Henri LEFEBVRE: Δ Ι Α Λ Ε Κ Τ Ι Κ Ο Σ Υ Λ Ι Σ Μ Ο Σ
Τίτλος πρωτοτύπου: Henri LEFEBVRE, «Le Matérialisme Dialectique», Paris 1940
Μετάφραση άπό την άγγλικη Εκδοοη: • ΑΝΝΑ ΦΙΛΑΛΑΗΘΗ - ΚΟΥΝΤΟΥΡΙΩΤΟΥ 'Επιμέλεια έκδοοης - έξώφυλλο: • ΛΟΡΕΝΤΖΟ ΝΤΕΤΖΙΟΡΤΖΙΟ
Henri LEFEBVRE
Ό διαλεκτικός υλισμός Δ υ ό μελέτες
'Εκδόσεις Γερ. Άναγνωστίδη Ακαδημίας 71
Περιεχόμενα
Πρόλογος στήν πέμπτη έκδοση, 12 I. Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΑΝΤΙΦΑΣΗ, 21 Κριτική τής διαλεκτικής τοΟ Χέγκελ, 49 'Ιστορικός ΰλισμός, 64 Διαλεκτικός ΰλισμός, 88 Ή ένότητα τοΟ δόγματος, 107 II. Η ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ, 121 'Ανάλυση τοΟ προϊόντος, 128 Οι δραστηριότητες τής ένσωμάτωσης, 135 Ό έλεγχόμενος τομέας καί ώ Ανεξέλεγκτος τομέας, 144 Φυσικός ντετερμινισμός, 153 Κοινωνικός ντετερμινισμός, 158 Ό όλοκληρωμένος Ανθρωπος, 162 Πρός τό όλοκληρωμένο περιεχόμενο, 182 ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ, 184
Σημείωμα τού μεταφραστή
Σημείωση τοΟ μεταφραστή Τό κείμενο τοΟ καθηγητή Λεφέ&ρ έχει πολλές παραπομπές στά κείμενα τοΟ Χέγκελ καί τοΟ ΜάρΕ καί όπου εΓναι δυνατό οί πηγές δίνονται μέ τή μορφή σημείωσης μέσα στό tôt ο τό κείμενο. "Ομως έπειδή άχρ ένός ή πρωτότυπη γαλλική έκδοση τοΟ "ΔιαλεκτικοΟ ΎλισμοΟ" δχει παραπομπές μόνο γιά τά έργα καί όχι γιά τίς έκδόσεις, κι άφ έτέρου τά χειρόγραφα τοΟ καθηγητή Λεφέβρ καταστράφηκαν στόν πόλεμο τοΟ 1939-45, δίνουμε τίς παραπομπές δπως είναι στήν πρωτότυπη γαλλική έκδοση.
Επεξήγηση παραπομπών
'Επεξήγηση των παραπομπών Χέγκελ ED = Erste Druckschriften (Πρώτη δημοσίευση) Ε = Enzyklopâdie der Philosophischen Wissenschaften ('Εγκυκλοπαίδεια των Φιλοσοφ ι κων ' Επ ι στημων ) GP = Geschichte der Philosophie ( Ή 'Ιστορία τής Φιλοσοφίας) Ρ = Phânomenologie des aeistes ( Ή Φαινομενολογία τοΟ πνεύματος) PR = Philosophie des Rechts (*Η Φιλοσοφία τοΟ Δικαίου) WL = Wissenschaft der Logik ( Ή 'Επιστήμη τής Λογικής) MdpE
DI = Die deutsche ideologie ( Ή Γερμανική 'Ιδεολογία) HF = Die heilige Familie Γ Η "Αγία Οίκογένεια) Κ = Das Kapital (Τό Κεφάλαιο) ΚΗΟ = Zur Kritik der politischen "Okonomie ^Κριτική τής Πολιτικής Οικονομίας) Μ = Ôkonomische-philosophische Manuskripte (Οίκονομικά-φίλοσοφίκά Χειρόγραφα, 1844) 1857/58 ΜΑΝ = Manifest der kommunistischen Partei (Μανιφέστο ΚομμουνιστικοΟ Κόμματος) ΜΡ = La misère de la philosophie (*H 'Αθλιότητα τής Φιλοσοφίας) Ν = Nachlass (Κατάλοιπα)
" Ή ζωή τοΟ Πνεύματος 6έν είναι έχείνηπού £αρώνε ι. μπροστά ατό θάνατο και προσπαθε C νά κρατηθεΕ μακριά άπώ κάθε διαφθορά, άλλά έκείνη πού μπορεί ν'άντέξει τήν παρουσία τοΟ θάνατου μέσα της καί νά διατηρηθεί ζωντανή μέσα στό θάνατο. Χέγκελ " Ή Φαινομενολογία τοΟ πνεύματος"
Πρόλογος στην πέμπτη ξκδοση Αύχό τό μικρό βιβλίο Αντιπροσωπεύει, δνα έπεισόδιο χοΟ σκληροΟ άγώνα μέσα (καί σχό Μαρξισμό άνάμεσα σχούς δογματικούς καί χήν κριτική τοΟ δογματισμού. Αύχή ή πάλη δέν 6χει χελειώσει. ΈξακολουθεΕ άγρια. Ό δογματισμός εϋναι ίσχυρός, μπορεΕ vd έπικαλεσχεΕ χή δύναμη χής έΕουσίας, τοΟ Κράτους και χών θεσμών χου. Επιπλέον, Εχει πλεονεκχήμαχα: είναι άπλός καί διδάσκεται εύκολα. 'Αποφεύγει χάπερίπλοκα προβλήμαχα, μιά καί αίιτός άχριββς είναι ό σκοπός καί ή £ννοια τοΟ δογματισμοΟ. Δίνει σχούς όπαδούς χου ίνα συναίσθημα σθεναρής βεβαιότητας καί άσφάλειας. "Οταν γράφχηκε αύχό χό βιβλίο, έδδ καί είκοσι πέντε χρόνια περίπου άπό χώρα (1961), δέπίσημοςή "θεσμικός" Μαρξισμός εϋχε άρχίσει κιόλας νά στρέφεται πρός μιά συσχημαχική φιλοσοφία χής Φύσης. 'Υπήρχε μιά χάση άνχιμεχώπισης xfic φιλοσοφίας, σχό όνομα χών "θεχικών" έπισχημων καί ίδιαίχερα χής Φυσικής, σάν ένα πλαίσιο δπου μπορούν νά μαζευχοΟν χά άποχελέσμαχα αί>xûv xûv έπισχημών καί 6χσι νά έπιχευχθεΕ μιά όρισχική είκόνα χοΟ κόσμου. 'Ανάμεσα σχούς κύκλους πού κυ12
βερνούσανε, κάτω άπ'τήν έπιρροή τοΟ Στάλιν καί τοΟ Ζντάνοφ ύπήρχε μιά έπιθυμία συγχώνευσης τής φιλοσοφίας μέ τίς φυσικές έπιστήμες μέ τό νά "βασίσουν" τήν διαλεκτική μέθοδο στή διαλεκτική τής Φύσης. Γιατί αύτή ή συστηματοποίηση; Σήμερα, άν καί δέν έχουνε Εεκαθαρίσει τά πάντα,άρχίζούμε νά βλέπουμε καί νά γνωρίζουμε καλύτερα τί συνέβη: 1. Μιά βαθιά δυσπιστία έπικρατοΟσε (καί έξακολουθεΕ άκόμη) σέ σχέση μέ τά πρώτα κείμενα τοΟ ΜάρΕ· Οί ιδεολογικές αύθεντίες τοΟ ΜαρΕιστικοΟ καί κομμουνιστικοΟ έργατικοΟ κινήματος φοβήθηκαν -όχι χωρίς λόγο— ότι ή σκέψη τοΟ ΜάρΕ πιθανώς νά γινότανε κατανοητή μ' έναν έντελώς διαφορετικό τρόπο άν διαβαζότανε αύτή ή πρόσφατα δημοσιευμένη δουλειά του. Σάν πολιτικοί, πού ένεργούσανε σύμφωνα μέ έκεΐνες τίς μεθόδους τής πολιτικής δράσης καί όργάνωσης πού είχανε έφαρμόσει, τήν πρόλαβαν. "Εκαναν τόν δογματισμό τους περισσότερο αύστηρό έτσι ώστε νά τόν προστατέψουνε άπό τή σύγκρουση καί νά τόν διαφυλάΕουνε. Αύτή άκριβώς τή στιγμή όπου οί μέχρι τότε βαλμένες στό περιθώριο ίδέες άρχισαν νά Εαναανακαλύπτονται (άλλοτρίωση, πράΕη, ό όλοκληρωμένος άνθρωπος καί ή κοινωνική όλότητα, κλπ.) καί όπου αύτοί πού είχαν διαβάσει τό νεαρό ΜάρΕ χάραζαν τό δρόμο γιά τήν Εαναανακάλυψη τοΟ Χέγκελ, οί δογματιστές κινιόντουσαν πρός τήν άντίθετη κατεύθυνση. "Αρχισαν νά περιφρονούν περισσότερο άπ' δσο ποτέ τόν Χέγκελ καί τόν Χεγκελιανισμό, άπέρριφαν τά πρώτα κείμενα τοΟ ΜάρΕ μέ τή δικαιολογία δτι είναι μολυσμένα άπό ιδεαλισμό κι δτι προηγήθηκαν τής διατύπωσης τοΟ διαλεκτικού ύλισμοΟ, χάραΕαν μιά γραμμή άνάμεσα στόν ΜάρΕ καί τούς προηγούμενούς του καί μιά άλλη άνάμεσα στά όνομαζόμενα φιλοσοφικά καί στά όνομαζόμενα έπιστημονικά έργα τοΟ σύνολου των γραπτών τοΟ ΜάρΕ,είδωλοποιήσανε όρισμένα κείμενα γραμμένα άπ'τόν Στάλιν, ίδιαίτερα τό διαβόητο θεωρητικό κεφάλαιο στήν " * Ιστορία τοΟ Κομμουνιστικού κόμ13
ματος τής Σοβιετικές "Ενωσης", κλπ. 2. Εάν Αποτέλεσμα Αναπτύχθηκε £νας Απλοποιημένος Μαρξισμός καί υλισμός, πού έφτανε μόνο μέχρι τήν Αναγνώριση τοΟ πρακτικού καί ύλικοΟ κόσμου "δπως είναι" χωρίς προσθέματα ή έρμηνεία. *Η μεθοδολογία του έπίσης συντομεύτηκε. Παρά τά σαφή "κλασικά" έδάφια στούς ΜάρΕ, "Ενγκελς καί Λένιν, οι έπίσημοι ΜαρΕιστές Αμφισβήτησαν τό κύρος τής τυπικής λογικής, δπως προήλθε άπό τόν 'Αριστοτέλη καί άπό τίς ίδεολογικές "ύπερδομές" τής Αρχαίας ή τής μεσαιωνικής κοινωνίας. Ετό έΕής οι νόμοι τής διαλεκτικής θά μπορούσανε νά διδάσκονται σάν νόμοι τής Φύσης, έγκαταλείποντας τή μεσολάβηση τής λογικής καί τής συζήτησης καί ύπερπηδώντας μ' αύτό τόν τρόπο τά προβλήματα πού δημιουργεί αύτή ή μεσολάβηση. Είναι ένδιαφέρον νά σημειωθεΕ δτι αύτή τήν Απλοποιημένη όντολογία τής Ολικής Φύσης άκολούθησε άλλες Απλοποιήσεις êE ίσου παράλογες. Γιά ίνα άρκετά μακρύ χρονικό διάστημα —έκεΕνο τής μεγάλης οίκονομικής κρίσης τοΟ 1929-33 καί των συνεπειών της— ό ΜαρΕισμός είχε περιοριστεί σέ μιά καί μόνη έπιστήμη : πολιτική οίκονομία. Είχε γίνει οίκονομικισμός. Οί δογματιστές αύτήε τής πεποίθησης μέ φαιδρό τρόπο Απέρριψαν τίς άλλες έπιστήμες τής Ανθρώπινης πραγματικότητας:τήν κοινωνιολογία, δντας δήθεν μολυσμένη Από τό ρεφορμισμό, καί τή ψυχολογία δντας Ανεπανόρθωτα Αστική. Μέσα σ'αύτή τήν Απλοποίηση ΑΕιολύπητες φατρίες είχαν ήδη έμφανιστεΕ: μιά ύπήγαγε τή θεωρία στίς Απαιτήσεις τής πρακτικής διδασκαλίας τών νέων, μιά άλλη τήν ύπήγαγε στίς έπιταγές τής πολιτικής κατάστασης τής στιγμής. Ή θεωρία μεταβλήθηκε είτε σέ Ιδεολογικό όργανο, είτε σέ ύπερδομή μι&ς Ιδιαίτερης κοινωνίας. Στερήθηκε παντελώς τό βάθος της γιά χάρη ένός ωφελιμισμού άμεσα περιορισμένου καί ρωμαλέου. 'Ετσι, κατά τήν διάρκεια τής έποχής πού είδικά τά οικονομικά προβλήματα ήτανε ύπέρτατα (κρίσεις στίς καπιταλιστικές χώρες καί ή Αρ14
χή τοΟ προγ ραμματtσμοΟ στή Σοβιετική "Ενωση),ό οίκονομικισμός Ανθιζε. 3. "Ομως ύπάρχει μιά άλλη, χειρότερη πλευρά αότής τής μεταμόρφωσης τοΟ Μαρξισμού σέ φιλοσοφία τής Φύσης: ήτανε μιά μαζική άσκηση άποπροσανατολισμοΟ. 'Ενώ μιλούσανε δημόσια γιά κύματα καί σωματίδια καί γιά τή "συνεχή-άσυνεχή" άντικειμενική διαλεκτική καί όλα αύτά τά συζητούσανε "έλεύθερα", τά καίρια προβλήματα είχανε έξαφανιστεε. Αύτό πού στήν πραγματικότητα διακυβευότανε , δέν κρατοΟσε πιά τήν πρώτη θέση στό νοΟ τών Ανθρώπων, μιά καί εϋχε άπομακρυνθεϋ όσο περισσότερο ήτανε δυνατό, μέσα στά βάθη τής Φύσης καί τής κοσμολογικής θεωρίας. Ό Στάλιν καί ot Σταλινικοί ήταν είδήμονες στήν έφαρμογή αύτής τής παραπλανητικής τακτικής. Τό "Δημοκρατικό Σύνταγμα" δημοσιεύτηκε έπίσημα τό 1936, μετά τή δολοφονία τοΟ Κίρωφ, (τώρα ξέρουμε, χάρις στό Ν. ΚροΟτσεφ, δτι ό Στάλιν ήταν ό ύποκινητής της), τήν ίδια άκριβώς στιγμή πού ό τρόμος ήτανε άχαλίνωτος. Ή συστηματοποίηση τοΟ διαλεκτικού ύλισμοΟ σέ έπιστημονική φιλοσοφία τής Φύσης χρονολογεΓται άπ' τήν ίδια περίοδο καί έπιδιώκει τόν ίδιο σκοπό: νά κρύφει ΐά πραγματικά θεωρητικά καί πρακτικά προβλήματα. ΕΓναι'άπόλυτα δυνατή ή παοαδοχή καί ή ύποστήριξη τής θέσης τής διαλεκτική»στή Φύση. Αύτό πού είναι άπαράδεκτο είναι τό νά τής δώσουμε τόσο τεράστια σημασία καί νά τήν κάνουμε κριτήριο καί θεμέλιο τής διαλεκτικής σκέψης. 4. Γιά πολλούς καί άνεξιχνίαστους λόγους ό θεσμικός Μαρξισμός άρνεϋται νά συζητήσει γιά Α λ λ ο τ ρ ί ω σ η . Είτε άπορρίπτει τήν Ιδέα, είτε τήν δέχεται μόνο μέ έπίφυλάξεις καί όρους. Ot δογματιστές τήν βλέπουν άπλβς σάν êva σταθμό στή σκέψη τοΟ Μάρξ, πού γρήγορα άντικαταστάθηκε άπ'τή μιά μεριάάπό τήν άνακάλυψή του τοΟ διαλεκτικού ύλισμοΟ σάν φιλοσοφία καί άπό τήν άλλη άπ' τήν διατύπωσή του μιάς έπιστημονικής πολιτικής οίκονομίας ("Κεφάλαιο"). Γι' αύτούς μοιά15
ζει μέ Αποπροσανατολισμό ή έπαναφορά τής ίδέας τής Αλλοτρίωσης , Ανεξάρτητα άπό όποιαδήποτε ιδεαλιστική συστηματοποίηση, έτσι ώστε νά τήν χρησιμοποιούν στήν κριτική άνάλυση τής "πραγματικότητας" καί νά τήν ένσωματώνουν στίς κατηγορίες των κοινωνικών έπιστημων (εΓ— δικά τήν κοινωνιολογία). "Η τουλάχιστον έτσι προσποι οΟνται. Γιατί; Προφανώς γιά πολιτικούς λόγους πού είναι καί βραχυπρόθεσμοι καί κοντόφθαλμοι. Δέν μπορούμε νά περιορίσουμε τήν χρήση τής Ιδέας τής άλλοτρίωσης στή μελέτη τών άστικών κοινωνιών. ΜπορεΓ νά μδς βοηθήσει στό νά ξεσκεπάσουμε καί νά κριτικάρουμε πολυάριθμες μορφές Αλλοτρίωσης (τών γυναικών, τών Αποικιακών ή πρώην Αποικιακών χωρών, τής δουλειάς καί τοΟ έργάτη, τών "καταναλωτικών κοινωνιών" τής ίδιας τής Αστικής τάξης μέσα στήν κοινωνία πού έχει διαμορφώσει σύμφωνα μέ τό δικό της συμφέρον, κλπ.), όμως Ακόμα μ&ς βοηθάει στό νά ξεσκεπάσουμε καί νά κριτικάρουμε ιδεολογικές καί πολιτικές Αλλοτριώσεις μές στό σοσιαλισμό, ίδιαίτερα στή διΑρκεια τής Σταλινικής περιόδου. Οι θεσμικοί Μαρξιστές προτιμούνε νά άπορρίψουν τήν ίδέα έτσι ώστε νά Αποφύγουν τέτοιους κινδύνους καί νά άμβλύνουν τίς κοφτερές της Ακρες. Δέν είναι Ανάγκη νά τονίσω ότι όταν έγραψα αύτό τό βιβλίο δέν είχα ύπ' όψη μου όλα αύτά τά συγγενεύοντα προβλήματα. Πάντως, έχει σάν ΑξονΑ του τίς διαλεκτικές κινήσεις μέσα στήν Ανθρώπινη καί κοινωνική πραγματικότητα. Εέ πρώτο πλάνο βάζει τήν ΐδέα τής Αλλοτρίωσης, σάν φιλοσοφική ίδέα καί σάν Αναλυτικό όργανο, όχι τή διαλεκτική στή Φύση. Άγνοεε τή συστηματοποιημένη φιλοσοφία,τοΟ ύλικοΟ Αντικειμένου. Τό τελευταίο καί θεμελιώδες κεφάλαιο "ή 'Ανθρώπινη Παραγωγή" Απορρίπτει τόν δημοφιλή οίκονομικισμό καί κοινωνιολογισμό καθώς καί τήν έμφαση πού έχει δοθεΓ στή μή Ανθρώπινη ύλικότητα. Πράγμα πού σημαίνει δτι έτσι όπως είναι, είναι μολυσμένο μόνο πολύ έλαφράάπό δογματισμό καί ότι ό συγγραφέας δέν διστάζει νά έπιτρέ16
ψει γιά μιά φορά άκόωα, παρ'δλη τήν άδυναμία του, νά διαβαστεε καί νά κριτικαριστεε. Γεγονός παραμένει ότι σήμερα μποροΟμε καί πρέπει νά ξαναδιαβάσουμε τόν ΜάρΕ μέ καινούργια μάτια,ειδικά τά πρώτα έργα, πού είναι λάθος νά άποκαλοΟμε "φιλοσοφικά" μιά καί περιέχουν μιά ριζοσπαστική κριτική όλης τής συστηματικής φιλοσοφίας. " Ή φιλοσοφία - γίγνεσθαι τοΟ κόσμου είναι ταυτόχρονα ô κόσμος - γίγνεσθαι τής φιλοσοφίας, ή πραγμάτωσή της είναι έπίσης ή καταστροφή της", έγραφε ό ΜάρΕ τόν καιρό πού σχεδίαζε τή διδακτορική του διατριβή μέ θέμα " Ή Φ ι λ ο σ ο φ ί α τ f| ς Φ ύ σ η ς σ τ ό ν Δ η μ ό κ ρ ι τ ο κ α ί τόν Ε π ί κ ο υ ρ ο " . Μ" αύτή τή διατριβή δείχνει ότι ύπάρχε ι μιά διαλεκτική κίνηση μέσα σέ καθένα άπ' τά φιλοσοφικά συστήματα πού έΕετάζει —μιά διαλεκτική κίνηση στήν άμοιβαία τους άντίφαση, καί τελικά, σέ καθένα άπ'αύτά, ή άντικειμενοποίηση μιά, ίδιαίτερης μορφής,συνείδηση, πού μπορεί νά προσδιοριστεί μόνο μέσα άπό τήν σχέση της πρός τόν πραγματικό κόσμο καί τήν κοινωνική πράΕη σ'αύτόν τόν πραγματικό κόσμο (ή 'Αρχαία "Ελληνική κοινωνία σ' αύτή τήν περίπτωση). "Οντας έτσι ή φιλοσοφία σάν μιά σταθερά άνανεούμενη καί σταθερά παραπλανητική προσπάθεια συστηματοποίησης καί διατύπωσης μιάς Ικανοποιητικής είκόνας τοΟ άνθρωπου ή τής άνθρώπινης ικανοποίησης, άποσυντίθεται. Είναι σωστό τό νά λάβουμε ύπ' όψη μας τί προτείνει, μόνο όμως γιά νά τό άντιληφθοΟμε, μιά άντίληψη πού θέτει καινούργια προβλήματα. Στό σχεδόν άμέσως έπόμενο κείμενο πού έγραφε ό ΜάρΕ Εεκινάει νά κριτικάρει τό Χεγκελιανισμό καί δείχνει πώς αύτή ή περίφημη συστηματοποίηση άποσυντίθεται. Δύο θέσεις ή στρατόπεδα δημιουργήθηκαν στή Γερμανία έΕ αΙτίας του. "Η μιά ήθελε "νά καταργήσει τήν φιλοσοφία χωρίς νά τήν πραγματώσει", όντας μιά θεωρητική διατύπωση τών έπιτευγμάτων τοΟ άνθρώπου, ή άλλη σκεφτόταν δτι "ή φιλοσοφία μπορούσε νά πραγματωθεϋ 17
χωρίς νά καταργηθεί, όντας μιά Απλή θεωρητική καί Αφηρημένη διατύπωση τοΟ άνθρώπου, τής έλευθερίας του καί τών κατορθωμάτων του. Ή άποστολή τοΟ προλεταριάτου στή Γερμανία, άλλά δχι μόνο έκεϋ, ήτανε πάνω άπό όλα νά ύπερβεΕ τή φιλοσοφία, δηλαδή νά τήν πραγματοποιήσει καταργώντας την αύτή καθ' έαυτή. ""Οπως Ακριβώς ή φιλοσοφία βρίσκει τά ύλικά της δπλα στό προλεταριάτο, έτσι καί τό προλεταριάτο βρίσκει τά διανοητικά του δπλα στή φιλοσοφία... Ή φιλοσοφία είναι ή κεφαλή αύτής τής Απελευθέρωσης, τό προλεταριάτο ή καρδιά της. Ή φιλοσοφία δέν είναι δυνατό νά πραγματωθεΕ χωρίς τήν κατάργηση τοΟ προλεταριάτου, τό προλεταριάτο δέν μπορεϋ νά καταργηθεί παρά μόνο &ν πραγματωθεί ή φιλοσοφία" (Μ). Ό ΜάρΕ ποτέ δέν έπανήλθε σ'αύτή τή θεωρία τής μεταφυσικής ύ π έ ρ β α σ η ς τής φιλοσοφίας αύτής καθ'έαυτής, θεωρώντας την, δηλαδή, σ'δλη της τήν έΕέλιΕη, άπό τούς "Ελληνες μέχρι τόν Χέγκελ, είτε γιά νά τήν Ανασκευάσει εΕτε γιά νά τήν Απορρίψει. Μέ τή σημερινή όρολογία, πού δέν ύπάρχει στόν ΜάρΕ, μπορούμε νά πούμε δτι γι' αύτόν ή φιλοσοφία εϋχε π ρ ο γ ρ α μ μ α τ ική φύση. "Εδωσε καί Ακόμα έΕακολουθεΐ νά δίνει στόν Ανθρωπο £να πρόγραμμα ή, άν προτιμάτε, δνα σχέδιο. Αυτό τό πρόγραμμα ή σχέδιο θά άντιμετωπίσει καταπρόσωπο τήν πραγματικότητα, δηλαδή τήν πράΕη (κοινωνική πρακτική), μιά άντιμετώπιίτη πού είσάγει νέα στοιχεΕα καί θέτει προβλήματα διαφορετικά άπό έκεΕνα τής φιλοσοφίας. Ή θεωρία αύτή όλοκληρώθηκε μέσα στό ΜαρΕισμό, μιά καί ή σκέψη τοΟ ΜάρΕ προχωρούσε μέ τή μορφή διαδοχικών προεκτάσεων ή ένσωματώσεων σέ σύνολα, ή (μερικές) δλότητες πού ήταν δλοένα πιό έκτενεΕς καθώς καί άλοένα κοντύτερα στήν πράΕη. Κανένα στοιχεί ή "στιγμή" δέν χάνεται. 'Ιδιαίτερα ή στιγμή τής ριζικές κριτικής 18
καί τοΟ Αρνητισμού (πού περιλαμβάνει, τήν κριτική τής θρησκείας, τής φιλοσοφίας καί τοΟ κράτους γενικά) βρίσκει μιά θέση σ'αύτή τήν έξέλιξη καί δέν άπορροφάται πάλι μέσα στό συμφέρον ένός καθαροΟ καί άπλοΟ "θετικισμού". Κατά συνέπεια ή σκέψη τοΟ Μάρξ δένμπορεΓνά ύποβαθμιστεε ούτε στή θετικιστική θέση πού τοποθετεΓ τή φιλοσοφία πίσω σ' 6να παρελθόν πού είναι ξεπερασμένο, ούτε στή θέση έκείνων πού διαιωνίζουν τή 6ομή συστημάτων μέ βάση τή φιλοσοφία. Σέ μιάν έποχή πού ό δογματισμός θρυμματί ζεται καί διαλύεται, τά πρώτα γραπτά τοΰ Μάρξ άποκτοΟν μεγάλη σημασία. Μ&ς δίνουνε τή δυνατότητα νά άναθεωρήσουμε τά προβλήματα πού δημιουργήθηκαν άπό τίς Ιδέες του κι' άπό τόν Μαρξισμό, προβλήματα πού στή βάση τους είναι καθαρά δικά μας. Άνρί Λεφέβρ Παρίσι Δεκέμβριος 1961
19
I Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΑΝΤΙΦΑΣΗ
Ή τυπική λογική προσπαθεί vd καθορίσει τόν τρόπο λειτουργίας τής βιανόησης άνεΕάρτητα άπό τό πειραματικό καί κατά συνέπεια Ιδιαίτερο καί ένδεχόμενο, περιεχόμενο κάθε συγκεκριμένου ίσχυρισμοΟ. *0 φορμαλισμός δικαιολογείται άπό τήν άνάγκη μιάς παγκόσμιας δύναμης. Ή τυπική λογική μελετά καθαρά άναλυτικές μεταβολές, συμπεράσματα μέσα στά όποία ή σκέψη άσχολείται μόνο μέ τόν έαυτό της. Ή μόνη άξία πού έχει γι' αύτόν πού άσχολείται μέ τή λογική κάποιος όρισμένος ίσχυρισμός είναι αύτή τοΟ διδακτικού παραδείγματος. Αύτά τά παραδείγματα ή προσχήματα έναλλάσσονται μετα£ύ τους. Ά πό τή στιγμή πού θά τεθούν, ή σκέψη προχωρεί μέσα στόν έαυτό της, μέ ένα μίνιμουμ περιεχόμενο, πάντοτε έτοιμη νά άπαλλαγεί άπ'αύτό τό περιεχόμενο καί νά μήν άποκτήσει ποτέ ένα όποιοδήποτε καινούργιο περιεχόμενο. "Ετσι δέν διατρέχει τόν κίνδυνο σφαλμάτων. Αύτόςότυπικός τρόπος σκέψης ύπακούει μόνο στήν καθαρή ταυτότητά του μέ τόν έαυτό του: "Α είναι Α. "Av Α είναι Β καί Β είναι Γ, τότε Α είναι Γ". "Στή τυπική λογική ή κίνηση τής σκέψης μοιάζει νά είναι κάτι Εεχωριστό, πού δέν έχει καμιά σχέση μέ τό άντικείμενο πού σκεπτόμαστε", λέει ô Χέγκελ. (GP). Ά ν αύτή ή άνεΕαρτησία περιεχόμενου καί μορφής έπιτυγχανόταν, είτε θά έμπόδιζε τήν έφαρμογή τής μορφής σέ κάθε ίδιαίτερο περιεχόμενο, ή άλλοιως θά τής έπέτρεπε νά έφαρμοστεί σέ όποιοδήποτε περιεχόμενο, άκόμα καί σέ ένα παράλογο. 'Επί πλέον, μπορεί νά φανταστέ C κανείς ότι θά πρέπει νά ύπάρχουν δυό έντελως ξεχωριστές λογικές, ή μιά άφηρημένη, μιά λογική τής καθαρής μορφής, καί ή άλλη συγκεκριμένη, μιά λογική περιεχόμενου; Στήν πραγματικότητα ή τυπική λογική ποτέ δέν τά καταφέρνει χωρίς τό περιεχόμενο. Μπορεί νά άποσπάσει ένα κομμάτι αύτοΟ τοΟ περιεχόμενου καί νά 22
τό περιστείλει, ή νά τό κάνει όλο καί περισσότερο "άφηρημένο", άλλά δέν u^iopeC ποτέ νά έλευθερωθεΓ έντελώς Απ'αύτό. Δουλεύει παίρνοντας σάν βάση όρισμένες κρίσεις, έστω KL άν θεωρεί τό περιεχόμενό τους άπλά καί μόνο σάν μιά πρόφαση γιά τήν έφαρμογή τής μορφής. "Οπως Αποδεικνύει ό Χέγκελ, μιά έντελώς άπλή, κενή ταυτότητα δέν μπορεί ούτε κ&ν νά διατυπωθεί. "Οταν αύτός πού Ασχολείται μέ τή λογική καί έχει ήδη θέσει "Α" θέΠ τει μή Α" καί ισχυρίζεται δτι "Α δέν είναι μή Α", υιοθετεΕ τή μορφή τής άρνησης χωρίς νά τήν έχει δικαιολογήσει. Έτσι θέτει τό άλλο τοΟ "Α", τή διαφορά ή μή ταυτότητα, καί άκόμα θέτει έναν τρίτο όρο, "Α", πού δέν είναι ούτε "σύν Α" ούτε "πλήν Α". "Οδρος "μή Α" τίθεται μόνο γιά νά έξαφανιστεΕ, όμως μ'αύτόν τόν τρόπο ή ταυτότητα γίνεται μιά άρνηση τής άρνησης,μιά διάκριση μέσα σέ μιά σχέση. Κατά συνέπεια οί λογικές άρχές (τής ταυτότητας καί μή-άντίφάσης) δέν είναι καθαρά Αναλυτικές. 'Επί πλέον, μόλις θέσουμε μιά όρισμένη κρίση (γιά παράδειγμα: τό δέντρο είναι πράσινο) , θέτουμε "Α είναι Β". Δέν παραμένουμε, μέσα στήν ταυτότητα καί τήν τυπική έπανάληψη, άλλά ε ίσάγουμε ένα περιεχόμενο, μιά διαφορά, πού ή τυπική ταυτότητα σέ σχέση μ'αύτήν είναι έπίσης μιά διαφορά (WL II). Άπ'τή μιά μεριά ή τυπική λογική σχετίζεται πάντοτε μέ τό περιεχόμενο, καί έτσι διατηρεί μιά όρισμένη συγκεκριμένη σημασία. 'Απ' τήν Αλλη πάντοτε συνδεότανε μέ δνα γενικό Ισχυρισμό σχετικά μ'αύτό τό περιεχόμενο, δηλαδή μέ μιά δντολογία, ή ένα δογματικό καί μεταφυσικό θέμα. Οί λογικές θεωρίες τοΟ πραγματικού, όπως παρατηρεί ειρωνικά ô Χέγκελ, ήτανε πάντοτε πάρα πολύ καλόκαρδες . πρός τά πράγματα, άπασχολήθηκαν μέ τό νά ξεριζώνουν Αντιφάσεις Απ' τό πραγματικό μόνο καί μόνο γιά νά τίς μεταφέρουν μέσα στό νού καί έκεΕνάτίς Αφήσουν Αλυτες. "Ετσι δ Αντικειμενικός κόσμος καταλήγει τελικά νά σχηματίζεται άπό μεμονωμένα καί στάσιμα γεγονότα, άπό ούσίες, ύλες ή μέρη, πού είναι Ασχε23
τα μεταξύ τους. Αύτές οί ούσίες είναι αύτό πού είναι, είναι τό Αποτέλεσμα τής Ανεπιφύλακτης έφαρμογής τής θεωρίας τής ταυτότητας, καί δέν ύπΑρχει τίποτε Αλλο νά είπωθεΐ πάνω σ'αύτές. Πολύ συχνά ή λογική τής ταυτότητας έχει συνδεθεί μέ τή μεταφυσική τοΟ "Οντος1. Ή ταυτότητα δέν θεωρείται σάν καθαρή μορφή, ΑλλΑ σάν μιά έάωτερική ουσιαστική καί άντικειμενική Ιδιότητα τοΟ "Οντος. Άπό τήν ταυτότητα μέσα στή σκέψη μποροΟμε νά προχωρήσουμε στήν άντικειμενική ταυτότητα, πού χαρακτηρίζει τήν ύπαρξη κάθε πραγματικής ύλης. Τό όν -καί κάθε δν— είναι ταυτόσημο πρός τόν έαυτό του καί έτσι αύτοπροσδιορίζεται. Κατά συνέπεια ή ταυτότητα θεωρεϋται ό*ά μορφή και περιεχόμενο μαζί : τό δικό της περιεχόμενο. Αύτή ή πλευρά τής 'Αριστοτελικής σκέψης (ή πιό άφηρημένη καί πιό έπιπόλαια ίσως, άν είναι Αλήθεια ότι ή 'Αριστοτελική σκέψη ήταν έπίσης μιά θεωρία τής άτομικότητας κάθε συγκεκριμένου δντος) άπομονώθηκε καί Αναπτύχθηκε Από μετέπειτα φιλοσοφίες. Μέχρι τόν Λάιμπνιτζ ή δυτική σκέψη είχε καταπιαστεί μέ μιά ήρωϊκή Αλλά μάταιη προσπάθεια νά έξάγει τό περιεχόμενο άπό τή μορφή, νά περάσει λογικά άπό τό "Ον τής σκέψης στό "Ον τής ύπαρξης, δηλαδή νά συνάγει συμπεράσματα γιά τόν κόσμο. Ή σχέση Ανάμεσα στό περιεχόμενο καί τή μορφή στήν τυπική λογική είναι κατά συνέπεια άνεπαρκώς καθορισμένη καί συζητήσιμη. Ή τυπική λογική διατηρεί καί πολύ καί λίγο περιεχόμενο. Αύτό τό περιεχόμενο είναι μονόπλευρο, γίνεται στήν πραγματικότητα δεκτό, έπειτα άποσυντίθεται, Αδρανοποιείται καί μετατίθεται μεταφυσικά. Τό λογικό-μεταφυσικό Αξίωμα είναι Ακριβώς τό ίδιο μ'έκείνο τής "μαγικής" νοοτροπίας: ή σχέση μεταξύ μορφής καί περιεχομένου θεωρεϋται σάν συμμετοχή. Η τυπική ταυτότητα γίνεται ένα σχήμα ταυτοποίησης σ' αύτή τή "μαγική" έννοια. "Η τυπική λογική δέν πετυχαίνει τό σκοπό της όταν στρέφεται ένάντια στά μαγικά δόγματα καί τούς μυστικισμούς, στήν πραγματικότη24
τα δέν υπερβαίνει θεωρίες πού στερούνται λογικής αύστηρότητας καί έτσι παραμένει στό έπίπεδό τους. 'Αφήνει άλυτο ένα ούσιαστικό πρόβλημα καί θέτει Cνα έπιτακτικό έρώτημα: πώς θά κατορθωθεε ή ένότητα τής μορφής καί τοΟ περιεχόμενου; 'Εφόσον όφορμαλισμός άποτυχαίνει σ'αύτό, δέν θά μπορούσαμε ν'Αντιστρέφουμε τή σειρά καί νά πάμε άπό τό περιεχόμενο στή μορφή, άντί άπό τή μορφή στό περιεχόμενο; Ή τυπική λογική έχει περιπλέξει τήν λογική σκέψη σέ μιά σειρά άπό συγκρούσεις. Ή πρώτη είναι μιά σύγκρουση άνάμεσα στήν αύστηρότητα καί τήν καρποφορία τής σκέψης. Μέσα στόν συλλογισμό (άκόμα καί όταν δέν είναι έντελώς στείρος) ή σκέψη είναι αύστηρά σαφής μόνο άν διατηρείται μέσα στήν έπανάληψη τών ίδιων όρων. Είναι γνωστό δτι ή έπαγωγή πού μάς δίνει τήν δυνατότητα νά προχωρήσουμε άπ' τά γεγονότα σέ νόμους δέν είναι αύστηρή. Κάθε γεγονός, καθετί πού θεμελιώνεται πειραματικά, βάζει μέσα στή σκέψη 6να στοιχείο πού είναι καινούργιο καί κατά συνέπεια χωρίς άναγκαιότητα άπό τή σκοπιά τοΰ λογικού φορμαλισμού. Οι έπιστήμες άναπτύχθηκαν έξω άπό τήν τυπική λογική ήάκόμα καί σέ άντίθεση μ'αύτήν. "Ομως τότε, έάν ή έπιστήμη δίνε ι άποτελέσματα δέν ξεκινάει άπό άναγκαΓες άλήθειες, ούτε άκολουθεΕ μιά αύστηρή έξέλιξη. Ή λογική καί ή φιλοσοφία παραμένουν έξω άπό τίς έπιστήμες ή άπλά άκολουθοΰν μετά άπ'αύτές, μέ σκοπό νά καθιερώσουν τίς δικές τους είδικές μεθόδους. Δέν συνεισφέρουν τίποτε δικό τους. 'Αντίστροφα, οί έπιστήμες είναι άσχετες μέ τή φιλοσοφία, είτε κάτω είτε πάνω άπ'αύτήν καί οί μέθοδοί τους τής άνακάλυψης δέν έχουν καμιά σχέση μέ τήν αύστηρή λογική. Ό έπιστήμονας άποδεικνύει δτι ή σκέψη κινείται προχωρώντας μέσα στή γνώση, δμως ό φιλόσοφος παίρνει έκδίκηση άμφισβητώντας τήν άξία τής έπιστήμης. Ή σύγκρουση άνάμεσα στήν αύστηρή καί τήν καρποφόρα σκέψη έπεκτείνεται, γεννώντας τό πρόβλημα τής γνώσης καί τό πρόβλημα τής άξίας τής έπιστήμης. 25
Δεύτερο, dv τό Ό ν είναι αύτό πού είναι καί τίποτε άλλο, &ν κάθε ίδέα είναι είτε άπόλυτα άληθινή είτε άπόλυτα ψεύτικη, οι πραγματικές άντιφάοεις μεταξύ ύπαρξης καί σκέψης Δποκλείονται άπό τή σκέψη. Αύτό, πού στά πράγματα καί στή συνείδηση, είναι διάφορο καί ρευστό έγκαταλείπεται στή διαλεκτική μέ τήν παλιά έννοια τοΰ όρου: στό άσαφές έπιχείρημα καί στά παιχνίδια τοΟ σοφιστή καί τοΟ συνήγορου πού μπορεί νά βρίσκει εύχαρίστηση είτε έπιχειρηματολογεΓ ύπέρ είτε κατά. "Αν ή σκέψη προσδιορίζεται άπό τήν ταυτότητα, τότε έπίσης προσδιορίζεται άπό στασιμότητα. "Ετσι έξελίσσεται μία νέα σύγκρουση άνάμεσα στή δομή τής άντίληψης καί τής κινητικότητας, άνάμεσα στήν σαφήνεια τής καθαρής σκέψης καί των διάφορων πολώσεων καί μεταλλασσόμενων δυνάμεων τής πραγματικής έμπειρίας. Ή λογική τοποθετείΓται έξω άπό τό πραγματικό,στό ίδανικό. Ή λογική καταλήγει νά είναι κάτι πού άφορά ένα μυθικό όν, καθαρή σκέψη, πού γι αύτήν τό πραγματικό θά φαινόταν άκάθαρτο. 'Αντίστροφα, τό πραγματικό Απορρίπτεται καί παραδίνεται στά χέρια τού παράλογοι. "Οταν ό Χέγκελ ξεκίνησε τή φιλοσοφική του καρριέρα βρήκε τό Λόγο (λογική), πού είναι ή σκέψη ή άναπτυγμένη στό ψηλότερο δυνατό βαθμό, βαθιά διχασμένο άπό αύτές τίς έσωτερικές συγκρούσεις. Ό δυαδισμός τοΟ Κάντ τίς είχε χειροτερέψει σέ σημεϋο πού είχαν γίνει άφόρητες, μέ τόν έσκεμμένο διαχωρισμό τής μορφής άπ'τό περιεχόμενο, τής σκέψης άπό τό "ίδιο τό πράγμα", καί τής ίκανότητας τοΰ γιγνώσκειν άπό τό άντικείμενο τής γνώσης. Ό σκοπός τού Χέγκελ ήτανε νά διαλύσει αύτές τίς συγκρούσεις, καί νά άνακτήσει, μέσα στήν κίνησή τους, όλα τά στοιχεία τής φιλοσοφικής σκέψης καί τοΰ νοΰ, πού είχαν φτάσει σ'αύτόν σέ μιά κατάσταση έξάρθρωσης καί διαφωνίας. Αύτός 6 σκοπός συμπεριέλαβε μέσα του τήν μέθοδο καί τήν κεντρική ίδέα τοΰ δόγματος τοΰ Χέγκελ: ή συνείδηση μιάς άπέραντα πλούσιας ένότητας σκέψης καί 26
πραγματικότητας, μορφής καί περιεχόμενου, μιά άναγκαία ένότητα, πού συνεπάγεται άπό τίς έσωτερικές συγκρούσεις τής σκέψης, μιά καί κάθε σύγκρουση είναι μιά σχέση, άκόμα καί μιά πού χρήζει ύπεράσπισης καί προσδιορισμού μέ τήν ύπέρβαση τών "μονόπλευρων" δρων πού έχουνε έρθει σέ σύγκρουση. Τήν έποχή πού δ Χέγκελ γεννιότανε στή ζωή τοΟ νού, μεγάλα γεγονότα (ή 'Επαναστατική περίοδος, οί μεγάλοι έθνικοί πόλεμοι, ή Ναπολεόντεια περίοδος, καθώς καί ή άνάπτυξη τής έπιστήμης καί τοΟ ιστορικού πνεύματος, ή διάλυση τής φεουδαλικής κοινωνίας καί ή έμφάνιση ένός νέου πολιτισμού) έκαναν Αναγκαία τή σύνταξη ένός εκτενούς άπολογισμού τού πολιτισμού, τήν προσπάθεια "σύνθεσης" δλων τών διάφορων στοιχείων. Τό πρόβλημα πού Αντιμετώπιζε ό Χέγκελ σχετικά μέ τήν άναζήτηση μιΑς μεθόδου ήτανε πολύπλευρο. Πρίν άτι δλα, ή τέχνη τού έπιχειρήματος καί τής άμφισβήτησης έπρεπε νά συγχωνευθούν μέ τόν άκριβή τρόπο τού σκέπτεσθαι. Τό έπιχείρημα δέν καταλήγει σέ συμπεράσματα καί είναι άβέβαιο, έκτός άν κατευθύνεται άπό ένα νοΰ πού είναι ήδη σίγουρος γιά τόν έαυτό του. Άλλά τό έπιχείρημα είναι άκόμα έλεύθερο καί ζωντανό, κινούμενο ΑνΑμεσα στίς θέσεις καί τά δρια πού είναι ποικίλες, ρευστές καί Αντιφατικές. 'Υπάρχει μιάκαλή πλευρά τού σκεπτικισμού δπου δδηγεϋ τό Ατέρμονο έπιχείρημα,' δείχνει ότι: •
""Οταν, σέ μιά δποιαδήποτε πρόταση, Απομονωθεί ή Αντανακλαστική της άποψη, Αναγκαστικά άποκαλύπτεται δτι οί έννοιες έχουν είτε ύπερπηδηθεΓήδτι είναι συνδεδεμένες μέ τέτοιο τρόπο ώστε νά άντιφάσκουν μεταξύ τους..." (ED). Ό σκεπτικισμός είναι χρήσιμος ώς πρός τό ότι είσάγει τό Αρνητικό στοίχεCo μέσα στή σκέψη, "διαλύει" τίς περιορισμένες καί Αντιφατικές παραστάσεις πού ή 27
Αντίληψη (αύτή πού έχει τή βασική δύναμη "θέσης" ένός Ισχυρισμού) τείνει πάντοτε νά θέτει σάν άπόλυτες, μέ τό νά τίς φέρνει σέ σύγκρουση μεταξύ τους. Ήάντίληψη θεωρεΕ τήν ίδια σάν άπόλυτη, ένώ είναι μόνο μιά περιορισμένη, στιγμιαία καί, άς πούμε, προσωρινή δύναμη. "Ετσι μπλέκεται σέ άντινομίες. Ό "όρθός" σκεπτικισμός κριτικάρει καί καταστρέφει τόν κοινό δογματισμό. Σ' ένα παράδειγμα παρμένο Από τήν πραγματική ζωή ύπάρχει κάτι άληθινό σέ κάθε ιδέα. Τίποτα δέν είναι όλοκληρωτικά ή "άδιαφιλονίκητα" Αληθινό, τίποτα δέν είναι Απόλυτα παράλογο ή ψευδές. Μέ τή σύγκριση θέσεων ή σκέψη αύθόρμητα άναζητΑ μιάν Ανώτερη ένότητα. Κάθε θέση είναι ψευδής σέ ότι ίσχυρίζεται άπόλυτα, άλλά άληθινή σέ δτι ίσχυρίζεται σχετικά (τό περιεχόμενό της) . Καί είναι άληθινή σέ ότι Αρνιέται σχετικά (ή καλά θεμελιωμένη κριτική της γιά τήν Αλλη θέση) καί ψευδής σέ ότι Αρνιέται Απόλυτα (ό δογματισμός της). "Ομως αύτή ή διαλεκτική πρέπει νά ξεριζωθεΓάπ' τή σοφιστεία, πού έχει τήν τάση μέσα άπό τήν καθαρή ματαιότητα νά διασπάσει δ,τι είναι άληθινό καί στέρεο καί δέν όδηγεΐ σέ συμπεράσματα έκτός άπό ένα, έκεϊνο τής ματαιότητας τοΰ Αντικειμένου πού Αντιμετωπίζεται διαλεκτικά (WL III). Ή σοφιστεία δέχεται άθεμελίωτες προϋποθέσεις, ταλαντεύεται άνάμεσα στό "Ον καί τό Τίποτα, άνάμεσα στό άληθινό καί τό ψευδές θεωρούμενα τό καθένα ξεχωριστά. "Δίνουμε τό δνομα διαλεκτική σ" αύτή τήν άνώτερη κίνηση τής λογικής στήν όποια αύτές οι άπόλυτα ξέχωρες έμφανίσεις περνούν ή μιά μέσα στήν Αλλη... καί στήν όποία ή προϋπόθεση ύπερβαίνεται" (WL I). Ά π ό τή στιγμή πού θά συνδεθεί μέ μιάν άκριβή συνείδηση τής κίνησης τής σκέψης ή διαλεκτική άποκτΑ ένα καινούργιο καί Ανώτερο νόημα. Γίνεται μιά τεχνική, 28
ucd τέχνη καί m i έπιστήμη: τεχνική τού έπιχειρήματος πού έλέγχεται καί προσανατολίζεται έκ τών έσω πρός μιά λογική Αλληλουχία. Τέχνη Ανάλυσης τών πολλαπλών πλευρών καί σχέσεων τών λέξεων καί πραγμάτων, χωρίς νά καταστρέφει τήν ούσία τους. Έπιστήμη πού άπελευθερώνει δτιδήποτε είναι Αληθινό μέσα σέ όλες τίς άντιφάτικές ίδέες καί πού ΑνΑμεσΑ τους ταλαντεύεται ή κοινή Αντίληψη. "0 Χέγκελ κατόπιν χρειάστηκε νά διασώσει τή λογική, τήν δρισμένη μορφή πού μέ τή βοήθειά της ή σκέψη περιέχει κάτι στέρεο. Γιά νά τό πετύχει αύτό, έπρεπε νά βρεϊ τό συνδετικό κρίκο άνάμεσα στή μορφή καί σέ μιά πραγματικότητα ρευστή καί ποικίλη, καί, κατά συνέπεια, νά μεταμορφώσει τή μορφή τής παραδοσιακής λογικής. Έπρεπε νά Αρχίσει όχι Από αύτή τή μορφή, Αλλά άπό τό περιεχόμενο, αύτό τό "πλούσιο περιεχόμενο" πού ίϊταν τόσο διάφορο καί άντ ι φατικό, Αλλά καί πού είχε δμως ήδη δουλευτεί μέσα στίς χιλιάδες τών χρόνων τής άνθρώπινης δραστηριότητας. Ό Αγώνας ήτανε κατορθωτός. Αύτό τό περιεχόμενο "είναι ήδη σκέψη, παγκόσμια σκέψη", μιά καί είναι ταυτόχρονα συνείδηση καί γνώση. *Η μορφή τής λογικής είναι μέρος του, στήν πραγματικότητα είναι έκεΓνο τό στοιχείο του πού έχει άναπτυχθεϊ μέ τή μεγαλύτερη δυνατή πληρότητα. Στή φιλοσοφία τοΰ Χέγκελ κατά συνέπεια ό άνθρώπινος Νοΰς προτίθεται νά άνακτήσει δλα τά "άντικειμενικά προϊόντα" (Ε, παρ. 572) σέ κάθε σφαίρα:τέχνη, θρησκεία, κοινωνική ζωή, έπιστήμη καί ιστορία. Προσπαθεί νά τά άνυψώσει στήν πιό συνειδητή τους μορφή —τή μορφή μιάς Αντίληψης— ύπερβαίνοντας καθετί πού διαιρεί καί διασκορπίζει τό περιεχόμενο, ή τό έξωτερικεύει σέ σχέση μέ τή λογική σκέψη. Αύτό τό περιεχόμενο είναι δεδομένο, Αποτελούμενο Από πολλαπλές παραστάσεις: έπιθυμίες, ύλικά άντικείμενα, έντυπώσεις ή προαισθήματα, Φύση, Ανθρώπινη έμπειρία. Άπό αύτή τήν "πρώτη Ολη" οί ίδέες πού είναι "βυθισμένες" μέσα της 29
πρέπει νά άποτραβηχτοΟν. Τό περιεχόμενο ίίταν ούσιαστικό, όμως έξω άπό τή σκέψη, ένώ ή αύστηρή σκέψη παρέμενε άδρανής καί κενή. Πρέπει, λέει ή " Φ α ι ν ο μ ε ν ο λ ο γ ία", "νά σκίσουμε τό πέπλο άπό τήν ούσιαστική ζωή" καί νά τήν ύψώσουμε στόν άνώτατο βαθμό τής λογικότητας. Γι' αύτό τό σκοπό ή ίδια ή Λογική πρέπει νά προσδιοριστεϋ άπό τήν κίνηση τής σκέψης πού προκαλεΓ, άνατρέπει καί διαλύει συγκεκριμένους ισχυρισμούς καί περιορισμένα περιεχόμενα, πού περνάει άπό τά μέν στά δέ καί τείνει νά τά κυριαρχήσει. "Ετσι ή διαλεκτική, ή άμεση σχέση άνάμεσα στή σκέψη καί τό ποικίλο, ρευστό περιεχόμενό της, δέν είναι πιά έξω άπό τή λογική. Ενσωματώνεται μέ τή λογική, τήν όποία μεταμορφώνει μεταμορφωνόμενη αύτή ή ίδια. Γίνεται ή ζωή καί ή έσώτερη κίνηση τής σκέψης: μορφή καί περιεχόμενο ταυτόχρονα. " Ή άντίληψη προσδιορίζει καί έπιμένει στούς προσδιορισμούς της. Ή λογική είναι διαλεκτική γιατί διαλύει τούς προσδιορισμούς τής άντίληψης. Είναι θετική γιατί παράγει τό παγκόσμιο καί περιλαμβάνει μέσα της τό συγκεκριμένο", λέει ή "Είσαγωγή στήν Ανώτερη Λογική". Ό Χεγκελιανισμός έτσι ύψώνεται στήν άνώτατη συνείδηση, στήν ένότητα τής άντίληψης πού προχωρεε μέ έπίχειρήματα καί τής σκεπτόμενης λογικής, στήν έξυπνη λογική καί στή λογική άντίληψη. Δέν ύπάρχει άντικείμενο στό όποΙΓο είναι δυνατό νά μή βρεθεί μιά άντίφαση, δηλαδή δυό άναγκαίοι καί συγκρουόμενοι προσδιορισμοί, "ένα άντικείμενο χωρίς άντιφάσεις δέν είναι τίποτα περισσότερο άπό μιά καθαρή άφαίρεση τής άντίληψης, πού διατηρεί έναν άπό αύτούς τούς προσδιορισμούς 30
lié uLd μορφή βίας καί κρύβει άπό τή συνείδηση τόν Αντίθετο προσδιορισμό πού περιέχει τόν πρώτο..." (Ε, παρ. 89). Μ*αύτό τόν τρόπο ή Αρνητική στιγμή, πού ή σοφιστεία, ό σκεπτικισμός καί ή παλιά μορφή τής διαλεκτικής Απομόνωσαν καί έστρεψαν ένάντια στή λογική σκέψη, βρίσκει τή θέση της καί τή λειτουργία της. 'Εκφράζει τήν κίνηση τοΰ περιεχόμενου, "τήν αιώνια ψυχή τού περιεχόμενου" πού ύπερβαίνεται, μιά καί κανένα στοιχεΠο του δέν είναι αύτοδύναμο ή ικανό νά παραμείνει κλεισμένο στόν έαυτό του. Τό άρνητικό είναι έΕ ίσου ένα θετικό. 'Οτιδήποτε Αντικρούεται δέν ύποβαθμίζεται σέ ενα μηδενικό, σέ ένα Αφηρημένο τίποτα, Αλλά ούσιαστικά στήν Αρνηση τοΰ συγκεκριμένου του περιεχόμενου. Μ'Αλλα λόγια μιά τέτοια Αρνηση δέν είναι μιά πλήρης Αρνηση Αλλά ή Αρνηση ένός προσδιορισμένου πράγματος πού διαλύεται, καί κατά συνέπεια μιά προσδιορισμένη Αρνηση. Τό Αποτέλεσμα, όντας μιά προσδιορισμένη άρνηση, έχει ένα περιεχόμενο. Αυτό είναι μιά καινούργια Αντίληψη, όμως Ανώτερη καί πλουσιότερη Από τήν προηγούμενη, μιά καί έχει έμπλουτιστεϋ Από τήν άρνησή της ή, μέ άλλα λόγια, Από τό Αντίθετό της. Περιέχει τό Αλλο, ΑλλΑ είναι κάτι περισσότερο άπό τό Αλλο, είναι ή ένότητά τους.... (WL I). Είναι ή διαλεκτική τού περιεχόμενου πού τήν προκαλεί νά προχωρήσει. Ό Κάντ άνοιξε &να καινούργιο δρόμο στή λογική. "Εκανε μιά διάκριση Ανάμεσα σέ άναλυτικές κρίσεις (τυπικά αύστηρές Αλλά στεϋρες) καί συνθετικές κρίσεις (πού χωρίς αύτές ή σκέψη μπορεΠ νά προχωρήσει μόνο άναγνωρίζοντας £να ένδεχόμενο γεγονός) . Προσπαθούσε νά ΑποδείΕει τήν ΰπαρΕη κρίσεων πού ήταν ταυτόχρονα καρ31
ποφόρες καί αύστηρές, παί άναγκαϋες χωρίς νά είναι ταυτόσημες: συνθετικές a priori κρίσεις. Ετή σύνθεση είχε ήδη έλπίσει νά βρει τήν άρχή τής ένότητας άνάμεσα στήν αύστηρή καί τή καρποφόρα σκέψη. Άλλά είδε τίς συνθετικές του a priori κρίσεις σάν καθαρές, κενές μορφές, χωρισμένες άπό τό περιεχόμενό τους, σάν όργανα γνώσης άδιάφορα σέ σχέση μέ τό ύποκείμενο-θέμα τους, σάν ύποκειμενικές σέ σχέση μέ τό άντικείμενο-σάν κατά συνέπεια άκόμα συμμορφούμενες πρός τόν παραδοσιακό φορμαλισμό. Σύμφωνα μέ τόν Χέγκελ αύτός ό δυαδιι σμός πρέπει νά ξεπεραστεί. ι
Ά ν Αναπτυχθούν (καί τροποποιηθούν σέ βάθος) οι ίδέες τοΟ Κάντ Αποδεικνύονται άπέραντα γόνιμες. Γίνονται μιά καινούργια λογική. Ό Χέγκελ δέν άνακάλυψε τήν άντίφαση. 'Επιμένει στό γεγονός δτι δλη ή σκΐψη καί δλη ή φιλοσοφία, άκόμα καί δταν διαλέγει έναν άπό τούς άντιτιθέμενους δρους, παλεύοντας γιά νά ύποβαθμίσει ή νά άποκλείσει τόν άλλον, κινείται άνάμεσα σέ άντιφάσεις. Ή "διαλεκτική στιγμή", αύτό τό τέχνασμα τού νοΰ, πού βρίσκεται ύποχρεωμένο νά μετακινείται άπό μιά θέση πού είχε έλπίσει δτι ήταν δριστική καί νά λαβαίνει ύπόψη του κάτι παραπέρα, κατά συνέπε ια άρνούμενο τόν άρχικό του Ισχυρισμό, βρίσκεται παντού, σέ κάθε έποχή, άν καί δχι άπόλυτα ξεκάθαρο. ΌΧέγκελ άνακάλυψε τόν Τρίτο "Ορο, πού έρχεται σάν άποτέλεσμα άπό τή στιγμή πού κάποιος προσδιορισμός έχει έμπλουτισθεϋ άπό τήν άρνησή του καί ξεπεραστεί. Παράγεται πάντα μέ αύστηρή συνέπεια σέ κάθε περίπτωση πού δυό δροι βρίσκονται σέ άντίφαση, άκόμη είναι μιά καινούργια στιγμή τού "Οντος καί τής σκέψης. "Η Χεγκελιανή Λογική προχωρεί έντελώς αυστηρά προσδιορίζοντας τόν Τρίτο "Ορο σέ κάθε περίπτωση πού ύπάρχει μιά έσωτερική άντίφαση. "Ετσι γεννά τούς προσδιορισμούς καί τίς κατηγορίες τής σκέψης. Ή σύνθεση παύει νά είναι a priori, άδρανής, σταθερή, καί πού έχει προέλθει ποιός ξέρει άπό πού. Ό Καντιανός πίνα32
πας τών κατηγοριών ήταν καί τυπικός καί έμπειρικός, καί ό Κάντ σύνδεσε αυτές τίς κατηγορίες αυθαίρετα ιιέ τήν ένότητα τής ύπερβατικής, νοητής συναίσθησης, ué τό Αφηρημένο "I", χωρίς νά έχει Αποδείξει τήν άναγκαία καί έσωτερική τους ένότητα. Ό Χέγκελ θ'άγωνιστεΓ ν' Αποδείξει τήν αιώνια ένότητα τών κατηγοριών καί νά τίς παράγει άπό ένα σημείο έκκίνησης καθαρμένο άπό κάθε τυπική ή έμπειρική προϋπόθεση. Θά τίς παράγει μέσα άπό μιά όλοκληρωτικά έσώτερη κίνηση τού νοΰ, μιά αύστηρή άλλά καί προοδευτική άκολουθία, στήν όποία κάθε προσδιορισμός άναδύεται άπό τούς προκατόχους του μέσω τής άντίθεσης καί τής άνάλυσης—μέσω μιάς σύνθεσης. Ή έννοια τοό Τρίτου "Ορου Αντιδρά Αποφασιστικά στήν έννοια τής άντίφασης, πού παύει νά είναι ένας παραλογισμός, ένας δισταγμός καί μιά ταλάντευση ή σύγχυση τής σκέψης. * Η "άναγκαία" σύγκρουση άνάμεσα σέ πεπερασμένους προσδιορισμούς "έρχεται στό φώς". Ή σχέση άνάμεσα στούς άντιφατικούς όρους καθιερώνεται ξεκάθαρα. Στό περιεχόμενο καί στή μορφή τής σκέψης, ή κίνηση έχει μιάν Ανταγωνιστική δομή. Τό Γίγνεσθαι περνάει μέσα άπό τούς συγκρουόμενους δρους, άντιμετωπίζει τόν καθέναν άπ'αύτούς στό δικό του έπίπεδο καί στό δικό του βαθμό, μέ τό "άλλο" του, πού βρίσκεται σέ σύγκρουση μαζί του, καί τελικά ύπερβαίνει τήν άντίθεσή τους δημιουργώντας κάτι καινούργιο. Τό Τίποτα είναι, δμως μόνο σχετικά, μέσα στό ίδιο τό "Ον, μέσα σέ κάθε δν καί σέ κάθε βαθμό τού "Οντος, δπως τό "άλλο" του ή μιά είδική άρνηση. Ή σκέψη τού Τίποτα γενικά είναι άπλά καί μόνο ή σκέψη τού "Οντος γενικά, τό "Ον σάν Απομονωμένο ή "αύτό τό ίδιο", πού Αμέσως φαίνεται νά είναι κενό καί άνεπαρκές. Τό "Ον δέν είναι, τό μή-'Ον είναι. 'Υπάρχουν τό ένα χάριν τού άλλου. Στή σκέψη δπως καί στήν πραγματικότητα περνούν τό δνα μέσα στό άλλο συνεχώς, καί έτσι μπαίνουν σέ κίνηση καί εισέρχονται μέσα στό Γίγνεσθαι, ή "τό "Ον πού 33
παραμένει αύτό τό Côio μέσα στό Τίποτα". Τό Γίγνεσθαι γενικά είναι ό Τρίτος "Ορος, γεννημένος άπότήνάντίφαση πού ό πρώτος της όρος είναι τό "Ον άπογυμνωμένο άπό κάθε περιεχόμενο καί κατά συνέπεια χωρίς προϋποθέσεις. Αύτή ή ένότητα έπιτυγχάνεται μέσαάπόμία σύνθεση καί παρ' όλα αύτά είναι μιά άνάλυση ή συμπέρασμα, γιατί θέτει αύτό πού έξυπακούεται στήν έννοια. (Ε,παρ. 88).
