ΑΤΡΟΜΗΤΗ ΚΑΡΔΙΑ Kat Martin Μετάφραση: Δανάη Παπαδοπούλου
ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ A. Β. Ε. Ε. Φειδίου 18,106 78 Αθήνα Τηλ.: 210 3609 438 - 210 3629 723 www.arlekin.gr
Τίτλος πρωτοτύπου: Heart of Courage © 2009 Kat Martin ©2015 ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ABEE για την ελληνική γλώσσα, κατόπιν συμφωνίας με τη Harlequin Books S.A. All rights reserved. Το λογότυπο ΑΡΛΕΚΙΝ και το σχέδιο του Ρόμβου είναι εμπορικά σήματα ιδιοκτησίας της Harlequin Enterprises Limited ή των θυγατρικών εταιρειών της και χρησιμοποιούνται από άλλους κατόπιν αδείας. Η εικόνα εξωφύλλου χρησιμοποιείται κατόπιν συμφωνίας με τη Harlequin Books S.A. All rights reserved. Μετάφραση: Δανάη Παπαδοπούλου Επιμέλεια: Κατερίνα Δημητρίου Διόρθωση: Κυριάκος Μιχελόγκωνας Το βιβλίο αυτό είναι έργο μυθοπλασίας. Τα ονόματα, οι χαρακτήρες, οι τοποθεσίες και τα περιστατικά είτε είναι προϊόν της φαντασίας του συγγραφέα είτε χρησιμοποιούνται κατά τρόπο μυθιστορηματικό. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά πρόσωπα, εν ζωή ή όχι, γεγονότα, τοποθεσίες, ιδρύματα ή επιχειρήσεις είναι εντελώς συμπτωματική. Απαγορεύονται η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή -ολική, μερική ή περιληπτική-, η κατά παράφραση ή διασκευή απόδοση του κειμένου με οποιονδήποτε τρόπο -μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλον-χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του εκδότη, σύμφωνα με το Νόμο 2121 1993 και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. ISBN 978-960-620-678-8 ΜΕΓΑΛΑ ΚΛΑΣΙΚΑ - ΤΕΥΧΟΣ 57 Τυπώθηκε και βιβλιοδετήθηκε στην Ελλάδα
Στην αγαπημένη μου φίλη Κόνι Γκάρτνερ, μια σπουδαία κυρία. Σ’ ευχαριστώ, Κόνι, για τη χαρά που πρόσφερες σε όλους μας. Μας λείπεις!
Κεφάλαιο 1 Λονδίνο, Αγγλία Σεπτέμβριος 1844 Ο ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ ΤΟΥ ΚΟΒΕΝΤ ΓΚΑΡΝΤΕΝ ΞΑΝΑΧΤΥΠΑ. Οι Λονδρέζοι αρχίζουν να ανησυχούν. Ο Θορ διάβασε στα γρήγορα το πρωτοσέλιδο των Τάιμς του Λονδίνου, που έδινε λεπτομέρειες για τον δεύτερο άγριο φόνο που είχε γίνει στην περιοχή του Κόβεντ Γκάρντεν τους τελευταίους έξι μήνες. Σε αντίθεση με τον μεγαλύτερο αδερφό του, τον Λέιφ, στον Θορ δεν άρεσε ιδιαίτερα το διάβασμα. Κατά τη γνώμη του, η μεγαλύτερη χρησιμότητα μιας εφημερίδας ήταν για να τυλίγεις ψάρια. Αναγνώριζε, ωστόσο, ότι ίσως ήταν σημαντικό να παραμένει ενημερωμένος για ό,τι συνέβαινε γύρω του, γι’ αυτό πάλευε με τις αγγλικές λέξεις, με μια γλώσσα που είχε αρχίσει να μαθαίνει μόλις πριν από δύο χρόνια περίπου. Πιο πριν, ζούσε σε ένα μακρινό νησί στο βορρά, έναν απομονωμένο κόσμο που την ύπαρξή του γνώριζαν μόνο μια χούφτα άνθρωποι. Με τη βοήθεια του δασκάλου του, του καθηγητή Πάξτον Χαρτ, είχε μάθει να διαβάζει και να γράφει, να ντύνεται και να κινείται στους κύκλους της αγγλικής κοινωνίας. Τον είχαν βοηθήσει και ο Λέιφ και η σύζυγός του, έτσι η ζωή του εδώ γινόταν ολοένα πιο εύκολη. Παρ’ όλ’ αυτά, στον Θορ άρεσε να βρίσκεται έξω και όχι κλεισμένος σε τέσσερις τοίχους παρέα με ένα βιβλίο. «Ώστε εσύ μου έκλεψες την εφημερίδα μου!» Μια αγανακτισμένη γυναικεία φωνή τράβηξε απότομα την προσοχή του. «Την έψαχνα παντού». Η Λίνζι Γκρέιαμ, με τα χέρια στη μέση, εισέβαλε φουριόζα στο γραφείο, σαν αρπακτικό έτοιμο να ορμήσει στη λεία του. Κρατώντας το πειστήριο της ενοχής του στο πελώριο χέρι του, ο Θορ στεκόταν στο άνοιγμα της πόρτας του πίσω δωματίου των γρα-
φείων του Από Καρδιάς, του γυναικείου περιοδικού που ανήκε στη σύζυγο του αδερφού του, την Κρίστα Χαρτ Ντρόγκαρ, και τον πατέρα της και δάσκαλό του, τον σερ Πάξτον Χαρτ. Ήταν Τρίτη, η παραμονή της κυκλοφορίας του περιοδικού, και τα γραφεία έσφυζαν από δραστηριότητα. «Δεν το έκλεψα», είπε ο Θορ στον άγγελο με τη ρομφαία που ερχόταν καταπάνω του. «Απλώς το δανείστηκα. Ήθελα να μάθω για το φόνο». Τα μάτια της, χρυσοκάστανα μάτια αιλουροειδούς, έπεσαν πάνω του ξαφνιασμένα. «Έγινε κι άλλος φόνος;» Ο Θορ έγνεψε καταφατικά και της έδειξε το πρωτοσέλιδο. «Στο Κόβεντ Γκάρντεν», είπε. «Όπως και την πρώτη φορά». Η Λίνζι πήρε την εφημερίδα και διάβασε βιαστικά το άρθρο. Ήταν ψηλή για γυναίκα, αλλά και πάλι πολύ πιο κοντή από τον Θορ, που έφτανε σχεδόν τα δύο μέτρα. Ήταν λυγερόκορμη, με ανοιχτά χρυσοκάστανα μαλλιά και λεπτά ντελικάτα χαρακτηριστικά. Όμορφη, αλλά όχι ο τύπος του. Ο Θορ, όπως και ο αδερφός του, ήθελε τις γυναίκες του πληθωρικές, χυμώδεις και με μεγάλο στήθος, από εκείνες που είναι φτιαγμένες για να προσφέρουν ευχαρίστηση σ’ έναν άντρα. Η Λέιφ είχε βρει την Κρίστα, το ταίρι της καρδιάς του. Ο Θορ ακόμα αναζητούσε τη γυναίκα που θα γινόταν το δικό του ταίρι. «Άλλη μία γυναίκα δολοφονημένη», μουρμούρισε η Λίνζι με το βλέμμα κολλημένο στην εφημερίδα, «στραγγαλισμένη όπως και η προηγούμενη. Η αστυνομία πιστεύει ότι πρόκειται για τον ίδιο δράστη». Η Λίνζι ήταν η συντάκτρια του καθαρά γυναικείου τμήματος του περιοδικού και έγραφε επίσης μια στήλη με τον τίτλο Καρδιοχτύπια. Ο Θορ ήξερε ότι ήταν πολύ εργατική, μια ιδιότητα που θαύμαζε γιατί κι εκείνος δούλευε σκληρά. Όποτε δεν ήταν στην αποβάθρα για να κουμαντάρει τους φορτοεκφορτωτές που δούλευαν για την εταιρεία του αδερφού του, τη Βαλχάλα Σίπινγκ, δούλευε στο Από Καρδιάς. Και τα χρήματά του τα αποταμίευε για να αγοράσει ένα κτήμα στην εξοχή, μακριά από τον αποπνικτικό αέρα του Λονδίνου.
«Να και κάτι καινούριο», έλεγε τώρα η Λίνζι με τη χαριτωμένη ίσια μυτούλα της χωμένη στην εφημερίδα. «Λέει ότι και τα δύο θύματα ήταν “γυναίκες της νύχτας”». «Πόρνες», είπε ωμά ο Θορ. Η Λίνζι κοκκίνισε. «Αυτό δε σημαίνει ότι δεν πειράζει αν δολοφονούνται». «Δεν είπα αυτό». Η Λίνζι αναστέναξε. «Λυπάμαι τους ανθρώπους που μένουν σ’ αυτή τη συνοικία. Δύο φόνοι μέσα σε έξι μήνες... Πρέπει να είναι τρομοκρατημένοι. Ελπίζω ειλικρινά η αστυνομία να πιάσει το δολοφόνο αυτή τη φορά». «Η εφημερίδα γράφει ότι έχουν βρει κάποια στοιχεία. Πιστεύουν ότι θα καταλήξουν σύντομα σε κάποιον ύποπτο. Και ίσως αυτή τη φορά να τον πιάσουν». «Αναρωτιέμαι τι να βρήκαν». Ο Θορ δεν απάντησε, αφού κανένας τους δεν ήξερε την απάντηση. Απορροφημένη στην εφημερίδα που είχε στα χέρια της, η Λίνζι πήγε στο γραφείο της, κάθισε και συνέχισε να διαβάζει. Στο μέσο του δωματίου, η βαριά τυπογραφική πρέσα Στάνχοουπ περίμενε σιωπηλή, αλλά το επόμενο τεύχος σύντομα θα κυκλοφορούσε και θα πουλιόταν στους δρόμους. Του Θορ του άρεσε να παρακολουθεί την πρέσα να δουλεύει. Η αλήθεια ήταν ότι τον γοήτευαν τα βαριά μηχανήματα που είχε δει από τότε που είχε έρθει στην Αγγλία, όλος αυτός ο εξοπλισμός που μπορούσε να υφαίνει το μπαμπάκι σε ύφασμα ή να μετατρέπει το γυαλί σε αντικείμενα κάθε λογής σχήματος και μεγέθους. Υπήρχαν ακόμα και πανίσχυρες ατμομηχανές που τις έλεγαν σιδηρόδρομους και μπορούσαν να μεταφέρουν τους ανθρώπους σε μακρινά μέρη μέσα σε λίγες ώρες αντί για μέρες. Δεν υπήρχε τίποτα τέτοιο στο απομονωμένο νησί του Ντρόγκαρ όπου είχαν γεννηθεί και μεγαλώσει εκείνος και ο Λέιφ. Οι άνθρωποι στο Ντρόγκαρ ζούσαν όπως και πριν από εκατοντάδες χρόνια. Ήταν πολεμιστές και αγρότες και εκεί δεν υπήρχαν μεγαλουπόλεις σαν το Λονδίνο.
Χαρίζοντας ένα αστραφτερό χαμόγελο στην υπεύθυνη της στοιχειοθεσίας, την Μπέσι Μπριγκς, μια ηλικιωμένη γυναίκα που τον κανάκευε σαν να ήταν γιος της, ο Θορ ξαναγύρισε στα καθήκοντά του, στοιβάζοντας κουτιά και κιβώτια για να κάνει χώρο για τα αυριανά φύλλα. Δεν είχαν περάσει παρά λίγα λεπτά όταν χτύπησε το καμπανάκι πάνω από την εξώπορτα και την προσοχή του τράβηξε ο λιγνός μελαχρινός άντρας με την κάπως γαμψή μύτη που μπήκε μέσα. Φορούσε σκούρα καφέ βελάδα και ανοιχτό καφέ παντελόνι που έδειχναν ακριβά και στο χέρι του κρατούσε ένα από εκείνα τα ηλίθια ημίψηλα καπέλα που τόσο άρεσαν στους Λονδρέζους αλλά ο Θορ αρνιόταν κατηγορηματικά να φορέσει. Ξαναγύρισε στη δουλειά του ξεχνώντας τον επισκέπτη ώσπου άκουσε να υψώνονται θυμωμένες φωνές. Ευχαριστώντας την καλή του τύχη που αυτή τη φορά το αντικείμενο της οργής της Λίνζι ήταν κάποιος άλλος, έριξε μια ματιά από τη μισάνοιχτη πόρτα και είδε τον καλοντυμένο άντρα να στέκεται δίπλα στο γραφείο της. Λογομαχούσαν. Ο Θορ πρόσεξε το σφιγμένο σαγόνι και το δολοφονικό βλέμμα του άντρα και όλες οι αισθήσεις του τέθηκαν σε επιφυλακή. Η Λίνζι έβαλε αγέρωχα τα χέρια στη μέση. «Δε δίνω δεκάρα τσακιστή αν σας αρέσει ή όχι. Αν δεν απατούσατε τη σύζυγό σας, δε θα το είχα ανακαλύψει και δε θα το είχα αναφέρει στη στήλη μου!» «Μικρή σκύλα! Η γυναίκα μου με απειλεί με διαζύγιο. Είμαι ο κόμης του Φόλκροφτ και ένας Γουίτφιλντ και οι Γουίτφιλντ δεν παίρνουν διαζύγιο! Θα ανακαλέσεις αμέσως αυτά που έγραψες, αλλιώς θα φροντίσω προσωπικά να καταστραφείς!» «Μπα; Και πώς σκοπεύετε να το κάνετε αυτό;» Ένα μοχθηρό χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη του κόμη. «Θα κάνω φύλλο και φτερό το παρελθόν σου ώσπου να βρω κάτι που θα σκανδαλίσει το αναγνωστικό κοινό που επιδιώκει να εντυπωσιάζει η στήλη σου. Κάτι θα υπάρχει -πάντα υπάρχει-, όσο νέα κι αθώα κι αν φαίνεσαι. Δε θα σταματήσω να ψάχνω μέχρι να το βρω! Και τότε θα δούμε αν “δίνεις δεκάρα τσακιστή” ή όχι!» Ο Θορ είχε ακούσει αρκετά. Βλέποντας το πρόσωπο της Λίνζι να
χλομιάζει λίγο, πλησίασε με γρήγορες δρασκελιές τον Φόλκροφτ, τον άρπαξε από τα πέτα του πανάκριβου σακακιού του και τον σήκωσε τόσο ώστε μόνο οι μύτες των ποδιών του να αγγίζουν το πάτωμα. «Τέρμα οι απειλές σου στην κυρία. Θα της ζητήσεις συγγνώμη που την έβρισες και μετά θα πάρεις δρόμο». «Άφησέ με κάτω αυτή τη στιγμή!» Αγνοώντας το αποσβολωμένο ύφος της Λίνζι, ο Θορ τον ταρακούνησε, σαν άθλιο υποκείμενο που ήταν. «Είπα ότι θα ζητήσεις συγγνώμη. Κάν’ το τώρα». Ο κόμης έμεινε να ταλαντεύεται στον αέρα, τινάζοντας σπασμωδικά τα πόδια, με τα γυαλιστερά δερμάτινα παπούτσια του κάμποσα εκατοστά πάνω από το δάπεδο. «Εντάξει, εντάξει. Συγγνώμη που σε αποκάλεσα σκύλα. Και τώρα άφησέ με κάτω». Ο Θορ τον άφησε και ο κόμης, με γόνατα που έτρεμαν, κινήθηκε προς την πόρτα. Εκεί κοντοστάθηκε κι έριξε μια φαρμακερή ματιά στη Λίνζι. «Παρά την επέμβαση του μπουλντόγκ σου, εννοούσα την κάθε λέξη που σου είπα. Θα περιμένω να ανακαλέσεις στο επόμενο τεύχος». «Τότε θα περιμένεις πολύ!» του φώναξε η Λίνζι όταν ο κόμης έκανε μεταβολή και βιάστηκε να εξαφανιστεί. Ο Θορ ένιωθε πολύ ικανοποιημένος με τον εαυτό του μέχρι τη στιγμή που η Λίνζι στράφηκε και περιέλαβε κι εκείνον. «Μην το ξανακάνεις ποτέ αυτό!» «Για ποιο πράγμα μιλάς;» «Για την παρέμβασή σου στις δουλειές μου. Μπορώ να τα βγάζω πέρα μόνη μου με τα προβλήματά μου. Δε χρειάζομαι βοήθεια από σένα». Ο Θορ έσφιξε το σαγόνι του. «Ήθελες αυτός ο άνθρωπος να συνεχίσει τις προσβολές του; Δε σε πείραξε που σε αποκάλεσε θηλυκό σκυλί;» Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα και η μια γωνία του στόματός της τρεμόπαιξε, αλλά παρέμεινε σοβαρή. «Με πείραξε. Αλλά μπορούσα να τον χειριστώ μόνη μου». «Ωραία. Την επόμενη φορά που θα σε προσβάλει κάποιος, θα κάνω
ότι δεν ακούω. Σε βολεύει αυτό, κυρία μου;» Το βλέμμα της έμεινε για μια στιγμή καρφωμένο στο δικό του προτού το αποστρέψει. «Με βολεύει. Δε χρειάζομαι βοήθεια ούτε από σένα ούτε από κανέναν άλλον». Ο Θορ κούνησε αποδοκιμαστικά το κεφάλι του. «Πεισματάρα σαν άσχημο άλογο». «Σαν μουλάρι, θέλεις να πεις», τον διόρθωσε. «Πολύ καλά. Πεισματάρα σαν μουλάρι». Η Λίνζι του έριξε μια τελευταία αυστηρή ματιά κι έπειτα γύρισε κι έφυγε. Αναθεματισμένο θηλυκό, σκέφτηκε ο Θορ, προσπαθώντας να πάρει τα μάτια του από το λίκνισμα των γοφών της κάτω από τη φαρδιά της φούστα και να μην αναρωτιέται αν η μέση της ήταν, όπως έδειχνε, αρκετά στενή για να την κλείσει μέσα στα δύο του χέρια. Πώς του είχε έρθει να την προσέξει και να της ρίξει δεύτερη ματιά ούτε κι εκείνος δεν ήξερε. Ένιωσε το κορμί του να σφίγγεται. Αποφασισμένος να σβήσει την ξαφνική σπίθα πόθου που περισσότερο τον θύμωσε παρά τον ερέθισε, επέστρεψε στο πίσω μέρος των γραφείων και ξανάρχισε να ντανιάζει τα υπόλοιπα πάκα με τα περιοδικά. Δεν τον τραβούσε η Λίνζι Γκρέιαμ, όχι. Δεν ήταν ο τύπος της γυναίκας που θεωρούσε έστω και ελάχιστα ελκυστική. Όμως καθώς απομακρυνόταν με χάρη, ο Θορ έπιασε τον εαυτό του να την κοιτάζει ξανά. *** Η Λίνζι τελείωσε τον επανέλεγχο των σημειώσεων που είχε κάνει για τη στήλη αυτής της εβδομάδας. Στο πίσω μέρος των γραφείων, άκουσε τον Θορ να φορτώνει τις δέσμες των τευχών που θα κυκλοφορούσαν την επομένη. Η Λίνζι ήξερε ότι η Κρίστα ανυπομονούσε να βγει αυτό το συγκεκριμένο τεύχος. Είχε ξεκινήσει μια μεγάλη εκστρατεία κατά της παράδοσης του εμπορίου βρεφών, της αποτρόπαιης πρακτικής πώλησης των νόθων βρεφών κάτω από συνθήκες που είχαν ως τελικό αποτέλεσμα το θάνατό τους, μια ριζική και βολική λύση για ένα ανε-
πιθύμητο πρόβλημα. Η κοινή τους φίλη, η Κόραλι Γουίτμορ Φόρσαϊθ, είχε ανακαλύψει τη φοβερή αυτή πρακτική στη διάρκεια της έρευνας για το δολοφόνο της αδερφής της. Όσο η Κόρι απουσίαζε για να ασχοληθεί με τις έρευνες της, είχε αναλάβει η Λίνζι να γράφει την κοινωνική στήλη για το περιοδικό. Τώρα η Κόρι ήταν στο μήνα του μέλιτος με το σύζυγό της, τον κόμη του Τρεμέιν, αλλά όταν επέστρεφαν στην Αγγλία, εκείνη και ο Γκρέι θα πρόσφεραν και τη δική τους υποστήριξη στην εκστρατεία της Κρίστα. Η Λίνζι έριξε μια κλεφτή ματιά από την πόρτα που οδηγούσε στο πίσω μέρος των γραφείων. Είδε τον Θορ να δουλεύει, σηκώνοντας και μεταφέροντας με τα δυνατά του μπράτσα τις δέσμες των περιοδικών σαν να ήταν πούπουλα. Ήταν χειρωνακτική δουλειά, αλλά ο Θορ ήταν άνθρωπος που έδειχνε να του αρέσει η σωματική εργασία. Δεν είχε πάθος με τη μάθηση όπως ο μεγαλύτερος αδερφός του, ο Λέιφ, αλλά αν σκεφτόταν κανείς ότι είχε μόλις δύο χρόνια στην Αγγλία, είχε μορφωθεί αρκετά καλά. Δεν ήξερε πολλά πράγματα για εκείνον, πέρα από το ότι είχε έρθει από κάποιο μικροσκοπικό νησί στα βόρεια των Ορκάδων. Μιλούσε καλά αγγλικά, με μια ανεπαίσθητη ελαφρώς νορβηγική προφορά. Ήξερε να διαβάζει και να γράφει, αν και όχι τόσο καλά όσο μιλούσε, και η Κρίστα και ο πατέρας της του είχαν διδάξει τουλάχιστον τα βασικά που ήταν αναγκαία για να μπορεί να ζει και να κινείται στην πολιτισμένη κοινωνία. Παρ’ όλ’ αυτά, από πολλές απόψεις, ο άνθρωπος αυτός ήταν ένας βάρβαρος. Δεν τον ενδιέφεραν καθόλου οι τέχνες, οι χοροεσπερίδες και τα ριζότο που τόσο απολάμβανε η Λίνζι. Ως κοσμικογράφος του Από Καρδιάς και αρθρογράφος της εβδομαδιαίας στήλης κουτσομπολιού γνωστής ως Χτυποκάρδια, ήταν υποχρεωμένη να συναναστρέφεται την κοινωνική ελίτ και να τα πηγαίνει καλά μαζί της. Και, ως κόρη βαρόνου, η Λίνζι αυτό το κατάφερνε καλά. Της άρεσε η δουλειά της- της άρεσε η ανεξαρτησία που της έδινε. Φυσικά στην αρχή, οι γονείς της είχαν φρίξει στην ιδέα ότι η εικοσιδυάχρονη κόρη τους θα εργαζόταν, αλλά απουσίαζαν πολύ συχνά σε ταξίδια και η Λίνζι είχε επιμείνει ότι χρειαζόταν κάτι για να απασχο-
λείται. Στο τέλος, όπως συνήθως, είχε περάσει το δικό της. Αυτή την περίοδο, για άλλη μια φορά, οι γονείς της ταξίδευαν στην Ευρώπη, αφήνοντας τη Λίνζι στο σπίτι, στη φροντίδα της μεγαλύτερης αδερφής της μητέρας της, της Ντιλάιλα Μάρκαμ, κόμισσας του Άσφορντ. Η Λίνζι συμπαθούσε τη θεία της, μια εξαιρετικά ντόμπρα γυναίκα η οποία, στα σαράντα έξι της χρόνια, είχε ζήσει μια συναρπαστική ζωή και σκόπευε να χαρεί κάθε στιγμή από όσα χρόνια είχε ακόμα μπροστά της. Πράγμα που σήμαινε ότι βασικά η Λίνζι ήταν μόνη της. Ήταν αρχές Σεπτέμβρη και στο γραφείο έκανε ζέστη. Η Λίνζι έκανε αέρα, με την εφημερίδα που διάβαζε μέχρι πριν λίγο και ξανάριξε μια ματιά προς το πίσω μέρος του κτιρίου, εκεί όπου ο Θορ είχε σκύψει να σηκώσει άλλη μια δέσμη. Ντυνόταν πάντα απλά και δε φορούσε ποτέ γιλέκο, ούτε λαιμοδέτη ούτε μαντίλι στο λαιμό. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα όταν αντιλήφθηκε ότι ο άντρας είχε βγάλει το σακάκι του και είχε ξεκουμπώσει το λεπτό πουκάμισό του ως τον αφαλό του. Η Λίνζι έβλεπε το πλατύ του στέρνο, ένα μεγάλο τρίγωνο μελαψού δέρματος, όπου διακρίνονταν οι καλοσχηματισμένοι του μύες, ακόμα και οι γραμμωμένοι μύες της επίπεδης κοιλιάς του. Η δουλειά που έκανε ήταν βαριά και ο ιδρώτας κυλούσε ποτάμι από τα μαύρα του μαλλιά στον ταυρίσιο λαιμό του κι έκανε το πουκάμισό του να κολλάει στο απίστευτο κορμί του. Τα μπράτσα του φούσκωναν από την προσπάθεια και, όταν γύρισε από την άλλη, διαγράφηκαν καθαρά οι μύες που τεντώνονταν στη φαρδιά του πλάτη. Η Λίνζι ένιωσε το στομάχι της να συσπάται. Το μόνο πράγμα που είχε να περηφανεύεται αυτός ο άξεστος γίγαντας ήταν ένα κορμί που θύμιζε το θεό της σκανδιναβικής μυθολογίας από τον οποίο είχε πάρει το όνομά του· και δύο μάτια τόσο γαλάζια που όταν κοιτούσες μέσα τους χανόσουν. Δεν ήταν δίκαιο ένας άντρας να έχει τόσο ωραίο παρουσιαστικό αλλά τόσο φτωχό περιεχόμενο. Απλώς δεν ήταν δίκαιο. Συνέχισε να τον χαζεύει σαν υπνωτισμένη, ώσπου εκείνος στρά-
φηκε προς το μέρος της και την έπιασε να τον κοιτάζει. Σήκωσε το μαυρομάλλικο κεφάλι του κι εκείνα τα απίστευτα γαλάζια μάτια καρφώθηκαν στο πρόσωπό της. «Δεν είμαι ντυμένος ευπρεπώς», της είπε. «Μια καθωσπρέπει κυρία δε θα κοιτούσε». Η Λίνζι σήκωσε αυθάδικα το πιγούνι. «Και ένας καθωσπρέπει κύριος δε γδύνεται μπροστά σε κόσμο!» Γύρισε με φόρα την καρέκλα της από την άλλη, ενώ η καρδιά της χόρευε τρελά στο στήθος της, άρπαξε την πένα της από την ασημένια της βάση, τη βούτηξε στο μελάνι και την κοπάνησε στο χαρτί τόσο δυνατά, που άφησε έναν σκούρο λεκέ καθώς προσπαθούσε να γράψει την πρώτη παράγραφο της στήλης της για το επόμενο τεύχος. Ο Θορ μουρμούρισε κάτι μέσα από τα δόντια του και ξανάρχισε τη δουλειά. «Είσαι καλά;» Η Λίνζι σήκωσε τα μάτια και κοκκίνισε ένοχα στη θέα της εργοδότριάς της και καλύτερής της φίλης, της Κρίστα Χαρτ Ντρόγκαρ, που ζύγωνε στο γραφείο της. Ξεκίνησε να της λέει ότι ήταν μια χαρά μέχρι που ο Θορ πέταξε τα μισά του ρούχα, αλλά σταμάτησε όταν κατάλαβε ότι η Κρίστα αναφερόταν στη λογομαχία που είχε λίγο νωρίτερα με τον κόμη του Φόλκροφτ και όχι με τον Θορ. «Η Μπέσι μου είπε για τον κόμη», συνέχισε η Κρίστα. «Λυπάμαι που δεν ήμουν εδώ». Η Κρίστα ήταν ψηλή, ψηλότερη ακόμα και από τους περισσότερους άντρες, εκτός από το σύζυγό της και τον Θορ. Ήταν όμορφη με τα μεγάλα πράσινα μάτια της και τα χρυσαφένια της μαλλιά. Και είχε βρει στον Λέιφ ακριβώς τον άντρα που της ταίριαζε. Είχαν ένα αγοράκι εννέα μηνών που το λάτρευαν και, έτσι αρρενωπά που έδειχναν να είναι τα δύο αδέρφια, μάλλον η οικογένεια δε θα αργούσε να αποκτήσει και νέο μέλος. Η Λίνζι χαμογέλασε στην Κρίστα. «Καλά είμαι. Ο Φόλκροφτ ήρθε απλώς να ξεσπάσει». «Ό,τι και να απειλεί πως θα κάνει, το περιοδικό θα σε υποστηρίξει. Δεν είσαι υποχρεωμένη να ανακαλέσεις αν δεν το θέλεις». Η Λίνζι έφερε στο νου της την απειλή του Φόλκροφτ ότι θα έσκαβε
στο παρελθόν της μέχρι να βρει κάτι που θα την κατέστρεφε. Και μπορούσε κάλλιστα να βρει ένα τέτοιο μυστικό. Όλη της τη ζωή ήταν ανεξάρτητη και ίσως λίγο παραπάνω απρόσεκτη απ’ όσο θα έπρεπε. Δε θα χρειαζόταν και πολλή έρευνα για να έρθει στο φως η νεανική της απερισκεψία με τον νεαρό υποκόμη Στάνφιλντ. Δεν πίστευε, ωστόσο, ότι ο λόρδος Φόλκροφτ θα πραγματοποιούσε τελικά την απειλή του και θα την εκβίαζε. «Όπως είπα, οι απειλές του ήταν λόγια του αέρα. Και μετά από την όχι και τόσο διακριτική προειδοποίηση του Θορ, αμφιβάλλω αν θα με ξαναενοχλήσει». Η Κρίστα έριξε μια ματιά προς το πίσω μέρος των γραφείων και το μάτι της έπιασε τον Θορ και το ξεκούμπωτο μουσκεμένο του πουκάμισο που άφηνε να φαίνεται το μυώδες του στέρνο. «Ελπίζω να μην προσβάλλεσαι. Ο σύζυγός μου και ο αδερφός του είναι άντρες που δεν μπορείς να τους κουμαντάρεις εύκολα». «Και λίγα λες». «Μπορώ να κλείσω την πόρτα. Απλώς κάνει τρομερή ζέστη όταν είναι όλα κλειστά». «Μη γίνεσαι ανόητη. Έχω ξαναδεί αντρικό στήθος». Η Κρίστα της έριξε ένα βλέμμα με νόημα, σαν να της έλεγε, ναι, αλλά, όχι σαν αυτό. Πράγμα που ήταν αλήθεια, φυσικά. Όταν η φίλη της πήγε στο δικό της γραφείο, η Λίνζι κάρφωσε τα μάτια της στη σελίδα που είχε μπροστά της και προσπάθησε να διώξει από το μυαλό της την εικόνα του λείου, μαυρισμένου δέρματος και εκείνων των μυών που φούσκωναν και τεντώνονταν με τη σωματική προσπάθεια, αλλά ήταν μάταιο. *** Ήταν σχεδόν τρεις το πρωί όταν η Λίνζι, με τη βοήθεια ενός υπηρέτη, κατέβηκε από την άμαξα και περίμενε να κατέβει και η θεία Ντιλάιλα. Έπειτα μπήκαν και οι δυο τους στο μέγαρο των γονιών της Λίνζι στο Μέιφερ. Στη μαρμάρινη είσοδο, η Λίνζι έδωσε την κάπα της στον μπάτλερ, έναν αδύνατο γκριζομάλλη που υπηρετούσε την οικογένειά της πάνω από είκοσι χρόνια. «Ευχαριστώ, Μπέντερς», του είπε.
Ο μπάτλερ της χαμογέλασε παίρνοντας και την εσάρπα της θείας της. «Θα χρειαστείτε κάτι άλλο, λαίδη μου;» «Τίποτε άλλο για απόψε», είπε η θεία Ντι. Ο μπάτλερ απομακρύνθηκε με το συρτό του βήμα και η Λίνζι πέρασε στο Ροζ Σαλόνι για μια σύντομη ανακεφαλαίωση της βραδιάς, μια τελετουργία που συνήθιζε να μοιράζεται με τη θεία Ντι κάθε φορά που η θεία της βρισκόταν στο Λονδίνο. Εξαντλημένη, βούλιαξε στον ροζ βελούδινο καναπέ, ενώ μέσα της ευχόταν να γινόταν να πάει κατευθείαν στο κρεβάτι της. «Ε, λοιπόν, δεν μπορώ να θυμηθώ από πότε είχα να περάσω τόσο υπέροχα». Η κόμισσα του Άσφορντ, χήρα του κόμη του Άσφορντ, την ακολούθησε στο σαλόνι ζωηρά, σαν να ήταν μόλις έξι το απόγευμα και όχι ξημερώματα. Σαν να μην είχαν χορέψει ώσπου τα πόδια της Λίνζι πόνεσαν και την έπιασε κράμπα στο σβέρκο. Και σαν να μην είχαν περάσει ώρες ολόκληρες χαμογελώντας και συμμετέχοντας σε ανούσιες συζητήσεις ώσπου η Λίνζι φοβήθηκε ότι το πρόσωπό της θα ράγιζε από την προσπάθεια να παραμείνει χαμογελαστή. Αν και συνήθως διασκέδαζε σε εκδηλώσεις όπως ο χορός του μαρκησίου του Πένροουζ, απόψε είχε πιάσει τον εαυτό της να εύχεται να βρισκόταν κάπου αλλού και όχι σε ένα συνωστισμένο σαλόνι, κάπου όπου ο αέρας δε θα ήταν αποπνικτικός από τα βαριά, γλυκερά αρώματα και την έντονη μυρωδιά από βερνίκι παπουτσιών. Η θεία Ντι έβαλε να πιει ένα τελευταίο ποτήρι σέρι και πρόσφερε ένα και στη Λίνζι, που κούνησε αρνητικά το κεφάλι. Θρονιάστηκε έπειτα στο άλλο άκρο του καναπέ, αντίκρυ στην ανιψιό της. «Ο κόμης του Βάρντον ήταν σίγουρα πολύ περιποιητικός απόψε». Ήπιε μια γουλιά σέρι. «Νομίζω ότι ενδιαφέρεται για σένα». Η θεία της ήταν ψηλή, όπως και η ίδια, αλλά πιο εύσωμη, αν και διατηρούσε θαυμάσια τη γραμμή της. Με τα πλούσια μαύρα μαλλιά της και τα γκρίζα της μάτια με τις πυκνές βλεφαρίδες, έδειχνε τουλάχιστον μια δεκαετία νεότερη από τα σαράντα έξι της χρόνια και οι μισοί άντρες του Λονδίνου συναγωνίζονταν να κερδίσουν την προσοχή της. Ελάχιστοι ήταν όμως οι τυχεροί που είχαν το προνόμιο να περνούν κάποιο χρόνο μαζί της.
«Εμένα πάντως δε μ’ ενδιαφέρει ο κόμης του Βάρντον», είπε η Λίνζι. «Ούτε κανένας άλλος άντρας, άλλωστε. Αυτή την εποχή, τουλάχιστον». Η Ντιλάιλα βολεύτηκε πιο βαθιά στον καναπέ. «Υποθέτω ότι κανονικά δε θα έπρεπε να ενθαρρύνω την ανεξαρτησία σου, αλλά η αλήθεια είναι ότι συμφωνώ απόλυτα μαζί σου. Μια γυναίκα πρέπει να χαίρεται τα νιάτα της όσο μπορεί ακόμα. Αργότερα υπάρχει άφθονος χρόνος για σύζυγο και παιδιά». Η θεία Ντι είχε την επαναστατική άποψη ότι οι γυναίκες θα έπρεπε να απολαμβάνουν την ίδια ελευθερία με τους άντρες. Ήταν απορίας άξιο που οι γονείς της Λίνζι την είχαν θεωρήσει κατάλληλη συνοδό για την κόρη τους κατά τη διάρκεια της απουσίας τους. Αλλά βέβαια τον πατέρα της και τη μητέρα της, το βαρόνο και τη βαρόνη Ρένχερστ, απασχολούσαν περισσότερο οι δικές τους υποθέσεις παρά της κόρης τους. «Μου αρέσει η ζωή μου», είπε η Λίνζι. «Μου αρέσει να μπορώ να κάνω ό,τι θέλω χωρίς να έχω κάποιον άντρα να με διατάζει». «Και πολύ καλά κάνεις, χρυσό μου. Μια γυναίκα πρέπει απλώς να είναι λιγάκι πιο προσεκτική, πιο διακριτική, αλλά αν είναι αρκετά έξυπνη, μπορεί να βρει ένα σωρό τρόπους να διασκεδάζει». Η Λίνζι φανταζόταν ότι η θεία Ντι θα έκανε συχνά χρήση αυτής της συμβουλής. Κατά κάποιον τρόπο τη θαύμαζε. Χρειαζόταν θάρρος για να ζει μια γυναίκα όπως της άρεσε. Με τις σκέψεις της ξανά στη βραδιά που είχαν μόλις αφήσει πίσω τους, η Λίνζι έγειρε στην πλάτη του καναπέ. «Αναρωτιέμαι αν έχει γυρίσει ο Ρούντι». Ο αδερφός της είχε περάσει για λίγο από το χορό, αλλά είχε φύγει νωρίς μαζί με μερικούς από τους φίλους του. «Αμφιβάλλω. Ο αδερφός σου είναι γνωστός ξενύχτης. Το πιθανότερο είναι να μην κάνει την εμφάνισή του πριν το μεσημέρι». Η Λίνζι ίσιωσε την πλάτη της. «Είναι νέος και το αίμα του βράζει» τον υπερασπίστηκε. «Όλοι οι άντρες περνούν αυτή τη φάση». Αν και ο Ρούντι ήταν μόλις ένα χρόνο μικρότερος από τη Λίνζι, ήταν ο βενιαμίν της οικογένειας και ο κληρονόμος της βαρονίας. Γι’ αυτό του τα συγχωρούσαν όλα.
«Ο αδερφός σου έχει τα μυαλά του πάνω από το κεφάλι του. Είναι ένας χαραμοφάης που μεθοκοπάει και κάνει κακές παρέες. Ο πατέρας σας θα έπρεπε να του είχε σφίξει τα λουριά εδώ και χρόνια. Τώρα έχει κακομάθει και είναι πολύ αργά». «Είναι μικρός ακόμα», διαφώνησε η Λίνζι. «Με τον καιρό θα ωριμάσει». Αυτή ήταν η ελπίδα της, τουλάχιστον. Από τότε που ήταν παιδί, τον άφηναν να κάνει όποια τρέλα ήθελε. Τώρα πλέον, με τον άσωτο και σπάταλο τρόπο ζωής του, είχε βγάλει κακό όνομα και η Λίνζι δεν ήταν και τόσο σίγουρη ότι θα άλλαζε ποτέ. Η θεία Ντι αποτελείωσε το σέρι της. «Λοιπόν, είναι ώρα να πάμε για ύπνο, υποθέτω». Με ένα στεναγμό ανακούφισης, η Λίνζι σηκώθηκε από τον καναπέ. «Νομίζω ότι έχεις δίκιο, θεία Ντι. Καληνύχτα. Τα λέμε το πρωί». Ανεβαίνοντας με κουρασμένο βήμα στο δωμάτιό της, σκεφτόταν ακόμα τον Ρούντι και αναρωτιόταν μήπως η θεία της είχε κάποιο δίκιο.
Κεφάλαιο 2 Ο Ρούντι έφτασε στο σπίτι στις δέκα το επόμενο πρωί. Η Λίνζι τελείωνε το πρωινό της όταν άκουσε ένα θόρυβο στην είσοδο. Με την ελπίδα ότι ήταν ο Ρούντι, σηκώθηκε να δει ποιος είχε έρθει. Με ένα πλατύ χαμόγελο, ο αδερφός της την πλησίασε τρικλίζοντας και πέταξε το ημίψηλο καστόρινο καπέλο του στο πάτωμα. «Καλημερούδια, αδερφούλα». Ο μπάτλερ, που στεκόταν λίγο πιο πίσω, έσκυψε και μάζεψε το καπέλο. Έπειτα, κάνοντας πως δεν είχε προσέξει ότι ο Ρούντι ήταν πιωμένος, το ακούμπησε σε ένα τραπεζάκι. Η Λίνζι έσπευσε θορυβημένη κοντά στον αδερφό της. «Θεέ μου, Ρούντι, είσαι τύφλα στο μεθύσι!» Εκείνος γέλασε κατεργάρικα. Ήταν ένας ψηλός και λεπτός νέος, με ανοιχτά ξανθά μαλλιά και φακίδες. «Το πρόσεξες, ε;» Παραπάτησε, έπεσε πάνω στον τοίχο, ταλαντεύτηκε και ξανάπεσε. «Μπέντερς, θα μπορούσες, σε παρακαλώ, να ανεβάσεις τον αδερφό μου στο δωμάτιό του;» «Φυσικά, δεσποινίς». Ο ηλικιωμένος μπάτλερ επιχείρησε να τον τραβήξει προς τα εμπρός, αλλά ο Ρούντι του ξέφυγε παραπαίοντας. «Δε χρειάζομαι βοήθεια. Πέρασα μόνο για να κάνω ένα μπάνιο και να αλλάξω ρούχα και θα ξαναφύγω. Έχω ραντεβού με τον Τομ Μπογκς και τα παιδιά στη λέσχη». «Τρελάθηκες;» του έβαλε τις φωνές η Λίνζι με τα χέρια στη μέση. «Δεν μπορείς να πας στη Γουάιτ’ς στην κατάσταση που είσαι. Θα γίνεις τελείως ρεζίλι». Ο Ρούντι κατσούφιασε. «Τι, τόσο χάλια είμαι;» «Τόσο και χειρότερα. Αφού με το ζόρι στέκεσαι όρθιος!» Ο αδερφός της σήκωσε αδιάφορα τους ώμους του. Το σακάκι του ήταν κατατσαλακωμένο, γεμάτο λεκέδες άγνωστης προέλευσης. «Καλά, ίσως ξαπλώσω λίγο να πάρω έναν υπνάκο. Γιατί το δωμάτιο μου φαίνεται σαν να γυρίζει».
«Το φαντάζομαι». Η Λίνζι πήρε το ένα του μπράτσο, το πέρασε γύρω από τους ώμους της και περίμενε ώσπου να κάνει το ίδιο και ο Μπέντερς. Κατευθύνθηκαν έπειτα προς την ημικυκλική σκάλα και άρχισαν να ανεβαίνουν. Τα πόδια του Ρούντι χτυπούσαν σε κάθε δεύτερο σκαλί καθώς συνέχισαν ως τον δεύτερο όροφο. Όταν τον ξεφόρτωσαν επιτέλους σαν σακί με πατάτες στο μεγάλο του κρεβάτι με τον ουρανό, ο Μπέντερς αγκομαχούσε για να ανασάνει. Όσο για τον Ρούντι, με το που έπεσε στο στρώμα, έκλεισε τα μάτια και άρχισε να ροχαλίζει. «Ο νεαρός κύριος φαίνεται ότι ξενύχτησε και του λείπει ύπνος». «Ναι, και δεν είναι η πρώτη φορά». «Είναι γλεντζές, αυτό είναι όλο». «Καλά θα κάνει να γλεντάει με μέτρο τότε, προτού μπλέξει σε μπελάδες». Ο Μπέντερς συμφώνησε κουνώντας απλώς το κεφάλι. Φώναξε κατόπιν τον κύριο Πιτς, το βαλέ του Ρούντι, που είχε το διόλου εύκολο καθήκον να τον γδύνει και να τον βάζει για ύπνο. Η Λίνζι αναστέναξε βγαίνοντας από το δωμάτιο του αδερφού της. Ευτυχώς που η θεία Ντι δεν είχε γίνει μάρτυρας αυτής της ντροπιαστικής σκηνής. Γιατί, όσο σθεναρά κι αν υποστήριζε την ανεξαρτησία, στο πιοτό και στην ασωτία τραβούσε κόκκινη γραμμή. *** Καθισμένη στο γραφείο της, η Λίνζι έγραφε την εβδομαδιαία της στήλη, διανθίζοντάς τη με σχόλια για το χορό του Πένροουζ. Πάνω που περιέγραφε την πολυτελή διακόσμηση, τις τεράστιες, φορτωμένες με χρυσάνθεμα υδρίες, τις περίκομψες στήλες και τους επιχρυσωμένους καθρέφτες που είχαν μεταφερθεί στην αίθουσα χορού για να της δώσουν έναν αέρα Βερσαλλιών, ήρθε ο Ρούντι. Όρμησε μέσα σαν κυνηγημένος, με τα καστανά του μάτια τεράστια και μια χλομάδα που έκανε να φαίνονται ακόμα πιο έντονα οι φακίδες στο πρόσωπό του. «Λίσι, πρέπει να σου μιλήσω». Έτσι τη φώναζε όταν ήταν πολύ μικρός και δεν μπορούσε να προφέρει κανονικά το όνομά της -ένα υποκοριστικό που σπάνια χρησιμοποιούσε πια.
«Για τ’ όνομα του Θεού, τι τρέχει; Δείχνεις έτοιμος να λιποθυμήσεις». «Είμαι άντρας, Λίνζι, και οι άντρες δε λιποθυμούν. Όμως... Εγώ... Πρέπει να σου μιλήσω ιδιαιτέρως». Στα μάτια του υπήρχε κάτι που της θύμιζε το αγοράκι που ήταν κάποτε. Η Λίνζι σηκώθηκε από την καρέκλα της και του έκανε νόημα να την ακολουθήσει στον επάνω όροφο, στο δωμάτιο που χρησιμοποιούσε συχνά ως δεύτερο γραφείο ο καθηγητής Χαρτ. Ο Ρούντι την ακολούθησε στο ψηλοτάβανο δωμάτιο με τους καλυμμένους με ράφια βιβλίων τοίχους και έκλεισε την πόρτα. Προσπαθώντας να αγνοήσει ένα κακό προαίσθημα, η Λίνζι στράφηκε να τον αντικρίσει. «Τι συνέβη, λοιπόν, και είσαι τόσο αναστατωμένος;» Ο Ρούντι πήρε μια εισπνοή, καταβάλλοντας φανερά προσπάθεια να ηρεμήσει. «Σήμερα το πρωί ήρθε να με επισκεφθεί η αστυνομία». «Τι;» «Ένας αστυνομικός που τον λένε Μπέρτραμ. Είναι επικεφαλής των ερευνών για τους φόνους του Κόβεντ Γκάρντεν». «Και τι στην ευχή σε ήθελε εσένα αυτός ο Μπέρτραμ;» Σαν να μην τον κρατούσαν άλλο τα πόδια του, ο Ρούντι κάθισε βαριά σε μια ξύλινη καρέκλα απέναντι από το πολυκαιρισμένο δρύινο γραφείο του καθηγητή, ενώ η Λίνζι παρέμεινε όρθια. «Ήθελε να μου κάνει μερικές ερωτήσεις για τον τελευταίο φόνο. Ή μάλλον και για τους δύο φόνους, για να ακριβολογήσω». «Η αστυνομία πίστευε ότι μπορεί εσύ να ήξερες κάτι για τους φόνους;» «Όχι απλώς να ήξερα. Εμμ... Όπως φαίνεται, νομίζουν ότι μπορεί να έχω κάποια σχέση». Τα λόγια του της πάγωσαν το αίμα. Όλα αυτά ακούγονταν τρελά. «Με ποιον τρόπο θα μπορούσες να έχεις σχέση με ένα φόνο;» Ο Ρούντι την κοίταξε με όλη τη δυστυχία του ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Σταγόνες ιδρώτα σχηματίστηκαν στο μέτωπό του. «Με θεωρούν ύποπτο, Λίνζι. Φερόντουσαν σαν να ήμουν εγώ ο δολοφόνος».
Η Λίνζι βούλιαξε σαστισμένη στο άλλο κάθισμα, με την καρδιά της να σφυροκοπάει στο στήθος της. «Μα πώς...» Ύγρανε τα στεγνά της χείλη με τη γλώσσα της. «Τι τους έκανε να νομίσουν ότι μπορεί να είχες σχέση με τα εγκλήματα;» Ο Ρούντι απόστρεψε το βλέμμα του, αφήνοντάς το να πλανηθεί έξω από το παράθυρο, αν και το μόνο που φαινόταν ήταν ένα κομμάτι του γκρίζου, συννεφιασμένου ουρανού. Είχε φθινοπωριάσει επιτέλους· η θερμοκρασία είχε πέσει και μάλλον ερχόταν καταιγίδα. «Την ήξερα», απάντησε. «Τη γυναίκα που δολοφονήθηκε». Η Λίνζι συνοφρυώθηκε. «Νόμιζα ότι ήταν... γυναίκα της νύχτας». Ο Ρούντι τώρα φαινόταν ακόμα πιο δυστυχισμένος. «Θεωρούσε τον εαυτό της θεατρίνα. Γνωριστήκαμε... εμμ... σε ένα είδος πάρτι που είχε οργανώσει ο Τομ Μπογκς». Ο Τομ Μπογκς. Ο κακομαθημένος μικρότερος γιος ενός κόμη ήταν μεγάλος μπελάς. Ανέκαθεν ήταν. Από τότε που έκανε παρέα με τον Τομ και τους άχρηστους φίλους του, ο Ρούντι δεν ήταν πια ο ίδιος. Και τώρα ήταν μπλεγμένος με μια πόρνη. Η Λίνζι άρχιζε να βλέπει μια πλευρά του αδερφού της που δεν ήξερε καν πως υπήρχε. Αλλά φυσικά μια νεαρή κοπέλα δεν επιτρεπόταν να ξέρει πράγματα όπως η πορνεία, ενώ ένας νεαρός άντρας ήταν αναμενόμενο να διασκεδάζει έτσι. «Είχες... σχέση μαζί της όταν δολοφονήθηκε;» «Εμμ... Την είχα δει λίγο πιο πριν». Η Λίνζι φοβόταν να του κάνει την επόμενη ερώτηση. Φοβόταν την απάντησή του. Ο αδερφός της είχε κάμποσο καιρό που δε φερόταν όπως έπρεπε και η Λίνζι ανησυχούσε ότι αργά ή γρήγορα θα βρισκόταν μπλεγμένος. «Και την άλλη γυναίκα... εκείνη που δολοφονήθηκε πριν από έξι μήνες; Την... ήξερες κι εκείνη;» Ο Ρούντι έγνεψε καταφατικά, με πρόσωπο συννεφιασμένο και το βλέμμα χαμηλωμένο. «Μόνο μία φορά βρέθηκα μαζί της, αλλά νομίζω ότι ήταν πάνω κάτω την εποχή που δολοφονήθηκε». «Αχ, Ρούντι». «Τι θα κάνω, αδερφούλα;»
Τι θα έκανε, αλήθεια; Η Λίνζι πήρε μια βαθιά ανάσα, ξαναφέρνοντας στο μυαλό της όλα όσα της είχε πει και πασχίζοντας να σκεφτεί την καλύτερη λύση. «Το πρώτο που θα κάνουμε είναι να μιλήσουμε στο δικηγόρο του μπαμπά, τον κύριο Μάρβιν. Εκείνος θα σε συμβουλεύσει τι πρέπει να πεις στην αστυνομία και τι όχι». «Δεν τις σκότωσα εγώ εκείνες τις γυναίκες. Θα τους πω απλώς την αλήθεια. Δεν καταλαβαίνω γιατί να μην...» «Καταλαβαίνεις μια χαρά, αλλιώς δε θα είχες έρθει να ζητήσεις τη βοήθειά μου». Ο Ρούντι κοίταξε αλλού και καθάρισε αμήχανα το λαιμό του. «Παραδέχομαι ότι ανησύχησα λιγάκι. Δεν έρχεται κάθε μέρα η αστυνομία να μου κάνει ερωτήσεις». «Ακριβώς γι’ αυτό δεν πρόκειται να το ρισκάρουμε. Κλείσε ένα ραντεβού με τον κύριο Μάρβιν. Ας δούμε τι έχει να πει για το θέμα». Ο Ρούντι συμφώνησε απρόθυμα. Συζήτησαν λίγο ακόμα κι ύστερα κατέβηκαν στο ισόγειο. Μόλις έφυγε ο αδερφός της, η Λίνζι πήγε να βρει την Κρίστα. «Αν δεν είσαι πολύ απασχολημένη, θα ήθελα τη συμβουλή σου». «Ποτέ δεν είμαι πολύ απασχολημένη για σένα. Πέρασε μέσα». Η Λίνζι κάθισε στην καρέκλα πλάι στο γραφείο της Κρίστα τακτοποιώντας τις πτυχές της φαρδιάς της φούστας. Έπειτα είπε περιληπτικά στη φίλη της για τον αδερφό της, καθώς και για το γεγονός ότι η αστυνομία τον θεωρούσε ύποπτο για τους φόνους του Κόβεντ Γκάρντεν. «Δεν είμαστε καλά!» «Αυτό είπα κι εγώ. Δεν μπορώ να το πιστέψω. Ο αδερφός μου ίσως είναι λίγο ζωηρός, λίγο απερίσκεπτος μερικές φορές, αλλά σίγουρα δεν είναι από εκείνους που θα σκότωναν». «Και η αστυνομία σίγουρα θα το καταλάβει αυτό τελικά». «Το ελπίζω», είπε αναστενάζοντας η Λίνζι. «Υποθέτω ότι δεν μπορούμε να κάνουμε και πολλά, τουλάχιστον για την ώρα. Θα πρέπει απλώς να περιμένουμε για να δούμε αν θα απαγγελθεί κατηγορία». «Το θεωρώ απίθανο. Ο Ρούντι είναι ο κληρονόμος του πατέρα σας, άλλωστε. Ο βαρόνος Ρένχερστ είναι αξιοσέβαστο μέλος της τάξης
των ευγενών». «Έχεις δίκιο φυσικά. Δεν υπάρχει λόγος να ανησυχώ». «Απολύτως κανένας... Αν και χαίρομαι που συνέστησες στον αδερφό σου να μιλήσει στο δικηγόρο του πατέρα σας». Αυτή ήταν η πιο έξυπνη κίνηση, το ήξερε η Λίνζι. Παρηγόρησε τον εαυτό της ότι το θέμα θα λυνόταν γρήγορα και συνέχισε να το ελπίζει. *** Η Λίνζι επέστρεψε στο γραφείο της το επόμενο πρωί. Προσπάθησε να συγκεντρωθεί στο άρθρο που έγραφε, αλλά η σκέψη της ταξίδευε διαρκώς στον Ρούντι. Την προηγουμένη ο αδερφός της είχε επισκεφθεί τον κύριο Μάρβιν, που τον είχε συμβουλεύσει να μη μιλήσει στην αστυνομία αν δεν ήταν κι εκείνος παρών. Ευτυχώς η αστυνομία δεν τον είχε ενοχλήσει ξανά. «Παρ’ όλ’ αυτά, ανησυχώ», εξομολογήθηκε στην Κρίστα η Λίνζι. «Στο κάτω κάτω, ο αδερφός μου γνώριζε και τα δύο θύματα». «Άλλο να γνωρίζεις κάποιον κι άλλο να τον δολοφονείς». Η Λίνζι αναστέναξε. «Σωστά». Αργότερα όμως, όταν ο Ρούντι εισέβαλε ταραγμένος στο γραφείο της, ένας ξαφνικός φόβος έκανε την καρδιά της να σφιχτεί. Ο αδερφός της σωριάστηκε σε μια καρέκλα δίπλα της. «Ήρθε ξανά η αστυνομία». «Η αστυνομία; Δεν τους μίλησες χωρίς το δικηγόρο σου, έτσι δεν είναι;» «Είπαν ότι είχαν μόνο δυο τρεις ερωτήσεις ακόμα. Κι αφού δεν έχω τίποτα να κρύψω, σκέφτηκα ότι δε θα πείραζε αν απαντούσα». Η Λίνζι έσφιξε τα δόντια της. «Τι ήθελαν να μάθουν, λοιπόν;» «Εμμ... Με ρώτησαν πού ήμουν τα βράδια που διαπράχτηκαν οι φόνοι». Το στομάχι της δέθηκε κόμπος. Η αστυνομία εξέταζε σοβαρά το ενδεχόμενο να ήταν ο Ρούντι ο δράστης. «Τι τους είπες;» «Τους είπα ότι δε θυμόμουν». «Ρούντι!» «Αυτή είναι η αλήθεια, αδερφούλα. Είχα μεθύσει με τον Τομ και τα
άλλα παιδιά. Αυτό είναι το μόνο που θυμάμαι μέχρι που ξύπνησα το επόμενο πρωί με φοβερό πονοκέφαλο στο πίσω δωμάτιο του Χρυσού Φασιανού». «Του Χρυσού Φασιανού;» Χαμήλωσε δειλά το βλέμμα του. «Είναι χαρτοπαικτική λέσχη. Πηγαίνω εκεί με τους φίλους μου». «Πες μου ότι το μέρος αυτό δε βρίσκεται κοντά στο Κόβεντ Γκάρντεν». Ο αδερφός της έμεινε σιωπηλός, κοιτάζοντας τα γόνατά του. «Θεέ μου, Ρούντι. Πώς έμπλεξες έτσι;» Σήκωσε τα μάτια του και την κοίταξε. «Αυτό είναι όλο, αδερφούλα. Δεν έκανα τίποτα κακό, απλώς ήπια λιγάκι παραπάνω». «Και χαρτόπαιζες». Σήκωσε τους ώμους σαν να ήταν κάτι ασήμαντο. «Έχανα μερικές γκινέες πού και πού». Όμως η ένοχη έκφρασή του μαρτυρούσε ότι η χασούρα του δεν περιοριζόταν σε μερικές γκινέες και η Λίνζι σκέφτηκε πόσο θα απογοητευόταν ο πατέρας τους αν μάθαινε την άσωτη ζωή που ζούσε ο γιος του. «Το θέμα είναι ότι δεν είμαι δολοφόνος. Μόνο που... δεν ξέρω πώς να το αποδείξω». Ούτε η Λίνζι ήξερε. Ωστόσο, όσο κακομαθημένος και παραχαϊδευμένος κι αν ήταν ο αδερφός της, τον αγαπούσε. Ήταν και οι δυο τους κάπως ριψοκίνδυνοι, κάπως παρορμητικοί. Όμως βαθιά μέσα της ήξερε ότι ο Ρούντι ήταν αθώος. Και θα έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να καθαρίσει το όνομά του. *** Ο Θορ είδε τον νεαρό Ρούντι Γκρέιαμ να βγαίνει από το γραφείο της Λίνζι και να φεύγει. Παρότι δεν είχε σκοπό να κρυφακούσει τη συνομιλία τους, το αυτί του είχε πιάσει αρκετά για να ξέρει ότι ο νεαρός είχε μπλεξίματα. Καταλάβαινε πώς θα μπορούσε να είχε συμβεί. Όταν είχε πρωτοέρθει στο Λονδίνο και μιλούσε ε λ ά χ ι σ τ α τ η γλώσσα, είχε και ο ί-
διος μια δυσάρεστη εμπειρία με το νόμο. Είχε πιαστεί στα χέρια με δύο αλήτες στο δρόμο όταν επιχειρώ να υπερασπιστεί μια νεαρή γυναίκα που είχαν διπλαρώσει με ανήθικες προθέσεις. Όταν έφτασε η αστυνομία, η γυναίκα έγινε άφαντη και ο Θορ δεν κατάφερε να εξηγήσει τι είχε συμβεί. Τον έχωσαν λοιπόν, σε μια αστυνομική άμαξα μαζί με ένα συρφετό ντόπιων μικροκακοποιών και τον έσυραν στο αστυνομικό τμήμα. Είχε χρειαστεί να έρθει ο Λέιφ για να τον βγάλει. Και η εντύπωση που είχε σχηματίσει ο Θορ ήταν ότι, από τη στιγμή που έμπαινε μια ιδέα στο μυαλό των αστυνομικών, πολύ δύσκολα μπορούσες να τους τη βγάλεις. Κοίταγε τη Λίνζι, που καθόταν με το κεφάλι σκυφτό και την πένα της ακίνητη στα λεπτά της δάχτυλα. Προφανώς η αστυνομία είχε αποφασίσει ότι ο νεαρός Ρούντι Γκρέιαμ είχε σκοτώσει δύο γυναίκες. Ο μικρός την είχε άσχημα. Προετοιμάζοντας τον εαυτό του για την επίδραση που θα μπορούσε να προκαλέσει η προσφορά του, ο Θορ μπήκε στο γραφείο της Λίνζι. Ήταν όμορφη σήμερα, με το απλό εμπριμέ της φόρεμα από μουσελίνα και τα μαλλιά της με τις απαλές μελιές αποχρώσεις χτενισμένα προς τα πίσω και στερεωμένα στα πλάγια με δύο κοκάλινα χτενάκια. Αναρωτήθηκε τι τον έπιασε και παρατηρούσε όλες αυτές τις μικρές λεπτόμεριες πάνω της, βάζοντας τα με τον εαυτό του που το έκανε. «Μη θυμώσεις», την πρόλαβε, «αλλά άκουσα μερικά απ’ αυτά που συζητούσατε με τον αδερφό σου». Έστρεψε απότομα το κεφάλι της προς το μέρος του· «Κρυφάκουγες;» «Απλώς ακούω καλά». Τα χείλη της τρεμούλιασαν -χείλη σαρκώδη με μια όμορφη ρόδινη απόχρωση. «Υποθέτω ότι δε φταις εσύ», του είπε. «Θα έπρεπε να είχαμε πάει στον επάνω όροφο, αλλά ο Ρούντι ήταν τόσο αναστατωμένος...» Κούνησε το κεφάλι της. «Ανησυχώ γι’ αυτόν». «Έχει προβλήματα με την αστυνομία». «Τον θεωρούν ύποπτο για τους φόνους του Κόβεντ Γκάρντεν.
Όμως ο Ρούντι δεν είναι ικανός να βλάψει ούτε μυρμήγκι. Δεν είναι τέτοιος άνθρωπος». «Δεν τον ξέρω καλά τον αδερφό σου, αλλά αν υπάρχει κάποιος τρόπος να βοηθήσω, δεν έχεις παρά να μου το ζητήσεις». Έσμιξε τα καστανόξανθα φρύδια της. «Γιατί να βοηθήσεις; Ούτε καν με συμπαθείς». Η αλήθεια ήταν ότι δεν την αντιπαθούσε. Απλώς τον εκνεύριζε ο τρόπος της. «Είσαι φίλη της Κρίστα και της Κόραλι. Είναι φίλες μου, γι’ αυτό θα σε βοηθήσω». Τον ξανακοίταξε μ’ εκείνα τα μεγάλα χρυσοκάστανα μάτια και ο Θορ ένιωσε να του κόβεται η ανάσα. «Σ’ ευχαριστώ για την προσφορά σου, αλλά δε χρειάζομαι τη βοήθειά σου. Ο αδερφός μου είναι αθώος. Η αστυνομία δε θ’ αργήσει να βρει τον πραγματικό ένοχο». Της έγνεψε καταφατικά, ελπίζοντας να είχε δίκιο. Μπορεί να τον νεύριαζε μερικές φορές, αλλά δεν ήθελε να τη δει να πληγώνεται και ήταν ολοφάνερο ότι νοιαζόταν πολύ για τον αδερφό της. «Είναι καλός άνθρωπος ο Ρούντι», του είπε. «Τελευταία έχει ξεστρατίσει, αλλά με τον καιρό θα ξαναβρεί το σωστό δρόμο». «Είναι καλό που έχει, εσένα να ανησυχείς γι’ αυτόν». Η Λίνζι χαμογέλασε άκεφα. «Ευχαριστώ». Η ευγνωμοσύνη στα μάτια της έκανε κάτι να σκιρτήσει στο στήθος του. Του ήρθε η παράξενη παρόρμηση να απλώσει το χέρι του και να την αγγίξει για να σβήσει την ανησυχία που ρυτίδωνε το μέτωπό της. Αυτό ήταν εντελώς παράλογο. Όπως είχε πει και η ίδια, ούτε καν τη συμπαθούσε. Ή τουλάχιστον δε συμπαθούσε αυτό τον τύπο γυναίκας, μια γυναίκα που δούλευε σε γραφείο αντί να μένει στο σπίτι της και να φροντίζει τον άντρα της και τα παιδιά της. Μια γυναίκα που πίστευε ότι ήταν ίση με τον άντρα. Μια τέτοια γυναίκα είχε παντρευτεί και ο Λέιφ και, παρότι ο Θορ νοιαζόταν πια πολύ για την Κρίστα, εξακολουθούσε να τη βρίσκει υπερβολικά ανεξάρτητη και ντόμπρα. Εκείνος δεν ήθελε τέτοια σύζυγο. Στον τόπο του, οι γυναίκες δούλευαν το ίδιο σκληρά με τους
άντρες, αλλά ήξεραν πάντα τη θέση τους, ήξεραν ότι ήταν πλασμένες να υπηρετούν κάποιον άντρα. Ένα μάθημα που η Λίνζι Γκρέιαμ δε θα μάθαινε ποτέ. Εκτός, φυσικά, αν κάποιος άντρας ήταν αρκετά ανόητος για να προσπαθήσει να την τιθασέψει. Αποφάσισε να αγνοήσει το ενδιαφέρον που του είχε προξενήσει, καθώς και το ξαφνικό κύμα πόθου που του είχε ξυπνήσει η ιδέα της Λίνζι να τον υπηρετεί και να ικανοποιεί τις ανάγκες του. Μα τι βλακείες ήταν αυτές που σκεφτόταν; Ένα του φιλί πιθανότατα θα αρκούσε για να την κάνει να το βάλει στα πόδια ουρλιάζοντας. Το πάθος θα της ήταν μάλλον τόσο άγνωστο όσο και η ιδέα ότι ο άντρας θα έπρεπε να είναι ο αφέντης του σπιτιού του. Κουνώντας αποδοκιμαστικά το κεφάλι, ο Θορ άφησε τη Λίνζι να συλλογίζεται τα προβλήματά της και ξαναγύρισε στα καθήκοντά του, στο πίσω δωμάτιο των γραφείων. Την υπόλοιπη εβδομάδα θα δούλευε για λογαριασμό του αδερφού του κάτω στην αποβάθρα, ξεφορτώνοντας τα εμπορεύματα που θα έφταναν και φορτώνοντας τα καράβια που θα σάλπαραν για τα λιμάνια των βρετανικών νησιών. Ίσως αύριο το βράδυ να έκανε μια επίσκεψη στις κυρίες στην Κόκκινη Πόρτα, έναν οίκο ανοχής που επισκεπτόταν καμιά φορά. Το μάτι του έπιασε τη Λίνζι από την ανοιχτή πόρτα. Καθώς έσκυψε το κεφάλι της για να μελετήσει το χαρτί που είχε μπροστά της, τα καστανόξανθα μαλλιά της χωρίστηκαν και φάνηκε το απαλό λευκό δέρμα στο σβέρκο της. Στο κορμί του Θορ φούντωσε πάλι ο πόθος. Για λόγους που του ήταν αδύνατο να εξηγήσει, η παρουσία αυτής της κοπέλας τον έκανε να λαχταράει να πλαγιάσει με γυναίκα. Ξανασκέφτηκε την Κόκκινη Πόρτα και ορκίστηκε μέσα του ότι θα έκανε το συντομότερο μια στάση εκεί. *** Ο Λέιφ Ντρόγκαρ στεκόταν στο λιμάνι, πάνω από την προβλήτα, παρακολουθώντας το πλήρωμα στο οποίο ήταν επικεφαλής ο αδερφός του να φορτώνει και να ξεφορτώνει τα εμπορεύματα των πλοίων που μόλις είχαν δέσει. Η βρετανική σημαία, ψηλά στα κατάρτια,
ανέμιζε στον δυνατό άνεμο που φυσούσε και οι γλάροι βουτούσαν κρώζοντας στα αφρισμένα νερά. Ο Λέιφ απολάμβανε το θέαμα και τη βαθιά ικανοποίηση που ένιωθε όποτε έβλεπε το στόλο των καραβιών του που ολοένα μεγάλωνε. Μετά τη μόνιμη εγκατάστασή του στην Αγγλία, είχε ιδρύσει μια εξαιρετικά επιτυχημένη ναυτιλιακή εταιρεία, τη Βαλχάλα Σίπινγκ, και, παρότι ο αδερφός του αρνιόταν να παραδεχτεί τη σπουδαιότητα της συμβολής του, ο Λέιφ ήξερε ότι μεγάλο μέρος της επιτυχίας της εταιρείας αναλογούσε στον Θορ. Παρακολούθησε τον αδερφό του να αστειεύεται και να γελάει με μερικούς από τους άντρες καθώς αγωνίζονταν να ανυψώσουν ένα δίχτυ γεμάτο προμήθειες που θα παραδίδονταν στα νησιά στα βόρεια της σκωτικής ακτής. Ο αδερφός του είχε εκπληκτικό ταλέντο στο χειρισμό των άντρων. Είχε τον τρόπο να κερδίζει την εμπιστοσύνη και το θαυμασμό τους και να τους κάνει να θέλουν να δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους για χάρη του. Ίσως επειδή συχνά συμμετείχε κι εκείνος στις προσπάθειές τους και βοηθούσε, κι ας ήταν το αφεντικό, όσο βρόμικη ή δύσκολη κι αν ήταν η δουλειά. Αν και πίστευαν και οι δύο στη σκληρή δουλειά και λάτρευαν τη θάλασσα, από πολλές απόψεις τα δύο αδέρφια διέφεραν όσο και τα χρώματά τους. Ο Λέιφ ήταν ξανθός με ανοιχτόχρωμο δέρμα, ενώ ο Θορ ήταν μελαψός με μαύρα μαλλιά. Και, ενώ ο Λέιφ είχε βάλει τα δυνατά του να μάθει ό,τι ήταν αναγκαίο για να προσαρμοστεί στη βρετανική κοινωνία, ο Θορ είχε μάθει ελάχιστα πέρα από τα βασικά. Είχε μάθει να διαβάζει και να γράφει φυσικά και μιλούσε πλέον τη γλώσσα με προφορά λιγότερο βαριά από του Λέιφ, αλλά ντυνόταν πάντα με τα πιο απλά ρούχα, δεν πήγαινε ποτέ σε χοροεσπερίδες και τα χοροπηδητά πάνω στην πίστα, όπως αποκαλούσε το χορό, μόνο γέλια του έφερναν. Παρότι δε σκεφτόταν να επιστρέφει στο Ντρόγκαρ, το νησί όπου είχαν γεννηθεί και είχαν μεγαλώσει, η ζωή της πόλης δεν του άρεσε. Γι’ αυτό δούλευε σε δύο δουλειές, προσπαθώντας να μαζέψει χρήματα για να αγοράσει ένα αγρόκτημα στην εξοχή. Ο Λέιφ τον είχε δια-
βεβαιώσει ότι οι μετοχές του στη ναυτιλιακή εταιρεία θα του απέφεραν κάποια μέρα αρκετά χρήματα για να αποκτήσει τη γη που ονειρευόταν, αλλά ο Θορ ήθελε να κερδίσει τα χρήματα μόνος του. Ήταν σαν να έπρεπε να αποδείξει κάτι στον εαυτό του, σαν να αναζητούσε κάτι που δεν είχε ξεκαθαρίσει ακόμα στο μυαλό του. Ο Λέιφ πίστευε ότι τουλάχιστον ένα κομμάτι απ’ αυτό που αναζητούσε ο αδερφός του ήταν ακριβώς ό,τι ο ίδιος είχε βρει στην οικογένεια που λάτρευε, τη σύζυγό του και το γιο του. Προσευχόταν καθημερινά στους θεούς να του χαρίσουν την ευλογία να βρει κι εκείνος το ταίρι της ζωής του. Ίσως τότε να ησύχαζε και να έβρισκε αυτό που θα τον γέμιζε και θα τον έκανε ευτυχισμένο. Η αλήθεια ήταν ότι, παρά τις αρκετές διαφορές τους, κατά βάθος έμοιαζαν πολύ: ήταν και οι δύο άντρες με βαθιά πίστη στην αφοσίωση και το καθήκον, την τιμή και το θάρρος. Ο Λέιφ θα του εμπιστευόταν την ίδια του τη ζωή και ήξερε ότι έτσι ακριβώς αισθανόταν και ο Θορ. Το βλέμμα του Λέιφ στάθηκε στην προβλήτα, εκεί που ο αδερφός του έστεκε με τα πόδια ανοιχτά και τα μαύρα του μαλλιά να ανεμίζουν. Ο Θορ κοίταξε προς την προκυμαία και, βλέποντας τον Λέιφ, χαμογέλασε και του κούνησε το χέρι. Ο Λέιφ ανταπέδωσε το χαιρετισμό. Όταν έφτανε η κατάλληλη στιγμή, θα εμφανιζόταν στη ζωή του Θορ η γυναίκα που ήταν γραφτό να γίνει το ταίρι του. Το μέλλον του ήταν σίγουρα προκαθορισμένο, όπως και του Λέιφ. Οι θεοί δε θα τον απογοήτευαν, ο Λέιφ ήταν βέβαιος γι’ αυτό. Ένιωσε απλώς κάποια ανησυχία καθώς άρχισε να κατευθύνεται προς την προβλήτα, μια μικρή ανησυχία που του δημιούργησε η κάπως νοσταλγική έκφραση στο πρόσωπο του αδερφού του.
Κεφάλαιο 3 Η Λίνζι, αγνοώντας τη φασαρία και την κίνηση στα γραφεία του περιοδικού, προσπάθησε να συγκεντρωθεί και να ολοκληρώσει τις τελευταίες πινελιές στο άρθρο της. Το περιοδικό θα τυπωνόταν την επομένη και είχε ακόμα πολλά να κάνει. Όταν χτύπησε το καμπανάκι πάνω από την εξώπορτα, σήκωσε τα μάτια της και είδε να μπαίνουν δύο άντρες με ξινισμένο ύφος. Η Μπέσι Μπριγκς, η υπεύθυνη στοιχειοθεσίας, μια κοντόχοντρη γυναίκα με γκρίζα μαλλιά, τους πλησίασε και τους χαιρέτησε. «Σε τι μπορώ να σας βοηθήσω;» Ο πιο εύσωμος από τους επισκέπτες έβγαλε από την τσέπη του σκούρου καφέ πανωφοριού του κάποιο είδος ταυτότητας. Η Λίνζι κατάλαβε τότε ότι ήταν αστυνομικοί και ένα κρύο ρίγος τη διαπέρασε. «Είμαι ο αστυνόμος Μπέρτραμ και από δω είναι ο αστυνόμος Λρτσερ. Θα θέλαμε να μιλήσουμε με μια από τις υπαλλήλους, τη δεσποινίδα Λίνζι Γκρέιαμ». Τα μάτια της Μπέσι άνοιξαν διάπλατα. Στράφηκε και τους έδειξε τη Λίνζι, που κοκάλωσε στην καρέκλα της. «Να η δεσποινίς Γκρέιαμ. Θα της πω ότι θέλετε να τη δείτε». «Δεν είναι ανάγκη». Οι δύο άντρες κατευθύνθηκαν προς το μέρος της. Ο Μπέρτραμ, στον οποίο είχε αναφερθεί ο αδερφός της, ήταν πιο μεγαλόσωμος, με διαπεραστικά μαύρα μάτια και αραιά καστανά μαλλιά. Ο Άρτσερ ήταν κοντός και χοντρός, με δασιά φρύδια και δέρμα γεμάτο ουλές. Με την άκρη του ματιού της είδε στο πίσω μέρος του δωματίου τον Θορ, που είχε πλησιάσει αρκετά για να μπορεί να ακούει μόλις μπήκαν οι άντρες στο γραφείο της. Όπως και ο αδερφός του, έδειχνε να είναι προστατευτικός τύπος άντρα. Κανονικά Θα έπρεπε να του πει να φύγει γιατί η συζήτησή της με την αστυνομία δεν ήταν δική του δουλειά, αλλά δε βρήκε το κουράγιο να το κάνει. Έτσι, ο Θορ στήριξε τις φαρδιές του πλάτες στον τοίχο παρακολουθώντας τη, σαν να της έλεγε ότι ήταν εκεί αν
τυχόν τον χρειαζόταν. Ήταν γελοίο, γιατί ο άνθρωπος δεν είχε ιδέα από νόμους ούτε θα ήξερε πώς να φερθεί στους αστυνομικούς. Έστρεψε την προσοχή της στους δύο άντρες, που έστεκαν τώρα μπροστά στο γραφείο της, με τα καπέλα τους στο χέρι. «Μπορώ να σας βοηθήσω;» «Λέγομαι...» «Ξέρω, είστε οι αστυνόμοι Μπέρτραμ και Άρτσερ». «Σωστά», είπε ο Μπέρτραμ. «Θα Θέλαμε να σας κάνουμε μερικές ερωτήσεις, δεσποινίς Γκρέιαμ. Μήπως υπάρχει κάποιο μέρος για να μιλήσουμε ιδιαιτέρως;» Η Λίνζι δεν ήθελε να μείνει μόνη μαζί τους και δεν είχε ιδέα γιατί. Όλοι, εκτός από τον Θορ, ήταν απασχολημένοι και δεν τους έδιναν καμία σημασία. Άλλωστε, ακόμα κι αν κάποιος άκουγε κάτι κατά τύχη, το προσωπικό του περιοδικού Από Καρδιάς ήταν μια σφιχτοδεμένη ομάδα κι έπειτα τίποτα δεν έμενε κρυφό για πάντα. «Μπορείτε να πείτε εδώ ότι έχετε να πείτε». Ο Μπέρτραμ συμφώνησε με ένα νεύμα του κεφαλιού που έκανε τα λιγοστά του μαλλιά να κουνηθούν. «Εντάξει, αν αυτό θέλετε. Όπως σίγουρα θα γνωρίζετε, ερευνάται η εμπλοκή του αδερφού σας στην υπόθεση των φόνων του Κόβεντ Γκάρντεν. Επειδή φαίνεται ότι ο ίδιος δεν μπορεί να μας πει πού βρισκόταν τα δύο συγκεκριμένα βράδια, ελπίζαμε ότι θα μπορούσατε εσείς να μας διαφωτίσετε». Οι σφυγμοί της ανέβηκαν και προσπάθησε να ηρεμήσει. «Ο αδερφός μου είναι ενήλικος. Πάει όπου του αρέσει. Και σας διαβεβαιώνω ότι, ακόμα κι αν έτυχε να βρίσκεται στην περιοχή εκείνα τα βράδια, δεν είναι άνθρωπος που θα διέπραττε ποτέ ένα βίαιο έγκλημα». «Γνωρίζετε ότι ήξερε και τα δύο θύματα;» «Ναι, μου το ανέφερε». «Γνωρίζετε επίσης ότι εθεάθη με τη δεσποινίδα Φίμπι Κάρτερ, το τελευταίο θύμα, το βράδυ που δολοφονήθηκε;» Η Λίνζι έχασε το χρώμα της. «Αυτό... αυτό δεν είναι δυνατό». «Ο φίλος του αδερφού σας...» Έριξε μια ματιά σε ένα χαρτάκι που έβγαλε από την τσέπη του. «Ένας κύριος ονόματι Τόμας Μπογκς λέει
ότι ο κύριος Γκρέιαμ έφυγε από το διαμέρισμά του με την εν λόγω κυρία και δεν ξαναγύρισε στο πάρτι». Θεέ μου, ο Ρούντι ήταν με το θύμα τη βραδιά που δολοφονήθηκε; Γιατί δεν της το είχε πει; Προσπάθησε να ξαναφέρει στη μνήμη της τι ακριβώς της είχε πει. Εμμ... Την είχα δει λίγο πιο πριν. Κι εκείνη είχε νομίσει ότι εννοούσε πριν λίγες μέρες, όχι πριν λίγες ώρες! Η Λίνζι έμεινε σιωπηλή, πασχίζοντας να ελέγξει τα συναισθήματά της. «Το ξέρω ότι είναι αδερφός σας», συνέχισε ο Μπέρτραμ, «αλλά ο νόμος είναι νόμος και αν υπάρχει κάτι που ξέρετε και δε μας το λέτε...» Η Λίνζι σηκώθηκε όρθια. «Αυτό που ξέρω είναι ότι ο αδερφός μου είναι αθώος. Και μάλιστα... είναι πρακτικά αδύνατο να σκότωσε εκείνος τη δεσποινίδα Κάρτερ, αφού εκείνο το βράδυ γύρισε νωρίς στο σπίτι. Πρέπει να την άφησε κάπου και μετά να επέστρεψε κατευθείαν στο σπίτι». Ο Άρτσερ σήκωσε δύσπιστα το ένα πυκνό του φρύδι. «Είστε σίγουρη γι’ αυτό, δεσποινίς; Ήσασταν ξύπνια όταν γύρισε;» «Και βέβαια ήμουν. Ανταλλάξαμε μερικές κουβέντες, αλλά είχε πιει, έτσι του συνέστησα να πάει αμέσως για ύπνο». «Δεν υπήρχε αίμα στα ρούχα του; Ή κάτι άλλο που θα μπορούσε να είναι ύποπτο;» «Όχι, δεν υπήρχε απολύτως τίποτα». Το αυστηρό, διεισδυτικό βλέμμα του Μπέρτραμ καρφώθηκε πάνω της. «Τι ώρα ήταν;» «Τι ώρα ήταν;» «Αυτό ακριβώς σας ρωτώ. Τι ώρα γύρισε στο σπίτι ο αδερφός σας;» Η Λίνζι δαγκώθηκε. Τι στο καλό να έλεγε; Τι ώρα να είχε φύγει άραγε ο αδερφός της από το πάρτι με τη γυναίκα; Δεν είχε ιδέα. «Κάποια στιγμή μετά τα μεσάνυχτα». «Και πώς συμβαίνει να θυμάστε τόσο καλά εκείνο το συγκεκριμένο βράδυ;» «Επειδή ήταν το βράδυ του χορού των Κέντγουελ». Αυτό πάντως ήταν αλήθεια. Την επομένη, στο γραφείο της, είχε διαβάσει για το φόνο στην εφημερίδα -την εφημερίδα που είχε δανειστεί ο Θορ. Ίσως
γι’ αυτό το θυμόταν τόσο καλά. Γιατί ο Θορ δεν ξεχνιόταν εύκολα. «Υπάρχουν νόμοι που τιμωρούν την υπόθαλψη εγκληματία, δεσποινίς Γκρέιαμ», την προειδοποίησε ο Μπέρτραμ. «Αν λέτε ψέματα, απλώς θα χειροτερέψετε τη θέση του αδερφού σας». «Και θα βρεθείτε σε εξαιρετικά δύσκολη θέση κι εσείς η ίδια», πετάχτηκε ο Άρτσερ. Η Λίνζι όρθωσε περήφανα το ανάστημά της. «Ο αδερφός μου δε θα έκανε ποτέ κακό σε κανέναν, πόσω μάλλον να διαπράξει φόνο. Δεν έχω να πω τίποτε άλλο για το θέμα και θα σας ήμουν υπόχρεη αν φεύγατε». Δεν πήρε είδηση τον Θορ που είχε πλησιάσει, αλλά ξαφνικά τον είδε να στέκεται πανύψηλος πίσω από τους αστυνομικούς. «Η δεσποινίς Γκρέιαμ σας είπε όλα όσα ξέρει». «Ποιος είσαι του λόγου σου;» ρώτησε ο Μπέρτραμ. «Ένας φίλος. Ένας φίλος που βλέπει ότι αναστατώσατε τη δεσποινίδα». «Αν η δεσποινίς Γκρέιαμ είναι φίλη σας, καλό θα ήταν να τη συμβουλεύατε να είναι ειλικρινής στις απαντήσεις της για τον αδερφό της» Ο Θορ δεν είπε λέξη. Όσο πιο σιωπηλός ήταν, τόσο πιο απειλητικός φαινόταν. «Καλό σας απόγευμα, κύριοι», είπε η Λίνζι. «Καλό απόγευμα, δεσποινίς Γκρέιαμ». Ο Μπέρτραμ φόρεσε το καστόρινο καπέλο του και έφυγε μαζί με τον Άρτσερ. Ο Θορ την κοίταξε έντονα. «Μη μου πεις ότι θα μπορούσες να τους είχες χειριστεί μόνη σου». «Τα κατάφερνα μια χαρά, ευχαριστώ». «Τους είπες ψέματα και το ξέρουν. Μα τους θεούς, Λίνζι, δε βοηθάς τον αδερφό σου σκαρώνοντας ψεύτικες ιστορίες». «Το έκανα μονάχα για να κερδίσω χρόνο. Σε μερικές μέρες θα τους πω ότι δε θυμόμουν καλά, ότι μπέρδεψα τις ημερομηνίες· όχι ακόμα όμως. Πρέπει να ανακαλύψω ποιος σκότωσε αυτές τις γυναίκες. Μόνο έτσι θα είναι ασφαλής ο αδερφός μου». Τα γαλάζια μάτια του Θορ άστραψαν. «Αν δεν μπορεί να βρει το
δολοφόνο η αστυνομία, πώς θα τον βρεις εσύ;» «Είμαι ρεπόρτερ, το ξέχασες; Η δουλειά μου είναι να ξεθάβω πληροφορίες. Κι αυτό ακριβώς σκοπεύω να κάνω». «Είσαι γυναίκα, Λίνζι, είτε σου αρέσει είτε όχι. Και δύο γυναίκες έχουν ήδη δολοφονηθεί». «Θα βοηθήσω τον αδερφό μου -είτε σου αρέσει είτε όχι!» Κάνοντας μεταβολή, άρπαξε το τσαντάκι της και κινήθηκε προς την πόρτα. Ο Θορ την έπιασε από το μπράτσο. «Στο σπίτι πας;» «Για την ώρα». «Η άμαξά σου είναι έξω;» «Συνήθως επιστρέφω με τα πόδια αυτή την εποχή». «Είσαι αναστατωμένη και ανήσυχη. Θα φροντίσω να φτάσεις με ασφάλεια στο σπίτι σου». Η Λίνζι άνοιξε το στόμα της να διαμαρτυρηθεί, αλλά ο Θορ την έσπρωχνε ήδη προς την πόρτα, αρπάζοντας την κάπα της από τον καλόγερο και οδηγώντας την έξω. Σήκωσε το πελώριο χέρι του και μια κομψή αγοραία άμαξα σταμάτησε λίγα μόλις μέτρα μακριά τους. Ο Θορ τη βοήθησε να ανέβει, ανέβηκε και ο ίδιος και βολεύτηκε δίπλα της, ενώ ο αμαξάς, πλαταγίζοντας τη γλώσσα του, έκανε το άλογο να ξεκινήσει. «Είσαι μπελαλίδικο θηλυκό», είπε ο Θορ. «Κι εσύ φορτικός αγροίκος». Ο Θορ έσφιξε το σαγόνι του. «Ένα εκνευριστικό, μπελαλίδικο θηλυκό». Του έριξε μια φαρμακερή ματιά. «Ένας αυταρχικός, φορτικός αγροίκος». Γρυλίζοντας, ο Θορ έγειρε στην πλάτη του καθίσματος. Η Λίνζι προσπάθησε να αγνοήσει το μυώδη ώμο του που πίεζε τον δικό της και το ανεπαίσθητο άρωμα αρσενικού και σαπουνιού που ανέδιδε το σώμα του. Προσπάθησε να μη νιώθει ευγνωμοσύνη που τη συνόδευε στο σπίτι της λίγο αφότου είχε πει ψέματα στην αστυνομία, κινδυνεύοντας να καταλήξει εκείνη τελικά στη φυλακή αντί για τον αδερφό της. ***
Η θεία Ντιλάιλα βημάτιζε πάνω κάτω στο σαλόνι όταν έφτασε η Λίνζι. «Λίνζι! Δόξα τω Θεώ, γύρισες! Μόλις έφυγε η αστυνομία. Για τ’ όνομα του Θεού, τι συμβαίνει;» Η Λίνζι αναστέναξε. «Λυπάμαι, θεία Ντι. Έπρεπε να σου το είχα πει. Είχα απλώς την ελπίδα ότι όλη αυτή η υπόθεση θα τελείωνε γρήγορα και δε θα χρειαζόταν να το μάθεις ποτέ». «Η υπόθεση; Εννοείς τους δύο φόνους για τους οποίους η αστυνομία υποπτεύεται τον αδερφό σου;» Η Λίνζι πήρε το άσπρο χέρι της θείας της στα δικά της και κάθισαν και οι δυο στον καναπέ. «Δεν το έκανε ο Ρούντι. Ξέρεις ότι δε θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο». «Φυσικά, Ω Θεέ μου, μακάρι να ήταν εδώ ο πατέρας σου». Το ίδιο ευχόταν και η Λίνζι, και δεν ήταν η πρώτη φορά στη ζωή της. Από τότε που ήταν παιδάκι, οι γονείς της ποτέ δεν ήταν εκεί όταν τους χρειαζόταν. «Δεν είναι εδώ όμως, έτσι το καθήκον να καθαρίσουμε το όνομα του Ρούντι πέφτει σ’ εμάς». «Τι στην ευχή εννοείς;» «Η αστυνομία φαίνεται ανίκανη να βρει τον πραγματικό δολοφόνο, άρα πρέπει να τον βρούμε εμείς». «Τρελάθηκες; Και πώς ξέρεις εσύ τι να κάνεις για να βρεις ένα φονιά;» «Φαντάζομαι ότι αυτό που χρειάζεται είναι να ψάξω να βρω πληροφορίες. Κι αυτό ξέρω να το κάνω». Η θεία Ντι κούνησε συλλογισμένη το κεφάλι και οι γυαλιστερές μαύρες μπούκλες της χοροπήδησαν στους ώμους της. «Δεν ξέρω, Λίνζι... Αν κάτι πάει στραβά, αν σου συμβεί το παραμικρό, οι γονείς σου δεν πρόκειται να με συγχωρήσουν ποτέ». «Πώς νομίζεις ότι θα νιώσουν όταν μάθουν ότι ο γιος τους βρίσκεται στη φυλακή με την κατηγορία του φόνου;» Η θεία Ντι άφησε ένα βογκητό απόγνωσης. «Θα κάνω απλώς μερικές ερωτήσεις και θα δω τι μπορώ να ανακαλύψω. Θα μιλήσω ξανά με τον Ρούντι και θα προσπαθήσω να μάθω περισσότερα για τη σχέση του μ’ αυτές τις γυναίκες. Ίσως καταφέρω
να μάθω πού βρισκόταν όταν δολοφονήθηκαν οι γυναίκες. Έτσι θα είχε άλλοθι και δε θα ήταν πλέον ύποπτος». Η θεία Ντι την κάρφωσε με το βλέμμα της. «Εκείνος ο αστυνομικός με τα πυκνά φρύδια μού είπε πως είπες ότι ο Ρούντι ήταν εδώ τη βραδιά του φόνου. Αυτό ήταν μεγάλη ανοησία, αγαπητό μου κορίτσι. Αργά ή γρήγορα η αστυνομία θα ανακαλύψει την αλήθεια και τότε, πέρα από τον Ρούντι, θα έχεις κι εσύ μπελάδες». Η Λίνζι ένιωσε ένα ρίγος, αλλά το αγνόησε. «Εκείνη τη στιγμή δεν μπόρεσα να σκεφτώ κάτι καλύτερο. Σε μερικές μέρες θα τους πω ότι έκανα λάθος. Τουλάχιστον έτσι θα εξασφαλίσουμε λίγο χρόνο». «Ελπίζω να ξέρεις τι κάνεις, χρυσό μου». «Το ίδιο ελπίζω κι εγώ, θεία Ντι». *** Η Λίνζι μίλησε στον Ρούντι το επόμενο πρωί. Ήταν εντελώς νηφάλιος και πολύ ήσυχος -μια ευχάριστη αλλαγή. Ο Ρούντι της είχε πει ότι είχε γνωρίσει τη Μόλι Σπρίνγκφιλντ, το πρώτο θύμα, που είχε δολοφονηθεί πριν από έξι μήνες, σε μια παμπ στο Κόβεντ Γκάρντεν. Δε θυμόταν το όνομα της παμπ. Και, πέρα από το σύντομο διάστημα που πέρασαν μαζί σε ένα από τα δωμάτια του επάνω ορόφου, δεν την είχε ξαναδεί ποτέ. «Και το δεύτερο θύμα -τη δεσποινίδα Κάρτερ;» «Σου είπα, τη γνώρισα σε ένα πάρτι στο σπίτι που διατηρεί ο Μπογκς στο Λονδίνο. Ήταν ηθοποιός στην Ντρούρι Λέιν». «Γιατί δε μου είπες ότι ήσουν μαζί της τη νύχτα που δολοφονήθηκε;» Ένα ένοχο κοκκίνισμα απλώθηκε στα μάγουλά του. «Σου είπα ότι την είχα δει πρόσφατα». «Πού να καταλάβω όμως ότι εννοούσες τόσο πρόσφατα;» «Τότε που σου το είπα δε μου φάνηκε και τόσο σημαντικό». Η Λίνζι σήκωσε απελπισμένη τα μάτια στον ουρανό. Σε γενικές γραμμές, η συζήτησή τους δεν αποκάλυψε τίποτα καινούριο. Και τα δύο επίμαχα βράδια ο Ρούντι ήταν τόσο μεθυσμένος, που δεν είχε ιδέα τι είχε συμβεί. Η Λίνζι χρειαζόταν περισσότερα στοιχεία. Έπρεπε να μιλήσει με
τον Τομ Μπογκς και τους υπόλοιπους υποτιθέμενους φίλους του Ρούντι για να διαπιστώσει αν κάποιος θυμόταν πού ήταν ο αδερφός της εκείνα τα βράδια. Έπρεπε να μάθει πού ακριβώς είχαν γίνει οι φόνοι και να μιλήσει με ανθρώπους της περιοχής για να δει μήπως κάποιος είχε δει κάτι που θα μπορούσε να αποδειχτεί χρήσιμο. Τις τελευταίες μέρες ερευνούσε διακριτικά προσπαθώντας να ξετρυπώσει όποια κουτσομπολιά σέρνονταν, αλλά δεν είχε προκόψει τίποτα καινούριο. Μέχρι στιγμής κανένας δεν ήξερε ότι ο Ρούντι θεωρούνταν ύποπτος ή τουλάχιστον κανένας δεν το συζητούσε ανοιχτά. Με τον καιρό βέβαια, θα μαθευόταν. Και η Λίνζι δεν ήθελε ούτε να σκέφτεται τι θα γινόταν τότε. Καθισμένη στο γραφείο της, έγραφε μια λίστα με τα πράγματα που ήθελε να κάνει, όταν μπήκε μέσα η Κρίστα. «Υπάρχει κανένα νέο με την υπόθεση του αδερφού σου;» «Δυστυχώς όχι. Φτιάχνω μια λίστα με το τι πρέπει να κάνω για να βρω περισσότερες πληροφορίες. Περιέργως, το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνω είναι να μιλήσω με την αστυνομία». «Με την αστυνομία;» «Πρέπει να μάθω τι στοιχεία έχουν εναντίον του Ρούντι. Ίσως το μόνο τους στοιχείο είναι ότι γνώριζε τις δύο γυναίκες, αλλά αυτό δεν αρκεί φυσικά για να τον συλλάβουν». «Μάλιστα. Ξέρεις, σκέφτηκα κι εγώ κάτι». «Αλήθεια;» Η Κρίστα κούνησε καταφατικά το κεφάλι. «Μετά τη συνομιλία μας τις προ άλλες, έγραψα σε ένα φίλο μου που είναι ιδιωτικός ερευνητής, τον Ράντολφ Πίτερσεν. Ο κύριος Πίτερσεν με βοήθησε πολύ πριν από μερικά χρόνια όταν είχαμε προβλήματα εδώ, στο περιοδικό. Βοήθησε επίσης την Κόραλι να εξιχνιάσει το φόνο της αδερφής της. Δυστυχώς, αυτή τη στιγμή ο κύριος Πίτερσεν λείπει σε επαγγελματικό ταξίδι και οι υπάλληλοι στο γραφείο του δεν ξέρουν πότε θα επιστρέφει στο Λονδίνο». «Ιδιωτικός ερευνητής... Πολύ καλή ιδέα. Θέλω να πιστεύω ότι όλα αυτά θα έχουν τελειώσει μέχρι να επιστρέψει ο κύριος Πίτερσεν, αλλά αν όχι, θα ήθελα σίγουρα να του μιλήσω».
«Ίσως μπορούμε να βρούμε κάποιον άλλον». «Ας περιμένουμε το φίλο σου καλύτερα. Έτσι θα έχουμε το χρόνο να δούμε μήπως το θέμα λυθεί από μόνο του τελικά». «Έλεγες, λοιπόν, ότι θα ξεκινούσες από την αστυνομία;» «Ακριβώς. Απόψε είναι η ετήσια φιλανθρωπική εκδήλωση του συλλόγου κυριών για τις χήρες και τα ορφανά, μια εκδήλωση που υποστηρίζει ένθερμα ο διοικητής της Αστυνομίας του Λονδίνου. Η θεία Ντιλάιλα έχει μια γνωστή που ο γιος της είναι υπαστυνόμος. Θα παρευρεθούν πολλοί ανώτεροι αξιωματούχοι και ένας από αυτούς θα είναι ο υπαστυνόμος Χάρβι. Η φίλη της θείας Ντιλάιλα υποσχέθηκε να μας συστήσει». «Η έρευνα αυτού του είδους μπορεί να είναι επικίνδυνη, Λίνζι. Το ξέρω από πρώτο χέρι». «Νομίζω ότι θα είμαι αρκετά ασφαλής σε ένα χορό όπου θα είναι παρόντες ο αστυνομικός διοικητής και οι άντρες του». «Φυσικά. Ωστόσο... Ο Λέιφ κι εγώ σκεφτόμασταν ότι, αν είσαι όντως αποφασισμένη να ερευνήσεις τους φόνους, ίσως θα ήταν φρόνιμο να έχεις κάποιον πλάι σου για κάθε ενδεχόμενο... Κάτι σαν σωματοφύλακα, ας πούμε, ένα άτομο που θα ήταν κοντά σου και έτοιμο να σε βοηθήσει αν τυχόν...» «Δε χρειάζομαι σωματοφύλακα». «Σύμφωνοι, αλλά καλό θα ήταν να έχεις κάποια προστασία σε περίπτωση που προκόψουν προβλήματα». Η Λίνζι το σκέφτηκε για λίγο. Τι προβλήματα θα μπορούσαν να προκόψουν με μερικές απλές ερωτήσεις; «Ποιον είχατε υπόψη σας;» «Τον Θορ. Είναι εξαιρετικά ικανός και...» «Αποκλείεται!» «Αυτό είχα πει κι εγώ όταν ο πατέρας μου είχε προτείνει να με προστατεύει ο Λέιφ, αλλά μια νύχτα μου έσωσε τη ζωή». «Η κατάσταση ήταν τελείως διαφορετική». «Δεν είμαι και τόσο σίγουρη. Δεν έχεις ιδέα ποιος είναι ο πραγματικός δολοφόνος, σε ποια κοινωνική τάξη ανήκει, σε ποιους κύκλους κινείται ή αν θα μπορούσε με κάποιον τρόπο να μάθει ότι ψάχνεις. Έχεις ήδη αρχίσει να αναζητάς πληροφορίες, έτσι δεν είναι;
Μπορεί να θέτεις τον εαυτό σου σε κίνδυνο, Λίνζι». Η Λίνζι αναλογίστηκε το επιχείρημά της. Η Κρίστα δεν ήταν ανόητη και η Λίνζι τη σεβόταν πολύ. «Ακόμα κι αν έλεγα ναι, δε νομίζω να δεχόταν ο Θορ». «Είσαι φίλη μας. Και βέβαια θα δεχόταν». Πράγμα που σήμαινε ότι ο Θορ δεν είχε πληροφορηθεί ακόμα το εξωφρενικό σχέδιο της Κρίστα. Θα έπρεπε να το είχε μαντέψει. «Καλά, λοιπόν, θα το σκεφτώ. Απόψε πάντως θα είμαι απολύτως ασφαλής με τη συνοδεία της θείας μου». «Δεν αμφιβάλλω. Άλλωστε λέγαμε να έρθουμε κι εγώ με τον Λέιφ, επομένως δε θα είσαι μόνη σου». Η Λίνζι αισθάνθηκε μια απροσδόκητη ανακούφιση. Οι φίλοι της ήταν υπερπροστατευτικοί, αλλά, παρ’ όλ’ αυτά, ήταν ωραίο να ξέρει ότι υπήρχαν άνθρωποι στους οποίους μπορούσε να βασιστεί, άνθρωποι που νοιάζονταν πραγματικά για εκείνη. «Τότε θα σας δω απόψε», είπε. Η Κρίστα χαμογέλασε συγκρατημένα, αλλά η Λίνζι καταλάβαινε ότι ανησυχούσε. Την ίδια, ωστόσο, το μόνο που την ανησυχούσε ήταν το αν θα κατάφερνε να αποδείξει ότι ο αδερφός της ήταν αθώος. *** Η Κρίστα μπήκε βιαστικά στο σπίτι και αναζήτησε αμέσως τον Λέιφ. Το είχε θεωρήσει σίγουρο ότι θα τη συνόδευε στην αποψινή φιλανθρωπική εκδήλωση και τώρα δεν τον έβρισκε πουθενά. «Μήπως είδες το σύζυγό μου;» ρώτησε τον Σίμονς, τον μπάτλερ, έναν ηλικιωμένο άντρα με ψαρά μαλλιά και δέρμα λεπτό σαν τσιγαρόχαρτο. «Νόμιζα ότι θα είχε γυρίσει τέτοια ώρα». «Συγγνώμη, λαίδη μου, έπρεπε να σας δώσω αυτό μόλις φτάνατε». Της έδωσε ένα σφραγισμένο σημείωμα που πάνω του ήταν γραμμένο το όνομά της με τα ζωηρά ορνιθοσκαλίσματα του Λέιφ. Το άνοιξε και διάβασε ότι ο Λέιφ θα αργούσε να γυρίσει. Είχε μια συνάντηση με τους συνεταίρους του στη Βαλχάλα Σίπινγκ, τον Ντίλαν Βίγιαρντ και τον Αλεξάντερ Κέιν. Όπως το περίμενε, η Κρίστα το είχε ξεχάσει εντελώς. «Ευχαριστώ, Σίμονς». Παίζοντας νευρικά το σημείωμα στα χέρια
της, ανέβηκε στην κρεβατοκάμαρά της. Είχε υποσχεθεί στη Λίνζι ότι ο Λέιφ κι εκείνη θα πήγαιναν στη φιλανθρωπική εκδήλωση, αλλά ο Λέιφ δεν μπορούσε. Δεν ήταν και τόσο σπουδαίο, είπε στον εαυτό της η Κρίστα. Η Λίνζι θα ήταν οπωσδήποτε ασφαλής ανάμεσα σε τόσους αστυνομικούς. Παρ’ όλ’ αυτά, η φίλη της θα έκανε ευαίσθητες ερωτήσεις και, από τη στιγμή που θα ξεκινούσε, το νέο θα διαδιδόταν. Κάποιος μπορεί είχε ήδη πάρει είδηση τις έρευνές της, κάποιος που δε θα ήθελε να χώνει τη μύτη της σε υποθέσεις που θα μπορούσαν να στείλουν κάποιον στην αγχόνη. Πήγε στο σεκρετέρ της, άφησε στην άκρη το σημείωμα του Λέιφ και έγραψε στα γρήγορα ένα μήνυμα στον Θορ, ζητώντας του να περάσει από το σπίτι του αδερφού του γυρίζοντας από το λιμάνι. Ο Λέιφ και ο Θορ είχαν περίπου τις ίδιες σωματικές διαστάσεις και θα μπορούσε να του δανείσει ένα γιλέκο και ένα λαιμοδέτη, είδη που ως τώρα αρνιόταν να φορέσει, καθώς και ό,τι άλλο μπορεί να χρειαζόταν. Θα γκρίνιαζε και θα δυσανασχετούσε, αλλά τελικά η Κρίστα ήταν σίγουρη ότι θα κατάφερνε να τον ντύσει του κουτιού για να πάνε στην εκδήλωση. Κατέβηκε βιαστικά κάτω και έδωσε σε έναν υπηρέτη το μήνυμα να το πάει στον Θορ.
Κεφάλαιο 4 Ακολουθώντας τη θεία Ντι, που ήταν εκθαμβωτική μέσα στην κομψή λαμέ και μαύρη τουαλέτα της, η Λίνζι περνούσε με κόπο ανάμεσα στο πυκνό καλοντυμένο πλήθος -ένα παράδοξο, ετερόκλητο μείγμα από κοσμικές κυρίες που ασχολούνταν με διάφορες αγαθοεργίες, προστάτες των τοπικών ορφανοτροφείων, δικαστικούς, δικηγόρους, το δήμαρχο, εύπορους εμπόρους και ανώτερους αξιωματούχους της αστυνομίας. «Να η κυρία Χάρβι, εκεί κάτω», είπε χαμηλόφωνα η θεία Ντι. «Είναι εκείνη με τα αριστοκρατικά ασημένια μαλλιά, που στέκεται ακριβώς δίπλα στο μπολ με το παντς». Πέρα από τις γυαλιστερές πλατινένιες της μπούκλες, η Έμμα Χάρβι ήταν μια άχρωμη εξηντάρα χωρίς τίποτα το ιδιαίτερο πάνω της -σε απόλυτη αντίθεση με τη θεία Ντιλάιλα, που επισκίαζε ακόμα και γυναίκες είκοσι χρόνια νεότερές της. Και τότε η κυρία Χάρβι χαμογέλασε και φωτίστηκε ολόκληρο το πρόσωπό της. Ήταν εμφανίσιμη τελικά, με γλυκά και θηλυκά χαρακτηριστικά, από τις γυναίκες που ξέρεις ότι θα τις συμπαθήσεις προτού ακόμα γνωριστείτε. Η Έμμα Χάρβι ήρθε προς το μέρος τους. «Λαίδη Άσφορντ, πόσο χαίρομαι που σας βλέπω». «Παρομοίως, Έμμα. Επιτρέψτε μου να σας συστήσω την ανιψιό μου, τη δεσποινίδα Λίνζι Γκρέιαμ». «Χαίρω πολύ», είπε η ώριμη γυναίκα. «Η χαρά είναι δική μου, κυρία Χάρβι». Η κυρία Χάρβι της χάρισε το εκπληκτικό αστραφτερό της χαμόγελο. «Η θεία σας μου είπε ότι κάνετε κάποια έρευνα σχετικά με το έργο της αστυνομίας για κάποιο άρθρο που γράφετε για το περιοδικό σας». Έκπληκτη με την επινόηση της θείας Ντι, η Λίνζι της έριξε μια λοξή ματιά. Ίσως το ταλέντο για ψέματα να ήταν οικογενειακό τους γνώρισμα. «Εμμ, ναι, πράγματι... Και αυτός είναι ο λόγος που είχα την ελπίδα
να γνωρίσω το γιο σας». «Μα και βέβαια!» Η κυρία Χάρβι τέντωσε το λαιμό της για να δει πάνω από τη θάλασσα των κομψοντυμένων καλεσμένων που τις περιέβαλλε και η Λίνζι παρακολούθησε το βλέμμα της. Διέκρινε την Κρίστα, που προφανώς είχε μόλις φτάσει, κι έπειτα αναζήτησε τη μορφή του Λέιφ. Δίπλα της στεκόταν ένας πανύψηλος άντρας, αλλά δεν ήταν ο σύζυγός της. Για μια στιγμή, η Λίνζι ξέχασε να αναπνεύσει. Πλάι στην Κρίστα, με άψογο βραδινό ένδυμα, ήταν ο ομορφότερος άντρας που είχε αντικρίσει ποτέ. Κάτω από το αψεγάδιαστο μαύρο φράκο του, φορούσε ένα ασημί γιλέκο και μαύρο παντελόνι. Το πλούσιο, περίτεχνα δεμένο μαντίλι στο λαιμό του τόνιζε το σκούρο του δέρμα. Ήταν ο ίδιος άντρας που η Λίνζι έβλεπε σχεδόν καθημερινά στη δουλειά της και ταυτόχρονα ένας άντρας που δεν είχε ξαναδεί ποτέ. Δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια της από πάνω του. Ήξερε καλά εκείνα τα αγριωπά γαλάζια μάτια κι εκείνες τις τεράστιες πλάτες κάτω από το καλοραμμένο του σακάκι. Η θεία Ντι της έδωσε μια όχι και τόσο διακριτική αγκωνιά για να της θυμίσει πού βρισκόταν και η Λίνζι αποτράβηξε τελικά το βλέμμα της από τον Θορ. «Έρχεται ο γιος της κυρίας Χάρβι». Η θεία Ντι έδειξε με ένα νεύμα του κεφαλιού έναν άντρα γύρω στα τριάντα με καστανά μαλλιά λίγο πιο ανοιχτόχρωμα από τα δικά της να διασχίζει την αίθουσα ανοίγοντας δρόμο ανάμεσα στον κόσμο. Περπατούσε αποφασιστικά με ένα χαμόγελο στο πρόσωπό του και ήταν πολύ ελκυστικός, όπως διαπίστωσε η Λίνζι όταν τις πλησίασε. Έριξε μια τελευταία ματιά προς την πόρτα για να βεβαιωθεί ότι είχε όντως δει τον Θορ να στέκεται εκεί. Τον είδε να φέρνει το χέρι του στο λαιμοδέτη του για να τον χαλαρώσει, σαν να τον έπνιγε, και η Λίνζι δε\’ είχε καμία αμφιβολία ότι ήταν εκείνος. Ήταν ψηλότερος από κάθε άλλον άντρα εκεί μέσα και απίστευτα αρρενωπός, με χαρακτηριστικά τόσο τέλεια σμιλεμένα και μάτια τόσο ακαταμάχητα γαλάζια, που όλα τα γυναικεία βλέμματα έμοιαζαν να έχουν καρφωθεί επάνω του. Η Λίνζι κατάπιε τον ξαφνικό εκνευρισμό της.
χνΛΙ IViAKl IN
Για πρώτη φορά, συνειδητοποίησε ότι κρατούσε την αναπνοή της και θυμήθηκε να εκπνεύσει πάνω που ο υπαστυνόμος Χάρβι έφτανε δίπλα τους. Κατάφερε να ξαναβρεί την αυτοκυριαρχία της, να φορέσει ένα ευγενικό χαμόγελο και να περιμένει να γίνουν οι συστάσεις. Ο υπαστυνόμος έσκυψε και φίλησε τη μητέρα του στο μάγουλο. «Είδα κάποιο φίλο και σταμάτησα για ένα λεπτό να τον χαιρετήσω. Ελπίζω να μη σε άφησα να περιμένεις πολύ». «Καθόλου». Στράφηκε προς τη θεία Ντι. «Γνωρίζεις τη λαίδη Άσφορντ». «Φυσικά». Υποκλίθηκε στη θεία της. «Χαίρομαι που σας ξαναβλέπω, κόμισσα». Η κυρία Χάρβι έστρεψε το ζεστό της χαμόγελο στη Λίνζι, γεμίζοντάς τη με ενοχή που τη χρησιμοποιούσε για να αποκτήσει πληροφορίες. «Και αυτή είναι η νεαρή δεσποινίδα για την οποία σου μίλησα, η δεσποινίς Λίνζι Γκρέιαμ. Γράφει στο Από Καρδιάς, ένα μοντέρνο γυναικείο περιοδικό». Το χαμόγελο του υπαστυνόμου ήταν εξίσου ζεστό με της μητέρας του. «Το έχω ακουστά. Χαίρομαι πολύ που σας γνωρίζω, δεσποινίς Γκρέιαμ». «Κι εγώ το ίδιο, υπαστυνόμε Χάρβι». Συζήτησαν περί ανέμων και υδάτων και ανακάλυψαν ότι είχαν κάποιους κοινούς φίλους. Οι Χάρβι είχαν συγγένεια με το δούκα του Λίνφιλντ, γεγονός που πρόσθετε στα προσόντα του εμφανίσιμου υπαστυνόμου και μια απόλυτα αποδεκτή ευγενή καταγωγή. Σιγά σιγά, η θεία Ντι παρέσυρε την κυρία Χάρβι πιο βαθιά στο πλήθος, δίνοντας στην ανιψιά της την ευκαιρία να μιλήσει στον υπαστυνόμο. Αποφασισμένη να μην επιτρέψει στο βλέμμα της να λοξοδρομήσει καταλήγοντας στον Θορ, η Λίνζι πλησίασε το μπολ με το παντς στηριγμένη στο μπράτσο του υπαστυνόμου. Ο Χάρβι γέμισε δύο ποτήρια με το φρουτώδες ποτό για τη Λίνζι και τον ίδιο κι έπειτα βρήκαν δύο κενές καρέκλες και κάθισαν. «Η μητέρα μου λέει ότι κάνετε κάποια έρευνα για το έργο της αστυνομίας. Πώς μπορώ να βοηθήσω;» Του χάρισε το πιο γοητευτικό της χαμόγελο. «Με ενδιαφέρει ιδιαί-
τερα ο τρόπος που χειρίζεται η αστυνομία τις έρευνες των εγκλημάτων. Χρησιμοποιώ ως παράδειγμα τους φόνους του Κόβεντ Γκάρντεν. Αναρωτιόμουν, λοιπόν, πώς συγκεντρώνει στοιχεία το εγκληματολογικό σας τμήμα και τι είδους πληροφορίες έχει ανακαλύψει για τις δολοφονίες. Ο Χάρβι συνοφρυώθηκε. «Μάλλον δυσάρεστο θέμα για μια νεαρή κυρία». Η Λίνζι κράτησε το βλέμμα της προσηλωμένο πάνω του. «Ναι, όντως. Δυστυχώς όμως, είμαι δημοσιογράφος και αυτή την εποχή οι αναγνώστριες μας δείχνουν εξαιρετικό ενδιαφέρον για τους φόνους. Είχα την ελπίδα ότι θα ήσασταν πρόθυμος να με βοηθήσετε». «Φοβάμαι ότι τα στοιχεία της συγκεκριμένης υπόθεσης, στο μεγαλύτερο μέρος τους, δεν είναι ακόμα ανακοινώσιμα. Κρατώντας τις πληροφορίες μυστικές έχουμε περισσότερες πιθανότητες να φτάσουμε στον ένοχο». «Κατάλαβα. Αχ, μακάρι να είχα το σημειωματάριό μου μαζί μου. Αυτό που μου είπατε είναι από μόνο του πολύ ενδιαφέρον». Τον φιλοδώρησε με άλλο ένα μελιστάλαχτο χαμόγελο ελπίζοντας ότι θα το έβρισκε θελκτικό και όχι απωθητικό. Το φλερτ δεν ήταν το φόρτε της, αλλά ήθελε απεγνωσμένα να δοκιμάσει κάθε μέσο. «Θα μπορούσαμε ίσως να συναντηθούμε κάπου για να πιούμε ένα τσάι και να συνεχίσουμε την κουβέντα μας για το θέμα;» Της έγνεψε καταφατικά. Η ιδέα φαινόταν να του αρέσει. «Φαντάζομαι ότι θα μπορούσαμε να το κανονίσουμε, αν και, όπως σας είπα, οι περισσότερες πληροφορίες δεν επιτρέπεται να δημοσιοποιηθούν ακόμα». «Καταλαβαίνω και θα σας ήμουν αληθινά ευγνώμων. Υπάρχει ένα καφέ στο Πικαντίλι, κοντά στο γραφείο μου... Λέγεται Αχλαδιά. Είναι ένας πολύ ευχάριστος μικρός χώρος. Το ξέρετε;» «Αχλαδιά... Ναι, νομίζω ότι το ξέρω. Να πούμε στη μία η ώρα;» Του χαμογέλασε αρκετά πλατιά για να σχηματιστούν λακκάκια στα μάγουλά της -αν είχε λακκάκια, φυσικά, και δυστυχώς δεν είχε. «Αυτό θα ήταν θαυμάσιο». Κουβέντιασαν λίγο ακόμα κι έπειτα ο υπαστυνόμος την επέστρεψε
χνΛΙ IViAKl IN
στη θεία της. Όλα αυτά τα γλυκανάλατα χαμόγελα την είχαν κουράσει και ήθελε να γυρίσει στο σπίτι. Εκείνη τη στιγμή όμως, την πλησίασαν η Κρίστα και ο Θορ. Ο Θορ είχε συνοφρυωθεί, σμίγοντας τα σχεδόν μαύρα του φρύδια. «Ποιος ήταν αυτός;» «Είναι ένας υπαστυνόμος που τον λένε Μάικλ Χάρβι. Προσπαθούσα να του πάρω πληροφορίες που ίσως βοηθούσαν τον αδερφό μου». «Και τις πήρες;» «Όχι ακόμα, αλλά συμφώνησε να συναντηθούμε αύριο. Ίσως τότε...» «Σε κοιτούσε σαν να ήθελε να σε φάει ζωντανή». Η Λίνζι κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Κάνεις λάθος. Ο υπαστυνόμος έδειχνε ενδιαφέρον από απλή ευγένεια». «Είναι φως φανάρι ότι σε θέλει κι εσύ του έδωσες θάρρος». Η ιδέα ότι ένας εμφανίσιμος άντρας την έβρισκε επιθυμητή της ήταν πολύ ευχάριστη, έστω κι αν πιθανότατα δεν ήταν αλήθεια. Η Λίνζι ήξερε ότι δεν ήταν ούτε το τυπικό ανοιχτόχρωμο αγγλικό ρόδο, ούτε εκρηκτικά χυμώδης όπως η Κρίστα. Και το γεγονός ότι ο Θορ πίστευε πως ο Χάρβι την επιθυμούσε την έκανε να αισθανθεί ακόμα καλύτερα. «Σου είπα, χρειάζομαι πληροφορίες. Είναι σημαντικό να κερδίσω την εμπιστοσύνη του». Ο Θορ απλώς γρύλισε κάτι μέσα από τα δόντια του. Η Λίνζι έστρεψε την προσοχή της στην Κρίστα. «Νόμιζα ότι θα ερχόταν ο Λέιφ μαζί σου». «Είχε μια επαγγελματική συνάντηση. Το είχα ξεχάσει εντελώς». Χαμογέλασε στον κουνιάδο της. «Ο Θορ είχε την καλοσύνη να με συνοδεύσει». Η Λίνζι σήκωσε το βλέμμα της σ’ εκείνα τα καταγάλανα μάτια, λέγοντας στον εαυτό της ότι ήταν γελοίο να κάνουν την καρδιά της να χτυπάει τόσο δυνατά. «Βλέπω, ντύθηκες επίσημα». Σήκωσε αδιάφορα τους μυώδεις ώμους του. «Η Κρίστα είπε ότι έπρεπε να ντυθώ καλά».
«Αυτό το ντύσιμο... σου πηγαίνει πολύ». Εντάξει, αυτή ήταν πολύ υποτονική περιγραφή. Δεν υπήρχε άντρας εκεί μέσα που μπορούσε να συγκριθεί μαζί του. «Ευχαριστώ». Το βλέμμα του γλίστρησε στο αχνοπράσινο μεταξωτό της φόρεμα που άφηνε σχεδόν γυμνούς τους ώμους της και στις καστανές μπούκλες που ήταν μαζεμένες στο πλάι του λαιμού της. Υπήρχε κάτι στα μάτια του, κάτι που η Λίνζι δεν είχε ξαναδεί. Κάτι που έκανε μια περίεργη έξαψη να αναβλύσει από μέσα της. «Κι εσύ είσαι... πολύ όμορφη». «Ευχαριστώ», του απάντησε κάπως λαχανιασμένα. Η θεία Ντι άρχισε να μιλάει με την Κρίστα και η Λίνζι, με την άκρη του ματιού της, έπιασε τον υπαστυνόμο να ξανάρχεται κοντά της. «Σκεφτόμουν ότι ίσως -αν η κάρτα σας δεν είναι γεμάτη- θα μπορούσατε να μου χαρίσετε αυτόν το χορό». Η Λίνζι λάτρευε το χορό και χρειαζόταν τη βοήθειά του. Του χάρισε το αστραφτερό της χαμόγελο. «Με μεγάλη μου χαρά». Δεν κοίταξε καθόλου τον Θορ, αλλά αισθάνθηκε την απογοήτευσή του σαν να αναδιδόταν από τον κάθε του πόρο. Η ορχήστρα άρχισε να παίζει ένα βαλς. Ακουμπώντας με χάρη το χέρι της στο μπράτσο του υπαστυνόμου, τον άφησε να την οδηγήσει στην πίστα. Πάνω από τον ώμο του, το μάτι της πήρε τον Θορ. Ήταν μουτρωμένος, όπως το είχε φανταστεί. Η Λίνζι ίσιωσε την πλάτη της. Τι πείραζε αν φλέρταρε ανοιχτά με έναν άντρα; Γυναίκα ήταν. Και είχε κάθε δικαίωμα. Τι ήξερε, άλλωστε, απ’ αυτά εκείνος ο άξεστος γίγαντας; Πιο εκνευρισμένη απ’ όσο θα έπρεπε να είναι, αφέθηκε πρόθυμα στην αγκαλιά του καβαλιέρου της. Και με τα μάτια της επιμελώς καρφωμένα στο πρόσωπό του, δεν έπαψε να του χαμογελάει σε όλη τη διάρκεια του βαλς. *** Ο Θορ στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη που κρεμόταν πάνω από τη σιφονιέρα στο υπνοδωμάτιό του, στο διαμέρισμά του στη Χαφ Μουν Στρητ. Το είχε διαλέξει επίτηδες κοντά στο Γκριν Παρκ, μια ανοιχτή, χλοερή έκταση με λουλούδια, δέντρα και λιμνούλες, όπου
μπορούσε να ανασαίνει καθαρό αέρα και να φαντάζεται ότι δε βρισκόταν στην πόλη. Πήγαινε συχνά εκεί. Κι αν δεν ήταν περασμένα μεσάνυχτα, θα πήγαινε και τώρα. Κοιτάζοντας το είδωλό του στον καθρέφτη, έλυσε το λαιμοδέτη του κι έπειτα πέταξε το μακρύ λευκό ύφασμα από το λαιμό του. Έβγαλε το σακάκι και το γιλέκο που είχε δανειστεί από τον αδερφό του και άφησε ένα στεναγμό ανακούφισης. Επιτέλους ελεύθερος. Μόνο για χάρη της Κρίστα θα φορούσε τόσες περιττές στρώσεις ρούχων. Όμως η Κρίστα ήταν η γυναίκα του Λέιφ και είχε γίνει καλή φίλη. Και θα φορούσε πρόθυμα αυτά τα ηλίθια ρούχα, αν αυτό την ευχαριστούσε. Και, αν και δεν ήθελε να το παραδεχτεί, είχε ανησυχήσει για τη Λίνζι. Μουρμούρισε μια βρισιά στα αρχαία σκανδιναβικά, τη γλώσσα που μιλούσε στο Ντρόγκαρ, το νησί που ήταν κάποτε η πατρίδα του. Αυτή η γυναίκα ήταν σκέτος μπελάς. Ήταν όμως φίλη της Κρίστα και είχε αρχίσει να νιώθει προστατευτικά απέναντι της. Ξανάφερε στο νου του την αποψινή της συμπεριφορά με τον όμορφο αστυνομικό και ένας κόμπος δέθηκε στο στομάχι του. Δεν του άρεσε ο τρόπος που τον είχε ενθαρρύνει. Ούτε ο τρόπος που την κοίταζε ο αστυνομικός. Ήταν ανόητο, το ήξερε. Η Λίνζι ήταν πολύ κοκαλιάρα για να τον ελκύει- σωστό αγοροκόριτσο. Ωστόσο, όταν την είχε δει με την πράσινη μεταξωτή τουαλέτα της και είχε προσέξει το βελούδινο δέρμα της και τον τρόπο που έλαμπαν στο φως των κεριών οι μελιές της μπούκλες, το αίμα του είχε αρχίσει να κοχλάζει και το μόριό του είχε σκληρύνει σε σημείο πόνου. Έπρεπε να είχε κάνει μια στάση στην Κόκκινη Πόρτα πριν έρθει σπίτι. Τα κορίτσια της μαντάμ Φορτιέ ήταν όμορφα και πάντα πρόθυμα να ανακουφίσουν τις ανάγκες ενός άντρα. Η πληθωρική ιδιοκτήτρια του οίκου ανοχής δεν ήταν Γαλλίδα στην πραγματικότητα, όπως του είχε αποκαλύψει μια από τις κοπέλες, κι αυτό πρέπει να ήταν αλήθεια, επειδή τη βραδιά που είχε περάσει στο κρεβάτι της, οι
κραυγές ηδονής της ήταν στα αγγλικά. Σκόπευε να περάσει από εκεί απόψε, αλλά τελικά είχε γυρίσει κατευθείαν στο σπίτι του. Και τώρα το μετάνιωνε. Χρειαζόταν γυναίκα, εδώ και κάμποσο καιρό μάλιστα. Σύντομα, καθησύχασε τον εαυτό του. Έβγαλε και τα υπόλοιπα ρούχα του κι έπεσε στο κρεβάτι του με τον ουρανό. Στο διαμέρισμα επικρατούσε ησυχία. Σε αντίθεση με τον Λέιφ, δεν είχε μια ολόκληρη στρατιά υπηρέτες, παρά μόνο μια οικονόμο, μια μαγείρισσα και μια καμαριέρα και καμία τους δεν έμενε στο διαμέρισμα. Και δε χρειαζόταν ούτε βαλέ ούτε μπάτλερ. Είχε μάθει χρόνια τώρα να φροντίζει μόνος του τον εαυτό του. Ο Θορ αναστέναξε στο σκοτάδι. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν η αίσθηση απαλού δέρματος πάνω του, το βάρος ενός γυναικείου στήθους στα χέρια του. Ο ανδρισμός του αφυπνίστηκε ξανά και σκλήρυνε. Καιγόταν κυριολεκτικά από επιθυμία. Στο μυαλό του ήρθε η εικόνα της Λίνζι, που χαμογελούσε στον όμορφο υπαστυνόμο, χορεύοντας με τη χάρη κύκνου που γλιστρούσε στο νερό. Βρίζοντας τον εαυτό του -και τη Λίνζι-, ο Θορ προσπάθησε μάταια να αποκοιμηθεί. *** Η Λίνζι ξύπνησε με το πρώτο φως της μέρας. Είχε κοιμηθεί πολύ καλά την προηγούμενη νύχτα και ένιωθε γεμάτη ενέργεια και όρεξη να βγει έξω. Όπως συνήθιζε να κάνει τουλάχιστον τρεις φορές την εβδομάδα, φόρεσε αντρική στολή ιππασίας και ψηλές δερμάτινες μπότες, έχωσε τα μαλλιά της σε ένα μαύρο κασκέτο και κατέβηκε στο στάβλο. Ένα από τα χόμπι του πατέρα της ήταν να εκτρέφει καθαρόαιμα άλογα. Τα περισσότερα τα είχε στο Ρένχερστ Χολ, το οικογενειακό κτήμα στο Δυτικό Σάσεξ, αλλά τα υποζύγια και αρκετά άλογα ιππασίας σταβλίζονταν στις παρυφές του Γκριν Παρκ, μερικά τετράγωνα από την κατοικία τους στη Μάουντ Στρητ. Της Λίνζι της άρεσε πολύ η ιππασία και ίππευε από τότε που άρχισε να περπατάει. Για λόγους ευπρέπειας, ίππευε στο πλάι, με τον γυναικείο τρόπο, αλλά όποτε είχε την ευκαιρία προτιμούσε να καβαλι-
κεύει σαν άντρας. Λάτρευε την αίσθηση της ελευθερίας, την αίσθηση ότι είχε τον έλεγχο στα χέρια της. Κι αυτό σήμαινε ότι ήταν αναγκασμένη να κάνει ιππασία πολύ νωρίς το πρωί, πριν ξυπνήσουν οι περισσότεροι Λονδρέζοι. Η Λίνζι κάλυψε με γοργό βήμα τα τέσσερα τετράγωνα ως το στάβλο, απολαμβάνοντας το ελαφρό αεράκι και την πρωινή ψύχρα. Ο ήλιος έλαμπε ήδη στον ουρανό, σαν να υποσχόταν ότι θα έβαζε τέλος στη συννεφιά που κρεμόταν βαριά πάνω από την πόλη εδώ και μια εβδομάδα σχεδόν. «Σας τον έχω έτοιμο, δεσποινίς». Ο σταβλίτης, ο Άρτεμους Μούντι, ένας στρογγυλοπρόσωπος κοντόχοντρος άντρας που ήταν στη δούλεψη του πατέρα της από τότε που η Λίνζι ήταν κοριτσάκι, στεκόταν δίπλα σε ένα ψηλό άτι με καστανοκόκκινο τρίχωμα και μακριά, λεπτά πόδια. Ο Χορευτής, ένα πεντάχρονο ευνουχισμένο άλογο, το αγαπημένο της στο στάβλο, χλιμίντρισε μόλις οσμίστηκε τη γνώριμη μυρουδιά της. Το άλογο άρχισε να τραβάει τα χαλινάρια του, ανυπομονώντας για την πρωινή του άσκηση σχεδόν όσο και η Λίνζι. «Ήσυχα, αγόρι μου». Η Λίνζι χάιδεψε τον λείο του λαιμό και, με τη βοήθεια του κυρίου Μούντι, πέρασε το ένα της πόδι πάνω από την επίπεδη δερμάτινη σέλα και κάθισε στη ράχη του ζώου. «Είναι κομματάκι ανάποδος σήμερα, δεσποινίς. Λίγο τρέξιμο είναι ό,τι πρέπει για την αφεντιά του». «Λίγο τρέξιμο είναι ό,τι πρέπει και για τους δυο μας». Ο Άρτεμους χαμογέλασε καθώς η Λίνζι κέντρισε με τις φτέρνες της το άλογο, που βγήκε έξω, στη λιακάδα. Ο σταβλίτης την ήξερε αρκετά καλά για να μην υποτιμάει τις ικανότητές της, έτσι στάθηκε πιο πίσω ενώ ο Χορευτής πήδησε στο πλάι κι έπειτα φρούμαξε πιάνοντας στον αέρα το θρόισμα των φύλλων των θάμνων δεξιά κι αριστερά στο μονοπάτι. «Κάτσε καλά κύριε», πρόσταξε η Λίνζι, και το άλογο, σαν να κατάλαβε, υπάκουσε αμέσως και, τριποδίζοντας με σταθερό, ζωηρό βήμα, κατευθύνθηκε προς τον χωμάτινο δρόμο που περιέβαλλε κυκλικά το πάρκο.
