ σ εω ν το του Κ αλικάντ κάντζ ζαρου αρ ου - ίσ ω ς να ήτα ήτα ν α υ τ ό ς ο ίδιος δεμ δεμ ένος σ το πάτ πά τω μ α. Κ αι ο μικρός κρό ς τι σχέσ η είχε μαζ μα ζί του; Μ ήπω ς ή τα ν ο μι μ ικρός το υ αδελφός αδελφός;; Ο ι τοίχοι οίχοι ή τα ν στρω στρω μ ένοι με μια συνηθι συνηθισμ ένη τα ταπετσ αρία με ζω γραφ ισμ ένες νες μανόλιες, η ντο ντουλάπ λά πα ήτ ή τα ν αγορασ αγορα σ μένη από κάπ κά ποιο δημοφ δημοφι ιλές λές κατ κα τάσ τη μ α επί επίπλω ν, υπήρχ υπή ρχαν αν στη στη χώ ρα εκατ κα τομμ ομ μ ύρι ύρ ια υπνοδω υπ νοδω μ ά τια σαν αυτό... Ξ αφ νικά ήρθε σ το μυαλό το του η Κ άρμελ, άρμελ, που που ήτ ή τα ν πεπ πεπεισ μ ένη πεπει πεπεισ μ ένη κ α ι ντρ ντροπια σ μ ένηνη - ό τι κά ποιος τραβούσ ούσ ε φω φ ω τογραφί ογραφ ίες σ το σ πίτι το υς ενώ εκείνοι ή τα ν δεμ δεμ ένοι. Κ αι μόλις το σ κέφτ κέφ τηκε, ξαφν αφ νικά το του δημι δημ ιουργ ουρ γήθηκε θηκε η αίσθησ σθηση πω ς κάπου υπή υπήρχε ένα εμ πόδι πόδιο, κ ά τι που εμ πόδι πό διζε τα γεγονότ γεγονό τα να μ πουν σε σε μια ροή, ροή, κά κ ά τι που που τον αποπ απ οπρο ροσ σ ανατόλ νατόλι ιζε. Ή τα ν ένα αόρ αόρι ισ το αί α ίσθημα θημ α ανησ ανησυχί υχίας. ας.
Έ να αόριστο προαί προαίσθημα, θημ α, όπω ς θα έλε έλεγ γε κ α ι ο επιθεω θεω ρητ ρη τής Ν τάρχ άρ χαμ. Κ άποιος μάλλ μά λλον ον δεν δεν του αποκ πο κάλυψ ε πρά πράγμ ατα που που είχε μ άθειγ θειγι ια τη ν υπόθεσ υπόθεση η. Έ σ τριψ ε μι μισό πα κέτο καπνό κα πνό κ α ι ή πιε τέ τέσσ ερις κ ο ύπ ες νεσ νεσ καφ κα φ έ κάνοντ κά νοντα ας αυτές υτές τις σ κέψ κέψ εις. Ω σ τόσο, όσ ο, μέχρι να αρχί ρχίσ ει η πρω ινή σ υνάντ υνά ντη ησ η, δεν δεν είχε κα τα λήξε λή ξει ι σ ε κά ποιο σ υμπ υμ πέρασ ρα σ μ α κα κα ιείχε πλέον λέον εξαντλη ξαντληθε θεί ί. Σ τα ρουθού υθούνι νια το του είχε ακόμη τη μ υρω υρω διά το του Π εντε ντερέτ ρέτσ κι, καθώ κα θώ ς κ α τευθυνότ υθυ νότα α ν προς προς τη ν αί α ίθουσα θουσ α σ υσκέ υσ κέψ ψ εω ν κρα τώ ντα ντα ς τις σ ημ ειώ σ εις του. Ό λοιστ λοισ το Τ μήμα μή μα Α νθρω ποκτον ποκτονι ιώ ν ήξεραν ήξεραν πω ς σε αυτό αυτό το σημε ση μεί ίο, η υπ υπόθεση θεση Π ιτς είτε θα έμπα έμ παι ινε στ στον πά πάγο, περιμ ένοντα νοντας τα αποτε οτελέσ λέσ μ ατα τω ν εξε εξετ τά σ εω ν το του DN DNA, A, είτε θα θα προσ προσπα παθούσ θούσαν αν να να βρουν ρουν νέα νέα σ τοιχεί χεία. Α υτή υτή η σ υνάντ υνάντη ηση γινόταν περισσ ότε ότερο για να προετοιμ ασ τούν για εξόρμησ όρμηση η σ τους δρόμους δρόμους:: μία ομ ομάδα θα πήγαι πή γαινε σ το Μ πρί πρίξτον, ξτον, μ αζί με έναν ασ τυνομι υνομ ικό από τη τη ν ομά ομ άδα πα παιδικής κή ς προσ πρ οστ τασ ίας - θ α μ ιλούσα λούσ αν με τα παι παιδιά, προκ πρ οκε ειμ ένου να τα ρω τήσ ουν ουν για εκείνο το πλάσ λάσ μα πο π ου σ τοίχει χειω νε τη φ αντα ντασ ία το τους, υς, τον Κ αλικάντ κάντζ ζαρο, αρ ο, παί πα ίρνοντα ρνοντας σ τα σοβ σ οβα αρά όλα όσ όσ α θα το τους έλεγανγαν-,, μία δεύτ δεύτε ερη θα βοηθούσ βοη θούσε ε τη ν Κ ριότος ότος να βρει βρει τον Τ σ αμπα αμ παλουάγκ λουάγκ Κ εοντο ντουάγκντ υά γκντι ι, κ α ι μία τελευτ τελευτα α ία ομά ομ άδα θα πε περνούσ ρνο ύσε ε τη μέρα τη της μ ιλώ ντα ντας με παιδόφ ιλους λους τη ς περι περιφ έρει ρειας. ας. Θ α προσ ροσ παθούσ θούσα αν να να προκα πρ οκαλέ λέσ σ ουν μερι μερικά ακόμ ακόμη η ρήγ ρή γματα ατα στο στο ραγι ραγισμέ σμ ένο γυα γυαλί λί του παιδοφι δοφ ιλικού κού δικ δικτύου του Ν ότιου Λ ονδίνου, θα πί πίεζαν σ τα σω σ ω σ τά σημεία, μέχρ έχρικά ποιος να το υς έδινε ένα στ σ τοιχεί χείο. Γ ι’ α υτόν το τον λόγο λόγο είχαν έρθεια ρθειασ τυνομ υνο μ ικοίαπό το τμ τμ ή μ α σε σ εξουαλι ξουαλικώ ν εγκλημ γκλη μ ά τω ν του Λ άμπε μπ εθ κ α ι δύο δύο μέλη μέλη τη τη ς Μ ονάδας Δ ίω ξης Π αιδερα δερασ στώ ν της Σ κότλαντ ότλαντ Γ ιαρντ από τη τη Β ικτόρ κτόρι ια. Η φ ιλενάδα λενάδα τη τη ς Σ ούνε ού νες ς, η Π ολίνα, η οποί οπ οία δούλε δούλευ υε στ στη μονάδα ονάδα αυτή, είχε αδράξε δράξει ι τη ν ευκαι κα ιρία ρία να σ υμμ υμ μ ετέ ετέχει χεικ ι αυτή υτή σ την έρευνα. έρευνα. Ο Κ άφε άφ εριέ ρι έβρισ κε παρά παρ άξενο που π ου μ ονάχα ονάχα δύο δύο άτομ άτομα α σ την πρω ινή
σ υνάντη υνάντηση έδει δειχναν να κα καταλαβ λα βαίνουν νουν τη ν έντα ντασ ή του. ου . Τ ο ένα απ α π’ α υτά υτά ήτ ή τα ν η Κ ριότος ότος,, η οποί οπ οία έτ έτσ ι κ ι αλλιώ ς μ πορούσε πορούσ ε να τον τον διαβάσ ει σαν ανοι ανοιχτό χτό βιβλίο - τον παρα πα ρατ τηρούσ ρούσε ε προσ πρ οσε εκτικά από το γραφ ραφ είο της, δίχω ς να το ν προ προκα καλε λεί ί, απλώ ς αξιολογώ λογώ ντα ντα ς την κατ κα τάσ τασ η. Τ ο δεύτ δεύτε ερο ή τα ν η Π ολίνα, τη ν οπο οπ οία είχε σ υναντ υνα ντή ή σ ει μονάχα μερικές φορές. Φ ορούσ ορούσε ε ένα ένα μπλε ταγέρ γέρ κι κ ι έμ οια ζε με με πορσ πορσε ελάνινη κούκ κο ύκλα λα,, έτσ ι όπω ς καθότ θό τα ν στ σ το γραφ ραφ είο, καπ κα πνίζοντα ντας με στ σ τιλ ένα ένα τσ ιγάρο, γάρο, εξετ ξετάζοντα ντας το εργασιακό περιβάλλο βά λλον ν τη ς Σ ούνες με τα γαλα γα λανά νά μάτια της. ης. Ο Κ άφε άφ εριπα ρι παρατ ρατήρη ήρησε σε πω ς κάθε κάθε φορά που κάπο κά ποι ιος ανέφ ανέφ ερε τα δίκτυ κτυα τω ν πα παιδόφι δόφ ιλω ν, η Π ολίνα το τον κο κοίτα ζε - λες λες κ α ι ήξερε πώ πώ ς είχε περάσ ρά σ ειτη ιτη νύχτα νύχτα, σ αν να μ πορού ορούσ σ ε να διαβάσ ειτις σ κέψ εις του. ου . Ή τα ν εκεί κείνη που π ου είχε αποκ ποκ αλύψ αλ ύψ ει σ τη Σ ούνε ού νες ς τη σχέση του Κ άφε άφ ερι με τον Π εντε ντερέτσ κικ α ι περίμ ενε ότι ότιθα το το αναφέ ναφ έρει ρει, περίμενε πω ς θα έστρεφ ρεφ ε πάνω πά νω του τα ψ υχρά τη τη ς μ άτια κα κα ι θα έλε έλεγ γε: «Ίσ ω ς ο κύρι κύριος Κ άφε άφ ερι μ πορεί πορεί να μας μα ς βοηθήσε βοη θήσει ι, ίσ ω ς ξέρει ρει κάπο κά ποι ιον που μ πορεί πορεί να μας δώ σ ει πληροφ πληροφορί ορίες». Η μ ατιά τη τη ς πάνω πάνω του ή τα ν τόσο όσ ο έντονη, ντονη, που πο υ μόλις η σ υνάντ υνάντη ησ η τελείω σ ε, εκείνος νος βρήκε ρή κε μι μ ια δικαιολογί λογία για να να επισ τρέψ ει κατευθεία ν στ στο γραφ είο κα κ α ινα κλεί κ λείσ ειτη ιτη ν πόρτ πόρτα α πίσω του. ου .
Τ α κοράκια θύμι θύμιζαν στη στη Ρ εμ πέκα πέκα σμάρι σμά ρι από ψ άρι άρια, έτ έτσ ι όπω ς ακολο ολουθού υθούσ σ αν τα τα ρεύμα ρεύμ ατα του αέρα, αέρα, σ χεδόν χεδόν αγ α γγίζοντα οντας τις σ τέγες γες τω ν χαμ χαμ ηλώ ν σπ σπιτιώ ν στ στο Γ κρίνουιτς, α ποκαλύπτ ύπ τοντα ντας τις σ κουρόχρ υρόχρω ω μ ες κοι κο ιλιές το υς και αλλάζ λλάζοντα οντας αποχρώ σ εις όλα μ αζί ταυτόχρο υτόχρονα. να. Τ α πα π αρατ ρα τηρούσ ρούσε ε από απ ό το το σ τούντι ύντιό της, ης, κρα κρ α τώ ντα ντα ς μια κ ούπα ύπ α κα κ αφ έ κ α ικαπ κα πνίζοντα οντας ένα πουρά πουράκι κι. Α ισ θαν θανόταν όταν παγ πα γω μ ένη. Ή τα ν στ στο διαμέ αμ έρισ μα που π ου μ οιραζ ρα ζόταν με τη ν Τ ζόνι, τουλά υλάχισ τον μέχ μέχριτη ριτη ν επί επίθεση. ση . Μ έχριο ρι ο Μ άλκομ Μ πλις να σ πάσ πά σ ει τη ν πλάτ πλάτη η της της
Τ ζό νικαι κα ι να... να.. . «Ω , Θ εέ μ ου». Α νατρί ατρίχιασε και κα ι πήρε το πουρά πο υράκ κ ι από το σ ταχτοδο χτοδοχε χεί ίο. Ή ξερε ξερε πω ς έπρε πρ επε να βρε βρειένα νέο νέο μέρος μέρος,, έπρε πρ επε να φ ύγει ύγει α π ’ αυτό υτό το το διαμέ αμ έρισμα που που ή τα ν γεμ ά το από γνώ γνώ ριμ ες μ υρω διές κα ι αναμ αναμ νήσε νήσεις κ α ι τη σ κάλα που π ου οδηγούσε οδηγούσ ε πάνω , στο στο δω μ άτιο της Τ ζόνι. Α λλά λλά ήτ ή τα ν τόσο όσ ο εύκολο ύκολο απλώ απ λώ ς να δραπε δραπ ετεύει ύει σ το σ πίτι του Τ ζα κ κα κ α ινα α κ ούειτ ύειτον ήχο το του νερού νερού,, καθώ ς εκεί κείνος έκανε κα νε μπάνι μπά νιο κά κ άθε πρω ί, να μ υρί υρίζει τη ν πόλη σ το σ ακάκι κά κι του, ου , ότα όταν εκείνος νος γύρι γύριζε σπ σ πίτι τα βράδι βράδια, κ α ι το ν ιδρώ δρώ τα του, κάθε φορά φ ορά που που έτρεχε ρεχε, να αισ θάνε θά νετ ται το ζεστ εστό του σ ώ μ α δίπλα σ το δικό της της κάθε άθε βράδυ. ,
θ α
τ
ν
σ κ
ο τ
κ α ι
σ ε
ν α
υ
ο
ρ ω
α
ό
τ
ν
ν ή
τ
υ ,
η
ο
α
ο
τ έ λ ο
.
Έ γειρε πίσω σ την καρέ κα ρέκλα κλα τη ς κ α ικοίτα ξε ολόγ ολόγυρα τον χώ ρο. Τ α σ τόρια ήτ ή τα ν ανε ανεβα βασ σ μ ένα -το - το φ ω ς τη ς ημέρα μέρας ς έλουζε το π α ρκ έ- κα κ αι σ τα δεξι δεξιά τη της, τα γλυπτ γλυπ τά που είχε δημ δημιουργή ου ργήσ σ ει βρίσ κοντ κοντα αν σε παράτ ρά ταξη πάνω σ το τρί τρίποδο οδο τρα τραπέ πέζ ζι, έτοιμ α να μεταφ ερθούν ρθο ύν σ την γκαλε γκαλερί ρί τον επό επόμ μ ενο μήν μήνα. Έ μ οια ζα ν με μι μικρού κρούς ς άντρε άντρες ς, ή μ ικρούς κρούς πύργους. Σ τα αριστερά της, σ τοιβαγμέ γμ ένοι νοι πάνω σ τον τοίχο, χο, βρίσ κοντα ονταν οι παλιοί της πίνακες, κες, εκ είνοι νοι που άρεσα ρεσαν στ σ τον Τ ζακ κα ι είχαν φι φ ιλοτεχν λοτεχνη ηθεί θεί πριν τη ν επίθεση. θεση . Η τέχνη χνη φ αινόταν νόταν να έχειγεννη γεννηθεί θεία από δύο διαφ ορετικές μητέ ητέρες ρες. Σ τα αριστερά, ρά, ή τα ν το παλι παλιό. Σ τα δεξ δεξιά, το νέο νέο. Κ αι ανάμεσά τους τους,, κρε κ ρεμ μ ότα ότα ν από απ ό το το τα βά νι σ το κέν κέντρο του δω μ ατί ατίου, σ τέλνοντ λνοντα ας αντα ντανακ νακλάσ λά σ εις του φ ω τός στ σ τους τοίχου οίχους ς, ο γάντζ γάντζος του χασάπη. Η Ρ εμ πέκ α είχε ανεβ νεβ εί πάνω πά νω σε ένα σκα σ καμ μ πό κ α ι τον εί είχε βιδώ σ ει σ το ταβάνι, τη ν επομ επομ ένη τη ς λεκτι λεκτικής επίθεση θεσης του Τ ζα κ στο σ ουπερμ ουπερμάρ άρκε κετ τ. Φ υσι υσ ικά, κά, δεν δεν άντε ντεχε να κρατ κρα τή σ ει το βάρος του ανθρώ πινου σ ώ μ ατος, ος, αλλά ήθελε θελε να το τον έχε έχει ι σ το μέρο μέρος ς: σ κέφ κέφ τηκε πω ς ίσ ω ς τη βοη βο ηθούσ θούσε ε να γεμ γεμ ίσ ειτο κενό της της μνήμη νήμης της. ης. Α λλά λλά μέχ μέχρι σ τιγμή γμής δεν δεν έδειχνε να πιάνει νει. Τ ο κενό σ υνέχι νέχιζε να να υπάρχει χει. Ή ταν ταν μια ε λ ο
τ η
τ ε ς .
Ο
ζ τ κ
ε ίχ ίχ ε
δ ί
,
ε ίν ίν α
ι
γ ε λ ο
.
απουσ πουσί ία, ένας κενός χώ ρος ρος - ένας χώ ρος ρος με σχ σ χήμα κ α ι βάρος βά ρος και υφή, υφ ή, και κα ι βρισ κόταν κόταν ακρι ακ ριβώ ς κά κ ά τω από τον γάντζ άντζο, ανάμ α νάμε εσ α στ σ τα παλι παλιά κα κ α ι τα νέα νέα έργα. ργα. Η επίθεσ θεσ η. «Π ώ ς βρέθηκε βρέθηκες ς από απ ό εκεί...» ... » Έ σ φ ιξε το πουράκ πουρ άκι ι με τα δόντ δόντια τη τη ς κ α ι ανασή ανασ ή κω σ ε τα χέρια, προσ πρ οσπα παθώ θώ ντα ντας να σ χημα χημ ατίσ ει μια γέ γέφ υρα, υρα, ένα ηλε η λεκτ κτρι ρικό φ ορτί ορτίο ανάμε ανάμ εσ α στο στο παλι π αλιό και κα ι το νέ νέο. «Α πό εκεί εκεί ω ς εδώ ». Π ροσπάθησε ροσπάθησ ε να σ κεφ κεφ τεί το πρόσω πο του Μ άλκομ Μ πλι πλις -πρέπε -π ρέπει ι να ήτ ή ταν στο στο δω μ άτιο μ αζί του, ου , σ ’ εκείνο το το μικρό μπ μ πα γκαλό γκα λόου ου... ... και κα ι η Τ ζόνι λογι λογικά βρισ κότ κόταν κ ι αυτή εκεί εκ εί- αλλά ένιω σ ε ό τι προσ πρ οσπ παθούσ θούσε ε μάταια, σαν να περνούσ περνούσε ε τις σ κέψ εις τη ς μέσα από το μ ά τι μιας καρφ ίτσ ας κα ι ξαφνι αφ νικά, α ντί ντί για τον τον Μ πλις, είδε τι τις καμ ήλες του Ν τα λίκαιη λίκα ιη σ κέψ κέψ η του του μπαγκαλόου χάθηκε άθη κε από απ ό τον τον νου της της.. Έ μ εινε μόνη τη τη ς σ το δω μ άτιο, παρέ αρ έα με έναν γά γάντζ ντζο σ το ταβ ταβά νικ νι κ α ι τίποτε άλλο. ,
ι
τ
...
Ά φ ησε ησ ε το πουράκ πουρ άκι ι σ το σ ταχτοδοχε αχτοδοχεί ίο κα κ α ι σ ηκώ ηκ ώ θηκε θηκ ε όρθ όρθια. Η μνήμη νήμη τη ς δεν δεν θα επέσ επέστ τρεφε ρεφ ε τώ ρα, ρα , κ ι έτσι τσι δεν δεν εί είχε κά ποιο λόγο να πισ πισ τέψ ει πω ς θα συνέ σ υνέβα βαι ινε όταν εκεί εκείνη κα κ α ι ο Τ ζα κ έκαναν κα ναν έρω έρω τα. Σ υμπερι υμ περιφ ερότ ρόταν σαν παιδί. Έ πρε πρ επε να σ κληρύνε κλη ρύνει ι λίγο. Α πομ πομ άκρυνε άκ ρυνε τα μαλλιά από απ ό το το πρόσ πρό σ ω πό τη ς και κα ι τα έπιασε ασ ε κότ κό τσ ο στη στη βάση βάσ η του του σ βέρκου βέρκου της. ης. Θ α πε περνούσε ρνούσ ε από το το σ πίτι του Τ ζα κ απόψ πόψ ε κ α ι θα προσ προ σ παθούσ πα θούσα αν να κάνουν κά νουν μια νέ νέα αρχ αρχή.
14
Τ α «μπα «μ παρα ρακ κούντα ούντα» - ο ι δεκά δεκάχ χρον ρονοι, τα παι πα ιδιά που βρίσ κοντα κονταν στ στην ηλικία που άρχιζαν οι μ π ελάδεςδες- έκαναν ναν επίδει δειξη. Έ κα ναν να ν το Ψ άρι Γ κάμε κάμ ερ να να αισ θάνετ θάνεταια αι αμήχ μή χανα. ανα. «Ν α κάν κά νουμε ουμ ε έν ένα κόλπο;» κόλπο;» «Ν αι, ας κάνουμ κά νουμε ε το κόλπο». κόλπ ο». «Ό χι, όχι». Κ οίταξε το μεγάλο ρολόι ρολόι σ την άκρη άκρη της της πισίνας. «Ν ομί ομ ίζω πω ς μόλις τελειώ σ α μ ε, η ώ ρα εί είναικ ναικ α ι μισή». «Ν αι, ας το κάνου κά νουμ μ ε». Έ να γυμνασ γυμ νασμ μ ένο κορ κορί ίτσ ι από τη Ν ιγηρία, που πο υ φ ορούσ ορούσε ε κίτρινο μαγιό, χοροπη χορο πηδού δούσ σ ε ενθουσι νθουσ ιασ μένο. «Α ς κάνουμ κά νουμε ε το κόλπο, κόλπο, που περνάμ περνάμε ε κολυμ κο λυμπώ πώ ντα ντα ς ανάμε άμ εσ α στ σ τα πόδια σου». «
ε
ί
ο
».
«Μ α οιάλλοιδ ο ιάλλοιδάσ άσκαλοιμας καλοιμας αφήν αφ ήνουν ουν να το το κάνουμε κάνουμε». ». «Δ εν με με νοι νοιάζει ζει». «Α πλώ ς θα μπει μ πεις σ το νερό νερό κι κ ι εμ είς θα κολυ κο λυμ μ πή σ ουμ ουμ ε κάτ κά τω από τα πόδια σου σ ου... ...» » «Κ άτω άτω από το νερ ό .» «Ν αι, σαν σ αν γορ γο ρ γόνες γό νες.» .» «Ό χι, δεν δεν θα το κάνουμ κά νουμε ε». Τ ρία από τα παιδιά τον πλησ λη σ ίασ αν σ την άκρη κρη τη ς πισίνας, χαμογε αμ ογελώ λώ ντας ντας με τα υγρά, υγρά, λαμπε λαμ περά ρά προσ προσω ω πάκι πά κια τους τους.. «Κ ρατ ρα τάμε άμ ε την ανάσα ανάσ α μας, μας, να, να, έτσ έτ σ ι. » Έ να κεφ κεφ άλιεξ άλιεξαφανί αφ ανίσ τηκε κάτ κά τω από το νε νερό.
«Ν αι, ναι ναι, ναι!» φ ώ ναξε ένα κορι κο ριτ τσ άκι που φ ορούσ ορούσε ε ροζ μαγιό, κάνοντ κά νοντα ας μια εντ εντυπ υπω ω σ ια κή βουτ βο υτι ιά. «Ό χι!» Γ ινότ νόταν όλο κα κ α ι πιο νευρι νευρικός. Τ α άλλα δύο δύο παιδιά είχαν χαν φ τάσ εισ την άκρη άκρη τη ς πισίνας κ α ιγελο γελούσ ύσα αν τρε τρελά. λά. «Ν αι», είπε γελώ ντα ντα ς το ένα. «Κ ρατ ρα τάμε άμ ε τη ν ανάσ ανάσα μας». μας». Έ κλεισ ε τη μύτη ύτη του κ ι εξαφα ξαφ ανίσ τηκε μέ μ έσα στ σ το νερό. νερό. «Κ ιεσύ ανοίγει γεις τα πόδι πόδια σου κ α ικολυμ κο λυμπά πάμ μ ε ανάμ ανάμε εσ ά τους τους». ». Έ να χέρι χέρι αναδύθηκε από απ ό το το νερό νερό κα κ α ι σ φ ίχτηκε ηκ ε γύρω από από τον τον αστ ασ τράγ ράγαλό του. «Ό χι!» Α πομά ομ άκρυνε κρ υνε το πόδι πό δι του κ ι έπιασ ε τη σ φ υρίχτρα που π ου κρεμότ ρεμό ταν γύρω από τον λαι λαιμό του, ου , με τον φόβο φόβο ζω γραφ ραφ ισμέν σμένο στο στο πρόσω πρόσω πό του. του. «Ε ίπα ΣΤ Α Μ Α Τ Η Σ Τ Ε ! Ε ίπα όχι. Σ τα μ α τή σ τε». Τ ο χέρι χέριε εξαφα ξαφ ανίσ τηκε μέσα στ σ το νερό νερό κα κ α ι τα πα παιδιά, με ένα χτύπ χτύπη η μ α τω τω ν ποδι οδιώ ν τους ους, βγήκα βγήκαν ν σ την επιφ άνει άνεια, τρο τρομ μαγμ ένα. Τ ον κοι κο ιτούσα ύσ α ν σι σ ιω πηλά, πη λά, δίχω ς να γνω γνω ρίζουν πώ π ώ ς να αντι ντιδράσουν. δράσ ουν. Κ αιτ αι τό τε, ξαφν αφ νικά, το κορί ορ ίτσ ι από τη Ν ιγηρία σκέπα σ κέπασ σ ε το σ τόμα όμ α με το χέρι χέρικ κ ι άρχισε να χαχ χαχανίζει. Σ ε λίγο όλο όλοι τους γελού γελούσ σ αν. Ό λοι λοι το υς τον κοι κο ιτούσ ού σ α ν και κα ι χαχάνι χάνιζαν. Ή θελε θελε να τρ τρέξει ξει κ α ι να κρυφ κρυφ τεί σ τα αποδυτ απ οδυτήρ ήρι ια. Τ ώ ρα όλοι το υς γνώ ριζαν πώ ς να τον τον συγ σ υγχ χύσουν ύσ ουν κα ιήξε ιή ξερε ρε πω ς α υτό υτό δεν δεν θα σ τα μ α τούσε ύσ ε εκεί κεί.
Σ το τέλος τη ς ημέ ημέρας, ρας, τα πάντ πά ντα α ακινητοπ νητοποι οιή θηκαν. θηκ αν. Ο ι ομάδε ομά δες ς επέστ πέστρεψ ρεψ αν κατ κα τάκοπ κο πες, αφ ήνοντ νοντας τις φ όρμε όρμες αναφορά αναφ οράς ς το υς πάνω σ το γραφ ραφ είο τη ς Κ ριότος ότος.. Θ α έδιναν κα κα ι προφ ροφ ορικές αναφορ ναφ ορέ ές στη σ υνάντ υνάντησ ηση, η, αλλά αλλά ο Κ άφε άφ ερι ο οποί οπο ίος το υς παρα πα ρακολουθού κολουθούσ σ ε μ έσ α από τη ν τζαμ αρία το το υ γραφ ρα φ είου του, ου , είχε κα τα λάβ λά βει από τα πρόσ πρ όσω ω πά το υς ό τι δεν εί είχαν χαν νέα σ τοιχεί χεία. Α ναστ νασ τένα έναξε κ α ι κάθισ ε στ σ την καρέ κα ρέκλα, κλα, ανάβοντ νάβ οντας ας ένα τσ ιγάρο. Τ ο σ τομά ομ άχιτ χι του ή τα ν τσ ιτω μ ένο ή τα ν νησ νη σ τικ ός- κα κ α ι η μέρα ήτ ή τα ν με μεγάλη, εξαντλη ξαντλητ τική κα ι τον εί είχε σ τεγνώ σ ει ψ υχι υχικά. Τ ο παρατ πα ρατσ σ ούκλι που είχε δώ σ ει ο Τ σ αμπ αμ π στον στον
δράστη είχε γίνει μέρος του τοπικού φολκλόρ, αλλά κανένα από τα παιδιά δεν δεν μπ μ πορού ορούσ σ ε να π ει σ την αστ ασ τυνομ νομ ία τίπ οτα παραπ ραπάνω για τον μύθο, κανέ κα νένα να απτ απ τό σ τοιχείο. Ο Κ άφε άφ ερι είχε ζητήσ ει από το το τμ ή μ α το του Μ πρίξτον να στ σ τείλει λει τις φ ω τογρα ογραφ φ ίες του Τ σαμ σα μ π Κ εοντο οντουάγκντ υά γκντι ι σ το Β ασι ασ ιλικό Ν οσ οκομ οκ ομεί είο, ελπί λπίζοντας οντας πω ς ο Ν τιζάι, ο ειδικός οδοντί δοντίατρος ρος, θα μ πορούσε ύσ ε να κρίνεια νει αν το άτομ ο που είχε δαγ δα γκώ σ ει το ν Τ σ αμ π κοντ κο ντά ά στη λίμνη μνη πριν από δώ δεκα δεκα χρόνια ήταν ο ίδιος που είχε τραυμ ατίσ ειτ ειτον Ρό Ρ όρι Π ιτς. Ο Ν τιζά ι είχε κα ταφ έρει να δημι δημ ιουργήσε ουργήσ ειτο ιτο καλο κα λούπ ύπιτ ιτη η ς δαγκω μ ατι ατιάς - «Έ χουμε ουμ ε να κάν κά νουμε ουμ ε με δόντ δόντι ια ενηλί ενηλίκου κ α ι ο ι κοπτήρ τήρες είναι ναι λεί λείοι, επομ επο μ ένω ς η ηλικία του είναι ναι πάνω πά νω από είκοσ κοσ ι. Έ χουμ χου μ ε ένα ένα τέ τέλειο κα κ α λούπ λούπι ι. Τ α δόντι δόντια, ξέρει ρεις, είναι ναι τόσο όσ ο μοναδι μοναδικά, κά, όσο όσ ο κα κ α ι το DNA». Α λλά όσο όσ ο μ οναδικά κ ι αν ή τα ν τα δόντι δόντια, ο Κ άφε άφ ερι γνώ γνώ ριζε πω ς αυτό που χρει χρειάζοντα ονταν ή τα ν το DNA. Σ τις τεσσ ερισήμισι, η Κ ριότος μ πήκε στ στο γραφε γραφ είο χαμογε χαμ ογελώ λώ ντας ντας.. «Η Φ ιόνα Κ ουί ου ίν σ ε ζητάει σ το τη τηλέφ λέφ ω νο», νο», είπε δεί δείχνοντ χνοντα ας τη σ υσκευή υσ κευή.. «Ή ρθαν οι εξετ ξετάσ εις του DNA». Ά ρπαξε το ακουσ ουσ τικό κα κ α ι σ ηκώ θηκε θηκε,, κοιτάζοντα οντα ς έξω από το παράθυρο. «Φ ιόνα! όνα!» » Ή θελε θελε να α κ ούσ ού σ ει απεγ πεγνω σ μ ένα τι είχε να του του πει πει. Α ναρω τήθηκε ήθηκ ε πώ ς α κουγότ κο υγότα α ν η φ ω νή του. «Π ώ ς είσαι;» «Κ αλά, Τ ζα κ, αλλά σου σου έχ έχω άσ χημ α νέα νέα. Τ ο DNA δεν δεν ταίριαξε με κάπο κά ποι ιο α π ’ αυτά που έχου έχουμ μ ε στη στη βάση βάσ η δεδομέ δεδομένω νω ν». «Μ ε κανέ κανένα;» «Μ ε κανέ κανένα». «Δ ιάολε!» ολε!» Κ άθισε πάλικ πά λικά άτω , κε κ ενός από συν σ υναί αίσθημα. θημ α. «Α λλά, Τ ζα κ , ξέρε ξέρει ις πω ς τουλά ου λάχι χισ τον ογδόντ ογδόντα α το τοις εκατό τω ν δειγμά γμά τω ν μα μας δεν δεν ταιριάζουν ή ται ταιριάζουν μο μ ονάχα νάχα μερικώ ς. Τ ο DNA είναιπραγματικά ευαίσθητο στοιχείο». «Τ ο ξέρω ξέρω , μου το το έχε έχεις ξαναπεί αναπεί. Μ όνο που που πί π ίσ τευα ...» .. .» Α ναστ ναστέναξε. ναξε. Δ ίχω ς το DNA δεν δεν μπο μ πορο ρούσ ύσα αν να αρχίσ ουν τη τη μαζ μαζική
σ υλλογ υλλογή ή δει δειγμ άτω ν. Θ α έπρ έπρε επε αναγκασ ναγκα σ τικά να δουλέψ ουν με βάση βάση το κα κ α λούπ λο ύπιτ ιτο ου Ν τιζάι. «Γα «Γ αμώ το! Δ εν έχουμε χουμ ε τίπ οτε άλλο;» άλλο;» «Κ οίτα, έριξα μι μ ια μ ατιά στη γω νία του του δω μ ατίου, για τη τη ν οπο οπ οία μίλησε ο Ά λεκ λεκ Π ιτς σ την κατ κα τάθεσ θεσ ή του...» .. » «Κ αι;» «Δ εν βρή βρήκα τί τίπ οτα μέχρισ ριστιγμής». «Κ αιοι λευκές ευκ ές ίνες από τις πληγέ λη γές ς του Ρ όρι όρι;» «Ο ύτε ύτε α υτές υτές αποκ πο κάλυψ α ν κάτ κά τι. Α λλά λλά δε δεν έχουμε χουμ ε τελει λειώ σ ει. Κ αι προσπα προσ παθούμ θούμε ε να ανακαλύψ ανακα λύψ ουμε ουμ ε κ ά τι σ το πα π α πούτ πο ύτσ σ ι του. ου . Ε πίσης, σης, οι βιολόγοι έχουν χουν ψ εκάσ εκά σ ει το υς τοίχου χους με νινυδρίνη, κ α ι σε με μερικές κές μέρες θα δού δούμ ε τι θα φ ανεί νείκ α ι από εκεί, αλλά για να να είμ α ι ειλικρι κρινής, αν εμ εμ πισ τευόμα όμ ασ τε τι τις μαρτ αρτυρίες, ουσ ου σ ια σ τικά ψ άχνουμ χνουμ ε σα σαν το υς τυφ λούς μέσα μέσα στ σ το σ κοτάδι κοτάδι. Α κόμη κόμ η κι αν τα α ποτ πο τυπώ υπ ώ μ α τά του του βρίσ κοντα νται παντο ντού μέσα σ το σ πίτι, δεν δεν είναι ναι σ ίγουρ γουρο πω π ω ς η νινυδρίνη θα τα τα αποκα α ποκαλύψ λύψ ει. Κ ι αν ο δράσ δράστ της τρώ ει κρέας κρέας,, πάε πά ει καλά. Α ν όμω όμ ω ς είναι ναι χορτοφ χορτοφά άγος, γος, δεν δεν θα θα βρούμ ρο ύμε ε τίποτα» οτα». «Ε ντά ντάξει ξει, εντά ντάξει ξει». Έ κλεισ ε τα μ άτια του του.. Τ ο κε κεφ άλι του είχε αρχίσ εινα πονά πονάε ει, σ αν να συνε σ υνερχότ ρχότα αν από μεθύσι. «Κ αι δεν δεν υπά υπάρχει χει απολύτ απ ολύτω ω ς ί ο που π ου να γίνετ νετα ι με αυτ αυτό το δεί δείγμα από απ ό σπέρμ πέρμα; α;» » «Χ μ ... ... δεν δεν είμ α ισ ίγουρη». ουρη» . Ά νοιξε τα μ άτι άτια του του.. «Δ εν σε άκουσ κουσα; α;» » «Ε ίπα ότι ό τι δεν δεν εί είμαι σ ίγουρ γουρη». «Π ου να πάρ πάρε ει», σφ ύριξε ανάμε νάμ εσ α στ σ τα δόντ δόντι ια του του.. «Δ εν το πισ τεύω ». Η Σ ούνε ού νες ς κ α ι η Π ολίνα εί είχαν επι επιστρέψ ρέψ ει. Μ πορούσ πορ ούσε ε να δει δει το δεξί δεξί πόδι πό δι τη ς Π ολίνας, ας, με τα βαμ βα μ μ ένα ροζ νύχι νύχια, σ τα ακρ α κρι ιβά σανδάλια της της,, από εκεί που που καθότ κα θότα αν, να αιω ρείται και να κο κ ουνιέτα ι ρυθμι ρυθμ ικά κα κ α ινω χελι χελικά. κά . Γ ύρισε α π ’ τη ν άλλη. άλλη. «Ά κου» κου»,, είπε σ την Κ ουίν, «πέ «πέρασ ρα σ αν δύο μέρες ρες από τη τη νεκρ νεκροψ οψ ία κα ιτώ ιτώ ρα μ ου λες λες ό τι δεν δεν μπ μ π ο ρ είς. » «Δ εν υπάρχ υπάρ χειλόγος ιλόγος ν α . »
«Ε υτυχώ υτυχώ ς που δεν έχουμε συλλάβει συλλάβει κάπο κά ποι ιον ακόμη, ακόμη , για τί θα γινόμασταν ρεζίλι». «Δ εν με ακούς κούς». για να δοθε δοθεί ί προτεραι ερα ιότητα σ τις γαμη γαμ η μ ένε ένες τις εξετ εξετά άσ εις. Α ν πισ τεύεις ό τι αυτό σ η μ αίνει πω ς ή μ ουν διατεθειμ ένος να κά κάθομ θομ αι δίχω ς να κάν κά νω τίπ οτα για μέρε μέρες ς, μέχρι να λάβω λάβω ένα τηλεφ λεφ ώ νημα νημ α που μ ου λέε λέει ό τι ίσ ω ς να μ πορο πορούμ ύμε ε να κάνου κά νουμ μ ε κάτ κά τι, ίσ ω ς κα ινα μην μπο μπορο ρούμ ύμε ε, τό τε μάλλον μάλλον παί πα ίζουμ ουμ ε τις κουμ κουμπ πάρες. ρες...» ..» «Τζακ...» « . Α ν ήτα ήτα ν έτ έτσι, δεν θα εί είχα κάνε κά νει ι τον κόπο να πληρώ σω παρα πα ραπά πάν νω . Α υτές υτές οι γαμη γαμ η μ ένες νες εξετ ξετά σ εις του DNA DNA,, κ ι όλα τα υπόλ υπ όλο οιπα, πα , που θέλου θέλουν ν δύο χιλιάρικα το καθένα θένα, είναι ναι όλα όλα το υς σκα...» !» «Τ ι είναι ναι;» Κ αι οι δυο δυο του τους ς σ ταμάτ αμ άτησ ησαν. αν. Ο Κ άφε άφ ερι έκλει κλεισ ε το σ τόμα όμ α κι άρχι άρχισε να χτυπ χτυπά ά ειτο ιτο πόδι πό διτου σ το πάτ πά τω μ α. Ή τα ν σ αν δύο αδέ α δέσ σ ποτα, ποτα, λυσ λυσσ ασμ ένα σκυ σ κυλι λιά, που γάβ γά βγιζα ν το ένα σ το άλλο από τις αντί ντίθετε θετες άκρες του Λ ονδί ονδίνου. Ή ξερε ξερε πω ς είχε σ η κώ σ ει τον τόνο τόνο τη ς φ ω νής του και κα ι μ πορούσε πορούσ ε να αισθαν σθα νθεί θεί τη μ ατι ατιά τη τη ς Κ ριότος ότος από την αίθουσα θουσ α σ υσκέψ υσ κέψ εω ν κ α ι ξαφν αφ νικά μπορ μ πορούσ ούσε ε να δει δει το ν εα εα υτό υτό του μέσα από από τα μ άτι άτια τη τη ς - ευέξα υέξαπτο, πτο, παρά παράλογο, λογο, βιασ τικό. κό. Π ήρε ήρε βαθι βαθιά ανάσα, νάσα, έγει γειρε πίσω σ την καρέκλα του, του, χτύπ χτύπη η σ ε τη γροθιά το του στο γραφ ραφ είο κα κα ι είπε: «Κ «Κ οίτα, ζητώ σ υγγνώ υγγνώ μ η. Τ ι ήθελε θελες ς να μου μ ου πει πεις;» «Έ χει χεις α κούσ ειτον όρο αρι αριθμός θμός χαμη χαμ ηλής λής κατ κα ταμέτρησ ρη σης;» «Ό χι». «Μ πορε ορεί να πολλαπ πολλαπλα λασ σ ιάσ ει το δεί δείγμα τρι τριάντα ντα τέσσ ερις φ ορές ορές. Ε γκρίνετ νεταιμ αι μ ονάχα ονάχα γι για σοβα σ οβαρά ρά εγκλ εγκ λ ή μ α τα . » «Κ άνε το, λοιπόν. πόν. Έ χεις τον κω δικό για τον τον λογαρι λογαριασ μό του τμήματός μας, έπρεπε ήδη να το έχεις ξεκινήσει». «
ή ρ
«
ύ ρ ιε ιε Κ
σ α
ρ ι
«Α υτό υτό προσ προ σ παθούσ πα θούσα α να να σου σο υ πω . Έ χει χειήδη ήδη ξεκινήσε ήσ ει».
Ο φ άκε άκ ελος λος βρι βρ ισ κότ κόταν σ το χαλά χαλάκιτ κι τη ς εισ όδου όδου ότα ν μπή μ πήκε κε στ σ το σπίτι. Η σ υζή υζήτηση με τη Φ ιόνα Κ ουίν τον εί είχε ξεκ ξεκάνει νει. Ε ίχε χάσ χάσ ει την ψ υχραι υχρα ιμία του - δ ν χ ά ν ε ις ι ς υ κ α ρ ία ία ν α α ε ίξ ίξ ε ις ις ς η μ α χε κ α ι είχε φύγεινω φ ύγεινω ρίς από το Σ ράιβμο βμ ουρ, υρ, για να πά ει σ πίτι , τ σ ; - κα και κα ι να κοι κο ιμ ηθεί ηθεί. Π ήγε ήγε μέχ μέχρι το Σ ένσμ νσμ περιγ περι για να να αγοράσ αγορά σ ει τέσσ ερα μ πουκά ουκ άλια Π ινό Γκρί Γ κρίτζιο που π ου τα βρήκε βρή κε σε έκπτ κπ τω σ η , ένα μπο μπουκ υκά άλι Λ αφρόι αφ ρόιγκ, ένα χα χα ρτοκ ρτοκι ιβώ τιο μ πουκά πουκ άλια Κ όκα όκ α Κ όλα, γά γάλα και και παυσ πα υσί ίπονα. Π ροτού ροτού φύγε φ ύγει ι από απ ό το το μαγ μα γαζί αζί, είδε ένα μπο μ πουκ υκέ έτο λουλο λουλούδι ύδια. Α ν κ α ι αρχικά δίστασε ασ ε, αγόρασ γόρα σ ε δύο για τη τη Ρ εμ πέκα . Π ήρε το γράμμα γράμ μα κα κ α ι κατ κα τευθύνθηκε στην στην κουζί κουζίνα. Τ ο άφησ άφ ησε ε στο στο τραπέζ ρα πέζικ ικα α ι το κοί κο ίταξε προσ προσε εκτικ ά για λίγο. Τ ο γραμ γρα μ μ ατόση όσ ημ ο πάν πάνω του ή τα ν χαμ χαμη ηλής αξί αξίας. ας. Ε ίχε ταχυδρομ χυδρομ η θεί θεί το απόγευμ όγευμα α τη της Τ ετά ρτη ρτη ς από τον Π εντερέτ ρέτσ κι. Μ πορούσ πορ ούσε ε να αν α ναγνω αγνω ρίσ ει τον γραφι ραφ ικό το του χαρακτήρα ρακτήρα.. Ίσ Ίσ ω ς η τα ταχυδρόμ χυδρόμησ ηση η α υτού υτού το υ γράμμ ρά μματ ατος ος να ή τα ν το τελευταί ελευταίο πράγμα γμα που έκανε πριν πεθάνει πεθάνει. Ο Κ άφε άφ εριά ρι άδειασ ε τις τσ άντες ντες με τα ψ ώ νια, ρίχνο χνοντα ντας μ ατιές σ τον φ άκελο άκελο σ το τραπ τραπέ έζι. Έ βαλε βα λε προσ προσε εκτικά σ την κατά ψ υξη το ένα μ πουκ ουκάλι κρασ κρασί, το άλλο στ στη σ υντήρ υντήρησ ηση η, έψ αξε σ τα ντο ντουλά υλ άπια για ένα βάζ βάζο και κα ι, όταν όταν η έρευνά το υ αποδεί οδείχτη χτηκε άκαρπη ρπη, πήρε πή ρε ένα πλασ πλα σ τικό μ πουκά ουκ άλι λεμο λεμονάδας νάδας από τα σ κουπί κουπίδια, έκοψ ε το πάνω μέρος μέρος,, έσ κισ ε τη ν ετ ετικ έτα έτα κ α ι το γέμ γέμ ισ ε με νερό. νερό. Έ βα λε τα τα λουλο λουλούδι ύδια στ στο αυτ α υτο οσ χέδι χέδιο βάζο βάζο και κα ι το το τοποθέτη θέτη σ ε σ το πε π ερβά ρβάζι του παρα παραθύρ θύρου ου σ το σαλόνι. Έ σ τριψ ε ένα τσ τσ ιγαρι γαρ ιλίκι με το χόρτ όρτο που η Ρ εμ πέκα φ ύλαγ ύλαγε σ το κ ο υ τί πάνω πά νω από το τζάκ ζά κ ι κ α ι ότα ν πλέον δε δεν μ πορο πορούσ ύσε ε να α ντέξ ντέξε ει άλλο, άλλο, το άναψ ε, κάθι κά θισ ε σ το τραπέζ ρα πέζι ι κα ι άνοιξε τον φάκελο. Ε ίχε μο μονάχα νάχα μία κό κόλα χαρτί χαρτί. Δ εν χρ χρειαζόταν επ επεξηγη ξηγημ μ ατικό
σ ημε ημ είω μ α. Τ ου αποκά απ οκάλυψ λυψ ε όλα όσα όσ α ήθελε ήθελε να μάθ μ άθε ει. Ή τα ν ένας χάρτης.
15
Ο Κ άφε άφ ερι χρει ρειάστ άσ τηκε γύρ γύρω ω στα στα είκοσι κοσ ι λεπτ λεπτά ά γι για να κατ κα τα λάβε λάβ ει ακρι κρ ιβώ ς ποια περιοχή αναπ ναπα ρισ τούσ ού σ ε ο χάρτης χάρτης.. Κ άθισε σ το τραπ ρα πέζι τη ς κουζίνας νας, δίπλα σ το ανοι νοιχτό χτό παρά πα ράθυρ θυρο, ο, στριφ ογυρί γυρίζοντας οντας τη σελίδα κα ι κρα κρ α τώ ντα ντα ς τη ν κόντ κό ντρ ρα στ σ το φω φ ω ς. Τ ο μικρό ορθογώ ορθογώ νιο αναπ ναπαρισ τούσ ούσ ε ένα ένα κτί κτίριο - δίπλα του ή τα ν γρα γραμ μμένη η λέξ λέξη «εξοχικό» με τον χα χαρακ ρα κτηρισ τικό γραφ γραφ ικό χαρα χαρακτήρ κτήρα α το του Π εντε ντερέτ ρέτσ κι. Ο Κ άφε άφ ερι ήξερε ήξερε πω ς σ την αργκό αργκό σ ήμαι μα ινε δημόσ δημ όσι ια τουαλέ υα λέτ τα, αλλά τι σ υμβ υμ βόλιζε η παρά πα ράξε ξενη νη σ κάλα κά λα δίπλα του; του; Σ κάλε κά λες ς; Γ ύρισε το χαρτ χαρτί ενενή νενήντ ντα α μοίρες ρες. Η σ κάλα κά λα ήτ ή τα ν χω χω ρισ μένη σ τα μισά· ένα διπλό βέλος λος ένω νε τις δύο σ κάλες κά λες κ α ι πάνω από το βέλος υπή υπήρχαν ρχαν γραμ γραμ μ ένοιο νοιο ι αριθμοί: 10-1 10-140 40.. Τ α σ καλο κα λοπ πάτια στ σ τα δεξ δεξιά του του βέλους ή τα ν αριθμημέ θμημ ένα: 141, 142, 143, 144, 145. Μ ετα κίνησε νησ ε τα δάχτ δάχτυλά του πάνω σ το χαρτ χαρτί ί. Π άνω άνω από απ ό το το σ καλί κα λί νούμε ούμ ερο 145 βρισ κότ κόταν άλλο άλλο ένα ένα βέλος που πο υ κατ κα τέληγ λη γε σε ένα Χ , κυκ κυκλω λω μ ένο δύο φορές. Γ ύρισε το χαρτί χαρτί ακόμ κόμ η σ αρά αράντα πέ π έντε ντε μοί μοίρες ρες κ α ι ξαφν αφ νικά κατάλαβε. Α νακάθι ακάθισε και κα ι η καρδι κα ρδιά το του χτυπο υπ ούσε ύσ ε σαν σαν τρε τρελή. λή. Ή τα ν οι ο ι γραμ ραμ μές το υ τρένου, ρένου, ήταν το φ υσι υσ ικό σ ύνορο που πο υ τον χώ ριζε από τον Π εντε ντερέτσ ρέτσ κι. Β ρισ κότα κόταν εκεί σ υχνά υχνά, είχε γίνει νει το δεύτ δεύτε ερο σ πίτι του. ου . Ο ι γραμ ρα μμ ές σ τον χάρτη χάρτη ή τα ν οι ο ι τραβέ ραβέρσ ρσε ες τω ν σ ιδηροδρομι δηροδρομ ικώ ν γραμ ρα μ μ ώ ν κ α ι το ορθογώ ορθογώ νιο κ ο υ τί σ υμ βόλι όλιζε τι τις εγκα εγκατα λειμ μ ένες δημ δη μόσ ιες ,
ε
γ α
-
υ σ
,
κ
,
ό
δ ι
ν α
ε -
.
υ σ ικ ικ
.
τουαλέ υα λέτ τες λίγο έξ έξω από το τον σταθμ σταθμό ό το του Μ πρόκλι πρόκλι. Τ ο Χ βρισ κόταν κόταν εκατόν σαρ σαρά άντα πέντε ντε τραβ ρα βέρσε ρσ ες μ ακριά από α πό το ν στ σταθμό. αθμ ό. «Τ ο Χ δεί δείχνε χνει τη θέσ θέση το του σ ημ είου», ου», μουρμ ουρ μούρι ούρ ισε, σ τρίβοντ βοντα ας ένα τσ ιγάρο. άρ ο. Ο Π εντερέτ ρέτσ κι, ακόμη κόμ η κα ι νεκρός νεκρός,, μ πορούσ πορ ούσε ε να τον τον τσ ιγκλήσ λή σει, είχε ακόμ η αυτή τη δύναμ δύναμη. Β ρήκε ρήκε εργαλε γαλεία στ στο ντου ντουλά λάπι πι και κα ι μια μικρή κρή φω φ ω τογραφ ογραφι ική μηχανή μηχανή στο στο δω μ άτι άτιο του του Γ ιούαν, ούα ν, κα κα ι πήρε πή ρε το κλε κλει ιδίτη δίτη ς πίσω πόρτ πόρτα ας από το το ανώ φ λι. «Τ «Τ ο καλό καλό που σου σ ου θέλω θέλω , γερο γερο-μ -μπ πάσταρδε ρδε, μη με με κοροϊ οροϊδεύει δεύεις». Ο ήλιος βυθιζ θιζόταν ταν πί πίσω από τις σ τέγες έγες κ α ι τις πίσω αυλές τω ν σ πιτιώ ν κατ κα τά μ ήκος ήκ ος τω ν γραμ γραμμ μώ ν, παι πα ιδιά φ ώ ναζαν, κρέ κρ έμ οντα ονταν από δέντρα, έπαι πα ιζα ν αστ ασ τα μ ά τη τα κυνηγ κυ νηγη η τό. Ο Κ άφε άφ ερι ακολούθη ακ ολούθησ σ ε ένα μ ονοπάτι ονοπ άτι-- δύο δύ ο μέτ μέτρα μέσα στ σ την πυκν πυκ νή βλάστ βλάσ τηση, ση , παράλληλ παρά λληλα α με τις γραμ ρα μ μ ές- πε π ερπα ρπ ατώ ντα ντα ς προσ προ σ εκτι κτικά, κά , σ ιω πηλά, πηλά, με το κε κ εφ άλι σ κυφτ κυφ τό: η Α σ τυνομί υνομ ία τω τω ν Σι Σ ιδηροδρόμ ροδρόμω ω ν, που π ου μ ισούσ σο ύσε ε τη ν «πραγ «πρα γμ ατι ατική» κή» ασ τυνομί υνομ ία, θα έκα έκανε νε πάρτ πά ρτι ι έτσ ι κα ι ανακά νακ άλυπτ λυπ τε έναν έναν επι επιθεω θεω ρητ ρη τή να περιπλα πλανιέται σ τις γραμμές ραμ μές.. Ε πικρατ ρα τούσ ού σ ε μι μια από α πόκο κοσ σ μ η ησυχία. Α ραι ραιά κα κα ι πού, πού, οι γραμ ρα μ μές θα βο β ούιζα ν κι ένα τρέ τρένο νο θα περνού περνούσ σε δίπλα του του με σα σαμ ατά κ α ιγια μία σ τιγμή ο ιγραμ γραμμ ές θα κρα κ ρατ τούσ ού σ αν τη την ανάσα νάσα τους τους.. Α λλά λλά με μ ετά το το πέρα πέρασ σμ α το του τρένου, ρένου, η σ ιω πή θα επέσ πέσ τρεφ ρεφ ε μ αζί με τη γύρη από α πό τα λουλούδι λουλούδια που π ου τα τα ρακο ρα κούνη ύνησ σε ο άνεμος. Σ κεφτ κεφ τότα ότα ν συνε σ υνεχώ χώ ς τον Γ ιούαν ούα ν καθώ κα θώ ς περπ περπατ ατού ούσ σ ε, έχοντα χοντα ς σ τα ρουθούνι ρουθούνια το του τη μ υρω διά τω τω ν γρα γραμ μ μ ώ ν του τρένου ρένου έπειτα από μια ζεσ τή μέρα: μέρα: μέταλλο κα κ α ικα υτό υτό λάδιμ λάδι μηχανής ηχανής.. Θ υμή υμ ήθηκε θηκε που που έτρεχ ρεχαν μέχριτι ριτις γραμ ραμμές, που έπαιζα ν το τους Ινδιάνους νους κα ιτο υς καου κα ουμ μ πόηδε όη δες ς, που έφ τιαχναν χναν πα παγίδες ο ένας για τον άλλον. Σ κούπι ούπ ισ ε τον ιδρώ τα από από το το πρόσ πρόσ ω πό το του με το μ πλουζ πλο υζά άκιτ κι του. ου . Δ εν ήθελε θελε κα καν να φ αντά ντά ζετα ετα ιτι θα έβρισ κε σ τις γραμμ γραμ μές. Έ φ τα σ ε στ σ τις δημ δημόσι όσ ιες τουα λέτες λέτες που πο υ ή τα ν διακοσ κο σ μ ημ ένες νες με καλλιτεχνικές δημιουργίες του τύπου και κα ι ύ α ν
Η
ρ έ
σ ι
ν ε ι
-
α χ ,
μ
έ
υ .
και κα ι δ έ σ ο δίπλα πλα σ τις γραμμ γραμ μές. Τ α μικρά παράθυρα παράθυρα,, που πο υ θύμι θύμ ιζαν πυρο πυροβολε ολεία φρουρ φ ρουρί ίου, είχαν σφ σφ ραγ ρα γισ τεί με κόντρα πλακέ. Έ ριξε μια μ ατι ατιά στ σ τον χάρτη χάρτη κ α ι γύρισε, έτσ ι ώ σ τε να έχει έχει το Ν ιου Κ ρος πίσω του κ α ι το Ό νορ Ό ουκ μ προσ προστ τά κι κ ι άρχισε να μ ετράε ρά ει τις τραβέρσες. Ο
ζ κ ά ν ει
εκ α έντε,
λε
ύ ν ι, ι,
ε κ έ ξ ι, ι,
ε κ ε τ ...
Π ερνούσε ρνούσ ε πάνω πά νω από ψ όφ ια ποντ ποντί ίκια, χρησι χρησ ιμ οποι οποιημένο χα χαρτί ρτί τουαλέτ υα λέτα α ς κ α ι ξεθω ξεθω ριασ μ ένα από α πό τον ήλιο αδει δειανά κο κ ουτά κια Κ όκα όκα Κ όλα. νήντ ,
ν ή ν τα
να,
ν ή ν τα
...
ο κα λό
υ σο υ θέλω ,
η
γ ε λ ά ε ις ις .
Π έρα από απ ό το το ν σταθμ σταθμό ό το το υ Μ πρόκλι, η βλάσ βλάσ τηση σ τις δύο πλευρέ πλευρές ς τω ν γρα γραμ μ μώ ν υποχω υπ οχω ρού ρο ύσ ε και κα ι περιορι οριζότα όταν σε με μ ερικούς κούς θάμ θάμ νους και πεσ μ ένα φύλλα, φ ύλλα, μέχριτ ρι τρία μέτρα μακριά από από τις γραμ ραμμές, όπ ου στη δεξι δεξιά μεριά υψ ω νότ νότα ν ξα ξαφ νικά μια ζούγκλα, ζούγκλα, τόσ ο βαθι βα θιά κα κα ι σκιερή, ρή, που οτι οτιδήπο δή ποτ τε θα θα μ πορούσ πορούσε ε να ζει ζει εκεί μέσα - δεν δεν θα παραξ παρα ξένευε νευε τον Κ άφε άφ ερι αν με μ ερικοίκα κοί καπο πουτ υτσ σ ίνοι πίθηκοι θη κοι χαλάρω ναν ανεν ανενόχλητ όχλητοι οι σε αυτό υτό το το σημ σ ημε είο. Π αραπέ αρα πέρα, ρα, μια πεζ πεζογέ ογέφ υρα, υρα, απ α πομο ομ ονω μ ένη κι κι έρημη, ρημ η, θύμι θύμ ιζε μια κρε κρ εμ αστή γέφ γέφ υρα πάνω π άνω από τη τη ζούγκλα. ν σ α ρ ά ν τα ρ ί , ν σ α ρ ά ν τα σ σ ερ α , ν σα ν τ ... Έ φ τα σ ε σ την εκατ κα τοστ οσ τή τεσ σ αρακ αρ ακοσ οστ τή πέμ πέμ πτη πτη τραβ τραβέ έρσα ρσ α και κα ι σ ταμάτ αμ άτησ ησε ε. Ά φ ησε ησ ε κάτ κά τω τη ν τσ ά πα κα κ α ι κοντ κο ντοσ οστ τά θηκε θηκ ε, βλέποντ βλέποντας ας προς τα δεξιά, προς την κατεύθυνση που έδειχνε το βέλος στον χάρτ άρτη. Α μ έσ ω ς κατάλαβ λα βε πω ς κά ποιος είχε ξανάρθει ανάρθει εκεί. Κ άποι άπ οιος είχε περά περάσ σ ει ανάμε νάμ εσ α σε αυτή αυτή τη ν τρα τραβέρσα βέρσα κ α ι τον διπλανό κατ κα τά φ υτο υτο λοφί λοφ ίσκο - κάτ κά τω από απ ό τα τα πεσ πεσ μ ένα φύλ φ ύλλα λα του κισ σ ού, η βλάσ βλάστ τηση είχε τσ αλαπ λα πατηθεί. ήγε σ τον ' , ν το σκέ σ α . Π ήγε λοφί λοφ ίσκο σκο κι κ ι άρχ άρχισε να ανοί α νοίγει γει ένα πέ πέρασ ρα σμ α μέσα στ σ το πυκνό πυκνό αιγόκλημα, όκλημ α, αρκε αρ κετ τά μεγ μεγάλο ώ σ τε να το το ν χω χω ρέσε ρέσει ι. Έ σ κυψ κυ ψ ε κ ι έκαν κα νε
ένα βήμα εμπρός. Μ ύρι ύριζε τσ ουκ ου κνίδα κα ι πικραλίδες δες, περιττώ μ α τα αλεπούς λεπο ύς κα ι λάδι λάδι, κα ιτο υ πήρε πή ρε με μ ερικές στιγμές, μέχριτα ρι τα μ άτια του να σ υνηθί υνη θίσ ουν ουν στ στο σ κοτάδι κοτάδι. Σ ταμά αμ ά τησε ησ ε, σ κούπ κο ύπι ισ ε το ν ιδρώ τα από απ ό το το πρόσ πρόσ ω πό το του και κα ι είδε ότι ότι μ πορο ορ ούσ ε να σ τα θείόρ θεί όρθι θιος σ ’ εκείνο το σ ημείο. Κ άποιος είχε δημι δημ ιουργήσ ουργήσε ει έναν θολω τό χώ ρο μέσα μέσα στ σ τη ν κρεμ κρεμ αστ ασ τή βλάστ βλάσ τηση ησ η μ προσ πρ οστ τά το του βρι βρισ κότ κόταν ο λοφί λοφ ίσκος, κος, πίσω του μια κουρ κο υρτ τίνα από από κισ σό κ α ι βάτ βά τα. ι δ ώ ρ α ; ο δ α ο ς ; Έ σκυψ ε και είδε ξερ ξεραμ ένους νους μίσ χους χους κ α ι ρίζες. Έ σ κα ψ ε σ’ σ ’ εκείνο το σημείο, απομακρύνοντας τη βλάστηση. Π αρόλο που περίμ ενε να βρε βρει κάτ κά τι, κα ι ή τα ν προετ προετο οιμ α σ μ ένος γι’ γι’ αυτό, ότα ν εί είδε πω πω ς κά τι βρισ κότ κό ταν κά τω από τις ρίζες, η κα κ αρδιά του πήγε να σ πάσ πά σει. Δ εν πίσ τευε τι έβλεπε. Μ ια μικρή επιφ άνει νεια στο έδαφος δαφ ος,, μισό επί ένα μέτρο, ρο, είχε σ καφ τεί μέσα σε σ ε α υτόν τον χρόνο. χρόνο. Μ ερικά φ υτά είχαν χαν βγά β γάλει λειρ ρίζες εκεί. Κ άθισε κάτω , δίπλα στ σ τον κύκλο, κύκλο, δίπλα στ σ τους σ βόλο βό λους υς του χώ μ ατος, ος, ακούμπ ύμ πη σ ε τα τα χέρια στ σ τους ασ τραγάλο ρα γάλους υς του κ ι άρχ άρχισε να τρέμει.
«Μ πορε πορεί ίς να δει δεις το μ παλόνι πα λόνισ σ το Β όξολ» όξολ».. Η Ά γιο Α ντε ντεγιάμιπήγ πή γε στο στο κα θισ τικό, σ το πίσω μέρος του σ πιτιού, κ α ι γονά γονάτ τισ ε στ στον κα ναπ ναπέ τη ς Μ πενεντ νεντί ίκτε, για να ανοίξει ξει το παρά πα ράθυρο, θυρο, κ ι έγει γειρε προς προς τα έξω . «Κ αικ αικοίτα εκε εκεί ί! Ε ίναιτο ιτο Μ ά τιτο υ Λ ονδίνου». «Τ ο ξέρω ». Σ τη ν κουζ κο υζί ίνα, η Μ πενε πενεντί ντίκτε κτε έβγαλε τα παπο πα πούτ ύτσ σ ια τη ς κ ι έβαλε λίγο νερό νερό σ τη Σ τρουμ ρουμφ φ ίτα. Ε ίχαν γυρ γυρί ίσ ει από το Π ίτσα Ε ξπρές πρές, όπου όπ ου είχαν φά φ άει βραδι βραδινό κα κ α ι είχαν αφ αφ ήσ ει το υς άντρε ντρες ς, τον Χ αλ και κα ι το ν σύζ σ ύζυγο υγο τη ς Ά γιο, τον Ν τάρεν, άρεν, σ την παμ παμ π, «για να πιουν μια μπιρίτσα». Ο ι δύο γυνα γυναί ίκες είχαν επ επισ τρέψ ει σ πίτι με τον Τ ζος κα ι τη Σ τρουμ ρουμφ φ ίτα. Η Ά γιο θα πό πότιζε τα φ υτά υτά τη τη ς Μ πενεντ νεντί ίκτε εν ενώ
εκείνοι νοι βρίσ κοντ κοντα αν στ στην Κ ορνουά ορνουάλη λη κ α ι ακόμ κό μ η δεν δεν είχε δει δει το σ πίτι τους. Ή ταν κατε κατενθουσιασμέ ασμ ένη. «Ε «Ε ίναι τόσο όμο όμορ ρφο! Τ όσο εντυπ ντυπω ω σ ια κό». κό ». «Το «Τ ο ξέ ξέρω ». «Κ αλά, λά, δεν χρ χρειά ζετ ζετα ινα κάνεις κ ι επίδειξη» ξη». «Τ ο ξέρω . Έ ι!» Σ τράφ ρά φ ηκε ηκ ε προς τον Τ ζος που είχε ήδη ξαπλώ σ ει σ το πά τω μ α του καθισ τικού κ ι έβλεπε το το υς Σ ίμπσονς, ονς, σ τηρί ηρ ίζοντα οντας το πιγούνι γού νι σ τις παλά πα λάμ μ ες του. ου . «Έ ι, μικρέ, κρέ, χαμή χαμ ήλω σ ε τη ν τηλεόρα λεόρασ σ η. Έ χουμε ουμ ε καλεσμ καλεσμέ ένη». Ο Τ ζος μ ουρμούρι ουρμ ούρισε παρα πα ραπονε πονεμ μ ένα, αλλά αλλά χα χαμ ήλω σ ε τη ν έν ένταση ασ η κ ι άφ ησε παράμ ράμερα το το τηλεχε λεχειριστήριο. «Μ πράβο». πρά βο». Η Μ πενε πενεν ντίκτε κτε πήρε ένα μ πουκάλι πουκ άλι σ αμπά αμ πάν νια από το ψ υγεί υγείο. «Α υτό υτό το το τζ τζάκι», κι», είπε σ την Ά γιο, σφ σ φ ηνώ νοντα νοντας το μ πουκ πο υκά άλι ανάμε νάμ εσ α σ τους μηρούς τη ς για να βγάλε βγάλει τον φε φ ελλό, λλό, «φ τιά χτη χτηκε από ασ βεστ βεστόλιθο του Τ ραβα ρα βατ τίνο». «Ε ίναι μούφα» ούφ α».. Η Ά γιο τη τη ν κ οίτα ξε και κα ι χαμογ αμ ογέ έλασε λασ ε. «Ε ίναι σ κέτο κέτο τσ ιμ έντο. ντο. Ο Ν τάρεν εγκατ γκα τέσ τη σ ε ένα πα παρόμ ρόμ οιο σ το σπ σ πίτι μας μας». «Ν αι...» αι...» Έ κανε κα νε μια γκριμ άτσ άτσ α, καθώ κα θώ ς προσπα προσ παθούσ θούσε ε να βγάλειτ βγάλειτον ον φ ελλό. λλό. «Α λλά οι ο ι περισ σ ότε ότεροι ροιμε πισ τεύουν». ύο υν». «Ο ι περι περισ σ ότε ότεροι είναι αφε αφ ελεί λείς». Η Ά γιο έγ έγειρε πιο έξ έξω στο στο παρά παράθυρο, θυρο, χαμογε χαμ ογελώ λώ ντα ντας, καθώ κα θώ ς ο δροσ δροσε ερός αέρας ρας χάιδευε δευε το το πρόσω πρόσ ω πό της. ης. Ή τα ν επτ επτά ά μ ηνώ ν έγκυος γκυο ς και κα ι το σ ώ μ α τη τη ς δεν είχε αλλάξε αλλάξει ι πολύ: από πί πίσω έμ οια ζε με λεπτ λεπτή ή έφ έφ ηβη. ηβη . Η Μ πενε πενεντί ντίκτε κτε σ κέφ τηκε πω πω ς αυτή η γυναί γυνα ίκα δεν δεν θα θα έπαι πα ιρνε π οτέ τη ς κιλά. «Δ εν μου μου αρέσ ουν α υτές οι πολυκ λυ κα τοικίες», είπε η Ά γιο. Κ οιτούσε ύσ ε προς προς τα αριστε στερά, σ την κατ κα τεύθυνσ ύθυνση η του Α ρκάι ρκάιγκ Τ άουερ και κα ι το υ Χ ερν Χ ιλ, τω ν δύο δύο από α πόκο κοσ σ μ ω ν δί δίδυμω ν κτι κτιρίω ν σ την άκρη άκρη του πάρκ πά ρκου ου.. «Φ « Φ αίνοντα νοντα ισα ισ ατανικές κές». «Τ ο ξέρω , αλλά θεω θεω ρούντ ρού ντα αι οι φ ύλακε ύλακ ες του Μ πρίξτον». Ο φ ελλός λλός
βγήκε γήκ ε με έναν πνι πνιχτό χτό κρό κρότ το κ ι εκείνη γέμ γέμ ισ ε δύο ποτ ποτήρια. «Σ αμπά αμ πάν νια;» «Α χ, Μ πεν». πεν». Η Ά γιο έκλει έκλεισ ε το παράθυρο παράθυρο κα κ α ι κάθι κά θισ ε σ τον καναπέ κα ναπέ.. «Π ισ τεύω ό τι ακόμη κόμ η κ α ι η σ κ έ πω ς πίνω σ αμ πάνι πά νια θα κάν κά νεικακό στο στο μω μ ω ρό». ρό». «Έ λα τώ τώ ρα, έπαιρνα ρνα ναρκω ναρ κω τικ ά ότα ότα ν ή μ ουν έγκυ έγκυος ος σ τον Τζ Τ ζος». ος». «Β λέπεις; λ έ ε ς ; Δ εν έχω κ ά τιάλλο άλλο να να πω πω ». «Δ εν πρέπε πρέπει ι να κάνε κά νει ι περι περισσότ σσ ότε ερο κακό κα κό α π ’ όλα αυτ α υτά ά τα σ κατ κα τοπρά οπ ράγμα γματ τα που π ου σ ου δίνουν σ το νοσ νοσοκ οκομ ομε είο». ο» . «Ν αι, μ ου έκανα έκα ναν ν το σ χετ χετικό κήρυ κή ρυγμα γμα.. Κ αθόλου χημ χημειοθεραπεί οθεραπείες, καμ κα μ ία ακτι κτινογρα νογραφ φ ία, καθό κα θόλο λου υ ριμπαβι αβιρίνη». Τ έντω ντω σ ε τα πόδι πό δια τη της και κα ι χαμήλω αμ ήλω σ ε το πιγ πιγούνι της, ης, μέχ μέχρινα ρι να ακ α κ ουμ ου μ πήσ πή σ ει σ το σ τήθος της. ης. «Θ εέ μου, δεν δεν μπορώ καν κα ν να θυμηθώ πώ ς έμ οιαζαν τα πόδια μου πριν από επτά επτά μήν μήνες. Έ χει χεις δει δει πώ ς έχο έχουν με μ εγαλώ σ ειτα βυζ βυζιά μου; Ο Ν τάρεν ρεν κάνει νει λες λες κα ι βρί βρίσ κετα κεταισ τον παράδε παράδει ισο. Α χ...» ...» Π ήρε το ποτ ποτό από τη ν Μ πενε πενεν ντίκτε κτε και κα ι ακούμ ακ ούμπη πησ σ ε το ποτ πο τή ρι σ την κοιλιά της της,, παρα πα ρακο κολου λουθώ θώ ντα ντα ς τον Τ ζος με μ ισόκλε όκλει ισ τα μάτι άτια. «Μ πεν;» πεν;» έκαν κα νε αθώα. «Ν αι;» «Ό ταν ήσουν ήσ ουν έγ έγκυος σ τον Τ ζο ζο ς.» «Ν αι;» «Μ ή πω ς πίεζε τη ν κύστ κύσ τη σ ου; Κ αι σ ’ έκανε κα νε να θέλε θέλει ις να κατ κα τουρή υρ ή σ εις είκοσ ιφ ορές ορές κάθε κά θε βράδυ;» «Μ αμά!» μά !» Ο Τ ζος ανακάθισ ε. «Δ εν μ πορε πορεί ίτε να στ σ τα μ ατήσε ατήσ ετε να μιλάτε;» λάτε;» Μ ε το χέρι χέριτ του μιμήθηκ θηκε το ανοιγοκλε γοκλείσ ιμ ο του σ τόμα όμ ατος. «Μ πλα, πλα, μπλα, μπλα, μπλ μπλα, μπλα» μπλα».. Η Ά γιο το τον σ κούντ ού ντη η σ ε με το πό π όδιτης διτης.. «Ε ξυπνάκι ξυπνάκια». Ο Τ ζος γέλα γέλασ σ ε κα ι ξάπλω σε για να τη ν κλοτ κλο τσ ή σ ει παι παιχνιδιάρι άρικα. κα. «Μ πλα, πλα, μπλ μπλα, μπλα» μπλα».. ροσ πάθησ θησε ε να σ ηκω ηκω θεί θεί, χύνοντα ύνοντα ς τη σ αμπάνι μπ άνια. « ε ι !» Π ροσπά
«Β οήθε οή θει ια, Μ πεν, ο γιόκας σ ου μου επιτ επιτίθετα θεται». « Τ ι υπε υπ ερκι ρκ ινητ νητικό παι πα ιδί. Κ ανονικά θα έπρεπε να παίρνει ρνει φ άρμακα». Η Μ πενε πενεν ντίκτε κτε βοήθησε βοήθησε την Ά γιο να σηκω ση κω θεί θεί και κα ι να απομα πομ α κρυνθε κρ υνθεία ίαπό πό το ν Τζ Τ ζος. ος. «Έ λα να σ ου δεί δείξω το σ πίτι μας, μας, έλα να δει δεις το δω μ άτιο που π ου θα μου μ ου σώ σ ώ σ ειτη ειτη ζω ή». Ο ι δύο γυναί γυναίκες ανέβ νέβηκαν κα ν τις σκάλες κάλες, κρατ ρα τώ ντα ντα ς τη σ αμ πάνι πά νια τους ους, γελώ γελώ ντα ντας, καθώ ς ο Τ ζος τις κορόι ρό ιδευε. δευε. Η Σ τρου ρο υμ φ ίτα τις ακολούθησ ακο λούθησε ε, κι κ ι αυτή αυτή τη φ ορά ορά η Μ πεν πεν δεν τη ν έστε στειλε κάτ κά τω . «Μ πεν», ψ ιθύρισε η Ά γιο, μόλις βρέθηκ βρέθηκαν αν σε σε αρκε ρκετή απόσ πόσ τασ η από τον Τζ Τ ζος. ος. «Μ πεν, πεν, τι σ κέφ κέφ τεσ α ι για τη τη ν υπόθεση υπόθεση με το αγοράκι ρά κι στο στο πάρκο;» «Ω , Θ εέ μου». μου». Η Μ πεν πεν άναψ άναψ ε το φ ω ς στο στο κεφ κεφ αλόσκαλο αλόσκαλο.. «Τ ι διεσ τραμμέ ραμ μέν νη υπόθεσ υπόθεσ η. Χ αίρομαι ρομ αι που θα φ ύγουμ ύγουμε ε για την την Κ ορνουάλη». ορνουάλη». Ά κουγε για τη τη ν υπόθεσ υπόθεσ η σ την τηλεόρασ ηλεόραση. η. Δ ύο μέλ μέλη τη ς ασ τυνομι νομ ική ς ομά ομ άδας δας εναέ ναέριας υποσ υπ οστ τήριξης του Ν οτιοανα οα νατ τολικού Λ ονδίνου είχαν πα παραι ρα ιτηθεί θεί μ ετά το περισ τατικό κ α ι το BBC είχε αφ ιερώ σει πέντ πέντε λεπτ λεπτά ά στ σ την εί είδηση ησ η αυτή. υτή. Γ ια τη ν Μ πεν, πεν, το το χει χειρότ ρότερο ήτ ή τα ν ένα βί β ίντεο ντεο πο που είχε τραβ η χτεί χτεί από ένα ελι ελικόπτ όπ τερο. ερο. Μ ια ει ειδησε δησ εογραφι ογραφ ική ομά ομ άδα που π ου κατ κα τέγραφ ρα φ ε τη ν έρε έρευνα υνα στ σ το πάρκο πάρ κο τη ν επο επομ μ ένη τη τη ς απαγ πα γω γής, ανέλυσ νέλυσε ε το βίντε ντεο κα ι ανακά νακάλυψ ε μια φ ιγούρα, για τη τη ν οπο οπ οία ισ χυρίζονταν ονταν πω πω ς ή τα ν ο Ρ όρι όρ ι Π ιτς. Ή τα ν ένας μικρός ρός κύκλο ύκλος ς, κουλο υλουρι υρ ια σ μ ένος πάνω σε ένα δέντ δέντρο. ρο. Ε ίχαν σ η μ ειώ σ ει τη λεπτ λεπτομ ομέ έρει ρεια, έτσ ι ώ σ τε ο θεα θεατής να ξέρε ξέρει ι πού να κοιτά ξει ξει. Η Μ πενεντί νεντίκτε εί είχε αηδιάσ ει. «Δ εν ξέ ξέρω τινα σ κεφ τώ , για να εί είμ α ι ειλικρινής. ής. Α ρκε ρκ ετά έχ έχω βασ ανίσ ει το μυαλό υαλό μου με με αυτό». υτό». Π έρασε ρασ ε μια τού τούφ φ α μαλλ μα λλι ιώ ν πίσω από το αφ τί τη ς κ α ι χαμογ αμ ογέ έλασε λασ ε. «Α ς αλλάξ αλλάξουμε ουμε θέμ θέμα κα καλύτε λύτερα. ρα . Γ ια κοί κο ίτα εδώ », είπε, κάνοντ κά νοντα ας μια δραματ δραμα τική παύσ π αύση η με το χέρι χέρι πάνω σ την πόρτα, πόρτα, εί είναι το δω μ άτιο που π ου θα μου σ ώ σ ειτη ιτη ζω ή ». Ά νοιξε τη ν πόρτα. πόρτα. «Ιδού!» «Ιδού!» Η Ά γιο έρι έριξε μια μα μ ατιά στ σ το εσω εσω τερικό. Τ ο υπνοδ υπ νοδω ω μ ά τιο ήτ ή ταν «
υ
ουσ ου σ ια σ τικά ένα κο κουτί, σε χρώ μα κρε κρεμ μ, σ τολι ολισ μ ένο με μπλε κουρτί ου ρτίνες νες κι ένα μπλε κάλυμμα λάμπας, κρεμασμένο από το κέντρο της οροφής. Μ ύριζε φ ρέσ ρέσ κια μπο μ πογ γιά κα κα ι και κα ινούρι νούριες μ οκέτε οκέτες. «Ε μ ... .. . καλό καλό μου φ αίνετ νεται», απ α ποκρίθηκ θη κε χαμ χαμογελώ γελώ ντα ντας. «Ξ έρω , δεν δεν είναι κ α ι τόσο όσ ο ό μ ο ρ φ ο ». Η Μ πενεντ νεντί ίκτε έκανε κα νε μια γκρι γκριμ άτσ α κα κ α ι χτύπ χτύπη η σ ε παι πα ιχνιδιάρικα τη τη ν Ά γιο σ το μπράτ ράτσ ο. «Α λλά είναι η πρώ τη φ ορά που πο υ έχ έχω ένα μέρο μέρος ς, στ σ το οποί οπ οίο μπορώ να δραπετ δραπετεύω κάθε φ ορά ορά που θέλ θέλω λίγη γαλήνη αλήνη και κα ι ησυχ ησ υχί ία. Τ ώ ρ α . » είπε κλείνοντ νοντα α ς τη ν πόρ πόρτα, προτού ανοί νοίξει ξει μια δεύτ δεύτε ερη, ρη , ανάβ νά βοντα ντας το φω φ ω ς, « . σ ο υ παρουσιάζω άζω το μπάν μ πάνι ιο». Κ οίταξαν και κα ι ο ι δύο δύο στ σ το εσ ω τερικό του. ου. Τ α πα πα πούτ πο ύτσ σ ια το του Τ ζο ς που εί είχα ν λασ λασ πω θεί θεί όταν όταν έπ έπαιζε σ το δάσος, άσος, εί είχαν χαν πλυθεί κ α ι κρέ κρέμ οντα ονταν από απ ό τη ν άκρη τη ς μπανι μπανιέρας ρας. Α λλά υπήρχε υπή ρχε κ ά τι άλλο που που δεν δεν ταίριαζε στη σ υγκε υγκεκρι κριμένη εικόνα. να. Η Μ πενεντί νεντίκτε έκα νε ένα βήμ βή μ α στ στο δω μ άτιο κα κ α ι είδε ό τι το πάτ πά τω μ α, το χα λάκι λάκικά κάτ τω από τη την τουαλέ ουα λέτ τα, ακόμ ακ όμη η κα κ α ι το χαλάκι αλά κι τη ς μπανιέρας, ρας, ήτ ή τα ν βρεγ βρεγμέν μένα. Μ πορούσε πορούσ ε να μυρί μ υρίσει σει τη χαρακτ αρ ακτηρι ηρισ τική δυσοσμ δυσοσ μ ία τω τω ν ούρω ούρω ν. «Χ ρισ τέ μου!» μο υ!» ψ ιθύρισε, σε, σ βήνον βή νοντ τας το φ ω ς κα ι κλείνοντα νοντας την πόρτ όρτα. «Π ερίμενε εδώ , Ά γιο». Κ ατέβηκε τρέχοντα χοντας τις σκάλες κάλες. «Τζ «Τ ζος! ος! Τ ζος, ος, λέω λέω !» Ο Τ ζος σ ή κω σ ε το βλέμ βλέμ μ α από α πό το το σ ημε ημ είο σ το οπο οποί ίο βρισκόταν. κόταν. Κ ατάλ ατάλαβε αβε αμέ αμ έσω ς, από τον τό τόνο τη τη ς φ ω νής της, ης, πω ς θα εί είχε μπελάδ μπελάδε ες. Α πομακ πομ ακρύνθ ρύνθηκ ηκε ε από κοντ κο ντά ά τη τη ς πάνω σ τον καναπ κα ναπέ έ και κα ι η Μ πενεντ νεντί ίκτε κοκά κο κάλω λω σ ε για μια στ σ τιγμή, ντρο ντροπι πιασ μ ένη που που πα νικόβαλε τον εννι εννιάχρονο χρονο γιο τη της. «Τ ζος». «Ν αι;» είπε εκείνος νος επιφ υλακ λα κτικά. «Τ ι χάλιεί άλιείναια ναι αυτό υτό εκείπάνω είπάνω ;» Το αγόριδεν απάντησε. «
ος!
υ
«Π οιο χάλι;»
λ
!»
«Ξ έρει ρεις πολύ ολύ καλά ποιο χάλι. Σ το μ πάνιο». ο». Τ ο σ τόμα όμ α του Τ ζος άνοιξε διάπλα πλατα κι κ ι έμ εινε ορθάνο ορθάνοι ιχτο. χτο. «Δ εν... ν... εγώ ... .. . δεν δεν πήγ πή γα στ σ το μπάνιο». «Κ άποι ποιος πήγ πή γε. Κ αιδεν αιδεν ήτα ν η Σ τρουμ ρουμφ φ ίτα, τη ν εί είχα μα μ αζί μ ου όλη όλη μέρα μέρα κα κ α ιη πόρτ πό ρτα α ή τα ν κλει κλεισ τή». ή». «Δ εν πήγ πή γα, μαμ μα μά, λέω λέω αλήθε αλήθει ια, την καθαρ καθαρή ή αλήθε αλήθει ια». «Ω , Θ εέ μου». μου». Π ήρε χλω ρίνη, γά ντι ντια κα κ α ι μια λεκάνη λεκάνη από το ντο ντουλά υλ ά πι κάτ κά τω από απ ό το τον νερο νεροχύτ χύτη η κ ι έκλεισ ε με πάτ πά ταγο το το πορτ πορτάκ άκι ι. «Τ ζος, ος, πρέπει να μάθει θεις να μη λες λες ψ έματα. Ε ίναι σ ημ αντι ντικό». κό ». Α νέβ νέβηκε ηκ ε τις σ κάλε κά λες ς κα ι είδε τη ν Ά γιο να σ κουπίζει ζει τα ούρα ούρα με χαρτί τουαλέτ ουαλέτας. ας. «Έ χει γίνει ένας αρχι αρχιψ εύταρος ύταρος από τότε ότε που που μετακ μετακομ ομί ίσ αμε αμ ε εδώ . Λ ες καιπα κα ιπαλάβω λάβω σ ε». «Ίσ ω ς το σ πίτινα είναι να ισ τοιχει χειω μ ένο» νο». «Ίσ «Ίσ ω ς». Η Μ πενεντ νεντί ίκτε πήρε σ τα χέρι χέρια τη τη ς τη σ α κούλ κούλα α με τα σ κουπ κο υπί ίδια κάτ κά τω από το τον νερ νεροχύτη οχύτη κα ι τη ν άνοιξε μ προσ προστ τά στ στην Ά γιο, ώ σ τε να πε πετά ξει ξει το χρησ χρησ ιμ οποι οποιημέ ημ ένο χαρτί χαρτί. «Ίσ ω ς είναι χτι χτισμ ένο πάνω πάνω σ ε κάπ οιο νεκ νεκροτ ροταφ είο τω τω ν Ν αβάχο». βά χο». Δ εν χαμο χαμ ογελο γελούσ ύσε ε καθώ κα θώ ς το έλεγ λεγε.
Τ α κο κουνού νούπια είχαν βρε βρει ι επιτ πιτέλους έλους ζω ντα ντα νό γεύμ γεύμα. α. Β ούι ού ιζαν δί δίπλα σ τα αφ τιά το του Κ άφε άφ ερι, πετώ ντα ντα ς σε σ χηματ χημ ατι ισ μούς μο ύς,, ανάμε νάμ εσ α στ σ την πυκνή πυκ νή βλάστ βλάσ τηση, ση , αποφ απ οφ εύγοντα ύγοντα ς τα μανι μα νιασ μέν μένα χτυπ χτυπή ή μ α τά του του,, ρουφ ώ ντα ντας το πολύτ λύτιμ ο αίμ α το του με τις προβοσ κίδες τους ου ς. Ε κείνος τα χτυπούσε με τις παλάμες του, τα απομάκρυνε με τα δάχτυλά του, αλλά εκ εκείνα δεν δεν έφ ευγαν υγαν από πάνω πά νω του, ου , μ εθυσμ θυσ μ ένα από από το το αίμα καθώ κα θώ ς ήταν, κολλη κολλημ μ ένα στ σ το δέρμα δέρμα το του από τον ιδρώ τα κι κ ι έμ εναν πάνω πάνω του, ου , ενώ εκείνος έσ κυβε υβ ε για να σκ σ κάψ ει το έδαφος δαφ ος με τα εργαλ εργαλεία του του. Ο ήλιος είχε πέ πέσ ει, σ τέλνοντα έλνο ντας ς τις τελευτα τελευταί ίες του ακτίνες μέσα στην πράσινη ζούγκλα.
'Ε
ε ε να
χες
ρει
ό μ ζί σο υ,
ό
νε.
Έ π ειτα από κάθε κά θε φ τυαρι υαριά, έπ ειτα από κάθε κά θε του κίνηση, νησ η, κατέγραφ γρα φ ε τι τις αλλα αλλαγές γές βγάζ γάζοντα οντας φ ω τογραφ ογρα φ ίες, πλημ λη μμ υρίζοντα ντας τον χώ ρο με το τεχνη χνη τό μπλε φω φ ω ς του φλας, ας, τυφ λώ νοντα νοντα ς τα μ άτια του του σ τιγμιαία. Ή τα ν εννέα κα κ α ι τέτα ρτο, ρτο, ύστ ύσ τερα από απ ό δύο ώ ρες ρες εξαντ ξαντλη λητ τικής κή ς δουλει δουλειάς, άς, όταν όταν το σ κεπά κεπάρνιτ ρνιτου χτύπ χτύπη η σ ε κάτι. Κ άτιπου δεν δεν έμο έμοια ζε με με έδαφ δαφ ος, ος, με υφή υφ ή διαφ ορε ορ ετική. λε, εδώ . Μ ε τη ν καρδιά το το υ να βροντ ρο ντοχτ οχτυπ υπά ά , έριξε σ την άκρη το σκεπάρνι κεπάρνι, έπεσε πεσε σ τα γόνατ γόνα τα κ ι άρχ άρχισε να σ κά βει το χώ μ α με γυμνά γυμ νά χέρια. Σ το ημί ημ ίφ ω ς, κατ κα τάφ ερε να διακρί κρίνειτ νειτη η γυαλά γυαλάδα δα το το υ πλασ πλα σ τικού. κο ύ. Σ τα μ ά τησ ε το το σ κάψ κά ψ ιμ ο, γέρνοντ γέρνοντα ας λίγο προς πρ ος τα πίσω , κι αισθάνθηκε θάνθηκε το σ τήθος του να βαρα βα ραί ίνει α πότο μ α - για μια στ σ τιγμή μάλιστα, πίσ τευε πω ς θα κά νει νει εμ ετό. Α ναγκά ναγκάσ σ τηκε να κλε κλείσ ει τα μ άτια κα κ α ινα αναπνε ναπ νεύσ ύσε ει αργά από από τη μ ύτη, ύτη, μέχριη ριη αίσθηση σθησ η αυτή υτή να τον τον εγκα εγκαταλείψ ει.
16
Ή τα ν μια μπλε μ πλε καρό κα ρό σ α κούλα κούλα για άπλυ ά πλυτ τα, με πλα πλασ τικά χερούλι ρούλια, και μέσα της της δεν δεν υπή υπ ήρχε ό ,τι είχε απο απ ομ είνει από τον Γι Γ ιούαν Κ άφε άφ ερι. Ο Κ άφε άφ ερι τη ν κουβ κο υβά άλησ λη σ ε σ τον ώ μ ο του, ου , επισ πισ τρέφ ρέφ οντα οντας σ τις γραμμέ ραμμές ς, θυμί θυμ ίζοντας οντας γέρο ναυ ναυτικό που κουβ κο υβα αλούσ ού σ ε τα μπαγ πα γκάζ κά ζια του του.. Η σ α κούλα κούλα άφη άφ ησε έναν λεκέ λεκέ πάνω σ την πλάτη πλάτη το το υ κοντ κο ντομ ομά ά νικού κο ύ του. ου . Η νύχτ νύχτα α είχε πέσ εικα ικ α ιτο φ εγγάριε ρι είχε σ η κω θείσ τον ουρα ουρανό. νό. Ά ρχι ρχισε να κινείτα ι αργά, βρίσ κοντ κο ντα ας το ν δρόμ δρόμο ανάμ νάμ εσ α σ τις τσ ουκ ουκνίδες δες. Μ όλις έφ τασε ασ ε σ τον κήπο κή πο του, ψ άρεψ άρεψ ε το κλει κλειδί μέσα μέσα από απ ό το το μουσκε μουσκεμέ μέν νο μπλου μπλουζ ζάκι του. ου. Ή ταν κουρ κουρασμέ ασμέν νος και απογοητ πογοη τευμέ υμ ένος, νος, αλλά αλλά δεν δεν θα τα τα παρα πα ρατ τούσε ούσ ε. Ή ξερε πω ς ο Π εντε ντερέτσ ρέτσ κι τον εί είχε σ τείλει να βρε βρει τη ν τσ ά ντα ντα αυτή υτή για κάπ κά ποιο λόγο. Τ ο σ πίτι είχε δροσιά. Ο ι μ παλκο πα λκονόπο νόπορτ ρτε ες ή τα ν ανοιχτές και μ πορο πορούσ ύσε ε να μυρίσει τον καπνό καπνό από τα πουρά πουράκι κια, κ ι έτσ ι κατ κα τάλαβε λα βε πω ς η Ρ εμ π έκα βρι βρισ κότ κόταν εκεί κεί. Δ εν τη φ ώ ναξε, ναξε, ούτε ανέβ ανέβηκε τι τις σ κάλε κά λες ς για να δει δει αν ήτα ήτα ν στ σ το υπνοδω υπ νοδω μ ά τιο. Δ εν ήθελε θελε να τη της μιλήσειαυτή τη στιγμή. Π ροτί ροτίμ ησε ησ ε να πάε πά ει σ το καθι κα θισ τικό, κό, όπου όπ ου άνοιξε τη ν τσ τσ άντα ντα και κα ι τη ν άδει άδειασ ε. Έ μ εινε ακ ακίνητ νητος, εξετά ξετάζοντας το περιεχόμ χόμ ενό τη της, που τώ ρα απλω α πλω νότα ότα ν σ το πάτ πά τω μ α, προτού προτού πά π ά ει σ την κουζί κουζίνα. Τ ο κρασ κρασί ί που είχε βάλε βά λει ι σ την κατ κα τά ψ υξη ήτ ή τα ν σ χεδόν παγ πα γω μ ένο. Κ ούνησε ούνησ ε το μεγάλο κομ μ ά τι πάγου, γου, ξέπ ξέπλυνε λυνε πρόχε πρόχει ιρα με λίγο νερό νερό ένα ποτή οτήρι,
άνοιξε το μ πουκ ουκάλικ ι έβαλε βα λε λί λίγο κρασ κρασί. Τ ο ποτή οτή ρι αμ έσω ς θάμ θάμ πω σ ε από απ ό τη τη ν υγρα υγρασ σ ία κα κ α ι τα δάχτυλά δάχτυλά το του κόλλησ κόλλησα αν πάνω πάνω του, ου , μόλις το άγγι γγιξε. ξε. Τ ο ή πιε μονορ ονορούφ ούφ ι, δίχω ς να το γευτε γευ τεί ί κ α ι γέμ γέμ ισ ε ξανά το το ποτ ποτήρι ήρ ι, ανάβοντ νάβ οντα α ς το τσ τσ ιγάρο που που είχε αφ ήσ ει σ το τα τασ άκι. Ε πέσ τρεψε ρεψ ε σ το κα κ αθισ τικό και κα ι κάθι κά θισ ε σ τον καναπ καναπέ έ, με τα χέρια πάνω πάνω σ τα γόνα γόνατ τα , κοι κο ιτά ζοντα ντα ς με βλέμ βλέμμ α κενό κενό αυ α υτά που πο υ ο Π εντε ντερέτσ ρέτσ κι ήθελε να βρε βρει. Σ το μεγαλύτ γαλύτε ερο μέρος ρος της, η παιδική πορνογραφ ρνογρα φ ία γινόταν ερασ ερα σ ιτεχνικά - ή τα ν δια διαπισ τω μ ένο ό τι λίγα βίντεο ντεο είχαν χαν δημι δημ ιουργηθείγ ουργηθεί για να περ περάσ ουν στ σ την αγορά μαζι αζικά κα ι ο Κ άφε άφ εριε ρι είχε δει δει παρα πα ραδε δεί ίγμ ατα κα κ α ι τω ν δύο περιπτώ πτώ σ εω ν. Ε ίχε υπη υπ η ρετή ρετή σ ει στο στο Τ μ ήμα ήμ α Η θώ ν πριν τον διαχω αχω ρισμ ό του του,, προτ προτού ού η «βρόμι «βρόμ ικη ομάδα» μετ μεταλλαχ αλλαχθε θεί ί σε αυτό αυτό που ήτα ήτα ν σήμερα, σήμερα, η Μ ονάδα ονάδα Δ ίω ξης Π αιδεραστώ ραστώ ν, και κα ι αφήσε αφ ήσει ι το Τ μήμα μή μα Η θώ ν να ασχ ασ χολεί ολείται μονάχα μονάχα με τη ν πορνογρα πορνογραφ φ ία τω τω ν ενηλί ενηλίκω ν. Π αλιότε ότερα, ρα, ο ι αρμοδι ρμ οδιότητε ότητες τω ν δύο τμ η μ άτω ν δεν δεν ή τα ν ξεκά ξεκάθαρ θαρε ες, κ ι έτσι τσι είχε ξα ξαναδεί ναδείκ ι άλλες άλλες φ ορές τα περισσ ότερα ότερα από τα αντι ντικείμ ενα που βρίσ κοντ κοντα αν αρα αραδιασ μ ένα στ σ το πάτ πά τω μ α του καθι κα θισ τικού κο ύ του. ου. Τεύχη της α ρ α κ ά ξ α ς , το του επίσ ημ ου περιοδικού το του δικτύου ύο υ Α νταλλαγ αλλαγής Π ληροφ ληροφορι οριώ ν για Π αιδόφ ιλους λους μια στ σ τοίβ οίβα ολλανδ ολλανδι ικώ ν, γερμ γερμα ανικώ ν κ α ι δανέ δανέζ ζικω ν περιοδικώ ν - Τ ο ρι υ α ά ι φ θαρμ ρμέ ένα α ντί ντίτυπα το του βιβλίου όσμο, Σ ρτ κο , κ ο ο . Δ ύο φθα εκδό σ εις του του εικονογρα νογραφ φ ημ ένου ολλα λλανδικού κού ξε υ , τρεις εκδόσ περιοδικού P a id ik a — ο Π ε ρ ι και φυλλάδια ό τη ς λ ί ς — και της NAMBLA*** NAMBLA*** από τις αρχές τη ς δεκαετ δεκα ετί ία ς του Ο γδόντα γδόντα. Μ ερικές δισκέτες, πιασ μ ένες ένες μ αζί με ένα ένα λάσ λάσ τιχο. Κ ω δικοί κο ίγια ισ τοσ ελίδες και μια φω φ ω τοτυπη μ ένη ένη λίστα, στα, με ένα μήνυμ μ ήνυμα α γρα γραμ μμένο στ σ την αρχή αρχή της της:: «
! υδώ νυμα
Σ τον
πάτ πά το
!
ροσ
της τη ς
θ ή σ ει
α μ
! ι σ το τ
σ ακούλα ακούλας ς,
ά ν
ά
ο ι ς μ ε
τ ρ ο υ μ σ α ς, β γ
τυλι υλιγμέ γμένες νες
μέσα
α ε
σε σε
α ρα κά τ ».
σ α κούλες κο ύλες
σουπερμάρκετ, βρίσκονταν μερικές βιντεοκασέτες. Μ ε το τσιγάρο σ τα χεί χείλη, έβγαλε τις κα σ έτες. Έ βα λε τη ν πρώ τη σ την υποδ υπ οδοχή οχή του βίντε ντεο, βρήκε ρή κε το τηλεκοντ τηλεκοντρό ρόλ, λ, πά τη σ ε το FAST PLAY κ α ι κάθι κά θισ ε στ σ τον καναπ κα ναπέ έ, τραβ ώ ντα ντας μια ρουφηξι ρουφ ηξιά. Η οθόνη οθόνη γέμ γέμ ισ ε χι χιόνι - ήξερε ξερε τι θα ακο α κολο λουθ υθού ούσ σ ε. Ε ίχαν περά περάσ σ ει χρόνια από από τη ν τελευ τελευτ τα ία φ ορά που είχε δει δει παιδική πορνογρα πορνογραφ φ ία, πολύς λύ ς καιρός από τότ τότε ε που βρισ κόταν κόταν σ το Τ μήμα μή μα Η θώ ν και κα ι α να δει κ α ό τ α υτές υτές τις εικόνες νες που που τον έκαναν κα ναν να περάσ περάσ ει πολλέ πολλές ς νύχτε νύχτες ξάγρυπνος ξάγρυπνος,, προσ προσπα παθώ θώ ντα ντας, όπω ς ο ι περισ σ ότε ότεροι ροι νέοι νέοι σ τη δουλε δουλειά ασ τυνομ υνο μ ικοί, να βρε βρει ένα ασφ αλές λές μέρος σ το μυαλό υαλό του για να τις κρύψ ει. Ή απλώ ς να τι τις αγνοήσε νοήσ ει. Κ αι ο μ εγαλύτε αλύτερος φ όβος όβος που φ ώ λιαζε σ την καρδι κα ρδιά το του - ο φ όβος όβ ος που πο υ είχαν όλοι όλοι τους ους, αλλά κανέ κα νέν να ς δεν δεν τολμού ολμ ούσ σ ε να εκφ ράσ ρά σ ει- ή τα ν η σκέψ σκέψ η: ι α ... ι α ... πόψ ε ήξερε ξερε τι θα χ, εέ , κι α ε ε ρ ε θ ίζ ίζ ο υ τ ές ι ε ικ ικ ό ε ς ; Α πόψ έβλεπε κα κα ι δεν δεν ή τα ν αυ α υτές οι εικόνε όνες που το ν φόβ φ όβι ιζαν. Η καρδ κα ρδι ιά του του δεν δεν φ οβόταν γι για τα παι πα ιδιά που θα έβλε έβλεπε να βασανίζοντα ονται μ προσ προστ τά σ την κάμερα, ρα, αλλά για την την πιθα πιθανότη νότητ τα να δειτο δειτον ν Γι Γ ιούαν. Η κασ έτα έτα άρχισε να πα ίζεικ ει κ α ι η οθόνη οθόνη σ υνέχι νέχιζε να είναι ναι γεμ γεμ άτη χιόνι. α Τ ίποτ πο τα μέχ μέχρι στι στιγμής μή ς. Π ήρε το ο α α γ ρ ι ; τηλεχ λεχειρισ τήριο και προχ προ χώ ρησε ρη σε μπρο μ προστ στά ά τη τη ν κασέ κασ έτα. Η οθόνη οθόνη σ υνέχι υνέχιζε να μη δείχνει νει τίποτα οτα. Π ροχω ρούσ ρούσ ε, προχω προχω ρούσ ρούσε ε, δίχω ς καμ κα μ ία ει εικόνα, κό να, μέχ μέχρι που που ξαφν αφ νικά η κασ κα σ έτα έτα στ σ ταμ άτησ ε. Ε ίχε φ τάσε άσ ει σ το τέλος τέλος της. ης. Δ εν υπή υπήρχε τίποτα γραμμ γραμ μένο. Τ ην έβγα έβγαλε λε από από τη σ υσ κευή κ ι έβαλε μια δεύτ δεύτε ερη, ρη , πάτ πά τη σ ε το PLAY κ α ιτη ν προχ προχώ ρησ ρησε. Κ αιπ αιπάλιέ λι έφ τασ ε στ στο τέλος έλος της, δίχω ς να δεικάτ δεικά τι. «Τ ζακ;» Σ ή κω σ ε τη μ ατιά του του.. «Π ήγαινε να κοι κοιμ ηθεί ηθείς, Ρ εμ πέκα». κα ». «Τ ι σ υμβ υμ βαίνει νει;» «Τ ίποτα. Π ήγαινε να κοιμ ηθείς». Ω σ τόσο, όσ ο, τη ς είχε ξυπνήσ υπ νήσε ει το ενδι νδιαφέ αφ έρον. ρον. Ή τα ν ξυπ ξυπόλυτ όλυτη η -
φ ορούσ ορούσε ε μονάχα μονάχα ένα ένα γκρί γκρίζο μ ποξε ποξερά ράκι κι κ ι ένα κ ο ντο ντο μ ά νικο- κα κ αι πέρασ πέρασε ε σ το δω μάτ μά τιο, προσ προ σ παθώ πα θώ ντας να κοιτά ξει ξει πάνω από τον ώ μο του. « Τ ι βλέπει λέπεις;» «Μ πέκι πέκι, σε παρα πα ρακα καλώ λώ ...» Σ η κώ θηκε όρθ όρθι ιος, ος, προσπαθώ προσ παθώ ντας να τη ν απομα απομ α κρύνει κρύνει από τα πράγματα πράγματα στ σ το πάτ πά τω μ α κα κ α ι από το το βίντεο. «Δ εν είναιτί ναιτίποτα . Π ήγαινε σ το κρεβ κρεβά άτι, εντά ντάξει ξει; Σ ε παρα πα ρακα καλώ λώ ». Ε κείνη ρουθού υθούνισε. «Θ α έρθεις κ ιεσ ύ;» ύ;» «Ν αι», είπε δίχω ς σ κέψ κέψ η. «Θ α σου σ ου φ έρω κ ι ένα ποτ πο τό, το υπόσ υπό σ χομα ομ αι». «Ε ντά ντάξει ξει». Η τελευ ελευτα ία φ ράση ράση του έδει δειχνε χνε να κά κ ά μ π τει τις αντι ντισ τάσ εις της. Έ κα νε υπ υ πά κ ουα μεταβολή βο λή κ ι άρχισε να ανεβ νεβαίνει νειτις σκάλες κάλες. Ο Κ άφε άφ ερι σ τάθηκε θηκε γι για λίγο κο κοιτάζοντα ντα ς τα χέρια του του,, αντι ντιμ ετω πίζοντα ντα ς το δίλημμ λημ μα τι τι να κάνε κά νει ι. Τ ελικά, κά , σ ηκώ θηκ θη κε, έβαλε βα λε δύο ποτ ποτήρια κρα κρασ ίκ ι ανέβ νέβη κε πάν πά νω . Σ το υπνο υ πνοδω δω μ ά τιο, εκεί κείνη ήτ ή ταν ξαπλω μένη σ το κρε κρεβ βάτι, με τα χέρια τη ς κάτ κά τω από το κεφ κεφ άλι άλι. Τ ο φω φω ς ή τα ν αναμ αναμμ μ ένο κα κ α ι τα μαλλι μαλλιά τη τη ς λυτά, λυτά, κα λύπ λύπτοντα ντα ς τον έναν τη της ώ μο. Ε ίχε βγάλειτ βγάλειτο ο κοντομ οντομά άνικό τη ς κ α ιτο ιτου χαμ ογε ογελούσε λούσ ε. Μ σ α . Ά φ ησε τα ποτ ποτήρια σ το κο κομ οδίνο κα κ α ι κάθι κά θισ ε σ την άκρη του κρε κρεβατ βα τιού. ού . «Ρ εμ πέκα, πέκα , άκου» κου».. Δ εν μ πορο πορούσ ύσε ε να πα παίξει ξει το παιχνίδιτ διτης. Ό χι εκείνη τη σ τιγμή. γμή . «Λ υπά υπ άμ αι». «Γι «Γ ια τι πράγ πράγμα;» Μ πουσ πουσούλ ούλη ησ ε προς το μέρος του. ου . Ά γγιξε το σ τήθος του κ α ι το ν φί φ ίλησε λησε στ σ τους ώ μ ους κ α ι σ τον ιδρω μένο σ βέρκο βέρκο του. «Ε ίμαι μα ι απασ απα σ χολημέ ολημ ένος κάτ κά τω ». «Μ ην ανησ ανησυχεί υχείς». Τ ύλιξε τα χέρια τη τη ς γύρω από τον λαιμό του. ου . Τ α μαλλι μαλλιά τη ς μύριζαν καπνό κα πνό κα κ α ι λουλούδι λουλούδια. Έ πεσε πεσ ε πάνω πάνω του. Τ α απαλά πα λά στήθη στήθη τη τη ς τρίβοντ βο ντα α ν πάν πά νω σ το μπράτ μπ ράτσ σ ο το το υ κα κ α ι παρά παρ ά την αποφ ασ ισ τικ ότητά ότητά του, ου , η καρδι κα ρδιά το του άρχ άρχισε να χτυπ χτυπά ά δυνατά. δυνατά. «Μ πέκι πέκι, σε σ ε π α ρ α κ α λώ .» Έ κρυψ ε το πρόσω πό της της στον στον λαιμό του κα ι άγγι γγιξε με τα δάχτυλά δάχτυλά τη ς το σ τομά ομ άχιτ χιτου, ου , κάνοντ κά νοντα ας τους μυς
του να συσ σ υσπ πασ τούν ούν αθέλητ αθέλητα. α. Έ χω σ ε το χέριτ ρι τη ς μέσα στ στο παντ π αντε ελόνι του. ου. Ε κεί κείνος απομά ομ άκρυνε κρυνε το χέριτ χέριτης ης.. «Ό χι. Ό χιτώ ρα. ρα ...» ..» Ε κεί κείνη μ ούτ ού τρω σ ε κ α ι τράβ ρά βηξε το χέρι τη ς από τη τη λαβή του, χώ νοντ νοντά ά ς το ξανά στ σ το πα ντελόνι ντελόνι του. ου . «Μ πέκι πέκι...» ...» «Σσστ! «Σσστ! Χ αλάρω αλάρω σε». σε». Έ βγαλε το χέριτ ρι τη ς από από το το παντ πα ντε ελόνι λό νιτ του, ανακάθι ανακά θισε, κατ κα τέβασ ε το σ ορτ ορτσ άκι της, ης, το έβγαλε κ α ι γύρι ύρισ ε α π ’ τη ν άλλη. άλλη. Α κούμ κούμπ πησ ε τα χέρια τη τη ς σ το κρε κρ εβάτ βά τι κ ι έσ κυψ κυψ ε μπρο μ προστ στά ά του του,, με τη ν πλάτη πλάτη γυρισ μέν μένη προς το μέρος του κα ι το υς γοφ ούς ού ς τη ς υψ ω μ ένους νους σ τον αέρα. ρα. Ε κείνος νος τη ν κο κοίτα ξε, ξε, χω ρίς να βρί βρ ίσ κει τι να κάνει ή να πει. Α ντέδρασε κάπω κά πω ς πρω τόγονα. όγονα. Σ η κώ θηκε θη κε όρθ όρθιος, ος, ξεκο ξεκούμ ύμπω πω σ ε το παντ πα ντε ελόνι λόνι του, ου, το πέταξε πέρα πέρα κα κ α ι σ τάθηκε θη κε πίσω της. ης. «Χ αμήλω αμ ήλω σ ε λίγο». ο». Τ ράβη ξε το υς γοφ γοφ ούς τη ς προς ρος το μέρος ρος του. Ε κείνη έγει γειρε μ προσ προστ τά κα κ α ι το πιγούνι τη ς άγγιξε το κρεβάτ κρεβάτι, καθοδη κα θοδηγ γώ ντα ντα ς τον μέσα τη τη ς με το χέριτου ριτου.. «Δ εν θα αντ αντέξ έξω ω ...» .. .» «Σσ «Σ σ στ! στ! Μ ην ανησυχ ανησ υχε είς». Έ γει γειρε μ προσ πρ οστ τά κα κ α ι φ ίλησε λησε τη ν πλάτ πλά τη της, ης, νιώ θοντ θο ντα α ς τα μαλλι μαλλιά τη ς να μ παί πα ίνουν σ το σ τόμα όμ α του του.. Τ ο χέριτου χέριτου έψ αξε να βρει βρειτα στήθη της, ης, η καρδ κα ρδι ιά του του άρχι άρχισε να χοροπηδάε χοροπη δάει ι και κα ι μ πήκε πή κε μέσα μέσα της, ης, αγκαλι κα λιάζοντά οντάς την. Ξ αφν αφ νικά, κά, τη ν άκουσε υσ ε να λέε λέει καθαρά καθαρά:: «Σταμάτα». Ε κείνος σ ταμ ά τησ ε κ ι άνοιξε τα τα μ άτια του. ου . Τ ον κοι κο ιτούσ ε πάν πάνω από το ν ώ μ ο τη ς με μά μ άτια ορθά ορθάνοι νοιχτα χτα κα κ α ισ οβαρά οβαρά.. « ι ί ;» Έ τρεμ ρεμ ε, προσ προσπα παθώ θώ ντα ντας να μην κουν κουνηθεί θεί. «Τ ι συμβαίνει;» «Στ «Σ ταμάτ αμ άτα. α. Ά λλαξα αξα γνώ μη». «Π λάκα λάκ α μου κάνε κά νει ις». «Κ αθόλ αθόλου ου». ». Κ οίταξε το πρόσω πρόσ ω πό του. του. «Σοβαρά, «Σ οβαρά, Τ ζα κ. Τ ο εννοώ ».
Α λλά ήτα ήτα ν πια αργά. αργά. Κ άτι άτι μέσα μέσα του, του, κ ά τι έτσ ι κ ι αλλι αλλιώ ς εύθραυσ ύθρα υστ το, έσ πασ πα σε. Τ ην άρπαξε από τα τα μαλλιά και κα ι τράβη ρά βηξ ξε το κεφά κεφ άλι της, ης, μ παίνοντα νοντας μέσα τη ς όσο όσ ο πιο βαθι βα θιά μπο μ πορού ρούσ σ ε, ενώ η καρδ κα ρδι ιά το το υ χτυπού υπ ούσ σ ε μανιασμέ ασ μένα. να. «Τ ζα κ!» Ά φ ησε ησ ε έναν λυγμ λυγμό και κα ι προσ προσπάθησ πά θησε ε να ξεφ ξεφ ύγε ύγει, αλλά εκ εκείνος τη γράπω ρά πω σ ε. Ή ξερε ξερε πω ς το πρόσω πό τη ς χτυπούσ υπ ούσε ε σ το κρεβάτ κρεβά τι και κα ι πω ς είχε ματ μα τώ σ ει - ένα ρυά ρυάκια κι αίμ ατος έτρεχε από τη γω νία του σ τόμ α τός της. ης. Τ ο είδε, δε, αλλά δεν δεν μπο μ πορού ρούσ σ ε να σ ταμ ατήσ ει. Ε κείνη έκλαι κλα ιγε, τα δάκρυα δάκ ρυα κυλο κυλούσ ύσα αν από απ ό το το πρόσ πρό σ ω πό της της,, αλλά δε δεν μ πορούσ πορ ούσε ε να στ σ ταμα αμ ατήσε ήσ ει. Δ εν σ ταμ ά τησ ε μέχ μέχρι να τε τελει λειώ σ ει. Έ πειτα , άφη άφ ησε το κε κ εφ άλι τη ς να πέσ πέσ ει, βγήκε βγήκ ε από μέσα τη ς κ α ι πήγ πή γε σ το μπάνι πάνιο, όπο όπ ου σ τάθηκε θηκε με σ κυμ κυμ μ ένο το το κεφά κεφ άλισ λι σ την ντο ντουσι υσ ιέρα με το ένα χέρι χέρισ σ τηριγμένο γμένο σ τον τοίχο, χο, κλαί λα ίγοντας κα θώ ς το ζεστ εστό νερό τον έλο έλουζε υζε..
Η Κ άρμε ρμελ Π ιτς δεν δεν έκ έκανε λάθος λά θος που πίσ τευε ότι ο εισ βολέας είχε βγάλει βγάλει φ ω τογραφί ογραφ ίες μέσα στ σ το σ πίτ πίτι της. ης. Β ρίσκοντα κονταν μέσα σε σ ε ένα φιλμ, το οπ ο ποίο με τη σ ειρά το του βρισ κόταν μέ μ έσα σε σε μια σα σ ακούλ κούλα α φ τιαγμένη γμένη από ένα παλι παλιό παλτ πα λτό, ό, που πο υ ο Ρόλ Ρ όλα αντ Κ λέαρ λέαρ εί είχε αφ ήσει σ το πά π ά τω μ α του του υπνοδω ματ μα τίου του. Ο Κ λέα λέαρ αφ αφ ιέρω νε αρκετό χρόνο σ το βιβλίο για τους του ς ερασ ιτέχνε χνες φ ω τογράφους ογράφ ους,, κρα κρα τώ ντα ντα ς σ ημ ειώ σ εις καθώ κα θώ ς διάβαζ βα ζε, κατ κα ταγράφ ρά φ οντα οντας όλα όσα όσ α χρε χρει ιαζόταν. όταν. Κ αι τώ ρα, ρα , αργά αργά το βράδυ, βράδυ, συμ σ υμβ βουλε ου λευό υότ ταν τη τη λίστα καθώ κα θώ ς προσ προσπα παθούσ θούσε ε να βρεισ βρει σ τα δω μ άτια το το υ σ πιτιού του τα υλι υλικά που θα το υ επέτρ έτρεπαν να φ τιά ξει ξει έναν σκο σ κοτ τεινό θάλαμ θάλαμο. Ε ίχε ήδη βρε βρει κ ά τι σ ημ αντι ντικό νω ρίτερα εκείνο το το βράδυ: έναν ογκώ δη μ εγεθυ γεθυντ ντή ή αρνητ ρνη τικώ ν, το ν οπο οπ οίο είχε βρε βρ ει αρκετούς μήνες νες νω ρίτερα κα ι κρα κρ α τούσε ύσ ε πίσω από μια σ τοίβα οίβα περιοδικώ ν. Τ ον είχε βρε βρει μέσα σε έναν κάδο κά δο απορρι πορριμ μ άτω ν σ το πίσω μέρος ενός κα τα σ τή μ α τος με φ ω τογραφ ογραφι ικά εί είδη στο στο Μ πάλχαμ πάλχαμ - ήτα ήτα ν ραγι ραγισμέν σμένος και κα ι ο
χρονοδι χρονοδιακόπτ όπ της είχε χαλάσε λάσ ει, αλλά στ σ τον κόσ κό σ μ ο το υ Κ λέαρ, λέαρ, τίπ οτα δεν δεν πήγαι πή γαινε χαμέ χαμένο, τα πάντα ντα μ πορο πορούσ ύσα αν να επι επισ κευασ κευα σ τούν. Ο μ εγεθυντ γεθυντή ής είχε επ επισ κευασ ευα σ τεί κ α ι ή τα ν τοπ τοποθ οθε ετη μ ένος μέ μέσα σ την ντο ντουλάπ λά πα το του υπ υ πνοδω νοδω μ α τίου, ου , το μέρος που θα έπ έπαιζε τον ρόλ ρόλο ο σ κοτ κο τεινού θαλάμ θαλάμου. ου. Τ ι πολύτ πολύτι ιμ ο α πόκτ όκ τη μ α που που ήτα ήταν. Ω σ τόσο, όσ ο, καθώ κα θώ ς σ υνέχι υνέχιζε αυτό υτό το το κυνήγ υνή γι του θησαυ θησ αυρού ρού στο στο διαμέ αμ έρισμά του, του, ψ άχνοντας χνοντας σ ε διάφορ άφ ορα α κι κιβ ώ τια κ α ι γω νίες, άρχιζε να αντι ντιλαμ λα μ βάνε βά νετ ται ένα μεγ μεγάλο πρόβλημα. πρόβλημ α. Ο Κ λέαρ λέαρ συνέλε συνέλεγ γε ένα σω ρό πρά πρ άγματ γμα τα κα κα ι τόσ ο γρήγ ρήγορα, ορα, που που σ υχνά γέμι γέμιζε ένα δω μ άτιο μέσα σε σε μερι μερικές κές εβδομάδε βδομ άδες ς και κα ι σ υχν υχνά αναγ ανα γκαζ κα ζόταν όταν να πετά πετά ει πράγματα, πράγματα, τα κτοπ οιώ ντα ντα ς ό ,τιτου απέμεν πέμενε ε στ σ τον ελε ελεύθε ύθερο ρο χώ ρο. Μ ερικές φ ορές ορές ήταν απρ απρόσ όσε εκτος κτος,, εκ νευρ νευρι ιζόταν κα κα ι πετούσ ε πράγμα πρά γματ τα τα οποί οπ οία σ την πραγμα πρα γματ τικότη ότη τα δεν δεν ήθελε ήθελε να ξεφ ξεφ ορτω ορτω θεί θεί κα ι τώ ρα σ κεφ κεφ τότα ότα ν πω ς ίσ ω ς να είχε πετ πετά ά ξεια ξειαντι ντικείμ ενα ενα που χρειαζόταν. Α ν κ α ιείχε μι μια σφ ραγισμέ σμ ένη λεκά λεκάν νη εμφ άνισ ης τω ν φω φ ω τογραφ ογραφ ιώ ν (τη (τη ν οποί οποία απέκτη σ ε ψ άχνοντα χνοντας σ τον ίδιο κά κάδο όπ ό που βρήκε ρή κε τον με μ εγεθυ γεθυντ ντή ή κι έμ οια ζε με μεγ μεγάλο τά τά περ κα ι ή τα ν σ πασ πασ μένη, μένη, αλλά μπορο μπορούσ ύσε ε να φ τια χτεί χτεί σ ημ είω σ ε), μια παλιά λεκά λεκάνη νη στ σ την οποία θα ξέπ ξέπλενε τις φ ω τογραφ γραφ ίες, ταινία για να φ ράξει ξει τα σ ημεία από απ ό τα οποί οπ οία α έμ παι πα ινε φ ω ς μέσα σ την ντο ντο υλά υλ ά πα κα κ α ι αρκε ρκ ετούς δίσκους κους,, μέσα σ τους οποίους θα εμ εμ φ άνιζε τις φ ω τογραφ γρα φ ίεςες- αν κα ι είχε όλα αυτά, διαβάζοντας τη λίστα συνειδητοποίησε ότι κάτι του έλει λειπε: χημ χημ ικά για τη ν εμφά εμφ άνιση κ α ι φ ω ς ασφ αλεί λείας. Κ αθώ ς εξέτα ξέτα ζε τη λίστα, ένα τι τικ έκανε κα νε το μ ά τι το υ να να ανοιγοκλεί γοκλείνει νει νευρ νευρι ικά. Τ ο βιβλίο έλεγ λεγε ό τι μ πορο πο ρούσ ύσε ε να πα π αρασ κευάσ εικ ει κά ποια από τα χημι χημ ικά με ξίδι, αλλά πού θα έβρι έβρισκε φ ω ς ασφ αλείας; Τ ο φ ω ς ασφ αλείας και άλλες λλες δύο χημ χημ ικές ουσί υσ ίες μπ μπορούσε ύσ ε να τις βρε βρ ει μ ονάχα νάχα σε ειδικά κατ κα ταστ ασ τή μ α τα . Μ ε το πρόσω πρόσ ω πο να να συσ σ υσπά πάτ ται από αγανάκ αγανάκτ τηση, ησ η, άρχι άρχισε να κό κ όβ ει βόλτ όλτες σ το διαμέ αμ έρισμα, μ ονολογώ ονολογώ ντα ντας, ελέγχοντ λέγχοντα ας κάθε άθε γω νία το του χώ ρου, σ την προσπά προσ πάθε θει ιά το του να σ ιγουρε γουρευτε υτεί πω ς δεν -
ρ έ
ε ι
ν α
β ρ ω
λ δ ί
,
υπήρχ υπή ρχαν αν μπουκά μ πουκάλι λια χημι ημ ικώ ν κρυμ κρυ μ μ ένα κάπ κά π ου. Δ εν άργησ άργησε ε να σ υνει νειδητ δη τοποιή σ ειπ ει πω ς αν ήθε ήθελε λε να εμ φ ανίσ ει α υτές τις φ ω τογραφ ογραφ ίες, θα έπρεπε να πά ει σ το Μ πάλχ πά λχαμ αμ κα κ α ι κ α τά πάσ πά σ α πιθανότητ θανότητα α, θα αναγκα ναγκαζόταν να ξοδέ ξοδέψ ειχρήματ ιχρήματα. α. Έ ξω από το το παρά πα ράθυρο θυρο το του καθι κα θισ τικού, κο ύ, το φ εγγάρι έλουζ ου ζε με τις ασ ημ ένιες του ακ τίνες νες το Π άρκο Μ πρόκγουε πρόκγουελ, λ, αλλά ο Ρ όλα όλαντ Κ λέαρ, λέαρ, αποθα ποθαρρ ρρη ημένος, νος, δεν δεν ενδι ενδιαφ ερότ ρόταν να δει δει τη θέα. θέα. Έ κλεισ ε τα τα στόρια, ξάπλω ξάπλω σε βαρι βα ριά στ σ τον κα ναπ ναπέ, άνοιξε τη ν τηλεόρα λεόρασ η κ ι έμ εινε για ώ ρες ρες να τη ν κο κ οιτά ζειμε ει με βλέ βλέμ μμ α κενό. κενό. *** No N o rth rt h Americ Am erican an M an/B an /Bo o y L o v e A s s o c iati ia tio on
17 - (23 Ιουλίου) Π ήγε ήγε σ το Σ ράιβμουρ. βμ ουρ. Ή τα ν το μονα οναδικό μέρος σ το οποί οπ οίο μ πορούσ πορούσε ε να πάε πά ει. Ε ίχε τη ν καλή καλή ιδέα δέα να πά πά ρει ρει σ το αμ άξι το υ άλλο άλλο ένα ένα κ οσ τούμι ύμ ι για τη τη ν επό επόμ μ ενη μέρα, μέρα, να να χώ σ ει ένα μπ μ πουκά ουκ άλι ουίσ κι στο σ α κβουα κβ ουαγ γιάζ σ το πίσω κάθι κάθισ μ α κα κα ι να κρύψ κρύ ψ ει τον θησαυρό θησαυρό του του Π εντε ντερέτ ρέτσ κισ κι σ το ντ ντουλά ου λάπι πικά κάτ τω από τι τις σκάλες σκάλες. Π ήρε, ήρε, ω σ τόσο, όσ ο, μ αζί αζί του τις βιντεοκασέτες καιτις δισκέτες. Τ α γραφε γραφ εία ήτ ήτα ν άδει άδεια. Ά ναψ ε όλα όλα τα τα φ ώ τα, ξέπλ ξέπλυνε υνε με νερό νερό μια κ ούπα ύπ α στ σ την κουζί κο υζίνα, τη γέμ γέμ ισ ε με ουί ου ίσ κι κα ι πήγ πή γε σ το γραφ γραφε είο, όπου όπ ου κάθι κά θισ ε κ ι άρχι άρχισε να παρα πα ρατ τηρεί ρεί τα φ ώ τα τω ν αυτ α υτοκ οκι ινήτ νήτω ν από κάτω κάτω . α
τ α
τ ι
έ κ α
ε ς ,
κ .. ...
Ή τα ν βι βιασμός ασμ ός.. Σ ω σ τά; Τ ου εί είχε δώ σ ει το πράσινο φω φ ω ς, μέχ μέχρι που. πο υ... .. Ό χι. Μ πορούσ πορ ούσε ε να το το δικαι κα ιολογήσ ολογήσε ει, να το το προσαρ προσ αρμ μ όσε όσ ει στη στη δική το του πρα πρ αγματ γμα τικότη ότη τα, αλλά η αλήθε λήθει ια ήτ ή τα ν μί μία και κα ι μοναδική τη βίασε ασ ε. Τ ην είχε τραυμ ρα υμα ατίσ ει, το σ τόμα όμ α τη τη ς αιμ ορρα ορραγούσ γούσε ε. Α υτό υτό ίσ ω ς κ α ι να σ ήμαινε πω ς είχε δίκιο κα ι πω ς το υ απέδειξε αυτό που ήθελε, θελε, ό τι είχε χάσ χάσ ει τον τον έλεγχο έλεγχο το του εα υτού του. Α νασ ναστένα έναξε κι έκρυψ κρ υψ ε το κεφά κεφ άλισ λι σ τα χέρια το του. Υ πήρχαν πή ρχαν τόσ α πολλά πολλά παι παιχνίδια που που έπρε πρ επε να παί πα ίξει. Τ όσα όσ α πολλά πολλά εμ εμ πόδι πό δια να παρα πα ρακά κάμ μψ ει. Τ ο ξημέ ξημ έρω μ α βρήκε τον Κ άφε άφ ερινα κά κ ά θετ θετα ι σ το γραφ γραφε είο το του κα κ αι να βλέ βλ έπειέξω πειέξω από απ ό το το παράθυρο, παράθυρο, μ εθώ ντα ντας με Λ αφρόι αφ ρόιγκ κα κα ινερό νερό τη της βρύσης, βρύσης, εν ενώ η πόλη ξυπνούσ υπνούσε ε.
Ο Χ αλ Τ σερτ σερτς ς σ ηκώ θηκε νω ρίς κ ι έβαλε μπλε μπλε σορτσά σορτσάκι κι και κοντο οντομ άνικο. κο . «Μ οιά οιάζεις με τουρί ου ρίσ τα», είπε σ τον καθρέ κα θρέφ φ τη. «Μ «Μ ε μεσήλικο τουρ ουρίσ τα». Έ κα νε μια βόλ β όλτ τα σ τα δω μ ά τια του σ πιτιού, ού, κλε κλειδώ νοντα νοντας τα παρά παράθυρα θυρα,, ρυθμ ρυθμί ίζοντα οντας το υς χρο χρονοδ νοδι ιακόπτ όπ τες ασφ ασ φ αλεί αλείας στη λάμ λάμ πα του κεφ κεφ αλόσκα λόσ καλου λου κ ι έβαλε βα λε το κλειδίσ δί στη μίζα του αυτοκι οκ ινήτ νή του του του.. Μ έσα στ σ το γκαρά γκαράζ, μύρισε η φρέ φ ρέσ σ κια μπο μ πογ γιά μ αζί με τη βενζί νζίνη. Ο ήλιος έμ παι πα ινε μέσα από μια χαραμ χαραμ άδα από την πόρτα το του γκαρ γκαράζ, ενώ σ το πίσω κάθισ μ α έρ έριξε μια μα μ ατιά στ σ το μικρό πα γοκι γοκιβώ τιο κα ιτα παλι πα λιά Π όκεμον κεμο ν το υ Τ ζος. ος. Ή τα ν πια ενήλικος, κος, με το δικό του παιδίκ δί κ α ι τη γυναί γυνα ίκα του, κ α ι θα του τους πήγαι γαινε διακοπές. πές. Ε ίχε τη ν ξαφ ξαφν νική αίσθησ θηση πω ς η ζω ή του το ν ξε ξεπερνούσ ρνούσε ε, ό τι έφ ευγε γρήγορα. ρήγορα. Π ού πήγ πή γε όλος α υτός υτός ο χρόν χρόνος ος;; Π ού πήγ πή γε η ζω ζω ή του του;; Σ τις οκτώ , ο ήλι ήλιος ζέσ ταινε τη ν πίσω αυλή, υλή , ο ου ουρανός είχε πάρει ένα γα γαλανό λανό χρώ μα κα κ α ι το νερό νερό σ την παι πα ιδική πισ ίνα το του Τ ζος είχε καλυφθε καλυφ θεί ί από ένα στρώ στρώ μα νε νεκρώ ν εντόμω όμ ω ν και κα ι χορταρι ορταριού. Ο Χ αλ τη ν αναποδογύ αναποδογύρι ρισε. «Έ λα, Σ τρουμ ρο υμφ φ ίτα». Τ ράβη ρά βηξ ξε το λαμπραντ λαμ πραντόρ όρ από το κολάρ κολάρο, ο, προκ πρ οκε ειμ ένου να μην πιε πιει το νερό νερό που πο υ είχε πέσε έσει στο γρασί ρασ ίδι. «Π άμε για βόλτ βόλτα, α, κοπέλα μου». ου». Ό τα ν επέστ επέστρε ρεψ ψ αν, ο Τ ζος βρισ κότ κόταν στ στην κουζίνα κ ι έτρω γε δημητ δημ ητρι ριακά με ένα κου κ ουτ τά λι τη ς σ ούπας ούπα ς. Φ ορούσε ορούσ ε τη ν μ πλούζα πλούζα του του με το ν Ό μ π ι Ο υάν Κ ενόμπ όμ π ι κ α ι η Μ πενε πενεν ντίκτε κτε, ντυμ ντυμέ ένη με μια μ πλούζα πλούζα του του Χ αλ, παντ πα ντε ελόνι κάπρι κά πρι και κα ι πλατφ πλατφ όρμες όρμες, άνοιγε μια κονσέ κονσ έρβα μ ανταρί ανταρίνικομπ νικομ πόστ όσ τα. «Κ αλημέ αλημέρα». Έ σ κυψ κυ ψ ε κ α ι φ ίλησε τον Τ ζος σ το κεφ κεφ άλι. Ο γιος του γρύλισ ε κ α ι σ υνέχι υνέχισ ε να τρώ τρώ ει. «Κ αλημέ αλημέρα, ρα, αγάπη γάπη». Φ ίλησε λησ ε στο μ άγουλο άγουλο τη ν Μ πενε πενεντ ντί ίκτε κτε. «Κ οιμ ήθηκε ήθη κες ς καλά;» «Α μέ». Ά δει δειασ ε το περιεχόμε χόμ ενο τη ς κονσέ ονσ έρβα ρβ ας σε ένα γυά γυάλι λινο μπολ, τσ ίμ πησ ε ένα ένα μα μ αντα νταρίνιμ νι με το πιρούνι ρο ύνικ κ ι έσ πρω πρ ω ξε τα υπό υπ όλοι λο ιπα μ προσ πρ οστ τά στ σ τον Τ ζος. ος. Ε κείνος τα κο κ οίτα ξε με μισό μάτ μά τι. Ο Χ αλ κρέ κρέμασ ε το λουρίτης λουρίτης Σ τρουμ ρουμφ φ ίτας σ την πίσω πόρτ πόρτα α κα κ αι παρα πα ρατ τήρησ ήρησε ε
τη ν Μ πενεντ νεντί ίκτε με τη ν περι περιφ ερική το του όραση. όρασ η. Τ ην απασ πα σ χολούσ χολούσε ε κάτ κά τι, ή τα ν προφα προφ ανές νές - τη ν εί είδε να πηγ πη γα ίνει νει μέχρι το ψ υγε υγείο, κρατ κρα τώ ντα ντα ς τη ν κούπ κο ύπα α του του καφέ καφ έ, να μ υρίζει το γάλα σ υνοφ υνοφρυω ρυω μ ένη, να το το κρατ ρα τά ει κόντ κό ντρ ρα στ σ το φ ω ς, κουνώ ντα ντα ς το ελαφρά, λαφ ρά, κ ι έπειτα να ρίχνε χνειλίγο στ σ την κ ούπα τη της. «Χ αλ», λ», του είπε. Ν α τα τα μας, μας, σ κέφτ κέφ τηκε εκείνος. νος. «Ν αι;» «Χ αλ, μ ή πω ς άφησ άφ ησε ες τη Σ τρουμφ ρουμ φ ίτα να να πάε πά ει πάνω ;» «Τ ι;» Η Μ πενεντ νεντί ίκτε αναστ νασ τέναξε. ναξε. Η διάθεσ άθεσή τη ς δεν δεν ή τα ν κα κα ι η καλύτε καλύτερη κα κ α ι δεν μπορούσε να κάνει κάνει και κα ι πολλά πολλά προτ προτού ού φ ύγουν ύγουν.. Ό τα ν είχε πά πά ει σ το μπάνιο εκείνο το πρω ί, είδε κ ά τι που τη ν είχε αναστ νασ τατώ σ ει. «Α νέβηκε πάνω πάνω και κα ικατ κα τούρησ ούρη σ ε σ το καλάθιμε καλάθι με τα άπλυτ ά πλυτα». α». Ο Χ αλ κα ι ο Τ ζος αλληλοκο λληλοκοι ιτάχτη χτηκαν. κα ν. Ο Τ ζος προσ προσπά πάθησ θησε ε να κρα κρα τήσ ει το γέλιο του, κ ι αυτό τη ν ενόχλησ ενόχλησε ε. «Δ εν εί είναι να ι ασ τείο. Α ν κα τουρή υρ ή σ ει ξανά στ σ το κρ κ ρεβάτ εβά τι, θα σε σε βάλω βάλω να τα καθαρί θαρίσεις». «Γι «Γ ια περί περίμεν μενε. Α φ ού ήτα ήτα ν κλει κλειδω μ ένη εδώ κάτ κά τω ότα ότα ν σ η κώ θηκα θηκ α το πρω ί». Ο Χ α λ σ οβάρε οβά ρεψ ψ ε. «Τ ζος; ος; Δ εν τη ν άφησ άφ ησε ες να βγειτ βγειτο ο βράδ βράδυ, υ, έτσι;» Ο Τ ζος χτύπ χτύπη η σ ε τα τα δόντι δόντια το του με το κουτ κουτά άλι, καθώ κα θώ ς σ κεφ κεφ τότα όταν. «Ό χι». Κ ούνησε ούνησ ε το κεφ κεφ άλιτ άλ ιτου. ου. «Π οτέ οτέ. Π ρέπε ρέπει ινα βγ β γήκε ήκ ε μόνη μόνη της της». ». «Τ ώ ρα», είπε η Μ πενεντ πενεντί ίκτε, κτε, επισ πισ τρέφοντ ρέφ οντα ας το γάλα στ σ το ψ υγεί υγείο, προτ προτού ού ξεπλ ξεπλύνε ύνει ι τα δάχτυλά δάχτυλά τη τη ς στη βρύση, βρύση, «πι «π ιά σ τηκες σ τα πράσα, πράσα, κύρι κύριε Χ αλ Τσ Τ σερτς ρτς. Ε ίστε πλέον ο κυρί κυρίω ς ύποπ ύπ οπτ τος». Ο Χ α λ τη ς έβγαλε βγαλε τη γλώ σ σ α. «Δ εν το έκαν κα να εγώ , κυρία Ξ ύπνι ύπνια». Π ήγε ήγε σ τον δι διάδρομο άδρομο κα ι πήρε τα κλε κ λει ιδιά από απ ό το το τραπ ρα π εζάκι του τηλεφ ηλεφ ώ νου. «Π ού πας πας;» ;» «Ν α ακυ α κυρώ ρώ σω τις εφ ημε ημ ερίδες δες». Γ ύρισε κα ι τη ς έβγαλε ξανά τη γλώ σ σα. σα . «Κ αινα αινα φύγω φύγω μ ακριά σ ου, μικρούλα». κρούλα».
Η Μ πενεντ νεντίκτε ρουθο ρουθούνι ύνισε. «Β λέπει λέπεις πόσο όσ ο με νοιάζει». Ο Χ α λ βεβαι βεβαιώ θηκε πω ς ο Τ ζος δεν δεν κοι κο ιτούσε ούσ ε και κα ι με γοργέ οργές κινήσ νήσ εις κατέβ α σ ε το πα ντε ντελόνι όνιτου, ου , αφ ήνοντά νοντάς τη να δειτον δειτον πισινό του. ου. Έ π ειτα ίσ ιω σ ε το κορμ κορμί ί του κ ι έκλεισ ε τη ν πόρτ πόρτα πίσω του. Η Μ πενεντ νεντίκτε ρουθο ρο υθούνι ύνισ ε δυνα δυνατ τά κ α ιο Τ ζος ζος τη ν κοί κοίταξε. ξε. «Τ ι είναι να ιπάλι;» «Τ ίποτα». οτα» . Χ αμ ογέλα ογέλασ σ ε κ ι έβαλε βα λε τη ν καφ κα φ ετιέρα σ τον νερο νεροχύτ χύτη η. ακ τοποί οπ οίη σ ε την ρ ε ις ις ς να ε ντ ζε ς, λ, λ ιό . Τ ακτ κουζίνα, να , σ κουπί υπ ίζοντα ντα ς τον πά π άγκο κ α ι σφ ραγίζοντα οντας τις σ ακούλες με τα δημ δημητριακά. ακ ά. Ο Τ ζος έφ αγε τα μαντα ανταρίνια το του κ α ι πήγε πή γε μ αζί με τη τη Σ τρουμ ρο υμφ φ ίτα σ το κα θισ τικό για να δουν δου ν το το ά η μ ο υ , υ ρ ρ ίκ ίκ ν ω σ α τ στην τηλεόρα λεόρασ ση. Η Μ πενεντ νεντί ίκτε ή πιε λί λίγο νερό νερό από τη δ ι στ βρύση. βρύση. Η γλώ σ σ α τη τη ς είχε μια παρά πα ράξε ξενη νη γε γεύση ύσ η. Κ οίτα ξε το ρολόικ ρολόικα αι κατάλαβε λα βε πω π ω ς ή τα ν πιο αργά απ α π ’ όσο όσ ο νόμι νόμ ιζε. «Ω , που που να πάρ π άρε ει». Α πομά ομ άκρυνε κρυνε τα μαλλ μαλλι ιά από από τα μ άτια της της.. «Έ χουμ χουμ ε μί μία ώ ρα, Τ ζος. ος. Π ήγαινε να βου βο υρτσ ρτσ ίσ εις τα δόντι δόντια σου, σ ου, αγαπούλα». Έ κλει κλεισ ε τη ν πίσω πόρτ πόρτα α κα κ α ιτη ν κλεί κλείδω σε. Π άνω άνω από τον φράχ φράχτ τη, το φ ύλλω μα τω τω ν δέ δέντρω ντρω ν θρόι θρόιζε, καθώ κα θώ ς ένα αερά αεράκι κι τα έσει σειε, θυμί θυμ ίζοντας οντας το ν ήχο τη τη ς βροχής βροχής.. Π ώ ς μ ισ ούσ ούσ ε αυτό το πάρκ πά ρκο. ο. Γ ύρισε για να πά ρει τα πιά τα με γρήγορες γρήγορες κινήσε νήσ εις. «Έ λα, λα, Τ ζος». ος». Ε κείνος ή τα ν ακόμ ακ όμη η ξαπλω μ ένος σ το πά π ά τω μ α το του κα κ α θισ τικού, κού, με το σ τόμα όμ α του λεκι λεκιασ μένο μένο από από χυμό φ ραγκοστ ραγκοσ τάφυλου, άφ υλου, έχοντ έχοντα α ς πάρε πά ρει ι το αγαπημ πη μ ένο του μαξ μαξιλάρι αγκαλι κα λιά - α γ ι ί λ ε ι ν α λ ι ζ ει έ ν α ξ ιλ ά μ
ι .. .
δ ι
ν ι
λέ ώ
ει υ
νόμ
λεό α
ό
ι
;
,
λέ
ει
, ο
Α
λέ ά
η
ει το ν μ
υ,
εν υρ
και νω
α
τ
.
Μ άλλον λλον τρελαί ρελαίνομα νομαι, σ κέφτ κέφ τηκε, ίσ ω ς να είναι να ι το άγχος. χος. Μ όλις ο Χ αλ επέστ πέστρε ρεφ φ ε, θα έπρεπε έπρεπε να φύγ φ ύγουν. ουν. «Έ λα, Χ αλ», είπε δυνατ δυνατά ά προς τη ν κατ κα τεύθυνση θυνσ η τη ς κλε κλεισ τή ς πόρτ πόρτα ας. «Γρήγορα, «Γ ρήγορα, θα αργήσ αργήσουμ ουμε ε».
», είπε ο Τ ζος ζος μι μ ιμ ούμ ού μ ενος τη φ ω νή της της.. «Ν αι, πολύ π ολύ αστ ασ τείο». Α κούμ κο ύμπ π ησε ησ ε το κεφ κεφ άλι άλ ι του με τη ν παλάμη της. ης. «Τ ζος, ος, νομί νομ ίζω ό τι σ ου είπα να.. να ...» .» Α λλά λλά δεν δεν μ πορού πορούσ σ ε να θυμη θυμ ηθεί θεί τι του είχε πει να κά κάνει. Τ α χρώ μ ατα τη τη ς τηλεόρασ λεόρα σ ης την είχαν απ απορρο ορροφ φ ήσει. Έ μ οια ζε λες κ ι η τηλεόρ λεόρα αση είχε πάρει **** αγγελοσκονη------ : το μοβ ήταν έντονο, σαν τον χυμό του αγριόκρ όκρινου κ α ιτο κίτρινο έμο έμοιαζε με με το χρώ μ α της της γύρη ύρης. «Τ ο πιο μοβ μοβ απ α π ’ όλα τα τα μ οβ», οβ», μ ουρμ ουρμούρι ούρισ ε, γέρνοντ γέρνοντα ας σ τον νερο νεροχύτ χύτη η. «Τ ο πι πιο ανθισμένο άνθος». άνθος». Έ ξω σ τον ήλιο, το γρασ γρασίδι έμ οια ζε να σ είετα ι σε αργή αργή κίνησ νηση. Γ ια μια στ σ τιγμή σ κέφ τηκε πω πω ς θα έκανε εμ ετό κ ι εκείνη η απαίσ ια γεύσ γεύση η σ το σ τόμ α τη τη ς επέστ πέσ τρεψ ε. Τ ώ ρα που το σ κεφ τότα ν, εκείνος νος ο καφ κα φ ές δεν δεν εί είχε μι μια παρά παράξε ξενη νη γεύση; ση; « Τ ζο ς.» . Μ ν , σ ύ ν ε λ θ ε . «Τ ζος, ος, η μανούλα θα ξαπλώ σ ειλίγο, εντά ντάξει; Π ες το σ τον μπ μ παμ πά όταν γυρίσ ει». «Ε ντά ντά ξει ξει». «
Τ ο
α
α ρ γή σ ο υ μ ε,
α
φ
ν ε
ι α
λ ό ,
σ ω ς
α
ξ α
λ ώ σ ω
δ ώ
ά κ .
Ά φ ησε ησ ε τη ν κούπ κο ύπα α να κυλή κυλήσ σ ει σ τον νερο νεροχύτ χύτη η , ακούγοντ ούγοντα α ς τον κρότ κρότο, ο, και κατ κα τευθύνθη υθύ νθηκ κε σ την τουα ουα λέτ λέτα, χτυπ χτυπώ ώ ντα ντα ς τον γοφό οφ ό της σ τον νιπτήρα πτήρα,, προσ προ σ παθώ ντα ντας να κρατ κρα τηθε ηθεί από από κάπ κ άπου ου.. Τ α πλακ π λακά άκια έδει δειχνα χναν να σ η κώ νοντα νοντα ι κ α ι να γίνοντα νοντα ι ένα με το υς το ίχους χου ς κα ι το σ τόμα όμ α τη τη ς ή τα ν τόσ τόσο ο σ τεγνό γνό που πο υ ήθελε θελε να πιει περι περισσ ότε ότερο νερό. απ ό το το μπάνι μπ άνιο, μια πελώ πελώ ρια σκι σ κιά πέρα πέρασ σ ε από απ ό τη την υ σ υ μ β α ν ε ; Έ ξω από ανοιχτή χτή πόρτ πόρτα. Σ ή κω σ ε το βλέμ βλέμμ α της. ης. «Σ τρουμ ρου μ φ ίτα;» Κ αμία απάντ α πάντησ ηση. η. «Τ ζος;» ος;» Α λλά λλά δεν δεν μ πορού ορούσ σ ε να τη τη ν ακού ακ ούσ σ ει. Β ρισκότ κόταν σ το κα κ αθισ τικό, κό, βλέποντ βλέποντας τηλεόραση ηλεόρασ η. Κ άθισε σ το πάτ πά τω μ α, με το κεφ κεφ άλι ανάμε ανάμ εσα σ τα χέρια τη της, κ α ι αναρω ναρω τήθηκ θη κε για τί το σ τόμα όμ α τη ς είχε αυτή υτή την παρά πα ράξε ξενη νη αί α ίσθησ σθηση. Κ άτιάγγι γγιξε τον ώ μ ο της της..
α λ ;
«Ν όμι όμ ιζα ότι είπες πω ς ήθελε θελες ς να πας πα ς σ ’ αυτό το δω μάτιο;» ο; » α λ ;
«Δ εν μπο μ πορε ρεί ίς να πας πα ς σ το δω μάτιο;» ο;» Το δω μ
;
ο
δ
μ
;
ί
ε
τ
ι
α
ο
δω μ
;
«Έ λα». Έ να φ ω ς τη ν τυφ τυφ λώ νει νει κ ι αισ θάνε θά νετ ται κ ά τι να τη ν τρα τραβά βάε ει από απ ό τι τις μασ μασχάλες άλες. «Ά φ ησέ με για λίγο, Χ αλ, θα συνέ σ υνέλθω λθω ». Η ω μ οπλά οπ λάτ τη τη ς πονούσ ονο ύσε ε, το ίδιο κα κ α ι η σ πονδυλι πονδυλική τη ς στήλη, λη, λες λες κι είχε πέσ πέσ ει σ το πάτ πά τω μ α. Τ ο φ ω ς ή τα ν εκτυφ κτυφλω λω τικό και κα ι όταν όταν προσ προσπάθησ πά θησε ε να μιλήσε λήσει, η φ ω νή τη τη ς ακ ούστ ύσ τη κε σαν σαν να μιλούσε λούσ ε από τα βάθη σπηλι σπηλιάς. άς. «Χ αλ;» Δ εν μ πορού πορούσ σ ε να μιλήσει λήσει. Η γλώ σ σ α τη της είχε πρη πρη σ τεί κ ι αισ θανότ θα νότα αν ότ ότι έφ ραζ ραζε το σ τόμα όμ α της. ης. «Μ πορεί πο ρείθ...» θ...» Ή θελε θελε να φ ω νάξει άξει τον Τ ζος, ος, αλλά αλλά δεν δεν κατ κα τάφ ερε να μ ιλήσεικ λήσεικα α ι τώ ρα μ πορούσ πορ ούσε ε να α κούσ κο ύσε ει τους φ οβι οβ ισ μ ένους λυγμούς λυγμούς του, ου , μέσα από τον σ αματ αμ ατά ά που πο υ έκα έκαν νε εσ ω τερικά το το κεφ κεφ άλι της. ης. Κ αι οι μ ασχ ασ χάλες άλες της πονούσαν τόσο πολύ. «Μ αμά, αμ ά, μην μη ν αφήσ αφ ήσε εις τον Κ αλικάντ κάντζαρο να με πάρει πάρει. Μ αμάαα αμ άαα!! Σ ε παρακαλ παρακαλώ ώ ». ν
λ ικ ικ
ντζα
; Τ ι. ι...
Ξ αφν αφ νικά, κά κ ά τι εμ φ ανίσ τηκε ηκ ε από από πάνω πά νω της. ης. Έ να πρόσ πρ όσω ω πο με γυάλι γυάλινα μά μ άτια κ α ι πρη πρησμένα βλέφ βλέφ αρα. αρα. «Ό χιιι!» άκουσ άκ ουσε ε το ν εα εα υτό υτό τη ς να φ ω νάζε νάζει κ α ι αμέ αμ έσ ω ς μ ετά ξύπνησ ξύπνησε ε σε ένα μέ μέρος σ κοτ κο τεινό, σ ιω πηλό, πη λό, καθι κα θισ τή, με τη φ ω νή της να αντη ντη χεί χείσ τους γυμνο γυμ νούς ύς τοί τοίχους χους.
Η Σ ούνες νες είχε ένα ένοχο ένοχο μ υστ υσ τικό σ χετ χετικά με τον Τ ύπο: ύπ ο: σ υχνά έκ έκανε εξάσκησ άσ κηση η σ την αντι ντιμ ετώ πισ ή του. ου . Τ α βράδια, η Π ολίνα θα καθότ καθότα αν σ ταυροπό υρο πόδι δι σ το τρα τραπέζ πέζι ι τη ς κουζ κουζί ίνας, νας, φ ορώ ορώ ντα ντας το νυχτ νυχτι ικό της, ης, πίνοντα νοντας το γάλα τη ς κ α ι κάνοντά κά νοντάς ς τη ς α πανω τές ερω τήσεις.
«Α ρχιεπιθεω θεω ρητ ρη τά Σ ούνε ού νες ς...» ...» Α πολάμ πολάμβα βανε νε τον ρόλ ρόλο ο της. ης. Μ ερικές κές φ ορέ ορές κρα τούσ ε τη τη λαβή λαβή μιας ρακέτα κέτας του τένις μ προστά σ τα χείλη τη ς Σ ούνε ούνες ς, ω ς αυτο υτοσ χέδι χέδιο μ ικρόφ κρόφ ω νο. « Τ ι λέτ λέτε σ ε όσ ους ου ς πισ τεύουν ου ν πω ς θα μ πορού ρο ύσ ε να είχε γίνει νει μία πιο ενδελεχ νδελεχή ής έρευνα σ το Π άρκο Μ πρόκγ πρόκγου ουε ελ;» λ;» Η Σ ούνε ούνες ς, φ ορώ ορ ώ ντα ντας τις πιτζά μ ες της, με τα χέρια ακουμ κο υμπ πισ μ ένα σ τους γοφούς, γοφ ούς, θα επ επαναλά ναλάμ μ βανε τις απαντή ντήσ εις που είχε προβ προβά άρει ρει. Η ι ! Π ρέπε Π ολίνα ω σ τόσ ο δεν δεν ή τα ν πάντ πά ντο οτε ικανοπ κα νοποι οιημ ένη. « χ ι! ρέπει ι να δείξεις περισσότερο σ υ α ίσ ί σ θ η μ . Π ρέπεινα έπεινα με πείσ εις ό τιτο εννοείς». « ι ς λ ε ς ! Σ ε λίγο θα μ ου ζη τήσε ήσ εις να κλάψ κλάψ ω . Δ εν κλαί κλαίω μ προσ πρ οστ τά σε σ ε οκτ οκ τώ εκατ κα τομ μ ύρι ύρ ια τη τηλεθε λεθεα ατές. Δ εν είναι του σ τιλ μου, ξέρεις.» Ε κείνο το πρω ί, οι πρό πρ όβες τη ς είχαν απο αποδώ δώ σει: είχε δώ σ ει μια εξαιρετ ρετική παράσ ρά σταση, κανείς δεν δεν εί είχε κατα φ έρεινα έρεινα τη βγάλει γάλειε εκτός ελέγχ λέγχου ου κα ι ότα ν εί είπε στ σ τους δημ δημ οσι οσ ιογράφ ογρά φ ους ους ό τιή τα ν αι αισιόδοξη όδοξη πω ς θα βρουν βρουν το ν δολοφ δολοφόν όνο ο το του Ρ όρι όρ ι Π ιτς το το εννοο ννοούσ ύσε ε. Η διάθεσή άθεσή της ή τα ν τόσο όσ ο καλή, καλή, που που για μια στ σ τιγμή σ κέφτ κέφ τηκε να αρχί α ρχίσ ει να σφ υρίζει, καθώ ς επέσ τρεφε ρεφ ε σ το γραφ γραφ είο. Έ μ εινε έκ έκπλη πληκτη όταν βρήκε βρή κε τη ν πόρτ πόρτα κλε κλειδω μ ένη από μέσα. μέσα. «Τ ζακ;» Κ οίταξε μ έσ α από α πό το παρά αράθυρο κ α ι το ν εί είδε στη θέσ θέση της, να φ ορά τα γυαλι γυα λιά του, του, με τα πόδι πόδια πάνω πά νω σ το γραφ ραφ είο, να κρατ ρα τά ει το τηλεχε λεχειρισ τήριο τη ς τηλεόρα λεόρασ ης που ή τα ν στ σ τραμμένη προς ρος το μέρος του. ου. Ο Κ άφε άφ εριήτ ριή τα ν χλω χλω μ ός κα ι τα μαλλ μαλλι ιά το του έμ οιαζαν σαν σα ν να είχαν μ είνει νειαχτέ χτένισ τα εδώ κ ι εβδομά δομάδες δες. Η Σ ούνες χτύ χτύπη σ ε το το τζάμι. Ε κείνος τη ν κοί κοίτα ξε. ξε. Έ κλει λεισ ε αμέσω αμ έσω ς τη ν τηλεόρ λεόρα αση, έβγαλε βγαλε τα γυαλι γυαλιά το του κα ιξεκλ ξεκλε είδω σ ε τη ν πόρτ πόρτα. «Ε ίσ αικαλά;» αι καλά;» «Ν αι, δεν μπορούσ μπορο ύσα α να να κοι κο ιμ ηθώ ». «Μ πλιαχ, βρο βρομ οκοπ οκ οπά άς αλκοόλ. αλκοό λ. Τ ι βλέπε βλέπει ις;»
«Τ ίποτ πο τα . Π ρω ινές νές σ απουνόπε απ ουνόπερε ρες ς». «Π ρω ινές νές σ α πουνόπε πουνόπερε ρες ς». Έ βγαλε βγαλε τον βομβη βομ βητ τή από απ ό τη τη ζώ νη της, ης, τον πέταξε πάνω σ το γραφ γραφε είο κι κ ι άνοιξε το παράθυρο. «Θ α μου κάνε κά νει ις τη χάρη να μην το πεις σε κανέ κα νένα ναν ν απ από τη ν ομά ομάδα;» δα;» «Ε ννοείται». Κ άθισε σ το γραφ ραφ είο του κα ι μάσ ησε ησ ε μι μια τσ τσίχλα. Η Σ ούνες αισθάνθη θάνθηκε κε μια ανη α νησ σ υχία για εκείνον. Έ δειχνε κουρασ κουρασμ μ ένος. ος. Έ σ κυψ κυ ψ ε κ α ι χάιδεψ δεψ ε τα μαλλ μα λλι ιά του. ου . «Ε ίσ αι σ ίγουρος ό τιείσ α ιεντά εντάξει ξει, Τ ζακ; ζακ ;» «Ν αι». «Μ ήπω ς ανακάλυψ ανακάλυψ ες τίποτα;» ποτα;» «Ν αι, βρήκαμ βρή καμε ε α ποτ πο τυπώ υπ ώ μ α τα ...» ... » Έ τριψ ε τα μάτ μ άτι ια του, ανοιγόκλε γόκλεισ ε το σ αγόνιτο γόνιτου, τεντώ ντώ θηκ θη κε κ α ιτη ς έδω σ ε έναν έναν φάκε φ άκελο. λο. « Α π ο τυ π ώ μ α τα . Ω , Θ εέ μου». Π ήρε τον φ άκελο άκελο κ ι έβγαλε βγαλε τις φ ω τογραφ ογραφ ίες. «Π ώ ς κ α ι δεν δεν το ανέφ νέφ ερε κανε κανεί ίς;» «Χ αλάρω σε, σε, είναι αποτ απ οτυπώ υπώ μ α τα από γάν γάντ τια. Τ α αποκάλυψ αποκά λυψ ε η νινυδρίνη». «Η νινυδρί υδρίνη; Ν όμι όμ ιζα ότ ό τι αποκ απ οκα α λύπτ λύπ τει μον μο νάχα άχα κρυμμέ κρυμμ ένα α ποτ πο τυπώ μ α τα χεριώ ν». «Έ τσ ι είναι, αλλά εί είχε κά ποια ουσί ουσ ία πάνω πάνω σ τα γά γά ντι ντια κα και η νινυδρί νυδρίνη εντό εντόπισ ε το αμ ινοξύ νοξύ τη της, οπ ότε ίσ ω ς να επρό επρ όκειτο για ιδρώ τα ή μπορ μπ ορε είνα είχε αγγί γγίξει ξει φ αγητ αγητό με αυτά υτά, ένα κομ κο μ μ ά τι κρέα ρέας για παρ παράδε άδει ιγμα. Σ ταθήκα θή καμ μ ε τυχερ χεροί - η ομά ομ άδα έλε έλεγχ γχε ε μ ονάχα τον τον τοίχο για απ α ποτυπ οτυπώ ώ μ α τα, αλλά αλλά μέ μ έρος του σ πρέι πρέι έπεσ ε σ το πά π ά τω μ α κι κι έτσ ιτο ιτο ανακαλύψ ανακα λύψ αμε αμ ε». «Α ν ήταν ήταν ιδρώ δρ ώ τα ς.» «Λ υπάμαι υπάμ αι». Κ ούνησ ούνησε ε το κεφ κεφ άλιτ άλι του. «Τ ο ελέγ λέγξαμε ήδη. ήδη. Ή τα ν το πρώ το πράγμα που σ κέφ κέφ τηκα. ηκα . Δ εν βρήκαμ βρή καμε ε DN DNA A. Φ υσικά, προσπαθούν. προσπαθούν να βρουν στο σπέρμα». «Δ ηλαδή λαδή δεν δεν έχουμ έχου μ ε και κα ιπολλέ ολλές ελπίδες δες». «Σ χετικά με α ποτ πο τυπώ υπ ώ μ α τα κα κ α ι DN DNA; A; Σ χεδόν καμ κα μ ία». α» . Τ εντώ ντώ θηκε θηκ ε
και κα ι ακού ακ ούμ μ πη σ ε το υ ς αγκώ νες νες του πάνω σ το γραφ γραφε είο, μ παί πα ίνοντα οντας ανάμεσα στη στη Σ ούνε ούνες ς κα ι το βίντε ντεο. «Α λλά λλά γν γνω ρίζουμε ουμ ε τη μάρκα τω τω ν γαντ γαντι ιώ ν από το το μ οτίβο τους τους, το οποίο ήτ ή τα ν ζιγκ-ζ γκ-ζαγκ». γκ». «Μ άρκας Μ άριγκολν κολντ να φ αντ ανταστ ασ τώ ;» «Α κριβώ ς». «Α νήκαν στη στην Κ άρμελ άρμελ Π ιτς;» «Δ εν φ οράε οράει γά ντι ντια ότ όταν πλένε πλένει τα πιάτα. Μ όνο ότ ότα ν καθαρ κα θαρί ίζει τη ν τουα ου α λέτ λέτα. Π οτέ οτέ δε δεν τα φ έρνε ρνεισ τον κάτ κά τω όροφο όροφ ο κα κ α ιχρησι χρησ ιμ οποι οποιεί μονάχ μονάχα α μάρκα Ά σ ντα». «Ξ έρουμ ρουμε, λοιπόν, τινα ψ άξουμε άξουμε αν το τον βρούμ β ρούμε ε». «Σω στά» στά»..
Τ α γάντι γάντια, τα οποί οπ οία α ήτ ή τα ν υπε υπ εύθυνα θυνα για το το παρά πα ράξ ξενο μ οτί οτίβο που που βρέ βρέθηκε θηκε σ το πάτ πά τω μ α τη ς κουζίνας να ς τω ν Π ιτς, είχαν κά νει νει ένα μακρύ μ ακρύ ταξίδιαπ δι από ό τη τη σ τιγμή που ο Ρόλ Ρ όλα αντ Κ λέαρ λέαρ τα σή σ ήκω σ ε από απ ό το το έδαφος δαφ ος σ το Π άρκο Μ πρόκγου ρόκγουε ελ και κα ι στη στη σ υνέχε υνέχει ια τα τα πέτα ξε σε έναν σ κουπι υπ ιδοτ δο τενεκ ενεκέ σ την οδό Ρέ Ρ έιλτον. Ο ι σ κουπ κουπι ιδιάρηδες είχαν χαν αδει δειάσ ει τον κάδο κά δο τη τη ν επόμ επόμε ενη μέρα μέρα - λίγο λίγο προτ προτού το Τ μ ήμα ήμ α Α νθρω ποκ πο κτονιώ ν διευρύνειτι υρύνειτις παρα πα ραμ μ έτρους ρο υς τη ς έρευνας ευνα ς- κ α ι τα είχε μ εταφ έρει ρει σε μια χω χω ματερή σ το Γ κρέιβσε βσ εντ, ντ, κοντά ντά σ το ποτ ποτάμ ι, και τώ ρα τα πλα πλασ τικά γάντι γάντια βρί βρίσ κοντ κοντα αν κάτ κά τω από δύο μπλε πλα πλασ τικές σ ακού κούλες λες γεμ γεμ ά τες οικοδο κο δομ μ ικά υλι υλικά, κά , απαρα πα ρατ τήρητ ρη τα α π ’ όλους όλους, εκτός από τα ποντίκια. Ο Κ άφε άφ ερι αισθάνθ σθά νθη ηκε ανακουφ νακ ουφ ισ μ ένος ότα ότα ν η Σ ούνε ού νες ς βγήκε βγήκε για να πάρεικα πά ρεικαφ φ έ, καθώ ς κατ κα τάφ ερε επ επιτέλους λο υς να μ είνει νει μόν μόνος. ος. Δ εν ήθελε ήθελε παρέ πα ρέα α - ο πονοκέφ πονοκέφ αλος από το το ουί ου ίσ κιτ κι τον τα λαιπω ρούσε ρούσ ε α κ ό μ α - και κα ι σ το σ τήθος του είχε μια παρά πα ράξε ξενη νη αίσθησ θηση. Έ βγαλ γαλε τη βιντεοκ ντεοκα α σ έτα έτα από τη σ υσκευή υσ κευή κ α ιτη ν κλεί λείδω σ ε μα μ αζί με τις υπόλοι λο ιπες σ το σ υρτά υρτάρι του. ου. Ή ταν, φ υσι υσ ικά, κά , κενή κενή, όπω ς κ α ι οι υπόλο υπόλοι ιπες πες. Ή ξερε ξερε ότι θα
έπρεπε πρεπε να τι τις παραδώ παραδώ σει σει. Τ ο σ ώ μ α του του Π εντε ντερέτ ρέτσ κι μεταφέ αφ έρθηκε από απ ό το το σ πίτι κα ι η Υ γειονομι ονομ ική Υ πηρε πη ρεσ σ ία εί είχε έρθει ρθει για να το το καθαρίσει: η ιστορία του Γιούαν θα διαγραφόταν. Κ άθι άθισε κ α ι πληκτ πληκ τρολόγησε ρολόγησ ε το ν αριθμό τηλεφώ ηλεφ ώ νου τη ς Ρ εμ π έκα. κα . σκέφτηκε, Α λλά λλά κ ά τι τον στ σ ταμάτ αμ άτη ησ ε. Έ χασε χασ ε το θάρρος του κ α ι το έκλεισε, προτ προτού ού εκείνη προλ πρ ολά άβει να απαντή ντήσ ει. Έ μ εινε ακ ακίνητ νη τος για μερικά λεπτά λεπτά, αναπ να πνέο νέοντα ντα ς αργ αργά, κι έπειτα πήρε πή ρε πάλι πά λι το τηλέφ λέφ ω νο σ τα χέρια του του,, για να αλλά α λλάξε ξει ι ξανά ανά γνώ μ η. Τ οποθέ οποθέτ τησε ησ ε πάλι πά λιτ το ακο α κουσ υστ τικό στη στη συσ σ υσκε κευή υή,, εκνευρι κνευρισ μ ένος με τον εα εα υτό του. Κ ανονι νονικά, κά, θα έπ έπρεπε να δουλε δουλεύει ύει. «Μ άλισ τα». α». Π ήγε σ την αίθουσα θουσ α στ σ τοιχ οιχείω ν για να πάρε πά ρει ι τις φ ω τογραφ ογρα φ ίες του σ πιτιού τω ν Π ιτς κ ι επέστρεψ ε στ στο γραφ ραφ είο, όπου όπ ου πέρασ ε αρ αρκετή ετή ώ ρα εξετ εξετά άζοντά ντάς τες. ες. Τ ις τοποθέτη έτη σ ε δίπλα σ ’ εκείνες νες τη ς λεω λεω φ όρου όρου Χ αλφ Μ ουν, κ ι έπειτα πήρε πή ρε τις φ ω τογραφί ογραφ ίες από τα α π οτυπ οτυπώ ώ μ α τα του του γαντι γαντιού, που του του είχε δώ σ ει η Κ ουίν. Τ ο πάτ πά τω μ α τη ς κουζ κο υζί ίνας, νας, το σ ημ είο σ το οποί οπ οίο ο είχαν βρεθε βρεθεί τα αποτυπώ οτυπώ μ α τα, ή τα ν σ τρω μ ένο με λανολίνη. Κ ανονι νονικά, κά , η ομά ομ άδα δεν δεν θα εί είχε χρησ χρη σ ιμ οποι οποιήσ ει νινυδρίνη πάνω πά νω σ ε αυτή υτή την την επιφ άνει νεια - από από ξεκάθαρη κάθαρη τύχη τύχη,, το το χημι χημικό είχε πέσε πέσ ει πάνω πάνω σ το πά π ά τω μ α κι κ ι εμφ άνισε το α ποτύπω ύπ ω μ α πάνω πάνω σ την τελευτα λευτα ία επιφ άνει νεια που πο υ θα λογάριαζαν να ελέγ λέγξουν. ουν. Τ ο πά π ά τω μ α ήτ ή τα ν διακοσ κοσμ ημέ ημ ένο με μ οτί οτίβα από α πό τριαντάφ αντάφυλλα. υλλα. Ο Κ άφε άφ ερικοί ρικ οίταξε το σ ημε ημ είο, προσ πρ οσπα παθώ θώ ντα ντας να πιά πιάσ ει τον μί μίτο μιας ιδέα δέα ς που πο υ πλε πλ εκόταν μέ μ έσα το του. Π ροσπά ροσ πάθη θησ σ ε να θυμηθ θυμ ηθε εί τιτον τον είχε προ πρ οβλημ ατίσ ειτόσ ειτόσ ο, όταν είχε δει δει α υτές τις φ ω τογραφ ογρα φ ίες. Τ ο μυαλό μ υαλό του, ω σ τόσο, όσ ο, ήτ ή τα ν απασ απ ασχ χολημέ ολημ ένο με μ ε τη Ρε Ρ εμ πέκα πέκα.. Τ ο φ ω ς αδυνάτι αδυνάτισ ε κα ι το δω μ άτιο βυθίσ τηκε ηκ ε σ το σ κοτάδι κοτάδι. Κ οίταξε έξω από το παρά παράθυρο. θυρο. Μ ια γκρ γκρί ίζα σκι σ κιά από από σ ύννε ύννεφ α εί είχε σ κεπά κεπάσ ει το Σ ράι ρά ιβμου βμ ουρ ρ κ α ι πριν προλά πρ ολάβεινα βεινα σ κεφτ κεφ τεί κάτ κά τι, η βροχή βροχή είχε αρ αρχίσ εινα εινα μ ασ τιγώ νει το κτίριο. Ε ίδε του τους πάντες ντες σ την αί αίθου θουσ α ρ έ
σ υ ν έ
ι
η
ν α
κ α
μ
ι
ν α
λ ή
υ μ
ξ ο
,
υ μ
μ
ε
η
σ χ έ σ η
μ
ο
ύ μ
.
ε
ν α
μ
λ ή
ε
α
,
σ υσκ υσ κέψ εω ν να σ ταμ ατούν ού ν τη τη δουλειά το υς κ α ινα κοιτά ζουν με δέ δέος έξω από απ ό τα παρ παράθυρα άθυρα τη τη ν κατ κα ταιγίδα που πο υ έπεφτ πεφ τε με μ ανία πάνω πάνω στο κτί κτίριο. Η Κ ριότος κ α ι ο Λ όγκαν γκα ν κάθοντ θοντα αν στ σ τα γραφ εία το τους πίνοντα νοντας καφ κα φ έ κ α ι παρα πα ρατ τηρούσ ηρ ούσα αν τη βροχή. βροχή. Ο Κ άφε άφ εριέ ρι έβγαλε τα γυαλιά του του,, πήγε μέχριτη μέχριτην ν πόρτα πό ρτα κι κ ι έκανε νεύ νεύμ α σ την Κ ριότος ότος.. Ε κεί κείνη άφ ησε τον καφ κα φ έ τη ς κα ιπλησ πλη σίασε ασ ε. « Τ ι σ υμβα υμ βαί ίνει νει;» «Μ έριλιν», ψ ιθύρι θύρισε, «μ ή πω ς έχει έχεις κα μ ιά ασπιρίνη;» νη;» «Ν αι, είναι να ιολοφ ολοφ άνερο νερο πω ς τη ν έχε έχει ις ανάγκη νάγκη. Π ερίμενε» νε». Ε πέσ πέσ τρεψ ρεψ ε στο στο γραφε ραφ είο τη τη ς κ ι άρχ άρ χισ ε να ψ άχνε χνει σ τα συρτάρι υρτάρια. Έ να παράθυρο παράθυρο στη στη γω νία ήτ ή τα ν ανοιχτό κα ι το γραφε ραφ είο δίπλα του του μ ούσκ ύσ κευε από τη βροχή. Γ ύρισε για να επισ τρέψ ει σ το γραφε γραφ είο, ξύνοντ ξύνοντα ας το ν σβέρκο σ βέρκο του με ένα ένα στ σ τιλό, ότα ν ξαφ ξαφν νικά, σ αν κά ποιος να τον εί είχε φ ω νάξει άξει, σ ταμ άτησ ε. Έ κα νε αργ αργά με μ εταβολή βολή για να να δει δει το ανοιχτό χτό παρά παράθυρο. θυρο. Ό τα ν η Κ ριότος ότος βρή βρήκε τη ν ασπι ασ πιρίνη, παρα πα ρατ τήρησ ήρ ησε ε ό τι ο Κ άφε άφ ερι σ τεκότα όταν σ τη γω γω νία, κάτ κά τω από το το ανοι α νοιχτό χτό παρά παράθυρο, θυρο, κα ιεξέτ εξέτα ζε τα βρε βρεγμένα γμένα χαρτ χαρτι ιά πά π άνω σ το γραφ γραφ είο. «Ω χ», είπε, κλείνοντ νοντα α ς το παρά παράθυρ θυρο ο κ ι εξετ ξετάζοντα ντας τα έγγραφ ραφ α. «Δ εν είναι ναι σ ημ αντικά, κά , δεν δεν θα χα χα θεί θεί ο κόσμ κόσ μ ος. ος. Π άρε». άρε». Τ ου έδω σ ε το παυσ πα υσί ίπονο. πονο. Ε κείνος το πήρε, πήρε, ακούμ ού μ πη σ ε το μπράτ πρά τσ ο τη τη ς κ α ιτη ν οδήγ οδή γησ ε στο γραφε αφ είο το του, προτ ρο τού κα θίσ ει απέναντ να ντί ίτης. «Μ έριλιν». «Τ ι είναι να ιπάλι;» «Π όσ ες τέτο έτο ιες καταιγίδες είχαμ χαμε αυτή α υτή τη ν εβδομ βδομάδα; δα;» «Έ νας Θ εός ξέρει ρει. Κ αμι αμ ιά εκατοσ εκατοστ τή;» «Π ότε εί είχαμε χαμ ε μια βαρβ βα ρβά άτη; Μ ια κατ κα ταιγίδα με κεραυνούς κεραυνούς;» ;» «Π ροχθέ ροχθές ς, εννοείς;» «Ό χι, ακόμ κόμ η νω ρίτερα». ρα». «Το «Τ ο προηγ προη γούμεν ούμενο Σ αββατ αβ βατοκύρι οκύριακο. ακο . Έ βρεχ βρεχε συνε συνεχώ ς. Κ αι τη Δ ευτέ υτέρα». «Ν αι, θυμάμ θυμά μαι, έβρε βρ εχε κ α ι τη Δ ευτέ υτέρα». ρα». Ή τα ν μι μ ια κατ κα ταιγίδα που που
ταίριαζε σε τροπικά κλί κλίμ ατα. Α φ ού είχε περάσει, το Λ ονδίνο είχε πάρε πά ρειτ ιτη η μ υρω διά τη τη ς θάλασσα άλασσας ς. «Τ ην ημέ ημ έρα που βρήκαμ βρή καμε ε τον Ρόρι Ρ όρι». «Σ ω σ τά. Γι Γ ιατίρω ατίρω τάς;» άς;» «Ε μ ...» .. » Κ ατάπι άπ ιε το χάπ χάπι κ ι έτριψ ε το μ έτω έτω πό του, ου , δεί δείχνοντ χνοντα ας αβέβ βέβαιος. ος. «Τ ίποτα». οτα» .
Ο Κ άφε άφ ερι πήγ πή γε στο στο Ν τόνεγκα όνεγκαλ λ Κ ρέσ ρέσεντ για να μιλήσε λήσ ει με τον Ινδό κατ κα τασ τημ ατά ρχη που που είχε καλέ κα λέσ σ ειτη ιτη ν ασ τυνομί υνομ ία. Τ ου ζήτησ ήτησε ε καπνό κα πνό κ ι έπειτα του έδει δειξε τη ν κάρτ κά ρτα α του. του. «Μ ε θυμά θυμάσαι;» τον ρώ τησε ησ ε, προτ ρο τού αρχίσ ει τις ερω τήσ εις. Ή θελε θελε να μ άθει θειτι ή τα ν αυτό αυτό που είχε κά νειτο νειτο σ κυλίνα κυ λίνα γαβγί γαβγίσει. «Σ ου είπα, πα, το σ κυλί κυλί είδε κ ά τι να απ α πομ α κρύνετα ύνεται τρέχοντ ρέχοντα ας. Α πό το πίσω μέρος του του σ πιτιού». «Α λλά λλά πε π ερπατούσ ρπ ατούσα ατε προς τη ν αντ α ντί ίθετ θετη κατ κα τεύθυνση ύθυνσ η , κάπο κά που υ εκατ κα τό μέτρα μακρι μακριά. Α κόμη κόμη κα ι τα σ κυλιά θα εί είχαν πρόβλημ πρόβλη μ α να να α κούσ ουν ου ν κ ά τι από τέ τέτοια απόσ απ όστ τασ η». Ο άντρα ντρας ς βλε βλεφ άρισε με μερικές φ ορέ ορές κ ι έκανε με μ εταβολή βο λή,, για να κατ κα τεβάσ βά σ ει τον καπνό. καπνό. Α κόμη κα κ α ι δίχω ς να δει δει το πρόσω πό του, του, ο Κ άφε άφ εριμ ριμ πορούσ πορούσε ε να κα τα λάβ λά βειό τισ κεφτ κεφ τότα ότα ν τινα πει πει. «Ίσω «Ίσ ω ς κ ά τιτράβ ρά βηξε τη ν προσ προσοχή οχή το το υ σ κυλι κυλιού», ού», υπέ υπέθεσ θεσ ε. Ο κατ κα ταστ ασ τηματ ημ ατά ά ρχη ρχη ς έκανε κα νε μ εταβολή. αβο λή. Ά φ ησε ησ ε το ν καπνό κα πνό σ τον πάγκο κα ι ίσ ιω σ ε τη σ τοίβ α με τις εφ ημ ερίδες δες δίπλα του, του , κουνώ ντα ντας το κεφά κεφ άλι. «Δ εν θα με μπερδέψε ρδέψ εις. Ό χι, δεν δεν θα με μπερδέψ περδέψ εις. Α πομακ πομ ακρυν ρυνόμ όμουν ουν καιτ κα ιτο ο σ κυλίκοί κυλίκο ίτα ξε πίσω ». «Γ ιατί;» «Ίσ «Ίσ ω ς άκουσ κουσε ε κάτ κά τι». «Α υτό υτό που πο υ άκο ά κουσ υσε ε, λοιπόν, πρέ πρέπεινα πεινα ήτα ήτα ν ηχηρό. Β ρισκόσασ κόσ αστ ταν σε μεγ μεγάλη απόσ α πόστ ταση ασ η από από το το σ πίτ πίτι τω ν Π ιτς, κι κ ι έτσ ι πρέ πρ έπεινα πεινα ήτα ήταν κ ά τι πιο ηχ η χηρό από απ ό τα τα βήμ βή μ ατα κά κ ά ποιου που έτρεχ ρεχε».
Ο κατ κα ταστ ασ τηματ ημ ατά ά ρχη ρχη ς κατ κα τένευσ νευσε ε. «Κ άτιπι άτιπιο ηχηρό». ηχηρό». «Ίσ «Ίσ ω ς να ήτ ή τα ν γυαλί υα λίπου που σ πάει πάει;» «Ίσ «Ίσ ω ς», σ υμφώ υμφ ώ νησε ησ ε. «Ίσ «Ίσ ω ς να ήτα ήτα ν αυτό. αυτό. Δ εν το άκουσ ά κουσα, α, αλλ αλλά το σ κυλί κυλί το άκουσ κο υσε ε σίγουρα. ουρα. Κ ι έπ ειτα άρχισε να γα γαβγίζει. Α υτό υτό έγινε». «Α υτό. υτό... ..» » Ο Κ άφε άφ εριβρήκε ρι βρήκε ψι ψ ιλά σ τις τσ έπ ες του κ α ι πλήρω σε τον τον καπνό. κα πνό. Κ άτω άτω από απ ό κα κανονικές σ υνθήκε υνθήκ ες θα χα χαμογελού ογελούσ σ ε, αλλά η ασπι ασ πιρίνη δεν δεν τον εί είχε πιά πιάσ ει ακόμ κό μα. «Α υτό υτό σ κεφτ κεφ τόμ ουν ου ν κ ι εγώ ». Τ ώ ρα ήξερε τιτον προ προβλη βλημ μ άτιζε.
Η Μ πενεντ νεντί ίκτε βρισ κότ κό ταν σε ένα δω μ άτιο, το άδειο δω μ άτιο σ τον πρώ το όροφο, όροφ ο, το το δω μ άτι άτιό - το αναγνώ ναγνώ ρισε απ από τις κουρτ υρ τίνες νες, το λαμ λα μ πατέρ κα κα ι τη μ υρω υρω διά τη τη ς καινούρι νού ριας μ οκέ οκ έτας. Η καρδιά τη της χτυ χτυπούσ ε τόσο όσ ο δυνατ δυνατά που που πίσ τευε ό τι θα πετα πετα γότα γότα ν έξ έξω από απ ό το το στήθος της. «Χ αλ;» αλ;» ν
ρα
ε κα νε ς
κεί
ξω ;
«Χ αλ;» αλ;» Κ ανεί ανείς δεν δεν απάντ πά ντη ησ ε. Π ροσπά ροσ πάθησ θησε ε να σ ηκω θεί θεί, αλλά το δω μάτιο τη ς έδω σ ε τη ν αίσθηση σθησ η ό τι τα ρακο ρα κουνήθη υνήθηκε κε,, με αποτέ οτέλεσ λεσ μ α να πέσε πέσει με το πρόσω πο σ το πά π ά τω μ α, χτυπώ χτυπώ ντα ντα ς τα υτόχ υτόχρονα ρονα τον τον ώ μο και κα ι γδέρ γδέρνοντ νοντα ας το μ άγουλό γουλό της. Γ ια μερικές σ τιγμέ γμές έμει έμεινε ξαπλω ξαπλω μένη, βαριανασ νασ αίνοντα νοντας, με το κεφά εφ άλιτη ς να γυρί γυρίζει. «Χ αααλ! αααλ! Χ αλ, αλ, που π ου να πάρε πάρει, Χ α λ». Γ ευόταν υόταν το αίμ α στ σ το σ τόμα όμ α της της.. «Χ Α Λ !» Π ροσπάθησε ροσπάθησ ε να συρθε συρθεί προς προς τη ν πόρ πόρτ τα κα κ α ι κατάλαβε λα βε πω ς κ ά τι τη ν εμ εμ πόδι πό διζε. Κ οίτα ξε πίσω τη ς κα ι με βαρι βα ριά κα καρδιά είδε ό τι σ τον ασ αστράγαλό γαλό της της βρισ κότ κόταν περασ μένη η μία άκρ άκρη η μιας χειροπ ροπέδης δης, ενώ η δεύτε δεύτερ ρη ήταν τυλιγμέ γμένη γύρω ύρω από ένα καλορι καλοριφ έρ. ρο δε ; ά ς μ ε στ
σ
ί
.
ν
ο
ν ε ιρ ιρ ε ύ τ
.
ά
ς
μ
ε
ο
σ
ί
.
ή
η
ν ή
Κ αι ξαφν αφ νικά, νιώ θοντ θο ντα α ς τον εμ εμ ετό να ανε α νεβ βαίνει νει στον λαιμό της, κατάλαβε τι είχε συμβεί. σκέ σ κέφ φ τηκε, κε, εν ενώ το στομάχι της ανακατεύτηκε, Ο ασ τυνομ νομ ικός που τη ς είχε πει πει ο Τ ζος που ούρλι ύρλιαζε ό τι ο Κ αλικάντ κά ντζ ζαρος είχε α νεβε νεβείσ το παράθυρ ράθυρό ό του. του . «Τ ζος;» ος;» Π ροσπάθησ ροσπάθησε ε να συρθε συ ρθεί ί προς τη ν πόρτα, πόρτα, τραβ ρα β ώ ντα ντας τις χειροπέδ ροπέδες. «Τ Ζ Ο Σ ! Θ εέ μου, Τ ζος! ος! Χ αλ!» Π ροσπάθησε ροσπάθησ ε να απελε απελευθε υθερώ ρώ σ ει το πόδι της, ης, κουνώ κο υνώ ντα ντα ς το, τραβώ ρα βώ ντας το, σ πρώ πρ ώ χνοντ χνοντα ας το καλο κ αλορι ριφ έρ με το ελεύθε λεύθερο ρο πόδι της. ης. «Τ ζος!» ος!» Κ αι τότε, ότα ν κατάλαβε λα βε ότ ό τι δεν δεν μπο μπορο ρούσ ύσε ε να απελε πελευθε υθερω ρω θεί θεί, όλη η λογι λογική εξαφ ξαφ ανίσ τηκε απ από μέσα της της κ ι άρχισε να πηδά πη δάε ει, ρίχνοντα χνοντας όλο τη ς το βάρο βά ρος ς προς ρος τη ν κατ κα τεύθυνσ θυνση η τη ς πόρτ πόρτα ας, πέφ τοντα ντας με τις γροθ ροθιές στο στο πάτ πά τω μα. μα . «Τ Ζ Ο Σ !» γ ο ύ ρ
α
υ
ε ίδ ίδ α
...
,
ι
ν
λ ά
ε ι
ν α
ε
ε
έ
μ
ο
υ
,
ς .
,
ό
ή μ
ν ε ...
Μ ε τη ν είσ οδο οδο τη ς νέας νέας χιλιετίας, ότα ν τα πάντα ντα πήραν ένα ένα νέο, φ ρέσ ρέσκο όνομ όνομ α κ α ι κανε κα νεί ίς δεν δεν πήγε πήγε για ύπνο ύπ νο νιώ θοντ θο ντα α ς ασφ ασ φ αλής αλής πω ς θα εί είχε τη δουλει δουλειά το του και κα ι τη ν επόμ επόμε ενη μέρα, μέρα, το το Τ μ ήμα ήμ α Α νθρω νθρω ποκτ ποκτονι ονιώ ν τη ς Α Μ ΙΤ πλέον βρισ κότα κόταν στη στη δικαι κα ιοδοσί οδοσ ία μιας νέα νέα ς υπηρε υπη ρεσ σ ίας: ας: ή τα ν πλέ πλέον κο κομ μ ά τι τη ς Ο μάδας Δ ιερεύνησ ρεύνηση ης Ε ιδεχθώ δεχθώ ν Ε γκλημ γκλη μ άτω ν, ενώ τη ν ανώ τα τη θέσ θέση σ την ιεραρχί ραρχία κατ κα τείχε ο Α ναπληρω τής Β οηθός οηθός Ε πίτροπος οπ ος τη ς Σ κότ κό τλαντ λα ντ Γ ιαρντ αρντ και κα ι κάθε βδομά βδομ άδα η Σ ούνες νες πήγαι πή γαινε μέ μέχριτ ρι τη Β ικτόρ κτόρι ια για να σ υναντ υνα ντη η θείμ θεί μ αζί του. «Π ροσευχές» αποκαλούσ ε τις σ υναντ υνα ντή ήσεις, εξαιτίας της βλοσ λοσ υρή υρής έκφ ρασ ης που έπαι έπαιρναν ναν οι ο ι προϊστάμ ενοι, θυμ θυμ ίζοντα ντας ιερείς. Κ αικά αι κάθε θε βδομά βδομ άδα επέ επέσ σ τρεφ ρεφ ε εκνευρι κνευρισμ ένη σ το Σ ράιβμουρ. βμ ουρ. Σ ήμε ήμ ερα εμ φ ανίσ τηκε μερι μερικά λεπτ λεπτά ά αφ α φ ότου ότου ο Κ άφε άφ ερι επέσ πέσ τρεψ ρεψ ε από το το Ν τόνεγκα νεγκαλ λ Κ ρέσ ρέσεντ. ντ. Ε πέσ τρεψ ε κρα κρ α τώ ντα ντα ς μια στ σ τοίβ οίβα δελτ δελτί ία, το κινητό νητό τη ς κ ι έναν καφ καφ έ, απορί πορίας άξιο πώ ς μ πορούσ πορούσε ε να τα τα κρα κρα τήσ ει
όλα αυτά. υτά. Τ α άφ ησε στ στο γραφε αφ είο τη ς κ ι άρχισε να γκρι γκρινιάζει, όταν παρα αρ ατήρησ ρη σ ε το ν τρόπ ρόπο με τον οποί οπ οίο ο τη ν κ οίταζ ταζε ο Κ άφε άφ ερι, έχοντα χοντας γείρει ρει πίσω σ την καρέ κα ρέκλα κλα του του,, με τα χέρια στ σ ταυρω υρω μ ένα πάνω πάνω στο στήθος, ήθος, περιμ ένοντά νοντάς τη να τελειώ σ ει, ώ σ τε να κατ κα τα φ έρει να τη της μιλήσε λήσ ει. «Ω χ», βόγκηξε όγκη ξε,, βλέποντ λέποντα ας τη ν έκφ έκφρα ρασ σή του του,, «τι σ υμ βαίνει νει πάλι;» «Ε ίσ αι ελεύθε λεύθερη ρη απόψ απόψ ε;» «Ε μ ...» ..» Έ βγαλε γαλε το το σ ακάκι κά κι τη ς κ ι έβαλε βα λε το το κινητ νητό τη ς να φ ορτί ορτίσει. «Α ς σ κεφ κεφ τώ . Φ αντάζ αντάζομ ομαι αιότι ότιδεν έχεισ χεισημ ημασ ασί ία, καθώ κα θώ ς το βλέμ βλέμ μ α σου σ ου μου λέε λέει πω ς δεν δεν θα εί είμ α ιελεύθε λεύθερη ρη απόψ πό ψ ε». «Σ ω σ τά κα κ ατάλαβε λαβες ς», είπε γνέφ νέφ οντα οντας κατ κα ταφ ατικά. κά . «Ε ίχα σχ σ χεδιάσε άσ ει να πάω με τη ν Π ολίνα στο στο πανηγ π ανηγύρι ύρι του Μ πλάκχι πλάκχιθ». «Θ α έρθε έρθει ις σ το Ν τόνεγκα όνεγκαλ λ Κ ρέσε ρέσεντ ντ μ αζί μου; Δ εν θέλω να σου σ ου χαλάσ αλάσω τα σχ σ χέδια, αλλά πισ τεύω πω ς έχουμε χουμ ε κ ά τι σ ημ αντι ντικό». κό ». « Α χ. » Τ ου έριξε μια πλάγ πλά για ματ μ ατι ιά, καθώ ς το σκεφ σ κεφτ τότα όταν, πλατ πλα ταγίζοντα οντας τη γλώ σ σ α τη ς κα ι ξύνοντα ξύνοντας το κεφ κεφ άλι. Έ π ειτα από λίγο ανασ νασ τέναξε ναξε κ α ιίσ ιω σ ε το πα ντελό ντελόνι νιτης. «Μ ε βλέ βλέπεις πώ ς είμαι, πά ντο ντοτε επαγ πα γγελμ γελμα α τίας στη στη σ υμπε υμ περι ριφ ορά μ ου. Δ ώ σ ε μ ου δύο λεπτ λεπτά ά να τη τηλεφ λεφ ω νήσω νήσω σ την Π ολίνα κ ιεπισ τρέφ ρέφ ω ».