"Αντίστροφα, τό Γίγνεσθαι γενικά είναι πρωταρχική, καθορισμένη ύπαρξη, ή πρωταρχική καί συγκεκριμένη, τής όποίας τό καθαρό "Ον καί τό Τίποτα είναι οί άφηρημένες στιγμές. Τό Γίγνεσθαι είναι τό ότι γίνεται κάτι, ένα όν. Καί μέσα στό Γίγνεσθαι τό τίποτα είναι τό τέλος τοΟ δποιουδήποτε προκείμενου πράγματος, ένα πέρασμα καί μιά μετάβαση σέ κάτι άλλο. Είναι ένα δριο καί ένα τελείωμα, καθώς καί μιά δημιουργία, μιά πιθανότητα καί μιά γέννηση. 'Από τή στιγμή πού θά ένωθοΟν διαλεκτικά οί άφαιρέσεις ξανακερδίζουν τό συγκεκριμένο καί ξαναγυρίζουν σ'αύτή τή ρευστή ένότητα πού είχε διασπαστεί άπό τήν άφηρημένη άντίληψη. Δέν ύπάρχει τίποτα στόν ούρανό ή στή γή πού νά μήν περιέχει μέσα του τό "Ον καί τό Τίποτα. (WL I). Τό τέλος ένός πράγματος, τό δριό του, τό τέρμα πρός τό όποΓο τείνει χάρις στήν έσώτερη φύση του, κατά συνέπεια άκόμα καί τό "παραπέρα" του, δλα άποτελοΰνε μέρος αύτοΰ τοΰ πράγματος. "Τό δν ένός πεπερασμένου πράγματος έχει μέσα στό έσώτερο είναι του τό σπέρμα τού τέλους του. Ή ώρα τής γέννησής του είναι έπίσης ή ώρα τοΰ θανάτου του" (WL II). Γιά τόν ίσχυρισμό πού τέθηκε άρχικά καί άμεσα, κάθε άρνηση είναι κατά συνέπεια ή άρχή νέων προσδιορισμών. Στό "Ον καί στή σκέψη ή άρνητικότητα είναι δημιουργική, είναι ή ρίζα τής κίνησης καί Ô παλμός τής 34
ζωής· Καμιά πραγματικότητα δέν μπορεϋ νά παραμείνει "αύτοτελής", δηλαδή Απομονωμένη καί άποσπασμένη, προστατευμένη άπό τό Γίγνεσθαι καί άδρανής στήν κατοχή τοΟ "Οντος -τοΟ δικοΟ της δντος. Κάθε καθορισμένη ύπαρξη είναι μιά σχέση: "ένα καθορισμένο, πεπερασμένο δν είναι ένα δ ν πού άναγκαϋα σχετίζεται πρός ένα άλλο δν. Είναι ένα περιεχόμενο σέ μιά άναγκαία σχέση μέ ένα άλλο περιεχόμενο, μέ τόν κόσμο δλόκληρο..." (WL II) "Ετσι κάθε καθορισμένη ΰπαρΕη περιπλέκεται μέσα στήν δλη κίνηση καί ύποχρεώνεται νά ξεπροβάλει μέσα άπό τόν έαυτό της. Είναι αύτό πού είναι, δμως παρ'δλα αύτά στό βάθος τού πυρήνα του περικλείει τό άπειρο μέσα του. Ετόν προσδιορισμό του είναι ένα δν προσδιορισμένο νά μήν είναι αύτό πού είναι, δηλαδή νά μήν παραμένει αύτό πού είναι (WL II). Τό "άλλο" ό δεύτερος όρος, είναι έΕ ίσου πραγματικός δπως δ πρώτος, βρίσκεται στό ίδιο έπίπεδο, στήν ίδια έπιφάνειαή βαθμό πραγματικότητας καί στήν ίδια "σφαίρα" σκέψης. 'Αρνιέται, φανερώνει καί συμπληρώνει τόν πρώτο δρο, έκφράζοντας τή μονοπλευρικότητά του. Οί δυό όροι δρούν καί άντιδροΰν μεταξύ τους. Τό σταμάτημα είναι άδύνατο. Ή άρνηση άρνιέται τόν έαυτό της, καί αύτό χάρη στήν έσωτερική της σχέση μέ τόν ίσχυρισμό, γιατί αύτή είναι "ένας άλλος" ίσχυρισμός καί γιατί ένας Ισχυρισμός είναι μιά άρνηση. Μέσα στόν Τρίτο "Ορο,όπρώτος δρος ξαναβρίσκεται, πλουσιότερος δμως καί περισσότερο προσδιορισμένος, μαζί μέ τό δεύτερο δρο, πού ό προσδιορισμός του έχει προστεθεΓ στό πρώτο προσδιορισμό. Ό Τρίτος "Ορος ξαναγυρίζει στόν πρώτο δρο άρνούμενος τόν δεύτερο, άρνούμενος κατά συνέπεια τήν άρνηση καί τόν περιορισμό τού πρώτου δρου. 'Απελευθερώνει τό περιεχόμενο τοΰ πρώτου δρου, άπαλλάσσοντάς το άπό αύτό έΕ αίτιας τοΰ όποιου ήταν άτελές, περιορι35
σμένο καί προορισμένο σέ Αρνηση ή έΕ αίτίας τού δποίου ήτανε αύτό τό ίδιο Αρνητικό. Ή μονοπλευρικότητά του κατΑ συνέπεια ύπερνικιέται καί καταστρέφεται. Τό νΑ Αρνεϋται κανείς τή μονοπλευρικότητάαύτή είναι: νά άρνεΓται τήν άρνηση καί νά θέτε ι ένα Ανώτερο προσδιορισμό. Ή Αντίφαση, πού σπρώχνε ι κάθε δρο πέρα Από τόν έαυτό του, Εεριζώνοντάς τον άπό τά δριά του καί βάζοντάς τον μέσα στήν δλη κίνηση, διαλύεται. Ό Τρίτος "Ορος ένωνε ι κι' ύπερβαίνει τίς άντιφατικότητες καί διατηρεΓ αύτό πού ήταν καθορισμένο μέσα τους. Ή ένότητα θριαμβεύει μετά άπό μιά περίοδο καρποφόρας διχόνοιας.. Ό πρώτος δρος είναι δ άμεσος, δ δεύτερος είναι ταυτόχρονα καί τό Αποτέλεσμα τής μεσολάβησης καί τό μέσον. "ΟΤρίτος Ορος είναι Αμεσος χάρις στήν ύπέρβαση τής μεσολάβησης καί άπλός χάρις στήν υπέρβαση τής διαφοράς. Ή ύπέρβαση είναι ένας θεμελιώδης προσδιορισμός πού συμβαίνει παντού... 'Οτιδήποτε ύπερβαίνεται δέν γίνεται κατά συνέπεια ένα τίποτα. Τό Τίποτα εΐναι άμεσο, ένώ ένας δρος πού έχει ΕεπεραστεΓ είναι άποτέλεσμα μεσολάβησης. Είναι ένα μή-δν, μόνο δμως στό μέτρο πού είναι ένα άποτέλεσμα προερχόμενο άπό ένα δν. Κατά συνέπεια έχει άκόμα μέσα του τό προσδιορισμό άπό τόν όποιο προήλθε. Αύτή ή λέΕη (Aufheben) έχει. δυό σημασίες, σημαίνει "φυλάσσω" ή "διατηρώ" καθώς καί "βάζω ένα τέλος"... (WL I). "Ετσι ή σκέψη τού Τίποτα είναι άπλά καί μόνο ή" άκίνητη Αφηρημένη παράσταση τής άπέραντης γονιμότητας τού σύμπαντος. Τό νά κάνουμε ύποστατό τό "Ον ή τό Τίποτα, τήν ποιότητα ή τήν ποσότητα, τήν αί τ ία ή τό σκοπό, είναι τό νά άρνιόμαστε τήν κίνηση. Ή διαλεκτική λογική ύπερβαίνει δλες τίς παγωμένες κατηγορίες τής άντίληψης. Τίς καταργεί στό μέτρο πού είναι άπομονωμένες καί κατά συνέπεια τούς άποκαθιστά τήν άλήθεια τους μέσα στήν δλη κίνηση τής πραγματικότητας καί 36
xfic σκέψης» τού περιεχόμενοτ καί τής μορφής. Ή ποιότητα, πού υπερβαίνεται, είναι ποσότητα. Τό μέτρο (ένα ε Ιδικό κβάντουμ) ύπερβαίνει τήν ποσότητα καί ένωνε ι τήν ποιότητα μέ τήν ποσότητα. Τό μέτρο, πού ύπερβαίνεται, είναι ούσία ή ""Ον πού έχει μεταστραφεί άπό τήν άμεσότητά του καί τήν άδιάφορη σχέση του μέ άλλα, σέ μιάν άπλή ένότητα μέ τόν έαυτό του". Ή ούσία πού ύπερβαίνεται (διότι πρέπει νά γίνει φανερή αύτή ή ίδια, όντας ό Raison d' Être (= λόγος ύπαρξης), ή άρχή τής καθορισμένης ύπαρξης καί μιά όλότητα, προσδιορισμών καί ίδιοτήτων, δηλαδή δνα "πράγμα", είναι τό Φαινόμενο. Άπό τή στιγμή πού τό Φαινόμενο καί ή άμοιβαία Σχέση των προσδιορισμών, ίδιοτήτων καί μέρων τοΟ πράγματος ξεπεραστούν, γίνονται πραγματικότητα καί ούσιαστικότητα, κατά συνέπεια τό αίτιατόκαί ή άμοιβαία δράση. Ή έννοια ύπερβαίνει τήν πραγματικότητα ή τήν ούσιαστικότητα. "Η έννοια, πού ύπερβαίνεται, γίνεται άντικειμενικότητα, πού κι αύτή μέ τή σειρά της ύπερβαίνεται άπό τήν 'Ιδέα. "Υπερβαίνοντας τόν έαυτό της ή 'Ιδέα, ξεπροβάλλει μέσα άπ' αύτόν καί άλλοτριώνεται στή Φύση. Τό Aufheben τής Φύσης βρίσκεται στόν ύποκειμενικό νού, κατόπιν στόν άντικειμενικό νού (ήθική, τέχνη, θρησκεία) καί τελικά στήν άπόλυτη Γνώση, δηλαδή, ή άπόλυτη 'Ιδέα, ή ταύτιση τής θεωρητικής 'Ιδέας καί πρακτικής,τής γνωστικής καί παραγωγικής δράσης (WL III). Ή κίνηση κατά συνέπεια είναι μιά 'Υπέρβαση. Κάθε πραγματικότητα καί κάθε σκέψη πρέπει νά ξεπεραστεί μ' ένα άνώτερο προσδιορισμό πού τίς περιέχει σάν περιεχόμενο, σάν μιά σκοπιά, προηγούμενο γεγονός ή στοιχεΠο, δηλαδή σάν μιά στιγμή μέ τή Χεγκελιανή ή διαλεκτική έννοια αύτής τής λέξης. Ά ν θεωρήσουμε μεμονωμένα αύτές τίς στιγμές δέν μπορούμε νά τίς συλλάβουμε μέ τή σκέψη. Δέν μπορούμε πιά νά δούμε πως μπορεϋ νά διακρίνονται όταν είναι συνδεδεμένες ή πως μπορεΓ νά είναι διαφορετικές δταν είναι ένωμένες. Δέν 37
_-.ορούμε νά δοΰμε πώς σχηματίζονται, ή παίρνουν τ ή θέση τους μέσα στό όλο. Ή σκέψη (ή άντίληψη) μεταφέρεται ιλιγγιωδώς άπό τόν ένα όρο στόν άλλο ώσπου άδρανοποιεϊ τόν έαυτό της, μέ μιάν αυθαίρετη άπόφαση πού συντελεί στή δημιουργία σφαλμάτων, σέ μιά περιορισμένη θέση πού μετατίθεται σέ ένα άπόλυτο, καί κατά συνέπεια σ' ένα μύθο ή σφάλμα. Ή Χεγκελιανή διαλεκτική προσπαθεί νά άποκαταστήσει τή ζωή καί τήν κίνηση στό άθροισμα τών πραγματικοτήτων πού έχουν γίνει κατανοητές, στούς ίσχυρισμούς καί τίς ιδέες. Τίς μπλέκει d ένα τεράστιο έπος τοΰ νοΰ. "Ολες οί άντιφάσεις τοΰ κόσμου (στόν ônoCo, μόλις ή σκέψη δεχθεί τήν άντίφαση άντί νά τήν άποκλείσει, καθετί έκδηλώνεται σάν πολωμένο, άντιφατικό καί ρευστό), όλα τά όντα κατά συνέπεια καί όλοι οί ίσχυρισμοί , μαζί μέ τίς σχέσεις τους, άλληλεξαρτήσεις τους καί άλληλεπιδράσεις, άδράχνονται στήν δλη κίνηση τοΰ περιεχόμενου, κάθε ένα στήν δική του θέση, στήν δική του "στιγμή". Τό δίκτυο τών γεγονότων, δυνάμεων καί άντιλήψεων γίνεται Λογική. Τό περιεχόμενο, ή ό κόσμος, ένσωματώνεται μέ τήν 'Ιδέα, όπως όλόκληρη ή ιστορία. " Ή όλότητα, τό άθροισμα τών στιγμών τής πραγματικότητας, Αποδεικνύεται γιά τήν άνάπτυξή της σάν άνάγκη" (L, παρ. 143). Οί μονόπλευροι προσδιορισμοί -οι ισχυρισμοί τής άντίληψης— δέν καταστρέφονται τότε άπό τή διαλεκτική Λογική. Άπό τή στιγμή πού δέν "στρέφεται πιά ένάντια στή λογική", ή άντίληψη έμφανίζεται μέ τήν πραγματική της μορφή. Μερικότερες άλήθειες, πεπερασμένοι προσδιορισμοί και περιορισμένοι ισχυρισμοί άποδεικνύονται έσιραλμένοι όταν ισχυρίζονται δτι είναι όριστικοί καί προσπαθούν νά υψωθούν πάνω άπό τήν κίνηση. "Εφόσον γίνεται άντιληπτός σχετικά καί ξαναενσωματώνεται μέσα στήν όλη κίνηση σάν μιά στιγμή, κάθε πεπερασμένος
ιιροσδι ορισμός είναι Αληθινός. Κάθε άλήθε ια ε ί ναι σχετική, δμως σάν αλήθεια είναι τοποθετημένη στό άπόλυτο και έχει τή θέση της μέσα στήν Απόλυτη άλήθεια. Ή Αντίληψη είναι μιά κίνηση μέσα στήν κίνηση. 'Ισχυρίζεται, θέτει, αρνιέται καί άναλύει. Ε'ένα χαμηλότερο έπίπεδο μιμείται τή δραστηριότητα τής δημιουργίας. Είναι ουσιώδες νά σημειώσουμε δτι ή Χεγκελιανή λογική δέν καταργεί τήν τυπική λογική άλλά τήν ύπερβαίνει, δτι τή διασώζει καί τήν διατηρεί Ακριβώς δίνοντάς της μιά συγκεκριμένη σημασία. Ή τυπική λογική είναι ή λογική τής στιγμής, τοΟ ίσχυρισμοΟ καί τό άντικείμενο Απομονωμένο και προστατευμένο μέσα στήν άπομόνωσή τους. Είναι ή λογική ένός Απλοποιημένου κόσμου: αυτό τό τραπέζι (θεωρούμενο Ανεξάρτητα Από οποιαδήποτε σχέση μέ τήν δραστηριότητα τής δημιουργίας, καί Αφήνοντας κατΑ μέρος τίς φθορές τοΟ χρόνου) είναι προφανώς αύτό τό τραπέζι, ένώ αύτή ή λάμπα δέν είναι έκεΐνο τό βιβλίο. Ή τυπική λογική είναι ή λογική τής Αφαίρεσης αύτής καθ έαυτής. Ή γλώσσα υπόκειται σ'αυτήν, δντας μιά σειρά άπό σύμβολα πού χρησιμεύει στήν έπικοινωνία μιΑς μεμονωμένης έννοιας και πού πρέπει νά διατηρήσει τήν ίδια έννοια κατά τή διάρκεια τής προφορικής μετάδοσης. 'Αλλά τή στιγμή πού τό Γίγνεσθαι ή ή δραστηριότητα πρέπει νά έκφραστοΟν, ή τυπική λογική γίνεται άνεπαρκής Σ'αύτό τό σημείο, αύτό πού άπόδειξε ό Χέγκελ δικαιώθηκε Από όλη τήν έπόμενη φιλοσοφία. Ή τυπική λογική είναι ή λογική τοΰ κοινού νοΰ. Ό κοινός νοΰς Απομονώνει καί Ακινητοποιεϋ τά ποιοτικά χαρακτηριστικά, τίς ιδιότητες καί πλευρές των πραγμάτων. Άπό τή στιγμή πού τό Γίγνεσθαι ή ή δραστηριότητα έμπλέκονται, στριμώχνεται καί καταφεύγει σέ φράσεις δπως "στό μέτρο πού" ή "άπ'αύτή τήν άποψη", δηλαδή "δέχεται τήν ευθύνη γιά μιά σκέψη έτσι ώστε νά κρατήσει τήν άλλη χωριστή καί Αληθινή..." (Ρ). Ή διαλεκτική λογική ύπερβαίνει τούς στατικούς ί39
σχυρισμούς, άλλά δέν τούς καταστρέφει. Δέν άπορρίπ*ΐει τήν άρχή τής ταύτισης, τής δίνει ένα περιεχόμενο. Τό "Ον είναι "Ον. Τό σύμπαν είναι ένα. Ή δύναμη τής δημιουργίας είναι ή ίδια παντού μέσα στό σύμπαν. *Η0ύσία, στίς πολλαπλές της έκδηλώσεις καί έμφανίσεις, είναι μοναδική. Ή άρχή τής ταύτισης έκφράζει αύτή τήν έσωτερική μοναδικότητα τού κόσμου καί κάθεδντος. Μιά πέτρα, στό μέτρο πού είναι, είναι αύτό πού είναι. Τό ίδιο καί ή σκέψη. "Ομως ή ταύτιση πού μόλις έκφράσαμε είναι άκόμα μόνο άφηρημένη, γιατί ή πέτρα δέν είναι ό άνθρωπος πού σκέφτεται (Ε, παρ. 88). Τό συγκεκριμένο είναι μιά ταύτιση ταυτόχρονα πλούσια καί πυκνή, φορτωμένη μέ προσδιορισμούς, πού περιέχει καί διατηρεϋ μιά πολλαπλότητα διάφορων >ιαί στιγμών. 'Ηένότητα, άς πούμε, διαρκώς άνασύρεται άπό τήν άντίφαση καί τό Τίποτα. Μιά άπόλυτη άντίφαση θά ήταν μιά άπόλυτη διαίρεση, ή άμεση έκμηδένιση. Μιά άπόλυτη άντίφαση σέ ένα πράγμα, ή άνάμεσα στή σκέψη καί τά πράγματα, θάκανε όποιαδήποτε αιώνια δραστηριότητα ή σκέψη άδύνατη. Ή άντίφαση, δπως καί τό Τίποτα, είναι σχετική, μέ ένα ίσχυρισμό, ένα βαθμό τού "Οντος, ή μιά στιγμή τής άνάπτυξης. Στή Φύση είναι έΕωτερίκευση, στήν ζωή μιά σχέση άνάμεσα στό άτομο καί τό είδος, κλπ. Γιά τόν Χέγκελ, κατά συνέπεια, δέν υπάρχει πρόβλημα καταστροΦή£ τής άρχής τής ταύτισης. 'Εντελώς τό άντίθετο: κάθε άντίφαση είναι σχετική μέ μιά όρισμένη ταύτιση. 'Αντίστροφα, ή ένότητα είναι ή ένότητα μιάς άντίφασης. Χωρίς ένα περιεχόμενο, χωρίς πολλαπλές καί άντιφατικές "στιγμές", ή ένότητα είναι κενή. "Ομως αύτή ή ίδια ή άντίφαση είναι άνυπόφορη. Ή διαλεκτικήένότητα δέν είναι μιά σύγχυση τών άντιφατικών δρων αύτών καθ'έαυτών, άλλά μιά ένότητα πού περνάει μέσα άπό τήν άντίφαοη καί Εαναεδραιώνεται σέ ένα άνώτερο έπίπεδο. Ή άντίφαση είναι ένα κομμάτιασμα, μιά έσωτερική καταστροφή, £να ξερίζωμα τού "Οντος άπό τόν έαυτό του, μιά γονι40
μοποίηση μέσα άπό τό Γίγνεσθαι, τήν έκμηδένιση καί τό θάνατο. "Ομως ή ένότητα έκφράζει καί προσδιορίζει τήν έμφάνιση ένός καινούργιου δντος, τού Τρίτου "Ορου.'Η ένότητα δέν μπορεί ποτέ νά διώξει τήν σχετική άρνηση καί τό Τίποτα παντελώς άπό μέσα της, άλλά μόνο στήν έκταση πού μάχεται ένάντια στήν άντίφαση καί θριαμβεύει, ύπερνικώντας τίς άντιφατικές στιγμές καί διατηρώντας τες μέσα της, τότε ένα καινούργιο καί άνώτερο δ ν παράγεται. Ή άρχή τής ταύτισης έτσι γίνεται συγκεκριμένη καί ζωντανή. Ή ένότητα στίς άντ ιφατικότητες ύπάρχει μόνοσέείδικές, συγκεκριμένες μορφές. "Υπάρχουν διάφοροι βαθμοί άντίφασης —καί ένότητας. Μιά πιό βαθιά άντίφαση φανερώνεται σέ μιά πιό βαθιά άπαίτηση γιά ένότητα. *Η άντίφαση καί ή ένότητα μοιάζουν μέ τήν ιστορία, περνούν φάσεις. Ή άντίφαση είναι μόνο "αύτή καθ' έαυτή" στήν καθαρή καί άπλή καταστροφή τού δντος. Στή σχέση της καί στόν άγώνα της μέ τήν ένότητα προσδιορίζεται περισσότερο συγκεκριμένα σάν μιά διαφορά καί μιά διαφοροποίηση, σάν ένα πέρασμα άπό τόν ένα δρο στόν άλλο καί σάν μιά άντίθεση (μιά λανθάνουσα άντίφαση), σάν ένας άνταγωνισμός (μιά άντίφαση πού ή ύπομονή της έχει έξαντληθεϊ) καί, τέλος, σάν μιά άσυμβιβαστότητα, (ή στιγμή τής διάλυσης καί τής Υπέρβασης). Τό φύλλο, τό λουλούδι καί ό καρπός είναι μέρη τού δέντρου καί τής έξέλιξής του, παρόλα αύτά δμως ξεχωρίζουν άπ'αύτό μέ μιά όρισμένη άνεξαρτησία, πού καταλήγει νά γίνεται ένας άναγκαϊος διαχωρισμός δταν δ καρπός είναι ώριμος καί ικανός νά δώσει ένα άλλο δέντρο. Άπό τή σκοπιά τής Χεγκελιανής Λογικής, τό έρώτημα: "ποιός προηγεεται, ή άντίφαση ή ή ταύτιση;" δέν έχει πραγματική σημασία. "Ολη ή κίνηση είναι άντιφατική, γιατί χωρίς μιά αίώνια άντίφαση τίποτα δέν μπορεΓ νά κινηθεί. Αύτή ή ίδια ή κίνηση είναι μιά άντίφαση, καί ή άντίφαση προωθεΓ τήν κίνηση. Τό Γίγνεσθαι κατά συνέπεια είναι ή ύψιστη πραγματικότητα, πού δη41
μιουργεί τήν άνάγκη μιάς Ατέλειωτης Ανάλυσης, τής όποιας οί πρώτες στιγμές είναι τό "Ον καί τό Τίποτα, ή ταύτιση καί ή άντίφαση. Αύτό πού έχουμε έδώ δέν είναι ή διάρκεια τού Μπεργκσόν, ένα Γίγνεσθαι χωρίς άσυνέχεια καί χωρίς δράμα, μιά άμορφη, Αφηρημένη καί καθαρά ψυχολογική κίνηση. Ήδιαλεκτική κίνηση τοΰ Χέγκελ έχει μιά καθορισμένη έσωτερική δομή, μιά δομή πού αύτή ή ίδια βρίσκεται σέ κίνηση. Είναι άπέρανταπλούσια σέ προσδιορισμούς καί περιέχει άπειρες στιγμές. Τό Γίγνεσθαι είναι ένα όλο, πού ή διαλεκτική Λογική συλλαμβάνει μέ ένα πρωταρχικό προαίσθημα. Ή Ανάλυση διασπά αύτό τό όλο, παρόλ' αύτά όμως αύτή ή άνάλυση μπορεί νά γίνει καί δέν είναι άσχετη μέ τό Γίγνεσθαι. Είναι μιά κίνηση μέσα στή κίνηση, πού τή διασπά άμετάκλητα μόνο άν πιστεύει ότι αύτή ή ίδια είναι πλήρης καί θέτει άπόλυτους Ισχυρισμούς. Προσδιορίζει "στιγμές" μέσα στήν κίνηση πού είναι ίδανικές, δηλαδή άφηρημένες, πού όμως έχουν έξ ίσου μιά σχετική πραγματικότητα καί, στό μέτρο πού ύπερβαίνονται, ξαναγυρίζουν μέσα στή σύνθεση τής πραγματικότητας. Κάθε στιγμή μπορεί νά Αναλυθεί ué τή σειρά της. Μόλις προσπαθήσουμε νά τήν άκινητοποιήσουμε,δραπετεύει, άφήνοντας τό "άλλο" της στή θέση του, μιά άντίθετη στιγμή, πού είναι έπίσης πραγματική καί έπίσης ύπερβαίνεται. Γιά νά άναλυθεί μιά συγκεκριμένη στιγμή πρέπει νά αιφνιδιαστεί στή ρευστή της σχέση μέ τό "άλλο" της. Ή διαλεκτική λογική κατά συνέπεια είναι ταυτόχρονα μιά μέθοδος άνάλυσης καί μιά άναδημιουργία τής κίνησης τοΰ πραγματικού, μέσα άπό μιά κίνηση τής σκέψης, πού είναι ίκανή ν' Ακολουθεί τό δημιουργικό Γίγνεσθαι στά στροβιλίσματά του, στά άτυχή του γεγονότα καί στήν έσωτερική του δομή. Ή φυσιολογική θεώρηση τής άνάλυσης είναι ότι Απελευθερώνει, ταυτολογικά, ένα κατηγόρημα πού περιλαμβάνεται μέσα στό ύποκείμενο. Ά ν είναι καρποφόρο, όπως στίς έπιστήμες, διασπάει αύτό τό ύποκείμενο καί 42
άδηγεΕ σέ ένα "στοιχείο" πού ή σχέση του μέ τό δλο παραμένει άνεπαρκώς καθορισμένη. Ετή διαλεκτική λογική τό στοιχείο πού πετυχαίνεται άπό κάθε νόμιμη άνάλυση είναι μιά "στιγμή" τοΟ όλου. Ή άνάλυση άνατέμνει καί παράγει μιά Αφαίρεση, όμως ή διαλεκτική λογική δίνει σ'αύτή τήν άφαίρεση μιά συγκεκριμένη σημασία. Ή σύνθεση δέν άποκλείει τήν άνάλυση, τήν περικλείει. 'Ηάνάλυση είναι διαλεκτική, γιατί όδηγεί σέ άντιφατικές στιγμές. Ή σύνθεση είναι άναλυτική, γιατί άποκαθιστά τήν ένότητα πού ήδη έξυπακούεται στίς στιγμές. Ή τυπική λογική ισχυρίζεται: "τό Α είναι Α". Ή διαλεκτική λογική δέν λέει "τό Α είναι μή-Α", δέν κάνει ύπόσταση τήν άντίφαση, ή άντικαθιστά τόν παραλογισμό μέ τό φορμαλισμό. Λέει: Τό Α είναι πράγματι Α, δμως τό Α είναι έπίσης μήΑ Ακριβώς στό μέτρο πού ή πρόταση "τό Α είναι Α" δέν είναι μιά ταυτολογία, άλλά έχει ένα πραγματικό περιεχόμενο. "Ενα δέντρο είναι ένα δέντρο μόνο δντας ένα τέτοιο δέντρο, πού έχει φΟλλα, λουλούδια καί καρπούς, πού περνάει καί διατηρεί μέσα του έκείνες τίς στιγμές τού Γίγνεσθαι του, πού ή άνάλυση μπορεί νά πετύχει, δμως δέν πρέπει νά άπομονώσει... Τό λουλούδι, έπιπλέον, γίνεται καρπός, καί οί καρποί Αποσπώνται καί παράγουν άλλα δέντρα. Αύτό έκφρΑζει μιά βαθιά σχέση, μιά διαφορά πού προσεγγίζει τήν άντίφαση... Ή τυπική λογική λέει: "άν μιά συγκεκριμένη πρόταση είναι άληθινή, είναι Αληθινή". "Καμιάπρόταση δέ μπορεί νά είναι καί τά δυό, καί άληθινή καί ψευδής". "Κάθε πρόταση πρέπει νά είναι είτε Αληθινή είτε ψευδής". *Η διαλεκτική λογική προχωρεί περισσότερο καί Ισχυρίζεται: "άν θεωρήσουμε τό περιεχόμενο, άν ύπάρχει ένα περιεχόμενο, μιά μεμονωμένη πρόταση δέν είναι ούτε Αληθής ούτε ψευδής. Κάθε μεμονωμένη πρόταση πρέπει νά ύπερβαίνεται. Κάθε πρόταση μ'ένα πραγματι43
κό περιεχόμενο είναι ταυτόχρονα άληθινή καί ψευδής, άληθινή Αν ύπερβαίνεται, ψευδής &ν ισχυρίζεται κάποιος δτι είναι άπόλυτη". Ή τυπική λογική περιορίζεται στήν ταξινόμηση Αφηρημένων τύπων τού συλλογιστικού συμπεράσματος. Ή διαλεκτική λογική, έπειδή προσδιορίζει τό περιεχόμενο, έχει έντελώς διαφορετικούς συμπερασμούς. Οί Απλούστεροι προσδιορισμοί ξαναβρίσκονται μέσα στούς περισσότερο σύνθετους. Αύτοί οί προσδιορισμοί κατορθώνονται άκολουθώντας τήν άνάλυση τής κίνησης μέχρι τή στιγμή δπου τό περιεχόμενο έχει ύποβαθμιστεΐ σέ ένα μίνιμουμ, καί αύτοί οι ίδιοι μπαίνουν μέσα στήν κίνηση άπό τή στιγμή πού ή λογική τούς έχει συσχετίσει. Συνδέονται μαζί διαλεκτικά καίήκίνησή τους άπαντά τήν δλη κίνηση. Είναι κατά συνέπεια νόμοι τής κίνησης, καθοδηγητικές άρχές γιά τήν άνάλυση τών πιό σύνθετων καί πιό συγκεκριμένων κινήσεων. Σέ κάθε συγκεκριμένο περιεχόμενο πρέπει νά άνακαλύψουμε τήν άρνηση, τήν έσωτερική άντίφαση, τήν αίώνια κίνηση, τό θετικό καί τό Αρνητικό. Κάθε καθορισμένη ύπαρξη είναι, άπό μιά Αποψη, ποιότητα (Αμεση όριστότητα ή "κΑτι"), καί, Από μιΑ Αλλη, έκτεταμένηή έντονη ποσότητα, ή βαθμός. Ή ποιότητα καί ή ποσότητα βρίσκονται παντού, σέ κΑθε τομέα, βαθμό ή σφαίρα τού "Οντος καί τής σκέψης. Κάθε ποιότητα ή ποσότητα είναι συγκεκριμένη, καί κατά συνέπεια είναι ένωμένη ή μιά μέ τήν άλλη. Κάθε ποσότητα είναι ποιοτική, δηλαδή ένα ειδικό μέτρο. Παρόλα αύτά, ή ποσότητα καί ή ποιότητα δέν συγχωνεύονται, άλλά ποικίλλουν μέ μιάν όρισμένη άνεξαρτησία ή μιά άπό τήν άλλη. Είναι δυνατό νά ύπάρξουν ποσοτικές Αλλαγές στό ύπό θεώρηση δν, χωρίς κάποια ποιοτική καταστροφή. "Ομως, σέ μιά δεδομένη στιγμή, ή άλλαγή στή μιά άντιδρά στήν άλλη. ΜιΑ ποσοτική Αλλαγή, μέχρι τώρα συνεχής, αίφνίδια γίνεται ποιοτική. ( Ό Χέγκελ παίρνει ένα παρΑδειγμα Από τούς "Ελληνες φιλοσόφους : ένα κεφάλι χάνει τίς τρίχες του μιάμιά, καί σέ μιά δεδομένη στιγμή είναι φαλακρό) . "Η ποσό44
τητα, όντας άδιάφορη σέ σχέση μέ τήν όριστότητα καί μεταβαλλόμενη αύτή καθ'έαυτή, "είναι ή πλευρά άπ'όπου ή όρατή ύπαρξη έκτίθεται σέ μι.ά αίφνίδια έπίθεση καί καταστρέφεται. Ή πανουργία τής έννοιας συνίσταται στό δτι άδράχνει ένα καθορισμένο δν άπ'τήν πλευρά δπου ή ποιότητά του δέ φαίνεται νά είναι μπλεγμένη". (WL I), μ* ένα τέτοιο τρόπο ώστε, γιά παράδειγμα, ή άνάπτυξη ένός Κράτους, ή μιάς ιδιωτικής περιουσίας μπορεί νά έπιφέρει τήν πτώση της. Οϊ άλλαγές στό "Ον κατά συνέπεια δέν είναι καθαρά ποσοτικές. Πάντοτε συμβαίνει μιά "διακοπή στή διαβάθμιση", μιά αίφνίδια καί βαθιά άλλαγή, ή άσυνέχεια. Τό νερό πού παγώνει "ξαφνικά γίνεται στερεό" σέ μιά θερμοκρασία μηδέν βαθμών, (WL I). Μόνο μ'αύτό τόν τρόπο μπορεί νά ύπάρξει "μιά γέννηση καί ένα τελείωμα", δηλαδή ένα άληθινό Γίγνεσθαι. Ή θεωρία τής διαβάθμισης ή καθαρής συνέχειας καταργεί τό Γίγνεσθαι ύποθέτοντας δτι ότιδήποτε τελειώνει έξακολουθεί νά ζεί, άν καί άνεπαίσθητα, καί δτι ότιδήποτε έρχεται στή ζωή προϋπήρχε ήδη, έστω καί μέ τήν μορφή ένός λεπτότατου σπόρου. Στό άληθινό Γίγνεσθαι, τό δίκαιο μετατρέπεται σέ άδικο καί ή ύπερβολική άρετή σέ άμάρτημα. "Ενα Κράτος πού άναπτύσσεται ποσοτικά (σέ πληθυσμό ή πλούτο) άλλάζει τή φύση του, τή δομή του καί τή σύνταξή του. Μπορεί νά καταρρεύσει έκ των έσω, έξ αίτίας αύτής τής ίδιας του τής δομής πού, πριν έπεκταθεί, τού είχε δώσει δύναμη καί εύημερία. Ή κίνηση είναι κατά συνέπεια μιά ένότητα τού συνεχούς καί τού άσυνεχούς, πού θά πρέπει παντού ν'άνακτηθεί καί ν'άναλυθεί. "Υπάρχει ένα "Χάσμα", μιά άσυνέχεια, μιά άλλαγή ποιοτικού προσδιορισμού ή βαθμού, καί συνεπώς μιά ύπέρβαση, όποτεδήποτε μιά ποιότητα φτάνει στό αίώνιο δριό της, σπρωγμένη, άς πούμε, άπό 45
ποσοτικές Αλλαγές. Γιά νά καταλάβουμεflνά προβλέψουμε τό ποιοτικό χάσμα, πρέπει νά μελετήσουμε τίς ποσοτικές άλλαγές καί νά προσδιορίσουμε τό σημείο ή τήν "σημειακή" γραμμή άπ'όπου ξεκινάει ή άσυνέχεια. Τό Γίγνεσθαι είναι μιά συνεχής άνάπτυξη (μιά έξέλιξη) πού παρόλ'αύτά ταυτόχρονα στιγματίζεται άπό χάσματα, άπό ξαφνικές μεταλλαγές καί άναταράξεις. Ταυτόχρονα είναι μιά άναδίπλωση, μιά καί κουβαλάει μέσα του καί ξαναπαίρνει πάλι τό περιεχόμενο πού άπό αύτό άρχισε, άκόμα κι όταν φτιάχνει κάτι καινούργιο. Κανένα Γίγνεσθαι δέν είναι αΙώνια εύθύγραμμο. Αύτοί οί "διαλεκτικοί νόμοι" είναι ή πρώτη άνάλυση καί ή πιό γενική έκφραση τοΰ Γίγνεσθαι. Θά μπορούσε νά πεί κανείς ότι συγκεντρώνουν τά ούσιώδη χαρακτηριστικά του, πού χωρίς αύτά δέν μπορεί νά ύπάρξει ένα Γίγνεσθαι, παρά μόνο στασιμότητα ή, άκριβέστερα, μιά "έπίμονη" έπανάληψη άπό τήν άντίληψη ένός Αφηρημένου στοιχείου. Αύτοί οί πολύ γενικοί προσδιορισμοί τοΰ Γίγνεσθαι άποδεικνύονται άναγκαίοι μέ τό νά προέρχεται ό ένας άπό τόν άλλον καί μέ τό νά συνδέονται μαζί σέ ένα Γίγνεσθαι. Τό γεγονός ότι ύπάρχουν τρείς ("άν θέλει κάποιος νά τούς μετρήσει", λέει ô Χέγκελ) διαλεκτικοί προσδιορισμοί δέν είναι παρά μόνο μιά έπιφανειακή καί έξωτερική πλευρά τοΰ τρόπου μας τής νόησης. Αύτή καθ' έαυτή ή κίνηση είναι μία. Μ" αύτό τό Γίγνεσθαι τής σκέψης, συνδέοντας τίς κατηγορίες μαζί,ό Χεγκελιανός νοΰς "κατεβαίνει μέσα στόν έαυτό του", συλλαμβάνοντας καί άπορροφώντας τό περιεχόμενό του. Τό συλλαμβάνει ξεπερνώντας καθετί πού διαχωρίζει ή διασκορπίζει, καταστρέφοντας τό άρνητικό στοιχείο αύτό καθ' έαυτό, άρνούμενος τήν άρνηση. Ό νοΰς αύτοπροσδιορίζεται σάν ή άνώτατη ένότητα, πού έχει πολλαπλές πλευρές. Σάν μιά αίώνια δραστηριότητα καί Γίγνεσθαι κατέχει τή δική του κίνηση μέσα του. Μπορεί νά θέτει, νά ξεπερνάει καί νά ύπερβαίνει, καί στή συνέχεια νά άνακεφαλαιώνει αύτά τά διαδοχικά στάδια 46
λογικά. Παράγει τή δική του κίνηση μέ τήν άρνηση κάθε μικρότερης στιγμής» δμως αίιτή ή κίνηση δέν σημαίνει δτι δραπετεύει άπό τόν έαυτό του. Ό νοΟς είναι ένα δλο, είναι ή δλη κίνηση. Ή Ταύτιση πού είναι έντελώς πλήρης καί συγκεκριμένη καί περιέχει δλους τούς προσδιορισμούς, είναι ή 'Ιδέα. Στή διαλεκτική κίνηση γίνεται "γιά τόν έαυτό της" αύτό πού ήταν "μέσα στόν έαυτό της", δηλαδή στήν ούσία, στιγμές πού θά μπορούσαν νά Απομονωθούν καί νά έξωτερικευτοϋν, προσδιορισμοί πού έπρεπε νά τεθούν μέσα στούς ίδιους τούς έαυτούς τους καί κατά συνέπεια άρνητικά, έτσι ώστε στή συνέχεια θά μπορούσε κανείς νά τούς άρνηθεί καί νά ξαναγυρίσουν πίσω μέσα στό άληθινό άπειρο τής 'Ιδέας. Ή 'Ιδέα ξαναβρίσκεται στό περιεχόμενο, πού έχει άναπτυχθεί γιά νά «ράνερωθεί, καί γιά νά κάνει τό περιεχόμενο σαφές καί νά τό συγκεντρώσει μέσα της. Ό νούς καί ή 'Ιδέα ή, γιά νά είμαστε.πιό άκριβείς, ή άπόλυτη Γνώση, είναι δ ύψιστος Τρίτος "Ορος πού περιέχει καί διαλύει τίς άντιθέσεις καί τίς άντιφάσεις τού σύμπαντος. "Η 'Ιδέα άρνιέται τόν έαυτό της, φανερώνοντας ή "άλλοτριώνοντάς" τον, δμως άρνιέται τόν έαυτό της σύμφωνα μέ τή δική της φύση, παραμένει ή ίδια στήν άλλοτρίωσή της, στήν συνέχεια ξαναβρίσκει αύτή τή φύση μέ μιά πολύμορφη διαδικασία. Ό νόμος, ή τέχνη καί ή θρήσκε ία είναι έντελως ξεχωριστοί τομείς, δρόμοι πού μέσα àrf αύτούς ό Νοΰς, άπορροφώντας μέσα του ένα πάντοτε άνώτερο περιεχόμενο, φτάνει στήν κατοχή αύτού τού έαυτού του,στήν 'Ιδέα. Ό Φαινόμενος Νούς, σχετιζόμενος μέ ένα ύπάρχον άντικείμενο, είναι συνείδηση. " Ή έπιστήμη τής Συνείδησης όνομάζεται Φαινομενολογία τού Νού". Ή Φαινομενολογία είναι μιά άνώτερη ψυχολογία, πού άσχολείται μέ "τό Νού πού σχηματίζει τόν έαυτό του καί τόν μορφώνει μέ τήν άντίληψή του", οί έκδηλώσεις του όντας "στιγμές πού δίνεται γέννηση σ' αύτάν μέσα άπό αύτόν". 47
Η ιστορία τής φιλοσοφίας καί ή φιλοσοφία τής ίστορίας κάνουν άνασκόπηση τής έξωτερικής ύπαρξης τοΟ ΝοΟ, καί τών διαδοχικών του σταδίων. "Η λογική, τελικά, είναι ταυτόχρονα ή πλουσιότερη καί ή φτωχότερη άπό τίς φιλοσοφικές καί έπιστημονικές μελέτες. Συγκολλά τούς πλίνθους τοΟ ΧεγκελιανοΟ οικοδομήματος σταθερά. Είναι μιά "έπιστήμη τής σκέψης", ή σκέψη δντας αύτή καθ'έαυτη ή όριστότητα τοΟ περιεχόμενου, "τό παγκόσμιο στοιχεϋο σέ κάθε περιεχόμενο". "Αν καί δουλεύει μέ άφαιρέσεις, ή διαλεκτική λογική βρίσκεται μέσα στήν'Αλήθεια, είναι αύτή ή ίδια 'Αλήθεια. Ή λογική κίνηση τής άντίληψης μπορεί νά ξαναβρεθεί πάλι —είδικά— σέ κάθε τομέα ή βαθμό.
48
Κριτική τής διαλεκτικής του Χέγκελ Ή φιλοδοξία τοΟ Χέγκελ συμπίπτει μ'έπείνη τής φιλοσοφίας, μέ τήν πιό ένδόμυχη έπιθυμία τής ζωής τοΟ νοΟ, θεωρούμενη σάν έπέκταση καί κυριαρχία; ν' άποκλείσει τό τίποτα, ν'άφήσει τό τίποτα έξω άπ'τόν έαυτό του, νά έγκαταλείφει καί νά υπερβεί κάθε μονόπλευρη θέση. Συνδέεται μ'έκείνη τήν θεμελιακή διάθεση, όρεξη γιά τό "Ον, πού πρέπει νά διατηρηθεί, καθαρμένο άν είναι δυνατό άπό μαγείες, δηλαδή άπό αύταπάτες. *0 Χεγκελιανισμός ύπαινίσσεται δτι όλες οι συγκρούσεις μπορούν νά διαλυθούν, χωρίς άκρωτηριασμούς ή άπαρνήσεις, σέ μιά έπέκταση τού "Οντος. 'Ισχυρίζεται δτι στή ζωή τού Νού δέν ύπάρχει άνάγκη γιά έπιλογές, έναλλακτικές λύσεις ή θυσίες. 'Απειράριθμες συγκρούσεις δοκιμάζονται άντικειμενικά, δμως καμιά άπό αύτές δέν διαρκεί γιά πάντα. Κάθε άντίφαση μπορεί νά ξεπεραστεί μ'ένα πήδημα τού Νού πρός τά έμπρός. "ΟΧεγκελιανισμός παραμένει κατά συνέπεια δ μόνος δρόμος, πού ένας πνευματικός όπτιμισμός ή δυναμισμός μπορεί νά πάρει, έάν πρόκειται νά διατυπωθεί. •Τόσο σάν ένα δόγμα καί μιά λογική μέθοδος, ό Χεγ49
κελιανισμός παριστάνει ένα τύπο πνευματικής ζωής πού βρίσκεται άκόμα σέ ίσχύ. Νά μήν έχουμε σά σκοπό νά συγκατατεθούμε πολύ βιαστικά μέ τούς έαυτούς μας ήμέ τόν κόσμο. Νά μήν κρύβουμε άπό μάς τούς ίδιους τίς άντιφάσεις πού ύπάρχουν στόν κόσμο, στόν άνθρωπο καί σέ κάθε άτομο, άλλά, άντίθετα, νά τίς τονίζουμε, όσοδήποτε κι άν πιθανόν νά ύποφέρουμε, γιατί είναι καρποφόρο τό νά κομματιαστούνε καί γιατί, μιά καί οί άντιφάσεις έχουν γίνει άφόρητες, ή άνάγκη τής ύπέρβασής τους γίνεται δυνατότερη άπό όποιαδήποτε άντίσταση έκ μέρους τών στοιχείων πού τελειώνουνε. Τέτοια είναι ή άρχή μιάς πνευματικής ζωής γεμάτης άπόχαράκαί λύπη, όλοκληρωτικά λογικής καί μή συγκεχυμένης. Λέει "Ναί" στόν κόσμο, όμως όχι μόνο "ναί" μέ μιάν τυφλή έκσταση, λέει άκόμα καί "Όχι" καί άπορρίπτει αύτό πού αύτοαποκαλύπτεται σάν στείρο καί έτοιμοθάνατρ. Ό Χέγκελ ήξερε ότι ή σύγκρουση καί ή διαίρεση μέσα στό σύγχρονο άνθρωπο δέν ήτανε άνακάλυψη τών φιλοσόφων. "Οπως άποδεικνύει στήν άρχή τής Ά ί σ θ η τ ι κή ς" του, ό σύγχρονος πολιτισμός άναγκάζει τόν άνθρωπο νά ζεί "σέ δυό κόσμους πού 6 ένας άντιφάσκει στόν άλλ£>ν. Άπ' τή μιά μεριά βλέπουμε τόν άνθρωπο νά ζεί μέσα στή συνηθισμένη, πρόσκαιρη πραγματικότητα αύτοΰ τοΰ κόσμου, λυγισμένος κάτω άπ" τό βάρος τής άνάγκης Λαί τής άθλιότητας, δούλος τής ύλης, Άπ'τήν άλλη μεριά μπορεί νά ύψωθεί μέχρι τθς Ιδέες, σέ ένα βασίλειο σκέψης καί έλευθερίας. Στό μέτρο πού αύτός είναι θέληση, δίνει στόν έαυτό του νόμους". "Ομως άκόμα κι όταν τό κάνει αύτό "ξεγυμνώνει τόν κόσμο άπό τή ζωντανή του πραγματικότητα καί τόν διαλύει μέσα σέ άφαιρέσεις". "Ετσι ή σάρκα καί τό πνεύμα, ή καθημερινή πραγματικότητα καί σκέψη, ή πραγματική άνάγκη καί ή ίδανική έλευθερία, ή πραγματική δουλειά 5θ
καί ή θεωρητική ισχύς τής διανόησης, ή άθλιότητα τής ύπαρξης καί ή ύτιέροχη άλλά μυθική κυριαρχία τής 'Ιδέας, δλα βρίσκονται σέ σύγκρουση. Στά τελευταία έκατό χρόνια αύτό τό λυπηρό σχίσμα τής σύγχρονης συνείδησης έγινε άκόμα περισσότερο έντονο, σέ σημείο πού σήμερα είναι άνυπόφορο. Παρόλ'αύτά, δμως, ό Χέγκελ συνέλαβε δντως δλόκληρο τό περιεχόμενο τής άνθρώπινης έμπειρίας; Τό συνέλαβε στήν αύθεντική του κίνηση; Ξεκίνησε πραγματικά άπό τό περιεχόμενο καί άπόσπασε τή μορφή άπ'αύτό χωρίς νά τό παραποιήσει; "Υψωσε στήν πραγματικότητα δλους τούς βαθμούς καί τό βάθος τού περιεχόμενου σέ σκέψη, χωρίς νά τό υποτάξει σέ μιά προκατασκευασμένη μορφή καί χωρίς νά ξαναγυρίζει πίσω στό περιεχόμενο σάν άμεσα δεδομένο; Σέ πρώτο λόγο, ό Χεγκελιανισμός, δντας ένα σύστημα, έμπλέκει μιά ούσιαστική προϋπόθεση —ένώ ίσχυρίζεται δτι δέν δέχεται καθόλου όποιεσδήποτε προϋποθέσεις. Μπορεί κανείς νά φανταστεΕ δτι ό περιορισμένος νούς ένός άτόμου, ένός φιλόσοφου, θά ήτανε ικανός νά συλλάβει δλόκληρο τό περιεχόμενο τής άνθρώπινης έμπειρίας; "Αν αύτό τό περιεχόμενο είναι, δπωςλέειό Χέγκελ δτι είναι, άπέραντα πλούσιο —μιά τέτοια πλουσιότητα δέ ή ύπεραφθονία είναι άντάξια μόνο τού Νοΰ— τό έπιχείρημά του δέν μπορεϋ πιά νά ύποστηριχθεΓ. Τό περιεχόμενο θά γίνει έφικτό μόνο μέσα άπό τίς ένωμένες προσπάθειες πολλών σκεπτομένων άτόμων, σέ μιά προοδευτική έπέκταση τής συνείδησης. Τό ίδιο τό έπιχείρημα τού Χέγκελ κλείνει καί περιορίζει τό περιεχόμενο καί τό κάνει άνάξιο τοΟ Νοΰ. συγκεκριμένης
Τό νά συμπεριληφθεΓ τό περιεχόμενο τής τέχνης μέσα σέ μιά σειρά άπό αισθητικούς όρισμούς, αύτό τήν ύποβαθμίζει σέ μιάν άφηρημένη μορφή. Στήν πραγματικότητα, σέ κάθε μεγάλο έργο τέχνης, κάθε έποχή καί κάθε άτομο συλλαμβάνει ένα καινούργιο περιεχόμενο, μιά καινούργια πλευρά του πού μάς έκπλήσσει. Μόνον έτσι 51
μπορεί τό έργο τέχνης νά είναι μιά ένότητα τοΟ πεπερασμένου καί τοΟ άπειρου, ένα Απειρο ταυτόχρονα καθορισμένο καί ζωντανό. Τό περιεχόμενο Αναπτύσσεται, γίνεται πλουσιότερο καί πιό βαθύ. Ή ζωή τής Ανακάλυψης καί τής δημιουργίας τοΟ ΝοΟ, δέν φτάνει στό τέλος της μέ τόν Χέγκελ. Μέ τόν Νίτσε, γιά παράδειγμα, ή 'Αρχαία 'Ελληνική τέχνη φάνηκε κάτω Από μιάν καινούργια προοπτική. "Εχουμε συνεχίσει νά έξερευνοΰμε τή Φύση, τή ζωή καί τά άνθρώπινα όντα.Καινούργιες συγκρούσεις έχουνε έμφανιστεί, καινούργια περιεχόμενα καί καινούργια προβλήματα πού δέν μπορούνε νά λυθούν έκ τών προτέρων. "Αλλα θέματα, άλλες κοινωνίες καί πνευματικές όμάδες ζητάνε νά άνυψωθοΰν στό έπίπεδο τής πνευματικής ζωής καί τής 'Ιδέας, νά ξεριζωθούν, στήν θεωρία καί στήν πράξη, άπό τήν άμεσότητα καί τήν άναγκαιότητα. Δέν μδς παρέχει ή Φύση, πού είναι ζωή όπως δόθηκε σέ μ&ς, αύθό(Ϊμητα, ένα περιεχόμενο αύτό καθ' έαυτό άπέραντα πλούσιο; Ή θεωρητική στάση τοΰ Χέγκελ βρίσκεται σέ μιάν ίδιαίτερα άδέξια θέση άπέναντι σ'αύτό τό περιεχόμενο. Προσπαθεί νά τό έξαντλήσει καί νά τό όρίσει, καί νά τό είσάγει μέσα στήν άπόλυτη Γνώση, δηλαδή μέσα στή Χεγκελιανή μεταφυσική. Γι* αύτόνόγεμάτος άστρα ούρανός δέν έχει τίποτα περισσότερο θαυμάσιο άπ'δτι ένα έξάνθημα στό δέρμα. Τό σφάλμα καίή κακία πρέπει νά προτιμούνται άπό τίς κανονικές τροχιές των ούράνιων σωμάτων ή τήν άθωότητα των φυτών, γιατί ή κακιά καί τό σφάλμα είναι άπόδειξη τής ύπαρξης τού Νού. Σέ σχέση μέ τήν 'Ιδέα, ή όργιώδης βλάστηση ΐής Φύσης, τό άμφιλεγόμενό της, ή ζωτικ
ποχές παί δράση; Ετό μέτρο πού είναι ένα τελειωμένο σύστημα, ό Χεγκελιανισμός δδηγεί, δπως δ παραδοσιακός φορμαλισμός, σέ μιά όξεία σύγκρουση άνάμεσα στήν άνακάλυψη καί τή γνώση, άνάμεσα στήν καρποφόρα καί τήν αύστηρή σκέψη. "Η δράση έχει είδικούς νόμους, έίτε είναι δνα ξανακύλισμα άπό τήν σκέψη καί τήν έσωτερική ζωή είτε, πράγμα πού είναι πιό πιθανό, μιά γονιμοποίηση τού νού μέσα άπό τήν έπαφή του μέ τόν έξωτερικό κόσμο ή, έναλλακτικά, μιά σαφής ούσία, παράλληλη μέ τή σκέψη καί άντιπαρατιθέμενη στίς άλλες ούσίες, πού ήένότητά τους είναι ύπερβατική. "Οποιοδήποτε άπ'τά τρία κι άν είναι, ή δράση είναι μιά πραγματικότητα.' Είναι μέρος έκείνης τής δεδομένης ύπαρξης άπό τήν δποία ό "μαγικός" νούς, πού άξιώνει νά συλλάβει καί νά σταματήσει τόν κόσμο, μπορεί πολύ καλά νά ξεπροβάλει, γιά νά δρμήσει μέσα στό κενό, δμως αύτό δέν μπορεί νά τό ύπερβεί παρά μόνο άπατηλά. Ή δράση είναι μιά πραγματικότητα. Ή άντίληψη λέει: "γιά νά μπούμε στό νερό, πρέπει πρώτα νά ξέρουμε νά κολυμπάμε". Ή δράση διαλύει τούς φαύλους κύκλους, ή τίς άντιφάσεις τής στατικής σκέψης. Η πρακτική είναι δημιουργική, δέν μπορεί νά βγεί σάν συμπέρασμα μέσα άπό τήν ίδέα. "Εχει τίς δικές της άπαιτήσεις, τή δική της πειθαρχία —τή δική της λογική ίσως. Μέχρι τήν έποχή τού Χέγκελ τό πρόβλημα τής δράσης καί τής πρακτικής είχε έπιβληθεί στήν φιλοσοφία, πού προσπάθησε νά καθορίσει τίς είδικές κατηγορίες δράσης, καί μερικές φορές έφτασε σέ σημείο νά στρέψει τή δράση ένάντια στή σκέψη, προσπαθώντας νά συλλάβει άπό τήν καθαρή δράση, τή δράση πού δέν είναι τίποτε άλλο παρά δράση. Μ'αότό τόν τρόπο, έφάρμοσε τήν άντίληψη καί τό φορμαλισμό στό καινούργιο πρόβλημα τής δράσης. Είναι άλήθεια δτι δ Χέγκελ 6δωσε στή δράση δνα ρόλο νά παίξει. Είδθ· τήν άπόλυτη 'Ιδέα σάν μιά ένότητα τής πρακτικής καί τής γνώσης, τής δημιουργικής δρα53
στηριότητας καί σκέψης· "Ο νοΟς ύπερβαίνει τό άμεσο. Τροποποιεί τό άντικείμενο, μεταμορφώνοντας καί άψομοιώνοντάς το. "Η δράση μιμείται τό νοΰ, όποτεδήποτε κάποιος τρώει ένα είδος τροφής γιά παράδειγμα. Ό ΝοΟς τοΟ Χέγκελ τρέφεται άπό τόν κόσμο καί τόν καταβροχθίζει, κάνοντάς τον νά έξαφανιστεί. "Ομως ό Χέγκελ δέν διευκρύνισε τή δράση αύτή καθ'έαυτή,στό μέτρο πού έρχεται άντιμέτωπη μ'ένα άντικείμενο πού δέν μπορεί νά τό κάνει νά έξαφανιστεί λίγο ή πολύ "πνευματικά". Ό Χέγκελ δέν άνάπτυξε τήν άνάλυση τοΰ Κάντ πού άφορά τήν είδικά πρακτική Λογική. Προσδιόρισε μιά ίδέατίίς δράσης, καί μπέρδεψε τή δράση μέ τή σκέψη τής δράσης-'Αλλά άν ή δράση έχει δικούς της νόμους καί περιεχόμενο, πως μπορεί νά περιοριστεί ό τομέας της; Ή δράση προκηρύσσει τόν έαυτό της: "Ain anfang war die tat" (=έν άρχή ήν ή Πράξις). Στή συνέχεια, ή λογική σκέψη πρέπει νά διασωθεί, όπως άκριβως κι ό Χέγκελ προσπάθησε νά διασώσει τή λογική, ύπερβαίνοντάς την. Ό Χέγκελ δέν άρκέστηκε άπλά στήν έμβάθυνση τοΰ περιεχόμενου καί στή διασάφησή του μέ σκοπό νά φτάσει στή μορφή, άλλά τό ύποβάθμισε σέ σκέψη, μέ τήν άΕίωση νά τό συλλάβει "όλοκληρωτικά" καί νά τό έΕαντλήσει. 'Επιμένει στήν αύστηρά καί όριστικά καθορισμένη μορφή, πού τό περιεχόμενο άπαντά στό Χεγκελιανισμό. Ολοι οί προσδιορισμοί πρέπει νά συνδεθοΰν μεταΕύ τους γιά νά γίνουν καταληπτοί. "Οσο άφορά στόν Χέγκελ,αύτές οί συνδέσεις δέν άνακαλύπτονται βαθμιαία, ή έπιτυγχάνονται μέ μιάν πειραματική μέθοδο. Είναι σταθερές. Τό άθροισμά τους, ή όλότητα, φτιάχνει έναν κύκλο. " Ή φιλοσοφία σχηματίζει έναν κύκλο. Μέ ότιδήποτε κι άν άρχίζει ή φιλοσοφία είναι άμεσα σχετικό καί πρέπει νά έμφανίζεται σάν ένα άποτέλεσμαάπ' ένα διαφορετικό σημείο προορισμού". (PR).