Τέτοια ώρα το μέρος ήταν άδειο και, μόλις έφτασαν στο φαρδύ μονοπάτι, η Λίνζι αύξησε ταχύτητα, παροτρύνοντας το Χορευτή να καλπάσει. Μερικούς γύρους αργότερα, κάλπαζαν σαν τον άνεμο και η Λίνζι χαμογελούσε πλατιά νιώθοντας τον αέρα στα μάγουλά της και τη συναρπαστική αίσθηση του ελέγχου ενός τόσο υπέροχου ζώου. Όσο διασκεδαστική κι αν ήταν η ζωή στην πόλη, το μέρος που θα προτιμούσε να μένει ήταν το Ρένχερστ Χολ. Στα πέντε χιλιάδες εκτάρια του πατέρα της, ήταν ασφαλής από τα περίεργα βλέμματα και ελεύθερη να κάνει ό,τι την ευχαριστούσε. Μπορούσε να πηγαίνει για ιππασία όποτε είχε όρεξη και να μένει έξω όλη μέρα, αν το ήθελε. Η αλήθεια ήταν ότι τελευταία το είχε νοσταλγήσει το Ρένχερστ Χολ. Αν δεν είχε προκόψει το πρόβλημα με τον Ρούντι, θα είχε φύγει από την προηγούμενη εβδομάδα. Θα είχε εξοικονομήσει λίγες μέρες από το φορτωμένο πρόγραμμά της για να ξεκουραστεί και να χαρεί την εξοχή. Τώρα όμως, μέχρι να βρεθεί ο δολοφόνος του Κόβεντ Γκάρντεν και να αποδειχτεί η αθωότητα του Ρούντι, ήταν υποχρεωμένη να μείνει στην πόλη. Ο Χορευτής είχε ιδρώσει και είχε βγάλει λίγους αφρούς από το τρέξιμο, έτσι η Λίνζι τράβηξε τα χαλινάρια κόβοντας ταχύτητα. Έδιωξε τη σκέψη του Ρούντι από το μυαλό της και κατάφερε να χαλαρώσει. Θα ήταν ανόητο να χαλάσει ένα τόσο όμορφο πρωινό με σκέψεις για φόνους και ίντριγκες. Αφήνοντας το βλέμμα της να πλανηθεί στην ανθισμένη βλάστηση που περιστοίχιζε το μονοπάτι, η Λίνζι άφησε το άλογο να καλπάσει πιο χαλαρά. Πριν το επιστρέφει στο στάβλο, θα το έβαζε να τρέξει άλλη μια φορά με τον ξέφρενο ρυθμό που έμοιαζε να λαχταράει και μετά θα ξαναφορούσε το κατάλληλο για την πόλη προσωπείο της και θα πήγαινε στη δουλειά. *** Ο Θορ, γερμένος στο παγκάκι από σφυρήλατο σίδερο κάτω από μια συκομουριά, παρακολουθούσε τον νεαρό αναβάτη. Το είχε ξαναδεί αρκετές φορές αυτό το αγόρι τόσο νωρίς στο πάρκο. Ήταν πολύ επιδέξιος ιππέας και δεν μπορούσε παρά να τον θαυμάζει.
Και το άλογο ήταν εξίσου εκπληκτικό, ψηλό και λυγερόκορμο, με δυνατά πλευρά και πόδια που καταβρόχθιζαν την απόσταση ταχύτερα από κάθε άλλο άλογο που είχε δει ποτέ ο Θορ. Στο Ντρόγκαρ, ίππευε συχνά και, έχοντας κερδίσει σε περισσότερους αγώνες ταχύτητας από κάθε άλλον, θεωρούνταν ο καλύτερος ιππέας στο νησί. Είχε νικήσει ακόμα και τα αδέρφια του, που ήταν όλα εξαιρετικοί καβαλάρηδες. Όμως τα ζώα στον τόπο του δεν έμοιαζαν καθόλου μ’ ετούτο εδώ. Ήταν δυνατά, αλλά πιο μικρόσωμα και με πιο πυκνή κι άγρια χαίτη. Δεν είχαν την ομορφιά αυτού του αλόγου που είχε δει να τρέχει με φρενήρη ταχύτητα πριν από λίγο. Πώς θα ’θελε να άλλαζε θέση μ’ αυτό το αγόρι, να άκουγε τις οπλές να σφυροκοπούν το έδαφος, να ένιωθε τον άνεμο στο πρόσωπό του και τη δύναμη του πανέμορφου αλόγου από κάτω του! Από τότε που είχε έρθει στο Λονδίνο, όλες οι μετακινήσεις του γίνονταν είτε με τα πόδια είτε με άμαξα. Τώρα όμως, βλέποντας τον νεαρό να οδηγεί το υπέροχο εκείνο ζώο πίσω, προς την κατεύθυνση απ’ όπου είχαν έρθει, ο Θορ ορκίστηκε μέσα του ότι κάποια μέρα θα είχε κι εκείνος ένα τέτοιο άλογο δικό του.
Κεφάλαιο 5 Με ένα καθημερινό φόρεμα από σκουροκόκκινο μετάξι, με φαρδιές πιέτες που ανέμιζαν πάνω από ένα εμπριμέ κρεμ και κοκκινωπό μισοφόρι, η Λίνζι άνοιξε το ασορτί μεταξωτό παρασόλι της και κατευθύνθηκε προς το μικρό καφέ. Η Αχλαδιά ήταν ένα πολύ καθωσπρέπει καφέ, που σέρβιρε επίσης διάφορες ποικιλίες τσαγιού, μικρά σάντουιτς και γλυκά. Ήταν διακοσμημένο με κίτρινα και καταπράσινα χρώματα και στους τοίχους υπήρχαν ζωγραφισμένες αχλαδιές που τα κλαδιά τους απλώνονταν και κάλυπταν όλο το ταβάνι. Η Λίνζι είχε υπολογίσει με μεγάλη προσοχή να φτάσει με δέκα λεπτά καθυστέρηση για να κάνει τον Χάρβι να την περιμένει. Δυστυχώς όμως, μπαίνοντας μέσα διαπίστωσε ότι ο αστυνομικός δε βρισκόταν εκεί. Μια νεαρή ξανθιά σερβιτόρα την έβαλε να καθίσει σε ένα τραπεζάκι με λινό τραπεζομάντιλο και η Λίνζι παρήγγειλε ένα φλιτζάνι τσάι γιασεμί. Καθώς τα λεπτά κυλούσαν, άρχισε να αναρωτιέται μήπως ο υπαστυνόμος Χάρβι είχε ξεχάσει το ραντεβού τους ή μήπως του είχε τύχει κάποιο απρόοπτο. Είχε μισοτελειώσει το τσάι της όταν τον είδε να μπαίνει. Το φωτεινό της χαμόγελο έσβησε μόλις είδε τη θυμωμένη του έκφραση. Ήρθε και στάθηκε ακριβώς μπροστά της. «Κανονικά θα έπρεπε να ζητήσω συγγνώμη που άργησα, αλλά δε θα το κάνω. Μόλις ανακάλυψα ποια είστε και μπορώ να σας πω, δεσποινίς Γκρέιαμ, ότι δεν είμαι καθόλου ευχαριστημένος». Ω, ατυχία... Γι’ αυτό ήταν θυμωμένος, λοιπόν. «Καθίστε, σας παρακαλώ, υπαστυνόμε. Ο κόσμος αρχίζει να μας κοιτάζει περίεργα». Έμεινε όρθιος για μερικές στιγμές ακόμα, με το πρόσωπό του κατακόκκινο. Έπειτα κάθισε κάτω απότομα, με βλέμμα αγριωπό. «Ο Ρούντολφ Γκρέιαμ είναι αδερφός σας». «Μάλιστα». «Και βρίσκεστε εδώ για λογαριασμό του, έτσι δεν είναι; Η χτεσινοβραδινή μας συνάντηση ήταν απ’ την αρχή ως το τέλος μια απάτη.
Ελπίζατε να μου αποσπάσετε πληροφορίες -και για τον ίδιο λόγο είστε εδώ σήμερα. Ελπίζετε ότι θα σας αποκαλύψω κάτι που μπορεί να βοηθήσει τον αδερφό σας -το βασικό ύποπτο για τους φόνους του Κόβεντ Γκάρντεν!» Αν και τα λόγια του ήταν σαν χαστούκι, έκρυψε την ταραχή της και τον κοίταξε ολόισια στα μάτια. «Ο αδερφός μου είναι αθώος! Προσπαθώ να βρω έναν τρόπο να καθαρίσω το όνομά του. Το ίδιο θα κάνατε κι εσείς, αν είχε θεωρηθεί άδικα και ο δικός σας αδερφός ύποπτος για δύο στυγερές δολοφονίες!» Ο υπαστυνόμος την περιεργάστηκε με προσοχή, προσπαθώντας να μαντέψει τις σκέψεις της. «Δεν μπορώ παρά να θαυμάσω την αφοσίωσή σας. Δε θα αναλάμβαναν πολλές γυναίκες το δύσκολο έργο της εξιχνίασης ενός εγκλήματος για να προστατεύσουν κάποιον που αγαπούν». Η Λίνζι χαλάρωσε λίγο και χαμογέλασε επιφυλακτικά. «Λυπάμαι που σας εξαπάτησα. Μου άρεσε πολύ πάντως το βαλς που χορέψαμε. Χορεύετε υπέροχα, υπαστυνόμε». Άρχισε κάπως να χαλαρώνει και η δική του ένταση. Ήταν ακόμα αναστατωμένος, αλλά ίσως κατά κάποιον τρόπο την καταλάβαινε. «Αφού βγήκαν πλέον όλα στο φως», συνέχισε η Λίνζι, αποφασίζοντας να πιέσει την τύχη της, «θα μπορούσατε να μου πείτε χωρίς να αποκαλύψετε τα μυστικά της αστυνομίας- οτιδήποτε που ίσως με βοηθούσε; Μερικές φορές δεν είναι εύκολο να ξεχωρίσεις ποιες από τις πληροφορίες που αναφέρουν οι εφημερίδες είναι σωστές». Ο Χάρβι αναστέναξε και έκανε νόημα σε ένα σερβιτόρο. «Υποθέτω ότι... αφού βρίσκομαι ήδη εδω... θα μπορούσα να μείνω για ένα φλιτζάνι τσάι». Η Λίνζι χαμογέλασε, ευγνώμων που έδειχνε να την έχει συγχωρήσει. «Ναι, μείνετε, σας παρακαλώ». Ο σερβιτόρος έφερε ένα ωραίο αρωματικό τσάι Κεϋλάνης, μια ποικιλία που άρεσε στη Λίνζι, έτσι πήρε κι εκείνη ένα δεύτερο φλιτζάνι μαζί του. Άρχισε να πίνει το τσάι της με αργές γουλιές ελπίζοντας ότι ο Χάρβι θα απαντούσε στην τελευταία της ερώτηση.
«Όπως σας είπα και χτες το βράδυ, δε μου επιτρέπεται να αποκαλύψω πληροφορίες για την υπόθεση. Αυτό που μπορώ όμως να σας πω είναι ότι, αν δίνετε ψεύτικο άλλοθι στον αδερφό σας για τη νύχτα του τελευταίου φόνου, θέτετε τον εαυτό σας σε κίνδυνο, γιατί αργά ή γρήγορα η αλήθεια θα βγει στο φως, ό,τι κι αν κάνετε». «Σας ξαναλέω ότι ο Ρούντι δεν είναι ένοχος. Αφού εκείνο το βράδυ ήταν μεθυσμένος και δε θυμάται πού ήταν, χρειάζομαι χρόνο για να το ανακαλύψω εγώ για λογαριασμό του. Δε θα σταθώ εμπόδιο στη δικαιοσύνη, αλλά χρειάζομαι μια ευκαιρία να τον βοηθήσω, αν μπορέσω». «Μου λέτε, δηλαδή, ότι εκείνη τη νύχτα δεν ήταν στο σπίτι τελικά;» Η Λίνζι απεχθανόταν να λέει ψέματα και με κόπο συγκρατήθηκε να μην του πει την αλήθεια. «Δεν αλλάζω την κατάθεσή μου. Ίσως στο μέλλον όμως να θυμηθώ κάπως διαφορετικά τη συγκεκριμένη νύχτα». «Μπορεί να καταλήξετε στη φυλακή, δεσποινίς Γκρέιαμ». «Υπόσχομαι ότι δε θα αργήσω να... ξαναβρώ τη μνήμη μου». Ο υπαστυνόμος ρούφηξε λίγο ακόμα τσάι. «Είστε είτε πολύ γενναία είτε επικίνδυνα παράτολμη». «Ίσως είμαι λίγο κι απ’ τα δύο». «Θα σας δώσω κάποιες ανακοινώσιμες πληροφορίες που πιθανώς δεν έχουν γράψει οι εφημερίδες». Η Λίνζι άρπαξε το τσαντάκι της κι έβγαλε χαρτί και μολύβι. «Σας ακούω». «Τα δύο θύματα βρέθηκαν σε απόσταση τεσσάρων οικοδομικών τετραγώνων το ένα από το άλλο. Το πρώτο θύμα, η Μόλι Σπρίνγκφιλντ, είχε ένα μωρό έξι μηνών. Και, επειδή δεν είχε σύζυγο, εκδιδόταν για να το θρέψει». Η Λίνζι ανατρίχιασε. «Το δεύτερο θύμα ας πούμε ότι ήταν θεατρίνα. Έπαιζε μικρούς ρόλους, αλλά το όνειρό της ήταν να γίνει διάσημη. Της άρεσαν τα ωραία πράγματα και διέθετε το χρόνο της στους άντρες που της αγόραζαν μπιχλιμπίδια... κοσμήματα και ρούχα και τέτοια πράγματα». «Μπορείτε να μου πείτε πού ακριβώς βρέθηκαν;»
«Υποθέτω ότι δεν πειράζει αν σας το πω». Ήπιε άλλη μια γουλιά από το τσάι του. «Η Μόλι Σπρίνγκφιλντ έμενε σε μια σοφίτα, στον τρίτο όροφο του κτιρίου που στεγάζει την ταβέρνα η Αρκούδα και η Αλεπού. Δολοφονήθηκε στο στενό πίσω από το σπίτι της. Το δεύτερο θύμα, η Φίμπι Κάρτερ, έμενε μαζί με άλλες δύο ιερόδουλες σε ένα διαμέρισμα λίγο μετά τη Μέιντεν Λέιν. Τη σκότωσαν στο δρόμο, μόλις ένα τετράγωνο από το σπίτι της. Ήταν αργά και δεν υπήρχαν μάρτυρες... Εμείς, πάντως, δεν έχουμε βρει κανένα μάρτυρα ως τώρα». «Και πώς ακριβώς δολοφονήθηκαν; Υπήρχε τίποτα το ξεχωριστό σ’ αυτούς τους φόνους;» Ο υπαστυνόμος έγειρε πίσω στην καρέκλα του. «Δυστυχώς αυτό είναι απόρρητο». «Μπορείτε να μου πείτε τουλάχιστον αν οι γυναίκες είχαν... είχαν βιαστεί;» «Όχι, δεν είχαν βιαστεί». «Και πώς...» «Λυπάμαι. Σας είπα ό,τι μπορούσα». «Και το εκτιμώ αφάνταστα. Πραγματικά». Στα χείλη του σχηματίστηκε μια υποψία χαμόγελου. «Προσπάθησα να συνεχίσω να είμαι θυμωμένος μαζί σας, αλλά φαίνεται ότι απέτυχα. Ο αδερφός του παππού μου, ο δούκας, οργανώνει μια θεατρική εξόρμηση. Θα σας ζητούσα να έρθετε μαζί μας, αλλά φοβάμαι ότι μια δημόσια εμφάνιση με την αδερφή ενός ύποπτου για έγκλημα θα μπορούσε να αποβεί καταστροφική για την καριέρα μου. Ίσως όταν όλα αυτά τελειώσουν...» Η αυθόρμητη απάντησή της ξάφνιασε και την ίδια. «Νομίζω ότι θα μου άρεσε να πάω στο θέατρο μαζί σας. Όπως είπατε, ίσως όταν όλα αυτά τελειώσουν...» Σήκωσε τα μάτια της από το φλιτζάνι της. «Την επόμενη Παρασκευή, ο θείος σας, ο στενός φίλος του δούκα, ο λόρδος Κίτριτζ, δίνει ένα χορό για τα δέκατα όγδοα γενέθλια της κόρης του. Σχεδίαζα να πάω. Ίσως σας δω εκεί». Το χαμόγελό του έγινε πιο πλατύ. «Ναι, είναι σίγουρο ότι θα με δείτε». Σηκώθηκε από την καρέκλα του και κράτησε και τη δική της
για να σηκωθεί. «Σας ευχαριστώ που ήρθατε, υπαστυνόμε». «Να προσέχετε, δεσποινίς Γκρέιαμ. Έχετε να κάνετε με φόνο». «Θα είμαι πολύ προσεκτική». Ο υπαστυνόμος πλήρωσε το λογαριασμό και τη συνόδευσε ως την πόρτα των γραφείων του περιοδικού. Καθώς ανέβαινε τα σκαλιά, η Λίνζι διέκρινε μια ψηλή σκούρα σιλουέτα στο παράθυρο. Ήταν ο Θορ και η Λίνζι είδε ότι ήταν κατσουφιασμένος όπως το προηγούμενο βράδυ, όταν την παρακολουθούσε να χορεύει με τον υπαστυνόμο. Όποιος κι αν ήταν ο λόγος, αυτό της έφτιαξε τη διάθεση. Άνοιξε την πόρτα χαμογελώντας. *** «Φέρεσαι σαν καμία του δρόμου». «Πώς!» «Σου αρέσει πραγματικά η παρέα αυτού του ανθρώπου ή απλώς εξασκείς τις γυναικείες σου ικανότητες;» Η Λίνζι σήκωσε τους ώμους. Ο υπαστυνόμος της άρεσε. Όμως όταν βρισκόταν κοντά του, η καρδιά της δε χτυπούσε τρελά όπως τώρα. Η σκέψη αυτή τη θορύβησε. Είπε στον εαυτό της ότι έφταιγε απλώς η εκπληκτική εμφάνιση του Θορ. Κάθε γυναίκα κάτω των ογδόντα ετών θα ζαλιζόταν όταν την κοιτούσε μ’ εκείνα τα απίστευτα καταγάλανα μάτια. «Μου αρέσει αρκετά. Κι έπειτα, είναι προνόμιο κάθε γυναίκας να φλερτάρει μ’ έναν άντρα αν θέλει». «Τι είναι αυτό το προνόμιο·,» «Είναι το δικαίωμα μιας γυναίκας να απολαμβάνει ένα αθώο φλερτ αν το επιθυμεί. Άλλωστε, εσένα σου αρέσει αυτός ο τύπος γυναίκας. Σου αρέσουν οι γυναίκες που το παίζουν αδύναμες και χαζούλες. Θα έπρεπε να είσαι ευχαριστημένος». «Δεν είμαι ευχαριστημένος». Τον κοίταξε και πετάρισε τις βλεφαρίδες της. «Ω Θορ, θα μπορούσες να με βοηθήσεις να πάω ως την καρέκλα μου; Νιώθω μια ατονία. Φοβάμαι ότι μπορεί να λιποθυμήσω».
Ο Θορ κάγχασε. «Έχω δει πώς φέρονται οι γυναίκες όταν είναι κοντά σου. Από δω κι εμπρός, ίσως πρέπει να φέρομαι κι εγώ έτσι». «Θα τον κάνεις να πιστέψει ότι τον θέλεις στο κρεβάτι σου». Τα μάγουλά της έγιναν κατακόκκινα. «Ε, λοιπόν, δεν τον θέλω, γι’ αυτό μην ασχολείσαι». Πήγε αγέρωχα στο γραφείο της, κάθισε απότομα στην καρέκλα της και άρχισε να τακτοποιεί τα χαρτιά της. Ο Θορ πλησίασε και στάθηκε δίπλα της. «Σου είπε αυτό που ήθελες να μάθεις;» «Όχι ακριβώς. Ανακάλυψε ότι είμαι αδερφή του Ρούντι και θύμωσε... στην αρχή τουλάχιστον. Ελπίζω με τον καιρό να κερδίσω την εμπιστοσύνη του και να φανεί πρόθυμος να με βοηθήσει». Ο Θορ έσμιξε τα σκούρα του φρύδια. «Θα τον ξαναδείς δηλαδή;» «Είμαι σίγουρη ότι οι δρόμοι μας θα συναντηθούν ξανά». Την κοίταξε βλοσυρά. «Πόσο ακριβώς σκοπεύεις να προχωρήσεις μαζί του, Λίνζι, για να πάρεις αυτές τις πληροφορίες;» Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα με τον υπαινιγμό του και της ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. «Δεν είσαι... δεν είσαι καθόλου κύριος, Θορ Ντρόγκαρ, που υπαινίσσεσαι κάτι τέτοιο». «Δεν είμαι, αλλά ίσως τα λόγια μου σου θυμίσουν να φέρεσαι σαν κυρία». Η Λίνζι δάγκωσε τη γλώσσα της για να μην του απαντήσει όπως του άξιζε καθώς έφευγε. Ήταν φανερό πως τον δυσαρεστούσε το ενδιαφέρον της για τον Μάικλ Χάρβι. Και για δεύτερη φορά εκείνη τη μέρα, η Λίνζι έπιασε τον εαυτό της να χαμογελάει. Με ανανεωμένη ενέργεια, επικεντρώθηκε στη δουλειά της και πήρε με ευχαρίστηση την πένα της για να γράψει τη στήλη της επόμενης εβδομάδας. *** Η Λίνζι πέρασε τις επόμενες δύο μέρες κάνοντας ερωτήσεις στους φίλους του Ρούντι. Ο Τομ Μπογκς ήταν ένα κακομαθημένο πλουσιόπαιδο, τέταρτος γιος ενός κόμη και αρχηγός μιας ομάδας εύπορων νεαρών δανδήδων που χαρτόπαιζαν, συναναστρέφονταν γυναίκες αμφίβολης ηθικής και γενικά πήγαιναν γυρεύοντας για μπλε-
ξίματα. Οι μητέρες προειδοποιούσαν τις κόρες τους για τον Μπογκς και τους φίλους του, που δε θεωρούνταν κατάλληλη παρέα για καμία καθωσπρέπει νεαρή δεσποινίδα. Τουλάχιστον ο Τομ είχε την ευγένεια να περάσει από το σπίτι όταν έλαβε το μήνυμα της Λίνζι, που είχε ζητήσει να έρθουν και οι τέσσερις στενότεροι φίλοι του αδερφού της. Αφού χαιρέτησε τυπικά τη θεία της, ο Τομ ακολούθησε τη Λίνζι στο σαλόνι και κάθισαν και οι δυο. Η Λίνζι μπήκε αμέσως στο ψητό, χωρίς να του προσφέρει καν κάτι να πιει. «Ο Ρούντι λέει ότι είχε πάει σε ένα πάρτι το βράδυ του φόνου. Θυμάται ότι έφυγε με το θύμα, μια ηθοποιό με το όνομα Φίμπι Κάρτερ. Προφανώς, ήταν τύφλα στο μεθύσι και δε θυμάται να την άφησε στο σπίτι της». Ο Τομ άλλαξε νευρικά θέση στον καναπέ. «Πράγματι, έφυγε μαζί της. Θυμάμαι ότι ζήτησε να του φέρουν την άμαξά του μπροστά στην είσοδο». Ο Μπογκς ήταν ελκυστικός άντρας, μερικά χρόνια μεγαλύτερος από τον Ρούντι, με σκούρα καστανά μαλλιά και καστανά μάτια. Εκμεταλλευόταν την εμφάνισή του και, απ’ ό,τι είχε μάθει η Λίνζι, είχε αποπλανήσει αρκετές μοναχικές χήρες και παντρεμένες. «Η Φίμπι ήταν ομορφούλα και πρόθυμη... αν καταλαβαίνετε τι εννοώ». Καταλάβαινε. Χάρη στον αδερφό της, ήξερε πλέον πολύ περισσότερα πράγματα για τις γυναίκες της νύχτας απ’ ό,τι πριν από μερικές εβδομάδες. «Ο Ρούντι, λοιπόν, την πήγε στο σπίτι με την άμαξά του;» «Εκεί θα την πήγαινε. Αφού τη δολοφόνησαν όμως, δεν έφτασε ποτέ». Η Λίνζι κρατήθηκε να μη σηκώσει τα μάτια της στον ουρανό. «Έτσι φαίνεται. Και, επειδή ξέρουμε και οι δυο ότι ο αδερφός μου δεν είναι φονιάς, πρέπει να την άφησε κάπου αλλού. Έχεις καμία ιδέα πού μπορεί να την άφησε;» Ο Τομ ξερόβηξε. «Γινόταν άλλο ένα πάρτι εκείνο το βράδυ... όχι από εκείνα που θα πηγαίνατε εσείς και οι φίλες σας, αν με εννοείτε. Γινόταν σ’ ένα μέρος όπου ένας άντρας μπορούσε να... πώς να το πω;
Μπορούσε να βρει ό,τι ήθελε. Θα πήγαιναν και οι συγκάτοικοι της Φίμπι. Θα σκέφτηκαν ότι θα κονομούσαν λίγο παραπάνω παραδάκι. Νόμιζα ότι η Φίμπι θα πήγαινε τον Ρούντι στο σπίτι της, αλλά ίσως τελικά την πήγε εκείνος στο πάρτι». «Πού γινόταν αυτό το άλλο πάρτι;» Ο Τομ σηκώθηκε και βημάτισε ως το παράθυρο. «Δεν ξέρω αν πρέπει να σας το πω. Δε θέλω να κάνω εχθρούς· ξέρετε τι εννοώ». Σηκώθηκε και η Λίνζι. «Άκουσε εδώ, Τομ Μπογκς. Ο αδερφός μου υποτίθεται ότι είναι φίλος σου. Θέλεις να τον δεις στην κρεμάλα;» Ο Τομ γύρισε και την αντίκρισε. «Όχι, φυσικά όχι». «Τότε πες μου πού έγινε το πάρτι». «Σ’ ένα μέρος που το λένε Γαλάζιο Φεγγάρι. Είναι χαρτοπαικτική λέσχη. Το πάρτι έγινε σε ένα από τα επάνω δωμάτια». Η Λίνζι συνοφρυώθηκε. «Ο Ρούντι είπε ότι ξύπνησε στο πίσω δωμάτιο μιας χαρτοπαικτικής λέσχης που λέγεται Χρυσός Φασιανός. Πώς λες να βρέθηκε εκεί;» «Ο Χρυσός Φασιανός είναι μόλις ένα τετράγωνο μακριά. Μπορεί να πήγε εκεί αντί για το Γαλάζιο Φεγγάρι ή να πήγε αργότερα». Η Λίνζι συλλογίστηκε για λίγο την πληροφορία, προσπαθώντας να ταιριάζει τα κομμάτια του παζλ. Ίσως ο Ρούντι άφησε τη γυναίκα στο Γαλάζιο Φεγγάρι και μετά πήγε μόνος του στον Χρυσό Φασιανό, όπου έπεσε ξερός και ξύπνησε το άλλο πρωί. «Υπάρχει τίποτε άλλο, Τομ, οτιδήποτε που θα μπορούσε να βοηθήσει τον Ρούντι;» Την κοίταξε με ένα ηλίθιο και ελαφρώς αμήχανο χαμόγελο. «Ήμασταν όλοι τύφλα στο μεθύσι εκείνο το βράδυ. Πάλι καλά που θυμάμαι πού βρισκόμουν κι εγώ ο ίδιος». Πιωμένοι και πάντα μπλεγμένοι. Κανένας τους δε θυμόταν πολλά πράγματα. Παρ’ όλ’ αυτά, κάποια μικρά σποραδικά στοιχεία ήταν καλύτερα από το τίποτα. Θα έβαζε τον Ρούντι να της τα ξαναπεί από την αρχή, μήπως κατάφερνε να θυμηθεί κάτι παραπάνω για εκείνη τη νύχτα. Όταν έφυγε ο Μπογκς, της πέρασε από το μυαλό η σκέψη ότι και εκείνος και οι φίλοι του ήταν με τη Φίμπι Κάρτερ τη νύχτα του φόνου. Ίσως ήξεραν και τη Μόλι Σπρίνγκφιλντ επίσης. Γιατί άραγε η
αστυνομία δεν ερευνούσε και το δικό τους άλλοθι όπως του Ρούντι; Η συζήτηση με τους υπόλοιπους φίλους του Ρούντι είχε λίγο πολύ τα ίδια αποτελέσματα, επιβεβαιώνοντας ότι τόσο η Μόλι όσο και η φίμπι ήταν πολύ γνωστές στους κύκλους των κυρίων που σύχναζαν σ’ εκείνα τα μέρη. Γιατί, λοιπόν, η αστυνομία είχε επικεντρώσει την προσοχή της στον Ρούντι; Μήπως ήξεραν κάτι που δεν ήξερε η Λίνζι; Ή μήπως αρκούσε το γεγονός ότι ο Ρούντι ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που είχε δει τη Φίμπι Κάρτερ ζωντανή; *** Αποφασισμένη να βρει την απάντηση, το επόμενο απόγευμα η Λίνζι φόρεσε μια απλή καφέ φούστα και μια άσπρη μπλούζα και πήγε να βρει τον Ιλάιας Μακ, έναν από τους υπηρέτες. Ο Ιλάιας ήταν νεαρός και δυνατός και πάντα πρόθυμος να κάνει παραπάνω απ’ όσα του επέβαλλαν τα καθήκοντά του. Ο λογικός αυτός νέος ήταν αρραβωνιασμένος με μια καμαριέρα που δούλευε στο διπλανό σπίτι. «Με ζητήσατε, δεσποινίς;» Εμφανίστηκε στην πόρτα, περιποιημένος και ντυμένος όπως του είχε παραγγείλει, με μαύρο παντελόνι και πουκάμισο και όχι με τη σιέλ λιβρέα των Ρένχερστ. «Χρειάζομαι τη βοήθειά σου, Ιλάιας. Θέλω να με συνοδεύσεις σε μια δουλειά σήμερα το απόγευμα». «Μετά χαράς, δεσποινίς». Στα αυτιά της ηχούσαν ακόμα οι προειδοποιήσεις του υπαστυνόμου Χάρβι και της Κρίστα. Έμπαινε στα χωράφια ενός δολοφόνου και έπρεπε να είναι προσεκτική. Είχε εξετάσει το ενδεχόμενο να απαιτήσει από τον Ρούντι να τη συνοδεύσει, αλλά δεν της άρεσε η ιδέα να τον δουν στην περιοχή. Έπρεπε να περάσει απαρατήρητη. Αν και η περιοχή του Κόβεντ Γκάρντεν δεν ήταν από τις καλύτερες, στη διάρκεια της ημέρας θα ήταν αρκετά ασφαλής -αρκεί να είχε συνοδό. Ο Ιλάιας θα ήταν ό,τι έπρεπε γι’ αυτή τη δουλειά. Στις δύο το μεσημέρι, έφυγαν με την άμαξα της Λίνζι και κατευθύνθηκαν προς την περιοχή όπου είχαν διαπραχθεί οι φόνοι. Τα καταστήματα ήταν ανοιχτά και οι μικροπωλητές πουλούσαν τις πραμά-
τειες τους στους δρόμους. Οι ταβέρνες της περιοχής σέρβιραν οινοπνευματώδη, αλλά η Λίνζι δεν μπορούσε να μπει σε τέτοια μέρη. Είχε εντοπίσει το διαμέρισμα της Φίμπι Κάρτερ, αλλά καμία από τις δύο συγκατοίκους της δεν της άνοιξε όταν χτύπησε. Ήταν πόρνες, άλλωστε, και πιθανότατα κοιμόντουσαν στη διάρκεια της ημέρας. Ρώτησε και έμαθε πού ήταν η ταβέρνα Η Αρκούδα και η Αλεπού, στη σοφίτα του κτιρίου της οποίας είχε ζήσει η Μόλι Σπρίνγκφιλντ, αλλά και πάλι, δεν μπορούσε να μπει μέσα χωρίς να τραβήξει την προσοχή. Της πέρασε η ιδέα να στείλει τον Ιλάιας να κάνει ερωτήσεις, αλλά ήθελε να μιλήσει στους ανθρώπους η ίδια για να κρίνει αν της έλεγαν αλήθεια ή όχι. Είπε στον αμαξά της να περάσει από τον Χρυσό Φασιανό, καθώς και από το Γαλάζιο Φεγγάρι, αλλά καμία από τις δύο λέσχες δεν ήταν ανοιχτή το απόγευμα και, ακόμα κι αν τις είχε βρει ανοιχτές, δεν ήταν από τα μέρη που θα μπορούσε να επισκεφθεί μια νεαρή κοπέλα. Η Λίνζι αναστέναξε καθώς η άμαξα επέστρεψε στην κίνηση του λιθόστρωτου δρόμου. Το ότι ήταν γυναίκα μερικές φορές είχε τα μειονεκτήματά του. Κατά περίεργο τρόπο, σχεδόν ζήλευε τις πόρνες που κυκλοφορούσαν το ίδιο ελεύθερα με τους άντρες. Όχι ότι θα ήθελε να αλλάξει θέση με οποιαδήποτε απ’ αυτές, φυσικά. Φαντάστηκε τον αποτροπιασμό που θα έβλεπε στο όμορφο πρόσωπο του Θορ αν του εκμυστηρευόταν αυτή τη σκέψη και έπιασε ξανά τον εαυτό της να χαμογελάει. Με τόσο παλιομοδίτικες απόψεις που είχε για τις γυναίκες, θα έπρεπε να ζει στο Μεσαίωνα. Ακόμα και ο τρόπος που μιλούσε είχε μια παράξενη, κάπως μεσαιωνική χροιά. «Πάμε στο σπίτι, κύριε Μακτάβις», φώναξε στον αμαξά καθώς βολεύτηκε πιο βαθιά στο κόκκινο δερμάτινο κάθισμα. Η σημερινή της εξόρμηση ήταν απόλυτα αποτυχημένη. Θα έπρεπε να ακολουθήσει άλλη τακτική και να βρει έναν τρόπο να προσεγγίσει τους ανθρώπους της γειτονιάς. Βαθιά μέσα της, το ήξερε από την αρχή ότι εκεί θα κατέληγε. Αναρωτήθηκε όμως πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα αν επέστρεφε ντυμένη σαν άντρας.
Κεφάλαιο 6 «Τρελάθηκες; Δεν μπορείς να κάνεις κάτι τέτοιο!» Η Λίνζι, όρθια πλάι στο γραφείο της Κρίστα, έβαλε ενοχλημένη τα χέρια στη μέση. «Υποτίθεται ότι είσαι φίλη μου, Κρίστα, και, κρίνοντας από κάποια παράτολμα πράγματα που έχεις κάνει κι εσύ, νόμιζα ότι θα καταλάβαινες». Η Κρίστα βούλιαξε πίσω στην καρέκλα της. Δεν ξεχνούσε τη βραδιά που είχε πάει στο χορό του ευκατάστατου εμπόρου Μάιλς Στόνταρντ. Αν και ήξερε ότι θα ήταν επικίνδυνο, η Κρίστα ήταν αποφασισμένη να αντιμετωπίσει τον άνθρωπο που θεωρούσε ότι βρισκόταν πίσω από τις βίαιες επιθέσεις εναντίον της ίδιας και του περιοδικού. «Θυμάμαι πολύ καλά τι είχα κάνει και, αν δεν είχε κάνει απροσδόκητα την εμφάνισή του ο Λέιφ...» Η Κρίστα άφησε τη φράση της μετέωρη. Ήξεραν και οι δυο πόσο σοβαρό κίνδυνο είχε διατρέξει εκείνο το βράδυ. «Δε θα πάω μόνη μου», της υποσχέθηκε η Λίνζι. «Θα πάρω μαζί μου τον υπηρέτη μου, τον Ιλάιας Μακ». «Αν το έχεις αποφασίσει να πας, πάρε τουλάχιστον τον Θορ μαζί σου. Είναι πολεμιστής. Ξέρει να παλεύει και είναι αρκετά χειροδύναμος για να σε υπερασπιστεί αν κάτι πάει στραβά». Η Λίνζι την κοίταξε με ενδιαφέρον. «Τι εννοείς όταν λες ότι είναι πολεμιστής;» Η Κρίστα σπάνια συζητούσε την καταγωγή του συζύγου και του κουνιάδου της, όπως και οι ίδιοι. Και τα λόγια της Κρίστα είχαν κεντρίσει την περιέργεια της Λίνζι. «Είναι πολύ μεγάλη ιστορία. Θα σου πω μόνο ότι στον τόπο του Λέιφ και του Θορ οι άντρες συχνά πολεμούν για να προστατεύουν τις οικογένειες τους. Θα ζητούσα από τον Λέιφ να έρθει μαζί σου, αλλά είναι εκτός πόλης. Άφησε με να μιλήσω στον Θορ και να τον ρωτήσω αν...» «Δε χρειάζομαι τη βοήθεια του Θορ». Ο Θορ, μάλιστα, ήταν το τελευταίο άτομο που θα ήθελε μαζί της η Λίνζι. Την εκνεύριζε όσο κα-
νένας άλλος άντρας. Όταν την κοιτούσε μ’ εκείνα τα εκπληκτικά γαλάζια μάτια, η Λίνζι δεν μπορούσε να σκεφτεί καθαρά και, όταν άκουγε εκείνη τη βαθιά αρρενωπή φωνή με την ανεπαίσθητη σκανδιναβική προφορά, της ήταν αδύνατο να συγκεντρωθεί. Η αλήθεια ήταν ότι την προσέλκυε απίστευτα αυτός ο γιγαντόσωμος αυταρχικός αγροίκος. Ήταν γελοίο. Σίγουρα δεν ήταν παρά μια απλή φυσική έλξη ανάμεσα σε μια υγιή νεαρή γυναίκα και έναν εξαιρετικά εμφανίσιμο άντρα. Αν εκείνος το μάθαινε ποτέ, η Λίνζι θα πέθαινε από ντροπή· και σ’ αυτή την αποστολή έπρεπε να έχει το νου της στο σκοπό της και όχι σε έναν γοητευτικό αγριάνθρωπο. «Θα είμαι μια χαρά με τον κύριο Μακ. Θα πάω πριν από τα μεσάνυχτα και δε θα μείνω πολύ, μόνο όσο χρειαστεί για να πάρω κάποιες απαντήσεις». «Δε μου αρέσει αυτό, Λίνζι». «Είτε σ’ αρέσει είτε όχι, σου ζητώ να μην το πεις σε κανέναν. Μου υπόσχεσαι να κρατήσεις το μυστικό που σου εμπιστεύτηκα;» Η Κρίστα έγνεψε καταφατικά. Πίσω από την πλάτη της όμως, τα δάχτυλά της ήταν σταυρωμένα για να μην τη δεσμεύει η υπόσχεσή της. Δε θα το έλεγε σε κανέναν -εκτός από τον μόνο άντρα που μπορούσε να προστατεύσει τη φίλη της. *** Η Λίνζι κατέβηκε από τη σοφίτα κουβαλώντας μια αγκαλιά παλιά ρούχα του αδερφού της. Η μητέρα της αρνιόταν να πετάξει οτιδήποτε, έτσι η σοφίτα ήταν γεμάτη με άχρηστα πράγματα, από μωρουδιακά ρουχαλάκια μέχρι μουχλιασμένα πουπουλένια στρώματα. Η Λίνζι είχε ψάξει στο ένα μπαούλο μετά το άλλο ώσπου βρήκε μερικά από τα ρούχα που φορούσε ο Ρούντι όταν φοιτούσε στο οικοτροφείο αρρένων. Ήταν πάνω κάτω στο μέγεθος της. Πηγαίνοντας προς το δωμάτιό της με τα ρούχα στα χέρια είχε τη σιγουριά ότι θα της έκαναν και θα εξυπηρετούσαν θαυμάσια τον αποψινό της σκοπό. «Τι στο καλό κάνεις εκεί;» άκουσε να τη ρωτάει ξαφνικά η θεία Ντιλάιλα, που ερχόταν προς το μέρος της σμίγοντας τα μαύρα της φρύ-
δια. «Εμμ... Ξεκαθαρίζω κάτι παλιά ρούχα από τη σοφίτα. Σκέφτηκα να τα δίναμε στους φτωχούς». Κι αυτό δεν ήταν ψέμα. Σκόπευε όντως να τα χαρίσει όταν δεν τα χρειαζόταν άλλο. Η θεία Ντι έγνεψε επιδοκιμαστικά. «Θαυμάσια ιδέα. Γιατί έτσι όπως μαζεύει παλιατζούρες η μητέρα σου, θα έλεγε κανείς ότι μεγάλωσε σε πτωχοκομείο». «Δε θα της λείψουν. Άλλωστε δεν ανεβαίνει ποτέ στη σοφίτα». «Σίγουρα θα πιάσουν καλύτερα τόπο αν τα φορέσει κάποιος που τα έχει ανάγκη, παρά αν μαζεύουν σκόνη στη σοφίτα». Η θεία Ντι απομακρύνθηκε διασχίζοντας το χολ και η Λίνζι άφησε ένα στεναγμό ανακούφισης. Μακάρι να μπορούσε να της πει την αλήθεια. Αν όμως η θεία Ντιλάιλα ήξερε τι σκόπευε να κάνει η Λίνζι θα βρισκόταν σε πολύ δύσκολη θέση. Γιατί, ακόμα κι αν ήταν πρόθυμη να βοηθήσει, δε θα είχε ανταποκριθεί στο ρόλο της συνοδού που της είχαν αναθέσει οι γονείς της Λίνζι, προδίδοντας έτσι την εμπιστοσύνη τους. Η Λίνζι άπλωσε πάνω στο κρεβάτι της τα ρούχα -μια καφέ μάλλινη ζακέτα και ένα σκούρο καφέ παντελόνι. Δε θα έφευγε πριν βγει για τη βραδινή του έξοδο ο Ρούντι, όπως έκανε συνήθως -αν και τελευταία δεν έπινε τόσο όσο πριν και επέστρεφε στο σπίτι μια πιο αξιοπρεπή ώρα. Ίσως η εμπειρία της επαφής του με την αστυνομία να τον είχε συνετίσει. Η Λίνζι δοκίμασε το παντελόνι και τη ζακέτα, που ήταν αρκετά φαρδιά για να κρύβουν τις καμπύλες του λεπτού της κορμιού. Εξέτασε την εικόνα της στον καθρέφτη και σκέφτηκε ότι χάρη στο ύψος της μπορούσε άνετα να περάσει για άντρας. Ικανοποιημένη που τα ρούχα της έκαναν, τα έκρυψε στην ντουλάπα της. Μόλις τελείωνε το δείπνο και αποσυρόταν στο δωμάτιο θα φώναζε την υπηρέτριά της να τη βοηθήσει να γδυθεί και θα έπεφτε στο κρεβάτι. Και αφού το σπίτι βυθιζόταν στον ύπνο, θα σηκωνόταν και θα φορούσε τα αντρικά ρούχα. Κοιτάχτηκε ξανά στον καθρέφτη. Τι θα έκανε με τα μαλλιά της; Καλύτερα να τα έκρυβε κάτω από ένα μάλλινο σκουφί. Βέβαια, ίσως
φαινόταν λίγο περίεργο ένα σκουφί αντί για καπέλο, αλλά η γειτονιά που θα πήγαινε δε φημιζόταν δα για το ιδιαίτερο ενδιαφέρον της για θέματα μόδας. Ακριβώς στις εντεκάμισι, έθεσε το σχέδιό της σε εφαρμογή. Φόρεσε τα ρούχα του Ρούντι, μάζεψε τα μαλλιά της κάτω από το σκούφο και, βγαίνοντας κρυφά από το σπίτι, πήγε στη στάση των αγοραίων αμαξών όπου την περίμενε ήδη ο Ιλάιας Μακ, όπως ακριβώς είχαν σχεδιάσει. Ο νεαρός υπηρέτης μουρμούρισε λίγο και επιχείρησε να τη μεταπείσει, αλλά ήθελε να κρατήσει τη δουλειά του και έδειχνε να συμπαθεί τη Λίνζι, έτσι τελικά, με βαριά καρδιά, δέχτηκε να τη βοηθήσει. Όλα ήταν έτοιμα. Το μόνο που ευχόταν τώρα η Λίνζι ήταν να πάει καλά το σχέδιο που είχε καταστρώσει. *** Κρυμμένος στις σκιές, στο πίσω μέρος του κήπου, ο Θορ στεκόταν με τους ώμους στηριγμένους στο φράχτη. Από το σημείο εκείνο είχε καλή ορατότητα και μπορούσε να παρακολουθεί την πίσω πόρτα, που ήταν βέβαιος ότι θα χρησιμοποιούσε η Λίνζι. Ακόμα δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι θα προχωρούσε στο τρελό σχέδιό της και θα πήγαινε ντυμένη σαν άντρας σε μια από τις πιο κακόφημες περιοχές του Λονδίνου. Κούνησε αποδοκιμαστικά το κεφάλι του. Δε θα έπρεπε να εκπλήσσεται. Η Λίνζι ήταν ανέκαθεν ξεροκέφαλη και τώρα, με την απειλή κατά του αδερφού της, ο Θορ φανταζόταν ότι ήταν έτοιμη για όλα. Είχε σχεδόν μία ώρα που περίμενε όταν η πίσω πόρτα άνοιξε και μια λεπτή σιλουέτα γλίστρησε στο σκοτάδι. Ήταν ντυμένη με αγορίστικα ρούχα, όπως ακριβώς του είχε πει η Κρίστα, και έβρισε από μέσα του. Η μικρή ανόητη ήταν σκέτος μπελάς. Κατανοούσε την ανησυχία της -αν και δεν ήξερε αν ο άχρηστος ο αδερφός της άξιζε όσα έκανε για χάρη του. Παρ’ όλ’ αυτά, υπήρχαν όρια στο τι επιτρεπόταν να κάνει μια νεαρή κοπέλα και το να τριγυ-
ρίζει νυχτιάτικα ντυμένη σαν άντρας δε συγκαταλεγόταν σ’ αυτά. Την άφησε να προπορευτεί μισό τετράγωνο κι έπειτα την ακολούθησε. Ξαφνιάστηκε όταν την είδε να σταματάει στη στάση των αγοραίων αμαξών στη γωνία. Εκεί την περίμενε ένας νεαρός, ο υπηρέτης Ιλάιας Μακ, όπως του είχε αναφέρει η Κρίστα. Έδειχνε πολύ νεαρός και άπειρος- σε μια συμπλοκή δε θα κατάφερνε και πολλά πράγματα... Αν η Λίνζι βρισκόταν αντιμέτωπη με κάποιον κίνδυνο... Το σαγόνι του σφίχτηκε. Ευχαρίστησε τους θεούς που η Κρίστα είχε ζητήσει τη βοήθειά του. Όσο κι αν διαφωνούσε με τα καμώματα της Λίνζι, δεν ήθελε να πάθει κακό. Περίμενε ώσπου να ανέβουν σε μια μικρή δίτροχη άμαξα κι έπειτα έσπευσε στη στάση και πήρε κι εκείνος άλλη μία. «Στο Κόβεντ Γκάρντεν», είπε στον αμαξά. «Και πρόσεξε μη χάσεις απ’ τα μάτια σου εκείνη την άμαξα». «Μάλιστα, κύριε». Ο Θορ, με τα νεύρα τεντωμένα, παρακολούθησε το μικρό μόνιππο μπροστά του να στρίβει στη μία γωνία μετά την άλλη, προχωρώντας ολοένα πιο βαθιά σε μια περιοχή γεμάτη μπαρ, χαρτοπαικτικές λέσχες και οίκους ανοχής. Ήταν μια συνοικία όπου σύχναζαν οι άντρες για διασκέδαση και δεν είχε καμία δουλειά εκεί μια κυρία. Και η Λίνζι ήταν κυρία, παραδέχτηκε απρόθυμα μέσα του, αν και απερίσκεπτη μερικές φορές. Είδε την άμαξά της να σταματάει έξω από τον Χρυσό Φασιανό, μια πολύ γνωστή και μάλλον κακόφημη χαρτοπαικτική λέσχη όπου δε θα έπρεπε να πατήσει το πόδι της όσο καλά μεταμφιεσμένη κι αν ήταν. Έπνιξε την παρόρμηση να ορμήσει, να τη ρίξει στον ώμο του και να την πάει με το ζόρι πίσω, στην ασφάλεια του σπιτιού της. Όμως δεν το έκανε. Γιατί η Λίνζι απλώς θα ξαναρχόταν κάποιο άλλο βράδυ και την επόμενη φορά ίσως εκείνος να μην ήταν εκεί για να την προστατεύσει. Περίμενε, λοιπόν, αθέατος στο μισοσκόταδο μπροστά στο κτίριο, ώσπου την είδε να βγαίνει μαζί με το συνοδό της ένα τέταρτο αργότερα και τους ακολούθησε.
Μερικά τετράγωνα παρακάτω, η Λίνζι χτύπησε την εξώπορτα ενός τριώροφου οικήματος και μια κραυγαλέα βαμμένη γυναίκα της άνοιξε. «Είμαι φίλη της Φίμπι Κάρτερ», άκουσε ο Θορ τη Λίνζι να λέει, «και ψάχνω για το διαμέρισμά της». Δεν μπήκε στον κόπο να μιλήσει με αντρική φωνή και η γυναίκα την περιεργάστηκε από πάνω ως κάτω, προσέχοντας το αντρικό παντελόνι και το σακάκι της. «Η Φίμπι είναι νεκρή». «Ναι, το ξέρω. Θα ήθελα να μιλήσω στις συγκατοίκους της». «Το διαμέρισμά της είναι στον τελευταίο όροφο, αλλά οι φίλες της δεν είναι εδώ αυτή τη στιγμή». «Τότε θα ξανάρθω κάποια άλλη φορά». Η γυναίκα έκλεισε την πόρτα και η Λίνζι πήγε να βρει τον υπηρέτη της, που έστεκε λίγο παραπέρα. Προσέχοντας να μη γίνει αντιληπτός, ο Θορ τους ακολούθησε και πάλι. Εκ πρώτης όψεως, έμοιαζαν με δύο νεαρούς που κατηφόριζαν το δρόμο. Ο νεαρός υπηρέτης δεν έδειχνε να είχε πάρει είδηση ότι κάποιος τους παρακολουθούσε και ο Θορ άφησε να του ξεφύγει μια σιγανή βρισιά. Ο πιτσιρικάς ήταν εντελώς άπειρος -και εντελώς ακατάλληλος για το ρόλο του προστάτη. Η Λίνζι και ο υπηρέτης της έστριψαν σε μια γωνία και τώρα βρίσκονταν σε ένα τετράγωνο που ο Θορ ήξερε πολύ καλά, αφού λίγο παρακάτω βρισκόταν το πορνείο της μαντάμ Φορτιέ. Στο μέσο του οικοδομικού τετραγώνου, πυρσοί φώτιζαν την είσοδο της περίφημης χαρτοπαικτικής λέσχης Γαλάζιο Φεγγάρι, που είχε τη χειρότερη φήμη σε όλο το Λονδίνο. Τα χέρια του Θορ σφίχτηκαν σε γροθιές όταν είδε τη Λίνζι και τον υπηρέτη να μπαίνουν μέσα. Μα τον Όντιν, δεν είχε σταλιά μυαλό αυτή η γυναίκα; Του ήρθε να την ακολουθήσει εκεί μέσα, αλλά αντιστάθηκε γιατί ήξερε ότι, αν το έκανε, θα τον έβλεπε. Έτσι παρέμεινε κρυμμένος στο σκοτάδι. Θα την άφηνε να παίξει το παιχνίδι της απόψε, αλλά όταν τελείωνε αυτή η φάρσα, σκόπευε να έχει μια πολύ μακροσκελή συζήτηση μαζί της.
*** Ανοίγοντας δρόμο ανάμεσα στο θορυβώδη όχλο που πλημμύριζε τη λέσχη, η Λίνζι άκουσε την ψιθυριστή φωνή του Ιλάιας Μακ πίσω της. «Είστε σίγουρη γι’ αυτό που κάνετε;» Η Λίνζι δεν ήταν και τόσο σίγουρη. Ήταν το χειρότερο μέρος που είχε βρεθεί ως τώρα. Το χαλί ήταν ξεθωριασμένο και φθαρμένο, η ταπετσαρία σκισμένη και από την καπνίλα δεν μπορούσε σχεδόν να αναπνεύσει. «Αυτή είναι η τελευταία μας στάση», του είπε προσπαθώντας να κρατάει τη φωνή της σιγανή και βραχνή. «Μόλις μιλήσω στον υπεύθυνο, θα γυρίσουμε σπίτι». Από τη στάση της στον Χρυσό Φασιανό είχε μάθει ότι η καλύτερη τακτική ήταν να ζητήσει το διευθυντή, αλλά ετούτο το μέρος έδειχνε πολύ λιγότερο φιλικό και η παρουσία τους είχε αρχίσει να τραβάει την προσοχή. Μπορεί να έφταιγε το γεγονός ότι δεν είχαν ξαναπάει ποτέ εκεί, ενώ οι περισσότεροι από τους θαμώνες φαίνονταν ντόπιοι. Ίσως θα ήταν καλύτερα να παίξει κάποιο τυχερό παιχνίδι για λίγο και να προσπαθήσει να μη δείχνει σαν τη μύγα μες στο γάλα. «Ρίχνουμε καμιά ζαριά, μάγκα μου;» είπε με τραχιά αντρική φωνή, με μια υποψία προφοράς κόκνεϊ. «Θα γυρίσει η ρημάδα η τύχη μας, πού θα πάει!» Προωθήθηκε σπρώχνοντας ως το τραπέζι όπου έπαιζαν ζάρια, με τον Ιλάιας πλάι της. Ένιωθε τον εκνευρισμό του να εντείνεται καθώς στριμώχνονταν για να περάσουν, τον ίδιο εκνευρισμό που έκανε και το δικό της στομάχι να δεθεί κόμπος. Ήταν αρκετά ψηλή για να την περνούν για λεπτό νεαρό και ο κακός φωτισμός της αίθουσας έκρυβε το πρόσωπό της. Τα ρούχα της ήταν τσαλακωμένα και απλά και, με το μάλλινο σκουφί στο κεφάλι, είχε την ελπίδα να περάσει απαρατήρητη. Γύρω από το τραπέζι με τα ζάρια ήταν μαζεμένος ένας συρφετός από άντρες που έμοιαζαν να ανήκουν στον υπόκοσμο. Μερικοί κάπνιζαν πούρα και έβριζαν χυδαία. Ένας είχε πυκνές γκρίζες φαβορίτες και κάποιου άλλου του έλειπε ένα μπροστινό δόντι. Καθώς η Λίνζι πλησίασε πιο κοντά, οι αποπνικτικές μυρωδιές από ιδρώτα και
ξινή μπίρα της έφεραν αναγούλα. Οι άντρες ξέσπασαν σε φωνές και τρανταχτά γέλια όταν κάποιος κέρδισε. Τώρα ή ποτέ, σκέφτηκε η Λίνζι και έβγαλε το πουγκί με τα νομίσματα από την τσέπη της. Την ίδια στιγμή κατάλαβε το λάθος της, όταν αντιλήφθηκε γύρω της άπληστα βλέμματα και ψιθύρους. Αγνοώντας το τρελό της χτυποκάρδι, προσπάθησε να δείξει αδιάφορη. Δεν μπορούσε πια να κάνει πίσω -τουλάχιστον όχι χωρίς να τραβήξει ακόμα περισσότερη προσοχή. Κρατώντας το κεφάλι της σκυφτό, έβγαλε μια χούφτα κέρματα και ξανάχωσε το πουγκί στην τσέπη της, βάζοντάς τα σιωπηλά με τον εαυτό της που δε συνειδητοποίησε έγκαιρα πόσο επικίνδυνο ήταν, να αφήσει αυτούς τους ανθρώπους να δουν ότι είχε χρήματα πάνω της. Κάρφωσε το βλέμμα της στο τραπέζι. Της είχε μάθει ο Ρούντι να παίζει ζάρια -όσο σκανδαλώδες κι αν ήταν αυτό για μια ανύπαντρη νεαρή κοπέλα. Τώρα χαιρόταν γι’ αυτό. Στοιχημάτισε, έχασε, γκρίνιαξε σαν να είχε χάσει παραπάνω απ’ όσα μπορούσε να διαθέσει, έχασε ξανά και απομακρύνθηκε από το τραπέζι. Μια σερβιτόρα με αβυσσαλέο ντεκολτέ γύριζε από παρέα σε παρέα στην αίθουσα, ενθαρρύνοντας τα προστυχόλογα των θαμώνων και επιτρέποντάς τους χειρονομίες που έκαναν τη Λίνζι να κοκκινίσει. Για πρώτη φορά της πέρασε η σκέψη ότι το Γαλάζιο Φεγγάρι δεν ήταν μόνο χαρτοπαικτική λέσχη. Κατά πάσα πιθανότητα ήταν και πορνείο. Η σερβιτόρα έφτασε κοντά τους και η Λίνζι παρήγγειλε ένα ποτήρι μπίρα. Τα μάτια του Ιλάιας καρφώθηκαν στα πληθωρικά στήθη που κόντευαν να πεταχτούν έξω από τη λεπτή μπλούζα της σερβιτόρας. «Θέλεις να τ’ αγγίξεις, γλύκα μου;» τον ρώτησε εκείνη με λάγνο βλέμμα και ο Ιλάιας χαμογέλασε σαν ηλίθιος. Η Λίνζι του έδωσε μια αγκωνιά και βιάστηκε να κουνήσει αρνητικά το κεφάλι του. «Όχι, ευχαριστώ». «Φέρ’ του μια μπίρα», της είπε τραχιά η Λίνζι. «Και θα θέλαμε να μιλήσουμε με το διευθυντή. ΓΙού μπορούμε να τον βρούμε;»
«Ο κύριος Πίνκαρντ είναι στο γραφείο του. Θα του πω ότι δύο κύριοι θέλουν να του μιλήσουν». «Ευχαριστούμε». Μερικά λεπτά αργότερα, είδαν να έρχεται ο Πίνκαρντ, ένας λιπόσαρκος τύπος με βαθουλωμένα μάτια και μαύρα μαλλιά. «Εσείς θέλατε να με δείτε;» «Είμαστε φίλοι της Φίμπι Κάρτερ... της γυναίκας που δολοφονήθηκε στο παρακάτω τετράγωνο. Θα θέλαμε να μάθουμε αν εσείς ή κάποιος άλλος εδώ την είχε δει εκείνο το βράδυ». «Μπορεί να ήταν εδώ. Πού να ξέρω; Πάντως εγώ δεν την είδα. Ούτε κανένας άλλος». «Γινόταν ένα πάρτι στον επάνω όροφο εκείνο το βράδυ. Υπάρχει πιθανότητα να ήταν εκεί. Μήπως εσείς ή κάποιος από τους υπαλλήλους σας...» Ο Πίνκαρντ την άρπαξε από τα πέτα. «Δεν ξέρω ποιος είσαι, αλλά τέρμα οι ερωτήσεις». Έκανε νεύμα σε δύο μπράβους, που εμφανίστηκαν από το πουθενά. Ο ένας ήταν σαν κορμός δέντρου με πόδια και ο άλλος, το ίδιο ψηλός αλλά όχι τόσο βαρύς, ήταν εντελώς φαλακρός, σαν μπάλα του μπιλιάρδου. Ο φαλακρός την έπιασε από το μπράτσο, ενώ το δέντρο γράπωσε τον Ιλάιας, που μάταια πάσχισε να ξεφύγει. «Έι! Τι στα κομμάτια κάνεις;» Ο μεγαλόσωμος άντρας απλώς γέλασε, τον έσφιξε ακόμα πιο γερά και τον τράβηξε έξω. «Φεύγουμε, εντάξει;» διαμαρτυρήθηκε η Λίνζι, προσπαθώντας να αντισταθεί, αλλά οι δύο άντρες δε σταμάτησαν και τους έσυραν έξω, στο στενό, από μια πλαϊνή πόρτα. «Πέσε το πουγκί», πρόσταξε ο φαλακρός. Το στομάχι της σφίχτηκε. Είχαν δει λοιπόν το πορτοφόλι της. Η Λίνζι δεν πρόβαλε αντίρρηση. Με χέρι που έτρεμε, έβγαλε το δερμάτινο σακούλι με τα νομίσματα. Η καρδιά της πήγαινε να σπάσει, ενώ τα μάτια του Ιλάιας είχαν γουρλώσει από την τρομάρα. Τους έδωσε το πουγκί, μα καθώς έκανε να αποτραβηχτεί, ο άντρας της έπιασε το χέρι. Στο φως των πυρσών, είδε ότι τα δάχτυλά της δεν
ήταν αντρικά, αλλά λεπτά και άσπρα. Η Λίνζι κοκάλωσε όταν ο φαλακρός άντρας άπλωσε το χέρι του, της έβγαλε απότομα το μάλλινο σκουφί και τα μαλλιά της χύθηκαν σαν καταρράκτης στους ώμους της. «Για δες εκεί, Τζόκο, παλιόφιλε! Είναι η τυχερή μας νύχτα. Και παραπάνω παραδάκι βγάλαμε και θα πηδήξουμε». Η Λίνζι έγινε κάτασπρη. Άρχισε να παλεύει να ελευθερωθεί, ενώ ο Ιλάιας ήταν εκτός εαυτού. «Αφήστε τη!» φώναξε παλεύοντας μανιασμένα να απεγκλωβιστεί από τα πελώρια μπράτσα που τον κρατούσαν φυλακισμένο. «Πάρτε τα λεφτά και αφήστε μας!» ικέτεψε η Λίνζι, αλλά ο φαλακρός την κοίταξε λαίμαργα και ο σύντροφός του απλώς γέλασε. Ο Ιλάιας κυριολεκτικά φρένιασε και κάποια στιγμή, ελευθερώνοντας το ένα του χέρι, το τίναξε με δύναμη και κατάφερε μια αναπάντεχα γερή γροθιά στον αντίπαλό του. Τότε εκείνος, με ένα υπόκωφο μουγκρητό, τον στριφογύρισε και τον χτύπησε μία φορά και μετά άλλη μία. Η Λίνζι άφησε μια κραυγή καθώς ο Ιλάιας σωριαζόταν στο δρόμο. Ο θηριώδης άντρας τον σήκωσε από το γιακά και άρχισε να τον κοπανάει αλύπητα, ώσπου τα μάτια του νεαρού αναποδογύρισαν και έχασε τις αισθήσεις του. Η Λίνζι πάλεψε με όλες τις δυνάμεις της καθώς της έβγαζαν το σακάκι. Χοντρά ροζιασμένα χέρια άρπαξαν το πουκάμισό της και έσκισαν το λεπτό του ύφασμα σε δύο κομμάτια. Ο ψυχρός αέρας ξεπάγιασε το γυμνό της δέρμα κάτω από την καμιζόλα της. Άφησε άλλο ένα ουρλιαχτό και άρχισε μια απεγνωσμένη πάλη καθώς οι δύο άντρες της έβγαλαν τα παπούτσια και μετά της ξέσκισαν τα υπόλοιπα ρούχα. Προσπάθησε να φωνάξει, αλλά μια τεράστια παλάμη τη χαστούκισε τόσο δυνατά, που έχασε την ισορροπία της κι έπεσε στα γόνατα. Το μόνο που μπόρεσε να σκεφτεί ήταν ότι η Κρίστα την είχε προειδοποιήσει, αλλά εκείνη δεν την είχε ακούσει. Και τώρα η ίδια και ο Ιλάιας ίσως το πλήρωναν αυτό με τη ζωή τους. *** Ο Θορ έστριψε στη γωνία τρέχοντας όσο πιο γρήγορα μπορούσε.
Η πρώτη κραυγή ήταν πνιχτή και είχε νομίσει ότι επρόκειτο για κάποια πόρνη που ικανοποιούσε τον πελάτη της στο σκοτεινό στενό. Η δεύτερη κραυγή όμως ήταν αναμφισβήτητα γυναικεία και σπαραχτική. Και ανήκε στη Λίνζι. Πάγωσε από το φόβο όταν διέκρινε στο φως των πυρσών δύο χειροδύναμους άντρες να στέκονται πάνω από το πεσμένο της σώμα. Ο ένας την κρατούσε από τα χέρια και ο άλλος από τα πόδια -και ήταν τελείως γυμνή. Τη στιγμή που εξαπέλυε την επίθεσή του, μια σκέψη πέρασε άθελά του από το μυαλό του: δεν υπήρχε τίποτα το αγορίστικο στο κορμί της Λίνζι Γκρέιαμ. Ήταν λεπτό, με απαλές καμπύλες, υπέροχα στήθη, μικροσκοπική μέση και τα πιο μακριά και καλλίγραμμα πόδια που είχε δει ποτέ. Και τώρα κάποιος άλλος την άγγιζε, απλώνοντας το βρομερό του χέρι με τα κοντόχοντρα δάχτυλα πάνω στο λείο λευκό της δέρμα. Ο Θορ άφησε μια κραυγή και όρμησε σαν ταύρος. Άρπαξε τον πρώτο άντρα και τον εκσφενδόνισε μακριά από τη Λίνζι. Του τσάκισε το άσχημο πρόσωπο με μια τρομερή γροθιά κι έπειτα με άλλη μία. Ο δεύτερος άντρας, με ένα βρυχηθμό, χαμήλωσε το κεφάλι και ξεχύθηκε πάνω στον Θορ, κουτουλώντας τον με φόρα στο στομάχι και ρίχνοντάς τον κάμποσα μέτρα πίσω, πάνω στον τοίχο. Με ένα γρύλισμα που ερχόταν βαθιά από μέσα του, ο Θορ τίναξε τη γροθιά του στο πρόσωπο του μπράβου. Το αίμα ξεπήδησε σαν σιντριβάνι από τη σπασμένη του μύτη. Έκανε να ανταποδώσει τη γροθιά, αστόχησε, και ο Θορ τον χτύπησε ξανά, σωριάζοντάς τον στο έδαφος. Έστρεψε ύστερα την προσοχή του στον πρώτο άντρα και άρχισε να σφυροκοπάει το ογκώδες του σώμα με έναν καταιγισμό από γροθιές. Ο φαλακρός όρμησε ξανά στη συμπλοκή. Του Θορ του ήρθε να βάλει τα γέλια με τις αδύναμες μπουνιές του αντιπάλου του, που το μόνο που κατάφεραν ήταν να τον εξαγριώσουν περισσότερο. Μέσα σε λίγα λεπτά, και οι δύο μπράβοι ήταν σωριασμένοι καταγής αιμορραγώντας, αλλά ούτε τώρα σταμάτησε ο Θορ. Συνέχισε να τους χτυπάει ώσπου έφτασαν στα αυτιά του τα σιγανά αναφιλητά της Λίνζι. Τρέμοντας από την προσπάθεια να συγκρατηθεί και να μην τους
αποτελειώσει, στράφηκε και την είδε κουλουριασμένη με την πλάτη στο τοίχο. Είχε τραβήξει πάνω της το αντρικό της σακάκι για να κρύψει τη γύμνια της. Έτρεμε τόσο πολύ, που χτυπούσαν τα δόντια της. Στο ένα της μάγουλο υπήρχε μια μελανιά και τα μελιά της μαλλιά ήταν χυμένα στους ώμους της. Το σακάκι δεν' ήταν αρκετά μεγάλο για να την καλύψει ολόκληρη, έτσι ο Θορ έβγαλε γρήγορα το δικό του και το έριξε γύρω από τους ώμους της. Όταν γονάτισε μπροστά της, τον κοίταξε με μάτια παγωμένα από το σοκ και το φόβο. «Θορ...;» Ήθελε να την κρατήσει σφιχτά πάνω του, να την κλείσει στην αγκαλιά του και να την πάρει μακριά. Αντί γι’ αυτό, άπλωσε το χέρι του και παραμέρισε απαλά τα μαλλιά της προς τα πίσω. «Όλα είναι εντάξει, γλυκιά μου. Δε θα σε ξαναπειράξουν». Δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά της. «Δεν το πιστεύω ότι είσαι εδώ». Θυμήθηκε το σύντροφό της κι έκανε να ανασηκωθεί απότομα. «Τι... τι απέγινε ο Ιλάιας;» «Θα δω εγώ». Παρότι ήθελε να μείνει κοντά της για να βεβαιωθεί ότι δεν είχε πάθει τίποτα, πίεσε τον εαυτό του να σηκωθεί και να ψάξει για τον Ιλάιας. Τον βρήκε λίγο παρακεί, να βογκάει στο σκοτάδι. «Πόσο άσχημα είσαι χτυπημένος;» Ο Ιλάιας άνοιξε τα μάτια του. «Με ξυλοκόπησαν για τα καλά. Πονάω παντού». Επιχείρησε να ανακαθίσει. «Η δεσποινίς Γκρέιαμ! Είναι...» «Μην ανησυχείς. Είναι ασφαλής». Ο νεαρός σηκώθηκε με κόπο όρθιος. Κλυδωνίστηκε για λίγο κι έπειτα ίσιωσε την πλάτη του. «Ποιος είστε εσείς;» «Ένας φίλος. Σας είχα πάρει από πίσω μη τυχόν χρειαζόσασταν βοήθεια». Ο Ιλάιας κούνησε το κεφάλι με ευγνωμοσύνη. Το χείλι του ήταν πρησμένο και το μάτι του μαυρισμένο και σχεδόν κλειστό από το πρήξιμο. «Μα το Θεό, ευτυχώς που το κάνατε». «Μπορείς να περπατήσεις;» Ο Ιλάιας έγνεψε καταφατικά. Αφού έριξε μια ματιά στη Λίνζι για να
σιγουρευτεί ότι ήταν ασφαλής, ο Θορ βοήθησε τον Ιλάιας να καλύψει τη μικρή απόσταση από το σκοτεινό στενό ως το δρόμο. Πάνω στην ώρα πέρασε μια άμαξα που την έσερνε ένα κουρασμένο γέρικο άλογο. Ο Θορ τη σταμάτησε, βοήθησε τον νεαρό να ανεβεί και πλήρωσε τον αμαξά για να τον πάει στο σπίτι. «Δε θα αναφέρεις πουθενά τη δεσποινίδα Γκρέιαμ». «Όχι, κύριε», συμφώνησε αμέσως ο Ιλάιας. «Η δεσποινίς δεν ήταν καν εδώ». Ο Θορ κούνησε επιδοκιμαστικά το κεφάλι και, αμέσως μόλις ξεκίνησε η άμαξα, έτρεξε πίσω στη Λίνζι. Οι δύο μπράβοι κείτονταν ακόμα αναίσθητοι, μπρούμυτα μες στα λασπόνερα και τα σκουπίδια του στενοσόκακου. Έπνιξε με δυσκολία την παρόρμηση να αποτελειώσει αυτό που είχε ξεκινήσει, αλλά στράφηκε ακούγοντας τη Λίνζι να φωνάζει σιγανά το όνομά του. Στεκόταν στηριγμένη στον τοίχο, ξυπόλυτη και τρέμοντας σύγκορμη, τυλιγμένη στο σακάκι του, που της έφτανε ως τα γόνατα. «Πόσο άσχημα σε χτύπησαν;» «Είμαι... είμαι καλά... Απλώς θέλω να πάω σπίτι, αλλά δεν μπορώ... δεν μπορώ να γυρίσω σ’ αυτή την κατάσταση». Κάτω από το σακάκι του ήταν ολόγυμνη και η σκέψη των σιχαμερών προθέσεων των δύο μπράβων τον έκανε ξανά έξαλλο. «Αν δεν ήσουν εδώ, θα τους σκότωνα». Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα κι έπειτα γέμισαν με δάκρυα. «Αλλά είσαι εδώ». Άρχισε να κλαίει και ο Θορ τη σήκωσε στα χέρια του. «Είμαι εδώ. Δεν έχεις λόγο να φοβάσαι πια». Τύλιξε το χέρι της γύρω από το λαιμό του και σφίχτηκε πάνω του. «Μου έσωσες τη ζωή. Ω Θεέ μου, Θορ...» Κρύβοντας το πρόσωπό της στον ώμο του, ξέσπασε σε λυγμούς σαν να της ήταν αδύνατο να σταματήσει. «Όλα είναι εντάξει», την παρηγόρησε σιγανά. «Δε θ’ αφήσω κανέναν να σου κάνει κακό ξανά». Ψιθυρίζοντάς της καθησυχαστικά λόγια, την κράτησε μαλακά πάνω του καθώς διέσχισε το δρόμο. Δεν μπορούσε να γυρίσει στο σπίτι της χωρίς ρούχα, αλλά ο Θορ ήξερε πού θα την πήγαινε για να το διορθώσει αυτό.
Κεφάλαιο 7 Η Λίνζι κρατιόταν σφιχτά από το μυώδη λαιμό του Θορ. Την καθησύχαζε ψιθυριστά, με φωνή τόσο χαμηλή, που μόλις που άκουγε τα λόγια του. Της έλεγε ότι ήταν ασφαλής και ότι δε θα άφηνε κανέναν να της κάνει κακό ξανά. Ότι δεν είχε λόγο να φοβάται πια και ότι θα τη φρόντιζε εκείνος. Κάποιες στιγμές της μιλούσε στη μητρική του γλώσσα, με σκανδιναβικές λέξεις που της ήταν ξένες. Δεν είχε καμία σημασία. Ήταν ο τόνος της φωνής του, αυτή η ρυθμική ροή, που την ηρεμούσε. Ήταν ο τρυφερός, στοργικός τρόπος με τον οποίο την κρατούσε που της έλεγε ότι ήταν ασφαλής. Δεν είχε ιδέα πού την πήγαινε. Θα έπρεπε να τη νοιάζει, αλλά δεν την ένοιαζε καθόλου. Ο Θορ την είχε σώσει από μια μοίρα χειρότερη από το θάνατο· ίσως, μάλιστα, να την είχε σώσει και από το θάνατο. Η Λίνζι δε θα ξεχνούσε ποτέ τον τρόπο που είχε χιμήξει πάνω στους εχθρούς της για να τη σώσει, σαν σκοτεινός άγγελος που κράδαινε σαν ρομφαία την οργή του Θεού. Τώρα καταλάβαινε τι εννοούσε η Κρίστα. Ο Θορ ήταν πράγματι πολεμιστής, ένας άντρας έμπειρος στη μάχη και πρόθυμος να πεθάνει γι’ αυτούς που προστάτευε. Έφερε στο νου της τους σκληροτράχηλους, κτηνώδεις άντρες που είχε κατατροπώσει με τρομαχτική άνεση. Η Λίνζι δεν είχε καμία αμφιβολία ότι θα μπορούσε να τους είχε σκοτώσει. Αναρίγησε μέσα στην αγκαλιά του. «Κοντεύουμε, γλυκιά μου». Η τρυφερή αυτή λέξη έκανε μια γλυκιά ζεστασιά να απλωθεί μέσα της. Προσπάθησε να αγνοήσει το ανάλαφρο φτερούγισμα στο στομάχι της. Ήταν ασφαλής γιατί ο Θορ ήταν εδώ. Σ’ αυτόν θα έπρεπε να είχε απευθυνθεί από την αρχή για να τη βοηθήσει. Η αλήθεια ήταν όμως ότι είχε φοβηθεί να το κάνει γιατί δεν είχε ξανανιώσει ποτέ τόσο δυνατή σωματική έλξη για έναν άντρα. Την έλξη αυτή τώρα την είχε δυναμώσει ακόμα περισσότερο η ευγνωμοσύ-
νη της που την είχε σώσει και τη φρόντιζε με τόσο ενδιαφέρον. Φώλιασε πιο βαθιά πάνω στο πλατύ του στέρνο και έκλεισε τα μάτια της. Ήταν ασφαλής. Το ίδιο και ο Ιλάιας. Και, για την ώρα, αυτό ήταν το μόνο που είχε σημασία. *** Την ξύπνησε ο ήχος γυναικείων γέλιων και το κουδούνισμα γυάλινων ποτηριών. Ακούστηκαν και γέλια αντρικά και, ανοίγοντας τα μάτια της, η Λίνζι είδε ότι βρισκόταν σε ένα χαμηλοτάβανο, διακριτικά φωτισμένο δωμάτιο με κόκκινη βελουτέ ταπετσαρία. Ανασηκώθηκε μέσα στην αγκαλιά του Θορ. «Πού είμαστε;» «Στην Κόκκινη Πόρτα», της είπε χωρίς περιστροφές, αφήνοντάς τη με προσοχή κάτω. «Η μαντάμ Φορτιέ είναι φίλη». Μπροστά τους στεκόταν μια χυμώδης γυναίκα με πληθωρικό μπούστο και μαύρα μαλλιά με ασημένιες ανταύγειες. Κάτω από το υπερβολικό βάψιμό της, ήταν ακόμα όμορφη, αν και πρέπει να είχε κλείσει τα σαράντα. «Ο Θορ μου εξήγησε τι συνέβη», είπε η γυναίκα με μια ελαφριά γαλλική προφορά που ίσως ξεγελούσε όποιον δε μιλούσε καλά γαλλικά. «Είναι πολύ καλός φίλος και, αφού είσαι φίλη του, είσαι καλοδεχούμενη εδώ». «Χαίρω πολύ για τη γνωριμία σας, μαντάμ Φορτιέ», ψέλλισε η Λίνζι με ένα βεβιασμένο χαμόγελο. «Θορ! Εσύ είσαι, κούκλε μου;» Μια κοκκινομάλλα με εξωφρενικά αποκαλυπτικό ντύσιμο ήρθε χαμογελώντας προς το μέρος τους. «Αυτός είναι!» Από το βάθος του δωματίου πρόβαλαν δύο ξανθιές με μικροσκοπικά νεγκλιζέ, ένα ροζ κι ένα γαλάζιο, που μετά βίας κάλυπταν τα οπίσθια, τους. Ήταν δίδυμες και πανέμορφες και οι δυο. «Δύσκολο να περάσει απαρατήρητος ένας τόσο μεγαλόσωμος άντρας!» «Και είναι μεγάλος παντού», είπε χαχανίζοντας η κοκκινομάλλα με ύφος όλο υποσχέσεις, ενώ έτρωγε τον Θορ με τα μάτια. Η Λίνζι είχε μείνει άφωνη. Όταν το σοκαρισμένο της βλέμμα έπιασε κάμποσες ακόμα ημίγυμνες γυναίκες στο δωμάτιο, για μια στιγμή νόμισε ότι είχε παραισθήσεις. Θεέ και Κύριε! Ποτέ δεν είχε φαντα-
στεί ότι ο Θορ θα την έφερνε σε οίκο ανοχής! «Χρειάζεσαι συντροφιά γι’ απόψε, παίδαρε;» τον ρώτησαν οι δίδυμες διπλαρώνοντάς τον. Λεπτά δάχτυλα με μακριά, βαμμένα νύχια χώθηκαν στα μαύρα του μαλλιά. «Ξέρεις πόσο μπορούν να σε ικανοποιήσουν η Γκρέτα και η Φρέντα». Τα μάγουλα του Θορ βάφτηκαν κόκκινα. «Όχι απόψε». «Τι θα ’λεγες για μένα;» τον ρώτησε η κοκκινομάλλα, με τα στήθη της έτοιμα να χυθούν έξω από το αραχνοΰφαντο και εντελώς διάφανο νυχτικό της. «Απόψε έχω ρεπό. Μπορείς να μείνεις μαζί μου και να κρατήσεις τα λεφτά σου». Ο Θορ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Έχω άλλες δουλειές απόψε, αλλά ευχαριστώ για την προσφορά». Ε, αυτό πια πήγαινε πολύ! Η Λίνζι ήξερε ότι ο Θορ ήταν δημοφιλής στις γυναίκες, αλλά δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα του ρίχνονταν ακόμα και ιερόδουλες! Την έπιασε μια ανεξήγητη δυσφορία, που έμοιαζε πολύ με ζήλια. Αυτό ήταν εντελώς παράλογο. Κανονικά θα έπρεπε να ήταν έξω φρενών μαζί του που την έφερε σε ένα τέτοιο μέρος! Από την άλλη, όμως, αφού είχε χάσει όλα της τα ρούχα, τι άλλες επιλογές είχε; Για πολλούς λόγους, η Λίνζι ανακουφίστηκε όταν η μαντάμ Φορτιέ έδιωξε τις γυναίκες. «Δρόμο και οι τρεις σας. Αφήστε ήσυχο τον Θορ. Δε βλέπετε ότι είναι απασχολημένος απόψε;» Απασχολημένος; Απασχολημένος μαζί της; Θεέ και Κύριε! Η Λίνζι είδε το είδωλό της στον καθρέφτη με την επίχρυση κορνίζα που κρεμόταν πάνω από το τραπέζι της εισόδου. Το σακάκι του Θορ της έφτανε ως τα γόνατα, αλλά τα πόδια της ήταν γυμνά και τα μαλλιά της έπεφταν φουντωτά και ανακατωμένα γύρω από τους ώμους της. Θεέ μου, μήπως ετούτες οι γυναίκες νόμιζαν ότι ήταν μία απ’ αυτές; Ότι ήταν μια πόρνη που είχε ανάγκη από τη βοήθεια του Θορ; Μια από τις ερωτικές του συντρόφους; Του έριξε μια κλεφτή ματιά. Έτσι όπως έστεκε εκεί, με το πουκάμισό του σκισμένο και γεμάτο αίματα, με τα μαύρα του μαλλιά ξεχτένι-
στα να πέφτουν ατίθασα στο μέτωπό του, ήταν τόσο όμορφος, που της κόπηκε η ανάσα. Έπρεπε να θυμίσει όμως στον εαυτό της ότι δεν ένιωθε την παραμικρή έλξη για εκείνη. Την είχε ακολουθήσει μόνο και μόνο επειδή ήταν φίλη της Κρίστα. Και, παρότι ήταν θεόγυμνη κάτω από το σακάκι του, δεν την είχε κοιτάξει ούτε μία φορά με τον τρόπο που κοίταζαν οι πελάτες τις μισόγυμνες γυναίκες στην Κόκκινη Πόρτα. Προσπάθησε να πείσει τον εαυτό της ότι αυτό δεν την ενοχλούσε. «Χρειάζεται κάτι να φορέσει», είπε ο Θορ στη μαντάμ Φορτιέ. «Θα πληρώσω ό,τι κοστίσει». Η γυναίκα με τις ασημένιες τούφες σήκωσε το ένα της φρύδι. «Με μεγάλη χαρά θα δώσω ρούχα στη φίλη σου, αλλά είσαι σίγουρος ότι δε θα ήθελες να μείνετε εδώ ως το πρωί; Επάνω έχω ένα πολύ ωραίο δωμάτιο που θα μπορούσατε να μοιραστείτε την υπόλοιπη νύχτα» Το βλέμμα του Θορ στράφηκε στη Λίνζι και τη διέτρεξε από την κορφή ως τα γυμνά της πόδια. Ήταν ένα βλέμμα που δε μαρτυρούσε ούτε αδιαφορία ούτε αποδοκιμασία. Η Λίνζι το ένιωσε πάνω της καυτό από άγριο πόθο, να της λέει ότι δεν ξεχνούσε τι έκρυβε το σακάκι, δεν ξεχνούσε ότι ήταν γυμνή σαν αμαρτία και ότι το να την πάει στο δωμάτιο του επάνω ορόφου ήταν ακριβώς αυτό που θα ήθελε να κάνει. Η Λίνζι πήρε μια κοφτή εισπνοή. Ήταν φανερό ότι ο Θορ Ντρόγκαρ την ήθελε. Οι σφυγμοί της ανέβηκαν και δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια της από πάνω του. Ο Θορ απέστρεψε πρώτος το βλέμμα. «Μόνο τα ρούχα θέλουμε», είπε κάπως βραχνά. «Δε χρειαζόμαστε κάτι άλλο». Η μαντάμ Φορτιέ έκανε νόημα στη Λίνζι. «Έλα μαζί μου, χρυσό μου. Θα δω τι μπορώ να σου βρω». Ο Θορ την έπιασε από το μπράτσο. «Δεν έχεις συνέλθει ακόμα. Ίσως πρέπει να σε κουβαλήσω στα χέρια μου». Για μια τρελή, φευγαλέα στιγμή, παραλίγο να δεχτεί, μόνο και μόνο για να ξαναβρεθεί στην αγκαλιά του. Μα τι είχε πάθει; Αφού μπορούσε μια χαρά να περπατήσει. Δεν την είχε υπνωτίσει ο Θορ με τη
γοητεία του όπως τις άλλες γυναίκες! Όχι! «Είμαι καλά». Έκανε απότομα μεταβολή χωρίς να τον ξανακοιτάξει και ακολούθησε τη μαντάμ Φορτιέ σε ένα από τα πίσω δωμάτια. Μερικά λεπτά αργότερα, φορούσε ένα φόρεμα από πορτοκαλί σατέν που έμοιαζε κατάλληλο για μπορντέλο -και ήταν, φυσικά-, αφού το ντεκολτέ του ήταν τόσο χαμηλό, που φαίνονταν σχεδόν οι ρώγες της. «Λυπάμαι», είπε η μαντάμ, «αλλά δεν έχω να σου δώσω κάτι καλύτερο». «Απ’ αυτό που φορούσα, πάντως, είναι καλύτερο». Αν και δεν έκρυβε και πολλά. Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα και προσπαθώντας να μην κοκκινίσει, επέστρεψε μαζί με τη μαντάμ Φορτιέ στο κυρίως σαλόνι. *** Ο Θορ στράφηκε ακούγοντας μαλακά βήματα να ζυγώνουν. Είδε να έρχεται προς το μέρος του μια γυναίκα με μαλλιά στο χρώμα του μελιού και χρυσαφένια γατίσια μάτια. Ήταν λεπτή, αλλά το σώμα της δεν ήταν καθόλου αγορίστικο όπως είχε νομίσει κάποτε. Αντίθετα, ήταν λυγερό και γεμάτο χάρη. Πώς ήταν η αγγλική λέξη; Κομψό; Για μια στιγμή, την ξαναθυμήθηκε γυμνή: με τη μικροσκοπική της μέση, τα τέλεια, σαν ζουμερά μήλα στήθη της, τις ρόδινες θηλές της ορθωμένες από το κρύο της νύχτας. Σχεδόν τις έβλεπε και τώρα, καθώς το ξεδιάντροπο φόρεμα που φορούσε μόλις που τις κάλυπτε. Στο νου του έφερε ακόμα το τρίγωνο της καστανόξανθης τριχοφυΐας στη συμβολή των μηρών της και τα λεπτά, μακριά της πόδια. Και βλέποντάς τη να έρχεται προς το μέρος του, φαντάστηκε τα λευκά εκείνα πόδια τυλιγμένα γύρω του, τη γλύκα των χειλιών της, τη γεύση του δέρματός της και το γυναικείο της άρωμα στα ρουθούνια του καθώς την οδηγούσε στην κορύφωση. Το μόριο του ζωντάνεψε και ο Θορ έπνιξε ένα βογκητό. Μέχρι να φτάσει δίπλα του η Λίνζι, είχε γίνει σκληρό σαν γρανίτης, λαχταρώντας να βυθιστεί μέσα της. Είχε προσπαθήσει να πείσει τον εαυτό του ότι δεν ήταν η γυναίκα που του ταίριαζε και βαθιά μέσα του ήξερε ότι ήταν αλήθεια. Παρ’ όλ’ αυτά, την ήθελε. Την ήθελε από τη στιγμή που είχε δει το
λαχταριστό της κορμί. Ή μάλλον την ήθελε εδώ και μήνες. Όμως ήταν φίλη της Κρίστα, παρθένα και κόρη ενός εύπορου αριστοκράτη, με άλλα λόγια τόσο απρόσιτη γι’ αυτόν όσο και οι θεές των Βίκινγκς που λάτρευαν οι άνθρωποι στο νησί του. Δεν μπορούσε να την αποκτήσει, έτσι είχε πείσει τον εαυτό του ότι δεν του άρεσε. Η Λίνζι του έδωσε πίσω το σακάκι του κι εκείνος το φόρεσε, ελπίζοντας ότι δε θα έπαιρνε είδηση την τεράστια στύση του. Η μαντάμ Φορτιέ όμως, πολύ πιο έμπειρη σε τέτοια θέματα, πρόσεξε αμέσως την αντίδρασή του και χαμογέλασε αχνά με νόημα. Κοίταξε απροκάλυπτα το φούσκωμα στον καβάλο του, που τώρα καλυπτόταν από το σακάκι του, και κούνησε το κεφάλι της. «Τι κρίμα να πάει χαμένο... Σίγουρα δε θέλεις να μείνεις;» Και βέβαια ήθελε να μείνει. Το ήθελε όσο τίποτα στον κόσμο. Ήθελε να ανεβάσει τη Λίνζι σε ένα από τα επάνω δωμάτια, να τη γδύσει και να βυθιστεί μέσα της όσο πιο βαθιά μπορούσε. Ήθελε να χώσει το πρόσωπό του στα μακριά μεταξένια της μαλλιά, να νιώσει τις θηλές της σκληρές πάνω στο στέρνο του και το σφιχτό θηλυκό της κορμί να τον τρελαίνει. Έβρισε από μέσα του. Μήνες τώρα, υποκρινόταν πως δεν τον ενδιέφερε, ξεγελώντας όχι μόνο εκείνη μα και τον εαυτό του. Απόψε όμως, όταν την είδε γυμνή και ευάλωτη, να δέχεται την επίθεση δύο κακοποιών που σκόπευαν να πάρουν με τη βία αυτό που δεν ήταν πρόθυμη να τους δώσει, είχε χάσει τελικά κάθε έλεγχο. Δεν μπορούσε να κοροϊδεύει πια τον εαυτό του. Ποθούσε τη Λίνζι όσο δεν είχε ποθήσει άλλη γυναίκα στη ζωή του. Και ορκίστηκε ότι δε θα την άφηνε ποτέ να το μάθει. *** Η Λίνζι καθόταν πλάι στον Θορ, στην ιδιωτική άμαξα της μαντάμ Φορτιέ. Είχαν γίνει τόσα αυτό το βράδυ... Η ίδια και ο Ιλάιας θα μπορούσαν να είναι νεκροί αυτή τη στιγμή αν δεν είχε- επέμβει ο Θορ. Προσπάθησε να μη σκέφτεται την Κόκκινη Πόρτα και τη μαντάμ Φορτιέ, αλλά η εικόνα της ωραίας γυναίκας δεν έλεγε να φύγει από το μυαλό της.
«Πρέπει να πηγαίνεις συχνά στην Κόκκινη Πόρτα για να έχετε γίνει τόσο καλοί φίλοι με τη μαντάμ Φορτιέ». Ο Θορ τη λοξοκοίταξε. «Έχουμε χαρεί ο ένας το σώμα του άλλου». Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα και προσπάθησε να κρύψει το κοκκίνισμά της. Στο κάτω κάτω, εκείνη τον είχε ρωτήσει και ήξερε πόσο ωμός μπορούσε να γίνει ο Θορ. Την έτρωγε όμως η περιέργεια. «Και οι άλλες γυναίκες έδειχναν ξετρελαμένες μαζί σου». Σήκωσε με απάθεια τους στιβαρούς του ώμους. «Οι άντρες έχουν ανάγκες. Και δεν είμαι παντρεμένος όπως ο αδερφός μου». Η Λίνζι κάθισε με λίγο πιο στητή την πλάτη στο κάθισμά της. «Ο Λέιφ δεν έρχεται μαζί σου δηλαδή;» «Ο αδερφός μου έχει βρει το ταίρι του. Και δεν έχει σκοπό να είναι άπιστος». Πίστευε, λοιπόν, ότι ένας σύζυγος έπρεπε να είναι πιστός. Μια φιλοσοφία που δε συμμερίζονταν πολλοί άντρες της τάξης της. «Ψάχνεις κι εσύ να βρεις το ταίρι σου;» «Αν το θελήσουν οι θεοί, θα τη βρω». Ο Θορ εκφραζόταν με πολύ ασυνήθιστο τρόπο. Θα ήθελε να μάθει περισσότερα για εκείνον. Τυλίχτηκε λίγο πιο σφιχτά στο σακάκι του για να προφυλαχτεί από το τσουχτερό κρύο. Είχε αρνηθεί το μανδύα που της είχε προσφέρει η μαντάμ. Δεν ήθελε να υποχρεωθεί ο Θορ να της τον επιστρέφει, αν και ήταν βέβαιη ότι αργά ή γρήγορα θα επισκεπτόταν ξανά τις γυναίκες. Όπως της είχε πει, οι άντρες είχαν ανάγκες. Και ένας άντρας τόσο αρρενωπός όσο ο Θορ σίγουρα θα είχε ανάγκες πολύ εντονότερες από των περισσότερων. Μες στο σκοτάδι, ένιωσε τα μάγουλά της να φλέγονται. Ήξερε τι συνέβαινε ανάμεσα σε έναν άντρα και μια γυναίκα. Είχε ζήσει την εμπειρία από πρώτο χέρι με τον Τάιλερ Ρις όταν ήταν και οι δύο μόλις δεκαέξι ετών. Είχε πιστέψει σαν ανόητη ότι ήταν ερωτευμένη με τον όμορφο νεαρό υποκόμη και ήταν περίεργη. Ο Τάι, ως άντρας, είχε σαφώς ικανοποιηθεί, αλλά για τη Λίνζι εκείνη η πρώτη εμπειρία ήταν άκρως απογοητευτική. «Είπες, “αν το θελήσουν οι θεοί”. Πιστεύεις ότι υπάρχουν περισσότεροι θεοί από έναν;»
«Πολλά χρόνια πριν γεννηθώ, ήρθε στο νησί μας ένας παπάς. Κήρυξε στο λαό μας την πίστη του χριστιανικού σας θεού, αλλά εμείς πιστεύουμε και στους δικούς μας, παλιούς θεούς των Βίκινγκς». «Ζούσαν Βίκινγκς, λοιπόν, κάποτε στο νησί σου;» Την κοίταξε με περήφανο βλέμμα. «Είμαστε ακόμα Βίκινγκς. Είναι ένας τρόπος ζωής που δεν έχει αλλάξει εδώ και αιώνες». «Δεν εννοείς φυσικά ότι κι εσύ είσαι...» «Ναι, λαίδη μου. Αυτό ακριβώς εννοώ». Η Λίνζι κοίταξε έκπληκτη το προφίλ του, προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό της ότι είχε ακούσει σωστά. Συλλογίστηκε τη δύναμή του, τον άγριο τρόπο που πάλευε και την ευκολία με την οποία είχε εξουδετερώσει τους αντιπάλους του. «Ω!» «Ο Λέιφ κι εγώ... δε μιλάμε συχνά γι’ αυτό. Είναι δύσκολο να το πιστέψουν οι άνθρωποι στη χώρα σου. Και δε θέλω να το δω γραμμένο στο στήλη σου». «Όχι, μείνε ήσυχος! Δε θα έγραφα ποτέ κάτι που μου είπες εμπιστευτικά». Στο φευγαλέο φως των φαναριών του δρόμου, ο Θορ μελέτησε το πρόσωπό της. «Όχι, δε θα το έγραφες. Είσαι ξεροκέφαλη και πεισματάρα και παραπάνω ντόμπρα απ’ ό,τι θα ’πρεπε να είναι μια γυναίκα, αλλά κρατάς το λόγο σου και πιστεύω ότι αξίζει να σε εμπιστεύεται κανείς». Η Λίνζι δεν ήξερε αν έπρεπε να κολακευτεί ή να προσβληθεί. Αποφάσισε να επιλέξει ένα πιο ουδέτερο θέμα. «Γιατί ήρθες στην Αγγλία;» «Ο αδερφός μου πάντα ονειρευόταν να ανακαλύψει τι υπήρχε πέρα από το νησί μας». Και ο Θορ της διηγήθηκε ότι, όταν ναυάγησε κάποτε ένα καράβι στο νησί τους, προμηθεύοντάς τους την ξυλεία που χρειάζονταν για να κατασκευάσουν ένα δικό τους πλεούμενο, ο Λέιφ είχε βρει τελικά την ευκαιρία να σαλπάρει. Τον είχε συνοδεύσει μια ομάδα παλικαριών, αλλά μετά από ένα χρόνο, όλοι είχαν πιστέψει ότι ήταν νεκροί. Ο Λέιφ τελικά είχε επιστρέφει, φέρνοντας μαζί του μια νύφη, αλλά δεν ήταν γραφτό να μείνει στο νησί.
«Ήταν θέλημα των θεών να ζήσει ο αδερφός μου στην Αγγλία. Ήρθα κι εγώ μαζί του γιατί ήθελα να μάθω, να δω τι μου φύλαγε για το μέλλον και η δική μου μοίρα». Η Λίνζι έμεινε για λίγο συλλογισμένη, προσπαθώντας να χωνέψει αυτά που της αποκάλυπτε. «Έχεις σκεφτεί ποτέ να γυρίσεις στην πατρίδα σου;» «Υπάρχουν φορές που μου λείπουν τα αδέρφια μου και η αδερφή μου. Μου λείπουν οι ανοιχτές εκτάσεις και η ομορφιά του τόπου μου. Αλλά είναι κι εδώ όμορφα στην εξοχή, εκεί που το χορτάρι είναι τόσο πράσινο και οι λόφοι γεμάτοι λουλούδια. Κάποια μέρα θα αγοράσω δική μου γη και τότε θα βρω τη γαλήνη που ζητάω». Ήθελε να τον ρωτήσει κι άλλα, αλλά η άμαξα πλησίαζε στη Μάουντ Στρητ. Έπρεπε να τρυπώσει στο σπίτι χωρίς να γίνει αντιληπτή. Φανταζόταν τη φρίκη της θείας Ντι αν την έβλεπε με αυτό το απαίσιο πορτοκαλί σατινένιο φόρεμα. Φάνηκε μπροστά τους το μεγάλο πέτρινο μέγαρο. Η Λίνζι ευχήθηκε ο Ιλάιας Μακ να είχε επιστρέφει με ασφάλεια στο δωμάτιό του, πάνω από το υπόστεγο όπου φυλασσόταν η οικογενειακή άμαξα. Ήξερε πως μπορούσε να είναι ήσυχη ότι δε θα πρόδιδε το μυστικό της αποψινής τους περιπέτειας και αναρωτήθηκε τι απίθανη ιστορία θα σκαρφιζόταν για να εξηγήσει τις πληγές και τις μελανιές του. Ο Θορ πρόσταξε τον αμαξά να μπει στο στενό στο πίσω μέρος του σπιτιού. «Είσαι τυχερή που δεν είσαι η δική μου γυναίκα», είπε ο Θορ καθώς η άμαξα κυλούσε προς την αψιδωτή ξύλινη πόρτα στο πίσω μέρος του κήπου. «Γιατί αν ήσουν, θα έτρωγες κάμποσες ξυλιές στα όμορφά σου οπίσθια που έβαλες τον εαυτό σου σε τέτοιο κίνδυνο». Η Λίνζι τον αγνόησε. Δεν ήταν σύζυγός της, ούτε υπήρχε περίπτωση να γίνει ποτέ. Όταν η άμαξα σταμάτησε, σήκωσε τα μάτια της και τον κοίταξε. «Ο αδερφός μου είναι μπλεγμένος άσχημα. Πρέπει να βρω οπωσδήποτε τον άνθρωπο που δολοφόνησε εκείνες τις γυναίκες. Μετά από το αποψινό περιστατικό όμως, καταλαβαίνω ότι αυτό δεν μπορώ να το κάνω μόνη μου. Θα με βοηθήσεις;»
Ο Θορ τη μελέτησε για μερικές ατέλειωτες στιγμές κι έπειτα η έκφρασή του σκλήρυνε. «Αν σου πω όχι, θα ξανακάνεις κάποια ανοησία σαν την αποψινή;» «Πολύ πιθανό». «Είσαι μεγαλύτερος μπελάς από δύο οποιεσδήποτε άλλες γυναίκες μαζί, λαίδη μου». «Αυτό σημαίνει ναι;» «Ναι, θα σε βοηθήσω». Έσκυψε ενθουσιασμένη και τον φίλησε στο μάγουλο. «Σ’ ευχάριστου Δε θα μπορέσω ποτέ να σε ξεπληρώσω γι’ αυτό που έκανες απόψε». Έκανε να σηκωθεί, αλλά ο Θορ την έπιασε από τους ώμους και την καθήλωσε στη θέση της. «Θα πάρω αυτό για πληρωμή». Και, προτού προλάβει να αντιδράσει η Λίνζι, την τράβηξε πάνω του και σφράγισε το στόμα της με το δικό του. Για μια στιγμή, ο χρόνος φάνηκε να σταματάει. Η Λίνζι ένιωθε τη θέρμη του κορμιού του, τους δυνατούς μυς στο στέρνο του, τα ατσαλένια του μπράτσα. Τα χείλη του ήταν απροσδόκητα μαλακά καθώς πιέστηκαν πάνω στα δικά της σε ένα τέλειο, φλογερό σμίξιμο. Ήταν ένα άγριο, κτητικό φιλί που έκανε το αίμα να κυλήσει καυτό στις φλέβες της. Κρατιόταν σφιχτά από τους ώμους του βγάζοντας μικρούς λιγωμένους ήχους, όταν ο Θορ τραβήχτηκε. Βαριανασαίνοντας, της έριξε μια τελευταία διαπεραστική ματιά κι ύστερα πήδησε κάτω και τη βοήθησε να κατέβει κι εκείνη από την άμαξα. «Πήγαινε μέσα, Λίνζι», της είπε βραχνά. «Προτού ξεχάσω ότι είμαστε μόνο φίλοι». Η Λίνζι δεν περίμενε να της το πει δεύτερη φορά. Σήκωσε τα φουστάνια της, διέσχισε τρέχοντας τον κήπο και χώθηκε στο σπίτι.
Κεφάλαιο 8 Η Λίνζι καθόταν στο γραφείο της, με το κεφάλι σκυμμένο πάνω από το φύλλο χαρτιού που είχε μπροστά της, γράφοντας το κείμενο για την εβδομαδιαία της στήλη. Αυτό προσπαθούσε να κάνει τουλάχιστον. Δυστυχώς, με τον Θορ στο γραφείο, της ήταν σχεδόν αδύνατο να συγκεντρωθεί. Αν και τα μάτια της ήταν στυλωμένα στο χαρτί της, τον άκουγε να κινείται, μεταφέροντας βαριά κιβώτια και κούτες στο πίσω δωμάτιο. Βρισκόταν ώρες εκεί, αλλά οι μόνες κουβέντες που είχαν ανταλλάξει ήταν όταν τη χαιρέτησε μόλις έφτασε και τη ρώτησε πώς ήταν μετά από τη χτεσινοβραδινή της περιπέτεια. Του είχε απαντήσει ότι ήταν καλά, παρότι όλο της το κορμί πονούσε από τη βάναυση μεταχείριση των δύο μπράβων στο σοκάκι. Από τότε δεν είχαν ξαναμιλήσει. Η Λίνζι αναστέναξε. Ήταν φανερό ότι ο Θορ μετάνιωνε για το παρορμητικό του φιλί. Μακάρι να αισθανόταν κι εκείνη το ίδιο, αλλά αντίθετα, εκείνη η σύντομη φλογερή επαφή τους δεν έλεγε να φύγει από το μυαλό της και μέσα της αναρωτιόταν πώς θα τον κατάφερνε να την ξαναφιλήσει έτσι. Θύμισε στον εαυτό της ότι κάτι τέτοιες σκέψεις έφταιγαν που είχε φερθεί τόσο απερίσκεπτα με τον Τάιλερ Ρις. Του είχε χαρίσει την αγνότητά της για να το μετανιώσει αργότερα. Μέσα της όμως μια φωνή της έλεγε ότι με τον Θορ δεν ήταν καθόλου το ίδιο. Δεν ήταν ερωτευμένη με τον Θορ, απλώς ένιωθε μια ακαταμάχητη έλξη για εκείνον. Τώρα ήταν .μεγαλύτερη και πιο ώριμη και δεν κινδύνευε πλέον να παρασυρθεί από τα λόγια ενός άντρα. Όχι ότι ο Τάι είχε χρειαστεί και πολλά λόγια για να την πείσει, βέβαια. Στην πραγματικότητα ήταν περισσότερο δική της ιδέα παρά δική του. Όπως δική της ιδέα ήταν επίσης να αρνηθεί την πρόταση γάμου που είχε αισθανθεί υποχρεωμένος να της κάνει. Δεν ήταν ερωτευμένη μαζί του, όπως είχε ανακαλύψει, ούτε ήταν έτοιμη για γάμο.
Έχοντας κάνει το καθήκον του, ο νεαρός υποκόμης ένιωσε ανακούφιση που γλίτωσε τη δέσμευση και τελικά παρέμειναν φίλοι. Τώρα, χρόνια αργότερα, η παλιά της περιέργεια είχε ξυπνήσει και πάλι. Το φιλί του Θορ ήταν διαφορετικό από του Τάι ή οποιουδήποτε άλλου άντρα. Η έξαψη, το γλυκό μούδιασμα, τα κομμένα- γόνατα, η άγρια επιθυμία να χαθεί σ’ εκείνη τη φωτιά και το γεροδεμένο, μυώδες του κορμί που απέπνεε δύναμη ήταν πέρα από κάθε περιγραφή. Κατέβαλε φιλότιμες προσπάθειες να μην αναρωτιέται πώς θα ήταν να κάνει έρωτα με έναν άντρα που έκανε το αίμα της να κοχλάζει έτσι. Τελικά όμως δεν τα κατάφερε να μην αναρωτιέται. Το καμπανάκι πάνω από την εξώπορτα χτύπησε και είδε τον υπηρέτη της, τον Ιλάιας Μακ, να εισβάλλει στο γραφείο φέρνοντας μαζί του μια πνοή φθινοπωρινής ψύχρας και φύλλα παρασυρμένα από τον άνεμο. Κάμποσα κεφάλια στράφηκαν προς το μέρος του, αλλά την επομένη κυκλοφορούσε το νέο τεύχος του περιοδικού και όλοι ήταν πνιγμένοι στη δουλειά. Ο Ιλάιας κατευθύνθηκε ολόισια προς το γραφείο της Λίνζι κι εκείνη σηκώθηκε από την καρέκλα της. «Για τ’ όνομα του Θεού, Ιλάιας, τι τρέχει;» Ο νεαρός ήταν σχεδόν αγνώριστος με το καταχτυπημένο του πρόσωπο, το πρησμένο του χείλι και το φουσκωμένο, μαυρισμένο του μάτι. Δεν τον είχε δει από το προηγούμενο βράδυ και την κυρίευσε ξαφνική ενοχή που οι πράξεις της είχαν ως αποτέλεσμα μια τέτοια τρομερή κακοποίηση. «Ήρθε η αστυνομία στο σπίτι, δεσποινίς. Συνέλαβαν τον αδερφό σας. Τον πήραν με αστυνομική άμαξα». «Ω Θεέ μου!» «Τι συνέβη;» Η βαθιά φωνή του Θορ την έκανε να αναπηδήσει και για μια στιγμή ξέχασε ότι ήταν εκεί ο Ιλάιας, αλλά αμέσως ανακάλεσε τον εαυτό της σε τάξη. «Συνέλαβαν τον Ρούντι. Πρέπει να πάω στο αστυνομικό τμήμα. Πρέπει να βρω έναν τρόπο να τους κάνω να καταλάβουν ότι δεν
μπορεί να είναι αυτός ο δολοφόνος». Άρπαξε το κρεμαστό της τσαντάκι και στράφηκε να φύγει. «Θα έρθω μαζί σου», είπε ο Θορ προλαβαίνοντάς τη με μία και μόνη δρασκελιά. «Δε χρειάζομαι προστασία γι’ αυτό. Σε αστυνομικό τμήμα πάω, δεν κινδυνεύω!» «Ζήτησες τη βοήθειά μου. Σου τη δίνω. Θα έρθω μαζί σου». Η Λίνζι αναστέναξε. Πήρε την κάπα και το μπονέ της και βγήκε στο δρόμο να βρει μεταφορικό μέσο. Ο Ιλάιας και ο Θορ την ακολούθησαν. «Θέλετε να έρθω κι εγώ μαζί;» τη ρώτησε ο νεαρός υπηρέτης. «Καλύτερα να γυρίσεις στο σπίτι», του είπε η Λίνζι. «Αρκετά προβλήματα σου δημιούργησα». Ο Ιλάιας κούνησε πειθήνια το κεφάλι. «Όπως επιθυμείτε, δεσποινίς». «Με την ευκαιρία, πώς εξήγησες τα χτυπήματα στο πρόσωπό σου;» Χαμογέλασε πλατιά. «Βασικά, την αλήθεια είπα. Ότι πήγα να παίξω τυχερά παιχνίδια στο Γαλάζιο Φεγγάρι και μου άρπαξαν το πορτοφόλι δύο κακοποιοί». «Αισθάνομαι απαίσια που εξελίχτηκε έτσι η βραδιά. Δε θα έπρεπε ποτέ να σου είχα ζητήσει να αναλάβεις τέτοιο κίνδυνο». Το χαμόγελό του πλάτυνε κι άλλο. «Τι νύχτα κι αυτή, έτσι, δεσποινίς; Πολύ θα γούσταρα να είχα προλάβει να ρίξω λίγο μπουνίδι ακόμα, αλλά, όπως και να ’χει, δε θα ’θελα να το χάσω για τίποτα στον κόσμο». Ανέμισε το χέρι του σε χαιρετισμό και πήρε το δρόμο του γυρισμού προς τη Μάουντ Στρητ. Άντρες, σκέφτηκε η Λίνζι παρακολουθώντας τον να στρίβει στη γωνία και να χάνεται. Πώς να τους καταλάβει μια γυναίκα; Πράγμα που της θύμισε τον αδερφό της και το μπλέξιμό του. «Τι θα κάνω με τον Ρούντι;» ρώτησε τον Θορ καθώς περπατούσαν, χωρίς να περιμένει πραγματικά να ξέρει τι να της απαντήσει. «Θα πρέπει να βρούμε τους πραγματικούς δολοφόνους». Μέχρι τη στιγμή που είπε τη σκέψη του φωναχτά, η αποστολή αυτή δεν είχε φανεί και τόσο ακατόρθωτη.
Η Λίνζι πήρε μια βαθιά ανάσα για να ηρεμήσει. «Θα μιλήσουμε στην αστυνομία και θα προσπαθήσουμε να τους πείσουμε ότι ο Ρούντι είναι αθώος. Έπειτα θα ξαναπάμε στο Κόβεντ Γκάρντεν και θα κάνουμε μερικές ερωτήσεις ακόμα». Ο Θορ έσμιξε τα φρύδια του. «Μετά απ’ όσα συνέβησαν χτες το βράδυ θέλεις να ξαναπάς εκεί;» Η Λίνζι ανατρίχιασε άθελά της όταν θυμήθηκε τη βίαιη επίθεση των δύο μπράβων στο στενό. «Είναι το τελευταίο πράγμα που θέλω. Αλλά δεν έχω άλλη επιλογή». «Δε θα πας εκεί χωρίς εμένα». «Μην ανησυχείς γι’ αυτό. Έννοια σου και το πάθημα μου έγινε μάθημα». Ο Θορ όμως δεν έδειξε να πείθεται. *** Όταν η Λίνζι μπήκε στο αστυνομικό τμήμα από την τζαμόπορτα που της κράτησε ανοιχτή ο Θορ, δεν περίμενε να βρει τη θεία Ντι να βηματίζει έξαλλη μπροστά από το γραφείο του αρχιφύλακα -αν και μάλλον δε θα έπρεπε να εκπλαγεί, αφού ήξερε πόσο θα είχε ανησυχήσει η θεία της. «Λίνζι, δόξα τω Θεώ, ήρθες! Έχουν συλλάβει τον Ρούντι. Οι ανόητοι πιστεύουν ότι αυτός σκότωσε εκείνες τις άτυχες γυναίκες». «Το ξέρα». Ήρθε ο Ιλάιας Μακ στο γραφείο και μου το είπε». Η θεία Ντι ξεφύσησε περιφρονητικά. «Ο κύριος Μακ είναι τυχερός που έχει ακόμα τη θέση του. Ακούς εκεί να κάνει τον παλικαρά και να μπλέκει σε καβγάδες! Του απαγόρευσα να εμφανιστεί στο σπίτι μέχρι να συνέλθει το πρόσωπό του. Αν τον έβλεπε κανένας επισκέπτης... δε θέλω ούτε να σκέφτομαι τι κουτσομπολιά θα προκαλούσε!» Η Λίνζι έριξε μια κλεφτή ματιά στον Θορ, που σήκωσε το ένα του φρύδι επιτιμητικά, σαν να της έλεγε, αν δεν είχες φερθεί τόσο απερίσκεπτα, ο υπηρέτης σου δε θα κινδύνευε τώρα να χάσει τη δουλειά του κι εσύ δε θα είχες πέσει θύμα μιας τόσο βάναυσης επίθεσης. Απλώς τον αγνόησε και πίεσε τον εαυτό της να χαμογελάσει. «Θεία Ντιλάιλα, από δω ένας φίλος, ο Θορ Ντρόγκαρ. Γνωρίζεις τον αδερφό του τον Λέιφ, το σύζυγο της Κρίστα».
«Και βέβαια τον γνωρίζω». Η θεία της ζύγιασε τον Θορ με το μάτι, παρατηρώντας το εντυπωσιακό του ανάστημα, το φαρδύ του στέρνο και τους ώμους του. «Τα χρώματά σας είναι πολύ διαφορετικά από του αδερφού σας, αλλά υπάρχουν αναμφισβήτητα ομοιότητες». Και ήταν φανερό ότι η θεία της είχε γοητευτεί από την αρρενωπότητά του. Γυναίκα ήταν, άλλωστε. Πώς μπορούσε να μείνει αδιάφορη; «Ο Θορ θα με βοηθήσει να βρω έναν τρόπο να καθαρίσω το όνομα του Ρούντι». «Ασφαλώς». Η θεία Ντι του έριξε άλλη μια εξεταστική ματιά, προσπαθώντας να μαντέψει αν η ευφυΐα του ήταν εφάμιλλη της εξωτερικής του εμφάνισης -κάτι για το οποίο είχε αναρωτηθεί και η ίδια η Λίνζι. «Ας ελπίσουμε ότι μπορεί». Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε ένας άντρας με αραιά μαλλιά. II Λίνζι τον θυμόταν· ήταν ο αστυνόμος Μπέρτραμ, ο επικεφαλής των ερευνών των φόνων. «Λαίδη Άσφορντ», είπε στη θεία της, «υποθέτω ότι βρίσκεστε εδώ για να συμπαρασταθείτε στον ανιψιό σας, τον Ρούντολφ Γκρέιαμ». «Βρίσκομαι εδώ εξαιτίας των γελοίων κατηγοριών σας. Ο ανιψιός μου δεν είχε την παραμικρή σχέση με κανένα φόνο και απαιτώ να τον ελευθερώσετε αμέσως». Ο Μπέρτραμ στέναξε σαν να λυπόταν ειλικρινά -πράγμα που η Λίνζι ήταν σίγουρη ότι δεν ίσχυε. «Μακάρι να ήταν τόσο απλό. Αυτή τη στιγμή, λυπάμαι που το λέω, αλλά δεν μπορείτε να κάνετε τίποτα για να τον βγάλετε». Όμως δεν έδειχνε να λυπάται καθόλου. Αντίθετα, φαινόταν πολύ ευχαριστημένος με τον εαυτό του όταν έστρεψε την προσοχή του στη Λίνζι. «Χαίρομαι που είστε κι εσείς εδώ, δεσποινίς Γκρέιαμ. Θα ήθελα να σας μιλήσω ιδιαιτέρως, παρακαλώ». Η Λίνζι ένιωσε κάποια ανησυχία. Σήκωσε το βλέμμα της στον Θορ, περιέργως χαρούμενη που ήταν εκεί. «Ό,τι έχετε να πείτε, μπορείτε να το πείτε εδώ, μπροστά στη θεία μου και στον κύριο Ντρόγκαρ». «Τότε θα σας πω το εξής. Δώσατε ψευδή κατάθεση για το πού βρισκόταν ο αδερφός σας τη νύχτα της δολοφονίας της Φίμπι Κάρτερ. Το ξέρετε κι εσείς όπως κι εγώ. Σας δίνω την ευκαιρία να αποσύρετε
την κατάθεσή σας. Αν δεν το κάνετε και καταρρίψουμε το άλλοθι του αδερφού σας -και μην αμφιβάλλετε ότι θα το κάνουμε-, αυτό θα σημαίνει ότι θα έχετε επιχειρήσει εσκεμμένα να παρεμποδίσετε μια αστυνομική έρευνα και θα απαγγελθούν κατηγορίες εναντίον σας». «Δεν μπορείτε να αποδείξετε πού ήταν ο αδερφός μου εκείνη τη νύχτα. Σας είπα ότι ήταν μαζί...» «Πες του την αλήθεια», την πρόσταζε ο Θορ κόβοντάς την. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα. «Τι... τι στο καλό θαρρείς ότι κάνεις;» «Σε βοηθάω να μη βρεθείς μπλεγμένη. Γι’ αυτό βρίσκομαι εδώ. Και τώρα πες την αλήθεια στον αστυνόμο Μπέρτραμ». Η Λίνζι κοίταξε ερωτηματικά τη θεία της, που της έγνεψε καταφατικά. Που να πάρει ο διάβολος! Ο Θορ δεν είχε καμία δουλειά να ανακατευτεί με το τι είχε πει στην αστυνομία. Εντάξει, ίσιος μετά τα χτεσινοβραδινά να είχε το δικαίωμα να ανακατευτεί... Αναστέναξε νικημένη. «Δεν είμαι βέβαιη πού ήταν ο αδερφός μου εκείνη τη νύχτα. Ίσως έκανα λάθος στην ημερομηνία. Δεν είμαι σίγουρη πλέον». Τα χείλη του Μπέρτραμ μισάνοιξαν σε ένα θριαμβευτικό χαμόγελο. «Αυτό πίστευα κι εγώ». «Αυτό δε σημαίνει όμως ότι είναι ο δολοφόνος της δεσποινίδας Κάρτερ». «Πολύ φοβάμαι ότι υπάρχουν αποδείξει εναντίον του». Το στήθος της σφίχτηκε από ένα δυσοίωνο προαίσθημα. «Τι αποδείξεις;» «Προσήλθε να καταθέσει μια μάρτυρας. Η γυναίκα αυτή αναγνώρισε τον αδερφό σας ως τον άντρα που είδε να φεύγει τρέχοντας από τον τόπο του εγκλήματος τη νύχτα που δολοφονήθηκε η Φίμπι Κάρτερ». «Μα αυτό είναι αδύνατο! Ο Ρούντι δε θα σκότωνε ποτέ κανέναν!» Ο Μπέρτραμ άγγιξε το μπράτσο της σε μια χειρονομία κατανόησης. «Στη δουλειά μου έχουν δει πολλά τα μάτια μου, δεσποινίς Γκρέιαμ. Πολλές φορές δεν ξέρουμε τους ανθρώπους όσο καλά νομίζουμε. Και η πείρα με έχει διδάξει ότι κανένας δεν είναι
υπεράνω υποψίας». Τα λόγια του την πόνεσαν περισσότερο απ’ όσο θα έπρεπε. Ο Ρούντι δεν ήταν πια το αθώο παιδί που ήταν κάποτε, ένα γεμάτο περιέργεια αγόρι που μάζευε πεταλούδες και έπαιζε με στρατιωτάκια. Ήταν ένας ενήλικας που συναναστρεφόταν ιερόδουλες και σπαταλούσε τα χρήματά του στα τυχερά παιχνίδια. Εξακολουθούσε να πιστεύει στην αθωότητά του, ωστόσο. «Ίσως αυτό να ισχύει σε μερικές περιπτώσεις, αλλά τον αδερφό μου τον ξέρω πολύ καλά και δεν είναι ικανός για φόνο». Ο αστυνόμος δεν απάντησε, αλλά στο βλέμμα του διέκρινε μια υποψία οίκτου. «Θέλω να τον δω. Πού τον έχετε;» «Ο αδερφός σας κρατείται σε ένα κελί των Φυλακών του Νιούγκεϊτ, στην πτέρυγα για μέλη της ανώτερης τάξης». Το στομάχι της Λίνζι δέθηκε κόμπος. Βαθιά μέσα της ήξερε ότι θα τον πήγαιναν εκεί. Παρ’ όλ’ αυτά, ένιωσε έναν ξαφνικό πόνο σαν μαχαιριά μέσα της. Ο Ρούντι ήταν αδερφός της. Όταν ήταν παιδιά, ήταν ο καλύτερός της φίλος. Θυμήθηκε πόσο αγαπούσαν και οι δύο τα άλογα, τις ώρες που περνούσαν κάνοντας ιππασία και τις αταξίες τους. Αμίλητη, έκανε μεταβολή και κατευθύνθηκε προς την έξοδο με έναν χοντρό κόμπο να της φράζει το λαιμό. Καθώς κατέβαινε τα σκαλιά, ανάμεσα στη θεία της και στον Θορ, εκείνος ακούμπησε τη φαρδιά του παλάμη καθησυχαστικά στη μέση της. Από τη μία ήταν θυμωμένη μαζί του που την είχε υποχρεώσει να πει την αλήθεια, αλλά από την άλλη χαιρόταν που ήταν εκεί, κοντά της. «Απόψε», της ψιθύρισε σκύβοντας προς το μέρος της, «βάλε το πορτοκαλί φόρεμα και θα σε συναντήσω τα μεσάνυχτα στο πίσω μέρος του κήπου». Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα. «Το πορτοκαλί φόρεμα;» «Ναι. Οι άντρες θα νομίζουν ότι είσαι δική μου αυτή τη νύχτα και δε θα σ’ ενοχλήσει κανένας». Η Λίνζι ξεροκατάπιε. Η ιδέα ότι θα φορούσε το πορτοκαλί φουστάνι την έκανε να ξαναθυμηθεί την εφιαλτική επίθεση στο στενό σοκά-
κι και την αίσθηση των αηδιαστικών χεριών πάνω στο δέρμα της. Της θύμισε τι θα μπορούσε να είχε συμβεί αν ο Θορ δεν είχε επέμβει έγκαιρα. Οι άντρες θα νομίζουν ότι είσαι δική μου αυτή τη νύχτα.. Αντί να πάει στο πάρτι των αρραβώνων της κόρης του δούκα του Πέλαμ όπως σχεδίαζε, θα έπαιζε το ρόλο της κοκότας που είχε κλείσει ο Θορ για μία νύχτα. Ήταν γελοίο. Δεν ήταν δυνατό να κάνει κάτι τέτοιο. Έπρεπε όμως να σκεφτεί τον Ρούντι. Ευτυχώς που δεν το είχε κάψει εκείνο το αναθεματισμένο φόρεμα τελικά. *** Η Λίνζι, ο Θορ και η θεία Ντι έφυγαν μαζί από το αστυνομικό τμήμα και πήγαν γραμμή στη φυλακή, ένα θλιβερό γκρίζο οικοδόμημα που έδειχνε όσο αφιλόξενο ήταν στην πραγματικότητα. Πίσω από τους χοντρούς τοίχους της ήταν φυλακισμένοι άντρες και γυναίκες και, από τότε που είχε αρχίσει να λειτουργεί, εκατοντάδες τρόφιμοι της είχαν εκτελεστεί δημόσια. Η Λίνζι είχε διαβάσει για τη φυλακή και για μια μεταρρυθμίστρια, την Ελίζαμπεθ Φράι, που είχε ξεκινήσει έναν σκληρό αγώνα για τη βελτίωση των συνθηκών κράτησης των φυλακισμένων. Με τα χρόνια είχαν όντως γίνει μερικές βελτιώσεις, αλλά ετούτη η φυλακή εξακολουθούσε να είναι ένα μέρος τρομαχτικό. Ήταν φρικτό να είναι κλειδωμένος εκεί ένας νέος εύπορος και υψηλής κοινωνικής θέσης όπως ο αδερφός της. Η σκέψη του της σπάραζε την καρδιά. Μόλις μπήκαν μέσα, αναρίγησε. Πλήρωσαν το απαιτούμενο αντίτιμο και ένας παχύσαρκος φρουρός τούς οδήγησε σε έναν μακρύ, υγρό και κακοφωτισμένο διάδρομο. Καθώς τον διέσχιζαν, ακουγόταν μόνο η ηχώ από τα βήματά τους, που τα φώτιζε το τρεμάμενο φως των πυρσών στους τοίχους. Στην απέναντι πτέρυγα, οι φυλακισμένοι κακοποιοί ζούσαν σε πολύ χειρότερες συνθήκες, δεκάδες άνθρωποι στοιβαγμένοι σε κελιά που δεν ήταν κατάλληλα ούτε για τα ποντίκια που συγκατοικούσαν μαζί τους. «Δεν είναι μέρος για μια κυρία αυτό», μουρμούρισε βλοσυρός ο
Θορ. «Δεν έπρεπε να είχατε έρθει ούτε εσύ ούτε η θεία σου». «Εδώ βρίσκεται ο αδερφός μου», του είπε η Λίνζι. «Έπρεπε να έρθουμε, λοιπόν». Δεν της απάντησε, αλλά ήταν ολοφάνερο ότι δεν ήταν διόλου ευχαριστημένος. Το κελί του Ρούντι ήταν ένα θλιβερό και λιτά επιπλωμένο δωμάτιο πίσω από μια βαριά δρύινη πόρτα. Ο αδερφός της καθόταν σε ένα ετοιμόρροπο τραπέζι μαζί με τον Τζόνας Μάρβιν, το δικηγόρο του πατέρα τους. Μόλις είδαν τους επισκέπτες στο άνοιγμα της πόρτας, σηκώθηκαν και οι δυο. «Θα σε περιμένω εδώ έξω», είπε ο Θορ. Η Λίνζι κούνησε το κεφάλι της με ευγνωμοσύνη. «Σ’ ευχαριστώ». Ο Ρούντι είχε ήδη αρκετά προβλήματα· δεν ήταν ανάγκη να αρχίσει να ανησυχεί για τη σχέση της με έναν άντρα που δεν της ταίριαζε καθόλου. Και η θεία Ντι, δόξα τω Θεώ, απέφυγε να κάνει οποιοδήποτε σχόλιο. «Γεια σου, αδερφούλα». Ο Ρούντι φαινόταν τόσο εύθραυστος και φοβισμένος, που της ανέβηκαν δάκρυα στα μάτια. Κατάφερε να του χαμογελάσει και τον αγκάλιασε. «Είσαι καλά; Μήπως σε κακομεταχειρίστηκαν;» «Μια χαρά είμαι. Η θεία Ντι κάλεσε τον κύριο Μάρβιν και ήρθε αμέσως. Πλήρωσε το ποσό που έπρεπε και κανόνισε να με βάλουν σε αυτή την πτέρυγα της φυλακής». Η πτέρυγα αυτή ήταν ελαφρώς καλύτερη και προοριζόταν για τους τρόφιμους που είχαν την οικονομική δυνατότητα να πληρώσουν γι’ αυτό το προνόμιο. Τα κελιά ήταν κάπως πιο άνετα και είχαν όλα από ένα κρεβάτι, ένα τραπέζι και δύο καρέκλες. Δεν έπαυαν όμως να είναι εξαιρετικά καταθλιπτικά και η Λίνζι με δυσκολία κρατήθηκε να μη βάλει τα κλάματα για τον αδερφό της. Εστίασε, αντίθετα, την προσοχή της στον άντρα με την όψη διανοούμενου και τα γυαλιά με χρυσό σκελετό που στεκόταν δίπλα στον Ρούντι. «Ευχαριστούμε πολύ που ήρθατε, κύριε Μάρβιν», του είπε η Λίνζι. «Χαίρομαι που σε βλέπω, Τζόνας», είπε και η θεία Ντι, «αν και θα
ήθελα να ήταν κάτω από καλύτερες συνθήκες». «Είχα ελπίσει ότι δε θα φτάναμε ως εδώ», είπε εκείνος. «Αυτό είχαμε ελπίσει όλοι μας». «Και τώρα τι γίνεται, κύριε Μάρβιν;» ρώτησε η Λίνζι. «Πώς θα βγάλουμε τον αδερφό μου από εδώ μέσα;» Τόσο η θεία της όσο και ,ο Τζόνας Μάρβιν είχαν γράψει στους γονείς της για να τους ενημερώσουν, αλλά δεν πρέπει να είχαν λάβει ακόμα τις επιστολές τους. Επομένως, ό,τι ήταν να γίνει εξαρτιόταν αποκλειστικά από τους τέσσερις τους. «Πριν από τρεις ημέρες, ο Ρούντι κι εγώ συμφωνήσαμε να προσλάβουμε έναν ιδιωτικό ερευνητή, τον Χάρισον Μάνσφιλντ. Ελπίζω ότι θα καταφέρει να βρει στοιχεία που θα αποδείξουν την αθωότητα του Ρούντι». Η Λίνζι θυμήθηκε τον Ντολφ Πίτερσεν, τον ερευνητή που εμπιστευόταν τυφλά η Κρίστα, αλλά μέχρι στιγμής δεν είχε επιστρέψει στο Λονδίνο. «Μίλησα επίσης στον Έιβερι Φρεντς για το ενδεχόμενο να χρειαστούμε τις υπηρεσίες του αν παραστεί ανάγκη -όπως συνέβη. Ίσως αναγνωρίζετε το όνομά του, αφού ο κύριος Φρεντς είναι πασίγνωστος ως ένας από τους καλύτερους δικηγόρους του Λονδίνου. Μόλις φύγω, θα τον ενημερώσω για τις τελευταίες εξελίξεις για να αρχίσει αμέσως να προετοιμάζει την υπεράσπιση του Ρούντολφ». Το στομάχι της σφίχτηκε. Δεν ήταν εφιάλτης, συνέβαινε πραγματικά αυτό. Αν δεν έβρισκαν τον αληθινό δολοφόνο, ο Ρούντι ήταν πολύ πιθανό να απαγχονιστεί. «Μήπως θέλεις να καθίσεις, χρυσό μου;» της πρότεινε η θεία Ντι παρατηρώντας ότι ξαφνικά είχε χλομιάσει. «Καλά είμαι... Μόνο που... να, δυσκολεύομαι να πιστέψω αυτό που συμβαίνει». Το ύφος του δικηγόρου έδειχνε πόσο σοβαρά ήταν τα πράγματα. «Δυστυχώς όμως, συμβαίνει». Η Λίνζι πήρε μια βαθιά εισπνοή. Δεν ήταν ώρα να καταρρεύσει. Στράφηκε στον Ρούντι. «Από την τελευταία φορά που μιλήσαμε, είχες κάποιο χρόνο να σκεφτείς. Μήπως θυμήθηκες τίποτε άλλο για τη
βραδιά που δολοφονήθηκε η Φίμπι Κάρτερ;» Ο Ρούντι κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Ξέρω ότι ήμουν μαζί της εκείνο το βράδυ. Θυμάμαι ότι φύγαμε μαζί από το πάρτι του Τομ Μπογκς». «Θυμάσαι ποιοι άλλοι ήταν στο πάρτι εκτός από τους στενούς σου φίλους;» «Διάφοροι τύποι. Θυμάμαι ότι είδα τον Γουίνσλοου και τον Φιντς. Τους θυμάσαι, αδερφούλα, έτσι δεν είναι;» «Φυσικά». Ο Έντουαρντ Γουίνσλοου και ο Μάρτιν Φιντς. Άλλοι δύο ανεπρόκοποι γόνοι καλών οικογενειών. «Και ποιος άλλος;» «Τους περισσότερους δεν τους γνώριζα». «Άλλο τίποτα θυμάσαι;» «Δε θυμάμαι πού την πήγα μετά. Μακάρι να θυμόμουν». «Γινόταν πάρτι και στο Γαλάζιο Φεγγάρι εκείνο το βράδυ. Υπάρχει πιθανότητα να την πήγες εκεί;» Ο Ρούντι ζάρωσε το μέτωπό του πασχίζοντας να θυμηθεί. «Υπάρχει, υποθέτω». Κοίταξε τη θεία Ντιλάιλα και το πρόσωπό του ήταν η ζωντανή εικόνα της δυστυχίας. «Υπάρχει κάτι που δε σας είπα. Όταν φύγαμε από το σπίτι του Τομ, η Φίμπι με πήγε σ’ ένα μέρος... δε θυμάμαι πώς το έλεγαν... Καπνίζουν όπιο εκεί, στο υπόγειο». Η θεία Ντι πιάστηκε από τη ράχη της καρέκλας σοκαρισμένη. «Χριστέ μου, Ρούντολφ!» «Μόνο μία φορά το δοκίμασα, θεία. Δεν θα το ξανακάνω ποτέ». «Αχ, Ρούντι!» Στα αυτιά της Λίνζι ηχούσαν τα λόγια του αστυνόμου. Πολλές φορές δεν ξέρουμε τους ανθρώπους όσο καλά νομίζουμε. Ήταν άραγε δυνατό η ναρκωτική ουσία που πήρε ο Ρούντι να τον επηρέασε τόσο που να διέπραξε φόνο; Έπρεπε να μάθει περισσότερα για την ουσία αυτή και να διαπιστώσει αν ήταν δυνατό να έχει τέτοια επίδραση. «Απλώς διασκέδαζα», δικαιολογήθηκε δειλά ο Ρούντι. «Δεν ήθελα να συμβεί τίποτε απ’ όλα αυτά». Η Λίνζι πίεσε τον εαυτό της να χαμογελάσει. «Μην ανησυχείς, καλέ μου. Θα βρούμε την άκρη. Θα συνεργαστούμε όλοι μαζί και θα
βρούμε το δράστη». Διάβασε την αγωνία και το φόβο στο πρόσωπο του Ρούντι και η αποφασιστικότητά της χαλυβδώθηκε ακόμα περισσότερο. Όπου κι αν είχε μπλέξει ο αδερφός της αυτούς τους τελευταίους μήνες, κατά βάθος ήταν το ίδιο καλό παιδί που ήταν πάντα. Και αυτό το παιδί δεν ήταν δολοφόνος.