Η Μ πενεντ νεντί ίκτε ξάπλω σε εξαντλημ αντλημέ ένη, τρέ τρέμ μ οντας οντας,, ανήμπορη νήμπ ορη να πισ πισ τέψ ει ό τι ζούσε ούσ ε αυτόν αυτόν το το ν εφ εφ ιάλτη. άλτη. Τ α δάκρυα δάκ ρυα έτρεχαν ρεχαν στ στο πρόσω πρόσ ω πό τη ς και κα ι μ ούσκε ούσ κευα υαν ν τα μαλλι μαλλιά της της.. Ε ίχε κάνε κά νει ι τέτοια οια προσ προσπά πάθε θει ια για να απελε πελευθε υθερω ρω θεί θεί, που που είχε κ όψ ει το χέρι της, ης, πέφτ πέφ τοντα οντας σ το πάτ πά τω μ α, κ α ι το αίμ α τη τη ς βρισ κότα κόταν τώ ρα παντ πα ντού ού σ το κα καλορι λοριφ έρ, σ τους τοίχου χους, σ το χαλί. «Τ ζος;» ος;» πρόφε πρόφ ερε μέσα από απ ό το το υς λυγμούς λυγμούς της. ης. «Χ αλ;» Α πό το το μυαλό υαλό τη τη ς πέρασ πέρασ αν ασ ασ τραπι ρα πιαία ένα σω σ ω ρό απαί πα ίσ ιες σ κέψ κέψ εις. Ο Τ ζος
ή τα ν ήδη νεκρό νεκρός ς, μ αζεμ ένος σ αν μπά μ πάλα λα πάνω πάνω σ τα κλαδι κλα διά ενός ενός δέντ δέντρου, ρου, δολοφ δολοφ ονημ ονημένος από εκείνο το πλάσ πλάσμ μ α τη τη ς φ αντα αντασ ίας του, ου , τον Κ αλικάντζ κάντζαρο. αρο. «Σ τα μ ά τα », μουρμ ουρμούρι ούρισε, κα κ α λύπ λύπτοντα ντα ς τα μάτι άτια με τη ν παλάμη παλάμ η της της.. «Δ εν υπάρχειο χειο Κ αλικάν κά ντζαρος... ρος... Σ ύνελθε ύνελθε». ». λ λ ά μ
ρ
ς νή
κ α ρτ
ρ ε ;
,
α η
μ μ
ι ρ
σ το νή
σ
; α
ν έ
ρε
ή ε να
ς
ν ο ιχ τ ή ν
νο χτ
.
Α πό το το χρώ μα του του φ ω τός που έπεφ πεφ τε πάνω σ τις κουρτίνες από τις λάμ λά μ πες του δρόμ δρόμου κ α ι τη ν ησ ησ υχία, η Μ πενεντ νεντί ίκτε κατάλαβε λα βε πω π ω ς είχε βραδι βρα διάσε άσ ει. Π αρόλο αρόλο που πο υ της φ αινότα νόταν πω ς είχαν περ περάσ ει μονάχα ονάχα μερι μερικά λεπτά λεπτά από τό τε που που ανέκτησε νέκτησ ε τις αισθήσ θήσεις της, είχε περάσ ει όλη τη μέρα αλυ α λυσ σοδεμ δεμ ένη σ το δω μ άτιο. Κ αι αφ ού είχε φ τά σ ει το βράδυ και κα ι ο Χ αλ δεν δεν είχε εμ φ ανισ τεί για να τη σ ώ σει, τό τε αυτό σ ήμαινε ό τι κ ά τον τον είχε εμποδίσει. Ξ άπλω σε σ την πλάτη πλάτη τη ς κ ι έχω σ ε το χέριτη ριτη ς μέσα στ σ το παντε ντελόνι και κα ι τα εσ ώ ρουχ ρουχά ά της, ης, αλλά αλλά ευτυχώ υτυχώ ς δεν δεν αισθάν σθά νθηκε τη τη ν υγρασ υγρασί ία σ πέρμ πέρμα ατος. ος. Έ σ φ ιξε τους μηρούς ρούς της, ης, αλλά δεν δεν ένιω σ ε πόνο πό νο από από μελαν μελανι ιές. Η σ άρκα τη τη ς γύρω από τις μασ μασχάλες άλες, ω σ τόσο όσ ο, πονούσ πονούσε ε. Κ άποιος τη ν είχε σύρ σύρε ει μέχριε χριεκεί, τη ν είχε ανεβάσ νεβά σ ει από τις σκάλε κάλες ς. ό χε Κ αι θυμή θυμήθ θηκε τους ου ς ώ μους μο υς τη ς να χτυπάνε στο στο πάτ πά τω μ α ι
ο
κ ά ν ει κ α ι
λ;
ι σο υ
ν
σ υ ν έβ η ;
λ Π
;
«Χ αλ;» Γ ύρισε σ το πάτ πά τω μ α κ α ι σ χημ άτισ ε με τα χέρια τη ς ένα χω νί. «Χ αλ; Τ ζος; ος; Μ ε ακούτ κούτε ε;» Σ ιω πή. Π ίεσ ε το αφ τί τη ς πάνω πάνω σ το χαλί, προσ πρ οσπα παθώ θώ ντα ντας να ακ α κούσ ού σ ει το παιδί τη ς από τον τον κάτω κάτω όροφο. όροφο. Θ υμήθηκε πω ς προσπαθούσε να αισθανθε θανθεί ί τις κινήσ νή σ εις του, ότα ν εκ εκείνος νος βρισ κόταν ακ ακόμ η σ την κοι κοιλιά της της - ακόμ κό μ η κ α ιη παρα παραμ μικρή κίνηση νησ η τη ς ή τα ν αρκετ αρκετή ή. «ΤΖ Ο Σ;» Σ;» Σ ιω πή.
- η σι σ ιω πή ή τα ν η μόνη απάντη πάντησ η που έπαιρνε ρνε. Σ κούπ ούπ ισ ε τα μ άτια της της.. «Τ ζος!» ος!» Η φ ω νή τη τη ς έβγαινε άψ υχη. Θ ύμι ύμ ιζε εγκατ κα ταλει αλειμ μ ένο παι πα ιδίπου καλούσ κα λούσε ε το υς γονεί ονείς του. «Τ Ζ Ο Σ ; Χ Α Λ ;» ,
έ
Ο Κ άφε άφ ερι έσ τριψ ε σ το σ τενό του Ν τόνεγκαλ όνεγκαλ Κ ρέσε ρέσεν ντ και κα ι ξαφν αφ νικά φ ρέν ρέναρε. αρε. Κ ατέ ατέβασ βα σ ε το τζ τζά μ ιστ ισ το παρά παράθυρο θυρο καικ κα ικοί οίτα ξε έξω . « Τ ιή τα ν αυτ αυτό;» « Τ ιή τα ν ;» «Δ εν άκ άκουσ ου σ ες κάτ κά τι;» Η Σ ούνε ού νες ς κατ κα τέβ α σ ε το τζ τζά μ ι σ το παράθυρο παράθυρο του του σ υνοδηγού υνοδηγού κι έβγαλε έβγαλε έξω έξω το κεφά εφ άλιτης. Ε ίχε σ κοτεινιάσ ει, αλλά τα παιδιά έπα έπαιζαν ζαν ακόμ κόμη με τα ποδήλ πο δήλα ατά το το υς κάτ κά τω από τι τις λάμπε λάμ πες ς του δρόμου. « Τ ι άκουσες;» Ε κεί κείνος κούνησε κούνησ ε το κεφ κεφ άλι του. «Δ εν είμαι μα ι σίγουρο ουρος ς». Α φ ουγκράσ ουγκράστ τηκε ξανά. ανά. Α λλά τώ ρα, το μόνο μόνο που μ πορούσε να α κούσ ει ή τα ν η μ ουσ ουσ ική που έβγαινε από ένα ανοι α νοιχτό παρά πα ράθυρο, θυρο, οι φ ω νές νές τω ν πα π α ιδιώ ν κα κα ιο ήχος ή χος από τα τριζόνια σ το πάρκο πάρκο.. Η
ντ
α
σ
υ
ι
ρει
.
«Τ ζακ;» «Μ άλλον άλλον το φ αντάσ αντάστ τηκα». ηκ α». Α νέβασε το τζά μ ιστ ισ το παράθυρο. παράθυρο. «Δ εν ή τα ν τί τίποτα οτα ». Σ τάθμε θμ ευσε υσ ε τη ν παλι παλιά Τ ζά γκουα γκο υαρ ρ δίπλα σε σ ε έναν κάδο κάδο σ κουπι κο υπιδιώ ν, έσ κυψ κυψ ε για να ανοί α νοίξει το ντο ντο υλα υλα πά κι μ προστ προ στά ά από απ ό τη Σ ούνε ούνες ς κ ι έβγαλε από μέσα έναν έναν φακό. φακό. «Σ ε περί περίπτω πτω σ η που πο υ δεν δεν έχει ρεύμα». «Έ πρεπε να είχες χες γίνειπεζονα εζοναύτης, ύτης, φ ιλαρά λαράκο κο». ». Τ α σ πίτια σ το Ν τόνε όνεγκα γκαλ Κ ρέσ ρέσεντ έδει δειχναν ναν βυθι βυθισμ ένα σε σ ε λήθαργο - οικουρτ υρ τίνες νες ή τα ν τρα τραβ βηγμ ένες νες, τα παρά πα ράθυρα θυρα κλεισ τά, λες λες κα ι μέσα στη στη ζεσ τή νύχτ νύχτα, ο ι ένοικοι προσ προ σ παθούσ πα θούσα αν να μην μην αφ ήσουν ήσ ουν την αλήθε λήθει ια να μ πει σ τα σ πίτια τους ου ς, προ πρ οσ ποιού οιούμ μ ενο ενοι ό τι δεν δεν εί είχαν δει
τίποτα . Η μ ονοκ νοκατοικία νούμ νού μ ερο τριάντα ντα ή τα ν διαφ ορε ορετική από τις άλλες άλλες. Δ εν ή τα ν η μπλε κα ι λευκή ασ τυνομ υνομ ική ταινία που πο υ απέκλειε το σ πίτι, ούτε το ζευγάρι ευγάρι που σ τεκότ εκό τα ν αγκα αγκαζ ζέ μπ μ προσ ρο στά του του,, κοι κο ιτά ζοντά ντά ς το σ αν τουρί υρ ίσ τες μ προσ πρ οστ τά στ σ το μνημε νημ είο του Ά γνω στου Σ τρατ ρα τιώ τη , που το έκαναν κα ναν να ξεχω ρίζει. Η ουσ ία ή τα ν πω ς τα υπό υπ όλοι λο ιπ α υπ υπογρά ογράμ μ ιζαν αυτ αυ τό που είχε σ τ’ αλήθει λήθεια σ υμ βεί σ το μέρος αυτό. Η Υ πηρεσ ία Ιδι Ιδιόκ τη τη ς Κ ατοικίας είχε καθαρί θαρίσ ει το μέρος ρος και είχε εγκατ γκα τασ τήσ εινέ ει νέα α κλει λειδαρι δαριά σ την πόρ πόρτα -ο - ο Δ ήμος θα φρό φ ρόντ ντι ιζε να υπ υ ποχρεώ σ ει τη ν ασ α σ φ αλιστική εταιρεί ρεία τω ν Π ιτς να πληρώ πλη ρώ σ ει για τις ζημιές, αν φυ φ υσ ικά είχαν χαν ασ α σ φ ά λεια - αλλά οι Π ιτς δεν δεν είχαν χαν επισ πισ τρέψ ει σ το σ πίτι, ούτε καν κα ν γι για να μ αζέψ ουν τα τα υπά υπ άρχοντά χοντά τους, ους, κα ι τώ ρα τα παι πα ιδιά είχαν ψ εκάσ κά σ ειμε ει με μπο μ πογι γιά τους του ς τοίχους οίχους.. Α ριστερά τη ς πόρτας πόρτας,, πάνω πάνω από το το μοβ ανώ φ λι, είχαν γράψ ρά ψ ει με σ πρέι τις λέξεις Ο Ι Ι Υ ΑΛΙ ΑΝ ΑΡ . Ό τα ν η Σ ούνες είδε τις λέξε λέξει ις, άρχισε να χτυπά χτυπ ά ειτα ειτα πόδια τη ς στο έδαφος δαφ ος,, σαν να κρύ κ ρύω ω σ ε ξαφ ξαφν νικά. «Τ ι σ υμβ υμ βαίνει νει;» «Τ ίποτα ». Έ τριψ ε τη μύτη ύτη της. ης. «Ε ίμ αι μια χαρά». «Έ τοιμ η;» «Φ υσι υσ ικά. κά . Π άντα ντα είμ αι έτοιμ η». Ο Κ άφε άφ ερι έσπασ πα σ ε τη σφ ραγίδα και κα ι χρησ ρησ ιμ οποί οποίησ ε το κλειδί που του είχε δώ σ ει η αρχιφ ύλακ ύλα κας Κ ουί ουίν. Κ ανεί ανείς τους δεν δεν μίλησε λησε. Ο διάδρομ δρομο ος ή τα ν σ κοτεινός. Α ριστερά το τους, υς, σ το κα καθισ τικό, το χλω μό φ ω ς από τις λάμ λά μ πες το υ δρόμ δρόμου έμ παι πα ινε μέ μέσα από μια σχ σ χισμ άδα στις κουρ κο υρτ τίνες νες κ α ι σ χημά χημ άτιζε μια λεπτή λεπτή γραμμ ραμ μή πάν πά νω σ τον καναπ κα ναπέ έ. Ο Κ άφε άφ ερι προσ προσ πάθησ πά θησε ε με τη ν αφή να βρει βρει τον δι διακόπτ κόπ τη για το το φ ω ς, αλλά αλλά η λάμπα λάμ πα δεν δεν άναψ ε. Δ εν υπήρχ υπή ρχε ε ρεύμα ρεύμα κα κ α ιαπό ια πό κάπ κ άπου ου μέσα μέσα στο στο σ πίτι άκουσ ου σ αν τον ήχ ήχο από τον με μ ετρητ ρη τή του ηλεκτρι λεκτρισ μ ού, ού, δεί δείγμα ότι το ρεύμα ύμ α είχε προσ ροσω ρινά κο κοπεί. «Σ ου το είπα». πα ».
«Π ράγ ρά γματ μα τι». Έ σ τρεψ ε τον φα φ ακό σ τον διάδρομο, άδρομ ο, φ ω τίζοντα οντας με τη δέσ δέσμη το υ τις σκάλες και τους τοίχους. ί σ υ η . Ο σ βέρκος το υ ξαφν αφ νικά ανατρί νατρίχιασε ασ ε, λες λες κ α ι τον χτύπ χτύπη η σ ε μι μια πα παγω μ ένη ριπή αέρα κα κ αι προσ ροσπάθησ θησε να αντι ντισ ταθείσ την ιδέα δέα να φ ω τίσ ειτο καθι κα θισ τικό, κό , για να ελέγξε λέγξει ι αν κά ποιος το υς παρακ ρα κολου ολουθο θούσ ύσε ε. Ο διάδρομ άδρομος ος ή τα ν μι μικρός, κρός, οι τοίχοι βαμμέ βαμ μέν νοι με ψ υχρά υχρά χρώ χρώ ματ μα τα και κα ι διακοσμη ακοσ μημέ μέν νοι με δύο πίνακ νακες που απ εικόνιζα ν θα θαλασ λασσινά τοπί οπ ία . Κ αι ο ι δύο έγε έγερναν. Μ ε τη ν άκρη του μ ατιού του, του, έπιασ ε το πρόσ πρ όσω ω πό του να καθρεφ κα θρεφτ τίζεται σ το γυαλί γυαλί τη ς κορνί κορνίζας, καθώ ς κινήθη νήθηκε στ σ τον διάδρομο άδρομο προς προς την κουζ κουζί ίνα, με τον φακό φακό να φ ω τίζειτο ιτον χώ χώ ρο μ προσ προστ τά του του.. Ο μ ετρητ ρη τής βρι βρισ κότ κόταν δίπλα σ τον φούρν φ ούρνο. ο. Έ βγαλε βγα λε τη τη ν ασφ ασ φ άλει άλεια, τη ν έβαλε ξανά ξανά μέ μ έσα και κα ι ξαφ νικά το σ πίτι ξαναζ ξανα ζω ντά ντάνεψ νεψ ε. Τ ο ψ υγεί υγείο άρχισε να λειτουργε υρ γεί ί ξανά, ανά, το φ ω ς σ τον διάδρομο άδρομ ο άναψ ναψ ε κα ιη Σ ούνε ού νες ς εμ φ ανίσ τηκε στη στην πόρτα πόρτα παρα πα ραπα πατ τώ ντα ντας. Έ μ εινε να παρα πα ρατ τηρεί ρεί την κιτρινόλευκ νόλευκη η κο κουζίνα, να, με τη ν τοστ οσ τιέρα πάνω πά νω σ τον πάγκο πά γκο κα κ α ι το ανοιχτό χτό πακ πα κέτο τω ν δη δημ ητριακώ ν μέσ μέσα στ σ το ψ υγεί υγείο. Σ ε κάθε κάθε επιφ άνει άνεια μ πορούσ πορούσε ε να δειτ δειτη η σ κόνη α ποτυπω υπ ω μ ά τω ν που είχε αφ ήσ ει η Σήμ Σ ήμανση ανση - σ το ψ υγε υγείο, στ σ την πόρτα, πόρτα, σ το παράθυρο. παράθυρο. Π άνω σ την ταπετσ ετσ αρία είδε τα μοβ σ ημάδια πο που άφ ηνε η νινυδρί νυδρίνη, νη, ενώ ίχνη νιτρικού κού αργύρου βρίσ κοντ κοντα αν στ στα ντο ντουλά υλάπια. Η μ υρω διά του του πεύκου ύκ ου,, που που έμ έμ παι πα ινε μέσα από το καλυμ κα λυμμ μ ένο με μ ε κόντ κόντρα ρα πλακ πλακέ έ σ πασμ πα σμέ ένο παράθυρο, παράθυρο, κάλ κ άλυπ υπτ τε τη μ υρω διά του αίματ μα τος. ος. Η Σ ούνε ού νες ς κα ι ο Κ άφε άφ ερι έμ ειναν σι σ ιω πηλοί πη λοί σ την κουζί κο υζίνα, σ υνοφρυω υνοφ ρυω μ ένοι, σ αν να ντρ ντρέποντα ντα ν που που βρίσ κοντ κοντα αν εκεί εκεί, καθώ ς σ κέφτ έφ τοντα ντα ν τι είχε περάσ ρά σ ει η οικογένεια Π ιτς σε αυ αυτό το σπίτι.
Η Μ πενεντ νεντίκτε έτ έτρεμ ε, εξαντλη ξαντλημ μένη από τις κραυγές γές της, κοι κο ιτά ζοντα ντα ς το δεμ δεμένο τη ς πόδι πόδι. Τ ώ ρα που πο υ είχε πάψ εινα προσ πρ οσπα παθε θεί ί
να απελε α πελευθ υθε ερω θεί θεί, τώ τώ ρα που το δω μ άτιο κα κ α ι το σ πίτι είχαν τυλι υλ ιχτεί χτεί στη στη σ ιω πή, πή , μ πορούσε πορούσ ε να ακ α κ ούσ ού σ ει έναν νέο ήχ ή χο. Έ ναν κοφτ κοφ τό, βραχν βραχνό ήχο, τον οπ οποίο δεν δεν είχε προσ έξει ξει μέσα στ σ τον πα πανικό της. Ε ρχότ ρχόταν από από τη ν ντ ντουλάπ ουλ άπα. α... .. έ μ ο υ , σ κέφτ έφ τηκε ανατ νατριχιάζοντα οντας, τ ι τ ο . . . ; Μ πουσ πουσούλ ούλη ησ ε μπροσ μπ ροστ τά, όσο όσ ο τη τη ς επέτρεπ ρεπε η αλυσί α λυσίδα, κι κ ι έπειτα έπ εσ ε μπρο μπ ρούμ ύμυτ υτα α κα κ α ι σύρθηκε σαν φίδι, όσο όσ ο πι πιο ήσ ή σ υχα υχα μπορούσ μπ ορούσε ε, ακούγοντ ύγοντα α ς το ν ήχ ήχο που πο υ έκανε κα νε το παντ πα ντε ελόνι λόνι τη ς καθώ ς τριβόταν πάνω πάνω σ το χαλί χαλί, μέχρι που που μ πορο πορούσ ύσε ε να αγγίξει ξει με τα ακρ α κροδά οδάχτ χτυλά υλά τη ς τη ν πόρτ πόρτα α τη τη ς ντου ντουλά λάπα πας ς. Έ ξυσε ξυσ ε τη ν πόρτ πό ρτα α με τα νύχια, μέχρι που άνοιξε διάπλατα. «Ω ...» Κ άτι άτι βρισκόταν σκόταν μέσα μέσα στ σ την ντουλάπα. Μ ια μαζε μαζεμέν μένη σ ιλουέ λουέτ τα στ σ το βάθος. βάθος. Η Μ πενεντ νεντί ίκτε κτε αναπ αναπήδη ήδησε σε κ α ι σ ύρθηκε μέ μ έχρι το καλοριφέρ. « ;» Μ έσα στ σ την ντου ντουλά λάπα πα,, η σ κοτ κοτεινή φ ιγούρα κινήθη κινήθηκε κε.. «
υμ
;»
Το γέ γέρικο λαμπρα λαμ πραντ ντόρ όρ σηκώ ση κώ θηκε θη κε στα στα πόδι π όδια του του,, βαρι βα ριανασα νασ αίνοντα οντας με δυσκο δυσ κολί λία κα ι ξύνοντ ξύνοντα α ς τη ν ντ ντουλά ου λάπ πα με τα τα νύχι νύχια. Β γήκε ήκ ε από απ ό το το έπιπλο κλα κ λαψ ψ ουρί ουρίζοντα οντας κα ι προσ προσπ παθώ ντα ντας να μη ρίξει το βάρος βά ρος πάνω πάνω σ το δεξί δεξί μ προστ προστι ινό πόδι π όδι. Η Μ πενεντ νεντί ίκτε κτε πρόσ πρόσε εξε αμέ αμ έσ ω ς ό τι το πόδι πό δι κ ουνιότα ν σαν σαν εκκ εκκρε ρεμ μ ές πάνω πάνω από απ ό το γόνατ γόνα το. Τ ο λαμ λαμ πραντ ρα ντόρ όρ διέσ χισε κουτσα υτσ α ίνοντ νοντα ς το δω μ άτιο κ ι έπεσε πεσε με έναν αναστ νασ τεναγμό ναγμ ό πάνω πάνω της. ης. , α υ, ι σο υ κ α ν ε; Ά γγιξε τη γούνα γού να του του σ κύλο κύ λου, υ, χαϊ χαϊδεύοντ δεύοντας τα γέρι γέρικα πόδι πό δια το του, μέχρι που που βρήκε βρή κε ένα υγρό υγρό σημ σ ημε είο, μαλακό αλα κό και κα ι ζεσ τό. Τ ο κόκα κόκα λο είχε ραγίσει σει, τρύ τρύπ πη σ ε το δέρμ δέρμα α και κα ι είχε μπ μπει ξανά μέ μέσα στ σ τη σάρκα ρκα - όταν άγγι γγιξε το σ ημε ημ είο, η Σ τρουμ ρο υμφ φ ίτα κλα κλαψ ψ ούρι ούρισ ε κ α ι προσ πρ οσπά πάθη θησ σε να τραβηχτεί. Ο
μ
ρ δ
ς
σ
σ ε
ο
δ ι
η ς.
Ό ποιος κ ι αν έκ έκανε κ ά τι τέτο έτοιο σε ένα γέρικο ζω ντα ντα νό σ αν τη
Σ τρουμ ρο υμφ φ ίτα, σ ίγουρα γουρα δεν δεν θα εί είχε ανασ νασ τολέ ολές για να κά κ ά νεικ νει κακό σ τον Τ ζος. ος. «Α χ, Σ τρουμφ ρουμ φ ίτα μου». Α κούμπη κούμ πησ σ ε το πρόσω πρόσ ω πό τη ς στη στη γούνα το του ζώ ου κα ι μύρισε τη γλυκερή λυκερή σ κυλίσια μ υρω διά της της,, ανακα νακ ατεμ ένη μ ’ εκεί κείνη τω ν φύλλω φ ύλλω ν κ α ι του γρασ γρασ ιδιού. « Τ ι μας σ υμβα υμ βαί ίνει νει, Σ τρου ρο υμ φ ίτα μου, τι μας σ υμβ υμ βαίνει νει;» Η Σ τρουμ ρο υμφ φ ίτα σ ή κω σ ε το κεφ κεφ άλιτ άλι της, ης, προσπα προσ παθώ θώ ντας να γλεί λείψ ει τα δάκρυα από α πό το πρόσω πο τη ς Μ πενεντ νεντίκτε, κ ι αυτή η μικρή επίδει δειξη πίσ της και αφ οσί οσ ίω σ ης, ης, τη ς έδω σ ε ξαφ ξαφνι νικά κουρ κουράγι άγιο. «Ε ντά ντάξει ξει, λοιπόν». όν». Π ήρε ήρε βαθι βαθιά ανάσ ανάσα α, με τα δόντι δόντια της της να χτυπ χτυπο ούν ανεξέ ανεξέλε λεγκτ γκτα α, κ α ι όρθω όρθω σ ε το κορμ κο ρμί ίτη ς σε καθι κα θισ τή θέσ θέση στο πάτω πάτω μα. μα . «Ε ντάξε άξει, Σ τρουμφ ίτα μου. Θ α προσπαθ προσπαθήσω ήσω να σκοτώ σκοτώ σω α υτόν υτόν τον γαμιόλη». όλη». Χ άιδεψ δεψ ε το κεφ κεφ άλι του σ κυλιού. «Ν α εί είσ αι σ ίγουρη» γουρη».. Σ ήκω ήκ ω σ ε α πότομ πότομα α το το γόνατό όνατό της, ης, προσπαθώ προσ παθώ ντας να δει δει αν θα θα μ πορούσε πορούσ ε να τρα τραβή βήξ ξει αρκε αρκ ετά δυνατ δυνατά, ά, ώ σ τε να σ πάσ πά σ ει τη χάλκινη σ ω λήνω σ η το υ καλοριφ έρ. Α λλά λλά ο ασ α σ τράγ ρά γαλός τη ς είχε ήδη μ ατώ σ ει - κ α ι ή τα ν πρη πρη σ μ ένος νος- κ ι έτσ ι κάθι κά θισε οκλαδόν οκλα δόν κα κα ι περιεργάσ ργάσ τηκε τις χειροπ ρο πέδες έδες. Τ έσ σ ερις βίδες δες, σ το μ έγεθο έγεθος ς τη ς κεφ αλής σ πίρτου, τις κρατ ρα τούσ ού σ αν ενω ενω μ ένες νες. Α νακάθι νακάθισε με αποφ ασ ισ τικ ότη τα κι κ ι έβγαλε την μ πλούζα λούζα το του Χ αλ. Έ λυσ λυ σ ε το σ ουτ ου τιέν της της,, το έφ ερε σ τα χεί χείλη τη ς κι άρχι άρχισε να μ ασάε ασ άει ι το ύφασ ύφ ασμα μα,, μέχ μέχριπο ρι που υ ξεπρόβαλε πρόβα λε το σ ύρμα από α πό το το εσ ω τερικό του. ου . ν α
ό
σ
ο
ι
ά
λ
ό
ρ ό
ς
α
α
ν α
σ κ
σ ε ι
ο
κ ά
ρ μ
,
ε ν
ε
ν δ ι
ρ ε ι
ι.
Έ βγαλε βγα λε το το λεπτ λεπτό ό σ ύρμα ύρμ α κα κ α ι χρησι χρησ ιμ οποί οποίησ ε τα δόντι δόντια τη τη ς για να αφ αιρέσειτο πλα πλασ τικό προσ τατευτικό από τις άκρες του. Έ πειτα , με τη μ υτε υτερή του άκρη, άκρη, προσ πρ οσπά πάθη θησ σ ε να στ σ τρίψ ει τις βίδες δες. Α λλά το σ ύρμ ύρμα λύγι λύγισε κ α ι χάλασ χάλα σ ε τις κεφα κεφ αλές τους ους. «Σ κα τά, που να πάρε πάρει ι. Μ ην τα παρατ πα ρατάς άς τώ ρα». ρα ». Έ σ τρεψ ρεψ ε τη ν προσοχή προσοχή τη ς σ το καλορι καλοριφ έρ, τράβ ρά βηξε τη ν πλα πλασ σ τική λαβή λαβή του κ ι άρχισε να εξετά ξετά ζει τη χάλκινη
σ ω λήνω λήνω ση, ση , όταν όταν η Σ τρουμφ ίτα, παρόλο παρόλο που ή τα ν κουφή κουφ ή εδώ και κα ι αρκετούς μήν μήνες, σ ηκώ θηκε θη κε α πότομ α κα κ α ιγρύλισ ε φοβ φ οβι ισ μένα προς προς την κατεύθυνση της πόρτας. Η Μ πενεντ νεντί ίκτε πάγ πά γω σ ε. Έ μ εινε σ το σημ σ ημε είο όπ ό που βρισκόταν, κόταν, σε σ τάση άσ η δρομέ δρομέα, α, έτοιμ ου να πε π ετα χτε χτεί εμ πρός πρό ς με το σ ήμ α τη της εκκίνησ νησης. ι σ . . . ; Α ισθάνθ θάνθη ηκε τη γλώ σσ α το του φ όβου όβου να κι κ ινεί νείται στη ραχ ρα χοκοκ οκ οκα αλιά τη ς κ α ι να διαλύει τα σ χέδιά της. ης. Κ άτι ζ ε τη σχισμάδα σμ άδα κάτ κά τω από απ ό τη τη ν πόρτα. πόρτα. **** Ισ χυρή ψ υχοτρό υχοτρό πο ς ναρκω τική ουσία, θανατηφ θανατηφ όρα σ ε μ εγάλη δόση . (Σ τΕ )
18
«Α πό πού π ού αρχ α ρχί ίζουμε ουμε;» «Α ς δούμε δούμε». ». Ο Κ άφερι άφερι ακούμπη ακούμ πησε σε τον χαρτοφ αρτοφύλακά ύλακά του πάνω πάνω σ τον πά π άγκο τη ς κουζίνας να ς κ ι έβγαλε γαλε τα γυαλι γυαλιά του του μ αζί με τις φ ω τογραφ ογρα φ ίες από τη σκηνή κηνή το του εγκλήμ γκλήματος. ος. Η ομά ομ άδα τη τη ς Κ ουί ουίν είχε σ αρώ σ ει το δω μάτιο: μεγάλα μεγάλα κομ μ άτια μελαμί λαμ ίνης είχαν ξηλω ξηλω θεί θεί, ορθογώ ορθογώ νια κομμ ομ μ άτια είχαν κο κοπεία εί από τις κουρ κουρτ τίνες νες κα ι η κάσα κά σα,, πάνω σ την οποία είχε βρεθεί βρεθεί το αίμ α το το υ Ρ όρι όρι, ή τα ν καλυμ λυμ μ ένη με αμίδιο νατρί νατρίου κα ι αυτοκ υτοκόλ όλλη λητ τα με αριθμούς. θμούς. Τ α ποτ ποτή ήρια δίπλα στ σ τον νερ νεροχύτη οχύτη είχαν ελε ελεγχ γχθε θεί ίγια α ποτυπώ μ α τα κα ι η τοστ τοστιέρα, ρα , τη ν οποί οπ οία είχαν στ σ τείλει για εξέτ εξέτασ η σ το εργαστ εργασ τήριο, είχε επισ τραφ ρα φ εί κα ι το καλώ διό τη ς ή τα ν τυ τυλιγμέν γμένο ο σ αν φί φίδι. Π ίσ τευαν υα ν πω ς η δαγκω δα γκω μ α τιά σ τον Ρόρ Ρ όρι ι έγινε σε α υτό υτό εδώ το δω μ άτιο - το τρα τραύμ ύμα α ήτ ή τα ν αρκετ αρκετό για να να προκα πρ οκαλέ λέσ σ ει σε έναν οκτ οκ τάχρονο τη τη ν αιμορρα ορραγ γία στ σ το πά π ά τω μ α. Τ ο χαρτ χαρτί ί κουζίνας νας είχε εμ ποδί πο δίσ ει το τρα τραύμ ύμα α να ξεράσ ρά σ ει άλλο άλλο αίμα. μα. Ο Κ άφε άφ ερι φ όρεσε όρεσε τα γυαλι γυα λιά του, έριξε μι μια μ ατιά σ τις φ ω τογραφ γρα φ ίες τη ς κουζίνας να ς κα ι τις έδω σ ε σ τη Σ ούνε ούνες. Π ροσπάθησε ροσπάθησ ε να φ αντα αντα σ τεί τη σκηνή - το ν Ρ όρι να παλε πα λεύει ύει, τον Ά λεκ λεκ Π ιτς δεμ δεμ ένο κι κ ι εξουθενω ξουθενω μένο, ανήμπο νήμ πορο ρο να κουνη κο υνηθε θεί ί, ή λιπόθυμ πόθυμο. ο. Ο Ά λεκ λεκ δεν δεν βρισ κόταν στ στις φ ω τογραφ ογραφ ίες, ω σ τόσο όσ ο ο Κ άφε άφ ερι μ πορούσε να δει δει το ν λεκέ λεκέ που εί είχε αφ ήσε ήσ ει στο στο σ ημείο όπου όπ ου ή τα ν δε δεμένος. νος. «Ή ταν ξαπλω μ ένος έτσ ι». Σ τάθηκ άθ ηκε ε στη στη μέση μέση τω τω ν δύο δύο δω ματί ατίω ν,
πάνω πά νω σ το διαχω ριστικό του πατ πα τώ μ ατος, ος, κ ι έδει δειξε το σ ημε ημ είο. «Σ το πάτ πά τω μ α, ανάμε νάμ εσ α σ την κ ουζ ου ζίνα κα κ α ιτο ιτο καθι κα θισ τικό, κό, ή τα ν δε δεμ ένος εδώ » -έδειξε το το καλορι λοριφ έρ στ στο κ α θισ τικό - «κ ι εδώ , σ ε αυτό το καλοριφέρ». Η Σ ούνε ού νες ς ζάρω σ ε τη μ ύτη ύτη της. ης. «Μ πας πα ς κ ι έχει χει μ είνει φ αγητό αγητό στο στο ψ υγεί γείο;» «Ε ;» Ε κείνος κοίτα ξε τριγύρω ύρω κ α ι μύρισε το ν αέρα αέρα.. «Ε μ ... .. . όχι όχι, απλώ ς νομί ομ ίζω πω ς είν είν α ι. » Η Κ άρμελ άρμελ, ο Ρόρ Ρ όρι ι κ α ι ο Ά λεκ λεκ Π ιτς είχαν όλο όλοι τους αφ οδεύσ δεύσε ει κά ποια σ τιγμή σε αυ α υτές τις τρεις ημέ ημ έρες ρες. Ό χι σ την τουα ου α λέτα λέτα, φ υσι υσ ικά. κά . Δ εν είχαν άλλη άλλη επι επιλογή. λογή. Η αρχιφ ύλακα ύλακας ς Κ ουίν ή τα ν έκπληκ κπλη κτη με τη ν ποσ πο σ ότητα ότητα ούρω ν που που είχε βγά βγάλει λει η Κ άρμελ άρμελ - είχαν φτ φ τάσε άσ ει μέχ μέχριτη ριτη μ οκέ οκ έτα του του κεφ κεφ αλόσκα αλόσ καλου. λου. «Ν ομίζω ό τι είναι να ι. ξέρει ξέρεις». ς». Η Σ ούνες έκανε μι μια γκρ γκριμ άτσ α κ ι άνοιξε το ψ υγεί γείο για να να ελέγξ λέγξε ει. Μ έσα βρίσ κοντα κονταν ένα μουχλ μ ουχλι ιασμ ασ μένο κα κ α ι καλυμ κα λυμμ μ ένο από α πό σ κόνη κόνη α π οτυπω υπ ω μ ά τω ν πλασ πλα σ τικό κ ο υ τί με μαργαρί μαργαρίνη κι κ ι ένα βάζο βάζο το τουρσ υρ σ ίστο ράφι ράφ ι τη ς πόρτ πόρτας. ας. Δ εν υπή υπήρχε τίποτε άλλο. Έ κλει λεισ ε το ψ υγεί υγείο και κοίτα ξε τριγύρω ύρω σ το δω μ άτιο, με ανοιχτό χτό το το σ τόμα όμ α. «Α υτό υτό λες λες να είναι; Ο ικα ικα κόμ κό μ οιροι ροι, τι α ναγκά ναγκάσ σ τηκαν κα ν να κά κά νουν». «Γι «Γ ια έλα έλα εδώ εδώ ». Ο Κ άφε άφ ερι πήγ πή γε σ τον δι διάδρομο άδρομο κ α ι σ τάθηκε θηκ ε στη στη βάση βάσ η τη τη ς σκάλας σκά λας.. Τ ο νε νεροπ ροπίσ τολο το του Ρ όρι, κα κ α λυμμ λυμ μ ένο με σ κόνη αποτ απ οτυπ υπω ω μ ά τω ν, βρισ κόταν κόταν πάνω πάνω σ το πρώ το σκαλί. «Μ άλισ τα. Εδ Ε δώ είναι ναι που ο Ά λεκ λεκ Π ιτς είπε ότ ό τι δέχτ δέχτηκε επί επίθεσ θεση. Τ ι μας κάνει να σ κεφτ εφ τούμ ούμ ε;» Κ αιο αι οι δυο το υς κοί κο ίταξαν προς προς τη ν κουζί κουζίνα, να, κ ι έπ ειτα η Σ ούνες κοίτα ξε το το καθισ τικό. «Π ιθαν θα νότα ότατα ήρθε ήρθε από απ ό εδώ ». «Κ ι εγώ α υτό υτό πισ τεύω . Α ς πούμ πο ύμε ε, λοιπόν, ότ ό τι ήρθε από εκεί κεί, από το κα κ α θισ τικό, κό , κ ι επιτέθηκε έθηκ ε σ τον Π ιτς από πίσω . Δ εν άφ ησε αίμα, μα, αλλά αυ α υτό ίσ ω ς κα ι να μην εί είναι ναι τόσο όσ ο σ ημ αντι ντικό - ίσ ω ς δεν δεν άρχι άρχισε να αιμορρα μο ρραγε γεί ίαμέσω ς».
;» «Π ού το ς ;» ξέρω , μόν μόνο κάνε κά νε λιγάκι υπομ υπομονή ονή». ». Σ τάθηκε θη κε με τα χέρι χέρια « απλω μ ένα κα κα θέτ θέτω ς, το ένα να δεί δείχνε χνει τη ν κου κο υζίνα κα κ α ι το άλλο το το καθι κα θισ τικό. κό. «Π ροτ ροτού επιτεθεί θεί σ τον Ά λεκ, λεκ, είχε μ πει από τη τη ν πίσω πόρ πό ρτα κα ι στη σ υνέχε υνέχει ια είχε ακι ακ ινητ νη τοποιή σ ειτη ν Κ άρμε άρμελ - έπρε πρ επε να είχε κάνε κά νει ι αυτό αυτό πρώ τα, κα κ α ι να τη τη ν είχε κουβα κο υβαλή λήσ σ ει μέχ μέχρι εδώ ». Α νέβηκε βη κε τα σ καλο κα λοπ πάτια δυο δυο, με τα κέρμα κέρμ ατα σ τις τσ έπ ες του να κουδο κουδουνί υνίζουν. Σ τα μ ά τησ ε έξω από το το ντο ντουλά υλ ά πι του εξαερι αεριστήρα στήρα.. «Σ το νοσ νοσ οκομ οκ ομε είο είπαν πα ν ό τι τη ν κουβά ουβ άλησ λη σ ε πάνω σ τις σκάλες κάλες. Α φ ού, λοιπόν, έκανε κα νε αυτό κα κ α ι με κά ποιον τρόπο ρό πο τη ν έδε έδεσ σε εδώ ... ...» «Θ εέ μου, μ υρίζειακόμ ια κόμη η πι π ιο άσ άσ χημα ημ α εδώ εδώ ». « . κ ι έπ έπειτα κα τέβηκ έβη κε τι τις σ κάλε κά λες ς έτσ ι». Κ ατέβηκα βη καν ν τις σ κάλε κάλες ς μαζ μα ζί, ενώ η Σ ούνες νες κρα κρα τούσε ύσ ε τη μ ύτη ύτη τη ς κλεισ τή. «Κ αι περίμ ενε μ α ντε ντεύουμ ύο υμ ε- εδώ ». Σ τάθηκε θη κε στη στην πόρτα πόρτα το του καθι κα θισ τικού κο ύ και κ αι σ ή κω σ ε τα φ ρύδι ρύδια του του,, κοι κο ιτά ζοντα οντα ς τη Σ ούνες ούνες. «Σω «Σ ω σ τά;» «Ν αι, σω σ ω σ τό μου μ ου α κούγε κούγετ τα ι». Ο Κ άφε άφ εριανασ ριανασήκ ήκω ω σ ε τα φ ρύδ ρύδια του. «Λ οιπόν;» πόν;» «Τ ι λοι λοιπόν;» ν;» «Τ α έκα έκανε νε όλα αυ α υτά εντε ντελώ ς σιω πηλά;» πηλά;» «Ε ...» Η Σ ούνες ούνες κούνησ κο ύνησε ε το κεφ κεφ άλιτης άλιτης.. «Σ « Σ ε έχασα». ασ α». «Ω ραία, άκουσ ου σ έ με προσ πρ οσε εκτι κτικά. κά . Η Κ άρμε άρμελ δεν δεν ξέρε ξέρει ι πού δέχτ δέχτη ηκε τη ν επίθεση θεση,, σ ω στά; στά; Τ ο τελευτ λευταί αίο ο πράγ πράγμα που θυμά θυμ ά τα ι είναι πω ς μαγ μα γείρευε ρευε.. Α λλά λλά ο Ά λ εκ . » Π ήγε σ την κλει κλεισ τή πόρτ πό ρτα α δίπλα σ την κουζ κο υζί ίνα και κα ι τη ν ακούμ ακ ούμπη πησ σ ε. Ή τα ν η πόρτ πόρ τα που π ου οδηγούσ οδηγούσε ε στο στο υπόγε υπ όγει ιο. «Ο Ά λεκ λεκ ω σ τόσο όσ ο θυμάτ θυμ άται αι». Ά νοιξε τη ν πόρτα πόρτα κα κ α ικα τέβη κε δυο-τρί δυο-τρία σκα σ καλοπά λοπάτ τια. «Ο Ά λεκ λεκ ήτα ήτα ν εκ είκά ίκά τω με τον Ρόρι Ρ όρι. Έ παι πα ιζα ν με το Play PlaySta Stati tion on,, κα κ α ι τό τε αναρω τήθηκε ήθη κε πού πο ύ βρισ κόταν κόταν η Κ άρμελ» άρμελ».. Η Σ ούνε ού νες ς τον ακολο ακολούθη ύθησ σ ε κάτ κά τω σ τις σκάλες κάλες, παρα πα ρατ τηρώ ντα ντας προσ πρ οσε εκτι κτικά το το δω μάτ μά τιο. Ο ι τοίχοι ή τα ν διακοσ κο σ μ η μ ένοι με διάφορα άφ ορα αντι ντικεί κείμ ενα, όπω όπ ω ς σ τα υρω υρ ω τά πιστόλι στόλια, ζώ νες νες καου κα ουμ μ πόηδω όη δω ν κα ι μια
φ ω τογραφί ογραφ ία το του Έ λβις. Η μ οκέτα ήτ ή τα ν λευκή λευκή κ α ι σε μια γω γω νία υπή υπήρχε ένα μπαρ πα ρ με έναν έναν καθρέ καθρέφ φ τη κα ι μια φ ω τογραφί ογραφ ία ενός νεαρ νεαρού ού Ά λεκ λεκ Π ιτς, δίπλα σε ένα μηχάνημ μ ηχάνημα α με μ ε φ ρουτ ρουτάκια. Φ ορούσ ορούσε ε καπέ κα πέλο λο καουμ καο υμπόη πόη καιχ κα ιχαμ αμογ ογε ελούσε σ τον φ ω τογράφ ογράφο. ο. Ο Κ άφερι άφερικα κατ τέβηκε βη κε τα τελευτ λευτα α ία σ καλοπ κα λοπάτ άτι ια κ ι έκανε κα νε νεύμ νεύμα α σ τη Σ ούνε ού νες ς να τον τον ακολουθή κολουθήσ σ ει. «Έ λα, θέλω να δοκιμάσω κάτ κά τι. Ε δώ ». Ά νοιξε την τηλεόρα λεόρασ ση κ α ι το Play la ySt Stat atio ion n κι κ ι έδω σ ε σ τη Σ ούνες νες ένα χε χειριστήρι ήριο. «Ε ίσ αικαλή ικα λή στ σ το Quake;» Quake;» «Α ν σου πω ότι είμ α ι σ ε επαγ πα γγελμ γελμα α τικό επίπε πίπεδο, δο, θα με πιστέψει τέψ εις;» ς;» «Α πόλυτα πόλυτα. Β άλ’ το όσο όσ ο δυνατά δυνατά θέ θέλει λεις. Α νέβασε βασε τη φ ω νή». Ε κείνη κά κ άθισ ε κάτω , με το χειριστήριο σ τα χέρια, προσ παθώ ντα ντας να βολευτε λευτεί στη βελούδινη πολυθρόνα. πολυθρόνα. «Κ αιπο αι πού ύ πας πας;» «Α πλώ πλώ ς κάνε κάνε ό,τισ ό,τισου ου λέω λέω ». Π ήγε ήγε σ την κουζ κου ζίνα, ακούγοντα ούγοντα ς τον ήχο από το το PlayS PlayStat tation ion.. Σ τά θηκε θη κε έξ έξω από τη ν πόρτ πόρτα α κι κ ι έκανε κα νε ό ,τισ χεδί χεδίαζε όλο το το απόγευμ όγευμα α. Μ έσα σε δευτ δευτε ερόλεπτ ρόλεπτα, α, η Σ ούνε ού νες ς εμ φ ανίσ τηκε στ στη ν κορυφ κορυφ ή της σκάλας. σκάλας. «Ε ίσ αικαλά;» αι καλά;» «Ν αι». «Τ ι έγινε;» νε;» «Έ σ πασ πα σ α ένα ένα μπουκ μ πουκά άλι. Ε δώ , σ το αίθριο. Η πόρτ πόρ τα ήτ ή τα ν κλει κλεισ τή». ή» . «Μ α το άκου άκουσα». «Α κριβώ ς». Μ πορούσ πορ ούσε ε να νιώ σ ει τον εν ενθουσι θουσ ιασμό ασ μό να σ φ ύζε ύζει στι στις φ λέβε λέβες ς του. «Π ώ ς, λοιπόν, ο Π ιτς δεν δεν άκ ουσ ουσ ε το τζά μ ι τη ς πίσω πόρτ όρ τας να σ πάε πά ει;» «Λ ες ό τι μας είπε μ α ;» «Ό χι, το το ν πισ τεύω . Τ ον πισ τεύω α ό λ υ όταν λέει ότι δεν άκουσ άκ ουσε ε το γυαλί γυαλ ί να σ πάε πά ει το βράδ βράδυ υ τη τη ς Π αρασκε αρασ κευής υής.. Ε πει πειδή...» δή ...» άπλω σ ε τις φ ω τογραφί ογραφ ίες τη ς σ κηνής κη νής του εγκλήμ γκλή μ α τος πάνω πάνω σ τον π ά γκογκο - « . νο μ ίζω ό τιτο τζ τζά μ ιέσ ιέσ πασ πα σ ε τη Δ ευτέ υτέρα».
«Χ μ... δεν σε πιάνω άνω , Τ ζα κ». «Ε ντά ντάξει ξει, να τα τα πάρο πά ρουμ υμε ε απ α π ’ τη ν αρχή». Τ ης έδω σ ε τις φ ω τογραφί ογραφ ίες κ α ι πήγ πή γε σ την πίσω πόρτ πόρτα. α. «Τ ο γυαλί γυα λί έπεσε πεσε προς προς τα μέσα στ σ το πά τω μ α όταν όταν η πόρτ όρ τα έκλεισε. Β λέπει λέπεις τις φ ω τογραφ ογραφ ίες;» «Ν αι». «Γ ι’ α υτό όλο όλοι μας, μας, ακόμ κό μη κ α ι η Κ ουίν, πισ τέψ αμ ε ότι ο δράστ δράσ της το έκανε κα νε καθώ κα θώ ς έμ παι πα ινε μέσα μέσα.. Έ σ πασ πα σ ε το τζάμ ι, έχω σ ε μέσα το το χέρι του κ α ι ξεκλείδω σ ε τη ν πόρτ πόρτα. Η πόρτ πόρτα α ά ν ο ιξε. ξε . » Τ ην άνοιξε για να να δεί δείξειαυτ ια υτό ό που που ήθε ή θελε λε.. «Κ αια αιανοίγει γει προς προς τα έξω ...» «Δ ηλαδή δεν δεν θα μετα μετα κινούσε νούσ ε το σπα σ πασ σμ ένο γυαλίσ γυαλί σ το πάτ πά τω μ α». α» . «Α κριβώ ς». « Α λ λ ά .» .» Ε κείνος κατ κα τένευ νευσ ε. « λ λ εάν αυτό όντω ντω ς έγινε, νε, τό τε ο Ά λεκ λεκ θα το είχε ακούσ κο ύσε ει, ακόμ κό μ η κα κ α ι από το υπ υ πόγει γειο». «Δ ηλαδή πι π ισ τεύει τεύεις.» «Π ισ τεύω ό τι έγι έγινε τη υ έ ρ α , όταν ο δράστης ε υ γ ε . Ίσ Ίσ ω ς το τζά μ ι βγήκε από από τη θέση θέση του όταν ο δράσ δρά σ της έκλε κλεισ ε με δύναμη την πόρτα, πόρτα, ή ίσ ω ς ο Ρόρι Ρ όρι το κλότσ κλότσ η σ ε καθώ κα θώ ς πάλε πά λευε υε.. Α υτό υτό άκουσ άκ ουσε ε το σ κυλί κυλί του κατ κα τασ τημ ατά ρχη. ρχη . Γ ια δες δες», είπε δεί δείχνοντ χνοντα ας τη ν πρώ τη φ ω τογρα ογραφ φ ία, « έτσ ι έδει δειχνε χνε η κο κ ουζίνα ότα ότα ν ήρθαμε ρθαμ ε σ τον χώ χώ ρο. Τ ο γυαλίβ υα λίβρί ρίσ κετ κεταισ αι σ το πάτ π άτω ω μ α ». «Ν αι». «Τη «Τ η Δ ευτέ υτέρα το το πρω ί, έπεσ ε δυνα δυνατή βροχή. βροχή. Α ν το τζ τζά μ ιή τα ν ήδη ήδη σ πασμ ένο, οι κουρ ου ρτίνες νες α υτές θα ήτ ήτα ν βρε βρεγμένες νες, αλλά δεν δεν ήταν. Κ αι το γυαλί γυαλίσ σ το πάτ πά τω μ α δεν δεν έχει χει μ ετακινηθεί, σ ω σ τά;» « Ε . » Μ ισ όκλε όκλει ισ ε τα μ άτια της της,, κοι κο ιτάζοντά οντά ς το. «Ό χι, μόνο έπεσ ε κάτ κά τω . Έ τσι τσ ι δεν δεν εί είναι;» «Δ ηλαδή ηλα δή όλη τη τη ν ώ ρα που πο υ πηγαι πη γαινοερ νοερχότα χόταν μέ μέσα στ σ το σ πίτ πίτι δεν δεν το μ ετα ετακίνησ νησε; Ο ύτε λιγάκι;» «Ίσ «Ίσ ω ς να ήθελε ήθελε να το αποφ απ οφύγ ύγε ει. Ίσ Ίσ ω ς πέρασ πέρασε ε από πάνω του» ου».
ί;» «Κ αιτό αιτό τε πώ ς βρήκα βρή καμ μ ε ίχνη κ ά ω α ό τ ο υ α λ ί; Η Σ ούνες ούνες έμ εινε σιω πηλή. Έ τριψ ε το κεφ κεφ άλι τη ς μέχ μέχρι που κοκκ κο κκί ίνισ ε το δέρμ δέρμα α του τρι τριχω χω τού. «Ε μ ...» ..» «Κ οίτα τη τη φ ω τογραφ ογραφί ία αυτ α υτή» ή».. Τ ης έδω σ ε τη φ ω τογραφ ογραφί ία που π ου είχαν χαν βγάλει βγάλει, αφ ού το γυαλ γυα λί είχε απομ α κρυνθείκ νθεί κ α ι η νινυδρίνη είχε κά νει νει τη δουλε δουλει ιά της της.. Ε ντό ντόπισ ε το το σ ημε ημ είο, μ ετρώ ντα ντα ς τα πλα πλακάκι κά κια μελαμί λαμ ίνης. ης. «Ε κεί». Σ τά θηκε θη κε με με τα πόδι όδια το του δίπλα σε σ ε δύο αχνούς καφ κα φ έ λεκέ λεκέδε δες ς δίπλα στ σ την πόρτ πόρ τα - τα α ποτ πο τυπώ υπ ώ μ α τα που πο υ εμ φ άνισ ε η νινυδρίνη. Α υτό υτό το το μέρος του πα τώ μ α τος βρισ κότ κό ταν καλυμ κα λυμμ μ ένο από από το τζάμι άμ ι, ότα όταν εμ εμ φ ανίσ τηκε ηκ ε η ασ α σ τυνομία. «Τ α α π οτυπ οτυπώ ώ μ α τά του του υπή υπήρχαν εδώ προτ πρ οτού ού το παρά π αράθυρο θυρο σπά σ πάσ σ ει». Έ γειρε μπροστ μπ ροστά, ά, χτυπ χτυπώ ώ ντα ντα ς τη φ ω τογραφί ογραφ ία με το δάχτυλό δάχτυλό του, ου , για να υπογρα υπ ογραμ μ μ ίσ ει το επιχεί χείρημ ρη μά το του. «Δ εν μπή μπ ήκε από τη ν πίσω πόρτ πό ρτα α». «Τ ότε ότε, πώ ς μ πήκε πή κε;; Τ α πάντ πά ντα α ήτ ή τα ν κλει κλειδω μένα μένα. Ο Π ιτς λέε λέει ό τι οι πόρτες ρτες ή τα ν κλεισ τές, ενώ εμ είς αναγκα ναγκασ σ τήκα μ ε να χρησ χρη σ ιμ οποι οπ οιήσ ουμ ουμ ε πολιορκη ορ κητ τικό κρι κριό για να μ πούμ ούμ ε μέσα». μέσα». «Α κριβώ ς». Π ήρε τις φ ω τογραφ ογρα φ ίες από τα χέρια τη τη ς κα ιτις πέτα ξε μέσα σ τον χαρτ χα ρτοφ οφ ύλακά ύλα κά του. ου . «Ξ έρει ρεις τισ κέφτ κέφ τομαι ομ αι;» «Τ ι;» «Σ κέφ κέφ τομ αι πω ς ο Ά λεκ λεκ Π ιτς τον έβα έβαλε λε μ έσα». Έ βγαλε τα τα γυαλιά του κ α ι τη ν κοί κοίτα ξε. ξε. «Ν ομί ομ ίζω ότι ο Ά λεκ λεκ Π ιτς ξέρει ξέρει ποιος το έκανε».
Τ ο ρουθούνι ρουθούνισ μ α στ σ ταμ άτησ ε απότ απ ότο ομ α, ακρι κριβώ ς όπω ς είχε αρχί αρχίσει σει. Η Μ πενεντ νεντί ίκτε κρά κρά τησ ε τη ν ανάσ ανάσα α της της.. κ έ υ , Μ ν , σ κ έ ο υ . πα σ ε ένας ένας ή χος που πο υ θύμι θύμ ιζε νερό νερό να π έφ τει πάν πάνω τ ο . . . ; Τ η σ ιω πή έσ πασ σ την πόρτα. πόρτα. Ο πισθοχώ ρησε ρησ ε, κολλώ κολλώ ντα ντα ς τη ν πλάτη πλάτη τη ς στο στο καλοριφέρ. ενζί
.
ει
εν ζί
...
Ο ή χος σ ταμάτ αμ άτησ ησε ε κ α ι τό τε άκουσ άκο υσε ε έναν άλλον άλλον ήχο, που της θύμ θύμιζε αέριο πο π ου απελευθε λευθερώ νετ νεται. Ψ έκα ζε κάτι. ν ά ρ α γε α κ ; ρουμ φ ίτα γρύλι γρύλισε, με τη γούνα γούνα ι υ θα κ ιν ιν ο ύ σ ε η ; Η Σ τρου τη ς ανορθω μένη, κάνοντά κά νοντάς ς τη να θυμ θυμ ίζει αιλουροε λουρ οει ιδές δές. Έ πειτα , το πλάσ πλά σ μα στ σ τον δι διάδρομο, άδρομ ο, ο Κ αλικάντ κάντζ ζαρος αρος,, με βημ βη μ ατι ατισμ ό υπε υπερβο ρβ ολικά βαρύ για να εί είναι ναι ανθρώ πινος, νος, έκανε κα νε με μεταβολή βολή κα ι απομ πομ ακρύνθη κρ ύνθηκε, κε, χτυπ χτυπώ ώ ντα ντα ς πάνω σ τους ου ς το ίχους σ αν στρι στριμω γμέν μένο γουρούνι ουρ ούνι που πασ χίζει ζει να ξεφ ξεφ ύγει ύγει, γλισ τρώ ντα ντας κ α ι κα τεβ αίνοντας νοντας με με σα σαμ ατά τα σκαλιά. Α κολούθ κολούθησ ησε ε σιω πή. «Χ αλ; Τ Ζ Ο Σ ;» ή η α σ α ν ή κ ε σ ε κ ά ο ο . ο υ ρ α δ ε ος!» Φ ώ ναζε τόσο όσ ο γοε γοερά, ρά, που η Στ Σ τρουμφ ρουμ φ ίτα ε ίν ίν α ι νθ ω ς .. ... «Τ ζος!» σ ή κω σ ε το γέρικο, κουφό κουφ ό τη τη ς κεφ κεφ άλι και κα ι αλύχτ αλύχτησε ησ ε μ αζί αζί της. ης. «Τ Ζ Ο Σ!! Σ!!!» Ό τα ν δεν μ πορούσε πορούσ ε να ουρλιάξει άξει άλλο άλλο,, ότα ότα ν ο θόρυβος θόρυβος εξαφ ανίσ τηκε εντε ντελώ ς κα ι η πόρτα δεν δεν τυλίχτη χτη κε στ στις φ λόγε λόγες, έπεσε εξουθεν ουθενω μ ένη σ το πάτ πά τω μ α, τρέμ ρέμ οντα οντα ς σ ύγκορμ ύγκορμη. η. Έ γειρε στο στο πλάι κα ι βύθισε τα νύχια τη τη ς σ το μαλακό αλα κό της της μπράτ πρά τσ ο, προσ προσπα παθώ θώ ντα ντας να μη σκέφτεταιτι θα είχε συμβεί στον Τ ζος.
Ο Κ άφε άφ ερι σταμ σταμάτ άτησ ησε ε έξω από το το δισκάδικο Μ πλάκα Ν τρεν ρεντ στη στη λεω λεω φ όρο Κ ολντ ολντχάρμπορ, άρμ πορ, ώ σ τε η Σ ούνε ού νες ς να πάε πά ει μέχ μέχριτο ριτο κατ κ ατάσ άσ τη μ α στη γω νία κ α ινα πάρει πά ρειφ φ αγητό. αγητό. Κ άπν άπνισε ένα ένα τσ τσ ιγάρο καθώ ς περίμενε και κα ι παρα παρ ατήρησ ήρ ησε ε τους ντό ντόπιους μ ικροκ κρ οκακ ακοπ οποι οιούς ού ς - έναν τύπο ύπ ο που φ ορούσ ορούσε ε ένα δερμ δερμά άτινο κυνη κ υνηγ γετικό καπ κα πέλο κ α ι πουλο πο υλού ύσ ε ναρκω ναρ κω τικά στη γω νία δίπλα σε σε ένα κατάσ τη μ α με ρούχα, ρούχα, ενώ από την κατ κα τεύθυνση θυνσ η του Ρ ίτζι ερχότα ρχόταν ένα τρί τρίο νεα νεα ρώ ν μα μαύρω ν αντρώ αντρώ ν που ή τα ν ντυ ντυμ ένοι νοι σ την εντέ ντέλει λεια με καφ κα φ έ δερμ δερμά άτινα και κα ι με βαμμ βαμ μένα ξανθ ανθά μαλλι μαλλιά και κα ι γένια. Ε ίδαν το βαπορ βα πορά ά κι κ α ι το απέ απ έφ υγαν υγαν
διακρι ακ ριτικά, κά, περνώ ντα ντας σ την άλλη άλλη πλευρά το του δρόμου. δρόμ ου. Έ να κορί κο ρίτσ ι που καβ κ αβα αλούσε λούσ ε ένα βρόμι βρόμικο ποδήλα ποδήλατ το, σ τον λασπω λασ πω τήρα ήρ α το του οποί οπ οίου είχε πια σ τεί η ινδική φ ούστ ύσ τα τη της, φ ώ ναξε ναξε κ ά τι σ το βαπορά ορ άκι καθώ κα θώ ς περνούσε από κοντά. Ο Κ άφε άφ ερι άναψ ε άλλο ένα ένα τσ τσ ιγάρο κ ι έγει γειρε πίσω σ το κάθι κάθισμα, καθώ κα θώ ς σ υνειδητ δη τοποί πο ίη σ ε ξαφνι αφ νικά πω π ω ς βρισ κότ κόταν απ απέναντ να ντι ι από το ντε ντελικατ κα τέσε έσεν, σ το οποί οπ οίο η Ρ εμ πέκ α κα κα μ ιά φ ορά ερχότα ερχόταν για να αγοράσ ορά σ ει φ ρέσ ρέσ κια μοτ μ οτσα σαρέ ρέλα. λα. Τ ώ ρα ήτ ή τα ν κλει κλεισ τό, αλλά αλλά θυμ θυμή ήθηκε τη ν εικόνα τη ς καθώ κα θώ ς τα λαμ λαμ περά κα κ αι διαπερασ ρα σ τικά μ άτια της σ άρω άρ ω ναν τα διάφορα άφ ορα προϊ πρ οϊόντα όντα το του κατ κα τα σ τήμ α τος, βουνί βουνίσιο σαλάμι αλάμι, κατ κα ταπράσ ρά σ ινες νες ελιές κα ι σ κονι κονισ μ ένες νες κονσέρβ κονσέρβε ες από κ ά τι που δεν δεν μ πορού ορ ούσ σ ε να μεταφ ρασ ρα σ τεί: «Π ιθανότατα θα νότατα θα εί είναι να ι το ‘‘merd merdaa ***** d artis ti sta , το σ κατ κα τό το του κα καλλιτέχνη χνη------- », είχε ψ ιθυρί θυρίσει σ τον Κ άφε άφ ερι, ο οπ οποίος είχε μ είνει νει άφ ω νος, νος, υπνω υπ νω τισ μ ένος νος από μια σε σειρά ζαμ πόν πό ν σεράν ράνο, που κρέ κρ έμ οντα ονταν από γάντ γάντζ ζους ους σ το πί π ίσω μέρος του κατ κα τα σ τήμ α τος, ος, με τον φόβο φ όβο πω ς η Ρ εμ πέκα θα τα δεικ δεικα α ι θα βυθισ τεί σε σ κοτεινού νούς εφ ιάλτε λτες εξαι ξαιτίας τους ους. Τ ώ ρα , κα θώ ς βρισ κόταν στ στο αμάξ αμά ξι, μ πορούσε πορούσ ε να τα τα δει δει να βάφ β άφ ονται ονται μπλε από απ ό το το φ ω ς μιας ηλεκτρι λεκτρικής κή ς μ υγοπαγί υγοπαγίδας. δας. Ε υχήθη υχή θηκε κε να τη τη ν εί είχε πάρε πά ρει ι από το μπρά πράτσ ο τό τε κ α ι να τη ς είχε πει πει: «Σ κέφ τεσα εσα ι ποτέ ότ ό τι ο Μ πλις σε είχε αφ ήσ ει να κρέμεσαι κρέμεσα ι σ αν ένα ένα κ ομ μ άτικρέας κρέας;» ;» «Α χ, σ ταμ άτα πια να να το το σ κέφ κέφ τεσ αι». Έ τριψ ε το πρόσ πρό σ ω πό του και κα ι αναρω τήθηκε θηκε τι σ κεφτ κεφ τότα ότα ν - κ α ι πού βρισ κότα κόταν εκεί κείνη τώ τώ ρα. ρα. Ή ξερε πω ς δεν δεν θα εί είχε κα θίσ εινα κλαίεισ εισ το σ πίτι, μ ουλι ουλιάζοντα ντας σ το ντο ντους. Ή ξερε πω ς δεν δεν έτρεμε τυλι τυλιγμένη γμένη σε μια κο κ ουβέρτα σ ε κάπ κά ποιο ασ τυνομι υνομ ικό τμ ήμα, ήμ α, έχοντα χοντα ς μ αύρους αύ ρους κύκ κύ κλους λο υς κάτ κά τω από τα μάτ μά τια της. ης. Ξ αφ νικά φα φ αντά ντάσ τηκε πω ς βρισ κότ κό ταν πίσω του, ου , σ κουπ κο υπί ίζοντα ντας το αίμ α από από το σ τόμα όμ α της της,, με ένα βλέμ βλέμμ α γε γεμ ά το κατ κα τη γόρι γόρια στο πρόσω πρόσ ω πό της. ης. Τ ι σ κεφ κεφ τόταν; όταν; ι σ ή ; Ίσ Ίσ ω ς κα ι να χαιρότ ρόταν που πο υ είχε αποδείξει ξει ό τι πρά πρά γματ γμα τι ή τα ν αυτό. Ίσω Ίσ ω ς η σχέση τους να μην
μ πορο πορούσ ύσε ε πια να σω θεί θεί. «Έ ι!» Η Σ ούνες ούνες χτυπούσ υπού σ ε το τζ τζά μ ι του παραθύρ παραθύρου. ου. «Μ ήπω ήπ ω ς θα μ πορούσ πο ρούσε ες να ξυπν υπνήσ εις κα ι να με αφή αφ ήσεις να μπω σ το κω λάμαξο;» λάμ αξο;» Ε ίχε ιδρώ σ ει από τη τη ν αναμονή αναμ ονή σ το ζε ζεσ τό μαγαζί αγαζί. Ε ίχε αγοράσ οράσε ει σ ούπα ούπ α αρακά αρα κά σε δύο κο κ ούπε ύπ ες πολυουρε πολυο υρεθάνης θάνης κ α ι δύο τζ τζαμ α ϊκαν κα νά χάμπουργκε άμ πουργκερ. ρ. «Τ ο μόνο που που κατ κα τάφ ερα να βρω. βρω . Μ ην ανησυχ ανησ υχε είς, είναι χορτ χορ τοφ αγικά, κά , δεν δεν θα βρεις ίχνος χνος κρέατ ρέα τος». Έ φ αγαν επι επισ σ τρέφ ρέφ οντα οντας σ το Σ ράι ρά ιβμουρ βμ ουρ - η Σ ούνες ύνες λέκι λέκιασε ασ ε με σ ούπα ούπ α τη τη γραβά ρα βάτ τα τη τη ς κα ι με ψ ίχουλα από α πό το το μ πέργ πέργκε κερ ρ το κοσ κ οστ τούμ ού μ ι της, ης, αλλά δεν δεν το πρόσεξ πρό σεξε ε. Σ κεφ τότα ν ακόμ κόμ η τον Ά λεκ λεκ Π ιτς. «Κ αι για τί δεν δεν ομολ ομ ολο ογεί γεί ποιος οιος το έκανε;» νε;» Σ το Σ ράι ρά ιβμ ουρ ουρ άνοι άνοιξε με την κάρτ κά ρτα α τη τη ς τη ν εί είσοδο κ α ι μ πήκα πή καν ν στον ανελκυ ανελκυσ σ τήρα. ρα . «Ε ίναιτο να ιτο παι πα ιδί του, που πο υ να πάρε πάρει ι». «Έ χει χειενοχέ νοχές. Ίσω Ίσ ω ς βρί βρ ίσ κετα κεται μ πλεγμ πλεγμ ένος σε κ ά τι - πιθανόν θανόν με μ ε τη δουλειά του του,, ίσ ω ς... ... δεν δεν ξέρω , αλλά ίσ ω ς έχει χει μ πλέξε πλέξει τόσ ο άσχ άσ χημα, ημ α, που η απαγω γή ή τα ν θέμ θέμα αντι ντιδικίας. Θ α αι α ισ θανότ θα νότα αν ενοχ ενοχέ ές για κά κ ά τι τέτο έτοιο, σ ω σ τά; Δ εν θα αισ θανόταν θα νόταν ένο ένοχο χος ς αν εκείνος νος ή τα ν η αιτία που κ ά τιαπαίσ ιο σ υνέβ νέβη σ την οικογένε γένει ιά του; του;» «Δ εν ξέ ξέρω ». Κ οίτα ξε για μια στ σ τιγμή τη ν αντ αντα ανάκλα νάκλασ σ ή τη ς σ τα μ εταλλικά τοι τοιχώ χώ μ α τα του του ανελκυσ ανελκυστ τήρα. ήρα . «Θ α πρέ π ρέπε πει ι να χρω σ τάει άει πολλά πο λλά σε σ ε όποι όπ οιον ον το το έκανε κα νε,, για να μην το αναφέ ναφ έρει ρει σ την αστ ασ τυνομί υνομ ία». Α ναστ ασ τέναξε. αξε. «Α λλά λλά συμ σ υμμ μ ερίζομαι ομ αι τη σ κέψ κέψ η σ ου, κ ά τι δεν μου πάει πάει καλά». «Τ ίποτ πο τα δεν πάε πά ει καλά. Λ έει πω ς δεν μπορούσ μπορο ύσε ε να ακο α κούσ ύσε ει τον Ρ όρι όσ ο διάσ τημ α ήτ ή τα ν δεμ δεμ ένος. νος. Δ εν νομ νομ ίζεις πω ς α υτό είναι ναι κομματάκιπαράξενο;» «Σ ίγουρα ουρ α». «Κ ι αν εκεί εκείνος δεν δεν μπορ μ πορούσ ούσε ε να α κούσ ού σ ει τον Ρόρι Ρ όρι, τό τε πώ ς μπορούσε η ; Β ρισ κότ κόταν», είπε σ η κώ νοντ νοντα α ς το χέρι χέρι του για να χτυπ χτυπή ή σ ει τη ν οροφ οροφ ή του του ανελκυσ ανελκυστ τήρα, ήρα , και κα ι ά ρ μ
«
ν
ε
ά ν ω
ό ρ ο
μ πορο πορούσ ύσε ε να το τον ακ ακούσε ύσ εινα κλαί κλα ίει. Κ αιο Ά λεκ λεκ δεν δεν μπορο μπορούσ ύσε ε;» «Α ναρω τιέμαι πρα πρ αγματ γμα τικά». κά ». Τ ον κοί κοίταξε με με τη ν περι περιφ ερική της όραση. όρασ η. «Ν ομί ομ ίζεις ό τιλέε λέει ψ έμ ατα;» α; » «Δ ες τις ανακο νακολο λουθ υθί ίες. Ε κείνες τις φ ω τογραφ γρα φ ίες που η Κ άρμε άρμ ελ άκουσ ουσ ε να παί πα ίρνει ρνει κά ποιος κ α ι ο Ά λεκ λεκ το το διέψ ευσε υσ ε; Κ αι το ότι θα πήγαι πή γαιναν διακοπές ακοπές;; Ή τα ν κ ι αυτό υτό τυχαί υχαίο; Ή μ ήπω ς δεν δεν ήταν σ ύμπτ ύμ πτω ω σ η τελικά; κά ; Ίσ Ίσ ω ς κάπο κά ποι ιος ή ξ ε ρ ε ότι θα πήγαιναν διακοπές, κά ποιος ή ξ ε ρ ε πω ς κανε κα νεί ίς δεν δεν θα το τον ενοχλήσ ενοχλήσε ει». Ο ι πόρτ όρ τες του ανελκυσ νελκυστ τήρα ήρ α άνοιξαν κα ι ο Κ άφε άφ εριβγήκε ρι βγήκε έξ έξω , περ περπατ πα τώ ντα ντα ς προς τα πίσω , δίχω ς να χά χάσ ει τη ν οπτι οπτική επαφή παφ ή με τη Σ ούνες ούνες. «Κ αι αναρω ναρω τιέμαι, πώ ς ένας νας ξερε ότι ότιθα πήγαι γαιναν ναν δι διακοπές; πές; Δ εν σ τ ο ς ήξερ είναι να ι πιθανότε θανότερο να μην μην ήτα ήτα ν κ α ι τόσο όσ ο άγνω σ τος, ος, αλλά κάπ κά ποιος τον οποίο γνώ ριζαν;» «Ε ντά ντάξει ξει, κατ κα τάλαβ λα βα». Ά νοιξε άλλη μι μ ια πόρτα πό ρτα με με τη ν κάρτα τη της και κα ι πέρασ πέρασαν αν στην στην άδει άδεια αίθουσα θουσα συσκέ σ υσκέψ ψ εω ν. Ο ι οθόν οθόνε ες ήταν ήταν σ κοτ κο τεινές νές κα ι σ ιω πηλέ πηλές ς. Η Κ ριότος όπω όπω ς έκανε κα νε κάθε κά θε μέρα, μέρα, είχε πλύνε λύνει ι τις κ ο ύπ ες όλω όλω ν και κα ι τις είχε αφ αφ ήσ ει σ τον δίσκο σε μι μια γω νία. Η Σ ούνες νες ακούμπ ύμ πη σ ε τα τα χέρια τη τη ς σ το γραφ ραφ είο κ ι έγει γειρε προ προς ς το μέρος του. ου . «Τ ζα κ, πισ πισ τεύω πω ς έχει χεις βρε βρεικάτ κά τι. Δ εν ξέρω ι κ ρ είναια ναι αυτό υτό, αλλά νομί νομ ίζω ότι ο συλλ σ υλλογι ογισμ ός σου είναισ ναι σ ω σ τός...» ..»
Η Μ πενε πενεντί ντίκτε ξάπλω άπλω σε ανάσκε ανάσκελα, λα, εξουθεν ουθενω μ ένη κα κ α ιδιψ ασμέ ασ μέν νη. Τ ο σ ώ μ α τη ς είχε συρθε σ υρθεί ί σε κάθε κά θε εκ α τοσ τό τη ς φ υλακής υλακή ς τη ς κ α ι οι αγκώ νες νες τη ς είχαν γδαρθε γδαρθεί ί κ α ι είχαν ματ μ ατώ ώ σ ει. Μ πορο πορούσ ύσε ε να φ τάσε άσ ει τη ν ντου ντουλά λάπ πα, αλλά ακόμ ακ όμη η κ ι αν τεντω ντω νότα νότα ν, η πόρτ πό ρτα α κα κ α ι το παρά αράθυρο απείχαν το τουλά υλ άχισ τον ένα ένα μέτρο από τις άκρε κρες τω ν δαχτ δαχτύλω ύλω ν της της.. Χ ρησ ρη σ ιμ οποί οπ οίησ ε και κα ι τη ν τελε τελευ υτα ία ικμά κμ άδα ενέργε νέργει ιας που διέθετ θετε, προσ προ σ παθώ ντα ντας να ξερι ξεριζώ σ ει τη χάλκινη σ ω λήνω σ η είχε τρα βή ξειτι ξειτις χει χειροπέδες έδες τόσ ο δυνα δυνατ τά, που ο ασ τράγαλό γαλός ς της της είχε
πρησ ρη στεί, φ ρακ ρα κάρον ρο ντας στη χειροπ ροπέδη, δη, ενώ οι βίδες δες είχαν κ ι αυτές υτές χαλάσ χαλά σ ειαπό τη ν προ προσ σ πάθε πά θει ιά τη τη ς να τις ξεβ ξεβιδώ σ ει με το σύρμα. ύρμα . Ή τα ν σκο σκοτ τεινά, αλλά εί είχε κατ κα ταφ έρεινα υπολογί ολ ογίσ ει τη ν ώ ρα, χάρη σ τα τρένα που π ου είχε α κούσ ει μία ή δύο φ ορές να περνάνε περνάνε:: Μ ερικές φ ορέ ορές τη νύχτα, ο ουρανός νός θα φ ώ τιζε στ στιγμι γμιαία σ αν να έπεφ τε κεραυνός κεραυνός,, εξαιτίας βλάβη λάβης ς του ηλεκτρ λεκτρικού κο ύ δικτύου κτύου τω ν γραμ γρα μ μώ ν του τρένου, νου, κ α ι μια φορά φ ορά,, εκείνη τη νύχτ νύχτα α του του Ιουνί υνίου, που η Α γγλία σ υνέτ υνέτριψ ε τη Γ ερμανί ρμανία σ το Ε υρω υρω παϊ πα ϊκό Κ ύπε ύπελλο, είχε α κούσ ει το υς οδηγούς οδη γούς να χτυπ χτυπά άνε τι τις κόρνε κό ρνες ς τους μανιασ μένα. Τ α τρέν ρένα, τώ ρα, ρα, ή τα ν μια μακρι μ ακρινή παρη πα ρηγ γοριά μέσα στ σ τη σ ιω πή - τη ς υπε υπ ενθύμι νθύμ ιζαν πω ς ακόμη υπήρχαν υπήρχαν άνθρ άνθρω ω ποι εκεί κεί έξω . Ό τα ν σταμ σταμάτ άτησ ησαν αν να περν περνάν άνε ε, υπολό υπ ολόγ γισ ε πω ς η ώ ρα έπρ έπρε επε να εί είναι κά που ανάμε νάμ εσ α στ σ τις δώ δεκα δεκα κα ι μία μ ετά τα μεσάνυχτ νυχτα. Δ εν ακουγότ ακ ουγότα α ν τίποτ πο τα από τον κάτ κά τω όροφ όροφ ο. Μ πορούσε να μ υρί υρίσ ει το υγρό υγρό που πο υ είχε α κούσ ει να χύνετα χύνετα ι σ την πόρτ πό ρτα α. Δ εν ήταν βενζ βενζί ίνη, ή τα ν ούρα. Ε ίχε ανεβ νεβ εί σ τον επάν πά νω όροφο, όροφ ο, σ τάθηκε θη κε και κα ι κατούρη κατούρησ σ ε πάνω πάνω στην στην πόρτα. πόρτα. Ν α εί είσ αι χαρούμ χαρούμε ενη που που δεν δεν έλου έλουσ σ ε την πόρτ όρ τα με βενζ βενζίνη, νη, σ κέφτ κέφ τηκε. Α νακάθισε, σε, προσ π ροσπα παθώ θώ ντας να ξεμ ξεμ ουδιάσ ει το κουρα κουρασ σ μ ένο τη της κορμί. Ο ύρα. Ε ίχε κατ κα τα φ έρει ρει να αποφ πο φ ύγει ύγει αυτ αυτή τη ν ανάγκη ανάγκη μέχ μέχρι εκείνο το σ ημ είο, αλλά ήξερε πω π ω ς δεν δεν υπήρχε υπή ρχε λόγος λόγος να τα κρατ ρα τά ει πια. «Π ρέπε ρέπει ι να κατουρήσω κατουρήσω , Σ τρουμφί ρουμφ ίτα μου μ ου». ». Έ πρεπε πρεπε να σ ταματ αμ ατήσ ήσε ει να ζητ ζητάε άει ι συγγ συγγνώ μη από τον τον σκύλο. σκύλο. «Π ρέπε ρέπει ι να το το κάν κάνω ». Κ ατέ ατέβασε βασ ε το παντ πα ντε ελόνικ λόνι κ α ι το εσ ώ ρουχό τη τη ς και κα ι τα τύλιξε γύρ γύρω ω από τον τον δεμέ δεμένο με τις χει χειροπέδες έδες αστράγαλό γαλό της. Μ ε λί λίγη προσ προσπάθε πά θει ια, κατ κα τάφ ερε να γυρίσ ει κα ι να αντι ντικρί κρίσ ει το καλοριφ έρ, που το κράτ ρά τησ ε για ισ ορρο ορροπ πία κα κ α ι μ ετα ετακίνησ νησ ε το ελεύθε λεύθερο ρο πόδι της σ το πλάι, ώ σ τε να απομ απ ομα α κρυνθε κρ υνθεί ί όσο όσ ο μ πορούσ πορ ούσε ε από το άλλο άλλο πόδι. ε ρ ι
ρ
δ
α
ι
μ
α
κ
κ
ρ
ό
ιά
ς
α
μ
ό
τ ο
ρ
μ
δ
ν
.
ι
,
Κ ράτ ράτησε ησ ε το παντ πα ντε ελόνι λόνι με το ένα τη τη ς χέρι, έτοιμ η να κλά κλάψ ει καθώ ς η μ οκέ οκ έτα από κάτ κά τω τη ς μ ούσκε ούσ κευε υε.. Ή λπιζε πω ς θα απε α πελε λευθε υθερω ρω νόταν όταν προτ πρ οτού ού αναγκ ναγκα ασ τείνα αφ οδεύσ οδεύσε ει. Ξ αφν αφ νικά, σ τον διάδρομο άδρομ ο απέξ α πέξω ω κ ά τικινήθηκε. νήθη κε. Η μπροσ προστινή πόρτ πόρτα α έκλει κλεισε. Η Μ πενεντ νεντί ίκτε έμ έμ εινε ακίνητη νητη, με το πρόσ πρ όσω ω πο στραμ ραμμένο σ το καλορι καλοριφ έρ, το το πα πα ντε ντελόνι κατ κα τεβασ μ ένο, αναπνέ ναπ νέοντ οντα α ς με δυσκολία. ’
υ γ ε;
ι ό ε .. .. .
Η φ ω νή τη ς βγήκε βγήκ ε σ τριγκή και κα ι, ξεχν ξεχνώ ώ ντα ντας το χάλι στο πάτ πά τω μ α, χοροπή οροπήδησ δησε ε σ αν τραυμ ρα υματ ατι ισ μ ένο ζώ ο, με τα πόδια τη τη ς να μπλ μπλέκονταιστα αιστα εσώ ρουχά της. «Χ Α Λ ; Τ Ζ Ο Σ ; Τ Ζ Ο Σ - Δ Ω ΣΕ Μ Ο Υ Π ΙΣ Ω Τ Ο Ν ΓΙΟ ΓΙΟ Μ Ο Υ ! Τ Ζ Ο Σ !» Χ τύπησε ύπησ ε τον τοίχο ουρ ουρλιάζο άζοντας, ας, κλαί κλα ίγοντα οντας γοερά οερά.. Κ αι ότα όταν δε δεν πήρε πήρε καμ κα μ ία απάντ πά ντη ησ η, έπεσ ε στο στο πάτ πά τω μ α, πάν πά νω σ τα ούρα ούρα της της,, κά κ άλυψ ε το πρόσ πρό σ ω πό τη ς με τα χέρια κι έκλαψ ε. «
ς ;» ;»
Σ το πίσω μέρος μέρος ενός ντου ντουλα λαπ π ιού σ την αίθουσα θουσ α συσ σ υσκέψ κέψε εω ν, ο Κ άφε άφ ερι βρήκε ρή κε ένα ένα σκο σ κονι νισ μ ένο κα ι ξεχασ ξεχασμ μένο μ πουκά υκ άλι τζιν κ α ι λίγο τόνικ που είχε προ πολλο λλού χάσ χάσ ει το ανθρακ νθρακικό του. Η Σ ούνες κ ι εκείνος είχαν πε περάσ ρά σ ει μία ώ ρα καθισ μ ένοισ νοι σ το γραφ ραφ είο τη ς Κ ριότος ότος,, πίνοντα νοντας όλο το μ πουκ ου κάλι Λ αφ ρόι ρόιγκ κα κ α ι σ χεδι χεδιάζοντα οντας τη ν επ επόμε όμ ενη κίνησή νησ ή τους. ους. Η Μ πέλα πέλα Ν ερσεσ ρσεσ ιάν, εί είχαν κατ κα ταλήξε αλ ήξει ι και κα ι οι δύο, ήτα ήτα ν το άτομο ομ ο με το οποί οπ οίο ο θα έπρε πρεπε να μιλήσ λήσουν. Θ α τη τη ν έφ έφ ερναν στο γραφ ραφ είο κα κ α ι θα άρχιζαν με με το μαλακό λακό,, με ανώ δυνε δυνες ς ερω τή σ εις για το τον Ά λεκ λεκ Π ιτς, τη τη ν προσω προσ ω πική του ζω ή κα ι τη δουλει δουλειά το του, αν βέβα βέβαι ια ασ χολι χολιόταν με κάτι. Η ασ τυνομ υνομ ικός, που είχε τη ν ευθύνη υθύνη της οικογένε γένει ιας, έκλεισ ε τη σ υνέντευξη υνέντευξη για την την επ επόμ ενη μέρα κα κα ι η διάθεσ άθεση το του Κ άφε άφ ερι βελτι ελτιώ θηκε θη κε αισθητ θητά. Τ ο ίδιο κα κα ι η διάθεσ άθεση της Σ ούνες ούνες, που ή τα ν ικανοπο κα νοποι ιη μ ένη καθώ κα θώ ς ανακά ανακάλυψ λυψ αν έν ένα νέ νέο
μ ονοπ ονοπάτι. Σ τις έντεκ ντεκα το βράδυ, βράδυ, αποφ άσ ισ ε να επισ τρέψ ει σπίτι. «Σ ε συμ σ υμβο βουλεύω υλεύω να κάνε κά νει ις το ίδιο». ο». Σ τάθηκε θη κε στ σ την πόρτ πόρτα. Φ ορούσε ορούσ ε το σ ακάκ ακ άκι ι τη ς κ α ι προσπα προσ παθούσε θούσε να να ξύσε ξύσ ει τον ξεραμέν ραμένο λεκέ της σούπας από τη γραβάτα της, φτύνοντας στο δάχτυλό της και τρίβ ρίβοντάς οντάς τον μάταια. «Δ εν έχε έχει ινόημ νόη μ α να διαλύεσ λύεσ αι, Τ ζα κ». «Έ γινε». Σ ή κω σ ε το χέριτ ριτου. ου . «Φ « Φ εύγω ύγω σε δύο λε λεπτά». πτά». Α λλά δεν δεν το έκανε. νε. Δ εν είχε κα μ ία πρόθε ρόθεση να επισ τρέψ ει σπίτι. Α φ ού εκε εκεί ίνη έφ έφ υγε υγε, πήρε πή ρε το αρχεί αρχείο το το υ Π εντε ντερέτ ρέτσ κι από απ ό το το κλε κλειδω μ ένο σ υρτ υρτάρι κ α ι κάθισ ε, παρέα πα ρέα με μια κο κούπα ζεστ εστό τζ τζιν με τόνικ, να κο κ ο ιτά ζει ζει έξω από το παρά παράθυρο, θυρο, καθώ ς έχτι χτιζε πύργο πύργους υς με τις βιντε ντεοκα οκασ έτες. Α ρκε ρκετές φ ορές ορές σ ή κω σ ε το τηλέφ λέφ ω νο, αλλά το το μ ετάνιω σ ε. Η Ρ εμ πέκ α δεν δεν του είχε τηλεφ ω νήσ νήσ ει κ ι εκείνος νος δεν δεν ήξερε τι να της πει. Σ τις εντεκά εντεκάμ μ ισ ι έκανε στην άκρη τις κασέτες, ήπιε την τελευταία γουλιά τζιν με τόνικ, έβγαλε γαλε τα γυαλι γυα λιά του κ α ικάλεσε λεσε το το κινητ νη τό της. Ε κεί κείνη απάντ πά ντη ησ ε κά πω ς αόρι αόρ ιστα. «Ρ εμ πέκα, πέκα , πού είσαι σα ι;» «Σ το κρε κρεβάτ βά τι». «Σ το σ πίτι μου;» «Ό χι. Σ το δικό μου». μ ου». Φ α ντάσ τηκε το ζε ζεσ τό σώ σ ώ μ α τη ς απλω απ λω μ ένο σ το κρεβά κ ρεβάτ τι σ αν τη γοργόνα, γοργόνα, με τα μαλλι μαλλιά τη τη ς πιασμ ένα σε σ ε έναν κότσ ο που θύμ θύμ ιζε μαζ μα ζεμ ένο φί φ ίδι. «Ε ίμ αι ξαπλω ξαπλω μένη σ το κρεβ κ ρεβά ά τι μου». «Ά κου...» Π ήρε ήρε βαθι βαθιά ανάσα. ανάσα. «Συγ «Σ υγγ γνώ μη, Ρ εμ πέκα. πέκα. Σ ’ αγαπώ αγαπώ , αλήθε αλήθεια, εγ ε γ ώ . εγ ώ . » Κ οίταξε τα φώ φ ώ τα του του Κ ρόιντον, ον, δίχω ς να γνω γνω ρίζει πώ ς να εκφ ράσ ρά σ ει τις σ κέψ εις του. ου . ρ
ς
σ ε
λ ε
τ ό
,
κ .
χ
α
ο
ρ α
υ
δ
ε ν
μ
ο
ρ
,
δ ε ν
ώ
α
μ
κ
ώ
α
ν α
β
ω
α
σ ω
α
.
υ τ ό
τ ο
σ
ρ ι
ι
δ
ι
ώ
.
σ ύ
ν
χ ε
μ
ς
ο
ρ
ώ
ι
κ ά
«Λ υπάμαι πάμαι, Ρ εμ π έκ α .»
«Μ ε χω χω ρίζεις». «Ό χι, όχ όχι, άκ ά κουσέ ουσ έ με. με. Π ροσπα ροσ παθώ θώ πολύ σκληρά, σ κληρά, αλλά κ ά τι σ ου έχε έχει ι
σ υμβ υμ βείκ α ι μ ου φ αίνετ νεται πω ς τα κάν κά νω χειρότ ρότερα.. ρα ...» .» «Μ ε χω χω ρίζεις, έτσ έτσ ι δεν είναι;» Α ναστ νασ τέναξε. ναξε. « Τ ι θέλε θέλει ις να κάνω έπειτα από χθες χθες το βράδυ; βράδυ; Δ εν μ πορε ορείς να σ υνεχί υνεχίσ εις να είσ αι μ αζί μου μ ετά α π ’ αυτό που έκανα. κα να. Δ εν θέλεις κ ά τιτέτο τέτοιο». « η υ λ ε ς ι θ έ λ ω κ α ι ι δ ε ν θ έ λ ω !» Ο τό νος τη ς φ ω νής τη ς ανέβ νέβηκε ξαφ ξαφν νικά. «Π ώ ς τολμ ολμ άς να μου λες λες τι θέλω θέλω ; Ο ύτε ύτε δεν ξέρω τι θέλω θέλω , πόσο όσ ο μάλλον να γνω ρίζεις εσ ύ;» ύ;» Σ ταμ ά τη σ ε να μιλάει λάει. Μ πορούσε πορούσ ε να ακο α κούσ ύσε ει τη ν ανάσα ανάσ α τη τη ς από τη ν άλ άλλη άκρη της γραμμής ραμμ ής,, σ αν να προσ προ σ παθούσ πα θούσε ε να μην μη ν κλάψ ει. « Ά κ ο υ .» Τ ύλι ύλιξε το καλώ διο του τηλε τηλεφ φ ώ νου γύρω γύρω από το το δάχτυλό δάχτυλό το του κα ι άκ ουσ ουσ ε το ν εα εαυτό υτό το υ να λέε λέει: «Α ν αυτό υτό θα σε κά νει νει να νιώ σ εις καλύτ κα λύτε ερα, ρα , πήγαι πή γαινε στ στην ασ α σ τυνομί υνομ ία κ α ι κάνε κά νε δήλω ση. Π ες τους ό τι σε βίασα. ασα. Π ες τους ό ,τι είπες κ α ι για τον Μ πλις». « ι
γμ
;»
«Κ άνε άνε δήλω δήλω ση». ση ». Ή τα ν πραγ πρα γματ μα τική α υτοκ υτοκτ τονία - αν έκαν κα νε κάτ κά τι τέτο έτοιο, αυτό θα ήτ ή τα ν το τέλος έλος τη ς ζω ή ς του, ου , αλλά ξαφν αφ νικά σ υνει υνειδητ δη τοποί πο ίη σ ε ότι δεν δεν νοια ζόταν. «Δ εν σου σου κάν κά νω πλάκα πλάκα,, κ ά ν’ το. Δ εν θα προβάλω προβάλω αντί ντίσ τασ η». η». «Έ χει χεις τρελ τρ ελα α θεί.» «Ό χι. Θ α δεχτ δεχτώ τις σ υνέπ νέπειες». Έ μ εινε σι σ ιω πη λός λός για λίγο. «Ρεμπέκα;» «Τ ι;» Η φ ω νή τη ς ή τα ν μακρι μα κρινή κ α ι αδύναμ αδύναμη. η. «Λ υπάμ υπά μαι. Σ τ’ αλήθε αλήθει ια». α». «Ε ντά ντάξει ξει», είπε κι κ ιέκλεισ ε το τηλέφω λέφ ω νο. Έ μ εινε ακί ακ ίνητ νη τος για αρκε ρκετή ώ ρα, ρα, κοι κο ιτά ζοντα ντα ς το ακουσ ου σ τικό που που κρα κρα τούσε ύσ ε σ το χέρι χέρι το υ. Τ ο κα κ ατέβ α σ ε κ ι έγει γειρε μπροσ μπ ροστ τά, τρίβοντ βο ντα ας τα μ άτι άτια και κα ι το πρόσω πρόσ ω πό του. «Γαμώ «Γ αμώ το κέρα κέρατ τό μ ου». ι έ κ ν ε ς ; κα μ ία ένδειξη, ξη, ς κα ρ ες α α κάνε ς λ α σ κ α τ ά ; Δ εν είχε καμ
κανένα νένα λόγο να περιμ ένει νει πω ς α υτές οι λέξε λέξεις θα έβγα έβγαι ιναν ναν απ από το σ τόμα όμ α του. ησ ε τον εαυτ αυ τό του του.. σ θ ν ε σ α ι κ α λ ά ς α ισ ι σ θ ά ν σ α ι; ι ; ρώ τησε υ
υτ
κα
ρέφ
;
νε
ι α
λ ευ θ ε ρ ω
νος;
Α ναστέναξε κ ι έτριψ ε το μ έτω πό του. ου . λ α τ λ ε σ α ν . Δεν μ πορού ορ ούσ σ ε να κοι κο ιμ ηθεί θεί, δεν δεν μπ μπορού ορούσ σ ε να πά ει σ πίτι. Έ γει γειρε μπρ μ προσ οστ τά κ ι έσ τριψ ε ένα τσ τσ ιγάρο, ρο, κοι κο ιτάζοντα ζοντα ς έξω από το παρά αράθυρο, καθώ ς το κάπνι κά πνιζε. Α φ ού τε τελείω σ ε, σ ηκώ θηκε, θη κε, πήρε πήρε τις φ ω τογραφ ογραφ ίες της λεω λεω φ όρου όρου Χ αλφ Μ ουν από α πό τον φάκε φ άκελο λο σ το περβάζ περβάζι ι, τι τις εξέτ ξέτασ ε για αρκε ρκετή ώ ρα κ ι έπειτα τις επέστ πέσ τρεψ ε στ στον φ άκε άκελο. Π ήγε σ την αίθουσ θουσα α σ υσκ υσ κέψ εω ν κι έβγαλε γαλε τη θυρίδα γι για τις δισ κέτε κέτες από τον υπολο υπολογι γισ τή τη ς Μ έριλιν κα ι τη σ υνέδε υνέδεσ σ ε σ τον δι δικό του του.. Μ ε τρεμά ρεμάμ ενα χέρια πήρε ήρε τις δισ κέτε κέτες του Π εντε ντερέτσ κι από το σ υρτ υρτάρι κα ικάθισ ε στ στο γραφ ραφ είο. Ο ιδισ κέτε κέτες ή τα ν αρι αριθμη θμημένες νες από το ένα ω ς το εννιά κα κ α ι καθεμιά τη ς περιείχε μέχ μέχρι εκατό εικόνε κό νες ς, κατεβασ μ ένε ένες από ρω σικές ισ τοσε οσ ελίδες δες. Ο Κ άφε άφ ερι είχε παρα πα ρακο κολο λουθή υθήσ σ ει ένα σεμ σεμινάρι άριο στο στο Χ έντο ντον και κα ι είχε μάθει θει πόσ πό σ ο λίγα μ πορο πο ρούσ ύσε ε να κά κ άνει νει η ασ τυνομ υνομ ία για να εντοπί ντοπ ίσ ει εκείνους νους που ανέβαζ νέβα ζα ν τέτ τέτο ο ιες φ ω τογραφ ίες. Η διαδικασ κα σ ία έκδοση δοσ ης εντά ντά λμα λμ α τος για του τους παρόχους όχους υπη υπ ηρεσι ρεσιώ ν διαδικτύου ή τα ν χρονοβ χρονοβό όρα κα κ α ι οι δράσ δρά σ τες το γνώ ριζαν - μόλις αισ θάνοντ θάνοντα αν πω ς το έδαφ ος κάτ κά τω από τα πόδι πό δια τους του ς γινότα νόταν αστ ασ ταθές αθές, θα με μεταφ έροντ ροντα αν σε νέο νέο πάροχο. πά ροχο. Α νάμε νάμεσα στ σ τα αρχε α ρχεί ία που που βρήκε ρή κε ο Κ άφε άφ ερι, υπήρχαν χαν διαδικτυακ υα κές σ υζητ υζητήσ εις σ χετ χετικά με το υς κω δικ ούς ισ τοσελίδω ν, οδηγί δη γίες για τη ν απ απόκρυψ ρυ ψ η τη ς διεύθυνσ ύθυνση ης IP, IP, διαφ ημίσεις για «λογι λογισ μ ικό μ πάτσ ω ν», «προκειμ ένου νου να έχετ χετε τα κτοποιη οιη μ ένο τον σκληρό σ ας δίσκο, ότα ότα ν σας ψ άξουν...» Β ρήκε ρήκε τη διεύθυνση ύθυνσ η ενός ασ φ αλούς λούς ηλεκτρ λεκτρονικού κο ύ ταχυδρομ χυδρομεί είου για αποσ πο σ τολή ολή αρχεί ρχείω ν AVI κα κα ι JPG, JPG, μία ολόκ ολόκλη ληρη ρη σ ειρά φ ω τογρα ογραφ ιώ ν με με θέμ θέμα το το νηπ νη πια γω γείο, ενημ ενημ ερω μ ένες ένες η λεκτ λεκτρονικές διευθύνσ θύνσει εις για ρω σικές ισ τοσ ελίδες με «Λ ολί ολίτες», δημ δη μ οσ ιεύσε ύσ εις από φ όρου όρουμ μ, με το υς
χαρα χαρακτηρισ τικούς κο ύς τίτλου λους Δ ροσε ροσ εράΛ ρά Λ ουλουδά ουλουδάκι κια.jp α. jpg, g, Ά νθη.jpg, Μ ικροί κροίΆ γγελο γγελοι ι.jpg. pg . Ε κείνη τη νύχτα νύ χτα είδε ό, ό,τι είδος δος παιδικής πορνογ ορνογρα ραφ φ ίας κυκλ κυ κλο οφ ορού ορ ούσ σ ε. Μ ερικές από τις φ ω τογραφ ογρα φ ίες έδει δειχναν να δικαιούντα ύντα ι θέσ θέση σε κά ποια επαγγ επα γγε ελμα λμ ατική συλλογή, καθαρ κα θαρέ ές εικόνε όνες ξανθώ ν παι πα ιδιώ ν με με κοντ οντομά ομ άνικα , σ ορτ ορτσ άκια, ή δίχω ς να φ οράνε μπλούζε πλούζες, κα κ αθώ ς έπαιζα ν κάτ κά τω από δέντ δέντρα ρα - αλλά κάπ κά ποια από απ ό τα τα αρχ αρ χεία στ σ την άλλη άλλη άκρη του φ άσμ άσ μ ατος έκαναν κα ναν το σ τομά ομ άχι του να γυρίσ ει, όσ ο κι αν είχε συνη συνηθί θίσει σ ε τέτο έτοιες εικ όνες από την εποχή ποχή που υπηρε υπη ρετ τούσε ούσ ε στο στο Τ μ ήμα ήμ α Η θώ ν. Α ναγκάσ αγκάστ τηκε να πιει περισσ ότερο τζιν με με τόνικ κα κ α ινα τρί τρίβειτο σ τομ άχιτου χιτου.. Μ ερικές από τις φ ω τογραφ ογρα φ ίες ή τα ν τόσ τόσο ο επεξε πεξεργασ ργασμ ένες νες, που του ή τα ν αδύνα δύνατ τον να καθορί θορίσ ειτο φ ύλο το του παιδιού. ού. Σ υνέχι υνέχισ ε μέ μέχριπο ρι που υ έβγαλε βγαλε φ ουσ ουσ κάλα κά λα σ τον αντ α ντί ίχειρά το του, από τον χειρισμό το το υ ποντ πο ντι ικιού. Δ εν μ πορού ορ ούσ σ ε να στ σ ταμ ατήσ ει, κα κ αθώ ς πίσ τευε ακράδα ρά δαντ ντα α ότ ό τι θα έβ έβρισκε κά ποιο σ τοιχεί χείο σε μια γω νία κάπ κά ποια ς φ ω τογρα ογραφ φ ίας ότε, λε, τι ερ έ ν ε ις ις ς α δ ε ι ; Κ αι τότε ξαφν αφ νικά, κά, έγει γειρε πίσω σ την καρέκλα ρέκλα κ ι άφ ησε το ποντί ντίκι. Η ώ ρα είχε πά ει μιάμιση μ ετά τα μ εσ άνυχτα νυχτα, ο ήχος ή χος από την την κίνησ νηση έξω είχε πέσει έσει προ πολλού ολλού κα κ α ι το κτί κτίριο κο κ οιμ όταν. Γ ύρισε αργά, με μια παράξε ράξενη νη αίσθησ θηση να γαργ γαργαλά τη σ πονδυλι ονδυλική του στήλη, λη, κ α ι είδε τις βιντεοκ ντεοκα α σ έτες έτες.. Ε ίχε σκ σκεφτε εφ τεί ί κάτι. Ε ίχε κα καταλ ταλάβειγια τίδεν τί δεν πε περιείχαν χαν εικόνες. Μ ε γοργές γοργές κινήσ νήσ εις πήγε μέ μέχρι τη ν αίθουσ θουσα α τω ν στ σ τοιχε οιχεί ίω ν και κα ι πήρε ήρε ένα ένα ζευγάρ υγάρι πλασ λα σ τικά γάντ γάντι ια - ό ταν τα ν θα παρ πα ρέδιδε τις κα σ έτες, δεν δεν ήθελε ήθελε όλη η ομά ομ άδα να να σ κέφ τετα ι πω ς τις είχε δει δει επειδή ήταν παι πα ιδερα δερασ σ τής-, γέμ ισ ε τη ν κ ούπα το υ κ ι έσ βησ βη σ ε τα φ ώ τα σ την αίθουσα συσκέψ σ υσκέψε εω ν. Η σ υ μ ε ρ ι ρ ά σ ο υ τ ρ ι ι ε ο ρ σ ιμ ιμ ο δερα να
, λο υθ
κ. ς
υ υτά
τα
νο β ίν ίν τ
ι θα ,
σ
νο ντα ς
ν κά ζ ιν ιν
ε
,
ν σε
λε
ν ικ ικ .
Ε πέστ πέστρεψ ε σ το γραφε γραφ είο, βρήκε ρή κε το ν ελβε λβ ετικό σ ουγιά το του σ την
τσ έπη το υ σ α κακι κα κιού, τράβη ρά βηξε ξε μια καρέ κα ρέκλα κλα κι κ ι έσ τρεψ ρεψ ε τη λάμπα λάμ πα πάνω πά νω σ το γραφ γραφε είο.
Η Ρ εμπ εμ πέκα έκα βρισ κόταν στ σ το σ τούντ τού ντι ιό τη ς με τις κουρτίνες ανοιχτές χτές,, κρατώ κρατώ ντα ς ένα ποτήρ ποτήρι ι βότκα βότκα με πορτοκάλι πορτοκάλι, και κα ι χάζε άζευε τον αντι ντικατ κα τοπτ οπ τρισ ρισ μ ό τη τη ς πάνω πά νω σ το παρά παράθυρο, θυρο, μερικά μέ μ έτρα μακρι μα κριά. Α πό πίσω φ αίνοντ ονταν τα φ ώ τα στ σ το Κ ανάρι ανάρι Γ ουόρφ ουόρφ,, που φ ώ τιζαν όλα όλα τα τα κτίρια το του λιμανιού, αλλά εκεί εκείνη τα αγνοού γνοούσ ε. Έ τρεμε. εμε. «Ν αι, ναι ναι, καλά κα λά», », μ ονολόγη ονολόγησ σ ε. «Δ εν το π ερίμ ενες αλλά εντ εντά άξει ξει, χαλάρω λάρω σε, δες δες το από άλλη άλλη οπτ οπ τική γω νία». Κ ατέβασε ασ ε το ποτό τη ς με δύο ρουφη ρουφ ηξιές κα ι κοίτα ξε τα χέρια της της.. Έ τρεμαν ρεμα ν ακόμ ακόμα α. «Δ ιάολε άο λε,, ηρέμ ρέμησε, δεν δεν ήρθε δα το τέλος τέλος του κόσ κό σ μ ου». ου ». Π ήγε σ την κουζί κο υζίνα, να, κάθι κά θισ ε στο τραπέζ ρα πέζι ι κ α ι γέμ γέμ ισ ε το ποτή οτή ρι τη ς με βότκα ότκα:: το μ υστ υσ τικό ποτό, το ποτό οτό τω τω ν απαντα νταχού αλκοο αλκοολι λικώ ν. Τ ο ποτ ποτό ό τη ς μητέρας ρας της. ης. Υ ποτί οτίθετ θεται πω ς δεν δεν μύριζε. Α λλά λλά η Ρ εμ πέκ α μ πορού πορούσ σ ε να το το μυρίσει. Ε ίχε μά μ άθεινα θεινα εντο εντοπίζει ζει τη μ υρω υρω διά τη τη ς από το σ τήθος της μητέρας ρα ς της: ης: όταν ήτ ή τα ν μω ρό, η μ υρω διά το του γάλα γάλακτ κτο ος είχε α νακ να κα τευτε ευτεί μ ’ εκείνη τη ς βότκας κα ς - για αρκε ρκ ετά χρόνια, η μυρω διά του αλκοό λκ οόλ λ στ στην ανάσ ανάσα α τη τη ς μητέρας ρα ς της, τη ν έκ έκα νε να λιγώ νετ νεται. Ή πιε το ποτ πο τό, κάνοντ κά νοντα ας μια γκρ γκρι ιμ άτσ άτσ α, κα ι κοίτα ξε το άδει άδειο ποτήρ ποτήρι ι, παρα πα ρατ τηρώ ντα ντας τη σ άρκα το του πορτ πο ρτοκ οκα αλιού. Α ς α οδ ου . Ίσω ς ύ κα ι ο χκ να ν τ ζ α ... Σ ηκώ ηκ ώ θηκε θηκ ε, χάνοντ άνοντας σ χεδόν χεδόν τη τη ν ισ ορρο ορροπί πία της, την την οπο οπ οία ξαναβρή ξαναβρήκε κε αμ α μ έσω έσω ς κ α ι ξέπ ξέπλυνε το ποτήρ ποτήρι ι σ τον νερο νεροχ χύτη ύτη, προτ προτού ού το γεμ ίσ ει με ένα άλλο άλλο ποτό, ποτό, θαυμ θαυμά άζοντα οντας τον τρό τρόπο πο με τον οποί οπ οίο ο χυμός χυμ ός ανακ να κα τευότ ευότα ν με τη διάφανη άφ ανη βότκα ότκα.. Ν αι, έδει δειχνε ω ραί ραίο. Κ αιε αιείχε ω ραί ραία γεύσ γεύση η - είχε τόσο όσ ο ω ραί ραία γε γεύση ύσ η, που που το ή πιε μονορού μο νορούφ φ ικ ι έβαλε βα λε άλλο άλλο ένα ποτήρ ποτήρι ι. Α πό τη ν πόρτ πόρτα α μ πορο πο ρούσ ύσε ε να δει δει τα ηλίθια γλυπ γλυπτά της, ης, παρ πα ρατεταγμέ γμένα σε μια σει σειρά. «Η δουλ δουλε ειά σου σ ου!» !» είπε δυνατά δυνατά, υψ ώ νοντ νοντα ας το ποτή οτήρι.
ν ο υ ν το
ρ ο ς
α μ ο ι
ι
κάνε κά νει ι χίλια κομ κ ομμ μ άτι άτια -
ε γ θα
ή
ν ο ν
σ ε ο μ ά α
Θ α έπρε έπρεπε πε να τα τα
. λο
ε
ς
ρά
η,
Ν αι! Ή πιε το ποτ πο τό, άφη άφ ησε το ποτ ποτήρι και κα ι περπά περπάτ τησε ησ ε αποφασ αποφ ασι ισ τικά, κά , δίχω ς να πα π α ραπα ρα πατ τάει-π άει -πα α ρ ά μόνο μόνο μία φ ορά ορ ά - χαρούμ χαρούμε ενη που ή τα ν ακόμ ακ όμα α νηφάλι ηφ άλια. Α λλά μέχ μέχρι να φτ φ τάσε άσ ει σ την πόρτα, πόρτα, είχε ξεχά ξεχάσ σ ειτι ειτι ήθελε να κάνει νει. Σ τά θηκ θη κε εκεί εκείγι για μερικές στιγμές, με τα χέρια τη τη ς σ την κάσ κά σα, καθώ κα θώ ς προσ προσπα παθού θούσ σ ε να θυμ θυμ ηθε ηθεί πού πο ύ πή π ήγαινε και κα ι, όταν δεν δεν τα κα κατάφ ερε, ρε, έκανε κα νε μετα μεταβολή βολή,, κουνώ κο υνώ ντα ντας το κεφάλιτης - ι ζ ώ ν πέστρεψ ε στη στην κου κο υζίνα κα κ α ι πήρε υ εί — , επέστ το μ πουκά ουκ άλι με τη βότκα βότκα.. Ε ίχε ήδη πι π ιει αρκε αρκετ τά, σ κέφ κέφ τηκε, βλέ βλέποντ ποντα ας τη σ τάθμη άθμ η του μ πουκ πο υκα αλιού, κα ι δεν δεν θα έπρ έπρε επε να πιει άλλο. ά α υτή η ρί η να ι δι ρετ κή , λύ δι ρετ . Π ήρε το επόμ επό μ ενο ενο ποτό π οτό στ σ το μπάνι πά νιο, περπατώ ντα ντα ς με ασ τάθει θεια, τώ ρα που η βότ βό τκα είχε αρχίσει να τη τη ν πιάνει νει, κα ι σ τάθηκε θηκε μπρ μ προσ οστ τά σ τον καθρέφ καθρέφτ τη. «Γ εια μας μας!» είπε σ το είδω λό της. ης. «Σ τη ν υγειά σου κα ι το υ Τ ζα κ». Κ ατέ ατέβασ βα σ ε τη βότ βό τκα με τρει ρεις γουλιές, χτυπ χτυπώ ώ ντα ντα ς το ποτ πο τήρι πάνω πάνω σ τα δόντι δόντια της της.. α ζ κέφ τηκε ηκ ε, νιώ θοντα θοντα ς πω ς θα , σ κέφ έκανε έκα νε εμ εμ ετό ετό κ ι έκλεισε τα μ άτια τη της, σ τηριζόμενη ενη σ τον νιπτήρα, ρα , βαριανασαί νασ αίνοντα νοντας. Ή θελες θελες πρα πρ αγματ γμα τικά να κα ταλήξε λή ξει ις παντρεμ ντρεμέ ένη με έναν μ ά σ ο ; Ν α πίνει νεις καφ έ με με τις άλλες λλες σ υζύγου γους τα πρω ινά κα κ α ινα πα ραπο ρα πονι νιέσ αι για τις μέρες ρες που περνούσ ρνούσε ες μόνη σ ου και κα ι, ίσω ς, αν ή σ ουν τυχερή υχερή,, να έπινες νες κάνα κά να-δυ -δυο ο ποτά με τον άντρα άντρα σ ου, στη λέσχη λέσχη του γκολφ κο λφ τι τις Κ υριακές; ακές; Ό τα ν σή σή κω σ ε το βλέμ βλέμ μ α της της,, το δω μάτιο είχε πάψ ει να γυρί γυρίζει κ α ι το ηλί η λίθιο πρόσ πρ όσω ω πό τη ς τη ν κοιτούσ ε από τον καθρέφ καθρέφ τη. «Φ ύγε ύγε». Έ γει γειρε στ σ τον νιπτήρα πτήρα για να ξεπλ ξεπλύνε ύνει ι το ποτ ποτήρι, αλλά κά κά τι σ υνέβα υνέβαι ινε σ τα δάχτυλά δάχτυλά της της,, κα κ αθώ ς το ποτή οτή ρι ξέφ ξέφ ευγε από απ ό τη τη λαβή τη ς κ α ι τα δάχτυλά δάχτυλά τη ς δεν δεν μπο μ πορο ρούσ ύσα αν να κλε κλείσ ουν ουν κανονι κα νονικά. κά . Α ντί να πιά σ ει το ποτ ποτήρι, το έριξε σ το πλά πλάι ι, πάνω στη βρύσ βρύση η. Ε κείνο χτύπ χτύπη η σ ε πάνω πά νω τη ς κ α ι στη σ υνέχε υνέχει ια κομ κο μ μ ατιά σ τη κε στ σ τον νιπτή πτήρα. ρα . ά
λλι
χνι
ή
ρά
.
Κ οντοστ οντοσ τάθηκ θη κε για λίγο κο κ οιτά ζοντά ντά ς το , ενώ ο ήχος ή χος του θρυμματ θρυμμ ατι ισ μ ού κου κ ουδού δούνι νιζε ακόμη κόμ η μέσα σ το κεφ κεφ άλι της. ης. ο υ α σ ποτό ρ ε ι, ι, Μ έκ , εί ι εθυ έ ν η . Π ήγε σ τη ν κ ο υζίνα κ ι έφ τια ξε ένα ποτό σε ένα νέο ποτήρι. ρ ό σ ε χ ε ε η β ό τ κ α . Δ εν ήθελε θελε να έχει χει πον πονοκέ οκέφ αλο το το πρω ί, γι’ γι’ αυτό υτό υποσ υπ οσχέ χέθη θηκε κε να σ τα μ α τή σ ει αφού αφ ού έπινε κ ι αυτό το ποτήρι. ο ψ υ γ , σκέφτηκε έξαλλη, γ ι ί ύγετ ι υλλογίσ τηκε ηκ ε: ρ έ ε ι ν α κ α θ α ρ ί ς α σ α σ μ ν α δ υ ν α τ ά ; Κ αι τό τε σ υλλογί ησ ε το ποτ π οτό, ό, αποφασ αποφ ασι ισ μ ένη να να υα λι , ει λλ ς θα κο . Ά φ ησε σ τα μ α τή σ ει να πίνει τώ ρα - ρ α , —, ύ κά νε ς κα ά νο πήρε πήρε μια παλι πα λιά εφ ημε ημ ερίδα από από το ντο ντουλά υλ ά πι κάτ κά τω από τον νερο νεροχύτ χύτη η κ ι επέστ πέσ τρεψ ε σ το μπάνι πάνιο τόσ τόσο ο γρήγορα που που γλίσ τρησ ρησ ε πάνω πάνω σ ε κά τι κα ι προτ πρ οτού ού προλά πρ ολάβε βει ι να κατ κα τα λάβ λά βει τι είχε συμβε συμ βεί ί, βρισ κόταν κόταν ανάσκε νάσ κελα λα στ σ το πάτ πά τω μ α, κρατ ρα τώ ντα ντα ς σ φ ιχτά χτά τη τη ν εφ εφ ημε ημ ερίδα. Έ μ εινε εκ εκεί για λίγο, βλεφα βλεφαρίζοντα οντας σαν μη μηχανική κούκ κο ύκλα λα,, και αναρω τήθηκε ήθη κε αν έπρε έπρεπε πε να γελάσ γελάσε ει με τη ν κατάσ κατάστ τασή ασ ή της. ης. Ν αι, έπρε πρ επε να γελά γελάσ σ ει. Έ πρεπ ε να γελά γελάσ σ ει κ ι έπ ειτα να σ ηκω θεί θεί, αλλά δεν είχε τη ν ενερ ενεργητ γη τικότητ τητα , κ α ι το δω μ άτιο σ τριφ ογύρι γύριζε. ζε. Σ ή , Μ
κ ι, ι, σ ή κ ω .
Κ ατάφ ατάφε ερε να σ ηκω θεί, σ τηριζόμε όμ ενη σ την κρεμά ρεμάσ τρα για τι τις πετσ έτε έτες, με το κεφ άλι τη ς να γυρίζει. Θ α κα καθάρι θάριζε τα σπα σ πασ σμ ένα γυαλι γυαλιά, έπειτα θα έπ έπινε ένα ζεστό ζεστό γάλα γάλα κα κα ι σ τη σ υνέχε υνέχεια θα κοιμ ότα ν κ ι όλα θα γί γίνοντ νοντα α ν μι μ ια χαρά, χαρά, αλλά η κρεμάσ τρα δεν δεν άντ άντε εξε το βάρος βά ρος τη ς κα ι αποκολλή οκολλήθη θηκε κε από από τον τοίχο, λούζ λού ζοντά οντάς τη με σ οβάδε οβάδες. Έ πεσ πεσ ε σ το πάτ πά τω μα, μα , χτυπώ υπ ώ ντα ντα ς το κεφ κεφ άλι τη ς σ την μπαν πανιέρα. ρα. Έ μ εινε ακίνητη, νητη, με τη ν πλάτη να ακουμπ υμ πά σ την μπα μπαν νιέρα, ρα, το ένα πόδι πόδιδι διπλω μ ένο κάτ κά τω από από το το σ ώ μ α της της,, τα τα μαλλιά ανάκα ανάκατ τα να να κα λύπ λύ πτουν το το πρόσ πρ όσω ω πό τη ς κ ι άρχισε να κλαί κλαίει.
Τ ο είχε δια βάσ ει σε μί μία από εκεί εκείνες τις ρω σικές ισ τοσ ελίδες που
παρο πα ρουσ υσί ίαζαν «Λ ολίτες». Τ ο όνομα όνομ α Θ υμήθ υμή θηκε, ηκε, ότα ότα ν ήταν ήταν ακόμη κόμ η στ σ το Τ μ ήμα Η θώ ν, μια φ ορά που είχαν κατ κα τά σ χει χει μια σει σειρά βίντε ντεο με Λ ολίτες. Γ ια Λ ολίτες με ηλικία από ενός ω ς δώ δεκ δεκα, οι Ο λλανδ λλανδοί δημι δημ ιουργοί ή τα ν αρκε ρκετά προσ προσε εκτι κτικοί, προκε προ κει ιμ ένου να να βγάλουν γάλο υν τη βιντεοτ ντεοτα α ινία από τη θήκη θήκη τη της, έτσι τσι ώ σ τε να μη φ αίνετ νεται ω ς βιντεοκ ντεοκα α σ έτα ότα ν περνο περνούσ ύσε ε από από το τελω νεί νείο ή το ταχυδρομ χυδρομ είο. Η πορνογ πο ρνογρα ραφ φ ία σ ε γενι γενικές γραμ ρα μ μές έμ παι πα ινε στη στη χώ ρα με αυ αυτόν το τον τρόπο. ρόπ ο. Α λλά ο Κ άφε άφ ερια ριαναρω τήθηκε θηκ ε αν ο Π εντε ντερέτ ρέτσ κιε κι είχε κάνε κά νει ι ένα βήμα παραπάνω. Σ κυφ τός επάνω α πό τι τις βιντεοκ ντεοκα α σ έτες, θυμ θυμίζοντα οντας κοσμ οσ μ η μ α τοπώ οπ ώ λη του Η στ Ε ντ, ντ, με το τσ τσ ιγάρο άρο σ τα χείλη κα κ α ιτα γυαλι γυαλιά κατ κα τεβασ μ ένα σ την άκρη της της μ ύτη ύτης του, ου , ξεβί ξεβίδω σ ε προσ προσε εκτι κτικά την πλασ λασ τική θήκη θήκη. Α φ ού το το κέ κέλυφ λυφ ος ράγισε, άνοιξε τη βιντεοκ ντεοκα α σ έτα έτα προσε οσ εκτικά, σ αν να ή τα ν πολύ πολύτ τιμ ο βιβλίο, βγάζοντα γάζοντας τα λευκά καρο κα ρούλι ύλια. Ά φ ησε το τσιγάρο σ το τα τα σ ά κι κ ι έβαλε τη βιντεοτ ντεοτα αινία ανάμε νάμ εσ α σ τα χείλη του. Ό τα ν άνοι ά νοιξε το σ τόμ α του, του, η τα ταινία είχε κολλ κο λλή ήσ εισ εισ το πάνω χεί χείλιτου λι του.. Κ ι αυτό πε π ερίμ ενε να δει δει: η τα τα ινία ήτ ήταν γυρισ μέν μένη ανάποδα. ανάποδα. Κ άποι άποιος τη ν εί είχε βγάλε βγάλει ι από απ ό το το καρο κα ρούλι ύλι κ α ι γύρι ύρισ ε τη ν καλή καλή πλευρά τη τη ς από τη ν αν ανάποδη άπ οδη.. Μ ε τον ελβετι ελβετικό σ ουγιά του απελευθέρω λευθέρω σ ε τη ν τα ταινία από το καρο κα ρούλ ύλι ικα ιτη γύρι ύρισ ε ανάπο νάποδα δα.. Τ ου πήρε πή ρε σ χεδό χεδόν ν είκοσ ι λεπτά λεπτά, μέχρι να ολοκ ολοκλη ληρώ ρώ σ ει τη διαδικασ κασ ία, κρα κ ρατ τώ ντα ντα ς τη ν ταινία ανάμ νάμ εσ α στ σ τα δόντ δόντι ια του, του, ενώ η στάθμη θμη από το τζιν με τόνικ ολοέ λοένα κα κα ι κατέβαινε. Το έβαλε στη στη θήκη θήκη κ ι έσφ ιξε τις βίδες δες. Έ βα λε τη τη βιντεοκ ντεοκα α σ έτα έτα στο βίντεο ντεο κα κα ι σ υγχρ γχρόνισ ε τη σ υσ κευή σ το τη τηλεχει λεχειριστήριο. «Τ ο παιδικό πορνό ορνό δεν δεν έχει έχει πολλέ λλές εκπλή εκπλήξε ξει ις», του είχε πει πει ένας νας ασ τυνομ υνο μ ικός τη ς ‘‘βρ ‘‘βρόμ όμι ικης κη ς ομά ομ άδας δα ς’’, ’’, τη τη δεκ δεκαετί ετία του Ο γδόντα δόντα. «Μ όλις ξεπερά ξεπερά σ εις το γεγονό γεγονός ς ότι ότι είναι να ι παιδιά, τότε τότε θα διαπισ τώ σ εις πω ς δεν δεν είναιπο ναι πολύ λύ διαφ ορε ορετικό από το πορνό τω ν ενηλί ενηλίκω ν. Φ υσι υσ ικά, κά , λ
δ ώ
λ ή
ι
υ τ ή
η
α
ή τ
ί
.
σ η
,
σ ε
υ τ ό
τ ο
κ α
ρ ο ύ λ ι.
το κόλπ όλπο είναι να ι να μη σ κέφτ κέφ τεσα εσα ι πω ς είναι ναι παι παιδιά. Α ν δεν δεν μπ μπορε ορείς να το κάνε κά νει ις, τό τε σε σε έχουν χουν πηδή πηδήξε ξει ι. Σ υγχώ ρα με για τη τη ν έκφ έκφρα ρασ ση». Ο Κ άφε άφ ερι προε πρ οετ τοιμ άσ τη κε ψ υχι υχικά, κά, κάθι κά θισ ε κ α ι περί περίμενε μενε να βυθι βυ θισ τείσ τον πανι πα νικό κ α ιτη λύπη. λύπη . Κ αιπρα αιπ ραγμα γματ τικά, κά , έτσ ι έγινε. νε. Κ αθώ ς έβλεπε έβλεπε τι τις βιντεοτ ντεοτα αινίες, ες, τα σ υναι ναισ θήμ θή μ ατα επέστ επέστρεψ αν, αυτή τη φ ορά πιο μ ουδιασμέν ασ μένα. α. Κ ι αυτή υτή τη φ ορά, έπι έπιασ ε τον εα εαυτό υτό του να ενοχλείται. α ε ς , σ κέφτ κέφ τηκε, αφ ήνοντα νοντας το ν ελβ ελβε ετικό σ ουγιά του, σο
υ
κύ
ς
α
σ υνα
α
σου.
Α ναρω αρω τήθηκε από πού προέ προ έρχοντ ρχονταν όλα αυ αυτά τα τα παιδιά. Π ού να να ή τα ν τώ ρα; ρα; Α υτό υτό το το ξανθ ανθό κορι κο ριτσ άκ ι που κο κ οιτούσε ύσ ε, έπρε πρεπε να έχει χει ύψ ος γύρω σ το ένα μέτρο κα κ α ι σ τεκότ εκό τα ν μπρ μ προσ οστ τά σε σε μια ροζ και χρυσή χρυσή σιφ ονιέρα, ρα , φ ορώ ντα ντας κάλτσες λτσες κ ι έχοντ χοντα α ς τα μαλλιά πιασ μένα κοτσ ιδάκ δά κια. ο ι α α ή τ ν ; Π ού βρί βρ ίσ κετα κεται σήμε ήμ ερα; ρα; Τ ι τη ς είχαν πει πει για να τη τη ν πεί πείσ ουν ου ν πω ς ή τα ν σω σ ω σ τό να χαμογ αμ ογε ελά κα κ α ι να ανοίξει τα πόδι πόδια τη ς μπροσ μπροστ τά σ την κάμε κάμ ερα; Ε ίδε σκ σκηνές νές γυρι γυρισ μ ένες νες σε μι μ ισ οφ ω τισμ ένα τροχόσ ρο χόσπ πιτα, δω μ άτια ξενοδ ξενοδο οχεί χείω ν, μία σε σε ένα μπ μ παλκόνι λκόνι, γυρι γυρισ μένη μια ηλιόλουσ λουστ τη μέρα με τις σ ημ αίες ενός γηπ γηπέδου δου του γκολφ γκολφ να ανεμ νεμ ίζουν ουν στ σ το βάθος βάθος.. Τ ελικά σ υνειδητ δη τοποίη σ ε ότι ότι αυτά τα βίντε ντεο δεν δεν ήτ ήτα ν πορνό πορνό από την προσ πρ οσω ω πική σ υλλογή υλλογή του Π εντε ντερέτ ρέτσ κι, αλλά κ ά τι πολύ πιο σ οβαρό. οβαρό. Ή τα ν κα κα σ έτες έτες πρώ της γεν γενιάς, άς, ή τα ν σί σίγουρος γουρ ος γι’ γι’ αυτό: υτό: η ποιότη τα και ο τρό τρόπ πος με τον οποί οπ οίο ο είχαν αποθ απ οθη η κευτεί υτεί τον έκα έκανε νε να σ κεφ κεφ τεί πω ς ή τα ν τα πρω τότυπ ότυπα. α. Ο Κ άφε άφ ερισκέ ρισ κέφ φ τηκε ηκ ε πω ς είχε χτυπή υπ ή σ ειτη ιτη φ λέβα λέβα ενός δικτύο κτύου υ παι πα ιδερα δερασ στώ ν. Α υτή υτή ή τα ν η μ πάζα τους, τους, κρυμ κρ υμμ μ ένη από τον Π εντερέτ ντερέτσ σ κι δίπλα σ τις γραμ γραμμ ές του τρένου. νου. «Γαμώ το». ο». Σ η κώ θηκε θη κε όρθι όρθιος, ος, τεντ εντώ νοντα νοντα ς τα χέρια το του, προσ προσπ παθώ ντα ντας να απαλλα πα λλαγ γεί από το το πιάσιμ ο σ τον αυχένα χένα του του.. Ά ναψ ε άλλο ένα ένα τσ ιγάρο κα ι βημ βη μ άτισ ε στ σ το γραφ ραφ είο, καπ κα πνίζοντα οντας κα ι παρα πα ρατ τηρώ ντα ντας τη ν οθόνη. Α υτό υτό που πο υ έπρε έπρεπε πε να κάν κά νει ήτα ήτα ν να καλέσει καλέσει τη Μ ονάδα ονάδα Δ ίω ξης
Π αιδεραστ ρασ τώ ν. Α υτό υτό που έ να κάνε κά νει ι ή τα ν να να τηλε ηλ εφ ω νή σ ει στο στο σ πίτι τη ς Σ ο ύ νες να τη τη ν ξυπ ξυπνήσ νήσε ει και κα ι να μιλήσε λήσ ει με τη ν Π ολίνα. Α λλά ο Π εντε ντερέτσ κι του είχε σ τείλει α υτές τις κ α σ έτες έτες για κάποιο λόγο. λόγο. Έ σ βησ βη σ ε το τσ ιγάρο άρο κα κ α ι πήγ πή γε στ στην αί αίθουσα θουσ α συσ σ υσκέ κέψ ψ εω ν, κλείδω σ ε τη ν πόρ πόρτ τα του διαδρόμ αδρόμου ου κ ι επέστ πέσ τρεψ ε στ στο γραφ ραφ είο. Α ποφ άσι άσ ισ ε ό τι οι κα σ έτες θα πα παρέμ ρέμ εναν στ σ την κατ κα τοχή του μέχρινα ρι να ανακά ανακ ά λυπτε λυπτε το μ ήνυμα -ή - ή να ολοκλήρω νε το μ α ρτύρι ρτύριοο- που ο Π εντερέτ εντερέτσ σ κιτου ιτου είχε επ επιβάλει. Έ ντεκα ντεκα εικοσ ά λεπτ λεπτες κασέτες. Σ χεδόν χεδόν τέ τέσ σ ερις ώ ρες ρες. Ε ίχαν μονάχα πέντε διαφορετικά «επεισόδια», και μερικά απ’ αυτά μ οιράζ ρά ζοντα ονταν σε σε περισ σ ότερες από τρεις κα σ έτες. Α πό τη ν αλλαγ αλλαγή στο σ τιλ ρου ρουχι χισ μού, έκρι έκρινε ό τι τα βίντεο ντεο γυρί γυρίσ τηκαν σε σ ε διάστημα τουλά ου λάχι χισ τον δέ δέκα χρόνω ν. Έ βλεπε λεπε το ένα, ενώ τα υτόχρονα υτόχρο να γύριζε τη ν τα ινία το του επόμ πόμ ενου. Ή τα ν μι μια γραμ γραμμή μή παρα παραγ γω γής, αποτ πο τελούμ λούμε ενη από μ ονάχα ονάχα ένα ένα άτ ά τομο: ομ ο: γύρισ μ α - βίντε ντεο - γύρι γύρισ μ α βίντεο - γύρισμα - βίντεο. Μ έχριτι χριτις έξιτο έξιτο πρω πρω ί, είχε δει δει όλε όλες τις κα σ έτες έτες κα ι υπή υπ ήρχε μονάχα ονάχα μία πο π ου ήθελε θελε να ξαναδε ξαναδεί ί. Ή τα ν ίσ ω ς η πιο σ οκαρ κα ριστική α π ’ όλες όλες, για τον απλό απλό λόγο πω π ω ς το άτομο ομ ο που είχε γεί γείρει πάνω πά νω σ τον δε δερμά ρμ άτινο καναπέ ναπέ γι για να ασ ελγήσε λγήσ ει σε ένα αγ αγόρι, το οποί οπ οίο ο Κ άφε άφ εριυπ ριυπολό ολόγι γιζε πω ς ήτα ν γύρω ύρω σ τα έντ έντεκα, ή τα ν μι μια γυναί γυναίκα. κα . Ε ίχε εμ φ ανισ τείκ α ι σε άλλες άλλες τέσσ ερις κασ κα σ έτες, αλλά ήθε ήθελε λε να ξαναδεί ξαναδεί μονάχα ονάχα τη τη σ υγκε υγκεκρι κριμ ένη. νη.
Ό τα ν η Μ πενεντ νεντί ίκτε σ τέγνω σ ε από δάκρυα, έμ εινε ξαπλω μένη ανάσκελα νάσ κελα δίπλα στ σ το καλορι καλοριφ έρ, ώ σ τε ο ασ α σ τράγ ρά γαλός τη ς να μη λυγί λυγίζει, κα κ α ι φ αντά ντάσ τηκε ηκ ε πω ς ή τα ν ακόμ ακ όμη η παι πα ιδίκ δί κα ι το πρόσ πρ όσω ω πο της της μητέρας ρα ς τη ς τη σ κέπα κέπαζε με ζεστασ ιά, σαν τη φ τερούγα ρο ύγα πουλι ουλιού, ού, χαμογ αμ ογε ελώ ντας καθώ κα θώ ς έσ κυβε κυβ ε για να τη τη ς δώ σ ει ένα φι φ ιλί για
καλη κα ληνύχ νύχτ τα. Σ κέφ τη κε το ν Τ ζος, ος, το το ν μικρό Τζ Τ ζος, ος, ότα ότα ν ή τα ν ακόμ κόμ α μω ρό, νέος νέος σ τον κόσμ κόσ μ ο, τόσο όσ ο νέος νέος που ένα κομ μ ά τι τη ς ζήλευε ήλευε που εκείνη δεν δεν θα είχε πο ποτέ την την ευκα ευκαιρία ξανά να είναι να ι τόσ ο νέα νέα. Κ αι ο Χ αλ έπα έπαι ιρνε το ν Τ ζος σ τα χέρια το του κ α ιτο ν σή σ ή κω νε ψ ηλά, πάνω πάνω από το κεφ κεφ άλι του, τον κουνούσ κου νούσε ε και κα ι τα σ τρουμπουλά ρουμ πουλά ποδαράκια του του κουνι υνιόντα ντα ν λες λες κ ι ήθελε θελε να κολυμ λυ μ πή σ ει σ τον αέρα. Τ ις νύχτ νύχτες ες που που είχε πυρε υρετό, ο Χ αλ ανη ανησ υχούσ χούσ ε πι πισ τεύοντα ντα ς πω ς η μ ηνιγγίτιδα θα του έπαι παιρνε τον γιο. Ή ξερα ξεραν ν ότι σ υμβα υμ βαί ίνουν νουν δυσά δυσ άρεσ ρεσ τα στ σ τη ζω ή: όπω ς στη στη Σ άρα άρ α Π έιν ή το τον Τ ζέισ ον Σ ουίφ τ. Ή το μικρό αγόρι, που το χτύπ χτύπη η σ ε ένα ένα φορ φ ορτ τηγό στ σ το Κ άμπε άμ περγουε ργουελ. λ. Κ άποιο άλλο είχε πέσ ει από το τον δέκ δέκατο τέτ τέτα α ρτο όροφο όροφ ο μιας πολυ πο λυκα κατ τοικίας. Τ ον σ κέφ τηκε καθι κα θισ τό μ προσ προστ τά στ σ την τηλεόρ λεόρασ αση, η, να σκα σ καλί λίζει μια πληγή σ το γόνατ γόνατό του κ α ι το μόνο που π ου μ πορούσ πορ ούσε ε να σκε σ κεφ φ τεί ή τα ν πω ς ήθελε ήθελε να του του βγάλειτ γάλειτις κά λτσ λτσ ες κ α ινα φ ιλήσ λήσειτα ποδαρά οδα ράκ κια του. ου . Δ εν τη ν ένοιαζε ακόμ κόμη κ α ινα έκ οβε βόλ β όλτ τες σ το σ πίτι με τις λασ λα σ πω μ ένες νες του μ πότ πότες, ή να έγραφ ραφ ε σ τους τοίχου οίχους ς, ή να έσ παγε τα τζάμ ια σ ε όλα όλα τα τα παράθυρ παράθυρα. α. Θ α μπορούσ μ πορούσε ε κ α ι να τη τη ς φ ω νά ζει κάθε κά θε μέρ μέρα, και κα ι τίποτ πο τε α π ’ όλα όλα αυ α υτά δεν δεν τη ν ένοι ένοιαζε. Τ ο μόνο που π ου ήθελε θελε ή τα ν να τον δει δει άλλη άλλη μια φορά. φ ορά. Ν α μ υρίσειάλλη μι μ ια φορά φ ορά τα μαλλι μαλλιά του του.. Μ ονάχα μι μ ια φορά. Λ ίγο πρι πριν χαράξ ράξει, η Μ πενεντ νεντίκτε αποκ πο κοιμ ήθηκε, θη κε, παρά αρ ά την αγω νία της της.. Έ πεσ ε σ ε έναν πυρ πυρετικό, κό , βαθύ βαθύ λήθαργο, που π ου τη βύθισε σε αδυ αδυσ σ ώ πη τους εφ ιάλτε άλτες.
Σ το Κ ρόιντον, ντον, η άκρη άκρη του ουρα ουρ ανού ίσ α που π ου διακρι κρινόταν νόταν ανάμε νάμ εσα από απ ό τους του ς ουρα ουρ ανοξύστ νοξύσ τες κ α ι είχε πάρε πά ρει ι το χρώ μ α το του οπά οπάλιου. Ή τα ν σχε σχεδόν έξι το πρω ί και κα ι οι εντολές ολές του αστ ασ τυφύλακα υφ ύλακα Τ ανόι ανόι κυριολεκτικ ά πλημ λη μ μύριζαν το κτίριο. Κ ανεί νείς δεν δεν θα ερχότ ερχόταν στ σ την αίθουσα θουσ α συσ σ υσκ κέψ εω ν για τι τις επόμε όμ ενες νες δύο ώ ρες ρες. Ο Κ άφε άφ εριξαν ρι ξανάβλε άβλεπε πε
το βίντε ντεο, ζω γραφ γρα φ ίζοντα ντας ασ υναρ υνα ρτησ ίες σ ε ένα φ ύλλο χαρτ χαρτί ί. Η γυναί γυνα ίκα ζύγιζε γύρω σ τα ενενή νενήντα ντα πέντε ντε με με εκατό κιλά - είχε προσ προ σ παθήσ πα θήσε ει με δυσκολί δυσκ ολία να υπ υπολογί ολο γίσ ει το βάρος βά ρος της, ης, όταν όταν εμ φ ανίστηκε ηκ ε. Ε ίχε τη ν πατ πα τικω μ ένη μ ύτη ύτη πυγμ π υγμά άχου, αφ υδατ υδατω μ ένο δέρμα δέρμα,, σ κούρα κούρα,, λιπαρά παρά μαλλι μαλλιά κ α ιή τα ν ντυ ντυμ ένη με μαύρο μα ύρο πουκ πο υκά άμ ισ ο κα ι σ ατέν φ ούστ ούσ τα. Τ ο αγόρικ γόρι κ οίτα ζε με μερικές κές φ ορές ορές τη ν κάμ κά μερα, σαν σα ν να ρω τούσε ούσ ε «το «το κάνω κ άνω σ ω σ τά;», ά; », κ α ι η μελαχ μελαχρι ρινή γυνα γυναίκα βογκούσ βογκούσε ε καθώ κα θώ ς έγδε γδερνε τον μηρό μ ηρό του αγοριού με τα τα μαύρα κ α ι κόκκινα νύχια της. Σ τη ν αρχή τη ς βιντεοκ ντεοκα α σ έτας, είχε μπ μπει σ το δω μ άτιο κ α ι είχε καθί κα θίσ ει σ τον καναπ κα ναπέ έ, κα ι για μια στ σ τιγμή πέρασ πέρασ ε τόσο όσ ο κοντά ντά από την κάμ κά μ ερα που που εμ φ ανίσ τηκε καθαρά κα θαρά ένα ένα τα το υάζ υά ζ σ την κορυφή κορυφ ή του μ πρά πράτσ ου της της:: μια καρδι κα ρδιά πίσω από κάγκελα γκελα φ υλακής υλακής. Ο Κ άφε άφ ερι σ χεδίασε ασ ε, δίχω ς να δώ σ ει πολλή πολλή προσοχή, προσ οχή, τη τη ν καρδιά σ το χαρτί αρτί. Δ εν ή τα ν μονάχα μονάχα η πα π α ρουσ ρου σ ία τη τη ς γυναί υναίκας κα ς κα ι η χαλα χαλαρ ρότητά τη της, με τη ν οπ οία κα κ α κοποιούσ ε το παιδί, που του είχε κά νει νει εντύπ ντύπω ω σ η. Ή τα ν το ό τι δεν δεν τη ν ένοι ένοιαζε που η τα τα υ τότη τά τη της είχε αποκ αποκα αλυφθεί λυφ θεί. Ίσω Ίσ ω ς επειδή αυτές οι κα σ έτες έτες υπ οτίθετα θετα ι ό τι θα περνούσα περνούσ αν από από επεξε πεξεργασί ργασ ία, αρκε ρκετές α π ’ α υτές αποκάλυπτ λυπτα αν σ η μ αντι ντικά σ τοιχεί χεία σ χετ χετικά με τους πρω τα γω νισ τές τους - κάτ κά τω από κανονι νονικές συνθήκες υνθήκες,, οι ενήλ νή λικοι που παίρνουν νουν μέ μ έρος ρος σε τέτο έτοιες ταινίες, φ ρον ροντίζουν να κρ κρύβουν το το πρόσ ρό σ ω πό τους ους. Χ α ρακτηρ ρα κτηρι ισ τικά γνω γνω ρίσ μ ατά του τους καλύπτοντ λύ πτοντα αν, σ εντόνι ντόνια έκρυβα υβ αν βι β ιβλιοθή οθήκες κ α ι οι ετικέτες έτες από τα ρούχα ρούχα τω ν πα π α ιδιώ ν κόβ κό βοντα ντα ν - οι περισ σ ότε ότερες εικόνες που ανέβ νέβαιναν ναν στ σ το διαδίκτυο είχαν χαν πε περάσ ειαπό επεξερ ξεργασία, προκ πρ οκε ειμ ένου να σβ σ βη σ τούν στ σ τοιχε οιχεί ία που π ου θα οδηγούσ οδη γούσα α ν σ την τα υτο υτοποίη σ η τω ν δραστ δρασ τώ ν. Ό χι όμω όμ ω ς α υτές υτές οι βιντε ντεοκα οκασ έτες. Ε ίδε πρόσ πρόσω ω πα, πα , έγγραφα, ραφ α, τίτλους λο υς CD - κ ι αυτό υτό το τα τουάζ υά ζ. Σ ε τρία από απ ό τα βίντε ντεο μ πορούσε ύσ ε να α κούσ ει κ α ι σ υνομι νομ ιλίες εκτ εκτός κάμ κάμερας ρας, άντρες ντρες που μιλούσ λούσαν, σ χολί χολίαζαν τα πα παιδιά, μ ουρμ ούριζαν για το τι θα έκαναν κα ναν στο στο πα παιδί ότα όταν ερχότα ρχόταν η σειρά τους. ους. Ο Κ άφε άφ ερι μ πορούσ πορούσε ε
ακόμη κ α ι να α κούσ ει ονόμ νόμ α τα σε αυ αυτές τις συνομι υνομ ιλίες: Κ ατέ ατέγραψ ε τα πάντ π άντα. α. Μ πορείνα ρεί να μην υπή υπ ήρχε ήχος ήχος σ τις βιντεοκ ντεοκα α σ έτε έτες με τη μελαχρινή γυναίκα, κα , υπήρχαν υπή ρχαν όμω όμ ω ς αρκε αρ κετ τά οπ ο πτικά δεδομέν δεδομένα α. Π ίσω από τον παλι παλιό κα καναπ να πέ από δερμ δερμα ατίνη, φ αινότα νόταν μια λουσ λουστραρι ραρισ μένη προθήκη ροθήκη,, φ ω τισ μ ένη από πάν πά νω , κ α ι μ πορούσ πορούσε ε να δει δει διακοσ κο σ μ ητικά ποτή ποτήρια, μια στ σ τοίβα από κ ο ύτες τσ ιγάρω ν Σι Σ ιλκ Κ ατ, ατ, αγορα ορασ μ ένα από από τα Α φ ορολόγητ ορολόγητα α κά κά ποι πο ιου αεροδρομί ροδρομίου κα κ α ι μια φω φ ω τογραφί ογραφ ία σε σ ε χρυσή κορνί ορνίζα. Α λλά το το πιο σ ημ αντι ντικό σ τοιχεί χείο βρισ κότ κόταν στ σ την αρχή αρχή της κασ κα σ έτας. ας. Ο Κ άφε άφ εριπά ρι πάτ τη σ ε το κουμ π ί τη ς παύσ πα ύση ης και κα ι γύρισ ε προς τα πίσω τη ν τα ταινία. Η γυναί γυνα ίκα διέσ χισε το δω μ άτιο. Γ ύρισε ξανά πί πίσω τη ν τα ταινία. Δ ιέσ χισε το δω μ άτιο προς ρος τα πίσω , βουλι ουλιάζοντα ντας σ τον καναπέ ναπέ κα κα ι σ ταύρω ύρω σ ε τα πόδι πό δια της της.. Π άτησε ησ ε το Stop κι κ ι έπειτα το Play. Ξ εδίπλω σε τα πόδι πό δια της της,, σ ηκώ θηκε θη κε κα κ α ι διέσ χισε το δω μάτιο. Stop. Γ ύρισε τη ν κα σ έτα πί π ίσω . Η γυναί υνα ίκα επέστρεψ πέστρεψ ε σ τον καναπ κα ναπέ έ. Stop. Stop. Play. Π ίσω και κα ι μπρος μπρος. Τ ελικά, σ ταμά αμ ά τησε ησ ε τη ν κασ κα σ έτα στ σ το σ ημείο πο π ου ήθε ήθελε λε.. Κ αθώ ς διέσ χιζε το δω μάτιο, πέρασ ε σ τιγμι γμιαία από ένα πα παράθυρ ράθυρο. ο. Ο ι κουρτίνες ήταν μι μ ισ άνοιχτε χτες κ α ι παρόλο ρόλο που η εικόνα εκ τεινότ νότα ν σε μόνο δέκα δέκα καρέ κα ρέ -λιγότε λιγότερ ρο από μισό δευτ δευτερόλεπτ λεπτο- ο Κ άφε άφ εριε ρι είχε προλά ολάβει να διακρί ακ ρίνει νει μια χαρα χαρακ κτηρισ τική κίτρινη λάμψ λάμ ψ η. Έ γει γειρε μπροσ προστ τά, κοι κο ιτάζοντα ζοντα ς προσε οσ εκτικά τη ν οθόνη, κα ι προγρα πρ ογραμ μμ άτισ ε το βίντε ντεο να πα ίζει καρέ κα ρέ καρέ κα ρέ,, μέχρι που πο υ η ξανθι ανθιά είχε περπα περπ ατή σ ει αρκετ αρκετά, ώ σ τε η λάμψ η να αποκαλυφ αποκα λυφθε θεί ί. Π άτησ άτησε ε το κουμ κο υμπ π ί της παύσ πα ύσης ης.. Έ σ κισ κισ ε τη σελίδα από από το σ ημειω μ ατάριο κα κ α ι βρή βρήκε ένα στιλό. Ο σ φ υγμός υγμ ός του είχε ανε ανεβ εί σ ε επ επίπεδα καρδιακής προσ προσβολής ολή ς. Τ ώ ρα που πο υ η τα ταινία είχε σ ταμ ατήσ ει, μ πορο πο ρούσ ύσε ε να δει τι ακρι κριβώ ς ή τα ν αυτή υτή η κίτρινη λάμψ η. Έ ξω από το το παράθυρο του του δω μ ατίου, κά ποιος είχε παρκ πα ρκά άρει ένα αμάξι. Σ ε δύο δύο καρέ κα ρέ,, η πινακί νακ ίδα του του αμαξι αμ αξιού, αν και κα ι υπό γω νία, ή τα ν ευανάγν ευανάγνω ω σ τη. Έ γραψ ε το ν αρι αριθμό υ
λ ο
,
.
ι,
κ ιεπέστ έστρεψ ε στ στην αίθουσα. θουσ α. Ο υπολ υπ ολογι ογισ τής PNC2 PNC2 θα έβ έβρισ κε το όνομ όνομ α το του ιδιοκτ οκ τήτη του αυτοκινήτ νή του μέσα σε δευτε δευτερόλεπτα. Π έντε ντε λεπτ λεπτά μ ετά τις έξι, ήξερε ξερε ποιος ή τα ν ο ιδιοκτήτη ς, κ α ι ο Φ οίνικας κας, η νέα βάσ βά ση δεδομ δεδομ ένω ν του PNC2, PNC2, το υ έδω σ ε αρκετ ρκ ετές ές πληρο ληροφ φ ορί ορίες γι’ γι’ αυτόν. Τ α πρά π ράγμ γμα ατα είχαν αρχίσ εινα μ παίνουν νουν σε μια σε σειρά. ρά. Έ κα νε πίσω τη ν καρ κα ρέκλα, λα, διέσχισε κυλώ ντα ντα ς πάνω πάνω τη ς τη ν αίθουσα σ υσκέ υσ κέψ ψ εω ν μέχ μέχρι να φτ φ τάσε άσ ει στο στο γραφ ραφ είο τη ς Κ ριότος κα ι πήρε ήρε το τον δίσκο με τη ν ένδ ένδε ειξη «Δ έκτης», κτης», που περιείχε τις αναφορ ναφ ορέ ές που η Κ ριότος θα πε π ερνούσ ρνο ύσε ε στ στο σ ύστ ύσ τημ α του HOLMES HOLMES.. Ή θελε θελε να μ άθει αν κατ κα τά τη διάρκει ρκεια τη τη ς ημέρα μέρας ς κάπο κά ποι ια ομάδα ομάδα είχε στα σταλείνα λείνα μιλήσε λήσ ει σε κάπο κά ποι ιον Κ αρλ Λ αμπ αμ π από α πό το Θ έτφ ορν ορντ του Ν όρφ όρφ ολκ. ολκ. ***** Έ ρ γο τέχνης έχνης το υ Ιτ Ιτα λού λο ύ Π ιέρο Μ αντσ αντσ όνι, το το οποί οπ οίο ο α π ο τελεί ελείτα ι α πό 90 κονσέρβες κο νσέρβες γεμ γεμ ά τες με 30 γρα μ μ ά ρια ρια πε π εριτ ριττω μ άτω ν η καθεμ καθεμ ιά.(Σ τΜ )
19 - (24 Ιουλίου) Ο διάδρομο άδρομος ς ή τα ν σ ιω πηλός. πηλός. Ό χι εντελώ ς, βέβαι βέβαια: πάνω στο στο κεφ κεφ αλόσ αλό σκαλο, κα λο, ο χρονοδια κόπτ κό πτη η ς που που έλεγ λεγχε τα φ ώ τα έβγαζε έναν πνιχτό ήχο, καθώ ς τα γρανάζι ρανάζια το του γυρνούσ γυρνούσα αν. Π έρα α π ’ αυτό, υτό, ο διάδρομ άδρομος ος ή τα ν σι σ ιω πηλός πη λός.. Δ εν ακο ακ ουγότα γότα ν κανέ κα νένα να τρίξιμ ο από από βήμ βή μ ατα ατα στ σ το πάτ πά τω μα ή από το το αε α εράκι ρά κι που έμ παι πα ινε από κάποι κά ποιο παρά πα ράθυρ θυρο. ο. Σ τις εξίμισι, ο χρονο χρο νοδι διακόπτης απενεργο ενεργοπ ποιήθηκ θη κε κ α ι το φ ω ς τη ς λάμπα λάμ πας ς σ το κε κεφ αλόσ αλό σκαλο κα λο έσ βησ βη σ ε. Ά μμ ος είχε σ κορπ κορπι ισ τεί σ το χαλίτ χαλί τη ς σ κάλα κά λας ς κα ι κά ποιος είχε γράψ γράψ ει πάνω πά νω σ τους το ίχου χους με σπρέι σπρέι. Τ α γρά γράμ μ μ ατα Κ ΙΝ Δ Υ είχαν γρα γραφ φ τεί με κόκκ κό κκι ινο σπρέι σπρέι. Α ν κά ποιος ανέβα νέβαι ινε τη σ κάλα, κάλα , μ πορο πο ρούσ ύσε ε να δει δει τα τρία τελε τελευταί υταία α γράμμα ράμ ματ τα, ψ εκασ κα σ μ ένα πάνω σ την πόρτα πόρτα το του ξενώ να, αφ ού εί είχε ανεβ νεβ εί σ το κεφ κεφ αλόσκα αλόσ καλο: λο: Ν Ο Σ . Τ ο γκρ γκρά άφ ιτι σ χημ άτι άτιζε τη λέξη Κ ΙΝ Δ Υ Ν Ο Σ . Δ ίπλα πλα στη στη λέξ λέξη βρίσ κοντ κονταν ο στ σ ταυρός αυρ ός και κα ι ο κύκλος, κύκλος, το το βιολογ ολογικό σύμ σ ύμβολο βολο το του θηλυκο θη λυκού, ύ, αλλ α λλά ά κα ι το ασ α σ τρονομ ρονομι ικό σύμ σ ύμβολ βολο ο τη ς Α φ ροδί ροδίτης.
Ο Κ άφερι άφερι έφ υγε υγε από το το Σ ράιβμουρ προτ προτού οι υπόλοιποι κατ κα ταφ θάσ θά σ ουν και κα ι πήρε πή ρε μα μαζί του τις βιντεοκ ντεοκα α σ έτε έτες του Π εντε ντερέτσ ρέτσ κι. Ο μαύρος αύρος Σ καρα κα ραβα βαί ίος δεν δεν βρι βρισ κότ κόταν έξω από το σ πίτ πίτιτου και κα ι, αφού αφ ού έλεγξ λεγξε ε όλα τα τα δω μάτια, σ χεδόν χεδόν απ απογοητ γοη τεύτη εύτη κε που που δεν δεν βρήκε βρή κε τη
Ρ εμ πέκ α να κα πνίζει το πουρά υρ άκι της. ης. Τ α σ εντό ντόνια είχαν αλλαχτ α λλαχτε εί, είχε πλύνει πλ ύνει τα παλιά κα κ α ι τα είχε αφ ήσ ει σ το σ τεγνω γνω τήριο. Π έρα α π ’ αυτό, υτό, δεν δεν υπή υπή ρχε άλλο άλλο σημ σ ημάδι άδι τη ς παρο πα ρουσ υσί ίας της. ης. «Α υτό υτό ήθελε ήθελες ς», μ ουρμ ουρμούρι ούρισ ε, «αυτό πήρε πήρες ς». Τ ύλι ύλιξε τι τις βιντεοκα ντεοκ α σ έτες έτες σε δύο πλασ λα σ τικές σ ακούλες, λες, τις έκλει έκλεισε με κολλη λλητική ταινία, τις έσπ έσπρω ξε σε μι μια σκ σ κοτει τεινή γω νία στο ντου ντουλά λάπικ πικά ά τω από απ ό τις σ κάλε κάλες ς κα ικλε ικλεί ίδω σ ε τη ν πόρτα. πόρτα. Έ κα νε ντου ντους ς, κοιμ ήθηκ ήθ ηκε ε για περί περίπου δύο δύο ώ ρες ρες - σ τον τον καναπέ κα ναπέ,, για τί το υπνο υπ νοδω δω μ ά τιο είχε τη μ υρω υρω διά τη τη ς Ρ εμπ εμ π έκα έκ α - κ α ι λίγο πρι πριν τις δέκα δέκα ή πιε καφ κα φ έ και κα ι πήγ πή γε σ το αμάξ αμ άξι ι. Ή τα ν ζεσ τή μέρα μέρα - φ όρεσε όρεσε κοντ κο ντο ομ ά νικο πουκ πο υκά άμ ισ ο κ α ι γυαλιά, κ α ι κατέβ α σ ε το τζάμ ζάμ ι στο παράθυρο παράθυρο το του αυτοκινή υτοκινήτ του. Ή ξερε ξερε πω ς έμ οιαζε με με κυβερνητ κυβερνητι ικό πράκ ρά κτορα ορ α από α πό κά ποια νότ νότια πολιτεία, όπω ς το Τ έξας, ας, σαν να λέμ λέμε. Ο Κ αρλ Λ αμπ εί είχε πεθά πεθάνε νει ιτο ν περασμ περασ μένο μήν μήνα. Κ ρίνοντα οντας από απ ό το το ποι πο ινικό του μ ητρώ ητρώ ο, ο θάνατ θάνατός ός του έκανε κα νε το ν κόσ κόσ μ ο πιο ασ ασφ αλή, ω σ τόσ ο το μοναδι ονα δικό πράγμα ρά γμα για το οποίο ο ι αρχές ρχές δεν δεν τον εί είχαν σ υλλά υλλάβει ή τα ν η παι πα ιδερα δερασ σ τία. Δ εν υπή υπή ρχαν ρχαν πληροφ πληροφ ορίες που να το τον σ υνέδεα υνέδεαν με τον τον Π εντε ντερέτσ κι, κ α ι το ποινικό του μ ητρώ ο είχε να κά νει με διαρρήξ αρρήξεις, ξυλοδαρμ ξυλοδαρμούς ούς,, ένοπλη νοπλη λησ λη σ τεία οχή οχήμ μ α τος και απάτες με πισ τω τικ ές κάρτ κά ρτε ες. Α λλά ότα ότα ν ο Κ άφε άφ εριέ ριέλεγ λεγξε το πού κ α ι πότε εί είχε πά ειφ υλακή υλακή, ανακά νακάλυψ ε πω ς βρισ κότ κόταν σ το Ά σγουορθ ουορθ την ίδια περίοδο με τον Π εντερέτ εντερέτσ σ κι. Τ α μ ονοπ νοπάτια του τους είχαν χαν αρ αρχίσ εινα σ υναντ υναντι ιούντ ούντα αι. Ο Π εντε ντερέτσ ρέτσ κιήθελε θελε να βάλε βά λειτ ιτο ο ν Κ άφε άφ ερισε ρισ ε αυτό υτό το μονοπάτι. Η αδε αδελφή του, η Τ ρέι ρέισι Λ αμπ, αμ π, σ αράν αρά ντα δύο δύο χρονώ ρονώ ν, ζούσε. ούσε. Ε ίχε κ ι εκείνη λερω λερω μένο ποι π οινικό μ ητρώ ο - όχι βέβαι βέβα ια σαν σ αν του αδελφ αδελφού ού της. ης. Ο Κ άφε άφ ερι αναρω τήθηκε ήθη κε,, καθώ κα θώ ς διέσ χιζε το Σ άφολκ, άφ ολκ, περνώ περνώ ντας μέσα από γαλή γαλήνι νια χω ριουδά υδάκια, πλημ λη μμ υρι υρισ μένα σ τις τριαντα νταφ υλλι υλλιές, κα ι περιποιη μ ένους νους περισ τερώ νες νες που που έλαμ λα μ παν πα ν σ τον ήλιο, αν η Τ ρέι ρέισιΛ σι Λ αμπ είχε τα τουά ζ στ σ το δεξίτ δεξίτη η ς μπράτ πρά τσο.
Ο ι δρόμοι ερήμω ρήμ ω ναν καθώ κα θώ ς πλησί πλησ ίαζε αζε σ το πιο φτ φ τω χικό κομ κ ομμ μ άτι άτι του Σ άφολκ, άφ ολκ, το το βόρει βόρειο, που π ου κατ κα τέληγ λη γε σ το Ν όρφολ όρφ ολκ. κ. Ε δώ , ο πληθυ λη θυσ σμ ός ζούσ ούσε σε σε απ ομ ονω μ ένες ένες αγροι ρο ικίες ή σ ε αφ ρόντ ρό ντι ισ τες γει γειτονιές, κα ι τα μ οναδι ονα δικά σ ημάδια πω ς δεν δεν βρι βρισ κόταν μόνος του σε α υτόν υτόν το τον πλανήτ πλανήτη η ή τα ν τα τα καμ κα μ ένα αυτοκίνη υτοκίνητ τα σ την άκρη του δρόμ δρόμου ου κ α ι τα ερημ ερη μ ω μ ένα βενζ βενζινάδικα, κα, με τις σ κουριασ μ ένες νες το υς αντλί ντλίες. Η περι περιοχή έμ οια ζε με με Κ ρανί ρανίου τόπο, σ αν να είχαν πε περάσ ρά σ ειοι ορδές ορδές τω ν Ικ Ικένω ν τη τη ς Β οαδί οα δίκει κειας κα ι είχαν λε λεηλατ λα τήσ ειτα πάντ πά ντα. α. μ ύσ ς να κ νε ς ή ε σ ε υ τή ν ρι χή και κα νε ς δεν θα ο ν ε. Τ ο πρόσ π ρόσω ω πο τη ς Ρ εμ π έκα ήρθ ή ρθε ε πάλι πά λισ σ τον νου του, αλλά αλλά αυτή αυτή τη φ ορά κατ κα τάφ ερε να το το απομ απ ομα ακρύνε κρ ύνει ι από τις σ κέψ κέψ εις του. ου. Μ πορούσ πορ ούσε ε να τη ν πετά πετά ξει ξει έξω από απ ό το το παράθυρο π αράθυρο τη τη ς Τ ζάγκουα άγκο υαρ, ρ, σ τα χω χω ράφι ράφ ια που πο υ απλώ πλώ νοντα νοντα ν σ τις δύο μεριές το υ δρόμου, δρόμου, μέσα στ σ το λαμ λαμ πύρισμα του μεσημεριάτικου ήλιου. Π αραλί αρα λίγο να χάσ χάσ ει τη ν κρυμ κρυμμ μ ένη από τα δέντ δέντρα ρα στ σ τροφή. ροφ ή. Β ρισ κόταν κόταν πάνω σε έναν ερημ ρη μω μ ένο κ α ιταλαι λαιπω ρημ ρη μ ένο δρόμο, σ την άκρη του οποί οπ οίο ου υπή υπήρχε μια πι πινακίδα που πο υ ενημέ νημ έρω νε το υς οδηγούς οδη γούς ό τι μόνο τετ τετρ ρακίνητ νη τα οχήμ οχή μ α τα μ πορού ορούσ σ αν να διασ χίσ ουν ουν με ασφ ασ φ άλει άλεια το το ν δρόμο. Α ναγκάστ ναγκάσ τηκε να φ ρεν ρενάρει άρεικα ινα βάλε βά λειό ιόπι πισθεν, θεν, προτ προ τού σ τρίψ ει τη ν Τ ζά γκουα γκουαρ ρ σ τον χορταρι ορταριασμ ασ μ ένο χω μ ατόδρομο. όδρομ ο. Τ ο έδαφος δαφ ος ή τα ν ανώ μαλο μα λο κ α ι τα δέν δέντρα σε κάθε κά θε πλευρά πλευρά σχ σ χημάτ ημ άτι ιζαν μια φυσ φ υσι ική θολω τή σ κέπη κέπη.. Ή ξερε τι κρυβ κρυβότ ότα α ν πίσω από από τη βλάσ βλάστ τηση: σ τοίβ οίβες από τσ ιμ εντότου ντότουβ βλα, λα , παλιά εγκα εγκατ ταλειμ μ ένα τροχόσ χόσ πιτα κα κ α ι αυτοκίνητ νητα , ενώ ένα κο κοντέι ντέινερ νερ στ σ τεκότ εκόταν ανορθω μέν μένο ανάμ α νάμε εσ α στ σ τα δέν δέντρα. Ε κατ κα τό μέτρα μέτρα παραπέ παραπέρα, ρα, σ ταμ ά τησ ε το α υτοκί υτοκίνητ νη το - καλύτε κα λύτερα ρα να σ υνέχι υνέχιζε με τα πόδι πόδια, σ κέφ κέφ τηκε, κε, ώ σ τε το γρασί ρασ ίδινα πνί π νίξει τον ήχο τω τω ν βημ βη μ άτω ν του το υ - και κα ι βγήκε βγήκ ε από απ ό το το αμάξι αμ άξι. Τ ου έκανε κα νε εντύπ ντύπω ω σ η η ησυχί ησ υχία που π ου επικρα κρα τούσ ούσ ε. Ο μ οναδι οναδικός κός ή χος ερχότα ρχόταν από απ ό το υς κινητή νητή ρες τω ν
αεροπλάνω ροπ λάνω ν σ την αεροπο αεροπορι ρική βάση βάσ η του Χ όνιγκτον. κτον. Έ π ειτα από άλλα εκ εκατό μέτρα έφ έφ τασ ε σ την άκρη ενός ξέφ ξέφ ω του περικυκλ κυ κλω ω μ ένου από σ υκιές. Η ακινησί νησ ία ήτα ήτα ν απόλ απ όλυτ υτη η. Σ τα δεξ δεξιά του βρισ κότ κόταν ένα ένα σκο σ κου υριασ μ ένο υπ υπόσ τεγο εγο που είχε γραμ γρα μ μένες νες τις λέξε λέξεις «Α γω νισ τικά Α υτοκί υτοκ ίνητ νητα» πάνω από τις α νοι νοιχτέ χτές πόρτ πόρτε ες, α ποκαλύπτ ύπ τοντα ντας τα απομε ομ εινάρι νάρια μιας επιχεί χείρησ ρη σ ης - ένα ανυψ α νυψ ω τικό μηχ μη χάνημα, άνημα, σ κουρι κο υριασ μ ένα κου κ ουτ τιά με λάδια μηχανής ηχανής κα ι σ κεπές κεπές από τζιπ. Π έρα απ από το το υπ υπόσ τεγο εγο, σ την άλλη άκρη άκρη της της χορταρ χορταρι ιασ μένης ασ φ άλτου λτου,, μ πορού ορ ούσ σ ε να διακρίνει νει τους του ς τοίχου χους ενός σ πιτιού που θύμι θύμ ιζε κατα φ ύγιο πυρ π υρη ηνικού κού πολέ πο λέμ μ ου. ου. Τ σ ουκνί ουκνίδες δες φ ύτρω ύτρω ναν από από τα τα παρά παράθυρά θυρά του του.. Α φ ουγ ουγκρά κράσ τηκε κ ι άκουσ ουσ ε μια τη τηλεόρα λεόρασ σ η να πα παίζει. Έ κανε με μερικά βήμ βή μ ατα προς προς τα εκείκ εκείκ α ι είδε, παρκα πα ρκαρι ρισ μένο δίπλα στ σ το σ πίτι το Φ ίατ από το βίντεο. ντεο. Σ υρμα υρμ ατόπλε όπ λεγ γμ α κ α ι τσ ουκ ου κνίδες δες το σ κέπα κέπαζ ζαν. Τ α ελατ λα τήρια από α πό τα καθί κα θίσ μ ατά του είχαν τρυπή ρυπ ή σ ει το ύφασ ύφ ασμ μ α κι κ ι έβγαιναν στ σ την επιφάνεια, αλλά ήταν το ίδιο αμάξι, ήταν το ίδιο, κι αυτό του έδινε τη ν αί αίσθησ θηση ό τι μόλι όλις άνοι νοιγε τη ν πόρ πόρτ τα, θα έβλεπε έβλεπε μ προσ ροστά του μια σκη σκηνή νή παρόμ οια μ ’ εκείνη του βίντε ντεο. Ά ρα, η τα ταινία γυρίσ τηκε πίσω από εκείνο το το παρά παράθυρο. θυρο. Π λησ λησίασε πιο κοντ κοντά ά. Ο ι κουρ κο υρτ τίνες νες ή τα ν τρα τραβη βηγμέν γμένε ες κ α ι αναγκάσ ναγκά σ τηκε να πλησ πλη σ ιάσε άσ ει ακόμη κόμ η περι περισσότ σσ ότε ερο για να δει δει σ το εσ εσ ω τερικό. Τ ο φ ω ς της τηλεόρ λεόρα ασ ης τρεμόπ ρεμ όπα αιζε πάν πά νω σ τους τοίχ οίχους ους. Μ έσα ή τα ν σκο σκοτ τεινά, αλλά κα κατάλαβ λα βε αμ έσω έσω ς ότι σ το δω μ άτιο εκείνο είχε γυρι γυρισ τεί η σ υγκεκρ υγκεκρι ιμ ένη ταινία. Ή τα ν φί φ ίσκα σ τα έπιπλα, πλα , οι τοίχοι χοι του διακοσμ οσ μ ημ ένο ένοι με φ τηνές νές ελαι λαιογρα ογραφ φ ίες, σ το βάθος βά θος φ αινότα νόταν ένα επίχρυσ χρυσ ο ρολόι, ενώ ενώ πάνω σ το ράφι ράφ ι διακρίνοντα νονταν τέσσ ερις κούτες τσ ιγάρω γάρω ν εισαγω γής. γής. Κ αιτ αιτό τε τη ν εί είδε. δε. Η υπέρβ υπέρβαρ αρη η γυναί γυναίκα κα κ αθότα θότα ν σ τον καναπ καναπέ έ, σ το σ κοτ κοτεινό δω μ άτιο, με το φ ω ς τη ς τηλεόρα λεόρασ σ ης να χρω μ α τίζει μπλε το πρόσω πρόσω πό της. ης. Φ ορούσ ορούσε ε εκρού εσ ώ ρουχ ρου χο κι κ ι ένα πα παμπάλαι πά λαιο σ ουτι ουτιέν. Τ α πόδι πόδια -
α
α
δ ε
,
λ ε
-
α κ ρ ιβ ώ
ό
ί
.
τη ς ήτα ν τόσ τόσ ο χοντρά οντρά,, που δεν δεν μπ μ πορού ορ ούσ σ ε να τα κλε κ λεί ίσ ει. Τ ο λίπος στο εσ ω τερικό τω ν μηρώ μη ρώ ν τη ς τα ανάγκαζ νάγκα ζε να σ χημ ατίζουν μ ονίμ ω ς ένα V Τα Τ α ξανθά ανθά τη τη ς μαλλι μαλλιά ήτ ήτα ν πια πιασ μ ένα στ σ την κορυ κορυφ φ ή του κεφα κεφ αλιού της με ένα μα μ αύρο λασ λασ τιχάκι, αποκα λύπ λύ πτοντα ντα ς μικρά χρυσά χρυσ ά σκ σ κουλα ουλαρί ρίκια σ τα αφ τιά της της.. Δ ίπλα τη τη ς είχε μια κού κούπ πα, ένα τα τα σ ά κι κ ι ένα πακέτο Σ ιλκ Κ ατ. ατ. υναίκα στο στο ή να ; α μ ά τη ς να ι δι . Η γυναίκα βίντεο ήταν μελαχρινή. ό τ , ο ρ ο ύ ε ρο ύκα . ρέ ι να φ ρο ύσ γμή, άφ ησε το τσιγάρο γάρο τη τη ς στο ρο ύκ α ο ντ . Ε κείνη τη σ τιγμή τασ άκι, έφ ερε ένα μι μ ικρό πλασ λα σ τικό πο π οτή ρι σ τα χεί χείλη τη της, έφ τυσε υσ ε ένα αηδιασ τικό καφ κα φ έ φ λέγ λέγμα μέσα του του,, σ κούπ κο ύπι ισ ε το σ τόμα όμ α της της,, άφ ησ ε το ποτ πο τήρι πάνω πάνω σ την κοι κοιλιά της της,, πήρε πήρε το τσ τσ ιγάρο στ σ το χέρι χέρι και σ υγκε υγκεντ ντρώ ρώ θηκε θηκ ε ξαν ξανά ά στ σ την τηλε τηλεόρασ όραση. η. Έ τσ ι όπω όπ ω ς καθότ κα θόταν, αν, ο Κ άφε άφ ερι είδε το τα του τουά ζ στ στο μπράτσο της της κ ι αισθάνθη θάνθηκε κε τη τη ν ελπ ελπί ίδα να γεννι γεννιέτα έται μ έσ α το του. Ν αι, υπήρχε λόγος λόγος που βρισ κότ κό ταν εκεί εκεί. Η πίσω πόρτ πόρ τα ήτ ή τα ν κλει κλειδω μ ένη, κ ι έτσ ι πήγ πή γε από μπροστ μπ ροστά. ά. Η μ πογιά είχε ξεφ ξεφ τίσ ει κ α ι στη βεράντα ντα υπ υπήρχε μια ψ ησ ταριά γεμ γεμ άτη βροχόνε βροχόνερο και κα ι μύγε μύγες. Κ οίτα ξε μέσα από από το το παράθυρο παράθυρο και κα ι είδε τα λουσ λουσμ μ ένα στ σ το μπλε χρώ χρώ μ α τη τη ς τηλεόρασ λεόρα σ ης πόδι πόδια της της ξανθι ανθιάς μέσα από απ ό τη τη ν πόρτα πόρτα στ σ το τέ τέρμα ρμ α του του διαδρόμου. αδρόμου. Χ τύπησ πη σ ε σ το παράθυρο. Σ το κα θισ τικό, τα πόδια της της τινάχτ νά χτη ηκαν, σ αν να τη ν είχε χτυ χτυπή σ ει ρεύμ ρεύμα. α. Π ετά χτη χτη κε όρθια, αφ ήνοντα νοντας αντι ντικείμ ενα να πέσ ουν ου ν κάτω , κι εκείνος είδε το πρόσ πρόσω ω πό τη ς να σ τρέφ ρέφ εται προς προς τη ν πόρτ πόρτα. Ο πισθοχώ ρησ ρησ ε, έβγαλε τα γυαλι γυα λιά το του κ α ι περίμενε. νε. Σ ε λίγο άκουγε ου γε τη ν ανά ανάσ σα της της από τη ν άλλη μεριά τη τη ς πόρτ πόρτας. «Π οιος καρ κα ριόλη όλης είσαι;» «Τ ρέισι;» «Ε ίπα, ποιος καριόλης είσαι;» «Μ ε λέν λένε Τ ζα κ Κ άφερι άφερι». «Π οιος εί είπες; πες;» «Τ ζα ζα κ Κ άφε άφ ερι;»
«Δ εν σε ξέ ξέρω ». Ξ εκλείδω σ ε τη ν πόρ πόρτα κα κ α ι τη ν άνοι άνοιξε ελάχ λάχιστα, αφ ήνοντ νοντας μια χαρα χαραμ μάδα, μέσα από α πό τη ν οποί οπ οία ξεπρ ξεπρόβ όβα αλε το πρόσ πρόσω ω πό της. ης. Τ α ω χρά τη ς μ άτια λαμ λα μ πύρι πύριζαν σ τον ήλιο. «Π οιος διάολος ολος είσ αι του του λόγου λόγου σ ου; ου;» Ε ίχε ρίξει ξει πάνω τη ς ένα τρ τριμμ ένο ένο ροζ νυχτι νυχτικό. Π αρά τη τη ν αλλαγή αλλαγή του χρώ μ α τος τω ν μαλλι μαλλιώ ν της, ης, από μαύρο σ ε ποτ πο τισ μ ένο από νικοτ κο τίνη ξανθό, ανθό, ή τα ν σί σ ίγουρο γουρος ς πω ς αυτή υτή ή τα ν η γυνα γυναί ίκα του βίντε ντεο. Τ α δόντ δόντι ια της τη ς έμ οιαζαν ζαν λαγουδί λαγουδίσια. « Τ ι γυρεύε γυρεύει ις; Δ εν αγορά γοράζω τίποτα, τα, να ξέρεις». «Ε ίσ αι μόνη σου; σ ου; Ε ίναικα ναικανε νεί ίς μ αζί σ ου;» «Κ αιτι σ ε ενδιαφ έρει, ρε καριόλη όλη;» «Κ άφε άφ ερι», είπε εκείνος. νος. «Μ « Μ ε λενε λενε Τ ζακ ζακ Κ άφε άφ ερι». «Υ ποτίθεται θεται ό τιπρέπει έπεινα ξέρω ξέρω για τι μου μιλάς;» λάς;» «Μ ε έσ έστειλε ο Ιβ Ιβάν Π εντε ντερέτσ ρέτσ κι». Η έκφραση κφ ραση σ το πρόσω πό τη τη ς άλλαξ άλλαξε ε. «Ε ;» «Ο Ιβάν Π εντε ντερέτσ ρέτσ κι. Ξ έρει ρεις ποι ποιος. ος. Ο φ ίλος το υ αδελφ δελφού ού σ ου». ου». Μ ε το που πο υ άκουσ ουσ ε τα λόγια αυτά υτά, πήρε πή ρε ένα ζε ζευγάρι υγά ρι κλειδιά από από έναν γάντζ γάντζο, έβγαλε τη τη ν αλυσ αλυσίδα που πο υ κρα κρα τούσ ού σ ε τη τη ν πόρτ πόρτα α μισ όκλει όκ λεισ τη κ α ι βγήκε γήκε στ στη βεράντα ντα, κλείνοντ νοντα ας τη ν πό πόρτα πί πίσω της. «Μ η με παραμ υθι υθιάζεις», του είπε ισ ιώ νοντ νοντα α ς το νυχτ νυχτι ικό της. «Α ποκλείεταινα σ ’ έσ τειλε αυτός α υτός» ». «Έ χεις δίκιο. Δ εν μ’ μ ’ έστ έστειλε επ επειδή τα τίναξε. ναξε. Έ μ αθα για τον αδελφ αδελφό ό σου σ ου από απ ό τα βίντε ντεο που ο Π εντε ντερέτσ ρέτσ κι φ ύλαγε για εσ εσάς». άς». Τ ο σ τόμα όμ α τη τη ς Τ ρέι ρέισι Λ αμπ άνοι ά νοιξε λιγάκι. Σ τεκότ εκό τα ν ακί ακίνητη νητη, με τα πόδι όδια σε διάσ τασ η, τα παχουλά χουλά μ οσχ οσ χαρίσ ια χέρι χέρια τη τη ς σ ταυρω υρω μ ένα κάτ κά τω από τα αγελαδι γελαδινά της της μασ τάρια κα κ α ι το σ τόμα όμ α τη ς ανοιχτό, χτό, α ποκαλύπτ ύπ τοντα ντας τα σ απισ μ ένα δόντ δόντι ια της. ης. «Π οιος είσαι;» «Ε πιθεω θεω ρητ ρη τής Τ ζα κ Κ άφε άφερι, τη τη ς Μ ητροπο ρο πολι λιτικής κή ς Α σ τυνομίας». Ή ξερε ξερε πω ς θα τι τιναζ να ζότα ν σαν σαν κεραυνό κερα υνός ς ότα ν θα το το έλεγ λεγε, κ α ιήταν έτοιμ ος. ος. Έ κα νε ένα ένα βήμ βή μ α εμπρ εμπρός ός κα ι με τα χέρια το του τη ν εμ εμ πόδισ ε, καθώ κα θώ ς εκεί κείνη προσ προσπά πάθησ θησε ε να πάρε πά ρει ι τα κλει κλειδιά τη ς μπροσ προστινής
πόρτας. εκνευρισμένη. « ύ γ ε «Η ρέμη ρέμησε σε,, θέλω μόνο μόνο να να σου σο υ μι μ ιλήσω ». « ι «
έλ
ν
;» ούρλιαξε
λά ω
σε
νουςμ
α
ό
’
!»
υ ς ». ».
«Η ρέμ ρέμησε, σε, Τ ρέι ρέισ ι!» Ε κεί κείνη σ ταμ ά τησ ε τη ν προσπά προσ πάθε θει ια να μ πει πει σ το σ πίτι, πετά χτη χτη κε στ στο πλά πλάι ξεφ ξεφ εύγοντα εύγοντα ς από τα χέρι χέρια το του κι έτρεξε ρεξε κα τά μ ήκος κος του σ πιτιού. ού. Α λλά εκεί εκείνος τη ν πρόλα πρό λαβε βε και κα ι τη σ τρίμ ω ξε πάνω σ τον τοίχο. οίχο. «Τ ο εννοώ ννοώ , Τ ρέι ρέισι. ρ έ μ η σ ε ». «Ρε «Ρ ε άντε άντε γαμήσ αμ ήσου. ου. Π άρε τα κουλά σου σ ου από πάνω μου». Χ αμ ήλω σ ε το κεφ κεφ άλιτ λι της. ης. Ε ίδε ό τι ετοιμ α ζότα ν να ρίξει γονατ γονα τιά σ τα γενν γεννη η τικά το του όργανα, όργανα, κ ι έκανε κα νε ένα βήμ α στ σ το πλάι, θυμί θυμ ίζοντα οντας ταυρομ υρομά άχο, σ τρίβοντ βο ντα ας τα υτό υτόχρονα το το δεξί δεξί τη ς χέρι χέρι πίσω από την πλάτη της. «Α , όχ ό χι, μην μ ην κλο κλοτ τσ ά ς έναν ναν άντ ά ντρα ρα σ τ’ αρχίδια». α». «Ω χ!» Η Τ ρέι ρέισ ι Λ αμπ εί είχε συλλη συλληφ φ θεί ξανά ανά και κα ι ήξε ήξερε πώ ς να χει χειρισ τεί τις λαβέ λαβές ς υποτ υποτα α γής. Π ροσπά ροσ πάθησ θησε ε να το το υ κάνε κά νει ι κεφ κεφ αλοκλε αλοκ λεί ίδω μ α, αλλά ο Κ άφε άφ ερι τη ν έπιασε ασ ε από τα μαλλι μαλλιά, σ ταθερο θεροπο ποί ίησ ε γερά γερά τα πόδι πό δια το το υ σ το έδαφ δαφ ος και γράπω γράπω σ ε το το μπράτ πρά τσ ο της της,, γυρίζοντά οντάς το προτ πρ οτού ού εκεί κείνη προλ πρ ολά άβει να το τον μαγ μα γκώ σ ει. «Ω χ!» «Ν αι, το το ξέρω , πονάε ονά ει. Π ροσ ροσπάθησ άθησε ε να μην κινεί νείσ αι, Τ ρέι ρέισι. Τ α βογκητ γκη τά σου σ ου δεν δεν σ ε κολακ λα κεύουν, ου ν, ξέρει ρεις». «Π άρε τα κουλά κου λά σου από πάνω πάνω μου». Τ ινα ζότα ότα ν, κλοτσ κλοτσ ούσε ούσ ε, κουνιότα ν συνε σ υνεχώ χώ ς, έσ φ ιγγε γγε τα τα χέρια το του, προσ πρ οσπα παθώ θώ ντα ντας να το τον κάνε κά νει ι να χαλαρώ χαλαρώ σ ει τη λαβή του του.. «Ά γγιξες τα βυζι βυζιά μ ου!» φ ώ ναξε, αξε, παρόλο παρόλο που δεν δεν υπή υπήρχε κανε κα νεί ίς να τη ν ακο ακ ούσε ύσ ει. Τ υπική ενστ νστικτώ κτώ δης δης αντί αντίδραση ρασ η κα κ ακοποι οπ οιού. Α κόμη κόμ η κα ι κατ κα τά τη τη σύλληψή σύλληψ ή τους του ς σ χεδίαζαν αζαν τη μήνυση που που θα έκα έκαναν ναν στη στη Μ η τροπο ροπολι λιτική Α σ τυνομί υνομία. «Ά γγιξες τα γαμη γαμ ημ ένα βυζ βυζιά...» ...» «Ν αι, ναι, ναι, έλα τώ τώ ρα» ρα ». Κ οντοσ οντοστ τάθηκ θη κε για λίγο, κοι κ οιτάζοντα ντα ς
ι ρ α ; ο ύ α ν ; Σ το αμάξι τριγύρω ύρω . αμ άξι. «Γ «Γ ια έλα» έλα».. Τ ην τράβ ρά βηξε σ τον χω χω μ ατόδρομ ατόδρομο, ο, σ υνει υνειδητ δητοποι οπ οιώ ντα ντας πω ς το χέρι του αιμ ορρα ορραγούσ γούσε ε σ το σ ημείο όπο όπ ου τον εί είχε γδάρε γδάρει με τα νύχια τη της. Έ να κορά κο ράκι κι έκρω κρ ω ξε από πάνω πάνω το υς κ α ι πέτα ξε ψ ηλά από απ ό ένα κοντι κοντινό αιω νόβι νόβιο δέντ δέντρο. ρο. Τ ην έσπρω πρ ω ξε βίαια στ σ το κά κ άθισ μ α το του σ υνοδηγ υνοδηγού και κα ι κλεί κλείδω σ ε τη ν πόρτα. πόρτα. Ε κεί κείνη προσ π ροσπά πάθησ θησε ε να σαλτ σ αλτάρ άρε ει από απ ό την την πόρ πό ρτα το του οδηγού, οδη γού, αλλά προτ προτο ού προλά προλάβε βει ι, εκείνος βρέ βρέθηκε θηκε μπρο μπροσ στά της. ης. Ά νοιξε τη ν πόρτ πό ρτα α κα κ α ι μ πήκε πή κε μέ μέσα, σα , σ πρώ πρ ώ χνοντ χνοντά άς τη ν πίσω στο κάθι κά θισ μ ά της της.. «Γι «Γ ια κάνε κά νε πίσω . Ή μ ήπω ς θέλε θέλει ις να σ ου περάσ περάσω ω τα βραχιόλια;» «Μ πάσταρδ πάσταρδε ε». «Τ ο ενν εννοώ οώ . Θ α σου περάσ περάσω ω χειροπέδε ροπέδες ς». «Γα «Γ αμιόλη». όλη ». Α ναστέναξε κ ι έγει γειρε πίσω σ το κάθι κάθισμα. «Ω ραία. Τ ώ ρα.. ρα ...» .» Έ βαλε βα λε μ προστ προσ τά τη μηχαν μηχανή ή κι κ ι άνοιξε τον κλιμ ατισ μ ό. Δ εν είχε ιδρώ σει, αλλά η Λ αμ π είχε γίνει κόκκινη σαν ψ ητό ητό και κα ι βαρι βαριανάσαι ανάσ αινε. «Μ ην προσπα προσ παθήσ θήσε εις να το το σκάσε κάσ εις. Κ άτσε άτσε ήρεμα». μου μιλάς εμ ένα έτσι». Έ γει γειρε προς προς το μέρος του, ου , κουν κο υνώ ώ ντα ντας «Μ ένα δάχτυλο δάχτυλο σ το χρώ μ α τη τη ς νικοτ κο τίνης νη ς μ προσ προστ τά στ σ το πρόσ πρόσω ω πό του. ου. «Δ εν με με νοι νο ιά ζει ζει ποιος είσαι, κ α ι μη μου μιλάς εμ ένα έτσι. Β ρομόμ ρομ όμπα πατ τσ ε!» Έ γειρε πάλι πά λι πίσω σ το κάθι κάθισμα, βαρι βα ριανασαί ανασ αίνοντας οντας.. «Έ πρε πρεπε να το το είχα κατ κατα λάβει λάβει, όταν σε σε είδα, πω ς ή σ ουν ουν μπά μ πάτ τσος. ος. Τ α μ άτια σο σ ου ξερ ξερνάνε κακό. Δ έρνει ρνεις γυναί γυναίκες, κλασ λα σ ικός μ πάτ πά τσ ος». «Γι «Γ ια ηρ η ρέμ ησ ε λίγο, εντ εντάξει;» Έ γειρε προ προς ς το μέρος ρος τη ς κ ι εκείνη πετά πετά χτη κε. «Η ρέμη ρέμησ σε». Έ πια πια σ ε τη ζώ νη. «Δ εν θα σε αγγί αγγίξω ». Κ αθώ αθώ ς περν περνούσε ούσε τη ζώ νη πάνω πάνω από το το παχύσα παχύσαρκο ρκο σώ σ ώ μ α της της,, η Λ αμπ το το ν δά δάγκω σ ε σ τον πήχη πήχη του χεριού του του.. κρόφα» α».. Τ α δόντι δόντια τη ς δεν δεν το ν άφηναν. άφ ηναν. Ε κείνος την « ν η σ κρόφ έπιασ ε από από τα μαλλι μαλλιά κ ι άρχισε να κο κ ουνάει νά ει το κεφά κεφ άλι της, ης, σαν να φησε έ μ ε . Ά φησ προσπα προσ παθούσ θούσε ε να απε απ ελευθε λευθερω ρω θεί θεί από έναν σ κύλο. «
το χέρι μου, καρι κα ριόλα». Ε κεί κείνη ξεφ ύσησ ύσ ησε ε κ α ι τον άφησ άφ ησε ε. Ο Κ άφε άφ ερι τράβ ρά βηξε το χέριτ ρι του κ ι εξέτ ξέτασε ασ ε τα σ κούρα σημάδι ημ άδια που σ ύντομ ύντομα α θα γίνοντ νοντα α ν με μελανι λανιές. «Β ρομ ρομιάρα». ρα ».