54
"Οποιαδήποτε άλλη φιλοσοφία είναι άπλά ένα ύποκειμενικό συναίσθημα καί ένδεχόμενο σέ σχέση μέ τό περιεχόμενο. Μόνο μιά τέλεια συστηματοποίηση μπορεΓνάέγγυηθεΕ τήν κατοχή δλου τοΟ περιεχόμενου καί vd μετατρέψει τή φιλοσοφία σέ έπιστήμη. Ή άλήθεια παύει vd είναι Αντικείμενο τής σκέψης σάν ή ένότητα τής μορφής καί τοΟ περιεχόμενου, άλλά προσδιορίζεται άπό τή συμφωνία τής μορφής μέ τόν έαυτό της, άπό τήν έσωτερική της συνέπε'ια, άπό τή τυπική ταύτιση τής σκέψης. Καί ή πνευματική έλευθερία δέ καθορίζεται σάν άπόκτηση τοΟ περιεχόμενου μέσα άπό μιά "συνειδητοποίηση", άλλά προσδιορίζεται σάν μιά άπελευθέρωση τοΟ ΝοΟ σέ σχέση μέ τό περιεχόμενο αύτό κα€Γ έαυτό -έμπειρία, ζωή ή δράση— μέ τή βοήθεια τής έννοιας καί τής ίδέας. Ή μορφή κατά συνέπεια δέν κρίνεται σύμφωνα μέ τό περιεχόμενο ή παράγεται άπό τή διασάφηση τοΟ τελευταίου. Τίθεται σύμφωνα μέ τίς άπαιτήσεις τής τυπικής αύστηρότητας καί τίς άνάγκες τής φιλοσοφικής συστηματοποίησης. Έχοντας ίσχυριστεε τήν πρωταρχικότητα τού περιεχόμενου, δ Χέγκελ δηλώνει δτι: "οί λογικές σκέψεις δέν είναι στιγμές άποκλειστ ι κές σέ σχέση μ' έκεΕνες τίς σκέψεις, γιατί είναι τό άπόλυτο θεμέλιο δλων τών πραγμάτων" (Ε, παρ. XIV). Έτσι ή σκέψη είναι ή μυστική πηγή τού περιεχόμενου. Δέν είναι παρά μιά αύταπάτη τό γεγονός δτι δ Νοΰς προσλαμβάνει τό περιεχόμενό του άπό έξω, σύμφωνα μέ τίς μή φιλοσοφικές προϋποθέσεις τής παρατήρησης καί τής έμπειρίας. Ή φύση έμφανίζεται σάν ή προϋπόθεση τοΟ Νοΰ μόνο μέχρι τή στιγμή πού ή ύπέρτατη άλήθεια, ή 'Ιδέα, προσδιορίζεται. Ή φύση έξαφανίζεται μέσα σ'αύτή τήν άλήθεια. Ή κίνηση τής σκέψης δέν είναι παρά ένα Εαναγύρισμα στόν έαυτό της.
55
" Ή έσωτερική γέννηση ή γίγνεσθαι μιάς ούσίας είναι ένα πέρασμα στό έξωτερικό. 'Αντίστροφα, τό Γίγνεσθαι ένός προσδιορισμένου "Οντος είναι ή έσωτερική οί>σία πού ξαναβρίσκει τόν έαυτό της πάλι". Τό περιεχόμενο άφήνεται νά κλειστεί σ'αύτό τό κλειστό, κυκλικό σύστημα γιά τό μόνο λόγο ότι είναι αύτό τό ίδιο ή άπόρροια τού Νού πού έθεσε αύτή τή μορφή. "Τό όλο μπορεί νά παρομοιαστεί μ'έναν κύκλο πού περιέχει άλλους κύκλους... μ'έναν τέτοιο τρόπο ώστε τό σύστημα αύτών τών Ιδιαίτερων στοιχείων σχηματίζει τήν δλότητα τής Ιδέας" (Ε, παρ. XV). Δέν ύπάρχει πιά τό θέμα νά άνυψώσουμε τό περιεχόμενο έλεύθερα στήν έννοια, άλλά νά βρούμε μέσα στό περιεχόμενο μιά όρισμένη μορφή τής έννοιας, πού έχει τεθεί a priori σέ σχέση μέ τό περιεχόμενο: κυκλική,κλειστή καί όλόκληρη μέ μιάν είδική έννοια αύτής τής λέξης, δηλαδή σάν μιά κλειστή όλότητα. 'Η σκέψη συλλαμβάνει μόνο τόν έαυτό της. Αύτό πού κάνει, δλο-δλο, τό σκεπτόμενο ύποκείμενο είναι νά μαρτυρά αύτή τήν άνάπτυξη τής Ιδέας. Αύτό πού είναι ένδιαφέρον γιά τίς άλλες έπιστήμες είναι τό νά ξαναβρούν τίς μορφές τής λογικής. (Ε, παρ. XIV). Καί ή έπιστήμη, "περιέχει σκέψη στό μέτρο πού σκέψη είναι τό ίδιο τό πράγμα, ή μ'άλλα λόγια τό πράγμα αύτό καθ'έ'αυτό, στό μέτρο πού είναι καθαρή σκέψη". Ετσι, τό θέμα τής νόησης ή περιεχόμενο, προσδιορίζεται άπό τή μορφή. Πιό γενικά, ή διαλεκτική λογική τού Χέγκελ μπορεί νά έρμηνευτεί μέ διάφορους τρόπους, ή μάλλον δυό ή καί τρείς άκόμα διαφορετικές κινήσεις τής σκέψης μπορούν νά βρεθούν μέσα της: 56
α) Ή διαλεκτική θεωρείται σάν άνάλυση τής κίνησης. Ή μέθοδος ύποθέτει τό περιεχόμενο. Διασπά τήν ένότητα τοΟ Γίγνεσθαι μόνο καί μόνο γιά νά τό ξαναβρεί άργότερα. Τελικά, μετά άπό μιάν άπέραντη άνάλυση, ή κίνηση τής σκέψης συμπίπτει μέ τήν αύθόρμητη κίνηση τοΟ κόσμου καί τοΟ περιεχόμενου. β) Άντί νά έκφράζει καί νά άντανακλά τήν κίνηση τοΟ περιεχόμενου, ή διαλεκτική παράγει αύτή τήν κίνηση. Δέν είναι τόσο μιά μέθοδος άνάλυσης όσο μιά μέθοδος συνθετικής καί συστηματικής οίκοδόμησης τοΟ περιεχόμενου. γ) Ή διαλεκτική θεωρείται σάν άποτέλεσμα τής άλλοτρίωσης άπό τήν 'Ιδέα. Στό σημείο άπ'όπου ξεκινάει βρίσκεται ή δυναμικότητα τής 'Ιδέας πού ξεπροβάλλει άπ'τόν έαυτό της, διαιρεί, γίνεται "άλλο" καί παράγει τή διαλεκτική. Κάθε μιά άπ'αύτές τίς έρμηνείες μπορούν νά ύποστηριχθοΰν άπ'αύτά πού έγραψε ό Χέγκελ,δμως φαίνεται δτι ή δεύτερη είναι ή πιό αύθεντικά Χεγκελιανή. Ή ίδια ή " Φ α ι ν ο μ ε ν ο λ ο γ ί α " πού δίνει τόσο πολύ έμφαση στό περιεχόμενο τής συνείδησης, καί στήν άλλοτρίωση καί τήν έξωτερίκευση τού Νού στόν κόσμο τών πραγμάτων, δηλώνει δτι: "τό περιεχόμενο, καθορισμένο μέ μεγαλύτερη άκρίβεια... είναι Νούς, πού αύτοαναθεωρείται καί αύτοαναθεωρείται στό μέτρο πού είναι Νοΰς". Καί τό τελευταίο κεφάλαιο τής " ' Α ν ώ τ ε ρ η ς Λ ο γ ι κής" φτάνει στό συμπέρασμα δτι ή μέθοδος είναι ή άπόλυτη, μοναδική, ύπέρτατη καί άπέραντη δύναμη, πού σ' αύτήν κανένα άντικείμενο δέν είναι ικανό ν' άντισταθεί. Ή μέθοδος είναι ταυτόχρονα "ψυχή καί ύλη". "Η μέ τρόπο άκόμα πιό σαφή: "ή λογική 'Ιδέα είναι τό δικό της περιεχόμενο στό μέτρο πού είναι μιά άπέραντη μορφή". Ή άπόλυτη 'Ιδέα, άπελευθερωμένη γιά τόν έαυτό της "έ57
χει γίνει φανερή άτι'τό γεγονός ότι, μέσα της,δπροσ6ιορισμός δέν παίρνει πιά τή μορφή ένός περιεχόμενου Αλλά άπλά μιάς μορφής". 'Υπερβαίνει τή θέση του σάν περιεχόμενο. Στήν Απόλυτη 'Ιδέα, ή λογική ξαναβρίσκει τήν Απλή ένότητα τής Αφετηρίας: χΑρις στή μεσολάβηση καί τήν ύπέρβαση αύτής τής μεσολάβησης, τό άμεσο "Ον γίνεται μιά 'Ιδέα πού έχει πετύχει τήν ταύτιση μέ τόν έαυτό της. " Ή μέθοδος είναι ή καθαρή ίδέαπού σχετίζεται μόνο μέ τόν έαυτό της. Είναι κατά συνέπεια έκείνη ή άπλή σχέση μέ τό δν πού είναι "Ον". *Η ίδέα παύει νά έμφανίζεται πιά σάν άσχετη μέ τό περιεχόμενο, δπως ήταν στήν ύποκειμενική σκέψη. Στήν άπόλυτη Γνώση ή ίδέα έχει γίνει τό δικό της περιεχόμενο. Ή άπόλυτη Ίδέα γίνεται μιά άρχή γιά άλλες σφαίρες καί γιά άλλες έπιστήμες: αύτές τής Φύσης καί τής Ιστορίας. Ή άπόλυτη Γνώση κατά συνέπεια, άντί νά είναι τό τελικό τέρμα καί "τέλος" τής σκέψης, μπορεί νά θεωρηθεί σάν άφετηρία. Βεκινώντας άπό τήν Ίδέα μπορούμε νά ξαναφτιάξουμε τόν κόσμο. Δέν είναι σίγουρο άν αύτές οί τρείς έρμηνείες ή διαλεκτικές κινήσεις είναι συμβατές. Ή θεωρία τής Αλλοτρίωσης γίνεται παράδοξα θολή στήν " ' Α ν ώ τ ε ρ η Λ ο γική". Ό Χέγκελ θέλει νά δείξει δτι ή Ίδέα, θέτοντας τόν έαυτό της σάν μιά ένότητα τής ίδέας καί τής πραγματικότητας, "Απορροφάται μέσα στήν Αμεσότητα τού "Οντος", γίνεται Φύση, άν καί δέν παύει νά είναι ίδια, άπλή, διαφανής καί έλεύθερη. " Ή μετάβαση πρέπει νά γίνει άντιληπτή μ'αύτή τήν έννοια, δτι ή Ίδέαάφήνεται έλεύθερα (Sich selbst entlâesst), άπόλυτα σίγουρη γιά τόν έαυτό της καί άναπαύεται μέσα του". "Ετσι ή Ίδέα δέν είναι τίποτε περισσότερο άπό μιάάπέραντη Ανάπαυση. Καί δπως λέει στήν τελευταία παράγραφο τής " Κ α τ ώ τ ε ρ η ς Λ ο γ ι κ ή ς " (ή όποία άλλού δίνει τόση πολλή έμφαση στό περιεχόμενο), ή Ίδέα "διαλύεται γιά νά παραδοθεί έλεύθερα άπό τή στιγμή τής άτομικότητάς της, τού πρώτου προσδιορισμού τού άλλου δντος". Είναι 58
παράξενη ή σύγκριση αύτών τών κειμένων μ' έκεΙΓνα, εί6ικά στήν " Φ α ι ν ο μ ε ν ο λ ο γ ί α " (ή Ακόμη καί στί c δυό "Λο γ ι κ έ ς"), ιού έκφράζουνε τή βαθιά καί καταστροφική δραστηριότητα τού άπέραντου άρνητισμού, τής ύποκειμενικότητας, τής έλευθερίας καί τής 'Υπέρβασης. "Ετό μέτρο πού είναι ένα ύποκείμενο, ή ζωντανή ύλη είναι καθαρός καί άπλός Αρνητισμός, μιά διαδικασία πού διαιρεί τό άπλό, διπλασιάζει τούς δρους καί τούς φέρνει σέ άντίθεση μεταξύ τους" λέει ή " Φ α ι ν ο μ ε ν ο λ ο γ ία". Ό Χέγκελ δέν άποδεικνύει δτι αύτή ή ήρεμη έξωτερίκευση τής 'Ιδέας άπελευθερώνει άντίφατικές ύπάρξεις καί δχι Αντιπαρατιθέμενες ύπάρξεις ή ούσίες, έντελώς άπλά άσχετες μεταξύ τους. 'Αντίθετα, δέχεται δτι ή θρησκεία, ό νόμος καί ή τέχνη είναι διαφορετικοί τομεες, άντιφατικοί ούτε μεταξύ τους ούτε μέ τή φιλοσοφία καί κατά συνέπεια άπλά άντιπαρατιθέμενοι. Ή θρησκεία καί ή φιλοσοφία Εχουνε κοινό περιεχόμενο καί αύτό τό περιεχόμενο άφαιρεϋται άπό τήν άνάπτυξη, άπό τή διαδοχή στό χρόνο. (GP, Ε, παρ. XX)..Πιστεύοντας δτι μπορεί νά συλλάβει δλο τό περιεχόμενο ό Χεγκελιανισμός περιορίζει τό περιεχόμενο πού μπορεί νά δεχτεί, τό δέχεται άκριτα καί τελικά τό Αφαιρεί Από τό διαλεκτικό Γίγνεσθαι. Σ'αύτή τήν περίπτωση ή διαλεκτική Αντίφαση ύπΑρχει μόνο γιΑ καί μέσα Από τόν πεπερασμένο,' μεμονωμένο νού. Μερικές φορές δ Χέγκελ θέτει Απόλυτο, Ακίνητο "Ον, αΙώνια αύτογνωσία, μιΑ Αντικειμενική ταύτιση πού καταργεϋ κάθε άντίφαση γιά πάντα. Ό φιλόσοφος συμμετέχει σ'αύτή τήν άπόλυτη Γνώση καί βγάζει όλόκληρο τόν κόσμο μέσα άπ' τό κεφάλι του. Ή μορφή τής ταύτισης γεννά τό περιεχόμενο. Αύτό τό σύστημα είναι κατασκευασμένο σάν ένα κομμάτι άκαμπτης άρχιτεκτονικής, φτιαγμένο άπό άπανωτά τρίγωνα πού στηρίζονται άπό τίς κο59
ρυφές τους. Τότε, ίσως,ό Χέγκελ αισθάνεται ότι. τό "Ον Αρχίζει νά φρικιά καί νά τοΟ ξεφεύγει, καί γι'αύτό τό λόγο θέτει μιά ούσία άκόμα πιό παράξενη καί πιό ξένη άπό τό "Ον —τόν 'Αρνητισμό. Τό θετικό ή ό προσδιορισμός είναι τό Ιδιο μιά άρνηση καί συμμετοχή (Mitteilung) στόν άρνητισμό, ό όποΓος είναι ή "ψυχή", ή "καμπή στήν κίνηση τής ίδέας", ή "ίσχυρή δύναμη" τής σκέψης, πού καταστρέφει καί ύπερβαίνει. Ό 'Αρνητισμός πού, στό μέτρο πού είναι μιά άπέραντη δύναμη ταυτόσημη μέ τόν έαυτό της, είναι μιά ύπόσταση άρνηση, Αποκτά έτσι μιά ύπερβατική ύπαρξη. Είναι έναάπόλυτο. Τίποτα τού όποίου τό θετικό δέν είναι τίποτα περισσότερο άπό μιά στιγμιαία έκδήλωση πού άκαριαία καταστέλλεται. Είναι ένα ένεργό Τίποτα, μιά μυστικιστική καί πανταχού παρούσα άβυσσος, άπ' τήν όποία όλες οι δυνάμεις τής ζωής καί τής ύλης πηγάζουν σάν μυστηριώδεις καταρράκτες πρίν ξαναπέσουν πάλι μέσα της. Ό 'Αρνητισμός είναι άπέραντος καί άνήλεος καί ό Χεγκελιΐινισμός γίνεται ένας ύποκειμενικός μυστικισμός. ΜπορεΓ νά τόν σκεφτεί κανείς σάν κάτι φτιαγμένο άπό τόν έσωτερικό ρυθμό τοΰ Νοΰ, πού κινείται μέσα στό αίώνια «σρόν, ή διαφορετικά, όπως τό θέτει ό Χάιντεγκερ, σάν μιά προσπάθεια άνάλυσης τής "όντολογικής δομής" τοΰ θανάτου. Τό άντικειμενικό περιεχόμενο έξαφανίζεται. Ή Χεγκελιανή θεώρηση είναι άκόμα βουτηγμένη σέ "μαγικές" ίδέες. Θέτοντας μιά μαγική συμμετοχή στό άπόλυτο "Ον (γινόμενο άντιληπτό σάν Γνώση καί λογική), συνδυάζει τό μαγικό σχήμα μέ μιά προσπάθεια νά είναι πληρέστερα λογικό. Ταυτόχρονα είναι μιά πρώτη μεταφυσική τοΰ Τίποτα. Ταλαντεύεται άνάμεσα στό άπόλυτο 'Αντικείμενο καί άπόλυτο "Υποκείμενο, άνάμεσα στό "Ον καί τό Τίποτα, άνάμεσα στή Γνώση καί ένα μαγικό μυστικισμό. Τό σύστημα τοΰ Χέγκελ, στό μέτρο πού είναι ένα σύστημα, καταργεί καί τήν άντίφαση καί τό Γίγνεσθαι. Ή άντίφαση ύποβαθμίζεται σέ μιά λογ ική ούσία,μιά σχέ60
ση προσδιορίσιμη a priori, μέ τήν όποία 6 νούς συναντιέται αίιτόματα σέ κάθε μεμονωμένο πράγμα. Δέν είναι παρά μιά προσέγγιση στήν άλήθεια, σχετική μέ τίς θέσεις πού υιοθετούνται άπό τήν πεπερασμένη άντίληψή μας. Μή όντας πιά συνδεδεμένη μέ τήν αύθόρμητη, δεδομένη κίνηση τού περιεχόμενου τής σκέψης, χάνει τήν άντικειμενικότητά της. Αύτό πού έχουμε δέν είναι πιά ή συγκεκριμένη ένότητα ειδικών άντιφάσεων, άλλά μιά άπόλυτη ταύτιση —"Ον ή Τίποτα— πού τίθεται έκ τών προτέρων, γιά πάντα. "Ομως ή άντίφαση δέν άφήνεται νά καταστραφεί άπό τόν Χέγκελ περισσότερο άπ'δτι άπό αύτούς πού άσχολούνται μέ τήν καθαρή λογική. Τόν έκδικεΐται μ'έναν τρόπο ειρωνικό. Ό Χεγκελιανισμός προσπαθούσε νά βάλει τέλος στό Γίγνεσθαι θεωρώντάς το σάνί ένα Γίγνεσθαι καί κλείνοντάς το σιωπηλά μέσα σ'έναν κύκλο. "Ομως είναι αύταπάτη τό νά θεωρούμε τό Γίγνεσθαι σάν έναν ήσυχο κύκλο, σάν έναν τόπο άνάπαυσης γιά τή σκέψη μέσα στόν έαυτό της, ή σά μιά έκπλήρωση τού Νού. *0 Χέγκελ ήθελε νά διαλύσει καί νά ύπερβεί όλες τίς άντιφάσεις τού κόσμου, δμως ή άντίφαση κι ό παραλογισμός άκόμα παρέμειναν μέσα στό ίδιο του τό σύστημα. Κάνοντάς το αίώνιο άκινητοποιεί τήν πραγματικότητα πού ισχυρίζεται δτι ξαναφτιάχνει, καί πού είναι ή πραγματικότητα τής δικής του έποχής: μ'αύτόνόμεταφυσικός Τρίτος "Ορος άποκτά τά πολύ γνωστά καί καθόλου φιλοσοφικά χαρακτηριστικά τού Πρωσσικού Κράτους. "Ομως ή ζωή συνεχίζεται. Τά κράτη καταρρέουν ή μεταμορφώνονται . Τό Χεγκελιανό σύμπαν κατά συνέπεια δέν είναι τίποτα πιό πολύ άπό τόν κόσμο τού μεταφυσικού Χέγκελ, τό δημιούργημα τής δικής του θεωρητικής φιλοδοξίας. Δέν είναι άκόμα ό κόσμος τών άνθρώπων, σ'δλη του τή δραματική πραγματικότητα. Τί άπάντηση έχει νά δώσει γιά τίς άπαιτήσεις καί τά πιεστικά προβλήματα τών άτόμων πού βρίσκονται στή ζωή, πού άναζητοΰν πνευματική καθοδήγηση καί έπίγεια σωτηρία; ' Αντιμετωπίζο61
ντας τό Τίποτα διστάζουν, θά ήθελαν νά πολεμήσουν ενάντια στό θάνατο καί νά έχουν ένα άνοιχτό μέλλον μπροστά τους· Κρατάει δ Χέγκελ TÎC ύποσχέσεις του; Ή " Φ α ι ν ο μ ε ν ο λ ο γ ί α " λέει μεγαλοπρεπώς s "αύτό πού φαίνεται νά συμβαίνει άνεξάρτητα άπόαύτήν (ύλη) καί νά είναι μιά δραστηριότητα κατευθυνόμενη έναντίον της» εϋναι ή ίδια της ή δραστηριότητα". Μιά άφρονη ύπόσχεση.' Ό κόσμος δικαιολογείται μόνο άν είναι χειροτέχνημά "μου", έννοώ τή δημιουργία τοΰ δτιδήποτε είναι πιό έγκυρα άνθρώπινο καί πνευματικό μέσα μου. *0 Χέγκελ ύπόσχεται ότι θ' άποδείξει σέ μένα, έναν άνθρωπο μέσα στόν κόσμο, δτι άκόμα κι αύτό πού μέ κάνει νά ύποφέρω είναι τό προϊόν τής άνθρώπινης καί πνευματικής δραστηριότητας μέσα μου. Ύπόσχεται δτι αύτός θά δικαιολογήσει τό παρελθόν, τό παρόν καί τά προβλήματα τοΰ παρόντος, σάν τίς προϋποθέσεις γιά τήν ύπαρξη καί τόν σχηματισμό τής έλευθερίας μου. Τώρα, δέν άναγνωρίζω τόν έαυτό μου μέσα στό μυθικό δράμα τής 'Ιδέας πού "άφήνεται" μέσα στή δημιουργία τοΰ κόσμου, Αλλοτριώνεται καί στή συνέχεια ξαναβρίσκει τόν έαυτό της μέσα στό Χεγκελιανό σύστημα. Ό Χεγκελιανισμός είναι ένα δόγμα, άπαιτεί αύτοπειθαρχία, άπάρνηση τής άτομικής έμπειρίας καί τών προβλημάτων τής άτομικής ύπαρξης. "Οταν ή "Φ α ι ν ο μ ε ν ο λ ο γ ί α" περιγράφει τό βάσανο τοΰ μή πραγματοποιημένου δντος, τό βρίσκω συγκινητικό. "Ομως οί ύπερκόσμιες περιπέτειες τοΰ Νοΰ είναι άνεξάρτητες άπό μάς. Ό Χεγκελιανισμός δέν έχει μαγικές δυνάμεις, δέν μπορεί νά έξαλείψειήνά δικαιολογήσει αύτό πού μάς κάνει πραγματικά νά ύποφέρουμε ή μάς έμποδίζει άπό τό νά ζοΰμε. 'Ερχόμαστε άντιμέτωποι μέ έχθρικές δυνάμεις, μέ ξένα δντα καί τυραννίες. Είναι άπλά μιά στάση τοΰ Νοΰ, πού κάνει αύτές τίς δυνάμεις τής μοίρας τόσο καταπιεστικές καί άμείλικτες; Γιά νά άπαλλαγοΰμε άπό τήν έχθρότητα καί τήν καταπίεση ή νά συγκατατεθούμε d αύτές, άρκεί μόνο νά τίς συνειδητοποιήσουμε "αύτές κα62
θαυτές"; Ό Χεγκελιανισμός δέν δίνει λύση. Στό μέτρο πού είναι ένα σύστημα καί ένα δόγμα Αναπαράγει μέσα στό ΝοΟ τήν περιορισμένη σχέση άνάμεσα στόν Κύριο καί τό Σκλάβο. Δέν είναι τίποτε άλλο παρά ένα πεπερασμένο άντικείμενο. Παρόλ' αυτά όμως ή φιλοδοξία τού Χέγκελ παραμένει ισχυρή καί συμπίπτει μ' έκείνη τής φιλοσοφίας. "Ενας δρόμος έχει άνοιχτεΕ. Ίσως είναι δυνατό νά ύπερβοΰμε τό Χεγκελιανισμό μέ βάση τούς δικούς του όρους, έκ τών έσω, ξεκινώντας άπό τίς δικές του άντιφάσεις καί διατηρώντας αύτσ πού είναι ούσιαστικό στόν τρόπο τής λειτουργίας του. "Ισως πρέπει νά δεχτούμε τό "πλούσιο περιεχόμενο" τής ζωής σέ δλο του τό μέγεθος:Φύση, αύθορμητισμός, δράση, σέ μεγάλο βαθμό διαφορετικοί πολιτισμοί, καινούργια προβλήματα. ΜπορεΕ νά κατακλύσει τό νοΰ μας, μπορεΕ νά πρέπει νά τό έξερευνήσουμε καί νά τό μελετήσουμε σέ μεγαλύτερο βάθος χωρίς νά είμαστε ικανοί νά τό έξαντλήσουμε, δμως πρέπει νάάνοίξουμε τό νοΰ μας σ'αύτό. 'Η μορφή στήν όποία ή σκέψη άνυψώνει τό περιεχόμενο πρέπει νά θεωρηθεΕ ρευστή καί ίκανή βελτίωσης. *Η σκέψη πρέπει νά δεχτεΕ τίς άντιφάσεις καί τίς συγκρούσεις μέσα στό περιεχόμενο, πρέπει νά προσδιορίσει τήν ύπέρβασή τους καί τίς λύσεις τους σύμφωνα μέ τήν κίνηση αύτοΰ τού περιεχόμενου καί νά μήν έπιβάλει a priori καί συστηματικές μορφές σ' αύτό. Λίγο-λίγο τό Γίγνεσθαι θά άνακτηθεΕ πέρα γιά πέρα, σ'δλο του τόν τεράστιο πλούτο στιγμών,πλευρών καί στοιχείων. "Ενας Χεγκελιανισμός πού έχει ύπερπηδηθεΕ θά ένσωματώσει καί θά έπεξεργαστεΕ τή διαλεκτική λογική σύμφωνα μέ τή φύση τής ίδιας τής διαλεκτικής κίνησης, τού Γίγνεσθαι θεωρούμενου αύθεντικά σάν άπόλυτη έμπειρία.
63
Ιστορικός
υλισμός
Αύτή ή κριτική έξέταση τοΟ ΧεγκελιανισμοΟ ταιριάζει, στίς γενικές της γραμμές καί στά συμπεράσματά της, μ' έκείνηπούό Μάρξ (σέ συνεργασία μέ τόν "Ενγκελς) άνάλαβε άνάμεσα στό 1843 καί 1859 καί πού τόν.όδήγησε στόν διαλεκτικό ύλισμό. Ή έκτενής έρευνά τους μέσα στή φιλοσοφία, στήν έπιστήμη καί τήν πολιτική όδήγησε τόν ΜάρΕ καί τόν "Ενγκελς άπό τήν έπιστήμη τοΟ δικαίου στά οικονομικά, άπό τό φιλελευθερισμό στό σοσιαλισμό, καί άπό τό Χεγκελιανό ιδεαλισμό σέ μιά ψηλά άναπτυγμένη μορφή ύλισμοΟ. Ά π ό τό 1844 καί μετά, γιά πρακτικούς λόγους καί έπειδή τό Πρωσσικό Κράτος τοΟ φαινόταν καταπιεστικό γιά τούς πραγματικά ζωντανούς άνθρώπους, ό ΜάρΕ έπαψε νά βλέπει τό κράτος σάν "τήν πραγματικότητα τής ήθικής ίδέας" (PR παρ. 257). Ή θρησκεία καίή φιλοσοφία δέν είναι δυνατόν νά έχουν τό ίδιο περιεχόμενο, γιατί ή φιλοσοφία πρέπει πρώτα άπ'όλα νά κριτικάρει αύτό τό σταθερό θεσμό: τήν έδραιωμένη θρησκεία. "Πρίν άπό κάθε κριτική πρέπει νά έχει προηγηθεί μιά κριτική τής θρησκείας" (Ν). "Ο ΜάρΕ έπρόκειτο νά γράψε ι άρ-
64
γότερα δτι άτιό δω καί πέρα κατάλαβε
"δτι. οί νομικές σχέσεις, δπως οί μορφές τής κυβέρνησης, 6έν είναι δυνατό νά έξηγηθοΟνε ούτε αύτές καθ' έαυτές, ούτε μέ τήν ύποτιθέμενη έξέλιξη τοΟ άνθρώπινου ΝοΟ, άλλά ότι έχουν τίς ρ'ίζες τους στίς συνθήκες τής ύλικής ΟπαρΕηΰ πού ό Χέγκελ... συμπεριέλαβε σάν ένα δλο κάτω άπό τό δνομα τής πολιτικής κοινωνίας. .. " Ά π ό έδω καί πέρα, κατά συνέπεια, δ ΜάρΕ θ'άναπτύΕει τό περιεχόμενο τοΟ ΧεγκελιανισμοΟ (τήν συγκεκριμένη θεωρία τής πολιτικής οικονομίας, τοΟ "συστήματος τών άναγκών" καί τών κοινωνικών σχέσεων) ένάντια στό σταθερό σύστημα τού Χέγκελ καί τών πολιτικών του συνεπειών. Στά " Ο ί κ ο ν ο μ ι κ ά-Φ ι λ ο σ ο φ ι κ ά Χ ε ι ρ ό γ ρ α φα", πού έγραφε ό ΜάρΕ στά 1844, θεωρεί ούσιαστικό τό έρώτημα: "πού μάς δδηγεί ή Χεγκελιανή λογική;". Ή ά πάντηση τών " Χ ε ι ρ ο γ ρ ά φ ω ν " είναι μιά άΕιοσημείωτη φόρμουλα: "ή λογική είναι τό χρήμα^ού Νού". Ή λογική είναι μόνο ένα μέρος τού περιεχόμενου, ή πιό έπεξεργασμένη, άπρόσωπη καί σφυρηλατήσιμη πλευρά του καί αύτή πού έχει στό μεγαλύτερο βαθμό διαμορφωθεί άπό τή διανοητική άνταλλαγή. Μέσα στίς λογικές κατηγορίες παραμένουν λίγα ίχνη τού περιεχόμενου καί τής κίνησής του καί άν καί ένδεχόμενα είναι άφηρημένα, δμως μπορούμε άκόμα νά ΕαναφτιάΕσυμε τήν κίνηση καί νά Εαναβρούμε τό περιεχόμενο. "Ομως ή λογική είναι μόνο μιά άνθρώπινη άξια, πού έκφράζεται στήν άφηρημένη σκέψη, μιά καί ή ούσία της έχει γίνει άδιάφορη καί μή πραγματική. Αποτελεί μέρος κατά συνέπεια τής "άλλοτρίωσης" τών ζωντανών άνθρώπων γιατί, δπως ή Φύση, παραβλέπει καί αύτόν καί τή συγκεκριμένη ύπαρΕη. Πώς μπο ρεί δ κόσμος νά βγεί μέσα άπ'αύτήν; Καί πώς μπορεί νά είναι ή ούσία τής άνθρώπινης σκέψης; 65
Οί θεωρητικές καί φιλοσοφικές πηγές τοΟ διαλεκτικοΟ ύλισμοΟ 6έν βρίσκονται στίς δυό " Λ ο γ ι κ έ ς " τοΟ Χέγκελ, άλλά στή " Φ α ι ν ο μ ε ν ο λ ο γ ία" του. Γιά τόν ΜάρΕ αύτό ήτανε τό κλειδί τού ΧεγκελιανοΟ συστήματος. Εδώ είναι πού ξαναβρίσκουμε τό πραγματικό περιεχόμενο τής άνθρώπινης ζωής, αύτή τήν κίνηση πρός τά πάνω "άπό τή γή στόν ούρανό". Κατά συνέπεια, περιέχει τήν θετική πλευρά τοΟ ίδεαλισμού τού Χέγκελ. Ό Χέγκελ διαλύει τό κόσμο σέ ίδέες, όμως δέν άρκείται άπλά στό νά καταγράψει παθητικά τά άντικείμενα τής σκέψης, προσπαθεί νά έκθέσει τήν πράΕη τής παραγωγής τους. (Ι,Ι). Τό άποτέλεσμα είναι δτι, "μέσα στή θεωρητική έκθεση", μάς δίνει μιά πραγματική έκθεση πού συλλαμβάνει τό ίδιο τό πράγμα (HF). ' Ε δω, σύμφωνα μέ. τά "Χ ε ι ρ ό γ ρ α φα" τοΟ 1844, δ Χέγκελ θεωρεί "τήν δημιουργία τοΰ άνθρώπου άπό τόν έαυτό του" σά μιά διαδικασία...". 'Εξετάζει τήν άντικειμενικοποίηση τού άνθρωπου σ'ένα κόσμο έΕωτερικων άντικειμένων καί τήν Εανα-άντικειμενικοποίησή του (τή συνειδητοποίηση τού έαυτού του) σάν μιά ύπέρβαση τής άλλοτρίωσής του. 'Αρχίζει νά διακρίνει δτι δ μόχθος είναι ούσιαστικά μιά δημιουργική δραστηριότητα καί συλλαμβάνει δτι ό άντικειμενικός άνθρωπος -ό μόνος πραγματικός άνθρωπος— είναι τό άποτέλεσμα αύτής τής δημιουργικής δύναμης. Σύμφωνα μέ τή " Φ α ι ν ο μ ε ν ο λ ο γ ία" ή σχέση τού άνθρώπου μέ τόν έαυτό του καί μέ τό άνθρώπινο είδος, ή κατανόηση τού έαυτού του, γίνεται δυνατή μόνο μέ τήν δραστηριότητα δλόκληρης τής άνθρωπότητας, καί προϋποθέτει δλόκληρη τήν Ιστορία τού άνθρώπινου γένους. Δυστυχώς, ή " Φ α ι ν ο μ ε ν ο λ ο γ ί α " δέν άντιλαμβάνεται σωστά τήν άλλοτρίωση τοΰ άνθρώπου. Ό Χέγκελ βλέπει μιάν άλλοτρίωση σ'αύτό πού ό άνθρωπος πραγματοποιεί, τόν κόσμο τών άντικειμενικών προϊόντων ή πραγμάτων δημιουργημένων άπ' τόν άνθρωπο. Στίς άνθρώπινες δυνάμεις καί τά άντικείμενα πού έχουν άποκτήσει μιάν έΕωτερική μορφή: πλούτος, τό κράτος, θρήσκε ία, πού Εε66
ριζώνουν τόν Ανθρωπο άπό τόν έαυτό του ύποτάσσοντάς τον στά δικά του προϊόντα, δ Χέγκελ βλέπει μιά πραγματοποίηση τοΟ ΝοΟ. Στήν πραγματικότητα, δΧέγκελ "άντικαθιστά τόν άνθρωπο μέ τή συνείδηση". 'Αντικαθιστά όλόκληρη τήν άνθρώπινη πραγματικότητα μέ τή Συνείδηση πού γ ν ω ρ ί ζ ε ι τόν έαυτό της. " Ό Χέγκελ μετατρέπει τόν άνθρωπο στόν άνθρωπο τής συνείδησης,άντί νά μετατρέπει τή συνείδηση σέ συνείδηση τών πραγματικών άνθρώπων, πού ζοΰν στόν πραγματικό κόσμο". Τώρα, αύτή ή συνείδηση δέν είναι τίποτ'άλλο παρά Νούς, μεταφυσικά διαχωρισμένος άπό τή Φύση, πού είναι αύτή ή ίδια χωρισμένη άπό τόν άνθρωπο καί μεταμφιεσμένη σέ μιά καθαρά έξωτερική ύπαρξη. *0 Νοΰς (ή άπόλυτη Γνώση ή τό άπόλυτο 'Υποκείμενο-'Αντικείμενο) είναι ή ένότητα αύτών τών δρων, άφηρημένος άνθρωπος μέσα σέ μία Φύση μεταφυσικά μετατιθέμενη. ""Οταν ό Χέγκελ μελετά τόν πλούτο, ή τήν ίσχύ τού Κράτους, σάν ούσίες πού έχουνε γίνει άλλάτριες πρός τήν άνθρώπινη φύση, τίς θεωρεί μόνο στήν άφηρημένη τους μορφή. Είναι δντα τής λογικής, άλλοτριώσεις τής καθαρής σκέψης... Νά γιατί όλόκληρη ή ιστορία τής άλλοτρίωσης καί τής άντίστροφης κίνησής της δέν είναι τίποτα περισσότερο άπό τήν ιστορία τής παραγωγής τής άφηρημένης σκέψης, τής θεωρητικής,λογικής σκέψης..." Πολύ σωστά δ Χέγκελ δίνει έμφαση στό σχίσμα μέσα στόν άνθρωπο, καί στίς πραγματικές του συγκρούσεις. "Ομως, "αύτό πούθεωρεΕ.ό Χέγκελ σάν χαρακτηριστικό τής ούσίας αύτού τού σχίσματος πού πρέπει νά καταργηθεί:, δέν είναι τό γεγονός δτι ή άνθρώπινη ούσία έχει άν67
τικειμενικοποιηθεΓ Απάνθρωπα, άλλά τό ότι έχει άντικειμενικοποιηθεΓ μέ τό νά διακρίνεται άπό τήν άφηρημένη σκέψη". Ό Χέγκελ έχει πάντα κατά νοΟ τήν άφηρημένη πράξη τής θέσης κάποιου πράγματος, τής θέσης ένός λογικού ίσχυρισμοΟ. Καθορίζει αύτή τήν πράξη, σάν μιά πράξη πού δίνει μιά σειρά άπό άφηρημένα προϊόντα καί έπειτα άποτραβιέται άπ'αύτά. Θέτει τό πρόβλημα τής "οικειοποίησης τών ούσιαστικών δυνάμεων τού άνθρώπου, πού έχουν γίνει άντικείμενα, καί άλλότρια άντ ι κείμενα ", δμως αύτή ή οικειοποίηση συμβαίνει μόνο στή συνειδητοποίηση τού άνθρώπου άπ'τόν έαυτό του, στήν άφαίρεση. "Στόν Χέγκελ ή διεκδίκηση τού άντικειμενικού κόσμου έκ μέρους τού άνθρώπου, ή Γνώση τού γεγονότος δτι... θρησκεία, πλούτος, κλπ., δέν είναι τίποτε άλλο παρά ή Αλλοτριωμένη πραγματικότητα τού άνθρώπου —ό δρόμος κατά συνέπεια πρός μιά Αληθινάάνθρώπινη πραγματικότητα— (παίρνουν) μιά μορφή τέτοια πούήγνωστικότητα, ή θρησκεία καί ή έξουσία τού κράτους έμφανίζονται σάν πνευματικές ούσίες". "Ολο-δλο αύτό πού βρίσκουμε στήν " Φ α ι ν ο μ ε ν ο λ ο γ ία" κατά συνέπεια, είναι μιά "μεταμφιεσμένη" καί μυστικοποιημένη κριτική άνάλυση αύτών τών ούσιών καί στιγμών τού νού. Στήν πραγματικότητα, είναι φυσικό τό δτι ένα ζωντανό, φυσιολογικό δν θά κατέχει τά άντικείμενα τών έπιθυμιών του καί τού δντος του. Αύτά τά άντικείμενα δέν είναι • ή άλλοτρίωσή του. 'Αντίθετα, είναι "Αλλοτριωμένος" δταν δέν τΑ κατέχει. Είναι Αλλοτριωμένος δντας προσωρινά κάτω άπό τήν κυριαρχία ένός κόσμου πού είναι "άλλος", έστω κι άν αύτόςό ίδιος τόν γέννησε, καί είναι τόσο έξ ίσου πραγματικός. Μέσα σ'αύτή τήν Αλλοτρίωση ό Ανθρωπος παραμένει ένα πραγματικό, ζωντανό δν, πού πρέπει νΑ ξεπεράσει τήν 68
άλλοτρίωσή του μέσα άπό τήν "άντικειμενική δράση". Ή κριτική τής " Φ α ι ν ο μ ε ν ο λ ο γ ίας" κατά συνέπεια, καί τής θεωρίας τής άλλοτρίωσης τοΟ Χέγκελ, άνοιγε ι τό δρόμο γιά ένα θετικό άνθρωπισμό, πού πρέπει νά ύπερβεί καί νά ένώσει τόν ίδεαλισμό καί τόν νατουραλισμό (ή υλισμό). Στό "Χ ε ι ρ ό γ ρ α φ ο", έπίσης, ισχυρίζεται ότι ή διαλεκτική στόν Χέγκελ άνάμεσα στόν "Ον καί τό Τίποτα είναι ύποπτη. Ή νόηση καθιερώνει τό τίποτα τού άντικειμένου, πού είναι αύτό άκριβώς πού ένώνει τή διαλεκτική θεωρία καί τή θεωρία τής άλλοτρίωσης. Τό άντικείμενο είναι ταυτόσημο μέ τήν πράΕη τής γνώσης: είναι ή άλλοτρίωσή της. Τό άντικείμενο είναι έναςάντικατοπτρισμός, μιά ψεύτικη έμφάνιση τής νόησης πού άντιτίθεται στόν έαυτό της καί κατά συνέπεια άντιτίθεται καί στό ίδιο τό Τίποτα. Σέ σχέση μέτό άντικείμενο, ή νόηση είναι έΕω άπ' τόν έ,αυτό της, άν καί παραμένει ή ίδια. "Εχει "άλλοτριωθεί". Ή θετική θεωρία τής άλλοτρίωσης τού άνθρώπου δέν μπορεί παράνάάπορρίψει αύτή τή διαλεκτική άνάμεσα στό "Ον καί τό Τίποτα. Στόν Χέγκελ ή σκέψη Ισχυρίζεται ότι είναι Ολόκληρη ή ζωή. Περνώντας μέσα καί ύπερβαίνοντας τό "άλλο" του δν, ό άνθρωπος άπαιτεί νά ΕαναβρεΠ τόν έαυτό του πάλι μέσα στόν καθαρό Νού. * Η σκέψη Εαναβρίσκει τόν έαυτό της στήν τρέλα, στό μέτρο πού είναι τρέλα! Ή "άλλοτριωμένη" ζωή άναγνωρίζεται σάν ή άληθινή ζωή, στή θρησκεία, στό νόμο, στήν πολιτική ζωή καί, τελικά, στή φιλοσοφία. "Τό νά γνωρίζεις καί νά ζείς είναι τό νά θέτεις τόν έαυτό σου, νά έπιβάλεις τόν έαυτό σου σέ άντίφαση μέ τόν έαυτό σου, σέ άντίφαση μέ τή Γνώση καί τήν ούσία τού άντικείμενου". Ή Χεγκελιανή άρνηση τής άρνησης δέν είναι κατά συνέ69
πεια δ ισχυρισμός τής άληθινής ούσίας τοΟ άνθρωπου μέ τήν άρνηση τής φανταστικής του ούσίας. "Αντίθετα, καταργεί τή συγκεκριμένη ούσία καί μετατρέπει σέ ύποκείμενο τήν ψεύτικη άντικειμενικότητα ή άφαίρεση: καθαρή σκέψη ή "άπόλυτη" Γνώση χωρίς άντικείμενο. Στή Χεγκελιανή 'Υπέρβαση, οί προσδιορισμοί πού έχουν ύπερπηδηθεϊ παραμένουν σάν άκίνητες στιγμές τής δλης κίνησης: νόμος καί ίδιωτική περιουσία, τό κράτος, θρησκεία κλπ. " Ή ρευστή τους ούσία έκδηλώνεται μόνο φιλοσοφικά". Μιά άπλή σκέψη μπορεΓ νά ξεπεραστεε άπό μιά καθαρή σκέψη. Ή Φαινομενολογία "άφήνει τό ύλικό καί γνωστικό ύπόστρωμα τών διαφορετικών άλλοτριωμένων μορφών τής συνείδησης νά έπιζήσει". Περιγράφει τή σχέση άνάμεσα στόν Κύριο καί τό Σκλάβο, όμως ή πραγματική δουλειά παραμένει καί ή έλευθερία τού Χέγκελ είναι καθαρά νοερή. Περιγράφει τό διαιρεμένο νού καί έκφράζει τόν πνευματικά άρρωστημένο σύγχρονο κόσμο, δμως προσπαθεΕ νά βάλει ένα τέλος σ" αύτά μόνο στήν, καί μέσα άπ'τήν, φιλοσοφία. Κάθε δν, .κάθε άνθρωπος, έτσι άποκτά μιά δεύτερη ύπαρξη,φιλοσοφική ύπαρξη,πού, γιά τόν Χέγκελ, είναι ή μόνη πραγματική καί αύθεντική. Ό άνθρωπος ύπάρχέι φιλοσοφικά. Ή θρησκευτική του ή ή πολιτική του ύπαρξη είναι, στήν πραγματικότητα, θρησκευτικό - φιλοσοφική, πολιτικο - φιλοσοφική κλπ. "Ετσι είναι θρησκευτικός μόνο στό μέτρο πού είναι φιλόσοφος τής θρησκείας. Ό Χέγκελ άρνιέται τήν πραγματική θρησκευτικότητα μόνο καί μόνο γιά νά ίσχυριστεε άμέσως καί νά τήν ξαναεδραιώσει σάν "άλληγορία τής φιλοσοφικής ύπαρξης". Κατά συνέπεια "αύτή ή ίδανική ύπέρβαση άφήνει τό άντικείμενό της άθικτο στήν πραγματικότητα". Ό Χέγκελ άντιτίθεται στή μή φιλοσοφική άμεσότητα, στή συνέχεια δέχεται τήν άμεση πραγματικότητά της φιλοσοφικά. Στά " Ο ί κ ο ν ο μ ι κ ά-Φ ι λ ο σ ο φ ι κ ά Χ ε ι ρ ό γ ρ α φα" άπορρίπτει, τή διαλεκτική λογική μόνο καί μόνο γιά νά δεχτεΕ τή θεωρία τής άλλοτρίωσης, τροποποιώντας την 70
σέ βάθος· Αύτή ή θέση έγινε σαφέστερη στήν διάρκεια τών έτών 1845-6, δταν δ ΜάρΕ καί δ Ένγκελς έκριναν τή φιλοσοφία τοΟ Φώϋερμπαχ ένάντια στόν άνθρωπισμό, στόν δποϋο είχαν όδηγηθεΓ άπό τή δική τους έμπειρία καί άπό τήν κριτική τους τού Χεγκελιανισμού. Ή έΕέταση τής έΕέλιξης τής σκέψης τού ΜάρΕ δέν φανερώνει μιά "φάση Φώϋερμπαχ", άλλά μάλλον μιάν ένσωμάτωση καί, ταυτόχρονα, μιά συνεχή κριτική τών ίδεών τού Φώϋερμπαχ. Οί άριστεροπαραταΕιακοί νεοχεγκελιανοί πού προσπαθούσαν νά προχωρήσουν πέρ' άπό τόν Χέγκελ έΕαρτήθηκαν άπ' αύτόν παραπολύ άμεσα γιά νά καταφέρουν ν' άναλάβουν μιάν "έκτεταμένη κριτική" τού Χεγκελιανισμού, άπό τόν όποίο δανείστηκαν κομμάτια: μεμονωμένες κατηγορίες, δπως ή συνείδηση τοΰ έαυτοΰ, γιά παράδειγμα. (DI). Αύτοί οί νεοχεγκελιανοί έκαναν μιά ψευτοκριτική τής θρησκείας. "Ηθελαν νά σταματήσουν τή θεολογία, ένώ παρέμεναν άκόμη θεολόγοι, (DI) κι άπλά καί μόνον άλλαΕαν τά δνόματα τών πραγμάτων καί τών κατηγοριών, άντικαθιστώντας τήν "Ούσία" ή "Υποκειμενικότητα" τοΰ Χέγκελ μέ τά "δ "Ανθρωπος γενικά", "τό Μοναδικό" ή "Συνείδηση". Είδαν άπό θρησκευτική άποψη αύτές τίς κατηγορίες καί άντί ν'άναλύσουν τίς παραστάσεις τής θρησκείας, "καθαγίασαν" τόν κόσμο δπως είναι. Κατά συνέπεια αύτό πού Εεκίνησαν ν'άλλάΕουν ήταν μόνο ή συνείδηση, μέ τό νά έρμηνεύσουν τόν κόσμο πού ύπάρχε-ι διαφορετικά καί έτσι νά τόν δεχτούν χάρις στήν καινούργια του έρμηνεία. "Συγκρινόμενος μέ τόν Χέγκελ, δ Φώϋερμπαχ δέν έχει νά προσφέρει πολλά", έπρόκειτο νά γράψει ό ΜάρΕ στά 1865, "παρόλ'αύτά δμως σημάδεψε μιάν έποχή"2. Πράγματι, σύμφωνα μέ τόν ΜάρΕ καί τόν "Ενγκελς, ό Φώϋερμπαχ ήτανε δ μόνος άπό τούς νεοχεγκελιανούς πού κατάφερε κάτι σημαντικό. Στίς θεωρητικές έκστάσεις τοΰ Χέγκελ άντέταΕε μιά "σοβαρή φιλοσοφία", καταρρίπτοντας "τίς γενικές άρχές γιά κάθε κριτική τής Χεγκελιανής θεωρίας καί κατά συνέπεια δλης τής μεταφυ71
οι,κίΐς" (HF II). "II φιλοσοφία τοΰ Φώϋερμπαχ έκμηδένισε τή διαλεκτική τής ίδέας, "αύτό τόν πόλεμο τών θεών πού οί φιλόσοφοι μόνο μπορούν νά γνωρίζουν". Σέ πρώτο πλάνο, ό Φώϋερμπαχ έβαλε τόν άνθρωπο. 'Επιπλέον, κριτικάρισε τόν Χέγκελ, σάν Χεγκελιανός. Ό Χέγκελ είναι άντιφατικός: άν δ νούς γίνεται Φύση καί ύλη,τότε ή ύλη γί νεται νούς (HF II) · *Η πραγματικότητα καί ή άλήθεια πρέπει νά άποκατασταθούν στή Φύση χρησιμοποιώντας τίς ίδιες τίς μεθόδους τού Χέγκελ. Τό μεγάλο "κατόρθωμα" τού Φώϋερμπαχ,ό ΜάρΕ τό είχε ήδη δηλώσει στά " Χ ε ι ρ ό γ ρ α φ α τοΰ 1844", ήταν ότι: άπόδειΕε ότι ή φιλοσοφία δέν είναι παρά θρησκεία, λογικά συστηματοποιημένη. Πρέπει νά καταδικαστεί, όπως ή θρησκεία, μιά καί είναι μιά μορφή άνθρώπινης άλλοτρίωσης. Ό Χέγκελ Εεκινάει άπ'τήν άλλοτρίωση, τήν άρνιέται μέσα άπ'τή φιλοσοφία, στή συνέχεια τήν Εαναεδραιώνει μέσα στήν θεωρητική 'Ιδέα. Ή θεωρία αύτή καθ'έαυτή πρέπει νά ύπερπηδηθεί^, θεμελίωσε τόν άληθινό ύλισμό κάνοντας τή σχέση τοΰ άνθρώπου μέ τόν άνθρωπο τή θεμελιακή άρχή κάθε θεωρίας, άντέταΕε στήν άρνηση τής άρνησης τοΰ Χέγκελ, πού κηρύττει ότι ή ίδια είναι τό άπόλυτο θετικό, τό θετικό πού είναι βαπτισμένο θετικά στόν έαυτό του: τή Φύση, τόν ζωντανό άνθρωπο, τό ύλικό υποκείμενο καί Αντικείμενο. "Ομως τό δόγμα του είναι άκόμα περιορισμένο. 'Υποβαθμίζει τόν άνθρωπο στό μεμονωμένο, βιολογικό καί παθητικό άτομο, καί κατά συνέπεια άκόμα σέ μιά άφαίρεση. Ό "άνθρωπος" τοΰ Φώϋερμπαχ είναι άκόμα τό άτομικό μέλος τής άστικής τάΕης, καί μάλιστα μιάς τυπικά Γερμανικής (DI) . Ό Φώϋερμπαχ παραβλέπει αύτό πού στόν άνθρωπο είναι δραστηριότητα, κοινότητα, συνεργασία,ή σχέση άνάμεσα στό άτομο καί τό άνθρώπινο είδος, δηλαδή τόν πρακτικό, ιστορικό καί κοινωνικό άνθρωπο. 'Αγνοεί κατά συνέπεια τόν πραγματικό, συγκεκριμένο άνθρωπο, γιατί "τό άνθρώπινο δν, τό δν τοΰ άνθρώπου, είναι ένα σύμπλεγμα άπό κοινωνικές σχέσεις". (DI). 72
Ό Ανθρωπισμός τοΟ Φώϋερμπαχ κατά συνέπεια βασίζεται "σ* έναν μύθο: τήν καθαρή Φύστι. Ή Φύση καί τό άντικείμενο τού φαίνονται δτι έχουν "δοθεί γιά πάντα", σέ μιάν μυστηριώδη άρμονία μέ τόν άνθρωπο πού μόνο ό φιλόσοφος μπορεί νά άντιληφθεί. Τό άντικείμενο τίθεται σάν ένα άντικείμενο προαισθήματος, δχι σάν προϊόν τής δραστηριότητας τής κοινωνίας ή τής πράξης. Ή Φύση τού Φώϋερμπαχ είναι σάν ένα παρθένο δάσος, ή σάν ένα κοραλιογενές νησί πού πρόσφατα άναφάνηκε στόν Ειρηνικό 'Ωκεανό. Ό ύλισμός του κατά συνέπεια είναι, άπό μιάν ούσιαστική άποψη, κατώτερος άπί τόν ιδεαλισμό τού Χέγκελ: ό τελευταίος ξεκίνησε άπό τή δραστηριότητα τού άνθρώπου καί, στήν πραγματικότητα, άν καί μονόπλευρος, προσπάθησε νά διευκρυνίσει καί νά έπεξεργαστεί αύτή τή δραστηριότητα. * 0 Χέγκελ είδε δτι ό άνθρωπος δέν είναι δεδομένος βιολογικά, άλλά παράγει τόν έαυτό του στήν ιστορία, μέσα άπ' τή ζωή στήν κοινωνία, δτι δημιουργεί τόν έαυτό του μέ μιά διαδικασία (Μ 1844). Ό ύλισμός τού Φώϋερμπαχ παραμένει μονόπλευρος καί άντιφατικός. Γι'αύτόν, ή άνθρώπινη δραστηριότητα,στήν έλταση πού τήν έξετάζει, είναι θεωρητική καί άφηρημένη. Ό άνθρωπος θεωρείται σάν ύλικό άντικείμενο, δχι σάν γνωστική δραστηριότητα, καί ή γνωστικότητά του δέν έμφανίζεται σάν παραγωγική δυναμικότητα. Ό Φώϋερμπαχ λοιπόν δέν άπομακρύνθηκε άπό κείνη τή σχολαστική φιλοσοφία, πού θέτει τό πρόβλημα τής ύπαρξης τών πραγμάτων καί τής άξίας τής σκέψης άνεξάρτητα άτί τήν πρακτική (DI). Ζ' έναν τέτοιον ύλισμό, έμπνευσμένο άπό κείνον τού δέκατου δγδοου αίώνα, ή σκέψη, οι άνάγκες καί οί ίδέες τών άτόμων έξηγούνται μέ τήν έκπαίδευση, δμως αύτό δέν έξηγεί τίποτα, γιατί κι οί ίδιοι οί έκπαιδευτές πρέπει νά έχουν έκπαιδευτεί. (DI). Ό Φώϋερμπαχ άποδείχνει ότι θρήσκε ία είναι μιά άλλοτρίωσή τού κοσμικού ή βέβηλου κόσμου. "Ομως πως αύτός ό βέβηλος κόσμος έχει γίνει διττός καί έχει προβληθεί στά σύννεφα; Πρέπει ô ίδιος νά είναι διαιρεμέ73
νος, διχασμένος καί χωρίς συναίσθηση τοΰ έαυτοΟ του. Ό Φώϋερμπαχ δέν έΕηγεί τήν άλλοτρίωση ίστορικά, Εεκινώντας άπό τή ζωή τοΟ άνθρώπινου είδους. Γι' αύτόν τό θρησκευτικό συναίσθημα είναι άπλά ένα είδος σταθεροΟ καί μοιραίου λάθους τοΟ Απομονωμένου άτόμου, πού έχει άποκοπεί άπό τό είδος. Δέν τό βλέπει σάν τό προϊόν μιάς συγκεκριμένης κοινωνικής κατάστασης. Όάνθρωπισμός του είναι κατά συνέπεια περιορισμένος στή θεώρηση τών μεμονωμένων άτόμων στήν σύγχρονη κοινωνία. Τώρα, αύτή ή κοινωνία είναι αύτή καθ' έαυτή μόνο μιά μορφή τής άλλοτρίωσης πού πρέπει νά Εεπεραστεί. Ό κόσμος πρέπει νά μεταμορφωθεί καί όχι άπλά καί μόνο νά έρμηνευτεί ξανά άπ'τήν άρχή. Είναι Αλήθεια ότι ό Φώϋερμπαχ προβάλλει τόν έαυτό του σάν "άνθρωπο τής κοινωνίας", όμως τί πρακτική σημασία μπορεί νά έχει αύτή ή φόρμουλα; (DI). Προσπαθεί ν'άποδείΕει δτι οί άνθρωποι πάντοτε χρειάζονται δ ένας τόν άλλον, κατά συνέπεια τό μόνο πού θέλει νά παράγει είναι μιά "σωστή συνειδητοποίηση ένός γεγονότος πού ύπάρχει". Βλέπει στό Ανθρώπινο μόνον αύθόρμητες καί συναισθηματικές σχέσεις, δμως ποτέ δέν συλλαμβάνει τόν κοινωνικό κόσμο "σάν τήν δλη, ζωντανή δραστηριότητα τών άτόμων πού τδν άποτελούν" (DI). Ό Φώϋερμπαχ ίδανικοποιεί τήν άγάπη καί τή φιλία, λές καί θά γινόντουσαν καλύτερες μέ τό νά είναι θρησκευτικές! Τίς τοποθετεί έΕω άπ' τό πραγματικό, μέσα στό ίδανικό καί στό μέλλον. Δέν μπορεί νά ύψωθεί πάνω άπό μιάν άφηρημένη άντίληψη τού άνθρώπου, τής άνθρώπινης άλλοτρίωσης ή τής ύπέρβασης αύτής τής άλλοτρίωσης. Κι δμως "άπό τό γεγονός·δτι δ Φώϋερμπαχ άπόδειΕε δτι δ κόσμος τής θρη<Λ<ε·ίας είναι μιά άπατηλή προβολή τού έπίγειου κόσμου, ένα έρώτημα τέθηκε γιά τήν Γερμανική φιλοσοφία, πού αύτός δ ίδιος δέν έλυσε: πώς τά καταφέρνουν οί άνθρωποι καί χωρούν τέτοιες αύταπάτες μέσα στό κεφάλι τους; 'Ακόμα καί γιά τούς Γερμανούς θεωρητικούς αύτό τό έρώτημα άνοιΕε τό δρόμο γιά μιάν 74
ύλιστική άντίληψη τοΟ κόσμου" (DI). 'Αντί νά προσπαθεΕ νά καταλάβει ή νά φτιάξει "Ον καί όντα χωρίς προϋποθέσεις αύτή ή άντίληψη παρατηρεΕ "τίς ύλιστικές προϋποθέσεις αύτές καθ'έαυτές". Γι' αύτό τό λόγο είναι άληθινά κρίσιμη. Στήν πραγματικότητα, τά πραγματικά άτομα, οί πράξεις τους καί οί συνθήκες ΰπαρξής τους, καί αύτά πού τούς έχουν δοθεΕ καί αύτά πού δημιουργούν, μπορούν νά παρατηρηθούν έμπειρικά. Ό τρόπος παραγωγής τής ζωής είναι ένας τρόπος ζωής των άτόμων. Τά άτομα είναι σύμφωνα μέ τόν τρόπο πού παράγουν τή ζωή τους. " Ή συνείδηση δέν προσδιορίζει τή ζωή, ή ζωή προσδιορίζει τή συνείδηση". (DI). Πρέπει νά ξεκινήσουμε άπό τόν άνθρωπο σάν ταυτόχρονα πραγματικό καί δραστήριο καί άπό τήν πραγματική διαδικασία τής ζωής (πού συνεχίζεται καί άναπαράγεται κάθε μέρα), καί νά παραστήσουμε τίς ιδεολογικές άντανακλάσεις καί άντίλαλους αύτής τής διαδικασίας. Γιά νά μπορέσει ό άνθρωπος νά φτάσει τή συνείδηση, τουλάχιστο τέσσερεις όροι ή προϋποθέσεις είναι άναγκαΕες: α) Παραγωγή τών μέσων συντήρησης, β) Ή παραγωγή νέων άναγκών, έφόσον ή πρώτη έχει ίκανοποιηθεΕ καί έχει άποκτηθεΕ τό δργανό της.Αύτό άποτελεΕ τό "πρώτο ιστορικό γεγονός" καί άπομακρύνει τόν άνθρωπο άπό τή ζωώδη κατάσταση, γ) Ή δργάνωση τής άναπαραγωγής, δηλαδή τής οίκογένειας, δ) Ή συνεργασία τών άτόμων, καί ή πρακτική δργάνωση τής κοινωνικής έργασίας (DI). Ή συνείδηση είναι λοιπόν, άπό τήν άρχή, προϊόν τής κοινωνίας καί έξακολουθεΕ νά παραμένει έτσι. Στήν άρχή ή συνείδηση ήτανε άπλά ζωώδης καί βιολογική, μιά "συνείδηση άγέλης". Στήν συνέχεια έγινε πραγματική καί άποτελεσματική, είδικά μέ τή κατανομή τής έργασίας. Παρόλ'αύτά, τή στιγμή πού ύπάρχει μιά κατανομή τής έρ75
γασίας σέ ύλική καί πνευματική, τή στιγμή πού ή συνείδηση ύπάρχει γιά τόν έαυτό της, μπορεί νά φανταστεί αύτή τήν ίδια σάν νά είναι κάτι άλλο άπό τή συνείδηση τής ύπάρχουσας πράξης. Χάνει άπ' τά μάτια της τίς δικές της προϋποθέσεις. Ή νιογέννητη σκέψη τού συνειδητού άτόμου διασπά τήν κοινωνική όλότητα άκριβώς τή στιγμή όπου ή όλότητα αύτή άναπτύσσεται καί έκτείνεται, δμως έπίσης δταν, μέ τήν κατανομή τής έργασίας, κάθε δραστηριότητα δέν είναι πιά τίποτ'άλλο παρά άποσπασματική. "Ετσι οί Ιδεολογικές φαντασιώσεις γίνονται δυνατές. 'Επιπρόσθετα ή κατανομή τής έργασίας έκχωρεϊ τήν παραγωγή καί τήν κατανάλωση σέ διαφορετικά άτομα. "Κατανομή τής έργασίας καί Ιδιοκτησία είναι ταυτόσημες έκφράσεις". Ή κοινότητα έρχεται σέ σύγκρουση μέ τά άτομα. Στό τέλος "ή δύναμη πού άνήκει στόν άνθρωπο γίνεται μιά άλλότρια δύναμη πού τού άντιτίθεται καί τόν ύποδουλώνει άντί νά έλέγχεται άπΓ αύτόν". Κάθε άνθρωπος περιορίζεται στήν δική του σφαίρα, είναι φυλακισμένος άπ' τήν δική του δραστηριότητα, υποκείμενος σέ μιάν όλότητα πού δέν μπορεί πιά νά καταλάβέι. "Αύτή ή μεταλλαγή τής κοινωνικής δραστηριότητας καί τού προϊόντος μας σέ μιά δύναμη πού ξεφεύγει άπ' τόν έλεγχό μας, πού άπογοητεύει τίς προσδοκίες μας καί κάνει τούς ύπολογισμούς μας σκόνη, είναι μιά άπό τίς κύριες στιγμές τής ιστορικής έξέλιξης". Αύτή είναι ή πραγματική άλλοτρίωση τών πραγματικών άνθρώπων, πού οι πιό άξιοσημείωτες μορφές τους είναι ή δουλειά, ή ταξική πάλη καί τό Κράτος. Τό Κράτος είναι μιά "άπατηλή κοινότητα" βασισμένη δμως σέ συνδέσεις πού ύπάρχουν: έπεμβαίνει στήν ταξική πάλη σάν διαιτητής, μέ τόν ίσχυρισμό δτι έκπροσωπεϊ τό γενικό συμφέρον, ένώ στήν πραγματικότητα έκπροσωπεϊ τά συμφέροντα τής κοινωνικής όμάδας πού άσκεί τήν πολιτική έξουσία. Αύτή ή άλλοτρίωση τοΰ άνθρώπου μπορεί νά ύπερπηδηθεί, δμως μόνο κάτω άπό πρακτικές συνθήκες. Πρέπει νά έχει γίνει "άνυπόφορη" άντιμετωπίζοντας "τίς μάζες 76