Κεφάλαιο 9 Φορώντας το πορτοκαλί σατέν φόρεμα και με τα μαλλιά της λυτά στην πλάτη της, η Λίνζι στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη του δωματίου της, μαζεύοντας όλο της το κουράγιο για να ξεκινήσει για τη νέα της αποψινή αποστολή. «Θεέ και Κύριε!» Ακούγοντας τον σοκαρισμένο τόνο της θείας Ντιλάιλα στράφηκε απότομα. «Θεία Ντι! Νόμιζα... νόμιζα ότι είχες πέσει για ύπνο». «Σε άκουσα να στριφογυρίζεις. Ήξερα ότι ανησυχείς για τον αδερφό σου και ήρθα να βεβαιωθώ ότι είσαι καλά». Τα χείλη της Ντιλάιλα σφίχτηκαν σε μια αυστηρή γραμμή. «Πού βρήκες αυτό το απαίσιο, ανεκδιήγητο φόρεμα και, για τ’ όνομα του Θεού, γιατί είσαι βαμμένη και χτενισμένη έτσι;» «Εγώ, εμμ... Εγώ...» «Θέλω την αλήθεια, νεαρή μου, και τη θέλω τώρα». Η Λίνζι αναστέναξε. «Αρχίζεις και μου θυμίζεις τον Θορ». «Τον Θορ... Μάλιστα. Αυτό είναι άλλο ένα θέμα που πρέπει να συζητήσουμε. Αυτή τη στιγμή όμως απαιτώ να μάθω γιατί είσαι ντυμένη σαν... σαν...» «Σαν γυναίκα του δρόμου;» συμπλήρωσε η Λίνζι. «Για να το θέσουμε κομψά, ναι». «Είναι μεγάλη ιστορία, θεία Ντι. Αν είσαι βέβαιη ότι θέλεις να την ακούσεις, καλύτερα να κλείσεις την πόρτα». Η πόρτα έκλεισε αμέσως. Μη έχοντας άλλη επιλογή, η Λίνζι άρχισε να εξηγεί στη θεία της όσο πιο απλά και σύντομα μπορούσε τις προσπάθειες που είχε κάνει μέχρι στιγμής για να ξεμπλέξει τον αδερφό της. «Ώστε πήγες στο Κόβεντ Γκάρντεν», επανέλαβε η Ντιλάιλα για επιβεβαίωση. «Ακριβώς. Εκεί έγιναν οι φόνοι. Ήθελα να μιλήσω με τον κόσμο που συχνάζει στην περιοχή, μήπως έβρισκα κάποιον που μπορεί να είχε δει ή να είχε ακούσει κάτι που ίσως αποδεικνυόταν χρήσιμο».
«Και ανακάλυψες τίποτα;» «Εκείνο το βράδυ όχι, γι’ αυτό θα ξαναπάω απόψε». «Θα ξαναπάς; Μα κοντεύουν μεσάνυχτα!» «Τα θύματα ήταν ιερόδουλες, θεία Ντι. Τα μέρη που συχνάζουν οι ιερόδουλες δεν είναι ανοιχτά στη διάρκεια της ημέρας. Το δοκίμασα ήδη αυτό». «Μα...» «Δεν είναι ανάγκη να ανησυχείς. Θα πάω με τον Θορ. Σου υπόσχομαι ότι θα είμαι απόλυτα ασφαλής». «Το ξέρω ότι αυτός ο άντρας είναι πελώριος σαν βουνό, αλλά...» «Μου έσωσε τη ζωή, θεία Ντι. Ίσως δε θα ’πρεπε να σου το πω, αλλά είναι αλήθεια». Η θεία της κάθισε βαριά στο βελούδινο σκαμνάκι μπροστά στην τουαλέτα της Λίνζι. «Όπως είπα, προσπαθούσα να ανακαλύψω κάτι που θα βοηθούσε να αποδειχτεί η αθωότητα του Ρούντι. Έτσι λοιπόν, χτες το βράδυ πήγα στο Κόβεντ Γκάρντεν και πήρα και τον Ιλάιας μαζί μου». «Θεέ μου! Εκεί έμπλεξε σε καβγά;» Η Λίνζι έγνεψε καταφατικά. «Κι εσύ έχεις μια μελανιά στο μάγουλό σου». Αναστέναξε. «Καλύτερα να μου πεις και τα υπόλοιπα». Μη μπορώντας να κάνει αλλιώς, η Λίνζι είπε στη θεία της πώς είχε μεταμφιεστεί με τα ρούχα του Ρούντι, καθώς επίσης και για το περιστατικό με τους μπράβους της χαρτοπαικτικής λέσχης. «Η Κρίστα ήξερε τι σχεδίαζα να κάνω και το είπε στον Θορ. Αν δεν είχε επέμβει, μπορεί να ήμασταν και οι δύο νεκροί τώρα». «Θεός φυλάξοι!» αναφώνησε η θεία. «Ο αδερφός σου στη φυλακή. Κι εσύ να κυκλοφορείς ντυμένη τη μία σαν άντρας και την άλλη σαν πόρνη. Δεν ξέρω τι να κάνω». «Αν δεν κάνουμε κάτι, θα κρεμάσουν τον Ρούντι». Η Ντιλάιλα χαμήλωσε το βλέμμα στην ποδιά της. «Το ξέρω». «Πρέπει να φύγω, θεία Ντι. Θα είμαι ασφαλής με τον Θορ». «Πώς μπορείς να είσαι τόσο σίγουρη;» Η Λίνζι χαμογέλασε με νόημα. «Τον έχω δει να παλεύει»
Η θεία Ντι σήκωσε απελπισμένη τα μάτια της στον ουρανό. «Έχω καθήκον ως συνοδός σου να σε εμποδίσω να θέσεις τον εαυτό σου σε κίνδυνο». Η Λίνζι άνοιξε το στόμα της να διαμαρτυρηθεί, αλλά δεν πρόλαβε. «Από την άλλη όμως, είσαι μια ενήλικη γυναίκα. Και φαντάζομαι ότι, αν δε βάλω τους υπηρέτες να σε δέσουν στην καρέκλα, δεν υπάρχει τρόπος να σε εμποδίσω να φύγεις». «Απολύτως κανένας». Η θεία Ντι περιεργάστηκε για άλλη μία φορά το φανταχτερό, άσεμνο φόρεμα. «Μήπως να έβαζες λίγη δαντέλα πάνω απ’ το ντεκολτέ;» Η Λίνζι γέλασε. «Φοβάμαι ότι τότε το φόρεμα δε θα εξυπηρετούσε το σκοπό για τον οποίο το φορώ». Η θεία αναστέναξε ξανά. «Σωστά». Η Λίνζι έσκυψε και τη φίλησε στο μάγουλο. «Πρέπει να πηγαίνω. Ο Θορ θα με περιμένει». «Έχεις υπόψη σου πόσο ακατάλληλος είναι αυτός ο άνθρωπος για σένα; Δεν έχει ούτε τίτλο, ούτε αξιόλογη περιουσία και δεν είναι καν Άγγλος. Ο Θορ Ντρόγκαρ είναι ο τελευταίος άντρας που θα έπρεπε να συναναστρέφεσαι». «Προσπαθεί απλώς να βοηθήσει. Και είμαστε μόνο φίλοι». Η θεία σήκωσε δύσπιστα το ένα της φρύδι. «Δύσκολο να μείνεις φίλη με έναν άντρα που έχει τέτοια εμφάνιση». Η Λίνζι λίγο έλειψε να ομολογήσει ότι συμφωνούσε. «Τέλος πάντων...» Πήρε βιαστικά την κάπα και το τσαντάκι της και άνοιξε την πόρτα. Ο Θορ θα την περίμενε. Η καρδιά της φτερούγισε στη σκέψη αυτή. *** Ο Θορ βημάτιζε πάνω κάτω έξω από την τοξωτή πόρτα στο πίσω μέρος του κήπου. Ήταν δώδεκα και δέκα. Ίσως να μην μπόρεσε να ξεφύγει απόψε η Λίνζι. Ίσως πάλι οι θεοί να είχαν βοηθήσει το τρελοκόριτσο να έρθει στα συγκαλά του. Αλλά όχι. Η ξύλινη πόρτα άνοιξε τρίζοντας και μια φιγούρα τυλιγ-
μένη σε μια μακριά κάπα γλίστρησε έξω από τον κήπο. «Συγγνώμη που άργησα», είπε η Λίνζι, «αλλά, πάνω που ήμουν έτοιμη να φύγω, ήρθε στο δωμάτιό μου η θεία μου. Απαίτησε να μάθει γιατί φορούσα αυτό το απαίσιο φόρεμα. Και δεν είχα άλλη επιλογή από το να της πω την αλήθεια». «Η θεία σου σε άφησε να βγεις ντυμένη σαν πόρνη;» Σήκωσε τους λεπτούς της ώμους. «Ο Ρούντι κινδυνεύει να εκτελεστεί. Κανένας μας δεν έχει άλλη επιλογή». Καμία επιλογή. Τον περιέβαλλαν γυναίκες πολύ πιο τολμηρές απ’ όσο θα έπρεπε. Απόψε συνόδευε μια γυναίκα που πίστευε ότι δεν είχε άλλη επιλογή από το να ντυθεί σαν κοκότα και να πάει στην πιο επικίνδυνη περιοχή της πόλης για να προστατεύσει έναν αδερφό που έμοιαζε να μην αξίζει ένα τέτοιο ρίσκο. Έβρισε από μέσα του, αλλά ταυτόχρονα δεν μπόρεσε να μη νιώσει και κάποιο θαυμασμό. Την πήρε αγκαζέ και την οδήγησε προς την άμαξα. Η Λίνζι όμως μαρμάρωσε προτού ανεβεί μόλις είδε ποιος βρισκόταν μέσα. «Θα έρθει κι ο αδερφός μου μαζί μας», της εξήγησε ο Θορ. Η Λίνζι είχε πει στην Κρίστα για την επίθεση που είχε δεχτεί έξω από το Γαλάζιο Φεγγάρι. Η Κρίστα, με τη σειρά της, το είχε πει στον Λέιφ και εκείνος είχε επιμείνει να έρθει. «Του είπα ότι δεν ήταν απαραίτητο, αλλά ίσως τελικά να είναι καλύτερα που είναι κι αυτός εδώ». Η Λίνζι χαμογέλασε. «Τουλάχιστον είναι σίγουρο ότι θα είμαι απόλυτα ασφαλής μ’ εσάς τους δύο». Ανέβηκε στην άμαξα και κάθισε απέναντι από τον Λέιφ. Ψηλός και ξανθός, ήταν ακόμα πιο μεγαλόσωμος από τον αδερφό του, με αποτέλεσμα να υπάρχει ελάχιστος χώρος στο εσωτερικό της άμαξας. Ο Θορ κάθισε δίπλα στη Λίνζι και ο ώμος του ακουμπούσε στον δικό της. Η επαφή αυτή φάνηκε να άναψε μια σπίθα ανάμεσά τους και η Λίνζι τον κοίταξε ξαφνιασμένη. Εκείνος γύρισε το βλέμμα του αλλού, ελπίζοντας να μην είχε δει τον πόθο που είχε ξυπνήσει μέσα του με ένα απλό άγγιγμα. Καθώς η άμαξα κυλούσε, περνώντας κάθε τόσο κάτω από ένα φανοστάτη, ο Θορ διέκρινε στο χλομό τους φως το πορτοκαλί σατέν
φόρεμα κάτω από τη μισάνοιχτη κάπα της. Είχε βάψει τα χείλη της κόκκινα, είχε βάλει ρουζ στα μάγουλά της και είχε αφήσει τις μακριές μελιές της μπούκλες ξέπλεκες στην πλάτη της. Κανονικά θα έπρεπε να μοιάζει με τα εκδιδόμενα κορίτσια της μαντάμ Φορτιέ, αλλά δεν έμοιαζε. Με τα ψηλά της ζυγωματικά και τα ντελικάτα χαρακτηριστικά της ήταν πανέμορφη. Ο Θορ την κοίταξε και, όταν του χαμογέλασε, όταν εκείνα τα ρουμπινένια χείλη μισάνοιξαν σαν να τον καλούσαν να τα γευτεί, φούντωσε μέσα του ο πόθος. Το μόριό του ζωντάνεψε, σαν να μαζεύτηκε εκεί όλο του το αίμα. Μα τους θεούς, δεν έπρεπε να την είχε φιλήσει. Ακόμα δεν καταλάβαινε ποιος δαίμονας τον είχε κάνει να χάσει για μια στιγμή τα λογικά του. Μόλις λίγες στιγμές πιο πριν, είχε ορκιστεί ότι δε θα την άφηνε ποτέ να καταλάβει πόσο την ήθελε. Ένα καυτό φιλί είχε σταθεί αρκετό για να διαλύσει κάθε αμφιβολία. Ήταν μεγάλη ειρωνεία που δεν είχε φιλήσει ποτέ πιο γλυκά χείλη, ούτε είχε ξανανιώσει τέτοια ακατανίκητη λαχτάρα για μια γυναίκα. Τον θύμωνε το γεγονός ότι αυτή η γυναίκα τύχαινε να είναι η Λίνζι, που ήταν τόσο ισχυρογνώμων -ακριβώς ο τύπος γυναίκας που του έδινε στα νεύρα. Και αυτό τον ανησυχούσε. Αυτή η άγρια ανάγκη του για εκείνη ήταν κάτι που περίμενε ότι θα ένιωθε για τη γυναίκα που οι θεοί προόριζαν να είναι το ταίρι της ζωής του. Η Λίνζι δε θα μπορούσε ποτέ να είναι το ταίρι του. Δεν ταίριαζαν καθόλου οι δυο τους. Κι όμως, καιγόταν από επιθυμία για εκείνη και δεν μπορούσε να τη βγάλει από το μυαλό του. Δεν είχαν κανένα μέλλον μαζί, αλλά την ήθελε σαν τρελός. Περισσότερο από κάθε άλλη γυναίκα που είχε συναντήσει ως τώρα. Και ο Θορ έβρισε πάλι σιωπηλά. Η πρώτη στάση που έκαναν ήταν στον Χρυσό Φασιανό, μια από τις πιο εκλεκτές λέσχες στο Κόβεντ Γκάρντεν -πράγμα που δε σήμαινε και πολλά. Μόλις μπήκαν μέσα, ο Θορ πήρε την κάπα της Λίνζι και την έδωσε σε έναν υπηρέτη που στεκόταν πλάι στην πόρτα. «Δε θ’ αργήσουμε», είπε.
Η Λίνζι περιεργάστηκε το χώρο. Είχε ξανάρθει εδώ μαζί με τον Ιλάιας, αλλά ο διευθυντής έλειπε και δεν υπήρχε κανένας άλλος που θα μπορούσε να τους βοηθήσει. Το μέρος ήταν κάπως πιο ποιοτικό από το Γαλάζιο Φεγγάρι, οι πελάτες ήταν καλοντυμένοι και ο χώρος καθαρός. Προχώρησαν πιο μέσα και ο Θορ την έσπρωχνε ελαφρά, με την παλάμη του στη μέση της. Η Λίνζι ένιωθε το ζεστό του άγγιγμα μέσα από το λεπτό σατέν ύφασμα και στο στομάχι της άρχισαν να χορεύουν πεταλούδες. Οι κλεφτές ματιές που της έριχνε την ξάφνιασαν. Αισθανόταν το φλογερό του βλέμμα πάνω στα στήθη της και οι θηλές της ορθώθηκαν μεμιάς. Τα στήθη της δεν ήταν μεγάλα, αλλά, μ’ αυτό το τόσο εφαρμοστό φόρεμα, ασφυκτιούσαν στριμωγμένα σε ένα ντεκολτέ που άφηνε εκτεθειμένες τις απαλές καμπύλες και το κατάλευκο δέρμα τους, καταφέρνοντας με το ζόρι να κρύβει τις ξαφνικά ευαίσθητες θηλές της. Ο Θορ έριξε μια λοξή ματιά και στον αδερφό του, αλλά ο Λέιφ δεν έδειχνε να δίνει σημασία στο μπούστο της συνοδού τους. «Συμβαίνει κάτι;» ρώτησε αθώα η Λίνζι, αν και ήξερε πολύ καλά ότι τον ενοχλούσε το αποκαλυπτικό της φόρεμα. Ο Θορ ψαχούλεψε μέσα στο σακάκι του, έβγαλε ένα κολλαριστό άσπρο μαντίλι και το στερέωσε στο ντεκολτέ της. «Τώρα μπορούμε να πάμε». Η Λίνζι με κόπο συγκρότησε το χαμόγελό της. Πριν προλάβει να του πει ότι μια γυναίκα που πουλούσε το σώμα της δε θα έμπαινε στον κόπο να καλύψει το στήθος της, ο Λέιφ άπλωσε το χέρι του και έβγαλε από πάνω της το άσπρο μαντίλι. «Παίζει ένα ρόλο», είπε στον αδερφό του. «Άφησέ τη να τον παίξει σωστά, λοιπόν». Ο Θορ φάνηκε ιδιαίτερα ενοχλημένος. «Δε θα το έλεγες αυτό αν ήταν η Κρίστα». «Η Κρίστα είναι γυναίκα μου». Μια παράξενη έκφραση απλώθηκε στο πρόσωπο του Λέιφ. «Ώστε έτσι, λοιπόν. Έπρεπε να το είχα καταλάβει νωρίτερα». «Δεν υπάρχει τίποτα για να καταλάβεις». Έσπρωξε τη Λίνζι να προ-
χωρήσει. «Έλα. Είναι ώρα να πάρουμε τις απαντήσεις για τις οποίες ήρθαμε» Ανοίγοντας δρόμο μέσα από το πλήθος, κατευθύνθηκαν προς το πίσω μέρος της χαρτοπαικτικής λέσχης, με τη Λίνζι να περπατάει ανάμεσα σε δύο γιγαντόσωμους άντρες, έναν μελαχρινό και έναν ξανθό, που είχαν και οι δυο υπέροχα, κρυστάλλινα γαλάζια μάτια. Αν είχε κάποιες αμφιβολίες για την ιστορία που της είχε πει ο Θορ σχετικά με τη ζωή των Βίκινγκς που είχαν ζήσει στο νησί τους, τώρα που τους έβλεπε έτσι μαζί, δεν της έμενε ούτε μία. Ήταν ολοφάνερο ότι αυτοί οι άντρες ήταν πολεμιστές. Φαινόταν από τον τρόπο που κινούνταν, από την αυτοπεποίθησή τους, που έδειχνε ότι ήξεραν πως δεν υπήρχε άνθρωπος εκεί μέσα ικανός να τα βάλει με οποιονδήποτε από τους δυο τους. Αν το χτεσινοβραδινό επεισόδιο της είχε αφήσει κάποιο φόβο, με την παρουσία των δύο αδερφών εξανεμίστηκε. Οι άνθρωποι παραμέριζαν για να τους αφήσουν να περάσουν, σαν μια αόρατη λεπίδα να έκοβε το πλήθος στα δύο. «Θα θέλαμε να μιλήσουμε στον κύριο Άνταμς», είπε ο Λέιφ σε έναν νεαρό που καθόταν σε ένα τραπέζι πίσω από την πόρτα που οδηγούσε στο γραφείο. Ο Άνταμς ήταν ο διευθυντής. «Τον ξέρεις;» ρώτησε η Λίνζι. «Κάποτε έπαιζα εδώ. Έχω καιρό να έρθω όμως». Μα πώς το είχε ξεχάσει; Πριν παντρευτεί την Κρίστα, ο Λέιφ Ντρόγκαρ είχε βγάλει μια ολόκληρη περιουσία χαρτοπαίζοντας, μια περιουσία αρκετά μεγάλη για να κερδίσει την εύνοια του πατέρα της και να ξεκινήσει τη ναυτιλιακή του επιχείρηση. Έλεγαν ότι δεν υπήρχε χαρτοπαίκτης ικανότερος απ’ αυτόν. «Είμαι ο κύριος Άνταμς. Θέλατε να με δείτε;» Ο διευθυντής ίσιωσε το ανοιχτόχρωμο καστανό μουστάκι του. Μόλις αναγνώρισε τον Λέιφ, χαμογέλασε. «Κύριε Ντρόγκαρ. Έχουμε καιρό να ιδωθούμε. Χαίρομαι που σας βλέπω. Τι μπορώ να κάνω για σας;» «Θα θέλαμε να σας ρωτήσουμε για το βράδυ που δολοφονήθηκε η Φίμπι Κάρτερ». Ο Άνταμς κούνησε το κεφάλι του τόσο ζωηρά, που χοροπήδησαν
τα επιμελώς χτενισμένα με χωρίστρα στη μέση μαλλιά του. «Τι άσχημη ιστορία! Σύμφωνα με τις εφημερίδες, το έγκλημα έγινε μόλις μερικά τετράγωνα από δω. Εγώ δούλευα εκείνο το βράδυ». «Γνωρίζετε ένα νεαρό με το όνομα Ρούντολφ Γκρέιαμ;» τον ρώτησε η Λίνζι. Η σύλληψη του αδερφού της δεν είχε γίνει ακόμα γνωστή. Την επομένη όμως, η είδηση θα βρισκόταν σε όλες τις εφημερίδες της πόλης. «Λυπάμαι, αλλά η πολιτική της επιχείρησής μας είναι να μην αποκαλύπτουμε τα ονόματα των πελατών μας». «Ξύπνησε σε ένα από τα δωμάτιά σας το πρωί μετά το φόνο», είπε ο Θορ. «Κατάλαβα». «Επομένως ήταν εδώ», τον πίεσε ο Θορ. «Μήπως ξέρετε αν αυτή η γυναίκα, η Κάρτερ, ήταν μαζί του;» «Η Κάρτερ δεν ήταν εδώ εκείνο το βράδυ. Αν ήταν, μετά το φόνο όλοι εδώ θα μιλούσαν γι’ αυτό. Δεν ήταν εδώ». «Ο Ρούντι όμως ήταν», επέμεινε η Λίνζι. «Ξέρετε αν υπάρχει κάποιος που μπορεί να τον είδε;» Για μια στιγμή νόμισε ότι ο Άνταμς δε θα απαντούσε, αλλά το προειδοποιητικό βλέμμα του Θορ τον έκανε να αλλάξει γνώμη. «Σε ένα δωμάτιο έχουμε ντιβάνια για όποιους παραείναι πιωμένοι για να γυρίσουν στα σπίτια τους και αναγκαστικά διανυκτερεύουν εδώ. Ίσως είδε τον κύριο Γκρέιαμ κάποιος από το προσωπικό που καθαρίζει. Η βάρδια τους ξεκινάει στις τρεις. Αν έρθετε μαζί μου, μπορείτε να μιλήσετε στον κύριο Σταμπς». Ακολούθησαν το διευθυντή στο πίσω μέρος της λέσχης και εκεί βρήκαν τον Σταμπς να σκουπίζει σκυφτός το πάτωμα. Ήταν ηλικιωμένος, με γκρίζα μαλλιά και τις κακουχίες χρόνων χαραγμένες βαθιά στο πρόσωπό του. Ο διευθυντής τούς άφησε μόνους μαζί του. «Έγινε ένας φόνος εδώ πριν από μερικές εβδομάδες», άρχισε πρώτος ο Λέιφ. «Το άκουσες;» «Και ποιος δεν το άκουσε; Την καθάρισαν μερικά στενά από δω». «Το αφεντικό σου λέει ότι εκείνο το βράδυ δούλευες», είπε ο Θορ. «Μήπως είδες ένα νεαρό να έρχεται εδώ να κοιμηθεί;»
«Λεπτό, με ανοιχτά ξανθά μαλλιά;» πρόσθεσε η Λίνζι. «Ήταν τύφλα στο μεθύσι. Ξύπνησε στο πάτωμα, όπου είχε πέσει ξερός από το ποτό, όπως φαίνεται». Ο Θορ έτεινε ένα νόμισμα στον ηλικιωμένο άντρα, που έσπευσε να το κλείσει στο ροζιασμένο του χέρι. «Ναι, τον είδα. Ήταν τόσο πιωμένος που δεν μπορούσε να σταθεί. Δε θυμάμαι τι ώρα ήρθε... Ίσως πάνω κάτω μία ώρα αφότου ήρθα για δουλειά. Τον είχα ξαναδεί εδώ πέρα». Της Λίνζι δεν της άρεσε καθόλου αυτό. Η χαρτοπαιξία μπορούσε να εξελιχθεί σε ολέθρια συνήθεια. Και ο Ρούντι, ως κληρονόμος του τίτλου των Ρόνχερστ, δεν είχε την πολυτέλεια για τέτοιες συνήθειες. «Ο νεαρός ήταν μόνος του;» ρώτησε ο Θορ. Ο γέρος έγνεψε καταφατικά. «Υπάρχει ένα μέρος», συνέχισε ο Θορ, «όπου καπνίζουν ένα ναρκωτικό -το όπιο. Μήπως το ξέρεις;» Και, βλέποντάς τον να διστάζει, του έβαλε στο χέρι άλλο ένα νόμισμα. «Το λένε Σπίτι των Ονείρων. Δεν έχω πάει ποτέ εκεί. Είναι απ’ τα μέρη που πρέπει να αποφεύγεις». «Πού βρίσκεται;» τον ρώτησε η Λίνζι. Δίστασε πάλι και ο Θορ τον παρότρυνε με ένα τρίτο νόμισμα. «Πού;» τον ρώτησε χωρίς περιστροφές. «Σε ένα υπόγειο στην περιοχή του Στραντ. Το κτίριο είναι στη γωνία Στραντ και Πέρσι. Δε θα σας αφήσουν να μπείτε όμως, αν δεν ξέρετε κάποιον που συχνάζει εκεί». Ο Θορ έσφιξε το σαγόνι του. «Θα μας αφήσουν». Ο Σταμπς έγειρε λίγο πίσω το κεφάλι του για να περιεργαστεί καλύτερα τον πανύψηλο άντρα που έστεκε από πάνω του. «Ναι, βάζω στοίχημα ότι θα σας αφήσουν». *** «Ο αδερφός σου πήγε στο δωμάτιο με τα κρεβάτια μία ώρα αφότου ήρθε για να πιάσει δουλειά ο γέρος», είπε ο Θορ καθώς η άμαξά τους κατευθυνόταν προς το Στραντ. «Σύμφωνα με τον κύριο Άνταμς, ο γέρος ήρθε κατά τις τρεις», είπε η Λίνζι, «άρα ο Ρούντι έφτασε γύρω στις τέσσερις».
«Πρέπει να μάθεις τι ώρα ισχυρίζεται η μάρτυρας ότι είδε τον Ρούντι να φεύγει τρέχοντας από τον τόπο του εγκλήματος», είπε ο Λέιφ. «Και πρέπει επίσης να μάθεις πώς είναι σίγουρη ότι ήταν ο αδερφός σου». Το μυαλό της Λίνζι πήγε αμέσως στον όμορφο υπαστυνόμο που την είχε ήδη βοηθήσει και στο χορό του κόμη του Κίτριτζ, όπου ήταν πολύ πιθανό να τον συναντήσει. «Ίσως μπορέσω να το μάθω αυτό». Ο Θορ τη λοξοκοίταξε, αλλά δεν έκανε κανένα σχόλιο. Καθόταν τόσο κοντά της, που η Λίνζι ένιωθε το στήθος του να φουσκώνει καθώς ανάσαινε. Στο νου της ήρθε η εικόνα του καθώς δούλευε στο πίσω δωμάτιο των γραφείων του περιοδικού, με το πλατύ του στέρνο να φαίνεται μέσα από το ανοιχτό του πουκάμισο, και ένιωσε τα μάγουλά της να καίνε και τον ψυχρό νυχτερινό αέρα να μοιάζει ξαφνικά ζεστός. «Ο αδερφός σου και αυτή η Κάρτερ πήγαν στο Σπίτι των Ονείρων», είπε ο Λέιφ, αποσπώντας την προσοχή της και -ευτυχώς- την προσοχή του Θορ επίσης. «Μετά ο αδερφός σου πήγε στο Χρυσό Φασιανό». «Σωστά, αλλά η Φίμπι δεν ήταν μαζί του. Ίσως την άφησε στο πάρτι που γινόταν στο Γαλάζιο Φεγγάρι». «Δε νομίζω», είπε ο Θορ. «Ήταν τόσο πιωμένος που, αν πήγαινε εκεί, πιθανότατα δε θα είχε καταφέρει να πάει στο Χρυσό Φασιανό μετά». «Μάλλον έχεις δίκιο». «Πρέπει να μάθεις με ποιους άλλους άντρες έκανε παρέα η Φίμπι Κάρτερ», τη συμβούλευσε ο Λέιφ. «Μπορεί κάποιος απ’ αυτούς να ζήλευε τον Ρούντι». «Πώς δεν το σκέφτηκα αυτό;» αναφώνησε ενθουσιασμένη η Λίνζι. «Κάποιος που ζήλευε μπορεί να φρόντισε να ενοχοποιήσει επίτηδες τον Ρούντι». «Θα ξέρουν οι συγκάτοικοί της», είπε ο Θορ. «Πώς θα τις κάνουμε να μας μιλήσουν όμως;» Ο Θορ σήκωσε το ένα σκούρο φρύδι του. Έβγαλε το πουγκί του με τα νομίσματα και της το έδειξε. «Θα τις πληρώσουμε. Πουλούν το κορμί τους. Το να απαντήσουν σε μερικές ερωτήσεις είναι πολύ πιο
εύκολη δουλειά». Ο Λέιφ χαμογέλασε. «Καθόλου άσχημα, μικρέ». Βολεύτηκε πιο βαθιά στα βελούδινα μαξιλάρια της άμαξας και οι φαρδιές του πλάτες κάλυψαν σχεδόν όλη τη ράχη του καθίσματος του. «Νομίζω ότι έχεις αστυνομικό δαιμόνιο τελικά». Η Λίνζι περιεργάστηκε τα δύο αδέρφια. Ήταν φανερό ότι ο Λέιφ ήταν ευφυής. Ντυνόταν άψογα, είχε τέλειους τρόπους. Είχε μάθει μόνος του σχεδόν όλα όσα έπρεπε να ξέρει για να ταιριάξει απόλυτα στην αγγλική κοινωνία. Μελέτησε έπειτα τον Θορ κάτω από τα μακριά της ματόκλαδα, καθώς ήταν γερμένος αναπαυτικά στο κάθισμα δίπλα της. Ήταν διαφορετικός, πιο χαμηλών τόνων, λιγότερο παθιασμένος να διακριθεί· το ντύσιμό του ήταν πιο απλό, πιο λιτό. Η Λίνζι είχε προσέξει ότι ο Θορ έμοιαζε πάντα να παρατηρεί τι συνέβαινε γύρω του χωρίς να καταβάλλει συνειδητά προσπάθεια. Είχε έναν τρόπο να απορροφά και να αναλύει λεπτομέρειες που διέφευγαν από τους άλλους. Όσο καλύτερα τον γνώριζε,, τόσο περισσότερο άρχιζε να συνειδητοποιεί ότι είχε κάνει λάθος για εκείνον. Είχε υποτιμήσει την ευφυΐα του. Δεν είχε αντιληφθεί ότι ήταν εξίσου έξυπνος με τον αδερφό του, αν και με έναν δικό του, διαφορετικό τρόπο. «Έχω διαβάσει για το όπιο», είπε ο Λέιφ. «Είναι ένα επικίνδυνο, εθιστικό ναρκωτικό όταν δε χρησιμοποιείται σωστά». «Ο κόσμος παίρνει λάβδανο για τους πονοκεφάλους», είπε η Λίνζι. «Το λάβδανο περιέχει όπιο». «Σωστά», συμφώνησε ο Λέιφ. «Όμως όταν κάποιος παίρνει το όπιο με πίπα, η δόση είναι πολύ πιο ισχυρή. Σύμφωνα με όσα έχω διαβάσει, φέρνει το χρήστη σε μια κατάσταση ευφορίας, σε μια ονειρική έκσταση τόσο ευχάριστη, που γίνεται εθιστική. Ο αδερφός σου είναι τυχερός που το δοκίμασε μόνο μία φορά». «Φτάσαμε στην Πέρσι Στρητ!» φώναξε ο αμαξάς σταματώντας την άμαξα στην άκρη του δρόμου. Ο Θορ έκανε έναν γρήγορο έλεγχο της περιοχής με το μάτι ενώ ο Λέιφ κατέβαινε από την άμαξα. Ο Θορ τον ακολούθησε κι έπειτα στράφηκε να βοηθήσει και τη Λίνζι να κατέβει. Όταν άπλωσε τα στι-
βαρά του χέρια και την έπιασε από τη μέση, η Λίνζι ένιωσε μια γλυκιά ζεστασιά να την τυλίγει. Την ακούμπησε στο έδαφος, βυθίζοντας τα μάτια του, τα πιο γαλάζια μάτια που είχε δει ποτέ της, στα δικά της. Μια άγρια φλόγα έλαμψε για μια στιγμή μέσα τους πριν τραβήξει τα χέρια του από πάνω της. Η καρδιά της Λίνζι χτυπούσε δυνατά. Θεέ και Κύριε, πώς ήταν δυνατό ένα απλό του άγγιγμα να της ξυπνάει κάθε λογής ανάρμοστες σκέψεις; Πότε συνέβη αυτό; Ή μήπως ήταν έτσι από την πρώτη στιγμή και αυτός ήταν ο λόγος που είχε προσπαθήσει τόσο να τον αποφύγει στην αρχή; Έκαναν το γύρο του κτιρίου και βρήκαν μια πλαϊνή είσοδο που οδηγούσε στο υπόγειο. Μια πέτρινη σκάλα κατέληγε σε μια θολωτή ξύλινη πόρτα. Ένας άντρας χοντρός σαν βόδι με έναν μικρό χρυσό κρίκο στο αυτί στεκόταν φρουρός έξω από την πόρτα, με τα φουσκωτά του μπράτσα σταυρωμένα στο στέρνο του. «Αυτό είναι το μέρος που λέγεται Σπίτι των Ονείρων;» «Ποιος θέλει να μάθει;» Η Λίνζι πέρασε μπροστά από τον Θορ, φροντίζοντας να ανοίξει την κάπα της ώστε να δει ο μεγαλόσωμος πορτιέρης το βαθύ ντεκολτέ της. «Είμαστε φίλοι ενός πελάτη», είπε με το πιο σαγηνευτικό της χαμόγελο, «του κυρίου Ρούντι Γκρέιαμ. Ήταν εδώ πριν μερικές εβδομάδες». Τα σκούρα μάτια του πορτιέρη καρφώθηκαν στο στήθος της και η Λίνζι ένιωσε δίπλα της τον Θορ να σφίγγει τις γροθιές του. Του πάτησε προειδοποιητικά το πόδι. Διάβολε, απλώς έπαιζε το ρόλο που εκείνος της είχε προτείνει. Λίγα λεπτά αργότερα εμφανίστηκε μια γυναίκα, ψηλή και εκπληκτικά όμορφη, με πυκνά σκουροκόκκινα μαλλιά και βαθουλωτά πράσινα μάτια. Το βλέμμα της φωτίστηκε για μια στιγμή περνώντας από τον Λέιφ, πέρασε αδιάφορα από τη Λίνζι σαν να ήταν αόρατη και σταμάτησε στον Θορ. Ήταν προφανές ότι της άρεσε αυτό που έβλεπε. «Λοιπόν, είστε φίλοι του επόμενου βαρόνου Ρένχερστ;» «Ναι», απάντησε ο Θορ, μια και η ερώτηση της γυναίκας φαινόταν
να απευθύνεται σ’ εκείνον. «Ο Ρούντι μας μίλησε γι’ αυτό το μέρος. Και είπαμε να το επισκεφθούμε». Το βλέμμα της διέτρεξε τον Θορ από πάνω ως κάτω, καταγράφοντας με μεγάλο ενδιαφέρον κάθε λεπτομέρεια της ελκυστικής του εμφάνισης: τα τέλεια σμιλεμένα χαρακτηριστικά του και τα εκπληκτικά γαλανά του μάτια, τα μακριά του πόδια, τους στενούς γοφούς, τις φαρδιές πλάτες και το πλατύ του στέρνο. Ήταν φανερό ότι το σακάκι του δεν είχε βάτες για να δείχνουν πιο ογκώδεις οι ώμοι του· δε χρειαζόταν. Η Λίνζι κατάπιε μια δυσάρεστη γεύση ζήλιας που δεν είχε κανένα δικαίωμα να νιώθει... «Έχουμε ορισμένους κανόνες εδώ», είπε η γυναίκα. «Δεν επιτρέπω την είσοδο σε αγνώστους, αλλά, αφού είστε φίλοι του κυρίου Γκρέιαμ, νομίζω ότι θα κάνω μια εξαίρεση». Έκανε στην άκρη, κάνοντάς τους χώρο να περάσουν. «Το όνομά μου είναι Σάλτρι Γουίβερ 1. Καλώς ήρθατε στο Σπίτι των Ονείρων». Ο Θορ ακούμπησε το χέρι του στη μέση της Λίνζι, παροτρύνοντάς τη να προχωρήσει, και ο Λέιφ τους ακολούθησε. Μόλις μπήκαν μέσα, η Λίνζι σταμάτησε έκπληκτη μπροστά στην εικόνα που αντίκρισε. Το χαμηλοτάβανο δωμάτιο ήταν σχεδόν σκοτεινό, αφού φωτιζόταν μόνο από τις τρεμάμενες φλόγες κεριών τακτοποιημένων σε σειρές. Στον αέρα πλανιόταν άρωμα από λιβάνι, που έσμιγε με την απαλή, γλυκιά μοσχοβολιά καπνού πίπας. Κατά μήκος των τοίχων υπήρχαν καμιά δωδεκαριά χαμηλά ντιβάνια. Λίγα ήταν άδεια. Στα υπόλοιπα υπήρχαν πελάτες που είτε κοιμόντουσαν είτε ρουφούσαν καπνό από μακριές, εύκαμπτες πίπες. Το μπρούντζινο μπολ, πάνω σε ένα τραπέζι πλάι σε κάθε κρεβάτι, θερμαινόταν από τη φλόγα ενός κεριού που μετέτρεπε τη ναρκωτική ουσία σε καπνό. «Θα θέλατε να δοκιμάσετε;» ρώτησε η Σάλτρι. «Σας εγγυώμαι ότι τα όνειρά σας θα είναι ευχάριστα». Τα μάτια της ήταν και πάλι πάνω στον Θορ και έμοιαζε να λαχταράει να απλώσει τα χέρια της και να τον αγγίξει, γλιστρώντας τα μακριά, λεπτά της δάχτυλα πάνω στο 1
«Φλογερή Υφάντρα», στα αγγλικά. (Σ.τ.Μ.)
μυώδες του κορμί. Η καρδιά της Λίνζι σφίχτηκε. Η Σάλτρι ήταν όμορφη, με μικροσκοπική μέση και πλούσιο, προκλητικό στήθος, με καμπύλες που κανένας άντρας δε θα μπορούσε να τους αντισταθεί. Η Λίνζι σήκωσε το βλέμμα της στον Θορ, τρέμοντας ότι θα έβλεπε στα μάτια του την ίδια φλόγα που έβλεπε όταν κοιτούσε εκείνη. Ο Θορ όμως έδειχνε ασυγκίνητος από τη σπάνια ομορφιά της γυναίκας και το εμφανές ενδιαφέρον της και η Λίνζι ένιωσε απέραντη ανακούφιση. Πράγμα γελοίο, φυσικά. Γιατί ο Θορ δεν της ανήκε. «Δεν ήρθαμε εδώ για να ονειρευτούμε», είπε ξερά. «Θα θέλαμε να μάθουμε για τον Ρούντολφ Γκρέιαμ. Την τελευταία φορά που ήρθε εδώ συνοδευόταν από μια γυναίκα με το όνομα Φίμπι Κάρτερ. Αργότερα εκείνη τη νύχτα τη δολοφόνησαν». «Το τι κάνουν οι πελάτες μας είναι δική τους δουλειά. Προστατεύουμε τις ιδιωτικές τους στιγμές και αυτός είναι ο λόγος που νιώθουν άνετα όταν έρχονται εδώ». «Δε σας ρωτάμε τι συνέβη εδώ», είπε ο Λέιφ. «Ο Ρούντι Γκρέιαμ έχει συλληφθεί για το φόνο της Φίμπι Κάρτερ και προσπαθούμε να αποδείξουμε την αθωότητά του». «Είμαι η αδερφή του Ρούντι», πετάχτηκε αυθόρμητα η Λίνζι, ελπίζοντας ότι αυτή η αποκάλυψη θα έκανε τη γυναίκα να τους δει με μεγαλύτερη συμπάθεια. Η Σάλτρι την περιεργάστηκε με τα ζωηρά πράσινα μάτια της, προσέχοντας το βαμμένο της πρόσωπο και το τολμηρό πορτοκαλί φόρεμα και μαντεύοντας αμέσως το ρόλο που έπαιζε. «Είστε κόρη βαρόνου κι όμως δείχνετε πρόθυμη να μπείτε σε μεγάλο κίνδυνο για τον αδερφό σας. Πρέπει να σημαίνει πολλά για σας». «Τον αγαπώ τον Ρούντι. Ο αδερφός μου είναι αθώος. Και χρειαζόμαστε τη βοήθειά σας για να το αποδείξουμε». «Μήπως τυχαίνει να θυμάστε τι ώρα ήρθαν εδώ ο Ρούντι και η δεσποινίς Κάρτερ;» ρώτησε ο Λέιφ. Η Σάλτρι δίστασε λίγο, αλλά μετά φάνηκε να παίρνει μια απόφαση. «Ήρθαν γύρω στις δύο νομίζω, αλλά δεν είμαι απόλυτα σίγουρη». «Ξέρετε πού μπορεί να πήγαν όταν έφυγαν από δω;» ρώτησε η
Λίνζι. «Ο αδερφός σας έφυγε μόνος του. Η Φίμπι έμεινε λίγο ακόμα. Ερχόταν συχνά. Πλήρωνε το χρόνο των ονείρων της φέρνοντάς μας καινούριους πελάτες». «Πόση ώρα έμεινε;» «Λίγα λεπτά μόνο. Μιλήσαμε για άλλον έναν πελάτη που σκόπευε να φέρει κι έπειτα έφυγε». «Σας είπε το όνομα του πελάτη;» «Όχι, αλλά ακόμα κι αν μου το είχε πει, δε θα σας το έλεγα». «Ξέρετε πού θα πήγαινε η Φίμπι όταν έφυγε από δω;» «Στο διαμέρισμά της. Δεν είναι πολύ μακριά». «Όμως τη σκότωσαν πριν φτάσει εκεί», είπε βλοσυρά ο Θορ. Η Σάλτρι αναστέναξε, τινάζοντας τις πλούσιες κόκκινες μπούκλες από τους γυμνούς της ώμους. Το φόρεμά της, από ριγέ μαύρο και χρυσό μεταξωτό ύφασμα, ήταν ακριβό, με χαμηλό ντεκολτέ, αλλά κομψό. «Διάβασα για το φόνο στην εφημερίδα. Γι’ αυτό θυμήθηκα ότι τους είχα δει εκείνο το βράδυ. Καημένη Φίμπι! Δεν της άξιζε τέτοιο φρικτό τέλος». «Η Φίμπι έφυγε μόνη της;» ξαναρώτησε η Δίνζι. «Έτσι νομίζω, αλλά και πάλι, δεν μπορώ να είμαι σίγουρη». Η Σάλτρι στράφηκε προς τους πελάτες της. Ένας απ’ αυτούς αναδεύτηκε βγαίνοντας από το λήθαργο του και σηκώθηκε. Ταλαντεύτηκε λιγάκι κι έπειτα κατευθύνθηκε παραπατώντας προς μια πόρτα στο πίσω μέρος του μισοσκότεινου δωματίου και χάθηκε. «Οι πελάτες φεύγουν όπως και όποτε θέλουν. Μπαίνουν μόνο από την μπροστινή είσοδο, αλλά μπορούν να φύγουν από την πίσω πόρτα όποτε τους κάνει κέφι». Έριξε άλλη μια ματιά τριγύρω, ανυπομονώντας να επιστρέφει στη δουλειά της. Η Λίνζι το κατάλαβε. «Μας βοηθήσατε πολύ, δεσποινίς Γουίβερ. Σας είμαστε ευγνώμονές». Η Σάλτρι κοίταξε τον Θορ και, απλώνοντας το χέρι, άγγιξε ανάλαφρα το μάγουλό του. «Πέρνα καμιά φορά... ακόμα κι αν δε θέλεις να ονειρευτείς». Η άκρη του στόματός του χαλάρωσε σε ένα αχνό ευγενικό χαμόγε-
λο. «Ίσως περάσω καμιά φορά». Όμως δε φαινόταν να ενδιαφέρεται πραγματικά για την προσφορά της. Αλλά και πάλι, μπορεί να το ξανασκεφτόταν και να άλλαζε γνώμη. Η Σάλτρι ήταν καλλονή και ο Θορ ήταν ένας εξαιρετικά αρρενωπός άντρας. Η σκέψη αυτή έκανε το στομάχι της Λίνζι να δεθεί ξανά κόμπος.
Κεφάλαιο 10 «Μπορούμε να αποδείξουμε ότι ο Ρούντι άφησε τη Φίμπι Κάρτερ στο Σπίτι των Ονείρων», είπε η Λίνζι στον Θορ καθώς η άμαξα κυλούσε στους άδειους νυχτερινούς δρόμους του Λονδίνου. «Τότε η αστυνομία θα αναγκαστεί να τον αφήσει ελεύθερο». Είχαν κάνει μια στάση για να αφήσουν τον Λέιφ στο σπίτι του και τώρα ο Θορ συνόδευε τη Λίνζι στο σπίτι της πριν επιστρέφει στο διαμέρισμά του, κοντά στο Γκριν Παρκ. «Η αστυνομία θα πει ότι ο Ρούντι είχε στήσει καρτέρι στη Φίμπι λίγο παρακάτω και τη δολοφόνησε καθώς επέστρεφε στο σπίτι της». Η Λίνζι αναστέναξε. «Γιατί είναι τόσο βέβαιοι ότι το έκανε ο Ρούντι;» Ο Θορ την κοίταξε με τα βαθιά γαλάζια μάτια του. «Ο αδερφός σου θα κληρονομήσει τον τίτλο του βαρόνου. Έχει δύναμη, χρήματα και κοινωνική θέση. Νομίζω ότι ο αστυνόμος Μπέρτραμ νιώθει ικανοποίηση που έχει του δαχτύλου του κάποιον από την κοινωνική τάξη του Ρούντι». «Του χεριού του, θέλεις να πεις». «Εσύ ξέρεις», είπε ο Θορ με ένα αμυδρό χαμόγελο. «Ξέρω κι άλλη έκφραση με δάχτυλα, όμως, κι αυτή την ξέρω σωστά. Εσύ, για παράδειγμα, μπορείς να τυλίγεις τους άντρες γύρω από το μικρό σου δαχτυλάκι». Χαμογέλασε κι εκείνη. «Εννοείς ότι μπορώ να τους παίζω στο μικρό μου δαχτυλάκι». Ο Θορ άνοιξε το στόμα του να μιλήσει, αλλά τον σταμάτησε με ένα νεύμα του κεφαλιού της. «Άσ’ το καλύτερα. Πάντως σ’ ευχαριστώ που με βοηθάς». Ο Θορ έγειρε στη ράχη του βελούδινου καθίσματος. «Χρειαζόμαστε περισσότερες απαντήσεις». «Το ξέρω». «Την επόμενη φορά θα πάμε πιο νωρίς και θα μιλήσουμε με τις συγκατοίκους της Φίμπι πριν βγουν για τη βραδινή τους δουλειά». «Πώς ακριβώς δουλεύουν; Θέλω να πω, είναι πόρνες, αλλά δε δου-
λεύουν σε “σπίτι” όπως της μαντάμ Φορτιέ. Πώς βρίσκουν πελάτες;» Σήκωσε τους δυνατούς του ώμους. «Μερικές φορές πάνε σε πάρτι και γνωρίζουν άντρες εκεί. Κανονίζουν ραντεβού μέσω φίλων. Άλλες φορές οι γυναίκες έχουν προστάτη, που κανονίζει τα πάντα». Ίσιωσε την πλάτη του και το κεφάλι του λίγο έλειψε να ακουμπήσει την οροφή της άμαξας. «Αυτό δεν είναι κατάλληλο θέμα συζήτησης για μια κυρία». Η Λίνζι έβαλε τα γέλια. «Είμαι ντυμένη σαν πεταλούδα της νύχτας και γυρίζουμε από ένα καταγώγι όπου καπνίζουν όπιο. Νομίζω ότι είναι λίγο αργά για να ανησυχούμε για ευπρέπειες». Ο Θορ στέναξε. «Είσαι εκνευριστικό θηλυκό, Λίνζι». Τον αγνόησε, παίζοντας με μια πτυχή του φανταχτερού της φορέματος. «Την τελευταία φορά που με πήγες στο σπίτι μου, με φίλησες. Σου άρεσε;» Το ζωηρό του βλέμμα στυλώθηκε αυστηρό πάνω της. «Αυτό είναι άλλο ένα θέμα που δε θα έπρεπε να συζητάμε». «Απάντησέ μου. Σου άρεσε;» Ένας μυς σφίχτηκε στο σαγόνι του. «Ναι, λαίδη μου. Έχεις χείλια γλυκά σαν μέλι και απαλά σαν πέταλα τριαντάφυλλου. Είσαι ικανοποιημένη τώρα;» Ικανοποιημένη; Η λέξη αυτή έκανε την καρδιά της να σφυροκοπάει σαν τη βροχή στη στέγη και τα στήθη της άρχισαν να φουσκώνουν. «Απλώς... απλώς αναρωτιόμουν. Το σκέφτηκα πολύ και νομίζω ότι θα ’πρεπε να με ξαναφιλήσεις». Την κοίταξε στα μάτια. «Όχι», είπε ξερά. «Γιατί όχι;» Ο Θορ άφησε έναν βαθύ στεναγμό. «Επειδή είσαι παρθένα. Προσπαθώ να σε προστατεύσου, Λίνζι, αλλά δεν είμαι κάποιος από τους αγίους της θρησκείας σας. Αν σε φιλήσω, θα θέλω περισσότερα». Μετακινήθηκε στο κάθισμά του, τακτοποιώντας το πανωφόρι του έτσι ώστε να κρύβει το μπροστινό μέρος του παντελονιού του. «Ήδη θέλω περισσότερα και δε σ’ έχω καν αγγίξει ακόμα». Η καρδιά της φτερούγισε από χαρά. Την ήθελε, λοιπόν. Δεν είχε μόνο εκείνη κρυφές επιθυμίες.
Μελέτησε το όμορφο προφίλ του καθώς καθόταν δίπλα της και θυμήθηκε το εκπληκτικό φιλί που είχαν μοιραστεί. Κι εκείνη τη στιγμή, πήρε μια απόφαση. Η θεία της πίστευε ότι, αν μια γυναίκα ήταν διακριτική, μπορούσε να απολαμβάνει τις ίδιες ελευθερίες με έναν άντρα. Η Λίνζι δεν ήταν έτοιμη για γάμο και, ακόμα κι όταν έφτανε η ώρα να παντρευτεί, το πιθανότερο ήταν ότι θα έκανε ένα γάμο συμφέροντος και όχι πάθους. Οι γονείς της θα επέμεναν να βρει έναν κατάλληλο γαμπρό, έναν άντρα που θα ήταν περισσότερο συνεργάτης και συγκάτοικος παρά εραστής της. Μπορεί να μη ζούσε ποτέ τη μαγεία του έρωτα με έναν άντρα όπως ο Θορ, που ξυπνούσε όλες τις αισθήσεις της με ένα και μόνο φιλί. «Ποιος ξέρει τι θα σκεφτείς για μένα αν σου πω... ότι δεν είμαι παρθένα». «Τι;» Η Λίνζι προετοίμασε τον εαυτό της για το χειρότερο. Όταν ο Θορ μάθαινε την αλήθεια, μπορεί να την έβλεπε πλέον με περιφρόνηση. Ίσως σκεφτόταν ότι ήταν το ίδιο ανήθικη με τις γυναίκες που δούλευαν στης μαντάμ Φορτιέ. Όμως ήταν ένα ρίσκο που έπρεπε να πάρει. «Ήμουν δεκαέξι ετών όταν έγινα γυναίκα. Νόμιζα ότι ήμουν ερωτευμένη... και ήμουν περίεργη. Ένα βράδυ άφησα το νεαρό που με φλέρταρε να προχωρήσει ως το τέλος. Είχε τελειώσει μέσα σε λίγα λεπτά και ήταν εξαιρετικά απογοητευτική εμπειρία -τουλάχιστον για μένα. Δε συνέβη ποτέ ξανά». «Αυτός ο άντρας που έκλεψε την αγνότητά σου ποιος είναι; Πες μου το όνομά του και θα τον σκοτώσω». Η Λίνζι έκρυψε ένα χαμόγελο. «Δεν είναι ανάγκη να τον σκοτώσεις. Δεν έφταιγε αυτός. Εγώ τον ενθάρρυνα. Ήταν ηλίθιο εκ μέρους μου, το ξέρω, αλλά τότε νόμιζα ότι ήμουν ερωτευμένη μαζί του». «Θα έπρεπε να σε είχε παντρευτεί». «Μου το ζήτησε. Κι εγώ αρνήθηκα. Ήμουν πολύ μικρή για να παντρευτώ και στο μεταξύ είχα συνειδητοποιήσει ότι δεν τον ήθελα για σύζυγο».
Ο Θορ έμεινε για λίγο σκεφτικός. «Γιατί μου τα λες όλα αυτά;» «Επειδή τώρα που ξέρεις ότι δε θα με ατιμάσεις, μπορούμε να κάνουμε έρωτα». Τον κοίταξε προσεκτικά κάτω από τις πυκνές της βλεφαρίδες, νιώθοντας ξαφνικά αβέβαιη. «Αν θέλεις, δηλαδή. Θέλω να πω, δε χρειάζεται να νιώσεις υποχρεωμένος. Απλώς φαίνεται ότι υπάρχει αυτή η αμοιβαία έλξη ανάμεσά μας και σκέφτηκα ότι ίσως θα ήθελες...» «Φτάνει. Μην πεις άλλη λέξη». «Μα...» «Ούτε λέξη». Χαμήλωσε το βλέμμα της στην ποδιά της. Τον είχε θυμώσει. Για κάποιο λόγο τον είχε προσβάλει. Ή μήπως είχε παρερμηνεύσει την επιθυμία του για εκείνη; Δάγκωσε το κάτω της χείλι. Τώρα που ήξερε την αλήθεια για το παρελθόν της, ίσως αρνιόταν να τη βοηθήσει. Την επομένη ο Λέιφ θα έφευγε σε επαγγελματικό ταξίδι. Έτσι της απέμενε μόνο ο Ιλάιας, που δεν ήταν και τόσο καλός ως προστάτης. Σήκωσε τα μάτια της στον Θορ. «Συγγνώμη. Δεν ήθελα να σε αναστατώσω. Απλώς... σκέφτηκα... Δεν ξέρω σχεδόν τίποτα για το πώς είναι να κάνεις έρωτα... Θέλω να πω, δοκίμασα μόνο μία φορά. Και σκέφτηκα ότι μαζί σου θα ήταν διαφορετικό κι εγώ...» «Λίνζι», τη διέκοψε μαλακά, «με σκοτώνεις, γλυκιά μου». Έπαψε άπορη μένη. «Θέλω όσο τίποτε άλλο να σου κάνω έρωτα. Αλλά είσαι φίλη της Κρίστα. Και είσαι ευγενής, μια λαίδη, όσο κι αν θα ήθελες να είναι αλλιώς τα πράγματα». Η Λίνζι ξεροκατάπιε. «Ακόμα και μια λαίδη έχει ανάγκες, Θορ». Έστρεψε το βλέμμα της μακριά. «Μερικές φορές νιώθω τόσο μόνη. Οι γονείς μου δεν είναι ποτέ στο σπίτι. Ο Ρούντι είναι διαρκώς έξω, με τους φίλους του. Έχω τη θεία μου βέβαια, αλλά δεν είναι το ίδιο. Μερικές φορές τις νύχτες, όταν είμαι ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου ξάγρυπνη, σκέφτομαι πόσο θα ήθελα να είχα κάποιον να με πάρει αγκαλιά, κάποιον που να νοιάζεται αληθινά για μένα». Προς μεγάλη της φρίκη, τα μάτια της γέμισαν με δάκρυα. Άρχισε να ψαχουλεύει νευρικά στο τσαντάκι της να βρει ένα μαντίλι, όταν αι-
σθάνθηκε το χέρι του Θορ να χαϊδεύει απαλά το μάγουλό της. Έγειρε προς το μέρος της και τη φίλησε με απέραντη τρυφερότητα. «Είσαι πολύ όμορφη για να νιώθεις μόνη. Με πονάει η σκέψη ότι νιώθεις έτσι». Η Λίνζι πέρασε το χέρι της γύρω από το λαιμό του και ανασηκώθηκε για να ενώσει το στόμα της με το δικό του. Ο Θορ δίστασε μόνο για μια στιγμή κι έπειτα απαίτησε τα χείλη της σαν να του ανήκαν. Ήταν ένα άγριο, παθιασμένο, καυτό φιλί που δεν της άφησε καμία αμφιβολία ότι την ήθελε. Το σώμα της μαλάκωσε, έλιωσε στα χέρια του. Ένιωσε τον πόθο να αναβλύζει χαμηλά στην κοιλιά της και έγειρε προς το μέρος του. «Θορ...» Τον φίλησε γλυκά κι ύστερα βάθυνε το φιλί, μισανοίγοντας τα χείλη της και αφήνοντας έναν μικρό ήχο σαν λυγμό όταν η γλώσσα του εισέβαλε στο στόμα της για να τη γευτεί. Φλεγόταν ολόκληρη από έξαψη και λαχτάρα. Δεν είχε ξαναζήσει ποτέ κάτι τέτοιο. Ήθελε να νιώσει το δέρμα του στο δικό της, το βάρος του κορμιού του πάνω της, το πλατύ του στέρνο να συνθλίβει τα στήθη της. Ήθελε να σμίξει μαζί του και η επιθυμία αυτή ήταν τόσο σφοδρή, που για μια στιγμή τρόμαξε. Τα χείλη του γλίστρησαν στο πλάι του λαιμού της, γεμίζοντάς τη με γλυκά φιλιά, δαγκώνοντας τρυφερά το αυτί της, ηρεμώντας τη σαν να διάβαζε τις σκέψεις της. «Δε θα σε πληγώσω», της είπε μαλακά. «Ποτέ δε θα σε πλήγωνα, Λίνζι». Κι έπειτα τη φίλησε ξανά και το μόνο που υπήρχε στο μυαλό της ήταν ο Θορ και το πόσο πολύ τον ήθελε. Της έλυσε την κάπα και αισθάνθηκε το βλέμμα του πάνω στα στήθη της. Οι θηλές της σκλήρυναν και άρχισαν να πάλλονται από επιθυμία, ενώ ένιωσε μια υγρή έξαψη ανάμεσα στα πόδια της. «Τόσο υπέροχη», τον άκουσε να ψιθυρίζει κολλώντας το στόμα του στο λευκό δέρμα που άφηνε ακάλυπτο το χαμηλό ντεκολτέ της. «Τις νύχτες, όταν κλείνω τα μάτια μου, θυμάμαι πόσο όμορφα ήταν τα στήθη σου όταν σε είδα γυμνή. Θυμάμαι τις σκληρές ροδαλές τους κορφές και πεθαίνω να τις γευτώ». Το φόρεμα, που προοριζόταν για γυναίκες της νύχτας, ήταν φτιαγ-
μένο έτσι ώστε να ανοίγει εύκολα μπροστά και ο Θορ της χαλάρωσε το κορσάζ με μια ευκολία που την ξάφνιασε. Έχωσε τις φαρδιές του παλάμες μέσα κι έκλεισε μέσα τους το ένα της στήθος. Έπειτα έσκυψε το κεφάλι του και πήρε την ευαίσθητη θηλή της στο στόμα του. Η Λίνζι άφησε ένα βογκητό και πέρασε τα δάχτυλά της μέσα στα κυματιστά μαύρα μαλλιά του. Ουρανοί! Η έξαψη την πυρπόλησε ολόκληρη. Το αίμα σφυροκοπούσε τα μηνίγγια της. Δεν τον χόρταινε· ήθελε τόσο πολύ να του ανοίξει το πουκάμισο και να κολλήσει τα χείλη της πάνω στο γυμνό του δέρμα, που τα χέρια της άρχισαν να τρέμουν. Η σκέψη ότι μπορεί να σταματούσε της ήταν αδιανόητη, σχεδόν την αρρώσταινε. «Θορ...» Είχε τα μάτια της κλειστά και όλες της οι αισθήσεις ήταν πλημμυρισμένες από εκείνον, έτσι δεν το κατάλαβε όταν η άμαξα σταμάτησε. Ο Θορ ξανάκλεισε το κορσάζ της και συγύρισε το φόρεμά της. «Αν μπορούσα, θα σου έκανα έρωτα, Λίνζι. Αλλά ξέρουμε και οι δυο ότι αυτό δεν μπορεί να συμβεί. Όμως όταν είσαι στο κρεβάτι σου απόψε, θυμήσου ότι υπάρχει ένας άντρας που σε θέλει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στον κόσμο και τότε δε θα νιώθεις μόνη». Τα μάτια της θόλωσαν από τα δάκρυα που της ανέβαιναν. «Θορ...». «Υποσχέσου μου ότι θα το θυμηθείς». Κατάπιε με δυσκολία τον κόμπο στο λαιμό της. «Το υπόσχομαι». Ο Θορ κατέβηκε από την άμαξα και τη βοήθησε κι εκείνη να κατέβει. Η Λίνζι πήρε μια βαθιά εισπνοή για να συνέλθει, παρακαλώντας από μέσα της να πάψει να χτυπάει σαν τρελή η καρδιά της. Από κάπου ψηλά αντήχησε το κρώξιμο μιας κουκουβάγιας μες στη νύχτα. «Θα... θα δουλεύεις στο περιοδικό αύριο;» «Όχι, θα δουλεύω στην αποβάθρα». Σίγουρα αυτό ήταν ευτύχημα, σκέφτηκε η Λίνζι, προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό της. Ίσιωσε την πλάτη της και έδιωξε από τη σκέψη της τον Θορ, εστιάζοντας ξανά στο πρόβλημα της ανακάλυψης του δολοφόνου. «Πρέπει να μιλήσουμε με τις συγκατοίκους της Φίμπι και να μάθουμε αν έβλεπε κάποιον ειδικά. Αύριο πρέπει να παρευ-
ρεθώ σε ένα πάρτι. Να πάμε μεθαύριο το βράδυ;» «Δε θα έπρεπε να είμαστε μαζί, Λίνζι. Αν δεν είχα ορκιστεί να σε βοηθήσω...» «Ναι, αλλά το ορκίστηκες». Ο Θορ αναστέναξε. «Και θα κρατήσω το λόγο μου. Ο Λέιφ μου έχει δανείσει την άμαξά του για όσο θα λείπει. Θα περάσω να σε πάρω στις έξι την Κυριακή το απόγευμα. Αυτή την ώρα οι γυναίκες πρέπει να είναι ακόμα στο σπίτι». «Θα συναντηθούμε στο πίσω δρομάκι;» «Ναι. Καλύτερα να μη μας δουν μαζί οι γείτονές σου». «Να ξαναφορέσω το πορτοκαλί φόρεμα;» Ο Θορ χαμογέλασε μελαγχολικά. «Πρέπει να παραδεχτώ ότι είναι πολύ πρακτικό. Μπορώ να σε αγγίζω όπως μου αρέσει, αλλά αφού δεν πρόκειται να γευτώ ξανά τα υπέροχα στήθη σου, καλύτερα να φορέσεις κάτι άλλο». Το στομάχι της σφίχτηκε και κοκκίνισε απ’ την κορφή ως τα νύχια. «Καλά... Εντάξει, λοιπόν. Θα τα πούμε την Κυριακή το απόγευμα». Του γύρισε την πλάτη και άρχισε να βαδίζει προς την πόρτα του κήπου. Το κορμί της φλεγόταν ακόμα από μια πρωτόγνωρη έξαψη. Ο Θορ ήταν αποφασισμένος να μην κάνουν έρωτα. Όμως όταν η Λίνζι ήθελε κάτι πολύ, μπορούσε να γίνει κι εκείνη εξίσου αποφασισμένη. *** Ο Λέιφ σηκώθηκε από το γραφείο του της Βαλχάλα Σίπινγκ. Μπροστά στα πόδια του ήταν ακουμπισμένη η βαλίτσα του, ενώ έξω από το παράθυρό του, το πλοίο του, ο Δράκος της Θάλασσας, λικνιζόταν δεμένο στην αποβάθρα. Ήταν έτοιμος να φύγει για το ταξίδι του προς τα βόρεια, που θα διαρκούσε μία εβδομάδα, με την ελπίδα ότι θα πρόσθετε και άλλα λιμάνια στη διαδρομή του θαλάσσιου εμπορίου της εταιρείας του. Ακούστηκε ένα σιγανό χτύπημα και η πόρτα άνοιξε διάπλατα. Στο άνοιγμά της στεκόταν ο Θορ. «Ξέρω ότι πνίγεσαι, αλλά μήπως μπορούμε να μιλήσουμε πριν φύγεις;»
«Έλα μέσα. Έχω λίγη ώρα ακόμα». Δεν είχε ξαναδεί τόσο αναστατωμένο και ανήσυχο τον αδερφό του, που συνήθως ήταν ο πιο ήρεμος και ήπιος χαρακτήρας από τους δυο τους. «Από το ύφος σου μαντεύω ότι πρόκειται για τη Λίνζι». Ο Θορ κάθισε αντίκρυ στο γραφείο του αδερφού του. «Ναι. Πώς το κατάλαβες;» «Το κατάλαβα επειδή είσαι αδερφός μου και δεν υπάρχουν πολλά πράγματα που μπορούν να σε αναστατώσουν. Η Λίνζι όμως το καταφέρνει πανεύκολα». «Θέλει να της κάνω έρωτα». «Τι;» Ο Λέιφ αναπήδησε ξαφνιασμένος. «Είναι δύσκολο να το εξηγήσω». «Καλά θα κάνεις να προσπαθήσεις». «Δώσε μου το λόγο σου ότι δε θα το πεις στην Κρίστα». «Είσαι αδερφός μου. Δεν πρόκειται να το πω σε κανέναν. Το ξέρεις». Ο Θορ άφησε ένα στεναγμό. «Νιώθει μοναξιά. Χρειάζεται έναν άντρα. Κανονικά θα έπρεπε να είναι παντρεμένη και να μεγαλώνει παιδιά. Αντί γι’ αυτό, δουλεύει απ’ το πρωί ως το βράδυ και κοιμάται μόνη της». «Υπάρχουν γυναίκες που δουλεύουν και ταυτόχρονα έχουν σύζυγο και παιδιά, όπως η Κρίστα. Εγώ το έχω συνηθίσει πια. Θα το συνηθίσεις κι εσύ». Ο Θορ σήκωσε ταραγμένος το κεφάλι του. «Μιλάς σαν να είμαστε παντρεμένοι». «Η γυναίκα αυτή είναι γραφτό να γίνει το ταίρι σου, έτσι δεν είναι; Ή προσπαθείς ακόμα να ξεγελάσεις τον εαυτό σου;» Ο Θορ απέστρεψε το βλέμμα του. «Παραδέχομαι ότι με κάνει να νιώθω πράγματα που δε νιώθω με άλλες γυναίκες. Αλλά πάντα ήθελα ένα διαφορετικό τύπο γυναίκας για ταίρι μου, κάποια που να είναι ήσυχη και υπάκουη, που να μη φέρεται σαν άντρας. Εσύ και η Κρίστα... ταιριάζατε τέλεια από την αρχή. Είναι φανερό ότι ήταν πλασμένη για σένα. Ενώ η Λίνζι κι εγώ είμαστε εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι».
«Ίσως απλώς φαίνεται έτσι». «Δεν το νομίζω. Ανησυχώ για εκείνη. Φοβάμαι για την ασφάλειά της. Τις νύχτες πεθαίνω από την επιθυμία να την έχω στο κρεβάτι μου. Μα ακόμα κι αν τη διάλεξαν οι θεοί για μένα, αυτό δε σημαίνει ότι θα συμβεί. Το ξέρεις αυτό. Και, ακόμα κι αν ήθελα να την παντρευτώ, οι γονείς της δε θα το επέτρεπαν. Δε βγάζω πολλά. Και δεν έχω ούτε τίτλο, ούτε κοινωνική θέση». «Έχεις μερίδιο στη Βαλχάλα Σίπινγκ που αξίζει πολύ περισσότερο απ’ όσο νομίζεις. Έχεις μαζέψει χρήματα και τα έχεις επενδύσει. Οι μετοχές σου στην εταιρεία Σιδηρόδρομοι Α&Χ σίγουρα θα σου αποφέρουν καλά κέρδη». Ο Θορ συμφώνησε με ένα νεύμα του κεφαλιού. «Φαίνεται ότι οι σιδηρόδρομοι έχουν μέλλον. Υπάρχει μεγάλη ζήτηση για μεταφορικά μέσα στην περιοχή. Ήταν καλή επένδυση. Δεν είναι μόνο τα χρήματα όμως. Η Λίνζι είναι από αριστοκρατική οικογένεια κι εγώ δεν είμαι ευγενής -τουλάχιστον όχι απ’ αυτούς που τρέχουν στην όπερα ή στο θέατρο ή περιφέρονται κουνιστοί και λυγιστοί στους χορούς». Ο Λέιφ χαμογέλασε. «Αυτές είναι προτιμήσεις που τις αποκτάς με τον καιρό, αδερφέ. Αν τα δοκιμάσεις αυτά τα πράγματα, ίσως διαπιστώσεις ότι σου αρέσουν». Ο Θορ γρύλισε αντί γι’ απάντηση. «Τι θα κάνεις, λοιπόν;» «Δεν ξέρω. Δε θα με παντρευόταν, ακόμα κι αν ήμουν αρκετά ανόητος για να της το ζητήσω». Ο Λέιφ σηκώθηκε και στάθηκε κοντά στον αδερφό του. «Μπορώ να σου πω από την εμπειρία μου ότι αυτά τα θέματα στο τέλος λύνονται μόνα τους. Βασίσου στο ένστικτό σου και στην κρίση σου και όλα θα πάνε καλά». Ο Θορ κάγχασε. «Όταν είμαι μαζί της, δεν μπορώ να βασιστώ στην κρίση μου. Κυριαρχεί πάντα το ένστικτό μου». «Ποιος ξέρει», είπε με ένα μειδίαμα ο Λέιφ, «ίσως αυτό να είναι το καλύτερο». Χτύπησε τον αδερφό του στον ώμο. «Κοίτα απλώς να είσαι έτοιμος να παντρευτείς την κοπελιά, αν το ένστικτό σου σε μπλέξει».
Ο Θορ φάνηκε να ζυγιάζει προσεκτικά τα λόγια του. Ο Λέιφ αναρωτήθηκε μήπως έκανε λάθος και η Λίνζι δεν ήταν τελικά εκείνη που προόριζε η μοίρα για τον αδερφό του. Ο Θορ είχε ανάγκη από μια γυναίκα για να την αγαπάει, μια γυναίκα που θα του ανταπέδιδε την αγάπη του. Κάποια που θα μοιραζόταν τη ζωή του, όπως είχε μοιραστεί η Κρίστα τη δική του. Μια λάθος γυναίκα όμως θα μπορούσε να κάνει τη ζωή ενός άντρα σωστή κόλαση. Θα έδειχνε ο χρόνος. Ο Λέιφ είχε απλώς την ελπίδα ότι ο Θορ θα κρατούσε κάτω από έλεγχο το ένστικτό του μέχρι να ξεκαθαρίσει η κατάσταση. *** Ντυμένη με μια θαλασσιά μεταξωτή βραδινή τουαλέτα και ασορτί γοβάκια, η Λίνζι επιθεώρησε την εικόνα της στον ολόσωμο καθρέφτη της κρεβατοκάμαράς της. Το κορσάζ της, όπως ήταν η μόδα, αγκάλιαζε χαμηλά τους ώμους της, σχηματίζοντας ένα βαθύ ντεκολτέ σε σχήμα V. Στο ίδιο σχήμα κατέληγε και στο κάτω μέρος του, που έσφιγγε τη λεπτή της μέση τονίζοντάς τη. Χρυσές μεταξωτές τρέσες, που ξεκινούσαν από το μπούστο της, στόλιζαν τις πλούσιες πτυχές της τουαλέτας της και μια ασορτί χρυσή κορδέλα συγκρατούσε τις βαριές της μπούκλες, που έπεφταν απαλά δεξιά κι αριστερά στο λαιμό της. Η Λίνζι έκανε μια στροφή μπροστά στον καθρέφτη, ευχαριστημένη με την εμφάνισή της. Για μια στιγμή ευχήθηκε να ήταν ο Θορ ο άντρας που θα επιζητούσε την προσοχή του στο χορό αντί για τον υπαστυνόμο Μάικλ Χάρβι. Μάλωσε τον εαυτό της που ονειρευόταν τέτοια πράγματα. Ο Θορ μπορεί να ήταν ένας άντρας γεμάτος πάθος, ικανός να ανάψει τον πόθο μέσα της, αλλά τζέντλεμαν σίγουρα δεν ήταν. Ήξερε να ντυθεί κατάλληλα για μια βραδινή έξοδο, αλλά της ήταν αδύνατο να τον φανταστεί να συμμετέχει σε ανούσιες συζητήσεις μόνο και μόνο για να είναι αρεστός ή να κάθεται ως το τέλος σε κάποια ανιαρή συναυλία από ευγένεια. Ήταν διαφορετικός από τους άλλους άντρες, πιο αρρενωπός, πιο απόλυτα αρσενικός. Ήταν από εκείνους που μια γυναίκα θα διάλεγε για εραστή της, μα δε θα της πέρναγε ποτέ από το νου να τον πα-
ντρευτεί. Η σκέψη αυτή την ενοχλούσε περισσότερο απ’ όσο θα έπρεπε. Δεν μπορούσε να παντρευτεί κάποιον σαν τον Θορ. Οι δικοί της δε θα τον ενέκριναν ποτέ. Και με το δίκιο τους, είπε στον εαυτό της, ξέροντας πόσο αταίριαστοι ήταν. Παρ’ όλ’ αυτά, καθώς εξέταζε το είδωλό της στον καθρέφτη και σκεφτόταν πόσο ωραία αναδείκνυε το λευκό της δέρμα και τα ανοιχτά καστανά μαλλιά της το θαλασσί μετάξι, δεν μπορούσε να μη νιώθει κάποια λύπη που ο Θορ δε θα ήταν εκεί για να τη δει μ’ αυτή την υπέροχη τουαλέτα. Αναστενάζοντας, στράφηκε καρτερικά όταν άκουσε ένα ελαφρύ χτύπημα στην πόρτα. Στο δωμάτιό της μπήκε η θεία Ντι, η συνοδός της στον αποψινό χορό. «Πω, πω, είσαι εκθαμβωτική!» «Το ίδιο κι εσύ», είπε χαμογελώντας η Λίνζι. Με την εξαιρετικά κομψή σκουροκόκκινη μεταξωτή τουαλέτα της, διακοσμημένη με βαθυπράσινο βελούδο και μικροσκοπικά μαργαριτάρια, και τα μαύρα της μαλλιά τυλιγμένα σε δύο περίτεχνους κύκλους δεξιά κι. αριστερά στον μακρύ της λαιμό, η Ντιλάιλα Μάρκαμ ήταν πανέμορφη. Ωστόσο, έδειχνε υπερβολικά νευρική κι έριχνε κάθε τόσο ματιές προς την πόρτα, κάνοντας τη Λίνζι να αναρωτηθεί μήπως η θεία της είχε στολιστεί για τον άντρα που θα τις συνόδευε απόψε, το συνταγματάρχη Γουίλιαμ Λάνγκτρι του Στρατού της Αυτής Μεγαλειότητας, που είχε αποχωρήσει πρόσφατα από την υπηρεσία. Ο συνταγματάρχης ήταν γνωστός του συζύγου της Κόραλι, του Γκρέι Φόρσαϊθ, κόμη του Τρεμέιν. Ο Γκρέι τον είχε συστήσει στη θεία Ντι λίγο πριν αναχωρήσει μαζί με την Κόρι για τον καθυστερημένο τους μήνα του μέλιτος. Από τότε, η θεία Ντι είχε συναντήσει αρκετές φορές το συνταγματάρχη και έδειχνε πάντα να απολαμβάνει το ενδιαφέρον του. «Όπου να ’ναι θα έρθει ο συνταγματάρχης Λάνγκτρι», είπε η Λίνζι για να δει πώς θα αντιδρούσε η θεία της. Η Ντιλάιλα ίσιωσε μια ανύπαρκτη ζάρα στο μεταξωτό της φόρεμα.
«Έτσι νομίζω κι εγώ. Ως στρατιωτικός, ο Γουίλιαμ είναι πάντα στην ώρα του». «Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, ήταν πολύ ευγενικό εκ μέρους του να μας συνοδεύσει απόψε». Η Λίνζι σκέφτηκε το πρωτοσέλιδο των σημερινών Τάιμς του Λονδίνου: Μελλοντικός Βαρόνος Συνελήφθη για τους Φόνους του Κόβεντ Γκάρντεν. Το άρθρο εξηγούσε στη συνέχεια ότι ο Ρούντολφ Γκρέιαμ, ο μεγαλύτερος γιος του βαρόνου Ρένχερστ, είχε συλληφθεί και ήταν υπό κράτηση. Η εφημερίδα έδινε λεπτομέρειες για τους φόνους, για το γεγονός ότι ο Ρούντι γνώριζε και τα δύο θύματα και για το ότι τον είχε αναγνωρίσει μια μάρτυρας που τον είχε δει να φεύγει τρέχοντας από τον τόπο του τελευταίου εγκλήματος. «Έπειτα απ’ αυτά που έγραψε η εφημερίδα», είπε η Λίνζι, «η αποψινή βραδιά θα είναι μεγάλη δοκιμασία. Αν πίστευα ότι ο υπαστυνόμος Χάρβι θα δεχόταν να συναντηθούμε ιδιαιτέρως, δε θα χρειαζόταν να πάμε στο χορό». «Δεν πιστεύεις ότι θα δεχτεί όμως». «Τον ενδιαφέρει πολύ η καριέρα του. Όχι, δεν το πιστεύω». «Τότε θα πάμε και θα κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε. Άλλωστε, είναι σημαντικό να δείξουμε την ακλόνητη συμπαράστασή μας στον Ρούντι. Θέλουμε να ξέρει ο κόσμος ότι δεν έχουμε την παραμικρή αμφιβολία για την αθωότητά του». «Δίκιο έχεις. Κι έπειτα, χρειάζομαι υλικό για τη στήλη μου. Δεν έχω βγει αρκετά τώρα τελευταία». Η θεία Ντι σήκωσε το καλογραμμένο μαύρο φρύδι της. «Κρίμα που δεν μπορείς να γράψεις για τις νυχτερινές σου περιπέτειες. Είμαι βέβαιη ότι οι αναγνώστριες σου θα διασκέδαζαν πολύ με την ιστορία της επίσκεψής σου σε ένα μπορντέλο». Η Λίνζι κοκκίνισε. «Αυτό είναι σίγουρο. Όμως εγώ δε θα είχα μούτρα να ξαναβγώ έξω!» Η θεία Ντι αναστέναξε. «Αυτό μπορεί να συμβεί ούτως ή άλλως, αν δεν αποδείξουμε την αθωότητα του αδερφού σου». Ακούγοντας κάποιο θόρυβο από την είσοδο, η Λίνζι άνοιξε την πόρτα της κρεβατοκάμαράς της. «Νομίζω ότι ήρθε ο συνταγματάρ-
χης». Τα μάτια της Ντιλάιλα φωτίστηκαν. «Ας μην τον κάνουμε να περιμένει τότε». Και χωρίς χρονοτριβή, οι δύο γυναίκες κατέβηκαν στο ισόγειο και βρήκαν το συνταγματάρχη να τις περιμένει στην είσοδο. «Κυρίες μου», είπε με ένα χαμόγελο θαυμασμού. Ήταν ένας ψηλός, εμφανίσιμος άντρας με ξανθά μαλλιά που είχαν μόλις αρχίσει να γκριζάρουν και ένα πολύ αξιοπρεπές ανοιχτόξανθο μουστάκι. «Τι τυχερός είμαι που θα συνοδεύω δύο τόσο ωραίες γυναίκες απόψε». Η θεία Ντι δέχτηκε με χάρη το μπράτσο που της πρόσφερε. «Κι εσείς, συνταγματάρχα μου, είστε πολύ γοητευτικός απόψε. Θα πρέπει να προσέχω πολύ να μην παρασυρθώ από τη γοητεία σας». «Δε χρειάζεται να προσέχετε και υπερβολικά», απάντησε εκείνος με ένα γελάκι και βλέμμα που έλεγε πολλά. Η Λίνζι έκρυψε ένα χαμόγελο, ελπίζοντας ότι η θεία της θα διασκέδαζε στην αποψινή έξοδο με το συνταγματάρχη. Όσο για την ίδια, αν αποσπούσε τις πληροφορίες που χρειαζόταν, η βραδιά θα άξιζε τον κόπο. Άφησε τον μπάτλερ να της ρίξει στους ώμους την κάπα της με τη βελούδινη επένδυση και κατευθύνθηκε προς την εξώπορτα, παρακαλώντας από μέσα της ο υπαστυνόμος Χάρβι να ήταν τόσο εξυπηρετικός όσο και την προηγούμενη φορά.
Κεφάλαιο 11 Ο Θορ στεκόταν κρυμμένος στις σκιές του κήπου, έξω από το αρχοντικό που ανήκε στον κόμη του Κίτριτζ. Μέσα από τα παράθυρα με τα κάθετα χωρίσματα, φαινόταν η αίθουσα χορού και μπορούσε να δει τους καλεσμένους να συνωστίζονται ντυμένοι στα μετάξια και στις δαντέλες. Μια ορχήστρα με ασημένιες περούκες και λιβρέες από μπλε σατέν έπαιζε στην άλλη άκρη της αίθουσας και σερβιτόροι πηγαινοέρχονταν κουβαλώντας ασημένιους δίσκους φορτωμένους με φαγητά και ποτά, επιδέξια στηριγμένους στους ώμους τους. Η Λίνζι στεκόταν δίπλα στο μεγάλο μπολ με το παντς και συζητούσε με τη θεία της. Την είχε δει να μπαίνει με μια όμορφη μεταξωτή τουαλέτα σε ένα χρώμα ανάμεσα στο γαλάζιο και το πράσινο. Ακόμα και απ’ αυτή την απόσταση, το ήξερε αμέσως ότι ήταν εκείνη. Είχε αναγνωρίσει τον τρόπο που κινούνταν, τον τρόπο που έστρεφε το κεφάλι της, τη γωνία του πιγουνιού της. Στις κινήσεις της υπήρχε μια κομψότητα και μια χάρη που δεν μπορούσε να συναγωνιστεί καμία από τις άλλες γυναίκες που βρίσκονταν εκεί. Το ήξερε ότι θα ερχόταν. Ανησυχώντας για τις ερωτήσεις της και για τον κίνδυνο που ίσως διέτρεχε χωρίς να το ξέρει, ο Θορ είχε μιλήσει στην Κρίστα, που συμμεριζόταν τις ανησυχίες του. Η Κρίστα του είχε πει ότι η Λίνζι σχεδίαζε να παρευρεθεί σε ένα χορό που έδινε στο Κίτριτζ Χάουζ ο κόμης για να γιορτάσει τα γενέθλια της κόρης του. Ο Θορ είχε φτάσει λίγο πριν από τη Λίνζι και είχε κρυφτεί ανάμεσα στους θάμνους του σκοτεινού κήπου, σε ένα σημείο απ’ όπου είχε καλή ορατότητα στο εσωτερικό του σπιτιού. Τα μάτια του άστραψαν όταν διέκρινε τον υπαστυνόμο Μάικλ Χάρβι να οδηγεί τη Λίνζι στην πίστα. Τους παρακολούθησε να στροβιλίζονται στο ρυθμό ενός βαλς, με τον υπαστυνόμο να κρατάει τη Λίνζι στην αγκαλιά του. Καθώς πέρασαν χορεύοντας δίπλα από το παράθυρο, την είδε να χαμογελάει γλυκά στον υπαστυνόμο και, για πρώτη φορά στη ζωή του, ο Θορ ευχήθηκε να ήξερε τα βήματα του
βαλς και να ήταν εκείνος που κρατούσε τη Λίνζι στην αγκαλιά του. Ανόητε, μάλωσε τον εαυτό του. Αυτή η γυναίκα δεν είναι για σένα. Όμως το στήθος του πονούσε καθώς την έβλεπε και η ζήλια ξεδιπλώθηκε μέσα του σαν φίδι. Χόρεψαν ξανά λίγα λεπτά αργότερα κι έπειτα ο υπαστυνόμος έβγαλε τη Λίνζι έξω, στη βεράντα. Ο Θορ πλησίασε αθόρυβα, αν και ήξερε ότι δε θα έπρεπε, ανήμπορος να αντισταθεί. «Ο κόσμος συζητάει, Λίνζι», είπε ο αστυνομικός. «Ψιθυρίζουν για τον αδερφό σου. Καλύτερα να γυρίσεις στο σπίτι. Βλέπω πόσο σε ενοχλεί αυτό». «Δε με νοιάζει τι λένε. Ο Ρούντι είναι αθώος. Η θεία μου κι εγώ θέλω να ξέρουν όλοι πόσο σίγουρες είμαστε γι’ αυτό. Θέλω να ξέρουν ότι είναι απλώς ζήτημα χρόνου να αποδειχτεί ότι είναι αθώος». Ο υπαστυνόμος έγειρε και στηρίχτηκε στο κάγκελο. «Μακάρι να μπορούσα να σε βοηθήσω. Καταλαβαίνεις τη θέση μου όμως». «Καταλαβαίνω. Φυσικά καταλαβαίνω, Μάικλ». Τον κοίταξε συνεσταλμένα κάτω από τις πυκνές της βλεφαρίδες. «Ελπίζω να μη σε πειράζει να σε φωνάζω με το μικρό σου όνομα -όταν είμαστε μόνοι μας, τουλάχιστον». Ο Θορ έσφιξε το σαγόνι του. Ο αστυνομικός πήρε το γαντοφορεμένο της χέρι, το έφερε στα χείλη του και απόθεσε ένα φιλί στην παλάμη της. Ο Θορ με το ζόρι κρατιόταν να μη βγει από τις σκιές. «Όχι, δε με πειράζει», είπε ο Χάρβι. Ο Θορ ένιωσε να του ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι. Καταραμένη γυναίκα. Αναρωτήθηκε αν η Λίνζι έπαιζε θέατρο, όπως πριν, ή αν όντως έβρισκε ελκυστικό τον όμορφο αστυνομικό. «Όταν τελειώσουν όλα αυτά», συνέχισε ο Χάρβι, «ίσως σε επισκεφθώ». «Θα μου άρεσε αυτό, Μάικλ. Θα μου άρεσε πάρα πολύ». Τα χέρια του Θορ σφίχτηκαν σε γροθιές. Ήθελε να σύρει τον αστυνομικό από τη βεράντα και να τον γρονθοκοπήσει ώσπου να τον αφήσει αναίσθητο στο χώμα. Ήθελε επίσης να ρίξει τη Λίνζι στον ώμο του και να την πάρει μακριά από εκείνο το πάρτι.
«Όπως σου είπα, αντιλαμβάνομαι τη θέση σου, αλλά θα μπορούσες να μου πεις κάτι, οτιδήποτε που ίσως μας βοηθούσε;» «Μπορώ να σου πω ποια είναι η μάρτυρας, επειδή έτσι κι αλλιώς το όνομά της θα δημοσιευτεί στην αυριανή εφημερίδα. Το ανακάλυψε κάποιος δημοσιογράφος, δεν ξέρω πώς. Και σκοπεύει να προλάβει τις άλλες εφημερίδες». «Θέλω να της μιλήσω, να μάθω τι ακριβώς είδε». «Το όνομά της είναι Μαίρη Πρατ και μένει στη σοφίτα ενός ερειπωμένου σπιτιού στο Ρέιβεν Κορτ». «Είδε το φόνο;» «Όχι. Ήξερε ότι κάτι είχε συμβεί, αλλά δεν ήξερε τι, ώσπου κάποιος της το είπε. Όπως φαίνεται, όμως, είδε τον άντρα που έφευγε τρέχοντας από τον τόπο του εγκλήματος». «Γιατί δεν πήγε νωρίτερα στην αστυνομία;» «Είπε ότι φοβόταν. Νόμιζε ότι κανένας δε θα την πίστευε. Υποθέτω ότι μετά άρχισε να σκέφτεται ότι, αν η αστυνομία δεν έπιανε το δολοφόνο και συνέχιζε να σκοτώνει γυναίκες, ίσως κάποια μέρα να σκότωνε και την ίδια». «Ο αδερφός μου έφτασε στο Χρυσό Φασιανό γύρω στις τέσσερις εκείνο το πρωί. Η μάρτυρας είπε τι ώρα είδε τον άντρα;» «Γύρω στις τρεισήμισι. Το σώμα της Φίμπι Κάρτερ το βρήκε ένας νυχτοφύλακας το επόμενο πρωί». Η Λίνζι άπλωσε το χέρι της και άγγιξε το δικό του. «Σ’ ευχαριστώ, Μάικλ». Όλοι οι μύες στο σώμα του Θορ τεντώθηκαν. «Μακάρι να μπορούσα να σου πω περισσότερα», είπε ο Χάρβι. «Υπαστυνόμε;» Ένας αδύνατος άντρας βγήκε στη βεράντα. «Συγγνώμη που σας ενοχλώ, κύριε, αλλά ο αρχηγός θα ήθελε να σας μιλήσει. Λέει ότι είναι σημαντικό». Ο αστυνομικός στράφηκε στη Λίνζι. «Πρέπει να φύγω». «Θα έρθω μέσα σε λίγο. Χρειάζομαι λίγο καθαρό αέρα ακόμα». Ο υπαστυνόμος της έσφιξε το χέρι και την άφησε μόνη στη βεράντα. Αμέσως μόλις έφυγε, ο Θορ ξεπρόβαλε από τις σκιές. Ήταν θυμωμένος. Έξαλλος, αν και δεν είχε κανένα δικαίωμα να είναι.
Κινήθηκε αθόρυβα και εμφανίστηκε ξαφνικά δίπλα της. «Βλέπω τον βρήκες τον υπαστυνόμο σου». Η Λίνζι αναπήδησε και γύρισε απότομα στο άκουσμα της φωνής του. «Χριστέ μου! Θορ! Με κατατρόμαξες! Τι στο καλό κάνεις εδώ;» «Σε παρακολουθώ να συμπεριφέρεσαι σαν πόρνη. Έχεις αρχίσει να γίνεσαι πολύ καλή σ’ αυτόν το ρόλο». Πριν προλάβει να αντιδράσει, η Λίνζι έκανε ένα βήμα πίσω και τον χαστούκισε δυνατά στο μάγουλο. Έδειχνε το ίδιο ξαφνιασμένη μ’ εκείνον. Και τα όμορφα πράσινα μάτια της γέμισαν με δάκρυα. «Το ότι σου είπα τι συνέβη στα δεκάξι μου δε σημαίνει ότι...» Τη σταμάτησε ακουμπώντας ένα του δάχτυλο στα χείλη της, ενώ ο θυμός του σιγά σιγά ξεθύμαινε. Το ξέσπασμά του δεν είχε καμία σχέση με το παρελθόν της, παρά μόνο με το παρόν. Την πήρε από το χέρι και την τράβηξε μαζί του, στα σκαλιά της βεράντας και μετά στο σκοτάδι του κήπου. «Πιστεύεις ότι δεν είσαι αγνή επειδή έγινε αυτό που έγινε τότε;» «Εσύ είπες ότι ήμουν...» «Είσαι αθώα, Λίνζι, κι αυτό δεν έχει αλλάξει. Αυτό που συνέβη όταν ήσουν σχεδόν παιδί ακόμα δεν έχει καμία σημασία. Δε μειώνει στο ελάχιστο την επιθυμία μου για σένα». Η Λίνζι κοίταξε προς την κατάφωτη αίθουσα. Η μουσική ενός ακόμα βαλς έφτανε ως τον κήπο. Το μάτι της πήρε τον υπαστυνόμο Μάικλ Χάρβι και τελικά φάνηκε να καταλαβαίνει. «Χρειαζόμουν πληροφορίες. Και έκανα ότι ήταν απαραίτητο για να τις πάρω». Ο Θορ πήρε το χέρι της και το ακούμπησε στο μάγουλό του που έκαιγε. «Δεν' ήξερα τι έλεγα από τη ζήλια. Το ξέρω ότι δεν έχω κανένα δικαίωμα. Συγγνώμη που είπα αυτά τα απαίσια πράγματα. Φυσικά και δεν είσαι πόρνη». «Δεν ήθελα να σε χτυπήσω. Δεν έχω ξαναχτυπήσει κανέναν στη ζωή μου». Της χαμογέλασε αχνά. «Μου άξιζε και με το παραπάνω». Χαμογέλασε κι εκείνη διστακτικά. «Ίσως να σου άξιζε πράγματι». «Δε μου αρέσει ο τρόπος που σε κοιτάζει. Δε μου αρέσει που πιστεύει ότι τον θέλεις».
Η Λίνζι πήρε το πρόσωπό του στα χέρια της. «Δεν τον θέλω, Θορ. Ο μόνος άντρας που θέλω είσαι εσύ». Ο Θορ άφησε ένα βογκητό όταν η Λίνζι σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και τον φίλησε. Το στόμα της ήταν υγρό και μαλακό κάτω από το δικό του και είχε τη γεύση της σαμπάνιας. Το λουλουδένιο της άρωμα τον τύλιξε, πλημμύρισε τις αισθήσεις του και από το μυαλό του έσβησε κάθε άλλη σκέψη. Μην το κάνεις αυτό, τον προειδοποίησε κάποιο ομιχλώδες κομμάτι του εαυτού του. Είναι άπειρη σαν παρθένα, παρά, την ανοησία που έκανε στην εφηβεία της. Όταν όμως εκείνη μισάνοιξε τα χείλη της, η γλώσσα του βυθίστηκε στο στόμα της για να τη γευτεί. Κι όταν έγειρε πάνω του, το χέρι του γλίστρησε μέσα στο κορσάζ της κι έπιασε το ένα της κάτασπρο στήθος. Η θηλή της σκλήρυνε και η Λίνζι άφησε ένα βογκητό. «Θορ...» Το μόριό του είχε γίνει σκληρό σαν πέτρα και με κάθε χτύπο της καρδιάς του το ένιωθε να πάλλεται. Τη φίλησε μια τελευταία φορά κι έπειτα τράβηξε απρόθυμα το χέρι του. «Πρέπει να σταματήσουμε, γλυκιά μου. Μπορεί να μας δουν». Γιατί, αν δε σταματούσαν, σε λίγο θα βρισκόταν μέσα της, εκεί έξω, στον κήπο. Της ξετύλιξε τα χέρια από το λαιμό του και την απομάκρυνε λίγο. Η Λίνζι τον κοίταξε σαστισμένη, σαν να συνειδητοποιούσε μόλις τώρα πού βρίσκονταν. «Ω Θεέ μου!» «Το πάθος είναι ισχυρό σαν ναρκωτικό», είπε εκείνος, βοηθώντας τη να τακτοποιήσει το κορσάζ της. Παρά το σκοτάδι, διέκρινε το κοκκίνισμά της. Η Λίνζι στράφηκε και κοίταξε πίσω, προς το αρχοντικό. «Πρέπει να πάω μέσα». «Ναι». «Αν ήρθες εδώ επειδή ανησυχούσες, να ξέρεις ότι δε χρειάζεται. Τη θεία μου κι εμένα συνοδεύει απόψε ο συνταγματάρχης Γουίλιαμ Λάνγκτρι. Ήταν στρατιωτικός. Είναι πολύ ικανός άνθρωπος». Όσο ικανός κι αν ήταν, ο Θορ δεν έπαυε να ανησυχεί. «Θα είμαι μια χαρά», τον διαβεβαίωσε διαβάζοντας την έκφρασή του.
Ο Θορ αναστέναξε. «Εντάξει. Θα σε δω στη δουλειά». «Ίσως μπορούμε να επισκεφθούμε τη μάρτυρα που κατέθεσε εναντίον του αδερφού μου». Ο Θορ συμφώνησε με ένα νεύμα και την έσπρωξε μαλακά προς το σπίτι. «Εμπρός, πήγαινε τώρα». Με ένα θρόισμα των πλούσιων πτυχών του φορέματος της, η Λίνζι έκανε μεταβολή και, ακολουθώντας το μικρό μονοπάτι του κήπου, ανέβηκε στη βεράντα και μπήκε μέσα. Ο Θορ την παρακολούθησε ώσπου εξαφανίστηκε. Την είχε πληγώσει απόψε, κι ας μην είχε τέτοιο σκοπό. Ανέκαθεν θεωρούσε ότι η Λίνζι ήταν διαφορετικός τύπος γυναίκας, από εκείνες που είναι σκληρές σαν άντρες. Όμως την είχε δει δύο φορές να κλαίει. Και είχε καταλάβει ότι ήταν τόσο ευαίσθητη και γλυκιά όσο οι περισσότερες γυναίκες. Απλώς το έκρυβε καλά απ’ όλο τον κόσμο. Απόψε ο Θορ είχε ζηλέψει παράφορα τον Μάικλ Χάρβι. Και είχε ερεθιστεί τόσο, που ολόκληρο το κορμί του παλλόταν ακόμα από επιθυμία. Αυτό που ένιωθε για εκείνη ήταν διαφορετικό απ’ ό,τι είχε νιώσει για οποιαδήποτε άλλη γυναίκα. Και άρχιζε να πείθεται ολοένα περισσότερο ότι η Λίνζι ήταν γραφτό να γίνει δική του. Ξέροντας πόσο ακατόρθωτο θα ήταν κάτι τέτοιο, ο Θορ προσευχήθηκε στους θεούς να έκανε λάθος. *** Το πρωί της Κυριακής η Λίνζι έλαβε ένα σημείωμα από τον Θορ. Κάτι είχε προκόψει, της έγραφε, και θα έπρεπε να αναβάλουν τη συνέχιση της αποστολής τους. Ήταν σίγουρη ότι αυτό το κάτι ήταν η ανησυχία του για το παθιασμένο φιλί που είχαν μοιραστεί στον κήπο. Και δεν τον είδε μέχρι τη Δευτέρα. Καθισμένη στο γραφείο της, η Λίνζι έγραφε το άρθρο της για το επόμενο τεύχος του περιοδικού, με το μυαλό της στο χορό που είχε πάει το Σάββατο το βράδυ. Περιέγραψε το γκαλά με κάθε λεπτομέρεια. Δεν παρέλειψε να αναφέρει τις εντυπωσιακές συνθέσεις λουλουδιών, την καταπληκτική οκταμελή ορχήστρα και τη λαμπερή δια-
κόσμηση. Έγραψε για το πλήθος των πλούσιων αριστοκρατών και των επιφανών προσωπικοτήτων του Λονδίνου που είχαν παρευρεθεί και πρόσθεσε και μια μικρή δόση κουτσομπολιού. Η λαίδή Μάρστον ήταν σε ενδιαφέρουσα -ξανά. Η δούκισσα του Γουέιμπερν ήταν άρρωστη μέχρι πρόσφατα, αλλά τώρα βρισκόταν στην ανάρρωση. Και ένας συγκεκριμένος λόρδος Φ. φαινόταν ότι τα είχε βρει με τη σύζυγό του, που δεν τον απειλούσε πλέον με διαζύγιο. Χαμογέλασε με την τελευταία είδηση. Ο Φόλκροφτ την είχε αντιμετωπίσει με περιφρόνηση στο χορό, αλλά η σύζυγός του ήταν πολύ φιλική μαζί της, έως και ευγνώμων, θα μπορούσε να πει, που οι απιστίες του συζύγου της είχαν έρθει στο φως και έτσι είχαν τερματιστεί. Ήταν φανερό ότι η λαίδη Φόλκροφτ ήταν ερωτευμένη με τον άντρα της και ότι θα προτιμούσε να τον εγκαταλείψει παρά να τον μοιράζεται με κάποια άλλη. Η Λίνζι αναρωτήθηκε αν θα ένιωθε έτσι για τον άντρα που θα παντρευόταν. Αν δεν ήταν γάμος από έρωτα -κάτι για το οποίο πολύ αμφέβαλλε-, πιθανότατα δε θα την ένοιαζε. Η λαίδη Φόλκροφτ ήταν φιλική, όμως κάποιοι άλλοι καλεσμένοι της είχαν φερθεί με λιγότερη ευγένεια. Σε κάθε γωνιά της αίθουσας ακούγονταν ψίθυροι και εικασίες για τον Ρούντι. Άραγε ήταν στ’ αλήθεια δολοφόνος ο κληρονόμος της περιουσίας και του τίτλου των Ρένχερστ; Ή, όπως πίστευαν η αδερφή του και η θεία του, τα στοιχεία ήταν απλές έμμεσες ενδείξεις που οδηγούσαν τις έρευνες σε λάθος κατεύθυνση; Αρκετοί την είχαν ρωτήσει ευθέως για τη σύλληψη του αδερφού της. Και η Λίνζι τον είχε υπερασπιστεί σθεναρά όλες τις φορές. «Ο αγαπημένος μου αδερφός είναι εντελώς αθώος», είχε πει στην κυρία Μάρσμπανκς, μια γνωστή σεβάσμια φυσιογνωμία. «Είναι μεγάλη αδικία που είναι υποχρεωμένος να υποφέρει πίσω από τα κάγκελα της φυλακής». «Πώς είναι το ηθικό το αδερφού σας;» την είχε ρωτήσει ο λόρδος Πέρι, ένας παλιός φίλος του πατέρα της. «Αρκετά καλό, λόρδε μου. Όλα οφείλονται σε μια ατυχή παρεξήγη-
ση, αλλά είμαι βέβαιη ότι η αλήθεια θα λάμψει πολύ σύντομα». Ο λόρδος Πέρι κούνησε με κατανόηση το κεφάλι του. Παρ’ όλ’ αυτά, ήταν μια δύσκολη, αν όχι μαρτυρική, βραδιά. Κι έπειτα είχε ακολουθήσει η συνάντησή της με τον Θορ. Τι ήταν αυτό επάνω του που την έκανε να χάνει το μυαλό της; Σίγουρα όχι μόνο η εξωτερική του ομορφιά. Δε θεωρούσε τον εαυτό της τόσο ρηχό. Η αλήθεια ήταν ότι ο Θορ είχε δείξει μια ευγένεια, μια καλοσύνη κι ένα ενδιαφέρον που σπάνια είχε συναντήσει σε άντρα η Λίνζι. Και είχε κλάψει μπροστά του δύο φορές. Ποια; Εκείνη που δεν επέτρεπε ποτέ στον εαυτό της τα κλάματα. Μια και οι γονείς της τον περισσότερο καιρό ταξίδευαν και η ίδια είχε περάσει μεγάλο μέρος της ζωής της σε οικοτροφεία, είχε μάθει από μικρή να φροντίζει τον εαυτό της. Είχε μάθει να είναι δυνατή, να προσέχει τον εαυτό της και τον μικρότερο αδερφό της και σπάνια χαλάρωνε τις άμυνές της. Όμως ο Θορ είχε κάτι που την έκανε να νιώθει ότι μπορούσε να τον εμπιστευτεί, κάτι που την έκανε να θέλει να στηριχτεί πάνω του και να τον αφήσει να τη βοηθήσει να λύσει όποια προβλήματα την απασχολούσαν. Κατά κάποιον τρόπο αυτό την τρόμαζε. Αυτή η σκέψη τη βασάνιζε ακόμα όταν ήρθε πλάι της η Μπέσι Μπριγκς. «Βρήκα αυτό κάτω από την πόρτα σήμερα το πρωί. Πάνω του έχει γραμμένο το όνομα σας». «Ευχαριστώ, Μπέσι». Η Λίνζι περιεργάστηκε τα γραμμένα με μπλε μελάνι γράμματα και μετά άνοιξε τη σφραγίδα και διάβασε το σημείωμα. Αν Θέλετε να σώσετε τον αδερφό σας, αναζητήστε το δολοφόνο ανάμεσα στους φίλους του. Θεέ και Κύριε! Διάβασε και ξαναδιάβασε το σημείωμα, αναζητώντας κάποιο στοιχείο για την ταυτότητα του αποστολέα, αλλά το χαρτί ήταν κενό, με εξαίρεση το όνομά της στην εξωτερική του πλευρά και το σύντομο μήνυμα που περιείχε.
Αναζητήστε το δολοφόνο ανάμεσα στους φίλους του. Εξέτασε μία μία τις πιθανότητες που υπαινισσόταν το μήνυμα, αλλά όσο το σκεφτόταν τόσο περισσότερο της φαινόταν ότι ήταν ένα κακόγουστο αστείο μάλλον παρά μια σοβαρή προσπάθεια αυτού που το έγραψε να βοηθήσει τον Ρούντι. Ήταν το είδος της φάρσας που ίσως έκαναν ο Τομ Μπογκς ή ο Μάρτι Φιντς για να διασκεδάσουν, κάνοντας την αστυνομία, μέσω της Λίνζι, να εξαπολύσει άγριο κυνηγητό κατά των φίλων του Ρούντι. Έμεινε για λίγο συλλογισμένη, χτυπώντας νευρικά τα δάχτυλά της πάνω στο χαρτί. Βλέποντας τον Θορ στο πίσω μέρος των γραφείων, έδιωξε με κόπο από το νου της τη θύμηση εκείνων των παθιασμένων στιγμών στον κήπο και σηκώθηκε να του δείξει το σημείωμα. «Τι είναι αυτό;» «Το βρήκε η Μπέσι κάτω από την πόρτα όταν άνοιξε το γραφείο σήμερα το πρωί». Της πήρε το σημείωμα από το χέρι και το διάβασε. Σήκωσε ύστερα το βλέμμα του στο πρόσωπό της, μελετώντας την έκφρασή της. «Δεν το θεωρείς σοβαρό». Η Λίνζι σήκωσε τους ώμους της. Έδειχνε ικανός να διαισθάνεται πώς ένιωθαν οι άλλοι. «Όχι και τόσο. Νομίζω ότι πρόκειται για φάρσα κάποιου φίλου του Ρούντι. Όποιος το έγραψε ίσως θεώρησε ότι θα είχε πλάκα να αρχίσει η αστυνομία να ερευνά τους γνωστούς του Ρούντι». «Εμένα δε μου φαίνεται αστείο». Της ξανάδωσε το σημείωμα. «Υπάρχει κανένας ανάμεσα στους φίλους του αδερφού σου που θα μπορούσε να διαπράξει φόνο;» «Για τ’ όνομα του Θεού, όχι! Είναι όλοι τους κακομαθημένοι και εγωιστές, αλλά τους θεωρώ ακίνδυνους». «Ας κρατήσουμε πάντως αυτή την πιθανότητα στο μυαλό μας». Η Λίνζι συμφώνησε με ένα νεύμα του κεφαλιού κι έπειτα σήκωσε τα μάτια της στα δικά του. «Πρέπει να μιλήσουμε με τις συγκατοίκους της Φίμπι, όπως είχαμε κανονίσει». «Ναι, και μ’ εκείνη τη γυναίκα, τη Μαίρη Πρατ, που κατηγόρησε τον αδερφό σου για το έγκλημα».
«Ιδίως μ’ εκείνη». «Μπορούμε να πάμε τώρα. Θα πάρουμε την άμαξα του αδερφού μου». Κανονικά έπρεπε να τελειώσει το άρθρο της, αλλά είχε ακόμα καιρό και αυτό που θα έκαναν ήταν πολύ πιο σημαντικό. Πήρε το σάλι της και βγήκε από την πίσω πόρτα, με τον Θορ να την ακολουθεί. Η άμαξα του Λέιφ περίμενε εκεί κοντά. Ο Θορ φώναξε στον αμαξά να έρθει να τους πάρει κι εκείνος τράβηξε ελαφρά τα γκέμια και τα δύο καστανότριχα άλογα έσκυψαν τα κεφάλια τους και ξεκίνησαν. Σε λίγο η γυαλιστερή μαύρη άμαξα σταματούσε μπροστά τους. Ο Θορ βοήθησε τη Λίνζι να ανέβει και ύστερα ανέβηκε και ο ίδιος και βόλεψε το πελώριο κορμί του στο κάθισμα απέναντι της. Καθώς η άμαξα κυλούσε προς το σπίτι της κυρίας Πρατ, η Λίνζι μελέτησε το πρόσωπό του, ψάχνοντας κάποιο σημάδι που θα μαρτυρούσε τι σκεφτόταν. Όμως η έκφρασή του παρέμενε ανεξιχνίαστη. «Σκεφτόμουν... εμμ... σκεφτόμουν ότι ίσως θα έπρεπε να μιλήσουμε γι’ αυτό που συνέβη στον κήπο». Ο Θορ σήκωσε μεμιάς το κεφάλι του και η ματιά του συνάντησε τη δική της. «Αν θέλεις να ζητήσω συγγνώμη, θα το κάνω. Φέρθηκα άσχημα και...» «Μην είσαι ανόητος. Δε φέρθηκες άσχημα. Εγώ ήμουν που σε φίλησα, δεν ξεκίνησες εσύ το φιλί». Ο Θορ αναστέναξε. «Πολύ καλά, τότε δεν έχουμε τίποτα να συζητήσουμε. Εκτός από το ότι σε άγγιξα με τρόπο που δεν έπρεπε και δε θα το ξανακάνω». «Γιατί όχι;» Ένας μυς συσπάστηκε νευρικά στο μάγουλό του. «Μα τους θεούς, γυναίκα, ξέρεις καλά γιατί. Είσαι αριστοκράτισσα κι εγώ είμαι παρακατιανός. Δεν είμαστε παντρεμένοι, ούτε πρόκειται να παντρευτούμε ποτέ. Γι’ αυτό». «Κοιμάσαι και μ’ άλλες γυναίκες που δεν είσαι παντρεμένος μαζί τους, οπότε γιατί όχι και μ’ εμένα;» «Οι άλλες είναι πόρνες. Είναι η δουλειά τους να ικανοποιούν έναν άντρα».
«Κι αν θέλω κι εγώ να ικανοποιηθώ; Είσαι εξαιρετικά καλός στα φιλιά και στα χάδια. Φαντάζομαι ότι θα ξέρεις πολύ καλά πώς να ικανοποιήσεις μια γυναίκα». Ο Θορ έσφιξε το σαγόνι του. Κινήθηκε με τέτοια αστραπιαία ταχύτητα, που η Λίνζι έμεινε με το στόμα ανοιχτό όταν τη σήκωσε από τη θέση της και την κάθισε στα γόνατά του. «Βάζεις έναν άντρα σε πειρασμό, λαίδη μου. Νιώθεις τι μου κάνεις;» Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα όταν ένιωσε την τεράστια σκληρή του στύση κάτω από το φουστάνι της και αντιλήφθηκε, ακόμα και μέσα από τα μισοφόρια της, τις εντυπωσιακές διαστάσεις του ανδρισμού του. «Ωχ!» «Δεν μπορώ να σε πάρω, Λίνζι. Δεν ταιριάζουμε και το ξέρεις. Δε θα ήμουν καλή επιλογή συζύγου». «Δε σου ζητώ να γίνεις σύζυγός μου. Σου ζητώ να γίνεις ο εραστής μου». Στριφογύρισε λίγο στην αγκαλιά του και ο Θορ βόγκηξε. «Είναι φανερό ότι με θέλεις. Γιατί δεν μπορούμε να κάνουμε έρωτα;». «Μα τον Όντιν!» Ο Θορ έτριξε τα σαγόνια του και τα μάτια του γυάλισαν σαν αναμμένα κάρβουνα. Με ένα υπόκωφο γρύλισμα, την ξανασήκωσε, την κάθισε καβάλα στα πόδια του και, απλώνοντας το χέρι, τράβηξε τα κουρτινάκια στα παράθυρα της άμαξας. «Τι... τι κάνεις;» «Θέλεις να σε ικανοποιήσω. Ε, λοιπόν, αυτό ακριβώς θα κάνω». Την έπιασε από το σβέρκο και, τραβώντας την κοντά του, πήρε τα χείλη της με ένα βαθύ, καυτό φιλί. Τα χείλη του έμοιαζαν να λιώνουν πάνω στα δικά της και κύματα έξαψης την πλημμύρισαν. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά, σαν να έτρεχε σε αγώνα δρόμου, και ένιωσε το σημείο ανάμεσα στους μηρούς της να υγραίνεται. Τύλιξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του και του ανταπέδωσε το φιλί με το ίδιο ασυγκράτητο πάθος, αλλά σφίχτηκε σαστισμένη όταν ένιωσε τα δάχτυλά του να γλιστρούν κάτω από το φόρεμά της. Ο Θορ τη φίλησε ξανά, συνεχίζοντας να τη δοκιμάζει και να τη γεύεται, ηρεμώντας τη και χαϊδεύοντας το εσωτερικό του στόματός της με τη γλώσσα του. Τη φίλησε ώσπου έφυγε η ένταση από το σώ-
μα της και την ένιωσε να λιώνει πάνω του. Έσυρε το χέρι του από τη γάμπα της στο γόνατό της, βάζοντας φωτιά στο δέρμα της καθώς ανέβαινε ολοένα πιο ψηλά. Άνοιξε πιο πολύ τους μηρούς του, αναγκάζοντάς την έτσι να ανοίξει κι εκείνη τα πόδια της, επιτρέποντάς του να χώσει το χέρι του μέσα στο άνοιγμα του εσώρουχού της. Η Λίνζι πήρε μια κοφτή ανάσα όταν τα δάχτυλά του την άγγιξαν στο πιο απόκρυφο σημείο της, αλλά ο Θορ έπνιξε τον ήχο της με το παθιασμένο φιλί του, βυθίζοντας τη γλώσσα του στο στόμα της. Τα μακρόσυρτα φιλιά του τη νάρκωσαν και παρέλυσαν το μυαλό της. Φιλιά άγρια, κτητικά, που την έκαναν να σπαρταράει κόντρα στο χέρι του. «Αυτό θέλεις, Λίνζι;» Αντί για απάντηση, από το λαιμό της ανέβηκε ένας πνιχτός, παραπονιάρικος ήχος. Το στήθος του Θορ φούσκωσε από αρσενική περηφάνια. «Αυτή τη φορά, μόνο για μία φορά, θα σου δώσω αυτό που θέλεις». Η Λίνζι έκλεισε τα μάτια της καθώς ο Θορ άρχισε να τη χαϊδεύει, στην αρχή απαλά, αγγίζοντάς την όπως δεν την είχε αγγίξει ποτέ κανένας άντρας. Δεν ήξερε ότι αυτό ήταν μέρος της ερωτικής πράξης. Ο Τάιλερ είχε ξεκουμπώσει απλώς το παντελόνι του, είχε βγάλει έξω το μόριό του και είχε βυθιστεί αδέξια μέσα της. Ο Θορ τη θώπευε και τη λεηλατούσε, την άγγιζε και τη χάιδευε και έκανε το κορμί της να φλέγεται. Ήταν ήδη μουσκεμένη και τεντωμένη πάνω του, όταν άρχισε να βασανίζει γλυκά το τρυφερό της μπουμπούκι, που παλλόταν σαν να χτυπούσε εκεί η καρδιά της. Ο πόθος φούντωσε μέσα της και την κυρίευσε σαν ορμητικό ποτάμι. Της κόπηκε η ανάσα και ξαφνικά, σαν σε μια έκρηξη, αισθάνθηκε ότι διαλύθηκε σε χίλια κομμάτια. Την πλημμύρισε ηδονή, καυτή και άγρια, και τόσο γλυκιά, που μπορούσε σχεδόν να τη γευτεί. Ήταν σαν να άνοιξαν οι ουρανοί και να άρχισε να βρέχει αστέρια. Ο Θορ κατάπιε τις κραυγές της φιλώντας την και συνέχισε να την κρατάει μετέωρη, στο χείλος ενός γκρεμού απόλαυσης, ώσπου έφτασε ξανά στην κορύφωση. Έπειτα την κράτησε στην αγκαλιά του μέχρι να συνέλθει. Η Λίνζι κόλλησε σφιχτά πάνω του. Ένιωθε τους γοργούς παλμούς
της καρδιάς του και ήξερε ότι δεν ήταν όσο ψύχραιμος έδειχνε. Όσο για τη δίκιά της καρδιά, αρνιόταν να επιστρέφει στον φυσιολογικό της ρυθμό. Ουρανοί! Τι ήταν αυτό που μόλις είχε βιώσει! Ποτέ της δεν είχε φανταστεί ότι θα ήταν έτσι! Ο Θορ τη φίλησε τρυφερά μια τελευταία φορά. «Σου έδωσα αυτό που ήθελες», της είπε. «Όταν παντρευτείς, θα ζήσεις ξανά αυτή την ευχαρίστηση κι ακόμα περισσότερη». Η Λίνζι κούνησε αρνητικά το κεφάλι της, με έναν ξαφνικό κόμπο στο λαιμό της. «Όχι, δε θα την ξαναζήσω. Θα παντρευτώ κάποιον πλούσιο αριστοκράτη σαν τον Τάιλερ Ρις, που δε θα έχει ιδέα πώς να κάνει έρωτα». «Ρις; Αυτό είναι το όνομά του, λοιπόν;» «Αυτό που συνέβη μαζί του συνέβη πριν από πολύ καιρό, Θορ. Ο Τάι είναι διαφορετικός άνθρωπος πλέον. Το θέμα είναι ότι το μόνο πάθος που θα γνωρίσω ποτέ στη ζωή μου είναι αυτό που θα ζήσω μ’ εσένα όσο είμαστε μαζί». Ο Θορ την έβαλε να καθίσει και πάλι στο αντικρινό κάθισμα. «Δεν μπορείς να ξέρεις τι έχει σχεδιάσει για σένα η μοίρα. Και δε θα είμαι εγώ εκείνος που θα σου το κλέψει αυτό». Η Λίνζι δεν επέμεινε. Το κορμί της ήταν ακόμα μουδιασμένο γλυκά από την ηδονή που της είχε χαρίσει ο Θορ. Και της είχε πει ότι υπήρχε ακόμα περισσότερη. Η Λίνζι ήθελε να τη γευτεί ως την τελευταία της σταγόνα. Και ήθελε να της τη διδάξει ο Θορ.
Κεφάλαιο 12 Η άμαξα έστριψε στο Ρέιβεν Κορτ, μια υποβαθμισμένη περιοχή με εργατικές κατοικίες, όχι μακριά από το Σπίτι των Ονείρων. Από εκεί κοντά περνούσε και η Μπέντφορντ Λέιν, ο δρόμος που πρέπει να είχε πάρει η Φίμπι για να γυρίσει στο σπίτι της. Χρειάστηκε να κάνουν δύο στάσεις για να ανακαλύψουν σε ποιο σπίτι έμενε η Μαίρη Πρατ. Η Λίνζι άφησε τον Θορ να την οδηγήσει σε μια εξωτερική είσοδο, όπου μια ξύλινη σκάλα, φαγωμένη και ξεβαμμένη από την πολυκαιρία, κατέληγε σε μια σοφίτα πάνω από τον δεύτερο όροφο ενός παλιού σπιτιού με ξύλινο σκελετό. Η αυλή ήταν γεμάτη ακαθαρσίες και η δυσωδία από τα βρομόνερα και τα σκουπίδια που σάπιζαν πλανιόταν στον αέρα. «Θα μπορούσα να της μιλήσω εγώ για λογαριασμό σου», προσφέρθηκε ο Θορ, αφήνοντας το βλέμμα του να πλανηθεί στις βρομιές και τις λάσπες που κάλυπταν το έδαφος, για να σταματήσει μετά στον ποδόγυρο της γκρίζας μάλλινης φούστας της. «Θέλω να της μιλήσω εγώ η ίδια». Ο Θορ δεν έδειξε να εκπλήσσεται. Είχε αρχίσει να τη μαθαίνει. Η Λίνζι αναρωτήθηκε αν θα αποδεχόταν ποτέ την ανεξαρτησία της. Και ανακάλυψε ότι την ενοχλούσε η πιθανότητα να μη συμβεί αυτό. Τη συνόδευσε στη σκάλα, ακουμπώντας προστατευτικά το χέρι του στη μέση της. Όταν έφτασαν στο κεφαλόσκαλο, χτύπησε δυνατά και επανειλημμένα τη φθαρμένη πόρτα, κάνοντας φλούδες μπογιάς να ξεκολλήσουν και να πέσουν κάτω. Χρειάστηκε να χτυπήσει επίμονα κάμποσες φορές ακόμα μέχρι να ακουστούν βήματα από πίσω. Η πόρτα άνοιξε και στο άνοιγμά της αντίκρισαν μια μικρόσωμη γυναίκα με μουντά γκρίζα μαλλιά. «Η Μαίρη Πρατ;» ρώτησε ο Θορ. «Ολόκληρη». Τον κοίταξε επιφυλακτικά, αλλά βλέποντας τη γυναίκα πίσω του, φάνηκε να χαλαρώνει. «Τι θέτε;» Η Λίνζι πέρασε μπροστά. «Θα θέλαμε να σας κάνουμε μερικές ερωτήσεις για το φόνο που έγινε στο δρόμο σας πριν από μερικές εβδο-
μάδες». «Ποια είσαι του λόγου σου;» Η Λίνζι φόρεσε ένα ευγενικό χαμόγελο. «Είμαι δημοσιογράφος του περιοδικού Από Καρδιάς. Ετοιμάζουμε ένα αφιέρωμα για τη δολοφονία». Ήταν η πιο πειστική δικαιολογία που της ήρθε στο νου εκείνη τη στιγμή. «Χρειαζόμαστε απλώς μερικές πληροφορίες». Η γυναίκα δεν έκανε κανένα σχόλιο και η Λίνζι το θεώρησε αυτό σημάδι ότι μπορούσε να προχωρήσει. «Θα θέλαμε να σας ρωτήσουμε για τον άντρα που είδατε να φεύγει τρέχοντας από τον τόπο του εγκλήματος». «Όχι και τρέχοντας... Δεν έτρεχε ακριβώς. Μάλλον περπάταγε, σαν να σουλάτσαρε. Σαν να ήταν περήφανος γι’ αυτό που είχε κάνει. Φυσικά, εκείνη τη στιγμή το μόνο που φαντάστηκα ήταν ότι θα είχε κάνει κάποια μπαγαποντιά. Δεν ήξερα ότι είχε σκοτώσει, ώσπου άκουσα να μιλούν για το φόνο αργότερα». «Πώς ήταν αυτός ο άντρας;» «Της καλής κοινωνίας. Ντυμένος στην πένα... με κομψό ημίψηλο καπέλο και ακριβά δερμάτινα γάντια. Γι’ αυτό τον πρόσεξα. Γιατί έδειχνε εντελώς έξω από τα νερά του σ’ ετούτο το μέρος». «Μάλιστα». «Τι άλλο μπορείτε να μας πείτε;» ρώτησε ο Θορ. «Ήταν ψηλός και λεπτός και είχε ανοιχτόχρωμα μαλλιά». «Μα είπατε ότι φορούσε καπέλο», είπε η Λίνζι. «Όταν τον πρωτόδα, κρατούσε το καπέλο του στο χέρι του. Το φόρεσε καθώς έστριβε στη γωνία». «Και το πρόσωπό του; Πώς ήταν το πρόσωπό του;» «Δεν μπορώ να πάρω κι όρκο». Στράφηκε, έδειξε ένα παράθυρο μέσα στο σπίτι και μετά το δρόμο που περνούσε μπροστά από το οίκημα. «Τη σκότωσαν ακριβώς εκεί, σ’ εκείνη την είσοδο. Από το παράθυρο δεν μπορούσα να διακρίνω τα χαρακτηριστικά του». Η καρδιά της Λίνζι άρχισε να χτυπάει πιο γρήγορα. «Τότε πώς είστε βέβαιη ότι ήταν ο Ρούντολφ Γκρέιαμ;» Η γυναίκα σήκωσε αδιάφορα τους κοκαλιάρικους ώμους της. «Η αστυνομία είπε ότι ήταν αυτός. Ίδιο ύψος, ίδια κοψιά, ίδια ανοιχτό-
χρωμα μαλλιά. Σκέφτηκα, τι διάβολο, αυτοί θα ξέρουν». «Ευχαριστούμε, Μαίρη». Η Λίνζι έβαλε μια γκινέα στην παλάμη της ηλικιωμένης γυναίκας. «Μας βοήθησες πολύ». Εκείνη χαμογέλασε με ένα πλατύ, φαφούτικο χαμόγελο. «Κρίμας που δεν ξέρω να διαβάζω. Θα μ’ άρεσε να δω το όνομά μου στο περιοδικό». Αφήνοντας τη Μαίρη Πρατ στο κεφαλόσκαλο, η Λίνζι και ο Θορ κατέβηκαν τη σκάλα. Η Λίνζι δεν μπορούσε να κρύψει τη χαρά της καθώς της άνοιγε την πόρτα της άμαξας. «Την άκουσες, Θορ; Δεν' είδε το πρόσωπο του δολοφόνου. Θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε». «Πρέπει να το πεις στο δικηγόρο του αδερφού σου. Ίσως αυτό αρκεί για να αφήσουν ελεύθερο τον Ρούντι. Πού είναι το γραφείο του;» Η Λίνζι του έδωσε τη διεύθυνσή του, στη Θρέντνιντλ Στρητ, και λίγο αργότερα η άμαξα σταματούσε έξω από ένα τριώροφο πλινθόκτιστο κτίριο. Ο δικηγόρος, ο Τζόνας Μάρβιν, ήταν στο γραφείο του. Η Λίνζι του σύστησε τον Θορ ως φίλο που τη βοηθούσε να ερευνήσει το φόνο κι έπειτα του είπε όσα είχαν μάθει από τη Μαίρη Πρατ. «Δεν είδε το πρόσωπό του», του εξήγησε. «Η αστυνομία περίπου την έπεισε ότι ήταν ο Ρούντι ο άντρας που είδε να φεύγει από τον τόπο του εγκλήματος». Ο Μάρβιν στερέωσε καλύτερα τα μικρά του γυαλιά με τον χρυσό σκελετό πάνω στη μύτη του. «Αν αληθεύει αυτό, τότε οι κατηγορίες κατά του Ρούντολφ στηρίζονται σε εντελώς περιστασιακές ενδείξεις. Είναι ενοχοποιητικές βέβαια, δεν υπάρχει αμφιβολία, αλλά ο Ρούντι είναι μελλοντικός βαρόνος. Αν ήταν εδώ ο πατέρας σας, θα ήταν πολύ εύκολο να πετύχουμε την απελευθέρωσή του». «Θα ζητήσω από τη θεία Ντιλάιλα να μιλήσει σε κάποιους από τους φίλους της που έχουν επιρροή για να δούμε πόση υποστήριξη μπορούμε να εξασφαλίσουμε για να καταφέρουμε να αφεθεί ελεύθερος ο Ρούντι». «Στο μεταξύ, εγώ θα μιλήσω στον Έιβερι Φρεντς. Ίσως μπορέσει να κάνει κάποια από τα μαγικά του στο γραφείο του δικαστή». «Δείξε το σημείωμα στον κύριο Μάρβιν», είπε ο Θορ.