Ο δήγησε μέχριέ ρι έναν χώ ρο στ σ τάθμε άθμ ευση υσ ης σ τον αυτ αυ τοκι οκινητόδρο νητόδρομ μ ο Α 134, α πέναντ πέναντι ι από έναν ζω ζω γραφι ραφ ισμέ σμ ένο με γκράφ κρά φ ιτι σταθμό σταθμό η λεκτρο λεκτροδό δότ τη σ η ς στη στη μέση μέση ενός χορτα ορταριασμ ασ μ ένου χω ραφι ραφ ιού. Σ τά θμε θμ ευσε υσ ε τη ν Τ ζά γκ ουα ου α ρ με τέτο ιον τρόπο, ρόπο, ώ σ τε η πόρτ πόρτα του του σ υνοδηγού υνοδη γού δεν δεν μπο μπορο ρούσ ύσε ε να ανοί ανοίξει, καθώ ς έβρι βρ ισκε πάνω σ τον διαχω ριστικό φ ράχτ ράχτη. Έ σ βησ βη σ ε τη μηχ μη χανή κα κα ι σ τράφ ρά φ ηκε προς το μέρος της. «Ά κου, κου , πρώ π ρώ τα θα σ ου πω δυο πραγ πρα γματ μα τάκια, εν εντάξει άξει;» Π ήρε τον καπνό κα πνό από το ντο ντο υλα υλα πάκι πά κι σ το κά κ άθισ μ α το του συνοδηγού κι κ ι άρχι άρχισε να σ τρίβειένα βειένα τσιγάρο. «Δ εν ξέρω για τίη Μ ονάδα Δ ίω ξης Π αιδερα δερασ σ τώ ν δεν έχει ακόμη φ άκελο άκελο στ σ το όνομά σου σ ου,, αλλ αλλά σου υπόσ χομα ομ α ι πω ς ότα ότα ν το κάνουν, κά νουν, δεν δεν θα ξε ξεμ περδέ περδέψ ψ εις τόσο όσ ο εύκολ ύκ ολα α μ αζί τους. Θ α α ντι ντιμ ετω πίσ εις επτά πτά; Δ έκα χρόνι ρόνια στη σ τενή; Α λλά γι για τη ν ώ ρα δεν δεν γνω ρίζουν τίπ οτα - κα ι μ άντεψ ε ποιος μ πορε πορ εί να εγγυηθεί γυηθεί ό τι τα πράγμ ρά γμα ατα θα πα παραμ ρα μ είνουν νουν έτ έτσι». «Δ εν εί είμ α ι καρφ καρφί ί, αν αυτό θέλει θέλεις να πεις». Τ α χρυσά χρυσ ά σκ σ κουλα ουλαρ ρίκια ταρακο ρα κουνή υνήθη θηκα καν ν έπειτα από μια κίνηση νησ η του κεφα κεφ αλιού της, ης, κα καθώ ς κρέμ κρέμ οντα ονταν από από τους τραβ ρα βηγμέ ηγμ ένους λοβούς λοβ ούς τω ν αφ α φ τιώ ν της της,, που είχαν κρεμά ρεμ άσ ει από τα βαρι βαριά σκο σ κουλ υλα αρίκια που π ου φ ορού ορ ούσ σε για χρόνια. Ή τα ν σί σ ίγουρος ουρ ος ό τι θα μπο μ πορο ρούσ ύσε ε να δει δει μέσα από τις τρύπ ρύπ ες σ τα αφ τιά της της,, αν καθότ θότα ν λιγάκι γάκι ακίνητη νητη. «Α ν ήρθε ήρθες ς να πάρε πάρει ις πληρο ληροφ φ ορί ορίες, θα φύ φ ύγεις ρέστ ρέστος. Δ εν είμ αι σ πιούνα» να». «Θ έλω να μ ου πει πεις αν κάπο κά ποι ιο από τα ανώ μ αλα φι φ ιλαράκια του του αδελφ δελφού ού σ ου είχε τη σ υνήθε υνή θει ια να δαγκώ δα γκώ νει νει. Κ άποιος από το το Μ πρί πρίξτον που του άρε άρ εσ ε να δαγ δα γκώ νει νει αγοράκ οράκι ια». Σ άλιω σ ε το
τσ ιγαρόχα γαρόχαρτ ρτο ο κι κ ι άναψ ε το τσ ιγάρο, ρο, φ έρνοντ ρνοντά άς το μ προσ ρο στά σ την Τ ρέι ρέισι. «Μ «Μ ιλάω σ οβαρά, Τ ρέι ρέισι. Θ έλω ονόμα ονόμ ατα. Θ έλω να μάθω τα ονόματ ονόμα τα όλω ν τω ν φί φ ίλω ν του Κ αρλ αρλ». «Α σ τειεύεσαι ύεσα ι, έτσι; Δ εν θα καρφ κα ρφώ ώ σω κανέ κα νέναν, ναν, ρε, τρά τράβα βα γαμήσου». «Τ α γουστ γουσ τάρεις τα παι παιδάκι δάκια, έτσι; Ε σύ κα ι ο Κ αρλ ή σ ασ τε μέλη μέλη σ πεί πείρας ρα ς παι πα ιδερα δερασ στώ ν. Έ χω δειτ δειτα α βίντε ντεο». ο». «Ή ταν ψ εύτι ύτικα, καρι καριόλη. όλη. Ψ εύτι ύτικα, κα , με ακούς;» κούς;» «Ν αι, πρώ πρ ώ τα πρώ πρ ώ τα, ξέρω ό τι λες λες ψ έματ μα τα. Α λλά λλά ας πούμ πού μ ε, έτσ ι για να γίνετα νεται σ υζήτη υζήτησ η, ότι αυτό είναι ναι το επιχεί χείρημ ρη μά σ ου. ου. Τ ότε, μ πορο πο ρούμ ύμε ε μια χαρά να ελέγξ λέγξουμ ουμε ε τη γνησι γνησ ιότητά τους του ς σ το τμ ήμ α φ ω τογραφ ογραφί ίας. ας. Α λλά λλά ακόμ ακόμη η κι κ ι αν είναιψ ναι ψ εύτι ύτικες κες, μ πορούμ πορούμε ε ακόμ ακ όμη η να σου απα α παγγ γγε είλουμε λουμ ε κατ κα τηγορίες. Ο φ είλω , ω σ τόσο, όσ ο, να ομολογήσ ομ ολογήσω ω ότι ότι είσ αι η πρώ πρώ τη που ακούω ούω να προ προβά βάλλε λλει ι ένα τέτο έτοιο επιχεί χείρημ ρη μα γι για ένα βί βίντε ντεο, γι’ γι’ α υτό σ ου βάζω δέκα δέκα με τόνο επειδή πρω τοτύπη οτύπησ ες». «Δ εν έχω κά νειτ νειτί ίποτα οτα». «Λ ες ψ έμ ατα...» ατα...» «Ό χι! Ο αδελφ δελφός ός μου ήτ ή τα ν ο ανώ ανώ μαλος, λος, δικά το του ή τα ν τα βίντε ντεο, εγώ δεν ή ξερα ξερ α .» «Α κόμ κόμ η κ ι έτσ έτσ ινα είναι, ίσ ψε ψ εύτρα. ύτρα. Σ ε αναγν αναγνώ ρισ α». Ο Κ άφερι άφερι άφη άφ ησε το τσ ιγάρο άρο του σ το τα σ ά κικι ικ ι εξέτ ξέτασ ε το σ ημ άδιστ δισ το χέριτου ριτου,, σ φ ίγγοντ γοντάς το για να δει δει αν θα βγ βγάλει λει αίμα. μα. «Φ ορο ορούσε ύσ ες περού περούκα κα,, αλλά αυ α υτό που έκανε κα νες ς σ ’ εκείνο το εντε ντεκάχρονο χρονο αγορά γορά κι...» .. » Έ μ εινε για λίγο σ ιω πηλό πη λός ς, κοιτάζοντάς ζοντάς την. «Ξ έρει ρεις, ίσ ω ς κ α ι να κάνω λάθος, λάθος, ίσ ω ς να ήτ ή τα ν ακό ακόμ μ η μ ικρότ κρότερο, ρο, δεν δεν μπορώ μπορώ να προσδι ροσ διορίσω τις ηλικίες τω ν πα π αιδιώ ν με μ ε ακρί ακ ρίβεια. Τ έλος λος πάντω ντω ν, τον τον έβαλες έβα λες να σε γλεί γλείψ ει, έτσι τσι δεν δεν είναι;» Ά φ ησε το χέρι χέριτ του να πέσεισ έσειστ το πλά πλάικα ικ α ιτην κοίτα ξε σ τα μάτια. «Θ υμ άσ αι εκείνο το το βίντε ντεο που γυρίσ ατε σ τον καναπέ κα ναπέ;; Τ ο μικρό αγοράκι αγοράκι που πο υ το του γλε γλεί ίφ ατε ατε το ν πούτ πο ύτσ σ ο; Υ πήρχαν άλλοι λλοιτ τρεις σ ’ εκείνο το δω μάτιο».
«Μ ην προσπα προσ παθε θεί ίς να με κάνε κά νει ις να αισθαν σθανθώ άσχ άσ χημα». Έ τριψ ε το το σ τήθος της. ης. «Έ χω τη ν καρδι κα ρδιά μου. Ο γιατρός λέε λέει ό τιτο άγχος γχος μπορε πο ρεί ί να με σ κοτ κοτώ σ ει». «Μ η με απει πειλεί λείς. Δ εν είσ αι δα η Σ ίνθια Τ ζάρ ζάρετ****** ετ******.. Κ ανείς δεν θα νοι νοια σ τεί τεί αν πεθά νεις παρ παρά μο μ ονάχα νάχα με μ ερικοίγερο ίγερο-π -πα αιδόφι δόφ ιλοι λοι». «Δ εν έκα έκαν να κά κ ά τι κακό κα κό» ». Τ ο πρόσ πρόσω ω πό τη ς γινότα νόταν ολοέν ολοένα κα κ α ι πιο κόκκ κόκκι ινο. «Τ ο πα π αλικαρά κα ράκι κιτ το ήθε ή θελε λε.. Τ ο ή θ ε λ ε . Δ εν το είδες δες; Δ εν σου σ η κώ νετ νετα ιαν ια ν δε δεν θέ θέλει λεις να σου το γλείψ ουν». υν» . «Τ ρέισι, ή τα ν μι μικρό ι δ ί . Ο νόμ νόμ ος λέει λέει ό τι σε αυτ αυ τή τη ν ηλι ηλικία δεν μπορε μ πορεί ί να πά π ά ρει ρει μια τέ τέτοια οια απόφασ απόφ αση η - κ α ι δεν πρέπε πρέπει ι να το το φ έρει ρεις σε τέτο έτοια θέση θέση που να αναγκα ναγκασ τεί να πάρε πάρει ι μια τέτ τέτο οια απόφαση...» «Μ ε αγχώ γχώ νεις». Τ ο φλέ φ λέγ γμα στ σ το λαιμό της της έβραζ βρ αζε ε. «Μ ε αγχώ αγχώ νεις, που να πάρει ρει». Π λατ λατάγισε τη γλώ σ σ α της της κ ι έγει γειρε το το κεφά κεφ άλι ανάμεσα στα γόνατά της. «Μ ην τολμ τολμήσ ήσε εις να φ τύσε ύσ εις στο γαμημ αμ ημέ ένο το αμ άξι μου!» «Θ α πνιγώ αν δε δεν το κάνω κά νω ». «Γαμώ «Γ αμώ το κέρατ κέρατό ό μου». Έ γει γειρε προς το μέρος της, ης, κατέβ α σ ε το τζάμ ζάμ ι του σ υνοδηγού υνοδη γού κι κι έσπρω ξε το κεφ κεφ άλι τη ς προς τα έξω . Ε κεί κείνη έφ τυσε υσ ε κ α ι το φ λέγ λέγμα τη ς προσ προσγ γειώ θηκε θη κε πάνω πάνω σ το καπ κα πέλο ενός χαμηλού μη λού φ ω τισ τικού. ού. «Τ ι γοητ γοη τευτι ευτικό!» Τ ην τράβ ρά βηξε μέσα στ σ το αμ άξι κ α ι τη σ τρίμ ω ξε στο κάθι κά θισμα. Ε κεί κείνη ανακά νακάθισ ε βλεφ βλεφ αρίζοντας οντας και κα ι ξαφν αφ νικά έκρυψ έκρυψ ε το το πρόσω πο σ τις παλάμ λά μ ες τη ς κ ι άρχισε να μυξοκλαί υξοκλα ίει. «Ω χ, Θ εέ μ ου», ου», ανασ νασ τέναξε εκεί κείνος. νος. «Τ ιθα μου κάνει νεις;» Η μύτη ύτη τη ς έτρεχε. χε. « Τ ιθα μου κάνε κά νει ις;» Ο Κ άφε άφ ερικο ρικ οίτα ξε τα αυτοκίνητ νη τα που πο υ περνούσα περνούσ αν από δίπλα τους τους.. Η Τ ρέι ρέισιΛ αμπ αμ π του του προκαλούσ προκ αλούσε ε κατάθλ κατάθλι ιψ η. «Μ η με σ υλλάβε υλλά βει ις σ ε παρακαλώ παρακα λώ . Δ εν μπορώ μπορώ να ξαναπάω αναπάω φυλακή».
«Δ εν θα θα πας πας,, αν με βοηθή βοη θήσ σεις». «
α δ ν
ρ ω κ α ν έν α ν
υ να δα κώ νε ,
λήθ
α λέ
!»
«Δ εν μου φ τά νεια νειαυτ υτό, ό, Τ ρέι ρέισι. Π ροσπά ροσ πάθησ θησε ε καλύτ κα λύτε ερα». ρα ». « λή α λ έ » , είπ ε κ ι έκλαψ κλα ψ ε ακόμ κόμ η πιο δυνατά. δυνατά. «Ό χου, διάολε άο λε». ». Α ναστ νασ τέναξε με απελπ πελπι ισ ία. «Π άρε άρ ε ένα τσ τσ ιγάρο». γάρο». Ε κείνη σ κούπι ύπ ισ ε τη μ ύτη ύτη τη ς κ α ιτον τον είδε να σ τρίβει ένα τσ τσιγάρο. Τ ης το έδω σε, το άναψ ε κ α ιτη ν εί είδε να κα κα πνίζει ζει, μέχριπ ρι που ηρέμ ρέμησε. Τ ην παρα παρατήρησ ρησ ε γνω ρίζοντα οντας πω ς όλα όσ όσ α τη τη ς είχε πει μέχρι εδώ ή τα ν υπεκφ υπεκφυγ υγέ ές. Έ πρε πρ επ ε να μ πει πει σ το ζουμί. Α κούμπη κούμ πησ σ ε τον αγκώ να του σ το τιμ όνικα νικ α ι σ τράφ ρά φ ηκε προς προς το μέρος της. ης. «Ά κου», τη ς είπε, «να είσ αι ειλικρι κρινής μ αζί μ ου. ου. Α λήθε λήθει ια, δεν δεν αναγ ναγνω ρίζεις το όνομ όνο μ ά μου;» ου;» «Π οιο όνομα όνομα;» ;» «Κ άφε άφ ερι». Κ ούνησ ούνησ ε το κεφ κεφ άλιτης λιτης.. Η μύτη ύτη τη ς εξακολου κολουθούσ θούσε ε να τρέ τρέχ χει. «Α λλά έχε έχεις α κούσ ειγια το αγόρισ γόρι σ τις γραμ ρα μ μές του τρένου; ρένου;» » Α υτή υτή η λεπτ λεπτομ έρεια τράβ τρά βηξε τη ν πρ προσοχή οσ οχή της. ης. «Ξ έρεις για το αγόρι γόρι στις γραμ ραμ μές του τρέ τρένου, νου, το βλέπω βλέπω . Ο Π εντε ντερέτ ρέτσ κισ ου το το είπε». «Εμ...» « Τ ι σ υνέβη υνέβη,, Τ ρέι ρέισι; Ε ; Τ ι σ υνέβη υνέβη;» ;» « Ε μ . εγώ εγ ώ . » Η ματ μα τιά της της είχε μ εταμορφω αμορφ ω θεί. Β λεφ λεφ άριζε σ υνε υνεχώ ς και κα ιο Κ άφε άφ εριήτα ριήτα ν σίγουρος ότι π α τούσε ύσ ε τα σ ω σ τά κουμ κουμπι πιά . «Έ λα, πες μου πού τον έκρυψ κρυψ ε ο Π εντε ντερέτ ρέτσ κι». «Γ ιατίθέλεις να μάθεις;» «Δ εν έχε έχει ισ η μ α σ ία». α» . Ο Κ άφε άφ εριμάλαξ ριμά λαξε ε το υς κροτ κρο τά φ ους το υ, καθώ κα θώ ς η γυναί γυνα ίκα αυτή το ν κούρ κούρα αζε. «Α υτό υτό που πο υ έχει χει σ ημασία είναι να ι τι θα ς ». ». σου συμβεί Τ α μ άτι άτια τη τη ς παρατ πα ρατήρη ήρησ σ αν το πρόσω πρόσ ω πό του, σαν σα ν να σ κεφ κεφ τότα ότα ν κάτ κά τι, και κα ι αργά αργά η έκφ έκφρασή ρασή τη ς άλλαξ άλλαξε ε. «Ω σ τόσο», όσ ο», είπε κάπ κά π ω ς καχύπο χύπ οπτα , «πρι «π ριν από λίγο με ρω τούσ ού σ ες για κά κ ά ποιον που που δαγκώ νει.
ν Α υτό υτό εί είπες πες, ρω τούσ ού σ ες α κ ά δαγκ δα γκώ ώ νει νειπαιδιά». «Κ αι τώ ρα άλλ άλλαξα αξα ερώ τηση. ησ η. Τ ώ ρα σε ρω τάω για το αγ α γόρι στι στις γραμμές του τρένου». «Π ώ ς κ α ιδεν δεν έχε έχεις σ υνεργά υνεργάτ τες μα μαζίσου; ίσ ου;» » «Ε ίμ α ιο μ όνος που πο υ γνω ρίζει». «Μ ε σ υλλαμ υλλαμβάνε βάνει ις;» «Θ α το το κάν κά νω αν με αναγκάσ ναγκάσε εις». «Δ εν το νομί νομ ίζω ». Τ α μ άτι άτια τη τη ς άσ τραψ ρα ψ αν σαν ψ εύτι ύτικα πετ πετράδια. Τ ον είχε κα ταλάβ λά βει. «Δ εν πρό πρ όκειται για επίσ ημ η έρευνα, έτσι τσ ι δεν δεν είναι;» Χ αμ ογέλα ογέλασ σ ε κα κα ι τα χείλη τη ς αποκά οκ άλυψ λυψ αν τα τα κίτρινα λαγου λα γουδί δίσια δόντ δόντι ια της. «Δ ουλεύεις για κά κ άποιον. Ν αι, αυτό είναι. Δ ουλεύε ουλεύει ις για λογαρια λογαριασ μό κά ποιου». υ» . «Π ες μου την την αλήθε αλήθει ια». «Τ ην αλήθει αλήθεια; Τ ην πραγ πρα γμ ατική αλήθε αλήθει ια;» «Ν αι». Δ εν του απάντ πά ντη ησ ε. Έ μ ειναν να κοι κ οιτά ζο ντα ντα ι για αρκε αρκετ τή ώ ρα. Έ π ειτα η Τ ρέι ρέισισ σι σ ήκω σ ε τα τα φ ρύδι ρύδια τη τη ς και κα ιχαμογ αμ ογέ έλασε λασ ε. « ι
ε ι; ι ;»
«Δ εν ξέρω . Δ εν ξέρω τιτο υ σ υνέβη υνέβη». ». «Ά ντε πάλι πάλι». Κ ούνησ ούνησε ε το κε κ εφ άλιτ λι του κ ι έτριψ ε το πρόσ πρόσω ω πο με τις παλάμ λάμ ες του. «Σ τα μ ά τα να πα ίζεις μ αζί μ ου», ου», τη ς είπε απειλητ λη τικά. «Τ ο εννοώ ννοώ , Τ ρέι ρέισι, τε τελεί λείω σ αν τα τα ψ έμ ατα. Θ έλω να μάθω πού πο ύ τον έκρυψαν». «Δ εν ξέρω , αλήθε αλή θει ια λέω λέω , δεν δεν ξέρω . Τ ο μόνο όνο που που ξέρω είναιπ ναι πω ς ο Ιβάν δεν δεν θα το το έλεγε λεγε στ στον αδελφ αδελφό ό μ ου, ου, κ ι αυτό είναι να ι όλο. όλο. Ο ρκί ρκίζομα ομ αι πω ς δεν δεν ξέ ξέρω ». ****** Το 1985, 19 85, η Σ ίνθια Τ ζάρετ πέθα πέθα νε από απ ό κα κ α ρδια ρδια κή πρ οσ β ολή ολ ή , ενώ η ασ τυνομί υνομ ία διενε διενερ ρ γούσ γού σ ε έλεγχο έλεγχο σ το δια μ έρισ μ ά τη τη ς. (Σ τΜ )
20
Ο Κ άφε άφ ερια ρι ανακάθι νακά θισ ε εξουθενω ξουθενω μένος μένος.. Ά ναψ ε άλλο άλλο ένα ένα τσ ιγάρο άρ ο κα κα ι το σ η . Τ ην πίσ τευε πω κάπ κά πνισ ε σ ιω πηλός πη λός.. ι κ ω λ ο ε ρ ί πω ς δεν δεν ήξερε ήξερε τίποτα για τον τον δολο δολοφ φ όνο του Ρ όρι όρι, αλλά ήτ ή τα ν σί σ ίγουρ γουρος ότι ήξερε ξερε περισσ ότε ότερα για το τον Γι Γ ιούαν. Θ α άρχ ά ρχι ιζε πάλι πά λι να ακολο κο λουθ υθε εί σαν το το κυν κυνη γόσκυ όσ κυλο λο ένα ένα άγν άγνω σ το μ ονοπά ονοπάτ τι; , εύω ς ι α νε . Φ αντά ντάσ τη κε τη Ρ εμ πέκ α να να χαμογ αμ ογε ελά, καπνί κα πνίζοντας οντας ένα πουρά πουρ άκι κ α ι κουνώ κο υνώ ντα ντα ς σ υγκατ υγκα ταβατ αβ ατι ικά το το κε κ εφ άλι της. ης. Ο ντ κι θ α ν ε, ά
υνεχί ει να
ε ε λ έγ χ ε .
Ό χι, σ κέφ κέφ τηκε ηκ ε, όχι ρε γαμ ώ το. Π έταξε το τσ τσ ιγάρο άρο έξ έξω από το το παράθυρο, παράθυρο, έβαλε βα λε μ προστ προσ τά το το αμάξι αμ άξι και κα ι το άφησ άφ ησε ε να κυλήσ κυλή σ ει για μερικά μέτρα. «Θ α επισ πισ τρέψ ρέψ ω ». Ά νοιξε τη ν πόρτα πόρτα το του σ υνοδηγού σ την Τ ρέι ρέισι. «Α φ ού σου δώ σω λίγο χρόνο χρόνο να το το σ κεφτ κεφ τείς σ οβαρά οβα ρά». ». Ε κεί κείνη κοίτα ξε καχύπ κα χύπο οπτα τις τσ ουκ ου κνίδες που πο υ φ ύτρω ύτρω ναν στ σ την άκρη τη τη ς ασφ άλτου. άλτου. «Δ εν βγαίνω εδώ φ ορώ ορώ ντα ντας το νυχτι νυχτικό μου. Δ εν μ πορε ορ είς να με πα ς πίσω σ το σπίτι;» «Ό χι». Έ λυσε λυσ ε τη ζώ νη τη ς κ α ιτη ν έσπ έσπρω ρω ξε. «Β γες έξω » . Ε κείνη έπεσ ε σ το πλάι πλάι. «Μ ουνό υνόπανο. νο. Τ ινομ νομ ίζεις ό τικάνε κά νει ις;» «Έ ξω . Τ ράβα άβα γαμήσου αμήσ ου». ». «Π ούστη!» ούστη!» Η Τ ρέι ρέισ ι Λ αμπ αμ π βγήκε βγήκε από το το αμάξ αμ άξι ι ουρλ ουρλι ιάζον άζοντ τας. ας. «
ι ένα ς
ς !» !»
«Ό ,τιπε ,τι πει ις», απάντ πά ντη ησ ε κ ι έκλε κλεισ ε τη ν πόρτα πόρτα. «Τ α λέμ λέμε αργότε ργότερα». ρα ». Ή τα ν ξυπόλυτ ξυπόλυ τη κ α ι φ ορούσε ορούσ ε τα εσ ώ ρουχ ρουχά ά τη ς κ ι ένα διάφαν άφ ανο ο
νυχτ νυχτι ικό, πάνω από δύο χιλιόμετρα μ ακριά απ από το σ πίτι της, αλλά αλλά δεν δεν τον ένοιαζε. α ι να μ η θ ε . Ε πιτά χυνε, χυνε, κρα κρ α τώ ντα ντα ς το τιμ όνι με τρεμ ρεμ άμ ενα χέ χέρια. Α κολούθη κολούθησ σ ε το ν Α 12 μέχ μέχριτο ριτο Λ ονδ ονδίνο κι κ ι από από εκεί μέχριτ ρι το Σ ίτι, όπο όπ ου γύρι ύρισ ε νότι νότια, προς το Σ ράι ρά ιβμουρ βμ ουρ.. Θ α έλεγε έλεγε στη Σ ούνες για τη σ υλλογή του Π εντερέ ντερέτ τσ κι κ ι έπ ειτα θα πή πήγαινε σπ σπίτι και κα ι θα κοιμ όταν. όταν. Ή θελε θελε απεγ απεγνω σ μ ένα να να κοιμ ηθεί ηθεί, όσο όσ ο απε απ εγνω σ μ ένα ψ άχνε χνειγια νερό νερό ο χαμ χαμ ένος σ την έρη έρημ μο. Τ ο ρεζε ρεζερβου ρβουά άρ τη τη ς Τ ζάγκ ζάγκο ουα ρ είχε σ χεδόν χεδόν αδε αδει ιάσ ει, κ ι έτσ ι πήγε σ το βενζ βενζινάδικο α πέναντ να ντι ι από το Σ ρά ιβμ ουρ για να το γεμ γεμ ίσ ει. Έ κανε ζέστη, ο ήλι ή λιος είχε κα ρφ ιτσ ω θεί ψ ηλά, ηλά, ξερα ξεραί ίνοντας το γρασίδι στις αυλές τω ν σ πιτιώ ν, κάνοντ κά νοντα ας το υς πάντες ντες να ιδρο δροκοπο κοπούν. ύν. Κ οίταξε αφ ηρημ ρη μένα το τον δρόμο δρόμο ενώ ενώ γέμ γέμ ιζε το ρεζερβουά βουάρ, ρ, σ τριφ ογυρί ογυρίζοντα οντας στη σ κέψη κέψ η του το πώ ς είχε επι επιβ εβαι εβα ιώ σ ει τα όσ α του του είχε π ει η Ρ εμ πέκ πέκα. Κ άθε άθε δευτ δευτε ερόλε ρό λεπτ πτο ο που περνούσ περνούσε ε μπροσ μπ ροστ τά στ σ την Τ ρέι ρέισ ι Λ αμπ, αναγκαζ ανα γκαζότ όταν αν να να κατ κα τα πνίξει τη ν επι επιθυμία του του να σ πάσ πά σ ει τα λαγου λα γουδί δίσια δόντ δόντι ια της. Α ναστ νασ τέναξε κ ι έκλεισ ε το το κάλυμ λυμ μ α του ντεπόζι ντεπόζιτου. ου. Α ισ θαν θανόταν όταν κουρα κουρασ σ μ ένος α π ’ όλα. Α ισ θανόταν θανόταν κουρα κουρασ σ μ ένος που πο υ προσ προσ παθούσ πα θούσε ε να βρει βρει τι σ υνέ υνέβη σε ένα παι παιδί που δεν δεν γνώ ριζε. Κ αι ξαφνι ξαφ νικά, δεν δεν τον ενδι ενδιέφ ερε αν θα έπι έπιαναν ναν τον δολο δολοφ φ όνο του Ρ όρι Π ιτς. Δ εν τον τον ένο ένοι ιαζε αν αν μι μια δεύτερη δεύτερη οικογένει γένεια βρι βρισ κότ κόταν αιχμ άλω άλω τη κάπου, ου, έχοντα χοντα ς το παι πα ιδί το υς δεμ δεμένο, γυμνό γυμ νό καιτ κα ιτρο ρο μοκρατ μοκρατη μέ μ ένο. Π ήγε σ το βενζ βενζινάδικο για να πληρώ πληρώ σει, αγόρασ γόρα σ ε ένα πα π αγω τό για τη ν Κ ριότος ότος κ α ι ενώ περπατ πα τούσ ού σ ε σ την καυτή άσφ άσ φ αλτο, αλτο, σ τον δρόμο του για το το Σ ράι ράιβμουρ βμ ουρ,, κά ποιος το υ φ ώ ναξε: ναξε: «Κ ύριε Κ άφε άφ ερι!» Ε νστι νστικτω κτω δώ ς πάγ πά γω σ ε, καθώ κα θώ ς είχε φ έρει ρει το χέρι χέρι του σ την εσ ω τερική τσ έπη του σ α κακ κα κιού του, ου , για να πάρειτ πάρειτο ο πορτ πορτοφ οφ όλιτ όλι του. ου . Έ νας νας ψ ηλός άντρας άντρας,, με χλω μό, αλαβά λαβάσ σ τρινο δέρμ δέρμα α και κα ι σ τιλπνά, ξανθά ανθά μαλλι μα λλιά που που κατσ άρω ναν ναν σ τις άκρε άκρες, σ τάθηκ θη κε με μερικά μέτρα μακριά από απ ό το το προαύλι π ροαύλιο του Σ ράιβμουρ. βμουρ. Φ ορούσε ορούσ ε πουκ πο υκά άμ ισ ο και κα ι παντ πα ντε ελόνι
σ το ίδιο χρώ χρώ μ α και κα ι κρατ κρα τούσε ούσ ε ένα σα σ α κβου κβ ουα α γιάζ με τα πρά πράγματ γμα τά του. ου. «Ε ίσ τε ο επι επιθεω θεω ρητ ρη τής Κ άφε άφ ερι». Μ ε το χέρικάλυψ ρικά λυψ ε τα μ άτια του, προσ πρ οστ τατεύοντάς τα από τον ήλιο. «Σ α ς είδα στο Μ πρίξτον». ον». «Έ χουμ χουμ ε ξανασυναντ ξανασ υναντηθε ηθεί ί;» «Ό χι, ένας από απ ό το υς άντρε ντρες ς σας μίλησε λησ ε μα μαζί μ ου κα κ α ι μου έδω σ ε το το όνομά σας». «Κ αιλέ αι λέγε γεσ σ τε;» «Γκάμ «Γ κάμε ερ. Ε ίμ α ι...» .. .» Κ οίτα ξε πίσω από από το το ν ώ μ ο του του.. «Έ χω μερι μερικά πρά πράγματ γμα τα που πο υ θα ήθελα ήθελα να σ υζη υζητήσ ουμε ουμ ε σ χετ χετικά με τη ν υπόθε υπόθεσ ση Π ιτς». «Α χά!» ά!» Ο Κ άφε άφ εριέ ριέμ εινε ακίνητ νη τος για λίγο. Κ ανονικά θα έπρ έπρε επε να σ φ ίξειτο χέριτ ρι του Γ κάμε κάμ ερ, αλλά κ ά τι πάνω πάνω το υ έκανε κα νε τον Κ άφε άφ ερινα σ κεφτ κεφ τεί πω ς ο Γ κάμ κά μερ εί είχε έρθειπερι ρθει περισσ ότε ότερο για να κά νει νει διάλεξ άλεξη σ χετ χετικά με μ ε τη ν κατ κα τα νομή νομ ή το υ έμ ψ υχου υχου δυναμι δυναμ ικού, κο ύ, παρά πα ρά γι για πληροφ πληροφορί ορίες. Έ μ οια ζε με κά ποιον που που είχε σ το μυαλό υαλό το του μια θεω θεω ρία. Ή μπορε μπ ορεί ί να ήτα ήτα ν κάπο κά ποι ιος δημοσ ημ οσι ιογράφ ογράφος ος που τον παρα πα ραμ μύθιαζε. «Ίσω «Ίσ ω ς να ήτ ή τα ν ευκ ευκολ ολότ ότε ερο αν κλε κλείνατε ραντ ραντε εβού». βο ύ». «Ίσ «Ίσ ω ς να μ π ο ρ ο ύ σ α μ ε.» Έ δει δειξε αόρισ τα τα τα μαγαζ μαγαζι ιά κάτω κάτω σ τον δρόμο. «Ίσω ς θα μπορούσ μπορ ούσα α να να κερά κεράσω σω έναν καφέ καφ έ. Δ εν με άφησ άφ ησαν αν να μπω σ το τμ τμήμ α, με ανάγκασ νάγκασ αν να πε περιμένω σ τον ήλιο». «Π ιθανότ θα νότα ατα θα προ προτ τιμ ούσ ούσ αν να είχατ χατε τηλεφω λεφ ω νήσ νήσ ει προτ πρ οτού ού έρθετε». «Υ ποθέ ποθέτ τω ». Ο Γ κάμε κάμ ερ άρχι άρχισε να ισ ιώ νει νει το πουκ πο υκάμ άμι ισ ό το του κ α ι ο Κ άφε άφ εριδι ρι διέκρινε ένα ελαφ ελαφρύ ρύ σκύ σ κύψ ψ ιμο στ σ την κορμ κορμοσ οστ τασ ιά του του,, σαν να φ οβότ οβ ότα α ν πω ς είχε αποκα οκ αλύψ ει ένα μέ μ έρος του εα υτο υτού του, ου , το οποί οποίο ή τα ν προτι προτιμ ότε ότερο να μ είνει νει κρυφό. κρυφ ό. Ξ αφν αφ νικά, ο Κ άφε άφ εριτον λυπήθη λυπή θηκε κε λίγο. Ά φ ησε ησ ε το χέρι χέρι του να πέσ ει σ το πλάι. «Γι «Γ ια τι πρά πράγμα θέλετ θέλετε να μιλήσ λήσουμε ουμ ε;»
«Σ ας είπα, για την τη ν οι οικογένει γένεια Π ιτς. Ξ έρετε, εκεί εκείνου νο υς α ό Ν τόνεγκα νεγκαλ λ Κ ρέσ ρέσ εντ». ντ». Σ τα ύρω ύρ ω σ ε τα χέρια το του σ το σ τήθος κ ι έγει γειρε πίσω , θυμί θυμ ίζοντας οντας κ ά τι από φ αραώ αραώ . «Ξ έρετ ρετε, εκείνους νους που που ήταν αιχμά χμά λω τοι σ το σ πίτιτου ιτους ς». «Ν αι, ξέ ξέρω ». «Έ χω μια θεω ρία». « Α κούσ κού σ τε, κύριε χά ! α υ χ α δ ίκ ίκ ι . ντ ξε , σε λα . «Α Γ κάμερ, κάμερ, ίσ ω ς θα ή τα ν σκό σκόπι πιμ ο να κλείσ ουμε υμ ε ένα ένα ραν ρα ντεβού, βο ύ, να το το κάνουμ κά νουμε ε πιο επί επίσ σ ημο». ημ ο». Έ κα νε μ εταβολή, βολή, αλλά αλλά ο Γ κάμε κάμ ερ μπήκ μπ ήκε ε μπροστά του. «Ό χι». «Μ πορούμε πορούμ ε να κλεί κλείσ ουμε ουμ ε τώ ρα ένα ραντε ραντεβού». «Ό χι. Α φ ήστ ήσ τε με να σας σ ας κεράσ κεράσω ω έναν καφέ καφ έ». «Α ν είναι τόσο όσ ο σ ημ αντι ντικό, για τί δεν δεν μου λέτ λέτε τώ ρα τη θεω θεω ρία σας;» «Θ α προτ προτι ιμ ούσα ούσ α να πι π ιούμ ούμ ε έναν έναν καφ έ». «Κ ιεγώ ιεγώ θα προτ προτιμ ούσ ούσ α να κλε κ λεί ίσ ετε ένα ραντ ρα ντε εβού». βού». «Ε ντάξει άξει, λοιπόν». Ο Γ κάμε κά μερ ρ χαμ ήλω σ ε το βλέμ βλέμ μ α το του και κα ι κάρφ κά ρφω ω σ ε τη μ ατι ατιά το του σ τα βρόμι βρόμ ικα, κα, λυμέ λυμ ένα αθλητ α θλητι ικά του του παπούτ παπ ούτσ σ ια, προσπα προσ παθώ θώ ντας να πάρε πά ρει ι κουράγιο. Τ ο πρόσω πρόσ ω πό του του άρχ άρχισε να κοκκ οκ κινίζει. «Μ ήπω ς... σας έχει χει πει κά ποιος κ ά τι για έναν μ παμπούλα; παμ πούλα; Έ ναν Κ αλικάντ κάντζαρο;» Α μέσ μέσ ω ς το ενδιαφέ αφ έρον του Κ άφεριφ άφεριφ ούντ ούντω σ ε. «Π ού το το ακούσ ακ ούσατ ατε ε αυτό;» κ ε απ’ αυτόν στο πάρκο». «Σ τις εφ ημε ημ ερίδες δες. Έ να αγοράκι γορά κι «Κ ατάλ ατάλαβ αβα» α»,, είπε επι επιφ υλακτ υλα κτι ικά. κά . «Κ αιπ αι πότε έγι έγινε αυτό;» «Π ριν από πολλά χρόν χρόνι ια. Τ ο όνομά του του ή τα ν Τ σ αμπα αμ παλουάγκ λουάγκ Κ εοντου οντουά άγκντι γκντι». «Τ ον γνω γνω ρίζετε;» «Ό χι. Α πλώ ς το διάβασ άβα σ α».
«Κ αι θυμόσ θυμό σ αστ ασ τε το όνομά του; ου ; Ε ίναι αρκε αρ κετ τά δύσ δύσ κολο όνομα όνομ α γι για να το θυμηθείκανείς». «Τ ο έμα έμαθα. θα. Ζ ούσ α τό τό τε σ το Μ πρίξτον. ον. Ο Κ αλικάντζ κάντζαρος το έκανε κα νε,, ξέρετ ξέρετε ε». Ο σ βέρκος βέρκο ς του είχε πάρει πά ρειτ το χρώ μ α τη τη ς φ ω τιάς. άς. Τ ο δέρμα δέρμα το του άλλαζ άλλαζε χρώ μα. μα . «Α υτό σας είπα ν τα παιδιά σας;» ας;» «Ό χι, όχι όχι. Ό χι τα παι πα ιδιά μο μ ου...» .. » Έ βα λε τα τα χέρια του σ τις τσ έπ ες καιτ κα ιτί ίναξε τα πόδια του. του. «Δ εν έ χ ω . δεν δεν έχω ». «Τ ι δεν έχετ έχετε;» ε;» «Π αιδιά». «Κ αιτότε ιτότε πο ποιος σ ας είπε για το ν Κ αλικάντ κάντζ ζαρο;» ρο;» «Τ α παιδιά στ σ τα οπ οπ οία κά κάνω μάθημ θημα στ σ την πισίνα. Τ α μικρά μιλάνε σ υνε υνεχώ ς γι’ αυτόν αυτόν.. Κ α ι. » Κ οίταξε τον Κ άφε άφ ερι σ τα μάτ μ άτι ια. «Α ναρω τιόμου όμ ουν ν αν η ασ τυνομί νομ ία γνώ ριζε γι’ γι’ αυτό». «Μ ιλάμε λάμ ε για το το ν φα φ αντασι ασ ιακό κόσ κόσ μ ο τω ν παι παιδιώ ν, σε αυτή αυτή την περίπτω σ η. Τ ι δου δουλειά έχει έχει α υτό με τους Π ιτς;» «Τ α παιδιά δεν δεν εί είναι να ι ανόη νόητα. Α ν μιλάνε λάνε για έναν Κ αλικάντ κά ντζ ζαρο σ το δάσος, άσος, για έναν έναν Κ αλικάντζ κάντζαρο που πο υ τα τα παρα πα ρακολο κολουθε υθεί ί ενώ κοι κο ιμ ούντ ούντα αι, τό τε καλύτ κα λύτε ερα να τα ακούσ ούσ ετε. Ό ποιος κ ι αν ή τα ν αυτός α υτός που βίασ ε τον Τσ Τ σ αμ παλουά πα λουάγ γκ, σ ίγουρα δεν δεν ή τα ν αποκ απ οκύη ύημ μ α της της φ αντα ντασ ίας του». υ» . «Α υτό υτό είναι αλήθει αλήθεια». Ο Κ άφε άφ εριέ ρι έβαλε βα λε το χέριτ ρι του κάτ κά τω από το παγω πα γω τό, φ οβούμ οβ ούμε ενος πω ς θα άρχι άρχιζε να τρέ τρέχ χει. «Κ ύριε Γ κάμε κάμ ερ, αυτά υτά τα παιδιά που π ου διδάσ δάσ κετε κετε, μ ήπω ς τον έχου έχουν ν κιόλας όλα ς; Τ ον Κ αλικάντζ κάντζαρο, εννοώ . Τ α έχετ χετε α κούσ κο ύσε ει πω ς το ν έχουν έχουν δε δει ή μ ήπω ήπ ω ς τα έχει έχει πλη πλησιάσει;» «Μ όνο κα ι μ όνο επ επειδή δεν δεν τον έχου έχουν ν δε δει, δεν δεν σ ημ αίνει νειό τιπρέπε ρέπει να τα γ ο ή ε . Κ αλά θα κά κ ά νετ νετε να ερευνάτ ρευνά τε κάθε κά θε στ στοιχεί χείο». ο» . «Ν αι, αυτ αυτό κ ά νου νο υ μ ε.» «Κ αικ αι κ ά τι άλλο», το ν διέκοψ κοψ ε ο Γκάμ Γ κάμε ερ, ο οποίο οίος γινότα νότα ν ολοέ ολοένα
κα ι πιο ανήσυχος. υχος. «Δ ιάβασ α ότι οι Π ιτς είχαν σχε σ χεδι διάσ ει να πάνε πά νε διακοπές, κοπές, σ ω σ τά;» «Α ν το διαβάσ ατε, θα πρ π ρέπει έπεινα είναι να ιαλήθει λήθεια». «Τ ότε», είπε, «ί « ίσ ω ς αναρ ναρω τηθούμ θούμ ε αν αυτ αυτή η πληροφ πλη ροφορί ορία εί είναι σ ημαντι ντική». κή ». «Ν ομί ομ ίζω ότι θα εί είχε περάσε περάσ ει από απ ό το τον νου κάθε κά θε ασ τυνομ υνομ ικού. κο ύ. Α ν φ υσι υσ ικά έκα έκανε νε τη δουλει δουλειά του του.. Σ ω σ τά;» «Α ν έκανε κα νε τη δουλει δουλειά του του,, σ ω σ τά ...» ...» Ο Γ κάμε κάμ ερ κοίτα ξε ξανά ανά τον τον Κ άφε άφ ερι σ τα μάτ μά τια, αφ ήνοντ ήνοντας τη φ ράση το το υ να να αιω ρηθεί ρηθεί ανάμεσά ανάμεσά τους. Ο Κ άφε άφ ερι ανασ ανασ τέναξε. ναξε. Ε ίχε κουρα ου ρασ σ τεί α π ’ αυτή υτή τη ν ανούσι ανούσια συζή υζήτηση κά κ ά τω από απ ό το τον κα υτό υτό ήλιο. «Κ οιτάξτε ξτε», είπε κρα κρ α τώ ντα ντα ς το παγ πα γω τό. «Λ ιώ νει. Π ρέπε ρέπειν ινα α πάω μέσα». μέσα». Ο Γ κάμ κά μερ με μετακίνησε νησ ε το βάρος βά ρος του από το ένα πό πόδι σ το άλλο. «Ε σ είς ο ι α σ τυνομ νομ ικοί δεν δεν θέλετ θέλετε να α κούσ ετε τί τίποτα». «Λ υπάμαι υπάμα ι». «Ε ίσ τε όλοι όλοι σ ας ίδιοι». Τ ύλιξε το σ α κβου κβ ουα α γιάζ μα μ αζί με το περιεχόμε χόμ ενό του του σε μι μικρή μπάλα. πάλα. «Έ χετ χετε τις θεω ρίες σας σας, αλλά όταν κά ποιος θέλεινα θέλεινα σας πεικά εικάτι, το ν αγνοεί αγνοείτε. Δ εν α κούτε τίποτα , για τί είσ τε παντο ντογνώ σ τες». «Κ ύρι ύριε Γκά Γ κάμ μερ, ξέρ ξέρετε ότι ότιαυτό δεν είναι ναιαλήθε λήθει ια». α». «Γ ι’ αυτό κανε κα νεί ίς δεν δεν σ ας αναφέ ναφ έρει ρει τίποτα ». Ά ρχι ρχισε να απομα ομ α κρύνε ρύνετ ται. «Ν ομί ομ ίζετ ζετε ότ ότιτα ξέρετ ξέρετε ε όλα». όλα». Ο Κ άφε άφ εριστ ρισ τάθηκε άθη κε κάτ κά τω από απ ό τον τον κ α υτό υτό ήλι ή λιο και κα ι παρακολούθησ πα ρακολούθησε ε τον Γκάμε Γ κάμερ ρ να απομ α πομακ ακρύνε ρύνετ ται αργά αργά και κα ι νω χελικά πάνω πάνω σ την άσφ άσ φ αλτο. αλτο. Π ερίμενε μέχρι που πο υ έστριψ ε στη γω νία, ανασ νασ τέναξε και κατ κα τευθύνθηκε στ σ την Τ ζάγκουαρ. άγκουα ρ.
Η Μ πέλα πέλα Ν ερσε ρσ εσ ιάν βρι β ρισ κότα κόταν στην στην υποδοχή, υπ οδοχή, περι περιμ ένοντ νοντας τον
ανελκυσ νελκυστ τήρα ήρ α και κα ι αναπνέοντ πνέοντα ας με δυσκολία. Φ ορούσε ορούσ ε μια μπλούζ μ πλούζα α με βαθύ βαθύ ντεκο ντεκολ λτέ κ α ι μαύρο κολά κολάν, ν, ενώ γύρω ύρω από τα πόδι όδια τη τη ς είχε τρει ρεις σ ακούλες κο ύλες με ψ ώ νια. Ο Κ άφε άφ ερι είχε ξεχάσ ξεχάσε ει πω ς θα ερχότα ρχόταν σήμερα. «Μ πέλ πέλα!» α!» «Κ αλησπέ αλησπέρα, ρα, καλέ κα λέ μου». Ά πλω σ ε το χέριτη ριτη ς καιπή κα ιπήρε ρε το παγ πα γω τό. «Θ α πάρω εγώ αυτ αυ τό κα κ α ι...» .. .» -έδει -έδειξε τα ψ ώ νια τη τη ς- «... «. ..α α ν δε δεν σε πειράζει». «Κ αθόλου». αθόλου». Τ ης έδω σ ε το παγ πα γω τό, σ ή κω σ ε τις σ ακούλε ακ ούλες ς και κα ι μ πήκα πή καν ν σ τον ανελκυστ ανελκυστήρα ήρα.. Η Μ πέλα πέλα το ν έπι έπιασε ασ ε αγκαζέ αγκαζέ. «Θ α εί είμ αι στη διάθεσ θεσή σας για όσ όσ ο με θέλετ θέλετε. Η Α ννα νναχίντ πήγε σ ινεμ νεμ ά με τον πατέρα της». Ό τα ν οι ο ι πόρτ όρ τες έκλεισαν, έβγαλε ένα ένα χαρτ χαρ τομά ομ άντι ντιλο από από τη ν τσ τσ ά ντα ντα τη ς κα ι σ φ ούγγι ούγγισ ε το ν σβέρκο, σ βέρκο, τις μασχάλες λες κ α ι το σ τήθος της. ης. Χ αμογέ αμ ογέλασ λασε ε απολογη πολογητ τικ ά σ τον Κ άφερι άφερι. «Σ υγγ υγγνώ μ η, καλέ κα λέ μου, μου, πρέπεινα γίνω λίγο πι πιο ευπαρουσ ρο υσί ίασ τη». Η Σ ούνε ού νες ς τους ου ς σ υνάντ υνάντησ ησε ε έξω από απ ό το το ν ανε ανελκυστήρα λκυστήρα.. Τ ο βλοσυρό βλοσυρό πρόσ πρό σω πο του Κ άφε άφ εριτη ριτη ν έκα έκαν νε να ανησ α νησυχήσ υχήσε ει. «Ε ίσ αι καλά, Τ ζακ;» ψ ιθύρισε, σε, καθώ ς οδηγ οδη γούσ ούσ α ν τη τη ν Μ πέλα πέλα σ το γραφε ραφ είο. «Μ οιάζεις λες λες καιείσαιέτοιμος να ξεράσεις». «Ν αι, θα σου πω αργ αργότε ότερα». ρα». Π ήγε ήγε το παγω πα γω τό σ την Κ ριότος ότος κι έπειτα επέστ έστρεψ ε σ το γραφ γραφ είο με τη Σ ούνε ούνες ς. Η κυρί υρία Ν ερσε ρσ εσ ιάν, αφού αφ ού βολε βολ εύτη ύτη κε και κα ι με τη ν προσοχή όλω ν στραμ στραμμέ μέν νη πάνω π άνω της, ης, βρισ κότ κό ταν στ στο σ τοιχεί χείο της. ης. Έ χω σ ε το χέρι χέρι τη ς σε μία από α πό τις σ ακού κούλες λες κ ι έβγαλε βγαλε ένα πακ πα κέτο σ ύκα ύκ α κα κ α ι δύο πα π α κέτα μ πισ κότ κότα. « Τ ι καλά κα λά σύκα». σ ύκα». Τ α εξ εξέτασε ασ ε, χώ νοντ νοντα ς ένα νύχι σ τη μαλακή σ άρκα τους. «Ν αι, εί είναι τέλει λεια. Τ ο σύκ σύκο ο εί είναι το φαγητ φ αγητό ό του του φ τω χού, κύρι κύρ ιε Κ άφε άφ ερι, είναι γεμ άτο ασ βέστι βέστιο κ α ι κά νει νει καλό καλό σ τα έντε ντερα - ξέρε ξέρετ τε, αν έχε έχετ τε καθα κα θαρί ρίσ ει τα έντε ντερά σας σας, τό τε κα ι το μυαλό σας σ ας είναι καθαρό, σκέ σ κέφ φ τεσ τε καλύτε καλύτερα. Κ αι θα πρέπε πρέπει ι να σ κέφ κέφ τεσ τε καλά, δεν δεν είναι ανάγκη νάγκη να σ ας το πω εγώ . Ο ρίστε στε».
Ά πλω σ ε τα μ πισ κότ κό τα σ το γραφε γραφ είο, χαμογε χαμ ογελώ λώ ντα ντας σ τον Κ άφε άφερι. «Π άρτε ένα, ένα, είσ τε τόσ ο λεπτός λεπτός.. Δ εν σας σα ς τα ΐζει ζειη γυναί γυνα ίκα σας;» ας;» «Κ υρία Ν ερσε ρσ εσ ιά ν...» «Μ πέλα, πέλα, καλέ κα λέ μου. Μ πορε πορ είνα ίνα είμ α ι μητέ μητέρα, αλλά αλλά δε δεν με πήραν δα δα τα χρόνι ρόνια. Κ ι καλή καλή μ ου», είπε ακ ουμ ου μ πώ ντα ντα ς το χέρι τη ς σ τον καρπ κα ρπό ό τη ς Σ ούνε ού νες ς, «δεν θέλω θέλω να γίνομα νομ α ικακιά, αλλά δεν δεν σας σα ς έχει χει πει ο άντρ ντρας σας κ ά τι για το βάρος ρος σας; ας; Ό χι ό τι πισ τεύω πω ς είναι ναι υπε υπ ερβολ ρβ ολι ικό, σε κά π οιο υς άντρες ντρες αρέσου ρέσουν ν τα τα πιασίμ ατα, κ ι έτσ ι δεν.» «Μ πέλα», πέλα», τη διέκοψ κο ψ ε ο Κ άφε άφ ερι, «θα θέλα θέλαμ με να μιλήσ λήσ ουμε ουμ ε για το τον Ά λεκ». «Α , ναι!» Σ τράφ ρά φ ηκε προς το μέρος του, ου , κάνοντ κά νοντα ας τα χρυσαφ ρυσ αφι ικά τη ς να κου κουδου δουνί νίσ ουν. ου ν. «Ά λλος που πο υ χρει χρειά ζετα ι να φ άει περισσ ότε ότερο, πρέπει να τον δεί δείτε πώ ς έχει γίνει νει. Τ ο μόνο που κάνει νει καθη αθημ ερινά είναι να πε π ερπα ρπ ατάει όλη όλη μέρα μέρα γύρω από απ ό το το πάρκο. Ο κακομ κα κομοί οίρης, ρης, τι έτυχε στ σ την οικογέ κο γένε νει ιά του». υ» . Έ νω σ ε τα τα χέρια τη τη ς σ ε στάση προσ προσε ευχής κα ι κ οίτα ξε το ταβάνι βά νι. «Ο Θ εός να μας μας προσ ρο σ τατεύει από τέτο έτοια μοίρα». ρα». Ά φ ησε ησ ε τα χέρια τη τη ς να πέσου πέσουν, ν, πήρε πή ρε ένα σύ σ ύκο κ ι άρχ άρχισε να το το μ ασουλά ασ ουλάε ει, χαμογε χαμ ογελώ λώ ντα ντα ς τα υτόχρονα χρο να σ τον Κ άφε άφερι. «Φ υσι υσ ικά, κά , αν ήμο ήμ ουν στ σ τη θέση θέση σας, σας, θα το το υς είχα φέ φ έρει ρει τα νέα πιο μαλακά λακά,, α π ’ ό ,τιεσείς. Δ εν θέλω θέλω να σας κάνω κά νω κριτική, βέβαι βα ια». «Μ πέλα πέλα,, ας μιλήσ λήσ ουμε ουμ ε για την τη ν Κ άρμελ. άρμελ. Τ ικάν κά νει;» «Ο ασ τυνομ νομ ικός που σ τείλατ λα τε τη ς μιλάε λάει, αλλά εκείνη κ οιτάζει τά ζει τον τοίχο». «Ν αι, το μάθαμε μά θαμε.. Μ ιλάει λάει μ αζί αζί σας;» σας;» «Μ ονάχα με μ ε τη ν Α νναχίντ». Έ βαλε βα λε άλλο άλλο ένα ένα σύκο σύκ ο στ σ το σ τόμα όμ α τη της κ ιέγει γειρε μπροσ ροστά, κοιτά ζοντα ντα ς εξετ εξετα σ τικά τα φ ρούτ ούτα, ψ άχνοντα χνοντας για το επόμ πόμ ενο θύμα θύμα της της.. «Κ λαί λα ίει όταν μι μ ιλάει λάει μ αζί της, ης, αλλά ίσ ω ς αυτό υτό να της κάνεικαλό». Η Σ ούνε ού νες ς ανακάθι ακά θισ ε. «Μ πέλα, πέλα, σ χετικά με το ν Ά λεκ, λεκ, έχει χει καιρό ,
που είναι άνεργος, ε;» Τ ην κο κοίτα ξε λες λες κ α ι η Σ ούνες τη ν εί είχε μόλι μόλις χαστ χασ τουκί υκ ίσ ει. «Ο άντρας αυτός ε θ ε ί ». Τ ην κοίτα ζε με το σ τόμα όμ α ανοι α νοιχτό. χτό. «Δ εν έχει χει και καιρό να ασ χολεί χολείτα ι με χασ ε τον γιο του». ου ». λ ε ιέ ι έ ς . Έ χασε «Ν ομί ομ ίζω ό τιη αρχιεπιθεω ρητ ρη τής εννοεί ρ τ ο ...» «Π ροτού; ροτού; Α ...» .. .» Ά γγιξε το πάν πά νω χεί χείλι της, ης, όπ ό που είχε αρχίσ ει να σ χημ χη μ α τίζετ ζεται μια στ σ τα γόνα ιδρώ τα. «Α , κα κ α τάλαβ λα βα. Ν αι, είχε μια ντί ντίσ κο, κο, μια κινητή νητή ντί ντίσ κο κ α ι. το υ αρέσειη μ ουσι ουσ ική κα ιη Α μερι μερική - λατ λα τρεύει ρεύει τη ν Α μερική, κή, ονει ονειρεύετα ρεύετα ι πω ς μια μέ μ έρα θα πά πά εινα εινα ζήσε ήσ ει εκεί εκεί κ α ι πισ τεύ τεύει ό τι μ οιάζει με τον τον Έ λβι λβ ις Π ρίσλεϊ λεϊ, ξέρετ ξέρετε ε, επειδή έχει χει τα ίδια μαλλιά. Τ ο μεγαλύτ γαλύτερο όνει όνειρό του ή τα ν να πάει με τον Ρ όρι σ την Γκρέ Γκρέι ισλαντ. λαντ. Φ υσι υσ ικά, κά , κατ κα τα λαβ λα β αίνετ νετε όλη όλη τη τη φ ασαρ ασ αρί ία που που είχε γί γίνει για τί η οικογένει γένεια δεν ενέκρ ενέκρι ινε τον τον γάμο γάμ ο του του με την Κ άρμελ άρμελ, αλλά δεν δεν είχα ποτέ κά κά τι εναντ εναντίον το του. Ο ύτε για την Κ άρμελ άρμελ». Κ ούνησε ούνησ ε ένα πακέ πα κέτ το μ πισ κότα κότα μ προστ προσ τά από το το πρόσ π ρόσω ω πο του Κ άφε άφ ερι. «Ε «Ε λάτ λάτε, κα καλέ μου, πάρτ πά ρτε ε ένα». «Ε υχαρι υχαρισ τώ ». Π ήρε το μ πισ κότο, ότο, που που ήτ ή τα ν το τε τελευτα λευταίο πράγ πράγμα που ήθ ή θελε να βάλει βάλει σ το σ τόμα όμ α του, του, και κα ι το άφησ άφ ησε ε να αναπ α ναπα α υτε υτεί στο στο χεί χείλος τη ς κούπα ς του. ου . «Λ έγατ γατε γι για τη δουλει δου λειά του του Ά λεκ, λεκ, για την ντί ντίσ κο που πο υ εί ε ίχ ε. » «Δ εν λέ λέω πω ς ή τα ν δου δουλε λευτ υτα αράς ρά ς, κ ι έπ ειτα ε ί κι αυτούς τους μπελάδε πελάδες ς, που πο υ έκανα έκα ναν ν τα πά π άντα ντα δυσκο δυσ κολότ λότε ερα, ρα , αλλά ας μη μ ιλήσ λήσουμε ουμ ε γι’ γι’ αυτά - βλέπετ λέπετε, δεν δεν είναι ναι παρα αρ αδοσι δοσ ιακή οικο οικογέ γένε νει ια, εξάλλου εκείνη είναι μια ό βέβαια πω π ω ς τον κατηγ κατηγορώ ορώ που τη ρ , όχι βέβαι διάλεξε». «Μ ε σ υγχω υγχω ρεί ρείτε, πώ ς το είπατε; Ό ;» «Μ ια ό τ ρ , μια ξένη, ξένη, μια πο που δεν δεν είναι ναι σαν εμάς». «Σαν εσάς;» «Π ου δεν δεν είναι ναι Α ρμέ ρμ ένισσα». «Δ ηλαδή ηλα δή ο Ά λεκ λεκ Π ιτς είναι ναιΑ ρμέ ρμένης;» ης;»
«Ν αι, φ υσι υσ ικά». κά ». Β λεφ λεφ άρισε για λίγο. «Ό χιπα χι παρα ραδοσ δοσι ιακός κό ς Α ρμέν ρμένης, ης, αλλά δε δεν π α ύει να εί είναι ένας από εμάς μάς. Ξ έρω , ξέρ ξέρω ...» .. .» Ά γγιξε το μπράτ μπ ράτσ σ ο το του Κ άφε άφ ερι με τα μακριά, χρυσά ρυσ ά τη τη ς νύχια. «Έ χει γαλανά αλανά μ άτια - πολλο πολλοί ί από εμ άς έχουν μπλε μπλε μάτι άτια, όπω ς κ ι εσ ύ, κα καλέ μου. Ό λοι λο ι νομ νομ ίζουν ότι ότι είμ ασ τε Ιρα Ιρανοί νοί, αλλά όχι. Γ ια κο κοίτα με». Έ βγαλε γαλε τα γυαλι γυαλιά τη τη ς από ταρταρού ρταρούγα γα κα κ α ιτον κοί κο ίτα ξε. ξε. «Β λέπετ λέπετε ε; Β λέπε λέπετ τε;» «Ν αι, βλέπω βλέπω ». «Ε ίναιγ ναιγαλανά, αλανά, κα κ α ιτο ιτο ενδιαφέ αφ έρον είν είν α ι. » - είπ ε φορ φ ορώ ώ ντα ντας πάλιτ πά λιτα α γυαλι υα λιά τη τη ς- « . π ω ς οι προπά ρο πάππ πποι οι μας, μας, ο δικός μου κα κ α ι του Ά λεκ, λεκ, ή τα ν αδελφ αδελφι ικοί φ ίλοι λοι. Π ολέμη ολέμησα σαν ν εναντί ναντίον τω ν Τ ούρκω ούρ κω ν μα μ αζί - και κα ι πέθαν πέθαναν αν μαζί μαζί. Ο ιπα ιπ α ππούδε ππ ούδες ς μας μα ς πήγ πή γαν στο στο Π αρίσ ικ α ι. » «Α λλά το το δεν δεν είν α ι. » «Α ρμέ ρμ ένικο όνομα όνομ α; Φ υσι υσ ικά κα ι δεν δεν είναι. Α υτό υτό σ ας λέω λέω , δεν δεν είναι παρα πα ραδοσ δοσι ιακός κός, πισ πισ τεύω πω ς ντρ ντρέπ ετα ετα ιγια τη ν κλη κληρονομ ρονομ ιά το του». υ» . «Ά λλαξε λλαξε το όνομά όνομ ά του;» του;» Ο Κ άφε άφ ερι μ πορούσε πορούσ ε να νιώ σ ει τη ματ μα τιά τη ς Σ ούνες νες πάνω πά νω του, ου , μ πορο πο ρούσ ύσε ε να αισθανθε θανθεί ί το ενδι νδιαφέ αφ έρον τη ς να φ ουντώ ουντώ νει νει. «Ά λλαξε το όνομά όνομ ά του, ώ σ τε να ακούγε ούγετ ται πιο αγγλι αγγλικό;» κό;» «Μ όνο όνο το το επώ νυμ νυμ ό του. του. Ό χιτο Ά λεκ, φυσι φ υσικά, αυτό αυτό το κράτ κ ράτησ ησε ε, επει πειδή δεν α κ ο υ γότ γό τα ν.» ν. » «Κ αιποι αι ποιο ήτ ή τα ν το πραγματ πραγμα τικό επώ νυμο το υ Ά λεκ;» «Α , μα δεν δεν θα κατ κα τα φ έρετ ρετε να το το προφ προφέ έρετ ρετε». Κ ούνησ ού νησε ε το γεμ γεμ άτο χρυσα χρυσ αφ ικά χέριτ ρι τη ς περιφ ρονητ ονητικά. κά . «Α ν δεν δεν μπ μ πορε ορείτε να προφ έρετε το Ν ερσε ρσ εσ ιάν, σ ί γ ο υ ρ α δεν δεν θα μπ μ πορέσ ετε να αρθρ ρθρώ σετε το Π ιτσικτζιάν».
Α φού ο Κ άφερ άφερι άφησε την Τ ρέισι Λ αμπ στην στην άκ άκρη του Α υτοκ υτοκι ινητ νητοδρόμ οδρ όμο ου Α 134, 13 4, εκείνη δεν δεν είχε άλλη επιλογή από το το να επισ τρέψ ει σ πίτι με τα πόδι πόδια. ν β ρ κ ω η ξ κ ω ι ρ α . Ή τα ν μια ηλιόλουστ όλουσ τη μέρα μέρα και κα ι ο καπ κα πνός από απ ό το το φ ουγάρ ουγάρο ο τη τη ς τοπι οπ ική ς βιομηχανί ομ ηχανίας παρα πα ραγ γω γής ζάχαρης αρη ς σ το Μ πιούρι ούρ ι Σ εντ Έ ντμ ντμ οντ ήταν
ορα ορατός από μακρι μα κριά. Λ ίγα αμ αμάξια πε περνούσαν, ρνούσ αν, η άσ φ αλτος λτος έκαι κα ιγε τα γυμνά υμ νά τη τη ς πέλμ πέλματ ατα, α, κ α ι βρήκε βρή κε στ στον δρόμο δρόμο τη ς μ ονάχα έναν έναν τηλεφω λεφ ω νικό θάλαμ θάλαμο, το ν οποί οποίο ο μ ύρι ύριζε εξετ ξετα σ τικά ένα αδέσ αδέσπ ποτο σκυλί κυλί. Α λλά ακόμ η κ ι αν εί είχε τις 20 πένες που χρειάζοντα νταν για να καλέσει λέσειτ ταξί, δεν δεν είχε λεφ λεφ τά για να πλη πληρώ ρώ σ ει τον οδηγ οδη γό. Α πό τότε που πέθανε πέθανε ο Κ αρλ αρλ, η ζω ζω ή τη τη ς είχε πάρε πά ρει ι τη ν κάτ κά τω βόλτα. βόλτα. Μ ονάχα ονάχα τέσσ έσσ ερις κ ούτες τσ ιγάρ γάρα είχαν χαν απ απομ είνει, το Ν τά τσ ουν δεν είχε πολλή βενζ βενζίνη σ το ρεζε ρεζερβου ρβουά άρ κ α ι τα λεφ λεφ τά από τη ν Π ρόν ρό νοια δεν δεν μ πορούσαν πορούσ αν να καλύψ κα λύψ ουν όλα τα τα έξοδά οδά της της.. Κ αισα αι σαν ν να μην μη ν έφ ταναν όλα αυτ α υτά ά, ο ι μ πάτσ οιβρίσ κοντ κοντα αν στο κα κ α τόπ ιτης. ης. Η Τ ρέισ ι δεν δεν είχε να συμ σ υμβ βουλευτε λευτεί κά ποιον για τη τη ν επί επίσ κεψ κεψ η εκείνου το του επιθεω θεω ρητ ρη τή Κ άφε άφ ερι - το άτομ άτομο ο στ σ το οπο οποί ίο σ υνήθω υνήθω ς απευθ πευθυνότ υνότα α ν ή τα ν ο αδε α δελφ λφός ός της, ης, ο Κ αρλ αρλ. Μ ε τον Κ αρλ ήτα ήταν ιδιαίτερα δεμέ δεμένοι, για τριάντα χρόνι χρόνια μ ετά ετά τον τον θά θάνατ νατο τω ν γονι γονιώ ν τους, ους, με έναν τρόπο ρόπ ο που π ου πολλοί θα έλε έλεγ γαν πω ς δεν δεν ήταν φ υσι υσ ιολογικός. κός. Ε ίχαν τόσ α πολλά πολλά κοι κοινά - ακόμ κόμ η κ α ι τα σ φ ραγ ραγίσματά ατά τους, υς, τα είχαν στ σ τα ίδια δόντ δόντι ια. Ο Κ αρλ θα χαμ χαμ ογελο γελούσ ύσε ε κ α ι θα ανασή νασ ή κω νε το πάνω πάνω χεί χείλιτ λι του για όσ ό σ ους ου ς ενδι νδιαφ έρονταν ρονταν να δουν. Ο Κ αρλ είχε πολλο πο λλούς ύς «φί «φ ίλους». λους». Η Τ ρέισ ι ήξερε ξερε τα πάντ πά ντα α για το υς «φί «φ ίλους» λους» του - είχε σ υνα υναντή ντήσ ει έναν-δ ναν-δύο ύο α π ’ αυτούς υτούς, ότα ν εί είχε κάνειτα βίντεο. Σ τα μ ά τησ ε για λίγο στ σ την άκρη του δρόμου, δρόμου, έσ κυψ κυ ψ ε κ ι έφ τυσε υσ ε ένα καφ κα φ ετί φ λέγ λέγμα σ τις φ τέρες ρες που φ ύτρω ύτρω ναν εκ εκ εί γύρω . Έ να αμάξι αμ άξιτ την προσ προσπέρασε πέρασ ε κορνάρ κορνάροντ οντα ας δυνατά δυνατά. Σ το πί π ίσω παράθυρο παράθυρο εί είδε πρόσ πρόσω ω πα να γελά γελάνε νε μ α ζί της. Α κούμ π ησ ε τις παλάμ λάμ ες σ τα γόνα γό νατ τά της, ης, ίσιω σ ε με κ όπο όπο το κορμ κο ρμί ί τη ς κ α ι κοίτα ξε το ν χω χω μ ατόδρομο όδρομ ο ω ς πέρα πέρα σ τον ορίζοντ οντα. Δ εν μπορούσ μπο ρούσε ε να επιτρέψ ει σε καν κα νέναν να τη της σ υμπ υμ περιφ έρετα ρεται με τέτο έτοιον τρό τρόπ πο. Ό τα ν έφτ έφ τανε σ πίτι, θα έβρι έβρισκε τη την α τζέντα ντα του Κ αρλ και κα ι θα τη τηλεφ λεφ ω νούσε νούσ ε στ σ τους φ ίλους του για να ζητήσ εισ υμβο υμ βουλέ υλές ς. Δ εν τη ς άρεσε να μ ιλάειμ λάειμ α ζίτο υς - μ ερικοίή κο ίήτ ταν
τρελοί ρελοί, ακόμ κόμη κ α ι ο Κ αρλ το παρα πα ραδε δεχ χόταν. όταν. Ά λλοιήθε λλοιή θελαν λαν να μην μη ν τους ενοχλεί νοχλεί καν κανείς: «Μ ερικοί κο ί το κά νου νουν χρη χρησ σ ιμ οποι οπ οιώ ντα ντας τη ν εξ εξάτμ άτμιση από ένα παλι πα λιό αμ α μάξι», θα έλε έλεγ γε ο Κ αρλ γελώ γελώ ντα ντας. «Φ υσι υσ ικά, κά , θα έπρεπε το αμ άξινα είναι να ιόμορ όμ ορφ φ ο». ο». Α λλά έπρε έπρεπε να κάνει νεικάτ κά τι. Π αραπατ αρα πατούσε ούσε στην στην άσφαλτ άσφ αλτο ο κα κ α ι τα πόδια τη τη ς πονούσ πονούσ αν. Π έρα από τα περασ περα σ τικά αυ α υτοκίνη κίνητ τα , δεν δεν εί είχε δει δεικανέ κα νένα ναν ν εδώ κα ι μία ώ ρα, παρά παρά μόνο έναν γκριζομάλλη ομάλλη γέρο που που έψ αχνε για πρά π ράγμα γματ τα μέσα σ τις δυσκο δυσ κολοδ λοδι ιά βατ βα τες βιομ ηχανικές σ τοές κ οντά ντά στη Φ άρμ άρμα Γ ουέ ουέστ. Π ερπάτ ρπά τησ ε προς το Μ πάρνχαμ πάρνχαμ,, προσ πρ οσπε περνώ ρνώ ντας ντας το υς ερει ρειπω μ ένους σ τρατ ρα τώ νες νες που που ήτ ή τα ν σ φ ραγ ρα γισμ ένοι με κόντ κό ντρα ρα πλακέ πλακέ κ ι ένα εγκατ κα ταλειμ μ ένο υπ υπ όστ όσ τεγο . Π ροχω ρούσε ρούσ ε αργά αργά αλλά αλλά στ σ ταθερά. αθερά. Α ναγκα ναγκαζ ζότα όταν να σ τα μ α τή σ ει κάθε κά θε λί λίγο για να ξεκο ξεκουρ υρασ ασ τεί κ α ι να φ τύσε ύσ ει φ λέγ λέγματ μα τα. Τ α πνε πνευμ υμόνι όνια τη τη ς Τ ρέισ ι από τη τη ν αρχή αρχή ήτ ή ταν ελατ λα ττω μ ατικά. «Δ εν έχει έχεινα κά νειμε νει με τα τα εξήντ ξήντα α τσ ιγάρ γάρα την την ημέ ημ έρα, ρα, ε, Τ ρέι ρέισι;» θα έλεγε λεγε ο Κ αρλ χαμογε χαμ ογελώ λώ ντα ντας, ενώ εκείνη θα έφ έφ τυνε φλέγ φ λέγμ ματα στ σ το πλασ λασ τικό ποτ ποτήρι. «Ν αι, κα κα μ ία σχέ σχέσ σ η μ ’ αυτό» υτό».. «Ρ ε άντε άντε γαμήσ αμ ήσου! ου!» » Θ α του έδει δειχνε κω λοδάχ λοδά χτυλο, υλο , ο Κ αρλ θα γελούσε λούσ ε, και κα ι ο ι δυο τους ου ς θα έβλε έβλεπα παν ν μαζ μα ζί τηλεόρασ ηλεόραση. η. Π όσο της έλειπε. Μ έχρι να φτ φ τά σ ει σ το μονοπά μ ονοπάτ τι που διέσ χιζε τα χω χω ράφι ράφ ια, στ σ την κορυφή κορυφ ή τω ν παλιώ ν νταμαρι αμ αριώ ν, και κα ι από εκ εί σ το γκαρά γκαράζ ζ, τα πόδια τη ς είχαν μα ματώ σ ει. Τ ο γκαρά γκα ράζ ζ απείχε αρκε ρκετή απόσ πό σ τασ η από τον δρόμο, αλλά εκείνη συνέ σ υνέχι χισ ε να πε περπατάει κουτ κο υτσ σ αίνοντα νοντα ς. Κ άπου κάπου, ένα στ σ τρατ ρα τιω τικό αεροπλά ροπλάν νο από το Χ όνιγκτο γκτον θα έσ έσ κιζε τον ουρανό ουρανό κα ι θα εξαφ εξαφα ανιζότα όταν μέσα σ ε δευτε δευτερόλεπτ ρό λεπτα α σ τον ορίζοντα. οντα. Μ ε εξαίρεσ ρεση αυτό, υτό, η ηλι ηλιόλουσ όλουστ τη εξοχή οχή γύρω γύρω τη ς ή τα ν ήσ υχη. Ή ξερε καλά κα λά αυτά αυτά τα χω ράφι ράφ ια, αυτ αυ τόν το ν φράχτη, φράχτη, αυτό υτό το το μ ονοπάτ ονοπάτι. Ο Κ αρλ αρλ νοίκιαζε το γκαράζ καιτο σπίτι από τότε που οι γονείς τους πέθαναν ότα ν εκείνος ήτ ήτα ν δεκ δεκαεννιά κ α ι η Τ ρέι ρέισι δεκα δεκατ τριώ ν. Κ αταλάβα λάβαι ινε υ
ί
ε
,
ρ λ .
τη ν επ επιχείρησ ρη σ ή του. ου . Κ αταλάβα λάβαι ινε τι ή τα ν όλα αυτά τα τζάμι ζάμ ια α υτοκι υτοκινήτ νήτω ω ν, τα κλεμμέ κλεμμ ένα σ α σ ί κ α ι οι πινακίδες δες. Π ά ντοτε οτε βρίσ κοντα νταν μέ μέσα στ σ το γκα γκαράζ διαλυμ λυμένα αμ αμάξια, πινακ νακίδες σ την κουζί κο υζίνα κα κ α ι ένα βαν βα ν παρκαρι πα ρκαρισ μένο μένο κάτ κά τω από έναν μου μ ουσ σ αμ ά σ την πίσω αυλή. αυλή. Ο Κ αρλ θα τη τη ν άφη άφ ηνε να ρίξει μια ματι ατιά, έπειτα θα άφηνε άφ ηνε τον μουσα μ ουσαμά μά να να πέ π έσ ει και κα ι θα έβα έβαζ ζε το χέρι του μπροστ μπ ροστά ά από το το στόμα του: « η υ ξ ε ύ γ ει τ ί τ α ’ ό το ξ ι, ι, ν τ ξ ε ι, ι, κο ι υ; νε ς εν ο χ ε ς δ ε ». Τ ακτικά, κά , κάπ κά ποιο αυτοκίνη κίνητ το που π ου χρειαζόταν «επι «επισ κευή» κευή » εμ φ ανιζότα όταν. «Ε «Ε πείγουσ γουσ α επισ κευή» κευή »: ο Κ αρλ θα τιναζ να ζότα ν σαν σαν ελατ λατήριο με το που πο υ άκουγε ου γε α υτά υτά τα λόγι λόγια κα κ α ι θα δούλευε δούλευε με μ ερόνυχτ ρόνυχτα στ σ το γκαρά καράζ ζ. Ε κτό κτός από αμάξ αμά ξια, άνθρω άνθρω ποι εμ φ ανίζοντ ονταν, μέρα μέρα και κα ι νύχτ ύχτα, φ έρνον ρνοντ τας σ τερεοφω ρεοφ ω νικά α υτοκι υτοκ ινήτ νή τω ν κ α ι τσ άντες ντες γεμ γεμ ά τες τσιγάρα. ρα. Η Τ ρέι ρέισι μ εγάλω σ ε α κούγοντ κο ύγοντα α ς το ν ήχο από απ ό μηχανές ηχανές Χ άρλεϊ ρλεϊ που πλησί πλησ ίαζα αζαν το σ πίτι. Π άντοτε ντοτε κά ποιος έμ ενε μ αζί τους ους, κά ποιος κοιμ ότα ν στο στο μπάνι πάνιο ή σε έναν έναν υπνόσ υπνόσα ακο σ το γκαρά γκαράζ, άντρε ντρες ς που πο υ βοη βοη θούσα θούσ αν τον Κ αρλ να βάψ βά ψ ει τα αμάξι αμ άξια (κα ( και ι όχι μόνο, ή τα ν σί σίγουρη ότι έκαναν κα ναν πολλά περισσ ότε ότερα). ρα) . Τ ους αποκ απ οκαλο αλούσ ύσε ε καλόπα καλό παι ιδα του του αναμορ ναμ ορφ φ ω τηρίου, επειδή πά ντο ντο τε έμ έμ οιαζαν σαν σαν να το το είχαν σκά σκάσ σ ει από το το αναμορφω αναμορφ ω τήριο. «Κ ι αυτό αυτό είναι άλλο άλλο ένα πράγμα που καλό είναι ναι να μ είνει νει μ εταξύ μας, μας, έτσι, Τ ρέι ρέισι;» Ό λοι λο ι ο ι γνω σ τοί του Κ αρλ είχαν πά πά ει φ υλα υλακή - το ίδιο κα κ α ι ο «δα «δαγκα γκανι νιάρης», για το το ν οπ οποίο μιλούσ λούσε ε ο Κ άφε άφ ερι. « Τ ι παρά πα ράξε ξενος νος τύπος πο ς», είπε ο Κ αρλ αρλ. «Π άντο ντοτε πίσ τευε πω ς οι γυνα γυναί ίκες ή τα ν βρόμ βρόμι ικες κες. Έ πρεπε να το ν είχες χες δει δει: πά ντο ντοτε φορ φ ορού ούσ σε πλασ λα σ τικά γάντ γά ντι ια προτού πρ οτού αγγί γγίξει ξειτα αγόρια, σ ε περίπτω σ η που κάπ κά ποια γυναί υνα ίκα τα είχε αγγίξει ξει πρώ πρ ώ τα». Ζ ούσ ού σ ε στο στο Μ πρί πρίξτον κ α ι παρόλο που ο Κ άφε άφ εριδε ριδεν ν είχε πει εί είχε δαγκ δαγκω ω θείτ θείτο μικρό αγόρι, η Τ ρέι ρέισι είχε βάσ βά σιμ ες υποψ ίες ό τι το σ ημά ημ άδι θα βρισ κότ κό ταν στ στον ώ μ ο του. ου . Ω στόσο, όσ ο, το ένστ νσ τικτό τη ς τη ς έλεγε λεγε ότι ότι δεν δεν ήτ ήτα ν ο «δα «δαγ γκανιάρης»
α υτός που ενδι νδιέφ ερε τον Κ άφε άφ ερι περισ σότε ότερο -δια ισ θανόταν θα νόταν πω π ω ς οι ερω τή σ εις που που τη ς έκανε κα νε γι’ γι’ αυτόν ήτ ήτα ν πε περισ σότε ότερο για κά λυψ λυ ψ η κα ι σ κέφτ κέφ τηκε ότι αυτό που πο υ το ν εν ενδιέφ ερε πρα πραγματ γμα τικά ή τα ν να μάθει άθει για το το αγόριτο γόριτου υ Π εντε ντερέτσ κι. Τ ο αγόρι α γόρι του Π εντε ντερέτσ ρέτσ κι. Π αρόλο που π ου η Τ ρέισ ι ήξερε τι είχε κά νειο νει ο γέρο γέρος ς Π ολω νός σ το αγόρι, κα κ ανείς δεν δεν τη ς είχε πει ποιο ήταν το όνομ όνομα α το του αγ α γοριού, ή από α πό πού π ού το το άρπαξ άρπαξε. Α πό το το ν τρόπο, ρόπ ο, όμω ς, με τον οποί οπ οίο ο Κ αρλ έχτι χτισ ε ένα ένα τεί τείχος χος σ ιω πή ς γύρω ύρω από το θέμ θέμα αυτό, υτό, φ αντά ντάσ τηκε πω ς το παι πα ιδί αυτό υτό ή τα ν σ η μ αντι ντικό για κά κ άποι πο ιον. Μ άντε ντευε πω ς είχε κάπο κά ποι ια σχ σ χέσ η με λεφ λεφ τά. Κ αι ίσω ς, σ κέφ κέφ τηκε, κε, α υτός ή τα ν κα κα ι ο λόγος λόγος για τον οπ οποίο οίο ο Κ άφε άφ εριενδ ριενδι ιαφ ερόταν. ρόταν. Σ ταμά αμ ά τησε ησ ε. Δ εν είχε πολύ δρόμο δρόμο ακόμα. ακόμ α. Μ πορούσε πορούσ ε να δει δει τον ήλιο να να αντ α ντα α νακλά νακ λάτ τα ι πάν πά νω σ τα εγ εγκατ κα ταλει λειμ μ ένα αυτοκ α υτοκί ίνητ νητα του του Κ αρλ σ την άκρη του ντα νταμ αριού: ού: ένα παλι π αλιό Τ ράιομφ, ομφ , ένα τρο τροχόσ χόσπ πιτο καλυμμ κα λυμμέ ένο από απ ό βρύα κ ι ένα Φ ορντ ορντ. Δ έκα λεπτ λεπτά ά ακόμ α κόμη η μέχ μέχρι να φ τάσ εισ το γκαρά κα ράζ ζ. Σ τεκότα ν ακί ακ ίνητη νητη, έχοντα χοντα ς ξεχάσ ξεχάσε ειτον πόνο πόνο σ τα πόδι πόδια της της,, δίχω ς να ακ α κούει τους φ ασ ιανούς που έκρω κρω ζαν μέ μ έσα από τα δέν δέντρα. Μ ια ιδέα δέα αναδυ α ναδυότ ότα αν μέσα από απ ό το το κολλημ κολλη μ ένο μυαλό τη της Τ ρέισ ι Λ αμπ. αμ π. Μ ια ιδέα δέα σ χετικά με τον επιθεω θεω ρητ ρη τή Κ άφε άφ ερι. Ίσ Ίσ ω ς, σ κέφ κέφ τηκε ηκ ε, να μην μη ν ή τα ν η αρχή αρχή τω τω ν προβλημ προβλ ημάτ άτω ω ν της. ης. Ίσ Ίσ ω ς να ήταν ήταν η λύση.
Ο Ρ όλαντ όλα ντ Κ λέαρ λέαρ πέρα πέρασ σ ε το πρω ινό του κρα κ ρατ τώ ντα ντα ς σ ημε ημ ειώ σ εις, σ καρφ κα ρφ ιζότα όταν δι διάφορα άφ ορα κόλπ κό λπα α και κοιτούσ ε το πρόβλη πρόβλημ μ ά του από διάφορ άφ ορε ες οπτικές γω νίες, μέχρι που κατάφ ερε να βρε βρ ει τι χρειαζόταν: μερικά φ ύλλα χαρτ χαρ τί εκτύπω κτύπω σ ης, ένα λίτρο υγ υγρό σ τερέω σ η ς κ α ι λίγη σ κόνη κόνη D76 τη ς Κ όντα όντακ. Τ ο βιβλίο ήτ ή τα ν ξεκ ξεκάθαρο άθα ρο σ τις οδη οδηγίες του: ου : τον προ προε ειδοπ δοποιούσε ύσ ε ότι πιθανότ θα νότα ατα θα χαλούσ χαλούσε ε το φ ιλμ αν δεν δεν χρησ χρη σ ιμ οποιούσε ύσ ε επαγγελμ γγελμα α τικό φ ω τισ μ ό ασ ασφ αλεί λείας, αλλά αλλά εί είχε
αποφ ασί ασ ίσει σει να το το διακινδυνε υνεύσει ύσει και κα ι πρόσθε πρόσθεσε έν έναν κόκκινο λαμ λαμ πτήρα τω ν είκοσ ιπ έντε ντε βατ βα τ σ τη λίσ τα του του.. Ε ίχε ψ άξει ξει σε τσ έπες, πες, σ υρτάρ υρτάρι ια κ α ι μ πουκά ουκ άλια γεμ γεμ ά τα νομί νομ ίσ μ ατα κα ι είχε συγκε συγκεντ ντρώ ρώ σ ει τριάντα ντα λίρες ρες που τις έβαλε σε σε μια σα σ α κούλα σ κουπιδιώ ν, τη ν οπ οποία κρέμα κρέμασ σ ε σ τον ώ μ ο του. του. Μ ε όλα αυ α υτά τα κέρ κέρμ α τα η σ α κούλα είχε βαρύνε βαρ ύνει ι κ α ι του πήρε αρκετ αρκετή ώ ρα για να φτ φ τάσε άσ ει στη στη σ τάση άσ η του του λεω λεω φ ορεί ορείου. Σ το λεω λεω φ ορε ορείο, οι άλλοι άλλοι επιβά τες του έριχναν απ απαξιω τικά βλέμ λέμμ ατα, καθώ κα θώ ς εκείνος νος κάθισ ε στ σ την τελευτ τελευτα α ία σειρά καθι κα θισ μ άτω ν, βάζοντα οντας τη σ α κούλα κούλα ανάμ α νάμε εσ α στ σ τα πόδι πόδια του του.. Α λλά λλά ο Κ λέαρ λέαρ ή τα ν συνηθισ μ ένος να τον τον αποφ απ οφ εύγουν οι άλλο άλλοι ι, κα κ α ι σήμε σήμ ερα, αφού αφ ού βρήκε πάλι πά λι θέση, καθότ κα θότα α ν ήσ υχος υχος,, μέχ μέχριπου ριπ ου το το λεω λεω φ ορεί ορείο έφ έφ τασ ε σ το Μ πάλχαμ πάλχαμ.. Β γήκε ήκ ε σ τη σ τάση άσ η έξω από απ ό το το φ ω τογρα ογραφ φ είο, τους του ς κάδους κά δους του οποί οπ οίου σ υχνά υχνά έψ αχνε, νε, κ α ι προτ προτού ού μ πει από τη τη ν κύρι κύρια εί είσ οδο, έκα έκανε νε μια βόλτ β όλτα α στ σ το πίσω μέρος μέρος.. Ά φ ησε ησ ε τη σ α κούλα κούλα με τα νομ νομί ίσ μ ατα, σ ή κω σ ε ένα παλιό κι κ ιβ ώ τιο κα ι σ τάθηκε θηκε πάνω του, για να ρίξει μια μ ατιά μέσα στ σ τον κάδο. κάδο. Α πογοη ογοη τεύτη ύτη κε, καθώ κα θώ ς είχε αδει δειάσ ει πρόσ πρόσφ φ ατα. Δ εν υπή υπή ρχε τίποτα, οτα, πέρα πέρα από ένα παλι πα λιό χαρ χαρτόκου κο υτο για πορτ πο ρτοκ οκά άλια. Κ ατέβηκε από από το κιβώ τιο, σ κου κουπίζ πίζοντα οντα ς τα χέρια του του,, πήρε πήρε τη σ α κούλ κούλα α με τα νομί νομ ίσ μ ατα κ α ι κατευθύνθηκ υθύνθηκε ε στ σ την εί είσοδο του καταστήματος.
21
Ο ύτε ύτε ο Κ άφερι άφερι ούτ ού τε η Σ ούνες ούνες μπορούσα μπ ορούσαν ν να πι π ισ τέψ ουν αυτό αυτό που έβλεπα λεπαν ν σ τον υπολ υπολογι ογισ τή. Έ μ ειναν ναν σι σ ιω πηλοί πη λοί, καθι κα θισ μ ένοι δίπλα δίπλα, πλα, κοιτάζοντας ζοντας τη ν οθόνη οθόνη.. Ε ίχαν ψ άξει ξει τα αρχεία της της ασ τυνομ υνομ ίας και κα ι είχαν ανακα ανακαλύψ λύψ ει έναν αρι αριθμό μητ μ ητρώ ρώ ου γι για τον τον Ά λεκ Π ιτσικτζ κτζιάν. Σ εξουαλι ξουα λική παρενόχλη ρενόχλησ ση ανηλί νηλίκου. κο υ. Κ αταδικάσ κά σ τηκε σε δύο χρόν χρόνια φυλά φ υλάκι κιση το 1984. 1984. «Ό χι», είπε ο Κ άφερι άφερι, κου κ ουνώ νώ ντα ντα ς το κε κ εφ άλι του. ου . «Δ εν το πισ τεύω . Μ όνο κ α ι μόνο επε επει ιδή έχει χει ποινικό μ ητρώ ητρώ ο δεν δεν σημαίνει...» «Έ χειμη ειμ ητρώ ο για σε σ εξουαλική παρε πα ρεν νόχληση ανηλίκου». κου». «Δ ιάολε». Σ τήριξε το κε κ εφ άλι σ τα χέρι χέρια το υ, καθώ κα θώ ς το μυαλό του του δούλε δού λευε υε πυρε πυρετ τω δώ ς. Ο ι πρώ πρ ώ τες παρα πα ραβ βάσ εις του Π ιτς έγιναν πριν από από το 1985, 198 5, πρά πράγμα που π ου σ ήμαινε πω ς ο φά φ άκελό κελός ς του δεν δεν είχε ψ ηφ ιοποι οπ οιηθεί θεί -είχαν χα ν επικοινω οινω νήσ νή σ ει με το γραφ ραφ είο τω ν αρχε αρχεί ίω ν και είχαν ζη ζητήσ ει να το υς σ τείλουν λο υν με κούρ κο ύρι ιερ το το ν φ ά κελολο - αλλά η δεύτ δεύτε ερη παρά πα ράβα βασ σ η, ένας καβγάς σ ε μια παμ παμπ, π, κα τά τη διάρκε ρκεια του του οποίου είχε βγει γει το μ άτι ενός δεκαεπτ δεκα επτά άχρονου χρονου αγορι γοριού, ού, είχε γίνει νει τέλη το το υ 1989, 1989, λίγο με μ ετά τη τη ν επίθεσ θεση σ τον Τ σαμ π κ α ι την ανακάλ ανακάλυψ υψ η της της φ άρσας άρσας τω ν φω φ ω τογραφ ογραφι ιώ ν στη στη λεω φ όρο όρο Χ αλφ Μ ουν ουν. Ο Κ άφε άφ ερι κοίτα ξε με δυσπι δυσ πισ τία τη τη ν οθόνη οθόνη. Ό λες λες α υτέ υτές οι ανακ νακολου λουθίες κ α ι ο ι ανακ νακρίβειες σ την κα κατάθεση θεση του Π ιτς σ χετ χετικά με τα γεγ γεγονότα νότα που που σ υνέβ υνέβησα ησ α ν σ το Ν τόνεγκα νεγκαλ λ Κ ρέσ ρέσ εντ, ντ, η άρν ά ρνησ ησή ή του του
πω ς είχαν τρα βη χτε χτεί φ ω τογραφί ογραφ ίες, η άρν άρνησή ησ ή το του πω ς είχε ακούσε ύσ ει τον Ρόρ Ρ όρι ι, το γεγο γεγονό νός ς πω ς η γυνα γυναί ίκα του του κ ι ο γιος του ήταν αφ υδατ υδα τω μ ένοι, ενώ εκείνος όχι όχι, όλα αυτά τα ερω τή μ α τα τριβέλιζαν το μυαλό υαλό το του Κ άφε άφ ερι. Σ η κώ θηκε θη κε κ α ι πήρε πή ρε από τον φάκε φ άκελο λο το το σ κίτσ ο το του δράστη δράστη τη της επίθεσ θεσ ης σ τον Τ σαμπ σα μπ.. Έ π ειτα άπλω σ ε τις φ ω τογραφί ογραφ ίες από απ ό τον τό τόπο του εγκλή γκλή μ ατος πάνω πά νω σ το γραφ ρα φ είο. « Τ ι πισ τεύεις;» Η Σ ούνε ού νες ς έσ κυψ ε πάνω από το το σ κίτσ ο κα κ α ι κούνησ κούνη σ ε το κεφ κεφ άλι της. «Δ εν ξέρω ξέρω . Ε σύ τιπισ τεύεις;» «Ο ύτε κ ι εγώ ξέρ ξέρω ». Γ ύρισε το σ κίτσ ο δεξι δεξιά, έπ ειτα αριστερά. ρά. «Θ α μπο μ πορο ρούσ ύσε ε να είναι». Π ήρε τις φ ω τογρα ογραφ φ ίες. «Α υτό υτό το το χτύπη ύπη μ α σ το πίσω μέρος του κεφα κεφ αλιού του, ου , πισ τεύεις πω ς ή τα ν... ν...» » Κ αιο αι οι δυο το υς εξέτασαν ασ αν προσε προσ εκτι κτικά το το σ ημάδι ημ άδι που είχε αφ ήσε ήσ ει ο Ά λεκ Π ιτσ ικτζιάν - ο Π ιτς. «Α ν δέθηκε δέθηκε πρώ πρώ τα σε σ ε αυτ αυ τό το το σ η μ είο είο . » Η Σ ούνε ού νες ς έδει δειξε τη φ ω τογραφ ογραφί ία. «Κ « Κ ι έπειτα με τα χέ χέρια τ ο υ . Ξ έρει ρεις, Τ ζα κ, θα μ πορούσ πορ ούσε ε να το έχει χεικ ά ν ει. ει. » «Ό χι, όχ ό χι, όχ όχι, για περίμ ενε». νε». Ο Κ άφε άφ ερι έσπρω πρ ω ξε πίσω την καρέ κα ρέκλα κλα του. του. Ε ίχαν ζη ζητήσ ει από τη τη ν Μ πέλα πέλα Ν ερσε ρσ εσ ιάν να φ ύγει ύγει για λίγο και κα ι τώ ρα βρισ κόταν κόταν στ σ την αίθουσα θουσ α σ υσκέψ υσ κέψ εω ν μαζ μ αζί ί με την Κ ριότος ότος.. Έ βλε βλεπε τα κόκ κ όκκ κινα μαλλιά τη τη ς να κου κ ουνι νιο ύντα ντα ι πάνω πά νω -κά -κ άτω , σαν να να ήθελε ήθελε να τους δει δει μέσα από το τζάμ ι. Έ γει γειρε πι πιο κοντά ντά στη Σ ούνες ούνες και κα ι χαμήλω αμ ήλω σ ε τη φ ω νή του. του. «Γι «Γ ια άκου. άκ ου. Τ ι λέμε λέμε;; Π ω ς έφ υγε υγε τρέχοντ ρέχοντα ας από απ ό τη τη ν πίσω πόρτ πόρτα, όταν ο κατ κα τασ τημ ατά ρχης ρχης χτύπη ύπ η σ ε τη ν μπροσ μ προστ τινή; Π ω ς σ καρφ καρφ άλω σε σ το δέντ δέντρο, ρο, άφησ άφ ησε ε τον Ρόρι Ρ όρι, επέστρε πέστρεψ ψ ε σ το σ πίτικα ι δέθηκε δέθηκε προτού προτού προλά πρ ολάβε βειη ιη α σ τυ νομ νο μ ία .» Η φ ω νή του του έσ βησε βησ ε καιη κα ιη Σ ούνες ούνες κατ κα τένευσ νευσε ε. Ο κατασ καταστ τημα ημ α τάρχης είχε γυρί γυρίσ ει σ το μ αγαζίτου για να ειδοπο δοποι ιή σ ει τη ν Ά μεση Δ ράση ράση και μέσα σ ε αυτό το διάσ τημα, ο Π ιτς είχε αρκε ρκ ετό χρόνο για να τα κά νει νει όλα αυτά. Α ρκε ρκετό χρόνο για να το κάνει νει να φ αίνετ νεται πω ς είχε δεχτ δεχτε εί
επίθεση. Ο Κ άφερι άφερι και κα ι η Σ ούνες ούνες ήξε ήξεραν πω ς αρκετ αρκετοί χρησ χρη σ ιμ οποι οπ οιούσ ού σ αν αυτ αυτή ή τη σ κηνοθεσ κη νοθεσί ία για να τη γλιτώ σ ουν ου ν - ειδικά η γραφ γραφή ή ασ υναρτ υναρτη ησ ιώ ν πάνω σ τον τοί τοίχο ή τα ν κλασ κλα σ ική τακ τική . Ό πω ς ήξεραν ρα ν επί επίσ σ ης πω ς αν κάπ κά π οιο ς ή τα ν αποφ απ οφασ ασι ισ μ ένος, ος, θα μπορούσε να τραυ τραυμ μ ατί ατίσ ει σοβαρά ακόμη ακόμ η και κα ι τον εαυτό αυτό του. του. Ο Κ άφε άφ ερι δεν δεν εί είχε σ το μυαλό υαλό το το υ μονάχα ονάχα το το υς θανά θα νάτ τους εξαιτίας αυτοερω τικής κή ς ικανοπ κα νοπο οίη σ ης -εκεί εκείνου νο υ ς το υς κακό κα κόμ μ οιρ οιρους ου ς που που πέθαι έθαιναν ναν με μ ε τα κεφ κ εφά άλια τυλιγμέ γμ ένα σε σα σακού κούλες, λες, με λασ λα σ τιχένι χένιες μάσκε μά σκες ς, ή καλυμ καλυμμ μ ένοι με χρησι ρησ ιμ οποι οποιημ ένα εσ εσώ ρουχα, δεμ δεμ ένοιγ νοι γύρω από το ν λαι λαιμό με τροχαλ ροχαλί ίες σ τερεω μ ένες νες σ το τα β ά νινι- αλλά κι εκείνους που μασκάρευαν τον αυτοτραυματισμό τους με τρόπο που έμ οια ζε με δολο δολοφ φ ονική επίθεσ θεση. Ε ίχε δεικά δεικ ά ποτε ένα έναν ν αυτόχειρα που είχε βγά βγάλει λειτ τα σ ω θικά του κα ι τα είχε κομ μ α τιά σ ει με ψ αλίδι, κ α ι μια άλλη άλλη κοπέλα κο πέλα αυτ α υτοπ οπυρ υρπο πολη λημ μ ένη μέσα σε σε ένα κλει κλειδω μένο πορτ πορ τμ παγ πα γκάζ κά ζ. Ή ξερε πολύ κα καλά ότ ό τι ο φ όνος μ πορούσ πορ ούσε ε να μ ασ καρε κα ρευτ υτε είσε αυτοκ α υτοκτ τονία κ α ιη α υτοκτ υτοκ τονία σε φόνο. φόνο. « ‘‘Α γαπάς τον μπα μ παμ μ πάκα πά κα σ ο υ;’ υ; ’’» εί είπε χαμ χαμηλόφ ηλόφω ω να. «Ε;» «Α υτό υτό είπε ο βι β ιασ τής σ τον Τσ Τ σ α μ παλου πα λουά άγκ Κ εοντου οντουά άγκντι κντι. ‘‘Α γαπάς τον μπαμ μπ αμπάκα πάκα σ ου;’ ου ;’’’» «Τ ι;» «Α υτό υτό που άκουσ ουσ ες». Α νακάθισε, σε, νιώ θοντ θοντα α ς τη ν καρδι κα ρδιά το του να χτυπ χτυπά ά δυνατ δυνατά ά. Ξ αφν αφ νικά, η επί επίσ κεψ κεψ ή το του σ το Ν όρφολκ όρφ ολκ κα ι το χάλι σ το οποί οποίο βρισ κότ κόταν με τη Ρ εμ πέκα, πέκα , το ν απασ πα σ χολούσ χολούσ αν όλο και κα ι λιγότερο. «Γι «Γ ια περίμ ενε». νε». Η Σ ούνες πήρε πή ρε τι τις φ ω τογραφ γρα φ ίες κ α ι τις εξέτ ξέτασ ε καλύτε κα λύτερα ρα,, σ φ ίγγοντ γγοντα ας τα χείλη τη της. «Ή ταν μι μ ισ οπε οπ εθαμ θα μ ένος ότα ν τον βρήκαν». «Α λλά ανέ ανέρρω σε αμέσω αμέσω ς, ε; ε; Α μέσω μέσω ς». Ο Κ άφερ άφερι έσπρω ξε πίσω τη ν καρέκλα κα ρέκλα το του. «Σ αν σύγχ σ ύγχρο ρονος νος Λ άζαρος ρος - ο ειδικός ορκι ορκιζότα όταν
πω ς δεν είχε ξα ξαναδε ναδείκ ίκά ά τιτέτοι τέτοιο » . «Ε ίχε κατ κα τουρηθε ουρη θεί ί και κα ι ήτα ήτα ν χεσμέ σμ ένος. ος. Ε ίχε σ τή σ ει καλή καλή παράσταση». «Φ α ντάζομ άζομαι αι ό τι σ κέφ κέφ τηκε ηκ ε τη ν περί περίπτω πτω σ η του Γ κόρντ κόρντον Γουαρντέλ». « Τ ι εννοεί ννοείς;» «Δ εν θυμάσα υμά σαι ι;» Ο Κ άφε άφ ερι έβγαλε βγαλε τα γυαλι γυαλιά του. του. «Έ να από απ ό τα τα σ ημάδια που που τον πρόδω πρόδω σ ε ή τα ν το ό τι δεν δεν εί είχε κατ κα τουρη υρ η θεί όλο το διάστ άσ τημα ημ α που ή τα ν δε δεμέν μένος. ος. Κ ι έτσ ι κατ κα τάλαβ άλ αβα α ν πω ς είχε σ κοτ κο τώ σ ει τη γυναί γυναίκα του. Κ ι αν δεν δεν το έχουν γράψ γράψ ει όλες ο ι εφ ημε ημ ερίδες δες, από από το Μ πρίξτον ω ς το Μ πέρμ πέρμι ιγχαμ, αμ , τό τε Ν τά νισε νισ ε κερνάω κερνάω βραδινό». Ε κεί κείνη ανασ α ναστ τέναξε κ α ι κούνη ούνησ σ ε το κεφάλ κεφ άλι ι της. ης. «Δ εν το λέω λέω συχνά, υχνά, Τ ζακ, ακ , αλλά πι π ισ τεύω πω ς έχει χεις δίκ ιο». Σ η κώ θηκε θη κε και κα ιτράβ ρά βηξε προς τα πάνω πάνω το τζιν παντ πα ντε ελόνιτ λόνιτης ης.. « Τ ικά νουμε νουμ ε τώ ρα;» ρα;» «Θ α ήθελα θελα να πάρο πά ρουμ υμε ε δεί δείγμα DNA DNA.. Τ ι λες λες;» «Π όσο όσ ο χρόνο θα μας μας πάρει πάρει;» «Έ νας Θ εός ξέρει ρει». Ο Κ άφε άφ ερι σ ηκώ θηκε. θηκε. «Β έβαια, υπάρ υπ άρχ χει κι άλλος τρόπο ρό πος ς».
Η Σ ούνε ού νες ς παρέ πα ρέμει μεινε σ την αί α ίθουσα θουσ α σ υσκέψ υσ κέψ εω ν γι για να οργ οργανώ σ ει μια έκτα κτα κτη κτη ενημέ ημ έρω σ η τη ς ομάδας ομά δας και κα ι ο Κ άφε άφ ερισ ρι σ υνόδε υνόδευσ υσε ε τη ν Μ πέλα πέλα σ το Γκέ Γ κέρν ρνσ σ ι Γ κρόουβ. κρόουβ. Ή θελε θελε τόσο όσ ο να να ξαναδ ξαναδε εί τον Ά λεκ Π ιτς, προκε προ κει ιμ ένου να σχ σ χημ ατίσ ει από απ ό κοντ κο ντά ά μια νέα νέα άποψ η, κάτ κά τω από το το πρίσμα σμ α τω τω ν νέω νέω ν αποκαλύψ αποκα λύψ εω ν, ώ σ τε ότα ότα ν η Σούνε Σ ούνες ς τον σ ταμάτ αμ άτησ ησε ε ενώ κατ κα τευθυνότ θυνότα α ν προς προς το ν ανε α νελκυ λκυσ σ τήρα κ α ι μ ουρμούρι ουρμ ούρισ ε με τρόπο ρόπο ώ σ τε να μην τη τη ν ακ α κούσ ού σ ειη Μ πέλα πέλα «Ή θελε θελες ς να μ ου πει πεις κάτ κά τι, Τ ζακ;» εκείνος νος κούνη ού νησ σ ε το κε κεφ άλιτο λι του υ . «Ό χι, δεν δεν ήταν τίποτα, οτα, αλήθει λή θεια». Ε ίχε ξανά ξανά το τον έλεγ έλεγχο. χο. Ή θελε θελε να μ άθει αν, έπειτα α π ’ όσα όσ α είχαν γίνει, ο Π ιτς κρυβ κρ υβό ότα ν ακρι κρ ιβώ ς κάτω από τη μ ύτη ύτη του τους ς. Κ ι αυτό το τον
έκανε να ξ ε χ ν τ α πάν πά ντα. Δ εν αισ θανότ θανότα αν πια κουρα κουρασ σ μ ένος. νος. Τ ο να εξηγήσε ηγήσ ει σ την Μ πέλα πέλα δίχω ς να τη ς αποκα απ οκαλύψ λύψ ει κάτ κά τι δεν ή τα ν εύκολο. ύκολο. «Η Σ ήμα ήμ ανση ανακάλυψ κά λυψ ε μερι μερικές κές δαγ δαγκω μ ατιές στο στο φ αγητό, αγητό, σ την κο κουζίνα τω ν Π ιτς κα κ α ι είναι ναι σ υνήθη υνήθης διαδικασ κασ ία να ζητάμε από απ ό τα θύμ θύμ ατα να μας δίνουν νουν δεί δείγμα της της δαγκω δαγκω μ ατιάς τους ους, σε περίπτω πτω σ η που ή τα ν αυ α υτοίκ ι όχιο δρά δράσ της που τη ν προκ προκάλ άλε εσε». «Κ οίτα, δεν δεν νομί νομ ίζω πω ς είναι εδώ », είπε ενώ έκανε κα νε νεύ νεύμ α σ τον Κ άφε άφ ερι να μπε μ πει ι σ το αποστ ποσ τειρω μ ένο σ πίτι της, ης, με αποτ ποτέλεσ λεσ μ α τα τα χρυσαφ ρυσ αφι ικά τη τη ς να κροταλί κροταλίσ ουν. «Έ φ υγε υγε το πρω πρ ω ί με τη ν αυγή αυγή». «Δ εν πειράζει». Κ οίτα ξε προς ρος το κα θισ τικό. Ε πικρα τούσ ε μια ησ υχία που τη διέκοπτ έκοπ τε μονά μ ονάχα χα ένα ένα ρολόι ρολόι. «Α ν δεν δεν βρί βρίσ κετα κεται εδώ τώ ρα, ρα , θα περι περιμ ένω ». «Π ηγαίνετ νετε να δεί δείτε αν εί είναισ ναι σ τον κήπο κή πο,, καλέ κα λέ μου» μου».. Κ ρέμ ρέμασ ε την τσ άντα ντα τη τη ς πίσω από τη τη ν πόρτα. πόρτα. «Θ α σας σ ας φ έρω κ ά τι να τσ τσ ιμ πήσ ετε, πρέπεινα βάλετε κάτι στο στομάχισας». «Δ εν είναι ναι ανάγκη νάγκη,, Μ πέλα, πέλα, ευχαρισ τώ πολύ, πολύ, αλλ αλλά ά θα θα πρέπει πρέπει να πω όχι όχι». Π ήγε σ την κουζ κου ζίνα. Κ λω σ τές με καρα κα ραμ μ ελω μ ένα καρύδι κα ρύδια κρέ κρέμ οντα ονταν πάνω από τον νερο νεροχ χύτη ύτη, σ αν ξύλινα γλυπτ λυπτά. Ξ εκλεί κλείδω σε τη ν πίσω πόρτ όρτα, σ τάθηκ θη κε σ τη μικρή τσ ιμ εντέ ντένια βεράντ ρά ντα α κα κα ι ανοιγόκλε όκλει ισ ε τα μ άτια του, θαμ θαμ πω μ ένος από τον ήλιο. Ο κ ή πος ήτα ν περιποι πο ιημ ένος κα ι σ το κέντ κέντρο ρο του βρισ κότα κόταν η απλώ α πλώ στρα. ρα. Τ ο ροζ ροζ ποδήλα οδή λατ το τη ς Α νναχί νναχίντ ή τα ν δίπλα σ ε μι μια και κα ινούρι νού ρια απ α ποθή οθή κη, κη , αλλά πέρα α π ’ αυτές τις δύο λεπτομέ λεπτομ έρειες, ες, ο κή κ ή πος ή τα ν άδει άδειος. Έ κλεισ ε τη ν πόρτα, πόρτα, τη ν ξανακλε ανακλεί ίδω σ ε κ α ι πήγ πή γε σ την κουζ κο υζί ίνα, όπο όπ ου η Μ πέλα πέλα είχε βάλε βά λεινε ινερό ρό σ τον βρασ βραστήρα. ήρα. «Ε υχαρι υχαρισ τώ , όπω ς κ α ινα ’χε ’χει». «Ε ίσ τε σί σίγουρος γουρος;» ;» «Ν αι. Π ροσπα ροσ παθούμε θούμε να μη χάνουμε χρόνο». ρόνο». «Π ρέπει ρέπει να βάλε βά λετ τε λίγο κρέας σ το πετσ ί σας. σας. Ξ έρω , λέν λένε πω ς το να είναι ναι κανείς λεπτ λεπτός είναι να ι τη ς μόδας, όδας, αλλά αυτό δεν δεν ση ση μ αίνει νει πω ς είναι και κα ι υγι υγιής». ής». Η Μ πέλα πέλα τον τον ακολούθ ακολούθησ ησε ε στον στον επάνω πάνω όροφο, όροφο,
βαρι βα ριανασα νασ αίνοντα νοντας πίσω του. ου . Ό τα ν κατάλαβ λα βε πού πο ύ πήγαι πή γαινε, νε, τον τράβ ρά βηξε από το μανίκι. «Δ εν θα ενοχλή ενοχλήσ σ ετε τη ν Κ άρμελ, άρμελ, έτσι, καλέ μου; Δ εν νομί νομ ίζω ότι πρέπεινα πεινα το το κά νετ νετε, δεν δεν είναι ναι ανάγ νάγκη να τη τη ς τα θυμ θυμ ίζουμε υμ ε όλα αυτά υτά. Δ εν είναι ναι δουλ δουλε ειά μου, ου, αλλά πι π ισ τεύω ό τι λίγο περι περισσ ότε ότερο τα κ τ...» .. » Ο Κ άφε άφ ερι τη ν αγνόησ αγνόησε ε κ ι άνοιξε τη ν πόρτα. πόρτα. Τ ο δω μ ά τιο ήτα ήταν γεμ άτο καπνό κα πνό κα κ α ι λιακά ακ άδα Η Κ άρμε άρμελ βρισ κότα κόταν ξαπλω ξαπλω μένη στο κρεβάτ κρεβάτι, με τα τσ ιγάρα κ α ι το τα σ ά κι δίπλα της της.. Ή τα ν στ σ τραμμέν ραμ μένη η προς το παράθυρο παράθυρο κα κ α ι είχε το κεφά κεφ άλιγ λι γυρισ μ ένο πάνω πάνω από τον ώ μο, θέλοντα θέλοντας να δει ποιος έμ παι πα ινε σ το δω μ άτιο. Π ιο πέρα, κοιτάζοντα ντα ς τον κήπο κα ι με ένα τσ ιγάρο σ το χέρι, σ τεκότ εκό τα ν ο Ά λεκ λεκ Π ιτς, φ ορώ ορώ ντα ντας μια μ πλούζ λούζα α τη ς Ά ρσε ρσεναλ κα ι ξεβα ξεβαμ μ μ ένο τζιν παντ πα ντε ελόνι. Ο Κ άφε άφ εριδε ρι δεν ν ήξερε τι προσδοκού προσ δοκούσ σ ε. Ο Ά λεκ λεκ Π ιτς έπρεπε πρεπε να τον τον περίμενε, νε, έπρ έπρεπ ε να τον τον εί είχε α κούσ ει ότα ν μπ μ πήκε στ στο σπίτι, αλλά φ αινότα νόταν ψ ύχραι ύχραιμ ος κ α ι σ τράφ ράφ ηκε αργ α ργά ά αργ αργά για να δει δει ποι πο ιος μπήκε πή κε σ το δω μ άτιο. Τ ράβ ρά βη ξε μια τελευτα ελευτα ία ρουφ ρουφ ηξιά από από το τσ τσ ιγάρο γάρο του του,, το έσβησ σβ ησε ε πάνω σ το περβά περβάζ ζι κ α ι σ ηκώ ηκ ώ θηκε θηκ ε χω ρίς βιασύν ασ ύνη. η. Τ ο πρόσ πρόσω ω πό του ή τα ν πολύ πιο κόκκ κό κκι ινο α π ’ όσο όσ ο θυμ θυ μ ότα ν ο Κ άφε άφερι, αλλά τα μ άτια του δεν δεν εί είχαν χάσ χά σ ειτο ειτο κενό, επιφ υλα υλακτικό ύφ ος τους ους. Α ν ένιω σ ε έκπληξη κπληξη βλέ βλέποντ ποντα ας το ν επι επιθεω θεω ρητ ρη τή Κ άφε άφ ερι να στ σ τέκετα ι σ την πόρτ πόρ τα, φ ρόντ ρόντι ισε να την την κρύψ κρύψ ει.
Η Σ τρου ρουμ φ ίτα έκανε κα νε κύκλ κύ κλου ους ς κουτ ουτσ α ίνοντα νοντας, λαχανι λα χανιάζοντα άζοντας και κλα κλαψ ουρί ουρίζοντα οντας, σ την προσ προσπ πάθειά τη τη ς να βρειμ ρει μια πι πιο βολι βολική στάσ η, με τα νύχια τη ς να τρυ τρυπ πάνε τη τη μ οκέ οκ έτα. Α πό το πόδι τη ς έτρεχε ρεχε ένα ένα κολλ κο λλώ ώ δες δες υγρό κ α ι μέχρι εκείνη τη σ τιγμή, γμή , είχε ουρ ου ρήσ ει δύο φ ορές ορές στη στη γω νία του του δω μ ατί ατίου. Η Μ πενε πενεν ντίκτε κτε μ πορούσε πορούσ ε να μαντ μ αντέ έψ ει πω ς Εί Ε ίχε έψ αχνε αχνε να βρει βρει νερό. ξαπλώ σ ει ανάσ ανάσκε κελα, λα, υπολογί υπολογίζοντα οντα ς τη ν ώ ρα από α πό τα τρέν ρένα, ι
ώ
θ
α
θ
ε λ
α
λ
ί
ο
,
Σ
υ
μ
ί
α
υ
.
πλα πλαταγίζοντα οντας τη ν πρησ πρη σμένη τη ς γλώ σ σ α σ το σ τόμα όμ α της της.. Έ γλει γλειφ ε τα τα χεί χείλη της της τόσ ο σ υχνά που είχαν χαν αρ αρχίσ εινα εινα σ κάνε κά νε.. Χ θες θες, για λίγο, είχε πισ πισ τέψ ει πω ς θα γλίτω ναν - το πρω πρ ω ί κά ποια σ τιγμή είχε ακ ακούσε ύσ ει το κουδού δο ύνιτη νιτη ς πόρτ πόρτα ας να χτυπ χτυπά άει. !» Ν Α Ι! Η καρδιά τη τη ς αναπήδ αναπή δησε ησ ε από απ ό χαρά. « ώ Ά κου κο υσ ε κλει κλειδιά. λει ι ;
Η μπροστ προστι ινή πόρτ πό ρτα α άνοι ά νοιξε και κα ι, νιώ θοντ θοντα α ς τη ν απόγν απ όγνω ω σ η κα ι τον πανι πα νικό να την την κυρι κυ ριεύου ύουν, κατάλαβ λα βε το λάθος της. ης. Ά κου κο υσ ε τρεχά ρεχάτα βήμ βή μ ατα σ τις σ κάλε κάλες ς και κα ι αμέ αμ έσ ω ς μ ετά το το έξαλλο αλλο κοπ κοπά ά νημα νημ α της της πόρτ πόρτας ας.. Κ ούρνι ούρνιασε ασ ε δίπλα στ σ το καλορι καλοριφ έρ, κα λύπ λύπτοντα ντα ς το κεφά κεφ άλι με τα χέρια τη της. Ε ίχε παραδοθεί δοθεί. Ε ίχε κάνειτο ίδιο πράγμ ρά γμα α αρκετές ετές φ ορέ ορές εκείνη τη μέρα - ερχότ ερχόταν κ ι έφ ευγε από τη ν μπρο μ προσ στινή πόρτ πό ρτα α. Τ ην έκλ έκλε εινε με δύναμη καθώ κα θώ ς έφ ευγε κ α ι χτυπ χτυπο ούσε ύσ ε το κ ουδο υδούνι ότα ότα ν επέστ επέστρε ρεφ φ ε, προκ προκε ειμ ένου να βεβαι εβα ιω θεί ότι κανεί νείς δεν δεν εί είχε έρθε ρθει για να διακόψ ει το πά ρτι του. Η Μ πενεντ νεντί ίκτε ήξερε ξερε πω ς χρησ χρησ ιμ οποι πο ιούσ ούσ ε τα τα κλειδιά τη ς - μ πορού πο ρούσ σε να το το ν ακο α κούσ ύσε ει σ τον δι διάδρομο άδρομο να πα ίζει με το μπρελόκμπρελόκδιασ τημ όπλο όπ λοι ιο τω ν Space Inva Invade ders rs που σ κόρ κό ρπιζε εκ εκείνα τα ειδικά διασ τημ ικά εφ έ τα οποί οπ οία λάτ λά τρευε ρευε ο Τ ζος. ος. Κ άθε φ ορά που που ο Κ αλικάντ κά ντζ ζαρος αρ ος επέστρε πέστρεφ φ ε, η Μ πενεντ νεντί ίκτε ζάρω νε κουλο κουλουρ υρι ιασ μ ένη στη γω νία, τρέμ ρέμ οντας οντας.. Δ εν θα το τον άφ άφ ηνε να μ άθειαν άθει αν ήτα ήτα ν νεκρ νεκρή ή ή ζω ντανή. Κ αικά αι κάθε θε φ ορά που έφ ευγε υγε, εκεί κείνη θα ξάπ ξάπλω λω νε μ προύμ πρ ούμυτ υτα α και θα φώ φ ώ ναζε αζε για να να εμψ υχώ υχώ σει σει τον Τ ζος και τον Χ αλ, αλ, προσευχόμενη να μπορούσαν να την ακούσουν. Τ α τρένα τρένα τή τή ς έλεγα λεγαν πω ς αυτή υτή τη φ ορά ο Κ αλικάντ κά ντζ ζαρος ρος έλει λειπε για περισ σ ότερες από τέσσ ερις ώ ρες ρες. Ίσω Ίσ ω ς να μην ξαναγύρι ξαναγύριζε. Α υτό τό τε θα σ ήμαινε πω ς όλα είχαν τελει τελειώ σ εικα ι ο Τ ζος ζος ίσ ω ς ή ταν. τα ν..... Ο ιδιοκτήτ κτήτη ς τω ν ενο ενοικια ζόμε όμ ενω ν δω μ ατίω ν που πο υ είχαν κλεί κλείσ ει σ την Κ ορνουάλη θα το τους περί περίμ ενε κ α ι σ ίγουρα θα ανη α νησ σ υχούσ ούσ ε που
δεν δεν εί είχαν χαν έρθε έρθει ι. Κ άποιος εργάτ ργά της από τη ν οι οικοδομ δομ ή ίσ ω ς πρόσε όσ εξε τον Κ αλικάντ κάντζαρο να μ παι πα ινοβγαί νοβγαίνει νει ή μ πορεί πορεί η Ά γιο να να ερχότ ρχόταν αν νω ρίτερα. ρα. Ίσ Ίσ ω ς κά ποιος έβλεπε μέ μέσα στ σ το γκαρά κα ράζ ζ το Ν ταεγού με όλα το υς τα μπαγκάζ μπαγκάζι ια, έτοιμ ο να φ ύγει ύγει κα ι τα πακε πα κετ ταρισ μ ένα φαγητ φ αγητά ά το υς να σ απίζουν μέσα σ τα τάπε άπ ερ. Η Σ τρουμφ ρουμ φ ίτα σ ταμά αμ ά τησε ησ ε να κάνε κά νει ι κύκλους κύ κλους και κα ι ξάπλω σε στη στη γω νία, κουρα κ ουρασ σ μ ένη, αναπα ναπ αύοντα ύοντα ς το κε κ εφ άλι τη ς πάνω σ το καλό τη της πόδι πόδι. Η πληγή ληγή είχε αρχίσ ει να μ υρίζει κ α ι η Μ πενεντί νεντίκτε εί είχε δει δει μ υγάκι υγάκια να μ α ζεύοντα οντα ι πάνω πάνω της, ης, κ ι έτσ ι αποφ άσ ισ ε να τη τη ν τυλ τυλί ίξει ξει με ένα κομμ κομ μ ά τι από τη τη ν μπλούζ μπ λούζα α του του Χ αλ. Ω σ τόσο, οι μύγε μύγες σ υνέχι υνέχιζαν να έρχοντ ρχονται, ανήμπο νήμ πορες ρες να αντι ντισ ταθούν θούν στ σ την οσμ οσ μή. Η Μ πενε πενεν ντίκτε κτε με κ όπο όπ ο σ υγκρα υγκρατ τούσε ούσ ε τα δάκρυά της της.. Ή ξερε πω ς ακόμ κόμη κ ι αν το υς έσ ω ζα ν τώ ρα, ρα , η Σ τρουμ ρουμφ φ ίτα σ ίγουρα ουρα δεν δεν θα θα επιβίω νε - ή τα ν τόσ ο γέρι γέρικο σκυλί. «Θ α περά περάσ σει, Σ τρουμ ρουμφ φ ίτα μ ου. ου...» .. » ψ ιθύρισε. «Δ εν θα κρα κρα τήσ ει πολύ, σου σ ου το το υπόσ υπ όσχ χομαι ομ αι».
Α πό τη τη σ τιγμή που που μ πήκα πή καν ν σ το αμάξι αμ άξι, ο Π ιτς δεν δεν σ ταμ ά τησ ε να παρα πα ραπο πονι νιέται. Α ισ θαν θανόταν όταν αδι αδιάθετ θετος από το πρω ί κα ι δεν δεν ήθελε θελε να πά ει πουθεν πο υθενά ά - ένα ποτ πο τά μ ι δικαι κα ιολογ ολογιώ ν έρεε ρεε αδιάκοπα κοπ α. Ο Κ άφε άφ ερι δεν άνοιξε το στόμα του κατά τη διάρκεια της διαδρομής προς το Ν τένμ αρκ Χ ιλ. Ο δρ Ν τιζά ι το υς περί περίμενε μενε έξω από απ ό τη τη Β ασι ασιλική Σ χολή Ο δοντι δοντιάτρω ν χαμ ογελώ ογελώ ντα ντα ς κατ κα ταϊδρω μ ένος. ος. Κ άτω άτω από απ ό τη τη λευκή λευκή ιατρική μ πλού λούζα του του,, φ ορούσ ορούσε ε ένα κοντ κο ντο ομ ά νικο με το σ ήμ α του του Programme Alimentaire Mondiale******* Mondiale******* τυπω μ ένο πάνω πάνω του. «Κ ύρι ύριε Π ιτς», είπε κ α ι το υ έσ φ ιξε το χέρι. «Α κολουθ λο υθή ή σ τε με». Τ ους ους οδήγησ οδή γησε ε σ το μικρό γραφ γραφ είο που π ου έπαιζε τα υτόχρονα χρο να ρόλο τά τάξης για το τους ασ κού κο ύμ ενους νους. Ή τα ν ευρύ ευρύχω χω ρο, ρο, αλλά γε γεμ άτο αντι ντικείμενα.
Μ ια σ ύγχρονη ύγχρονη ηλε η λεκτ κτρο ρονι νική καρέ κα ρέκλ κλα α οδοντ οδοντι ιάτρου ρου βρισ κότ κό ταν στο στο κέν κέντρο το το υ δω μ ατί ατίου και κα ι πάνω σ το περβά περβάζ ζι το υ παραθύρο πα ραθύρου υ έν ένα παλα πα λαι ιό γω νιόμ ετρο μ άζευε σκό σκόνη. νη. Σ τους τοίχου χους υπή υπ ήρχαν ρχα ν διάφορε άφ ορες ς εικόνες όνες: ακτινογρα νογραφ φ ίες κρανί ρα νίω ν, μια επ επα γγελμ γγελμα ατική φ ω τογραφ γρα φ ία ενός χαμογε αμ ογελασ λαστ τού Α μ ερικαν κανού (η χρυσή χρυσή πλα π λακέτ κέτα α από κά κά τω έγραφε ραφ ε Ρ όμπερτ όμ περτ Σ . Φ όλκενμ όλκενμ περγκ) περγκ) κα κ α ι η φ ω τογραφί ογραφ ία μιας γυναί υναίκας κα ς κ α ι δύο κορι κο ριτσ ιώ ν που πο υ φ ορούσ ορούσα αν τα κυρι υρ ια κάτικα ρούχα ρούχα της της εκκλησί κκλη σίας. ας. Μ ια νοσο νοσ οκόμ κό μ α με μπλε σ τολή τοπο τοποθετο θετούσ ε σ ιω πηλά πη λά μ ερικούς κούς δίσ κους κους πάνω σ ε μεγάλ μεγάλε ες χαρτ χαρ τοπε οπ ετσ έτες. « Τ ι όμορφ όμορφη η μέρα η σ ημερινή», νή», είπε ο Ν τιζάι, ανοί νοίγοντας γοντας το παράθυρο. παρά θυρο. «Ω σ τόσο, όσ ο, ο Κ ύριος έκανε τον ήλιο το του να ανατ α νατέ έλλειτ λλειτόσ όσο ο για τους αγαθούς όσο και για τους κακούς, για τους δίκαιους, αλλά κα ι το υς άδικους κους». ». Τ α μ άτια το του φ αίνοντα νονταν να αλληθω αλληθω ρίζουν πίσω από απ ό το υς χοντρού οντρούς ς φ ακούς ακ ούς τω ν γυα γυαλι λιώ ν του και κα ι, καθώ κα θώ ς χαμογ αμ ογε ελούσε λούσ ε, ο Κ άφε άφ εριαν ρια να γκάσ κά σ τηκε να υπε υπενθυμί νθυμ ίσ ει σ τον εαυ εαυτ τό του πω ς το σχόλιο το του Ν τιζά ι δεν δεν είχε α υτόν ω ς αποδέκτη οδέκτη. Κ αθώ ς ο Π ιτς ξάπλω άπλω νε σ την καρέ κα ρέκλα, κλα, ενώ η νοσ νοσοκ οκόμ όμα α το τού φ ορούσε ορούσ ε μια σαλιάρα γύρω από το ν λαιμό, ο Κ άφε άφ ερικά ρικάθι θισ ε σε μια μια με μεταλλι αλλική καρέ κα ρέκλα κλα,, με τη ν πλάτ πλάτη σ τραμ ραμμένη σ το παρά παράθυρο, θυρο, πιπιλώ πιλώ ντα ντα ς μια καρα καραμ μ έλα κα κ αι παρα πα ρακο κολου λουθώ θώ ντα ντα ς σ ιω πηλά πη λά τον Ν τιζά ινα εργάζε ργάζεται. «Π ρώ τα θα θα φτι φτιάξω άξω ένα καλούπι κι έπει πειτα θα βγάλ βγάλου ουμε με ακτι κτινογρα νογραφ φ ίες κ ι ένα ορθοπαντ ορθοπαντογράφ ογράφη ημ α». α» . Ο Ν τιζά ι κύκλω ύκ λω σ ε με τα δάχτυλα δάχτυλα το το πρόσ πρόσω ω πό του. ου . «Θ α ρίξουμε μια μα μ ατιά από α πό κάθε κά θε οπτ οπτική γω νία. Ε ντά ντάξει ξει;» Ο Ά λεκ λεκ κατ κα τένευ νευσ ε. Δ εν είχε π ει λέξ λέξη από τό τε που πο υ έφ τασαν. ασ αν. Τ ο πρόσ πρόσω ω πό του ή τα ν κόκκ κόκκι ινο, σαν να εί είχε πυρε πυρετ τό, ω σ τόσο όσ ο επέτ πέτρεψ ρεψ ε σ τον Ν τιζά ι να δοκ δοκιμ άσ ει διάφορα άφ ορα μ εταλλικά δισκάρι κά ρια στ σ το σ τόμα όμ α του. ου. «Μ άλισ τα». α» . Ο Ν τιζά ι ξέπλυ ξέπλυνε νε το τελευτα λευταίο κα κ α ι μ εγαλύτε αλύτερο δισκάρι κάριο. «Α υτό υτό είναι να ι ένα U14, U1 4, αλλά νομί νομ ίζω πω ς θα βά β άλουμ λουμ ε τρεις μεζούρες ούρες. Ε ίστε σω ματώ δης δης, κύρι ύριε Π ιτς».
Η νοσο νοσ οκόμ κό μ α α νακά νακ άτευε το ροζ άλας άλας του αλγινικού ο ξ έ ο ς με μ ε ζ σ νερό, νερό, κα ι μια μ υρω υρω διά που που θύμ θύμ ιζε βι βιολέτε λέτες κ α ι ζεστ εστό πλασ λασ τικό αναδύθηκ ναδύθηκε ε από τη τη μικρή λεκάνη. Ο Ν τιζά ι έριξε το μ είγμα στ σ το πάν πάνω μέρος του δισκαρί καρίου. «Α ναση νασ ηκώ σ τε τα χείλη σας, σας, παρα πα ρακα καλώ λώ ». Τ σίμ πησ πη σ ε τα χείλη το το υ Π ιτς με τα δάχτυλά δάχτυλά του κ α ι με προσοχή προσ οχή τοποθέτη θέτη σ ε το το δισκάρι κάριο, αφ ήνοντας τις φ υσα υσ αλίδες δες αέρος να διαφ ύγουν κα ι το δισκάρι σκά ριο να να πά π ά ρει ρει τη θέση θέση του σ τον αύλακα αύλα κα,, το κενό κενό ανάμ α νάμε εσ α στ σ το μ άγουλο κα ι το ούλο. ούλο. «Μ είνετ νετε ακίνητος νητος». ». Ά ρχι ρχισε να κρα κ ρατ τά ει ώ ρα, παρα πα ρατ τηρώ ντας το ρολόι ρολόι σ τον καρπό του. «Θ α πάρε πά ρει ι μ ονάχα ονάχα έν ένα λεπτ λεπτό». ό». Ό μ ω ς έπ ειτα απ α πό μόλι όλις 30 δευτερ δευτερόλεπτα, ο Π ιτς έγει γειρε στ στο πλάι πλάι, ιδρω μένος, νος, με τα σ άλι άλια να του τρέχουν ρέχουν από α πό τα ανοιχτ νοιχτά ά του χείλη. «Θ α ξε ξε...» «Μ είνετ νετε ακίνητ νητος», ος», είπε ο Ν τιζάι, προσπ οσ παθώ ντα ντας να κρα κρατ τήσ ει τον Π ιτς σ ε όρθι όρθια θέσ θέση, «πά «π άρτε ρτε ανάσ νάσ ες από τη μύτη ύτη». «Θ α ξερά ξερ ά σ ω . » Έ γειρε σ την καρέ καρέκλα, κλα, απλώ απ λώ νοντ νοντας τα χέρι χέρια του του για να προσ πρ οστ τατευτεί υτεί. Τ ο δισκάρ σκάρι ιο έπεσε πεσε στ στο πά τω μ α κα κ α ιτα αθλητι θλητικά πα πούτσι ύτσια το του μ ούσ ούσ κεψ α ν από το άλας άλα ς του αλγι λγινικού οξέος οξέος.. Ο Ν τιζά ιέδε ιέδει ιξε τον νιπτήρα πτήρα.. «Ε δώ , όχισ όχι σ το πάτ πά τω μ α, παρακαλώ παρα καλώ ». «Ε κεί κεί». Ο Κ άφε άφ ερισ ρι σ ηκώ θηκε θηκ ε, τον τον έπι έπιασ ε από από το το μπράτ μπ ράτσ σ ο κα κ α ι τον πήγε πή γε μέχριτ ρι τον νιπτή πτήρα. ρα. «Ε δώ ». Ο Π ιτς μόλις που που πρόλαβε πρόλαβε, προτ προτού ού ένα καφ κα φ ετί υγρό υγρό εκτοξευ εκτοξευτεί από το το σ τόμα όμ α του του.. Σ τά θηκε θη κε πάν πά νω από τον νιπτή πτήρα, ρα , τρέμον ρέμο ντας, με το πρόσ πρ όσω ω πο γεμ γεμ ά το σάλια, δάκρ δάκρυα υα και κα ι μύξες. Ο Ν τιζά ι γέλασε λασ ε. Π ήρε μερικές κές χα ρτοπ ρτοπε ετσ έτες από απ ό ένα συρτ σ υρτά άρι και κα ι σ κούπισ ε τον ιδρώ τα του του προσώ προσ ώ που του. «Μ ην ανησ ανησυχ υχε είτε, μ ερικοί κοί δεν δεν αντέχ ντέχο ουν τη ν αίσθηση. θησ η. Θ α σας σ ας ψ εκάσ κά σω με λίγο το τοπικό αναισθητ θητικό σ το πίσω μέρος του σ τόμα όμ ατος, ος, προτ πρ οτο ού σας βάλω το δισκάρι κά ριο για την τη ν κάτ κά τω σ ιαγόνα». γόνα». «Ν ομίζω πω ς δεν δεν είμαικαλά». μα ικαλά». Ο Π ιτς σ ήκω σ ε το πρόσω πρόσ ω πό του του κι
ένα ρυάκι ρυά κι σάλι σά λιου κρεμ κρεμ άστ άσ τηκε ηκ ε από απ ό το το κάτ κά τω χείλιτ λι του. Τ ο πρόσω πρό σω πό του ή τα ν κα τα κόκκινο κ α ι οι φ λέβες λέβες γύρω από τα μ άτια το του είχαν γίνει νει μπλάβες πλάβες.. «Δ εν νομ νομ ίζω ...» .. » «Ο ρίστε στε». Ο Κ άφε άφ εριτο ριτο ν πήρε αγκαζ κα ζέ κ α ι τον βοήθησ βοή θησε ε να καθί κα θίσ ει σ την καρέ καρέκλα κλα.. Τ ου έδω σ ε μια χα χα ρτοπε ρτοπετσ έτα κι κ ι ένα πλα πλασ στικό ποτ πο τήρι με νερό. «Κ αθάρισε το σ τόμα όμ α σου» σ ου».. «Δ εν αισθάνομα σθά νομαικαλά ικαλά». ». «Το βλέπουμε». «Ν ομί ομ ίζω πω ς θα πε περιμένω μέχρινα αισθανθε θα νθεί ίτε καλύτ λύτερα», ρα », είπε ο Ν τιζάι, πλη πλησ ιάζοντα οντας σ τον νι νιπτή πτήρα. ρα . «Ν αι, θα περιμ ένουμ νουμ ε μέ μέχρι να αισθανθεί θα νθείτε κα καλύτ λύτερα». ερα ». Τ α μ άτια το το υ Π ιτς έκλε κλεισ αν. Τ ο κε κεφ άλιτ λι του κουνιότα ν μι μ ια δεξ δεξιά, μια αρι αριστερά, ρά, σαν να είχε πρόβλ ρόβλη ημ α να βρε βρει μια βολι βολική θέσ θέση. Σ κούπι ύπ ισ ε το σ τόμα όμ α το του με τη χαρτ χαρ τοπετσ έτα κα κ α ι ή πιε λίγο νερό. Έ πειτα , δίπλω σ ε τα χέρια το το υ πάνω πά νω σ το στήθος, ήθος, χώ νοντα νοντα ς τα δάχτυλά δάχτυλά του κά τω από τις μασ χάλες λες του. ου . «Ό λα καλ καλά;» Κ ατέ ατένευσε υσ ε αδύναμ αδύναμα. α. «Α ισ θάν θά νεστε καλύτ κα λύτε ερα;» ρα ;» «Ν ομί ομ ίζω πω ς ναι». Ο Ν τιζά ι σ κούπ κο ύπι ισ ε το τον νιπτήρα πτήρα κ ι άνοιξε τη βρύση βρύσ η για να τον καθαρί καθαρίσει. Κ οντοσ οντοστ τάθηκε θη κε βλέ βλέπ ποντα οντας κ α χύπο χύπ οπ τα το το καφ κα φ έ υγρό υγρό σ τον νερο νεροχύτ χύτη η. «Κ ύρι ύριε Π ιτς, πώ ς είναι ναιτο σ τομά ομ άχισ χισας; ας; Π ονάει;» Ο Π ιτς κατένευσε. νευσ ε. Τ α μ άτια του του είχαν χαν βο βουλι υλ ιά ξει ξει μέσα σ τις κόγχες γχες τους. «Θ α σ ας πείραζ ρα ζε αν εξέτ εξέτα α ζα τη ν κοι κοιλιά σας σας;» Ο Π ιτς δεν δεν εί είπε τίποτα , καθώ ς ο Ν τιζάι ζάι πίεσ ε ελα ελαφ φ ρά την την κοι κοιλιά. Ο Κ άφε άφ εριπα ρι παρα ρατ τήρησ ήρ ησε ε ό τι το δέρμα δέρμα ήτ ή τα ν τσ τσ ιτω μ ένο κ α ι το σ τομά ομ άχι άκαμπτο, σαν τύμπανο. «Τ ι σ υμβ υμ βαίνει νει;»
«Π αίρνετ ρνετε μή μήπω ς ιβουπ βουπρο ροφ φ αίνη, κύρι κύ ριε Π ιτς;» το ν ρώ ρώ τησε ο Ν τιζάι. «Ή κάπ κά ποιο άλλο αν α ντιφ λεγ λεγμονώ δες δες;» Ε κείνος κούνη κο ύνησ σ ε ξανά ξανά το το κεφά κεφ άλιτ λι του, ου , μ ουγ ουγκρί κρίζοντα οντας σιγανά, ενώ τα μ άτια το του τρεμόπ ρεμ όπα αιζαν. Ο Ν τιζά ι έπιασ ε το χέρι χέριτ του Π ιτς. «Ε ίναι ναι ζεσ τό», ό» , είπε. πε. «Μ άλι άλισ τα». α». Π άτησε ησ ε ένα κ ουμ π ί στη βάση βάσ η τη της καρέκλας λα ς που έκανε ανάκλι νάκ λιση σ τις εκα τόν ογδόντ ογδόντα α μοίρες ρες, σαν κρεβά κρεβάτ τι. «Ν ομί ομ ίζω πω ς πρέ πρ έπει να φ ω νάξουμ νάξουμε ε κάπ κά ποιον να να σας σας εξετάσει».
Μ ία από τις φ ω τογραφ ογραφ ίες τω ν «συνήθω «σ υνήθω ν υπόπ υπό πτω ν» σ τον τοί τοίχο της Μ ονάδας Δ ίω ξης Π αιδερασ δεραστ τώ ν, σ τον τρίτο όροφο όροφ ο τη ς Σ κότ κότλαν λαντ Γ ιαρντ αρντ,, απεικόνιζε μια γυνα γυναί ίκα, σ ε λήψ η προφ προφί ίλ από τη μέση και πάν πά νω , που πο υ βρισ κότ κόταν δί δίπλα σε σ ε μια κόκκ όκ κινη κουρ κο υρτ τίνα. Ή τα ν μια υπέ υπέρβαρ ρβ αρη η μελαχρι μελαχρινή που πο υ φ ορούσ ορούσε ε μαύρο μαύρο σ ουτ ου τιέν κ α ι η σ άρκα τη της έκανε κα νε τόσ ες δίπλες πλες, που πο υ θα μ πορο πο ρούσ ύσε ε να κρύ κρύψ ει μπάλα πά λα ποδοσ ποδοσφ φ αίρου ρου κάτ κά τω από τη ν κοιλιά της της.. Κ ανεί ανείς δεν δεν γνώ γνώ ριζε ποι πο ια ήταν. Η φ ω τογραφ ογρα φ ία προερχότ πρ οερχότα αν από από ένα σ τιγμι γμ ιότυπο ενός βίντεο ντεο πο π ου είχε ανακ νακαλυφ λυφ θεί σ τις αρχές της δεκα δεκα ετί ετία ς το υ Ε νενή νενήντ ντα α. Τ ο βίντεο ντεο είχε ελεγχθείεξονυ ελεγχθεί εξονυχι χισ τικά, αλλά πέρα πέρα από δύο κο κ ουτά κ ια μπίρας Τ ζον Σμ Σ μιθ κι κι ένα άδε άδει ιο ποτ πο τήρι στο κομοδίνο του κρεβατιού, το μόνο στοιχείο που είχαν για να την αναγνω ναγνω ρίσ ουν ή τα ν το τα τουά ζ της. ης. Μ ια καρδι καρδιά πίσω από απ ό κάγ κά γκελα κελα φ υλακής υλακής.. Ο ι τεχνικοί υπολογι υπολ ογισ τώ ν του Ν τένμαρκ μα ρκ Χ ιλ απομό απ ομόν νω σ αν ένα καρέ, καρέ, σ το οποί οπ οίο το πρόσ πρό σ ω πο και κα ι το τα το υάζ υά ζ τη ς γυναίκα υναίκας ς ήτα ήταν ορα ορατά στ σ την κάμ κά μερα, κ α ι η φ ω τογραφί ογραφ ία βρισ κότ κόταν κρε κρεμ ασ μένη σ τον τοίχο οίχο από τότ τότε που που η Π ολίνα εί είχε αρχίσ ει να εργάζε εργάζετ ται εκεί. «Έ χω σ υνηθίσει τόσο όσ ο αυτά τα πρόσ πρ όσω ω πα», πα », είχε π ει μια φορά φ ορά στ στη Σ ούνες ούνες, «που πο υ αν περνού περνούσ σ α δίπλα σε κά ποιον απ α π ’ αυτού υτούς ς, πιθανότ θα νότα ατα δεν δεν θα θα έδινα σ ημασία».
Ό τα ν επισ κέφ κέφ θηκε θηκ ε το γραφε ραφ είο το του Τ μ ή μ ατος Α νθρω ποκτον ποκτονι ιώ ν εκείνο το βρά βράδυ, η γυναί γυνα ίκα από το βίντε ντεο ή τα ν το τελευταί ελευταίο πράγμα ράγμα σ το μυαλό υαλό της της.. Α υτό υτό που ήθελε ήθελε να μ άθειή θειήτ τα ν ο λόγος για το το ν οποί οποίο η διάθεση άθεση τη ς Ν τά νι ή τα ν άσχ άσ χημη. ημ η. Έ κ ο β ε βόλτε βόλτες σ την αίθουσα σ υσκ υσ κέψε έψ εω ν, μ α ζεύοντ ύο ντα α ς έγραφα, ραφ α, δίνοντα νοντας κοφ τές εντολ ντολές ές κ α ι είχαν ήδη αργήσ ργήσ ει είκοσι οσ ι λεπτά λεπτά για να πά π άνε σ το εσ τιατόρι όριο, σ το οποί οποίο είχαν κάνε κά νει ι κράτησ κράτηση. η. Ό τα ν η Π ολίνα διαπί απ ίσ τω σ ε πω ς η Ν τά νι δεν επρόκ πρόκε ειτο να κά κ ά νει νει γρηγ ρη γορότ ορότερα μ όνο και κα ι μόνο όνο επει πειδή κα κ αθότα θότα ν κ α ι τη ν παρα παρ ακολου κολουθούσ θούσε ε, πήγ πή γε σ το γραφ γραφε είο κα κ α ι κάθι κά θισ ε σ την άδει άδεια καρέ κα ρέκλ κλα α το του Κ άφε άφ ερι, τραβ ώ ντα ντας τα πετσ ά κια σ τα νύχια τη ς με τα δάχτ δάχτυλ υλά ά τη ς κ α ισ τριφ ογυρί ογυρίζοντα οντας πάνω σ την καρέ καρέκ κλα. λα. Η Σ ούνε ού νες ς ήρθε ήρθε και κα ι τη βρήκε εί είκοσ κο σ ι λεπτ λεπτά ά αργότ αργότε ερα. «Συγ «Σ υγγ γνώ μ η, μω ράκι μ ου». Σ τά θηκε πίσω τη ς κ α ι τη φ ίλησε στο στο μ έτω πο. «Συγ «Σ υγγ γνώ μη». Η Π ολίνα τη τη ν κοίτα ξε. «Θ έλει λεις να το το ακυρώ ακ υρώ σ ουμε ουμ ε;» «Ο κυρί κυ ρίω ς ύ π οπ τό ς μας μόλις μ πήκε πή κε στ στην Ε ντα ντατική. κή . Θ α σ ε βγάλω βγάλω το Σ αββατοκύρ οκ ύρι ια κο, τι λες λες;» «Α », έκαν κα νε εκεί κείνη και κα ι ανασή ανασ ή κω σ ε τους ου ς ώ μ ους της. ης. «Δ εν νομί ομ ίζω πω ς θα βρούμε κράτησ κράτηση η μέχ μέχρι τη ν άλλ άλλη βδομάδα. βδομάδα. Α λλά όπω ς θέλεις...» Δ εν πέρα πέρασ σ ε από απ ό το το μυαλό τη τη ς Σ ούνε ού νες ς πω ς αυτή υτή τη φ ορά τη γλίτω σ ε υπερβ υπ ερβολ ολι ικά εύκολ ύκολα α. Δ εν ήξερε ξερε ό τι η Π ολίνα θα α πογοητ γοη τευότ ευό τα ν περισσ ότε ότερο, ρο, αν εκεί εκείνη τη ν ώ ρα η προσ πρ οσοχή οχή τη τη ς δεν δεν ή τα ν στ στραμ ρα μμένη σε κ ά τι που είχε δειδει - κ ά τι εξαιρετι ρετικά ενδιαφ έρον-, μια παρά πα ράξε ξενη νη ζω γραφ ρα φ ιά πάνω π άνω σ το γραφε γραφ είο του Κ άφε άφερι. ******* Π α γκόσ μ ιο Ε πισιτ σιτιστι στικό Π ρ όγρα όγρ α μ μ α
22 - (25 Ιουλίου) Ο σ κοτ κο τεινός θάλαμος θάλαμ ος,, η μικρή ντο ντουλά υλάπα σ το δω μ άτιό του του,, ήταν έτοιμ ος κα ι πλέ πλέον μ πορο πορούσ ύσε ε να κλεί κλείσ ει τη ν πόρτ πόρτα α, να σφ ραγ ραγίσει τις χαραμ χαραμ άδες άδες με τα ταινία, να ανάψ νάψ ειτον κό κόκκι κκ ινο λαμ λαμ πτή πτήρα κ α ινα καθί κα θίσ ει όσο όσο μ πορούσ πορούσε ε πιο άνετ άνετα. Π ήρε τη θέση του πάνω σε ένα σ καμ κα μ πό, κρα κρα τώ ντα ντα ς τη σ α κούλα κο ύλα που πο υ περι περιείχε το φ ιλμ κα ι μ προσ πρ οστ τά το του είχε ανοι νοιχτό χτό το το βιβλί βλίο, πάνω σ το τρίποδο οδο του του μ εγεθυ γεθυντ ντή ή... Η φ ω τογραφ γρα φ ία μέσα σ το βιβλίο έδει δειχνε το χέρι μιας γυναί γυνα ίκας να χρη χρη σ ιμ οποιεί ένα ειδικό εργαλεί ργαλείο για τη ν αφ αφ αίρεσ ρεση τη ς θήκ θή κης του φ ιλμ - τα χρήματ ρήμ ατα α του Κ λέαρ λέαρ δεν δεν έφ έφ ταναν γι για να αγοράσ ορά σ ει κ ά τι τέτο έτοιο, «αλλά «α λλά μπορε ορείς να χρησ χρη σ ιμ οποι οπ οιήσ εις ένα ανοιχτή χτήρι για μ πουκ ουκάλια», του είχε π ει ο βοη β οηθό θός ς του κατασ τήμ ατος, κοιτάζοντά ντά ς τον κα χύπο χύπ οπτα . «Έ να ανοιχτή χτήριθα ρι θα κάνε κά νει ι τη δουλει δουλειά». Κ αιε αι είχε δίκιο - το ανοιχτή χτήρι δούλε δούλεψ ψ ε μια χαρά κα κ α ι τώ ρα το φ ιλμ ή τα ν έτ έτοιμ ο να μ ετα εταφ ερθείσ θείσ το μι μ ικρό πλασ λα στικό δοχε δοχεί ίο εμ εμφ άνισης. Ο Κ λέαρ λέαρ έβγαλε το ανοιχτήρι ήρ ι από τη τη σ ακούλα, ακο ύλα, το άφησ άφ ησε ε να πέσει κάτω , έγλει γλειψ ε το ν αντ αντί ίχει χειρά το υ κ α ι γύρι γύρισε σελίδα. Δ αγκώ γκώ νοντα νοντας ελαφρά λαφ ρά τη τη γλώ σ σα του, σ κυφ κυφ τός πάνω πά νω από τις σ ελίδες δες του βιβλίου, ακολο κολούθη ύθησ σ ε κατ κα τά γράμμ γράμ μα τις οδηγ οδηγίες, κόβοντα ντα ς τη ν αρχή αρχή του φ ιλμ κι έπειτα, με το δεξί δεξί του χέρι, τοπ τοποθέτη σ ε το δοχείο εμ φ άνισ ης αρνητι ρνητικώ ν μέ μέσα στ σ τη σ ακούλα. κούλα. Έ βγαλε βγα λε τα λάστ λάσ τιχα από α πό τα μανίκια του τζά τζά κετ, ετ, άνοιξε τη ν υποδο υπ οδοχή χή του δοχε δοχεί ίου κ α ι με αρκε ρκ ετό κόπ κό πο, σ υνέδεσ υνέδεσ ε το φ ιλμ με με το ν άξονα στ σ το κέ κ έντρ ντρο του δοχε δοχεί ίου. ου. Π ίεσ ε το
κουμ π ί κ α ι άκ ουσ ου σ ε το τον άξονα άξονα να γυρίζει, τραβ ώ ντα ντας το φιλμ. Έ κλεισ ε το δοχε δοχεί ίο ερμ ητικά κα κ α ιτο έβγαλε γαλε απ από το τζάκ ζάκετ. ετ. «Τ έλει λεια!» Σ ηκώ θηκε θη κε,, τοποθ οπ οθέ έτη σ ε το δοχε δοχείο σ το τρί τρίποδο ποδο κα κ α ι στη στη σ υνέχε νέχει ια πήγε στ στο καθι κα θισ τικό για να αναμ ναμ είξει ξει τη σ κόνη κόνη D76 της Κ όντ όντακ.
Η Σ τρουμ φ ίτα ροχάλι ροχάλιζε με θόρυβ θόρυβο, ο, ενώ οι μ ύγες τριγύρι γύριζαν σ την πληγ πληγή της της.. Η Μ πενεντ νεντί ίκτε κτε αναρ ανα ρω τιόταν από πού πο ύ είχαν έρθει ρθει. Α πό το το πουθενά, πουθενά, έτσ ι φ αινόταν, όταν, είχαν εμ φ ανισ τεί ω ς διά μαγ μα γείας, ας, διαπερνώ ντα ντας το υς τοίχους χους, ξεφ ξεφ υτρώ νοντας μέσα από το χαλίκ χαλί κ α ι τις κουρ κο υρτ τίνες νες. Μ ερικές φ ορές ορές το σ κυλί κυλίσ σ τα μ α τούσ ού σ ε να ροχ ροχαλίζεικα ικ α ιτότε η Μ πενεντ νεντί ίκτε αφ ουγκρ ουγκρα αζότα ν τη τη ν ησ υχία του σ πιτιού. ού. Τ ίπ ο τα δεν δεν κουνι ου νιόταν, όταν, τίποτα δεν δεν ακουγότ ου γότα α ν, ούτε ψί ψ ίθυρος, θυρος, μονάχα ονάχα οι οι μύγες ύγες που που πετάρ πετάρι ιζαν. Έ νιω σ ε σ υνάμα υνάμ α τη τη σ ταδιακή αύξηση ύξησ η τη της θερμ θερμοκρ οκρασ ασί ίας μέσα στ σ το κα κατακαλόκ κα λόκα αιρο. ρο. Α λλά λλά κά κά τι ή τα ν δι διαφ ορε ορετικό. κό. Η Μ πενεντ νεντί ίκτε μπορ μ πορούσ ούσε ε να το αισθανθε θανθεί ί. Ο Κ αλικάντ κά ντζ ζαρος δεν είχε επισ τρέψ ειεκεί ειεκείνο το βρά βράδυ. Δ εν τολμού ολμ ούσ σ ε να φ αντασ ανταστ τεί τι θα μ πορούσ πορούσε ε να σ ημαί ημ αίνει νει α υτό υτό για τον Τ ζος. ος. Α ργότε ργότερα, ρα, σ κέφτ έφ τη κε ό τι πρέπει να υπ υ πάρχει χει μια χημι χημ ική αντί αντίδραση δρασ η του μ υαλού, η οποί οπ οία συνδ σ υνδέ έετα ι με τη ν πλήρη πλήρη αιμ άτω άτω σ η του εγκεφ γκεφ άλου από απόγνω πό γνω σ η κ α ι θυμό, θυμό, επειδή ξαφν αφ νικά άρχ άρχι ισε να αισθάνε σθάνεται δυνατ υνατή. ή. Κ άτι άτι παράξε παράξενο και κα ι υπερφυσ υπερφυσι ικό τη τη ν είχε κυρι υρ ιεύσε εύσ ει - μια ψ ύχρα ύχραι ιμη ηρε ηρ εμία. Τ ώ ρα, ρα , που που ήξερε πω ς θα πέθα πέθαι ινε, με ορθω μένη τη ράχη ράχη πλέον, πλέον, αποφ ποφ άσι άσ ισ ε να δειτ δειτο ο παι πα ιδίκα δίκ α ιτον άντρα άντρα τη ς για μία τελευ τελευτ τα ία φ ορά. ορά. Ό ,τι κ ι αν το υς είχε σ υμβ υμ βεί, ήθελε θελε να το υς δει δειάλλη μία φορά, φ ορά, να κο κ οιτά ξειμ ξει μέσα στ σ τα μ άτια του τους ς. Ε ξέτα ξέτα σ ε για άλλη άλλη μια φορ φ ορά ά τις χειροπέδες κα ι τίναξε να ξε το το πόδι της. Ά γγιξε με τα δάχτ δάχτυλ υλά ά τη τη ς τη χάλκινη σ ω λήνω λήνω ση. Ε ίχε διαβάσ βά σ ει
ιρ ε ιστορίες στο σ ι ν α λ Ε ν κ ο υ ά ιρ για ξυλοκόπο ξυλοκό πους υς που κουβα κο υβαλούσ λούσαν αν τα κομ μ ένα χέρι χέρια τους για χιλιόμε όμ ετρα, ρα , διασ χίζοντα ντας τα δάση δάσ η. Ίσω Ίσ ω ς θα θα μ πορο πορούσ ύσε ε να κόψ κό ψ ει το πόδι πό δι τη ς - ο ι εφ ημε ημ ερίδες δες ανέφ εραν πω ς η Κ άρμε άρμελ Π ιτς είχε σ χεδόν χεδόν κό κ όψ ει το χέρι χέριτ της, ης, σ την προ προσ σπάθε πά θει ιά τη ς να βγάλει γάλει τις χειροπέδες. πέδες. έ υ, ναι ρα ε κα λύτ η έρα α ό να , ε
ε ιδ ιδ ή
χεδό ν
α
κα
ρε;
Α νακάθι ακά θισε κ α ι κοίτα ξε το δω μ άτιο. Δ εν υπή υπήρχε τίπ ο τα που να μ πορούσ πορ ούσε ε να χρησ ρησ ιμοποιήσε ήσ ει. Ψ ηλάφη ηλάφ ησε το σ οβα οβ α τεπ ί σ τον τοί τοίχο, ψ άχνοντα οντας για το το καλώ κα λώ διο το του τηλε ηλ εφ ώ νου, κα ι ότα ότα ν δεν δεν βρήκε τίποτα , έγει γειρε πάνω πά νω σ το καλορι κα λοριφ έρ, παρη πα ρηγορώ γορώ ντα ντας το κουρ κουρα ασμ ένο τη ς μυαλό. μυαλό. Μ πορούσε πορούσ ε άραγε άραγε να σπά σ πάσ σ ειτο ιτο πάτ πά τω μα; μα ; Ίσ Ίσ ω ς να έβρι έβρισκε τον σύνδε σ ύνδεσ σ μ ο τη ς σ ω λήνω λή νω σ η ς κ α ι από εκείνα έβγαζε τις χειροπέ ροπέδες δες. «Α ν πεθάνω πεθάνω », μ ουρμούρι ουρμο ύρισ ε, «π « πά εικα ικ α ιτε ιτελεί λείω σ ε».
«Ό χιπά χιπάλι λι», ψ ιθύρι θύρισ αν οι νοσο νοσ οκόμ κό μ ες, αντα νταλλάσ λλά σ σ οντα οντας ματιές, μόλις ο Ά λεκ λεκ Π ιτς μεταφ έρθηκε ρθη κε σ την Ε ντα ντατική. Τ α μέλη μέλη το του ιατρικού προσ ω πικού μ πορούσα ύσ αν να διακρίνουν νουν ένα ένα έλκο λκος εξαιτίας του στρες ρες - ο κύρ κύρι ιος Φ ρέντ ρέντσ σιπ, ο ειδικός κός, μ πορού ορούσ σ ε να αναγν ναγνω ω ρίσ ει ένα τέτ τέτο οιο έλκος λκος αμέσω ς, καθώ κα θώ ς ή τα ν κοι κο ινή περίπτω πτω σ η από τα περισ τατικά που σ υναντ υναντού ούσ σ ε στ στην Ε ντα ντατική: κή : ένα σοκ σ οκ μ πορού πορούσ σ ε να εμπο εμποδί δίσ ει το αίμα να φ τάσε άσ ει σ τα τοι τοιχ χώ μ α τα του του εντέρου κα κ α ι του σ τομάχου, ομ άχου, αλλ αλλά παρόλο όλο που σ τους ασ θενεί θενείς δινότ νόταν συ συχνά σ ιμ ετιδίνη, νη, μερικές φ ορέ ορές κά ποιος ασθε ασ θενής νής θα επέστ επέστρεφ ρεφε ε «ξερνώ «ξερνώ ντα ντας αίμα», όπ ω ς θα έλεγε ο Φ ρέντ ρέντσιπ. Ο ι γιατροί είχαν κά νει μια ένε ένεση αδρε δρεναλί ναλίνης σ το έλκος λκος του Π ιτς προκ ροκειμ ένου να περιορί ορ ίσ ουν ουν τη ν αιμορρα ορραγία, ω σ τόσο όσ ο τα φ αινόμε νόμενα έδει έδειχνα χναν ότι ότι δεν δεν εί είχαν πρ προλά ολάβει τη δημ δημιουργ ουρ γία περιτ ριτονίτιδας δας - κ ά τι που θα μ πορού ορ ούσ σ ε να α ποβείμ εί μοιραί ραίο αν δεν δεν τον μ πούκ ούκω ναν με με αντι ντιβιοτικά. Α υτή υτή τη φ ορά, ο Φ ρέντ ρέντσ σιπ ήτα ήταν αποφ ποφ ασ ισ μ ένος να κό κ όψ ει τα παιχνίδια, ή τα ν απο αποφ φ ασ ισ μ ένος να
διαφ υλάξε υλά ξειτ ιτη η ζω ή του Ά λεκ λεκ Π ιτς με κάθε κά θε θυσ θυσί ία, για τη τη σ ω τηρία του του οποίου άλλω σ τε έδειχναν χναν ιδιαίτερο ενδι ενδιαφ έρον έρον κ α ι τα μέσα έσα μαζικής κή ς ενημέρω νημέρω σ ης. ης. Η Ά γιο Α ντε ντεγιάμ ι δεν δεν εί είχε βάρδι βάρδια ότ ό τα ν έγι έγινε η εισ αγω γή. Ε μ φ ανίσ τηκε εκείνο το πρω ί, ξεκ ξεκούρα ύρ ασ τη έπειτα από δύο μέρες ρες ρεπό ρεπό - ύστ ύσ τερα α π ’ όλη όλη αυτή υτή τη σ αμ πάνι πά νια που που είχε πιει με τη ν Μ πεν δεν δεν τη ς είχε μεί μ είνει ενέργε ενέργει ια για τίπ οτε άλλο, παρά μονάχα νάχα για να ξαπλώ σ εισ τον καναπ κα ναπέ έ, νιώ θοντ θοντα α ς τη ν κίνηση νησ η του εμ βρύο βρύου υ μέσα της της.. Δ εν περίμ ενε να σ υναντ υνα ντή ήσ ει το χάος χάο ς μόλις επέστ πέστρεφε ρεφ ε. Α σ τυνομ υνο μ ικοί κο ί βρίσ κοντ κο ντα αν σε σε κάθε εί είσ οδο κ ι έξοδο κα ι ο ινοσ νοσ οκόμ ες ή τα ν όλες όλες το υς νευρι νευρικές. Μ ία από τις καινούρ νούριες, εκείνη που αρκετές ετές φ ορές εκνεύ νεύριζε τη ν Ά γιο με τα κο κ ουτσο υτσ ομ πολιά της, είχε φ υσ ικά να π ει μια ισ τορί ορία κ α ι για το υς Π ιτς. Α υτή υτή τη φ ορά ακόμη όμ η κ α ι η Ά γιο παρα πα ραδέ δέχτ χτη ηκε πω ς άξιζε να τη τη ν ακο ακούσ ύσε ει. Ό τα ν η ατμ ατμ όσφ όσ φ αιρα ηρέ η ρέμη μησ σε κάπω κά πω ς, κάθι κά θισ αν σ το δω μ άτι άτιο τω τω ν νοσοκ νοσ οκόμ όμω ω ν, πίνοντ νοντας καφ έ φ ίλτρου λτρου κ α ι τρώ γοντα γοντα ς γαριδάκι δάκ ια, με ανοιχτά χτά τα παρά παράθυρα θυρα,, ώ σ τε να δροσ δροσίζοντα ονται από τον τον αέρα που πο υ έμ παι πα ινε. νε. Σ τον διάδρομ άδρομο, ένας ένοπλο νοπλος ς ασ τυνομ υνομ ικός, με πλήρη πλήρη εξάρτ ξάρτυση υσ η, έσ τεκε διακριτικά έξω έξω από την πόρτα. «Γι «Γ ια άκου» ά κου».. Η νοσοκ οσ οκόμ όμα α σ τράφηκ ράφ ηκε ε προς τη ν Ά γιο, καλύπ κα λύπτ τοντας οντας με τη ν παλάμ πα λάμη η τη ς τη μία πλε πλευρ υρά ά τω τω ν χει χειλιώ ν της, ης, ώ σ τε να μην τη την α κούσ ει ο ασ ασ τυνομ υνομ ικός. ός. «Η αδελφ αδελφή ή μου, τη ν ξέ ξέρει ρεις», ψ ιθύρισε, με τα βαμ βα μ μ ένα πο π ορτοκαλίχ λίχείλη τη ς να κουνιο ύντα ντα ι ρυθμικά. κά. «Ν αι». «Ε ίναι να ιγραμ γρα μματέας, κ α ιξέρ ξέρεις για ποιον δουλ δουλεύει εύει;» «Δ εν ξέ ξέρω ». «Για τον γιατρό . Γ ια το το ν γι γιατρό τω ν Π ιτς». Η Ά γιο, παρά πα ρά τις επιφ υλά υλάξει ξεις που είχε στ στο άκουσμ υσ μ α του σ υγκεκριμ γκεκριμ ένου κουτ ου τσ ομπ ομ πολι ολ ιού, έριξε μια μ ατιά σ την πόρτα πό ρτα κι κ ιέπειτα σ τράφηκε ράφ ηκε κι έγειρε σ το πλάι τη ς καρέκλ καρέκλας ας.. Σ υνοφρυώ υνοφ ρυώ θηκε και κα ι
πλησ πλη σίασε, μιμούμ ούμ ενη τη τη χει χειρονομ ρο νομί ία τη τη ς νοσοκ νοσ οκόμ όμα ας. «Α λήθε λήθει ια;» «Ν αι, αλήθει αλήθεια. Κ αι, τέλος τέλος πάντ πά ντω ω ν, η μαμά τη τη ν πήρε τηλέφ λέφ ω νο πριν από απ ό ένα έναν μή μήνα. Έ κλαι λα ιγε, γε, είπ ε ότι ότιήθελε να δειτον δειτον γιατρό, επειδή ο άντρ ντρας της της είχε χτυ χτυπή σ ειτ ειτο αγορά γοράκι, για τί...» «Θ εέ μου! μου!». ». Η Ά γιο κο κ οίτα ξε νευρ νευρι ικά τρι τριγύρω της, ης, προσ προσπα παθώ θώ ντα ντας να μη γλείψ ειτα ειτα χείλη τη της. «Ο ι εφ ημ ερίδες δες δεν δεν το έγραψ ραψ αν αυτ αυτό». ό» . «Το θελε να δει δει τον γιατρό ατρό επει πειδή το αγόρι όρι κατ κα τουρο ου ρούσ ύσε ε . Ή θελε πάνω πάνω σε διάφορα άφ ορα πράγ πρά γματα. Ξ έρει ρεις, πάνω πάνω σε χαλιά και κα ι διάφορα άφ ορα άλλα». «Κ αιε αι είναι κ χρον χρονώ ώ ν;» «Α κριβώ ς». Η νοσοκ νοσ οκόμ όμα α έγλει λειψ ε τα δάχτυλά δάχτυλά τη τη ς κα ι ταμ πονάρισ πονάρισε μια βλεφ βλεφ αρίδα που είχε πέσ ει σ το μ άγουλό της. ης. Χ α μ ογέλα ογέλασ σ ε σ τον ασ τυνομι νομ ικό, σαν να μ ιλούσ λούσ αν για κά κ ά τι άσ χετ χετο, όπω ς ένα επει επεισόδι όδιο από τα έπειτα σ τράφ ηκε στ στην Ά γιο κα κ αι λ α ρ κ ι ή τα X-Fi X- File les, s, κ ι έπει κάλυψ κά λυψ ε πάλι πά λι το σ τόμα όμ α της της.. «Δ εν πήγ πή γε σ το ραν ρα ντεβού, κ α ι την επόμενη φορά που άκουσαν νέα τους, ο μπαμπάς ήταν στο νοσοκ νοσ οκομ ομε είο κα κ α ιτο α γό ρ ι. ξέρει ξέρ εις. » « Τ ι απαί πα ίσιο». «Δ εν είναι ναι;» «Α νατ νατριχιαστικό». κό». Η Ά γιο έτριξε τα δό δόντι ντια τη της, κα θώ ς σ κεφ τότα ν πώ ς ένα παιδί μπορεί μπορεί να ουρήσει ουρήσει στο στο κρεβάτ κρεβάτι ι του. Ό πω ς και κα ι το γέρικο σ κυλίτ κυ λίτη η ς Μ πεν. πεν. Ό π ω ς είχε κά νειο νειο Τ ζος σ το μπάνιο. «Δ ηλαδή λαδή,, πισ τεύ τεύεις ότιγι’ αυτό είναι να ιεδώ τώ ρα;» «Ν ομί ομ ίζω πω ς θα μάθου μ άθουμ μ ε σ ύντομ ύντομα, α, να μου μ ου το το θυμηθεί θυμηθείς».
Η Ρ εμ πέκα κρύω νε. νε. Έ ξω από απ ό το διαμέ αμ έρισ μά τη ς ο ήλι ή λιος έλαμπε λαμ πε και κα ι ο ι σ κεπέ κεπές τω ν σπ σ πιτιώ ν στ σ το Γ κρίνου νουιτς στ σ το χρώ μ α τη τη ς σκουρι κουριάς, άς, έκαναν ναν αντί ντίθεσ θεση με το γαλάζ γαλά ζιο το το υ ουρα ουρανού νού,, αλλά το το κρύο κρύο που αισ θανότ θανότα αν δε δεν εί είχε να κά νει νει με τη ν εξω εξω τερική θερμ θερμοκρα οκρασ σία. Ή τα ν
άλλου είδους δου ς κρύο, κρύο, ένα κρύο κρύο μέσα της της,, σαν πάγος. πάγος. Σ τεκότ εκό τα ν στη στην κουζ κουζί ίνα, ξεφ ξεφ ορτ ορτώ νοντα νοντας σ ακούλ κούλε ες με ψ ώ νια - τρία κο κ ουτιά χυμό υμ ό πορτ πο ρτοκ οκάλ άλι ι, γάλα, άλα , δύο μ πουκ πουκά άλια βότ βό τκα κι κ ι ένα έτ έτοιμ ο γεύμ γεύμα α, κοτό οτόπουλο ου λο με εσ τραγ ραγκόν. Ή ξερε πω ς έπρεπε να φ άειάει- χθες θες ή τα ν όλ όλη τη μέρα μ εθυσ θυσ μένη, νη, δεν είχε φ άεικ εικα ι είχε κοιμ ηθεί μονάχα νάχα για τρει τρεις ώ ρες ρες, ξυπνώ ντα ντας από τον ήλιο μ ούσκεμα ούσ κεμα σ τον ιδρώ τα κα κ α ι με ανακ νακατεμ ένα μαλλ μ αλλι ιά. Τ ο διαμέ αμέρισμα ήτ ή τα ν ακατάσ τα το - κάπ κά ποια σ τιγμή το βράδυ εί είχε σ πά σ ει άλλο ένα ποτ πο τήρι, αυτή υτή τη φ ορά στ σ το σ τούντι ούντιο, και κα ι παντ πα ντού ού βρίσ κονταν κονταν διάσπα άσ παρτ ρτα α πακέ πα κέτ τα από τσ ιγαρόχ γαρόχαρτα ρτα. Σ τη ν κουζίνα δεν δεν υπή υπήρχε φ αγητό, αγητό, παρά πα ρά μονά μ ονάχα χα ένα ένα πολυκα πολυκαι ιρισ μένο μπ μ πουκά ου κάλι λι Μ πέιλεϊ λεϊ που έβραζ έβραζε από απ ό τη ζέσ τη δίπλα σ το παράθυρο. Τ ο κεφ κεφ άλι τη ς πονούσ πονούσε ε τόσ ο που π ου αφ α φ ού πήρε πήρε βαθιά ανάσα, έβαλε σ το χέρι τα κλει κλειδιά τη τη ς κ α ι πήγ πή γε να αγοράσε αγοράσ ει παυσ πα υσί ίπονα. Τ ώ ρα, ρα , βέβα βέβαι ια, που κοι κ οιτούσε ύσ ε τα ψ ώ νια, διαπίσ τω νε πω ς είχε ξεχάσ ξεχάσε ει τα χάπια. Ε ίχε βγει βγει για να αγοράσ γοράσ ει παυσ πα υσί ίπονα και κατέληξε να πάρειβότκα. Δ εν είχε όρεξη όρεξη να α ντι ντιμ ετω ετω πίσ ει ξανά το τον ανε α νελέη λέητ το ήλιο, κ ι έτσ ι α ντί ντί να βγει βγει για να αγ α γορά οράσ ει παυσ πα υσί ίπονα, πονα, βρήκε βρή κε ένα σ κονι κονισ μ ένο πο π οτήρι σ το βάθος βά θος του ντο ντουλα υλαπιού, το ξέπλυ ξέπλυν νε, άνοιξε ένα μ πουκ ουκάλι Σ μιρνόφ κ ι έφ τιαξε μια αρα α ραι ιω μ ένη βότ βό τκα πορ πο ρτοκά οκ άλι έτσι, για να ηρεμ ρεμ ή σ ει το κεφ κεφ άλι τη ς κ α ι να μ πορέ πορέσ σ ει να κοιμ ηθεί θεί λιγάκι. Δ εν σ κόπευε να μ εθύσε θύσ ει, αλλά, αλλά, Μ ύρι ύρισε το πο π οτό, το σ τριφ ογύρισε στο ποτ πο τήρι κα ι ή πιε μια γουλιά. Μ ετά τη ν πρώ πρώ τη γουλι γουλιά δεν δεν είχε πικρή γεύσ γεύση η, αλλά γλυκ γλυκι ιά. Σ ή κω σ ε τα μ ανίκια τη τη ς κ α ι πήρε πήρε το ποτό της σ το σ τούντ ού ντι ιο. Ε κεί, έκλεισ ε τα σ τόρι όρια τω τω ν παρα παραθύρ θύρω ω ν κα ι αισθάνθηκε θάνθηκε πολύ κα καλύτε λύτερα. ρα . Τ ώ ρα, ρα , ολόκληρ ολόκληρο ο το το Γ κρί κρ ίνουι ουιτς δεν δεν μ πορούσε πορούσ ε να δει δει πόσο πόσ ο διάφαν άφ ανη η κα κ α ι ρηχ ρηχή ήτ ή ταν. Τ ο φ ω ς του ήλιου έμ παινε από τη τη ν κουζί κουζίνα, κι κ ι έτσ ι έκλει κλεισ ε κι εκεί τα στ σ τόρι όρια, γεμί γεμίζοντας ζοντας ξανά το ποτή ριτης. ,
έ
μ
ο
υ
.
έ
α
κ ο ι
η θ
ώ
ε
έ τ
ο
ή λ ι
.
υ ,
ί
ι
ο
δ ύ
λ ο
«Τ ζα κ», κ» , μου μ ουρμούρι ρμούρισ ε, παραπατ παρα πατώ ώ ντας. ας. «Ω , Τ ζα κ...» κ.. .»
Σ τον χώ ρο αναμο αναμονής νής τη ς Ε ντα ντα τικής κή ς Μ ονάδας του Β ασι ασ ιλικού Ν οσοκο οσ οκομ μ είου, ο Κ άφε άφ εριπετ ρι πετά ά χτη χτη κε από τον τον ύπνο ύπνο του, του, σαν σα ν κάπ κά π οιος να τον είχε φω φ ω νάξει. Έ μ εινε ακ ακίνητ νητος, ανοι νοιγοκλ γοκ λείνοντ νοντα ας τα μάτια του κ α ι προσ ρο σ παθώ πα θώ ντα ντας να θυμη θυμ ηθεί θείτον λόγο λόγο για τον οπο οποί ίο βρι βρισ κότ κόταν εκεί. Χ θες θες βράδυ βρά δυ η Σ ούνες είχε έρθεισ ρθει σ την Ε ντα ντα τική για να πιέσο έσουν περισσ ότερο τον κύριο Φ ρέντσ ντσιπ. Α λλά για του τους επαγγελμ γγελμα ατίες σ τον χώ ρο τη ς υγεί υγείας, η ασ τυνομ νομ ία δεν δεν ανή ανήκ κε στ σ τις υψ ηλές το υς προτ ρο τεραι ρα ιότη ότητες κα ι η απά α πάντ ντη ησ η που πο υ πήρα πή ραν ν ήταν: όχι, όχι ακόμ ακ όμα α. «Π ρέπε ρέπει ι να σώ σ ουμε ουμ ε μια ζω ή - οτι οτιδήποτ δήπο τε άλλ άλλο υπάρχ υπάρ χει μ πορεί πορεί να περιμ ένει νει μέχρινα τον σ ταθεροποι θεροποιήσ ουμ ουμ ε». Έ τσ ι, η Σ ούνες ύνες πήγε σ πίτ πίτι με τη ν Π ολίνα κα κ α ι ο Κ άφε άφ ερι πέρασ πέρασε ε άλλη μια νύχτα νύ χτα μ ακριά απ από το σ πίτιτο υ, πέφ τοντα ντας για ύπ ύπνο σε έναν καναπέ κα ναπέ στ σ τον χώ χώ ρο αναμ αναμ ονής τω ν συγ συγγενώ ν, περι περιμ ένοντα οντας νέα. νέα. Ο χώ ρος αναμονή ναμ ονής ς θα μπορ μ πορούσ ούσε ε κάλλι κάλλισ τα να να εξυπηρε ξυπη ρετ τή σ ει κ α ι κάπ κά ποιο αεροδρόμ ροδρόμιο, καθώ ς είχαν ληφ ληφ θεί θείόλες οι προβλ ρο βλέ έψ εις για άτομ α που πο υ θα κοιμ ούντα ύντα ν εκεί. Υ πήρχε πή ρχε κ α ι μία διαφορά, αφ ορά, βέβαι βα ια: τα δάκρυα. δάκρυα. Μ ια γυνα γυναίκα με βαρι βαριά εγκ εγκε εφ αλική αιμορρα ρραγία είχε εισ αχθείτ χθεί το βρά βράδυ κα κ αι ο άντ ά ντρα ρας ς της, ης, ανήμ πορος πορος να δει δει το σ χεδόν νεκρό νεκρό πρόσ πρό σ ω πο της γυναί γυνα ίκα ς του σ το μαξιλάρι λάρι, κάθισ ε μόνο μ όνος ς το υ σε μι μια γω νία δίχω ς να κινεί νείται, κοιτάζοντας ζοντας το πά τω μ α. Δ εν έδει δειχνε χνε να προσ έχει έχειτ το μω ρό που καθότ θότα ν στ στο παιδικό κά κ άθισ μ α δίπλα το του, που πο υ έκλα έκλα ιγε κα ι κουνού νο ύσ ε τι τις γροθι γροθιές του, του , δίχω ς να έχει ιδέα για το ταραχώ δες μέλλον που του επιφ υλασ υλα σ σ ότα ότα ν γύρω του. Ο Κ άφε άφ εριβλε ρι βλεφ φ άρισε κα ι ανακάθι ακά θισ ε, τρίβον βο ντας το πρόσ πρόσ ω πό του του.. Ο αυχένας του είχε πιαστεί, επειδή είχε κοιμηθεί σε μια άβολη στάση σ τον κανα κα ναπ πέ. Π ήγε κατευθεία ν προ προς ς τις πόρτες τη ς Ε ντα ντατικής, ισ ιώ νοντ νοντα α ς το πουκ ουκάμ ισ ό του κ α ι πα τικώ νοντ νοντα α ς τα μαλλι μα λλιά με την
παλάμη παλάμ η του. Ή τα ν ώ ρα να να πάρε πά ρει ι μερικές κές πληροφορί πληροφ ορίες. Ο ένοπλος οπλο ς ασ τυνομ υνο μ ικός τον άφ άφ ησε να περά περάσ σει, αλλά η υπε υπ εύθυνη τη ς μονάδας ονάδας ή τα ν ψ ηλότε λότερη από εκεί κείνον, σε σ ε προχ προχω ρημ ρημένη εγκυμ κυμ οσύνη οσ ύνη και αποφασ αποφ ασι ισ μ ένη να μην αφ ήσε ήσ ει τον Κ άφε άφ ερινα ρι να πλησι πλησ ιάσε άσ ει το ν ασθεν ασθενή της. «Λ υπά υπάμαι, αλλά ο κύ κ ύριος Φ ρέντ ρέντσιπ σα σ ας μίλησε λησ ε χθες θες το βράδυ. βράδυ. Ε ίπε ότι ότι θα σας επιτρέψ εινα δείτε τον ασθενή θενή ότα ν θα είναι να ι έτο έτοιμ ος, αλλά μέχριτ ρι τότε, μου έχει χει απαγορε γορεύσε ύσ ει να σας επιτρέψ ω τη ν εί είσοδο. Μ πορε ορ είτε να περιμ ένετ νετε εδώ εδώ με το όργ όργανο τη τη ς τάξεω ξεω ς». «Α κούσ κού σ τε, ήμ ή μ ουν μαζ μ αζί ί με τον κύριο Π ιτς ότα ότα ν αρρώ στησ στησε ε. Θ α του μιλήσω λήσ ω μονάχα ονάχα για μισό λε λεπτό». ό» . «Ο κύρι ύρ ιος Φ ρέντσ ντσιπ είπε ότι ότιλυπ λυπάται. Δ εν γίνετα νετα ιπρος ρος το παρόν». Έ γνεψ νεψ ε σ τον αστ ασ τυνομι υνομ ικό που πο υ κα κ αθότα θότα ν σε μια γω γω νία. «Τ ου επέτρ επέτρεψ ες να μπει». «Ε ντά ντάξει ξει, λοιπόν. Φ αντά ντάζομα ομ αι δεν δεν θα σε πεί πείσ ω αν το ζητήσ ητήσω ω ευγενι γενικά...» .. » «Ό χι», απο α ποκρί κρίθηκε θηκε εκείνη χαμογε χαμ ογελώ λώ ντας ντας.. «Λ υπά υπά μ α ιπρα ιπ ραγ γμ ατικά». κά ». «Δ εν πειράζ ρά ζει». Έ ξυσε ξυσ ε το ν σ βέρκο το του κ α ι κ οίτα ξε τη μικρή αίθουσα θουσ α όπου όπου είχε τοποθε οθετη θεί θεί ο ασ α σ τυνομικός. κός. «Δ εν μπορώ να καθί κα θίσω εδώ για λίγο; Σ ε περίπτω σ η που αλλάξε λλά ξεικ ικά άτι». «Δ εν νομί νομ ίζω να αλλάξε λλάξεικ ικά άτι». «Δηλαδ «Δ ηλαδή ή δεν μπορώ να καθίσ ω ;» «Δ εν μπορώ να σας εμ ποδί ποδίσ ω , αλλά δεν δεν θα αλλάξε αλλά ξει ι κάτ κά τι, εκ τός κι αν το π ειο κύριος Φ ρέντσ ρέντσιπ». «Ε ντά ντάξει». Έ βγαλε βγαλε το σ ακάκ κά κι του κα κ α ι κάθι κά θισ ε α πένα πέναντ ντι ι από τον τον αστ ασ τυνομι υνομ ικό, τεντώ ντώ νοντα νοντα ς τα πόδια του του και κα ι παρα πα ρατ τηρώ ντας την υπε υπ εύθυνη να απομ απ ομα α κρύνε κρ ύνετ ται με αργό αργό βη β ημ ατι ατισμ ό. Α πό τη τη ν αποθήκη ποθή κη,, μια νοσοκ νοσ οκό όμ α τον παρα πα ρατ τηρούσ ρού σ ε με τα μεγ μεγάλα, γουρλω γουρλω τά μ άτια της της,, ενώ έβ γαζ γαζε με μ ερικούς κούς αναπνε ναπνευσ υστ τήρες από απ ό το το κ ο υ τί τους. ους. Ο ασ τυνομ νομ ικός έγνεψ γνεψ ε στ στον Κ άφε άφ ερι, αλλά κα κανεί νείς τους του ς δεν δεν μί μίλησε λησ ε.
Τ ελικά, η νοσοκ οσ οκόμ όμα α πήρε τον αν α να πνευσ πνευστ τικό σ ω λήνα και κα ι πήγ πή γε να φ ροντ ρο ντί ίσ ει τον ασθενή θενή της της,, τη ν ίδια στ σ τιγμή που η υπε υπ εύθυνη θυνη εμ φ ανίσ τηκε κα ι σ τάθηκε άθη κε μπροσ μπροστ τά από α πό τον Κ άφερι άφερι. Σ τηρί ηρ ίχτηκε πάνω πά νω σ τον τοί τοίχο, σ τα υρώ υρ ώ νοντα νοντα ς τα χέρια σ το σ τήθος θος της. ης. «Π ρος τιη βιασύνη; ασ ύνη;» » Ε κείνος νος πήγε να σ ηκω θεί, ελπί ελπίζοντα ντας ό τι θα έβλεπ έβλεπε ε το τον Π ιτς. «Α πλώ ς θέλω να του του μιλήσω γι’ γι’ αυτ αυτό που σ υνέ υνέβη». βη ». « Τ ι απαί πα ίσιο γεγο γεγονό νός ς». «Α παίσ ιο, πράγ πρά γμ ατι ατι», συμ σ υμφ φ ώ νησε ησ ε ο Κ άφερι άφερι. «Κ αιο Θ εός να δώ σ ει να μη συμβείσε άλλον». «Σ ας παρακ πα ρακαλώ αλώ , μη λέτ λέτε τέτο ια πράγ πρά γμ ατα» ατα».. «Α υτο υτοί οι εγκλημ γκλημ ατίες σ πάνι πά νια ικανοπ κα νοποι οιο ούντα ύντα ι μονάχα με έναν φ όνο. Θ έλουν να διασκε ασ κεδάσ δάσουν ουν ξανά». ξανά». «Σ ταμ α τήσ τε. Δ εν είσ τε σοβα οβαρός ρός, έτσι;» «Σοβ «Σ οβα α ρότατ ρότατος ος,, σαν μια καρδιακή προσβολή προσ βολή». ». Ε κείνη σ υνοφ υνοφ ρυώ θηκ θηκε. «Δ εν επ επιτρέπονται τέτ τέτοιες εκφ ράσ εις εδώ ». «Σ υγγνώ υγγνώ μ η». Τ εντώ ντώ θηκε θη κε κα κα ι τη ν πλησί πλησ ίασε ασ ε, ρίχνοντ χνοντα ας μια ματιά σ την τα υ τότη τα που που κρε κ ρεμ μ ότα όταν από το το ν λαιμό της της.. «Σ «Σ υγγνώ υγγνώ μ η, δεν ήθελα ήθελα να να σ ας προσβά προσ βάλω λω , Ά γιο». ο». Ε κεί κείνη χαμ ογέλα ογέλασ σ ε κ α ι κάλυψ κά λυψ ε τη ν τα τα υτότη τά της, ης, σ αν να να μην ήξερε αν αν θα έπρ έπρε επε να ντρ ντρα πείή να κολακ λα κευτεί υτεί. Γ ια πρώ πρώ τη φ ορά εδώ κα ι μήνες νες ευχότα υχότα ν να μην μη ν είχε κοι κοιλιά μεγ μεγάλη σαν μπάλα μπάλα ποδοσ πο δοσφ φ αίρου. ρου. «Δ εν πειράζ ρά ζει. Ή τα ν απαί πα ίσ ιο αυτό α υτό που που σ υνέβ υνέβη». «Δ υστ υσ τυχώ ς». Έ ξυσε ξυσ ε τον σβέ σβ έρκο του κ ι έγειρε πιο κο κ οντά ντά της. ης. «Κ αι είναι ναι πανέξυπ νέξυπνος νος.. Ό ποιος κ ι αν επ επιτέθηκ έθηκε σ το αγοράκ γοράκι, ή τα ν πολύ έξυπνος ξυπνος. Κ αιε αι είμ αι σ ίγουρο γουρος ς ό τιαν μ ιλούσ λούσ α σ τον κύρ κύρι ιο Π ιτς τώ ρα, ρα , θα έβρισ κα...» .. .» είπε, σ χημα χημ ατίζοντα οντας μια γροθι γροθιά, « ...το τελευτα ελευταί ίο κομ μ άτι του παζ παζλ. Τ έλος πάντ πά ντω ω ν», χτύπ χτύπη η σ ε απαλά πα λά τη τη γροθιά το του σ τον τοίχο καικ κα ικοί οίτα ξε γύρω του. «Μ πορώ να χρησ χρησι ιμοποι μοπ οιήσω ήσ ω τη ν τουαλέ ουα λέτ τα;» α; »
«Β ρίσ κετα κεται πίσω από εκείνη τη τη ν πόρτ πόρ τα, αμ έσ ω ς ότα ν μπεί μπείτε σ τα δεξιά», είπε δείχνοντας τον διάδρομο. «Ε υχαρι υχαρισ τώ ». Σ τη ν τουαλέ υα λέτ τα, ο Κ άφε άφ εριέ ρι έκλε κλεισ ε τη ν πόρτ πόρ τα κα κ α ι μέτρησε ρη σε μέ μέχριτ ριτο πέντε ντε. Έ π ειτα έκανε με μεταβολή βολή κ ι επέστ έστρεψ ε τρέχο έχοντα ντα ς σ την Ε ντα ντατική. κή . Χ τύπη σ ε δυνατ δυνατά τη τη ν πόρτα. πόρτα. Η Ά γιο τη τη ν άνοιξε. «Ε ίναι ναιένας νας από τους του ς ασθενε θενείς σας;» ας;» «Π οιος;» ος;» «Έ νας άντρα άντρας ς λιπόθυμ πόθυμος ος σ την του τουα α λέτ λέτα. Έ χει χει ορό σ το χέρι χέρι του, ου , καισκέφτηκα...» Η Ά γιο έμε έμεινε άγαλμ άγαλμα α, αβέβαι έβα ιη για το τι έπρεπε έπρεπε να κάνει νει. «Ν α καλέσω καλέσω κάποιον;» ον;» «Τ ον ει ειδικό!» ό! » είπ ε τρέχοντα χοντας σ τον διάδρομ άδρομο. «Ε ίναι ναι το 455 εσ ω τερικό». κό ». «Τ έλει έλεια». Π ερίμενε ενε μέχ μέχρ ρι εκείνη να εξα εξαφ ανιστείκ ι έπει έπειτα έκλεισε το μ άτιστ ισ τον ασ τυνομι υνομ ικό κα κα ι μ πήκε πή κε σ την Ε ντα ντατική. κή .
Η μ οκέ οκ έτα βγήκε εύκολ ύκ ολα α -σ α ν τσ ιρότ ρότο που τρα τραβ β ιέτα ι από από το το δέρμ δέρμα αμε έναν ελαφρύ ήχο. Α πομάκρ πομ άκρυνε υνε το υπόσ υπ όστ τρω μ α, έπεσ πεσ ε σ τα τέ τέσσ ερα και κα ι ακούμ κούμπ πη σ ε το το αφ τί τη ς σ τις γυμν υμ νές σ ανίδες δες του πατ πα τώ μ ατος. ος. Σ ιω πή. πή . Έ μ εινε για λίγο σε αυτή τη σ τάσ η, νιώ θοντ θο ντα α ς παρη πα ρηγορι γοριά καθώ κα θώ ς το ξύλο ξύλο τη τη ν άγγι γγιζε, μ εταφ έροντ ροντά άς τη σ τα δάση δάσ η του Κ αναδά. αναδά. Α λλά λλά έπρ έπρε επε να συνε σ υνεχ χίσ ει. Π ήρε βαθι βαθιά ανάσ ανάσα και κα ι ανακάθι ανακάθισε, εξετ ξετάζοντα ντας το πάτ πά τω μ α. Β ρήκε ρήκε τη χαλαρή σαν σα νίδα, σ την οπο οπ οία στ σ τερεω νότα νότα ν το χαλί κ α ι πέρα πέρασ σ ε το σ ύρμα το του σ ουτ ουτιέν τη ς από κά κ άτω . «Κ οίτα, Σ τρουμ ρουμφ φ ίτα», α», μουρμούρισ ε. «Ε ίμ αι η Σ ούπερ ού περ Μ αμά». αμ ά». Έ βγαλε τη ν μπλούζ μπ λούζα α της της,, τη ν τύλι ύλιξε γύρω από τα χέρια τη τη ς κα ι τράβ ρά βηξε το σύρμα. ύρμα . Η σ ανίδα έτριξε κ α ι σ ύντομ ύντομα α απο αποκολλή κολλήθηκ θηκε ε από το το πά π ά τω μ α.
«Π ολύ ολύ ω ραία». Τ η γύρι γύρισε για να την την εξε εξετ τάσ ει. Α πό τη σ ανίδα πρ π ροεξεί ξείχαν χαν μι μικρά, κρά, μ υτερά καρφ καρφι ιά, θυμ θυμ ίζοντα ντας νεο νεογιλά δόντ δόντι ια καρχ αρχαρία. Ή τα ν ένα ένα εργαλεί ργαλείο, αλλά τα υτόχρονα χρονα και κα ι όπλο. όπλο. Σ ύρθη ύρθηκε κε μπροσ προστά, λυγίζοντα οντας τα γόνατ γόνατά της, ης, ώ σ τε να προσ πρ οσε εγγί γγίσ ει όσο όσ ο γινότα νόταν το το καλορι κα λοριφ έρ κι έφ ερε σε επαφ πα φ ή τη σ ανίδα με με τη χάλκι άλκινη σω σ ω λήνω λή νω σ η, μ ετα κινώ ντα ντα ς τη ν μπ μπρος ρο ς-πίσ ω σαν πριόνι. Δ εν σ κόπευε να περιμ ένει νει υπο υπ ομ ονετ νετικ ά τον θάνατό θάνατό της της.. Θ α έκοβ έκοβε ε τη σ ω λήνω σ η κα κ α ι θα δραπέ δραπέτ τευε. υε. Ή τα ν απλό.