στερημένες Από ιδιοκτησία μ'έναν ΰπάρχοντα κόσμο πλούτου καί πολιτισμού". Καί αύτό προϋποθέτει ένα ψηλό βαθμό ανάπτυξης των άνθρώπινων δυνατοτήτων. Διαφορετικό ή κατάργηση τής άλλοτρίωσης τό μόνο πού θά κατάφερνε νά κάνει θά ήταν νά παγκοσμιοποιήσει τή στέρηση άντί τόν πλούτο, τήν άφθονία καί "τή δύναμη. Ή " Γ ε ρ μ α ν ι κ ή ' Ι δ ε ο λ ο γ ί α " λοιπόν, ύποδεικνύει τίς θεμελιώδεις θέσεις τού ιστορικού ύλισμού. Παρακινημένος άπό τή φιλοσοφική έρευνα τού προβλήματος τής άλλοτρίωσης καί όδηγημένος άπό μιά έπιθυμίο νά κάνει τόν άνθρωπισμό πιό βαθύ καί πιό συγκεκριμένο, ό ιστορικός ύλισμός ένσωματώνει καί ύπερβαίνει τή φιλοσοφία τού Φώϋερμπαχ. Παίρνει σάν άφετηρία του τήν, πιό φιλοσοφική άπό τίς θεωρίες τού Χέγκελ: τή θεωρία τής άλλοτρίωσης. 'Ενσωματώνει αύτή τή θεωρία μεταμορφώνοντάς την σέ βάθος. Ή δημιουργία τού άνθρώπου άπό τόν έαυτό του είναι μιά διαδικασία.'Τό άνθρώπινο περνάει άπό μέσα καί ύπερβαίνει στιγμές πού είναι ά-, πάνθρωπες, ίστορικές φάσεις πού είναι τό "άλλο" τού άνθρώπου. "Ομως, είναι ό πρακτικός άνθρωπος πού δημιουργεί τόν έαυτό του μ'αύτόν τόν τρόπο. Μεταθέτοντάι το, ό Χέγκελ είχε έκφράσει τήν ούσία τής ίστορικής διαδικασίας. Ό Φώϋερμπαχ είχε ύποδείξει τό πραγματικό ύποκείμενο αύτής τής διαδικασίας, δμως, άρκετάπαράδοξα, μέ τό νά μειώσει μόνο τίς διαστάσεις καί τήν έκταση τής θεωρίας τού Χέγκελ. Ό Ιστορικός ύλισμός, έκφρασμένος μέ σαφήνεια στήν " Γ ε ρ μ α ν ι κ ή Ι δ ε ο λ ο γ ί α " , πετυχαίνει έκείνη τήν ένότητα τοΟ Ιδεαλισμού καί τού ύλισμού, πού είχε προεικαστεί καί προλεχτεί στά " Χ ε ι ρ ό γ ρ α φ α τού 1844". Άπό τή στιγμή πού διατυπώθηκε, ό ιστορικός ύλισμός στρέφεται ένάντια στήν φιλοσοφία άπό τήν όποίο προήλθε, ένάντια στόν Χεγκελιανισμό, ένάντια στόν Φώϋερμπαχ, ένάντια στή φιλοσοφία γενικά. Ή φιλοσοφική στάση είναι θεωρητική. Μιά τέτοια στάση είναι άκρωτηριασμένη καί μονόπλευρη, καί μιά μακρινή συνέπεια 77
τής κατανομής έργασίας. Τώρα, ή φιλοσοφία φτάνει άκριβώς σ' αύτό τό συμπέρασμα, ότι ή άλήθεια πρέπει νά βρεθεί στήν όλότητα. Κατά συνέπεια καταδικάζει τόν έαυτό της, μιά καί ή
κής άνάπτυξης"· (DI). "Πρέπει ν'Αγνοήσουμε τή φιλοσοφία καί νά έπιδοθούμε σάν συνηθισμένοι άνθρωποι στή μελέτη τοΟ πραγματικοί)r γιά τό όποϋο ύπάρχει μιά τεράστια Ολη, πού φυσικά οί φιλόσοφοι δέν ξέρουν τίποτα άπ'αύτήν". Οί φιλοσοφίες ήτανε "ιδεολογίες", δηλαδή μεταθέσεις τού πραγματικού, άτελέσφορες καί μονόπλευρες θεωρίες, χωρίς συναίσθηση τών ίδιων τους τών προϋποθέσεων καί περιεχόμενου, πού πάντοτε πρόβαλαν συγκεκριμένα συμφέροντα σάν παγκόσμια χρησιμοποιώντας "μεταλλαγμένες" άφαιρέσεις. Ή ύλιστική άντίληψη τής ιστορίας ξεκινάει άπό τήν παραγωγή τής άμεσης ζωής καί συνίσταται στήν άνάπτυξη τής πραγματικής διαδικασίας, στή θεώρηση δτι ή βάση τής ιστορίας είναι ή μρρφή. τών σχέσεων πού συνδέονται μέ τόν τρόπο παραγωγής καί δημιουργούνται άτίαύτόν (ή πολιτική κοινωνία στά διάφορά της στάδια), στήν έκφραση αύτής τής μορφής στή δράση της σάν Κράτος, στή χρησιμοποίησή της γιά τήν έξήγηση τών προϊόντων καί τών μορφών συνείδησης, τής θρησκείας, φιλοσοφίας, ήθικής κλπ. Τό περιβάλλον διαμορφώνει τόν άνθρωπο καί δ άνθρωπος διαμορφώνει τό περιβάλλον του. Αύτό τό άθροισμα τών παραγωγικών δυνάμεων, κεφαλαίων καί κοινωνικών σχέσεων, τό όποιο κάθε άτομο καί κάθε γενιά άντιμετωπίζει σάν ένα δεδομένο, είναι τό πραγματικό ύπόστρωμα αΰτοΟ πού οί φιλόσοφοι άπεικόνισαν σάν "ύλη" ή "άνθρώπινη ούσία". Αύτό τό ύπόστρωμα δέν ένοχλεϋται καθόλου άπό τό γεγονός δτι οί φιλόσοφοι έπαναστάτησαν έναντίον του έπειδή είναι "συνείδηση τού έαυτοΰ" ή "μοναδικό" (DI). Ή " Γ ε ρ μ α ν ι κ ή Ι δ ε ο λ ο γ ί α " περιέχει έπίσης μιά θεωρία τού συγκεκριμένου άτόμου, πού δ στόχος της ήτανε δ άφηρημένος άτομικισμός τού Στίρνερ. Γιά τόν Μάρξ καί τόν "Ενγκελς, ή άλλοτρίωση, "γιά νά χρησιμοποιήσουμε έναν δρο πού οί φιλόσοφοι μπορούν νά κατα79
λάβουν", δέν είναι ιιιά μεταφυσική έννοια. Ήάλλοτρίωση τοΟ άνθρώπου είναι μόνο μιά αφαίρεση. "Κάτω άπ' τήν όνομασία "Ανθρωπος οΐ φιλόσοφοι φαντάστηκαν, σάν ένα ίδανικό, τό άτομο πού δέν ύπόκειται πιάστή κατανομή τ^ς έργασίας". Εξέφρασαν τήν άντίφαση άνάμεσα στίς πραγματικές άνθρώπινες συνθήκες καί στίς άνάγκες τών άνθρώπων άφηρημένα (DI). 'Η · ίστορική καί κοινωνική διαδικασία πού όδηγεϊ άπ' τή πρωτόγονη ζωώδη κατάσταση στήν έποχή τής έλευθερίας καί τής άφθονίας πρέπει νά μελετηθεί έμπειρικά. Ή άλλοτρίωση είναι μιά πλευρά αύτής τής διαδικασίας. Μέχρι τώρα ύπήρχε, καί έξακυλουθεί νά ύπάρχει, μιά "μεταλλαγή" τών κοινωνικών σχέσεων όσον άφορά στά άτομα. Μόνον άτομα ΰπάρχουν. Δέν είναι "μοναδικά", τά ίδια παντού, μέ άκαμπτες καί άναγκαίες σχέσεις μεταξύ τους, άλλά πραγματικά όντας σέ ένα συγκεκριμένο στάδιο τής άνάπτυξής τους, συνδεδεμένα τό ένα μέ τό άλλο μέ σχέσεις πού είναι σύνθετες, συγκεκριμένες καί ρευστές. Αύτάτάάτομα μπορούν νά ζήσουν καί νά άναπτυχθοΰν μόνο μέσα στή ζωή τοΰ άνθρώπινου είδους, μέσα στήν είδικάάνθρώπινη ζωή, δηλαδή μέσα σέ κοινότητα. Σήμερα πρέπει νά "ύποδουλώσουν" τίς άλλοτριωμένες καί "μεταλλαγμένες" δυνάμεις πού ύφίστανται, ώστε νά είναι δυνατό γι' αύτές νά ξαναενσωματωθοΰν στήν κοινότητα καί στίς ζωές τών άτόμων πού έχουν έλεύθερα συνδεθεί μ' αύτήν τήν κοινότητα. Συγκεκριμένα πρέπει νά ύπερβοΰν τή διαίρεση άνάμεσα στήν καθαρά άτομική ζωή τοΰ άτόμου (τήν "ίδιωτική" του ζωή) καί έκείνο τό τμήμα τού δντος του πού είναι ύποταγμένο στή ζωή τής κοινωνίας, στήν είδίκευση, στήν όμάδα τής όποίας άποτελεί μέρος (τήν τάξη του) καί στόν άγώνα πού κάνει ένάντια στά άλλα άτομα (άνταγωνισμός). Μέχρι τώρα, σέ κοινωνίες διαιρεμένες σέ τάξεις, προσωπικά συμφέροντα άναπτύχθηκαν παρά τήν ύπαρξη τών προσώπων "σέ ταξικά συμφέροντα πού άποκτοΰν άνεξαρτησία άπέναντι στά μεμονωμένα πρόσωπα καί, στήν αύτονομία τους, άποκτοΰν τή μορφή τών γενικών 80
συμφερόντων, καί όντας τέτοια έρχονται σέ σύγκρουση μέ τά πραγματικά άτομα" (DI). Αύτά τά συμφέροντα τά άτομα τά θεωρού.ν άνώτερα άτι' τή δική τους άτομικότητα, καί μέσα σ' ένα τέτοιο πλαίσιο ή προσωπική δραστηριότητα δέν μπορεί παρά ν'άλλοτριωθεί, στερεοποιηθεί ή μεταλλαχτεί (sich versachlichen) σέ μηχανικές λειτουργίες άσχετες μ' έκείνο τό πρόσωπο. Είναι σά νά ύπήρχε μέσα στά άτομα μιά δύναμη πού ή σχέση της μ'αύτά είναι έξωτερική Α ένδεχόμενη —μιά σειρά άπό κοινωνικές δυνάμεις "πού προσδιορίζουν τά άτομα, τάέλέγχουν, κι' έκείνα τίς θεωρούν Ιερές". Αύτές είναι οί συνήθειες καί μορφές συμπεριφοράς πού τό άτομο πιστεύει ότι είναι τό πιό βαθύ πράγμα γι' αύτό, καί οί όποίες στήν πραγματικότητα φτάνουν σ' αύτό άπό τήν τάξη του. Ό Ετίρνερ δέν διανοήθηκε ότι τό γενικό" συμφέρον καί τό "ίδιωτικό" συμφέρον, ή ίστορική διαδικασία καί ή πραγματική άλλοτρίωση τού άτόμου, είναι δυό πλευρές τής ίδιας άνάπτυξης. *Η άντίθεσή τους είναι μόνο στιγμιαία, σχετική μέ μιά συγκεκριμένη κοινωνική κατάσταση: τή διαίρεση τής κοινωνίας σέ τάξεις. Ή μιά άπό αύτές τίς πλευρές σταθερά παράγεται, καταπολεμείται καί άναπαράγεται άπ'τήν άλλη. Αύτή ή φάση τής ιστορίας πρέπει νά ύπερπηδηθεί, όχι μέ τό είδος τής νεότητας πού βρίσκεται στόν Χέγκελ άλλά "μέ μιάν ύλιστικά διαμορφωμένη καταστροφή τού ιστορικού τρόπου ύπαρξης τών άτόμων" (DI). Τό μεμονωμένο άτομο, τό "Μοναδικό'·' τού Ετίρνερ, είναι μιά άφαίρεση, άκριβώς όπως "ό "Ανθρωπος γενικά". "Ομως τό πλήρως άναπτυγμένο άτομο, σέάρμονίαμέ τή ζωή τού είδους καί τό ειδικό περιεχόμενο τής άνθρώπινης ζωής, τό έλεύθερο άτομο σέ μιάν έλεύθερη κοινότητα, δέν είναι μιά άφαίρεση. Αύτό τό συγκεκριμένο καί συμπληρωμένο άτομο είναι ή ύψιστη στιγμή τής σκέψης» à τελικός σκοπός τής άνθρώπινης δραστηριότητας. Ό άφηρημένος άτομικισμός όδηγεϊ σέ ένα παράδοξο 81
Αποτέλεσμα. Ό έγωισμός πού βρίσκεται, σέ Αρμονία μέ τόν έαυτό του μεταμορφώνει κάθε άνθρωπο σέ ένα μυστικό άστυνομικό κράτος. Ό κατάσκοπος Σκέψη παρακολουθεί κάθε κίνηση τοΟ νοΟ καί τοΟ σώματος. Κάθε πράξη» κάθε στοχασμός, κάθε ζωτική έκδήλωση γίνεται θέμα γιά τή σκέψη, δηλαδή γιά τήν άστυνομία. Ό έγωισμός πού βρίσκεται σέ άρμονία μέ τόν έαυτό του είναι ό κατακερματισμός τοΟ άνθρώπου, πού διαιρείται σέ φυσικό ένστικτο καί σκέψη (σέ δημιούργημα καί δημιουργό, σέ ένα έσώτερο λαό καί μιά έσώτερη άστυνομική δύναμη)... (DI). Μ' αύτόν τόν τρόπο ό έγωισμός τής μεσαίας τάξης ή τών χαμηλότερων στρωμάτων τής μεσαίας τάξης παρενθέτει τά μαθηματικά τών αύτοσυμφερόντων άνάμεσα στόν ίδιο καί σ'ότιδήποτε άλλο, κάθε έπιθυμία καί κάθε ζωντανό όν. Οί Ανθρώπινες Ανάγκες εϋναι εύπλαστες καί συνεχίζουν νά πολλαπλασιάζονται, πράγμα πού εϋναι ούσ ι αστική μορφή προόδου. Ζούμε σ'ένα φυσικό καί κοινωνικό περιβάλλον πού μάς έπιτρέπει νά δράσουμε καί νά ικανοποιηθούμε "πολύπλευρα". Εϋναι, δπως καί νά τό κάνουμε, παράλογο νά πιστεύουμε δτι μιά άτομική ζωή >ιπορεί νά έκπληρωθεί μέ τή μορφή ένός μοναδικού πάθους, χωρίς νά ικανοποιηθεί δλόκληρο τό άτομο. Εϋναι άκριβώς ένα τέτοιο πάθος πού φτάνει νά γίνεται άπομονωμένο καί'άφηρημένο σέ χρ^χικτήρα, ή "άλλοτριωμένο". "'Εκδηλώνεται σέ σχέση μέ τόν έαυτό μου σά μιά άλλότρια δύναμη ... Ή αιτία δέν βρίσκεται στή συνείδηση, άλλά στό "Ον... στή ζωτική, έμπειρική άνάπτυξη τοΰ άτόμου" (DI). Τό άτομο άκρωτηριασμένο μ' αύτό τόν τρόπο άναπτύσσεται παράλογα. Γιά παράδειγμα, ή σκέψη γίνεται τό πάθος του. 'Εμπλέκεται σέ ένα μονότονο σύλλογισμό πάνω στόν έαυτό του πού τόν δδηγεί vjd δηλώσει δτι ή σκέψη του εϋναι ή σκέψη του. Τώ(*χ, <*ύτό σάν έξήγηση τής σκέψης εϋναι αναληθές, δμως εϋναι πάρα πολύ άληθινό άποκλει82
στικά καί μόνο στήν έκταση πού άφορα σ'αύτό τό συγκεκριμένο άτομο. Ή σκέψη του ε ί ν α ι μόνο ή σκέψη του. Στόν άνθρωπο πού ή ζωή του άγκαλιάζει ένα εύρύ κύκλο άπό διαφορετικές δραστηριότητες καί πρακτικές έπαφές μέ τόν κόσμο, πού ζει μιά πολύπλευρη ζωή, ή σκέψη έχει τό ίδιο χαρακτηριστικό τής παγκοσμιότητας δπως οί άλλες έκδηλώσεις. "Ενα τέτοιο άτομο δέν γίνεται σταθερό σάν άφηρημένη σκέψη, ούτε έχει άνάγκη τίς περίπλοκες παρακάμψεις τού συλλογισμού γιά νά φτάσει άπό τή σκέψη σέ κάποια άλλη ζωτική έκδήλωση. Άπό τήν άλλη πλευρά, μ'έναν δάσκαλο ή έναν συγγραφέα, πού ή δραστηριότητά του είναι περιορισμένη άφ' ένός σέ μιά έπίπονη έργασία καί άφ' έτέρου στίς εύχαριστήσεις τής σκέψης... καί πού οί δεσμοί του μέ τό κόσμο είναι μειωμένοι στό έλάχιστο σάν άποτέλεσμα των άθλιων του συνθηκών, είναι άναπόφευκτο ότι, άν άκόμα αίσθάνεται τήν άνάγκη νά σκεφτεί, ή σκέψη του θά είναι τό ίδιο άφηρημένη δπως ό έαυτός του καί ή ζωή του. Θά είναι μιά άμετάβλητη δύναμη πού, άν τεθεϋ σέ κίνηση, θά κάνει δυνατή γι' αύτόν τήν άπόλαυση μιάς παροδικής εύχαρίστησης καί σωτηρίας. Ή άλλοτρίωση ή, γιά νά είμαστε πιό άκριβεΐς, ή "μεταλλαγή" τών δραστηριοτήτων τού άνθρώπου είναι κατά συνέπεια ένα κοινωνικό γεγονός καί άκόμα ένα έσώτερο γεγονός, άκριβώς ταυτόχρονο μέ τό σχηματισμό τής έσωτερικής ή "ίδιωτικής" ζωής τού άτόμου. Μιά ψυχο-κοινωνιολογία τής άλλοτρίωσης είναι δυνατή. Είμαστε άλλοτριωμένα άτομα. "Ολες μας οί έπιθυμίες είναι άπό τή φύση τους κτηνώδεις, μονόπλευρες καί άσταθεΓς. 'Εμφανίζονται συμπτωματικά, σπάνια καί μόνο δταν παρακινούνται άπό κάποια στοιχειώδη ψυχολογική άνάγκη. Καί 63
είναι κτηνώδεις στήν έξωτερίκευσή τους, καταστέλλοντας άλλες έπιθυμίες καί κυριαρχώντας μέσα άπ'αύτές τίς ίδιες. Τό άτομο μπορεί άκόμα νά θεωρήσει μιά άκρωτηριασμένη, μονόπλευρη μορφή δραστηριότητας σάν "λειτούργημά" του, καί έτσι νά παραπλανηθεί έντελώς καί ν' άπογυμνωθεί. Καί μέσα του καί γύρω του τό ένδεχόμενο είναι ύπό έλεγχο, ό ίδιος είναι ένα "θύμα τών περιστάσεων". Μέχρι τώρα έλευθερία σήμαινε άπλά τήν ευκαιρία νά έπωφεληθείς άπό τήν τύχη. "Αν καί όρισμένα άτομα πιθανόν νά θεωρούν σάν λειτούργημα ή ήθική ύποχρέωση τό νά δραστηριοποιηθούνε ένάντια σ" αύτή τήν κατάσταση πραγμάτων, μιά τέτοια δράση δέν μπορεί νά είναι καθαρά ήθική. Πρέπει νά πετύχουμε ένα καινούργιο στάδιο πολιτισμού καί μόρφωσης καί νά δώσουμε στόν άνθρωπο τήν ικανότητα νά άντιληφθεί τίς δυνατότητές του, διαφοροποιώντας τίς συνθήκες τής ύπαρξής του. Αύτό πού χρειάζεται είναι μιά νέα "δημιουργία δύναμης" . * Η ήθική έπανάσταση τοΰ Στίρνερ ένάντια στήν ύπάρχουσα τάξη, ένάντια στό κοινωνικό καί τό "ίερό" σ'όλες του τίς μορφές, δέν είναι τίποτε άλλο παρά ή καθαγίαση τής άόριστης δυσαρέσκειας τών χαμηλότερων στρωμάτων τών μεσαίων τάξεων (DI) . Μόνο τό σύγχρονο προλεταριάτο, πού ζει τή στέρηση, τήν άλλοτρίωση καί τήν μεταλλαγή όλοκληρωτικά μπορεί νά θελήσει τήν ύπέρβαση τής άλλοτρίωσης πρακτικά (δηλαδή στό έπίπεδο τής κοινωνικής πράξης, ή πολιτικά). .Τό νόημα τής ζωής βρίσκεται στήν πλήρη άνάπτυξη ."ίων άνθρώπινων δυνατοτήτων, πού είναι συνθλιμμένες καί παραλυμένες όχι άπ'τή Φύση άλλά άπό τήν άντιφατική, ταξική φύση τών κοινωνικών σχέσεων.
84
Διαλεκτικός
υλισμός
Ετά " Χ ε ι ρ ό γ ρ α φ α τοΟ 1844", στή " Γ ε ρ μ α ν ι κ ή Ι δ ε ο λ ο γ ία" καί σέ δλα τά άλλα κείμενα αύτής τής περιόδου, ή " Λ ο γ ι κ ή " τού Χέγκελ άντιμετωπίζεται μέ τή μεγαλύτερη περιφρόνηση. Ό ΜάρΕ *αί Ô"Ενγκελς είναι άμείλικτοι στίς έπιθέσεις τους πάνω σ' αύτή τήν "μυστικιστική ιστορία τού άφηρημένου νού", τήν άλλότρια στούς ζωντανούς άνθρώπους, πούόέκλεκτός της είναι ό φιλόσοφος καί τό όργανό της είναι ή φιλοσοφία. Τό άποτέλεσμα τής λογικής τού Χέγκελ είναι ό γ ιός νά γεννά τόν πατέρα, ό νοΰς τή Φύση, ή Ιδέα τ ό πράγμα καί τό άποτέλεσμα τήν άρχή (HF). "*Η ' Α θ λ ι ό τ η τ α τ ή ς Φ ι λ ο σ ο φ ί α ς " (1846-7) περιέχει κομμάτια ιδιαίτερα έχθρικά άπέναντι σ' αύτή τή Χεγκελιανή μέθοδο, πού ύποβαθμίζει "καθετί στή κατάσταση τής λογικής κατηγορίας, μέσα άπ'τήν άφαίρεση καί τήν άνάλυση". "Ενα σπίτι γίνεται σώμα, στή συνέχεια χώρος, κατόπιν καθαρή ποσότητα. "Αύτό πού χρειάζεται νά κάνουμε είναι νά παραβλέψουμε κάθε διακριτικό χαρακτηριστικό τών διαφορετικών κινήσεων καί φτάνουμε σέ μιάν καθαρά άφηρημένη, καθαρά τυπική κίνηση, 85
je μιάν καθαρά λογική φόρμουλα τής κϊνιιυης". Τότε φανταζόμαστε ότι μ' αύτή τή λογική φόρμουλα τής κίνησης
έχουμε άνακαλύψει τήν άπόλυτη μέθοδο πού έξηγεΐ καί τήν κίνηση ναί τά πράγματα. ""Αν κάθε άντικείμενο έχει ύποβαθμιστεΐ σέ μιά λογική κατηγορία,καί κάθε κίνηση, κάθε πράξη παραγωγής στή μέθοδο, τότε άκολουθεΓ δτι κάθε συνδυασμός προϊόντων καί παραγωγής, άντικειμένων καί κίνησης, ύποβαθμίζεται σέ μιάν έφαρμοσμένη μεταφυσική. Ή μέθοδος τού Χέγκελ παραπολύ άπλά καταργεΓ τό περιεχόμενο, άπορροφώντας το μέσα στήν Αφηρημένη μορφή, μέσα στό Νού καί τήν καθαρή. Λογική. "Τί είναι λοιπόν αύτή ή άπόλυτη μέθοδος; Ή Αφαίρεση τής κίνησης... ή καθαρά λογική φόρμουλα τής κίνησης ή ή κίνηση τού καθαρού λόγου. Σέ τί συνίσταται ή κίνηση τοΟ καθαρού λόγου; Στό νά θέτει τόν έαυτό της ν'άντιτίθεται σ'αύτόν, νά τόν συνθέτει καί νά τόν διατυπώνει σάν θέση, άντίθεση καί σύνθεση, ή έναλλακτικάστόν ισχυρισμό τού έαυτού της, στήν άρνησή του καί στήν άρνηση τής άρνησής του". Ή διαλεκτική κίνηση (δ διπλασιασμός κάθε σκέψης σέ δυό άντιφατικές σκέψεις, θετικό καί άρνητικό, ναί καί δχι, καί ή συγχώνευση αύτών τών σκέψεων) δδηγεΓ σέ όμάδες ή σειρές σκέψεων καί στή συνέχεια στό δλο σύστημα τού Χέγκελ. "'Εφαρμόστε^αύτήν τή μέθοδο στίς κατηγορίες τής πολιτικής οίκονομίας καί θά έχετε τή λογική καί τήν μεταφυσική τής πολιτικής οίκονομίας ή, μ'άλλα λόγια, τίς οίκονομικές κατηγορίες πού είναι κοινή γνώση μεταφρασμένη σέ μιά γλώσσα πού δέν είναι καθόλου κοινή γνώση", πράγμα πού κάνει νά φαίνονται σά νά έκκολάφτηκαν μόλις πρίν άπό λίγο στό κεφάλι αύτού πού σκέφτεται καί σάν νά συνέβει χάρη στή διαλεκτική κίνηση καί μόνο τό γεγονός δτι σχημάτισαν μιάν άκολουθία στήν δποίαή μιά γεννά τήν άλλη. "Ετσι, γιά τό Χέγκελ, δτιδήποτε έχει ποτέ συμβεί, ή δλη φιλοσοφία τής ιστορίας "δέν είναι τίποτα περισσότερο παρά ή ίστορία τής φιλοσοφίας,καί τής συγκεκριμένης του φιλοσοφίας". Πιστεύει δτι χτί86
Cet τόν κόσμο μέσα στήν κίνηση τής σκέψης του, ένώ μόνο συστηματοποιεί καί τακτοποιεί μέ τήν άφηρημένη του μέθοδο σκέψεις πού υπάρχουν στά κεφάλια όλων μας (ΜΡ II) . * Η διαλεκτική τοΟ Χέγκελ λοιπόν φαίνεται νά έχει καταδικαστεί μιά γιά πάντα. Τά πρώτα γραφτά τοΟ ΜάρΕ πάνω στά οικονομικά (είδικά " Ή ' Α θ λ ι ό τ η τ α τ ή ς Φ ι λ ο σ ο φ ί α ς") φαίνονται νά είναι έμπειρικά. Ή θεωρία τών κοινωνικών άντίφάσεων πού έξυπακούεται στό " Μ α ν ι φ έ σ τ ο " τοΟ 1848 έμπνέεται άπό τόν άνθρωπισμό καί" άπό τήν "άλλοτρίωση" μέ τήν ύλιστική έννοια τοΟ όρου περισσότερο παρά άπό τή Χεγκελιανή λογική. Ή διαίρεση τής κοινωνίας σέ τάξεις —κοινωνική άνι^ότητα— μπορεί νά καταργηθεί μόνο άπ'αύτούς πού ή ύλική καί πνευματική τους "άποστέρηση" είναι τόσο βαθιά πού δέν τούς έχει άπομείνει τίποτα πιά νά χάσουν. Μέχρι στιγμής, λοιπόν, ό διαλεκτικός ύλισμόΰ δέν ύπήρχε, μιά καί ένα άπό τά ούσιαστικά στοιχεία του, τ ό διαλεκτικό, είχε άπάρριφθεί ρητά. Μόνο δ ιστορικός Ûλισμός είχε διατυπωθεί, πού τό οίκονομικό του στοιχείο έπικαλούμενο σάν ή λύση στό πρόβλημα τού άνθρώπου, μεταθέτει καί ύπερβαίνει τή φιλοσοφία. Στόν άγώνα τους νά συλλάβουν τό περιεχόμενο —ιστορικό, κοινωνικό, οίκονομικό, άνθρώπινο καί πρακτικό— ό ΜάρΕ καί ό "Ενγκελς έξάλειψαν τή τυπική μέθοδο. Ή κίνηση αύτοΰ τοΟ περιεχόμενου συνεπάγεται μιά κάποια διαλεκτική: τή σύγκρουση μεταξύ τών τάξεων, τή σύγκρουση άνάμεσα στήν Ιδιοκτησία καί τήν άποστέρηση, καί τήν ύπέρβαση αύτής τής σύγκρουσης. "Ομως αύτή ή διαλεκτική δέν είναι συνδεδεμένη μέ μιά δομή τού Γίγνεσθαι πού μπορεί νά έκφραστεΐ ιδεατά. 'Αντιμετωπίζεται σά νά είναι δεδομένη πρακτικά καί έπαληθευμένη. έμπειρικά. Έπίσης σ' αύτό τό στάδιο ή οίκονομική θεωρία τού Μάρξ δέν ήτανε άκόμα πλήρως έπεξεργασμένη, ούτε κάν συστηματοποιημένη. Μόνο άποσπασματικές καί άμφισβητήσιμες δηλώσεις της είχαν έμφανιστεΐ. Γιά τόν Μάρξ 87
où οίκον©μικές κατηγορίες ήτανε τό άποτέλεσμα μιάς έμπειρικής έπαλήθευσης. Παρέμεναν ξέχωρες ή μιά άπ" τήν άλλη καί, μέχρι στιγμής, άνεπαρκώς προσδιορισμένες. " Ή ά θ λ ι ό τ η τ α τ ή ς Φ ι λ ο σ ο φ ί α ς " συγχέει τήν έργασία καί τήν δύναμη τής έργασίας. "Η θεωρία τής ύπεραξίας, τής ύπερπαραγωγής καί τών κρίσεων (μαζί μέ τίς πολιτικές τους συνέπειες) δέν έπρόκειτο νά όλοκληρωθούν πρίν τό τέλος τών οίκονομικών κρίσεων τού 1848 καί 1857. Πρέπει νά περιμένουμε μέχρι τό 1858 γιά νά βρούμε τή Χεγκελιανή διαλεκτική νά άναφέρεται γιά πρώτη φορά μέ τρόπο όχι ύποτιμητικό. ""Εκανα μερικές διασκεδαστικές άνακαλύφεις", έγραφε ό Μάρξ στόν "Ενγκελς στίς 14 τοΰ Γενάρη 1858. "Πέταξα άπ'τό παράθυρο όλόκληρη τή θεωρία τοΰ κέρδους στή μορφή πού ύπήρχε μέχρι τώρα. Βοηθήθηκα παραπολύ στήν έπεξεργασία τής μεθόδου μου γιατί, έντελώς τυχαία (ό Φράιλιγκραθ βρήκε μερικούς τόμους τοΰ Χέγκελ πού άνήκαν στόν Μπακοΰνιν καί μοΰ τούς έστειλε σάν δώρο) ξεφύλλισα πάλι τή "Λογ ι κ ή " τοΰ Χέγκελ. "Οταν θά ρθει ή ώρα νά ξαναπιάσω αύτό τό είδος τής δουλειάς, θέλω παραπολύ νά δημοσιεύσω δυό ή τρία δοκίμια πού νά άποδίδουν τό λογικό στοιχείο πού ό Χέγκελ καί άνακάλυψε καί μετέτρεψε σ' ένα μυστήριο προσιτό στόν κοινό νού". Τήν 1η Φεβρουαρίου 1858, ό Μάρξ έπέστησε τή προσοχή τοΰ "Ενγκελς στίς Χεγκελιανές άξιώσεις τοΰ Λασσάλ. "Θά μάθει πληρώνοντάς τοάκριβά δτι δέν είναι τό ίδιο πράγμα νά φέρνεις μιάν έπιστήμη στό σημείο πού νά μπορεί νά διατυπωθεί διαλεκτικά, καί νά έφαρμόσεις ένα άφηρημένο, έτοιμο ήδη σύστημα λογικής". Άπ'αύτή τήν άλληλογραφία βγαίνει τό συμπέρασμα δτι ή διαλεκτική μέθοδος άνακαλύφτηκε πάλι καί άποκαταστάθηκε άπ'τόν Μάρξ τήν έποχή πού έκείνος άρχιζε νά δουλεύει τή " Κ ρ ι τ ι κ ή τ ή ς Π ο λ ι τ ι κ ή ς Ο ί κ ο ν ομ ί α ς " καί τό " Κ ε φ ά λ α ι ο " . Ή έπεξεργασία του τών οίκονομικών κατηγοριών και τών έσωτερικών συνδέσεών 88
τους ξεπέρασε τόν έμπειρικισμό χαί έφτασε στό έπίπε6ο μιάς αύστηρής έπιστήμης -στή συνέχεια Απόκτησε τή μορφή διαλεκτικής. "Ενα σημαντικό άρθρο γραμμένο άπό τόν "Ενγκελς (πού δημοσιεύτηκε στό 1864 στό Πήπλ τών Βρυξελλών μέ τίτλο "Συμβολή στήν Κριτική τής Πολιτικής Οικονομίας") ύποδεικνύει μέ μεγάλη άκρίβεια τά δυό στοιχεία τής ώριμης σκέψης τού Μάρξ. Ή ύλιστική άντίληψη τής ίστορίας ισχυρίζεται ότι οί συνθήκες κάτω άπό τίς όποιες ζούν οι άνθρωποι προσδιορίζουν τή συνείδησή τους καί ότι σέ κάποιο στάδιο τής άνάπτυξής τους οί ύλικές δυνάμεις παραγωγής έρχονται σέ σύγκρουση μέ τίς ύπάρχουσες σχέσεις παραγωγής... "Οντας μέχρι τώρα μιά μορφή άνάπτυξης τών δυνάμεων τής παραγωγής, αύΐές οί σχέσεις ίδιοκτησίας μεταμορφώνονται σέ έμπόδια.... Μιά μορφή κοινωνίας δέν πεθαίνει ποτέ πρίν άναπτυχθούν όλες οί δυνάμεις παραγωγής πού πιθανόν περιέχει. Οι άνώτερες σχέσεις παραγωγής δέν άντικαθιστοΰν ποτέ αύτή τή μορφή πρίν έπωαστούν οί συνθήκες ύπαρξής τους στήν καρδιά τής παλιάς μορφής κοινωνίας. Νά γιατί ή άνθρωπότητα ποτέ δέν βάζει στόν έαυτό της προβλήματα πού δέν μπορεί νά λύσει... (Άπό τόν πρόλογοστήν "Συμβολή) . Τό άλλο στοιχείο τής Μαρξιστικής σκέψης, συνεχίζει ό "Ενγκελς, είναι ή Χεγκελιανή διαλεκτική, πού είναι ή άπάντηση σ' ένα "πρόβλημα πού αύτό καθ' έαυτό δέν έχει καμιά σχέση μέ τή πολιτική οίκονομία", δηλαδή τό πρόβλημα τής μεθόδου γενικά. Ή μέθοδος τού Χέγκελ ήτανε δύσχρηστη στήν θεωρητική της μορφή. Ξεκινούσε άπό τήν ίδέα καί μείς πρέπει νά ξεκινήσουμε άπ'τά γεγονότα. Παρόλ' αύτά ήτανε τό μόνο έγκυρο στοιχείο μέσα στό σύνολο τής ύπάρχουσας λογικής. Άκόμα καί στήν ιδανική της μορφή ή άνάπτυξη τών Ιδεών προχωρεί πα-
89
ράλληλα μέ τήν Ανάπτυξη τής Ιστορίας. "Αν οί άληθι,νές σχέσεις τών πραγμάτων άντιστραφούν καί έρθουν τό πάνω κάτω, τό περιεχόμενό τους θά περνά άκόμα μέσα στή φιλοσοφία... Ό Χέγκελ ήταν ό πρώτος πού προσπάθησε καί Απέδειξε μιάν άνάπτυξη στήν ίστόρια, έναν έσώτερο νόμο... Ό Μάρξ ήτανε ό μόνος πού κατάφερε νά έξάγει τόν πυρήνα τής " Λ ο γ ι κ ή ς " τού Χέγκελ... καί νά έδραιώσει τή διαλεκτική μέθοδο,άπελευθερωμένη άπό τό ίδανικό της περίβλημα, στήν άπλή μορφή όπου γίνεται ή άκριβής μορφή τής άνάπτυξης τών ίδεών. Κατά τήν άποφή μας, ή έπεξεργασία τής μεθόδου, πού είναι ή βάση γιά τήν "Κριτική τής Πολιτικής Οίκονομίας" τού Μάρξ είναι ένα άποτέλεσμα έξίσου σπουδαΓο μέ τή θεμελιακή άντίληψη τού υλισμού. "Ετσι ή διαλεκτική μέθτ 5ος ήρθε νά προστεθεί στόν ιστορικό ύλισμό καί στήν άνάλυση τού οικονομικού περιεχόμενου, άπ' τή στιγμή πού αύτή ή άνάλυση είχε άναπτυχθεΐ άρκετά γιά νά έπιτρέπει καί νά άπαιτεί αύστηρή έπιστημονική έκφραση. Ή διαλεκτική μέθοδος, έπεξεργασμένη άρχικά σέ μιάν ιδεαλιστική μορφή, δντας ή δραστηριότητα τοΟ νοΰ πού συνειδητοποιεϋ τό περιεχόμενο καί τό ίστορικό Γίγνεσθαι, καί τώρα ξαναδουλεμένη, ξεκινώντας άπό οικονομικούς προσδιορισμούς, χάνει τήν άφηρημένη, ίδεαλιστική της μορφή, άλλά δέ χάνεται. 'Αντίθετα, γίνεται πιό συνεπής μέ τό νά ένωθεε μ'ένα περισσότερο έπεξεργασμένο ύλισμό. Στόν διαλεκτικό ύλισμό δ ιδεαλισμός καί ό ύλισμός δέν ξαναενώνονται μόνο, άλλά μεταμορφώνονται καί ΰπερβαίνονται. "Αύτή ή μέθοδος ξεκινάει άπό τίς Απλούστερες θεμελιακές σχέσεις πού μπορούμε νά βρούμε ίστορικά,στή πραγματικότητα, δηλαδή άπό τίς οικονομικές σχέσεις", (άπό τή "Συμβολή"). Αύτό τό κομμάτι άπαντά σέ μερικούς Απλοϊκούς Μαρξιστές καθώς καί σέ πάρα πολλούς 90
κριτικούς τού Μαρξισμού έκ τών προτέρων: ot οικονομικές σχέσεις δέν είναι ot μόνες σχέσεις άλλάοί Απλούστερες, αύτές πού ξαναβρίσκονται σάν "στιγμές" μέσα σέ σύνθετες σχέσεις. "Οπως κοινά έρμηνεύεται, ô διαλεκτικός ύλισμός θεωρεί τίς ίδέες, τούς θεσμούς καί τούς πολιτισμούς —τή συνείδηση— σάν μιά έπιπόλαια καί Ασήμαντη ύπερδομή πάνω άπό μιάν οίκονομική ούσία πού μόνον αύτή είναι σταθερή. Ό άληθινός ύλισμός είναι έντελώς διαφορετικός. Προσδιορίζει τίς πρακτικές σχέσεις πού ένυπάρχουν σέ κάθε όργανωμένη άνθρώπινη ύπαρξη καί τίς μελετά στό μέτρο πού είναι συγκεκριμένες συνθήκες ύπαρξης πολιτισμών ή,τρόποι ζωής. θ£ άπλές σχέσεις, στιγμές καί κατηγορίες έμπλέκονται, ίστορικά καί μεθοδολογικά, στούς πλουσιότερους καί συνθετότερους προσδιορισμούς, άλλά δέν τούς έξαντλούν. Τό δεδομένο περιεχόμενο είναι πάντοτε μιά συγκεκριμένη όλότητα. Αύτό τό σύνθετο περιεχόμενο ζωής καί συνείδησης είναι ή άληθινή πραγματικότητα πούπρέπει νά φτάσουμε καί νά διασαφήσουμε. Ό διαλεκτικός ύλισμός δέν είναι οίκονομικισμός. 'Αναλύει σχέσεις καί στή συνέχεια τίς ένσωματώνει ξανά στήν όλη κίνηση. "'Από τό ίδιο τό γεγονός ότι αύτές είναι σχέσεις έξυπακούεται ή ύπαρξη δυό άντιτιθέμενων στοιχείων. Τό καθένα άπ'αύτά τά στοιχεία έξετάζεται μεμονωμένα καί άπό αύτήν τήν έξέταση ξεπετιέται τό είδος τής άμοιβαίας τους σχέσης, τής δράσης τους καί άντίδρασής τους. Ανταγωνισμοί θά παραχθούν ζητώντας μιά λύση... Θά έξετάσουμε τή φύση αύτής τής λύσης καί θά δούμε ότι έπιτεύχθηκε μέσα άπό τήν δημιουργία μιάς καινούργιας σχέσης, πού τούς δυό συγκρουόμενους όρους της θά'πρέπει νά άναπτύξουμε". ('Απ'τήν "Συμβολή"). "Αν καί ό Μάρξ ποτέ δέν συνέχισε τή πρόθεσή του νά έπεξεργαστεί τή διαλεκτική μεθοδολογία του —καί έστω κι άν δέν χρησιμοποίησε τίς λέξεις "διαλεκτικός ύλι91
ομός" γιά νά περιγράφει τό δόγμα του— τά στοιχεία τής σκέψης του άναντίρρητα περιέχονται σ'αύτόν τόν όρο. Μπορεί κανείς νά καταλάβει γιατί τόνισε τή διαλεκτική μορφή στίς έκθέσεις του πάνω στά οίκονομικά μέ κάποια "κοκκεταρία", δπως ό ίδιος λέει (στόν Πρόλογο τής δεύτερης έκδοσης τοΰ "Κεφάλαιου"), άφοΰ πρίν είχε καταφερθεί τόσο σκληρά ένάντια σέ κάθε μορφή "μεταφυσικής τής πολιτικής οικονομίας". Ή μέθοδός του "δέν διαφέρει άπό τού Χέγκελ άπλά καί μόνο στίς θεμελιακές άρχές, είναι άκριβως τό άντίθετό της". Οί ίδέες δέν είναι παρά πράγματα μετατιθέμενα καί μεταφρασμένα μέσα στό κεφάλι τών άνθρώπων. *Η Χεγκελιανή διαλεκτική πρέπει νά γυριστεί τό μέσα-έξω, άν θέλουμε νά άνακαλύψουμε τόν λογικό πυρήνα κάτω άπό τό μυστικιστικό περίβλημα (Κ, 1, 48). Ή διαλεκτική είναι μιά "μέθοδος έκθεσης", μιά λέξη πού ό ΜάρΕ τής δίνει πολύ ισχυρή σημασία. Ή "έκθεση" δέν είναι τίποτα άλλο παρά ή δλοκληρωτική άνασύνθεση τοΰ συγκεκριμένου στήν έσώτερή του κίνηση, δχι μιά άπλή άντιπαράθεση ή έΕωτερική όργάνωση τών άποτελεσμάτων τής άνάλυσης. Πρέπει νά Εεκινήσουμε άπό τό περιεχόμενο. Τό περιεχόμενο έρχεται πρώτα, είναι τό πραγματικό "Ον πού προσδιορίζει τή διαλεκτική σκέψη. "Τόάντικείμενο τής δικής μας μεθόδου άναζήτησιτς είναι νά κατακτήσουμε τήν ύλη στίς λεπτομέρειές της, νά άναλύσουμε τίς διάφορες μορφές άνάπτυΕής της καί ν'άνακαλύψουμε τούς έσώτερους νόμους.της". Ή άνάλυση λοιπόν προσδιορίζει τίς σχέσεις καί τίς στιγμές τοΰ σύνθετου περιεχόμενου. Μόνον τότε είναι δυνατό ν'άνασυντεθεί καί νά "έκτεθεί" ή κίνηση τοΰ δλου. "Οταν ή ζωή τοΰ περιεχόμενου άντανακλάται σέ ίδέες "μπορούμε νά φανταστοΰμε δτι έχουμε νά κάνουμε μέ μιάν a priori δομή". Γενικά "τό συγκεκριμένο είναι συγκεκριμένο έπε ι δή είναι ή σύνθεση διαφόρων προσδιορισμών, ή πολλαπλότητα πού έγινε ένα. Ετή σκέψη έμφανίζεται σά μιά διαδικασία σύνθεσης, σάν άποτέλεσμα καί δχι άφετηρία, 92
άν καί είναι ή άληθινή Αφετηρία" (ΚΡΟ) . Ή Ανάλυση τής δεδομένης πραγματικότητας, άπό τή σκοπιά τής πολιτικής οικονομίας, όδηγεΕ σέ "γενικές άφηρημένες σχέσεις": κατανομή τής έργασίας, Αξία,χρήμα κλπ."Αν περιοριστοΟμε στήν άνάλυση "έξατμίζούμε" τή συγκεκριμένη παράσταση σέ άφηρημένους προσδιορισμούς, καί χάνουμε τό συγκεκριμένο πού προϋποτίθεται στίς οικονομικές κατηγορίες, πού είναι άπλά "Αφηρημένες, μονόπλευρες σχέσεις ένός ήδη δεδομένου συγκεκριμένου καί ζωντανού όλου". Αύτό τό όλο πρέπει νά τό ξαναβρούμε ξεκινώντας άπό τό άφηρημένο πρός τό συγκεκριμένο. Έ τσι ή συγκεκριμένη όλότητα είναι ή ίδεατή έπεξεργασία τού περιεχόμενου πού συλλαμβάνεται στήν άντίληψη καί τήν παράσταση. "Τό όλο, έτσι δπως έμφανίζεται στό μυαλό μας σάν ένα διανοητικό δλο, είναι προϊόν αύτοΰ τού σκεπτόμενου μυαλού, πού κατακτά τόν κόσμο μέ τόν μόνο τρόπο πού έχει διαθέσιμο", δηλαδή μέ τήν έπιστημονική μελέτη. Τό πραγματικό δεδομένο μπορεί κατά συνέπεια νά παραμένει πάντοτε παρόν σάν περιεχόμενο καί προϋπόθεση. Ό Χέγκελ έκανε μιά διάκριση άνάμεσα στίς κατηγορίες —προσδιορισμούς τής σκέψης στήν άμεση σχέση της μέ άντικείμενα, προαισθήματα, παρατηρήσεις καί έμπειρίες— καί τήν ίδέα, πού ή έπιστήμη της γι' αύτόν ήτανε ή λογική. Σύμφωνα μέ τόν Χέγκελ ή ίδέα έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία καί άλήθεια άπό δτι οί κατηγορίες : ή άλήθεια τβν κατηγοριών χορηγήθηκε σ' αύτές άπό τήν ίδέα, έφόσον ξαναεμφανίζονται στή συστηματική έσώτερη κίνηση τής τελευταίας. Ή ύλιστική διαλεκτική άναγκαία δίνει στίς κατηγορίες νά παίξουν ένα ούσιαστικό ρόλο. Έχουν τή δική τους άλήθεια μέσα τους, χωρίς νά χρειάζεται νά συνδεθούν μέ τήν ίδέα γενικά καί τήν καθαρά λογική άνάπτυξή της. 'Υπάρχουν είδικά οικονομικές, κατηγορίες, πού προκύπτουν άπό τίς σχέσεις άνάμεσα στό νού καί στό περιεχόμενο, τό οίκονομικό άντικείμενο. "Ομως τά άποσπάσματα πού παραθέτονται πιό 93
πάνω άπό τήν Είσαγωγή στήν "Κριτική τής Πολιτικής Οίκονομίας" θεωρούν τίς κατηγορίες σάν άφαιρέσεις. "Ετσι ή άνάλυση δδηγεί σέ σχέσεις άπαραίτητες στή μελέτη τοΟ περιεχόμενου πού έΕετάσουμε, οί όποιες δμως δέν έχουν ούτε ύπαρΕη ούτε άλήθεια άνεΕάρτητα άπ' τό δλο. Ποιά λοιπόν είναι ή σχέση τής κατηγορίας μέ τό δλο καί μέ τήν ίδέα αύτού τοΟδλου; 'Υπάρχει μιά οικονομική άφαίρεση, πού προκύπτει άπό τήν ύποκειμενική έφαρμογή τού συλλογισμού στά είδικά οίκονομικά γεγονότα; Πώς μπορούμε νά άνασυνθέσουμε ένα συγκεκριμένο δλο μέ στοιχεία πού δέν έχουν άλήθεια ή πραγματικότητα; Φαίνεται δτι στό χρονικό διάστημα πού μεσολάβησε μέχρι ν'άρχίσει νά δουλεύει τήν "Κριτική τής Πολιτικής Οίκονομίας" (1857-9) καί τό "Κεφάλαιο" (1867) ό ΜάρΕ έπεΕεργάστηκε τήν άντίληψή του περί διαλεκτικής άκόμα πληρέστερα. Οί κατηγορίες είναι άφηρημένες, στό μέτρο πού είναι στοιχεία πού έπιτυγχάνονται άπ' τήν άνάλυση τού πραγματικού δεδομένου περιεχόμενου, καί στό μέτρο πού είναι άπλές γενικές σχέσεις έμπλεγμένες στή σύνθετη πραγματικότητα. "Ομως δέν μπορεί νά ύπάρΕει καθαρή άφαίρεση. Τό άφηρημένο είναι έπίσης συγκεκριμένο καί τό συγκεκριμένο, άπό μιά σκοπιά, είναι έπίσης άφηρημένο. Αύτό πού ύπάρχει γιά μάς είναι τό συγκεκριμένο άφηρημένο. 'Υπάρχουν δυό τρόποι μέ τούς όποίους οί οίκονομικές κατηγορίες έχουν συγκεκριμένη, άντικειμενική πραγματικότητα: ίστορικά (σάν στιγμές τής κοινωνικής πραγματικότητας) καί πραγματικά (σάν στοιχεία τής κοινωνικής άντικειμενικότητας). Καί μέ αύτήν τή διπλή πραγματικότητα οί κατηγορίες συνδέονται μεταΕύ τους καί Εαναγυρίζουν διαλεκτικά μέσα στήν δλη κίνηση τού κόσμου. "Ενα άντικείμενο, ένα προϊόν πρακτικής δραστηριότητας, άνταποκρίνεται σέ μιά πρακτική άνάγκη. "Εχει μιάν άξία χρήσης. Κάτω άπό όρισμένες κοινωνικές συνθήκες (μόλις ύπάρΕουν έπαρκείς τεχνικές, μιά παραγωγή πού ύπερβαίνει τίς άμεσες άνάγκες τών παραγωγών, 94
μέσα έπικοινωνίας, κλπ.) τό άντικείμενο έμπλέκεται σέ άνταλλαγές. Αύτό ιιού κάνουν οι παραγωγοί όταν άνταλλάζουν δνα άντ-ικείμενο μπορεί νά περιγραφεί μέ διάφορους τρόπους: ψυχολογικά, κοινωνιολογικά, οικονομικά. Άπ" τήν πλευρά τοΟ οικονομολόγου αύτοί οί παραγωγοί, χωρίς νά τό συνειδητοποιούν, άπονέμουν στό άντικείμενο μιά δεύτερη ύπαρξη πολύ διαφορετική άπό τήν ύλικότητά του. Τό άντικείμενο μπαίνει μέσα σέ καινούργιες κοινωνικές σχέσεις, καί βοηθάει στήν δημιουργία τους. Αύτή ή δεύτερη κοινωνική ύπαρξη είναι άφηρημένη, δμως άληθινή. Μόνο τό ύλικό άντικείμενο ύπάρχει, δμως ή άξία του γίνεται διττή, άξία χρήσης καί άξία άνταλλαγής. Αύτές οί δυό πλευρές τής άξιας ποτέ δέν είναι έντελώς χωριστές, δμως είναι διακριτές καί άντίθετες. Μέσα στήν καί μέσω τής άνταλλαγής, οί παραγωγοί παύουν νά είναι άπομονωμένοι. Σχηματίζουν ένα νέο κοινωνικό σύνολο. "Η άνταλλαγή τών έμπορευμάτων τείνει νά βάλει τέλος στή φυσική,πατριαρχική οικονομία. Σέ σχέση μέ τά άτομα αύτό τό νέο κοινωνικό σύνολο λειτουργεί σάν ένας άνώτερος όργανισμός. Συγκεκριμένα, τούς έπιβάλλει κατανομή καί διανομή τής έργασίας σύμφωνα μέ τό άθροισμα τών δυνάμεων τής παραγωγής καί τίς άπαιτήσεις τής κοινωνίας. Άπό έδώ καί μπρός οί παραγωγοί καί οί όμάδες παραγωγών, σέ κάθε κλάδο παραγωγής, πρέπει νά δουλεύουν σύμφωνα μέ τήν κοινωνική ζήτηση. Ά ν ή παραγωγή μιάς συγκεκριμένης δμάδας δέν άνταποκρίνεται στή ζήτηση, ή άν ή παραγωγικότητα αύτής τής δμάδας πέφτει πολύ χαμηλά συγκριτικά μ' έκείνη τής κοινωνίας γενικά, αύτόματα έξολοθρεύεται άπό τούς άνταγωνιστές της. *Η κοινωνία κατά συνέπεια διανέμει τήν όλική δύναμη έργασίας της μεταξύ τών διαφόρων κλάδων παραγωγής μ' έναν τρόπο τυφλό καί βάναυσο πού είναι άναπόφευκτος. Ό νόμος τής ισορροπίας d αύτή τήν κοινωνία τής άγοράς ξεπροβάλλει βάναυσα άπό τή γενική άντίφαση μεταξύ τών παραγωγών —τόν άνταγωνισμό τους. Ή διαδικασία πού έκανε διττή τήν άξία, 95
δηλαδή άΕία χρήσης καί άΕία άνταλλαγής, έκαλΤε διττή έπίσης καί τήν άνθρώπινη έργασία. Άπό τή μιά μεριά ύπάρχει ή έργασία τών ζωντανών άτόμων καί άπό τήν άλλη ή κοινωνική έργασία. Οί άζίες χρήσης καί ή έργασία τών ζωντανών άτόμων είναι ποιοτικές καί έτερογενεϋς. Ή άΕία άνταλλαγής καί ή κοινωνική έργασία είναι ποσοτικές. Αύτή ή ποιότητα καί ή ποσότητα συνδέονται, δμως διακρίνονται καί άλληλοαντιδροΟν ή μιά στήν άλλη. "Η άΕία άνταλλαγής μετριέται ποσοτικά: τό ειδικό μέτρο της είναι τό χρήμα. Ή ποσοτική έργασία είναι ένας κοινωνικός μέσος δρος, πού μέσα του έΕμφανίζονται δλα τά ποιοτικά χαρακτηριστικά τής άτομικής έργασίας έκτός άπό ένα, πού είναι κοινό σ'δλες τίς μορφές έργασίας καί τίς κάνει σύμμετρες καί παραβλητές: κάθε πράΕη παραγωγής άπαιτεϋ ένα δρισμένο χρονικό διάστημα. "Η έργασία τών άτόμων Εαναγυρίζει στόν κοινωνικό μέσο δρο χάρη στήν έργασία-χρόνο πού παριστάνει, τό άντικειμενικό καί καταμετρητό χρονικό διάστημα πού άπαιτεΐ. Οί έργασίες-χρόνοι τών άτόμων προστίθενται καί ό συνολικός χρόνος πού άφιερώνει μιά κοινωνία στήν παραγωγή συγκρίνεται μέ τό άθροισμα τών προϊόντων της. Μ*αύτό τόν τρόπο έδραιώνεται ένας κοινωνικός μέσος δρος, πού προσδιορίζει τήν κατά μέσο δρο παραγωγικότητα τής κοινωνίας πού έΕετάζουμε. Στή συνέχεια, μ'ένα είδος άντιστροφής, ή έργασία-χρόνος κάθε άτόμου καί κάθε προϊόν άΕιολογείται —σάν μιά άΕία άνταλλαγής— σάν ένα κλάσμα τής κατά μέσο δρο κοινωνικής έργασίας-χρόνου (ή κοινωνική έργασία-χρόνος, πού είναι άφηρημένη καί όμοιογενής, δέν πρέπει νά συγχέεται μέ τήν άπροσδιόριστη έργασία τού άτόμου. Πολλοί κριτικοί έχουν κάνει αύτό τό λάθος). Κανένας δέν ύπολογίζει αύτό τό κοινωνικό μέσο δρο, πού βγαίνει άντικειμενικά,αύθόρμητα καί αύτόματα άπό τή σύγκριση (έΕίσωση) τής άτομικής έργασίας τών άνταγωνιζόμενων παραγωγών. Ή άΕία άνταλλαγής ένός προϊόντος (καί τό χρήμα είναι ένα άπ'αύτά τά προϊόντα) μετριέται μέ τήν ποσότητα κοι96
νωνικής έργασίας αού Αντιπροσωπεύει.. *Η διττότητα τής άξιας (άξία χρήσης καί άξία άνταλλαγής) κατά συνέπεια Αναπτύσσεται μέσα σέ μιά σύνθετη διαλεκτική, στήν όποια βρίσκουμε γιά. μιά άκόμα φορά τούς μεγάλους νόμους πού άνακάλυφε δ Χέγκελ: τήν ένότητα τών άντ ι θέτων καί τόν μετασχηματισμό τής ποιότητας σέ ποσότητα καί τής ποσότητας σέ ποιότητα. Ή άξία χρήσης είναι συγκεκριμένη. Ή άξία άνταλλαγής, ή πρώτη καί άπλούστερη άπό δλες τίς οικονομικές κατηγορίες, πού έπιτυγχάνεται άπ' τήν άνάλυση τού πραγματικού οικονομικού περιεχόμενου, καί Αφετηρία έκείνης τής κίνησης τής σκέψης πού προσπαθεί ν' άνασυνθέσει τή συγκεκριμένη δλότητα, είναι μιάάφαίρεση. "Ομως είναι έπίσης συγκεκριμένη. Μέ τήν έμφάνισή της ή ιστορία μπήκε σέ μιά καινούργια φάση, καί ή οίκονομική άνάπτυξη σ'ένα άνώτερο έπίτίεδο. Ή άξίαάνταλλαγής ήτανε στήν άφετηρία μιάς ίδιαίτερα συγκεκριμένης διαδικασίας: τής οίκονομίας τής άγοράς, πού έμφανίστηκε, ένα ποιοτικό άποτέλεσμα μιάς ποσοτικής αύξησης, άπό τή στιγμή πού ό άριθμός τών παραγωγών, τών έμπορευμάτων καί τών άνταλλαγών αύξήθηκε. Μόλις δμως διατυπώθηκε, αύτή ή κατηγορία άντέδρασε στίς δικές της προϋποθέσεις, ξαναπλάθοντας τό παρελθόν τού άνθρώπου, προσχεδιάζοντας τό μέλλον, καί παίζοντας τό ρόλο τής μοίρας. Δέν είναι ούτε τό μηχανικό άθροισμα ούτε τό παθητικό άποτέλεσμα τής δραστηριότητας τών άτόμων. Αύτή τή δραστηριότητα τήν παράγει καί τήν άναπαράγει, δμως ή κατηγορία είναι κάτι έντελώς καινούργιο καί άναγκαΓο σέ σχέση μέ τίς ένδεχόμενες άνάγκες τών άτόμων. 'Ελέγχει αύτές τίς ένδεχόμενες άνάγκες καί βγαίνει άπό μέσα τους σάν ό παγκόσμιος καί στατιστικός τους μέσος δρος*. Μόνον τά άτομα φαινόντουσαν συγκεκριμένα, μετά δμως αίφνιδίως, άντιμέτωπα μέ τό κοινωνικό άντικείμενο —τήν άγορά μέ τούς άδυσώπητους νόμους της— στό όποιο ύπόκεινται καί τό δποϋο άσαεΐ μιά "δύναμη τών περιστάσεων" πάνω τους, δέν είναι τίποτ' 97
άλλο παρά Αφαιρέσεις· "Ομως Ανάμεσα στά ζωντανά άτομα ύπάρχουν μόνο ζωντανές σχέσεις —πράξεις καί γεγονότα. "Ομως αύτά είναι συνυφασμένα μέ ένα παγκόσμιο άποτέλεσμα ή κοινωνικό μέσο δρο. Άπό τή στιγμή πού άποκτά ύπαρξη τό Εμπόρευμα έμπλέκει καί περιβάλλει τίς κοινωνικές σχέσεις άνάμεσα στούς ζωντανούς άνθρώπους. Αναπτύσσεται δμως μέ τούς δικούς του νόμους καί έπιβάλλει τίς δικές του συνέπειες καί τότε οί άνθρωποι δημιουργούν σχέσεις μεταξύ τους μόνο μέσω τών προϊόντων, μέσω των έμπορευμάτων καί τής άγοράς, μέσω τού νομίσματος καί τού χρήματος. Οί άνθρώπινες σχέσεις φαίνονται νά είναι σχέσεις μεταξύ πραγμάτων. "Ομως αύτό άπέχει πολύ άπό τήν πραγματικότητα, ή μάλλον είναι έν μέρει άληθινό. Στήν πραγματικότητα οί ζωντανές σχέσεις άνάμεσα στά άτομα τών διαφόρων όμάδων καί άνάμεσα σ'αύτές τίς ίδιες τίς όμάδες έκδηλώνονται μ'αύτές τίς σχέσεις μεταξύ πραγμάτων: μέ σχέσεις χρηματικές καί τήν άνταλλαΥή προϊόντων. Αντίστροφα, αύτές οί σχέσεις μεταξύ πραγμάτων καί άφηρημένων ποσοτήτων είναι μόνον τό φαινόμενο καί ή έκφραση τών άνθρώπινων σχέσεων σ' ένα προσδιορισμένο τρόπο παραγωγής, στόν όποιο άτομα (άνταγωνιστές) καί όμάδες (τάξεις) βρίσκονται σέ σύγκρουση ή άντίφαση. Οί κατ' εύθείαν καί άμεσες σχέσεις τών άνθρώπινων άτόμων περιβάλλονται καί ύποκαθίστανται άπό μεσολαβητικές καί άφηρημένες σχέσεις πού τίς κρύβουν. Ή άντικειμενικότητα τού έμπορεύματος, τής άγοράς καί τοΰ χρήματος είναι ταυτόχρονα φαινόμενο καί πραγματικότητα. Τείνει νά λειτουργεί σάν μιά άντικειμενικότητα άνεξάρτητη άπ' τούς άνθρώπους. Οί άνθρωποι (και είδικότερα οί οίκονομολόγοι) τείνουν νά πιστεύουν σέ μιάν πραγματικότητα άνέξαρτητη άπ' τίς σχέσεις πού άντικειμενικοποιούνται στίς άφαιρέσεις, στό έμπόρευμα καί τό χρήμα. "Τό όνομάζω Φετιχισμό, αύτό πού συνδέεται μέ τά προϊόντα τής έργασίας μόλις αύτά παραχθούν σάν έμπορεύματα καί τό όποιο είναι κατά συ98