Η Λίνζι έβγαλε από το τσαντάκι της το σημείωμα που είχε λάβει το πρωί. «Νομίζω ότι μάλλον πρόκειται για φάρσα -από κάποιον από τους ηλίθιους φίλους του Ρούντι». Ο Μάρβιν πήρε το σημείωμα και το διάβασε στα γρήγορα. «Θα το δείξω στον Χάρισον Μάνσφιλντ, τον ερευνητή, και θα δούμε ποια είναι η γνώμη του. Δε θα ήθελα να παραβλάψουμε κανένα ενδεχόμενο». Η συνάντηση ολοκληρώθηκε σε θετικό κλίμα και η Λίνζι, για πρώτη φορά από τότε που ξεκίνησαν όλα αυτά, αισθανόταν αισιόδοξη. Μια και η ώρα ήταν περασμένη, η Λίνζι και ο Θορ αποφάσισαν να αναβάλουν την επίσκεψή τους στις συγκατοίκους της Φίμπι. Ο Θορ την πήγε πίσω στο γραφείο και επέστρεψαν και οι δυο στις δουλειές τους. Δύο ημέρες αργότερα, ο Έιβερι Φρεντς κατόρθωσε να αφεθεί ελεύθερος ο Ρούντι. Παρ’ όλ’ αυτά, ήταν σαφές ότι ο αδερφός της παρέμενε ο υπ’ αριθμόν ένα ύποπτος για τους φόνους. Έπρεπε, λοιπόν, να συνεχίσουν την έρευνα για να βρουν τον πραγματικό δολοφόνο. Μέχρι τότε, ο αδερφός της δε θα ήταν ασφαλής. *** Εκείνη τη νύχτα, ο Θορ ξύπνησε λουσμένος στον ιδρώτα, μετά από έναν ανήσυχο ύπνο. Ήταν ερεθισμένος. Το μόριό του ήταν σκληρό και παλλόταν από επιθυμία κάτω από τα σεντόνια. Την είχε ονειρευτεί ξανά. Άλλο ένα καυτό όνειρο με πρωταγωνίστρια τη Λίνζι. «Μα το αίμα του Όντιν!» έβρισε και πέρασε το χέρι του μέσα από τα μουσκεμένα του μαλλιά. Με ένα στεναγμό, ξανάπεσε στο μαξιλάρι του, με το μόριό του ακόμα βαρύ και πρησμένο από την ανικανοποίητη ανάγκη. Παρότι ήταν αργά, του πέρασε η σκέψη να ντυθεί και να κάνει μια επίσκεψη στις κοπέλες της Κόκκινης Πόρτας. Θα τον δέχονταν με ευχαρίστηση, όπως πάντα, και το σώμα του, με τη σειρά του, θα δεχόταν με εξίσου μεγάλη ευχαρίστηση τις περιποιήσεις τους. Το μόριό του σκίρτησε, γυρεύοντας ανακούφιση, αλλά ο νους του ήθελε κάτι παραπάνω απ’ αυτό. Η εικόνα της Λίνζι μέσα στην άμαξα, με τους λεπτούς γοφούς της πάνω στους μηρούς του, το κεφάλι της ριγμένο πίσω, πάνω στην έκ-
σταση, καθώς την ικανοποιούσε, ήταν χαραγμένη ανεξίτηλα στο μυαλό του και έσφιξε το σαγόνι του νιώθοντας να τον κατακλύζει ένα νέο κύμα πόθου. Δεν ήθελε κάποια από τις κοπέλες της μαντάμ Φορτιέ. Ήθελε τη Λίνζι Γκρέιαμ. Και δεν μπορούσε να την έχει. Σαν μάγισσα, η μικρή πλανεύτρα του είχε πάρει τα μυαλά. Δεν μπορούσε να γίνει δική του, αν και του είχε προσφέρει τον εαυτό της ξανά και ξανά. Ήταν πεπεισμένη ότι ο άντρας που θα παντρευόταν δε θα μπορούσε να της χαρίσει την ευχαρίστηση που θα έβρισκε με τον Θορ. Μήπως θα έπρεπε να της δώσω αυτό που θέλει; Αυτό που θέλουμε και οι δυο; αναρωτήθηκε. Τι θα γινόταν όμως αν έμενε έγκυος; Οι γοφοί της δεν ήταν όσο φαρδιοί θα έπρεπε να είναι για να κυοφορήσει ένα μωρό τόσο μεγαλόσωμο όσο αυτό που θα φύτευε μέσα της ο Θορ. Έριξε μια γροθιά στο μαξιλάρι του, πασχίζοντας να βολευτεί καλύτερα σε ένα στρώμα που ξαφνικά του φαινόταν σκληρό σαν πέτρα. Δεν υπήρχε διέξοδος. Δεν μπορούσε να την πάρει. Παλεύοντας με τους δαίμονες που αγωνίζονταν να τον πείσουν ότι είχε άδικο, ο Θορ προσπάθησε μάταια να κοιμηθεί. *** Η Λίνζι δούλευε στο γραφείο της όταν είδε την Κρίστα να πλησιάζει, με τα ξανθά της μαλλιά δεμένα πίσω και το απλό της φόρεμα από μουσελίνα λεκιασμένο ήδη από μελάνι. Σήκωσε αμέσως το βλέμμα της από το γραπτό της όταν είδε το διπλωμένο χαρτί στο χέρι της φίλης της. «Αυτό το βρήκα κάτω από την πόρτα όταν ήρθα το πρωί. Είναι για σένα». Η Λίνζι πήρε το σημείωμα, το στριφογύρισε στα χέρια της και αναγνώρισε τον γραφικό χαρακτήρα. «Έλαβα άλλο ένα πριν από τρεις μέρες. Έγραφε κάτι ανοησίες, ότι τάχα κάποιος φίλος του Ρούντι είναι ο δολοφόνος του Κόβεντ Γκάρντεν. Ο γραφικός χαρακτήρας μοιάζει να είναι ο ίδιος». Άνοιξε τη σφραγίδα και διάβασε το νέο μήνυμα.
Δεν καταλαβαίνετε; Δε θα βρείτε το δράστη ανάμεσα στους ανόητους που αποτελούν τον άμεσο κύκλο του αδερφού σας. Ο άνθρωπος που γυρεύετε είναι ο Στίβεν Κάμντεν. «Απίστευτο!» «Τι λέει;» Η Λίνζι έδωσε το σημείωμα στην Κρίστα, που το διάβασε ανυπόμονα. «Ο Στίβεν Κάμντεν; Δεν εννοεί φυσικά τον υποκόμη Μέρικ! Για τ’ όνομα του Θεού, ο πατέρας του είναι ο μαρκήσιος του Γουέξφορντ!» «Το οικογενειακό τους κτήμα, το Μέρικ Παρκ, είναι στο Φόξγκροουβ και συνορεύει με το κτήμα όπου βρίσκεται η εξοχική κατοικία μας, το Ρένχερστ Χολ. Ο Στίβεν είναι μερικά χρόνια μεγαλύτερος από τον Ρούντι, αλλά γνωρίζονται από πολύ παλιά. Φοίτησαν στα ίδια οικοτροφεία και ήταν επίσης μαζί για κάποιο διάστημα στην Οξφόρδη». «Έχω συναντήσει αρκετές φορές το λόρδο Μέρικ. Μου φάνηκε αρκετά συμπαθητικός τύπος. Δεν μπορώ να τον φανταστώ σαν δολοφόνο». «Ούτε εγώ. Είμαστε γείτονες και γνωριζόμαστε πολύ καλά. Ο πατέρας, μάλιστα, μου πρότεινε τον Στίβεν ως πιθανό γαμπρό». Ξαναπήρε το σημείωμα που της έτεινε η Κρίστα. «Αν πρόκειται για αστείο, το βρίσκω εξαιρετικά κακόγουστο». «Αναρωτιέμαι ποιος έστειλε το σημείωμα». «Μακάρι να ’ξέρα». «Τι θα κάνεις σχετικά μ’ αυτό;» «Τίποτα». «Έλαβες κι άλλο σημείωμα;» Η βαθιά φωνή του Θορ, καθώς πλησίαζε στο γραφείο της, την έκανε να πετρώσει από ταραχή και η καρδιά της αναπήδησε στο στήθος της. «Ναι, το φαντάζεσαι; Το ίδιο ανόητο με το πρώτο. Αυτό κατηγορεί έναν παλιό οικογενειακό φίλο, τον Στίβεν Κάμντεν, το γιο του μαρκήσιου του Γουέξφορντ. Ο άνθρωπος είναι υποκόμης, για τ’ όνομα του Θεού! Είναι εντελώς γελοίο».. «Κι ο αδερφός σου κάποια μέρα θα γίνει βαρόνος κι όμως θεωρεί-
ται ύποπτος. Πρέπει να δείξεις το σημείωμα στον ερευνητή, τον Μάνσφιλντ, για να το ψάξει το θέμα». «Δεν πρόκειται να κάνω τίποτα τέτοιο. Δε θα δείξω αυτό το σημείωμα σε κανέναν. Ο Ρούντι θα γινόταν έξω φρενών και το μόνο αποτέλεσμα θα ήταν να βρεθούμε σε δύσκολη θέση και οι δυο μας». «Όμως θα το κρατήσεις το σημείωμα, μη τυχόν κι έρθει κι άλλο». «Θα το κρατήσω. Κι όταν μάθω ποιος τα στέλνει, θα τ’ ακούσει ένα χεράκι!» Ο Θορ, χωρίς άλλη κουβέντα, αποχώρησε και γύρισε στα καθήκοντά του. Και δεν ξαναμίλησαν μέχρι αργά το απόγευμα, όταν μπόρεσαν επιτέλους να φύγουν από το γραφείο για να επισκεφθούν τις δύο γυναίκες που συγκατοικούσαν με τη Φίμπι Κάρτερ. Στη διαδρομή ως εκεί με την άμαξα, ο Θορ ήταν ευχάριστος αλλά απόμακρος, δείχνοντας τη σαφή πρόθεσή του να αγνοήσει τις οικείες στιγμές που είχαν μοιραστεί και να δώσει και πάλι στη σχέση τους χαρακτήρα τυπικό. Η Λίνζι ήταν εκνευρισμένη και κακοδιάθετη όταν έφτασαν στο τριώροφο κτίριο της Μέιντεν Λέιν όπου βρισκόταν το διαμέρισμα της Φίμπι. Ήταν αρκετά αργά ώστε να έχουν ξυπνήσει οι δύο γυναίκες -έστω κι αν η δουλειά τους τις είχε κρατήσει ξάγρυπνες όλη τη νύχτα-, αλλά και αρκετά νωρίς για να βρίσκονται ακόμα στο σπίτι. Ο Θορ κοπάνησε την πόρτα με ανυπόμονα, απανωτά χτυπήματα. Πάνω που είχε αρχίσει να ξαναχτυπάει, την πόρτα άνοιξε μια κοκκινομάλλα με μαύρο σατέν νεγκλιζέ. «Σταμάτα τη φασαρία! Είναι νωρίς ακόμα, δεν είναι ώρα για...» Τα χείλη της σχημάτισαν ένα Ο έκπληξης και τα μάτια της φωτίστηκαν μόλις είδε τον Θορ. Το βλέμμα της ταξίδεψε από τα μακριά, μυώδη πόδια του ως τους στενούς γοφούς του, το πλατύ του στέρνο και το πλαισιωμένο από κυματιστά κατάμαυρα μακριά μαλλιά πρόσωπό του -το όμορφο πρόσωπο ενός σκοτεινού αγγέλου. Το ζωηρό γαλάζιο του βλέμμα μέτρησε με μία ματιά τη γυναίκα και τον γύρω χώρο. «Ίσως βιάστηκα να μιλήσω», είπε κάνοντας στην άκρη σαν να τον προσκαλούσε να περάσει μέσα. «Τι μπορεί να κάνει η Μάντι για σε-
να, όμορφε;» Προς μεγάλη έκπληξη της Λίνζι, ο Θορ δε φάνηκε να δίνει καμία σημασία στα σχεδόν ανύπαρκτα ρούχα της γυναίκας. «Θα θέλαμε να σας κάνουμε μερικές ερωτήσεις». «Θα θέλαμε να μιλήσουμε για τη συγκάτοικό σας, τη Φίμπι Κάρτερ», εξήγησε η Λίνζι, πειραγμένη που η γυναίκα έμοιαζε να μην είχε αντιληφθεί καν την παρουσία της. Ο Θορ είχε μονοπωλήσει όλη την προσοχή της. Και όταν το καλοσκέφτηκε η Λίνζι, κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να την κατηγορήσει γι’ αυτό. «Δε μοιάζετε για αστυνομικοί». «Ο Ρούντι Γκρέιαμ είναι αδερφός μου. Ίσως τον έχετε ακουστά. Κατηγορήθηκε για το φόνο της Φίμπι». «Ναι, το άκουσα αυτό. Νομίζω ότι έχεις πολύ θράσος που έρχεσαι εδώ». «Ο αδερφός μου είναι αθώος», είπε η Λίνζι. «Αν τον έχετε γνωρίσει, θα ξέρετε ότι δεν είναι άνθρωπος που θα μπορούσε να σκοτώσει μια γυναίκα. Αυτό ακριβώς προσπαθούμε να αποδείξουμε». Η Μάντι έριξε μια κλεφτή ματιά στον Θορ. «Τον έχω συναντήσει δυο τρεις φορές. Της Φίμπι της άρεσε. Δεν έμοιαζε με φονιά». Έκανε πίσω και άνοιξε περισσότερο την πόρτα. «Περάστε, αν θέλετε». Στράφηκε και φώναξε προς το πίσω μέρος του διαμερίσματος: «Έι, Άννι, έχουμε μουσαφίρηδες». Ο χώρος ήταν αρκετά καθαρός, αλλά είχε λιγοστά έπιπλα -έναν πολυκαιρισμένο ροζ βελούδινο καναπέ και μια ασορτί καρέκλα. Το πάτωμα καλυπτόταν από ένα ξεθωριασμένο περσικό χαλί και τα κρόσσια του αμπαζούρ ήταν ξεφτισμένα. Παρ’ όλ’ αυτά, το διαμέρισμα ήταν πιο φροντισμένο από τα υπόλοιπα της συνοικίας. Η πορνεία πληρωνόταν καλύτερα απ’ ό,τι οι περισσότερες δουλειές που μπορούσε να βρει μια γυναίκα. «Άννι!» «Ηρέμησε, έρχομαι». Μια μελαχρινή με ελαφροπάτητο γατίσιο βήμα έκανε την εμφάνισή της. Ήταν ελάχιστα πιο ντυμένη από τη Μάντι, με ένα ανοιχτό ροζ κομπινεζόν που φαινόταν κάτω από τη ρόμπα της καθώς διέσχιζε το δωμάτιο.
Σταμάτησε μπροστά στον Θορ και τον έκοψε από πάνω μέχρι κάτω. «Γνωστός μού φαίνεσαι. Μήπως έχουμε συναντηθεί πουθενά;» «Δε νομίζω» «Σωστά. Αν είχαμε συναντηθεί θα σε θυμόμουν». Έστρεψε μετά την προσοχή της στη Λίνζι. «Τι μπορούμε να κάνουμε για σας;» «Είναι η αδερφή του Ρούντι Γκρέιαμ», πετάχτηκε η Μάντι. «Τον θυμάσαι; Είχε έρθει εδώ μερικές φορές με τη Φίμπι. Είναι ο αριστοκράτης που συνέλαβαν για τη δολοφονία της». Η Άννι άλλαξε αμέσως στάση. «Ξεκουμπιστείτε αμέσως από δω». «Δε σκότωσε ο αδερφός μου τη φίλη σας. Σύμφωνα με τη μάρτυρα -κάποια Μαίρη Πρατ-, ο Ρούντι μοιάζει με το δολοφόνο, όμως η Μαίρη δεν είδε στην πραγματικότητα τον Ρούντι αλλά απλώς κάποιον που είχε πάνω κάτω την ίδια εμφάνιση». «Ψηλός, λεπτός, με ανοιχτόχρωμα μαλλιά», πρόσθεσε ο Θορ. «Κομψά ντυμένος. Γνωρίζετε κανέναν τέτοιο άντρα;» «Σε πολλούς ταιριάζει αυτή η περιγραφή», είπε η Μάντι. «Ο αδερφός σου ήταν μαζί της τη νύχτα που δολοφονήθηκε», είπε απότομα η Άννι. «Την άφησε στο Σπίτι των Ονείρων», αντέκρουσε το επιχείρημά της η Λίνζι. «Επέστρεφε στο σπίτι της όταν τη σκότωσαν». Η Άννι σήκωσε το ένα της μαύρο φρύδι. «Σοβαρά;» «Της Φίμπι της άρεσε να ονειρεύεται», είπε η Μάντι. «Πίστευε ότι τα όνειρα έκαναν τη ζωή της πιο εύκολη. Έφερνε πελάτες στη Σάλτρι Γουίβερ σε αντάλλαγμα για μια δόση». «Το ξέρουμε αυτό», είπε ο Θορ. «Υπήρχε κάποιος που η Φίμπι έβλεπε πιο συχνά από τους άλλους, κάποιος που μπορεί να θεωρούσε ότι του ανήκε;» «Δηλαδή κάποιος που μπορεί να ζήλευε τόσο ώστε να τη σκοτώσει;» ρώτησε η Άννι. Ο Θορ έγνεψε καταφατικά. «Κανένας που να ξέρουμε», είπε η Μάντι, αφού πρώτα συμβουλεύτηκε με το βλέμμα τη συγκάτοικό της, που έδειχνε ότι συμφωνούσε. «Έκανε τη δουλειά της, δεν μπλεκόταν ποτέ με πελάτες. Ήταν έξυπνη η Φίμπι».
«Δεν μπορούμε να το πιστέψουμε ότι έχει φύγει», είπε η Άννι. «Αν σκεφτείτε κάτι», είπε η Λίνζι, «οτιδήποτε που θα μπορούσε να βοηθήσει, θα το εκτιμούσαμε πολύ αν μας ενημερώνατε. Εργάζομαι στο γυναικείο περιοδικό Από Καρδιάς. Τα γραφεία είναι στο Πικαντίλι». «Θα έχουμε τα μάτια μας ανοιχτά», είπε η Άννι. «Τίποτα δε θα μ’ ευχαριστούσε περισσότερο από το να δω το κάθαρμα κρεμασμένο». Η Λίνζι τις ευχαρίστησε για το χρόνο τους κι έφυγαν. Ο Θορ τη βοήθησε να ανεβεί στην άμαξα κι έπειτα κάθισε σιωπηλός απέναντι της. «Δε μάθαμε και πολλά», είπε η Λίνζι. «Ίσως θυμηθούν κάτι κάποια στιγμή». «Ίσως». Έπαιξε αμήχανα με μια πτυχή της φούστας της. «Υποθέτω ότι δεν άλλαξες γνώμη σχετικά... ξέρεις... μ’ εμάς». Ο Θορ απλώς γρύλισε. «Δεν έχεις... εμμ... δεν έχεις ξαναπάει στης μαντάμ Φορτιέ, έτσι; Πρόσφατα, εννοώ». Ο Θορ αναπήδησε ξαφνιασμένος και η Λίνζι πήρε μια κοφτή εισπνοή. Το γαλάζιο του βλέμμα καρφώθηκε πάνω της καυτό. «Όχι, δεν έχω ξαναπάει. Αλλά είμαι άντρας και έχω ανάγκη από γυναίκα. Κι αυτή η ανάγκη γίνεται όλο και πιο δυνατή κάθε φορά που είμαι μαζί σου, Λίνζι». Άπλωσε το χέρι της και άγγιξε το μάγουλό του. Το έσυρε έπειτα αργά στη σκληρή καμπύλη του σαγονιού του. «Αυτό που συνέβη την τελευταία φορά που ήμασταν μαζί... ήταν υπέροχο, Θορ. Θέλω να ζήσω και τα υπόλοιπα. Θέλω να τα μάθω όλα. Άφησε με να είμαι εγώ η γυναίκα που έχεις ανάγκη». Το χέρι του έτρεμε όταν το πέρασε μέσα στα πυκνά μαύρα μαλλιά του. «Το κάνεις να ακούγεται εύκολο, αλλά δεν είναι. Τι θα γινόταν αν σ’ άφηνα έγκυο; Το έχεις σκεφτεί αυτό, Λίνζι;» «Θα υπάρχει κάποιος τρόπος να το εμποδίσουμε». Στο νου της ήρθε ο Ινδός βαλές του συζύγου της Κόραλι, ένας άνθρωπος που έφτιαχνε κάθε λογής γιατρικά και φίλτρα. «Έχω μια φίλη που ίσως μπορεί να βοηθήσει».
«Όχι». Χαμήλωσε το βλέμμα της. Το πανωφόρι του είχε ανοίξει και διακρινόταν η σκληρή στύση που τέντωνε το παντελόνι του στον καβάλο. Ξέροντας ότι δεν έπρεπε να το κάνει, αλλά νικημένη από την περιέργεια, η Λίνζι άπλωσε το χέρι και τον άγγιξε ελαφρά εκεί. Το σκληρό του μόριο σκίρτησε αμέσως στο άγγιγμά της. Ο Θορ τίναξε το χέρι της μακριά. «Μα τους θεούς, γυναίκα!» «Με θέλεις ακόμα. Δεν μπορείς να το αρνηθείς». «Σε θέλω. Σε κοιτάζω και θέλω να σου σκίσω τα ρούχα. Θέλω να κολλήσω τα χείλη μου πάνω στα όμορφα στήθη σου και να βυθιστώ βαθιά μέσα σου. Θέλω να σε πάρω ώσπου να μην μπορεί κανένας από τους δυο μας να σαλέψει από την εξάντληση». Η καρδιά της φτερούγισε στο στήθος της και ένιωσε ένα τρεμούλιασμα στο στομάχι της. Οι παλάμες της ήταν υγρές και το στόμα της στεγνό. Πώς μπορούσαν μερικά απλά λόγια να την κάνουν να νιώθει έτσι, να καίγεται και να τρέμει σύγκορμη και μια γλυκιά, σχεδόν επώδυνη λαχτάρα να πάλλεται ανάμεσα στα πόδια της; «Ξέρω πού μένεις», του είπε. «Η Κρίστα μου έδειξε το σπίτι σου μια φορά που είχαμε πάει για ψώνια. Θα έρθω να σε βρω απόψε». Την κεραυνοβόλησε με το βλέμμα του. «Δε θα είμαι εκεί. Θα είμαι απασχολημένος με τις πόρνες της Κόκκινης Πόρτας». Τα λόγια του ήταν μαχαιριά στην καρδιά της. Δε θα έπρεπε, αλλά πονούσε. Έμειναν σιωπηλοί στη διάρκεια της υπόλοιπης διαδρομής ως το σπίτι της. Η αποψινή τους αποστολή είχε τελειώσει και δεν ήξεραν ποια κατεύθυνση να ακολουθήσουν στη συνέχεια. Σήκωσε τα μάτια της στον Θορ και στο φουρτουνιασμένο του βλέμμα είδε ένα μείγμα αποφασιστικότητας και λύπης. Και κάτι ακόμα· μια λαχτάρα τόσο σφοδρή, που της έκοψε την ανάσα. Μάζεψε όλο της το θάρρος. «Θα έρθω, Θορ», του ψιθύρισε. «Και ελπίζω να είσαι εκεί». Πριν προλάβει να της απαντήσει, η άμαξα σταμάτησε με ένα απότομο τράνταγμα. Ο αμαξάς πήδησε κάτω και άνοιξε την πόρτα. «Φτάσαμε, αφεντι-
κό». Η Λίνζι στηρίχτηκε στο χέρι του αμαξά και κατέβηκε. Ο Θορ έμοιαζε πολύ αποσβολωμένος για να κουνηθεί από τη θέση του. «Λίνζι!» της φώναξε από το παράθυρο ενώ ο αμαξάς ξανάπαιρνε τη θέση του. Αγνοώντας τον, η Λίνζι μάζεψε τη φούστα της κι έφυγε τρέχοντας προς το σπίτι.
Κεφάλαιο 13 Ο ήλιος βούλιαξε αφήνοντας τις τελευταίες χρυσοπόρφυρες αναλαμπές του στο βάθος του ορίζοντα και την πόλη άρχισε να τυλίγει το σκοτάδι. Πίσω από τα τζάμια των παραθύρων άναψαν οι λάμπες, ρίχνοντας το αχνό κιτρινωπό φως τους στους δρόμους. Η Λίνζι πήγαινε στην κατοικία του κόμη και της κόμισσας του Τρεμέιν στο Μέιφερ, μόλις λίγα τετράγωνα μακριά. Αποφασισμένη να μη λιποψυχήσει, μόλις σταμάτησε η άμαξα, κατέβηκε και ανηφόρισε με γοργό βήμα το δρομάκι που οδηγούσε στην είσοδο του τριώροφου λονδρέζικου σπιτιού του κόμη. Η Κόραλι Γουίτμορ Φόρσαϊθ και ο σύζυγός της, ο Γκρέι, είχαν γυρίσει μόλις πριν από δύο μέρες από το διάρκειας έξι εβδομάδων ταξίδι τους στην Ευρώπη. Ο μπάτλερ άνοιξε την πόρτα. «Μπορώ να σας βοηθήσω;» «Είμαι φίλη της κόμισσας. Ελπίζω να...» «Α, δεσποινίς Γκρέιαμ. Περάστε, παρακαλώ. Θα πω στην ευγένεια της ότι είστε εδώ. Παρακαλώ, ακολουθήστε με». Την οδήγησε σε ένα κομψό σαλόνι διακοσμημένο σε σκουροπράσινες και χρυσές αποχρώσεις, με βελουτέ ταπετσαρία στους τοίχους και επίχρυσα λαμπατέρ πάνω στα καλογυαλισμένα τραπέζια από μαόνι. Στο άλλο άκρο του σαλονιού, πάνω από ένα λευκό μαρμάρινο τζάκι, κρεμόταν ένας πίνακας που απεικόνιζε μια βουκολική σκηνή. Λίγα λεπτά αργότερα, μπήκε η Κόραλι με ένα πλατύ χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό της. «Λίνζι! Πόσο χαίρομαι που σε βλέπω!» «Κόραλι!» Οι δύο γυναίκες αγκαλιάστηκαν κι έπειτα η Λίνζι έκανε λίγο πίσω για να επιθεωρήσει τη φίλη της, που είχε εβδομάδες να τη δει. «Φαίνεσαι υπέροχη. Δε σ’ έχω ξαναδεί να λάμπεις τόσο». Η Κόρι ήταν μικροκαμωμένη, με ντελικάτα χαρακτηριστικά και πυκνά καστανοκόκκινα μαλλιά, που πλαισίωναν σε σγουρές μπούκλες το πρόσωπό της. «Είμαι παντρεμένη με τον πιο υπέροχο άντρα στον κόσμο και είμαι
ερωτευμένη. Υποθέτω ότι φαίνεται». «Φαίνεται, πράγματι». Προχώρησαν λίγο παραμέσα μαζί. «Πώς ήταν το ταξίδι σου;» ρώτησε η Λίνζι. «Φανταστικό. Είδα τόσα υπέροχα αξιοθέατα. Το Παρίσι ήταν... πώς να το περιγράφω; Καταπληκτικό! Και το απόλαυσα ακόμα περισσότερο αφού ήμουν μαζί με τον Γκρέι». «Είναι ωραίο που αρέσουν και στους δυο σας τα ταξίδια. Και οι γονείς μου ταξιδεύουν πολύ· τον περισσότερο καιρό λείπουν. Ακόμα κι όταν εγώ κι ο Ρούντι ήμασταν μικρά, ταξίδευαν αδιάκοπα. Φαντάζομαι, γι’ αυτό το έχω συνηθίσει και δε με πειράζει ιδιαίτερα η απουσία τους». Η Λίνζι έριξε μια ματιά προς την πόρτα που οδηγούσε στο χολ. «Ο σύζυγός σου είναι εδώ; Μήπως σας διέκοψα από κάτι;» «Πήγε να τακτοποιήσει κάτι δουλειές και δεν έχει γυρίσει ακόμα». Κάθισαν και οι δυο στον καναπέ και η Λίνζι πήρε τα μικρά χέρια της Κόραλι στα δικά της. «Ζητώ συγγνώμη που ήρθα έτσι απροειδοποίητα και σ’ ενοχλώ ενώ δεν έχετε παρά μόλις λίγες μέρες που επιστρέψατε. Όμως στη ζωή μου συμβαίνει το ένα απρόοπτο μετά το άλλο και ελπίζω στη δική σου βοήθεια». «Δεν ενοχλείς καθόλου. Είμαι ενθουσιασμένη που σε βλέπω έπειτα από τόσον καιρό και φυσικά θα χαρώ να σε βοηθήσω με όποιον τρόπο μπορώ. Θα πω να μας φέρουν τσάι και μετά θα μου πεις με την ησυχία σου τι συνέβη όσο έλειπα. Τι λες;» «Θα έπινα ευχαρίστως ένα φλιτζάνι τσάι», είπε η Λίνζι, ελπίζοντας έτσι να έβρισκε το κουράγιο να μιλήσει στη φίλη της. Αν, μάλιστα, έκανε αυτό που σχεδίαζε απόψε, θα χρειαζόταν κάτι πολύ πιο δυνατό από το τσάι. Η Κόραλι σηκώθηκε για να χτυπήσει το κουδούνι υπηρεσίας κι έπειτα ξανακάθισε στον σκουροπράσινο βελούδινο καναπέ πλάι στη Λίνζι. «Λοιπόν», της είπε, «γιατί δεν ξεκινάς από την αρχή; Πες μου τι είναι αυτό που σε αναστάτωσε τόσο ώστε να έρθεις έτσι ξαφνικά να με δεις». Η Λίνζι πήρε μια βαθιά ανάσα, μη ξέροντας από πού να πρωταρχίσει. Και την επόμενη μισή ώρα, οι δυο κοπέλες έπιναν αργά το
τσάι τους όσο η Λίνζι εξιστορούσε τις λεπτομέρειες για τους φόνους στο Κόβεντ Γκάρντεν, τη σύλληψη του Ρούντι και τις έρευνες που είχε αναλάβει μόνη της. «Θεέ και Κύριε! Δεν είχα ιδέα!» Η Κόραλι σήκωσε το πορσελάνινο φλιτζάνι της με το επίχρυσο χείλος, αλλά δεν είπε γουλιά. «Έχεις κάνει καθόλου πρόοδο;» Ισορρόπησε προσεκτικά το φλιτζάνι και το πιατάκι στα πόδια της. «Καταφέραμε να αφεθεί ελεύθερος ο Ρούντι, αλλά είναι πολύ πιθανό η αστυνομία να επιμείνει στην ενοχή του. Γι’ αυτό είναι τόσο σημαντικό να βρεθεί ο πραγματικός δολοφόνος». «Αυτό μπορεί να είναι επικίνδυνο, Λίνζι». «Το έμαθα ήδη από πρώτο χέρι αυτό... κι αυτός είναι ο λόγος που με βοηθάει ο Θορ». Τα πράσινα μάτια της Κόρι την κοίταξαν εξεταστικά. «Ο Θορ; Είχα την εντύπωση ότι δεν τα πηγαίνατε καλά οι δυο σας». Η Λίνζι χαμήλωσε το βλέμμα στο φλιτζάνι της, σέρνοντας αφηρημένα το δάχτυλό της στο χείλος του. «Απλώς... εμμ... δεν ξέραμε καλά ο ένας τον άλλον. Τώρα που γνωριστήκαμε καλύτερα... ας πούμε ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει». «Συνέχισε». Η Λίνζι άφησε το φλιτζάνι και το πιατάκι της στο τραπεζάκι μπροστά στον καναπέ και πήρε το χέρι της Κόρι. «Εσύ και η Κρίστα είστε οι καλύτερες φίλες μου. Είστε και οι δυο γυναίκες ανεξάρτητες, που ξέρετε να διεκδικείτε αυτό που θέλετε. Γι’ αυτό, ελπίζω ότι θα με καταλάβεις όταν σου πω ότι ο Θορ κι εγώ... νιώθουμε μια πολύ ισχυρή σωματική έλξη ο ένας για τον άλλον. Εσύ και η Κρίστα είστε τυχερές που παντρευτήκατε τους άντρες που αγαπάτε, αλλά μ’ εμένα δεν πρόκειται να συμβεί κάτι τέτοιο». «Δεν το ξέρεις αυτό. Πώς μπορείς να είσαι σίγουρη;» Η Λίνζι αναστέναξε. «Είμαι ρεαλίστρια, Κόραλι. Ξέρω ότι θα καταλήξω παντρεμένη με κάποιον αξιοσέβαστο αριστοκράτη με εντυπωσιακό τίτλο και περιουσία. Δε θα γνωρίσω ποτέ το ερωτικό πάθος, αυτό που εσύ και η Κρίστα μοιράζεστε με τους συζύγους σας». «Τι ακριβώς μου λες, Λίνζι;»
«Θέλω να γνωρίσω αυτό το πάθος έστω και για μία φορά. Θέλω να το νιώσω να με συνεπαίρνει ολοκληρωτικά. Ο Θορ με κάνει να αισθάνομαι πράγματα που δε φανταζόμουν ποτέ πως υπήρχαν. Αλλά δεν μπορούμε να παντρευτούμε. Είμαστε εντελώς αταίριαστοι. Η οικογένειά μου δε θα τον ενέκρινε ποτέ και, ακόμα και αν τον δεχόταν, πιθανότατα ο γάμος μας δε θα πετύχαινε. Είμαστε απλώς πολύ διαφορετικοί». «Όμως θέλεις να σου κάνει έρωτα». «Ναι». «Εκπλήσσομαι που το δέχεται ο Θορ. Είναι αρκετά αρρενωπός φυσικά, αλλά μοιάζει πολύ με τον αδερφό του. Αυτοί οι άντρες έχουν πολύ έντονη αίσθηση της τιμής. Αν σου έκανε έρωτα, νομίζω ότι θα αισθανόταν υποχρεωμένος να σε παντρευτεί». «Γι’ αυτό χρειάζομαι τη βοήθειά σου. Ο Θορ το καταλαβαίνει ότι δεν μπορούμε να παντρευτούμε. Και, όπως μαντεύεις, αυτός είναι ο λόγος που αρνείται να μου κάνει έρωτα. Ανησυχεί επίσης μήπως με αφήσει έγκυο. Γι’ αυτό βρίσκομαι σήμερα εδώ». Η Κόρι έσκυψε προς το μέρος της και οι χαλκοκόκκινες μπούκλες της αναπήδησαν στους ώμους της. Άφησε κάτω το φλιτζάνι της. «Εννοείς τον Σαμίρ», είπε δείχνοντας να καταλαβαίνει απόλυτα τη φίλη της. «Η Κρίστα μου έχει μιλήσει για το βαλέ του συζύγου σου. Είναι από την Ινδία, έτσι;» «Ναι». «Και ξέρει να φτιάχνει κάθε λογής φάρμακα και ελιξίρια;» Η Κόραλι κούνησε ελαφρά το κεφάλι της. «Βοήθησε τον Γκρέι να μου σώσει τη ζωή». Τα μάτια της Λίνζι άνοιξαν διάπλατα. «Τι συνέβη;» «Είναι πολύ μεγάλη ιστορία. Καλύτερα να την αφήσουμε για άλλη φορά. Πες μου τι θέλεις από τον Σαμίρ». Η Λίνζι ίσιωσε αμήχανα τις πτυχές της φούστας της. «Σκεφτόμουν... Έλεγα μήπως μπορούσε να μου φτιάξει κάποιο φίλτρο που να εμποδίζει τη σύλληψη». Το βλέμμα της Κόρι καρφώθηκε ερευνητικό στο πρόσωπό της.
«Αυτό είναι πολύ μεγάλο βήμα, Λίνζι». «Μπορεί να το κάνει ή όχι;» «Φαντάζομαι πως μπορεί». «Πόσον καιρό θα του έπαιρνε;» «Ο Σαμίρ έχει έναν τοίχο με ράφια γεμάτα φίλτρα και γιατρικά στο δωμάτιό του -ένα σωρό μπουκαλάκια και δέματα με θεραπευτικά βοτάνια που χρησιμοποιεί. Κατά πάσα πιθανότητα, θα διαθέτει ήδη κάποιο τέτοιο μείγμα». Η καρδιά της Λίνζι άρχισε να χτυπάει πιο γρήγορα. «Θα τον πληρώσω όσο θέλει». Έτσι θα μπορούσε να επισκεφθεί τον Θορ απόψε κιόλας, όπως λαχταρούσε. Υπενθύμισε στον εαυτό της ότι μπορεί να μην ήταν εκεί, ότι μπορεί να βρισκόταν με κάποια άλλη γυναίκα, αλλά αγνόησε τον πόνο που δεν είχε κανένα δικαίωμα να νιώθει. Ο Θορ δεν είχε καμία υποχρέωση πίστης απέναντι της. Αντίθετα, είχε κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι του για να την κρατήσει σε απόσταση. Παρ’ όλ’ αυτά η Λίνζι πίστευε ότι την ήθελε όσο παθιασμένα τον ήθελε κι εκείνη. «Είσαι σίγουρη γι’ αυτό, Λίνζι; Μπορώ να σου πω από προσωπική πείρα ότι μερικές από τις καλύτερες ιδέες μας καταλήγουν να είναι τελικά οι χειρότερες». «Μπορεί να μην έχω ποτέ ξανά αυτή την ευκαιρία». «Τον Θορ τον σκέφτηκες; Είναι διαφορετικός από τους άλλους άντρες, πιο ευαίσθητος, πιο προστατευτικός από τους περισσότερους. Αν σου κάνει έρωτα, ίσως θεωρήσει ότι του ανήκεις. Αυτό συνέβη στην περίπτωση της Κρίστα. Ευτυχώς ήταν κι εκείνη ερωτευμένη με τον Λέιφ, έτσι η ιστορία τους είχε αίσιο τέλος». Η Λίνζι γύρισε το βλέμμα της αλλού, με ένα ξαφνικό σφίξιμο στο στήθος. Είπε στον εαυτό της ότι δεν ήταν ερωτευμένη με τον Θορ. Και, ακόμα κι αν ήταν, δεν υπήρχε περίπτωση να τον παντρευτεί ποτέ. «Τον Θορ τον περιτριγυρίζουν περισσότερες γυναίκες απ’ ό,τι οποιονδήποτε άλλον άντρα. Όταν χωρίσουμε, θα έχει άπειρα πρόθυμα θηλυκά να τον φροντίσουν και να τον παρηγορήσουν. Εγώ, όμως, το μόνο που θα έχω είναι αυτό το μικρό διάστημα μαζί του. Θα με
βοηθήσεις, Κόραλι;» Η μικροκαμωμένη της φίλη σηκώθηκε από τον καναπέ. «Θα πάω να μιλήσω στον Σαμίρ για να δω αν έχει αυτό που χρειάζεσαι». Σηκώθηκε και η Λίνζι και της έσφιξε το χέρι. Στα μάτια της λαμπύριζαν τα δάκρυα που ήταν έτοιμα να κυλήσουν. «Σ’ ευχαριστώ». Με ένα νεύμα κατανόησης, η Κόραλι βγήκε από το δωμάτιο. Δεν μπορούσε να καταλάβει πώς ένας άντρας όπως ο Θορ είχε καταφέρει να μπλέξει έτσι με τη Λίνζι. Η μόνη απάντηση ήταν ο έρωτας. Ήταν φανερό ότι η Λίνζι ήταν ερωτευμένη με τον Θορ, παρότι δεν το είχε συνειδητοποιήσει ακόμα. Ανέκαθεν υπήρχε κάτι μεταξύ τους, αν και είχαν προσπαθήσει και οι δυο να αντισταθούν στην έλξη που ένιωθαν από την αρχή. Ήταν ερωτευμένοι, λοιπόν; Αλλά ακόμα κι αν ήταν, μερικές φορές ο έρωτας δεν ήταν αρκετός. Η Κόρι είχε κοντέψει να χάσει τον Γκρέι εξαιτίας των επιλογών της και των παιχνιδιών που είχε παίξει. Ευχήθηκε μέσα της να μην έκανε το ίδιο λάθος και η Λίνζι. *** Ο Ρούντι βρισκόταν στο Δρύινο Σαλόνι μαζί με τη θεία Ντι όταν η Λίνζι επέστρεψε στο σπίτι. Είχε πει στη θεία της ότι θα επισκεπτόταν την Κόραλι και δε θα δειπνούσε μαζί τους. Το δείπνο τώρα είχε τελειώσει και η Λίνζι, διασχίζοντας το μαρμάρινο χολ, κατευθύνθηκε στο σαλόνι με τη λουστραρισμένη δρύινη επένδυση, που ήταν το πιο άνετο στο σπίτι. Ανησυχούσε για τον αδερφό της. Ό,τι κι αν συνέβαινε στη δική της ζωή, το σημαντικότερο ήταν να σώσει τον Ρούντι από την αγχόνη. Μπήκε χαμογελώντας. «Καλησπέρα, θεία Ντι... Ρούντι». Το βλέμμα της πηγαινοήρθε από τον ένα στον άλλον, πιάνοντας την ένταση ανάμεσά τους. «Γεια σου, αδερφούλα». Ο Ρούντι της χαμογέλασε με το ζόρι. «Μόλις έλεγα στη θεία ότι σκεφτόμουν να πάω στο θέατρο, αλλά δεν το βρίσκει καλή ιδέα». «Το συγκεκριμένο έργο τυχαίνει να παίζεται στο Θέατρο Ρόγιαλ,
στην Ντρούρι Λέιν», εξήγησε λακωνικά η θεία Ντι. Η προσοχή της Λίνζι στράφηκε απότομα στον αδερφό της. «Στο Κόβεντ Γκάρντεν; Θεέ μου, Ρούντι, τρελάθηκες; Μόλις βγήκες από τη φυλακή. Η αστυνομία αναζητάει οποιαδήποτε δικαιολογία για να σε συλλάβει ξανά. Θέλεις να σε κρεμάσουν;» Το πρόσωπό του χλόμιασε λιγάκι και χαμήλωσε το βλέμμα στις μύτες των ακριβών δερμάτινων παπουτσιών του. «Να, απλώς... Πριν ήμουν κλεισμένος στη φυλακή και τώρα είμαι φυλακισμένος ξανά εδώ μέσα. Έχω ανάγκη να βγω έξω, αδερφούλα». Η Ντιλάιλα σηκώθηκε από τον δερμάτινο καναπέ. «Καταλαβαίνω ότι ένας νέος στην ηλικία του Ρούντι δε θέλει να περνάει τα βράδια του στο σπίτι. Αυτό που πρότεινα στον αδερφό σου ήταν ότι ίσως θα έπρεπε να περάσει μερικές εβδομάδες στην εξοχή. Οι κήποι στο Ρένχερστ είναι υπέροχοι το φθινόπωρο. Η αλλαγή θα έκανε καλό σε όλους μας και θα ήταν μια ευκαιρία να κοπάσουν τα κουτσομπολιά». Η Λίνζι ένιωσε ένα κύμα ανακούφισης. Θα ήταν φρόνιμο για τον Ρούντι να απομακρυνθεί από το Λονδίνο, έστω και για λίγο. «Νομίζω ότι είναι θαυμάσια ιδέα». Και υπήρχε ένα πρόσθετο πλεονέκτημα: το Μέρικ Παρκ βρισκόταν ακριβώς δίπλα στο Ρένχερστ Χολ. Ήταν παρανοϊκό να πιστεύει ότι ο υποκόμης είχε οποιαδήποτε σχέση με τους αποτρόπαιους φόνους, όπως υποστήριζε το σημείωμα που είχε λάβει. Ωστόσο, όσο θα ήταν εκεί, θα μπορούσε να κάνει μια διακριτική έρευνα για να διαπιστώσει αν ο ισχυρισμός αυτός είχε κάποια βάση. «Τι λες, λοιπόν, αδερφούλα; Θα πάω στην εξοχή, αν έρθεις κι εσύ». Η υπ’ αριθμόν ένα προτεραιότητα, της ήταν να κρατήσει τον αδερφό της μακριά από μπλεξίματα. Θα έβρισκε κάποια αντικαταστάτρια για να γράφει τη στήλη της όσο θα έλειπε. Ίσως δεχόταν να τη βοηθήσει ακόμα και η Κόραλι, αφού και η Λίνζι είχε κάνει το ίδιο παλιότερα, αντικαθιστώντας τη για να μπορέσει να ερευνήσει το θάνατο της αγαπημένης της αδερφής. Η Κόραλι θα μπορούσε να πάρει τη θέση της για κάποιο διάστημα, αν και δεν την ενδιέφερε πλέον μια εργασία με ωράριο πλήρους απασχόλησης. «Γράφω ένα μυθιστόρημα», της είχε εξομολογηθεί η Κόραλι στη
διάρκεια της πρόσφατης συνομιλίας τους. «Είναι η ρομαντική ιστορία μιας γυναίκας που ταξιδεύει στο Παρίσι με πλαστή ταυτότητα και γνωρίζει εκεί τον άντρα των ονείρων της». Λίγο πολύ αυτό που είχε συμβεί και στην ίδια δηλαδή, σκέφτηκε η Λίνζι, αν και η Κόρι είχε ταξιδέψει μόνο ως το Κάστρο Τρεμέιν και δεν είχε βγει ποτέ από την Αγγλία πριν από το μήνα του μέλιτος. Η Λίνζι επικεντρώθηκε ξανά στον αδερφό της. «Όπως είπα, νομίζω ότι είναι εξαίρετη ιδέα. Θα χρειαστώ δυο τρεις μέρες για να τακτοποιήσω το πρόγραμμά μου. Εσείς μπορείτε να πάτε από τώρα κι εγώ θα έρθω μέσα στην εβδομάδα». «Θαυμάσια», είπε η θεία της. «Και σκεφτόμουν ότι, ενόσω θα είμαστε εκεί, θα μπορούσαμε να οργανώσουμε ένα μικρό πάρτι... μόνο με μερικούς στενούς φίλους, τίποτα το σπουδαίο. Είναι καλό να κρατάμε τα προσχήματα, άλλωστε, δείχνοντας ότι δε μας ανησυχούν καθόλου οι ανυπόστατες κατηγορίες κατά του Ρούντι». Σήκωσε το ένα της φρύδι λοξοκοιτάζοντας τον ανιψιό της. «Ίσως έτσι έχει την ευκαιρία να διασκεδάσει ο αδερφός σου». Η Λίνζι στράφηκε στον Ρούντι. «Τι λες;» «Γιατί όχι; Ό,τι κι αν κάνουμε εκεί θα είναι καλύτερο από το να κάθομαι εδώ άπραγος, περιμένοντας να πέσει το τσεκούρι στο κεφάλι μου». «Ρούντολφ!» Χαμογέλασε κατεργάρικα στη θεία του, θυμίζοντας το σκανταλιάρικο αγόρι που ήταν κάποτε. «Συγγνώμη, θείτσα». Η Λίνζι έκρυψε το χαμόγελό της. Ήταν σίγουρη ότι στη λίστα των καλεσμένων για το πάρτι που ήθελε να δώσει η θεία Ντι πρώτο πρώτο θα ήταν το όνομα του συνταγματάρχη Λάνν. «Ωραία, λοιπόν. Θα δώσουμε πάρτι γιατί, όπως είπες κι εσύ, θεία Ντι, πρέπει να κρατήσουμε τα προσχήματα ώσπου να τελειώσουν όλα αυτά». Έτσι το πάρτι κανονίστηκε. Η Ντιλάιλα θα έστελνε ειδοποίηση στο Ρένχερστ Χολ για να αρχίσουν οι απαραίτητες προετοιμασίες και την επομένη κιόλας θα ξεκινούσαν η ίδια και ο Ρούντι. Η Λίνζι θα ερχόταν μερικές μέρες αργότερα.
Στο μεταξύ, τα σχέδιά της για το βράδυ δεν περιλάμβαναν ούτε πάρτι ούτε καλεσμένους. Το στομάχι της σφίχτηκε. Θα πήγαινε στον Θορ. Η Κόρι της είχε δώσει το φίλτρο που χρειαζόταν και, παρότι δεν υπήρχε απόλυτη εγγύηση αποτελεσματικότητας, η Λίνζι είχε τη βεβαιότητα ότι θα τη βοηθούσε να αποφύγει τη σύλληψη. Περιέργως, η σκέψη αυτή την ενοχλούσε. Λάτρευε τα παιδιά. Ανέκαθεν ονειρευόταν να αποκτήσει οικογένεια, ίσως επειδή δεν είχε χαρεί πολύ τη δική της. Την ενοχλούσε το γεγονός ότι έμπαινε σε τόσους κόπους για να αποφύγει αυτό που ήθελε περισσότερο από καθετί άλλο. Κάποια μέρα θα συνέβαινε κι αυτό, παρηγόρησε τον εαυτό της. Θα παντρευόταν έναν αξιόπιστο, αποδεκτό άντρα και θα του χάριζε πολλά παιδιά. Μέχρι τότε, θα χαιρόταν την ελευθερία της. Ανεβαίνοντας στην κρεβατοκάμαρά της, σκεφτόταν τη νύχτα που την περίμενε. Κι αν ο Θορ δεν ήταν εκεί όταν έφτανε; Είχε πάρει όρκο ότι θα έλειπε και ότι θα περνούσε τη νύχτα στην αγκαλιά κάποιας κοπέλας της μαντάμ Φορτιέ. Αν προτιμούσε μια πόρνη αντί για εκείνη, θα ήταν οδυνηρό, αλλά αφού δε θα ήταν εκεί, τουλάχιστον δε θα μάθαινε ποτέ ότι η Λίνζι είχε πάει στο σπίτι του, αφού η ίδια δεν είχε σκοπό να του το πει Μπήκε στην κάμαρά της με μια βαθιά ανάσα. Μόλις το σπίτι βυθιζόταν στον ύπνο, θα το έσκαγε. Το Γκριν Παρκ δεν απείχε πολύ από εκεί και η περιοχή ήταν αρκετά ασφαλής. Ό,τι κι αν γινόταν, την απόφασή της την είχε πάρει. Τα μεσάνυχτα θα πήγαινε στον Θορ. Η προοπτική αυτή της προκαλούσε ανάμεικτα συναισθήματα προσδοκίας και φόβου. *** Ο Θορ κατέβασε μονορούφι την τελευταία του μπίρα και άφησε το πλατύστομο μεταλλικό του κύπελλο στο μπαρ. Δεν έπινε πολύ, το πολύ μια δυο μπίρες όταν το απαιτούσε η διάθεσή του. Απόψε είχε έρθει στο Αγκάθι και το Ρόδο, την ταβέρνα που προτιμούσαν οι φορτοεκφορτωτές του στην αποβάθρα, αποφασισμένος να πιει ώσπου να ξεχάσει αυτά που τον βασάνιζαν. Αν μεθούσε, ίσως έπαυαν να τον τυραννούν οι εικόνες της Λίνζι στο κρεβάτι του.
«Έι, Θορ, πάμε σ’ ένα ωραίο στέκι εδώ παρακάτω; Άκουσα ότι έχουν φέρει κάτι καινούριες κοπελιές πολύ φίνες. Ίσως μπορούμε να γλεντήσουμε λιγάκι». Ήταν ο Τζόνσον, ένας μεγαλόσωμος γεροδεμένος λιμενεργάτης με φουντωτά ξανθά μαλλιά και ένα μόνιμο χαμόγελο. Στην ίδια παρέα ήταν επίσης ο Μπέντερς και ο Σκόφιλντ. Επιχείρησε να δείξει κάποιον ενθουσιασμό για την πρόταση, αλλά τελικά κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Ίσως μια άλλη φορά». Είχε πιει περισσότερη μπίρα απ’ όση συνήθιζε, αλλά δυστυχώς παρέμενε εντελώς νηφάλιος. Έβγαλε από την τσέπη του παντελονιού του το ρολόι που του είχε χαρίσει ο αδερφός του τα Χριστούγεννα και έριξε μια ματιά στην ώρα. Δωδεκάμισι. Αν η Λίνζι είχε κάνει την τρέλα να πάει στο διαμέρισμά του, σίγουρα τώρα θα είχε φύγει και θα βρισκόταν πίσω στο κρεβάτι της. Η σκέψη αυτή έκανε το στομάχι του να σφιχτεί. Πέταξε μερικά κέρματα στον πάγκο του μπαρ, χαιρέτησε με ένα νεύμα τους συναδέλφους του και βγήκε έξω. Καθώς περπατούσε στον σκοτεινό δρόμο, συλλογιζόταν τη Λίνζι και τον όρκο που είχε δώσει. Ήξερε πόσο παρορμητική μπορούσε να γίνει, αλλά ανόητη δεν ήταν. Όταν καλοσκεφτόταν τις συνέπειες, ήταν σίγουρος ότι ερχόταν στα συγκαλά της. Σήκωσε το χέρι και σταμάτησε μια άμαξα, ανυπομονώντας να γυρίσει στο σπίτι του. Αισθανόταν μια ανεξήγητη κούραση. Δεν είχε όρεξη να πάρει τα πόδια του και του ήταν βάρος ακόμα και η παραμικρή προσπάθεια. Η προοπτική ότι θα αντιμετώπιζε το άδειο του κρεβάτι του ήταν ανυπόφορη. Δεν ήθελε να είναι μόνος απόψε. Δεν ήθελε να σκέφτεται τη γυναίκα που είχε απορρίψει, άσχετα από το λόγο που τον είχε αναγκάσει να το κάνει. Δεν είχες άλλη επιλογή, έλεγε και ξανάλεγε στον εαυτό του, και το ήξερε ότι ήταν αλήθεια. Είχε κάνει αυτό που ήταν καλύτερο για τη Λίνζι, αυτό που ήταν καλύτερο και για τους δυο τους. Μια μικρή δίτροχη άμαξα σταμάτησε μπροστά του και ανέβηκε κουρασμένα. Τον φόβιζε η νύχτα που είχε μπροστά του και οι ώρες
που θα περνούσε στο κρεβάτι του -ανήμπορος να κοιμηθεί και με το μυαλό του γεμάτο από τη σκέψη της Λίνζι.
Κεφάλαιο 14 Ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Το φεγγάρι δεν ήταν παρά μια λεπτή ασημένια φέτα στον ουρανό και τα φώτα της πόλης θάμπωναν τη λάμψη των αστεριών. Η Λίνζι κατέβηκε από τη ναυλωμένη άμαξα στη γωνία, πλήρωσε τον αμαξά και άρχισε να ανεβαίνει την εξωτερική σκάλα που οδηγούσε στο διαμέρισμα του Θορ. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά και τα χέρια της ήταν ιδρωμένα. Της πέρασε η ιδέα να κάνει μεταβολή και να γυρίσει πίσω, όμως τώρα που είχε φτάσει ως εδώ, της ήταν αδύνατο να φύγει. Έκανε να χτυπήσει την πόρτα, αλλά το μετάνιωσε και αποφάσισε να δοκιμάσει το μάνταλο. Ίσως ο Θορ είχε αφήσει ξεκλείδωτα για να μπει. Η πόρτα ήταν πράγματι ξεκλείδωτη, ελπιδοφόρο σημάδι ότι την περίμενε. Μπήκε μέσα με πόδια που έτρεμαν. Ήταν σκοτεινά, αλλά το λειψό φεγγάρι και το φως από ένα φανοστάτη κάτω από το παράθυρο φώτιζαν αρκετά για να βλέπει. Κοίταξε γύρω της, περίεργη να δει πού έμενε ο Θορ, και είδε ένα μικρό σαλόνι, καθαρό αλλά με λιγοστά έπιπλα. Διατηρούσε το χώρο του πολύ τακτοποιημένο. Υπήρχαν ένας καναπές και μια καρέκλα μπροστά σε μια μικρή εστία με κάρβουνα. Δίπλα κρεμόταν μια δερμάτινη ασπίδα και, από κάτω, ένα τεράστιο σπαθί ήταν στερεωμένο στον τοίχο. Πέθαινε από περιέργεια να εξετάσει από κοντά τα παράξενα αυτά αντικείμενα, αλλά ήταν πολύ νευρική, πολύ ανυπόμονη να δει τον Θορ. Καθώς διέσχισε το σαλόνι, ευχόταν από μέσα της να την περίμενε στην κρεβατοκάμαρά του. Στάθηκε έξω από την πόρτα του, καρδιοχτυπώντας από άγχος και προσμονή. Γύρισε το πόμολο απαλά και άνοιξε. Η κάμαρά του, όπως και το υπόλοιπο σπίτι, ήταν συγυρισμένη και καθαρή και το κρεβάτι άψογα στρωμένο. Η καρδιά της σφίχτηκε καθώς επιβεβαιώθηκε ο χειρότερος φόβος της. Ο Θορ δεν ήταν εκεί. Ένας λυγμός ανέβηκε στο λαιμό της. Όπως είχε ορκιστεί, είχε πάει στην Κόκκινη Πόρτα. Προτίμησε να περάσει τη νύχτα με μια γυναίκα που εκδιδόταν παρά να κάνει έρωτα μαζί της. Τα μάτια της πλημμύ-
ρισαν δάκρυα. Πόσο ηλίθια ήταν. Ηλίθια με όλη τη σημασία της λέξης. Ευτυχώς που ο Θορ δεν ήταν εκεί για να τη δει να ντροπιάζεται. Ευτυχώς που δε θα μάθαινε ποτέ ως πού είχε φτάσει για να μπορέσουν να είναι μαζί. Τον ήθελε τόσο πολύ, που είχε ταπεινωθεί και είχε έρθει να βρει έναν άντρα που προτιμούσε να κάνει έρωτα σε μια πόρνη. Ο πόνος ήταν αβάσταχτος. Ίσως έτσι την έβλεπε τελικά. Σαν μια γυναίκα με κηλιδωμένη τιμή, μια κοκότα όπως αυτή που παρίστανε όταν είχαν πάει μαζί στο Κόβεντ Γκάρντεν. Τα δάκρυα κυλούσαν τώρα ποτάμι στα μάγουλά της. Τυλίχτηκε πιο σφιχτά στο σάλι της και βγήκε τρέχοντας από την κρεβατοκάμαρα. Έπρεπε να φύγει πριν γυρίσει ο Θορ. Γιατί, αν την έβρισκε εκεί, ο εξευτελισμός της θα ήταν απόλυτος. Πάνω που ετοιμαζόταν να βγει όμως, η εξώπορτα άνοιξε διάπλατα και στο άνοιγμά της διαγράφηκε η θεόρατη σιλουέτα του Θορ. Θεέ μου! Είχε γυρίσει από της μαντάμ Φορτιέ! Είχε βρει την ικανοποίηση που γύρευε και τώρα θα έβρισκε και την ίδια στο σπίτι του, άλλη μια ανόητη ερωτοχτυπημένη γυναίκα που είχε πέσει στα πόδια του. Έσκυψε το κεφάλι της για να μην τον αφήσει να δει τα μουσκεμένα της μάγουλα και προσπάθησε να περάσει δίπλα του και να φύγει. Ο Θορ της έφραξε το δρόμο. «Μα τους θεούς... ήρθες τελικά». «Άφησέ με να περάσω», απαίτησε η Λίνζι, ελπίζοντας να μη διέκρινε το τρέμουλο στη φωνή της. «Φύγε από μπροστά μου!» Ο Θορ όμως έμεινε ασάλευτος και, όταν εκείνη επιχείρησε να στριμωχτεί στο πλάι της πόρτας και να βγει έξω, άπλωσε τα χέρια του και την έκλεισε στην αγκαλιά του. «Λίνζι...» Αισθάνθηκε συντετριμμένη από την ταπείνωση. Μόλις είχε αφήσει το κρεβάτι μιας άλλης γυναίκας. Δεν μπορούσε να το ανεχτεί αυτό. Της ήταν αδύνατο. «Πάρε τα χέρια σου από πάνω μου!» Πάσχισε να του ξεφύγει και, καταφέρνοντας να ελευθερώσει το ένα της χέρι, έκανε μια αδέξια απόπειρα να τον χτυπήσει. Ο Θορ απέφυγε το ακίνδυνο χτύπημά της και την τράβηξε πάνω στο στέρνο του.
«Λίνζι... γλυκιά μου...» Η Λίνζι τώρα έκλαιγε απαρηγόρητη, γελοιοποιώντας ακόμα περισσότερο τον εαυτό της. «Σε παρακαλώ, άφησέ με να φύγω», ψιθύρισε ανάμεσα στους λυγμούς της. «Θέλω να πάω σπίτι μου». Εκείνος, όμως, τη σήκωσε στα δυνατά του μπράτσα, τη μετέφερε στον καναπέ κι έπειτα κάθισε έχοντας τη στην αγκαλιά του. «Λυπάμαι πολύ», της είπε γεμίζοντας με απαλά φιλιά το πλάι του λαιμού της. «Συγχώρεσε με που ήμουν τόσο ανόητος». «Εγώ είμαι η ανόητη». Πονώντας μέσα της όσο δεν είχε πονέσει ποτέ ως τότε στη ζωή της, τον έσπρωξε σε μια μάταιη προσπάθεια να ελευθερωθεί. «Νόμιζα ότι ήμουν ξεχωριστή, ότι σήμαινα κάτι για σένα». Ο Θορ φίλησε τον κρόταφό της. «Σημαίνεις τα πάντα για μένα. Δεν το ξέρεις;» Τον κοίταξε μέσα από τα δάκρυά της. «Αν νοιάζεσαι για μένα, γιατί έφυγες; Γιατί θέλεις εκείνες κι όχι εμένα;» «Δεν πήγα στην Κόκκινη Πόρτα». «Δε σε πιστεύω». «Δε λέω ψέματα ποτέ, Λίνζι. Το ξέρεις καλά αυτό». Το ήξερε, πράγματι. Πολλές φορές, μάλιστα, ήταν πολύ πιο ειλικρινής απ’ όσο θα έπρεπε. «Νόμιζα ότι με ήθελες». «Προσπαθούσα να σε προστατεύσω». Απέστρεψε το βλέμμα της και κατάπιε, παρά τον κόμπο στο λαιμό της. «Θέλω να πάω σπίτι μου». Ο Θορ έσυρε αργά το δάχτυλό του στο μάγουλό της. «Είναι πολύ αργά γι’ αυτό, γλυκιά μου. Ήταν πολύ αργά από τη στιγμή που πέρασες ετούτη την πόρτα». Της ανασήκωσε το πιγούνι, στρέφοντας μαλακά το πρόσωπό της προς το μέρος του, κι έπειτα το στόμα του έσμιξε γλυκά με το δικό της. Το φιλί του ήταν ζεστό και υγρό και είχε μια αμυδρή μυρωδιά μπίρας. Σε ταβέρνα είχε πάει, λοιπόν, και όχι στην Κόκκινη Πόρτα. Ο κόμπος στο λαιμό της άρχισε να υποχωρεί. Ο Θορ βάθυνε το φιλί του και στο στομάχι της άρχισαν να χορεύουν πεταλούδες. Η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή από άγρια
λαχτάρα. Όμως αποτραβήχτηκε. «Δεν μπορώ... Δεν μπορώ να το κάνω αυτό». Κούνησε ζωηρά το κεφάλι της, νιώθοντας ένα σφίξιμο στο στήθος. «Νόμιζα ότι μπορούσα, αλλά δεν μπορώ». «Τι συμβαίνει;» «Χρειάζεσαι μια γυναίκα να ανακουφίσει τις ανάγκες σου. Νόμισα ότι μπορούσα να είμαι εγώ αυτή η γυναίκα. Τώρα όμως... βλέπω ότι δεν μπορώ να είμαι σαν τις άλλες, όσο ωραία κι αν με κάνεις να νιώθω». Το γαλάζιό του βλέμμα καρφώθηκε πυρωμένο πάνω της. «Δεν είσαι σαν καμία άλλη. Δεν έχω γνωρίσει ποτέ γυναίκα σαν εσένα. Σε σκέφτομαι νύχτα και μέρα και σε θέλω τόσο, που πονώ. Δε θέλω καμία άλλη, Λίνζι, εκτός από σένα». Τον κοίταξε και διάβασε την ειλικρίνεια στο πρόσωπό του. Δεν τη θεωρούσε απλώς μια γυναίκα που θα ζέσταινε το κρεβάτι του. Σήμαινε κάτι πολύ περισσότερο για εκείνον. Πόσο περισσότερο δεν ήξερε, αλλά για την ώρα αυτό της ήταν αρκετό. «Θορ...» Έκλεισε το πρόσωπό του στις παλάμες της και, τραβώντας τον πιο κοντά της, τον φίλησε με χείλη που έτρεμαν. Τα χείλη του διεκδίκησαν τα δικά της, γρήγορα και σίγουρα, με ένα πάθος που μαρτυρούσε ότι καιγόταν από λαχτάρα και άναψε μέσα της τον πόθο. Αυτή ήταν η γυναίκα που ήθελε. Δεν ήθελε καμία άλλη. Και, μα το Θεό, τον ήθελε κι εκείνη. Τη φίλησε ξανά, βαθιά, αργά, με τη γλώσσα του να γλιστράει μέσα στο στόμα της, να σμίγει με τη δική της και να βάζει στο σώμα της φωτιά. Τη γευόταν με μικρές, τρυφερές δαγκωματιές, τυραννώντας και ξεσηκώνοντάς την, ώσπου άρχισε να στριφογυρίζει πάνω στα πόδια του, πιέζοντας τον ερεθισμένο του ανδρισμό. Ο Θορ άφησε ένα βογκητό. Η Λίνζι τον φίλησε ξανά και εκείνος της το ανταπέδωσε, φιλώντας την ώσπου το μυαλό της παρέλυσε και το σώμα της έλιωσε πάνω στο δικό του. Με ένα τελευταίο φιλί, τη σήκωσε όρθια και αργά αργά άρ-
χισε να τη γδύνει. Το καυτό γαλάζιο του βλέμμα διέτρεχε κάθε σπιθαμή δέρματος που αποκάλυπτε και η ανάσα της Λίνζι κόπηκε. Αναρίγησε όταν της κατέβασε το κορσάζ, ξέσφιξε τη φούστα και το μισοφόρι της και της έκανε νόημα να βγει από τον υφασμάτινο σωρό που σχηματίστηκε πέφτοντας με ένα θρόισμα γύρω από τους αστραγάλους της. Η Λίνζι υπάκουσε, με ανάμεικτα συναισθήματα αγωνίας και σφοδρής επιθυμίας, αναθαρρώντας από την επιδοκιμασία που διάβασε στα ζωηρά γαλάζια μάτια του. Της έβγαλε μετά τις φουρκέτες από τα μαλλιά, πέρασε τα χέρια του μέσα από τις μελιές της μπούκλες και τις άφησε να ξεχυθούν σαν καταρράκτης γύρω από τους ώμους της. Κράτησε την ανάσα της καθώς της έλυνε τον κορσέ, για να της τον βγάλει και να τον πετάξει μακριά. Τη γύρισε έπειτα προς το μέρος του, όταν είχε μείνει μόνο με την καμιζόλα, το εσώρουχό της, τις καλτσοδέτες και τις κάλτσες της. «Τόσο γλυκιά», τον άκουσε να μονολογεί, «τόσο θηλυκιά... Πώς ήμουν τόσο τυφλός και δεν το είχα δει;» Δεν της άφησε χρόνο να σκεφτεί τι εννοούσε, γιατί την άρπαξε και τη φίλησε ξανά, με μακρόσυρτα, βαθιά φιλιά που την έκαναν να τρέμει σύγκορμη. Της έβγαλε την καμιζόλα και, παίρνοντας τα στήθη της στα χέρια του, χάιδεψε τις άκρες τους ώσπου σκλήρυναν και άρχισαν να πάλλονται. Ύστερα πήρε τη μία της ευαίσθητη θηλή στο στόμα του. Η Λίνζι έριξε πίσω το κεφάλι της, προσφέροντάς του το στήθος της. Τον έπιασε από το κεφάλι και έχωσε τα δάχτυλά της μέσα στο μετάξι των πυκνών μαύρων μαλλιών του. Βογκούσε καθώς εκείνος ρουφούσε και γευόταν, δαγκώνοντας απαλά τη σκληρή κορυφή και γλείφοντας κυκλικά τη σφιχτή ρόδινη ρώγα της. Η Λίνζι έπλεε σε μια θάλασσα ηδονής, βαθιάς και απόλυτης, κι ένιωθε έξαψη και ανάγκη και κάτι ακόμα που δεν είχε λόγια να το περιγράφει. «Θορ», του ψιθύρισε λαχταρώντας να τον αγγίξει όπως την άγγιζε κι εκείνος. Σαν να διάβασε τη σκέψη της, έκανε ένα βήμα πίσω και έβγαλε πρώτα το σακάκι του κι έπειτα το πουκάμισό του. Γυμνός ως τη μέ-
ση, στράφηκε ξανά προς το μέρος της κι ήταν ο ωραιότερος άντρας που είχε αντικρίσει ποτέ της. Το χέρι της έτρεμε όταν το ακούμπησε πάνω στο πλατύ του στέρνο κι ένιωσε τους μυς του να συσπώνται κάτω από την παλάμη της. «Θέλω να σε αγγίξω», του είπε σιγανά. «Θέλω να μάθω τι γεύση έχει το δέρμα σου, να νιώσω τους μυς σου κάτω απ’ τα χέρια μου. Θέλω να σε φιλήσω όπως με φίλησες κι εσύ». Σκύβοντας το κεφάλι της, πίεσε τα χείλη της στο σημείο πάνω από την καρδιά του, κυκλώνοντας τη μία του επίπεδη σκούρα θηλή με τη γλώσσα της, κι ένιωσε τον πόθο να αναβλύζει σαν λάβα από τον πυρήνα της θηλυκότητάς της. Άφησε να την τυλίξουν η θέρμη και το αρρενωπό άρωμα που ανέδιδε το δέρμα του και η επιθυμία τη ζάλισε τόσο, που δεν την κρατούσαν τα γόνατά της. Ο Θορ τη σήκωσε στην αγκαλιά του και, με γοργές δρασκελιές, τη μετέφερε στο υπνοδωμάτιό του σαν να μην άντεχε να περιμένει άλλο. Την επόμενη στιγμή, την είχε ξαπλώσει ολόγυμνη στο μεγάλο κρεβάτι του με τον ουρανό. Τη φίλησε άγρια και συνέχισε να τη φιλάει ώσπου έχασε τον κόσμο γύρω της και τη συγκλόνισε η λαχτάρα να δοκιμάσει ξανά την απόλαυση που ήξερε ότι μπορούσε να της χαρίσει. Σηκώθηκε από πάνω της μόνο για να βγάλει και τα τελευταία του ρούχα. Τα μάγουλά της έκαιγαν καθώς τον παρακολούθησε να έρχεται αργά προς το μέρος της, με το αντρικό του μόριο σκληρό και ολόρθο πάνω στην επίπεδη κοιλιά του. Αναλογίστηκε πόσο λεπτοκαμωμένη ήταν η ίδια και την έπιασε αγωνία πώς θα έσμιγαν γιατί, παρότι είχε πλαγιάσει με έναν άντρα στο παρελθόν, δεν είχε ούτε κατά διάνοια τις διαστάσεις του Θορ. «Μη φοβάσαι», της είπε ο Θορ τρυφερά. «Δεν υπάρχει καμία βιασύνη». Το χέρι του βρήκε το υγρό σημείο ανάμεσα στα πόδια της και άρχισε να τη χαϊδεύει. «Θα σε πάρω μόνο όταν θα είσαι εντελώς έτοιμη». Οι ανάσες της έβγαιναν γρήγορες και κοφτές. Θυμήθηκε την ικανοποίηση που της είχε χαρίσει εκείνη τη μέρα στην άμαξα και έκλεισε τα μάτια της, αφήνοντάς τον να την ταξιδέψει για άλλη μια φορά
σ’ εκείνο το μαγικό μέρος. Σε λίγο έτρεμε από τα χάδια του και το δέρμα της έκαιγε σαν να είχε πάρει φωτιά. Σχεδόν δεν το κατάλαβε πότε ανέβηκε κι εκείνος στο κρεβάτι και πότε το σκληρό του μόριο αντικατέστησε το χέρι του, αρχίζοντας να γλιστράει μέσα της. Ήταν τόσο μεγάλο, που η Λίνζι φοβήθηκε ότι θα την έσκιζε στα δύο. «Θορ...;» «Ήρεμα, γλυκιά μου. Είσαι πλασμένη για μένα. Τώρα πια το ξέρω. Θα βρούμε τον τρόπο». Κι έπειτα τη φίλησε ξανά και τα φαρδιά του χέρια, θωπεύοντάς την επιδέξια, την έκαναν να ξεχάσει το σφίξιμο και το φόβο της. Άφησε να τη συνεπάρει η αίσθηση του μυώδους στέρνου του πάνω στα στήθη της καθώς τον ένιωθε να ωθεί προς το μέρος της και το λείο του δέρμα ερέθιζε τις ορθωμένες της θηλές. Απολάμβανε τη ζεστασιά των μακριών του ποδιών, που τρίβονταν στις γάμπες της, και το βάρος του κορμιού του, που την πίεζε πάνω στο στρώμα. Ο Θορ τη φίλησε βαθιά. Το στόμα του ήταν ζεστό και η γλώσσα του χόρευε κι έσμιγε απολαυστικά με τη δική της. Μέσα στην ομίχλη της ηδονής, συνειδητοποίησε ότι ο σκληρός του ανδρισμός βρισκόταν πλέον ολόκληρος μέσα της. Περίμενε ότι θα πονούσε, όπως την πρώτη φορά, αλλά το μόνο που ένιωθε ήταν μια υπέροχη πληρότητα και το καταπληκτικό συναίσθημα ότι ήταν ένα μαζί του. Στριφογύρισε λίγο από κάτω του, προσπαθώντας να τον νιώσει καλύτερα μέσα της και να συνηθίσει την παράξενη αίσθηση ότι το σώμα του ήταν ενωμένο με το δικό της. «Μην κουνιέσαι», είπε βογκώντας εκείνος μέσα από τα δόντια του. Μα η Λίνζι δεν μπορούσε να συγκρατηθεί. Της άρεσε ο τρόπος που τον ένιωθε μέσα της και η ανάγκη να κουνηθεί ήταν τόσο ισχυρή, που της ήταν αδύνατο να μείνει ακίνητη. Τεντώνοντας το κορμί της προς τα πάνω, τον δέχτηκε μέσα της ακόμα πιο βαθιά και ο Θορ άφησε να του ξεφύγει μια σιγανή βρισιά. Έπειτα άρχισε να βυθίζεται μέσα της βίαια, κουνώντας ρυθμικά τους γοφούς του, να τραβιέται και να εισχωρεί ξανά στην τρυφερή της σάρκα με βαθιές διεισδύσεις που τη συντάραζαν ολόκληρη με απανωτά ρίγη ηδονής. Κάτι συσπάστηκε μέσα της και την κυρίευσε μια ανάγκη τόσο σφοδρή, που
άφησε μια κραυγή. Ο Θορ συνέχισε να βυθίζεται μέσα της ξανά και ξανά και οι ορμητικές του διεισδύσεις σκόρπισαν κάθε λογική σκέψη από το μυαλό της. Βούλιαξε σε έναν ωκεανό γλυκιάς απόλαυσης. Μέσα σε μια έκρηξη από εκτυφλωτικά φώτα, τέντωσε το κορμί της σαν τόξο για να τον δεχτεί βαθύτερα, μπήγοντας ασυναίσθητα τα νύχια της στις φαρδιές, μυώδεις πλάτες του. Για μερικές στιγμές που ο χρόνος έμοιαζε να είχε σταματήσει, έμειναν με τα σώματά τους σφιχτοπλεγμένα, καθώς επέστρεφαν σταδιακά στην πραγματικότητα. Το κεφάλι του Θορ, με τα ανακατεμένα μαύρα μαλλιά του, ακουμπούσε στον ώμο της και τα χέρια της ήταν τυλιγμένα γύρω από τον δυνατό του λαιμό. Δεν άργησε να καταλάβει ότι το τσούξιμο στα μάτια της οφειλόταν στα δάκρυα που τα πλημμύριζαν. Τόσα χρόνια τώρα, αγωνιζόταν να μην κλάψει. Με τον Θορ όμως, αυτό συνέβη χωρίς καν να το συνειδητοποιήσει. Αρκετά είχε κλάψει όμως αυτή τη νύχτα. Ανοιγόκλεισε τα μάτια της διώχνοντας τα δάκρυά της πριν προλάβει να τα δει ο Θορ. Τη φίλησε απαλά, έπειτα ξεκόλλησε από πάνω της, πλάγιασε δίπλα της και την τράβηξε στην αγκαλιά του. «Μήπως σε πόνεσα;» Η Λίνζι κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Ήσουν υπέροχος, Θορ. Όπως το φανταζόμουν κι ακόμα καλύτερος». Ένα αχνό χαμόγελο σχηματίστηκε στις άκρες των χειλιών του. «Χαίρομαι που ευχαριστήθηκες». Η Λίνζι γύρισε στο πλάι και βρέθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο. Τα γαλάζια του μάτια δεν είχαν φύγει στιγμή από πάνω της. «Δε χρειάζεται ν’ ανησυχείς... ξέρεις, μήπως μείνω έγκυος. Πήγα να δω την Κόραλι. Ο υπηρέτης του συζύγου της είναι από την Ινδία και ξέρει από βοτάνια. Μου έδωσε ένα φίλτρο που εμποδίζει τη σύλληψη». Ο Θορ γύρισε το βλέμμα του αλλού. «Υποθέτω ότι αυτό είναι το καλύτερο». Ξαφνικά όμως, εκείνη δεν ένιωθε και τόσο σίγουρη γι’ αυτό. Δεν μπορούσε να φανταστεί τίποτα πιο υπέροχο από το να αποκτήσει ένα μωρό από τον Θορ. «Ναι, έτσι είναι».
Κανένας τους δε μίλησε άλλο γι’ αυτό το θέμα. Ίσως αύριο να μετάνιωνε για την απόφασή της να έρθει εδώ. Απόψε όμως ήταν μαζί με τον Θορ και δε θα ήθελε να βρίσκεται πουθενά αλλού. *** Κόντευε να ξημερώσει. Εξαντλημένη από τον έρωτά του, που την είχε ξαγρυπνήσει το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας, η Λίνζι κοιμόταν γαλήνια. Ο Θορ είχε ξυπνήσει και την παρατηρούσε. Έσυρε ένα του δάχτυλο κατά μήκος του γυμνού της ώμου και σκέφτηκε πόσο όμορφη ήταν. Την είχε κάνει δική του τρεις φορές τη νύχτα που πέρασε και κάθε φορά εκείνη είχε ανταποκριθεί με αθώο αυθορμητισμό. Ήταν φανερό ότι η μία και μοναδική εμπειρία της με έναν άντρα δεν της είχε μάθει τίποτα. Είχε ανακαλύψει, όμως, ότι ήταν μια γυναίκα με μεγάλο πάθος, κάτι που είχε μαντέψει από το πρώτο τους φιλί. Έριξε μια ματιά στο ρολόι στον τοίχο. Έπρεπε να είχε ήδη επιστρέφει στο σπίτι της. Έγειρε πάνω της και τη σκούντησε μαλακά, βγάζοντάς την από τον ύπνο που τόσο είχε ανάγκη. Πώς θα ήθελε να της κάνει έρωτα ξανά! Άνοιξε τα μάτια της και χασμουρήθηκε. «Ξημέρωσε;» «Σχεδόν». Κοίταξε προς το παράθυρο. «Τι ώρα είναι;» «Ώρα να φύγεις, αν δε θέλεις να ανακαλύψει η θεία σου ότι είχες βγει κρυφά». «Όχι, δε θέλω». Αντί να σηκωθεί όμως, φώλιασε πάνω του και απόθεσε ένα απαλό φιλί στο στήθος του. Το σώμα του σκίρτησε απότομα από πόθο. Ένα απλό της άγγιγμα αρκούσε για να του θυμίσει πόσο την ήθελε. «Μη με πειράζεις, μικρή αλεπού, γιατί θα βρεις τον μπελά σου». Η Λίνζι γέλασε. «Αλεπού; Αυτό είμαι, λοιπόν;» «Ναι, λαίδη μου, πονηρή σαν αλεπού. Και το ίδιο πανέμορφη». ΙΊ Λίνζι ανακάθισε στο κρεβάτι. «Αν εγώ είμαι αλεπού, τότε εσύ είσαι ένας μεγάλος μαύρος λύκος». Έβγαλε ένα ψεύτικο γρύλισμα και ξέσπασε σε γέλια. Εκείνος χαμογέλασε.
«Στο Ντρόγκαρ, με φώναζαν “Θόρολφ ο λύκος”. Στη γλώσσα μας λέγεται ούλφορ». «Αλήθεια;» «Ναι». Και για να της το αποδείξει τη σκέπασε με το σώμα του, έπιασε και τους δύο καρπούς της με το ένα του χέρι και τους κράτησε πάνω από το κεφάλι της. «Καιρός να μάθεις πόσο επικίνδυνο είναι να πειράζεις ένα λύκο». Και τη φίλησε βαθιά, αρχίζοντας να την καταβροχθίζει σαν πραγματικός λύκος. Έπειτα από άλλον ένα γύρο ερωτικού πάθους, η Λίνζι άφησε απρόθυμα τη ζεστή της θέση δίπλα στον Θορ και άρχισε να ντύνεται. Εκείνος την παρακολουθούσε από το κρεβάτι, γυμνός ανάμεσα στα σεντόνια, και, όταν τον είδε να σηκώνεται και να τη ζυγώνει, τα μάγουλά της κοκκίνισαν. «Θα σε πάω στο σπίτι σου», της είπε και άρχισε να ντύνεται κι εκείνος. Είχε έρθει μόνη της και μπορούσε να φύγει με τον ίδιο τρόπο, αλλά μόλις πήγε να διαφωνήσει, της έριξε ένα από τα αυστηρά προειδοποιητικά του βλέμματα και η Λίνζι αρκέστηκε να συμφωνήσει με ένα νεύμα του κεφαλιού. «Θα δουλεύεις στο γραφείο σήμερα;» τον ρώτησε καθώς τη γύρισε από την άλλη και άρχισε να κουμπώνει το πίσω μέρος του φορέματος της. «Όχι, θα είμαι στην αποβάθρα». «Εγώ θα δουλέψω λίγο στο γραφείο σήμερα και μετά ξανά τη Δευτέρα. Έπειτα θα φύγω για την εξοχή». Σήκωσε αμέσως το κεφάλι του. «Τι θα κάνεις εκεί;» «Η θεία μου θέλει να πάρει τον αδερφό μου μακριά από την πόλη για ένα διάστημα. Και το βρήκα καλή ιδέα». Ο Θορ άρχισε να κατσουφιάζει. «Το σπίτι σου, το Ρένχερστ Χολ, είπες ότι βρίσκεται δίπλα στο Μέρικ Παρκ, έτσι δεν είναι;» «Ναι, αλλά αν ανησυχείς για το λόρδο Μέρικ, δεν υπάρχει λόγος. Είναι ανόητο να νομίζουμε ότι ο Στίβεν είχε οποιαδήποτε σχέση με τους φόνους». «Παρ’ όλ’ αυτά, θα κάνεις ερωτήσεις και δε θα ησυχάσεις μέχρι να
σιγουρευτείς. Δε μου αρέσει αυτό, Λίνζι». Είχε αρχίσει να τη μαθαίνει πολύ καλά. Η Λίνζι έγειρε και του έδωσε ένα βιαστικό φιλί στο στόμα. «Θα είμαι μια χαρά». «Αν μου ανήκες, θα σου απαγόρευα να πας». Γύρισε το βλέμμα της αλλού, με ένα περίεργο σφίξιμο στο στήθος. «Όμως δε σου ανήκω και, ακόμα κι αν σου ανήκα, δε θα υπάκουα ποτέ μια τόσο γελοία εντολή». «Τότε θα ήμουν αναγκασμένος να σε δείρω». Η Λίνζι μόρφασε. «Δε νομίζω». Ο Θορ έβρισε μέσα από τα δόντια του. Είχε αρχίσει κι εκείνη να τον μαθαίνει καλά. Και δεν πίστευε ότι θα άπλωνε ποτέ το χέρι του σε γυναίκα. «Δε θα σε πλήγωνα ποτέ», παραδέχτηκε, «αλλά αν έθετες τον εαυτό σου σε κίνδυνο όπως έχεις ξανακάνει, θα έτρωγες μερικές ξυλιές με τούτο το χέρι στον όμορφο πισινό σου». Η Λίνζι κοκκίνισε ξανά. Θυμόταν με κάθε λεπτομέρεια πώς την είχε φιλήσει εκεί και πόσο ωραία ήταν να νιώθει τις πλατιές του παλάμες πάνω στους γυμνούς της γλουτούς, να τους χαϊδεύουν σαν να ήταν πολύτιμος θησαυρός. Αγνόησε τη νέα έξαψη που ξετυλίχτηκε μέσα στο στομάχι της και ολοκλήρωσε το ντύσιμό της. Μερικά λεπτά αργότερα, βάδιζαν μαζί βιαστικά στο δρόμο προς τη στάση με τις αγοραίες άμαξες. Πήραν μια μικρή δίτροχη άμαξα και σε λίγο, διασχίζοντας τους σκοτεινούς ακόμα δρόμους, κατευθύνονταν προς το σοκάκι στο πίσω μέρος του σπιτιού της Λίνζι. Ο Θορ μίλησε ελάχιστα όταν έφτασαν στην πόρτα του κήπου της και, για πρώτη φορά, η Λίνζι αισθάνθηκε κάποια αβεβαιότητα. «Θέλεις... θέλεις να ξανάρθω στο σπίτι σου απόψε;» Εκείνος γέλασε περιπαιχτικά. «Εννοείς αν θέλω να σου ξανακάνω έρωτα; Αυτό με ρωτάς;» Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. «Ανατέλλει ο ήλιος κάθε πρωί;» Η Λίνζι χαμογέλασε. «Τότε θα έρθω, όπως ήρθα και χτες το βράδυ». Άνοιξε την πόρτα της άμαξας για να κατέβει, αλλά πριν σηκωθεί
από το κάθισμά της, ο Θορ την έπιασε από τον καρπό. «Θα σε συνόδευα ως την πόρτα σου, αλλά δεν μπορώ. Δε μου αρέσει ο τρόπος που με κάνει να νιώθω αυτό, Λίνζι. Δεν μπορώ να σε παντρευτώ, έτσι πρέπει να κρυβόμαστε σαν να κάνουμε κάτι κακό». «Είμαι ερωμένη σου, Θορ, όχι σύζυγός σου. Δεν έχουμε άλλη επιλογή». Πήδησε πρώτος από την άμαξα και μετά την έπιασε από τη μέση και την κατέβασε. «Θα σε περιμένω στη γωνία τα μεσάνυχτα». Του χαμογέλασε, ευχαριστημένη που είχε συμφωνήσει τόσο εύκολα. «Εντάξει». «Ειδοποίησέ με αν ξαναβρείς τα λογικά σου». Η Λίνζι γέλασε. Έγειρε προς το μέρος του και του έδωσε ένα ανάλαφρο φιλί στο στόμα. Ο Θορ την άρπαξε, την έσφιξε πάνω του και της απάντησε με ένα μακρόσυρτο και βαθύ φιλί. Η Λίνζι άπλωσε το χέρι της και άγγιξε το μάγουλό του. «Τα λογικά μου έκαναν φτερά από την πρώτη φορά που με φίλησες έτσι». Έπειτα στράφηκε και έφυγε τρέχοντας προς το σπίτι της.
Κεφάλαιο 15 Ο Θορ χτύπησε την πόρτα του σπιτιού του αδερφού του και έκανε ένα βήμα πίσω καθώς ο μπάτλερ άνοιξε και τον καλωσόρισε στην είσοδο. «Κύριε Ντρόγκαρ. Χαίρομαι πολύ που σας βλέπω». «Παρομοίως, κύριε Σίμονς». «Αν έχετε την καλοσύνη να με ακολουθήσετε στο σαλόνι, παρακαλώ, θα ενημερώσω τον αδερφό σας ότι είστε εδώ». «Ευχαριστώ». Ο Θορ ακολούθησε τον μπάτλερ στο επίσημο σαλόνι που η νύφη του είχε αναθέσει σε κάποιον άλλον να διακοσμήσει. Αν και ο χώρος ήταν πολύ παραφορτωμένος για τα δικά του γούστα, βολεύτηκε όσο καλύτερα μπορούσε σε έναν καναπέ από απαλό ύφασμα. Ευτυχώς, δεν άργησε να επιστρέψει ο Σίμονς. «Ο αδερφός σας είναι στο γραφείο του και θα ήθελε να πάτε εκεί». Ο Θορ ακολούθησε ανακουφισμένος τον μπάτλερ στο χολ. Ο Λέιφ σηκώθηκε μόλις μπήκε ο Θορ. «Καλώς ήρθες, αδερφέ μου». Του έκανε νόημα να καθίσει σε έναν καναπέ μπροστά στο αναμμένο τζάκι. «Η γυναίκα μου δεν έχει γυρίσει ακόμα από τη δουλειά και ο γιος μου κοιμάται, έτσι η παρέα σου είναι διπλά ευπρόσδεκτη». Κάθισαν και οι δυο μπροστά στη φωτιά. «Τι σε φέρνει εδώ αυτό το βροχερό σαββατιάτικο απόγευμα;» «Τελειώσαμε νωρίς στην αποβάθρα. Είχα την ελπίδα ότι θα σ’ έβρισκα στο σπίτι». «Χαίρομαι που είμαι εδώ. Είναι ωραίο να είσαι στο σπίτι με τέτοιο καιρό. Ξέρω ότι δε σου πολυαρέσει το μπράντι, αλλά έξω κάνει διαβολεμένο κρύο και ένα ποτηράκι θα...» «Θα πιώ ένα ποτηράκι μαζί σου». Ο Λέιφ σήκωσε το ένα ξανθό του φρύδι. Γέμισε δύο κρυστάλλινα ποτήρια, έδωσε το ένα στον Θορ κι έπειτα κάθισε αναπαυτικά σε μια δερμάτινη πολυθρόνα απέναντι του. «Αφού βρίσκεσαι εδώ και πίνεις μπράντι, πρέπει να σε απασχολεί ακόμα το πρόβλημα της Λίνζι».
Ο Θορ έγνεψε καταφατικά. «Ναι». «Τα προβλήματα με τις γυναίκες είναι πάντα τα χειρότερα». Ο Θορ στέναξε. «Είχες δίκιο. Αυτή είναι το ταίρι μου». Ο Λέιφ χαμογέλασε και ύψωσε το ποτήρι του. «Συγχαρητήρια, μικρέ αδερφέ». Ο Θορ ήπιε μια γουλιά από το μπράντι του και έκανε μια γκρι- μάτσα καθώς το κεχριμπαρένιο υγρό έκαψε το λαιμό του. «Ήρθε στο σπίτι μου χτες το βράδυ. Και δεν μπορούσα να τη διώξω». Έκλεισε τα μάτια του για μια στιγμή και τον κυρίευσε ένα κύμα έξαψης όταν θυμήθηκε τι είχε συμβεί ανάμεσά τους. «Δεν είχα ξανανιώσει ποτέ έτσι. Είναι η γυναίκα που προορίζουν οι θεοί για μένα κι όμως δεν μπορώ να τη διεκδικήσω». «Δε θα σου είχε δοθεί αν δε νοιαζόταν πολύ για σένα». «Η Λίνζι είναι κόρη βαρόνου. Αυτό δεν αλλάζει. Έχει συνηθίσει στα ακριβά ρούχα και στην πλούσια ζωή. Εγώ δεν μπορώ να της τα προσφέρω αυτά». «Δεν είσαι φτωχός, Θορ. Έχεις μερίδιο στη Βαλχάλα Σίπινγκ και μετοχές στους σιδηροδρόμους». «Είναι μαθημένη να ζει σε μέγαρα. Τα χρήματά μου δε θα έφταναν». «Μπορεί να μην είναι και τόσο σημαντικά αυτά τα πράγματα για εκείνη». «Της αρέσουν τα πάρτι και οι χοροί. Της αρέσει να χορεύει. Εμένα δε μου αρέσουν αυτά τα πράγματα. Δεν ταιριάζω στον κόσμο της, ούτε πρόκειται να ταιριάζω ποτέ». «Εγώ έμαθα να ταιριάζω στον κόσμο που ζω. Κι εσύ θα μπορούσες, αν το έβαζες σκοπό». Ο Θορ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Εσύ είσαι διαφορετικός. Σου αρέσει η ζωή της πόλης. Εμένα όχι. Δε θα μπορούσα να την κάνω ευτυχισμένη». Ο Λέιφ ξεφύσησε αργά κι έπειτα έγειρε πίσω και ακούμπησε τα χέρια του στα μπράτσα της πολυθρόνας του. «Το επιχείρημά σου είναι λογικό. Κάποτε προσπάθησα κι εγώ να αναγκάσω την Κρίστα να δεχτεί μια ζωή που δεν της ταίριαζε. Αν το κάνεις αυτό στη Λίνζι,
πιστεύω ότι κανένας από τους δυο σας δε θα είναι ευτυχισμένος». «Τι να κάνω;» «Δεν μπορώ να σου πω τι να κάνεις. Όμως πιστεύω ότι, αν τη διάλεξαν οι θεοί για σένα, δεν πρέπει να εγκαταλείψεις τις προσπάθειες με τις πρώτες δυσκολίες. Ίσως ανοίξει κάποιος δρόμος, όπως άνοιξε για μένα. Αν δεις ότι περνάει ο καιρός και αυτό δε γίνεται, τότε αποφασίζεις τι πρέπει να κάνεις». Η συμβουλή του ήταν καλή. Και τον βοήθησε να ηρεμήσει. Η Λίνζι ήθελε να έρχεται σ’ εκείνον. Και ο Θορ ήθελε όσο τίποτε άλλο να την έχει στο κρεβάτι του. Για την ώρα, θα έδιωχνε τις ενοχές του που την είχε κάνει δική του, μαζί με κάθε σκέψη για το μέλλον, και θα χαιρόταν όσο χρόνο είχαν μαζί. Ήπιε λίγο ακόμα από το μπράντι του και η γεύση του ήταν πιο ευχάριστη με τη δεύτερη γουλιά. Η Λίνζι θα έφευγε σύντομα για το Ρένχερστ. Και ο Θορ σκόπευε να την ακολουθήσει. Ήταν επικίνδυνο για εκείνη να σκαλίζει για να βρει πληροφορίες για ένα φόνο. Ο Θορ θα έβρισκε έναν τρόπο να είναι κοντά της και να την προστατεύει αν με τις ερωτήσεις της έμπλεκε σε προβλήματα. Κάποια μέρα θα αναγκαζόταν να την αφήσει, αλλά αυτή τη στιγμή είτε το είχε παραδεχτεί φωναχτά είτε όχι- η Λίνζι του ανήκε. Και ο Θορ ήταν αποφασισμένος να φροντίσει να είναι ασφαλής. *** Η Λίνζι αναχώρησε για το Ρένχερστ νωρίς το πρωί της Τρίτης, αν και ένα μέρος του εαυτού της δεν ήθελε να φύγει. Θα προτιμούσε να έμενε στο Λονδίνο μαζί με τον Θορ. Αναστέναξε καθώς η άμαξα σκαμπανέβαζε στον λασπωμένο δρόμο, πέφτοντας στη μία λακκούβα μετά την άλλη. Το Ρένχερστ ήταν ακόμα μισής μέρας δρόμο μακριά. Ευτυχώς που σήμερα δεν έβρεχε τουλάχιστον. Γερμένη στο κάθισμά της, με τη μικρή της υπηρέτρια, την Κίτι, αποκοιμισμένη απέναντι της, η Λίνζι προσπάθησε μάταια να βολευτεί. Η σκέψη της έτρεχε αδιάκοπα στις νύχτες που είχε περάσει με τον Θορ. Μακάρι να μη χρειαζόταν να φύγει από το Λονδίνο! Θα μπορούσε τότε να περάσει κι άλλο χρόνο στο κρεβάτι του και να βιώσει
ακόμα περισσότερη από την απερίγραπτη απόλαυση που της είχε χαρίσει. Η Λίνζι χαμογέλασε φέρνοντας στο νου της την τελευταία ερωτική τους νύχτα, τις ώρες πάθους που είχε ζήσει μαζί του και τα απίστευτα πράγματα που είχαν κάνει. Ήταν πραγματικά εκπληκτικό, αλλά παρ’ όλ’ αυτά, όταν ο Θορ την άφησε στην πίσω πόρτα του κήπου της, η διάθεσή του είχε χαλάσει ξανά και η έκφρασή του ήταν βλοσυρή και σκοτεινιασμένη. Το ήξερε ότι τον ενοχλούσε που δεν μπορούσε να τη διεκδικήσει ανοιχτά. Ήταν άντρας που έδινε μεγάλη σημασία στην τιμή και το θεωρούσε καθήκον του να την παντρευτεί, παρότι ήξεραν και οι δυο τους ότι μια τέτοια ένωση θα ήταν καταδικασμένη. Η κατάσταση δεν ήταν καλή για κανέναν τους, ωστόσο η Λίνζι αρνιόταν να τον αποχωριστεί μέχρι να την αναγκάσουν οι συνθήκες. Κάτι που ίσως δεν αργούσε να συμβεί. Σύμφωνα με τη θεία Ντι, ο πατέρας της και η μητέρα της είχαν εντοπιστεί στη Ρώμη. Είχαν ειδοποιηθεί για τη σύλληψη του Ρούντι και για το γεγονός ότι, αν και είχε αφεθεί ελεύθερος, παρέμενε ο βασικός ύποπτος για δύο ειδεχθείς φόνους. Σύντομα θα λάμβαναν την απάντησή τους. Η Λίνζι αναστέναξε. Όσο εύκολο της ήταν να έχει μια σκανδαλώδη ερωτική σχέση ενόσω βρισκόταν κάτω από την εποπτεία της θείας της, άλλο τόσο δύσκολο θα της ήταν να επιχειρήσει να ξεγελάσει τον πατέρα της. Ο βαρόνος θα γινόταν έξαλλος αν το ανακάλυπτε και ένας Θεός ήξερε τι μέτρα θα έπαιρνε -κανένα από τα οποία δεν περιλάμβανε γάμο με τον Θορ. Ίσως της έκοβε το μηνιαίο της επίδομα. Μπορεί ακόμα και να την έστελνε σε μοναστήρι για κάποιο διάστημα για να αναλογιστεί τις αμαρτωλές της πράξεις και να μετανοήσει. Η Λίνζι έτρεμε στη σκέψη των ακραίων ενεργειών στις οποίες θα κατέφευγε ο πατέρας της για να τη χωρίσει από τον Θορ. Παρότι ανέκαθεν θεωρούσε τον εαυτό της ανεξάρτητη γυναίκα, ο μισθός της από τη δουλειά της στο περιοδικό δεν έφτανε για τα ακριβά της εσώρουχα, πόσω μάλλον για τα φορέματα και τα κοσμήματα που ως τώρα θεωρούσε δεδομένα.
Μπορούσε να ζήσει και χωρίς αυτά, φυσικά. Θα ήταν όμως άραγε ποτέ ευτυχισμένη αν παντρευόταν κάποιον που δεν ενδιαφερόταν καθόλου για το είδος της ζωής που της άρεσε; Κάποιον που δε θα γινόταν ποτέ δεκτός από την οικογένειά της ή τον κύκλο της, ένα σύζυγο με τον οποίο δεν είχε τίποτα κοινό πέρα από μια δυνατή φυσική έλξη; Και τι θα γινόταν με τα παιδιά που θα αποκτούσαν; Ήταν πρόθυμη να τα δει να στερούνται όλα όσα θα μπορούσε να τους εξασφαλίσει ένας πιο ταιριαστός γάμος; Η Λίνζι αναστέναξε. Ευτυχώς δεν ήταν ερωτευμένη με τον Θορ, ούτε εκείνος μαζί της, και έτσι σκόπευε να παραμείνουν τα πράγματα. Τους άρεσε να κάνουν έρωτα. Μόνο αυτό είχαν να τους ενώνει, αλλά δεν ήταν αρκετό. Καθώς η άμαξα κυλούσε προς το Ρένχερστ, η Λίνζι προσπάθησε να αγνοήσει τον πόνο που την κέντρισε βαθιά στην καρδιά της. *** Ο Θορ χτύπησε την πόρτα των γραφείων της Κάπιταλ Βέντσουρς, του ομίλου που χειριζόταν, μεταξύ άλλων επενδύσεων, τις μετοχές των Σιδηροδρόμων Α&Χ που είχε αγοράσει. Τις μετοχές αυτές τις είχε αγοράσει με τα χρήματα που είχε μαζέψει από τις δύο δουλειές του και το μέρισμά του από τη Βαλχάλα Σίπινγκ σχεδόν πριν από ένα χρόνο, όταν η κατασκευή του σιδηροδρόμου δεν είχε ολοκληρωθεί ακόμα και είχε μόλις ανακοινωθεί δημόσια η προσφορά των νέων μετοχών της εταιρείας. Πριν επενδύσει τις οικονομίες του, είχε ερευνήσει σχολαστικά την εταιρεία που κατασκεύαζε τη σιδηροδρομική γραμμή, τον μελλοντικό τρόπο διαχείρισης του σιδηροδρόμου και τη ζήτηση που προβλεπόταν να έχουν οι σιδηροδρομικές υπηρεσίες. Όλες οι πληροφορίες που είχε συγκεντρώσει τον είχαν οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η επένδυση στους Σιδηροδρόμους Α&Χ ήταν ασφαλής και θα του απέφερε ικανοποιητικά κέρδη. Τώρα, μήνες αργότερα, σύμφωνα με τις εφημερίδες, το ένστικτό του είχε αποδειχτεί σωστό. Η σιδηροδρομική γραμμή είχε τελειώσει και λειτουργούσε με κέρδη ρεκόρ.
Πράγμα που τον έκανε να απορεί γιατί δεν είχε νέα από την Κάπιταλ Βέντσουρς. Κι αυτός ακριβώς ήταν ο λόγος που σήμερα στεκόταν έξω από τα γραφεία της. Άνοιξε την πόρτα με ένα σπρώξιμο και μπήκε σε έναν κομψό χώρο υποδοχής επενδυμένο με ξύλο, που έδειχνε πολύ πιο πολυτελής από το δωμάτιο που θυμόταν όταν είχε πρωτοέρθει να επενδύσει τα χρήματά του πριν από ένα χρόνο περίπου. Πλησίασε τη ρεσεψιόν όπου ένας νεαρός ξανθός άντρας έγραφε επιστολές και ταξινομούσε χαρτιά. Ο υπάλληλος σήκωσε το κεφάλι από τα χαρτιά του και χαμογέλασε. «Μπορώ να σας βοηθήσω, κύριε;» «Ήρθα να δω τον κύριο Γουίλκινς». «Το όνομά σας, παρακαλώ;» «Θόρολφ Ντρόγκαρ». «Μπορώ να ρωτήσω το σκοπό της επίσκεψής σας, κύριε Ντρόγκαρ;» «Θέλω να μάθω για τις μετοχές των Σιδηροδρόμων Α&Χ». «Πολύ καλά. Περιμένετε ένα λεπτό, παρακαλώ, για να δω αν μπορεί να σας δεχτεί ο κύριος Γουίλκινς». Ο νέος εξαφανίστηκε πίσω από μια περίτεχνη μαονένια πόρτα που είχε αντικαταστήσει την περσινή απλή ξύλινη πόρτα. Μερικά λεπτά αργότερα επέστρεψε. «Λυπάμαι πολύ. Νόμιζα ότι ο κύριος Γουίλκινς ήταν μέσα, αλλά προφανώς είχε κάποια συνάντηση και δεν είναι εδώ». Το χαμόγελό του έδειχνε κάπως βεβιασμένο. «Πρέπει να έφυγε από την πίσω έξοδο». Ο Θορ συνοφρυώθηκε. Η έκφραση του νεαρού μαρτυρούσε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. «Είστε σίγουρος ότι δεν είναι εδώ;» «Λυπάμαι, αλλά έχει φύγει. Θα επιστρέφει αύριο όμως. Μήπως θα θέλατε να κλείσετε ραντεβού;» Αν ο Γουίλκινς όντως έλειπε, πρέπει να είχε φύγει μόλις πριν από λίγο. Ο Θορ έπρεπε να ξεκινήσει για το Ρένχερστ το αργότερο την επομένη. «Θα είμαι εδώ αύριο το πρωί στις οχτώ. Και έχω την απαίτηση να δω τον κύριο Γουίλκινς τότε». Ο νεαρός έτρεξε στο γραφείο του. «Ένα λεπτό να ελέγξω το πρό-
γραμμα του...» «Πες του απλώς να είναι εδώ». Ο νεαρός άνοιξε το στόμα του να πει κάτι, αλλά ο Θορ ήταν ήδη στην πόρτα. Διαισθανόταν ότι ο Γουίλκινς τον απέφευγε και αυτό δεν του άρεσε καθόλου. Το επόμενο πρωί θα τον έβλεπε και θα του έκανε τις ερωτήσεις για τις οποίες είχε έρθει. Και καλά θα έκανε ο Γουίλκινς να του έδινε τις σωστές απαντήσεις. *** Η Λίνζι έφτασε στο Ρένχερστ αργά το απόγευμα. Περνώντας από το γειτονικό χωριό του Φόξγκροουβ, είδε από μακριά την τριώροφη έπαυλη από πέτρα Κότσγουολντ στην κορυφή ενός χαμηλού λόφου. Ήταν χτισμένη σε γεωργιανό ρυθμό, με τετρακλινή στέγη από πλάκες σχιστόλιθου και δύο συμμετρικές πτέρυγες που εκτείνονταν προς το πίσω μέρος του σπιτιού. Η Λίνζι χαμογέλασε. Η ομορφιά του οικήματος δεν έπαυε ποτέ να τη γοητεύει. Ο πατέρας της έλεγε ότι την έπαυλη αυτή την είχε χτίσει ο προπάππος του στις αρχές του 18ου αιώνα σαν δώρο στη σύζυγό του για τη δέκατη πέμπτη επέτειό τους. Το ζευγάρι είχε χαρεί το σπίτι για άλλα τριάντα χρόνια, μέχρι το θάνατο του ηλικιωμένου ιδιοκτήτη του. Έξι μήνες αργότερα, η σύζυγός του τον ακολούθησε στον τάφο. Οι φήμες έλεγαν ότι είχε πεθάνει επειδή ο θάνατός του της είχε ραγίσει την καρδιά. Ήταν ρομαντική ιστορία, από εκείνες που έκαναν τη Λίνζι να λαχταράει το είδος της αγάπης που είχαν μοιραστεί οι πρόγονοί της. Αυτό όμως δεν επρόκειτο να συμβεί και η Λίνζι το είχε αποδεχτεί πλέον. Εξαντλημένη από το μακρύ ταξίδι μέσα από κακοτράχαλους δρόμους, λασπωμένους μετά από τη χτεσινοβραδινή βροχή, η Λίνζι κάθισε πιο βαθιά στο σκούρο βελούδινο κάθισμά της και άφησε το βλέμμα της να πλανηθεί στο πράσινο τοπίο που απλωνόταν ως εκεί που έφτανε το μάτι. Ένα σμήνος αγριόπαπιες πέρασαν ψηλά από πάνω της και σε κάποιο μακρινό λιβάδι δύο μικρά αγόρια πετούσαν χαρταετούς με μακριές ουρές. Η Λίνζι χαμογέλασε και σκέφτηκε πό-
σο της είχε λείψει η εξοχή. Η άμαξα σταμάτησε απότομα μπροστά στο μεγάλο πέτρινο σπίτι και ένας υπηρέτης έτρεξε να ανοίξει την πόρτα. Παρά τον ζωηρό άνεμο που ανέμιζε την κάπα της, ο ήλιος έλαμπε μέσα από τα σύννεφα, φωτίζοντας τόπους τόπους το πράσινο χορτάρι. Τα φύλλα σχημάτιζαν μια παλέτα από βαθύχρυσα, ζωηρά κόκκινα και έντονα πορτοκαλιά χρώματα που έρχονταν σε αντίθεση με τους σκουροπράσινους θάμνους και τις φυλλωσιές. Καθώς ανέβαινε τα φαρδιά σκαλιά που οδηγούσαν στην είσοδο, η Λίνζι έριξε μια ματιά προς τους στάβλους. Τα άλογα ήταν άλλο ένα πράγμα που της είχε λείψει. Ο πατέρας της διέθετε κάμποσα καθαρόαιμα σχεδόν ισάξια των εντυπωσιακών αλόγων αγώνων που εξέτρεφε ο γείτονάς του, ο λόρδος Μέρικ. Τη συνεπήρε ο ενθουσιασμός της προσδοκίας. Η ιππασία στο πάρκο στο Λονδίνο δεν μπορούσε να συγκριθεί με το συναίσθημα του να καλπάζεις ελεύθερα σε ανοιχτούς αγρούς, να πηδάς πάνω από θάμνους και φράχτες και να περνάς μέσα από αφρισμένους χειμάρρους. Η εξώπορτα άνοιξε και ο μπάτλερ, ένας λεπτός άντρας με δασιά γκρίζα φρύδια, χαμογέλασε βλέποντάς τη να μπαίνει. «Καλώς ήρθατε, δεσποινίς». «Ευχαριστώ, Κρίβι. Καλώς σας βρήκα». «Ο αδερφός σας έχει πάει για ιππασία, αλλά η θεία σας είναι στο Κόκκινο Σαλόνι. Ζήτησε να πάτε εκεί αμέσως μόλις φτάσετε». «Πολύ καλά». «Θα φροντίσω τις αποσκευές σας». Τον ευχαρίστησε με ένα νεύμα και διέσχισε το χολ. Στο Κόκκινο Σαλόνι, η θεία Ντι καθόταν σκυμμένη σε ένα κομψό σεκρετέρ με χρυσοσκάλιστη διακόσμηση. Σηκώθηκε με ένα πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπό της μόλις πλησίασε η Λίνζι. «Ήρθες σώα και αβλαβής, λοιπόν. Πώς ήταν το ταξίδι σου;» «Βροχερό και με πολλές λακκούβες». Η θεία Ντι γέλασε. «Ναι, οι δρόμοι πολλές φορές είναι χάλια αυτή
την εποχή». Κοίταξε τη στοίβα με τις προσκλήσεις που έγραφε μέχρι πριν λίγο. «Ελπίζω η βροχή να μη δημιουργήσει προβλήματα στους καλεσμένους μας». Η Λίνζι ακολούθησε το βλέμμα της και σάστισε βλέποντας το βουνό των προσκλήσεων με τα χρυσά ανάγλυφα γράμματα. «Νόμιζα ότι είχες πει πως θα είχαμε λίγους μόνο καλεσμένους». «Λίγοι θα είναι· καμιά δεκαπενταριά. Το σπίτι έχει εξήντα υπνοδωμάτια. Δε νομίζω ότι θα υπάρξει συνωστισμός». Η Λίνζι χαμογέλασε. «Δίκιο έχεις». Πήρε τις κάρτες και άρχισε να τις φυλλομετράει. «Βλέπω ότι είναι και ο κύριος Λάνγκτρι ανάμεσα στους καλεσμένους». «Και βέβαια είναι». «Δείχνει πολύ ευχάριστος άνθρωπος». Η θεία Ντιλάιλα γύρισε αλλού τα μάτια και τα μάγουλά της ρόδισαν ελαφρά. «Ο συνταγματάρχης είναι εξαιρετική συντροφιά». Η Λίνζι δεν απάντησε. Θα ήταν ωραίο αν η θεία της έβρισκε κάποιον να αντικαταστήσει το σύζυγο που είχε χάσει πριν από δέκα χρόνια. Ο γάμος της με τον κόμη του Άσφορντ, έναν πολύ μεγαλύτερο της άντρα, είχε γίνει από προξενιό. Της άξιζε ένας γάμος από έρωτα τη δεύτερη φορά. Η Λίνζι διάβασε μερικά ονόματα ακόμα. «Βλέπω ότι κάλεσες τον κόμη και την κόμισσα του Τρεμέιν. Ελπίζω να μπορέσουν να έρθουν». «Ο Γκρέισον είναι πολύ ενδιαφέρων τύπος. Τον έχω συναντήσει μερικές φορές και ελπίζω να έχω την ευκαιρία να τον γνωρίσω καλύτερα». «Το ίδιο κι εγώ». Το μάτι της Λίνζι έπεσε στην επόμενη πρόσκληση. Απευθυνόταν στον Στίβεν Κάμντεν, τον υποκόμη Μέρικ. «Είχα την ελπίδα ότι θα καλούσες το λόρδο Μέρικ». «Δε θα κοιμηθεί εδώ βέβαια, αφού το σπίτι του είναι δίπλα, αλλά θα είναι ωραίο να τον ξαναδούμε». Η Λίνζι συμφώνησε κουνώντας το κεφάλι. Θα είχε, λοιπόν, την ευκαιρία να του μιλήσει και να δει τι συνέβαινε στη ζωή του. Να διαπιστώσει αν υπήρχε βάσιμος λόγος που ένα σημείωμα είχε συνδέσει το
όνομά του με μια δολοφονία. Προχώρησε στην επόμενη πρόσκληση. «Μακάρι να μπορέσουν να έρθουν η Κρίστα και ο Λέιφ. Έχουν να σκεφτούν το μωρό και τις δουλειές τους, φυσικά». Πολύ θα ήθελε να έβλεπε και το όνομα του Θορ στη λίστα των καλεσμένων, αλλά ήξερε ότι δεν του άρεσαν οι κοινωνικές εκδηλώσεις. Θυμήθηκε πόσο όμορφος ήταν ντυμένος με βραδινά ρούχα στο χορό του λόρδου Κίτριτζ. Μπορούσε σίγουρα να παίξει το ρόλο του τζέντλεμαν αν το ήθελε -επιφανειακά τουλάχιστον. Παρ’ όλ’ αυτά, θα ήταν άδικο να περιμένει από εκείνον να αλλάξει μόνο και μόνο για να την ευχαριστήσει. Ο Θορ ήταν ελεύθερο και ανεξάρτητο πνεύμα και αυτό ήταν ένα από τα πράγματα που της άρεσαν σ’ εκείνον. Υπήρχαν κι άλλα πράγματα πάνω του που της άρεσαν, όπως συνειδητοποίησε. Της άρεσε η προστατευτικότητα του, αν και μερικές φορές μπορούσε να γίνει καταπιεστική. Της άρεσαν η ευαισθησία και η ευγένεια που υπήρχαν κάτω από την επιφάνεια του εντυπωσιακού του παρουσιαστικού που προκαλούσε δέος. Και της άρεσε που ήταν άντρας, αληθινός άντρας κι όχι κανένας ξιπασμένος δανδής. Ξεφύσησε κουρασμένη. «Νομίζω ότι θα ανέβω να ξεπακετάρω τα πράγματά μου, αν δε σε πειράζει. Είμαι λίγο εξαντλημένη από το ταξίδι». «Φυσικά». Η θεία της ξανακάθισε στο σεκρετέρ, πήρε την πένα της με το φτερό και τη βούτηξε στο μελανοδοχείο. «Το δείπνο θα σερβιριστεί στις οχτώ. Θα δειπνήσει και ο αδερφός σου μαζί μας. Τα λέμε τότε, λοιπόν». Η Λίνζι συμφώνησε με ένα νεύμα. Ο Ρούντι ήταν εδώ και ήταν ασφαλής, προς το παρόν τουλάχιστον. Ωστόσο, η απειλή της σύλληψης κρεμόταν ακόμα πάνω από το κεφάλι του. Ανεβαίνοντας τα σκαλιά, συλλογίστηκε τα σημειώματα που είχε λάβει και πώς θα ανακάλυπτε αν υπήρχε η παραμικρή δόση αλήθειας σ’ αυτά που έγραφαν. *** Όταν ο Θορ πήγε στα γραφεία της Κάπιταλ Βέντσουρς το επόμενο πρωί στις οχτώ, βρήκε στην πόρτα μια επιγραφή που έγραφε ΚΛΕΙ-
ΣΤΟΝ. Έφυγε έξαλλος και ακόμα πιο αποφασισμένος να ανακαλύψει τι είχε γίνει με τις μετοχές που είχε αγοράσει. Αυτό θα έπρεπε να περιμένει όμως μέχρι να επιστρέφει από το Ρένχερστ. Με ένα σακίδιο στο χέρι, τράβηξε για τον πλησιέστερο σταθμό αμαξών απ’ όπου θα ξεκινούσε το μοναχικό του ταξίδι. Για την ώρα είχε να κάνει πιο σημαντικά πράγματα από το να αντιμετωπίσει τον Σάιλας Γουίλκινς, αλλά η στιγμή αυτή δε θα αργούσε. Μια και το εσωτερικό της μικρής ταχυδρομικής άμαξας ήταν πολύ στενόχωρο για έναν άντρα των δικών του διαστάσεων, ο Θορ κάθισε πλάι στον αμαξά. Έτσι είχε τη δυνατότητα να αναπνέει καθαρό αέρα και να θαυμάζει τα τοπία που περνούσαν. Ο ρυθμός του ταξιδιού τους ήταν γρήγορος και η άμαξα έφτασε στο χωριό δεκαπέντε λεπτά πριν από τις τέσσερις το απόγευμα που αναμενόταν η άφιξή της. Βλέποντας την ταμπέλα που έγραφε Ταβέρνα του Φόξγκροουβ, μπήκε μέσα και ζήτησε από μια γκαρσόνα να του πει πώς να πάει στο Ρένχερστ Χολ. Η κοπέλα του έδειξε ένα επιβλητικό κτίσμα στην κορυφή ενός μακρινού λοφίσκου. «Αυτό εκεί είναι, αγαπούλα μου, πάνω στο λόφο». Της έδωσε ένα νόμισμα. «Και το Μέρικ Παρκ; Είναι κι αυτό κοντά;» «Το Μέρικ Παρκ είναι λίγο παρακάτω, προς την ίδια κατεύθυνση. Η γη του Μέρικ συνορεύει με του Ρένχερστ». «Ευχαριστώ». Ο Θορ πήρε το σακίδιό του και κίνησε για το λόφο. Ο δρόμος ήταν λασπωμένος από τη νυχτερινή βροχή. Προχώρησε αποφεύγοντας τις λακκούβες ώσπου έφτασε σε έναν καλοσυντηρημένο χαλικόστρωτο ιδιωτικό δρόμο. Δύο πελώριες πέτρινες κολόνες πλαισίωναν την πύλη προς το Ρένχερστ Χολ, αν και το σπίτι δε φαινόταν από το δρόμο. Αντί να γυρίσει πίσω, ο Θορ συνέχισε προς το Μέρικ Παρκ. Από τη σύντομη ερευνά του ως τώρα, είχε μάθει ότι ο Στίβεν Κάμντεν εξέτρεφε άλογα και διέθετε μια εξαιρετική ποικιλία από άλογα κούρσας. Ο Θορ ήξερε από άλογα και σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί τις γνώσεις του για να βρει προσωρινή απασχόληση στο κτήμα του. Από το υπηρετικό προσωπικό μπορούσε να μάθει
πολλές πληροφορίες για το αφεντικό τους. Και ταυτόχρονα θα ήταν αρκετά κοντά στη Λίνζι για να την προσέχει, αφού το σπίτι της απείχε λιγότερο από ένα μίλι από του Μέρικ. Καθώς ζύγωνε στο στάβλο, ο Θορ παρατήρησε με θαυμασμό πέντ’ έξι από τα άλογα του υποκόμη να τρέχουν στο λιβάδι. Άλογα εκπαιδευμένα για να νικούν, πράγματι. Ανήκαν στην ίδια ράτσα με το λεπτό, δυνατό άλογο που είχε δει στο Γκριν Παρκ. Αν έπιανε δουλειά εδώ, αυτό θα ήταν χρήσιμο όχι μόνο για τη Λίνζι, αλλά και για τον ίδιο, αφού θα είχε την ευκαιρία να μελετήσει από κοντά τη ράτσα των αλόγων που λογάριαζε να αποκτήσει και ο ίδιος κάποια μέρα. Με το αίμα του να βράζει από ενθουσιασμό και αδημονία, κατευθύνθηκε προς το μέρος ενός κοντόχοντρου, σχεδόν φαλακρού άντρα που έδινε διαταγές στους σταβλίτες. Πρέπει να ήταν ο αρχισταβλίτης. «Έχετε μερικά θαυμάσια ζώα εδώ», του είπε ο Θορ παρακολουθώντας με το βλέμμα τα άλογα που έτρεχαν στο πράσινο λιβάδι. Ο φαλακρός σήκωσε το κεφάλι για να δει ποιος του μιλούσε κι έπειτα το σήκωσε κι άλλο για να δει το πρόσωπο του πανύψηλου ξένου. «Τι μπορώ να κάνω για σένα, κύριος;» «Έχω δουλέψει πολλά χρόνια με άλογα. Μήπως έχετε εδώ καμία δουλειά για κάποιον που ξέρει πώς να φροντίσει τέτοια φίνα ζώα;» Ο φαλακρός άντρας τον έκοψε προσεκτικά. «Ψάχνεις για δουλειά;» «Μάλιστα». «Πάντα υπάρχει χώρος εδώ για κάποιον που ξέρει από άλογα. Και η αλήθεια είναι ότι μόλις χάσαμε έναν από τους εκπαιδευτές μας. Είναι σημαντική και δύσκολη δουλειά. Νομίζεις ότι θα μπορούσες να τα καταφέρεις;» «Ναι, θα μπορούσα». «Με λένε Χόρας Ναμπ». «Κι εμένα Θορ Ντρόγκαρ». «Εντάξει, λοιπόν, Ντρόγκαρ, ακολούθησε με». Μπήκαν στο στάβλο, ένα στάβλο τόσο καθαρό, που δεν υπήρχε ούτε ένα άχυρο στο πάτωμα. Μέσα, τα πιο εξαίσια άλογα που είχε
δει ποτέ, καφετιά, καστανοκόκκινα και μαύρα, χλιμίντριζαν ενώ σταβλίτες κουβαλούσαν κουβάδες με νερό και σακιά με βρόμη. Ο Θορ ακολούθησε τον Χόρας Ναμπ στην πίσω πόρτα, που έβγαζε σε έναν μεγάλο περιφραγμένο στίβο. Ο Ναμπ του έδειξε έναν μεγαλόσωμο μαύρο επιβήτορα που αναπηδούσε νευρικά στα πίσω του πόδια. «Αυτός ο μαύρος δαίμονας είναι το Ξίφος του Βασιλιά. Κανονικά θα ’πρεπε να τον λένε Σατανά. Δεν έχει καταφέρει να μείνει κανένας μαζί του στο στίβο εκπαίδευσης πάνω από δέκα λεπτά. Ο τελευταίος εκπαιδευτής που το επιχείρησε έφυγε με σπασμένο χέρι». Ο Θορ κοίταξε το υπέροχο πλάσμα που φρούμαζε και χτυπούσε το έδαφος με τα πόδια του στην άλλη άκρη του φράχτη. Ήταν μεγαλύτερο από τα περισσότερα άλογα του υποκόμη, αλλά οι γραμμές του σώματός του ήταν ίδιες -ο μακρύς, στιλπνός λαιμός, οι δυνατοί μύες στα καπούλια του και τα μακριά, νευρώδη πόδια του. Η χαίτη και η ουρά του ανέμιζαν σαν μεταξωτά λάβαρα με τα απότομα ξεπετάγματα και τα τινάγματά του στα πίσω του πόδια. Ήταν το ωραιότερο άλογο που είχε αντικρίσει ποτέ ο Θορ. «Η ευγένειά του το αγόρασε για να πάρει μέρος σε αγώνες, αλλά ετούτο το ζώο δεν έχει την κατάλληλη ιδιοσυγκρασία για να το κάνει. Δεν μπορεί ούτε καν να ζευγαρώσει, το καταραμένο μπάσταρδο. Κόντεψε να σκοτώσει την τελευταία φοράδα που καβαλίκεψε. Ο αρχιεκπαιδευτής -ο Χάρλι Μπερκ- συμβούλευσε την ευγένειά του να το θανατώσει προτού σκοτώσει κανέναν». Η προοπτική αυτή έκανε το στήθος του Θορ να σφιχτεί. «Θα του ρίξω μια ματιά». «Αν πάθεις τίποτα, δικό σου πρόβλημα. Αν όμως καταφέρεις να σ’ αφήσει να μείνεις εδώ μέσα μαζί του, τότε η δουλειά είναι δική σου». Ο Θορ συμφώνησε με ένα νεύμα του κεφαλιού. Έπειτα έστρεψε όλη του την προσοχή στο περήφανο ζώο. Ήθελε όσο τίποτα να το αγγίξει, να νιώσει το λείο, κατάμαυρο τρίχωμά του κάτω από τα χέρια του, να τιθασέψει τη δύναμη του δρασκελισμού του καθώς μία ξεχυνόταν και μία σταματούσε μέσα στον περιφραγμένο χώρο του. Ο Θορ κατευθύνθηκε προς την πόρτα του φράχτη, με βήμα αργό
αλλά γεμάτο αυτοπεποίθηση. Άνθρωπος και άλογο έπρεπε να ξεκινήσουν τη σχέση τους ως ίσοι από την αρχή. Άνοιξε την πόρτα του φράχτη και κοντοστάθηκε στο άνοιγμά της. Το άλογο, που είχε αρχίσει να κάνει νευρικούς γύρους, σταμάτησε απότομα στο μέσο του κυκλικού στίβου. Για κάμποσα δευτερόλεπτα, έξυνε το χώμα με τις οπλές του, χορεύοντας και πισωπατώντας, και άφησε ένα χαμηλό αλλά διαπεραστικό προειδοποιητικό χλιμίντρισμα. Την επόμενη στιγμή ξεχύθηκε προς τον εισβολέα, με γυμνωμένα δόντια και τα αυτιά κολλημένα στο κεφάλι του. Ο Θορ δε σάλεψε καθόλου. Το ζώο σταμάτησε μόλις λίγα εκατοστά μακριά του. Ανασηκώθηκε στα πίσω του πόδια, χτυπώντας τα μπροστινά του στον αέρα. Ήταν ένα τρομαχτικό θέαμα, που θα είχε κάνει οποιονδήποτε λογικό άνθρωπο να το βάλει στα πόδια. Ο Θορ παρέμεινε ακίνητος. «Ξίφος του Βασιλιά», είπε χαμηλόφωνα, έτσι ώστε μόνο το άλογο να μπορεί να τον ακούσει. «Στη γλώσσα μου θα σ’ έλεγαν Μπράντορ φρα ντατ Κόνουνγκαρ. Είναι καλό όνομα». Το άλογο ρουθούνισε, πισωπάτησε ξανά και μετά κατέβασε τα μπροστινά του πόδια στο έδαφος τόσο κοντά στον Θορ, που λίγο ακόμα και θα τον ποδοπατούσε. «Είσαι θυμωμένος, Μπράντορ. Το βλέπω καθαρά. Κάποιος σε πλήγωσε. Δεν κατάλαβαν πόσο δυνατός είσαι, πόσο ανάγκη έχεις την ελευθερία σου». Το άλογο έστρεψε το κεφάλι του στο πλάι και τον μελέτησε με ένα αγριωπό, σκοτεινό μάτι. Ρουθούνισε ξανά δυσαρεστημένο και τίναξε τη μεταξένια του χαίτη ενώ ο Θορ συνέχισε να του μιλάει σιγανά. Στα αρχαία σκανδιναβικά και στα αγγλικά, του έλεγε ότι δε θα του έκανε κακό και ότι με τον καιρό θα του έδινε την ελευθερία του. Το άλογο υποχώρησε, σηκώθηκε και πάλι στα πίσω του πόδια, αλλά δεν όρμησε ξανά εναντίον του. Αντίθετα, κάλπασε με ταχύτητα ολόγυρα στο στίβο, κάνοντας έναν πλήρη κύκλο, κι έπειτα σταμάτησε μπροστά στον Θορ, που είχε προχωρήσει λίγο πιο μέσα στο μεταξύ.
Το Ξίφος φρούμαξε και έξυσε το χώμα με τις οπλές του. Ο Θορ δεν κουνήθηκε. Ο επιβήτορας έκανε πίσω και μετά ξεχύθηκε προς τα εμπρός, αλλά σταμάτησε λίγο πιο μακριά του αυτή τη φορά. Ο Θορ δεν κουνήθηκε ούτε τώρα. Το ζώο στράφηκε, απομακρύνθηκε με ταχύτητα και σταμάτησε στην απέναντι άκρη. Στριφογύρισε και στάθηκε με τα ψηλόλιγνα πόδια του ανοιχτά και τα σκοτεινά του μάτια καρφωμένα στον Θορ, που εξακολουθούσε να μένει ακίνητος. Ο Θορ δεν ήξερε πόση ώρα πέρασε έτσι, πόσες φορές το άλογο κινήθηκε απειλητικά εναντίον του κι έπειτα στράφηκε και έφυγε καλπάζοντας. Δεν είχε σημασία. Αν ήθελαν οι θεοί, θα έβρισκε έναν τρόπο να αγγίξει την καρδιά αυτού του θαυμαστού πλάσματος και να το κάνει να δεχτεί ό,τι του επιφύλασσε η μοίρα του. Με την άκρη του ματιού του, είδε τον αρχισταβλίτη, τον κύριο Ναμπ, να τον παρακολουθεί έξω από το φράχτη. Άλλοι δύο σταβλίτες στέκονταν κοντά του, με τις τσουγκράνες ακίνητες στα χέρια τους. «Αν δεν το είχα δει. με τα ίδια μου τα μάτια, δε θα το πίστευα». Στο άκουσμα της φωνής του άλλου άντρα, το άλογο όρμησε προς το φράχτη σαν αφηνιασμένο, χλιμίντρισε άγρια και σταμάτησε ακριβώς μπροστά από τους τρεις θεατές. Ο Θορ βρήκε την ευκαιρία να βγει από τον περιφραγμένο στίβο. Ο Χόρας Ναμπ έκανε πίσω, τρίβοντας τη γυαλιστερή του φαλάκρα με το χέρι του. «Αυτό το αναθεματισμένο άλογο είναι σωστός φονιάς». «Είναι θυμωμένο. Κάποιος το πλήγωσε. Δε βλέπετε τις ουλές στο λαιμό και στα πλευρά του;» «Ο Μπερκ το μαστίγωνε. Προσπάθησε να το δαμάσει, αλλά δεν τα κατάφερε. Ο επιβήτορας πρέπει να θανατωθεί». «Δώστε μου μια ευκαιρία να δουλέψω μαζί του και με τον καιρό θα σας προσφέρει αυτό που θέλετε». Ο αρχισταβλίτης τον ζύγιασε με το βλέμμα κι έτριψε πάλι το κεφάλι του. «Αξίζει τον κόπο να δοκιμάσουμε, φαντάζομαι. Να θυμάσαι
μονάχα αυτό που σου είπα. Αν τραυματιστείς, η ευθύνη είναι όλη δική σου». Ο Θορ έγνεψε καταφατικά. Δεν έβλεπε την ώρα να ξεκινήσει. Το όνομα Ξίφος του Βασιλιά άξιζε σ’ αυτό το άλογο. Στις φλέβες ενός τόσο ατίθασου και περήφανου ζώου κυλούσε σίγουρα το αίμα πρωταθλητών. Θα χρειαζόταν κάμποσος χρόνος, αλλά άξιζε τον κόπο. Και ο Θορ δεν είχε καμία αμφιβολία ότι στο τέλος θα τα κατάφερνε. Και μόλις αποκτούσε την εμπιστοσύνη των αντρών που δούλευαν στο στάβλο, θα άρχιζε να κάνει ερωτήσεις. Θα ανακάλυπτε αν υπήρχε λόγος να πιστέψει ότι ο υποκόμης είχε κάποιο ρόλο στους φόνους του Κόβεντ Γκάρντεν. Και κάθε μέρα θα είχε το νου του στη Λίνζι και θα φρόντιζε να είναι ασφαλής.