Η μονάδα μονάδα τη τη ς Ε ντα τικής κή ς ήτα ήτα ν σιω πηλή. Μ ονάχα ονάχα οι ο ι απαλοί απ αλοίή ή χοι από τις οθόνε οθόνες ς τω ν καρ καρδι διογράφ ογρά φ ω ν κα κα ι τις δοκι δοκ ιμ ές τω ν ανα α ναπ πνευσ νευστ τήρω ν έσ παγαν πα γαν τη σ ιω πή. πή . Δ εκαοκ κα οκτ τώ κρεβάτ ρεβά τια είχαν τοποθετη θετη θεί περιμ ετρικά τη ς αίθουσ θουσα ας κ α ι οι νοσο νοσ οκόμ ες, φ ορώ ντα ντας τις μπλε μπλε σ τολές τους του ς κ α ι λευκέ λευκ ές παντό ντόφ λες λες, κινού νούνταν με ηρεμ ία από το ένα κρεβάτ ρεβά τι σ το άλλ άλλο. ο. Δ εν υπή υπήρχε ένταση, ούτε πανι πα νικός. κός. Ο Κ άφε άφ εριε ρι είχε τη ν αί α ίσθηση θησ η πω ς έβλεπε τα τα ινία σ τον κινημ νηματογρά ογράφ ο. Κ ανεί ανείς δεν δεν το τον ρώ τησε τιέκα νε εκ εκεί, κα θώ ς διέσ χιζε τον διάδρομ άδρομο, ο, κ α ι ότα ν μία από τις νοσ νοσ οκόμ ες τον κοί κο ίταξε εξε εξετ τασ τικά , με τα ανοι νοιχτό χτόχρω χρω μ α φ ρύδια τη ς σ ηκω μ ένα, να, εκείνος νος σ κέφτ κέφ τηκε πω ς το παι πα ιχνίδιε δι είχε τελειώ σ ει -θα τον ρω τούσ ούσ ε ποι πο ιος ή τα ν κ α ι θα καλο κα λούσ ύσε ε τις σ υναδέ υναδέλφ λφους ους τηςτη ς- αλλά εκείνη χαμογέ χαμ ογέλα λασ σε κ α ι σ υνέχι υνέχισ ε να ρυθμ ρυθμί ίζει τη ροή το του ορού ορού μπροστά της. Ο Ά λεκ λεκ Π ιτς βρι βρισ κότ κόταν σε ένα απομ απ ομο ονω μ ένο δίκλινο δω μ άτιο. Ο Κ άφερι άφερι κοί κο ίτα ξε μέσα μέσα από α πό το το παράθυρ παράθυρο ο τη τη ς πόρτας πόρτας και κα ι μπήκε μπή κε,, κλείνοντα νοντας αθόρυβα θόρυβα τη ν πόρτ πόρτα α πίσω του. ου . Ο ι κουρ κο υρτ τίνες νες κάλυ κά λυπ πτα ν το το ένα κρεβά κρεβάτ τι κ α ι σ το άλλο ή τα ν ξαπλω ξαπλω μ ένος ο Π ιτς, με τα μάτια κλεισ τά κα κ α ι τα χέρ χέρια στ σ το πλάι πλά ι. Κ αθετ θετήρες ρες ξεκ ξεκινούσ νούσα αν απ από το σ τήθος θος κα ι τα χέρια του του,, για να κα καταλήξουν λήξουν σε σακο σα κούλ ύλε ες που που κρέ κρέμ οντα ονταν
πάνω από το κρεβάτ βά τι: μερικές περιείχαν χαν διάφα άφ ανα φά φ άρμα ρμ ακα, κα, άλλες λλες ορούς ορ ούς σίτισης. ης. Μ ία του τουλά λάχι χισ τον του παρε πα ρεί ίχε αίμα. μα . Π ολύχρω ολύχρω μ α φ ώ τα αναβό ναβόσ σ βηναν στ στην οθόν οθόνη το του ηλε η λεκτ κτρο ροκα καρδι ρδιογράφ ου, δίνοντα οντας ενδεί ενδείξει ξεις για τον σ φ υγμό υγμό κ α ι τη ν πε π εριεκτ εκτικότη τα του αίμ ατός του σε οξυγόνο. Ο Κ άφε άφ εριτ ριτράβ ρά βηξε τις κουρ ου ρτίνες νες γύρω από το κρεβάτ ρεβά τι, κάθισ ε στο πλάι πλά ι του Π ιτς κ ι έσ κυψ κυψ ε πάνω του, γέρνοντα ρνοντα ς σ το αφ τί του. ου . «Ε ίναι ώ ρα να μου πεις τη ν αλήθει αλήθεια, Ά λεκ». λεκ». Τ α μ άτι άτια το του Π ιτς πετ πετάρισ αν. Τ ο κε κ εφ άλι του κινήθηκε θηκε κ ι ένα μικρό βογκη γκη τό ξέφ ξέφ υγε από τα χεί χείλη του. του. «Δ εν με νοι νοιά ζει αν δεν δεν αισθάνε θάνεσ σ αι καλά, καλά, πρα πρ αγματ γμα τικά δεν δεν δίνω δεκάρα». Π άνω από το κρεβά κρεβάτ τι, ο καρδι κα ρδιογράφ ογράφ ος άρχ άρχισε να διαμα αμ αρτύρ ρτύρε εται. Ο Κ άφερ άφερι άκουσε άκουσ ε τον συναγ συναγε ερμό να να χτυπάε υπά ει σ την αίθουσα θουσα τω τω ν νοσοκ νοσ οκόμ όμω ω ν, ενεργοποιη μ ένος από απ ό τον καρδιογράφ ογράφο. ο. Ή ρθε ακόμη κόμ η πιο κοντά ντά σ το αφ τί του Π ιτς. «Α ν το έκανε κα νες ς εσύ κ ι έχει χεις αιχμαλω χμα λω τίσ ει κά ποια οικογένει γένεια, θέλω θέλω να μ ου πεις ποια είναι. Δ εν με νοι νο ιά ζει ζει αν πεθάνει πεθάνεις, αλλά δεν δεν θα επι επιτρέψ ω να σ υμ βείαυτό εία υτό σε άλλη οι ο ικογένε γένει ια». Τ ο πρό π ρόσ σ ω πο του Π ιτς ξαφνι αφ νικά άλλαξ άλλαξε. Έ γλειψ ε τα χείλη το του με τη ν ω χρή γλώ γλώ σ σ α του. του . Β λεφ λεφ άρισε με μερικές φ ορέ ορές κ ι έπειτα άνοιξε τα μάτια, κοιτάζοντας οντας το ν Κ άφε άφ ερι. Ε κείνος σ χεδόν οπ οπισθοχ θοχώ ρησ ρη σ ε. Έ βλε βλ επε τόσο όσ ο θυμό, θυμό , τόσ τόσο ο μίσος σε αυτά τα τα μάτι άτια. Τ ο στ σ τόμα όμ α του Π ιτς άρχισε να κινεί νείται. Η φ ω νή του ή τα ν ψι ψ ιθυρι θυρισ τή, πολύ ολύ χαμη χαμηλή για να ακουσ τεί. «Τ ι; Ξ αναπ ναπές το, ρε παλιοαρ οα ρχίδι». Μ ια νοσοκ οσ οκόμ όμα α που π ου είχε α κούσ κο ύσ ει το ν σ υναγε υναγερμό, ρμό, έκαν κα νε την εμφ άνισή τη της, σ οκα οκαρισ μένη απ α πό τη τη σ κηνή κη νή πο π ου είδε πίσω από τι τις κουρτ κουρτί ίνες νες. «Κ ύριε! Σ ας παρα παρακα καλώ λώ , φ ύγετ ύγετε από το το δω μ άτιο». ο». Σ τον διάδρομο, κά ποιος φ ώ ναζε ναζε τη ν Α σφάλε σφ άλει ια. «Κ ύριε, σ ας ρ κ λ ώ !» Α λλά λλά το το σ τόμα όμ α το του Π ιτς εξακολο ξακ ολουθού υθούσ σ ε να κι κ ινεί νείτα ι κ α ι ο Κ άφε άφ ερι
έσ κυψ κυ ψ ε ακ ακόμη όμ η πιο κ οντά ντά για να α κούσ ειτιτου έλεγ λεγε. «Τ ι; Ξ αναπέ αναπές ς το». ο» . Α λλά λλά μόλι μόλις η υπε υπ εύθυνη ύθυνη εμ φ ανίστηκε ηκ ε, τη ν ώ ρα που π ου ο Κ άφε άφ εριήξερε ριήξερε πω ς θα τον πετ πετά ξουν έξ έξω , ο Π ιτς άνοιξε πάλι πά λι το σ τόμα όμ α του του,, αλλά αλλά αυτή αυτή τη φ ορά ορά η φω φ ω νή του του ακούσ ακ ούστ τη κε καθαρά: καθαρά: « ρ β α σ ο υ », », είπε. « ρ α γ υ ». ».
Α πό τη τη σχισμή σμ ή στη σ ω λήνω λήνω ση ίσ α που που έφ ευγε λίγο νε νερό - μία σ ταγόνα σχημ σ χημα ατίσ τηκε έπ έπειτα από α πό αρκε ρκ ετά λεπτ λεπτά. ά. Ω σ τόσο, όσ ο, η Μ πενεντί ενεντίκτε την την άγγι άγγιξε με με τα χεί χείλη τη ς κ ι άρχισε να ρουφ ρουφά άει. Κ ατάφ ατάφε ερε να βρέ βρέξει τη γλώ σ σ α της της,, που πήρε πή ρε μια μετ μεταλλική γεύση ύσ η, παρ’ πα ρ’ όλα αυ α υτά όμω όμ ω ς άρχι άρχισε να ρουφάε ρουφ άει ι σ αν πει πεινασμ νασμ ένο μω ρό και κ αι αργά, αργά, με κόπ κόπο, κατ κα τάφ ερε να τρα τραβ βή ξει άλλ άλλη μια στ σ ταγόνα. αγόνα. Π λησίασε ασ ε περισσ ότερο με το κορμ ί της, αγκαλι γκα λιάζοντα ντας το καλορ λοριφ έρ με το ένα χέρι, αλλά έπ ειτα από είκοσ ι λεπτά κα κ α ι μερικές σταγόνες γόνες, ήταν εξουθενω ουθενω μέν μένη. Ξ άπλω σε ανάσκε ανάσ κελα λα λαχανι λαχανιασμ ασ μένη. «Π ου να να πάρε πάρει ι». Τ ης πήρε πήρε ώ ρα για να ηρε η ρεμ μ ήσε ήσ ει. Α φ ού η καρδι κα ρδιά τη τη ς επανήλθε πα νήλθε σε φ υσι υσ ιολογ ολο γικούς ρυθμούς, ρυθμούς, έφ ερε τη Σ τρουμ ρουμφ φ ίτα κο κ οντά ντά στη σ ω λήνω ση κα ι προσ προσπά πάθησ θησε ε να τη τη ν κά νει νει να πιει, αλλά το το λαμπρα λαμ πραντ ντόρ όρ κοί κο ίτα ξε αλλού λλού κα κα ι ανασ νασ τέναξε ναξε.. «Ε ντά ντάξει ξει, Σ τρουμ φ ίτα, μείνε εκεί». Δ εν είχε πιειπο ει πολύ λύ νερό νερό,, αλλά η Μ πεν αισ θανότ θα νότα αν πιο δυνατ δυνα τή, γνω γνω ρίζοντα οντας τι είχε κατ κα ταφ έρει ρει. «Σ ύντο ντομ α όλα όλα θα τελειώ σ ουν». υν». Έ σ τρεψ ε τη ν πρ προσο οσ οχή τη ς σ τις σανίδες δες. Σ τις σ ανίδες μ προστ οσ τά της, υπή υπήρχε μια τρύ τρύπ πα σ την άκρη μιας α π ’ αυτέ υτές. Θ α μ πορούσ πορούσε ε να τη τη μ εγα λώ σ ειαρκε ιαρκετ τά, για να χώ σε σ ειτα ιτα δάχτ δάχτυλά τη ς μέσα μέσα.. Κ ιαν ια ν αυτ αυ τό δεν έπια πιανε, νε, είχε αποφ ασ ίσ ει να πριονίσ ει με τη σ ανίδα το τον ασ αστράγαλό ράγαλό της. ης. Κ αιη σ κέψ κέψ η αυτή υτή δεν δεν τη φ όβι όβιζε.
Η αίθουσα θουσ α συσ σ υσκέ κέψ ψ εω ν έσ φ υζε υζε από απ ό κί κ ίνηση. ησ η. Η ομάδα ομά δα εί είχε ξεκ ξεκουρα υρ ασ τείκα είκ α ι είχαν πλέ πλέον νέα νέα σ τοιχεία, με τα οπο οπ οία καλούντ λο ύντα α ν να δουλέψ δουλέψ ουν. ουν. Ο Κ άφε άφ ερι είχε πάε πά ει σ πίτ πίτι για να κάνε κά νει ι ένα ντου ντους ς και κα ι να αλλάξει αλλάξει ρούχα ρούχα - χω ρίς να δει δει κάποι κά ποιο σ ημάδι ημ άδι πω ς η Ρ εμ π έκα είχε περάσ περάσε ει από εκεί κεί. Τ ώ ρα ήτα ήτα ν φρέ φ ρέσκος σκος και κα ι καθαρό καθαρός ς. Ή ταν αποφα ποφ ασ ισ μ ένος να μιλήσε λήσ ει ξανά ανά στ σ τον Π ιτς, να του ασ κήσ κή σ ει αφόρητ αφ όρητη η πίεση. Α ν ο κύρ κύριος Φ ρέντ ρέντσιπ δεν δεν ήθελε θελε να το ν ακ α κούσε ύσ ει, τό τε ίσ ω ς άκουγε τη Σούνες. Ε μ φ ανίσ τηκε στην στην αίθουσα θουσ α τη τη ν ώ ρα που που το τηλέφ λέφ ω νο της της Κ ριότος ότος χτυπούσ υπ ούσ ε. Α πάν πάντησε ησ ε, σ η κώ νοντα νοντα ς το ακουσ ακ ουσ τικό με το ένα τη ς δάχτυλο. δάχτυλο. «Ν αι;» Σ τερέω σ ε το α κουσ ου σ τικό ανάμε νάμ εσ α στ σ το πιγούνι κα ι το ν ώ μ ο της, ης, κ ι έπ ειτα άφ ησε τα χέρια τη τη ς σ το γραφ ραφ είο, παρα πα ρατ τηρώ ντας μια στ σ τοίβα από απ ό έγγραφα ραφ α καθώ κα θώ ς άκουγε άκ ουγε.. Ο Κ άφερι άφερι σ τάθηκε θηκε δί δίπλα της της,, παρα πα ρατ τηρώ ντα ντας το πρόσ πρόσω ω πό της. ης. «Γι «Γ ια σέ σ ένα», ψ ιθύρ θύρισε. «Ε ντά ντάξει ξει. Π έρνα το σ το γρα γραφ φ είο μου». ου» . Ε κεί κείνη πέρα πέρασ σ ε το τη τηλεφ λεφ ώ νημα. Μ πήκε πή κε σ το γρα γραφ φ είο, έγνεψ ε στη Σ ούνε ούνες ς κ α ι σ ή κω σ ε το ακουσ ακ ουστ τικό. κό . «Κ άφε άφ ερι». «Τ ζα κ». κ» . Η Φ ιόνα όνα Κ ουίν ακουγότ ακ ουγότα α ν λαχαν λαχανι ιασμέ ασμ ένη. «Ή θελα θελα να είσ αι ο πρώ πρ ώ τος που που θα το το μάθει μάθει. Έ χουμ χου μ ε τα αποτ πο τελέσ λέσ μ α τα από α πό το τεστ του DNA». «Θ εέ μου!» Έ κλει κλεισ ε τη ν πόρτα πόρτα κα κ α ι τράβη ρά βηξ ξε τη ν καρέ κα ρέκλα κλα στ σ το γραφε γραφ είο, με δυνα δυνατ τό κα καρδιοχτύπ χτύπι ι. «Κ αι;» ή ρ ς . Τ α Χ ρισ τούγε «Έ χουμ χουμ ε ένα ένα πλή πλήρε ρες ς αντρι ντρικό προφί προφ ίλ. ούγεννα φ έτος ήρθαν ρθαν νω νω ρίς». Ο Κ άφε άφ ερι κροτάλι κροτάλισ ε τα δάχτυλά δάχτυλά του του,, κάνοντ κά νοντα ας νεύμα ύμ α προς τη Σ ούνε ούνες ς. Ε κείνη τον κο κοίτα ξε έκπ έκπλη ληκ κτη . « Τ ι σ υμβα υμ βαί ίνει νει;» τη ς ψ ιθύρισε, κα λύπ λύ πτοντα ντα ς το ακουσ ου σ τικό με την « ο D N A » , της παλάμη του.
Ε κεί κείνη τσ ούλη ούλησ σ ε τη τη ν καρέκλα κα ρέκλα της τη ς προς προς το γραφ ραφ είο του. ου . Κ άθισε κοντ κο ντά ά του του,, προσπα προσ παθώ θώ ντας να ακ α κ ούσ ού σ ει τη σ υνομι υνομιλία. Μ όνο που δεν του πήρε πή ρε το α κουστ υσ τικό από τα χέρι χέρια. « Τ ι βρήκαμ βρήκ αμε ε, Φ ιόνα;» όνα;» «Δ εν θα θα το πιστέψει έψ εις». «Για πες».
Ο ουρανός ουρανός πάνω πάνω από το το Π άρκο άρκο Μ πρόκγουελ πρόκγουελ ήτα ήτα ν καθαρός καθαρός και γαλανός λανός,, μονάχα ονά χα μερικά σ ύννεφ ύννεφ α σκ σ κίαζαν το τον ορί ορίζοντα οντα, δίνοντας την εντύπω σ η πω ς ή τα ν βαρύτε βαρύτερα από το γαλα γαλαν νό χρώ μα κα κ α ι χαμήλω αμ ήλω ναν σ τις άκρες κρες του ουρανού. ουρα νού. Ο Ρ όλαν όλα ντ Κ λέαρ λέαρ θα θα μ πορούσ πορούσε ε να δει δει τον ουρανό ουρανό από το παρά πα ράθυρό θυρό του του,, αλλά εκεί εκείνη τη τη ν ώ ρα δεν δεν ενδιαφ ερότ ρόταν κα ιπολύ πολύ για τη ν ομορφ ομ ορφι ιά τη τη ς φ ύσης: ύσης: βρι βρισ κότ κόταν μέ μ έσα σ την ντου ντουλά λάπα πα,, λουσμ λουσ μ ένος σ το κόκ κ όκκι κινο φ ω ς, δαγκώ νοντ νοντας τη γλώ σ σ α του, του, καθώ κα θώ ς έκοβε τα αρνητι ρνητικά κα κ α ιτοπο ιτοπ οθετο θετούσ ε το πρώ πρώ το σ τον με μ εγεθυντή. θυντή. Ή ξερε ξερε ότι σ ε λίγο θα τελεί ελείω νε κα ι ανάγκασ νάγκα σ ε το γόνατ γόνατό του να σ τα μ α τή σ ει το κούνημ κούνη μ α, καθώ κα θώ ς δυσκο δυσ κολε λευό υότ τα ν να κρα κ ρατ τήσ ει ακί ακ ίνητο τον μεγ μεγεθυντ θυντή, ώ σ τε να προσαρ προσ αρμ μ όσε όσ ει το φ ω τογραφ ογραφι ικό χαρτί χαρτί πάνω πάνω του. Ρ ύθμ ύθμ ισ ε τη ν εσ εσ τίασ η του φ ακού, κού, έκλε κλεισ ε τη ν κόκκ κόκκι ινη λάμ λάμ πα κι άναψ ε το φ ω ς του μ εγεθυντ θυντή. Έ να τρί τρίγω νο λευκο λευκού ύ φ ω τός έλουσε λουσ ε το χαρτί ρτί, κά νοντας νοντας αντί ντίθεσ θεση με το σ κοτ κο τά δι τη ς ντου ντουλά λάπ πας - ακρι κρ ιβώ ς όπω ς το πε περιέγραφ γραφ ε το βιβλίο. Τ ο χρονόμ χρονόμε ετρο είχε χαλά χαλάσει, αλλά ο Κ λέαρ λέαρ ήτ ήτα ν προε προετ τοιμ ασ μ ένος. νος. Ε ίχε διαβάσ βά σ ει κάπ ου, ου, ό τι για να μετ μετρήσε ρήσ ει ένα δευτ δευτε ερόλεπτ ρόλεπτο, ο, μπορούσε μπ ορούσε να προσθέ προσ θέσε σει ι τη λέξη «φω «φ ω τογρα ογραφ φ ία» σ ε κάθε κά θε αριθμό, κι έτσ ι κάθι κά θισ ε σ το σκα σ καμ μ πό, κοιτά ζοντα ντα ς το χαρτί χαρτί, με τα χέρ χέρια ανάμ α νάμε εσ α στ σ τα γόνα γόνατα, μ ετρώ ντα ντας δυνατ δυνατά: ά: «Μ ία φω φ ω τογραφ ογραφί ία, δύο δύο φ ω τογραφ ογραφί ία, τρία φω φ ω τογραφ ογραφ ία». Ό τα ν πέρασ πέρασαν αν τα είκοσ κο σ ι δευτ δευτε ερόλεπτ ρόλεπτα, α, έσ βησε βησ ε το φ ω ς του μ εγεθυντή θυντή κι κ ι άναψ ε το ν κόκκ κό κκι ινο λαμπτ λαμ πτήρα ήρα,, προτ πρ οτού ού μ ετακινήσε νήσ ει το
χαρτί χαρτί στη λεκά λεκάν νη, όπου όπ ου είχε ετοιμ άσ ει το διάλυμα άλυμ α εμ εμφ άνισης. ης. Σ τά θηκε θη κε από πάν πά νω , βουλι ουλιάζοντα οντας το χαρτί αρτί, μ ετρώ ντα ντα ς από μέσα του κα ι κοιτάζοντα ζοντα ς τη ν εικόνα που εμ φ ανιζόταν όταν ω ς διά μ αγείας στο χαρτί. «Ε κατ κα τόν δύο δύο φ ω τογραφ ογραφί ία, εκατ κα τόν τρί τρία φ ω τογραφ ογραφί ία, εκατ κα τόν...» ν...» Σ τα μ ά τη σ ε το μέτ μέτρημα. ρημα . Η φ ω τογραφ ογραφί ία έπαι έπαιρνε ρνε μορφ μορφ ή. Ή τα ν θαμπή κα ι είχε πολλή πολλή σ κοτει τεινιά για να τη διακρίνεικ νει καθαρά θαρά,, γι’ αυτό έριξε πάνω πά νω τη ς ένα χημι χημ ικό διάλυμ άλυμα α ώ σ τε να επ ιτα χύνει τη ν εμ εμφ άνιση καθώ κα θώ ς δεν δεν εί είχε τη ν υπομ υπομο ονή να περιμ ένεινα νεινα περάσ περάσ ει ο α παι πα ιτούμε ύμ ενος χρόνο χρό νος ς- κ α ι σ τη σ υνέχε νέχει ια μετέφ ερε τη τη ν ει εικόνα σ την κουζί κο υζίνα, να, την έβαλε βα λε κάτ κά τω από τη βρύση κ α ιτη ν κοίτα ξε. ξε. Η εικόνα κό να ήτ ή τα ν θολή, θολή, είτε εξα εξαιτίας το υ ελαττ ελα ττω ω μ ατικού μεγε εγεθυντ θυντή ή, είτε επειδή ο φω φ ω τογράφ γρά φ ος δεν δεν εί είχε εσ τιάσ ει καλά. καλά. Μ ε τη ν καρδι κα ρδιά το του να χτυ χτυπ ά ει δυνατά δυνατά, ο Κ λέαρ λέαρ τη μ ετέφ ερε στ στο παράθυρο παράθυρο του καθι κα θισ τικού κ α ι τη ν κρά κράτησ ε κόντρα στο φως.
23
Ο διάδρομ άδρ ομος ος είχε πια ηρεμή η ρεμήσ σ ει κ α ι ο ι μ όνοι ή χοι χοι που πο υ ακούγοντ κούγοντα αν, προέρχοντ προέρχοντα αν από τους αναπνε ναπνευσ υστ τήρες κ α ι πότε πότ πό τε από απ ό κά κ άπ οιον οιον σ υναγε υναγερμ ρμό. ό. Ή τα ν μια ζε ζεσ τή μέρα μέρα κα ι το παράθυρ παρά θυρο ο στ σ το δω μ άτι άτιο τω τω ν νοσ νοσ οκόμ ω ν ήτ ήτα ν μ ισ άνοιχτο, χτο, με τις κου κο υρτίνες νες να ανεμ νεμίζουν ουν καθώ ς το καλοκα κα λοκαι ιρινό αε α εράκι ρά κι έμ παι πα ινε μέσα μέσα.. Δ έκα λεπτά λεπτά πριν από το μεσημε μεσημ εριανό, μια νοσ νοσοκ οκόμ όμα α μ πήκε πή κε αθόρυβα αθόρυβ α στ σ την πτ π τέρυγα. ρυγα. Σ τα μ ά τη σ ε έξω από το το δω μ άτιο όπου όπ ου βρισ κότ κόταν ο Π ιτς σαν σ αν να είχε σ κεφτ κεφ τεί κ ά τι κ α ι σ τάθηκε θηκε εκ εκεί για λίγο, προτ πρ οτο ού ανοίξει ξει τη ν πόρτ πόρτα κα ι μ πει μέσα. Λ ιγότε γότερο από ένα λεπτ λεπτό ό αργ αργότε ότερα, ρα, η πό πόρτα ρτα άνοι ά νοιξε και η ίδια γυναί γυναίκα βγήκε βγήκε έξ έξω . Α πομ πο μ ακρύνθη κρ ύνθηκε κε βια σ τικά από το δω μ άτιο, με σ ώ μ α πιο σφ σ φ ιχτό από από πριν, κα κ α ι με βήμ βή μ α απότ απότομ ομο. ο. Η Ά γιο πί π ίσ τευε πω ς ή τα ν καλή νοσοκό νοσ οκόμ μ α: ω ς νοσηλ νοσ ηλε εύτρι ύτρια σ τα Ε πείγοντα γοντα, σ πάνι πά νια δεν δεν κατ κα τάφ ερνε να βρε βρει τη ν ανθρω πιά σε σ ε κάθε κά θε ασθεν θενή, π οτέ τη ς δεν δεν είχε πρόβ πρ όβλη λημ μ α να να δει δειτη ζεσ τή το υς ψ υχή κά κ άτω από τα καλώ κα λώ δια και κα ι τα σ ω ληνάκι ληνάκια. Ό τα ν όμω όμ ω ς άνοιξε τη ν πόρτα πόρτα και κ αι είδε το ν Ά λεκ λεκ Π ιτς ξαπλω μένο στ σ το κρε κρεβάτ βά τι, κατάλαβε λα βε πω πω ς α υτός ο ασ θενής θενής ή τα ν διαφ ορε ορετικός κός από το υς άλλους λλους... ... Τ ης φ αινότα νόταν πω πω ς ένα αδει αδειανό κουφ κουφά άρι ή τα ν ξαπ ξαπλω λω μένο μένο σ το κρεβά κρεβάτ τι. Α νέπνε νέπνεε ε, η καρδι κα ρδιά του χτυπ χτυπο ούσ ε, οι ζω τικ ές του ενδεί νδείξει ξεις ή τα ν κα λές κα ι σταθερέ θερές ς, αλλά αλλά δεν είχε ζε ζεστασ ιά. Ε ίχε εξαφ ξαφ ανισ τείαπό τη ν ύπα ύπαρξή του. Η Ά γιο ανα α ναρ ρω τήθηκε θη κε πού πού είχε χαθεί χαθείη σ υμπ υμ πόνια της της.. Ό τα ν εκεί εκείνος τη ν εί είχε κοιτάξει τάξει με μι μισάνοιχτο χτο μάτι, εκείνη είχε οπισ θοχω θοχω ρήσ ει
ενστ νσ τικτω κτω δώ ς. Τ ην εί είχε τρομ ρομ άξει άξει. Γ ρήγορα, ρήγορα, προτ πρ οτο ού προ π ρολά λάβει βεινα να τη της μιλήσ λήσει, είχε βγει από το δω μ άτιο κα κ α ι τώ ρα, καθώ ς διέσ χιζε τον διάδρομο, αποφ άσ ισ ε πω ς θα ζη ζητούσ ούσ ε να μ άθεια άθει από τον επι επιθεω θεω ρητ ρητή Κ άφε άφ ερι τι ήθελε ήθελε να ρω τήσ ει το ν Π ιτς για τί είχε τοπ οθε οθ ετή σ ει έναν ένοπλο νοπλο ασ τυνομ νομ ικό σ την Ε ντα ντα τική κ α ι για τί τη ς είχε π ει ψ έματα, για να κατ κα τα φ έρει ρει να μ πει σ το δω μάτιο. Η ασ τυνομί υνομ ία σ υνήθω ς παρε παρ είχε προσ πρ οστ τασ ία σε περίπτω πτω σ η που πο υ ο ασ α σ θενής θενής ή τα ν το θύμα θύμ α σπε σ πεί ίρας ναρκω ναρ κω τικώ ν και κα ι χρει ρειαζότα αζότα ν προστ προσ τασία. Ή σε περί περίπτω πτω σ η που ή τα ν ο ύποπτος. Α υτή υτή η σ κέψ κέψ η τη ν ανάγ ανάγκα κασ σ ε να στ σ ταμ ατήσε ήσ ει κ α ι να κοι κ οιτά ξει ξει το δω μ άτιο του του Π ιτς. Π ίσω από τη τη ν τζ τζαμ ένια πόρτ όρτα, είδε μια σκ σ κιά να κινεί νείται. Μ ια νο νοσ οκόμ α άλλαζ λλα ζε τα σ εντόνι ντόνια, ω σ τόσο όσ ο η Ά γιο αισθάνθη θάνθηκε κε το σ ώ μ α της τη ς να σ φ ίγγεται. υ να ρ ε ι, ι, ο, ζή υγ
νώ
η
ι να
α
ό
τ
ν
λες να το υ
λή
ε
ι
,
ς εντ
ε ις ις
α
τ ις ις
λές α
ελές
ες ό
ι λυ
ι
νω
δ έ ες
α
υς
υ μ
νο
ν
ό , ι
υ
κα ι
σ
ο
νε
ο
ι
μ
λό
ρω
ς
ρέ
, ε
σου.
Ν αι, έτσ ι θα εί είχε κ ά τι να πει σ την Μ πενεντ νεντί ίκτε κτε, ότα ν επέ επέσ στρεφ ρεφ ε: πορούσε να φ αντ ανταστ ασ τεί την « ώ α λ ώ ς ο ί α ν υ ν ο μ » . Μ πορούσε εικόνα σ τον νου της: ης: ο ι Τ σερτς ρτς, εξαντλη ξαντλημ μ ένοι από το ταξίδι, ανακά νακ άλυπτ λυπτα α ν τη σ πασ πα σ μένη πόρτ πό ρτα α στ σ την είσοδο το του σ πιτιού τους, ους, που που είχε περικ περικυκλω θεί από τη ν τα ταινία τη ς ασ τυνομ υνομ ίας. « υ ά , Μ ν , λ λ ά
ο
Τζ
ν α κ
υ ψ α
υ ρ
ύ σ ε
ν ω
.
υ
να
κ ά σ ε δ ι ρε , Μ
ι
ρ ά
ν ο ,
ρ α ν,
ν α κ ά α
κα να
τ
μ
σ
ο
α
υ ψ α σ
φ
ό
ι σα ρί
ι
ο
υ ,
ό ρ ι
ρ ε
, συγχ
, ό
ς κ α ι
ρ ε σ έ μ ε ». ».
Π ροσπά ροσ πάθησ θησε ε να αποδιώ ξει ξει από το μυαλό της α υτές υτές τις σ κέψ κέψ εις α
ό νο
α
το υ
Θ
ύ,
ρέμησ
,
ι
ελή
μ
να
θα
γ
,
δά
ι
-
αλλά δε δεν μπορο μπ ορούσ ύσε ε να βγάλει βγάλει από απ ό το το μυαλό τη τη ς πω ς τα μ άτι άτια του του Π ιτς τη ν ακολο ακ ολουθού υθούσ σ αν, ακόμ κόμη κ ι έξω σ τον διάδρομο.
Η φ ω τογραφί ογραφ ία που που κρα κρα τούσε ύσ ε ο Ρόλα Ρ όλαντ ντ Κ λέαρ λέαρ απε απ εικόνιζε έναν έναν άντρα άντρα που σ υνου νουσ ιαζόταν ζόταν με με ένα αγ α γόρι. Γ ια τη τη ν ακρί ακ ρίβεια, ο άντ ά ντρ ραςβ ί α ζ ε το αγόρι - ή τα ν ολοφ ολοφάνε άνερο ρο από τη ν έκφ έκφρασ ραση η του παι πα ιδιού κ α ι από τη σ τάση άσ η του του σ ώ ματ μα τός του. Τ ο πρόσω πρόσ ω πο του του άντρα άντρα ή τα ν θολό, ολό, κάπω κάπ ω ς γερμέ ρμένο στ σ τη μία άκρη, αλλά αλλά ή τα ν ένα ένα πρόσω πρόσ ω πο που ο Ρόλα Ρ όλαντ ντ Κ λέαρ λέαρ έβλεπε βλεπε συχν σ υχνά ά το το ν τελευτ λευτα αίο καιρό. Ή τα ν το πρόσ πρ όσω ω πο του Ά λεκ λεκ Π ιτς. Ε κείνη τη τη σ τιγμή, γμή , δεκά δεκάδε δες ς μέτρα από κά κ άτω , ένας ασ τυνομ νομ ικός σε περι περιπολία περπ περπα α τούσε ούσ ε μπροσ μ προστ τά από απ ό το το Α ρκάιγκ Τ άουε άο υερ ρ και κα ι ο Κ λέα λέαρ, πνιγμένος γμένος σ το άγχος, γχος, έκλει έκλεισ ε τις κουρτίνες. νες. Ή ξερε ότι ότι δεν δεν μ πορο πο ρούσ ύσε ε να το το ν δει δειαπό χαμηλά αμ ηλά,, αλλά αι α ισθάνθηκε θάνθηκε έτσ έτσ ι πιο ασφ ασφ αλής, αλής, καθώ κα θώ ς πήγ πή γε στ στον καναπ ναπέ μα μαζί με τη φ ω τογραφί ογραφ ία κι κ ι άρχισε να τη την εξετά ξετά ζειπ ειπροσ ρο σ εκτικά.
Η ομά ομ άδα είχε εκπλα κπλαγ γεί. Τ ο DNA που βρέθηκ ρέθηκε ε σ τον Ρό Ρ όρι ανήκε νήκε σ τον πατέρα του, τον Ά λεκ. λεκ. Κ αι υπή υπ ήρχαν ρχα ν κ ι άλλα σ τοιχεία: οι ίνες νες στις πληγέ λη γές ς του Ρ όρι είχαν χαν αναγνω ναγνω ριστεί. Π ροέρχοντα ρχονταν από το κοντ κο ντο ομ ά νικο που ο Π ιτς φ ορού ορούσ σε κ α τά τη διάρκε ρκεια της της υποτι υπ οτιθέμε θέμενης νης επίθεση θεσης σ την οικογένει γένειά του. Π αρόλο που υπο υπ οσ τή ριζε ό τι δεν δεν είχε δει δει ή ακο α κούσ ύσε ει τον γιο του του όλο αυτ α υτό ό το το διάστ άσ τημα ημ α που ήτ ή ταν αιχμά χμά λω τοι σ το σ πίτι, με κά ποιον τρόπ ρό πο ίνες νες από το μ πλου λο υζά κι του βρέ βρέθηκαν θηκ αν κά τω από τα σ κοι κοινιά πο π ου κρα κ ρατ τούσ ού σ α ν τον γιο το του δεμ δεμένο. Κ αι τώ ρα που πο υ η ομ ομ άδα εί είχε αρχίσ ει να σ καλί κα λίζει το παρε πα ρελθόν λθόν του, ου , είχαν ανακ α νακα α λύψ ει μερικά άτομα ομ α τα οπο οπ οία πά ντοτε ντοτε αναρω ναρ ω τιόντα όντα ν τη υ α α υ τ ή χ ε ρ ά σ ι α ό ο μ λ ό τ ς - αν ο κύριος Π ιτς είχε τη σ υνήθει υνήθεια να κα κ α κο π ο ιείτο ίτο ν Ρόρ Ρ όρι ικάπ κά που κάπο κά που. υ. «Ο ή χος από τα κομ κ ομμ μ άτι άτια του του παζ πα ζλ που ενώ νοντα οντα ι είναι εκκω κκω φ αντι ντικός κό ς». Η Σ ούνε ού νες ς βρισ κότα κόταν στ σ τον υπολογι υπολογισ τή της, ης, σ τέλνοντ λνοντα ας μ έιλ καθώ ς έπινε ένα ένα κο κ ουτά κ ι αναψ ναψ υκτικό. κό . Έ ριξε μι μια
μ ατιά σ τον Κ άφε άφ ερι που που σ τεκότα όταν στ σ την πόρτ πό ρτα α το του γραφ ρα φ είου τους τους.. «Τ ι; Δ εν έχει χεις κ ά τι άλλο άλλο να κάνε κάνει ις, παρά παρά να σ τέκεσ α ι εκεί σαν σαν σκιάχτρο;» «Ν τάνι», είπε κλεί λείνοντα νοντα ς τη ν πόρτα πόρτα. «Ά κου...» .. .» «Ω χ», είπ ε εκε εκεί ίνη αναστ νασ τενάζοντ νάζοντα ας. «Σ ε ξέρω καλά κα λά κα κ α ιτώ ρα είμ αι σίγουρ γουρη ότικ ά τιθέλε θέλει ις, σ ω σ τά;» «Θ έλω να μιλήσ λήσεις σ ’ εκείνο το το αρχ αρχίδισ δι σ το Β ασιλικό Ν οσο οσ οκομ είο, εκείνον νον τον Φ ρέντ ρέντσ σιπ. Δ εν με αφ ήνεινα νεινα μιλήσω λήσω σ τον Π ιτς». «Μ ην ανησυχεί ανησυχείς, Τ ζα κ. Ά σε το ν Ά λεκ λεκ να να γίνει καλά κα λά κα κ α ι θα τον τον περιλάβο λάβουμ υμε ε σ ύντομ ύντομα α ». Κ ατάλ ατάλαβε αβε όμω όμ ω ς ό τι αυτό υτό δεν δεν του ήταν αρκετό, κ ι έτσ ι απομ άκρυνε το το πληκ λη κτρολόγι λόγιο, έγει γειρε πίσω σ την καρέ κα ρέκλα κλα τη τη ς και κα ι σ ταύρω σ ε τα χέρια πάνω πά νω από απ ό το το σ τομάχι ομ άχι της. ης. «Τ ζα κ, δεν δεν τον υ έ λ α ότα όταν πήγ πή γες σ το νοσοκ νοσ οκομ ομε είο, σ ω σ τά;» «Ό χι». «Ά ρα, δεν δεν χρει χρειάζεταινα ανησυχού νησ υχούμ μ ε γι για τη ν πε περίοδο κρά κράτησ ης». ης». «Ό χι». «Κ αιφ αι φ ρουρ ρουρε είται, άρα άρα είναι ναι αδύνα δύνατ τον να δραπετ δρα πετε εύσε ύσ ει». «Σω στά» στά».. Ά πλω πλω σ ε τα χέρια τη της. «Τ ότε, ότε, τι τρέχε ρέχει; Π ρος τι η βιασύνη; ύνη; Ά σε τον ειδικό να κάνειτη δου δουλειά του» του». «Ω , Θ εέ μ ο υ . » Β υθίστηκ στηκε ε σ την καρέκλα καρέκλα του του κ ι έτριψ ε τα μάτ μά τια του. «Ά κου, δεν ξέρω το γνω ρίζω , αλλά αλλά σου σ ου το το υπογράφ υπογράφ ω , τα πράγμ ρά γμα ατα δεν δεν είναι να ι τόσο όσ ο απλά πλά». Έ γει γειρε εμ εμπρός πρός, τεντώ εντώ νοντ νοντα α ς τον δείκτη το υ προς ρος το μέρος ρος της. «Ε ίμ αι σ ίγουρ γουρος ότι έχει αιχμα χμαλω τίσ ει κ ι άλλη οι οικογένε ογένεια, Ν τάνι. Α φ ού βεβαι εβα ιω θεί ότι όλο όλοι σ το σπί σ πίτ τι είναι δεμ δεμ ένοικα νοικ α ι φ ιμω μένοι μένοι, μπο μ πορε ρείνα ίνα μπ μπαινοβγαί νοβγα ίνει νειό ποτε του α ρ έσ ει. ει. » « Τ ζα κ . » « . κ ι αν κρατ κρα τά ει κάπο κά ποι ιον, πόσ πόσ ο και κα ιρό νομ νομ ίζεις ό τι θα κατ κα ταφ έρουν ρουν να επιβ πιβιώ σ ουν; ουν; Τ έσ σερις μέρες ρες; Μ ε τέτο έτοιο και καιρό κ α ιδίχω ς τραύμ ρα ύμα ατα, του τους δίνω πέντε έντε μέ μέρες ρες, αν έχου έχουν λίγη μ η μ έ τύχ τύχη». η». Σ ηκώ θηκε και
ακούμ ακ ούμπη πησ σ ε τη ν πόρτα. πόρτα. «Τ ώ ρα, σ ε παρακαλώ , μίλα σ’ σ ’ α υτόν υτόν τον τον μαλάκα μα λάκα σ το νοσ νοσοκ οκομ ομε είο». ο» .
Η Μ πενεντ νεντίκτε σ υνέχι νέχιζε να πριονίζει με τη σανίδα, χάνοντ χάνοντα ας δυνά δυνάμ μ εις με κάθε λεπ λεπτό που περνούσ ρνούσε ε. Δ εν τη ν ένο ένοι ια ζε αν έκ έκανε υπε υπ ερβολ ρβ ολι ικό θόρυβ θόρυβο, ο, τώ ρα που ήξερε ότ ότι ο Κ αλικάντζ ντζαρος ρο ς είχε φ ύγει ύγει. Ρ οκα οκα νίδια έπεφτ πεφ τα ν κάτω , σ υνοδε υνοδευό υόμ μ ενα από σ χίζες ξύλου. Κ άθε λίγα λεπτ λεπτά ά αναγκα ναγκαζ ζόταν να σ ταμα αμ ατήσ ει, απλώ νοντα νοντα ς τα πόδι πό δια της της,, μέχ μέχρι να ξεκο ξεκουρ υρα ασ τεί. Έ πειτα , θα έπεφ έπεφτ τε στ στο πλάι πλάι, ρουφ ρουφώ ώ ντα ντας όσο όσο περι περισσ ότε ότερο νερό νερό μ πορο πορούσ ύσε ε από τον σ ω λήνα. Γ ινότα νόταν όλο κα κα ι πιο αδύναμη, αλλά δεν θα τα παρατούσε. Τ ης πήρε πήρε κάπ ου τρεις ώ ρες για να κά νει νει μια σχ σ χισμή σμ ή μισού σού εκατοστ οσ τού. Έ να κο κ ομ μ ά τι ξύλου, σ το μ έγεθος κ ύβο ύβ ου ζάχαρης, άχαρης, είχε αφ αιρεθε ρεθεί ί από τη τη σανίδα, αφ ήνοντα νοντας μια τρύπα ύπ α μ εγέθου γέθους ς δύο δαχτύλω δαχτύλω ν. Ά φ ησε κάτ κά τω το αυτοσ υτοσχ χέδιο πρι πριόνιτης κ ι έχω σ ε το σ ύρμα του σ ουτ ουτιέν τη ς σ την τρύπα ρύπα, περνώ περνώ ντα ντας τη μία άκρη του κάτ κά τω από τις σανίδες δες, χρησ χρη σ ιμ οποιώ ντα ντας το για λαβή λαβή.. Κ άθισε σ το πά τω μ α, σ τηρίζοντα ντας τα πόδια τη ς σ τον το τοίχο, χο, κρά τησ ε σφ σ φ ιχτά χτά τις δύο άκρε κρες του σ ύρμα ύρμ ατος κ ι άρχισε να το τραβά ραβάε ει. Ο ι φ λέβε λέβες ς σ το κεφ κεφ άλι της είχαν πρη πρησ σ τεί από απ ό τη ν προσπά προσ πάθε θει ια. Μ ο ρ ο ύ ν ά ρ α γ ε α σ ά σ ο υ ν λέ ς σ ο υ ; σκέφτηκε. Μ ρ ο ύ ν α σ σ ο υ ν σ ι α φ κ ά ;
Τ ο Λ ονδ ονδίνο έλι έλιω νε. νε. Τ ο έδαφ έδαφος ος σ το Π άρκο Μ πρόκ πρ όκγουε γουελ λ θύμιζε Κ ρανίου τό τόπο, καθώ ς ρω γμές είχαν σ χη μ α τισ τείσ το στ σ τεγνό χώ μ α κα κα ι σ το Μ πρίξτο ξτον οι ο ι κοπέλες διέσ χιζαν το το υς δρό δρόμους ντυ ντυμ ένες ένες με με τζιν σ ορτ ορτσ άκια κα κ α ι κοντές ντές μπλούζες λούζες, με τα μαλλι μα λλιά το το υς πιασ μ ένα κότσ κότσο. ο. Σ τη ν άκρη τη τη ς ζεσ τή ς πισίνας, ας, το το Ψ άρι ο Γκά Γ κάμ μερ σ τεκότ κό ταν
κουρασ κουρασμ μ ένος. ος. Α πό τό τό τε που που σ υνάντη υνάντησ ε το ν επιθεω θεω ρητ ρη τή Κ άφε άφ ερι αισ θανότα θα νόταν ν τρο τρομ μ ερά ευερέθισ τος. ος. ν α ι η λ ε υ τ α φ ρ ά υ λά ε ν α υ ν ο μ . Η σ ημερινή τά τάξη α ποτελούν ελούντ τα ν από τις «βί «βίδρες δρες», τα οκτάχρονα χρο να κι κ ι εννιάχρονα χρονα πα παιδιά. Τ α κο κοίταξε ταξε με μ ε μ ισ όκλει κλειστα μάτι άτια, καθώ ς σ χημ άτιζα ν γραμμ ραμ μή σ την άκρη του νερού νερού,, σαν σα ν πιγκο γκουίνοι νοι με πολύ πο λύχρω χρω μ α μαγιό. «Λ οιπόν; Π οιος λεί λείπει;» Τ α παιδιά κοίταξαν ξαν του τους διπλανο λα νού ύς τους ους. «Ο Τ ζος», ος», είπ ε ένα ένα απ α πό τα αγόρια, χαρίζοντα οντας σ τον Γκ Γ κάμε άμ ερ ένα ένα χαμ χαμ όγελο δίχω ς δόντ δόντι ια. Ο Τ ζος Τ σερτς ρτς ή τα ν νέο νέος σ την τάξη. Ε ίχε έρθει ρθει μονάχα ονάχα δύο φ ορές ορές και κα ι ο Γκάμ Γ κάμε ερ θυμό θυμότ ταν πω ς τον εί είχε αφ ήσε ήσ ει σ την εί είσ οδο οδο του του κολυ κο λυμ μ βητη ρίου ένα κίτρινο αμ α μάξι. «Λ οιπόν; Τ ον έχε έχει ι δει δει κανεί νείς από από εσάς; άς; Μ ένε ένεικανε κα νεί ίς κοντά ντά του;» ου ;» Τ α παι πα ιδιά αντάλλα ντάλλαξ ξαν με μ ερικά απορη πο ρημ μ ένα βλέ βλέμ μ ατα κα κ αι ανασή νασ ήκω σ α ν τους ώ μους. ους. Ο Τ ζος ζος ή τα ν νέο νέος σ την περι περιοχή οχή κ α ι δεν δεν τον ήξεραν ρα ν τόσ τόσο ο καλά. καλά. Κ ανεί ανείς το υς δεν δεν φα φ αινότα νόταν να ενδιαφ έρετ ρεται που που έλειπε. «Ε ντά ντάξει ξει». Σ φ ύρι ύριξε δυνατ δυνατά. «Π άρτε σ ω σίβια, αν τα χρει χρειάζεσ τε, και κα ι μ πείτε σ το νερό νερό». ».
Ο αρχιφ ύλακας ύλακ ας Λ όγκαν όγκαν στ στεκότα ν στ στην πόρτ πόρτα τη τη ς αίθουσα θουσ ας σ υμβά υμ βάντ ντω ω ν, με μια κού κο ύπα κα κ αφ έ σ το χέρι, εξετ ξετάζοντα ντας τη γραβ γραβάτα του, σαν να πίσ τευε πω ς τη ν εί είχε λεκιάσ ει. Ό τα ν ο Κ άφε άφ εριήρ ρι ήρθε θε και σ τάθηκε θηκε δί δίπλα του του,, τη ν άφησ άφ ησε ε να πέσ ει σ το σ τήθος το υ και κα ι τον κοίτα ξε με ένοχο νοχο βλέμμ βλέμμα. α. «Ό λα καλά;» «Π όσ α σ πίτια επισ κέφθη έφ θηκ κες για να να μιλήσ λήσεις με του τους ενοίκους;» κο υς;» «Ε μ ... δεν ξέρω , προσπά προσ πάθησ θησα α να κάν κά νω όσο όσ ο καλύτ κα λύτε ερη δουλει δουλειά μπορούσα». « Μ ά λ ισ τα .» Ο Κ άφερι άφερι έχω σε τα τα χέρια του του στι στις τσ έπες πες και
πλησ πλη σ ίασε περισσ ότε ότερο, ρο, ψ ιθυρίζοντα οντας σ το αφ α φ τί το υ Λ όγκαν: όγκαν: «Μ «Μ όλις μου ήρθαν ρθαν τα χαρτ χαρτι ιά για τις υπερω υπ ερω ρίες σ ου κα ι τα σ υνέκ νέκρινα με τον αριθμό τω ν συ σ υνεντ νεντεύξε εύξεω ω ν που πήρε πή ρες ς αυτή υτή τη ν εβδο εβδομ μ άδα κι κ ι εντό ντόπισ α ένα πρόβλημα πρόβλημα... ...» » Ά φ ησε το σαγ σα γόνι όνι του να πέσ πέσ ει κι ανασή ανασήκω κω σ ε τα φρύδια. Ο Λ όγκαν ήξερε ήξερε τι εννοούσε οούσ ε. Χ αμήλω αμ ήλω σ ε τη μ ατι ατιά του. του. «Μ ην ανησυχε ανησ υχεί ίς, μπορε πο ρεί ίς να επανορθώ πα νορθώ σεις», μ ουρμ ουρμούρ ούρι ισε ο Κ άφερι άφερι. «Σ «Σ ου έχω μια δουλει δουλειά». Κ οίτα ξε πάνω από τον τον ώ μ ο του του.. Η Ν τά νι μιλούσε σ το τηλέ τηλέφ φ ω νο, με τα πόδια απλω απ λω μ ένα πάνω πάνω στο στο γραφ ραφ είο. «Σ το γραφ ραφ είο μου έχω αφ ήσ ει έναν χάρτη ρτη κα κ α ι οδηγ οδηγίες. Θ α χτυ χτυπή σ εις τις πόρτες είκοσ ισ πιτιώ ν σή σήμερα, ρα , προτού δύσ δύ σ ει ο ήλι ή λιος». ος». Ο Λ όγκαν όγκαν στάθηκε στάθηκε ακί ακ ίνη τος και κα ι μ ουδι ουδιασμέ ασ μέν νος, ος, μέχ μέχρι που ο Κ άφε άφ ερια ρι απομα πομ ακρύν κρύνθηκε θηκ ε. Έ π ειτα ίσ ιω σ ε τη τη γραβ ρα βάτα άτα του κ α ι κοί κο ίτα ξε τη ν Κ ριότος ότος.. « Τ ι σ κατά τον έπι έπιασ ε;» ψ ιθύρισε. Η Κ ριότος ότος ανασ ήκω ήκ ω σ ε το το υς ώ μ ους ους τη ς κα ικοί κο ίταξε αλλού. αλλού.
«Ε πιτέλους λους». ». Τ ης είχε πάρε πά ρει ι σ χεδόν χεδόν πέ πέντε ντε ώ ρες ρες, αλλά τε τελικά η Μ πεν αισθάνθη θάνθηκε κε το ξύλο να ραγί ρα γίζειανάμε νάμ εσ α σ τα χέρια της της.. Τ ο τράβ ρά βη ξε με μ ατω μ ένα δάχτυλα δάχτυλα κ α ι σε λί λίγο η σ ανίδα έσ πασ πα σ ε κ α ι κατ κα τάφ ερε να δει δει τον χώ χώ ρο κάτω κάτω από το το πάτω πάτω μ α. Έ χω σ ε το κεφ κεφ άλι τη ς στην στην τρύπα κα ι κ οίτα ξε γύρω . Η κοι κο ιλότ λό τη τα είχε βάθος είκοσι οσ ι πέντε ντε εκ εκα τοσ τά και κα ι ο αέρας αέρας μέσα τη τη ς ή τα ν ζε ζεστός. ός. Σ ω λήνες λήνες κ α ι καλώ κα λώ δια ήτ ή ταν σ τοιχισ μ ένα σ το πλάι λά ι του σ πιτιού κα κ α ι χάνοντ χάνοντα αν μέ μέσα σ το σ κοτ κοτάδι. Δ εν μ ύριζε μούχλα, αντί ντίθετα θετα η Μ πεν ξεχώ ξεχώ ρισ ε τη μ υρω διά φρέ φ ρέσ σκου ξύλου, ξύλου, βερνικω μ ένου με μαστίχα. Α νακάθι νακάθισε και κα ι, αφ α φ ού αφ α φ αίρεσ ρεσε την υπόλ υπ όλο οιπη σανίδα, βύθι βύθισε το πρόσ πρόσω ω πό τη τη ς βαθύτ βα θύτε ερα στ σ την τρύπα ρύπα.. σ τα μ άτια τη τη ς βρισ κότ κόταν ένα κι κιβώ τιο ι ρ α τ ι κ ν ο υ μ ε ; Κ οντά στ διακλάδω σης ση ς καλω κα λω δίω ν βιδω μ ένο πάνω π άνω σε μια δοκό δοκό κα κ α ι λευκά λευκά καλώ κα λώ δια έβγαιναν ναν απ από κάθε πλε πλευρά υρά του, του, θυμ θυμ ίζοντα οντας μικρό χτα χταπόδι.
Έ να από τα καλώ κα λώ δια κατ κα τέληγ λη γε στην στην κορυφή κορυφ ή ενός μαύρου μα ύρου κυλίνδρου που ή τα ν σ τερεω ρεω μ ένος πάνω σ τη γυψ οσαν οσα νίδα. Η Μ πεν πεν χρει ρειάστ άσ τηκε ηκ ε μερικά δευτε δευτερό ρόλεπτ λεπτα α για να κα τα λάβ λά βει πω ς κοιτούσ ε το το κά τω μέρος μέρος ενός λαμ λαμ πτή πτήρα κρυφ κρυφ ού φ ω τισ μ ού σ την κουζ κουζί ίνα. Θ έ μ ο υ - ήξερε ξερε πω ς α υτού υτού του είδους δου ς τον λαμ λαμπτήρ πτήρα α, το ν εί είχαν σ πρώ ξει ξει απλώ απ λώ ς μέσα μέσα σ τη γυψ οσαν οσα νίδα, δίχω ς να τον βιδώ σ ουν ή να τον καρφ κα ρφώ ώ σουν. σο υν. Θ υμή υμήθηκε θηκ ε πω ς ο Ν τάρεν, άρεν, ο σ ύζυγος ύζυγος τη ς Ά γιο, είχε τραβ ρα βή ξει ξει με τα χέρια του έναν στ σ την κουζίνα το υς σ το Κ ένιγκτον, γκτον, και μάλι άλισ τα κρεμό κρεμότ ταν από από το καλώ κα λώ διο του του.. Ξ άπλω άπ λω σε μπρο μ προύμ ύμυτ υτα α κι κ ι έβαλε βα λε το χέρι τη ς σ την κορυφ κορυφή ή του λαμπτ λαμπτήρα, ήρα, πιέζοντά οντάς το ν προς τα κάτ κά τω . Β γήκε ήκε από τη ν υποδοχή υπ οδοχή του, ου, όπω ς το ζελέ γλισ τράε ρά ειαπό ια πό το καλο κα λού ύπι, κ ι εξαφ ανίσ τηκε, κε, κ α ι αμ έσ ω ς το φ ω ς τη ς ημέ ημ έρας πλημμύρι πλημ μύρισε το ν χώ ρο κάτω κάτω από το πά π ά τω μ α. Η Μ πεν πεν κράτ κρά τησε ησ ε τη ν ανάσα ανάσ α της της.. Ο λαμπτ λαμ πτήρ ήρας ας άρχι άρχισε να κρέ κρ έμ εται σαν σαν εκκρεμές κκ ρεμές,, με τα καλώ διά το του να χτυπ χτυπά ά νε τις πλευρέ λευρές του τοίχου χου από κάτω , κ α ι όταν η Μ πεν διαπίσ τω σ ε ότ ό τι κανέ κα νένα νας ς δεν δεν ανέ ανέβα βαι ινε τρέχοντα χοντας τις σ κάλε κά λες ς για να μ πει σ το δω μ άτιο, αισθάνθη θάνθηκε κε αρκ αρκε ετά θαρραλ θαρραλέ έα γι για να χώ σ ει το πρόσω πρόσ ω πό τη ς σ την τρύπ τρύπα α και κα ι να δει δει τι σ υνέβα υνέβαι ινε εκείκά ίκ ά τω . Ξ άπλω σε μπρούμ μπρούμυτ υτα, α, με τα χέρια μπροσ μ προστ τά, σαν σα ν να έκα έκαν νε κατ κα τάδυση άδυσ η , και κα ι σ κέφ κέφ τη κε το ν Τ ζος να βγαί βγαίνει τρέχον ρέχοντ τας από την πισ ίνα του κολυμ κολυμβ βητη ρίου κα κ α ινα μ παίνει νει σ το αμά αμ άξι. «Μ αμά, τι πάει να πε π ει υδροδυναμι υδροδυναμ ικός;» κός;» Τ ο τα τα βά νι από γυψ οσα οσ ανίδα ξαφ ξαφν νικά άρχι άρχισε να ραγίζει κάτ κά τω από το το βάρος της. ης. Έ ντρομη, ρομ η, οπισθοχώ σθοχώ ρησε ρησ ε, τραβ ώ ντα ντας το κεφ κεφ άλιτης λιτης,, κα ιτα μαλλι μαλλιά τη τη ς πιά σ τηκαν σε σ ε ένα από από τα καρφιά. «Ω , Θ εέ μου». Έ μ εινε ακίνητη νητη, περιμ ένοντα νοντας να κα κατα ρρε ρρ εύσε ύσ ει το ταβάνι βά νι. Α λλά λλά ότα ν δε δεν σ υνέβη υνέβη κ ά τι τέτο έτοιο, ηρέμ ρέμησε. Α πομ πομ άκρυνε κρυνε τα μαλλι μαλλιά από από τα μ άτι άτια τη τη ς κ α ι αργά αργά και κα ι προσ πρ οσε εκτι κτικά έσ κυψ κυψ ε κάτ κά τω . Α υτή υτή τη φορά, ορά, ή τα ν περι περισσ ότε ότερο προσ προσε εκτι κτική. κή . Ά πλω σε τα χέρια τη ς σ το πά τω μ α σαν σ αν
σ αύρα αύρα κ α ι αργά αργά βύθισε το πρόσ πρόσ ω πό τη ς σ τον ανάερο ανάερο χώ ρο, αθόρυβα σαν σα ν γάτα σ ε ώ ρα κυνη κυνη γιού, μέχ μέχρι που μ πορούσε πορούσ ε να δει δει από απ ό την την τρύπα που άφησε ο λαμπτήρας. Ε κεί μέσα είχε πολύ πολύ φ ω ς κ α ι τρία μέτρα παρα πα ραπέ πέρα ρα,, πίσω από την κουζ κου ζίνα, βρισ κόταν κόταν ο Χ αλ, πε π εσ μ ένος σ το πάτ πά τω μ α, με το πρόσω πρόσω πό του να βλέπειπρος την τρύπα. έ μ ο υ .
Τ α πόδι πόδια το το υ κρέ κ ρέμ μ οντα ονταν δεμ δεμ ένα από το το χερούλιτ ρούλι του φ ούρνου. ούρνου. Τ α χέρια του ήτ ή τα ν τεντω ντω μ ένα πάνω από από το το κεφ κεφ άλιτ λι του κα κ α ι σ τερεω ρεω μ ένα σ τα πόδια το του πλυντηρί πλυντηρίου. Τ ο σ ορτσ ορτσ άκι του κρατ κρα τούσ ούσ ε δε δεμ ένα τα πόδι πό δια το του, που είχαν χαν περ περασ τεί μέσα στ σ το ίδιο μ π α τζάκι ζάκ ι και τα υτόχρο υτόχρονα να είχαν δε δεθεί θεί με δύο δύο μπλε μπ λε κα ι πορτ πο ρτοκ οκα αλίκα λί καλώ λώ δια από τη σ χάρα οροφής οροφ ής το υ Ν ταεγού, αεγού, ενώ το σ τόμα όμ α του του ή τα ν καλυμμ κα λυμμέ ένο από μια καφ κα φ έ κολλητ λλη τική ταινία. Έ νας νας μεγάλος λος λεκές λεκές από περιττώ μ α τα τον περικύκλ κύκλω ω νε. νε. Η Μ πεν τον άκου άκ ουσ σ ε να ροχαλίζει, σαν να έπαι πα ιρνε έναν υπνά υπ νάκο κο.. Σ αν να είχε φ άει ένα καλό καλό βραδι βραδινό κ α ι είχε αποκοι οκ οιμ η θεί θεί βλέποντας στην τηλεόραση τον Μ ο ο υ . Έ φ ερε τα τα χείλη τη ς σ την τρύ τρύπα πα.. « λ ;» ψ ιθύρ θύρισε. ; » ψι
Π αράλληλα αράλληλα με μ ε το Μ πρίξτον Χ ιλ κ α ι τον παλι πα λιό ποτ πο τα μ ό Έ φ ρα που μ παζω μ ένος χυνότα χυνότα ν πλέ πλέον στ σ τον υπόγειο υδροφόρο υδροφ όρο ορί ορίζοντα οντα από από τα τέλη το του περα περασ σ μένου μένου αιώ να, απλω νότα νόταν η οδός Έ φ ρα που σ υνέδε υνέδεε ε τη ν κάτω , πιο σύγ σ ύγχ χρονη κα ι καλλι κα λλιεργη ργημένη μένη πλευρά του Μ πρί πρίξτον με τις φ τω χές δημ δη μ οτικές κα τοικίες σ το τέλος έλος το υ Σ τρίτχαμ χαμ. Ε κεί, σ ε μία από τις πιο ζεστ εστές ημ έρες του χρόνου, ο αρχιφ ύλακ ύλα κας Λ όγκαν όγκα ν ανέβ νέβαινε αργ αργά το τον λόφο, λόφ ο, βράζ ρά ζοντα οντας σ τον ιδρώ δρώ τα του. του . Ο ήλιος είχε ζεστ εστάνει νει τόσ ο το έδαφος δαφ ος,, που ο ι πέτρες του πλακ λα κόσ τρω του είχαν αρχί ρχίσ ει να ση σ ηκώ νοντα νονται. Μ προσ προστ τά του του,, γά τες κοιμ ούντα ούντα ν μέ μ έσα σε θάμνους θάμ νους,, κουνώ ντα ντα ς τα αφ τιά τους τους,, σ την προσ προσ πάθε πά θει ιά το τους να
απομακρύνουν τα έντομα. α
μ έ νη μ
,
σκέφτηκε,
έ μ ο υ ,
ι
εν
θα
έκα να
ίρ ίρ α .
Σ τη ν ευθε υθεία κα κ α ι αριστερά βρισ κότ κόταν το καινούρ νούριο σ υγκρό γκρότημ α πολυκ ολ υκα ατοικιώ ν το υ Κ λοκ Τ ά ουε ουερ -έβλεπε -έβλ επε τι τις σ καλω κα λω σ ιές- κ ι από πίσω πρόβα ρόβαλλε λλε επ επιβλητικός ένας γερανός ρανός.. Β ρίσκοντ κοντα αν κ ι άλλες άλλες, ψ ηλότ λότερες πολυκ ολυκα α τοικίες, που είχαν θέα θέα στ σ το πάρκ πά ρκο. ο. Υ πέθεσ θεσε ότι ότι έπρεπε να τσεκάρει αν σε κάποια απ’ αυτά τα νεόκτιστα διαμερίσ ματα είχαν χαν ήδη ήδη μ ετα ετα κομ ίσ ει οι νέοι νέο ι ένοικοι. Σ κούπισ ε το τον ιδρώ τα από από το το μ έτω πό του. ου . Τ ου είχαν με μείνει νει άλλες άλλες δεκα δεκαοκ οκτ τώ διευθύνσ υθύνσε εις να επισ κεφ θεί - κ α ι δεν δεν εί είχε σ κοπό βέβαια να ξοδέψ ξοδέψ ει πολύ χρόνο. ρόνο. Α ν κάπ κά π οιο ς δεν δεν απα απ αντού ντούσ σ ε στην στην πόρτα, πόρτα, θα ση σ η κω νότα νόταν καιθα έφευγε.
Σ το μ εταξύ, στ σ το νούμε ούμ ερο πέ π έντε ντε τη ς οδού το του Κ λοκ Τά Τ άουερ, ουερ, ο Χ αλ άνοιξε τα μ άτι άτια το του κ α ι σ κέφ κέφ τηκε πω ς βλέ βλέπει έναν άγγ άγγελο. Έ να ολοστ ολοσ τρόγγ ρόγγυλο πρόσ πρό σω πο τον κοι κο ιτούσε ύσ ε από ψ ηλά. Σ τη ν αρχ αρχή νόμ νόμι ιζε πω ς τα μάτια, αυτά τα τέλει έλεια μ άτια που έμ οιαζαν με μ ε καθρέ καθρέφ φ τες, κάλυ κά λυπ πτα ν όλο το το ταβάνι βά νι. Μ πενεντ νεντί ίκτε; του ψ ιθύρι θύρισε. « λ ;» ; » του Κ αι τότε, για πρώ τη φ ορά σκέ σκέφ φ τηκε πω ς είχαν ακόμ κόμ η ελπίδα. Π ροσπάθησ ροσπά θησε ε να κου κ ουνήσ νήσε ει το κεφ κεφ άλι άλ ι του για να τη τη ς δεί δείξει ξει πω ς την άκουγ κου γε, αλλά αλλά δεν δεν τα κατ κατάφ ερε. ρε. Δ άκρυα άκρυα κύλησ κύλη σ αν από τα μ άτια του. του. «Χ αλ», ψ ιθύρισ ε εκεί κείνη χαμηλόφ μη λόφω ω να. «Ο Τ ζος; ος; Ε ίναι...; ...;» » Ε κείνος νος έδειξε με με τα μ άτια σ το πλά πλάι, υπ οδεικνύο νύοντα ντα ς το μέρος ρος όπου βρισκόταν ο γιος τους. Ε κεί κείνη έκα έκανε νε πίσω κα ι προσ προσπά πάθησ θησε ε να δει δει από μια άλλη άλλη οπτ οπτική γω νία το κα θισ τικό. Ε ίχε τη ν αί αίσθησ θηση ό τι η θερμοκ θερμ οκρ ρασ ία το το υ αέρα ή τα ν διαφορ αφ ορε ετική, κή, μ πορο πο ρούσ ύσε ε να μ υρί υρίσ ει τη ν ανάσ α νάσα α τη τη ς σ τον μικρό
χώ ρο. Ή τα ν σαν σα ν η ένταση που βρισ κότα κόταν μέ μ έσα τη τη ς να είχε μ ετα ετα τρα πεί σε χη χημικά, κά , τα οπ οπ οία εξέπ ξέπνεε από του τους πνεύ νεύμ ονές της. Έ σ πρω ξε το πρόσω πρόσ ω πό τη ς μέσα μέσα σ την τρύπα, μέχ μέχριπου ρι που κατ κ ατάφ άφ ερε να περάσ περάσ ει από μέσα της της.. Τ α μ άτια τη τη ς ανοιγόκλει γόκλεισαν, κοί κ οίτα ξαν γύρω γύρω σ τον χώ χώ ρο κα κ α ι πάγω πάγω σαν σα ν. Δ εμ ένος σ το καλο καλορι ριφ έρ του κα θισ τικού, ού, κουλο κο υλουρ υρι ιασ μ ένος, νος, με τα γόνατ όνα τα να να ακουμ ακ ουμπά πάνε νε το πιγούνι ού νι του, ου , βρισ κόταν κόταν ο Τ ζος. ος. Π αρόλο αρόλο που είχε χλω χλω μ ιάσ εικα εικ α ι ή τα ν φα φ ανερά νερά ταλαι ταλα ιπω ρημ ρη μ ένος, νος, είχε μια ήρε ήρεμ μη έκφρασ κφ ραση η κα ι ή τα ν συγκε σ υγκεντ ντρω ρω μ ένος σ την προσπά προσ πάθε θει ια το του να λύσ λύσ ει το σ κοι κο ινί που το ν κρα κρα τούσε ύσ ε δεμ δεμ ένο με το καλοριφ έρ. Σ τον καρπ κα ρπό ό που που είχε κατ κα τα φ έρει έρει να απελευθε λευθερώ σ ει υπή υπ ήρχαν ρχα ν κό κόκκινες νες αυλακι υλα κιές, ενώ η κολλη κολλητ τική ταινία που πο υ κά ποτε σκέπ σ κέπα αζε το σ τόμα όμ α του του,, είχε αφ ήσ ειένα ιένα σημάδι. χαμ ηλόφ ω να στ σ την αρχή, αρχή, νομί νομ ίζοντα οντας πω ς τα μ άτια τη της « φ ; » είπ ε χαμη τη γε γελούσαν ούσαν.. «Τ Ζ Ο Σ !» Ε κείνος νος δεν δεν αντέ αντέδρα δρασε αμέσ ω ς, αλλά έμ έμ εινε άγαλμ άγαλμα α κο κοιτάζοντα ντα ς τα σ κοινιά. Τ ου πήρε πήρε λίγη ώ ρα για να να σ υνέλθε υνέλθει ι κα ι τα μ άτι άτια του του κοίταξαν ξαν προ π ρος ς το μέρος της. «Τ ζος;» ος;» «Μ α.,.μα α.,.μαν νούλ ούλα;» α;» Τ ο παιδί τη ς είχε αλλάξε λλάξει ι. Τ ο πρόσ ω πό του είχε ρέψ ρέψ ει, τα μάτια του φ αίνοντα νονταν πελώ πελώ ρια. Έ μ οια οια ζε με με τον Χ αλ - έμ οιαζε με έν έναν μικρό, κρό, εικοσάχρον κοσ άχρονο ο Χ αλ, έτσ ι όπω όπ ω ς οι φ λέβε λέβες ς προε προεξ ξείχαν από το μ έτω πο κα ιτα χέρι χέρια του του.. Τ ο κακό κα κόμ μ οιρο παι πα ιδάκι δάκι της. ης. Ά πλω σ ε το χέρι του σ τον αέρα, αέρα, δίχω ς να τη τη ς πει τίποτα οτα . Τ ο κρα κρα τούσε ύσ ε απλω μ ένο, με ανοιχτή τη τη ν παλάμη, παλάμ η, σαν να προσ προσπα παθούσ θούσε ε να αγ α γγίξει ξει το πρόσω πρόσω πό της. ης. Ν α δει δει αν ή τα ν αληθινή, ή ονε ονει ιρευότα ρευόταν. Έ πειτα , το άφη άφ ησε να πέσεικ έσ εικα α ι βάλθη βά λθηκε κε να περιεργάζε γάζετ τα ιτο σκοι κοινί. «Τ ζος!» ος!» «Ο μ παμ πα μ πάς πά ς δεν δεν εί είναι καλά» κα λά»,, ψ ιθύρισ ε δίχω ς να κοιτά ξει ξει πάνω πάνω .
«Δ εν μπ μπορε ορείνα μιλήσε λήσ ει». «Τ ο ξέρω ξέρω , καρδι ρδιά μου. Έ χεις πιειτί ειτίποτα;» οτα;» Κ ούνησε ούνησ ε αρνητ αρ νητι ικά το το κε κ εφ άλιτ άλ ιτου ου.. «Τ ίποτ πο τα ;» «Λ ίγο νερό νερό». ». Δ εν τη ν κοίτα ζε. Ή τα ν ένα ένας ς μικρός κρό ς άντρας άντρας,, σ κέφτ κέφ τηκε, γινότ νότα ν ο άντρα άντρας ς του σ πιτιού από τώ τώ ρα. ρα . «Π ώ ς αισθάνεσ θάνεσαι, καρδι κα ρδιά μου; Π ώ ς είναι ναιη κοι κο ιλίτσ α σ ου;» «Μ ε πονάει πονάει λίγο. Δ ιψ άω , μαμά». μαμ ά». «Μ ην ανησυχε νησ υχεί ίς, θα σου σου φ έρω κ ά τινα πιείς». «Συγ «Σ υγγ γνώ μ η, μαμά, μαμ ά, αλλά αλλά κατ κα τουρήθηκα ουρή θηκα.. Δ εν το ήθελα, ήθελα, λυπάμαι λυπάμ αι». «Μ ην ανησυχε ανησ υχεί ίς, γλυκέ γλυκέ μου, μο υ, δεν δεν πειράζ ρά ζει». Ό λος λος ο πόνος πό νος που που αισθανότ θανότα αν, τη ν έκ έκανε να θέ θέλει λεινα κλάψ κλά ψ ει. Α υτό υτό το μικρό αγόρι, το οποίο πίσ τευ τευε πω πω ς είχε πεθάνε πεθάνει ι, δεν δεν τα είχε παρ πα ρατήσ ει. Ε ίχε σ χεδό χεδόν ν απελευθε πελευθερω ρω θεί θεί από τα σ κοινιά. Α ντί να κλαί λαίει κ α ι να μοι μοιρολογε ρολογεί, όπω ς εκεί κείνη, είχε βάλει λει σε εφ αρμ αρμογή σι σ ιω πηλά πη λά το το σχέδιό του να δραπετ δρα πετε εύσε ύσ ει. «Ο κ α κός άντρα άντρας ς δεν δεν εί είναιε ναι εδώ ». Ο Τ ζος κατένευ νευσ ε. «Έ φ υγε. υγε. Ε ίναι ναι απαίσ ιος κ α ι η ασ τυνομί υνομ ία θα τον σπά σ πάσ σ ει σ το ξύλο ξύλο κα κ α ι μ ετά θα το τον ρίξουν σ τη φ υλακή κ α ι θα τον τον σ κοτώ κοτώ σουν». σουν». «Ά κουσε κουσ ες τη μαμά μαμ ά που σε φ ώ ναζε αζε;» «Ν αι. Δ εν μ πορο πο ρούσ ύσα α να πω τίποτα, οτα, επειδή είχα κάτ κά τι πάνω πά νω στο στόμα μου». «Μ ην ανησυχε ανησυχείς, γλυκέ γλυκέ μ ου. Σ ’ αγαπώ ». «Κ ιεγ ιεγώ ». «Τ ι κάνεις εκεί εκεί;» «Λ ύνω ύνω το σκοινί. Θ α έρθ έρθω ω να σε σ ε ελευθε λευθερώ ρώ σ ω ». Έ μ εινε σ ιω πηλός πη λός για λίγο κ ι έπειτα, δίχω ς να τη ν κο κοιτάξει τάξει, είπε: «Μ ανούλ νούλα α;» «Ν αι;» «Ν ομί ομ ίζω ό τι σ κότω σ ε τη Σ τρουμ ρο υμφ φ ίτα». Τ α χε χείλη του του τρεμούλι ύλιασ αν. «Ε πειδή. δή ... επειδή δεν δεν ξέρω ξέρω πού είναι».
«Ω , Τ ζος... ...» Ο λαι λαιμός τη ς Μ πενεντ νεντί ίκτε έκλε έκλει ισε. «Ε ίσ αι... είσ αι ένα τόσο καλό, έξυπνο. θ ρ ρ λ έ αγόρι. Μ ην ανη ανησ σ υχείς για τη Σ τρουμ ρουμφ φ ίτα, φ ισ τικάκ κά κι μου, είναι μ αζί μ ου. Δ εν είναι ναι κ α ι τόσο όσ ο καλά, αλλά είναι ναι μ αζί μου κ α ι α νυπομ νυπ ομον ονε είνα σε δει δει. Σ ου σ τέλνει νειτη ν αγάπ αγάπη τη ς κ ι ένα φι φ ιλάκι λάκι». Σ ταμ ά τησ ε, βλέποντ λέποντα ας τα δάχτ δάχτυλ υλά ά το του να ματ μα τώ νουν. ουν. «Τ ζος, ος, σ ’ αγαπώ , καρδούλα μου. μου. Η μαμά μαμ ά σε αγαπάε αγαπά ει πολύ». Ξ αφν αφ νικά, ακ α κ ούσ ού σ τη κε το κου κ ουδού δούνι νιτ τη ς εξώ πορτας πορτας.. Τ ο κεφ κεφ άλι του Τ ζος τινάχτη νάχτηκε, κ α ι τα μ άτι άτια το του σ τράφ ρά φ ηκαν κα ν με τρόμο ρόμ ο προς προ ς την πόρτ πόρτα. α. Η Μ πεν πεν πάγω πάγω σε. σε. μπ ορού ούσ σ ε να το το πισ τέψ ει. ! Δ εν μπορ «Τ ζος», ος», ψ ιθύρισε. «Γρήγορα, «Γ ρήγορα, καρδι κα ρδιά μου, κά κ άνε γρήγ ρήγορα». ορα». Α πό κάτ κά τω , ο Χ αλ κουνι κο υνιότα ότα ν απεγ απεγνω σ μ ένα χω χω ρίς ήχο ήχο σ το πά π ά τω μ α κα και η φω νή της της Μ πεν πεν δυνάμω υνάμω σε. σε. « λ , . ΥΝ ΣΟ Υ, ΓΡ ΓΟ !» Ε κείνος τράβ ρά βηξε το σ κοι κοινί, άρχισε να το δαγκώ δα γκώ νει νει κα ι το αίμα από τα δάχτυλά δάχτυλά του λέρω λέρω σε τα χείλη του του.. Τ α δόντ δόντι ια το του ήταν δυνατά δυνατά, αλλά το το σ κοι κο ινίήτ νίή τα ν καλά κα λά σ φ ιγμένο. «
γ ο ρ !» !»
Ε κείνος τράβ ρά βηξε το σ κοι κο ινί ακόμ κό μ η πιο δυνατά δυνατά, με τα μάτια καρφ κα ρφ ω μ ένα στ σ την πόρτ πόρτα, έτοιμ ος για το το χάος που που θα ακολο ακ ολουθού υθούσ σ ε. Τ ότε, ότε, η Μ πενεντ νεντί ίκτε είδε να παίρνειτ ρνειτο ο αγόριτ γόριτη η ς μια απόφ απόφα ασ η. «Ό χι!» ούρλιαξε. αξε. Ά λλη λλη μι μ ια ρω γμή σχημ σ χημα ατίσ τηκε στη γυψ οσα οσ ανίδα. «Ό χι, Τ ζος, ος, Τ ΡΕ Χ Α , σε παρα παρακ καλώ αλώ , Τζ Τ ζος, Τ Ρ Ε Χ Α ». Α λλά δεν δεν μπορού μ πορούσ σ ε να απελε πελευθε υθερω ρω θεί θεί εγκαίρω ς. Έ τσ ι, πήρε τη την καφ κα φ έ κολλητ κο λλητι ική ταινία από α πό το πάτ πά τω μ α κα ι τη ν πίεσ ε πάνω στο στο σ τόμα όμ α του, του, ισ ιώ νοντα νοντα ς τις άκρε κρες τη ς με τη ν παλά παλάμ μη του, ου , κ α ι ζάρω σε, προσ πρ οσπα παθώ θώ ντα ντας να κρύ κρύψ ψ ει το σ κοινί, έχοντ έχοντα α ς τη ν πλάτη πλάτη του στο καλοριφ έρ. Η καρδι καρδιά τη ς Μ πεν πεν σ ταμάτ αμ άτησ ησε ε. «Ω , Θ εέ μου, όχι όχι». Ά ρχι ρχισε να κλα κ λαί ίει κ α ι τα δάκρυά τη ς έπεφ πεφ ταν από απ ό το το τα β ά νι και κα ι σ τάλαζαν άλαζαν σ το πρόσ πρ όσω ω πο του του Χ αλ. «Ό χι!» Κ αιτο αιτο κου κ ουδού δούνιξ νιξαναχ αναχτ τύπησε ύπησ ε.
Ό λοι τους πάγω πάγω σαν. σαν. Η Μ πεν πεν σταμάτ σταμάτησε ησε να κλαίει και κα ι ο Χ αλ σ ταμ ά τησ ε να κι κινεί νείται. Τ α μ άτια το το υ Τ ζος έπεσα πεσα ν πάνω σ τη μητέ ητέρα του. Ο Κ αλικάντ κάντζ ζαρος αρος ποτέ δεν δεν χτυπ χτυπο ούσ ε δεύτ δεύτε ερη φ ορά. Γ ια αρκε αρ κετ τή ώ ρα, κανεί νείς τους δεν δεν τόλμ όλμ ησ ε να αναπνε ναπνεύσ ύσε ει. Τ ο κουδο ουδούνι ύνι ξαναχτύπ ξαναχτύπη ησ ε κ α ι η σχισμή σμ ή του γραμ ρα μ μ α τοκιβ κιβω τίου ακ ούσ ού σ τη κε να ανοίγει. «Ε ίναικ ναικα α νεί νείς εδώ ;» ακούσ τη κε μια αντρι αντρική φ ω νή. Η Μ πενεντ νεντίκτε άνοι άνοιξε το σ τόμα όμ α της τη ς να φ ω νάξει ξει, αλλά κά κ ά τι τη σ ταμ άτησ ε, ίσ ω ς το ένστ νσ τικτο επιβίω σ ης, ένα ένσ ένσ τικτο φ ω λιασ μένο στο DNA της. Σ το κα κα θισ τικό, ο Τζ Τ ζος πάλευε λευε με με το σ κοι κο ινί. «Τ ζος, μην πεις τίποτα, τα, μην κουνηθεί νηθείς», ψ ιθύρισε. «Η συχία». Ε κείνος υπά κουσ ε κ ι έμ εινε ακί ακίνητος νητος,, κ α ι μέσα στη στη σ ιω πή η Μ πεν μ πορούσ πορούσε ε να ακ α κούσ ού σ ει τη ν καρδι καρ διά τη τη ς να χτυπ χτυπά ά δυνατά. είπε από μέσα της. ν α ι
η
ν ο
χ ι, ι,
ν
κ α ν
λ ά
α
υ ν
α
ε ίν ίν α ι
η σ υ χ
ς
κ ά
—
ς
γ ί
η
Ά γ ιο ιο
.
τ ό ς
έ σ
ε ίν ίν α
ε ιλ ιλ ε
ν
ι κ α
,
θ α
ν ,
σ ω
...
.
,
ι δ ε ν
κ ά
ρ θ ο υ ν
ν α ι
κ α ι
θ α
η
υ ν
ς β ρ ο υ ν ,
α
θ α
λ λ ά
ε ί ν α ι ε κ ε ίν ίν ο ς .
Τ ο κουδο κο υδούνι ύνι χτύπη ύπ η σ ε άλλ άλλη μια φορ φ ορά. ά. Κ ράτησ ράτησε ε τη ν ανάσ ανάσα α της της,, δαγκώ δαγκώ νοντα νοντα ς τα χείλη της. ης. Η μ ατιά τη τη ς σ υνέχι νέχιζε να είναι ναι καρφω ρφ ω μένη σ τον Τζ Τ ζος. ος. Ο ή χος από απ ό το το κουδού κο υδούνι νι πολλαπλασ πολλα πλασι ιάστ άσ τηκε ηκ ε μέσα μέσα στ σ τη σ ιω πή. πή . Ο ποι πο ιοσδή οσ δήπο ποτ τε βρι βρισ κότ κόταν έξω από τη τη ν πολυτ πο λυτε ελή δρύινη πόρ πό ρτα ασφ ασ φ αλεί λείας με το διπλό μ ονω τικό τζά μ ι σ την κα τοικία τω τω ν Τ σερτς ρτς, θα πί πίσ τευε ότ ότιτο σ πίτιή τα ν ακ ακατοίκητο.
Η Σ ούνες νες μ πήκε, ακούμ ού μ πη σ ε τι τις παλά πα λάμ μ ες τη ς σ το γραφ ραφ είο κ ι έγει γειρε προς το μέρος του. ου. «Λ οιπό οιπόν.. ν...» .» Ο Κ άφε άφ ερι άφησε άφ ησε το στ σ τιλό του του να πέσ πέσ ει πάνω πάνω σ το γραφ γραφε είο. «Κ ήρυγ ήρυγμα;» Ε κείνη κατένευ νευσ ε. «Ν αι. Μ ίλησ λησα με το ν ει ειδικό κ α ι μου είπε κά τι
παρά πα ράπο πονα να γι για τον επι επιθεω θεω ρητ ρη τή μου». «Έ κτακτ κτακτα». α». «Τ ζακ, ακ, τι σ το καλό καλό σ κεφτ κεφ τόσου όσ ουν;» ν;» Τ ράβηξε ράβη ξε τη ν καρέ κα ρέκλα κλα τη ς και κα ι κάθι κά θισ ε. «Μ πορε ορ είς να φ αντα ντασ τείς τιφ ασαρία δημι δημ ιούργ ούργησες;» «Δ εν με ενδ ενδι ιαφέ αφ έρει ρει, Ν τάνι, έπρε πρ επε να του μιλήσω λήσω . Κ ρατ ρα τάει κά ποιον αιχμ άλω το. Τ ξ έ ρ ω ». Έ κλεισ ε τα μ άτια της της,, έσφ ιξε τα χείλη κα κ α ικούνη ού νησ σ ε το κεφ άλιτ λι της. ης. «Τ ζα κ, με κουράζε κουράζεις. Μ ίλησα με το υς ανω τέρους μου και κα ι μου έδω σ αν ξεκά ξεκάθαρ θαρε ες εντολέ ντολές ς: έχουμ χου μ ε τον ύπο ύπ οπτό μας, μας, τον κρα κρατάμ ε ασφ ασφ αλή κα κ α ι περι περιμ ένουμε νουμ ε να το τον ανακρί ανακ ρίνουμε νουμ ε ότα ότα ν η κα κ ατάσ τασ η της υγεία ς του βελτι βελτιω θεί. Έ χου χουμ ε άλλο ένα πε περισ τατικό από το πρω πρω ί, θέλουν θέλουν να ασ χοληθού ολη θούμ μ ε περισσ ότε ότερο με τη ν υπόθεσ υπ όθεση η του βιασ τή του Π έκχαμ κχα μ κα κα ι δεν δεν έχουμ χου μ ε το ανθρώ νθρώ πινο δυναμι δυναμ ικό για να το το κάνουμ κά νουμε ε, Τ ζα κ, επειδή...» δή. ..» «Ίσ «Ίσ ω ς δεν δεν πρέπει πρέπειν να βρίσ κομαι κομ αισ σ την υπόθε υπό θεσ σ η». η» . «Μ η λες λες ανοησί νοησίες». «Ίσ «Ίσ ω ς έχασα ασ α το το δάσος, άσος, προσ προσ παθώ πα θώ ντα ντας να βρω βρω το δέν δέντρο». «Σ ε παρακαλώ παρα καλώ , μη γίνεσ αιμε αι μελοδ λοδραμ ραματ ατι ικός». κός». Ο Κ άφε άφ ερισηκώ ριση κώ θηκε. θηκε. «Τ ζακ ζακ,, πρέπεινα δει δεις τη ν υπόθε υπό θεσ σ η από τη δική μου μου σ κοπιά ». «Θ α το ήθελα, ήθελα, Ν τάνι», είπε παί πα ίρνοντ ρνοντα ας τα κλειδιά κα ι τα τσ ιγάρα γάρα του, κ α ιτα έχω σ ε στ σ την τσ έπη του. ου . «Α λλά για να είμ α ιειλικρινής, ής, δεν δεν ξέρω αν μπορώ να στρουθοκαμη στρουθοκαμηλί λίσ ω τόσο». όσ ο». Η Σ ούνε ού νες ς σ ηκώ θηκ θηκε όρθι όρθια. «Μ η μου μιλάς εμ ένα έτ έτσ ι!» Ο δεί δείκτη κτης τη ς σ η κώ θηκ θηκε απειλητ λη τικά κα κ α ι τα χείλη τη τη ς πάνι πά νιασαν. ασ αν. «Δ εν σου έδω σ α καν κα νένα δικαί κα ίω μ α. Θ α πρέ π ρέπει πεινα να σε τιμ ω ρήσ ρή σ ω γι’ γι’ αυτό» υτό».. «Ε υχαρι υχαρισ τώ ». Ά νοιξε ένα συρτ συρτά άρι, έβαλε έβα λε μέσα μέσα με μερικά έγγ έγγραφ ραφ α και κα ι το κλεί κλείδω σ ε. Έ βαλε βα λε το σ τιλό στη στη μολυβοθήκη μολυβ οθήκη κ ι έσπρω σπ ρω ξε την καρέκλα κα ρέκλα ευθυγραμ ευθυγρα μ μισ μένη κάτ κά τω από το γραφε γραφ είο. Ξ αφ νικά, κά, δεν δεν είχε όρεξ όρεξη να δουλέψ δουλέψ ει. «Ν ομί ομ ίζω πω ς θα τη ν κάνω κά νω , μιας και κα ι δεν υπάρχε υπά ρχει ι κά τι άλλο άλλο να να κάνουμ κά νουμε ε από το το να καθόμ κα θόμα α σ τε με τα πόδια πάνω πάνω στο στο
γραφ ραφ είο κα κ α ινα περιμ ένουμ νουμ ε μέ μέχριο ρι ο Π ιτς να αισθανθε θα νθείκ ίκα αλύτερα λύτερα». ». «Τ ράβα σπί σ πίτι σου τότ τότε ε». Έ τριψ ε το κεφ κεφ άλι της, ης, μέχ μέχρι που κοκκ κοκκί ίνισ ε. Ή τα ν εξ εξοργισμέ σμ ένη. «Σ ίγουρα γουρ α σου χρει χρειά ζετα ι λίγη ξεκούραση». Ό τα ν όμω όμ ω ς ο Κ άφε άφ ερισ ρι σ τράφ ρά φ ηκε ηκ ε προς τη ν πόρτα, πόρτα, είδε τη ν Κ ριότος ότος μ προστά του, του, να κρα τά ει μια πρά πράσ σινη κόλλα λλα χαρτί χαρτί. « Τ ι έγινε; νε;» «Έ χετε έν ένα τηλ τηλε εφ ώ νημα ημ α από α πό το νοσοκο νοσ οκομ μ είο». ο» . «Ε ντά ντάξει ξει, Μ έριλιν». Η Σ ούνες νες πέρασε πέρασ ε δίπλα από από τον Κ άφε άφ ερικ ρι και πήρε πήρε το χαρτί αρτί. «Έ χω ήδη επικοινω οινω νήσ νήσ ει μ αζίτου ίτους ς». «Ό χι, δεν δεν κατ κα τάλαβες λαβες.. Ό χι από το νοσ νοσ οκο οκ ομ είο, αλλά από απ ό τον τον αρχι ρχιφ ύλακα ύλακ α που που είναι τοποθ οπ οθε ετη μ ένος σ την πτέ πτέρυγα. ρυγα. Ο Ά λεκ λεκ Π ιτς θέλεινα θέλεινα μιλήσ λή σ ειεπει ιεπ ειγόντ γόντω ω ς με έναν ναν από εσάς».
«Τ ζο ς...» ...» Τ ο σπί σ πίτ τι ή τα ν πάλι πά λισ σ ιω πηλό πη λό κα κ α ιη καρδι κα ρδιά τη τη ς Μ πενε πενεντί ντίκτε κτε είχε έρθει θει στη θέσ θέση της. Α λλά τώ τώ ρα έτρεμ ε μή μήπω ς είχε κάνει λάθος. λάθος. «Τ ζος, μπορείς να απελευθε λευθερω θείς από το σκοι κοινί;» Ε κεί κείνος κατ κα τένευσε υσ ε και κα ι βάλθ βάλθηκε να προσπαθεί προσπαθεί με ακόμη μ εγαλύτε λύτερη αυτοσυγκ υτοσ υγκέ έντρω ντρω σ η, δαγκώ δα γκώ νοντα νοντας το σ κοι κοινί με τα δόντι δόντια του. «Μ πράβο, πράβ ο, αγ α γαπούλα απ ούλα μου, μ ου, άκουσ άκ ουσέ έ με. με. Ό τα ν απελε απελευθε υθερω ρω θεί θείς, πήγαινε σ τον διάδρομ άδρομο κ ι άνοιξε τη ν πόρτ πόρτα α. Π ήγαινε στ σ τον διάδρομο άδρομ ο κ ι άνοιξε τη ν πόρτ πόρτα α». Ο Τ ζος κοίτα ξε πρώ πρώ τα το το ν πατ πα τέρα του κι έπειτα τη τη μ ητέ ητέρα του του,, με μ άτια γεμ γεμ ά τα φόβ φ όβο. ο. «Μ ην ανησυχε νησ υχεί ίς, καρδ κα ρδι ιά μου. μ ου. Σ ου το υπόσ υπ όσχομ χομα α ι ό τι δεν δεν υπά υπ άρχει ρχει λόγος λόγος να φ οβάσαι οβάσ αι. Μ όνο όνο κάνε γρήγορα» ρήγορα».. Μ ε ένα τε τελευτα λευταίο τράβη ρά βηγ γμ α, κατ κα τάφ ερε να απελε πελευθε υθερω ρω θεί θεί. Σ η κώ θηκε θη κε όρθι όρθιος, ος, παρα πα ραπα πατ τώ ντας, καθώ κα θώ ς οι μ ύες ύες τω ν ποδιώ ν του ή τα ν μουδι μουδιασμ ασ μ ένοι, κα ι κρα κρατήθηκε θηκε από απ ό κά κά που για να να μην πέσ πέσ ει. Ε πιτέλους λους όρθι όρθιος! ος! Ά πλω σ ε τα λεπτά λεπτά το του χέρια μπροσ προστά, σ αν να ήτ ή ταν
τυφλός υφ λός,, κα ι πήγε πή γε σ την κουζί κο υζίνα, να, άνοιξε τη βρύση βρύσ η κ α ι ή πιε αχόρτα αχόρταγα νερό. νερό. Η Μ πενεν νεντίκτε κτε μπορ μπορούσ ούσε ε σ χεδόν να μ υ ρ σ το κρύο νερό. Α φ ού τελε τελεί ίω σ ε κ α ι σ τάθηκε θηκε λαχανιασμένος, ος, με το πιγούνι γού νι του να σ τάζει, εκεί κείνη το του ψ ιθύρισε: «Μ πράβ πράβο, ο, αγόρι όρι μου, τώ ρα άνοιξε την πόρτα». Ό μ ω ς ο Τ ζος κατέβ α σ ε ένα ποτήρι ποτήρ ι από απ ό το το ντου ντουλά λάπ π ι, το το γέμ ισ ε με νερ νερό κ α ι γονά γονάτ τισ ε δίπλα σ τον Χ αλ. Τ ράβηξ βη ξε τη τη ν τα ταινία από τα χείλη του πατ πα τέρα του, του, έβαλε βα λε το ποτή ρι σ την άκρη τους κ α ι το έγει γειρε. ρε. Ο Χ αλ παρα παραλί λίγο να πνιγεί γεί, ω σ τόσ ο άρχισε να πίνει νει άπλησ λη σ τα το νερ νερό κα κ αι η Μ πεν πεν μπορο μπ ορούσ ύσε ε να δει δει το καρύδι κα ρύδι σ τον λαιμό το του να κι κινεί νείται αστ ασ ταμάτ αμ άτητ ητα α πάνω -κάτω -κάτω . Η Μ πεν πεν τους παρατηρούσε παρατηρούσε με ανυπομονησ ανυπομ ονησί ία, προσπα προσ παθώ θώ ντας να μη φ ω νάξει άξει σ τον Τ ζος να κάν κά νει γρήγορα. Κ αθόταν αθόταν δίπλα στ σ τον Χ α λ σαν σα ν έμ πει πειρος ρος νοσοκ νοσοκό όμ ος, ος, χαϊδεύο δεύοντ ντα ας το κεφά κεφ άλι του κ α ι δίνοντά νοντάς του νερό. νερό. «Σ ειρά σ ου, μανούλα νούλα», είπε. «Ε ντά ντάξει ξει, μω ρό μ ου, αλλά πρώ πρώ τα πή πήγαινε σ την πόρτ πόρτα α, εντά ντάξει; Π ήγαινε στ στην πόρτ πόρτα α κ α ι ζήτα ήτα βοήθε βοή θει ια». α» . «Εν «Ε ντάξε άξει». Ά φησε το ποτήρι ποτήρι στο στο πάτω πάτω μα και στάθ στάθηκ ηκε ε τρεκλίζοντα οντας να κ ο ιτά ζει ζει τον Χ αλ πο που ανοιγόκλε γόκλεινε το σ τόμα όμ α του καικ κα ικου ουνούσ νούσε ε το κεφ κεφ άλιτ άλι το υ πέρα-δώ πέρα-δώ θε, θε, σ αν να ήθελε ήθελε να πε π ει κάτ κά τι. Ο Τ ζος σ τράφ ρά φ ηκε στ σ τον διάδρομο, άδρομο, σ τη ριζόμε όμ ενος σ τον πά π άγκο της κουζίνας να ς για να κρα τή σ ει τη ν ισορρο ρροπία του, κ ι άρχισε να βαδίζει προς τη ν πόρτα. πόρτα. Η Μ πενεντ νεντί ίκτε μπο μπορο ρούσ ύσε ε να δει δει τα πόδι πό δια το του και τη ν αντα ντανάκλασ νάκλα σ ή το του σ το παρκέ π αρκέ.. Τ ι μικρό και κα ι λεπτ λεπτε επίλεπτ λεπτο ο αγοράκι. Σ η κώ θηκε θη κε στ σ τα ακροδά κροδάχ χτυλά το του κ ι άνοιξε τη ν πόρτα. πόρτα. Έ μ εινε ακίνητη νητη, βλέποντα βλέποντας από το τα βά νισ νι σαν κάμ κάμ ερα ασφ ασφ αλεί αλείας. ας. Δ εν ακούγ ακ ούγοντ οντα α ν ή χοι από τον τον δι διάδρο άδρομο μο για κάμποσ κάμ ποση η ώ ρα. Φ αντά ντάσ τη κε ότ ό τι ο Τ ζος είχε ανοί νοίξει ξει τη ν πό πόρτα κα κ α ι βγήκε γήκ ε έξ έξω σ την καλοκα καλοκαι ιρινή μέρα, μέρα, όπ όπου πουλι πουλιά πε π ετούσα ύσ α ν χαρούμε ρούμ ενα πάνω από το πάρκο, πάρ κο, κρα κρα τώ ντα ντα ς κλαδι κλαδιά σ το ράμφ ράμ φ ος τους. ους.
Η πόρτα έκλε έκλεισ ε με δύναμ δύναμη κ α ι είδε μια αντ α ντα ανάκλα νάκλασ σ η στο πάτ πά τω μ α να πλησ π λησι ιάζε άζει. Μ ια ψηλή ψ ηλή μορφή με σ κούρα κούρα μαλλιά καιη κα ιη άλλ άλλη του γιου τη τη ς που πο υ επέσ πέσ τρεφε ρεφ ε σ το δω μ άτιο - η άλλη άλλη μορφή μορφ ή το τον οδηγούσ οδη γούσε ε, σ αν να ήτ ή τα ν ο με μ εγαλύτ γαλύτερος ρος αδελφ αδελφ ός που είχε πάρ πά ρει τον αδελφ αδελφούλη ούλη το του για ψ ώ νια στ σ το πολ π ολυκ υκα ατά σ τη μ α . Α λλά λλά ο Τ ζος έκλαι κλαιγε σ ιω πηλά. πη λά. Έ πρεπε να είχε τρυπ ρυπή σ ει το ταβάνι βά νι, έπρε πρεπε να κό κ όψ ει το πόδι της, ης, έπρε πρεπε να κά νει νει τα πάντα ντα για να μην μη ν αφ ήσ ει κανέναν νέναν να να κά νει νει κακό κα κό σ το παι πα ιδί της, ης, αλλά το το ένστ νστικτο τη ν έκα έκανε νε να βγει βγει από τη ν τρύ τρύπα πα,, κλαψ κλα ψ ουρί ουρίζοντα οντας σαν παι παιδί, τραβώ ντα ντα ς τον λαμπτ λαμ πτή ήρα από από το καλώ κα λώ διο. Ο ασ τράγ ρά γαλός τη ς γύρισ ε κα ι ο πό πόνος τη διαπέρασ απέρασε ε, αλλά δεν δεν ούρλι ούρλιαξε. ξε. Γ νώ ριζε αυτή υτή τη μορφή ορφή - ήξερε ξερε σε ποιον ανήκε ανήκε. Κ αιξ αιξαφν αφ νικά, όλα όλα έγιναν ξε ξεκάθαρ κάθαρα. α.
Ο Κ άφερι άφεριάφ άφησ ησε ε τη ν Τ ζά γκουα κο υαρ ρ στον στον χώ χώ ρο σ τάθμευση άθμευσης ς, ξεχνώ ντας να πληρώ ληρώ σει, κ ι έτρεξε σ το κτ κ τίριο. Α νέβ νέβαινε τα σ καλοπάτια δυο δυο και κα ι τα πα π α πούτ πούτσ σ ια το του έτρι έτριζαν πάνω σ το γυαλι γυαλισμέ σμ ένο πά πά τω μ α, τραβώ ρα βώ ντας τα βλέμ βλέμ ματ μα τα νοσοκ νοσ οκόμ όμω ω ν και κα ιασθεν ασθενώ ν. Έ τρεχε ρεχε.. Μ προσ προ σ τά του του,, σ το τέ τέρμα ρμ α το του διαδρόμου, η πόρτ πό ρτα α τη της Ε ντα ντα τικής ή τα ν ανοι α νοιχτή. Μ ια νοσο νοσ οκόμ α βγήκε βγήκε πι πιέζοντα οντας μια τσ αλακω αλα κω μ ένη χαρτ χαρτοπε οπ ετσ έτα πάνω σ τη ν ποδι ποδιά τη τη ς σ τολής της. ης. Κ αθώ ς πλησί πλησ ίαζε αζε, μ πορούσ πορούσε ε να δει δει το σ κούρο χρώ μ α τη τη ς χα ρτοπ ρτοπε ετσ έτας κ α ι κατάλαβ λα βε πω πω ς η ποδιά τη τη ς είχε λερω θεί θεί με αίμα. μα. Η πόρτ πό ρτα α άνοι άνοιξε πάλι, αλλά αυτ α υτή ή τη φ ορά ο ασ α σ τυνομ υνο μ ικός βγήκε βγήκε,, με πρόσω πο χλ χλω μό και κα ι ματ μα τω μ ένα χέ χέρια. «Μ έσα», σα », του του εί είπε. πε. Ο Κ άφερ άφερι τον προσ προ σ πέρασ πέρασε ε και κα ι μ πήκε πή κε στο στο δω μάτ μά τιο. Τ ο παράθυ παρά θυρο ρο στ σ το δω μ άτιο τω τω ν νοσοκ νοσ οκόμ όμω ω ν ήτ ή ταν ανοιχτό κι κ ι ένα δροσε ροσερό ρό αεράκι αεράκι έμ παινε σ την πτέ πτέρυγα. ρυγα. Ο ι κουρτ κουρ τίνες νες ήταν ήταν τραβη ρα βηγμέ γμένε νες ς γύρω από το κρε κρ εβάτ βά τι του Π ιτς κ α ι δύο δύο νοσοκ νοσ οκόμ όμε ες σφ ουγ ουγγάριζαν με κατε κατεβασ βα σ μένα μένα τα τα πρόσω πρόσ ω πα το το πάτ πά τω μ α και κα ι τους
τοίχου οίχους ς. Η κουρτ υρ τίνα φ ω τιζόταν όταν από από μέσα, θυμ θυμ ίζοντα οντας μακάβρ κά βρι ιο φ ανάρι του Χ αλογουί λογουίν, πιτσιλισμέ σμ ένη με αίμα. Κ αι κάτ κά τω από το το κρεβά κρεβάτ τι -σ το πάτ πά τω μ α, το οποίο οι νοσοκόμ νοσ οκόμε ες σ φ ουγγ ουγγά ριζανπερι περισσ ότε ότερο αίμ α κυλο κυλούσ ύσε ε, σ κούρ κούρο ο κα κ α ι γυαλι γυαλιστερό, ρό, προς προς τα πόδι πόδια του Κ άφε άφ ερι.
Τ ρία χιλιόμε όμ ετρα μακρι ακριά, σ το Μ πρίξτον, ξτον, ο αρχι α ρχιφ ύλα ύλακας Λ όγκα όγκαν έπ έπινε σε μι μια πα πα μ π εκείνη τη ν μπι μ πιρίτσα που είχε ανάγκη νάγκη. Τ α κο κ ορίτ ρίτσ ια στο τμ ή μ α μ άρκετ ρκετιγκ τω ν Κ ατοικιώ ν του Κ λοκ Τ ά ουε ουερ αστ ασ τειεύοντ ύοντα αν μ αζί του, κοιτά ζοντα ντα ς τους λεκέδες λεκέδες από τις ιδρω δρω μ ένες νες το υ μασχάλες λες, κ ι έτσ ι αποφάσ αποφ άσι ισ ε να τα τα παρατ παρ ατήσ ήσε ει και κα ι να γράψ ει μια ψ εύτι ύτικη αναφορά. αναφ ορά. Ο Τ ζα κ Κ άφε άφ εριε ρι είχε εξάλλου άλλου τη φ ήμη του σ αλεμ λεμ ένου στο στο Τ μ ήμα ήμ α Α νθρω νθρω ποκτον ποκτονι ιώ ν: ίσ ω ς να έχ έχασε ασ ε το μυαλό το το υ από από τη τη ν τρελή ρελή κοπέλα κο πέλα το υ κα κ α ι το χόρτο όρτο που π ου κάπνι κά πνιζε. Ο επιθεω θεω ρητ ρη τής Τ ζα κ Κ άφε άφ ερι ή τα ν παλαβός παλαβός.. Ό λοιτ λο ιτο ο ήξεραν ραν ό τι τα ’χα ’χανε τα κ τικά κα κ α ι ξεσ ξεσ πούσ πο ύσε ε σε όλους, όλους, αρκε ρκετές φ ορές ορές χω ρίς αιτία. Κ αι ο Λ όγκαν όγκα ν δεν δεν γούστ γούσ ταρε τα υπονο υπ ονοού ούμ μ ενα που π ου είχε αφ ήσ ει ο Κ άφε άφ ερι σ χετικά με τις υπε υπερω ρίες του. σκέ σ κέφ φ τη κε ο Λ όγκαν όγκαν και κα ι πήγε σ το μπαρ μ παρ για να γεμίσειξανά το ποτήρι του. ν τ ε
χ έ σ ε ,
ε
ε λ
,
24
Σ το Ν όρφολκ, όρφ ολκ, το το δάσος δάσ ος σ την κορυφή κορυφ ή του ντα νταμ αρι αρ ιού ήτ ή τα ν σ ιω πηλό. Τ ο μόν μ όνο ο που π ου ακου ακ ουγότ γότα α ν ή τα ν η βροχ βροχή που πο υ έπε έπεφ φ τε πάνω σ τα φύλ φ ύλλα λα τω ν δέντ δέντρω ρω ν. Κ άθε άθε δέκα δέκα λεπτ λεπτά ά ένα ένα αμά αμ άξιπε ξι περνούσ ρνούσε ε από το το ν δρόμο, δρόμο, ένα χιλιόμε όμ ετρο μακρι ακριά. Μ ερικά είχαν αναμ αναμμ μ ένα τα φ ώ τα πορε πορείας, ας, παρόλο παρόλο που που ή τα ν μεση μεσημ μέρι. Η Τ ρέι ρέισι Λ αμ π άναψ άναψ ε ένα τσ τσιγάρο άρ ο κι έγει γειρε πάνω σ το σ κουρ κουρι ιασ μ ένο, παλι πα λιό Ν τάτσ ουν, κοι κο ιτάζοντα ντα ς τα αμάξια. Α ισθάνθηκ θάνθηκε ε να γεμ γεμ ίζει ζει με αυτο υτοπεποί πεποίθησ θη σ η , ικανοπ κα νοπο οιημ ένη καθώ κα θώ ς ήταν με με τον εα εα υτό της. Α φ ού γύρι ύρισ ε σ πίτι χθες χθες είχε βρε βρει την α τζέντα ντα του του Κ αρλ αρλ και κα ι κάθι κά θισ ε σ το κρε κ ρεβά βάτ τι το υ - ο α ημ νο τ α ό κ τ η μ α - με με μαύρο μαύρο κι κ ι ασ ημ ί βερνί βερνίκι κα ι καθρέ κα θρέφ φ τες σ το κεφ κεφ αλάρι αλάρι, κ ι άρχισε να να καλεί τους φ ίλους λους του. Κ ανεί νείς το υς δεν δεν έδει έδειξε να γνω γνω ρίζει για τον θάνατ θάνατο ο το του Π εντε ντερέτσ ρέτσ κι- λ ες κα ι τους ένοι ένο ια ζεζε- κα κ αι ότα ν το τους είπε για τη ν επ επίσ κεψ η του Κ άφε άφ ερι, όλο όλοι τους άρχισαν να πανικοβάλλονται. «’ λ ε
,
ρ ε Τ ρ έ σ ι! ι!
η
ε
να
ύ ε ις ις
ς μ
ελά
ε ς σ ο υ ». ».
«Δ εν εί είναι ναι μονάχα ονάχα δικοί μου μ πελάδε λάδες ς...» .. .» Έ π ειτα ακο α κολο λούθη ύθησ σ ε μια τρομ ρομ ακτική σ υνει υνειδητ δητοποί οπ οίη σ η από την ο λέφ νο μ άλλη άκρη άκρη της τη ς γραμ ραμμής. ής. «Τ ρέισ ι; ρ έ σ ι,ι, α ό λ ε ίς ίς ; Μ η μου πεις ό τι παίρνεις από το σ πίτισου τισ ου;;» «Γ ιατί;» «Μ ω ρή ηλί η λίθια σκρόφα, σκρόφ α, είσ αι πιο βλαμμέν βλαμ μένη η α π ’ όσο όσ ο πί π ίσ τευα». υα ». Κ αι η κλήσ κλή ση τερμ ατίσ τηκε. Μ έχρινα φ τάσ ει σ το τέλος τη ς ατζέντα ντας, είχε
πέσ πέσ ει σύρμα και κα ι τα α κουστ κουσ τικά τω ν τηλε τηλεφ φ ώ νω ν ήτα ήτα ν κατε κατεβασμέ βασ μέν να. Έ μ εινε να κα κ α πνίζει μόν μόνη της, ης, ανάμε νάμ εσ α σ τα βαρά βα ράκι κια το του Κ αρλ αρλ, που που σ υνοδεύοντ υνοδεύοντα α ν από από ζώ νες νες άρσης άρσ ης βαρώ βα ρώ ν κ α ι τη σ υλλογ υλλογή ή του από DVD. DV D. Ή θελε να κλάψ λάψ ει. Ο ι πύλες έκλειναν ναν κ ι εκείνη είχε με μ είνει νει απέξ πέξω . Δ ίχω ς χρήματ ρήμ ατα. α. ν ε να γ ε λ ο ι σ α ς ! σκέφτηκε. α ε να μη θε , πρ επε να τους του ς είχε δώ σ ει σ τεγνά σ τον Κ άφε άφερι, το το υς α ν ώ μ α ο ι. ι . Έ πρε παλιομαλάκες. Σ κούπι ύπ ισ ε το πρόσ πρ όσω ω πό της, ης, πέταξε το τσ τσ ιγάρο τη τη ς έξω από το παράθυρο, σ ηκώ ηκ ώ θηκε θηκε, έβηξ βη ξε κ ι έφ τυσε υσ ε. Τ ο γρασ γρασί ίδι κ α ι ο ι φ τέρες ρες υψ ώ νοντ νονταν πυκν πυκ νές και κα ι ανεν ανενόχλητ όχλητε ες. Ή τα ν το μικρό κρό ξέφ ξέφ ω το που ο Κ αρλ αρλ χρησι χρησ ιμ οποι οπ οιούσε ούσ ε γι για να ξεφ ξεφ ορτ ορ τώ νετ νεται τα άχρησ ρησ τα οχήμα οχήμ ατα. Σ τη ν άκρη του, ου, πέρα πέρα από τα αμ άξια κα κ α ι ανάμε νάμ εσ α σ τις παπα πα παρούνε ρούνες ς, τόσο όσ ο πέρα που που μια σπι σ πιθαμή θαμ ή το χώ ριζ ριζε από τον γκρεμό του ντα νταμ αριού, ού, βρισ κόταν ένα παλι παλιό τρο τροχόσ χόσπ πιτο. Η βροχή βροχή εί είχε βοηθή οη θήσ σει τη βλάσ βλά στηση ησ η να θερι θεριέψ ει σ ε μερικά σ η μ εία το του κ α ι τα γδαρμ δαρ μένα του του παράθυρα παράθυρα ήτα ήτα ν θαμπά θαμπά από από τη τη ν υγρασ υγρασί ία. Τ α ξεθω ριασμ ασ μ ένα γράμμ ρά μματ ατα α σ το πλάι, τη ς θύμι θύμ ιζαν τη ν προσ προσπά πάθε θει ια που πο υ είχε κά νει νει ο Κ αρλ να ανοί νο ίξει μια κα καντί ντίνα. να. Η επιχεί χείρησ η δεν είχε με μεγάλη γάλη επιτυχία , αλλά η επιγραφή ραφ ή παρέ πα ρέμ μ ενε - μ πορού πορούσ σ ε να δει δει τον ξε ξεθω ριασμ ασ μένο κατ κα τάλογο, «Χ οτ Ν τογκ 15 πέ πένες νες», κ α ι το άνοιγμα που π ου είχε κά νει νει σ το πλάι. Τ α αγόρι όρια το του αναμ ναμορφ ορ φ ω τηρίου σ υνήθι υνήθιζαν να μ ένουν εκεί εκεί, όταν έρχοντ ρχοντα αν επίσ κεψ κεψ η. Έ μ οια ζα ν να βρίσ βρίσ κοντα κονται σε μια κατ κα τάστ άσ τασ η ακατάσ χετη ς μέθης μέθης,, εν ενώ ξερνοβολο ρνοβολούσ ύσα αν σ το ντ νταμάρ αμ άρι ι. Ο Κ αρλ που πά ντο ντοτε έβ έβρισ κε δουλ δουλε ειά σε όπο όπ οιον τη ζητούσε ύσ ε, ήθελε θελε να τους του ς έχει χει διαθέσιμους ους, ειδικά κα τά το τέλος έλος τη ς δεκα δεκαετί ετία ς του Ε βδομ δομ ήντα ντα, ότα ν με κάπ κά ποιον τρό τρόπ πο είχε κατα φ έρει έρει να εξασφ ξασ φ αλίσει τη ν άδει δεια να μ αζεύ ζεύει αυτοκίνη κίνητ τα , τα οπ ο ποία εί είχαν κατ κα τα σ τραφ ρα φ εί σε δυστ δυσ τυχήμ υχήμ ατα. «Ε γχε γχειρησ ρη σ ούλα ούλα», το έλεγαν λεγαν κα κα ι τα περισσ ότε ότερα α υτοκί υτοκ ίνητ νη τα που που επισ κεύαζ κεύα ζα ν κατ κα τέληγα λη γαν ν κ α ιπάλι πά λισ σ τον δρόμο, με λίγη βοή βο ήθει θεια από τα
αγόρι όρια του αναμ α ναμορ ορφ φ ω τηρίου: ου: κα καινούργι νούργιο χρώ μα, μια σ υγκόλλη υγκόλλησ ση του προφυλακ προφ υλακτ τήρα, ήρ α, νέο νέο παρμπρί παρμ πρίζ, νέα νέα παράθυρα. Ο Κ αρλ θα το το υς πλήρω λήρω νε με με τσ ιγάρα γάρα κα ι τζιν, τα οπο οπ οία αγόρα όρ αζε από απ ό τα ταξίδια του σ το Κ αλαί, ή το το υς έδινε τα ραδι ρα διόφω όφ ω να τω ν αμ αμαξιώ ν, αν οι οι θλιμμένοι γονεί γονείς δεν δεν τα τα ζητούσ ούσαν. Π όσε όσ ες φ ορές ορές η Τ ρέι ρέισι είχε δει δει ένα από τα αγόρι όρια του αναμορ ναμ ορφ φ ω τηρίου να εξηγε ξηγεί ί σ ε ένα ένα ζευγάρι υγάρι τον λόγο για τον οποί οπ οίο δεν δεν μ πορούσ πορούσα αν να πά π άρουν ρουν πίσω το ραδιόφω όφ ω νο από α πό το αμ άξιτ ξι του νεκρ νεκρού ού γιου τους: ους: «Τ ο ραδιόφω όφ ω νο δεν δεν βρίσ κετα κεται σε καλή κατ κα τάστ άσ ταση ασ η κ α ι καλύτ κα λύτε ερα θα ή τα ν να το το αφήνατ αφ ήνατε ε, εντάξει άξει;» Κ ι αν επέμ εναν, ναν, τό τε τους έλεγ λεγε: «Δ εν ήθελα θελα να σα σ ας το πω , αλλά το το ράδι ράδιο είναι ναι γεμ γεμ ά το με αίμ ατα - κ α ι κ ά τι χει χειρότ ρότερο: έχει χει φ ρακ ρα κάρε άρ ει την υποδοχή για τη τη ν κασ κα σ έτα ». Κ αιτό αιτό τε συνήθω ς υποχω ρούσαν. ρούσ αν. Έ κ οβα οβ α ν τα τα α υτοκ υτοκί ίνητ νητα σαν σα ν χα χα σ άπηδε πη δες ς κ α ι χρησ ρη σ ιμ οποι οπ οιούσα ούσ αν το το κάθε κά θε το τους κομμ ομ μ άτι. Ο Κ αρλ είχε ταλέντ λέντο να βρίσ κει λύσε λύσεις. Γ ια το το μόνο που δεν δεν μ πορούσ πορούσε ε να βρει βρει λύση λύση ή τα ν ο καρκ κα ρκί ίνος του. ου. Η διάγν άγνω ση του ήρθε ήρθε σ αν δώ ρο τη τη ν ημέ ημ έρα τω τω ν τε τεσ σ αρακ αρ ακοσ οστ τώ ν όγδοω όγδοω ν γενε γενεθλ θλί ίω ν το του. « έθ
ν α ι ο νε κα ι η
κ α ρ κ μ
ν ο ς έρ α
ν υ
εξ ή ν τα —έ τ
ι
ρ ω ν α
τ
ν
ν ε ις ις κ ι
η μ έρ α , σύ.
ρ δ ι
ύ λ α .
σ ι
γ εν ε ι
Π άντοτ ντοτε ε ή τα ν αδύνατος αδύνατος,, αλλά ότα ότα ν πέθανε πέθανε,, ο Κ αρλ ήταν πετσ πετσ ί και κα ι κόκαλο, σ αν να βγήκε από στ σ τρατόπε ρατόπεδο δο συγ σ υγκέ κέν ντρω σης ση ς, σ κέφ κέφ τηκε. κε. Κ αι αφού αφ ού πέθανε πέθανε,, οι υπόλ υπ όλοι οιπ ποι έπαψ πα ψ αν πια να έρχ έρχοντ οντα αι και κα ι η ανεμο ανεμοδαρμ δαρμέ ένη βλάστ βλάσ τηση ησ η κάλυψ κά λυψ ε το γκα γκαρά ράζ ζ που έμ εινε να σκουριάζει. Η Τ ρέι ρέισι είχε βρε βρει τα κλε κλειδιά τη ς κα ι πήγε πή γε στ στο παλι παλιό Ν τάτσ ουν. ουν. Π αρά τη βροχ βροχή, ή, ήτ ή τα ν ζεσ τή κα κ α ι τα παράθυρα θάμπω σαν σα ν αμέ αμ έσω ς. Ά ναψε αψ ε το ραδιόφω όφ ω νο, έκα έκανε νε μια στροφ στροφή ή και κα ι οδήγησ οδήγησε ε μέχ μέχρι την κορυφή κορυφ ή το του ντα νταμ αριού, ού, αναπη ναπ ηδώ ντα ντας σ τις λακκο λακ κούβ ύβε ες. Φ ύλλα ύλλα μ ασ τίγω ναν το παρμπρί παρμ πρίζ, κ α ι σ τον πίσω καθρέφ καθρέφ τη έβλεπε το τροχόσπ οχόσ πιτο να απομα ομ α κρύνε κρύνετ ται, μέχρι που εξαφανί ξαφ ανίστηκε ηκ ε μέσα στ σ το ρ ά δ ο σ η ».
δάσος. Ε ίχε ένα σχέδι σχέδιο κα κ α ι είχε ήδη αρχίσει να κά κά νει νει τα πρώ τα βήμ βή μ ατα για τη ν πρ πραγμα γματοποίησ ή του. Ή ξερ ξερε ότι ότι δεν δεν εί είχε πια μέλλον στ στο μέρος α υτό υτό -ο - ο θάνατ θάνατος ος του Κ αρλ τη ν εί είχε αφ ήσ ει μόνη κα κ α ι απέν πένταρη: αρη : δεν δεν ήξερε ξερε πώ ς θα πλή πλήρω ρω νε το ενοίκιο του επόμ πό μ ενο ενου μ ή νανα -, δεν δεν ήξερε ήξερε καν κα ν πόσο πόσ ο ήταν, ή αν ο Κ αρλ είχε κά νει νει κάπ κά ποια σ υμφ υμφ ω νία με τον ιδιοκτήτη . Κ οίτα να δει δεις που δεν ήξερ ξερε ού ούτε ποι πο ιος ή τα ν ο ιδιοκτήτης. Α λλά λλά είχε με μερικές ιδέε δέες. Κ άποτε οτε, πριν από είκοσ ι χρόνι ρόνια, ο Κ αρλ είχε πά ει στη ******** Φ ουε ουενχι νχιρόλα ρόλα--------------- ήξερε κόσμο εκείκαι είχε κάποιες δουλειές να τα τα κτοποιή οιή σ ει. Ή τα ν η μοναδική φ ορά που π ου βρέθηκ ρέθηκε ε εκτός Α γγλίας κα ι είχε επ επισ τρέψ ει διηγούμ γούμ ενος νος ισ τορίες για κο κτέι τέιλ πά πά ρτι σε πολυτ ολυτε ελή γιοτ κα κα ι φ έρνοντα ρνοντας μια καρτ καρτ ποσ πο σ τά λ ενός μικρού κρού χω ριού που είχε σ πίτια τα οποί οπ οία α έμ οιαζαν με με κύβ ους ζάχαρης ρης, έτσι τσι όπω όπ ω ς βρίσ κοντ κοντα αν απλω απλω μ ένα στ σ τους ους πρόπ πρ όποδε οδες ς ενός βουνο βουνού. ύ. Έ μ οια ζε πρα πρ αγμα γματικός παρά πα ράδε δει ισ ος - βρι βρ ισ κότ κόταν τόσο όσ ο κοντά ντά σ τον ουρα ουρ ανό κα κ α ιοι ελιές κα ι τα πολύχρω πο λύχρω μ α λουλούδι λουλο ύδια κρέ κρέμ οντα ονταν από α πό τους το ίχους χου ς τω ν σ πιτιώ ν, σ αν τσ ιγγά γγάνικα φ ουλάρια. Η Τ ρέι ρέισι Λ αμπ πίσ τευε πω ς θα μ πορο πορούσ ύσε ε να ζή ζήσ ει χαρούμ χαρούμενη εκεί κεί. Κ αισ αι σ κέφτ κέφ τη κε πω ς το κλειδίγ δί για την επιτυχία της, τα χρήματα για να κάνει το όνειρό της πρα πραγματ γμα τικότ κό τητα, ίσ ω ς να προέ προέρχον ρχοντ ταν από α πό τη ν ανάγ ανάγκη κη του επιθεω θεω ρητ ρη τή Κ άφε άφ ερινα μ άθειτι θειτι α πέγινε το αγόριτ γόριτο ου Π εντε ντερέτσ ρέτσ κι. Π
ν
τ
ε
κ
ρ
α
ο
ύ
σ
ε ς
α
χ
ρ
α
μ
α
κ
ρ
ι
μ
ο
υ
,
ρ
λ .
Η Ά γιο εμ φ ανίσ τηκε μέ μ έσα από τις κουρ κο υρτ τίνες νες, κρατ ρα τώ ντα ντα ς μια λεκάνη γεμ γεμ άτη με πλασ λα σ τικές τσ ιμ πίδες κα ι μ ατω μ ένες πετσ έτες. «Α χ!» Έ φ ερε ξαφν αφ νιασμέ ασμ ένη το χέριτ ρι τη ς πάνω σ το σ τήθος της. ης. «Μ ε τρομάξατε». Ή τα ν ο όμορ όμ ορφ φ ος επιθεω θεω ρητ ρη τής, εκείνος σ τον οποί οπ οίο ήθελε ήθελε να εκμυσ εκμ υσ τη ρευτείτ είτις τρελές ρελές τη ς ιδέες δέες σ χετ χετικά με τη ν Μ πεν κα κα ι τον Χ αλ
και κα ι τον Τ ζος, ος, που κατ κα τουρο ου ρούσ ύσε ε πάν πά νω σ τα πράγματα. πράγματα. Ίσ Ίσ ω ς να το το υ τις έλεγε λεγε για να τον κάνε κά νει ι να γελά γελάσ σ ει κα ινα του δεί δείξει ξει πω ς δεν δεν κρατ ρα τάει κακία. «Τ ι σ υνέβη υνέβη;» ;» «Ε μ ... Α ...» ... » Κ οίταξε τον Ά λεκ λεκ Π ιτς που ή τα ν ξαπλω απ λω μ ένος και κα ι βογκούσ βογκούσε ε. «Ό τα ν ξύπν ύπνησ ε από τη τη νάρκω σ η εκνευρ κνευρί ίσ τηκε ηκ ε και κα ι τράβ ρά βηξε τον καθε καθετ τήρα από απ ό τη ν αρτη αρτηρία το του καρπ κα ρπού ού του. ου . Φ αίνετ νεται χειρότερο απ’ όσο είναι». «Κ ι όλο όλο αυτ α υτό ό το το αίμα;» «Τ ου δίναμε αμ ε αίμ α ότ ότα ν τη ν τράβη ρά βηξε ξε.. Τ ο πε π ερισσ ότε ότερο α π ’ αυτό», είπε δεί δείχνοντ χνοντα ας το πάτ πά τω μ α, «προ «προέ έρχετ χεται από τη σ ακούλα κούλα,, όχι α π ’ αυτόν. Δ εν κινδυνεύει νδυνεύει». «Μ άλισ τα». Π λησί λησ ίασε ασ ε το κρε κ ρεβά βάτ τι. «Τ ότε ότε λέω λέω να του του μιλήσω ». « Ε μ . » Η Ά γιο στάθηκε στάθηκε μ προστά προστά του. «Λ υπάμαι υπάμ αι, αλλ αλλά ο κύριος Φ ρέντ ρέντσ σιπ δεν δεν μου έχει χει δώ σ ειτο πράσ πράσινο φ ω ς ακόμα» κόμ α».. «Ο κύριος Φ ρέν ρέντσιπ φ αίνεται πω ς τη βρίσ κει κει με το να με εκνευρίζει». «Ίσ ω ς να το του μ ιλούσ λούσα ατε». Τ ου έδει δειξε τη ν πόρτ πόρ τα. Α φ ού τον εί είδε να στ σ τέκει κει ακόμα ακόμ α εκε εκεί ί ακίνητος ητος,, χαμήλω αμ ήλω σε το κεφ κεφ άλι πλαγ πλαγί ίω ς. «Α κούσ κο ύστ τε», είπε, πε, «λυπάμ «λυπάμα αι, κα κ α ι το εννοώ ννοώ πραγ πρα γματ μα τικά. κά . Λ υπάμα υπά μαι ι. Α ν αποφ άσι άσ ιζα εγώ εγώ ...» «Ά γιο, άκ ά κου», υ», ψ ιθύρισε. « υ τ το έκανε. έκανε. Α υτός υτός.. Σ κότ κό τω σ ε τον γιο του». Η Ά γιο έκλεισ ε το σ τόμα όμ α τη της. α ν α ι ύ ο ς —θ α έ ρ ε ε ν α ς
χ α ν
ο
.
«Σε «Σ ε παρακ παρακαλ αλώ ώ , Ά γιο γιο .» «Α κούσ ού σ τε», είπε κ ι έκλε κλεισ ε τα μ άτια τη της. «Σ α ς ευχαρι υχαρισ τώ που με ενημε νημ ερώ σ ατε, αλλά αλλά λυπάμαι λυπάμ αι, δεν δεν μπορώ να αποφ αποφασ ασί ίσ ω με βάση βάσ η το το τι τι πιστεύετε». «Ω , που πο υ να πάρει πάρει, ανόη νόη τοι όλοι σας σας».
Τ α μ άτια της της άνοιξαν διάπλατ λατα. «Δ εν είναι να ιανάγκη νάγκη να βρίζετε». «Τ ο ξέρω ». Κ οίτα ξε σ το δω μ άτιο α πογοητ ογοη τευμέ υμ ένος και κα ι αβοή αβ οήθητ θητος ος.. «Α λλά λλά έτσ ι α ποδε πο δει ικνύετ κνύετα ι ότι δεν δεν δί δίνετε δε δεκάρα τσ ακισ τή . Δ εν διάβασ ες τις εφ ημ ερίδες για τον τον Ρ όρι όρι; Δ εν διάβασ ες τι έκανε αυτός ο άντρας ο ο το υ το ;» Η Ά γιο κα κ α τά πιε κα κα ι αισθάνθη θάνθηκε κε τη τη ν πί πίεσ ή τη ς να ανεβ νεβαίνει νει. «Σ ας εξήγησα ήδη τη στάση μου, τη στάση μ α ς , γι’ αυτό...» -άγγιξε την κοι κοιλιά της της:: το μω ρό κλο κ λοτ τσ ούσ ού σ ε σ αν να ήτ ή τα ν εκνευρ κνευρι ισ μ ένο μ αζί τη ς« ...κ ι έτσι, αν έχε έχετ τε τη ν καλο κα λοσ σ ύνη, ύνη, σ εβασ εβα σ τείτε τον χώ χώ ρο κ α ι φ ύγετ ύγετε, ειδάλλω ς θα αναγκαστ αναγκασ τώ να καλέ καλέσω σω τη ν Α σφάλε σφ άλει ια». «Ε υχαρι υχαρισ τώ , Ά γιο», απάντη ντησ ε εκείνος. νος. « Σ ’ ευχαρι υχαρισ τώ για τη την άψ ογη σ υνεργασ υνεργασί ία». Ά νοιξε τη ν πόρ πόρτα κι κ ι έκανε κα νε να βγει βγει. «Θ α το το θυμά θυμάμαι». «Κ αιμη αι μην ν επισ τρέψ ρέψ ετε αν δεν δεν σας καλέ κα λέσ σ ουμε ουμ ε», του φ ώ ναξε καθώ κα θώ ς απομα ομ ακρυνό κρ υνότ ταν, «σε «σ ε μερικές ημέ ημ έρες ρες». Τ α χέρι χέρια τη τη ς άρχισαν να τρέ τρέμ μ ουν. Ά φ ησε κάτ κά τω το λεκα λεκανάκ νάκι ι και πήγ πή γε σ το δω μ άτι άτιο τω τω ν νοσοκ νοσ οκόμ όμω ω ν όπο όπ ου κάθι κά θισ ε, αναπνέοντ ναπνέοντα ας προσ εκτικά κα κ α ι περιμ ένοντα νοντας μέχριο ρι ο σφ σ φ υγμός υγμός τη ς να πέσ πέσ ει. Μ ία από από τις νοσ νοσ οκόμ οκ όμε ες τη ν είδε κ α ιανησύχη νησ ύχησ σ ε. «Ε ίσ α ικαλά; ικα λά;» » « Δ εν. εν . δεν δεν ξέρω . Ν ομί ομ ίζω ». Η Ά γιο έγ έγειρε πίσω το κε κεφ άλιτης και κα ι ανέπνε νέπνευσ υσε ε από από τη μύτη. ύτη. Ο σ φ υγμός υγμό ς τη ς κάλπα λπαζε κ α ι αισ θανότ θανόταν αν ναυτί να υτία - σ κέφτ κέφ τη κε πω ς πιθα πιθανότ νότα ατα ήτ ή τα ν μια κρίση πανι πα νικού. κού. Η νοσοκό νοσ οκόμ μ α, βλέποντ βλέποντας το παν πα νιασμ ένο τη τη ς πρόσ πρόσ ω πο κα ι τα τρε τρεμ μ άμε άμ ενα χέρι χέρια τη της, έβαλε τη ν τσ αγέρ γέρα στη φ ω τιά. «Θ α σου σ ου φ τιάξω λίγο χαμομ χαμομήλι ήλι. Δ εν πρέ πρ έπεινα πει να αγχ α γχώ ώ νεσ νεσ αι με το μω ρό σ την κο κ οιλιά ». « Σ ’ ευχαρι υχαρισ τώ , είσ αι πολύ ευγενι γενική». Η Ά γιο έγε έγειρε πίσω , αγγί γγίζοντα οντας το σ τομά ομ άχιτης χιτης.. Τ ην έπια σ αν ψ ευδείς πόνοιτοκ νοιτοκε ετού, αλλά εκεί κείνη το ξεπέρασ ξεπέρασε ε με ασ κήσ κή σ εις αναπν απ νοής οής. Γ ια όνομ όνομ α το του Θ εού, ού, απλώ ς σου ύψ ω σ ε λίγο τη τη φ ω νή και κα ι κατ κα τέρρευσ ρρευσε ες, είσ αι μάλισ τα
έτοιμ η για πρόω πρόω ρη γέν γέννα. Α υτό υτό το το κα κ α κόμ κό μ οιρο, ρο, το κα κ α κόμ κό μ οιρο παι πα ιδί σ ου, σ κέφ κέφ τηκε η Ά γιο γι για μία ακόμ ακ όμη η φ ορά, πώ π ώ ς θα ζήσ ει με μια νευρ νευρω ω τική μάν μάνα;
«Σ υγγ υγγνώ μ η αν χτ χτύπησ ύπη σ α λάθος λάθος σ υναγ υναγε ερμό». Ο ένοπλος φ ρουρός ρουρός σ τεκότα ότα ν έξ έξω από τη ν Εντ Ε ντα α τική ντροπ ντροπι ιασ μ ένος. νος. «Ά κουσ κο υσα α το το υς σ υναγε ναγερμ ρμού ούς ς κ α ι είδα τις νοσ νοσ οκόμ ες να τρέχουν ρέχου ν κα κ α ι... σ κέφτ έφ τη κα ότι καλό θα ήταν να έρθετε». «Μ ην ανησυχε ανησ υχεί ίς». Τ ο τηλέ τηλέφ φ ω νο το του Κ άφε άφ ερι άρχι άρχισε να χτυπ χτυπά άει. «Π άρε με όποι όπ οια α ώ ρα χρει χρειασ τεί. Ε ιδ ικ ά . » είπε, ψ α ρεύοντα ρεύοντας το κινητό νητό από τη ν τσ έπη του, πάτ πά τη σ ε το κουμ κο υμπί πί τη ς απάντ απ άντησ ησης ης κ α ι κάλυψ κά λυψ ε το μικρόφω κρόφ ω νο, « . ειδ ειδ ικ ά εάν ο αγαπ αγα πη τός κύρι κύρ ιος Φ ρέντ ρέντσ σιπ μας επιτρέψ ει να του μ ιλήσ λήσουμε υμ ε, εντά ντάξει ξει;» Ε κείνος κα τένευσ ένευσ ε κ α ι ο επιθεω θεω ρητ ρη τής έκανε κα νε μετ μεταβολή για να μιλήσε λήσ ει σ το τη τηλέφ λέφ ω νο. «Ν αι; Κ άφερι άφεριε εδώ ». «Ε γώ είμαι μα ι. Ά κουσ κου σ α κάτ κά τι». Δ ίστασε ασ ε για μια στ σ τιγμή, προσ προσπ παθώ ντα ντας να αναγνω ναγνω ρίσ ει τη φ ω νή. Κ αι ότα ότα ν τα κατάφ κατάφε ερε, ρε, χαιρέτ ρέτησε ησ ε τον αστ ασ τυνομικό κα κ αι απομακ πομ ακρύνθη ρύνθηκε κε.. «Τ «Τ ρέι ρέισ ι», είπε, πε, αφ αφ ού εί είχε φ τάσ ει σε ασφ ασφ αλή απόστ όσ τασ η, «για πες το ξανά». «Ά κουσ κουσα α κ ά τι που ίσ ω ς σ ου είναι ναι χρήσι ρήσ ιμο. Κ άτι άτι σ χετ χετικά με αυτό υτό που συζητήσαμε». «Μ πα, δεν δεν πει πειράζε ράζει, τα κατ κα ταφ έραμ ρα μ ε κα ι μ όνοιμας όνοι μας». ». Σ τη ν άλλη άκρη άκρη τη ς γραμ ραμμής, ής, η Τ ρέι ρέισι παρέμε ρέμεινε γι για λίγο σ ιω πηλή πη λή.. «Δ εν μιλάω για το το Μ πρί πρίξτον», είπε. «Α λλά γι για το το αγόρι του Π εντε ντερέτσ ρέτσ κι».
Η Μ πενεντ νεντί ίκτε ζάρω σ ε ακί ακίνητη νητη σ τη γω νιά της της,, με μάτ μά τια ορθάνοι ορθάνοιχτα, γεμ γεμ ά τα φ όβο. όβο. Ή θελε θελε να είναι ναι η πολε πο λεμ μίσ τρια που πο υ θα έσ έσ ω ζε τη την οικογένει γένειά τη της. Α ντί ντίθετ θετα, είχε υποχω ρή σ ει φ οβι οβ ισ μένη ένη, κλαί λα ίγοντας γοντας μέσα στ σ το σκο σ κοτ τάδι. Α ν είχε ξαπλώ ξαπλώ σ ει ανάσκε νάσ κελα, λα, θα μπο μπορο ρούσ ύσε ε να με μ είνει νει ακίνητη νητη σε αυτή υτή τη τη θέση, παγ πα γω μ ένη από απ ό το τον τρόμο. ρόμ ο. Κ αιτ αι το μόνο μόνο που μ πορούσε πορούσ ε να σκε σ κεφ φ τεί ήταν: ήταν: α
ά
τ
μ
α
λ ί
α
κ α
ι
δ ε ιλ ή
,
υ λ ο
υ ρ
ν η
.
σ ο
ξ ι
λ ύ
η
ε
σ α ι.
ς .
ς
ε ίχ ίχ ε
δ ί
,
ε
ν α
ι
έ ν α
ς .
Π αχιά κόκ κό κκινα χείλη, λευκό λευκό άτριχο δέρμ δέρμα α, που θύμ θύμ ιζε τη Χ ιονάτ νάτη, κα ι μαύρα αύρ α μαλλι μαλλιά τόσ τόσο ο γυαλι υα λισ τερά που που έμ οια ζα ν ψε ψ εύτι ύτικα, σ αν να βγήκα βγήκαν από διαφήμ αφ ήμι ιση σ αμ πουά πουάν. ν. Τ α αθλητ α θλητι ικά το το υ ή τα ν βρόμ βρό μικα κα κα ι η κόκκι κόκ κινη φ όρμα που φ ορούσε λεκι λεκιασμέ ασ μέν νη. Μ πορούσε πορούσ ε να φ αντασ ανταστ τεί τριχω τά πόδι π όδια που π ου κα κ ατέληγ λη γα ν σ ε οπλέ οπ λές ς τράγ ρά γου κά κά τω από απ ό τη τη φ όρμα του. ου. Κ αι φ ορούσ ορούσε ε ροζ πλασ πλα σ τικά γάντ γάντι ια. Η Μ πενεντ νεντί ίκτε ήξερε πού τον εί είχε ξαναδεί αναδεί. Ή τα ν εκ εκείνο το το πρω πρ ω ί σ το κα κα τά σ τη μ α με τα είδη κάμ κά μ πιγκ στ σ το Μ πρίξτον ξτον Χ ιλ. Σ τεκότ εκό τα ν πίσω τη ς για λίγο, με γυρισ μένη μένη τη ν πλάτ πλάτη, σ αν να μην ήθελε ήθελε να τον δει δει, κα ιτην κο κ ουκού υκ ούλα λα κατ κα τεβασ βα σ μ ένη για να να καλύψ κα λύψ ει το πρόσω πρόσ ω πό του. Τ ην επόμ επόμε ενη στι στιγμή κρα κρα τούσ ού σ ε τη ν ουρά ουρά τη τη ς Σ τρουμ ρουμφ φ ίτας κ α ι τη ν εξέ εξέτ ταζε. Τ ώ ρα που πο υ το σ κεφτ κεφ τότα ν καλύτ κα λύτε ερα, ρα , πίσ τευε ότι προσ προσπα παθούσ θούσε ε να κρυ κρυφ φ τεί από τον Τ ζος, ος, όχι από εκεί κείνη. Μ ή πω ς τον γνώ γνώ ριζε ο Τζ Τ ζος; ος; Ή μ ήπω ς ο Τ ζος ή τα ν εκ εκείνος που τον ενδ ενδι ιέφ ερε; ρε; Ξ αφ νικά, κά, το αίμ α τη τη ς πάγω σ ε. Μ ήπω ς τη ν εί είχε ακούσ ει να μ ιλάε λάει με τον υπάλληλο υπάλληλο για τι τις διακοπές κο πές σ την Κ ορνουάλη ορνουά λη;; Π ροσπάθησ ροσπά θησε ε να θυμηθε θυμ ηθεί ί τι είχε πει σ το κατ κα τάστ άσ τημα. ημ α. Κ άτι άτι για ένα μακρύ μακρύ τα τα ξίδιμε δι με το α υτοκ υτοκί ίνητο νητο και κα ι- ω Θ εέ μ ου, ναι να ι- είχε πει ακόμη ακ όμη και κα ι θα έφ έφ ευγα υγαν για τη τη ν Κ ορνουάλη ορνουάλη.. Ίσ Ίσ ω ς το υς ακολούθη ακ ολούθησ σε μέχ μέχρι το σ πίτι και κα ι τους ου ς παρακολουθούσε παρα κολουθούσε από τότ τότε ε. Σ ε αυτή αυτή την περίπτω σ η, εκε εκείνη έφτ έφ ταιγε. γε. Ξ αφν αφ νικά, η Σ τρουμ ρου μ φ ίτα που που ή τα ν ξαπλω ξαπλω μέν μένη δίπλα της, ης, σ ήκω ήκ ω σ ε ς
ν
ι
ί
ι
ν α
ν ε
δ ι
κ ο
.
το κεφ άλικ λι κ ι άρχισε να λ υ χ τ , καθώ αθ ώ ς ο πόνος πό νος εισ χω ρούσε ρούσ ε βαθύτε βαθύτερα μέσα της. «Σσ «Σ σ σ τ...» ...» ψ ιθύρι θύρισε η Μ πενε πενεν ντίκτε κτε, προσ προ σ παθώ πα θώ ντας να τη τη ν κά νειν νεινα α σ ω πάσ πά σ ει. Τ η χάιδεψ δεψ ε, προσ προσπά πάθησ θησε ε να τη τη ν κά νει νει να πι π ιει λίγο νε νερό, αλλά η Σ τρουμ ρουμφ φ ίτα γύρισε απ απ ’ τη ν άλλη άλλη κα κ α ι ακούμ ού μ πη σ ε το κεφ κεφ άλι τη ς σ το πάτ πά τω μ α. Η Μ πεν πεν ανακάθι ανακά θισ ε κ ι άρχισε να προσ πρ οσε εύχετ ύχεται. , ο,
ε λά
λώ , ι
ι
έ
ι δεν
υ,
νε τη
ι κα λά , σε
να
έρ θ ει ν ω
ρα ,
νε
η
να
ρα κα λώ .
Ο Κ άφε άφ ερι διέσ χιζε τις απογε πο γευ υμ α τινές νές λεω λεω φ όρους όρους.. Έ βρε βρ εχε στ σ το Σ άφ ολκ, αλλά τώ ρα ο ήλι ή λιος είχε βγε βγει ι ξανά κι κ ι έλαμ λα μ πε πά πάνω σ τις ιτιές που σ κέπαζ κέπα ζαν τους δρόμους δρόμους.. Π ερνούσε μέσ μέσα από από δρόμους δρόμ ους σ κεπασ κεπα σ μ ένους από δέν δέντρα, δίπλα από από αγροκτ γροκ τή μ ατα με άλογα, άλογα, και σ πίτ πίτια με φ ροντι ροντισ μ ένους κήπο κή πους υς.. Ο ι παλά πα λάμ μ ες του ή τα ν ιδρω μένες νες. εμ
έκα
χ ει δ ί
ο
—
λε ς
ο
να
σε
δεύο υν,
υ
τ
έ χ ε ις ις ν α
Η Τ ρέι ρέισι Λ αμπ, αμ π, αυτό υτό το το εγω ισ τικό πλάσμ πλάσ μα, καλυμ κα λυμμ μ ένο με ανθρώ πινο δέρμ δέρμα, α, δεν δεν είχε παρά παρά να κρύ κ ρύψ ψ ει το ένα τη τη ς χέριπ ρι πίσω από τη ν πλάτ πλά τη, να τον τον κοιτά ξει κατ κα τά μ ατα ατα και κα ι να πει πει «Μ άντε άντεψ ε τι κρατάω κρατάω » και αμ έσω ς τον εί είχε του χερι χεριού της. ης. Κ αι μόνο που που του έδινε την παρα αραμικρή ελπίδα να μ άθεικά θεικ ά τι για τον τον Γι Γ ιούαν, ούα ν, ή τα ν απο αποφ φ ασ ισ μ ένος να ρισκάρειτ κά ρειτα α πάντα ντα γι γι’ αυτό. Γ ια μια στ στιγμή, έξω από το το Μ πιούρι ύρ ι Σ εντ Έ ντμ ντμ οντ, ντ, νόμ νόμ ιζε ότι κάπο κά ποι ιος τον ακολο α κολουθού υθούσ σ ε. Έ βλεπ λεπ ε τη ν αντανάκ αντανάκλασ λαση η του ήλιου πάνω σε ένα παρμπρί παρμ πρίζ κ α ι το κόκκ κόκκι ινο, χαμηλό μη λό σασ σ ασί ί ενός αγω νισ τικού κο ύ αυτοκινήτ νή το υ. Τ ον ακολ ακ ολο ουθού υθούσ σ ε εδώ εδώ κ α ι χιλιόμε όμ ετρα. ρα. Έ φ τια ξε το το ν καθρέφ καθρέφ τη, διερω τώ μ ενος αν τον τον παρα πα ρακο κολουθού λουθούσ σε η Υ πηρεσί πηρεσία Ε σω τερικώ ν Υ ποθέσε ποθέσεω ω ν. λ λ ά ι χ ο υ ν α κ ά ν ο υ ν μ α προτού προλάβε προλά βει ι να τε τελει λειώ σ ει τη σ κέψ κέψ η του, η απάντ α πάντησ ηση η σ ο υ ; Κ αι προτού ο
υ ρ ά κ ι,
ς
σο υ
το
ν
σ
η
κα .
ν
χε ς κό
,
κ.
του ήρθε ήρθε φ υσι υσικά. κά. Ε ίχε μιλήσ λήσ ειη Ρε Ρ εμ πέκα . - το υς είχε πε π ει χαρτί ρτί και κα ι καλαμ κα λαμάρι άριτ τι έκανε κα νε σ ’ εκεί κείνη και κα ι σ τον Μ άλκομ άλ κομ Μ πλι πλις. Μ ε τη ν καρδιά του να να βροντ ρο ντοχτ οχτυπ υπά ά , πανικόβ κό βλητ λη τος, ος, πά τη σ ε τέρμα ρμ α το το γκάζ κάζι, έγει γειρε σ το κά κάθισ μ α το του σ υνοδηγού υνοδη γού κα κ α ι πήρε πήρε έναν χάρτη ρτη από το ντου ντουλα λαπ πάκι. Ο δρόμος δρόμο ς α πλω νότα νότα ν γλισ τερός κά τω από απ ό τους του ς τροχούς ρο χούς τη ς Τ ζά γκουα γκουαρ ρ και κα ι το τα ταχύμε ύμ ετρο ανέβ νέβηκε ηκ ε στα στα εκατ εκα τόν τρι τριάντα άντα χιλιόμε όμ ετρα τη τη ν ώρα ώ ρα.. Α πό ένα σε σ εμινάριο που είχε κά νεισ νει σ το Χ έντο ντον, γνώ γνώ ριζε αρκετά για τεχ τεχνι νικές αποφ πο φ υγής υγής παρακο ρα κολο λούθη ύθησ σης, αλλά οι περισ σ ότερες ότερες α π ’ α υτές σ χετ χετίζοντα ονταν με με τη γνώ γνώ ση τω ν δρόμω δρόμ ω ν, κι κ ι έτσ ι άνοιξε το ν χά χάρτη ρτη πάνω σ το τιμ όνι, φ έρνοντα ρνοντας το αμ άξι σ την ευθ ευθε εία με τα γόνατ γόνα τα, κα ι ξεφ ξεφ ύλλισε τις σελίδες δες. Β ρήκε ρήκε τη τη σελίδα το του Θ έτφ ορντ κα ιτη ν έπι έπια ασ ε κοι κοιτά ζοντα ντα ς σ τον καθρέ κα θρέφ φ τη. απ ό το το ν χάρτη. άρτη. Δ εν μ πορούσ πορούσε ε να το το ! Τ ο χέρι το υ έφ υγε από πισ τέψ ει. Τ ο αμάξιείχε εξαφα ξαφ ανιστεί. Ή τα ν μόνο μ όνος ς του σ τον δρόμο. δρόμο. «Σ κατ κα τά». ά» . Κ ράτησ ράτησε ε το αμ άξι σ ταθερό, αθερό, κοι κο ιτά ζοντα οντα ς σ τον μεσα μεσαί ίο καθρέ κα θρέφ φ τη για να βεβαιω θεί θεί ό τι δεν δεν το φ αντα νταζότα όταν. Δ εν έβλε βλεπε τίποτα οτα . Ο δρόμος απλω απ λω νόταν νόταν πίσω το υ δίχω ς καν κα νένα αμάξι αμ άξι να τον τον ακολο κο λουθεί υθεί. Π ήρε ήρε το κινητ νητό του κ ι έλεγξε λεγξε αν είχε κά ποιο μήνυμα νυμα - αν είχε σ υμ βεί κάτι, η Σ ούνε ύνες θα το το ν προ πρ οειδοπ δοποιούσ ε, αυτό ήταν σίγουρο. ουρο. Α λλά δε δεν υπή υπήρχε νέο νέο εισ ερχόμε ρχόμ ενο κα κα ι ο δρόμος δρόμ ος πίσω του ή τα ν άδει άδειος. ος. Τ ο είχε φ αντασ νταστ τεί. Ή τα ν ολω σ διόλου δημ δημιούργημ ούργημα α του του μυαλού του. ν α υ τ ό δ ε ν σ ε κ ά ν ε ι ν α ς λ ίγ ίγ ο ν κα .. . «Μ άλισ τα». Ά φ ησε ησ ε το κινητό νητό στ σ το κάθισ μ α του συνοδηγού, σ υνοδηγού, μ αζί αζί με τον χάρτ χάρτη η, κ α ι οδήγησ δή γησε ε σι σιω πη λός λός για τρία χιλιόμε όμ ετρα, νιώ θοντα ντας το αίμ α να το του ανεβ νεβαίνει νει σ το κεφά κεφ άλι. Τ ον εί είχε επηρεά σ ει η εξάρτησ ξάρτηση η από το χόρτο, χόρτο, σ κέφ κέφ τηκε, βλέ βλέποντα οντας τα τρεμά τρεμάμ μ ενα χέρι χέρια το υ. Μ όλις γύριζε στο στο Λ ονδί ονδίνο, θα έλε έλεγ γε στη στη Σ ούνες κ α ι τη ν Π ολίνα τα τα πάν πά ντα, επειδή η Λ αμ π το το ν οδηγούσ οδηγούσ ε σε παγ παγίδα. Ή ξερε ξερε μέ μ έσα το του ότι αυτό υτό ,
μ έ
,
ο
κανε ,
λη
ες
έκανε. Κ αι το υπε υπ ενθύμ νθύμ ισ ε πολλέ πολλές φ ορές σ τον εαυτό του καθώ ς διέσ χιζε το Ν όρφολκ, όρφ ολκ, περνώ ντα ντας από παλι παλιά, εγκατ γκαταλειμ μ ένα σπί σ πίτια, πάνω πά νω σε έρημ ρη μ ους ους δρόμους δρόμους,, δίπλα από από ερειπω μ ένα θερμ θερμοκ οκή ήπια, με αποτ πο τέλεσ λεσ μ α ότα ότα ν συνάντ συνάντη ησ ε τη Λ αμπ να κα κ α πνίζει σ την αυλή, ντυμ ντυμέ ένη με κολάν, κολάν, κίτρινα πέ π έδιλα και κα ι μια μπ μ πλούζ λούζα α τη τη ς Σ ανάι νάια Τ ουέ ουέιν, ο Κ άφε άφ ερι ήταν αποφ πο φ ασ ισ μ ένος να μην α κούσ εια υτά που πο υ είχε να το του πει πει. «Τ ρέισι», είπε. « Τ ι θέλει θέλεις;» Τ ράβη ράβηξε ξε μια ρουφ ρουφη ηξιά από α πό το τσ ιγάρο, ρο, το ν κ οίτα ξε μέ μέσα από α πό τον καπ κα πνό κα κ α ι χαμογέ χαμ ογέλα λασ σ ε. «Θ έλεις λίγο τσ τσάι;» «Ό χι». «Ε ντά ντάξει ξει, λοι λοιπόν». όν». Τ ον εί είδε να βγαί γαίνει νει από το αμάξι, με το ν ήλιο να καθρεφ κα θρεφτ τίζετα ι εκτυφ λω τικά πάνω π άνω σ το λευκό λευκό το του πουκ πουκά άμ ισ ο, και περίμενε μέχρι μέχρινα να έρθει θει κ οντά τη της. Ν αι. Ε ίχε δίκιο, μ πορούσε ύσ ε να το δεισ δειστ το πρόσ πρόσ ω πό του. ου . Κ αικα αικαθώ ς πλησ πλησίαζε αζε, βγάζοντ βγάζοντα ας τα γυαλι υα λιά του του,, τον εί είδε να ρίχνει νει μια κλεφ κλεφ τή μ ατιά πάνω π άνω από τον ώ μ ο του σ τον δρόμο πίσω . Κ ι αυτή υτή η μικρή κί κίνηση νησ η τη ς είπ ε ό,τι ήθελε θελε να μάθε μάθει ι: ν
ν ο ν ι
,
χ ε
ε ν
ς
θ α
κ α ι
έ
λ λ έ ς
ε
ε
ν α
λ
β
δ ε ς .
ι ε δ ώ
—κ α ι τ ο
ρ ε
.
α
δ ί
.
«Γ ια πο ποιον δου δουλεύεις;» Ά φ ησε τα κλει κ λειδιά σ την τσ τσ έπη του κ ι έδει δειξε το σ πίτι. «Μ πορείς να χαμη χαμ ηλώ σ εις τη μ ουσ ουσική;» κή ;» «Ε ίπα, για δουλεύεις;» Α ναστέ ναστέναξε. αξε. «Δ εν δουλεύω δουλεύω για κανέναν κανέναν.. Ε ίμ αι μπάτ μπ άτσ σ ος. ος. Σ ου το είπα». «Κ αι τότε τότε ποι πο ιος ενδιαφ έρετα ρεται γι’ αυτό το πιτσ ιρίκι, το αγόρι γόρι του Π εντε ντερέτσ κι;» «Εγώ». «Ε ίσ αι ψ εύτη ύτης». Τ ράβη ρά βηξε ξε άλλη άλλη μια ρουφ ρουφη ηξιά από απ ό το το τσ τσ ιγάρο κα κ αι τον έδε έδει ιξε. ξε. «Ξ έρω καλά κα λά το το σ ινάφι νάφ ι σ ου - η υπόθε υπ όθεσ σ η έχει χει παραδάκ παρ αδάκι ι, σ ω σ τά; Δ εν ξέρω ποι πο ιο ήτ ή τα ν το αγόρι, αλλά α λλά αυτό που που πισ πισ τεύω εγώ λ η .
είναι ό τι κά ποιος θέλε θέλει ι να μ άθε άθει τι έγινε. Κ αι ότα ν κά κά ποιος θέλε θέλει ι να να μ άθει τι έγινε, τό τε πά π ά ντο ντοτε πα πα ίζει παρα παραδάκ δάκι ι». ρ Σ κούπ ούπ ισ ε τα χέρια τη τη ς σ το βρόμι βρόμικο κολά κ ολάν, ν, απομά ομ άκρυνε κρυνε τα άλουσ λουσ τα μαλλ μαλλι ιά από από το πρόσ πρόσω ω πό τη ς κ ι έκανε κα νε μια γκρ γκρι ιμ άτσ α. Μ ε αρκε αρ κετ τή προσ πρ οσπά πάθε θει ια έβγαλε ένα ένα φ λέγ λέγμα από το ν λαι λαιμό τη ς κ α ι το έφ τυσε υσ ε. «Π έντε ντε χήνες χήνες». « ι ί
;»
«Δ ώ σ ε μου πέ π έντε χήνες ήνες και κα ι θα σου πω ». «Π έντε ντε χιλιάρικα; Μ ήπω ς σου φ αίνομα νομαιγια...» ..» «Α κατ κα τέβατα . Π έντε ντε χιλιάρι άρικα κα κ α ιθα σου σ ου πω τισ υνέβ υνέβη». «Ά ντε γαμ ήσ ου, Τ ρέι ρέισι. Λ ες ψ έματ μα τα. Κ αι δεν δεν έχω ανάγκη να σε πληρώσω, έ ι , για να πάρω πά ρω τις πληρο πληροφ φ ορί ορίες μου. Ε ίμ αι το μόνο εμ πόδιο ανάμε νάμ εσ α σ ’ εσ ένα και κα ιτη ν αστ ασ τυνομί υνομ ία κα κ α ι δεν δεν θα δι δ ισ τάσ τά σ ω . » «Δ εν το νομί νομ ίζω ». Τ ου χαμ ογέλα ογέλασ σε ειρω νικά. κά . «Θ α με πληρώ πληρώ σ εις». «Μ ε τίποτα οτα ». Κ οίταξε τον ουρανό κι κ ι έψ αξε σ τη ν τσ έπη του για τα κλει κλειδιά. «Λ ες ψ έμ ατα». α» . «Ε ίμ α ι η πληρ π ληροφ οφορι οριοδότης οδότης σ ου. Π ρέπει ρέπει να με μ ε κατ κα ταχω ρίσ εις στο στο μ ητρώ ο. Τ ο έχει χεις κάνει νει;» «Φ υσικά». «Τώρα λες λες ψ έμ ατα» ατα».. Χ αμογ αμ ογέ έλασε λασ ε. «Ξ έρω το σ ινάφι άφ ι σ ου, και κα ι είσ αιχειρότερος ερος από εμ ένα, να, επειδή είσ αινόμ νόμ ιμος. Π ολύ ολύ χει χειρότ ρότερος ερος». «Μ η με απε απ ειλεί λείς, Τ ρ έισ έισ ι. » «Π έντε ντε χήνε χήνες ς κ α ιθα σ ου δ ε ί ξ ω τι έγι έγινε». ε». Ε κείνος νος έκα νε με μεταβολή βολή.. «Δ εν θα παί πα ίξω το παιχνίδισ δισ ου, Τ ρέι ρέισι». «
υ !» !»
«Δ εν υπάρχε υπά ρχει ι περί περίπτω πτω σ η ». Κ ούνησ ούνησε ε υποτ υπο τιμ η τικά το χέρι του, καθώ κα θώ ς πλησ πλη σ ίαζε το αυτοκί οκ ίνητ νητο. «Μ ε τίποτα οτα ». «Θ α εκπλαγ εκπλα γείς με α υτά υτά που πο υ ανακάλυψ νακά λυψ α πω ς ήξερε ήξερε ο αδελφ αδελφός ός μου». Π ήδηξε ήδηξε μπροστ μπ ροστά ά του του,, αποφασ αποφ ασι ισ μ ένη να να μην τον αφήσ αφ ήσε ει να φ ύγει γει. Ή ταν τα ν το εισ ιτήριό τη ς για τις ηλιόλουσ τες τες ισ πα νικές ακτές. ές.
«Θ α εκπ εκπλαγε λαγεί ίς με αυτό υτό που πο υ σ υνέ υνέβη σ το αγόρι του Π εντε ντερέτ ρέτσ κι και κα ι μπορώ να σ ου πω τι έγινε». νε». Ο Κ άφε άφ ερι περπατ περπα τούσε ούσ ε γρηγορότε ρηγορότερα κι εκείνη αγω νιζότα ζότα ν για να τον πρ προλά ολάβει, με χέρι χέρια τεντ τεντω ω μ ένα κα ι τις φ τέρνες ρνες τη ς να προε ρο εξέχουν ξέχουν από τα σ ανδάλια κα κ α ι να γδέρνοντ γδέρνοντα αι στο έδαφος αφ ος.. «Ά κου, κου , δεν δεν σ ου κάν κά νω πλάκα πλά κα - για τί να κάν κά νω κ ά τι τέτοιο;» ο; » Τ ο φλέ φ λέγ γμα ακ α κ ούσ ού σ τη κε να κλεί κλείνει νει τον λαι λαιμό της της.. «Μ πορώ να σου σ ου δεί δείξω τι έγινε στ στο αγόρι. Ό χινα σ ου αλλά να σου ». «Τ ρέι ρέισ ι!» Ο Κ άφε άφ ερι σ ταμά αμ ά τησε ησ ε και κα ι ύψ ω σ ε προε προ ειδοποι δοπ οιη τικά τον δεί δείκτη κτη του. «Κ όψ ε τις μαλακί αλακίες, Τ ρέι ρέισι, το εννοώ ννοώ !» Έ να σμάρι κορά κο ράκι κια απογει ογειώ θηκ θη κε από απ ό ένα ένα δέντ δέντρο, ρο, τρομά ρομ άζοντά οντάς τη ν έτσ ι όπω όπ ω ς κάλυψ κά λυψ αν με τι τις σ κοτ κο τεινές νές το υς φ ιγούρες γούρες τον ουρα ουρανό. νό. Τ ης φ άνηκε άνηκ ε πω ς τα κορά κο ράκι κια υπ υπογρά ογρά μ μ ιζα ν τις λέξε λέξεις του. ου . «Θ α επισ τρέψ ω στο Λ ονδίνο», είπε, «κ « κα ιθα δώ σω τη ν υπόθεσ υπ όθεση η στη Σ κότλα ότλαντ ντ Γ ιαρντ, αρντ, γι’ γι’ αυτό μην το τολμή λμ ήσ εις να μου τηλεφω λεφ ω νήσ νήσ εις για να ξεφ ξεφ ουρ ουρνίσ εις τα παρα παρ αμύθι μύθια σ ου». «Μ α...» «Β ούλω ούλω σ έ το». Έ πα ιξε τα κλε κλειδιά με τα δάχτ δάχτυλά υλά του κ ι έκαν κα νε μ εταβολή βολή προς προς το αμάξι, αφ ήνοντά νοντάς τη μόνη δίπλα στ σ το σ κουρι ουριασ μένο παλι παλιό Φ ίατ. ατ. «Γ αμ ώ το», μ ουρμ ουρ μούρι ούρ ισε εκεί κείνη, έπειτα από από λίγο, απ α πογοη ογοη τευμέ υμ ένη. νη. Η Τ ζά γκου γκο υα ρ έκανε έκανε όπι όπισ θεν θεν σ τον παρά παράδρομ δρομο ο κ ι εκείνη έμ εινε να κοι κο ιτά ζει τα κορά κο ράκι κια που απομ πομ ακρύνοντ ακ ρύνοντα α ν στον στον απέ απέραν ρα ντο γαλανό ουρανό. ουρανό. Α φ ού εξαφ εξαφανί ανίστηκα ηκ αν πίσω από τα τα δέν δέντρα, έκανε κα νε μεταβολή κ ι επέστ έστρεψ ε κο κουτσα υτσ αίνοντ νοντα ας σ το σπίτι. ,
Λ ίγο αργότ ργότερα κά κάθισ ε σ την πόρτ όρτα, κοιτάζοντας ζοντας το υπόσ τεγο εγο, τις σ κουριασ μ ένες ένες παλιές μηχανέ χανές ς κα ιτις παλιές οροφ ροφ ές τω ν τζι τζιπ, που τις είχε σ κεπά κεπάσ σ ει η βλάστ βλάσ τηση. ησ η. Ε ίχε σ χεδόν ξεχάσε χάσ ει πω ς κρατ κρα τούσε ούσ ε τσ ιγάρο. άρ ο. Μ ονάχα όταν η καύτ κα ύτρα ρα έφ τασε ασ ε σ τα δάχτυλά δάχτυλά τη τη ς το πέτα πέταξε.
Μ ε ένα μουγκρ μ ουγκρη ητό, έγειρε μπροσ μπροστ τά, απομ πο μ ακρύνοντ ρύνοντα α ς τα μαλλ μαλλι ιά από το πρόσ πρόσω ω πό τη ς κ ι έφ τυσε υσ ε το παχ πα χύρρε ύρρ ευστ υσ το φ λέγ λέγμα τη τη ς πάνω πάνω στη στη γόπα. όπα . Έ πειτα , πάτ πά τησ ε το φ λέγ λέγμα με το παπ πα π ούτ ού τσ ι της, ης, για να να μη γλισ τρήσ ρή σ ει το επόμ πόμ ενο πρω ί, ότα όταν άκ άκουσ ουσ ε ένα ένα αμ α μ άξινα ξι να πλησ πλη σιάζε άζει. Σ ή κω σ ε ανήσυχα νήσ υχα τη μ ατι ατιά της της.. «Γαμ «Γ αμώ ώ το». ο» . Σ η κώ θηκε θη κε βα β αριανασαί ανασ αίνοντας οντας,, για να να κλεισ τεί πίσω από την την πόρ πόρτ τα του σ πιτ πιτιού της. Ε ίχε ήδη διασ χίσ ειτο ειτον ν μι μισό διάδρομ δρομο, όταν άκουσ άκ ουσε ε τη φω φ ω νή του. του. «Τ ρέισι!» Α υτό υτό τη ν έκα έκανε νε να σ τα μ α τή σ ει έξω από απ ό τη τη ν πόρτ πόρ τα τη τη ς κουζ κουζίνας, με τη ν καρδ καρδι ιά τη τη ς έτοιμ η να σαλτά λτάρει ρει. Κ ατάπιε με δυσκο δυσ κολί λία. Έ κανε μ εταβολή βολή επιφ υλακτ υλα κτι ικά, κά , α κουμ ου μ πώ ντα ντα ς τα φ αγω μ ένα νύχια τη τη ς σ την είσ οδο. οδο. Ε κείνος σ τεκότ εκό τα ν ακίνητ νητος, ος, κάτ κά τω από το το ν ήλιο, σ την πόρτ όρτα, με τα χέρια σ τις τσ έπες, σ υνοφρυ υνοφ ρυω ω μ ένος. νος. Μ ια σφ ίγγα είχε μπ μπει στο σ πίτι κα ιτώ ρα κ οπα οπ α νιόταν ότα ν με βία πάνω σ το ταβάνι. «Τ ι θέλε θέλει ις;» του φ ώ ναξε. ναξε. « Τ ιθέλε θέλει ις;» «Τ ρία χιλιάρικα». «Τ ι;» «Ε ίπα, τρία χιλιάρικα. κα. Θ α σ ου δώ σ ω τρία χιλιάρικα». κα». ,
ή ρ
θ α
ν
α
λ α
ρ ά
κ ια
υ .
Ο Ρ όλαν όλα ντ Κ λέαρ λέαρ θα θα μπορούσ μ πορούσε ε να εί είχε πει σ τη ν αστ ασ τυνομί υνομ ία πω ς έπρε πρεπε να ψ άξουν για άλλον ένα ένα άντ άντρα ρα πέρα πέρα από απ ό τον Ά λεκ λεκ Π ιτς. Ω ναι, θα μπο μ πορο ρούσ ύσε ε να το τους το πει με δυο λόγι λόγια. Γ ονάτ ονάτισ ε σ τον καναπ κα ναπέ έ, με το πρόσ πρόσω ω πο κολλη κο λλημ μ ένο στ σ το τζ τζάμ ι, νιώ θοντ θοντα α ς σ το ένα του γόνατ γόνατο νευρ νευρι ικά τικ κα ι κοίτα ξε έξ έξω , τα δέντ δέντρα ρα κα ι το ξεραμ ραμένο γρασί ρασ ίδι του Π άρκου Μ πρόκγουε πρόκγουελ. λ. Ο ι φ ω τογραφ ογραφί ίες που κρέμ κρέμ οντ ονταν σ τον σκ σ κοτει οτεινό θάλαμ θάλαμο έδει δειχναν ναν ξεκ ξεκάθαρα θαρα πω π ω ς ο Ά λεκ λεκ Π ιτς βίασ ε τον γιο του. Α λλά οι οι ίδιες εικόνες α ποκάλυπτ υπ τα ν κα ι κ ά τι άλλο: άλλο:
αποκά οκ άλυπτ υπ τα ν ότ ότι ο Ά λεκ λεκ Π ιτς δεν δεν ή τα ν το μοναδι οναδικό άτομο ομ ο σ το σπίτι. Α ποκά οκά λυπτ λυπ τα ν ότ ό τι υπή υπήρχε κ α ι σ υνεργός υνεργός - εκείνος που που κρα κρα τούσ ούσ ε τη τη φ ω τογρα ογραφ φ ική μηχ μη χανή. Ο Κ λέαρ λέαρ πλατάγι πλατάγισ ε τη γλώ σ σ α το του και κ αι χτύπησ ύπη σ ε μηχ μη χανικά το το τζά μ ι του παραθύρου, παραθύρου, προσπαθώ προσ παθώ ντας να αποφ ασ ίσ ειτιθα έκ έκανε στ στη σ υνέχε υνέχει ια. «Χ μμ... μμ ... ναι ναι», μουρμούρισ ε. «Χ μμ». μμ ». Α πομακρύνθ πομ ακρύνθηκε ηκε από το το παράθυρο παράθυρο κα κ α ι σ τράφ ρά φ ηκε προς προς το μεγάλο, μεγάλο, κατ κα τά φ ω το καθι κα θισ τικό, κό, τρίβοντας ντας νευρ νευρικά τα χέρ χέρια του. ******** Α ρχαία πόλη , σ ημε ημ ερινό θέρε θέρετ τρο στη στη Μ ά λα γα τη τη ς Α νδαλουσ νδαλουσ ίας. ας. (ΣτΕ (ΣτΕ )
25
Ο Κ άφε άφ ερι επέστρεψ πέστρεψ ε σ το Σ ράι ρά ιβμουρ βμ ουρ λίγο μ ετά τι τις έξιτ ξι το απόγευμ όγευμα α και κα ι καθώ κα θώ ς σ τάθμε άθμ ευε το αμ άξι είδε τη ν Κ ριό τος ντυμ ντυμέ ένη με μπε μπ εζ σ ακάκι κάκι, να να μ παί πα ίνει νει σ το αμ α μ άξι το υ συζύγ σ υζύγο ου της της.. «Σ « Σ υνέβ υνέβη κά κάτι;» τη ρώ τησε ησ ε, ακ ουμ ου μ πώ ντα ντα ς κ α ι τα δυο το του χέρια στ σ την οροφή οροφή του αυτοκινή κινήτ του, ελέγχοντ λέγχοντα α ς το ν δρόμο δρόμ ο για διερχόμε ρχόμ ενα οχήμ οχήμ ατα. «Ε πέσ πέσ τρεψ ρεψ ε ο Λ όγκαν όγκαν;» ;» «Ν αι, κ ι έφ υγε, υγε, έβγαλε γαλε κ ά τι φ ω τοτυπίες κ α ι τις άφ ησε στ στα εισ ερχόμε ρχόμ ενά σου σου.. Δ εν ανακά νακάλυψ ε κάτ κά τι». «Σ κατ κα τά». ά» . Έ σ κυψ ε, κοιτά ζοντα οντα ς μέσα μέσα σ το αμάξι αμ άξι κ ι έγνε γνεψ ε σ τον σ ύζυγο ύζυγο τη τη ς Κ ριότος ότος.. «Σ υγγν υγγνώ ώ μ η για τη τη γλώ σ σ α μου». μο υ». «Κ ανέν ανένα πρόβλημα πρόβλημα». ». «Έ χει χεις μ ηνύμα νύμ ατα», είπ ε η Κ ριότος ότος,, δένο δένοντα ντας τη ζώ νη της, κ ι έριξε μια δισ τα κτική μ ατιά στ σ τον Κ άφε άφ ερι. Δ ιέκρι κρινε πάλι αυτό το κουρα κουρασ σ μ ένο βλέ βλέμ μ μ α στ στα μά μ άτια του. ου . «Τ ηλεφ λεφ ώ νησ ε ο οδοντί οδοντίατρος ατρος,, θέλε θέλει ι να σου σ ου μ ιλήσε λήσ ει κα ι κά ποιος Γ κάμ κά μ ερ... ρ... Α , επί επίσης, ης, τα τα κε κεντρι ντρικά κατ κα τάφ εραν να εντοπ ντοπί ίσ ουν το το ν Τ σ αμπ αμ π Κ εοντου οντουα α .,.π ., .πώ ώ ς τον λέν λένε, αν θέλει θέλεις ακόμ η να τον τον σ υναντ υνα ντή ήσεις». «Κ αιο αι ο Π ιτς;» «Δ εν υπά υπάρχει ρχει κάπ κά ποια αλλαγή αλλαγή σ την κατ κα τάσ τασή ασ ή του». ου ». Τ ου έδει δειξε τα σ κούρα κούρα τζ τζάμι άμ ια τη ς αίθουσας θουσ ας σ υσκέψ υσ κέψε εω ν, που που αντανα ντανακλο κλούσ ύσαν αν τον τον ήλι ήλιο. «Η Ν τά νιεί νιείναιακ αι ακόμα όμα πάνω ». «Σκατά».
«Ξ έρω . Δ εν είναικ ναικα ι σ την καλύτ κα λύτε ερη διάθεση άθεση». ». «Ε ντά ντάξει». Ίσ Ίσ ιω σ ε το κορμ κορμί ί του κ α ι χτύπη ύπ η σ ε απα απαλά τη τη ν οροφ οροφή ή του αυτοκινήτ νή του. « Σ ’ ευχαρι υχαρισ τώ , Μ έριλιν. Τ α λέμ λέμε αύρι αύριο». ο». Η αίθουσα σ υσκέ υσ κέψ ψ εω ν ήτα ήτα ν άδει άδεια και κα ι η Ν τά νι καθότ κα θότα α ν στο στο γραφ ραφ είο της της,, σ υμπλ υμ πλη ηρώ νοντα νοντας τα φ ύλλα βά βάρδιας του μήν μή να. Δ ίπλα τη της είχε ένα ανοιχτό χτό μ πουκ ου κάλι Γ κλενφ λενφ ίντι ντιχ - δώ ρο δημ δη μοσ ιογράφ γράφ ου μιας κυρι υρ ια κάτ κά τικη ς τα μ πλόι λόιντ που που έγραφ ραφ ε ένα ένα άρθρο άρθρο για τα γεω γεω γραφ γραφ ικά χαρακτ χαρα κτη ηριστικά. κά . Ο Κ άφε άφ ερι κ α ι η Σ ούνες νες τη ς είχαν μιλήσ λήσ ει για την υπόθεσ υπόθεσ η Ρ όσμ όσ μ ο/ Μ πάργουε πά ργουελ λ κ ι εκεί κείνη κατ κα τάφ ερε να γράψ ει τρία άρθρα με αυτό το υλι υ λικό. «Ν τάνι;» Ε κεί κείνη το ν κοί κοίταξε. ξε. «Α », μουρμ ουρμούρι ούρισε. «Ε « Ε σύ είσαι». Α μ έσ ω ς εσ τίασ ε τη ν προσοχή προσ οχή τη τη ς σ τα έγγραφα ραφ α που που σ υμπλή υμπλήρω ρω νε. Σ τά θηκε θη κε αμήχανα αμ ήχανα στ σ την πόρτα, πόρτα, παρα πα ρακολ κολουθώ ουθώ ντα ντα ς την, αβέ αβ έβαι βα ιος για το το αν θα έπρε έπρεπε να μ είνει νει ή να φ ύγει ύγει. Α φ ού εκείνη έμ οιαζε αποφα οφ ασ ισ μ ένη να μην του μιλήσε λήσει, κάθι κά θισ ε σ το γραφ ραφ είο του, του , διπλώ νοντ νοντας τα χέρια του του πάνω σ το σ τομά ομ άχι κα ι κοί κο ίταξε σιω πηλά πη λά έξω από το το παράθυρο. Σ ε λίγο η Σ ούνε ούνες ς υποχώ υποχώ ρησ ρη σ ε. «Ε ντά ντάξει ξει». Υ πέγρα πέγραψ ψ ε ένα έγ έγγραφο, ραφ ο, άφη άφ ησε το στιλό να πέσ ει στο στο γραφε αφ είο κ ι έγει γειρε στ σ την καρέκλα. ρέκλα . «Π ες το». «Κ οίτα ...» Έ γειρε μπροσ μ προστ τά και κα ι κ οίτα ξε έξω από το το παράθυρο, παράθυρο, ψ άχνοντ χνοντα ας το ν τρό τρόπο πο να ξεκ ξεκινήσε νήσ ει. Σ τράφ ρά φ ηκε προς προς το μέρος της. ης. «Σ χετικά με αυτό αυτό που συν σ υνέ έβη το το π ρ ω ί. » «Ν αι;» «Ζητ «Ζ ητώ ώ συγγ συγγνώ μη». Ε κείνη έσφ ιξε το σ τόμα όμ α της, κοιτάζοντά ζοντά ς τον κα κα χύπ χύπ οπ τα με τα μικρά, κρά, γαλα γαλανά τη τη ς μάτια. «Η σ υμπε υμπ εριφ ορά μου μ ου ήτα ήτα ν απαρά πα ράδε δεκτ κτη» η»,, συνέ σ υνέχ χισ ε. «Η υπόθεσ υπόθεσ η με έχε έχει ι επηρεάσε ρεάσ ει, για λόγου λόγους ς το υς οποίους γνω ρίζεις - και φ αντάζομαι ομ αι έπαι πα ιξε ρόλ ρόλο ο κα κ α ι το γεγονός ό τι δεν δεν έχ έχω κοι κοιμ ηθεί θεί
καθόλου» καθόλου».. Α νασήκω σε τους ου ς ώ μους. μους. «Λ υπάμαι». Τ ο σ τόμα όμ α τη τη ς παρέ πα ρέμ μ εινε κλε κλεισ τό για λίγο. «Κ ατάλ ατάλαβ αβα α». Π ήρε στ στα χέρια τη τη ς το στιλό κ ι άρχισε να το χτυ χτυπά ει σ το γραφ ραφ είο, πα ρατ ρα τηρώ ντα ντας τη ν κίνησ νησή του. ου . Έ δει δειχνε έτοιμ η να πει κάτ κά τι, έπειτα άλλαξε λλαξε γνώ μ η κ ι έτριψ ε τα μ ηνίγγι γγια τη της. Τ έντω ντω σ ε τα τα χέρι χέρια τη ς και κοίτα ξε έξω από το το παράθυρο. παράθυρο. «Γάμ «Γ άμα α το», είπε. πε. «Υ « Υ ποθέ ποθέτ τω ότι μπορώ μπορώ να σε συγχ συγχω ρήσω ». «Α χ», ανασ νασ τέναξε εκεί κείνος. νος. «Ε υχαρι υχαρισ τώ για τη τη ν κατ κα τανόησ νόη σ η». «Δ εν κά νει νει τίποτα ». Έ χω σ ε το το δάχτυλο δάχτυλο σ το αφ τίτη ς κ ι άρχισε να το ταρακο ρα κουνά υνάε ει, κοι κο ιτάζοντά οντά ς τον πλαγ πλαγίω ς. « ‘‘Δ εν ξέρω αν μπορώ να σ τρουθοκα ρουθοκ αμηλίσ ω τό σ ο ’’. Δ εν μπ μ πορούσ ορούσε ες να πετάξει ξεις καμ κα μ ιά καλύτερη ατάκα;» «Τ ην επόμ επόμε ενη φ ορά ορά θα θα προσπαθήσω προσπα θήσω να βρω βρω κ ά τικαλύτ κα λύτε ερο». «Ω ραία», του είπε, γυρί γυρίζοντα οντας τη ν καρ κα ρέκλα της της για να τον αντι ντικρί κρίσει, με τα χέρι χέρια σφ σφ ιγμένα στ στο σ τομ άχι της. «Τ έλος λος πάντω ντω ν, μ ήπω ς το έχεις προσέξ προσέξε ει;» Κ ούνησ ούνησε ε τη ν κοι κο ιλιά τη τη ς πάνω -κά -κ άτω . «Το «Τ ο είδες; Χ άνω βάρος βάρος». ». Τ ον κ οίτα ξε σοβα σοβαρά. ρά. «Κ αι δεν δεν εί είπες ό τι θα με κεράσεις βραδινό;» «Ε ίπα εγώ κ ά τιτέτο έτοιο;» «Ν αι, αμέ αμ έ. Α ν έκανε κα νες ς λάθος σ τον ισ χυρισμό σ ου πω ς η υπόθε υπόθεσ ση του Γ κόρντ κό ρντον ον Γο Γ ουαρντ υα ρντέ έλ θα ή τα ν σε κάθε κά θε εφ εφ ημε ημ ερίδα, θα με κερνούσες βραδινό». «Ε ίχα άδικο;» κο ;» «Δ εν έχε έχει ισημασ ημ ασί ία. Ε ίμ α ιτο ιτο αφ εντι ντικό σ ου». ου». «Τ ότε, είχα δίκιο». ο». «Ίσω «Ίσω ς».
«Σ το κάτ κά τω κάτ κά τω τη ς γραφής, ραφής, Τ ζα κ, αναγ ανα γκασ κα σ τικά θα θα σ ε σ υγχ υγχω ρούσα, ρούσ α, μιας κ α ι δεν δεν έχω μεταφ ορι ορ ικό μέσο σήμερα, ρα, αφ ού η Π ολίνα πήρε πήρε το
αμάξι». Δ εν είπαν πα ν σε ποι πο ιο μέρος θα πήγαι πή γαιναν. Μ πήκαν κα ν σ την Τ ζά γκουα γκου α ρ και κα ι οδήγησ οδήγησαν αν μέχ μέχρι το Μ πρίξτον, ον, σαν σα ν να σ υνήθι υνήθιζαν να κάνουν κά νουν κάθε κάθε βράδυ βράδυ τη τη διαδρομή αδρομή αυτή υτή, σαν ο ποτ πο τα μ ός Έ φ ρα να να το το υς καλο κα λούσ ύσε ε να τον ακο ακολου λουθή θήσ σ ουν. ουν. Σ τις άκρε κρες του, ου , όπου πο υ η νυχτ νυχτε ερινή ζω ή κα ι η κα κ αλλι λλιτεχνι χνική δρα δρασ τηριότητα δεν δεν εί είχαν ακό ακ όμ η έρθει ρθει, το Μ πρίξτον εξ εξακολουθού ακ ολουθούσ σ ε να είναι επικίνδυνο νδυνο κα κ α ι μοναχ μο ναχι ικό. Ε δώ , πρεζάκ πρεζάκηδε ηδες ς με λασπω λασ πω μ ένα ρούχα κα ι ψ άθινα καπέ καπέλα, λα, διακοσ ακ οσμη μημέν μένα α με λουλούδι λουλούδια, κοιτούσ α ν το το φ εγγά γγάρι ψ ιθυρί θυρίζοντα οντας ασυναρτ υναρτησίες. Ε δώ , οι λάμπε λάμ πες ς του δρόμου εί είχαν σπάσ σπά σ ει από απ ό βολές βολές αεροβ αεροβόλω όλω ν από τα διαμερίσ ματα κα κ α ι ο μ όνος φ ω τισ μ ός ερχότα ρχόταν από απ ό τις ψ υχρές υχρές λάμπε λάμ πες ς υπε υπ εριώ δους δους ακτι κτινοβολίας, που είχαν εγκατ γκα τασ τήσ ει οι μαγαζά γαζάτορες, ορες, προκ πρ οκε ειμ ένου να εμ ποδί πο δίσ ουν ουν το τους πρε πρ εζάκηδε κη δες ς να μ α ζεύοντα ντα ι έξω από τις πόρτ πό ρτε ες τω ν μαγαζιώ ν το υς για να πάρο πά ρουν υν τη τη δόση δόση τους ους, μιας κα ι η ακτινοβ νοβολία έκανε τις φ λέβες το υς αόρα όρατες. Σ το κεντρι κεντρικό Μ πρί πρ ίξτον ξτον η πραγμα ρα γματ τική νυχτ νυχτε ερινή ζω ή δεν δεν είχε ακόμη όμ η ξεκι ξεκινήσ ει, καθώ ς ή τα ν πολύ νω νω ρίς. Τ ο μπαρ παρ το καιη ή τα ν όλα το το υς σ ιω πηλά. πηλά. Τ α μ εσ άνυχτ άνυχτα, ω σ τόσο, όσ ο, το κεν κεντρικό Μ πρί πρ ίξτον θα μ ετα ετα τρεπότ ρεπότα ν σε σ ε μικρή Ίμ Ίμ π ιζα - ο ι δρόμ δρόμ οι θα γέμ γέμ ιζαν α υτοκίνητ νη τα κ α ινεα νεαρά κορι οριτσ άκια θα ξεπ ξεπρόβ ρόβαλλαν λλα ν από τις ηλιοροφ οροφέ ές τω ν αμαξι αμ αξιώ ν, φ ω νάζοντ άζοντας ας μέσα μέσα στη στη νύχτ νύχτα. Ό τα ν στ σ τάθμε άθμ ευσαν υσ αν στη στη λεω λεω φ όρο Κ ολντ ολντχάρμπορ χάρμπορ,, ο Κ άφε άφ εριή ρι ή τα ν χα χαρούμ ρούμε ενος για το το ν σ χετικό φ ω τισ μό κ α ιτη ζεστ εστασ ιά του περιβάλλοντ βά λλοντος ος.. Σ τα μ ά τησε ησ ε σε ένα Α Τ Μ για να τρα τραβή βήξ ξει χρήματ ρήμα τα. «Μ ισό λεπτ λεπτό, ό, να βγάλω καμ ιά σ αραντ ραντα αριά λί λίρες». ρες». «Α ν ή μ ουν στη στη θέση σ ου θα έβ έβγα ζα περι περισσ ότε ότερες ρες. Έ χω ακρι ακριβό γούσ γούσ το σ το φ αγητό, ξέρε ξέρει ις». Η Σ ούνες νες σ τάθηκε θη κε με μ ε τα χέρια στ σ τις τσ έπες, πες, με τη ν πλάτ πλάτη σ τραμ ραμμένη προς προς το μέρος του κ α ι αντα νταπέδω σ ε το βλέμ βλέμ μ α στ σ τη ζητι ητιάνα που που καθότ κα θότα α ν δί δίπλα στο στο Α Τ Μ κρατ κρα τώ ντα ντα ς το μω ρό της της.. Ο Κ άφε άφ εριέ ρι έλεγ λεγξε το υπόλο υπόλοι ιπό του. του. Τ ο ποσ πο σ ό που π ου είχε δώ σ ει σ την ο
Α
ξ
ί
ρ
ιό
ς
,
υ γ
Τ ρέι ρέισ ι Λ αμπ αμ π δεν δεν ή τα ν τυχαίο. Ή ξερε ότι το ανώ τα το ποσό ποσ ό που μ πορο πορούσ ύσε ε να σ η κώ σ ει από τη ν τράπ ρά πεζα με μία ανάληψ ανάλη ψ η ή τα ν τρει ρεις χιλιάδες λίρες. ορές κ ι αν Τι έ λ ε ις ις ν α γο ρ ς ε τρ α χ ιλ ι ; Ό σ ες φ ορές υπε υπ ενθύμι νθύμ ιζε σ τον εα εα υτό υτό του πω ς ή τα ν ψ εύτρα, ύτρα, μια απα απ ατεώ νας, νας, η καρδιά του, του, η ανόη νόητη καρδιά του του σ υνέχι νέχιζε να ελπί λπ ίζει, σ υνέχι νέχιζε να πισ τεύειπ εύειπω ς υπή υπ ήρχε ελπί ελπίδα. «Μ άλισ τα». Έ βαλε βα λε τα χα ρτονομ ρτονομί ίσ μ ατα σ την τσ τσ έπη του, ου , κοί κο ίτα ξε τριγύρω γύρω για να βεβα εβα ιω θεί ό τι κανείς δεν το τον είχε δει δει κ ι έδειξε τη τη λεω λεω φ όρο Κ ολντ ολντχάρμπορ. άρμπ ορ. «Π άμε άμ ε για φαγ φ αγητ ητό;» ό;» Ο ι θαμώ θαμ ώ νες που κά ποτε οτε κατ κα τέκλυζ κλ υζα α ν αυτ αυ τούς ού ς το υ ς δρόμους δρόμους,, είχαν τώ ρα σ τα μ α τή σ ει να έρχοντ ρχονται σ το κε κ εντρι ντρικό Μ πρίξτον, ον, προτ πρ οτι ιμ ώ ντας ντας τα δρομάκ δρομ άκι ια γύρω γύρω του. ου . Υ πήρχ πήρχαν αν ακό ακόμ μ η μερικές κές α υθεντ υθεντικές παμ πα μ π που είχαν απ α πομ είνει εκεί, μέρη μέρη σ τα οπ οία κά κ ά ποιος θα μ πορούσε ύσ ε να μ πει ένα κυρ κυρι ια κάτικο απόγευ γευμ α κ α ι να δει δει νεα νεαρούς ούς άντρες ντρες να παί πα ίζουν ντόμ ντόμι ινο, να φ ω νάζουν, νάζουν, να βαράνε βαράνε τους μηρούς ρούς τους, ους, να τη τηλεφ λεφ ω νούν σε φί φ ίλους τους για να τους καλέσου λέσουν ν να έρθουν ρθο υν κι κ ι εκείνοι νοι σ την παρέα. παρέα. Η λεω λεω φ όρος Κ ολντχ ολντχάρμπορ άρμ πορ τρα τραβο βούσ ύσε ε το νέο νέο είδος πελα πελατ τώ ν που έρχοντ ρχοντα αν στ στην περι περιοχή κ α ι ο Κ άφε άφ ερι με τη Σ ούνες νες διάλεξ άλεξαν ένα ένα μέρος μέρος κοντά οντά σ την πλατε πλατεία, το το Σ α τά ι Μ παρ, με το υς εντυπ ντυπω ω σ ια κούς κο ύς καθρέφ κα θρέφτ τες του κ α ι τα παρα πα ραδε δεί ίσ ια λου λουλούδι λούδια σε πανύψ πα νύψ ηλα γυάλινα βάζ βά ζα. Π αρήγ αρή γγειλαν Μ αλάι αλά ι κεμ πάπ πά π με κύβο ύβ ο υς ρυζι ρυζιού και κα ι δύο μπί μ πίρες ρες Σ ίνα κα κ α ι κάθι κά θισ αν σε σε ένα μικρό τρα τραπέ πέζ ζι δίπλα στ στο παράθυρο. Η Σ ούνες ούνες βολεύτ βολεύτηκ ηκε ε και κα ι ξεκούμπ κού μπω ω σ ε το σ α κάκι κά κι της, ης, αφήνον αφ ήνοντ τας τον βομβη βομ βητ τή τη ς επάνω σ το τρα τραπέ πέζ ζιανάμεσά ια νάμεσά τους τους.. «Μ ου αρέσ ρέσ ειτο ιτο μέρος μέρος». ». Έ γειρε μπροσ μπ ροστ τά κα ι κοίτα ξε έξω από απ ό το το παράθυρο. «Α «Α υτό υτός ο δρόμος είναι τόσο όσ ο μ οδάτος οδάτος που αν τον παρακ ρα κολουθ λουθή ήσ εις για αρκετή κετή ώ ρα, ρα, θα δεις μ ερικούς ούς διάσ ημ ους ους. Ε ίδα κά ποτε οτε τη ν Κ απρίς εκεί έξω , είμ α ι σίγουρη πω ς ή τα ν εκε εκεί ίνη, φ ορούσε ορούσ ε αυτ αυ τά τα τα ...» .. .» -πή -π ή ρ ε βαθιά ανάσα ανάσ α κι κ ι έφ ερε τα χέρια στ σ τους
μηρού μη ρούς ς τη ς - « ...α ... α υτά υτά τα κόκκι κόκ κινα σ ορτσά ορτσάκι κια... και κα ι ποια ήτα ήτα ν η κοπέλα με τα μεγάλα βυζιά; Ε ίναι να ι λίγο πα παχουλή χουλή σαν εμ ένα, ξέρει ρεις, εκείνη με το μεγάλο στόμα;» «Δ εν ξέ ξέρω ». Η Σ ούνες ούνες χαμογ αμ ογέ έλασε και κα ι πήρε ένα κεμ κεμ πάπ. «Ε ίναι το πρώ το σ ύμ πτω μ α της τη ς κατά ατάθλιψ ης, ξέρει ρεις». «Π οιο πράγμα πράγμα;» ;» «Η απώ λεια τη ς όρεξη όρεξης για σεξ». «Δ εν έχω έχω χάσ χάσ ειτη ν όρεξή όρεξή μου για σεξ». «Α ναι ναι», είπε κ ι έστρεψ ε το κ εμπ εμπά π τη τη ς προς πρ ος το μέρος του, ου , «η μέρα πο π ου θα πε πεθάνε θά νει ις είναι ναι η μέρα πο που θα χάσ χάσ εις τη ν όρεξή όρεξή σ ου να πηδάς, πηδάς, Τ ζα ζακ Κ άφε άφ ερι». «Ε γώ μ ό ν ο . » Ξ ετύλιξε τα μ αχαιροπίρουνά του από τη τη ν πετσ πετσ έτα κα ι τράβ ρά βηξε το πιάτο κοντά ντά του. του. Κ οίτα ξε το φ αγητό γητό για λίγο κι κι έπειτα έγει γειρε μπρ μπροσ οστ τά, σ τηρίζοντα οντας το σ ώ μ α το του σ το τρα τραπέ πέζ ζι. «Π όσα όσ α χρόνια εί είσ α ισ το Σ ώ μ α, Ν τάνι; Δ εκαπέν κα πέντ τε; Δ εκαέ καέξι;» «Ν αι. Ξ έρω πω ς έχω αγγελικό πρόσ πρόσω ω πο, αλλά αλλά έχουν έχουν περά περάσ σ ει εννι ννιά χρόνια από τό τε που που πά τη σ α τα τριάντα ντα». «Θ α θυμάσ θυμά σαι, λοιπόν, στ σ την αρχή αρχή πώ π ώ ς αισθαν θανόσουν». όσ ουν». «Α , βέβαι βέβαια. Ή μ ουν ου ν ενθουσιασμέ ασ μέν νη. Κ αιαμέ αιαμ έσω ς, με το που π ου μπήκα μ πήκα σ την Α καδημία του του Χ έντον, ον, αποκαλύφ αποκα λύφθηκα. θηκα. Α » , είπε, δίνοντας έμφ αση ασ η σ τη λέξ λέξη, τσ ιμ πώ ντα ντας ένα κομ κομμ μ ά τι κεμ κεμ πάπ, «ποτέ οτέ δεν δεν το χρησι ρησ ιμοποίησα, ησ α, Τ ζα κ. Α κόμη κι κ ι ότα ότα ν ο κόσμ κόσ μ ος άλλαξ άλλαξε ε και κα ι μ πορο πορούσ ύσα α να να χρησ ρη σ ιμοποι οποιήσω τη σεξουαλι ξουαλική μ ου τα τα υτότη τα για να να ανε ανελιχθώ , ποτέ οτέ δε δεν το έκαν κα να». Μ άσ ησε ησ ε τη ν μπ μ π ουκι ουκ ιά της της.. «Φ υσι υσ ικά, κά , αυτό υτό δεν δεν ση σημ αίνει νειό τι δεν δεν έγ έγλει λειψ α κώ κ ώ λους λο υς - καμ κα μ ιά φ ορά κα ι μουνιά». ά». «Κ αισου αρέσε αρέσειακόμα;» ιακόμα;» «Τ ο να γλε γλεί ίφ ω μ ουνιά;» Τ ης χαμογ αμ ογέ έλασε λασ ε. «Π ου εί είσ αι σ το Σ ώ μ α». α» . «Φ υσικά. Λ ατρε ατρεύω ύω κάθε λεπτ λεπτό». ό».