νέπειαάχώριστοι άτι' τήν παραγωγή;τών έμπορευμάτων" (ΚΙ). 0 Φετιχισμός είναι ταυτόχρονα ένας τρόπος ύπαρξης τής κοινωνικής πραγματικότητας, ίνας πραγματικός τρόπος συνείδησης καί άνθρώπινης ζωής καί δνα φαινόμενο ή αύταπάτη τής άνθρώπινης δραστηριότητας. Ό πρωτόγονος φετιχισμός καί ή μαγεία έκφραζαν τήν κυριαρχία τής Φύσης πάνω στόν άνθρωπο καί τήν άπατηλή έξουσία τού άνθρώπου πάνω στή Φύση. Ό οικονομικός φετιχισμός έκφράζει τήν κυριαρχία τών ίδιων του τών προϊόντων πάνω στόν άνθρωπο καί τήν άπατηλή έξουσία τού άνθρώπου πάνω στήν δική του όργάνωση καί στά χειροτεχνήματά του. Άντί νά πηγάζει άπό μιάν έθνογραφίκή περιγραφή, ό νέος φετιχισμός καί ή φετιχιστική ζωή πηγάζουν άπό μιά διαλεκτική θεωρία περί άντικειμενικότητας καί δημιουργικής δραστηριότητας, φαινόμενου καί πραγματικότητας, συγκεκριμένου καί άφηρημένου. Πρώτα-πρώτα λοιπόν, ή άξία άνταλλαγής έχει μιά ιστορική πραγματικότητα. Σέ συγκεκριμένα χρονικά σημεία ήτανε ή κυριαρχική καί άπαραίτητη κατηγορία: στήν άρχαιότητα, στό Μεσαίωνα, στήν οικονομία τής άγοράς. Στή σύγχρονη οικονομία είναι, αύτή κάθ'έαυτή, "προκατακλυσμιαία", τίποτε περισσότερο πλέον παρά μιά άφαίρεση, πού ύπερβαίνεται. "Ομως παραμένει ή βάση, ή θεμελιώδης "στιγμή" πού αιώνια άναπαράγεται. Χωρίς τήν αιώνια άνταλλαγή έμπορευμάτων δέν θά ύπήρχε ούτε παγκόσμια άγορά, ούτε έμπορικό, βιομηχανικό ή οικονομικό κεφάλαιο. Καί στή σύγχρονη κοινωνία τό έμπόριο -άγορά καί πώληση— έχει φτάσει στή μεγαλύτερη δυνατή έκτασή του. Μάς άρέσει ή όχι ή δραστηριότητα τών άτόμων άσκείται μέσα σ'αύτό τό πλαίσιο, συγκρούεται μ' αύτά τά όρια, καί βοηθάει σ'αύτή τή συνεχή δημιουργία αύτής τής θεμελιακής κατηγορίας. Δεύτερον, ή άξία άνταλλαγής είναι ή βάση τής άντικειμενικότητας τής οικονομικής, ιστορικής καί κοινωνικής διαδικασίας πού όδήγησε στό σύγχρονο καπιταλισμό. Σάν ούσιαστική στιγμή τής οικονομικής ίστορί99
ας, ή ά£ία άνταλλαγής συνόδεψε τήν ανάπτυξη ιής παραγωγής καί τών άναγκών καί τή διεύρυνση τών ανθρώπινων σχέσεων. Αυθόρμητα, où άνθρωποι μόνον έμμεσα καί μυστικιστικά τό συνειδητοποιούσαν αύτό. Καί δέν μπορούν νά άναγνωρίσουν στήν άγορά τά ίδια τους τά χειροτεχνήματα πού στρέφονται βάναυσα καί καταπιεστικά ένάντιά τους. Πιστεύουν στήν άπόλυτη άντικειμενικότητα, στό τυφλό μοιραϋο τών κοινωνικών γεγονότων, πού όνομάζουν μοίρα ή πρόνοια. Γιά πολλούς σύγχρονους άνθρώπους, καί είδικά γιά τούς οίκονομολόγους,οί νόμοι τής άγοράς είναι άπόλυτοι, "φυσικοί" νόμοι. Τά άντικείμενα ή τά άγαθά έχουν τήν άπόλυτη, φυσική ιδιότητα νά γίνουν κεφάλαιο. Αύτοί οί άνθρωποι (οικονομολόγοι ή νομοθέτες) μερικές φορές προσπαθούν νά έπηρεάσουν αυτούς τούς νόμους μέ μεθόδους πού μοιάζουν μάλλον μαγικές παρά έπιστημονικές: οίκονομικά συνέδρια,όμιλίες, έκκλήσεις σέ μιάν μυστηριακή καί προνοιακή έμπιστοσύνη. "Ομως γιά νά καταφέρουμε νά γνωρίσουμε τά οίκονομικά φαινόμενα πρέπει, άντίθετα, νά μελετήσουμε τήν άντικειμενική καί ούσιαστική τους διαδικασία, ένώ ταυτόχρονα καταστρέφουμε καί άρνιόμαστε αύτή τήν άπόλυτη ούσιαστικότητα προσδιορίζοντάς την σάν έκδήλωση τής πρακτικής δραστηριότητας τού άνθρώπου, θεωρούμενης σάν ένα δλο (πράξις). 'Επειδή τό πραγματικό περιεχόμενο, καί ή κίνηση αύτού τού περιεχόμενου, συνίσταται στίς ζωντανές σχέσεις τών άνθρώπων μεταξύ τους, οί άνθρωποι μπορούν νά ξεφύγουν τό οίκονομικό μοιραίο. 'Απ' τή στιγμή πού τό έχουν συνειδητοποιήσει μπορούν νά υπερβούν τήν στιγμιαία μορφή τών σχέσεών τους. Διέλυαν πάντα καί άκόμα μπορούν νά διαλύσουν τίς άντιφάσεις τών σχέσεών τους "μέ πρακτικές μεθόδους, μέ πρακτική ένέργεια". Ή μελέτη τών οικονομικών φαινομένων δέν είναι έμπειρική, στηρίζεται στή διαλεκτική κίνηση τών κατηγοριών. Ή βασική οίκονομική κατηγορία —ή τιμή άνταλλαγής— άναπτύσσεται καί, μέ μιά έσωτερική κίνηση, γεν100
va νέους προσδιορισμούς; άφηρημένη έργασία,χρήμα, κεφάλαιο. Κάθε σύνθετος προσδιορισμός ξεπροβάλλει διαλεκτικά μέσα άπ'τούς προηγούμενούς του. Κάθε κατηγορία παίζει ένα λογικό καί μεθοδολογικό ρόλο, έχει τή θέση της στό έξηγηματικό όλο πού όδηγεί στήν άνασύνθεση τής δεδομένης συγκεκριμένης όλότήτας, τόν σύγχρονο κόσμο. 'Ακόμα, άνταποκρίνεται σέ μιάν έποχή, καί τά γενικά ιστορικά χαρακτηριστικά τής έποχής πού έξετάζουμε —τό πλαίσιο γεγονότων καί πράξεων— μπορούν νά συναχθούν ξεκινώντας άπ'τήν κατηγορία τήν άπαραίτητη γι' αύτό. "Ετσι αύτό τό θεωρητικό συμπέρασμα πρέπει νά συμφωνεί μέ τήν έμπειρική καί είδικά τήν ιστορική άναζήτηση σέ ντοκουμέντα, αύτόπτες μαρτυρίες καί γεγονότα. Τήν περίοδο τής οίκονομίας τής άγοράς άκολούθησε έκείνη τοΰ έμπορικοΰ καπιταλισμού, τοΰ βιομηχανικού καπιταλισμού καί τού οικονομικού καπιταλισμού. Κάθε μιά άπ'αύτές τίς περιόδους είναι μιά συγκεκριμένη όλότητα. Συνδέονται ή μιά μέ τήν άλλη άλληλοαναμιγνύονται καί ύπερβαίνονται. Σέ κάθε κατηγορία άντιστοιχεί ένας καινούργιος βαθμός οίκονομικής άντικειμενικότητας, μιά άντικειμενικότητα ταυτόχρονα πι ό πραγματική καί πιό έμφανής: πιό πραγματική γιατί κυριαρχεί στούς ζωντανούς άνθρώπους πιό βάναυσα, πιό ψεύτικη, γιατί κρύβει τίς ζωντανές σχέσεις τών άνθρώπων κάτω άπ'τήν άνάπτυξη τού Φετιχισμού. Άκόμα περισσότερο άπ' ότι τό έμπόρευμα, τό χρήμα καί τό κεφάλαιο καταπιέζουν τίς άνθρώπινες σχέσεις άπ'έξω, όμως είναι μόνο ή έκφραση καί ή έκδήλωση αύτών τών σχέσεων: "Μέ τό κεφάλαιο πού παράγει τόκο, τό αύτόματο φετίχ τελειοποιεϊται. "Εχουμε χρήμα πού παράγει χρήμα. Τίποτα δέν έχει άπομείνει άπ'τό παρελθόν, ή κοινωνική σχέση δέν είναι πιά τίποτα άλλο παρά ή σχέση ένός πράγματος (χρήμα ή έμπόρευμα) μέ τόν έαυτό του...", έπρόκειτο νά γράψει ό Μάρξ στά συμπεράσματά του τών " Θ ε ω ρ ι ώ ν π ά ν ω σ τ ή ν " Υ π ε ρ α ξ ί α " (μελέτες πού έπρόκε ι το νά άποτελέσουν τόν τελευταίο τόμο τοΰ " Κ ε φ α λ α ί ο υ " ' ιοι
και πού συγκεντρώθηκαν μετά τό θάνατό του καί δημοσιεύτηκαν στά 1904). "Ετσι τό κεφάλαιο στήν άνθρώπινη δραστηριότητα έμφανίζεται "σάν άντικειμενική, άλλότρια καί αύτόνομη κατάσταση". Γίνεται "κάτι ταυτόχρονα πραγματικό καί μή πραγματικό, μέσα στό όποιο περιλαμβάνεται ή ζωντανή σχέση... Είναι ή μορφή τής πραγματικότητάς του" . Μέσα σ'αύτήν τή μορφή άναπτύσσεται, ύπάρχει κοινωνικά καί παράγει τίς άντικειμενικές συνέπειές του. Ή κοινωνική καί ίστορική διαδικασία κατά συνέπεια έχει δυό πλευρές πού δέν είναι δυνατό νά διαχωριστούν. Απ'τή μιά πλευρά είναι μιά αύξηση στ ί ς δυνάμε ι ς παραγωγής, ένας οικονομικός καί ιστορικός ντετερμινισμός —μιά βάναυση άντικειμενικότητα. "Ομως αύτήή Αντικειμενικότητα δέν είναι αύτάρκης, δέν είναι ήάνώτατη άντικειμενικότητα, έκείνη τής ζωτικής δραστηριότητας τοΟ άνθρώπου, πού συνειδητά παράγει τό άνθρώπινο. Δέν πρέπει νά παρασυρθούμε άπ'αύτήν, όπως οί φετιχιστές. Είναι μόνο ένας μονόπλευρος προσδιορισμός. Τό πιό άντικειμενικό είναι έπίσης καί ταυτόχρονα τό πιό άφηρημένο, τό πιό μή πραγματικό τών φαινομένων. 'Από μιά άλλη έξίσου έγκυρη καί έξίσου άληθινή σκοπιά, ή κοινωνική διαδικασία είναι ή άλλοτρίωση τών ζωντανών άνθρώπων. *Η οίκονομική θεωρία τοΰ Φετιχισμού ξανακερδίζει έδαφος, ύψώνεται σέ ένα άνώτερο έπίπεδο καί κάνει σαφή τή φιλοσοφική θεωρία τής Αλλοτρίωσης καί τής "μεταλλαγής" τού Ατόμου. *Η δραστηριότητά του, ή τό προϊόν τής δραστηριότητάς του, έμφανί ζεται μπροστά του σάν άλλο, σάν άρνησή του. "Ο άνθρωπος πού ένεργεί είναι τό θετικό στοιχείο, βασισμένο στόν έαυτό του, τοΰ πραγματικού καί τής ίστορίας. Πέρα άπ'αύτόν ύπάρχουν μόνον άφαιρέσεις. Ή δραστηριότητα τού άνθρώπου μπορεί ν' άλλοτριωθεί μόνον μέσα σέ μιάν άπατηλή ούσία. Οί άνθρωποι κάνουν τήν ίστορία τους. Είναι αύταπάτη τό γεγονός ότι ή ίστορική πραγματικότητα έμφανίζεται άσχετα άπ' τούς άνθρώπους, σάν ίστορική, οίκονομική ή 102
κοινωνική ούσία ή σάν τό μυστηριώδες υποκείμενο τού Γίγνεσθαι. Τό άληθινό ύποκείμενο τού Γίγνεσθαι είναι ό ζωντανός άνθρωπος. "Ομως γύρω καί πάνω άπ'αύτόν οί άφαιρέσεις άποκτούν μιάν παράξενη ύπαρξη καί μιάν μυστηριακή άποτελεσματικότητα. Τά φετίχ κυριαρχούν πάνω του. "Η πρώτη άπ'τίς μεγάλες έρευνες τού Μάρξστά οικονομικά ήτανε "Μιά Κριτική τής Πολιτικής Οικονομίας". Ά ν θέλουμε νά καταλάβουμε τίς βασικές γραμμές τής σκέψης του, αύτή ή λέξη "κριτική" πρέπει νά ληφθεί στήν εύρύτερή της έννοια. Ή πολιτική οίκονομία, δπως ή θρησκεία, πρέπει νά κριτικαριστεί καί νά ξεπεραστεί. Τό "κοινωνικό μυστήριο" είναι φετιχιστικό καί θρησκευτικό στή φύση του. Ή πολιτική οίκονομία είναι μιά τρίπτυχη άλλοτρίωση τού άνθρώπου: μέ τά λάθη τών οικονομολόγων, πού θεωρούν δτι τά στιγμιαία άποτελέσματα τών άνθρώπινων σχέσεων είναι μόνιμες κατηγορίες καί φυσικοί νόμοι. Σάν έπιστήμη ένός ούσιαστικού άντικειμένου άσχετου μέ τόν άνθρωπο. Σάν πραγματικότητα καί οικονομική μοίρα. Αύτή ή άλλοτρίώση είναι πραγματική, σαρώνει τούς ζωντανούς άνθρώπους. Άλλά είναι μόνον ή έκδήλωση αύτών τών άνθρώπων, ή έξωτερική τους έμ<ράνιση, ή άλλοτριωμένη ούσία τους. 'Εφόσον οί άνθρώπινες σχέσεις είναι άντκρατικές (έφόσον δηλαδή οί άνθρωποι είναι διαιρεμένοι σέ τάξεις) ή λύση αύτής τής άντίφασης θά έμφανίζεται καί θά άναπτύσσεται σάν κάτι έξωτερικό, πού διαφεύγει άπ'τή δραστηριότητα καί τή συνείδησή μας: οικονομικοί μηχανισμοί, κράτη καί θεσμοί, Ιδεολογίες. "Πρέπει νά σκίσουμε τόν πέπλο πού σκεπάζει τήν ούσιαστική ζωή", έγραψε δ Χέγκελ, καί αύτό ήτανε τό πρόγραμμα πού έπρόκειτο νά φέρει σέ πέρας ό Μάρξ. Ή ούσιαστική άλλοτρίωση, ή μεταλλαγή, άρνιέται τούς ζωντανούς άνθρώπους. Άλλά κι αύτοί μέ τήν σειρά τους τήν άρνιούνται. Μέ τή γνώση καί τήν πράξη σκορπίζουν τά πυκνά σύννεφα τού Φετιχισμού καί ύπερβαίνουν τίς 103
συνθήκες πού τόν δημιούργησαν. Ό Μαρξισμός ούτε κάν ισχυρίζεται δτι ή μόνη πραγματικότητα είναι οίκονομική πραγματικότητα καί δτι ύπάρχει μιά άπόλυτη οικονομική μοιρολατρεία. Αντίθετα, δηλώνει δτι μιά οικονομική μοίρα είναι σχετική καί προσωρινή, δηλαδή είναι προορισμένη νά ξεπεραστεί άπ' τή στιγμή πού οί άνθρωποι έχουν συνειδητοποιήσει τίς δυνατότητές τους, καί δτι αύτή ή ύπέρβαση θά είναι ή ούσιαστική, άπέραντα δημιουργική πράξη τής δικής μας έποχής. "Η ιστορική διαδικασία, αύτό τό άφηρημένο - συγκεκριμένο, άναπτύσσεται άντιφατικά. Ό άπλός διαχωρισμός τής άξίας άνταλλαγής άπό τήν άξία χρήσης διαχωρίζει τήν παραγωγή άπ'τήν κατανάλωση, καί αύτά τά δυό στοιχεία τής οικονομικής διαδικασίας€fάποκλίνουν μέχρι νά μπούν στήν άντίφαση. Ή διττότητα τής άξίας είναι ή άμεσότερη καί άπλούστερη προϋπόθεση γιά οικονομικές κρίσεις, τών όποίων, αύτή ή ίδια, δημιουργεί τή δυνατότητα. Ό καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής είναι ιδιαίτερα άντ κρατικός, χάρη στή "τάση πού έχει γιά τήν άπόλυτη άνάπτυξη τών δυνάμεων παραγωγής, μιά τάση πού βρίσκεται πάντοτε σέ σύγκρουση μέ τίς είδικές συνθήκες παραγωγής μέσα στίς όποίες κινείται τό κεφάλαιο" (Κ III). 'Η οίκονομική κρίση κάνει φανερή αύτή τήν άντίφαση άνάμεσα στή δύναμη παραγωγής (σχετική ύπερπαραγωγή) καί τή δύναμη τής κατανάλωσης, άνάμεσα στόν τρόπο παραγωγής καί τίς κοινωνικές συνθήκες παραγωγής. "Άπό τή στιγμή πού ό άνταγωνισμός καί ή άντίφαση άνάμεσα στίς σχέσεις διανομής καί τίς δυνάμεις παραγωγής έχει όξυνθεί, τότε φτάνει ή στιγμή τής κρίσης". Η οίκονομική κρίση είναι διαλεκτική. 'Οδηγεί "φυσιολογικά" σέ καταστροφή τών δυνάμεων παραγωγής, άνθρώπων καί πραγμάτων. "Ετσι, μετά άπό μιά λίγο ή πολύ μακριά περίοδο όλέθρου καί διαταραχής, άποκαθιστά τήν άναλογία άνάμεσα στή δύναμη τής κατανάλωσης καί τήν δύναμη τής παραγωγής. Μόνον τότε μπορεί ή οίκονομία νά ξαναζωντανέψει, ή Αναπαραγωγή νά έπεκταθεί καί πε104
ρισσότερο κεφάλαιο νά συσσωρευτεί:. 'Εκτός άπό τό νά έκφράζει τήν έσωτερική άντίφαση αύτής τής κοινωνίας, πού κυριαρχεεται όπως είναι άπ' τήν ίδιωτική Ιδιοκτησία τών κύριων μέσων παραγωγής, ή οίκονομική κρίση έπίσης έκφράζει τήν έσωτερική της ένότητα. "Αποκαθιστά τήν ίσορροπία της βάναυσα καί αύτόματα. Είναι κατά συνέπεια, μέσα σ' ένα τέτοιο σύστημα, φυσιολογική άκόμα καί καθοριστική. 'Αντιπροσωπεύει τή "δύναμη τών περιστάσεων" πού άνήκει σ'αύτό τό σύστημα. Αύτές οί κρίσεις συμβαίνουν περιοδικά, καί κάθε μιά είναι πιό μακριά καί πιό βαθιά άπό τήν προηγούμενη, σάν μιά έμφανώς φυσική καταστροφή. Ταρακουνώντας τό σύστημα, τό καθορίζουν καί τό διατηρούν. Δέν είναι ή οίκονομική κρίση πού θά καταστρέφει αύτό τό σύστημα, άλλ4 ή θέληση τών άνθρώπων. Οί κοινωνικές συνθήκες χαρακτηρίζονται σήμερα άπό μιά διαλεκτική άντιστροφή σέ σχέση μέ τήν ίδιοκτησία. Αρχικά ή ίδιοκτησία ήτανε ένα δικαίωμα βασισμένο στήν έργασία τού προσώπου καί στήν οικειοποίηση τού προϊόντος τής έργασίας του. Σήμερα έμφανίζεται σάν τό δικαίωμα, γιά κείνους πού κατέχουν τά μέσα παραγωγής, νά οίκειοποιοΰνται τήν ύπεραΕία, δηλαδή τήν έργασίαχρόνο πού δέν πληρώνεται. Ή ίδιοκτησία σήμερα είναι ή άρνηση τής ίδιωτικής άτομικής Ιδιοκτησίας πού βασίζεται στήν προσωπική έργασία. 'Αλλά άναγκαϋα γεννά τή δική της άρνηση —τήν άρνηση τής άρνησης— πού "δέν έδρα ιών ε ι ξανά τήν ίδιωτική ίδιοκτησία τού έργάτη, άλλά τήν άτομική ίδιοκτησία πού βασίζεται στις κατακτήσεις τής καπιταλιστικής έποχής: συνεργασία καί συλλογική ίδιοκτησία τών μέσων παραγωγής πού παράγεται άτι τήν ίδια τήν έργασία" (ΚΙ). 'Υποκειμενικά, δ άνθρωπος πού ένεργεΐ, τό φυσικό καί άντικειμενικό άτομο, περνά έπίσης μέσα άπό μιάν άντιφατική διαδικασία. "Η άλλοτρίωση δέν είναι μιά σταθερή καί μόνιμη αύταπάτη. Τό άτομο άλλοτριώνεται, δμως αύτό είναι σάν ένα μέρος τής άνάπτυΕής του. Ή άλ105
λοτρίωση είναι ή άντικειμενικοποίηση, ταυτόχρονα πραγματική καί άπατηλή, μιάς δραστηριότητας πού αύτή καθ έαυτή ύπάρχει Αντικειμενικά. Είναι μιά στιγμή στήν άνάπτυξη αύτής τής δραστηριότητας, στήν αύξανόμενη δύναμη καί συνείδηση τού άνθρώπου. Τό ζωντανό άτομο είναι ό φυλακισμένος τών έξωτερικών δυνάμεων, δμως αύτές είναι δικές του δυνάμεις, τό άντικειμενικό του περιεχόμενο. 'Υπερνικώντας τήν έξωτερικότητά τους καί ένσωματώνοντάς τες, θά πετύχει τήν πλήρη έξέλιξή του. 0 πλούτος καί ή στέρηση, μιά θρησκευτική άποψη καί ένδιαφέρον γιά τήν έπίγεια σωτηρία τού άνθρώπου, μιά άφηρημένη κουλτούρα καί έλλειψη κουλτούρας, πολιτική θεωρία καί πρακτική καταπίεση, αύτές ήταν καί άκόμα είναι οί ούσιαστικές άντιφάσεις πού κομματιάζουν τήν άνθρώπινη πραγματικότητα. "Ομως ό πλούτος αύτός καθ' έαυτός είναι άγαθό. Ή άφθονία Αγαθών καί έπιθυμιών όδηγεΓ σέ πλήρη ύπαρξη· Τό Κράτος είναι όργανωτική δύναμη. Ό πολιτισμός είναι ή άνώτατη μορφή συνείδησης καί ζωής. Τά φετίχ έχουν ένα περιεχόμενο. Ό φετιχισμός έχει σημασία γιά τή μορφή, καί τό νά τόν ύπερβούμε σημαίνει νά διακρίνουμε μεταξύ μορφής καί περιεχόμενου, νά ύπερβούμε τήν άντίφασή τους καί νά ένσωματώσουμε πάλι τό περιεχόμενο στή συγκεκριμένη ζωή τών άνθρώπων. Ή άπόλαυση τού πλούτου, ή όργανωτική δύναμη, ό πολιτισμός καί ή έννοια τής κοινότητας πρέπει νά ένσωματωθούν ξανά μέσα στήν έλέυθερη σχέση τών άτόμων, πού ταυτόχρονα είναι έλεύθερα καί έχουν συνείδηση τού κοινωνικού τους περιεχόμενου.
106
Ή ενότητα τον δόγματος Ή πρόσφατη δημοσίευση των "Χ ε ι ρ ο γ ρ ά φ ω ν τοΟ 1β44 " καί τής " Γ ε ρ μ α ν ι κ ή ς Ί δ ε ο λ ο γ ία ς" έρριξε καινούργιο φως στή διαμόρφωση καί τά Αντικείμενα τής Μαρξιστικής σκέψης. Τά κείμενα πού έξετάζουμε δέν άποκαλύπτουν τόν άνθρωπισμό τού Μάρξ, πού ήτανε ήδη γνωστός άπό τήν "'Αγ ί α Ο ί κ ο γ έ ν ε ι α " , Τό " ' Ι ο υ δ α ϊ κ ό Π ρ ό β λ η μ α " καί τήν " Κ ρ ι τ ι κ ή τ ή ς Φ ι λ ο σ ο φ ί α ς τ ο ύ Χέγκελ", δμως δείχνουν πώς ή άνάπτυξη τών Ιδεών του —ή οίκονομική του θεωρία— δέν κατέστρεψε τόν συγκεκριμένο άνθρωπισμό του άλλά τόν έκανε πλουσιότερο καί ρητό. "0 διαλεκτικός ύλισμός διαμορφώθηκε καί άναπτύχθηκε διαλεκτικά. Ή Μαρξιστική σκέψη ξεκίνησε άπ'τήν λογική τού Χέγκελ καί πρώτα άπ'δλα άρνήθηκε αύτή τή λογική στό δνομα τού ύλισμού, δηλαδή, στό δνομα ένός έμπειρικισμού πού άκολούθησε. Ή άνακάλυψη τού φυσικού (ύλικού) άνθρώπου μέ σάρκα καί όστά ήτανε ή πρώτη στιγμή αύτής τής άνάπτυξης. Φαινότανε άσυμβίβαστος 107
μέ τήν 'Ιδέα τοΟ Χέγκελ καί τήν άπόλυτη μέθοδό του, πού οίκοδομεΐ τό δικό της άφηρημένο Αντικείμενο. Καί δμως αύτός ό Ανθρωπισμός προχώρησε πιό πέρα Απ*δτι ό ύλισμός τοΟ δέκατου δγδοου qicova, πού είχε βασιστεΓ στά πρώτα Αποτελέσματα τών ψυσικών έπιστημών. Περιέλαβε τή θεωρία τής Αλλοτρίωσης τοΟ Χέγκελ καί έδωσε στήν Αλλοτρίωση μιΑν Αποφασιστική διάσταση, Αποδίδον τάς της ταυτόχρονα μιά καλή καί μιά κακή πλευρά καί προσδιορίζοντάς την σάν μιά δημιουργική διαδικασία. Ετά " Χ ε ι ρ ό γ ρ α φ α τοΟ 1844", ή θεωρία τής άλλοτρίωσης βρίσκεται άκόμα πιό κοντά στόν Χεγκελιανό όρθολογισμό παρά στό νατουραλισμό τοΟ Φώϋερμπαχ. "Ομως άπαιτεΐ νά ξεπεραστεε αύτή ή θεωρητική φιλοσοφία, στό δνομα τής δράσης καί τής πρακτικής. *Η πρακτική θεωρείται ταυτόχρονα σάν άρχή καί τέλος, σάν ή άρχή κάθε σκέψης καί ή πηγή κάθε λύσης, σάν μιά θεμελιώδης σχέση τού ζωντανού άνθρώπου μέ τή Φύση καί μέ τή δική του φύση. Ή κριτική έρευνα στά οικονομικά (πού τή σπουδαιότητά της παρατήρησε πρώτος δ "Ενγκελς) στή συνέχεια έρχεται φυσιολογικά νά ένσωματωθεΐ μέτόνάνθρωπισμό, σάν μιά άνάλυση τής κοινωνικής πρακτικής, δηλαδή τών συγκεκριμένων σχέσεων τών άνθρώπων μεταξύ τους καί μέ τή Φύση. Τά πιό πιεστικά άνθρώπινα προβλήματα προσδιορί ζονται σάν οίκονομικά προβλήματα, πού ζητούν πρακτικές, δηλαδή πολιτικές λύσεις, έφόσον ή πολιτική είναι ή ύπέρτατη στιγμή τής κοινωνικής πρακτικής, τό μόνο μέσο πού έπιδρά σύνειδητά'στίς κοινωνικές σχέσεις. Καθώς αύτός ό άνθρωπισμός γίνεται βαθύτερος στή συνέχεια Αποκαλύπτει τά διαλεκτικά στοιχεΓα πού είχε μέσα του: μιά διαλεκτική ίστορικών άντίφάσεων καί οικονομικών κατηγοριών, μιά διαλεκτική "μεταλλαγής" ή άλλοτρίωσης. "Ο ιστορικός ύλισμός, στό μέτρο πού είναι μιά έπιστήμη τών οίκονομικών, ένσωματώνει τή διαλεκτική μέθοδο μέσα του καί, ύψωνόμενος κατά συνέπεια σ'ένα Ανώτερο έπίπεδο, έμφανίζεται σάν έφαρμογή τής 108
γενικής μεθόδου -xfic έτΐιστημονικής διαλεκτικής- σ'êνα ειδικό πεδίο. 'Αφότου ό ΜάρΕ τήν άρνήθηκε, ή διαλεκτική ένώνεται ξανά μ'δνα βαθύτερο ύλισμό. Έχει άπελευθερωθεί άπό τή στιγμιαία καί συμπαγή μορφή της: τόν Χεγκελιανισμό. Έπαψε νά είναι ή άπόλυτη μέθοδος, άνεξάρτητη άπ'τό άντικείμενο, κι έγινε ή έπιστημονική μέθοδος έΕερεύνησης καί έκθεσης τοΟ Αντικειμένου. Ανακαλύπτει τήν άλήθεια της όντας ένωμένη μέ τό πραγματικό περιεχόμενο. Μ'άλλα λόγια: α) Ή ύλιστική διαλεκτική δίνει πρωταρχικότητα ρητά στό περιεχόμενο. "Η πρωταρχικότητα τοΟ περιεχόμενου άπέναντι στή μορφή είναι, όμως, μόνον ένας δρισμός τοΟ ύλισμοΟ. Ό ύλισμός Ισχυρίζεται ούσιαστικά ότι τό "Ον (πού τό άνακαλύπτουμε καί τό γνωρίζουμε σά περιεχόμενο χωρίς νά φιλοδοΕούμε νά τό όρίσουμε a priori καί νά τό έξαντλήσουμε) προσδιορίζει τή σκέψη. β) Ή ύλιστική διαλεκτική είναι άνάλυση τής κίνησης αύτού τού περιεχόμενου, καί άνασύνθεση τής όλης κίνησης. Έτσι είναι μιά μέθοδος άνάλυσης γιά κάθε βαθμό καί κάθε συγκεκριμένη όλότητα -γιά κάθε πρωτότυπη ιστορική κατάσταση. Ταυτόχρονα είναι μιά συνθετική μέθοδος πού άγωνίζεται νά συλλάβει τήν όλη κίνηση. Δέν όδηγεΓ σέ άΕιώματα, σταθερότητες ή μονιμότητες, ή σέ άπλές Αναλογίες, Αλλά σέ νόμους άνάπτυΕης. γ) Παίρνοντας ύπόψη αύτούς τούς όρισμούς,ή διαλεκτική μέθοδος κατά συνέπεια οίκοδομεΕ τό ιστορικό καί κοινωνιολογικό άντικείμενο, ένΰ έντοπίζει καί προσδιορίζει τήν ειδική του άντικειμενικότητα. Μιάάνήλεη άντικειμενικότητα τής ιστορίας θά ήταν άπρόσιτη, ύπερβατική τού άνθρώπινου νού, τής ίδέας, τήςόμιλίας. Θά είχε άφόρητο καί άδυσώπητο χαρακτήρα, μέ τόνάμΔς έπιτρέπει νά τήν περιγράφουμε άόριστα, χωρίς δμως νά μάς δίνει τήν δυνατότητα νά κάνουμε κάποια έπε£ηγηματική άνάλυση ή νά δόύμε άποτελεσματικότητα μέσα της. 109
Αντίστροφα, χωρίς άντικείμενο καί χωρίς Αντικειμενικότητα δέν υπάρχει έπιστήμη. Κάθε Ιστορική ή κοινωνιολογική θεωρία πού ξεκινάει νά γίνει έπιστήμη πρέπει νά θεμελιώσει τήν πραγματικότητα τού άντικειμένου της καί νά όρίσει τήν μέθοδο πού θά τής δώσει τή δυνατότητα νά προσεγγίσει αύτό τό άντικείμενο. Ό διαλεκτικός ύλισμός Ικανοποιεί αύτή τή διπλή άπαίτηση τού έπιστημονικοΰ νού. 'Εδραιώνει τήν οίκονομική άντικειμενικότητα χωρίς νά τήν κάνει ύπόσταση, έντοπίζει τήν άντικειμενική πραγματικότητα τής ιστορίας άλλά παρευθύς τήν ύπερβαίνει, σάν μιά πραγματικότητα άνεξάρτητη άπ' τούς άνθρώπους. "Ετσι είσάγει τούς ζωντανούς άνθρώπους -πράξεις, άτομικό συμφέρον, σκοπούς, άνιδιοτέλεια, γεγονότα καί εύκαιρίες— μέσα στήν πλοκή καί τήν καταληπτή δομή τού Γίγνεσθαι. 'Αναλύει μιάν όλότητα πού είναι συνεπής, άλλά πολύπλευρη καί δραματική . Δέν είναι λοιπόν ό διαλεκτικός ύλισμός ταυτόχρονα μιά έπιστήμη καί μιά φιλοσοφία, μιά αιτιολογική άνάλυση καί μιά παγκόσμια άποψη, μιά μορφή γνώσης καί μιά θέση άπέναντι στή ζωή, μιά συνειδητοποίηση τού δεδομένου κόσμου καί μιά θέληση γιά μεταμόρφωση αύτού τού κόσμου, χωρίς κανένα άπ'αύτά τά χαρακτηριστικά V" άποκλε ί ε ι τό άλλο ; Ή κίνηση καί τό έσώτερο περιεχόμενο τής διαλεκτικής τού Χέγκελ, άνάμεσα στόν όρθολογισμό καί τόν Ιδεαλισμό δηλαδή, περιλαμβάνονται πάλι στόν διαλεκτικό ύλισμό, πού, άπό μιάν άποψη, είναι πιό Χεγκελιανός àrf ότι ό ίδιος ό Χέγκελ. Μιά πλειονότητα διαφορετικών ίσως άκόμα καί άσυμβίβαστων έννοιών τής διαλεκτικής έπέζησε στήν θεωρητική διαλεκτική. Ή διαλεκτική σάν μέθοδος άνάλυσης τού περιεχόμενου άπέκλεισε τή διαλεκτική σάν a priori δομή, καί αύτές οί δυό έννοιες δέν ταίριαζαν πολύ καλά μέ τή θεωρία τής άλλοτρίωσης. Θέτοντας ένα συνολικό, a priori άντικείμενο —τήν άπόλυτη γνώση, τό σύστημα— ό Χέγκελ προχώρησε ένάντια 110
στό Γίγνεσθαι, ένάντια στήν ζωντανή ύποκειμενικότητα καί τόν Αρνητισμό. Ό διαλεκτικός ύλισμός άποκαθιστά τήν έσώτερη ένότητα τής διαλεκτικής σκέψης. Διαλύει τούς στατικούς προσδιορισμούς πού Απέδωσε ό Χέγκελ στήν Ίδέα, στήν γνώση, στή θρησκεία καί στό Κράτος. Απορρίπτει κάθε θεωρητική δομή, κάθε μεταφυσική σύνθεση. "Ετσι οί διαφορετικές έννοιες τής διαλεκτικής όχι μόνο συμβιβάζονται άλλά καί συμπληρώνονται. "Η διαλεκτική μέθοδος συνοψίζει τήν έρευνα τής ιστορικής άνάπτυξης, είναι ή άνώτατη συνείδηση πού ό ζωντανός άνθρωπος μπορεί νά έχει γιά τήν ίδια του τή διαμόρφωση τήν άνάπτυξη καί τό ζωτικό περιεχόμενό του. Οί κατηγορίες καί οί ίδέες είναι έπεξεργασίες τού πραγματικού περιεχόμενου, συντομεύσεις τής άπέραντης μάζας τών ιδιορρυθμιών τής συγκεκριμένης ύπαρξης. "Ετσι ή μέθοδος είναι ή έκφραση τού Γίγνεσθαι γενικά καί τών παγκόσμιων νόμων κάθε άνάπτυξης. Οί νόμοι αύτοί κάθ' έαύτοί είναι άφηρημένοι, δμως είναι δυνατό νά βρεθούν μέ είδικές μορφές σέ δλα τά συγκεκριμένα περιεχόμενα. Η μέθοδος ξεκινάει άπ' τήν λογική άκολουθία τών θεμελιακών κατηγοριών, μιά άκολουθία χάρη στήν δποία μπορούμε νά ξαναβρούμε τό Γίγνεσθαι, τοΰ δποίου αύτές είναι ή συντμημένη έκφραση. Αύτή ή μέθοδος έπιτρέπει τήν άνάλυση τών Ιδιορρυθμιών καί ειδικών καταστάσεων, τών πρωτότυπων συγκεκριμένων περιεχομένων στίς διάφορες σφαίρες. Γίνεται ή μέθοδος πού θά καθοδηγήσει τή μεταμόρφωση ένός κόσμου, στόν δποίο ή μορφή (οίκονομική, κοινωνική,, πολιτική ή ιδεολογική) δέν είναι άρκετή γιά τό περιεχόμενο (γιά τήν πραγματική καί δυνητική έξουσία τοΰ άνθρώπου πάνω στή Φύση καί στά δικά του χειροτεχνήματα) άλλά έρχεται σέ άντίφαση μ'αύτό. Ό Τρίτος "Ορος είναι κατά συνέπεια ή πρακτική λύση στά προβλήματα πού θέτονται άπό τή ζωή, στίς συγκρούσεις καί τίς άντιφάσεις πού ή πράξη γεννά καί έμείς γνωρίζουμε πρακτικά. *Η ύπέρβαση έντοπίζεται μέ111
cxi στήν κίνηση τής δράσης, δχι στό καθαρό χρονοδιάγραμμα τοΟ φιλοσοφικού νοΟ. * Οπουδήποτε ύπάρχει μιά σύγκρουση πιθανόν -δμως δέν είναι άναπόφευκτο—νά έμφανιστεΐ μιά λύση πού μεταμορφώνει τούς άντιτιθέμενους δρους καί βάζει τέλος στήν σύγκρουση ύπερβαίνοντάς τους. 'Απόκειται στήν άνάλυση νά προσδ ι ορ ίσε ι αύτή τή λύση, στήν έμπειρία νά τήν άπελευθερώσει καί στή δράση νά τήν πραγματοποιήσει. Μερικές φορές δέν ύπάρχει λύση: καμιά κοινωνική όμάδα δέν κατάφερε νά βάλε ι τέλος στίς οίκονομικο-πολιτικές άντιφάσεις τού Ρωμαϊκού κόσμου τήν έποχή τής παρακμής του. Ή σχέση άνάμεσα στίς άντιφατικότητες παύει κατά συνέπεια νά είναι στατική, νά προσδιορίζεται λογικά καί στή συνέχεια νά βρίσκεται πάλι μέσα στά πράγματα —ή ν' άπορρίπτεται στό δνομα ένός ύπερβατικού άπόλυτου. Γίνεται μιά ζωντανή σχέση πού τή γνωρίζουμε μέσα στήν ύπαρξη. Μερικές άπ'τίς διευκρυνίσεις τού Χέγκελ γιά τόν άμοιβαΐο προσδιορισμό τών άντιφατικοτήτων ( ύ φ ι σ τ ο ν δ ί κ α ι ο ν , ύ ψ ί σ τ η ά δ ι κ ί α — ό δρόμος γιά τήν 'Ανατολή είναι έπίσης ό δρόμος γιά τήν Δύση, κλπ.) είναι άνεπαρκείς. Οί άντιτιθέμενοι δροι είναι ένέργειες, ή πράξεις. Ή ένότητα τών άντιφατικοτήτων δέν είναι μόνο μιά Αλληλοδιείσδυση τών ίδεών, μιά έσωτερική διάσπαση, άλλά καί μιά πάλη, μιά δραματική σχέση άνάμεσα στίς ένέργειες, πού ύπάρχουν μόνον ή μιά χάρη στήν άλλη καί δέν μπορούν νά ύπάρξουν παρά ή μιά ένάντια στήν άλλη. Τό ίδιο ό Κύριος καί δ Σκλάβος ή, άν θέλετε, τά διάφορα είδη ζώων. Αύτήή πάλη είναι μιά τραγική σχέση, πού μέσα της παράγονται οί άντιφατικότητες καί άλληλοϋποστηρίζονται άμοιβαία, μέχρι πού κάποια άπ'αύτές θριαμβεύει καί ύπερβαίνονται ή άλλοιώς άλληλοκαταστρέφονται. Θεωρούμενη σ' δλη της τήν άντικειμενικότητα, ή άντίφαση είναι ρευστή, καί ή λογική σχέση είναι μόνο ή άφηρημένη έκφρασή της. "Η ύπέρβαση είναι δράση καί ζωή, ή νίκη τής μιάς άπ' τίς δυό δυνάμεις πού ύπερνικάει τήν άλλη με112
ταμορφώνοντάς την, μεταμορφώνοντας αύτή τήν Π6ια καί ύψώνοντας τό περιεχόμενο σ' δνα άνώτερο έπίπεδο. Τό πρόβλημα τοΟ άνθρώπου —ή, μέ μεγαλύτερη άκρίβεια, τό πρόβλημα τής σύγχρονης κοινωνίας, τού κοινωνικού "μυστηρίου" καί τής ύπέρβασής του— είναι κεντρικό γιά τό διαλεκτικό ύλισμό, πού έμφανίστηκε«^αύτή τήν κοινωνία στήν κατάλληλη στιγμή, σάν έπιστημονική έκφραση τής πραγματικότητάς της, τών πολύμορφων άντίφάσεών της καί τών δυναμικοτήτων πού περιέχει. "Ομως, γιά νά διασαφήσει τήν σύγχρονη βιομηχανική κοινωνία, ή άνάλυση πρέπει νά γυρίσει πίσω σέ παλιότερες κοινωνίες. Αύτές τίς προσδιορίζει στή σχέση τους μέ τή συγκεκριμένη όλότητα δπως είναι δεδομένη σήμερα, στό μέτρο πού είναι πρωτότυπες δλότητες πού έχουν Εεπεραστεί, δηλαδή στή μόνη ίστορική πραγματικότητα πού μπορούμε νά συλλάβουμε ή νά προσδιορίσουμε. Στό παρελθόν αύτή ή άνάλυση βρίσκει, κάτω άπό είδικές μορφές, όρισμένες σχέσεις (δπως είναι άνάμεσα στόν Κύριο καί τόν Σκλάβο γιά παράδειγμα, πού ό ΜάρΕ όνόμασε "ή έκμετάλλευση τού άνθρώπου άπ' τόν άνθρωπο") ή άλλοιώς τυπικούς τρόπους σκέψης ή κοινωνικής ύπαρΕης, δπως ό Φετιχισμός. Τό πεδίο τού διαλεκτικού ύλκτμού λοιπόν δέν μπορεί νά περιοριστεί στό σήμερα, έκτείνεται πάνω άπ' τό σύνολο τής κοινωνιολογίας. "Ομως ή ίδια ή Φύση ύπάρχει γιά μάς μόνο σάν περιεχόμενο, στήν έμπε ιρία καί τήν άνθρώπινη πρακτική. Ή διαλεκτική άνάλυση ίσχύει γιά κάθε περιεχόμενο, έκφράζει τό σύνδεσμο άνάμεσα στά στοιχεία ή τίς στιγμές τού όλου Γίγνεσθαι. Συνενώνοντας τίς πειραματικές έπιστήμες (φυσική, βιολογία, κλπ.) καί χρησιμοποιώντας τες γιά τήΟ έπαλήθευσή της, μπορεί κατά συνέπεια ν'άνακαλύψει, άκόμα καί στή Φύση, ποιότητα καί ποσότητα, ποσότητα πού γίνεται ποιότητα, άμοιβαίες δράσεις, πολικότητες καί άσυνέχειες, τό σύνθετο, πού δμως άκόμα μπορεί άναλυθεί, Γίγνεσθαι. Οί έπιστήμες τής Φύσης είναι είδικές. 'Αναγνωρί113
ζουν καί μελετούν αύτές καθ' έαυτές πολικότητες ή Αντιθέσεις τής φύσης, τής φυσικής» τής βιολογίας κλπ . Χρησιμοποιούν τήν Ιδέα σάν "τέχνασμα" γιά νά μελετήσουν καί νά τροποποιήσουν ίδιότητες μέσ" άπό τήν μεσολάβηση τών ποσοτήτων, άλλά ποτέ δέν καταφέρνουν νά ύπερνικήσουν αύτές τίς άντιθέσεις. Ή κοινωνική έπιστήμη άπ'τήν άλλη μεριά έΕετάζει τίς άντιθέσεις μέ τό σκοπό νά τίς ύπερνικήσει. Οί έπιστήμες τής Φύσης καί οί κοινωνικές έπιστήμες είναι ειδικά δημιουργικές,καί κάθε μιά τους έχει τή δική της μέθοδο καί τά δικά της άντικείμενα. "Ομως, οί νόμοι τής άνθρώπινης πραγματικότητας δέν είναι δυνατό νά είναι έντελώς διαφορετικοί άπ' τούς νόμους τής Φύσης. Ή διαλεκτική άλυσίδα τών θεμελιακών κατηγοριών πιθανόν, λοιπόν, νά έχει μιάν παγκόσμια Αλήθεια. Μέ παραπολΰ μεγάλη προφύλαξη μπήκε δ Μάρξ σ' αύτόν τό δρόμο (δπως καί μέ τήν έφαρΙΐογή τής διαλεκτικής μεθόδου στά οίκονομικά). Παρόλ' αύτά, τό "Κ ε φ ά λ α ι ο" δείχνει πώς, στήν Μαρξιστική σκέψη, ή συγκεκριμένη διαλεκτική έπεκτείνεται στή Φύση (ΚΙ), μιά έπέκταση πού συνεχίστηκε άπό τόν "Ενγκελς στή " Δ ι α λ ε κ τ ι κ ή τ ή ς Φ ύ σ η ς " . Ή " Α λ λ η λ ο γ ρ α φ ί α " τους αύτής τής περιόδου (1873-4) δείχνει δτι δ Μάρξ παρακολούθησε άπό κοντά τήν προσπάθεια τού "Ενγκελς'καί τήν έπιδοκίμασε. "Ετσι ό διαλεκτικός ύλισμός γίνεται παγκόσμιος καί άποκτά τίς πλήρεις διαστάσεις μιάς φιλοσοφίας: γίνεται μιά γενική άντίληψη τού κόσμου, μιά κ ο σ μ ο θ ε ω ρ ί α καί κατά συνέπεια μιά άνανέωση τής φιλοσοφίας. Γι' αύτόν πού άσχολεΕται μέ τήν ύλιστική διαλεκτική, ή παγκόσμια Αλληλεξάρτηση δέν είναι ένα άμορφο μπέρδεμα, ένα χάος χωρίς δομή. Είναι μόνον ή παρακμή τής θεωρητικής σκέψης άπ'τόν καιρό τού Χέγκελ πού διέσπασε τούς προσδιορισμούς καί ύποτίμησε τά δομικά στοιχεία τού Γίγνεσθαι: ποσότητα, Ασυνέχεια, σχετικό τίποτα. Ό διαλεκτικός ύλισμός σώζει τόν Ανθρώπινο νοΰ Απ' τό Εανακύλισμα μέσα στή σύγχυση καί τήν μονο114
πλευρικότητα. Ή δλότητα τοΟ κόσμου, τό άπειρο-πεπερασμένο τής Φύσης, έχει μιά προσδιορίσιμη δομή, καί ή κίνησή του μπορεί νά γίνει καταληπτή γιά μάς, χωρίς νά πρέπει νά τήν άποδώσουμε σέ μιάν όργανωτική διανόηση. Ή τάξη καί ή δομή του ξεπροβάλλουν άπό τήν άμοιβαία δράση, άπό τό σύμπλεγμα των συγκρούσεων καί λύσεων, καταστροφών καί δημιουργιών, ύπερβάσεων καί έξαλείψεων, εύκαιριών καί άναγκαιοτήτων, έπαναστάσεων καί άναδιπλώσεων. Ή τάξη ξεπροβάλλει άπό τό Γίγνεσθαι. Ή δομή τής κίνησης δέν διακρίνεται άπό τήν κίνηση. Οί σχετικές άταξίες προετοιμάζουν μιά καινούργια τάξη καί τήν κάνουν φανερή. "Ολη ή πραγματικότητα είναι μιά όλότητα, ταυτόχρονα μιά καί πολλές, σκορπισμένη ή συνεπής καί άνοιχτή στό μέλλον της, δηλαδή στό τέλος της. Άνάμεσα στίς "στιγμές" δέν μπορεί νά ύπάρχει ούτε μιά καθαρά έξωτερική ούτε μιά καθαρά έσωτερική τελικότητα,ούτε μιά άρμονία ούτε μηχανιστικές συγκρούσεις. "Οντας στοιχεία μιάς όλότητας, πού ξεπεράστηκαν καί διατηρήθηκαν μέσα της, πού άλληλοπεριορίζονται καί παρόλ'αύτά δμως προσδιορίζονται άμοιβαία, τό ένα είναι τό. "τέλος" τοΟ άλλου. 'Υπάρχουν τέλη χωρίς τελικότητα. Κάθε στιγμή περιέχει άλλες στιγμές, πλευρές ή στοιχεία πού έχουν προέλθει άπό τό παρελθόν της. Μ" αύτόν τόν τρόπο ή πραγματικότητα ξεχειλίζει τό νοΰ, άναγκάζοντάς μας νά προχωρούμε δλο καί πιό βαθιά μέσα της —καί ίδιαίτερα ν' άναθεωροΟμε πάντα τίς άρχές μας σχετικά μέ τήν ταυτότητα, τήν αιτιολογία καί τήν τελικότητα καί νά τίς κάνουμε περισσότερο δλοκληρώμένες. Τό "Ον προσδιορίζει τή συνείδησή μας τοΰ "Οντος, καί τό δν τής σκέψης μας προσδιορίζει τό συλλογισμό μας πάνω στήν σκέψη μας. Ή πραγματικότητα είναι Φύση, ένα δεδομένο περιεχόμενο, πού δμως δ άπειρος πλούτος του μπορεί νά γίνει καταληπτός άπό τό νοΰ πού κινείται πρός τά έμπρός, βασισμένος στήν πράξη, καί γίνεται δλο καί πιό πολύ διεισδυτικός καί εύέλικτος, σάν νά τείνει πρός 115
ένα μαθηματικό όριο (αού συνεχώς πλησιάζουμε άλλά ποτέ δέν φτάνουμε) , πρός τήν άπόλυτη Γνώση, ή τήν 'Ιδέα. Ή διαλεκτική, πέρα άπ'τό ότι είναι μιά έσώτερη κίνηση τοΟ νοΟ, είναι πραγματική, προηγείται τοΟ νοΟ, στό "Ον. 'Επιβάλλεται στό νοΟ. Στήν άρχή άναλύουμε τήν άπλούστερη καί πιό άφηρημένη κίνηση, έκείνη τής σκέψης πού έχει άπογυμνωθεί όσο τό δυνατό περισσότερο άπό κάθε περιεχόμενο. Μ' αύτόν τόν τρόπο άνακαλύπτουμε τίς πιό γενικές κατηγορίες καί τό πώς συνδέονται μεταξύ τους. Στή συνέχεια, αύτή ή κίνηση πρέπει νά συνδεθεί μέ τή συγκεκριμένη κίνηση, μέ τό δεδομένο περιεχόμενο. Τότε συνειδητοποιούμε τό γεγονός δτι ή κίνηση τού περιεχόμενου ή τού "Οντος γίνεται σαφής γιά μάς στούς νόμους τής διαλεκτικής. Οί άντιφάσεις στή σκέψη δέν προέρχονται άπλά άπ'τήν ίδια τή σκέψη, άπ' τήν έσχατη άσυνέπεια ή άνικανότητά της, άλλά έπίσης προέρχονται άπό τό περιεχόμενο. Ενωμένες μαζί, τείνουν νά έκφράσουν τήν δλη κίνηση τού περιεχόμενου καί νά τό άνυψώσουν στό έπίπεδο τής συνείδησης καί τού συλλογισμού. Δέν είναι δυνατό νά σκεφτεί κανείς δτι ή άναζήτησή μας τής Γνώσης περατώνεται μέ τή διαλεκτική λογική. 'Εντελώς άντίθετα, πρέπει ν'άποκτήσει μιά νέα ώθηση άπ' αύτήν. *Η διαλεκτική, μιά κίνηση τής σκέψης, είναι άληθινή μόνον μέσα σ' ένα νού πού βρίσκεται σέ κίνηση. Μέ τή μορφή μιάς γενικής θεωρίας τοΰ Γίγνεσθαι καί τών νόμων της, ή μιάς θεωρίας τής γνώσης, ή μιάς συγκεκριμένης λογικής, ό διαλεκτικός ύλισμός μπορεί νά είναι μόνο ένα έργαλείο άναζήτησης καί δράσης, ποτέ ένα δόγμα. Δέν όρίζει, έντοπίζει τά δυό στοιχεία τής άνθρώπινης ύπαρξης: "Ον καί συνείδηση. Τά βάζει σέ σειρά: τό "Ον (Φύση) έχει προτεραιότητα, δμως ή συνείδηση έρχεται πρώτη γιά τόν άνθρωπο. 'Οτιδήποτε έχει έμφανιστεί μέχρι σήμερα μπορεί νά ύψωθεί, άπ' τόν άνθρωπο καί γιά τόν άνθρωπο, σέ μιάν άνώτερη άξία. Ούτε, σάν δόγμα, μπορεί ό διαλεκτικός ύλισμός νά περιο116
ριστεί μέσα σ*ένα έΕαντλητικό όρισμό. 'Ορίζεται Αρνητικά, μέ τό νά άντιτίθεται σ' έκείνα τά δόγματα ποίΐ περιορίζουν τήν άνθρώπινη Οτιαρξη, είτε άπ'έΕω είτε άπό μέσα, ύποτάσσοντάς την σέ κάποια έΕωτερική ύπαρΕη ή άλλοιώς ύποβαθμίζοντάς την σ' ένα μονόπλευρο στοιχείο ή μερική έμπειρία, πού θεωρείται σάν προνομιούχα καί καθοριστική. Ό διαλεκτικός ύλισμός ισχυρίζεται ότι ή έΕίσωση τής σκέψης καί τοΟ "Οντος δέν μπορεί νά ύποβαθμιστεί σέ μιάν ίδέα, άλλά πρέπει νάέπιτευχθεί συγκεκριμένα, δηλαδή στή ζωή, σάνή συγκεκριμένη ύπερίσχυση τού νού πάνω στό "Ον. 'Η διαλεκτική σκέψη ποτέ δέν έπαψε νά έΕελίσσεται ή νά παρουσιάζει καινούργιες πλευρές της, καί όσο ζούσαν καί έγραφαν ό ΜάρΕ καί ό 'Ενγκελς καί μετά. Κάθε άλήθεια είναι σχετική μ' ένα όρισμένο στάδιο τής άνάλυσης καί τής σκέψης, μ'δνα όρισμένο κοινωνικό-περιεχόμενο. Διατηρεί τήν άλήθεια της μόνο μέ τό νά ύπερβαίνεται. Πρέπει νά προχωρούμε σταθερά έμβαθύνοντας τή συνειδητοποίησή μας σχετικά μέ τό περιεχόμενο καί έπεκτείνοντας τό ίδιο τό περιεχόμενο. Στό παρελθόν δπως καί σήμερα, ή γνώση μας έχει περιοριστεί άπό τόν περιορισμό τού περιεχόμενου καί τής κοινωνικής μορφής. Κάθε δόγμα, καί αύτό περιλαμβάνει καί τόν διαλεκτικό ύλισμό, πηγάζει άπ'αύτόν τόν περιορισμό, πού δέν είναι έκείνος τού άνθρώπινου νού γενικά, άλλά ό περιορισμός τής σημερινής κατάστασης τού άνθρώπου. Τή στιγμή άκριβώς δπου συνειδητοποιεί τή δική της διαλεκτική φύση, ή σκέψη πρέπει νά διακρίνει μέ τή μεγαλύτερη δυνατή προσοχή τί, στή διαλεκτική κίνηση τών ίδεών, προέρχεται άπ' τό πραγματικό περιεχόμενο καί τί άπ* τή σημερινή μορφή σκέψης. Ή έκθεση τού διαλεκτικού ύλισμού δέν προσποιείται δτι βάζει τέλος στήν πρός τά έμπρός πορεία τής γνώσης ή δτι προσφέρει μιάν κλειστή δλότητα, τής όποιας δλα τά προηγούμενα συστήματα δέν ήταν παρά ή άνεπαρκής έκφραση. "Ομως, μέ τή σύγχρονη συνειδητοποίησή μας τού άνθρώπινου δυναμικού 117
καί τοΟ προβλήματος τοΟ άνθρώπου, δ περιορισμός τής σκέψης άλλάζει χαρακτήρα. Καμιά άπ' τίς έκφράσεις τοΟ διαλεκτικού ύλισμού δέν μπορεί νά είναι όριστική, άλλά, άντί νά είναι άσυμβίβαστες καί Αλληλοσυγκρουόμενες, θά ήτανε ίσως δυνατό γι' αύτές τίς έκφράσεις νά ένσωματωθούνε μέσα σέ μιάν άνοιχτή όλότητα, Ακολουθώντας διαρκώς τή διαδικασία τής ύπέρβασης, άκριβώς έφόσον θά έκφράζουν τίς λύσεις στά προβλήματα πού άντ ιμετωπίζει ό συγκεκριμένος άνθρωπος. Γιά τόν άνθρωπο, ή σχέση μιάς συγκεκριμένης πραγματικότητας μέ τήν δλη κίνηση παίρνει τήν μορφή Προβλήματος. 'Υπάρχει πρόβλημα δποτεδήποτε τό Γίγνεσθαι παρασύρει τή σκέψη καί τή δραστηριότητα καί τίς προσανατολίζει άναγκάζοντάς τες νά πάρουν ύπόψη τους καινούργια στοιχεία: τή στιγμή πού ή Λύση τείνει, άς πούμε, νά γίνει πραγματικότητα καί άπαιτεϋ τή συνείδηση καί τή δράση πού μπορούν νά τήν πραγματοποιήσουν. Αύτή τήν έννοια έχει τό δτι ή άνθρωπότητα βάζει στόν έαυτό της μόνον προβλήματα πού είναι ίκανή νά λύσει. Ή διάλυση τών άντ κράσεων στήν ύπέρβαση μ' αύτόν τόν τρόπο άποκτά τήν πλήρη πρακτική της σημασία. Ή λύση —6 Τρίτος "Ορος— δέν είναι μιά στάση τού νού. Δέν ύπάρχει ύποκατάστατο τής πρακτικής έπαφής μέ τά πράγματα, ή άποτελεσματική συνεργασία μέτίςάπαιτήσεις καί κινήσεις τού περιεχόμενου. Ετά άνθρώπινα δρια, ή ένέργεια τής δημιουργίας έπεκτείνεται καί έκδηλώνεται μέσα καί μέσω τής Πράξης, δηλαδή τής δλης δραστηριότητας τού άνθρώπινου γένους, τής δράσης καί τής σκέψης, τής φυσικής έργασίας καί τής γνώσης. Ή Πράξη είναι διπλά δημιουργική : στήν έπαφή της μέ πραγματικότητες, κατά συνέπεια στή γνώση, καί στήν έφεύρεση ή άνακάλυψη. Ό διαλεκτικός ύλισμός προσπαθεΓ νά ύπερβεΕ τά δόγματα πού ύποβαθμίζουν τήν δραστηριότητα τού νού στή γνώση αύτοΰ πού έχει ήδη έπιτευχθεΓ, ή πού τού συνιστούν νά ριχτεΓ μέσαστό κενό τής μυστικιστικής έξερεύνησης. 'Εμπειρία καί λογι118
κή, διανόηση καί προαίσθημα, γνώση καί δημιουργία, συγκρούονται μεταξύ τους μόνον άν Αντιμετωπίζονται άπό μάς μονόπλευρα. Ή Πράξη εϋναι έκεί όπου ό διαλεκτικός ύλισμός καί άρχίζει καί τελειώνει. Ή ίδ ια ή λέξη δηλώνει, μέ φιλοσοφικούς όρους, αύτό πού ό κοινός νοΰς άναφέρει σά "πραγματική ζωή", έκείνη τή ζωή πού εϋναι ταυτόχρονα πιό πεζή καί πιό δραματική άπό έκείνη τής θεωρητικής διανόησης. Ό σκοπός τοΰ διαλεκτικού ύλισμού δέν εϋναι τίποτ' άλλο παρά ή όρθολογιστική έκφραση τής Πράξης, τοΰ πραγματικού περιεχόμενου τής ζωής —καί, σχετικά μ' αύτό,ή μεταμόρφωση τής σημερινής Πράξης σέ μιάν κοινωνική πρακτική, πού εϋναι συνειδητή, συνεπής κι' έλεύθερη. Ό θεωρητικός καί ό πρακτικός του σκοπός— γνώση καί δημιουργική δράση— δέν εϋναι δυνατό νά διαχωριστούν. Στόν Χέγκελ, οί κατώτερες στιγμές συνυπήρξαν μέ τίς άνώτερες, στήν αΙωνιότητα τής 'Ιδέας καί ταύ συστήματος. Μ" αύτόν τόν τρόπο ό χρόνος, ή ιστορία καί ή έλευθερία έγιναν πάλι μή πραγματικά, έχοντας άφεθεί νά τακτοποιηθούν σ' ένα σχήμα πού περιείχε όλες τίς έδραιωμένες μορφές τοΰ νόμου, τού έθιμου καί τής συνείδησης. Στόν διαλεκτικό ύλισμόόάρνητισμός έχει πιό βαθιά θετικό καί δυναμικό χαρακτήρα. Ό Τρίτος "0ρο& ή θριαμβευτική έκβαση μιάς σύγκρουσης μεταμορφώνει τό περιεχόμενο τής άντίφασης άφομοιώνοντάς το πάλι. Λείπει ή συντηρητική έπισημότητα τής Χεγκελιανής σύνθεσης. Μόνον μ' αύτόν τόν τρόπο μπορεί νά ύπάρξει μιά πραγματική κίνηση, μιά δραματική ιστορία καί δράση, δημιουργία καί άνάπτυξη, άπελευθέρωση καί έλευθερία. Τό όρθογώνιο σχήμα τού Γίγνεσθαι εϋναι παραπολύ άπλό* τό τριγωνικό τού Χέγκελ παραπολύ μηχανιστικό. Στόν διαλεκτικό ύλισμό ή στατική άναπαράσταση τού χρόνου άντικαθίσταται άπό μιά ζωτική, πού ό άνθρωπος τή δοκιμάζει άμεσα, έννοια διαδοχής, τής δράσης πού έξαλείφει καί δημιουργεί. "Ετσι ό άνθρωπος μπορεί, έντε 119
λώς δρθολογιστικά, νά βάλει στόν έαυτό του ίνα άντικείμενο πού είναι, ταυτόχρονα καί μιά ύπέρβαση κι' ένα φτάσιμο στήν καρποφορία. Στόν Χέγκελ, τελικά, ή Ιδέα καί ό νούς έμφανίζονται νά παράγονται, μόνον καί μόνον έπειόή ήδη ύπάρχουν... Η Ιστορία καταντάει νά μοιάζει μ' ένα κακόγουστο άστείο. Στό τέλος τού Γίγνεσθαι τό μόνο πού βρίσκουμε είναι ή πνευματική άρχή τού Γίγνεσθαι, πράγμα πού είναι μόνον μιά έπανάληψη, μιά παράλογη αύταπάτη. Οί δοκιμασίες καί οί άτυχίες τής συνείδησης έχουν μιάν τελετουργική, μαγική δράση πού κάνει τόν άπόλυτο Νού νά κατεβαίνει άνάμεσά μας. "Ομως αύτός όΧεγκελιανός Νούς πάντοτε παραμένει παράδοξα ναρκισσιστικός καί μοναχικός. Στή θεώρηση τοΰ έαυτοΰ του σκιάζει τά ζωντανά όντα καί τή δραματική κίνηση τοΰ κόσμου. Σύμφωνα μέ τόν διαλεκτικό ύλισμό οί άνθρωποι μπορούν καί πρέπει νά θέσουν μιάν όλοκληρωτική λύση γι' αύτούς τούς ίδιους. Ό άνθρωπος δέν ύπάρχει έκ τών προτέρων, μεταφυσικά. Τό παιχνίδι δέν είναι κιόλας κερδισμένο. Οί άνθρωποι μπορεί νά χάσουν τά πάντα "Η ύπέρβαση δέν είναι ποτέ άναπόφευκτη. "Ομως, γι' αύτόν άκριβώς τό λόγο τό πρόβλημα "Ανθρωπος καί τό πρόβλημα τοΰ Νού άποκτά μιά άπειρη τραγική σπουδαιότητα, καί αύτοί πού μπορούν νά τό νοιώσουν αύτό θ'άφήσουν τή μοναχικότητά τους γιά νά μποΰν μέσα σέ μιάν αύθεντική πνευματική κοινότητα.