Κεφάλαιο 16 Η Λίνζι καθόταν δίπλα στη θεία Ντι μέσα στην άμαξα των Ρένχερστ. Πήγαιναν να επισκεφθούν τον Στίβεν Κάμντεν στο Μέρικ Παρκ. «Ήταν πολύ ευγενικό εκ μέρους του Στίβεν να μας καλέσει για ένα ελαφρύ γεύμα», είπε η θεία Ντι. «Ναι, πράγματι», συμφώνησε η Λίνζι, νιώθοντας κάποια έξαψη που θα μιλούσε στον Μέρικ και ανυπομονώντας να ανακαλύψει μέσα από την κουβέντα τους γιατί το όνομά του είχε συνδεθεί με τους φόνους. Δεν ήταν ακόμα σίγουρη πώς θα προσέγγιζε το θέμα, αλλά αργά ή γρήγορα θα παρουσιαζόταν η ευκαιρία. Η άμαξα σταμάτησε μπροστά στην τεράστια έπαυλη και ένας υπηρέτης έτρεξε να τις βοηθήσει να κατέβουν. «Λαίδη Άσφορντ... δεσποινίς Γκρέιαμ», είπε ο νεαρός, «η ευγένειά του σας περιμένει. Προέκυψε κάποιο πρόβλημα στους στάβλους. Θα έρθει να σας βρει στο σαλόνι σε λίγα λεπτά. Αν θα θέλατε να με ακολουθήσετε, παρακαλώ...» «Πάμε κι εμείς στους στάβλους να δούμε τι συμβαίνει;» πρότεινε η Λίνζι, που ανέκαθεν θαύμαζε τα καθαρόαιμα του Μέρικ. Η θεία Ντι έριξε μια ματιά προς τους στάβλους. Ήταν όμορφη μέρα, χωρίς καμία απειλή βροχής, και έξω ήταν χαρά Θεού. «Εντάξει». Σηκώνοντας με χάρη τα φουστάνια τους, κατηφόρισαν το μικρό μονοπάτι που οδηγούσε στους στάβλους και τους στίβους εκπαίδευσης με τα εξαίσια άλογα αγώνων του Στίβεν. «Η ευγένειά του είναι εκεί πίσω», είπε ένας από τους σταβλίτες δείχνοντάς τους το στίβο εκπαίδευσης πίσω από το κτίσμα. «Εκεί κάτω». Η Λίνζι έδειξε στη θεία της τον ψηλό ξανθό άντρα που αναγνώρισε. Ο λόρδος Μέρικ ήταν εμφανίσιμος με έναν κομψό, ραφινάτο τρόπο που τον έκανε να δείχνει μεγαλύτερος από την ηλικία του. Δίπλα του, ένας άντρας το ίδιο ψηλός αλλά με πιο φαρδιές πλάτες και στέρνο στεκόταν με τα πόδια ανοιχτά και μια συνοφρυωμένη έκφραση στο ροδοκόκκινο πρόσωπό του.
Όμως αυτός που την έκανε να μαρμαρώσει ήταν ένας τρίτος άντρας, που προσπαθούσε να τιθασέψει ένα υπέροχο μαύρο άλογο. «Καλέ, αυτός δεν είναι ο φίλος σου, ο Θορ;» αναφώνησε η θεία Ντι ακολουθώντας το βλέμμα της. Τώρα που τον είχε γνωρίσει καλύτερα η Λίνζι, δε θα έπρεπε να εκπλαγεί που τον έβλεπε εδώ. «Έτσι φαίνεται», αναγκάστηκε να παραδεχτεί, αφού ο Θορ δεν ήταν από τους άντρες που θα ξεχνούσε εύκολα η θεία της. «Και τι στο καλό κάνει εδώ;» Η Λίνζι δεν είχε άλλη επιλογή από το να της πει την αλήθεια -κάτι που ίσως θα έπρεπε να είχε ήδη κάνει. Έριξε γύρω της μια ματιά για να σιγουρευτεί ότι δεν τις άκουγε κανένας. «Είναι εδώ εξαιτίας ενός σημειώματος που έλαβα την περασμένη εβδομάδα, που ήταν, μάλιστα, το δεύτερο. Το πρώτο κατηγορούσε έναν από τους φίλους του Ρούντι ως το δολοφόνο του Κόβεντ Γκάρντεν. Το δεύτερο κατονόμαζε συγκεκριμένα τον Στίβεν Κάμντεν». «Μα, αυτό είναι γελοίο. Δεν πιστεύω να το πήρες στα σοβαρά». «Όχι, γι’ αυτό άλλωστε δεν το ανέφερα ούτε σ’ εσένα ούτε στον Ρούντι. Όμως ο Θορ είναι εξαιρετικά προστατευτικός. Ήταν σίγουρος ότι δε θα ησύχαζα αν δε βεβαιωνόμουν ότι ο Στίβεν δεν είχε καμία σχέση με τους φόνους. Φοβόταν ότι οι ερωτήσεις μου μπορεί να με έθεταν σε κίνδυνο. Υποθέτω ότι αυτός είναι ο λόγος που βρίσκεται εδώ». Οι δύο γυναίκες στάθηκαν στο μονοπάτι, παρακολουθώντας τον άντρα και το άλογο στο στίβο εκπαίδευσης. «Είναι και οι δύο υπέροχα πλάσματα», μονολόγησε η θεία Ντι. «Δε νομίζω να έχω ξαναδεί ωραιότερο δείγμα άντρα ή αλόγου». Αυτό ήταν αλήθεια. Η Λίνζι στεκόταν υπνωτισμένη, με το βλέμμα καθηλωμένο στο θηριώδη άντρα και το τεράστιο άλογο, που κοιτάζονταν μέσα στο στίβο. Ήταν σαν να μην έβλεπαν παρά μόνο ο ένας τον άλλον -ένας άντρας και ένα άλογο προσηλωμένοι σε κάποια δική τους, εσωτερική αναμέτρηση θέλησης. Ο επιβήτορας ήταν ένα πανέμορφο θέαμα, μαύρος σαν το σκοτάδι της νύχτας, γεροδεμένος και επιβλητικός, με στιλπνό τρίχωμα. Ο ά-
ντρας ήταν εξίσου εντυπωσιακός με τα πυκνά μαύρα μαλλιά του να πέφτουν κυματιστά ως το γιακά του και τα γαλανά σαν τη θάλασσα μάτια του. Με το εφαρμοστό του παντελόνι, κολλημένο σαν δεύτερο δέρμα στα μακριά μυώδη πόδια του, τους στιβαρούς του ώμους και τη φαρδιά, δυνατή πλάτη του που έκανε το λευκό του πουκάμισο να τεντώνεται με κάθε του κίνηση, ήταν ο ωραιότερος άντρας που είχε αντικρίσει η Λίνζι στη ζωή της. «Αν αυτός ο άντρας είναι εδώ για σένα», της είπε η θεία Ντι, «τότε την έχεις άσχημα, κορίτσι μου». Η Λίνζι ύγρανε τα χείλη της που ξαφνικά είχαν στεγνώσει σαν φθινοπωριάτικα φύλλα. «Είμαστε απλώς φίλοι, σου το έχω ξαναπεί». «Αδύνατο», δήλωσε με βεβαιότητα η θεία της. Η Λίνζι δε διαφώνησε. Ακόμα και τώρα, καθώς τον παρακολουθούσε, το μυαλό της πλημμύριζαν αναμνήσεις από την τελευταία φορά που της είχε κάνει έρωτα, από την αίσθηση του να τον έχει μέσα της, την αίσθηση του σφριγηλού του κορμιού να κινείται πάνω της. Τα χείλη της έκαιγαν στη θύμηση των φιλιών του και το κορμί της προσδοκούσε με λαχτάρα την επόμενη φορά που θα έσμιγαν. Ξεροκατάπιε. «Ακόμα κι αν... είχες δίκιο, δεν μπορεί να υπάρξει κάτι παραπάνω μεταξύ μας. Το ξέρεις καλά, θεία Ντι». Η θεία της την κοίταξε επίμονα κάτω από τα τοξωτά μαύρα της φρύδια. «Ελπίζω να το θυμηθείς αυτό όταν έρθει η στιγμή». Η Λίνζι δεν απάντησε. Ευχήθηκε να είχε τη δύναμη να τον αφήσει όταν θα ερχόταν η στιγμή, αλλά κάθε φορά που βρισκόταν μαζί του, η ιδέα αυτή την πονούσε ολοένα περισσότερο. Φορώντας ένα ευγενικό χαμόγελο, πλησίασε τον Στίβεν και τον άντρα με το ροδοκόκκινο πρόσωπο, που παρακολουθούσαν τη σκηνή στο στίβο εκπαίδευσης. «Ελπίζω ο φίλος σου να έχει τη σύνεση να μην αναφέρει τη γνωριμία σας», της ψιθύρισε η θεία Ντι πριν φτάσουν δίπλα στους δύο άντρες. «Είμαι σίγουρη γι’ αυτό». Ό,τι κι αν ήταν ο Θορ, ανόητος δεν ήταν. Βρισκόταν εκεί για να τη βοηθήσει να ανακαλύψει την αλήθεια για τον υποκόμη και θα έκανε ό,τι χρειαζόταν για να συμβεί αυτό.
Ο Στίβεν αντιλήφθηκε τις γυναίκες που σίμωναν και ανταπέδωσε το χαμόγελο της θείας Ντι. «Αγαπητή μου λαίδη Άσφορντ, τι χαρά που σας βλέπω». Στράφηκε με το ίδιο θερμό χαμόγελο στη Λίνζι. «Κι εσάς επίσης, δεσποινίς Γκρέιαμ. Δείχνετε και οι δύο υπέροχες, όπως πάντα. Ζητώ συγγνώμη που δεν ήμουν στο σπίτι όταν φτάσατε. Άκουσα ότι συνέβαινε κάτι ενδιαφέρον εδώ κάτω. Κατέβηκα να δω και φαίνεται ότι ξεχάστηκα». «Δεν πειράζει, Στίβεν», είπε η θεία Ντι. «Απολαμβάναμε το θέαμα». Ο Στίβεν στράφηκε και κοίταξε συνοφρυωμένος τον άντρα και το άλογο στο στίβο. «Αυτός ο επιβήτορας είναι πανέμορφος, αλλά και εντελώς απείθαρχος. Ο εκπαιδευτής μου, ο κύριος Μπερκ, με έχει συμβουλεύσει να τον θανατώσω πριν τραυματίσει κάποιον άσχημα ή τίποτα ακόμα χειρότερο». Υπήρχαν άλογα που απλώς δε δαμάζονταν με τίποτα. Ίσως κάτι να τους είχε συμβεί όταν ήταν ακόμα πουλάρια, ίσως κάποιος να τα είχε κακοποιήσει ή να τα είχε κακομεταχειριστεί, ή μπορεί απλώς να μην ήταν καλά στα μυαλά τους από γεννησιμιού τους. «Ο Ντρόγκαρ είναι ηλίθιος», είπε ο εκπαιδευτής στον Στίβεν. «Κάθεται εκεί πέρα και το μόνο που κάνει είναι να μιλάει -λες κι αυτός ο τετράποδος φονιάς καταλαβαίνει τι του λέει. Είναι ζήτημα χρόνου να τον τρέχουμε στο γιατρό, τον καθυστερημένο». Η Λίνζι ξανακοίταξε τον Θορ. Παρότι μιλούσε τόσο χαμηλόφωνα που δεν άκουγε τι έλεγε, έβλεπε τα χείλη του να κινούνται. Ένα μικρό τρέμουλο διέτρεξε το σώμα της καθώς θυμήθηκε τα λόγια που της ψιθύριζε ο Θορ τη νύχτα που της είχαν επιτεθεί έξω από το Γαλάζιο Φεγγάρι, λόγια που την είχαν ηρεμήσει όσο τίποτε άλλο. Θυμήθηκε πώς την είχε καθησυχάσει με τα γλυκόλογα και τα τρυφερά του χάδια πριν της κάνει έρωτα για πρώτη φορά. Ίσως ήταν ανόητος που πίστευε ότι ένα άλογο θα ανταποκρινόταν στην ίδια τρυφερή μεταχείριση, αλλά η Λίνζι δεν ήταν και τόσο σίγουρη. Βλέποντάς τον να δουλεύει με τον επιβήτορα, απλώνοντας αργά το χέρι του για να χαϊδέψει τον γυαλιστερό μαύρο λαιμό του, η Λίνζι σκέφτηκε ότι ο Θορ ήταν ο πιο εκπληκτικός άντρας που είχε γνωρίσει ποτέ. Σκέφτηκε ότι δε θα γνώριζε ποτέ άλλον άντρα σαν αυτόν
και ξαφνικά η καρδιά της πλημμύρισε από λαχτάρα. Δάγκωσε το χείλι της, πιέζοντας τον εαυτό της να διώξει το ανεπιθύμητο αυτό συναίσθημα. Η φωνή του Στίβεν την έβγαλε από τις σκέψεις της. «Λοιπόν, κυρίες μου, σας κάλεσα για ένα ελαφρύ γεύμα και, απ’ ό,τι έχω πληροφορηθεί, ο μάγειρας έχει ετοιμάσει και του πουλιού το γάλα». Πρόσφερε το μπράτσο του στη θεία της. «Τι θα λέγατε αν αφήναμε τον επιβήτορα στους άντρες και πηγαίναμε να απολαύσουμε τις λιχουδιές που μας περιμένουν;» Προσφέροντας το άλλο του μπράτσο στη Λίνζι, οδήγησε τις καλεσμένες του πίσω στο σπίτι. Μόνο η προοπτική της ανακάλυψης κάποιου στοιχείου για τους φόνους έκανε τη Λίνζι να συγκρατηθεί και να μη γυρίσει να ρίξει μια τελευταία ματιά στον Θορ. *** Ο Θορ δούλεψε με τον επιβήτορα ως αργά το βράδυ. Πριν ξημερώσει, σηκώθηκε και δούλεψε ξανά με το άλογο, σημειώνοντας αρκετή πρόοδο, κατά τη γνώμη του. Ωστόσο, εδώ είχε έρθει για τη Λίνζι και, από τη στιγμή που την είδε με τον Μέρικ, ήθελε να είναι βέβαιος ότι ήταν ασφαλής. Αρκετά από τα άλογα χρειάζονταν άσκηση. Σέλωσε έναν εκτομία με άσπρη μουσούδα και κάλπασε δυτικά, προς το κτήμα των Ρένχερστ. Πάνω που είχε περάσει το λοφίσκο, το μάτι του πήρε ένα άλογο και έναν αναβάτη που έτρεχαν ξέφρενα στο αμυδρό πρωινό φως. Ο Θορ τράβηξε το χαλινάρι του δικού του αλόγου για να σταματήσει και παρακολούθησε το άτι του άγνωστου ιππέα να πλησιάζει με ταχύτητα έναν ψηλό φράχτη και να τον πηδάει με ευκολία. Υπήρχε κάτι γνώριμο πάνω του και ξαφνικά θυμήθηκε τον άγνωστο νεαρό που είχε δει να ιππεύει με τόση επιδεξιότητα και χάρη στο πάρκο κοντά στο σπίτι του. Άλογο και αναβάτης πήδησαν μια ψηλή πέτρινη μάντρα και προσγειώθηκαν ομαλά στην άλλη πλευρά. Ο Θορ χαμογέλασε με την ικανότητα του νεαρού και τον τολμηρό τρόπο που προσέγγισε το επόμενο εμπόδιο στο δρόμο του, ένα φαρδύ ρυάκι που ανάγκασε το άλογο να τεντωθεί για να πηδήσει μια μικρή συστάδα θάμνων στην
όχθη του νερού. Το άλογο με τον αναβάτη του πήδησε το ρυάκι και οι οπλές του σήκωσαν νερά στον αέρα. Πριν ο Θορ τους χάσει από τα μάτια του, ο αέρας πήρε το καπέλο του αναβάτη αποκαλύπτοντας μια μακριά, χοντρή καστανή πλεξούδα. Ο Θορ δεν πίστευε στα μάτια του. Ο αναβάτης δεν ήταν άντρας, αλλά γυναίκα με αντρικό παντελόνι -μια γυναίκα που του ανήκε! Σφίγγοντας το σαγόνι του, ο Θορ κέντρισε τα πλευρά του αλόγου του με τις φτέρνες του και ξεχύθηκε ξοπίσω της. Αυτό που μέχρι πριν λίγο θεωρούσε ικανότητα τώρα το έβλεπε ως μια εξωφρενική, απερίσκεπτη συμπεριφορά και ήταν αποφασισμένος να τη σταματήσει για να μη δει τη Λίνζι να καταλήγει τραυματισμένη. Την είχε προφτάσει σχεδόν όταν εκείνη τον είδε. Και τότε, αντί να κόψει ταχύτητα, χαμογέλασε κι έσκυψε πάνω από το λαιμό του αλόγου της, παροτρύνοντάς το να τρέξει πιο γρήγορα. Πήδησε πάνω από ένα φράχτη, που ίσα που άγγιξαν οι οπλές του αλόγου της. Η οργή του Θορ ξεχείλισε. Τι νόμιζε ότι έκανε; Δεν ήταν άντρας, αν και ίππευε σαν άντρας. Αργά ή γρήγορα θα έπεφτε και θα χτυπούσε! Το άλογο της Λίνζι πήδησε με άνεση πάνω από ένα χείμαρρο και προσγειώθηκε μαλακά στην απέναντι όχθη. Ο Θορ την ακολούθησε, με το θυμό του να του δίνει φτερά. Η Λίνζι έκοψε ταχύτητα καθώς την πλησίασε, αλλά ο Θορ δε σταμάτησε. Αντίθετα, την τελευταία στιγμή, με μια αστραπιαία κίνηση, άπλωσε το χέρι του, την άρπαξε από τη σέλα της και την έριξε στη δική του, μπρούμυτα πάνω στα πόδια του. Η παλάμη του κατέβηκε με δύναμη στα οπίσθια της, μία, δύο φορές. Η Λίνζι ξεφώνισε έξαλλη και άρχισε να παλεύει να του ξεφύγει. Αν ο Θορ δε φοβόταν μήπως η Λίνζι έπεφτε, θα της είχε δώσει μερικές ξυλιές ακόμα. Σταμάτησε το άλογό του, την κατέβασε στο έδαφος κι έπειτα ξεπέζεψε κι εκείνος. «Πώς τολμάς!» του φώναξε φτύνοντας σχεδόν τα λόγια της, σαν λυσσασμένη μικρή αγριόγατα. «Κάνω ιππασία από τριών ετών! Ξέρω να χειριστώ ένα άλογο το ίδιο καλά μ’ εσένα, Θόρολφ Ντρόγκαρ! Δεν έχεις κανένα δικαίωμα να μου φέρεσαι σαν να ήμουν κανένα άτακτο
παιδάκι!» «Είσαι γυναίκα, δεν είσαι άντρας! Θα μπορούσες να σκοτωθείς!» «Το ίδιο κι εσύ! Και οποιοσδήποτε!» Θυμωμένη, έκανε μερικά βήματα μακριά του, με μάγουλα αναψοκοκκινισμένα, που σίγουρα θα έκαιγαν όσο και ο πισινός της. «Δεν το άξιζα αυτό! Ιππεύω πολύ καλά!» Στράφηκε και τον κατακεραύνωσε με ένα φαρμακερό βλέμμα. «Ίσως ζηλεύεις. Ίσως δε σου αρέσει που μια γυναίκα μπορεί να ιππεύει τόσο καλά όσο κι εσύ». «Είσαι η γυναίκα μου, Λίνζι. Δε θέλω να σε δω να τραυματίζεσαι». «Δεν είμαι γυναίκα σου! Είμαστε απλώς εραστές, αυτό είναι όλο! Απαιτώ να μου ζητήσεις συγγνώμη. Είχες άδικο που μου φέρθηκες έτσι. Το μόνο ερώτημα είναι αν είσαι αρκετά άντρας για να το παραδεχτείς». Ο Θορ την κοίταξε σαστισμένος. Μερικές μελιές μπούκλες είχαν λυθεί και έπεφταν στο πρόσωπό της και τα χείλη της ήταν σαρκώδη και τριανταφυλλένια. Ήταν όμορφη -και από τους καλύτερους ιππείς που είχε δει ποτέ. Είχε καθήκον να την προστατεύει, αλλά, όπως και ο επιβήτορας, άξιζε την ελευθερία της. Ξεφύσησε νικημένος, ξέροντας ότι η Λίνζι είχε δίκιο. «Ιππεύεις το ίδιο καλά μ’ οποιονδήποτε άντρα». Κούνησε το κεφάλι του, διορθώνοντας τον εαυτό του. «Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω δει καλύτερο ιππέα από σένα. Φοβήθηκα και άφησα το φόβο μου να γίνει θυμός. Συγγνώμη». Η Λίνζι ήταν ακόμα θυμωμένη και το ζωηρό κόκκινο χρώμα δεν είχε φύγει από τα μάγουλά της. Έκανε ένα συγκαταβατικό νεύμα. «Δέχομαι τη συγγνώμη σου. Υποθέτω ότι μπορώ να σε συγχωρήσω μόνο γι’ αυτή τη φορά». Πλησιάζοντάς την, άπλωσε το χέρι του και έσυρε απαλά ένα του δάχτυλο στο μάγουλό της. «Δεν έχω γνωρίσει άλλη γυναίκα σαν εσένα. Είναι δύσκολο για έναν άντρα όπως εγώ να δεχτεί μια γυναίκα που είναι ίση του». Μια φευγαλέα λάμψη έκπληξης πέρασε από τα μάτια της. Και κάτι άλλο, που ο Θορ δεν μπόρεσε να καταλάβει. Ήρθε κοντά του κι έπεσε στην αγκαλιά του. «Μου έλειψες».
Ο Θορ φίλησε την κορυφή του κεφαλιού της. «Κι εμένα μου έλειψες». Έμεινε σφιγμένη πάνω του μερικές στιγμές ακόμα και, όταν τραβήχτηκε, ο Θορ δεν ήθελε να την αφήσει να φύγει. «Ο μαύρος επιβήτορας είναι υπέροχος», του είπε. «Ο Μέρικ λέει ότι ο Μπερκ θέλει να τον θανατώσει». «Ο Μπερκ είναι ηλίθιος». «Μπορείς να τον δαμάσεις;» Το χέρι του ακολούθησε χαϊδευτικά τη γραμμή του σαγονιού της. «Μόνο εσένα δεν μπορώ να δαμάσω, μικρή αλεπού». Της έγειρε πίσω το κεφάλι και τη φίλησε, βυθίζοντας τη γλώσσα του στο στόμα της και ρουφώντας τη γλύκα των χειλιών της. Την ίδια στιγμή ένιωσε τον ανδρισμό του να σκληραίνει σαν πέτρα, λαχταρώντας να χαθεί μέσα της. Αισθάνθηκε το λεπτό της χέρι πάνω στο στέρνο του, να του ξεκουμπώνει το πουκάμισο και να το ανοίγει για να ακουμπήσει τις παλάμες της στους μυς που φούσκωναν το στήθος του. Ο πόθος του φούντωσε και βάθυνε το φιλί του, εισπνέοντας αχόρταγα το άρωμά της. Το μόριό του παλλόταν από επιθυμία, παγιδευμένο στον στενό του καβάλο. Ένιωσε το χέρι της εκεί, να τον αγγίζει δειλά, ελέγχοντας πόσο ερεθισμένος ήταν. Ο Θορ άφησε να του ξεφύγει μια κοφτή ανάσα. Η Λίνζι διέκοψε το φιλί και σήκωσε τα μάτια της στα δικά του. Του έδειξε μετά με μια κίνηση του κεφαλιού της ένα σωρό από πέτρες λίγο πιο κει. Ήταν τα χαλάσματα ενός παλιού πέτρινου μοναστηριού. «Εκεί... πάμε εκεί για να μη μας δει κανένα μάτι». Όταν τον τράβηξε από το χέρι, ο Θορ δεν αντιστάθηκε. Γιατί τώρα πια του ανήκε και ήταν αποφασισμένος να πάρει αυτό που ήταν δικό του. Μέσα στα αρχαία ερείπια, τη φίλησε αργά και βαθιά, χώνοντας τα χέρια του μέσα στην μπλούζα της για να πάρει στις χούφτες του τα στήθη της. Ήταν στρογγυλά και τροφαντά σαν ώριμα ροδάκινα και απαλά σαν ροδοπέταλα. Λαχταρούσε να τα γευτεί και να νιώσει τις ρόδινες άκρες τους να σκληραίνουν κάτω απ’ τη γλώσσα του.
Της άνοιξε την μπλούζα, έσκυψε το κεφάλι του στο ένα της στήθος και έγλειψε τις ρώγες της ώσπου σφίχτηκαν και σκλήρυναν, κι έπειτα ξεκούμπωσε το μπροστινό μέρος του παντελονιού της και της το κατέβασε κάτω από τους γοφούς. Τη γύρισε μετά με την πλάτη της προς το μέρος του, αναγκάζοντάς τη να σκύψει ώσπου τα χέρια της ακούμπησαν σε μια από τις πεσμένες πέτρες. «Μα τι...» «Θα σε πάρω έτσι, όπως παίρνει το ταίρι του ο λύκος». Τη δάγκωσε τρυφερά στο πλάι του λαιμού της, ενώ τα χέρια του χάιδευαν τους υπέροχους ολοστρόγγυλους γλουτούς της. Είδε με κάποια ενοχή το κόκκινο σημάδι που είχε αφήσει η παλάμη του στο κατάλευκο δέρμα της. Έσκυψε και πίεσε το στόμα του εκεί, σαν να της έλεγε, με μια βροχή από ανάλαφρα φιλιά, ότι λυπόταν και ότι από δω κι εμπρός θα της έδειχνε το σεβασμό που της άξιζε. Η Λίνζι τρεμούλιασε κάτω από το άγγιγμά του και το σώμα του σκλήρυνε από μια επιθυμία τόσο σφοδρή που έμοιαζε σχεδόν με πόνο. «Σε παρακαλώ...» του ψιθύρισε βαριανασαίνοντας καθώς την άγγιζε ολοένα πιο τολμηρά. Ήταν ήδη υγρή και έτοιμη. Μπήκε αργά μέσα στη σφιχτή της σάρκα, ωθώντας ώσπου τη γέμισε εντελώς. Την έπιασε ύστερα από τη μέση και άρχισε να κινείται ρυθμικά. Βούλιαξε σε μια πρωτόγνωρη έξαψη. Με κάθε βαθιά του διείσδυση, τη διεκδικούσε, αισθανόταν ολοένα πιο σίγουρος ότι ήταν πλασμένη για να είναι δική του, κι ωστόσο ήξερε ότι αυτό ήταν αδύνατο. Όμως την πήρε με μια λαχτάρα ασυγκράτητη. Την πήρε ξανά και ξανά, ώσπου έσβησαν τα πάντα γύρω του κι έμεινε μόνο η Λίνζι, με το λεπτό της κορμί που τον δεχόταν τόσο γλυκά, τα πνιχτά βογκητά της και τα ρίγη ηδονής που τη συντάραζαν. Η δίκιά του κορύφωση έφτασε γρήγορα και ήταν πιο έντονη από κάθε άλλη φορά. Οι μύες του τεντώθηκαν ώσπου έγιναν σκληροί σαν ατσάλι και χύθηκε μέσα της η καυτή ερωτική του λάβα. Αναρωτήθηκε αν το μαντζούνι του Ινδού ήταν αποτελεσματικό και τον κυρίευσε ανησυχία. Ήταν πολύ λεπτή για να κυοφορήσει και να γεννήσει ένα
δικό του παιδί, που ήξερε πόσο μεγαλόσωμο θα ήταν. Ευχήθηκε το γιατροσόφι της να ήταν αποτελεσματικό, ωστόσο βαθιά στην καρδιά του ήθελε όσο τίποτε άλλο να φυτέψει μέσα της το σπόρο του και να τον δει να μεγαλώνει, ξέροντας ότι το παιδί στη μήτρα της θα ήταν κομμάτι και των δυο τους. Ήταν λάθος όμως να νιώθει έτσι, αφού δε θα μπορούσε να γίνει ποτέ ο άντρας που χρειαζόταν η Λίνζι. Τραβήχτηκε από τη ζεστασιά του κορμιού της κι εκείνη γύρισε και φώλιασε στην αγκαλιά του. Έμειναν κάμποσο έτσι κι έπειτα την άφησε να φύγει. Την παρακολούθησε σιωπηλά όσο ντυνόταν και στο τέλος την κούμπωσε. «Πρέπει να πηγαίνω», του είπε. «Το ίδιο κι εγώ». Έκλεισε το πρόσωπό της στις παλάμες του. «Υποσχέσου μου ότι θα προσέχεις -και με το άλογο και με τον Μέρικ». «Δεν έμαθα τίποτα όταν τον επισκεφθήκαμε χτες. Φαίνεται πολύ απίθανο να είναι αυτός ο δολοφόνος, αλλά...» «Αλλά δεν μπορείς να είσαι απόλυτα σίγουρη». Του έγνεψε καταφατικά. «Ο Στίβεν θα έρθει στο πάρτι που οργανώνει η θεία μου. Ίσως ανακαλύψουμε κάτι για τις δραστηριότητες του όσο θα είναι εκεί». «Θα έχω τα αυτιά μου ανοιχτά. Το προσωπικό του τον κουτσομπολεύει. Θα μάθω τι ξέρουν». Η Λίνζι πήγε και πήρε το άλογό της. «Θα μπορούσαμε να συναντηθούμε κάπου απόψε». Η προοπτική αυτή ήταν εξαιρετικά δελεαστική, αλλά ο Θορ κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Δεν έπρεπε να κάνουμε αυτό που κάναμε εδώ. Ήταν πολύ επικίνδυνο». «Δε με νοιάζει». «Νομίζω ότι σε νοιάζει». Η Λίνζι κοίταξε αλλού, παίζοντας αφηρημένα με τα χαλινάρια του αλόγου της. «Σε μια δυο μέρες θα έρθουν ο Λέιφ και η Κρίστα». «Ίσως οι τρεις μας καταφέρουμε να σε κρατήσουμε μακριά από μπλεξίματα». Την έστρεψε προς το άλογό της και, πιάνοντάς την από τη μέση, τη σήκωσε και την κάθισε πάνω στη δερμάτινη σέλα της.
«Να είσαι φρόνιμη, μικρή αλεπού». Του χαμογέλασε. «Υπόσχομαι να μην κάνω τίποτα που δε θα έκανε κι ένας λύκος». Ο Θορ κούνησε το κεφάλι κρύβοντας το χαμόγελό του καθώς εκείνη έφυγε καλπάζοντας. Άλογο και αναβάτιδα χάθηκαν πίσω από την κορυφή του λόφου και το χαμόγελό του έσβησε. Αυτό που έκαναν ήταν λάθος. Αν δεν μπορούσαν να παντρευτούν, θα έπρεπε να την αφήσει ήσυχη. Υποσχέθηκε στον εαυτό του ότι θα το έκανε. Μακάρι να το πίστευε κιόλας.
Κεφάλαιο 17 Οι δροσερές μέρες του Οκτώβρη κυλούσαν αργά. Ο Ρούντι είχε αρχίσει να χάνει το κέφι του και να βαριέται και το μόνο που τον παρηγορούσε ήταν ότι την επόμενη εβδομάδα θα άρχιζαν να καταφθάνουν οι καλεσμένοι για το πάρτι που θα έδινε η θεία Ντι. Η Ντιλάιλα είχε οργανώσει ένα σωρό ψυχαγωγικές δραστηριότητες, από χαρτιά και απογευματινές εξόδους μέχρι μια θεατρική παράσταση από έναν περιπλανώμενο θίασο και ένα σουαρέ όπου είχαν προσκληθεί αρκετοί από τους γείτονες. Η εβδομάδα των εκδηλώσεων θα ολοκληρωνόταν με το τοπικό αθλητικό γεγονός που ήταν γνωστό ως το Ντέρμπι του Φόξγκροουβ, μια ετήσια αγωνιστική ιπποδρομία που συγκέντρωνε θεατές από μίλια μακριά. «Έτσι θα κλείσει με τον πιο θεαματικό τρόπο το πάρτι μας, δε νομίζεις;» είπε η θεία Ντι στη Λίνζι. «Ξέρεις πόσο αρέσει στους άντρες να στοιχηματίζουν. Σκέφτηκα να συμμετάσχουμε κι εμείς εφέτος, με ένα άλογο των Ρένχερστ. Φυσικά θα πάρει μέρος και ο λόρδος Μέρικ». Ο Μέρικ. Ο άνθρωπος αυτός δεν έφευγε ποτέ από τη σκέψη της. Στο χωριό είχε κάνει διακριτικές ερωτήσεις, αλλά οι ντόπιοι έδειχναν απρόθυμοι να μιλήσουν για εκείνον. Αποτελούσε σημαίνον μέλος της τοπικής κοινότητας και το κτήμα και η επιχείρησή του εκτροφής αλόγων έδιναν δουλειά σε πολλούς ανθρώπους. Δεν ήθελαν να ρισκάρουν τις δουλειές τους. Παρά την απογοήτευσή της για τη μηδαμινή πρόοδο της έρευνάς της, η Λίνζι απολάμβανε την παραμονή της στην εξοχή και, πάνω απ’ όλα, την ευκαιρία να κάνει ιππασία. Κάθε πρωί πήγαινε για ιππασία, ρουφούσε αχόρταγα τον καθαρό αέρα και χαιρόταν που βρισκόταν στην ύπαιθρο, μακριά από τη φασαρία και την πολυκοσμία της πόλης. Κάθε μέρα, βγαίνοντας με το άλογό της από το στάβλο, είχε την ελπίδα ότι θα συναντούσε τον Θορ, αλλά εκείνος, αν βρισκόταν κά-
που κοντά, δε φάνηκε. Δεν είχε κάνει την εμφάνισή του από τότε που είχαν παραδοθεί στη φλόγα του έρωτά τους ανάμεσα στα αρχαία χαλάσματα. Το στομάχι της σφίχτηκε στη θύμηση εκείνου του πρωινού, των χειλιών του πάνω στα στήθη της, της κίνησης του σκληρού ανδρισμού του μέσα της. Πώς θα ’θελε να ξαναρχόταν κοντά της! Άραγε ποιες καινούριες απολαύσεις θα μπορούσε να της δείξει; Όπως φαινόταν όμως, την απέφευγε. Ο Θορ δεν ήταν από εκείνους που συνεχίζουν απ’ αόριστον μια ερωτική σχέση με μια ανύπαντρη κοπέλα αν δεν υπάρχει δυνατότητα γάμου. Η Λίνζι μπήκε στον πειρασμό να του στείλει ένα σημείωμα, να επινοήσει κάποια φοβερή επείγουσα ανάγκη μήπως έσπευδε για να τη σώσει, αλλά φοβήθηκε ότι κάτι τέτοιο απλώς θα τον θύμωνε. Παρ’ όλ’ αυτά, διαισθανόταν ότι ο Θορ ήταν συχνά στο Ρένχερστ για να βεβαιωθεί ότι η Λίνζι ήταν ασφαλής. Την επόμενη εβδομάδα άρχισαν να καταφθάνουν οι καλεσμένοι. Οι περισσότεροι ήταν άνθρωποι που η Λίνζι ήξερε ότι θα έρχονταν, ενώ η άφιξη κάποιων άλλων την ξάφνιασε. Μαζί με το συνταγματάρχη Λάνγκτρι, η θεία Ντι είχε προσκαλέσει το μαρκήσιο και τη μαρκησία του Πένροουζ, παλιούς της φίλους. Στη λίστα των καλεσμένων είχαν συμπεριληφθεί επίσης ο κόμης και η κόμισσα του Κίτριτζ μαζί με τις δύο κόρες τους, την Ελίζαμπεθ και τη Σάρα. Η Σάρα μόλις είχε κλείσει τα δεκαοχτώ, ενώ η Ελίζαμπεθ, στα είκοσι ένα της, είχε ήδη κάμποσα χρόνια που έψαχνε γαμπρό, αλλά οι φήμες έλεγαν ότι δεν είχε προτάσεις επειδή παραήταν ζωηρή. Τη δεύτερη μέρα της εβδομάδας ήρθαν ο Λέιφ και η Κρίστα. «Χαίρομαι που καταφέρατε να έρθετε», είπε η Λίνζι αγκαλιάζοντας θερμά τους φίλους της. «Χρειάστηκε να δώσω μάχη για να την πείσω», είπε ο Λέιφ. «Είναι η πρώτη φορά που φεύγουμε μακριά από το γιο μας. Πιο μακριά από την άλλη άκρη της πόλης, τουλάχιστον». «Ελπίζω να είναι καλά ο Μπράντον», είπε ανήσυχα η Κρίστα. Ο Λέιφ έσκυψε και τη φίλησε στο μάγουλο. «Θα είναι μια χαρά, αγάπη μου. Η κυρία Μάκελροϊ είναι καταπληκτική με τα μωρά».
Η Κρίστα αναστέναξε. «Ξέρω ότι έχεις δίκιο. Θα βάλω τα δυνατά μου να χαλαρώσω και να περάσω καλά». Την ίδια μέρα έφτασε και η Κόραλι με το σύζυγό της, τον Γκρέι Φόρσαϊθ, κόμη του Τρεμέιν. «Δείχνεις υπέροχη», είπε η Λίνζι στην Κόρι. «Παίρνω όρκο ότι κάθε φορά που σε βλέπω είσαι όλο και πιο όμορφη». «Η συζυγική ζωή μού ταιριάζει». Έπειτα η Κόρι έσκυψε και ψιθύρισε στη φίλη της, «Και νομίζω ότι είμαι έγκυος στο παιδί του Γκρέι, αλλά δεν είμαι απόλυτα σίγουρη, γι’ αυτό δεν του το έχω πει ακόμα». «Κυρίες μου, κυρίες μου -απαγορεύονται τα μυστικά», τις διέκοψε ο Γκρέι. Σήκωσε το ένα μαύρο του φρύδι στη σύζυγό του. «Νόμιζα ότι το είχες μάθει το μάθημά σου». Τα πυκνά μαύρα μαλλιά του, δεμένα αλογοουρά με μια κορδέλα, ήταν πολύ μακριά για τη μόδα της εποχής, αλλά του πήγαιναν τέλεια, κάνοντάς τον να μοιάζει με πειρατή. «Ω, το έμαθα, αγάπη μου, σ’ το υπόσχομαι». Όμως η Κόραλι χαμογέλασε πονηρά στη Λίνζι κι εκείνη της ανταπέδωσε το χαμόγελο. Τα χείλη της Κόρι σχημάτισαν σιωπηλά τη φράση «Πρέπει να μιλήσουμε». Η Λίνζι συμφώνησε απρόθυμα, σίγουρη ότι η φίλη της ανησυχούσε για τον Θορ και το γιατροσόφι που της είχε φτιάξει ο Σαμίρ. Στη συντροφιά τους προστέθηκε η θεία Ντι και συζήτησαν ευχάριστα για λίγο ακόμα. Η Λίνζι βρήκε τον Γκρέι ευφυή, ενδιαφέροντα και απίστευτα όμορφο -και φανερά ερωτευμένο και αφοσιωμένο στη σύζυγό του. Σύντομα έφτασαν κι άλλοι καλεσμένοι. Ο Ρούντι είχε καλέσει τον Τομ Μπογκς και τον Έντουαρντ Γουίνσλοου και οι δύο νεαροί εμφανίστηκαν στο Ρένχερστ μαζί. Η Λίνζι είχε ελπίσει ότι ο αδερφός της θα είχε σταματήσει επιτέλους να κάνει παρέα με τους πλούσιους, κακομαθημένους και άσωτους φίλους του, αλλά προφανώς αυτό δεν είχε συμβεί. Σκέφτηκε ξανά τον αδερφό της και τον υποκόμη και ευχήθηκε να κατάφερνε να ανακαλύψει ποιος της είχε στείλει τα σημειώματα. Ορ-
κίστηκε ότι θα το ανακάλυπτε, έτσι την επομένη βρήκε τρόπο να ξεφύγει και να πάει για ιππασία στο Μέρικ Παρκ. Ίσως ο Θορ να είχε βρει τίποτα χρήσιμο. Αυτό ήταν, άλλωστε, η καλύτερη δικαιολογία για να τον δει. Καθισμένη στο πλάι στη σέλα της, σαν καθωσπρέπει κυρία, με ένα κομψό κοστούμι ιππασίας από πράσινο βελούδο και ασορτί καπελάκι, ακολούθησε το δρόμο για το κτήμα του υποκόμη, προσπαθώντας να αποφασίσει τον καλύτερο τρόπο να μιλήσει στον Θορ χωρίς να προδώσει τη σχέση τους. Για καλή της τύχη, όταν έφτασε, ο Στίβεν ήταν έξω και κατευθυνόταν προς τους στάβλους. Της χαμογέλασε καθώς εκείνη σταμάτησε την ψηλή καστανότριχη φοράδα της στο χαλικόστρωτο δρομάκι μπροστά στο σπίτι, του. «Λίνζι! Τι ευχάριστη έκπληξη!» Τα πυκνά ξανθά μαλλιά του γυάλιζαν στο φως του ήλιου σαν ατόφιο χρυσάφι και η Λίνζι σκέφτηκε πόσο εμφανίσιμος ήταν και πόσο απίθανο έμοιαζε ένας άνθρωπος τόσο πλούσιος και γοητευτικός να συναναστρεφόταν πόρνες -πόσω μάλλον να τις δολοφονεί. «Καλημέρα, λόρδε μου». Κούνησε το κεφάλι του σαν να την επέπληττε. «Στίβεν, παρακαλώ. Γνωριζόμαστε τόσα χρόνια, που τέτοιες τυπικότητες είναι περιττές». Το χαμόγελό του φώτισε και πάλι το πρόσωπό του. «Σε τι οφείλω αυτή την ευχάριστη έκπληξη;» «Είχα βγει για ιππασία και σκέφτηκα να περάσω από δω για να δω πώς τα πάει ο εκπαιδευτής σας μ’ εκείνο τον υπέροχο μαύρο επιβήτορα». Μετά από αρκετή σκέψη, είχε αποφασίσει να μείνει όσο το δυνατό πλησιέστερα στην αλήθεια. Ήθελε όντως να δει τον επιβήτορα και, ακόμα περισσότερο, τον εκπαιδευτή του. «Τι σύμπτωση. Αυτό ακριβώς είπα να κάνω κι εγώ σήμερα το πρωί». Ο Μέρικ τη βοήθησε να ξεπεζέψει κι έπειτα έδωσε τα χαλινάρια του αλόγου της στον ιπποκόμο που είχε σπεύσει να τον βοηθήσει. Κατηφόρισαν μαζί το πλακόστρωτο μονοπάτι, πέρασαν μέσα από τον δροσερό, σκιερό στάβλο και ξαναβγήκαν στη λιακάδα στην άλλη άκρη του. Η Λίνζι είδε αμέσως τον Θορ, που δούλευε με τον επιβήτορα στο στίβο εκπαίδευσης. Σε μικρή απόσταση, στεκόταν ένας άλ-
λος άντρας, ψηλός, με πλατύ στέρνο και κοκκινωπό δέρμα. Θυμήθηκε ότι ήταν ο αρχιεκπαιδευτής του Στίβεν, κάποιος Μπερκ. «Έχεις σχεδόν δύο βδομάδες που το παλεύεις», έλεγε στον Θορ ο Μπερκ, «αλλά το άλογο ακόμα δεν μπορείς να το ελέγξεις». «Παίρνει χρόνο». Ο Θορ έλυσε το σκοινί που ήταν περασμένο γύρω από το λαιμό του επιβήτορα και κατευθύνθηκε προς την πόρτα του φράχτη του στίβου. Καθώς περνούσε δίπλα από τον Μπερκ, εκείνος τον έπιασε από το μπράτσο. «Αρκετή υπομονή έκανε ο λόρδος Μέρικ». Ο Θορ ίσιωσε την πλάτη του. «Το άλογο το κακομεταχειρίστηκαν. Χρειάζεται χρόνος για να διορθωθεί η ζημιά που έγινε». «Κι εγώ λέω ότι απλώς σπαταλάς τα λεφτά του αφεντικού». Εκείνη τη στιγμή ο Μπερκ αντιλήφθηκε την παρουσία του Μέρικ και στράφηκε προς το μέρος του. Ο Θορ ακολούθησε το βλέμμα του και τότε είδε ότι ήταν και η Λίνζι εκεί. Τα χαρακτηριστικά του σφίχτηκαν κι αμέσως μετά η έκφρασή του ξανάγινε απαθής. Η Λίνζι κατάφερε να παραμείνει το ίδιο ανέκφραστη, αν και η καρδιά της χτυπούσε γοργά και τα μάγουλά της ξαφνικά είχαν αρχίσει να καίνε. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο Στίβεν τους δύο άντρες. «Τίποτα δε συμβαίνει», απάντησε ο Μπερκ. «Αυτό είναι το πρόβλημα. Ετούτος ο μαύρος διάολος είναι όσο τρελός ήταν και την πρώτη μέρα που τον έφεραν. Είναι φως φανάρι ότι δεν πρόκειται να αλλάξει». «Κύριε Ντρόγκαρ, έχετε να πείτε κάτι γι’ αυτό;» «Το Ξίφος αξίζει το χρόνο που θα χρειαστεί για να εξημερωθεί». «Δεν το νομίζω», διαφώνησε ο Μπερκ. «Η γνώμη μου είναι ότι αυτό το παλιάλογο δε θ’ αξίζει ποτέ ούτε μια δεκάρα». Στράφηκε προς τον Μέρικ με ένα πανούργο χαμόγελο. «Στο τέλος της βδομάδας γίνεται το Ντέρμπι του Φόξγκροουβ. Αν ο επιβήτορας δεν είναι σε θέση να πάρει μέρος, λέω να τον θανατώσουμε. Είναι καιρός να αντιμετωπίσουμε την αλήθεια και να περιορίσουμε τα έξοδά μας». Ο ετήσιος ιππικός αγώνας προσέλκυε μεγάλα πλήθη κόσμου. Συμμετείχαν τόσο ντόπιοι όσο και ευγενείς με κάθε λογής άλογα, από
απλά άλογα ιππασίας μέχρι καθαρόαιμα. Ο Στίβεν συμμετείχε πάντα με ένα από τα εκλεκτά του άλογα αγώνων και είχε χρόνια να χάσει την πρώτη θέση. «Το Ξίφος δεν είναι έτοιμο», είπε ο Θορ. «Αυτό το άλογο δεν πρόκειται να είναι ποτέ έτοιμο», ειρωνεύτηκε ο Μπερκ. «Θα είναι πάντα ο ίδιος δαίμονας που είναι και τώρα». Το Ξίφος, σαν να ήθελε να αποδείξει ότι αυτό ήταν αλήθεια, έπιασε στον αέρα την οσμή του Μπερκ και όρμησε καταπάνω του σαν δαιμονισμένο. Σηκώθηκε στα πίσω του πόδια με ένα απόκοσμο χλιμίντρισμα, με τα δόντια του γυμνά και τα αυτιά του κολλημένα στο κεφάλι του. Κοπάνησε με τα μπροστινά του πόδια το έδαφος, έκανε μια στροφή και όρμησε ξανά προς το φράχτη με τέτοια ταχύτητα, που η Λίνζι για μια στιγμή νόμισε ότι θα τον πηδούσε. «Δε σε συμπαθεί», είπε ο Θορ στον Μπερκ. «Σκοτίστηκα αν με συμπαθεί ή όχι. Αυτό το γέννημα του Σατανά πρέπει να θανατωθεί». Λοξοκοίταξε τη Λίνζι. «Συγγνώμη, δεσποινίς, αλλά, αν δεν το κάνουμε αυτό, τελικά θα σκοτώσει κανέναν άνθρωπο». Η Λίνζι χαμογέλασε ψυχρά. «Με τον εκπαιδευτή του δείχνει να τα πάει μια χαρά». Ο Μπερκ κάγχασε. «Έτσι λέτε; Ε, ας πάρουν τότε μέρος οι δυο τους στον αγώνα!» «Ο Μπερκ έχει κάποιο δίκιο», είπε ο Στίβεν στον Θορ. «Πιστεύεις ότι το άλογο μπορεί να το κουμαντάρει κανείς. Πόσο σίγουρος είσαι;» «Με τον καιρό θα γίνει ακριβώς αυτό που θέλετε». «Το έχω πάνω από ένα χρόνο τώρα. Έχει ήδη τραυματίσει τρεις εκπαιδευτές, περιλαμβανόμενου του κυρίου Μπερκ, και δεν έχω καταφέρει να το πλησιάσω χωρίς να κινδυνέψω να με σακατέψει. Δεν μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε ούτε για ζευγάρωμα, γιατί είναι πολύ άγριο με τις φοράδες. Απ’ ό,τι βλέπω είναι το ίδιο βίαιο και απείθαρχο όπως όταν πρωτόρθε. Δεν είμαι διατεθειμένος να κρατήσω τέτοιο ζώο στις εγκαταστάσεις μου. Συμφωνώ με τον κύριο Μπερκ. Ή θα πάρει μέρος στον αγώνα ή θα το σκοτώσουμε».
Ο Θορ έριξε μια φευγαλέα ματιά στη Λίνζι. «Αν δεν υπάρχει άλλη επιλογή, τότε θα αγωνιστεί». Η έκφρασή του σκλήρυνε. «Αλλά αν κερδίσει στον αγώνα, θα είναι δικό μου». Ο Μπερκ ξέσπασε σε γέλια. «Θαρρείς ότι ετούτο το αγρίμι θα κερδίσει τον αγώνα; Θα σ’ έχει ρίξει στο χώμα πριν από το πρώτο εμπόδιο!» «Μπορεί. Αν είναι έτσι, τότε δεν έχετε να χάσετε τίποτα». Ο Στίβεν χαμογέλασε παγερά. «Ώστε θέλεις το άλογο αν κερδίσεις. Κι αν χάσεις, εγώ τι θα κερδίσω;» Η Λίνζι άκουσε βήματα στο μονοπάτι και μια γνωστή γυναικεία φωνή ακούστηκε από πίσω τους. «Αν ο επιβήτορας χάσει», είπε η Κρίστα, «ο Θορ θα σας πληρώσει δύο χιλιάδες λίρες». Το βλέμμα του Στίβεν άστραψε καθώς έπεσε στην ωραία ξανθιά γυναίκα που στεκόταν πλάι στον ακόμα πιο ψηλό ξανθό σύζυγό της, ένα εντυπωσιακά όμορφο ζευγάρι που σπάνια περνούσε απαρατήρητο. «Κάντε το τρεις χιλιάδες λίρες και δέχομαι το στοίχημα». Ο Θορ άνοιξε το στόμα του να διαμαρτυρηθεί, αλλά ο Λέιφ τον απέτρεψε με ένα ανεπαίσθητο νεύμα του κεφαλιού του. «Σύμφωνοι», είπε η Κρίστα. «Ο επιβήτορας θα τρέξει στον αγώνα. Κι αν κερδίσει, θα ανήκει στον Θορ». Ο Θορ ξεμάκρυνε από την ομήγυρη, στρίβοντας πίσω από τον αχυρώνα και τραβώντας προς τα δέντρα. Ήταν έξαλλος με τον εαυτό του που είχε μιλήσει όπως μίλησε και ακόμα πιο έξαλλος με τον αδερφό του και τη νύφη του που στοιχημάτισαν ένα τόσο εξωφρενικό ποσό. Τρεις χιλιάδες λίρες! Άλλο ήταν να ρισκάρει τα δικά του χρήματα. Το να ρισκάρει όμως τα χρήματα του Λέιφ και της Κρίστα του ήταν αδιανόητο. Έπρεπε οπωσδήποτε να νικήσει -ή να βρει κάποιον τρόπο να τους τα ξεπληρώσει. Αυτό τον έκανε να σκεφτεί τις μετοχές του στους Σιδηροδρόμους Α&Χ. Ακόμα κι αν τις πουλούσε, το ποσό δε θα ήταν αρκετό. Ο Θορ κάθισε αναστενάζοντας στο χορτάρι και έγειρε ακουμπώντας τη
ράχη του στον κορμό ενός δέντρου. Τι να σκεφτόταν άραγε η Λίνζι; Της ήταν γνωστό ότι ο Θορ δεν είχε αρκετά χρήματα για να συντηρήσει μια γυναίκα της τάξης της, αλλά δεν του άρεσε που αυτό θα επιβεβαιωνόταν με τόσο επώδυνο τρόπο μπροστά της. Εκείνη τη στιγμή σήκωσε τα μάτια του και έκπληκτος την είδε να ζυγώνει, με την πράσινη βελούδινη φούστα της να ανεμίζει γύρω από τα μακριά της πόδια. Θυμήθηκε τα καλλίγραμμα εκείνα πόδια μέσα σ’ ένα αντρικό εφαρμοστό παντελόνι ιππασίας κι έπειτα θυμήθηκε πώς της το είχε κατεβάσει και, κρατώντας τη γερά από τη μικροσκοπική της μέση, πώς την είχε οδηγήσει στην κορύφωση. Το μόριό του διογκώθηκε κι έγινε σκληρό σαν πέτρα. Μα τους θεούς, αυτή η γυναίκα τον έκανε τρελό από πόθο! «Δε θα ’πρεπε να είσαι εδώ», της είπε καθώς σηκωνόταν, αγνοώντας την επιθυμία που έκανε το αίμα του να κοχλάζει στις φλέβες του. «Τι θα σκεφτεί ο λόρδος Μέρικ;» «Θα σκεφτεί ότι είσαι αδερφός του Λέιφ, πράγμα που γνωρίζει πλέον, άρα φίλος. Η σχέση σας ήταν φανερή από τη στιγμή που ήρθε ο Λέιφ, γιατί εσείς οι δυο έχετε ασυνήθιστο μπόι και σωματική διάπλαση και, παρόλο που εσύ είσαι μελαχρινός και ο Λέιφ ξανθός, μοιάζετε πολύ». «Τι δουλειά έχει ο αδερφός μου στο Μέρικ Παρκ;» «Η Κρίστα γνωρίζει από παλιά το λόρδο Μέρικ. Όπως ήδη διαπίστωσες, στον Στίβεν αρέσουν τα τυχερά παιχνίδια. Προφανώς ο Λέιφ τον γνώρισε την εποχή που χαρτόπαιζε. Όπως και να ’χει, ο Λέιφ και η Κρίστα είχαν βγει βόλτα με την άμαξα και αποφάσισαν να τον επισκεφθούν». «Υποθέτω ότι αυτό δεν έχει πια σημασία. Δε βρήκα τίποτα που να συνδέει τον Μέρικ με τους φόνους». «Ποτέ δεν πίστεψα πραγματικά ότι είχε κάποια ανάμειξη». «Οι σταβλίτες δεν' τον συμπαθούν. Είναι σκληρός με τα άλογα, αλλά πληρώνει καλά και έχουν ανάγκη τη δουλειά που τους προσφέρει». Η Λίνζι έριξε μια ματιά προς το στάβλο και είδε το Ξίφος να ανα-
πηδά γύρω από τη μάντρα. «Τι θα γίνει με τον αγώνα;» Ο Θορ σήκωσε τους ώμους. «Ήταν ανόητο στοίχημα. Δεν υπάρχει περίπτωση να νικήσει το Ξίφος». «Σ’ έχει αφήσει να τον καβαλήσεις;» Ο Θορ έγνεψε καταφατικά. «Ναι, τα πρωινά, πριν σηκωθούν οι άλλοι. Του αρέσει να τρέχει και είναι γρήγορος σαν τον άνεμο. Περνάει τα εμπόδια σαν να έχει φτερά. Ο μόνος λόγος που φέρεται έτσι είναι επειδή τον έχουν κακομεταχειριστεί». «Λες να ήταν ο Μπερκ;» «Ο Μπερκ και κάποιοι άλλοι πριν απ’ αυτόν. Το Ξίφος είναι θυμωμένο. Θέλει να τιμωρήσει αυτούς που τον πόνεσαν». Του χαμογέλασε περιπαιχτικά. «Αυτά σου είπε όταν του μιλούσες;» Χαμογέλασε και ο Θορ και της φάνηκε τόσο όμορφος, που της κόπηκε η αναπνοή. «Αυτά τα έμαθα από τους σταβλίτες. Ο Μπερκ έπεισε τον Μέρικ να αγοράσει τον επιβήτορα. Καυχιόταν ότι θα τον ίππευε ενώ οι άλλοι δεν μπορούσαν. Όμως το Ξίφος τον έριξε κάτω γελοιοποιώντας τον μπροστά στον υποκόμη. Ο Μπερκ έδειρε το άλογο και από τότε έγινε ακόμα πιο δύσκολο να το κουμαντάρει κανείς απ’ ό,τι πριν». «Αν είναι τόσο γρήγορο, γιατί δεν μπορεί να νικήσει;» «Για να νικήσει, ο αναβάτης του πρέπει να είναι μικροκαμωμένος και ελαφρύς. Όσο γρήγορο κι αν είναι το Ξίφος, θα είναι σε πολύ μειονεκτική θέση με έναν αναβάτη μεγαλόσωμο όπως εγώ». Η Λίνζι συλλογίστηκε για λίγο το πρόβλημα, βρίσκοντας λογικό το επιχείρημα του Θορ. Κι έπειτα, της ήρθε μια ιδέα που έκανε την καρδιά της να χτυπήσει πιο γρήγορα. «Νομίζεις ότι... το Ξίφος θα άφηνε να το ιππεύσει κάποιος άλλος εκτός από σένα;» Ο Θορ έστρεψε το βλέμμα του πίσω, στο στίβο εκπαίδευσης, όπου το Ξίφος ρουθούνιζε και χόρευε. «Ίσως με τον καιρό. Αν κέρδιζε την εμπιστοσύνη του. Και πάλι όμως, δεν υπάρχει κανένας που θα έπαιρνε τέτοιο ρίσκο». «Εγώ θα το έκανα». Τα γαλάζια του μάτια καρφώθηκαν αγριωπά πάνω της. «Αυτό δε γίνεται».
«Μπορώ να το κάνω. Αν βοηθούσες το Ξίφος να με γνωρίσει, θα μπορούσα να το ιππεύσω. Και θα νικούσα». Ο Θορ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Είναι πολύ επικίνδυνο, Λίνζι. Δε θέλω να σε δω να τραυματίζεσαι». «Ξέρεις πόσο καλά ιππεύω. Αν το Ξίφος με άφηνε να μείνω στη ράχη του και αν είναι τόσο γρήγορο όσο λες, θα μπορούσα να νικήσω. Το ξέρεις ότι θα μπορούσα! Και τότε ο επιβήτορας θα γινόταν δικός σου. Αυτό δε θέλεις; Θέλεις το Ξίφος του Βασιλιά να γίνει δικό σου». Η Λίνζι είδε πόσο τον δελέαζε, πόσο σφοδρή ήταν η επιθυμία του να γίνει δικό του ένα τόσο εκπληκτικό ζώο. Ο Θορ αναστέναξε. «Όσο κι αν το θέλω, δε γίνεται. Δεν πρόκειται να διακινδυνεύσω τη ζωή σου». «Θα το κάνουμε μόνο αν με δεχτεί το Ξίφος. Αν με δεχτεί, τότε δε θα υπάρχει μεγαλύτερος κίνδυνος απ’ ό,τι με οποιοδήποτε άλλο άλογο». «Μη μου το ζητάς αυτό, Λίνζι». «Δεν το ζητώ για μένα, Θορ. Το ζητώ για το Ξίφος. Αν δε νικήσει σ’ αυτό τον αγώνα, θα το θανατώσουν. Είσαι διατεθειμένος να μείνεις άπραγος και να τους αφήσεις να το κάνουν αυτό;» «Ίσως μπορέσω να βρω κάποιον τρόπο να τον αγοράσω». «Δε νομίζω ότι ο Μέρικ θα τον πουλήσει σε οποιονδήποτε, ειδικά σ’ εσένα». Ο Θορ απέστρεψε το βλέμμα του, με το σαγόνι σφιγμένο. Έκανε μερικά βήματα μακριά από το δέντρο κι έμεινε ακίνητος για μερικές ατέλειωτες στιγμές, με τα πόδια ανοιχτά. Η Λίνζι κρατιόταν με το ζόρι να μην τρέξει κοντά του και να προσπαθήσει για άλλη μια φορά να τον κάνει να δει ότι είχε δίκιο. Όταν ο Θορ γύρισε και την πλησίασε, η έκφραση στο πρόσωπό του μαρτυρούσε τη μάχη που γινόταν μέσα του. «Πώς μπορώ να το επιτρέψω αυτό;» «Κάποτε είπες ότι είμαι ίση σου. Αν το εννοούσες, τότε δεν έχεις άλλη επιλογή». Το βλέμμα του έμεινε καθηλωμένο στο δικό της. «Άφησέ με να το κάνω αυτό, Θορ. Για σένα και για το Ξίφος».
Ο Θορ βαριαναστέναξε. «Ας δούμε τι έχει να πει και το Ξίφος». Η Λίνζι χαμογέλασε πλατιά, ενθουσιασμένη με την προοπτική της συμμετοχής στον αγώνα. Με κόπο κρατιόταν να μην ξεφωνίσει από τη χαρά της. Δεν είχε σημασία που θα έπρεπε να ντυθεί με αντρικά ρούχα και που, αν νικούσε, δε θα μάθαινε ποτέ κανένας ότι ο αναβάτης ήταν εκείνη. «Πότε θα μου τον γνωρίσεις;» Ο Θορ ξανακοίταξε το πανέμορφο άτι. «Απόψε. Έλα να με συναντήσεις στα παλιά ερείπια. Την τελική απόφαση θα την πάρει το Ξίφος». *** Η Λίνζι μπήκε στο σπίτι με γοργές δρασκελιές, με τον Λέιφ και την Κρίστα από πίσω της. Είχαν γευματίσει μαζί με το λόρδο Μέρικ, που ήταν ευχάριστος και γοητευτικός στο τραπέζι, κι έπειτα επέστρεψαν μαζί, αφού έδεσαν το άλογο της Λίνζι στην άμαξα του ζεύγους. Στη διάρκεια της σύντομης διαδρομής, είχαν συζητήσει για τον αγώνα που θα γινόταν στο τέλος της εβδομάδας και για τα σχέδια του Θορ να πάρει μέρος ο πελώριος μαύρος επιβήτορας, αλλά η Λίνζι δεν είπε λέξη για την πρόθεσή της να συμμετάσχει κι εκείνη. Ο Λέιφ και η Κρίστα ήταν εξαίρετοι ιππείς και οι δυο, αλλά δεν μπορούσε να τους το πει γιατί υπήρχε πιθανότητα να μη συμφωνούσαν και να επιχειρούσαν να τη σταματήσουν. «Ακούω γέλια από την αίθουσα που παίζουν χαρτιά», είπε μόλις μπήκαν στο σπίτι. «Και φαντάζομαι ότι θα βρω τη θεία μου και μερικούς από τους υπόλοιπους έξω, στη βεράντα». Ο Λέιφ έριξε ένα καυτό βλέμμα στη γυναίκα του. «Νομίζω ότι θα ανέβω στο δωμάτιό μας να πάρω έναν υπνάκο πριν από το δείπνο». Το βλέμμα του όμως έλεγε ότι ο ύπνος ήταν το τελευταίο πράγμα που είχε στο μυαλό του. Η Κρίστα έγινε κόκκινη σαν παπαρούνα. «Πολύ καλή ιδέα. Λίγη ξεκούραση θα ήταν ό,τι πρέπει». Η Λίνζι έκρυψε το χαμόγελό της. Αν ο Λέιφ είχε τις ορμές και το πάθος του αδερφού του, η Κρίστα δε θα κοιμόταν και πολύ. Ο Λέιφ πήρε την Κρίστα από το χέρι και ανέβηκαν μαζί τα σκαλιά. Σκοπεύοντας να ξεκουραστεί λίγο κι εκείνη, η Λίνζι στράφηκε να
τους ακολουθήσει, όταν είδε τον μπάτλερ να περιμένει με συνωμοτικό ύφος στο χολ. «Τι τρέχει, καίριε Κρίβι;» Ο γκριζομάλλης μπάτλερ την πλησίασε κάπως διστακτικά. «Ήρθε ένα μήνυμα για σας, δεσποινίς. Το έφερε ένα παιδί από το χωριό περίπου πριν από μία ώρα». Η Λίνζι κοίταξε τον ασημένιο δίσκο που της έτεινε ο μπάτλερ και είδε το διπλωμένο χαρτί με το όνομά της και τη σφραγίδα από κερί. Το χέρι της έμεινε μετέωρο μόλις αναγνώρισε τον γραφικό χαρακτήρα, τον ίδιο που είχε δει στα δύο προηγούμενα σημειώματα, και τη διαπέρασε ένα μικρό ρίγος. Ο εκνευρισμός της νίκησε το φόβο της και άρπαξε απότομα ΙΟ χαρτί από το δίσκο. Αναρωτιόταν αν ο αποστολέας θα συνέχιζε να κακολογεί τον υποκόμη ή αν τώρα είχε κάποια άλλη κατεργαριά στο μυαλό του. Αφού φρόντισε να απομακρυνθεί λίγο, άνοιξε την κόκκινη σφραγίδα και διάβασε το μήνυμα που ήταν γραμμένο με μπλε μελάνι. Αφού βρίσκεστε στην εξοχή αυτό τον καιρό, πρέπει να έχετε αρχίσει να με πιστεύετε. Ρωτήστε να μάθετε για μια κοπέλα με το όνομα Πενέλοπι Μπάρκερ. Βρείτε την και θα ανακαλύψετε την αλήθεια για τον Μέρικ. Η Λίνζι τσαλάκωσε το σημείωμα μες στο χέρι της. Χάρη στον αδερφό της, ο Τομ Μπογκς και ο Έντουαρντ Γουίνσλοου ήταν καλεσμένοι στο σπίτι της για το πάρτι. Το πιθανότερο ήταν για το σημείωμα να ευθυνόταν ο ένας απ’ αυτούς. Κι αν αυτό ήταν αλήθεια, η Λίνζι θα του τα έψελνε για τα καλά. Ανεβαίνοντας τη σκάλα, ξανάφερε στο νου της το μήνυμα. Είχε επισκεφθεί αρκετές φορές το κτήμα του Μέρικ και είχε κάνει όσο περισσότερες ερωτήσεις είχε τολμήσει να κάνει, αλλά ο Στίβεν έμοιαζε να έχει άσπιλη υπόληψη. Άλλωστε ήταν παλιός οικογενειακός φίλος και η Λίνζι δεν είχε πιστέψει ποτέ στα σοβαρά ότι ήταν δυνατό να ευθύνεται για τις δύο ειδεχθείς δολοφονίες. Είχε έρθει στο Ρένχερστ για να απομακρύνει τον αδερφό της από το Λονδίνο και για να διασκεδάσει. Ή. μήπως το ταξίδι αυτό δεν ήταν παρά μια δικαιολογία για να εξε-
τάσει αν αλήθευαν όσα έγραφαν τα σημειώματα που είχε λάβει; Όποιος κι αν ήταν ο λόγος, τώρα είχε διατυπωθεί άλλη μία κατηγορία κατά του Στίβεν -κι αυτή τη φορά ήταν ακόμα πιο συγκεκριμένη. Η Λίνζι αναστέναξε μπαίνοντας στο υπνοδωμάτιό της και τράβηξε το κορδόνι που συνδεόταν με το καμπανάκι υπηρεσίας για να καλέσει την καμαριέρα της να έρθει να τη βοηθήσει να αλλάξει τα ρούχα ιππασίας της. Όποιος κι αν είχε γράψει το σημείωμα δεν της είχε αφήσει άλλη επιλογή από το να μάθει για την Πενέλοπι Μπάρκερ και να την εντοπίσει. Η Λίνζι προσπάθησε να μη σκέφτεται τι μπορεί να ανακάλυπτε αν όντως υπήρχε γυναίκα με το όνομα Πενέλοπι Μπάρκερ και, αν υπήρχε, τι μπορεί να της είχε συμβεί.
Κεφάλαιο 18 Το εκλεκτό δείπνο, που αποτελούνταν από ψητό φασιανό συνοδευόμενο από φιλέτο ψαριού σε ελαφριά λευκή σάλτσα λεμονιού, είχε φτάσει στο τέλος του και οι κυρίες και οι κύριοι τώρα επιδίδονταν σε ποικίλες βραδινές δραστηριότητες. Ο συνταγματάρχης Λάνγκτρι καθόταν δίπλα στη θεία Ντι στον καναπέ από χρυσό μπροκάρ στο Χρυσό Σαλόνι. Κοντά στο τζάκι, ο κόμης του Κίτριτζ απολάμβανε το μπράντι του συζητώντας με τον κόμη του Τρεμέιν για την Ινδία, ενώ κάποιοι άλλοι καλεσμένοι έπαιζαν χαρτιά στο ίδιο δωμάτιο. Η Λίνζι και η Κόραλι κάθονταν μαζί με το συνταγματάρχη Λάνγκτρι και τη θεία Ντιλάιλα. Η Λίνζι κατέβαλε προσπάθεια να μην ξανακοιτάξει για πολλοστή φορά το μπρούντζινο σκαλιστό ρολόι πάνω στο γείσο από μάρμαρο Σιένας. Εδώ και μία ώρα περίπου, πάσχιζε να βρει έναν ευγενικό τρόπο να αποδράσει από το σπίτι, χωρίς επιτυχία μέχρι στιγμής. «Λοιπόν, δεσποινίς Γκρέιαμ, η θεία σας μου είπε ότι είστε εξαιρετικά ικανή ιππέας». Ο συνταγματάρχης Λάνγκτρι χαμογέλασε, ανοίγοντας συζήτηση πάνω σε ένα άθλημα που λάτρευε. Η Λίνζι του ανταπέδωσε το χαμόγελο. «Δεν πρόκειται να το παίξω συνεσταλμένη και να το αρνηθώ. Κάνω ιππασία από πολύ μικρή. Είναι μεγάλη χαρά που βρίσκομαι εδώ, στο κτήμα μας, και μπορώ να ιππεύω τα καθαρόαιμα του πατέρα μου». «Είναι καταπληκτική ιππέας», πρόσθεσε η Κόραλι. «Είναι ένα ταλέντο που εγώ δε διαθέτω ούτε στο ελάχιστο, αλλά ο Γκρέι με έχει διαβεβαιώσει ότι με τον καιρό θα βελτιωθώ». «Είναι κυρίως θέμα εξάσκησης», είπε η Λίνζι. Το βλέμμα της επέστρεψε στο συνταγματάρχη και στη συνέχεια στη θεία Ντι, απαστράπτουσα μέσα σε μια βαθυκόκκινη μεταξωτή τουαλέτα στολισμένη στις άκρες με αχνορόδινη δαντέλα. «Και η θεία μου ιππεύει θαυμάσια. Φαντάζομαι ότι δε θα είχε αντίρρηση να πάτε μαζί για ιππασία και να σας δείξει το κτήμα».
Το πρόσωπο της Ντιλάιλα φωτίστηκε από ένα χαμόγελο. «Τι εξαιρετική ιδέα, χρυσό μου». Στράφηκε στο συνταγματάρχη. «Αν θέλετε, θα μπορούσαμε να πάμε κάποια στιγμή αύριο». «Θα το ήθελα πολύ, ευχαριστώ». Ο συνταγματάρχης με δυσκολία ξεκόλλησε το βλέμμα του από τα υπέροχα γκρίζα μάτια της θείας Ντι. Καθάρισε το λαιμό του και απευθύνθηκε ξανά στη Λίνζι. «Τι λέτε, λοιπόν, για τον ιππικό αγώνα που θα γίνει σε λίγες μέρες; Φαντάζομαι ότι είναι μια εκδήλωση που θα έχετε παρακολουθήσει πολλές φορές». «Σας διαβεβαιώνω ότι είναι πολύ ενδιαφέρουσα και διασκεδαστική. Θα αποτελέσει το καλύτερο κλείσιμο για μια όμορφη εβδομάδα». «Μαθαίνω ότι θα συμμετάσχετε κι εσείς με ένα από τα καθαρόαιμα του βαρόνου Ρένχερστ», είπε η Κόραλι στη θεία Ντι. «Έτσι είναι. Αν και δεν έχουμε αποφασίσει ακόμα ποιο από τα άλογά μας θα τρέξει». «Σας παρακαλώ να διαλέξετε σωστά», είπε ο συνταγματάρχης με ένα παιχνιδιάρικο σπίθισμα στα μάτια. «Σχεδιάζω να στοιχηματίσω στο άλογό σας και θα ήθελα να κερδίσω». «Δύσκολο να νικήσετε το άλογο του λόρδου Μέρικ», προειδοποίησε η Κόραλι. «Απ’ ό,τι έχω ακούσει, ο υποκόμης εκπαιδεύει άλογα γι’ αυτό τον αγώνα όλο το χρόνο». «Παρ’ όλ’ αυτά, τα άλογά μας είναι ένα κι ένα», είπε η θεία Ντι, «κι έχουμε πολύ καλούς εκπαιδευτές. Μην αμφιβάλλετε ότι θα τα δώσουμε όλα στον αγώνα». Η Λίνζι σκέφτηκε τον πανέμορφο μαύρο επιβήτορα, το Ξίφος του Βασιλιά. Αν ήταν τυχερή, θα τον ίππευε η ίδια στον αγώνα. Κι αν γινόταν αυτό, καλό θα ήταν ο συνταγματάρχης να στοιχημάτιζε τα χρήματά του σ’ αυτό το υπέροχο μαύρο άλογο -γιατί η Λίνζι ήταν αποφασισμένη να νικήσει. Χασμουρήθηκε φέρνοντας το χέρι μπροστά στο στόμα της. «Η ώρα πέρασε και φοβάμαι ότι είμαι λιγάκι κουρασμένη. Αν δε σας πειράζει, λέω να αποσυρθώ για απόψε». «Φυσικά, χρυσό μου», είπε η θεία Ντιλάιλα. «Καλή ξεκούραση», της ευχήθηκε ο συνταγματάρχης και σηκώθηκε
καθώς η Λίνζι άφησε τη συντροφιά και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Η ελπίδα του θα ήταν σίγουρα ότι θα τους άδειαζαν γρήγορα τη γωνιά και οι υπόλοιποι καλεσμένοι -αφήνοντάς τον μόνο με την Ντιλάιλα. Ο συνταγματάρχης και η θεία της ταίριαζαν πολύ, σκέφτηκε η Λίνζι καθώς ο στρατιωτικός ξανάπαιρνε τη θέση του δίπλα στη θεία Ντι -σε αντίθεση μ’ εκείνη και τον Θορ, που ήταν τόσο αταίριαστοι. Αγνόησε το μικρό κέντρισμα λύπης μέσα της. Κάποια πράγματα απλώς δεν ήταν γραφτό να γίνουν και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γι’ αυτό. Ωστόσο, δεν μπορούσε να εμποδίσει την καρδιά της να χτυπάει τρελά στη σκέψη ότι θα τον συναντούσε απόψε. Και ανέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά για το υπνοδωμάτιό της. *** Ο Θορ βημάτιζε νευρικά πέρα δώθε έξω από τα πέτρινα χαλάσματα. Αν η Λίνζι δεν εμφανιζόταν σύντομα, θα πήγαινε να τη βρει. Άφησε μια χαμηλόφωνη βρισιά. Δεν έπρεπε να της είχε επιτρέψει ποτέ να έρθει εδώ νυχτιάτικα, δεν έπρεπε καν να είχε συμφωνήσει να συναντηθούν. Ήξερε ότι η Λίνζι έκανε ερωτήσεις στο χωριό. Αν τα σημειώματα έλεγαν την αλήθεια, ο Μέρικ μπορεί να ανησυχούσε από το ενδιαφέρον της για τις υποθέσεις του. Μπορεί να είχε στείλει κάποιον να την παρακολουθεί. Ίσως, μάλιστα, να την ακολουθούσαν. Προσπάθησε να διώξει την ανάμνηση των κακοποιών στο λονδρέζικο στενό και των προθέσεών τους και πήρε μια βαθιά, τρεμουλιαστή ανάσα. Άλλα πέντε λεπτά και μετά θα πήγαινε να τη βρει. Έριξε μια ματιά στον επιβήτορα, που βοσκούσε ικανοποιημένος στο χορτάρι, ευχαριστημένος που βρισκόταν έξω από το στάβλο. Σήμερα ήταν μεγάλη μέρα για το άλογο: ο Θορ το είχε πείσει να δεχτεί τη σέλα. Σύμφωνα με τον Χόρας Ναμπ, πριν υποστεί κακομεταχείριση το Ξίφος, είχε εκπαιδευτεί να δέχεται και σέλα και χαλινάρι. Έπειτα το είχαν πουλήσει σε κάποιον που μεταχειριζόταν βάναυσα τα άλογά του. Και μετά, ένα σωρό εκπαιδευτές στη σειρά είχαν νομίσει ότι με τη χρήση της κτηνώδους βίας θα κατάφερναν να πειθαρ-
χήσουν ξανά τον επιβήτορα. Τρεις απ’ αυτούς είχαν τραυματιστεί σοβαρά. Ο Θορ είχε καταφέρει να κερδίσει την εμπιστοσύνη του αλόγου, αλλά αυτό δε σήμαινε ότι το Ξίφος θα επέτρεπε στη Λίνζι να το καβαλήσει. Και, ακόμα κι αν της το επέτρεπε, ο Θορ δεν ήταν σίγουρος αν έπρεπε να την αφήσει να τρέξει στον αγώνα. Κι αν την έριχνε; Αν τραυματιζόταν ή σκοτωνόταν; Η αγωνία τον έκανε ν’ αρχίσει να βηματίζει ξανά. Ήταν έτοιμος να ανεβεί στο άλογο και να πάει να την αναζητήσει, όταν άκουσε το σιγανό χλιμίντρισμα αλόγου που πλησίαζε. Τον πλημμύρισε ανακούφιση. Και μια γλυκιά λαχτάρα να την ξαναδεί, που κανονικά δε θα έπρεπε να νιώθει. Ο Θορ πάλεψε να φανεί δυνατός. Πόσες φορές είχε ορκιστεί ότι θα την άφηνε ήσυχη; Τι είχε αυτή η γυναίκα που τον δυσκόλευε τόσο να τηρήσει την υπόσχεση που είχε δώσει στον εαυτό του; Το άλογό της σταμάτησε μπροστά του και ο Θορ άπλωσε τα χέρια του για να την κατεβάσει από τη σέλα της. Φορούσε το βελούδινο σύνολο ιππασίας που είχε φορέσει και νωρίτερα. Το μαλακό ύφασμα ήταν ζεστό από τη θερμότητα του κορμιού της όταν τα χέρια του τυλίχτηκαν γύρω από τη λεπτή της μέση. Ρούφηξε το άρωμά της, την ευωδιά λουλουδιών και γυναίκας, και το σώμα του ζωντάνεψε. Μέσα σε μια στιγμή, ο ανδρισμός του έγινε σκληρός σαν ατσάλι μέσα από το παντελόνι του. Αυτή η γυναίκα δεν έμοιαζε καθόλου με τα πληθωρικά και χυμώδη θηλυκά που πάντα του άρεσαν, κι ωστόσο τον ξεσήκωνε όσο καμία άλλη. «Το σπίτι είναι ακόμα γεμάτο κόσμο», του δικαιολογήθηκε με ένα χαμόγελο που ήταν μόνο για εκείνον. «Σκέφτηκα ότι το Ξίφος κι εγώ απλώς θα γνωριζόμασταν απόψε, έτσι φόρεσα αυτό μη τυχόν και με έβλεπε κανείς την ώρα που πήγαινα στο στάβλο». Τα μαλλιά της έπεφταν σε κυματιστές μπούκλες στην πλάτη της, πιασμένα στα πλάγια με κοκαλάκια από ταρταρούγα, και ο Θορ ήθελε όσο τίποτε άλλο να χώσει τα δάχτυλά του μέσα στην καστανόξανθη μάζα τους και να την τραβήξει κοντά του για ένα βαθύ, φλογερό φιλί.
Αντί γι’ αυτό, την έπιασε από το χέρι. «Έλα. Ας δούμε αν το Ξίφος σε βρίσκει τόσο όμορφη όσο εγώ». Η Λίνζι γέλασε και τον ακολούθησε ως το άλογο, που βοσκούσε δεμένο σε ένα μακρύ σκοινί. Μόλις την είδε, σήκωσε το κεφάλι του και τα ρουθούνια του άνοιξαν διάπλατα. «Μη βιάζεσαι», τη συμβούλευσε ο Θορ, τραβώντας το χέρι της για να κόψει λίγο το βήμα της. «Δώσ’ του χρόνο να συνηθίσει την παρουσία σου». Το Ξίφος χρεμέτισε και άρχισε να ξύνει το χώμα με τις μπροστινές του οπλές. Ήταν φανερό ότι όλες του οι αισθήσεις ήταν σε εγρήγορση. «Ήρεμα, αγόρι μου», του είπε η Λίνζι καθώς το πλησίασε αργά. «Δεν πρόκειται να σου κάνω κακό». Το Ξίφος αναπήδησε χορεύοντας για μια στιγμή κι έπειτα σήκωσε τα μπροστινά του πόδια από το έδαφος και χλιμίντρισε δυνατά. «Συνέχισε να του μιλάς», είπε ο Θορ. «Τι όμορφο αγόρι που είσαι. Ελπίζω να μ’ αφήσεις ν’ ανέβω στην πλάτη σου. Θα το ήθελα τόσο πολύ». Το πλησίασε κι άλλο, μιλώντας του συνεχώς χαμηλόφωνα. Ο Θορ ήταν πλάι της, έτοιμος να επέμβει αν ο επιβήτορας αποφάσιζε να της επιτεθεί. «Βάζω στοίχημα ότι μπορείς να τρέξεις», συνέχισε η Λίνζι. «Ο Θορ λέει ότι είσαι γρήγορος σαν τον άνεμο». Το άλογο άρχισε να ησυχάζει. Τα αυτιά του τρεμόπαιξαν και συγκέντρωσε όλη του την προσοχή στον ήχο της φωνής της Λίνζι. «Δεν έχω ξαναδεί άλογο σαν εσένα», του έλεγε τώρα. «Θα μπορούσες να βγάλεις πουλάρια που θα ήταν τα πιο φίνα καθαρόαιμα σ’ όλη την Αγγλία». Προς μεγάλη έκπληξη του Θορ, το άλογο χλιμίντρισε σιγανά, χαμήλωσε το κεφάλι και ήρθε τροχάζοντας προς το μέρος της, σαν να ήταν παλιοί φίλοι. Μα τους θεούς, ήταν το τελευταίο πράγμα που περίμενε. Στη στάση του αλόγου δεν υπήρχε καμία διάθεση αντιπαράθεσης, τίποτα που να δείχνει ότι τη θεωρούσε κίνδυνο. «Δεν μπορώ να το πιστέψω». Εκείνη τη στιγμή, έπιασε στον αέρα το απαλό της άρωμα. Η φωνή της ήταν το ίδιο απαλή και πέρα για
πέρα θηλυκιά και ο Θορ ξαφνικά κατάλαβε ότι αυτή ήταν η διαφορά. Η Λίνζι άπλωσε το χέρι και έξυσε τρυφερά τα αυτιά του αλόγου, που την ευχαρίστησε ξεφυσώντας με ευγνωμοσύνη για τη χειρονομία της. «Είσαι γυναίκα», είπε ο Θορ. «Δε συμπαθεί τους άντρες, αλλά εσύ είσαι γυναίκα. Πρέπει κάποια στιγμή στο παρελθόν να είχε γνωρίσει κάποια γυναίκα που νοιαζόταν γι’ αυτόν». Η Λίνζι πίεσε το μάγουλό της στο μάγουλο του Ξίφους, πέρασε τα δάχτυλά της μέσα από την πυκνή, μεταξένια του χαίτη και χάιδεψε το γυαλιστερό του τρίχωμα. «Εσύ κι εγώ θα γίνουμε πολύ καλοί φίλοι, έτσι δεν είναι, αγάπη μου;» Γύρισε και κοίταξε τον Θορ. «Δε νιώθει να απειλείται όπως με τους άντρες». «Έτσι φαίνεται». «Θα μ’ αφήσει να τον καβαλικέψω, το αισθάνομαι». «Είναι πολύ νωρίς ακόμα για να ξέρουμε». Όμως κάθε στιγμή που περνούσε, αυτό γινόταν ολοένα πιο βέβαιο. Η Λίνζι πίεσε τα χείλη της στο μέτωπο του αλόγου και του έδωσε ένα φιλί. «Ξίφος, θα τρέξουμε μαζί στον αγώνα με τα εμπόδια και θα νικήσουμε». Ο Θορ δεν την αντέκρουσε. Όλο το βράδυ ένιωθε να δυναμώνει ολοένα περισσότερο ο δεσμός ανάμεσα στη Λίνζι και το άλογο. Δεν υπήρχε καμία εχθρικότητα. Αντίθετα, το άλογο έδειχνε να ανυπομονεί να την ευχαριστήσει. Το καρδιοχτύπι του Θορ ηρέμησε. Αν η Λίνζι ίππευε το Ξίφος, ήταν πολύ πιθανό να νικήσει. Τότε το άλογο θα σωζόταν και θα γινόταν δικό του. Χρόνια τώρα έψαχνε να βρει τη θέση που προοριζόταν για εκείνον στον κόσμο. Και για πρώτη φορά τώρα, την έβλεπε καθαρά. Θα έβρισκε έναν τρόπο να αγοράσει τη γη που είχε ονειρευτεί. Και αυτός ο επιβήτορας θα ήταν το πρώτο από μια σειρά καθαρόαιμα που θα ανταγωνίζονταν επάξια τα άλογα του λόρδου Μέρικ ή οποιουδήποτε άλλου στη χώρα. Αν το Ξίφος νικούσε...
Ο Θορ κοίταξε τη Λίνζι και άρχισε πάλι να καρδιοχτυπά, αυτή τη φορά από αγωνία. Όσο καλά κι αν ίππευε, ένας αγώνας δρόμου μετ’ εμποδίων δεν έπαυε να είναι επικίνδυνος. Πώς μπορούσε να την αφήσει να θέσει σε κίνδυνο τον εαυτό της; «Έχεις πάλι αυτό το ύφος», του είπε, διαβάζοντάς τον καλά πλέον. «Ποιο ύφος;» «Αυτό το ύφος που λέει Είμαι-αρσενικό-είσαι-η-γυναίκα-μου-και-είναικαθήκον-μου-να-σε-προστατεύω». Λίγο έλειψε να χαμογελάσει. «Δε θα ’πρεπε να σ’ αφήσω να το κάνεις αυτό». «Τα ξανάπαμε αυτά και σου το λέω καθαρά: αν δε μ’ αφήσεις να ιππεύσω το Ξίφος, θα ιππεύσω ένα από τα άλογα του πατέρα μου. Σ’ αυτό τον αγώνα θα πάρω μέρος -με ή χωρίς την άδειά σου. Τι προτιμάς, λοιπόν, να πάρω μέρος με το Ξίφος ή με κάποιο άλογο που δεν ξέρεις;» «Μα τους θεούς, Λίνζι, είσαι το πιο...» «Το πιο εκνευριστικό πλάσμα. Το ξέρω». Τελικά δεν κρατήθηκε και χαμογέλασε. «Εντάξει. Αν το Ξίφος το επιτρέψει, θα το ιππεύσεις. Δε θα προσπαθήσω ξανά να σε σταματήσω». Έτσι, πέρασε τις επόμενες ώρες πριν το ξημέρωμα δουλεύοντας με το Ξίφος και τη Λίνζι. Την άφησε να το περπατήσει, να το ταΐσει κυβάκια ζάχαρης, να του μιλάει και να το χαϊδεύει. «Γιατί δε δοκιμάζουμε να δούμε αν θα μ’ αφήσει να καθίσω στην πλάτη του;» πρότεινε η Λίνζι. Ο Θορ ήταν ανήσυχος όπως συνήθως, αλλά όχι πολύ. Ο επιβήτορας έδειχνε πιο χαλαρός και μόνο που βρισκόταν κοντά της. Όταν του φάνηκε έτοιμος, ο Θορ σήκωσε τη Λίνζι και την έβαλε να καθίσει στο πλάι πάνω στη γυμνή ράχη του αλόγου, φροντίζοντας να κρατάει γερά το σκοινί. Τους περπάτησε σε έναν μικρό κύκλο κι έπειτα έναν ακόμα πιο μεγάλο. Το Ξίφος δεν έκανε την παραμικρή απειλητική κίνηση. Έδειχνε, μάλιστα, ευχαριστημένο που την είχε πάνω του.
Ο Θορ κούνησε το κεφάλι του. Αυτή η γυναίκα είχε τον τρόπο να κατακτά τα αρσενικά. Και ο επιβήτορας ήταν το ίδιο ευάλωτος μ’ εκείνον στη γοητεία της. *** Ήταν αργά, το πολύ δύο ώρες πριν ξημερώσει, όταν αποφάσισαν να σταματήσουν. «Θα ξανάρθω αύριο -πιο νωρίς, αν τα καταφέρω». Ο Θορ συμφώνησε, αλλά ήταν σκεφτικός. «Δε μου αρέσει που έρχεσαι εδώ νυχτιάτικα ολομόναχη. Θα σε περιμένω στην άκρη του δάσους, στα ανατολικά του στάβλου». Άνοιξε το στόμα της για να διαμαρτυρηθεί, αλλά βλέποντάς τον να την αγριοκοιτάζει προειδοποιητικά, έγνεψε καταφατικά. «Εντάξει». Τη συνόδευσε ως εκεί που είχε δέσει το άλογό της. «Έχω να σου πω κάτι πριν φύγω», του είπε. «Σήμερα το απόγευμα, όταν γύρισα στο σπίτι, με περίμενε άλλο ένα σημείωμα. Ο γραφικός χαρακτήρας ήταν ίδιος όπως και στα άλλα. Το έφερε ένα αγόρι από το χωριό». «Τι έλεγε;» «Ότι πρέπει να βρω μια γυναίκα που τη λένε Πενέλοπι Μπάρκερ. Αν τη βρω, λέει, θα μάθω την αλήθεια για το λόρδο Μέρικ». «Θα ρωτήσω δεξιά κι αριστερά για να δω τι μπορώ να μάθω». «Οι άντρες που δουλεύετε μαζί στους στάβλους... δεν παραξενεύτηκαν που είσαι αδερφός του Λέιφ;» «Τους είπα ότι εγώ δεν είμαι πλούσιος σαν τον Λέιφ και πρέπει να δουλεύω όπως όλοι οι άνθρωποι για να βγάζω το ψωμί μου». «Και κάτι ακόμα». «Τι;» «Πριν φύγω, θέλω να με φιλήσεις. Το σκεφτόμουν όλη τη νύχτα». «Λίνζι...» «Το θέλεις κι εσύ, έτσι; Δεν είμαι μόνο εγώ». Κούνησε το κεφάλι του, ανήμπορος να τη διώξει. Ολάκερο το κορμί του πονούσε από τη λαχτάρα του για εκείνη. Όλη νύχτα φούντωνε και ξεφούντωνε. «Δεν υπάρχει τίποτα που θα ήθελα περισσότερο από το να σε φιλήσω. Πεθαίνω να βρεθώ μέσα σου, Λίνζι -το ξέρεις
αυτό. Όμως δεν είμαστε παντρεμένοι, ούτε θα παντρευτούμε ποτέ. Γι’ αυτό, δεν μπορούμε να...» Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και κόλλησε το στόμα της στο δικό του, διακόπτοντας το λογύδριό του. Ο Θορ βόγκηξε νιώθοντας τα μαλακά της στήθη να πιέζονται στο στέρνο του και τα χείλη της να τρέμουν κι έπειτα να μισανοίγουν προκαλώντας τη γλώσσα του να τη γευτεί. Τα μπράτσα του τυλίχτηκαν γύρω της και την τράβηξε με δύναμη πάνω του, ενώ η στύση του έπαιρνε τεράστιες διαστάσεις. Μα τους θεούς, δεν μπορούσε να της αντισταθεί, δεν μπορούσε να σταματήσει τα δελεαστικά ανάλαφρα φιλιά της που έραιναν το στόμα του, τη μύτη του, τα μάγουλά του, δεν μπορούσε να αρνηθεί στον εαυτό του την απόλαυση να νιώθει τα μικρά, τροφαντά της στήθη πάνω στο στέρνο του. «Λίνζι, φύγε τώρα, πριν να είναι πολύ αργά». «Δε θέλω να φύγω, Θορ. Όχι ακόμα». Κι ύστερα τα χέρια της τρύπωσαν μέσα από το σακάκι του, πετώντας το από τους ώμους του. Με ένα στεναγμό, ο Θορ ενέδωσε στην άγρια επιθυμία του και, βρίσκοντας τα κουμπιά στο πίσω μέρος του φορέματος της, της το ξεκούμπωσε, παραμέρισε ανυπόμονα το ύφασμα και έκλεισε τα υπέροχα λευκά της στήθη στις παλάμες του. Χάιδεψε τις θηλές της ώσπου σκλήρυναν σαν μικρά μπουμπούκια κι έπειτα της κατέβασε το φόρεμα από τους ώμους κι έσκυψε να τις γευτεί. Μέσα σε λίγα λεπτά, η Λίνζι ήταν ξαπλωμένη στο έδαφος, από κάτω του, το φόρεμά της ήταν ανασηκωμένο στο πλάι και τα χέρια του βρίσκονταν μέσα στο εσώρουχό της. Ήταν απίστευτα υγρή καθώς τη χάιδευε, διεγείροντας και προετοιμάζοντάς την, ώσπου γλίστρησε βαθιά μέσα της. Τρελός από την ανάγκη να γίνει ένα μαζί της, άρχισε να κινείται και να βυθίζεται ορμητικά μέσα της γυρεύοντας να λυτρωθεί. Είχε χάσει σχεδόν κάθε έλεγχο, ωστόσο ήταν αποφασισμένος να της χαρίσει την ίδια ηδονή που του πρόσφερε κι εκείνη. Η Λίνζι έφτασε στην κορύφωση και φώναξε το όνομά του κι ελάχιστα λεπτά αργότερα, επέτρεψε στον εαυτό του να την ακολουθήσει.
Ξαπλωμένος στο μαλακό χορτάρι πλάι της, προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του ότι αυτή ήταν η τελευταία φορά που την άγγιζε. Όμως αρνήθηκε να δώσει άλλον έναν όρκο που ήξερε ότι δεν μπορούσε να κρατήσει.
Κεφάλαιο 19 Με την πρόφαση του πονοκέφαλου, η Λίνζι κοιμήθηκε όλο το απόγευμα για να είναι ξεκούραστη για άλλη μία ξάγρυπνη νύχτα εξάσκησης με τον επιβήτορα. Ξαπλωμένη στο μέσο του μαλακού πουπουλένιου της στρώματος, δεν μπορούσε να μη χαμογελάει όταν σκεφτόταν τον Θορ και το πώς είχαν κάνει έρωτα. Ήταν σαν να μην τη χόρταινε, σαν να ήταν για εκείνον ένα ναρκωτικό που δεν μπορούσε πια να ζήσει χωρίς αυτό. Το ίδιο ένιωθε και η Λίνζι -αν και χωρίς τις ενοχές που έμοιαζαν να βαραίνουν τον Θορ. Είχε σκοπό να κάνει έρωτα μαζί του με κάθε ευκαιρία. Έπαιρνε σχολαστικά το φίλτρο που της είχε φτιάξει ο Σαμίρ και που, κατά τα φαινόμενα, ήταν αποτελεσματικό. Πλησίαζε ο καιρός που οι γονείς της θα επέστρεφαν στο Λονδίνο και τότε η σχέση της με τον Θορ θα έπρεπε να τελειώσει. Μέχρι τότε, όμως, ήταν αποφασισμένη να χαρεί την κάθε της στιγμή. Ο απογευματινός ήλιος έμπαινε από τα παράθυρα και τη ζέσταινε, καθώς ήταν ξαπλωμένη φορώντας μόνο την καμιζόλα της και ονειρευόταν το αποψινό της ραντεβού με τον Θορ. Ξαφνικά, εισέβαλε φουριόζα στην κάμαρά της η νεαρή της υπηρέτρια, η Κίτι. «Έχετε έναν επισκέπτη, δεσποινίς. Έχει έρθει εκείνος ο θεόρατος όμορφος άντρας, ο αδερφός του συζύγου της κυρίας Ντρόγκαρ, και λέει ότι είναι ανάγκη να σας δει». «Θεέ και Κύριε! Ο Θορ είναι εδώ;» «Μάλιστα, δεσποινίς, αυτός είναι». Η Κίτι χαμογέλασε και σήκωσε τα μάτια στον ουρανό. «Μπορείς να μπερδέψεις τέτοιο άντρα με άλλον;» Η Λίνζι γέλασε. «Όχι, σίγουρα όχι». Πήδησε από το κρεβάτι και πήρε τη ρόμπα που της έτεινε η Κίτι. «Φέρε μου το μεταξωτό βερικοκί φόρεμα, σε παρακαλώ, Κίτι. Γρήγορα, πρέπει να ντυθώ αμέσως». Ντύθηκε βιαστικά και περίμενε να της δέσει η Κίτι τα μαλλιά της πίσω. «Μπορείς να μου τα κατσαρώσεις πριν από το δείπνο», της είπε. «Τώρα δεν έχω χρόνο».
Αν είχε έρθει ο Θορ, ο λόγος θα ήταν σημαντικός. Άρπαξε το όμορφο κροσσωτό της σάλι από μια καρέκλα, μη τυχόν χρειαζόταν να βγουν έξω, και κατέβηκε τρέχοντας τη σκάλα, ανυπομονώντας να μάθει τι την ήθελε. Τον βρήκε να την περιμένει στο Κόκκινο Σαλόνι. Μόλις την είδε να μπαίνει, σηκώθηκε όρθιος και τα απίστευτα γαλάζια του μάτια έκαναν την καρδιά της να φτερουγίσει. «Τι τρέχει, Θορ; Τι συνέβη;» Ο Θορ έριξε μια ανήσυχη ματιά προς την πόρτα και η Λίνζι έσπευσε να την κλείσει σχεδόν τελείως, αφήνοντάς τη μόνο μια χαραμάδα ανοιχτή για να μην προκαλέσουν κουτσομπολιά. «Πες μου». Την πήρε από το χέρι και την οδήγησε στον καναπέ. Περίμενε να καθίσει κι έπειτα κάθισε κι εκείνος δίπλα της. «Πρόκειται για εκείνη την κοπέλα, την Πενέλοπι Μπάρκερ». Ένα άσχημο προαίσθημα έκανε το στομάχι της να σφιχτεί. «Τι έμαθες γι’ αυτήν;» «Ήταν καμαριέρα στο Μέρικ Παρκ». Το άσχημο προαίσθημα έγινε πιο έντονο. «Τι εννοείς, ήταν;» «Δούλευε αρκετά χρόνια εκεί. Και κάποια μέρα εξαφανίστηκε. Κανένας δεν ξέρει πού πήγε. Οι σταβλίτες λένε ότι ήταν έγκυος. Και ο γέρος, ο Χόρας Ναμπ, λέει ότι το παιδί ήταν του λόρδου Μέρικ». Η Λίνζι έμεινε για λίγη ώρα άφωνη. «Ίσως ο Στίβεν της έδωσε χρήματα και την έστειλε να γεννήσει αλλού». Ο Θορ χαμήλωσε το βλέμμα του στα παπούτσια του. «Τι; Υπάρχει κάτι που δε μου λες;» «Υπήρχαν φήμες... Ο κόσμος στο χωριό πιστεύει... πιστεύει ότι δολοφονήθηκε». Η ανάσα που μόλις είχε πάρει η Λίνζι κόπηκε ξαφνικά. «Όχι. Λεν μπορεί να είναι αλήθεια αυτό». «Όπως είπες, μπορεί να της έδωσε χρήματα για να φύγει». «Δεν το πιστεύεις όμως». «Δεν ξέρω τι να πιστέψω. Ξέρω ότι το όνομα του Μέρικ έχει συνδεθεί με ένα φόνο. Και τώρα είναι πιθανό να έχει γίνει κι άλλος φόνος,
στο Μέρικ Παρκ. Πολύ περίεργη σύμπτωση». Η Λίνζι δάγκωσε το χείλι της. «Πράγματι. Πρέπει να μάθουμε ποιος στέλνει αυτά τα σημειώματα. Κάποιος ξέρει την αλήθεια. Και πρέπει να μάθουμε ποιος είναι». Ο Θορ σηκώθηκε από τον καναπέ, τεράστιος και με σκοτεινιασμένο βλέμμα, εντελώς εκτός τόπου ανάμεσα στα λεπτεπίλεπτα πορσελάνινα βάζα, τα κρύσταλλα και τα δαντελένια σεμέν του σαλονιού. «Θα δω τι άλλο μπορώ να μάθω». Σηκώθηκε και η Λίνζι. «Υποθέτω ότι το αποψινό μας ραντεβού ισχύει». Φανερά απρόθυμα, της έγνεψε καταφατικά. «Θα σε περιμένω στα δέντρα». Η Λίνζι έριξε μια γρήγορη ματιά προς την πόρτα κι έπειτα σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και τον φίλησε. Η μυρωδιά του αλόγου, αναμεμειγμένη με τη δική του αρσενική μυρωδιά, πλημμύρισε τις αισθήσεις της αναστατώνοντάς τη γλυκά. Η Λίνζι μισάνοιξε τα χείλη της και η γλώσσα του εισέβαλε στο στόμα της. Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει πιο γρήγορα και άκουγε τους δυνατούς της χτύπους στα αυτιά της. Για μια στιγμή ξέχασε ότι βρισκόταν στο σαλόνι του σπιτιού της και ότι κάποιος θα μπορούσε να μπει και να τους τσακώσει. Ο Θορ ήταν εκείνος που τερμάτισε το φιλί. Τα μάτια του ήταν γεμάτα σκοτεινές υποσχέσεις και αυτή τη φορά η Λίνζι ήξερε ότι δε θα χρειαζόταν παρακάλια για να της κάνει έρωτα. Αποφάσισε όμως να αγνοήσει τη μικρή φωνή στο βάθος του μυαλού της που την προειδοποιούσε ότι μπορεί να είχε ελευθερώσει το λύκο και να μην είχε πλέον εκείνη τον έλεγχο της κατάστασης. *** Ήταν αργά το βράδυ όταν η Λίνζι κατάφερε επιτέλους να βρει κάποια δικαιολογία για να ξεφύγει από τους καλεσμένους και να ανέβει στην κρεβατοκάμαρά της. Το φεγγάρι, που βρισκόταν στη γέμιση, έλαμπε πάνω από το νυχτερινό τοπίο, φωτίζοντας το δρόμο της Λίνζι για να πάει στο στάβλο και να σελώσει ένα άλογο. Όλοι οι σταβλίτες είχαν πέσει για ύπνο. Όλοι εκτός από έναν.
Ο Τομπάιας Ντέαρ, ένας νεαρός σταβλίτης με νυσταγμένα μάτια, την πλησίασε ζαρώνοντας ανήσυχα το μέτωπό του. «Δεσποινίς Γκρέιαμ! Δεν ήξερα ότι ήσασταν εσείς». «Εγώ είμαι, Τομπάιας. Έχω μια δουλειά και πρέπει να φύγω. Ελπίζω ότι μπορώ να βασίζομαι σ’ εσένα κι ότι δε θα πεις σε κανέναν πως ήμουν εδώ». «Μείνετε ήσυχη, δεσποινίς». Τα ρούχα ιππασίας της δεν τον παραξένεψαν, γιατί είχε συνηθίσει να τη βλέπει ντυμένη έτσι. «Θα σας σελώσω τον Φιλαράκο». Λίγα λεπτά αργότερα, η Λίνζι έβγαινε από την πίσω πόρτα του αυλόγυρου, οδηγώντας τον Φιλαράκο προς τη συστάδα των δέντρων στα ανατολικά του σπιτιού. Ήξερε ότι ο Θορ θα την περίμενε κρυμμένος στο δασάκι και ήταν πράγματι εκεί. Χωρίς να πει λέξη, μόλις η Λίνζι έφτασε δίπλα του με το άλογό της, έστρεψε τον επιβήτορα και κάλπασαν μαζί προς τα ερείπια. Δεν τον είχε ξαναδεί καβάλα στο μεγαλόσωμο μαύρο άλογο και σκέφτηκε μέσα της τι εκπληκτικό ζευγάρι που ήταν. Ο Θορ ίππευε χωρίς σόλα, χρησιμοποιώντας μόνο ένα χαλινάρι, και χειριζόταν το άλογο με τέτοια άνεση, που οι δυο τους έμοιαζαν να είναι ένα. Το Ξίφος πρέπει να γίνει δικό του, σκέφτηκε και ορκίστηκε μέσα της ότι θα έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να το πετύχει αυτό. Έφτασαν στα πέτρινα χαλάσματα και ο Θορ σταμάτησε τον επιβήτορα. Γλίστρησε απαλά από τη ράχη του και μετά βοήθησε και τη Λίνζι να ξεπεζέψει. «Δεν ήμουν σίγουρη αν έπρεπε να φορέσω αντρικό παντελόνι, αλλά ήθελα να μπορώ να καβαλικέψω σαν άντρας. Ελπίζω το Ξίφος να ξέρει, ωστόσο, ότι είμαι γυναίκα». Ο Θορ την καταβρόχθισε με τα μάτια, από την κορφή ως τα νύχια, και η έξαψή του ήταν φανερή στο βλέμμα του. «Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι είσαι γυναίκα, γλυκιά μου». Ήταν αδύνατο να κρύψει τον πόθο του, όσο κι αν προσπαθούσε. Η Λίνζι αναρωτήθηκε αν θα ενέδιδε, όπως είχε φανταστεί πρωτύτερα στο σαλόνι, ή αν θα έδειχνε αυτοσυγκράτηση, όπως πιο παλιά.
Το Ξίφος τη χαιρέτησε χλιμιντρίζοντας. Ο Θορ την πήρε από το χέρι και την οδήγησε εκεί που στεκόταν το άλογο. Η Λίνζι του μίλησε τρυφερά, του έτριψε τα αυτιά και του έδωσε έναν κύβο ζάχαρης. Έπειτα ο Θορ τη σήκωσε και την απίθωσε στη γυμνή ράχη του ζώου. Το Ξίφος σήκωσε αμέσως το κεφάλι του. Τα αυτιά του συ- σπάστηκαν κι αμέσως μετά ξανάσκυψε να βοσκήσει το δροσερό χορτάρι. Τις επόμενες δύο ώρες, η Λίνζι δούλεψε μαζί του, ανεβαίνοντας και ξεπεζεύοντας, τρίβοντας το λαιμό και τα πλευρά του, περπατώντας μαζί του σε κύκλους κι έπειτα καβαλώντας το ξανά και βάζοντάς το να περπατήσει, να τριποδίσει κι ύστερα να αυξήσει ταχύτητα και τελικά να καλπάσει. «Ακόμα και με τόσο λαμπερό φεγγάρι, είναι πολύ σκοτεινά για να τρέξει ή να πηδήσει εμπόδια», είπε ο Θορ. «Νομίζεις ότι θα μπορούσες να ξεκλέψεις λίγη ώρα να έρθεις αύριο στη διάρκεια της ημέρας;» «Δε θα είναι εύκολο με τόσους καλεσμένους, αλλά θα βρω τον τρόπο. Θα συναντηθούμε εδώ το μεσημέρι». «Εντάξει. Στο φως της ημέρας, υποθέτω ότι θα είσαι ασφαλής. Μήπως έχεις δει να σε ακολουθεί κανένας; Ή να δείχνει κάποιος ασυνήθιστο ενδιαφέρον για το τι κάνεις;» «Όχι, και βέβαια όχι». «Υπάρχει ακόμα το θέμα των δολοφονιών. Πρέπει να προσέχεις, Λίνζι». Μάλλον είχε δίκιο. Τουλάχιστον δύο γυναίκες ήταν νεκρές. Ίσως και τρεις -και μία απ’ αυτές μπορεί να είχε πεθάνει κάπου εκεί κοντά. Παρακολούθησε τον Θορ να οδηγεί το Ξίφος σε ένα χλοερό ξέφωτο για να βοσκήσει. Όλο το βράδυ είχε κρατηθεί επιμελώς σε απόσταση, αν και δεν είχαν διαφύγει της προσοχής της οι φλογερές του ματιές και ο πόθος που έκαιγε στα μάτια του όταν νόμιζε ότι εκείνη δεν τον έβλεπε. Αναρωτήθηκε μήπως είχε κάνει λάθος, μήπως ο λύκος παρέμενε ακόμα δεμένος και θα έπρεπε να τον καλοπιάσει για να τον καταφέρει να της κάνει έρωτα. Προσπαθούσε να αποφασίσει πώς να το χειριστεί καλύτερα όταν εκείνος τέλειωσε με το δέσιμο του επιβήτορα. Τον είδε τότε να τη
ζυγώνει με μεγάλες δρασκελιές. Όταν έφτασε κοντά της δε σταμάτησε, αλλά έσκυψε και τη σήκωσε στα χέρια του. «Μα... τι κάνεις;» τον ρώτησε ξέπνοη. Τα μάτια του στυλώθηκαν στο πρόσωπό της, γυαλίζοντας από την επιθυμία που δεν έκανε πλέον καμία προσπάθεια να κρύψει. «Η δουλειά μας γι’ απόψε τελείωσε. Η υπόλοιπη νύχτα είναι δική μας». Η καρδιά της αναπήδησε στο στήθος της κι έπειτα άρχισε να χτυπάει τρελά. Ο λύκος ήταν ελεύθερος. Έτρεμε σύγκορμη από προσμονή καθώς τη μετέφερε μέσα στα χαλάσματα και την άφησε να πατήσει στο έδαφος. Η γραμμή του σαγονιού του διαγραφόταν σκληρή στο φεγγαρόφωτο, που έλουζε με ασημένιες ανταύγειες τα κυματιστά ως το δυνατό του σβέρκο μαύρα μαλλιά του. Με επιδέξιες αλλά καθόλου βιαστικές κινήσεις, έλυσε την πλεξούδα της και άφησε τα πλούσια μαλλιά της να ξεχυθούν στους ώμους της. Έπειτα άρχισε να τη γδύνει. «Απόψε θα προχωρήσουμε σιγά σιγά», της είπε, φιλώντας κάθε νέα περιοχή του δέρματός της που ξεγύμνωνε. «Θα σου κάνω έρωτα όπως έπρεπε να σου είχα κάνει από την αρχή». Όπως έπρεπε να της είχε κάνει από την αρχή; Θεούλη μου! Μα κάθε φορά ήταν καλύτερα από την προηγούμενη. Δεν μπορούσε να φανταστεί πώς ήταν δυνατό να της χαρίσει ακόμα μεγαλύτερη απόλαυση. Τη γύρισε και τη φίλησε αργά και βαθιά. Τα χείλη του ήταν σαν καυτό υγρό μετάξι καθώς κινούνταν πάνω στα δικά της, με μικρές ερεθιστικές, χαϊδευτικές δαγκωματιές, και, όταν η γλώσσα του βυθίστηκε στο στόμα της για να τη γευτεί, βάθυνε ακόμα περισσότερο το φιλί του κάνοντάς τη να ζαλιστεί και να τρέμει. Η Λίνζι βόγκηξε όταν τα χείλη του γλίστρησαν στους γυμνούς της ώμους, αφήνοντας μια τροχιά από καυτά, υγρά φιλιά καθώς κατέβαινε προς τα γυμνά της στήθη. Τα πήρε ένα ένα στο στόμα του, γλείφοντας και πιπιλώντας τις κορφές τους ώσπου τα γόνατά της λύγισαν και δεν την κρατούσαν πια. Ο Θορ φάνηκε να το κατάλαβε. Τη σήκωσε ξανά στα χέρια του και την απόθεσε σε ένα πρόχειρο κρεβάτι που είχε φτιάξει με κλαδιά ή-
μερου έλατου και είχε καλύψει με μια μαλακιά μάλλινη κουβέρτα. Το είχε σχεδιάσει, λοιπόν. Απόψε δε θα χρειαζόταν να τον αποπλανήσει. Ολόγυμνη, ξαπλωμένη νωχελικά στην κουβέρτα, τον παρακολούθησε καθώς ξεντυνόταν στο φως του φεγγαριού. Έβγαλε το μακρυμάνικο πουκάμισό του και οι σφυγμοί της ανέβηκαν όταν είδε το πλατύ μυώδες του στέρνο. Με κομμένη ανάσα, θαύμασε το θέαμα της επίπεδης κοιλιάς και των στενών του γοφών που αποκαλύφθηκαν όταν έβγαλε το παντελόνι του. Τα πόδια του ήταν μακριά και γυμνασμένα και η αντρική ανατομία του... ό,τι κι αν έλεγε, ήταν λίγο... Ο άνθρωπος ήταν προικισμένος σαν επιβήτορας! Ήρθε κοντά της αποφασιστικά, τη φίλησε βαθιά και παθιασμένα κι έπειτα γονάτισε ανάμεσα στα πόδια της. Η Λίνζι μετατοπίστηκε ανυπόμονα, λαχταρώντας να τον νιώσει μέσα της και να φτάσει στην άγρια κορύφωση που μόνο εκείνος μπορούσε να της χαρίσει. Ο Θορ δεν έδειχνε να βιάζεται. Έσκυψε και κόλλησε το στόμα του στο εσωτερικό του μηρού της, της λύγισε το γόνατο και φίλησε την ευαίσθητη περιοχή από κάτω. «Θορ... Σε παρακαλώ...» «Όχι ακόμα, γλυκιά μου. Πρώτα θέλω να σε γευτώ». Και, αν και για μια στιγμή δεν κατάλαβε τι εννοούσε, όταν ένιωσε το στόμα του πάνω στο πιο απόκρυφο θηλυκό της σημείο, δεν της έμεινε καμία αμφιβολία για τις προθέσεις του. Δεν ήταν δυνατό να... Μια αίσθηση καυτή σαν λάβα ξεχύθηκε σ’ όλο της το σώμα. Η επιθυμία, με νύχια βελούδινα, την άδραξε, την κυρίευσε και την κράτησε αιχμάλωτη σ’ αυτή την έκσταση. Ο Θορ τη γευόταν και τη ρουφούσε, χρησιμοποιώντας τα χέρια και το στόμα του για να της χαρίσει μια ηδονή που δε θα μπορούσε ποτέ της να φανταστεί. Το κορμί της σφίχτηκε, στροβιλίστηκε και ξεδιπλώθηκε σαν τεντωμένο σκοινί, που ξαφνικά έσπασε κι ελευθερώθηκε. Τινάχτηκε σαν τόξο προς τα πάνω, φωνάζοντας το όνομά του, μα εκείνος δε σταμάτησε, ώσπου ένας δεύτερος οργασμός τη συντάραξε, κάνοντάς τη να σπαρταράει από άγριους, ανεξέλεγκτους σπασμούς ηδονής.
Έτρεμε ακόμα όταν ο Θορ μπήκε μέσα της, γεμίζοντάς την επιτέλους με τον σκληρό του ανδρισμό. Έχωσε τα χέρια του στα μαλλιά της κι έμεινε ακίνητος καθώς τη φιλούσε. Έπειτα άρχισε να κινείται. Άκουσε τη βαθιά του φωνή να της ψιθυρίζει στο αυτί, «Μα τους θεούς, Λίνζι, μου ανήκεις. Ό,τι κι αν φέρει το αύριο, απόψε είσαι δική μου και θα φροντίσω να το βάλεις καλά στο μυαλό σου». Κι όταν το πάθος φούντωσε ξανά, όταν η ηδονή τη συγκλόνισε και το κορμί της έφτασε και πάλι στην κορύφωση, σφιγμένο γύρω από το σκληρό του μόριο, η Λίνζι το κατάλαβε ως τα τρίσβαθα της ψυχής της. Όταν εκείνος ώθησε πιο βαθιά και την πήρε πιο άγρια, οδηγώντας τη στη γλυκιά ολοκλήρωση, η Λίνζι ήξερε ότι κανένας άλλος άντρας δε θα έπαιρνε ποτέ τη θέση του, κανένας δε θα την έκανε ποτέ να νιώθει τόσο πλήρης όσο εκείνος. Η σκληρή αλήθεια τη χτύπησε σαν γροθιά. Θεέ μου, τον έχω ερωτευτεί! Η Λίνζι συλλογίστηκε όλο τον πόνο, το σπαραγμό και τη θλίψη που την περίμεναν. Και, καθώς έφτανε σε άλλη μια συγκλονιστική έκρηξη, με κόπο κρατήθηκε να μην κλάψει. *** Όπως υποσχέθηκε, την επομένη η Λίνζι έφυγε αμέσως μετά το μεσημεριανό για να συναντήσει τον Θορ στα χαλάσματα. Δεν είχε κοιμηθεί τις λίγες ώρες που της είχαν απομείνει την προηγούμενη νύχτα, ούτε νωρίς το πρωί, καθώς το μυαλό της ήταν ασφυκτικά γεμάτο με τον Θορ και την αγωνία της για την τρομερή κατάσταση στην οποία βρισκόταν. Από τη στιγμή που αποχωρίστηκαν, όσο κι αν πάσχισε να πείσει τον εαυτό της ότι έκανε λάθος κι ότι αυτό που αισθανόταν για εκείνον ήταν λαγνεία και όχι έρωτας, ήξερε ότι απλώς έλεγε ψέματα στον εαυτό της. Ήταν ερωτευμένη με τον Θορ και όταν τον έχανε θα ράγιζε η καρδιά της. Τον αγαπούσε και ακριβώς γι’ αυτό ήθελε να του δώσει τη χαρά να αποκτήσει το πανέμορφο άλογο. Όπως την είχε συμβουλεύσει ο Θορ, πριν φύγει εκείνο το πρωί, φρόντισε να βεβαιωθεί ότι δεν υπήρχε κάποιος άγνωστος που να
παρακολουθεί το στάβλο ή το σπίτι. Ίσως ήταν ανόητο, μα μερικές φορές είναι καλό να φυλάς τα ρούχα σου για να έχεις τα μισά. Όπως ήταν αναμενόμενο, ο Θορ την περίμενε εκεί που άρχιζαν τα δέντρα, στα ανατολικά του σπιτιού, και κάλπασαν μαζί προς τα ερείπια. Η Λίνζι πάλεψε να παραμείνει ψύχραιμη και να μην παρασυρθεί από τα θυελλώδη συναισθήματα που ξέσπασαν μέσα της όταν ο Θορ τη σήκωσε και την κατέβασε από τη σέλα της. Πασχίζοντας να τιθασέψει το τρελό της καρδιοχτύπι, ευχήθηκε να μπορούσε να φύγει, να φύγει μακριά και να μη χρειαστεί να τον δει ξανά, για να βάλει ένα τέλος σ’ αυτά τα συναισθήματα που μοιραία θα γίνονταν όλο και πιο επώδυνα. «Είσαι έτοιμη να δοκιμάσεις να πηδήσετε τους φράχτες;» τη ρώτησε, χωρίς να αναφερθεί καθόλου στη νύχτα άγριου πάθους που είχαν μοιραστεί. Η Λίνζι ήταν ευγνώμων. Μπορούσε να το κάνει αυτό, μπορούσε να προσποιηθεί ότι δεν είχε αλλάξει τίποτα ανάμεσά τους. Θα έπρεπε όμως να χαλυβδώσει τη θέλησή της και να προστατευτεί από τα δυνατά αισθήματα που είχε συνειδητοποιήσει τελικά ότι έτρεφε για εκείνον. «Είμαι κάτι παραπάνω από έτοιμη». Πλησίασε το Ξίφος, που βοσκούσε ήσυχα, και τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα από έκπληξη. «Του έβαλες σέλα!» Της έγνεψε καταφατικά. «Ήταν συνηθισμένος να έχει σέλα κάποτε. Δεν ήταν και τόσο δύσκολο να τον πείσω να τη δεχτεί». Του χαμογέλασε ευδιάθετα. «Φαντάζομαι ότι απλώς του το ζήτησες κι εκείνος δέχτηκε». Ένα αχνό χαμόγελο σχηματίστηκε στο στόμα του Θορ. «Χρειάστηκε λίγη παραπάνω προσπάθεια». Η Λίνζι στράφηκε ξανά προς τον επιβήτορα, ελπίζοντας να δυναμώσει ακόμα περισσότερο το δεσμό που είχε αναπτυχθεί ανάμεσά του. Το Ξίφος τίναξε απότομα το κεφάλι του βλέποντάς τη με τα αντρικά της ρούχα, αλλά στο άκουσμα του ήχου της φωνής της ηρέμησε. Επανέλαβαν τη διαδικασία που είχαν ακολουθήσει κάθε βράδυ, αφήνοντας το άλογο να τη συνηθίσει, βάζοντάς το στην αρχή να
τρέξει με αργό ρυθμό και στη συνέχεια πιο γρήγορα. Η εξάσκηση στο λιβάδι κράτησε πάνω από μία ώρα. «Νομίζω ότι είναι έτοιμος», είπε η Λίνζι στον Θορ, που περίμενε. «Ο Χόρας Ναμπ λέει ότι το Ξίφος έχει ξαναπάρει μέρος σε αγώνες. Αυτός ήταν ένας από τους λόγους που ήθελε να το αγοράσει ο Μπερκ. Έχω δουλέψει μαζί του στα εμπόδια, αλλά θα τα υπερπηδά πολύ πιο εύκολα με έναν αναβάτη ελαφρύτερο, σαν εσένα». Έτσι ξεκίνησαν. Στην αρχή, η Λίνζι άφησε το άλογο να βρει το βηματισμό του, έπειτα να τροχάσει, να τριποδίσει, να καλπάσει και τέλος να ξεχυθεί στο λιβάδι με ξέφρενη ταχύτητα. Ο ενθουσιασμός της άρχισε να μεγαλώνει καθώς, επιβάλλοντας στο Ξίφος έναν ρυθμικό, αργό καλπασμό, το κατηύθυνε προς το πρώτο εμπόδιο, έναν χαμηλό φράχτη με επίπεδο έδαφος στα πλάγια που θα του ήταν εύκολο να πηδήσει και θα χρησίμευε περισσότερο στο να του εμπνεύσει εμπιστοσύνη στις δυνατότητές του. Το Ξίφος πέρασε το εμπόδιο με ευκολία και η Λίνζι δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει. Διάλεξε μετά ένα πιο δύσκολο εμπόδιο, ένα φράχτη από θάμνους σε μια επικλινή επιφάνεια, και στη συνέχεια ένα πλατύ υδάτινο εμπόδιο, μια χαμηλή μάντρα και έναν ψηλότερο τοίχο λίγο παραπέρα. Το απόγευμα η Λίνζι πετούσε στα ουράνια από τη χαρά της. Το άλογο είχε φυσικό ταλέντο, ήταν από εκείνα τα ζώα που εστιάζουν όλη τους την προσοχή στο εμπόδιο που βρίσκεται μπροστά τους και χαίρονται να κατακτούν και να νικούν ό,τι υπάρχει στο δρόμο τους. Ήταν σίγουρη ότι ο μαύρος επιβήτορας θα τα έδινε όλα στον αγώνα όπου έπρεπε να νικήσει για να σώσει τη ζωή του. Το Ξίφος γυάλιζε ολόκληρο από ιδρώτα και οι μύες της Λίνζι πονούσαν όταν η εξάσκηση έφτασε στο τέλος της και πήγαν προς τον Θορ. Πήδησε χαμογελώντας από τη σέλα της πριν προλάβει να τη βοηθήσει και του έδωσε τα χαλινάρια. «Είναι καταπληκτικός -αληθινός πρωταθλητής, Θορ. Είναι ακριβώς αυτό που πίστευες ότι θα γινόταν». Κούνησε το κεφάλι του με ένα πλατύ χαμόγελο. «Θέλει να σε ευχαριστήσει. Θα τρέξει με όλες του τις δυνάμεις για σένα, Λίνζι». Η Λίνζι έσυρε το χέρι της στον καταϊδρωμένο λαιμό του αλόγου.
«Θα έρθω αύριο και μεθαύριο. Τους είπα ότι στο χωριό υπάρχει ένα άρρωστο παιδάκι που η μητέρα του ήταν φίλη μου και χρειάζεται τη βοήθειά μου. Μέχρι στιγμής, η δικαιολογία αυτή έχει πιάσει». Ο Θορ συμφώνησε με ένα νεύμα του κεφαλιού. Όλο το απόγευμα, η Λίνζι είχε καταφέρει να κρατηθεί σε απόσταση. Ο Θορ πρέπει να είχε διαισθανθεί την προσπάθειά της, γιατί δεν έκανε καμία κίνηση για να την πλησιάσει. Είχε προσπαθήσει από την αρχή να την κάνει να καταλάβει ότι μια σχέση μεταξύ τους δε θα πετύχαινε ποτέ. Ίσως τώρα πίστευε πως η Λίνζι τελικά είχε πειστεί. «Μακάρι να μπορούσα να μείνω», είπε χωρίς να το εννοεί, αφού ανυπομονούσε να φύγει για να μη βασανίζεται από τα ανεπιθύμητα αισθήματά της για εκείνον. «Πρέπει να γυρίσω στο σπίτι πριν αρχίσει να ανησυχεί η θεία μου». Εκείνος έστρεψε το βλέμμα του αλλού. Όταν την ξανακοίταξε, τα ζωηρά γαλάζια μάτια του ήταν επιφυλακτικά. «Εκτιμώ αυτό που κάνεις». Κούνησε απλώς το κεφάλι της και, με βαριά καρδιά, πήγε προς το άλογό της. Ο Θορ τη σήκωσε και την κάθισε στη σέλα της και η Λίνζι αγνόησε το ρίγος λαχτάρας που τη διαπέρασε. Καθάρισε το λαιμό της. «Δε μου είπες για την Πενέλοπι Μπάρκερ. Δεν έμαθες τίποτα ακόμα;» «Όχι. Εσύ πάντως να θυμάσαι να προσέχεις». «Θα το θυμάμαι». Ήθελε τόσο να τον αγγίξει, να σκύψει και να τον φιλήσει. Όμως ήξερε τι θα συνέβαινε αν το έκανε. Μετά από την περασμένη νύχτα, το καταλάβαινε όπως ποτέ ως τώρα. Την περίμενε ένα μέλλον διαφορετικό από το δικό του, μια διαφορετική ζωή - μια ζωή που δεν περιλάμβανε τον Θορ. Είχε έρθει η ώρα να λήξει η σχέση τους. «Πρέπει να πηγαίνω». Τα λόγια της βγήκαν με δυσκολία από το λαιμό της. Τα πανέμορφα γαλάζια του μάτια στάθηκαν στο πρόσωπό της, αλλά δεν έκανε καμία κίνηση να τη σταματήσει. Η Λίνζι απέστρεψε το βλέμμα, μη αντέχοντας να τον κοιτάζει ούτε μία στιγμή ακόμα. Έστριψε το άλογό της προς το κτήμα των Ρένχερ-
στ και διέσχισε καλπάζοντας το λιβάδι. Να Θυμάσαι να προσέχεις, της είχε πει. Μακάρι να είχε θυμηθεί να το κάνει και πριν τον ερωτευτεί.