«Κ αι ποτέ σου σου δεν δεν αι αισ θάνθηκε θάνθηκ ες ό τι μ πήκες πή κες για το υς λάθος λάθος λόγους;» «Ό χι». Έ βαλε βα λε μια πι π ιρουνι ρουνιά ρύζι ρύζι σ το σ τόμα όμ α κ α ι κοίτα ξε τριγύρω , μ ασώ ασ ώ ντας δυνατ δυνατά ά κα κ α ι παρατ πα ρατηρ ηρώ ώ ντας ένα σημ σ ημε είο πάνω από απ ό το το κε κ εφ άλι του. «Α λλά, ξέρει ρεις, πο π οτέ μου μου δεν δεν σ υνέβη κάτι, όπω ς εκείνο που έγινε σ ’ εσ ένα όταν όταν ήσ ήσ ουν ου ν παι πα ιδί». Σ το άκουσ άκ ουσμ μ α τη τη ς φ ράσης αυτής αυτής,, ο Κ άφε άφ ερι ξερόβηξε και κα ι ανακάθισε, χαμη χαμ ηλώ νοντα νοντας το βλέμμ βλέμμα. α. Ή ξερε ξερε πω ς η Σ ούνες ύνες περί περίμενε να πάρει πάρει τη σκυτ σ κυτάλ άλη. η. Ξ αφν αφ νικά, κά, δε δεν αισθανότ σθανόταν αν και κα ι τόσο πεινασ νασ μ ένος νος. «Ξ έρεις...» της της είπε, κοιτά ζοντά ντά ς την, «ξέρ ξέρεις πω ς μ πήκα πή κα στ σ το Σ ώ μ α επει πειδή είχα τη γαμημ γαμ ημέ ένη εντύπ ντύπω ω σ η ό τι θα βρω βρω τον Γ ιο υ . » Έ κοψ ε τη λέξη. «Τ ον αδε αδελφ ό μου». μου». «Ν αι, δεν δεν χρειά ζετα ετα ινα είμ αι μ άντη ντης για να να το κατ κα ταλάβ λά βω ». Ε κείνος έγει γειρε προς ρος το μέρος της. «Ό μω ς, Ν τάνι, δεν δεν μπορώ μπορώ να βάλω σ την άκρη αυτ α υτή ή τη σ κέψ κέψ η. Ε μ φ ανίζεται μια υπόθε υπόθεσ σ η σ αν αυτή υτή του Ρ όρι Π ιτς κ α ι ξαφν αφ νικά γίνομα νομ α ι πάλι πά λι δέκα δέκα χρονώ χρονώ ν κ ι αισ θάνομα θάνομ αι πω ς θέλω να σπάσω σ πάσω όλο όλο τον τον κόσμο κόσμ ο σ το ξύλο». ξύλο». «Δ ηλαδή θυμώ θυμ ώ νεις πού κ α ιπού. πο ύ. Κ αιλοι αι λοιπόν;» πόν;» «Κ αι λοιπόν;» πόν;» Έ βγαλε τη σ α κούλα με το ν καπν καπ νό κ ι έσ τριψ ε διακριτικά ένα τσ ιγάρ γάρο. « Τ ι εννοεί εννοείς ‘‘κ ‘‘κ α ι λοιπόν’’; ν’’; Ξ έρεις», είπε ανάβοντ νάβ οντα α ς το τσ ιγάρο, άρ ο, « ό τι μια μέ μέρα θα κάν κά νω κά ποια ανοησ οησία, όπω όπ ω ς το ξέρω κ ι εγώ . Μ ια μέρα, μέρα, κάπο κά ποι ιος θα με αναγ ανα γκάσ κά σ ει να κάνω κ άνω κ ά τι που δεν δεν θα μπορώ να πάρω πίσ ω ». Τ ράβη ρά βηξ ξε μια ρουφη ρουφ ηξιά και κα ι κρά κρά τησ ε τον καπνό κα πνό σ τα πνευμόνι πνευμ όνια του του,, με μ άτια κλεισ τά. Έ πειτα , άφη άφ ησε τον καπνό κα πνό να δραπε δρα πετ τεύσε ύσ ει από μ έσα το του κ ι άφη άφ ησε το τσιγάρο σ το τασ άκι. «Ό λα είναι ναι θέμ θέμα οπτ οπ τική ς γω νίας - έτσι τσι δεν δεν το λέν λένε; Ο πτι πτική γω νία; Κ οίτ οίτα τι έκανα σ το νο νοσ οκο οκ ομ είο, κοίτα πώ ς σε προσέβαλα, προσέβαλα, πώ ς προσπάθησα προσπά θησα να σου ρίξω μια ευθύ ευθύν νη π ο υ . » «Ε π, για περίμενε» νε», είπ ε η Σ ούνες ύνες. «Ξ έρω τι θα μου μ ου πεις». «Α λήθει λήθεια;»
«Ν αι». Β ούτη ύτηξε το κρέ κρ έας στη σ άλτσ λτσα φι φ ιστικιού κ α ι δάγκω δάγκω σ ε ένα ένα κομ κο μ μ ά τι. «Ν αι, κα κ α ι για να να σου πω τη ν αλήθει αλήθεια, το σ κεφτ κεφ τόμο όμ ουν κι εγώ . Π ισ τεύεις ό τιέχειαι έχεια ιχμα χμα λω τίσ εικ ι άλλη οικογένεια ». «Ν αι, σ ου είπα τι πισ τεύω ». «Ν αι, Τ ζα κ», κ» , είπε μασ μ ασώ ώ ντας. ας. «Μ ίλησα λησ α με μ ε τους ου ς ανω τέρους ρου ς μου, κα ι μπορώ να σου σ ου δώ σω δύο άν άντρες ρες. Κ άνε άνε ό ,τι θέλε θέλει ις με αυτούς υτούς,, μόνο μην τους σ μπαρα παραλι λιάσε άσ εις». Ε κείνος τη ν κοί κο ίτα ξε καλά κα λά καλά. καλά. «Μ ου κάνε κά νει ις χάρη;» «Ό χι, το αντί ντίθετο. θετο. Α πλώ ς νομί νομ ίζω πω ς ίσ ω ς έχει χεις δίκιο. Τ ώ ρα, ρα , αντί ντί να κάθεσ κά θεσα αι σαν χάνος χά νος με το σ τόμα όμ α ανοιχτό, χτό, μπορε ορείς να με ευχαριστήσεις». Ε κείνος κούν κο ύνη η σ ε το κε κεφ άλι του. ου . «Ε ντά ντάξει ξει», είπε. «Ε «Ε ντά ντάξει ξει, σ ’ ευχαρι υχαρισ τώ , Ν τάνι, ευχαρι υχαρισ τώ ». «Τ ίποτα. ποτα. Τ ώ ρα, αυτό το γαμί γαμ ίδι», είπε κα ρφ ώ νοντα νοντας το τσ ιγάρο με το κα κ αλαμ λαμ άκι, «κα «κ α ι φ άε. άε. Δ εν θα σου σου έκανε έκα νε κακό να βάλε βάλει ις κ ά τι φ αγώ αγώ σιμ ο σ το σ τόμα όμ α σ ου». Ε κείνος έσ βησ ε το τσ ιγάρο, ρο, αλλά ότ ό τα ν τράβ ρά βηξε το πιάτο κοντά ντά του, κατ κα τάλαβε άλα βε ότι ότι δεν μπορούσ μπορού σ ε ακόμ ακ όμη η να συγκε σ υγκεντ ντρω ρω θεί θεί στο στο φ αγητό γητό. « Τ ι σ υνέβη σε α υτό το σ πίτι, Ν τάνι;» είπε έπει έπειτα από λίγο. « Τ ισ το διάβολο άβο λο σ υνέβη υνέβη;» ;» Ε κείνη χρησ χρησ ιμ οποί οπ οίησ ε το πιρούνι ρο ύνι για να βγάλε γάλει το κρέ κρ έας από το καλαμ καλαμάκ άκι ι. «Ε ίνα ι απλό. Ο Ρ όρι όρι Π ιτς βιάσ τηκε ηκ ε. Α πό το τον πατ πα τέρα του του.. Σ υμ βαίνει, ξέρεις». «Κ αιτ αιτότε, τισ υμ β α ίνει νειμε τη νέα νέα οικογένε ογένει ια;» «Δ εν ξέ ξέρω ». Έ βαλε βα λε έναν έναν κύβο ύβ ο κρέας σ το σ τόμα όμ α τη ς κ α ι το μάσησ άσ ησε ε. «Σ « Σ υχνά ανα αναρω ρω τιέμ α ι πώ ς είναινα ναι να βιάζει άζεις. Ε ίναι ένα από από τα τα πρά πρ άγματ γμα τα για τα οπο οπ οία αναρ ναρω τιούντα ύντα ι ο ι γυναί γυναίκες - όχιπώ χι πώ ς είναι ναινα σε βιάζουν, άζουν, αλλά πώ πώ ς είναι να ι να είσ αι ο βιασ τής. Δ εν είναι ναι κα ι τόσο όσ ο πολιτ λιτικά ορθό ορθό για μια λεσβ λεσβία, ε;» Ή πιε μι μ ια γουλ γουλιά από τη ν μπί μ πίρα της της κα ι σ κούπ κο ύπι ισ ε τα χείλη της της.. «Κ άποτ πο τε είχα μι μ ια κου κο υβέντα έντα με έναν
βιασ τή κ α ι ξέρ ξέρεις τι μου είπε; Θ υμ άμ αικάθε του λέξη, λέξη, επειδή εκεί εκείνη τη σ τιγμή κατ κα τά λαβα λα βα πω ς ό ,τικ ιαν έκα έκανα, να, όσο όσ ο κι κ ι αν προσ προσ παθούσ πα θούσα α να παγ παγιδέψ δέψ ω το σ τήθος μου σφ σ φ ιχτά κάτ κά τω από απ ό ρούχα, ρούχα, όσο όσ ο κι κ ι αν έκοβα οβ α κοντά ντά τα μαλλι μαλλιά μου, ποτέ μου μου δεν δεν θα θα κατ κα ταλάβα λά βαι ινα πώ ς είναι ναι να αισθάνε θάνεσ σ αι άντρας άντρας.. Ε ίπε: πε: ‘‘Ε ίναι λες λες κ ι η κα κ αρδιά σου σ ου χτυ χτυπ ά ει πιο δυνατά δυνατά από απ ό ποτέ οτέ, σ αν να δαγ δα γκώ νει νεις κά τι τόσο όσ ο σκληρά που που το το σ α γόνι σου ραγίζει, σ αν να έχε έχεις τη ν πιο σκληρή κληρή σ τύση ύσ η που είχες χες ποτέ, σαν η ίδια σου σ ου η ψ υχή να βγαί βγαίνει νει από τον πούτσ πο ύτσο ο σου ότα ν χύ χύνει νεις’’». Η Σ ούνες έγει γειρε πίσω σ την καρέ κα ρέκλα κλα,, καρφ κα ρφ ώ νοντα νοντας το κρέ κρέας με το πιρούνι ύνιτης. «Τ ρελό, ρελό, δεν δεν νομί νομ ίζεις;» Σ τα μ ά τη σ ε κ α ι είδε πω ς ο Κ άφε άφ ερι είχε σ ηκω θεί. «Έ ι, για πο πού το ’βαλε βαλες ς;» «Θ έλεις άλλη μια μπί μπίρα;» ρα;» «Ν αι». Τ ον κοίτα ξε μπερδε περδεμέν μένη. η. «Ν αι, πά πάρε μου άλλη μί μία». Έ βαλε βα λε τη τη ν μπ μ πουκι ουκ ιά σ το σ τόμα όμ α κ α ι το ν εί είδε να κα τευθύνε υθύνετ τα ι στο στο μπαρ, μπαρ, διερω τώ μ ενη αν εί είχε π ει κ ά τι άσ χημο. χημ ο. Κ άτι άτι δεν δεν πήγαι πήγαινε καλά κα λά με τον τον Κ άφε άφ ερι, δεν εί είχε κα μ ία αμφ ιβολί ολία γι’ γι’ αυτό. Μ ερικές φ ορέ ορές είχε ένα τρε τρελό λό ύφ ος αρπα ρπ ακτι κτικού. κού. Α φ ού επέστ πέστρεψ ρεψ ε με τα ποτ ποτά , κάθι κά θισε σ ιω πηλό πη λός ς στη θέση θέση του. ου . «Τ ζα κ, τι σ υμβα υμ βαί ίνει; Μ ίλα μου». μ ου». «Ν ομίζω ό τικαλό θα ή τα ν να τηλε τηλεφ φ ω νήσω ήσ ω στη στη Ρ εμ πέκα πέκα». ». «Ν αι, η Ρ εμ πέκα. πέκα . Π ώ ς είναι;» «Κ αλά» αλά».. «Ω ραί ραία. Σ τείλε τη τη ς χαι χαιρετίσ μ ατα». Έ γει γειρε μπ μπροσ τά κα κ α ι πήρε πή ρε το πιάτο του. «Θ α το το φ ας αυτ αυ τό;» «Ό χι, είναι να ιόλο δικό σο σ ου». υ». Ε κείνη μετέφ ερε τα τα αποφ άγια του σ το πιάτο τη ς κ ι άρχισε να τα κατ κα ταβροχθί βροχθίζει. Τ ο γεύμ γεύμα α τε τελείω σ ε νω ρίς, δίχω ς ο Κ άφε άφ ερι να χρει ρειασ τείνα ίνα χρησι χρησ ιμ οποι οπ οιήσε ήσ ειτα ιτα χρήματ χρήμ ατα α που που πήρε πήρε από το το Α Τ Μ .
Σ το τηλέ τηλέφ φ ω νο, η φω φ ω νή τη τη ς Ρ εμ πέκα ακου ακ ουγότ γότα α ν μπε μπ ερδε ρδεμέν μένη. «Τ ζα κ, πού είμ αι- εννοώ ννοώ , πού είσαι;» είπε αφ ού πήρε πή ρε μια ανάσα. ανάσ α. «Ε ίσ αικαλά;» αι καλά;» «Ν ομί ομ ίζω ... δεν δεν ξέρω , είμ α ιμε ιμ εθυσμέν θυσμένη. Έ χω χαθεί αθεί, Τ ζα κ». κ» . «Π ού εί είσαι;» « Σ τη ν . ξέρ εις. σ την γκαλερί καλερί». «Α πό εκεί που σε πήρα πήρ α τη τη ν τελευτ λευτα α ία φ ορά;» ορά;» «Ν ομίζω ». «Ε ίμ α ικοντά, ικ οντά, περίμ ενέ με». Τ ο Σ α τά ι Μ παρ παρ βρισ βρισ κότα κόταν μερικές κές εκατ κα τοντάδ οντάδε ες μέτρα από α πό τη την γκαλερί καλερί. Μ πήκε πή κε μέ μ έσα κα κ α ι προσπά προσ πάθησ θησε ε να τη τη διακρίνει ανάμεσα σ τον καπνό κα πνό τω τω ν τσ ιγάρω ν, προχ προ χω ρώ ντας ντας προς το μπαρ. μπαρ. Π ροσπε ροσπ ερνούσ ρνούσε ε διάφορα άφ ορα ακ αταλαβί λα βίσ σ τικα έργα τέ τέχνης, νης, αποφ εύγοντα ύγοντας να σ υναντ υνα ντή ή σ ει τις μ ατιές τω ν καλλι κα λλιτεχνώ χνώ ν στ στο μ ισ όφ ω το το υ χώ ρου. ρου. Ό τα ν τε τελικά βρήκε βρή κε τη Ρ εμ πέκα σ τον πρώ το όροφο, όροφ ο, έμ εινε ακίνητ νητος να παρα πα ρατ τηρε ηρεί τον χώ ρο, ρο, πισ τεύοντ οντα ς πω ς είχε εισ βάλεισε λεισ ε έναν έναν διαφ ορε ορ ετικό κόσ κό σ μ ο. Μ έσα σε σ ε μια ολό ολόφ φ ω τη βιτρίνα εκ εκτίθοντ θο ντα αν μέ μ έσα σε σ ε δοχε δοχεί ία γεμ γεμ άτα με χρω μ ατισ τά υγρά, υγρά, ανθρώ πινα όργανα. Μ προστ ροσ τά στ σ τη βιτρίνα, κάθοντ θοντα αν τέσσ ερα κορ κ ορί ίτσ ια με ανατ νατολικοευρω παϊκά χαρα χαρ ακτη κτηρισ τικά και κα ι γεω μ ετρικά κουρέ κουρ έμ ατα. ατα. Τ α πρόσ πρό σ ω πά του τους ς είχαν έν έντονες ονες εκφράσ κφ ράσε εις κα ι ά κουγα κουγαν ν με προσοχ προσ οχή ή τον άντρα άντρα που π ου κα κ αθότα θότα ν σ τον κόκκ κόκκι ινο καναπ κα ναπέ έ απέ απ έναντί ναντί τους. ους. Ή τα ν ψηλός ψ ηλός,, φ ορούσ ορούσε ε ένα μαύρο μ αύρο πόλο πόλο μ πλουζά πλουζά κι και κα ι ο Τ ζα κ το το ν αναγ αναγν νώ ρισ ε: ήτ ή τα ν ένας δημοσ δημ οσι ιογράφ ογρά φ ος από μια βραδι βραδινή εκπομ κπ ομπ πή του Κ αναλιού 4. «Ό πω ς κ α ιτα παράθυρα του του Μ ιχαήλ αή λ Ά γγελου στη στη βιβλιοθήκη τω ν Μ εδίκω ν, α υτο ί οι κόλπο λπ οι δεν δεν πάνε πά νε πουθεν πο υθενά ά », έλεγε λεγε τονίζοντα οντας επιδεικτικά τι τις λέξε λέξεις που χρησ χρη σ ιμ οποιούσε ύσ ε. «Φ έρνουν νουν τα πάνω κάτω στη φ αλλοκρ λλοκρατ ατι ική κοι κο ινω νία, δημ δη μ ιουργο ουργούν ύν μια νέα νέα οπτ οπ τική, μια νέ νέα τάση, άση , εκεί κεί όπου οι μάτσο μάτσο αρσεν αρσενικά σκε σ κεπτ πτόμ όμε ενοι στοχ στοχασ αστ τές πισ τεύουν πω ς θα έπρ έπρε επε να υπά υπ άρχει κάπ κά ποιο κενό. κενό. Λ ένε ‘‘ ι ξ ε !
Κ οιτά ξτε ξτε τη ν ω μ ότητα ότητα , κοιτά ξτε ξτε τους κόλπ κόλπου ους ς, μην το υς αγνοείτε!’’» Η Ρ εμ πέκα καθότ θότα ν δίπλα του του,, καθώ κα θώ ς εκείνος μιλούσε λούσ ε για τα έργα ργα της. ης. Ή τα ν μαζε μαζεμέν μένη η σ την άκρη του καναπ κα ναπέ έ, ντυμ ντυμέ ένη με κοντομ οντομά άνικο και κα ι μπλε φ ούστ ούσ τα. Τ ο πι π ιγούνι τη ς ακουμ ακ ουμπο πούσ ύσε ε σ το σ τήθος της, ης, τα χέρια της κρα κρα τούσ ού σ αν χαλαρά ένα ανοι α νοιχτό μ πουκ ουκ άλι αψ έντι ντι και, παρόλο που κανείς δεν έδειχνε να το παρατηρεί, κοιμόταν. «Μ πέκι πέκι!» Ο Κ άφερ άφερι μπήκε ανάμε ανάμεσα σα σ ’ εκεί κείνη και κα ι τους υπόλοι υπό λοιπο πους υς κ α ιτη ιτη σ κούντη κούντη ξε. «Έ λα, Μ πέκι πέκι». Ο δημ δημοσι οσ ιογράφ ογρά φ ος σ ταμ άτησ ε να μ ιλάεικ λάει κ α ι γύρισ ε προς προς το μέρος μέρος του. «Π αρακαλώ αρακα λώ ;» Έ φ ερε το χέριτ ρι του πάνω σ το στ σ τήθος ήθο ς το υ κα κ α ι τον σ τραβοκο βο κοί ίταξε. ξε. «Θ α θέλατ θέλατε ε να ρω τή σ ετε κάτ κά τι;» Ο Κ άφερι άφεριέ έσ κυψ ε για να να δει δει καλύτ κα λύτε ερα το το πρόσω πρόσ ω πο τη ς Ρ εμ πέκα πέκα.. «Ρ εμ πέκα; πέκα ;» Ε κεί κείνη δεν δεν αντέ ντέδρασε δρασ ε. Ε ίχε αλλάξε λλάξει ι χτένισμ α, από την τελευτ ελευτα ία φ ορά που τη ν εί είχε δει δει. Τ α μαλλιά τη τη ς έπεφτ εφ τα ν πάνω στο μουντ μουντζουρω μέν μένο με μάσκαρ μάσ καρα α πρόσω πό της της.. Δ ύο σ βόλοι μαύρου μαύρου μ ολυβ ολυβι ιού είχαν συγκ σ υγκε εντρω ντρω θεί σ τις γω νίες τω ν μ ατιώ ν της, κάνοντά νοντάς τη να μ οιά ζει με έφ ηβη ηβ η που π ου υπέ υπέφ φ ερε από απ ό το το πρώ πρώ το τη τη ς μεθύ μεθύσ σι. Έ μ οια ζε με μεθυσμέ θυσμ ένη νεράι νεράιδα. «Μ « Μ πέκι πέκι, ξύπνα!» ξύπνα!» Π ήρε το χέρι της, ης, τη ν υποχρέ υπο χρέω ω σ ε να αφ ήσε ήσ ειτο ιτο μ πουκάλι πουκ άλι καιτ κα ιτη η ν τα ρακούνησ ρακ ούνησε ε. «Τ ι;» Ά νοιξε τα μ άτι άτια τη τη ς κ α ι τον κοίτα ξε ζαλι αλισμένη. «Τ ζα κ !» Η ανάσα της ήταν στυφή. «Έ λα». Π ήρε το μ πουκ πο υκά άλι από απ ό τα τα χέρια τη τη ς κ α ι το ακούμ κο ύμπη πησ σε σ το τρα τραπέ πέζ ζι. «Π άμ ε». Π έρασ ρασ ε το χέρι χέριτ τη ς από τον ώ μ ο το το υ κ ι έγει γειρε για να τη τη ν κρατ ρα τή σ ειαπό τη μέση μέση.. «Φ εύγει ύγει;» ρώ τησε ησ ε ο δημ δημοσ οσι ιογρά ογράφ φ ος. ος. «Ν αι». Ε κείνος ανασή νασ ή κω σ ε το υς ώ μ ους του κ α ι σ τράφ ρά φ ηκε ξανά ξανά προς προς τις γυναίκες. κες. «Τ ώ ρα, ας πάρο πά ρουμ υμε ε για παρά πα ράδε δει ιγμα το το ν Κ ορνέ ορνέλι λιους Κ όλιγκ, ο οποίος θα χρη χρησ ιμ οποιούσε ύσ ε ένα ένα διαφ ορετικό παράδει δειγμα γμα για
να αναδείξειτη σεξουαλική βία...» Ο ιγυναί ιγυνα ίκες σ ταύρω ύρ ω ναν ναν κ ι άνοιγαν τα τα πόδι πό δια τους του ς ταυτόχρονα όχρο να,, σαν να χόρευαν χόρευαν σ ε μια απόλ απ όλυτα υτα συγχ σ υγχρο ρον νισμ ένη παρ παρά άσταση και κοι κο ιτούσ ού σ α ν με προσή προσ ήλω ση το ν δημοσι δημοσιογράφ ογράφο, ο, αγνοώ ντα ντα ς τη Ρεμπέκα. «Μ αλακι λακισ μ ένες νες», είπε ξαφν αφ νικά, σ πρώ πρ ώ χνοντ χνοντα ας το ν Κ άφε άφ ερι. «Δ εν βλέ βλέπετε πω ς όλα αυτά είναι ναι ανοησί νοησ ίες;» Π ήρε ήρε το μ πουκ ουκάλι αψ έντι ντι από απ ό το το τραπέζ ρα πέζι ι κ ι άρχισε να το το τα ρακ ουνάει ου νάει μανιασμέ ασ μένα. να. Τ ο υγρό υγρό κουνιότα ν θυμ θυμ ίζοντα ντας λιω μ ένα σμαράγδ ράγδι ια, κ α ι σ τα γόνες του εκτοξεύο ξεύοντ ντα α ν στ στο έδαφ έδαφος ος.. Ο ι κοπέλε κο πέλες ς τη ν κοιτούσ ού σ α ν έκπ έκπληκ ληκτ τες. «Ό λα εί είναι μια καλοσ καλοστ τημέ ημ ένη δεν δεν το κατ κα ταλαβα λα βαί ίνετ νετε; Κ ι εσ είς. εσείς είσ τε πολύ ανόη νόη τες για να το καταλάβετε». Σ τα μ ά τησ ε για μια στ σ τιγμή, γμή , τρεκλί εκλίζοντας ζοντας σα σ αν να κατάλαβε έκ έκπληκ λη κτη ό τι έσ τεκε όρθ όρθια. « Ε ίσ τε. είσ είσ τε.» τε. » Έ κανε κα νε ένα βήμα βήμ α πίσω και κα ι σ χεδόν έχασε ασ ε την ισ ορρο ορροπί πία τη της. «Ω χ». Έ μ εινε ακίνητ νητη, βαριανασαί νασ αίνοντα νοντας, κα ικοίτα ξε απε απ ελπισ μ ένη γύρω γύρω της. ης. «Τ «Τ ζα κ;» κ; » «Ε δώ είμαι». «Θ έλω να φ ύ γ ω . » Κ ύρτω ύρτω σ ε τη ν πλάτ πλάτη η τη τη ς κ ι άρχι άρχισε να κλαίει. «Θ έλω να πάω σ πίτι». Ο Κ άφε άφ εριτα ριτα κατ κα τάφ ερε να βγουν βγουν έξω έξω , δίχω ς άλλο άλλο επει πεισ όδιο. Μ όλις ο νυχτε νυχτερινός αέρας ρας τη χτύπ χτύπη η σ ε στ στο πρόσ ρό σ ω πο, εκείνη αντέ ντέδρασ δρασε αργά, αργά, προσπα προσ παθώ θώ ντας να απε α πελε λευθε υθερω ρω θεί θεί από τη λαβή του, του, αλλά αλλά τον τον άφησ άφ ησε ε να τη τη βάλε βά λει ι σ τη θέση του σ υνοδηγ υνοδηγού ού τη ς Τ ζάγκουα άγκο υαρ ρ και κα ι να τη ς δέσ δέσ ειτη ιτη ζώ νη. «Θ έλω να πάω πάω σ πίτι». «Τ ο ξέ ξέρω ». Τ η βοήθησ β οήθησε ε να καθί κα θίσ ει πιο σταθε σταθερά, ρά, και κα ι ακούμ ακ ούμπη πησ σε τα χέρια τη τη ς πάνω πά νω σ τα πόδι πό δια της της.. Ε νώ οδηγούσ οδη γούσα αν σ ιω πηλοί πη λοί, διασχίζοντα οντας το Ν τόλγου λγουιτς, εκείνη έγει γειρε το το κεφ άλι της της στο παρά παράθυρο. θυρο. Ο Κ άφε άφ ερι τη ς έριχνε κλε κλεφ τές ματι ατιές, διερω τώ μ ενος πώ ς είχε αφ ήσ ει τον εαυ εαυτό τη ς να γίνει νει θέαμ θέαμα α. Η Ρ εμ πέκ α είχε μέσα της πά ντο ντοτε μι μια θέλησ θέληση η επιβί πιβίω σ η ς - ή τα ν το πρώ πρ ώ το που πο υ είχε προσ πρ οσέ έξει ξει ρ
σ
τ
σ
η
,
σ τον χαρα χαρακτήρα της, ης, εκείνο που το ν έλκ έλκυε υε κ α ι τα υτόχρονα χρο να το τον απω απ ω θούσε θούσ ε. Ή τα ν απίσ τευτο υτο που τη τη ν έβλε έβλεπε πε τόσο όσ ο αβοήθητ αβ οήθητη, η, απελπι πελπισ μ ένη, ητ η ττημ ένη. Τ ο πρόσ πρό σ ω πό τη τη ς είχε πάρε πά ρει ι ένα μπλάβο μπλάβο χρώ μα από α πό τα τα φ ώ τα τω τω ν αυτοκι αυτοκινή τω ν. Σ τα μ ά τησ αν στ στα φανάρι φ ανάρια το του Ν τόλγ όλ γουιτς έξω από μια λευκή λευκή ξύλινη βίλα -σ - σ ε μια πε περιοχή που θύμ θύμιζε χω χω ριό τω ν Ά μις σ την Π ενσι νσιλβάνι λβάνια κα κ α ι όχι Ν ότι ότιο Λ ονδίνονο- κα κ α ι τη ς άγγι γγιξε το μ έτω πο, χαϊδεύοντας τις τούφ ού φ ες τω ν μαλλιώ ν της. «Ρ εμ πέκα; Π ώ ς είσαι;» Ά νοιξε τα μ άτια της της κα ι ότα ν τον εί είδε του χαμ χαμογέλα γέλασ σ ε. «Γ εια σ ου, ου, Τ ζα κ», κ» , ψ ιθύρισε. σε. « Σ ’ αγαπώ ». Τ ης χαμογέ αμ ογέλασ λασε ε. «Ό λα καλά;» καλά;» Τ ο στ σ τόμα όμ α τη τη ς είχε μια μοβ μ οβ απόχρω απόχρω ση. «Ε ίσαικαλ σα ικαλά;» ά;» «Ό χι». Ά φ ησε τα χέρια τη τη ς να πέσ ουν ουν στ σ το πλάι. Έ τρεμε. «Ό χι, δεν είμαι». « Τ ι σ υμβα υμ βαί ίνει νει;» Σ τη ν ξαφ ξαφν νική προσ ροσ πάθει θειά τη τη ς να ανοίξει ξει την πόρτ πόρ τα, τα πόδι πό δια τη τη ς κλοτ λοτσ ούσ ού σ αν με μανί μ ανία το το δάπε δάπεδο δο του του αυτ αυ τοκινή του. «Μ πέκι πέκι;» Α λλά προτού προτού καταφ καταφ έρει ρει να παρκάρει παρκάρει στο στο πεζ πεζοδρόμ οδρόμι ιο, εκείνη είχε βγάλειτ γάλει το κεφ άλι τη ς έξω από τη τη ν πόρτα κι κι έκανε εμ εμ ετό σ την άσ άσφ αλτο, λτο, τρέμον ρέμ οντ τας κ α ικλαί λαίγοντα γοντας. «Θ εέ μου, μο υ, Μ πέκι πέκι». Ο Κ άφε άφ εριτ ριτη ς έτριψ ε τη ν πλάτη, πλάτη, προσέχ προ σέχοντ οντα ας τη ν κυκλο κυκλοφ φ ορι οριακή ακ ή κίνηση νησ η από το ν κεντρι κεντρικό κό καθρέ καθρέφ φ τη, προσ πρ οσπα παθώ θώ ντα ντας να βρει βρει μέρος για να παρκάρει παρκάρει. Ε κεί κείνη έτρεμ ρεμε, έκλαι κλα ιγε, σ κούπιζε το σ τόμα όμ α με τη ν ανάστ ανάσ τροφη ροφ η τη ς παλά πα λάμ μ ης τη ς κα ι προσ ρο σ παθο πα θούσ ύσε ε να κλείσ ειτην ιτην πόρ πόρτ τα με το άλλο τη τη ς χέρι. «Λ υπάμαι υπάμαι, λυπάμα λυπάμαιτ ιτό ό σ ο ...» ...» «Μ ην ανησυχ ανησ υχε είς, περί περίμενε μισό λ επ τό . » Τ ο φανάρι φ ανάρι άναψ ε πράσι πράσ ινο κι κ ι εκείνος έκανε κα νε μ ανούβρα ούβρ α γι για να να παρκά ρκάρει πάνω σ το πεζοδρόμ οδρόμι ιο. Ε κείνη έγει γειρε πίσω , κλα κλαίγοντα γοντας, κι έκρυψ ε το μ ουντζ ουντζουρω μ ένο με μάσκαρα μάσ καρα πρόσ πρ όσω ω πό τη ς σ τις παλάμ παλάμε ες της. Δ εν θυμ θυμ όταν πό πότε τη τη ν εί είχε δεινα κλα κ λαί ίειτελευτ ελευτα ία φ ορά.
«Έ λα, μην ανησ ανησυχ υχε είς». Π ροσπάθησε ροσπάθησ ε να τη τη ν τραβή ρα βήξ ξει προς το μέρος του, αλλά εκεί εκείνη το ν απώ απώ θησ θησ ε. «Μ η! Μ η μ ’ αγγίζεις, είμ α ιαη ια ηδιασ τική». «Μ
έ κ ;»
«Έ κανα χρήση χρήση... ... ηρω ίνης. ης. Π ήρα πρέζ πρέζα». «Τ ι έκανε έκανες ς;» «Π ρέζ ρέζα». «Γι «Γ ια όνομ όνομ α το του Θ εού» ού». Α ναστέναξε κ ι έγει γειρε πίσω σ το κάθι κάθισμα, κοι κο ιτά ζοντα ντα ς το ταβάνι. «Π ότε; ότε;» «Δ εν ξέρω , δεν δεν ξέρω , νομί νομ ίζω πριν από μερικές κές ώ ρ ες.» ες. » «
τ ί; ί ;»
«Ε γώ μ ό ν ο . » Μ ισ όκλει όκλεισε τα μ άτι άτια τη τη ς κ ι εκεί κείνος αναρω τήθηκε ήθη κε για τί δεν δεν είχε αναγνω ρίσ ει αυτό το απλανέ πλα νές ς βλέμ βλέμμα. «Ή θελα θελα να το το δοκιμάσω μά σω ». «Ε ίναι ανάγκη να δοκ δοκιμ άζεις α ν τ ; Το κάθε γαμημένο πράγμα;» Σ κούπι ούπ ισ ε το σ τόμα όμ α τη τη ς κα ι δεν δεν του απάντησ πάντησε ε. Τ α αμ αμ άξια το το υς προσ προσπερν περνού ούσ σ αν αργά, αργά, κόβοντα ντα ς τα χύτητα για να δουν αν τσ ακώ νοντα νοντα ν. Έ γει γειρε προς προς το μέρος τη ς κ ι έκλεισ ε τη ν πόρ π όρτ τα της, ης, ώ σ τε ο ι περα περασ σ τικοί κοί να μη βλέπου βλέπουν ν τη ν παρά παράστ στα ασή τους. ους. «Ε ίναι η πρώ τη φορ φ ορά;» ά;» Ε κείνη κα κα τένευσε νευσ ε. «Ε ντάξε ντάξει ι». Έ βαλε βα λε τα χύτη χύτη τα . «Δ εν θα σε κατ κα τσ αδιάσω άσ ω . Θ α σε πάω σ πίτι». Σ το Μ πρόκ πρόκλι λι, τη ν καθάρ θάρισε κ α ι τη ς έφ τιαξε τσάι. Ε κείνη κάθισε σ το κρε κρ εβά τι σαν σα ν παιδί, φ ορώ ντας μια μπλο μ πλούζ ύζα α του του.. Χ ούφ ού φ τω σ ε την κούπ κο ύπα, α, έχοντα χοντα ς μια άδε άδει ια έκφ έκφρασ ραση η σ το χλω μό τη τη ς πρόσω πρόσω πο. «Θ α φω φ ω νάξω άξω γιατρό». ατρό». «Ό χι, είμ α ι καλά». κα λά». Κ οίταξε τον πάτ πά το τη ς κούπα κούπας ς. «Α ισ θάνομαι θάνομα ι καλύτ κα λύτε ερα. ρα . Θ α . » πήγ πή γε να πει πει, αποφ απ οφε εύγοντ ύγοντας να τον τον κοιτά ξει. «Θ α
έρθεις στο κρεβάτι;» Ε κείνος σ τάθηκε θηκε στ σ την πόρτα, πόρτα, σ τηρίχτη χτηκε στ σ την κάσ α κ α ι κούνη κο ύνησ σε αρνητ ρνητικά το το κεφά κεφ άλιτου λιτου.. «Ό χι;» «Ό χι». «Ε ντά ντάξει ξει». Έ μ εινε σι σιω πηλή πη λή για λίγο, σαν να σ κεφτ κεφ τότα ν την απάν πάντησ ή του. Ξ αφν αφ νικά, άφη άφ ησε τη ν κ ούπ ού πα να πέ πέσ ει κάτ κά τω κ ι έκρυψ ε το πρόσ πρόσω ω πο σ τα χέ χέρια της. ης. Η κ ούπα ύπ α έγινε θρύψ θρύψαλα. αλα. «Α χ, Τ ζα κ», κ» , είπε ανάμε νάμ εσ α σε σ ε λυγμ λυγμούς, ούς, «δεν ξέρω τινα κάνω κά νω ...» .. » «Μ ην ανησ ανησυχεί υχείς, ηρέμησ ρέμη σ ε». Κ άθισε δίπλα τη τη ς κ ι έτριψ ε τη ν πλάτ πλάτη της. «Ε ίμ α ι χαμ ένη. Ν όμι όμ ιζα πω ς ήξερα ξερα ποι πο ια είμ αι κ α ι τι θέλω θέλω , αλλά αλλά τώ ρ α . τώ ρα δεν ξέρω τι να κάνω κάνω ». Έ κλαιγε τόσο όσ ο γοερά οερά που έμ οια ζε να θρηνε θρηνεί ί για τα πάντ πά ντα α, για κάθε κά θε μι μικρή απογοή ογο ή τευση ευσ η , για το κα θετί θετί που πο υ είχε χάσει. Τ α δάκρ δάκρυα υα αυλάκω υλά κω ναν ναν τα μ άγουλά της της.. «Μ πέκι...» .. .» είπε αγκαλι αγκα λιάζοντά οντάς τη ν και κα ι τη φ ίλησε λησ ε σ το κεφ κεφ άλι. «Δ εν μπορείς να σ υνεχίσ εις να ζει ζεις έτσ έτσι». «Τ ο ξέρω ». Ο ιώ μ οιτ οι τη ς έτρεμ ρεμ αν κα ι ο λαιμός μό ς τη ς τη ν έκα έκαι ιγε. «Το «Τ ο ξέρω », του απά απ άντη ντησ ε κουνώ κο υνώ ντα ντα ς το κεφ κεφ άλι. «Κ αιτισ κοπεύεις να κάνει νεις;» «Δ εν ξ έρ ω . » Σ κούπι ύπ ισ ε τα μ άτια τη τη ς κ α ι πήρε πή ρε βαθι βαθιές ανάσες ανάσες, προσ πρ οσπα παθώ θώ ντα ντας να σ υνέ υνέλθει λθει. «Ρε «Ρ εμ πέκα;» Τ ην κοίτα ξε κατάμ ατα. « Τ ι σ κοπ κο πεύεις να κάνε κάνει ις;» Σ κούπι ούπ ισ ε τα δάκρυα από τα μ άγουλά της της.. Η ανάσα ανάσα τη ς γινότα όταν κα νονική . «Π εριμέν μένω ». « Ε μ . » Γ ύρισε το κεφ κεφ άλιτ άλι της α π’ την άλ άλλη. « Θ α . δεν ξέρω , θα σου πω τη ν αλήθε αλήθει ια, φ αντά ντάζομα ομαι». «Ε ντά ντάξει ξει». ν α λ ή θ » . Σ ήκω σε τα «Π ραγματ ραγμα τικά το το εννοώ , θα σ ου ω
χέρια τη τη ς κ α ιτα άφη άφ ησε να πέσ πέσ ουν. «Τ ζακ ζα κ » . «Α κούω ». «Έ λεγ λεγα... έλεγ λεγα ψ έματα. Π ερίπου», που», είπε δισ τακτι κτικά. κά . «Ό χι περί περίπου, που, έλεγα λεγα ψέ ψ έμ ατα. Τ ζα κ, σου έλεγα λεγα κ ι εσ ένα ψ έματα, όλον α υτόν υτόν τον καιρό σου σ ου έλε έλεγ γα ψ έμ α τα και κα ι ζητώ ητώ σ υγγ υγγνώ μ η, ξέρω πω ς όλα αυτά έγι έγιναν επε επει ιδή σ ου είπα ψ έμ ατα κα ι κατ κα ταλήξαμ λήξαμε ε σ ’ αυτό το το σ ημεί ημείο και κα ιφ ταίω εγώ π ο υ . » «Η ρέμ ρέμησε, ησ ύχασ ύχασ ε. Τ ι εννοεί ννοείς πω ς έλεγε λεγες ς ψ έματα;» α; » «Θ α με μ ισ ή σ εις.» «Γι «Γ ια τιπράγμα ρά γμα έλεγε λεγες ψ έμ ατα;» «Για τον τον Μ άλκομ». άλκομ». «Τ ι έγινε;» νε;» Π ήρε βαθι βα θιά ανά α νάσ σ α κι κ ι έκλεισε σφ σφ ιχτά χτά τα μ άτια τη της, μ ιλώ ντα ντας σαν να απ α πάγγε γγελλε κάπ κά ποιο οιο δύσκο δύσ κολο λο ποίημ α πο που είχε αποστ οσ τηθίσ ει. «Δ εν θυμάμαι θυμάμ αι τι συνέβη, συνέβη, Τ ζα κ. Τ ο τε τελευτ λευταί αίο ο που π ου θυμάμαι θυμάμ αι είναι όταν όταν ανέβη ανέβηκα κα στ σ το ποδήλατό ποδήλατό μου γι για να πάω σ το σπί σ πίτι του Μ ά λκομ αυτή υτή είναι η τελε τελευτ υτα α ία μ ου ανάμνησ α νάμνηση η μέχρι τη ν κηδε κη δεί ία το του Π ολ». Α κολούθη κολούθησ σ ε σ ιω πή. πή . Ά νοιξε τα μ άτι άτια τη τη ς κ α ι τον κοί κο ίτα ξε. ξε. «Τ ζα κ, ξέρω ότι τα ’κανα κα να θάλασσα θάλασσ α και κα ι ζητώ ητώ σ υγγ υγγνώ μ η, εγώ μόνο μόνο σ κ έφ τη κ α . Δ εν ξέρω , νόμι νόμ ιζα πω ς κ ά τι δεν δεν πήγ πή γαινε καλά κα λά μ ’ εμ ένα αν δεν θυμόμουν, θυμόμ ουν, ή ό τι. τι. » Τ ράβη ρά βηξ ξε το το χέρι το υ από από το υς ώ μ ους ους τη ς κ α ι κάθι κά θισ ε σι σιω πηλός. πηλός. Ώ σ τε αυτό αυτό ήτ ή ταν. Σ κέφ κέφ τη κε τη ν κατ κα τάθεσ θεσ η σ το νοσ νοσοκ οκομ ομε είο, το νεκρό κορμ κο ρμί ί τη ς σ υγκά υγκάτοικού τη ς σ τον διάδρομο, τη Ρ εμ πέκ α να κρέμετ κρέμετα αι σ την κουζ ουζίνα. να. Κ αι τό τε κατάλαβε λα βε πω πω ς αυτό που πο υ μόλις είχε κάνε κά νει ι ή τα ν να τον πλησ πλη σιάσει. «Ώ σ τε γι’ γι’ α υτό είχες χες αυτή υτή τη συμπε υμ περι ριφ ορά ορά; Κ αιτο αιτο σεξ;» «Φ οβήθηκα, νόμιζα ότ ό τι θα θυμ θυμόμ όμουν ουν αν κ ά ν α μ ε. ω , διάολε άολε». Σ κούπι ύπ ισ ε τα μ άτια με τις γροθιές της. «Τ ο ξέρω ξέρω , είναι ναια νόη νόητο». «Ε πει πειδή προσ πρ οσπα παθούσ θούσα α να σε κάνω κά νω να το το σ κεφ κεφ τείς;»
Κ ατένευσ νευσε ε, δαγκώ δα γκώ νοντα νοντας τα χείλη τη της. Τ ο μ ακιγιάζ τω ν μα μ ατιώ ν τη ς είχε πασ πα σ α λειφ τεί σ το υπόλ υπ όλο οιπο πρόσ ρό σω πό τη ς κ α ι οι βλεφ βλεφ αρί αρίδες δες της ήταν πλέον ακάλυπτες. «Δ εν το ανέφ νέφ ερες, ρες, έτσι;» «Φ υσι υσ ικά κ α ιόχι. Δ εν νόμ νόμ ιζες ζες πραγμα γματικά ότι...; .. .;» » «Π ου να πάρε πάρει ι, βρε Ρ εμ πέκα» πέκα ». Τ ην τράβη ρά βηξε ξε κοντά ντά το του κα κ α ι βύθισε το πρόσ πρόσω ω πό το το υ σ τα μαλλι μ αλλιά της. ης. «Π ου να να πάρε πάρει ι».
26 - (26 Ιουλίου) «Ν αι, παρα π αρακαλώ καλώ ;» Η φ ω νή τη τη ς γυνα υνα ίκας κα ς σ τον α υτόμ υτόμα α το τηλε τηλεφ φ ω νητή ητή αντή ντήχησε χησ ε πρώ τα σ τον διάδρομο άδρομ ο κι κ ι έπειτα σε ολόκλη ολόκληρο ρο το σ πίτι. Σ τον επάν πά νω όροφο, όροφ ο, ξαπλω μέν μένη σ το πάτ πά τω μ α δίπλα στο στο καλοριφ έρ, η Μ πενεντ νεντί ίκτε ξύπνη ξύπνησ σε, αντι ντιδρώ ντα ντας ενστ νσ τικτω δώ ς σ τον ήχο. «Ν αι, έχω ένα μήνυμα υμ α για το το ν κύρι κύριο κα ι τη ν κυρία Τ σερτ σερτς ς. Ε λπίζω να έχ έχω τον σω σ τό αριθμό. Ο νομάζ ομ άζομ ομαι αι Λ ία και κα ι τηλεφ ηλεφ ω νώ από τα ενοικια ζόμ ενα δω μ ά τια Χ έλστ λσ τον κα ι... χμ.. χμ.... σ ας περι περιμέναμε σ το Λ ούπιν Κ ότα ότα τζ σ το Κ όνσταντ όνσταντι ιν τη ν Κ υριακή κα κ α ι τηλεφ ηλεφ ω νώ επειδή δεν δεν έχε έχετ τε επ επικοινω οινω νήσ νήσ ει μ αζί μας μα ς κα ι απλώ πλώ ς ελέγ λέγχω αν όλα είναι ναι καλά κα λά.. Κ αι.. χ μ . κύριε Τ σερτς ρτς, επειδή δεν δεν είχαμ χαμ ε μία, ξέρετ ξέρετε ε, επίσημη σημ η ακύρω ση, φ οβάμαι οβάμ αι πω ς πρέπε πρέπει ι να σας σ ας χρεώ ρεώ σουμε σουμ ε αν δεν έχουμε ουμ ε νέα νέα σας σα ς και κα ι ίσ ω ς χά σ ετε τη ν προκατ προκα ταβολή αβ ολή σας. σας. Ίσ Ίσ ω ς καθυσ κα θυστ τερήσ ρή σ ατε, αλλά σ ας παρα πα ρακα καλώ λώ να επικοινω νήσ νήσ ετε μαζ μα ζί μου για να συνε σ υνενν ννοη οηθούμ θούμε ε». Σ τα μ ά τη σ ε να μι μ ιλάει λάει για λίγο. «Μ άλισ τα. Α υτό υτό ήθελα ήθελα να να πω , ελπίζω να επικοι κοινω νήσου νήσ ουμ μ ε σύν σύντομα ομ α». «Ό
!»
«Α , κ α ι τηλεφ ηλεφ ω νώ σ τις εννιά το το πρω ί τη ς Π έμπτ μπ της. ης. Ίσ Ίσ ω ς σας καλέ καλέσω σω ξανά ανά το το Σ αββατ βα τοκύρ οκ ύρι ια κο για να να βεβα βεβαι ιω θώ πω ς όλα εί είναι εντά ντάξει ξει. Ε υχαρ υχα ρισ τώ ». Τ ο ακο α κουσ υστ τικό κατ κα τέβη κε, μερι μερικά κουμ κουμπι πιά πατ πα τήθηκα θη καν ν κα ι ακούσ τη κε ο ήχος ή χος τη ς κα σ έτα έτα ς που γυρίζει. «Ά ντε γαμήσ αμ ήσου, ου, κ νεντί ίκτε κ α ι πετ πετάχτη χτη κε λ η » , φ ώ ναξε η Μ π ενεντ
προς την πόρτα. « α σ ε σ κ ο τ σ ω ». Ά ρχι ρχισε να σ φ υροκοπά υροκοπ ά τη τη ν πόρτα πόρτα με τα πονε πονεμ ένα της της χέρια. «Γαμημέ «Γαμη μέν νη Π Ο Υ Τ Α Ν Α ! Ε σύ και η ! ! κω λοπροκ προκατ αταβ αβολ ολή ή σου σου, γαμη γαμημέ μέν νη Π Ο Υ ΤΑ Ν Α ! κούτ ; Μ .. .
ε
να
ε
ακούσε
;
ς
α
,
σα ς
α
ώ
»
Η διάθεση άθεση τη ς Τ ρέι ρέισ ιΛ αμπ αμ π ήτ ή τα ν καλή. καλή. λ ε ι , μονολόγησε, ό λ α ά έ λ ε ι . Έ βα λε τα μεγάλα ροζ ρόλε ρόλεϊ ϊ, που λαμ λα μ πύρι πύριζαν από τη χρυσόσ χρυσ όσκο κονη, νη, σ τα μαλλι μαλλιά της της.. Α φ ού τα έβγαλε, λε, δεν δεν χτε χτενίσ τη κε. Ψ έκασ κα σ ε λίγη λακ, λακ, φ όρε όρεσ ε τις μ πότες τη ς και, έχοντ χοντα α ς σ το χέρι χέριτ τη ς ένα φ λιτζάνι τσ άι, έναν κο κ ουβά γεμ γεμ άτο με διάφορα άφ ορα μ ικροα κροαντ ντι ικείμ ενα, κλε κλειδιά κα κα ι με το πτυελοδο πτυελοδοχε χεί ίο της της χω μ ένο σ την τσ έπη της καμ παρντί ντίνας νας της, έφ υγε από τη τη ν πίσω πόρτα το του σ πιτιού της, ανυπομ νυπ ομο ονώ ντα ντα ς να πιει σ ανγκρί ανγκρία κα κ α ι να κα πνίσ ει φ τηνά, βαριά τσιγάρα. ρα . Μ ια μελω δία ξεχύθη ξεχύθηκ κε από από τα χείλη της της.. Ο δήγησ ήγησε ε το Ν τά τσ ουν ου ν μέχ μέχρι το ντα ντα μ ά ρι κ α ι το πάρκαρε με τη μούρη απένα πέναντι ντι από τα δέν δέντρα. Έ να κοκα κ οκαλι λιάρικο αδέσ αδέσ ποτ πο το καθότ κα θότα αν μέσα στη στη βλάστ βλάσ τηση, ση , παρα πα ρατ τηρώ ντα ντας το τρο τροχόσ χόσπ πιτο. «Ο υστ υσ τ!» Κ λότσ λότσησ ε το σκυλί, κι κ ι εκείνο έτρεξε ρεξε να κρυ κρυφ φ τεί μέσα στη βλάστ λάσ τηση, με τη ν κοι κοιλιά του σ χεδόν χεδόν να σ έρνετ ρνεται σ το έδαφος δαφ ος,, καθώ κα θώ ς τα πόδια το του ή τα ν τόσο όσ ο αδύναμ ύναμα, α, που πο υ δεν δεν μπορούσ μπ ορούσα αν να σ τηρίξουν το βάρος του. «Έ τσ ι μπράβο, κοπά κο πάνα να την». Α κούμ κο ύμπη πησ σ ε το φ λιτζάνι με το τσ τσ ά ι πάνω πάνω σ το καπό κα πό ενός παλι πα λιού Φ ορντ ορντ Σ ιέρα κι έβγαλε τα τα κλε κλειδιά από τη ν τσ τσ έπη της. Ο Κ αρλ πά ντο ντοτε τη τη ς έλεγε λεγε ψ έμ ατα για το τι φ ύλαγε ύλαγε μέσα σ το τροχόσ ροχόσπ πιτο, αλλά τώ τώ ρα πια ήτ ή ταν μακαρίτης και δεν είχε λόγο να υπακούει στις εντολές του.
Ο Κ άφε άφ ερικα ρι και ι η Ρ εμ πέκα κοιμ κοιμ ήθηκα ήθη καν ν μαζί μαζί, σ φ ιχταγκαλιασμ ασ μ ένοι στο στο κρεβά κρεβάτ τι του, με το πρόσω πό τη ς να συσ σ υσπά πάτ ται κάθε φ ορά ορά που ονει ονειρευότ ρευόταν, αν, πάνω σ το χέριτ ρι του. Φ ορούσε ορούσ ε τα εσ ώ ρουχά ρουχά τη τη ς κ ι ένα κοντ κο ντο ομ ά νικο και κα ι, πα παρόλο που που εί είχε περάσ περάσ ει το χέρι του γύρω γύρω της, ης, προσ πρ οσπα παθού θούσ σ ε να μη ρί ρίξει λάδι στη σεξουαλική έντα νταση μ εταξύ τους τους,, κρατ κρα τώ ντα ντα ς λίγη απόσ α πόστ ταση ασ η ανάμε ανάμ εσ α στ σ το σ ώ μ α της της.. Τ ο πρω ί τράβηξε ράβ ηξε προσ ρο σ εκτικά το χέριτ ριτου κ α ι σ ηκώ θηκε θη κε δίχω ς να τη ν ξυπνή ξυπνήσει. Έ κανε μπάνι πά νιο, ξυρί ξυρίσ τη κε προσ προσε εκτικά, ντύ ντύθηκ θη κε με μ ε ένα κα καλορα λοραμ μ μένο ιταλικό κοσ τούμ ούμ ι, κλη κληρονομ ρο νομι ιά μιας πρώ ην φι φιλενάδας λενάδας,, φ όρεσε μι μια γκρ γκρι ι γραβά ρα βάτ τα Β ερσάτ ρσ άτσ σε κα ι προε πρ οετ τοιμ οιμ ά σ τη κε να κά κάνει νει παζ πα ζάρια με τον διευθυντή της τράπεζας. Ό τα ν κατ κα τέβ η κε κάτ κά τω , η Ρ εμ πέκα είχε ξυπνήσ υπ νήσε ει κ ι έφ τιαχνε καφ έ σ την κουζίνα. να . Φ ορο ορούσε ύσ ε τζιν, θυμ θυμί ίζοντα ντας μικρό αγόρι γόρι με το νέο της κούρεμ κούρεμ α. Ό τα ν τον εί είδε να φ οράει οράει κοστ κοσ τούμι ούμ ι, σφύρ σφ ύρι ιξε επιδοκ πιδοκι ιμ ασ τικά. κά . «Θ εέ μου, είσ α ικο ικούκλο ύκλος ς». Τ ης χαμογέ αμ ογέλασ λασε ε. «Π ού πας πας;» ;» «Σ τη δουλει δουλειά». Έ σ φ ιξε τη γραβ ρα βάτα κι κ ι έβαλε βα λε καφ έ. Έ μ οια οια ζε πιο ξεκο ξεκούρ ύρα ασ τη. Σ υγκρι υγκριτικά με το προπη ρο πηγού γούμ μ ενο βράδυ, βράδυ, έδει έδειχνε χνε πολύ πολύ καλύτε κα λύτερα ρα.. Γ ια μια στ σ τιγμή, γμή , αισθάνθη θάνθηκε κε πω ς όλα θα πή π ήγαιναν ναν καλά κα λά με τη σχέσ η τους ους, καθώ ς έπινε καφ κα φ έ καθι κα θισ μ ένος σ το τραπέζ ρα πέζι ι κ α ι την κοιτούσ ε να ανοίγει γει το ψ υγεί υγείο. Σ κέφ τη κε ότ ότι όλα όλα θα γίνοντα νονταν ευκολ υκ ολότ ότε ερα, ρα , αλλά έπειτα σ κέφτ κέφ τηκε ηκ ε: ς να να ι η ηρ νη — εν λένε τ ι έ χ ει τ έ ς τ ις ενέ ε ιε ιε ς ; ά ε νει να ε ίχ ί χ ν ε ις ις λ ά ... κι έπειτα σ κέφ τηκε πού πο ύ πήγαι πή γαινε σή σήμερα κα κ α ι ό τικα νονικά θα έπρε έπρεπε να το ακυρώ υρ ώ σ ει κα ι να σ κεφτ κεφ τεί καλύτ κα λύτε ερα τι είχε κά νει νει η Ρ εμ πέκ α χθες θες βράδυ, βράδυ, κα ι η διάθεσή άθεσή του χάλασε χάλασ ε σ τη σ τιγμή, μή , προ π ροκα καλώ λώ ντα ντας του πονοκέ πονοκέφ φ αλο. Κ ατέ ατέβασε βασ ε μ ονορούφι ονορούφ ι τον καφέ καφ έ, σηκ σ ηκώ ώ θηκε θηκ ε όρθι όρθιος και κα ι τη ς έδω σ ε ένα πε π εταχτό αχτό φ ιλί σ το μ έτω πο. «Α πλώ ς πηγ πη γαίνω στη στη δουλειά».
Α φ ού έφ έφ υγε υγε, η Ρ εμ πέκ πέκ α βγήκε βγήκε σ τον κήπο κή πο κα κ α ι ξάπλω σε στο στο γρασί ρασ ίδι. Ή τα ν μια υπέ υπέροχ ροχη μέρα μέρα - ο ουρα ουρ ανός ή τα ν κατ κα ταγάλα γάλανος και μονάχα ονάχα μερικά σ ύννεφ ύννεφ α χρω μ άτιζαν λευκ λευκό ό τον ορίζοντα. οντα. Έ μ εινε σ ιω πηλή, πη λή, προσ πρ οσπα παθώ θώ ντα ντας να κα κ αταλάβ λά β ει πώ ς ένιω θε. θε. Τ α είχε καταφ έρει. Ε ίχε κάνει ένα μεγάλο βήμ βή μα προ π ρος ς τα εμπρός πρός.. Ε ίχε σ η κώ σ ει το μεσαίο τη ς δάχτ δάχτυλ υλο ο σ ε έναν από α πό το υς πιο διάσημους ους κρι κρ ιτικούς τέχνη έχνης ς σ το Λ ονδίνο κ α ι τώ ρα έπρεπε να επανορθώ σ ει, και αναρω ναρω τιότα όταν πώ ς θα τον αποζημ αποζημί ίω νε. Ω σ τόσο όσ ο δεν δεν μπορού μπ ορούσ σ ε να πείσει τον εαυτό της ότι αυτό που έκανε ήταν λάθος: κάθε φορά που προσ προ σ παθούσ πα θούσε ε να είναι αυσ αυ σ τηρή ηρ ή με τον εα εα υτό υτό τη ς και κα ι να σ κεφ κεφ τεί σ οβα οβ αρά τις πράξει ξεις της, οι σ κέψ εις τη ς πλανι λα νιόντα νταν μακρι κριά, σαν σ α πουνόφ πο υνόφουσ ουσκες κες.. Ίσ ω ς να ή τα ν εξαιτίας τη ς ηρω ίνης σ ω
ν α ι
ο
λ ό γ ο ς
υ
ο ι
ρ ε ζ ά κ η δ ε ς
ν έ χ ο ν τ
ι
α
ξ ερ α
ά
σ
ν
ς
υ τό ς
ρ χ ή ,
Λ ογι ογικά, η επίδρασ δρασή τη ς έπρεπε ρεπε να είχε περ περάσ ει, σ ω σ τά; Ε ίχε τη ν αί α ίσθησ θηση ότι κ ά τι πολύ ολύ σ ημ αντι ντικό είχε μόλ μόλι ις σ υμβεί, ότι η ζω ή τη ς είχε πά ρειτ ει τη σ ω σ τή κατ κα τεύθυνσ ύθυνση η κ α ι ό τι θα έπρ έπρε επε να αι α ισ θάνε θά νετ ται φ οβισ μένη μένη, αλλά αλλά κα ι ενθουσιασμ ένη. Έ πειτα , ο νους νου ς τη ς πήγ πή γε σ τον Τ ζα κ , το φ ιλίπου λί που τη ς έδω σ ε σ το μ έτω πο κα ι ήξερε πω ς όλα πήγ πή γαν καλά κα λά κα κ α ι ό τι μ πορούσ πορ ούσε ε να ηρε η ρεμή μήσε σει ι. Ό τα ν σ κέπασ κέπα σ ε το πρόσ πρ όσω ω πο με τα χέρια της της,, σ υνει υνειδητ δη τοποί πο ίη σ ε με έκπλη κπληξ ξη πω ς χαμογ αμ ογε ελούσε λούσ ε. ν α
έχ ο υ ν
α υ τό
ο
υ χ ά ρ
σ το
-
ζ ι
μ
,
ύ δ ι
δ ε ν
α
θ ύ μ ω
ο
σ ε
,
μ υ α λ ό
δ ε ν
υ ς .
υ
ε ί
ς
ν α
φ ύ γ ω
-
Τ ο μυα μυαλό λό μ οιά ζει με ζελατ λατινώ δη μάζα, σ υνδεδε υνδεδεμ μένη με έναν μίσχο, τη ν οπο οπ οία περιβάλλε λλει προσ τα τευτι ευτικά το κρανί κρα νίο. Ο ισ τός του δεν δεν μ πορε πορείνα ίνα πιεσ τεί δίχω ς να υπο υπ οσ τεί βλάβη, βλάβη, ούτε μπο μ πορε ρείνα ίνα επιβιώ σ ει για μακρόχρονε ρόχρονες ς περιόδ ριόδου ους ς δίχω ς οξυγόνο οξυγόνο.. Υ πάρχ άρ χουν, ουν, λοι λοιπόν, πόν, πολλ π ολλοί οί τρόποι ρόπ οι να υποσ τεί βλάβη βλάβη αυτό αυτό το το ευαί ευαίσ θητο θητο και κα ι εξαιρετ ρετικά πολύπλο πολύπλοκο κο όργανο όργανο:: μ πορεί πορεί να το υ δημι δημ ιουργηθεί ουργηθεί οίδημα δημ α από μια
αιμορραγ μορρα γία, ή έν έναν όγκο, μ πορε πορεί ί να διακοπεί οπ εί η παρ παροχ οχή ή αί α ίμ ατος εξαιτίας ενός τραύμα ύμ ατος ή εγκεφα γκεφ αλικού επεισ οδί οδίου, ου, μ πορε ορ εί να χτυπήσ υπή σ ει α πότ πό τομα ομ α στ σ τα εσ ω τερικά τμ τμ ήματ ήμ ατα α του του κρανίου, με αποτέλεσ οτέλεσμ μ α ο ι σ υνδετ υνδετι ικοί ισ τοί να κοπ κο πούν, μ πορε ορεί μια αι α ιμορρα ορραγ γία ή ένα οίδημ δημ α να ασ κήσ κή σ ει τέτο έτοια πίεσ η, που πο υ μέρος του είναι να ι δυνατ δυνα τόν να βγε βγει από την την τρύπα στη στη βάση του του κρανί κρανίου, ή μπορ μ πορε εί να τα ρακουνηθε ρακ ουνηθεί ί βίαια. Α ν ένα παι πα ιδί πέσ πέσ ει προς τα πί π ίσω σ ε ένα τσιμεντένιο δάπεδο, για παράδειγμα, το μυαλό του είναι δυνατόν, εξαιτίας τω ν νόμ νόμ ω ν της της επιτά χυνση χυνσ η ς κ α ιτης της επιβρά βρ άδυνση δυνσ ης, να κινηθεί νηθεί πρώ τα προς τα πίσω κ ι έπειτα μπροστ μπ ροστά, ά, με αποτ απ οτέ έλεσ λεσ μ α να να τραυμ ρα υματι ατισ τεί από τη τη ν εσ εσ ω τερική σ ύγκρο ύγκρουσ υσή ή του με τα οστ οσ τά του του κρα κρανίου στ σ την αντί ντίθετ θετη κα κατεύθυνσ ύθυνση η από απ ό εκε εκεί που που χτυπ χτυπή ή θηκ θηκε. Α υτό υτό το φ αινόμεν νόμενο ονομά νομ ά ζετα ετα ι οπί οπίσθια κρανι κρα νιοεγ οεγκεφ κεφ αλική κάκω σ η και κα ι πρό πρ όκειτα ι για το τον τραυμ ρα υμα ατισ μ ό που πο υ προκ προκά άλεσ λεσ ε ο Ιβά Ιβάν ν Π εντε ντερέτσ ρέτσ κι σ το μικρό αγ α γόρι που που κρα κρατ τούσε ύσ ε φ υλακι υλακισ μένο στη μικρή καλύβ κα λύβα α στ σ το Ρ όμνιΜ όμνιΜ αρς. Ο Κ αρλ Λ αμπ, αμ π, κα τά σύμ σ ύμπ πτω σ η , έγινε μάρτ μά ρτυρας υρας του περι περισ τατι ατικού. Ή τα ν ένα κρύο βράδυ βράδυ του Ο κτώ κτώ βρη, βρη , τη τη δεκα δεκαε ετία το του 1970, και κ αι σ τεκότ εκό τα ν στ σ το παρά αράθυρο τη ς καλύβ κα λύβα ας, κα κ απνίζοντας ένα τσ τσ ιγάρο, γάρο, και περίμενε τον υπέρβα υπέρβαρο Π ολω νό να τελει τελειώ σ ει με το παι παιδί, ώ σ τε να πάρει πά ρεικ κ ι εκείνος τη σ ειρά του του.. Τ ο πα π α ιδία δί αντι ντισ τάθηκε θηκε και κα ι ότα ν έπεσε έπεσε προς τα πίσω , ο Λ αμπ κα κατάλαβε λα βε ότ ό τι κ ά τι είχε σ υμβ υμ βεί - δεν δεν υπήρξε υπή ρξε αιμορρα μορραγ γία, αλλά ήξε ήξερε ρε ό τι έπρε πρ επε να να ανησ νησ υχήσ υχήσ ει από τον τρό τρόπο πο με τον οπο οπ οίο οι κόρες όρ ες τω ν μα μ ατιώ ν του παιδιού διεσ τάλησ λησαν, από τον τρόπ ρόπο με το ν οποί οπο ίο το σ ώ μ α του του ακινητοπ νητοποι οιή θηκ θηκε. «Ω , γα μ ώ το», είπε, πε, πετώ ντα ντα ς το τσ τσ ιγάρο πανικόβλ κό βλη ητος έξω από το παράθυρο. «Γαμ «Γ αμώ ώ το, τιθα κάν κά νουμε ουμ ε;» Α λλά γι για τον Π εντε ντερέτσ ρέτσ κι, δεν δεν θα τίπ οτα οτα . Ο Κ αρλ θα έ κ ε . Ε κείνος θα έλυνε έλυνε το πρόβλη ρόβλημ μ α, εκείνος θα ξεφ ξεφ ορτω νόταν το το παιδί. Ο Κ αρλ ή τα ν γύρω γύρω σ τα είκοσι οσ ι κ ι αισ θανότ θανότα αν δέος δέος για τον Ιβά Ιβάν ν
Π εντε ντερέτσ ρέτσ κι, ο οπ ο ποίος οίος σ τα μ άτια το του νεα νεαρού ρο ύ φ άντα νταζε ω ς ο κυρί κυρίαρχος τη ς παλαίστρας στρας.. Έ τσ ι, υπά υπ ά κουσε υσ ε δίχω ς δεύτ δεύτε ερη σ κέψ κέψ η, σ ηκώ νοντα νοντα ς το τρα τραυμ υματ ατι ισ μ ένο, αλλά αλλά ακόμ ακ όμη η ζω ντα νό πλάσμα πλάσ μα από α πό το το πάτ πά τω μ α, περιμ ένοντα νοντας πω ς μ έσ α σε με μ ερικά λεπτά λεπτά θα κρα κρα τούσε ύσ ε ένα ένα νεκρό νεκρό σ ώ μα. μα . Έ να σ ώ μ α γι για το το οποίο θα έπρε έπρεπε πε να βρει βρει μια κρυψ ώ να. Κ ατά ατά τη μεγάλη διαδρομ αδρομή ή μέχριτο χριτο σ πίτι, το πα ιδίσ δίσ το πίσω κάθισ μ α έτρ έτρεμ ε κάτ κά τω από απ ό μια κουβέ κουβ έρτα ρτα . Ο Κ αρλ πέρασ πέρασε ε από απ ό δεξ δεξαμε αμ ενές νερού, νερού, από λίμνες μνες, ακόμ κό μη κι κ ι από τον ποτ πο τα μ ό Τ άμε άμ εσ η που που ελισ σ ότα όταν στο φ εγγαρόφ γαρόφ ω το μέχρι τις εκβολέ βο λές ς του. Θ α έπρ έπρε επε να είχε σ ταμ ατήσ ει κα ινα τον είχε πετά ξει ξει σ το νερό νερό,, αλλά δεν δεν βρή βρήκε κε το κουρ κο υρά άγιο να το κάνε κά νει ι. Ε ίχε κά νει νει πολλά πολλά στη ζω ή του, ποτέ όμω όμ ω ς μέχριτ ρι τό τε δεν δεν εί είχε χρει χρειασ τείνα ξεφ ξεφ ορτ ορτω θεί θεί ένα πτ π τώ μ α. Κ άτι-ίσ ω ς να ήτ ή τα ν δε δειλία, ίσ ω ς η συνε σ υνει ιδητ δη τοπο οπ οίησ η του τρομα ομ ακτικού γεγο γεγονό νότ το ς- τον έκα έκανε νε να σ υνεχίσ εινα οδηγε δηγεί ί. Ε πισ τρέφ ρέφ οντα οντας σ το Ν όρφολκ όρφ ολκ τοπ τοποθέτ οθέτη η σ ε το παι πα ιδί σ τον καναπέ καναπ έ, πήρε ήρε μια μπί μπίρα, έβαλε μου μουσ σ ική κα ι κάθι κά θισ ε σ την πολυθρ πολυθρόνα όνα για να το δει δει να πεθα πεθαί ίνει νει, διερω τώ μ ενος πώ ς να το το ξεφ ξεφ ορτ ορτω θεί θεί, αν θα θα κατ κα τάφ ερνε να τεμ α χίσ ει το πτώ μ α δίχω ς να κά κ ά νει νει εμ ετό. Τ α λεπτ λεπτά ά έγιναν ναν ώ ρες ρες, το πρόσ ω πο του παιδιού πρήστηκε, ο ι ώ ρες έγιναν μέ μ έρες ρες κ ι εκείνο εξακο ξακ ολουθ λουθο ούσε ύσ ε να αναπ ναπνέε νέει, με το σ τόμ α ανοιχτό χτό, σ α λιώ νοντα νοντας το μαξιλάρι του. ου . Τ ο δεξί δεξίτ του χέρι χέρικ κ α ι πόδι πό δι κύρτ κύρ τω σ αν, σαν τα νύχι νύχια πουλι ουλιού, ού , αλλά τη τη ν τρίτη μέρα, ότα ν ο Κ αρλ τον ακού κο ύμ πη σ ε σ τον ώ μ ο κα κ α ι τον ταρακο ρα κούνη ύνησ σ ε, πετά χτη κε όρθιος κι έκανε εμ ετό σ το κί κ ίτρινο κοντ κο ντο ομ ά νικο που φ ορούσ ορούσε ε. «Γαμ «Γ αμη ημένο μένο ζώ ζώ ο». ο» . Η Τ ρέι ρέισι, που που ήτα ήτα ν τό τε έφ ηβη, ηβη, εξαγρι ξαγριώ θηκε. θηκε. Έ φ υγε τρέχοντ ρέχοντα α ς από απ ό το το σ πίτ πίτι κα ι πήγ πή γε δίπλα στο στο υπόσ υπ όστ τεγο, να καπ κα πνίσ ει ένα Μ άλμπο λμπορο ρο με τη ν πλάτ πλά τη γυρισ μένη σ το σ πίτι. Ο Κ αρλ τη ν αγνόησ νόησ ε. Ά ρχισε να βη β η μ ατίζει σ το δω μ άτιο, προσ πρ οσπ παθώ ντα ντας να αποφ απ οφασ ασί ίσει σει αν θα έπρε έπρεπε πε να σκοτ σ κοτώ ώ σ ει επιτόπου όπ ου το αγόρ αγόρι ι. Θ α μπορούσε μπ ορούσε να το το πάε πά ει μέχ μέχρι τον αυτοκι αυτοκινη τόδρομο και κα ι να το
παρα πα ρατ τήσ ει εκεί, αλλά δεν δεν ήξερε ξερε πόσ α θυμό θυμ όταν από από εκείνη τη τη νύχτα νύχτα σ την καλύβα κα λύβα,, αν θα θα μπορ μ πορούσ ούσε ε να το τους αναγνω αγνω ρίσει. Θ α μ πορούσ πορ ούσε ε να το πά ει σ το Λ ονδ ονδίνο κα κ α ινα το το αφ ήσ ει σ τον Π εντε ντερέτ ρέτσ κι, αλλά αλλά αυτή αυτή η ιδέα δέα δεν δεν το ν εν ενθουσ θουσίαζε. Η κατ κα τάσ τασ ή του ή τα ν ζόρ ζόρι ικη. κη . Ε ξέτ ξέτασ ε το παιδί, προσ πρ οσπα παθώ θώ ντα ντας να αποφ ασ ίσ ει αν θα χρησί χρησ ίμευε σε κάπο κά ποι ιον. Η δεξ δεξιά πλε πλευρά υρά το του προσ πρ οσώ ώ που πο υ το του είχε αλλοι λλοιω θεί θεί - είχε πρη πρη σ τεί κι έμ οια ζε με λιω μ ένο λάσ λά σ τιχο. Σ άλια έτρεχ έτρεχα αν α σ τα μ ά τη τα από το σ τόμα όμ α του. Ή τα ν άχρηστ άχρησ τος. ος. Τ ις επόμ πό μ ενες ενες μέρε μέρες ς, ο Κ αρλ είχε πάρε πά ρει ι αμ έτρητ ρη τες φ ορές ορές τη ν απόφ απόφασ αση η να το ν σκο σ κοτ τώ σ ει. Τ ελικά όμω όμ ω ς δεν μ πορο πο ρούσ ύσε ε να βρε βρει το κουρ κο υρά άγιο. Κ αιτ αι τότε, ξαφν αφ νικά, κ ά τι έβαλε βα λε τέλος λος σ την αναπ ανα π οφ ασ ισ τικότη ότη τά του του.. Ξ αφ νικά ο Κ αρλ πρόσ πρόσε εξε μια αλλαγή αλλαγή στο αγόρι. Ή τα ν μια αργή αργή διαδικασ κασ ία, αλλά στ σταδιακά, κά , σαν από θαύμ θαύμα, η παράλυση το υ προσ πρ οσώ ώ που του άρχι άρχισ ε να υποχω υπ οχω ρεί και κα ι το σάλιο σ ταμ ά τησ ε να τρέχε ρέχει ανεξέ νεξέλε λεγκτ γκτα α. Ε ξακολο ξακολουθο υθούσ ύσε ε να κάνε κά νει ι γκριμ άτσ ες κ α ι να τρέμ ρέμει, κάθε κά θε τόσο όσ ο το κεφά κεφ άλι του πετα πεταγότα γότα ν ανεξέ νεξέλε λεγ γκτα μπρος προς-πίσω θυμί θυμ ίζοντας οντας μω ρό που προσ προσπα παθε θείνα ίνα κα κ α τεβ εί από το το καρε κα ρεκλάκ κλάκι ι το υ κα κ α ι όταν όταν έν έναν μήνα αργότ αργότε ερα σηκ σ ηκώ ώ θηκε θηκ ε και κα ι προσ προσπά πάθη θησ σε να περπατ περπα τήσ ει, το δεξίτ δεξίτο ο υ πόδι πό δικ κ ούτ ούτσ αινε, νε, αλλά γι για το τον Κ αρλ δεν δεν εί είχε σημα ση μασ σία. Έ νας νας ολόκλη ολόκληρο ρος ς κόσ μ ος από νέες νέες προοπ ρο οπτ τικές ανοιγόταν μπροστά του. Η αλλαγή αλλαγή στη σ υμπε υμ περι ριφ ορά ορά το του Κ αρλ δεν δεν διέφ υγε τη ς προσ πρ οσοχής οχής τη ς Τ ρέι ρέισι. Ή τα ν κι κι αυτή υτή χαρούμ ρούμενη που πο υ ο αδελφ αδελφ ός τη ς σ ταμ άτησ ε να είναι να ι σ υνεχώ νεχώ ς κα τσ ούφ ού φ η ς κ α ι να χάνε χάνει ι τη ν ψ υχραι υχρα ιμία του κάθε κά θε λίγο κα κα ι λιγάκι. Μ ια νύχτα νύχτα, άκουσ ου σ ε θορύβ θορύβου ους ς σ το μπάνι πά νιο, θορύβ θορ ύβου ους ς που πο υ αντη ντηχούσ χούσ αν στ στο σ κοτ κο τεινό σ πίτι και θύμι θύμ ιζαν κρα κρ αυγές υγές ζώ ου, ου , με τη σ υνοδε υνοδεί ία ήχω ν από σ ώ μ α τα που πο υ χτυπά χτυπάνε νε δυνατ δυνατά ά πάνω στη στη μ αντε ντεμ ένια μπανι μπα νιέρα. Ό τα ν ανέ α νέβ βηκε ηκ ε νυχοπα νυχοπ α τώ ντα ντα ς σ το πάνω πάτ πά τω μ α, ήρθε ήρθε πρόσ πρό σ ω πο με πρόσω πρόσ ω πο με τον Κ αρλ έξω από απ ό το το μπάνιο. Ε ίχε μια βλοσυρή έκφρασ κφ ραση η σ το πρό π ρόσ σ ω πό του, ή τα ν ιδρω μ ένος και
απέφυγε πέφ υγε το βλέμ βλέμ μ α της. ης. Ε κεί κείνη ήξ ή ξερε ό τι από εδώ κα ι πέρα πέρα,, το το αγόρι θα ανέπτυσσ ανέπτυσ σ ε μια ξ χ ρ ισ σ χέσ η με τον Κ αρλ αρλ. ισ ή σχ Κ αι είχε δίκιο. Κ άθε άθε φ ορά που ο Κ αρλ αρλ μ εθούσε τα Σ αβ βατ βα τοκύρ οκ ύρι ια κα, κα , ερχότα ρχόταν σ το κα κα θισ τικό, κό, όπου όπ ου εκεί κείνη και κα ι το αγόρι έβλεπαν τηλε τηλεόρα όρασ σ η, φ ορώ ντας ένα κοντ κο ντομ ομά ά νικο και κα ι το σλιπ του του,, έχοντα χοντα ς ζω γραφι γραφ ισ μένο ένα χαμόγε χαμ όγελο λο στ σ το πρόσ πρόσω ω πό του. Δ εν μιλούσε, λούσε, δεν δεν χτ χτυπο υπ ούσε ύσ ε τα δάχτ δάχτυλ υλά ά του, του, ούτε έκ έκανε κά ποια άλλη χει χειρονομ ρονομί ία. Α πλώ ς άνοιγε το φ ω ς, έτσ ι ώ σ τε οι δυο τους του ς να το τον δουν, κι κ ι εκείνος σ τεκόταν κόταν ακίνητος ητος,, μέχ μέχρι που το το αγ α γόρι όρι σηκω ση κω νόταν όταν και τον ακολου κολουθούσ θούσε ε κουτσαί ουτσ αίνοντ νοντα ας έξω από το δω μ άτιο. Η Τ ρέι ρέισ ι άνοιγε σ το τέρμα ρμ α τον ήχ ή χο τη ς τηλεόρασ λεόρα σ ης και κά πνιζε πε π ερισ σ ότερα ότερα τσ ιγάρα γάρα εκείνα τα βράδια, προσ προσπ παθώ ντα ντας να μη σ κέφτ κέφ τεται τι γινότα νόταν στ σ το πάνω πά τω μ α. Γ ια μέρες έρες έπει έπειτα απ α πό εκεί εκείνες τις βρα βραδιές, το αγόρι γόρι περνούσε περιόδους στις οποίες γινόταν απόμακρο και δεν επικοινω νούσ νούσ ε - καθότ θότα ν σ τη γω νία, σ κεπά κεπάζ ζοντα οντας το κε κεφ άλιτ λι του με μια κουβ κο υβέρτ έρτα α , κλαψ λαψ ουρί ουρίζοντα οντας. «Π ες πω ς είναι ναι ο αδε αδελφ λφός ός μας μας», έλεγε λεγε ο Κ αρλ αρλ. «Φ αντά ντάσ ου πω ς γενν γεννή ήθηκε θηκε έτσι, εντά ντάξει ξει; Κ αι θα του δώ σ ουμε υμ ε ένα όνομα όνομα, ας τον πούμε ύμ ε, ξέρω ’γώ , Σ τίβεν». ν». Έ τσ ι, το αγόρι γόρι έγινε ο Στ Σ τίβεν, ο ηλίθιος αδελφ αδελφός ός τους. ους. Τ α αγόρια το του αναμορ ναμ ορφ φ ω τηρίου αρέσκοντ ρέσκ οντα αν να δέρνουν δέρνουν τον «Σ τίβεν». Η Τ ρέισ ι σ υχνά υχνά το το ν έβρ έβρι ισ κε ξαπ ξαπλω λω μένο μένο στο στο υπόσ υπ όστ τεγο, να κλαψ ουρίζει και κα ι να τρέμ ρέμ ει πασ πα σ αλει αλειμ μ ένος με λάδ λάδι ια μ ηχανής χανής κι έπ ειτα από μερικά χρόνι ρόνια, ο Κ αρλ έπ έπαψ ε πια να ενδι ενδιαφ έρετα ρεται γι’ γι’ αυτόν. Ο Σ τίβεν εί είχε αρχί αρχίσεινα εινα κα πνίζει ζει κρυφ ρυφ ά κα κ αι σ υνήθι υνήθιζε να κ όβε όβ ει φ ω τογρα ογραφ φ ίες τη ς Ν τέμ πι Χ άρι κ α ι τη ς Τ ζίλι Τ ζόνσ ζόνσον ον από τις εφ εφ ημερίδες δες κ α ινα τις κολλ ολλάεισ τον τοίχο. Έ να πρω ί, ο Κ αρλ ξύπνησ ύπνησ ε κα ι βρήκε βρή κε έναν σω ρό λάσ λά στιχα αυτ α υτοκ οκι ινήτ νήτω ν καμ κα μ ένα από μια γόπα γόπ α που που είχε πετά ξει ξει α πρόσ πρ όσε εκτα ο Σ τίβεν. Τ ου είχε δώ σ ει μια γε γερή μ πουνι ουνιά σ το πρόσ πρ όσω ω πο για τι τιμ ω ρία. Δ εν είχε πια το το σ ώ μ α ενός παιδιού κα ι ή τα ν φανε φ ανερό ρό ότι μεγάλω νε, νε, κ α ι ο Κ αρλ άρχισε να
χάνει τη ν ψ υχραι υχρα ιμία το του κάθε τόσ ο - αν δεν δεν ή τα ν εξαι εξαιτίας του παιδιού, ού, θα ήτ ή τα ν γι για κά κ ά τι άλλο: εξαι ξαιτίας τη ς Τ ρέισ ι ή τω ν α υτοκι υτοκινήτ νή τω ν σ το γκαρά γκα ράζ ζ ή με τα παι πα ιδιά το του αναμορ ναμ ορφ φ ω τηρίου. Ο Σ τίβεν είχε γίνειέ νειέφ ηβος βος, ένα υπε υπ ερτροφ ρτροφ ικό μω ρό, με το οποίο ο Κ αρλ δεν δεν ήθελε θελε να έχεικ χει κα μ ία σχ σ χέσ η, αλλά τα τα υτόχρο χρονα δεν δεν είχε τη ν όρεξ όρεξη να ξεφ ξεφ ορτ ορτω θεί θεί. Ά ρχισε να τον κλει κλειδώ νει νει σ το δω μ άτιό του τα βράδια, μ αζί με έναν κουβ κο υβά. ά. «Ε ίναι για το το καλό σ ου, μ αλακιστήρι στήρι», του έλεγ λεγε. Η Τ ρέι ρέισι ή τα ν χαρο χαρούμ ύμε ενη - επιτέλους έλους ο Σ τίβεν δεν δεν ήτ ήτα ν πια χρήσι ρήσ ιμος. μος. Α λλά λλά μι μ ια μέρα, μέρα, σ υμπ υμ πτω μ α τικά ο Κ αρλ διαπίσ τω σ ε πω ς ο Σ τίβεν έκα έκανε νε τη δουλειά τω τω ν παι πα ιδιώ ν του αναμο αναμορφ ρφω ω τηρίου. Ε νώ εκείνοι νοι κάθοντ θο ντα αν κ ι έβλεπαν λεπα ν πίνοντας νοντας μπίρα, ρα, ο Σ τίβεν αφα αφ αιρούσ ρούσε ε τα τζάμι ζάμ ια από τα αυτοκίνη κίνητ τα . Ο Σ τίβεν τρόχι ρό χιζε τα σ ασ ί για να αφ αιρέσ ρέσει τον σε σειριακό ακ ό αρι αριθμό. Ο Σ τίβεν γινότα νόταν όλο όλο κα κ α ι πιο μυώ δης, ης, όλο όλο και κα ι πιο σ ω μ ατώ ατώ δης και κα ι ικανός κανός.. Μ πορεί πορεί να μην μη ν ήταν ήταν ικανός κα νός να αρθρώ σ ει μια πρότ π ρότασ αση, η, αλλά αλλά μ πορούσ πορούσε ε να τρο τροχ χίσ ει ένα σ ασί μέσα σε σ ε δευ δευτερόλε ρόλεπτ πτα α. Ο Κ αρλ είχε μια ιδέα. δέα. Α ν ο Σ τίβεν μ πορούσε πορούσ ε να κάνε κά νει ι τη δουλει δουλειά τω ν αγοριώ ν το υ αναμορφ αναμο ρφω ω τηρίου, τό τε «Γ ιατίσ το καλ καλό ό ξοδεύω ξοδεύω το τζιν κα ι τα τσ τσ ιγάρα γάρ α μου μ ου με αυτούς;» υτούς;» Α μ έσ ω ς τον έστρω έστρω σ ε στ στη δουλει δουλειά. Έ γινε ο σ κλάβο κλά βος ς του για όλες τις δουλε δουλειές. «Δ εν εί είναι να ι ανάγκη νάγκη να το του δώ σ ω μ άσ κα για τις βαφ βαφ ές», σ υνήθι υνήθιζε να λέε λέει ο Κ αρλ αρλ. « Τ ι βολικό». κό ». Τ ώ ρα πι πια, οποιοδήπ δή ποτε αγόρι του αναμ ορφω ορφ ω τηρί ηρίου δεν δεν έ ι ζ ε με το ν Κ αρλ αρλ σ την κρεβατοκά κρεβατοκάμ μ αρα του ή τα ν άχρη άχρησ στο, κ α ι το τροχόσ χόσ πιτο έμ ενε άδειο για μεγάλες χρονικές περιόδους. Τ ότε ότε, ξαφν αφ νικά, ο Σ τίβεν πρόφε πρόφ ερε το όνομα όνομ α το του Π εντε ντερέτσ ρέτσ κι. Κ ι αυτό αυτό ανάγκασε ανάγκασ ε τον Κ αρλ αρλ να του του δώ σ ει σημα ση μασί σία. « Τ ι είπες πες;» Τ ον αγριοκοίτα ξε κα θώ ς διάβαζε τη ν εφ εφ ημερίδα του. του. «Γ ια ξαναπ ξαναπέ ές το». «Ιιιιιιμ παν». «Δ εν άκουσ κουσ α;» α; » Ο Κ αρλ κοίτα ξε τη ν αδε αδελφή του που έτρω γε ανήσ νήσυχη τα νύχι νύχια της. « Τ ιείπε;»
«Δ εν ξέ ξέρω ». «Ιιιιιιμ παν». « Τ ι σ κατ κα τά λέε λέει;» Ο Κ αρλ τσ αλάκω λά κω σ ε τη ν εφ εφ ημε ημ ερίδα και κα ι πετά ετά χτη χτη κε όρθιος. ος. «Ε ίπε Ιβάν. Α υτό είπες; πες; Ε ίπες Ιβάν;» βά ν;» «Ο οοου οο ουνγ νγκ! κ!» » Ο Σ τίβεν άρχισε να κο κ ουνάε νά ει το κεφ κεφ άλικ λι κ α ι τα χέρια του. «Ο υνγ υνγκ». «Π οιος είναι ναιο Ιβά Ιβάν;» ν;» ρώ τησε η Τ ρέι ρέισι. «Έ τσ ιτον ιτον λέν λένε;» «Ό χι, είναιτ ναιτο ο όνομ όνομ α το του Π εντε ντερέτσ ρέτσ κι, σω σ ω στά;» «Α .,.α». Τ ίνα ξε το κεφ κεφ άλι του πίσω , μαζ μα ζί με το χέ χέρι του. Τ α μ άτι άτια του του ή τα ν παράξε παράξενα, οι ίριδες απλώ απ λώ νοντ νονταν σαν σα ν πετρελαι ρελαιοκη οκ ηλίδες δες πάνω πά νω σ τους βολβού λβ ούς ς του. ου . «Ξ α ναπές πές το. Π οιος σ ου έσ έσ πασ πα σ ε το κεφ κεφ άλι, ε;» Σ ιω πή. πή . «Έ λα, μικρό σκα σ κατ τό, ποι πο ιος σ ου έσπασ πα σ ε το κεφ κεφ άλι; Μ ήπω ήπ ω ς ή τα ν ο Π εντε ντερέτσ κι;» Σ ιω πή. «Έ λα, ήτ ή τα ν ο Π εντε ντερέτ ρέτσ κιπ κι π ου σου έσ έσ πασ πα σ ε το κε κεφ άλι;» Ξ αφν αφ νικά, το αγόριτ όριτί ίναξε το κεφ κεφ άλιτου λιτου.. «Ο υνγκ!» υνγκ!» «Π οιος ήταν;» «Μ πεμπε πεμπ ε.. ,ντ ,ντρρκι». «Μ πράβο!» πράβο!» Ο Κ αρλ αρλ ήταν ήταν εν εντυπω σιασμέ ασμ ένος. ος. «Κ αι ποιος σε βοή βοήθησε; θησε; Ε γώ , ο Κ αρλ αρλ. Έ τσ ι δεν δεν είναι;» « Ο υ νγκ νγ κ . ουνγκ!» ουνγκ!» Τ ίνα ξε το κεφ κεφ άλι του κ α ι ανοιγόκλει όκλεισ ε τα μάτι άτια. Α υτό υτό σ ήμαινε ‘‘ ‘‘ναι να ι’’. Ο Κ αρλ κάθι κά θισ ε σ τον καναπ κα ναπέ έ, έχοντα χοντας πάρειένα παράξενο ύφος. «Ο Π ολω νός μπάσ μπά σ ταρδος!» αρδος!» Χ τύπη ύπ η σ ε τη ν παλάμη με τη γροθ γροθι ιά του και κα ι η Τ ρέι ρέισι ζάρω σ ε στη στη γω νία, αβέ αβ έβαι βα ιη για το τι θα επακ πα κολουθο ολο υθούσ ύσε ε. «Ε πιτέλους λους, το το έχ έχω σ το χέ χέριμου ρι μου το το κάθαρμ κάθα ρμα» α».. Ο Κ αρλ τη ς εξήγησε ήγησ ε πω ς ο Π εντε ντερέτ ρέτσ κι γερνούσε, ρνούσε, έχανε το ενδιαφ έρον ρον του για τα μικρά αγόρια κα κ α ι ξεχνού ξεχνούσ σ ε συχνά συχνά πω ς είχε κά τι ανάμε νάμ εσ α σ τα πόδι πόδια του του,, και κα ι ότι είχαν στ σ τα χέρια το το υς έναν
σ ημ αντι ντικό μοχλό οχλό άσ ά σ κησ κη σ ης πίεσης, ης, αν εξηγούσ ξηγούσα αν σ τον μικρό τι σ υνέβη υνέβη πραγμα πραγματ τικά, κά , κα κ α ι σ ύντο ύντομ α ο Π εντε ντερέτσ κι θα βρι βρ ισ κότ κόταν σ τα γόνατ γόνατα. Κ αιη αιη Τ ρέι ρέισιτο ιτο κατ κα τα νοούσ νοο ύσε ε, εν μέρε μέρει ι. Ο αδελφ δελφός ός τη ς θα εί είχε ένα μέ μ έρος ρος σ το οποίο θα μ πορο ορούσε ύσ ε να μ είνει νει σ το Λ ονδίνο, θα εί είχε τον κατά λογο λο γο με τις επαφ επα φ ές του Π εντερέτ ντερέτσ σ κι, θα είχε μι μια δεύτερ δεύτερη κρυψ κρυψ ώ να γι για τη τη σ υλλογή υλλογή του από βιντε ντεοκα οκασ έτες, αν η ασ α σ τυνομί υνομ ία τον υπο υπ οψ ια ζότα ν κα κα ι μ πουκ ουκάριζε στ στο γκαρά γκα ράζ ζ για να το ψ άξει άξει. «Ή αν χρει χρειασ τεί να εξαφ εξαφανι ανιστώ για κά κά ποιο λόγο. λόγο. Θ α τι τις προσ τατέψ ει με τη τη ν ίδια το του τη ζω ή επειδή ξέρει ξέρειπ πω ς θα είναι ναιγια το καλό του». Η διάθεση του Κ αρλ είχε φ τιά ξει ξει πάλι πάλι. «Γ ι’ αυτό, Τ ρέι ρέισι, μην αναφ αναφέ έρεις σε κανένα νέναν ν πο ποιος είναι ναι ο Σ τίβεν. Α ν ο Ιβάν εμφ εμφ ανισ τεί εδώ για κά κ ά ποι πο ιο λόγο, λόγο, μην το ν αφ ήσε ήσ εις να μ πει - αν ζητήσ ζητήσε ει να μ ιλήσ λήσουμε ουμ ε, εγώ θα είμ α ια υτός που πο υ θα μιλήσ λήσ ει μ αζίτου» ίτου». Έ τσ ι, ο Σ τίβεν έγινε μέλος λος του σ πιτικού τους κα ι σ υνήθι υνή θισαν να τον έχου έχουν ν στ στα πό πόδια του τους ς. Ε ίχε ένα αγ α γαπημ πη μ ένο πλε π λεχτ χτό ό σ κουφ κο υφ ί της Μ ά ντσ εσ τερ Γι Γ ιουνάιτεντ, που φ ορούσε κατ κα τεβ ασμ ασ μ ένο μέχ μέχρι το κούτ κο ύτε ελό του κ α ι το φ ώ ναζε ναζε «Μ πόμ πόμ πα», πα », ένας Θ εός ξέρει ρει γιατί ατί. Ό τα ν του έπαι πα ιρναν το το Μ πόμπ όμ πα έκλαι κλα ιγε, κ ι έτσ ι ότα ότα ν η Τ ρέι ρέισι εκ νευρι νευριζ ζόταν όταν μ αζί του, το έκρυβε κρυβε μέ μ έχρι εκείνος να αρχί ρχίσ ει να κυλι υλιέτα ι σ την κουζί υζίνα κλαί κλα ίγοντ γοντας. ας. Α φ ού το του το επέστρε πέστρεφ φ ε, ω σ τόσο όσ ο, δεν δεν έδε έδει ιχνε να τη ς κρατ ρα τά ει κακία, έδει δειχνε να έχει χει ξεχά ξεχάσ σ ει πω ς του είχε κρύψ ρύ ψ ει το σ κουφ κουφί ί. Γ ια τη τη ν ακρ α κρί ίβεια, η Τ ρέι ρέισι ανακά νακάλυ λυψ ψ ε πω ς ο Σ τίβεν δε δεν θυμότ θυμ ότα αν και κα ι πολλά α π ’ όσα όσ α είχα ν συμ συμβεί βεί από τη ν ημέρα που που ήρθε σ το Ν όρφολκ. όρφ ολκ. Τ ου άρε άρ εσ ε η σοκ σ οκολ ολά άτα κα κ α ι σ ε λίγο πά πάχυνε από τα τα πολλά γλυκά. Ε ρω τευότ υό τα ν τη Μ αντόν αντόνα, α, τη ν Κ άιλιΜ λιΜ ινόγκ όγκ και κα ι τη ν Μ πρί πρίτνι Σ πίαρς. αρς. Ό τα ν ο Κ αρλ έλει λειπε, πε, η Τ ρέι ρέισι βασ βα σ άνιζε τον Σ τίβεν βεν. Τ ον έβ έβ α ζε να καθαρί κα θαρίσ ει το σ πίτι κ ι εκεί κείνη καθότ κα θότα α ν στον στον καναπέ κα ναπέ,, βάφ βά φ οντα οντας τα νύχια της, ης, α κούγοντ κούγοντά ά ς τον να να αναφω ναφ ω νεί κάθε εργασί ργασ ία που έκανε κανε:: «Ε κόοο κό οονι νιμ α», θα ψ εύδιζε. Α υτό υτό σήμ σ ήμα αινε ξεσ κόνισμ α. «Κ οοούπ οοο ύπι ιμ α» (σκο (σ κούπι ύπισ μ α ) ή πιο απλά απλά «Κ αάαα αάααϊ ϊμα» μα»
(καθάρι (κα θάρισ μ α). «Γ ιατίτον ανέ ανέχε χεσ σαι; Α φ ού είναι να ιφ υτό υτό. Γ ιατίτον ίτον κρατ κρα τάμ ε;» «Α υτό δεν δεν σ ε αφορά, αφ ορά, Τ ρέι ρέισι». Α λλά λλά εκε εκεί ίνη πίσ τευε πω π ω ς την αφ αφ ορούσ ορούσε ε - ή τα ν αρκ α ρκε ετά έξυπνη για να κα κ α τα λάβει λά βει πω ς ο Κ αρλ τη ς έκρυβ κρυβε ε κάτ κά τι. Ή τα ν σίγουρη πω ς ο Σ τίβεν είχε ένα ένα μ υστ υσ τικό. Ίσω Ίσ ω ς ο Σ τίβεν να σ ήμαινε κά κά τι για κάποιο σ ημ αντικό πρόσ πρόσ ω πο - κ α ι παρόλο παρόλο που π ου ήξερε καλά κα λά το το ν αδε αδελφό λφ ό της της,, ή τα ν σίγουρη ουρ η πω ς αυτό το το μ υστ υσ τικό είχε να κά κ ά νειμ νειμε λεφ λεφ τά. Έ τσ ι, όταν ο Κ αρλ πέθανε θανε,, η Τ ρέι ρέισιείχε τη ν ευθ ευθύνη ύνη τη ς φ ροντ ροντί ίδας του «αδελφ «αδελφού» ού» της της.. Σ κέφ κέφ τη κε να προσ π ροσε εγγίσ ει τον Π εντερέτ ρέτσ κι σ τριφ ογύρι ύρισε τη ν ιδέα δέα σ το μυαλό υαλό τη ς για ώ ρες ρες, βλέποντα ντας τηλεόρ λεόρα ασ η και κα ι καπνί κα πνίζοντα οντας τσιγάρα. άρα . Α λλά λλά όταν όταν ο Κ άφε άφ ερι χτύπη ύπ η σ ε τη ν πόρτ πόρτα της, ης, όλα τα κομ κ ομμ μ άτια το του παζλ μ πήκα πή καν ν στη στη θέση τους. ους. Τ ώ ρα κατάλαβε λα βε γι για τί ο Κ αρλ αρλ επέμεινε να κρα κ ρατ τή σ ουν το το αγόρι όρι - είχε να κάν κά νει, πρά πράγμ ατι, με χρήμ ρήματα, ατα, όπω ς πάντ πά ντα α πίσ τευε. Δ εν ήταν ανεγ νεγκέφα κέφ αλη, λη, όπω ς π ίσ τευε ο αδε αδελφ λφός ός της. ης. Τ ο πρώ πρώ το που αποφ άσ ισ ε ή τα ν να βρει βρειένα μέρος για το τον Σ τίβεν δεν δεν ήθελε θελε ο Κ άφε άφ ερινα επισ πισ τρέψ ει κα ινα το τον βρε βρ εινα περιφ έρεται ρεταισ στο σ πίτι, κα καθαρ θαρίζοντα οντας, με ένα ηλίθιο χαμ χα μ όγελο όγελο σ το πρόσ ρό σ ω πό του. του . Έ τσ ι, χθες τον έβαλε έβαλε στο στο Ν τά τσ ουν -«Π ά ρε και κα ι το Μ πόμπα μαζ μα ζί σ ου»ου »κα ι τον μετέ μετέφ ερε σ το τρ τροχόσπ οχόσ πιτο, σ την κορυφή κορυφ ή του ντα νταμ αριού. «Α ργότε ργότερα θα σου σ ου φ έρω κ α ιτη ν Μ πρίτνι». «Μ πίντνι ντνι...» ...» «Θ α τη τη φ έρω , σου το το υπόσχ υπόσ χομαι ομ αι». Κ αι το έκανε κα νε.. Έ φ ερε όλε όλες ς τις αφ ίσες τη ς Μ πρίτνι, όπω ς κα ι τις κα σ έτες με το γουόκ γουόκμ μ α ν που που ο Κ αρλ του είχε χαρίσει πριν από από τέσ σ ερα Χ ρισ τούγ ούγεννα ννα, κ α ι τον άφ ά φ ησε πα παρέα ρέα με σοκ σ οκολ ολά ά τες και αναψ υκτικά κλειδω μ ένο στ σ το τρ τροχόσπ οχόσ πιτο κα ι κάθι κά θισ ε έξω στη βροχή, βροχή, καπνί κα πνίζοντα ντας το τσ ιγάρο της. ης. Π α ρακο ρα κολο λουθο υθούσ ύσε ε τα αυτοκίνητ νη τα να περνάν περνάνε ε από απ ό τον δρόμο, με τα φ ώ τα το υς αναμμ αναμ μένα, κ α ι σ κέφ κέφ τηκε ηκ ε
ι ρα , ο χό σ , τη μέρα πω ς ή τα ν έξ έξυπνη κ α ι ν ν α . που που ο Κ άφε άφ ερι θα ερχότ ερχότα αν με τα λεφ λεφ τά της της,, αισ θανότ θανότα αν ακόμ κόμ η πιο γενναία. Η μέρα μέρα ή τα ν ηλιόλουσ όλουστ τη. Σ ταμ ά τη σ ε λί λίγο έξω έξω από απ ό το το τροχόσ ροχόσπ πιτο για να φ τύσε ύσ ει σ το έδαφος αφ ος.. Έ πρε πρ επ ε να βρει βρει έναν τρόπο ρόπ ο για να αποδεί δείξει ξει πω ς ο «Σ «Σ τίβεν» ή τα ν το αγόρι που ήθελε θελε ο Κ άφε άφ ερι. Σ το εσ ω τερικό του οχή οχήμ ατος, ος, το αγόρι τραγουδούσ αγου δούσε ε ένα τραγ ρα γούδι ού δι της Μ πρί πρίτνιΣ νι Σ πίαρς. αρς. Ή τα ν η μόν μ όνη η κασ κα σ έτα της της που που είχε κα ι δεν δεν φα φαινότα όταν να τη τη βαριέται. Τ ην άκουγε ου γε ξανά κα κα ι ξανά, ανά, κ α ι ακόμη όμ η δεν δεν είχε μάθει θει τα λόγι λόγια. Ξ εκλείδω σε το λουκ λο υκέ έτο κα κ α ι μ πήκε πή κε μέσα. Ο ικο ικουρτ υρ τίνες νες ήταν υγρές και το τροχόσπιτο βρομούσε μούχλα. «Ά κου, Σ τίβεν». βεν». Ά φ ησε ησ ε κάτ κά τω τον κ ουβά ου βά και κα ι κάθι κά θισ ε σ το ντ ντιβάνι βά νι δίπλα το του, βγάζ βγάζοντα οντας ένα από α πό τα α κουσ τικά του. «Σ τίβεν...» ν.. .» Ε κεί κείνος τη ς χαμογ αμ ογέ έλασε λασ ε, κουνώ κο υνώ ντα ντα ς το κεφ κεφ άλι του χαρω πά. «Τ ρέιθι». Τ ου χαμογέ χαμογέλασε, λασε, προσπαθώ προσ παθώ ντας να δεί δείξειυπομ ξειυπομονή. ονή. «Ά κου». Τ ου έβγαλε τα ακ ουσ ου σ τικά κα ι τα άφησ άφ ησε ε σ το κρεβά κρεβάτ τι, σ βήνοντ βή νοντα ας το γουόκμ υόκ μ αν. «Θ έλω να σου σου ζητ ζητήσ ήσω ω κάτ κά τι, εντά ντάξει;» Ε κείνος τη ν κο κοίτα ξε με με αβεβα ιότητα, κουνώ ντα ντα ς τα χέρι χέρια το του. ι ;» «Ε ίπα, πα , ε ν τ ά ε ι; Ε κείνος έδει δειχνε να σ υγκε υγκεντρώ ντρώ νετ νεται. Κ ατένευσ νευσε ε τόσ ο έντο ντονα που ο ιφ τέρνες ρνες του χτύπη ύπ η σ αν στ στο πάτ πά τω μ α. «Ν τάξει». «Ω ραία. Τ ώ ρα άκου. Θ υμάσαι υμάσ αι το όνομα όνομα αυτ α υτού ού του του άντ άντρα στο στο Λ ονδίνο;» ο;» Ο Σ τίβεν σ ταμ ά τησ ε να γνέ γνέφ ει. Έ βγαλε γαλ ε έναν πνιχτό χτό ήχο από το λαρύγγ λαρύγγι του και κα ι τα μ άτι άτια του του καρφώ καρφ ώ θηκαν στην στην Μ πρίτνι Σ πίαρς αρς, όπω ς τη ν έδε έδει ιχνε χνε η αφί αφ ίσα που π ου κρεμότ ρεμόταν από απ ό τη τη ν πόρτα: πόρτα: ξαπλω μένη πάνω σ ε ένα κίτρινο φ ορτ ορτηγάκι, φ ορώ ορ ώ ντα ντας κόκκ όκ κινη σ τολή μαζορέ αζορέτ τας. ας. «Σ τίβεν;» Κ ούνησ ούνησε ε πάνω πά νω -κάτ -κά τω το κεφ κεφ άλιτ άλι του κ α ι η Τ ρέι ρέισιπαρατ σι παρατήρησ ήρησε ε ότι ότι
προσ προσπα παθούσ θούσε ε να πεικά ικάτι. Π λησί λησ ίασε ασ ε πιο κο κ οντά ντά του του.. « Τ ι λες λες; Γι Γ ια πε πες το;» ο; » Ε κείνος έχω σ ε στ στη μ ύτη ύτη του το δάχτ δάχτυλό υλό του. ου. «Ό χι, έλα τώ τώ ρα, ρα, μην κάνε κά νει ις αηδί αη δίες». Μ πάτσ ισ ε το χέρι χέρι του. ου . «Έ λα, λα, βρε γαϊδούρι δούρι, αφ ού το ήξερε ήξερες ς, έλα, πες μου ποιος ή τα ν ο άντρας που έσπασε το κεφάλισου;» Σ υνοφ ρυώ θηκε θηκε κ α ι τα μ άτι άτια το του γυάλισαν. Έ γει γειρε πίσω το πιγούνι του κα ι κοίτα ξε προς το παράθυρο παράθυρο γνέφ νέφ οντα οντας με μανία, ξεγε ξεγελώ λώ ντα ντα ς όποι όπ οιον ον τον έβλεπε ώ σ τε να νο νομ ίζειπω ειπ ω ς γελάε λάει. «Θ υμάσαι;» «Ο υουν υουνγκ» «Π ώ ς το ν λένε;» «Ιιιιιμπααααν...» «Ιβάν; Α υτό είπες; πες; Ιβάν;» βάν;» «Ο υνγκ». υνγκ». Κ ούνησε ούνησ ε το κε κεφ άλιτ άλιτου, ικανοποι κα νοποιημ ένος. νος. «Μ πράβο. Τ ώ ρα, αν κάπο κά ποι ιος σ ε ρω τήσε ήσ ει ‘‘ποιος σ ου το το έκανε α υτό;’ τό; ’’ εσ ύ θα πε πεις ‘‘ο Ιβάν Π εντερ ντερέ έτσ κι’’». «Ιι «Ιιιιμ πάα πά αα ν Μ πεμ πεμ πρμπρ. πρμ πρ...» ..» Έ μ οια οια ζε να κατ κα ταβάλλε άλλ ει υπερπρ ερπροσπ οσ πάθεια, προκειμ ένου να ψ ελλίσ ει α υτές τές τις λέξε λέξει ις. «Ιιιμ πάν. Μ πεμπε πεμπερ... ρ... Ιμπάαν μπά αν Μ πεμπε πεμπερκι ρκι!» Α υτό υτό θα έπ έπρεπε ρεπε να αρκε αρκεί ί. Η Τ ρέι ρέισι ανακά νακάθι θισ ε ικανοπ κα νοποι οιη ημ ένη ένη κι άναψ ε τσ ιγάρο. άρ ο. Α ισ θανότ θανότα αν τη ν αυτοπ υτοπε εποίθησ θη σ ή τη ς να μεγαλώ νει. Η Μ πρίτνι Σ πίαρς τους χαμ ογελούσ ογελούσε ε μι μ ια καυ καυτ τή μέρα μέρα στ σ την Τάι Τ άιμς Σκουέαρ.
Α πό τη τη ν Τ ζάγκουαρ, άγκουα ρ, τη ν οποί οπ οία α στ σ τάθμε άθμ ευσε υσ ε έξω από τη ν τράπε ρά πεζ ζα στο στο Λ ιούισ χαμ, αμ , ο Κ άφε άφ εριτηλε ριτηλεφ φ ώ νη σ ε στη στη Σ ούνε ούνες: «Δ εν θα κατ κα ταφέ αφ έρω να έρθω ρθω το πρω ί, λυ π ά μ α ι. έ χ ω . έχω τροφι ροφ ική δηλητ δηλητηρί ηρίαση». αση ». «Ω , που να πάρε πάρει ι, Τ ζα κ». Ο ι δύο αρχ αρχιφ ύλακε ύλακες, τους του ς οποίους είχε θέσ θέσει σ την υπη υπηρεσί ρεσία του, ου , περίμ εναν στ στο γραφε γραφ είο. «Π εριμ ένουν σαν σαν
παι πα ιδάκι δάκια το ν μ παμ πα μπά το υ ς να έρθει ρθεινα τους πειτινα κάνουν». κά νουν». «Ε ντά ντάξει ξει, δώ σε μου να τους του ς μιλήσω λήσ ω ». Μ ίλησε λησ ε για δέκα δέκα λεπτ λεπτά ά με έναν ναν απ από του του ς ασ τυνομ υνομ ικούς, δίνοντά νοντάς του οδηγί δη γίες για τη ν έρευνα σ τα σ πίτ πίτια - ο Λ όγκαν όγκα ν εί είχε ήδη ερευνήσε ρευνήσ ειτα δυτικά του πάρκο πά ρκου υ κα κ αι ήθελε θελε οι αρχιφ ύλα ύλακες να ασ χοληθο χοληθούν ύν με μ ε τα ανατ νατολικά. Έ πειτα , μίλησε λησ ε στ στην Κ ριότος ζητώ ντα ντας τη ς να επικοινω οινω νήσ νή σ ει με τον Τ σ α μπαλουάγκ μπ αλουάγκ Κ εοντου οντουά ά γκντι κντι και κα ι να κανονί κανονίσ ει μια σ υνάντ υνάντησ ηση η το το μεσημέρι». «Ν όμι όμ ιζα πω ς ήσουν ήσ ουν ετοιμ οθάνατ οθάνατος ος». ». «Μ έριλιν, κό κόψ ε τις πλάκες πλά κες,, χρε χρειάζομα ομ αι μόνο λίγη ξεκ ξεκούρα ύρ αση». «Ε ντά ντάξει ξει, μην ανησυχε νησ υχεί ίς, δεν δεν θα βγάλω άχνα». «Έ χω κα τεβά σ ει το τηλέφ λέφ ω νο, αν με χρει ρειαστ ασ τείς πάρε πάρε στο στο κινητό». «Ε ντά ξει... Τ ζακ;» ακ ;» «Τ ι σ υμβ υμ βαίνει νει;» «Ο οδοντί οδοντίατρος ρο ς από το Β ασι ασ ιλικό Ν οσοκ οσ οκομ ομε είο, το ν θυμάσ θυμάσαι;» Έ μ εινε για μερι μερικά δευτ δευτε ερόλε ρόλεπτ πτα α σ ιω πηλή. πηλή. «Ξ αναπήρε αναπή ρε.. Μ ή πω ς θα μπορούσες.» «Ν αι, ναι ναι, εντά ντάξει. Θ α ασχ ασχοληθώ εγώ μ αζίτου ίτου». ». Α φ ού έκλει κλεισε το τηλέφ λέφ ω νο έβγαλε βγαλε τη γραβάτα το του κ α ιτη ν έχ έχω σ ε σ την τσ έπη. πη . Α ισ θαν θανόταν όταν σαν σα ν μα μανεκέ νεκέν ν καθώ κα θώ ς μιλούσε λούσ ε με τον διευθυντ υθυντή ή τη ς τράπεζ ρά πεζα ας, αλλά είχε κατα φ έρει έρει να πά ρειτ ρει τα χρήμ χρή μ ατα που που βρίσ κοντ κοντα αν σε έναν καφ κα φ ετή φ άκε άκ ελο στ σ την τσ έπη του σ α κακι κα κιού του το υ - κα ι επιτέλους έλους είχε το διαπρα πρ α γμα γμα τευτικό του εργαλείο. ξι λύ η ς υ σ α ι. ι. ι δι νο ς να λη ε ις ις ρα ά νω α ό να μ νι ο α να κούσε ς α α ς ξο λη νης λί κ α ι ε τά ν α ρα δι ς κι σύ α υ ς ύ ρ ω σ ο υ . Έ πειτα , υπο υποσ χέθη χέθηκε κε κάτ κά τι σ τον εαυτ εαυ τό του: ου : αφ ού τελε τελεί ίω νε η σημε ημ ερινή μέρα, μέρα, θα άφη άφ ηνε πίσω του τα πάν πά ντα. Ο δήγησ δήγησε ε τη ν Τ ζά γκουα γκουαρ ρ προς το Ν όρφολκ, όρφ ολκ, με ανοιχτό το το παράθυρο παράθυρο κα κ α ι κλει λεισ τό το το ραδιόφω όφ ω νο. Α ν δεν δεν
σ υνέβ νέβαινε τίπ ο τα σήμε ήμ ερα, ρα, το θέμ θέμα θα τελε τελεί ίω νε: νε: θα άφ άφ ηνε την υπόθε υπόθεσ σ η σ τη Μ ονάδα Δ ίω ξης Π αιδερα δερασ σ τώ ν κ α ι θα έλε έλεγ γε στη στη Ρ εμ πέκ α ότι κατ κα τάφ ερε αυτό αυτό που πο υ ήθελε ήθελε κ α ι πω ς δεν δεν επρ επρό όκειτο να ασ χοληθεί οληθεί ξανά ανά με τον Γι Γ ιούαν. Α λλά λλά καθώ καθώ ς οδηγούσε οδηγούσ ε, δεν δεν μπορούσ μπορούσε ε να μην προ προσ έξει ξει τα μ άτια το του σ τον καθρέ κα θρέφ φ τη κα κ α ι το μόνο που που έβλε βλεπε μέσα το τους ή τα ν η ελπί λπίδα - σ αν να περί περίμ ενε να παρκ πα ρκά άρειτ ρει το αμάξ αμά ξι στο στο σπί σ πίτι τη ς Λ αμπ και κα ι να δει δει τον Γιούαν να κάθε κά θετ ται σε κάποι κά ποια γω γω νία, φ ορώ ντας ακόμη ακόμ η το το σ ορτσ ορτσ άκι άκ ι του και κα ι το μουστ μουσ ταρδί κοντ κοντομ ομά άνικο. κο . ι
ρα σκέ
υ
ι θα δε ς
ν
ρα
κό
.
Έ να παλι παλιό πα παιδικό πα πούτσι ύτσ ι ή, το πιο πιθανό, θανό, κά κ ά ποιο κόκ κόκα αλο. Τ ρεις χιλιάδες λίρες για ένα κόκαλο με συ σ υνοδεί νοδεία θρη θρησ κευτικής τελετής. ω σ τ α χ έ ρ ια ια υ έ α υ θ εν τ κ ό ι υ υ ύλο υ μ ρ τυ ρ υ . Ή κάποι κά ποιο ο κομ κο μ μ ά τι από απ ό το το πρασι πρασ ινισμέ σμ ένο κουφ κ ουφ άριε άρ ιεν νός ζώ ου. Ή ξερε πω ς θα το το ν κοροϊδέψ δέψ ει- απλώ ς ευχή υχή θηκε αυτό αυτό να ήτ ή ταν η αφ αφ ορμή που που ζητούσε ούσ ε για να σκά σ κάσ σ ει τη φ ούσκα ούσ κα τη τη ς ελπίδας στο στο σ τήθος του. ου .
Η Τ ρέι ρέισιΛ σι Λ αμπ αμ π το το υς κατ κα τάλαβε άλα βε προτού προτού ακόμ ακ όμη η εμ φ ανισ τούν. Δ εν τους ου ς είδε, καθώ κα θώ ς κρύβο ρύ βοντ ντα αν στ σ το αμ άξι τους ους, αλλά τους του ς είχε κατ κα ταλάβε λά βει ι. Ά φ ησε τον τον κου κ ουβά βά να πέσεικι πέσεικ ι έκαν κα νε να φ ύγε ύγει. Έ να χέριτή ριτή ς μόστ μόσ τραρε ένα ένταλμα. αλμα . «Η κυρία Τ ρέι ρέισιΛ αμπ, αμ π, υποθέ υπο θέτ τω ;» « ν ζ ε δ ε ια ια α να μ εί ε ο σ ι ! » Α πομάκρυν πομά κρυνε ε το υ ε χέρι χέρι κ ι έκανε κα νε μετα μεταβολή βολή σ τον διάδρομο. άδρομο. « ν νη
δ ε ι ».
«Δ εν χρει ρειαζότ αζότα αν, κυρί κυρία Λ αμπ. αμ π. Δ εν βρι βρισ κόσα κόσ ασταν εδώ ». «Ό χι! Γ αμημ αμ ημέ ένα μουνι μ ουνιά!» ά!» Τ ο σ πίτι έμ οια ζε με πεδί πεδίο μάχ μάχης. ης. Τ ριγύριζαν σ τον χώ χώ ρο α γνοώ ντα ντα ς τα ουρλ ουρλι ιαχτά χτά της, σ καλί κα λίζοντα οντας τα πά ντα ντα με τα
γαντοφ ντοφ ορεμένα ορεμένα χέρια του τους ς. Σ τη ν κορυφ κορυφή ή τη ς σ κάλα κάλας ς μ πορο πορούσ ύσε ε να δει δει πω ς είχαν τοπ τοποθ οθε ετή σ ει ένα σ καμ κα μ πό κάτ κά τω από απ ό τη τη ν εί είσοδο σο δο της της σ οφί οφ ίτας, από τη ν οπο οπ οία προεξεί ξείχαν χαν οι λεπτεπ επτεπίλεπτοι επτοι ασ τράγαλο γαλοι ι μιας γυναί υναίκας. κας. Μ πορούσε πορούσ ε να ακο α κούσ ύσε ει κάπο κά ποι ιον να περπα περπατ τάει μέσα μέσα στ σ τη σοφίτα. ου ς φ ώ ναξε αξε. « ξα νι ε α ό τη νη τη α μ υ !» ! » τους Έ νας αστ ασ τυνομικός ακούμ ακ ούμπη πησ σ ε του τους ς ώ μ ους της. ης. «Κ υρία Λ αμπ, νομί νομ ίζω ότι θα ήτ ή ταν καλύτε κα λύτερα ρα να να μας αφ ήσ ετε να κά κ ά νουμ νουμ ε τη δουλε δουλειά μας». «Γα «Γ αμιόληδε όλη δες ς». Ή ξερε ξερε πω πω ς ή τα ν μάται μ άταιο να αντι ντισ τέκεται. α ν άθισε σ το πάτ πά τω μ α, ά φ ρ ι, ι, υ τ ς ο γ α νο μ δ ο ς ο κ α ν . Κ άθι έχοντ χοντα α ς τα χέρ χέρια σ τα μαλλιά τη της. «Γ αμημ ένοι». Η γυναίκα κατ κα τέβ η κε προ προσ σ εκτι κτικά από απ ό το το σ καμ κα μ πό κι κ ι έδω σ ε έν ένα παλι παλιό μπλε κ ο υ τί παπ πα πουτ ου τσ ιώ ν, καλυμ κα λυμμ μ ένο με ισ τούς ούς, σ τον αρχιφ ύλα ύλακα δίπλα της. Ε κείνος έκα νε με μ εταβολή βο λή κ α ι κα τέβη έβη κε τις σκάλες. Η Λ αμ π τον τον είδε εκνε εκνευρ υρι ισμ ένη να έρχετ χεται προς ρος το μέρος της. ης. «Μ ην τολμ ολμ ήσ ετε να πάρε πά ρετ τε τα υπά υπ άρχοντά ρχοντά μ ου», είπε κι κι άρπαξε ρπαξε το πόδιτου. «Δ ώ σε μού μού το πίσω ! Τ ώ ρα!» «Η ρέμη ρέμησ σε!» είπ ε ο αρχι αρχιφ ύλακας ύλακας, προσ πρ οσπα παθώ θώ ντα ντας να απελε πελευθε υθερώ ρώ σ ει το πόδιτ πόδι του, ου , κρα κρ α τώ ντα ντα ς τα υτόχρο υτόχρονα να το το κ ο υ τί μακρι μα κριά της, ης, αλλά η Τ ρέισ ι δεν δεν τα παρα πα ρατ τούσε ούσ ε. «Ά σ ε με, με, είπα άφη άφ ησέ με! με! Β οήθε οήθει ια, κά ποιος!» ος!» «Κ υρία Λ αμπ», π», είπε ένας άλλος ασ τυνομι υνομ ικός κός. «Α υτό υτό το κουτί περιέχειστοιχεία». «Ξ έρω τισ κατά περιέχει χει. Ε ίναιτ να ιτο ο γαμη γαμ ημ ένο το το κο κ ο υ τί μου». ου». «Π άρτε άρτε τη ν από πάνω πάνω μου...» Μ ε μια ξαφ ξαφν νική, γρή γρήγ γορη κίνηση νησ η, η Λ αμπ στ στάθηκε θηκε όρθια και κατάφ κατάφ ερε να πε π ετά ξει το κ ο υτί σ το πάτ πά τω μ α. «Π ου να πάρει πάρει, β ρ ο μ ιά ρ α .» Τ ο περι περιεχόμε όμ ενο άδε ά δει ιασ ε κ ι απλώ απ λώ θηκε θηκ ε σ το πά πά τω μ α. Γ ια
μια σ τιγμή γμή, όλοι έμει έμειναν ναν σι σ ιω πηλοί λοί, κοιτά ζοντ ζοντα ς τις εικ όνες που είχαν χαν ξεχυθε ξεχυθείσ ίστ τα πόδι πόδια τους τους.. Α κόμη κόμ η κ α ιη Λ αμπ σοκ σ οκα αρίσ τη κε με με όσα όσ α εί είδε. Σ τά θηκε θη κε από πάνω τους, ους, με τα γόνατ γόνα τα λυγι λυγισμ ένα και κα ι πρόσω πρό σω πο πανιασμ ένο, σ τα πρόθυ πρόθυρ ρα τη τη ς λιποθυμ ποθυμί ίας. «Τ ρέι ρέισι, ας μην το κάνου κά νουμ μ ε πιο δύσκ δύσ κολο ολο...» ...» «Ν α πά τε να γαμη γαμ ηθεί θείτε!» Ή τα ν κάπου τριάντα ντα φ ω τογραφί ογραφ ίες, οι παλι παλιές, με το οδοντ δοντω ω τό περίγραμμ γραμ μα γύρω τους ους, κ α ι η εικόνα κό να ήτ ή τα ν κα κακή ς ποι πο ιότητας. Α πεικόνιζαν ζαν ένα ένα μικρό κρό ξανθό κο κορίτσ ι, περίπου έξι έξι χρονώ ν, να κά θετα θετα ι σ το πα γκάκι γκά κι ενός κήπου. πο υ. Σ ε με μερικές κές από τις φ ω τογραφί ογραφ ίες φ ορούσε ορούσ ε σ ορτσ ορτσ άκι άκ ι με μια σαλιάρα με μ ε ένα λαγουδάκι λα γουδάκι ραμμέ ραμμέν νο πάνω τη ς κ α ι τιράντ ρά ντε ες. Τ α μαλλι μα λλιά τη τη ς ή τα ν πι πιασ μ ένα προς ρος τα πίσω , σε ένα ένα μ εγαλί γαλίσ τικο χτέ χτένισ μ α δεκαετ δεκα ετί ία ς του Ε ξήντ ξήντα α. Μ ερικές φ ω τογραφ ίες τη ν έδειχναν χναν να πα ίζει με μια μ πάλα πά λα θαλά θαλάσ σσης. ης. Σ ε άλλες άλλες, η σα σ αλιάρα άρα είχε αφα αφ αιρεθεί κ ι εκείνη χαμ χαμ ογελο γελούσ ύσε ε, δείχνοντα χνοντας σ την κάμ κά μ ερα το επίπεδο πίπεδο λε λευκό υκό σ τήθος της. ης. Σ ε δύο φ ω τογραφ ογρα φ ίες που πο υ έπεσα πεσα ν κοντά ντά σ την πίσω πόρτ πό ρτα, α, ανάμε νάμ εσ α στ σ τα πόδι πό δια ενός ενός α σ τυνομ υνομ ικού, ού, με τη μία να κα κ α λύπτ λύπ τει μ ερικώ ς τη ν άλλ άλλη, το κορι κο ριτσ άκι άκ ι φ αινόταν νόταν ξαπλω ξαπλω μέν μένο πάνω πά νω σ ε ένα κρε κρεβάτι. Κ οιτ οιτούσε ύσ ε το πρόσ πρ όσω ω πο ενός ενήλικου κου άν ά ντρα. Δ εν φ ορούσε ορούσ ε σ ορτσά ορτσάκι κι. Ο ύτε ύτε εσώ ρουχο. «Ό χι!» Η Λ αμπ αμ π έπ έπεσ ε μπροστ μπ ροστά, ά, για να καλύψ κα λύψ ει τις φ ω τογραφ ογραφί ίες. «Ό χι, είναι ναι δικές κές μου, μην τις παί πα ίρνετ ρνετε, σ ας παρα πα ρακα καλώ λώ !» Κ ουνούσ ουνούσε ε απελπ πελπι ισ μ ένα τα τα χέρια, σ αν εξαντλη ντλημ μένος κολυμ λυμ β η τή ς που πο υ προσ προσπα παθε θεί ί να κρατ ρα τηθεί σ την επιφ άνει νεια, μ α ζεύοντ εύοντα α ς τις φ ω τογραφ ογρα φ ίες κά τω από από το βαρύ κορμίτης. «Ε λάτε λάτε τώ ρα, κυρία Λ αμπ». αμ π». Η σ ιω πή σ τον δι διάδρομο άδρομο έσ έσ πασ πα σ ε και κα ι κάπο κά ποι ιος τη ν άγγιξε σ τον ώ μ ο. «Σ η κω θεί θείτε. Κ αι κα τεβά σ τε τη φ ούσ ούσ τα σας, σας, δεί δείχνετ χνετε τα κάλλη κάλλη σας σ τον κόσ κόσ μ ο». ο» . «Εξ «Ε ξαφανί αφ ανίσου από απ ό μ προστ προσ τά μου». μ ου». Έ σ πρω ξε το χέρι μακρι μα κριά της. ης. «Π αράτα αράτα με». με».
Ο αρχιφ ύλακα ύλα κας ς από από φ όβο ό τι η Λ αμπ αμ π θα γυρί υρίσ ει ανάσκε νάσκ ελα κα κα ι θα τον κλοτ κλοτσ σ ή σ ει - ή , ακόμ κόμ η χειρότε ρότερα, ρα, ό τι θα έβ έβλεπε λεπε τα πά π ά ντα ντα κά κάτω από απ ό τη τη φ ούστ ούσ τα τη τη ς- οπι οπισθοχώ θοχώ ρησ ρη σ ε, ζητώ ντα ντας βοή βοήθει θεια από απ ό το το υς σ υναδέλφ υναδέλφους ους του. ου. «Κ υρία Λ αμπ», π» , είπ ε μια αστ ασ τυνομι υνομ ικός κός, «κρα «κ ρατ τά τε σ ημ αντι ντικά σ τοιχεί χεία. Α ν δεν δεν με με αφ ήσ ετε να πλησ λησ ιάσω , θα πρ πρέπει να σας σ υλλά υλλάβω . Δ εν βλέ βλέπετε ετε τι δείχνουν χνουν οι οιφ ω τογραφί αφ ίες;» Η Τ ρέι ρέισι Λ αμπ, αμ π, που μέχριε ρι εκείνη τη σ τιγμή κουνιότα ν πέρα πέρα-δώ -δώ θε σαν βάτραχ βάτραχος ος,, πάγ πά γω σε στο στο άκουσμ άκ ουσμα α αυτ α υτώ ώ ν τω ν λέξεω ν. Ο ι δύο α σ τυνομ νομ ικοί αντά ντάλλαξαν λλαξαν ματιές, σ κεφ τικ οί μ προσ ρο στά στ σ την ξαφν αφ νική ηρεμί ηρεμία. Η Λ αμπ κύλησ κύλησε ε στο στο πλάι και κα ι κάλυψ ε το πρόσω πό της της,, ξεσ ξεσ πώ ντα ντας σε λυγμ λυγμούς. ούς. «Κ υρία Λ αμπ, αμ π, σ η κω θεί θείτε, δεν δεν είδατ δα τε...» .. .» «Ν αι, ε ί , ξέρω τι είναι!» φ ώ ναξε. ναξε. «Φ υσ ικά κα κ α ιτις έχω δει δει. Π οια νομ νο μ ίζετε ζετε πω ς είναι ναι, ηλίθιοι; Ε ; Α υτό το ‘‘κακ ‘‘κα κόμ οιρο κορίτσι τσι’’ ζ ε τε
ς ε ίν ίν α ;»
Α ναγκάστ αγκάσ τηκαν ηκ αν να τη τη σ ύρουν έξω από απ ό το το σ πίτ πίτι μέχ μέχρι το αμάξ αμ άξι ι, περνώ ντα ντας τα παλι παλιά, σ κουρ κουρι ιασ μ ένα κοντέι ντέινερ νερ κα κα ιτους κινητ νητή ρες που πο υ ή τα ν πνιγμέ γμένοι σ τον κισ σ ό. Ο αξιω μ ατικός κό ς που πο υ τη σ υνέλα υνέλαβε βε εί είχε περάσ περάσ ει μία μέρα σ το Χ έντον, ντον, μ αθαί θαίνοντα νοντας πώ ς να περνά περνά γρήγορα τις χει χειροπέδ ροπέδε ες. Μ έχριο χριο Κ άφε άφ ερινα φτ φ τάσ εισ τις 11 το πρω πρω ί, ο ασ α σ τυνομ υνομ ικός είχε περά περάσ ειτι ειτις χει χειροπέδες έδες κα ιη Τ ρέ ρέισιΛ αμ π είχε ήδη συλληφ υλληφ θεί θεί.
Ο ι ειδικές κές φ όρμε όρμες ς είχαν συμπλ σ υμπληρω ηρω θεί θεί και κα ι υπογραφ υπογραφε εί μέχ μέχρι το μεσημ μεσημέ έρι κι έτσι η Τ ρέισι Λ αμπ μπο μπορούσε και επίσημα να κατ κα τηγορηθε ηγορη θεί ί για τη τη ν κακο κα κοπο ποί ίηση ησ η του αγοριού σ το βίντε ντεο. Ο ι ανακριτές, α ξιω μ α τικοί κο ί τη ς Μ ονάδας Δ ίω ξης Π αιδερα δερασ σ τώ ν της Σ κότλαντ λα ντ Γ ιαρντ αρντ,, είχαν χαν φ έρειτ ρειτο σ υγκε υγκεκριμ ένο βίντε ντεο μ αζί τους. υς. Γ ια δέκα δέκα χρόνι ρόνια προσ πρ οσπ παθούσ θούσα αν να τη ν εντ εντοπ οπί ίσ ουν. Τ ης είπαν ότι ό τι μια
περούκ περούκα α δεν αρκούσ αρκ ούσε ε ώ σ τε να μην τη ν αναγν αναγνω ρίσουν. Α φ ού της της απαγ πα γγέλθηκα λθηκαν ν οι οι κατ κα τηγορίες, σ υμφ υμ φ ώ νησαν ότ ότι θα μ πορο πορούσ ύσε ε να βγει βγει από τη φυλακή με εγγύηση. Έ ξω από απ ό το το ασ τυνομι υνομ ικό τμ τμ ή μ α άναψ ά ναψ ε τσ ιγάρο κα κ α ι σ τάθηκε θηκε για λίγο, α γνοώ γνοώ ντα ντα ς το υς δημ δημ όσι όσ ιους ους υπα υπαλλήλου λλή λους ς που πο υ πήγαι πή γαιναν να πιουν ουν καφ κα φ έ κα ι κοίτα ξε πρώ τα το το η μ ιτελές λές καμ κα μ παν πα ναριό του καθε κα θεδρι δρικού ναού κι έπειτα τα σύννεφα που διέσχιζαν σε σειρές τον ουρανό. α . Δ εν μπορ μπ ορού ούσ σ ε να το το πισ τέψ ει, τη ς ή τα ν αδύνα αδύνατ τον να το πισ τέψ ει. Τ ην εί είχαν χαν πρ προειδοπ δοποιή σ ει ότι ίσ ω ς να τη ς απάγγε γγελλαν λλα ν κι άλλες κατηγο τηγορ ρίες σ χετι χετικές με πορ πορνογρα νογραφ ία, ο ι οποίες «ίσ ω ς προ πρ οέκυπτ υπ τα ν κα τά τη διάρκε ρκεια τη τη ς έρευνας ρευνας», », αλλά η σ υνήγορος υνήγορος Κ έλι Ά λβαρεζ λβαρεζ, μια κοντ κο ντόσ όσω ω μ η Μ εξικάνα, κάνα, που π ου φ ορούσ ορούσε ε μπλε ταγέρ, αγέρ, τη της είπε ό τι η κα κατάσ τασ η δεν δεν ή τα ν τόσο όσ ο άσχημη χημη όσο όσ ο πίσ τευε. Ε ίχαν μονάχα ονάχα μία κα κασ έτα έτα, κ α ι οι φ ω τογραφ ογρα φ ίες τη ς από τη ν παι πα ιδική της ηλικία θα τη βοηθο οη θούσ ύσα αν να αποδε οδείξει ξει «τη ν επι επιρροή του πατ πα τέρα και του αδελφ αδελφού ού σου σου πάν πά νω σ ου. Μ η φοβάσ φ οβάσαι αι, Τ ρέι ρέισι, ίσ ω ς αν είσ αι τυχερή, υχερή , να τη γλιτώ σ εις με κοινω νική εργασ ργασία». Α λλά λλά δεν δεν μπο μπορο ρούσ ύσε ε να το το αποδε ποδεχτ χτε εί. Φ υσι υσ ικά, κά , είχε σ υλληφ υλληφ θεί θεί και σ το παρ πα ρελθόν λθόν και είχε εκτί εκτίσ ει διάφ ορε ορες ποινές νές, αλλά αυτό που δεν δεν μπορούσε μπ ορούσε να χω νέψ νέψ ει ήτα ήτα ν η απώ απ ώ λει λεια τω τω ν χρημά χρημάτ τω ν. Ό τα ν την την έβαλα βα λαν ν σ το πε π εριπολι πολικό, κό, είδε το ν Κ άφε άφ ερι να στ σ τέκετα έκετα ι πίσω από απ ό τα τα δέντ δέντρα ρα βλέποντα λέποντας απορη πορημ μένος. νος. Χ ω ρίς να ξέρε ξέρει ιτινα βάλε βά λει ι με το τον νου του. «Π ώ ς με ανακάλυψ νακά λυψ αν;» ήθελε θελε να μάθε μά θει ι. «Π οιος καρι κα ριόλης όλη ς με κάρφω κάρφω σε;» σε;» Η Ά λβαρεζ λβαρεζ ανασ ανασ ή κω σ ε το υς ώ μ ους ου ς της. ης. «Ε ίχαν το βίντε ντεο σ τα χέρι χέρια του τους εδώ κα ι χρόνι ρόνια». «Κ αιπώ αι πώ ς ξέρουν ξέρουν ότ ό τι εγώ είμ αι αυτή;» αυτή;» «Θ α το το μάθω μά θω , σ ου το το υπόσ υπ όσχ χομαι ομ αι.. Τ ώ ρα μην μη ν ανησυχ ανησ υχε είς, Τ ρέι ρέισι, δεν ήρθε δα το τέλος του κόσμου».
«Φ υσι υσ ικά κα κ α ι δεν δεν ήρθε», ήρθε», μ ουρμο ουρμούρι ύρισε μ ονολογώ ντας ντας,, κα κ αθώ ς απομα ομ α κρυνότ κρ υνότα α ν από από το τμ ήμ α, διασχίζοντα οντας τους ηλιόλου όλουσ σ τους ους ν α υ τ σ ω μ έν ο σ α κ ί ε . «Δ εν ήρθε δρόμους δρόμ ους του Μ πιούρι ούρι. δα το τέλος του κόσμου». Σ ταμ ά τησ ε, έχοντας χοντας το τσ ιγάρο γάρο σ τα χείλη τη της. Π ρόσ ρόσεξε ένα γνώ ριμ ο αμ άξι να τη τη ν παρα πα ρακο κολο λουθεί υθεί διακριτικά από απ ό τη τη γω νία του του δρόμου. δρόμου. Έ κα νε με μ εταβολή βολή κ ι άρχ άρχισε να περπατάει προς προς τη ν αντ αντί ίθετ θετη κατ κα τεύθυνση ύθυνσ η , σ η κώ νοντα νοντα ς το κολάρο κολάρο τη ς μ πλούζ πλούζα ας της, ης, σ αν να πίσ τευε πω ς έτσ έτσ ι θα γίνει νει αόρατ όρατη. η.
Ο Κ άφε άφ εριτη ριτη ν εί είδε να σ τρίβεισ βει στη γω νία μ προσ προστ τά το του κ ι έβαλε βαλε μπρος τη μηχανή. ηχανή. Ή τα ν τόσο όσ ο τσ ιτω μ ένος, νος, που το κεφ κεφ άλιτ άλι του πονούσ πο νούσε ε - τις ώ ρες ρες που η Λ αμπ αμ π εί είχε περά περάσ σ ει σ το αστ ασ τυνομι υνομ ικό τμ ήμα, ήμ α, τα πάντ πά ντα α είχαν μπ μ πει σε μι μ ια σε σ ειρά: τώ ρα μ πορο πορούσ ύσε ε να καταλάβει ποι πο ιος τον παρα πα ρακο κολου λουθού θούσ σ ε σ τον δρόμο δρόμο χθες. Ή τα ν η κόκκ κό κκι ινη BMW της Σ ούνες ούνες. Δ εν πήγ πή γε η Ρ εμ πέκ α στ σ την αστ ασ τυνομί υνομία. Η ξανθομα ανθομαλλού λλούσα σα Π ολίνα με μ ε τα γαλα γαλαν νά μ άτι άτια κρυβό κρυ βότ τα ν πίσω από απ ό το το αμάξι αμ άξι που που του του είχε γί γίνει νει κολλι ολλιτσίδα. δα. Η αξιω μ ατικός τη ς Μ ονάδα νάδας ς Δ ίω ξης Π αιδερα δερασ στώ ν το ν είχε κα τα λάβ λά βει αμέσω ς. Λ ογικά είχε μά μάθει θει για τον θάνατο θάνατο του Π εντε ντερέτ ρέτσ κικ κι κ α ιτον παρα πα ρακολο κολουθούσ υθούσε ε. Η Σ ούνε ού νες ς δεν δεν του ς είχε αναφ αναφ έρει κ ά τι χθες χθες βράδυ. βρά δυ. ρ έ ι ν α τ ο ξ ε ε — ν ώ ρ ι ε λ ίν α
χε
ρει
ο
ξ ι— ι— ,
ς
, λο ι
ν,
λα
υτά
τα
ύμ
Κ αιτ αι τώ ρα πε π ερίμενε να φ άεικ άει κ α ι δεύτ δεύτε ερο χαστ χασ τούκι ού κι, περίμ ενε να μ άθειπ άθει πω ς η Σ ούνε ούνες ςή η Μ ονάδα Δ ίω ξης Π αιδερα δερασ σ τώ ν μι μιλούσε λούσ ε με τις Ε σ ω τερικές Υ ποθέ ποθέσ σεις ε ες ρ έ ς έ χ ε ις ις ρα σει ν θ α ρ χ ι κ ό κ ώ δ ικ ικ α , - ά να ξερε ότ ό τι το λα ρά κο . ρά ση κ θή κο ντ , κα χρη η ο υ σ ία ία ς . Ή ξερε σαθρό οικοδό κο δόμ μ η μ α που είχε δημ δημιουργ ουργήσει, θα έπεφ έπεφτ τε πάνω του - και τώ ρα είχε μία τελ τελευτ ευτα ία ελπί ελπίδα για να γλιτώ σει. κ α ι ο ι
υ φ
ς
υ
υ
υ λ ο ύ σ ε χ θ
ς β ρ
δ υ ;
Έ βαλε βα λε τα χύτη χύτη τα κα κ α ι ήρθε ήρθε σ το πλάι τη ς Λ αμπ, αμ π, προτού προτού εκεί κείνη προλά πρ ολάβε βει ι να στ σ τρίψ ει σε έν έναν παράδρομο. Ά νοιξε το παράθυ παρά θυρο ρο του σ υνοδηγού. υνοδη γού. «Τ ρέι ρέισ ι». Ε κεί κείνη το ν αγν αγνόησ όη σ ε κα ι σ υνέχ υνέχισ ε να πε π ερπατ ρπα τά. Ο Κ άφε άφ εριοδηγούσε ριοδηγούσ ε κρα κρα τώ ντα ντα ς το ένα του χέριπά ριπάνω νω σ το τι τιμ όνικ νικα ιτο ιτο άλλο άλλο στ στο κάθι κά θισ μ α του σ υνοδηγ υνοδηγού, γέρνοντα ρνοντας προς προς τα έξω . « έ ι , άκουσέ με, δεν σε κάρφ κά ρφω ω σα εγ εγώ , σ ου το το ορκί ορκίζομαι ομαι, δεν δεν κάλε κά λεσ σ α εγ εγώ τη ν ασ τυνομί υνομ ία». Μ ε το χέρι του κάλυ κ άλυψ ψ ε τη ν τσ έπη του σ ακακι κα κιού του, ου, για να μη γλισ τρήσ ρή σ ειέξ ιέξω ο φάκε φάκελος λος.. «Ε δώ έχω τα λεφ λεφ τά». ά» . «Ε ίναι να ιπολύ ολύ αργά πια, δεν δεν νομ νομ ίζεις;» «Ό χι, μ πορούμε πορούμ ε ακόμ ακ όμη η να μι μ ιλήσουμε λήσ ουμε». ». Τ ην κοίταξε. αξε. «Μ πορούμ πορο ύμε ε ακόμη κόμ η να μιλήσουμε» λήσ ουμε».. Ε κείνη σ ταμ άτησ ε. Δ άγκω σ ε τα χείλη τη ς με τα λαγουδί λα γουδίσ ια τη της δόντ δόντι ια κ ι έγει γειρε για να δει τι βρισ κόταν μέσα σ την τσ τσ έπη του. Α μ έσ ω ς ενθουσι νθουσ ιάστ άσ τηκε ηκ ε, σαν σ αν το κυνηγόσ κ υνηγόσκυ κυλο λο που πο υ πι π ιάνει άνει σ τον αέρα αέρα τη μ υρω διά το του θηρά θηράμ ματός του. ου . Τ ην εί είχε φ έρειεκ ρειεκείπ είπου ου ήθελε ήθελε.. Έ κα νε ένα ένα βήμ βή μ α πιο κοντά ντά κ ι εκείνος απομ πομ άκρυνε ρυνε αργά το το χέρι του από την τσέπη για να της δείξει. Μ ρ ά , λ ί ο κ ό μ α , έ λ α λ ί κα θρέφ φ τη φ άνηκε άνηκ ε κά ποιος να διασ χίζει το γκα γκαζόν ο ν τ ά ... Σ το ν καθρέ έξω από το δικασ καστήρι ήριο κα κ α ι ο Κ άφε άφ ερια ρι ανησύχη νησ ύχησ σ ε για μια στ σ τιγμή, γμή, πω ς κά ποιος θα το τον έβ έβλεπε με με τη Λ αμπ, κ ι αυτή η σ τιγμή απροσ πρ οσε εξίας θα κατ κα τέσ τρεφ ε το σχέδιό του. του. Ό τα ν τη τη ν κοί κο ίτα ξε ξανά, ανά, διαπίσ τω σ ε πω ς τη ν εί είχε χάσε χάσ ει. Ε ίχε ακολου λο υθήσ ειτη μ ατιά του του κ α ι είχε κοιτάξει τάξειπ προς ρος τη ν κατ κα τεύθυνσ ύθυνση η του δικασ κα σ τηρί ηρίου. Η εμ πισ τοσ ύνη τη ς κλονί κλονίσ τηκε ξανά. Ο πισθοχώ θοχώ ρησ ρη σε, κοιτάζοντας ζοντας μια προ προς ς το δικασ κα στήριο, μια προς προς τον Κ άφε άφ ερι. «Τ ρέισι...» .. .» « Τ ι θέλεις;» «Σ ε παρακαλώ παρα καλώ , μίλα μου». «Ό χι. Δ εν έχω να σου σο υ πω τίποτ πο τα . Έ λεγ λεγα ψ έμ ατα» ατα»..
Α πομ πο μ ακρυνότ κρυνότα α ν με γοργό βημα βη ματ τισμό. σμ ό. « α » . Χ τύπη ύπ η σ ε τη τη γροθιά το του σ το τιμ όνι κ ι έβαλε βα λε ξανά ανά τα χύτητ χύτητα. «Τ ρέισ ι!» «Δ εν έχω να σου σ ου πω τίποτα οτα ». Χ αμήλω αμ ήλω σ ε το βλέμ βλέμ μ α τη τη ς κ ι άρχι άρχισε να απο α πομ μ α κρύνετ κρύνεται. Ο Κ άφε άφ ερια ρι αναγκάσ ναγκά σ τη κε να πα π ατή σ ει γκάζ κά ζι για να την προλάβει. «Τ ρέισι!» «Τ ο εννοώ εννοώ , σ ου είπα ψ έματα. Δ εν είσ αι χαζός χαζός,, ξέρει ξέρεις ό τι σου έλεγα λεγα ψ έμ ατα». Τ ράβη ρά βηξε ξε μία τελε τελευ υτα ία ρουφ ρουφη ηξιά από α πό το τσιγάρο άρ ο της. ης. Δ εν ήθελε ήθελε να το τον έχε έχει ι πίσω της, ης, κ ι έτσ ι πέταξε τη ν αναμμ αναμμένη γόπα όπ α μ έσ α στ σ την Τ ζά γκουαρ, κουα ρ, σ ταύρω αύ ρω σ ε τα χέρια τη τη ς πάνω στο στο σ τήθος τη ς κ α ι χώ θηκε θη κε μέ μέσα στ σ τον στε στενό παράδρομ πα ράδρομο, ο, όπου όπ ου το αμάξι μά ξι δεν δεν μπο μ πορού ρούσ σ ε να τη ν ακο α κολουθή λουθήσ σ ει.
27
Δ εν το άφ ησε να το τον επη επηρε ρεά άσ ει, όχι. Έ κα νε αυτό που είχε υπο υπ οσ χεθεί χεθεί πω ς θα κάνε κά νεικ ικι ι έβαλε βα λε ένα όρι όριο. Ε ίχε ήδη ξοδέψ ξοδέψ ειόλο ιόλο το το πρω πρ ω ινό του του.. Μ ε το τσ ιγάρο ανάμε νάμ εσ α στ σ τα δόντι δόντια, έδεσ δεσε πάλι πά λιτ τη γραβά ρα βάτ τα του, με τη βοήθει οή θεια το του μ εσαίου καθρέ αθρέφ τη, έβαλε τα γυαλι γυαλιά ηλί η λίου κ ι έβγαλε βγαλε το κινητό νητό από απ ό το το σ ακάκι του. ου . Τ ι να έκανε άραγε άραγε η Σ ούνες ούνες; Λ ογικά, κά , θα πε π ερίμενε σ το γραφ ραφ είο τη ς μέχρι να εμ φ ανισ τεί, ώ σ τε να τον ρω τή σ ειγια τη ν Τ ρέι ρέισιΛ αμπ. αμ π. Ή τα ν ώ ρα να φ ανεί νείειλικρινής μ αζίτης ίτης.. «Λ οιπόν;» « Τ ι εννοείς με το ‘‘λο ‘λοιπ όν’’, ν’’, Τ ζακ;» «Μ ή πω ς έχει χεις να μου πεις κάτι;» «Σ χετ χετικά με ; Τ α παλ παλι ικάρι κά ρια δεν δεν έχουν χου ν γυρίσ ει ακόμ κόμη κα ινομ ινομ ίζω ό τι θα επικοινω νούσ νούσ αν κατ κα τευθεία ν μα μ αζί σ ου». ου». «Κ άτιάλ άτιάλλ λο;» ο;» «Τ ζα κ, άκου, κου, δεν δεν θέλω θέλω να γί γίνομα νομ α ι κακι κα κιά, αλλά ο προϊ προϊσ τάμ ενός μου σ τέλνει λνει σ υνεχώ νεχώ ς μέι μέιλ, ο δήμ δή μαρχος περιμ ένει νει στη γραμμ γραμμή κ ι έχω μερικές αναφο ναφ ορές να ετοιμ ά σ ω , γι’ γι’ αυτό, αν μου μ ου επιτρέπεις...» Ε κείνος ανακάθ νακ άθι ισ ε στ σ το κάθι κά θισ μ ά του, ου , κοι κο ιτά ζοντα ντα ς τον κα κατά φ υτο από οξιές δρόμο που που οδηγούσ οδη γούσε ε σ το αβαείο. Δ εν ήξερε ήξερε.. Η Σ ούνες δεν δεν ήξερε ξερε τί τίποτα. τα. Τ ότε τι διάολο. ολο. «Τ ζα κ, δεν θέλω να σου σ ου το το κλεί κλείσ ω κατ κα τάμουτ άμ ουτρα, ρα, α λ λ ά .» «Ε ντά ντάξει ξει, Ν τάνι. Σ υγγνώ υγγνώ μ η, πέρασ πέρασ έ με στη γραμμ γραμ μή τη τη ς Μ έριλιν, αν έχε έχεις τη ν κα καλοσ λοσ ύνη». ύνη».
Η Κ ριότος ότος σ υμφ υμ φ ώ νησε ησ ε να επικοινω νήσε νήσ ει με τον Τ σ αμπ αμ π και κα ι να ορί ορίσειτο ιτο ραν ρα ντεβού βού σε σ ε μια άλλη άλλη ώ ρα. Ο Τ σαμ π έμ έμ ενε σ το Γ ουέστ Ε ντ κα ι θα μπο μπορο ρούσ ύσα αν να συνα σ υναντ ντη η θούν θούν σ το Σ όχο στ σ τις δυόμι δυόμισι, ενώ θα έτρω γε μεσημεριανό. Έ τσ ι, άρχισε να κα κα τευθύ ευθύνετα νετα ι προς ρος τη ν οδική αρτ αρ τηρία Μ 11: είχε το Κ ανάριΓ ανάριΓ ουόρφ ουόρφ σ τον ορίζοντα οντα γι για πάνω πά νω από μία ώ ρα, καθώ κα θώ ς πλησ πλη σ ίαζε σ το Λ ονδί ονδίνο. Έ φ τασ ε σ το Σ όχο σ τις δύο και κα ι τέτα ρτο ρτο, πάρκα πάρκαρε ρε σ ε έναν από από το υς πανάκ πα νάκρι ριβ ους χώ ρους ρο υς σ τάθμε άθμ ευση υσ ης τη ς περιοχή οχής, επισ κέφθη κέφ θηκε κε ένα ένα το τοπικ ό υποκα τά σ τη μ α της της τράπ ρά πεζάς του για να να κα τα θέσει έσ ει τις τρεις χιλιάδες ξανά σ τον λογα λογαρ ριασ μό του κι έπειτα άρχ άρχισε να περπα περπ ατάειμ ειμε ηρεμ ρεμ ία στη λεω λεω φ όρο όρο Σ άφτ άφ τσμπερι περι. Ο Τ σαμπ, σ τα μόλις είκοσ ιτέσ ιτέσ σ ερα χρόνια του του,, ή τα ν ο ιδιοκτή τη ς κατ κα τα σ τή μ α τος ηλεκτρι ηλεκτρικώ ν συσ συσκευώ κευώ ν σε έναν παράδρομο τη της Τ σάινατ ναταουν. ου ν. «Β λέπετ λέπετε, ξέρω το ν δρόμο δρόμ ο για την την επ επιτυχία κ α ι τα κατ καταφέ αφ έρνω ρνω εδώ , παρά παρ ά το γε γεγονός ότι το όνομά όνομ ά μου έχει χει άμε άμ εση σ ύνδ ύνδεσ η με το Λ ά ο ς καθώ ς η κα κ αταγω γή μ ου εί είναι από από τη τη ν Κ ίνα». Στο παρελθόν, το δέρμα του πρέπεινα ήταν γεμάτο ακμή, αλλά τα μαλλιά του του ή τα ν κα καλοχτ λο χτενι ενισ μ ένα κ α ι σ τιλιζαρισ μ ένα με ζελέ και φ ορούσ ούσε ένα ένα γκρί γκρίζο κ οσ τού τούμ ι Α ρμά ρμάνι, το οποίο είχε ταιριά ξει ξει με γυαλι γυαλισ μ ένα στ σ την εντέ ντέλει λεια δερμ δερμά άτινα παπο πα πούτ ύτσ σ ια . «Μ ε αφ ήνουν στ στην ησ υχία μου, αρκ α ρκε είνα μην μη ν προκαλώ προκαλώ φ ασαρί ασαρίες. Β λέπε λέπετ τε, κατ κα ταλαβα λαβαί ίνω guanch t * * * * * * * » . Τ α αγόρι τι εστί εσ τί guancht α γόρια που έκαναν ναν ηλιοθεραπ οθεραπεία σ την πλατεί πλατεία του Σ όχο σ ή κω σ αν τα κεφ κεφ άλια τους να το το υς παρατ παρα τηρήσ ηρή σ ουν, ουν, καθώ κα θώ ς περνούσα περνούσαν ν από μ προστ προσ τά τους τους.. Π ήγαν σε ένα καλό καλό,, γνή γνήσιο ιταλικό εσ τιατόρι όρ ιο σ την οδό Ν τιν. Ο ι τοίχοι είχαν διακοσ κο σ μ ητικά κε κ εραμ ρα μ ικά πιάτα, και κα ι μ πουκά πουκάλι λια με Σ τρέγκα ρέγκα και κα ι Α μαρέ μα ρέτ το βρίσ κοντα κονταν τοποθε πο θετ τη μ ένα σε σ ε ράφια στη στην κουζί κουζίνα. Ο Κ άφε άφ ερι παρήγγε παρήγγειλε ψ άρι κ α ι κάθι κά θισ ε με τη ν πλάτη πλάτη στραμ στραμμέ μέν νη σ το παράθυρο, παράθυρο, βλέποντ βλέποντας ας τον Τσ Τ σ αμπ αμ π να μασ μ ασουλά ουλάε ει τα σ α ι λλα ν γ λ ε στο στο πιάτο άτο μ προστ προσ τά του. του. Έ τρω γε σ κυφτ κυφ τός πάνω από το το πιά πιάτο του του,, προκε πρ οκει ιμ ένου να μη λερώ λερώ σ ει το κοσ κο σ τούμ ού μ ι
του με σάλτσα. «Ό τα ν συνέ συ νέβη βη,, όλοι όλ οι ο ι καλοί λο ί Σ αμ αρείτες εμ φ ανίσ τηκαν κα ν γι για να με βοηθήσουν βοηθήσ ουν.. Ε γώ απλώ ς καθόμο κα θόμουν υν σ την ησυχ ησ υχί ία μου. Δ ούλευα, ούλευα, βλέπετε». «Δ ούλευε ούλευες ς;» «Ν αι, όταν συνέ συνέβη βη το περισ τατικό. κό . Ή μ ουν ζιγκολό». κολό». άφ εριαναρ ρια ναρω ω τήθηκε θηκε μή μ ήπω ς είχε γίνει νεικάπ οιο λάθος λάθος « γ κ λ ό ;» Ο Κ άφε στην στην αναφ αναφορ ορά. ά. «Μ α, ήσουν ήσ ουν μονάχα...» μονάχα...» δώ δεκα δεκα κα κ α ι δεν δεν ή τα ν η πρώ πρώ τη μου φ ορά». Κ ατάπ ατάπι ιε μια « χ ε δ ό δώ πιρουνι ρουνιά μακαρό κα ρόνι νια κι κ ι έσ τρεψε ρεψ ε το πιρούνι ρο ύνι σ τον Κ άφε άφ ερι. «Σ ίγουρ γουρα θέλε θέλετ τε να πω ό τι μου έκανε κα νε κακό. κό . Ό τι όλοι όλοι α υτοί οι άντρε ντρες ς μού έκαναν κα ναν κακό. κα κό. Μ ερικοί κο ί όμω όμ ω ς μου αφ α φ ιέρω ναν περι περισσότ σσ ότε ερο χρόνο χρόνο από τη μητέρα μου. Ό τα ν ή μ ουν δύο δύο χρονώ ν, με πήρε πή ρε η Π ρόνοια γι για έν έναν χρόνο». ρόνο». Μ άσησ άσ ησε ε και κα ι κατ κα τάπι άπ ιε. «Μ ε βρήκαν σ την κούνι κού νια μου με τις πάν πά νες φ ίσκα σ τα σ κατ κατά. Δ εν έκλαι κλα ιγα καν, κ αν, απλώ απ λώ ς ή μ ουν ουν ξαπλω μένος». ος». Τ ύλιξε λίγα ζυμα υμ αρικά ακόμ κό μ η σ το πιρούνι ρούνι του κ α ι το έφ ερε σ το σ τόμα όμ α του του.. «Η μ ητέ ητέρα μ ου ήτ ή ταν, κα κ α ι εξακολ ξακολου ουθε θείνα ίνα εί είναι, ένα βάρος βάρος σ την κοι κοινω νία ». Μ α σ ώ ντα ντα ς κ α ι δίχω ς να πάρε πά ρει ι τα μάτι άτια του από το τον Κ άφε άφερι, έψ αξε σ την τσ έπη το υ σ ακακι κα κιού το του κα και εμφάνι μφ άνισε έν ένα κομ κο μ μ ά τι χαρτί αρτί. «Σ ας βρήκα αυτό». αυτό». Ή τα ν μια ξεθω ξεθω ριασ μένη αγ αγγελία. «Έ τσ ι με βρήκε βρή κε». ».
ι μο
ω
να ς δεκα ε
χρ
νο ς και
ί δ έκ α χ ρ ο ν ώ ν .
ξα λέστε
ς
νό ς
χή
ε σ τ ο .. . ..
Ο Κ άφε άφ ερι έσπρω σπ ρω ξε μακριά του του το χαρτί αρτί. «Ή σ ουν έντε ντεκα και κα ι δημοσίευες αγγελίες;» «Α κόμη κόμ η κα ι τό τε ή μ ουν ένα ένα έξυπνο έξυπνο ασ ια τικό ζουζούνι ουζούνι. Β λέπε λέπετ τε, τα μ υαλά μας μα ς είναι κοφτ κοφ τερά, σ κέφ κέφ τοντα οντα ι με τρόπο που ο μέσος μέσος άνθρω πος τη ς Δ ύσης ύσ ης αδυνατ δυνα τεί να σκε σ κεφ φ τεί. Κ αιδε αι δεί ίτε πού πο ύ έχω φ τάσε άσ ει σήμερα. ρα. Κ αιξέ αι ξέρ ρετε γιατί; Ε πειδή ποτέ μο μου δεν δεν έγινα πρε πρεζάκιας, όπω ς
όλοι όλο ι ο ι υπόλο υπ όλοι ιποι πο ι. Ξ έρετ ρετε π όσο όσ οι έκαναν κα ναν χρήσ χρήση η μ εθαμφ θαμ φ εταμί αμ ίνης; Ε γώ όμω όμ ω ς κρατ κρα τούσα ούσ α τα τα λεφ λεφ τά μου». μ ου». Κ ούνησε ούνησ ε το πιρούνιμ ρούνι μ προστ προσ τά από το το πρόσ πρ όσω ω πο του Κ άφε άφ ερι. «Σ ας είπα, πα, είμ α ιΚ ινέζος». ος». «Σ ου είπ ε κ ά τι σ χετ χετικά με το ν μπ μ παμ πάκα πά κα σ ου». ου». Ο Τ σ αμ π ρουθούνι ρουθούνισε. «Ν αι. Τ ο είχα ξεχάσ ξεχάσε ει. Ό τα ν μου τηλεφ ηλεφ ώ νησε ησ ε, αυτ α υτό ό ήτ ή τα ν το πρώ πρ ώ το πράγ π ράγμα μα που μου εί είπε. πε. Μ ε ρώ τησε ησ ε αν αγαπ αγαπάω άω τον μ παμ πα μ πάκα πά κα μου - κ α ιτό τε δεν δεν κατ κα τά λαβα λα βα τι εννοούσ ννοούσε ε, αλλά τώ τώ ρα ξέρω ότι έτσ έτσ ιμιλάνε οι ομοφ ομ οφυλό υλόφ φ ιλοι». «Κ αισε αι σε έβγαλε βγαλε φ ω τογραφ ογραφί ίες;» «Δ εν έδει δειξα το πρό π ρόσ σ ω πό μου στη στη φω φ ω τογραφι ογραφ ική μηχ μη χανή, αλλ αλλά ά αυτό που πο υ με παρα πα ραξέ ξένε νεψ ψ ε ή τα ν το γεγονό γεγονός ς ό τι με έβγαλε φω φ ω τογραφί ογραφ ίες αφού αφ ού λιποθύμησα. ποθύμησ α. Θ υμάμ υμ άμαι αιν να βλέπω βλέπω το φ λας λας μ έσ α από τα τα κλει κλεισ τά μου μ άτι άτια». Β ούτηξε ούτηξε ένα κομ κο μ μ ά τι ψ ω μ ί σ τη σ άλτσ άλτσ α που είχε απομ πομ είνει νει σ το πιάτο άτο κ α ι ανασ ή κω σ ε το υ ς ώ μ ους ους του, ου , σ αν να μην έδινε κα ι πολλή σ ημασία στ σ το περισ τατικό. «Π ισ τέψ τε με, με, πριν από από εκείνη τη νύχτα, πίσ τευα πω ς ήξερα ξερα ποι πο ια ή τα ν τα τα όρι όρια της ανω μαλίας. ας. Μ ερικοί από απ ό το το υς πελάτ πελάτε ες μου μο υ ήθελαν ήθελαν να κάν κά νουν πρά πράγματ γμα τα που που δεν δεν θα πι π ισ τέψ ετε πω π ω ς ένας νας ανθρώ νθρώ πινος νου νους μ πορε πο ρείνα ίνα σ κεφ κεφ τεί. Μ ερικοί είναι ουρολάγν ουρο λάγνοι οι - φ αντάζ αντάζομα ομαι ι κατ κα τα λαβαί λαβ αίνε νετ τε τι σ ημ αίνει νειαυτό» υτό».. «Ε μ ... ναι». «Ά λλοι είναι ναι κοπρ κο προλ ολάγνοι άγνοι, σε μερικούς κούς αρέσ ρέσ ουν ουν τα θηλυπρε θηλυπρεπή πή αγοράκι γορά κια κ α ι σε άλλο άλλους υς να βάζ βά ζουν ουν τι τις γροθιές του τους σε κάθε κά θε τρύ τρύπα πα.. Μ ιας κα ι είσ τε ασ τυνομι υνομ ικός κό ς, φ αντάζ ντάζομ ομα αι ότι τίπ ο τε απ α π ’ α υτά που π ου λέω λέω δεν δεν θα θα πρ πρέπεινα σα σ ας σοκάρε οκά ρει ι, σ ω σ τά;» Ο Κ άφε άφ ερικο ρικοί ίτα ξε το φ αγητ αγητό ό του του.. «Σ ω σ τά». ά» . «Ο τύπ ος α υτός ή τα ν άρρω στος. ος. Η ανω μ αλία το του δεν δεν εί είχε προη πρ οηγ γούμ ούμ ενο. Π ρώ τα μου λέε λέει ό τι θα έρθε έρθει ι να με παρα πα ρακολο κολουθήσ υθήσε ει. Ε ίπε ότ ότι θα έρθεικα ρθεικα ι θα με δεινα δεινα κοι κοιμ μ άμ αι σ το κρεβάτ ρεβά τι μ ου». «Τ ινομ νομ ίζεις ότι ό τιεννοο εννοούσ ε;»
«Δ εν έχω έχω ιδέα δέα. Π ιθανότατα θα νότατα είναι να ι μ πούρδες ύρ δες τις οποίες μόνο αυτός κατ κα ταλάβα λάβαι ινε. νε. Τ έλος πάντ πά ντω ω ν, με πα σ πατ πα τεύεια ύει από πίσω καθώ κα θώ ς μιλάει λάει, κ ι εγώ του λέω λέω : ‘‘Γι ‘Γ ια περ περίμενε, νε, βάλε βά λε προφ ρο φ υλα υλακτικό, τέλος τα παι παιχνί χνίδια, βάλε βά λε προφ υλακ λα κτικό’’. ’’. Α λλά ότ ότα ν γύρι γύρισ α για να δω τι έκα νε, νε, διαπίσ τω σ α ό τι δεν δεν είχε κα κα ι τίπ ο τα για να σ τερεώ σ ει το προφ ρο φ υλα υλακτι κτικό. Ε ίχε ένα τόσ ο μ ικροσ ρο σ κοπ κο πικό πο πουλάκ λά κι...» .. .» είπε, ανοίγοντα γοντας τον δεί δείκτη κτη κα ι το ν αντί ντίχει χειρά του του,, « . τό σ ο μικρό. Π οτέ οτέ μου δεν δεν είχα δει δει κ ά τι παρόμ πα ρόμοι οιο. Έ να ψ ω λάκι λά κι-νάνος, -νάνος, σ το μέγε μέγεθος μπατ παταρί αρίας. ας. Δ εν του είχε καν κα ν ση σηκω θεί θεί. Δ εν μ πορο πο ρούσ ύσε ε να καυλώ κα υλώ σ ει. Φ υσι υσ ικά, κά , αποδε πο δεί ίχτη χτη κε πω ς είχε κ ά τι άλλο άλλο στ σ το μυαλό του του» ». Ο Τ σαμ σα μ π έφ αγε τη ν μπ μ π ουκι ουκ ιά ψ ω μί. «Ό τα ν έχω σ ε αυτό υτό το το πράγ πρά γμα στ σ τον πισινό μου, λιποθύμη ποθύμ ησα». σα ». Ο Κ άφε άφ ερι ακούμ ούμ πη σ ε τα χέρια το του σ τις δύο πλευρές πλευρές του πιάτου μπροστ μπ ροστά ά του του και κα ι χαμήλω αμ ήλω σ ε το βλέμμ βλέμμα α του. του. Τ ο μαύρο του νύχι ύχι έδειχνε μοβ, μοβ, κά νοντα νοντας ς αντί ντίθεση θεση με το κίτρινο κα καρό τραπ τρα πεζο εζομάντη ντηλο. λο. «Δ εν τον έπι έπια ασ αν ποτ πο τέ». «Ό χι. Κ αι δεν το ξανάκαν ανάκανε ε. Σ ταμά αμ ά τησε ησ ε, έτσ ι απλά. απλά. Ο ύτε ύτε τον ξαναε ξαναεί ίδα από απ ό τό τό τε. Τ ον αποκ απ οκά άλεσ λεσ α Κ αλικάντ κάντζ ζαρο αρο επειδή ήταν μ εγαλόσω αλόσ ω μ ος κ α ιτόσο όσ ο που που να πάρε πάρει ι. Τ ο είπα στ σ τα υπό υπ όλοι λο ιπα αγόρι όρια -ξέρετε, ξέρετε, τους του ς ‘‘σ ‘‘σ υναδέλφου ναδέλφ ους ς’’ μ ο υ - κα κ α ι το όνομ όνομ α έμ έμ εινε, νε, σαν θρύλος. θρύλος. Α ργότ ργότερα τα άλλα πα παιδιά, ξέρετ ξέρετε ε, τα σ τρέιτ παιδάκ δά κια που έμεν έμενα αν στ σ τις πολυκ λυκατοικίες, ες, άρχισαν να μιλάνε λάνε για τον Κ αλικάντ κά ντζ ζαρο που πο υ μένει νει σ το δάσος, δάσος, έπ α ιζα ν τα τα παι πα ιχνίδια το υς κα ι κυνη κυ νηγούσ γούσα αν το το ένα το άλλο φω φ ω νάζοντ άζοντας». «Ν ομί ομ ίζω πω ς το ν πιάσαμ άσ αμε ε». Ο Τ σ αμ π δεν δεν σ ταμ ά τησ ε να μιλάει λάει. Έ πια σ ε με μερικά κομ κο μ μ άτια μυδι μυδιού με με ένα κομμά κομ μάτ τι ψ ω μί και κατάπι κατάπιε την μπουκι μπουκιά. «Το «Τ ο φ αντά ντάσ τηκα όταν μου μ ου τη τηλεφ λεφ ω νήσα νήσ ατε. Π οιος είναι;» «Έ χω μια φ ω τογραφ ογρα φ ία το του. Π ισ τεύεις πω ς θα το τον θυμηθε θυμηθεί ίς;» «Ν αι, τον θυμάμ θυμάμαι, σ αν να το τον εί είδα χθ χθες. Μ αύρα αύρα μαλλι μαλλιά - όχι σ
η
μ
ο
ς ,
μαύρος μαύρος,, ή τα ν λευκός λευκός,, αλλά τα τα μαλλι μαλλιά το του ή τα ν κατ κατά μ αυρα υρ α και γυαλι γυα λισ τερά.. ερά ....» είπε, δεί δείχνοντ χνοντα ας τα μαλλι μα λλιά το του, «...σ .. σ α ν τα τα δικά μου. Κ αιή αι ή τα ν πανύψ πανύψη ηλος, λος, σ χεδόν δύο μέτ μέτρα, αλλά ή τα ν νέος νέος.. Δ εν νομί νομίζω πω ς ή τα ν πάνω από απ ό δεκα δεκαέ έξι». «Δ κ έ ξ ι; ι ; Ε ίπες σ τη ν α σ τυνομ υνομ ία πω π ω ς ήτα ν πάνω πά νω από είκοσ κοσι». «Ε, «Ε , ναι, ήμ ή μ ουν μονά μ ονάχα χα έντ έντε εκα, κα , γι γι’ αυτό μου φ αινότα νόταν μεγ μεγάλος. άλος. Α λλά λλά φ αντάζ ντάζομ ομα αιότι δεν δεν θα θα ήτ ή τα ν πολύ μ εγαλύτε λύτερος από εμένα». α» . Ο Κ άφε άφ ερι έμ εινε σ ιω πηλός πη λός για αρκε α ρκετ τή ώ ρα, με το σ τόμα όμ α μ ισ άνοιχτο χτο, κοιτάζοντ ζοντα α ς τα φ λιτζάνια πο π ου περίμ εναν ναν υπ ομ ονετι νετικ ά κάτ κά τω από από το το μηχάνημα ηχάνημ α που έφ τιαχνε αχνε καφέ καφ έ, πάν πά νω από μια καθαρή λευκή λευκή πετσ πετσ έτα. Ο Τ σαμ π συνέ σ υνέχι χισ ε να μασάε ασ άει ι, παρα πα ρατ τηρώ ντα ντας τον. Έ π ειτα από λίγο έγε έγει ιρε προς προς το μέρος του. ου . «Υ πάρχε πά ρχει ι κάπ κά ποιο πρόβλημα;» πρόβλημα; » ρώ ρώ τησε ησ ε. Ο Κ άφε άφ ερι έκλει κλεισ ε το σ τόμα όμ α του. του. «Ό χι, κα κ α νένα νένα πρόβλημ πρόβλημα». α». Α πομ πο μ άκρυν κρυνε το πιάτο το του με μια σπρω σπ ρω ξιά και κα ι άγγιξε τον χαρτοφ χαρτοφ ύλακά ύλα κά το του που βρισ κότα κόταν δίπλα στ σ τα πόδι π όδια του του,, κάτ κά τω από το τραπέζ ρα πέζι ι. «Θ α σ ου δεί δείξω τη ν εικόνα, να, αν πι πισ τεύεις ό τι μπορείς να τον αναγνω ναγνω ρίσ εις». «Δ εν θα ξεχάσω άσ ω ποτ πο τέ τον Κ αλικάντζ κάντζαρο». Έ σ κυψ κυ ψ ε πάνω από τη τη φ ω τογρα ογραφ φ ία το του Π ιτς τη τη ν κοί κοίτα ξε προσ πρ οσε εκτι κτικά κα κ α ι κούνη κο ύνησ σ ε το κεφ κεφ άλιτ λι του. «Ό χι, δεν δεν είναια ναι αυτός υτός». ». «Ε ίσ αι σίγουρος ουρος;» ;» «Φ υσι υσ ικά και κα ι είμ αι». Ά φ ησε ησ ε το πιρούνι σ το πιάτ πιάτο ο το το υ και κα ι σ κούπ κο ύπι ισ ε το σ τόμα όμ α το του με μια χα χαρτοπε ρτοπετσ έτα. «Θ α φάμ φ άμε ε επιδόρπιο;»
«Τ ι χάλι είναι αυτό;» αυτό;» Η Τ ρέι ρέισ ι Λ αμπ ήταν ήταν εξοργι ργισμέν σμένη. Ε νώ βρισ κότ κόταν σ το ασ τυνομι υνομ ικό τμ ήμ α, ο Σ τίβεν εί είχε προσ προσ παθή πα θήσ σ ει να βγει βγει από το το τροχόσ ροχόσπ πιτο, πέφ τοντα οντας πάν πά νω σ τους τοίχους χου ς και ραγ ραγίζοντα οντας ένα από τα τζάμ ια, αναποδο ναπ οδογυρ γυρί ίζοντα οντας τα υτόχρο χρονα τον
κουβ κο υβά ά με τα περι περιττώ ματ μα τά του. του. Τ ώ ρα καθότ κα θότα α ν στην στην κουκέτ κου κέτα α και κα ι κουνι ου νιόταν πέ πέρα-δώ ρα -δώ θε, θε, κρα κ ρατ τώ ντα ντα ς το κεφ κεφ άλι άλι ανάμε νάμ εσ α σ τα χέρια του. ου . «Δ εν έλει λειπα τό τόσ ο πολλή πολλή ώ ρα». ρα». Έ ριξε σ το πάτ πά τω μ α απολυμ απ ολυμα αντι ντικό κι έπειτα τον σή σ ήκω σ ε τραβ ρα βώ ντα ντας τον από απ ό το χέρι. «Έ τσ ι δεν δεν είναι, βρε γάιδαρε; δαρε; Δ εν έλειπα γι για πολλή πολλή ώ ρα». ρα ». Κ ούνη ού νησ σ ε βίαια το το χέρι του. ου . «Γ ιατίτα έκανες νες όλα λίμπα;» πα;» «Τ ρέεεε εεεειθι...» .. .» Τ ο κά κά τω χεί χείλι του έτρεμε ρεμε. Φ α ινότα νόταν έτοιμ ος να κλά κλάψ ει. «Ω , πάψ π άψ ε, διάολε». άολε». Τ ου έδω έδω σ ε μια πετσ πετσ έτα και κα ι το ν έβαλε βα λε να γονατ γονατίσ ει. «Ο ρίσ τε, κα καθάρι θάρισε. Ά ντε, μ αλακι λακισμένο, κάνε κά νε τα λαμ λαμ πίκο». κο». Ε κείνος άρχισε να να σ κουπ κο υπί ίζει το πά τω μ α με τη τη ν πε π ετσ έτα κ α ι η Τ ρέισ ι κάθι κά θισ ε σ την κ ουκ ου κέτα , ανάβο νάβοντ ντα ας ένα τσ τσ ιγάρο, άρο, καθώ κα θώ ς τον παρα πα ρατ τηρούσ ηρούσε ε. Ενώ Ε νώ επέσ πέσ τρεφ ρεφ ε από το το ασ τυνομι υνομ ικό τμή τμήμ μ α, προσ προ σ παθούσ πα θούσε ε να αποφ α ποφ ασ ίσ ειτιθα ιτιθα έκανε κα νε με το πρόβλημ πρόβ λημα α που άκουγ κου γε σ το όνομα όνομ α Σ τίβεν βεν. Ό τα ν τη συνέλαβ συνέλαβα αν, το το πρώ το πράγ π ράγμ μα που σ κέφ τηκε ή τα ν πω ς ο Κ άφε άφ ερι τη ν εί είχε παγιδέψ δέψ ει, πω ς είχε κάνε κά νει ι λάθος λάθος ότα ν πί πίσ τεψ ε ότ ό τι τον είχε του χερι χεριού τη ς κα ι πω ς δού δούλευε για κάποιον, ενώ τελικά ή τα ν αδιάφθορος άφ θορος.. Α λλά κα τά τη διάρκε άρ κει ια τη της ανάκρι ανάκρισης, ης, όταν όταν ηρέ ηρέμ ησ ε κ α ι σ κέφτ κέφ τηκε πιο ψ ύχραιμα, άρχισε να αναρω τιέμ α ι μ ήπω ς έκανε κα νε λάθος άθος. Ε ίχε τη ν αίσθηση σθησ η πω ς ο Κ άφε άφ ερι φ οβότα οβ όταν ν τη βρόμ βρόμι ικη ομά ομ άδα όσ ό σο κι κ ι εκείνη. νη. Ό τα ν εί είχε έρθεισ ρθει σ το σ πίτι τη ς τη ν προη προηγούμ γούμε ενη μέρα ήτ ήτα ν υπε υπερβολι ρβ ολικά κά νευρ νευρι ικός - κοιτούσε ύσ ε σ υνεχώ υνεχώ ς πίσω του, ου , λες λες κ α ι κά ποιο ς θα εμ εμ φ ανιζότα όταν ξαφ ξαφν νικά. Ή τα ν όταν τη σ υνέλα υνέλαβ βαν το πρω ί, δεν δεν είχε φ ανερω νερω θεί θεί. Ε ίδε χ ε σ μ έ ν ο ς . Κ αι όταν τα αυτοκίνητ νη τα τω ν ασ ασ τυνομι νομ ικώ ν κ α ι στη σ υνέχε υνέχει ια εξαφα ξαφ ανίσ τηκε, κε, προτ ρο τού τον δει δει κά ποιος από το τους μπάτ πά τσ ους ους. Δ εν περίμ ενε ότι θα εμ φ ανισ τούν ούν - κ ι αυτό επειδή ν α ι δ ι ε φ ένος, ό ω ς ο χε λά κελο ς
.
ι υ κρα
η
σ υ ν έχ ε
ο ύ σ ε,
,
ν όχι
ξω ο
α
ό
ο
,
ι
ν
α
ς
ρ α δ ά κ ι; ι;
Η Κ έλι Ά λβαρεζ λβαρεζ εί είχε υποσ υπ οσχε χεθε θεί ί σ την Τ ρέι ρέισι να τη ς αποκα ποκαλύψ λύψ ει
τον τρόπο ρόπο με τον οποί οπ οίο τη ν εί είχαν ανακ ανακα αλύψ ει. Ίσω Ίσ ω ς η Σ κότ κό τλαντ λα ντ Γ ιαρντ να βρισ κότ κό ταν εδώ εδώ κα ικαιρό σ τα ίχνη της της κ ι α υτός ο τρε τρελά λάρα ρας ς ο Κ άφε άφ εριγν ρι γνώ ώ ριζε πω ς θα τη ν έπι έπια αναν και κα ι άδραξε άδραξε τη ν ευκ ευκα αιρία αυτή υτή για να πάρει πά ρειτ τις πληροφ πληροφορί ορίες που ήθελε θελε.. Ίσ ω ς να ήθελε θελε πρά πράγμα γματι να μ άθειτι θει τι απέγινε ο Σ τίβεν. Ά ρχισε να αισ θάνε θά νετ ται καλύτε κα λύτερα ρα.. Α ποφάσ ποφ άσι ισ ε να του τηλε τηλεφ φ ω νή σει σει τη ν επ επομέ ομ ένη, νη, μ ετά την την προκ ρο καταρκτική εξέτ ξέτασ η, για να το το υ πετάξει ξει ξανά το το δόλω μ α. Ε κσφ κσ φ ενδόνι νδόνισ ε το τσιγάρο άρ ο σ τον νερο νεροχύτ χύτη η. Ό ,τι κ ι αν ή τα ν αυ αυτός ο Κ άφε άφ ερι, ήξερε ό τι το άτομο ομ ο που πο υ βρισ κότ κόταν γονατ γονα τισ μ ένο μ προσ ροσ τά τη τη ς ή τα ν πιο σ ημ αντι ντικό σ ’ εκείνον, παρά αρ ά στ σ τον παρα πα ρανοϊ νοϊκό από το Μ πρί πρίξτον, ξτον, που είχε μανία να βγάζ γάζει φ ω τογραφί ογραφ ίες και κα ι εμ μ ονή ονή με τα σ ω μ α τικά υγρά. υγρά. σ
ν
έ χ α
ς
α
α
χ
λ ι
,
Τ
ρ έ
ω
ς
σ ι.
Τ α μπα μ παρα ρακο κούντ ύντα α είχαν πάρε πάρει ι το όνομά όνομ ά το το υς από απ ό το το σ υγκεκρι υγκεκριμ ένο ψ άρι, αλλά δεν ή τα ν πρα πραγμα γματικά ψ άρια: τα πραγμα γματικά ψ άρια θα πέθαι θαιναν σ το χλω ριω μένο νε νερό. ρό . «Τ ο νερό νερό έχει χει παράξε αράξενη νη γεύσ γεύση η εξαιτίας του χλω ρίου», έλεγε ο Γ κάμερ στ σ τους νέου νέους μ αθητ θη τές του. «Κ αιβά αι βάζ ζουμ ουμ ε χλώ ριο στ σ το νε νερό για έτσι; Κ αιτι αιτι κά νειτ νειτο χλώ ριο; Μ ας Μ ας προσ πρ οστ τα τεύει από τα μικρόβια και κα ι τα υπό υπ όλοι λο ιπα αηδια σ τικά πρά πράγμ ατα που που βρί βρίσ κοντ κοντα αισ το νερό. νερό. Ε ίναι ναιπολύ σ ημ αντι ντικό». κό ». Α λλά λλά τα τα μ παρα πα ρακ κούντ ούντα α δεν δεν είχαν όρεξ όρεξη να α κούσ ού σ ουν διάλεξ άλεξη για το χλώ ριο. Ή ξερα ξεραν ν ήδη αρκετά. Β ρίσκοντα ονταν σε μια επι επικίνδυνη ηλικία. Ό λοι οι δάσκαλοι άσκαλοι κολύμβηση κολύμβησης ς ήταν ήταν εκπαι εκπαιδευμέν υμένοι όχι όχι μόν μόνο πάνω πάνω σ το αντ α ντι ικείμ ενό τους τους,, αλλά κα κα ι σ το να εντοπ εντοπί ίζουν σημ ση μάδια κα κοπ κο ποίη σ ης - κ α ι ο Γ κάμ κά μερ ήξερε ξερε πω ς τα παι πα ιδιά με μαγι μ αγιό τραβούσα ούσ αν το πρόσ πρ όστ τυχο ενδι νδιαφέ αφ έρον αρκε ρκετώ ν. Μ ια φορά, φ ορά, ένας ένας άντρας άντρας είχε πληρ λη ρώ σ ει για να μ πει σ το κτίριο ω ς θεατή θεατής, είχε ανεβεί νεβεί στις κερκ κερκί ίδες δες κ ι άρχ άρ χισε να τραβ άει φ ω τογραφ ογρα φ ίες τα μ παρα πα ρακο κούντ ύντα α, ενώ κ
ε ύ ε ι. ι.
ά
ο
ιο
λ
ό
γ
ο
,
κολυμπο κολυμ πούσ ύσαν. αν. Ο Γ κάμε κάμ ερ δε δεν κάλε κά λεσ σ ε τη ν Α σφάλε σφ άλει ια. Α ντίθετ θετα, προτ πρ οτί ίμ ησ ε να σ ταθείσ θείσ την άκρη άκρη τη ς πισίνας κα ινα κουνήσ νή σ ειτα χέρια του υπομ υπ ομο ονετ νετικά, κά , μέχρι ο αν α νώ μ αλος αλο ς να εξαφανι αφ ανιστεί. Ο Γ κάμε κάμ ερ ανακου νακ ουφ φ ίσ τηκε - δεν δεν ήθελε ήθελε να έρθει ρθει η ασ τυνομί υνομ ία κα κ α ι να αρχ α ρχί ίσει να του κάνε κά νει ι ερω τή σ εις για το το περι περισ τατι ατικό και κα ι να τον κάνε κά νει ι να αναρω ναρ ω τιέτα ι για διάφορα άφ ορα πράγματα. πράγματα. Θ α το έβλεπαν σ το πρόσω πρό σω πό του. μυστ τηριώ δης ν κ α ύ τ ρ α α μ η λ ή σ υ ν μ α ί ο υ . Έ τσ ι, ο μυσ φ ω τογράφ ογρά φ ος εξαφ ανίσ τηκε, πα παίρνοντ ρνοντα ας μ αζί του τη συλλογή σ υλλογή από τι τις φ ω τογραφ ογρα φ ίες του, δίχω ς να μ πεισε ισ ε μπε μπελάδες λάδες. ρα
...