120
II
Η ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
"Στό μέτρο πού εϋναι ένα φυσικό δν, δ άνθρωπος είναι δεδομένος" λένε τά " Χ ε ι ρ ό γ ρ α φ α τοΟ 1844". Ετήν άφετηρία τής "παραγωγής" του, κατά συνέπεια, βρίσκουμε τή βιολογική καί ύλική Φύση, μέ δλο της τό μυστήριο καί τήν τραγωδία. Μεταμορφωμένη δμως παρούσα, αύτή ή Φύση θά έμφανίζεται σταθερά στό περιεχόμενο τής άνθρώπι.νης ζωής, Ή Φύση, τό "Ον δηλαδή, μπορεί νά έΕερευνηθεί καί νά έκφραστεί ποιητικά, πλαστικά ήέπιστημονικά. Ά ν θά όριζόταν, τότε καί ή τέχνη καί ή έπιστήμη θά ήτανε περιττές καί θά καταργούνταν καί ή αύτονομία κα< ή κίνησή τους. "Ενας τέτοιος δρισμός θά ήταν μόνον μιά'μεταφυσική άφαίρεση. Ό σύγχρονος νοΟς μόλις τώρα άρχίζει νά νοιώθει τό βάθος γιά τή φυσική "θέληση γιά ζωή", μέ τίς άντιθέσεις καί τά άμφιλεγόμενά της: τό ένδόμυχο κράμα της άπό έπιθετικότητακαί συμπόνοια, τίς ταραχώδεις ένέργειές της καί τίς περιόδους της ήρεμίας, τίς καταστροφικές μανίες της καί τή χαρά της. Τί κρύβουν ή τί σημαίνουν, αύτές οί βιολογικές ένέργειες πού ή Λογική πρέπει νά δργανώσει καί.νά καθησυχάσει, άλλά δχι νά καταστρέφει ; Ίσως, δ122
πως à Χέγκελ καί οί έμβρυολόγοι πιστεύουν, περιέχουν δλόκληρο τό παρελθόν τής δργανικής ζωής. Δέν ύπάρχει καμιά άμφιβολία ότι έπίσης μεταμορφώνουν σέ βάθος τά δργανικά καί άνόργανα στοιχεία τους. Τά ένστικτα τού άνθρώπου έχουν πάψει πιά νά είναι τά ίδιαμέτά άντίστοιχα ένστικτα τών ζώων. Οί βιολογικές μας ένέργειες δέν είναι δυνατό νά προσδιοριστούν μόνον άπ'τό παρελθόν τού είδους, άλλά έπίσης άπ' τό μέλλον πού περιέχουν μέσα τους. Στήν άρχή, δ "Ανθρωπος ήτανε μιά βιολογική δυνατότητα, άν καί αύτή ή δυνατότητα μπόρεσε νά πραγματοποιηθεί μόνον μετά άπό μιάν μακριά πάλη, μέσα στήν δποία δ "Ανθρωπος προοδευτικά άνέλαβε τήν εύθύνη γιά τό ίδιο του τό "Ov. Ή δραστηριότητα του γίνεται ίσχύς καί θέληση. 'Οδυνηρά, άποκτά συνείδηση. Στό μέτρο πού είναι γνώση καί ύπαρξη σαρκική, γίνεται ή ζωντανή 'Ιδέα τής Φύσης. "Ομως δέν παύει V άνήκει στή Φύση, οί ένέργειές του είναι βυθισμένες μέσα στίς ένέργειες τής Φύσης,δπου άνανεώνονται καί καταστρέφονται. Αύτές οί ένέργειες είναι έπίσης ίσως μιά έκλέπτυνση καθώς καί, άπό μιάν άποψη, μιάν έξάντληση τών θεμελιακών ένεργειών. Τό Γίγνεσθαι είναι πολύμορφο: έξέλιξη, έπανάσταση, άναδίπλωση —μιά κάθοδος άπό τή μιά πλευρά, μιά άνοδος άπό τήν άλλη. *0 ρόλος τής φιλοσοφικής σκέψης είναι νά έξαλείψει πρόωρες έξηγήσεις, έκείνες τίς περιοριστικές θέσεις πού θά μάς έμποδίσουν άπ'τό νά διεισδύσουμε καί νά κατακτήσουμε τό θαυμαστά περιεχόμενο τού δντος μας. Τό μόνο πού μπορούμε νά πούμε είναι δτι ή Φύση δέν είναι άδρανής —καί δτι δέν είναι μιά ήδη πραγματική "ψυχή" ή πνεύμα. "Οτι δέν πρέπει νά τήν άπεικονίσουμε, σάν μιάν άξεστη έξωτερικότητα ή άντικείμενο (ή άθροισμα άντικειμένων), ούτε σάν μιά καθαρή έσωτερικότηταήύποκείμενο (ή άθροισμα ύποκειμένων), γιατί ή Φύση προϋποτίθεται στή γέννηση καί τήν έμφάνιση τού ύποκείμενου καί τού άντικείμενού. Ή καλύτερη εΙκόνα πού μπορούμε νά έχουμε τής Φύσης "αύτής καθ'έαυτής", άνε123
ξάρτητης άπό μάς, εϋναι ή άρνητική, χωρίς άμφιβολία: ή Φύση είναι "άδιάφορη", τιράγμα πού δέν σημαίνει δχι εϋναι έχθρική ή βάναυσα άλλότρια πρός έμάς, άλλά μάλλον άδιαφοροποίητη σέ σχέση μέ τό άντικείμενο καί τό ύποκείμενο τής δικής μας έμπειρίας. Στό μέτρο πού εϋναι ένα φυσικό δν, δ άνθρωπος περιέχει μιά πολλαπλότητα ένστίκτων, τάσεων καί ζωτικών δυνάμεων. "Οντας τέτοιος, εϋναι παθητικός καί περιορισμένος. Ή άντικειμενική άνάγκη ένός φυσικού, μέ σάρκα καί δστά δντος άπαιτεί ένα άντικείμενο πού εϋναι έπίσης φυσικό. Τά άντικείμενα τών φυσικών ένστίκτων τοΰ άνθρώπου (πείνα, σεξουαλικό ένστικτο) αύτή καθ* έαυτή βρίσκονται έξω άπό αύτόν καί είναι άνεξάρτητη άπό αύτόν. Αύτός έξαρτάται άπό αύτά. "Ετσι ή άνάγκη καί ή ζωτική του δύναμη μεταμορφώνονται σέ άνισχυρότητα καί στέρηση. Ή σχέση μεταξύ ένός δντος καί τοΰ "άλλου" του εϋναι μ' αύτόν τόν τρόπο δεδομένη στή Φύση καί δ φυσικός άνθρωπος τή δοκιμάζει "ύπαρξιακά" σάν έξωτερικότητα καί έξάρτηση. 'Απ'τή στιγμή πού έχει άλλα δνταγιάάντικείμενό του, αύτός δ άνθρωπος εϋναι ένα άντικείμενο γιά άλλα δντα. Εϋναι ταυτόχρονα ένα ύποκείμενο καί ένα άντικείμενο πού άντιτίθεται τό ένα στό άλλο, δμως άχώριστα: ένα ύλικό ύποκείμενο, άντικειμενικά δεδομένο στόν δργανισμό καί τή στοιχειώδη βιολογική του συνείδηση, καί περιέχοντας μ'αύτόν τόν τρόπο μιά σχέση μέ άλλα δντα πού εϋναι, γι αύτόν, τά άντικείμενα τής έπιθυμίας του, άλλά, αύτά καθ'έαυτά, ύποκείμε να. "Ενα ύλικό άντικείμενο γι' αύτά τά άλλα δντα. "Ετσι τό γεγονός δτι εϋναι ένα άντικείμενο έκθέτει τόν φυσικό άνθρωπο στά σχέδια καί τίς έπιθέσε ις άλλων ζωντανών δντων. Παρόλ'αύτά δμως, ένα δν πού δέν θά ήταν άντικείμενο θά ήταν μιά χίμαιρα (ένα unding, λένε τά " Χ ε ι ρ ό γ ρ α φ α τού 1844"). Θά ήταν μόνο, μέσα σέ μιάν άφόρητη μεταφυσική μοναξιά. Παύουμε νά είμαστε μόνοι δχι δταν βρισκόμαστε μαζί μέ κάποιον άλλον, άλ124
λά δταν έμείς οί ίδιοι είμαστε κάποιος άλλος: μιά άλλη πραγματικότητα άπ' τούς έαυτούς μας γιά τούς έαυτούς μας —μιά άλλη πραγματικότητα άπ' τό άντικείμενο γιά τόν έαυτό του. Μιά συνάντηση καθαρών ύποκειμένων (μονάδων) δέ θά τά άποσποΰσε άπό τήν μοναξ ιά τους. "Ενα όν πού δέν είναι τό άντικείμενο μιάς έπιθυμίας ένός άλλου δντος δέν έχει προσδιορίσιμη ύπαρξη. "Μόλις έχω ένα άντικείμενο, έκείνο τό όν έχει έμένα γιά άντικείμενο" (Μ 1844). Τό φυσικό όν κατά συνέπεια έχει τή φύση του έξω άπ'αύτό καί μ'.αύτόν τόν τρόπο συμμετέχει στή Φύση. Μ* αύτήν τήν θεμελιακή έμπειρία ή Φύση προσδιορίζεται γιά μάς σάν μιά έξωτερικότητα στοιχείων. "Ομως, όπως είπε ό Χέγκελ, τό πιό έξωτερικό είναι έπίσης τό πιό έσωτερικό. Τά φυσικά όντα είναι στενά συνδεδεμένα καί έξαρτημένα τό ένα άπό τό άλλο άκόμα καί μέσα στήν έξωτερικότητά τους καί στήν πάλη μεταξύ τους. "Οντας τέτοιος ό φυσικός άνθρωπος είναι παθητικός. Ετό μέτρο πού αίσθάνεται αύτήν τήν παθητικότητα,δηλαδή τήν ώθηση τής έπιθυμίας του μαζί μέ τήν άδυναμίααύτής τής έπιθυμίας, γίνεται περιπαθής. "Τό πάθος", λέειόΜάρξ, "είναι μιά ούσιαστική δύναμη στόν άνθρωπο πού τείνει πρός τό άντικείμενό του". "Ετσι τό πάθος βρίσκει τήν θέση του. Δέν μπορεί νά καταδικαστεί άπό τήν λογική, γιατί ό περιπαθής άνθρωπος άντλεϊ τή δύναμή του άπό τίς πιό βαθιές ένέργειες τής Φύσης. Κι δμως τό πάθος αύτό καθ' έαυτό πρέπει νά είναι μόνο ή βάση καί ή άφετηρία τής 'Ισχύος. Ή ίσχύς δέ^ έξαρτάται πιά άπό τό άντικείμενο, κυριαρχεί καί περιέχει τό άντικείμενό της: ή άντικειμενικότητα τής Φύσης δέν είναι πιά τίποτε άλλο παρά τό δριό της καί τό τέλος της. 'Επειδή ό άνθρωπος δέν είναι μόνον ένα δν τής Φύσης, είναι έπίσης άνθρώπινος. Μέσα καί μέσω τού άνθρώπου ή Φύση διαιρείται καί άντιτίθεται στόν έαυτό της, καί έρχεται σέ μιάν σύγκρουση μέ τόν έαυτό της, πού είναι πιό βαθιά άπ' δλες τίς προηγούμενες άντιθέ125
σεις της καί άπ'όλες τίς συγκρούσεις άνάμεσα στά άτομα fi τό βιολογικό είδος. Ό άνθρωπος, δνα δν τής Φύσης, στρέφεται καί πολεμάει ένάντια στή Φύση. Γι' αύτόν, ή Φύση είναι ή άρχική πηγή, ή μητέρα. "Ομως δέν είναι τίποτα περισσότερο άπό τήν δεδομένη ούσία πού πάνω της ένεργεί. Στό μέτρο πού είναι έΕωτερική Φύση είναι άκόμα ό θάνατός του καί ό τάφος του. Αύτήή άλλη "ύπαρΕιακή" έμπειρία, γιά νά χρησιμοποιήσουμε έναν σύγχρονο δρο, είναι τό ίδιο θεμελιακή. Τά Ανθρώπινα άντικείμενα δέν είναι πιά άμεσα φυσικά άντικείμενα. 'Ιδιαίτερα τά άνθρώπινα συναισθήματα, έτσι δπως έκδηλώνονται άντικειμενικά, δέν είναι πιά ή φυσική, άνθρώπινη άντικειμενικότητα, άΕεστη έπιθυμία, ή άμεση εύαισθησία. Ή Φύση παύει νά είναι παρούσα μέ Αμεσότητα καί έπάρκεια γιά τόν άνθρωπο. Σάν κάθε φυσικό δν ό άνθρωπος πρέπει νά γεννηθεί. Ή ιστορία του είναι ή πράΕη τής γέννησής του, ό έρχομός του στή ζωή μέσα στή Φύση —δμως καί έΕω καί ένάντια στή Φύση. Στή πορεία αύτής τής ίστορίας ό άνθρωπος ύψώνεται πάνω άπό τή Φύση καί σιγά-σιγά τήν φέρνει κάτω άπό τόν έλεγχό του. " Ή ίστορία είναι ή φυσική ιστορία τού Ανθρώπου", λέει ό ΜάρΕ* "Ομως αύτή ή γέννηση είναι ,ά ύπέρβαση καί μιά προοδευτικά συνειδητή ύπέρβαο . Δρώντας δ άνθρωπος τροποποιεί τή Φύση, καί γύρω κ.ιί μέσα του. Δημιουργεί τή δική του φύση δρώντας πάνι.> στή Φύση. 'Υπερβαίνει τόν έαυτό του στή Φύση καί ύπερβαίνει τή Φύση στόν έαυτό του. Διαμορφώνοντάς την σύμφωνα μέ τίς δικές του άπαιτήσεις τροποποιεί τόν έαυτό του. Μορφώνει τόν έαυτό του καί τόν συλλαμβάνει σάν μιά δύναμη μέ τό νά δημιουργεί άντικείμενα ή "προϊόντα". Προοδεύει λύνοντας μέ τή δράση τά προβλήματα πού δημιουργούνται άπό τή δράση του. Ό άρνητισμός τού άντικείμενου καί τής ύπέρβασής του, έτσι, έχουν μιάν θετική σημασία. 'Αντικείμενο καί ύποκείμενο είναι έΕίσου θετικά καί άντικειμενικά. Γιά νά φτάσει τό άντικείμενο πού βρίσκεται έΕωάτίαύ126
τήν, ή δραστηριότητα τοΟ υποκείμενου βάζει, καινούργια Αντικείμενα καί υπερβαίνει, τή φυσική της έξάρτηση σέ σχέση μέ τά άντικείμενα. Μ'αύτόν τόν τρόπο ή δραστηριότητα βάζει τήν ίδια σάν άντικείμενο: φτάνει τόν έαυτό της, τόν συνειδητοποιεί καί ένεργεί πάνω του μέσω τού άντικείμενου. 'Υπερβαίνει τήν άντίθεση άνάμεσα στό ύποκείμενο καί τό άντικείμενο ξαναβρίσκοντας τόν έαυτό της μέσα σ'αύτήν τήν άντικειμενικότητα πού είναι άνώτερη άπό τήν φυσική άντικειμενικότητα. Ή μονοπλευρικότητά των φιλοσοφικών θέσεων προσδιορίστηκε άπ'τόν περιορισμό στό πρώτο τους βήμα. Ό ιδεαλισμός, πού ξεκίνησε μέ τήν καθαρή δραστηριότητα, άνεξάρτητος άπ' τό περιεχόμενό της, δδήγησε άναγκαϊα σέ μιάν τυποποίηση αύτής τής δραστηριότητας. Ό θετικισμός, δ έμπειρικισμός ή άκόμα καί. ό κοινός ύλισμός ξεκίνησαν θέτοντας τό άντικείμενο, δεδομένο ή γεγονός άνεξάρτητα άπό τήν δραστηριότητα. 'Αγνόησαν κατά συνέπεια αύτή τή δραστηριότητα καί περιόρισαν τό πραγματικό "Ον. Μιά φιλοσοφική μέθοδος πού ξεκινάει νά έκφράσει τήν άνθρώπινη δραστηριότητα στήν πληρότητά της πρέπει νά ξεκινήσει άπό μιάν πλουσιότερη έννοια, άπ'δτι έκείνη τού άξεστου άντικείμενου ή τής καθαρής δραστηριότητας. Ή έννοια τού προϊόντος παριστάνει μιάν άνώτερη ένότητα καί "συνοψίζει τήν δραστηριότητα" (Μ 1844).
127
3
Ανάλυση του προϊόντος
Σέ κάθε προϊόν, όσοδήποτε άσήμαντο (αύτό τό τραπέζι, έκείνο τό σφυρί, έκείνο τό δέντρο στόν κήπο), ή ύποκειμενική καί ή άντικειμενική πλευρά, ή δραστηριότητα καί τό πράγμα, είναι πολύ στενά συνδεδεμένα. Αύτά είναι μεμονωμένα άντικείμενα πού έχουν άπο χωρι στ ε C άπό τή Φύση. "Εχουν συγκεκριμένο περίγραμμα καί μπορούν νά μετρηθούν άπό διάφορες άπόψεις. "Εχουν όνόματα πού μπαίνουν μέσα στήν άνθρώπινη όμιλία. Ή λέξη καί ή έννοια τελικά όρίζουν τό άντικείμενο καί τό άκινητοποιούν άποχωρίζοντάς το άπό τή Φύση. Καί δμως αύτά τά προϊόντα έξακολουθούν νά παραμένουν άντικείμενα τής Φύσης. Ή Φύση δέν προμηθεύει μιά πρώτη ύλη έχθρική στή μορφή. Ή ίδια ή πρώτη ύλη ύποδεικνύει τή μορφή πού μπορεί νά πάρει τό άντικείμενο. Κάθε προϊόν —κάθε άντικείμενο— στρέφεται κατά συνέπεια άπό μιά μεριά πρός τή Φύση καί άπό μιάν άλλη πρός τόν άνθρωπο. Είναι ταυτόχρονα συγκεκριμένο καί άφηρημένο. Είναι συγκεκριμένο έχοντας μιά δεδομένη ούσία καί έπιπρόσθετα είναι συγκεκριμένο δταν γίνε128
τ eu μέρος τής δοαστηριότητάς μας, Αντιδρώντας ή ύπακούοντάς την, παρόλ' αύτά. Είναι άφηρημένο χάρη στό συγκεκριμένο, μετρητό του περίγραμμα καί έπίσης γιατί μπορεί νά μπει σέ μιάν κοινωνική ύπαρξη, νά είναι ένα άντικείμενο άνάμεσα σέ άλλα παρόμοια άντικείμενα καί νά γίνει ό φορέας μιάς όλόκληρης σειράς καινούργιων σχέσεων πρόσθετων στήν ούσιαστικότητά του (στή γλώσσα, ή άλλοιώς στήν ποσοτική άξιολόγηση τής κοινωνίας σάν έμπόρευμα). "Ας έξετάσουμε μιά πολύ άπλή περίπτωση δράσης πού έφαρμόζεται σ*ένα τμήμα ύλης. Κάθε παραγωγική δράση δουλεύει γιά ν'άποσπάσει ένα όρισμένο άντικείμενο άπό τήν τεράστια μάζα τού ύλικού σύμπαντος. "Ενα άντικείμενο είναι προσδιορισμένο άκριβώς στήν έκταση πού έχει Απομονωθεί. "Οτιδήποτε άποκαθιστά τίς σχέσεις του μέ τό ύλικό του πλαίσιο καί τό ένσωματώνει πάλι στήν Φύση, τό καταστρέφει σάν προϊόν ή σάν άνθρώπινο άντικείμενο: ή σκουριά στό σφυρί μού, γιά παράδειγμα. Γιά νά είναι ένα άντικείμενο καί μάλιστα χρησιμοποιήσιμο, τό σφυρί πρέπει νά διακρίνεται μέ τή μεγαλύτερη δυνατή σαφήνεια περιγράμματος καί πρακτικής πραγματικότητας άπέναντι στό άόριστο υπόβαθρο τοΟ σύμπαντος. Είναι "άφηρημένο", δμως μέ μιάν άφαίρεση πού είναι μιά πρακτική, συγκεκριμένη δύναμη. Μερικοί άνθρωποι σηκώνουν ένα βαρύ φορτίο. Σ'αύτήν τήν άπλή δράση ή πραγματικότητα τού άντικείμενού κυβερνάει τή δραστηριότητα άμεσα. Τό σχήμα τοΰ φορτ ί ου, ό δγκος του, ή κατεύθυνση πού πρός αύτήν πρέπει νά μετακινηθεί, είναι οί άντικειμενικές συνθήκες στίς όποίες ύπακούει ή δράση. 'Επιπλέον δ άριθμός τών Ανθρώπων πού είναι ίκανοί νά βοηθήσουν -καί ή φυσική τους δύναμη μπαίνουν σάν προσδιορίζοντα στοιχεία μέσα στήν άκολουθία τών συγχρονισμένων κινήσεων πού θά όδηγήσουν στήν μετακίνηση τού φορτίου. Χάρη σέ μιάν άμοιβαία προσαρμογή τών άνθρώπων καί τού άντικείμενου, ή δραστηριότητα αύτής τής άνθρώπινης όμάδας θ'άποκτήσει 129
Uidv μορ<ρή, μιά δομή κι έναν ρυθμό. Αύτές οί παρατηρήσεις μποροΟν νά έπεκταθοΟν, άπό μιάν πολύ άπλή περίπτωση σάν αύτή, σέ πολύ σύνθετες: στήν κατασκευή ένός άντ ι κείμενου, σ* ένα έργαστηριακό πείραμα,κλπ. Κάθε φορά πού ή άνθρώπινη δύναμη έφαρμόζεται d ένα "προϊόν", μιά συγκεκριμένη ένότητα διαμορφώνεται άνάμεσα στό ύποκείμενο καί τό άντικείμενο, άν τό δούμε πρακτικά. Τό ύποκείμενο καί τό άντικείμενο δέ συγχωνεύονται, ούτε διακρίνονται άφηρημένα. 'Αντιτίθενται σέ μιάν όρισμένη σχέση. Σχηματίζουν ένα ξεκάθαρο προσδιορισμένο διαλεκτικό σύνολο. Δέν είναι άνάγκη νά σκεφτόμαστε τό "προϊόν" άποκλειστικά σέ μιά θέση ή σέ μιάν μόνο χρονική στιγμή. Μιά άκολουθία φαινομένων μπορεί τό ίδιο καλά νά θεωρηθεί σάν προϊόν. Βάζω λίγο νερό στή φωτιά.Τό δοχείο προστατεύει τό ύγρό άπ' όλες τίς έΕωτερικές διαταραχές πού πιθανόν νά έμποδίσουν τό έπιθυμητό άποτέλεσμα. Ο συνδυασμός: φωτιά, δοχείο, ύγρό, πρέπει νά θεωρηθεί σάν προϊόν τής δράσης τό ίδιο καί ή διαδοχική σειρά τών φαινομένων: ή ύψωση τής θερμοκρασίας τού ύγρού, τό φτάσιμό του στόν βρασμό. Αύτή ή σειρά είναι άπομονωμένη στό χρόνο, δπως άκριβώς ό συνδυασμός τών άντικειμένων είναι άπομονωμένος στό χώρο. "Ενα τέτοιο άθροισμα φαινομένων, "παγιωμένο" στό χρόνο, είναι γνωστό μέ έπιστημονικούς δρους σάν ντετερμινισμός. 'Από μιάν άποψη αύτή ή σειρά είναι πραγματική, ύλική καί συγκεκριμένη, άπό μιάν άλλη είναι "άφηρημένη" μέ τήν πιό άκριβή έννοια αύτής τής λέΕηε, μιά καί τό άφαιρώ σημαίνει χωρίζω ή άποσπω. Ή άφετηρία γι αύτή τήν άφαίρεση δέν βρίσκεται στό νού, άλλά στήν πρακτική δραστηριότητα. Τά ούσιαστικά χαρακτηριστικά τής αίσθησης-άντίληψης δέν είναι δυνατό νά έΕαχθούν σωστά άπό μιάν άνάλυση τής σκέψης, άλλά άπό μιάν άνάλυση τής παραγωγικής δραστηριότητας καί τού προϊόντος. *Η άφαίρεση είναι μιά πρακτική δύναμη. "Ολη ή παραγωγή προϋποθέτει τόν όργανισμό: τό χέ130
p L , τό μάτι, τό νοΟ. "Επίσης προϋποθέτει τήν άνάγκη. Ό όργανισμός καί ή άνάγκη είναι καί τά 6υό έλαστικά. Οί τάσεις τοΟ άνθρώπου 6έν είναι δεδομένες εύθύς έΕ άρχήΰ σ'δλη τους τή σαφήνεια, τή δύναμη καί τόν δρθολογισμό. Τό προϊόν πού άντιστοιχεί σέ μιάν τάση βοηθάει στόν όρισμό της, στή συνειδητοποίηση καί τήν διαφοροποίησή της. 'Αντιδρά καί σ'αύτήν καί στόν δργανισμό. Τό χέρι τοΟ άνθρώπου, τό μάτι του καί τό μυαλό του διαμορφώνεται καί τελειοποιούνται, καί μέσα στό άτομο καί μέσα στό είδος, άπό τήν χρήση πού τούς κάνε ι. "Ολη ή παραγωγή προϋποθέτει άλλους προσδιορισμούς τής πρακτικής δραστηριότητας έπίσης, καί ίδιαίτερα ένα δργανο ή μιά τεχνική. Τό δργανο μάς δίνει τή δυνατότητα νά δράσοΟμε πάνω στήν άντικειμενική πραγματικότητα. Εϋναι τό ίδιο μιά άντικειμενική πραγματικόητα, ένα άντικείμενο τής Φύσης. Δέν δρά πάνωστήΦύση έΕωτερικά, άλλά σάν ένα κομμάτι, τής Φύσης πού άντιδρά σέ άλλα κομμάτια. Θά μπορούσαμε νά προσπαθήσουμε άπό αύτήν τήν σκοπιά νά ταξινομήσουμε τά δργανα καί νά τά διακρίνουμε σέ: α) 'Εκείνα τά δργανα πού μάς δίνουνε τήν δυνατότητα νά άποσπάσουμε όρισμένα κομμάτια άπό τήΦύση. Εέ σχέση μέ τήν άλληλεΕάρτηση τών φυσικών φαινομένων αύτά έχουν καταστροφικό ή άφαιρετικό χαρακτήρα. Παραδείγματα είναι ή άΕίνα, τό σφυρί, ή τό βέλος —καθαρή ποσότητα καί ποιότητα, γεωμετρικός χώρος, κλπ. β) 'Εκείνα τά δργανα πού χρησιμεύουν στό νά διατηρούν τά κομμάτια πού άποκτήθηκαν μ' αύτόν τόν τρόπο, νά τά προστατεύουν στήν άπομό\>ωσή τους καί νά προσανατολίζουν τούς ντετερμινισμούς πού άφαιρούνται άπό τή Φύση. Παραδείγματα: ή μπογιά πού έμποδίζει τά σίδερα νά σκουριάσουν, τά δοχεία κάθε είδους, τά ούσιαστικά. Πραγματικά,άπό μιάν άποψη, ή γλώσσα, άπό τ ή σύντομη λέΕη τής διαταγής μέχρι τήν έπιστημσνική όμι131
λία, είναι ένα όργανο. γ) 'Εκείνα τά όργανα πού στή συνέχεια μάς δίνουν τή δυνατότητα νά πλάσουμε τά κομμάτια πού διατηρήθηκαν στήν άπομόνωσή τους. δ) Τέλος, όλα τά άποτελέσματα τής δραστηριότητας τού άνθρώπου, στήν έκταση πού χρησιμεύουν γιά τήν ικανοποίηση μιάς άνάγκης. Μιά τέτοια ταξινόμηση γενικεύει τήν έννοια τοΰ όρ γανου. "Ενα σπίτι είναι ένα όργανο, μέ μιάν όρισμένη άποτελεσματικότητα στό χρόνο καί στό χώρο, τό ίδιο κι' ή κοινότητα αύτών πού έργάζονται μαζί γιά έναν κοινό σκοπό, τό ίδιο, τέλος, ό γεωμετρικός καί κοινωνικός χώρος, ό ωρολογιακός χρόνος κλπ. Μιά τεχνική είναι ό συνδυασμός τών κινήσεων καί τών λειτουργιών πού άποσκοποΰν σ'ένα όρισμένο άποτέλεσμα ένας συνδυασμός πού στήν συνέχεια συγκροτείται σέ μιάν προσδιορισμένη σειρά, αύτή καθ' έαυτή άπομονωμένη (πού προσδιορίζει έπειδή είναι προσδιορισμένη) άκριβώς δπως ένα δργανο ή άντικείμενο. Πρέπει νά σημειωθεί δτι μέ τόν τρόπο πού δρίζεται ή τεχνική είναι μιά στιγμή τής δραστηριότητας κι' δχι τό σύνολό της. Προσδιορίζεται, συγκροτείται καί "παγιώνεται" καθώς προχωρεί τό πείραμα. Ή τεχνική αύτή καθ'έαυτή, κατά συνέπεια, δέν είναι à πρωτουργός τοΰ προϊόντος ή τών προσδιορισμών τού προϊόντος δπως ή άφαίρεση, ή σπουδαιότητα, ή άξια ή ή σχέση τού άντικείμενου πρός τήν άνάγκη, τόν όργανισμό καί τή δραστηριότητα. "Η τεχνική διαμορφώνεται, είναι ένα άποτέλεσμα. Δέν είναι συνειδητή στήν άρχή καί μόνον μετά περιγράφεται καί μεταδίνεται προφορικά. Ούτε ο ί φυσικές τεχνικές ούτε οί διανοητικές είναι άμεσα κατανοητές, εύθύς έξ άρχή ς. "Ετσι συμβαίνει καί μέτίςάνακαλύψεις τών έθνογράφων, πού έδραίωσαν τήν άντιπαράθεση στόν πρωτόγονο νοΰ τών σωστών τεχνικών μέ τίς παράξενες έρμηνείες τους. Παραδόξως αύτό τούς έκπλήσσει. Λές κι αύτή ή άντιπαράθεση δέν είναι δυνατό νά 132
βρεθεί σέ μάς τούς ίδι ouc, στήν έτιοχή ιιοις καί στόν αίώνα μας, σέ σχέση μέ τίς φυσικές ή άκόμα καί τίς διανοητικές τεχνικές: "έμπνευση", τό μυστήριο τής "δημιουργίας", κλπ. Σ' ένα πολύ προχωρημένο στάδιο, έφόσον ένας μεγάλος άριθμός τεχνικών έχει γίνει συνειδητός καί έχει μεταδοθεί μέ σαφήνεια, έφόσον καί τά είδικά καί τά γενικά τους χαρακτηριστικά είναι γνωστά, έφόσον συγκεκριμένες τεχνικές όπως ή λογική έχουν παγιωθεί καί έχουν δώσει στή συνείδηση έναν σκελετό, τότε καί μόνον τότε συνειδητοποιούμε άκριβώς τή δραστηριότητα καί τίς τεχνικές. Στήν άρχή, ή συνείδηση ήτανε, άς πούμε, έντοπισμένη μέσα στό πράγμα, μέσα στό άποτέλεσμα τής δράσης καί μέσα.στήν άντικειμενική μορφή πού δίνεται στό προϊόν. 'Ανακαλύπτουμε αύτό πού είμαστε μέσα σ' αύτό πού κάνουμε. Ή δραστηριότητα τής παραγωγής προχωρεί στήν άρχή διστακτικά, μέ προσπάθειες καί σφάλματα πού στήν συνέχεια έπανορθώνονται. Βαθμιαία, ή ίδια ή λειτουργία παγιώνεται καί γίνεται μιά τεχνική, καί μετά άπ'αύτό ό ένεργητικός άνθρωπος έξετάζει τήν τεχνική του μέ σκοπό νά τήν βελτιώσει καί νά βγάλει άπό αύτήν συμπεράσματα πού άφορούνε τίς Ιδιότητες τοΰ άντικείμενού. Πηγαίνει άπ' τό προϊόν στόν έαυτό του, έπειτα άπό τόν έαϋτό του στό προϊόν. Ή συνείδηση διαμορφώνεται πρακτικά, μέσω τής δραστηριότητας πού άποκρυσταλλώνεται σέ καθιερωμένες μεθόδους καί διαδικασίες, πολύ περισσότερο άπ'δτι μέσω όποιασδήποτε άποχής ή ΰποχώρησης έκ μέρους τοΰ ύποκείμενού. Μ'αύτό τόν τρόπο ένας ζωγράφος δοκιμάζει τόν έαυτό του καί τόν άνακαλύπτει στίς πρώτες του προσπάθειες, καί μετά άπό αύτό τελειοποιεί τήν τεχνική του καί τροποποιεί τό στύλ του. Θά ήτανε παράλογο νά ύποθέσουμε δτι ένας ζωγράφος θά μπορούσε ν'άναπτύξει τό χάρισμά του καί νά τό συνειδητοποιήσει, χωρίς στήν πραγματικότητα νά βάλει ούτε μιά πινελιά πάνω στό πανί. Γι' αύτόν, ή ζωγραφική δέν είναι άπλώς μιά δικαιολογία, μιά τυ133
χαία έκδήλωση ένός κρυμμένου ταλέντου τιού ύπήρχε έκ τών προτέρων. Κι' δμως αύτήν τήν υπόθεση διατύπωσε δ Ιδεαλισμός γιά. τό ΝοΟ.
134
Οι δραστηριότητες τής ενσωμάτωσης Η άνάλυση τοΟ μεμονωμένου προϊόντος μπορεί νά συγκριθεί μέ τή φιλοσοφική άνάλυση τής άντ ίληψης ή Verstand. Η παραγωγή μεμονωμένων άντικειμένων πού διαχωρίζει αύτά τά άντικείμενα καί προσδιορίζει τίς πλευρές καί τίς ίδιότητές τους, περιέχει τά κύρια χαρακτηριστικά τής Verstand, στό ότι είναι μιά διανοητική δραστηριό τητα πού άπομονώνει καί ορίζει, πού δουλεύει γιά νά έκφράσει τήν ίδιαίτερη σημασία τών άντικειμένων καί προσπαθεί νά γίνει μιά τεχνική σκέψης, (γραμματική, τεχνική τής άνάλυσης, τυπική λογική). Ή άντίληψη εί ναι ή λειτουργία τού ξ ε κ ά θ α ρ ο υ , τ ο ύ άτομικού καί τού στιγμιαίου, τής πράΕης στήν άτομική κλίμακα ή τό μεμονωμένο άντικείμενο —τού πρακτικού άντικειμενικού σκοπού. Ή θεώρηση τού μεμονωμένου άντικείμενου είναι μόνον ένα πρώτο βήμα γιά τή σκέψη. Ή θεμελιακή λειτουρ γ ία τής φιλοσοφίας ήτανε πάντοτε ή άνασύνθεση τού όλου. Ό σκεπτόμενος άνθρωπος πάντα ένοιωθε ότι τό μεμονωμένο άντικείμενο ήταν άκατάληπτο αύτό καθ' έαυτό, ότι ή άφαιρετική δραστηριότητα αύτή καθ' έαυτή πρέπει 135
έπίσης νά είναι κατανοητή, δηλαδή, συνδεδεμένη μέ τό σύμπλεγμα τών συνθηκών πού τήν προσδιορίζουν καί μέ τούς σκοπούς πού έπιδιώκει. Πάντοτε αισθανόταν, κατά συνέπεια, δτι τό άρχικό δεδομένο, δηλαδή τό δλο, πρέπει νά ξαναβρεθεί, "καταλαβαίνοντάς" το ή φέρνοντάς το κάτω άπό τόν έλεγχο τής λογικής. Ή διαισθητική ή πρωτόγονη νοοτροπία διατηρεί μιάν σαφή συνειδητοποίηση αύτοΟ τοΟ δλου. 'Οποτεδήποτε άπεικονίζει άντικείμενα ή αίτιατές σειρές πρός τόν έαυτό της αίσθάνεται τήν άνάγκη νά ένσωματώσει πάλι αύτά τά προϊόντα άμέσως μέσα στήν όλότητα. Ή φιλοσοφία πάντοτε προσπαθούσε νά πετύχει τήν συνειδητή "ένσωμάτωση" τοΟ στοιχείου μέσα στήν όλότητα. Ομως μέσα άπό αύτήν τήν προσπάθεια έμφανίστηκαν διάφορες μορφές σοφισμοΟ. Μπορούμε ν'άναζητήσουμε τήν άρχή τής ένσωμάτωσης στή δραστηριότητα τοΟ άνθρώπου, θεωρώντας την σάν ένα μηχανιστικό άθροισμα άφηρημένων λειτουργιών, ή διαφορετικά σάν νά δδηγεί σέ μιάν προσδιορισμένη τεχνική δπως ή τυπική λογική. Μιά φιλοσοφία πού προσπαθεί ν'άνασυνθέσει τό σύνολο μ'αύτόν τόν τρόπο είναι καταδικασμένη νά δει άφηρημένα τίς είδικές λειτουργίες τής δραστηριότητας τή στιγμή άκριβώς πού θέλει νά ύπερβεί τήν άφαίρεση καί νά φτάσε ι τό συγκεκριμένο καί τήν όλότητα. Αύτό άκριβώς συμβαίνει στόν κλασικό ίδεαλισμό. Μπορούμε έπίσης νά προσπαθήσουμε νά φτάσουμε στήν όλότητα άπ" "αύτήν τήν πλευρά" τής άφαιρετικής δραστηριότητας, παραλείποντας αύτήν τήν δραστηριότητα: ξαναγυρίζοντας μέσω τής φαντασίας σ'ένα στάδιο προηγούμενο τής δραστηριότητας, μέσα στόν τομέα, δηλαδή, τών συγκεχυμένων διαισθήσεων, στό έπίπεδο τής πρωτόγονης νοοτροπίας. Αύτή ή μορφή "διαισθητικού" τρόπου σκέψης άγνοεί τά δεδομένα τού προβλήματος. Ηεκινώντας άπό ένα πρόβλημα πού τίθεται άπό τήν ύπαρξη μιάς παραγωγικής δραστηριότητας τής άφαίρεσης κι άπό.τήν άνάγκη μιάς άνώτερης ένότητας, πολύ άπλά άρνιέται αύ136
τήν τήν άφαιρετική δραστηριότητα. Τέτοιου είδους δόγματα (διαισθητισμός, πρωτογονισμός, αχαιός συνολικισμός) προσφέρουν ένα παράξενο μίγμα διανοητικής έπιτείδευσης καί συνοπτικοΟ άντι-διανοητισμοΟ. Τήν ένσωμάτωση πρέπει νά τήν έπεξεργαστοΰμε συνειδητά καί σωστά, χωρίς νά παραλείψουμε καμιάν πλευρά τοΟ προβλήματος. Τό άπομονωμένο προϊόν πρέπει ν'άποκατασταθεΐ στό σύμπλεγμα τών σχέσεων του. "Ηάπομόνωση ένός άντικείμενου τής Φύσης (ή'λογική του ταυτότητα μέ τόν έαυτό του) δέν μπορεί παρά νά είναι ένα όριο, ένας τελικός σκοπός πού ποτέ ή δραστηριότητά μας δέν μπορεί νά πετύχει πλήρως όσο σκληρά κι άν προσπαθεί. "Ενα άντικείμενο είναι άπομονωμένο ή παγιωμένο μόνον ως πρός μιάν άπό τίς πλευρές του, καί μόνον μέσω τής μεσολάβησης ένός άλλου άντικείμενου, πού αύτό τό ίδιο δέν είναι άπόλυτα άπομονωμένο (τό σπίτι πού μού δίνει καταφύγιο, ένα δέντρο στόν κήπο, ένα χωράφι καλαμπόκι). 'Ως πρός μιάν όλόκληρη σειρά άλλων πλευρών τά άντικείμενα παραμένουν βυθισμένα μέσα στήν τεράστια κίνηση τοΰ κόσμου. "0 νοΰς πού θεωρεί ότι αύτή ή άπομόνωση καί παγίωση τών άντικειμένων είναι ένα τετελεσμένο γεγονός κάνει τό σφάλμα τοΰ μηχανικισμοΰ. 'Αντί γιά ένσωμάτωση κάνει άθροιση, καί άθροιση τών προϊόντων, έπιπλέον, σάν νά ήτανε αύτά φυσικά δντα καί σάν νά ήτανε δυνατό νά ξαναβρούμε τή Φύση άθροί ζοντάς τα. Πρέπει νά προχωρήσουμε άπό τό μεμονωμένο προϊόν στό άθροισμα τών προϊόντων καί, ταυτόχρονα, άπό τήν θεώρηση αύτής τής άποσπασματικής δραστηριότητας στήν θεώρηση τής δημιουργικής δραστηριότητας σάν σύνολο. Αύτή ή ένσωμάτωση είναι μιά θεμελιακή λειτουργία καί στή γενική φιλοσοφία καί στίς διάφορες είδικές έπιστήμες, στίς όποίες πρέπει νά γίνει μιά άλλαγή κλίμακας γιά νά προχωρήσουν άπό τό στοιχείο στό σύνολο. "Ετσι, ή πολιτική οίκονομία άπαιτεί νά προχωρήσουμε άπό τό συγκεκριμένο έμπόρευμα στήν άγορά: άπό τή σκο137
πιά τοΟ μεμονωμένου παραγωγοΟ στήν έξέταση τής παραγωγής καί τής παραγωγικότητας σάν σύνολο. Αύτή ή άλλαγή σκοπιάς είναι τό σύστοιχο μιάς βαθιάς άλλαγής στή φύση τού φαινόμενου. Ή σύγχυση άνάμεσα στίς 6υό κλίμακες όδηγεΐ σ' έκείνα τά λάθη πού είναι κοινά στούς οικονομολόγους πού, χωρίς νά τό συνειδητοποιούν, κάνουν τό σύνολο φετίχ, άπεικονίζοντάς το στούς έαυτούς τους σάν έξωτερικό καί πάνω άπ'τά στοιχειώδη φαινόμενα, άποδεκτά στήν άπομόνωσή τους. Στήν κοινωνιολογία καί τήν ιστορία έπίσης, πρέπει νά περάσουμε άπό τήν φυχολογική καί άτομική σκοπιά σ' έκείνην τού κοινωνικού σύνολου. Καί στίς φυσικές έπιστήμες μπορούν νά βρεθούν άνάλογες λειτουργίες, πού μέ τήν βοήθειά τους —χάρη σέ μιάν άλλαγή κλίμακας— μπορούμε νά προχωρήσουμε άπό τό στοιχειώδες φαινόμενο στό στατιστικό άποτέλεσμα: στόν παγκόσμιο μέσον όρο. "Οσο άφορά, στήν άνάλυση τής άνθρώπινης δραστηριότητας, μιά τέτοια λειτουργία είναι δυνατή μόνον καί μόνον έπειδή τό όλο ύπάρχει συγκεκριμένα καί προϋπάρχει τών στοιχείων του. Άπό μιάν άποψη αύτά τά στοιχεϋα είναι πραγματικά, "αύτά καθ' έαυτά" σάν στιγμές τού όλου, δμως άπό μιάν άλλη είναι άπλώς άφαιρέσεις σέ σχέση μέ τό δλο. Τό κοινωνικό όλο (σύνολο) είναι δεδομένο σάν μιά πρακτική όργάνωση ή Πράξη. Αύτή ή άλλαγή κλίμακας άντιστοιχεί στήν φιλοσοφική μετάβαση άπό τή Verstand (άντίληψη) στή Vernunft (λογική) καί δίνει τή σειρά γι' αύτήν τή μετάβαση. Ή ένσωμάτωση δέν είναι μιά θεωρητική φαντασίωση. Ή ένότητα τού κόσμου, πού είναι θρυμματισμένη κατά κάποιον τρόπο άπό τή δραστηριότητα τής άποσπασματοποίησης, άπό τήν παραγωγή τών μεμονωμένων άντικειμένων καί τήν παγίωση (ύλική ή διανοητική) τών συγκεκριμένων αιτιατών σειρών, συνεχίζεται, άν καί ειδικά -στό άνθρώπινο έπίπεδο. Κάθε δραστηριότητα είναι συνεργασία. Οί άνθρώπινες, άνάγκες δέν είναι άπόλυτα χωρισμένες ή μιά άπό τήν άλλη, ούτε στό χρόνο ή στό χώρο, 138
οΟτε στό άτομο ή στήν όμάδα. Mtd τεχνική γεννά μιάν άλλη, μιά τεχνική τελειοποιεί μιάν άλλη, κλπ. Ή λογική είναι ή λειτουργία τής κίνησης, τοΟ σύνολου, τής δλοκληρωμένης ζωής καί τής ύπέρβασης. Ό άντικειμενικός κόσμος τοΟ άνθρώπου είναι ένας κόσμος προϊόντων πού σχηματίζει ένα σύνολο: αύτό πού παραδοσιακά άναφέρουμε σάν τόν κόσμο τής αίσθησης άντίληψης. Αύτός ό κοινωνικός κόσμος είναι φορτωμένος μέ συναισθηματικές ή παραστατικές έννοιες, πού έπεκτείνονται πέρα άπό τό στιγμιαίο, τό χωριστό άντικείμενο, τό μεμονωμένο άτομο. Μ'αύτήν τήν έννοια καί τό πιό άσήμαντο άντικείμενο είναι δ φορέας άμέτρητων προτάσεων καί σχέσεων. Αναφέρεται σέ δλα τά είδη δραστηριοτήτων πού δέν παρουσιάζονται άμέσως μέσα του. Γιά τό παιδί, τό ίδιο καί γιά τόν ένήλικο, τά άντικείμενα δέν είναι άπλώς μιά στιγμιαία ύλική παρουσία, ή ή εύκαιρία μιάς ύποκειμενικής δραστηριότητας. Μάς δίνουνε ένα άντικειμενικό κοινωνικό περιεχόμενο. Οί παραδόσεις (τεχνικές, κοινωνικές, πνευματικές) καί οί πιό σύνθετες ίδιότητες άπαντοΰνται καί στάπιό ταπεινά άντικείμενα, άπονέμοντάς τους μιά συμβολική άξία ή "στύλ". Κάθε άντικείμενο είναι ένα περιεχόμενο τής συνείδησης, μιά στιγμή. "Οταν σκεφτόμαστε τό άθροισμα τών άντικειμένων σάν ένα σύνολο, τότε τά προϊόντα άποκτοΰν μιάν άνώτερη σημασία, πού δέν έχουν δταν θεωρούνται μεμονωμένα. Ή δραστηριότητα τού άνθρώπου, έΕεταζόμενη στήν κλίμακα τής ΠράΕης, δέχεται νέους προσδιορισμούς, μιάν άνώτερη μορφή καί περιεχόμενο. Μιά χώρα είναι προϊόν τής άνθρώπινης δραστηριότητας, μιά καί έχει διαμορφωθεί άπό διαδοχικές γενιές. Τό ίδιο τό πρόσωπο τής γής, τό τοπίο καί τό σύνολο τής Φύσης έτσι δπως ύπάρχει γιά μάς αύτήν τή στιγμή, είναι ένα προϊόν μέ δυό πλευρές πού έΕυπακούονται σ'αύτόν τόν δρο, τήν ύποκειμενική καί τήν άντικειμενική. "Ετσι ή άνθρώπινη συνείδηση έμφανίζεται στή σχέση 139
της μέ τό Αθροισμα τών προϊόντων. Αύτή Α σχέση είναι βαθιά άκόμα κι όταν πρόκειται γιά έναν καλλιτέχνη, πού δημιουργεί τόν έαυτό του καί τόν συλλαμβάνει στή δουλειά του καί στήν διαδοχή τών χειροτεχνημάτων του. Γίνεται άκόμα πιό βαθιά δταν πρόκειται γιά μιάν ίστορική κοινότητα. Ή δραστηριότητα τής παραγωγής *αί τής κοινωνικής έργαοίας δέν πρέπει νά έννοείται στά πλαίσια τής άνειδίκευτης έργασίας τού χειρωνακτικού έργάτη (άν καί αύτή ή έργασία έχει τή λειτουργία της μέσα στό σύνολο). Πρέπει νά γίνεται κατανοητή στήν κλίμακα τής άνθρωπότητας. Ή παραγωγή δέν είναι άσήμάντη . Δέν πρέπει νά ύποβαθμίζούμε τήν έργασία στήν πιό στοιχειώδη της μορφή άλλά, άντίθετα, νά τήν σκεφτόμαστε σύμφωνα μέ τίς άνώτερές της μορφές: τότε ήδλοκληρωμένη έργασία άποκτά τή δημιουργική ή "ποιητική" της σημασία. Ή δημιουργία πού έπιδιώκεται στήν ΠράΕη, μέσ'άπό τό άθροισμα τών άτομικών πράξεων καί ύπάρξεων καί μέσα άπ'δλη τήν έξέλιξη τής ίστορίας, είναι ή δημιουργία τού άνθρώπου άπό τόν έαυτό του. "Αύτό πού όνομάζουμε ιστορία τού κόσμου δέν είναι τίποτ' άλλο παρά ή παραγωγή τού άνθρώπου μέσω τής άνθρώπινης έργασίας" (Μ). Μέσα στή Φύση, αύτό τό τεράστιο σύμπλεγμα, δ κόσμος τών προϊόντων ή δλικό "Οργανο, παρεμβάλλεται άνάμεσα στόν "Ανθρωπο καί τή Φύση. Είναι ένα άντικείμενο τής Φύσης, άλλά στραμμένο πρός τόν άνθρωπο. Χωρίς αύτό τό σύμπλεγμα έργαλείων καί τεχνικών οί άνθρωποι είναι ένα τίποτα. "Ομως τό άνθρώπινο δέν είναι δυνατό νά είναι ωφελιμιστικό ή ένόργανο. "Οποτε οί άνθρωποι γίνονται δργανα, δποτε οί σκοποί τής άνθρώπινης δραστηριότητας είναι καθαρά ωφελιμιστικοί (άν καί μπορεί νά είναι καλυμμένοι άπό τίς ίδεολογίες πού χρησιμοποιούνται γιά τή δικαιολόγησή τους), τότε ή κατάσταση τού άνθρώπου γίνεται άπάνθρωπη. Τά άνθρώπινα δντα καταντούν νά σκέφτονται τούς έαυτούς τους σάν τά δργανα ύπερβατικών δυνάμεων: τής μοίρας ή μιάς θεό140
τητας. Γιά νά λύσουν αύτή τήν άντίφαση άνάμεσα στήν ένόργανη ύπαρξη τοΰ Homo Faber καί στίς άνθρώπινες άνάγκες γιά έλευθερία, μερικοί φιλόσοφοι καταφεύγουν σέ μιάν ύπερβατικότητα: ό άνθρωπος θά πραγματευθεί άργότερα, σέ μιάν άλλη ζωή, ή σ'ένα έπίπεδο διαφορετικό άπό τό γήϊνο —έκείνο τής μυστικιστικής "σωτηρίας". Στό μεταξύ, ένώ περιμένει τελικά ν'άπελευθερωθείόάνθρωπος ύπακούει στήν μοίρα πού τοΰ έχει έπιβληθεί άτι1 τήν ύπερβατική δύναμη. Τέτοια δόγματα άποκαθιστοΰν, άκόμα πιό άπάνθρωπα, τήν ένόργανη νοοτροπία πού είχαν ξεκινήσει νά ύπερβοΰν. "Υπάρχει μόνον μιά άπάντηση πού έχει θετική σημασία: ή δραστηριότητα πού μετατρέπει τόν άνθρωπο σέ όργανο παριστάνει μιάν άντίφαση μέσα στό άνθρώπινο πού μπορεί καί πρέπει νά ξεπεραστεί . Τά όργανα δέν είναι μιά μορφή πού έπιβάλλεται στή Φύση έξωτερικά, δπως ίσος είναι οί άφηρημένες κατηγορίες. Δέν είναι φυλακή γιά τόν άνθρωπο, τείχος άνάμεσα σ'αύτόν καί τή Φύση. "Ενα τροπικό δάσος ή μιά θαλασσοταραχή είναι καθαρά κοσμικά. Ό άνθρωπος πού πέφτει θύμα τέτοιων δυνάμεων είναι άνισχυρός καί άπομονωμένος, έξω άπό τή Φύση γιατί είναι τό θύμα τής Φύσης. "Ομως ένα τοπίο πού έχε ι έξανθρωπιστεί-ένα σπίτι χτισμένο σ'αύτό τό τοπίο σ'ένα κατάλληλο στύλ— δείχνει τόν άνθρωπο στή Φύση, συμφιλιωμένο μαζί της άκριβώς έπειδή τήν έχει οικειοποιηθεί. Ή άνώτατη συνείδηση είναι αύτή τού άνθρώπου στήν Φύση, τής Φύσης πού είναι διαφορετική άπό τόν άνθρωπο καί δμως ρυθμίζει τήν ύπαρξή του. Ή άνώτερη συνείδηση τού άνθρώπου κατά συνέπεια δέν είναι έκείνη τών δργάνων ή τών τεχνικών, ούτε μιά καθαρή συνείδηση τού έαυτού του σάν μιά ύποκειμενικότητα άσχετη μέ τή Φύση. 'Εκφράζει μιά φυσική ζωή πού έχει έξανθρωπιστεί, όργανωθεί, καί κατά συνέπεια έντατικοποιηθεί, μιά καί στά ζώα ή φυσική ζωή είναι περιορισμένη όργανικά, ύποβαθμισμένη σέ στοιχειώδεις καί άσυμβίβαστες 141
τάσεις πού έΕαφανίζονται τή στιγμή ιιού ικανοποιούνται. *Η βιομηχανία είναι ή πραγματική ίστορική σχέση άνάμεσα στή Φύση, καί κατά συνέπεια έπίσης στίς φυσικές έπιστήμες , καί τόν άνθρωπο. Νά γιατί, άν τίς σκεφτόμαστε σάν μιά έξωτερική Αποκάλυψη των ούσιαστικών δυνάμεων τού άνθρώπου, μπορούμε έπίσης νά καταλάβουμε τήν άνθρώπινη ούσία τής Φύσης, ή τήν φυσική ούσία τών άνθρώπων. Τότε οί φυσικές έπιστήμες άποκηρύσσουν τήν άφηρημένη καί ύλική, ή μάλλον ίδεαλιστική, τάση τους. Γίνεται ή βάση μιάς έπιστήμης τού άνθρώπου, όπως Ακριβώς σήμερα έχουν ήδη γίνει (μολονότι μέ μιάν Αλλοτριωμένη μορφή) ή βάση μιάς ΑληθινΑ Ανθρώπινης ζωής. Ή ίδέα μιάς βάσης γιά τήν ζωή καί μιάς άλλης γιά τήν έπιστήμη είναι ψεύτικη. "ΗΦύση,δπως διαμορφώνεται στήν άνθρώπινη ιστορία... είναι ή φύση τού άνθρώπου (Μ)5. Στήν πορεία τής ιστορίας του, τό άνθρώπινο δν άπό μιάν άποψη άπομονώνεται άπό τή Φύση, δμως μ'αύτόν τόν τρόπο συνάπτει μ'αύτήν μιά πιό βαθιά σχέση καί μιά άνώτερη ένότητα. Ό άνθρωπος είναι ένα φυσικά περιορισμένο δν πού συμπεριφέρεται σάν ένα σύνολο, πού γίνεται ένα ένεργητικό ύποκείμενο, μιά αύθόρμητη Ζωή, πού προσπαθεί νά παγιωθεί καί νά Ανυψωθεί. Ό άνθρωπος, ένα πεπερασμένο δν πού άνοίγει άπειρες δυνατότητες γιά τόν έαυτό του, είναι ικανός νά άνυψωθεί σ' έναν άνώτερο βαθμό ύπαρΕης, καί άπό έκεί νά κυττάζει πίσω στό σημείο άπ' δπου Εεκίνησε. Ό άνθρωπος είναι μιά κίνηση πού σταθερά Εαναγυρίζει πίσω στήν άφετηρία της γιά νά τήν άφομοιώσει καί νά τήν ύψώσει σ' ένα πάντα ψηλότερο έατίπεδο, ένα δν πού περιέχει δλο του τό Γίγνεσθαι μέσα του καί βαθμιαία τό βάζει κάτω άπό τόν έλεγχό του. Ό περιορισμός του καί ή Αφαίρεση μεταμορφώνεται σέ μιάν πηγή δύναμης. Είναι πράγματι τό πιό περιορισμένο πράγμα μέσα του —ή άφηρημένη του ά142
ντίληψη, ή ικανότητα νά άκινητοποιεί άντικείμενα καί στιγμές» όργανα καί ιδέες, στήν ξεχωριστή τους ύπαρξη— πού γίνεται ή άρχή αύτής τής αύξανόμενης δύναμης. Η συνείδηση τοΟ άνθρώπου έκφράζει τήν έξουσία του πάνω στά πράγματα, άλλά έπίσης καί τόν περιορισμό του, μιά καί μπορεί νά κατορθωθεί μόνον μέσω τής άφαίρεσης καί τής λογικής, καί στήν συνείδηση τοΟ θεωρητικού άνθρώπου πού εϋναι άλλότριος πρός τή Φύση. Ή συνείδηση έκψράζει κατά συνέπεια καί τό πεπερασμένο καί τό άπειρο τού άνθρώπου. Μέσα έδω βρίσκεται ή έσώτερή του άντίφαση, πού τόν άναγκάζει σταθερά νά έμβαθύνει καί νά ύπερβαίνει τόν έαυτό του. Μέσα έδω έπίσης βρίσκεται τό δράμα του, ή άτυχία του -άλλά καί ή μεγαλοπρέπειά του. "Εξω άπ' τόν περιορισμό του ό άνθρωπος παράγει ένα προσδιορισμένο καί άνθρώπινο άπειρο, πού περιβάλλει καί άπελευθερώνει καί ξεπερνάει τό άόριστο δεδομένο στή φυσική ύπαρξη. Αύτό τό άπειρο θά μπορούσε νά όνομαστεΕ: ή δύναμη τού άνθρώπου, γνώση, δράση , άγάπη, ΝοΟς ή, πολύ άπλά, τό άνθρώπινο.