Κεφάλαιο 20 Κρατώντας τα χαλινάρια του Ξίφους, ο Θορ στεκόταν σε κάποια απόσταση από το πλήθος, περιμένοντας ανήσυχα να έρθει η Λίνζι. Οι αναβάτες έπαιρναν ήδη τις θέσεις τους στη γραμμή εκκίνησης κι εκείνη δεν είχε φανεί ακόμα. Ίσως είναι καλύτερα έτσι, είπε στον εαυτό του, αλλά μετά, με μια ανακούφιση που κανονικά δε θα έπρεπε να είχε νιώσει, την είδε να τρέχει προς το μέρος του με την αντρική στολή ιππασίας της και τα μαλλιά της κρυμμένα κάτω από ένα μαύρο καπέλο τζόκεϊ. «Συγγνώμη που άργησα», είπε λαχανιασμένη, «αλλά ήμουν υποχρεωμένη να περιμένω ώσπου να φύγουν όλοι από το σπίτι». «Δεν άλλαξες γνώμη, λοιπόν». Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της και χαμογέλασε. «Τους είπα ότι ήμουν λίγο αδιάθετη και ότι θα ερχόμουν να τους βρω αργότερα, αν ήμουν καλύτερα». «Και η θεία σου και οι υπόλοιποι σε πίστεψαν;» «Ξέρουν ότι λατρεύω αυτό τον αγώνα και ότι μόνο αν ήμουν άρρωστη θα τον έχανα. Η Κρίστα προσφέρθηκε να μείνει μαζί μου, αλλά της είπα ότι σκόπευα να μείνω στο κρεβάτι και ότι εκείνη και ο Λέιφ θα έπρεπε να πάνε να δουν τον αγώνα και να διασκεδάσουν». Ο Θορ κατσούφιασε. «Δεν ξέρω αν μ’ αρέσει που είσαι τόσο καλή ψεύτρα». Η απάντησή της ήταν ένα πλατύ χαμόγελο. «Θα αξίζει τον κόπο αν νικήσω». Κρυμμένος από τα περίεργα βλέμματα πίσω από τον χοντρό κορμό ενός δέντρου, πήρε το πρόσωπο της στα χέρια του. «Υποσχέσου μου ότι δε θα κάνεις τίποτα επικίνδυνο». «Ναι, ναι», του είπε με μια βιασύνη που τον έκανε να ανησυχήσει ακόμα περισσότερο. Της έδωσε ένα γρήγορο, παθιασμένο φιλί και την ανέβασε στο άλογο. Περπάτησε το άλογο για λίγο, ενώ η Λίνζι το χάιδευε και του μιλούσε. Έπειτα, με την καρδιά σφιγμένη από αγωνία, την είδε να του ανε-
μίζει πρόσχαρα το χέρι και να πηγαίνει στη γραμμή εκκίνησης για να πάρει τη θέση της ανάμεσα στους άλλους αναβάτες, που έδειξαν να ξαφνιάζονται στη θέα του μεγαλόσωμου μαύρου επιβήτορα. Το πιστόλι του αφέτη ήχησε πριν αρχίσει να εκνευρίζεται το Ξίφος και ο Θορ είδε τη Λίνζι και το υπέροχο άλογο να ξεχύνονται μπροστά, δημιουργώντας από την αρχή μια ολοένα μεγαλύτερη απόσταση ασφαλείας που χώριζε τα πραγματικά φαβορί από τα υπόλοιπα άλογα που συμμετείχαν πριν πάρουν καν την πρώτη στροφή. Ο Θορ παρακολούθησε τη Λίνζι και το άλογο να περνούν τρίτοι το πρώτο εμπόδιο. Το Ξίφος ήταν απόλυτα προσηλωμένο στο εμπόδιο μπροστά του και η Λίνζι το παρότρυνε όσο χρειάστηκε για να το πηδήσει και να προσγειωθεί σταθερά στην άλλη πλευρά. Έπειτα από μερικά ακόμα άλματα, τα άλογα χάθηκαν από το οπτικό τους πεδίο. Ο Θορ συνέχισε να κοιτάζει προς την κατεύθυνση που είχαν εξαφανιστεί, παγωμένος από το φόβο ότι κάτι θα πήγαινε στραβά. Ακουγόταν καθαρά ο βρόντος από τις οπλές των αλόγων καθώς έτρεχαν στην κυκλική διαδρομή των δυόμισι μιλίων που είχε διαμορφωθεί ειδικά για την κούρσα. Η καρδιά του Θορ χτυπούσε τόσο δυνατά, που νόμιζε ότι θα πεταχτεί από το στήθος του. Προσευχήθηκε σιωπηλά μέσα του να έβγαινε σώα και αβλαβής απ’ αυτή τη δοκιμασία η Λίνζι. Κοίταξε το πλήθος που ζητωκραύγαζε γύρω του. Όλο το χωριό και δεκάδες άνθρωποι απ’ όλη τη γύρω περιοχή είχαν έρθει να δουν τον αγώνα. Η θεία της Λίνζι και οι φίλοι της παρακολουθούσαν από μικρή απόσταση, ενώ ο Λέιφ και η Κρίστα, μαζί με την Κόραλι και το σύζυγό της, τον Γκρέι, στέκονταν δίπλα στον Θορ. Η έξαψη και η ένταση ήταν σχεδόν απτές στον αέρα. Είχαν παιχτεί πολλά χρήματα σε στοιχήματα, τα περισσότερα υπέρ του καστανοκόκκινου επιβήτορα του Μέρικ, του Γοργοπόδαρου. Ο Θορ έστρεψε την προσοχή του στον αδερφό του και στην Κρίστα και η ανησυχία του συνέχισε να μεγαλώνει τώρα που η Λίνζι δε φαινόταν. Πώς μπόρεσε να την αφήσει να ιππεύσει τον επιβήτορα; Είχε χάσει το μυαλό του; Και τι θα γινόταν με το υπέρογκο ποσό που είχαν στοιχηματίσει ο αδερφός του και η Κρίστα με τον Μέρικ;
«Αν χάσουμε», είπε στον Λέιφ, που περίμενε ανυπόμονα να δει τα άλογα να εμφανίζονται ξανά, «θα βρω έναν τρόπο να σε ξεπληρώσω». «Στοίχημα είναι», είπε ο Λέιφ. «Όταν στοιχηματίζεις, άλλοτε κερδίζεις κι άλλοτε χάνεις. Αυτό είναι το ρίσκο που παίρνεις. Κι έπειτα, το Ξίφος έκανε θαυμάσια εκκίνηση. Ο αγώνας τελειώνει όταν το πρώτο άλογο περάσει τη γραμμή του τέρματος». Κοίταξε εξεταστικά το ανήσυχο πρόσωπο του Θορ. «Για ξαναπές μου, λοιπόν, ποιος είναι ο νεαρός που έπεισες να ιππεύσει το άλογό σου;» Ο Θορ έστρεψε το βλέμμα του αλλού· απεχθανόταν να λέει ψέματα στον αδερφό του. Δε θα είχε συμφωνήσει ποτέ με το τρελό σχέδιο της Λίνζι. Ακόμα κι αυτή τη στιγμή, μπορεί να ήταν πεσμένη κάπου εκεί, τραυματισμένη ή ακόμα και... Δεν ήθελε ούτε να το σκέφτεται και ξεροκατάπιε καθώς στο νου του ήρθε η εικόνα της Λίνζι, σωριασμένης πλάι σε έναν πέτρινο τοίχο, με το όμορφο σώμα της τσακισμένο. «Είναι κάποιος φίλος». Ο Λέιφ συνέχισε να τον κοιτάζει ερευνητικά. «Όποιος κι αν είναι, ήταν εξαιρετική επιλογή. Εκπληκτικός αναβάτης, ελαφρύς και επιδέξιος. Και το Ξίφος δείχνει να τον δέχεται χωρίς κανένα πρόβλημα». Ο Θορ αρκέστηκε να συμφωνήσει κουνώντας το κεφάλι. Δεν ήταν δική του δουλειά να αποκαλύψει το μυστικό της Λίνζι. Εκείνη θα αποφάσιζε αν ήθελε να το μάθουν οι φίλοι της. «Φάνηκαν;» «Όχι ακόμα, αλλά όσοι δεν έχουν εγκαταλείψει τον αγώνα όπου να ’ναι θα φανούν. Θα τους δεις να έρχονται από εκείνο το ύψωμα από στιγμή σε στιγμή». Ο Θορ άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί προς το μικρό ύψωμα. Στο στήθος του, η καρδιά του πήγαινε να σπάσει, ενώ το στομάχι του είχε δεθεί κόμπος. Τι έκανα.; «Πιστεύεις πραγματικά ότι αυτός ο μαύρος δαίμονας θα καταφέρει να τερματίσει;» Στο άκουσμα της σαρκαστικής αντρικής φωνής, γύρισε και είδε τον Χάρλι Μπερκ να ζυγώνει με αργό βήμα. Το σαγόνι του Θορ σφίχτηκε. «Ναι». «Βάζω στοίχημα ότι αυτή τη στιγμή που μιλάμε ο ηλίθιος που
έπεισες να τον ιππεύσει κείτεται κάπου εκεί πέρα, στο χώμα. Πάμε άλλο ένα στοιχηματάκι γι’ αυτό;» Τα λόγια του έφεραν ναυτία στον Θορ. Δεν άντεχε στη σκέψη ότι η Λίνζι μπορεί να βρισκόταν κάπου πεσμένη, τραυματισμένη ή νεκρή. Και φυσικά, η τσέπη του δεν άντεχε να χάσει άλλο ένα στοίχημα. Παρ’ όλ’ αυτά, η αυτάρεσκη έκφραση του Χάρλι Μπερκ του έδινε στα νεύρα. «Στοιχηματίζω ό,τι θέλεις πως...» «Να τοι! Έρχονται!» Η ενθουσιώδης κραυγή διέκοψε τη συζήτησή τους και ο Θορ έστρεψε απότομα το βλέμμα προς την ομάδα των ιππέων που έφταναν με τα άλογά τους τώρα στην κορυφή του λόφου. Ήταν λιγότεροι από τους μισούς απ’ όσους είχαν ξεκινήσει. Προσπάθησε με αγωνία να διακρίνει το Ξίφος και τη Λίνζι, αλλά δεν τα κατάφερε και ο φόβος τον κατέκλυσε. Η ομάδα πλησίασε και η καρδιά του ξαφνικά αναπήδησε. Ο θεόρατος μαύρος επιβήτορας και η λυγερόκορμη αναβάτιδά του ξεπρόβαλαν μέσα σε ένα σύννεφο σκόνης, προπορευόμενοι της υπόλοιπης ομάδας, που περιλάμβανε το καστανόχρωμο άλογο των Ρένχερστ, τη Γλυκιά Εκδίκηση, και το καθαρόαιμο του υποκόμη, τον Γοργοπόδαρο. «Εκείνη είναι, έτσι;» Η Κρίστα χοροπηδούσε κατενθουσιασμένη. «Είναι η Λίνζι!» Το πλατύ της χαμόγελο μαρτυρούσε ότι ευχόταν να ήταν εκείνη πάνω στη σέλα. Ο Θορ της έριξε μια επιφυλακτική ματιά. «Φοβόταν να σου το πει μήπως επιχειρούσες να την εμποδίσεις». «Αστειεύεσαι; Μακάρι να μπορούσα κι εγώ να...» «Δεν υπάρχει περίπτωση», την έκοψε ο Λέιφ. Το Ξίφος άρχισε να αυξάνει την απόσταση που το χώριζε από τους διώκτες του και ο Θορ άκουσε τον Μπερκ να βρίζει. «Είναι πρώτη!» αναφώνησε η Κρίστα. «Θα νικήσει! Και θα κερδίσει το Ξίφος για χάρη σου!» Ο Θορ δεν μπορούσε να αναπνεύσει. Σ’ όλη του τη ζωή δεν είχε ξαναδεί ωραιότερο θέαμα από τον υπέροχο μαύρο επιβήτορα με τη γυναίκα που ρίσκαρε τα πάντα για να τον κερδίσει, να καλπάζει ξέ-
φρενα προς το τέρμα. Ήταν και οι δυο φτιαγμένοι από στόφα πρωταθλητών και ο Θορ δεν είχε ξανανιώσει τέτοια περηφάνια. Άλογο και ιππέας πέρασαν με δυνατό ποδοβολητό τη γραμμή του τέρματος και η Κρίστα άφησε μια κραυγή χαράς. «Τα κατάφερε! Νίκησε!» Και μάλιστα είχε αφήσει αρκετά πίσω το άλογο του Μέρικ, που τερμάτισε δεύτερο, με το άλογο των Ρένχερστ αμέσως ξοπίσω του. Την τέταρτη θέση μοιράστηκαν τα δύο άλογα με τα οποία είχαν συμμετάσχει στον αγώνα οι κάτοικοι του χωριού. Η Λίνζι κατευθύνθηκε προς τον Θορ, καβάλα στο Ξίφος, καταϊδρωμένο και μεθυσμένο ακόμα από την έξαψη της νίκης. Ο Θορ δεν την είχε ξαναδεί να χαμογελάει τόσο πλατιά. «Τα καταφέραμε!» «Ναι, τα κατάφερες. Θα σε κατέβαζα και θα σε φιλούσα, αλλά δε νομίζω ότι θα φαινόταν πρέπον να φιλάει κάποιος τον τζόκεϊ που ίππευσε το άλογό του». Η Λίνζι γέλασε και ο ήχος του γέλιου της πλημμύρισε την καρδιά του με αγαλλίαση. «Τώρα το Ξίφος έχει ανάγκη να το βοηθήσουμε να ηρεμήσει, αλλά εγώ πρέπει να φύγω προτού με δει κανένας και με αναγνωρίσει». «Θα το φροντίσω εγώ το Ξίφος». Η Λίνζι, τινάζοντας σβέλτα το ένα της πόδι πάνω από το λαιμό του Ξίφους, πήδησε στο έδαφος σαν άντρας, με μια θριαμβευτική κραυγή. Όλοι έρχονταν τώρα προς το μέρος τους, αρχίζοντας να σχηματίζουν έναν κύκλο γύρω από το περήφανο μαύρο άτι. Το Ξίφος είδε το πλήθος που πλησίαζε και ρουθούνισε ενοχλημένο. Έπειτα χλιμίντρισε και σηκώθηκε στα πίσω του πόδια. «Κάντε όλοι πίσω», προειδοποίησε ο Θορ. «Δεν είναι μαθημένος σε τόσον κόσμο». Μια ματιά στο αγριεμένο άλογο ήταν αρκετή για να κάνει όλους τους περίεργους να πισωπατήσουν κάμποσα βήματα. Η Λίνζι βρήκε την ευκαιρία να ξεγλιστρήσει και να φύγει. Κοντοστάθηκε μονάχα μια στιγμή όταν η Κρίστα την έπιασε από το χέρι. «Ήσουν υπέροχη! Και οι δυο σας ήσασταν υπέροχοι!» Η Λίνζι της χαμογέλασε. «Είναι ωραίο το συναίσθημα όταν νικάς!» Κοίταξε γύρω της και είδε ανθρώπους να έρχονται προς τα εκεί. «Θα
επιστρέψω μόλις αλλάξω». Την επόμενη στιγμή είχε χαθεί μέσα στο δάσος. Ο Θορ περπάτησε για λίγο κυκλικά τον επιβήτορα κι έπειτα τον απομάκρυνε αρκετά από την πολυκοσμία και τον έδεσε σ’ ένα δέντρο. Όταν ξαναγύρισε στο ενθουσιασμένο πλήθος, οι θεατές άρχισαν να τον χτυπούν φιλικά στην πλάτη και να τον συγχαίρουν για τη νίκη του. Χαμογελούσε, όταν είδε τον Χάρλι Μπερκ να ζυγώνει με γοργές δρασκελιές. Ο Θορ ίσιωσε την πλάτη του. «Το άλογο είναι δικό μου, όπως συμφωνήσαμε». «Όχι, δεν το κέρδισες, γιατί μας ξεγέλασες. Δεν το ίππευσες εσύ αλλά κάποιος άλλος». Ο Λέιφ έκανε ένα βήμα μπροστά και στάθηκε δίπλα στον Θορ. «Το στοίχημα ήταν αν το άλογο μπορούσε να νικήσει ή όχι -και νίκησε. Ανήκει, λοιπόν, στον αδερφό μου». «Κι εγώ λέω ότι αυτό το μπάσταρδο ανήκει στον Μέρικ και θα το σκοτώσουμε». Το πλήθος που είχε μαζευτεί γύρω τους παραμέρισε και πρόβαλε ο Στίβεν Κάμντεν, ο υποκόμης Μέρικ, ντυμένος άψογα, όπως πάντα, με τα ξανθά του μαλλιά τόσο καλοχτενισμένα που ούτε μια τρίχα δεν ανέμιζε στο ελαφρό απογευματινό αεράκι. «Ο άνθρωπος κέρδισε το άλογο», δήλωσε ο Μέρικ. «Έβαλα στοίχημα και το έχασα». Ο Θορ ένιωσε άθελά του σεβασμό, αν και αυτό του προκάλεσε κάποια δυσφορία, αφού ο υποκόμης ήταν πολύ πιθανό να είναι δολοφόνος. «Ευχαριστώ», είπε. Ο Μέρικ κεραυνοβόλησε τον Μπερκ με ένα άγριο βλέμμα που έλεγε, αυτός κατάφερε να κουμαντάρει τον επιβήτορα, εσύ γιατί δεν μπορούσες; Έπειτα έκανε μεταβολή και ξαναχάθηκε στο πλήθος. Ένα αίσθημα ευφορίας πλημμύρισε τον Θορ. Το Ξίφος του ανήκε. Το όνειρό του είχε γίνει πραγματικότητα· και όλα αυτά χάρη στη Λίνζι. Τον περικύκλωσαν κι άλλοι άνθρωποι που ήθελαν να τον συγχαρούν. Η λαίδη Άσφορντ, η θεία της Λίνζι, θεώρησε υποχρέωσή της να έρθει να τον βρει. «Συγχαρητήρια. Το άλογό σας ήταν καταπληκτικό,
κύριε Ντρόγκαρ. Φυσικά και η ανιψιά μου είναι θαυμάσια ιππέας». Ο Θορ την κοίταξε έκπληκτος. Δεν μπόρεσε να κρύψει το χαμόγελό του. «Μάλλον δεν είναι τόσο καλή ψεύτρα όσο πιστεύει. Και είμαι ευγνώμων γι’ αυτό». «Ναι, η αλήθεια είναι πως είχε ανέκαθεν μεγάλο ταλέντο στην ιππασία. Και την έχω ξαναδεί ντυμένη με αντρικά ρούχα. Για το καλό όλων μας, ελπίζω για τελευταία φορά». «Φοβάμαι ότι αυτό θα πρέπει να το συζητήσετε με την ίδια τη Λίνζι. Η ανιψιά σας κάνει πάντα του κεφαλιού της». Η λαίδη Άσφορντ αναστέναξε. «Δεν μπορώ να καταλάβω σε ποιον έχει μοιάσει αυτό το κορίτσι». Όμως από το βλέμμα που της έριξε ο συνοδός της, ο συνταγματάρχης, ήταν φανερό ότι τον ίδιο χαρακτήρα είχε και η λαίδη. Ο Θορ πήρε μια βαθιά ανάσα. Η χαρά της νίκης ήταν μεθυστική, αλλά κατά βάθος το μόνο που θα ήθελε ήταν να είναι με τη Λίνζι. Όμως δεν ήταν ανόητος. Τις τελευταίες μέρες, η Λίνζι είχε αρχίσει να υψώνει ένα φράγμα ανάμεσά τους, δίχως άλλο συνειδητοποιώντας επιτέλους πόσο αταίριαστοι ήταν. Ήταν καιρός να πάρει τέλος η σχέση τους και, παρότι αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που ήθελε, το ήξερε από την αρχή ότι κάποτε θα ερχόταν αυτή η μέρα. Τώρα, λοιπόν, θα σεβόταν την επιθυμία της. Παρ’ όλ’ αυτά, ήθελε να της μιλήσει. Το πρωί, στο χωριό, είχε ανακαλύψει κάποιες ενδιαφέρουσες πληροφορίες, κάποια κουτσομπολιά που ίσως αφορούσαν το λόρδο Μέρικ. Ο Θορ ευχήθηκε μέσα του να μην ήταν αλήθεια αυτά που είχε μάθει. *** Η Λίνζι δεν είδε τον Θορ παρά αργά το απόγευμα. Αν και πέθαινε από επιθυμία να γιορτάσουν τη νίκη τους μαζί, είχε βάλει τα δυνατά της να τον αποφύγει. Και ο Θορ έδειχνε να μαντεύει το λόγο. Αν και δεν μπορούσε να ξέρει, ότι η Λίνζι ήταν ερωτευμένη μαζί του, έμοιαζε πάντα ικανός να διαβάζει τις σκέψεις της. Κι αυτός ήταν ο λόγος που ξαφνιάστηκε όταν ο Θορ ήρθε να τη βρει προς το τέλος της γιορτής. «Πρέπει να σου μιλήσω πριν φύγεις».
Κοίταξε γύρω της κι έπειτα η ματιά της σταμάτησε πάνω του, ενώ η καρδιά της μάτωνε στη σκέψη ότι θα τον αποχωριζόταν. «Τι τρέχει;» «Στο χωριό, πριν από τον αγώνα, με πλησίασε ένας άντρας. Δεν τον είχα ξαναδεί και αρνήθηκε να μου δώσει το όνομά του. Μου είπε να πάω στο Όλσμπερι και να αναζητήσω μια γυναίκα με το όνομα Μάρθα Μπάρκερ. Είναι η μητέρα της Πενέλοπι Μπάρκερ. Είπε να τη ρωτήσω τι ξέρει για την εξαφάνιση της κόρης της». «Λες να ήταν αυτός που έγραψε το σημείωμα;» «Δεν ξέρω. Ρωτούσα δεξιά κι αριστερά για την κοπέλα. Ίσως το άκουσε και θέλησε να δώσει χρήσιμες πληροφορίες». «Πρέπει να πάμε αμέσως στο Όλσμπερι». «Μπορώ να πάω και μόνος μου αν...» «Θέλω να είμαι κι εγώ εκεί». Ο Θορ το δέχτηκε, κουνώντας απλώς το κεφάλι. «Μερικοί από τους καλεσμένους έχουν ήδη αναχωρήσει για το Λονδίνο και όσοι έχουν μείνει θα φύγουν νωρίς το πρωί. Θα σε συναντήσω στην άκρη του χωριού, στο δρόμο προς το Όλσμπερι, αύριο το πρωί στις δέκα». Συμφώνησε να τη συναντήσει, αλλά δεν είπε τίποτε άλλο, αν και η Λίνζι διαισθανόταν ότι κάτι ήθελε να της πει. Ο Θορ καταλάβαινε τι συνέβαινε, καταλάβαινε την απόφασή της να τερματίσει τη σχέση τους. Και η Λίνζι ήξερε ότι δε θα την πίεζε να συνεχίσουν παρά μόνο αν το ήθελε κι εκείνη. Θεέ μου, πόσο πολύ το ήθελε! Όμως χωρίς άλλη λέξη, σήκωσε τα φουστάνια της κι έτρεξε πίσω στους φίλους της, στη θεία της και στους καλεσμένους της. *** Το χωριό του Όλσμπερι ήταν χτισμένο στους λόφους, σε απόσταση τριών ωρών από το Φόξγκροουβ. Η Λίνζι έφτασε στον καθορισμένο τόπο συνάντησης με την άμαξα των Ρένχερστ. Ο Θορ ανέβηκε αμίλητος και κάθισε στο κάθισμα απέναντι της. Μόλις πριν από λίγες μέρες, θα είχε καθίσει δίπλα της· ίσως μάλιστα να την είχε πάρει στην αγκαλιά του. Οι στιγμές αυτές ανήκαν στο παρελθόν. Η Λίνζι κατάπιε τον πόνο
που της προκαλούσε αυτή η σκέψη και πρόσταζε τον αμαξά να συνεχίσει προς τον προορισμό τους. Στη διαδρομή μίλησαν ελάχιστα. Η Λίνζι αγωνιζόταν, χωρίς αποτέλεσμα, να συγκεντρωθεί στο βιβλίο ποίησης που διάβαζε. Ο Θορ την περισσότερη ώρα χάζευε το τοπίο από το παράθυρο. Στα κλαδιά των δέντρων υπήρχαν ακόμα μερικά φθινοπωρινά φύλλα και η χτεσινή αλλαγή του καιρού είχε διώξει τη συννεφιά, έτσι είχε ξημερώσει μια όμορφη, ηλιόλουστη μέρα. Έφτασαν τελικά στο Όλσμπερι, που ήταν μικρότερο απ’ ό,τι είχε φανταστεί η Λίνζι. Τα περισσότερα κτίσματά του ήταν από πέτρα και διέθετε μια όμορφη μικρή πλατεία και μια εκκλησία σε μια κοντινή λοφοπλαγιά, ενώ το διέσχιζε ένα γάργαρο μικρό ποτάμι. Έπειτα από μερικές στάσεις στη Χάι Στρητ για να ρωτήσουν πού ήταν το σπίτι της Μάρθας Μπάρκερ, το εντόπισαν. Ήταν μια αγροικία με χορταρένια στέγη και ασπρισμένους τοίχους στις παρυφές του χωριού. «Ελπίζω να είναι μέσα η κυρία Μπάρκερ», είπε η Λίνζι, που είχε αρχίσει να ανησυχεί, καθώς η άμαξα έφτανε μπροστά στο σπίτι. «Κάποιος είναι μέσα. Είδα κίνηση πίσω από το παράθυρο». Η άμαξα σταμάτησε και ο Θορ πήδησε κάτω και βοήθησε και τη Λίνζι να κατέβει. Προχώρησαν μαζί ως τη σκεπαστή βεράντα. Χτύπησαν κάμποσες φορές την πόρτα και τους άνοιξε μια γυναίκα με καμπουριασμένους ώμους και άχαρα γκρίζα μαλλιά κρυμμένα σχεδόν εντελώς κάτω από μια σκούφια. «Η κυρία Μπάρκερ;» ρώτησε ο Θορ. «Ναι». «Βρισκόμαστε εδώ για την κόρη σας», είπε η Λίνζι. «Ελπίζαμε ότι θα ήσασταν πρόθυμη να μας μιλήσετε λίγο για εκείνη». Τα μάτια της γυναίκας βούρκωσαν. «Είστε φίλοι της Πένι;» Η Λίνζι χαμογέλασε βεβιασμένα. «Κατά κάποιον τρόπο, υποθέτω πως ναι». Η κυρία Μπάρκερ έκανε πίσω και η Λίνζι είδε την κίνηση αυτή ως πρόσκληση να περάσουν μέσα. «Θα θέλατε ένα φλιτζάνι τσάι;» τους ρώτησε η γυναίκα, ευγνώμων για τη συντροφιά, όπως υπέθεσε η Λίνζι, ή ίσως για την ευκαιρία, να
μιλήσει σε κάποιον για την κόρη της. «Έχω ζεστό νερό στη στόφα». «Ευχαριστούμε, λίγο τσάι θα ήταν ό,τι πρέπει». Το τσάι ετοιμάστηκε και σερβιρίστηκε και το ήπιαν καθισμένοι σε ένα μικρό ξύλινο τραπέζι στην κουζίνα. Μίλησαν για λίγο περί ανέμων και υδάτων κι έπειτα η συζήτηση στράφηκε στην κόρη της κυρίας Μπάρκερ. «Αναρωτιόμασταν...» άρχισε να λέει ευγενικά η Λίνζι, «δηλαδή, θα θέλαμε να μάθουμε αν είχατε νέα από την Πένι. Ίσως την είδατε ή λάβατε κάποιο γράμμα της αφότου έφυγε από το Μέρικ Παρκ». Η γυναίκα φάνηκε να χάνει το χρώμα της και να μαραίνεται μπροστά στα μάτια τους. «Ήταν καλό κορίτσι η Πένι μου. Μα ελόγου του ήταν μορφονιός, και τόσο φίνος και αριστοκράτης. Η Πένι μου ήταν νέα και γλυκιά κι εκείνος την ήθελε». Τα χείλη της κυρίας Μπάρκερ τρεμούλιασαν. «Η μικρή ανόητη ήταν ερωτευμένη μαζί του. Νόμιζε ότι θα την παντρευόταν». «Με ποιον ήταν ερωτευμένη η Πενέλοπι, κυρία Μπάρκερ;» «Με ποιον άλλον; Με το λόρδο. Το λόρδο Μέρικ». Ένα παγωμένο ρίγος διαπέρασε τη ραχοκοκαλιά της Λίνζι. Έριξε μια κλεφτή ματιά στον Θορ και τον είδε συνοφρυωμένο. «Ξέρουμε ότι η Πένι έφυγε από τη δούλεψή του», είπε. «Θα θέλαμε να μάθουμε πού πήγε όταν έφυγε από το Μέρικ Παρκ». Η ηλικιωμένη γυναίκα κούνησε λυπημένα το κεφάλι και το πρόσωπό της σκοτείνιασε. «Υποτίθεται ότι θα ερχόταν στο σπίτι. Μου έστειλε ένα γράμμα... έλεγε ότι ήθελε να γυρίσει εδώ για να γεννήσει. Υποτίθεται ότι θα έφευγε εκείνη τη Δευτέρα και θα είχε φτάσει το απόγευμα, αλλά δεν έφτασε ποτέ». Το βλέμμα της ήταν άδειο, απλανές. «Κανένας δεν ξέρει τι συνέβη, αλλά εγώ ξέρω. Ξέρω ότι αυτός ο ξιπασμένος ο υποκόμης την καθάρισε». Η Λίνζι μαρμάρωσε. Ο Θορ έγειρε προς το μέρος της γυναίκας. «Γιατί το πιστεύετε αυτό, κυρία Μπάρκερ;» «Επειδή όταν την άφησε έγκυο, η συμπεριφορά του απέναντι της άλλαξε. Η Πένι τον φοβόταν... μου το είχε πει η ίδια». Σήκωσε την κούπα με το τσάι που κρύωνε μπροστά της, αλλά την ξανάφησε χω-
ρίς να πιει γουλιά. «Μια βδομάδα αφότου θα έπρεπε να είχε έρθει σπίτι, έλαβα ένα γράμμα της. Πρέπει να το είχε ταχυδρομήσει προτού φύγει από το σπίτι του. Έγραφε ότι την είχε απειλήσει, της είχε πει να κρατήσει το στόμα της κλειστό για το μωρό, αλλιώς, της είπε, θα φρόντιζε να της το κλείσει εκείνος για πάντα». «Έχετε φυλάξει το γράμμα;» ρώτησε ο Θορ. Η γυναίκα σήκωσε το πονεμένο της βλέμμα. «Τι;» «Έχετε ακόμα το γράμμα που σας έστειλε η κόρη σας;» Η κυρία Μπάρκερ φάνηκε να συνέρχεται και κούνησε αργά το κεφάλι της. «Όχι. Το έκαψα. Ήξερα τι είχε κάνει αυτός ο άνθρωπος και με τρόμαζε να το έχω στο σπίτι. Σκέφτηκα να το πάω στον αστυνόμο, αλλά στο γράμμα δεν αναφερόταν συγκεκριμένα το όνομα του Μέρικ και ήξερα ότι δε θα με πίστευε κανένας. Θα νόμιζαν ότι η Πένι απλώς το έσκασε για να πάει κάπου που δεν την ήξεραν να γεννήσει το μωρό της». Η Λίνζι συλλογίστηκε τα λόγια της. Είχε δίκιο. Δεν είχε βρεθεί πτώμα, δεν υπήρχαν αποδείξεις. Η Πενέλοπι ήταν απλώς μια νεαρή γυναίκα που ήταν αγνοούμενη. Όμως κάποιος ήξερε τι είχε συμβεί. Κι αυτός ήταν εκείνος που είχε γράψει τα σημειώματα. Το ίδιο άτομο που είχε προσεγγίσει τον Θορ στο χωριό -η Λίνζι ήταν βέβαιη γι’ αυτό. «Υπάρχει τίποτε άλλο που θα μπορούσατε να μας πείτε;» ρώτησε ο Θορ. Η γυναίκα σήκωσε τα θαμπά, ξεπλυμένα γαλανά της μάτια. «Ήταν το παν για μένα... Δεν είχα άλλον στον κόσμο εκτός από εκείνη». Ήταν φανερό ότι δεν είχε να τους πει τίποτα παραπάνω και, αφού την ευχαρίστησαν διακριτικά, έφυγαν. Μέσα στην άμαξα, η Λίνζι ήταν σιωπηλή. Και δεν αντάλλαξαν λέξη σε όλη τη διαδρομή της επιστροφής ως το Φόξγκροουβ. «Νομίζεις ότι τη σκότωσε πραγματικά;» ρώτησε τελικά η Λίνζι. «Η κυρία Μπάρκερ το πιστεύει. Και αυτός που στέλνει τα σημειώματα τον θεωρεί ένοχο επίσης». «Ο Μέρικ επιστρέφει στο Λονδίνο. Είπε στη θεία μου ότι θα έφευγε το πρωί». Στράφηκε και κοίταξε τον Θορ, που προφανώς ήταν ακόμα
διατεθειμένος να τη βοηθήσει. «Πρέπει να ανακαλύψουμε πού ακριβώς βρισκόταν ο Στίβεν Κάμντεν τα βράδια των φόνων του Κόβεντ Γκάρντεν».
Κεφάλαιο 21 Ο ουρανός ήταν μουντός και βαρύς πάνω από τους συνωστισμένους δρόμους του Λονδίνου, φορτωμένος με πυκνά γκρίζα σύννεφα που προμηνούσαν βροχή. Ο ψυχρός άνεμος στροβίλιζε φύλλα και χαρτιά στον αέρα όταν ο Θορ κατέβηκε από το δίτροχο μόνιππο έξω από τα γραφεία της Κάπιταλ Βέντσουρς. Πλήρωσε τον αμαξά και ανέβηκε τα σκαλιά που οδηγούσαν στην εντυπωσιακή εξώπορτα. Είχε φύγει από την εξοχή την ίδια μέρα με τη Λίνζι, τη θεία της και τον αδερφό της και ήταν στο Λονδίνο εδώ και τρεις μέρες. Η Λίνζι ήταν αποφασισμένη να ανακαλύψει περισσότερα για τον Στίβεν Κάμντεν, πράγμα που σήμαινε ότι ίσως βρισκόταν ακόμα σε κίνδυνο. Αν και του είχε δώσει ξεκάθαρα να καταλάβει ότι η ερωτική τους σχέση είχε τελειώσει, εξακολουθούσε να είναι πολύ σημαντική για εκείνον. Και σκόπευε να φροντίσει να είναι ασφαλής. Στο μεταξύ, είχε βρει ένα μέρος για να σταβλίσει το Ξίφος, πράγμα καθόλου εύκολο, αφού ο επιβήτορας ήταν ευέξαπτος και δεν είχε συνηθίσει ακόμα την παρουσία των άλλων ανθρώπων. Ένας μεγάλος χώρος σε έναν από τους στάβλους στην άκρη του Γκριν Παρκ ήταν η καλύτερη λύση για την ώρα. Είχε βρει επίσης έναν νεαρό ιπποκόμο, τον Τόμι Μπούκερ, που έδειχνε να ξέρει από άλογα. Έπειτα από μακροσκελείς οδηγίες και αρκετές ώρες δουλειάς μαζί με τον Τόμι και το άλογο, ο Θορ είχε πειστεί ότι ο νεαρός θα κατάφερνε να καλύψει τις βασικές ανάγκες του Ξίφους. Ο ίδιος σχεδίαζε να συνεχίσει την καθημερινή του συνήθεια να δουλεύει με το άλογο νωρίς το πρωί. Με τον καιρό, ο επιβήτορας θα γινόταν όσο πειθήνιος ήταν πριν τον κακομεταχειριστούν. Ο Θορ είχε πολλά σχέδια για το όμορφο καθαρόαιμο. Και τα περισσότερα απ’ αυτά εξαρτιόντουσαν από τις μετοχές που είχε αγοράσει από την Κάπιταλ Βέντσουρς. Η σκέψη του ταξίδεψε για μια στιγμή στη Λίνζι και τον υποκόμη, αλλά αμέσως ανακάλεσε τον εαυτό του σε τάξη. Τώρα είχε δουλειές που δεν περιλάμβαναν φόνο -τουλάχιστον όχι ακόμα.
Γύρισε το βαρύ μπρούντζινο πόμολο, άνοιξε την πόρτα με ένα σπρώξιμο και μπήκε στο κομψό εσωτερικό της Κάπιταλ Βέντσουρς. Βρισκόταν εκεί για να δει τον Σάιλας Γουίλκινς σχετικά με τις μετοχές του των Σιδηροδρόμων Α&Χ. Ήθελε απαντήσεις και αυτή τη φορά ήταν αποφασισμένος να τις πάρει. Ο λεπτός νεαρός στο γραφείο τον αναγνώρισε αμέσως και ένα φοβισμένο χαμόγελο εμφανίστηκε στο πρόσωπό του. «Μπορώ να σας βοηθήσω;» «Ήρθα για να δω τον Σάιλας Γουίλκινς». «Είστε ο κύριος Ντρόγκαρ, σωστά;» Ο Θορ έγνεψε καταφατικά. «Είναι μέσα;» «Δώστε μου ένα λεπτάκι να πάω να δω...» «Δε χρειάζεται. Πάω και μόνος μου». «Μα... μα δεν μπορείτε να μπείτε έτσι...» «Μπορώ και παραμπορώ». Ο Θορ κατευθύνθηκε ολόισια προς την πόρτα απ’ όπου είχε χαθεί ο γραμματέας στην τελευταία του επίσκεψη. Γύρισε το πόμολο και, ανοίγοντάς την, είδε έναν άντρα με αραιά, γκρίζα μαλλιά χτενισμένα επιμελώς με χωρίστρα στη μέση να σηκώνεται από το γραφείο του. «Κύριε Γουίλκινς», είπε ο Θορ. Ο κύριος Γουίλκινς χαμογέλασε με το ζόρι. «Κύριε Ντρόγκαρ. Τι χαρά που σας βλέπω. Τι μπορώ να κάνω για σας;» «Ήρθα να μάθω για τις μετοχές μου των Σιδηροδρόμων Α&Χ. Απ’ ό,τι διαβάζω στις εφημερίδες, ο σιδηρόδρομος έχει μεγάλη επιτυχία, αλλά δεν έλαβα καμία ενημέρωση για τις μετοχές μου». Το χαμόγελο του Γουίλκινς μετατράπηκε σε συνοφρύωμα. «Τις μετοχές σας των Σιδηροδρόμων Α&Χ; Δε μιλάτε για τους Σιδηροδρόμους Άλμπερτον και Χόλις, έτσι;» «Γι’ αυτούς μιλάω. Αν το ξεχάσατε, έχω επενδύσει πολλά λεφτά σ’ αυτή την εταιρεία». Ο Γουίλκινς ξερόβηξε νευρικά. «Χμ, αυτό δεν είναι απόλυτα ακριβές. Η εταιρεία στην οποία επενδύσατε ήταν μια δευτερεύουσα θυγατρική των σιδηροδρόμων, οι Σιδηρόδρομοι Α&Χ του Τσίλινγουντ. Πολύ φοβάμαι ότι η συγκεκριμένη σιδηροδρομική γραμμή δεν έχει
πάει και τόσο καλά. Μάλιστα, λυπάμαι που το λέω, αλλά οι μετοχές σας δεν αξίζουν σχεδόν τίποτα». Ο Θορ ένιωσε το αίμα να του ανεβαίνει στο κεφάλι. «Σας έδωσα τα λεφτά για να αγοράσετε μετοχές της Α&Χ. Δεν ξέρω τίποτα για καμία εταιρεία Α&Χ του Τσίλινγουντ». Ο Γουίλκινς χαχάνισε νευρικά. «Τότε ίσως κάνω λάθος εγώ. Ίσως πρέπει να πάτε στο σπίτι σας και να ελέγξετε τα αποδεικτικά κυριότητας των μετοχών που έχετε. Αν είναι όντως γνήσιες μετοχές της Α&Χ...» Ο Θορ τον κεραυνοβόλησε με ένα άγριο βλέμμα. «Το καλό που σου θέλω να είναι. Εσύ μου πούλησες αυτές τις μετοχές. Και ήξερες ακριβώς τι ήθελα να αγοράσω όταν ήρθα εδώ». Ο Γουίλκινς έβηξε πίσω από το χέρι του, ενώ τα μάτια του πηγαινοέρχονταν από τον Θορ στην πόρτα, σαν να έψαχνε να βρει τρόπο να το σκάσει. «Όπως σας είπα, πριν προχωρήσουμε, πρέπει να ελέγξετε τα αποδεικτικά κυριότητας των μετοχών σας και να βεβαιωθείτε τι ακριβώς έχετε». «Θα το κάνω, μην έχεις καμία αμφιβολία γι’ αυτό. Και μετά θα ξανάρθω». Ο Γουίλκινς προσπάθησε να χαμογελάσει, αλλά δεν τα κατάφερε. Ο Θορ βγήκε οργισμένος από το γραφείο. Είχε επενδύσει σχεδόν όλες τις οικονομίες του στη σιδηροδρομική γραμμή Άλμπερτον και Χόλις. Και όταν είχε έρθει στην Κάπιταλ Βέντσουρς δεν υπήρχε καμία αμφιβολία για το τι ήθελε να αγοράσει. Κανονικά θα έπρεπε ήδη να είχε αποκομίσει σημαντικό κέρδος. Δεν ήξερε ακριβώς πόσο, αλλά είχε την ελπίδα ότι θα ήταν αρκετό για να αγοράσει τη γη που ήθελε, ένα αρκετά μεγάλο κτήμα για να φτιάξει τη φάρμα εκτροφής αλόγων που ονειρευόταν. Τώρα που ήταν δικό του το Ξίφος, θα χρειαζόταν κεφάλαιο για να αγοράσει φοράδες, να χτίσει έναν σωστό στάβλο και να κάνει ό,τι χρειαζόταν για να έχει μια επιτυχημένη επιχείρηση. Τα χέρια του σφίχτηκαν σε γροθιές. Καλά θα έκανε ο Γουίλκινς να παρακαλάει. να του είχε πουλήσει τις σωστές μετοχές. Αλλιώς... αλίμονο του.
*** Θεέ μου, πόσο της έλειπε! Όσο κι αν πάλευε να βγάλει τον Θορ από το μυαλό της, είχε ριζώσει εκεί και η Λίνζι δεν μπορούσε να τον διώξει από τη σκέψη της. Ήθελε να είναι μαζί του. Ποτέ ως τώρα δεν είχε θελήσει κάτι τόσο πολύ. Ήθελε να ακούει την αργή, βαθιά φωνή του, να λιώνει με το γλυκό του χαμόγελο, να νιώθει τα δυνατά του μπράτσα γύρω της. Δεν είχε αισθανθεί ποτέ τόσο ασφαλής, τόσο προστατευμένη όσο όταν ήταν με τον Θορ. Είπε στον εαυτό της ότι ήταν καλύτερα έτσι, ότι ήταν καιρός να τον αφήσει και να προχωρήσει παρακάτω στη ζωή της. Χτες είχαν επιστρέψει οι γονείς της στο Λονδίνο από το ταξίδι τους στην Ευρώπη, τρελοί από ανησυχία για τον Ρούντι. Ήταν τρομοκρατημένοι που ο μοναχογιός τους θεωρούνταν ακόμα ύποπτος για τους φόνους. Χάρηκαν που είδαν και την κόρη τους, βέβαια, αλλά η κύρια έννοια τους ήταν ο Ρούντι, όπως θα έπρεπε άλλωστε. Ο δολοφόνος του Κόβεντ Γκάρντεν δεν είχε βρεθεί ακόμα. Η Λίνζι ήθελε να μάθει πού βρισκόταν ο Στίβεν Κάμντεν τα βράδια των φόνων, αλλά πέρα από το να τον ρωτήσει ευθέως, δεν είχε ιδέα πώς αλλιώς μπορούσε να το μάθει. Κάθισε στο γραφείο της, στο περιοδικό Από Καρδιάς, χαρούμενη που επέστρεφε στη δουλειά της έπειτα από τρεις εβδομάδες στην εξοχή. Είχε ετοιμάσει αρκετά άρθρα πριν φύγει. Είχε γράψει και η Κόραλι μερικά κατά την απουσία της και η Λίνζι είχε στείλει και ένα άρθρο για το πάρτι που είχε δοθεί στο Ρένχερστ Χολ όσο έμενε εκεί η κόμισσα του Άσφορντ. Και τώρα ήταν πίσω, στο γραφείο της, χαρούμενη που εισέπνεε τη μυρωδιά του χαρτιού και της μελάνης και άκουγε τον γνώριμο υπόκωφο ήχο της μεγάλης τυπογραφικής πρέσας Στάνχοουπ και την γκρίνια της Μπέσι Μπριγκς για ένα κομμάτι που ελειπε και το χρειαζόταν οπωσδήποτε για την επόμενη έκδοση. Χαιρόταν που είχε επιστρέψει, αλλά μετά από όλα όσα είχαν συμβεί, της ήταν δύσκολο να συγκεντρωθεί στη δουλειά της. Το μυαλό της έτρεχε διαρκώς στον υποκόμη και στους φόνους και
προσπάθησε να φανεί αισιόδοξη και να πείσει τον εαυτό της ότι η αστυνομία σίγουρα θα είχε καταλάβει πλέον ότι ο Ρούντι ήταν εντελώς αθώος και η ίδια δε θα χρειαζόταν να εμπλακεί περισσότερο σ’ αυτή την ιστορία. Έπειτα όμως θυμόταν τη Μάρθα Μπάρκερ και την αγνοούμενη κόρη της, την Πενέλοπι, και ήξερε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να ξεχάσει το θέμα. Έπρεπε να μάθει αν ευθυνόταν ο Στίβεν, αν ήταν ο δολοφόνος, όπως υπαινίσσονταν τα σημειώματα. Δάγκωσε το χείλι της, κλωθογυρίζοντας στο μυαλό της διάφορους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσε να προσεγγίσει το πρόβλημα. Και ξαφνικά της ήρθε μια ιδέα. Ο βαλές του! Ο άνθρωπος που του ετοίμαζε τα ρούχα του κάθε βράδυ θα γνώριζε σίγουρα όλες τις κινήσεις του ή τουλάχιστον θα είχε κάποια ιδέα γι’ αυτές. «Βλέπω ότι το μυαλό σου τρέχει με χίλια». Δεν είχε πάρει είδηση την Κρίστα, που τώρα στεκόταν δίπλα της. «Τι σκαρώνεις πάλι;» «Σκεφτόμουν το λόρδο Μέρικ και τα σημειώματα που έλαβα. Σκεφτόμουν επίσης την καημένη την Πενέλοπι Μπάρκερ και τη μητέρα της». Η Λίνζι είχε πει στην Κρίστα για το μήνυμα που είχε λάβει στο Ρένχερστ Χολ και τις κατηγορίες κατά του υποκόμη, καθώς και για τη συνάντησή της με τη Μάρθα Μπάρκερ. «Και...;» ρώτησε η Κρίστα. «Να, σκέφτηκα ότι ο βαλές του υποκόμη ίσως ξέρει κάτι για το πού βρισκόταν τα βράδια των φόνων. Δεν ξέρουμε καν αν ο Στίβεν ήταν στο Λονδίνο τότε. Μπορεί να ήταν στην εξοχή όταν διαπράχθηκαν οι φόνοι ή να έχει κάποιο άλλο άλλοθι που θα αποδείκνυε την αθωότητά του. Αν μιλούσα στο βαλέ του, ίσως θα μπορούσα να...» «Συνεχίζεις να σκαλίζεις την υπόθεση, λοιπόν. Είσαι ακόμα αποφασισμένη να θέσεις τον εαυτό σου σε κίνδυνο». Η καρδιά της πήγε να σπάσει κι έπειτα χοροπήδησε στο στήθος της στο άκουσμα της γνώριμης, βαθιάς φωνής του Θορ. Σήκωσε το βλέμμα της και χάθηκε μέσα σ’ εκείνα τα καταγάλανα μάτια. Αναρωτήθηκε αν εκείνος καταλάβαινε πόσο της έλειπε, πόσο τρελά ερωτευμένη ήταν μαζί του. Οι ματιές τους συναντήθηκαν. Για μια στιγμή άνοιξε τα ρουθούνια του και η Λίνζι διέκρινε φευγαλέα την έξαψη
και τη σπίθα του πόθου που άναβε πάντα ανάμεσά τους. Έπειτα όμως η έκφρασή του έγινε απαθής και έστρεψε την προσοχή του στην Κρίστα. «Ετούτη η γυναίκα πάει πάντα γυρεύοντας για μπελάδες», γρύλισε. Η Λίνζι μίλησε στην Κρίστα όπως ακριβώς είχε κάνει ο Θορ -σαν να μην ήταν εκεί. «Αυτό δε φάνηκε να τον πειράζει όταν μπήκα στον μπελά να νικήσω στον αγώνα για χάρη του». Το σαγόνι του σφίχτηκε. Είχαν ξαναρχίσει τις αψιμαχίες, όπως παλιά, τον μόνο τρόπο που μπορούσαν να είναι μαζί χωρίς να αγγίζονται, χωρίς να θέλουν ο ένας τον άλλον. Και η Λίνζι ήταν ευγνώμων γι’ αυτό. «Ήμουν ανόητος που σ’ άφησα να τρέξεις στον αγώνα», της είπε. «Είσαι γυναίκα και θα μπορούσες να είχες τραυματιστεί. Δεν έπρεπε ποτέ να...» «Όμως δεν τραυματίστηκα και χάρη σ’ εμένα είσαι τώρα ιδιοκτήτης ενός πολύτιμου αλόγου!» «Είσαι η πιο...» «Σταματήστε και οι δυο σας!» φώναξε αυταρχικά η Κρίστα. Στο κάτω κάτω, δεν ήταν μόνο φίλη τους, αλλά και εργοδότριά τους. «Με τους τσακωμούς δε λύνεται κανένα πρόβλημα. Και δε θα το ανεχτώ εδώ μέσα». Έκανε μεταβολή, πήγε στο γραφείο της, τους περίμενε να ακολουθήσουν κι έπειτα έκλεισε καλά την πόρτα. «Λοιπόν... Λίνζι, η ιδέα σου είναι καλή. Τι θα έλεγες αν στέλναμε ένα σημείωμα στο βαλέ του λόρδου Μέρικ; Θα του ζητήσουμε να συναντηθούμε και θα του πούμε ότι θα αποζημιωθεί καλά για το χρόνο του. Θα του πούμε ότι το ραντεβού είναι για ένα προσωπικό θέμα και θα του ζητήσουμε να μη μιλήσει πουθενά γι’ αυτό». «Ίσως το κάνω», συμφώνησε η Λίνζι. «Ίσως και όχι. Άλλωστε, όπως είπες κι εσύ, οι περισσότεροι από όσους εργάζονται για τον υποκόμη δεν τον συμπαθούν». Ο Θορ δεν έφερε αντίρρηση. «Το σκεφτόμουν κι εγώ αυτό. Θα μιλήσω στον αμαξά του. Κάτι θα ξέρει για τις κινήσεις του Μέρικ τα βράδια των φόνων». «Θαυμάσια ιδέα», είπε η Κρίστα.
Τα επόμενα λεπτά, οι τρεις τους συνεργάστηκαν στενά για να καταστρώσουν ένα σχέδιο. Πάνω που είχαν διαλέξει το μέρος όπου θα έκλειναν το ραντεβού με το βαλέ, ένα ελαφρύ χτύπημα ακούστηκε στην πόρτα και στο γραφείο μπήκε ένας δεύτερος ψηλός και απίστευτα όμορφος άντρας. Η Κρίστα χαμογέλασε στο σύζυγό της, φανερά ευχαριστημένη που τον έβλεπε. «Νόμιζα ότι είχες δουλειά στην αποβάθρα». «Ένας από τους εργάτες είπε ότι είχε έρθει ο αδερφός μου και με ζητούσε. Ήξερα ότι θα ήταν εδώ σήμερα κι ήρθα να τον βρω. Σκέφτηκα ότι μπορεί να επρόκειτο για κάτι σημαντικό». Η Λίνζι κοίταξε τον Θορ και από τα σφιγμένα χαρακτηριστικά του κατάλαβε ότι αυτό που τον απασχολούσε ήταν πράγματι σημαντικό. «Υπάρχει ένα θέμα που θα ήθελα να συζητήσουμε». Ο Λέιφ, με μια κίνηση του ξανθού κεφαλιού του, του έδειξε τη σκάλα έξω από το γραφείο της Κρίστα. «Πάμε επάνω, στο γραφείο του καθηγητή. Μπορούμε να μιλήσουμε με την ησυχία μας εκεί». Η Λίνζι παρακολούθησε τους δύο μεγαλόσωμους άντρες να βγαίνουν. Αναρωτήθηκε τι ήθελε να συζητήσει με τον αδερφό του ο Θορ και ευχήθηκε να ήταν ακόμα φίλοι για να το συζητούσε και μαζί της. *** «Τι τρέχει;» ρώτησε ο Λέιφ τον Θορ μόλις μπήκαν στο πρόχειρο γραφείο του καθηγητή και έκλεισαν την πόρτα. «Πριν κατέβω στην αποβάθρα να σε ψάξω, είχα πάει να δω τον Σάιλας Γουίλκινς στα γραφεία της Κάπιταλ Βέντσουρς. Είναι ο άνθρωπος που μου πούλησε τις μετοχές των Σιδηροδρόμων Α&Χ». «Ναι, το θυμάμαι». «Ο Γουίλκινς ισχυρίζεται ότι οι μετοχές που αγόρασα ήταν μιας άλλης σιδηροδρομικής εταιρείας που δεν έχει πάει καλά. Λέει ότι οι μετοχές που αγόρασα ήταν της εταιρείας Α&Χ του Τσίλινγουντ. Και ότι δεν αξίζουν σχεδόν τίποτα». Το σαγόνι του Λέιφ σφίχτηκε από οργή. «Σε είχα βοηθήσει σ’ αυτή την αγορά και όλα ήταν εντάξει. Δεν υπήρχε καμία αναφορά σε δεύτερη σιδηροδρομική εταιρεία. Η μόνη εταιρεία που αναφερόταν ήταν αυτή της οποίας τις μετοχές αγόρασες».
«Πήγα στο σπίτι μου και εξέτασα τα πιστοποιητικά κυριότητας. Μοιάζουν ίδια, αλλά έχουν μια μικρή διαφορά: στο κάτω μέρος του χαρτιού είναι τυπωμένη η λέξη Τσίλινγουντ. Νομίζω ότι κάποιος πήρε τα πρωτότυπα και άφησε αυτά στη θέση τους». «Πού τα είχες;» «Σε ένα μπαούλο στα πόδια του κρεβατιού μου». Στο νησί απ’ όπου κατάγονταν ο Θορ και ο Λέιφ, τα πιστοποιητικά θα ήταν ασφαλή. Έπρεπε να είχε προβλέψει ότι τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά στο Λονδίνο. Ο Λέιφ άφησε μια χαμηλόφωνη βρισιά. «Ζήτησες εξηγήσεις από τον Σάιλας Γουίλκινς;» «Ξαναπήγα στο γραφείο του σήμερα το πρωί και δεν ήταν εκεί. Ο γραμματέας του λέει ότι δεν ξέρει πότε ακριβώς θα επιστρέψει». «Βάζω στοίχημα ότι πράγματι δεν ξέρει». Ο Λέιφ βημάτισε ως το παράθυρο. «Μα τον Όντιν, αυτός ο άνθρωπος δε θα σου φάει τα λεφτά σου. Δούλεψες πολύ σκληρά για να τα βγάλεις». Η έκφραση του Θορ σκλήρυνε. «Δε σκοπεύω να τον αφήσω να μου τα φάει. Ήρθα σ’ εσένα επειδή είσαι καλύτερος επιχειρηματίας από μένα. Ήθελα να είμαι σίγουρος ότι δεν έκανα λάθος». Ο Λέιφ άπλωσε το χέρι του στον ώμο του Θορ. «Δεν κάνεις λάθος, αδερφέ μου. Θα βρούμε έναν τρόπο να πάρουμε πίσω τα λεφτά που επένδυσες -μαζί με όσα έχεις κερδίσει». Ο Θορ συμφώνησε με ένα νεύμα. Ήταν έξαλλος με τον Γουίλκινς και την απάτη του, αλλά το πρόβλημα αυτό μπορούσε να λυθεί. Η απώλεια της Λίνζι ήταν που τον βασάνιζε. «Σ’ απασχολεί και κάτι άλλο», είπε ο Λέιφ. «Το καταλαβαίνω από το ύφος σου. Τι συμβαίνει;» Ο Θορ αναστέναξε. «Πρόκειται για τη Λίνζι. Η σχέση μας τελείωσε. Ήρθε τελικά στα συγκαλά της». «Εννοείς ότι πιστεύει πως δεν ταιριάζετε». Ο Θορ βημάτισε ως το μικρό τζάκι, που αυτή τη στιγμή ήταν σβηστό. «Λέω και ξαναλέω στον εαυτό μου ότι αυτό ήταν το καλύτερο και βαθιά μέσα μου ξέρω ότι έτσι είναι. Δε θα μπορούσα ποτέ να της προσφέρω αυτά που αξίζει. Δεν είμαι ο άντρας που χρειάζεται και δε
θα την έκανα ποτέ ευτυχισμένη. Όμως...» «Έχω βρεθεί στη θέση που είσαι τώρα, αδερφέ μου. Δεν είναι εύκολο να χάνεις τη γυναίκα που αγαπάς». Ο Θορ γύρισε απότομα και τον κοίταξε. «Δεν είπα ότι την αγαπώ». Ο Λέιφ χαμογέλασε θλιμμένα. «Δε χρειάστηκε. Το βλέπω στα μάτια σου κάθε φορά που την κοιτάζεις». Το βλέμμα του Θορ έμεινε προσηλωμένο στα σβηστά κάρβουνα στο τζάκι. «Είναι μπελάς. Είμαι τυχερός που απαλλάχτηκα απ’ αυτήν». Ο Λέιφ δεν απάντησε, αλλά ο Θορ έπιασε κάποιο ίχνος οίκτου στην έκφρασή του. Δεν είπε τίποτε άλλο. Ούτε ο ίδιος δεν το πίστευε αυτό το ψέμα. Ήθελε τη Λίνζι όπως πάντα, αλλά δεν του ανήκε πια και δε θα του ανήκε ποτέ ξανά. Κι αυτός ήταν ένας πόνος που δεν έφευγε με τίποτα. *** Περίμεναν το βαλέ του Στίβεν, τον Σάιμον Μπιλ, στη ταβέρνα Η Πένα και το Στιλέτο, μόλις δύο τετράγωνα από την κομψή και αριστοκρατική κατοικία του υποκόμη στην πλατεία Γκρόβενορ. Η υπόσχεση της χρηματικής αμοιβής μάλλον είχε πείσει το βαλέ να δεχτεί να έρθει. Η Λίνζι καθόταν δίπλα στον Θορ σε ένα τραπέζι κοντά στην πόρτα, περιμένοντας με αγωνία να δει αν θα εμφανιζόταν τελικά ο άνθρωπος αυτός. Η Κρίστα και ο Λέιφ κάθονταν σε ένα κοντινό τραπέζι, για να μην κάνουν τον Μπιλ να νιώσει αμήχανα και ταυτόχρονα για να συνοδεύουν τη Λίνζι, τώρα που οι γονείς της είχαν γυρίσει. Φυσικά, οι γονείς της δεν είχαν ιδέα ότι θα ήταν και ο Θορ μαζί της. Θα είχαν φρίξει στη σκέψη ότι τη συνόδευε ένας άντρας που δεν ήταν κοινωνικά ίσος της. Οι ανησυχίες τους θα ήταν περιττές, ωστόσο. Ο Θορ παρέμεινε επιμελώς απόμακρος, παίζοντας με μεγάλη προσήλωση το ρόλο του τζέντλεμαν που δεν ήταν. Κάθε λεπτό που περνούσε κοντά του η Λίνζι ήταν σκέτη αγωνία -η χειρότερη αγωνία που είχε βιώσει ποτέ, με εξαίρεση μόνο τις άδειες ώρες που περνούσε χωρίς εκείνον.
Προσπάθησε να συγκεντρωθεί στο αποψινό ραντεβού. «Πιστεύεις ότι θα έρθει ο Μπιλ;» «Του πρόσφερες ένα ικανοποιητικό ποσό», απάντησε ο Θορ. «Το πιθανότερο είναι ότι θα έρθει». «Δεν ξέρουμε καν πώς είναι». Χτένισε με το βλέμμα της την ταβέρνα με τον χαμηλό φωτισμό, που απόψε ήταν μισογεμάτη. Βρισκόταν σε πλούσια γειτονιά και ο χώρος της ήταν πεντακάθαρος, με χαμηλή ξύλινη οροφή και σκούρα, λουστραρισμένη δρύινη επένδυση στους τοίχους. Η αμυδρή μυρωδιά καπνού στον αέρα μαρτυρούσε ότι ήταν ένα μέρος όπου οι πελάτες έρχονταν για ποτό και κουβέντα. «Ήρθε», είπε ο Θορ και το βλέμμα του ζωήρεψε μόλις είδε έναν λεπτοκαμωμένο άντρα με μαύρα μαλλιά που μόλις είχε μπει σπρώχνοντας τη βαριά εξώπορτα με το βιτρό στο πάνω μέρος της. Η Λίνζι έσκυψε προς το μέρος του, με το βλέμμα της καρφωμένο στον άγνωστο. «Πώς το ξέρεις ότι είναι αυτός;» «Είναι ο άνθρωπος που με πλησίασε στο Φόξγκροουβ. Αυτός που μας έστειλε να βρούμε τη Μάρθα Μπάρκερ». «Μου είχε περάσει από το νου ότι ίσως ήταν αυτός». Ο Θορ σηκώθηκε και ο μελαχρινός άντρας ήρθε στο τραπέζι τους. Στο φως του κεριού που τρεμόπαιζε στο κέντρο του τραπεζιού η Λίνζι διέκρινε ότι οι κρόταφοί του είχαν αρχίσει να γκριζάρουν. «Ο κύριος Μπιλ;» ρώτησε ο Θορ. Ο άντρας κοίταξε ανήσυχα τριγύρω του. «Σάιμον Μπιλ». Το πρόσωπό του ήταν αδύνατο και η μύτη του στενή και μυτερή, αλλά είχε συμπαθητικά χαρακτηριστικά. «Νομίζω ότι έχουμε ξανασυναντηθεί». Τα χείλη του Θορ μισάνοιξαν σε ένα αχνό χαμόγελο, που ήταν αρκετό για να φέρει ταραχή στη Λίνζι. «Ναι, πράγματι». Ο Μπιλ κάθισε και έγιναν οι συστάσεις. «Μιλήσαμε με την κυρία Μπάρκερ, όπως μας συμβουλεύσατε», του είπε ο Θορ. «Είχαμε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση». «Α, αρχίζετε να καταλαβαίνετε, λοιπόν, τι είδους άνθρωπος είναι ο Μέρικ».
«Είναι πολύ νωρίς ακόμα για να είμαστε σίγουροι». «Ίσως», είπε ο Μπιλ. «Όμως πιστεύω ότι ο λόρδος Μέρικ είναι υπεύθυνος για τις δολοφονίες των γυναικών στο Κόβεντ Γκάρντεν, όπως επίσης και της Πενέλοπι Μπάρκερ. Δεν έχω αποδείξεις. Είχα ελπίσει ότι όταν διαβάζατε τα σημειώματα, και δεδομένου ότι οι υποψίες βάραιναν τον αδερφό σας, θα είχατε κίνητρο να το ερευνήσετε εσείς». «Πώς ξέρατε για τον αδερφό μου;» Ο βαλές μετακινήθηκε ανήσυχα στην καρέκλα του, κοιτάζοντας νευρικά προς την πόρτα. «Ανάμεσα στα μέλη του προσωπικού οποιουδήποτε μεγάλου σπιτιού κυκλοφορούν φήμες. Τίποτα δε μένει κρυφό τελικά». Εκείνη τη στιγμή ήρθε μια σερβιτόρα. Ο Θορ της παράγγειλε μπίρα, που του την έφερε αμέσως όλο χαμόγελα. Η Λίνζι προσπάθησε να αψηφήσει ένα μικρό κέντρισμα ζήλιας. Ο Θορ ήταν εξαιρετικά αρρενωπός άντρας. Αργά ή γρήγορα θα έβρισκε άλλη γυναίκα. Κι εκείνη έπρεπε να το δεχτεί αυτό. Πόσο δύσκολο της ήταν όμως! «Συνεχίζουμε την έρευνα», είπε ο Θορ. «Μέχρι τώρα δεν έχουμε βρει τίποτα σημαντικό που να ενοχοποιεί τον Μέρικ». «Αφού τον θεωρείτε ένοχο», είπε η Λίνζι, «πάει να πει ότι ξέρετε πως ήταν στο Λονδίνο όταν έγιναν οι φόνοι. Είχε βγει και τα δύο εκείνα βράδια;» «Βγαίνει πολύ συχνά έξω». Ο Μπιλ ήπιε μια γουλιά από την μπίρα του. «Εκείνα τα δύο βράδια είχε πει ότι θα πήγαινε στη λέσχη του. Θυμάμαι ότι τον βοήθησα να ντυθεί κατάλληλα». «Θέλουμε να ξέρουμε γιατί πιστεύετε ότι ο υποκόμης είναι ο δολοφόνος», τον έκοψε η Λίνζι. «Σίγουρα όχι μόνο εξαιτίας της εξαφάνισης της Πενέλοπι Μπάρκερ». «Είμαι στην υπηρεσία του λόρδου Μέρικ από τα νιάτα μου. Ξέρω τις συνήθειες του και τα γούστα του καλύτερα από κάθε άλλον. Ξέρω ότι σύχναζε σε οίκους ανοχής -αν και δεν είμαι βέβαιος πως συνεχίζει να το κάνει. Ξέρω επίσης ότι στο παρελθόν, όταν επέστρεφε στο σπίτι μετά από μια τέτοια νύχτα, μερικές φορές υπήρχαν λεκέδες από αίμα στα ρούχα του».
Η Λίνζι πήρε μια κοφτή ανάσα. Αυτός δεν ήταν ο Στίβεν Κάμντεν που ήξερε! «Συνεχίστε», παρότρυνε το βαλέ ο Θορ. «Ξέρω τι έκανε στην Πενέλοπι Μπάρκερ όταν του είπε ότι περίμενε παιδί. Τη μαστίγωσε και μπορεί να την είχε σκοτώσει επιτόπου αν δεν είχε έρθει κατά τύχη ένας από τους σταβλίτες. Ξέρω ότι περιφρονεί τις ανήθικες γυναίκες και ότι οι πόρνες τον αηδιάζουν και τον ελκύουν ταυτόχρονα. Κάποτε τον άκουσα να περιγράφει την τιμωρία που επέβαλε σε μια “ιδιαίτερα αμαρτωλή πόρνη”, όπως την αποκάλεσε, στην Κόκκινη Πόρτα. Πιστεύω ότι ο υποκόμης δεν είναι καλά στα μυαλά του κι αυτό τον κάνει ικανό ακόμα και για φόνο». «Γιατί δεν πήγατε στην αστυνομία;» ρώτησε ο Θορ. Ο Μπιλ κάγχασε. «Είμαι ένας απλός υπηρέτης. Πιστεύετε σοβαρά ότι για την αστυνομία ο λόγος μου θα είχε μεγαλύτερη βαρύτητα από ενός υποκόμη; Και, όπως είπα, δεν έχω ουσιαστικές αποδείξεις». «Αν πιστεύετε ότι ο άνθρωπος αυτός είναι δολοφόνος, γιατί εξακολουθείτε να δουλεύετε γι’ αυτόν;» «Μένω μόνο και μόνο επειδή θέλω να δω να αποδίδεται δικαιοσύνη για την Πένι. Σ’ αυτό είμαι αποφασισμένος». Η Λίνζι έριξε μια κλεφτή ματιά στον Θορ και διάβασε τις σκέψεις που στριφογύριζαν στο κεφάλι του. «Ο Θορ μίλησε στον αμαξά του Μέρικ. Του είπε ότι πήγε τον υποκόμη στη Γουάιτ’ς τα βράδια και των δύο φόνων». «Ο αμαξάς είπε ότι έμαθε και για τον πρώτο και για το δεύτερο φόνο την επομένη» πρόσθεσε ο Θορ, «γι’ αυτό το θυμόταν». Η Λίνζι ίσιωσε την πλάτη της στο κάθισμά της καθώς μια ιδέα πέρασε ξαφνικά από το μυαλό της. «Ο Ρούντι είναι μέλος της λέσχης Γουάιτ’ς! Θα τον πείσω να ρωτήσει και να μάθει αν ο Στίβεν ήταν όντως εκεί και, αν ήταν, τι ώρα έφυγε από τη λέσχη». Αν και ίσως δε θα ήταν και τόσο εύκολο να πείσει τον αδερφό της. Είχε φοιτήσει μαζί με τον Στίβεν στην Οξφόρδη. Ο Στίβεν ήταν γύρω στα τέσσερα χρόνια μεγαλύτερος και ο Ρούντι ανέκαθεν τον εκτιμούσε. Δεν υπήρχε περίπτωση να πιστέψει ότι ο υποκόμης ήταν ικανός για φόνο.
«Έχουν περάσει έξι μήνες από το φόνο της πρώτης γυναίκας», τους υπενθύμισε ο Μπιλ. «Αμφιβάλλω αν θα θυμάται και πολλά κανένας». «Ίσως», είπε η Λίνζι, «αλλά δεν πρέπει να το αποκλείουμε. Και ο δεύτερος φόνος έγινε αρκετά πιο πρόσφατα». Συζήτησαν λίγο ακόμα, διερευνώντας όλους τους πιθανούς τρόπους δράσης και εξετάζοντας ό,τι θα μπορούσε να αποδειχτεί πολύτιμο στην αναζήτηση οποιουδήποτε στοιχείου. Στο τέλος της συνάντησης, η Λίνζι άφησε στο τραπέζι ένα μικρό πουγκί με νομίσματα και το έσπρωξε προς το μέρος του Μπιλ. Εκείνος άπλωσε το λεπτό του χέρι και το ξανάσπρωξε πίσω. «Ήμουν ερωτευμένος με την Πενέλοπι Μπάρκερ. Υποθέτω πως ήμουν πολύ μεγάλος για εκείνη, αλλά παρ’ όλ’ αυτά την αγαπούσα. Θέλω να αποδοθεί δικαιοσύνη και για εκείνη και για τις άλλες. Αν μάθω τίποτα χρήσιμο, θα επικοινωνήσω μαζί σας». Και με μια τελευταία ματιά γύρω του, σηκώθηκε από το τραπέζι. Η Λίνζι τον παρακολούθησε να διασχίζει την αίθουσα, να βγαίνει και να χάνεται στη νύχτα. Στο μυαλό της ξαναγύριζαν κομμάτια και αποσπάσματα τη συνομιλίας τους και αναρωτιόταν αν ήταν δυνατό να είναι πράγματι δολοφόνος ο Στίβεν. Όταν στράφηκε, ένιωσε τα φλογερά γαλάζια μάτια του Θορ πάνω της και κάθε σκέψη για τον Μέρικ εξανεμίστηκε. «Θορ...» Στο άκουσμα του ονόματος του, το πρόσωπό του πέτρωσε. Η έκφρασή του έγινε επιφυλακτική, αλλά εκείνη η σπίθα λαχτάρας ήταν ακόμα εκεί. Η καρδιά της πλημμύρισε από αγάπη. «Σ’ ευχαριστώ... σ’ ευχαριστώ που ήρθες», του ψιθύρισε περισσότερο για να σπάσει την αμήχανη σιωπή που είχε πέσε ανάμεσά τους. Ο Θορ κούνησε λυπημένα το κεφάλι του και πέρασε το χέρι του μέσα από τα κυματιστά μαύρα μαλλιά του. «Δεν πρέπει να είμαστε μαζί, Λίνζι. Όταν είμαστε μαζί, θυμάμαι πόσο καλά ήταν όταν κάναμε έρωτα. Θυμάμαι το όμορφο κορμί σου να τρέμει κάτω από το δικό μου και το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι ότι θέλω να σε πάρω ξανά έτσι». Ένας μικρός ήχος σαν λυγμός βγήκε από το λαιμό της. Κατάπιε με δυσκολία. «Ίσως... ίσως θα μπορούσαμε να συναντηθούμε... μόνο για
μία φορά ακόμα. Ίσως...» Το σαγόνι του σφίχτηκε. «Ο χρόνος μας μαζί πέρασε, Λίνζι. Το ξέρεις αυτό». Τα μάτια της γέμισαν με δάκρυα και γύρισε το βλέμμα της αλλού. Όλα είχαν τελειώσει. Εκείνη ήταν, άλλωστε, που είχε βάλει τέλος στη σχέση τους. Κι αυτό ήταν το σωστό, είπε στον εαυτό της. Λίγο πιο κει, είδε τον Λέιφ και την Κρίστα να σηκώνονται από το τραπέζι τους και να έρχονται προς το μέρος τους. «Θα θέλουν να τους πούμε τι μάθαμε», είπε ο Θορ. «Ναι, ναι, φυσικά», συμφώνησε η Λίνζι και καθώς ο Θορ άρχισε να τους ενημερώνει, είπε στον εαυτό της ότι θα έπρεπε να νιώθει ευγνώμων για την παρουσία τους. Τι καλά που θα ήταν αν μπορούσε να πειστεί γι’ αυτό!
Κεφάλαιο 22 Η Λίνζι κοιμήθηκε άσχημα εκείνη τη νύχτα. Τα όνειρά της ήταν γεμάτα με εικόνες του Θορ, με αναμνήσεις από χαρούμενες στιγμές μαζί του, όταν γελούσαν, όταν ίππευε το υπέροχο άλογό του, όταν την κρατούσε στην αγκαλιά του, τη φιλούσε και της έκανε έρωτα. «Ώρα να σηκωθείτε, δεσποινίς». Άφησε ένα βογκητό. Μα ήταν κιόλας πρωί; Άνοιξε με κόπο τα μάτια της και είδε την υπηρέτριά της, την Κίτι, να πηγαινοέρχεται γύρω από το κρεβάτι της. «Δεν αισθάνεστε καλά, δεσποινίς;» Η Λίνζι σπάνια κοιμόταν ως αργά το πρωί. Και δε θα το είχε κάνει ούτε σήμερα, αν δεν είχε κοιμηθεί τόσο λίγο τη νύχτα. «Μια χαρά είμαι». Πέταξε τα σκεπάσματα και κατέβασε τα πόδια της από το κρεβάτι. «Η μητέρα σας θέλει να πάτε να τη βρείτε. Είπε να σας πω να τη συναντήσετε στο Γαλάζιο Σαλόνι, αμέσως μόλις σηκωθείτε, ντυθείτε και πιείτε το κακάο σας». «Είπε τι με θέλει;» «Όχι, δεσποινίς». Η Λίνζι τεντώθηκε για να ξεμουδιάσει ο πιασμένος της λαιμός κι έπειτα έριξε νερό από την κανάτα στο λαβομάνο κι έπλυνε το πρόσωπό της. Νιώθοντας κάπως καλύτερα, ήπιε το κακάο και έφαγε τα μπισκότα που της είχε φέρει η Κίτι κι ύστερα διάλεξε ένα σοκολατί μάλλινο φόρεμα με βελούδινες τρέσες, κατάλληλο για την ψυχρή φθινοπωριάτικη μέρα, και κατέβηκε να συναντήσει τη μητέρα της. Τη βρήκε να περιμένει καθισμένη στο Γαλάζιο Σαλόνι, με τις πλούσιες πτυχές του μεταξωτού ροζ φορέματος της απλωμένες γύρω της και στα χέρια της ένα εργόχειρο, που άφησε στην άκρη μόλις ήρθε η Λίνζι. «Καλημέρα, χρυσό μου». «Καλημέρα, μητέρα». «Κοιμήθηκες καλά; Δείχνεις λίγο κουρασμένη».
«Είμαι πολύ καλά», είπε ψέματα η Λίνζι. «Θα ήθελες ένα φλιτζάνι τσάι;» «Ναι, ευχαριστώ». Η λαίδη Ρένχερστ ήταν μια ελκυστική γυναίκα που πλησίαζε τα πενήντα, με πυκνά καστανά μαλλιά μια απόχρωση πιο σκούρα από της Λίνζι, με κάποιες ασημένιες τρίχες εδώ κι εκεί. Είχαν την ίδια κορμοστασιά, ψηλές και λεπτές και οι δυο, αν και η μητέρα της πρέπει να είχε πάρει κάποια κιλά στη διάρκεια του τελευταίου ταξιδιού τους στην Ευρώπη. Έχυσε αρωματικό τσάι κανέλας σε δύο πορσελάνινα φλιτζάνια με επίχρυσο χείλος κι έπειτα σέρβιρε στην κόρη της το δυο της. Δε φαινόταν να βιάζεται να της πει αυτό που ήθελε, αλλά η Λίνζι συνήθιζε πάντα να μπαίνει αμέσως στο θέμα. «Ζήτησες να με δεις. Για τον Ρούντι πρόκειται;» Πήρε έναν κύβο ζάχαρης με την ασημένια τσιμπίδα και τον έριξε στο φλιτζάνι της. «Ο αδερφός σου έχει τα δικά του προβλήματα. Αυτό που θέλω να συζητήσουμε αφορά εσένα, χρυσό μου, και το μέλλον σου». Η Λίνζι ένιωσε να την κυριεύει πανικός. Νευρική τώρα, για να κερδίσει χρόνο πρόσθεσε άλλον έναν κύβο ζάχαρης στο τσάι της και το ανακάτεψε ώσπου η ζάχαρη έλιωσε. Η μητέρα της κάρφωσε πάνω της ένα βλέμμα που μαρτυρούσε πόσο καλά τη διάβαζε. «Βλέπω ότι θα προτιμούσες να αποφύγεις το θέμα. Δυστυχώς, ο πατέρας σου κι εγώ αμελήσαμε το καθήκον μας απέναντι σου για πολύ καιρό. Όμως αυτό θα αλλάξει τώρα». Η Λίνζι ρούφηξε μια γουλιά τσάι. «Φοβάμαι ότι δεν καταλαβαίνω». «Νομίζω ότι καταλαβαίνεις, αλλά αν λες αλήθεια, θα σου μιλήσω χωρίς περιστροφές. Είναι καιρός να παντρευτείς, χρυσό μου. Και έχεις καθυστερήσει, μάλιστα. Είσαι είκοσι δύο ετών. Αρκετά γλέντησες τα νιάτα σου. Τώρα είναι καιρός να σκεφτείς το μέλλον σου». Το στομάχι της Λίνζι είχε αρχίσει να σφίγγεται. Δεν ήταν έτοιμη γι’ αυτή τη συζήτηση. «Μου αρέσει έτσι όπως ζω αυτή τη στιγμή, μητέρα. Έχω μια δουλειά που αγαπώ πολύ. Έχω τους φίλους μου, τη ζωή μου». «Μένεις ακόμα στο πατρικό σου, χρυσό μου. Καιρός να αλλάξει αυτό».
«Ο πατέρας κι εσύ σπάνια είστε στο Λονδίνο. Δεν πίστευα ότι σας πείραζε που έμενα εδώ». «Και βέβαια δε μας πειράζει! Αυτό είναι το σπίτι σου. Αλλά δεν μπορείς να ζεις για πάντα με τους γονείς σου. Θέλεις παιδιά και δική σου οικογένεια, έτσι δεν είναι;» Κάποτε δεν ήταν απόλυτα σίγουρη. Αυτή η εποχή ανήκε στο παρελθόν όμως. Τους τελευταίους μήνες, που είχε γνωρίσει καλύτερα τον Θορ, είχε ανακαλύψει πολλά για τον εαυτό της. Είχε καταλάβει ότι ήθελε παιδιά, σύζυγο και οικογένεια. Στο μυαλό της ήρθε το όμορφο πρόσωπο του Θορ. Αχ, να γινόταν να ήταν εκείνος ο άντρας της ζωής της! Ένας κόμπος έφραξε το λαιμό της. «Φυσικά τα θέλω όλα αυτά... κάποια μέρα». «Μα αυτό ακριβώς είναι το θέμα, αγάπη μου. Αν περιμένεις, ίσως χάσεις την ευκαιρία να αποκτήσεις αυτά που θέλεις. Είσαι στο άνθος της ηλικίας σου, χρυσό μου. Τώρα είναι η στιγμή να κάνεις κάτι. Ο πατέρας σου κι εγώ το έχουμε συζητήσει. Πιστεύουμε ότι είναι καιρός να δεχτείς μια πρόταση γάμου και να αρχίσεις να σχεδιάζεις το μέλλον σου». «Αυτό ακούγεται ωραίο, μητέρα, αλλά σου διαφεύγει μια μικρή λεπτομέρεια: κανένας δε μου έχει προτείνει γάμο». Η μητέρα της χαμογέλασε. «Μη στενοχωριέσαι, χρυσό μου. Ο πατέρας σου κι εγώ εξετάσαμε το θέμα και έχουμε καταλήξει σε μερικούς ενδιαφερομένους. Εσύ το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να διαλέξεις κάποιον απ’ αυτούς». Το στομάχι της Λίνζι τώρα είχε δεθεί κόμπος. «Δεν το πιστεύω! Εννοείς ότι έχετε κιόλας διαλέξει τον άντρα που θα παντρευτώ;» «Όχι βέβαια. Απλώς φτιάξαμε μια λίστα κατάλληλων υποψήφιων γαμπρών που έχουν όλοι εκφράσει την επιθυμία να ζητήσουν το χέρι σου». Δεν μπορούσε να συμβαίνει αυτό. «Ε... πόσοι είναι, δηλαδή;» «Τρεις, μέχρι στιγμής. Πιθανότατα θα μπορέσουμε να προσθέσουμε έναν ή δύο ακόμα, αν δε σου αρέσουν οι πρώτοι τρεις, αλλά νομίζω ότι θα εκπλαγείς με την ποιότητα των υποψήφιων που
επιλέξαμε». Αυτό ήταν τρελό. Ήταν ανεξάρτητη γυναίκα -από τις περισσότερες απόψεις. Δε χρειαζόταν να της βρουν σύζυγο οι γονείς της. «Εκτιμώ το ενδιαφέρον σας, πραγματικά». Προσπάθησε να χαμογελάσει, αλλά τα χείλη της ήταν στεγνά και απρόθυμα. «Όμως, να, δεν αισθάνομαι έτοιμη να παντρευτώ». Η μητέρα της άφησε το φλιτζάνι της στο τραπέζι τόσο δυνατά, που ταρακουνήθηκε. «Ίσως δεν έγινα αρκετά σαφής. Ως κόρη μας, έχουμε ευθύνη να φροντίσουμε για το μέλλον σου και πιστεύουμε ότι το καλύτερο για σένα είναι να παντρευτείς. Παρότι δεν έχεις εκμεταλλευτεί τη γενναιοδωρία μας, αν τυχόν αποφασίσεις να μην παντρευτείς κάποιον από τους υποψήφιους που εγκρίνουμε, θα σε αποκόψουμε εντελώς από την οικογένεια. Θα σου ζητήσουμε να φύγεις από το σπίτι και δε θα είσαι ευπρόσδεκτη ποτέ ξανά». Η Λίνζι είχε μείνει στήλη άλατος. «Αντιλαμβάνομαι ότι αυτό σου πέφτει κάπως ξαφνικό, αλλά όταν δεις πόσο καλές επιλογές έχουμε κάνει...» Σταμάτησε απότομα και πήρε ένα χαρτί που ήταν δίπλα της, στον καναπέ. «Αυτά είναι τα ονόματα των αντρών με τους οποίους έχει ήδη μιλήσει ο πατέρας σου. Όλοι τους ενθουσιάστηκαν με την προοπτική να σε παντρευτούν». Ένα μείγμα ντροπής και θυμού πλημμύρισε τη Λίνζι. «Δεν μπορώ να το πιστέψω ότι ο πατέρας έκανε κάτι τέτοιο! Αυτοί οι άνθρωποι θα νομίζουν ότι είμαι απελπισμένη. Ότι δεν μπορώ να βρω σύζυγο μόνη μου!» «Καθόλου», την καθησύχασε η μητέρα της. «Είσαι μια υπέροχη κοπέλα και κόρη βαρόνου. Μάλλον κολακεύτηκαν που θα δεχόσουν να εξετάσεις το ενδεχόμενο γάμου με κάποιον απ’ αυτούς». Με χέρι που έτρεμε, η Λίνζι πήρε τη λίστα και διάβασε το πρώτο όνομα. Γουίλιαμ Τζόνστον, κόμης τον Βάρντον. Είχε χορέψει αρκετές φορές μαζί του. Ήταν πάντα περιποιητικός και προσπαθούσε να τη γοητεύσει, χωρίς επιτυχία, ωστόσο. Το ενδιαφέρον του δεν την εξέπληξε. Ο άνθρωπος είχε χρήματα και κοινωνική θέση. Όμως τη Λίνζι δεν την ενδιέφερε καθόλου ως άντρας.
«Ο Βάρντον θα ήταν πολύ καλή περίπτωση», είπε η μητέρα της, «αν και η θεία σου είπε ότι ίσως προτιμούσες τον Μάικλ Χάρβι». Διάβασε το δεύτερο όνομα στη λίστα. Θεέ και Κύριε, ο πατέρας της είχε μιλήσει στον υπαστυνόμο Χάρβι; Είχε επιχειρήσει να τον δελεάσει με την αριστοκρατική της καταγωγή, ξέροντας ότι ο γάμος με μια ευγενή θα βοηθούσε τη σταδιοδρομία του; Την παραξένευε το γεγονός ότι ο Μάικλ θα ήταν δυνατό έστω και να διανοηθεί να την παντρευτεί, ανεξάρτητα από τα οφέλη ενός τέτοιου γάμου, αφού ο Ρούντι ήταν ακόμα ύποπτος κατά την αστυνομία. «Ο κύριος Χάρβι δεν έχει ούτε την περιουσία ούτε τον τίτλο του Βάρντον, φυσικά, αλλά διαθέτει εξαιρετικές διασυνδέσεις και ο θείος του είναι δούκας». «Ο αδερφός του παππού του», τη διόρθωσε η Λίνζι. «Ναι, και σύμφωνα με τις πληροφορίες μας, η οικονομική του κατάσταση είναι πολύ καλή. Ο πατέρας του κληρονόμησε πολλά χρήματα, που θα τα κληρονομήσει με τη σειρά του ο Μάικλ. Είναι σε θέση να σου προσφέρει τη ζωή που έχεις συνηθίσει και, αν σου αρέσει περισσότερο από...» Η Λίνζι όμως δεν την άκουγε πια, καθώς κοίταζε με γουρλωμένα μάτια το τρίτο όνομα της λίστας. «Στίβεν Κάμντεν; Μιλήσατε με τον Στίβεν για το ενδεχόμενο να με παντρευτεί;» «Ο άνθρωπος χρειάζεται σύζυγο. Πρέπει να αποκτήσει κληρονόμο και γνωρίζεστε καλά οι δυο σας. Το κτήμα του συνορεύει με το δικό μας και οι οικογένειες μας συνδέονται φιλικά εδώ και χρόνια. Ο Στίβεν ευχαριστήθηκε πολύ που τον προσεγγίσαμε. Φυσικά, κανένας από τους τρεις αυτούς άντρες δεν ξέρει ότι υπάρχουν κι άλλοι πιθανοί υποψήφιοι, γι’ αυτό πρέπει να προσέχουμε πώς θα το χειριστούμε». Η Λίνζι κοιτούσε τη λίστα, σοκαρισμένη ακόμα. «Δεν μπορώ να το πιστέψω αυτό». «Όπως βλέπεις, ο πατέρας σου κι εγώ το έχουμε πάρει πολύ σοβαρά. Ίσως πάρει κάποιο χρόνο, βέβαια. Θέλουμε να είσαι ευχαριστημένη με την τελική επιλογή σου. Και, όπως σου είπα, πιστεύουμε ότι μπορούμε να προσθέσουμε ένα δυο ονόματα ακόμα, αν δε σου αρέ-
σουν αυτοί οι τρεις υποψήφιοι». Η Λίνζι δεν είπε λέξη. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι οι γονείς της την ξεπουλούσαν σαν να ήταν κάποιο ζώο φάρμας που το είχαν εκθρέψει για να βγάλουν κέρδος -μια σύζυγος με αξιοζήλευτο γενεαλογικό δέντρο που θα ταίριαζε στις κοινωνικές φιλοδοξίες κάθε άντρα. Σήκωσε το πιγούνι της και κοίταξε κατάματα τη μητέρα της. «Όλα αυτά μου ήρθαν πολύ ξαφνικά. Θα χρειαστώ κάποιο χρόνο για να τα σκεφτώ». «Εννοείται». Άφησε κάτω το φλιτζάνι της και σηκώθηκε. «Έχω κάποια πράγματα να κάνω. Μου επιτρέπεις, μητέρα...» «Φυσικά, χρυσό μου». Η Λίνζι βγήκε από το σαλόνι με πόδια βαριά σαν μολύβι. Ανέβηκε στο δωμάτιό της και έκλεισε την πόρτα. Οι γονείς της ήταν αποφασισμένοι να την παντρέψουν. Δεν έπρεπε να την είχε σοκάρει τόσο αυτό. Άλλωστε το ήξερε ότι κάποτε θα ερχόταν αυτή η μέρα, ότι δε θα μπορούσε να ζει επ’ άπειρον με τους γονείς της και ότι, αν ήθελε να συνεχίσει να ζει όπως είχε συνηθίσει, θα έπρεπε να παντρευτεί. Ήταν περίεργο, αλλά η ιδέα του γάμου δεν της φαινόταν πλέον απωθητική. Η αλήθεια ήταν ότι τους τελευταίους μήνες η ιδέα να έχει σύζυγο και παιδιά, μια δική της οικογένεια και το δικό της σπιτικό, βρισκόταν σταθερά στο πίσω μέρος του μυαλού της. Το πρόβλημα ήταν ότι ο άντρας που ήθελε να παντρευτεί δε βρισκόταν στη λίστα των γονιών της. Δεν είχε περιουσία. Και δεν ταίριαζε στον κόσμο που ζούσαν εκείνη και οι γονείς της. Η Λίνζι προσπάθησε να φανταστεί πώς θα ήταν ένας γάμος με τον στενόμυαλο λόρδο Βάρντον, που, αν και αρκετά εμφανίσιμος, ήταν είκοσι χρόνια μεγαλύτερος της και εξαιρετικά ανιαρός. Σκέφτηκε και τον υπαστυνόμο Χάρβι. Ο Μάικλ ήταν όμορφος και γοητευτικός, αλλά η δουλειά του θα ήταν πάντα η πρώτη του προτεραιότητα. Άλλωστε, δεν ήταν ερωτευμένη μαζί του, ούτε θα τον ερωτευόταν ποτέ. Για πρώτη φορά συνειδητοποίησε ότι ήθελε μόνο έναν άντρα. Και
ποτέ στη ζωή της δε θα ήθελε άλλον εκτός από εκείνον. Ήθελε τον Θορ Ντρόγκαρ και δεν την ένοιαζε αν είχε χρήματα ή αν ήταν διαφορετικός από τους άλλους άντρες. Ήθελε να είναι εκείνος ο σύζυγός της και ο πατέρας των παιδιών της. Καθώς κοίταζε τη λίστα των γονιών της, αντί για ανησυχία και φόβο, ένιωσε μια ξαφνική αγαλλίαση. Δεν ήταν ποτέ πειθήνια και υπάκουη -αν και είχε μόλις αποφασίσει ότι αυτή τη φορά θα συμμορφωνόταν με τη διαταγή των γονιών της. Ήθελαν να παντρευτεί. Ωραία, λοιπόν· θα παντρευόταν! Αλλά μόνο με τον άντρα που αγαπούσε. *** Οι σκέψεις της Λίνζι ήταν επικεντρωμένες στον Θορ το επόμενο πρωί -όπως και το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας. Απορρίπτοντας τη μία ιδέα μετά την άλλη, είχε προσπαθήσει να σκεφτεί τον καλύτερο τρόπο να τον προσεγγίσει. Ήταν σίγουρη ότι θα δεχόταν να την παντρευτεί. Ένιωθε ενοχές όταν της έκανε έρωτα χωρίς να είναι παντρεμένοι. Θα αισθανόταν, λοιπόν, ότι ήταν χρέος του να το κάνει. Έμεινε για λίγο συλλογισμένη. Κι αν την παντρευόταν μόνο από υποχρέωση; Αν δεν την αγαπούσε αληθινά; Καθώς κατέβαινε να πάρει το πρωινό της, έδιωξε την ιδέα αυτή από το μυαλό της. Ο Θορ την αγαπούσε. Ήταν σίγουρη γι’ αυτό δηλαδή, σχεδόν σίγουρη. Και, αν δεν την αγαπούσε με όλη του την καρδιά ακόμα, όταν θα ήταν παντρεμένοι και θα έβλεπε πόσο πολύ τον αγαπούσε εκείνη, σίγουρα η αγάπη του θα μεγάλωνε και θα ένιωθε κι εκείνος το ίδιο. Και είχε ανακαλύψει ότι -αντίθετα με ό,τι πίστευε παλιότερα- οι δυο τους ταίριαζαν μια χαρά. Ο χαμηλών τόνων και στοχαστικός τρόπος του συμπλήρωνε ιδανικά τη δική της πιο παρορμητική φύση. Λάτρευαν και οι δυο τα άλογα και την εξοχή. Μπορούσε να γίνει πεισματάρης και απαιτητικός, ναι. Αλλά η Λίνζι είχε πάντα την τάση να έχει του χεριού της τους άντρες του κύκλου της. Ο Θορ δε θα άφηνε να συμβεί αυτό. Χαμογέλασε κρυφά καθώς διέσχισε το χολ και άνοιξε με ένα σπρώξιμο την πόρτα της τραπεζαρίας του πρωινού. Στο λουσμένο στο
φως του ήλιου δωμάτιο που έβλεπε στον κήπο δεν υπήρχε κανένας άλλος εκτός από τον Ρούντι. Ο αδερφός της, καθισμένος σε μια καρέκλα με ψηλή πλάτη, έτρωγε αυγά και λουκάνικα που είχε πάρει από τις αχνιστές ασημένιες πιατέλες πάνω στον μπουφέ. «Καλημέρα, αδερφούλα». Της χαμογέλασε με τη μύτη χωμένη στην πρωινή έκδοση των Τάιμς του Λονδίνου. «Καλημέρα». Η Λίνζι πήγε στον μπουφέ, άνοιξε το σκέπασμα ενός θερμαινόμενου δίσκου σερβιρίσματος και έβαλε στο πιάτο της αυγά. Κρίνοντας ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή να μιλήσει στον αδερφό της σχετικά με τον Στίβεν Κάμντεν, κάθισε στο τραπέζι δίπλα του. Ένας υπηρέτης της έφερε τσάι και ήπιε μια γουλιά, παρατηρώντας τον νεαρό που ήταν απορροφημένος στην εφημερίδα. Τα ξανθά του μαλλιά ήταν ανακατεμένα και έδειχνε λίγο νυσταγμένος, αλλά το βλέμμα του δεν ήταν θολό και απλανές όπως παλιότερα μετά από μια νύχτα κραιπάλης. «Ξενύχτησες χτες το βράδυ;» τον ρώτησε δαγκώνοντας μια φέτα ψημένο ψωμί. Ο Ρούντι σήκωσε τους ώμους του. «Όχι μέχρι πολύ αργά. Πήγα για λίγο στη λέσχη κι έπειτα πέρασα από το Χρυσό Φασιανό για μια δυο παρτίδες χαρτιά». Το φλιτζάνι της Λίνζι έμεινε μετέωρο. Στο Χρυσό Φασιανό. Καλά, λοιπόν· δε θα απέφευγε για όλη του τη ζωή το Κόβεντ Γκάρντεν, που ήταν, άλλωστε, ένα από τα κυριότερα στέκια διασκέδασης του Λονδίνου. «Νόμιζα ότι είχες αποφασίσει να σταματήσεις τα χαρτιά». Από τότε που είχε συλληφθεί και είχε φυλακιστεί, φαινόταν κάπως πιο ώριμος και λιγότερο αυτοκαταστροφικός. Η Λίνζι ευχόταν να μην είχε αλλάξει αυτό με την επιστροφή του στην πόλη. «Δε χρειάζεται να ανησυχείς. Λίγο έπαιξα, βασικά για πλάκα. Δεν είμαι τόσο ηλίθιος όσο νομίζεις. Ξέρω ότι έχω ευθύνες και δε θα τις παραμελήσω». Ευχαριστημένη με την απάντησή του, του χαμογέλασε με ανακούφιση. «Αυτό είναι καλό για σένα». Έφαγε μερικές ακόμα μπουκιές από το πρωινό της και ήπιε λίγο τσάι. Τώρα ήταν η τέλεια ευκαιρία. «Ανέφερες τη λέσχη. Νομίζω ότι είναι μέλος και ο Στίβεν Κάμντεν.
Τον βλέπεις ποτέ εκεί;» Ο Ρούντι κατέβασε μια μεγάλη μπουκιά λουκάνικο. «Πηγαίνει πολύ συχνά. Είναι σαν δεύτερο σπίτι του όποτε βρίσκεται στην πόλη». «Αυτές τις μέρες είναι στο Λονδίνο, νομίζω. Κάτι ανέφερε για τη λέσχη όταν ήμασταν στο Μέρικ Παρκ». «Εκεί είναι. Τον είδα χτες το βράδυ». Η Λίνζι προσπάθησε να κρύψει το ενδιαφέρον της κι έφαγε λίγο αυγό ακόμα. «Μήπως θυμάσαι αν πέρασες από τη λέσχη το βράδυ που δολοφονήθηκε η Φίμπι Κάρτερ;» Την κοίταξε απορημένος. «Είχα περάσει... νωρίς εκείνο το βράδυ. Και είχα μείνει πολύ λίγο, απ’ ό,τι θυμάμαι». «Θυμάσαι αν ήταν και ο Στίβεν' στη Γουάιτ’ς εκείνο το βράδυ;» Την κοίταξε ερωτηματικά. «Ναι, εκεί ήταν. Τον είδα. Όπως είπα, δε θυμάμαι και πολλά απ’ όσα έγιναν μετά, αλλά θυμάμαι ότι ήταν εκεί». «Ξέρεις τι ώρα έφυγε ή πού μπορεί να πήγε μετά τη λέσχη;» Το βλέμμα του Ρούντι έγινε καχύποπτο. «Γιατί αυτό το ξαφνικό ενδιαφέρον για τον Μέρικ; Και τι σχέση έχει με τη Φίμπι Κάρτερ;» Η Λίνζι άφησε μια αργή ανάσα. «Υπάρχει πιθανότητα να εμπλέκεται κάπως στους φόνους του Κόβεντ Γκάρντεν». «Τι είναι αυτά που λες;» «Όταν ήμουν στο Ρένχερστ, κυκλοφορούσαν κάποιες φήμες ότι ο Στίβεν είχε δολοφονήσει μια κοπέλα, την Πενέλοπι Μπάρκερ. Υπάρχουν επίσης φήμες που τον συνδέουν με τις γυναίκες που δολοφονήθηκαν στο Κόβεντ Γκάρντεν». Ο Ρούντι πέταξε στο τραπέζι τη λευκή πετσέτα που είχε απλωμένη στα γόνατά του. «Φήμες! Ανοησίες, θέλεις να πεις. Ο Μέρικ είναι γιος μαρκήσιου και υποκόμης, για τ’ όνομα του Θεού! Είναι φίλος μας, όχι δολοφόνος. Τι σ’ έχει πιάσει, αδερφούλα; Είδες το όνομα του Στίβεν στη λίστα γαμπρών της μαμάς και προσπαθείς να το σπιλώσεις;» «Αυτό δεν έχει καμία σχέση με τη λίστα της μαμάς». Ο Ρούντι έσπρωξε πίσω την καρέκλα του και σηκώθηκε. «Ο Στίβεν κι εγώ πήγαμε μαζί στο πανεπιστήμιο. Είμαστε χρόνια φίλοι. Ξέρω τι είδους άνθρωπος είναι, όπως το ξέρεις κι εσύ. Θα έπρεπε να ντρέπεσαι». Και, ρίχνοντάς της μια θυμωμένη ματιά, έφυγε από την τραπε-
ζαρία, αφήνοντας το πρωινό του στη μέση. Που να πάρει ο διάβολος! Θα έπρεπε να το περιμένει ότι ο αδερφός της θα υπερασπιζόταν τον Στίβεν. Ανέκαθεν τον εκτιμούσε πολύ. Τουλάχιστον τώρα, η Λίνζι ήξερε ότι ο Στίβεν είχε όντως πάει στη λέσχη του το βράδυ του τελευταίου φόνου, όπως είχε πει ο αμαξάς του. Όμως τι ώρα είχε φύγει; Και πού είχε πάει φεύγοντας από εκεί;
Κεφάλαιο 23 Το γραφείο έσφυζε από δραστηριότητα. Πλησίαζε το τέλος της εβδομάδας και η τυπογραφική πρέσα Στάνχοουπ δούλευε ασταμάτητα, τυπώνοντας νέα φύλλα. Η Λίνζι, καθισμένη στο γραφείο της, άλλαζε συνεχώς θέση νευρικά στην καρέκλα της, αν και είχε ήδη παραδώσει το εβδομαδιαίο της άρθρο. Έπρεπε να δει τον Θορ. Έπρεπε να του μιλήσει, να του μεταφέρει τη συζήτηση που είχε με τη μητέρα της και να τον πείσει να την παντρευτεί. Η πόρτα άνοιξε διάπλατα με δύναμη, αφήνοντας να γλιστρήσει ξαφνικά στο δωμάτιο μια δέσμη φωτός και βήματα από βαριές μπότες ήχησαν στο ξύλινο πάτωμα. Η καρδιά της αναπήδησε στο στήθος της στη θέα του Θορ, που έφραζε το άνοιγμα της πόρτας με το ψηλό, μυώδες κορμί του και τα μαύρα του μαλλιά ανακατεμένα από τον άνεμο. Έσκυψε ελαφρά το κεφάλι και μπήκε μέσα, ενώ η Λίνζι πετάχτηκε από το γραφείο της σαν να τη σήκωσαν αόρατα φτερά. Προχώρησε προς το μέρος του, σταματώντας τον στο μέσο του δωματίου. Το βλέμμα του συνάντησε το δικό της και το στομάχι της συ- σπάστηκε από την ταραχή. «Η Κρίστα είπε ότι θα δούλευες εδώ σήμερα και έλεγα μήπως... Υπάρχει ένα πολύ σημαντικό θέμα που θα ήθελα να συζητήσω μαζί σου», του είπε. «Όπως θέλεις. Μπορούμε να πάμε επάνω». Έστρεψε το βλέμμα της αλλού. Δε βλέπονταν πια και έδειχνε αποφασισμένος να κρατήσει αποστάσεις. Πώς της είχε περάσει από το νου η ιδέα ότι θα ήταν εύκολο; «Μίλησα στην Κρίστα. Τη ρώτησα αν γινόταν να σχολάσουμε λίγο νωρίτερα σήμερα. Θα μπορούσαμε να πάμε μια βόλτα στο πάρκο». Το Γκριν Παρκ ήταν κοντά και η μέρα ήταν τόσο απροσδόκητα ζεστή για τέτοια εποχή, που δεν της έκανε καρδιά να συζητήσει ένα τέτοιο θέμα μαζί του στο γραφείο του επάνω ορόφου ή ακόμα και σε ένα εστιατόριο ή καφέ. Άλλωστε, το διαμέρισμα του Θορ δεν απείχε πολύ από το πάρκο.
Αν συμφωνούσε να την παντρευτεί, θα μπορούσαν να σφραγίσουν τη συμφωνία τους κάνοντας έρωτα για μια δυο ώρες. Η σκέψη αυτή την έκανε να ανατριχιάσει από γλυκιά προσμονή. Ο Θορ την παρατηρούσε προσεκτικά. «Έχεις κάποιο νέο σχετικά με τον Μέρικ;» «Όχι, εγώ... Θέλω να μιλήσουμε για μας, Θορ». Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Δε νομίζω ότι είναι καλή ιδέα να είμαστε μαζί εμείς οι δυο. Σου το έχω ξαναπεί αυτό». «Ίσως αλλάξεις γνώμη... όταν ακούσεις τι έχω να σου πω». Όταν πήρε την απόφασή της, είχε αρκετό χρόνο για να σκεφτεί. Τα χρήματα δεν ήταν σημαντικά. Ο Θορ δούλευε σκληρά και η ίδια είχε τη δουλειά της στο περιοδικό Από Καρδιάς, καθώς και ένα μικρό μηνιαίο επίδομα που της είχε κληροδοτήσει η γιαγιά της. Θα τα έβγαζαν πέρα. Ούτε η κοινωνία ήταν σημαντική. Θα μπορούσαν να κάνουν οικονομίες και να αγοράσουν ένα σπιτάκι στην εξοχή. Ο Θορ προτιμούσε τη ζωή στην εξοχή, που άρεσε και σ’ εκείνη, άλλωστε. Έπειτα, ο Θορ ήταν πλέον ο ιδιοκτήτης του υπέροχου επιβήτορα. Όταν τον δάμαζε εντελώς, θα ήταν περιζήτητος για να ζευγαρώνει με φοράδες και, με τον καιρό, θα μπορούσαν να εκθρέψουν κι εκείνοι τα πουλάρια του. Η Λίνζι δεν είχε πραγματικά ανάγκη την έγκριση της κοινωνίας για να είναι ευτυχισμένη. Της αρκούσε να είναι μαζί με τον Θορ. «Σχολάω στις τέσσερις και θα σε περιμένω στη γωνία», της είπε. «Εσύ θα μου μιλήσεις κι εγώ θα σ’ ακούσω. Αυτό είναι όλο». Του έγνεψε καταφατικά. Πρέπει να τον είχε κουράσει η παράνομη σχέση τους και η αλήθεια ήταν ότι την είχε κουράσει κι εκείνη. Δεν έβλεπε την ώρα να δει την έκφρασή του όταν θα του ζητούσε να την παντρευτεί. Η Λίνζι δούλεψε ως το απόγευμα στο γραφείο της, ελέγχοντας τις σημειώσεις της για το επόμενο άρθρο του Από Καρδιάς, αλλά της ήταν δύσκολο να συγκεντρωθεί. Οι δείκτες του ρολογιού της φαίνονταν κολλημένοι και κάθε φορά που κοιτούσε να δει τι ώρα ήταν νόμιζε ότι δεν είχαν μετακινηθεί παρά ελάχιστα. Τελικά πήγε τέσσερις η ώρα. Ο Θορ έφυγε αθόρυβα, κλείνοντας
πίσω του την εξώπορτα. Η Λίνζι άφησε την Μπέσι να τακτοποιήσει το τυπωμένο υλικό και τον Τζέραλντ Μπόνερ μαζί με το μαθητευόμενό του, τον νεαρό Φρέντι Γουίλκς, να προετοιμάσουν την επόμενη έκδοση. Η Λίνζι χαιρέτησε από μακριά την Κρίστα, πήρε βιαστικά τη μάλλινη κάπα της που ήταν κρεμασμένη στον τοίχο και βγήκε έξω. Δεν ήταν καθόλου άσχημη μέρα για περίπατο. Ο ήλιος έλαμπε ακόμα πάνω από τη μακρινή γραμμή του ορίζοντα και η θερμοκρασία ήταν ευχάριστα ανεκτή, αν και φυσούσε ένα ψυχρό αεράκι που ανέμιζε την κάπα της και στο βάθος του ουρανού είχαν αρχίσει να μαζεύονται σύννεφα. «Έρχεται καταιγίδα», είπε ο Θορ, που ξαφνικά βρέθηκε να περπατάει δίπλα της. «Ίσως πρέπει να αναβάλουμε τον περίπατό μας για κάποια άλλη μέρα». «Πρέπει να μιλήσουμε κι αυτό που έχω να σου πω δεν μπορεί να περιμένει. Άλλωστε η καταιγίδα αργεί ακόμα. Αυτό που έχω να σου πω είναι σημαντικό. Και δε θα πάρει και πολύ». Ο Θορ συμφώνησε με ένα νεύμα. Της ανέβασε την κουκούλα για να την προστατεύσει από τον αέρα και, παίρνοντας την από το χέρι, την οδήγησε στο πάρκο. Όταν έφτασαν σε ένα ειδυλλιακό σημείο κοντά σε μια λιμνούλα, κάθισαν σε ένα ξύλινο παγκάκι. Ο Θορ στράφηκε προς το μέρος της και η Λίνζι πρόσεξε την αμυδρή σκιά από τα γένια που είχε αρχίσει να σκουραίνει το σαγόνι του. Ήθελε να αγγίξει με τα δάχτυλά της αυτό το τραχύ αντρικό δέρμα, να σκύψει και να φιλήσει το ανεπαίσθητο λακκάκι στο πιγούνι του. «Τι ήθελες να μου πεις;» Η Λίνζι συνήλθε από το ονειροπόλημά της και πήρε μια βαθιά αναπνοή συγκεντρώνοντας όλο της το θάρρος. «Πριν από μερικές μέρες, η μητέρα μου ζήτησε να με δει. Πιστεύει ότι είναι καιρός να παντρευτώ». Οι μύες στους ώμους του σφίχτηκαν, αλλά δεν έκανε κανένα σχόλιο. «Οι γονείς μου έχουν ήδη μιλήσει σε κάποιους άντρες που θεωρούν κατάλληλους γαμπρούς και...» «Σκοπεύουν να διαλέξουν εκείνοι το σύζυγό σου;»
«Είναι κάτι που συνηθίζεται στις ανώτερες τάξεις». Της έγνεψε ότι καταλάβαινε. «Το ίδιο γίνεται και στο δικό μου τόπο». Περίμενε από εκείνον να πει κάτι που θα τη διευκόλυνε, αλλά δεν το έκανε. «Αυτό που προσπαθώ να πω είναι ότι δε θέλω να παντρευτώ κάποιον καθωσπρέπει ευγενή που θα μου διαλέξουν οι γονείς μου. Θέλω να παντρευτώ εσένα, Θορ». Είμαι ερωτευμένη μαζί σου. Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα από το σοκ. Την κοίταξε σαν να είχε χάσει τελείως τα λογικά της. «Δεν είναι δυνατό να σκέφτεσαι να παντρευτείς εμένα. Δεν έχω ούτε περιουσία, ούτε τίτλο. Το μέλλον μου παραμένει αβέβαιο. Δεν μπορώ να παντρευτώ καμία γυναίκα, και ιδίως εσένα». «Τα λεφτά δεν είναι σημαντικά. Όταν αγαπάς κάποιον...» «Μη λες ότι μ’ αγαπάς». «Γιατί όχι; Αφού ξέρεις ότι είναι αλήθεια». «Αυτό που ξέρω είναι ότι δε σκέφτεσαι καθαρά. Δεν μπορούμε να παντρευτούμε και το ήξερες από την αρχή». Η καρδιά της είχε αρχίσει να χτυπάει δυνατά από την αγωνία. Το περίμενε ότι ο Θορ θα πρόβαλλε αντιρρήσεις στην αρχή, αλλά μόνο μέχρι να καταλάβει. Ήταν βέβαιη ότι μόλις καταλάβαινε, θα ήταν πρόθυμος να την παντρευτεί. Κάθισε λίγο πιο στητή στο παγκάκι. «Πρέπει να με παντρευτείς, Θορ. Μου πήρες την αγνότητά μου. Έχεις χρέος να με παντρευτείς». Τα μάτια του καρφώθηκαν ερευνητικά στο πρόσωπό της, αλλά η έκφρασή του παρέμεινε επιφυλακτική. «Άκουσέ με, Λίνζι. Δεν μπορούμε να παντρευτούμε. Δεν είμαι ο κατάλληλος άντρας για σένα. Ποτέ δεν ήμουν». «Μα...» «Μην το κάνεις αυτό. Μην κάνεις τα πράγματα μεταξύ μας πιο δύσκολα απ’ όσο ήδη είναι». Η Λίνζι ξεροκατάπιε, αρχίζοντας να ανησυχεί πραγματικά. «Νόμιζα ότι θα ήθελες να με παντρευτείς. Πίστευα ότι θα χαιρόσουν να με κάνεις γυναίκα σου». Ο Θορ απέστρεψε το βλέμμα του. Όταν γύρισε και την ξανακοίτα-
ξε, τα μάτια του ήταν σκοτεινά και φουρτουνιασμένα, γεμάτα με κάποιο συναίσθημα που της ήταν αδύνατο να ξεδιαλύνει. Σηκώθηκε από το παγκάκι, βημάτισε προς τη λιμνούλα και στάθηκε στην όχθη, με την πλάτη του γυρισμένη στη Λίνζι και τα πόδια ανοιχτά, ατενίζοντας το νερό. Ένα ζευγάρι αγριόπαπιες πέταξαν ξυστά στην υδάτινη επιφάνεια, με το πράσινο κεφάλι της αρσενικής να λαμποκοπάει στις τελευταίες αχτίδες του ήλιου, αλλά ο Θορ δε φάνηκε να τις πρόσεξε. Η Λίνζι κρατούσε την αναπνοή της. Μακάρι να συνειδητοποιούσε ότι είχε δίκιο, ότι ανήκαν ο ένας στον άλλον, όσα εμπόδια κι αν τους περίμεναν στο μέλλον. Αντίθετα, όμως, όταν ο Θορ στράφηκε και ξανάρθε κοντά της, τα χαρακτηριστικά του είχαν σκληρύνει σαν να ήταν χαραγμένα σε πέτρα. «Πιστεύεις ότι είμαι υποχρεωμένος να σε παντρευτώ, αλλά μου είχες πει εσύ η ίδια ότι δεν ήσουν παρθένα. Αυτό που πήρα μου δόθηκε ελεύθερα. Το αρνείσαι;» Μια μέγκενη είχε αρχίσει να σφίγγει την καρδιά της. «Δεν το αρνούμαι. Δεν ήμουν... δεν ήμουν παρθένα. Αλλά είπες ότι δεν πείραζε». Το σαγόνι του σφίχτηκε ακόμα περισσότερο. «Δεν είμαι ο κατάλληλος άντρας για σένα. Χρειάζεσαι ένα σωστό σύζυγο, έναν άνθρωπο της τάξης σου, κι εγώ δεν πρόκειται να γίνω ποτέ τζέντλεμαν». Ο πανικός την έκανε να ανασαίνει κοφτά. «Δε με νοιάζει. Σ’ αγαπώ και θέλω να είμαστε μαζί». Έσκυψε προς το μέρος της και τα γαλάζια του μάτια ήταν αγριεμένα. «Δεν καταλαβαίνεις; Σε απέκτησα, χάρηκα το όμορφο κορμί σου, αλλά τώρα σε βαρέθηκα. Δεν είμαι από τους άντρες που αρκούνται μόνο σε μία γυναίκα. Αυτό ήδη θα το ξέρεις. Κάνε αυτό που θεωρεί η οικογένειά σου σωστό για σένα. Παντρέψου τον άντρα που θα σου διαλέξει ο πατέρας σου». Ξαφνικά, η Λίνζι δεν μπορούσε να αναπνεύσει. Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της. «Δε... δεν το εννοείς αυτό. Το λες μόνο και μόνο επειδή νομίζεις ότι είναι το σωστό για μένα».
«Είναι το σωστό για σένα. Το σωστό και για τους δυο μας». Τη σήκωσε απότομα από το παγκάκι και άρχισε να την οδηγεί αποφασιστικά πίσω, προς το γραφείο. Εκεί περίμενε η άμαξά της. Η Λίνζι πάλεψε να μην κλάψει όταν ο Θορ άνοιξε την πόρτα και την έβαλε με το ζόρι μέσα. «Το μέλλον σου είναι μπροστά σου. Το δικό μου είναι αβέβαιο ακόμα». Τον κοίταξε με απόγνωση από το παράθυρο της άμαξας. «Πρέπει να ξέρω την αλήθεια. Το κάνεις επειδή θέλεις στ’ αλήθεια κι άλλες γυναίκες;» Ο Θορ σήκωσε κυνικά τους δυνατούς του ώμους. «Χαρήκαμε ο ένας τον άλλον. Περάσαμε καλά μαζί. Αλλά είμαι άντρας με δυνατές ορέξεις. Κι αυτό το ξέρεις, Λίνζι». Έγειρε πίσω στο κάθισμά της κι έκλεισε τα μάτια για να μην τον βλέπει. Η καρδιά της μάτωνε. Της την είχε κάνει χίλια κομμάτια. Καθώς η άμαξα ξεκίνησε με ένα τράνταγμα, άφησε τα δάκρυά της να κυλήσουν ελεύθερα στα μάγουλά της. Πώς είχε πέσει τόσο έξω; Πώς μπόρεσε να μην καταλάβει; Με μια νέα μαχαιριά πόνου -για την αγάπη που είχε λανθασμένα πιστέψει ότι είχε και για τα όνειρα που είχε χάσει-, η Λίνζι ξέσπασε σε λυγμούς. *** Δύο μέρες αργότερα, ο Θορ στεκόταν και πάλι έξω από τα γραφεία της Κάπιταλ Βέντσουρς, χτυπώντας δυνατά την πόρτα. Ο πόνος και ο θυμός του θόλωναν το νου. Αν ο Γουίλκινς τον είχε εξαπατήσει... Όμως δεν ήταν μόνο η οικονομική του κατάσταση που τον είχε αναγκάσει να διώξει τη Λίνζι. Της είχε πει την αλήθεια. Δεν ήταν και δε θα γινόταν ποτέ ο άντρας που χρειαζόταν. Εξαπέλυσε άλλη μια άγρια επίθεση με τις γροθιές του στην πόρτα, που τελικά άνοιξε. Στο άνοιγμά της στεκόταν ο νεαρός ξανθός γραμματέας με μάτια γουρλωμένα από το φόβο. «Πού είναι;» τον ρώτησε ο Θορ. «Πού είναι ο Σάιλας Γουίλκινς;» Ο νεαρός ξεροκατάπιε. «Μου είπε να σας πω ότι λείπει για δουλειές. Δεν ξέρω πότε θα επιστρέφει».
Ο Θορ τον άρπαξε από τα πέτα του καφέ τουίντ σακακιού του και τον σήκωσε στον αέρα. «Πού είναι;» «Δεν επιτρέπεται... να σας πω». Ο Θορ τον ταρακούνησε δυνατά. «Έχει... έχει ένα σπίτι στο Κεντ. Έφυγε την επομένη της τελευταίας επίσκεψής σας». «Πες μου πού ακριβώς είναι το σπίτι του στο Κεντ». Ο νεαρός, μπερδεύοντας τα λόγια του από την τρομάρα, του έδωσε τη διεύθυνση του εξοχικού του Γουίλκινς στην άκρη του χωριού του Γουέστερλι. Ο Θορ τον άφησε και ο γραμματέας ξαναστάθηκε τρέμοντας στα πόδια του. «Σας παρακαλώ, μην του πείτε ότι σας έδωσα εγώ τη διεύθυνση». «Δε σκοπεύω να πιάσω κουβεντούλα μαζί του», γρύλισε ο Θορ. Το μόνο που σκόπευε να κάνει ήταν να πάρει τα λεφτά που του χρωστούσε και να φύγει. «Αν δεν την είχα ανάγκη αυτή τη δουλειά, θα είχα φύγει», είπε ο νεαρός. «Ο Γουίλκινς είναι ανέντιμος άνθρωπος». Ο Θορ συμφώνησε με ένα νεύμα. Ο Γουίλκινς ήταν απατεώνας. Είχε κλέψει τους τίτλους κυριότητας των πολύτιμων μετοχών και στη θέση τους είχε αφήσει μερικά άχρηστα παλιόχαρτα. Κατέβηκε τα σκαλιά και τράβηξε με γοργό βήμα για το διαμέρισμά του. Από την τελευταία συνομιλία του με τη Λίνζι, ο ασίγαστος θυμός του ήταν η μόνη του κινητήρια δύναμη. Της είχε πει ψέματα, είχε περιφρονήσει την αγάπη που πίστευε ότι ένιωθε για εκείνον και την είχε πληγώσει άσχημα. Αν κι αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα στον κόσμο που ήθελε να κάνει. Καθώς πλησίαζε στο διαμέρισμά του, ο θυμός του σιγά σιγά καταλάγιασε, αφήνοντάς τον εξαντλημένο και αδειανό. Θα τα έπαιρνε τα χρήματά του -δεν είχε καμία αμφιβολία γι’ αυτό. Αλλά δε θα αποκτούσε ποτέ τη Λίνζι. Η σκάλα του φάνηκε σωστός Γολγοθάς και ακόμα και το να βάλει το κλειδί στην πόρτα του ήταν κοπιαστικό. Είχε καταστρέψει τα αισθήματα που έτρεφε για εκείνον η Λίνζι και, κάνοντάς το αυτό, είχε καταστρέψει κι ένα κομμάτι του εαυτού του. Δεν είχε ξανανιώσει τέ-
τοιο πόνο στην καρδιά του. Ο αδερφός του είχε δίκιο. Ήταν ερωτευμένος μαζί της. Τώρα που το καλοσκεφτόταν, συνειδητοποίησε ότι την αγαπούσε ακόμα και πριν τη δει να καλπάζει στους λόφους του Ρένχερστ με επιδεξιότητα που θα ζήλευε οποιοσδήποτε άντρας, σαν Βαλκυρία, μια πολεμίστρια δυνατή και γενναία, και αρκετά γυναίκα ακόμα και για έναν αρχηγό των Βίκινγκς. Θα έδινε πρόθυμα τη ζωή του για εκείνη -και αυτό ακριβώς είχε κάνει όταν της είχε πει αυτά τα απαίσια πράγματα. Το μάτι του έπιασε κάποια κίνηση στο αμυδρό φως του σαλονιού. «Πώς μπόρεσες;» Γύρισε απότομα στον ήχο της γυναικείας φωνής που ακούστηκε μέσα από τις σκιές. Σε μια καρέκλα δίπλα στον καναπέ ήταν καθισμένη η Κρίστα, σκυφτή προς τα εμπρός, με το όμορφο πρόσωπό της να διαγράφεται στο αχνό φως του φανοστάτη του δρόμου. «Πώς μπόρεσες να της πεις εκείνα τα φρικτά πράγματα;» Ο Θορ βούλιαξε στον καναπέ αντίκρυ της. «Δεν είχα άλλη επιλογή». Η Κρίστα σηκώθηκε όρθια. «Δεν είχες άλλη επιλογή; Δεν είχες άλλη επιλογή! Τη διέλυσες, Θορ. Της ράγισες την καρδιά και δε νομίζω ότι θα είναι ποτέ ξανά η ίδια». «Θα παντρευτεί ένα σωστό σύζυγο, έναν τζέντλεμαν. Και θα έχει τη ζωή που της αξίζει». «Είσαι ένας ανόητος, Θορ Ντρόγκαρ. Ποτέ δεν είχα υποπτευτεί πόσο ανόητος είσαι». Ένας κόμπος έκλεισε το λαιμό του. Τα ίδια λόγια είχε πει κι ο ίδιος στον εαυτό του. «Δε θα μπορούσα ποτέ να την κάνω ευτυχισμένη. Είμαστε πολύ διαφορετικοί». Η Κρίστα διέσχισε έξαλλη το δωμάτιο και στάθηκε μπροστά του. «Και νομίζεις ότι αν παντρευτεί έναν άλλον άντρα θα είναι ευτυχισμένη; Σ’ αγαπάει. Ποτέ δε θα ευτυχήσει με κάποιον άλλον. Δεν είναι τέτοιος τύπος· ούτε κι εσύ είσαι. Δεν πιστεύω να είσαι τόσο τυφλός που να μην το αντιλαμβάνεσαι αυτό». «Θέλεις να πεις ότι θα έπρεπε να είχα δεχτεί να την παντρευτώ;»·
«Φυσικά!» Γονάτισε μπροστά του και πήρε στα ζεστά της χέρια το δικό του, που ήταν παγωμένο, σαν την παγωνιά που τύλιγε την καρδιά του. «Το ξέρω ότι την αγαπάς», του είπε η Κρίστα. «Γι’ αυτό, θα βρεις έναν τρόπο να την κάνεις ευτυχισμένη». Για μια στιγμή αναθάρρησε. Θα μπορούσε άραγε να πετύχει μια σχέση μεταξύ τους; Θα μπορούσε πραγματικά να την κάνει ευτυχισμένη; Όμως η ελπίδα αυτή γρήγορα άρχισε να διαλύεται. Η Λίνζι χρειαζόταν έναν ευγενή, έναν άντρα της δικής της κοινωνικής τάξης. «Σκέφτηκες τι θα μπορούσε να συμβεί αν την άφηνα έγκυο; Το γιατροσόφι που έπαιρνε την προφύλαξε, αλλά αν παντρευόμασταν, αργά ή γρήγορα ο σπόρος μου θα ρίζωνε στην κοιλιά της». «Και λοιπόν;» «Η Λίνζι είναι πολύ λεπτοκαμωμένη για να φέρει στον κόσμο το παιδί ενός άντρα τόσο μεγαλόσωμου όπως εγώ». Η Κρίστα γέλασε κοροϊδευτικά. «Μη γίνεσαι γελοίος. Το σώμα της γυναίκας προσαρμόζεται στο μωρό που μεγαλώνει μέσα της. Και, αν δεν το έχεις προσέξει, η Λίνζι έχει ωραίους θηλυκούς γοφούς. Η λεκάνη της δεν είναι τόσο στενή ώστε να υπάρχει πρόβλημα. Άλλωστε, τις αποφάσεις αυτές τις παίρνει ο Θεός, όχι εσύ». Τα λόγια της τον ανακούφισαν. Τουλάχιστον ο έρωτάς του δεν την είχε θέσει σε κίνδυνο. «Την πλήγωσα», είπε. «Δεν μπόρεσα να σκεφτώ άλλο τρόπο να την προστατεύσω». «Εγώ όμως μπορώ. Να πας να τη βρεις, να της πεις ότι δεν εννοούσες εκείνα τα απαίσια πράγματα που της είπες, ότι την αγαπάς και θέλεις να την παντρευτείς». Ο Θορ την κοίταξε λαχταρώντας να πιστέψει ότι αυτό ήταν αλήθεια, αλλά δεν μπορούσε. «Πρέπει να κάνω αυτό που θεωρώ καλύτερο για τη Λίνζι. Δεν είμαι ο κατάλληλος άντρας για εκείνη». «Είναι το ταίρι σου! Σου ανήκει! Το αρνείσαι αυτό;» Ο Θορ έμεινε αμίλητος. Χάνοντας την υπομονή της, η Κρίστα μουρμούρισε κάτι απογοητευμένη κι έπειτα σηκώθηκε και πήγε προς την πόρτα. «Σκέψου αυτά
που σου είπα. Και μην περιμένεις πολύ. Η Λίνζι νομίζει ότι δεν τη θέλεις. Και πιστεύω ότι θα παντρευτεί όποιον της διαλέξουν οι γονείς της». Άνοιξε την πόρτα με μια θυμωμένη κίνηση. «Ένας απ’ αυτούς είναι ο Στίβεν Κάμντεν. Ίσως πιστεύεις ότι εκείνος θα την κάνει πιο ευτυχισμένη απ’ ό,τι εσύ». Κι έφυγε, βροντώντας πίσω της την πόρτα κι αφήνοντάς τον μόνο του στη δυστυχία του. Ο Κάμντεν... Ήξερε ότι η Λίνζι δε θα παντρευόταν ποτέ έναν άνθρωπο που μπορεί να ήταν δολοφόνος, κάποιον που ήταν γνωστό πόσο βάναυσα φερόταν στις γυναίκες. Παρ’ όλ’ αυτά, το επιχείρημα της Κρίστα ήταν σωστό. Ποιος μπορούσε να πει ποιος άντρας θα έκανε ευτυχισμένη τη Λίνζι; Ο μόνος που σίγουρα θα έβαζε τα δυνατά του γι’ αυτό ήταν ο ίδιος. Όμως ακόμα κι αν ήθελε να διορθώσει το λάθος που είχε κάνει, ήταν αργά. Ήξερε καλά τη Λίνζι. Έπειτα από όλα αυτά που της είχε πει και τον τρόπο που την είχε πληγώσει, δε θα τον εμπιστευόταν ποτέ ξανά. Και δε θα τον συγχωρούσε ποτέ.
Κεφάλαιο 24 Μ ε την πρόφαση ότι δεν αισθανόταν καλά, η Λίνζι δεν πήγε στη δουλειά και έμεινε στο σπίτι -για τρίτη συνεχόμενη μέρα. Ανησυχώντας για την υγεία της, η Κρίστα είχε περάσει την πρώτη μέρα να τη δει και είχε μάθει όλο το δυσάρεστο επεισόδιο. «Νόμιζα... νόμιζα ότι θα ήθελε να με παντρευτεί», της είχε πει η Λίνζι καταπίνοντας τα δάκρυά της. «Θεέ μου, πόσο ανόητη ήμουν!» «Σ’ αγαπάει, Λίνζι, ό,τι κι αν είπε. Απλώς δεν πιστεύει ότι ο γάμος σας θα πετύχαινε». «Δεν ήσουν εκεί για να δεις το πρόσωπό του. Έχει... έχει ανάγκη από άλλες γυναίκες για να είναι ευτυχισμένος. Αυτό μου είπε. Και ο Θορ δε λέει ποτέ ψέματα». Η Κρίστα δεν είχε επιμείνει άλλο. Δεν υπήρχε λόγος, άλλωστε, να συζητούν κάτι που δεν επρόκειτο να αλλάξει. Ο Θορ δε θα την παντρευόταν. Αντίθετα, η μητέρα της την πίεζε να διαλέξει κάποιον από τους υποψήφιους της λίστας της. Ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα της Λίνζι. Η μητέρα της, για άλλη μια φορά, μπήκε στο δωμάτιό της και πλησίασε αλαφροπάτητη το κρεβάτι της. «Πώς είσαι, χρυσό μου;» Η Λίνζι απέστρεψε ένοχα το βλέμμα. Φερόταν σαν δειλή και το ήξερε. Όμως δεν ήταν ακόμα έτοιμη να αφήσει την ασφάλεια της κάμαράς της. «Είμαι σίγουρη ότι σε μερικές μέρες θα είμαι εντελώς καλά». Η μητέρα της ακούμπησε το χέρι της στο μέτωπό της, ελέγχοντας αν είχε πυρετό. «Δεν καις». «Σου είπα ότι δεν είναι κάτι σοβαρό. Ίσως ένα ελαφρό κρύωμα». Αντί να φύγει, η μητέρα της κάθισε στην καρέκλα πλάι στο κρεβάτι της. «Έχεις μείνει αρκετές μέρες στο σπίτι. Μήπως σκέφτηκες καθόλου το θέμα του γάμου σου;» Η Λίνζι σήκωσε τους ώμους. Τώρα που ήξερε τα αισθήματα του Θορ, δεν την ένοιαζε πλέον ποιον θα παντρευόταν. «Κλίνω προς τον
υπαστυνόμο Χάρβι. Φαίνεται αρκετά καλός τύπος». Τα μάτια της μητέρας της έλαμψαν από χαρά. «Πράγματι! Νομίζω ότι ο όμορφος υπαστυνόμος θα ήταν εξαιρετική επιλογή. Θα ήσασταν υπέροχο ζευγάρι. Ο πατέρας σου κι εγώ εντυπωσιαστήκαμε απ’ αυτό τον άντρα». Η Λίνζι ένιωσε το στήθος της να σφίγγεται, σαν να την πλάκωνε ένα ασήκωτο βάρος. «Πρέπει να τον γνωρίσω όμως καλύτερα, μητέρα. Πρέπει να κάνω λίγη παρέα με τον υπαστυνόμο πρώτα για να σιγουρευτώ». «Φυσικά, χρυσό μου. Αυτό είναι αυτονόητο». «Δυστυχώς, αυτή τη στιγμή δεν αισθάνομαι αρκετά καλά για να συμμετέχω σε κοινωνικές εκδηλώσεις». Η μητέρα της χαμογέλασε και της χτύπησε χαϊδευτικά το μάγουλο. «Κανένα πρόβλημα. Δε θα κανονίσουμε τίποτα μέχρι να συνέλθεις τελείως. Ο υπαστυνόμος Χάρβι πρέπει να σε δει όταν θα είσαι στις ομορφιές σου». Με ένα θριαμβευτικό χαμόγελο, η μητέρα της βγήκε από το δωμάτιό της, ενθουσιασμένη που η Λίνζι επιτέλους δεχόταν να παντρευτεί. Έτσι, ήταν πρόθυμη, για την ώρα, να μην την πιέσει περισσότερο. Η Λίνζι ένιωθε ευγνώμων γι’ αυτό. Ήταν έτοιμη να προχωρήσει παρακάτω στη ζωή της, αλλά αισθανόταν ακόμα πληγωμένη και η καρδιά της πονούσε εξαιτίας του Θορ. Με τον καιρό θα κατάφερνε να ξεπεράσει το τρομερό πλήγμα που της είχε καταφέρει, αλλά όχι ακόμα. Όχι ακόμα. Προσπάθησε να τον μισήσει γι’ αυτό που είχε κάνει, αλλά αφού εκείνη είχε ξεκινήσει τη σχέση τους και πάντα εκείνη ήταν που τον πίεζε να τη συνεχίσουν, κάτι τέτοιο θα ήταν άδικο. Όταν έφερε στο νου της εκείνες τις φορές, πνίγηκε στην ντροπή. Είχε φερθεί σαν αχαλίνωτη. Θυμήθηκε τις γυναίκες στην Κόκκινη Πόρτα. Δεν ήταν περίεργο που είχε προσελκύσει τον Θορ. Ήταν ένας άντρας που απολάμβανε τις πόρνες του. Ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, η Λίνζι είπε στον εαυτό της ότι είχε
κλάψει αρκετά, αλλά όταν η Κίτι άφησε στο κομοδίνο της ένα δίσκο με ζεστή σοκολάτα και μπισκότα και έφυγε αθόρυβα από το δωμάτιο, η Λίνζι ένιωσε την καρδιά της να σπαράζει ξανά. Έπεσε στο μαξιλάρι της και έκλαψε πικρά. *** Ο Θορ χτύπησε την πόρτα του μεγάλου αρχοντικού με τη στέγη από πλάκες σχιστόλιθου στην άκρη του Γουέστερλι. Είχε ζορίσει πολύ τον επιβήτορα για να φτάσει όσο το δυνατό πιο γρήγορα. Ήθελε πίσω τους τίτλους κυριότητας των μετοχών του. Και ήθελε να τελειώνει μια και καλή μ’ αυτή την υπόθεση. Μετά από έναν νέο καταιγισμό χτυπημάτων, η πόρτα άνοιξε και στο άνοιγμά της πρόβαλε ένας αδύναμος ηλικιωμένος μπάτλερ, που έγειρε προς το μέρος του και τον περιεργάστηκε μέσα από το μονόκλ που έφερε μπροστά στο ένα του υγρό, θολό μάτι. «Μπορώ να σας βοηθήσω;» «Ήρθα να δω τον Σάιλας Γουίλκινς». Ο μπάτλερ σήκωσε το ένα του πυκνό γκρίζο φρύδι. «Ο κύριος Γουίλκινς εργάζεται στο γραφείο του. Ποιον να αναγγείλω;» «Είμαι ο Θόρολφ Ντρόγκαρ, αλλά θα του το πω μόνος μου». Ο Θορ πέρασε πλάι από τον ηλικιωμένο άντρα προσέχοντας να μην τον γκρεμίσει μπαίνοντας. «Από πού πάω για το γραφείο του;» Σαστισμένος ο γεράκος, του έδειξε προς το χολ με ένα σκελετωμένο δάχτυλο. «Ευχαριστώ». Ο Θορ προχώρησε προς την κατεύθυνση που του έδειξε με αποφασιστικές δρασκελιές και, αφού άνοιξε κάμποσες πόρτες, βρήκε τελικά το σωστό δωμάτιο. Ο Γουίλκινς καθόταν πίσω από ένα ογκώδες δρύινο γραφείο. Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα μόλις είδε τον Θορ να εισβάλλει. «Τι... τι κάνετε εσείς εδώ;» «Ήρθα για τα λεφτά μου. Και τα θέλω τώρα». «Σας... σας είπα... οι μετοχές που αγοράσατε είναι...» Ο Γουίλκινς έσκουξε σαν γουρούνι που το σφάζουν όταν ο Θορ έσκυψε, τον άρπαξε από τα πέτα του σακακιού του και τον ταρακούνησε σηκώνοντάς τον πάνω από το ακριβό του γραφείο.