Ο Γ κάμερ στ σ τεκότ εκό τα ν στ σ το χεί χείλος λος τη ς πισίνας, φ ορώ ορ ώ ντα ντας το κοντ κο ντο ομ ά νικο κ α ι τον σκού σ κούφ φ ο κολύμ κολύμβη βησ σης, έχοντα χοντα ς κα τά νου τις φ ω τογραφ γρα φ ίες που είχε στ στο διαμέρισ μά του του - ενός νός εννιάχρονου χρονου αγοριού. Τ ις είχε κρε κρεμ άσ ει σ τους ους το ίχους χου ς της μ ο ρ φ ο υ κρε κρ εβατοκάμ αράς του. Κ ανεί ανείς δεν δεν θα το του έκανε κα νε ερω ερω τή σ εις γι’ γι’ α υτές κανείς άλλω λλω στε δεν δεν θα τι τις έβλεπε, μιας κα ι δεν δεν δεχόταν δεχόταν επ επισ κέψ εις. Ά φ ησε ησ ε το μυαλό του ελεύθε λεύθερο ρο και κα ι η πρώ τη ει εικόνα που σκέ σ κέφ φ τηκε ή τα ν εκεί κείνη του Ρ όρι Π ιτς γυμνού, υμ νού, με τα χέρια στ σ ταυρω μ ένα πάν πά νω σ το στ σ τήθος θος του, δεμ δεμ ένου σε ένα καλορι καλοριφ έρ. Α υτή η λεπτ λεπτομ ομέ έρεια με το καλορι λοριφ έρ δεν δεν εί είχε δη μ οσ ιευτεί σ τις εφ ημερίδες δες, αλλά ήξε ή ξερε ρε πω πω ς ή τα ν πραγ πρα γμ ατι ατική. κή . Ο Γ κάμ κά μερ σ κέφτ κέφ τηκε μια άλλη άλλη συλλογή συλλογή φ ω τογραφ ογραφι ιώ ν. ύ να ρί κο ντ ν, ρα ; ο σ ί ι ά υ; σω θηκε για εκατ εκα τοστ οσ τή φ ορά τι τι θα κρ ν ες σ ε κ ά ν χ ο ; Α ναρω τή θηκε συνέβαινε αν η αστυνομία τις έβρισκε... «Κ οιτά ξτε ξτε με με, είμ αι μια νερά νεράι ιδα! δα!» Ο Γ κάμερ κά μερ πάγ πά γω σ ε. Τ α μ παρα πα ρακο κούντ ύντα α, ειδικά τα τα κορί κορίτσ ια, τον πλησ λη σ ίαζαν πάντοτε ντοτε.. Α ν κάποιο α π ’ αυτά τον τον άγ άγγιζε, αισ θανότ θα νότα αν την επιδερμίδα του να ανατριχιάζει. «Ν α κάνουμ κάνουμε ε το κόλπο;» κόλπο;» Χ οροπηδούσαν οροπηδούσα ν στα στα ρηχά. ηχά. Έ να-δύο παι πα ιδιά θα έβ έβγαιναν ναν από από το το νερό, νερό, θα ξάπλω ναν μπ μπρούμ ρο ύμυ υτα σ την άκρη
τη ς πισ ίνας κα ι θα κου κουνούσ νού σ α ν τα πόδι πόδια τους τους.. «Θ έλω να κά κ ά νουμ νουμ ε το κόλπο». «Ό χι, δεν δεν θα το κάνουμ κά νουμε ε». «Ν αι!» Έ να κορι κ οριτ τσ άκι άκ ι άπλω άπ λω σ ε τα χέρια και κα ι τα πόδια του. του. «Κ άθομαιέ άθομαι έτσ ικι ικ ι εσύ θα κολυμπή κολυμ πήσ σ εις ανάμε ανάμ εσ α από α πό τα πόδια μ ου». «Ό χι, δεν δεν κάνου κά νουμ μ ε τέτ τέτο ο ια πρά πράγματ γμα τα σε σ ε αυτή υτή τη ν τάξη». ξη» . Τ α παι π αιδιά έβγαιναν ναν από από το νερό νερό,, κά νοντάς νοντάς το ν να αισ θάνε θά νετ ται νευρ νευρι ικός, ός, έτσ ι όπω ς έρχοντα ρχονταν γρήγορα, σαν πι π ιγκουί ου ίνοιπρ νοι προς ος το μέρος του. Κ αιότ αι ότα αν αισ θανότ θα νότα αν νευρ νευρι ικός, ός, το κε κ εφ άλιτ λι του κοκκίνιζε από τη ν κορυφ ορυφή ή μέχρι το υς ώ μ ους ους. «Ν ομί ομ ίζω πω ς είναι ναι ώ ρα να επισ τρέψ ουμ ουμ ε στ στη ν πισίνα». «Κ ι έπει πειτα θα κολυμπ κολυμπήσ ήσουμε ουμε ανάμεσα ανάμεσα από τα τα πόδια σου». Ή ξερα ξεραν ν πω ς αυτό υτό τον εκνε εκνεύρ ύρι ιζε κ α ι τον πείραζ ραζαν. Σ τέκοντ έκο ντα α ν γύρω του, σαν παχου πα χουλά λά βατ βατράχ ράχια, προσ πρ οσπ παθώ ντα ντας να το τον ρίξουν σ το νε νερό, πειράζ ρά ζοντά οντάς τον, αγγίζοντά οντάς τον. «Κ αι μ ετά θα κολυ κο λυμ μ πήσ εις ανάμ νάμεσα από τα πόδι πόδια μας μας». «Ό χι, δεν δεν υπά υπά ρχειπ ρχειπε ερίπτω πτω σ η». «Ε ίμ ασ τε όλες γοργόνε γοργόνες ς... .. . κοίτα ...» .. .» «Ά σ ε με!» με!» Ο Γ κάμ κά μερ άρχ άρχισε να τρέμε τρέμει ι. Ε ίχε πάρει πά ρειτ τα χάπι χάπια του του νω ρίτερα το το πρω ί, αλλά μέ μ έσ α το του αισ θανότ θανότα αν ακόμ κόμη τη ν έντ έντα ασ η που τον έκα έκανε νε να θέλε θέλει ι να ξεσ ξεσ πάσ πά σει. Ή θελε θελε να κλάψ κλάψ ει. Τ α κορ κ ορί ίτσ ια τον είχαν πε περικυκ κυκλώ σ ει, κάνοντα κά νοντας ς τις τρίχες χες σ το κορμ ορ μ ί του να σ ηκώ νοντα νοντα ι. Δ εν μ πορο πορούσ ύσε ε να αντ α ντέξ έξειτ ειτο ο άγγιγμ ά το τους - δεν δεν έπρε πρεπε να τον τον αγ α γγίζουν. ουν. Δ εν ή τα ν καλό, κα λό, όχιδεν όχιδεν ήταν καλό, θ α . «Σ Τ Α Μ Α Τ Η Σ Τ Ε! Ε !» Η φ ω νή του του αντήχ αντήχησ ησε ε στην στην πισίνα. Ο ι να υαγ υα γοσώ οσ ώ σ τες και κα ι οι θεατές στις κερκίδες τον κοίταξαν έκπληκτοι. « ε ρ α !» Μ ε ένα το του σφύρι σφ ύριγμα, μα , μερικά κε κ εφ άλι άλια ξεπρ ξεπρόβα όβαλαν λαν στ σ το νερό, νερό, θυμ θυμ ίζοντα οντας μικρέ κρές φ ώ κιες, έκπληκ λη κτα κ α ι σ ιω πηλά πη λά.. «' α λ έ ω χ ι,ι, Τ α πα παιδιά που πο υ τον εί είχαν περικυκλώ σ ει λα ί ε τ ε ». ». απομ απ ομακ ακρύν ρύνθηκαν. θηκαν. Έ τρεμ ρεμ ε κ α ι το πρόσω πρόσ ω πό του του είχε πάρε πά ρει ι το χρώ μα
του κόκ κόκκ κινου σ κούφ κούφ ου του του.. Α υτή υτή τη τη φορά, κανέ κα νένα να παι πα ιδίδε δί δεν ν γέλασε λασ ε. «Μ άλισ τα». Τ ους έκανε κα νε νεύμα ύμ α να πά π άνε σ τα αποδυτήρ ποδυτήρι ια. «Τ έλος το μάθημ άθημα γι για σήμ σ ήμε ερα. Φ αίνετ νεται πω ς δεν δεν μπορε μπ ορεί ίτε να ακολου κο λουθή θήσ σ ετε τους κανόνες, γι’ αυτό, μάθημα τέλος».
Μ πορε πο ρείνα ίνα βράδιαζε αζε, αλλά αλλά ο Κ άφε άφ εριδε ρι δεν ν βρήκε θέση να παρ π αρκά κάρε ρει ι στο στο Β ασιλικό Ν οσοκομ οσ οκομε είο και κα ι αναγκάσ αναγκάστ τηκε να αφήσ αφ ήσε ει τη ν Τ ζά γκουα κο υαρ ρ σε έναν παράδρομο, σ χεδόν σ τα μισά τη ς απόσ απ όστ τασ ης μέχ μέχρι το Μ πρίξτον. Η Σ ούνες ύνες δεν δεν είχε επικοινω νήσ νήσ ει μ αζί του. ου . Κ αθώ ς περπατ πα τούσ ού σ ε προς το νοσ νοσ οκο οκ ομ είο, επιτά χυνε το βήμ βή μα του του,, προκ πρ οκε ειμ ένου να κα καλμά λμ άρει το μυαλό του που πο υ γέμ γέμ ιζε με εικόνες κ α ι φ ω νές νές, κ ι έκανε συνδέσ σ υνδέσε εις που κα νεί νείς άλλος δεν δεν θα έκανε κα νε.. λ ε κ , μ
ί να
ν
ήσ
υν
σύ
ο
έν ο χ ο ς
ρ ιν
α
ό
δ έκ α
χρό νι
,
λλ ά
σύ
Δεν μ πορούσ πορ ούσε ε να κα κ α ταλά αλ άβει βει. Α ισθανότα θανόταν πω ς χτυπ χτυπού ούσ σ ε το κεφ κεφ άλιτο άλιτου σε έναν τοί τοίχο. χο. Ε ξαντλη ξαντλημ μ ένος κ α ι άδει δειος ψ υχικά, σ ταμ άτησ ε στ σ τον κυρί κυρίω ς διάδρομο για να βάλε βά λει ι μια κούπ κο ύπα α κα καφ έ από το μηχ μη χάνημα. άνημα. «Κ ύριε Κ άφε άφ ερι...» Σ ή κω σ ε το βλέμ βλέμ μ α του. ου . Ο Ν τιζά ι σ τεκότ κό τα ν μερι μερικά μέτρα μακρι μ ακριά του, σ τραμ μ ένος προς ρος τη ν αντ αντί ίθετη θετη κατεύθυν εύθυνσ σ η , σαν να διέσ χιζε τον διάδρομο άδρομ ο κα κ α ι σ ταμ άτησ ε ξα ξαφ νικά ότ ό τα ν πρόσ πρ όσε εξε το ν Κ άφε άφ ερι. Κ ρατ ρα τούσε ούσ ε μερι μερικές κές ακτι κτινογρα νογραφ φ ίες κάτ κά τω από απ ό τη τη μασ μα σχάλη του κα ι τα γυαλι γυα λιά του του είχαν γλι γλισ τρήσ ρή σ εισ την άκρη άκρη τη ς ιδρω μένης νης μ ύτης ύτης του. «Κ ύρι ύριε Ν τιζάι». κ α , δ ε ν Ίσ ιω σ ε τη ν πλάτη πλάτη υ λ ε ν η σ . Ίσι του. «Συγ «Σ υγγ γνώ μη, είχα σκοπό ν α . α λ λ ά .» Έ χασε ασ ε τον ειρμό του, του, καθώ κα θώ ς κοιτούσ ε τον πάτ πά το το υ πλα πλασ τικού ποτ πο τηριού, ού , ντρο ντροπι πιασμ ένος. νος. «Π ώ ς είναι να ιη οικογένε γένει ιά σας;» ας;» « Χ μ . μάλιστα. στα. Π ολύ καλά, καλά, η οι ο ικογένε ογένει ιά μου είναι ναι η ευλογί ευλογία μ ου». Έ σ πρω πρ ω ξε τα γυαλι υαλιά το του προς τα πάνω κ α ι πλησί πλησ ίασε τον ς
το ν
Ρ
ρ ι.
Τι
υμ βα νε ;
ή
ω ς
ντ
ς
κά
ο
ν;
Κ άφερι άφερι που τοπ τοποθέ οθέτ τη σ ε τη ν κούπ κο ύπα α κάτ κά τω από το το στ σ τόμι όμ ιο της της καφετιέρας. Κ αθώ ς δεν δεν εί είπε τίποτα κ α ι δεν δεν έκα νε άλλη κί κίνησ νηση, παρά πα ρά μ όνο του του χαμογε αμ ογελούσ λούσε ε με το πρόσ πρόσ ω πό του που π ου θύμ θύ μ ιζε κλόουν, κλόουν, ο Κ άφε άφ ερι άφησε άφ ησε το ποτήρ ποτήρι ι και κα ι σ τράφηκε ράφ ηκε προς προς το μέρο μέρος ς του. «Θ έλατε λατε να μιλήσουμ λήσ ουμε ε για τη τη ν υπόθε υπόθεσ σ η; Μ πορεί πορείτε να κα κ αταθέσ θέσ ετε τη ν αναφορά αναφ ορά σας στη γραμματέα μας». «Ν αι, το το έχω ήδη κά κάνει νει». «Π ολύ ολύ ω ραία». «Λ οιπόν», πό ν», είπε ο Ν τιζάι, κ ι έγει γειρε ελαφ ελαφρά ρά προς προς τα πίσω , φ έρνοντα ρνοντας τα υτόχρονα χρονα τις ακτι κτινογραφ νογραφ ίες πάνω πά νω σ το φ ουσ ουσ κω μ ένο του σ τομά ομ άχι. «Φ α ντά ντάζομα ομ αιό τιτα πρά πράγμ ατα δεν δεν πάνε πά νε κ α ιτόσ ο καλά». καλά ». «Α υτό ξανα ξαναπεί πείτε το». ο» . «Έ χετε κάπο κά ποι ιον άλλο άλλο ύποπτ ύπο πτο; ο; Κ άποι άπ οιον που θα μπορούσ μ πορούσα α να να εξετ ξετά σ ω ;» «Ίσ ω ς αν βρο β ρούμ ύμε ε κ ά τι σε μι μια άλλη άλλη υπ υπόθεση όθεση, αλλά έχου έχουμ μ ε ήδη τις ακλόνη λόνητ τες αποδείξεις το υ DNA. Φ υσι υσ ικά, κά , ο εισ αγγε γγελέας λέας θα σας καλέσεινα λέσεινα κα κ αταθέσε θέσ ετε στ σ τη δίκη, κη, αλλά μην υπολογί λο γίζετε να να γίνει νει αυτό υτό σύντομα». Ο Ν τιζά ι σ υνοφ υνοφρυώ ρυώ θηκε κι έγειρε πάνω πάνω σ την καφε καφ ετιέρα. «Τ ι εννοείτε όταν λέτε ακλόνητες αποδείξεις;» «Τ ο DN DNA A. Έ χουμε χουμ ε το DN DNA A που αποδε απ οδει ικνύει κνύει ό τι α υτός υτός ο μπάσ πάσταρδος αρ δος,, ο Π ιτς, έκανε κα νε αυτά τα φ ρικτά κτά πρά πρ άγματ γμα τα στ σ τον γιο το του σ υγγ υγγνώ μη για τη τη γλώ σ σ α μου». ;» Ο Ν τιζά ι α νοιγόκλε «Ο κύρι κύριος Π γόκλεισ ε τα μ άτια το του πίσω από από το υς χοντρο οντρούς ύς φ ακούς ακ ούς τω ν γυα γυαλι λιώ ν του του.. «Τ ότε ότε, ποι πο ιος το ν δάγκω σ ε;» «Συγ «Σ υγγ γνώ μη;» «Ε ίπα, πα , ποιος δάγκω σ ε τον Ρ όρι; Ή τα ν το ίδιο άτομο ομ ο που που δάγ δάγκω σ ε εκείνο το αγόρισ όριστ το πάρκο πάρκο,, αλλά δεν δεν ήταν ο Ά λεκ λεκ Π ιτς». «Τ ι;»
«Λ υπά υπάμαι, νόμι νόμ ιζα ότι α υτό εννο εννοούσ ούσ ατε. Τ α δόντ δό ντι ια το του κυρί κυρίου Π ιτς δεν δεν ταιριάζουν με με τη δαγκ δα γκω ω μ ατιά». «Δ εν ται ταιριάζουν; Μ α νόμι νόμ ιζα ... ...» «Α ναι, δεν δεν βγάλαμ βγάλα με ένα τέ τέλειο καλο κα λού ύπι, κουνή κο υνήθη θηκ κε προτ προτού ού σ τεγνώ σ ει εντε ντελώ ς. Α λλά λλά κατ καταφ έραμ ρα μ ε να σ χημα χημ ατίσ ουμ ου μ ε αντί αντίγραφ ραφ ο τω ν δοντ δοντι ιώ ν του. ου . Κ αι ναι, αυτός αυτός που δάγκω δάγκω σ ε τον Ρόρι Ρ όρι είναι οπο οπ οιοσ δήπ δή ποτε άλλος εκτός του Ά λεκ λεκ Π ιτς».
Τ ο ηλι η λιοβα οβασ ίλεμ λεμ α ή τα ν παράξε παράξενο. νο. Η γη έμ οια ζε να γέρνε γέρνει ι σ το πλάι πλά ι κα ιο ήλιος φ αινότ νόταν πω πω ς είχε χάσ χάσ ειτη ν τρ τροχιά του του κα ι είχε δανει δα νεισ τεί τις ροζ αποχρ απ οχρώ ώ σ εις κά ποιου άλλου γαλαξ γαλα ξία. Ο Κ άφε άφ εριδι ρι διέσ χισε αργά αργά το Μ πρί πρ ίξτον, ξτον, σ αν ανιχνευτ χνευτή ής εδάφους δάφ ους,, κοι κο ιτάζοντα ντα ς τα φ ώ τα τω τω ν σ πιτιώ ν, με χί χίλιες σ κέψει έψ εις να τριβελίζουν το το μυαλό υαλό του. Σ τάθμευσ θμ ευσε ε σ την οδό οδό Ν τόλγουιτ λγουιτς κ α ι περπ περπά άτη σ ε στο στο πάρκο πά ρκο,, ακ ούγοντ ούγοντα α ς τον άνεμ νεμ ο να θροΐ θροΐζεισ τα κλα κλαδιά τω ν δέντ δέντρω ρω ν. Τ ο νο νούμε ύμ ερο τριάντα ντα πλέ πλέον δε δεν αποτε οτελούσ λο ύσε ε τόπο του εγκλήμ γκλή μ ατος κα ι τυπικά θα έπρεπε έπρεπε να έχει χει τη ν άδε ά δει ια τη ς Κ άρμ άρμελ Π ιτς για να μπει πει, αλλά εκείνη βρι βρισ κότ κόταν ακό ακόμ μ η σ το σ πίτι τη ς Ν ερσε ρσ εσιάν κα ι είχε μ αζί του ένα αντ αντί ίγραφ ραφ ο το του κλε κλειδιού. ού. Τ ο Ν τόνεγκ νεγκα α λ Κ ρέσ ρέσ εντ ήταν σ ιω πηλό. Κ ανέ ανένα αμάξ αμά ξι δεν περν περνούσε ούσε απέ απ έξω . Ο ι μοναδικοίή κοί ή χοι που ακούγοντ ύγοντα α ν ή τα ν η τηλεόρα λεόρασ ση από ένα κα κ αθισ τικό σ το διπλανό σ πίτ πίτι κ ι ένας σ κύλο κύλος ς που πο υ γάβγι γάβ γιζε από α πό κά ποια αυλή. αυλή . Ε ίχε στ σ την τσ έπη του τον φακό. Το βάρος του τον καθησύχαζε. Μ έσα, ο διάδρομος δρομ ος ή τα ν σκ σκοτει οτεινός, νός, ο αέ αέρας ρα ς ξηρός, ηρός, ζεστ εστός και μ ύριζε κλει κλεισ ούρα. Π ήγε ήγε να ανάψ α νάψ ει τα φ ώ τα κα κ α ι θυμήθηκε θυμή θηκε ό τι η Σ ούνε ύνες είχε βγάλε γάλει το κλει κλειδί το υ πίνακ νακα κα κ α ι το είχε τοποθετή θετή σ ει πάνω σ τον μετ μετρητή ρητή προτ π ροτού ού φ ύγουν ύγουν.. Ά ναψ ε το ν φ ακό και κα ι πήγ πή γε μέχ μέχρι τη ν κουζίνα, βάζ βά ζοντα οντας το κλειδίσ δί σ τη θέση θέση του. ου . Τ α φ ώ τα άναψ αν και κα ι το ψ υγεί γείο άρχισε να γου γουργουρ γουρίζει. Σ τά θη κε για λίγο, σ υνηθί υνη θίζοντα ντας
σ το φ ω ς κα ι ο ι αισθήσ θή σεις του άρχισαν να οξύνοντ ξύνο ντα αι. Ο διάδρομ άδρομος, ος, το σ ιω πηλό πη λό κα κ αθισ τικό σ τα δεξ δεξιά του του,, η πόρτ πό ρτα α το του υπογείου, όλα αυ α υτά έκαναν ναν τι τις τρίχες χες σ τον σβέρκ σ βέρκο ο του να σ η κώ νοντ νοντα ι όρθιες. ύ ν ε λ θ ε , ρειάσ τηκε με μ ερικά δευτε δευτερόλε ρό λεπτ πτα α μέχρι να ν νε ς σα ν δ ί. ί . Χ ρει ηρεμήσει. Ά νοιξε το ψ υγε υγείο που πο υ εί είχε καλυφ κα λυφθε θεί ί από απ ό τη τη σ κόνη τω τω ν δακτ δακ τυλικώ ν απ α π οτυπ οτυπω ω μ ά τω ν τη τη ς αρχι αρχιφ ύλακα Κ ουίν και κα ι μια γκρίζα σ τρώ ση μικροβί κροβ ίω ν. Μ ύριζε μούχλα, μούχλα, ω σ τόσο όσ ο υπήρχε υπή ρχε κ ι άλλ άλλη οσμή οσμ ή σ το σ πίτι. Μ ια οσμ οσ μή που είχε προβ προβλη λημ μ α τίσ εικα ικ α ι τη Σ ούνες ούνες. Α υτή υτή τη φ ορά ήτ ή τα ν πιο έντ έντο ονη κ α ι παρόλο αρόλο που είχε ξεθυμ ξεθυμά άνει νει, μ πορο πο ρούσ ύσε ε να τη μ υρίσ ει καθαρά καθαρά.. Έ βγαλε βγα λε το ψ υγεί υγείο από τη τη ν πρίζα, προσ προσπα παθώ θώ ντα ντας να εξοικονομή νομ ήσ ειτ ει τον ηλεκτρ λεκτρισμ ό που είχε απομ είνει νει, κ ι επέστ πέστρεψ ε σ την εί είσ οδο τη ς κουζίνας νας, για να βρε βρ ει τον διακόπτη για το φ ω ς του διαδρόμου. Τ α πάντ πά ντα α ήτ ή τα ν όπω όπ ω ς τα θυμότ θυμ όταν. αν. Ο ι πίνακες κες κρέμονταν κρέμονταν ακόμ κόμη από τον τοί τοίχο, το νερο νεροπ πίσ τολο του Ρ όρι όρ ι βρι βρισ κότ κόταν στις σ κάλε κά λες ς κ α ιη μ υρω υρω διά ήτ ή τα ν πιο έντονη ντονη.. Ρ ουθούνισ ε, προσ προ σ παθώ πα θώ ντας να προσδι προσ διορίσει σει τη ν οσμή. οσμ ή. Ή τα ν ίδια με τη γλυκε γλυκερή μ υρω υρω διά σ το σ πίτι του σ χ εδ ό ν , λλ ά όχι κρ Π εντε ντερέτ ρέτσ κι. Η μ υρω διά το υ θανάτ θανάτου. ή ς ε κ ά ι α ό νσ
;
ή
ς
υ
ρ χ ει
κά
ι
λλ ο
σ το
σ
,
υ
κ
νε ς
δε
ό σεξ ;
Κ άτιάλλο βρίσ ρίσ κετα κεται σ το σ πίτι. Ν αι. Κ άποιος άλλος βρισ κόταν στο στο σ πίτι μ αζί με τους του ς Π ιτς. Ή τα ν σί σ ίγουρ γουρος γι’ γι’ αυτό. Έ βαλε βα λε το ν φ ακό ακό στ σ την τσ έπη του παν πα ντελονιού το του κα κ αι κατευθύνθη θύνθηκ κε στ σ τη βάσ βάση τη ς σκάλα κάλας ς. Ο Π ιτς είπε ότι ό τιπροτού χάσ χάσ ειτις αισθήσ θήσεις του σ τεκότα ν εδώ εδώ κ ι έβλεπε λεπε προς προ ς τα πάν πά νω . Ο Κ άφε άφ ερι κρέ κρέμασ ε το σ ακάκι κά κι του σ την κουπ κο υπα ασ τή κ ι άρχισε να ανεβ νεβαίνει νει τα σκαλιά. Ό σ ο πιο ψ ηλά ανέβα ανέβαι ινε, τόσο όσ ο δυνά δυνάμ ω νε η μυρω διά. Σ τάθηκε θηκε σ το κεφ κεφ αλόσκα αλόσ καλο, λο, ακ α κ ουμ ου μ πώ ντα ντα ς τη ν πόρτ πόρ τα του του ντουλ ντουλαπ απι ιού. Τ ο μήνυ μή νυμ μ α εξ εξακολουθούσ κολουθούσε ε να βρίσ βρίσ κετ κεται εκεί κεί, μ ουντζ ουντζουρω μ ένο σ τα
σ ημ εία όπ όπ ου η Φ ιόνα Κ ουί ουίν είχε πάρει πά ρει δεί δείγμα από α πό τη ν μπογι μ πογιά. υνα ς ν δ υ ν ο . Α υτή υτή η μικρή κόγχη κόγχη ή τα ν το σ πίτι τη ς Κ άρμελ άρμελ Π ιτς για περι περισ σ ότε ότερες από τρεις ημέ ημ έρες ρες. Ε κ εί βρι βρισ κότ κόταν αλυσοδεμένη, υποφέροντας από τον πόνο, ακούγοντας τις κραυγές του γιου της, ης, αιμ ορρα ορραγώ γώ ντας ντας από το υς καρπ κα ρπού ούς ς. Α ν έλεγε έλεγε τη ν αλή α λήθε θει ια. ς δ ο ύ μ ε.
Ά νοιξε τη ν πόρτ πόρτα. Σ το βάθος βά θος του ντο ντουλα υλ απ ιού υπή υπή ρχε μια μια λεκά λεκάν νη και κα ι μερι μερικά ράφια από πάνω της. ης. Σ το πάνω ράφι βρισ κόταν κόταν μια σ τοίβα οίβα πετσ έτες. Ο Κ άφε άφ εριρο ρι ρουθούνι υθούνισε. Έ σ κυψ ε κ ι άρχ άρχισε να μ υρίζει το χαλί. Σ το εσ ω τερικό, κό , αλλά κα κα ι σ το εξω τερικό του, ου , ο χώ ρος ρος είχε βραχ βρα χεί από τα ούρα ούρα τη τη ς Κ άρμελ άρμελ κ α ι η αψ ιά μυρω μ υρω διά ει εισ έβαλε βαλε σ τα ρουθούνι ρουθούνια του του,, αναγκάζ ναγκάζοντά οντάς τον να κα κα λύψ λύψ ει τη μύτη ύτη του. ου . λ λ ά να ι υτή η ά υ ψ χνε ς — να ι ά α λ λ η .. . Σ ηκώ ηκ ώ θηκε κι έκανε κα νε μεταβ μεταβολή ολή,, κο κ οιτά ζοντα ντα ς το κε κ εφ αλόσκα λόσ καλο. λο. Η κρε κρ εβατ βα τοκά οκά μ α ρα βρι βρισ κότ κόταν στ στο μ προσ προ στινό μέρος του σ πιτιού κα ι το μπάνι πάνιο ήταν ακρι κρ ιβώ ς απέναντ πέναντι ι. Ο ι σ ανίδες δες έτριξαν καθώ κα θώ ς έφ τασ ε σ το τέ τέρμα ρμ α το του κεφ κεφ αλόσκα λόσ καλου, λου, ανάβοντ νάβοντα α ς τα φ ώ τα και και βλέ βλέποντ ποντα ας τα δύο δω μάτια. Ε πικρατ ρα τούσ ούσ ε σ ιω πή. πή . Η πορτ πορτοκ οκα αλιά λάμ λάμ πα του δρόμου δρόμου φ ώ τιζε τι τις κουρ κο υρτ τίνες νες τη ς κρε κρεβατ βα τοκάμ οκάμα αρας ρα ς. Τ ο ό ο υ ! βρισ κότ περιοδικό κό ταν πάνω πά νω σ το κομ κ ομοδί οδίνο, τα καλλυ κα λλυντ ντι ικά της Κ άρμε άρμ ελ ήταν παρα πα ρατ τετα εταγμέν γμένα α στ σ τη σειρά, μια ζα ζα κέτα έτα κ ι ένα ζευγάρι υγάρι κάλτ κά λτσ σ ες ή τα ν πε πεταμ ένες νες σ το πά τω μ α. Σ το μπάνιο, τα παιχνίδια του του Ρ όρι βρί βρίσ κοντ κοντα αν μέσα στ σ το πλασ πλα σ τικό καλά κα λάθιγ θιγι ια τα άπλυτα, πλυτα, κάτ κά τω από τον νεροχύτ ροχύτη. η. Ο Κ άφερι άφερι έκλε κλεισε τα φ ώ τα κι επέστ πέστρε ρεψ ψ ε στο στο κεφαλόσκαλο. υς λέ ει — ς λέ ι νώ ύν . Π έρασε ρασ ε το ντο ντουλάπ λά πι τη ς Κ άρμελ, άρμελ, κα κα τευθυνόμ ευθυνόμεν ενο ος σ το πίσω μέρος του σ πιτιού. ού. Σ το υπνοδ υπ νοδω ω μ ά τιο του Ρ όρι. Ά νοιξε τη ν πόρτ πόρ τα κα κ α ι κοντο ντοσ τάθηκ θη κε για λίγο. Τ ο δω μ άτιο βρι βρισ κότ κόταν ακρι ακρ ιβώ ς πάν πά νω από απ ό τη τη ν κουζίνα κα κ α ι σ τον
έναν το τοίχο το υ ανοιγότ νοιγότα αν ένα ένα παρά παράθυρο. θυρο. Η αρχιφ ύλακ ύλα κας Κ ουί ου ίν εί είχε κλείσειτις κουρτίνες για να εμποδίσειτους περίεργους να κοιτάξουν σ το εσ ω τερικό, κό , αλλά το το άνοιγμα ανάμε νάμ εσ ά το τους ή τα ν αρκετ αρκετά ά μεγάλο μεγάλο για να δει δει τις κορυφ κορυφ ές τω ν δέντ δέντρω ρω ν να κουνιο ύντα ντα ι από το ν άν ά νεμο σ το πάρ πάρκο κο.. Η μ υρω διά εδώ εδώ γινότα νόταν εντονότε ονότερη. ρη . Ο Κ άφε άφ ερι ξαφν αφ νικά αι αισθάνθ σθάνθηκε ηκε κ ά τι να στ σ τέκ ετα ι πίσω του σ τον διάδρομο. άδρομο. Έ κα νε με μεταβολή βολή.. Ο διάδρομ άδρομος ος ή τα ν άδει άδειος. ος. Μ πήκε πή κε αθόρυβα στ σ το δω μ άτι άτιο, σ κύβοντ κύβ οντα α ς για να μαζ μ αζέ έψ ει παι παιχνίδια, να αναποδο ναπ οδογυρί γυρίσ ει διάφορα άφ ορα πρά πράγμα γματ τα, προσ προσπ παθώ ντα ντας να φ αντασ ανταστ τεί κάπο κά ποι ιον από το πάρκο να κρυφ κρ υφ οκοι οκο ιτά ζει σ το παράθυρο παράθυρο τον Ρό Ρ όρινα παί πα ίζει. Ο Γ ούλβε ούλβεριν τον κοί κο ίτα ζε σι σ ιω πηλά πη λά από μια αφί αφ ίσα τω ν X-Men X-Me n πάνω από απ ό το το κρεβάτ κρεβά τι κ α ι Τ ρανσφόρμε ρανσφ όρμερς ρς βρίσ κοντ κονταν σκορπισμέ σμ ένα στ σ το πάτ π άτω ω μα Έ κανε κανε μεταβολή αβ ολή.. Α πό τη τη μικρή χαραμ ραμ άδα ανάμ α νάμε εσ α σ τις δύο κου κ ουρτ ρτί ίνες νες, διέκρινε το ν γλόμπο γλόμ πο το υ φ ανοστ νοσ τάτη. Έ σ βησ βη σ ε το φ ω ς κ ι άνοιξε τις κουρτ κουρτί ίνες νες. Τ α δέντ δέντρα ρα στ σ την άλλη άλλη πλε π λευρ υρά ά το του σ πασ πα σ μ ένου φ ράχτη ράχτη απείχαν χαν λιγότε γότερο από πενήντ νή ντα α μέτρα. ρα. υ
α
λ
ό
σ
ο
.
ν
χ ν ίδ ίδ ι α
ί
ε
υ
ι
υ
ε δ ώ
ρ ε
,
ε
κ α ι
ν α
μ
ε
κ ά
λ έ
τ
σ
ο
υ
ς
ε ι
ν ώ
ς
ν
κ ο
ο
ρ α
ρ
κ ο
ι
λ ο υ θ
έ
ύ σ
ε
ε
.
.. .
Ή τα ν μί μ ία α π ’ αυτές τις παράξε ρά ξενα να ξάσ ξάστερες ρες νύχτε νύχτες, που ο άνεμ νεμ ος σ βήνε βή νει ι τα σύννε σύννεφ α, όπω όπ ω ς το σ φ ουγγ ουγγάρι τη ν κιμ ω λία κα κ α ι ο ουρανός ουρα νός δεν δεν σκ σ κοτεινιά ζει ζει εντε ντελώ ς. Σ το πάρκο, κο, τα δέντ δέντρα κο κ ουνιόντα νταν ταυτόχρο υτόχρονα να,, τρ τρέμ οντα οντα ς σ τα ση σ ημ εία που π ου τα άγγι γγιζε ο άνεμ άνεμος. ος. Ο Κ άφε άφ ερι σ τάθηκε θηκε ακί ακίνητος, ος, σ τρέφ ρέφ οντα οντας τη σ κέψ κέψ η του σ τον χώ χώ ρο πίσω του, ου , σ τους τοίχους οίχους,, σ την πόρτ πόρτα α, κ ιέπ ειτα σ το τα τα β ά νιπάνω νιπ άνω από το κεφά κεφ άλι του κι κ ι έξω από από το το παράθυρο. Μ ε τη φ αντα ντασ ία του του,, κατ κα τέβ η κε από τον εξω τερικό τοίχο οίχο του σ πιτιού, μέχριτον ριτον κήπ κή πο, πέρασ ρα σ ε τον φράχτ φ ράχτη η και κα ι χάθηκε άθη κε στη στη νύχτ νύχτα, μέσα μέσα σ το δάσος. δάσος. Θ α μπορούσ μ πορούσε ε κάπο κά ποι ιος να βλέ βλέπει πει το δω μ άτιο μέσα από α πό τα δέντρα; Κ άποιος που που το του άρεσ ρεσ ε να σκαρφαλώ καρφ αλώ νει;
Π ήγε ήγε σ το κρεβάτ κρεβά τι το υ Ρ όρι και κα ι ξάπλω σε, σε, έβγαλε βγαλε τον φακό φ ακό από τη ν τσ έπη του και κα ι τον ακούμ ακ ούμπη πησ σ ε πάνω πάνω σ την κοιλιά του, του, κοι κο ιτά ζοντα ντα ς το κρύο, κρύο, ακάλυ κά λυπτο πτο παρά παράθυρο θυρο στ σ τα δεξ δεξιά του του.. Έ φ ερε τα χέρια το του πίσω από το κεφ κεφ άλι κ α ι κ οίτα ξε το τα β ά νι διερω τώ μ ενος τα υτό υτόχρονα αν πε π ερίμενε να σ υμβ υμ βεί κ ά τι - κ ά τι να πηδή πη δήξε ξει ι μ έσα από το παράθυρ παράθυρο ο και κα ι να προσγει προσγειω θεί θεί πάνω πάνω του. ρ υ . ντ μέρη που που . Ό χι σ τα μέρη περι περιμένει νεις. Ο ικινήσ νήσ εις του σ το δω μ άτιο έκαναν ναν τη λάμ λά μ πα πάνω πάνω από από το κρε κρ εβάτ βά τι να κου κ ουνι νιέτα ι κυκλικά. κά . Τ ην παρατήρ παρατήρησ ησε ε υπν υπ νω τισ μ ένος καθώ κα θώ ς γυρνούσε υρνούσ ε γύρω γύρω κ α ι σ κέφ κέφ τηκε ηκ ε τον Γι Γ ιούαν - μ ήπω ήπ ω ς όλα όλα είναι ένας κύκλος κύκλος; Τ ο σ εντόνι ντόνιτ του Ρ όρι όρ ι με τους ήρω ες από το South μύριζε μα μ αλακτ λακ τικό κ α ι φ ύλλα δέντ δέντρω ρω ν κα ι ο Κ άφε άφ εριαπό ρια πόλα λαυσ υσε ε τη Park μύρι μ υρω διά ξαπλω μένος, ος, με μ ισόκλε όκ λει ισ τα μάτι άτια, καθώ ς θυμ θυμ όταν το το δεν δεντρόσπι ρόσ πιτο. Α υτή υτή η Τ ρέι ρέισιΛ σι Λ αμπ... αμ π... έλεγ λεγε πράγ πρά γμ ατιψ ατιψ έμ ατα; ατα; Μ ήπω ήπ ω ς ήξερε; Α νακάθι ακά θισε στη στην άκρη το του κρε κρεβατ βα τιού, ού , με αποτέ οτέλεσ λεσ μ α ο φ ακός να του πέσει κ α ι να κυλήσ κυλή σ ει με έναν γδούπο σ το πάτ πά τω μ α. Μ ια μύγα μύγα είχε εμ φ ανισ τεί μέσα από τη τη ν πλασ πλα στική βάση, βάσ η, σε σ χήμα τριαντά ντάφ υλλου υλλου,, που σ υνέδεε υνέδεε το καλώ κα λώ διο τη ς λάμ λάμ πας πα ς με το ταβάνι. Α νέβ νέβηκε ηκ ε όρθι όρθιος πάνω σ το κρε κρεβάτι, απλώ νοντας με περιέργει ργεια τα τα χέρι χέρια το του σ το τριαντά ντάφ υλλο υλλο κα κ α ι το γύρι γύρισε μερικές μοίρες ρες. Π αρατ αρατή ήρησε ρησε πω ς υπή υπήρχε μια μικρή τε τετράγ ρά γω νη τρύπα ύπα σ το πλασ πλασ τικό κ ι έχω σ ε μέ μ έσα τα δάχτ δά χτυλά υλά του, ου , για να νιώ σ εικά εικ ά τι σκληρό κληρό σ την άλλη άλλη πλευρά. πλευρά. Τ ο τε τετράγω νο φ αινότα νόταν κομ κομ μ ένο με κοπί κοπίδι. ή ς ο έ αν υγμός του είχε ανεβ νεβ εί κατακόρυφ όρ υφ α κι κ ι έκανε κα νε τα η Φ ό ν α ; Ο σ φ υγμός τύμπα ύμ παν να τω τω ν αφ τιώ ν του του να πάλλονται πάλλονται σ τη σ ιω πή. , υρ α σύ ο
κανε , μ α ;
όνα.
ί
λε η Σ
νσ η
να
ξε
ι
η
η
«Χ αλ, ελπίζω να περνάτ περνάτε ε καλά κα λά στ σ την Κ ορνουάλη ορνουάλη.. Ο Ν τάρε άρ εν εί είμαι, φ ιλαράκι λαράκι. Ά κου, κου, θα τα πούμ ού μ ε όταν γυρίσ ετε, αλλά η Ά γιο ήθελε να σας τηλεφ λεφ ω νήσω νήσ ω κα ινα πω ότι δεν δεν εί είχε τη ν ευκ ευκα αιρία να περάσε περάσ ει από το σ πίτι σας σα ς κ α ι πω ς λυπά λυπάτ τα ι - ξέρει ρεις, το το μ ω ράκι ρά κι μας μα ς γεννήθη ννήθηκε κε προχθέ προχθές ς». Σ τα μ ά τη σ ε να μ ιλάει για λίγο κα κ α ι η Μ πενεντ νεντί ίκτε τον φ αντάσ αντάστ τηκε συνε συνεσταλμέ σταλμέν νο, να να προσπαθεί προσπαθεί να τι τιθασεύσε θασεύσει ι τα σ υναισ θήμ θή μ ατά του του,, τώ ρα που που έγινε πατ πα τέρας ρας. Έ νας νας πρα πραγματ γμα τικός κό ς ενήλι νήλικος κος. «Γ εννήθη ννήθηκε ένα έναν ν μή μήνα πρό πρόω ω ρα επειδή, δή, ξέρε ξέρει ις, κά ποιος την άγχω γχω σ ε σ τη δουλε δουλειά, ένας μ . Τ ζος ζο ς φι φ ιλαρ λαράκι, έχεις δίκιο για το σινάφι άφ ι τους ου ς και κα ι ο μικρός Έ ρολ ρο λ - α υ τό θα εί είναιτ ναι το όνομά του, Έ ρολρο λείναι τόσο όσ ο μ ικροκ ρο καμ ω μ ένος ένος εί είναι ναι υγι υγιής, ής, μ όνο... όνο. ..» » Σ ταμ ά τη σ ε άλλ άλλη μια φορά, φ ορά, σ αν να προσ ρο σ παθο πα θούσ ύσε ε να σ κεφτ κεφ τεί τι να π ει σ τη σ υνέχε υνέχει ια. «Μ ην ανησυχε νησ υχεί ίς, φ ιλαράκο, λαράκο, είναι να ι μια χαρά χαρά,, μ όνο δεν δεν βρή βρήκαμ καμε χρόνο χρόνο να ποτ ποτί ίσ ουμ ου μ ε τα φ υτά υτά κα κ α ι λυπά λυπάμ αι πραγ πρα γμ ατι ατικά. κά . Μ όλις επισ πισ τρέψ ρέψ ετε θα ανοίξουμ ξουμ ε οι ο ι τέσσ έσσ ερίς μας μια σ αμ πάνια για να γιορτά σ ουμε». υμ ε». Έ βηξε βη ξε λίγο. «Α υτά υτά εί είχα να πω πω , φ ιλαράκια. Θ α τα πούμ πο ύμε ε σ ύντομ ύντομα α». Η Μ πενεντ νεντί ίκτε κτε έγε έγει ιρε πάνω πάνω σ το καλορ κ αλορι ιφ έρ με το πρόσ πρόσω ω πο κρυμ ρυμ μ ένο σ τα χέρ χέρια της της.. Ε ίχε πον πο νοκέ οκ έφ αλο, λο, κρά κράμ πες σ τα άκρα τη τη ς κ α ι ακόμ κό μ η κ α ι με αυτές υτές τις λίγες σ ταγόνες νερ νερό, αισ θανότα θα νόταν ν πω π ω ς κά ποιος είχε βά βάλει κόλλα σ το σ τόμα όμ α της. ης. Ο ι εφ ημε ημ ερίδες δες έλεγαν λεγαν πω πω ς η Κ άρμε άρμελ Π ιτς θα πέ π έθαινε μέσα σε εί είκοσ ι τέσσ ερις ώ ρες αν δεν δεν τη τη ν έβρι έβρισκαν, εξαι ξαιτίας της ζέστης στης.. Η Σ τρουμ ρου μ φ ίτα ανέπνεε με δυσκολί δυσ κολία κα κ α ι η Μ πενε πενεντί ντίκτε κτε κατα λάβ λά βαινε πω ς έχανε γρ γρήγορα τις δυνά δυνάμ μ εις της. Ή τα ν ένα γέρι γέρικο κα ι εξαντλημ αντλημέ ένο σ κυλί κυλί - τα μ άτια τη τη ς ήταν νυστ νυσ τα γμ ένα κα κ α ι είχαν πιά πιάσ ει κρού κρούσ σ τα, ενώ τις προη πρ οηγούμ γούμε ενες νες ώ ρες ρες είχε σ τα μ α τή σ ει να κινεί νείτα ι και κα ι μόνο κλαψ κλα ψ ούριζε ή βαρι βα ριανάσαι ανάσ αινε. Η Μ πεν πεν άφη άφ ησε τα χέρια τη τη ς να πέσ ουν ου ν κα κα ι πήρε πήρε βα βαθιές ανάσε ανάσ ες, προσ πρ οσπα παθώ θώ ντα ντας να μην κλά κλάψ ει άλλο. Η Ά γιο εί είχε γεν γεννήσε νήσ ει, κι κ ι εκεί κείνη, ο Τ ζος κα ι ο Χ αλ θα πέθαιναν.
Ο Κ άφε άφ ερι βρήκε μια σ φ ουγγ ουγγαρίσ τρα σ το ντου ντουλά λάπ πι τη ς κουζ κο υζί ίνας νας και κα ι τη ν πήρε σ τον επάνω όροφο. όροφο. Ά ναψε αψ ε όλα όλα τα τα φ ώ τα του του επάνω πάνω πατ πα τώ μ α τος και κα ι σ τάθηκε στο στο κεφ κεφ αλόσκαλ αλόσκα λο, κοιτά ζοντα οντα ς την κατ κα τα πακ πα κτή σ το τα ταβάνι βά νι. Κ ρυψ ώ νες. Η σ οφ ίτα εί είναι ένα από απ ό τα τα πιο σ υνηθισμ ένα μέρη, μέρη, σ τα οπ ο π οία κρύ κρύβ βοντα ντα ι τα «α « αγνοούμ νοούμ ενα» παι πα ιδιά ντ ε α κο ς σ ω α ό τ ο α ζ ά ν . Η πρώ πρώ τη ομά ομ άδα έρε έρευνα υνας ς είχε εξερευνή ξερευνήσ σ ει τη σοφί οφ ίτα, ψ άχνοντα χνοντας για το το ν Ρόρι Ρ όρι. Μ ήπω ς το υ ς είχε ξεφ ξεφ ύγεικά γεικάτι; Ά ναψε αψ ε το φ ω ς κ α ι ψ άρεψ άρεψ ε τη λαβή με το κοντάρι κοντάρι. Η κατ κα ταπακ απ ακτ τή άνοιξε. Σ τά θηκε θη κε στ σ τις άκρε κρες τω ν δαχτ δα χτύλω ύλω ν το το υ κ α ι βρήκε βρήκε ψ αχουλεύο χουλεύοντ ντα α ς έναν διακόπτ κό πτη η κα ι τα πόδι πό δια μιας αναδιπλούμ πλούμε ενης αλουμ λουμ ινένι νένιας σκάλας κάλας. Τ ο φ ω ς άναψ ε κ α ι η σ οφ ίτα φ ω τίσ τηκε θυμί θυμ ίζοντας οντας εκκλησ κκλησί ία. Σ τερέω σ ε τον φακό φ ακό σ τη ζώ νη του, ου , τράβη ράβηξε ξε κάτ κά τω τη σ κάλα κάλα κι κι άρχι άρχισε να σκαρφ σ καρφαλώ αλώ νει νει. Ο Κ άφε άφ ερι είχε ύψ ος ένα κι ογδόν ογδόντ τα δύο, ύο, και κα ι το τα βάν βά νι ήταν ήταν χαμηλότε λότερο: αναγκα ναγκ αζότα όταν να σ κύψ κύ ψ ει το κεφ κεφ άλι, ενώ σ τεκότ κό ταν όρθι όρθιος. ος. Η σ οφ ίτα ήτ ή τα ν τακτοποι πο ιη μ ένη - μ πορο πορούσ ύσε ε να δει δει κιβ ώ τια από κά κ ά ποια μ ετακόμι όμ ισ η πριν από χρόνια. Κ άποι πο ια είχαν γραμ γραμμένα πάνω του τους τις ενδεί ενδείξει ξεις «Ρ όρι/Ρ ούχα» χα », άλλο άλλο είχε γραμ γραμμένο ένο τη λέξ λέξη «Κ ουζί ουζίνα», στη στη γω νία βρίσ κοντα κονταν ρολά ρολά από πορτ πορτοκ οκα αλί μ ονω τικό υλι υλικό κα ι σ την άλλη γω γω νία, όπο όπ ου οι σ κιές είχαν χαν μα μ αζευτ ζευτε εί, ορθω ορ θω νότα νόταν ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο και μια σακούλα γεμάτη στολίδια. Ισ τοί από αράχνε χνες κρέμ οντ ονταν από από το ταβάνι, θυμ θυμίζοντα ντας αποκρ οκριάτικη διακόσ ακ όσμ μ ηση ησ η. Μ πορο πορούσ ύσε ε να αι α ισθαν θανθείτ θείτο ον σ τατικό ηλεκτ λεκτρι ρισμό από απ ό το το μ ονω τικό υλικό σ το δέρμ δέρμα α το του - κι αυτή τη ν έντο ντονη μ υρω διά να να εισ βάλλει βάλλει σ τα ρουθούνι ρουθούνια του. του. Κ άτι άτι βρισ κόταν κόταν εδ εδώ πάνω - κ ά τι που είχαν αγνοή γνοήσ σ ει όλοι όσοι όσ οι είχαν έρθε έρθει ι εδώ πάν πά νω . Έ κα νε μια αργ αργή στροφή ροφ ή 360 36 0 μοιρώ ν, κατ κα ταγράφ ρά φ οντα οντα ς σ το μυαλό μ υαλό το του κάθε κά θε λεπτομ λεπτομέ έρεια, και δεν δεν άργησ ργησε να δει δειαυτό που πο υ αναζ ναζητούσ ούσε. Ή τα ν σ την άλλη άλλη άκρη τη ς σοφί οφ ίτας, ας, ακρι κριβώ ς πάνω πάνω από απ ό το το
υπνο υπ νοδω δω μ ά τιο του Ρ όρι: ένας μικρός, κρός, απροσ ροσδιόρι όρισ τος σω ρός, ρός, πασ πα σ αλει λειμ μ ένος σαν λάσπη λάσπη μέσα σ τις σκιές. Μ ύγες ύγες βούιζα ν από από πάν πάνω του. Ά ρχι ρχισε να διασ χίζει το ν χώ χώ ρο, κα λύπ λύπτοντα ντα ς το σ τόμα όμ α με το χέρι ς ; Σ τα μ ά τη σ ε μισό του - ε ε ι ή ( ο β ά σ α ι α τ ο τ ι θ α ν α λ ύ μέτρο από τον τον σω σω ρό, απομ ακρύνοντ ρύ νοντα α ς τις μ ύγες ύγες με τα χέρια του του.. Μ προστ προσ τά του του α πλω νότα ότα ν έν ένας υγρός υγρός σ ω ρός από αποφάγ αποφ άγι ια, μ ισοφα οφ αγω μ ένα χά μ πουργκε πουργκερ ρ μέ μ έσ α σε σ ε λαδω μ ένα πλα π λασ σ τικά κουτ ου τιά φ αγητού, ητού, Κ όκα Κ όλες όλες κ α ι λερω λερω μ ένες νες χα ρτοπετ ρτοπετσ σ έτες. Π αραπέ αραπέρα ρα μ πορούσ πορ ούσε ε να δει δει περι περιττώ μ α τα, καλυμ κα λυμμ μ ένα με ένα χαρτομ χαρτομάντ άντι ιλο. Κ αι σ το μέσο αυτού του χάους, ους, το μ ονω τικό υλι υλικό είχε αφ αιρεθε ρεθείκ ίκα α ι μια ακτί κτίνα φ ω τός εισ έβαλλε βα λλε στη σ οφί οφ ίτα. Ό τα ν στ στάθηκε θηκε από πάνω πάνω της, ης, ανακάλυψ νακά λυψ ε ό τι μ πορούσ πορ ούσε ε να δει δει το κρεβάτ ρεβά τι μέσα από α πό τη τη ν τρύπα ρύπ α στο στο πάτω πάτω μα. Κ άποι ποιος είχε κά νειτ νειτη η σ οφ ίτα κα κ α τά λυμ λυμ ά του - κά ποιος ζούσ ούσε εκεί εκεί, έτρω γε εκεί κεί, αποπατ α ποπατούσε ούσε,, έβλεπε βλεπε τον Ρ όρι και κα ι κατ κα τά πάσα πιθανότητα υ ν α ν ι μαζίτου. ε μ σ τ ρ δ ε . Κ οίτα ξε πάλι πά λιγ γύρω ύρω του. ου. Δ ύο μέτρα παραπ παραπέ έρα, ρα, ακουμ κουμπ πισ μ ένο πάνω π άνω σ τον τοίχο οίχο τη της πόρτ πόρτα ας που που οδηγ οδη γούσε ύσ ε σ το επ επόμε όμ ενο δω μ άτιο, βρι βρισ κότ κόταν ένα κομμ ομ μ άτι νοβοπά νοβοπάν. ν. Ό τα ν προσπά προσ πάθησ θησε ε να το το μ ετακινήσε νήσ ει διαπίσ τω σ ε πω ς ήτα ήταν ελαφρύ - βγήκε εύκ εύκολα ολα κα κ α ι το έριξε παράμε παρά μερα. ρα. Α κούμ κού μ πησ πη σ ε το χέρι σ τον το τοίχο κ ι έγει γειρε πά πάνω του για να εξετ εξετά σ ει α υτό που βρισ κότ κόταν πίσω του. ου . υ να
ρε .
ι κι ξυ νο , μ
δε.
Ε ννι ννιά ή δέκα δέκα τσ τσ ιμ εντό ντότουβλα είχαν αφαι αφ αιρεθε ρεθεί ί. Ο Κ άφε άφ ερια ρι ανέβ νέβασ ε το μ ανίκιτ κι του κ α ι αργά, αργά, σ αν να φ οβότ οβ ότα αν μην μην κοπ είσ εί σε κ ά τι αιχμηρό, μη ρό, άρχι άρχισε να ψ ηλαφεί ηλαφεί μέσα μέσα στ σ την τρύπα. ρύπα. Μ έσα στ σ το σιω πηλό και κα ι τρομ α κτικό σ κοτά δι τη ς γει γειτονική ς σοφ ίτας, το χέρι χέρι του πασ πάτευε εξετ ξετα σ τικά τους τοίχους οίχους.. Τ ο τρά τράβη βηξ ξε, πήρε πή ρε τον φακ φακό ό από α πό τη ζώ νη του, έσκυψ σκ υψ ε για να να φ ω τίσ ει το σκοτ σκ οτά ά δι και κα ι ανακάλυψ ε πω ς η
γειτονική σ οφ ίτα ήτ ή τα ν παρόμ πα ρόμοι οια. Α υτή υτή, ω σ τόσο, όσ ο, ήταν αχρησ χρησ ιμ οποί οποίητη - δεν δεν υπή υπήρχαν ρχαν κιβώ τια, παρά πα ρά μόνο μι μ ια ακ ακτίνα φ ω τός που πο υ έβγαι βγαινε από τη ν κατα πα κτή κ α ι ο ήχος από μια τη τηλεόρα λεόρασ ση που που έπαι πα ιζε σ το κάτ κά τω πάτ πά τω μ α. Έ σ τρεψ ρεψ ε τον φακό φακό σ τον πέρα πέρα τοί τοίχο και κα ι είδε αυτό που περίμενε: νε: άλλο ένα κο κ ομ μ ά τι νοβ νο βοπά ν εί είχε αφ αιρεθεί ρεθεί από τον τοίχο. Κ άποιος είχε περάσ περάσ ει μ έσ α από τις σ οφ ίτες όλω όλω ν τω τω ν γει γειτονικώ ν σ πιτιώ ν, μέχρινα φτ φ τά σ ειστ εισ το σπ σ πίτιτου Ρ όρι όρ ιΠ ιτς. Έ σ βησ βη σ ε τον φακό, φ ακό, κατ κα τέβ η κε γρήγορα γρήγορα τι τις σ κάλε κάλες ς κ α ι βγήκε στ σ τον δρόμο, περπα περπ ατώ ντα ντα ς προς προς τα πίσω μέχριτ ρι τη μέση μέση του δρόμου, με τα χέρι χέρια σ τις τσ έπες, έπες, κοιτά ζοντ ζοντα ς τις σ κεπές. επές. Ή ταν ταν τρ τριγω νικές και χαμηλέ χαμηλές ς: κα μ ία από τις σ οφ ίτες δεν δεν ή τα ν αρ α ρκετά μεγάλη κ α ι αν κά ποιος γνώ ριζε τη διαρρύθμ αρρύθμι ιση τω ν κτι κτιρίω ν, θα μ πορο πο ρούσ ύσε ε να περάσ περάσε ει από απ ό τη τη μία άκρη ω ς τη ν άλλ άλλη. Α ν μ πορούσε πορούσ ε να βρει βρει έναν τρόπ ρό πο να μ πεισ ε ένα απ α πό τα άλλα σ πίτια... .. . Ξ αφν αφ νικά, πάγω πάγω σ ε. Δ ύο σ πίτ πίτια παρα πα ραπέ πέρα ρα από τη ν κα κα τοικία τω ν Π ιτς βρι βρ ισ κότ κό ταν το το εγκαταλειμμένο κτίριο, το οποίο ο ίδιος μαζί με τον αστυνομικό της Σ ήμ ανση νσης είχαν ψ άξει ξει τη ν πρώ π ρώ τη μέρα τη ς έρευν ρευνας ας.. Έ ψ α ξε σ την τσ έπη για το το κινητό νητό του, ου, προσ πρ οσπα παθώ θώ ντα ντας να ανακαλέ ανακ αλέσ σ ει στη στη μνήμη μνήμη του του τον αριθμό του του τηλεφ ηλεφ ώ νου της της αρχι ρχιφ ύλακα ύλακ α Φ ιόνα Κ ουίν. ι
ε ί
λ ε ,
.
******** G uanc ua nchi hi ή α λλι λλ ιώ ς G uanx ua nxii είναι κ εντ εντρικ ρικ ή φ ιλοσ λο σ ο φ ία της τη ς κινεζ νεζικής κή ς κοινω κοινω νίας, ας, η ο π ο ία σ χετ χετίζετα ετα ι μ ε την ιεραρχι εραρ χική δομ ή τω ν σχέσ σχέσ εω ν, προκ πρ οκ ειμ ένου να υ π ά ρ χεικοινω κοινω νική κ α ιοικο οικονομ νομι ική τά ξη κ α ια ρμονί ρμ ονία . (Στ (Σ τΜ )
28
Η αρχι ρχιφ ύλακας ύλακ ας Κ ουί ουίν γνώ γνώ ριζε πω πω ς μια ύαι ύα ινα αφ ήνει ήνει ν τ ο ίχνη ή τα ν σ ίγουρη πω ς η ουρά ουρ ά τη τη ς θα εί είχε αφ ήσ ει κάπ κά ποιο σ ημάδι ημ άδι σ τους το ίχους χου ς του νούμε νούμ ερο τριάντα ντα στ σ το Ν τόνεγκα νεγκαλ λ Κ ρέσ ρέσ εντ. ντ. Μ όνο που πο υ δεν δεν γνώ ριζε πού να ψ άξει ξει γι’ γι’ αυτά υτά. Κ ι αυτό υτό ή τα ν ένα ένα συνηθι σ υνηθισμέ σμ ένο πρόβ πρ όβλη λημ μ α τω ν αξι α ξιω μ ατικώ ν τη τη ς Σ ήμα ήμ ανσης νση ς: δίχω ς κά ποιες αξιόπι όπ ισ τες μαρτ αρ τυρίες να το το υ ς κατ κα τευθύ υθύνουν, νουν, βάδι βά διζαν σ τα τυφ τυφλά. λά. Δ εν μ πορο πο ρούσ ύσα αν να κα κ α λύψ ουν ένα ολόκληρο ολόκληρο σπί σ πίτι με σ κόνη κόνη γι για απο α ποτ τυπώ μ α τα, έπρε πρ επε να τους πουν σε σε ποι ποια σ ημ εία να επικεντρ ντρώ σ ουν τη τη ν έρε έρευν υνα. α. Ω σ τόσο όσ ο τώ τώ ρα, με αυτή αυτή τη τη νέα νέα αν α νακάλυψ ακά λυψ η, ένα σω ρό νέ νέες πιθανότητε θα νότητες ς είχαν εμφα εμφ ανισ τεί. Ή ξερε ξερε πω πω ς μ πορού ορ ούσ σ ε να πάρει πά ρειδε δεί ίγμα μιτοχονδρι χονδριακού DNA από τα περιττώ μ α τα. Ε πίσ ης πίσ τευε ότι σ ίγουρα θα υπήρχαν υπή ρχαν κ ι άλλα άλλα σ ω μ α τικά υγρά υγρά -σά -σ ά λιο , αίμ α ή σπέρμ σ πέρμα απου θα τη βοηθο οη θούσ ύσα αν να σ χημα χημ ατίσ ειτο ειτο πλήρε λήρες γονιδιακό προφ προφί ίλ του δράστη. Π ροχω ρούσ ρούσ ε προσ ροσ εκτικά στη σ οφί οφ ίτα, ντυμ ντυμέ ένη με τη «διαστημ ική» κή » στολή, ολή, η οπ οπ οία τη τη ν προ πρ οσ τάτευε από τη ν υπε υπεριώ δη ακτι ακτινοβολία που χρησι ρησ ιμ οποιούσε. ούσε. Μ αζί αζί τη ς είχε φ έρει ρει το «μπα «μ παζ ζούκα» ούκα » τη ς - μια συσ σ υσκε κευή υή που ονομα ονομ α ζόταν όταν σκη σ κηνοσ νοσκόπ κόπι ιο και κ αι σ υνδύαζ υνδύα ζε μι μ ια πηγ πηγή υπε υπ εριώ δους δους ακτινοβο νοβολία ς κα ι μια κάμ κάμε ερα, ρα, η οποί οπο ία μ πορούσε πορούσ ε να εντοπ ντοπί ίσ ει και κα ι τη ν παραμικρή ποσ πο σ ότη ότη τα σ ω ματ μα τικώ ν υγρώ υγρώ ν. Ο Κ άφε άφ εριθυμ ρι θυμή ήθηκε θηκε τη ν επο εποχ χή που που α υτές υτές οι πηγ πη γές εναλλακτ λλακτι ικού κού
φ ω τός απαιτούσ αν τέ τέσ σ ερις άντρες ντρες για τον χει χειρισμό τους, θυμ θυμ όταν που είχε α κούσ ει τον τρό τρόπ πο με τον οπο οπ οίο οι τεχνικοί τη ς Σ ήμ ανση νσης σ τέκοντα ντα ν στ σ τον διάδρομ άδρομο, ο, κα τά τη βομβ ομ βισ τική επίθεσ θεση στο Μ πράι πρά ιτον, κα κ α ι προσπα προσ παθούσ θούσα αν να σ πρώ ξουν με τα πόδια τους το εγκλημ κλημα α τοσκόπ οσ κόπι ιο, το μικρό αδελφ αδελφάκ άκι ι του σ κηνοσ κη νοσκοπ κοπί ίου, μέσα στο στο ασανσ ασ ανσέ έρ. Τ ώ ρα, ρα , ο εξοπλι εξοπλισ μός χω ρούσ ρο ύσε ε σ ε μια μικρή μαύρη μ αύρη βαλί βαλίτσα. Α λλά λλά οι κανόνε κα νόνες ς ασφ ασ φ αλεί αλείας ή τα ν ακόμ ακόμ η αυστ υσ τηροί ηρο ί. Ο ι υπόλ υπ όλοι οιπ οι τεχνι χνικοί κο ί βρίσ κοντα κονταν σ την μπροστ μπροσ τινή κρε κρεβατ βα τοκάμ οκά μ αρα αρ α, όσο όσ ο το το δυνατόν πιο μακρι μα κριά από α πό την την πηγ πη γή του φ ω τός, ός, κα ι μ α ζί με τον Κ άφε άφ ερι και κα ι τη Σ ούνε ού νες ς παρα πα ρακολ κολουθού ουθούσ σ αν τη ν ει εικόνα κό να που πο υ μ ετέδιδε το σ κηνοσ κη νοσκόπ κόπι ιο στ σ την οθόν οθόνη. η. Ο ι μ οναδικοίή κοί ή χοι που έσ έσ παγ πα γα ν τη σι σ ιω πή ή τα ν ο ανεμ νεμ ιστήρας τη ς σ υσ κευή ς κα ι το τρίξιμ ο από τις σανίδες δες, πάνω σ τις οποίες πα τούσ ε η Κ ουί ουίν στη σ οφί οφ ίτα. Η κάμ κά μ ερα μ ετέδιδε έναν μπλε μπ λε κύκλο κύκ λο σ την οθόν οθόνη, η, ένα σημ σ ημάδι άδι που περνούσε περνούσε πάνω πάνω από επιφ άνει νειες οι οποίες έμ οια ζα ν με με δέ δέρμα ρμ α κά κά τω από το μ ικροσ κόπ κόπιο, μέχρι που εντόπ εντόπι ιζε κάπ οιο οργ ορ γανικό υλι υλικό, κό, οπ ότε η οθόν οθόνη άσ πριζε. Κ άθε φ ορά που που σ υνέβ υνέβαινε αυτό, υτό, η Κ ουίν γνώ ριζε πω ς έπρε πρεπε να πάρει πά ρει δεί δείγμα από α πό το το σ ημε ημ είο σ το οποί οπ οίο η συσ σ υσκευή κευή εντ εντόπιζε την οργανι οργανική ουσί υσ ία. «Τ ο βλέπει βλέπεις αυτό; υτό;» » ρώ τησε ησ ε ο Κ άφε άφ ερι αγγίζοντα οντας τη ν οθόνη. «Α υτή υτή είναιη ναιη τρύ τρύπ πα στ σ το πάτ πά τω μ α, από τη τη ν οπο οπ οία έβλεπε έβλεπε τον Ρ όρι». « Τ ι σ κατ κα τά συμβ σ υμβαί αίνει;» αναρω τήθηκε ήθη κε χαμηλόφ αμ ηλόφ ω να η Σ ούνες ούνες. Τ ην είχαν ειδοπ δοποιή σ ει να έρθει έρθει επειγόντω γόντω ς, ενώ βρι βρισ κότ κόταν σε μια φ ιλανθρ λανθρω ω πική εκδήλω σ η κα κ α ι ή τα ν ντυμ ντυμέ ένη με μαύρο κοσ κ οστ τούμ ού μ ι κ α ι παπι πα πιγιόν. Ή τα ν εκνε εκνευρι υρισ μένη που που αναγκάσ ναγκά σ τηκε να φ ύγε ύγει εσ πευσ πευσμ μ ένα από τη τη ν εκδήλω ση, αλλά αλλά παρόλο που που ο Κ άφε άφ εριπε ρι περί ρίμενε να διακρί ακρίνει νει τη δυσα δυσ αρέσκει ρέσκεια στ σ τη φω φ ω νή της της,, που πο υ πι π ιθανότ θα νότα ατα θα μ αρτυρ ρτυρούσ ούσε ε πω ς γνώ γνώ ριζε τη σχέσ η το του με τη Λ αμπ, αμ π, οι προσ πρ οσδοκ δοκί ίες του διαψ εύστ ύσ τηκαν. ηκ αν. Ή ρθε σ το σ πίτ πίτι τω ν Π ιτς κατ κα τευθεί υθεία ν, σ ταμα αμ α τώ ντας ντας πρώ τα στο στο Μ πρίξτον για να να πάρει πάρει μαζ μα ζί τη ς τον
ασ τυφύλα υφ ύλακα κα Π άλσερ, άλσερ, τον πρώ το αστ ασ τυνομι υνομ ικό που είχε ερευνήσ ρευνήσε ει τη σοφί οφ ίτα. Ο Π άλσε λσ ερ καθότ θότα ν σκεφ σκεφτ τικός στη γω νία, κοι κο ιτά ζοντα ντα ς τα χέρια το του με αμηχανία. Η Σ ούνε ύνες είχε στραμ ρα μμένη τη ν πλάτη πλάτη προς ρος το μέρος ρος του. «Κ αι τι σ ημ αίνει νει αυτό που π ου μας είπε ο οδοντ οδοντί ίατρος ρος;» ρώ τησε ησ ε τον Κ άφε άφ ερι, λύνοντ λύ νοντα ας το πα πιγιόν τη τη ς για να απελευθε λευθερω θείο θείο λαι λαιμός της. «Κ αιο Τ σαμπ σαμπ;» «Τ ο α ποτύπω ύπ ω μ α τω ν δοντι δοντιώ ν του Π ιτς δεν δεν ταιριά ζει με καμ κα μ ία από τις δαγκω δαγκω ματιές. Ο Τ σ αμ π δεν τον ανα αναγ γνω ρίζει. Ε ίναι ναι εκατό τοις εκατό σ ίγουρο γουρος ς πω ς δεν δεν είναι ναιο δράσ δρά στης». «Κ αι τότε ότε πώ ς βρήκαμε το DN DNA A του; ου ; Μ ή πω ς έγινε κάποι κάπ οιο λάθος;» «Η Κ ουί ου ίν μου μου είπε ό τι θα κάνου κά νουν ν κ α ι δεύτ δεύτε ερη εξέτ ξέτασ η, αλλά.. λλά...» .» «Α λλά τι τι;» «Δ εν ξέρω ξέρω ». Π ιπίλισ ε το μαυρισ μένο το του νύχι νύχι. «Α πλώ πλώ ς δεν δεν κα ταλαβ λα βαίνω τι σ υμβ υμ βαίνει νει». Ή θελαν θελαν να πάνε π άνε μ α ζί με τον ασ α σ τυφύλακα υφ ύλακα Π άλσερ άλσερ πάνω πάνω στη στη σοφ ίτα, για να του κά νου νουν μερικές ερω τήσ εις σ χετ χετικά με τη ν έρευ έρευνα που είχε πραγμ πρ αγμα ατοποι οπ οιή σ ει σ τον χώ χώ ρο. Έ τσ ι, ότα ότα ν η Φ ιόνα Κ ουίν τελεί λείω σ ε, τη τη σ υνάντη υνάντησ αν σ το κεφ κεφ αλόσκα αλόσ καλο. λο. Τ ο πρόσω πρόσ ω πό τη της έλαμπε. «Β ρήκα ρήκαμ με πολλά πολλά στ σ τοιχεί χεία». Έ βγαλε γαλε τα τα προστ οσ τα τευτι ευτικά τη ς γυαλι υαλιά, τα οποία μ ετέδιδαν ει εικόνα από τη σ υσκευή υσ κευή,, κ α ι βλεφ βλεφ άρισε: σε: για πρώ πρ ώ τη φ ορά έπειτα από σ αρά αράντα λε λεπτά πτά, έβλεπε με τη ν κανονι κα νονική της όραση, όρασ η, χω ρίς καθοδι κα θοδική λυχν λυχνία. «Τ ζα κ, σ ου υπό υπ όσ χομα χομ α ι ό τι θα βρούμε βρούμ ε πολλά ολλά με αυ α υτά τα σ τοιχεί χεία». «Μ πορε πορεί ίς να μ ου έχει χεις κάπ οιο αποτ πο τέλεσ λεσ μ α μ έσ α σε σ ε δώ δεκα δεκα ώ ρες ρες;» «Γι «Γ ιατί ατί; Τ ι σ υμβα υμ βαί ίνει νει;» Κ ατέβασ βα σ ε το φ ερμουά ρμ ουάρ ρ τη τη ς σ τολής ολή ς τη ς - τη σ τολή το του Τ σερνό σερνόμ μπιλ, όπω όπ ω ς τη ν απ απ οκα οκ α λούσ λο ύσ ε- κα κ α ι τη ν έβγαλε έβγαλε από
πάνω της. «Μ ου φ αίνετ νετα ι ό τι έχω μ είνει νει πίσω σ τις εξελί ξελίξει ξεις. Ά λλαξε κάτι;» «Π ολλά». ολλά». Ά γγιξε το πιγούνι γούνι του, ου , νιώ θοντ θοντα α ς τα γένι γένια να το τον τσ ιμ πάνε πά νε.. «Α ν σ ου πω τισ κεφτ κεφ τόμα όμ ασ ταν, δεν δεν θα με με πίσ τευες». υες». «Θ έλεις να ελέγξου λέγξουμ με ξανά ξανά το DNA του Π ιτς;» «Ν αι». «Ε ντάξε ντάξει ι». Σ τράφ ηκε ηκ ε στον στον ασ α σ τυφύλα υφ ύλακα κα Π άλσε άλσ ερ κ α ι τον κοί κο ίτα ξε σ χεδόν τρυφε ρυφ ερά. «Ε ίσ αικαλά, ικα λά, παι πα ιδίμου; δί μου;» » «Ν αι», μ ουρμ ουρμού ούρι ρισε εκεί εκείνος, νος, αποφ εύγοντα γοντα ς να τη τη ν κ οιτά ξει ξει σ τα μάτια. «Ω ραία. Μ πορεί πορείτε να περάσ περάσε ετε πάνω ». Ο Π άλσε άλσ ερ ή τα ν σι σ ιω πηλός πη λός καθώ κα θώ ς οι τρει ρεις τους ου ς ανέβη ανέβηκα καν ν στη στη σοφί οφ ίτα. Έ δειξε να σ υνέρχετ υνέρχεται μονάχα ονάχα ότ ό τα ν άρχ άρχισε να το υ ς δεί δείχνε χνει πώ ς είχε ερευνήσ ρευνή σ ειτ ει το ν χώ χώ ρο. ρο. «Κ ανεί νείς δεν δεν μου μου είπε ότι αναζ ναζητούσ ού σ α φ αγητό», διαμαρτυρή υρήθηκε. θηκε. «Α ναζ ναζητούσ ούσ α ένα παι παιδί. Κ ανεί νείς δεν δεν είπε κ ά τιγια φ α γητ γητό». «Ω σ τόσο, όσ ο, αυτό υτό το το χάλιυπή άλιυπήρχε ότα ότα ν ερεύνησ ρεύνησε ες τη σ οφί οφ ίτα». «Ν αι. Α λλά βιαζόμ αζόμουν, ουν, δηλαδή, ηλαδή, δεν δεν θυμά θυμ ά μ αι τα ...» .. .» Έ δει δειξε με αμηχανία τα πε π εριτ ριττώ μ α τα. «Δ εν μύρι μ ύριζε τόσο όσ ο πολύ πολύ τό τότε». «Κ ιαυτ ια υτό ό εδώ ; Μ ή πω ς το είδες δες όταν ανέβ ανέβη κες κες στη σοφί οφ ίτα;» Ο Κ άφε άφ ερι είχε πά ει σ κυφ κυφ τός μέχρι τη ν άκρη τη τη ς σοφί οφ ίτας, ας, στο στο σ ημε ημ είο όπ όπου η οροφή χαμήλω αμ ήλω νε μέχρι τις δοκούς, δοκούς, α κουμ ουμ πώ ντα ντα ς τα δάχτ δάχτυλ υλα α κα κ α ι κοιτάζοντα ζοντα ς το μέρος τη ς οροφ οροφή ής κά τω από τις δοκού δοκούς ς. Κ άποι ποιος είχε αφ αιρέσ ρέσ ει το υλικό επίσ τρω σ η ς κ α ι μ πορο πο ρούσ ύσε ε να δει δει κάτ κά τω , τη τη ν πίσω αυλή. Δ ύο άπλυτ άπ λυτα α μ πουκά πουκάλι λια γάλα γάλα βρίσ κοντα κονταν στη στη βερά βεράντ ντα α, τέσ σ ερα μέτρα από α πό κάτ κά τω τους. ους. Κ άποι ποιος είχε δημ δημ ιουργήσ ουργήσε ει μια τρύπα ρύπ α κι κ ι αν σ τεκότ κό τα ν μπρούμ μπ ρούμυτ υτα α κα κ α ικρεμ ικρεμ όταν, όταν, το το πρόσω πρόσ ω πό του θα μ πορούσ πορούσε ε να δει δειμ έσα στ σ το δω μ άτιο του Ρόρι.
Η νύχτα νύχτα ή τα ν ασ ασ υνήθισ τα δροσερή. ροσερή. Η ζέστη έμ οιαζε να έχει εξατμ ξατμιστεί. Ο Κ άφε άφ ερι κα ι η Σ ούνε ύνες κοίταξαν ξαν για λίγο τον τον ένασ έναστ τρο ουρανό, ουρ ανό, αφ ήνοντα νοντας το ν αέ α έρα να καθα κα θαρί ρίσ ειτα ρουθο ρουθούνι ύνια το υς από απ ό τις δυσά δυσ άρεστε ρεστες οσμ οσ μές. Ο ιπόρτε πόρτες ς από το βαν βα ν τη ς Σ ήμ ανση νσης ή τα ν ανοι ανοιχτέ χτές και κα ι παρα πα ρακολ κολουθούσ ουθούσα αν το τους τεχνικούς ού ς καθώ αθ ώ ς έκοβ κο βαν τα δεί δείγμ ατα ατα σε κομμ κομ μ άτι άτια κα κ α ι τοποθε οπο θετ τούσαν ούσ αν κάποι κά ποια α π ’ αυτά αυτά σε φ ορητούς ορητούς καταψ ύκτ ύκτες. Τ α πε π ερισσ ότε ότερα δεί δείγμ α τα κα κα τα ψ ύχοντα ύχοντα ν από σ υνή υνήθει θεια - κανείς δεν δεν ήξερε ακ ακριβώ ς τον τον λόγο λόγο για τον τον οποίο το DN DNA A έδει έδειχνε να βρί β ρίσ κετ κεται ευκολό κο λότ τερα σ ε κατ κα τεψ υγμέν υγμ ένα α δεί δείγματα, α π ’ αυτά που π ου βρί βρίσ κοντ κοντα αν σ ε θερμ θερμοκρ οκρασ ασί ία περι περιβάλλοντ βά λλοντος ος.. Ο Κ άφε άφ ερι έσ τριψ ε ένα ένα τσ ιγάρο γάρο κα κ α ι κ οίτα ξε τον ουρα ουρανό νό κα κα ι το ολόλαμ ολόλαμπρ προ ο μισοφέ οφ έγγαρο που έμ οια ζε ζω ζω γραφ ισ τό. Σ κέφτ κέφ τη κε πω ς κα ι η Τ ρέι ρέισιΛ σι Λ αμπ αμ π θα έβλε έβλεπε πε το το ίδιο φ εγγάρ εγγάρι. Κ οίταξε τη Σ ούνε ούνες ς. «Ν «Ν τάνι;» «Ν αι;» «Θ έλεις να μου πεις κάτι;» Ε κεί κείνη το τον κ οίτα ξε έκπλη κπ ληκτ κτη η . «Ό χι. Θ α έπρ έπρε επε;» πε;» «Ό χι». «Τ ι σ υμβ υμ βαίνει; Τ ι τρέχειμ έχει με όλες αυ αυτές τές τι τις υπα υπ α ινικτικές ερω ερω τήσεις. Τ ι έχεις;» ς;» «Τ ίποτα». οτα» . Ά ναψ ε το τσ τσ ιγάρο. άρο. «Π ραγ ρα γματικά». κά ». Τ ην πίσ τευε. Π ράγ ράγματι ατι, δεν δεν ήξερε. ρε. Α ν η Π ολίνα ευ ευθυνότ θυνότα αν γι για τη σύλληψ η της Λ αμπ νω ρίτερα εκείνο το πρω ί, η Σ ούνες νες δεν δεν το γνώ γνώ ριζε. ι
α
— μ
ν
ρ χ ί
ς
λ ι
α
δ ι
.
Η Ρ εμ πέκα ήξ ή ξερε πω ς σήμερα μερα η ζω ή τη ς είχε αλλάξε αλλάξει ι ριζικά. Μ πορο πορούσ ύσε ε να το το νιώ σ ει, σ αν να έβλεπε λεπε τη ν αλλαγή αλλαγή σε αργή αργή κίνηση. νησ η. Α ισ θανότ θα νότα αν μια νέα νέα ζεσ τασ ιά να τη ν τυλ τυλί ίγει γει. Ν α τη τη ν ξεπ ξεπαγώ νει νει. Η επίδραση δρασ η τη ς ηρω ίνης νης λογι λογικά θα έπρε έπρεπε να είχε περά περάσ σ ει μέχρι τώ ρα, ρα, αλλά αι α ισ θανότ θανότα αν ασ υνήθι υνήθισ τα ήρε ή ρεμ μη - αισ θανότ θανότα αν πω ς επιτέλους έλους
βρισ κόταν κόταν στ σ τον σω σ τό δρόμο. Μ ε ένα τηλε τηλεφ φ ώ νημα ημ α σ τον ατζ ατζέντη ντη της, ης, ακύρω κύ ρω σ ε τη ν έκθεση έκθεση σ το Κ λέρκ λέρκε ενγου νγουε ελ κ α ι α ποδέχτ δέχτη η κε όλες όλες τις προτάσεις αγοράς, για έργα τα οποία είχε αρχικά αποφασίσεινα μην πουλήσ πουλήσε ει. Κ αθώ ς η μέρα μέρα προ π ροχω χω ρούσ ρούσε ε, οι φ ήμες είχαν αρχίσει να οργ οργιάζουν, το ενδι νδιαφ έρον ρον του κόσ μ ου είχε αρχίσ εινα μ εγαλώ γαλώ νει νει και ο ατ α τζέντη ντη ς τη ς έλεγ λεγε: «Ρ εμ πέκα, πρέ πρ έπεινα σου πω ό τι κοιτάζω έξω από το το παράθυρό παράθυρό μου μ ου και κα ι βλέπω βλέπω ένα σω ρό ψ άρια έτ έτοιμ α να να χάψ ουν το δόλω μ ά μας. μας. Τ ους ους τρέχου ρέχουν ν τα σάλια. Α ν ήθελα, ήθελα, θα μπορ μ πορούσ ούσα α να να το υς πουλήσω πουλήσ ω ακόμ ακ όμη η κα κ α ι το κάθι κά θισ μ α τη τη ς τουα ου α λέτ λέτα ς σ ου, χρυσή ρυσή μου». Π έρασε ρασ ε όλη τη τη μέρα μέρα τη ς σ το σ πίτ πίτι του Κ άφε άφ ερι, ξαπλω μένη σ τον κήπο κή πο,, καπ κα πνίζοντα οντας πουρ πο υρά άκια, μ ιλώ ντα ντας σ το κι κ ινητ νητό, έκπλη κπ ληκ κτη που πο υ ο κόσμος έδειχνε τέτοιο ενδιαφέρον για τα έργα της. υρ α εν κ νε αρ ακολούθησε κολούθησ ε τον καπνό κα πνό να σ τροβι ροβιλίζετα ι με φ όντο όντο τον τον λ θ ο ; Π αρα γαλάζι αλάζιο ουρανό ουρανό και κα ι σ κέφτ κέφ τη κε αυτή υτή τη ν παράξε πα ράξενη νη αλλαγή αλλαγή στ στη ζω ή της. Α ναρω τήθηκε θηκε τι θα σκ σ κεφτ εφ τότα ν εκ εκείνος, νος, πώ ς θα αι αισ θανότ θα νότα αν για εκείνη. ν θ α σ ε ύσ α ν υ έλε ς ν α εξ α ν ισ ισ τ , Τ ζ α κ , θ α ο
κ α
λ
ν α .
Ό τα ν επέσ πέσ τρεψ ρεψ ε σ πίτι αργά αργά το βράδ βράδυ, υ, το το πρόσω πρόσ ω πό του του ήταν ήταν χλω μό. Φ α ινότα νόταν εξαντλη αντλημ μένος. νος. «Ξ έρει ρεις, σε α υτόν τον κόσ κό σ μ ο ζουν μερικά πα νέξυ νέξυπ πνα κα καθάρμ θά ρμα ατα», είπε, παίρνοντας μια μπί μ πίρα απ από το το ψ υγεί γείο κ α ι άδειασ ε τις τσ έπ ες του σ ακα κιού το υ από τα ψ ιλά, προτ προ τού το ρίξει σ το καλάθι κα λάθι με τα άπλυτα πλυτα. «Υ περβο περβολι λικά πανέ πα νέξ ξυπνα καθάρμ κα θάρματ ατα». α». Α λλά λλά δε δεν αποκ απ οκά ά λυψ ε κ ά τι παρα πα ραπά πάν νω , ότα ότα ν εκε εκεί ίνη του του ζήτησε περισ σ ότερες λεπτομ λεπτομέ έρειες. Έ βγαλ γαλε το πα ντελό ντελόνι νι του, το έριξε κ ι αυτό σ το καλάθι λά θικ κ α ι πήγε στ στο μπάνι πά νιο φ ορώ ορώ ντα ντας τις κάλτ κά λτσ σ ες καιτ κα ιτο ο πουκ πουκά ά μ ισ ό του. του. Ε νώ έκανε κα νε ντους, ντους, η Ρ εμ πέκα άνοιξε ένα μπο μ πουκ υκά άλι κρασί κρασ ί. Ή τα ν ένα μα μ ακρύ, κρύ, μπλε μπ μπουκά υκ άλικ α ιτο έφ ερε σ το μπάνι πά νιο, επειδή τη ς άρεσ ρεσε ο τρόπος με τον οποί οποίο αντα ντανακ νακλού λούσ ε το φ ω ς. Γ έμισε δύο ποτ ποτήρια,
άφη άφ ησε το δικό το του πάνω πάνω σ το κα κα ζα νάκ νά κι μ αζί με το μ πουκά ουκ άλικ ι άρχι άρχισε να πίνει νει μερικές κές γουλι γουλ ιές από το δικό της, ης, προσ προσπ παθώ ντα ντας να αποφ ποφ ασ ίσ ει πώ ς να αρχ αρ χίσ ειτη ιτη σ υζήτ υζήτη ηση. ση . «Α κύρω κύρ ω σ α τη τη ν έκθε έκθεσ σ η», είπε τελικά, κά , γέρνοντα ρνοντας πάνω πάνω σ τον νιπτή πτήρα, ρα , παρα πα ρατ τηρώ ντα ντας τη σ ιλουέτ λο υέτα α το του σ την ντου ντουσ σ ιέρα. ρα . «Τ ι είπες; ες;» «Α κύρω κύρω σα την την έκθ έκθε εσή μου». μου». Ε κείνος άνοι άνοιξε τη ν κο κουρτ υρ τίνα τη ς ντου ντουσ σ ιέρας ρα ς, προσ πρ οσπ παθώ ντα ντας να ξεπλύνε πλύνειτ ιτα α μ άτι άτια το του από από το το σ αμ πουά πουάν. «Δ εν σ ε άκουσ κουσ α». α» . «Π ουλάω τα έργα ργα μου, για τα τα οποί οπ οία είχα δεχτ δεχτεί προσφ προσ φ ορές ορές εκείνα που π ου είχα σκο σ κοπό πό να κρα κρατ τήσ ω . Γ ια τη τη ν ακρί ακρίβεια, τα πούλη πο ύλησ σα ήδη». «Μ πέκι...» .. .» Έ κλει λεισ ε το νερό, νερό, πήρε πή ρε μια πε π ετσ έτα κα κ α ι σ κούπ κούπι ισ ε το το πρόσ πρόσω ω πό του για να μ πορε πορεί ίνα τη τη βλέ βλ έπεικα πεικαλύτε λύτερα. ρα . «Δ εν μπορε μπ ορεί ίς να το κάνεις αυτό». «Φ υσικά υσικά και κα ι μ πορώ ». Π ήρε το ποτήρ ποτήρι ι του από το το κα κ α ζα νάκι νάκ ι και κα ι του το το έδω έδω σ ε. Τ ο σα σ α πούνι πούνι κυλού κυλούσ σ ε από τα τα χέρια, τα τα πόδι πόδια και κα ι το σ τομά ομ άχι του. Π ριν από μερικές κές μέρες ρες θα το ν παρα πα ρατ τηρούσ ρούσε ε κ α ι θα έκανε κα νε κάπ κά ποιο σχόλιο γι για το το πόσ πόσ ο σ έξι ή τα ν το κορ κ ορμ μ ί του, ου , αλλά αλλά απόψ απ όψ ε δεν δεν θα προσπα προσ παθούσ θούσε ε να τον τον ανάψε ανάψ ει. «Μ πορώ κ α ι το έκανα. Κ αι μ άντε άντεψ ε». Κ οίτα ξε το ποτή ποτή ρι τη ς κάπω κά πω ς αμήχ αμ ήχαν ανα. α. «Θ α αρχί αρχίσω να βλέπω βλέπω έναν ψ υχολόγ υχολόγο». ο». Τ ου έβγαλε έβγαλε τη γλώ γλώ σ σ α και κα ι χαμογ αμ ογέ έλασε. λασε. «Κ αιυπ αιυ ποσχέ οσ χέσ σ ου πω ς δεν δεν θα το πει πεις σε καν κα νέναν». Ε κείνος νος δεν δεν απάντη ντησ ε. Κ άθισε σ την άκρη κρη τη ς μπανι πα νιέρας ρας, με την πλάτ πλά τη γυρισ μένη προς προς τη Ρ εμ πέκα, πέκα , κοι κο ιτάζοντα ντα ς το ποτή οτή ρι του. Η Ρ εμ πέκ α δεν δεν μπορ μπ ορούσ ούσε ε να κα κ αταλάβ λά β ει τι περνού περνούσ σ ε από το το μυαλό του του.. Έ π ειτα από λίγη ώ ρα γύρι γύρισε προς προς το μέρος της, βγήκε γήκ ε από τη την ντου ντουσ σ ιέρα, ρα , άφη άφ ησε το ποτ πο τή ρισ ρι σ το πάτ πά τω μ α κα κ α ιτη ιτη ς άπλω σ ε το χέρι. «Έ λα κοντά κοντά μου». μου». Π ήρε στο στο χέριτου χέριτου τα δικά τη τη ς κα ιτη ν έβ έβαλε να καθί κα θίσ ει σ τα πόδι πόδια
του, αγκαλι κα λιάζοντά οντάς τη με τα καλυμ κα λυμμ μ ένα από απ ό αφ ρόλουτ ρόλουτρο ρο χέρια του του.. «Ε ίναιυ ναιυπ πέροχα ρο χα νέα νέα », είπε. «Π ραγ ρα γμ ατικά, είναι να ιυπέ υπ έροχα» ρο χα».. Έ γειρε το κε κ εφ άλι της, ης, κρύβ κρ ύβοντ οντά ά ς το σ τον λαι λαιμό του του,, πασ πα σ αλεί λείβοντα οντας το πρόσ πρόσω ω πό τη ς με σ απ ούνικ ούνικα α ι χαμογέ χαμ ογέλασ λασε ε. Τ ο νερό νερό μούσκευε το μπλουζάκιτης. «Τ ο μ πλουζ λουζά ά κι μου βράχ βρά χηκε ηκ ε», είπε. πε. «Γι «Γ ια κοί κο ίτα ». «Θ έλει λεις να πά πά μ ε σ το κρεβάτ κρεβάτι; Ν α δούμε δούμ ε αν αισθάνε θάνεσ σ αι άνετ νετα τώ ρα;» Ε κεί κείνη χαμογέ χαμογέλασ λασε ε. «Μ «Μ α εί είσ α ιγεμ ιγεμ ά τος σ απουνάδε πουνάδες ς». «Δ εν με νοιάζει. Π άμε». Χ ώ θηκαν κάτω κάτω από τα σκεπάσματ σκεπάσματα, α, βρε βρεγμέν μένοι και γεμάτ μά τοι σ απουνάδε πουνάδες ς. Τ ης έβγαλε το μ πλου λο υζά κι κ α ι το χρησι χρησ ιμ οποί οπ οίησ ε για να σ κουπ ουπίσ ειτο σ α πούνια ύνι από το το στήθος, ήθος, το σ τομ ά χικα χικα ιτα πόδι π όδια το του κι έπειτα το το πέταξε σ το πά π ά τω μ α, προτ πρ οτο ού χιμ ή ξει ξει πάνω πά νω της, ης, βγάζοντ βγάζοντας το σ ουτ ου τιέν της. ης. «Α ν λίγη ηρω η ρω ίνη μ πορε πο ρείνα ίνα κά κ ά νειτ νειτέτ έτο οια θαύ θαύμ α τα ...» .. .» «Β λαμ λα μμένο», νο», είπε, κλοτ λο τσ ώ ντα ντα ς το ν πα παιχνι χνιδιάρικα στ σ την κοιλιά. «Μ η με πειράζ ράζεις. Ξ έρει ρεις πω ς δεν δεν το κάνω κά νω ντοπ ντοπα αρισμ ένη». νη». «Τ ο ξέρω ». Χ α μ ογελούσ ογελούσε ε καθώ κα θώ ς τη ς έβγα ζε το σ ορτσ ορτσ άκικ άκ ικι ι έφ ερε το υγρό το του σ ώ μ α κο κ οντά ντά σ το δικό τη ς κ ι εκείνη αναγκά ναγκάσ σ τηκε να να κα τα πνίξει ξει τη ν ανόη ανόητη επιθυμ θυμ ία που π ου είχε να το του φ ω νάξει νάξει: μ
β έ β α ιη ,
α
λ υ τ α
β έ β α
η
ς
λ α
θ α
ν ε
κ α
.
α
29 - (27 Ιουλίου) Η Τ ρέι ρέισι Λ αμπ αμ π έπρε έπρεπε πε να παρε πα ρευρε υρεθε θεί ί σ την προκα προκ αταρκτι ρκτική ακρόασ ακρόαση η εκείνο το το πρω ί, αλλά δεν δεν ήθελε ήθελε να επισ πισ τρέψ ει κα ινα ανακα νακ α λύψ ει ότι ο Σ τίβεν τα είχε κάνει ξανά λίμ πα σ το τροχόσ οχόσ πιτο. «Έ λα». λα». Τ ου έδω σ ε μερι μερικά κουτ κο υτά ά κ ια Κ όκα Κ όλα, όλα, σ οκολά οκ ολάτ τες κ α ι μ πισκότ σκ ότα. α. «Έ λα κα ικάθισ ε εδώ εδώ για να να παίξουμ ξουμε ένα ένα παι παιχνίδι». Η σ οκολά ολ άτα κ α ι η ιδέα δέα πω ς θα πα παίξουν ου ν κάτ κάτι, έδει δειχνε να τον ενθουσι νθουσ ιάζει. Κ άθισε σ το κρε κ ρεβά βάτ τι, πάν πά νω από τον υπνόσ υπνό σ ακό το του κι άρχ άρχισε να κο κ ουνιέτα έτα ι μπρος προς-πίσω χαμογε χαμ ογελα λασ στός, ός, α ποκαλύπ λύπ τοντα ντας έτσ ι τα σ απισ μ ένα από τα γλυ γλυκά δόντια του του. «Π αινίιιιιδι. Π αινίιιιιιδι». «Μ πράβο. Δ ώ σε μου τα τα χέ χέρια σου». Ε κείνος νος τα άπλω σ ε, ευχαρ υχα ρισ τημ ένος που η Τ ρέι ρέισιτου έδει δειχνε λί λίγη προσοχή. «Έ τσ ι μπράβο. πράβο. Τ ώ ρα, ρα , μείνε ακίνητος νητος,, ενώ ...» ...» Έ δεσ δεσ ε τα χέ χέρια του του με ένα καλώ κα λώ διο. «Ω ραί ραία». α» . Τ ο πέ πέρασ ρα σ ε πίσω σ την πλάτ πλά τη το του κι κ ι άρχισε να το το τυλί υλ ίγει γει γύρω από από το το κορμ κο ρμίτου. ίτου. Π ροσπά ροσ πάθησ θησε ε να αλαφ α λαφρύν ρύνε ειτη ιτην ατμ ατμ όσφ όσ φ αιρα γε γελώ ντα ντα ς και κα ι γαργ αργαλώ ντα ντας τον στ στα πλευρά, πλευρά, ώ σ τε να μη χάσε χάσ ει το χαμόγε χαμ όγελό λό του. ου . «Μ πρά πρ άβο, πλά πλάκα δεν δεν έχε έχει ι; Γ ια κοί κο ίτα τι πλάκα πλά κα σ πάμ πάμ ε, αλλά η Τ ρέι ρέισιδε σι δεν ν μπορε μπ ορείνα ίνα δέσ δέσ εικαλά ικ αλά τον Σ τίβεν. βεν. Ο Σ τίβεν μπ μ πορείνα είνα λυθε λυθεί ί, έτσ έτσ ιδεν είναι;» «Ν αιιιιι», είπε χαμ χαμ ογελώ γελώ ντα ντας. «Ν αι». Τ ην παρατήρησ ε με προσ προσοχή, οχή, καθώ ς εκείνη έσ φ ιγγε το καλώ κα λώ διο γύρω από το χέρι χέρι του. ου . Σ η κώ θηκ θη κε κ α ι πέρασ ρα σ ε όσο όσ ο καλώ κα λώ διο τη ς είχε απομ είνει νει σ τα χερο χερούλι ύλια
τω ν ντο ντο υλαπι υλα πιώ ν και κα ι γύρω ύρω από τη τη βάση βάσ η του του τραπεζ ραπεζιού. Θ α μπορούσ μ πορούσε ε να κινηθείγύρω από α υτόν το ν κύκλο κύ κλο,, ακτί κτίνας γύρω σ το ένα μέ μ έτρο. Μ πορούσε πορούσ ε να φ τάσε άσ ει τον νεροχύτη ροχύτη , όχι όχι όμω όμ ω ς τα παράθυρα παράθυρα ή την πόρτα, πόρτα, ή να κά νεικ νεικά ά τικακό. κα κό. «Έ τσ ι μπράβο». μπ ράβο». Έ κανε κα νε μερι μερικά βήματ βήμ ατα α πίσω , σ κουπί κουπ ίζοντας οντας τα χέρια στ στο κολ κολά άν της. ης. «Π άω σ τοίχημ οίχημα α πω π ω ς ο Σ τίβεν μ πορε πορεί ί να λυθε λυθεί. Π άω σ τοίχημ χημ α ότι ο Σ τίβεν εί είναι ναι πιο έξυπ ξυπνος νος από τη ν Τ ρέι ρέισι, έτσ ι δεν είναι;» «Ν α ι.,.α .,.αι ι!» «Γι «Γ ιά να να σ ε δω , λοι λοιπόν πόν. Γ ιά να σ ε δω να λύνε λύνεσ σαι». «Ε ντά ντάξει ξει». Χ αμ ογέλα ογέλασ σ ε κ ι άρχισε να κουνι κουνιέται. Π ροσπά ροσ πάθησ θησε ε να λυθε λυθεί, αλλά το το καλώ κα λώ διο σ φ ιγγότ γγότα αν ακόμ κό μ η περι περισσ ότε ότερο γύρω από τα χέρια του του,, μέχρι που το δέρμ δέρμα α το του πρή πρ ήσ τηκε κ α ι ο ι φ λέβες λέβες σ τον λαιμό του εξογκώ ογκώ θηκαν θηκα ν. Η Τ ρέι ρέισι σ ταύρω ύρω σ ε τα χέρια τη τη ς κ α ι τον παρα πα ρατ τήρησ ήρησε ε, γέρνοντα ρνοντας ελαφρά λαφ ρά το το κεφ κεφ άλι της. ης. α
λ υ θ ε ί
,
λ α
έ ν ο
ρ ο
σ
θ η
σ ε
.
Κ αιξ αι ξαφν αφ νικά, τα κα κ ατάφ ερε. ρε. Λ ύθηκε ύθη κε από από τα δεσ δεσ μ ά το το υ κ ι άρχισε να κουνάει νά ει τα χέρια του σαν μικρό πα παιδί που μόλις είχε κατ κα ταφ έρει να δραπ δρα πετεύσε ύσ ειαπό ια πό τη τη ν κούνι κο ύνια του του.. «Τ ο ’κανα!» κανα!» Κ λότσ λότσησ ε τη βάσ βάση το του τρα τραπε πεζ ζιού. «Ν αι, τα κατ κα τάφε άφ ερες ρες, μπράβο». μπρ άβο». «Π άλιιι... πάλιιι». «Ε ντά ντάξει ξει, ας προσ πρ οσπα παθή θήσ σ ουμε ουμ ε άλλη άλλη μια φορά». φ ορά». «Ν τάξει ξει... ντά ντάξει ξει». Χ οροπ ορ οπή ήδησε δησ ε γεμ γεμ ά τος ενθουσιασ μό. «Π αινίιιιιδι!» «Α υτή υτή τη τη φορά, όμω όμ ω ς», είπε πιέ πιέζοντα οντας τα χέρια το του πάνω πά νω σ τα γόνατ γόνατά του, ου , «η Τ ρέι ρέισιθα σι θα κά κά νειτ νειτο ο παι πα ιχνί χνίδιδυσ διδυσκο κολότ λότε ερο». ρο». Α υτή υτή τη φ ορά, χρησι χρησ ιμ οποί οπ οίησ ε ένα δεύτ δεύτε ερο καλώ κα λώ διο κ ι ένα λαδω μ ένο χοντ χοντρό σ κοινί κοινί από το το πορ πορτ τμ παγκά πα γκάζ ζ του Ν τάτσ άτσ ουν. Ά φ ησε ησε ένα από τα χέρια το του Σ τίβεν ελεύθε λεύθερο ρο,, αλλά αυτή α υτή τη τη φ ορά, αν και υ
ν α
σ ε
ρ ε
,
ν ε .
προσ ροσπάθησ θησε για δέκα λεπτ λεπτά να απελε α πελευθ υθε ερω θεί θεί, ενώ εκείνη τον παρα πα ρατ τηρούσε ρούσ ε από τη ν πόρτα πόρτα έχοντα χοντα ς σ το πρόσ πρό σ ω πό τη ς ένα ψ υχρό υχρό χαμόγελο, όγελο, δεν δεν τα κα κ ατάφ ερε να λυθεί λυθεί. Τ ελικά, ξάπλω σε εξαντλη ξαντλημ μένος σ την κουκ κο υκέ έτα σαν σα ν γα γαλοπούλα λοπούλα τω ν Χ ρισ τουγέν ουγέννω ν κ α ι τη ν κοίτα ξε χαμογε χαμ ογελώ λώ ντα ντας. Ε ίχε κουρ κο υρα ασ τεί, αλλά ήτ ή τα ν ενθου ενθουσ σ ιασ μ ένος με το παιχνίδιτους. «Μ πράβο». πρά βο». Η Τ ρέι ρέισ ι έσ πρω ξε με το πόδι πό δι τη ς τον κουβ κο υβά ά με τις ακαθα κα θαρσ ρσί ίες κοντά ντά του. ου . «Ω ραί ραία. Δ εν θα λεί λείψ ω για πολύ π ολύ,, θα επισ τρέψ ρέψ ω το απόγ απ όγε ευμα. υμ α. Κ ι αν είσ α ι καλό καλό παιδί», του του είπε χαμογε χαμ ογελώ λώ ντας ντας,, «αν «α ν είσ α ι πολύ καλό κ αλό παι π αιδί, ίσ ω ς σ ου γνω γνω ρίσω κάπο κά ποι ιον». ον».
«Σ τη λίστα νούμ νούμ ερο 103, το νούμ νούμε ερο επτά, εντι ντιμ ότατε», είπε ο κλητ κλη τήρας ρα ς σ τον δικασ καστή, προκ πρ οκε ειμ ένου να το το ν βοη βοη θήσ θήσ ει να βρει την υπόθε υπόθεση. ση . «Η Κ έλι Ά λβαρεζ βαρεζ εκπροσ κπ ροσω ω πεί πεί τη ν κυρία Τ ρέι ρέισ ι Τ ζέιν Λ αμπ αμπ». Τ α δικασ καστήρια του του Μ πιούρι Σ εντ Έ ντμ ντμ οντ στ σ τεγάζοντ άζοντα αν σε ένα ένα κόκ κό κκινο θολω θολω τό το τούβλι ύβ λινο κτ κτίριο πίσω από το το αβαείο. Τ ο εσ εσ ω τερικό ήτα ήτα ν διακοσμη ακοσ μημέ μέν νο με ξύλι ύλινο καπλαμά καπλα μά και κα ι καλόγ κα λόγουσ ουστ τες ταπε απ ετσ αρίες. Η Κ έλιΆ λι Ά λβαρεζ λβαρεζ, ντυμ ντυμέ ένη με ένα κά κ ά π ω ς μεγάλο για το το σ ώ μ α της λευκό λευκό ταγέρ γέρ και κα ι κόκκι όκκινη μ εταξένι ξένια μ πλούζ πλούζα, καθότα θότα ν στ στα έδρανα τη τη ς υπε υπ εράσ ρά σπισ ης, ακριβώ ς στη μέση τη ς μ εγάλης λης αίθουσας θουσ ας.. Δ εξιά της της,, η Τ ρέι ρέισ ι Λ αμπ αμ π καθότ κα θότα α ν υπομ υπ ομονε ονετ τικά, κά , κρατ κρα τώ ντα ντα ς το ποτ πο τήρι για τα φ λέγ λέγματ μα τά τη τη ς κα ι μ ασ ώ ντας ντας μια τσ τσ ίχλα με γεύση ύσ η φράουλα. Ο κλητ κλη τήρας ρα ς διαβάζει τις κατ κα τηγορίες. «Τ ρέισ ι Τ ζέιν Λ αμπ, αμ π, κατ κα τηγορεί ηγορείσ αι για σεξ σεξουαλι ουαλική κακοποί κακ οποίηση ησ η αγνώ αγνώ σ τω ν, κατ κ ατά ά παράβα ράβασ σ η το του κο κ οινού νού πο ποινικού δι δικαίου». υ». Ο δικασ κα σ τής έσ μ ιξε τα φ ρύδι ρύδια του του,, παρα πα ρατ τηρώ ντα ντας τη Λ αμπ, αμ π, σ αν η
παρο πα ρουσ υσί ία τη ς να τον - σ αν να είχε ει εισ βάλει οχλούσ απροε ροειδοποί δοπ οίητα στ σ τον προσ προσ ω πικό του χώ ρο. «Κ υρία Λ αμπ». αμ π». Έ βγαλε τα τα γυαλιά του, του, ακούμ ακ ούμπη πησ σ ε τα χέρια του του σ την έδρα έδρα κι κ ι έγει γειρε προ π ρος ς τα εμπρός πρός. «Κ αταλαβ λα βαίνετ νετε ότι ό τι πρόκει ρό κειτα ι για σοβα οβαρό αδίκημ κημ α, το οποί οπ οίο ο δεν δεν θα θα εκδι εκδικασ τεί σήμερα. ρα. Β ρισκόμ κόμ αστ ασ τε εδώ για να ορίσ ορίσ ουμ ουμ ε τη δικάσ κά σιμο κα κ α ι το ποσ πο σό τη της εγγύησης». Η Λ αμπ το του χαμ ογέλα ογέλασ σ ε σ αρκα αρκασ σ τικά, κά , σ αν να τη τη ν εί είχε μόλις ρω τή σ ει αν γνώ ριζε τη ν αλφαβή αλφ αβήτ τα. «Ν αι». Έ χω σ ε τη ν τσ ίχλα κάτ κά τω από τη γλώ σ σ α της της,, έφ τυσε υσ ε ένα πηχ πη χτό φ λέγ λέγμα σ το ποτ π οτή ή ρι και κα ι τον κοίτα ξε χαμογε χαμ ογελώ λώ ντας ντας.. «Τ ο ξέρω ξέρω ». «Μ άλισ τα». Ο δικασ κα στής έκλει λεισε τα μ άτια απ από απέχθεια κα κα ι σ τράφ ρά φ ηκε στ στον ει εισαγγελέα. γελέα. «Έ χετ χετε πειό πειό τι δεν δεν θεω ρείτε πρόβ πρ όβλη λημ μ α να υπάρξει εγγύηση». «Σω στά» στά».. «Ε ίσ τε βέβαι έβαιος;» «Α πολύ πολύτ τω ς». «Ξ έρετ ρετε ότιέχω το δικαί κα ίω μ α να να παρακάμ παρα κάμψ ψ ω αυτή αυτή τη ν απόφασ απόφ αση». η». «Ν αι, ω σ τόσο...» όσ ο...» «Ω ραία». α». Χ τύπη σ ε το στιλό το του πάνω πάνω σ την έδρα. «Ε « Ε πει πειδή νομί νομίζω ό τι πρέ πρ έπεινα πεινα το κάνω κά νω ». «Ε ντι ντιμ ότα τε». Η Ά λβαρε λβα ρεζ ζ σ ηκώ θηκε, θηκε, ρίχνοντ χνοντας ας ένα στ στιλό από από το έδρανο. «Ε ντι ντιμ ότα τε, πρέπεινα εινα αναγν ναγνω ω ρίσ ετε πω ς το αδίκημ α έγι έγινε πριν από πολλά χρόνια κα κα ι δεν δεν υπά υπ άρχουν ου ν στ στοιχεία πω ς η κατ κα τηγορούμε γορούμ ενη βρίσ βρίσ κετ κεταιακόμ ια κόμη η σε επαφ ή με το θύμα θύμα». ». Η Τ ρέι ρέισι μ άσησ άσ ησε ε τη τη ν τσ τσ ίχλα με θόρυβο, παρα πα ρατ τηρώ ντα ντας τον δικασ κα στή. Κ ανεί νείς δεν δεν τη τη ν είχε πρ προϊδεάσ δεάσ ειό ει ό τι ίσ ω ς να μην τη τη ς οριστεί εγγύησ ύη ση. Η πιθα πιθανότ νότη η τα δεν δεν είχε περάσε περάσ ει καν κα ν από απ ό το το μυαλό της. ης. Ω στόσο, όσο, ο ει εισ αγγελέας λέας κουνο κο υνούσ ύσε ε αποδοκ ποδοκι ιμ ασ τικ ά το το κεφ κεφ άλι του προς προς τον δικασ καστή. «Ε ίναι να ι λογικό επιχείρημ ρημα, εντι ντιμ ότατε ότατε,
σ υμφ υμ φ ω νούμε ούμ ε με τη ν υπερά υπεράσ σ πισ η». «Ε πίσ ης», πρόσ ρόσθεσε η Ά λβαρε λβαρεζ ζ, φ τιάχνοντ χνοντα ας τα μαλλι μαλλιά τη της, «η κατ κα τηγορού γορ ούμ μ ενη δεν δεν έχει χει διαπράξε ρά ξει ι κά ποιο αδίκημ α τα τα τελευτα τελευταί ία οκτ οκ τώ χρόνι ρόνια. Σ τη ν κυρί κυρία Λ αμπ δόθηκε εγγύησ ύησ η από απ ό τη τη ν αστ ασ τυνομία κ ι εμ φ ανίσ τηκε στ σ την ώ ρα τη ς σ ήμε ήμ ερα για τη ν προ προκα κατ ταρκτ ρκ τική ακρόαση. ακρόασ η. Δ εν υπάρχε υπά ρχει ι καμ κα μ ία απ α π ολύτ ολύ τω ς ένδει δειξη πω ς δεν δεν θα παρο πα ρουσ υσι ιασ τεί στη στη δίκη της της.. Ε μ ...» ...» Φ υλλομέ υλλομέτρησε ρησ ε τα έγγραφα ραφ α στ σ τον φ άκε άκελο. «Ζ εισ ει σ το ίδιο μέρος εδώ κ α ι τριά ριάντα ντα χρόνια κα κα ι το αδίκημ κη μ α πισ τεύετα ι πω ς σ υνέβη υνέβη πριν από δώ δεκα δεκα χρόνι ρόνια. Κ αι ο αξι αξιότι ότιμ ος εισ αγγε γγελέας ήδη έχει διαμ ηνύσε νύσ ει ό τι δεν δεν θα ζη ζητήσ ει να μην ορ ορισ τεί εγγύηση». «Μ ισό λεπτό». λεπτό». Ο δικασ κα σ τής έξυσε υσ ε το κε κ εφ άλι το υ. «Π ρόκε ρόκει ιτα ι για εξαι ξαιρετικά σοβα οβαρό αδίκημ α. Δ εν πρό πρ όκειται για κά κ ά ποια λησ λη σ τεία. Για σ κεφτ εφ τείτε το πιο προσ εκτι εκτικά». «Ε ντι ντιμ ότα τε», τον διέκοψ κοψ ε η Ά λβαρεζ λβαρεζ, «μπορ «μ πορώ ώ να μιλήσω με την κατηγορούμενη;» Ε κείνος νος έριξε το στιλό το υ πάνω σ την έδρα έδρα κι κ ι έγε έγειρε πίσ πίσω στη δερμ δερμάτ άτι ινη καρέ κα ρέκλα κλα το του με τον αγκώ να πάνω σ το μπράτ πράτσ σο της της.. «Ν αι, μ πορε ορ είτε». Τ ης έκανε κα νε ένα βαριεσ τημ ένο νε νεύμα ύμ α. «Ά ντε ντε, τι περιμένετε;» Η Ά λβαρε λβαρ εζ του μισογύρισ ε τη ν πλάτ πλά τη, ακ ουμπ υμ πώ ντα ντα ς με το ένα τη ς χέρι σ το μπράτ μπ ράτσ σο τη τη ς καρέκλας καρέκλας.. Κ οίτα ξε τη Λ αμ π με μ ε τα εξογκω ξογκω μ ένα τη ς μ άτι άτια. «Θ έλω να το υ δώ σω μια αίσθηση σθησ η ασφ ασ φ άλει άλειας», ας», τη ς ψ ιθύρισε. «Ξ έρει ρεις κά ποιον που που μ π ο ρ εί. εί. » «
ί
ες
τι
α
ε ί ε γγ ύ η
».
«Ν αι, το είπα, μόνο που π ου δεν δεν περίμ ενα αυτ α υτή ή τη ν αντί αντίδρασ δραση από από τον δικαστή». Δ άγκω σ ε τα χείλη τη της. «Κ οίτα κα κ α ι το ν ει εισαγγελέα, γελέα, ούτε αυ αυτός το περί περίμενε. Π ρέπει ρέπει να το του δώ σω κάτ κά τι. Ξ έρει ρεις κάποιο οιον που μ πορε πο ρείν ίνα α κα κ α τα θέσ θέσ εικάπ κά ποια χρήμ ρήμ ατα ατα γι γ ια . » π ήγαιναν στραβά στραβά.. Α ν δεν δεν τη ν άφηναν άφ ηναν « χ ι, ι, υ να ε ε ι» ι ». Ό λα πήγαι
ε να λυθ , ή χ ι; ι; ν θα ελεύθε λεύθερη ρη,, ο Σ τίβεν... εν... θ α μ όσ ο, όταν σκέφ σ κέφτ τηκε πόσ πόσο σ φ ιχτά τον εί είχε δέσ δέσ ει με το κα ρ ν ε ; Ω σ τόσο, δεύτε δεύτερο καλώ διο, κατάλ τάλαβε ότι ό τι δεν δεν εί είχε καμ ία ελπί λπ ίδα να λυθεί. « ε ν ί
ς
ι υ
χε
νό
α
να
η
μ ε
υ ν ». ».
Η Ά λβαρε λβα ρεζ ζ χαμή χαμ ήλω σ ε το βλέμ βλέμ μ α κι κ ι έτριψ ε τη μ ύτη ύτη της. ης. «Τ ρέ ρέισι, σε παρακαλώ παρακαλώ , σκέψ σκέψ ου. Υ πάρχε πάρχεικάποι ικάπο ιος π ο υ . » «Κ υρί υρία Ά λβαρε λβα ρεζ ζ;» Ο δικασ τής είχε αρχί αρχίσ εινα χάνειτη χάνειτη ν ψυχρα ψ υχραι ιμία του. «Μ άλισ τα, εντι ντιμ ότατ ότατε ε, προσπαθώ προσ παθώ να μάθω αν κά ποιος μ πορεί πορεί να προσ προσφ φ έρει ρει εγγυή γγυήσ σεις». Σ τράφ ρά φ ηκε ξανά ξανά προς προς τη ν Τρέ Τ ρέι ισι, σ κύβ κύβοντα οντας ακόμ κόμη πιο κο κ οντά ντά της της.. «Ε ίσ αι σίγουρη ό τι δ εν . » « χ ι, ι, υ εί α ». «Κ υρία Ά λβαρεζ λβαρεζ, δεν δεν ξέ ξέρω αν κάπ κά ποιος θα εί είναι σ ε θέση θέση να μ πει εγγυητ γγυη τή ς σ την πελάτ λά τισ σ ά σας». ας». Κ αθάρισε τον λαιμό του κ α ι σ κούπ κο ύπι ισ ε τα χείλη του. ου . «Ε πειδή έχω ένα προα προαί ίσθημ θημ α πω π ω ς η κυρί κ υρία Λ αμπ έχε έχει ιτη ν πρόθεσ πρόθεση να μη μ ην εμ φ ανισ τείστ ίσ την επό επόμ μ ενη ακρόα ακ ρόασ σ η». η». «Α υτό δεν δεν εί είναι ναιαλήθει λήθεια». α». «Ε ντι ντιμ ότα τε!» Η Ά λβαρε λβα ρεζ ζ πλησ πλη σ ίασ ε βιασ τικά. κά . «Ε « Ε ντι ντιμ ότα τε, η κατ κα τηγορούμε γορούμ ενη ήρθε σήμε ήμ ερα στ σ την ακρόασ ακρόαση. Γ νώ ριζε τη σ οβαρ οβαρότ ότη η τα τω ν κατ κα τηγορι ορ ιώ ν, ω σ τόσο όσ ο ήρθε ήρθε σ το δικασ καστήρι ήριο. Ε ίμ αι σ ίγουρη πω ς η κυρία Λ αμπ αμ π θα θα συμμ συμ μ ορφω ορφ ω θεί θεί με κάθε κά θε όρο όρο που θα θέσε θέσετ τε. Θ α μπορε μπ ορεί ί να πα π α ρου ρο υσ ιά ζετα ι σ το ασ τυνομι υνομ ικό τμ ή μ α της της περιοχής οχής τη ς σε χρόνους χρόνους που εσ είς θα ορίσετε. Θ α συνε σ υνεχί χίσ ει να διαμ ένει νει στη διεύθυνση κατοικίας της». «Α κούσ κούστ τε», είπε ο δικασ κα σ τής κουνώ ου νώ ντα ντα ς το κεφ κεφ άλιτου άλιτου,, «δεν «δεν εί είναι δουλει δουλειά μ ου να να σ ας κάν κά νω μαθήματ αθήμ ατα, α, αλλά αλλά πρόκ πρ όκε ειτα ι για σοβαρό αδίκημα». κημ α». Έ δει δειξε προς τη ν κατε κατεύθυνσ ύθυνσ η τη ς Λ αμπ. «Κ ι έχει καταδικαστεί στο παρελθόν». «Ν αι, ω σ τόσο όσ ο αυτό δεν δεν έχει χει σχέσ η με τις πα ρούσ ρο ύσε ες κατηγορί γορίες». τη διάρκεια τη τη ς π ο ινή ς.» ς. » είπε, περιμ ένοντα νοντας από την « νω ζ ε τη
Ά λβαρεζ λβαρεζ να υποχω υποχω ρήσ ρή σ ει. «Γν «Γ νω ρίζει τη ν ποινή που θα πρέπε πρέπει ι να εκτί κτίσ ει, σε περί περίπτω σ η που βρεθε βρεθεί ένοχη, ο πότε...» ε... » Ο δικασ κα στής σ ημ είω σ ε κά κά τι σ τα πρα πρ ακτικά, ψ ιθύρι θύρισ ε κ ά τι σ τον κλητ λητήρα κ ι έπειτα έσ τρεψε ρεψ ε το βλέμ βλέμ μ α το του προς προς τη ν αίθουσα θουσ α. «Γ ι’ αυτό, λέω λέω όχι». Κ οίταξε τη Λ αμπ. «Κ αμί αμ ία από από τις προϋ πρ οϋπ ποθέσ οθέσει εις που είσ τε διατεθει θειμ ένη να προτεί οτείνετ νετε δεν δεν αρκε αρκεί. Κ υρί υρία Λ αμπ, σας παρα αρακαλώ καλώ σ η κω θείτε». Ε κείνη υπ υ πά κουσ ε με μι μισ όκλει όκ λεισ τα μά μ άτια, μ ασ ώ ντα ντας τη ν τσ ίχλα κα κα ι νιώ θοντ θο ντα α ς το μίσος να φ ουντώ υντώ νει νειμ έσ α της της.. «Σ ας είπα ότι δεν δεν μπορώ να ασχ ασ χοληθώ με τη ν υπόθε υπόθεσ σ ή σας σήμε σή μερα, ρα, κ α ι εξαιτίας τη ς φ ύσης ύσ ης τη ς και κα ι τω ν μαρτ μ αρτύρω ύρω ν, οι οποί οπ οίοι μ πορε πο ρείνα ίνα κλη κληθούν, θούν, πισ πισ τεύω ό τι θα ή τα ν προτ προτιμ ότε ότερο να μ εταβιβάσ βά σ ω τη δίκη σ την αρ αρμ οδι οδιότητα ότητα ενός πιο κα κατάλλη λληλου λου δικασ κα σ τηρίου, ου, όπου όπ ου θα μ πορο πορούν ύν να πα ρουσ ρο υσι ια σ τούν τα τα σ τοιχε οιχεί ία κα κ α ι σε βίντε ντεο, με αντι ντιλαμ λαμ βάνεσ νεσ τε;» Δ εν περίμενε τη απάντ πά ντη ησ ή τη της. «Σ το μ εταξύ, επειδή διαισθάνομ θά νομα αι τη ν πι πιθανότητα θα νότητα να μην παρ πα ρουσ ου σ ιασ τείτε στ στο δικασ καστήρι ήριο, θα πρέ πρέπεινα πεινα σ ας θέσω θέσω υπό υπ ό κρά κράτηση. Σ ε μία εβδο εβδομ μάδα θα επισ τρέψ ετε γι για ακρό α κρόασ αση η - την τη ν τρί τρίτη του μ η νός νός- οπότε θα θα εξετά σ ουμ ουμ ε ξανά ανά τη ν υπόθε υπόθεσ σ η. Ε υχα υχαρισ τώ ». Σ τράφ ρά φ ηκε σ τον κλητ κλητήρα καια κα ιαν νασή ασ ή κω σ ε τα φ ρύδ ρύδια του. «Ν α συν σ υνε εχίσ ουμε, ουμε, παρακαλώ παρα καλώ ».
Ε ίχε έρθε έρθειτ ιτο ο πρω ί. Τ α χέρια τη τη ς ή τα ν αδύναμ αδύναμα α κα κ α ισ τον χώ ρο υπή υπήρχε μια πα παράξε ράξενη νη αίσθηση, θησ η, λες λες κ α ι το δω μ άτιο είχε χω ρισ ρισ τεί σ τα δύο. δύο. Τ ο βράδυ, η Σ τρου ρουμ φ ίτα είχε κά νει νει εμ ετό που πο υ έμ οιαζε με σβό σβ όλους λους καφ κα φ έ κα ι ότα ν η Μ πενεντ νεντί ίκτε κτε εί είδε τα άψ υχα μ άτια τη τη ς κ α ι τα ξερα ξεραμ μένα φ λέγμα λέγματ τα στ σ το σ τόμα όμ α τη της, ήξερε τι θα συνέ σ υνέβ βαινε. νε. Α γκάλι κάλιασε ασ ε το σ κυλί κυλί κ ι έφ ερε τα χείλη τη τη ς κ οντά ντά σ το αφ τί της. ης. «Λ υπά υπάμ αι, Σ τρουμ ρουμφ φ ίτα μου». Η Μ πενεντ νεντίκτε είχε βρε βρειτη Σ τρου ρο υμ φ ίτα πριν από δώ δεκα χρόνι χρόνια,
ότα ν ή τα ν κου κο υτά βι, σε μια μάντρα ντρα για αδέσπ δέσποτα. Τ ην είχε φ έρει ρει σ πίτι, κρα τώ ντα ντα ς τη ν απ α πό ένα ένα κό κόκκινο λουρί λουρί. Ε κείνη τριγύρι γύριζε παιχνι χνιδιάρικα γύρω από του το υς ασ τραγάλο γάλου υς της, ενώ περίμ εναν ναν στη σ τάση άσ η του λεω λεω φ ορεί ορείου, κουνώ ντα ντα ς τη ν ουρά ουρά τη τη ς με ενθουσι θουσ ιασ μό κα κ αι γρατ γρα τσ ουνώ ντα ντα ς το πεζοδρόμ οδρόμι ιο με τα νύ νύχια τη της. Η Σ τρουμ ρο υμφ φ ίτα έφ ερνε το χάος χάος κάθε κά θε φ ορά πο που έβαζα ν μπο μπουγάδα υγάδα.. Κ άλτσες άλτσες εξαφανί ξαφ ανίζονταν. ονταν. Τ ης άρεσ άρεσ ε να κολυ κ ολυμ μ πάε πά ει με τον Τζ Τ ζος, ος, κάθε κά θε φ ορά που πήγ πή γαιναν στη στην Κ ορνουά ορνουάλη λη,, κα ι μιας που που δεν δεν γνώ ριζαν πότ πό τε ακρι ακ ριβώ ς γεννήθη ννήθηκε, κε, η μέρα το του Α γίου Β αλεντ λεντίνου έγινε η επίσ ημ η μέρα τω ν γε γενεθλ νεθλί ίω ν της. Τ ώ ρα, ρα , ω σ τόσο, όσ ο, η αναπνο απ νοή ή τη ς μ ύριζε αμμ αμ μ ω νία κι κ ι έβγαινε με κόπο κόπο από τα σ κασ κα σ μ ένα χεί χείλη της. ης. «Σ ε αγαπάω , Σ τρουμφ ρουμ φ ίτα μου». μ ου». Ξ άπλω σε δίπλα πλα στο στο σκυλί σκ υλί κι έφ ερε το πρόσ πρόσω ω πό τη ς πάνω πάνω σ το απαλό παλό κεφ κεφ άλι της, ης, μυρίζοντα οντας τη γνώ ριμ η οσμ οσ μ ή τη ς γούνα γούνας ς κα ι νιώ θοντας οντας τις τρίχες χες τη ς να τη γαργαλάνε ργαλάνε κ α ι τα μ άτια τη τη ς να τρεμ ρεμ οπα οπαίζουν. ουν. Φ ίλησ λησε το σ κυλί κυ λίκά κάτ τω από το αφτ αφ τί, σ το σ ημ είο όπο όπ ου το δέρμ δέρμα α τη τη ς ή τα ν απαλό, απα λό, κ α ι η Σ τρουμφ ρουμ φ ίτα αναστ ανασ τέναξε. αξε. Σ ή κω σ ε τη ν ουρά τη τη ς και κα ι ακούμ ακ ούμπη πησ σ ε το το πόδιτη ς Μ π ενεντ νεντί ίκτε. ν
κ ι
τ ο
ν
ς
υ
κ ά
ρ
ρ χ ε ι
ν ε
,
γ ο
ο
έ ψ
σ
ς
ν α
λ η
ρ ο
ά
κ ι
σ
,
ν
ο
χ ίσ ίσ ε ι
τ έ λ
,
ς
ο
ο
κ ι
κ α
ν
κ ό
θ α
σ
ν ικ ικ ή
ι
ε ις ις
,
ν α
ε ις ις .. .. .
Μ ισό λεπτό λεπτό αργότ αργότε ερα, ότα όταν σ ήκω ήκ ω σ ε το κε κεφ άλιτ λι της, ης, η Στ Σ τρουμφ ρουμ φ ίτα είχε πάψ εινα αναπ ναπνέει νέει.
Ο Κ άφε άφ ερισηκ ρισ ηκώ ώ θηκε θηκ ε νω ρίς, έχοντ χοντα ς σ το μυαλό του του τον Ά λεκ λεκ Π ιτς. Η Ρ εμ πέκ α κοι κ οιμ ότα ότα ν δί δίπλα του, ου , με το χέρι τη ς κάτ κά τω από το το κεφ κεφ άλι του. Έ μ εινε να παρα πα ρατ τηρείτο ρείτο νερα νεραϊ ϊδένι δένιο τη τη ς πρόσ πρ όσω ω πο, πο , καθώ ς ανέπνε νέπνεε ε αργά αργά κ α ι ήρεμα ήρεμα,, αναλογ ναλογιζόμε όμ ενος το προη πρ οηγ γούμε ούμ ενο βράδυ, βράδυ, και κα ι αναρω τήθηκε θηκε αν έπρεπε έπρεπε να τη ν ξυπνήσε ξυπνήσ ει για να κάνουν κά νουν ξαν ξανά ά έρω τα.
Α λλά λλά το πρόσ πρόσ ω πο το του Π ιτς εμ φ ανίσ τηκε απρόσ απ ρόσκλη κλητ το στ σ τη σκέ σ κέψ ψ η του και κα ι ότα ότα ν κατ κα τάλαβ άλ αβε ε πω ς δεν μπορούσ μ πορούσε ε να το ξεφ ορτω ορτω θεί θεί, σ ηκώ ηκ ώ θηκε από το κρεβάτ ρεβά τικα ικ α ιπήγε πή γε σ το μπάν πάνιο. Κ άτι άτι τρομε ρομ ερό είχε σ υμβ υμ βεί σ το νούμ νούμε ερο τριάντα ντα το του Ν τόνεγ όνεγκαλ κα λ Κ ρέσ ρέσεντ κα ι είχε αρχί αρχίσ ει να σ κέφτ κέφ τετα ι πω ς ο Ά λεκ λεκ ήτ ή τα ν το κυρί κυρίω ς θύμα. Η σ κέψ κέψ η τον κυνηγούσ κυ νηγούσε ε καθώ κα θώ ς έκανε κα νε ντους ντους,, ή πιε καφ κα φ έ και κα ι σ ιδέρω δέρω νε το πουκ πο υκά άμ ισ ο. Η Ρ εμ πέκα κοι κ οιμ ότα ότα ν ακόμ ακόμα α ότα ότα ν έφ υγε υγε. Δ εν ήθελε ήθελε να τη τη ν ξυπνήσ ξυπνή σ εικα εικ α ι μ ετάνιω σ ε που δεν δεν τη φ ίλησε προτ προ τού φ ύγει ύγει για το Σ ράι ρά ιβμου βμ ουρ, ρ, αλλά μόλι μ όλις εμ φ ανίσ τηκε στ στην αίθουσ θουσ α σ υσκέ υσκ έψ εω ν, ο Ά λεκ ήτα ήτα ν το μόνο μόνο πρόσω πρόσ ω πο που μπορούσε μπ ορούσε να σκεφτεί. Δ ιάβασε τι τις χθεσινές νές αναφ ναφ ορέ ορ ές τω ν αρχιφ υλά υλάκω ν κ ι έθεσ έθεσ ε τις παρα πα ραμ μ έτρους ρους τη ς σ ημε ημ ερινής έρευνας ρευνας.. «Τ ηλεφω λεφ ω νήστ νήσ τε μου μου για οτιδήπ δή ποτε προκ πρ οκύψ ύψ ει, εντά ντάξει ξει; Τ ο επαναλ πα ναλα αμ βάνω βά νω , για ο ιδ ι δ ή ο ε ». Α φ ού έφ υγαν, υγαν, ζήτησε ησ ε από τη ν Κ ριότος ότος να το του φ έρει ρει το ποι ποινικό μ ητρώ ο του του Π ιτς. Ε κείνη το είχε σ τα χέρι χέρια τη τη ς μέχρι τις έντ έντεκα. εκα . «Ε ίσ αι έτοιμ ος;» ος;» Κ άθισε σ το γραφε γραφ είο, έχοντα χοντα ς τον φάκ φάκε ελο σ τα γόνατ γόνα τά της. Τ ο δέρμ δέρμα α τη τη ς έμ οια ζε αψ αψ εγάδιασ το εκείνο το πρω ί, καθώ κα θώ ς ο ήλι ήλιος έπεφτ πεφ τε πάνω του. ου . Τ ον έκα έκανε νε να αισ θάνε θά νετ ταιακόμ κό μη πιο κουρα κουρασ σμ ένος. νος. «Β ρήκα ρή κα ποι πο ιος ή τα ν το θύμα θύμ α τη τη ς σ εξουαλικής κή ς κακοπ κα κοποί οίησ ης». ης». «Π οιος;» ος;» «Η Κ άρμε άρμελ Ρ ίγκαν. κα ν. Η γυναί υνα ίκα του. ου. Δ ύο μέρε μέρες ς πριν από απ ό τα τα δέκα δέκατ τα τρίτ ρίτα γενέ γενέθλι θλιά τη ς κ ι α υτός ή τα ν δεκα δεκαε εννι ννιά. Ο πατέρας ρα ς τη ς δεν δεν ενθουσιάστ άσ τηκε, ηκε, φ υσικά, και κα ι κάρφ ω σε τον Π ιτς. Έ μ ειναν μαζ μ αζί ί ως ζευγάρ υγάρι ι, ακόμ κόμ η κι κ ι όταν αυτ αυ τός βρισ κότα κόταν σ τη φυλακ φ υλακή ή. Κ αι κ ά τι άλλο». «Ω χ, έχεικ χεικι ι άλλο;» «Η Κ ουίν έχε έχει ι τα πρώ πρ ώ τα αποτε οτελέσ λέσ μ ατα από τη ν έρε έρευνα υνα στ σ τη σ οφί οφ ίτα».
«Κ αι;» «Δ εν ταιριάζουν με το γενετι γενετικό προφ πρ οφί ίλ του του Π ιτς». «Μ άλισ τα, κ ι εγώ αυτό περίμ ενα ότ ό τι θα πει πεις». Ο Κ άφε άφ εριέ ριέπλε πλεξε τα δάχτυλά δάχτυλά του κ α ι κούνη κο ύνησ σ ε το το κεφά κεφ άλι του δεξι δεξιά-α ά-αρισ τερά, ρά, για να ξεπια σ τεί τεί ο σ βέρκος του. «Π ου να πάρει», είπε έπ έπ ειτα από λίγο, ξύνοντ ύνοντας τον σβέ σ βέρκο ρκο του. του. «Π ου να να με πάρε πά ρει ι και κα ι να με σ ηκώ σ ει, Μ έριλιν. Δ εν το πισ πισ τεύω αυτό που πο υ σ υμβα υμ βαί ίνει νει. Ό λα έχου έχουν ν έρθει ρθει τα πάν πάνω κάτω κάτω ». «Τ ο ξέρω ξέρω . Υ πάρχουν κ ι άλλα» άλλα».. «Τ ι άλλα;» «Τ α τεσ τεσ τ DNA για το ποιος βίασ ε τον τον Ρό Ρ όρι...» «Ω χ», βόγκηξ βόγκηξε ε. «Μ η μου π εις εις. » «Ε ίναι ναι ίδια με τη ν προη προηγούμ γούμε ενη φ ορά. Α κρι κριβώ ς τα ίδια. Ε ίναι ο Ά λεκ λεκ Π ιτς».
Ό τα ν η Σ ούνε ού νες ς εμ φ ανίσ τηκε ηκ ε σ την α ίθουσα θουσ α συσ σ υσκέ κέψ ψ εω ν, ο Κ άφε άφ εριτην ριτην περί περίμενε σ την πόρτ πόρτα α κα κ α ι μ ελετ λετούσε ούσ ε εδώ κα ι ώ ρα το το αδιανόητο. νόητο. «Π ρέπεινα ρέπεινα μιλήσουμ λήσ ουμε ε με τον Ά λεκ λεκ Π ιτς. Ν ομί ομ ίζω ό τι ξέρω τισ υνέβη υνέβη.. Κ αινομ αινομί ίζω ότι πρέπ ρέπεινα έχουμ έχουμε ε μ αζί μας μας έναν αξιω μ ατικό Ε Σ Ε ». «ΕΣ «Ε Σ Ε ; Μ α αυτοί αυτοί ασχολ ασχολού ούν νταιμ ε.» ε. » «Μ ε θύματ θύμα τα σε σ εξουαλι ουα λικώ ν επιθέσ θέσ εω ν. Σ ω σ τά. Ε ρευν ρευνητ ητέ ές Σ εξουαλι ουα λικώ ν Ε πιθέσ θέσ εω ν».
Τ ο όνομα τη ς Τ ρέι ρέισ ι Λ αμπ αμ π βρισ κόταν κόταν στ σ τον πίνα κα υπο υ ποδοχής δοχής στη στη φ υλακή υλακή Χ όλο όλογουεϊ. Ε ίχε επίσ κεψ η σ τις δύο το το απόγε πόγευμ υμα α. Σ τη μία κα ι σ αρά αρ άντα πέντε ντε τη τη μετέφ εραν ρα ν μα μ αζί με τα άλλα κορ κ ορί ίτσ ια σ το κελί κελί, το οπο οποί ίο απο α ποκα καλούσ λούσα αν ακόμη κόμ η «Μ ουνόκε ουνόκελο» λο»,, ονομασ ονομασί ία που δεν δεν είχε
αλλάξε λλά ξει ιαπό την την τελευτα ελευταία φ ορά που πο υ βρισ κόταν εκε εκεί ί. «Θ α πα πα ς σ το δω μ άτιο νούμε νούμ ερο ένα». α». Ν αι, ή τα ν λογι λογικό. Τ ο δω μ άτιο ένα είχε τηλεόρασ λεόρα ση, σ την οπ οποία προβ ροβάλλοντ λλοντα αν τα σ τοιχεί χεία σε μορφή μορφ ή βίντε ντεο κα κ α ι βρι βρ ισ κότ κό ταν κοντά ντά σ τον χώ ρο τω τω ν σ ω φ ρονισ τικώ ν υπαλλήλω ν, ώ σ τε να έχουν τη ν προσοχή το υς στραμμ ραμ μένη πάνω της. ης. «Ο ρίσ τε το κ ο υ τί σ ου». ου». Η Λ αμ π έσ έσφ ιξε τα χεί χείλη, λη, σ άλιω σε τα δάχτ δά χτυ υλά της της κ ι έσβ έσβησ ε το τσ ιγάρ γάρο της, ρίχνοντά χνοντάς το σ το κ ο υ τί για να το κα πνίσ ει αργότε αργότερα. «Κ αι τα υπόλο υπ όλοι ιπα πράγ πρά γμ ατα» ατα»,, είπε η δεσ δεσ μοφ μοφ ύλακας ύλακα ς, κου κ ουνώ νώ ντα ντα ς το κουτί κ ουτί. Η Λ αμπ αμ π έψ αξε υπά κουα σ την τσ τσ έπη τη ς μ πλούζας πλούζας τη ς για τα υπ υπόλο όλοιπα τσ ιγάρα γάρα τη της. Ε ίχε μια μικρή ποσ ότη τα καπνού νού - δικα ιούντ ού ντα α ν επί επίδομ δομ α τριάντα ντα λιρώ ν τη ν εβδομ εβδο μάδα, δα, με το οποίο θα αγόρ α γόρα αζε είδη υγι υγιεινής νή ς καικαπνό. ρ ία ία χ ιλ ιλ ι α ς λί ν μέσα α ό α χέ α σου. «Έ λα, πέρνα πέρνα στο στο νούμ νούμε ερο ένα». Τ ην οδήγησ οδήγησα αν έξ έξω από το κε κ ελίκ λί κ α ι διέσ χισαν τον διάδρομ άδρομο με το γυάλι γυάλινο διαχω ρισ τικό, ο οπ οποίος κατέλη γε σ το δω δω μ ά τιο όπου τη την περί περίμεν μενε η Κ έλι Ά λβαρεζ λβαρεζ, με διάφορα άφ ορα έγ έγγραφα ραφ α απλω απλω μ ένα πάνω στο στο τραπέζι. «Γ εια σ ου, ου, Τ ρέ ρέισι». « Τ ι θέλεις;» «Θ έλω να κανονί νονίσ ουμ ε μερικές τελευταί ελευταίες λεπτο λεπτομ έρειες σ χετ χετικά με τη ν εγγύησ ύη σ ή σου σο υ τη τη ν επόμ επόμε ενη εβδομά βδομ άδα - αυτή υτή τη φ ορά θέ θέλω να είμ ασ τε έτοιμ ες. Θ έλω να έχουμ χου μ ε έτ έτοιμ η μια προσ προσφ φ ορά ορά». Π ερίμενε με ανυπομ νυπομο ονησ νησ ία τη ν απά α πάντ ντη ησ η τη ς πελάτ πελάτισ σ άς της. ης. Η Τ ρέισ ι κάθι κά θισ ε απ απέναντ ναντί ί της. ης. «Δ εν μου μ ου είπες ό τι υπή υπήρχε πιθαν θα νότη ότη τα να να μη με μ ε αφ ήσουν ήσ ουν σήμε σή μερα» ρα»,, κάγ κά γχασε ασ ε. «Τ ο ξέρω ξέρω , το ξέρω κα ιλυπά λυπάμ μ αιγι ιγι’ αυτό, Τ ρέι ρέισι». «Δ εν θα θα εμ εμ φ α νιζόμο όμ ουν αν α ν ήξερα ήξερα πω ς θα συ σ υνέβ νέβαινε κά τι τέτο έτοιο». «Τ ρέισι, ο συγκ σ υγκε εκριμ ένος δικαστής έχει τη φ ήμη ήμ η το του αυστ υσ τηρού. ρού.
Μ ίλησ λησα με τον ει εισ αγγε γγελέα κα κα ι μου είπε ότ ό τι ούτε εκ εκείνος νος το περίμ ενε». νε». Χ αμ ογέλα ογέλασ σ ε ανόρεχτ νόρεχτα, α ποκα οκ αλύπτ ύπ τοντα ντας τα κιτρινισ μένα δόντ δόντια της της.. «Α λλά λλά θα θα κάνουμε κάνουμ ε και κα ι πάλι αίτηση ησ η τη ν επόμ επόμε ενη εβδομά βδομ άδα κα κ α ιτό ιτό τε δεν δεν νομί ομ ίζω να υπά υπάρξε ρξει ικάπο κά ποι ιο πρόβλη πρό βλημ μ α ». «Έ τσ ι λες;» Σ ή κω σ ε το κεφ κεφ άλιτ άλι τη ς κ α ι παρατ παρα τήρησ ήρη σ ε τη ν Ά λβαρεζ λβαρεζ. Σ ε μί μία εβδομ εβδομ άδα ο Σ τίβεν ίσ ω ς να μην ή τα ν ζω ζω ντα ντανός, νός, αν δεν δεν κατ κα τάφ ερνε να απε απ ελευθε λευθερω ρω θεί θεί από από τα δεσ δεσ μ ά του του.. Ε ά ρ ες - λ ες ρει
ερι
ερο ; Τι
ά
θα
κ
ν ε ις ις
ε ένα ν
ν εκ ρ ό
σ
ο
χό σ
;
Π όσο όσ ο νερό νερό κα ι τροφή ροφ ή είχε μα μ αζί του; Ε ίχε τις Κ όκα Κ όλες όλες κ α ι τις σ οκο οκ ολάτ λά τες που πο υ το του είχε φ έρεικ ρεικα α ι λίγο νερό νερό σ το μ πουκά υκ άλικ λι κάτω από από τον νερ νεροχύτη οχύτη . «Κ αιπ αιπώ ς είσ α ιτόσ ιτόσο ο σ ίγουρη;» «Ε πει πειδή έχω πληροφ πλη ροφορί ορίες από μέσα». α». Τ ης έκλεισ ε το μάτι άτι. «Ο σ ημε ημ ερινός δικασ τής θα βρίσ ρίσ κεται σε διακοπές οπ ές τη ν άλλη άλλη εβδομά δομ άδα και κά ποιος άλλος θα σε ακροα κροασ στεί. Δ εν θα υπάρ υπά ρξει ξει κάπ οιο πρόβλημ πρόβλημα, α, σου το το υπόσ υπόσ χομα ομ αι». Η Λ αμ π κα τένευσ νευσε ε σ κεφ κεφ τική. κή . Σ υνηθισ μένη να έχει χει τα μ άτια τη της δεκ δεκατέσ σ ερα κά κ άθε σ τιγμή, γμή, είχε ένα προα π ροαί ίσθημα θημ α πω ς η Κ έλιΆ λι Ά λβαρεζ λβαρεζ δεν δεν έκανε κα νε για δικηγόρος κηγόρος.. Μ πορο πορούσ ύσε ε να κα κ α τα λάβ λά βει πω ς η Ά λβαρεζ λβαρεζ ή τα ν μι μ ια ιδεολ δεολόγο όγος ς που πο υ ήθελε να ικα νοποι νοπ οιή ή σ ειτ ειτο υ ς πελάτ πελά τες τη ς κα ι ήξερε ήξερε πώ ς να εκ εκμ ετα λλευτ λλευτε εί α υτό υτό το το ελάτ λά ττω μ ά της της.. «Α νακάλυψ ες πώ ς με εντόπ ντόπι ισ αν;» «Έ χουν ου ν ένα βί β ίντε ντεό σ ου». ου». «Μ όνο όνο ένα;» «Μ ονάχα ονάχα αυτ α υτό ό εδώ ». Κ ράτησ ράτησε ε τη βιντε ντεοκα οκ α σ έτα μ προστ προσ τά της της.. «Θ έλεις να το δει δεις;» «Ό χι». Α νακάθι ακάθισε στη στην καρέκλα κα ρέκλα της της.. « Τ ι με δεί δείχνε χνεινα κάνω κά νω ;» «Φ α ίνεσ α ι...» ...» Η Ά λβαρεζ λβαρεζ έβηξ βηξε, καλύπ κα λύπτ τοντα ντα ς το σ τόμα όμ α τη τη ς με τη γροθι γροθιά τη της. «Φ αίνεσ νεσ αινα κακοποιείς σ εξο εξουαλι υα λικά ένα μικρό παι πα ιδί». «Τ ο έχεις δει;» «Ν αι».
«Κ αι; Π ού βρι β ρισ κόμασ κόμ αστ τε; Τ ι φ οράω ;» «Β ρίσ κεσ κεσ αιπάνω πάνω σ ε ένα κρε κρεβάτ βά τι». «Μ ε σ εντόνι ντόνια λεοπάρ;» λεοπάρ;» «Α κρι κριβώ ς. Τ ο είχαν σ την κατ κα τοχή τους εδώ κ α ι χρόνια». Η Ά λβα λβαρεζ έγει γειρε το κεφ άλιτ λιτη ς σ το πλάι πλάι, κοιτάζοντάς ζοντάς τη σ υμπ υμ πονετ νετικά . «Π ισ τεύω ό τικά ποια μέρα θα συνέ σ υνέβ βαινε, νε, Τ ρέι ρέισι. Τ ο καλό κα λό είναι να ι πω ς το βίντε ντεο είναι ναι παλι πα λιό. Δ εν έχο έχουν υν κά κ ά τι πιο πρόσ ρόσφ ατο κα κ α ι ο ι ένορ νορκοι θα πε πεισ τούν πω π ω ς έχει χεις αφ ήσ ειτο ιτο παρε πα ρελθόν λθόν πίσω σ ου». ου» . «Δ εν υπάρχει χειάλλο υλι υ λικό από το ίντε ντερνετ ρνετ;» «Ε μ ...» ...» Η Ά λβαρεζ λβαρεζ κατ κα τάλαβε λα βε προς τα πού πήγ πή γαινε η συν σ υνομ ομι ιλία τους ους. «Ό χι», είπε επιφ υλα υλακτικά. κά . «Α υτό υτό το το βίντε ντεο είναι ναι το μόνο σ τοιχεί χείο για την την ώ ρα». ρα ». «Ε ντά ντάξει ξει». Υ ρ χ ο υ ν λ λ α τ σ σ ε ρ α ν τ ο σ η σ υ λ λ ο γ ή υ ύλ . Ο Κ άφερ άφερι θα τα ο Π ν τ ρ έ κ ι —κ α ι ο δ ι δ ι υ α ό υ λ ι ό υ είχε ήδη ήδη παρα πα ραδώ δώ σ ει σ την αστ ασ τυνομί υνομ ία, αν συνε σ υνεργαζότ ργαζότα αν μα μ α ζί τους. ους. Η Λ αμπ αμ π έτ έτριψ ε το πρόσω πρόσ ω πό τη ς και κα ι κοί κο ίτα ξε προς το δω μ άτι άτιο τω ν σ ω φ ρονισ τικώ ν υπαλλήλω ν. «Μ άλισ τα». Έ γειρε μπροσ μ προστ τά και κα ι χαμή χαμ ήλω σ ε τον τόνο τη ς φ ω νής της. ης. «Σ ε ρώ τησ α γι’ αυτόν τον επιθεω θεω ρητ ρη τή Κ άφε άφ ερι». «Ν αι», είπ ε η Ά λβαρεζ λβαρεζ, χαρούμ αρο ύμε ενη που άλλαζαν άλλαζαν θέμα θέμα.. «Ρ «Ρ ώ τη σ α τη ν ει εισ αγγε γγελία κα κ α ι μου είπαν πω πω ς δεν δεν έχου έχουν ν ακ α κούσε ύσ ειτο όνομ όνομ ά του» ου ». «Ε ίσ αι σ ίγουρη;» «Ε κατ κα τό τοις εκατό. Ρ ώ τη σ α τρι τριγύρω κα ι μου είπαν ό τι είναι τοποθε οπ οθετ τη μ ένος σε άλλο άλλο τμ τμ ήμ α και κα ι δεν δεν έχε έχει ι να κά κά νει νει τίπ οτα με τη Μ ονάδα Δ ίω ξης Π αιδερα δερασ σ τώ ν, ούτ ού τε με τη ν έρε έρευνά υνά σου. σου. Γ ιατί ατί; Τ ι σ κέφτ κέφ τεσαι;» «Τ ίποτ πο τα ». Ω σ τόσο, όσ ο, έλεγ λεγε ψ έμ ατα. ατα. Ο ι σ κέψ κέψ εις έτρεχ ρεχαν στο στο κεφ κεφ άλι της. Ή θελε θελε να πάρει ρει αυτά τα χρήμ ρή ματα, όλο τη ς το είναι να ι είχε ανάγκη να τα αποκτ οκ τήσ ει. «Π ισ τεύει εύεις ότι θα είμ αι ελεύθε λεύθερη ρη τη ν επ επόμε όμ ενη εβδομάδα;»
«Ω , ναι ναι, σου το το
γ υ ώ
μ
».
30
Δ εν πήρε πήρε πολλή πολλή ώ ρα σ τον Κ άφε άφ ερι για να να κα κ α τα λάβε λά βει ι πω ς η Κ άρμελ άρμελ Π ιτς ακολουθο ολο υθούσ ύσε ε φα φ αρμακ ρμ ακε ευτι υτική αγω γή. Κ ατά ατά τη τη διάρκε άρκει ια τη της νύχτα νύχτας, ο Ά λεκ λεκ είχε μ εταφ ερθε ρθείσ ε ένα άλλο δω μ άτιο, σε διαφ ορε ορετική πτέ πτέρυγα, ρυγα, κ α ι η Κ άρμε άρμ ελ καθότα θότα ν στη στην άκρη το του κρε κρ εβατ βα τιού του, αφ αιρώ ντας με το κουτ κο υτά ά λι τα κρεμ κρεμ μ ύδια από απ ό τη σ ούπα ούπ α τη τη ς κ α ι τοποθετ θετώ ντα ντα ς τα σε μια χα χαρτοπ ρτοπε ετσ έτα. Ή τα ν κατ κα τάχλω μ η, σαν σαν κά ποιος να την τη ν εί είχε βά βά ψ ει με άσπρη άσπρη μ πογ πογιά. Ε ίχε ξύσε ξύσ ει το βερνίκι από τα νύχι νύ χια της, σ κορ κορπίζοντά ντάς το σ την μ πλούζα λούζα κ α ι το τζιν τη τη ς και ότα ότα ν ο Κ άφε άφ ερικα ρικ α ιη Σ ούνες ούνες εμ φ ανίσ τηκαν ηκ αν σ το δω μ άτι άτιο, ανασήκ ανασ ήκω ω σε τη μ ατιά τη της, αλλά δεν δεν το υς αναγνώ ρισ ε. Τ ους ους αγνόησ νόη σ ε κ α ι η προσοχ προσ οχή ή τη ς επέσ πέσ τρεψ ρεψ ε στη στη σ ούπα. ούπα . «Ά λεκ». λεκ». Η Σ ούνε ού νες ς κάθι κά θισ ε δίπλα το το υ σ το κρε κρ εβάτ βά τι. Ο Κ άφε άφ ερι έκλε κλεισ ε τη ν πόρ πόρτα κα κ α ι κατέβ α σ ε τα στόρια. «Ά λεκ» λεκ»,, επανέ πα νέλα λαβε βε χαμη χαμ ηλόφω λόφ ω να η Σ ούνε ούνες ς, «ξέρει «ξέρεις για τί βρι βρισ κόμ κόμ ασ τε εδώ ;» «Γι «Γ ια να με βασ βασ ανίσ ετε περισσ ότε ότερο;» ρο;» Φ ορούσ ορούσε ε ένα μαύρ μ αύρο ο κα κ αι ασ ημ ί κοντομ οντομά άνικο με σ ταμπα αμ παρι ρισ μένο το το πρόσ πρόσω ω πο του Έ λβις. Τ ρία μαξιλάρια στ σ τήριζαν τη ν πλάτη πλάτη του. ου . Ο ι φ αβορί βορ ίτες του ήταν κοντύ ντύτερες κα ι δίπλα του, του, σ το κο κομ οδίνο, είχε κολλή ολλήσ σ ει με σ ελοτ λο τέιπ μια παι παιδική ζω γραφ ραφ ιά. Ή τα ν μι μ ια ζω ζω γραφ ρα φ ιά το του Κ ένι από το South του Ρ όρι γραμμέ ραμ μέν νο στ σ τη γω νία του του φ ύλλο ύλλου. υ. «Δ εν Park, με το όνομα του μ πορεί πορείτε να μου κά νετ νετε άλλο άλλο κα κ ακό». ό» . Κ οίτα ξε τα μεγάλα χέρια του του με νυστ νυσ ταγμένο γμένο βλέμμ βλέμμα. α. «Ό χιπια. Κ άντε άντε αυτό υτό που που πρέ π ρέπε πει ι».
«Λ υπόμ υπό μ αστ ασ τε», είπε ο Κ άφε άφ ερι και κα ι κάθι κά θισ ε σ την άλλ άλλη πλευρά πλευρά του του κρε κρεβατ βα τιού, ού , α πέναντ ναντι ι από τη Σ ούνες κα ι έχοντα χοντα ς σ υναίσθησ θησ η τη της οικειότη τα ς που ανέπ νέπτυσ σ αν με με τον Π ιτς. «Ε ίμ α σ τε εδώ για να πούμε πόσο λυπόμα λυπόμαστ στε ε -πόσ -π όσ ο λυπάμαι λυπάμ αι-, ω σ τόσο υπάρχε υπάρχει ακόμα κ ά τι που που δεν δεν μας μα ς λες λες, Ά λεκ. λεκ. Κ άτι σ υνέβ υνέβη σ το σ πίτ πίτι σ ας...» ...» Κ αθάρισε τον λαι λαιμό του. του. «Κ άτι άτι σ υνέ υνέβη προτ προ τού ο Ρ όρι απαχ απα χθεί θεί. Έ χουμε χουμ ε μία γενι γενική ιδέα δέα, αλλά θα ήθελα ήθελα να το το ακούσ κούσω ω από τα χείλη σ ου, επει επ ειδή .» Σ ταμ ά τησ ε. Η Κ άρμε άρμ ελ είχε π ετα ετα χτεί χτεί όρθια. Δ ίχω ς να π ει λέξ λέξη πέταξε σ το πά π ά τω μ α τη τη χαρτ χαρτοπε οπ ετσ έτα, σ ηκώ θηκε θηκ ε, φ όρεσ όρεσ ε τα ταλαι λα ιπω ρημ ρη μ ένα της τη ς αθλητ θλη τικά κ ι άρχισε να κά νει νει κύκλους στο δω μ άτιο, σ ιγοτρα γοτραγουδώ γουδώ ντα ντα ς τη μελω δία από α πό μια διαφήμ αφ ήμι ιση. ση . Έ παι πα ιρνε σ τα χέρι χέρια τη τη ς διάφ ορα ορα αντ α ντι ικείμ ενα ενα, τα οποία σ τη σ υνέχει νέχεια επέστ επέστρεφε ρεφ ε στη θέση θέση τους. Β λέποντ λέποντα ας τη ν έκφ έκφρασ ρασή ή τη ς ο Ά λεκ λεκ έκρυψ ε το πρόσ πρόσω ω πό του σ τις παλά πα λάμ μ ες του κ α ι κούνη κο ύνησ σ ε με θλί θλίψ η το κεφ κεφ άλιτου. Ο Κ άφε άφ ερι έγειρε μπροστ μπ ροστά ά και κα ι ψ ιθύρι θύρισ ε χαμηλόφω αμ ηλόφω να: «Λ υπάμαι υπάμα ι, Ά λεκ, λεκ, αν αυτό σε πληγώ λη γώ νει νει, αλλά πρέπ εινα γίνει νει». «Ν τα -ντα -ντα -ντα -ντα-ντα -ντα !» είπ ε τραγ ρα γουδισ τά η Κ άρμελ. άρμελ. Ο Κ άφε άφ ερι την κοίτα ξε κ α ι σ υνάντ υνάντη ησ ε το οργισμ ένο βλέμ βλέμ μ α της της.. «Ν τα-ντα ντα -ντα -νταντα!» «Κ άρμε άρμελ, αγ αγάπη μ ου», ου», είπ ε ο Π ιτς, «σε «σ ε παρα πα ρακα καλώ λώ , περίμ ενέ μας μας έξω ». Σ ιω πηλή κ ι εξοργι ξοργισμένη, έψ α ξε στ σ την τσ ά ντα ντα τη ς για τσ ιγάρα κ α ι αναπτή πτήρα, ρα, δίχω ς να αποτραβ οτρα β ή ξει ξει το βλέμ βλέμ μ α από α πό το ν Κ άφε άφερι, κα κ αι βγήκε βγήκε από από το το δω μάτιο, κλε κλείνοντα νοντας δυνατ δυνατά τη τη ν πόρτ πόρ τα πί πίσω της. ης. Τ ου πήρε ήρε μερικά δευτε δευτερόλεπτ ρό λεπτα α για να βγάλε γάλειτο απειλητ λη τικό τη ς πρόσ ρό σω πο από το το μυαλό του του.. Α νακάθισε και κα ι κοί κο ίτα ξε τη Σ ούνες ούνες που ανασή ανασ ή κω σ ε τους ου ς ώ μ ους της. ης. «Κ ύριε Π ιτς.» είπε και κα ι πάλι, απε απ ευθυνόμε υθυνόμ ενος σ τον άντ άντρα. « Ά λ εκ .» .»
Τ ο σ αγόνιτ γόνι του Π ιτς άρχισε να κινεί νείται, σ αν να ήθελε θελε να φ τύσ ει τη γλώ σ σ α του. του. Α πομάκ πομ άκρυνε ρυνε το πιάτο άτο με τη σ ούπα ούπ α κα κ α ι απέ απ έφ υγε υγε να απαντ πα ντή ήσ ει. «Κ αταλαβα λα βαί ίνουμε νουμ ε πώ ς αισθάνε σθάνεσ σαι. Έ χουμ ε μαζ μα ζί μας έναν εκπα κπ αιδευ δευμ ένο ένο ασ α σ τυνομι νομ ικό, έχει χει περάσ περάσ ει από σε σ εμινάρια για... ... για τέτοιου είδους περιστατικά». Ο Π ιτς έσ τρεψε ρεψ ε το κεφάλ κεφ άλι ι του σ τη Σ ούνε ούνες ς. «Γ ι’ αυτό ήρθατ ή ρθατε ε; Για να μου πείτε για την εκπαίδευσή σας;» Ο Κ άφερι άφερι αναστέ αναστέναξε αξε. «Κ αταλαβαί αταλαβαίνω πω ς σου είναι δύσκολο, ύσκολο, Ά λεκ». «Α , ναι;» Κ άρφω άρφ ω σε τα ψ υχρά υχρά το του μ άτι άτια στ σ τον Κ άφε άφερι. «Π ισ τεύει ύεις πραγμα γματικά πω ς κατ κα ταλαβ λαβαίνει νεις;» «Ν αι, πιστε στεύω π ω ς.» «Π ισ τεύεις πρά γμα γματι πω ς καταλαβ λα βαίνει νεις». Έ σ φ ιξε τις γροθι γροθιές του. «Γ αμημ ένε μ πάτσε άτσε, έρχεσ ρχεσ αι εδώ για να να μου πεις ό τι λα ν ε ι τι τι μου σ υνέβη υνέβη.. Δ εν έχει χεις ιδέα δέα τι π ερά ερ ά σ α μ ε.» ε.» «Α υτό πο που θέ θέλω να π ω .» « μ ! » είπ ε σ η κώ νοντα νοντα ς το δάχτυλό δάχτυλό του μ προσ προστ τά στ σ το πρόσω πρόσ ω πο του του Κ άφερ άφερι. «Ά φ ησέ ησ έ με να σου πω τι κατ κα τάλαβε άλα βες ς». Τ ο κεφά κεφ άλιτ λι του έτρεμε ρεμε κ α ι οι φ λέβες λέβες σ τον λαιμό το υ ή τα ν διογκω ογκω μένες νες. «Κ ι επειδή με αναγκά ναγκάζ ζεις να σου σ ου το το πω , ελπίζω κά ποια μέρα να με καταλάβει λά βεις πρα πραγματ γμα τικά. κά . Ε λπίζω κά ποια μέρα να σ υμβ υμ βείτο ίτο ίδιο κα ισ ’ εσ ένα. Ε λπίζω να νιώ σ εις έτσ ι κα ι κά ποιος να έρθει έρθει κα ι να σου σ ου λέε λέει πω ς σε κατ κα τα νοεί. ο τ δε δεν ανα α ναγκά γκάσ σ τηκες να βρε βρεθεί θείς μ προσ πρ οστ τά στο ίδιο δίλημμα μ’ εμένα, τ έ ». » . Έ π εσ ε πίσω σ τα μαξ μαξιλάρια, βαριανασα νασ αίνοντα νοντας. «Δ εν έχε έχει ις παι πα ιδιά, το βλέπ λέπω σ τα μ άτια σο σ ου». υ». Ο Κ άφε άφ ερι κοίτα ξε τη ζω γραφ ρα φ ιά που που είχε φ τιάξει ο Ρόρι Ρ όρι. Ή ξερε ξερε πω ς έπρε πρ επε να αισ θάνε θάνετ ται σ υμπ υμ πόνια για τον Ά λεκ λεκ Π ιτς, ήξερε πω ς έπρεπε να λυπ λυ πά ται με όλη το υ τη ν καρδι ρδιά γι γι’ αυτό που του σ υνέβ υνέβη, αλλά αι αισ θανότ θανότα αν πάλι πάλια αυτόν το ν γνώ γνώ ριμ ο θυμό να βρά βρά ζεισ το σ τήθος του, σαν κάπ κά ποιος να του είχε κά νει ένεσ νεσ η αδρε αδρεναλί ναλίνης κατευθεί θείαν
σ την καρδι καρδιά. Τ ο μόνο που π ου περίμ ενε μ ετά τη τη ν προσ ρο σπάθει θεια προσ προσέ έγγι γγισ ής του ήτ ή τα ν η αποδο α ποδοχή. χή. Π ροσπά ροσ πάθησ θησε ε ξανά. ανά. «Κ ύριε Π ιτς το το μόνο που...» «Σταμάτα». «Α πλώ ς θέλω θέλω .» « ε ν θέλω την κατανόησή σου». Ο Κ άφε άφ ερι σ ηκώ ηκ ώ θηκε θηκ ε όρθιος κ ι άρχι άρχισε να βημ βη μ α τίζει κ α τά . εξοργισμένος γύρω από το κρεβάτ εβά τι, κοιτά ζοντα ντα ς πα ρακλητ λη τικά τη τη Σ ούνε ούνες. «Π ροσπαθώ να βοηθήσ βοηθή σ ω », τη τη ς είπε χαμηλόφω αμ ηλόφω να. Ε κεί κείνη σ τράφ ρά φ ηκε προς προς το μέρος το υ κ ι έπιασ ε τον Κ άφε άφ εριαπ ρι από ό τον καρπό. καρ πό. «Ά σ ε με να ασχ ασ χοληθώ εγώ μ αζίτ αζίτου ου,, εντάξε ντάξει ι;» «Ό λος δικός σ ου». ου» . Ο Κ άφε άφ ερι κάθι κά θισ ε βαρι βαριά σε σε μια καρέ κα ρέκλα κλα στη γω νία. Δ εν ήθελε θελε να ασ χοληθε χοληθεί ξανά με με το ν Ά λεκ λεκ Π ιτς. Κ άθισε με τα πόδια απλω α πλω μ ένα μ προστ προσ τά το του κα κ α ι παρακ πα ρακολούθη ολούθησ σ ε τη σ κηνή με το κεφά κεφ άλια λιακουμ κο υμπ πισ μ ένο βαριεσ τημ ένα στ σ τις παλά πα λάμ μ ες του. ου . « Λ ο ιπ ό ν.» ν. » Η Σ ούνες ούνες έτριψ ε το μ έτω πό της της,, προσπα προσ παθώ θώ ντας να σ κεφτ κεφ τεί πώ ς να αρχί αρχίσει σει. «Ά λεκ, λεκ, πισ τεύουμε υμ ε πω ς ο ει εισ βολέ βολέα ας σε ανάγκασ νάγκασ ε να κά κ ά νει νεις κ ά τι σ τον Ρ ό ρ ι. » Σ ταμ ά τη σ ε για λίγο. Ο Π ιτς ανέπ νέπνεε βαρι βα ριά, κοιτάζοντ τάζοντα α ς εξο εξοργισμένος ένος τα χέρ χέρια το το υ. «Δ εν συνηθίζουμε να συναντάμε τέτοιες καταστάσεις, γι’ αυτό χρει χρειαζόμα όμ ασ τε τη βοήθε οή θει ιά σου σ ου κα ι μ πορού ορούμ μ ε να αρχί α ρχίσ ουμ ουμε με το τι έγινε». Τ α λόγι λόγια τη τη ς ακολούθησ ακ ολούθησε ε η σι σ ιω πή. πή . Ο Κ άφε άφ εριτ ρι το υς παρατ πα ρατηρούσ ηρούσε ε οργι οργισ μένος από τη γω νία του δω μ ατίου. ου. ν θ α κ α ρ ει ν α α
σ
ι
ί
ο
.
ν α ι
ο
μ α λ ά κ α
.
«Λ υπόμ υπ όμα α σ τε πραγ πρα γματ μα τικά, κά , αγαπ α γαπη η τέ μ ου». Έ πια σ ε το χέριτ ρι του κα και το έσ έσ φ ιξε. «Α λλά πρέπεινα πρέπεινα το το α κούσ ού σ ουμ ουμ ε από απ ό τα τα χείλη σου» σ ου».. Ο Π ιτς ξαφν αφ νικά έγε έγειρε προς προς τα πίσω το κεφάλ κεφ άλι ι του κ α ι δάκρυα δάκρυα γυάλι γυάλισαν στ στις άκρε κρες τω ν μ ατιώ ν του. ου . Γ ρήγ ρήγορα άρχισαν να αυλακ αυλ ακώ ώ νουν τα μ άγουλά άγουλά του. του. Π ήρε βαθιά ανάσα ανάσα.. «Δ εν έχει χει σημα ση μασί σία.
Έ τσ ι κ ι αλλιώ ς, είμ αι νεκρ νεκρός ός», », μουρμ ουρ μούρι ούρ ισε. «Ε ίμ αι νεκρό νεκρός ς, κι κ ι έτσ ι ό ,τι κ ι αν σας σα ς πω , λίγη ση σ ημασία έχε έχει ι. Ε ίμ αι νεκρό νεκρός ς. Ξ έρω ότι μ πορε ορείτε να με δεί δείτε». Σ ή κω σ ε το μ ω λω πισ μ ένο το του χέρι χέρικ κ α ι άγγιξε το σ τήθος του με τα ακροδά κροδάχ χτυλα. υλα . «Μ πορεί πο ρείτε να με δεί δείτε, εδώ , μπορείτε να δείτε τη σάρκα μου, αλλά δεν είμαι δεν δεν βρίσκομ κομ αι πραγ πρα γμ ατι ατικά εδώ εδώ ». Π ατί ατίκω σ ε τα δάκρυα με τη ν παλάμη παλάμ η του, του, σαν σα ν να ήθελε ήθελε να ξαναμπούν ξαναμ πούν σ τα μ άτια του του.. «Ω , Θ εέ μου». μο υ». γ
,
Α φ ού τε τελεί λείω σ αν, ο Κ άφε άφ ερι κ α ι η Σ ούνες ούνες σ τάθηκα άθη καν ν έξω από την την πτέ πτέρυγα για να ηρε ηρ εμ ήσουν. ήσ ουν. Ή τα ν και κα ι ο ι δύο δύο κατ κα τάχλω μ οι. Ό τα ν ο Π ιτς τελικ ά αποφ άσ ισ ε να μιλήσ λήσει, τους είπε τη ν ω μή αλήθε λήθει ια: την έφ ερε μ προσ πρ οστ τά τους ους, αυτό το το άσχημο, μιαρό πλάσ πλάσμ μα, τη τη ν αλήθε αλήθει ια, κα ι άνοιξε τη ν κοι κοιλιά της της μ προσ πρ οστ τά σ τα μ άτια του τους ς. Π αραδέ ρα δέχτ χτη ηκε τα τα πάντ πά ντα α - παραδέ πα ραδέχ χτηκε ηκ ε πω ς κάπο κά που υ βρίσ κοντ κονταν φω φ ω τογρα ογραφ φ ίες όσω όσ ω ν είχαν συ σ υμ βεί, πω ς είχε πει ψ έμ ατα ότι δεν δεν εί είχε δει ή α κούσ ει τον Ρ όρι, είπε πω πω ς δεν δεν ή τα ν αφ αφ υδατ υδα τω μ ένος επειδή εκείνος κα ι ο Ρόρ Ρ όρι ι είχαν χαν πι π ιειλί ει λίγο νερ νερό ό εκεί εκείνες τις τρει τρεις ημέρες, έρες, επει επειδή ο εισ βολέας έας είχε λόγο λόγο να το το υς κρα κρ α τή σ ει υγι υγιείς. Κ αι τελικά, κά , με σ κυφ τό κεφ κεφ άλι κ α ι δάκρυα δάκρυα να να τρέχ τρέχο ουν από απ ό τα τα μ άτια του του,, παρα πα ραδέ δέχτ χτη ηκε πω ς αναγκάσ ναγκάσ τηκε ηκ ε να κάνε κά νει ι το πιο φ ρικτό κτό πράγ πρά γμα που πο υ μ πορούσ πορ ούσε ε να φ αντα ντασ τεί. Ο Κ αλικάντ κά ντζ ζαρος ρος το ν απ α πείλησ λη σ ε πω ς θα έρι έριχνε τον Ρόρ Ρ όρι ι από το παρ π αράθυρο άθυρο του πρώ του ορόφ ορόφ ου σ την τσ ιμ εντέ ντένια βεράντ βεράντα α αν δεν το έκανε. Σ το τέλος έλος τη ς ομολογ λογίας, κ α ι οι τρεις τους του ς έτρεμαν. ρεμα ν. Ο Κ άφε άφ ερι σ υνει υνειδητ δητοποί πο ίη σ ε πόσα πόσ α λίγα φ αντα νταζότα ότα ν πω ς σ υνέβ υνέβ ησ α ν στ στο νούμε νούμ ερο τριάντα άντα του Ν τόνεγκα νεγκαλ λ Κ ρέσ ρέσ εντ. ντ. Α λλά λλά α κούγοντ κο ύγοντα α ς τα γεγ γεγονότα νότα από τον Ά λεκ λεκ Π ιτς, έχασε χασ ε τη φ ω νή του. ου . Ίσω Ίσ ω ς γι’ γι’ α υτόν το ν λόγο λόγο ο Π ιτς του είχε πει πει εκείνες τις ανοη νοησ ίες για τα μ άτια του - ίσ ω ς φ οβόταν πω ς ο Κ άφε άφ εριθα ριθα καταλ καταλάβ άβα α ινε τα ψ έμ ατά ατά του. του.
Κ ατέβηκα βη καν ν τι τις σ κάλε κά λες ς σ ιω πηλοί πη λοί. Η Σ ούνε ού νες ς πήρε πή ρε καφ κα φ έ κ α ιγια το τους δύο δύο από μια αυτ αυ τόμα όμ α τη καφ κα φ ετιέρα κι κ ι έπειτα βγήκαν βγήκα ν έξω , σ την αμ είλικτη λιακάδα. δα. Τ ο α υτοκί τοκ ίνητ νη το έβραζε, κ ι έτσ έτσ ι άνοιξαν τι τις πόρτες κα ι κάθι κά θισ αν σ τα κα κ αθίσ ματα, με τα πόδι πό δια σ την άσφ άσ φ αλτο, αλτο, πίνοντα νοντας με αργές γουλιές τον καφέ τους. «Λ οιπόν», πό ν», είπε η Σ ούνες νες έπ ειτα από αρκε ρκ ετή ώ ρα, κοι κο ιτάζοντα ντα ς το πρόσ πρόσω ω πό τη ς σ τον μεσ μεσαίο καθρέ κα θρέφ φ τη, βγάζοντ βγάζοντας ένα σ κουπ ουπιδάκι δά κι από τη ν άκρη άκρη του του μ ατιού τη της, «σ ε τι σ ημείο βρισ κόμ κόμ ασ τε;» Ο Κ άφε άφ ερι παρέ πα ρέμ μ εινε σ ιω πηλός πη λός.. Κ αθότ αθόταν με τα πόδι πό δια ανοι α νοιχτά χτά κα κ αι το υς αγκώ νες νες σ τα γόνατ όνα τα , κοι κο ιτάζοντα οντα ς τον καφ καφ έ του. ου . Ο Π ιτς το υς είπε πω ς ο Κ αλι αλικάντ κά ντζ ζαρος αρ ος είχε πανι πα νικοβ κοβ ληθεί λη θεί ότα ν άκου άκ ουσ σ ε το κουδού δο ύνιτ νι τη ς πόρ πόρτας, ότι είχε αρχίσ εινα κλαψ λα ψ ουρί υρ ίζει κ ι έτρεξε προς προς τη ν πό πόρτα τη ς κουζίνας να ς για να να εξαφα ξαφ ανιστεί. Α λλά τα μ άτια του Π ιτς ήτα ήτα ν καλυμμέν καλυμ μένα α κα κ α ι δεν μπορούσε μπορούσ ε να του τους ς δώ σ ει μια καλύτε καλύτερη περι περιγραφή ραφ ή του. του. Ω στόσο, όσ ο, από τις λεπτομέρειες που είπε, είχε κάνε κά νειε ιεντ ντύπ ύπω ω σ η σ τον Κ άφερι άφερι. «Τ ζα κ; Σ ου έκανα κα να μια ερώ τηση». ησ η». «Ν αι, σ ε άκουσ άκ ουσα α ». Ή πιε πιε τον καφ κα φ έ του μ ονορούφι ονορούφ ι και κα ι τσ άκι άκ ισ ε το πλασ λασ τικό ποτή οτήρι, κλείνοντά νοντά ς το στη γροθιά το του. « Τ ι ώ ρα έχειπά χει πάε ει;» Έ ριξε μια ματι μ ατιά στ σ το ρολόιτ ρολόι του. ου . «Μ άλισ τα, τα παλι πα λικάρι κά ρια μου λογικά θα πρέπ πρέπε ει να έχου χουν γυρί γυρ ίσ εια ει από τη ν έρ έρευνα στ σ τη γει γειτονιά , μπορε ορείς να τσεκάρεις τις αναφορές τους;» «Κ ιεσύ τιθα κά κάνει νεις;» «Θ α πάω πάω σ πίτι». «Κ αιθ αι θα με παρα πα ρατ τήσε ήσ εις εδώ , σ το γαμ γαμημ ημέ ένο Κ άμπε άμ περγ ργουε ουελ;» λ;» «Ό χι, πρώ πρ ώ τα θα σε σε πάω πά ω σ το τμ τμ ήμα» ήμ α».. Έ βγαλε βγαλε τα κλε κ λει ιδιά από α πό την την πόρτα κα κ α ι τα έβα έβαλε σ τη μίζα. «Τ ο αξίζεις, έπ ειτα α π ’ αυτό που έκανες». Η Σ ούνες ούνες, που είχε ανοίξει ξει το κολάρο κολάρ ο το του πουκ πο υκά άμ ισ ού τη ς κ α ι προσ προ σ παθούσ πα θούσε ε να δροσι δροσ ισ τεί φ υσώ υσ ώ ντας, σ ταμά αμ ά τησ ε μόλις άκουσ κο υσε ε τα
λόγια του. του. Σ τράφ ρά φ ηκε προς ρος το μέρος ρος του, ου , κοιτάζοντά ζοντά ς τον με καχ κα χυποψ υπο ψ ία. «Τ ζα κ, με γελούν τα αφτ αφ τιά μου; μ ου; Ά κουσ κου σ α έν ένα κομ κο μ πλιμ έντο ντο να βγαί γαίνει νει από τα χείλη σ ου;» ου;» «Μ ην το παί πα ίρνει ρνεις επάνω πά νω σ ου. Ά ντε, κλε κλείσ ε τη ν πόρτ πόρτα α».
Ή τα ν η πρώ πρ ώ τη φ ορά που ο Κ άφε άφ ερι επέσ πέσ τρεφ ρεφ ε σ πίτι τόσο όσ ο νω νω ρίς εδώ και κα ι πολύ καιρό. Η λιακάδα ακά δα φώ φ ώ τιζε κάθε κά θε σ κονισ μένη μένη γω νία του του σ πιτιού κα ι διαπίσ τω σ ε ότ ό τι τα παρά παράθυρα θυρα ήθε ή θελαν λαν καθάρι κα θάρισμ α το γρηγορότ ρηγορότε ερο. Τ ο λαμπά λαμ πάκι κιτ του αυτ α υτόμ όμα α του τηλε τηλεφ φ ω νητή ητή αναβόσ αναβ όσβη βην νε. Ά φ ησε ησ ε το ν χα χαρτοφ ρτοφ ύλακά ύλα κά του σ τον καναπ κα ναπέ έ, άνοιξε τις μ παλκονόπ πα λκονόπορ ορτ τες κ α ι άκουσ κο υσε ε το μήνυμα, ενώ καθότ κα θότα α ν στα στα σκαλιά τη ς βεράντα βεράντας, βγάζοντα γάζοντας τα πα πούτσι ύτσ ια κα ιτις κάλτ κά λτσ σ ες του. ου . «Ε ίμ α ιη Τ ρέι ρέισι. Β ρίσκομαι κομ αιυπ υπό ό κρά κράτηση». «Δ εν με ενδι νδιαφέ αφ έρει ρει, Τ ρέισ ι». Π ερπά ρπ άτησ ε μέ μέχρι τη ν κουζ κο υζί ίνα. να. «Ε ίσ αι μια γα γαμ ημ ένη ψ εύτρα κ α ι δεν δεν έχω έχω όρε όρεξη για παιχνίδια». «Δ εν με άφ ησαν ησ αν ελεύθε λεύθερη ρη με εγγύηση γύησ η κ α ι τώ ρα βρίσ κομα κομ αι στη στη φ υλακή υλα κή του Χ όλογου λογουεϊ εϊ, αν θέλε θέλει ις να έρθεις να με δε δεις». Δ ίστασ ε, σαν να ήθε ή θελε λε να π εικάτι, κα ι ο Κ άφε άφ εριπ ριπήρε το τελευτα ελευταί ίο κ ο υτά κ ι μπίρας που είχε απομ είνει σ το ψ υγεί γείο κ α ι κοίτα ξε τον διάδρομ δρομο. «Τ έλος λο ς πάντω ντω ν, ξέρ ξέρεις πού βρί βρίσκομ κομαι. Μ πορε ορείς να μου φ έρει ρεις μερικά τσιγάρα, ρα , αν θέλε θέλει ις», πρόσ πρόσθεσε θεσε με αξιολύπ ολύπη ητη χροι ροιά στ σ τη φ ω νή. «Κ αι μια χρονοκάρτ ρονοκάρτα» α»,, συμπ σ υμπλήρω λήρω σ ε. ρ ο μ ι ρ α . Έ κλε κλεισ ε δυνατά δυνατά τη τη ν πόρτ πό ρτα α του ψ υγεί υγείου. Α κ ό μ η ροσ θε ς α υ υλήσ ς ο ύ μ α ρ α . Π ροχώ ρησε ρησε μέχ μέχρι τον διάδρομο άδρομο για να διαγράψ ρά ψ ει το μ ήνυμα ήνυμ α κα κ α ι βρήκε βρή κε τη Ρ εμ πέκα να τον περιμένειστις σκάλες. «Π οια είναι ναιη Τ ρέισι;» Ε κείνος νος τη ν κοίτα ξε έκπληκ λη κτος, με το σ τόμ α ανοι α νοιχτό χτό, νιώ θοντα ντας ενοχές νοχές που σ τεκότ εκό τα ν έτσ έτσι ι σ τον διάδρομ άδρομο του του σ πιτ πιτιού του. ου . «Δ εν εί είδα
το αμάξισου». «Τ ο άφησ άφ ησα α στη στη γω νία. Δ εν υπά υπ άρχειχώ ρχειχώ ρος μ προσ προ σ τά από απ ό το το σ πίτι». Κ ατέ ατέβηκε βη κε δύο σκα σ καλοπ λοπά άτια, ώ σ τε η μ ατι ατιά τη τη ς να ευθυγραμμ ευθυγραμ μ ισ τεί με τη δική του του. «Π οια είναι να ιη Τ ρέ ρέισι;» Ε κείνος ανασ ανα σ τέναξε, ναξε, αποφ εύγοντα γοντα ς το βλέμ βλέμ μ α της της.. «Λ οιπόν; πόν; Θ α μου μ ου πει πεις;» «Δ εν έχει χει σ ημασί ημ ασία». Έ κανε κα νε μετ μεταβολή κα κ α ι προχώ προχώ ρησε ρησ ε προς την κουζ κουζί ίνα. Ή ξερε ξερε πω πω ς αν τη τη ς έλεγ λεγε, θα άρχι ά ρχιζαν να τσ ακώ νοντα νοντα ι. Α υτό υτό που που η Ρ εμ πέκ α ήθελε ήθελε να α κούσ ού σ ει ή τα ν πω πω ς κ α ι εκείνος αντα νταποκρι οκ ρινότα νόταν στ στην αλλαγή της, ης, πω ς είχε κά νει νει πέρα πέρα το ν Γι Γ ιούαν. Σ ίγουρα γουρα δεν δεν θα ήθελε να α κούσ ειγια το δόλω δόλω μ α που είχε τσ ιμ πήσ ει. «Δ εν έχει έχεισ σ ημασία ποια είναι». «Τ ζα κ, πες πες μου». Κ ατέ ατέβηκε άλλα άλλα δύο δύο σκαλοπά σ καλοπάτ τια. «Τ ζα κ...» κ.. .» «Ό χι. Δ εν θέλει θέλεις να ακούσ ούσ εις». «Σε «Σ ε παρακαλώ παρακαλώ ». μ εταβολή βολή κ α ι τη ν κοίταξε. ξε. «Σ ου είπα ό τι δεν δεν « ι λ ; » Έ κ α νε με θέλεις να ξέρεις ποια είναι ναι, γι’ αυτό ας το αφ ήσουμ ε». Ε κείνη δεν δεν υποχώ υπ οχώ ρησ ρη σ ε. «Π ες μου ποια είναι». «Κ άποια που πο υ με έχει χει αρπάξε αρπ άξει ι από ’δώ ». Έ πια πια σ ε τα αχαμνά του. του. «Α φ ού θέλε θέλει ις να μάθε μάθει ις, είναικ ναι κά ποια που π ου με έχει χει γραπώ γρα πώ σ εια ει από ’δώ ’δώ και κα ι με σέρνει ρνει όπου όπ ου θέλε θέλει ι». «Γ ιατί;» Π ήρε βαθι βα θιά ανάσ α νάσα α κι κ ι ετοιμ άσ τη κε να απαντ πα ντή ήσ ει, αλλά τη την τελευτ ελευτα α ία σ τιγμή άλλαξε γνώ μ η. «Ξ έχνα χνα το, το, έχει χει να κά κ ά νει νει με τον Γ ιούαν». ούα ν». «Α !» Έ μ εινε σ ιω πηλή. Δ άγκω σ ε το κάτ κά τω χείλι τη ς κ ι άρχι άρχισε να ξύνειτη ξύνειτη ν κου κο υπασ τή τη ς σ κάλας λα ς με το νύχι νύ χιτ του αντί ντίχει χειρά της. Ε κείνος γύρι ύρισ ε να φύγ φ ύγε ει, αλλά τον σ ταμ άτησ ε. «Τ ζα κ». «Τ ι είναι ναι;» «Δ εν πειράζει ζει».
« Τ ι πράγμα». πράγμα». «Η σχέσ χέσ η σ ου με τον Γι Γ ιούαν. ούα ν. Δ εν με πειράζ ρά ζει. Δ εν μπο μ πορε ρεί ίς να αλλά αλλάξε ξει ις τη ζω ή σ ου επειδή το θέλει θέλει η ηλίθια, νευρ νευρω ω τική κοπέλα οπ έλα σου».
Ε ίχε με μ είνει νει άφω άφ ω νος. ος. Κ άθισαν σαν στ στο τραπέ ρα πέζ ζι τη ς κουζί υζίνας να ς για να μ ιλήσ λή σ ουν ουν κ α ι τη ς εξομο ξομ ολογή λογήθη θηκ κε τα πά ντα ντα με κάθε κά θε ειλικρί κρίνει νεια. Τ ης είπε για τα βίντε ντεο -«βρ ίσ κ ονται νται σ τη ν ντο ντουλά πα του δια δρό δρ όμ ου»- για τη ν επί επίσ κεψ ή του σ την Τ ρέι ρέισι, για τη σύλληψ ύλληψ ή της, για τη ν ανάληψ ανάλη ψ η τω ν τριώ ν χι χιλιάδω ν κα ι τη ν υπόσ υπό σ χεσ ή το υ να ξεχάσε χάσ ει τα πάν πά ντα. Ε κεί κείνη καθότ θότα ν απ α πέναντ ναντί ί του κα ι κάπνι κά πνιζε σκεφ σ κεφτ τική, κή , διακόπτ όπ τοντά οντάς τον με μ ερικές κές φ ορές ορές για να το τον ρω ρω τήσ ει κάτ κά τι. Κ άπου άπ ου κά κάπου ο Κ άφε άφ ερι αναγκα ναγκαζ ζόταν να να υπε υπ ενθυμ νθυμ ίσ ει σ τον εα εα υτό του ό τι δεν δεν ονει ονειρευότα ρευόταν, πω ς πρα πρ αγμ ατικά μ ιλούσα λούσ αν γι’ γι’ αυτό υτό το θέμα θέμα κα ι η Ρ εμ πέκα δεν δεν τον α ντι ντιμ ετώ ετώ πιζε με εχθρό χθρότητα ή σ αρκασ τικά σχ σ χόλια. «Τ ζα κ», είπε, κοι κ οιτάζοντας οντας τη ν άκρη άκρη από το το πουρά υρ άκ ι της, «ξέ «ξέρε ρει ις ό τι όλα αυτ αυ τά με κάνου κά νουν ν κα ι σ υγχ υγχύζομ ύζομαι αι». Σ κούπ ούπισ ε το πρόσ πρόσ ω πό της κ ι έκλεισ ε τη τη ράχη της τη ς μ ύτη ς τη ς ανάμ νάμ εσ α σ τον δείκτη κ α ι τον αντί ντίχει χειρά τη της. «Α λλά», λλά», είπε, αφ ήνοντα νοντας τη μ ύτη ύτη τη της, «αυτό σ υμβ υμ βα ίνειε νειεπειδή ο β μ . Ε πει πειδή φ οβά οβ άμ αιτη ν έν ένταση με τη ν οποί οποία γεμίζεις. Φ οβά οβ άμ αι πω ς θα κάνει κάνεις κ α κό σ ε κά ποιον - ακόμ κόμ η κ α ι σ τον εαυτό σου». «Κ ιεγ ιεγώ φ οβάμαι οβάμ αι». Α ναστ ασ τέναξε αξε κ α ικούνησ κούνη σ ε το κεφ κεφ άλιτου. άλιτου. «Έ χω το υς ίδιους φ όβους όβ ους». ». Π ήρε το χέρι χέρι τη ς σ τις παλά πα λάμ μ ες του. ου . «Ρεμπέκα...» «Τ ι;» «Θ α πρέ πρ έπεινα σ υνεχί υνεχίσ ουμ ουμ ε τη τη συζή υζήτηση αργότ ργότε ερα». ρα». Ε κείνη σ ή κω σ ε τα χέρι χέρια. «Ε ντά ντάξει ξει, δεν με πειράζει». «Π ρέπεινα συνε σ υνεχί χίσ ω μια δουλει δουλειά που π ου έχω αρχίσει».
«Ε ντάξε ντάξει ι». Έ σ βησ βη σ ε το πουρά πο υράκι κιτ τη ς κ α ι σ ηκώ ηκ ώ θηκε. θηκε. «Δ εν θέλω να σε σταμ σταματ ατήσ ήσω ω ». «Ν ομί ομ ίζω ό τιθα πρέπειν π ρέπεινα α βγει βγεις έξω ». «Γ ιατί;» «Π ρέπεινα ρέπει να με εμ πισ τευτείς. Π ισ τεύω ό τι καλό αλό θα ήτ ήτα ν να βγει βγεις έξω ».