143
Ο ελεγχόμενος τομέας κι δ άνεξέλεγκτος τομέας "Ενας άπλός νόμος δίχως αύτός τής πτώσης τών σωμάτων είναι άληθινός μόνον σέ συνθήκες πού συχνά λανθασμένα άναφέρουμε σάν "ιδανικές". Δέν είναι άληθινός γιά κάθε πραγματικό σώμα, μιά καί άληθεύει μόνον γιά κάποιο πού πέφτει στό κενό. Μέσω τής λειτουργίας τής άφαίρεσης, οί έξωτερικές έπιδράσε ις έξαλείφονται καί τό φυσικό φαινόμενο καταλήγει νά συμβαίνει κάτω άπό αύστηρά παγιωμένες συνθήκες —στά πλαίσια μόνον τού χρόνου, τού χώρου καί τής δύναμης πού όνομάζουμε "βαρύτητα". Νά γιατί μπορούμε νά βρούμε έναν άπλό νόμο, μιά μαθηματική σχέση μεταξύ χρόνου καί χώρου. "Ενας τέτοιος νόμος περικλείει τήν παραγωγή ένός όρισμένου άντικείμενου. "Οπως κάθε προϊόν αύτό τό άντικείμενο έχει μιάν φυσική πλευρά καί μιάν άνθρώπινη πλευρά,ένα άντικειμενικό περιεχόμενο καί μιάν ύποκειμενική σημασία, μιά συγκεκριμένη καί μιάν άφηρημένη πλευρά.Τό ίδιο ίσχύει γιά τό γεωμετρικό χώρο καί τόν ωρολογιακό χρόνο, πού οί όρισμοί τους μάς δίνουν τήν δυνατότητα νά προσδιορίσουμε τό άντικείμενο "σώμα πού πέφτει στό κενό", καί προσδιορίζονται άπό αύτό σέ ά144
ντάλλαγμα. "Ολη ή δραστηριότητα, έπειδή άπομονώνει ένα άντικείμενο στή Φύση, άποτελεΐ μιάν άνάλυση τής Φύσης. "Οπως άποδεικνύει ό "Ενγκελς στή " Δ ι α λ ε κ τ ι κή τ ή ς Φ ύ σ η ς", άκόμα KL όταν σπάμε ένα καρύδι, κάνουμε μιάν άνάλυση. Ή δραστηριότητα χωρίζει, άπομονώνει καί παγιώνει —καί κατά συνέπεια διασπά καί σκοτώνει. "Ομως προσπαθεί νά φτάσει τήν ζωντανή, ρευστή πραγματικότητα πού μπορεί νά τή\ φτάσει μόνον προσπαθώντας συνέχεια. Ή έσώτερη άντίφασή της τήν άναγκάζει νά ύπερβεί τόν έαυτό της. Ή άνάλυση δέν μπορεί ποτέ νά είναι πλήρης. "Επιπλέον, ή άκινητοποίηση τοΰ προϊόντος ποτέ δέν είναι πλήρης, άπό τήν πλευρά ής Φύσης (πού πάντοτε άνακτά τά άντικείμενα πούόάνθρωπος προσπάθησε νά τής άποσπάσει) περισσότερο άπό ότι είναι πλήρης άπό τήν πλευρά τής δραστηριότητας, πού κινείται πάντοτε πρός νέους προσδιορισμούς. Δέν ύπάρχει τέτοιο πράγμα σάν τήν καθαρή θεωρητική δραστηριότητα, πού ό άποκλειστικός της σκοπός είναι μιά άφηρημένη άνατομία τοΰ κόσμου, μιά άφηρημένη ταυτοποίηση τοΰ ποικίλου ή μιά όλοκληρωτική άκινητοποίηση τοΰ ρευστού δεδομένου. "Η διαλεκτική τής δραστηριότητας έξελίσσεται σέ πολλαπλές σχέσεις. Βαθιά μέσα στόν κόσμο καί χωρίς ποτέ ν'άποχωρίζεται άπό τήν όλοκληρωμένη Πράξη, κάνει μιάν μαζική άνάλυση πού ποτέ δέν μπορεί νά είναι άποκλειστικά μιά άνάλυση, άλλά είναι έπίσης κατ'άνάγκη μιά σύνθεση. Ή δραστηριότητα φανερώνει τίς σχέσεις τών άντικειμένων μέ τό ίδιο τό γεγονός τής άπομόνωσής τους. Τό χωρισμένο άντικείμενο είναι άφηρημένο καί ή σχέση είναι τότε τό συγκεκριμένο. "Ομως άπό τή στιγμή πού άπομόνώνεται ή ίδια ή σχέση γίνεται άφηρημένη σέ σχέση μέ τό άντικείμενο καί άναφέρεται στό άντικείμενο, στήν ούσία τού άντικείμενου. "Ετσι ή δραστηριότητα κινείται διαρκώς άπό τό άφηρημένο στό συγκεκριμένο καί πάλι πίσω. "Ενώνει, έχοντας πρώτα χωρίσει καί άντίστροφα. 'Αποκαλύπτει σχέσεις, έχοντας πρώταάπομονώσει στοιχεία,καί 145
Αντίστροφα. Κάθε προϊόν, κάθε νόμος, κάθε Ιδιότητα πού άνακαλύπτεται στά πράγματα κατά συνέπεια έχει σχετικό, κατά προσέγγιση καί προσωρινό χαρακτήρα —καθώς καί άντικειμενικά καί συγκεκριμένο χαρακτήρα. Ή λειτουργία τής παγίωσης μάς δίνει τήν δυνατότητα σέ κάθε περίπτωση νά διακρίνουμε μεταξύ δυό σειρών άπό "αίτιες". Άπό τήν μιά μεριά ύπάρχουν οί αίτιες πού μπορούν εύκολα ν'άπομονωθούν καί ν'άθροιστούν σέ καθαρά προσδιορισμένες σειρές σχετικά μέ τό άντικείμενο καί τόν σκοπό τής δραστηριότητας. Άπό τήν άλλη μεριά ύπάρχουν οί "λεπτές" αίτιες πού, ιροσωρινά, μπορούν ν*άγνοηθούν καί νά θεωρηθούν παρείσακτες (ή έπίδραση τού άέρα στήν πτώση τών σωμάτων, γιά παράδειγμα. Μιά καί τέτοιου είδους αίτιες παριστάνουν τήν έπίδραση τού σύνολου τής Φύσης πάνω στό άντικείμενο πού έξετάζουμε, είναι πάντοτε άπειρες σέ άριθμό). Αύτές οί "λεπτές" αίτίες μπορεί στή συνέχεια, νά γίνουν οί πιό ένδιαφέρουσες, δμως ή γνώση πάντοτε ξεκινάει έξαλείφοντάς τες. Μ* αύτόν τόν τρόπο άπομακρύνε ι τήν καθαρή τύχη, άν καί είναι έτοιμη νά τήν άναγνωρίσει άργότερα. Ό ούσιαστικός σκοπός τής λειτουργίας τής παγίωσης είναι ή παραγωγή ένός ν τ ε τ ε ρ μ ι ν ι σ μ ο ύ . Αύτό πού είναι άλήθεια γιά κάθε προϊόν είναι τό ίδιο άλήθεια γιά κάθε ντετερμινισμό: είναι μιά δημιουργία, πράγμα πού δέν σημαίνει μιάν αύθαίρετη δομή. Κάθε ντετερμινισμός, Αφαιρείται, μέ τή βοήθεια μιάς πρακτικής,καί συνεπώς, άπό μιάν άποψη, Αντικειμενικής λειτουργίας, Από τήν Αόριστη πραγματικότητα τής Φύσης, Από τίς έξωτερικές έπιδράσεις κι άπ' δλες τίς έπιρροές τής τύχης σάν τύχης. Κάθε ντετερμινισμός είναι μιά παγιωμένη σειρά. "Εχει-μιάν άντικειμενική σημασία καί μιάν άντικειμενική πραγματικότητα, καθώς καί κάτι σχετικό καί ύποκειμενικό μέσα του. Προσωρινά άπομονωμένος, άποκτά τήν σημασία του άπό τίς σχέσεις πού ή άναζήτη146
ση μπορεί νά φανερώσει μόνον άπομονώνοντάς τον. Στόν τομέα πού ό άνθρωπος έλέγχει καί πού είναι, κατά συνέπεια, σέ άνθρώπινη κλίμακα, Λ δραστηριότητα τής παραγωγής σάν σύνολο —ή Πράξη— τείνει στήν δημιουργία ένός παγιωμένου σύμπαντος, ένός κόσμου φτιαγμένου άπό έναν τεράστιο άριθμό προσδιορισμένων αίτιατών σειρών. Ά π ό αύτήν τήν σκοπιά, ό μηχανικισμός είναι ένα τεράστιο όργανο πού ή κύρια λειτουργία του είναι ή έδραίωση σχέσεων ύποκείμένων στόν άνθρώπινο έλεγχο —ένα προνομιούχο όργανο, γιατί άντιστοιχεί στή μέγιστη έπιτυχία τής λειτουργίας πού άποσκοπεί στήν παγίωση ένός ντετερμινισμού. "Ετσι ύπάρχει κάτι άντικειμενικό στόν μηχανικισμό καί στό ντετερμινισμό, δμως πρέπει νά προσέξουμε νά μή τά θεωρήσουμε σάν καθαρά άντικέιμενικά καί τά μετατρέψουμε σέ μοιρολατρεία. Ό ντετερμινισμός παίρνει τή θέση του στό όλικό άθροισμα τών προσδιορισμών καί άντικειμενικών σκοπών τής δραστηριότητας. Τό όλικό άθροισμα τών ντετερμινισμών άποτελεί ένα σύνολο πού έλέγχεται άπό τήν άνθρώπινη δραστηριότητα. Αύτό τό όλικό άθροισμα, πού όργανώνεται άπό τήν πράξη καί πού μέσα του ξαναβρίσκεται ή ένότητα τού πραγματικού, μιά καί κανένας μερικός ντετερμινισμός δέν είναι ποτέ ίκανός νά τό συντρίψει δλοκληρωτικά, είναι τό άληθινά συγκεκριμένο. Ή άνθρώπινη δραστηριότητα —ή Πράξη— είσάγει άντιθέσεις μέσα στόν κόσμο, πράγμα πού μπορεC νά κάνε ι μόνον τονίζοντας έκεϊνες πού ήδη ύπάρχουν σέ έμβριακή μορφή. "Ετσι τονίζει τόν χαρακτήρα έκείνων τών στιγμών, πλευρών ή Ιδιοτήτων τού πραγματικού πού έχουν κάτι ξεκάθαρο μέσα τους. Είσάγει μέσα στήν πραγματικότητα τίς άντιθέσεις τού συγκεκριμένου καί τού άφηρημένου, τής άναγκαιότητας καί τής τύχης, τοΰ αίτιατού ντετερμινισμού καί τής τελικότητας. "Ομως ταυτόχρονα είσάγει, καί παράγει διαλεκτικά, τήν ένότητά τους. * Η παγίωση μπορεί νά έπιβάλει συνθήκες γιά ένα γί147
γνεσθαι καί κατά συνέπεια νά τό προσανατολίζει, χωρίς όμως αύτό νά σημαίνει ότι τό καταργεί. Γιά παράδειγμα, σ* ένα δέντρο πού φυτεύουμε καί περιποιούμαστε, ή άντικειμενική κίνηση είναι άπλώςή προστασία καίή κατεύθυνση. * Η δραστηριότητα τής παραγωγής προφυλάγεται άπό τίς άντιφάσεις ή τίς άντικειμενικές συγκρούσεις άνάμεσα στίς δυνάμεις, γιατί μπορεί νάδδηγήσουν στήν ρήξη τής έπιθυμητής παγίωσης. Κατά συνέπεια, άπό μιά σκοπιά, ή δραστηριότητα έπωφελεΐται άπό τίς άντιθέσεις, τονίζοντάς τες καί είσάγοντας καινούργιες, δμως άπό μιάν άλλη προσπαθεί διαρκώς νά μειώνει καί νά ύπερβεί τήν έξωτερική άντίφαση. Γενικά ή άντίφαση δέν γίνεται δεκτή στά προϊόντα τής δραστηριότητας έκτός μέ τή μορφή μιάς ίσορροπίας μεταξύ τών άντιτιθεμένων δυνάμεων. Αύτή ή ίσορροπία δδηγεί σέ μιάν προσωρινή κατάσταση ήρεμίας, στή συνέχεια, τήν κατάλληλη στιγμή καί μέ μιάν προσδιορισμένη κατεύθυνση, μιά καινούργια δύναμη φτάνει γιά νά τήν διαταράξει, μιά δύναμη, πού είναι προσεκτικά μετρημένη καί κατάλληλα διανεμημένη. Τέτοιες ίσορροπίες μπορούν νά παρατηρηθούν στίς θεωρητικές δομές τής μηχανικής ή τής φυσικής, καθώς καί στίς ύλικές δομές πού είναι άντικείμενα, μηχανές, κλπ. Μ" αύτόν τόν τρόπο ή δραστηριότητα προσπαθεί νά παγιώσει τήν ίδια τήν άντίφαση, νά τήν μετατρέψει σ' ένα δργανο κι έναν ντετερμινισμό. Μιά τέτοια λειτουργία είναι κατορθωτή. Μπορεί νά πετύχει. "Ομως είναι αύτή καθ' έαυτή μόνον σχετική καί άληθεύει μόνον γιά ένα μεμονωμένο άντικείμενο. Δέν καταργεί ούτε τήν διαλεκτική τής Φύσης ούτε έκείνη τής δραστηριότητας. Παραπολλοί μηχανιστές καί Ιδεαλιστές φιλόσοφοι έκαναν τό λάθος νά τήν άνάγουν σέ ένα άπόλυτο. Αύτό είναι ένα σόφισμα πού μπορεί νά άποφευχθεί περνώντας άπό τήν θεώρηση τού μεμονωμένου προϊόντος στή θεώρηση τού Αθροίσματος τών προϊόντων, άπό τή θεώρηση τής μερικής δραστηριότητας στήν κίνηση τής δλοκληρωμένης δραστηριότητας. Ή δραστηριότητα δέν κα148
ταργεί τήν άντίφαση, ζεί χάρη σ'αύτή. Τήν ίδια άκριβώς στιγμή πού προσπαθεί νά τήν μειώσει, τήν κουβαλάει μέσα της. Μπορεί νά τήν φέρει κάτω άπό τόν έλεγχό της καί ν<5 δημιουργήσει μιάν άνώτερη ένότητα μόνον κάνοντάς την νά ξαναγεννηθεί μέ μιάν πιό βαθιά ύπαρξη. 'Απομένει ένας τεράστιος τομέας έξω άπό τόν έλεγχο τοΟ άνθρώπου. "Οσο άφορά τή Φύση αύτόςόάνεξέλεγκτος τομέας είναι, γιά τόν άνθρωπο, τό μοιραίο ή ή βάναυση τύχη. Μέσα στόν ίδιο τόν άνθρωπο είναι γνωστός σάν καθαρός αύθορμητισμός, τό άσυνείδήτο, ή διαφορετικά σάν τήν ψυχολογική καί κοινωνική του μοίρα. Περιλαμβάνει καθετί πού ή άνθρώπινη δραστηριότητα δέν κατάφερε μέχρι τώρα νά προσανατολίσει καί νά παγιώσει, καθετί πού δέν έχει άκόμα "παραχθεί" μέσω τού άνθρώπου καί γιά τόν άνθρωπο. Αύτό σημαίνει ένα τεράστιο μέρος τής πραγματικότητας γύρω καί μέσα στόν άνθρωπο τόν ίδιο πού δέν έχει έξανθρωπιστεί, δέν έχει άκόμα γίνει άντικείμενο γιά τήν Πράξη. Ή δραστηριότητα τής παραγωγής περιέχει μέσα της αύτή, τήν πιό βαθιά άπ'όλες τίς άντιφάσεις: τή γεμάτη άγωνία άντίθεση άνάμεσα στή δύναμη τοΰ άνθρώπου καί στήν άδυναμία του, άνάμεσα στήν ύπαρξη ένός τομέα τής πραγματικότητας πού έχει μπεί ύπό έλεγχο κι έχει παγιωθεί άπό τόν άνθρωπο καί ένός άλλου πού βρίσκεται άκόμα στήν φυσική του κατάσταση, άνάμεσα σ'αύτό πού δίνει τή ζωή στόν άνθρωπο καί σ' έκείνο πού προκαλεί τόν θάνατό του. Σέ κάθε στιγμή ό άνθρωπος βρίσκεται άποκομμένος άπό αύτό πού τοΰ δίνει τή ζωή του κι άπό αύτό πού δέν έχει καταφέρει νά ύποδουλώσει. "Ετσι ή ούσία του άπειλείται ζωτικά, είναι διαχωρισμένη καί ξεριζωμένη άπό τήν ύπαρξη. Πνευματικά ή ύλικά, ό άνθρωπος πεθαίνει. Αύτός ό άνεξέλεγκτος τομέας άκόμα περιλαμβάνει, δυστυχώς, σχεδόν τό σύνολο τής φυσικής καί βιολογικής ζωής τοΰ άνθρώπου, σχεδόν τό σύνολο τής ψυχολογικής καί κοινωνικής του ζωής. Ή δύναμή του, πού φαινόταν 149
τόσο μεγάλη, ξαφνικά έμφανίζεται άπέραντα εΟθραστη καί εύαίσθητη. Αύτός ό τομέας προσδιορίζεται άρχικά σάν ύπαρξη, ή έξωτερική πραγματικότητα, καί»μπορούμε άμέσως νά διαπιστώσουμε ότι είναι αύτή ή ύπαρξη πού είναι ή πιό έσωτερική καί οικεία. Μπορούμε ν'άντιμετωπίσουμε αύτόν τόν άνεξέλεγκτο τομέα μέ διάφορους τρόπους: νά τόν έξερευνήσουμε μέ μή-έπιστημονικά μέσα, νά τόν έρμηνεύσουμε, ή νά προβάλουμε λίγο-πολύ αύθαίρετα πάνω του μιά συνείδηση πού άνήκει στόν έλεγχόμενο τομέα. Αύτά τά φαινόμενα, τής έξερεύνησης, έρμηνείας καί σύγχυσης ή προβολής, έμφανίστηκαν μόλις άπόκτησε ύπαρξη ό έλεγχόμενος τομέας. Ή έξερεύνηση έγινε μέ μεθόδους φιλολογικής ή ποιητικής έκφρασης. Ή έρμηνεία καί ή προβολή γέννησαν μύθους καί θρησκείες, πού είναι ούσιαστικά στοιχεία τών ιδεολογιών6. "0 πρωτόγονος νούς, δμως, περιείχε δρθολογιστικά στοιχεία στό μέτρο πού έκανε φανερή τή νεογέννητη δραστηριότητα τής παραγωγής καί τή σχέση της μέ τόν κόσμο. Ό πρωτόγονος άνθρωπος είχε μιάν περισσότερο άναπτυγμένη αίσθηση τής μοναδικότητας τού κόσμου (σύγκρινε: Μ ά ν α τών κοινωνιολόγων) άπ'δτι ό άποσπασματικός άνθρωπος τής σημερινής μας κοινωνίας. Είχε μιά συγκεχυμένη άλλά ζωτική άντίληψη τής ένότητας τών άντ ι θέσεων. Αύτήν πού όνομάζουμε "προ-λογική" νοοτροπία (πού γι' αύτήν τά άντιφατικά όντα είναι δυνατό ν' άποτελέσουν μιάν ένότητα) περιείχε ένα στοιχείο άλήθειας πού δέν άναγνωρίζεται άπό τούς έθνογράφους, πού τήν έκριναν στά πλαίσια τών αύστηρών κριτηρίων τής τυπικής λογικής. 'Αντιμέτωπη μέ τόν τεράστιο τομέα πού βρίσκεται έξω άπό τόν έλεγχο τού άνθρώπου, αύτή ή πρωτόγονη νοοτροπία έπίσης περιέχει μιάν στάση έμπνευσμένη άτίτόν τομέα πού βρίσκεται ύπό έλεγχο καί άπό τήν συνείδηση πού ταιριάζει σ'αύτόν τόν τομέα. Γιά νά είμαστε πιό άχριβείς, έπεκτείνει αύθαίρετα τήν συνείδηση πού δα150
νείστηκε άπό τόν έλεγχόμενο τομέα στόν άνεξέλεγκτο τομέα. Ό πρωτόγονος νοΟς πιστεύει ότι μπορεί νά πετύχει Αποτελέσματα μέ αύθαίρετες τεχνικές. Μέ διάφορες μορφές μαγείας. Αύτή ή μαγεία ήτανε ταυτόχρονα μιά έρμηνεία τής Πράξης (ό πρωτόγονος άνθρωπος άπαντούσε στό έρώτημα: γιατί έχουμε τό τάδε καί τάδε άποτέλεσμα μέ τήν τάδε καί τάδε δράση ;), μιά άπατηλή δμως ένθαρρυντική έπέκταση τής δύναμης τών τεχνικών πάνω στίς πραγματικότητες πού είναι καί άγνωστες καί άπειλητικές, μιά προβολή τής άνθρώπινης συνείδησης πάνω σ" δλον τόν κόσμο, καί τέλος, μια' έξερεύνηση τού άγνωστου, ποιητικά καθώς καί, κατά καιρούς, πρακτικά,στήν περίπτωση τής ίατρικής, τής άλχημείας,κλπ. Οί διάφορες μορφές μαγείας καί θρησκείας δέν φαίνεται νά κατάγονται άπό μιάν "προ-λογική νοοτροπία" (Λεβί-Μπρύλλ), ούτε άπό μιάν άρχική μαγεία άπ' τήν όποια προήλθαν κι* οί έπιστήμες (Φραίηζερ), ούτε, τέλος, άπό μιάν θρησκεία κοινωνικής καταγωγής πού ένέπνευσε τό σύνολο τής πρωτόγονης συμπεριφοράς (Ντουρκχάιμ). Οί μορφές πού τώρα είναι χωρισμένες ή άντιτίθενται —θρησκεία, έπιστήμη, τέχνη— προέκυψαν άπό τήν κοινωνιολογικά προσδιορισμένη διαφοροποίηση τής παραγωγικής δραστηριότητας. * Η άνθρώπινη συνείδηση, βασισμένη σ'αύτήν τήν δραστηριότητα, άλλά μπλεγμένη στήν γεμάτη άγωνία σύγκρουση άνάμεσα σ'αύτήν καί τόν κόσμο πού είναι έξω άπό τόν άνθρώπινο έλεγχο (πού περιλαμβάνει τίς φυσιολογικές καί σεξουαλικές όρμές μας, κλπ.) άναζήτησε μιά λύση στή θρησκεία καί στήν αίσθητική έκφραση.^ "Ολες αύτές οί μορφές δραστηριότητας έξυπακούουν ένα είδος έμμεσης προσπάθειας γιά τήν άντίληψη καί τή διακυβέρνηση τού κόσμου πού βρίσκεται έξω άπό τόν έλεγχό μας. Ή έπιστημονική γνώση μόνον μπορεί νά πραγματώσει όλοκληρωμένα αύτήν τήν κυριαρχία. "Αν δμως ύπήρχαν λογικά στοιχεία στόν πρωτόγονο νού (στοιχεία διαίσθησης μέ σκοπό νά συμπληρώσουν τήν τυπική λογικΛ), τότε, άντίστροφα, ό σύγχρονος νοΰς πε151
ριέχει άμέτρητους πρωτόγονους τρόπους σκέφης πού έχουν έπιζήσει. *Η παρουσία τοΟ άνεξέλεγκτομ,τομέα είναι. πι,ό συναρπαστική καί πιό τρομαχτική γιά μάς άπ' ότι γιά τόν πρωτόγονο άνθρωπο. "Η έξουσία μας ύπονομεύεται, ό όρθολογισμός μας άπειλείται. Φαίνεται ότι πρέπει, μέ κάθε θυσία καί κάθε μέσο, νά κατακτήσουμε αύτόν τόν άνεξέλγκτο τομέα. Ή μυθική δραστηριότητα, κατά συνέπεια, παραμένει. Δέν.είμαστε ικανοποιημένοι άπλώς μέ τό νά έξερευνούμε αύτόν τόν τομέα μέ μεθόδους πού διαλαλούνε τήν κατάκτησή του, όπως κάνουν όρισμένες ψυχολογικές μέθοδοι. Ούτε είμαστε ικανοποιημένοι μέ τό νά τόν έκφράζουμε αίσθητικά. Θέλουμε άκόμα νά τόν άπεικονίσουμε στούς έαυτούς μας, νά παρηγορηθούμε ή διαφορετικά νά τόν άφοπλίσουμε, νά τόν κάνουμε άβλαβή. Έτσι έξηγεϋται ή έπιμονή τής θρησκείας, ή έφεύρεση καινούργιων μύθων καί καινούργιων μορφών μαγείας. Μπορούμε νά δούμε πόσο δύσκολο είναι τό νά ύπερασπιστοΰμε τήν λογική σέ καθαρά όρθολογιστικές βάσεις. Είτε ή Λογική είναι μιά ζωντανή δύναμη, μιά δραστηριότητα πού παλεύει νά κατακτήσει καί τόν κόσμο καί τόν άνθρωπο, μιά δύναμη δημιουργικής τάξης καί ένότητα, ή άλλοιώς είναι μιά άδύναμη μορφή, προορισμένη ν'άνοίξει δρόμο σέ μυϊκές έρμηνεΐες πού κάνουν φετίχ τά στοιχεΕα τής Φύσης ή τά κοινωνικά προϊόντα ή καί τά δυό μαζί (τή γή, τό είδος, τό Κράτος). "Αν ή Λογική παραμείνει καθαρά έσωτερική, τότε άναπόφευκτα θά ύποκύφει στήν έξωτερική έξουσίαση.
152
Φυσικός ντετερμινισμός "Ενας τέτοιος ντετερμινισμός δέν μπορεί νά είναι άπόλυτος. Είναι σχετικός καί γι'αύτό κατά προσέγγιση. Είναι σχετικός πρός τήν άνθρώπινη κλίμακα, πρός τήν δραστηριότητα τοΟ άνθρώπου καί τούς σκοπούς αύτής τής δραστηριότητας. Πρέπει σταθερά νά τόν έπεκτείνουμε καί νά τόν κάνουμε πιό πλήρη, καί νά συνδέουμε νέες αίτιατές σειρές καί νέα τμήματα τού κόσμου μέ θεωρίες καί άντικειμενικούς σκοπούς πού προχωρούν δλο καί πιό μακριά. Κατά συνέπεια πρέπει σταθερά νά έξετάζουμε μέ κριτικό πνεύμα τόν βαθμό ντετερμινισμού πού έχουμε φτάσει, πού ή άλήθεια του μπορεί νά βρεθεί μόνο σέ μετέπειτα, περισσότερο έκτεταμένους προσδιορισμούς, στούς όποίους ή κριτική αύτοΰ τού ντετερμινισμού Εαναενώνεται μέ τήν άνάλυση τής δραστηριότητας πού τόν παρήγαγε. Κατά συνέπεια τόν βαθμό ντετερμινισμού πού φτάνει κάποια έπιστήμη μπορούμε νά τόν σκεφτούμε μόνον σάν μιά στιγμή. Μ'άλλα λόγια, κάθε μαθηματικός, φυσικός, χημικός, μίολογικός, κλπ. ντετερμινισμός παραμένει πάντοτε άνοιχτός άπό τήν μιά μεριά πρός τό σύνολο τής Φύσης κι άπό τήν άλλη μεριά, πρός 153
τήν δραστηριότητα τών άνθρώπων. Έ δ ώ ξανασυναντάμε τήν ίδέα τής διαμόρφωσης καί πα γ ίωσης ένός κόσμου —τοΟ κόσμου μας, σ'αύτόν πού είμαστε. Αύτή ή παγίωση είναι σχετική καί κατά προσέγγιση. Ό κόσμος μας όργανώνεται καί σταθεροποιείται σχετικά, μόνον δμως άνοίγοντας τόν έαυτό του καί έπεκτείνοντάς τον πρός έκεϊνες τίς πραγματικότητες τής Φύσης πού είναι σέ μιάν κλίμακα διαφορετική άπό τήν άνθρώπινη. Τέτοιες άλλαγές κλίμακας θέτουν καινούργια προβλήματα. Οί "λεπτές" αιτίες κινούνται στό πρώτο πλάνο τής έρευνάς μας. Οί σχέσεις πού έπιτυγχάνονται μ' αύτόν τόν τρόπο δέν είναι μόνον σχέσεις τού μέρους πρόςτόδλο. Ό έπιστήμονας εισάγει τήν έννοια τού στατιστικού ντετερμινισμού καί διατυπώνει νόμους πού δέν είναι δυνατό νά έξαχθούν άπό τούς νόμους πού ισχύουν σέ μιάν άλλη κλίμακα. Αύτή ή έπέκταση τού κόσμου μας έχει κατά συνέπεια σημαδευτεί άπό τήν άνακάλυψη τών ποιοτικά διακριτών βαθμών πραγματικότητας, πού οί νόμοι τους είναι στατιστικοί σέ σχέση μέ τά ποσοστικά στοιχεία άπό τά όποία άποτελούνται, άλλά, μέ τή σειρά τους, "άτομικοί" σέ σχέση μέ τούς άνώτερους βαθμούς καί τά σύνολα7. "Ετσι δ κόσμος τού άνθρώπου έμφανίζεται σάν νά είναι φτιαγμένος άπό νέα στοιχεία, άπό μορφές (μέ τήν έλαστική έννοια τού δρου) καί άπό ρυθμούς πούγεννιώνται στή Φύση καί παγιώνονται έκεί σχετικά, ένώ σύγχρονα προϋποθέτουν τό Γίγνεσθαι στή Φύση. "Υπάρχει ένας άνθρώπινος χώρος' καί ένας άνθρώπινος χρόνος, πού ή μιά πλευρά του είναι στή Φύση καί ή άλλη είναι άνεξάρτητη άπ'αύτήν. Είναι προφανές, γιά παράδειγμα, δτι οί άνθρώπινοι ρυθμοί (ό βιολογικός, ό φυσιολογικός καί οί κοινωνικές χρονικές κλίμακες —ή χρονική κλίμακα τού δικού μας όργανισμού κι έκείνη τού ρολογιού) προσδιορίζουν τόν τρόπο μέ τόν όπο ίο άντ ι λαμβανόμαστε καί συλλαμβάνουμε τόν κόσμο, άκόμα καί τούς νόμους πού άνακαλύπτουμε μέσα του. "Ομως ό άνθρώπινος 154
χρόνος εϋναι Αφηρημένος μόνον άπό μιάν σκοπιά (ή μεταβλητή t τών φυσικών). Άπό μιάν άλλη εϋναι ένα γεγονός τής Φύσης. Οί νόμοι πού άνακαλύπτουμε μπορεί άντανακλοΟν τήν όική μας διάρκεια, όμως έπίσης έχουν μιάν άντικειμενική σημασία. Γιά νά χρησιμοποιήσουμε μιάν Χεγκελιανή διατύπωση, ή ήρεμία των φαινομένων μετριέται μέ τόν δικό μας ρυθμό, δμωςόδικός μας ρυθμός βυθίζεται μέσα στούς ρυθμούς τής Φύσης, καί γι' αύτό εϋναι δυνατή ή πρόβλεψη καί ή έπαγωγή. Δέν πρέπει ν" άπεικονίζουμε τή φυσική Φύση στούς έαυτούς μας σά μιάν άντιπαράθεση ή ένα άθροισμα ντετερμινισμού άσχετων μεταξύ τους. Κάθε ντετερμινισμός εϋναι ένα προϊόν: όχι μιά άφηρημένη δομή τής καθαρής διανόησης άλλά ένα προϊόν τής Πράξης. "Ετσι τό δλικό άθροισμα τών ντετερμινισμών εϋναι ένα τεράστιο προϊόν τής δραστηριότητας, ένα τεράστιο άντικείμενο: δ Κόσμος. Αύτό τό άντικείμενο πρέπει νά γίνεται κατανοητή έν μέρει στά πλαίσια τής Φύσης κι' έν μέρει στά πλαίσια τής παραγωγικής δραστηριότητας, πού εϋναι αύτή καθ' έαυτή ένα σύνολο δχι άπόλυτα χωρισμένο άπό τή Φύση. Είναι παράλογο, δπωσδήποτε, νά προσπαθούμε καί ν' άπεικονίζουμε τή Φύση "αύτή καθ'έαυτή". Στά πλαίσια τού ντετερμινισμού δέν εϋναι δυνατό ή Φύση νά είναι ούτε άπροσδιόριστη ούτε προσδιορισμένη. Ή "καθαρή" Φύση, αύτή ή ύπέρτατη συγκεκριμένη ύπαρξη, είναι έπίσης, γιά μάς, ή πιό κενή άπό τίς άφαιρέσεις. Βρίσκεται άπό αύτήν τήν πλευρά δλων τών προσδιορισμών, σάν άδιαφορία ή σάν ένα αύθόρμητο Γίγνεσθαι (Selbstbewegung), δμως σάν άπροσδιόριστη γιά μάς, έκτός άπό τούς πιό γενικούς καί άφηρημένους νόμους τής διαλεκτικής. Τό νά έπιμένουμε στόν προσδιορισμό τής Φύσης άνεξάρτητα άπό τήν δραστηριότητα πού -βασισμένη στήν Φύση— τήν διαπερνάει καί τήν "καταλαβαίνει" ένώνοντας τά σκόρπια της στοιχεία όργανικά μαζί, είναι σά νά βάζουμε ένα άλυτο πρόβλημα, ένα μεταφυσικό πρόβλημα πού μπορεί ν'άπαντηθεί μόνον μ'έναν μύθο. Είναι σά νά προ155
σπαθούμε καί νά φανταζόμαστε 6ναν κόσμο άνεξάρτητα άπό τίς συνθήκες κάτω άτιό τίς δποίες ένας κόσμος μπορεϋ νά ύπάρξει, άνεξάρτητα άπό τήν 'Ιδέα τοΟ κόσμου. Ή πολλαπλότητα τών ντετερμινισμών θέτει τό πρόβλημα τής ένότητάς τους. Ή δραστηριότητα τής παραγωγής διασπά τό φυσικό άντικείμενο σ' αύτούς τούς ντετερμινισμούς, πού ή πολλαπλότητά τους είναι σχετική μέ τίς διάφορες έπιστήμες, τεχνικές καί ειδικευμένες μορφές γνώσης. Ό σύνδεσμος μεταξύ τους είναι, κατά συνέπεια, δ άνθρωπος, δ πραγματικός, ένεργητικός άνθρωπος. Γιά νά καταφέρει νά διαμορφώσει τόν κόσμο του καί νά ξεπεράσει τή Φύση άναγκάστηκε νάκατατμήσει τή δραστηριότητά του καί τά άντικείμενα τής δραστηριότητάς του. Άναγκάστηκε νά θεωρήσει τόν έαυτό του άπό διάφορες σκοπιές: σάν ένα φυσικό, χειροπιαστό καί δρατό δν. Εάν ένα βιολογικό δν. Σάν έξαρτημένο άπό μαθηματικούς ύπολογισμούς, κλπ. Καί τό ίδιο έκανε μέ τά άλλα δντα τού σύμπαντός του. Ή πολλαπλότητα τών ντετερμινισμών άποκαλύπτει Αντικειμενικούς τρόπους έκφρασης τού σύμπαντος, καί είδικά τήν ύπαρξη τών βαθμών πού έχουν μιάν ειδική πραγματικότητα. Παρόλ' αύτά, δέν πρέπει νά θεωρηθεί σάν άπόλυτη. Αύτή ή πολλαπλότητα είναι μόνον στιγμιαία, γιατί ό άνθρωπος είναι ένας καί ό κόσμος γύρω του ένα σύνολο. Ή διάσπαση τού σύμπαντος σέ μερικότερους ντετερμινισμούς σταθερά ξεπερνιέται στή ζωή καί στήν πρακτική, καί ή διαλεκτική ένότητα συνέχεια άναπαράγεται. Αύτό θά τείνει πρός τήν άνώτερη ένότητα στό μέτρο πού ό άνθρωπος καταφέρνει νά πραγματώσει τόν έαυτό του, νά τόν κάνει μιάν είδική ένότητα πού νά περιβάλει τή Φύση. Τότε, "οί φυσικές έπιστήμες θά ύποταχθούν στήν έπιστήμη τού άνθρώπου. Ή έπιστήμη τού άνθρώπου θά ύποταχθε t στήν φυσική έπιστήμη. Οί δυό θά σχηματίσουν μιάν καί μοναδική έπιστήμη" (Μ). Οί αίτιατές σειρές καί οί ντετερμινισμοί ξεκινούν άπό τόν άνθρωπο καί όδηγούν πάλι σ'αύτόν. Αύτή ή ά156
νάλυση μπορεί νά συνοψιστεί σέ μιάν διατύπωση: ό φυσικός ντετερμινισμός είναι ό άνθρωπος στή Φύση. Αύτός ό όρισμός πρέπει νά νοηθεί διαλεκτικά.Τονίζοντας αύτό πού είναι άντικειμενικό στό ντετερμινισμό δείχνει δτι κάθε ντετερμινισμός έντσπίζεται μέσα στήν πραγματική δραστηριότητα ένός φυσικού δντος πού δρά πάνω στή Φύση —τού ζωντανού άνθρώπου. Γιά νά γίνουν κατανοητές στήν πολλαπλότητά τους— γιά νά γίνει άντιληπτή ή άντικειμενικότητά τους καί, ταυτόχρονα, νά προσδιοριστεί ή ένότητά τους— οί έπιστήμες άπαιτοΰν μιά διαλεκτική θεωρία τής γνώσης καί τής παραγωγικής δραστηριότητας.
157
Κοινωνικός ντετερμινισμός Ό Μάρξ συνόψισε τόν διαλεκτικό, σύνθετο καί γεμάτο γεγονότα χαρακτήρα τού ίστορικού Γίγνεσθαι σέ μιάν έντυπωσιακή διατύπωση: τά άνθρώπινα πράγματα έχουν γενικά προοδέψει άπό τήν κακή τους πλευρά."Η προϋπόθεση γιά τούς περισσότερους μεγάλους πολιτισμούς ήτανε ή δουλεία. 'Επαναστάσεις καί πόλεμοι χρειάστηκαν γιά νά καταστραφούν καί νά ξεπεραστούν περιορισμένοι πολιτισμοί. Ή παρακμή τού άρχαίου κόσμου ήτανε άναγκαία γιά νά σβηστούν οί περιορισμοί του άπό τήν σκοπιά τής σκέψης καί τής κοινωνικής δομής. Ή "κακή πλευρά"ροκανίζει καί καταστρέφει αύτό πού ύπάρχει, προκαλώντας τήν κρίση καί τήν παρακμή του, καί κάνοντας τά στοιχεία μιάς νέας κοινωνικής πραγματικότητας _νά έμφανιστούν. Ετήν άρχή τό άρνητικό είναι μιά τυχαία έκδήλωση, στή συνέχεια γίνεται μιά καινούργια ούσία,' πού έμφανίζετάι πρώτα μέ μιά ταπεινή, έξωτερική καί σποραδική μορφή. Άπό τή στιγμή πού τάάρχικάΑπομονωμένα καί άδύναμα στοιχεία του αύξάνονται σέ άριθμό, έπιβάλλεται σάν ένας καινούργιος βαθμός πραγματικότητας "Ετσι οί πρώτοι έμποροι τού Μεσαίωνα γέννησαν τήν άστ ι 158
κή τάξη, ένώ où πρώτοι προλετάριοι ήταν καταστραμμένοι τεχνίτες, λίγοι στήν άρχή τοΟ δέκατου έκτου αίώνα, προοδευτικά έγιναν πολυάριθμοι μέχρι πού ή νέα κοινωνική πραγματικότητα, ή καινούργια τάξη έμφανίστηκε. ' Η πραγματικότητα ένός κοινωνικού άντικείμενου μπορεί νά συγκριθεί μ'έκείνη τών ύλικών άντικειμένων:ένα κοινωνικό άντικείμενο είναι προϊόν τής δραστηριότητας, άφηρημένη άπό μιά σκοπιά, πραγματική καί συγκριμένη άπό μιάν άλλη, πού πάνω της μπορούμε νά δράσουμε γιά τόν λόγο άκριβώς ότι είναι άντικειμενική καί άνθεκτική, άλλά όχι μιά πραγματικότητα δοσμένη σέ μάς στήν φυσική της κατάσταση. "Ενα τυπικό κοινωνικό άντικείμενο -ή άγορά— άκόμα καί σήμερα έξασκεί μιάν έξουσία πάνω στά άνθρώπινα όντα άκριβώς, δπως έκείνη τών πραγματικοτήτων τού άνεξέλεγκτου τομέα τής Φύσης. Μέσα του κρύβονται, τό γνωστό καί τό άγνωστο, τό φαινόμενο καίή πραγματικότητα. Μπορεί νά προκαλέσει τήν έφαρμογή μιάς δύναμης ή μιάς είδικής μεθόδου δράσης, πού τό διαμορφώνει. Πιό γενικά, τά ύλικά άντικείμενα παρεμβάλλονται στήν άνθρώπινη κοινωνία: είναι "άγαθά". Είναι ένα έρέθισμα γιά τήν κοινωνική δραστηριότητα, τίς άνθρώπινες άνάγκες καί σχέσεις, άλλά έπίσης έπιβάλλουν όρισμένους προσδιορισμούς σ'αύτήν τή δραστηριότητα. Συγκεκριμένα, ή σπανιότητα τών άναλωτών άντικειμένων έξαπόλυσε, εύθύς άπό τούς πρώτους χρόνους μέχρι σήμερα (άν καί τώρα μπαίνουμε στόν αιώνα τής άφθονίας) άγώνες καί άνταγωνισμούς πού έπέκτειναν τήν φυσική πάλη γιά ζωή στόν κοινωνικό χώρο. Τά άντικείμενα ή τά προϊόντα τής άνθρώπινης δραστηριότητας δέν χάνουν αύτό τό άρχικό χαρακτηριστικό όταν γίνονται οί',φορείς κοινωνικών σχέσεων, ή δταν γεννούν ειδικά κοινωνικά άντικείμενα δπως ή άγορά. Συνεχίζουν νά προσδιορίζουν άγώνες καί άντίφάσεις μέσα στή δραστηριότητα τού άνθρώπου. Άπό τόν γενικό άνταγωνισμό ξεπηδούν οί άγώ159
νες όρισμένων ίσχυρών όμάδων: των κοινωνικών τάξεων. Τά άντικείμενα κατά συνέπεια προσδιορίζουν τό κοι νωνικό-οίκονομικό Γίγνεσθαι καί τήν κοινωνική δραστηριότητα στό μέτρο πού είναι ύλικά άντικείμενα άρχικά καί άργότερα, μιλώντας πιό σωστά, κοινωνικά άντικείμενα όπως τά έμπορεύματα σάν σύνολο ή ή άγορά. Ή πολιτική δράση άντιστοιχεί στό άνθρώπινο πεδίο, καί όσο άφορά στίς κοινωνικές σχέσεις, στήν πρακτική δράση πάνω στή Φύση. 'Ενεργεί μέσω τών κοινωνικών τχέσεων καί πάνω τους έπεμβαίνει στίς συγκρούσεις καί χρησιμοποιεί τίς συγκρουόμενες δυνάμεις. Εέ καμιά έποχή τής ίστορίας δέν ύπήρξαν άπόλυτες διαχωριστικές γραμμές άνάμεσα στίς έποχές, τούς πολιτισμούς ή τίς τάζεις. Ή κοινωνικο-οίκονομική κίνηση ήτανε πάντοτε σύνθετη. Ή .ολιτική δράση προσπάθησε σταθερά νά περικλείσει αύτήν τήν κίνηση μέσα σέ προσδιορισμένες μορφές καί, μ'αύτόν τόν σκοπό, νά έξαλείψει τά στοιχεία πού προκαλούν ρήξεις. Προσπάθησε πάντα νά έπεμβαίνει γιά νά χαράζει "παγιωμένες" δομές στό αύθόρμητο Γίγνεσθαι: τίς μορφές Κυβέρνησης, πού είναι προϊόντα τής δράσης πού έφαρμόζεται στίς κοινωνικές σχέσεις χρησιμοποιώντας άντιτιθέμενες δυνάμεις, καί κατά συνέπεια έφαρμόζεται πάντοτε πρός όφελος τών πιό ίσχυρών άπό αύτές τίς δυνάμεις. "Ομως έδώ πάλι, αύτές οί προσπάθειες προκάλεσαν, μέχρι καί σήμερα, τήν έμφάνιση άκόμα βαθύτερων άντιφάσεων καί προετοίμασαν τό δρόμο τής έμφάνισης καινούργιων δυνάμεων καί μορφών. Αύτή ή άνάλυση έπίσης μπορεί νά συνοψιστεί σέ μιάν διατύπωση: ό κοινωνικός ντετερμινισμός είναι ή Φύση στόν άνθρωπο. Ό κοινωνικός ντετερμινισμός στήν πραγματικότητα είναι αύτό πού κάνει μιά είδικά άνθοώπινη δραστηριότητα δυνατή. Τήν ρυθμίζει, άλλά έπίσης τήν περιορίζει. Ό κοινωνικός ντετερμινισμός κάνει δυνατή τήν έλευθερία τοΰ άνθρώπου, δμως έπίσης τής άντιτίθεται. Γεννιέται άπό τήν φυσική άντικειμενικότητα, 160
πού έπεκτείνεται στήν Αντικειμενικότητα τών φετίχ καί τήν είδική αντικειμενικότητα τών κοινωνικών σχέσεων. Γεννιέται έπίσης Ατιό τούς φυσικούς προσδιορισμούς : τήν σπανιότητα τών Αγαθών, τήν φυσική πΑλη γιά ζωή. Οί κοινωνικές πραγματικότητες καί τά κοινωνικά άντικείμενα έμφανίζονται σάν συνέπεια αύθόρμητων διαδικασιών πού μπορούν νά συγκριθούν μέ έκεΕνες πού άποκαλύπτονται άπό τίς έπιστήμες τής Φύσης σάν τά στατιστικά άποτελέσματα τών στοιχειωδών φαινομένων. "Ετσι ό κοινωνικός ντετερμινισμός είναι τό άπάνθρωπο μέσα στό άνθρώπινο, ή συνέχεια μέσα στό άνθρώπινο τών φυσικών συγκρούσεων καί βιολογικών πραγματικοτήτων. Είναι ό άνθρωπος πού δέν έχει δμως πραγματοποιηθεί ή Φύση στόν άνθρωπο.