«Έκλεψες τα πιστοποιητικά των μετοχών μου και το ξέρουμε και οι δυο. Τα θέλω πίσω». Τον τράνταξε άλλη μια φορά, έπειτα τον άφησε να ξαναπέσει στην καρέκλα του και, κάνοντας το γύρο του γραφείου, ήρθε κι έσκυψε από πάνω του. «Εδώ τα έχεις, έτσι; Δε νομίζω ότι θα τα άφηνες στο Λονδίνο». «Όμως... εκεί τα άφησα! Είναι στο χρηματοκιβώτιο του γραφείου μου. Θα πρέπει να γυρίσουμε πίσω να τα πάρουμε». «Παραδέχεσαι, δηλαδή, ότι τα έκλεψες». «Όχι, φυσικά όχι, αλλά...» Ο Θορ τύλιξε το ένα χέρι γύρω από τον αδύνατο λαιμό του Γουίλκινς και τον σήκωσε στον αέρα. «Θέλω να σ’ ακούσω να το λες. Πες μου την αλήθεια». Ο Γουίλκινς προσπάθησε να μιλήσει, αλλά τα λόγια του βγήκαν ακατάληπτα και τραχιά καθώς τα δάχτυλα του Θορ έσφιγγαν σαν τανάλια το λαιμό του. «Ά-φη-σέ με...» Πνιγόταν, πασχίζοντας του κάκου να ελευθερωθεί. «Την αλήθεια!» «Εντάξει... Πλή... πλήρωσα κάποιον να τα πάρει». Ο Θορ τον έριξε σαν σακί στο κάθισμά του, αλλά δεν τον άφησε. «Κι αν θέλεις τη ζωή σου, θα μου τα δώσεις. Τώρα αμέσως». Ο Γουίλκινς έγνεψε καταφατικά και σήκωσε το κεφάλι να αντικρίσει το οργισμένο πρόσωπο του Θορ. «Άφησέ με... και θα σου τα δώσω». Ο Θορ χαλάρωσε τη λαβή του και ο Γουίλκινς έμεινε για λίγο καθιστάς, μέχρι να ξαναβρεί την ανάσα του. Όταν είδε τον Θορ να κινείται και πάλι εναντίον του, σηκώθηκε κακήν κακώς και πισωπάτησε. Τρέμοντας σύγκορμος, γύρισε και, τεντώνοντας το χέρι του, ανασήκωσε έναν πίνακα που κρεμόταν στον τοίχο με τη δρύινη επένδυση πίσω από το γραφείο του. Από κάτω αποκαλύφθηκε ένα κρυφό χρηματοκιβώτιο. «Άνοιξε το». «Ναι, ναι... εντάξει, θα το ανοίξω. Όμως πριν κάνεις καμία απερισκεψία, ίσως μπορούμε να βρούμε έναν τρόπο οι δυο μας να...» «Φτάνουν τα λόγια. Άνοιξε το χρηματοκιβώτιο και δώσε μου πίσω
αυτά που μου ανήκουν». Τα ξεπλυμένα γαλάζια μάτια του Γουίλκινς έψαχναν απεγνωσμένα ολόγυρα για κάποια βοήθεια, αλλά ήταν φανερό ότι στο σπίτι δεν υπήρχε άλλος εκτός από τον υπερήλικο μπάτλερ, που κι αυτός δε θα ήταν ιδιαίτερα πρόθυμος να βοηθήσει. Άνοιξε το χρηματοκιβώτιο, έβγαλε μια στοίβα τίτλους κυριότητας μετοχών και την άφησε πάνω στο γραφείο του. «Θα σε καταγγείλω και θα σε συλλάβουν γι’ αυτό. Κανένας δε θα πιστέψει την ιστορία σου. Η αστυνομία θα σε κυνηγήσει». Ο Θορ τον αγνόησε, εξέτασε τα πιστοποιητικά για να βεβαιωθεί ότι ήταν τα σωστά, έβγαλε μια χοντρή δέσμη από το σωρό -όσα και οι μετοχές που είχε αγοράσει- και έσπρωξε τα λίγα που απέμεναν στην άλλη άκρη του γραφείου. «Δε θα ανακατέψεις την αστυνομία. Αν το κάνεις, θα γίνει έρευνα. Αν έχεις κλέψει από μένα, έχεις κλέψει κι από άλλους. Κι αν δε θέλεις να περάσεις την υπόλοιπη άθλια ζωή σου στη φυλακή, δε θα πεις λέξη». Ο Γουίλκινς άνοιξε το στόμα του να πει κάτι, αλλά το μόνο που βγήκε ήταν ένας πνιχτός, μπερδεμένος ήχος. Με πόδια που έτρεμαν, βούλιαξε αδύναμα στο κάθισμά του. Ο Θορ βγήκε αγέρωχα από το σπίτι βροντώντας πίσω του την εξώπορτα. Το Ξίφος, που ήταν δεμένο στην αυλή, σήκωσε το κεφάλι βλέποντάς τον να ζυγώνει. Χλιμίντρισε σαν να τον χαιρετούσε και ο Θορ έχωσε τα χαρτιά στο δισάκι που κρεμόταν στη σέλα, πήρε τα χαλινάρια στα χέρια του και πήδησε πάνω στο άλογο. «Ώρα να γυρίσουμε στο σπίτι, φίλε μου», είπε σκύβοντας και χαϊδεύοντας τον γυαλιστερό μαύρο λαιμό του ζώου. Τώρα που η αποστολή του είχε ολοκληρωθεί και τα πιστοποιητικά ήταν ασφαλή στη σέλα πίσω του, μπορούσε να γυρίσει στο Λονδίνο χωρίς βιασύνη. Είχε πετύχει το σκοπό του. Είχε εξασφαλίσει το μέλλον του. Αλλά τίποτα δε φαινόταν ικανό να γεμίσει το κενό στην καρδιά του. *** Είχε σκοτεινιάσει όταν ο Θορ έφτασε στο Λονδίνο. Επέστρεψε το Ξίφος στο στάβλο κοντά στο Γκριν Παρκ, αφήνοντάς το στις φροντί-
δες του νεαρού Τόμι Μπούκερ. Ο επιβήτορας χλιμίντρισε σιγανά όταν το ξανθό αγόρι πήρε τα χαλινάρια του. Ήταν φανερό ότι το συμπαθούσε. «Δώσ’ του λίγη παραπάνω βρόμη», είπε ο Θορ στον Τόμι, «και φρόντισε να τον τρίψεις καλά πριν τον αφήσεις να ξεκουραστεί απόψε». «Μάλιστα, κύριε». Φεύγοντας από το στάβλο, ο Θορ σταμάτησε μια άμαξα στη γωνία και έδωσε τη διεύθυνση του αδερφού του. Ήταν αργά για επισκέψεις, αλλά μέσα οι λάμπες ήταν ακόμα αναμμένες, όπως φαινόταν από τα παράθυρα του τριώροφου κτίσματος. Ο μπάτλερ τον, πληροφόρησε ότι και ο Λέιφ και η Κρίστα ήταν εκεί και τον οδήγησε στο οικογενειακό σαλόνι. Η Κρίστα, καθισμένη στον καναπέ, κρατούσε τρυφερά στην αγκαλιά της τον ανιψιό του, τον μικρό Μπράντον Τόμας. Έπειτα είδε και τον Λέιφ, που σηκώθηκε από την πολυθρόνα όπου διάβαζε. «Καλησπέρα, αδερφέ», του είπε χαμογελώντας ο Λέιφ. «Ποιος καλός άνεμος σε φέρνει εδώ τέτοια ώρα;» Ο Θορ πλησίασε στον καναπέ και κοίταξε το μωρό στην αγκαλιά της νύφης του, ένα στρουμπουλό, ξανθομάλλικο αγοράκι που ήταν φτυστό ο πατέρας του. «Πώς είναι ο ανιψιός μου;» ρώτησε, προσπαθώντας να πνίξει μέσα του τη λαχτάρα που του ξύπνησε η εικόνα του μωρού. Η Κρίστα του έριξε μια γρήγορη ματιά. «Μια χαρά, αν και σίγουρα έχει πολύ γερά πνευμόνια». Εκείνη τη στιγμή πάντως ο μικρούλης κοιμόταν βαθιά. Η Κρίστα σηκώθηκε και τον έδωσε, τυλιγμένο στην κουβερτούλα του, στην παραμάνα του, μια νεαρή γυναίκα με πράσινα μάτια και σκούρα μαλλιά που περίμενε στην πόρτα του σαλονιού. «Θα περάσουμε να τον δούμε πριν πέσουμε για ύπνο», της είπε η Κρίστα φιλώντας το μαγουλάκι του μωρού. Η κοπέλα έγνεψε καταφατικά και έφυγε. Τότε ο Θορ στράφηκε στον Λέιφ. «Μόλις γύρισα από την εξοχή. Έκανα μια σύντομη επίσκεψη στον Σάιλας Γουίλκινς. Και πήρα πίσω τα πιστοποιητικά που μου είχε
κλέψει». «Τα πήρες πίσω;» απόρησε η Κρίστα. «Το λες σαν να ήταν κάτι εύκολο, αλλά δε νομίζω να ήταν. Πώς τα κατάφερες;» «Χόνινγκ, δε χρειάζεται να ξέρεις», της είπε ο Λέιφ. Χόνινγκ σήμαινε «γλυκιά μου» στα αρχαία σκανδιναβικά και οι δύο σύζυγοι αντάλλαξαν θερμές ματιές. «Γιατί δεν καθόμαστε;» πρότεινε η Κρίστα. «Θορ, θα ήθελες ένα μπράντι ή κάτι άλλο να πιείς;» Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. Βούλιαξε έπειτα κατάκοπος στον καναπέ. «Ήταν κουραστικό ταξίδι». «Παρ’ όλ’ αυτά», είπε ο Λέιφ, «χαίρομαι που πέρασες από δω. Μετά από την τελευταία μας συζήτηση, έκανα μια μικρή έρευνα. Λες ότι πήρες πίσω τις μετοχές σου, τους τίτλους που είχες αγοράσει αρχικά, έτσι;» «Ναι». «Έχεις ιδέα πόσο αξίζουν σήμερα αυτοί οι τίτλοι;» «Αρκετά για να αγοράσω ένα κομμάτι γης στην εξοχή, ελπίζω», είπε στενάζοντας ο Θορ. Ο Λέιφ χαμογέλασε πλατιά. «Αδερφέ μου, είσαι πλούσιος. Η αξία αυτών των μετοχών διπλασιάστηκε και έσπασαν κι έπειτα έσπασαν ξανά και διπλασιάστηκε και πάλι η αξία τους. Αξίζουν το εκατονταπλάσιο απ’ όσο τις αγόρασες. Αν προσθέσεις και το μερίδιό σου στη Βαλχάλα Σίπινγκ, η οικονομική σου κατάσταση είναι εξαιρετική». Η Κρίστα χαμογέλασε. «Το μέλλον σου είναι εξασφαλισμένο πια, Θορ». «Αυτή είναι καλή είδηση, υποθέτω». «Πολύ καλή», συμφώνησε η Κρίστα. «Αυτό σημαίνει ότι-αν το αποφάσιζες- θα μπορούσες να παντρευτείς τη Λίνζι». Η καρδιά του σκίρτησε από ελπίδα. Από τη στιγμή που είχε πάρει πίσω τις μετοχές του, το μόνο που σκεφτόταν ήταν ο γάμος με τη Λίνζι. Τώρα που ο Λέιφ είχε διαπιστώσει την αξία τους, ήξερε ότι μπορούσε πλέον να τη φροντίσει και να της προσφέρει όσα της άξιζαν. Και πάλι όμως, αυτό δεν αρκούσε. Το βλέμμα του παρέμεινε χαμηλωμένο στο περσικό χαλί κάτω από
τα πόδια του, σαν να μελετούσε τα περίτεχνα σχέδιά του. «Λες ότι έχω πολλά λεφτά. Μπορώ να τη συντηρήσω, αλλά αυτό δεν είναι αρκετό. Δεν είμαι τζέντλεμαν και η Λίνζι αυτό ακριβώς χρειάζεται». «Θα μπορούσες να μάθεις ό,τι χρειάζεται και να γίνεις», του είπε μαλακά ο Λέιφ. «Δεν είναι και τόσο δύσκολο στην πραγματικότητα», πρόσθεσε η Κρίστα. «Κι αν την αγαπάς πραγματικά, αξίζει τον κόπο». Ο Θορ κοίταξε τους δύο καλύτερους φίλους του με τις ελπίδες του αναπτερωμένες. «Πιστεύετε στ’ αλήθεια ότι θα μπορούσα να τα καταφέρω;» «Ο πατέρας μου σου δίδαξε τα βασικά», του υπενθύμισε η Κρίστα «Ξέρεις ήδη τα περισσότερα απ’ όσα χρειάζεσαι και τα υπόλοιπα θα μπορούσα να σου τα μάθω εγώ». Ο σερ Πάξτον Χαρτ του είχε διδάξει πολλά, αρκετά για να κινείται με άνεση σ’ αυτή τη χώρα που θεωρούσε πια πατρίδα του. Σε αντάλλαγμα για τη βοήθειά του, ο καθηγητής είχε κανονίσει με τον Λέιφ να γίνει δεκτός στο νησί Ντρόγκαρ. Εκεί βρισκόταν τώρα, μελετώντας τους ανθρώπους και τον τρόπο ζωής των Βίκινγκς. Ο σερ Πάξτον θα έμενε άλλον ένα χρόνο εκεί κι ύστερα ο Λέιφ θα πήγαινε να τον πάρει και να τον ξαναφέρει στο Λονδίνο. Με ένα κρυφό χαμόγελο, ο Θορ φαντάστηκε τον καθηγητή να προσπαθεί να κάνει την αδερφή του, τη Ρούνα, κυρία. Κοίταξε την Κρίστα. «Για να γίνω τζέντλεμαν... πόσος καιρός θα χρειαστεί;» Η Κρίστα αναζήτησε με το βλέμμα τον Λέιφ, που την κοίταξε με νόημα. «Θα πρέπει να δουλέψουμε γρήγορα. Η μητέρα της Λίνζι την πιέζει αφόρητα. Αν το βλέπεις σοβαρά το θέμα, αρχίζουμε αύριο το πρωί κιόλας». Ο Θορ κοίταξε αλλού προβληματισμένος. «Ακόμα κι αν μάθω όσα χρειάζονται, υπάρχει άλλο ένα πρόβλημα». «Ποιο;» ρώτησε ο Λέιφ. «Η Λίνζι δε θα θέλει να με παντρευτεί». «Σ’ αυτό, φίλε μου, έχεις σίγουρα δίκιο», άκουσε με έκπληξη να του λέει η Κρίστα. «Πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να ξανακερδίσεις
από την αρχή την εμπιστοσύνη και την αγάπη της». Ο Θορ δεν απάντησε. Η καρδιά του πήγαινε να σπάσει από ενθουσιασμό κι ανυπομονησία. Ποτέ δεν είχε δυσκολευτεί να μάθει κάτι. Μιλούσε αγγλικά σχεδόν το ίδιο καλά με τον αδερφό του, που ζούσε περισσότερο καιρό στην Αγγλία. Ρουφούσε τις πληροφορίες σαν σφουγγάρι -όταν είχε κίνητρο. Και σίγουρα θα μπορούσε να μάθει να ντύνεται κάπως πιο κομψά, να υιοθετήσει μερικούς χαζούς κανόνες και φυσικά να μάθει να χορεύει. Θα κατάφερνε όμως να πείσει τη Λίνζι να τον συγχωρήσει; Θα την έπειθε να τον παντρευτεί; Στο ερώτημα αυτό δεν μπορούσε να απαντήσει. «Θα έρθω νωρίς αύριο το πρωί. Όμως πρώτα θα πάω στην τράπεζα. Θα πουλήσω τις μισές μετοχές μου και θα βάλω τα χρήματα και τις υπόλοιπες μετοχές σε θυρίδα». Ο Λέιφ χαμογέλασε. «Καλή ιδέα. Μαθαίνεις ήδη, αδερφέ». «Πρέπει επίσης να βρω έναν κτηματομεσίτη και να αρχίσω να ψάχνω για ένα κτήμα στην εξοχή. Το Ξίφος δε βλέπει την ώρα να βρεθεί στο ύπαιθρο. Έχει ανάγκη από ελευθερία και καθαρό αέρα -όπως κι εγώ». «Και η Λίνζι;» ρώτησε η Κρίστι. Το στήθος του φούσκωσε από ελπίδα και λαχτάρα. «Είναι η γυναίκα της ζωής μου. Το ταίρι μου. Κι αν με θέλει, θα την παντρευτώ». Το χαμόγελο της Κρίστα πλάτυνε. «Αύριο, λοιπόν». Ο Θορ έγνεψε καταφατικά. Αν δεν ήταν τόσο ξεροκέφαλος, θα είχε ήδη μάθει αυτά που έπρεπε να ξέρει. Μπορεί ακόμα και να ήταν παντρεμένος με τη Λίνζι. Και δε θα ήταν υποχρεωμένος να παλέψει για να ξανακερδίσει την καρδιά της.
Κεφάλαιο 25 Ένα σκοτάδι πηχτό σαν πίσσα ξεχυνόταν από τα στενά δρομάκια στις έρημες γωνίες. Το αδύναμο φως από ένα μακρινό φανάρι του δρόμου δεν αρκούσε για να το διαπεράσει. Περπατώντας στο δρόμο μπροστά του, μια γυναίκα επέστρεφε με βιαστικό βήμα στο σπίτι της, με τη φοδραρισμένη με σατέν κάπα της να ανεμίζει πίσω της. Κάθε τόσο γύριζε και κοιτούσε πίσω της, ελέγχοντας μήπως την ακολουθούσε κανένας. Ο άντρας χαμογέλασε αυτάρεσκα. Η φήμη του είχε απλωθεί. Η γυναίκα ήταν φοβισμένη σαν αγρίμι, αλλά αυτό δεν είχε καμία σημασία. Ήταν εξασκημένος στο κυνήγι, στην καταδίωξη της λείας του, και ήταν καλός σ’ αυτό. Όποιος κι αν ήταν ο προορισμός της, δε θα έφτανε ποτέ. Πολύ σύντομα, θα την είχε στο χέρι και θα της έκανε αυτό που θεωρούσε ότι της άξιζε. Την παρακολούθησε να στρίβει σε μια γωνία και μπήκε σε ένα στενό για να κόψει δρόμο, προσέχοντας να περπατάει στη μέση, αποφεύγοντας τα σκουπίδια και τις βρομιές κατά μήκος των ξύλινων κτιρίων για να μη λερώσει τα ακριβά, καινούρια ισπανικά δερμάτινα παπούτσια του. Βγαίνοντας από το στενό λίγο παρακάτω, τη διέκρινε να περπατάει μπροστά του. Κρυμμένος στις σκιές, συνέχισε να την ακολουθεί με δολοφονική αποφασιστικότητα. Την είχε πάρει από πίσω από τον Χρυσό Φασιανό, όπου την είχε δει να χαρτοπαίζει και να πίνει με εύπορους και κοινωνικά ανώτερους της άντρες. Φορούσε το μπλε μεταξωτό φόρεμα που της είχε αγοράσει ένας απ’ αυτούς. Γιατί ήταν πόρνη πολυτελείας, αλλά δεν έπαυε να είναι πόρνη. Οι άντρες ήταν ανόητοι όταν είχαν να κάνουν με γυναίκες, ιδίως με μια έμπειρη κοκότα σαν ετούτη. Την έλεγαν Ρόουζ Μακλίρι ή Κόκκινο Τριαντάφυλλο, όπως την αποκαλούσαν λόγω των κατακόκκινων μαλλιών της. Την ποθούσαν και έπεφταν χαμηλά κάνοντας σεξ μαζί της.
Χαμογέλασε διαβολικά. Μια πόρνη ήταν πάντα πόρνη, όπως κι αν την έλεγαν. Και μετά την αποψινή νύχτα, θα υπήρχε μια πόρνη λιγότερη να ντροπιάζει την ανθρωπότητα. Ταυτόχρονα, θα ξεπλήρωνε ένα παλιό χρέος. Ένας από τους αποψινούς ερωτικούς της συντρόφους ήταν ο παλιός του φίλος Ρούντολφ Γκρέιαμ. Η αστυνομία θα πειθόταν ότι ένας άντρας που έκανε παρέα με όλα τα θύματα τα βράδια που δολοφονήθηκαν δεν μπορούσε παρά να είναι ένοχος για τους φόνους τους. Και αυτή τη φορά θα τους έδινε άλλον ένα λόγο για να είναι απόλυτα βέβαιοι για την ενοχή του Ρούντι. *** Καθισμένη στην πρωινή τραπεζαρία, η Λίνζι κοιτούσε με τεράστια μάτια το πρωτοσέλιδο των Τάιμς του Λονδίνου. Ο ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ ΤΟΥ ΚΟΒΕΝΤ ΓΚΑΡΝΤΕΝ ΣΚΟΤΩΝΕΙ ΚΑΙ ΤΡΙΤΟ ΘΥΜΑ. Ο πατέρας της καθόταν στην κορυφή του τραπεζιού, με την εφημερίδα μπροστά του. Η μητέρα της ήταν καθισμένη στο απέναντι άκρο. Απέναντι από τη Λίνζι, ο Ρούντι κοιτούσε αφηρημένα το ανέγγιχτο πιάτο του κι έδειχνε ωχρός και ταραγμένος. «Αυτό συνέβη προχτές το βράδυ», ανακοίνωσε ο πατέρας της. «Η εφημερίδα δεν πρόλαβε να γράψει για το φόνο στο χτεσινό της φύλλο». Ο Ρούντι σήκωσε το βλέμμα του από το τραπέζι και το πρόσωπό του αυλάκωναν ρυτίδες αγωνίας. «Δεν μπορώ να το πιστέψω ότι σκότωσε κι άλλη γυναίκα». «Πρέπει να τον πιάσουν», είπε η Λίνζι. «Σίγουρα αυτή τη φορά η αστυνομία θα βρει κάποιο στοιχείο». Ο Ρούντι ξεροκατάπιε με τόση δυσκολία, που ο ήχος έφτασε στα αυτιά της Λίνζι. «Την... εμμ... την ήξερα». Η μητέρα της σήκωσε απότομα το κεφάλι της. «Τη γυναίκα για την οποία γράφει η εφημερίδα;» Η φωνή της ήχησε λίγο πιο διαπεραστική απ’ όσο συνήθως. «Τη γυναίκα που αποκαλούσαν Κόκκινο Τριαντάφυλλο;»
Ο Ρούντι κούνησε καταφατικά το κεφάλι. «Μα ήταν... ήταν μια...» «Πόρνη», συμπλήρωσε ο βαρόνος τη φράση της συζύγου του. «Η κοπέλα ήταν πόρνη, αγαπητή μου. Ένας νέος άντρας έχει ανάγκη να ξεδίνει». «Δεν είχα τέτοιου είδους σχέση μαζί της. Πέρασα από το Χρυσό Φασιανό μαζί με τον Τομ Μπογκς προχτές το βράδυ. Λίγο αργότερα ήρθε η Ρόουζ μαζί με τον Μάρτιν Φιντς. Παίξαμε μερικές παρτίδες χαρτιά. Ο Φιντς της έδωσε χρήματα να παίξει στο τραπέζι με τα ζάρια και η Ρόουζ κέρδισε. Σκόπευε να τη συνοδεύσει ως το σπίτι της, αλλά με τα χαρτιά ξεχαστήκαμε και πέρασε η ώρα. Όταν ο Μάρτι την αναζήτησε, είχε φύγει». Το χέρι της μητέρας της, ακουμπισμένο πλάι στο πιάτο της, έτρεμε. «Θεέ μου, η αστυνομία θα αρχίσει τις ερωτήσεις. Θα μάθουν σίγουρα ότι ήσουν μαζί της εκείνο το βράδυ». «Σας είπα, δεν ήμουν μαζί της. Ήταν με τον Μάρτι Φιντς». «Παρ’ όλ’ αυτά, είναι κάπως ανησυχητικό», είπε ο πατέρας της. Όχι απλώς κάπως, αλλά πολύ ανησυχητικό, σκέφτηκε η Λίνζι. Η αστυνομία θα ήταν σίγουρη ότι ο αδερφός της ήταν μπλεγμένος. Το λιγότερο που θα έκαναν θα ήταν να τον ανακρίνουν. Εστίασε την προσοχή της στον Ρούντι. «Πού πήγες όταν έφυγες από το Χρυσό Φασιανό;» «Ήρθα σπίτι». «Τι ώρα;» «Δεν είμαι σίγουρος... Γύρω στις τέσσερις, νομίζω». «Τι έκανες από την ώρα που έφυγες από το Χρυσό Φασιανό μέχρι την ώρα που ήρθες σπίτι;» «Ήμουν λιγάκι ζαλισμένος και πήγα μια βόλτα. Για κανένα μισάωρο». Αχ, Ρούντι... Δεν έπινε τόσο όσο παλιά, ούτε χαρτόπαιζε τόσο. Κι όμως, όπως φαινόταν, αυτό μόνο περισσότερα προβλήματα θα του δημιουργούσε τώρα. Μια σκέψη πέρασε ξαφνικά από το μυαλό της. «Πήγες στη λέσχη σου προχτές το βράδυ;»
«Ναι, πέρασα για λίγο». «Ο λόρδος Μέρικ ήταν εκεί;» Τα χαρακτηριστικά του Ρούντι σφίχτηκαν. «Ο Στίβεν πηγαίνει συχνά εκεί, όπως κι εγώ. Αυτό δε σημαίνει τίποτα». «Ήταν εκεί;» επέμεινε η Λίνζι. «Ναι. Ήταν ακόμα εκεί την ώρα που έφυγα. Και λοιπόν;» «Τον είδες στο Χρυσό Φασιανό;» «Όχι», της απάντησε κακοδιάθετα. «Τι είναι όλες αυτές οι ερωτήσεις για το λόρδο Μέρικ;» ρώτησε ο πατέρας της. «Τίποτα -τουλάχιστον ακόμα». Δεν είχε ιδέα αν ο Μέρικ ήταν όντως μπλεγμένος ή όχι, αλλά άρχιζε να πιστεύει ότι όποιος διέπραττε τους φόνους φρόντιζε να ενοχοποιεί τον Ρούντι. Ίσως ο Στίβεν τον είχε ακολουθήσει από τη λέσχη και τον είχε δει να μπαίνει στο Χρυσό Φασιανό. Θα είχε δει και τη γυναίκα -τη Ρόουζ- να μπαίνει. Μπορεί να περίμενε, να την είδε που βγήκε έξω μόνη της, να την ακολούθησε και να τη σκότωσε. Γιατί όμως; «Εμένα να με συγχωρείτε...» Έσπρωξε πίσω την καρέκλα της και σηκώθηκε. «Πρέπει να φύγω για να μην αργήσω στη δουλειά». Ήταν ώρα να επιστρέφει στο γραφείο της και να αντιμετωπίσει τους δαίμονές της -που σ’ αυτή την περίπτωση ήταν μόνο ένας. Είχε την ελπίδα, ωστόσο, ότι ο Θορ δε θα ήταν εκεί. Άλλωστε ήθελε να κάνει λίγη έρευνα ακόμα, να δει τι μπορούσε να ανακαλύψει πριν έρθει η αστυνομία στο σπίτι τους -γιατί δεν υπήρχε αμφιβολία ότι θα ερχόταν. Πριν βγει από την τραπεζαρία, κοντοστάθηκε. «Κάτι ακόμα, Ρούντι. Σχεδιάζεις ακόμα να πας στο χορό της λαίδης Πέιζλι αύριο το βράδυ;» «Έτσι έλεγα μέχρι τώρα». «Ωραία. Νομίζω ότι πρέπει να κρατήσεις τα προσχήματα. Μπρούμε να το συζητήσουμε αργότερα». Και με τα λόγια αυτά, έφυγε. Είχε σκοπό να πάει στο χορό. Θα παρευρισκόταν και η μητέρα της, που έκανε παρέα με την Έμμα Χάρβι. Θα ήταν εκεί και ο γιος της, ο
Μάικλ. Οι γονείς της Λίνζι ήταν υπέρ του γάμου της με τον υπαστυνόμο κι αυτή ήταν μια θαυμάσια ευκαιρία να γνωριστούν καλύτερα. Το στομάχι της Λίνζι δέθηκε κόμπος. Δεν ήθελε να γνωριστεί καλύτερα με τον Μάικλ. Δεν ήθελε να τον παντρευτεί. Όμως μπορεί να είχε πληροφορίες που θα της ήταν χρήσιμες. Και, αν έπρεπε οπωσδήποτε να παντρευτεί κάποιον, καλύτερα αυτός να ήταν ο Μάικλ παρά κάποιος άλλος που μπορεί να διάλεγαν οι γονείς της. Στο νου της ήρθε η θύμηση του Θορ. Ήταν σαν να τον έβλεπε μπροστά της, ψηλό και ακαταμάχητα όμορφο, με μάτια γαλάζια σαν τη θάλασσα. Της χαμογελούσε τόσο γλυκά, που για μια στιγμή ξέχασε να αναπνεύσει. Ο πόνος μπήχτηκε σαν μαχαίρι στην καρδιά της, μα η Λίνζι τον αγνόησε. Σφίγγοντας τα δόντια, προσπάθησε να διώξει και τον πόνο και την ανάμνηση. Ο Μάικλ ήταν αυτός που ήθελε να την παντρευτεί και όχι ο Θορ. Εκείνον θα έπρεπε να σκέφτεται και τη δική του εικόνα να έχει στο μυαλό της. Και υποσχέθηκε στον εαυτό της ότι αυτό ακριβώς θα έκανε. Αύριο το βράδυ θα έκανε μια νέα αρχή. *** Η Κρίστα πήρε το χέρι του Θορ και το ακούμπησε ανάλαφρα στη μέση της. «Τώρα το άλλο». Έπλεξαν τα δάχτυλά τους. «Έτοιμος;» τον ρώτησε. Ο Θορ έγνεψε καταφατικά. Η Κρίστα στράφηκε στον αδύνατο άντρα με τα ασημένια μαλλιά που καθόταν στο πιάνο, τον κύριο Πέντεργκαστ, το δάσκαλο μουσικής των παιδικών της χρόνων. Του έκανε νόημα και εκείνος άρχισε να παίζει ένα βαλς. Κάτω από το βλέμμα του συζύγου της, που τους παρακολουθούσε από τον καναπέ, ο Θορ και η Κρίστα στροβιλίστηκαν στον μαγευτικό ρυθμό της μουσικής. Η Κρίστα διαπίστωσε με κάποια έκπληξη με πόση χάρη είχε αποδειχτεί ότι μπορούσε να κινείται ο μεγαλόσωμος κουνιάδος της. Ήταν βαρύς και γεροδεμένος, αλλά και τα δύο αδέρφια είχαν μια άνεση και μια αυτοπεποίθηση που μεταφραζόταν σε κινήσεις όλο χάρη στο χορό.
«Ένα-δύο-τρία, ένα-δύο-τρία. Ωχ!» Τα μάγουλα του Θορ κοκκίνισαν. «Συγγνώμη». Η Κρίστα χαμογέλασε. «Τα καταφέρνεις πολύ καλύτερα απ’ ό,τι ο αδερφός σου όταν πρωτόμαθε να χορεύει. Είμαι απόλυτα βέβαιη ότι θα εξελιχτείς σε καταπληκτικό χορευτή». Με την ίδια μεθοδικότητα και επιμέλεια, ο Θορ προσπαθούσε να απομνημονεύσει όλες τις μικρές τελετουργίες που θεωρούνταν απαραίτητες για έναν τζέντλεμαν. Κι επειδή δεν είχε πολύ χρόνο, έμενε στο σπίτι τους. Την προηγουμένη είχε έρθει ο ράφτης να του πάρει μέτρα και να προσαρμόσει πάνω του μερικά κομμάτια από την εξαιρετικά πλούσια βραδινή γκαρνταρόμπα του Λέιφ -ρούχα που είχε αγοράσει όταν έπαιζε χαρτιά σχεδόν κάθε βράδυ. Και η Κρίστα του είχε παραγγείλει και μερικά δικά του. Είχε έρθει επίσης και ο κουρέας και είχε κόψει ωραία τα πυκνά μαύρα μαλλιά του. Αν και διατηρούσε πάντα τα νύχια του κοντά, τώρα του τα λίμαραν και τα περιποιήθηκαν ώσπου γυάλισαν. Ο Θορ διαμαρτυρήθηκε γρυλίζοντας -αλλά λίγο μόνο. Μια και είχαν τόσο λίγο χρόνο, είχαν αποφασίσει να δράσουν γρήγορα. Μιλώντας με τη Λίνζι στο γραφείο, η Κρίστα είχε μάθει ότι σκόπευε να πάει στο χορό της λαίδης Πέιζλι. Θα πήγαινε και ο υπαστυνόμος Χάρβι και, μετά από τον τελευταίο φόνο στο Κόβεντ Γκάρντεν, η Λίνζι ανησυχούσε για τον αδερφό της και ήθελε να μιλήσει στον υπαστυνόμο, μήπως μάθαινε καμία χρήσιμη πληροφορία. Της είχε πει επίσης ότι ο Μάικλ Χάρβι ήταν πιθανότατα ο άντρας που θα παντρευόταν, αν και τίποτα δεν είχε αποφασιστεί επίσημα ακόμα. Ο χρόνος όμως κυλούσε εις βάρος του Θορ και ο αποψινός χορός ήταν η τέλεια ευκαιρία να ξεκινήσει την επιχείρηση κατάκτησης της. Ο Θορ έκανε ένα λάθος βήμα, κάνοντας την Κρίστα να χάσει την ισορροπία της και προσγειώνοντάς τη στη δουλειά που είχε αναλάβει. Το βαλς του κυρίου Πέντεργκαστ τελείωσε και ο Θορ ξεφύσησε με ανακούφιση. «Ο χορός δεν είναι τόσο εύκολος όσο φαίνεται». Ο Λέιφ σηκώθηκε χαμογελώντας από τον καναπέ. «Όσο περισσότερο εξασκείσαι, τόσο πιο εύκολος γίνεται. Άλλωστε, νομίζω
ότι θα σου αρέσει πολύ περισσότερο αν η γυναίκα που έχεις στα χέρια σου είναι εκείνη που σου ανήκει». Τα γαλάζια μάτια του Θορ σκοτείνιασαν. Είχε δείξει μια αποφασιστικότητα που είχε πραγματικά καταπλήξει την Κρίστα. Από τη στιγμή που είχε συνειδητοποιήσει ότι υπήρχε τελικά τρόπος να είναι μαζί με τη Λίνζι, το είχε βάλει σκοπό να τα καταφέρει και δεν τον σταματούσε τίποτα. «Θα μάθω να χορεύω», είπε με πείσμα. «Τα υπόλοιπα είναι που με ανησυχούν. Ελπίζω μονάχα να βρω να πω τα κατάλληλα λόγια στη Λίνζι όταν έρθει η στιγμή». Αυτό ήλπιζε και η Κρίστα. Το να πει σε μια γυναίκα ότι την αγαπούσε και να της ζητήσει να τον συγχωρήσει δεν ήταν κάτι που μπορούσε να του το διδάξει. Αυτό θα έπρεπε να το κάνει μόνος του ο Θορ.
Κεφάλαιο 26 Ο χορός της κόμισσας του Πέιζλι γινόταν στο κομψό μέγαρο Άρουντεϊλ Ρουμς στην Άρουντεϊλ Στρητ, στην πρώην κατοικία του κόμη Ντυ Λακ που η αρχική της πολυτέλεια είχε αποκατασταθεί και εμπλουτιστεί ακόμα περισσότερο. Το κτίριο είχε ανοίξει πριν από δύο χρόνια και αποτελούσε ένα χώρο που μπορούσε να ενοικιαστεί για ιδιαίτερα μεγάλες εκδηλώσεις που συγκέντρωναν την αφρόκρεμα της λονδρέζικης κοινωνίας. Η αίθουσα χορού, που χωρούσε γύρω στους τετρακόσιους καλεσμένους, ήταν πολυτελέστατη, με σειρές κρυστάλλινων πολυελαίων και τοίχους καλυμμένους με καθρέφτες που φωτίζονταν από περίτεχνες επίχρυσες απλίκες. Φοίνικες μέσα σε τεράστιες γλάστρες είχαν μεταφερθεί ειδικά για την αποψινή βραδιά και μια δωδεκαμελής ορχήστρα έπαιζε μουσική στην άλλη άκρη της αίθουσας. Ο χορός είχε ήδη αρχίσει όταν έφτασαν η Λίνζι και ο αδερφός της, μαζί με τη μητέρα τους και την Έμμα Χάρβι. Ένας σερβιτόρος με ασημένια περούκα και σατινένια λιβρέα πλησίασε αμέσως μόλις έβγαλε τον επενδυμένο με γούνα μανδύα της και μπήκε στην αίθουσα χορού μαζί με την υπόλοιπη παρέα της. Η Λίνζι πήρε ένα ποτήρι σαμπάνια από τον ασημένιο δίσκο του σερβιτόρου και ο Ρούντι τη μιμήθηκε. «Ας ελπίσουμε μόνο ότι η αστυνομία δε θα έρθει να με συλλάβει εδώ», είπε κακόκεφα ο αδερφός της. «Ας ελπίζουμε ότι βρήκαν κάποιον άλλον ύποπτο». Και αν είχαν βρει, η Λίνζι είχε την ελπίδα ότι ο Μάικλ Χάρβι θα της το έλεγε. Με τη σμαραγδένια μεταξωτή έξωμη τουαλέτα της με το βαθύ ντεκολτέ, που αναδείκνυε το στήθος της και αγκάλιαζε εφαρμοστά τη μέση της, και τα καστανόξανθα μαλλιά της χτενισμένα στο πλάι σε μικρές μπούκλες που έπεφταν στους ώμους της, η Λίνζι προχώρησε πλάι στον αδερφό της και άρχισε να αναμειγνύεται με το πλήθος. Ο Μάικλ δεν είχε έρθει ακόμα και αυτό τη βόλευε, για να βρει το χρόνο να συγκεντρωθεί.
Σύμφωνα με τη μητέρα της, ο υπαστυνόμος είχε δείξει καθαρά τις προθέσεις του. Είχε πει στον πατέρα της ότι ενδιαφερόταν για τη Λίνζι. Η Λίνζι χρειαζόταν σύζυγο -ή τουλάχιστον αυτό πίστευαν οι γονείς της- και είχε συμφωνήσει να δεχτεί την πρότασή του. Απόψε ήθελε να εστιάσει όλη της την προσοχή στον Μάικλ για να δει αν υπήρχε πιθανότητα να χτίσει ένα κοινό μέλλον μαζί του. Για να πείσει τον εαυτό της ότι θα μπορούσε να είναι ευτυχισμένη ως σύζυγός του. Η κάρτα χορού της άρχισε να γεμίζει. Χόρεψε έναν ζωηρό σκωτσέζικο χορό με το λόρδο Βάρντον, πιέζοντας τον εαυτό της να χαμογελάει με τη βαρετή, αδιάφορη συζήτησή του και ξέροντας ότι είχε δίκιο που τον είχε διαγράψει από τη λίστα της μητέρας της. Δίπλα της χόρευε η θεία Ντι με το συνταγματάρχη Λάνγκτρι. Όμορφο ζευγάρι, σκέφτηκε η Λίνζι. Ο συνταγματάρχης ζήτησε και από τη Λίνζι να χορέψουν και τον βρήκε όσο γοητευτικό τον είχε βρει και στην εξοχή. Και φανερά ερωτοχτυπημένο με τη θεία της. «Είναι πανέμορφη απόψε, έτσι;» της είπε και κοκκίνισε ελαφρά συνειδητοποιώντας ότι κοίταζε κάθε άλλο παρά διακριτικά τη γυναίκα με την πορφυρή και μαύρη τουαλέτα στην άκρη της πίστας. «Όχι ότι κι εσείς πάτε πίσω, βέβαια. Είστε πολύ όμορφη, δεσποινίς Γκρέιαμ». Η Λίνζι χαμογέλασε. «Ευχαριστώ, συνταγματάρχα. Και συμφωνώ απόλυτα μαζί σας· η θεία Ντι είναι σωστή καλλονή». Το βλέμμα του ταξίδεψε άλλη μια φορά προς τη θεία της. «Μια γυναίκα όπως η λαίδη Άσφορντ έχει πολλούς θαυμαστές». «Αυτό είναι αλήθεια». «Αναρωτιέμαι τι θα έκανε αν της πρότεινα να βάλει τέλος στην παρέλαση των υποψήφιων μνηστήρων της και δεχόταν να κάνει ευτυχισμένο μόνο έναν». Την κοίταξε περιμένοντας μια απάντηση στην όχι και τόσο έμμεση ερώτησή του. «Ξέρω ότι απολαμβάνει ιδιαίτερα τη συντροφιά σας. Υποθέτω, όμως, ότι την απάντηση στο ερώτημά σας θα πρέπει να την ανακαλύψετε μόνος σας». Ο συνταγματάρχης συμφώνησε κουνώντας το κεφάλι και δεν είπε τίποτε άλλο ώσπου επέστρεψαν στην παρέα τους. Η Λίνζι σκούντησε
τον Ρούντι όταν είδε να έρχεται προς το μέρος τους ο κόμης του Φόλκροφτ, ο άνθρωπος του οποίου τις απιστίες είχε ξεσκεπάσει στη στήλη της. Της έριξε ένα δολοφονικό βλέμμα και την προσπέρασε δίχως λέξη. «Δε συμπεριλαμβάνομαι στα άτομα που συμπαθεί». «Έτσι φαίνεται», είπε ανόρεχτα ο αδερφός της. Το μάτι της έπιασε την Κρίστα και τον Λέιφ εκεί κοντά. Στέκονταν πλάι πλάι και κοιτάζονταν σαν να μην υπήρχε κανένας άλλος στην αίθουσα. Η Λίνζι ένιωσε ένα μικρό κέντρισμα ζήλιας. Έδειχναν πάντα τόσο ευτυχισμένοι! Μακάρι να μην τους είχε δει· μακάρι η εικόνα των δυο τους μαζί να μην της έφερνε στο νου τον Θορ. Πάνω που έκανε να στραφεί να φύγει, ένας άντρας μεγαλόσωμος σαν τον Λέιφ πέρασε στο οπτικό της πεδίο. Με τα μαύρα βραδινά του ρούχα, που εφάρμοζαν τέλεια επάνω του, και τα μαύρα του μαλλιά καλοκουρεμένα και άψογα χτενισμένα, λίγο έλειψε να μην τον γνωρίσει. Όταν όμως η ματιά του διασταυρώθηκε με τη δική της, η Λίνζι ένιωσε σαν κουνέλι υπνωτισμένο από το βλέμμα της κόμπρας. Ο Θορ πλησίασε και σταμάτησε ακριβώς μπροστά της. «Καλησπέρα, δεσποινίς Γκρέιαμ». Η Λίνζι ύγρανε τα χείλη της, που ξαφνικά ήταν τόσο στεγνά όσο και το κολλαριστό κατάλευκο μαντίλι στο λαιμό του. «Τι... τι κάνεις εσύ εδώ;» «Ήξερα ότι θα ερχόσουν. Ήθελα να σου μιλήσω». Μέσα της ξέσπασε φουρτούνα. Το τελευταίο πράγμα που ήθελε ήταν να μιλήσει με τον Θορ. «Μου μίλησες ήδη. Είπες ό,τι είχες να πεις και με το παραπάνω». Τα μάτια του δεν έφυγαν στιγμή από το πρόσωπό της. «Σου είπα ψέματα. Και τώρα πρέπει να σου πω την αλήθεια». Η Λίνζι κατάπιε με δυσκολία. Πρόσταξε τον εαυτό της να τον αγνοήσει, μα της ήταν αδύνατο. «Εσύ δε λες ψέματα. Ποτέ». «Εκείνη τη μέρα είπα. Το έκανα για σένα». Το στομάχι της την πονούσε σαν να είχε δεχτεί γροθιά. «Δε θέλω να σου μιλήσω, Θορ. Ούτε τώρα, ούτε ποτέ. Και κυρίως όχι εδώ».
«Εδώ πρέπει να μιλήσουμε. Τώρα». Η Λίνζι πήρε μια βαθιά ανάσα. Αν του αρνιόταν, μπορεί να της δημιουργούσε σκηνή. Μπορεί να έμοιαζε με τζέντλεμαν εξωτερικά, αλλά κατά βάθος ήταν πολεμιστής, ένας άντρας συνηθισμένος να τον υπακούν. «Εντάξει, αλλά ας τελειώνουμε γρήγορα». Αγνόησε το μπράτσο που της πρόσφερε ιπποτικά και προχώρησε προς ένα φοίνικα σε μια τεράστια γλάστρα. Δε θα τους έκρυβε εντελώς από τα περίεργα βλέμματα, αλλά τουλάχιστον δε θα κρυφάκουγε κανένας τη συνομιλία τους. «Τι θέλεις να μου πεις, λοιπόν;» Ο Θορ άπλωσε το χέρι να την αγγίξει, μα η Λίνζι τραβήχτηκε πίσω. «Τη μέρα που μιλήσαμε... σου είπα ψέματα για τις άλλες γυναίκες. Από τη μέρα που σε γνώρισα, δε θέλησα καμία άλλη εκτός από σένα». «Δε σε πιστεύω». «Σου είπα ψέματα επειδή ήθελα να σε προστατεύσω. Πίστευα ότι είμαι ακατάλληλος για σένα. Ότι δε θα μπορούσα να σε κάνω ευτυχισμένη. Όμως δεν το πιστεύω πια αυτό». Κάτι σκίρτησε μέσα της, αλλά έκανε πέτρα την καρδιά της και ετοιμάστηκε να φύγει. «Πρέπει να πηγαίνω». Επιχείρησε να περάσει από δίπλα του, μα εκείνος μπήκε μπροστά της και ήταν σαν να έπεσε σε τοίχο. «Τα οικονομικά μου βελτιώθηκαν, Λίνζι. Έχω πια αρκετά για να σε φροντίσω όπως σου αξίζει». «Σου είπα ότι τα χρήματα δεν είχαν σημασία». «Δε θέλω να παντρευτείς τον άντρα που σου διάλεξε ο πατέρας σου. Θέλω να παντρευτείς εμένα». Τα λόγια του έστριψαν κι άλλο το μαχαίρι στην καρδιά της. Τα μάτια της έτσουζαν από τα δάκρυα που δεν άφηνε να κυλήσουν. Γέλασε πικρά. «Έπειτα από τον τρόπο που μου φέρθηκες, πιστεύεις ειλικρινά ότι θα μπορούσα έστω και να διανοηθώ να το σκεφτώ σοβαρά;» Τα γαλάζια μάτια του Θορ σοβάρεψαν και σκοτείνιασαν. «Δεν έχω την απαίτηση να με συγχωρήσεις. Ούτε περιμένω να με εμπιστεύεσαι όπως πριν. Τουλάχιστον μέχρι να σου αποδείξω ότι το αξί-
ζω. Σου υπόσχομαι όμως αυτό: αν με παντρευτείς, θα κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου για να είσαι ευτυχισμένη. Θα είμαι ο άντρας που σου αξίζει». Η Λίνζι είχε μείνει άγαλμα να τον κοιτάζει και η καρδιά της χτυπούσε τόσο γρήγορα που νόμιζε ότι θα εκραγεί σε χίλια κομμάτια. «Μέχρι να έρθει η μέρα που θα πιστέψεις ξανά σ’ εμένα, σου ζητώ ένα πράγμα μόνο». Σήκωσε υπεροπτικά το ένα της φρύδι, παριστάνοντας την αδιάφορη, έτοιμη να πει όχι σε ό,τι κι αν της ζητούσε. «Χόρεψε μαζί μου». Έμεινε άφωνη. Ήταν το μόνο που δεν περίμενε. Ο Θορ δε χόρευε. Δεν ήταν άνθρωπος του κόσμου, ούτε ήθελε να γίνει. Κι όμως, έτσι όπως τον έβλεπε να στέκεται μπροστά της με τα βραδινά του ρούχα, τόσο όμορφος που έκανε κάθε γυναίκα στην αίθουσα να αναστενάζει, σκέφτηκε ότι υποκρινόταν πολύ πειστικά. «Θέλεις να χορέψεις μαζί μου;» «Ναι, λαίδη μου. Περισσότερο απ’ όσο θα μπορούσες ποτέ να φανταστείς». Η Λίνζι έριξε μια ματιά στο πλήθος των κομψοντυμένων καλεσμένων, στα ζευγάρια που στροβιλίζονταν με τέλειο συγχρονισμό στο ρυθμό της μουσικής. Σήκωσε ξανά το φρύδι της δύσπιστα. «Θέλεις να χορέψουμε εκεί, στην πίστα, μαζί με τους άλλους». «Ναι». Στα χείλη της χαράχτηκε ένα ειρωνικό χαμόγελο. Σίγουρα θα γελοιοποιούνταν και οι δυο, αλλά δεν μπορούσε να αντισταθεί. «Πολύ καλά. Τότε θα χορέψουμε». Προπορεύτηκε προς την πίστα, γυρνώντας το κεφάλι πίσω της να βεβαιωθεί ότι την ακολουθούσε και ότι δεν επρόκειτο για κάποιο αστείο. Ο Θορ ήταν ακριβώς πίσω της. Και η παρουσία του της έφερε ένα ρίγος που θα ήθελε να μην είχε αισθανθεί. Τη στιγμή που έφτασαν στην πίστα, η ορχήστρα άρχιζε να παίζει ένα βαλς. Το μάτι της πήρε τον Λέιφ να απομακρύνεται από την εξέδρα των μουσικών και κατάλαβε ότι ο Θορ είχε ένα σύμμαχο στην αποστολή του.
Ο Θορ πήρε θέση ανάμεσα στους άλλους χορευτές και τη γύρισε προς το μέρος του, ακουμπώντας τη μία πλατιά παλάμη του στη μέση της. Με το άλλο του χέρι, πήρε το δικό της. Η Λίνζι ένιωσε τα δάχτυλά του ζεστά μέσα από το λευκό βαμβακερό γάντι της και κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια να μην τρέμει καθώς πήρε θέση μπροστά του, αμφιβάλλοντας ακόμα ότι τελικά θα τον έβλεπε να χορεύει. Κράτησε τα μάτια της προσηλωμένα στο στέρνο του αντί για το πρόσωπό του και πήρε μια κοφτή εισπνοή όταν ο Θορ, ξεκινώντας απότομα, σαν να φοβόταν μήπως του ξέφευγε και το έβαζε στα πόδια, την παρέσυρε μαζί του στη μουσική του βαλς. Η Λίνζι ξαφνιάστηκε τόσο, που παραπάτησε. Ο Θορ έδειξε να σάστισε για μια στιγμή, αλλά δεν την άφησε. Τη βοήθησε να σταθεί σταθερά στα πόδια της και συνέχισε να χορεύει, οδηγώντας τη στα βήματα του χορού. Ακολουθώντας τον συναρπαστικό ρυθμό, στροβιλίστηκαν ολόγυρα στην πίστα. Δεν ήταν τόσο καλός χορευτής όσο ο Μάικλ Χάρβι ή κάποιοι άλλοι προηγούμενοι καβαλιέροι της, αλλά δε χόρευε κι άσχημα. «Νόμιζα ότι δεν ήξερες να χορεύεις», του είπε καυστικά. «Ή μήπως ήταν άλλο ένα ψέμα σου;» «Μόλις έμαθα». Για πρώτη φορά αντιλήφθηκε ότι μετρούσε τα βήματά του, πασχίζοντας να μην κάνει λάθος. «Γιατί;» Τα μάτια του, γαλάζια και φλογερά, βυθίστηκαν στα δικά της. «Γιατί ήθελα να σ’ ευχαριστήσω. Και να σε κρατήσω ξανά στην αγκαλιά μου». Η Λίνζι ξεροκατάπιε, μη μπορώντας να πάρει το βλέμμα της από το δικό του. Είχε μάθει να χορεύει για χάρη της, για να την ευχαριστήσει. Αυτό της φάνηκε τόσο γλυκό, τόσο απίστευτα συγκινητικό, που για μια στιγμή ενέδωσε στην υπέροχη αίσθηση του να βρίσκεται μέσα στην αγκαλιά του. Όμως ο χορός δεν αρκούσε για να σβήσει τα φρικτά πράγματα που της είχε πει. Της είχε φερθεί με τρόπο απαράδεκτο· πώς μπορούσε να τον πιστέψει όταν της έλεγε ότι ήθελε πραγματικά να την παντρευτεί;
Πριν ακόμα τελειώσει το βαλς, η Λίνζι τον άφησε σύξυλο στην πίστα και γύρισε κοντά στη μητέρα της και την Έμμα Χάρβι. Η καρδιά της πήγαινε να σπάσει στο στήθος της. Θεέ μου, γιατί να έρθει τώρα; Γιατί δεν την άφηνε ήσυχη; Μόλις που πρόλαβε να ρίξει μια κλεφτή ματιά πάνω από τον ώμο της και να τον δει να την κοιτάζει έντονα πλάι στον αδερφό του, πριν φτάσει δίπλα της ο Μάικλ Χάρβι. Ήταν ντυμένος στην πένα και γεμάτος αυτοπεποίθηση -ένας ενδιαφέρων, ελκυστικός άντρας που ενέκριναν οι γονείς της, ένας τέλειος υποψήφιος σύζυγος. Τι καλά που θα ήταν αν μπορούσε και να τον ερωτευτεί! «Δεσποινίς Γκρέιαμ, είστε σωστή οπτασία απόψε». Έφερε το γαντοφορεμένο της χέρι στα χείλη του και το φίλησε. «Αλλά και πότε δεν είστε;» Η Λίνζι πίεσε τον εαυτό της να χαμογελάσει και αρνήθηκε να υποκύψει στον πειρασμό να αναζητήσει με το βλέμμα τον Θορ. Ζύγιασε την ψηλή, λεπτή κορμοστασιά του Μάικλ, τα ανοιχτόχρωμα καστανά μαλλιά του και τα λεπτά του χαρακτηριστικά και σκέφτηκε για άλλη μία φορά πόσο ελκυστικός ήταν. «Ευχαριστώ, υπαστυνόμε». Συζήτησαν για λίγο ευχάριστα -για τον καιρό, για το πόσο τέλεια οργανωμένος ήταν τελικά ο αποψινός χορός, για το ταξίδι της στην εξοχή. Προσπάθησε να φανταστεί τι θα έλεγε ο Μάικλ αν του αποκάλυπτε ότι είχε ντυθεί σαν άντρας, είχε πάρει μέρος στο Ντέρμπι του Φόξγκροουβ με έναν εκπληκτικό μαύρο επιβήτορα και είχε νικήσει. Δε θα το ενέκρινε καθόλου, ήταν σίγουρη γι’ αυτό, αλλά στο κάτω κάτω πόσοι από τους άντρες που γνώριζε θα το ενέκριναν; Ο Μάικλ της ζήτησε να χορέψουν, αλλά αρνήθηκε. Είχε έρθει για να ανακαλύψει πληροφορίες για τους φόνους, όχι για να χορέψει. Αρνήθηκε να αφήσει την παρουσία του Θορ να αποσπάσει την προσοχή της από το σκοπό της. «Νομίζω ότι θα προτιμούσα ένα ποτήρι παντς, αν δε σας πειράζει». «Πολύ καλύτερη ιδέα». Της πρόσφερε χαμογελαστός το μπράτσο του και κατευθύνθηκαν μαζί προς το τραπέζι με τα αναψυκτικά. Ο Μάικλ γέμισε δύο κρυστάλλινα ποτήρια με παντς φρούτων και, επειδή έκανε πολύ κρύο για να βγουν στη βεράντα, πήγαν να το
πιούν στην πινακοθήκη. Υπήρχαν κι άλλα ζευγάρια, που συζητούσαν στο άλλο άκρο της μακρόστενης αίθουσας με τα ελάχιστα έπιπλα και τους πίνακες ηρώων πολέμου στους τοίχους. Η Λίνζι αναγνώρισε το στρατηγό Κορνουάλις και φυσικά το δούκα του Ουέλινγκτον. Ο Θορ δε φαινόταν πουθενά και η Λίνζι άρχισε να χαλαρώνει και να συγκεντρώνεται στο πρόβλημα του αδερφού της. Ήπιε μια γουλιά παντς. «Φαντάζομαι, θα δουλεύετε πάνω στην τελευταία δολοφονία». Ο Μάικλ κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. «Δουλεύουμε όλοι μας με τις ώρες». «Δεν μπορώ να το πιστέψω ότι αυτό το τέρας σκότωσε κι άλλη γυναίκα». Ο Μάικλ άρχισε να συνοφρυώνεται. «Αυτό το θέμα δεν είναι κατάλληλο για τη συζήτησή μας». «Γιατί όχι;» τον ρώτησε αθώα. «Ξέρετε καλά γιατί». Ήπιε λίγο ακόμα παντς. «Η αλήθεια είναι ότι είχα την ελπίδα πως θα είχε προκόψει κι άλλος ύποπτος εκτός από τον αδερφό μου». «Ο αδερφός σας εθεάθη με το τελευταίο θύμα τη βραδιά του φόνου -πράγμα που πιθανότατα γνωρίζετε. Συνεπώς, πολύ φοβάμαι ότι ο αδερφός σας παραμένει ο υπ’ αριθμόν ένα ύποπτος». Ένα αίσθημα ναυτίας ανακάτωσε το στομάχι της. «Δε συνόδευε ο Ρούντι τη Ρόουζ Μακλίρι. Απλώς έτυχε να βρεθούν στο ίδιο μέρος την ίδια ώρα». «Ακόμα κι έτσι, αυτό δεν είναι καλό για τον αδερφό σας». «Αντιλαμβάνομαι ότι δε σας επιτρέπεται να συζητήσετε την υπόθεση της δολοφονίας, ειδικά μαζί μου, αλλά σας ζητώ -αν το ενδιαφέρον σας για μένα δεν είναι μόνο φιλικό-να μου πείτε όσα περισσότερα μπορείτε για το τι συνέβη». Ο Μάικλ αναστέναξε. Άφησε το άδειο ποτήρι του σε ένα τραπεζάκι από ροδόξυλο πλάι στην προτομή της βασίλισσας. «Μπορώ να σας πω ότι νομίζουμε πως ξέρουμε πώς δολοφονήθηκαν οι γυναίκες. Στην αρχή πιστεύαμε ότι ο δολοφόνος τις είχε στραγγαλίσει με τα χέρια του και ότι πιθανότατα φορούσε γάντια. Όμως η μωλωπισμένη
περιοχή στο λαιμό τους ήταν πλατιά και δεν υπήρχαν ξεχωριστά σημάδια από δάχτυλα. Καταλήξαμε, λοιπόν, στο συμπέρασμα ότι ο δολοφόνος μάλλον χρησιμοποίησε κάποιο φουλάρι. Έτσι εξηγούνται το πλάτος και η ομοιομορφία του μωλωπισμού». «Φουλάρι;» «Αυτό είναι το πιθανότερο». «Και... ούτε αυτή τη φορά είχε βιαστεί το θύμα;» «Όχι. Πιστεύουμε ότι ο δράστης αντλεί ευχαρίστηση από την ίδια την πράξη της δολοφονίας». Τη διαπέρασε μια ανατριχίλα. «Νομίζετε ότι διαλέγει στην τύχη τα θύματά του ή έχει κάποιο συγκεκριμένο τύπο γυναίκας ως στόχο;» «Δεν είμαι βέβαιος». Τη γύρισε προς το μέρος του πιάνοντάς την από τους γυμνούς της ώμους. «Ξέρω ότι αγαπάτε τον αδερφό σας. Μακάρι να μπορούσα να σας γλιτώσω απ’ αυτό που σας περιμένει, αλλά η αλήθεια είναι ότι η αστυνομία έχει πειστεί ότι ο δολοφόνος είναι ο Ρούντολφ Γκρέιαμ. Συγκεντρώνουν τα στοιχεία που χρειάζονται για να το αποδείξουν. Ελπίζω απλώς ότι, όταν όλα αυτά περάσουν, θα μπορέσετε να δείτε το ρόλο μου στην έρευνα αυτής της υπόθεσης χωριστά από τα αισθήματά μου για σας». Κι έπειτα έσκυψε το κεφάλι του και τη φίλησε. Η Λίνζι πέτρωσε, αλλά μόνο για μία στιγμή. Είχε ξαναφιλήσει τον Μάικλ και η θερμή πίεση των χειλιών του της ήταν οικεία και καθόλου δυσάρεστη. Όμως το φιλί του δεν τη συντάραξε, δεν έκανε τον πόθο να κυλάει καυτός σαν λάβα στις φλέβες της. Προσπάθησε να μη σκέφτεται τον Θορ, αλλά ήταν εκεί, στη σκέψη της, σαν να βρισκόταν δίπλα της. Ο Μάικλ έδωσε τέλος στο φιλί, που δεν κράτησε πολύ, μια και δεν ήθελε να προκαλέσει κουτσομπολιά. «Δεν μπορούμε να κάνουμε πολλά πράγματα για να προχωρήσει η σχέση μας μέχρι να τελειώσουν όλα αυτά. Όμως θα σας σκέφτομαι, Λίνζι, κι ελπίζω να με σκέφτεστε κι εσείς». Η Λίνζι κατάφερε με κόπο να χαμογελάσει. Εκείνη τη στιγμή το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν ότι σύντομα η αστυνομία θα ερχόταν να συλλάβει τον αδερφό της. Απ’ ό,τι της είχε πει ο Μάικλ, είχε
καταλάβει ότι αυτή τη φορά είχαν βρει κάποιο στοιχείο που πίστευαν ότι αποδείκνυε την ενοχή του Ρούντι. Σκέφτηκε να του αναφέρει τον Στίβεν και την πιθανότητα να είναι εκείνος ο ένοχος, αλλά δεν είχε το παραμικρό στοιχείο -και δεν ήταν απόλυτα σίγουρη και η ίδια. Έπρεπε οπωσδήποτε να βρει το δολοφόνο. Και έπρεπε να ανακαλύψει ποιος μπορεί να είχε λόγο να θέλει να ενοχοποιήσει τον αδερφό της για ένα έγκλημα που δεν είχε διαπράξει. *** «Καλά πήγε, δε νομίζεις;» Η Κρίστα στεκόταν δίπλα σε ένα φοίνικα κοιτώντας τον Θορ. «Τουλάχιστον την έπεισες να χορέψει μαζί σου». Το πλήθος είχε αρχίσει να αραιώνει καθώς η βραδιά έβαινε προς το τέλος της. Ο Θορ κούνησε απογοητευμένος το κεφάλι του. «Δε νομίζω ότι θα με συγχωρήσει ποτέ». «Με τον καιρό θα σε συγχωρήσει. Σ’ αγαπάει. Το μόνο που πρέπει να κάνεις είναι, να της θυμίσεις πόσο πολύ». Ο Θορ έφερε στο νου του την τελευταία φορά που είχε κάνει έρωτα με τη Λίνζι. Είχε χρησιμοποιήσει τα κόλπα που είχε μάθει στην Κόκκινη Πόρτα για να της χαρίσει τη μεγαλύτερη δυνατή ηδονή. Και είχε γνωρίσει απέραντη ηδονή και ο ίδιος. «Τον άφησε να τη φιλήσει. Τους είδα στην πινακοθήκη». «Δεν αγαπάει τον Μάικλ Χάρβι, εσένα αγαπάει. Όμως έπειτα απ’ όσα της είπες, είναι μπερδεμένη». Ο Θορ ξανακοίταξε προς το μέρος όπου στεκόταν η Λίνζι με την οικογένειά της, κοντά στην πόρτα της αίθουσας χορού. Ο υπαστυνόμος είχε φύγει. Κάτι, ήταν κι αυτό. Αναρωτήθηκε τι θα γινόταν αν της ζητούσε ξανά να χορέψουν. Η Κρίστα τον έπιασε από το μπράτσο. «Μην τα παρατήσεις, Θορ. Όχι ακόμα». Τα χαρακτηριστικά του σκλήρυναν. «Δε θα τα παρατήσω. Ήμουν ανόητος πριν. Η Λίνζι είναι δίκιά μου και σκοπεύω να τη διεκδικήσω». Οι ώμοι της Κρίστα χαλάρωσαν και ένα χαμόγελο φώτισε το πρό-
σωπό της. «Έτσι μπράβο». Έριξε μια φευγαλέα ματιά στο σύζυγό της, που έμοιαζε τόσο με τον μικρότερο αδερφό του, κι έπειτα η ματιά της επέστρεψε στον Θορ. «Σου ανήκει -και φυσικά σκοπεύεις να τη διεκδικήσεις. Απορώ πώς μου πέρασε η σκέψη ότι θα έκανες οτιδήποτε άλλο».
Κεφάλαιο 27 Η Λίνζι βημάτιζε πάνω κάτω στο γραφείο της Κρίστα τόσο νευρικά, που οι φαρδιές πτυχές του γκρίζου μάλλινου φορέματος της ανέμιζαν θροΐζοντας γύρω από τους αστραγάλους της. Κάποια στιγμή σταμάτησε και κοίταξε τη φίλη της. «Πρέπει να ξαναπάω στην Κόκκινη Πόρτα». «Τι;» «Πώς δεν το σκέφτηκα νωρίτερα; Το βράδυ που μιλήσαμε με τον Σάιμον Μπιλ, το βαλέ του Στίβεν, μας είπε ότι ο Στίβεν είναι γνωστό ότι συχνάζει σε οίκους ανοχής. Ανέφερε, μάλιστα, και την Κόκκινη Πόρτα. Πρέπει να ξαναπάω εκεί, να ρωτήσω μήπως κάποια από τις κοπέλες τον θυμάται και να μάθω αν ξέρουν τίποτα που θα μπορούσε να δείχνει ότι είναι φονιάς». «Δεν μπορείς να πας σε... οίκο ανοχής, Λίνζι. Και σίγουρα όχι μόνη σου». «Ξέρω, ξέρω». Πλησίασε στο γραφείο της Κρίστα. «Ίσως θα μπορούσε να με συνοδεύσει ο Λέιφ». «Ο Λέιφ είναι εκτός πόλης». Η Κρίστα έσμιξε προβληματισμένη τα ανοιχτά καστανά της φρύδια. «Όμως νομίζω ότι έχεις δίκιο, πρέπει να πας». Αναστέναξε. «Ο Λέιφ θα γίνει έξω φρενών, αλλά δεν υπάρχει άλλη λύση. Θα έρθω μαζί σου. Θα πάμε απόψε κιόλας». «Ω Κρίστα, είσαι θησαυρός!» Η Λίνζι έσκυψε και την αγκάλιασε. «Θα φέρω το πορτοκαλί σατέν φόρεμα. Θα τους το επιστρέφω για να έχω μια δικαιολογία να πάω εκεί». «Καλύτερα να πάμε νωρίς. Όσο νυχτώνει, τόσο πιο επικίνδυνη γίνεται αυτή η περιοχή». «Τι ώρα λες να συναντηθούμε;» «Θα περάσω με την άμαξα μου γύρω στις οχτώ. Θα είναι αρκετά αργά για να έχει ανοίξει ένα τέτοιο μέρος, αλλά και αρκετά νωρίς για να μη συναντήσουμε προβλήματα». «Τέλεια». Η Λίνζι επέστρεψε στο γραφείο της. Ο Θορ δούλευε στην αποβάθρα σήμερα και έπεισε τον εαυτό της ότι χαιρόταν γι’ αυτό.
Δεν ήθελε να τον δει, όσο κι αν είχε προσπαθήσει να επανορθώσει. Όσο πρόθυμος κι αν ήταν τώρα να την παντρευτεί. Παρ’ όλ’ αυτά, δεν μπορούσε να τον βγάλει από το μυαλό της. Μα γιατί στην ευχή είχε αλλάξει γνώμη; Ευχήθηκε να ήξερε την απάντηση, αλλά σίγουρα δεν είχε σκοπό να τον ρωτήσει. Αισθανόταν ακόμα ταπεινωμένη κάθε φορά που θυμόταν τη σκληρή του έκφραση όταν της είχε θυμίσει ότι δεν ήταν άβγαλτη όταν πλάγιασε μαζί του και ότι, τώρα που την είχε αποκτήσει, δεν τον ενδιέφερε πλέον. Η καρδιά της πονούσε ακόμα στη θύμηση αυτής της σκηνής. Ήταν πολύ αργά για να ξαναγίνουν τα πράγματα μεταξύ τους όπως πριν, πολύ αργά για να πάρει πίσω ο Θορ τα οδυνηρά λόγια που είχε ξεστομίσει. Έφυγε από τη δουλειά λίγο νωρίτερα απ’ ό,τι συνήθως και πήρε την άμαξά της αντί να γυρίσει με τα πόδια. Μόλις έφτασε στο σπίτι, ανέβηκε κατευθείαν στο δωμάτιό της χωρίς να δειπνήσει και ζήτησε να της φέρουν επάνω ένα δίσκο με λίγο φαγητό αργότερα. Φορώντας το απλό γκρίζο μάλλινο φόρεμά της, περίμενε σαν το λιοντάρι στο κλουβί να πάει οχτώ η ώρα. Οι γονείς της είχαν βγει έξω, έτσι δε θα είχε πρόβλημα να φύγει. Πακετάρισε το φανταχτερό πορτοκαλί φόρεμα σε μια παλιά καπελιέρα και μόλις άκουσε το ρολόι να χτυπάει, κατέβηκε βιαστικά κάτω. «Να σας φέρω την κάπα σας, δεσποινίς;» τη ρώτησε ο μπάτλερ. «Ναι, τη μαύρη μάλλινη κάπα, σε παρακαλώ». Της την έφερε και τον άφησε να της τη ρίξει στους ώμους. «Ευχαριστώ, Μπέντερς». Έπειτα έκανε λίγο πίσω για να της ανοίξει την πόρτα. Όπως της είχε υποσχεθεί η Κρίστα, η άμαξά της την περίμενε μπροστά στην είσοδο. Ο αμαξάς τη βοήθησε να ανέβει στο σκοτεινό εσωτερικό της άμαξας και η Λίνζι άφησε μια κραυγή έκπληξης όταν πήγε να καθίσει απέναντι από την Κρίστα και βρέθηκε πάνω στους σκληρούς μηρούς ενός άντρα. Τα μπράτσα του Θορ τυλίχτηκαν γύρω από τη μέση της. «Μ’ αρέσει που κάθεσαι πάνω μου, γλυκιά μου. Μου είχες λείψει».
Αυτό ήταν προφανές. Τα μάγουλά της πήραν φωτιά όταν ένιωσε τον ανδρισμό του να σκληραίνει κάτω από το φουστάνι της. «Πανάθεμα σε, Θορ, άφησέ με!» Καθώς η άμαξα ξεκινούσε, ελευθερώθηκε από τα χέρια του και βιάστηκε να πέσει βαριά στο κάθισμα πλάι στην Κρίστα. Αγριοκοίταξε τη φίλη της για την προδοσία της, αν και ήταν πολύ σκοτεινά για να το καταλάβει η Κρίστα. «Τι κάνει αυτός εδώ;» «Ο Θορ πέρασε από το σπίτι γιατί ήθελε τον Λέιφ. Με ρώτησε πού πήγαινα και δεν μπορούσα να του πω ψέματα». Η Λίνζι σήκωσε ειρωνικά το ένα της φρύδι. «Γιατί όχι; Έτσι κι αλλιώς έχει γίνει πολύ καλός στα ψέματα και ο ίδιος τώρα τελευταία». Ο Θορ αρκέστηκε να γρυλίσει. Η Λίνζι κάθισε πιο στητά στο κάθισμά της. «Άλλαξα γνώμη. Σε παρακαλώ, πήγαινέ με πίσω στο σπίτι μου. Θα πάω άλλη φορά στην Κόκκινη Πόρτα». Στο φως ενός φανοστάτη που προσπερνούσαν, είδε τον Θορ να σκύβει προς τα εμπρός στηρίζοντας τους αγκώνες του στα γόνατά του. «Θα περιμένω απ’ έξω αν το θέλεις. Όμως έχεις ήδη ξεκινήσει και είχες δίκιο που αποφάσισες να πας. Ίσως κάποια από τις κοπέλες να ξέρει κάτι για το λόρδο Μέρικ που θα βοηθήσει τον αδερφό σου». Η Λίνζι έπνιξε μέσα της την παρόρμησή της να το βάλει στα πόδια και να φύγει μακριά του. Ο Θορ είχε δίκιο. Δεν υπήρχε χρόνος για χάσιμο. Ακόμα κι αυτή τη στιγμή, η αστυνομία μπορεί να ήταν καθ’ οδόν για να συλλάβει τον Ρούντι. «Πολύ καλά, θα πάω». «Είναι καλό να έχεις μαζί σου κάποιον σαν τον Θορ όταν πηγαίνεις σε ένα τέτοιο μέρος», πρόσθεσε η Κρίστα. «Ω, είναι ιδανικός σωματοφύλακας», είπε δηκτικά η Λίνζι. «Αρκεί το σώμα που φυλάει να μην είναι το δικό μου». Ο Θορ σταύρωσε τα μπράτσα του πάνω στο πλατύ του στέρνο. «Αυτό θα το δούμε», μουρμούρισε βλοσυρός. Σκέφτηκε τότε ότι όλη του η μεταμέλεια είχε ήδη κάνει φτερά και είχε ξαναγίνει ο παλιός Θορ, το δεσποτικό, απαιτητικό αρσενικό που τη φρόντιζε είτε της άρεσε είτε όχι. Μα γιατί, που να πάρει, έβρισκε τόσο ελκυστική αυτή την ιδέα;
Ίσιωσε πεισμωμένη την πλάτη της, προσέχοντας τα πόδια της να μην ακουμπούν τα δικά του και προσπαθώντας να μη νιώθει το βλέμμα του καυτό επάνω της μες στο σκοτάδι, πράγμα αδύνατο, όσο κι αν ήθελε να το αποφύγει. Στο μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής έμειναν σιωπηλοί. Ο αμαξάς κατάφερνε να παρακάμπτει με μεγάλη επιδεξιότητα την αυξημένη κίνηση των δρόμων και τελικά, αφού έστριψε σε ένα ήσυχο στενό στο Κόβεντ Γκάρντεν, σταμάτησε μπροστά στην Κόκκινη Πόρτα. Ο Θορ πήδησε κάτω πρώτος και μετά κατέβασε πρώτα τη Λίνζι και μετά την Κρίστα, σηκώνοντάς τες σαν πούπουλο από τη μέση. «Μην ανησυχείς», του είπε η Κρίστα. «Δε θ’ αργήσουμε». «Όχι πάνω από ένα τέταρτο», πρόσταξε εκείνος. «Μετά θα έρθω μέσα να σας πάρω». Η Λίνζι σήκωσε τα μάτια στον ουρανό, ενοχλημένη με τον αυταρχισμό του. Ωστόσο, ένιωθε καλά που ήξερε ότι ο Θορ θα ήταν εκεί σε περίπτωση που τον χρειάζονταν. Ανέβηκαν τα σκαλιά που οδηγούσαν στην κόκκινη εξώπορτα. Η Κρίστα χτύπησε μία, δύο φορές και η πόρτα άνοιξε. Η Λίνζι χάρισε το πιο ευγενικό της χαμόγελο στο μυώδη άντρα που στεκόταν στο άνοιγμά της. «Καλησπέρα σας. Θα θέλαμε να μιλήσουμε στη μαντάμ Φορτιέ. Έχουμε κάτι δικό της που θα θέλαμε να της το επιστρέφουμε». Σήκωσε και του έδειξε την καπελιέρα, χαμογελώντας σαν να ήταν το πιο συνηθισμένο πράγμα στον κόσμο. Ο πορτιέρης έκανε στην άκρη, αφήνοντας τη Λίνζι και την Κρίστα να μπουν μέσα. «Ποιες να πω ότι τη ζητούν;» Η Λίνζι αντάλλαξε ένα βλέμμα με την Κρίστα. «Φίλες του Θορ Ντρόγκαρ». Ο πορτιέρης έκανε ένα νεύμα και έφυγε. Από το βάθος του σπιτιού, ακουγόταν η μουσική πιάνου, συνοδευόμενη από τις απαλές νότες μιας άρπας. Από κάποιο άλλο δωμάτιο έρχονταν αντρικές φωνές, μαζί με τσιριχτά γυναικεία γέλια. «Ενδιαφέρον μέρος», σχολίασε η Κρίστα παρατηρώντας τον πλούσια διακοσμημένο χώρο, τους επίχρυσους καθρέφτες, τις κρυστάλλινες λάμπες και την κόκκινη βελουτέ ταπετσαρία στους τοίχους.
«Ναι, δεν είναι; Ίσως οι γυναίκες θα έπρεπε να έχουν ένα τέτοιο μέρος για να καταφεύγουν όποτε νιώθουν την ανάγκη». Τα μάτια της Κρίστα άνοιξαν διάπλατα. «Αστειεύομαι... αν και, τώρα που το καλοσκέφτομαι, δεν είναι και τόσο κακή ιδέα». Η Κρίστα έβαλε τα γέλια. Πάνω στην ώρα έφτασε και η μαντάμ Φορτιέ, με το βαθυκίτρινο μεταξωτό της φόρεμα να ανεμίζει με το αισθησιακό, λικνιστικό της βάδισμα. Το ντεκολτέ της ήταν εξαιρετικά χαμηλό, αφήνοντας να φανούν σε όλη τους τη μεγαλοπρέπεια τα τροφαντά της στήθη. Μόλις αναγνώρισε στη Λίνζι τη γυναίκα που είχε έρθει ένα βράδυ με τον Θορ, τα σκούρα της φρύδια ανασηκώθηκαν. «Εκπλήσσομαι που σας ξαναβλέπω», είπε με την ψεύτικη αλλά αρκετά πειστική γαλλική προφορά της. Κοίταξε ολόγυρα, ψάχνοντας με το βλέμμα για τον Θορ. «Ο Θορ δεν ήρθε μαζί μας απόψε». Της έτεινε την καπελιέρα. «Αυτό είναι το πορτοκαλί φόρεμα που μου δανείσατε. Ήθελα να σας το επιστρέφω». Η μαντάμ την περιεργάστηκε καχύποπτα. «Ήρθατε ως εδώ τέτοια ώρα για να επιστρέφετε ένα φόρεμα που είχε ήδη πληρωθεί;» «Ναι. Και για άλλον ένα λόγο». «Ποιος είναι αυτός ο λόγος;» «Η φίλη μου κι εγώ προσπαθούμε να ανακαλύψουμε τον άνθρωπο που είναι γνωστός ως ο Δολοφόνος του Κόβεντ Γκάρντεν». Η μαντάμ σταυροκοπήθηκε. «Μον Ντιε!» «Είναι ανάγκη να σας κάνουμε μερικές ερωτήσεις για κάποιον που πιστεύουμε ότι μπορεί να είναι πελάτης σας. Το όνομά του είναι Στίβεν Κάμντεν». «Δε δίνω πληροφορίες για τους πελάτες μου». «Κατανοητό. Αλλά η περίπτωση αυτή είναι διαφορετική. Γυναίκες δολοφονούνται εδώ έξω, στη γειτονιά σας. Τρεις έχουν χάσει τη ζωή τους ως τώρα. Και έχουμε λόγους να πιστεύουμε ότι ο λόρδος Μέρικ ίσως έχει σχέση με τους φόνους». Η μαντάμ έριξε μια βιαστική ματιά προς τα σαλόνια όπου οι κοπέ-
λες της ψυχαγωγούσαν την πελατεία. «Ακολουθήστε με, παρακαλώ». Προχώρησε πρώτη, με το φόρεμά της να θροΐζει με κάθε της βήμα, τις οδήγησε στα προσωπικά της διαμερίσματα και έκλεισε την πόρτα. «Ο λόρδος Μέρικ έχει αρκετό καιρό να φανεί», είπε ξεχνώντας τη γαλλική προφορά της. «Κατάλαβα». «Του ζήτησα να φύγει». «Γιατί;» ρώτησε η Λίνζι. «Ήταν βίαιος με ορισμένες από τις κοπέλες μου. Τις κακομεταχειριζόταν, δε δίσταζε ακόμα και να τις χτυπάει. Υπάρχουν άντρες που βρίσκουν ευχαρίστηση σε τέτοια πράγματα, αλλά ο Μέρικ έφτανε στα άκρα. Οι κοπέλες τον έτρεμαν. Και στο τέλος του είπα ότι δεν ήταν πλέον ευπρόσδεκτος εδώ». Το λόγο πήρε η Κρίστα. «Μήπως κάποια από τις κοπέλες σας θα μπορούσε να μας πει γι’ αυτόν; Ίσως ξέρει κάτι που μπορεί να φανεί χρήσιμο». Η μαντάμ φάνηκε διστακτική στην αρχή, αλλά τελικά αναστέναξε. «Θα σας επιτρέψω να μιλήσετε με τη Σίλκι. Ήταν η αγαπημένη του». Η πληθωρική γυναίκα εξαφανίστηκε για λίγο για να επιστρέφει μερικά λεπτά αργότερα μαζί με μια κοκκινομάλλα που η Λίνζι αναγνώρισε από την τελευταία της επίσκεψη στην Κόκκινη Πόρτα. «Βουασί Σίλκι Τζέιμσον», είπε η μαντάμ Φορτιέ ξαναβρίσκοντας τη γαλλική προφορά της. «Θα σας πει ό,τι μπορεί». Η Σίλκι ήταν όμορφη, με μεγάλα γαλάζια μάτια και ένα κορμί απ’ αυτά που βλέπουν οι άντρες στα όνειρά τους. Έκοψε με το βλέμμα της τη Λίνζι και την Κρίστα. «Ώστε χρειάζεται δύο από σας για να ικανοποιηθεί. Δεν εκπλήσσομαι». Τα μάγουλα της Λίνζι κοκκίνισαν ξανά από αμηχανία. Ετοιμάστηκε να εξηγήσει στην κοκκινομάλλα ότι καμία από τις δυο τους δεν ήταν ερωμένη του Θορ -τουλάχιστον όχι πια-, αλλά θυμήθηκε ότι είχε χρησιμοποιήσει το όνομά του για να μπει, έτσι κατάπιε την περηφάνια της και απλώς χαμογέλασε. «Θα θέλαμε να μάθουμε τι μπορείς να μας πεις για τον Στίβεν
Κάμντεν. Έχουμε λόγους να πιστεύουμε ότι ο υποκόμης μπορεί να εμπλέκεται στους φόνους του Κόβεντ Γκάρντεν». Η Σίλκι έβγαλε έναν ήχο αηδίας. «Ο Μέρικ... Με πλήρωνε καλά, αλλά ήταν από εκείνους που βρίσκουν ικανοποίηση μόνο στην κτηνώδη συμπεριφορά. Του άρεσε να με δένει και ύστερα με μαστίγωνε με ένα μικρό καμτσίκι. Στην αρχή ήταν πιο πολύ παιχνίδι, αλλά μετά άρχισε να γίνεται όλο και πιο βάναυσος. Δεν ευχαριστιόταν αν δε μ’ έκανε να κλάψω. Όταν τον έβλεπα να έρχεται, έτρεχα να κρυφτώ. Τελικά η μαντάμ του ζήτησε να μην ξανάρθει». Η Λίνζι λοξοκοίταξε την Κρίστα. Και οι δυο σκέφτονταν το ίδιο πράγμα. «Ώστε σε έδενε;» Η Σίλκι κούνησε καταφατικά το κεφάλι. «Με έδενε στους στύλους του κρεβατιού. Χρησιμοποιούσε αυτά τα μακριά ροζ φουλάρια που είχε πάντα μαζί του». Τίναξε τα μακριά κόκκινα μαλλιά της πάνω από τον έναν της ώμο. «Όπως είπα, στην αρχή δε με πείραζε. Δεν ήταν ο μόνος άντρας που του άρεσαν τα σκληρά παιχνίδια. Όμως ο Μέρικ ήταν διαφορετικός. Όσο πιο πολύ με πονούσε, τόσο πιο πολύ το απολάμβανε». Έσμιξε τα κοκκινωπά της φρύδια. «Μόλις θυμήθηκα και κάτι ακόμα που ήταν πολύ αλλόκοτο». «Τι;» «Μερικές φορές με αποκάλεσε Τίλι. Έλεγε, “Σειρά σου τώρα, Τίλι. Πώς σου αρέσει;” Νομίζω ότι τιμωρούσε εκείνη και όχι εμένα». «Τίλι... Είπε ποτέ το επίθετό της;» «Όχι. Και αυτό συνέβη μια δυο φορές μόνο». «Ευχαριστούμε, Σίλκι», είπε η Λίνζι. «Εκτιμούμε ιδιαίτερα την ειλικρίνειά σου». Η κοπέλα σήκωσε τους ώμους της, που το αποκαλυπτικό φόρεμά της άφηνε γυμνούς. «Γυναίκες πεθαίνουν. Κάποιος πρέπει να το σταματήσει αυτό». «Αυτά που μας είπες ίσως αποδειχτούν χρήσιμα», είπε η Κρίστα. Φεύγοντας από την Κόκκινη Πόρτα, η Λίνζι ήταν κατενθουσιασμένη. Είχαν αποκομίσει πιθανώς πολύτιμες πληροφορίες και τώρα ήξεραν προς ποια κατεύθυνση θα συνέχιζαν τις έρευνες τους. Η επίσκεψή τους άξιζε τον κόπο.
Έπειτα είδε τον Θορ να στέκεται δίπλα στην άμαξα, με τα πόδια ανοιχτά και το βλέμμα φουρτουνιασμένο και κτητικό, και δεν ήταν πια τόσο σίγουρη. *** Το επόμενο πρωί συνέλαβαν τον Ρούντι. Ο αστυνόμος Μπέρτραμ ήρθε στο σπίτι με άλλους τρεις αστυνομικούς και τον πήραν με χειροπέδες. Η μητέρα της Λίνζι ήταν στα πρόθυρα της υστερίας. «Κάνε κάτι, Γουίλιαμ! Δεν μπορείς να κάθεσαι με σταυρωμένα τα χέρια και να τους αφήνεις να έρχονται και να παίρνουν το γιο μας!» «Μην κάνεις έτσι, αγαπητή μου. Θα πρόκειται απλώς για κάποιο τρομερό λάθος». Πήρε το παλτό που του έφερε ο Μπέντερς. «Πάω να βρω τον Τζόνας Μάρβιν. Εκείνος θα ξέρει τι πρέπει να κάνουμε. Θα δεις, ως το βράδυ ο γιος μας θα είναι στο σπίτι». Βλέποντάς τον να φεύγει όμως, η Λίνζι ήξερε ότι αυτό δε θα ήταν και τόσο εύκολο. Απ’ ό,τι της είχε πει ο Μάικλ Χάρβι, η αστυνομία είχε αρκετές αποδείξεις για να θεωρεί τον αδερφό της ένοχο για τους φόνους. Ο Μάικλ! Θα πήγαινε στον Μάικλ και θα τον ανάγκαζε να της πει τι είχε βρει η αστυνομία. Ο Μάικλ θα είχε τις απαντήσεις που χρειαζόταν. Αφήνοντας τη μητέρα της να κλαίει με δυνατούς λυγμούς στο σαλόνι, η Λίνζι πήρε την κάπα της και έφυγε τόσο βιαστικά, που ξέχασε ακόμα και το μπονέ της. Δεν είχε χρόνο να ζητήσει να ετοιμάσουν και να της φέρουν την άμαξα. Είδε ένα αγοραίο μόνιππο στη γωνία και ανέβηκε στο φθαρμένο δερμάτινο κάθισμα. «Στα κεντρικά της αστυνομίας, παρακαλώ». «Μάλιστα, δεσποινίς». Το άλογο ξεκίνησε με βαριά βήματα και η μικρή άμαξα άρχισε να κυλάει σκαμπανεβάζοντας στο λιθόστρωτο των δρόμων, ανάμεσα στην πυκνή κίνηση. Η διαδρομή της φάνηκε ότι κράτησε ώρες ολόκληρες, αλλά τελικά έφτασε στον προορισμό της. Πλήρωσε τον αμαξά κάτι παραπάνω και κατέβηκε. Δυστυχώς, όταν μπήκε μέσα, της είπαν ότι ο Μάικλ δεν ήταν εκεί.
«Λυπάμαι αφάνταστα, δεσποινίς...;» «Γκρέιαμ», είπε στον ευτραφή αρχιφύλακα που καθόταν στο γραφείο υποδοχής. «Θα ήθελα να τον περιμένω, αν γίνεται». «Μπορεί να αργήσει, δεσποινίς Γκρέιαμ». «Δεν πειράζει. Θα καθίσω εκεί πέρα και θα τον περιμένω». Του έδειξε έναν ξύλινο πάγκο κατά μήκος του τοίχου. Κάθισε άκρη άκρη, δίπλα σε μια μουτρωμένη μαυροντυμένη γυναίκα, και περίμενε με αγωνία να έρθει ο υπαστυνόμος. Είχαν περάσει σχεδόν δύο ώρες όταν ο Μάικλ μπήκε στο αστυνομικό τμήμα. Η έκφρασή του ήταν κουρασμένη και τα μαλλιά του ανακατεμένα. Εξαντλημένη και η ίδια από το άγχος, η Λίνζι πετάχτηκε όρθια μόλις τον είδε και έτρεξε προς το μέρος του. «Μάικλ!» Εκείνος σταμάτησε και στράφηκε. «Πρέπει να σου μιλήσω. Είναι σημαντικό». Της έγνεψε καταφατικά, αλλά δεν έδειχνε ευχαριστημένος που την έβλεπε. Ήταν φανερό ότι ήξερε γιατί βρισκόταν εκεί και προφανώς από μέσα του ευχόταν να μην είχε έρθει. Ήθελε να παραμείνει όσο το δυνατό πιο ουδέτερος στο θέμα του αδερφού της και η εμφάνισή της στο αστυνομικό τμήμα δε βοηθούσε. Διασχίζοντας έναν μακρόστενο διάδρομο, τη συνόδευσε σε ένα δωμάτιο όπου τα μόνα έπιπλα ήταν ένα ξύλινο τραπέζι και τέσσερις καρέκλες. «Μακάρι να μπορούσα να σε βοηθήσω, Λίνζι. Όμως ξέρεις ότι δεν μπορώ». Έπλεξε τα χέρια της μπροστά της για να μην τρέμουν. «Δεν ήρθα να ζητήσω τη βοήθειά σου. Ήρθα να σου πω ότι πιστεύω πως μπορεί να βρήκα τον άνθρωπο που σκότωσε αυτές τις τρεις γυναίκες». Ο Μάικλ σήκωσε το φρύδι του. «Δεν ήταν ο αδερφός μου. Ήταν ο Στίβεν Κάμντεν, ο υποκόμης Μέρικ». Ο Μάικλ την κοίταξε εμβρόντητος. «Ο Μέρικ; Γιατί στην ευχή πιστεύεις ότι τις σκότωσε ο Μέρικ;» «Είναι μεγάλη ιστορία, Μάικλ. Σε παρακαλώ, δώσε μου την ευκαι-
ρία να σου εξηγήσω». Της έδειξε με το κεφάλι το τραπέζι, κάνοντάς της νόημα να πάρει μια καρέκλα, και κάθισαν και οι δύο. Την επόμενη μισή ώρα, η Λίνζι του έδωσε όλες τις πληροφορίες που είχε συγκεντρώσει, ξεκινώντας από τα σημειώματα που είχε λάβει, το πώς είχε ακολουθήσει τα σημάδια που την οδήγησαν στο Μέρικ Παρκ και στην έρευνα για την Πενέλοπι Μπάρκερ. Του εξήγησε πώς είχε εξαφανιστεί η κοπέλα και ότι η μητέρα της ήταν σίγουρη ότι ο λόρδος Μέρικ την είχε σκοτώσει. Όταν τελείωσε, ο Μάικλ άφησε ένα στεναγμό. «Άκουσέ με, Λίνζι. Οι αποδείξεις που θεωρείς ότι έχεις δεν είναι τίποτα παραπάνω από κουτσομπολιά. Λες ότι αυτή η κοπέλα, η Πενέλοπι Μπάρκερ, εξαφανίστηκε, αλλά το σώμα της δε βρέθηκε ποτέ. Δεν ξέρεις καν αν είναι όντως νεκρή». «Η μητέρα της πιστεύει πως είναι». Και συνεχίζοντας, του είπε για τη Σίλκι Τζέιμσον και τον βίαιο τρόπο που μεταχειριζόταν ο Στίβεν τις κοπέλες στην Κόκκινη Πόρτα. «Η Σίλκι λέει ότι στον Μέρικ αρέσει να προκαλεί πόνο στις γυναίκες -και ότι τις δένει με φουλάρια. Με φουλάρια, Μάικλ! Σίγουρα κάτι σημαίνει αυτό». «Αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος έχει σεξουαλικές διαστροφές». Το βλέμμα του καρφώθηκε αυστηρά στο πρόσωπό της. «Πες μου ότι δεν πήγες εσύ η ίδια στην Κόκκινη Πόρτα». Η Λίνζι απέφυγε το βλέμμα του. «Ήρθε μαζί μου και μια φίλη μου». Η αποδοκιμασία ήταν ολοφάνερη στην έκφρασή του. «Η συμπεριφορά αυτή είναι εντελώς ανάρμοστη, Λίνζι, για μια νεαρή ανύπαντρη γυναίκα -ιδίως για κάποια που είναι πολύ πιθανό να γίνει σύζυγός μου». Κάτι κλότσησε μέσα της. Όσο ελκυστικός κι αν ήταν ο Μάικλ, δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι θα παντρευόταν κάποιον που έδινε τόση σημασία στις κοινωνικές επιταγές. «Η ζωή του αδερφού μου κινδυνεύει. Αυτό είναι πιο σημαντικό από οποιοδήποτε σκάνδαλο θα μπορούσαν να προκαλέσουν οι πράξεις μου. Άλλωστε, ήμουν πολύ προσεκτική. Κανένας εκεί δεν ξέρει το όνομά μου».
Ο Μάικλ κάθισε πιο βαθιά στην καρέκλα του. «Πάλι καλά». Ξεφύσησε κουρασμένα. «Λυπάμαι που το λέω αυτό, Λίνζι, αλλά όλες οι πληροφορίες που μου έδωσες είναι αμφιλεγόμενες. Η αστυνομία έχει αδιάσειστα στοιχεία ότι ο άνθρωπος που σκότωσε αυτές τις γυναίκες είναι ο Ρούντι». Η Λίνζι σηκώθηκε απότομα. «Αυτό είναι αδύνατο. Ο αδερφός μου δεν είναι δολοφόνος». «Αυτή τη φορά βρέθηκε ένα στοιχείο στον τόπο του εγκλήματος. Ο αστυνόμος Μπέρτραμ βρήκε ένα κουμπί από αντρικό πανωφόρι. Σήμερα το πρωί, όταν η αστυνομία ήρθε στο σπίτι σας, βρήκαν το πανωφόρι απ’ όπου έλειπε το συγκεκριμένο κουμπί. Και το πανωφόρι αυτό ανήκει στον αδερφό σου, Λίνζι. Λυπάμαι». «Όχι...» Τα πόδια της άρχισαν να τρέμουν. «Δεν είναι δυνατό!» «Δυστυχώς είναι. Και, όπως είπα, λυπάμαι πολύ». «Ο Στίβεν θα το άφησε εκεί για να τον ενοχοποιήσει. Ο Ρούντι τον είχε συναντήσει νωρίτερα το ίδιο βράδυ. Θα βρήκε κάποιον τρόπο να πάρει το κουμπί. Και μετά θα το άφησε στον τόπο του εγκλήματος». «Γιατί να το κάνει αυτό;» τη ρώτησε ήρεμα ο Μάικλ. «Τι λόγο θα μπορούσε να έχει ο υποκόμης;» «Δεν ξέρω». Η Λίνζι μάζεψε όλη τη δύναμη και την αποφασιστικότητά της. «Αλλά σκοπεύω να το ανακαλύψω». *** Η Λίνζι έφυγε από το αστυνομικό τμήμα και τράβηξε γραμμή για τις Φυλακές του Νιούγκεϊτ. Ο αδερφός της είχε ήδη μεταφερθεί στην πτέρυγα των προνομιούχων κρατούμενων. Η Λίνζι έδωσε ένα πουγκί με νομίσματα σε έναν από τους φρουρούς και μετά τον ακολούθησε σε έναν στενό διάδρομο που οδηγούσε βαθιά στο εσωτερικό του καταθλιπτικού πέτρινου κτιρίου. Σε μια διασταύρωση άκουσε κάποιον να κλαίει. Τα ρουθούνια της γέμισε μια μπόχα από βρομόνερα που της έφερε αναγούλα. Θεέ μου, κακόμοιρε Ρούντι! Φτάνοντας στο κελί του, τον βρήκε καθισμένο στην άκρη του στενού του κρεβατιού, αξύριστο και με τα ίδια ρούχα που φορούσε ό-
L
ταν τον συνέλαβαν, τσαλακωμένα και λερωμένα τώρα. Έδειχνε αδύναμος, ωχρός και βυθισμένος στην απελπισία. Κοίταξε την αδερφή του μόλις μπήκε στο γυμνό δωμάτιο με το ξύλινο πάτωμα, αλλά δεν μπήκε στον κόπο να σηκωθεί. «Δεν πιστεύεις ότι το έκανα, έτσι, αδερφούλα;» Η Λίνζι έτρεξε κοντά του, γονάτισε μπροστά του και πήρε τα παγωμένα του χέρια στα δικά της. «Φυσικά δεν το πιστεύω! Ξέρω ότι δε θα έκανες ποτέ κακό σε κανέναν, και ειδικά σε γυναίκα». Ο Ρούντι ξεροκατάπιε και το καρύδι του λαιμού του ανεβοκατέβηκε από την προσπάθεια. «Τι θα κάνω;» Η Λίνζι σηκώθηκε και, τραβώντας τον από το κρεβάτι, τον έβαλε να καθίσει σε μια καρέκλα μπροστά στο χοντροκομμένο τραπέζι. Κάθισε έπειτα κι εκείνη απέναντι του. «Το πρώτο πράγμα που θα κάνεις είναι ν’ ανοίξεις καλά τα αυτιά σου και ν’ ακούσεις αυτά που θα σου πω. Θα αφήσεις όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά και θα μου πεις τι ξέρεις για τον Στίβεν Κάμντεν». «Μα...» «Δεν υπάρχει μα, Ρούντι. Εδώ παίζεται η ζωή σου». Ο Ρούντι έγνεψε καταφατικά. Στήριξε τους αγκώνες του στο τραπέζι και έτριψε με το ένα του χέρι το αξύριστο πρόσωπό του. «Εντάξει, θα σ’ ακούσω». Η Λίνζι του διηγήθηκε τα πάντα από την αρχή. Του είπε για τα σημειώματα, για όσα είχε μάθει στο Φόξγκροουβ, για την Πενέλοπι Μπάρκερ και για όσα της είχε πει η Σίλκι Τζέιμσον. «Για το Θεό, Λίνζι, η Σίλκι δουλεύει στην Κόκκινη Πόρτα, έτσι δεν είναι; Μη μου πεις ότι πήγες εκεί!» «Έμαθα ότι ο Στίβεν σύχναζε εκεί -παλιότερα, τουλάχιστον. Και ήθελα να ρωτήσω τις κοπέλες γι’ αυτόν». «Διάβολε! Υπάρχει τίποτα που δεν είσαι διατεθειμένη να κάνεις; Γι’ αυτό δε βρίσκεις σύζυγο». Για μια στιγμή ένιωσε πληγωμένη, κι αμέσως μετά ενοχλημένη. Είχαν αρχίσει να την κουράζουν πολύ όλα αυτά τα αρσενικά που ήταν έτοιμα να την καταδικάσουν. «Αντίθετα, θα έλεγα ότι αυτή τη στιγμή έχω περισσότερους υποψήφιους συζύγους απ’ όσους θα μπορούσα
να καταφέρω». Ο Ρούντι ξεφύσησε αργά. «Συγγνώμη, αδερφούλα, δεν το εννοούσα. Είμαι απλώς τόσο...» Κούνησε το κεφάλι του, μη βρίσκοντας λόγια να περιγράφει την απόγνωσή του. «Δεν πειράζει. Φαντάζομαι πόσο χάλια θα νιώθεις». Ο Ρούντι πήρε μια βαθιά ανάσα και κάθισε λίγο πιο ίσια στην καρέκλα του. «Λοιπόν, τι σου είπε η Σίλκι;» Η σκέψη της Λίνζι επέστρεψε στο λόγο που είχε έρθει να τον δει. «Η Σίλκι είπε ότι ο Μέρικ απολάμβανε να προκαλεί πόνο στις γυναίκες. Ότι του άρεσε να τις μαστιγώνει. Είπε επίσης ότι τις έδενε με φουλάρια -και η αστυνομία πιστεύει ότι με φουλάρι στραγγαλίστηκαν τα θύματα». «Δεν μπορώ να το πιστέψω ότι μιλάμε για τον Μέρικ που ξέρω. Ο Στίβεν έμοιαζε πάντα ανίκανος για οποιαδήποτε βία. Επιχείρησα να τον καταφέρω να παίξουμε λίγο μποξ μερικές φορές, αλλά δεν ενδιαφερόταν». «Ίσως ενδιαφέρεται για άλλο είδος βίας. Θέλω να μου μιλήσεις γι’ αυτόν, να μου πεις οτιδήποτε μπορείς να θυμηθείς». Ο Ρούντι σήκωσε τους ώμους του. «Δεν έχω και πολλά να σου πω. Ο Στίβεν ήταν πάντα μοναχικός τύπος. Ήταν τέσσερα χρόνια μεγαλύτερος, όπως ξέρεις. Όταν εγώ ξεκινούσα το πανεπιστήμιο, εκείνος τελείωνε». «Έτυχε ποτέ να τσακωθείτε οι δυο σας; Συνέβη ποτέ μεταξύ σας κάτι που θα μπορούσε να το έχει κρατήσει μέσα του, κάτι που ίσως τον είχε θυμώσει τόσο, που να θέλει να πάρει εκδίκηση;» Ο Ρούντι κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Όταν ήμασταν παιδιά παίζαμε μαζί όποτε ήμουν στο κτήμα, αλλά εκείνον δεν τον άφηναν ποτέ να μείνει για πολύ έξω. Τον λυπόμουν». Σήκωσε τα μάτια του και την κοίταξε. «Πρέπει να σου πω, αδερφούλα, ότι, κατά τη γνώμη μου, λάθος άνθρωπο ερευνάς». «Το βράδυ που έγινε ο τελευταίος φόνος, τον είδες στη Γουάιτ’ς, έτσι;» «Ναι, ήταν στη λέσχη όπως συνήθως». «Υπάρχει περίπτωση να πήρε το κουμπί από το παλτό σου;»
«Τι;» «Η αστυνομία βρήκε ένα κουμπί στον τόπο του εγκλήματος. Το ίδιο κουμπί που έλειπε από το παλτό σου». Ο Ρούντι φάνηκε να βουλιάζει ακόμα περισσότερο στην απελπισία. «Άφησα το παλτό μου στο βεστιάριο. Οποιοσδήποτε θα μπορούσε να πάρει το κουμπί». «Όταν έφυγες από κει, πήγες κατευθείαν στο Χρυσό Φασιανό;» «Ναι». «Και μετά... είπες ότι έκανες μια βόλτα πριν γυρίσεις στο σπίτι. Σταμάτησες πουθενά αλλού;» Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Αυτό σημαίνει ότι το κουμπί σου το πήραν είτε στη λέσχη είτε στο Χρυσό Φασιανό». «Στο Χρυσό Φασιανό δεν άφησα το παλτό μου στο βεστιάριο, γιατί δε λογάριαζα να μείνω πολύ». «Τότε πρέπει να ήταν ο Στίβεν ή κάποιος άλλος στη Γουάιτ’ς εκείνο το βράδυ». Ο Ρούντι έμεινε για λίγο συλλογισμένος. «Ο Μέρικ δεν είναι δολοφόνος». «Μπορεί να είναι, μπορεί και όχι. Αυτή τη στιγμή κλίνω περισσότερο στο πρώτο». Σηκώθηκε από την καρέκλα της. «Πρέπει να φύγω. Στο μεταξύ, θέλω να σκεφτείς καλά και να προσπαθήσεις να θυμηθείς οτιδήποτε θα μπορούσες να είχες κάνει που θα θύμωνε τον Στίβεν και θα τον έκανε να θέλει να σου φορτώσει το φόνο».
Κεφάλαιο 28 Ο Θορ χτύπησε δυνατά την εξώπορτα του επιβλητικού μεγάρου του βαρόνου Ρένχερστ, που καταλάμβανε σχεδόν ένα ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο στη Μάουντ Στρητ. Έπειτα από έναν δεύτερο καταιγισμό χτυπημάτων, η πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε λαχανιασμένος ένας γκριζομάλλης μπάτλερ. «Μπορώ να σας βοηθήσω;» ρώτησε γέρνοντας το κεφάλι του προς τα πίσω για να περιεργαστεί τον Θορ από πάνω ως κάτω. «Είναι ανάγκη να μιλήσω στη δεσποινίδα Γκρέιαμ. Πείτε της ότι έχει έρθει ο Θορ Ντρόγκαρ για το θέμα του αδερφού της». «Μάλιστα, κύριε. Ένα λεπτό, παρακαλώ. Αν θα θέλατε να περιμένετε στο σαλόνι μέχρι...» «Χριστός κι Απόστολος! Θορ;» Η Λίνζι στεκόταν στην κορυφή της σκάλας, λυγερή και θηλυκιά, κομψή με τον δικό της, μοναδικό τρόπο και τόσο γυναίκα, που του έκοψε την ανάσα. Καθώς κατέβαινε βιαστικά τα σκαλιά, η φούστα της ανέμιζε αποκαλύπτοντας τους λεπτούς της αστραγάλους και ένα κύμα πόθου σηκώθηκε ξαφνικά μέσα του. Μα τους θεούς, η ανάγκη του για εκείνη θα έπρεπε να περιμένει. Τιθασεύοντας τη λαχτάρα του, κατευθύνθηκε προς το μέρος της με αποφασιστικά βήματα. Πριν φτάσει κοντά της όμως, ένας ψηλός άντρας με το ίδιο ανοιχτόχρωμο δέρμα, τα ίδια καστανόξανθα μαλλιά και μάτια σαν της Λίνζι του έφραξε το δρόμο. «Και ποιος είστε εσείς, για να έχουμε καλό ρώτημα;» Ο Θορ κοίταξε τη Λίνζι, που είχε κοκαλώσει στο τελευταίο σκαλί. Τον κυρίευσε μια κτητικότητα τόσο σφοδρή, που με κόπο αντιστάθηκε στην παρόρμηση να τη ρίξει πάνω στον ώμο του και να την πάρει μακριά σαν αιχμάλωτή του, όπως θα είχαν κάνει οι άντρες του νησιού του. «Είστε ο πατέρας της Λίνζι;» «Ναι». «Εγώ είμαι ο Θορ Ντρόγκαρ -ο άντρας που θα παντρευτεί την κόρη
σας». «Πώς!» «Τώρα δεν είναι η κατάλληλη στιγμή, αλλά σύντομα θα μιλήσουμε. Για την ώρα, πρέπει να μιλήσω στη Λίνζι. Έχω βρει πληροφορίες που θα μπορούσαν να βοηθήσουν το γιο σας». Ο βαρόνος είχε μείνει αποσβολωμένος και τον κοιτούσε με μάτια γουρλωμένα. Καθώς η Λίνζι έσπευσε να έρθει προς το μέρος τους, ο βαρόνος φάνηκε να συνέρχεται. «Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος, Λίνζι; Και τι στην οργή είναι αυτά που λέει;» «Δεν είμαι απόλυτα σίγουρη, πατέρα, αλλά για να βρίσκεται εδώ, πρέπει να είναι κάτι σημαντικό». «Δεν πρόκειται να τον αφήσω να σε πλησιάσει αν...» «Η Λίνζι κι εγώ πρέπει να μιλήσουμε, βαρόνε», είπε ο Θορ. «Τώρα» Η Λίνζι ακούμπησε το χέρι της στο μπράτσο του πατέρα της. «Όλα είναι εντάξει, πατέρα. Τον γνωρίζω εδώ κι αρκετό καιρό τον κύριο Ντρόγκαρ. Δουλεύουμε μαζί στο περιοδικό Από Καρδιάς και με βοηθάει στις προσπάθειές μου να ανακαλύψω το Δολοφόνο του Κόβεντ Γκάρντεν». «Θεέ και Κύριε! Τρελάθηκες, κορίτσι μου; Οι δολοφονίες δεν είναι δουλειά για γυναίκες!» Η Λίνζι τον κοίταξε με ένα ύφος που έλεγε ότι αυτά τα είχε ξανακούσει πολλές φορές. «Δώσε μας ένα λεπτό, πατέρα. Πρέπει να ακούσω τι έχει να πει». Ο βαρόνος έριξε μια αγριεμένη ματιά στον Θορ. «Εντάξει. Μόνο δύο λεπτά. Στο σαλόνι. Και αφήστε τις πόρτες ανοιχτές». «Όπως επιθυμείτε, λόρδε μου», είπε ο Θορ κλίνοντας ελαφρά το κεφάλι. Ακολούθησε μετά τη Λίνζι, που τον οδήγησε σε ένα κομψό σαλόνι και κάθισαν στον καναπέ, φροντίζοντας να υπάρχει η δέουσα απόσταση ανάμεσά τους. «Αν αυτό έχει να κάνει με οτιδήποτε άλλο εκτός από τον αδερφό μου...» «Το ξέρω ότι δε με έχεις συγχωρήσει ακόμα. Έχω πληροφορίες που μπορεί να βοηθήσουν». Τον κοίταξε καχύποπτα. «Τι έμαθες;»
«Πήγα να δω τον Σάιμον Μπιλ. Σκέφτηκα ότι μπορεί να ήξερε αυτή τη γυναίκα, την Τίλι, που ανέφερε η Σίλκι Τζέιμσον». Στη διάρκεια της επιστροφής τους με την άμαξα, είχε απαιτήσει να μάθει τι είχαν μάθει η Λίνζι και η Κρίστα από τις γυναίκες της Κόκκινης Πόρτας και εκείνες, αν και απρόθυμα, του είχαν πει. «Και τι είπε ο Μπιλ;» τον ρώτησε. «Είπε ότι η μόνη Τίλι που ήξερε ήταν η Τίλι Κουτ, η γκουβερνάντα του Στίβεν. Είπε ότι είχε σταματήσει να εργάζεται στο σπίτι του μαρκήσιου όταν προσλήφθηκε εκείνος ως βαλές του νεαρού Μέρικ». «Θυμήθηκε τίποτε άλλο;» «Μόνο ότι δε νόμιζε ότι ο Μέρικ συμπαθούσε αυτή τη γυναίκα. Όσα χρόνια έχει δουλέψει ως βαλές του ο Μπιλ, ο Μέρικ ελάχιστα έχει μιλήσει για την παιδική του ηλικία». Η Λίνζι σηκώθηκε από τον καναπέ. «Πρέπει να τη βρω. Πρέπει να της μιλήσω». Ο Θορ ένιωσε μια αίσθηση θριάμβου. Ήξερε τι θα ήθελε να κάνει η Λίνζι μόλις το μάθαινε και το πρώτο μέρος του σχεδίου του είχε πάει όπως περίμενε. «Την έχω ήδη βρει. Και θα σε πάω να τη δεις». Άρχισε να κουνάει αρνητικά το κεφάλι της. «Πες μου απλώς πού μένει». «Δεν πρόκειται να το κάνω αυτό, Λίνζι. Είναι πολύ επικίνδυνο. Αν θέλεις να πας, θα έρθω μαζί σου». «Πανάθεμα σε!» «Αυτό λέω κι εγώ στον εαυτό μου από τη μέρα που σου είπα εκείνα τα απαίσια λόγια. Έλα, θα σε πάω τώρα». Της άπλωσε το χέρι, ελπίζοντας ότι θα του έδινε το δικό της. Η Λίνζι τον κοίταξε διστακτικά για λίγο. Όμως πήρε το χέρι του και τον άφησε να την οδηγήσει προς την πόρτα. «Δανείστηκα την άμαξα του αδερφού μου, αλλά σύντομα θα έχω δική μου». Τον κοίταξε ξανά και άφησε το χέρι του μόλις βγήκαν στο χολ. Ο πατέρας της στεκόταν ακόμα στην είσοδο, με τα πόδια ανοιχτά και τα χέρια πλεγμένα πίσω από την πλάτη του. «Ήμουν έτοιμος να μπω μέσα», είπε στη Λίνζι. «Είναι ώρα να φύγει
ο φίλος σου». «Φεύγει, πατέρα. Αλλά πρέπει να πάω μαζί του. Ο Θορ μπορεί να έχει βρει την απόδειξη που χρειαζόμαστε για να σώσουμε τον Ρούντι». «Ο Θορ; Αποκαλείς αυτό τον άντρα με το μικρό του όνομα;» Όμως η Λίνζι είχε ήδη βγει έξω και κατέβαινε τα σκαλιά για να μπει στην άμαξα που περίμενε. «Λίνζι, γύρισε αμέσως πίσω!» φώναξε ο βαρόνος ακολουθώντας τη. «Μην ανησυχείς, πατέρα», του φώναξε από το ανοιχτό παράθυρο της άμαξας. «Θα γυρίσω πολύ σύντομα». Ο Θορ βολεύτηκε στο κάθισμα απέναντι της και ο αμαξάς χτύπησε με το καμτσίκι του τα άλογα, που ξεκίνησαν με γοργό, σταθερό ρυθμό. Μόλις ξεμάκρυναν λίγο, το βλέμμα της Λίνζι έπεσε πάνω του εξεταστικό. «Είπες στον πατέρα μου ότι θα με παντρευτείς. Πώς μπόρεσες να κάνεις κάτι τέτοιο;» «Το έκανα επειδή είναι η αλήθεια. Μου ανήκεις, Λίνζι. Και βαθιά μέσα σου το ξέρεις». Ανασήκωσε με πείσμα το πιγούνι της. «Δεν ανήκω σε κανέναν άντρα και κυρίως σ’ εσένα!» Ο Θορ δεν απάντησε. Η Λίνζι ήταν εκεί, μαζί του, και αυτό ήταν μια καλή αρχή. Ήταν αποφασισμένη να μιλήσει στη γυναίκα με το όνομα Τίλι Κουτ και εκείνος σκόπευε να τη βοηθήσει. Η Λίνζι ήταν σίγουρη ότι ο αδερφός της ήταν αθώος και ο Θορ είχε μάθει να εμπιστεύεται το ένστικτό της. Ίσως έβρισκαν αυτό που χρειάζονταν για να αποδείξουν την αθωότητα του Ρούντι Γκρέιαμ. Έπειτα ο Θορ θα έβλεπε πώς θα κατάφερνε να την κάνει γυναίκα του. *** Η Τίλι Κουτ έμενε σε ένα ετοιμόρροπο σπίτι με ξύλινο σκελετό στην άκρη της πόλης. Χορτάρια είχαν ξεφυτρώσει ανάμεσα στις σανίδες της ισόγειας βεράντας και τα ξύλινα σκαλοπάτια είχαν ρωγμές
και σπασίματα. Η Τίλι τους άνοιξε φορώντας ένα φθαρμένο εμπριμέ φόρεμα από μουσελίνα κάτω από μια σκοροφαγωμένη μάλλινη μπλούζα. Ήταν μια γυναίκα γερασμένη · τα ξανθά της μαλλιά είχαν αρχίσει να γκριζάρουν και τα δόντια της ήταν κιτρινισμένα. Κάποτε, πριν από πολλά χρόνια, όταν ήταν γκουβερνάντα του Στίβεν, ίσως ήταν όμορφη. Τώρα πια, όχι. «Καλησπέρα, κυρία Κουτ», της είπε ευγενικά η Λίνζι. «Καλησπέρα. Πώς μπορώ να σας βοηθήσω;» «Λέγομαι Λίνζι Γκρέιαμ και ο κύριος από δω είναι ο Θορ Ντρόγκαρ. Ήρθαμε να σας μιλήσουμε για την εποχή που εργαζόσασταν ως γκουβερνάντα για το μαρκήσιο του Γουέξφορντ. Θα μπορούσατε να μας διαθέσετε λίγο από το χρόνο σας;» «Βασικά, είναι δεσποινίς Κουτ, όχι κυρία», τη διόρθωσε εκείνη. «Και, ναι, υποθέτω ότι έχω χρόνο. Δεν έχω και πολλά πράγματα να κάνω αυτές τις μέρες». Έκανε πίσω για να τους αφήσει να περάσουν στο εσωτερικό ενός σπιτιού παραφορτωμένου με μπιμπελό που θα είχε κάνει χρόνια να μαζέψει, στοίβες ξεθωριασμένων εφημερίδων και υπερβολικά πολλά έπιπλα για έναν τόσο μικρό χώρο. Η δεσποινίς Κουτ τους πρόσφερε τσάι, που η Λίνζι και ο Θορ αρνήθηκαν, και έτσι κάθισαν και οι τρεις στο σαλόνι. «Δούλεψα για την ευγένειά του σχεδόν δεκατρία χρόνια», τους είπε περήφανα η δεσποινίς Κουτ. «Καλός άνθρωπος, πάντα ευγενικός με τους υπαλλήλους του. Όταν ο μικρός Στίβι έκλεισε τα δεκατρία, ο μαρκήσιος θεώρησε ότι το έργο μου ως γκουβερνάντας του είχε ολοκληρωθεί». «Σας απέλυσε;» «Δε χρειαζόταν άλλο τις υπηρεσίες μου. Μου έδωσε την αποζημίωσή μου συν ένα μπόνους επειδή είχα κάνει τόσο καλή δουλειά. Αυτό ακριβώς είπε... “Κάνατε θαυμάσια δουλειά με την ανατροφή του γιου μου, δεσποινίς Κουτ”. Είπε ότι είχα καταφέρει θαυμάσια να διδάξω τον μικρό Στίβι να προσέχει τους τρόπους του». «Ο Στίβεν ήταν δύσκολο παιδί, λοιπόν;» ρώτησε η Λίνζι. «Όχι και τόσο δύσκολο από τη στιγμή που τα συμφωνήσαμε». Κούνησε το κεφάλι της. «Στην αρχή όμως, ήταν φοβερός μπελάς. Δεν
άκουγε καθόλου και το έσκαγε συνεχώς για να παίζει αντί να κάνει τις εργασίες που του έβαζε ο παιδαγωγός του, ο κύριος Μπαρνς». «Εσείς τι κάνατε γι’ αυτό;» Η συνομιλήτριά τους γέλασε πονηρά. «Τον κανόνιζα για τα καλά το διαβολάκο. Τον έδενα, αυτό έκανα. Δανείστηκα μερικά ωραία μεταξωτά φουλάρια από τη μαμά του, για να μην τον κόβουν. Τον έδενα στο κρεβάτι όποτε ήταν άτακτος». Η καρδιά της Λίνζι χτυπούσε σαν τρελή. «Τον δένατε;» Η Τίλι χαμογέλασε, δείχνοντας τα κιτρινισμένα της δόντια. «Έτσι ηρεμούσε αμέσως». «Και η μητέρα του ήξερε τι κάνατε;» «Η λαίδη Γουέξφορντ; Όχι μόνο το ήξερε, αλλά χαιρόταν κιόλας που το έκανα. Βλέπετε, ο Στίβι δεν ήταν αληθινός γιος της. Μητέρα του ήταν η πρώτη λαίδη Γουέξφορντ, που είχε πεθάνει. Η δεύτερη λαίδη και ο μικρός Στίβι δεν τα πήγαιναν καλά». «Εσείς πώς τα πηγαίνατε με τον μικρό Στίβι;» τη ρώτησε ο Θορ και το υπονοούμενο που έκρυβε ο τόνος του δεν πέρασε απαρατήρητο από τη Λίνζι. «Μια χαρά. Είχα μια ωραία γερή βέργα, βλέπετε. Τη φυλούσα εκεί, στο παιδικό δωμάτιο. Και τη χρησιμοποιούσα στον πισινούλη του όποτε δε φερόταν όπως έπρεπε. Δεν άργησε να καταλάβει ότι έπρεπε να κάνει αυτό που του έλεγα». «Κι όταν ήταν μεγαλύτερος;» επέμεινε ο Θορ. «Τι του ζητούσατε να κάνει για σας τότε;» Η Λίνζι γύρισε και τον κοίταξε παραξενεμένη. Δεν καταλάβαινε πού το πήγαινε. Όταν ξανακοίταξε την Τίλι όμως, είδε ότι είχε αρχίσει να ιδρώνει. «Δεν του ζήτησα να κάνει τίποτα που δεν του άρεσε. Μεγάλωνε, γινόταν άντρας, έτσι δεν είναι; Έπρεπε να μάθει μερικά πραγματάκια για τις γυναίκες. Ε, εγώ απλώς τον βοήθησα να τα μάθει». Η Λίνζι έμεινε άναυδη, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει αυτό που έλεγε η νταντά του Στίβεν. Δεν μπορεί να εννοούσε ότι είχε επιβάλει στο μικρό αγόρι να ικανοποιεί τις ερωτικές της ορέξεις. Από το σκοτεινό βλέμμα του Θορ όμως, κατάλαβε ότι αυτό ακριβώς εννο-
ούσε. Σηκώθηκε από τον καναπέ με πόδια που έτρεμαν ελαφρά. «Νομίζω ότι είναι ώρα να πηγαίνουμε, δεσποινίς Κουτ. Ευχαριστούμε πολύ για τις πληροφορίες». «Όπως είπα, απλώς του έμαθα όσα έπρεπε να ξέρει». «Είμαι σίγουρη γι’ αυτό», είπε η Λίνζι. Μέσα της όμως σκεφτόταν ότι δεν ήταν καθόλου περίεργο που ο Στίβεν μισούσε την Τίλι Κουτ. Και μάλλον είχε μόλις ανακαλύψει γιατί είχε δολοφονήσει εκείνες τις άτυχες γυναίκες. *** «Είσαι καλά;» Η φωνή του Θορ από την απέναντι πλευρά της άμαξας την έβγαλε από τις σκέψεις της. «Καλά είμαι». Σήκωσε τα μάτια της και τον κοίταξε. «Πώς ήξερες τι είχε κάνει στον Στίβεν;» Το σαγόνι του σφίχτηκε. «Υπήρχε κάτι στο πρόσωπό της... εκείνο το είδος ανάγκης που ένας άντρας αναγνωρίζει σε μια γυναίκα, όποια κι αν είναι η ηλικία της. Δεν είχε άντρα στη ζωή της -ούτε τότε ούτε τώρα. Δε χρειαζόταν και πολύ για να μαντέψω ότι είχε ικανοποιήσει αυτή την ανάγκη της με το αγόρι». Περισσότερο από ένστικτο το είχε καταλάβει παρά το είχε μαντέψει, σκέφτηκε η Λίνζι. Ένα πράγμα που είχε μάθει για τον Θορ ήταν ότι είχε δυνατά ένστικτα. Αναστέναξε. «Αναλογίζομαι τι πρέπει να πέρασε ο Στίβεν όταν ήταν παιδί». «Πολλοί άνθρωποι αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην παιδική τους ηλικία. Αυτό δεν είναι δικαιολογία για να δολοφονούν». Στη φωνή του υπήρχε κάτι που τράβηξε την προσοχή της. Πάντα είχε την περιέργεια να μάθει για το παρελθόν του. «Κι εσύ; Είχες δύσκολη παιδική ηλικία;» Ο Θορ σήκωσε τους στιβαρούς του ώμους, τεντώνοντας το ύφασμα του σκούρου καφέ σακακιού του. Φορούσε επίσης ένα κομψό γιλέκο και ένα τέλεια δεμένο μαντίλι στο λαιμό του. Αν δεν τον ήξερε καλά, θα έπαιρνε όρκο ότι ήταν ένας τζέντλεμαν με τα όλα του. «Η μητέρα μου πέθανε όταν ήμουν οχτώ ετών», της είπε, ξαφνιά-
ζοντας την επειδή σπάνια μιλούσε για το πώς ήταν η ζωή του πριν έρθει στην Αγγλία. «Τη θυμάμαι πολύ αμυδρά. Ο Λέιφ ήταν ο μεγαλύτερος, έτσι ήταν πιο κοντά στον πατέρα μας. Από μια άποψη, αυτό ήταν καλό, υποθέτω. Με ανάγκασε να μεγαλώσω γρήγορα, να μάθω να φροντίζω τον εαυτό μου. Είναι καλό για έναν άντρα να ξέρει πώς να τα βγάζει πέρα». Η Λίνζι όμως κατάλαβε ότι θα του είχε λείψει η αγάπη της μητέρας του. Τώρα που το καλοσκεφτόταν, και κρίνοντας από την ανεξάρτητη φύση του και την απόσταση που κρατούσε από τους άλλους, συνειδητοποίησε ότι αυτό που χρειαζόταν περισσότερο και δεν είχε ποτέ ο Θορ ήταν η αγάπη μιας γυναίκας. Με μια μικρή σουβλιά πόνου στην καρδιά, θυμήθηκε ότι κάποτε ήθελε να του δώσει αυτή την αγάπη όσο τίποτα στον κόσμο. «Έχω πολύ καιρό να σκεφτώ τη μητέρα μου», συνέχισε εκείνος. «Ο πατέρας μου έλεγε ότι έχω πάρει τον ήπιο χαρακτήρα της. Δεν ξέρω». Όμως η Λίνζι ήξερε ότι αυτό ήταν αλήθεια. Σκέφτηκε ότι, αν και ήταν ο πιο αρρενωπός άντρας που είχε γνωρίσει στη ζωή της, είχε μια πλευρά ευαίσθητη και στοργική. Ο συνδυασμός ήταν θανάσιμα γοητευτικός. Και ήταν ο λόγος που τον είχε ερωτευτεί. Ο πόνος κέντρισε πάλι την καρδιά της. Τα πράγματα ήταν διαφορετικά τώρα. Ή μήπως όχι; Η Λίνζι έστρεψε το βλέμμα της στο παράθυρο χαζεύοντας έξω. Είδε μια αδέσποτη γάτα να τρέχει σε ένα σοκάκι και άκουσε το θόρυβο ενός κάδου σκουπιδιών που αναποδογύριζε. «Καλύτερα να με πας στο σπίτι. Πρέπει να μιλήσω στον υπαστυνόμο Χάρβι και να του δώσω αυτές τις νέες πληροφορίες. Και ο πατέρας μου θα αναρωτιέται πού είμαι». «Θα σε πάω στο σπίτι σου, αλλά όχι ακόμα». Τον κοίταξε ανήσυχα. «Πού πάμε τότε;» «Πρέπει να μιλήσουμε. Θα πάμε στο διαμέρισμά μου». Στο νου της ήρθε η τελευταία φορά που είχε πάει στο διαμέρισμά του. Θυμήθηκε τις φλογερές ερωτικές τους στιγμές και ένα βαθύ
κόκκινο χρώμα έβαψε τα μάγουλά της. «Δεν έρχομαι στο σπίτι σου, Θορ. Ούτε τώρα, ούτε καμία άλλη φορά. Σου ζητώ ξανά να με πας στο σπίτι μου». Σταύρωσε τα χέρια του πάνω στο στήθος του. «Όχι ακόμα». Δηλαδή, απλώς την αγνοούσε. «Σταμάτησε την άμαξα αυτή τη στιγμή, αλλιώς ορκίζομαι ότι θα αρχίσω να ουρλιάζω». Και, βλέποντας ότι εκείνος δεν έκανε καμία κίνηση για να συμμορφωθεί με την επιθυμία της, άνοιξε το στόμα της, μα πριν βγάλει τον παραμικρό ήχο, την τράβηξε πάνω στα γόνατά του και έπνιξε την κραυγή της με ένα φιλί. Τα χείλη του ήταν καυτά και κτητικά, γνώριμα και τόσο, ω, τόσο δελεαστικά... Ήταν ένα σκληρό, κατακτητικό φιλί, που σιγά σιγά μαλάκωσε σαν να την καλόπιανε, ένα φιλί που της θύμισε πώς ήταν όταν τη φιλούσε στο παρελθόν. Της άνοιξε τα χείλη με τη γλώσσα του και η γεύση του πλημμύρισε τις αισθήσεις της. Το αντρικό του άρωμα, αναμεμειγμένο με την ευωδιαστή του κολόνια, την τύλιξε ολόκληρη. Πρόσταξε τον εαυτό της να ελευθερωθεί από τα μπράτσα του, αλλά ένιωθε ανήμπορη έτσι όπως την αγκάλιαζε εκμαυλιστικά η θερμότητα που ανέδιδε το τεράστιο σκληρό κορμί του. Το μυώδες του στέρνο πιέστηκε πάνω στα στήθη της και οι ρόδινες θηλές της σκλήρυναν και άρχισαν να πάλλονται. Ο Θορ πήρε το πρόσωπό της στις παλάμες του και τη φίλησε, τρυφερά αλλά παθιασμένα. «Μου έλειψες», της είπε σιγανά ανάμεσα σε απανωτά φιλιά και μικρές δαγκωματιές. «Δεν είμαι ευτυχισμένος χωρίς εσένα». Ακολούθησε άλλο ένα βαθύ φιλί που της παρέλυσε το μυαλό. Η Λίνζι δεν μπορούσε να σκεφτεί, δεν μπορούσε σχεδόν να ανασάνει. Ήξερε ότι θα έπρεπε να τον σταματήσει, αλλά το σώμα της ανταποκρινόταν, φλεγόταν, έλιωνε στην αγκαλιά του και η τελευταία της σκέψη αντίστασης εξανεμίστηκε. Θυμήθηκε όλα όσα είχαν μοιραστεί και τον φίλησε κι εκείνη με όλη τη λαχτάρα που κόχλαζε μέσα της. Η φλόγα της επιθυμίας την πυρπόλησε ολόκληρη και, όταν ο Θορ τραβήχτηκε λίγο για να φιλήσει το πλάι του λαιμού της, έγειρε πίσω το
κεφάλι της για να τον διευκολύνει. «Μ’ αγαπούσες κάποτε», της ψιθύρισε στο αυτί. «Έτσι είπες. Το αρνείσαι;» Διεκδίκησε το στόμα της με ένα αργό, μεθυστικό φιλί που της έκοψε την ανάσα. «Πες μου». Άλλο ένα καυτό φιλί την έκανε να τρέμει σύγκορμη. «Λέγε, το αρνείσαι;» «Όχι... σ’ αγαπούσα». Πέρασε τη γλώσσα του πάνω από το κάτω της χείλι που τρεμούλιαζε. «Ήθελες να παντρευτούμε». «Ναι...» Έσυρε το δάχτυλό του στο μάγουλό της και της σήκωσε το κεφάλι για να την κοιτάξει κατάματα. «Τότε θα με παντρευτείς». Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά, αλλά εκείνος παγίδευσε το πρόσωπό της ανάμεσα στα χέρια του και την ξαναφίλησε με ένα βαθύ, σαρωτικό φιλί που ήταν υπενθύμιση και υπόσχεση μαζί. Πριν τελειώσει, η Λίνζι ήταν στα χέρια του υπνωτισμένη και εύπλαστη σαν ένα κομμάτι πηλός. Τότε ήταν που αντιλήφθηκε ότι ο Θορ είχε κλείσει τις κουρτίνες στα παράθυρα. Σαν μέσα σε όνειρο, τον άκουσε να λέει στον αμαξά να συνεχίσει μέχρι να του πει εκείνος να σταματήσει. Δεν του αντιστάθηκε όταν ξεκούμπωσε την πλάτη του φορέματος της και το κατέβασε από τους ώμους της, ούτε όταν το χέρι του γλίστρησε μέσα στο μπούστο του κορσέ της για να χαϊδέψει τα στήθη της. Της τα χάιδεψε ένα ένα τρυφερά, ώσπου οι σκληρές κορυφές τους ανατρίχιασαν κάτω από τα δάχτυλά του. Δεν τον σταμάτησε ούτε όταν έσκυψε το μελαχρινό του κεφάλι να τις γευτεί, πιπιλώντας και γλείφοντάς τες ώσπου την ένιωσε να σπαρταράει στην αγκαλιά του, παλεύοντας να μην τον ικετεύσει να συνεχίσει κι άλλο. «Θα παντρευτούμε», της είπε ανάμεσα σε μικρές δαγκωματιές και φιλιά, «όπως θα έπρεπε να είχαμε κάνει από την αρχή». Η Λίνζι κατάπιε με δυσκολία. Είχε πάρει φωτιά, καιγόταν από επιθυμία για εκείνον. Λαχταρούσε να την αγγίξει και να τον νιώσει μέσα της. «Πες το», την πρόσταξε βασανίζοντάς την τρυφερά. «Πες ότι θα με
παντρευτείς». Η Λίνζι αισθάνθηκε το χέρι του κάτω από το μισοφόρι της, να τη θωπεύει απαλά και επιδέξια, κι έπειτα πιο επίμονα. Την πλημμύρισε ολόκληρη μια άγρια και γλυκιά ηδονή. Βρισκόταν μια ανάσα από την κορύφωση, όταν εκείνος σταμάτησε. «Πες το». Η Λίνζι άφησε έναν μικρό ήχο σαν λυγμό, πασχίζοντας να βρει τη φωνή της. Θα του έλεγε ό,τι ήθελε, αρκεί να συνέχιζε. «Πες το!» απαίτησε ο Θορ χαϊδεύοντάς τη βαθιά και πάλι. «Θα... θα σε παντρευτώ». Όμως, αντί να της δώσει αυτό που ήθελε, απέσυρε το χέρι του από κάτω από το φόρεμά της, την ανασήκωσε και την κάθισε πάνω του, καβάλα στους μηρούς του. Η Λίνζι βόγκηξε όταν άνοιξε το μπροστινό μέρος του παντελονιού του, ελευθέρωσε τον ανδρισμό του, την ξανασήκωσε και την κάρφωσε πάνω του. Το κεφάλι της έγειρε πίσω και τα βλέφαρά της βάρυναν κι έκλεισαν. Τι έκσταση ήταν αυτή! Τύλιξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του καθώς εκείνος την πλάγιασε στο βελούδινο κάθισμα της άμαξας και άρχισε να εισχωρεί μέσα της. Οι βαθιές, δυνατές διεισδύσεις του έκαναν το κορμί της να φλέγεται. Ο τρόπος που αποτραβιόταν και βυθιζόταν ξανά μέσα της με ορμή ήταν τόσο συγκλονιστικός, που έτρεμε ολόκληρη. Τίποτα ως τώρα δεν της είχε φανεί τόσο απολαυστικό και τόσο σωστό όσο αυτό το σμίξιμο. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησε ότι, παρά τα απαίσια πράγματα που της είχε πει και είτε την αγαπούσε είτε όχι, ήταν ο μόνος άντρας που ήθελε. Και όποιος κι αν ήταν ο λόγος που είχε αλλάξει γνώμη, η Λίνζι θα τον παντρευόταν. «Λίνζι... καρδιά μου», της ψιθύρισε φιλώντας την ξανά καθώς την ταξίδευε σ’ εκείνο το μαγικό μέρος που μόνο εκείνος μπορούσε τόσο εύκολα να την πάει. Άφησε μια κραυγή, φτάνοντας στην κορύφωσή της με την αίσθηση ότι απελευθερωνόταν και τιναζόταν ως τα αστέρια. Ο Θορ την ακολούθησε λίγα λεπτά αργότερα· οι μύες του τεντώθηκαν στο πλατύ του στέρνο και οι μηροί του, εκεί που την πίεζαν για να ανοίξει τα πόδια της και να τον δεχτεί μέσα της, ήταν σκληροί σαν ατσάλι. Σε
κάποια γωνιά του μυαλού της, μια μικρή φωνή της θύμισε ότι είχε σταματήσει να παίρνει το αντισυλληπτικό γιατροσόφι του Σαμίρ, αλλά δεν την ένοιαζε πια. Και η αλήθεια ήταν ότι ήθελε ένα παιδί από τον Θορ. Κύλησαν μαζί μαλακά από τα ουράνια που είχαν αγγίξει και τελικά προσγειώθηκαν και πάλι στη γη. Ο Θορ παραμέρισε μια καστανόξανθη μπούκλα από το μάγουλό της και, σκύβοντας το κεφάλι του, τη φίλησε πολύ απαλά. «Θα μιλήσω στον πατέρα σου». Η Λίνζι συνήλθε απότομα από τη γλυκιά της αποχαύνωση και δάγκωσε το χείλι της προσπαθώντας να φανταστεί τη σκηνή με τον πατέρα της. «Όχι ακόμα. Πρέπει να... να τον προετοιμάσω λίγο». Αν ήταν βέβαια δυνατό να τον προετοιμάσει για ένα τέτοιο σοκ. Οι γονείς της θα γίνονταν έξαλλοι φυσικά. Ήθελαν να την παντρέψουν με έναν τζέντλεμαν, κάποιον από τη δική τους προνομιούχο τάξη, όπως ο Μάικλ Χάρβι ή κάποιος άλλος από τους άντρες της λίστας τους. Όμως η Λίνζι δεν αγαπούσε τον Μάικλ. Αγαπούσε τον Θορ και ήταν αποφασισμένη. Δεν ήξερε για ποιο λόγο ήταν εξίσου αποφασισμένος και ο Θορ να παντρευτούν. Ίσως από σαρκική επιθυμία, ίσως από κάτι περισσότερο. Με τον καιρό θα ανακάλυπτε την αλήθεια. Χάιδεψε το μάγουλό του, νιώθοντας τα τραχιά γένια που είχαν ήδη αρχίσει να μεγαλώνουν στο σαγόνι του. Μακάρι να μπορούσαν να μιλήσουν, να αρχίσουν να σχεδιάζουν το μέλλον τους, αλλά θα είχαν καιρό αργότερα γι’ αυτό. Αυτό που προείχε τώρα ήταν να βρουν έναν τρόπο να σώσουν τον Ρούντι. Η Λίνζι ανακάθισε και άρχισε να συγυρίζει τα ρούχα της. «Πρέπει να μιλήσω στον Μάικλ», είπε. «Πρέπει να του πω αυτά που μάθαμε από την Τίλι Κουτ». Είδε το πρόσωπο του Θορ να συννεφιάζει και συνειδητοποίησε πολύ αργά ότι ήταν μεγάλο λάθος της να χρησιμοποιήσει το μικρό όνομα του υπαστυνόμου. Αντί να δώσει εντολή στον αμαξά να κάνει αναστροφή και να την πάει στο σπίτι της, ο Θορ άρχισε να τη φιλάει ξανά. Κι έπειτα την ξάπλωσε πάλι ανάσκελα στο κάθισμα και, σκεπά-
ζοντάς τη με το κορμί του, της έκανε έρωτα για άλλη μία φορά. Ένα κύμα γλυκιάς ηδονής παρέσυρε κάθε της σκέψη για οποιονδήποτε άλλον άντρα.