Ο Ρ όλαντ όλα ντ Κ λέαρ λέαρ πήρε πήρε τη φ ω τογραφι ογραφ ική μηχανή ηχανή από απ ό το τον τενεκ νεκέ, έριξε τα πάντα ντα σε σ ε μια τσ τσ άντα ντα κ ι έφ υγε από το διαμέ αμ έρισ μα με τρεμ ρεμ άμ ενα χέρια. Ή τα ν νευρι νευρικό κός ς και κα ι κατ κα ταϊδρω μ ένος, νος, αλλά αλλά είχε πάρε πά ρει ι την απόφασ απόφ ασή ή του του.. Ε ίχε φ τά σ ειη ώ ρα. Ο ανελκ νελκυσ υστ τήρας ρα ς τον μ ετέφ ερε στ σ το ισ όγει όγειο δίχω ς κα μ ία άλλη άλλη στάσ στάση. η. Β γήκε ήρε ήρ εμος από το το Α ρκάιγκ Τ άουερ, άουερ, σ τα μ α τώ ντας ντας έξω σ τον δρόμο, δρόμο, προσ προσ παθώ πα θώ ντα ντας να σκεφ σ κεφτ τεί ποιο δρόμο να πάρει πάρει. Μ ερικοί περασ τικοί του έριξαν κα χύπ χύποπτες ματιές, αλλά εκείνος νος είχε σ υνηθίσειτα περί περίεργα ργα βλέμμα βλέμμ ατα κα κ α ι το υς έβγαλε βγαλε τη γλώ σσ α κι κ ι έστ έστριψ ε δεξι δεξιά, σ φ ίγγοντ γγοντα ας τη σ α κού κο ύλα σ το σ τήθος θος του, ου , κα τευθυνόμ ευθυνόμεν ενο ος προς προς την οδό οδό Ν τόλγουι όλγουιτς. Ο ι περα περασ σ τικοί κο ί σ τα μ α τούσαν ούσ αν γι για να να παρατ πα ρατηρ ηρήσ ήσουν ουν τον εκκ εκκε εντρι ντρικό, κό , κουρελή κουρελή άντρα ντρα που που περπα περπ ατούσε ύσ ε προς προς το κεντ κεντρι ρικό Μ πρίξτον. Δ ευτερόλ ευτερόλε επτα αργότε ργότερα, ρα, σ υνέχι υνέχιζαν τη ν πορεί πορεία του τους ς, δίχω ς να σκο σ κοτ τισ τούν περι περισσ ότε ότερο. Α υτό υτό ήτα ήτα ν το Μ πρίξτον, άλλω στε στε μ πορούσε ύσ ες να περιμ ένει νεις ό τιθα δει δεις τα πάντα ντα σ τον δρόμο. δρόμο. - α
ε
ή σ υ χ ο ,
κ ά ν ω
ο
σ ω
σ τό ,
κ ά
ω
υ τό
υ
έ
ή σ τ
-
Μ όλις το βρήκε βρήκε, η ώ ρα είχε πά ει πέντε ντε το απόγ πόγευμα υμ α. Η Ρ εμ πέκ α είχε βγει βγει σ τον κήπο κή πο με ένα φλι φ λιτζάνι τσ ά ι κ ι ένα περι περιοδικό, με την υπόσχ υπόσ χεσ η πω ς θα χτυπού υπ ούσ σ ε τη ν μπαλκονόπορ μπα λκονόπορτ τα πρώ τα, αν ήθελε ήθελε να
μ πει μέσα μέσα.. Έ βγαλε βγα λε τι τις βιντ βιντε εοκα οκ α σ έτες από τη ν ντο ντουλά υλ ά πα κ α ι βρήκε βρήκε τις σ ημ ειώ σ εις που είχε κρα κρατήσ ει. Ό σ ο ο Π ιτς προχω ρο χω ρούσ ρο ύσε ε στη στη δακ δακρύβ ρύβρεχτ ρεχτη εξομολό ξομολόγ γησή του, ου , είχε π ει κ ά τι που είχε κολλ κο λλή ήσ εισ ει σαν τσ ίχλα στ σ το μυαλό του Κ άφε άφ ερι. «Έ λεγε λεγε σ υνεχώ υνεχώ ς ό τι τα πάντ πά ντα α μυρί υρίζουν ουν σα σαν γάλα. λα. Τ ριγύρι γύριζε στ στον χώ ρο κ α ι μ ύρι ύριζε τα πά ντα ντα κα κ αι παραπ πα ραπονι ονιόταν. όταν. Τ α πά π ά ντα ντα του του μύριζαν γάλα». Ο Κ άφε άφ ερι ήξερε ήξερε πω ς είχε εντοπίσει κάτι στις βιντεοκασέτες, αλλά δεν μπορούσε να σ υνδέσ υνδέσ ει τα λόγια το το υ Π ιτς με μία συγκε σ υγκεκρι κριμ ένη σ κηνή. Σ υμ β ουλεύτηκ εύτηκε τι τις σ ημ ειώ σ εις του κ α ι απέρριψ ε τι τις περισ σ ότερες ότερες κα σ έτες - αρκε ρκετές δεν δεν εί είχαν ήχο, ή α κουγότ υγότα ν μονάχα μ ονάχα η φ ω νή του «σ κηνοθέ νοθέτη» να ψ ιθυρί θυρ ίζειοδηγί δη γίες σ ε κά ποιο μικρό παιδίπ δίπου κοίτα ζε την κάμερα. Ό μ ω ς τρεις από τις βιντεοκ ντεοκα α σ έτες περιείχαν χαν χαμη χαμ ηλόφ λόφ ω νες νες σ υζητ υζητήσ εις εκ τός κάμ ερας ρα ς κ α ι ή τα ν αυτέ α υτές ς που που θα έβλ έβλε επε ο Κ άφε άφ ερι. Α ναζη ναζητούσε ούσ ε ένα μικρό από απόσ σ πασ πα σ μ α μιας σ υνομι υνομ ιλίας κα ι ότα ν το βρήκε βρή κε,, η κα κ αρδιά το του έσ πασ πα σ ε σε χί χίλια κομ κο μ μ άτια. Μ
υ σ ικ ικ ά
κ α ι
,
ρ ι
κ ό
έ
ν
σ
σ ι ...
ε
υ τ ή
ν
κ α
σ έ
.
Α ντι ντιπαθούσ θούσ ε το σ υγκεκρι υγκεκριμ ένο βί β ίντε ντεο επειδή το το πα ιδί που πρω πρ ω τα γω νισ τούσε ούσ ε σε αυτό αυτό -ένα - ένα αγόρι περί περίπου εννιά χρο χρονώ νώ νκατ κα τέβαλλε βα λλε υπερπροσ υπερπροσπά πάθε θει ια να φ ανεί ανεί θαρραλέ αρραλέο, προσπα προσ παθούσ θούσε ε να ευχαρ υχαρισ τήσ ειτ ει το άτομο ομ ο πίσω από τη ν κάμ κά μ ερα κα και, το χειρότε ρότερο α π ’ όλα, ντρεπό ντρεπότ ταν για το σ ώ μ α του. ου . Ή τα ν υπέ υπέρβα ρβαρος ρος για τη ν ηλι ηλικία του κα ιδεν δεν έμ έμ οια ζε να σ τενοχω ριέτα ιτόσ ιτόσο ο για τη τη ν κακ κα κοποί οπ οίησ ή του, όσο όσο για το γεγονό γεγονός ς πω ς ίσ ω ς ο ι άλλοινα άλλοινα σ κέφτ κέφ τοντα ντα ν πω πω ς το βάρος βά ρος του θα τον εμπόδιζε να τους ικανοποιήσει. Τ ο βίντε ντεο είχε γυρι γυρισ τεί σ ε ένα μπάνι πά νιο - ο χώ ρος ρο ς ή τα ν καθαρ καθαρός ός,, διαπίσ τω σ ε με έκπλη κπ ληξη ξη ο Κ άφε άφ ερι. Ή τα ν ένα ένα τυ τυπικό λουτ λουτρό της δεκα δεκαε ετία ς το υ Ο γδόντ δόντα. Ο ι τοίχοι ή τα ν βαμ βα μ μ ένοι με ανοιχτό ροζ ροζ χρώ μα κα κ α ι η κάσ κά σ α τη ς πόρτ πόρτα ας ή τα ν επεν επενδυμ δυμέ ένη με μι μια ροζ-γ ροζ-γκρι κρι φ λοράλ λοράλ ταπε απ ετσ αρί αρ ία. Ρ οζ κα κ α ι άσπρε άσ πρες ς πετσ πετσ έτες κρέμονταν κρέμονταν από
κρε κρ εμασ τάρια σ τους τοίχους. οίχους. Ο νιπτή ρας ρα ς είχε το σ χήμα χήμ α αχηβά χηβάδας δας και η βρύση βρύσ η ήτ ή τα ν επι επιχρυσ ρυσ ω μ ένη. Σ ίγουρα γουρα είχε γυρισ γυρισ τεί χει χειμ ώ να, καθώ κα θώ ς το παι πα ιδί έτρεμ ε από το κρύο. κ ρύο. Ο ι δύο άντ ά ντρε ρες ς που που εμφ εμφ ανίζοντα ονταν στο βίντε ντεο φ ορούσ ούσ αν πλασ λα σ τικές μάσκες κες. «Κ οίτ οίτα το γουρο γουρου υνάκι νάκι», ψ ιθύρι θύρισ ε κά ποιος εκ τός οθόνης. οθόνης. Α κολούθησε κολούθησ ε μια φράση, τη ν οποί οπο ία ο Κ άφε άφ ερι δεν δεν κατ κα τάφ ερε να ακούσ κο ύσε ει, πέρα από τη ν τελευτα ελευτα ία της τη ς λέξ λέξη: «πλαδα «πλαδαρός ρός». ». «Φ ώ ναξε σαν σα ν γουρού ουρούνι νι», είπε χα χα σ κογ κο γελώ ντα ντα ς κά ποιος άλλος άλλος.. «Ε ίπα, πα, φ ώ ναξε σαν γουρούνι ουρ ούνι». « Τ ι λες λες, Ρόλο Ρ όλο;» ;» ακ ούσ τη κε άλλη άλλη μι μ ια αντρική φ ω νή. Ο Κ άφε άφ εριέγ ριέγειρε μπροστ μπροσ τά. «Μ υρίζει». Η φ ω νή ήτ ή τα ν αδύν αδύναμη αμη και κα ι ουδέ ουδέτερη. «Μ υρίζει σαν γάλα» άλα».. Α κολο κολούθη ύθησ σ ε ένας απροσ πρ οσδι διόρι όρισ τος ή χος κ α ι κ ά τι έπεσ ε εκτός οθόνης οθόνης.. Τ ο βί β ίντε ντεο σ ταμ ά τησ ε κα ι ότα ν η ει εικόνα απ α π οκα οκ ατα σ τάθηκε, θη κε, η μ πανι πα νιέρα είχε γεμί γεμίσ ει κα ι το αγόρι γόρι είχε ξαπ ξαπλώ σ ει με τέτο έτοιο ν τρόπο, που πο υ τα παι πα ιδικά του γενν γεννη η τικ ά όργ όργανα πρόβ πρόβαλ αλλα λαν ν μέ μέσα από απ ό το νερό. νερό. «Μ πράβο, πράβ ο, ω ραίο φ αίνεταιαι - τώ ρα, άγγι άγγιξε τον εα εα υτό υτό σ ου...» ου. ..» Ο Κ άφε άφ εριστ ρισ ταμά αμ ά τησε ησ ε τη ν κ α σ έτα κα κ α ι τη γύρισ ε πίσω μερι μερικά καρέ, καρέ, προτού τη ν ξεκινήσ νήσ εικα ι πάλι πάλι. «
α το γο
«
να ξε
ι **** ** * *
ν γ ο υ ρ ύ ν ι, ι,
« ι λε , « υρ
νά
ί
,
;» .
«Μ
υ ρ ζ ει ,
ν γ λ α ».
ο φ
νε
... »
Γ ύρι ύρισε ξανά τη βιντεοκ ντεοκα ασ έτα έτα. « .γ ο
».
« ιλ
,
« υρ «Μ
ό .
;» υ ρ ζ ει
ράβο,
Ξ ανά ανά πίσ ω .
ρα
ν γ λ α ».
... »
λα
να ξε σα ν
ς ». ». ο υ ρ ο ύ ν ι» ι» .
ζ ε ι, ι, υρί Τ ι λ ες ,
...
ζει λο ; ;
υρ
ν .. ... υρ ,
μ
ζει
ν
γά
.
υρ
ι
ν
υρ
ει
ν γ
λα ,
...
ζ ε ι, ι,
λα . Μ
,
ι λε ,
λο ,
ζει ρα
ο
λο ,
ν φ
γά λα ,
νετ
...
λο .
Ο Κ άφε άφ ερι έψ αξε για το το κι κ ινητό νητό σ την τσ τσ έπη του. Ίσ α που προλά πρ ολάβ βαινε να σ υμπερι υμ περιλάβειτ λά βειτο ο όνομά όνομ ά του σ τη λίσ τα κα κ α ινα πά ει στο Β όρει όρειο Λ ονδί ονδίνο, προ π ροτ τού φ τά σ ει η ώ ρα του επισ κεπ κεπτη ρίου στο Χ όλογουε όλογουεϊ ϊ.
Δ ήλω σε το όνομα Έ σ εξ, κύρι κύ ριος Π ολ Έ σ εξ, και κα ι χρησι ρησ ιμ οποίησε ησ ε το δίπλω μ α το του Έ σ εξ ω ς τα υτότ υτότη η τα . Δ εν ήθελε ήθελε κά ποιος να δειτ δειτο ο όνομα όνομα Τ ζακ Κ άφε άφ ερισ ρι σ τη λίσ τα τω ν επισ κεπτώ ν, δεν δεν εί είχε καμ κα μ ία διάθεσ άθεση να γνω ρίζει ζει κα νεί νείς π ω ς είχε κά ποια δουλ δουλε ειά μ αζίτης. Έ κλεισ ε το το κινητ νητό του κ α ι το έβαλε μα μαζί με τα άλλα αντ α ντι ικείμ ενα που είχε μα μαζίτου στο διάφαν άφ ανο ο κου κο υ τί σ τον χώ ρο τω τω ν επι επισ κεπτ κεπτώ ώ ν και κα ι άφησε άφ ησε τη δεσ δεσ μ οφύλακ οφ ύλακα α να να το τον στ σταμ πάρε πά ρει ι σ το χέρι με μια σφραγ σφ ραγί ίδα αόρα α όρατ της μελάν μελάνης ης.. Ο Κ άφε άφ εριαι ρια ισθάνθ σθά νθη ηκε σαν έφ ηβος βος που που πη π η γα ίνει νει σε κλαμ κλαμπ. Ε ίχε επισ κεφθεί κεφ θεί τη φ υλακή υλακή δεκ δεκάδες δες φ ορές ορές, αλλά κά κ ά τι παράξε ράξενο νο σ υνέ υνέβη σε αυτή υτή τη τη ν επίσ κεψ κεψ η. Τ ο κατ κα τάλα άλ αβε καθώ κα θώ ς περπ περπα ατούσε ούσ ε κα τά μ ήκος κος τη ς ταινίας σ το πάτ πά τω μ α, η οποία κατ κα τη ύθυνε ύθυνε το υς επισ κέπτες πτες σ τον χώ ρο, μέσα από από πολλαπλά πολλαπλά ση σ ημ εία σω σ ω μ ατικού κο ύ ελέγ λέγχου. Κ ατάλα ατάλαβε βε πω ς αυτ αυ τό το το απόγ πό γευμα υμ α έβλεπε λεπε τον χώ χώ ρο με άλλα άλλα μ άτια - ε ε ι ή σκ σα ι λέο ν ν η λευρ , εί ε υ ρέσει εί κεσαι σ την άλλ άλλη πλευρά, πλευρά, να βλέπε βλέπει ις χ ι . Ώ σ τε έτσ ι ή τα ν να βρίσ κεσ καθαρ κα θαρά ά τη τη γραφ γραφ ειοκρα οκρατ τική μηχανή, να αισθάνε θά νεσ σ αι τη ν απε απειλή του του σ υστ υσ τήμ ατος. ος. Ο δεσ δεσ μ οφύλα οφ ύλακα κας ς δεν δεν τον κοίτα ξε σ τα μάτι άτια, καθώ κα θώ ς ψ αχούλεψ ούλεψ ε το παντ πα ντε ελόνι του κα κ α ι ψ ηλάφησ λάφ ησε ε το ν καβά κα βάλο. λο. «Μ πορε πορ είτε να περάσ ετε», είπε, δείχνοντά χνοντάς του το ν δρόμο. δρόμο. Έ ξω από απ ό τον τον χώ χώ ρο τω τω ν επισ κέψ κέψ εω ν, ένας ένας δεσ δεσ μ οφύλακ οφ ύλακας ας περί περίμενε με έναν σκύλο σκύλο που που εντόπ ντόπι ιζε ναρκω ναρ κω τικά. Τ ο ζώ ο πρέ πρ έπεινα μυρίστηκε ηκ ε
τη ν αμη αμ ηχανία το του Κ άφε άφ ερι, καθώ ς τον κοίτα ξε με τα ψ υχρά το του μάτια Α μήχανος μήχανος εξαιτίας τη ς μ ατιάς του σ κύλου ύλου,, χαλάρω χαλά ρω σε το κολά κολάρο ρο του πουκά υκ άμ ισ ού του κα ι κοίτα ξε αλλού, γνω γνω ρίζοντα οντας ό τι η προσ πρ οσοχή οχή του δεσ δεσ μ οφύλακα οφ ύλακα ή τα ν σ τραμμέ ραμμ ένη πάν π άνω ω του. Τ ελικά, κά, το το σκυ σ κυλί λία απομ πομ ακρύνθηκ κρύνθηκε ε. Σ υνέχ υνέχισ ε να μυρί μ υρίζειτους υπό υπ όλοι λο ιπους επισ πισ κέπτε κέπτες, μέχρι που σ ταμ ά τησ ε στο στο τέλος τη ς ουράς ουράς, δίπλα σ ε μια γυν γυνα αίκα με ένα μω ρό που καθότ θότα ν σε σε ένα παι πα ιδικό κάθι κά θισ μ α αυτ α υτοκ οκι ινήτου νήτου.. «Κ υρία μου». μ ου». Τ ο μω ρό ίσ ω ς ή τα ν αυτό αυτό που τράβ ρά βηξε τη ν προσοχή προσ οχή του σ κυλιού. Μ ερικές φορές ορές, τα ναρ ναρκω τικά κρύβ ρύ βοντα ονταν στ στις πάν πάνες. «Μ πορεί πο ρείτε να με ακολ ακ ολου ουθή θήσ σ ετε;» «Κ ύριε... Έ σ εξ». Η δεσ δεσ μ οφύλακα οφ ύλακας ς σ την πόρτα πόρτα έσ έσ βησ βη σ ε το ψ ευδώ νυμο νυμ ο κα ι ξεκ ξεκλείδω σ ε, δεί δείχνοντ χνοντά άς του το κοντ κο ντι ινότερ νότερο τρα τραπ πέζι. «Σ το νούμ νούμε ερο έν ένα, παρακαλώ παρακα λώ ». Τ ο πρώ πρ ώ το τρα τραπέ πέζ ζι στη σειρά, που προο προορι ριζότα ότα ν για φ υλακι υλα κισ μ ένους σ την πρώ πρώ τη τους του ς εβδομάδα βδομ άδα,, βρισ κότα κόταν πιο κοντ κο ντά ά στη στη δεσ δεσ μοφ μο φ ύλακα. ύλακ α. Ο Κ άφε άφ ερικά ρι κάθι θισ ε σ τη ν πλασ πλα στική κόκκ κόκκι ινη καρέ κα ρέκλα κλα τω τω ν επι επισ σ κεπτώ κεπτώ ν, με τη ν πλάτ πλάτη σ τραμ ραμμένη στη δεσ δεσ μοφύλα οφ ύλακα κα,, κα κ αι κοίτα ξε ολόγ ολόγυρα τον τον χώ ρο. Π λάκε λά κες ς ψ ευδοροφ ής σ κέπ αζαν το το ταβά αβ άνι, η μ οκέτα κέτα είχε διάσ παρτ πα ρτου ους ς λεκέδε λεκέδες ς από τσ άι - μια αγκα α γκαλι λιά αρκού ρκ ούσ σ ε για να χυθεί χυθεί σ το πάτ πά τω μα, μα , το το εί είχε δει να σ υμβαί υμ βαίνει αρκετ αρκετές φ ορές ρές. Η δεσ δεσ μοφ ύλακας ξεκλεί κλείδω σ ε το κελί κελί και ο χαμηλόφ αμ ηλόφω ω νος ήχος από ψ ιθύρους θύρους εισ έβαλε βα λε δυνα δυναμ μ ώ νοντα νοντα ς τη ν έντ έντα ασ η σ τον χώ χώ ρο, καθώ κα θώ ς οι κρα κρα τούμ ού μ ενοι εμ φ ανίσ τηκα ηκαν, μ αζί με τον καπνό από απ ό τα τα τσ τσ ιγάρα άρ α τους τους.. Ο Κ άφε άφ ερι ακούμ κο ύμπη πησ σ ε τα χέρια το του σ το ξύλινο τρα τραπ πέζι χω ρίς να σ η κώ σ ει το βλέμ βλέμ μ α του του.. Π ερίμενε κοι κο ιτά ζοντα ντα ς τα χέρια το του κα ι σε λίγο εμ φ ανίσ τηκε εκ εκείνη, νη, φ ορώ ντα ντας ένα γαλάζ γαλάζιο κο κοντο ντομ ά νικο, με τη φ όρμα όρμ α τη ς ανεβα νεβασ σ μ ένη λίγο κάτ κά τω από το γόνατ γόνα το, αθλητι θλητικά πα πούτσι ύτσια δίχω ς κάλτ κά λτσ σ ες κ α ι μια αλυσ α λυσί ίδα πε π ερασ ρασ μένη γύρω από τον αστ ασ τράγαλο. Τ α μαλλιά τη τη ς ή τα ν τραβη ρα βηγ γμ ένα ψ ηλά σε σ ε κότ κό τσ ο και κα ι ν
ν α
ρ ε ι
ι
δ ε ν
ε
σ α
ι
ν
ί
α
α
α
δ ρ
...
ε
ν
ο
υ τ
α
ν .
υ
ο
ύ
,
ρ
ε
φ ορούσε ορούσ ε ακόμ ακόμ η τα σ κουλαρ κουλαρί ίκια της της.. Π ήρε ένα πλασ πλα στικό ποτ πο τήρι ήρ ι από τον πάγκο πάγκο με το τσ τσ ά ι και κα ι κάθισε στην στην μπλε καρέκλα καρέκλα τω ν κρα κρ α τουμέ υμ ένω ν απ απέναντ να ντί ίτου, παρα πα ρατ τηρώ ντα ντας με μά μ άτια που π ου σπίθιζαν. «Ή ρθες ρθες με άλλο άλλο όνομα όνομ α», είπε. πε. « Ρ ώ τη σ α τους δεσμ δεσμοφ οφύλα ύλακε κες ς ποιος είσ αικα ικ α ι μ ου είπαν πα ν ο Έ σ εξ». «Ε ίναι ναι ένας παλι πα λιός μ ου φ ίλος». λος». Κ ουδού ου δούνι νισ ε τα ψ ιλά σ την τσ έπη του. « Τ ι θέλε θέλει ις, Τ ρέι ρέισι; Τ σάι; Κ αφέ αφ έ;» «Μ πα. Μ ου έφ έφ ερες ρες τα τσ τσ ιγάρα μου;» μου;» «Ξ έρει ρεις ό τιδεν δεν μπορώ να σ ου τα φ έρω ». «Ε ντάξει άξει», είπε χαμηλόφω αμ ηλόφω να. Ο Κ άφερι άφερι μ πορούσε να δει δει ότι ότι έλαμ λα μπε από ικανοπ κα νοπο οίη σ η που τον έφ έφ ερε μ προσ πρ οστ τά τη τη ς με ένα μονάχα τηλεφ ηλεφ ώ νημα. μα . Α λλά λλά δεν δεν σ κόπευε κό πευε να αποκ απ οκα αλύψ ει πρώ τη τα χαρτι ρτιά της της.. «Γ ιατίήρθε ήρθες ς;» Έ σ κυψ κυ ψ ε μπρ μ προσ οστ τά κα κ α ι ο ι γροθιές του σ φ ίχτηκαν. ηκαν. «Π οιος είναι ο Ρόλο;» «Ε;» «Ο Ρ όλο. Α πό τα τα βίντεο του του Κ αρλ αρλ». «Ό χι πάλι πά λι με αυτόν. αυτόν. Μ η σ κεφ κεφ τείς να το το ν πλησ πλησι ιάσε άσ εις, μ αχαιρώ νει κ ά τιτύπ ους από το σ ινάφ ισου» ισ ου».. «Ζ ει σ το πάρκο πάρκο στ σ το Μ πρί πρίξτον, ξτον, έτ έτσι;» «Κ αι λοιπόν;» Έ σ μ ιξε τα φ ρύδι ρύδια της της,, ξύνοντα ξύνοντας νευρι νευρικά κά το μπράτ ρά τσ ο της. «Κ αιτι έγινε; νε;» «Π οιο είναιτ ναι το πραγμ πρ αγμα ατικό του όνομα; όνομ α;» » « Τ ινομ νομ ίζεις ό τιείμαι; Κ ανένα νένα καρφ καρφί ί; Δ εν σου λέω λέω τίποτα» τα». «Θ α μ ου πει πεις, Τ ρέι ρέισι, ειδάλλ δάλλω ω ς θα το το πληρ λη ρώ σεις ακρι κριβά». βά». Ε κεί κείνη το του χάρισε ένα βλέμ βλέμμ α γε γεμ ά το χολή. «Μ πα ...» .. .» είπε. πε. «Φ οβά οβ ά σ α ι τη βρόμικη ομάδα ομά δα περι περισσότ σσ ότε ερο α π ’ ό ,τι ,τι εγώ . Δ εν θα το υς δώ σεις τα υπόλοιπ α βίντεο ντεο επειδή δεν τα έχει έχεις πια - τα έχει έχεις ήδη δώ σ ει αλλού». Έ φ τυσ ε σ το ποτ πο τή ρι της, ης, σ κούπ κο ύπι ισ ε τα χείλη τη ς και κα ι τον τον κοί κο ίτα ξε. «Ξ έρω τι παιχνίδιπ δι παίζεις. Ξ έρω τις διασ υνδέσει νδέσεις σ ου».
Ε κείνος νος δεν δεν εί είπε τίποτα . Π ίεσ ε τις παλάμ λά μ ες του σ το τραπέζ ρα πέζι ι. Π ίσω της, ης, παι παιδιά φ ώ ναζα ναζαν κ ι έτρεχαν ρεχαν σε κύκλο κύ κλους υς.. Έ να μω ρό, ξαπλω μένο ανάσκε ανάσ κελα, λα, κουνούσ υνο ύσε ε πόδι πόδια κα κ α ι χέρια, καθώ κα θώ ς το υ άλλαζαν λλαζαν τη τη ν πάνα. Η Λ αμ π μπ μ πορε ορεί να πίσ τευε πω ς τον εί είχε παγιδέψ δέψ ει, αλλά το του είχε δώ σ ει περισ σ ότερες πλη πληροφ ροφ ορίες α π ’ ό ,τιπίσ τευε. «Μ άλισ τα». Σ ηκώ ηκ ώ θηκε θηκ ε, έτοιμ ος να φύγ φ ύγε ει. «Χ « Χ άρηκα άρη κα που σε ξανα ξαναε είδα, δα, Τ ρέισ ι». «Π ερίμενε!» νε!» Σ ηκώ θηκε, θη κε, κοι κο ιτά ζοντά ντά ς τον με μάτ μά τια γεμ γεμ άτα απελπι ελπισ ία. « Τ ι θέλεις;» Ε κείνη έριξε μια νευρι νευρική μ ατιά σ τον φρο φ ρουρό υρό κα ι ψ ιθύρισε: « ν μ ες α το δ ί, ί, δ ε ν ε ες α το όρ ι υ εντ ». Κ άθισε και κα ι πάλι πά λι σ την καρέ κα ρέκλα, κλα, απομα ομ α κρύνοντ κρ ύνοντα ας μερικές κές αδέσ δέσ ποτε οτες τούφ ούφ ες μαλλιώ ν από το πρόσ πρ όσω ω πό τη ς κ α ι χαμ ήλω σ ε το βλέμμ βλέμμα α της της.. «Ν όμι όμ ιζα πω πω ς θα μι μ ιλούσαμ λούσ αμε ε», μ ουρμούρι ουρμ ούρισ ε. «Ό χι». Έ γει γειρε κ ι ακούμ ού μ π η σ ε τι τις παλάμ λά μ ες του σ το τραπ ραπέζι, φ έρνοντ ρνοντα ας το πρόσ ω πό του α πέναντ να ντι ι από το δικό της. «Ό χι, Τ ρέι ρέισι. Β αρέ αρ έθηκα θηκα να πα παίζω το ανόητ νόη το παι πα ιχνί χνίδισ δισ ου». ου». «
ρω
».
«Δ εν το νομί νομ ίζω . Μ ου λες λες ψ έματ μα τα, δεν δεν είναιη πρώ τη φ ορά». «197 «1 975 5», είπε, πε, «ήτ «ή τα ν φ θινόπω ρο». Ο Κ άφε άφ ερι, που πήρε πήρε ανάσα νάσ α κι κ ι ετοιμ α ζότα ν να απαντ πα ντή ήσ ει, πάγ πά γω σ ε. Κ οίταξε εξετ ξετα σ τικά το πρόσ πρ όσω ω πό της της.. Δ εν έπρε πρ επε να πέ π έσ ει ξανά στον στον λάκκ άκκο. Π ροσπα ροσπαθ θούσε ούσε και πάλι πάλι να του του ρίξει δόλω μα, μα, κι αν ο Π εντε ντερέτ ρέτσ κι είχε πει σ τον Κ αρλ για τον Γι Γ ιούαν, τό τε δεν δεν ήταν παρά πα ράξ ξενο που π ου γνώ γνώ ριζε το σ υνέβη υνέβη.. Α λλά, λά, φ υσι υσ ικά, δ ε ν μ ς να υπ ά κ ουο αγόρι τα ε ις ις , έ τ ι ε ν ε ίν ίν α ; Κ άθισε κ α ι πάλι, σ α ν υπά που πο υ ήτ ή ταν, κι κ ι έκρυψ κρυψ ε το κεφά κεφ άλι σ τα χέρια του του.. Έ μ εινε σε αυτή υτή τη σ τάσ η για λίγο, νιώ θοντα ντα ς το μίσος του του γι’ αυτή να ξεχει ξεχειλίζει ζει κ α ι πασχίζοντα ντας να κα κ α τα πνίξειτ ξει τη ν επ επιθυμ θυμ ία του του να τη χτυ χτυπή σ ει. «Ά ντε ντε,
λοιπόν». πόν». Τ ην κοί κο ίταξε, ξε, σ η κώ νοντα νοντα ς το πρόσ πρ όσω ω πό του. ου . «Π ες τιθέλε θέλει ις». «Μ πα». Η Λ αμπ αμ π τον κοί κο ίτα ξε βλοσυρ βλοσυρά. ά. Έ ξυσε ξυσ ε τη μασχάλ μασχάλη η τη τη ς και κα ι μύρισε το δάχτ δάχτυλό υλό της, ης, κοιτάζοντα οντα ς τον χώ χώ ρο. «Μ πα», πα », είπε, πε, παρα πα ρατ τηρώ ντα ντας το ταβάνι βά νι. «Π ρέπει ρέπει να προσ π ροσπα παθή θήσ σ εις περι περισσ ότε ότερο. Ν όμι όμ ιζες ότι θα σου σου πω έτσι, εύκολ ύκολα α;» Τ ράβη ρά βηξ ξε ένα φλέ φ λέγ γμα από α πό τον λαιμό της, το έφ τυσε υσ ε σ το πλασ λα σ τικό ποτή οτήρι, σ κούπ ού πισ ε το σ τόμα όμ α τη της και κα ι ανασήκ ανασ ήκω ω σ ε το έν ένα τη ς φρύδ φρύδι. «Π είσ ε με. με. Π ρέπε ρέπει ι να μου αποδε πο δεί ίξει ξεις πω ς δεν δεν σ υνεργάζ υνεργάζε εσ αι με τη βρόμι βρόμ ικη ομάδα. ομάδα. Κ ι αυτό, υτό, για τί μου φαί φ αίνεται παράξε παράξενο που εμφ ανί ανίζοντ ονται στο στο κατ κα τόπι όπ ι μου μου έπειτα από εσένα, ε, τι λες;» Ε κείνος νος κα τένευσ ένευσ ε κι κ ι έμει έμεινε να τη ν κο κοιτάζει τάζει, χαϊ χα ϊδεύο δεύοντας ντας το πιγούνι του, σαν ψ υχολό υχολόγ γος που προσπαθε προσπα θεί ί να εν ενθαρρύν θαρρύνε ει τον ασθενή θενή το του να μιλήσε λήσ ει. Α ν η Τ ρέισ ι Λ αμπ γνώ γνώ ριζε περισσ ότερα ότερα για εκείνον, θα στ σ τα μ α τούσ τούσ ε να του του μιλάε λάει. Δ εν θα θα έριχνε κ ι άλλο λάδι στη φω φ ω τιά. «Λ οιπόν;» πόν;» το τον ρώ τησε χαμ ογελώ ογελώ ντας ντας.. «Έ λα, είναιη ναι η σε σ ειρά σου σου να να μου φ ερθεί ρθείς όμορ όμ ορφ φ α». Μ ε αυτή υτή τη ν τελευτ ελευτα α ία της της φράση, ξεπέ ξεπέρα ρασ σ ε κάθε κά θε όριο. Α λλά λλά ή τα ν πολύ πολύ αργ αργά πι πια. Έ γει γειρε προς προς το μέρος τη ς κ α ι τη ς μίλησε χαμηλόφ αμ ηλόφω ω να. «Μ ην παί πα ίζεις μ αζί αζί μου, μο υ, Τ ρέι ρέισ ι». Τ ης μίλησε κατ κα τάμουτ άμ ουτρα ρα.. «Ε πει πειδή αν σε δω ξανά ανά στ σ τον δρόμο, θα σε σ κοτώ κοτώ σ ω ». « Τ ι λες λες!» είπε εκ εκείνη κοροϊδευτ δευτικά. «Τ ότε, να να πας να γαμη γαμ ηθεί θείς. Δ εν ξέρω τίποτα» οτα». «Μ η μου το το λες!» Σ η κώ θηκε θη κε όρθι όρθιος. ος. «Η «Η διαφορά αφ ορά μας, μας, βέ β έβαι βαια, είναιότι τουλάχι υλά χισ τον ενν εννοώ οώ αυτ αυ τά που π ου λέω λέω ». Π ροχώ ροχώ ρησε ρησ ε μέχ μέχρι τη ν πόρτα, πόρτα, σ η κώ νοντα οντα ς το μ ανίκι του για να να αποκαλύψ αποκα λύψ ει τη σφρ σφ ραγί αγίδα. Μ ία δεσμ δεσμοφ οφύλ ύλακας ακας εμφ ανί ανίστηκε στηκε,, κουβα υβ αλώ ντα ντα ς μια αρμ αρμαθιά κλε κλειδιά κι κ ι έβαλε το χέριτ ρι του κά τω από μια σ υσκευή υσ κευή με υπε υπεριώ δη ακτι κτινοβολί νοβολία. «Τ οποθ οπ οθε ετή σ τε το χέρι σας κάτ κά τω από το το φω φ ω ς, έτ έτσ ι μ πράβο». Η σφραγ σφ ραγί ίδα σ το χέ χέριτ ρι του αποκαλύφ απ οκαλύφ θηκε
κ ι εκείνη ξεκ ξεκλείδω σ ε τη τη ν πόρτα πόρτα κα κ α ι το υ άνοιξε. Σ τα μ ά τη σ ε για μια σ τιγμή, γμή , να κο κ οιτά ξειτ ξει τη Λ αμπ που που καθότ θότα ν με τα χέρια στ στο τρα τραπ πέζι, παρα πα ρατ τηρώ ντα ντας τον. Π ήγε να π ει κάτ κά τι, σ η κώ νοντα νοντα ς τα φ ρύδι ρύδια της της,, αλλά αλλά ο Κ άφε άφ ερι έκανε κα νε μετ μεταβολή, αβ ολή, ευχαρ υχαρί ίσ τησε ησ ε τη δεσ δεσ μ οφύλακ οφ ύλακα α και κα ι βγήκε από το το δω μ άτι άτιο. Έ τρεμ ρεμ ε σύγκορμ ύγκορμος ος..
Η Λ αμπ αμ π έπε έπεσ σ ε βαριά στην στην καρέ κα ρέκλα κλα κ α ικλότσ κλότσ η σ ε θυμω μ ένα τα πόδι πό δια το το υ τραπεζ ρα πεζι ιού. ού. Δ εν μπορ μπ ορού ούσ σ ε να το το πισ πισ τέψ ει πω ς είχε φ ύγε ύγει. Ή τα ν τόσ τόσο ο κοντά κοντά . Κ οίταξε γύρω της, όλες τις μ ητέρες κ α ιτις κόρες κα ι τα μω ρά, ρά, κα ι σ υνει νειδητ δη τοποίη σ ε πω ς ή τα ν μόνη. μόνη. Ε ντελώ ς μόνη. μόνη. Τ α νύχια τη ς βυθί βυ θίσ τηκαν κα ν στ σ τα πλευρά το του πλα πλασ τικού ποτ πο τη ριού και είδε τη δεσμ δεσμ οφ ύλακ λα κα να τη ν πα π αρατηρεί. « Τ ι τρέχει χει;» της της είπε, κοιτά ζοντά ντά ς την την ειρω νικά. « Τ ικοιτάς;» α
μ
ώ
ο
.
ό σ ο
κ ο
ν τ
,
υ
ν α
ρ ε
.
31
Δ εν βρισ κότα κόταν κανε κα νεί ίς σ την αί α ίθουσα θουσ α συσ σ υσκέψ κέψε εω ν. Ο ι περι περισ σ ότε ότεροι υπο υπ ολογι λο γισ τές ή τα ν σβ σ βη σ τοίκ α ιη Κ ριότος είχε πλύνε πλύνει ι όλα όλα τα ποτ πο τήρια. Ή τα ν με με το παλτό σ το χέρι, έτο έτοιμ η να φ ύγει ύγει, ότα ν τον τον εί είδε να βγαί γαίνει νει από τον αν α νελκυστ λκυσ τήρα. ήρα . Ή ξερε τον Κ άφε άφ ερι καλά. Ή ξερε ό τι καλό θα ή τα ν να μην του πά ει κόντ κόντρα ρα ότα όταν εί είχε αυτό το το ύφος ύφ ος.. «Έ λα», λα», του είπε, πε, βγάζοντ γάζοντα ας το σ α κάκ κά κιτης ιτης,, δίχω ς να περι περιμ ένει να τη τη ς πει κ ά τι πρώ τα. Π ήγαν στην στην αίθουσ αίθουσα α σ υσκέ υσ κέψ ψ εω ν, όπου όπ ου έβαλε βα λε μπρος μπ ρος τον παλιό της της υπολο υπολογι γισ τή κα ι πληκτ πλη κτρο ρολόγησ λόγησε ε τα νέα δεδομέ δεδομ ένα πο π ου εκείνος νος τη ς όρισε: ποινές φ υλά υλάκισ ης από το 1989 1989,, επιθέσ θέσ εις σε α σ τυνομι νομ ικούς ού ς με μαχαί μαχαίρι ή ξυράφ υρά φ ι κα ι διευθύν υθύνσ εις κατ κα τοικία ς σ την περί περίμετρο το του Π άρκου άρ κου Μ πρόκγουε πρόκγουελ. λ. «Π ώ ς σου ήρθε ή ρθε να ψ άξεις γι’ γι’ αυτά υτά;» είπε η Σού Σ ούνε νες ς. Φ ορούσ ορούσε ε πουκ πο υκά ά μ ισ ο με τιράντ ρά ντες ες κ α ικρα κρα τούσε ύσ ε μια κο κούπα καφ κα φ έ σ το ένα ένα χέρικ ρικ ι έναν φά φ άκελο στ σ το άλλο. Β γήκε γήκε από από το το γραφ ραφ είο τη ς κ α ι κάθισ ε πίσω από απ ό τη ν Κ ριότος ότος κ α ι τον Κ άφε άφ ερι. «Α πό πού πού ξετ ξετρύπω ρύπω σ ες όλες όλες αυτέ υτές τις πληροφορίες;» «Δ εν ξέ ξέρω ». Α πέφ πέφ υγε τη μ ατιά της της.. «Ε ίχα ένα ένα προαί προαίσθημ σθη μ α». Ω σ τόσο, όσ ο, αισθάνθ σθά νθη ηκε τη μ ατι ατιά τη τη ς να κα κα ρφ ώ νετ νεται σ την πλάτη πλάτη του κ ι αναγκάσ ναγκά σ τηκε να μ ισ ογυρίσ ει προς το πλάι, ώ σ τε να μην μη ν μπο μ πορε ρεί ίνα δειο δειούτ ύτε ε εκατ κα τοστ οσ τό από το το πρόσω πρόσ ω πό του. «Τ ζακ ζακ;» ;» Ε κείνος άρχ άρχισε να κα τευθύνε ευθύ νετ τα ι προς προς το γραφ ραφ είο, αλλά η Σ ούνες το ν εί είχε κατ κα ταλάβει λά βει. Κ αιθα αι θα το του έβ γαζε τη ν κάθε κάθε πληροφ ορία έ
ε ς
κ
ι
ύ τ
.
,
υπομ ονετι νετικά με το τσ ιγκέλι γκέλι. «Μ ην προσ προσπα παθε θεί ίς να με αποφ ποφ ύγει ύγεις, Τ ζα κ». κ» . Τ ον ακολούθησε ακολούθησ ε ήρεμα ήρεμα.. «Σ ε ξέρω καλά». «Δ ώ σ ε μου λίγο χώ ρο, Ν τάνι». Κ άθισε σ το γραφε γραφ είο το το υ. « ν δ ε ν χε ς
ρ
λη
».
Α λλά λλά εκεί εκείνη σ τάθηκε θη κε σ την πόρτ πόρ τα, γέρνοντ γέρνοντα ας σ την κά κάσ α κ α ι ήπιε μια γουλιά καφ καφ έ. «Ο « Ο Τ ζα κ Κ άφε άφ εριέ ρι έχει χει ένα μυσ μ υστ τικό». κό». Κ οίτα ξε πάν πάνω από απ ό τον ώ μ ο της της,, έκλει κλεισε τη ν πόρτ πόρτα κα κ α ι το ν πλησί πλησ ίασε ασ ε. Α κούμ κούμπη πησ σε τη ν κού κο ύπ α σ το γραφ γραφ είο κ ι έγει γειρε προς ρος το μέρος του. ου . «Τ ζα κ, πες μου κ ιάλλα λλα», ψ ιθύρι θύρισε. Ε κείνος έφ ερε το πρόσ πρ όσω ω πό του κ οντά ντά σ το δικό της. ης. « ι έ λ ε ις ις ν α σο υ
,
ν ι; ι ;»
«Ν α μου πει πεις αν σου σ υνέβη υνέβη κ ά τι που πο υ θα μπορ μ πορούσ ούσε ε να επη επηρε ρεάσ άσε ει το μέλλ μέλλον ον σου σ το Σώ Σ ώ μ α». α» . «Ε ντά ντάξει ξει, λοι λοιπόν», όν», είπε κ ι έγε έγειρε πίσω σ την καρέκλα, λα , ανοί νοίγοντας γοντας τα χέρια το του. «Έ λα, πες το, τη ν περί περίμ ενα αυτή α υτή τη σ τιγμή». Ε κείνη το υ έκανε κα νε νεύ νεύμ α να σ ταμ ατήσ ει, φ έρνοντα ρνοντας το ν δεί δείκτη κτη της πάνω σ τα χεί χείλη τη της. «Γ ιατί η αγα α γαπ πούλα ύλ α μου δεί δείχνει χνει τόσ ο ενδι νδιαφέ αφ έρον για σέ σ ένα τώ ρα τε τελευτ λευτα α ία , Τ ζα κ; Γ ιατί ατί η Π ολίνα έχε έχει ι αρχ αρ χίσ ει να αναφέ ναφ έρει ρει το όνομ όνομ ά σ ου σ τις σ υζητή υζητήσ εις μας;» μας;» Έ δει δειξε το τηλέφ λέφ ω νο. «Μ όλις πριν από απ ό λίγο μ ιλούσα λούσα μ αζί αζί τη ς κα ι με κά ποιο ν τρόπο ρόπ ο κατάφερε να σε βάλειστη συζήτηση». «Δ εν ξέ ξέρω , Ν τάνι. Μ ή πω ς ξέρει ρεις εσύ;» «Μ η με ειρω νεύε νεύεσ σ αι». Τ ον κοίτα ξε σ υνοφρυω υνοφ ρυω μ ένη, με το πιγούνι κάτω . «Α ν απλώ ς έψ αχνε χνε να δειμ δει μ ή πω ς μ πορε πορείς να τη τη ν πηδήξε πη δήξει ις μιαδυο φ ορές ορές, έτσι τσι για να να δοκι δοκ ιμ άσ εια ει αντρι ντρικό καυλί, θα το το κατ κα ταλάβ λά βαινα. να. Κ αι φ αίνεσ νεσ αι ο ιδανικός κός τύπ ο ς για να κάνει νει τη δουλει δουλειά, το παραδέ ραδέχομ χομα αι. Α λλά δεν δεν πρό πρ όκειτα ιγι’ ιγι’ αυτό, έτσι; Ε ίναικ ναι κ ά τι άλλο λλ ο». Ε κείνος δεν δεν απάντ πά ντη ησ ε. Τ ο πρόσ πρ όσω ω πο τη ς Σ ούνες ύνες βρισ κότ κόταν κοντά οντά σ το δικό του. ου. Χ αμ ήλω σ ε το βλέμ βλέμ μ α το του κ α ι κ οίτα ξε τη γροθιά του του που πο υ μια σφ σ φ ιγγότ γγότα αν κα ι μια χαλάρω χαλάρω νε πάνω πά νω σ το γραφε γραφ είο. Δ εν ήθελε θελε να
είναι α υτός που που θα το έλεγε λεγε πρώ πρ ώ τος. ος. Ή θελε θελε εκε εκεί ίνη να ρίξει την πρώ τη βολ βολή. «Π οιος είναι;» τον ρώ ρώ τησε τελικά. «Ε ; Π οιος σε εκνεύρι κνεύρισ ε τόσ ο που φ αίνεσ νεσ αισαν να θέλε θέλει ις να μ αχαιρώ σεις κάποι πο ιον;» ον;» «Κ ανέν ανένας». ας». «Λ ες ψ έμ ατα. ατα. Έ λει λειπες όλο όλο το το απόγε απ όγευμ υμα α κα κ α ι τώ ρα εμ φ ανίζεσαι σα ι μ οιάζοντα οντας έτοιμ οιμ ος να τα κά κ ά νει νεις όλα λίμ πα εδώ εδώ μέσα. Κ αι με όποι όπ οιον ον κ ιαν μί μίλησε λησ ες, σ ου έδω σ ε αυτά αυτά τα νέα σ τοιχεί χεία». Ε κείνος κούνη ού νησ σ ε το κε κ εφ άλιτ λιτου. ου . «Ό χι». «Α ν σ υμ β α ίνεικ νεικά άτι, δεν δεν θα σε βοη βο ηθήσ θήσ ω . Τ ο ξέρει ρεις, έτσι;» «Δ εν θα θα χρε χρειασ τείνα με βοη βοηθήσ θήσεις». «Θ α ξε ξεχάσω και κα ι πώ ς σε λένε, αν α ν χρει ρειαστ ασ τεί να σώ σ ώ σω το τομά τομάρι ρι μου». Ε κείνος κατένευ νευσ ε. «Δ εν θα θα χρειασ τεί να φ τάσ εις σ ’ αυτό το το σ ημε ημ είο. Σ ου το το υπόσ υπόσχομ χομα αι». «Τ ζα κ». κ» . Η Κ ριότος ότος εμ φ ανίσ τηκε ηκ ε σ την πόρτα, πόρτα, χαμ ογελώ ογελώ ντας ντας ψ υχρά. υχρά. Η Σ ούνε ού νες ς μ αζεύτη ύτηκε, σ αν μικρό παι πα ιδί που που το το έπιασ αν σ τα πράσα έπει έπειτα απ α πό μια σκα σ καντ ντα αλιά, δίνοντ νοντα ας τέλος έλος στη διαμάχη τους ους. «Μ έριλιν», είπε ο Κ άφε άφ ερι, πατικώ νοντ νοντα ας τα μαλλι μα λλιά του του.. «Τ ι βρήκες;» «Α υτό» υτό».. Κ ρατ ρα τούσε ούσ ε μια φ ω τοτυπ οτυπη η μ ένη σε σελίδα. «Σ υνε υνελήφθη λήφ θη με βάση το το Ά ρθρο 41. Ε ίναι σ κέτ κέτος τρελ ρελάρας. άρας. Μ πορώ πορώ να φύγ φ ύγω ω τώ ρα;» Κ αιε αι είχε το δικαί κα ίω μ α να είναι ναι τόσο όσ ο αυτά υτάρεσκη ρεσκ η, καθώ κα θώ ς η έρευνά τη της είχε απ αποφ έρεικ έρεικαρπούς κ ι ένα κα καινού νούριο όνομ νομ α είχε εμ εμ φ ανισ τεί. Ό τα ν ο Κ άφεριτ άφεριτο ο είδε, κούνησε κούνησ ε το κεφ κεφ άλιτ άλι του. «Σ κατ κα τά». ά» . Έ δω σ ε το χαρτίσ ρτίστ τη Σ ούνες ούνες. «Τ ο ξέρω ξέρω αυτό υτό το το όνομα». όνομα ».
Κ ανέν ανένας δεν δεν άνοιξε τη ν πόρτα. πόρτα. Τ η χτυπού υπ ούσ σ α ν εδ εδώ κα ι αρκετ ρκετή ώ ρα, ενώ πίσω τους είχαν ένα ένα σι σ ιω πηλό πη λό φ ιλοθεά λοθεάμον κοινό από το υς
γεί γείτονες νες που το υς παρατ ρα τηρούσ ρο ύσα αν από από τις πόρτ όρτες τω ν σπ σ πιτιώ ν του τους ς, με τα χέρια σ ταυρω υρ ω μ ένα κα κ α ι τις τηλεορά λεοράσ εις να παίζουν ουν μέσα. Ο Κ άφε άφ εριά ρι άνοιξε το κάλυμ κά λυμμ μ α τη τη ς σ χισμ ής του γραμμ γραμ μ α τοκιβ κιβω τίου σ την πόρ πό ρτα κα κ α ικο ικ οίτα ξε μέσα στ σ το άνοιγμα. « Τ ι βλέ βλέπεις;» μ ουρ ουρμούρι ύρισε η Σ ούνες δίπλα του. Κ ανεί νείς τους του ς δεν δεν είχε αναφέ ναφ έρει ρει τη ν Π ολίνα εδώ εδώ κ α ι ώ ρα, σαν να είχαν σ υμφ υμ φ ω νήσε νήσ εινα αφ ήσουν ήσ ουν σ την άκρη άκρη το το θέμα θέμα μέχ μέχρι να τε τελει λειώ σ ουν με τη ν υπόθεσ υπόθεσ η αυτή. αυτή. «Λ οιπόν;» «Δ εν εί είναιε ναι εδώ ». «Ε ίσ αι σίγουρος ουρος;» ;» «Ν αι». Ό ρθω ρθω σε το κορμί κορμ ί του κι κ ι έβγαλε βγαλε το σ ακάκι ακά κι του. «Έ χει φ ύγε ύγει». Έ δω σ ε στη στη Σ ούνε ούνες ς το σ ακάκ κά κιτου κ ι άρχι άρχισε να χαλαρώ αλα ρώ νειτη ιτη γραβά ραβάτ τα. «Μ ε κάπ κά ποιον άλλο, άλλο, πιθανότα θανότατα». α» . «Ω , Θ εέ μου». Κ ατάλα ατάλαβε βε τι θα έκα έκανε νε κα ι σ τράφ ρά φ ηκε βια σ τικά προς προς το υς φ ιλοπε λοπερίεργους. ργους. «Σ ας παρα αρ ακαλώ κα λώ , περάσ ρά σ τε σ τα σ πίτια σας σ ας». ». Τ ους ους έγνεψ γνεψε ε να απομ πομ ακρυ ακ ρυνθούν, νθούν, διώ χνοντ χνοντά άς τους. ους. «Δ εν εί είναι ναι ανάγκη να βλέ βλέπετε τα πάντ πά ντα α». Α ργά ργά κα κ α ι απρόθυμ πρόθυμα α, έκλε κλεισαν τις πόρτ πόρτε ες τους κ ι εκείνη σ τράφ ρά φ ηκε ξανά στ σ τον Κ άφε άφ ερι. «Τ ζα κ », ψ ιθύρισε, «δεν ξέρο ξέρουμ υμε ε αν α ν εί είναι να ι πράγμα γμα τιαυτ ια υτός ός». ». «Σ ε λί λίγο θα το το μ άθουμ θουμ ε». Ά δει δειασ ε τις τσ έπ ες το υ κα ι τη ς έδω σ ε τα κλειδιά του κα ι μερικά ψ ιλά». «Ω , Θ εέ μου, ελπίζω να θυμάσ θυμ άσα αι πώ ς να σ υμπλη υμ πληρώ ρώ νει νεις μια αίτηση ησ η για κάλυψ κά λυψ η ζημι ημ ιώ ν». «Α ν θυμάμαι θυμάμ αι, λέει;» Έ κανε κα νε ένα βήμα βή μα προς τα πίσω . «Μ πορώ να τη συ σ υμπληρώ μπληρώ σω ακόμη και κα ι στον στον ύπνο ύπνο μου». μου». Τ ο πόδι του προσ προσγ γειώ θηκε θηκε σ τη ν πόρτ πόρτα. « σ υ !» Η φ ω νή του του αντήχησε αντήχησε στη στη βεράντ ρά ντα α. Κ ουρτί ουρτίνες νες μ ισ άνοιγαν πίσω τους ους. Μ ια δεύτε δεύτερη κλοτ λοτσ ιά ακολού ολούθη θησ σε. Η πόρ πό ρτα τρεμού ρεμ ούλι λιασ ε κ α ι για μια στ σ τιγμή έδει δειξε πω ς θα υποχω υπ οχω ρήσ ρή σ ει, αλλά οι οιδύο κλε κ λει ιδαρι δαριές κράτ ρά τησαν. «Έ χεισύρτη, ισύρτη, Τ ζακ».
«Το «Τ ο ξέ ξέρω . Α Σ Τ Υ Ν Ο Μ ΙΑ !» Το Τ ο πόδ πόδι του προσγ προσγε ειώ θηκε στο στο κατ κα τάλληλο λλη λο σ ημείο τη ς πόρτ πόρτα ας, κάνοντας το υς τένοντες ένοντες του γονάτ γονά του του να τρί τρίξουν. Η επάνω πά νω κλε κλειδαρι δαριά έφ έφ υγε από τη ν υποδ υπ οδοχή οχή της, αλλά η δεύτ δεύτε ερη κρατ κρα τούσε ούσ ε ακόμ ακ όμα. α. Έ κανε κα νε πίσω , προσπα προσ παθώ θώ ντας να ξαν ξαναβρε αβρεί ί τη ν ισ ορροπί ορροπία του του.. «Γα «Γ αμημ μη μένη πόρτ πόρτα». «Ά κου κου», είπε η Σ ούνες νες ανυπόμ νυπό μ ονα, ονα , ψ άχνοντ χνοντα ας τις τσ έπ ες τη ς για το κινητ νητό της. ης. «Δ εν θα κα ταφ έρεις να τη ρίξεις. Ά σε με να φ ω νάξω το υς ειδικούς κο ύς,, Τ ζακ ζα κ » . «Π ερίμεν μενε, δώ σ ε μου ένα. ένα...» ..» Έ κανε κα νε πίσω , απομ απ ομα α κρύνοντας κρύνοντας τα μαλλ μαλλι ιά από α πό το μ έτω πό του, του, κ α ι κλότ κλότσ η σ ε για τρί τρίτη φ ορά τη τη ν πόρτα πόρτα σ το σ ημείο που ήθε ήθελε λε,, οκτώ εκα εκα τοσ τά δεξι δεξιά από α πό τις κλει κλειδαρι δαριές. Η εξω τερική επένδυσ πένδυση η τη ς πόρτ όρτας βούλι βούλιαξε. Η επόμε όμ ενη κλοτ λοτσ ιά τη τη διαπέ απ έρασ ρασ ε ολόκληρη. ολόκληρη. «Ο ρίσ τε». Π ήδηξε προς προς τα πίσω , απομ απο μ ακρύν ακ ρύνοντ οντα α ς σ πασμέ πασ μέν να κομμ κομ μ άτι άτια ξύλου από το πόδι πόδι του, κι άρχισε να διαλύει λύει τη ν πόρτ π όρτα, α, βαρι βα ριανασα νασ αίνοντα οντας κα ι πετώ ντα ντα ς τα σ πασ πα σ μ ένα κομ κομμ μ άτια τη τη ς σ το δάπεδο. δάπεδο. Έ χω σ ε το χέριτο ριτου σ το άνοιγμ α και κα ι ψ ηλάφησε ηλάφ ησε το εσ εσ ω τερικό, κολλώ ντας το πρόσω π ρόσω πό του του σ την πόρτα. πόρτα. «Ω ραία». Κ οίταξε τη Σ ούνες ούνες. Έ νας ή χος α κούσ κο ύστ τη κε από την άλλη άλλη μερι μεριά. «Τ ην ξε ξεκλείδω σ α». Η πόρτ πό ρτα α υπ υπ οχώ ρησ ρη σ ε κ ι εκείνος μ πήκε πή κε μέσα μέσα,, με τη Σ ούνες ύνες ξοπίσω του. ου . Κ ανεί ανείς τους δεν δεν μί μ ίλησε λησε. Σ τά θηκα θη καν ν κα κ α ι παρα πα ρατ τήρησ ρη σαν προ προσ εκτικά τον σκοτεινό διάδρομο. Η Σ ούνε ού νες ς πήρε πή ρε βαθι βα θιά ανάσα ανάσα.. Έ βγαλε βγα λε το κινητό νητό τη ς από τη ν τσ έπη κ ι επέστ πέστρεψ ρεψ ε το σ ακάκι κ α ι τα κλει κλειδιά σ τον Κ άφε άφ ερι, προτ προτού ού προχω προχω ρήσ ρή σ ει η ίδια στ στο κατ κα τώ φ λι. Α πό κάπο κά ποι ιο σ κοτ κοτεινό ση σ ημεί μείο ερχότ ρχόταν μια μυρω μ υρω διά. Δ ισ τακτικά βρή βρήκε τον φα φακό σ την τσ έπη της. ης. «Ε ίσ αι σ ίγουρο γουρος ς ό τι δεν δεν βρί β ρίσ σ κετα κεταιεδώ ;» «Ό πω ς σε βλέπω βλέπω κ α ι με βλέπε βλέπει ις». Α λλά λλά ο τόνος τόνος τη ς φ ω νής του ή τα ν χα χαμηλός. ηλός. Ά ναψ ε το φ ω ς επιφ πιφ υλα υλακτικά κ α ι κοί κο ίταξαν τρι τριγύρω , σ τον διάδρομ άδρομο. Ή τα ν ένας νας σ υνηθι υνη θισμ ένος διάδρομ δρομος ος διαμ ερίσ μ ατος σε
μια δημοτική πολυκατοικία, ο οποίος κατέληγε σε μια πόρτα, μερικά μέτρα παραπ παραπέ έρα. Σ το πά τω μ α δεν δεν είχε τοποθετη θετη θείμ θεί μ οκέ οκέτα. Ο ιτο ιτοίχοι είχαν αρ αρχίσ ει να ξεφ ξεφ τίζουν, ουν, κα ι σ τις δύο πλευρέ λευρές του διαδρόμου δρόμ ου βρίσ κοντ κο ντα αν δύο βαμ μ ένες νες πόρτ πόρτε ες. «Ε ίναικ ναικα ανεί νείς εδώ ;» Τ ους απά απ ά ντη σ ε η σ ιω πή. «Ε ίμ ασ τε ασ τυνομι νομ ικοί κο ί, κύρ κ ύρι ιε Κ λέαρ». λέαρ». Κ αιπάλισι αιπάλισιω πή. Α πό τον διάδρομο άδρομο πίσω το υς α κούστ ύσ τη κε άλλη άλλη μια σχ σχισμή σμ ή γραμ ρα μ μ α τοκι οκ ιβω τίου να ανοί νοίγει. «Κ ουτσ ουτσ ομπό ομ πόλη ληδε δες ς του κερα κερατ τά». Η Σ ούνες έκλεισ ε τη διαλυμ λυμένη πόρτα με το πόδι τη ς κ α ι σ τράφ ηκε σ τον Κ άφε άφ ερι που πο υ σ τεκότ κό ταν μπρο μπροσ σ τά από απ ό τη τη ν πρώ τη πόρτα, πόρτα, με τις παλάμ λά μ ες προτεταμ ένες νες, λες κ ιη επιφ άνει νειά τη ς ή τα ν καυτή κα υτή.. «Τ ζακ;» Δ εν τη ς απάντη ντησ ε. Ο ι τρίχες χες σ τα χέρια του είχαν ανορθω α νορθω θεί θεί. Κ άποιος είχε γρά γράψ ειμ ειμε σ τιλό διαρκείας τη λέξη λέξη . Στράφηκε προς τη Σούνες καιχαμογέλασε.
Έ ξω σ κοτ κο τείνιαζε. Α πό το το παρά πα ράθυρο θυρο στ σ το καθι κα θισ τικό έβλεπα λεπαν ν τον καιρό να χαλάε χαλάει σ τον ορίζοντα οντα - σ ύννε ύννεφ φ α μεγάλα μεγάλα σαν σ αν βουνά βουνά μ αζεύον ύοντα ν πάν πά νω από το το πάρκο, σ υγκεντ υγκεντρώ ρώ νοντ νοντα ς πάνω το υς το ροδαλό ροδαλό φ ω ς του δει δειλινού. Η Σ ούνε ού νες ς έκανε με μ ερικά τη τη λεφω λεφ ω νήμ νήμ ατα για να κινητ νη τοποιή σ ει τη ν το τοπική ασ τυνομ νομ ία προκειμ ένου νου να σ τείλει σ ήμα ήμ α στ σ τα πε π εριπολικά, κά, να θέσει υπό υπ ό παρα πα ρακο κολούθη λούθησ σ η το το διαμέ αμ έρισμα σμ α και κα ι να φέ φ έρει ρει τη Σ ήμανση ήμ ανση σ το Α ρκάιγκ Τ ά ουερ ουερ προκει προκειμέν μένου να να συλλέξουν υλλέξουν δεί δείγμα DNA για να τα υτοποιή σ ουν τον τον ύπ ύποπτ οπ το. «Μ άλισ τα», α», είπε. πε. «Α ς κά νουμ νουμ ε μια μι μικρή έρευνα έρευνα προτ προτού κα κ αταφ θάσ θάσ ει το ιππικό». Κ άλεσ άλεσαν τους ανελκ νελκυσ υστ τήρες σ τον τελευταί ελευταίο ο όροφο, όροφ ο, το υς απενε πενεργοποί ργοποίησ αν κι κ ι άνοιξαν τη τη ν πόρ πόρτ τα σ τις σ κάλε κά λες ς - αν ο Ρ όλαντ όλα ντ
Κ λέαρ λέαρ γύριζε σπ σ πίτι του προτού καταφ θάσ θά σ ουν οι οι ενισχύσε χύσεις, ήθελαν θελαν να α κούσ ούσ ουν ουν τα τα βήμ βή μ ατά το του σ τις σκάλες κάλες. Χ ώ ρισ αν το διαμέ αμ έρισ μα σε ζώ νες νες: η Σ ούνες νες φ όρεσε πλα πλασ σ τικές σ ακού κο ύλες σ τα χέρια τη της, σαν αυτοσ χέδια γάντ γάντι ια, κ ι άρχισε να ερευνά το κα θισ τικό κ α ι το μπάνι πά νιο, ενώ ο Κ άφε άφ εριέ ρι έψ αχνε αχνε σ την κουζ κο υζί ίνα και κα ι το υπν υπ νοδω μ ά τιο. Ά ναψ αν τα φ ώ τα μόνο όνο σ τα δω μ άτια που που δεν δεν είχαν παράθυρα. παράθυρα. Σ τα υπόλο υπ όλοι ιπα, αρκέστ κέστηκαν κα ν στ στο φ ω ς τη ς ημέρας ρα ς που είχε απομ πο μ είνει νει. Σ ύντο ύντομ α κατάλαβα λα βαν ν πω ς το διαμέ αμ έρισ μα το του Κ λέαρ λέαρ ή τα ν μια με μ εγάλη αποθήκη ποθή κη:: κάθε κά θε αντι ντικείμ ενο που που μ πορο πορούσ ύσα αν να φ αντα ντασ τούν ού ν βρισ κότα κόταν εκεί από μια συλλογ σ υλλογή ή με ηλεκτρ λεκτρικές σ κούπ κο ύπε ες μέχρι μια κουκ κο υκο ουβά για σε κλουβ κλουβί ί. Μ ερικά ση σ η μ εία ήτα ήτα ν βρόμι βρόμ ικα -η - η μ υρω διά το του μ πάνι πάνιου ανάγκασ νάγκασ ε τη Σ ούνες ύνες να κλε κ λεί ίσ ει τη μ ύτη ύτη της τη ς- κ α ι το ψ υγεί υγείο ήταν γεμ άτο άτο σ απισ μέν μένο φ αγητ αγητό. ό. Μ πορούσ πορο ύσαν αν με ευκολί υκ ολία να υποθέ υπ οθέσ σ ουν πω ς ο Κ λέαρ λέαρ ή τα ν υπε υπ εύθυνος ύθυ νος για το το χάλιστ άλι στη η σ οφί οφ ίτα τω τω ν Π ιτς. Ό μ ω ς άλλα μέρη μέρη του διαμερίσ ματος ή τα ν πεντ πεντα ακάθα κά θαρα ρα.. Σ τη ν κουζί κο υζίνα, να, για παράδε αράδει ιγμα, ο πά π άγκος γκο ς τη ς είχε γυαλ γυα λισ τεί τόσο όσ ο, που κομ μ άτια τη της φ ορμ ορμάικας κα ς είχαν ξεκο ξεκολλ λλή ήσ ει κ α ι είχαν το χρώ μ α τη τη ς κιμ ω λίας. Β ετέξ περίμ εναν να χρησ χρησ ιμ οποι οποιηθούν, θούν, μέσα σε σε μια κατ κα τσ αρόλα, ρόλα , πάνω πάνω στο μ άτι τη ς κουζ κουζί ίνας. νας. Τ α πατ πα τώ μ α τα , όσα όσ α δηλαδή δηλαδή δεν δεν είχαν μ οκέτ οκέτα, έλαμ λαμπαν πα ν από καθαρ κα θαρι ιότητ ότητα α. Η Σ ούνε ού νες ς βρήκε κ ά τι σ χεδόν αμέ αμ έσω ς. «Έ ι, Τ ζα κ», κ» , φ ώ ναξε αξε, «έλα «έλα να δεις». Ε κείνος πήγε πή γε σ το καθι κα θισ τικό κα ι τη βρήκε βρή κε μ προσ προστ τά από α πό ένα μ εταλλι λλικό γραφ είο, με τη σ ιλουέτα έτα της της κόντρ ντρα σ το ηλιοβασίλεμα, λεμα , να κ οιτάζε τάζει ι ένα ανο α νοι ιχτό χτό συρτ υρτάρι. « Τ ι είναι ναιαυτό;» υτό;» «Π οιος κερατ κερα τά ς να ξέρει ρει». Τ ο πήρε πή ρε σ τα χέρια τη τη ς κα ι το περι περιεργάστ ργάσ τηκα ηκαν. Ή τα ν ένα ένα τσ τσ αλακω λα κω μ ένο σ ημ ειω μ ατάριο, τυλιγμένο γμένο με λα λασ τιχάκ χάκι. « Τ ινομ νο μ ίζεις πω ς είναι ναι;» Σ ή κω σ ε ψηλότ ψ ηλότε ερα το το ν αγκώ να της της,, ώ σ τε το ημε ημ ερολόγι ρολόγιο να να φ ω τισ τείκαλύτ ίκα λύτε ερα. ρα . Ο ιλέξ λέξεις «Η Θ εραπε ραπεί ία» είχαν γραφ ρα φ τείπάνω πά νω σ την
ετικέτα έτα του εξω φ ύλλου, ύλλου, ενώ οι τσ αλακ λα κω μ ένες νες σ ελίδες δες του ήταν γεμά γεμά τες ασυναρ υναρτησίες, γραμ γραμ μένες νες με ορνιθοσκα θοσ καλί λίσ ματα. Α ποκόμ μ ατα εφ ημ ερίδω ν είχαν κολ κολλη ληθεί θείσ σ τις σελίδες δες, σ χετ χετικά με την υπόθεσ υπ όθεση η του Ρ όρι Π ιτς. Ο Κ άφε άφ ερια ριανατρί νατρίχιασε ασ ε. «Τ ο πα π αίρνουμ ρνουμ ε». «Ω ραία». α». Η Σ ούνες ύνες έχω σ ε το ημ ερολόγ ρολόγι ιο σε μια πλασ π λαστ τική σ α κούλα τροφ τροφί ίμ ω ν, τη ν οποί οπο ία έβαλε στο στο σ ακάκ ακ άκι ι της, ης, κ α ι στη στη σ υνέχε νέχει ια στ σ τράφ ρά φ ηκε πάλι πάλιπ προς ρος το καθι κα θισ τικό. κό . «Ά ντε ντε, πίσω σ τη δουλει δουλειά τώ ρα». Έ ψ αξαν για δέκα δέκα λεπτά λεπτά ακόμ κό μ η, δίχω ς να είναι ναι σ ίγουροι γουροιτι τι ακρι κριβώ ς αναζητού ναζητούσ σ αν. Σ ε μι μια στ στοίβ οίβα με περιοδικά, κά , η Σ ούνες νες βρήκε ρή κε μια κάρτα κά ρτα που απε απ εικόνι κό νιζε ένα βρέφ βρέφ ος με πάνα. Η λεζ λεζάντα άντα έγ έγραφε ραφ ε: Δ Ε Ν Θ Ε Λ Ω Ν Α Σ Ε Α Π Α Σ Χ Ο Λ Ω Μ Ε Τ Α Π ΡΟ Β Λ Η Μ Α Τ Α Μ Ο Υ ... Τ ην η ν άνοιξε και διάβασε άβασ ε τη ν ατά ατά κα στ σ το εσ εσ ω τερικό της της:: Α Λ Λ Α Ε ΙΜ Α Ι Κ Α Υ Λ Ω Μ Ε Ν Ο Σ. Σ. Σ το υπνοδω μ ά τιο, ο Κ άφε άφ εριβρήκε ρι βρήκε σ ε ένα συρτ σ υρτάρι άρι μια φ ουσκω ουσ κω τή κούκ κο ύκλα λα,, σ το σ χήμα χήμ α μικρού αγοριού, από το ν αστ ασ τράγαλο τη τη ς οποί οποίας κρεμότα ρεμ όταν ν μι μ ια ετι ετικ έτα έτα με ια πω νικά ιδεογρά δεογράμ μ μ ατα. Β ρίσκοντ κοντα αν στο στο σω στό στό μέρ μέρος και κα ι σκέφ σκέφ τηκε πω ς τα πάντα πάντα εδ εδώ ήταν ήταν τόσο σ αν να επισ κέπτοντα ντα ν ένα ένα παρά παράξ ξενο μ ουσ ουσ είο. Η σ υλλογή υλλογή του Κ λέαρ λέαρ ή τα ν τακ τοποιη οιη μ ένη πάνω πά νω σ ’ εκείνα τα τα τραπέ ρα πέζ ζια που βλέπεικα λέπεικ ανεί νείς σ ε υπα υπ αίθρι θριες αγορές αγορές. Ο Κ άφε άφ εριπ ρι πρόσ ρόσ εξε ό τι κανέ κα νένα να από απ ό τα τα αντι ντικείμ ενα δεν δεν α κουμ ου μ πούσ ούσ ε το πάτ πά τω μ α, όλα το το υς ήταν τοποθε οπ οθετ τη μ ένα πάνω σ ε αυτ αυ τά τα τραπέ ρα πέζ ζια - κ α ι θυμήθη θυμ ήθηκε κε τον τρόπ τρόπο ο με τον οποί οπ οίο ο ο Ρ όρι όρ ι Π ιτς είχε τοποθετη θετη θεί πάνω σ το δέντ δέντρο, ρο, με τον ίδιο τρ τρόπο που ένα μεγάλο αιλουρ λουρο οειδές θα έκρυ έκρυβε ένα κο κουφ άρι ζώ ου. Α υτή υτή η σκέ σ κέψ ψ η τριγύριζε ακόμ κόμ η σ το μυαλό του του,, ότ ό τα ν δέκα δέκα λεπτ λεπτά ά αργότε ργότερα άνοιξε τη ν πόρτα πόρτα μιας ντο ντουλά υλ άπας σ το υπνοδ υπ νοδω ω μ ά τιο κ α ι βρήκαν βρήκ αν αυτό υτό που ήξ ή ξερε πω ς έψ αχναν αχναν.. «Έ ι, Ν τάνι», φ ώ ναξε, αξε, «έλα «έλα εδώ μισό λεπτ λεπτό» ό».. α
χ ι
κ
,
« Τ ι είναι;» Ή ρθε από απ ό το το καθι κα θισ τικό λαχανι λαχανιασμένη, περνώ ντα ντας ανάμε νάμ εσ α από τα τραπέζ ρα πέζι ια για να τον πλη πλησ σιάσει, με τα χέρια της της ψ ηλά. « Τ ι βρήκε βρήκες ς;» «Δ εν ξέρω ». Μ πήκε πή κε σ την ντουλά ου λάπα πα κι κ ι άνοιξε το φω ς. «Έ νας κόκκ όκ κινος νος λαμπτ λαμ πτήρ ήρας ας», », μ ουρμ ουρ μούρι ούρ ισε η Σ ο ύ νες κοι κο ιτάζοντα ντα ς εξετ ξετα σ τικά το εσ ω τερικό τη ς ντου ντουλά λάπα πας ς. «Π αράξ ρά ξενο». ο». «Ε ίναι ναιένας νας σκ σκοτεινός νός θάλαμ θάλαμος». ος». «Τ ι πράγ πράγμα;» «Έ νας νας σ κοτ κο τεινός θάλαμ θάλαμος. ος. Κ οίτα». Τ ης έδει δειξε ένα μικρό πλασ λασ τικό τραπέ ραπέζ ζι, πάνω σ το οποί οπ οίο βρίσ κοντ κοντα αν μπ μπουκ ουκάλια με χημι χημ ικά, κά , ένα ζευγάρ ευγάρι πλασ λα σ τικά γάντι γάντια, δίσκοι κοι, μια συ σ υσ κευή που υπέ υπ έθεσε θεσ ε ότι ότι χρησί ρησ ίμευε μευε για εκτύ κτύπω σ η φ ω τογραφ ογραφ ιώ ν. Σ τη ν πέρα πέρα άκρη του του τραπ ρα πεζι εζιού, βρισ κόταν ένα ένα σ φ ραγι ρα γισμένο ένο με καφ έ ταινία τενεκεδένι ενεκεδένιο κ ο υ τί για μ πισκότ κότα. «Ε ίναι ναι εξοπλισμός σ κοτ κο τεινού θαλά θαλάμ μ ου». ου». Έ ψ α ξε σ την τσ έπη για τον ελβετ ελβετι ικό σ ουγιά του, έκοψ ε τη τη ν τα ταινία, έβγαλε βγαλε το κάλυμ κά λυμμ μ α κα κ α ιείδε σ το εσ ω τερικό το του κουτιού. « Τ ι σ κατ κα τά». «Τ ι;» «Γι «Γ ια δες δες». Έ δω σ ε το ν φακό φ ακό στη στη Σ ούνε ούνες ς κ ι άρχι άρχισε να βγάζ βγάζει το περιεχόμε χόμ ενο το το υ κουτιού. «Φ ω τογραφ ογραφ ίες». «Τ ι;» «Κ οίτα». α» . Η Σ ούνε ού νες ς μ πήκε πή κε στ σ την ντου ντουλά λάπ πα κ α ι φ ώ τισ ε τι τις φ ω τογρα ογραφ φ ίες. Ή ρθε ρθε αντι αντιμ έτω πη με ανθρώ ανθρώ πινα πρόσω πρόσ ω πα. «Ω , Θ εέ μ ου», είπε κάνοντ κά νοντα ας πίσω . Ο ι εικόνες όνες ή τα ν θολέ θολές ς, αλλά πί π ίσ τευε πω πω ς ήξερε ξερε τι ακρι κριβώ ς έβλεπε βλεπε.. Α ναγνώ αγνώ ρισε το μ οτί οτίβο το του πατώ μ ατος. ος. «Ε ίναι ναι ο Ρ όρι Π ιτς;» «Έ τσ ινομίζω ». «Θ εέ μ ου». Π ήρε τη ν πρώ τη φ ω τογραφ ογραφί ία και κα ι τη ν κοίτα ξε. «Κ ακόμ ακ όμοι οιρο παλι πα λικαρά κα ράκι κι». Α πεικόνιζε το ν Ά λεκ λεκ κα κ α ι τον Ρόρι Ρόρι, κι έδει δειχνε χνε τι τι είχε σ υμβ υμ βείσ είσ το νούμ νούμ ερο τριάντα ντα του Ν τόνεγκ νεγκα αλ Κ ρέσ ρέσεντ. ντ.
Τ ο αί α ίμ α τη τη ς πάγ πά γω σ ε. «Σ αν να μην μην έφ τανε που που πέθα πέθαν νε», είπε χαμη αμ ηλόφω λόφ ω να, «έπρ «έπρε επε πρώ πρώ τα να περά περάσ σ εια π ’ αυτό υτό το το μαρτ μαρτύρι ύριο». «Κ ρίμα». α» . Ο Κ άφε άφ εριε ρι εξέτ ξέτα ζε το τενεκ νεκεδένι δένιο κουτ ου τί. Κ άτω άτω από τι τις φ ω τογραφ ογρα φ ίες του Ρ όρι Π ιτς βρήκε βρή κε μι μ ια παλιά φ ω τογραφ ογρα φ ία ενός παιδιού που ήτ ή τα ν τυλι υλιγμέ γμένο με σ κισ μ ένα σε σ εντό ντόνια, φ ιμω μένο, κ α ι με τα χέρια το του σ ταυρω υρω μ ένα μ προσ πρ οστ τά από από το σ τήθος θος του, ου , θυμί θυμ ίζοντα οντας Φ αραώ . Ή ξερε αυτό αυτό το το πρόσ πρ όσω ω πο. Κ αι αναγν αναγνώ ρισε τη ν ταπετ απετσ αρία. Ε ίδε κ α ι τη ν αφ αφ ίσα από τα Χ ελω νονι νονιντζ ντζά κια. «Ε ίχε δίκιο», είπε, δίνοντα νοντας τη φ ω τογραφ γραφ ία στη Σ ούνες. ύνες. «Ε ίχε δίκιο, που να πάρ πά ρει. Δ εν ήταν απάτη ή φάρσα». είχε δίκιο;» «Ο επιθεω θεω ρητ ρη τής Ν τάρχα ρχαμ ». Α πό κά κ άτω , βρίσ κοντα κονταν κ ι άλλε άλλες φ ω τογραφ γρα φ ίες του παιδιού. «Β λέπ λέπεις; Ε ίναι να ι η οικογένε γένει ια από τις φ ω τογραφ ογραφί ίες στη στη λεω λεω φ όρο όρο Χ αλφ Μ ουν». ουν». «Χ ρισ τέ μου, μου, τινα τους σ υνέβη υνέβη,, άραγ άραγε;» «Δ εν ξέρω . Δ εν μπορώ να φαντ φ αντασ αστ τώ ». Κ άτω άτω από απ ό τι τις φ ω τογραφ ογραφί ίες αυτέ υτές, βρή βρήκε άλλη μία, ενός αγορι οριού - με το πρόσ πρόσω ω πο κόντ κόντρα ρα σε ένα ένα σω ρό σάπι σ άπια φύλ φ ύλλ λα δέν δέντρω ν και κα ι το παντ πα ντε ελόνι κατ κα τεβασ βα σ μένο. μένο. Ή τα ν σ ίγουρος ό τι το πρόσ πρό σω πο αυτό υτό ανήκε σ τον Τσ Τ σ αμ παλουά πα λουάγ γκ Κ εοντου οντουά ά γκντι κντι πρι πριν από δώ δεκα δεκα χρόνι ρόνια - ένα από τα πρώ τα θύματ θύμα τα του Ρόλα Ρ όλαντ ντ Κ λέαρ. λέαρ. «Χ ρισ τέ μ ου», μ ουρμούρι ουρμ ούρισ ε, «όλα «όλα βρί βρίσ κοντα κονται εδώ ». Έ γει γειρε το το κ ο υ τίκα ι βρή βρήκε άλλες άλλες τέσ σ ερις φ ω τογραφί ογραφ ίες. Α υτές υτές έδειχνα χναν ένα αγόρι γόρι δεμ δεμ ένο σε ένα καλορι καλοριφ έρ, ένα άσ προ καλορι κα λοριφ έρ πάνω πάνω σε έναν πορτ πορτοκα οκαλή λή τοί τοίχο. Τ ο αγ α γόριή όριήτ τα ν ξαπλω μένο μένο στ σ το πλάι. Β ρισ κότ κόταν στ στην ηλικία του Ρ όρι Π ιτς κ α ι φ ορούσ ορούσε ε σ αντάλ αντάλι ια, ένα μπλ μπλε κοντ κοντομάν ομά νικο και κ αι σορτσάκι σορτσάκι - όπω ς και κα ι το παιδί στι στις φ ω τογραφ ογραφί ίες τη ς λεω λεω φ όρου Χ αλφ Μ ουν. ουν. Τ ο πρόσω πρόσ ω πο του του παιδιού ήταν μ ισ οκρυ οκρυμ μμ ένο. Φ αινόταν η κολλ κολλη ητική ταινία που πο υ κά κ άλυπτ υπ τε το σ τόμα όμ α του, του, κ α ι το σ ορτς ορτς του ήτα ήταν ξεκο ξεκούμ ύμπω πω το, α ποκα πο καλύπ λύπτ τοντα οντας το εσ ώ ρουχό ρουχό το του. Δ εν ή τα ν ούτ ού τε ο Ρό Ρ όρι Π ιτς ούτε το άλλο αγόρι, από από «Π
τις φ ω τογραφ ογραφί ίες τη ς λεω λεω φ όρου Χ αλφ Μ ουν. ουν. Α υτή υτή τη φ ορά, ορά, η Σ ούνες ούνες πάγ πά γω σ ε μόλις το είδε. «Ω , Θ εέ μ ου», μουρμούρι ουρμ ούρισ ε. «Ω , Θ εέ μου, μ υρί υρίζομα ομ αι μπελάδε πελάδες ς. Θ εέ μου μου,, νομ νομ ίζω πω ς είχες χες δίκιο... ο. ..» » κα ι τη ν κο κοίτα ξε. «Ν ομ ίζεις ό τι η «Η ε ό ενη γ έ ν ε ι ;» είπε κα φ ω τογραφ ογρα φ ία αυτή είναι να ιαπό τη ν επ επόμεν όμ ενη η οικογέ κογένε νει ια;» «Ν αι, δεν δεν θα μου προ προκα καλούσ λούσε ε έκπληξη. Έ λα, πάμ πά μ ε στο στο Σ ράι ρά ιβμου βμ ουρ». ρ». Έ βα λε το τον φακ φ ακό ό σ τη ζώ νη τη τη ς κ ι άρχ άρχισε να μ α ζεύει τις φ ω τογρα ογραφ φ ίες, τοπ οθετώ θετώ ντα ντα ς τες σ το κουτ ουτί. «Π άμε άμ ε». Σ τριμ ώ χτη χτη κε για να περάσ περάσ ειανάμε νάμ εσ α από τα τραπέζ ρα πέζι ια κ α ικοίτα ξε έξω από το το παράθυ παρά θυρο ρο τη ς κρεβα κρεβατ τοκάμαρα οκάμ αρας ς. Κ άτω άτω , στ σ τον δρόμο, α υτοκίνητ νη τα μ αζεύοντ ύο ντα α ν - φ αίνοντα νονταν μικρά, σαν μυρ μυρμ μ ήγκια από από ψ ηλά. ηλά. «Έ φ τασαν». ασαν». «Ω ραία». Έ κλει κλεισ ε τη ν πόρτα πόρτα και κα ι πέρασε πέρασε ανάμεσ ανάμεσ α από απ ό τα τα τραπέ ραπ έζια. «Θ έλω να ελέγ λέγξω κ α ιτη ν αποθή απ οθήκη κη το υ διαδρόμου». αδρόμ ου». «Ν όμι όμ ιζα πω ς το έκανε κα νες ς ήδη». «Ό χι, έλα μα μ α ζί μ ο υ» . Σ τον διάδρομο άδρομο στ σ τάθηκε θηκε ακίνητος νητος,, ακ ουμπ υμ πώ ντα ντα ς πάνω πάνω σ την πόρτ πόρ τα. Ο Λ όγκαν όγκα ν εί είχε επισ πισ κεφθε κεφ θεί ί το διαμέ αμ έρισ μα τη τη ν πρώ πρώ τη μέρα τη της έρευν ρευνας ας,, ο Κ άφε άφ εριθυμ ρι θυμότ ότα αν πω ς είχε δει δει το όνομα όνομ α το του Ρ όλαντ όλα ντ Κ λέαρ λέαρ στην αναφορά, αλλά η λέξη ν δ υ ν ή τα ν γρα γραμ μμένη με τόσο όσ ο μικρά γράμμα ράμ ματ τα, που ο Λ όγκαν ή τα ν φ υσι υσ ικό να μην μη ν τη ν προσέ προσ έξει. Π ροσπά ροσ πάθησ θησε ε να φα φ α ντα ντα σ τεί το μ έγεθος του δω μ ατί ατίου πίσω από από την την πόρτα. πόρτα. Μ ήπω ήπ ω ς ή τα ν άλλο άλλο έν ένα υπνοδω μ ά τιο; Δ εν υπήρχ υπή ρχε ε πόμολο, πόμ ολο, μονάχα ονάχα ένα χάλκι χάλκινο χερούλι, άρα ίσ ω ς να ήτ ή τα ν απο αποθή θήκη κη.. ν α υ ή , α ρ α μ μ
σ τ
ν ο η
α
α
ή
ν κ λ ε σ μ
ν η
η
ρ μ
λ
Π
,
ε
α
ρ ο
δ ο
.
«Έ λα, Τ ζα κ». κ» . Η Σ ούνε ού νες ς σ τεκότ κόταν δίπλα του, ου , σ φ ίγγοντας οντας το κο υτί πάνω πάνω της. ης. «Δ εν έχουμε ό λ η . » «Ε ντά ντάξει ξει». Έ σ πρω πρ ω ξε τη ν πόρτ πό ρτα α. Ά νοιξε με ευκολί κο λία κα κ αι ανακά νακάλυψ ε πω ς βρισ κότ κόταν μ προσ προστ τά σε μια μικρή απο αποθήκ θήκη. η. Ο
γλόμπο γλόμ πος ς ή τα ν καμ κα μ ένο ένος κ α ι του πήρε πή ρε λίγη ώ ρα μέχριτα ριτα μ άτια το του να σ υνηθίσ ουν στ σ το σ κοτά κοτάδι. Ό τα ν κατ κα τάφ ερε να δεικ δεικα αλύτε λύτερα, ρα , ζαλίσ τηκε κα ια ναγκά ναγκάσ σ τηκε να σ τη ριχτε χτεί σ την κάσ κά σ α για να μην πέσ πέσ ει. «Τ ι είναι ναι;» Σ κούπι κο ύπισ ε το σ τόμα όμ α του. του. «Δ εν ξέρω . Δ ώ σ ε μου τον τον φακό». φ ακό». Η Σ ούνες νες του τον έβα έβαλε λε στ στο χέρι. Ε κείνος το ν άναψ ά ναψ ε κ α ι φ ώ τισ ε τον μι μικρό χώ ρο. ρο. Σ το βάθος βά θος τη ς αποθή οθή κη ς βρισ κόταν μι μια γυά γυάλι λινη δεξ δεξαμε αμ ενή που το υ έφ τανε περίπου μέχρι τη μέση. Θ ύμι ύμ ιζε ενυδρεί νυδρείο. «Υ πάρχε πά ρχεικ ικά ά τι σ το βάθος». βάθος». «Δ ες τι είναι ναι». «Ν αι». Η δεξ δεξαμε αμ ενή ήτ ή τα ν γεμ άτη κα κ ατά τα δύο τρίτα με ένα ημ η μιδιάφ ανο υγρό υγρό κ α ι κοντά ντά σ την επ επιφ άνει νεια κά κ ά τι επέπλεε. ,
α μ
υ σ ικ ά
λ η
,
θ α
,
,
κ α
ε ν
ν έ ν α
γ
ν ό
ρ ό
ν
λ η
ν α
.
ν
ε
ι
λ έ ε ι
κ ά
,
ά
κ α
ν έ ν α
...
«Ά ντε ντε, Τ ζα κ, βγάλ’ γάλ’ το να δούμ δούμε ε τι είναι». «Β ρομάει ρομάει. Μ ήπω ήπ ω ς να το το έκανε κα νες ς εσύ;» «Τ ι χέστη χέστης ς που είσαι». «Κ άν’ το εσύ τό τότε». «Δ εν υπά υπάρχει χειπερίπτω πτω σ η. Α υτό υτό είναιδου ναι δουλε λει ιά για άντρε άντρες ς». «Μ άλιστα». στα». Έ καν κα νε ένα βήμα βήμ α μέ μ έσα στην στην αποθήκη. «Π ρώ τα απ απ’ όλα, όλα, βλέπω βλέπω κ ά τι σ το πάτ πά τω μ α». Φ ώ τισ ε τον χώ χώ ρο δεξ δεξιά του του.. «Ε ίναι ρούχ ρούχα», είπε. πε. «Έ νας σ ω ρός από ρούχα ρούχα στο στο πάτ πά τω μ α». α» . Θ α μπορού μπ ορούσ σε να τα τα τσ εκάρει αργότ ργότε ερα. «Κ ι αυτό υτό το ενυδρείο... ο. ..» » Τ ο πλησ πλη σ ίασε ασ ε και το φ ώ τισ ε με το ν φακό, φ ακό, σ υνει υνειδητ δη τοποιώ ντα ντας πω ς αυτό υτό που που επέπλεε πέπλεε μέσα μέσα σ το κιτρινω πό υγρό υγρό ήτα ήτα ν ρούχ ρούχα. Ρ ούχα ού χα που επέπλε πέπλεαν αν σ ε . Π λησίασε περι περισσότ σσ ότε ερο. Ή τα ν ρούχ ρούχα α που επέ επέπλε πλεαν αν σ ε . «Ω , που να πάρε πά ρει ι». Έ κ α νε με μερικά βήμ βή μ ατα προς προς τα πίσω . « Τ ι σ υμβα υμ βαί ίνει νει;» το ν ρώ ρώ τησε ησ ε η Σ ούνε ούνες ς. «Ο ύρα. Κ αμι αμ ιά τρακο ρα κοσ σ αριά λίτρα κάτ κάτουρο» υρο».. «Θ εέ μου». μου».
«Γαμη «Γ αμημέ μέν νε μπάστ μπάσ ταρδε αρδε». Ο Κ άφερ άφερι φ ώ τισε τη δεξ δεξαμεν αμενή. Μ πορο πο ρούσ ύσε ε να διακρί ακ ρίνει νει αντρι ντρικά ρούχα, μια ζα ζα κ έτα έτα με φ ερμουά ρμουάρ, ρ, μια φ όρμα όρμ α με μ ε κουκ κο υκο ούλα ύλα , τρία ζε ζευγάρ υγάρια αθλητ α θλητι ικά. κά. Ο Ρ όλαντ όλα ντ Κ λέαρ λέαρ εί είχε α ποθηκεύσ οθη κεύσε ει ρούχα ρούχα μέ μ έσ α σε ούρα. «Π αρα αρανοϊκό γαμ γαμ ημέ ημ ένο καθί κα θίκι...» .. .»
Η Μ πενε πενεντί ντίκτε κτε ψ η νότα νόταν στ σ τον πυρετ πυρετό. Α ισ θανότα θανόταν διαρκώ αρκώ ς φ αγούρ αγούρα, α, το σ τόμα όμ α της της είχε γεμ γεμ ίσ ει πληγέ πληγές ς από το ρούφ ρούφη ηγμα το το υ σ ω λήνα λή να και κα ι τα δάχτυλά δάχτυλά της της είχαν τρα υμ α τισ τεί από το σ κάψ κά ψ ιμο σ το πάτ πά τω μ α. Τ ης είχε πάρε πά ρει ι μία ολόκληρη μέρα μέρα να σπρώ σ πρώ ξει το άψ υχο υχο σ ώ μ α τη της Σ τρουμ ρουμφ φ ίτας όσο όσ ο πιο μακρι ακριά μπο μ πορού ρούσ σ ε. Τ ην είχε καλύ κα λύψ ψ ει με την μ πλούζ λούζα α του Χ αλ, αλλά οι μ ύγες ύγες είχαν κατ κα τα φ έρει έρεινα τη ν εντ εντοπίσ πίσ ουν ου ν και κα ι τώ ρα δει δειπνούσα πνούσ αν με το νοστ νοσ τιμ ότε ότερο φ αγητ αγητό ό που πο υ είχαν δοκι δοκ ιμάσει. Κ αι κάθε κά θε φ ορά που που η Μ πενεντ νεντίκτε άνοιγε τα μ άτια της της,, τη ς φ αινόταν πω π ω ς τα έντο ντομ α διπλασ πλα σ ιάζοντα νταν. Μ ερικές φ ορές ήξερε πω π ω ς ή τα ν ξύπνι ξύπ νια κ ι άλλες άλλες φ ορές αμφ έβαλλε βαλλε.. Τ α μ άτια τη τη ς μ ετα ετα κινούντ νούντα α ν νευρ νευρι ικά, κά , έχανε κάθε τόσ ο το φ ω ς της κα ι μερικές κές φ ορές ορές μ πορο πορούσ ύσε ε να δειτη δειτη ζω ή να πε π ερνά από από μ προσ προστ τά τη της - πόσ πόσ ο χαρούμε ρούμ ενη ή τα ν η οικογ κο γένει νειά της της,, τόσ τόσο ο χαρούμε ρούμ ενη, ζω ντα ντανή και κα ι μελι μελιστάλαχ στάλαχτ τη, και κα ι να σ ου ο Τ ζος μ αζί αζί με τον Χ αλ κ α ι τη Σ τρουμ ρο υμφ φ ίτα, όλη η οικ οικογένε γένει ια κα καθότ θό τα ν σ το γρα γρασ σίδι. Ή τα ν καλο κα λοκα καί ίρι - φ ορούσα ορούσ αν σ ορτς το νεροπ νεροπί ίσ τολο του Τ ζος ή τα ν στ στα σ καλοπά καλοπάτ τια, ένα ραδιόφω όφ ω νο έπαιζε μ ουσι ουσ ική κα κ αι το φ ρεσ ρεσ κοκο κοκομ μ μ ένο γρασί ρασ ίδι κολλούσ κολλο ύσε ε σ τα γυμ γυμνά νά πόδι π όδια το του Τ ζος κάθε κά θε φ ορά που σ η κω νότα νότα ν για να τρέξ τρέξει ειμ μέχριτ ριτη ν φουσ φ ουσκω κω τή πισ ίνα του. ου . Τ ότε ότε, θα άκου άκ ουγε γε τον Τ ζος να κλαί κ λαίει από κάτ κά τω . Τ φ ς ; Ή τα ν πράγ πρά γμ ατι ατι ο Τ ζος; ος; Κ αιτι ή τα ν αυτός αυτός ο άλλο άλλος ς ήχος; ήχος; Τ ι να ήτ ήταν, άραγε; άραγε; Α κουγότ κο υγότα α ν σαν σα ν ζώ ο που πο υ βρυχάται βρυχάται. Ή μ ήπω ς ή τα ν ένας ένας άντρα ντρας ς που που έκλαι κλαιγε; γε; Μ
εν, ξύ
να ,
ύ ν ελ θ ε .
Τ ζος; ος; Κ αταϊ αταϊδρω δρω μένη μένη κα κ α ι με τη ν καρδιά τη τη ς να χτυπά υπ ά ει δυνα δυνατά,
άνοιξε τα μ άτια της της κα ι αντί ντίκρι κρισ ε το σ κοτ κο τεινό δω μ άτιο. Τ ο φ εγγαρόφ γαρόφ ω το αντι ντιφ έγγι γγιζε σ το τα ταβάνι βά νι. Σ τη γω νία μ πορο πορούσ ύσε ε να δει δει τη ν γκρί γκρίζα σ ιλουέτ λο υέτα α τη ς κακ κα κόμ οιρης ρη ς Σ τρουμ ρουμφ φ ίτας. Ή τα ν ξύπνι ξύπνια. Ε ίχε πρά πρ ά γματ γμα τι α κούσε ύσ ει το ν Τ ζος να κλαί κλα ίει; Γ ύρισε σ το πλάι, έτσ ι ώ σ τε το το αφ τί τη ς να ακο α κουμ υμπά πά σ τις σ ανίδες δες του πατ πα τώ μ ατος ατος,, και κα ι αφ ουγκρά ουγκράσ σ τηκε ηκ ε. Σ το κάτ κά τω πάτ πά τω μ α επι επικρατ κρα τούσε ούσ ε ησυχ ησ υχί ία. Τ ο είχε φ αντα ντασ τεί. Έ κλει λεισ ε τα τα μ άτια τη ς κ α ιπροσ προσπά πάθη θησ σε να φ αντα ντα σ τεί ξανά το τον Τ ζος ζος κα ι το ν Χ α λ να πα παίζουν ουν σ το γρασ γρασί ίδι. Ω σ τόσο, όσ ο, αισ θανότ θανότα αν το μυαλό μυαλό τη ς να πρήζ πρή ζεται και κα ι να πιέ πιέζει από μέσα μέσα τα μ άτι άτια τη τη ς κ α ι δεν μ πορούσε πορούσ ε να συγκε σ υγκεντ ντρω ρω θεί θεί σ την ει εικόνα. Δ εν μ πορούσε πορούσ ε να δει δει τα πρόσ πρόσω ω πά τους. τους. Μ έσα σε σ ε πέντε ντε μέρε μέρες ς, ο γι γιος τη ς κ α ι ο σύζυγός σ ύζυγός της είχαν χαν γίνει θολές θολές σ κιές - ο Τ ζος ή τα ν μι μ ια μικρή, κρή , ανυπ νυπεράσ πισ τη μικρή σ κιά με χέρι χέρια που π ου απλώ πλώ νοντα νοντα ν παρα πα ρακ κλητ λη τικά προς προς το μέρος της κα ι ο Χ αλ ήτ ή ταν μια σκο σ κοτ τεινή φ ιγούρα, ξαπλω απ λω μένη δίπλα τη τη ς στο κρεβάτι. «Ω , Τ ζος», ος», ψ ιθύρι θύρισε. σε. «Χ αλ, Τ ζος, ος, σας σ ας αγαπώ ». Τ ο σ πίτι ή τα ν σιω πηλό πη λό κι κ ι έκλει κλεισε πάλι πά λιτ τα μ άτια της της.. Π άνω , σ τον ουρανό, μ πορούσ πορούσε ε να α κούσε ύσ ει ένα αε α εροπλάνο να περν περνάε άει ι. Ξ αφν αφ νικά, φ αντά ντάσ τηκε πω ς βρι βρισ κότ κόταν σ το εσ ω τερικό το του κ ι έβλε βλεπε το το ηλιοβα οβ ασ ίλεμ λεμ α από ψ ηλά. Θ υμή υμ ήθηκε θηκε τις μέρες ρες που πο υ ο Χ αλ κ ι εκεί κείνη είχαν πά π ά ει τα ξίδι σ την Κ ούβα ούβα,, όταν όταν κα κα νεί νείς δεν δεν ήθελε θελε να πά ει σ την Κ ούβ ούβα κ ι ένας τα ξιδιω τικός πράκ ρά κτορα ορ ας θα γελο γελούσ ύσε ε, αν το το υ έλεγε λεγες πω ς ήθελες ήθελες να ταξιδέψ δέψ εις εκείκα εκείκ α ι αναγκα ναγκαζ ζόσου όσ ουν ν να περάσ περάσ εις α π ’ όλα τα νησι νησ ιά τη ς Κ αραϊ αρα ϊβικής κής προτ πρ οτο ού φ τάσε άσ εις σ τον προορισμό σ ου. Ο Χ αλ ήθελε ήθελε να πά ει για να δει δει τις επιπλο πλοβιομη ομ ηχανίες του Χ ολγκουί λγκου ίν. Κ άλυψ ε τα μ άτια τη ς κ α ι φ αντά ντάσ τηκε τι τις θάλα θάλασ σσες σ τις οποίες ήθελε ήθελε πά ντο ντοτε να κολ κολυμ υμπ πή σ ει - μ ια θάλασ θάλασσ σα μ αγευτ γευτι ική, κή , τη ν ίδια θάλασ θάλα σσα σ την οποί οπο ία κολύμ κολ ύμπη πησ σ ε ο Κ ορτ ορ τέζ-, μια μυστ μ υστηρι ηριώ δη θάλασσα, όπου όπ ου ο ι φ άλαι άλαινες ζευγάρω υγάρ ω ναν κα κ α ι τα τραγ ρα γούδι ού δια τω ν σ ειρήνω ρήνω ν ακ α κούγοντ ούγοντα αν
σ το έμ πα κάθε δει δειλινού. νού... Κ αθώ ς ονει ονειρευότ ρευόταν, αν, το σ ώ μ α τη τη ς σ υσπά υσ πάσ σ τη κε, κε, ξαπλω μέν μένη καθώ κα θώ ς ή τα ν σ το πά π ά τω μ α κα κ α ι δεμέν μένη στ σ το καλορι καλοριφ έρ. Ο ι μ ύγε ύγες ήρθαν και κα ι κάθι κά θισ αν πάνω πά νω σ τα μ άτια της της..
Ό τα ν βγήκε βγήκε από απ ό το το Α ρκάιγκ Τ άουε άου ερ, η Σ ούνε ού νες ς άρχι άρχισε να περπατ περπα τάει πιο αργά. Ε νώ κα τέβαι έβα ινε με τον ανελκυ ανελκυσ σ τήρα, ρα , είχε ξεφ ξεφ υλλί υλλίσ ει τη «Θ εραπ ρα πεία», το πα π αράξε ρά ξενο νο εγχ εγχε ειρίδιο που που είχε ανακ νακα λύψ λύψ ει στο σ υρτάρι υρτάρι του γραφε ραφ είου, κουνώ κο υνώ ντα ντα ς έκπληκτ κπλη κτη η το το κεφ κεφ άλι άλ ι της, ης, κα κα ι η ανάγνω ανάγνω ση τη ν είχε απορροφ πορροφήσ ήσε ει τόσο, όσ ο, που σ ταμ άτησ ε να περπα περπατ τά. Ο Κ άφε άφ ερι σ ταμ άτησ ε κ ι α υτός υτός κ α ι σ τράφ ρά φ ηκε προς το μέρος μέρος της. ης. «Ν τάνι;» «Τ έλει λεια». Κ ούνησ ούνησε ε το κεφά κεφ άλιτης λιτης κ α ι σ φ ύριξε σιγανά. «Τ έλει λεια». «Τ ι είναι να ιτέλ τέλειο;» Τ ον κοί κο ίτα ξε. ξε. «Ό λα βρί βρίσ κονται κονταιε εδώ μέσα μέσα». ». Σ τά θηκε θη κε δίπλα τη τη ς κ ι έγειρε πάνω πάνω από τον ώ μ ο της της για να διαβά αβάσει: « ‘‘Έ κθεση θεση σε θηλυκ θηλυκέ ές ορμ ορ μ όνες’’ όνες’’ - τι σ κατά γράφε γράφ ει;» Π ροσπά ροσ πάθησ θησε ε να το το πάρειαπ πά ρειαπό ό τα χέρια της της,, αλλά εκε εκεί ίνη τον απώ απ ώ θησε θησ ε. «Φ ύγε». ύγε». Τ ο κρά κράτ τησ ε κοντά ντά της της,, διαβά αβ άζοντα οντας προσ προσε εκτι κτικά. κά . « ‘‘Μ υρω διές γά λακτ λα κτο ος - είναι αποκ ποκρουσ ρου σ τικές. κές. Ο ι προλα πρ ολακτ κτί ίνες νες είναι ισ χυ ρ ά .’’ .’’» «Τ ι σ κατά είναι να ιο ι προλα ρολακ κτίνες νες;» «Π ού θέλε θέλει ις να ξέρω ξέρω ;» Έ κλει λεισ ε το σ ημειω μ ατάριο κα ι το έβαλε βαλε σ την τσ έπη της. ης. «Θ α το το πάμ πά μ ε σ το Σ ράι ρά ιβμου βμ ουρ ρ για να το το εξετ ξετάσ ουμε ουμ ε πιο προσ προσε εκτι κτικά. κά . Ίσω Ίσ ω ς μας μας δώ σ ει κά ποια πληροφ πληροφορί ορία για το το πού βρί βρ ίσ κοντ κο ντα αι οι κακο κα κομ μ οίρηδε ρη δες ς που πο υ έχει χει φ υλακί υλα κίσ ει». Κ οίταξε τριγύρω το υς ερημ ρη μ ω μ ένους δρόμους δρόμους.. «Π «Π ού αφή αφ ήσαμ σα με το αμάξ αμ άξι ι;»
Σ υγκά υγκάλε λεσ σ α ν μια έκ έκτα κτη κτη σ υνάντ υνάντηση, ησ η, προκε πρ οκει ιμ ένου να κατ κα τα σ τρώ σ ουν ου ν ένα σχ σ χέδιο για να εντο εντοπίσ ουν ου ν το το ν Ρόλ Ρ όλα αντ Κ λέαρ. λέαρ. Π εριμ ένοντα νοντας το υς υπό υπ όλοι λο ιπους να φ τάσ ουν, έφ τιαξαν καφ κα φ έ στο στο γραφ ραφ είο κα κ α ι ο Κ άφε άφ ερι τηλεφ λεφ ώ νησε νησ ε στη στη Ρ εμ πέκα για να τη ς π ειό τι θα αργήσ αργήσε ει- «Τ ζακ ζακ,, δεν δεν υπά υπ άρχει πρόβλημ πρόβλημα, α, μην ανησυχ ανησ υχε είς, βλέπω βλέπω επαναλή πα ναλήψ ψ εις σ ειρώ ν σ την τηλεόρασ ηλεόρα σ η», η», ή τα ν η απάντ πά ντη ησ ή της. ης. Τ ου ερχότα ρχόταν να τη τη φ ιλήσει λήσει. Η Σ ούνες τηλεφ λεφ ώ νησε νησ ε στ στην Π ολίνα για να τη ς π ειτο ίδιο κα ι ο Κ άφε άφ ερι κάθι κά θισ ε, κο κ οιτάζοντα οντα ς το είδω λό το του σ το τζ τζά μ ι του παρα παραθύρου, θύρου, περιμ ένοντα νοντας να αναφε ναφ ερθείτ ρθείτο όνομ όνο μ ά του. ου . Κ άτι που τελικά δεν δεν έγινε και κα ι ότα ότα ν η Σ ούνε ού νες ς άφ ησε το ακου ακ ουσ σ τικό στη στη σ υσκε υσ κευή υή,, η προσοχ προσ οχή ή της της σ τράφηκε ράφ ηκε αμέ αμ έσ ω ς σ το σ ημε ημ ειω ματ μα τάριο. Ο Κ άφερια άφεριαν να κουφί κουφ ίσ τηκε - η σιω πηλή πη λή του τους ς σ υμφ υμ φ ω νία βρισ κόταν κόταν ακόμ ακ όμη η σε ισ χύ. Ο Ρ όλαν όλα ν Κ λέαρ λέαρ θα ήτ ή τα ν το μοναδικό θέμ θέμα συζ σ υζή ήτησ ης απόψ ε. Κ άθισαν δίπλα δίπλα σ αν μα μ αθητ θη τές σ το ίδιο θρανί θρανίο κ α ι διάβασ αν τη τη «Θ εραπε ρα πεί ία» από τη ν αρχή αρχή μέχρι το τέ τέλος, λος, δίχω ς να ανταλ ανταλλάξουν λάξουν λέξ λέξη. Ή ξερα ξεραν ν πω ς μ προσ πρ οστ τά τους του ς είχαν μι μ ια κλε κλειδαρό δαρότ τρυπα ρυπα με θέα θέα το το μυαλό το του Ρ όλα όλαντ Κ λέαρ, λέαρ, τη τη λογι λογική το του αποτυπ οτυπω ω μ ένη ένη σ το χαρτί αρτί. «Η Θ εραπε ρα πεί ία» τούς έλεγ λεγε τό τό σ α πολλά πολλά για τα κίνητ νητρα κ α ι τις εμ μ ονές ονές του, που πο υ η Σ ούνες νες αισ θανότ θα νότα αν ότι κρατ ρα τούσε ύσ ε στ στα χέρι χέρια τη τη ς την καρδιά το το υ Ρ όλαντ λα ντ Κ λέαρ λέαρ.. Τ ους πληρο πλη ροφ φ όρη όρησε για τις ιεροτελεστ λεσ τίες κα ι τους φ όβου όβ ους ς του, ου , για τη ν αγ α γάπη που έτρεφε ρεφε για τις σ κοτ κο τεινές νές κρυψ κρυψ ώ νες νες ψ ηλά, πάνω πάνω από απ ό το το έδαφος δαφ ος,, για το τον τρόπο ρόπο με τον οποίο οποίο κατ κα τόρθω όρ θω σ ε να υπο υπ οτά ξει ξει τη ν Κ άρμελ άρμελ Π ιτς. Τ ους εξομολογήθη ομ ολογήθηκε κε την ανικανότ κα νότη η τά του κα ι τον λόγο λόγο για τον οπο οπ οίο ήθελε ήθελε να δει δει τον Ά λεκ λεκ Π ιτς να βιάζει ζει τον ίδιο του τον τον γιο. Τ ους είπε για τη ν εμμ εμμονή του να χρησ χρη σ ιμ οποι οπ οιεί τα ούρα ού ρα του του για να «εξα «εξαγνί γνίζει κ α ι να απολυμ ολυμ αίνει νει». Τ ους ους αποκά πο κάλυψ λυψ ε τον λόγο για τον οποί οπ οίο χρησ χρησ ιμ οποι πο ιούσ ούσ ε γάντι γάντια, που πο υ δεν δεν ή τα ν για να μην αφ ήσ ει ίχνη για τη τη Σ ήμανση, νση , όπ ω ς είχαν υποθέσει θέσ ει. Κ αιτέλος λος, σε μί μία απ α πό τις τελευ ελευτ τα ίες σελίδες δες, ο Κ άφ εριε ρι είδε κ ά τι που πο υ ξύπνησ ξύπνη σ ε το κου κ ουρα ρασ σ μ ένο μυαλό του, ου , σαν ένε ένεσ ση αδρεν αδρεναλίνης: ης:
ο
ι
ξα νι (έγινε!)
ς νέα ς γ ίς ίς ο γ έ ν ε ια ι α β ρ θ η κ ε ... έ λ ε γ χ ο ς κ α ς υ χώ ρο υ, α ό ν ο ο ο ρνο ύν υνα κε ου.
α ο ικ ικ ο ρα κο λου υλί να ι
νε
: κα ν. λυ .
ο
ί λή
και : 1. Η
ο Π υ ν α ίκ ί κ α . 2. Τ ο
«Δ εν μι μιλάειγι λάειγια του τους Π ιτς ε; ε; Δ εν είχαν χαν σκυλ σκυλί ί». «Ό χι, είναι ναι οι επόμ πό μ ενοι». Ο Κ άφε άφ ερι έμ εινε ακί ακ ίνητος νητος,, προσπαθώ προσ παθώ ντας να θυμηθεί θυμηθεί κάτι κάτι. Έ να σκυλί σ κυλί - κ ά τι του θύμιζε. Κ ι α υτές οι φ ω τογραφ γρα φ ίες του αγορι γοριού δίπλα σ το καλορ λοριφ έρ -ο - ο ι τοίχοι χοι, εκείνο το το ανοιχτό χτό πορτοκ πο ρτοκα αλί χρώ μα, κόντ κό ντρ ρα στ σ το κά κάτασ προ προ καλο κα λορι ριφ έρ- ν α ι, ι, κ ά ι υ θύμι . Η κό να ενό ς λό υ έξ ω α ό ρά θυρο ε χό
ν σ τη μ ν ή
η τ υ.
ν τρ α δ ε ν
ν
υ τά εκ εί
ρα;
Δ εν ήξε ήξερε ρε πόσ ες πόρτες είχε χτυπή χτυπ ή σ ει εκ είνες τις πρώ τες μέρες έρες και είτε ο Λ όγκα γκαν είτε οι οι δύο ασ τυνομ νομ ικοί είχαν χαν ελέγξει αυτά τα σ πίτια ξανά, ανά, αλλά η μνήμη ήμ η το του σ υνέχι υνέχιζε να πα παίρνει ρνει σ τροφ ροφ ές πυρετ πυρετω ω δώ ς. Κ αι τότε, ακρι κριβώ ς τη σ τιγμή που πο υ η θύμ θύμηση ετοιμ α ζότα ν να πλημ π λημμ μ υρίσ ει τη μνήμη μνήμη του, το κουδούνιτ υδο ύνιτο ου ανελκυσ ανελκυστ τήρα ήχ ήχησ ε σ τον δι διάδρομο κι κι έχασε ασ ε τη ν άκρη το το υ κουβα κουβ α ριού. «Γαμ «Γ αμώ ώ το». Η Φ ιόνα Κ ουίν κα ι ο ι δύο ασ α σ τυνομ υνο μ ικοί του τμ ή μ ατος πεισ τηρίω ν εμ φ ανίσ τηκαν κα ν κα ι κοί κοίταξαν εξ εξετα ετα σ τικά τη ν ερη ερημ μω μ ένη αί α ίθουσα θουσ α σ υσκέψ υσ κέψ εω ν, σαν να πίσ τευαν ότ ό τι μια επιτροπή ροπή υποδοχή δοχής ς θα το υς περίμενε. νε. «Ε ίμ ασ τε οι πρώ τοι;» «Ν αι, περά περάσ σ τε». Ο Κ άφε άφ ερικα ρικ α ιη Σ ούνες τους έφ τιαξαν καφ κα φ έ κ ι έπειτα κάθι κά θισ αν μ αζί με τη Φ ιόνα. όνα. «Έ γινε εξέτασ η σ την Κ άρμε άρμ ελ Π ιτς;» τη τη ρώ τησαν. «Τ ην εξέτασες;» Ε κεί κείνη σ υνοφρυώ υνοφ ρυώ θηκε θηκε. Ο ι δύο επι επιθε θεω ω ρητ ρη τές με τη ν αδρε αδρεν ναλίνη
σ την ανάσα ανάσ α το το υς τη ν έκα έκαναν ναν νευρι νευρική. κή . «Ν α τη τη ν εξε εξετ τάσ ω ; Γ ια ποι ποιο πράγμα;» «Γι «Γ ια να ναρκω ρκ ω τικά. κά . Υ πνω τικά ίσω ς;» «Κ ανεί ανείς δεν δεν μου μου είπε να το κά κ ά νω . Μ έχρινα πάρω πάρω τις οδηγί δη γίες...» ...» «Έ χει χεις ακόμ η δεί δείγμα αίματος;» «Ν αι, θα το εξετάσ ω ». «Κ αι μ ήπω ς σ υνέλε υνέλεξ ξες ούρα από απ ό το το σ πίτ πίτι τω ν Π ιτς; Ε ίχε ουρήσ ουρή σ ει πάνω σ ε αντι ντικείμ ενα το του σ πιτιού τους τους;» «Υ πήρχαν πήρχαν ούρα παν πα ντού, αν θυμάσ θυμάσαι αι». «Ν αι, αλλά αλλά πή πήρες δεί δείγμα;» «Κ άναμ ναμε ό, ό ,τι όριζαν ζαν οι οι οδηγί δη γίες σας. Κ ανεί νείς δεν μας είπε ότι ό τι είχε κατ κα τουρή ουρήσ σ ει». «Ε ίπες όμω όμ ω ς ό τιπαντ πα ντο ού υπή υπήρχαν ούρα». ούρα». «Ν ομί ομ ίζαμε αμ ε πω ς ή τα ν τω τω ν Π ιτς». Ο Κ άφε άφ ερικ ρικ α ιη Σ ούνε ού νες ς ανακάθισαν. «Δ εν ήξερα, ήξερα, κάν κά νω λάθος άθος;» «Ό χι. Δ εν φ ταις εσ ύ». ύ».
Η έκτα κτα κτη κτη σ υνάντ υνάντησ ηση η κρά κ ράτ τησε ησ ε μέχ μέχρι τις δύο τα τα ξη μ ερώ μ ατα ατα παρε πα ρευρέ υρέθηκ θηκε ε ο διευθυντ υθυντή ής του Τ μ ή μ ατος Α νθρω νθρω ποκτ ποκτονι ονιώ ν κ α ι ο δημ δημ οτικός σ ύμβο ύμ βου υλος αναγκά ναγκάσ σ τη κε να διακόψ ει ένα δεί δείπνο σε σ ε μια λέσχη λέσχη του γκολφ γκολφ για να έρθει ρθει σ το Σ ράι ρά ιβμουρ βμ ουρ.. Κ ατά τη τη διάρκε άρ κει ια τη της σ υνάντησ υνάντησης ης,, ο Κ άφε άφ ερι δεν δεν μπορο μπ ορούσ ύσε ε να πάρε πά ρει ι τα μ άτι άτια το του από τι τις φ ω τογραφ ογραφί ίες, από α πό το το πα π αιδί που ήτ ή τα ν δεμ δεμ ένο πάνω σ το άσπρο άσ προ καλοριφ έρ. Π ορτ ορτοκα οκαλί τοίχοι. Π ού το τους είχε ξαναδε αναδεί; Κ αι ότα όταν έσ τρεψ ε τη ν προσ προσοχή οχή το του σ το θολό πρόσ πρό σ ω πο το του άντρα άντρα από α πό τι τις φ ω τογραφ ογραφί ίες τη ς λεω φ όρου όρου Χ αλφ αλφ Μ ουν ουν, αι αισθάνθηκ θά νθηκε ε αυτό το τσ ίμ πημ πη μ α στη στη μνήμη μνήμη του. του. Κ άτι άτι γνώ ριμ ο υπήρχ υπή ρχε ε σ το σχ σ χήμα ήμ α του κεφ αλιού του, του, στη θέσ θέση σ την οπ οία βρισ κόταν δεμ δεμένος, νος, με τα χέρι χέρια
διπλω μένα πάνω σ το στ σ τήθος του. ου . Α ν δεν δεν ή τα ν τόσο όσ ο κουρα κ ουρασ σμ ένος, νος, αν κοιμ ότα ν καλά τα βράδι βράδια, σ ίγουρα γουρα θα εί είχε κατα φ έρει έρει να θυμη θυμηθεί θεί. Α λλά δεν μ πορούσε πορούσ ε. Α φ ού η συν σ υνάντ άντησ ηση η ολοκληρώ θηκε, θηκε, οδήγησ οδήγησε ε στο στο Μ πρίξτον, ον, μέχριτο ριτο Α ρκάιγκ Τά Τ άουερ, ουερ, κα κ α ι χτύπη ύπ η σ ε το τζ τζά μ ι του μπλε Μ οντέ οντέο που πο υ βρισ κότα κόταν σ ταθμε θμ ευμέ υμ ένο σε σ ε σ ημε ημ είο που που έβλεπε λεπε προς προς την είσοδο του κτι κτιρίου. ου. Ο επικεφα κεφ αλής λή ς τη ς ομά ομ άδας παρα πα ρακο κολο λούθη ύθησ σ ης τον άφησ άφ ησε ε να μ πει πει σ το αμ α μ άξικα άξι και ι όλοιτ όλοι το υ ς έμ ειναν σιω πηλοί πη λοί. Ο Κ άφε άφ ερι κάπνι κά πνιζε, πιπιλώ πιλώ ντα ντα ς καρα κα ραμ μ έλες λες κ α ι παυσ πα υσί ίπονα, πονα, παρα πα ρατ τηρώ ντα ντας το υς άδει άδειους δρόμου ρόμους ς, προσπαθώ ντας να ψ αρέψ αρέψ ει στο στο ποτάμ ποτάμι ι τω ν αναμν αναμ νήσε ήσ εώ ν του. Ο λ ο ς —κ ι υ θυμ . Τι τ υ θ υμί ; Σ τις πέντε ντε το πρω ί, τον πήρε πή ρε ο ύπνος ύπνος.. Φ ορού ορούσ σ ε τα γυαλι γυαλιά το του και σ τα δάχτυλα δάχτυλα κρατ ρα τούσε ύσ ε ένα ένα στριφ τό.
32 - (28 Ιουλίου) Η Τ ρέι ρέισ ι Λ αμπ αμ π δε δεν κοιμ ήθηκε ήθη κε καλά κα λά το το βράδυ. βράδυ. Ε ίχε ξαπλώ απ λώ σ ει σ την κουκέ υκ έτα της, ης, σ την πτέ πτέρυγα τω τω ν νεοφ νεοφε ερμέ ρμ ένω ν κρατ κρα τουμ ουμ ένω ν, κα κ αι πιπιλούσ ε τα νύ νύχια της, ενοχλώ ενοχλώ ντα ντα ς τις άλλε λλες τρεις κρατούμ ενες ενες, ανάβ νάβοντα ντα ς κάθε δέκ δέκα λεπτ λεπτά το το ίδιο σ τριφ τό τσι τσιγάρο, τραβώ ντα ντας διακριτικές ρουφ ρουφ ηξιές, προτ ρο τού το σ βήσ βή σει. Π ροσ ρο σπαθούσ θούσε ε να ξαναβρε αναβρεί ί τη ν αυ αυτοπεποί πεποίθησ θη σ ή της. ης. Θ α ήτ ή τα ν ελε ελεύθε ύθερη ρη έπειτα από έξιμ ξι μέρες ρες - κι έπειτα θα δραπέτ δρα πέτε ευε. Α υτό υτό σ ήμαινε πω ς έπρε πρ επε να κά κά νει νει άλλη άλλη μια προσφορά προσφ ορά στ σ τον Κ άφε άφ εριρι - έπρεπε πρεπε να βρει βρει κάπο κά ποι ιον τρόπο τρόπο να σπάσ σ πάσε ει αυτό το το σκληρό κληρό καρύδι καρύδι. Ε ίχε πείσ ει τον εα εα υτό τη ς πω ς ο Σ τίβεν ήταν ήταν ζω ζω ντα ντανός, νός, πω ς τα αναψ υκτ υκ τικά, κά , οι σ οκο οκολάτ λά τες κ α ι το μ πουκά ουκ άλι νερό νερό θα αρκούσ αρ κούσαν, αν, αν δεν κατ κα τάφ ερνε να απε απ ελευθε λευθερω ρω θεί θεί από τα σ κοινιά, και κα ι το πρω πρ ω ί θα έκανε κα νε τη ν επόμ πόμ ενη κίνησή νησ ή της της.. Ο ι δεσ δεσ μ οφύλα οφ ύλακε κες ς δεν δεν τη θεω θεω ρούσ ρούσα αν επικίνδυνη - δεν θεω ρούσ ρο ύσα αν πω πω ς αν τη ς έδιναν μι μ ια τη τηλεκάρ λεκά ρτα θα τη την έσπαγε στα δύο και θα έκοβε με αυτή τις φλέβες της- κι έτσι, αμ έσ ω ς μ ετά το το εγερτή ρτήριο, πήγ πή γε σ το τηλέφ τηλέφω ω νο και κα ι ξόδεψ όδεψ ε δύο μονάδες ονάδες από τη ν κάρτ κά ρτα α τη ς για να τηλεφ λεφ ω νήσε νήσ ει σ τον Κ άφε άφ ερι. Ε ίχε αφ ήσει τον αριθμό το του κινητ νητού το του σ το σ πίτι τη ς και κα ι το μόνο όνο που π ου είχε στη στη διάθεσ θεσή της της ή τα ν ο αριθμός θμός του σ πιτιού του. Ή ταν ταν νω ρίς, αλλά αλλά ο αυτ α υτόμ όμα α τος τηλε ηλ εφ ω νη τής απάντ απ άντησ ησε ε. Ά φ ησε να περάσ περάσε ει μια σ τιγμή κ ι έπ ειτα άρχισε να ψ ελλίζει σ τον τηλεφω λεφ ω νητ νητή: «Ε γώ είμαι, η Τ ρέισ ι...»
Έ βρεχε βρεχε. Ο Κ άφε άφ εριξ ρι ξύπνησ ύπνησε ε από απ ό τον τον ήχο ήχο τη τη ς βροχής βροχής που έπεφ πεφ τε στη στη σ κεπή κεπή το υ αμα αμ αξιού κα κ α ι το σφύρι σφ ύριγμα το το υ αστ ασ τυνομι υνομ ικού κο ύ που καθότ κα θόταν αν στη στη θέση θέση το του οδηγού. Α νακάθισε κα ι χασμο ασ μουρή υρήθηκε θηκε,, τε τεντώ ντώ νοντα νοντα ς τον πιασμ ένο λαιμό του. ου . Τ ο ραδιόφω όφ ω νο α κουγότ ου γότα α ν χα χαμηλά μη λά και κα ι το ρολόιτ ρολόιτο υ α υτοκι υτοκινήτου νήτου τον πληροφόρησε πληροφόρησε πω ς η ώ ρα ήτ ή τα ν δέ δέκα παρά τέταρτο. α . Έ τριψ ε τα μ άτια του. του. Ε ίχε κοιμ ηθείπερισ σότερο α π ’ όσο υπολόγιζε. Δ εν μ πορούσε πορούσ ε να δει δει καλά κα λά έξ έξω από το το αμάξ αμ άξι ι. Η βροχ βροχή κυλούσ κυλο ύσε ε πάνω πά νω σ τα θαμ θα μ πά από τη ν υγρασ υγρασ ία παρά παράθυρα θυρα κα κ α ι το καλορι καλοριφ έρ εί είχε καθαρ κα θαρί ίσει ένα κομ μ ά τι σ το παρμπ παρμπρί ρίζ. Η δεύτ δεύτε ερη ασ τυνομι υνομ ικός κό ς κοιμότ μό ταν. Τ ο κεφ κεφ άλι τη ς είχε πέσ πέσ ει πλάγ πλάγι ια στον στον ώ μο και κα ι το σ κουλα ουλαρί ρίκι τη ς είχε βυθισ τεί σ το μαλακό λακό μ άγουλό τη της. Ίσ Ίσ ω ς επειδή ή τα ν η μόν μόνη η γυναί γυνα ίκα στ σ το αμ α μάξι, μ αζί με δύο άντρε άντρες ς, είχε ενστ νσ τικτω δώ ς σ ταυρώ υρ ώ σ ει αμ υντικ ά τα χέρια στ σ το σ τήθος της. ης. Ο Κ άφε άφ εριέ ρι έγει γειρε μπρο μπ ροσ σ τά γι για να κοι κ οιτά ξει ξει καλύτ κα λύτε ερα έξω . «Ε ίχαμε κά ποια κίνηση νησ η;» Ο ασ τυνομι νομ ικός τον κ οίτα ξε από το ν με μ εσαίο καθρ καθρέ έφ τη. «Ό χι». «Μ άλισ τα». Έ ψ αξε τις τσ έπ ες του για να βρει βρει τον καπνό καπ νό του, ου , ανοιγοκλε γοκλείνοντα νοντας τα μ άτια κα κ α ι προσ προσπ παθώ ντα ντας να θέσειτο μυαλό του σε λει λειτουργί ουργία. Έ σ τριψ ε ένα ένα τσ ιγάρο, γάρο, το άναψ ε κ ι ετο ετοιμ άσ τη κε να γεί γείρεισ ρει σ το κάθισμα, ότα ν ο τρ τρόπος όπ ος με τον οπ οποίο η γυναί γυνα ίκα κοι κ οιμ όταν όταν στη θέσ θέση του του σ υνοδη υνοδηγού γού,, του έφ ερε μια ιδέα δέα. Έ μ εινε για λίγο ακίνητ νητος, προτού βάλειτο τσ ιγάρ γάρο σ τα χεί χείλη του του, κα ι τη ν κοί κο ίτα ξε, ξε, με τα χέρια τη τη ς σ ταυρω μ ένα πάνω πάνω σ το στήθος, ήθος, σαν σα ν φ αραώ , σ αν να κρατούσ κρατούσε ε κάποι κά ποιο φ υλαχτ υλαχτό. Ή τα ν τόσο όσ ο σ ιω πηλός πηλός, βυθισ μ ένο ένος σ τις σ κέψ εις του του για τη ν κοπέλα, έλα, που έπει έπειτα από λίγο, ο άλλος λλος ασ τυνομ νομ ικός άρχισε να ενοχλε ενοχλείται.
Τ ο Μ πρίξτον είχε κατ κα τα κλυστ λυσ τεί από απ ό τη τη βροχ βροχή που πο υ ξέπλυνε το υς
βρόμ βρό μ ικους κους από τα ζουμι ουμ ιά κα κ α ι το αίμα τω ν ψ αρι αριώ ν δρόμ δρόμους ους της αγοράς. αγοράς. Μ ερικά σημάδια πρόδι πρόδιδαν τη τη ν επι επιχείρησ ρη ση εντο ντοπισ μ ού του Ρ όλαντ όλα ντ Κ λέαρ λέαρ - μ ερικοί κοί επιπλέον ένσ ένστ τολοι ολοι κ α ι περι περιπολι πολικά σ τους ους δρόμους. δρόμους. Ο Κ άφε άφ ερι σ τάθηκε θηκε έξ έξω από την πι πισίνα, κοι κο ιτά ζοντα οντα ς τα θαμπά θαμ πά παράθυρα παράθυρα που που το υ έδιναν τη ν εντ εντύπ ύπω ω σ η ότι θόλω ναν ακόμη ακ όμη περι περισσ ότε ότερο από το χλώ ριο κα κ α ι τις φ ω νές νές τω ν παι πα ιδιώ ν από απ ό μέσα μέσα.. Μ ε τη βοή βο ήθει θεια τη ς Κ ριότος ότος κ ι ενός γεί γείτονα από τη ν οδό Έ φ ρα, ρα, ο Κ άφε άφ ερι είχε κατ κα τα φ έρει έρει να εντο ντοπίσ ει το ν Κ ρις Γ κάμε κάμ ερ. Ό τα ν ο Γ κάμ κά μερ τον είχε σ ταμ ατήσ ει έξω από το ασ τυνομι νομ ικό τμ ή μ α πρι πριν από τέσσ ερις μέρες ρες κα ι του είχε πειγι ει για τον τον δεμ δεμ ένο σ το καλορ αλορι ιφ έρ Ρόρ Ρ όρι ι Π ιτς είχε κά νει νει μια παρ παράξε άξενη νη χει χειρονομί ρονομ ία, σ τα υρώ υρ ώ νοντα νοντα ς τα χέρια πάνω πάνω στο σ τήθος του. ου . Ο Κ άφε άφ εριτ ρι το θυμότ θυμ ότα αν καλά: ή τα ν ο ίδιος τρόπο ρό πος ς με τον οποίο ο πατέρας κ α ι ο γιος είχαν χαν ακ ακινητ νη τοποιη θεί σ τις φ ω τογραφ γραφ ίες τη ς λεω λεω φ όρου Χ αλφ Μ ουν, ουν, με τα χέρια του τους ς σ ταυρω αυ ρω μ ένα διαγώ αγώ νια. Ο ι φ ω τογραφ ογρα φ ίες ή τα ν θολές θολές κα ι παλι παλιές, αλλά ο Κ ρις Γ κάμ κά μερ έμ έμ οιαζε αρκετά με τον πατέρα. Κ οντοσ οντοστ τάθηκ θη κε πίσω από τα τζ τζάμ ια, κοι κο ιτάζοντα ντα ς το υς κολυμ ολυμ βητ βη τές. Δ ύο με μ εγαλόσ γαλό σ ω μ ες γυναί γυναίκες με ροζ εμ πρι πριμ έ σ κουφ κο υφ άκι άκ ια, κάθοντ θοντα αν στ στα ρηχά, ρίχνοντ χνοντα ας νερό νερό πάνω σ τους μ ηρούς ρο ύς τους ους, κ α ι σε κοντι κοντινή απόσ απ όστ ταση ασ η, μια ομά ομάδα φαλα φ αλακρώ κρώ ν αντρώ αντρώ ν, με μ ε γερτού ρτούς ς ώ μ ους και κα ι λεπτ λεπτά ά μπράτ μπ ράτσα σα,, μ ιλούσαν λούσα ν σ υγκεντ υγκεντρω ρω μ ένοι σε έναν κύκλο. Σ την άλλη άλλη άκρη, παι πα ιδιά φώ φ ώ ναζα ναζαν κ α ι πηδούσ πη δούσα α ν από τους βατ βατήρες ήρες. Ό λα αγνοο γνοούσ ύσα αν το τον Κ ρις Γ κάμερ. κάμερ. Φ ορούσ ορούσ ε ένα σκουφ σ κουφ άκικ άκ ικα α ικολυμ ικ ολυμπο πούσ ύσε ε με ένα κουρασμ κουρασ μ ένο στι στιλ, κρα κρα τώ ντα ντα ς το κε κ εφ άλι του πάνω πάνω από απ ό τη τη ν επιφ άνει νεια το του νερού νερού,, με μ άτια μ ισόκλει όκ λεισ τα κα κ α ι σ τόμα όμ α που ανοιγόκλει γόκλεινε συ συνεχώ νεχώ ς σ αν του ψ αρι αρ ιού... σκέφ σ κέφτ τηκε ο Κ άφε άφερι. Χ τύπη ύπ η σ ε το παράθυρο. παράθυρο. Ο Γ κάμε κάμ ερ σ ή κω σ ε το βλέμμ βλέμμα α του, ου , είδε τον Κ άφε άφ ερι και κα ι κολύμ κολ ύμπη πησ σ ε επι επιτόπου όπ ου για λίγο, σ αν να προσπα προσ παθούσ θούσε ε να ς
ί
,
αποφ ποφ ασ ίσ ει τι ήθελε ήθελε να κάνε κάνει ι. Τ ότε ότε, η έκφραση κφ ραση το υ προσ προ σ ώ που πο υ του άλλαξε άλλαξε. Π ήρε μια ανάσ α νάσα α κι κ ι άρχισε να κο κ ολυμ λυ μ πά ει προς προς τη ν άλλη άλλη άκρη τη ς πισίνας. ας. Ο Κ άφε άφ εριχτ ρι χτύπ ύπη η σ ε ξανά ξανά το το τζά μ ι, αλλά αυτή υτή τη φ ορά ο Γκάμερ τον αγνόησε. «Ε ντά ντάξει ξει, λοιπόν». πόν». Κ ατέ ατέβασ βα σ ε τον κόκκ κό κκι ινο μοχ μοχλό έκτακτ κτακ τη ς ανάγκη νάγκης ς κ α ι κατ κα τευθύνθη ευθύ νθηκ κε προς προ ς τη ν άκρη άκρη τη ς πισίνας. ας. Σ υναγε υναγερμ ρμός ός ήχησε ήχησ ε και κα ι ο ι ναυα ναυ α γοσ ώ σ τες άρχι άρχισαν σα ν να κοι κ οιτά νε μπε μ περδε ρδεμ μ ένοι τον χώ ρο. Ο Γ κάμερ κά μερ έφ τασ ε σ την άκρη τη ς πισίνας κα ι ξαφν αφ νικά κατ κατά λαβε λα βε τι σ υνέβα υνέβαι ινε. νε. Ο ι ναυα ναυ α γοσ ώ σ τες σφ ύριζαν. Κ ρατ ρα τήθηκε ήθη κε από από τη ν άκρη άκρη τη ς πισίνας, νας, κοιτά ζοντα ντα ς τον τον Κ άφε άφ ερι, ο οποίος τον πλησ λη σίαζε. « Τ ι θέλε θέλει ις;» Κ ολύμ ολύμ πησ πη σ ε σ τα ρηχά, ρηχά, δίχω ς να πά πά ρει ρει το βλέμ βλέμ μ α από από πάνω του. «Σ τα μ ά τα να με μ ε ακολουθε ακ ολουθεί ίς». «Β γες από τη ν πισίνα. Έ χουμ χου μ ε να μιλήσουμ λήσ ουμε ε». «Γι «Γ ια τι πράγ πράγμα». μα ». «Β γες και κα ι θα σου σ ου πω ». Μ ια γυνα γυναί ίκα με σ ορτ ορτς κα ι σαγιονά ονάρες ρες, εμ φ ανίσ τηκε μπρ μ προσ οστ τά στ σ τον Κ άφε άφ ερικα ρικ α ι σ τάθηκε θηκε προσ προσοχή, σαν σ τρατ ρα τιω τίνα, με χέρι χέριπρ προτ οτε εταμ ένο, δεί δείχνοντ χνοντά άς του το ν δρόμο δρόμο τη τη ς εξόδου, όδου, λες λες κ ι ο Κ άφε άφ εριθα ριθα ψ άρω νε από από τη ν αγρι αγριάδα το του ύφ ους της. ης. «Έ λα, λα, δίνε του», τη ς είπε, δείχνοντα χνοντας τη ν τα τα υ τότητ τητά του. «Π ρέπε ρέπει ι να φ ροντ ροντίσω για τη τη ν υγεί υγεία τω τω ν κολυμ ολ υμβ βη τώ ν...» είπε, πε, οπι οπισ θοχω ρώ ντα ντας, με τη ν αυτ αυ τοπεπ πεποίθησ θη σ ή τη ς κλονισμ ένη μ προστ προστά ά σ την αστ ασ τυνομι υνομική τα υτό υτότη τα , καθώ κα θώ ς αναρω ανα ρω τιόταν όταν αν οι υποψ υπ οψ ίες που είχε για τον Γκά Γ κάμ μερ επιβεβαι βεβα ιώ νοντα νοντα ν. «Τ α πα πούτ ούτσ ια σ α ς.» ς. » «Έ λα, Κ ρις», είπε ο Κ άφε άφ ερι, ακολου ολουθώ θώ ντα ντα ς τον. Τ α κατ κα τα κόκκ όκ κινα μ άτια το του Γ κάμ κά μερ έκα έκαναν ναν αντ αντί ίθεσ θεση με το πελι πελιδνό δνό πρόσ πρ όσω ω πό του. ου . «Π ρέπεινα ρέπεινα μ ιλήσουμ λήσ ουμε ε. Ξ έχασε χασ ες να μ ου πεις κάτ κά τι». «Φ ύγε». ύγε». Ο Γ κάμ κάμερ άρχ άρχισε να περπατάειστ εισ τον πυθμ πυθμέ ένα τη τη ς πισίνας. ας. «Ό τα ν ήθελα ήθελα να μ ιλήσουμ λήσουμε ε, με σ νόμπαρε όμπα ρες ς». Μ ε μια ώ θηση, κατευθύνθη θύνθηκ κε προ προς ς το κέντρο ντρο τη ς πισίνας, ας, κρατ ρα τώ ντα ντα ς τα λευκά λευκά του
χέρια κάθε κά θετ τα στ σ το σ ώ μα του. του. Ο Κ άφε άφ ερι προχώ προχώ ρησε ρησ ε μέχ μέχρι τη ρηχή ηχή άκρη τη ς πισίνας και κα ι, προτ πρ οτού ού κά ποιος ναυα να υαγ γοσ ώ σ τη ς προλά πρ ολάβει βει να τον στ σ ταματ αμ ατήσ ήσε ει, μ πήκε πή κε με τα ρούχα ρούχα στ σ τα ρηχά. ρηχά. Ο ι κολυμ κολυ μ β η τές άρχ άρ χισαν να φ εύγουν, έκπληκ λη κτοι που πο υ α υτός ο λεπ λεπτός άντρα ντρας ς είχε μπε μπ ει ντυ ντυμ ένος σ την πι πισ ίνα κα κ α ι ο Γ κάμερ κα κατάλαβ λα βε πω π ω ς το παιχνί χνίδι είχε τελει λειώ σ ει. Έ κα νε με μ εταβολή αβ ολή,, σ η κώ νοντα νοντα ς τα τρεμ ρεμ ά μ ενα χέρι χέρια του του.. «Ε ντά ντάξει ξει, αρκε ρκετά!»
Κ άθισαν σαν να μ ιλήσ λήσ ουν σε μι μια γω γω νία της της καφ καφ ετέριας. Μ ύριζαν και κα ι οι δυο το τους χλώ ριο - το παντ πα ντε ελόνι λόνι του Κ άφε άφ εριή ρι ή τα ν βρεγ βρεγμένο μέχριτ ρι τα γόνατα. όνατα. Μ ια ομάδα ομ άδα έφ έφ ηβω ηβ ω ν αγορι αγοριώ ν προσπα προσ παθούσ θούσαν αν να φ τιάξουν άξουν ψ εύτικες κάρτες ελευθέρ λευθέρας για τα λεω φ ορεί ρεία, χρησ χρη σ ιμ οποιώ ντα ντας κόλλ κό λλα α στ σ τικ σε ένα άλλο άλλο τρα τραπ πέζι. Π ηγαινοέρχο νοέρχοντ ντα αν συ συνεχώ νεχώ ς μέχριτ ρι τον αυτ αυ τόμα όμ α το πω λητή λητή για να αγ α γοράσ ορά σ ουν σ οκολά οκ ολάτ τες και κα ι Ρ εντ Μ πουλ, και κ αι ο Κ άφε άφ εριέ ρι έσ τρεψε ρεψ ε τη ν πλάτ πλά τη προς προς το μέρος τους κ α ικάθι κά θισ ε απέναντ απέναντι ι από απ ό το τον Γ κάμερ, κάμερ, ο οποί οπ οίος είχε αγοράσ ορά σ ει ένα ποτ π οτή ή ρι καφ κα φ έ κα ι δύο σ οκολάτ λά τες, τις οπ οίες ξετ ξετύλιξε, ξε, τις χώ ρισ ε σε σε τέ τέσ σ ερα κομ μ άτια και τα το τοποθέτη θέτη σ ε πάνω πά νω σε μια χα χα ρτοπε ρτοπετσ έτα μ προσ πρ οστ τά του. Δ εν άγγιξε τη σοκολάτα σε όλη τη διάρκεια της συνομιλίας τους. «Ά κου, κου , Κ ρις». Ο καπ κα πνός του Κ άφε άφ ερι είχε επιβ ιώ σ ει από το μ πουκ ουκάρισ μ α σ την πισίνα. Έ ριξε λίγο πάνω σε ένα ένα τσ τσ ιγαρόχα γαρόχαρτ ρτο. ο. «Λ υπάμ υπά μ α ιγια ό, ό ,τι έκανα. Α λλά έπρεπε να σου σο υ μιλήσω ». «Κ ι ήθελα ήθελα να σου σ ου μιλήσω λήσ ω ». Ο Γ κάμε κάμ ερ φ ορούσ ορούσε ε ένα παλιό καρό καρό πουκ πουκά άμ ισ ο, από τον γι για κά του οποί οπ οίου προε πρ οεξε ξεί ίχαν οι απαλέ απ αλές ς τρίχες χες του σ τήθους θους του. ου . Τ ο πρό π ρόσ σ ω πό του γυάλι γυάλιζε, σαν ξεφ ξεφ λουδι λουδισμ ένο αυγό. αυγό. «Γ ι’ αυτό ήρθα ήρθα μέ μέχριτο Θ όρν όρντον Χ ιθ. Α λλά λλά δεν δεν μου έδω σ ες σημα ημ ασία, ή όχι όχι;» «Λ υπάμαι υπάμαι. Έ μαθα το το μάθημά μάθημά μου». Α νασήκ νασήκω ω σ ε τους ώ μ ους ου ς το υ κ α ι εσ τίασε ασ ε τα μ άτι άτια κά κ ά που πο υ πίσω
από τον τον Κ άφε άφ ερι. Τ ο αίμα είχε κοκκινίσ ειτο ασπράδιτω ράδιτω ν μα μ ατιώ ν του. ου . Ο Κ άφε άφ εριάναψ ρι άναψ ε το τσ ιγάρο του και κα ι τράβηξε ράβ ηξε κοντ κο ντά ά του το τασάκι ασ άκι. «Κ ρις πες πες μου, πώ ς ήξερε ήξερες ς για τη τη ν υπόθε υπόθεσ σ η του Τ σ αμ παλουάγκ;» πα λουάγκ;» «Σ ου είπα, το έγραψ γραψ αν ο ι εφ ημερίδες δες». «Κ ι αυτή αυτή ή τα ν η πρώ τη φ ορά που άκουσ άκ ουσε ες κάπο κά ποι ιον να μ ιλάει λάει για τον Κ αλικάντ κάντζ ζαρο;» αρ ο;» Κ ατένευσε υσ ε. «Έ πρε πρ επε να με εί είχες χες α κούσ κο ύσε ει». «Έ χει χεις δίκιο». Σ τριφ ογύρι ογύρισε το τσ ιγάρο γάρο σ τα δάχτ δάχτυλ υλά ά του, κοι κο ιτά ζοντά ντά ς το σ κεφτ κεφ τικός. ός. «Κ ρις, μ πορε ορ εί να κάνω κά νω λάθος, λάθος, αλλά ότα όταν άκουσ κο υσε ες για το ν Τ σ αμπα αμ παλουά λουάγ γκ, πρέ πρ έπει να αναρω τήθηκε ήθη κες ς αν ο Κ αλικάντ κά ντζ ζαρος αρ ος ή τα ν το ίδιο άτ ά τομο ομ ο που μ πήκε πή κε στ στο σ πίτισο ισ ου...» .. .» Ο Γ κάμ κάμερ πήρε πήρε μια κοφ κοφ τή ανάσα. ανάσ α. Τ ο στ σ τόμα όμ α το του άνοιξε λίγο, αλλά αλλά δεν βγήκ βγήκε ε ήχος ήχος.. Χ αμήλω αμ ήλω σ ε τη μ ατι ατιά του του και κα ι καμ κα μ πούρι πούρ ιασε ασ ε το υς ώ μ ους ου ς του, πλέκοντ πλέκοντα α ς τα δάχτυλά δάχτυλά το του σ τα γόνατ γόνατα. α. Ο Κ άφε άφ ερι είδε πω ς έτρεμ ρεμε. «Κ ρις;» Δ εν του απάντ πά ντησ ησε ε. Ο Κ άφε άφ ερι έριξε τη σ τάχτη άχτη σ το τα τασ άκι άκι, κοιτά ζοντα οντα ς το κεφ κεφ άλιτου άλιτου Γ κάμερ. κάμερ. Π ροσπαθούσ ροσ παθούσε ε να σ κεφ κεφ τεί πώ ς θα σ υνέχι υνέχιζε. «Ν ομί ομ ίζω πω ς ο Κ αλικάντ κά ντζ ζαρος αρ ος μ πήκε πή κε σ το σπ σ πίτι σ ου, ου, Κ ρις. Π ριν από και κα ιρό. ρό. Έ χω δίκιο;» Ο ύτε ύτε τώ ρα του του απάντησ απάντησε ε. Ο Κ άφερι άφερι σ κέφ κέφ τηκε ηκ ε πω ς είχε σ την τσ έπη του τις φ ω τογραφ ογραφί ίες από απ ό τη τη λεω λεω φ όρο Χ αλφ Μ ουν. ουν. α τ ο υ άνθρω ποι έχουν δε ω ς ρα ; ι ν κ νω λ ; «Κ άποιοι άνθρω μερικές διεστ εστραμμ ένες φ αντα ντασ ιώ σεις, δεν νομ νομ ίζεις;» άρχισε να λέει λέει. «Δ εν νομ νομ ίζεις ό τικ ά ποιοιτη βρίσ κουν κουν με παρ πα ράξενε ξενες ς κατασ τάσ εις;» Ο Γ κάμε κάμ ερ ανασή ανασ ή κω σ ε το υς ώ μ ους του. Τ α μ άτι άτια του του σ υνέ υνέχιζαν να παρατηρούν τη σοκολάτα. ,
έ
υ, δεν θα ε να ι
ύκ
λο
να τ
ν κ
νω
ν α μ ιλ ή σ
.
«Γι «Γ ια πα παράδε ράδει ιγμα», γμα », είπε, σ τα υρώ υρ ώ νοντα νοντα ς τα πόδι όδια του του,, «με «μ ερικοί άνθρω ποι πο ι φ α ντα ντασ ιώ νοντα νονται. να βλέπουν βλέπου ν έναν άντρα ντρα να βιά βιά ζει ένα
παι παιδί, ας πούμ ούμ ε. Ν ομί ομ ίζεις πω ς είναι ναι πιθανό;» θανό; » Ο Γ κάμ κά μερ ξερό ξερόβ βηξε και κάλυ κά λυψ ψ ε το πρόσ πρ όσω ω πο με τα χέρι χέρια του του,, πιέζοντα οντας τα μ άτια με τον αντί ντίχειρα κα κα ι το ν μέ μέσο. Ο Κ άφε άφ εριμ ρι μ πορού πορούσ σ ε να δει δει το κεφ κεφ άλιτ λι του να κοκκ οκκινίζει. «Έ να αγόρι, για παρ π αράδε άδει ιγμα. Κ άποι ποιοιά οι άνθρω ποι πο ι μ πορε πορείνα ίνα φ αντα ντασ ιώ νοντα νοντα ινα δουν δουν ένα αγόρινα βιάζεται. Τ ι λες λες;» Ο Γ κάμ κάμερ άφη άφ ησε τα χέρια το του να πέσου πέσ ουν ν στ στο τρα τραπ πέζι κ α ι πήρε μερικές βαθι βα θιές ανάσ νάσ ες από τη μύτη ύτη. Τ α μ άτια του του ή τα ν κλει κλεισ τά κα κ α ιο Κ άφερι άφερι μπορούσε μπ ορούσε να δει δει τους ου ς βολβούς να κινούντα νούντα ι κάτ κά τω από τα βλέφαρά του. η στ τ ς ... «Έ νας νας πατέρας έρα ς να βιά ζει ζειτον γιο του, του , φ έρ’ ειπείν». ν» . «Δ εν εί είμ αι παι πα ιδόφ δόφ ιλος λος», είπ ε ξαφνι ξαφ νικά, κά, ανοί νοίγοντ γοντας τα μ άτια του. του. «Α γαπώ απώ τον γιο μ ου περι περισσ ότε ότερο από κα κα θετ θετί». «Γιατί δεν πήγες στην αστυνομία;» «Π ροσπά ροσ πάθησ θησα. α... .. προσπά προσ πάθησ θησα α να σου σ ου μιλήσω , αλλά αλλά δε δεν ήθελε ήθελες ς να με ακούσεις». «Ε ννοώ όταν όταν συνέβη». συνέβη». Π ήρε μια κοφτ κοφ τή ανάσα κι κ ι άρχι άρχισε να κουνάει κο υνάει το κεφ κεφ άλι του ασ ταμ ά τη τα. «Ό χι, όχι όχι, όχι όχι, όχ όχι». Κ ουνούσ ουνούσε ε το κεφά κεφ άλι του πέραπέραδώ θε σα σαν παι παιδί. «Ό χι, η γυναί γυνα ίκα μου είπε ότι ότι δεν δεν θα πη πη γαί γαίναμ ναμ ε στ στην ασ τυνομί υνομ ία». «Δ εν ήθελε να διαρρε ρρ εύσε ύσ ειη αλήθε αλή θει ια;» α;» «Σ ου κά κ ά νειτ νειτέ έτοια οια εντύπω σ η;» η; » «Η αστ ασ τυνομία υνομία θα σε βοηθούσε βοη θούσε». ». «Έ τσ ι λες;» Τ σίμ πησ πη σ ε το μ ανίκι του κ α ι κοίτα ξε τη σ οκολάτ οκολά τα. «Ν ομί ομ ίζεις πω ς θα τη τη ν εμπ εμπόδι όδιζαν να φ ύγει ύγει; Ν ομί ομ ίζεις πω ς θα την εμ πόδι πό διζαν να πά ρειτο ρειτο ν γι γιο μου μακρι ακριά;» «Δ εν ξέρω ξέρω », είπε ο Κ άφε άφ ερι. «Δ εν ξέρω ξέρω ». «Τ ον πήρε πήρε μακρι μακριά μου. μ ου. Δ εν άντε ντεχε να με βλέ βλέπει πει κοντά ντά του του.. Δ εν ξέρω πού πού βρίσ βρίσ κοντα κονταιτώ ιτώ ρα». ρα ». Έ σ κυψ κυ ψ ε κ ιέβγαλε μια φω φ ω τογρα ογραφ φ ία από
το σ α κβου κβ ουα α γιάζ του. ου . Ή τα ν σ κισ μένη κα κ α ικολλημ κολλημέ ένη με σ ελοτέ λοτέιπ. Μ ε το μ ανίκι το υ καθάρι καθάρισε το τρα τραπέ πέζ ζι κα ι τοποθ οπ οθέ έτη σ ε πάνω του τη τη φ ω τογραφ γραφ ία, ισ ιώ νοντ νοντα ας τις άκρες της. «Ο γιος σ ου;» «Ν αι. Ό τα ν ήτα ήτα ν ενν εννι ιά χρονώ ν. Έ χω κ ι άλλες άλλες φ ω τογραφί ογραφ ίες του σ το σπί σπ ίτι μου, αλλά αλλά αυτή αυτή εί είναι η αγαπη αγαπημέ μέν νη μου. Κ οίτα». Π ροσπάθησ ροσπά θησε ε να κρα κρ α τή σ ει τις άκρε άκ ρες ς τη ς πάνω σ το τραπ τραπέ έζι με τα μακριά, ω χρά δάχτυλά δάχτυλά του. του. «Ε ίμ αι ένα χάλι μαύρο. Π ροσπαθώ , αλλά αλλά έπειτα από α πό τόσ α χρόν χρόνι ια, δεν δεν μπορώ να βγω βγω από το το ν βούρκο. βούρκο. Η γυνα γυναίκα μου κάνει λάθος λάθος, ξέρεις. Δ εν είμ αι παιδόφι δόφ ιλος. λος. Μ όνο κα κ αι μόνο επειδή κά ποιος κά νεικά νεικ ά τιτέτο έτοιο δεν δεν ση σ ημ αίνει νειπω ς ήθελε κ α ινα το κάνει- ή ό τιθα το το ξανακά ξανακάνε νει ι. Δ εν είμ α ιπαιδόφι δόφ ιλος». λος». «Μ α, τα πα π α ιδιά ...» ...» Ο Κ άφε άφ ερι έδει δειξε πίσω , σ την πισίνα. «Γ ιατί δουλ δουλε εύεις εδώ ;» «Δ εν τα αγγί αγγίζω ! Π οτέ οτέ. Α λλά λλά τα τα αγαπώ αγαπ ώ , ξέρει ρεις, τα αγ α γαπώ πραγματι πραγματικά, εί είναι η μοναδ μοναδι ική μου μ ου επαφή παφ ή μ ε . μου πήρε το ν . » Κ ούνησ ούνησε ε το κεφά κεφ άλιτου. λιτου. «Δ εν εί είμ αι παι πα ιδόφι δόφ ιλος». λος». «Τ ο ξέρω ξέρω . Ξ έρω πω ς δεν δεν είχες χες επιλογή». λογή». Π αρατ αρ ατή ήρησ ρησε το ακίνητο νητο κεφάλιτου Γκάμερ. Δεν του άρεσε που αναγκαζόταν να κάνειτους ανθρώ πους πους να ομολ ομ ολογή ογήσ σ ουν τους του ς μ ύχιους ους πόνους όνο υς τους. «Ε ίπε ότ ό τι θα σ κότω νε το ν γιο σου σ ου αν δεν δεν το έκανε κανες ς, σ ω σ τά;» Κ ατέ ατένευσε. υσε. Έ να δάκρ δάκρυ υ έστ έσταξε αξε από το το μάτ μά τι του. Ο Κ άφερ άφερι πλησ πλη σίασε. «Α υτό υτό δεν δεν είπε, Κ ρις; Ε ίπε ότι θα σκ σ κοτώ σ ειτο ειτο ν γιο σ ου;» ου;» «Θ α έσ παγε πα γε το κεφά κεφ άλιτ λιτου με έναν έναν τσ ιμεντόλι ντόλιθο, αν δεν δεν το έκανα. κανα. Θ εέ μ ο υ . » Μ ε μια απότ απ ότομ ομη η κίνηση ησ η έσ κυψ ε κ ι έβγαλε βγαλε ένα μ π ουκα ουκ αλάκι λά κι με χάπια από α πό το το σ α κβου κβ ουα α γιάζ του κ α ι κα τά πιε δύο δύο α π ’ αυτά. «Τ ι παίρνεις;» «Κ άτι άτι που που με ηρε ηρεμεί μεί». Ξ ανάβ ανάβαλ αλε ε το μπουκαλ μπουκαλάκι άκι στο στο σ α κβο κβ ουαγι υα γιάζ κα ι πλησ πλη σ ίασε το ν Κ άφε άφ ερι, δεί δείχνοντ χνοντά άς του το υς καρπ κα ρπού ούς ς
του. Τ α μ άτι άτια το του ή τα ν κόκκι κό κκινα, γεμ ά τα δάκρυα - σ αν να αιμ ορραγούσαν. ορραγούσαν. «Ξ έρω πω ς είναι λάθος λάθος να παρα π αραι ιτούμαι ούμ αι. Α λλά μερικές φ ορέ ορές η ζω ή μ οιά ζεινα εινα είναι να ιαβάσ ταχτη χτη». Τ α αγόρια στ σ το διπλανό τραπέζ ρα πέζι ι πρόσε πρόσ εξαν πω ς ο Γκά Γ κάμ μερ έκλα έκλαι ιγε. Έ να α π ’ α υτά το τους κοίτα ζε αδιάκρι άκ ριτα. Ο Κ άφε άφ εριέγε ριέγειρε κοντά ντά του και χαμήλω αμ ήλω σ ε τη φ ω νή του του.. «Κ ρις νομί νομίζω ό τι καλό θα ή τα ν να πάμ πά με κάπου αλλού. Θ α έρθε έρθει ις σ το τμ τμ ή μ α μ α ζί μ ου;» Κ ατένευσ νευσε ε κ α ι κοίτα ξε τους υγρο υγρούς δρόμ δρόμ ους ους έξω από το παράθυρο, παρά θυρο, δαγ δα γκώ νοντα νοντας τα χείλη του του.. «Α υτό υτό σ υνέβη υνέβη σ τους Π ιτς;» Ο Κ άφε άφ εριδεν ριδεν απάντ πά ντη ησ ε. Σ η κώ θηκε θη κε όρθι όρθιος, ος, τοποθε οθ ετώ ντα ντα ς τα χέρια του σ το τρα τραπέ πέζ ζι. «Μ ακάρι να είχες χες μιλήσ λή σ ει με κά ποιον τότε», είπε χαμηλ αμη λόφω να. «Ο κόσ κό σμ ος, ος, τότε, ή τα ν πολύ διαφ ορε ορετικός κός».
Η επίθεσ θεση σ τον Τ σ α μ παλου πα λουά άγκ είχε σ υμβ υμ βεί μερικές κές ημ έρες ρες αφ ότου ότου η γυναί υνα ίκα του Γ κάμ κά μερ το ν άφησ άφ ησε ε. Ο Γ κάμ κάμερ εί είχε διαβάσ βά σ ει για την επίθεσ θεσ η σ τις εφ ημ ερίδες δες κ α ι κατάλαβε πω πω ς ο άντρα ντρας ς, το ν οποίο ο Τ σαμ π απο α ποκ κάλεσε λεσε «Κ αλικάντ κάντζ ζαρο», αρο», ή τα ν ο ίδιος έφ ηβος που πο υ είχε κατ κα τα σ τρέψ ει τη ζω ή του. ου . Π αρακο ρα κολου λουθού θούσ σ ε τις εφ ημε ημ ερίδες δες με προσ προσοχή οχή έπειτα α π ’ αυτό υτό το σ υμβά υμβάν ν, ω σ τόσο όσ ο δεν δεν είχε παρα πα ρατ τηρήσ ρήσ ει κάπ κά ποιο περισ τατικό που που να υπ υ π ονοε νοεί τη δράση του Κ αλικάντ κάντζ ζαρου, αρ ου, μέχ μέχρι τη ν ει εισ βολή σ το Ν τόνεγκα όνεγκαλ λ Κ ρέσ ρέσ εντ. ντ. Ό τα ν έφ έφ τασ αν μα μ α ζί με τον Κ άφε άφ εριστ ρισ το Σ ράι ρά ιβμουρ βμ ουρ ανακάλυψ ανακά λυψ αν το ν λόγ λόγο. ο. Ο Κ λέαρ ήτ ή τα ν έγκλει γκλεισ τος σ ε ψ υχια τρικ ρικές κλινικές υψ ίσ της ασ φ αλείας για έντεκ ντεκα χρόνι ρόνια. Η Κ ριότος είχε τον φά φ άκελό το υ στο γραφε αφ είο της της κ ι έβγαζ γαζε φ ω τοτυπίες τις σ ελίδες δες το υ. «Μ αχαί χαίρω σ ε μι μια αστ ασ τυνομι υνομ ικό σ το Μ πάλχαμ το 1989. Ε ίχε προσπα προσ παθήσ θήσε ει να απαγάγ απ αγάγε ει ένα αγορά αγοράκι κιέ έξω από ένα σουπε σο υπερμ ρμάρκ άρκε ετ». Α υτό υτό ήτ ή τα ν το «πρώ «πρ ώ το του του αδίκημα ημ α», η παράβα ράβασ σ η που το ν έσ έσ τειλε στ σ την ψ υχιατρική κλινική. κή .
Ε ίχε συ συμ βεί όταν όταν είχε κλείσ ει τα δεκαο δεκα οκτώ . Η ασ τυνομ νομ ικός τον είχε σ τριμ ώ ξει ξει σ τη σ κάλα κά λα σε μια δημ δημ οτι οτική πολυκ λυ κατοικ οικία κ ι εκείνος νος της είχε επ ιτεθεί με μαχαίρι. Τ ο παιδί δεν δεν έπαθε τίποτε, αλλά η ασ τυνομ υνο μ ικός δέχτ δέχτη ηκε σοβ σ οβα αρά πλή πλήγματ γμα τα σ τα χέρια της της.. «Ο ι κατ κα τηγορίες για απα α παγ γω γή αποσύρθηκα ποσ ύρθηκαν ν», είπε χαμηλόφ μη λόφω ω να η Κ ριότος ότος.. Ο Γ κάμερ κά μερ καθότ κα θότα α ν σε μια καρέ καρέκλα κλα κοντά ντά σ το γραφε ραφ είο του Κ άφε άφ ερι, αρκετά κετά μ ακρι ακ ριά γι για να μην ακ α κούει τη σ υνομι υνομ ιλία τους τους.. Έ μ οια ζε έτ έτοιμ οιμ ος να κλάψ κλά ψ ει. «Ο ι γονεί γονείς το υ αγορι οριού δεν δεν του έκαναν κα ναν μήνυση, νυση, δεν δεν ήθε ήθελα λαν ν να εκ θέσο θέσουν το το παι πα ιδίσ δίσ ε μι μια δίκη, κη, κ ι έτσ έτσ ι έμειναν μονάχα νάχα οι κατηγορ γορίες για τη ν επίθεση σ την ασ ασ τυνο υνομ ικό». Γ ι’ αυτές υτές, κατ κα τα δικάσ κά σ τη κε και κα ι κρατ κρα τήθηκε ήθη κε για παρα παραπά πάν νω από δέκα δέκα χρόνι ρόνια, με βάση βάσ η το το Ά ρθρο ρθρο 41 το του Ν όμου όμ ου περί Ψ υχικής κή ς Υ γείας, ας, μέχρι πριν από δεκα δεκαπέντ πέντε ε μήνες μήνες, ότα ν θε θεω ρήθη ρή θηκε κε πω ς η κατ κα τάσ τασ ή του είχε σ ταθερο θεροπο ποι ιηθεί θεί με τη χρήση ρήσ η κλο κ λοζ ζα πίνη πίνης******** ς******** κ α ι ο διευθυντής ντής τη ς κλινικής έκρι κρινε πω ς μ πορο ορούσ ε να μ εταφ ερθεί θεί σε μι μια κλι κλινική έντα νταξης, προτ πρ οτο ού τον αφ αφ ήσ ουν ουν ελε ελεύθε ύθερο ρο τον περασμ περασ μένο Α πρίλιο. «Α κόμ κόμ η κ ι αν εί είχα το το ν χρόν χρόνο ο να εισ αγάγω όλα τα τα δεδομ δεδομέ ένα τω τω ν σ υνεντεύξε υνεντεύξεω ω ν στ στο HOLMES κα ι είχα δει δει το ποι ποινικό του μ ητρώ ο... ο. ..» » Κ ούνησε ούνησ ε το κε κ εφ άλι της. ης. «Ο «Ο ι κατ κα τηγορί ορίες ή τα ν για επί επίθεση θεση.. Δ εν κατ κα τηγορήθη γορή θηκε κε για απαγ πα γω γή. Κ αι πάλι πάλι, δεν δεν θα κατα καταφ έρναμε ρναμ ε να τον τον εντοπ ντοπί ίσ ουμε ουμ ε». Έ μ εινε σ ιω πηλή πηλή και κα ι το ν κοί κο ίτα ξε, ξε, καθώ κα θώ ς σ τεκότ κόταν μ προσ προστ τά της της,, αμί αμ ίλητος λητος.. «Β ρομ ρομοκοπά οκοπάς ς, Τ ζα κ. Μ υρίζεις χλώ ριο». «Ε υχαρι υχαρισ τώ , Μ έριλιν». «Δ εν κ ά νειτί νειτίποτα . Θ έλει λεις κέικ;» «Ό χι, ευχαρι υχαρισ τώ , Μ έριλιν». «Κ άποια μέρα μέρα θα σταμ σταματ ατήσ ήσω ω να σου σ ου προσφ προσφέ έρω ». «Δ εν το νομί νομ ίζω ». Η Σ ούνες ύνες κ α ι η υπόλο υπ όλοι ιπη ομά ομ άδα βρίσ κοντα κονταν στο στο Μ πρί πρίξτον, κι έτσ ι ο Κ άφε άφ ερικά ρι κάθι θισ ε μαζ μαζί ί με τον Γκά Γ κάμερ μερ σ το γραφε ραφ είο του κ α ι του ζήτησ ήτησε ε να του αφ ηγηθείόλη γηθείόλη τη ν ισ τορί ορία του. ου .
Ό λα άρχ άρ χισαν το το 1989. 198 9. Ο ι Γ κάμ κά μερ σχ σ χεδίαζαν τις διακοπές κο πές τους και κανείς από του τους φ ίλους λους του τους δεν δεν είχε κα κα τα λά βει πω ς δεν εί είχαν χαν κατ κα ταφ έρεινα ρεινα φ τά σ ουν στο στο Μ πλάκπουλ, πλά κπουλ, ότι ποτέ οτέ δεν δεν έφ υγα υγαν από το το Μ πρίξτον. ον. ά κ ά ι ε σ τρ α ά σ ε υ τέ ς ς δ ι κ ο ς , σκέφτηκαν όλοι τους, ους, ί α ό ε υ ε ν δ ε ν ν ο ι σ υ ν η θ ι μ έν ο ι νείς δεν δεν ήξερ ξερε για τον τον ψη ψ ηλό νεα νεαρό που εμ φ ανίσ τηκε ς εα υτ . Κ ανεί ξαφνι ξαφ νικά σ τον διάδρομ δρομο του μ ικρού κρού σ πιτιού τους. Κ ανεί νείς δεν δεν ήξερε ξερε πω ς είχε δέσ δέσ ει τη γυναί υναίκα το του Γ κάμ κάμερ σ το μπάνι πάνιο το του επάνω πάνω ορόφου, ορόφ ου, ψ εκάζ κά ζοντα οντας με μπογι μπ ογιά ένα Χ πάν πά νω σ την πόρτα. πόρτα. Κ ανεί ανείς δεν δεν ήξερε γι’ γι’ αυτό υτό που που ο Γ κάμ κάμερ αναγ αναγκάσ τηκε να να κά κ ά νει νει σ τον γι γιο του του,, ούτε πω ς αργότε ργότερα, ρα, κουλ κο υλο ουρι υρ ια σ μ ένος σε μι μια γω νία, κλα ίγοντ γοντα α ς είχε δει δει τον Κ λέαρ λέαρ να προσ πρ οσπα παθε θεί ί να κά κ άνει νει το ίδιο σ τον ενν εννι ιάχρονο. Ο Κ λέαρ λέαρ ή τα ν σεξουαλι σεξουαλικά ανίκανος κανος.. Α πογ πο γοητ οη τευμέ υμ ένος κα ι γεμ ά τος οργή, είχε δαγκώ δα γκώ σ ειτη ειτη ν πλά πλάτη το του αγοριού. ού. «Χ ρησι ρησ ιμ οποίησε ησ ε ζώ νη;» Ο Κ άφε άφ ερι λυπόταν λυπόταν για τον τον Γκά Γ κάμε μερ ρ που καθότα θότα ν αγκαλι αγκαλιάζοντα οντας τα γόνατά του του,, σ αν να κρύω κρύω νε, νε, καμ κα μπουρι ουριασ μ ένος, νος, κοιτάζοντα ζοντα ς με άδει δειο βλέ βλέμμ α το το βροχ βροχερό Κ ρόιντον. ον. Ό μ ω ς ήξερε ό τι έπρεπε να του κά νει νει αυτή υτή τη ν ερώ ερώ τησ η. «Χ ρησ ρη σιμ οποί οποίησ ε μια ζώ ζώ νη γύρω από απ ό το το ν λαι λαιμό του γιου σου;» «Ό χι. Α λλά το ν χτύπησ ύπη σ ε. Κ αιτον αιτον δάγκω δάγκω σε». σε». ρ α ,
ς ν α
το
κ ά ν ε ς
υ τό
ρ γό τ
ρ α ,
η
υ λ α κ ή , μ
δ ε .
«Ε ίπε κ ά τιάλλο; άλλο; Κ άτι άτιπου που να θυμάσ θυμάσαι;» «Ό χι. Έ χω ξαναζήσ αναζήσε ει α υτέ υτές τις σ κηνέ κη νές ς εκατοντά οντάδες δες φ ορές ορές. Φ υσι υσ ικά, κά , πρόβα πρό βαλε λε διάφορε άφ ορες ς ξέρεις, είπε ότι ό τι δεν ήθελ ήθελε ε να λ ο γ ίε ί ε ς , ξέρ το κάνει, ότι έπρεπε να το κάνει, και τα λοιπά». νει;» «Έ ρ ε ε να το κά νει «Ν αι». Ο Γ κάμ κά μερ έσ έσφ ιξε τα χείλη του, ου , λες λες κ ι οι αναμ ναμ νήσε νήσ εις του είχαν χαν ξινή γεύση γεύσ η. «Ν αι. Τ ο επανέλα επα νέλαβ βε μερι μ ερικές φ ορές, ορές, είπε ότι ότι δεν δεν μ πορού ορ ούσ σ ε να αντι ντισ ταθεί θεί, ό τι έπρεπε ρεπε να για τρευτεί... Ό λα αυτά μου φ αίνοντα νονταν τρελά ρελά,, πω ς ή τα ν δικ δικ α ιο λο γίες. ες.»
«Η Θ εραπεί ραπεία». Ο Γ κάμερ το τον κο κοίτα ξε παρα παραξε ξενε νεμ μένος. νος. « Τ ι είπες πες;» «Η Θ εραπε ρα πεί ία», είπε χαμηλόφ ω να, με τον νου σ το σ ημε ημ ειω ματ μα τάριο σ το σ υρτάρ υρτάρι ι τη ς Σ ούνες ούνες. Κ οίτα ξε το ν Γκάμ Γκάμε ερ. «Σ υγγνώ υγγνώ μ η, δεν δεν είναι τίποτα , πισ τεύ τεύουμ ε ότι ό τιείναι να ισχιζοφρεν οφ ρενή ής. Ε ίναι να ι...» «Ε ίναι να ιτρελός. ρελός. Α υτό είναι». «Ν αι. Ίσ Ίσ ω ς». Ο Κ άφε άφ ερι χτύπησ ύπη σ ε τα δάχτ δάχτυλά του του σ το γραφ γραφε είο. «Τ έλος λος πάντ πά ντω ω ν. Σ υνέχι υνέχισ ε, Κ ρις». Μ ετά τη ν επί επίθεσ θεσ η, ο Γ κάμ κάμερ εί είχε προσ προσπα παθή θήσ σ ει να πείσ ει τη γυναί γυνα ίκα το του να πάνε σ την αστ ασ τυνομ υνομ ία, αλλά εκεί εκείνη είχε αρνηθε ρνηθεί ί κα ι του εξήγη ξήγησ σ ε το σ κεπτ επτικό της, χρησ χρη σ ιμ οπο οπ οιώ ντα ντας σκλη κληρές εκφρά κφ ράσ σεις: αν πήγ πήγαιναν στ στην αστ ασ τυνομί υνομ ία, τό τε όλοι όλοι θα μάθαι άθαιναν πω ς ήταν α ι δ ό φ ι λ ο ς . Π αιδόφι δόφ ιλος! λος! νε ς δεν έ ρε ε να ο μά θε . α ρο υμ ο υσ κό ν ο μ α . Α λλά λλά η φύλαξ φύλαξη η το του μ υστ υσ τικού κού τη την πλάκ λά κω νε σ αν πέτρα κ α ι τελικ λικά μ άζεψ ε τα υπά υπ άρχοντά χοντά της, ης, τις βιντεο ντεοκ κα σ έτες έτες γυμνα γυμ νασ σ τικής με τη ν Τ ζέι ζέιν Φ όντα ντα κ α ι τον γιο της, κι έφ υγα υγαν, αφ α φ ήνοντας νοντας το ν Γκά Γ κάμ μερ μόνο το του σ το Λ ονδίνο, δίχω ς μαξιλάρια, δίχω ς σ εντό ντόνια, δίχω ς πετσέτ τσέτες ες - μονάχα νάχα με μ ε ένα μ πουκά υκ άλι κέτσ α π σ το ψ υγεί γείο κ α ι τη ν πε πεποί πο ίθησ θησ η πω ς ή τα ν ένας ένας ανώ μ αλος γι’ γι’ αυτό που είχε κα τορθώ σ ει να κάνε κά νει ι. «Σ τον γιο μ ου, σ τον ίδιο μου τον γι γιο. Α ν δεν δεν εί είχε σ υμ βεί, ποτέ μου μ ου δεν δεν θα πί πίσ τευ τευα πω ς κ ά τιτέτο έτοιο θα ήταν δυνατόν». «Ε ίχατ χατε σοφ σοφί ίτα;» «Ν αι, το σ πίτιείχε σοφ ίτα». Ο Κ άφε άφ εριφ ρι φ αντάσ αντάστ τηκε ηκ ε τον Κ λέαρ λέαρ να παρα πα ραμ μ ονεύε ονεύει ι σ τη σ οφί οφ ίτα σαν υπομ ονετ νετική αράχ αράχνη, πα π α ρατ ρα τηρώ ντα ντας κα ι περιμ ένοντ νοντα α ς περιμ ένοντα νοντας τη σ τιγμή που θα εμ εμ φ ανιζότα όταν κ α ι θα μπο μπορούσ ρούσε ε να κάνε κά νει ι αυτό υτό που είχε σ χεδι χεδιάσ ει δίχω ς κανεί νείς να το ν διακόψ ει. «Ν ομ ίζω ότι μ πήκε από από εκεί». «Το «Τ ο ξέ ξέρω ».
«Τ ο ξέρει ξέρεις;» «Το «Τ ο ανακάλυψ α εκ εκ τω τω ν υστ υσ τέρω ν. Έ φ υγε υγε από τη ν μπροστι μπροστινή πόρτ πόρ τα -α - α π λώ ς τη ν άνοιξε κ ι έφ υγευγε- αλλά αλλά πώ π ώ ς μ πήκε; πήκε; Α νακάλυψ α το το χάλιπου άφησε άφ ησε αφού αφ ού ανέ ανέβηκα εκεί κεί πάνω πάνω ». Α νασήκω σε τους ώ μους του. «Τ ώ ρα που π ου το σ κέφτ κέφ τομα ομ αι, η γυναί γυνα ίκα μου είχε κα τα λάβ λά βει ότι κ ά τι δεν δεν πήγαι πή γαινε κα λά» λά ». « Τ ι εννοεί ννοείς;» «Έ λεγε λεγε ό τι μ ύρι ύριζε κάτι, πω ς υπή υπ ήρχε μια μυρ μ υρω ω διά σ το σ πίτι. Δ εν μ πορούσ πορ ούσα α να τη τη μυρίσω αλλά αλλά τη τη ν τρέ τρέλαι λαινε κα ι ήθελε ήθελε να τη την ξεφ ξεφ ορτ ορτω θείπρ θεί προτού οτού φ ύγου ύγουμ ε για διακοπές οπ ές - είπε ότ ότι κ ά τι έπρεπε ρεπε να είχε ψ οφή οφ ήσ ει κά τω από τις σ ανίδες δες του παρκέ. πα ρκέ. Α ν περνούσ ρνούσε ε το δικό της, ης, θα έπρε έπρεπε πε να κάνω το μέρος μέρος άνω -κάτ -κά τω . Κ αιτώ αιτώ ρα εύ εύ χομα ομ α ινα το το είχα κάνει». Έ μ εινε σ ιω πηλός πηλός.. Ο Κ άφε άφ εριέ ρι έγειρε πίσω σ την καρέ κα ρέκλα κλα το του τόσ τόσο ο απότ πό τομα ομ α, που που έδω σ ε τη ν εντ εντύπ ύπω ω σ η ό τι κάπ κά ποιο αόρα όρατο χέριτ ριτον εί είχε τραβή ρα βήξ ξει από απ ό το τον γιακά ακ ά. «Η γυναίκα σου μ πορούσ πορούσε ε να μ υρίσει τον Κ λέαρ λέαρ στη στη σ οφ ίτα ρ ο ο ύ σας επιτεθεί;» «Γκρ «Γ κρί ίνιαζε σ υνεχώ υνεχώ ς. Ε γώ δεν δεν μ πορού ορούσ σ α να το το μυρίσω , αλλά ξέρε ξέρει ις τι λένε, οι γυναίκες έχουν καλύτερη όσφρηση από τους άντρες». Ο Κ άφερι άφεριση σηκώ κώ θηκε και κα ι πήγε πήγε στην στην αίθουσα θουσα συσκέ συσ κέψ ψ εω ν, προς το γραφε αφ είο τη τη ς Κ ριότος ότος.. «Μ έριλιν, πο π ού βρίσ κεταιη Ν τάνι;» «Μ όλις μου τηλε τηλεφ φ ώ νησε. Θ α επι επισ σ τρέψ ρέψ εισε ισ ε ένα τέτα ρτο» ρτο».. «Ω ραία. Θ α σε σ ε αφήσ αφ ήσω ω με τον Γκά Γκάμ μερ μέχρινα μέχρινα γυρί γυρίσ ει. Φ τιάξε του ένα τσ άι». «Θ α το του δώ σω λίγο κέι κέικ. Π ού πη πηγαίνει νεις;» «Στ «Σ το Μ πρί πρίξτον. ον. Π ες στην στην Ν τάνι πω ς θα της τηλεφ ηλεφ ω νήσω αργότερα». ******** Φ α ρμ α κευτι κευτική α γω γή για τη τη σ χιζοφ ρένε ρένει ια. (Στ (Σ τΕ )
33
Τ ιτη ν έκα έκανε νε να υ ν ε λ θ ί α αυτ α υτόν όν τον λήθαργ λήθαργο; ο; Η φ ω νή, σ κέφ κέφ τηκε ηκ ε η Μ πενεντ νεντί ίκτε. Η ψ ιθυρι θυριστή φ ω νή ενός άντρα ντρα.. Ά νοιξε τα μ άτια της της.. Μ ια μ ύγα εί είχε καθίσ ει πάνω σ την ξερα ξεραμ μένη μ ύτη ύτη τη ς Σ τρουμ ρο υμφ φ ίτας. Τ ην κοί κο ίταξε απορη απ ορημ μένη, ξαπλω μένη σ το πλάι, εν ενώ προσ προσπα παθούσ θούσε ε να καταλάβ ει αν ονει ονειρευότα ρευόταν, ή αν πρά πρ άγμα γματι είχε α κ ούσ ειτη ιτη φ ω νή ενός άντρα ντρα από την την κουζ ουζίνα. να. Χ αλ; Μ ήπω ς ήταν ήταν ο Χ αλ; αλ; Τ ι ήκ ω σ ε το κεφ κεφ άλι της. ης. ν ε ι; ι ; Σ ήκω Ίσ ω ς ο Κ αλι αλικάντ κά ντζ ζαρος αρος να είχε φύγ φ ύγε ει. Ίσω Ίσ ω ς ο Χ αλ μι μ ιλούσε λούσ ε στ σ τον Τ ζος. ος. ,
ν
α υτό
θ α
ε ν α ι. ι.
υ γε κ ι
ώ
εν το
α
ε δη
, ε
ε δή
Γ ύρισε μ πρού προύμ μ υτα υτα κα κ α ι άπλω σ ε τα χέ χέρια τη τη ς σ το πάτ πά τω μ α. Τ ο δέρμ δέρμα α σ τα χέρι χέρια τη ς είχε γίνει νει διαφ ανές νές σ αν χαρτ χαρτί ί - μ πορο ορούσ ε να να δει τη ροή του αίμ ατος σ τις φ λέβες λέβες τη ς με κάθε λεπ λεπτομέ ομ έρεια. Ο λαι λα ιμός τη ς ήτα ν στ σ τεγνός κα ι φ άντα νταζε ξένος ξένος,, ω σ τόσ ο μια νέα νέα ενέργε νέργει ια έρεε μέσα στους μυς της. Ά κουσε ξανά ανά τη φω φ ω νή από το κάτω κάτω πάτω πάτω μα. μα . κ ο
υ ν .
α λ ;
Έ σ υρε το πονε πονεμένο μένο τη τη ς κορμί κορμ ί στο στο πλάικα πλάικ α ι τρύπω σ ε το πρόσω πό τη ς μέσα σ το άνοιγμα του πατώ μ ατος. ος. Ο ικι ικινήσ νήσ εις τη ς ή τα ν αργ αργέ ές και η όρασή όρασ ή τη τη ς θόλω νε κάθε κά θε φ ορά που κινούντα νούνταν. Ά πλω σ ε το χέριτ ρι της για να αγγί αγγίξει ξει τη λάμπα. λάμπα. Τ ο φω φ ω ς ή τα ν αναμμέ ναμμ ένο, μ πορούσ πορ ούσε ε να αισθανθε θανθεί ί τη θερμ θερμότ ότη ητα σ την παλάμ παλά μ η της, ης, καθώ κα θώ ς τη ν πί πίεζε προς προ ς τα κάτω . Μ ε έναν διακριτικό ήχο, ήχο, η λάμπα λάμ πα έπ έπεσ ε σ το δω μ άτιο από
κάτω , σ τριφ ογυρί ογυρίζοντα οντας πολλές φ ορές ορές σ το καλώ κα λώ διο της. Έ μ εινε ακίνητ νητη για λίγο, λαχανι λα χανιάζοντα οντας από την την προσ πρ οσπ πάθεια που κατέβα λε. υγκέντρω ρω σ ε όλη όλη την την ν ι λ ά , σκέφτηκε. ς σ κο τ . Σ υγκέντ ενέργε νέργει ια που που είχε για να φ έρει ρειτο πρόσ πρ όσω ω πό τη ς πάν πά νω από τη ν τρύπα ρύ πα και κα ι αμέ αμ έσ ω ς μ πορούσε πορούσ ε να αι α ισθαν σθα νθεί θεί το ν στε στεγνό αέρα αέρα και κα ι τη ζω ώ δη μ υρω διά που πο υ μ ετέφ ερε από τα κλινοσκεπάσ νοσκεπάσμ μ ατα. έ
υ.
να ι
κό
α
κ εί κ ά
;
Κ αι τό τε εί είδε καλύτ κα λύτε ερα. ρα . Ή θελε θελε να συρθε συρθεί ί πίσω σ το καλορι καλοριφ έρ, αλλά δεν δεν μπ μ πορού ορούσ σ ε να κινηθε νηθεί. Α ισ θανότ θα νότα αν πω π ω ς κά ποιος τη ν εί είχε υπνω τίσ ει. Ο Χ αλ ή τα ν άφαντ άφ αντος ος.. Μ ονάχα έν ένας λεκέ λεκές ς σε μέ μ έγεθος ανθρώ νθρώ πινου νου σ ώ μ α τος απλω νότα όταν σ το σημ σ ημε είο όπου όπ ου βρισ κόταν κόταν προη πρ οηγ γουμέ ουμ ένω ς ο σ ύζυγός τη ς - κα ι η πολυθρόνα, πολυθρόνα, η θέση θέση τη ς οποί πο ία ς βρι βρισ κότ κόταν δί δίπλα σ το παράθυρο παράθυρο το του καθι κα θισ τικού. κού. Π άνω τη ς καθότα θότα ν ο Κ αλικάντζ κάντζαρος, αρος, με τη ν πλά πλάτ τη γυρι γυρισ μένη προς ρος το μέρος ρος της, βλέπο λέποντα ντας προς ρος το καθι κα θισ τικό, κό, μόλις τρία μέτρα από α πό κάτ κά τω της. ης. Φ ορού ορούσ σ ε μονάχα μο νάχα ένα ένα κοντ κο ντο ομ ά νικο κα ι καθότ θότα ν στη στην πολυθρόνα πολυθρό να σαν σαν πουλί, με τα χέρια του ανάμε νάμ εσ α στ σ τα πόδια. Π ήρε ανάσα ανάσ α όσο πιο ήσυχ ήσ υχα α μπορούσ μ πορούσε ε. Έ ε ε ν α ο χε ντ . Ό λα τα τα φ ώ τα στ σ τα δύο δύο δω μάτι μάτια ήταν ήταν αναμμ αναμμέ ένα και κα ι οι κουρ κο υρτ τίνες νες κλεισ τές. Μ ια φω φ ω τογραφ ογρα φ ική μηχανή βρισ κότ κόταν στο πά τω μ α δίπλα του του.. Δ εν τη ν εί είχε ακο ακ ούσε ύσ εινα βγάζ γάζειτη ιτη λάμπα λάμ πα από την υποδο υποδοχ χή της, ης, καθώ κα θώ ς ή τα ν απα απ ασ χολημ ολη μ ένος βλέποντα βλέποντας κ ά τι στο καθι κα θισ τικό, κό , κ ά τι που πο υ εκείνη δεν δεν μπο μ πορο ρούσ ύσε ε να δει. Τ ο πρόσ πρ όσω ω πό του ή τα ν κατ κα τα κόκκ κό κκι ινο κ α ι από από τα χείλη το υ κρε κρ εμ όταν όταν ένα ένα γρομ γρομπα παλά λάκι κι σάλι σά λιου, κα κ α ι τώ ρα που το το ν παρατ παρα τηρούσ ηρο ύσε ε καλύτ κα λύτε ερα, μ πορούσε πορούσ ε να δει δει ό τι η ζώ νη του ή τα ν λυμέ λυμένη κα κ α ιτο φ ερμου ρμ ουά άρ του ανοιχτό. χτό. Ά γγιζε το πέος του. Α ισθάνθ σθάνθηκε πω ς ήθελε ήθελε να κάνε κά νει ι εμ ετό. έ μ ο υ . νανίζετ ζετα ι για μια στ στιγμή, γμή , προκ ροκειμ ένου Μ ά σ τ α ρ δ . Σ τα μ ά τη σ ε να α υνανί να φτ φ τύσε ύσ ει σ την παλάμη παλάμ η του του,, κα ι η Μ πενε πενεντί ντίκτε κτε παρατ παρ ατήρ ήρησ ησε ε το
μ ικροσ κρ οσκο κοπι πικό το υ πέος πέος,, που δεν δεν ή τα ν καν σκληρό. «Κ άνε το», ψ ιθύρισε. «Κ άνε το». ο». Τ ι λ έ ε ι; ι;
εέ
, τι
λ έ ε ι; ι;
γ ε, τ ο
λέ ει
ι ο
ος;
«Κ άνε άνε το», έλεγ λεγε σ υνε υνεχώ ς. «Τ ώ ρα» ρα ». Τ ο κάτ κά τω χείλιτο λιτου ήτ ή τα ν υγρό υγρό κ ι έσ τα ζε σάλιο, ενώ το χέρι χέριτ του κινιότα ν παλι πα λινδρομ νδρομικά πάνω -κά -κ άτω . πεν έκλε έκλει ισ ε τα μ άτι άτια της της,, προσ προ σ παθώ πα θώ ντας ντας να ε ν λ ά ; Η Μ πεν διώ ξει ξει την την ομί ομ ίχλη που τύλιγε τη τη ν όρα όρασ σή της. ή ς ο ο ν ρ ε ο μ α ι; έ
υ,
ύ να
ν α ι ο Τ υ ς;
Μ ια κραυγή κρα υγή ακ ούσ τη κε από το το καθι κα θισ τικό. κό. Τ α μ άτι άτια τη τη ς άνοιξαν διάπλατ άπλατα. α. Ή τα ν ο Χ αλ. Φ ώ ναζε ναζε κ ά τι ακα ακ αταλα αλ αβίσ τικο. « Δ ενμπο ρώ νατοκάν ατοκάνω ω δεν δενμπορώ δεν δενμπο ρώ . Σ επαρα πα ρακα καλώ λώ σ κότω κότω σέμε...» σέμε...» Π ήρε βαθιά ανάσ ανάσα, α, κι κ ι αυτή αυτή τη φ ορά ορά η φω νή του του ακούστ ακούστηκε ηκε καθαρά. αρά. «Σ «Σ Κ Ο Τ Ω Σ Ε Μ Ε . Σε Σ ε παρ παρακαλώ αλώ , σ κότ κό τω σ έ με καλύτ κα λύτε ερα». «Φ ύγε ύγε. Φ ύγε ύγε». Ο Κ αλικάντ κάντζαρος σ ηκώ θηκε από τη τη ν καρέκλα καρέκλα και κα ι κλότ κλότσ η σ ε κ ά τι σ το πάτ πά τω μ α, έξω από απ ό το το οπτ οπ τικό πεδί πεδίο τη τη ς Μ πεν. πεν. Κ άτι άτι βαρύ. βαρύ. Ά ρχι ρχισε να βγάζε βγάζει τη ζώ νη από απ ό το το τζιν του. «Φ ύγε ύγε». Τ ύλιξε τη ζώ νη γύρω από τη τη μία γροθι γροθιά του του,, τεντώ εντώ νοντ νοντά ά ς την. Τ ο τζιν έπ έπεσ ε στ σ τους ασ τραγάλο γάλους υς του κ α ιγονά γονάτ τισ ε σα σαν αγρι αγριοκά οκ άτσ ικο. εέ
, τι
ν ε ι; ι;
ζ ε ι ν α ...