161
Ό ολοκληρωμένος άνθρωπος Ό άνθρωπος ξεκινάει σάν ένα ταπεινό κομμάτι τής Φύσης, τό πιό άδύναμο καί γυμνό άπ'όλα τά βιολογικά όντα. "Ομως αύτό τό πιό άδύναμο άπ όντα μπαίνε ι στή μάχη μέ γενναιότητα. Γίνεται μιά "ούσία" χωρισμένη άπό τήν φυσική ύπαρξη, ταυτόχρονα τρωτή άλλά καί δυνατή. Αύτός ό δααχωρισμός είναι θεμελιώδης. "0 άνθρωπος δέν είναι πιά, ούτε μπορεί νά είναι ή Φύση. "Ομως ύπάρχει μόνον μέσα καί χάρη στή Φύση. Αύτή ή άντίφαση άναπαράγεται καί γίνεται πιό βαθιά κατά τήν διάρκεια τής πραγματικής διαδικασίας πού πρέπει νά όδηγήσει τόν άνθρωπο στό ξεπέρασμά της. Ό άνθρωπος είναι δημιουργική δραστηριότητα. Παράγει τόν έαυτό του μέσα άπό τή δραστηριότητά του. Παράγει τόν έαυτό του, όμως δέν είναι αύτό πού παράγει. Ειγά-σιγά ή δραστηριότητά του φέρνει τή Φύση κάτω άπό έλεγχο, άλλά αύτή ή κυριαρχία του στρέφεται έναντίον του, γιά ν' άποκτήσει τά χαρακτηριστικά μιάς έξωτερικής φύσης καί νά τόν μπλέξει μέσα στόν κοινωνικό ντετερμινισμό πού θά τόν κάνει νά ύποφέρει τρομερά. Ό άνθρωπος δέν είναι αύτός ό ντετερμινισμός —καί δμως χωρίς αύτόν εί162
ναι, ένα τίποτα. Ετήν άρχή τό άνθρώπινο υπάρχει, μόνον μέσα στό άπάνθρωπο καί χάρη σ" αύτό. "Οχι μόνον έξαρτάται ό άνθρωπος άπό τή Φύση, άλλά είναι τό πιό άδύναμο στοιχείο άκόμα καί τής κοινωνίας. *0 άνθρωπος άντιτίθεται στήν βιολογική βαναυσότητα, στήν όποία ύπόκειται έξίσου βάναυσα: στό Νόμο, τήν 'Ηθική καί τήν Θρησκεία. "Ετσι ό άνθρωπος είναι βαθιά διαιρεμένος, δμως μόνο χάρη σ" αύτήν τή διαίρεση μπορεί νά διαμορφώσει τόν έαυτό του. Ετήν άρχή ύπάρχει μόνον μιά άντίφαση άνάμεσα σ'αύτόν καί τή Φύση. Μέσα σ'αύτήν τήν άντίφαση οί δυό δροι έπιδρούν μεταξύ τους άμοιβαΐα, τά χαρακτηριστικά τού ένός περνούν μέσα στόν άλλο. Μετά άπό κάθε διάλυση ή άντίφαση ξαναεμφανίζεται μέ μιάν δλο καί πιό πολύ βαθιά καί δραματική μορφή, έπειδή ή ένότητα πού είχε έπιτευχθεϋ ήτανε άνώτερη καί πιό συνειδητή. Μέχρι τώρα, έκεΕνες οί δραστηριότητες πού στήν πραγματικότητα ξεπερνούν τίς φυσ *ές μορφές άνταγωνισμού (ή Πράξη, ή σκέψη, ό Νούς, πού περιέχει μιάν κάποιαν έμφυτη ένότητα καί κυριαρχεί στόν έξωτερικό κόσμο) χρησίμευσαν μόνον στό νά χειροτερέψουν τίς διαιρέσεις καί τίς συγκρούσεις τού άνθρώπου καί νά τόν κάνουν νά τίς αίσθάνεται πολύ πιό έντονα. 'Ακόμα καί σήμερα φαίνεται ότι τό άνθρώπινο δέν ύπάρχει, δτι είναι μόνον μιά αύταπάτη ή μιά παρηγοριά. Ομως ό άνθρωπος ήδη ύπάρχει. Μάς φανερώνεται μόλις θεωρήσουμε τήν άνθρώπινη δραστηριότητα σάν ένα σύνολο καί πάψουμε νά βλέπουμε κάθε άντικείμενο, γεγονός καί άτομο σύμφωνα μέ τίς έφήμερες ιδιορρυθμίες τους. 'Αρχικά ή ούσία τού άνθρώπου είναι μιά άφηρημένη δυνατότητα: ένας έσωτερικός διχασμός ή διαχωρισμός. Φαίνεται σάν αύτή ή ούσία νά έχει, μέχρι τώρα, μόνον μιά ιδανική, μεταφυσική ύπαρξη. "Ομως κάθε πρόβλημα πού δημιουργείται άπό μιάν άντίφαση ζητάει τήν'λύση του, κινείται πρός αύτήν τή λύση, προσδιορίζει μιά δραστη163
ριότητα πού θά τό ύπερβεί κι έτσι θέτει ένα καινούργιο βαθμό πραγματικότητας γιά τήν άνθρώπινη ούσία. Κάθε φορά πού λύνεται μιά άντίφαση, ό ζωντανός άνθρωπος πλησιάζει περισρότερο αύτήν τήν ούσία. Μοιάζει σά νά είναι αύτή ή τελευταία, ή αιώνια κινητήρια δύναμη τής ίστορίας καί τής δραματικής κίνησης τών άνθρώπινων πραγμάτων. 'Η άνακάλυφη καί ή δημιουργία συμπίπτουν: τό άνθρώπινο ταυτόχρονα δημιουργείται (παράγεται ) καί άνακαλύπτεται. Ό ιδεαλισμός άπομονώνει έκείνο τό μέρος τού άνθρώπου πού έμφανίζεται βαθμιαία, θεωρώντας το "αύτό καθ' έαυτό", άνεξάρτητο άπό τίς συνθήκες τής ύπαρξής του, σάν νά είχε "πετύχει" έκ τών προτέρων —γιά παντα. Μ*αύτόν τόν τρόπο ό ιδεαλισμός κάνει τή γέννηση τού άνθρώπου νά φαίνεται χωρίς δραματικότητα. Ό άνθρωπος γεννιέται καί καταλαβαίνει τόν έαυτό του σ'αύτό πού είναι "διαφορετικός" άπό αύτόν, σ'αύτόν, πού τόν άρνιέται καί πού άρνιέται κι αύτός, κι όμως είναι πολύ στενά συνδεδεμένος μαζί του: τή Φύση. Συγχωνεύεται μέ τή Φύση, δμως σιγά-σιγά άρχίζει καί τήν έξουσιάζει, δημιουργώντας γιά τόν έαυτό του μιάν άνθρώπινη φύση. "Ετσι δπως χρησιμοποιείτε "ύτός ό δρος έχει γίνει άπατηλά οικείος καί ή άληθινή του σημασία έχει άλλοιωθεί. Ή Φύση γίνεται άνθρώπινη. Γύρω στόν άνθρωπο καί μέσα του γίνεται ένας κόσμος, μιά όργανωμένη έμπειρία. Καί ό άνθρωπος γίνεται φύση, μιά συγκεκριμένη ύπαρξη, μιά δύναμη. 'Η άνθρώπινη έργασία έξανθρωπίζει τό φυσικό περιβάλλον τού άνθρώπου. Καίή Φύση έσωτερικεύεται άπό τόν άνθρωπο καί γίνεται μιά όρθολογιστική ζωή-δύναμη, μιά ένστικτώδης ένέργεια άπελευθερωμένη άπό τούς περιορισμούς τού φυσικού καί παθητικού ένστικτου. Ή άνθρώπινη φύση είναι μιά ένότητα, μιά άνταλλαγή τού "Οντος, μιά ύπέρβαση τού Διαχωρισμού. Ή έργασία -οικονομική παραγωγή— δέν είναι αύτο164
σκοπός. "Τό ούσιαστικό Αποτέλεσμα τής παραγωγής... είναι ή ύπαρξη τοΟ άνθρώπου" (Μ). Ή Φύση είναι τό άνόργανο σώμα τού άνθρώπου... Ό άνθρωπος ζει άπό αύτήν, πράγμα πού σημαίνει: ή Φύση είναι τό σώμα του, πού μ'αύτό πρέπει νά μένει ένωμένος μέ μιά σταθερή διαδικασία γιά νά μήν πεθάνει. Τό ότι πρέπει ή φυσική καί πνευματική ζωή τού άνθρώπου νά είναι σ'έπαφή μέ τή Φύση, σημαίνει άπλώς ότι ή Φύση είναι σ' έπαφή μέ τόν έαυτό της, γιατί ό άνθρωπος είναι μέρος τής Φύσης... "Ομως μ'αύτήν τήν έπεξεργασία τού κόσμου τών άντικείμενων ό άνθρωπος έπιβεβαιώνεται σάν είδικό δν. Αύτή ή παραγωγή είναι ή ένεργητική ζωή τοΰ είδους του, καί χάρη σ'αύτήν ή Φύση έμφανίζεται σάν τό χειροτέχνημά του, καί ή πραγματικότητά του. Τό άντικείμενο τής έργασίας είναι κατά συνέπεια ή άντικειμενικοποίηση καί ή είδική ζωή τοΰ άνθρώπου —στό μέτρο πού κάνει τόν έαυτό του διττό, δχι διανοητικά, δπως στή συνείδηση, άλλά πραγματικά, στή δράση, καί θεωρεί τόν έαυτό του σ'έναν κόσμο δημιουργημένο άπ'αύτόν... (Μ). Ή κοινωνική ίστορία είναι ή ιστορία τής οικειοποίησης τής Φύσης καί τής δικής του φύσης άπό τόν άνθρωπο. Ή κοινωνική έργασία καί ή οίκονομική δραστηριότητα είναι τά μέσα αύτής τής οίκειοποίησης,ούσιαστικές στιγμές τής άνθρώπινης ούσίας —έφόσον έχουν έλεγχθεί καί ένσωματωθεί άπό αύτήν τήν ούσία. Αύτά καθ έαυτά δέν είναι αύτή ή ούσία. Ό οίκονομικός άνθρωπος πρέπει νά ξεπεραστεί, έτσι ώστε νά μπορέσει νά έκδηλωθείήέλευθερία τοΰ όλοκληρωμένου άνθρώπου: "ό άνθρωπος οίκειοποιείται γιά τόν έαυτό του τήν πολλαπλή του ούσία (Allseitiges) ... στό μέτρο πού είναι όλοκληρωμένος άνθρωπος" (Μ). Ή συνολική κίνηση διασπάται άπό τή δράση καί τήν σκέψη. Αύτός ό διαχωρισμός δέν μπορεί νά είναι άπόλυ165
τος, δμως έχει μιάν σχετική πραγματικότητα πού βασίζεται στήν πάλη τού άνθρώπου ένάντια στή Φύση. Ό φυσικός ντετερμινισμός έξαρτάται άπό τόν άνθρωπο πού 6ρά μέσα στή Φύση καί πάνω σ'αύτήν. Ό κοινωνικός ντετερμινισμός έπεκτείνει τή Φύση μέσα στόν άνθρωπο. Ή άνθρώπινη Φύση λύνει αύτές τίς συγκρούσεις, άναπτύσσει μιάν άνώτερη ένότητα καί ύπερβαίνέι τούς ντετερμινισμούς όργανώνοντάς τους. "Οπως άκριβώς ή Φύση δταν θεωρείται στό σύνολό της, έτσι ή άνθρώπινη φύση είναι ένας αύθορμητισμός (Selbstbewegung), δμως όργανωμένος καί όρθολογιστικός. Ό όλοκληρωμένος άνθρωπος είναι "δλη ή Φύση". Μέσα του περιέχει δλες τίς ένέργειες τής ύλης καί τής ζωής καί δλο τό παρελθόν καί τό μέλλον τού κόσμου. "Ομως μεταμορφώνει τή Φύση σέ θέληση καί έλευθερία. Τά προϊόντα καί οί δυνάμεις τής παραγωγής είναι τό "άλλο" αύτοΟ τού όλοκληρωμένου άνθρώπου, πού μέσα του μπορεί νά καταστραφεί. Ή άνεξαρτησία τών οικονομικών δυνάμεων —ή μοίρα τού σύγχρονου άνθρώπου—πρέπει νά γίνει άντιληπτή καί νά έλεγχθεί. Μόλις αύτή ή άντικειμενικότητα τής κοινωνικής διαδικασίας όρισθεΐ έτσι, τότε ξεκινάει κιόλας ή ύπέρβασή της. "Ενώνεται μέ τή δραστηριότητα τού ένεργητικοΰ καί ήδη άντικειμενικού άνθρώπινου ύποκείμενού, καί τού δίνει ένα καινούργιο άντικειμενικό περιεχόμενο. "Ύποκειμενικοποιείται" μέσα του, άλλά μόνον μέ σκοπό νά δημιουργηθεί μιά περισσότερο άντικειμενική άνθρώπινη δραστηριότητα, πού θά μπορεί νά θεωρήσει τόν έαυτό της πιό άποτελεσματικά σάν τό άντικείμενο μιάς δράσης, νά τόν παράγει πιό δρθολογιστικά καί νά νίνει ή δική της συνειδητή δημιουργία. Οί διάφορες μορφές μοίρας ήτανε πάντοτε αύτό τό "άλλο" τοΰ άνθρώπου. Ή ιστορία ήτανε άνεπανόρθωτα αιματηρή καί τραγική έπίσης ώστε καμιά μοίρα δέ μπορεί νά δικαιολογηθεί σέ σχέση μέ κείνους πού τήν ύπόφεραν, άλλά μόνον άπό τό άνθρώπινο μέλλον, τό όποίο προ166
ετοιμάζει, καί παραλύει ταυτόχρονα όλες τίς μορφές μοίρας. "Ομως ή ιστορία 6έν ήτανε ένα χάος χωρίς νόημα άπό μεμονωμένα γεγονότα καί πράξεις βίας. Μιά τέτοια άποψη περί ιστορίας άρνιέται τήν ίστορία, πού μπορεί νά υπάρξει αύτή καθ' έαυτή μόνον χάρη στό ζωντανό της ύποκείμενο, τόν όλοκληρωμένο άνθρωπο πού διαμορφώνεται μέσα άπό τήν ίστορία. Ό άνθρωπος δέν έχει άκόμα γεννηθεί, βρίσκεται άκόμα στίς ώδίνες τού τοκετού. Εάν ένότητα καί πρόθεση μόλις καί μετά βίας είναι ένα προαίσθημα. Μέχρι τώρα ύπάρχει μόνον μέσα στό καί μέσω τού άντίθετού: τό άπάνθρωπο μέσα του. Μέχρι τώρα, βρίσκεται διασκορπισμένος στίς πολλαπλές δραστηριότητες καί τίς είδικευμένες μορφές παραγωγής πού μέσα τους ή πραγματικότητα καί ή νιογέννητη συνείδηση τής άνθρώπινης φύσης διασπώνται. Μέχρι τώρα, συνειδητοποιεί τόν έαυτό του σ'αύτό πού είναι διαφορετικό άπ'αύτόν: στίς Ιδεολογίες. Άπό τή στιγμή πού ή δημιουργική δραστηριότητα διαφοροποιείται ό κοινωνικός άνθρωπος έξακολουθεε ν'άνακαλύπτει τόν έαυτό του στά άποτελέσματα τής δράσης του, δμως τά προϊόντα πού έφοδιάζονται μέ συνείδηση, παύουν νά είναι άμεσα, δπως είναι γιά τόν πρωτόγονο άνθρωπο ή τά παιδιά. Γίνονται κοινωνικά καί άφηρημένα. "Ενα καινούργιο είδος προϊόντων έμφανίζεται: τά πνευματικά προϊόντα. Κι άπό έκεϋ καί μπρός ύπάρχουν τρεΕς βαθμοί έξωτερικής άλλά ούσιαστικής παραγωγής: τά ύλικά προϊόντα, τά κοινωνικά άντικείμενα δπως σωστά όνομάζονται καί τά πνευματικά προϊόντα. Άπό μιά σκοπιά αύτά τά τελευταεα είναι άντικείμενα, είναι άσχετα μέ τή συνείδηση τών άνθρώπινων άτόμων. Άπό μιάν άλλη σκοπιά έξαρτώνται αύστηρά άπό τήν δραστηριότητα σ'ένα δεδομένο κοινωνικό πλαίσιο σέ μιά συγκεκριμένη στιγμή τής ίσορροπίας. Αύτές οί ιδεολογίες έκφράζουν καί τήν παγκόσμια δραστηριότητα τών κοινωνικών όμάδων, τό έπίπεδο πού έπιτυγχάνεται άπό τήν πρακτική τους δύ167
ναμη καί τή διάσπαση τοΟ κόσμου καί τής συνείδησης σ* άποσπασματικές δραστηριότητες. Κρύβουν τίς άληθινές σχέσεις. Ή δραστηριότητα πού προσπαθεί νά συνειδητοποιήσει τόν έαυτό της μέσα σ'αύτές, ξεριζώνεται άπό τόν έαυτό της καί, άς πούμε, μεταφέρεται έξω άπό αύτόν. Οί ιδεολογικές παραστάσεις μεταθέτουν τό άνθρώπινο στό πεδίο τών πραγμάτων, τών έξωτερικών ούσιών: θεοί, μοίρα, άπόλυτη μεταφυσική άλήθεια.Αύτά τά πνευματικά πράγματα θρονιάζονται πάνω στά ύλικά άντικείμενα, πού μ'αύτά δέν έχουν καμιά συνειδητή σχέση, μέχρι πού νά κάνουν τούς άνθρώπους νά χάσουν κάθε συνειδητοποίηση τής δικής τους δημιουργικής δραστηριότητας. Ή άντικειμενικότητα τών πνευματικών προϊόνΐων περιέχει ένα' στοιχείο άπάτης, δμως αύτό τό φαινόμενο μετατρέπεται σέ πραγματικότητα: οί άνθρωποι πιστεύουν δτι οί κοινωνικές τους παραστάσεις έχουν μιάν ύπερβατική καταγωγή καί όργανώνονται σύμφωνα μ'αύτές, μιά καί αύτή ή πεποίθηση έχει χρησιμοποιηθεί καί έχει γίνει άντικείμενο έκμετάλλευσης άπό τήν πολιτική. "Ετσι, ή θεωρητική άλλοτρίωση γίνεται πρακτική άλλοτρίωση, άντιδρώντας στήν πράξη. Οί Μύθοι καί τά Φετίχ φαίνονται νά έχουν προικιστεί μέ μιάν πραγματική δύναμη — τή δύναμη πού οί άνθρωποι στήν πραγματικότητα τούς άπένειμαν καί πού δέν είναι τίποτ'άλλο παρά ή δική τους δύναμη πού έχει στραφεί έναντίον τους. Άπό μιάν άλλη σκοπιά, αύτά τά προϊόντα περιέχουν μιάν άλήθεια. 'Εκφράζουν τήν συγκεκριμένη άνθρώπινη ζωή μεταθέτοντάς την. Γίνονται τά στοιχεία τρόπων ζωής ή πολιτισμών, πού πάντα είχαν μιά μερική ισχύ καί πού όρισμένοι άπό αύτούς (ειδικά ή άρχαία 'Ελληνική ζωή καί ό πολιτισμός) μπορούν ίσως νά ένσωματωθοΰν στόν σύγχρονο κόσμο, άπό τή στιγμή πού έχει όργανωθεί καί άνανεωθεί. Γενικά, τέτοιοι τρόποι ζωής προέκυψαν άπό τήν έπανάληψη καί τή σώρευση τών ταπεινότερων δραστηριοτήτων τής πρακτικής ζωής. Ή ιστορία έπιδεικνύει, παρόλ' αύτά, στούς περισσότερους μεγάλους πολιτισμούς, 168
μιάν λυπηρή άντίφαση άνάμεσα στή μεγαλοπρέπεια τών Ιδεολογικών δικαιολογιών, έθίμων καί λέξεων, καί στήν μονοτονία τών καθημερινών δραστηριοτήτων. Μόνον τό μέλλον θά μπορέσει νά διαλύσει αύτή τή μορφή άντίφασης άνάμεσα στή συνείδηση καί τήν πραγματικότητα. Οί ίδεολογίες είναι ούσιαστικά άποτελεσματικές,' γιατί ό κόσμος τίς πιστεύει. "Ομως, λίγο-λίγο, Λ συνείδηση άποτραβιέται άπό τέτοια προϊόντα καί κατακτά πάλι τόν έαυτό της μέσα άπό τόν συλλογισμό καί μέσα άπό τήν έξέλιξη μιάς πραγματικής έξουσίασης τοΰ κόσμου. "Ολες οί ίδεολογίες ξεπεράστηκαν στήν ίστορία, μετά άπό μιάν λίγο ή πολύ μακριά περίοδο "δυστυχισμένης συνείδησης". Ή σκέψη καί ή άνθρώπινη πραγματικότητα διαμορφώνονται μέσα άπό τίς ιδεολογίες, δμως μόνον ύπερβαίνοντάς τες καί άπελευθερωνόμενες άπ* αύτές, έτσι ώστε νά μπορέσουν τελικά νά έδραιωθοΰν σάν πραγματικές δραστηριότητες. Άκόμα καί σήμερα, σέ μιάν έποχή δπου ή κυριαρχία του πάνω στή Φύση είναι κιόλας μεγάλη, ό ζωντανός άνθρωπος είναι περισσότερο παρά ποτέ τό θύμα τών Φετίχ, πού αύτός ό ίδιος άνάθρεψε, αύτών τών παράξενων ύπάρξεων, πού συνάμα είναι άφηρημένα καί πραγματικά, βάναυσα ύλικά καλυμμένα δμως άπό ιδεολογίες, πού είναι δελεαστικές καί μερικές φορές ίσως μαγευτικές. Μιά καινούργια συνείδηση είναι άναγκαϋα, συνεκτική, όρθολογιστική καί γεμάτη σκέψη,γιά νά άποκαλυφτοΰνε αύτά τά Φετίχ καί γιά νά μή ξεφύγει ή λογική άπό τόν έλεγχο. Ό διαλεκτικός ύλισμός προσπαθεί νά γίνει ή έκφραση καί τό δργανο αύτής τής συνείδησης. Οί ζωντανοί άνθρωποι άκόμα δέν έχουν καταλάβει πλήρως τήν ούσία τους καί τήν άληθινή τους μεγαλοπρέπεια. "Η άνάλυση τής παραγωγής άπό τόν ίδιο τόν άνθρωπο δείχνει δτι δλοι οί φιλοσοφικοί όρισμοΐ τής ούσίας τοΰ άνθρώπου άντιστοιχούν σέ στιγμές αύτής τής παραγωγής. Ό δρος "παραγωγή" είναι ούσιαστικός γιατί περιέχει τούς άλλους δρους καί τούς έξηγεί: γιατί 169
ττερίέχει καί προϋποθέτει στόν άνθρωπο τή Φύση,-ςή δράση καί τή γνώση. Είναι μιά λέξη πού συχνά τήν καταλαβαίνουμε σάν πολύ άσήμαντη, γιατί χρησιμοποιείται μέ τήν πιό περιορισμένη της έννοια, δμως ύποδηλώνει δλη τήν μεγαλοπρέπεια τού άνθρώπου.* Η άλήθεια της δέν είναι άκόμα αύταπόδεικτη, έπειδή άκόμα καί σήμερα ή άνθρώπινη ζωή δέν παράγεται συνε-ιδητά καί δέν άντιλαμβάνεται τήν δική της παραγωγή. Κινείται μέσα στό Φετιχισμό, σάν έναν τρόπο ύπαρξης καί συνείδησης. Τό άντικείμενο πού παράγεται μέ τήν έργασία... άντιτίθεται στόν άνθρωπο σάν ένα άλλότριο δν, σάν μιά άνεξάρτητη δύναμη. "Οπως άκριβώς, στή θρησκεία, ή αύθόρμητη δραστηριότητα τής φαντασίας, τοΰ νού καί τής άνθρώπινης καρδιάς, έπιδρά στό άτομο μ'έναν τρόπο πού είναι άνεξάρτητος άπό αύτόν, σάν μιάάλλότρια δραστηριότητα, είτε θεϊκή είτε διαβολική, έτσι καί ή δραστηριότητα τοΰ παραγωγού δέν είναι ή δική του αύθόρμητη δραστηριότητα... Ή ζωτική του δραστηριότητα, ή παραγωγική ζωή τοΟ άνθρώπου, έμφανίζεται σ'αύτόν μόνον σάν ένα μέσο, γιά νά ίκανοποιήσει μιάν άνάγκη:τή φυσική άνάγκη έπιβίωσης... 'Η ίδια ή Ζωή έμφανίζεται μόνον σάν ένα μέσο..." (Μ). ""Ολη ή παραγωγή είναι μιά οίκειοποίηση τής Φύσης άπ' τό άτομο, μέσα σέ μιά κοινωνική μορφή καί μέ τήν βοήθειά της" (ΚΡΟ) . Αύτό πού λέμε ότι σήμερα ή ούσία τοΟ άνθρώπου είναι άκόμα "άλλοτριωμένη", σημαίνει πάνω άπ'δλα δτι οί μορφές τής κοινωνίας μας δέν έπιτρέπουν αύτήν τήν οίκειοποίηση τής Φύσης άπό τό άτομο. Αύτό πού θά έπρεπε (μιλώντας ήθικά) νά είναι ένας "αύτοσκοπός" είναι άκόμα μόνον ένα μέσο: ή δημιουργική δραστηριότητα τοΰ άνθρώπου, ή ούσία του, ήάτομικότητά του. Ή σημερινή κατάσταση είναι άφόρητη, έπειδή ή άνθρώπινη πραγματικότητα είναι βαθύτερα διασπασμένη πα 170
pd ποτέ. Σήμερα φαίνεται, σάν νά έχουν μαζευτεί μαζί όλες οί δυνατές ποικιλίες διαίρεσης, διασποράς καί άντίφασης, σά νά έχουν συγκλίνει μέ σκοπό νά προκαλέσουν στόν άνθρωπο άνείπωτο πόνο. *Η πραγματικότητα τοΟ άνθρώπινου βρίσκεται σέ κίνδυνο, συγχέεται μέσα στό νοΟ μας καί άπειλεΐται στήν συγκεκριμένη της ύπαρξη . "Εχει φτάσει μιά έποχή "όπου δ,τι δ άνθρωπος θεωρούσε άναλλοτρίωτο έχει γίνει άντικείμενο συναλλαγής ή άνταλλαγής καί μπορεί νά άλλοτριωθεί". Ήάρετήκαί ή συνείδηση, ή άγάπη καί ή γνώση, πού μέχρι τώρα προσφέρονταν γενναιόδωρα, σάν ένα δώρο, έχουν έμπορικοποιηθεί. "Αύτή είναι ή έποχή τής γενικής διαφθοράς, τού παγκόσμιου άργυρώνυτου" (ΜΡ). Ή άνάγκη γιά χρήμα είναι ή μόνη άληθινή άνάγκη "πού δημιουργήθηκε άπό τήν πολιτική οίκονομία", μέ άποτέλεσμα δτι "ή ποσότητα τού χρήματος γίνεται όλο καί περισσότερο ήπιό ούσιαστική ίδιότητα τού άνθρώπου". Αύτή ή άλλοτρίωση δημιουργεί, μερικές φορές καί μέσα στά ίδια τά άτομα, ταυτόχρονα έκλεπτυσμένες καί τεχνητές μορφές άπληστίας καί μιάν κτηνώδη άπλοποίηση τών άναγκών τους. Ό άνθρωπος πέφτει πιό χαμηλά κι άπό τά ζώα. Μπαίνει στήν μοναξιά. Μερικές φορές φτάνει σέ σημείο νά χάνει άκόμα καί τήν έπιθυμία γιά άληθινό έμπόριο μέ τούς συνανθρώπους του. Τό σύνολο τής ζωής είναι γι' αύτόν, μιά άλλότρια δύναμη πού τήν αισθάνεται "νά γλιστράει μέ«7 άπό τά χέρια του". Ή κοινωνική ούσία είναι άπάνθρωπη, είναι πολύ άπλά χρήμα. Μ" αύτόν τόν τρόπο είναι άκριβώς μιά οίκονομική ούσία: "τά μέσα τής συντήρησής μου άνήκουν σέ κάποιον άλλον. 'Οποιοδήποτε κι άν είναι τό άντικείμενο τής έπιθυμίας μου είναι ή άπρόσιτη κατοχή κάποιου άλλου. Καθετί είναι διαφορετικό άπό τόν έαυτό του. 'Ακόμα καί ή δραστηριότητά μου είναι διαφορετική. Τελικά —καί αύτό ίσχύει καί γιά τόν καπιταλιστή— μιά άπάνθρωπη δύναμη έξουσιάζει τό σύνολο" (ΜΡ). Τό άπάνθρωπο είναι άκριβώς αύτή ή ύπεροχή 171
τοΟ οικονομικού: ή ούσία τοΟ Ανθρώπου έχει παραδοθεί σ'ένα πράγμα, στό χρήμα, στό Φετίχ. (Είναι άρκετά χαρακτηριστικό σύμπτωμα τής σημερινής Αντιστροφής τών Αξιών τό γεγονός ότι ό Μάρξ κατηγορήθηκε γιά "άπόλυτον οίκονομικισμό", ένώ ό ούσιαστικός σκοπός τής φιλοσοφίας του είναι νά ύπερβεϋ τόν οικονομικό άνθρωπο). Εάν άτομο, ό καπιταλιστής εϋναι ένας άνθρωπος "άποστερημένος" άπό καθετί έκτός άπό τό χρήμα. "Ομως αύτός πού δέν είναι καπιταλιστής δοκιμάζει μιάν πιό βάναυση στέρηση, μιά καί τό κοινωνικό περιεχόμενο κι' ή ζωντανή του ούσία είναι άσχετες μέ τό άτομο. Δέν έχει χρήμα, πού αύτό είναι ή μοναδική έννοια μιάς κοινωνικής ζωής πού βασίζεται στό κέρδος. *0 άνθρώπινος άνθρωπος είναι άδιανόητος έξω άπό μιάν κοινότητα. "Ολες οί κοινωνικές δομές έχουν προσδιορίσει μιάν κάποια ένότητα. Παρόλ'αύτά, όποτε μιά κοινότητα διχάζεται άπό έσωτερικές συγκρούσεις, είτε λανθάνουσες είτε έμφανείς, παύει νά είναι μιά άληθινή κοινότητα.Ό άνθρωπος ξαναγυρίζει στήν κατάσταση τού ζώου γιά τόν άνθρωπο, καί στή συνέχεια Αλλοτριώνεται τό Ανθρώπινο καί .ή Ανθρώπινη κοινότητα. Ή σημερινή πολύμορφη Αλλοτρίωση τού Ανθρώπου καί τής κοινότητας βασίζεται στήν Απάνθρωπη κατάσταση όρισμένων κοινωνικών όμάδων, πού ή πιό σημαντική άπό αύτές είνα), τό σύγχρονο προλεταριάτο. Αύτή ή κοινωνική όμάδα άποκλείεται άπό τήν κοινότητα, ή διαφορετικά γίνεται δεκτή μόνον φαινομενικά, μέ τά λόγια —μέ σκοπό νά γίνει δυνατή ή πολιτική της έκμετάλλευση. Ούτε στήν ύλική της ούτε στήν πνευματική της κατάσταση συμμετέχει στήν κοινότητα, καί όποτε ένεργεί γιά νά τό πετύχει οί έχθροί της λένε ότι καταστρέφει τήν κοινότητα. Εέ μιάν κοινωνική δομή βασισμένη στήν ιδιωτική ιδιοκτησία τών κύριων μέσων παραγωγής, τό προλεταριάτο είναι άπλώς ένα όργανο άνάμεσα σέ πολλά, ένα "προσάρτημα στή μηχανή" (ΜΑΝ). "0 σύγχρονος έργάτης πρέ172
πει. νά πουλήσει τήν έργασία-δύναμή του, γίνεται ένα έμπόρευμα, ένα πράγμα άνάμεσα σέ άλλα πράγματα.'Η έργασία είναι μιά έΕωτερική δύναμη, "άσκείται πάνω στό άτομο δπως πάνω σ' ένα πράγμα" (Κ III). "Οσο περισσότερο παράγει δ έργάτης μέ τήν έργασία του (δ ΜάρΕ είχε ήόη γράψει στά 1844), τόσο περισσότερο ίοχυρός γίνεται δ άλλότριος κόσμος τών άντικειμένων πού δημιουργεί άντίθετα σ' αύτόν, καί τόσο περισσότερο ψτωχαίνει ό έσωτερικός του κόσμος... *Η έργασία του είναι άσχετη μέ τόν έργάτη. Δέν έπιβεβαιώνει τόν έαυτό του μέ τήν έργασία του άλλά τόν άρνιέται καί αίσθάνεται δυστυχισμένος... Αίσθάνεται τόν έαυτό του μόνον έ£ω άπό τήν έργασία του. Κατά συνέπεια ή έργασία του δέν είναι ή ικανοποίηση μιάς άνάγκης άλλά μόνον ένα μέσο Ικανοποίησης άναγκών άνεΕάρτητων άπό αύτόν... Ή δραστηριότητα τοΰ έργάτη, λοιπόν, δέν είναι ή αύτο-δραστηριότητά του. 'Ανήκει σέ κάποιον άλλον, είναι ή άπώλεια τού έαυτοΰ του. Εάν άποτέλεσμα, ό άνθρωπος πού έργάζεται δέν αίσθάνεται πιό έλεύθερος παρά μόνον στίς ζωώδεις λειτουργίες του: φαγητό, πιοτό, άναπαραγωγή. Ετίς άνθρώπινες λειτουργίες του αίσθάνεται δτι δέν είναι τίποτ'άλλο παρά ένα ζώο. "Αληθινά, τό φαγητό, τό πιοτό καί ή άναπαραγωγή είναι κι αύτά αύθεντικάάνθρώπινες λειτουργίες. 'Ομως μέ τήν άφαίρεση πού τά διαχωρίζει άπό τίς άλλες σφαίρες τής δραστηριότητας καί τά μετατρέπει σ' έναν σκοπό, γίνονται ζωώδη... Αύτή ή σχέση είναι έκείνη τοΰ έργάτη καί τής δικής του δραστηριότητας στό μέτρο πού είναι άλλότρια γι αύτόν (Μ). "Ετσι οί παραγωγοί (καί σάν άτομα καί σάν όμάδα), άποχωρί ζονται καί στερούνται τά άγαθά πού "έχουν δημιουργήσει. Οί παραγωγοί σάν σύνολο δέν δέχονται τά ύλικά προϊόντα σάν σύνολο μέ σκοπό νά τά καταναλώσουν. Ή οίκονομική συνέπεια αύτού είναι ή σχετική ύπερπαρα173
γωγή τιού μετατρέπει τήν άφθονία, πού σήμερα είναι μιά δυνατότητα, σέ στέρηση —σέ κρίση, σέ πολιτικές καί οικονομικές συγκρούσεις. Ή ζωή τής άνθρώπινης κοινότητας διασπάται. Ή δημιουργική δραστηριότητα γίνεται ένα μέσο γιά τό άτομο, πού μ'αύτόν τόν τρόπο διαχωρίζεται άπό τήν κοινότητα. Συγκεκριμένα, ή κοινότητα είναι μόνον ένα μέσο γιά τά άτομα πού κατέχουν τά μέσα παραγωγής. Μ'αύτόν τόν τρόπο ή άλλοτρίωση έπεκτείνεται στό σύνολο τής ζωής, καί τό άτομο δέν μπορεί νά τής ξεφύγει. "Οποτε προσπαθεί νά άπελευθερωθεί άπομονώνεται στόν έαυτό του, πράγμα πού ôév είναι παρά μιά έντονη μορφή άλλοτρίωσης. *Η άνθρώπινη ούσία προκύπτει άπό τήν όλότητα τής κοινωνικής διαδικασίας. Τό άτομο μπορεί νά τήν φτάσει μόνον άν έχει μιάν όρθολογιστική καί συνεπή σχέση μέ τήν κοινότητα. Δέν πρέπει ούτε νά διαχωρίσει τόν έαυτό του άπό τήν κοινότητα, ούτε νά χαθεί μέσα της. Παρόλ'αύτά, στήν δική μας κοινωνία, στήν όποία οί σχέσεις φαίνεται νά έχουν άντιστραφεί, τό άτομο μπορεί νά πιστεύει ότι πραγματώνει τόν έαυτό του άπομονώνοντάς τον, καί σ'αύτήν τήν περίπτωση είναι άκόμα πιό βαθιά "στερημένος" καί άποκομμένος άπό τή βάση του, άπό τίς κοινωνικές του ρίζες. Μπορεί νά συλλάβει τόν έαυτό του μόνον σάν μιά θεωρητική άφαίρεση (σάν ψυχή, έσώτερη ζωή, ίδανικό) ή σάν ένα βιολογικό δν (σώμα, σεξουαλική έπιθυμία). Υίοθετεί καί άναπαράγει μέσα του, μέ μιάν πιό έντονη μορφή, τή διάσπαση τής κοινότητας. "Η άντίφαση μέσα του είναι πολύμορφη: άνάμεσα στό άσυνείδητο καί τή συνείδηση,άνάμεσα στό φυσικό καί τό άνθρώπινο, άνάμεσα στό κοινωνικό καί τό άτομικό, άνάμεσα στό ένστικτο καί τόν όρθολογισμό, άνάμεσα στό περιεχόμενο καί τή μορφή —άνάμεσα στήν πρακτική καί τήν θεωρία. Τό προλεταριάτο είναι τό συγκεκριμένο στοιχείο αύτής τής κοινωνίας, ή πρακτική της πλευρά. Μέσω τής έργασίας του βρίσκεται σέ σταθερή έπαφή μέ τήν ύλικό174
τητα καί τήν Αντοχή τών πραγμάτων, μέ τίς Αντιφάσεις τής δεδομένης ύπαρξης. Ό διαλεκτικός ύλισμός διαμορφώθηκε σάν έκφραση τοΟ προλεταριάτου, άν καί ύπερβαίνει τούς περιορισμούς τής προλεταριακής κατάστασης άκριβώς συνειδητοποιώντας τες, στό δνομα τής φιλοσοφικής κουλτούρας, τής οικονομικής έπιστήμης καί δλων τών έλπίδων τών κοινωνικών μεταρρυθμιστών. Τό προλεταριάτο κατά συνέπεια κατέχει δρισμένα ούσιαστικά στοιχεία τού άνθρώπινου. Άπό τήν άλλη μεριά, ήάστική τάξη κατέχει κάποια άλλα έξίσου ούσιαστικά στοιχεία: τόν δρθολογισμό καί τήν κουλτούρα. Αύτά τά τελευταία, άπλώς έπειδή έχουν διαχωριστεί άπό τά πρώτα, έχουν γίνει άφηρημένα καί τυπικά. * Η κοινότητα τού άνθρώπου έχει άντικατασταθεί άπό τήν λίγο ή πολύ καλυμμένη άσκηση βίας πάνω σ' ένα ούσιαστικό μέρος τού άνθρώπου -άπό τήν άπέραντη διασπορά μέσα στόν άτομικισμό καί τόν άνταγωνισμό τών συναγωνιζομένων άτόμων. Αύτή ή διασπορά έκδηλώθηκε άκόμα καί μέσα στήν ίδια τήν άτομικότητα. Τό συγκεκριμένο, πρακτικό ή φυσικό στοιχείο έχει διαχωριστεί άπό τό δρθολογιστικό ή τό πολιτιστικό. Ό δρθολογισμός έλέγχει τό συγκεκριμένο περιεχόμενο μέ τή βία. Οί πνευματικές δυνάμεις, στερημένες περιεχόμενου, λειτουργούν άφηρημένα. Τό καλλιεργημένο άτομο έγινε ό "θεωρητικός άνθρωπος" πού περιέγραφε δ Νίτσε. Ή ύλική καί πνευματική διάσπαση τής κοινωνίας μας μπορεί μόνον νά χειροτερέφει. "Εχει μπεί άναγκαστικά στήν παρακμή της (δπως έπιβεβαιώνεται άπό τήν είδική οίκονομική άνάλυση). Γιά νά μπεί ένα τέλος σ'αύτήν τήν κατάσταση πρέπει νά ύπερβούμε τήν κοινωνική δομή πού ύποτάσσει τήν μιά τάξη στήν άλλη, καί ύποδουλώνειτό ένα βαθύ στοιχείο τής άνθρώπινης πραγματικότητας στό άλλο, έπειδή αύτά τά άνθρώπινα στοιχεία τά χειρίζοντας συγκρουόμενες όμάδες. Πρέπει νά ξεπεράσουμε μιάν οίκονομική όργάνωση πού μέσα σ' αύτήν τό προλεταριάτο είναι μόνον ένα δργανο παραγωγής καί δπου, άντίστοι175
χα, ή πραγματικότητα τής παραγωγής ύποτιμάται. Συγκεκριμένα, γιά νά λύσουμε τήν άντίθεση άνάμεσα στόν άτομικό καί τό κοινωνικό, γιά νά άνακαλύψουμε τόν σύνδεσμο καί τήν ένότητα άνάμεσα στά στοιχεία τού περιεχόμενου, πρέπει νά συνειδητοποιήσουμε όλοκληρωμένα τήν πράξη. 'Εφόσον οί περιορισμοί τής συνείδησής μαΓ, βασίζονται αύτοί καθ' έαυτοί σέ μιάν όρισμένη πράξη (έκείνη τής δικής μας οικονομικής καί κοινωνικής δομής), αύτό πρέπει νά ξεπεραστεί ώστε νά μπορέσουμε νά δημιουργήσουμε μιάν καινούργια πράξη, μιά συνεπή, "σχεδιασμένη ". Μπορεί στήν πραγματικότητα νά είμαστε κοντά στό νά φτάσουμε τήν άνθρώπινη ούσία σ' αύτήν τήν άκραία διασπορά καί άντίφαση, στήν ύλική καί πνευματική μας"άθλια κατάσταση . Αύτή ή ούσία θά φτάσει σέ μιάν πλουσιότερη ένότητα έπειδή έχει Αλλοτριωθεί σέ μιάν τέτοια πολλαπλότητα. Είναι τόσο βαθιές οί άντιφάσεις ώστε κάνουνε τήν ένότητα έπιτακτική. Μ" αύτόν τόν τρόπο, στόν ύλιστικό άνθρωπισμό, οί ίδέες τού ιδεαλιστή γίνονται άκόμα πιό άκριβείς: τό En-Soi καί τό Pour-Soi, ό σπόρος καίήέκπλήρωση, ή άλλοτρίωση καί ή ύπέρβαση, τό άντικείμενο καί τό ύποκείμενο, ή ούσία καί ή ύπαρξη. Ξεκινώντας άπό μιάν άνάλυση τής Πράξης, είναι δυνατό νά δείξουμε πώς οί στιγμές τής δραστηριότητας άποκτούν ύπαρξη, καθώς καί οί κατηγορίες τής σκέψης καί τής δράσης, καί οί διάφορες σφαίρες τής γνώσης. Ή διαλεκτική έννοια τής άλλοτρίωσης έξουσιάζει καί συνοψίζει αύτήν τήν περιγραφή τού άνθρώπου στό Γίγνεσθαι του. Λαμβάνει υπόψη τό σημερινό δράμα καί τό ιστορικό δράμα τού άνθρώπινου. Δίνει μιάν τελική σημασία στήν Πράξη. 'Αντίστροφα,ή άνάλυση τής Πράξης δίνει έναν θετικό χαρακτήρα σ'αύτή τήν έννοια. *0 όλοκληρωμένος άνθρωπος είναι καί τό ύποκείμενο καί τό άντικείμενο τού Γίγνεσθαι. Είναι τό ζωντανό ύποκείμενο πού άντιτίθεται στό άντικείμενο καί ξεπερ176
νάει αύτήν τήν Αντίθεση. Είναι τό ύποκείμενο πού διασπάται σέ μερικότερες δραστηριότητες καί σκόρπιους προσδιορισμούς καί πού ξεπερνάει αύτήν τήν διάσπαση. Είναι τό ύποκείμενο τής δράσης, καθώς καί τό τελικό της άντικείμενο, τό προϊόν της άκόμα κι άν φαίνεται ότι παράγει έξωτερικά άντικείμενα. *0 όλοκληρωμένος άνθρωπος είναι τό ζωντανό ύποκείμενο-άντικείμενο, πού πρίν άπ'όλα κομματιάζεται, διασπάται καί δένεται μέ τήν άνάγκη καί τήν άφαίρεση. Μέσα άπό τό κομμάτιασμά του, κινείται πρός τήν έλευθερία. Γίνεται Φύση, άλλά έλεύθερη. Γίνεται μιά όλότητα, όπως ή Φύση, δμως έλέγχοντάς τη\>. Ό όλοκληρωμένος άνθρωπος είναι "άποάλλοτριωμένος" άνθρωπος. Μιά πρακτική καί ύλιστική φιλοσοφία δέν μπορεί νά προσφέρει ένα ύπερβατικό Cδανικό. Τό Ιδανικό της πρέπει νά είναι μιά λειτουργία τής πραγματικότητας. Πρέπει νά έχει τίς ρίζες της μέσα σ'αύτήν τήν πραγματικότητα, καί νά ύπάρχει ήδη έκεί, σάν μιά δυναμικότητα. Τό ίδανικό τού όλοκληρωμένου άνθρώπου ικανοποιεί αύτήν τήν άπαίτηση. 'Επιπλέον, ή πραγματικότητα αύτοΰ πού είναι άνθρώπινα δυνατό μπορεί νά προσδιοριστεί έπιστημονικά, μέ είδικά οίκονομική ή κοινωνιολογική έρευνα. Ή άνθρώπινη άλλοτρίωση θά πάψει μέ "τήν έπιστροφή τοΰ άνθρώπου στόν έαυτό του", δηλαδή μέ τήν ένότητα δλων τών στοιχείων τοΰ άνθρώπινου. Αύτόςό "τέλειος νατουραλισμός" συμπίπτει μέ τόν άνθρωπισμό. Θά δημιουργήσει τόν άνθρώπινο άνθρωπο διατηρώντας όλόκληρο τό περιεχόμενο τής έξέλιξής του. "Αύτό είναι τό άληθινό τέλος τής διαμάχης άνάμεσα στήν ύπαρξη καί τήν ούσία, άνάμεσα στήν άντικειμενικοποίηση καί τήν έπιβεβαίωση τοΰ έαυτοΰ, άνάμεσα στήν έλευθερία. καί τήν άνάγκη, άνάμεσα στό άτομο καί τό είδος. Λύνει τό μυστήριο τής ιστορίας καί ξέρει δτι τό λύνει"®. Αύτή ή όργάνωση τής άνθρώπινης κοινότητας δέν θά βάλει γέλος στήν ιστορία, άλλά μάλλον στήν "προ-ιστο177
ρία" τοΟ άνθρώπου, τήν "φυσική του ίστορία", προτοΟ διαφοροποιηθεί πλήρως άπό τά ζώα. Θά έγκαινιάσει τήν έποχή μιάς αύθεντικής άνθρωπότητας, στήν όποια ô άνθρωπος θά έλέγχει τήν δική του μοίρα καί θά προσπαθεί έπιτέλους νά λύσει τά είδικά άνθρώπινα προβλήματα:έκείνα τής εύτυχίας, τής γνώσης, τήςάγάπης καί τού θάνατου. Θά έχει άπελευθερωθεί άπό τίς συνθήκες πού έκαναν αύτά τά προβλήματα άλυτα. Γιά παράδειγμα,ή βιολογική άνισότητα άνάμεσα στά άτομα είναι ίνα άναμφισβήτητο γεγονός, δμως είναι τερατώδες νά χρησιμοποιούμε αύτό τό γεγονός, ή νά τό τονίζουμε, μέ σκοπό νά έπωφεληθούμε. Σέ μιάν άνθρώπινη κοινωνία τέτοια προβλήματα θά τίθενται καί θά έΕετάζονται μέ σκοπό νά λυθούν πρακτικά. Ή συγκεκριμένη κοινωνική ίσότητα δέν θά καταργήσει τίς φυσικές άνισότητες άλλά, άντίθετα, θά τίς φανερώσει, δίνοντας τήν εύκαιρία στά άτομικά ταλέντα νά έκπληρωθοΰν. Μετά άπό αύτό ό πόλεμος πρέπει νά συνεχιστεί στό βιολογικό στοιχείο, γιά νά έλεγχθεί καί γιά ν'άνακαλυφθούν καί νά κατακτηθούν οί άνάγκες πού πηγάζουν άπό τήν κληρονομικότητα, τό γεωγραφικό ή φυλετικό άναπόφευκτο, κλπ. Μ'αύτόν τόν όρισμό, δ άνθρωπισμός έχει μιά ποσοτική πλευρά: βασίζεται στήν έΕέλιΕη τών δυνάμεων τής παραγωγής. "Εχει έπίσης μιά ποιοτική πλευρά. Κάθε άνθρώπινη κοινότητα έχει μιάν Ιδιότητα ή ένα στύλ. Οί άνθρώπινες κοινότητες καί τά στύλ ύπάρχουν ήδη: σάν έθνη, πολιτισμοί καί παραδόσεις. Όδλοκληρωμένος άνθρωπισμός δέν σκοπεύει νά καταστρέφει αύτές τίς κοινότητες άλλά άντίθετα νά τίς άπελευθερώσει άπό τούς περιορισμούς τους, νά τίς έμπλουτίσει, ώστε νά τείνουν πρός μιάν συγκεκριμένη παγκοσμιότητα χωρίς νά χάσουν καθόλου τή πραγματικότητά τους. Ή συνολική κίνηση πρέπει νά συνεχιστεί, άναπτύσσοντας καί περιέχοντας τό περιεχόμενο τού σήμερα. Γιά έναν τέτοιον άνθρωπισμό, ό ύπέρτατος σκοπός δέν είναι ή κοινωνία, άλλά δ δλοκληρωμένος άνθρωπος. 178
Ό όλοκληρωμένος άνθρωπος είναι ίνα έλεύθερο Ατομο μέσα σέ μιάν έλεύθερη κοινότητα. Είναι μιά άτομικότητα πού άνθισε μέσα στήν άπεριόριστη ποικιλία τών δυνατών άτομικοτήτων. "Ομως αύτό δέν είναι τό ά ν α π ό φ ε υ κ τ ο άποτέλεσμα τής άνθρώπινης προϊστορίας, δέν είναι δυνατό νά παραχθεί άπό τόν οίκονομικό φαταλισμό, ούτε άπό κάποια μυστηριακή τελικότητα τής ιστορίας, ούτε άπό ένα νόμο τής "κοινωνίας". Τά ζωντανά άτομα πού δρούν γιά λογαριασμό της μπορεί νά νικηθούν. Ή άνθρωπότητα μπορεί νά φτάσει σέ κατάσταση σύγχυσης καί χάους. Ή λύση βρίσκεται μέσα στή συνολική κίνηση. Δίνει μιάν κατεύθυνση στήν θεώρησή μας τού μέλλοντος, στίς δραστηριότητές μας καί στή συνείδησή μας, άλλά δέν τίς καταργεί. Πώς θά ήτανε δυνατό ό οικονομικός καί κοινωνικός αύτοματισμός νά φτάσει σ' ίνα τέλος αύτόματα; Ή τέχνη πάντοτε είχε μέσα της μιάν ένταση, μιάν προσπάθεια γιά μιάν δλοκληρωμένη πράξη. Ετήν μουσική ένα μερικότερο στοιχείο τής αίσθησης-συνείδησής μαςήχος - τείνει νά έπεκταθεί στά μέτρα τού περιεχόμενου τής συνείδησης: σάν ρυθμός, κίνηση, πάθος, έρωτισμός ή πνευματισμός. Τό ίδιο ίσχύει καί γιά τήν ζωγραφική μέ τό όπτικό στοιχείο. Ή τέχνη τών περασμένων έποχών, πού ή κοινωνική τους δομή δέν έχε ι πιά καμιά πρακτική σημασία γιά μάς, παραμένει άναντικατάστατης άξιας. Καί στήν πιό μυστικιστική ποίηση μπορούμε έπίσης νά βρούμε κάποιες προαισθήσεις αύτής τής όλοκληρωμένης πράξης, πού είχε δνομαστεί τό Θεϊκό ή τό "Υπεράνθρωπο, καί είχε πάντα προβληθεί έξωάπότόν άνθρωπο στό δνομα τών ύπερκόσμιων συναισθημάτων ταυτόχρονα φλογερών καί σκοτεινών. Μέχρι τώρα,ή προσπάθεια γιά μοναδικότητα σχεδόν πάντοτε έκδηλώθηκε στήν Αλλοτρίωση. Ό άνθρωπος έλπιζε νά βρει ένότητα και συμφιλίωση μέ τόν έαυτό του, νηφαλιότητα καί σωτηρία, σέ κάποια έξωτερική πεποίθηση. "II ένότητα τού άνθρώπου μέ τήν κοινότητα Αναζητήθηκε σέ θρησκε'-τι»:ές τε179
λετουργίες ή ήθικές προσταγές. 'Η ένότητα τοΟ άνθρωπου μέ τό σύμπαν φαινόταν νά έχει κατορθωθεί σέ όρισμένες στιγμές έκστατικής έπικοινωνίας, μέ τήν όποια ή συνείδηση ξεπρόβαλε άπό τόν έαυτό της καί πού ή έντασή της ήτανε δυνατή μόνον σάν τίμημα μιάς μακριάς αύτοπειθαρχίας. Τέτοια πετάγματα δέν δίνουνε μιάν άληθινή λύση. Ή στιγμή τής άλλαγής θρησκείας, τής κοινωνίας ή τής έκστασης, άπό τή στιγμή πού παύει, φέρνει τό άνθρώπινο δν πίσω στήν άθλιότητά του, πιό βαθιά κομματιασμένο καί πιό άπελπισμένο παρά ποτέ: τό δν του ήτανε έξω άπό τό άνθρώπινο. Άπ'δλες αύτές τίς προσπάθειες μόνον ή τέχνη είναι αύτή πού διατήρησε τήν μεγαλύτερη άξία γιά μάς. Ή ίδέα τού όλοκληρωμένου άνθρώπου έπεκτείνει αύτές τίς προσπάθειες, άλλά σέ θετικό καί άποτελεσματικό έπίπεδο. Περιέχει μέσα της τίς πιό ψηλές άξιες τού παρελθόντος, ειδικά τήν τέχνη, σάν μιά παραγωγική μορφή έργασίας άπελευθερωμένης άπό τά χαρακτηριστικά τής άλλοτρίωσης, σάν ένότητα τού προϊόντος καί τού παραγωγού, τού άτομικού καί τού κοινωνικού, τού φυσικού "Οντος καί τού άνθρώπινου δντος. Αύτό τό ύψιστο ιδανικό δίνει στό Γίγνεσθαι μιάν σημασία, έπειδή περιέχεται μέσα στό ίδιο τό Γίγνεσθαι. *0 όλοκληρωμένος άνθρωπος είναι ή Ίδέα,έκείνη ή ίδέα πού ό ιδεαλισμός ύποβάθμισε μονόπλευρα στή θεωρητική δραστηριότητα, καί πού τήν άντιλήφθηκε σάν έξωτερική ζωή, έτοιμη μέσα άπ" τό άπόλυτο. Τελικά, ή δλοκληρωμένη πράξη θά είναι ύπέρταταάτομικοποιημένη καί θά έπεκτείνεται στά μέτρα τής δύναμης τής ζωής, ύπέρτατα δρθολογιστική καί ύπέρτατα άνθρώπινη. "Ομως, βυθισμένη στούς ρυθμούς τής Φύσης, θά είναι μιά μοναδική παρουσία. "Ομως ή άνώτερη, ή πιό βαθιά άνθρώπινη καί δλοκληρωμένη συνείδηση, μπορεί άκόμα μόνον νά τονίσει καί πιό βαθιά άπό τίς άντιφάσεις: έκείνη άνάμεσα στό "Ον 180
καί τό Τίποτα, ή άνάμεσα στή ζωή καί τό θάνατο. Δέν χωράει άμφιβολία ότι ό άνθρωπος ποτέ 6έ θά καταφέρει τελικά νά κατακτήσει τόν θάνατο καί νά κατέχει τό όν του χωρίς τό φόβο ότι θά τό χάσει. "Ομως ό άνθρωπος παλεύει ένάντια στό θάνατο. Ό άνθρώπινος άνθρωπος είναι έκείνος πού έχει δεχτεί αύτήν τήν πρόκληση. Καί δέν είναι μόνον μπροστά του πού βρίσκει τήν άσύλληπτη δύναμη τοΰ Τίποτα, γιατίό θάνατος έχει συνένοχους μεταξύ τών άνθρώπων. Ό άνθρώπινος άνθρωπος άπορρίπτει κάθε συνενοχή μέ τό θάνατο καί ύπό-σχεται κατά συνέπεια στόν έαυτό του νά παλαίψει ένάντια στούς συνένοχους τοΰ θανάτου. Τό φθαρτό άτομο έχει, μέσα στό "Εγώ του, κάτι περισσότερο άπό τόν έαυτό του: έχει άνθρωπο, νού καί Ον. Ό άνθρώπινος άνθρωπος θά προσπαθήσει νά διαβιβάσει καί νά διαιωνίσει αύτό τό "Ov, νά τό κάνει πιό έκτεταμένο καί πιό βαθύ, νά "συμμετάσχει " στό "Ov όσο τό δυνατό περισσότερο. Μ'αύτόν τόν τρόπο πολεμάει τό θάνατο μέσα του. "Ετσι ό "θεωρητικός άνθρωπος" πρέπει νά ύποσχεθεΐ στόν έαυτό του νά ξαναβρεί, νά διασαφηνίσει καί νά ύπερβεί μιάν τεράστια άνθρώπινη πραγματικότητα.Πρέπει ν'άνοίξει τό άφηρημένο θεωρητικό καί τυπικό του 'Εγώ στόν κόσμο. Ή νέα φιλοσοφία έξαρτάται άπό μιάν πραγματική πράξη καί μιάν έπιτακτική άνάγκη, όχι άπό μιάν προϋπόθεση, μιάν άφηρημένη έναλλακτική λύση, μιάν αύθαίρετη διαλεγμένη άξία ή έναν μύθο. Όάγώνας του είναι νά "κάνει άποτελεσματικές" τίς συνδέσεις πού ύπάρχουν άνάμεσα σ' όλα τά στοιχεία καί τίς πλευρές τού περιεχόμενου τής άνθρώπινης συνείδησης καί τοΰ "Οντος. Γι' αύτό τό πρόβλημα, τό μοναδικό κριτήριο είναι πρακτικό: νά έξαλείφθεί ότιδήποτε σταματάει τήν κίνηση, ότιδήποτε διαχωρίζει καί διασπά, ότιδήποτε έμποδίζει τήν 'Υπέρβαση.
181
Πρός τό ολοκληρωμένο περιεχόμενο Ό φιλοσοφικός νοΟς καί ή δράση πού δέν Ικανοποιούνται μέ μιάν άπλώς τυπική τοποθέτηση ή μιάν πλήρως θεωρητική άποψη, μποροΟν νά προσπαθήσουν νά άποφύγουν τό χάσμα άνάμεσα στή μορφή καί τό περιεχόμενο συλλαμβάνοντας άμέσως ένα όρισμένο συγκεκριμένο περιεχόμενο. "Αν δμως ή κίνηση γιά τή σύλληψη ένός μερικότερου περιεχόμενου περιοοίζεται σ'αύτό το £να στοιχείο τοΰ πραγματικού, άναγκαστικά τό κάνει άπόλυτο. Τό μετατρέπει σέ μιά μορφή φετίχ. Γιά παράδειγμα, μπορούμε νά συλλάβουμε σάν περιεχόμενο: τήν ψυχολογική πραγματικότητα τοΰ άτόμου, τήν έθνική κοινότητα,τήν πνευματική πραγματικότητα τοΰ άνθρώπου, τήν άνθρώπινη άνάγκη γιά ένότητα καί πραγματικότητα. Κάθε μιά άπό αύτές τίς "στιγμές" τοΰ πραγματικού, άπό τήν στιγμή πού άπομονώνεται καί γίνεται ύπόσταση, γίνεται δ άρνητής τών άλλων στιγμών καί στή συνέχεια δ άρνητής τού ίδιου τού έαυτού της. Περιορισμένο καί μετατιθέμενο σέ μιά μορφή, τό περιεχόμενο καταπιέζει καί καταστρέφει τή δική του πραγματικότητα. "Ετσι ό έθνικισμός γίνεται ό έχθρός τών έθνικών πραγματικοτήτων, ό φιλελευ182
θερισμός άφήνει τήν έλευθερία νά χαθεί,ό πνευματικισμός γίνεται, δ άντίπαλος τοΟ ζωντανού πνεύματος καί δ Ατομικισμός άντίπαλος τού συγκεκριμένου άτόμου, ένώ ό "δλοκληρωτισμός" άντιτίθεται στήν δλοκληρωμένη πραγμάτωση τοΟ άνθρώπου. Φιλοσοφικά, ή πορεία μ'αύτόν τόν τρόπο μετατρέπει μιά μερική άλήθεια σέ σφάλμα άκριβώς μέ τό νά τήν τοποθετεί στό άπόλυτο. Δημιουργεί ένα μετα-κάτι. Ό φ υ λετισμός είναι μιά μετα-βιολογία, ή θεcopia τοΟ έθνικισμοΟ μιά μετα-ίστορία ή μετα-κοινωνιολογία. Μιά τέτοια πορεία έχει μέσα της όλους τούς κινδύνους τής μεταφυσικής. 'Απορρίπτοντας ένα μέρος τοΟ περιεχόμενου έγκρίνει καί χειροτερεύει τήν διάσπαση τών στοιχείων τοΟ πραγματικού. "Αγνοεί τήν συμβολή τών άλλων σφαιρών, καί έτσι έμφανίζεται σάν μιά ειδικευμένη ή κομματική πορεία. 'Εκφράζει ένα μηχανισμό άμυνας τοΟ άτόμου ή τής όμάδας του μάλλον, παρά ένα νοΟ πού κατευθύνεται πρός τή λύση. Γιά τό νού πού πραγματικά άνησυχεί καί θέλει τήν λύση αύτών τών προβλημάτων μόνον ένας δρόμος ύπάρχει: πρέπει νά προσπαθήσει νά συλλάβει τό όλοκληρωμένο περιεχόμενο. Αύτή ή προ«.ιχαθεια είναι πού θά δώσει τόν όρισμό τής φιλοσοφικής ζωής. Παρίσι, 1938
183
ΣΗΜΕΙΒΣΕΙΣ 1.
Μερικές φορές συνδέεται u' ένα μεταφυσικό Ατομισμό (Ντύρινγκ), μέ μιάν θεωρία πνευματικές δομής (ΧοΟσερλ) Λ μέ μιάν όντολογία τής αίσθησης (φυσική Σχολή τής Βιέννης), άλλάποτέδέν είναι έλεύθερη άηό δογματισμό πού κατανοεί ένα περιορισμένο μέρος τοΟ περιεχόμενου.
2.
Σ'ένα άρθρο πάνω στόν Προυντόν στό "SOZIAL DEMOKRAT".
3.
Βλέπε έπίσης, Φώΰερμπαχ: '"Grundsâtze der Philosophie der Zukunft".
4.
Βλέπε, Χέγκελ: " Ή έπιστήμη τής Λογικής", βιβλίο III καί "Ενγκελς: "Διαλεκτική τής Φύσης".
5.
Στά τελευταία έκατό χρόνια, δπως εΓχε προβλέψει όΜάρΕ, οί έπιστήμες κινήθηκαν πρός τήν ένότητα. Οί' φυσικές έπιστήμες άνθισαν συνειδητοποιώντας τήν άνθρώπινη πραγματικότητα (θεωρία τής πάλης γιά ζωή, ιστορική συνείδηση, στατιστική έπιστήμη κλπ.).
6.
" Ή πιό δύσκολη πρόοδος τοΟ άνθρώπινου νοΟ πρέπει νά θεωρέϋται έκείνη μέ τήν όποία ή φ α ν τ α σ ί α ύ π ο δ ο ύ λ ω ν ε τό π ρ α γ μ α τ ι κ ό καί πού μέσα της ή σ υ ν έ χ ε ι α τ ω ν π ε ι ρ α μ α τ ι κ ώ ν έ π ι σ τ η μ ώ ν διαμορφώθηκε, χάρη στήν όποία τό άνθρώπινο είδος θά όλοκληρώσει τήν κυριαρχία τής σκέψης πάνω στόν πλανήτη πού κάτοικεC...". "'Ηπρόοδος τοΟ κόσμου προχωρεΓ άπ' τά όνειρα, τούς μάγους καί τίς μαντεεες, άπ' τούς χρησμούς καί τούς προφήτες, μέσα άπό τήν χρυσή πύλη τής καλλιτεχνικής φαντασίας, πρός τόν κόσμο μιάς παγκόσμια έγκυρης έπιστήμης πού ύποτάσσει τό πραγματικό στήν άνθρώπινη γνώση...". (Βίλχελμ Ντίλτεη , ""Απαντα", 2η έκδοση, Λειψία 1921, σελ. 343).
7.
Σ'ένα βιβλίο έμπνευσμένο άπ'τόν διαλεκτικό ύλισμό ("Φιλοσοφία γιά έναν σύγχρονο άνθρωπο", Λονδίνο 1938), ô "Αγγλος έπιστήμονάς, Η. Levy, παρουσιάζει μέ σαφήνεια αύτές τίς σχέσεις, χωρίς νά χρησιμοποιεί κανένα μαθηματικό μέσο. Πρβλ. είδικά σ. 148 κ. έπ.
8.
ΜάρΕ - "Ενγκελς: "'Αρχεία", III.