Κεφάλαιο 19 Θα έπρεπε να της το είχε πει. Θα έπρεπε να της είχε πει τις μαγικές λέξεις που ήξερε ότι κάθε γυναίκα ονειρευόταν ν’ ακούσει. Θα έπρεπε να της είχε πει ότι την αγαπούσε. Ο Θορ τα έβαλε με τον εαυτό του καθώς πήδησε στη ράχη του Ξίφους και το έβγαλε από το στάβλο στη χλοερή ανοιχτή έκταση του Γκριν Παρκ. Τόσο νωρίς το πρωί δεν υπήρχε κανένας άλλος να τους ενοχλήσει. Οι πρώτες χλομές ακτίνες του ήλιου είχαν μόλις αρχίσει να φωτίζουν το χαλικόστρωτο μονοπάτι που ξεδιπλωνόταν γύρω στο πάρκο. Ο Θορ ερχόταν κάθε μέρα έτσι νωρίς για να δουλεύει με τον επιβήτορα, να τον ιππεύει, να τον ημερώνει και να βεβαιώνεται ότι τον φρόντιζαν καλά. Αν και ο νεαρός Τόμι Μπούκερ ήταν εξαιρετικός ιπποκόμος, ο Θορ περνούσε να δει το άλογό του και τα βράδια όσο πιο συχνά μπορούσε. Το Ξίφος ήταν το μέλλον του, το πρώτο από τα καθαρόαιμα άλογα που σκόπευε να αρχίσει να εκτρέφει μόλις αποκτούσε δική του γη στην εξοχή. Ένα μέλλον που ήταν αποφασισμένος να μοιραστεί με τη Λίνζι. Κάνοντας το γύρο του πάρκου και παροτρύνοντας το άλογο να ταχύνει το βήμα του, ο Θορ αναλογίστηκε πόση δουλειά τον περίμενε ακόμα σ’ αυτό τον τομέα. Μόλις τελείωνε την πρωινή του ιππασία, θα πήγαινε στο σπίτι του αδερφού του για το καθημερινό του μάθημα με την Κρίστα, που του δίδασκε πώς να γίνει τζέντλεμαν. Τα πήγαινε καλά, ωστόσο, σκέφτηκε. Προσπαθούσε σκληρά να μάθει τους περίπλοκους μικρούς κανόνες που έπρεπε να γνωρίζει αν ήθελε να τον δεχτεί η οικογένεια της Λίνζι. Ο Θορ δεν είχε αυταπάτες γι’ αυτό. Μπορεί να περνούσαν χρόνια μέχρι να τον αποδεχτούν ως σύζυγο της κόρης τους. Όμως αυτό δεν είχε σημασία. Η Λίνζι του ανήκε και αυτό δεν άλλαζε πλέον. Ούτε εκείνος ήθελε να αλλάξει. Έσκυψε προς τα εμπρός και χάιδεψε τον λείο λαιμό του Ξίφους. Είχε αρχίσει να φυσάει και ο άνεμος μαστίγωνε το χορτάρι του πάρκου
που είχε κάψει ο παγετός. Παρακίνησε τον επιβήτορα να τρέξει λίγο πιο γρήγορα κι έπειτα τον άφησε ελεύθερο να καλπάσει με ξέφρενη ταχύτητα. Ο Θορ ένιωσε για άλλη μία φορά περηφάνια, ακόμα και κάποια έκπληξη για το υπέροχο άλογο που ίππευε. Ήξερε ότι, όσα χρόνια κι αν περνούσαν, δε θα μπορούσε ποτέ να ξεπληρώσει τη Λίνζι για το πολύτιμο δώρο που του είχε κάνει. Η εικόνα της ξανάρθε στο μυαλό του. Έπρεπε να της το είχα πει. Έπρεπε να της τα είχα πει αυτά τα λόγια. Έπρεπε να της είχε πει ότι την αγαπούσε, γιατί ήταν αλήθεια. Ήταν το παν για εκείνον. Το παν. Χωρίς εκείνη, η ζωή του δεν είχε κανένα νόημα. Όμως στον τόπο απ’ όπου καταγόταν, έναν κόσμο πολεμιστών όπου οι γυναίκες χρησίμευαν κυρίως για να ικανοποιούν τις ορέξεις των αντρών, οι άντρες δε μιλούσαν γι’ αγάπη. Ήταν σπάνιο πράγμα να νιώσει έτσι ένας άντρας και το συναίσθημα αυτό σπάνια το παραδέχονταν. Ήξερε, ωστόσο, ότι ο αδερφός του αγαπούσε τη γυναίκα του. Ίσως και ο πατέρας του να είχε αγαπήσει τη μητέρα του. Τώρα που καταλάβαινε τι σήμαινε αγάπη, σκεφτόταν ότι εκείνο το απόμακρο, χαμένο ύφος που είχε διακρίνει μερικές φορές στα μάτια του πατέρα του ίσως οφειλόταν στη νοσταλγία του για τη γυναίκα που είχε αγαπήσει και είχε χάσει. Ο Θορ τράβηξε το χαλινάρι του αλόγου για να κόψει ταχύτητα και συνέχισαν να ακολουθούν την κυκλική διαδρομή για τους ιππείς. Σύντομα θα έλεγε στη Λίνζι πώς ένιωθε, θα της ομολογούσε ότι την αγαπούσε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στον κόσμο. Την κατάλληλη στιγμή, θα της έλεγε τα λόγια. Ο Θορ αναστέναξε καθώς επέστρεφε το άλογο στο στάβλο. Δεν καταλάβαινε γιατί, αλλά αυτή η εξομολόγηση του φαινόταν ότι ήταν πιο τρομαχτική από κάθε άλλη πρόκληση που είχε αντιμετωπίσει στη ζωή του. Ακόμα και η μάχη με τους Μπερσέρκ στο νησί του, ανθρώπους ασυνείδητους που άφηναν σωρούς πτωμάτων στο διάβα τους, τον τρόμαζε λιγότερο.
Θα της το έλεγε, είπε μέσα του, και σύντομα μάλιστα. Απλώς δεν ήταν σίγουρος ακριβώς πότε. *** Ο ήλιος είχε μόλις ανατείλει το επόμενο πρωί όταν η Λίνζι πήγε να αναζητήσει τον Θορ στο στάβλο όπου είχε νοικιάσει χώρο για το μεγάλο μαύρο του άλογο. Ήξερε ότι περνούσε όσο το δυνατό περισσότερη ώρα εδώ, τόσο τα πρωινά όσο και τα βράδια. Ο επιβήτορας ήταν το πιο πολύτιμο απόκτημά του και η Λίνζι ήξερε τι σήμαινε για εκείνον. Κόντευε να φτάσει στο στάβλο, όταν είδε τον Θορ να έρχεται καβάλα στο άλογό του προς το μέρος της. Έδειξε να ξαφνιάζεται που την είδε, αλλά αμέσως μετά τα μάτια του πήραν μια βαθύτερη γαλάζια απόχρωση, κοιτάζοντάς τη μ’ εκείνη τη φλόγα που πάντα του ξυπνούσε η παρουσία της. Η Λίνζι χαμογέλασε καθώς ο Θορ έφτασε στον ανοιχτό χώρο μπροστά στο στάβλο. Ήταν ένα θέαμα που έκοβε την ανάσα πάνω στο πανέμορφο άλογό του, με το μαύρο παντελόνι ιππασίας και τις φαρδιές του πλάτες, που έκρυβαν τον ήλιο. Ο Θορ σταμάτησε το Ξίφος. «Καλημέρα», της είπε με τη σχεδόν τέλεια πλέον αγγλική προφορά του κι ένα χαμόγελο τόσο γλυκό που έκανε την καρδιά της να φτερουγίσει. «Καλημέρα», του απάντησε ζωηρά. «Τι κάνεις εδώ;» τη ρώτησε ξεπεζεύοντας. Τότε ήταν που το Ξίφος αντιλήφθηκε την παρουσία της και τα αυτιά του αμέσως ορθώθηκαν. Τίναξε το όμορφο κεφάλι του και τη χαιρέτησε με ένα χλιμίντρισμα, φανερά ευχαριστημένο που την έβλεπε. Βγάζοντας έναν κύβο ζάχαρης από την τσέπη της, η Λίνζι πλησίασε και του τον πρόσφερε στην ανοιχτή της παλάμη. Έξυσε έπειτα τα αυτιά του επιβήτορα. «Τι όμορφο αγόρι που είσαι!» του είπε και το Ξίφος τίναξε ξανά το κεφάλι του σαν να συμφωνούσε. Η Λίνζι στράφηκε και πάλι στον Θορ. «Ήρθα για να σου μιλήσω. Είχα την ελπίδα ότι θα σε προλάβαινα πριν φύγεις για τη δουλειά. Και φαντάστηκα ότι αυτό θα ήταν κατάλληλο μέρος για να μιλήσουμε» «Μου έλειψες». Έσκυψε το κεφάλι του και της έδωσε ένα πολύ
απαλό φιλί. Η Λίνζι μισάνοιξε τα χείλη της, αφήνοντάς τον να τη γευτεί με τη γλώσσα του, και ο Θορ άφησε ένα βογκητό. Ίσιωσε μετά την πλάτη του και το πλατύ του στέρνο τεντώθηκε. «Τι θέλεις να συζητήσουμε;» Ξέροντας κάθε σπιθαμή του απίστευτου κορμιού του, η Λίνζι τον ξανάδε γυμνό μέσα στον κύκλο των πέτρινων ερειπίων και χρειάστηκε να καταβάλει μεγάλη προσπάθεια για να διώξει αυτή την εικόνα από το μυαλό της. Καθάρισε το λαιμό της. «Σκεφτόμουν το θέμα της Τίλι Κουτ. Σήμερα το απόγευμα θα πάω στο αστυνομικό τμήμα». Του έριξε ένα αιχμηρό βλέμμα καθώς θυμήθηκε τις στιγμές ερωτικού πάθους που είχαν μοιραστεί μέσα στην άμαξα και προσπαθώντας να μην κοκκινίσει. «Όπως σκόπευα να κάνω και χτες». Της έριξε κι εκείνος, με τη σειρά του, ένα φλογερό βλέμμα, που η Λίνζι αγνόησε αποφασιστικά. «Πρέπει να πω στον αστυνόμο Μπέρτραμ όσα μας είπε η Τίλι Κουτ για τον Στίβεν». «Πιστεύεις πραγματικά ότι αυτό θα τον πείσει πως ο Μέρικ είναι ο δράστης;» Η Λίνζι άφησε το βλέμμα της να πλανηθεί μακριά. «Αμφιβάλλω. Αυτός ο άνθρωπος έχει βγάλει ήδη ετυμηγορία ότι ο Ρούντι είναι ο δράστης. Μέχρι να βρω ατράνταχτες αποδείξεις, τίποτα δεν πρόκειται να πείσει την αστυνομία για την αθωότητά του». Ο Θορ την παρατηρούσε με ολοένα μεγαλύτερη καχυποψία. «Και τι σχέση έχει αυτό με την Τίλι Κουτ και το λόγο που βρίσκεσαι εδώ;» «Δεν έχει να κάνει ακριβώς με την Τίλι, αλλά με τα φουλάρια που μας ανέφερε. Αν ο Στίβεν είναι όντως ο δολοφόνος του Κόβεντ Γκάρντεν, υπάρχει περίπτωση το φουλάρι ή τα φουλάρια που χρησιμοποίησε για να στραγγαλίσει εκείνες τις γυναίκες να βρίσκονται κάπου στο σπίτι του. Ή μπορεί να βρούμε κάποιο άλλο στοιχείο. Σκεφτόμουν ότι αν καταφέρναμε να μπούμε μέσα...» «Όχι». «Πρέπει να πάμε, Θορ. Χρειαζόμαστε κάποια χειροπιαστή απόδειξη».
«Ακόμα κι αν στεκόσουν τυχερή και έβρισκες τα φουλάρια, δεν μπορείς να αποδείξεις ότι ανήκουν στον Μέρικ». Η Λίνζι συλλογίστηκε το επιχείρημά του. Η αστυνομία αρνιόταν να πιστέψει οτιδήποτε τους έλεγε. Έπρεπε να βρουν μόνοι τους τις αποδείξεις. Όμως πώς μπορούσε να πείσει την αστυνομία να ερευνήσει το σπίτι του υποκόμη; Κι αν το ερευνούσαν και δεν έβρισκαν τίποτα; «Έχεις δίκιο. Πρέπει να μιλήσουμε στον Σάιμον Μπιλ. Ίσως έχει δει τα φουλάρια. Θέλω να πω, οι άντρες συνήθως δεν έχουν φουλάρια. Ο Μπιλ μπορεί να ξέρει ακόμα και πού τα φυλάει ο Στίβεν. Και θα μπορούσε να καθοδηγήσει την αστυνομία κατευθείαν εκεί». Ο Θορ οδήγησε το Ξίφος στο σκιερό εσωτερικό του στάβλου, με τη Λίνζι δίπλα του. «Κι εγώ σκεφτόμουν τον Μπιλ και αναρωτιόμουν τι άλλο μπορεί να ξέρει. Χτες, λοιπόν, του έστειλα ένα μήνυμα. Το σημείωμα που έλαβα ως απάντηση ήταν από την οικονόμο του Μέρικ. Έλεγε ότι ο Σάιμον Μπιλ δεν εργάζεται πλέον για το λόρδο Μέρικ». Τα μάτια της Λίνζι άνοιξαν διάπλατα. «Ο κύριος Μπιλ δουλεύει χρόνια για τον Στίβεν. Γιατί να φύγει; Και μάλιστα ειδικά τώρα, που προσπαθεί να συμβάλει στην απόδοση δικαιοσύνης;» Ο Θορ κούνησε το κεφάλι του προβληματισμένος. «Δε θέλω να το σκέφτομαι, αλλά φοβάμαι ότι κάτι του συνέβη. Όταν πήρα το σημείωμα, πέρασα από το σπίτι του υποκόμη. Σύμφωνα με την κυρία Γούντραφ, την οικονόμο, ο Μέρικ ανακοίνωσε ότι ο κύριος Μπιλ χρειάστηκε να φύγει επειγόντως γιατί είχε προκόψει κάποιο σοβαρό οικογενειακό θέμα. Ο Μπιλ λυπόταν που έφευγε έτσι απροειδοποίητα, αλλά δεν είχε άλλη επιλογή». Η Λίνζι δάγκωσε το χείλι της. «Θεέ μου... λες να τον σκότωσε ο Μέρικ;» «Αν ο υποκόμης ανακάλυψε ότι ο βαλές του μας έδινε προσωπικές πληροφορίες, ένας Θεός ξέρει τι θα ήταν ικανός να κάνει». Η Λίνζι κλονίστηκε, σαν από ξαφνική ζάλη, και ο Θορ την έπιασε από τη μέση για να μην πέσει. «Ο άνθρωπος αυτός είναι επικίνδυνος, Λίνζι, και το ξέρεις». Του έγνεψε καταφατικά. Μέσα της όμως σκεφτόταν ότι τώρα ήταν
πιο σημαντικό από ποτέ άλλοτε να μπει στο σπίτι του Μέρικ. Ίσως τότε ο Μάικλ ή ο Μπέρτραμ την έπαιρναν πιο σοβαρά. Ο χρόνος μετρούσε αντίστροφα για τον Ρούντι. Κάτι έπρεπε να γίνει. *** Αν και η ώρα δεν ήταν περασμένη, αυτή την εποχή του έτους σκοτείνιαζε νωρίς. Μια λάμπα γκαζιού ήταν αναμμένη στη γωνία, αλλά φώτιζε μόνο έναν μικρό κύκλο γύρω από την κολόνα. Ο Στίβεν στεκόταν κρυμμένος στο σκοτάδι έξω από τα γραφεία του περιοδικού Από Καρδιάς. Μέσα, τα φώτα ήταν ακόμα αναμμένα και φαίνονταν από τα παράθυρα, αλλά σε λίγο θα είχαν σβήσει όλα. Η δουλειά της σημερινής μέρας είχε τελειώσει και οι υπάλληλοι έφευγαν ένας ένας. Η άμαξα της Λίνζι περίμενε μπροστά στην είσοδο για να τη μεταφέρει από το Πικαντίλι στο αρχοντικό των γονιών της, στη Μάουντ Στρητ. Λίνζι... Το όνομά της άφηνε μια άσχημη γεύση στο στόμα του. Όταν τον είχε επισκεφθεί ο πατέρας της για να τον ρωτήσει αν ενδιαφερόταν για ένα γάμο με την κόρη του, είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον του. Δεν ήξερε πολύ καλά την κοπέλα, αλλά όλα αυτά τα χρόνια που συναντιόντουσαν ως γείτονες είχε βρει τη συντροφιά της ευχάριστη. Ο πατέρας του άλλωστε είχε γεράσει και σύντομα ο Στίβεν θα γινόταν ο μαρκήσιος του Γουέξφορντ. Θα χρειαζόταν συνεπώς έναν κληρονόμο και η Λίνζι, η κόρη ενός αξιοσέβαστου βαρόνου, ήταν μια αρκετά ικανοποιητική επιλογή. Ήξερε ότι ήταν ανεξάρτητη γυναίκα και, κατά περίεργο τρόπο, αυτό τον βόλευε. Θα χρειαζόταν ελάχιστη προσοχή εκ μέρους του, ίσα για να την αφήσει έγκυο. Υπέθετε ότι θα τα κατάφερνε, αν και η ιδέα ότι θα πλάγιαζε μαζί της δεν τον συγκινούσε. Εκτός, βέβαια, αν αποδεικνυόταν ακόμα λιγότερο υπάκουη απ’ ό,τι φανταζόταν. Του άρεσαν οι γυναίκες που του αντιστέκονταν. Αντλούσε ικανοποίηση από την κατάκτησή τους. Ο Στίβεν ξανακοίταξε μέσα από τα παράθυρα των γραφείων. Τώρα υπήρχε μόνο μία λάμπα αναμμένη. Μέσα ήταν η Λίνζι, αλλά σύντομα θα έφευγε. Ο Στίβεν θα την ακολουθούσε, όπως έκανε εδώ και κά-
μποσα βράδια, από τότε που ανακάλυψε ότι ο βαλές του τον είχε προδώσει. Και ότι η Λίνζι Γκρέιαμ προσπαθούσε να αποδείξει ότι εκείνος ήταν ένοχος για τους φόνους. Ο Στίβεν αναλογίστηκε όλα όσα είχε ανακαλύψει από τότε. Είχε διαπιστώσει ότι η γυναίκα που σκεφτόταν να παντρευτεί δεν ήταν αθώα. Ήταν μια αμαρτωλή μικρή πόρνη που πρόσφερε το κορμί της σ’ εκείνον το μελαχρινό γίγαντα που είχε δουλέψει στους στάβλους του. Ένιωσε τη χολή να ανεβαίνει στα χείλη του. Η παρόρμηση να τυλίξει τα χέρια του γύρω από το λαιμό της και να την πνίξει ήταν τόσο ισχυρή, που σχεδόν τη γευόταν στο στόμα του. Τον είχε εξαπατήσει τους είχε εξαπατήσει όλους. Ήταν πόρνη και την ήθελε νεκρή. Και ήθελε να είναι εκείνος αυτός που θα τη σκότωνε. Όμως αν το έκανε, αν τη σκότωνε με τον τρόπο που τον ευχαριστούσε, που ικανοποιούσε την ανάγκη του όσο τίποτε άλλο, η αστυνομία θα άφηνε ελεύθερο τον Ρούντι Γκρέιαμ. Θα ήταν σαφές, αφού θα βρισκόταν στη φυλακή όταν γινόταν ο τελευταίος φόνος, ότι τις πόρνες στο Κόβεντ Γκάρντεν είχε δολοφονήσει κάποιος άλλος. Ο Στίβεν ήθελε να θεωρηθεί υπεύθυνος ο Ρούντι. Έτσι θα ξεπληρωνόταν ένα παλιό χρέος και εκείνη η στιγμή ταπείνωσής του θα έσβηνε από το μυαλό του μια για πάντα. Στην αρχή, είχε πει στον εαυτό του ότι θα σταματούσε όταν ο Ρούντι θα ήταν πια νεκρός. Κανένας δε θα μάθαινε ποτέ την αλήθεια, κανένας δε θα τον υποπτευόταν για τα εγκλήματα που είχε φορτώσει στον Ρούντι. Άλλωστε, όταν ξεκίνησε, δεν είχε την πρόθεση να σκοτώσει. Όλα άρχισαν μ’ εκείνη την κοπέλα, την Πένι Μπάρκερ, το πορνίδιο που πήγε και γκαστρώθηκε. Δε σκόπευε να τη σκοτώσει, αλλά όταν του είπε για το μωρό τον απείλησε ότι, αν δε δεχόταν να την παντρευτεί, θα πήγαινε στον πατέρα του. Κάτι έσπασε τότε μέσα του. Τη στραγγάλισε εκεί, στο δάσος, και την έθαψε κάτω από ένα γέρικο ήμερο έλατο. Δεν είχε σκοπό να συνεχίσει, αλλά μετά την Πένι, η δίψα του μεγά-
λωνε ολοένα περισσότερο. Η ανάγκη που ένιωθε να καθαρίσει τον κόσμο από τις μικρές βρομιάρες που παρέσυραν τους άντρες στην αμαρτία ήταν πολύ δυνατή για να της αντισταθεί. Με το βλέμμα προσηλωμένο στα γραφεία του περιοδικού, παρακολούθησε άλλον έναν υπάλληλο να φεύγει. Σκέφτηκε τη μικρή πόρνη που λίγο έλειψε να παντρευτεί και πώς θα ήταν αν τύλιγε το φουλάρι του γύρω από το λαιμό της και το έσφιγγε. Θα έπρεπε να περιμένει, αλλά όχι για πολύ. Μετά την εκτέλεση του Ρούντι, θα ξανάρχιζε. Δεν είχε κινδυνεύσει ποτέ να πιαστεί. Ήταν πεπεισμένος ότι μπορούσε να συνεχίσει τη δράση του χωρίς να τον συλλάβουν ποτέ. Είδε την πόρτα να ανοίγει και τη Λίνζι να βγαίνει, να κατεβαίνει τα σκαλιά και να μπαίνει στην άμαξά της. Ο χρόνος τελείωνε για τον Ρούντι Γκρέιαμ. Ήταν σίγουρος ότι θα κρινόταν ένοχος και θα κατέληγε στην αγχόνη. Ο Στίβεν είπε στον εαυτό του ότι έπρεπε να περιμένει μέχρι να κλείσει αυτή η υπόθεση. Όμως καθώς η άμαξα της Λίνζι ξεμάκραινε, η λαχτάρα του να δει τη ζωή να στραγγίζει από το προδοτικό κορμί της μικρής πόρνης έγινε σχεδόν αβάσταχτη. Σταγόνες ιδρώτα σχηματίστηκαν στο μέτωπό του και τα γαντοφορεμένα του χέρια σφίχτηκαν ασυναίσθητα σε γροθιές. Άρχισε να βαδίζει στον σκοτεινό δρόμο, με το φαρδύ του πανωφόρι να ανεμίζει στο ψυχρό νυχτερινό αεράκι. Ακολούθησε τα φώτα της άμαξας προς το σπίτι της Λίνζι. Αργά ή γρήγορα θα ερχόταν η στιγμή που θα την έβρισκε μόνη και απροστάτευτη. Και τότε θα έπρεπε να αποφασίσει αν θα περίμενε τελικά. Οι παλάμες του τον έτρωγαν. Η απόφαση δε θα ήταν δύσκολη. *** Πέρασε άλλη μία μέρα. Η Λίνζι έφυγε νωρίς από το γραφείο και επέστρεψε στο σπίτι της. Ο Θορ δούλευε στην αποβάθρα, έτσι δεν τον είχε δει από εκείνη την πρωινή τους συνάντηση στο στάβλο, αν και τη νύχτα τον είχε δει στο όνειρό της, ένα αισθησιακό, φλογερό όνειρο με τον Θορ να της θωπεύει τα στήθη, το τεράστιο μυώδες του σώμα να την πιέζει στο στρώμα και τον σκληρό του ανδρισμό να κινείται μέσα της.
Καθώς διέσχιζε το χολ πηγαίνοντας προς το σαλόνι, έκανε αέρα με τα χέρια της για να δροσίσει τα μάγουλά της που είχαν ανάψει από τις ερωτικές εικόνες. Μα πώς ήταν δυνατόν να την κάνει να καίγεται από πόθο για εκείνον ακόμα κι όταν ήταν μακριά της; Ξεφύσησε ξαναμμένη. Οι γονείς της ήταν στο σαλόνι. Έπρεπε να τους μιλήσει, να τους ενημερώσει για την απόφασή της να παντρευτεί έναν άντρα που σίγουρα δεν περιλαμβανόταν στη λίστα τους. Θα ήθελε να μπορούσε να περιμένει. Η μητέρα της είχε αρρωστήσει από την αγωνία της για τον Ρούντι και ο πατέρας της έβραζε που ήταν ανήμπορος να καθαρίσει το όνομα του γιου του. Η Λίνζι δεν ήθελε να τους αναστατώσει κι άλλο, αλλά ήξερε ότι ο Θορ δεν μπορούσε να περιμένει. Ήταν αποφασισμένος να παντρευτούν και μάλλον είχε δίκιο. Αφού δεν έπαιρνε πια το γιατροσόφι του Σαμίρ, υπήρχε πιθανότητα να είχε ήδη μέσα της το παιδί του Θορ. Η ιδέα αυτή κανονικά θα έπρεπε να την τρομάζει, αλλά την έκανε να χαμογελάει. Ήθελε πολύ να γεννήσει το παιδί του. Και, παρότι ήταν γιγαντόσωμος και η γέννα ίσως ήταν δύσκολη, υπήρχαν κι άλλοι μεγαλόσωμοι άντρες στην οικογένειά της και οι γυναίκες τους τα είχαν καταφέρει μια χαρά. Αν και δεν ήταν φυσικά δυνατό να παντρευτούν όσο ο Ρού- ντι αντιμετώπιζε την απειλή της κρεμάλας, το ζήτημα του γάμου τους έπρεπε να λυθεί. Αν χρειαζόταν, θα παντρευόταν τον Θορ ακόμα και ενάντια στη θέληση των γονιών της, αλλά είχε την ελπίδα ότι με τον καιρό θα αποδέχονταν την απόφασή της. Προετοιμάζοντας τον εαυτό της να τους αντιμετωπίσει, η Λίνζι μπήκε στο σαλόνι. Η μητέρα της, με ένα ανεπίσημο τριανταφυλλί μεταξωτό φόρεμα, καθόταν στον καναπέ με το μπροκάρ ύφασμα, ενώ ο πατέρας της ήταν καθισμένος σε μια καρέκλα κοντά της. Στα γόνατα της βαρόνης ήταν το εργόχειρό της, αλλά η βελόνα στο χέρι της ήταν ακίνητη. Και ο πατέρας της προσπαθούσε να διαβάσει, αλλά αντί να κοιτάζει τις σελίδες, ατένιζε αφηρημένος το τζάκι. Η Λίνζι ήξερε πόσο ανησυχούσαν και την πλημμύρισε μια βαθιά συμπόνια γι’ αυτούς. Όμως είχε κι εκείνη τα δικά της θέματα που έπρεπε να αντιμετωπίσει.
Πίεσε τον εαυτό της να χαμογελάσει. «Καλησπέρα, πατέρα. Μητέρα. Χαίρομαι που σας βρίσκω και τους δυο μαζί». Ο πατέρας της ακούμπησε το δερματόδετο βιβλίο του στο τ ραπεζάκι πλάι στην καρέκλα του. «Ήθελες να μας μιλήσεις;» «Ναι». Ο πατέρας της χαμογέλασε ευχαριστημένος. «Σχετικά με την απόφασή σου να παντρευτείς;» Η Λίνζι έγνεψε καταφατικά. «Ξέρω ότι η στιγμή δεν είναι κατάλληλη. Και σίγουρα αυτό δεν είναι κάτι που θα συμβεί μέχρι να... λυθεί το θέμα του Ρούντι, αλλά ήθελα να ξέρετε τι αποφάσισα». Τα χλομά μάγουλα της μητέρας της πήραν λίγο χρώμα. «Έχουμε όλοι μας ανάγκη από ένα καλό νέο». Χαμογέλασε. «Μαντεύω ότι διάλεξες τον γοητευτικό υπαστυνόμο Χάρβι. Σωστά;» Η Λίνζι δάγκωσε το χείλι της. «Όχι ακριβώς. Θέλω να πω, αν δεν υπήρχε ένα συγκεκριμένο πρόβλημα, ο άντρας που θα επέλεγα θα ήταν πιθανότατα ο Μάικλ». Ο πατέρας της συνοφρυώθηκε. «Ποιο είναι αυτό το πρόβλημα;» Η Λίνζι ανασήκωσε το πιγούνι της. «Δεν είμαι ερωτευμένη με τον Μάικλ. Συγκεκριμένα, είμαι βαθιά και αθεράπευτα ερωτευμένη με κάποιον άλλον». Η μητέρα της σηκώθηκε χαμογελώντας από τον καναπέ και άρχισε να έρχεται προς το μέρος της. «Το λόρδο Μέρικ! Επέλεξες να παντρευτείς τον υποκόμη! Εξαιρετική επιλογή, αγάπη μου». Η Λίνζι τη σταμάτησε σηκώνοντας το χέρι της και η μητέρα της κοκάλωσε εκεί που ήταν. «Λυπάμαι, μητέρα. Δεν επέλεξα τον Στίβεν. Ο λόρδος Μέρικ είναι ο τελευταίος που θα επέλεγα ως υποψήφιο σύζυγο. Ο άντρας που αγαπώ είναι ο Θορ Ντρόγκαρ». Τα μάτια του πατέρα της στένεψαν. «Δεν εννοείς εκείνο τον αυταρχικό χοντράνθρωπο που εισέβαλε τις προάλλες εδώ μέσα;» «Ο Θορ είναι ο πιο καλόκαρδος, ευγενικός και υπέροχος άνθρωπος που έχω γνωρίσει. Όταν τον γνωρίσετε κι εσείς, θα το διαπιστώσετε και μόνοι σας. Τον αγαπώ και θα τον παντρευτώ». «Μα... ποια είναι η οικονομική του κατάσταση;» ρώτησε η μητέρα της. «Ο άνθρωπος δεν έχει ούτε τίτλο, ούτε κοινωνική θέση...»
«Πώς θα σε συντηρεί;» ρώτησε κι ο πατέρας της καθώς σηκωνόταν από την καρέκλα του. «Ο Θορ κάθε άλλο παρά άπορος είναι, αλλά θα τον παντρευόμουν ακόμα κι αν ήταν. Θέλει να σου μιλήσει γι’ αυτό το ζήτημα, πατέρα. Ήθελα απλώς να σε προετοιμάσω». «Αν νομίζεις ότι θα σου επιτρέψω να...» «Είμαι είκοσι δύο ετών, πατέρα. Και σκοπεύω να παντρευτώ τον Θορ με ή χωρίς την άδειά σου». Τον πλησίασε, του έπιασε το χέρι και ένιωσε την ένταση και την ταραχή του. «Ελπίζω όμως να του δώσετε μια ευκαιρία. Πιστεύω πραγματικά ότι, αν το κάνετε, θα καταλάβετε γιατί τον αγαπώ. Θα δείτε τα προτερήματα που βλέπω σ’ αυτόν και τότε θα ξέρετε και οι δυο σας ότι είναι ο μόνος άντρας που θα μπορούσε ποτέ να με κάνει ευτυχισμένη». Η μητέρα της επέστρεψε στη θέση της, στον καναπέ, και κάθισε βαριά κάτω, ενώ ο πατέρας της είχε μείνει άγαλμα. «Όπως είπα όμως, αυτή δεν είναι η κατάλληλη στιγμή. Για την ώρα, πρέπει να επικεντρώσουμε όλη μας την προσοχή στον Ρούντι. Αυτό που προέχει είναι να αποδείξουμε την αθωότητά του». Ο πατέρας της καθάρισε το λαιμό του. «Τον Ρούντι... ναι. Θα συζητήσουμε το θέμα του γάμου σου όταν ο αδερφός σου είναι ελεύθερος». Χωρίς άλλη λέξη, η Λίνζι έκανε μεταβολή και βγήκε από το σαλόνι. Μέσα της προσευχόταν να έβγαινε γρήγορα από τη φυλακή ο αδερφός της. Και κάπου βαθιά μες στην καρδιά του, ο Θορ να την αγαπούσε.
Κεφάλαιο 30 Όταν η Λίνζι βγήκε από το σαλόνι, οι σκέψεις της ήταν διχασμένες ανάμεσα στην ανησυχία της για τον Ρούντι και στο μέλλον που είχε αποφασίσει να μοιραστεί με τον Θορ. Διασχίζοντας το χολ για να ανέβει στο δωμάτιό της, είδε να έρχεται προς το μέρος της ο μπάτλερ, με το λεπτό, γερασμένο του πρόσωπο συνοφρυωμένο. «Τι συμβαίνει, Μπέντερς;» «Ένα σημείωμα, δεσποινίς. Το παιδί που το έφερε είπε να σας πω ότι είναι σημαντικό». Ένα ρίγος αγωνίας τη διαπέρασε. Να ήταν άραγε από τον Σάιμον Μπιλ; Έκπληκτη όμως, είδε το όνομά της γραμμένο με τον γραφικό χαρακτήρα του Ρούντι. Έσπασε βιαστικά τη σφραγίδα και ξεδίπλωσε το χαρτί. Αδερφούλα, Νομίζω ότι Θυμήθηκα κάτι. Έλα όσο πιο γρήγορα μπορείς. Με παντοτινή ευγνωμοσύνη για όσα κάνεις για μένα, Ο αδερφός σου, Ρούντι Η καρδιά της σφίχτηκε κι έπειτα άρχισε να χτυπάει δυνατά. Ο Ρούντι είχε θυμηθεί κάτι για τον Στίβεν. Ίσως ήταν η πληροφορία που χρειάζονταν για να αποδείξουν την αθωότητά του. «Σε παρακαλώ, πες στους γονείς μου ότι προέκυψε κάτι σημαντικό και δε θα δειπνήσω μαζί τους». «Μάλιστα, δεσποινίς. Να πω να φέρουν την άμαξά σας στην είσοδο;» «Δεν έχω χρόνο. Θα πάρω μια άμαξα από το δρόμο». Συνηθισμένος στους ανεξάρτητους τρόπους της, ο μπάτλερ απλώς έγνεψε με το κεφάλι και έσπευσε να της φέρει την επενδυμένη με γούνα κάπα της. Έπειτα της την έριξε στους ώμους. «Ευχαριστώ, Μπέντερς». Αφήνοντάς τον να στέκεται στην είσοδο, κατέβηκε δυο δυο τα σκαλιά και έτρεξε στη γωνία. Δεν άργησε να βρει μια αγοραία άμαξα.
«Στις Φυλακές του Νιούγκεϊτ», είπε στον αμαξά, έναν άντρα με άσπρη γενειάδα που, αφού της έριξε μια αδιάφορη ματιά, χτύπησε δυνατά τα χαλινάρια στα καπούλια του σκελετωμένου γέρικου αλόγου του για να ξεκινήσει. Η διαδρομή της φάνηκε ότι κράτησε έναν αιώνα, αλλά κάποια στιγμή επιτέλους σταμάτησε μπροστά από τη φυλακή και η Λίνζι κατέβηκε. «Θα σας πληρώσω τα διπλά από τα κανονικά ναύλα αν με περιμένετε μέχρι να βγω». Ο αμαξάς έτριψε τις μακριές του φαβορίτες και έγνεψε καταφατικά. «Θα είμαι εδώ». Η Λίνζι πήγε στην πύλη, μίλησε με το φρουρό και του έδωσε μια χούφτα νομίσματα κι εκείνος την άφησε να μπει στο προαύλιο και στη συνέχεια στο παγωμένο εσωτερικό της φυλακής. Τα βήματά της αντηχούσαν στον πέτρινο διάδρομο και ο ξερός τους κρότος μες στη θλιβερή σιγή την έκανε να ανατριχιάσει. Η καρδιά της σπάραζε για τον Ρούντι και στα μάτια της ανέβηκαν δάκρυα. Ανοιγόκλεισε τα μάτια της για να τα διώξει φτάνοντας στο κελί του αδερφού της, στο τέλος του διαδρόμου. Η πόρτα άνοιξε τρίζοντας και ο Ρούντι σηκώθηκε από το σβολιασμένο στρώμα του στενού κρεβατιού του. «Αδερφούλα! Δε φαντάζεσαι πόσο χαίρομαι που σε βλέπω». Η Λίνζι έτρεξε κοντά του και τον αγκάλιασε με θέρμη. Την έσφιξε κι εκείνος στην αγκαλιά του, πράγμα που δε συνήθιζε, και έμεινε γαντζωμένος επάνω της σαν να ήταν η μοναδική του ελπίδα. «Νόμιζα ότι θα ήταν εδώ ο κύριος Μάρβιν», του είπε καταπίνοντας τον κόμπο στο λαιμό της και καταφέρνοντας να χαμογελάσει. «Ήταν εδώ νωρίτερα... μαζί μ’ εκείνο τον ντετέκτιβ που έχει προσλάβει». «Τον Μάνσφιλντ; Έχει μάθει τίποτα χρήσιμο;» «Του μετέφερα όσα μου είπες για τον Μέρικ και την κοπέλα που αγνοείται και έφυγε αμέσως για το Φόξγκροουβ. Όπως φαίνεται, μίλησε με κάποιον κάτοικο του χωριού που ισχυρίζεται ότι ήταν εκεί τη νύχτα που εξαφανίστηκε η Πενέλοπι Μπάρκερ. Είπε ότι είδε τον Μέρικ να λογομαχεί με την κοπέλα έξω από το στάβλο εκείνη τη νύ-
χτα. Ο Μέρικ ήταν έξω φρένων, τρελός από θυμό, υποθέτω λόγω της εγκυμοσύνης της. Δεν την ξανάδε κανένας από τότε». «Αυτό αποδεικνύει ότι ήταν μαζί της τη νύχτα που εξαφανίστηκε». «Αλλά δεν αποδεικνύει ότι τη σκότωσε». Η Λίνζι ξεκούμπωσε την κάπα της και την ακούμπησε στη ράχη μιας σαραβαλιασμένης ξύλινης καρέκλας. «Στο σημείωμά σου έγραφες ότι θυμήθηκες κάτι. Τι;» Ο Ρούντι αναστέναξε. «Δεν ξέρω αν σημαίνει κάτι. Δε μου είχε φανεί ιδιαίτερα σημαντικό τότε. Για να είμαι ειλικρινής, το είχα ξεχάσει εντελώς μέχρι που άρχισες να μου λες για την Κόκκινη Πόρτα και τις γυναίκες που άρεσε στον Μέρικ να δένει». «Για συνέχισε». «Συνέβη ένα βράδυ λίγο αφότου άρχισα το πανεπιστήμιο. Βγήκα με μια παρέα συμφοιτητές και πήγαμε στο χωριό. Υπήρχε μια ταβέρνα εκεί, ένα μέρος που είχαμε ακουστά. Έλεγαν ότι υπήρχαν γυναίκες εκεί... ξέρεις, από εκείνες που οι άντρες τις πληρώνουν για την εύνοιά τους». «Πόρνες». Ο Ρούντι έγινε κατακόκκινος. «Εσύ και οι συμφοιτητές σου, λοιπόν, πήγατε στην ταβέρνα. Ήρθε και ο Στίβεν μαζί σας;» Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Ήταν μεγαλύτερος από μας και δεν κάναμε παρέα». «Τι συνέβη, λοιπόν, εκείνο το βράδυ;» Ο Ρούντι χαμήλωσε το βλέμμα του στο γυμνό ξύλινο πάτωμα. «Δεν ξέρω αν μπορώ να το κάνω αυτό, Λίνζι. Δεν είναι από τα πράγματα που κουβεντιάζει κάποιος με την αδερφή του». «Πρέπει να μάθω, Ρούντι. Προσποιήσου ότι είμαι άντρας». Την κοίταξε και μια υποψία χαμόγελου διαγράφηκε στα χείλη του. «Σ’ έχω δει ντυμένη σαν άντρα όταν βγαίνεις κρυφά για ιππασία. Υποθέτω ότι μπορώ να προσποιηθώ». Παραλίγο να χαμογελάσει κι εκείνη. «Είχαμε μείνει στο σημείο που πήγατε στην ταβέρνα». «Η ταβέρνα λεγόταν Η Χήνα. Εκεί δούλευε μια κοπελιά που την
έλεγαν Μόλι, αν θυμάμαι καλά. Ήταν λίγο μεγαλύτερή μας, γεματούλα κι αφράτη, και αρκετά όμορφη. Οι φήμες έλεγαν ότι ήξερε πραγματικά να ικανοποιεί έναν άντρα. Οι φίλοι μου έβαζαν στοιχήματα, προκαλώντας με να πληρώσω για να πλαγιάσω μαζί της, στοιχηματίζοντας ότι δε θα είχα το θάρρος να το κάνω. Νόμιζα ότι ήταν μόνη της επάνω, στο δωμάτιό της, έτσι ανέβηκα να τη βρω». «Και τι έγινε;» «Το δωμάτιό της ήταν στο τέλος του διαδρόμου. Γύρισα το πόμολο και είδα ότι δεν ήταν κλειδωμένα. Άνοιξα την πόρτα με ένα σπρώξιμο και τι να δω; Ο Στίβεν ήταν γυμνός, ξαπλωμένος φαρδύς πλατύς στο κρεβάτι, με τα χέρια και τα πόδια του δεμένα στους στύλους του κρεβατιού. Σοκαρίστηκα τόσο, που κοκάλωσα. Η Μόλι τον έδειχνε γελώντας και κοροϊδεύοντάς τον, επειδή φαινόταν ότι δε... δεν μπορούσε να...»Έστρεψε αλλού το βλέμμα του κατακόκκινος. «Συνέχισε, Ρούντι. Πες μου και τα υπόλοιπα». Πέρασε το χέρι του μέσα από τα ανοιχτόξανθα μαλλιά του, ανακατεύοντάς τα, με αποτέλεσμα μερικές τούφες να πέσουν στο μέτωπό του. «Άρχισα κι εγώ να γελάω. Πώς να σ’ το πω; Μου φάνηκε κάπως αστείο... που ήταν δεμένος και όλα αυτά. Ήταν από τα πράγματα που έκανε ένας νέος, για να πειραματιστεί, ξέρεις. Θέλω να πω, κι εγώ μια φορά άφησα κάποια να με...» Σταμάτησε απότομα και το πρόσωπό του κοκκίνισε ακόμα περισσότερο. «Τέλος πάντων, το θέμα είναι ότι μου φάνηκε αστείο. Για τον Στίβεν όμως, ίσως δεν ήταν τόσο απλό». «Μίλησες στους άλλους γι’ αυτό που είδες;» «Δε νομίζω. Μπορεί, όμως, γιατί ήμουν λίγο πιωμένος εκείνο το βράδυ». Η Λίνζι βημάτισε σκεφτική ως το παράθυρο. Ήταν δυνατό να κρατάει κάποιος κακία για ένα τέτοιο περιστατικό τόσα χρόνια; Ναι, πρέπει να ήταν εξευτελιστικό για τον Στίβεν. Ίσως το είχε συνδέσει με κάποιον τρόπο με όσα είχε υποφέρει όταν ήταν παιδί. Αρκούσε όμως για να τον εξωθήσει στα άκρα; «Λοιπόν; Τι νομίζεις;» τη ρώτησε ο Ρούντι. «Δε νομίζω ότι δολοφόνησε εκείνες τις γυναίκες επειδή έτυχε να τον δεις σε μια ταπεινωτική κατάσταση. Νομίζω, όμως, ότι, όταν άρ-
χισε να διαπράττει τα εγκλήματά του, του πέρασε η ιδέα ότι θα μπορούσε να σε εκδικηθεί για τον εξευτελισμό του φορτώνοντας τα σ’ εσένα». «Αυτό πιστεύω κι εγώ σε γενικές γραμμές». «Όλο αυτό το σκηνικό με τα φουλάρια και το δέσιμο... δε νομίζω ότι είναι σύμπτωση». Είπε στον Ρούντι για την γκουβερνάντα του Ρούντι και πώς η Τίλι Κουτ τον τιμωρούσε και τον χρησιμοποιούσε για τη δική της σαρκική ικανοποίηση όταν δεν ήταν ακόμα παρά ένα μικρό παιδί. «Τη θυμάμαι. Ποτέ δεν τη συμπάθησα και νομίζω ότι ούτε ο Στίβεν τη συμπαθούσε». Την κοίταξε με ελπίδα. «Αν έχεις δίκιο, πώς θα το αποδείξουμε; Η δίκη μου έχει οριστεί σε λίγες μέρες. Πώς θα αποδείξουμε ότι ο δράστης είναι ο Στίβεν;» Η Λίνζι κούνησε σκεφτική το κεφάλι της. Ένας κόμπος της έκλεινε το λαιμό. Σε λίγες μέρες, ο Ρούντι μπορεί να καταδικαζόταν σε θάνατο. «Δεν ξέρω». Ήρθε κοντά του και, όταν του έπιασε το χέρι, το ένιωσε να τρέμει ελαφρά. «Δεν ξέρω, Ρούντι, αλλά, μάρτυς μου ο Θεός, θα βρω έναν τρόπο να το κάνω». *** Είχε σκοτεινιάσει όταν η Λίνζι έφυγε από τη φυλακή, αλλά η παλιά άμαξα την περίμενε έξω από το κτίριο, με τον αμαξά να κοιμάται του καλού καιρού στο πίσω μέρος. Ροχάλιζε τόσο δυνατά, που ξύπνησε μόνος του από τη φασαρία και ανακάθισε στο κάθισμα ανοιγοκλείνοντας αγουροξυπνημένος τα μάτια του σαν κουκουβάγια. «Καιρός ήταν», είπε βλέποντας τη Λίνζι. «Ευχαριστώ που με περιμένατε». Η Λίνζι ανέβηκε και κάθισε στο φθαρμένο δερμάτινο κάθισμα ενώ ο αμαξάς επέστρεψε στη θέση του και πήρε στα χέρια του τα γκέμια. «Θα ήθελα να με πάτε σε ένα διαμέρισμα στη Χαφ Μουν Στρητ», του είπε. «Θα σας δείξω πού ακριβώς είναι». «Μάλιστα, δεσποινίς». Τράβηξε τα γκέμια και το γέρικο καστανότριχο άλογο, που έδειχνε εξίσου νυσταγμένο με το αφεντικό του, σήκωσε το κεφάλι του και ξεκίνησε με αργά και βαριά βήματα. Η Λίνζι ήθελε να δει τον Θορ, να του πει αυτά που είχε μάθει από τον Ρούντι
και να σκεφτούν μαζί τι θα έκαναν στη συνέχεια. Και, πέρα απ’ αυτό, ήθελε απλώς να τον ξαναδεί. Όταν έφτασαν όμως στον προορισμό τους και ετοιμάστηκε να κατέβει, είδε ότι στο διαμέρισμα δεν υπήρχε φως. Ο ήλιος είχε δύσει από ώρα, αλλά δεν ήταν ακόμα πολύ αργά. Αφού δεν είχε έρθει ακόμα στο σπίτι του, ήταν πολύ πιθανό να τον έβρισκε στο στάβλο, με το Ξίφος. «Θα συνεχίσουμε», είπε στον αμαξά. «Θα με πάτε σε ένα στάβλο στην άκρη του Γκριν Παρκ. Είναι μόνο μερικά τετράγωνα από δω». Ο αμαξάς έγνεψε καταφατικά, ικανοποιημένος που η κούρσα θα του απέφερε μερικά χρήματα παραπάνω. Καθώς η άμαξα κυλούσε προς τον νέο προορισμό, η Λίνζι καθόταν στα καρφιά. Δεν έβλεπε την ώρα να πει στον Θορ για το περιστατικό με τον Στίβεν και τον Ρούντι στην ταβέρνα Η Χήνα. Όταν έφτασαν, λίγα λεπτά αργότερα, είδε με ανακούφιση ένα φανάρι αναμμένο στο παράθυρο του στάβλου. Δε φώτιζε καλά, αλλά ο Θορ θα ήταν σίγουρα μέσα. Μα ακόμα κι αν δεν ήταν, η απόσταση από εδώ ως το σπίτι της ήταν μικρή. «Ευχαριστώ και πάλι», είπε στον αμαξά δίνοντάς του μερικά επιπλέον νομίσματα. Έπειτα κατευθύνθηκε προς το μεγάλο ξύλινο κτίριο στην άκρη του πάρκου, όχι μακριά από το αντίστοιχο πέτρινο κτίριο όπου στάβλιζε τα δικά του άλογα ο πατέρας της. Μπήκε μέσα και έψαξε με το βλέμμα για τον Θορ, αλλά το κτίριο ήταν άδειο και την έπιασε απογοήτευση. Εκείνη τη στιγμή ο επιβήτορας χλιμίντρισε σαν να τη χαιρετούσε και η Λίνζι χαμογέλασε. Ανασήκωσε το μακρύ της φουστάνι της και τον πλησίασε. «Γεια σου, ομορφούλη. Πού είναι ο κύριός σου απόψε; Ήμουν σίγουρη ότι θα τον έβρισκα εδώ». Το Ξίφος χρεμέτισε σιγανά. «Υποθέτω ότι θα πρέπει να περιμένω μέχρι αύριο». Έριξε μια ματιά ολόγυρα στο στάβλο. Τα άλλα άλογα στέκονταν ήσυχα, το καθένα στον δικό του περιφραγμένο χώρο, αλλά ακόμα και ο νεαρός σταβλίτης, ο Τόμι Μπούκερ, ήταν άφαντος. Ήταν ολομόναχη στο στάβλο και για πρώτη φορά ένα δυσάρεστο συναίσθημα άρχισε να την κυρι-
εύει αργά. Είχαν συμβεί τόσα πολλά- ένιωθε ότι βρισκόταν σε μια δίνη από ίντριγκες και δολοπλοκίες. Γυναίκες είχαν δολοφονηθεί. Και ο Σάιμον Μπιλ μπορεί να ήταν ήδη νεκρός. Σκέφτηκε πόσο θα θύμωνε ο Θορ αν ήξερε ότι κυκλοφορούσε μόνη της. Έπρεπε να είχε ζητήσει από τον αμαξά να περιμένει, αλλά τώρα πια ήταν πολύ αργά. Παρ’ όλ’ αυτά, η συγκεκριμένη συνοικία ήταν η ασφαλέστερη στο Λονδίνο και δε χρειαζόταν να περπατήσει πολύ για να φτάσει στο σπίτι της. Σηκώνοντας τον ποδόγυρο της για να μη λερωθεί στο χωμάτινο δάπεδο, άρχισε να προχωράει προς την πόρτα. Είχε φτάσει στα μισά όταν το φανάρι στο παράθυρο έσβησε και ο στάβλος τυλίχτηκε σε βαθύ σκοτάδι. Η Λίνζι πάγωσε. Η καρδιά της σφυροκοπούσε στο στήθος της και το κουβάρι του φόβου άρχισε να ξετυλίγεται ύπουλα μέσα της. Καθησύχασε τον εαυτό της ότι ο αέρας ήταν που είχε σβήσει το φανάρι και ότι δεν είχε κανένα λόγο να φοβάται. Όμως απόψε δε φυσούσε και τα φύλλα δε σάλευαν καθόλου στα κλαδιά. Κάτι κουνήθηκε μες στο σκοτάδι. Κάποιο ποντίκι, σκέφτηκε, ή ίσως η γάτα που είχαν στο στάβλο για να διώχνει τα ποντίκια. Αγνόησε τους ακανόνιστους χτύπους της καρδιάς της και συνέχισε να βαδίζει προς την πόρτα, ενώ τα μάτια της προσπαθούσαν να συνηθίσουν στο σκοτάδι. Από το άνοιγμα φαινόταν μια λεπτή φέτα φεγγαριού πάνω από τις στέγες προς τα ανατολικά, που φώτιζε αρκετά για να διακρίνει την πόρτα απ’ όπου είχε μπει. Και το περίγραμμα της σκιάς ενός άντρα. Η Λίνζι πήρε μια κοφτή ανάσα και έπνιξε την κραυγή τρόμου που ανέβηκε στα χείλη της. Η σκιά ήταν πολύ μικρή για να ανήκει στον Θορ και πολύ μεγάλη για να είναι ο νεαρός Τόμι. «Ποιος είναι εκεί;» φώναξε, ελπίζοντας να μην έτρεμε η φωνή της και ο άγνωστος, όποιος κι αν ήταν, να φανερωνόταν κάνοντάς τη να γελάσει με τον παράλογο φόβο της. «Με ξέρεις...» της είπε ο άντρας με μια φωνή που την έκανε να ανατριχιάσει. «Θα μπορούσα να ήμουν ο άντρας που θα παντρευόσουν αν δεν είχε αποδειχτεί ότι ήσουν μια μικρή πόρνη».
Κεφάλαιο 31 Το στόμα της Λίνζι στέγνωσε και ξαφνικά δυσκολευόταν να αναπνεύσει. Η νύχτα έμοιαζε απόκοσμα σιωπηλή. Είχε την αίσθηση ότι το σκοτάδι μέσα στο στάβλο άρχισε να την πνίγει, να την πλακώνει. Αυτή τη φωνή την ήξερε -ήταν η φωνή του Στίβεν. Την είχε ακολουθήσει στο στάβλο. Ήταν φανερό ότι είχε ανακαλύψει τη σχέση της με τον Θορ. Και ίσως μέσω του Σάιμον Μπιλ ή της Τίλι Κουτ να είχε μάθει ότι η Λίνζι προσπαθούσε να αποδείξει την ενοχή του για τους φόνους. Μόνο ένας λόγος τον είχε φέρει εκεί, στο στάβλο. Ο Στίβεν σκόπευε να τη σκοτώσει. Τρέμοντας, τον είδε να προβάλλει από τις σκιές, ένας ψηλός, ξανθός, εμφανίσιμος άντρας με πλούτη και κοινωνική θέση, που είχε επιλέξει το κακό αντί για το καλό. Μπορεί στο δρόμο αυτό να τον είχε σπρώξει η Τίλι Κουτ, αλλά, όπως είχε πει ο Θορ, την επιλογή εκείνη την είχε κάνει ο ίδιος τελικά. Η Λίνζι τον παρακολούθησε να ζυγώνει και είδε το πρόσωπό του στο φεγγαρόφωτο. Η μοχθηρία παραμόρφωνε τα χαρακτηριστικά του και τα μάτια του γυάλιζαν από καθαρή κακία. Σχεδόν δεν αναγνώρισε τον άνθρωπο που έφραζε το δρόμο της προς την ασφάλεια. «Τι θέλεις;» τον ρώτησε με το στομάχι σφιγμένο από το φόβο, ενώ το μυαλό της δούλευε πυρετικά, πασχίζοντας να βρει τρόπους να κερδίσει χρόνο. Τα παραθυρόφυλλα του στάβλου ήταν κλειστά για να μην ξεπαγιάζουν τα ζώα, με εξαίρεση το παράθυρο όπου κρεμόταν το φανάρι, κι αυτό ήταν πολύ κοντά στην μπροστινή πόρτα. Δεν υπήρχε πίσω πόρτα, παρά μόνο μια διέξοδος διαφυγής. Και ο Στίβεν της έφραζε το δρόμο. Η Λίνζι κοίταξε τριγύρω της, προσπαθώντας να ελέγξει τα μέλη της, που είχαν παραλύσει από τον τρόμο, και αναζητώντας με το μάτι κάποιο όπλο, κάποιον τρόπο να αμυνθεί. Τα άλογα άρχισαν να κουνιούνται νευρικά. Το Ξίφος πρέπει να οσμίστηκε την ένταση στη φωνή της, γιατί ρουθούνισε και άρχισε να ξύνει το χώμα με τις οπλές
του. «Ξέρεις καλά τι θέλω», απάντησε τελικά ο Στίβεν πλησιάζοντας κι άλλο. «Θέλω να απαλλάξω τον κόσμο από άλλη μία τιποτένια πόρνη». Η Λίνζι ξεροκατάπιε παλεύοντας να διατηρήσει την ψυχραιμία της. «Αυτό ήταν η Τίλι, Στίβεν; Την Τίλι σκότωνες κάθε φορά που δολοφονούσες κάποια από εκείνες τις γυναίκες;» Ο Στίβεν έβγαλε έναν υπόκωφο, σκληρό ήχο σαν καγχασμό. «Απόψε αυτή που θα σκοτώσω είσαι εσύ». Ξαναχάθηκε στο σκοτάδι και οι παλμοί της επιταχύνθηκαν ακόμα περισσότερο. Δεν μπορούσε να φτάσει στην πόρτα. Ο Στίβεν δε θα της το επέτρεπε. Το μάτι της πήρε μια σειρά εργαλεία κρεμασμένα στον τοίχο. Έτρεξε και άρπαξε μια τσουγκράνα. Με την πλάτη της κολλημένη στον τοίχο και τα πόδια ανοιχτά για ισορροπία, περίμενε. Αφουγκράστηκε στο σκοτάδι για να καταλάβει πού ήταν ο Στίβεν. Οι μόνοι ήχοι που άκουγε όμως ήταν οι άγριοι χτύποι της καρδιάς της και το σύρσιμο από οπλές στο χώμα, καθώς τα άλογα τώρα στριφογύριζαν νευρικά. Ένας θόρυβος ακούστηκε από τη γωνία και η Λίνζι γύρισε απότομα προς αυτή την κατεύθυνση. «Εδώ είμαι», είπε μαλακά ο Στίβεν. «Θέλεις να αντισταθείς; Θα μου άρεσε αυτό. Γιατί δεν έρχεσαι να με πιάσεις;» Αλήθεια, γιατί; Αν είχε σκοπό να τη σκοτώσει, δε θα τον διευκόλυνε. Ξεκολλώντας από τον τοίχο, κινήθηκε προς τα εκεί απ’ όπου είχε ακούσει τη φωνή. Ίσως κατάφερνε να τον παρακάμψει, να φτάσει ως την πόρτα και να το βάλει στα πόδια. Έσφιγγε την τσουγκράνα τόσο πολύ, που οι παλάμες της είχαν ιδρώσει και η μακριά ξύλινη λαβή της γλιστρούσε από τα χέρια. Ξαφνικά αναπήδησε, ακούγοντας τη φωνή του Στίβεν πίσω της. «Άφησε κάτω αυτό το πράγμα», την πρόσταξε ήρεμα. «Μην το κάνεις πιο δύσκολο απ’ όσο πρέπει να είναι». Στην αντικρινή πλευρά του στάβλου, το Ξίφος άρχισε να πισωπατά, να ρουθουνίζει και να κλοτσάει τις σανίδες που έφραζαν το χώρο του. Διαπεραστικά χλιμιντρίσματα γέμισαν τον αέρα.
«Δε θα σ’ αφήσω να με σκοτώσεις, Στίβεν». Τα δάχτυλά της σφίχτηκαν πιο γερά στη λαβή. «Έλα πιο κοντά κι αυτός που θα πεθάνει θα είσαι εσύ». Ο Στίβεν γέλασε και το σιγανό, υπόκωφο γέλιο του ήχησε ανατριχιαστικό στο σκοτάδι. «Νομίζεις ότι θα σε στραγγαλίσω; Λυπάμαι, αλλά αυτή τη φορά θα στερηθώ αυτή την ευχαρίστηση». Ακούστηκαν δυνατοί κρότοι από οπλές που κοπανούσαν τις ξύλινες σανίδες, αλλά ο Στίβεν δεν έδειχνε να τους ακούει. Βγήκε από τις σκιές και, όταν το φως του φεγγαριού φώτισε την έκφραση μίσους στο πρόσωπό του, ένα παγωμένο ρίγος διαπέρασε τη ραχοκοκαλιά της. «Τίποτα δε θα μου άρεσε περισσότερο από το να τυλίξω τα χέρια μου γύρω από το λαιμό σου και να τον σφίξω ώσπου να στραγγίσει και η τελευταία σταγόνα ζωής από το προδοτικό σου κορμί. Αλλά τότε ο Ρούντι θα ελευθερωνόταν κι αυτό θα κατέστρεφε τα σχέδιά μου». «Τον εκδικείσαι γι’ αυτό που έγινε στην ταβέρνα Η Χήνα;» «Βλέπω, σου μίλησε γι’ αυτό. Ο Ρούντι ποτέ δεν μπορούσε να κρατήσει το στόμα του κλειστό για τίποτα». Σήκωσε το χέρι του και η Λίνζι πήρε μια κοφτή εισπνοή βλέποντας μια κάννη πιστολιού να γυαλίζει στο χλομό φεγγαρόφωτο που γλιστρούσε από την ανοιχτή πόρτα. «Θα ικανοποιούσες μια χαρά τις ανάγκες μου, μικρή πόρνη, αλλά αλίμονο! Δεν είναι γραφτό να γίνει». Παρά τη νυχτερινή παγωνιά, ένα μικρό ρυάκι ιδρώτα κύλησε ανάμεσα στα στήθη της Λίνζι. Ο Στίβεν ήρθε πιο κοντά, στοχεύοντας με το πιστόλι την καρδιά της. Σε λίγα δευτερόλεπτα θα ήταν νεκρή. Κρατώντας σφιχτά την τσουγκράνα, η Λίνζι άφησε μια διαπεραστική κραυγή και του επιτέθηκε, ωθώντας την τσουγκράνα προς το μέρος του με όλη της τη δύναμη. Ένας πυροβολισμός αντήχησε στο στάβλο και ο Στίβεν βόγκηξε από πόνο καθώς τα μεταλλικά δόντια του εργαλείου διαπέρασαν τα πλευρά του. Αφήνοντας να του ξεφύγει μια βαριά βρισιά και ανασαίνοντας με δυσκολία, τράβηξε την τσουγκράνα από το σώμα του και την πέταξε κάτω. Την επόμενη στιγμή, στο χέρι του εμφανίστηκε ένα δεύτερο πιστόλι, που σημά-
δευε και πάλι τη Λίνζι. «Τα πήγες καλύτερα απ’ ό,τι νόμιζα». Άγγιξε με τα δάχτυλά του τα σημεία όπου τον είχε τρυπήσει η τσουγκράνα, όμως όχι αρκετά βαθιά για να τον σκοτώσει. «Και τώρα, ας τελειώνουμε». Την πλησίασε με το όπλο στραμμένο στο στήθος της. «Λίνζι! Εσύ είσαι;» Άκουσε τη φωνή του Θορ μέσα στο σκοτάδι και η ψηλή του κορμοστασιά εμφανίστηκε στο άνοιγμα της πόρτας. «Είναι ο Στίβεν!» του φώναξε. «Έχει όπλο!» «Μείνε εκεί που είσαι!» πρόσταξε ο Στίβεν, με το πιστόλι στραμμένο ακόμα ολόισια στη Λίνζι. Ο Θορ μαρμάρωσε. «Με την παραμικρή σου κίνηση, πέθανε». Ο Θορ ζύγιασε την κατάσταση με μια ματιά και στο αμυδρό φως το σαγόνι του έμοιαζε σκληρό σαν ατσάλι. «Νομίζεις ότι θα σ’ αφήσω να τη σκοτώσεις; Μπορείς να ρίξεις μόνο μία φορά και θα χρειαστείς αυτή τη σφαίρα για μένα». Το πιστόλι στράφηκε προς τον Θορ. «Πολύ καλά, τότε πρώτα θα πυροβολήσω εσένα κι ύστερα θ’ ασχοληθώ με την πόρνη σου». Ο Στίβεν σημάδεψε και μετά πάγωσε καθώς ένας δυνατός κρότος ξύλων που θρυμματίζονταν έσκισε τον αέρα και το Ξίφος, ελεύθερο, όρμησε καταπάνω του σαν μαύρη αστραπή. Κάλπασε με ποδοβολητό προς τον Στίβεν, που έστρεψε βιαστικά το όπλο προς την κατεύθυνσή του και τράβηξε στα τυφλά τη σκανδάλη. Το Ξίφος σηκώθηκε στα πίσω του πόδια και κατέβασε τις μπροστινές του οπλές με δολοφονική μανία πάνω στον Στίβεν, σωριάζοντάς τον στο χώμα. Έπειτα τον ποδοπάτησε ξανά με δύναμη, τσακίζοντάς τον. «Ξίφος, φτάνει!» Ο Θορ όρμησε μπροστά. «Ξίφος!» Μέχρι να φτάσει όμως κοντά στο άλογο και να το συγκρατήσει, ο Στίβεν Κάμντεν, ο υποκόμης Μέρικ, κειτόταν νεκρός, μια άμορφη ματωμένη μάζα στο δάπεδο του στάβλου. Ο επιβήτορας έκανε πίσω, τρέμοντας ολόκληρος, με το μαύρο γυαλιστερό του τρίχωμα καταϊδρωμένο. «Θορ!» Η Λίνζι έτρεξε προς το μέρος του κι εκείνος την έκλεισε στην αγκαλιά του. «Μα τους θεούς, Λίνζι!»
Έκρυψε το πρόσωπό της στον ώμο του και τα μπράτσα του την έσφιξαν ακόμα πιο πολύ. «Είσαι χτυπημένη; Λίνζι, μίλα μου! Έχεις τραυματιστείς;» Πάνω στην ώρα μπήκε τρέχοντας ο Τόμι Μπούκερ. «Χριστέ μου!» «Ο Στ-Στίβεν με ακολούθησε ως εδώ», ψέλλισε η Λίνζι με φωνή που έτρεμε. «Προ-προσπάθησε να με σκοτώσει και τον τρύ- τρύπησα με την τσουγκράνα. Θα είχε σκοτώσει κι εσένα, αν δεν ήταν το Ξίφος». Και άρχισε να κλαίει με δυνατούς λυγμούς που τη συντάραζαν ολόκληρη και δεν έλεγαν να σταματήσουν. Ο Θορ την έσφιξε κι άλλο. Στο μεταξύ, ο Τόμι Μπούκερ βρήκε το φανάρι, άναψε το φιτίλι και ένα χρυσαφένιο φως πλημμύρισε το στάβλο. «Ήσυχα, αγόρι μου», είπε ο Τόμι πλησιάζοντας το Ξίφος και απλώνοντας το χέρι να το χαϊδέψει. Αμέσως όμως τινάχτηκε πίσω με φρίκη. «Έχει χτυπηθεί! Το Ξίφος έχει χτυπηθεί!» Η Λίνζι άφησε μια κραυγή και, μαζί με τον Θορ, έτρεξε προς το άλογο. Έπνιξε ένα λυγμό μόλις έφτασε εκεί που έστεκε τρέμοντας ο επιβήτορας. Το αίμα αργοκυλούσε από μια πληγή στο στήθος του. Το ζώο χλιμίντρισε παραπονιάρικα, τη σκούντησε με τη μουσούδα του κι έπειτα έπεσε στα γόνατα και στη συνέχεια σωριάστηκε βαριά στο πλάι. «Ξίφος!» Τα δάκρυα της Λίνζι έτρεχαν ποτάμι καθώς ο Θορ γονάτισε πλάι στο αγαπημένο του άλογο. «Ω Θεέ μου, Θεέ μου!» Δάγκωσε το χείλι της και αγωνίστηκε να συγκεντρώσει όλο της το κουράγιο, ξέροντας ότι δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για να καταρρεύσει. «Πρέπει να καλέσουμε βοήθεια. Πρέπει να κάνουμε κάτι!» Το σκούρο αίμα λέκιασε το φόρεμά της όταν γονάτισε δίπλα στον Θορ, που εξέταζε το άλογο με χέρια που έτρεμαν. «Υπάρχει ένας κτηνίατρος ειδικός για άλογα», του είπε προσπαθώντας να διατηρήσει σταθερή τη φωνή της. «Φροντίζει τα άλογα του πατέρα μου στην πόλη. Τον λένε Κάρλτον και μένει στην... στην... Κίνζι Στρητ... εκεί που τελειώνει η Ρίτσμαν Λέιν». Ο Θορ στράφηκε στον νεαρό σταβλίτη. «Τρέξε να τον φέρεις, Τόμι. Και ειδοποίησε και την αστυνομία».
«Χρησιμοποίησε το όνομα του πατέρα μου», πρόσθεσε η Λίνζι. «Πες στο γιατρό ότι ο βαρόνος Ρένχερστ έστειλε να τον φωνάξουν». «Θα τον φέρω, δεσποινίς!» «Γρήγορα, Τόμι!» Το αγόρι έφυγε τρέχοντας, αφήνοντάς τους μόνους με τον επιβήτορα. Το Ξίφος χλιμίντρισε σιγανά και επιχείρησε να ανασηκώσει το κεφάλι του, αλλά δεν είχε τη δύναμη. «Πρέπει να σταματήσουμε την αιμορραγία», είπε ο Θορ. Η Λίνζι έτρεξε στην αποθήκη του ιππικού εξοπλισμού να βρει καμία κουβέρτα. Η καρδιά της σπάραζε τόσο για τον Θορ όσο και για το Ξίφος. Γονάτισε πλάι στον Θορ και του έδωσε την κουβέρτα. Εκείνος την έκοψε σε λωρίδες και τις παράχωσε στην τρύπα που είχε ανοίξει η σφαίρα. Ύστερα δίπλωσε άλλη μία λωρίδα και την πίεσε πάνω στο τραύμα που αιμορραγούσε. «Δεν μπορεί να πεθάνει», είπε η Λίνζι ενώ τα δάκρυα αυλάκωναν τα μάγουλά της. «Μας έσωσε τη ζωή!» Θορ δεν απάντησε, αλλά το σαγόνι του σφιγγόταν και ξεσφιγγόταν από την οργή και την αδυναμία του να βοηθήσει. Η Λίνζι κοίταξε το Ξίφος. Ήταν φανερό ότι το τραύμα του ήταν σοβαρό, ίσως θανάσιμο. Και ήξερε ότι ο Θορ πονούσε σχεδόν όσο και το άλογό του. Χάιδεψε το λαιμό του επιβήτορα και το μεταξένιο του μάγουλο. «Πρέπει να γίνεις καλά, αγόρι μου. Έχεις πολλή δουλειά να κάνεις για τον Θορ». Το άλογο έβγαλε έναν σιγανό ήχο από το λαιμό του και η καρδιά της Λίνζι σφίχτηκε από τον πόνο. Τα βελούδινα καστανά του μάτια έμοιαζαν να της λένε αντίο. «Δε θα σ1 αφήσω να πεθάνεις», του ψιθύρισε. «Δεν πρόκειται να σ’ αφήσω». Μα δεν ήταν σίγουρη τι παραπάνω μπορούσε να κάνει, τι μπορούσε οποιοσδήποτε να κάνει για να σώσει το υπέροχο αυτό άλογο. Ο Θορ χάιδευε το λαιμό του αλόγου ψιθυρίζοντας του καθησυχαστικά λόγια, κάποια στη μητρική του γλώσσα. Ενώ η Λίνζι πίεζε το ύφασμα στην πληγή του αλόγου που εξακολουθούσε να αιμορραγεί, ο Θορ σηκώθηκε για λίγο, έφερε άλλη μία κουβέρτα και στάθηκε πά-
νω από άψυχο σώμα του Στίβεν. Βλέποντας τη ματωμένη τσουγκράνα, έριξε μια γρήγορη ματιά στη Λίνζι κι έπειτα ξεδίπλωσε την κουβέρτα και σκέπασε το πτώμα. «Δε σου άξιζε τόσο γρήγορος θάνατος», γρύλισε. «Ακόμα και η κρεμάλα θα παραήταν καλή για σένα». Η Λίνζι αναλογίστηκε τις γυναίκες που είχε δολοφονήσει τόσο βάναυσα ο Στίβεν, καθώς και το πανέμορφο άλογο που τα πλευρά του ανεβοκατέβαιναν με κάθε αγωνιώδη ανάσα που έπαιρνε, και σκέφτηκε ότι ο Θορ είχε δίκιο. Ο Μέρικ δεν είχε πεθάνει με τον τρόπο που του άξιζε. Ο Θορ επέστρεψε στο πλευρό της Λίνζι, άλλαξαν θέσεις και τώρα πίεζε εκείνος με το φαρδύ του χέρι το ύφασμα πάνω στην πληγή. Στο μεταξύ, γλυκομιλούσε στο άλογο, αποκαλώντας το Μπράντορ φρα ντατ Κόνουνγκσρ, Ξίφος του Βασιλιά, καθησυχάζοντάς το με την υπόσχεση ότι σύντομα θα έφτανε βοήθεια, και ζητώντας του να πολεμήσει σαν πρωταθλητής που ήταν, ζητώντας του να μην πεθάνει. «Δεν μπορείς ν’ αφήσεις να σου κλέψει τη ζωή ένας τέτοιος άνθρωπος», του έλεγε τρυφερά χαϊδεύοντας το πλευρό του. «Στις φλέβες σου τρέχει το αίμα πρωταθλητών. Είσαι γεννημένος για να αποκτήσεις γιους που θα κυριαρχήσουν για γενιές ολόκληρες». Η φωνή του έσπασε στα τελευταία του λόγια και κοίταξε αλλού, με το καρύδι του λαιμού του ν’ ανεβοκατεβαίνει από τη συγκίνηση. Κατάπιε με κόπο. «Πού είναι αυτός ο γιατρός;» ρώτησε τραχιά. Του φαινόταν ότι είχαν περάσει αιώνες, κι ας είχε περάσει μόνο λίγη ώρα. «Θα έρθει», του είπε η Λίνζι αγγίζοντας το χέρι του με βαθύ πόνο για εκείνον. «Πρέπει να το πιστέψουμε αυτό. Το Ξίφος πρέπει να κρατηθεί στη ζωή μέχρι να έρθει». Ένα τέταρτο αργότερα, ακούστηκαν βιαστικά βήματα και στο φως του φαναριού πρόβαλε ο Τόμι Μπούκερ, λαχανιασμένος και καταϊδρωμένος. Στη θέα του γκριζομάλλη γιατρού που τον συνόδευε, η Λίνζι ένιωσε ένα σκίρτημα ελπίδας. «Γιατρέ Κάρλτον!» Σηκώθηκε κι έτρεξε κοντά του. «Δόξα τω Θεώ, ήρθατε. Το Ξίφος έχει δεχτεί μια σφαίρα και χρειάζεται απεγνωσμένα
τη βοήθειά σας». Ο Κάρλτον, ένας άντρας γύρω στα πενήντα, φορούσε ρούχα τσαλακωμένα και είχε ύφος αγουροξυπνημένο. Γονάτισε πλάι στον επιβήτορα, ανασήκωσε το μουσκεμένο στο αίμα πανί και σκυθρώπιασε. Εξέτασε προσεκτικά το τραύμα και το Ξίφος δεν έκανε καμία απόπειρα να τον σταματήσει. «Λοιπόν, γιατρέ;» ρώτησε ο Θορ με αγωνία. Ο γιατρός συνέχισε την εξέταση κι έπειτα κοίταξε τον Θορ. «Δε βγάζει αίμα με αφρούς από το στόμα, πράγμα που σημαίνει ότι δεν έχει πειραχτεί ο πνεύμονας». Εξέτασε για λίγο ακόμα το άλογο, προσπαθώντας να εξακριβώσει τη γωνία εισόδου της σφαίρας. Το Ξίφος σήκωσε το κεφάλι του σαν να ήθελε να αποφύγει το άγγιγμα του γιατρού και μετά ξάπλωσε πάλι κάτω, αδύναμο από το αίμα που είχε χάσει. «Δεν μπορώ να καταλάβω αν η σφαίρα είναι ακόμα μέσα ή αν βγήκε από την άλλη πλευρά». Επειδή το άλογο ήταν πολύ βαρύ για να μετακινηθεί, ο Θορ πέρασε με προσοχή τα χέρια του από κάτω του, ψηλαφώντας ώσπου ένιωσε στα δάχτυλά του κάτι κολλώδες και υγρό. Το Ξίφος τινάχτηκε όταν ο Θορ άγγιξε το τραύμα εξόδου της σφαίρας, που αιμορραγούσε επίσης. «Η σφαίρα βγήκε από την άλλη πλευρά», είπε ο Θορ. «Αυτό είναι καλό, έτσι;» Ο γιατρός έγνεψε καταφατικά. «Το μόνο κακό είναι η απώλεια αίματος. Τουλάχιστον όμως δε θα χρειαστεί να σκαλίσουμε την πληγή για να αφαιρέσουμε τη σφαίρα». «Τι μπορούμε να κάνουμε;» ρώτησε η Λίνζι. «Αν καταφέρουμε να σταματήσουμε την αιμορραγία, ίσως έχει κάποιες πιθανότητες να ζήσει. Ακόμα κι έτσι, ωστόσο, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της σήψης». Η Λίνζι χρειάστηκε να παλέψει με ένα νέο κύμα απογοήτευσης. Η μάχη έμοιαζε να είναι χαμένη. Όμως εκείνη δεν το έβαζε κάτω. «Μπορούμε να του κάνουμε ράμματα; Μήπως έτσι σταματήσει η αιμορραγία;»
«Η σφαίρα δεν έπληξε αρτηρία, αλλιώς το άλογό σας θα ήταν ήδη νεκρό. Όμως πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να το ανασηκώσουμε για να μπορέσω να περιποιηθώ και το άλλο του τραύμα πέρα από αυτό στο στήθος του». «Μπορώ να φτιάξω ένα πρόχειρο σύστημα ανάρτησης», είπε ο Θορ. «Θα χρειαστώ κάποια βοήθεια όμως». Κοίταξε τον Τόμι. Τα μάτια του νεαρού ήταν υγρά και το πρόσωπό του κάτωχρο και παγωμένο. Ήταν φανερό ότι ο σταβλίτης σιγά σιγά είχε αγαπήσει τον επιβήτορα όσο κι εκείνοι. «Φέρε τον αδερφό μου», του ζήτησε ο Θορ. «Πες του τι συνέβη και ζήτησέ του να βιαστεί». Του έδωσε τη διεύθυνση του Λέιφ στην πλατεία Μπέρκλεϊ και ο Τόμι έφυγε αστραπή. Χρησιμοποιώντας χοντρά σκοινιά που βρήκε ριγμένα πάνω στα δοκάρια, ο Θορ έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά κι έφτιαξε ένα πρόχειρο σύστημα που θα ανασήκωνε το άλογο αρκετά για να μπορέσει ο γιατρός να ράψει και να επιδέσει τα τραύματά του. Δεν έπρεπε όμως να το μετακινήσουν πολύ για να μην επιδεινωθεί η αιμορραγία. Χρειαζόταν μεγάλη προσοχή. Η Λίνζι παρακολουθούσε τον Θορ να δουλεύει και η καρδιά της ξεχείλιζε από αγάπη. Ήξερε ότι με κόπο έκρυβε τον πόνο του. Το Ξίφος σήμαινε τόσα πολλά για εκείνον... τόσα πολλά. Θεέ μου, αν μπορεί να γίνει κάτι για να σωθεί αυτό το υπέροχο πλάσμα... Δε βρήκε άλλα λόγια για να ολοκληρώσει τη νοερή της ικεσία, αλλά ευχήθηκε με όλη τη δύναμη της καρδιάς της να εισακούγονταν οι προσευχές της. Γιατί ήταν σαφές πλέον σε όλους ότι η μοίρα του Ξίφους ήταν στα χέρια του Θεού. *** Ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Το φανάρι έκαιγε ακόμα και είχαν ανάψει κι ένα δεύτερο, αλλά ένα αμυδρό χρυσαφένιο φως είχε αρχίσει να γλιστράει στο εσωτερικό του στάβλου. Ο Θορ σήκωσε το κεφάλι ακούγοντας βαριά πατήματα και η καρδιά του σκίρτησε όταν είδε τον αδερφό του να έρχεται. Σηκώθηκε να τον προϋπαντήσει και να τον ευχαριστήσει και ο
Λέιφ τον έπιασε από τον ώμο τραβώντας τον σ’ ένα δυνατό, αντρίκειο αγκάλιασμα. «Λυπάμαι πολύ, αδερφέ μου. Τι μπορώ να κάνω για να βοηθήσω;» Ο Θορ αναστέναξε με ανακούφιση. Ο αδερφός του ήταν πάντα εκεί όποτε τον χρειαζόταν. Και δεν είχε καμία αμφιβολία ότι ο Λέιφ θα έσπευδε κοντά του και απόψε. Αυτό σήμαινε πολλά για εκείνον. «Πρέπει να τον ανασηκώσουμε», εξήγησε. «Η σφαίρα μπήκε στο στήθος του και βγήκε από το πλευρό του. Πρέπει να φροντίσουμε και το δεύτερο τραύμα όπως το πρώτο. Έφτιαξα έναν πρόχειρο αορτήρα, αλλά χρειάζομαι τη βοήθειά σου για να λειτουργήσει». Ο Λέιφ έγνεψε καταφατικά. Το σαγόνι του σφίχτηκε στη θέα του πανέμορφου λαβωμένου ζώου. Ο Θορ τον σύστησε στο γιατρό και ο Λέιφ παρηγόρησε με μερικά ευγενικά λόγια τη Λίνζι. Έπειτα, μαζί με τον αδερφό του, στρώθηκε στη δουλειά. Ανασήκωσαν προσεκτικά το Ξίφος, από λίγο κάθε φορά, ίσα για να περάσουν τον αυτοσχέδιο αορτήρα κάτω από την κοιλιά του. Ύστερα ο Λέιφ πήρε στα χέρια του το σκοινί ενώ ο Θορ είχε αναλάβει να μανουβράρει το άλογο και αργά αργά το τράβηξαν και το σήκωσαν στα πόδια του. Το Ξίφος αντιστάθηκε, αλλά μόνο για μία στιγμή, κι έπειτα ηρέμησε και πάλι καθώς ο Θορ του μιλούσε τρυφερά και ο Λέιφ το χαμήλωσε ώσπου οι οπλές του ακούμπησαν στο πάτωμα. Ύστερα έδεσε το σκοινί σε ένα ξύλινο υποστήριγμα για να μείνει ο αορτήρας σταθερός. Μόλις τελείωσαν, πλησίασε ο γιατρός και εξέτασε τα δύο τραύματα. «Με βάση τη νοητή γραμμή από την πύλη εισόδου μέχρι την πύλη εξόδου της σφαίρας», είπε, «θα έλεγα ότι πιθανότατα δεν έχει πειραχτεί κανένα ζωτικό όργανο. Η αιμορραγία έχει σχεδόν σταματήσει. Το πρόβλημα τώρα θα είναι η σήψη. Σε τέτοιες περιπτώσεις, συχνά αυτή είναι η αιτία θανάτου και όχι το ίδιο το τραύμα». «Υπάρχει κάποιος τρόπος πρόληψης;» ρώτησε η Λίνζι. «Αν υπάρχει, η ιατρική επιστήμη δεν τον έχει ανακαλύψει ακόμα». Με κινήσεις σχολαστικής ακρίβειας, ο γιατρός ετοίμασε τη βελόνα
για να ράψει τα τραύματα. Η τρύπα απ’ όπου είχε βγει η σφαίρα ήταν η μεγαλύτερη. Το Ξίφος είχε κρεμάσει το κεφάλι του και τα μάτια του ήταν θολά και απλανή. Ήταν αδύναμο από την απώλεια αίματος και ο γιατρός έδειχνε να πιστεύει ότι δε θα τα κατάφερνε. Ένα νέο κύμα απόγνωσης πλημμύρισε τον Θορ και το σαγόνι του σφίχτηκε. Ένιωσε το χέρι της Λίνζι να ψάχνει το δικό του και τα δάχτυλά τους πλέχτηκαν. «Θα τα καταφέρει», του είπε. «Δε θα τον αφήσουμε να πεθάνει». Όμως ο Θορ ήξερε ότι ο επιβήτορας υπέφερε και ένιωθε τον πόνο του σαν δικό του. «Ας τελειώνουμε», είπε ο γιατρός, «κι έπειτα ας τον κατεβάσουμε ξανά κι ας τον αφήσουμε να ξεκουραστεί λίγο, για να ανακτήσει τις δυνάμεις του». Ένας θόρυβος ακούστηκε από την πόρτα και ο Θορ είδε να μπαίνει βιαστικά η Κρίστα, με το απλό γαλάζιο μάλλινο φόρεμά της να ανεμίζει καθώς ερχόταν με γοργό βήμα προς το μέρος τους. «Περιμένετε μια στιγμή, γιατρέ!» Ο Κάρλτον σταμάτησε. «Τι τρέχει;» ρώτησε ο Θορ. Η Κρίστα κοίταξε ικετευτικά το γιατρό, σαν να τον εκλιπαρούσε σιωπηρά να περιμένει. «Πήγα να δω την Κόρι και τον Γκρέι. Τους είπα ότι ο Στίβεν επιχείρησε να σκοτώσει τη Λίνζι και ότι το Ξίφος πυροβολήθηκε στην προσπάθειά του να σας σώσει. Σκέφτηκα ότι ο Σαμίρ θα μπορούσε να βοηθήσει». Πάνω στην ώρα κατέφθασαν πίσω της ο κόμης του Τρεμέιν, η σύζυγός του, η Κόραλι, και μαζί τους ένας ισχνός και νευρώδης μικροκαμωμένος άντρας με μελαψό δέρμα, ο βαλές του Τρεμέιν από την Ινδία. «Είμαι τυχερός που έχω τέτοιους φίλους», είπε με φωνή βραχνή από τη συγκίνηση ο Θορ. Ο Γκρέι του έριξε ένα βλέμμα συμπαράστασης, κοίταξε το σκεπασμένο με την κουβέρτα πληγωμένο ζώο κι έπειτα, μαζί με τη σύζυγό του, πλησίασε τον γκριζομάλλη γιατρό. «Πώς είναι, γιατρέ;»
«Θα γίνει καλά;» ρώτησε ανήσυχη η Κόραλι, με τα πυρρόξανθα, ανακατεμένα ακόμα από τον ύπννο μαλλιά της μαζεμένα πρόχειρα πίσω από τα αυτιά της. «Η αιμορραγία έχει σταματήσει και είμαι έτοιμος να κλείσω τα τραύματα. Όπως είπα και στον κύριο Ντρόγκαρ, το μεγαλύτερο εμπόδιο για την ανάρρωση του ζώου τώρα θα είναι η σήψη». Στράφηκε προς τον Θορ. «Θα πρέπει να κρατήσετε ακίνητο το άλογο όσο το ράβω». Πριν προλάβει να κάνει το παραμικρό όμως, ο Σαμίρ βγήκε μπροστά, με βήμα συρτό και ελαφρά σκυφτούς ώμους. Με το μελαψό, λευκοντυμένο αδύνατο σώμα του να διαγράφεται στο απαλό φως του φαναριού, ήρθε και στάθηκε μπροστά στον Θορ. «Έχω φέρει ένα γιατρικό. Πρέπει να το αλείψω στην πληγή πριν ραφτεί». Ο γιατρός συνοφρυώθηκε. «Τι είδους γιατρικό; Αυτό το άλογο είναι σοβαρά τραυματισμένο και κάνω ό,τι είναι ανθρωπίνως δυνατό για να το σώσω. Δε θα επιτρέψω να το ξεκάνει κάποιος... κάποιος αλλοδαπός μάγος που το παίζει γιατρός». Ο Θορ έκανε ένα βήμα μπροστά. Το ίδιο και η Λίνζι, η Κόρι και ο Γκρέι. «Ο Σαμίρ είναι σπουδαίος θεραπευτής», είπε ο Θορ, που θυμήθηκε πώς ο Ινδός είχε σώσει κάποτε την Κόραλι. «Έχει κάνει θαύματα στο παρελθόν». «Αν κάποιος μπορεί να σώσει αυτό το άλογο», πρόσθεσε η Κόρι, «αυτός είναι ο Σαμίρ. Σας παρακαλώ, γιατρέ Κάρλτον, αφήστε τον να προσπαθήσει». «Έχει δίκιο, Κάρλτον», παρενέβη και ο Γκρέι. «Αυτός ο άνθρωπος μπορεί να κάνει θαύματα». «Πολύ καλά», υποχώρησε ο γιατρός με φανερή δυσαρέσκεια. «Όμως δεν είμαι πλέον υπεύθυνος για ό,τι συμβεί από δω κι εμπρός». Ο Σαμίρ στάθηκε μπροστά στο άλογο, άλειψε το γιατρικό του στο τραύμα στο στήθος του, ενώ το Ξίφος αντέδρασε μόνο με ένα σιγανό χλιμίντρισμα, κι έπειτα έκανε το ίδιο με το τραύμα στο πλευρό του επιβήτορα.
«Σ’ ευχαριστώ, φίλε μου», είπε ο Θορ στον Σαμίρ. Ο μικρόσωμος άντρας υποκλίθηκε. «Θα πω μια προσευχή για το όμορφο άλογό σας». Τα μάτια του Θορ έτσουζαν από τα δάκρυα που εμπόδιζε να κυλήσουν. «Ευχαριστώ». Με την υπόσχεση ότι θα ξαναρχόταν, ο μικροκαμωμένος Ινδός εξαφανίστηκε στις σκιές σαν να μην είχε βρεθεί ποτέ εκεί. Στο μεταξύ ο Θορ ηρέμησε το άλογο όσο ο γιατρός έραβε τα τραύματά του γρήγορα και επιδέξια. Έδεσε μετά γύρω τους επιδέσμους και μάζεψε τα εργαλεία του και τη δερμάτινη τσάντα που είχε φέρει μαζί του. «Σας ευχαριστώ θερμά για όλα όσα κάνατε», του είπε ο Θορ και έχωσε τα χέρια του στις τσέπες του, ελπίζοντας να είχε επάνω του αρκετά χρήματα για να τον πληρώσει. «Μην ανησυχείτε για την αμοιβή απόψε. Θα ξαναπεράσω αύριο να δω πώς πάει». Ο Θορ συμφώνησε με ένα νεύμα. «Οι επόμενες ώρες είναι κρίσιμες», είπε ο γιατρός Κάρλτον πριν φύγει. «Αν ζει ακόμα το πρωί...» Άφησε τη φράση του μετέωρη, αφού ήταν ξεκάθαρο τι ήθελε να πει. Όταν ο Κάρλτον έφυγε από το στάβλο, το Ξίφος στεκόταν ακόμα με τη βοήθεια του αορτήρα. Ο Θορ και ο Λέιφ έλυσαν το σκοινί και, χωρίς στήριξη, μια και τα πόδια του ήταν πολύ αδύναμα για να το κρατήσουν όρθιο, το άλογο κατέρρευσε στο στρώμα από άχυρο που του είχαν ετοιμάσει. Γύρισε στο πλάι και ακούμπησε το κεφάλι του στο δάπεδο. Τα μεγάλα καστανά του μάτια κοίταξαν τον Θορ κι έπειτα έκλεισαν αργά. Η καρδιά του Θορ σφίχτηκε από ανείπωτη θλίψη. Σαν να ήξερε πώς ένιωθε, η Λίνζι ήρθε κοντά του, τύλιξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του, πίεσε το μάγουλό της πάνω στο δικό του και έμεινε ακίνητη, κρατώντας τον απλώς στην αγκαλιά της. Ποτέ δεν την είχε αγαπήσει περισσότερο ο Θορ. *** Λίγο αφότου έφυγε ο γιατρός, έφτασε η αστυνομία -δύο ένστολοι
αστυνομικοί, ένας νέος και ξανθός και ένας μεγαλύτερος, με πιο ροδοκόκκινο δέρμα, που έδειχνε πιο έμπειρος και ελαφρώς κουρασμένος απ’ όσα είχαν δει τα μάτια του. «Λοιπόν, τι στο διάβολο συμβαίνει εδώ;» Ο νεαρός αστυνομικός χτένισε με το βλέμμα το χάος που επικρατούσε στο στάβλο, από το λαβωμένο άλογο ως το ακίνητο σώμα που κειτόταν λίγο πιο πέρα σκεπασμένο με μια κουβέρτα. «Καλά θα κάνει κάποιος από σας να μας εξηγήσει», είπε ο μεγαλύτερος αστυνομικός. Ο Θορ άφησε το Ξίφος, πήγε στο ακίνητο σώμα και σήκωσε την κουβέρτα. «Αυτός ο άντρας είναι ο δολοφόνος που αναζητούσατε. Ο Δολοφόνος του Κόβεντ Γκάρντεν». «Είναι αλήθεια», επιβεβαίωσε η Λίνζι. «Το όνομά του είναι Στίβεν Κάμντεν, υποκόμης Μέρικ. Σκότωσε τις τρεις γυναίκες στην περιοχή του Κόβεντ Γκάρντεν και μια γυναίκα στο Φόξγκροουβ». Ο Λέιφ, ο Γκρέι, η Κρίστα και η Κόραλι έσπευσαν να επιβεβαιώσουν τι είχε συμβεί στο στάβλο και πώς ο υποκόμης είχε ακολουθήσει τη Λίνζι και είχε αποπειραθεί να τη σκοτώσει. Ο μεγαλύτερος αστυνομικός έσκυψε και περιεργάστηκε το πτώμα και είδε την τσουγκράνα που είχε χρησιμοποιήσει η Λίνζι και το πιστόλι του Στίβεν. «Καλύτερα να ειδοποιήσουμε τον αστυνόμο Μπέρτραμ», είπε. «Αυτός είναι ο επικεφαλής των ερευνών για τους φόνους». Έριξε ξανά την κουβέρτα στο πρόσωπο του Στίβεν. «Θα στείλω να πάρουν το πτώμα». Οι αστυνομικοί έφυγαν για να ενημερώσουν τον προϊστάμενό τους και δεν επέστρεψαν παρά αρκετές ώρες αργότερα. Στο μεταξύ, η Κρίστα, ο Λέιφ, η Κόρι και ο κόμης γύρισαν στα σπίτια τους. Η Κρίστα και ο Λέιφ, μάλιστα, υποσχέθηκαν να περάσουν από το σπίτι της Λίνζι για να πουν στους γονείς της τι είχε συμβεί, πού βρισκόταν και ότι ήταν ασφαλής. Η Λίνζι φαντάστηκε ότι ίσως δεν είχαν πάρει καν είδηση ότι έλειπε από το σπίτι, αλλά σίγουρα θα χαίρονταν όταν μάθαιναν ότι ο γιος τους θα ήταν σύντομα ελεύθερος.
Και ο Σάιμον Μπιλ, όπως ανακάλυψε η Λίνζι το επόμενο πρωί, ήταν ζωντανός. Όταν επέστρεψε στο σπίτι της για να κάνει μπάνιο και να αλλάξει ρούχα, την περίμενε ένα σημείωμα από τον κύριο Μπιλ. Της έγραφε ότι ο Στίβεν είχε κρυφακούσει τη συνομιλία του με τον Θορ και του είχε ζητήσει εξηγήσεις. Εκείνος είχε φοβηθεί για τη ζωή του τότε, με αποτέλεσμα να φύγει άρον άρον από το σπίτι του υποκόμη στο Λονδίνο και να κρυφτεί. Η Λίνζι του απάντησε με ένα σημείωμα που τον πληροφορούσε ότι ο Στίβεν ήταν νεκρός και δεν αποτελούσε πλέον κίνδυνο γι’ αυτόν. Μετά τις καταθέσεις της Λίνζι, του Θορ και του Μπιλ, ο αστυνόμος Μπέρτραμ δεν είχε άλλη επιλογή από το να ερευνήσει το σπίτι του Στίβεν. Ο Σάιμον Μπιλ έδειξε στους αστυνομικούς πού φυλούσε τα φουλάρια του ο Στίβεν -μακριά, ροζ, μεταξωτά φουλάρια, σίγουρα όχι από εκείνα που θα φορούσε ένας άντρας. Και στο ένα απ’ αυτά υπήρχε αίμα. Τα φουλάρια από μόνα τους δεν αποτελούσαν επαρκή απόδειξη, αλλά σε συνδυασμό με την επίθεση κατά της Λίνζι και τις πληροφορίες που είχε συγκεντρώσει ο ιδιωτικός ερευνητής, ο Χάρισον Μάνσφιλντ, για την εξαφάνιση της Πενέλοπι Μπάρκερ, υπήρχαν αρκετά στοιχεία για να αφεθεί ελεύθερος ο Ρούντι και να αποσυρθούν οι κατηγορίες εναντίον του. Η υπόθεση των φόνων του Κόβεντ Γκάρντεν είχε λυθεί. Το μόνο πρόβλημα τώρα ήταν η μάχη που έδινε για τη ζωή του ο υπέροχος επιβήτορας του Θορ. Η Λίνζι, φορώντας ένα άχαρο καφέ μάλλινο φόρεμα, βολεύτηκε στο άχυρο πλάι στο Ξίφος. Είχε τρεις μέρες να κοιμηθεί, από τότε που είχε χτυπηθεί το όμορφο άλογο. Ούτε ο Θορ είχε κλείσει μάτι, φυσικά. Η Λίνζι κοίταξε το άλογο, χαϊδεύοντας τον μακρύ, λείο λαιμό του, και του ψιθύρισε λόγια ενθάρρυνσης, προσπαθώντας να του μεταδώσει ένα μέρος από τη δύναμή της. Το Ξίφος έβγαλε έναν σιγανό τραχύ ήχο και τα βελουδένια καστανά του μάτια έκλεισαν αργά. Η ανάσα του ήταν βαθιά και μακρόσυρτη, σαν ανεπαίσθητος ψίθυρος. «Ξίφος!» Η καρδιά της Λίνζι σπάραζε από πόνο. Ο επιβήτορας ήταν
πολύ εξασθενημένος και είχε υποφέρει τόσο. Το χέρι της έτρεμε όταν το άπλωσε και τον άγγιξε, νιώθοντας το ζεστό, λείο μαύρο του τρίχωμα κάτω από τα δάχτυλά της. «Όλα θα πάνε καλά, αγόρι μου. Όλα θα πάνε καλά». Αλλά μάτωνε η καρδιά της στη σκέψη ότι η ανάσα που μόλις είχε αφήσει το άλογο μπορεί να ήταν η τελευταία του. Και τότε ο επιβήτορας πήρε άλλη μία βαθιά ανάσα και η Λίνζι αισθάνθηκε μια ανακούφιση τόσο ισχυρή, που ζαλίστηκε. Ακούστηκαν βήματα και είδε τον Θορ να ζυγώνει, με τα λαμπερά γαλάζια μάτια του γεμάτα πόνο και αγωνία. Όταν την είδε καθισμένη στο άχυρο, πλάι στο πολύτιμο άλογό του, στο πρόσωπό του ζωγραφίστηκε μια έκφραση που η Λίνζι δεν είχε ξαναδεί ποτέ ως τότε. «Πώς είναι;» ρώτησε ο Θορ. «Δεν ξέρω. Μου φάνηκε ότι... Νόμισα...» Ακριβώς εκείνη τη στιγμή, το Ξίφος ρουθούνισε. Κοίταξε τον Θορ, σήκωσε το περήφανο κεφάλι του και άρχισε να αγωνίζεται να σταθεί στα πόδια του. Ο Θορ έτρεξε, άρπαξε το σκοινί με το οποίο μπορούσε να ελέγχει τον αορτήρα και το τράβηξε αρκετά δυνατά για να δώσει στον επιβήτορα τη βοήθεια που χρειαζόταν. Με αβέβαιες, ασταθείς κινήσεις, το Ξίφος κατάφερε να σταθεί στα πόδια του. «Στέκεται!» φώναξε η Λίνζι καθώς ο Θορ έδενε το σκοινί αρκετά γερά για να εξασφαλίζει στο άλογο τη στήριξη που είχε ακόμα ανάγκη. «Είναι... Νομίζεις ότι θα γίνει καλά;» Ο Θορ έσπευσε πάλι στο πλευρό του Ξίφους. Αφού έλεγξε πρώτα στα γρήγορα τα τραύματά του, εξέτασε τις κόρες των ματιών του. «Είναι καλύτερα, έτσι δεν είναι;» ξαναρώτησε η Λίνζι. «Δε θα πεθάνει. Θα γίνει καλά!» Ο Θορ χαμογέλασε με ένα χαμόγελο τόσο φωτεινό, που η καρδιά της φτερούγισε από χαρά. «Ναι, νομίζω ότι θα γίνει εντελώς καλά». Και, καθώς το άλογο στεκόταν αδύναμο ακόμα, αλλά πιο σταθερά πια στα τέσσερα πόδια του, με την αναπνοή του πιο κανονική και τα μάτια του πιο ζωηρά, ήταν σχεδόν βέβαιο ότι θα ζούσε. Το Ξίφος ρουθούνισε ξανά και τίναξε το πανέμορφο κεφάλι του, ανεμίζοντας την πυκνή μαύρη χαίτη του στον αέρα. Το μακρόσυρτο και βαθύ χλιμίντρισμά του ήχησε τόσο γλυκά στα αυτιά της Λίνζι, που τα μά-
τια της γέμισαν με δάκρυα. Ο Θορ την τράβηξε στην αγκαλιά του. «Θα γίνει καλά. Κι εσύ βοήθησες να σωθεί, γλυκιά μου. Δε θα ξεχάσω ποτέ αυτό που έκανες». «Απλώς... απλώς τον αγαπώ, όπως κι εσένα, Θορ». Ο Θορ πήρε μια βαθιά αναπνοή, σαν να είχε να πει κάτι σημαντικό, μα να μην έβρισκε τα λόγια. Την πήρε από το χέρι και την οδήγησε έξω, στη λιακάδα. Κάτω από τον καταγάλανο ουρανό, έδειχνε απίστευτα ψηλός και όμορφος και η καρδιά της σκίρτησε από επιθυμία. Το βλέμμα του συνάντησε το δικό της και εκεί που μέχρι πριν από λίγα λεπτά υπήρχε πόνος, τώρα έκαιγε η σπίθα του πόθου και κάτι πιο βαθύ και πιο άγριο. Η Λίνζι προσπάθησε να χαμογελάσει, μα ήταν πολύ νευρική και ανυπόμονη ν’ ακούσει τι θα της έλεγε. «Είμαι... είμαι τόσο ευτυχισμένη για σένα, Θορ». Ο Θορ πήρε το πρόσωπό της στις φαρδιές του παλάμες και, σκύβοντας το κεφάλι του, τη φίλησε απαλά. «Εσύ με κάνεις ευτυχισμένο, Λίνζι. Εσύ και κανένας άλλος στον κόσμο». Τα λόγια της ήταν βάλσαμο στην καρδιά της και μέσα της άνθισε η ελπίδα. «Ήρθε η ώρα να μιλήσω στον πατέρα σου. Πολλά έχουν συμβεί. Και πολλά είναι αυτά που πρέπει να συζητήσουμε. Σύντομα θα παντρευτούμε και όλα θα είναι όπως πρέπει». Η Λίνζι συμφώνησε με ένα νεύμα. Θα παντρεύονταν, όπως της είχε πει. Οι γονείς της δεν ενέκριναν την επιλογή της. Αλλά εκείνοι δεν τον ήξεραν. «Υποθέτω ότι ήρθε η ώρα. Σε μια δυο μέρες, μπορούμε να τους μιλήσουμε και...» «Σήμερα», την έκοψε εκείνος με ύφος που δε σήκωνε αντίρρηση. «Θα μείνει ο Τόμι με το Ξίφος. Θα πάω στο σπίτι μου να αλλάξω και να ντυθώ κατάλληλα. Θα σε συναντήσω στο σπίτι των γονιών σου. Και θα μιλήσω στον πατέρα σου, όπως θα έπρεπε να είχα ήδη κάνει». «Μα...» Το παθιασμένο ύφος του την έκανε να σταματήσει. «Σε θέλω στο
κρεβάτι μου, Λίνζι. Κουράστηκα να κρυβόμαστε σαν να είναι λάθος αυτό που κάνουμε όταν είμαστε μαζί. Κουράστηκα να κρύβω αυτό που αισθάνομαι για σένα». Η Λίνζι σήκωσε τα μάτια της στα δικά του, ενώ μια λεπτή φλέβα έπαιζε στο πλάι του λαιμού της. «Τι αισθάνεσαι για μένα, Θορ;» Το βλέμμα του παρέμεινε παθιασμένο και έντονο. «Σ’ αγαπώ, Λίνζι Γκρέιαμ. Περισσότερο κι από την ίδια μου τη ζωή». Έδειχνε σαν να είχε βρει τελικά αυτό που ήθελε να πει. Η ένταση έφυγε σιγά σιγά από το πελώριο μυώδες κορμί του και της χαμογέλασε με τόση αγάπη, που η Λίνζι ένιωσε να λιώνει. «Είσαι γλυκιά και καλόκαρδη», της είπε. «Είσαι έξυπνη και αποφασιστική. Είσαι η πιο γενναία γυναίκα που έχω γνωρίσει ποτέ και, αν και ξεροκέφαλη μερικές φορές, με το δικό σου μοναδικό τρόπο είσαι σοφή. Είσαι το ταίρι μου, η γυναίκα που διάλεξαν για μένα οι θεοί και θα σ’ αγαπώ σ’ όλη μου τη ζωή κι ακόμα παραπέρα». Τα μάτια της βούρκωσαν. «Θορ...» Δάκρυα ευτυχίας κύλησαν στα μάγουλά της καθώς την πήρε στην αγκαλιά του και τη φίλησε βαθιά. «Σ’ αγαπώ», του είπε. «Σ’ αγαπώ τόσο πολύ». Τους περίμεναν προβλήματα που έπρεπε να λυθούν. Έτρεμε στη σκέψη της αντιπαράθεσης με τους γονείς της. Ευχήθηκε με τον καιρό να αποδέχονταν τον Θορ ως μέλος της οικογένειας, αλλά στην πραγματικότητα αυτό δεν είχε καμία σημασία. Την αγαπούσε και τον αγαπούσε κι αυτό ήταν το μόνο που μετρούσε αληθινά. Ο Θορ τη δάγκωσε τρυφερά στο πλάι του λαιμού της. «Εδώ και αρκετό καιρό, δεν είχα το θάρρος να σου πω πώς ένιωθα, αλλά τώρα μπορώ. Σ’ αγαπώ, Λίνζι, και σου υπόσχομαι να είμαι ο σύζυγος που σου αξίζει». Η Λίνζι χάθηκε μέσα σ’ εκείνα τα καταγάλανα μάτια και ήξερε ότι αυτός ο άντρας που αγαπούσε με όλη της την καρδιά θα κρατούσε το λόγο του.
Επίλογος Δύο μήνες αργότερα Το σπίτι αντηχούσε από τα κουδουνίσματα των ποτηριών που υψώνονταν σε πρόποση, τους ήχους γέλιων και ευχών. Μετά από μια απλή τελετή στο παρεκκλήσι της Παρθένου Μαρίας, που παρακολούθησαν μόνοι οι στενοί συγγενείς και φίλοι, οι γονείς της Λίνζι έδιναν μια γαμήλια δεξίωση στο σπίτι τους. Ο πατέρας της γκρίνιαζε ακόμα, αλλά στο τέλος είχε αποδεχτεί τον Θορ ως τον άντρα που θα παντρευόταν η κόρη του. Η μητέρα της είχε αρχίσει βαθμιαία να υποκύπτει στην κραυγαλέα γοητεία του συζύγου της. Ο Θορ ήταν άλλωστε ένας εξαιρετικά όμορφος και πολύ αρρενωπός άντρας και καμία γυναίκα, ούτε η ίδια της η μητέρα, δεν μπορούσε να έχει για πολύ καιρό ανοσία σ’ αυτή τη γοητεία. Με τον δικό του τρόπο, ήταν γλυκός και στοργικός και ήταν φανερό πόσο πολύ αγαπούσε την κόρη τους. Όσο για τον Ρούντι, κυριολεκτικά τον λάτρευε. Ο Θορ είχε βοηθήσει να αποδειχτεί η αθωότητά του. Χωρίς αυτή τη βοήθεια, μπορεί να είχε καταλήξει στην αγχόνη. Είχαν λυθεί και αρκετά άλλα προβλήματα. Η Λίνζι είχε εξηγήσει την κατάσταση στον Μάικλ, του είχε ζητήσει συγγνώμη και, παραδόξως, εκείνος την είχε συγχωρήσει. Είχε βοηθήσει την Κρίστα να βρει νέα συντάκτρια για τη γυναικεία στήλη του περιοδικού Από Καρδιάς, αν και είχε την ελπίδα ότι θα συνέχιζε να γράφει άρθρα κάπου κάπου. Ο μόλις τεσσάρων ωρών σύζυγός της την τράβηξε από το χέρι. «Αρκετά περίμενα. Ώρα να φύγουμε». Η Λίνζι έριξε μια ματιά στους καλεσμένους που γελούσαν και κουβέντιαζαν στο σαλόνι. «Τουλάχιστον άφησέ με να χαιρετήσω». Της έγνεψε καταφατικά, αν και απρόθυμα. «Θα περιμένω εδώ. Μην αργήσεις». Δεν αισθανόταν ακόμα πολύ άνετα στις κοινωνικές εκδηλώσεις,
αλλά τη Λίνζι δεν την ένοιαζε. Χαρίζοντάς του το πιο ζεστό της χαμόγελο, επέστρεψε στο σαλόνι και στον κύκλο των φίλων της. Πρώτα μίλησε στην Κρίστα και στον Λέιφ. «Σας ευχαριστώ για όλα. Είστε οι καλύτεροι φίλοι στον κόσμο». Η Κρίστα της έσφιξε το χέρι. «Είμαι τόσο χαρούμενη που είσαι ευτυχισμένη». Ο Λέιφ έσκυψε και τη φίλησε στο μάγουλο. «Ο αδερφός μου είναι πολύ τυχερός. Καλώς ήρθες στην οικογένεια». Τα μάτια της Λίνζι θόλωσαν από τη συγκίνηση. «Ευχαριστώ». Στράφηκε έπειτα στην Κόρι και στον Γκρέι. «Πείτε στον Σαμίρ ότι έχει την παντοτινή ευγνωμοσύνη μας για ό,τι έκανε για το Ξίφος». «Θα του το πούμε», της υποσχέθηκε η Κόρι. «Και θέλω να ξέρετε ότι είμαστε και οι δυο ευγνώμονες που έχουμε τέτοιους φίλους». Ο Γκρέι σήκωσε το ποτήρι της σαμπάνιας του, ρίχνοντας μια τρυφερή ματιά στη γυναίκα του, που μόλις πριν από δύο εβδομάδες είχε βεβαιωθεί ότι μέσα της μεγάλωνε το παιδί του. Ο Γκρέι πετούσε από τη χαρά του κι αυτό ήταν ολοφάνερο από τον προστατευτικό τρόπο που κρατούσε την Κόραλι πλάι του. «Παντρεύτηκες έναν καλό άνθρωπο, Λίνζι», είπε ο Γκρέι, «αν και θα αρνηθώ ότι το είπα αυτό, σε περίπτωση που του το μαρτυρήσεις!» Η Λίνζι γέλασε και το βλέμμα της αγκάλιασε από μακριά το σύζυγό της που την περίμενε ανυπόμονα, με τα γαλάζια του μάτια σκοτεινά από επιθυμία. Ήξερε ότι είχε στο νου του τη γαμήλια νύχτα τους και η καρδιά της φτερούγισε από τη γλυκιά λαχτάρα της προσμονής. «Πρέπει να πηγαίνω. Θα τα ξαναπούμε σε δύο εβδομάδες». Ο Λέιφ γέλασε κάτω από τα μουστάκια του. «Θα είσαι τυχερή αν ο αδερφός μου σ’ αφήσει να φύγεις από το κρεβάτι πριν από το τέλος του μήνα». Η Λίνζι κοκκίνισε. Εκείνη τη στιγμή πλησίασε και ο Θορ για να χαιρετήσει κι εκείνος στα γρήγορα, ενώ αποχαιρέτησε επίσης βιαστικά τους γονείς της και τη θεία Ντιλάιλα, που είχε επιστρέψει στο Λονδίνο για το γάμο. «Τι σου έλεγα;» ψιθύρισε η θεία Ντι στη Λίνζι συνωμοτικά ρίχνο-
ντας μια κλεφτή ματιά στον Θορ. «Το ήξερα ότι θα ήταν αδύνατο να είσαι απλώς φίλη με έναν άντρα που έχει τέτοια εμφάνιση». Και η Λίνζι αρκέστηκε να χαμογελάσει πλατιά. Ο συνοδός της θείας Ντι, ο συνταγματάρχης Λάνγκτρι, ανασήκωσε το ένα γκρίζο του φρύδι. «Κι εσύ πόσο δύσκολο νομίζεις ότι θα είναι, αγάπη μου, να παραμείνεις απλώς φίλη μαζί μου;» Τη λοξοκοίταξε κτητικά και, όταν τα μάγουλα της θείας Ντι βάφτηκαν ρόδινα, η Λίνζι κατάλαβε ότι σύντομα θα είχαν κι άλλο γάμο. Ο Θορ την πήρε από το χέρι και απομακρύνθηκαν χαμογελώντας. Λίγα λεπτά αργότερα κατάφεραν επιτέλους να δραπετεύσουν. «Το σπίτι μας είναι μία ώρα δρόμο από δω», γκρίνιαξε ο Θορ. «Και. σκοπεύω να ολοκληρώσω το γάμο μας στο συζυγικό μας κρεβάτι». Η Λίνζι διάβασε τον πόθο μέσα στα μάτια του και η προσδοκία της νύχτας που της υποσχόταν έκανε μια γλυκιά ζεστασιά να απλωθεί σε όλο της το σώμα. Είχαν εβδομάδες να κάνουν έρωτα, αφού ο Θορ είχε επιμείνει ότι έπρεπε να παντρευτούν πρώτα με όλους τους τύπους για να διεκδικήσει τα συζυγικά του δικαιώματα. Και τώρα η Λίνζι αναρωτιόταν αν θα κατάφερνε να κρατηθεί και να μην την κάνει δική του μέχρι να φτάσουν στη νέα τους κατοικία. Όμως ο Θορ παρέμεινε ακλόνητος καθώς η άμαξα κυλούσε προς το Γκρινμπράιαρ, το εξοχικό κτήμα που είχε αγοράσει για να στήσει τη φάρμα εκτροφής καθαρόαιμων που ονειρευόταν από παλιά. Ο αυτοέλεγχός του ήταν αξιοθαύμαστος, αλλά βέβαια κάθε τόσο την άγγιζε, την πείραζε και τη φιλούσε, έτσι μέχρι να φτάσουν η Λίνζι καιγόταν από επιθυμία. «Δεν είναι δίκαιο», ψέλλισε προσπαθώντας να τον παρασύρει να της κάνει έρωτα στο παχύ βελούδινο κάθισμα. «Σύντομα, αγάπη μου», της υποσχέθηκε φιλώντας τη βαθιά ξανά. «Αυτή θέλω να είναι μια νύχτα που θα θυμάσαι για πάντα». Η Λίνζι βόγκηξε από μέσα της. Δεν είχε ξαναζήσει τέτοιο μαρτύριο. Όμως κάθε ματιά και κάθε καυτό του άγγιγμα της υπόσχονταν μια απόλαυση που δε θα ξεχνούσε ποτέ. Έτσι, όταν έφτασαν επιτέλους στην όμορφη έπαυλη και την οδή-
γησε μέσα, η Λίνζι ούτε που πρόσεξε τα ροδοπέταλα που ήταν σκορπισμένα στο γυαλιστερό ξύλινο πάτωμα και σ’ όλη τη σκάλα, ως το κυρίως υπνοδωμάτιο. Και δεν είδε τα αχνορόδινα πέταλα πάνω στα λευκά λινά κλινοσκεπάσματα του μεγάλου κρεβατιού με τον ουρανό, ούτε αντιλήφθηκε ότι η ευωδιά από πασχαλιές ερχόταν από τα μαξιλάρια. Αντίθετα, την ίδια κιόλας στιγμή που ο Θορ, κρατώντας τη στην αγκαλιά του, μπήκε στη φωτισμένη από κεριά κρεβατοκάμαρα, τον τράβηξε προς το μέρος της για ένα βαθύ, καυτό φιλί. Με ένα υπόκωφο βογκητό, ο Θορ της το ανταπέδωσε με την ίδια φλόγα. Μέσα σε λίγα λεπτά την είχε γδύσει και, πετώντας και τα δικά του ρούχα, τη μετέφερε στο μεγάλο κρεβάτι που θα μοιράζονταν από την αποψινή νύχτα και μετά. «Σκόπευα να σε γδύσω σιγά σιγά», της είπε ανάμεσα σε φλογερά φιλιά. «Έχω ισχυρή θέληση, γυναίκα, αλλά πόσο να αντέξει ένας άνθρωπος;» Η Λίνζι γέλασε καθώς τα χείλη του κατέβηκαν από το στόμα της προς τα στήθη της, διέγραψαν μια πυρωμένη τροχιά ως τον αφαλό της και ταξίδεψαν ακόμα πιο χαμηλά, στο εσωτερικό των μηρών της. Έσυρε το ένα του δάχτυλο μέσα από το καστανόξανθο ηβικό της τρίχωμα και η Λίνζι άφησε μια κοφτή ανάσα όταν το στόμα του βρήκε το πιο απόκρυφο σημείο της και άρχισε να τη γεύεται. Ένα ορμητικό ποτάμι ηδονής την παρέσυρε. Μέσα σε λίγα λεπτά, έφτασε στην κορύφωση, γαντζωμένη στους στιβαρούς του ώμους και φωνάζοντας το όνομά του, με το κορμί της να συσπάται δυνατά. Ο Θορ δε σταμάτησε. Της είχε τάξει μια αλησμόνητη νύχτα και ήταν φανερό ότι είχε σκοπό να τηρήσει το λόγο του, συνεχίζοντας την τρυφερή του επίθεση ώσπου τη συντάραξε ένας νέος οργασμός. Ήταν ακόμα ναρκωμένη από την απόλαυση και χορτασμένη, όταν έγειρε πάνω της, τη φίλησε με πάθος και οδήγησε τον ανδρισμό του μέσα της. Το κορμί της ανταποκρίθηκε με μια δική του, ανεξάρτητη θέληση και ο πόθος της φούντωσε για άλλη μια φορά. «Σε παρακαλώ...» Βόγκηξε σπαρταρώντας από κάτω του. «Θορ... σε παρακαλώ...»
Ένας θριαμβευτικός ήχος ανέβηκε από το στέρνο του. Έσκυψε το κεφάλι του, πήρε στα χείλη του μία μία τις θηλές της, κι έπειτα άρχισε να κινείται, κατακτώντας τη με βαθιές διεισδύσεις που της έκοβαν την ανάσα. Η Λίνζι βούλιαξε σε μια θάλασσα άγριας κι έντονης ηδονής. Οι δυνατές ωθήσεις του την εκτόξευσαν ψηλά, μέσα σε μια έκρηξη από γλυκιά απόλαυση και εκτυφλωτικό φως. «Θορ!» φώναξε καθώς έφτασε στην κορύφωση ξανά, τυλίγοντας τα πόδια της γύρω του κι αφήνοντας το κεφάλι της να πέσει πίσω, παραδομένη ολοκληρωτικά στις συγκλονιστικές αισθήσεις που την πλημμύριζαν. Λίγες στιγμές αργότερα, έφτασε και ο Θορ στη δική του κορύφωση και το σαγόνι του σφίχτηκε καθώς τον κατέκλυσαν απανωτά κύματα ηδονής. Για μερικές υπέροχες στιγμές ακόμα, ήταν σαν να βρίσκονταν μετέωροι οι δυο τους σε έναν κόσμο δίχως τέλος και αρχή. Έπειτα ο Θορ πλάγιασε δίπλα της και την τράβηξε στην αγκαλιά του. «Μου ανήκεις, Λίνζι. Είσαι η γυναίκα που μου έστειλε η μοίρα, η ίδια μου η καρδιά». Τα μάτια του βρήκαν τα δικά της στο τρεμάμενο φως του κεριού. «Απόψε, αν το θελήσουν οι θεοί, θα σου χαρίσω ένα μωρό». Η Λίνζι σκέφτηκε το φίλτρο του Σαμίρ, αχρησιμοποίητο εδώ και καιρό σε κάποιο συρτάρι, και την καθυστέρηση μερικών εβδομάδων που είχε. Ένα γλυκό χαμόγελο γεμάτο νόημα ζωγραφίστηκε στα χείλη της. «Είναι πολύ πιθανό, αγάπη μου, αυτό να το έχεις ήδη καταφέρει».