Μ πορούσε μονάχ μονάχα α να δει τα πόδι πόδια του, του, το κατ κα τεβασ βα σ μέν μένο παντ πα ντε ελόνι λόνι κα ι το βρόμι βρόμικο γκρι εσ ώ ρουχό ρουχό του του.. Α λλά λλά διέκρινε ένα σφ ίξιμο σ τους μ υς τω ν γλουτ γλο υτώ ώ ν του, ου , που έφ ερε σ το μυαλό της εικόνες όνες ζώ ω ν που πο υ κυνηγάνε κυνηγάνε.. Ή τα ν ο τρ τρόπο όπ ος με το ν οποί οπ οίο οι γάτες προθερμα προθερμαί ίνουν τους ου ς μυς τω ν πίσω ποδιώ ν το το υς π ρ ο τού το ύ . ρο
ύ δ
κώ σουν κάτ .
Μ ια φω φ ω νή ακ α κούστ ούσ τηκε. κε. Ο πισ ινός του Κ αλικάντζ κάντζαρου κουνή κ ουνήθηκ θηκε ε ξανά. ανά. Κ αιη Μ πενε πενεν ντίκτε κτε κατ κα τάλαβε άλα βε πω ς ή τα ν ο Τζ Τ ζος. ος. «Ο Χ Ι!» Έ χω σ ε το πρόσω πρόσ ω πό τη ς σ την τρύπα. ρύπα . « η ! Ά φ ησέ τον!» ον!» Σ ιω πή ακολούθησε ακολούθη σε.. Ο Κ αλικάντζ κάντζαρος μαρμάρω μαρμά ρω σε. σε.
« ο ενν
.
έ
ν, ει
λλω ς θα σε σκοτ σου.
α σ ε σ κ ο τ σ ο υ ». ».
Η σ ιω πή ήτ ή τα ν εκκω φ αντι αντική. κή . Τ ο μόνο μόνο που π ου μ πορούσε να ακούσ ακ ούσε ει ή τα ν οι ο ι φ ρεν ρενήρε ήρεις χτύ χτύπ οι τη ς καρδι κα ρδιάς της. ης. Κ αι ξαφν αφ νικά, το πρόσ πρόσω ω πό του εμ φ ανίσ τηκε κάτ κά τω από απ ό το το δικό τη τη ς - μ πορο πορούσ ύσε ε να μ υρίσ ει την ανάσα νάσ α το του κ α ι να δει δει αίμ α σ τα δόντι δόντια του. έ μ ο υ . Έ κανε πίσω , χτυπ χτυπώ ώ ντα ντα ς το κεφ κεφ άλιτ άλι τη ς σ την άκρη τω τω ν σανί σανίδω ν, με αποτ απ οτέ έλεσ λεσ μ α να κατρακυ κατρακυλ λήσε ήσ ει πάλι πάλι μπροσ μπροστ τά. ροσπάθησε ησε να κρατ κρατηθε ηθεί ί από από ! Π ροσπάθ κάπου, ου, κα κ α θώ ς η ψ ευδοροφή υδοροφ ή άρχισε να ραγ ραγίζει κα ι το ελε ελεύθερο ύθερο πόδι πό δι τη ς αιω ρούνταν ρούνταν σπασ σ πασμω μω δικά, προσπαθώ προσ παθώ ντας να βρει βρει πάτ πά τημα ημ α κάτω κάτω σ το χαλί χαλί. Π ερίμενε να τη τη ν τυλίξει ξει η βρόμ βρόμι ικη ανάσ α του του.. Μ πορού πο ρούσ σε να τον ακ α κούσε ύσ ει να αναπνέε ναπνέει, σαν να να φ οβότ οβότα αν. Τ ι ; Ε ίδε τα πανι πα νικόβλη κόβλητ τα, φ οβι οβισ μένα μά μ άτια του του,, καθώ κα θώ ς έκρυψ κρυψ ε το σ τόμα όμ α με τα χέρι χέρια το του, σ αν να τη φ οβό οβ όταν, κι κ ι έπει έπειτα άρχισε να κλα κλαψ ψ ουρί υρίζει. Τ α χείλη του έτρεμ ρεμαν. Σ υγκε υγκ εντρ ντρώ νοντ νοντα α ς τη ν τελευτ τελευτα α ία ικμά κμ άδα της δύναμή δύναμ ής της, ης, τραβ ρα βή χτη χτη κε έξ έξω από τη ν τρύπα ρύπα, προτ προτού ού α κούσ ού σ ει το κουδο υδούνιτ ύνιτη ς εισ όδου να χτυπ χτυπά ά.
Ο Κ άφε άφ ερι σ τεκότ κό τα ν σ το κατώ κατώ φ λι, μ ούσκε ούσ κεμ μ α απ α π ’ τη βροχή. βροχή. Ε ίχε λαχανι λαχανιάσει. Ε ίχε περπατή σ ει τη ν περί περίμετρο τω ν κα τοικιώ ν το υ Κ λοκ Τ άουε άου ερ, προσ προσπε περνώ ρνώ ντα ντας γερανούς ρανούς, μ πουλντ πο υλντόζ όζε ες κα ι σ ω λήνες λήνες - τ έ υ δ εν θ α κ α τα φ ρ ω
α
κοι
ω
και
λι
ναν
λήνα
δ ίχ ω ς
μέχ μέχρι που πο υ είδε τον παράδρομο το το υ Κ λοκ Τ ά ουε ουερ πίσω από απ ό το τον φράχ φ ράχτ τη ασφ ασφ αλεί αλείας. ας. Ό λα τα τα σ πίτ πίτια ήταν ακατοίκητα, εκ τός από το νούμε νούμ ερο πέντ πέντε ε. Ο ικουρ ουρτίνες νες σ το νούμε νούμ ερο πέντε ντε ήτα ν κλεισ τές και όταν παρα πα ρατ τήρησ ε αυτή τη λεπτομέ λεπτομ έρεια άρχισ ε να τρέχε ρέχει γρηγορότ γρηγορότε ερα πάνω πά νω σ τον πεζόδρ πεζόδρομ ομο, ο, προτ πρ οτού ού το δάχτυλό του πιέσει το κουδούνι. «Κ υρία Τσε Τ σερτ ρτς ς;» Χ τύπη ύπ η σ ε το κουδο κο υδούνι ύνι ξανά, ανά, αφ α φ ήνοντ ήνοντας το δάχτ δάχτυλό του πάνω πά νω σ το κουμ κουμ πί. Τ ο σπί σ πίτ τι ή τα ν σ ιω πηλό. πηλό. Κ οίταξε σκέ
ομ
ι
ν
σα μ
-
μέσα από α πό τη ν πόρτα πόρτα το του γκαρά καρ άζ, καθώ κα θώ ς σ ηκώ ηκ ώ θηκε θη κε στ στις μ ύτε ύτες τω ν ποδι πο διώ ν του. Τ ο κί κ ίτρινο Ν ταεγού ή τα ν παρκα πα ρκαρι ρισ μένο στ σ το σ κοτ κοτεινό γκαρά καράζ ζ. Ή ξερε πω ς ή τα ν πιθανό θανό να έκα έκανε νε λάθος άθος. Θ υμή υμ ήθηκε θηκε τη γυναί γυνα ίκα που π ου τον είχε υποδεχτεί δεχτεί σ το σ πίτι πριν από περίπου μία εβδομάδα βδομάδα.. Θ υμή υμ ήθηκε θηκε πω ς μιλούσε λούσ ε για μια παράξε πα ράξενη νη μ υρω διά στ σ το σ πίτ πίτι της, ης, όπω ς ακρι κριβώ ς κ α ι η γυναίκα του Γ κάμε κάμ ερ, όπω ς κ α ι η Σ ούνε ούνες ς σ το σπί σ πίτ τι τω ν Π ιτς. Θ υμήθη υμήθηκε κε τον σ κύλο. Κ οίτα ξε μέσα μέσα από τη σχισμή σμ ή το του γραμ γρα μ μ ατοκι οκ ιβω τίου. ου. «Κ υρία Τ σερτ σερτς ς;» Κ αιτ αι τό τε, χτύπη ύπ η σ ε τα ρουθούνια το του η μ υρω διά τω ν ούρω ν. Α ποφ πο φ άγια βρί βρίσ κοντ κο ντα αν διάσπα άσ παρτ ρτα α σ τον δι διάδρομο. άδρομο. Κ άπου άπου μέσα στ στο σπί σ πίτι, μια τηλεόρ λεόρασ αση η ακουγότ ουγότα α ν. Σ τη ν κορυφ κορυφή ή τη ς σ κάλας κάλα ς μ πορούσ ορούσε ε να δει δεικ ά τι γραμ ραμμένο με κόκκ κό κκι ινη μπογιά. Έ κλε κλεισ ε τη σχισμή σμ ή κ ι έβγαλε βγαλε το κι κ ινητό νητό από απ ό τη τη ν τσ έπη του, ου , προσ πρ οσπα παθώ θώ ντας ντας να ηρεμ ρεμήσει σει. «Τ ζα κ, άκουσέ ουσ έ με», με», το του είπ ε αυστ υσ τηρά η Σ ούνες ούνες, «μην «μ ην μπε μ πει ις στο σ πίτι, Τ ζα κ . Μ ε ακούς ακ ούς;; Π ερίμενε μέχρινα ρινα έρθουμ έρθουμε ε. Μ ε άκουσ άκ ουσε ες;» «Δ εν θα μπω μπω , το ορκί ορκίζομα ομ αι». Κ αι το εννοούσε οούσ ε. Ξ ανάβαλε ανάβα λε το τηλέφ ηλέφ ω νο σ την τσ έπη του και κα ι σ τάθηκε θηκ ε σ το κατ κα τώ φ λι, κά κ άλυψ ε το κεφ κεφ άλι από το το ψ ιλόβροχο λόβροχο με το σ ακάκ κά κι, σ ιγοπερπ γοπ ερπα α τώ ντα ντα ς σ αν τη γάτ γάτα κα ι κοιτάζοντα ζοντα ς μια το το σπίτι, μια το το ν δρόμο, δρόμο, περιμ ένοντα νοντας τα περιπολι πολικά να κατ κα ταφ θάσ θά σ ουν. ουν. Τ α λεπτ λεπτά ά περνούσ περνούσα αν κ α ι ξαφν αφ νικά άκ ά κουσ ου σ ε έναν έναν θόρυβο από απ ό το το πίσω μέρος του σ πιτιού. ού. Κ οίτα ξε από το γραμ γρα μ μ α τοκιβ ώ τιο πάνω πάνω σ τη ν ώρα ώ ρα για να δει δει κ ά τι να βγαίνει τρέχοντ ρέχοντα α ς από τη ν κουζ κου ζίνα κα κ α ι να ανεβ νεβαίνει νει βια σ τικά τα σ καλο κα λοπά πάτ τια. Ή τα ν μι μ ια θαμπή θαμ πή πελώ ρια φι φ ιγούρα ούρα και κα ι κρατ κρα τούσ ούσ ε σ τα χέρια κά κ ά τι που ο Κ άφε άφ ερι σ υνει υνειδητ δητοποί οπ οίη σ ε στη στη σ τιγμή πω ς ή τα ν καλυμ κα λυμμ μ ένο με αίμα. μα. Έ σ κισ ε μια λω ρίδα από από το σ ακάκ κά κι του, το τύλιξε στ στη γροθιά το του κ ι έσ πασ πα σ ε το τζα μ ά κι δίπλα πλα ,
τ ο
ο
ι
ο
σ
ί
.
τη τη ν πόρτ πό ρτα α, για να τη τη ν ξε ξεκλειδώ σ ει. Μ πήκε πή κε στο στο εσ ω τερικό του σ πιτιού, ού, περνώ ντα ντας σ την κου κο υζίνα, να, αφ ού έκλεισ ε πίσω του την τη ν πόρτ όρτα. Σ τη ν κουζίνα έκανε κα νε ζέ ζέστη - κ α ι η γνώ γνώ ριμ η μ υρω διά ήτ ή τα ν διάχυτη υτη στον αέρα. φ ώ τα ήτα ήτα ν ανοιχτά, οι έ υ, ι σ υ ν έβ η δ ώ ; Τ α φώ κουρ κο υρτ τίνες νες τραβ ρα βηγμέ γμένες νες κ α ι σ το πάτ πά τω μ α, τρέμ οντα οντα ς και πασ αλειμ μ ένος από τις ακαθαρ θαρσίες του, κ ειτότα ν αγνώ αγνώ ρισ τος ο κύριος Τ σερτς ρτς. έ μ ο υ . Ο Τ σερτς τον εί είδε κ ι έκλεισ ε τα μ άτια το το υ, σ τρέφ οντα οντας το κεφ άλι του αλλού. ν ό έ ν , ρ ε ς ο ανίδες δες σ το επάνω επάνω πάτ πά τω μ α δ ί . Ο ι σ ανί έτριξαν κάτ κά τω από απ ό το το βάρος του άντρα άντρα και κα ι ο Κ άφε άφ ερι σ ήκω ήκ ω σ ε το κεφ κεφ άλιτου. άλιτου. Ή ξερε τικουβ κο υβα α λούσ λού σ ε ο Κ λεαρ. «Α σ τυνομ υνομ ία!» Έ τρεξε στ σ τον διάδρομο άδρομ ο κ ι άρχισε να ανεβ νεβαίνει νει δυο δυο τα τα σ καλοπάτ κα λοπάτι ια. Σ τη ν κορυφή κορυφ ή του του πρώ του ορόφου ορόφ ου στ σ ταμάτ αμ άτησ ησε ε λαχανι λαχανιασμένος ένος.. «Ε δώ !» ακούσ ακ ούστ τη κε μια γυναικεί κεία φω φ ω νή. «Ε δώ !» Έ κανε κα νε μεταβολή αβ ολή.. Ο διάδρομ άδρομος ή τα ν σκο σ κοτ τεινός κα ι σ ιω πηλός πηλός,, ενώ μύριζε ούρα. Μ προσ πρ οστ τά του του,, μια δεύτ δεύτε ερη σ κάλα οδηγούσε οδηγούσ ε σ τον σκοτ σ κοτε εινό πάνω όροφ όροφ ο, πίσω του είχε μια πόρ πόρτ τα, αρισ τερά το του βρισ κόταν άλλη άλλη μια πόρ πόρτα, ενώ η πόρτα δεξι δεξιά το του είχε γραμμ γραμ μένη πάνω τη ς με κόκκινα γράμ γρά μ μ ατα τη τη λέξ λέξη ν δ υ ν ο ς . «Κ υρία Τ σερτ σερτς ς;» «Εδ «Ε δώ είμαι μα ι». Η φ ω νή τη τη ς ή τα ν αδύν αδύναμη. αμη . «Ε δώ ...» «Μ είνετε ακίνητη. Θ α έρθ έρθω ω σ ύντομ ύντομα α». «Το «Τ ο αγορ αγοράκι άκιμου μου . » «Ό λα θα πά π άνε καλά, καλά, περι περιμ ένετ νετε». Ε κεί κείνη άρχι άρχισ ε να κλαίει, αλλά ο Κ άφε άφ ερι δεν δεν μπορ μπ ορούσ ούσε ε να ασ χοληθεί οληθεί μ α ζί της. ης. ν να ι η ερ α σ ου. να ι λά . βά νι από πάνω του έτριξε. Έ κανε κα νε ρέ ι ν α σ ώ σ ε ις ις ο δ ί. ί . Τ ο τα βάνι μ εταβολή βολή κ α ι είδε τη σκάλα κάλα.. ύ ε ναι ο νο ς ο ό ς ηλάφ ησε ησ ε το υς τοίχ οίχους, ους, αλλά δε δεν το ν βρήκε. βρήκε. Ο ι σανίδες δες ο φ ; Ψ ηλάφ α
έτριξαν πάλι, κ α ιτώ ρα άκουσ ου σ ε πε πεντα ντακάθα κά θαρα ρα ένα παιδίνα κλαί λαίει. Δ εν φ ώ ναζε ναζε, ούτε ούρλι ούρλιαζε, μόνο έκλαι έκλα ιγε, σαν να μην περίμενε πω ς κά ποιος θα το το ν ακο α κούσ ύσε ει. ς ν ν ε; ς ν , υ α ά ρ ε ; Α κούμ κούμπ πησ ε τη ν κουπ ουπ ασ τή κ α ι τό τε εί είδε σ τον τοί τοίχο μ προσ προστ τά στ σ τα μ άτια του του το κάδρο κά δρο με τη φ ω τογραφ γραφ ία ενός μικρού κρού αγορι γοριού να τα ΐζει ζει χαμογε χαμ ογελα λασ σ τό μια κατσ ίκα. κα . Κ αιξ αι ξαφν αφ νικά, το το θυμή θυμ ήθηκε θηκε. ο ν λ έ ν ε Τ . «Τ ζος;» ος;» φ ώ ναξε ναξε σ τις σκάλες κάλες. «Τ ζος. ος. Σ ε ακούω ού ω . Ε ίμ αι ασ τυνομι υνομ ικός κό ς, Τ ζος, ος, όλα όλα θα πάνε πά νε καλά. καλά. Μ όνο μείνε ακίνητος, ος, εντάξει;» Τ ο κλάμα στ σ ταμά αμ ά τησε ησ ε και κα ι ακολούθησε ακολούθησ ε σ ιω πή. Π ήρε βαθιά ανάσ ανάσα α και κα ι ανέβη ανέβηκε κε αθόρυβα τα τα δύο πρώ π ρώ τα σκαλι σ καλιά. «Τ ζος;» ος;» Τ ίπ ο τα δεν ακ ουγότ ου γότα α ν από πάνω του, ου , μ ονάχα ονάχα μι μια ανάσα ανάσα τόσ τόσο ο σιγανή, που π ου θα μ πορού ορ ούσ σ ε να τη ν εί είχε φ αντα ντασ τεί. «Τ ζος;» ος;» Κ άτιπ άτιπήδηξε ήδηξε από απ ό τη τη ν κορυφ ή τη ς σκάλας. σκάλας. υ να
ρ ε ...
Κ όλλησε σ τον τοί τοίχο, αλλά ή τα ν πολύ αργά κα ι το χτύπη ύπ η μ α τον τον βρήκε ρή κε στ στην κοιλιά, με αποτέλεσ έλεσ μ α να πέσ ει με τη ν πλά πλάτ τη στις σκάλες κάλες. Π ροσπάθησ ροσπ άθησε ε να κρατ κρα τηθεί θεί από από τα τα κά κ άγκελα κα ι κύλησ κύλη σ ε μέχ μέχρι τη ν πόρτ πόρτα το του μ πάνι πά νιου. Ά κου κο υσ ε το τηλέφ λέφ ω νό το του να πέφτ πέφ τει στις σ κάλε κά λες ς το υ κάτ κά τω ορόφ ορόφ ου δίπλα του του,, έχοντα χοντα ς γλισ τρήσ ρή σ ει από την τσ έπη του. Σ ιω πή. πή . Α νοιγόκλε όκ λει ισε τα μ άτι άτια το του. «Τ ζος;» ος;» Τ ο αγόρι α γόριε είχε προσ πρ οσγε γει ιω θεί θεί σ τη βάσ βάση τη τη ς σκάλας κάλας, μερικά μέτρα μακ μ ακρι ριά του, ου , γυμνό, γυμνό, τρεμ ρεμ άμ ενο κα κ α ι σ οκαρι οκα ρισ μ ένο. Κ ολλητ ολλητική τα ινία κά κ άλυπ λυπτε το το σ τόμα όμ α του. «Τ ζος;» ος;» ψ ιθύρισε ο Κ άφε άφ ερι. «Ε ίσ αι καλά κα λά;» ;» Τ ο πα πα ιδίτ δί τον κοίτα ξε παγω παγω μέν μένο από το το σοκ. Δ άκρυα άκρυα αυλάκω αυλάκω ναν τα μάγουλ μάγουλά ά του του και κα ι οι καρ κα ρποίτου ίτου ή τα ν κ ια υτο ί δεμ δεμ ένοιμε νοι με κολλητ λλη τική ταινία. «Έ λα», λα», είπε ο Κ άφερι άφερι, αφού αφ ού σ ηκώ ηκ ώ θηκε θηκε κ ι άνοιξε τη ν πόρτα πόρτα το του μ πάνιου. «Μ πες πες μέσα, σα, γρήγορα γρήγορα». ». Δ εν χρει χρειάσ τηκε να το το πει δεύτ δεύτε ερη φ ορά. Τ ο αγόρι μ πήκε στ σ το μπάνι πά νιο τρέχοντα χοντας κ α ι κούρνι ύρνιασ ε σε μι μ ια γω νία, γυμνό γυμ νό και μ ατω μ ένο, σαν αγρίμι τη ς ζούγκλας ούγκλας.. Υ πήρχε αρκετ ρκετό φ ω ς σ τον χώ χώ ρο
για να να δει δει ένα τραύμ τραύμα α σ την πλάτ πλάτη η του. Έ να δάγκω δάγκω μα. μα . Έ να βάρος βάρος πλά πλάκω σ ε τη ν καρδι κα ρδιά το του Κ άφε άφ ερι. «Κ ράτ ρά τα το το φ ω ς κλε κλεισ τό», ό», ψ ιθύρισε. «Θ α επι επισ τρέψ ρέψ ω σ ύντομ ύντομα α». Έ κλε κλεισ ε τη ν πόρτ πόρ τα κα κ α ι σ τράφ ρά φ ηκε προς τις σκάλες. «Κ Λ Ε Α Ρ, Κ Ω Λ Ο Γ Α Μ Η Μ Ε Ν Ε ». Π ερίμενε, νε, αλλά δεν δεν πήρε πή ρε απάντ πά ντη ησ η. Ά ρχι ρχισε να ανεβ νεβαίνει νειτα σ καλο κα λοπ πάτια αργά, αργά, σ ταμ ατώ ντα ντας κάθε κά θε τόσο όσ ο για να α κούσ ει τον Κ λέαρ λέαρ να να κινεί νείται. Ά κουσε κουσ ε έναν μ εταλλι λλικό ήχο. Α νέβηκε βη κε τρέχοντα χοντας τα τελευτα λευτα ία σ καλοπ κα λοπά άτια, προτ πρ οτού ού σ ταμ ατήσ ει για να παρα πα ρατ τηρήσ ρή σ ει τον χώ ρο. Ή τα ν ένα ένας μικρός κρός διάδρομος δρομ ος κα ι σ το βάθος του διέκρινε μια ανοιχτή πόρτ πό ρτα α που που οδηγούσε οδηγούσ ε σε ένα υπνοδω μ ά τιο και κα ι μια σκάλα, σκάλα, στην στην οποία ανέβαι ανέβαινε με μεγ μεγάλη άλη τα τα χύτη χύτη τα ο Κ λέαρ. αρ. «ΣΤ Α Μ Α Τ Α , Ρ Ε Κ Α Ρ ΙΟ Λ Η ...» ...» Ά ρχισε να τρέ τρέχ χει προς προς το μέρ μέρος του και κα ι ο Κ λέαρ ανέβ νέβηκε γρή γρήγ γορα τα τελε τελευτ υτα α ία σ καλοπ κα λοπά άτια. Ο Κ άφε άφερι, πίσω του, ου , σ χεδόν χεδόν το του άρπα ρπαξε το πόδι πόδι. Τ ο βάρος βά ρος τους έκανε τη σ κάλα κά λα να τρί τρίζ ζει επικίνδυνα. νδυνα. Ο Κ λέαρ λέαρ εί είχε περάσ περά σ ειστη σ οφ ίτα κα κα ι ο Κ άφε άφ εριτον έχασ έχασε ε για μια στ σ τιγμή, γμή, βλέπο λέποντα ντας το μ πα τζάκ ζάκι του παντε ντελονι λονιού το υ να εξαφ ανίζεται από το άνοιγμ α τη ς σοφί οφ ίτας, ας, ω σ τόσο όσ ο μ πορο πορούσ ύσε ε να τον τον μ υρίσ ει κ ι ά κουγε κο υγε το τα βά νι να τρί τρίζει από απ ό το το βάρος βά ρος του. ου . Α νέβηκε βη κε τη σ κάλα, κάλα , πε περνώ ντα ντα ς στη σ κοτ κο τεινή σ οφί οφ ίτα, α κούγοντ ύγοντα α ς τη βροχ βροχή να να μ αστ ασ τιγώ νει νει τη σ κεπή κεπή.. Ο Κ λέαρ λέαρ τρύπω ρύπ ω νε μ έσ α στ σ το σ κοτάδι κοτάδι της απέναντι πλευράς κα κα ι παίρνοντ ρνοντα ας βαθι βα θιά ανάσ ανάσα, α, γεμ γεμ άτη με τη νοσηρ νοσηρή ή μ υρω διά του σ απι απ ισ μ ένου φαγητ φ αγητού ού στ σ το πάτ πά τω μ α, βρήκε ψ ηλαφ ώ ντας το άνοιγμα σ τον τρα τραχύ χύ το τουβ λότ λό τοιχο κ ι έσ κυψ ε για να σ υρθε υρθεί ί μέσα του, σ κίζοντα οντας το παντ πα ντε ελόνι λόνι του σ την προσ προσ πάθε πά θει ια αυτή υτή. Α φ ού χτύπη ύπ η σ ε το κεφ κεφ άλι του σ τα τούβλα, ούβ λα, ενστ νσ τικτω κτω δώ ς έσ κυψ ε στη στη διπλανή πλα νή σ οφ ίτα με τα χέρ χέρια έξω . Η σ οφ ίτα το του διπλανού πλα νού σπ σ πιτιού ή τα ν κα τα σ κότεινη. νη . Έ μ εινε ι
Η
σ κ ά
α
ς
σ ο φ
τ ο ...
α ς .
α μ ώ
,
ι
λ α ν ό
σ
-
,
ς ,
ο .
ακίνητ νητος για λίγο, προσ προσπ παθώ ντα ντας να α κούσ ει τη ν ανάσ ανάσα α το του Κ λέαρ. λέαρ. Σ τη ν απ α πέναντι έναντι άκρη κρη της της σοφί οφ ίτας, μια ηλι η λιαχτί χτίδα έσκ έσκισ ε ξα ξαφ νικά το σ κοτάδι κοτάδι, φ ω τίζοντα οντας τον Κ λέαρ λέαρ από κάτω . Ε ίχε ανοίξει ξει την κατα πα κτή τη ς σοφί οφ ίτας. ας. «Σταμάτα!» Ε κείνος όμω όμ ω ς είχε ήδη ξεδι ξεδιπλώ σ ει τη σ κάλα κά λα κ α ι είχε αρχ αρχίσ ει να τη ν κατεβαί εβα ίνει, με τα χέρι χέρια το του να να κά νου νουν κυριολεκτικ ά άλμα λμ ατα πάνω από το αλο α λουμ υμί ίνιο της της λαβ λαβής της. Ο Κ άφε άφ εριδι ρι διέσ χισε τη σ οφί οφ ίτα ισ ορροπ ρροπώ ώ ντα ντας πάνω πά νω σ τις δοκούς δοκούς,, νιώ θοντ θοντα α ς πω ς η καρδι καρδιακή ακή προσβολή προσ βολή ή τα ν θέμα θέμα δευτ δευτε ερολέπτ ρολέπτω ω ν. χ ί ζ ε ις
χ ρ ό
ν ο
μ
ε ί
ν τ
ν α
ς
λ ό
δ ρ α
έ ρ
σ
ι
ς
υ
κ α
σ ώ
ι
α
σ η
,
υ μ
σ ε ι
γ ι
ί
η
ν α
υ
ή ,
ν
ά
ν ε ις ις
ε κ
δ ε υ σ η
ν
ε
τ ο
κ ά
ν
.
Ο
σ ε ι
ε
κ α
υ
ι
ε κ
χ ρ
,
ν ο
ε ν ί ζ ε ις
ς
ν τ
ρ έ
ι
ν α
.
ν α
ι
τ ο
δ ρ
γ ν ω
ρ ί
ό
ν α
ν α .. ...
Ο Κ λέαρ λέαρ κινή θηκε θη κε σβέ σβέλτα. λτα. Ε ξαφ ανίσ τηκε ηκε αθόρυβα, τόσο όσ ο γρήγορα ρήγορα που που έδω σ ε σ τον Κ άφε άφ εριτ ριτη ν εντ εντύπ ύπω ω σ η ό τι δεν δεν άγγιξε καν τη σκάλα. «Σ τα μάτ μά τα !» Ο Κ άφερ άφερι, που τον ακολουθούσε ακολουθούσ ε σ ε απόστ απόσ ταση ασ η αναπν απ νοής οής, κατ κα τέβ η κε τη σκάλα, χτυπώ υπ ώ ντα ντα ς τα γόνατ γόνα τά του, ου , και κα ι προσ πρ οσγε γει ιώ θηκε θηκε στ στον μι μ ισ οτε οτελει λειω μ ένο διάδρομο άδρομ ο που π ου ήταν στρω στρω μ ένος με μ οκέ οκέτα, βλέ βλέποντα οντας παρά πα ράλληλα λληλα τη τη ν ταπετσ αρία σ το μπάν πάνιο. Σ τα δεξ δεξιά το του, το κεφάλ κεφ άλι ι του Κ λέαρ λέαρ εξαφ εξαφα ανίσ τηκε σ τις σκάλες κάλες, σ κορπ κορπί ίζοντα οντας πίσω του σ κόνη κόνη από τις γυψ οσα οσ ανίδες δες. Ο Κ άφε άφ εριέ ρι έτρεξε ρεξε πίσω του, κατ κα τέβ η κε τη ν πρώ τη σ κάλα κι κ ι έκανε κα νε μ εταβολή σ το από κάτ κά τω κεφα κεφ αλόσκα λόσ καλο λο για να κα τεβείτη ν επό επόμ μ ενη, τρία τρία τα σκαλιά, προτ προτού ού φ τάσ ει σ το ισ όγει όγειο. Σ χεδόν στρα στραμ μ πούλη πούληξε ξε το πόδι του, ου , καθώ κα θώ ς γλίστρησ ρησε σ την μοκ μ οκέ έτα, αλλά γρή γρήγ γορα ξαναβρήκ ξαναβρήκε ε την ισ ορροπ ορρ οπί ία του. Ο Κ λέαρ λέαρ μ πήκε πή κε τρ τρέχοντα χοντας σ την ολόι ολόιδια κο κ ουζίνα του διπλανού σπι σ πιτιού κ α ι ο Κ άφε άφ ερι τον ακολο α κολούθη ύθησ σ ε φ ω νάζοντας οντας «Σ τά σ ου, μπάσ μπ άστ ταρδε», αρδε», προτ πρ οτού ού στ σ τα μ α τή σ ει λαχανι λαχανιασμ ασ μ ένος σ τον διάδρομο.
Ο Ρ όλαν όλα ντ Κ λέαρ λέαρ σ τεκότ κό τα ν μ προστ προσ τά από α πό τη τη ν πίσω πόρτα, πόρτα, τραβ ώ ντα ντας τη ν από το χερούλι. Έ δινε ώ θησ θηση με το πόδι του, ου , αλλά η πόρτ πόρ τα δεν δεν υποχω υπ οχω ρούσ ρούσε ε, καθώ κα θώ ς ή τα ν κλει κλειδω μένη. μένη. «Μ Ε ΙΝ Ε Ε Κ Ε Ι!» φώ ναξε αξε ο Κ άφερ φερι. ' λ ε ξ ε ν χ ώ ο σ ο υ , Τ κ , λ α , σ ύ ν ελ θ ε,
υ γκ ε ν ρ ώ
υ. Μ
ά σ υ η
α κ ι ο ύ ο τ ς .. ...
«Μ ΕΙΝ ΕΙΝ Ε ΕΚ ΕΙ, ΕΙ, Α Κ Ο Υ Σ ;» Ο Κ λέαρ λέαρ έκα έκανε νε μετ μεταβολή, βολή, λαχανιασμ ασ μένος, ος, με τα μ ακρι ακριά του του μαλλ μαλλιά να καλύπ κα λύπτ τουν ου ν το πρόσω πρόσ ω πο, και κα ι το γκρι κοντομ κοντομάνι άνικό του σ η κω μ ένο, α ποκαλ ποκ αλύπτ ύπτοντ οντας ας τη ν κοιλιά του. του. «Μ η», η» , είπε σηκώ ση κώ νοντα οντα ς τα χέρια ψ ηλά. ηλά. « η ε α γ γ ζ ε ς !» !» « ι ε ν ν ο ε ίς ίς ν α μ η
;
α
ε
υλλά
,
λ η ».
Τ ο φ ερμουάρ ρμουάρ του παντ πα ντε ελονιού του ή τα ν κατε κατεβασμ ασ μ ένο, σαν να είχε βάλειβ λει βια σ τικά το το τζιν του. «Ό χι, όχι, όχι, σε παρ παρακαλώ κα λώ , μην μη ν το κάνε κά νει ις». Έ κα νε ένα ένα βή β ήμ α προ προς ς τα πίσω , κα λύπ λύπτοντα ντα ς τα αφ τιά του του.. «Δ εν το ήθε ή θελα» λα».. Ξ αφν αφ νικά, κάθι κά θισ ε οκλαδό οκλαδόν ν σ το πά π ά τω μ α, κάτ κά τω από απ ό τον νερο νεροχ χύτη, ύτη, κρύβ κρύβοντ οντα α ς το πρόσ πρόσ ω πο με τα χέρια του. του. «Δ εν το ήθελα». ήθελα». όλη . ν ο θ ε λ ; Τ ότε ότε, « ν το λ ε ς ; Δ εν το πισ τεύω , ρε γα μ ιόλη. ήθε ήθελε λες ς; Ε ; Π ες μ ου, τι ήθελε ήθελες ς;» Π ροχώ ρησε ρησε μπρ μ προσ οστ τά κα κα ικλότ κλότσ ησ ε τον Κ λέαρ λέαρ στ σ τα πλευρά. πλευρά. Ο Κ λέαρ λέαρ ανασ ανασ τέναξε, ναξε, αλλά δε δεν αντι ντισ τάθηκε, άθη κε, ;» κ ιέτσ ι έφ αγε κα ιδεύτ δεύτε ερη κλοτ κλοτσ σ ιά. «Ε ίπα, πα , τ ι ε λ ε ς ;» «Ά σε με». με». Το Τ ο πρόσω πό του του είχε παραμορφω παραμορφ ω θεί από μια γκριμ άτσ άτσ α απε απ ελπισίας. ας. Τ α νύχι νύχια το υ χώ θηκα θηκαν ν στο στο κεφ κεφ άλι του. ου. «Μ η...» «Τ ι ήθελες θελες να κάνε κά νει ις, όταν όταν άφ ησες έναν οκτ οκ τάχρονο χρονο να πεθάνε πεθάνει ι; Ε; κλότσ η σ ε πιο δυνατ δυνατά ά, μία φορά φορά στ σ το πλε πλευρό υρό κα κ α ι μία Τι ε λ ε ς ;» ; » Τ ον κλότ φ ορά στα στα νεφ ρά, ότα όταν ο Κ λέαρ λέαρ σ τράφ ρά φ ηκε ηκ ε α π ’ τη ν άλλ άλλη. «Σ ου μιλάω , ;» ρε σκατομαλάκα. ι ε λ ε ς ;» «Σ ε παρακαλώ παρακα λώ , άσε με». με». Σ κούπι κού πισ ε τα δάκρυα από το το πρόσω πό του κ ι έτριψ ε τα μ άτια του του.. «Δ εν το ήθελα. ήθελα. Έ πρεπ ε να το το κάνω κά νω , είναι «
!»
ε
ο μόνος τρόπος, δεν ήθελα...» «Α υτό μου μ ου το το είπες !» Τ ον κλότση κλότσησ σ ε δυνα δυνατ τά δύο φορέ φ ορές ς, μία σ το σ τήθος κ α ι μία στ στο πρόσ πρ όσω ω πο. πο. Α ίμα άρχ άρχισε να τρ τρέχει χειαπό τη μύτη ύτη του Κ λέαρ. λέαρ. «Μ ου είπες ήδη ότι δεν δεν το ήθελε ήθελες ς. α μ η μ έ κα κ αριόλη». όλη». Ά ρχισε να βη μ ατίζει ζει σ την κου κο υζίνα, να , σ φ ίγγοντας τις γροθι γροθιές του του. Ο Κ λέαρ λέαρ τρα τραύλ ύλι ιζε ασ υναρτ υναρτησίες, ενώ το αίμ α έτρεχ έτρεχε ε από τη μύτη ύτη του κα ι σ χημ χημ άτιζε λίμνη σ το πάτ πά τω μ α. «Τ ι ήθελε θελες ς να κάνε κάνει ις, ότα ν άφ άφ ησε ησ ες τον κακομ κα κομοί οίρη από από το το διπλανό πλανό σπί σ πίτ τι να κολυμ κο λυμπά πάε ει σ τα σκα σ κατ τά του του;; Ε ;» «Σ ε παρα παρακαλώ , δεν δεν φ ταίω εγώ , έπρεπε πρεπε να το το κάν κά νω για τη τη θερα. θερα...» ..» «Σκά «Σ κάσ σ ε!» Ο Κ άφερι άφεριέ έτρεξ ρεξε κατ κα ταπά απ ά νω του κα κ α ι τον κλότσ κλότσ ησε ησ ε σ τα πλευρά, πλευρά, σ χεδόν γλισ τρώ ντα ντας πάν πά νω σ τα αί α ίμ ατα ατα. « ί α σ κ ά !» «Τζακ!» Έ κανε κα νε μ εταβολή, αβο λή, λαχανι λαχανιασμέ ασ μέν νος κ α ι κατ κα ταϊδρω μ ένος. ος. Η Σ ούνες ούνες σ τεκότα ότα ν στ σ τον διάδρομο με δύο δύο άντρε ντρες ς τω ν Ε ιδικώ ν Δ υνάμε υνάμ εω ν, οι οποί οπ οίο οι φ ορούσα ορούσ αν τα αλεξ αλεξίσφαι σφ αιρα γι γιλέκα λέκα τους κ α ι τις μάσ μά σ κες κες οξυγ οξυγόνου. όνου. Ή τα ν κατ κα τάχλω μ η. Ε ίδε τον Κ λέαρ λέαρ βουτηγμέν βουτηγμένο ο σ τα αίμ ατα ατα και κα ι τον Κ άφερι άφερι να στ σ τέκετ κετα ι ακίνητος ητος στη στη μέση μέση του του δω ματί ματίου, έτοι έτοιμ ος να του του χιμήξει ξει. «Τ ζακ, ζακ, τι σ κ α τ ά πας να κάνεις;»
Τ α απ α πογευ ογευμ α τινά σ ύννε ύννεφ φ α ή τα ν τόσ τόσο ο πυκ πυκνά κα κ α ι είχαν κατ κα τεβ εί τόσο όσ ο χαμη χαμ ηλά, λά, που θα έλεγε λεγε κανε κα νεί ίς ό τι άγγι γγιζαν τι τις καπνοδό νοδόχο χους υς τω ν σπιτιώ ν, ενώ κεραυνοί κεραυνοί έπεφ πεφ ταν συχν συχνά πυκνά. πυκνά. Η Ρ εμ πέκα πέκα μ ισ οκοι οκ οιμ ότα όταν, ξαπλω μένη στ σ το κρεβά κρεβάτ τι του Τ ζα κ. Δ εν είχε κοι κο ιμ ηθεί θεί καλά κα λά το το βράδυ - μ ετά το το τη τηλεφ λεφ ώ νημα νημ α το του Κ άφε άφ ερι σ τις 11, είχε αρχίσ ει να βη μ ατίζει ζει σ το σαλόνι, με τη ν τηλεόρ λεόρα αση ανοιχτή, προσ πρ οσπα παθώ θώ ντας ντας να κα καθησ θησ υχάσε υχάσ ει τον εα εα υτό υτό της, ης, πω ς ο Τ ζα κ δεν δεν θα θα έχανε τον έλε έλεγ γχο, καθώ ς δεν δεν ή τα ν παι πα ιδί, πω ς μ πορο πορούσ ύσε ε να κρα κρ α τήσ ει
τη ν ηρε ηρ εμ ία κα κ α ι τον αυτοέλεγχό αυτοέλεγχό του. Ε ίχε πιει μ ονάχα νάχα δύο δύο ποτήρια βότκα κα ι κα νεί νείς δεν δεν εί είχε τη τηλεφ ω νήσ νήσ ει για να τη ς πει: «Δ εσποινίς Μ όραντ όραντ, καλύτ κα λύτε ερα να καθί κα θίσ ετε κάπου» κάπ ου».. Έ τσ ι, υπέ υπ έθεσ θεσ ε πω ς όλα ήταν ήταν καλά. καλά. Ε ίχε περάσ περάσ ειτο πρω πρω ινό τη τη ς τα κ τοποιώ ντα ντα ς το σ πίτι, σ αν καλή νοικοκ κοκυρά υρά, κ α ι είχε πετα χτεί χτεί με τον Σκα Σ καρα ραβα βαί ίο μέχρι το Σ ένσμ νσμ περι για να αγ α γοράσ ορά σ ει φ ρούτα ρούτα κα κ α ι κρασί κρασ ί. Ό τα ν επέστ επέστρε ρεψ ψ ε, το λαμπά λαμ πάκι κιτ του αυτόμα υτόμ α του τηλεφ τηλεφω ω νητή νητή αναβόσ αβ όσβη βηνε νε.. Έ να μ ήνυμα ήνυμ α εί είχε ηχογραφ ηχογραφη ηθεί θεί. Δ εν σ υνήθι υνήθιζε να ακ α κούει τα μ ηνύμα νύμ ατα το του Κ άφε άφ εριρι - δεν εί είχε τέτο έτοιες εμ μ ονές νές- αλλά ενώ ενώ βρι βρισ κότ κό ταν σ την κουζ κο υζί ίνα, να, βγάζ βγάζοντα οντας τα ψ ώ νια από τις σ ακούλε κούλες ς, το τηλέ ηλέφ ω νο χτύπ χτύπη η σ ε ξαν ξανά, ά, κι κ ι αυτή υτή τη φ ορά άκουσ κο υσε ε ολόκληρο το το νέο νέο μήνυ μή νυμα μα:: «Ε γώ είμ αι πάλι. Α πλώ ς ήθελα ήθελα να βεβαι βεβαιω θώ ότι ά κουσ ου σ ες το τελευτα λευταίο μ ήνυμα νυμ α για τη τη Δ ευτέ υτέρα. Δ ευτέ υτέρα στη μία». Η Ρ εμ πέκα έμ εινε ακίνητη νητη, κρα κρα τώ ντα ντα ς μια σακο σα κούλα ύλα με μαντα νταρίνια, κ α ι κοίτα ξε το το ν διάδρομο. δρομ ο. Ή τα ν η φ ω νή της της Τ ρέι ρέισι. ρα ,
ρ έ σ ι, ι,
νω
υ
α
α
χί υν να
νε κα λά
α
μά .
Ά φ ησε τα φ ρούτ ρο ύτα α στ σ το τραπέ ρα πέζ ζι, πήγε σ τον διάδρομ άδρομο κ α ι κ οίτα ξε τη σ υσκευή. υσ κευή. Π άτησ ε το κου κο υμ πί, δαγ δα γκώ νοντα νοντας τα χείλη της, ης, κ α ι το πρώ το μ ήνυμα νυμ α άρχι άρχισε να παίζει. Σ τη ν αρχή αρχή δεν δεν ακ ουγότ γότα ν τίποτε, αλλά έπειτα, σ αν η Τ ρέι ρέισι Λ αμ π να βρή βρήκε το κουρ κουρά άγιο, άρχ άρχισε να μιλάει λάει: «Ε « Ε γώ είμαι, η Τ ρέι ρέισι. Σ χετι χετικά ... με αυτό πο π ου λέ λέγαμε; Θ α βγ βγω τη Δ ευτέ υτέρα, ρα, γι’ γι’ αυτό αν θέλε θέλει ις να μάθει θεις περισσ ότερα σ χετ χετικά μ ε . ξέρει ξέρ εις.» Σ ταμάτ αμ άτη η σε να μιλάει άει και κα ι η Ρε Ρ εμ πέκα πέκα τη τη ν άκουσε άκουσ ε να τραβ άειμ ει μια ρουφ ρο υφηξι ηξιά από α πό το τσ τσ ιγάρο της. ης. «Θ α βρί βρ ίσ κομ κομ αι σ πίτ πίτι μου στη μία - ξέρει ξέρεις πού είναι ναι». Η Ρ εμ π έκα αισθάνθηκε σθάνθηκε το σ τομά ομ ά χι τη ς να α νακα νακ α τεύετ ύετα ι - κ ι άρχισε να ανησυχ νησ υχε εί, καθώ κα θώ ς σ ήμε ήμ ερα ήτ ή τα ν αποφ αποφα ασ ισ μ ένη να μη χάσει τον έλε έλεγ γχο. Ά κουσ κου σ ε ξαν ξανά ά και κα ι τα δύο μ ηνύμα νύματα κα κ α ι στη στη σ υνέχ υνέχεια έγραψ ε με μαρκα μα ρκαδόρο δόρο σ το χέ χέρι της, ης, προ π ροτ τού έ ι / ε υ τ έ ρ α /1 . . στ γυρί υρίσ ει τη ν κασ κα σ έτα σ την αρχή. αρχή. Τ ο μήν μή νυμα υμ α τη τη ς Τ ρέισ ι θα πα π αρέμεν ρέμενε ε
αποθη πο θηκ κευμέ υμ ένο, μέχρικ ρι κάποιο άλλο μή μ ήνυμα νυμα να το το διαγράψ ει, αλλά το φ ω τά κι δεν δεν αναβόσ αναβ όσβη βην νε και κα ι ο Κ άφε άφ ερι δεν θα εί είχε κάπο κά ποι ιο λόγ λόγο να να ακούσει την κασέτα, εκτός κι αν του το έλεγε. α
ς
λ ε
υ
ν α
α
υ σ
...
κ α ι
Ο
λ α
ό
— ε ν
ν τ ε ρ έ
ν α
ρ α
χ ρ ε ι
ι
ν α
ι
ι
ν ο υ ν
α
ν α
τ ο
ν ε
υ χ α
ς
—
κ α ι
ς
μ
ο ρ ο
κ α ι
ν α
ύ σ ε ς
α
α
τ
ν τ α
α
ι
θ α
σ ω
... «Σ κάσ κά σ ε, που πο υ να σε σ ε πάρε πάρει ι».
Κ οίταξε προς προς τη ν κο κουζίνα. να. Ό χι, δεν δεν θα ξανακυλ ξανα κυλούσ ούσε ε σ το πο π οτό. Α ντίθετ θετα, τα κτοποίη σ ε τα ψ ώ νια, καθάρ κα θάρι ισε τη ν κουζί κουζίνα, να, έβαλε βα λε πλυντή πλυντήριο, έφ αγε ένα σά σ ά ντο ντουιτ υιτς για μεσημεριανό κ ι έπειτα ανέβ νέβηκε στ σ τον επάνω όροφο. όροφο. Σ το υπνοδω υ πνοδω μ ά τιο έβγαλε το παντ πα ντε ελόνι λό νικ κα ι τη ν μπλούζ μπ λούζα α της της,, έπεσ ε σ το κρε κρεβάτ βά τικα ικ α ικοι ικοιμ ήθηκε. θηκε. Κ αι σ υνέχι υνέχιζε να βρί βρ ίσ κετα κεται ξαπλω μένη μέσα σ τα όνε όνει ιρά της της,, ότα όταν το αμ α μ άξι σ τάθμε θμ ευσε υσ ε έξω από το το σπί σ πίτι, αργότ α ργότε ερα το το απ α πόγευμ όγευμα α. Ε πέσ τρεψ ρεψ ε νω ρίτερα α π ’ ό,τι το ν περί περίμενε. Π ετά χτη χτη κε όρθι όρθια, έκπληκτ κπλη κτη η, κα κ α ι σ τάθηκε θηκε πίσω από απ ό το το παράθυρο, τρα τραβ βώ ντα ς τη ν άκρη τη ς κουρτ κουρτί ίνας, νας, κ α ι τον εί είδε να βγαίνει νει από τη ν Τ ζάγκουα γκουαρ ρ. Κ οντοσ οντοστ τάθηκ θη κε για λίγο έξ έξω από τη ν πόρτ πόρτα α το το υ κή που κ α ι κοίτα ξε τη ν εξ εξώ πορτ πο ρτα α με ένα παρά παράξ ξενο ύφος ύφ ος,, σ αν να σ κεφτ κεφ τότα ότα ν κάτ κά τι - σαν σαν να προσ προσπα παθούσ θούσε ε να θυμη θυμ ηθεί θείέναν τηλεφ λεφ ω νικό αριθμό, ή κά κ ά τι που που του είχε π ει κάποιος. ος. Ξ αφ νικά, κά, ο άνε ά νεμ μ ος άρχισε να παρασ ρα σ ύρε ύρει τη βροχή σ το πλάι, κάνοντ κά νοντα ας τα δέντ δέντρα ρα σ την αυλή να σ είοντα οντα ι βίαια, κ α ι ο Τ ζα κ σ υνήλθε υνήλθε από τη τη ν ύπνω ύπνω σ ή το του, μ πήκε πή κε σ το σπί σ πίτι, άφησ άφ ησε ε τα κλε κλειδιά στ σ το τρ τρα πεζά κι του διαδρόμ αδρόμου ου κι κ ι ανέβ νέβηκε πάνω πά νω . Ε κεί κείνη φ όρεσε στ σ τα γρήγορα γρήγορα μία απ από τις μ πλού λούζες του κ α ι βγήκε γήκ ε στ στον διάδρομ άδρομο. ο. Η πόρτα το του μ πάνιου ήτ ή τα ν ανοι ανοιχτή χτή κι κ ι εκείνος νος είχε σ κύψ ει πάνω πάνω από τη λεκά λεκάν νη, σ αν να ήτ ή τα ν έτ έτοιμ ος να κάνε κά νει ιεμ ετό. «Τ ζα κ;» Δ εν γύρισε προς προς το μέρος της. ης. «Τ ζα κ; Ε ίσ α ικαλά;» ικαλά;» Κ ούνησε ούνησ ε το κεφ κεφ άλι του. ου. Ε κεί κείνη τον αγκά αγκάλι λιασ ε κ α ι παρατ παρατήρη ήρησε σε πω ς το βρόχινο νερό νερό που πο υ είχε μουσ μο υσκ κέψ ειτο παντ πα ντε ελόνι λόνιτου κ α ι τώ ρα σ ω
ν ε ύ ρ α
σ ο υ .
ς
ν α
κ ι
ν α
κ α
λ μ ά
ρ ε ι
έτρεχ ρεχε σ το πάτ πά τω μ α, ή τα ν κοκκ οκ κινω πό. πό . Α ίμα. «Τ ζακ;» Ε κεί κείνος έφ τυσε υσ ε στη στη λεκάνη. λεκάνη. «Μ μμ;» μμ ;» «Τ ζα κ, έχει χεις αίμ α τα πάνω πάνω σ ου». ου». Κ οίταξε το πάτ πά τω μ α. «Ν αι, είναι ναιαίμα». «Ε ίναι ναι... είναι ναι δικό σου σ ου;;» «Ό χι». «Ό χι;» Α ισθάνθ σθάνθηκε να ζαλί ζαλίζεται. « Τ ό τε. α χ . » Κ άλυψ άλυψε ε το στ σ τόμα με τη ν παλάμη παλάμ η της της.. Κ άποι άπ οιος χτυπού υπ ούσ σ ε το κουδούνι κο υδούνι. «Τ ζα κ; Θ εέ μου, τισ υνέβ νέβη; Τ ι έκανε κα νες ς;» «Μ ην ανησυχ ανησυχε είς. Σ τα μ ά τη σ α .» « Τ ι εννοεί νοείς πω ς σ τα . » «Σ ταμάτησα. αμάτησα. Π ρ οτού οτού .» «Π ροτ ρο τού κά νει νεις τι;» « Π ρ ο το ύ . αχ, που που να πά π ά ρ ει.» Κ ατέ ατέβασε το κεφ κεφ άλι του. Το κουδούνι υδο ύνι χτύπη ύπ η σ ε ξαν ξανά, ά, πιο επίμ πίμ ονα αυτ α υτή ή τη φ ορά. ορά. «Μ πορε πορείς να ανοίξει ξεις τη ν πόρτ πόρτα α, σε παρακ αρ ακα αλώ ;» «Σε ο ». «Μ πέκι πέκι.. » « ι
;»
«Ά νοιξε τη ν πόρτ πόρτα». «Π οια πόρτ π όρτα;» α;» «Τ ην εξ εξώ πορτα». πορτα». «Ε ντά ντάξει ξει». Κ ατέβηκε τρ τρέχοντ χοντας τις σκάλε κάλες ς, με τη ν καρ καρδιά της της ζομ ι να , χρει ι να ό και δεν έτοιμ η να σ πάσ πά σει. υ
ά ρ χ ει
ί
η
να
ω
ν
ζ ικ ικ
α
ν
ρ έ σ ι, ι, θ α
υ
ω
.
Ά νοιξε τη ν πόρτα πόρτα κα κ α ι βρέθηκε βρέθηκε πρόσ πρόσ ω πο με πρόσ πρόσ ω πο με την Α ρχι ρχιεπιθεω θεω ρητή ρητή Ν τανιέλα Σ ούνες ούνες, λαχανι λαχανιασμ ασ μένη κα ι ολοφάνε ολοφ άνερα ρα εκνευ νευρισ μ ένη. νη. «Ν τά νι.»
«Μ πέκι πέκι». Η Σ ούνε ού νες ς μ πήκε πή κε μέσα μέσα,, δίχω ς να περι περιμ ένει νει άδει άδεια, νερό της της βροχής βροχής.. «Π ού είναι;» τ ο τ νερ «Π οιος; ος; Α ...» Ά γγιξε αμήχανα αμ ήχανα το κεφ κεφ άλι της. ης. «Ε ίνα ι πάν πά νω , στο στο μπάνιο. Τ ι σ υμβα υμ βαί ίνει νει, Ν τάνι;»
Σ το μπάνι μπ άνιο, ο Κ άφε άφ ερι έφ τυσε υσ ε ξανά ανά στη στη λεκάν λεκάνη η και κα ι σ κούπ κο ύπι ισ ε το σ τόμα όμ α του. του. Ή θελε θελε να σκο σ κοτ τώ σ ει τον Κ λέαρ, ο οποί οπ οίος ος σ το μυαλό του του Κ άφε άφ ερι είχε πάρε πά ρει ι τη μορφή μορφ ή το του Π εντε ντερέτ ρέτσ κι. Ό τα ν ο Κ λέαρ λέαρ άρχι άρχισε να ουρ ουρλιάζει κα ι προσ προ σπάθησ πά θησε ε να πρ π ροστ οσ τα τευτεί, ο Κ άφε άφ εριά ρι ά κουγ ου γε τις κραυγές γές του Π εντε ντερέτσ κι, κραυγές γές που ποτέ δεν δεν εί είχε την ευχαρίστηση να ακούσ κούσε ει. Ο θυμός θυμ ός μέσα το του απαιτούσ ού σ ε αίμ α κα κ α ι δεν δεν θα εξ εξαφ ανιζόταν όταν έτ έτσ ι εύκολα ύκολ α - φ ώ λιαζε αζε ακόμ ακ όμα α μέσα μέσα του, του, ήταν ήταν ριζω μ ένος γύρω από τη ν καρδιά του, του , σ αν ένα ένας ς νέος μυς. μυς. «Κ άνει νεις εμ ετό;» είπε η Σ ούνε ούνες ς, κα θώ ς ήρθε ήρθε κ α ι σ τάθηκ θη κε δί δίπλα του, με τα χέρια στ σ ταυρω υρω μ ένα πάνω πά νω σ το στ σ τήθος θος της. ης. Κ ούνησε ούνησ ε το κεφ κεφ άλιτο λιτου αρνητι αρνητικά. «Τ ότε ότε;» «Α πλούστ πλούσ τατα, ατα, μ ου αρέ αρ έσ εινα ινα κάθομ κά θομα α ιέτ ιέτσ ι». «Α , κατάλαβ κατάλαβα. α. Δ εν μου κάνει κάνει έκπληξη. κπληξη. Κ ι εγώ θα ξερνούσα ρνούσα σαν μ εθυσ θυσ μέν μένη, αν σ α κάτ κά τευα τον ύποπ ύπ οπτ το, όπω όπ ω ς εσύ». σύ ». «Θ έλω να πιω κάτ κά τι». Η Ρ εμ πέκα σ τεκότ κό τα ν σ την πόρτα πόρτα και κα ι μιλούσε λούσ ε με τρεμάμ ρεμά μενη φ ω νή. «Ίσω «Ίσ ω ς να φ τιάξω ένα πο ποτό για όλους όλους μας;» «Ό χι, Μ πέκι πέκι, όχιτώ όχιτώ ρα». ρα» . Η Σ ούνε ού νες ς ακούμ ακ ούμπη πησ σ ε τα χέρι χέρια στη στη μέση μέση τη ς κ ι έγει γειρε για να δειτο δειτο πρόσ πρ όσω ω πο του Κ άφε άφ εριαπ ριαπό ό το πλάι. «Π ρέπει ρέπει να ασχ ασ χοληθώ με τον κύριο, αποδώ απ οδώ . Μ ε παρά πα ράτ τησε ησ ε σ τα κρύα του λουτρού». «Δ εν είχα άλλη άλλη επι επιλογή». λογή». Ό ρθω σ ε το κορμ κο ρμί ίτου, ου , σ κου κουπίζ πίζοντα οντα ς το σ τόμα όμ α του κ α ι παίρνοντ ρνοντα ας βαθιά ανάσ ανάσα. «Τ ο ξέρει ρεις».
«Ό χι όταν όταν βρισ κόμασ κόμ αστ τε σ τη τη τη ς υπόθε υπόθεσης ση ς, Τ ζα κ. Ο Κ λέαρ βρίσ βρίσ κετ κεται σ το Μ πρίξτον κα ι σ ε χρει ρειάζομ άζομαι αι εκεί κεί. Δ εν μπορώ να το το κάνω κάνω μόνη μόνη μου». «Ό χι. Β γάλε με από από τη τη ν υπόθε υπόθεσ σ η». η» . «Τ ι είπες; ες;» «Β γάλε με από από τη τη ν υπόθε υπ όθεσ σ η». «Ο υφ!» υφ !» Κ οίταξε τριγύρω το μπάνι πά νιο, με τα χέρι χέρια απλω πλω μ ένα, σαν να ζητούσε ζητούσ ε δύσπι δύσ πισ τα κά κά ποια απάντ πά ντη ησ η από το υς τοίχους οίχους,, τον καθρέ κα θρέφ φ τη κα κ α ιτον νιπτή πτήρα. ρα . « Τ ι σ το διάολο μου λες λες;» «Ε ίδες δες τι έκανα» κα να».. Τ ην προσ προσπέρασ πέρασε ε κα ι πήγε πή γε σ τον νερο νεροχύτ χύτη η για να πιειλί ει λίγο νερ νερό. «Δ εν μπ μ πορείς να με αφ αφ ήσεις να τη γλιτώ σ ω γι’ γι’ αυτό που έκανα». έκα έκανε νε,, Ν τάνι;» τιέκανα, να, Ν τάνι». «Ν αι. Ε ίδα έναν έναν καρι καριόλη όλη -έναν ένα ν παι παιδερα δερασ στή κ α ι δολοφόνο, δολοφ όνο, για την α κρίβ εια - να α ντι ντισ τέκετα έκετα ι στη σύλληψή ύλληψ ή του. ου . Κ αιξέ αι ξέρε ρει ις κάτ κά τι; Κ αιοι αι οι άντρε ντρες ς τω ν Ε ιδικώ ν Δ υνάμ υνάμ εω ν το το ίδιο μου είπαν πα ν ότ ότα ν το υς ρώ τησα, κ ι έτσ ι είμ α ι σίγουρη πω ς δεν δεν το φ αντά ντάσ τηκα. κα . Κ ι εκείνοι το ίδιο είδαν». Ο Κ άφε άφ ερικού ρικο ύνησ νη σ ε το κε κ εφ άλιτ λιτου. ου . «Ό χι, Ν τάνι, δεν δεν έγινε έτσ ι». «Μ ερικές φ ορές ορές σ υμβα υμ βαί ίνουν νουν κι κ ι αυτά υτά, ότα ν κάπ κά π οιο ς α ντι ντισ τέκετα έκετα ι στη σύλληψ η. Θ α φάνε φ άνε μερικές κές μ πουνι πο υνιές κ α ι κλοτ κλοτσ σ ιές. Σ υμβα υμ βαί ίνει νει, ειδικά με κ ά τικαριόλη όληδες δες σαν κα κα ιτου λόγου λόγου του». Κ οίταξε το είδω λό τη ς σ τον καθρ αθρέφ τη. «Δ ηλαδή λαδή,, νομ νο μ ίζει ζεις ότι μπορείς να με υπερασπιστείς;» «Έ τσ ινομίζω ». «Ε ίπες ότιδεν θα το το έκανε έκανες ς». «Ν αι. Κ αι η Π ολίνα έχει έχει να σ ου π ει ισ τορί ορίες για μένα κ α ι τις κάλπι λπ ικες υπο υπ οσ χέσ χέσ εις μου. ου. Ε ίναι ναι μια πο πολυτ λυτέλεια, τη ν οπο οπ οία επιτρέπω να έχειο σκληροτράχηλος εαυτός μου». «
«Ε
δ
«Μ άλισ τα». Π λατάγι λατάγισε τη γλώ σσα σσ α του. του. Έ πρε πρ επ ε να τη τη ς δεί δείξει ήθελε ήθελε να εξηγήσ εξηγήσε ει πόσ πό σ ο πολύ του είχε κοστ οσ τίσ ει αυτή υτή η υπόθε υπόθεσ σ η, φ ανε ανερά καικ κα ικρυφά ρυφά.. Ή θελε θελε να τη ν κάνε κά νεινα ινα κατ κα τα λάβε λά βει ι τι μ πορούσε πορούσ ε να σ υμ βεί εξαιτίας τη ς εμ μ ονής νής του. «Π ερίμ ενε εδώ εδώ ». Κ ατέβηκε τις σ κάλε κά λες ς κ ι έστριψ ε στ σ τον διάδρομ άδρομο. Β άλθηκε λθηκε να βγάζε βγάζει τα πάντ π άντα α μέ μ έσα από α πό τη τη ν ντουλάπα ουλά πα,, μέχ μέχρι που έφ τασε ασ ε το σφ ραγ ραγισμέ σμ ένο κο κ ο υ τί πέρα, πέρα, σ το βάθος. βάθος. Ό λα θα έρχοντ έρχοντα αν στη στην επιφ άνει νεια. Θ α έβ α ζε φι φ ιτίλι κ α ι θα κατ κα τέσ τρεφ ε τα πάντ πά ντα. α. Α νέβη νέβηκε κε τρέχοντας τις σκάλες. Σ το μπάνι μπ άνιο, η Ρ εμ πέκα στ σ τεκότα ότα ν σ ιω πηλή. πηλή. Η Σ ούνε ού νες ς είχε κατ κα τεβ ά σ ει το κ α π ά κιτ κι τη ς λεκά λεκάν νης κ α ικαθότ κα θότα α ν πάνω του με τα πόδια ανοιχτά, σ αν να καβ κα βαλούσ λούσε ε άλογο, χτυπ χτυπώ ώ ντα ντα ς σ ε έναν γνω σ τό ροκ ροκ ρυθμό ρυθμό το το κάλυμ λυμ μ α με τις γροθι γροθιές της. Ε κείνος νος άφ ησε το κ ο υ τί στο πάτ πά τω μ α, έβγαλε βγαλε τον σου σουγι γιά από τη ν τσ έπη του κ ι έκοψ ε τη ν ταινία. « Τ ι είναι αυτό;» αυτό;» Η Σ ούνες ούνες σ ταμά αμ ά τησε ησ ε να χτυπ χτυπά ά ει το κάλυμμα. κάλυμμα . « Τ ιέχουμε χουμ ε εδ εδώ ;» Δ εν τη ς απάντ πά ντησ ησε ε. Π αρατ αρατήρησε ρησ ε τη Ρ εμ πέκα να σ ταυρώ υρώ νει τα χέρια τη τη ς σ υνοφ ρυω μ ένη. Ά νοιξε το κ ο υ τί κα ι το γύρι ύρισ ε ανάποδα, νάποδα, σ κορπώ κορ πώ ντα ντας σ το πάτ πά τω μ α το το περι περιεχόμε όμ ενό το του. Ξ εχύθηκε ύθηκ ε η συλλ σ υλλογ ογή ή παιδικού πορνό ορνό το του Π εντε ντερέτσ κι, φ τάνοντα νοντας σαν παλί παλίρροι ρροια μέ μ έχριτ χριτην μπανι πα νιέρα. ρα. Έ να περιοδικό έπεσ ε στ στα πόδι όδια της της Ρ εμ πέκα πέκα, ανοίγοντα γοντας σε μια ασ ασ πρόμ πρόμαυ αυρη ρη σελίδα που πο υ έδει δειχνε ένα κοριτ ριτσ άκι εφ ηβικής κή ς ηλικίας. ας. Κ ρατ ρα τούσε ούσ ε έναν δονητ δονητή ή σ το πρόσ πρ όσω ω πό της, ης, σ αν να ήτ ή τα ν το το αγαπημ πη μ ένο τη τη ς παι παιχνίδι. Η Ρ εμ πέκ α κο κ οίτα ξε σ ιω πηλά πη λά τη τη φ ω τογραφ ία για λίγο κι κ ι έπει έπειτα, τα, δίχω ς να μιλήσ λήσει, έκλ έκλεισε το το περι εριοδικό με το πόδι τη ς κ α ι κάθισ ε στ σ το χεί χείλος λος τη ς μπα μπανιέρας ρα ς, κρύβοντα ντα ς σ τις παλάμ λά μ ες το πρόσω πρόσ ω πό της της.. «Α υτό» υτό»,, είπε ο Κ άφε άφερι, κοι κο ιτάζοντα οντα ς τη Σ ούνες ούνες. «Α υτό υτό...» .. » Κ ανεί ανείς δεν δεν μίλησε λησε. Η Ρ εμ πέκ α έτριβε με μα μανία το το κεφ άλι της, ης, κοι κο ιτά ζοντα ντα ς τα γυμνά υμ νά τη τη ς γόνατ όνα τα. Η Σ ούνε ού νες ς σ ταύρω σ ε τα πόδι πόδια τη της
καικού κα ικούμ μ πω σ ε το σακά σ ακάκιτ κιτης ης.. «Τ α βλέ βλέπεις;» Κ λότ λότσησ ε τα περιοδικά κα κα ι τα βίντε ντεο. «Γ ι’ α υτό η Π ολίνα ρω ρω τούσ ούσ ε για μέν μένα. Ή τα ν το μ υστ υσ τικό μου. Α νήκαν ήκαν σ τον Π εντερέτ ρέτσ κι. Έ πρε πρ επ ε να τα εί είχα δώ σ ει σ τη μονάδα, μονάδα, αλλά αλλά τα τα κρατ κρα τούσ ούσ α επει πειδή νόμι νόμ ιζα πω ς θα μου μ ου απο α ποκά κάλυπ λυπτ τα ν κ τ ι γ ιαια τ ο ν .. . .. » «Τ ζα κ ...» .. .» τον διέκοψ ε η Σ ούνες ούνες. «Τ ι;» «Ξέρω». «Τ ι πράγ πράγμα;» «Ε ίπα ό τι ρ ω . Ξ έρω για τη τη ν Τ ρέισ ιΛ αμ π από από χθε χθες ς». «Τ ότε ότε για τί δεν μου το . » Έ κλει κλεισ ε α πότομ πότομα α το το σ τόμα όμ α του. του. «Η Π ολίνα σου σου το είπε. Τ ότε ξέρε ξέρει ις ό τι η Μ ονάδα ονάδα Δ ίω ξης Π αιδερα δερασ στώ ν με παρακ ρα κολουθεί ολο υθεί». «Α , όχι, εδώ εδώ κά νει νεις λάθος. λάθος. Η σε παρακολουθεί, όχι η μονάδα». μονάδα». Α ναστ ασ τέναξε και κα ι σ ταύρω αύ ρω σ ε τα χέρια της. ης. «Α ποκάλ ποκ άλυψ υψ ε στη στη μ ονάδα ονάδα το το όνομα τη ς Λ αμπ, αλλά αλλά ποτ π οτέ έ δεν δεν αποκά απ οκάλυψ λυψ ε τη ν πηγή. πηγή. Ε ίπε στ σ τον προϊ προϊσ τάμ ενό τη τη ς ό τι έλαβε λα βε ένα ένα ανώ α νώ νυμο νυμ ο τηλεφ λεφ ώ νημα. νημ α. Ξ έρει ρεις, η Π ολίνα εί είναι ναικαλή καλή κοπέλα κο πέλα.. Ξ έρει ρειό τι σε σ υμπα υμ παθώ θώ . Κ αιξ αι ξέρει ρει τι πέρασ ρα σ ες εξαιτίας α υτού του σ κατ κα τομα ομ αλάκ λά κα, του Π εντε ντερέτσ ρέτσ κι». Η Σ ούνε ούνες ς σ ηκώ θηκε θη κε κ ι έγειρε πάνω σ το μικρό παράθυρο, πάνω από απ ό τη τη λεκά λεκάνη. νη. Τ ο άνοιξε κ ι άφ ησε να μ πει μια ακ ακτίνα φ ω τός σ το μπάνι πάνιο. «Ή τα ν ένα ένα απ α π ’ αυτά εκείπέ εκεί πέρα ρα;» ;» ρώ τησ ε, δεί δείχνοντ χνοντα ας τις γραμ ρα μμ ές του τρένου. Ε κείνος ανασ νασ τέναξε ναξε.. «Ν αι». «Κ ια υτή υτή», είπε η Σ ούνε ούνες ς, κοι κο ιτάζοντα οντα ς το σ ημε ημ είο για πρώ πρ ώ τη φορά, έξω από το παρά παράθυρο, θυρο, «είναι ναι η γρα γραμ μμή του τρένου. Τ ο τελε τελευτ υτα α ίο μέρος ρος σ το οποί οπ οίο ο θεά θεάθηκ θηκε ο Γ ιούαν». ούα ν». «Ν αι». Ή ρθε δίπλα της κ ιέκλε κλεισ ε το παρά παράθυρο. θυρο. «Ν τάνι». «Ν αι;»
Τ ην κοί κο ίτα ξε ικετευτι ευτικά . «Β γάλε με από τη ν υπόθεσ υπ όθεση η». «Ω , που πο υ να σε πάρει πά ρει...» ...» Ά ρχι ρχισε να τρ τρίβει το κεφά κεφ άλιτ λι τη ς κ α ι με τις δυο τη τη ς παλάμ αλά μες. Τ ο έκα έκανε νε γρήγ ρήγορα, ορα , έντονα ντονα.. Α φ ού τελε τελεί ίω σ ε, είδε σ τον καθρ καθρέ έφ τη ό τι το δέρμ δέρμα α του κεφ αλιού τη ς είχε κοκκινίσ ει. «Ε ντάξει άξει. Α ς αφήσ αφ ήσουμ ουμε ε τη σ υζήτ υζήτησ ηση η αυτή αυτή για απόψ α πόψ ε. Ν α ηρε ηρ εμ ήσ ουμε ουμ ε λίγο, ναι; Μ πορώ να ασχοληθώ ασχοληθώ μόνη μόνη μου μ ου με τον Κ λέαρ». λέαρ». Α κούμ κού μ πησ πη σ ε τον ώ μ ο του του.. «Ξ εκουρά κου ράσ σ ου λιγάκι, εν εντάξει άξει; Α φ ού ηρεμήσ ηρεμήσεις, πέρνα από από το γραφ ραφ είο για να δούμ δούμε ε τη ν αναφορά αναφ ορά τη ς σ ύλληψ ύλλη ψ ης ώ σ τε να κλείσ ει επιτέλους λους. Δ εν θέ θέλω τα παλι αλικάρι κά ρια τω τω ν Ε σ ω τερικώ ν Υ ποθέ πο θέσ σ εω ν να σε μυρι μ υρισ τούν. Έ τσ ι κ ι αρχ αρ χίσ ουν με σέν σένα, σ ύντομ ύντομα α θα μπλε μπ λεχ χτούν με ολόκληρη τη τη μονάδα. μονάδα. Κ αι αναφορι αναφ ορικά με α υ τά . » είπε, πε, κλοτ κ λοτσ σ ώ ντα ντα ς τα περι περιοδικά στ σ το πάτ πά τω μ α, «δεν «δεν θέλω να ξανακούσω ξανακούσ ω τίποτα σ χετικό με αυτά υτά. Ξ έρω πω ς θα κάνε κά νει ις το σ ω σ τό». ό». Α ναστ ασ τέναξε κα ι σ ήκω σ ε πιο πά πάνω το παντ πα ντε ελόνι λόνι της. ης. «Μ « Μ πέκι πέκι, εκεί κείνο το ποτό που λέγαμε.» Η Ρ εμ πέκα έστρεψ ρεψ ε το βλέμ βλέμ μ α τη τη ς προς τη Σ ούνες ούνες. «Ά λλαξε λλαξες γνώμη;» «Ε σύ τι λες λες;»
Η Σ ούνες ούνες μίλησε ελάχι ελάχισ τα καθώ κα θώ ς έπινε το ουί ου ίσ κι με τη ν Κ όκα Κ όλα τη ς από το καλύτ κα λύτε ερο κρυστ ρυσ τάλλινο ποτήρι οτήρ ι του Κ άφε άφ ερι, βλέποντ λέποντα ας τον κήπο, κή πο, έξω από απ ό τη ν μ παλκονόπορτ παλκονόπορτα α. Έ μ οια οια ζε με γελαδάρη που επιθεω θεω ρεί ρεί τα κτή μ α τά του, ου , έχοντα χοντα ς το ένα του του χέρι σ την τσ έπη, πη , γέρνοντ γέρνοντα ας μπρος-πί προς-πίσω κάθε κά θε τόσ ο, με το βλέμ βλέμ μ α στ σ τραμ ραμμένο σ το σ πίτι του Π εντε ντερέτ ρέτσ κι. «Ε υχαρισ τώ , Μ πέκι». Τ ης έδω σ ε το ποτή ποτήρι, αφού αφ ού τελεί ελείω σ ε το ποτό της της.. «Ε υχαρι υχαρισ τώ ». Α ργότ ργότε ερα, αφού αφ ού έμ εινε μόνη της της,, η Ρ εμ πέκα έβαλε βα λε ένα ποτ πο τήρι κρασί και κα ι στάθηκε στάθηκε εκεί κεί όπου νω νω ρίτερα στ σ τεκόταν κόταν η Σ ούνε ούνες και κα ι κοίτα ξε τη ν οξιά που π ου κ ά ποτε φι φ ιλοξενού λοξενούσ σ ε το δεντ δεντρό ρόσ σ πιτο. Η βροχή
έπεφ πεφ τε κατ κα ταρρακτ αρρα κτω ω δώ ς. Η μ υρω διά του εδάφους δάφ ους καιτ κα ιτω ω ν χυμ χυμώ ώ ν από τα φ υτά υτά το το υ κή κ ή που έμ παι πα ινε από τα παράθυρα. παράθυρα. Τ ο σ τομά ομ άχιτ χι τη ς είχε νει ι — ε ν γ ίν ίν ε τ α ι ν α υ ν ε χ ί ι έ τ . σφ ιχτεί. έ ε ι ν α «Μ πέκι πέκι;» Σ τεκότα ν στ σ την πόρτα, πόρτα, δεί δείχνοντ χνοντα ας πιο κου κ ουρα ρασ σ μ ένος από ποτέ οτέ. Τ όσο όσ ο εξουθε εξουθενω νω μένος, ος, που το το δέρμα δέρμα γύρω γύρω από απ ό τα τα μ άτια του του έδειχνε σ ταφ ιδιασμ ένο ένο. «Ε ίσ αικαλά κα λά;;» Δεν του απάντησε. ε ίνίν ε ω λ ή , ε ν ν α ι ν ά γ κ η ν α ε ις ις κ ά . «Μ πέκι πέκι;» Δ άγκω σ ε τα χείλη τη τη ς κ ι έκανε κα νε μ εταβολή βολή.. Η καρδι κα ρδιά τη τη ς πονούσ πο νούσε ε. Π ήγε σ τον διάδρομο κα κ α ι πάτ πά τη σ ε το κ ουμ π ί του α υτόμα υτόμ α του τηλεφ ηλεφ ω νητή. ητή. Ο Κ άφερι άφερι στάθηκε στάθηκε πίσω τη ς και κα ι η φω φ ω νή τη τη ς Τ ρέι ρέισι Λ αμπ ξε ξεχύθηκε χύθηκε από από το το ηχ η χείο. «
ώ
ε υ τέ ρ , α
, η ’
ρ έ σ ι. ι.
τό ι σ
ν ι
χετ
έ λ ε ις ις ν α μ
.. . μ ε ε ις ις
υ σ η μ α —ξ —ξ έ
ό
ερ ς
υ λέγ ερα
ύ
ε;
χετι ά μ
α
ω
... ξ έ ρ ε ις ις .. ...
ν α ».
Η Ρ εμ πέκα πέκα σ τράφηκε ράφ ηκε κ α ι είδε το κατ κ ατά ά χλω μ ο πρόσω πρόσ ω πο του Τ ζα κ. Ή τα ν κάτ κά τασ προ προ σαν σε σ εντόνι ντόνι. Τ α μ άτια το το υ σπίθιζαν. Π ροτού ροτού προλά πρ ολάβε βει ι να τον σ ταματ αμ ατή ήσ ει, ο Τ ζακ πέτα πέτα ξε το το ν τη τηλεφ λεφ ω νη τή στο στο πάτ πά τω μα. μα . Τ ο φω φ ω τά κι τη ς σ υσκε υσ κευή υής ς που ράγι ράγισε άρχι άρχισε να αναβοσ ναβ οσβ βήνει νει, ενώ η κα κ α σ έτα έτα σ το εσ ω τερικό της της άρχισε να γυρί γυρ ίζει μπρος μπ ρος-πί -πίσω . Τ ον κλότσ κλότσ η σ ε μία φ ορά, ορά, έκανε κα νε μεταβολή, αβολή, προχώ ρησε ρησ ε σ την κουζί κο υζίνα, να, άνοιξε το ψ υγεί υγείο, γέμ γέμ ισ ε ένα ένα πο π οτή ρι κρα κρ ασ ί κα ι κάθι κά θισε στο τραπέζι. Έ τρεξε πίσω του κα ικάθισ ε απέ απ έναντ να ντί ί του, ου , αγγί γγίζοντα οντας το χέριτου χέριτου,, , δ ε ίχ ίχ ν ε ι σ ε αλλά εκείνος τραβ ρα βή χτη χτη κε μακρι ακριά τη της. Έ δειχνε. χνε... ε έ της είπε. «Ε ίχες δίκιο για μ ένα κα κ αι α σ ιιαα κ α . «Ε ίχες δίκιο», της τον Μ πλις». Έ γει γειρε πίσω σ την καρέκλα της της,, σ οκα οκαρισ μένη. «Ε ντά ντάξει ξει», είπε επιφ υλακτ υλα κτι ικά, κά , προσ προσπα παθώ θώ ντα ντας να κρα κρατ τή σ ει τη ν ψυχρ ψ υχρα αιμία της της.. ι σ τ ε ύ ω ότι έγινε, συνέβη στην «Ε ννοε ννοεί ίς πω ς α υτό υτό που πο υ
πρα πρ αγμα γματικότ κό τητα;» Ή πιε μονορο μ ονορούφ ύφι ι το κρα κρασ ί του, ου , ξαναγέ αναγέμισε το ποτή οτή ρι κ α ι κοίτα ξε έξω από απ ό το το παράθυρο, σ τον μουσ μου σ κεμ κεμ ένο κήπο. κή πο. Έ μ οια οια ζε να έχ έχει ξεχά ξεχάσ σ ειπού ειπού βρίσ ρίσ κετα κεταιγια λίγο. Π ρόσ ρόσ εξε πω ς τα χέρια το το υ έτρεμ ρεμαν. «Τ ζα κ; Ά κουσ κου σ ες τι...» ... » «Ν αι». «Ν αι, τι; Ν αι, με άκουσ ουσ ες; Ή ναι, αυτό που νομί νομ ίζω ό τι έγινε, νε, όντω ς έγι έγινε; νε;» «Ν αι, τον σκό σκότ τω σ α. Κ αιε αι είχες δίκιο, σ ίγουρα ουρα θα το το ξανακά ξανακάν νω . Κ αι ναι ναι, εξα εξαιτίας του Γ ιούα ούαν». Κ οίταξε τον αντί ντίχει χειρά του. Τ ο μαυρι υρισμένο νύχι νύχι. Τ ο σ τίγμα γμα του. του . Τ ο αίμα πο π ου είχε μεί μείνει νει σ το ίδιο μέρος εδώ και είκοσ ι πέντε ντε χρό χρόνια κ α ι αρνιόταν όταν πει πεισ μ α τικά να να εξαφα ξαφ ανιστεί. «Έ χει χεις δίκιο». Ά γγιξε το κεφ κεφ άλι της. ης. Τ ην έπιανε πονοκέφ πονοκέφ αλος. αλος. «Τ ζα κ, άκου». κου». Π ήρε ήρε βαθι βα θιά ανάσ νάσα κι κ ι έγει γειρε προ προς ς το μέρος του, ου , παίρνοντ ρνοντα ας το χέρι του σ τις παλάμ πα λάμε ες της. ης. «Ά κου, κου, έκανες νες το σ ω σ τό, εντάξει; Η Ν τά νιθ νι θα σε βγάλειαπό την υπόθεση». «Κ ι εκεί κείνη;» Έ νευσ νευσε ε προς το ν διάδρομο, άδρομο, προς προς το ν τηλεφ τηλεφω ω νητή. « Τ ιθα κάνω κά νω μ ’ εκεί κείνη;» νη;» «Δ εν ξέρω . Ε σύ απο α ποφ φ ασ ίζεις». Τ ράβη ράβηξε ξε το χέριτου χέριτου κ ιέμ εινε σι σιω πη λός λός για αρκε ρκ ετή ώ ρα. «Τ ζακ;» Δ εν τη τη ς απάντ απ άντησ ησε ε. Φ α ντάστ άσ τηκε ηκ ε τη τη ν Τ ρέι ρέισι Λ αμπ αμ π να να βγαίνει από το δικασ καστήρι ήρ ιο τη τη Δ ευτέ υτέρα κα ι να τον πλη πλησ σ ιά ζει χαμογε χαμ ογελώ λώ ντα ντας, απλώ νοντα νοντας το παχ πα χύσα ύσ αρκο ρκο χέρι τη ς για να ζητήσ ει λεφ λεφ τά, κ ι έτσ ι όπω όπ ω ς το σ κεφ κεφ τότα ότα ν, ήξερε ήξερε πω ς ήθελε θελε να τη τη σ κοτώ κοτώ σ ει, όπω όπ ω ς ήθελε ήθελε να σκοτώ σκοτώ σει σει τον Κ λέαρ. αρ. Δ εν μπορο μπορούσε ύσε να ανε ανεχτεί άλλο τα τα βασανισ τήρια το του Π εντε ντερέτσ κι. «Α υτό το το υλ υλικό», είπε ξαφνι αφ νικά, κά, κοι κο ιτά ζοντα ντα ς το νύχι νύχιτ του, «θα ήτ ή τα ν αρκ α ρκε ετό για να σ βήσ ει όσε όσ ες ελπί λπίδες δες έχεινα χεινα βγ β γει με εγγύηση ύηση τη Δ ευτέ υτέρα, αν το παραδώ πα ραδώ σω ».
«Σ τη ν Π ολί ολίνα;» «Ό χι. Δ εν μ πορε πορείν ίνα α με μ ε κα λύπ λύ π τει άλλο». άλλο». «Τότε, πού;» «Σ τη ν εισαγγε αγγελία. Θ α το τους σ το στείλω ανώ νυμα. νυμα . Ίσ Ίσ ω ς βοηθήσ βοη θήσε ει να τη τη ν κρατ ρα τή σ ουν ου ν στη στη φ υλακή, υλακή, τουλά ου λάχι χισ τον μέ μ έχρι...» ...» «Μ έχρινα ρινα ηρεμή ηρεμήσ σεις;» Κ ατέ ατένευσε υσ ε. «Ο δυσσέ υσσ έα», του είπε χαμηλόφ αμ ηλόφω ω να η Ρε Ρ εμπέ μπ έκα. κα . «Τ ι;» «Ε ίσ αι σ αν τον Ο δυσσέα. δυσσέα. Δ ένεσ νεσαισ το μεσιανό κα κα τά ρτιγια να μην ακούσ ούσ εις το τραγ ρα γούδιτ ύδιτω ν σε σ ειρήν ρήνω ν». «Δ εν με ενδιαφ έρει ρειποι πο ιον σου σο υ θυμ θυμίζω . Μ όνο εύχομα εύχομ α ινα πιάσει».
34 - (3 Α υγούσ υγούστ του) Τ ην επό επόμ μ ενη εβδομά βδομ άδα, η ασ τυνομ υνομ ία επέτ επέτρεψ ε σ τους Τ σερτς ρτς να επισ τρέψ ουν στ σ το σ πίτι τους ους. Ο εργάτ ργά της πρόσε όσ εξε το περιπολικό που πάρκα πάρκαρε ρε σ τον δρόμο απέξ α πέξω ω . Ό λοιγνώ λο ιγνώ ριζαν πω ς είχαν σ χεδόν πεθάνει πεθάνει από τη ν πείνα κα κ α ι τη δίψ α, όλο όλοι μ ιλούσα λούσ αν για τη ν υπόθεσ υπ όθεση η αυτή, υτή, προσ πρ οσπα παθώ θώ ντας ντας να φ α ντα σ τούν ούν πώ ς θα ήτα ήτα ν μέσα μέσα σ το σ πίτι, «κάτ «κά τω από τις μ ύτες μας, μας, πώ ς δεν δεν το πήρα πή ραμ με εί είδηση δησ η;» Ο εργάτης αισθάνθηκ θάνθηκε ε λιγάκι γάκι ένοχος νοχος.. Ε ίχε δει δει τον Ρόλα Ρ όλαντ ντ Κ λέαρ λέαρ να μ παι πα ινοβγαί νοβγαίνει νει μια-δυο α-δυο φ ορέ ορές κ α ι δεν δεν εί είχε προβ προβλη λημ μ ατισ τεί. Ό χι πω ς θα το έλεγε λεγε σε σε κανένα νέναν. ν. Ά φ ησε τα εργαλεί ργαλεία το του σ το έδαφ δαφ ος κα ι πλησ λησ ίασε λιγάκι, για να δει δει από απ ό κο κ οντά ντά το το υς Τ σερτ σερτς ς. Ή τα ν έκ έκπληκ λη κτος - είχαν χάσε χάσ ει βάρος. βάρος. Η παχουλή οικογένεια είχε χάσει βάρος. Έ νας ασ τυνομι υνομ ικός κό ς σ τάθηκε θηκε με μ ε απλω μ ένα χέρι χέρια, σ αν να ήθε ή θελε λε να το υς προστ οσ τατέψ ει από τα αδιάκρι κριτα μ άτια κα κ αθώ ς έβγαιναν ναν από από το περιπολι πολικό. κό. Κ ανεί ανείς δεν δεν υπή υπ ήρχε τριγύρω , ούτε δημοσ δημ οσι ιογράφ ογρά φ οι ούτε γείτονες τονες - για την τη ν ακ ακρίβεια, κανείς δεν έδειχνε προ προσοχή, χή, εκτό εκτός ς από τον εργ εργά άτη, αλλά ο ασ α σ τυνομι νομ ικός προσ προσπά πάθη θησ σε να το τους προσ προστ τατέψ ει, έτσι τσ ικ ι αλλιώ ς. Η γυναί γυνα ίκα είχε τυλι υλιγμέ γμένο με γάζα γάζα τον τον ασ αστράγαλό γαλό της, αλλά πέρα πέρα α π ’ αυτό, έδει δειχνε καταπληκ λη κτική, σ κέφτ κέφ τηκε ο εργ εργάτ άτης ης.. Κ αι η σι σ ιλουέτ λο υέτα α τη τη ς ή τα ν λεπτ λεπτή ή, κά κ ά τω από το μπλε φ όρε όρεμά της της.. ο
υ ,
ι
ν
ύ
.
Ά νοιξε τη ν πό πόρτα ρτα του α υτοκι υτοκινήτ νήτου κ α ιάπλω σ ε τα χέρια τη τη ς προς το παι πα ιδί, σαν να ήθε ή θελε λε να το πάρει σ την αγκα αγκαλιά τη της. Β έβαι βα ια, είχε
περάσε περάσ ει τη ν ηλικία μέχριτ ρι τη ν οπο οπ οία η μ ητέρα το του μ πορο πορούσ ύσε ε να τον κρα κρατήσε ήσ ει, παρ’ όλα όλα αυ α υτά όμω όμ ω ς τον σή σή κω σ ε με δυσ δυσκο κολί λία κι κ ι εκείνος κρα κρ ατήθηκε θη κε από α πό τη ν αγκα αγκαλι λιά τη ς σ αν μα μαϊμ ουδά ουδάκ κι, βυθίζοντα οντας το πρόσ πρό σω πό το υ σ τον λαι λαιμό της της.. Ο Χ α λ Τ σερτς σερτς είχε ήδη βγει βγει έξω και κα ι σ τεκότ εκό τα ν στ στον δρόμο, λίγο παρα πα ραπέ πέρα ρα,, σαν να μην ήθελε ήθελε να το το υς κοιτά ξει ξει σ τα μάτι άτια. Έ κλει λεισ ε τη ν πόρτ πόρ τα το του α υτοκ υτοκι ινήτ νήτου και κα ι ακολούθη κολούθησ σ ε τη γυναίκα του του και κα ι το ν ασ τυνομι υνομ ικό από από α πόσ σ ταση ασ η, με το κεφ κεφ άλισ άλι σ κυφτ κυφ τό. Ό τα ν έφ έφ τασαν ασ αν στ σ την πόρτα πόρτα άφησ άφ ησε ε τον ασ α σ τυνομ υνομι ικό να σ υνοδέψ υνοδέψ ειτη γυναί γυναίκα κ α ιτον γιο του του σ το σπίτι. Ο εργάτη ργάτης σ κέφτ κέφ τηκε ότι είναι αξιοθαύμ οθα ύμα ασ το πόσ πόσ ο υγι υγιή μ πορε πο ρεί ίνα σε κά νεινα νεινα δείχνει χνεις λίγη απώ λεια βάρο βά ρους υς.. Α υτή η οικογένει γένεια δείχνει χνει πράγ πρά γμ ατι ατι υγι υγιής. ής. Έ κανε κα νε μ εταβολή αβο λή κα κ α ι σ ήκω ήκ ω σ ε από απ ό κάτ κά τω τη ζώ νη με τα εργαλεία το του. Τ υχερά υχεράκη κηδε δες ς.
Η Σ ούνε ού νες ς είχε δώ δώ σ ει σ τον Κ άφε άφ ερι άλλες άλλες δύο εβδομά βδομ άδες δες άδε άδειας, ας, προκε προ κει ιμ ένου να ηρεμή ηρεμήσει σει. Ε κεί κείνος κα ι η Ρ εμ πέκα αποφ απ οφά άσ ισ αν να περάσ περάσ ουν λί λίγο και καιρό στ σ το Ν όρφολκ. όρφ ολκ. Κ αι υπή υπήρχε λόγος γι’ γι’ αυτό. υτό. Π ροτ ροτού φ ύγουν, ύγουν, εκείνος πήγ πή γε μέ μέχρι το Σ ράι ρά ιβμουρ βμ ουρ γι για να υποβ υπ οβά ά λει λει τη ν αναφορά αναφ ορά του του.. Π ήγε νωρί νω ρίς, ενώ η Ρ εμ πέκ α έκανε κα νε ντο ντους κι έφ τια χνε τις βαλίτσ ες τους, κα ιή πιε έναν έναν καφ κα φ έ μα μ αζί με τη Σ ούνες στο γραφ ραφ είο τους τους.. Ή τα ν ένα ένα ζε ζεσ τό α υγουσ γου σ τιά τικο πρω πρω ινό, τόσο όσ ο ζεσ τό, που που ο αέ α έρας ρας έμ οια ζε να βγαίνει νει από τα καζ κα ζά νια τη ς κόλα κόλασ σ η ς κα ι η κορυφ κορυφ ογραμμ ογραμ μ ή τω ν κτιρίω ν το υ Κ ρόιντον ντον έλαμ έλαμπε πε κάτ κά τω από τις ακτίνες νες του ήλι ή λιου. ου. Ο Ρ όλα όλαντ Κ λέαρ λέαρ βρι βρισ κότ κόταν σ την ψ υχιατρική πτέρυγα πτέρυγα τη τη ς φ υλακή υλα κής ς του Μ πρί πρίξτον, το του είπε η Σ ούνες ούνες. Τ ον ανάγκασ ανάγκασαν αν να φορέ φ ορέσ σ ει ρούχα ρούχα που δεν βρομοκοπ βρομ οκοπούσ ούσαν αν κάτουρο. κάτουρο. Ν αι, ή τα ν άρρω στος στος,, ω σ τόσο όσ ο ήτ ή τα ν ένα σατ σ ατα ανικό κάθαρμ κάθα ρμα α και κα ι ο Κ άφε άφ ερι έπρε πρ επε να σ τα μ α τή σ ει να κα κ α τη γορεί τον εα εα υτό υτό του γι’ γι’ αυτό υτό που έκανε κα νε,, το υ είπε. Ε ίναι ναι ένας γαμη γαμ ημ ένος καρι καριόλης όλης, γι’ γι’ αυτό πάψ πά ψ ε να
δείχνεις τόσ τόσ ο έ χ ο ς . Ω σ τόσο, όσ ο, τα ψ εύδη σ την αναφορά αναφ ορά το το ν έκα έκαναν ναν να αι α ισ θάνετ θάνεται άσχ άσ χημα. ημ α. Ή τα ν σί σίγουρος ουρ ος ό τι κά π οια σ τιγμή θα το πλήρω ναν, η τιμ ω ρία θα ερχότ ερχόταν αν σί σ ίγουρα, ακόμη κόμ η κα κ α ι με θεϊ θεϊκή παρέ πα ρέμβ μβασ αση. η. Α ναρω τήθηκε ήθηκε πόσοι πόσ οι ακόμη σαν τον Κ λέαρ και κα ι τον Μ πλι πλις κυκλοφορούσ κυκλοφ ορούσαν αν ελε ελεύθε ύθεροι ροι στον στον κόσμο. κόσ μο. Α ναρω τήθηκε αν αυτό αυτό το κακό θα τελείω νε κάπ οτε. οτε. «Μ άλισ τα», είπε πα παίρνοντ ρνοντα ας τα κλει λειδιά το υ κ α ι σ ηκώ θηκ θη κε όρθιος. ος. «Φ εύγω ». «Θ α πας πα ς διακοπές ακ οπές με τη ν Μ πέκι πέκι;» «Α κριβώ ς». «Π άτε σε σε κά ποιο ιδιαίτερο μέρος;» ρος;» «Μ πα», πα », είπε ψ έμ ατα. «Δ εν είναικ ναι κα ιτόσο όσ ο ιδιαίτερο». ρο». Σ τη ν αίθουσα θουσ α σ υσκέ υσ κέψ ψ εω ν, η Κ ριότος ότος τον περί περίμ ενε να βγει βγει από απ ό το γραφ ραφ είο, με τα χέρια διπλω μένα πάνω πάνω σ το γραφε γραφ είο της της.. Φ ορού ορούσ σ ε ένα μπλε φ όρε όρεμα με χαμηλό ντεκο ντεκολτέ λτέ,, είχε βγάλε γάλει τα πα π α πούτσ ια της της και του έκλεισ ε τον δρόμο δρόμ ο με το πόδι της. Ε κείνος νος σ ταμ άτησ ε και κοίτα ξε το ξυπόλ ξυπόλυτο υτο πόδιτ διτη ς αμήχανα. Τ ου χαμο χαμ ογελο γελούσ ύσε ε κ ι εκείνος σ κέφτ κέφ τηκε πω ς ήξερε ξερε τιθα ακολο ακ ολουθο υθούσ ύσε ε. «Μ έριλιν...» «Ε ίσ αι αστ ασ τέρι, Τ ζα κ». Π αρόλο που π ου κα κ α νεί νείς δεν δεν βρισ κότα κόταν εκεί εκεί γύρω , έγειρε κοντά ντά του. «Ε ίσ αι το μεγαλύτε αλύτερο ασ α σ τέρι», του ψ ιθύρισε. «Έ πια πιασ ες το ν μπάσ πά σ ταρδο, τα κατ κα τάφε άφ ερες ρες». Ο Κ άφε άφ ερι σ τάθηκε άθη κε αμήχ αμ ήχαν ανα, α, με το ένα χέρι σ την τσ έπη κ α ι το άλλο άλλο στ σ τον σβέ σ βέρκο, ρκο, προσ πρ οσπα παθώ θώ ντα ντας να μην τη ν κοι κο ιτά ξει ξει. Δ εν σ κόπευε κό πευε ι, ε λα ί ε ις ις . να τη σταμα σταματ τήσε ήσ ει και να πε πει: « χ ι, λα
ί ε ις ις τ ι
υμ
ί
ι μ 'ε 'ε μ έ
».
«Σ ε ευχα υχαρισ τώ , Μ έριλιν. Ε υχαρισ τώ πολύ». πολύ». «Π αρακαλώ ». Έ σ κυψ ε κι άρχι άρχισε να ψ αχουλεύε αχουλεύει ι τη ν τσ άντα άντα της. ης. «Θ έλεις λίγη πορτοκαλόπ λό πιτα;» «Ό χι, δεν δ εν.. »
«Έ λα τώ ρα, Τ ζακ». ακ ». Σ ηκώ θηκε και κα ι του έδ έδω σε ένα τάπερ. άπερ. «Φ άτε άτε το μ αζί με τη Ρ εμ πέκ πέκα. Θ α με κάνε κά νει ις χαρούμε ρούμ ενη έτσ έτσι. Έ λα, ξέρω πω ς το θέλεις». Κ ούνησ ούνησε ε το κεφά κεφ άλιτ λι του κ α ι αναστ νασ τέναξε, ναξε, χαρίζοντά οντάς τη ς ένα αχνό αχνό χαμόγελο. όγελο. «Α χ, βρε Μ έριλιν, ποτέ δεν δεν τα παρα παρατ τάς;» άς;» Π ήρε ήρε το τάπερ από απ ό τα τα χέρια της της.. «Θ α το το φ άμε άμ ε σ το αμάξι αμ άξι. Ε υχα υχαρισ τώ ».
Ή τα ν μι μ ια πα πανέμ νέμορφ ορφ η μέρα, ρα, ιδανι δανική για μια πα π αρτίδα τένις ή ένα πι πικνίκ δίπλα σε σε κά ποια λίμνη και κα ι ο Κ άφε άφ εριοδη ριοδηγούσ γούσε ε σ τον αυτ αυτοκινητόδρ νητόδρομ ομο ο Μ 11, 11, χαρούμε ρούμ ενος που άφηναν άφ ηναν πίσω το υς το Λ ονδί ονδίνο. Η Ρ εμ πέκα εί είχε φ ορέ ορέσ ει αθλητι θλητικά πα πούτσ ύτσ ια κα ι είχε βάλε βά λει ι τους πίνακέ νακές ς της, ης, ένα καβαλέτ λέτο κ α ι τη ν πορ πορτ τοκαλόπ λόπιτα τη ς Κ ριότος ότος σ το πορτ πο ρτμ μ παγ πα γκάζ κά ζ. Φ ορού ορούσ σ ε ένα ένα πράσ ράσινο αέρινο φ όρε όρεμα κα κ α ι τα καινούρι νούρια τη ς γυαλι γυαλιά ηλίου. Κ αθόταν αθόταν στη στη θέση θέση του σ υνοδηγ υνοδηγού δίχω ς να μ ιλάει λάει κα ι χάζευε έξω από το παρά αράθυρο τις κορυφ ορ υφ ογραμ ογρα μ μές τω ν δέντ δέντρω ρω ν σ τις μακρινές νές πλαγ πλα γιές κ α ι τον ήλιο που που αντα ντανακλο νακ λούσ ύσε ε το φ ω ς του πάν πά νω σ τα τρακτ ρα κτέ έρ που όργω ναν τα κοντ κ οντι ινά χω ράφι ράφ ια. Ο λόκληρη λόκληρη τη τη ν εβδομ εβδομά άδα προσ προσπα παθούσ θούσε ε να δεί δείχνει νει χαρούμε ρούμ ενη. Μ ερικές κές φ ορές ορές αισ θανότ θανόταν αν άσ χημα μέσα τη τη ς που πο υ το σ υνέχι υνέχιζε, αλλά δεν δεν σ κόπευε να στ σ ταμ ατήσ ει. Ο Κ άφε άφ ερι έστριψ ε σε έναν παράδρομο παράδρομο κ α ι σε λί λίγο βρέθηκαν να να διασ χίζουν ουν έναν κακο κα κοσ σ υντη ντη ρημ ρη μ ένο ένο δρόμο, δρόμο, με σ τρατιω τικά φυλά φ υλάκι κια κα ι σ υρμ υρμ ατόπλε όπ λεγμα γμα σ τις δύο πλε πλευρές του. ου . Ή τα ν σα σ αν να διέσ χιζαν μι μια ερημ ρη μω μ ένη στ σ τρατ ρα τιω τική βάσ βάση. «Κ οίτα». Τ ης έδει δειξε το αμάξι αμ άξι. «Το «Τ ο σπίτι της βρίσκεταιεκεί». Π ερνούσαν ρνούσ αν δίπλα από απ ό μια στροφ στροφή. ή. Η Ρ εμ πέκ α άνοιξε το παράθυρο παρά θυρο κ ι έγει γειρε προς προς τα έξω , κοιτά ζοντα ντα ς το φ ορτ ορτηγάκι. Μ ια σ κουρι κουριασ μ ένη επιγραφή ραφ ή κρεμότ ρεμόταν πάνω από τη ν πύλη κ α ι σ το βάθος βά θος ο δρόμος δρόμος εξαφαν αφ ανι ιζόταν όταν μέσα μέσα σ τα δέν δέντρα. Κ ι έτσ ι ξαφν αφ νικά χάθηκε χάθηκε,, η Τ ζά γκουα κο υαρ ρ προσπέρασ προσπέρασε ε τη στρο στροφ φ ή κα κ α ι η Ρε Ρ εμ πέκα κοί κο ίτα ξε ένα
ερημω μ ένο ντα νταμάρι, σ κουρι υρ ιασ μ ένες νες αλυσί λυσ ίδες δες σ τις πλαγι λα γιές του, ένα τροχόσπ οχόσ πιτο αφ ημένο σ την κορυφ κορυφή ή του κα ι τέσ σ ερις φ ασ ιανούς που το περι περιτριγύριζαν. Σ ή κω σ ε το τζ τζά μ ι σ το παράθυρο και κα ι ο Τ ζα κ πάτ πά τησ ε γκάζ κάζι, σ υνεχί υνεχίζοντα οντας το ν δρόμ δρόμο ο προς προς το Μ πιούρι ούρ ι. Η Ρ εμ πέκα προσ πρ οσε ευχήθη υχήθηκε κε από απ ό μέσα της της,, παρα πα ρακα καλώ λώ ντα ντας οτιδήπ δή ποτε κ ι αν έγι έγινε σήμε σή μερα, ρα, ο Τ ζα κ να ήτ ή τα ν καλά. Ν α παρέ πα ρέμε μεν νε ψ ύχρα ύχραι ιμ ος μέχ μέχρι το τέλος.
Τ ο κέν κέντρο του του Μ πιούρι Σ εντ Έ ντμ ντμ οντ έμ οια ζε κατ κα τά φ υτο υτο με λουλούδι λουλούδια: αζαλέε λέες κ α ι μ η-μ ε-λησ -λη σ μ όνει όνεικρέ κρ έμ οντα ονταν από από γλάσ γλάστρες ρες σ τα παράθυρα θυρα τω ν σ πιτιώ ν, τριαντά ντάφ υλλα υλλα,, παιω νίες κ α ι ακουιλέγιες σ καρφάλω καρφ άλω ναν πάνω πάνω σ τους ου ς χαμηλούς αμ ηλούς τοίχ οίχους ου ς τω ν κήπω κή πω ν. Ό τα ν έφ τασαν, ασ αν, άκουσ ου σ αν από μακριά τι τις καμ πάνε πά νες ς να χτυπ χτυπού ούν ν στο στο νορμα νορμ ανδι νδικό καμ κα μ παν πα ναριό το του αβαείου. Σ τά θμε θμ ευσα υσ αν δίπλα στ στο δικασ καστήρι ήριο, πήρα πήραν ν καφ κα φ έ από ένα μα μ αγαζί κ α ι περίμ εναν έξ έξω σ τον ήλιο, μέχρινα ρινα αρχί ρχίσ ειη ακρόασ ακ ρόαση η τη ς Λ αμπ. αμ π. «Ό λα θα πάνε πά νε καλά» κα λά»,, είπε η Ρε Ρ εμ πέκ πέκα. Σ τέκοντ έκοντα α ν λίγο πίσω από τη λευκή λευκή κλούβ λο ύβα α που που βρι βρ ισ κότ κόταν σ ταθμε θμευμέ υμ ένη μ προσ πρ οστ τά στ σ το κτί κτίριο. Ο Κ άφε άφ ερι δεν δεν ήθελε θελε να το τον δουν οι ο ι νεα ροί ροί δικηγόροι κη γόροι που πο υ έκοβα κοβ αν βόλτες λτες σ το προα ροαύλιο μ ιλώ ντα ντας σ τα κι κ ινητ νη τά τους, μ ιμ ούμ ενο ενοικινήσ νήσ εις του γκολφ. κολφ. Ίσ Ίσ ω ς και κα ι να γνώ γνώ ριζε μερικούς. κούς. «Σ ου το υπόσ υπό σ χομα ομ αι, Τ ζα κ, όλα θα πάνε καλά. Κ ανε ανείς δεν δεν θα σε σ ε αναγν ναγνω ρίσ ει - θ α πάρουν πάρ ουν τις βιντεοκασέτες και θα πάνε καλά-, δεν θα βγειμε εγγύηση». «Δ εν ξέ ξέρω ». Δ εν μπορο μπ ορούσ ύσε ε να κα κ αταλάβ λά βει αν η καφ καφ εΐνη είχε ήδη αρχίσ εινα επιδρά δρά στ σ τον οργ οργανισμό του, του , ή αν αισ θανόταν θα νόταν πε περισσ ότε ότερο νευρ νευρι ικός α π ’ όσο όσ ο πίσ τευε. Τ α χέρι χέρια το του έτρεμ ρεμαν. «Δ εν ξέρω ». «Ξέ «Ξ έρω εγώ κ α ι σ ου λέ λέω πω ς όλα θα θα πάνε καλά». Ό τα ν έφ τα σ ε η σε σειρά γι για τη τη ν ακρόασ ακρόαση τη ς Λ αμ π έσ βησ βη σ αν τα τα τσ ιγάρα στ σ τα ποτ πο τήρια τους τους,, μ πήκα πή καν ν μέσα κα κα ι ανέβ νέβηκαν κα ν τη στενή
σ κάλα κά λα που οδηγού οδη γούσ σ ε στ σ τις θέσ θέσεις του ακροα ροατηρίου. ου . Ο ήλιος έμ παι πα ινε σ την αίθουσα θουσ α μέσα από απ ό τον τον μεγ μεγάλο τζ τζα μ ω τό θόλο στη στην οροφή. Τ ο φ ω ς δεν δεν άφη άφ ηνε κα μ ία γω νία σ κοτ κο τεινή κ α ιη αίθουσ θουσα α του του δικασ κα στηρίου ήταν ζεσ ζεστή, αναγκά ναγκάζ ζοντα οντας τους δικασ κα σ τικούς κο ύς κλητ λη τήρες κ α ι το υς ασ τυνομ υνομ ικούς ού ς να χαλαρώ λαρώ σ ουν το τους για κάδε κά δες ς τους. ους. Τ α κα κ α θίσ μ ατα του ακροα κρ οατ τηρίου βρίσ κοντ κοντα αν πίσω από το το εδώ λιο κα κ α ι χω ρίζοντα ονταν από από την αίθουσα με ένα τζάμι. Ο Κ άφερ άφερι και κα ι η Ρε Ρ εμ πέκα πέκα κάθι κάθισαν. σαν. Ο Κ άφερ άφερι ξεκούμπω σ ε τα μ ανικετόκουμ ου μ πά το του κα κ α ι ανέβα νέβασ σ ε τα μανίκια, ενώ η Ρε Ρ εμ πέκ α έκαν κα νε αέρα με το χέριτης. «Τ ο νούμ νούμ ερο 111 στ σ τη λίστα σας, σας, η Τ ρέι ρέισιΛ σι Λ αμπ, αμ π, με σ υνήγορο τη την Ά λβαρεζ βαρεζ». O Κ άφε άφ ερι μ άντε άντεψ ε πω ς η Ά λβαρεζ λβαρεζ ή τα ν εκεί κείνη η γυναί γυναίκα κα που προσ ρο σ παθο πα θούσ ύσε ε μά μ άταια να πείσ ει το υς γύρω τη ς πω ς είχε τον έλε έλεγ γχο τη ς υπόθεση υπ όθεσης ς κ α ικαθότ κα θότα α ν στ σ τα δεξ δεξιά τω ν εδράνω εδράνω ν - κοντή, κοντή, παχουλή, ντυμ ντυμέ ένη με ένα γαλάζι γαλάζιο τα ταγέρ, γέρ, θυμ θυμ ίζοντα οντας αεροσ ροσ υνοδό. υνοδό. Ό μ ω ς ποι πο ιος ή τα ν ο ει εισαγγε αγγελέας λέας;; Ά ρχι ρχισε να εξετ εξετά ζει τα πρόσ πρό σ ω πα τω ν αν α νθρώ πω ν, δίχω ς να ξέρει ξέρειτ τη φ υσι υσ ιογνω μ ία το του εισαγγε γγελέα. Τ ου πήρε πή ρε λίγη ώ ρα για να κα τα λάβ λά βει πω ς ή τα ν ο χλω μ ός άντρα ντρας ς με το ν κοντ κοντόχο όχοντ ντρο ρο λαιμό, ντυμ ντυμέ ένος ασ ορτί ορτί με τη ν Ά λβαρεζ λβαρεζ, με γαλάζι αλάζιο κοσ κ οστ τούμ ού μ ι κα ι κίτρινη γραβάτα. Ο Κ άφε άφ ερι έγειρε πίσω , προκειμ ένου το το πρόσ πρό σ ω πό του του να μη φ αίνεται πάνω πάνω από τη τη ν κουπασ κουπα σ τή. Δ εν ήθελ ήθελε να τον τον δε δει ο εισαγγελέας. ή ς σ α ι λ ιγ ι γ ά ι ν ε υ ρ ικ ικ ό , κ; Η Λ αμπ αμ π οδηγήθηκε οδηγήθηκε σ το δικαστ κασ τήριο και κα ι ανέβη ανέβηκε κε τα δύο δύο σ καλο κα λοπ πάτια το του εδω λίου. Α κόμη κόμ η κα κ α ι πίσω από το το χοντ χοντρό τζ τζάμ ι, ο Κ άφε άφ ερι μ πορούσ πορούσε ε να α κούσ κο ύσε ει τη βαριά αν α νάσα της της.. «Α υτή υτή είναι;» ψ ιθύρι θύρισε η Ρε Ρ εμ πέκα πέκα,, προσ πρ οσπα παθώ θώ ντας να δειτ δειτο ο πρόσ π ρόσω ω πό της. ης. Φ ορούσε ορούσε φ όρμα όρμα Ν άικ πάνω πάνω από ένα λευκό κο κ οντομ ντομά ά νικο κ α ι είχε τη ν πλάτη πλάτη τη ς σ τραμ ραμμένη προς προς τη ν κατ κα τεύθυνσ ύθυνσή ή τους ους. Κ άποι ποιος έβηξε βη ξε..
«Η κατη γορί γορία σ χετ χετίζετα ετα ι με ένα βί β ίντε ντεο που βρισ κόταν εδώ εδώ και χρόνια σ την κατ κα τοχή τη ς ασ τυνομ υνομ ίας». Ο δικηγόρος γόρος της της πολιτικής αγω γής είχε σ η κω θεί όρθιος, ος, προκ ρο κειμ ένου νου να κά κ ά νειτ νει τη ν ει εισ αγω γική αγόρευσ όρευση. η. «Η γυναίκα που π ου εμ φ ανίζεται σ το βίντε ντεο, έχει τα υτοποι υτοποιη θεί θεί ω ς η κατ κα τη γορουμ ορ ουμέ ένη ». Ο Κ άφε άφ εριάρχ ρι άρχι ισε να μ ετα κινεί νείτα ι σ το κάθι κά θισ μ ά το του κ α ι η Ρ εμ πέκ πέκα τον άγγι άγγιξε, ξε, δίχω ς αυτό να το ν ηρε ηρεμ μήσει. Η πλάτ πλάτη τη ς Τ ρέι ρέισι Λ αμπ απείχε λιγότε ότερο από α πό ένα μέ μέτρο από α πό το το πρόσ πρόσω ω πό του. του. Ά φ ησε ησ ε το πτυελοδο υελοδοχε χεί ίο τη ς σ το έδρανο δρανο κι κ ι έβγαλε γαλε τη φ όρμα όρμ α τη τη ς - το κοντο ντομ ά νικο δεν δεν μ πορούσ ε να κρύψ ει τις δίπλε πλες τη ς κοιλιάς κ α ι της πλάτ πλά της της. ης. Α ν έκλε κλεινε τα μ άτια το του, μ πορο πο ρούσ ύσε ε να φ α ντα ντα σ τεί τον εα υτό το υ να τη τη μ αχαι αχαιρώ νει νεισ την πλάτη πλάτη - κα ιήξε ιή ξερε ρε τιθα συνέ σ υνέβ βαινε. νε. Ε ίχε δειπ δει πώ ς έτρεχε το λίπος από τις ανοι νοιχτές χτές πλάτ λά τες πτω μ ά τω ν στ στο νεκ νεκροτ ρο τομε ομ είο. Φ α ντά ντάσ τηκε πω ς σ τραγ ρα γγάλιζε τη ν καρδι καρδιά τη τη ς με τα χέρια του. Ε κείνη ακριβώ ς τη σ τιγμή, γμή , λες λες κ ι οι σ κέψ εις του ταξίδεψ αν στ στον αέρα, αέρα, η Λ αμ π άρχ άρχι ισε να βήχει βήχει. Κ άλυψ ε το σ τόμα όμ α τη τη ς κ ι έκανε κα νε λίγο σ την άκρη, άκρη, προκε οκ ειμ ένου να γυρίσ ει κα ι να δει δει πίσω της, σ τις θέσ θέσεις του ακρ α κροα οατ τηρί ηρίου. Σ τη ν αρχή, αρχή, φ άνηκε άνηκε έκπλη κπ ληκτ κτη η που που το το ν είδε. Π ρώ τα παρα παρατ τήρησ ρησ ε τη Ρ εμ π έκα κα ι μ ετά το το ν Κ άφε άφ ερι. Α ντάλλαξ άλλαξαν αν μια ματι ατιά για μια στ σ τιγμή που φ άνηκε άνηκε πω ς θα κρα κρα τούσε ύσ ε αιώ νες νες. Έ πειτα , η Λ αμπ αμ π αποκά πο κάλυψ λυψ ε το χαμογε χαμ ογελα λασ στό τη ς σ τόμα όμ α. Τ α λαγουδί λα γουδίσ ια δόντι δόντια τη της δάγκω δάγκω ναν ναν το κά κ ά τω χεί χείλιτη λιτης. Τ ου έκλεισ ε πονη πο νηρά ρά το το μάτι άτι.
«Δ εσ ποινίς Λ αμπ, αμ π, κοι κο ιτά ξτε ξτε εδ εδώ , παρακα πα ρακαλώ λώ ». Η δικασ κα σ τής Μ πέθουε πέθουεν ν, μια ψηλή ψ ηλή γυναί γυνα ίκα με λαιμό κύκνου νου, έμ οια ζε να είναι ναι το μοναδικό άτομο ομ ο σ την αί αίθουσ θουσ α που δεν δεν ίδρω νε. Κ αθόταν αθόταν με με ίσ ια τη ν πλάτη πλάτη σ την κόκκ κό κκι ινη δερμ δερμά άτινη καρέ κα ρέκλα κλα της, ης, κάτ κά τω από το έμ βλημ βλη μα του του δικασ κα σ τηρίου, παρα πα ρατ τηρώ ντα ντας τη Λ αμπ μέσα από α πό τα γυαλι γυα λιά της της..
«Ξ έρετε, το αδίκημ α γι για το οποίο κα τη γορ γορείσ τε είναι να ι πολύ ολύ σ οβα οβαρό. ρό. Τ ο αντι αντιλαμ λαμ βάνεσ νεσ τε;» «Ν αι», είπε η Λ αμπ, αμ π, καθώ ς γύρι ύρισ ε προς προς το μέρος της, ης, χαμογε χαμ ογελώ λώ ντας ντας.. «Ν αι, το το γνω γνω ρίζω ». «Ω ραία. Τ ότε ότε, ας δώ σ ουμε ουμ ε προσοχ προσ οχή». ή». Η Μ πέθουε πέθουεν ν βρήκε τις σ ημ ειώ σ εις από τη τη ν προκα προ κατ ταρκτ ρκτική ακρόασ ακ ρόαση η κ α ικρά κρά τησ ε το μητρώ ο του δικασ κα σ τηρίου ανοιχτό χτό στη σελίδα αυτή αυτή.. «Β λέπ λέπω ό τι ο κύρ κύριος Κ ουκ σ ας αρνήθηκε αρνήθηκε τη ν αποφυλάκι αποφ υλάκιση με εγγύηση». ύησ η». Έ βγαλε τα γυαλι γυα λιά της τη ς κ α ι τη ν κοί κο ίτα ξε. «Π αρά το γεγο γεγονός νός ό τι η εισ αγγελί γγελία δεν δεν διαφώ αφ ώ νησε ησ ε σ το αίτημά ημ ά σας σ ας». ». Α νασήκ νασήκω ω σ ε ελαφρά λαφ ρά το φ ρύδιτ ρύδιτης ης.. «Ε ίναι πά ντο ντοτε ευχάριστο ότα όταν δι διαπισ τώ νω πω ς το πνεύμ πνεύμα α το το υ Δ ράκο ράκον ντα υπά υπάρχειακό ια κόμη μη κ α ιτώ ρα, ρα, τον ει εικοστ οσ τό πρώ το αιώ να, δεν δεν συμφ συμ φ ω νεί νείτε; Τ ώ ρα», ρα », είπε κοιτά ζοντα ντα ς το ν ει εισαγγελέα, γελέα, «έχου χουμ ε μι μια νέα αίτηση αποφ απ οφυλάκι υλάκισης ση ς. Σ ω στά; στά;» » «Σω στά» στά».. Η Ά λβαρε λβαρεζ ζ που καθότα θότα ν σ το έδρανο, δρανο, ζω γραφ ραφ ίζοντα οντας γεω μ ετρικά σ χήμα χήμ ατα στ σ το σ ημειω μ ατάριό της της,, έγνε γνεψ ε χαμογε χαμ ογελώ λώ ντα ντα ς με αυτοπε αυτοπεποί ποίθηση. θησ η. «Η Μ πέθουε πέθουεν ν φαί φ αίνεται αυστ αυσ τηρή», ηρή », είχε πει πει σ την Τ ρέισι λίγο πρι πριν απ από τη ν ακρ α κρόα όασ ση. Σ τα χείλη τη ς είχε σχη σ χημ μ α τισ τεί ένα χαμ χαμ όγελο όγελο που αποκάλυπτ υπ τε τα κι κιτρινισ μ ένα δόντ δόντι ια της. ης. «Κ αλημ λημέρα, ρα, Τ ρέι ρέισι», τη ς είχε πειψ ει ψ ευδίζοντα ντας ελαφ λαφ ρά σ το όνομ νομ ά της, με παι πα ιδιάσ τικο ενθουσιασ μό. «Η Μ πέθουε θουεν φ αίνετ νεται αυστ αυσ τηρή ηρή, αλλά αλλά η καρδι κα ρδιά τη τη ς είναι ναι τρυφε ρυφ ερή σαν μαρούλι μαρούλι. Θ α εί είσ αι ελεύθε λεύθερη ρη προτ ροτού περάσ περάσε ει μία ώ ρα». Κ αι ο Τ ζα κ Κ άφερι άφερι βρισκόταν σκόταν ακριβώ ς πίσω της, ης, φορώ φ ορώ ντας γαλάζ αλά ζιο πουκ ουκάμ ισ ο. Ε ίχε α κούσ ει το μήνυμά νυμ ά τη της. Ε ίχε έρθει ρθει νω ρίς κα ι θα τη τη ς έπαιρνε λίγη προσ πρ οσπ πάθεια για να τον κρα κρα τή σ ειμ ει μακρι κριά από από το τροχόσ τροχόσπι πιτο, μέχ μέχρι να τα τα κτοπ κτοποι οιή ή σ ει τα πράγ πρά γμ ατα, ατα, αλλά αλλά το σ ημ αντι ντικό ήταν πω ς βρι βρισ κότ κόταν εκεί εκεί. Α ν είχε τα χρήμα χρήμ ατα μ αζί του σήμε σήμ ερα, θα μ πορούσαν πορούσα ν να ολοκληρώ σ ουν τη σ υμφ ω νία του τους ς μέσα μέσα
στη μέρα κι κιόλα όλας. «Η εισ αγγε γγελία...» ...» Ο εισ αγγε γγελέα λέας σ τάθηκε θηκε όρθι όρθιος. ος. Α κού κο ύμ πησ ε το δεξ δεξί του χέρι πάν πά νω στη στη γελοί γελοία κίτρινη γραβά ρα βάτ τα του του,, σ αν να ορκιζόταν, κι κ ι έκανε μι μια ελα ελαφ φ ριά υπό υπόκλισ λισ η προς ρος τη δικασ κα στή. «Η εισ αγγε αγγελία έχει χει σ την κατ κα τοχή τη ς. » Κ οίταξε στο στο έδρανο κα κα ι γύρισ ε μία σε σ ελίδα. «Έ χει χει σ την κατ κα τοχή τη ς ορι ορισμένα νέα νέα τα οποί οπ οία ήρθαν ήρθαν στο στο φω φ ω ς». Ο Κ άφερι άφερι έσ φ ιξε το χέρι τη ς Ρ εμ πέκα πέκα.. «Κ ατά ατά σ υνέπ υνέπεια, δεν δεν έχουμ χου μ ε άλλη επιλογή από το το να αρνηθού ρνηθούμ με την αποφ ποφ υλάκι υλά κισ ή της, ης, καθώ ς τα νέα νέα σ τοιχε οιχεί ία υπο υπ οδεικνύο νύουν ό τι η δεσ δεσ ποινίς Λ αμπ αμ π πιθανότατ θανότατα α μπορε μ πορεί ί να διαπράξ απ ράξε ει κ ι άλλε άλλες ς παραβάσ βά σ εις». Η Ά λβαρε λβαρ εζ πετά χτη χτη κε όρθ όρθι ια. «Ε ντι ντιμ οτά οτάτη!» «Π αρακ αρακαλ αλώ ώ ». «Π ισ τεύω ότι αν η εισ αγγελί γελία κα κα τέχει χει πρά πράγματ γμα τι α υτές υτές τις πληροφορίες, θα έπρεπε να μου τις είχε διαθέσει». «Μ πορούμε πορούμ ε να ακού α κούσ σ ουμε ουμ ε περί περί τίνος πρόκει πρόκειται;» Η Μ πέθουε πέθουεν ν έσπρω ξε τα γυαλι γυαλιά στη μύτη ύτη τη ς κ α ι σ τράφ ρά φ ηκε προς προς το ν ει εισαγγελέα, γελέα, χαμο χαμ ογελώ γελώ ντα ντας ψ υχρά. «Λ έτε έτε πω πω ς είναι να ι κ ά τι το οποίο δεί δείχνε χνει ό τι θα διαπράξε απ ράξει ι κ ι άλλες άλλες παραβάσ παρα βάσε εις. Θ α ήθε ή θελα λα να να ακούσ κού σ ω περί περί τίνος πρόκειται». Η Ά λβαρε λβαρ εζ κάθι κά θισ ε σ την καρέ κα ρέκλα κλα της. ης. Ο εισ αγγε γγελέα λέας καθάρ κα θάρι ισε το ν λαιμό του. ου . «Ο υπε υπ εύθυνος θυνος αξιω μ ατικός τη ς υπό υπ όθεση θεσ η ς είδε τέσ σ ερα βίντε ντεο, παρόμοι όμ οια με αυτό από το οποί οπ οίο ο έγινε η αναγ αναγνώ νώ ρισ ή της της,, αλλά αλλά πιο πρόσ πρόσφ φ ατα» ατα».. Η Λ αμπ αμ π άρχισε να τρέμ ει νευρ νευρι ικά, κά , κοιτά ζοντα ντα ς μια τη τη ν Ά λβαρ λβαρε εζ κα ι μια το τον εισαγγελέ γελέα. α. Λ ίγο πιο πίσω της, ης, ο Κ άφε άφ ερι έχω νε τα νύχια στ σ την παλάμ παλάμη η του, σ χημα χημ ατίζοντα οντας μισοφέ οφ έγγαρα σ το δέρμ δέρμα α του του.. Δ εν του άρε άρ εσ ε η φ ω νή τη ς Μ πέθου θουεν - δεν δεν φ αινότα νόταν πω ς θα έδι έδινε αρκε αρ κετ τό χρόνο στον εισαγγελέα. Ά φησε μια ανάσ ανάσα α να του ξεφ ξεφ ύγει ύγει, κοίτα ξε το ν ουρανό ουρα νό μέσα από α πό τον χ ε ί
λ λ ά
,
λ ο γ
κ ά
,
λ α
θ α
ν α
ν
κ α
,
.
τζα μ ω τό θόλο και κα ι προσ προ σ ευχήθηκε υχήθηκ ε όλα να πάν πά νε καλά. Κ αθώ ς η Μ πέθουε θου εν άκου άκ ουγ γε τον ει εισ αγγελέα λέα να να περι περιγράφε ράφ ει το περι περιεχόμε όμ ενο τω τω ν βίντεο, οι σ κυφ κυ φ τοί ώ μ οι τη ς Λ αμπ αμ π πέτ πέτρω σ α ν στη στη θέση θέση τους. ους. Κ αθότ αθόταν ακί ακ ίνητη νητη σ αν παγοκο πα γοκολόνα λόνα,, κοι κο ιτάζοντα ζοντα ς σ την ευθε υθεία του τους δικασ κα στές, κρα κρ α τώ ντα ντα ς τη ν άκρη άκρη του εδω λίου, ου, τρέμοντ ρέμοντα ας. Η Μ πέθουεν πέθουεν σ ημε ημ είω σ ε κ ά τι σ το μητρώ ητρώ ο το του δικασ κασ τηρίου, άφησ άφ ησε ε το στιλό τη τη ς σ την έδρα και κα ι σ ή κω σ ε το βλέμ βλέμ μ α της της.. «Έ χει χει ορι οριστεί δικάσιμ ος για τις τριάντα ντα Σ επτεμ επτεμ βρίου. Π ισ τεύω ότι αυτή η ημερομ ρομ ηνία μ πορε πορείνα ίνα παρα πα ραμ μ είνει νει ω ς έχει». Έ βγαλε βγα λε τα τα γυαλιά της της κ ι έγει γειρε, ρε, μ ετα ετα κινώ ντα ντα ς το βάρο βά ρος ς τη ς σ τους αγκώ νες νες. «Α πομέ ομ ένει νει, σ υνεπ υνεπώ ς να αποφασ ποφ ασί ίσ ω για τη τη ν αίτησ η αποφ απ οφυλά υλάκι κισ ης». ης». Η Ρ εμ πέκ α έτριψ ε το μπράτ πράτσ σο το το υ Κ άφε άφερι. Ε κείνος δεν δεν μπορο μπ ορούσ ύσε ε να την κοιτάξει. α κ ά ρ ι ό λ α ν α νε καλ .
Ο ι παράξ παρά ξενοι ή χοι από το το τροχόσπ τροχόσπι ιτο αντ α ντη η χούσαν ούσ αν σ το νταμάρι αμά ρι, διασχίζοντα οντας το δάσ δάσ ος κ α ι τα χω ράφ ράφ ια. Π έντε ντε αγελά γελάδε δες ς που πο υ έβοσκα οσ καν ν κοντά κοντά, σ ταμ άτη άτησ α ν το μ ασ ούλημ ούλημα για λίγο κα κ α ι σ ή κω σ αν τα τα κεφ κεφ άλια τους. ους. Ή τα ν μι μια κραυγή κρα υγή την την οπο οπ οία λογι λογικά είχε βγάλε βγάλει ικάπ οιο πουλί υλίή ζώ ο. Έ να αδέ α δέσ σ ποτο ποτο σ κυλίπο κυλί που υ τρι τριγυρνούσε στα στα χω χω ράφι ράφ ια, σ ταμάτ αμ άτησ ησε ε κα ιτέντ ιτέντω ω σ ε τα τα αφ τιά του προς προς το νταμάρι άρ ι. Ο Γ ιούα ούαν Κ άφε άφ εριδε ρι δεν ν ήξερε ήξερε πόσ πόσ ο και καιρό είχε περάσ ρά σ ει δεμ δεμ ένος εκεί μέσα - δεν δεν ήξερε ξερε ότ ό τι είχαν πε περάσ ειεπ τά μέρες ρες από τό τε πο που η Τ ρέι ρέισι είχε φ ύγει ύγει. Δ εν ήξερ ξερε πω ς είχαν χαν πε περάσ ει τρεις μέρες έρες από τότε τότε που που τελεί λείω σ ε το νερό νερό στ σ το μ πουκά ουκ άλι κάτ κά τω από τον νεροχύτ νεροχύτη η. Σ τα μ ά τησ ε να ουρλι ουρ λιάζει, καθώ κα θώ ς ή τα ν εξουθ εξουθε ενω μ ένος κ α ι δεν δεν μπο μ πορο ρούσ ύσε ε να σ υνεχί υνεχίσ ει, κα κ α ι ξάπλω σε σ το πλά πλάι ι πάνω πά νω σ την κ ουκέ υκ έτα , όσο όσ ο πι πιο άνετ νετα του επέτρ έτρεπαν τα τα δεσ δεσ μ ά του. του. Τ ράβη ρά βηξ ξε λί λίγο τα σ κοι κοινιά, αλλά ήτ ή ταν πλέον πλέον αδύναμ δύναμος ος κ α ι δεν δεν μ πορούσ πορούσε ε να τα τα σ πάσε πάσει ι, κ ι έτσ ι ξάπλω σε υπομ ονετ νετικά σ το πλάι, κο κοιτάζοντα ζοντα ς τη ν Μ πρί πρ ίτνιΣ νι Σ πία ρς η οπο οπ οία του του
ε χαμογ αμ ογε ελούσε λούσ ε, καθώ κ αθώ ς ά φορτ φ ορτηγ ηγάκι άκι στη στη μέση μέση εν ενός χω ραφι ραφ ιού σ παρμ παρμέ ένου με καλα κα λαμ μπόκι πόκι. Π ίσω σ το λιβάδι βάδι, οι αγελά γελάδε δες ς σ υνέχι νέχισ αν να βόσ κουν χορτά χορτάρι, απομ πο μ ακρύνοντ ρύ νοντα α ς με τι τις ουρ ουρές το υς τα έντομα ομ α, κα ι ο σ κύλο κύλος ς άρχισε να ξύνειμ ξύνει με το πίσω του πόδι βαριεσ τημ ένα το το πιγούνι γούνιτ του. ου .
«Λ οιπόν», είπε η Μ πέθουεν πέθουεν,, χαμη χαμ ηλώ νοντα νοντας τα γυαλι γυαλιά της της,, προκει ρο κειμ ένου να ρίξει μια κα λοσ λοσ υνάτ υνά τη μ ατιά σ την Τ ρέι ρέισι. « Τ ι να κάν κά νω μ αζί σας, σας, δεσ δεσ ποινίς Λ αμπ;» αμ π;» Σ ταύρω ύρ ω σ ε τα χέρια τη τη ς και κα ι χαμογέ χαμ ογέλα λασ σ ε. «Π ερίπλοκ πλοκο ο θέμα θέμα,, δεν δεν νομί νομ ίζετε; ετε; Δ εν χρει χρειά ζετα ι να σ υμβο υμ βουλ υλε ευτώ υτώ τις Α ρχέ ρχές για να μάθω τι πισ τεύουν. ύο υν. Θ α μ ου πουν πο υν να να λάβω λάβω σ οβαρ οβαρά ά υπόψ υπ όψ η μου αυτά τα νέ νέα σ τοιχεί χεία». Έ μ εινε για λίγο σ ιω πηλή. πηλή. «Λ υπάμ υπά μ αι, αλλά αλλά με βάση τις παραγράφ παρ αγράφους ους Α κ α ι Β του Ν όμου όμ ου περί περίΑ Α ποφ πο φ υλάκι υλά κισ η ς θα θα πρέπε πρέπει ι να μ είνετε υπό κράτ κρά τηση ησ η μέχ μέχρι να δικαστείτε». «Ό χι!» φώ φ ώ ναξε αξε η Λ αμπ. α ι. ι . Ο Κ άφε άφ εριέσ ριέσφ ιξε το χέριτη ριτη ς Ρ εμ πέκα. πέκα . «Τ ελει λειώ σ αμε αμ ε». Η Μ πέθουε πέθουεν ν έκανε έκανε νεύμ νεύμα α σ τους ου ς φ ρουρού ρουρούς ς ασφ αλεί αλείας, φ όρεσε τα τα γυαλι γυαλιά τη ς κ ι άρχ άρχισε να γράφ γράφ ει κ ά τι στο μ ητρώ ητρώ ο του δικασ κα σ τηρίου. Η Λ αμπ έκα έκανε νε μ εταβολή κα ι αγριοκοί οκοίταξε τον Κ άφε άφ ερι. Ε κείνος σ υνάντ υνάντη ησ ε τη μ ατιά τη ς ψ υχρά κα κ α ι η Τ ρέι ρέισι όρμη όρμ ησε σ το τζ τζάμ ι, χτυ χτυπώ ντα ντα ς το μανιασ μένα. «Γα «Γ αμημ ένο γουρού γουρούνι νι!» ούρ ούρλιαξε, ξε, χτυ χτυπώ ντας ντας τις γροθι γροθιές τη ς σ το τζάμ ι. «Β ρομ ρο μόμ ουνο, ουνο, καρι κα ριόλη!» όλη !» « σ ν ίς ίς μ ! » είπ ε η Μ πέθουεν πέθουεν κ α ι σ ηκώ θηκε θηκ ε όρθι όρθια, ενώ τα υτόχρονα υτόχρονα οι φ ρουροί ρουροί ασφ ασ φ αλεί αλείας άρχι άρχισαν σα ν να κινούντα νούντα ι προς το μέρος έρος της τη ς Τ ρέι ρέισι. «Σ ας παρακαλώ πα ρακαλώ , δεσ δεσ ποινίς Λ αμπ.. αμ π...» .» «Θ α σου σου γαμήσω γαμήσω ...»
«Τ ρέι ρέισ ι!» Η Ά λβαρε λβαρ εζ πήδηξε πή δηξε πάνω πάνω από τα έδρανα δρανα γι για να φ τάσε άσ ει σ το εδ εδώ λιο. «Η «Η ρέμ ρέμησε». «Ό χι!» Έ νας φ ρουρός ρουρός τη ς έσ τριψ ε το χέρι χέρι πίσω από τη ν πλάτη, πλάτη, αλλά εκεί εκείνη σ υνέχ υνέχιζε να χοροπ χορ οπη ηδάε δάει κα ι να χτυ χτυπά ει το τζά τζά μ ι με το άλλο της της χέ χέρι. « α ρήγορη υ ο ληρ ς α κ ρ ιβ ι β ά ». » . Μ ε μ ια γρήγορη κίνησ νηση πήρε πή ρε το πλασ λα σ τικό ποτή ρι της της κ α ι το πέτα έτα ξε προ προς τον Κ άφε άφ ερι. ποτήρι ι χτύπησ ύπη σ ε πάνω πάνω σ το τζάμι άμ ι « ημ νε λ ά κ α . ρ ο μ ι ρ η ». Τ ο ποτήρ και κα ι το περι περιεχόμε χόμ ενό το του άρχ άρχισε να κυλά κ υλάε ει αργ αργά στ σ τη διάφανη άφ ανη επιφ άνει άνεια. Ο Κ άφε άφ ερι σ ηκώ ηκ ώ θηκε, θηκε, πήρε τη Ρ εμ πέκα από α πό το το χέρι και κα ι τη ν οδήγ οδήγησ ε σ ιω πηλά πη λά σ τις σκάλες κάλες, με το πρόσ πρόσω ω πο λίγο στραμ ραμμένο προς τη Λ αμπ, έτσ ι ώ σ τε εκεί κείνη να δει δει καθαρά τη τη ν έκφραση θριάμβου άμ βου ζω γραφ ραφ ισμένη πάνω π άνω του. ου. του φ ώ ναξε. αξε. « ν θ α « ρα δεν θα ς έ ι σ υ ν έ β η », » , του έ,
έ ν ε !» !»
Έ φ τα σ α ν σ το τέλος τέλος τη ς σκάλας κάλας, έκλε κλεισ αν τη ν πόρτ πόρ τα πί π ίσω τους, ους, προχώ πρ οχώ ρησ ρη σαν βι βια σ τικά σ τον διάδρομο άδρομο τη ς εισ όδου όδου κ ι από εκείβγήκ εκεί βγήκαν αν έξω σ τη λιακά ακ άδα που που έλου λο υζε με το λαμπρό λαμ πρό φ ω ς τη ς τους νεα νεαρούς ρο ύς δικηγόρο κηγόρους υς,, τον δρόμο δρόμο με τις οξιές, τη λευκή κλούβ λο ύβα α κα κ α ι όλα τα λουλούδια κ α ιτο υς τά φ ους ου ς του Μ πιούριΣ ούρ ιΣ εντ Έ ντμ ντμ οντ. οντ.
35
Ο Κ άφε άφ ερικαι ρικα ιη Ρ εμ π έκα έμ ειναν σ το Ν όρφολκ, όρφ ολκ, στ σ το βόρει βόρειο άκρο του του Μ πιούριΣ ούρι Σ εντ Έ ντμ ντμ οντ, οντ, όχι όχι μ ακριά από το γκαράζ τη ς Λ αμπ. Β ρήκαν ρήκαν μια πα πανσι νσιόν με μ ε πρω ινό, τριγω νική οροφή οροφ ή κα ι δύο κο κ οκκινότ νότριχα σ έτερ που έπαι πα ιζα ν σ τον κήπο κή πο.. Α ιγόκλημα όκλη μα κρε κ ρεμ μ ότα όταν από τα τα παράθυρα, τριαντά αντάφ υλλα εί είχαν τοποθε πο θετ τη θεί θεί πάνω σ τα σκε σ κεπά πάσ σ μ ατα κα κ α ι πάνω σε έναν δίσκο βρίσ κοντ κοντα αν μι μια τσ τσ αγέρα γέρα,, φ ακελάκι κελάκια με νεσ νεσ καφ έ και κουτ κο υτά ά κ ια με κρέμα κρέμα.. Η Ρ εμ πέκ πέκ α έφ τιαχνε αχνε καφ κα φ έ τα πρω ινά κα κ α ι στη στη σ υνέχε υνέχει ια έμ παι πα ινε κάτ κά τω από τα σ κεπάσ κεπά σ μ ατα δίπλα του του,, νιώ θοντ θο ντα α ς τη ζεσ τασ ιά του του κορμ κο ρμι ιού του, ου , κουρνι υρ νιάζοντα οντας σ το σ τήθος του. ου . Μ ερικές φ ορές ορές μ πορούσ πορούσε ε να δει δει καθαρά κα θαρά το το μέλλον μέλλον τους. ους. Μ ερικές κές φ ορέ ορές έμ οια ζε με με ανοιχτή χτή λεω λεω φ όρο, όρο, άλλες λλες φ ορές ορές, ανάμ νάμ εσ α στις ξαφνι αφ νικές κές σ ιω πές τη ς Ρ εμπ εμπέκα κα ι τα ξεσ ξεσ πά σ μ α τα γέλι γέλιου τις στ στιγμ ές τη ς κάλπι λπικης κη ς γενναι γενναιότη ότητ τάς της, ης, κατ κα ταλάβα λά βαι ινε πω ς το μ ονοπ ονο πάτι στο οποί οποίο βάδι βά διζαν δε δεν θα θα ήτ ήτα ν εύκ εύκολο ολο.. Ή ξερε ξερε πω ς έπρε πρεπε να γράψ ουν ξανά τη τη ν ισ τορί ορία τους του ς μέσα σε μία νύχτ νύχτα α. Ω σ τόσο, όσ ο, τη ς χαμογε χαμ ογελο λούσ ύσε ε κα ιτη ιτη ν αγαπο αγαπούσ ύσε ε, κ α ικρα ικρατ τούσ ούσ ε το χέριτ χέριτη η ς ότα ν εκε εκεί ίνη κοιμ ότα ν το βράδυ, βράδυ, κα ι τα πρω ινά κα κ αθότ θότα ν στ σ την άκρη τη ς μπανι μπανιέρας κ α ι της μιλούσ λούσε, ενώ εκείνη έκανε ντο ντους, βλέπο λέποντά ντάς τη να σ απουνί υνίζει σ χολα χολασ τικά τα μαλλι μα λλιά τη τη ς με τα δυνατ δυνα τά της της δάχτυλα δάχτυλα.. Ε ίχε αγοράσ γορά σ ει ένα γελοί γελοίο αντρικό κα καπέλο από ένα κατ κα τά σ τημ α , είχε στ σ τρίψ ειμ ει μερικά τσ ιγαρ γαριλίκια κ α ι τα είχε χώ σ ει σ την κο κορδέλα ρδέλα του καπ κα πέλου, λου , τοπ οθετώ θετώ ντα ντα ς ανάμε νάμ εσ ά τους του ς λουλούδι λουλούδια. Τ ης είπε ότ ότι
έμ οια ζε εντ εντελώ ς τρελή ρελή.. «Σ α ν εκ εκκεντρ ντρικός λαθρέ λαθρέμ μπορος πορος ελεφα λεφ αντόδο ντόδοντ ντου ου,, ή κά κά τι παρόμ ρόμ οιο». ο» . Σ το Κ ινγκ νγκς Λ ιν αγόρασ γόρα σ ε κρίνα κα ι παπα πα παρούνε ρούνες ς, κα ι τα έφ ερε μ αζί τη ς σ την πανσι πα νσιόν, τα τα τοπ τοποθ οθέ έτη σ ε σε ένα άδει άδειο βα ζά κι μαρμ αρμελάδας κ α ι ζω γράφ ισε έναν έναν πίνακα νακα με το υς δυο του τους ξαπλ ξαπλω ω μ ένους νους σ το γρασ ρασίδι, ενώ ο ήλι ή λιος έδυε. Τ η δεύτ δεύτε ερη μέρα πε π ερπάτ πά τησ αν γι για αρκε ρκ ετά χιλιόμε όμ ετρα σ τα παμ πα μπάλα πά λαι ια εδάφη, δάφ η, όπου όπ ου κά ποτε αμμ αμ μ οθύελλε οθύελλες ς κάλυψ κά λυψ α ν ολόκληρα ολόκληρα χω ριά, βλέ βλέποντ ποντα ας τώ ρα τις εγκατ γκα ταλειμ μ ένες νες φ ω λιές τω ν κο κ ουνελιώ ν κα κ α ι τις μυρ μυρμ μηγκοφω οφ ω λιές σ τους μικρούς κρούς,, αεικίνητ νητους, μ υστ υσ τηριώ δεις βάλτου λτους ς. Έ κα ναν να ν όνει όνειρα για το το νέο νέο σ πίτι που που θα αγόρα αγόραζ ζαν, αν πουλού πο υλούσ σ α ν το παλιό. «Τ ώ ρα που πο υ έχει χεις αποφ ασ ίσ εινα αφ ήσ εις πίσω σ ου το παρε παρελθόν, λθόν, Τ ζακ» ακ » - το μέλλον το υς θα μ πορο πορούσ ύσε ε να χτι χτισ τεί πάνω πάνω σ τα λεφ λεφ τά τη τη ς κ α ι την ελευθε λευθερί ρία του. Ε κείνος μπορ μπ ορού ούσ σ ε να αγοράσ γορά σ ει ένα διαμέ αμ έρισμα στο Θ όρντον όρντον Χ ιθ δί δίχω ς να βάλει β άλει υποθή υποθήκη κη,, εκεί κείνη θα μπορο μ πορούσ ύσε ε να αγορά οράσ ει ένα εξ εξοχικό κά κ άπ ου, ου , ίσ ω ς σ το Σ άρεϊ άρεϊ, ή ακό α κόμ μ η κι κ ι εδώ , στο Ν όρφολ όρφ ολκ. κ. Μ πορούσ πορο ύσαν αν να πάν πά νε διακοπές ακοπές, «ίσ ω ς στη στη Ν ότι ότια Α μερι μερική», του είπε. πε. «Ή σ το Μ εξικό. Θ α μπορ μ πορούσ ούσα α να με μ ελετ λετήσω ήσ ω τις τοιχογρα χογραφ ίες τω ν διάσ ημ ω ν καλλι λλιτεχνώ ν». Ε κείνη σ υνέχι νέχιζε να φ λυαρε λυαρ εί κάνοντ κά νοντα ας όνει όνειρα κ ι εκείνος τη ν παρα πα ρατ τηρούσ ρούσε ε σι σ ιω πηλός πη λός καθώ κα θώ ς σ κεφ κεφ τόταν: όταν: Κ αθώ ς ο ήλι ή λιος άρχισε να δύει, σ ταμ άτησ α ν για λίγο σε ένα έναν ν λόφο λόφο πάνω πά νω από μια μι μ ικρή κοι κο ιλάδα. λάδα. Ο ιπορτ πο ρτοκ οκα αλιές α κτίνες νες α ντα ντα νακλώ νακ λώ ντα νταν πάνω σ τα δέντ δέντρα ρα σ την άλλη πλευρ λευρά ά τη ς κοι κοιλάδας λάδας,, λες λες κ ι έπεφ τα ν πάνω πά νω σε ένα κομ κο μ μ ά τι γυαλί γυα λί ή σε ένα παρά παράθυρο, θυρο, κα κ α ι ξαφν αφ νικά, μια ακτίνα το του ήλιου, ου, καθρεφτ θρεφ τισμένη πάνω σε κάτι, μακρι κριά στ σ τον ορίζοντα, οντα, έπεσε πάνω σ τον Κ άφε άφ ερικ ρι κ α ι τη Ρ εμ πέκ πέκα, λούζοντ λούζοντά άς το υς σ το χρυσαφ χρυσ αφέ ένιο φω φ ω ς. Ε ίδε πω ς ή τα ν ένα τροχόσπ οχόσ πιτο, πάνω πά νω στο παράθυ παρά θυρο ρο το του οποί οπ οίου καθρ καθρε εφ τιζόταν όταν ο ήλιος, ος, κα ι κατ κα τάλαβε λα βε μ ουδι ουδιασ μ ένα ότ ό τι βρι βρισ κότ κόταν πάνω πά νω από το ντα νταμάρι, κο κ οντά ντά σ το γκαρά γκαράζ ζ τη ς Λ αμπ. αμ π. Δ εν είχε σ υνει υνειδητ δη τοποι οπ οιή σ ει πόσ πόσ ο κοντά οντά του βρί βρίσ κοντα κονταν ν
μ
ο
ρ
ώ
α
τ ο
κ
ά
ν
,
μ
κ
α
,
δ
ε ν
μ
ο
ρ
ώ
.
όλη τη μέρα. μέρα. Α ισθάνθηκε τη ν ξαφν αφ νική παρόρμ πα ρόρμη ηση να πάρε πά ρει ι τη Ρ εμ πέκ α κ α ινα γυρί υρίσ ουν ουν σ την πανσι π ανσιόν. «Έ χει χεις αμφ ιβολί βολίες», του είπε ξα ξαφ νικά η Ρ εμπ εμπέκα. «Δ εν θα θα πουλή υλήσ εις το σ πίτι, το βλέπω ». Δ εν το ν κοίτα ξε καθώ ς του μιλούσε λούσε. Σ τη ριζότα ν σ τον ώ μ ο το του κα ι κοιτούσ ε το ηλιοβασ οβα σίλεμ λεμ α. «Ά λλαξες λλαξες γνώ γνώ μ η για τον Γι Γ ιούαν». ούαν». «Ό χι», είπε κ ι έσ φ ιξε το χέρι της. ης. Ή τα ν ώ ρα να φύγ φ ύγουν. ουν. «Δ «Δ εν άλλα άλλαξ ξα γν γνώ μ η». η» . «Έ τσ ιμ ου φ αίνετ νεται. Θ έλεις να επισ κεφ θείς τη ν Τ ρέ ρέισι». «Ό χι, δεν δεν θέλω θέλω ». Ό μ ω ς έλεγ λεγε ψ έματ μα τα. Φ υσι υσ ικά κι κ ι έλεγ λεγε ψ έμ ατα. ατα. Δ εν μπορούσ μπορο ύσε ε να τη ς το εξηγήσ ει. Δ εν μπο μπορο ρούσ ύσε ε να τη τη ς εξηγήσ ξηγήσ ει πω ς όλα όσα όσ α έβλεπε σε αυτό το το έρημ ρη μο, πετρώ δες δες κ α ι ξερα ξεραμ μένο το τοπίο, σ το οποί οπ οίο περπα περπατ τούσαν, ούσ αν, όλα ό λα όσα έβλε έβλεπε πε και κα ι όλα όσα έκανε έκανε,, του ξυπνούσαν υπνούσ αν και κα ι πάλι πά λιτ τη ν ανάμνηση του του Γ ιούαν. ούαν. Κ ι εκείπου κεί που βρίσκον σκ οντ ταν, μακρι μα κριά από απ ό το το Λ ονδί ονδίνο, η ανάμνησ ανάμ νηση η αυτή υτή γινότα νόταν πιο ζω ηρή. Ε πέσ πέσ τρεψ ρεψ αν με το α υτοκί υτοκίνητ νητο σ ιω πηλο πη λοί ί πίσω σ την πανσ πα νσι ιόν κα κα ιη Ρ εμ πέκ α δεν δεν το ανέφερε ξανά ολόκληρη την εβδομάδα. Τ ότε ξαφ ξαφν νικά, δίχω ς κά ποιον ιδιαίτερο λόγο, ένα πρ πρω ί ο Κ άφε άφ ερι ξύπνησ ξύπνησε ε έχοντα χοντα ς τη ν εντ εντύπ ύπω ω σ η πω ς ο Γι Γ ιούα ούαν είχε μ πει σ το δω μάτιο. Α νακά νακάθισε σ το κρεβ κρεβά άτι. Τ ο ρολό ολόι έδειχνε έξικ έξι κ α ι είκοσ ι, ο ήλι ήλιος έπεφτ έπεφ τε πά πάνω σ τις κλεισ τές, ές, λου λο υλου λο υδάτ δά τες κουρτίνες κ α ι δίπλα πλα του του η Ρ εμ πέκ α κο κοιμ όταν. Κ οίτα ξε ολόγυρα ολόγυρα στ σ το μικρό δω μ άτιο τη τη ς πανσι πα νσιόν μπερδε περδεμ μένος, νος, νιώ θοντ θοντα α ς τη ν καρδι κα ρδιά του να χτυ χτυπά γοργά, περιμ ένοντα νοντας να δει δει τον Γι Γ ιούαν ούα ν να κά θετ θετα ι δίπλα στ σ το παράθυρ παρά θυρο, ο, ντυμ ντυμέ ένο με το μ ουστ ουσ ταρδί αρ δί κοντ κο ντομ ομά ά νικο, κο , τα σ ορτς ορτς κα ι τα σ αντάλι αντάλια του, ου, κουνώ ντα ντα ς ρυθμι ρυθμικά τα πόδια. «Γι «Γ ιούαν;» ούα ν;» Τ α πά πάντα ντα έμοι έμ οια ζα ν διαφορ αφ ορε ετικά. κά . Τ α πά π άντα ντα στο δω μ άτιο έμ οια ζα ν ανάλα ανάλαφ φ ρα, σ αν να είχαν χά χά σ ει τη ν επα επαφ φ ή το υ ς με τον πρα πραγματ γμα τικό κόσ κόσ μ ο. Τ α χέρι χέρια το του ένιω θαν θα ν ελαφρά, λαφ ρά, σαν να
κουβ κο υβα αλούσε ύσ ε κά ποιο οιο βαρύ βαρύ αντ α ντι ικείμ ενο κα κ α ι ξαφνι αφ νικά το το είχε αφήσ αφ ήσε ει. Α ισθάνθηκ θάνθηκε ε ό τι αν αφ ηνότα όταν, θα πε πετούσ ε μέ μέχριτ ριτο τα ταβάνι. «Γι «Γ ιούαν;» ούα ν;» «Τ ζα κ; Τ ι σ υμβα υμβαί ίνει νει;» Η Ρ εμ πέκα μ ισ οκοιμισμ ένη ακούμ κο ύμπη πησ σε τη ν πλάτ πλάτη η το υ κα ι έξυσε ξυσε νυστ νυσ τα γμ ένα το υς ώ μ ους του. ου . «Τ ι έγινε;» «Τ ίποτα». οτα» . Έ πεσ ε στο στο μαξιλάρι κ ι άγγιξε με τη ν παλάμ παλά μ η την καρδι κα ρδιά το του. «Ε ίδα ένα όν όνειρο, υποθέτω θέτω . Δ εν ή τα ν τίποτα οτα ».
Η θε θερα ραπ πεία
ι ι ι
5Χμ*ιμ (2 1 Η μ ε ρ ο μ η ν ία ·
'*r»f uw^
·&*
/Ju. « ιό To Hf^o Hf^oei eiV VTU»^ TU»^))
Α ια β ε σ η ι^ ή
6 ^ I > S W k Ί ψ £ / * oi l S « To Ueivu) fell# S (ψ.
Συμπ Συ μπτώ τώμα ματα τα·· £ ^ Λ
5ΐγκ<6< 5ΐγκ<6< 6η»5 6η»5ό» ό»
μλ ^ο^ ιι
φώ6ψ,γ»
ΑιτΙ«ς και/ή Αγχη» Η * 5ό5>>^ 5ό5>>^ γό6^α6>| £n>f £n>f ccmcffd “Μ Y m JS vh ** b tfv t* rw
Σ η μ ε ιώσε ιώ σε ι ς ι Xeryw XerywV V Tw ΐ4γόονημο« ιifo# ιifo# "Την
Ειρμών ΙεΤ^Μ ΙεΤ^Μύτ
V m ^ 6»U, k v i τη* τη* «l «li>|6 i>|6> >| k * no 1 1 » rfo# rfo# no no Yiie Yiieuf ufwl wlo o E totp m W
η
» i i f
cij*6>i n ^ u p o n ^ kw k ^εί&η η» Λ ^ ο 11 1 1 T i f t |^ / μ · ό^μ τ* AinHL w« n« nov
η
ι
ι ι ι ι
Α π ο φ ά σ ε ις ,
διδάγμ ατα .
γεγονΟ ται
«Λο^ 6 ( 6 « m in«k«n>|6i. m wtlfvu "to «
Λ Ρ Χ Ι2 0
-h ,
ΐ Μλ k
v $ £ P /H E M
-M
6 * ·α * Λ » .
ΠρΟγματα που πρίπει να αγοράσω ή να αποκτήσω μβ άλλον τροποι
IΙλοΙλ Jj-(Pt 6V|kf* f*
π
/
/ . Η μ ερβ ερβμ μ η ν l & l Μ low lowloV loV ( 3 %
&ywW(·)
Λ ιλ β εσ εση η ι Λ |ρ« |ρ«-Κ^Ϋ0 -Κ^Ϋ0?. 1* όιΐ^ΰ^Λ ΙΛ 5fV M iW Σ υμπτ υμπτώ ώ μβτ*! 2v»0f«t /W>l« 6nJ6^. 6nJ6^. tT« f6 l^ « <^nl«? <^nl«? vMf^u vMf^uoO oO niWl6|(M.
.Α ιτίες Η *ι/ή Αγ Αγχη!
Σ η μ ε teXioe teXioe uς t A«V gf/w fU|^ *w Uei&«
OPH0NE2 l^owine»»» Oien/w$i
Iσύντομ Iσύντομηδβρκοα ηδβρκοαπμόυήςί πμόυήςίωνnpo» ωνnpo»anivu»(A=l anivu»(A=l χ2 Ηό πο υ I = ημιΟνήοε ημιΟνήοε χρόν χρόνια ια ή Μ Η Ζ = 1 π 12 G ), ίο oirot oiroto o οημαίν οημαίνα α
<5w
UK»Hfcv»ΗΐΛ-ή
S«fE fEMNOTNk«* **36 b J ^ f S
c jr
t·® *' Απβφ πβφΑΑαεις, &ι6&γμ«τ«, γεγβνότ»! γεγβνότ»! υλ
jj-w m
ν/ ο
l
:
Ψ ~* · +
Q f*
.
\
:~T" Ol (V (Vfo^«Ullv<5<'κονϊK
Η *
Γ Η Η
>
β fain* g » $ o i! i! v < U 1 «? «? T on on M w u M i l w
1
wt |«fr |«fr
επανερχόμενο παθογόνο. παθογόνο. Η προλακπνη προλακπνη (ή λουτεοτροπ λουτεοτροπίνη) ίνη) δρα με όλλες ορμόνες για τη δημιουργία του του γάλακτος στον μασιό. μα σιό.
ν
Η
Οιufo^ninl Οιufo^ni nlv» v»
Π ρά ράγ γμβ μβτ τΛ π · ν π ρέπει ν* βγ βγβρ βράσω άσω ή ν* ν* *π·χτησ *π·χτησ ω με &λλ·ν τρ6πβι
Η Η Ι
Η μ * ρ · μ η ν Ι « ί i -η - η I o w ^ lo lo v ( 3 k > | W ? < U K * § » ύ .* .* κ )
Λιαβεσηι ΚΛΗΙΛ Συμπτώματα: Αιτίες και/ή Ανχηι |fa btJ$ bt J$ y(·)* y( ·)* VWVp^fclkMvilYjfei. Λ η ΐίί «Λ ΐ/ή '/h-^vy ί fa WVp^fclkMvilYjfei. Τα Τα Δί Δ ίΐΜ τ^Λ ίΙΚ β «ι^ιμβ
1Wuf tptyblv*. Etdbyf
«f&i6k*. «f&i6k*.
k* A> k*ιι «λ» To η μ β ιώ σ *ι *ιςς: | winw^ ^ M UorV| Μ ϋτή «Iwti §ft« §ft«kto tyl6u tyl 6urw rw M/xiy M/xiy ( v * . kJfto kJ fto ?
A«klO VMifttl VMif ttl k«jr«^ih
^«nUf tyf 'Χ ' nfo6i«MkV|f «Μί Μί«τψ -t-toK- la
6x vwMIVt«l< t«l<^^ of ofkW kW ?,
Μ>Ίγ Ίγ nifw.
fi fifth*pinto j^« j^« m«j^lju. «c-ioko t m owlon la l(f*To i& i&to^w®
1989 ΜΕΡΟΣ TO Y Ε1ΑΗΣΕΟΓΡΑΦ1Κ Ε1ΑΗΣΕΟΓΡΑΦ1ΚΟΥ ΟΥ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟΥ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟΥ ΝΟΤΙΟΥ ΛΟ ΝΔΙΝΟΥ ΑΠ Ο TO 1982 Γονείς, προσοχή: προσοχή: Μη ν αφήνε αφήνετε τετα παιδιάν α παίζουν στο στ ο πάρκοδίχω δίχωςεπίβλε επίβλεψη ψη Εντεκάχρονος πέφτει τειθύμα φρικια ρικιαστ στική ικήςς επίθεσ επίθεση; η; στο Πάρκο Μπρόκγουελ Έν α εντ εντεκ εκάχ άχρο ρονο νοαγόρ αγόριιέπεσε πεσε θύμα«φρικιαστικής», «φρικιαστικής », κατά την αστυνομία, αστυν ομία, επίθε επίθεσης σηςστο Πάρκο Μπρόκγου Μπρόκγουελ ελτο βράδυ βράδυ τ η ; Πέμπτης. Το αγόρι, αγόρι, το όνομα του οποίου οποίουδεν έχει χει γνω γνωστοπ στοποι οιηθ ηθεί εί,, με μεταφ ταφέρθηκ ρθηκε ε μεασθενοφ ασθενοφόρο όροσυο Βασιλικό Βασιλι κό Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Νοσο κομείο του Ντένμ Ντ ένμαρκ αρκ Χιλ. Χιλ . όπου όπου του παρασ παρασχέθη χέθηκε κε ιατρική περίθαλ περίθαλψη ψηκαι πλέονη υγεία του βρίσκεται βρίσκεταισε σταθερή κατάσταση κατάσταση..
Το αγόρι, το οποίο οποίο ζα με τη μητέρα του στη λεωφόρο Καλντχάρμπορ Καλντχάρμπο ρέπαιζε έπαιζεστο πάρκο περίπου στις 6 μ.μ. όταν ότ αν,, όπως όπως είπε,το πλησίασε πλησίασε ένας πανύψηλοςνεαρός νεαρός περα περαστ στικ ικού ού,, ο οποίος οποίοςανέφερε άντραςπερίπ ερίπου ουείκοσ ίκοσιι πωςάκουγεήχυο ήχ υοςς οι οποίοι οποίοι «Καλικάντζαρος» «Καλικάντζα ρος» ωστόσ ωστόσο ο τουβύμιζ μέχρι στιγμής δεν κατάφερε ...κάλ ... κάλεσμα εσμα γιαμάρτυρες, μάρτυρες, να εξη εξηγή γήσε σειιτον λόγο λόγοπου που ωστόσο ωστόσοο υπεύθυνο υπεύθυνο;; έδωσε στον δράστη αυτό το Τύπου τ η ; Αστυνομία Αστ υνομίαςςτοο
τόποτου συμβάντος, στην στ ην πλευρά πλευράτου Πάρκου Μχρόκγουελησποί Μχρόκγου ελησποία α καταλήγ καταλήγει ει σ τοΤα το Τα λςΧι λς Χιλ λ , στις στι ς 7 μ,μχο μ,μ χο βράδυ βράδυτ η ; Πέμπτης
Μπρίξτον Μπρίξτον.. αρ αρχιφ χιφύλακ ύλακας ας Ντάρχαμ,εξέφασε Ντάρχαμ, εξέφασετην την ανησυχία ανησυ χία του πας πα ς το τέρας αυτό ίσως ίσωςχτυπήσει χτυπήσει ξανά και κα ι προειδο προειδοποίησ ποίησε ετους το υς γονείς να βρίσκονταισε επιφ επιφυλ υλακή ακή όταν ότα ν επιτρέπουν επιτρέπουνστα στ α παιδιά τους να παίζουν παίζουν στο πάρκο πάρκο..
Η αστύ αστύυ υομία ομίαέφτασ τασεστον στον · > * ,. λ π ·φ *α β ις,
ν ,.
Γ '
mx)ro ro iw)
« Ή τα ν ένα υπερβ υπερβολικ ολικά ά βίατοέγκλημα», έγκλημα» , προσέ προσέθεσ θεσε, ε, «Κ α ι η γνώμη γνώμη μου είναι είναι ότι ο δράσ δρ άστη τη;; πιθανότατα έχει χει ασελγήσειξον ασελ γήσειξονάσεήαιδιά» άσεήαιδιά».. Σεαπ Σε απάν άντη τη Η βουλή βουλή · · * '. ·
■
δ ιδά γμ α τα ,
/tmif £i]l££2tf
'
γ ιγ ·ν ·τ α ι
Tec v fio u il k w * w «Ι*Μ
+
(1 ) m
vfu>u
ΜϋΓ-ή (2 ) W nfoOo nfoOolke lke<6u <6u Τή έ }ιΛΗ *^Μ >| k V £0'k
r r 1· " ή v* wtiT tiTflff flffw w i 2μ^ movto v1«u. T£TPAOA£YPO1 O1* to ^
«
·ν
τ *
·
/a /arm®mm rooooio u mmmmikpioxh 3 mttr?WE 0 0A£2 TJ2 0PE2TOYPM1O 1OmOY nMfi nMfip puEromno uEromno a.
2 2a
2
*Ο «σΟ «σ Ο ενής-δ ενής-δρασ ρασ της ενν εννοείπρ οείπροφ οφ α νώ ς τετρά ετράγγω νο με περίμ ετ ετρο ρο 4 εκ.
1 0 η Ι ο ν ^ Ι ο ν ( 3 k t y * ? Ί<> Ί<>ΊΊί πον
Η μ ε ρ ·μ η ν Ι*« Δ ι Λ β ε α η ι
§νύ,ν*)
Κ « ^ ή !!!
Σ υ μ πτ πτ ώ μβ μ β ττ** : Α ι τ ί ε ς
« μ > Ί ου
^6»
κ *ε / ή
/Μ
Α γ χ ΐ)«
ΚΑΙ $·η Ί Ίροπο να <£ortu6wΊΐ? r^o^Ullv< v Bpr\tyiliovM>««lkW! ΚΑ ου
Σ η μ ε ι ώ α ε ι ς ι
M t a m n p / c
AoiyfNkk*μ>ο &Ικν«ι Ί ο
"*# "*#
ιμ λ υ ο
life^amnlv (<^πΙλ# nyf Ίμι^) Μ· Μ·* *' ■^IfvuSoui Ίο
tbCftylf Α Ε Τ Γ Ε Ρ Ο 5 Χ Ε Α Ι 0 Α 6 ^ ή ?
.
.««*
3658
-*ryo(r,si o ifocff. 2 τ *ν *ν ρ ιΛ 0 ?
Ts k< V
•iul«£ K l& M
( i v fo f o ^ x i n lw lw ? U - χ . )
2 ο έ Π οί οί 5 « U f O ^ O f N n U ( ή « Χ ΐ * ? U «tl « W ^ p U
/
6 ο ί Π ο ί 5 « » < £ « n l a ? To To o w ' ^ to t o o U N I Τ η ? U o f o i ti ti U ? ότ«γ
μ
τ ην κ ^ά Τη V " )
Λ
f y e y V l W tf +
«kWk
501 ^ η Ι oilpx oilpx
οψΜ,ό og i),
U i C f ^ k l S o , U f f t t ft ft o l o y
(buHu'ripUi^ ν^6|λνΊο? >
j w i^ o £ n « t> i«) = E i O r f r O S t f ( t « V« ftfoif-Xo/TK ftfoif-Xo/TK I «Λ Ο «fttf «fttfYl YlU® U® UNI V«
■ X0 X0 v6 v6 lk lk 0N 0N ol ol o\ o\ iv iv Tx Tx l fe i S t y k o U f * 6 U 6 i i k « T o ? ) Η -x ^ ~ fΙιτ fΙιτη ( 0 ) k w fu l να /κ<ι <ι\.!6·η?
Α π β φ Α σ ε ι ς , Μ * k rv o tv V p u
ί χ
Δ ιδ ά γ μ α τα ,
MfioJiuci
γ ε γ · ν ·τ *ι
17Γ0-Τ3 ( τ > ^> ^> ι
2 - 3 ^ I n o w ) έ η · ^ M f t« t« · ή 6 ( 3 6 ) .
Μ * £ t£ t£ pc pc |u &w &w Μ » ? - η U i i k i f N ^ f l T o u ^ l . Χ ρ η δ ι ^ ΐΝ ΐ Ν ο Ι η έ Χ w i v T oT oT i o J f a Π ρ Λ γ μ β ι τ* π · υ π ρ ε π ε ι με & λ λ ·ν ιρ ί π β : 9 f y k ( 3 6 e xp
vSfc^ffSb T o o
ν α
-*/> -*/>ήέ ήέ»γ »γ
« . γ β ρ «.αω ή
100 A S A ) χ% Γ οί ο ί νΊ ν Ί ΐκ ΐκ
νβ.
y « u « S « f ( j fl fl ? ! ! !
«π·κτήαω
( k < w i ^ ) , K s ik ik n oo o o M -i - i t f^ f^ ( η « Ίη Ίη τ « γ « ^ Γ ή ) ,
« 6^ 6 ^ i£ i £ n lo lo v ( j |6 |6 u l « T w l O O b ^ )
1
Ηερβμην μηνΙ*: T I tf^l tf^l
&ΐΑβεαη> £ΪΛ ΙΡ£ΤΙΚ 02
(»ί(Τ
H£f/ £f/ttA02W
Συμπτώμβτβί AvoVxl« (nitoif λ i t l ε ς κ * ι / ή Χ γ χ η t ZilrtKOOft ZilrtKOOft!! (/W Σ η μ ε ιώαε ί ς t
t o Jm^
&ΐψ N>fVi)
v« «Λο&·ημΛ)6ι* )6ι* To ufioUil^i».
A r f w * k k « H * To k<'fo? k< 'fo? o(iou o(iou ΤοΛοδον^-ψί To vwmlkevo/'Μ^-ή
'/)jptoi jj-w ΛνίΜΛίόΤηΐΛ ; "n\ &/6n moitn^wu
1
bpM* bpM* m s m r i r n m [«bCfiyWm) &io 6 hJ t i
SiftvuoJ
/Kft&«klK
λ ο ικ ι Η Α μ γ
ί^^Μ ή |α |αρ ρ*ή Λ00Τ2ΙΛ ΟΠΤΙΚΟ/ EPE«J2HATD2 I^aUTlwj'wai
· #\
&vQyMo! wlv&woi
λπ λ π β φ Α α εις ει ς , δ ι6 * γ μ » τ « :, γ ε γ · ν · τ * ι vw> uu< Ιτ«*«
ΠρΛγμβτ* π·υ πρεπει να ΛγβρΑσω ή ν* «π·κτήαω με &λλ·ν τρ4πβ!
To
ijl^k
Η μ ε ρ β μ η νία τ
Ι ^ η Iw r^ le v
ΔίΛβεαη, rmmmi
Σίυμ Σί υμπ π τώμα τώ ματα τα,,
ν^Ίβ ν^ Ίβή ή ηΙ<6 Ι<6η (O H αμνβνέτία (nibyf\
Α ιτ ίε ς και/Υ, Αγχη, eflfl eflflfl flBftE BftETft Tft
*
V**
ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ ΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΡΟΡΙ ZWtyOdCff* Ο ΧΡΟΝΟΣ ΤΕΛΕΙΩ να Ζρ δ τ* 6<
Αξι Αξιω ωματικ τικοί της της αστυνομίας ίας ... ...τοειδκό ειδκότμήμα παραδέχτηκ παραδέχτηκαν ανττωςο χρόνος χρόνος ΑΛρωποκι ΑΛρωποκιενι ενιωνκαι ωνκαιπως πως ίσως ίσως τελειύνετ τελειύνετγια τον τον μκρό ολόκληρ ολόκληρο οτο πάρκοκαι ο Ρόρι Ππς Ππς ο οποίος οποίος έχει περιβάλλονχώροςέχουν έχουν εξαφανιστ εξαφανιστεί εί από απ ό τηΔευτέρα Δευτέρα,, αποκλειστεί αποκλειστεί και ερείΜίντ ερείΜίνται αι «Ανησυχούμε για τη ζωή τουΡόρι», Ρόρι», παραδέχτηκε η μέχρι«3εχουμε εχουμεπερισσσιερες περισσσιερες Αρχ Αρχκπ κπθ θεωρη εωρητή τήςς Νταντέλα πληροφορίεςή να έχουμε κάποιον κάποιονμάρτυρα.. μάρτυρα.. Σούνες Σούνες «Κάθε ώρα ώρα ιτου περνάει μας κάνει και ...παρά ...παράτατετρακόσα ανησυχούμε ανησυχούμε περισσότερο». τηλεφωνήματα τηλεφωνήματαστην λΛλίν λΛλ ίνκς κς σε συν συνένιειήι ένιειήι αστυνομία. Τύπου στοΜπρίξκν, Μπρίξκν, στο Προσευχές Νότιο Νότιο Αοιβήο. Αοιβήο. μόλις μόλις έκτ «Οκύριος κύριοςκαι ηκυρίαΠπς χιλ χιλιό ιόμ μετροαπότο απότομέρας μέρας παρεμέικτυνακπόδοξτιπως όπου ο νεαρόςεξερεθίστηκ εξερεθίστηκε, ε, ο Ρόρι θα βρεθεί βρεθεί ζωντανός ζωντανόςκα ηΑρκετηθεωρητήςΣούνες υγιής», υγιής»,είπε είπε «Ζητούν «Ζητούναπ'όλους να συμπεριλεβετε τον Ρόρι είπε στουςδηροσιοχράρους δηροσιοχράρους όπ η αστυνομία κάνει ό.τι στις προσευχέςσες και θέλο θέλουν υν μπορεί χία χίαναβρειτεν τενΒάρι, τα ευχαριστήσουνόλουςτους τους σιτμπφτλ^βετ^μένου- m _πρλπεςπου που έχουν επεκτείνε ίνει^.
«M W jVl|*( ·*> *\Μ \Μ#Ι|*ί»Ζινημή «Jptnle? τη?
w*fov6 *fov6lla? Τη? «6Τνιγο^Ια?
~ ιη στήρ στήριξη ιξηιης κοινής κοινής γνώμες. «Παρεκαλούμεόποιον όποιον βροκόιαν βροκόιανστηνπεριοχή στηνπεριοχή γύρω από απότοΝκνε^ίαλ Κρέ Κρέοεντ οενταπό τοαπόγευμαιηςΓέτρατκευής Γέτρατκευής μέχριίοβρέώι της Δε Δευτέρας \α επκοΜι επκοΜιλήσ λήσει ει μαζίμες. λλτκτμχί ναττκηεύετΕόπδενγτωρφτε πολλά,ωστόσοθέλου θέλουμε μενασες σες
παλεύειναχιυττήσα χιυττήσαταδκτυα
τωνπαιέοφιλων,οιοποίο ίοι
δειοδύ δειοδύοιν οιν μέσα μέσαστην στην κοΜινία κοΜινία . μεεκπλησκή εκπλησκήάνεση άνεση..Ανήε Ανήεσα σα σε άλλεςετέμ^ ετέμ^εες εεςμσάδες μσάδες γα τονεντοπισμ εντοπισμό ότουςέχχιν τουςέχχιν δημκυμγφίατάλητηχώρα. I Ειρω ιρωνικά ικά, __ ___
Μ ΗΙΝ£ tfP£H fP£H02 κ« κ«ιι «^οτ «^οτ1βη 1βη6< 6< ΐη
τγν
ε ις , 6 ι άΛγμβ-τα, γ εγ ·ν# τ *ι ρρο^ραρρ αρρή ή μ>ρεαγ·ή £ iu 6u«t1i*6< Τη ρρο^ρ
ϋρΛγματα π ·υ π ρέ π ει να αγ* pS.au pS.au ή να να απβκτήα απβκτήαω ω με &λλ·ν &λλ·ν τρ ·π ·ι ο ο8 Κ{ ό- χ$ , -Χλω -Χλωρίνη
1 5β-»Ια Των 2 ^hfw ^h fwr, r, ΚαΐΥοτΙρια ^ΥΤία.
WOK)
f a ) , τόνο (uov6<'p£t (uov6<'p£t 110ιηβ) (|^iwpe), 6\lfTa (wSWft6Z Τα).
Η μ ερ β μ η νία ι
2 1 Io v ^ l o v
Δ ι * β ε ο η « w m \ m i fr/HQ HE N0 2
/)fl07YXHHEN /)fl07YXHHEN02 02
Στιμπτά τάμ ματα τα» »^ MWOrPlgOl'TOΨ 2 ΠΛ Α ιτ ίε ς
^^
κ α ν / ί ) * Ύ Χ ») ») * A fl fl QA QA EW EW ( W n f2 f2 ( & ? wo wofTw).
AV fba v
oic huoi!
M/>k«ii k«iiw we? v>fo? (00N02) (00N02)
Σημειώσει,ς: Σκόι/t κόι/tM M Γιαρνπ ΓιαρνπΓ Μ » η
μετ6|*ρετανεαστους συντετρφμένουςγονείς γονείςτου Ρόρι,Άλεχ καιΚάρμελΓΐτς.
ΑΝΑΠΑΥΣΟΥ
Εφιάλτης
Ε Ν Ε ΙΡ ΙΡ Η Ν Η ,
(Έπειτα (Έπει τααπότη χθ χ θ ε σινο ινοβραδινή ινή νεκροψία, ία,το Στις Στις12.40 12.40ττ,μ ττ,μηΛΑγΓρ ΛΑγΓραποΑι Αιτι τική κή σώματο τοοποί οποίο ο ανακαλύ ανακαλύφθηκε φθηκε Αττ Αττυ υνομ νομκι επιβε ιβεβαίωσ ίωσε πως πως στο Πάρκο Μπράγουελ Μπράγουελ τραύμα τραύματου τουανοριού ανοριούτοοττοο οττοο αναγνωρίστηκε αναγνωρίστηκεως εκείνο του τουΡόρι Γΐτς»,δήλωσεο ta/i a/ i ivia iv iai« i« της τηςαστυ αστυνο νομ μίας υπεύθυνοςΤύπ ουτηςΣκότλαντ τηςΣκότλαντ σιοΠάροΜπρόκι σιοΠάροΜπρόκικχιελ κχιελ ανήκ ανήκεε υπεύθυνοςΤύπου Γιαρντχθες το βράδυ «Είναι _στονοκτάχρονο^ρ ρονο^ρΠ Π Ιιτς, ο μιαε ρ έτ η ν οποί οποία α ota μα μας οποίος οποίος ήταναγνοούμε αγνοούμενος νοςαπό τη Δευτέρα Ο νεαρός απήχθη απήχθη από το σπίτι τηςακογενεό; τουσιοΝτόνεγκαλΚρέοεντ
Η Μ^ Μ ^ήt y f m in« in«-<({wΤωγ «fXMf. «fXMf. ZWv tvfiofii. V* twrfjlw Τ>(( Τ>(( «(νύ^Ικ Tov »Λ0 Η<ψ(/ϊΜ, (/ϊΜ, To oftolo oftolo ήΐ ήΐιw
HOYIf flywruU[ ». fw fwΤητ 0(10Utd’X’fa u/fp| fp|6 6«.
Α π β φ Α σ ε ι ς ,
6 ν 6 *γ μ α τ α ,
fyo6(VA&i* fyo6(VA&i* w
To ^1 ·^ . fyo fyofefV fefViV iV& &U. v« «mo<\.(6 .(6u. Ν Ε Λ M ^ V /
vfiowtl^o Πράγματα
t c » u
με
τρέπ β!
& λλ ·ν
γ ε γ ·ν *τ α ι
πρέπει,
να
α γ βρ Α σω
ή
να
kivo ivovijuiv ijuiv,, 6 νν νν55 η γί γί?? , Μ />ΐ6 6 ότ«(>ο «6 ^'£Π 1ο, ^οίέΠΓΚΛ ΓΚ Λ
απ·κτήθω
1
Ημερβμηνίβι 22 Iw^loti
1
ΔιΛβεσηι &^puUn«
1
Συμπτώ Συμ πτώμ* μ*.τ* .τ*««
«vaU «vaUou ou^o ^oy'w y'wii Λ ^ βί Φ*> *6t® *6t®& &>£<*.
Mp M pu irfl ir flJJ.
Α ιτ ίε ς κ« ι /ή Αγχ Αγχη t / / W i ^ * ν<'« Mrt-ή η κ ( J «*Ι oiCH iCHurf < f $ l 6 k « T « . ItfCli ItfClifiJ fiJb* b* Καί WtMfiaU Tay Σ η μ ε ιώαε ιςβί^βτ<ν ιςβί^βτ<ν «^νβή# «^νβή# 6i^ 6i^titiAr Aryk yk£i £iff γβ^Ηθ»ώ» γβ^Ηθ»ώ» «V «Vow <£o«io< io
BnoMt^o?y<*#ΜΟ-'ή 'ή#/’olM pW yfl* l*?e^p/i-Shf#! SCEAUfftHWΝΕΛ2 Λ2IWTItef'f'/ OOKEIM^NOVΚΑ ΚΑΙTMMXA
1 1 1
ff ffyfbuf ΚΛ ΚΛ&Λ^6μ»ίe^ji Ti~y«W ifS«f-»*ywt^prtOeMe^M iW . rtfuok°yi~6^Ί ^ΊονH νH/y«lU
UwJJyouΜαιum&eififi6 i6k®?k<·γή&ηoififwy(lu^l wi u«&«5Ik Ik-) E^fjfjpmf jbtnntypji) M iH
·χρή6>ι 6>ι fw^6vn< fw^6vn
fr froH^I§W·
^«kra>i^#.
(/ορίντηiw6ΐφγ«η «ηι«» 15ηΙ)
ΟΤέK<>mit w<>uuw<*
π
Η μ ε ρ ο μ η ν ί α » ^ 5 Io Io v^ lo u
Δ ιά θ εσ η » Λ νιΐίιβ^ον β^ονο? ο?,,
Μ ^(Κ<Λ* (Κ<Λ * o^ ou^V ou ^V fw i^ Τον τρόνον w«S«fl w«S«fl6ko 6koi) i)
Σ υ μ π τώ μ α τα » Δ « «' «'"Χον Χονν «auo «auov£ v£jt£ jt£n< n
ι?
oi>k oi>k<
<^αΠΐ«# <^αΠΐ«# Tuv ShflPW Shf lPWiU iU έΠο έΠο fe \h l
Σ η μ ε ιώ σ ε ις ις » f U f U i^ i^ l] l] ΊΜ
- Hm V k V
/ΚΐΙ/ηΤοΛοΙ'η&ηΤι*νoJo« o«pirtv tvtUiWMftiUflp (&>flpu< u<0 0 - «Π Π νττ-ή? -ή?
ν*ή? ή? VfHy fHy γ «ν «νο!ΐ ο!ΐΟ · η6ν η6ν|| ^uTo^pa^lU ^uTo^pa^lUoil oil v^IUoi ), To onolo onol o «Iv «Ivoil Twf* wf * Sl«&<’ Sl«&<’6 l ^ E td b y f <Μ Τ ν* Πιθανή παρβνσία πραλακτινών (Κ Ι - Ν Ε Κ Ρ Ο Ι
ΠΟρτα στα 6ωμ&τι τ βυ βυ γ υ ν α ι κ ε ί β υ Μ ί νθ ΰ ν · V Κουρτίνες σαλι
ΜΙ
π
(ν**α 55* JΛW1'*ΐ^- ") δ ε ν
ϊ ε ρ ο
Δ Ε Ν Ϊ Ε Ρ 2
π
01ΚΟΡΟ ΡΟΪ ΪΔΕΥ ΔΕΥΤΙ ΤΙΚΕΣ «ΡΟ ΡΟΜ Μ ΚΠΝΕΣ (ΓΕΛ (ΓΕΛΟ ΟΙΕΣ (1Ρ0ΛΛ ΛΛΚΤΙ ΚΤΙΝΕΣ ΝΕΣ)) mourn λνενεργες οτλν κλτακμ )ντ/κ
Αποφάσεις , διδ άγ ματ α, γβγονΟτα» γβγονΟτα»
i^Totfidtf i^Totfidtf
οι up e^a olw ? vo voi <§om$oJv (w « w k-ην U $ t k® 3fw y· H< H
π
otfj· T To o w^ci&vfo έΠο έΠο wiplto jl a
kx
f i i X Q H E 2 A X ) k*\V fi
Πράγματα που π ρ έ π ει να αγορά αγοράσω σω ή να αποκτ αποκτήσω ήσω με άλλον τρΟπο»
Η μ ερβμ η νΙα νΙα , Δ ιΛ Ο εση εσ η,
2 7 Iov^lev EaiuS iuSo<}<>po?
Σ νμπτώ νμ πτώ μ «τ«,
ZW
ΑΛΛΑ ΑΛΛΑ Α 7ΡΙ0 7ΡΙ0 ΕΙΝ ΕΙΝ Α Ι It ΗΜ ΕΡΑ ΕΡΑ (107
Αι τί ες κα καιι / η Αγχη, χη,
^
Βημε Βη με ιώ σε ις!
Πιβανή παρουσία πρβλακτινών
Καβαρ&;
Ενεργό.}
ΟΧΙ
ΠΟρτα στο δωμάτιο τ·ν
1
(ΝΕΚΡΕ2)
Ηινδύνβυ Κβυρτ ι νε ς σάλονιβύ
(ΝΕΚΡΕ2) ΟΧΙ (ΝΕΚΡΕΣ) ΟΧΙ (ΝΕΚΡΕΣ
ΟΧΙ
Μακέτα στη ακ&λα νούμερο ένα Μοκέτα στη ακ&λα νούμερα δύο
ΟΛΑ ΟΛΑ ΕΙ Ε ΙΝ Α Ι 2XEA0H Ε Τ Ο ΙΗ Ρ
ιρ
Δπ·φ*σεις, Η ^ Ίο ^ ^ ιιτή
διδάγματα, γεγονότα: ΛΐΙ^ο'Ι (he/ M ^ K / if if w » « Μ 5 i« M 0 ^ o w ) Ν « έΠο 6 \ h l
ϋραγματα πβυ πρέπει να αγοράσω η να αποκτήσω με άλλον τρΟπβ!
V
Ίη
4
Ε υχαρ χαρισ τίες Π ολλές ολλές ευχαρι χαρ ισ τίες σε όσ ους ου ς αφ ιέρω σαν χρόνο χρόνο για να με βοηθή βοη θήσ σουν ουν: το Τ μήμα μή μα Α νθρω ποκτον ποκτονι ιώ ν στο στο Μ πέκε πέκεν νχαμ: στον στον αρχιεπιθεω θεω ρητ ρη τή Ν τά νκαν νκα ν Γ ουί ουίλσον λσ ον κα κ α ι τη ν αρχ α ρχι ιφ ύλακα ύλακα Ν τέιζι Γ κλένι κλένισ τερ (επίσ ης σ τον Α ντρέ Μ πέικερ κα κα ιτο ν Τ ζον ζον Γκο Γ κουντ υντ από α πό το Έ λθαμ). λθαμ). Α πό τη τη Μ ονάδα Ε ναέρι αέριας Υ ποστ ποσ τήρι ήρ ιξης του Λ ίπιτς Χ ιλ: σ τον επιθεω θεω ρητ ρη τή Φ ίλιπ Γου Γουά άιτλο, τον αστ ασ τυφύλα υφ ύλακα κα Τ έρι Γ ουάι ουά ιτ, το το ν Π ολ Γ ουότ ουότς, τον ασ ασ τυφύλα υφ ύλακα κα Χ άουαρντ ουα ρντ Τέ Τ έιλορ κα ι τον Ρί Ρ ίτσαρντ Σ πινκς. κς. Α πό τη τη Μ ονάδα ονάδα Δ ίω ξης Π αιδερασ δεραστ τώ ν τη ς Μ η τροπολιτικής Α στυν στυνομί ομίας: ας: σ τον αρχιεπιθεω θεω ρητή ρητή Μ πομπ πομ π Μ ακΛ ακ Λ άχλαν άχλαν κ α ι τη Μ άρι άριον Τ ζέιμ ς. Α πό τη τη Β ασι ασ ιλική Φ υλακή του Χ όλογουε όλογουεϊ ϊ: σ τον Ν τέιβ ιντ Λ άνκασ νκα σ τερ (διοικητ κη τή) κα ι τον αρχ αρχιδεσ δεσ μ οφύλα οφ ύλακα κα Π ίτερ Κ ολέτ ολέτ. Α πό τη τη Σ ήμανση ήμ ανση του του Ν οτί οτίου Λ ονδ ονδίνου: στ σ τον Ν τέιβ Τ αντ. αντ. Ε πίσης: σ τον βοη βο ηθό διευθυντ υθυντή ή Σ τιβ Γ κουί κουίλιαμ, σ τους Ά ντρι ντριαν Μ ίλσομ, λσομ, Ν ιλ Σ τέρτι ρτιβαντ βα ντ,, Ν ιλ Φ εργουέδε ργουέδερ, ρ, Ά σλι Σ μιθ, δρα δρα Χ έιγουντ ου ντ από απ ό το το Τ μ ήμα Ν ευρολογίας, ας, σ το Ν οσοκ οσ οκομ ομε είο το του Γ έοβιλ, όλο όλο το το προσ προσω ω πικό από απ ό τη τη Μ ονάδα Ε ντα ντα τική ς Θ εραπε ραπεί ίας σ το Β ασι ασ ιλικό Ν οσοκο οσ οκομ μ είο του του Λ ονδί ονδίνου (ει (ειδικά στη στη Μ άρα Φ άλβι) και κα ι στο στο προ πρ οσ ω πικό το το υ Ιατροδι ροδικασ κα σ τικού Γ ραφ ραφ είου το του Δ υτι υτικού κο ύ Σ όμε όμ ερσε ρσ ετ, όπω όπ ω ς και κα ι σ το προσ προ σ ω πικό και κ αι τους ου ς μ αθητ αθη τές σ το Π ανεπι ανεπισ τήμι ήμ ιο του του Μ παθ πα θ Σ πα, πα , τμ τμ ήμ α Α νθρω νθρω πισ τικώ ν Σ πουδώ πο υδώ ν. Ε ιδικές κές ευχα υχαρισ τίες σ τον επιθεω ρητή Κ λιφ Ν τέιβις, ο οπ ο ποίος μου αφ ιέρω σ ε με γεννα γενναι ιοδω ρία πολ πολύ ύ χρόνο.
Ε πίσης ση ς, θέλω θέλω να ευχα ευχαρισ τήσω ήσ ω τη ν Τ ζέιν Γκρ Γ κρέ έγκορι κορι κα ι τη Λ ιζάν Ρ έιντι ντις, τον Π άτρικ Τ ζάνσο νσ ον-Σ μ ιθ, τον Σά Σ άιμ ον Τέ Τ έιλορ, τον Τζ Τ ζο Γ κολντσ ολντσγουόρθ γουόρθι ι, τη Σ ελίνα Γουό Γ ουόλε λερ, ρ, τη ν Π ρου Τ ζέφ ρις, τον Τζ Τ ζιμ Μ πρου πρ ουκ κ ς του τους ς Λ έιντονς ονς, το το υς Χ εντ, τον Ρί Ρ ίλκε Ν τ., τον Ν όρμαν όρμ αν Ν τ. κα ιτι ιτις σ οφέ οφ ές γυναί γυναίκες Μ άργ άργκαρε κα ρετ τ Μ έρφι ρφι, Κ αρολάι αρολάιν Σ ανκς, ανκς, Λ ίντα ντα κα κα ι Λ όρα όρα Ν τά ουνι ουνιγκ. Κ αι πάνω α π ’ όλα, όλα, ένα εγ εγκάρδιο «ευχαρι «ευχαρισ τώ » σε όλους όλου ς αυτούς υτούς που με κρατ ρα τούν στα στα λογικά μου: τη τη Μ άιρι Χ ιτόμι όμ ι, τη ν υπέροχη υπέροχη οικογένε γένει ια μ ου κ α ιτο ν Κ ιθ Κ ουίν.