* Τίτλος πρωτοτύπου: Royal’s Bride Copyright © 2009 by Kat Martin © 2011 ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΒΕΕ για την ελληνική γλώσσα, κατόπιν συμφωνίας με τη Harlequin Enterprises II B.V. / S.à.r.l. ISBN 978-960-620-286-5 Μετάφραση: Έφη Αρβανίτη Επιμέλεια: Μυρτώ Αντωνοπούλου Διόρθωση: Μπέττυ Σπανοπούλου
ΜΕΓΑΛΑ ΚΛΑΣΙΚΑ - ΤΕΥΧΟΣ 14 Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους ή του συνόλου του βιβλίου, η αναπαραγωγή ή μετάδοσή του με οποιοδήποτε οπτικοακουστικό ή άλλο μέσο, χωρίς τη γραπτή άδεια του εκδότη. * Στην οικογένεια Μάρτιν, αυτούς τους υπέροχους ανθρώπους. Είμαι τόσο τυχερή που υπάρχουν στη ζωή μου! * Σημείωμα της συγγραφέως Ελπίζω να απολαύσετε τη Νύφη του Ρόγιαλ. Είναι το πρώτο μυθιστόρημα της νέας Γαμήλιας Τριλογίας μου, μιας σειράς που περιστρέφεται γύρω από τις ζωές των όμορφων αδερφών Ντιούαρ και των γυναικών που θα αγαπήσουν. Το επόμενο θα είναι η Νύφη του Ρις. Μετά την ολοκλήρωση της στρατιωτικής του θητείας στο ιππικό, ο Ρις Ντιούαρ επιστρέφει στο Μπράιαργουντ, το σπίτι που κληρονόμησε από τον παππού του. Εκεί σκοπεύει να φτιάξει τη ζωή του, μακριά από τα πεδία των μαχών. Όμως ο Ρις αναγκάζεται να αντιμετωπίσει το επώδυνο παρελθόν του και τη γυναίκα που τον πρόδωσε, την όμορφη χήρα Ελίζαμπεθ Κλέμενς Χόλογουεϊ, την οποία κάποτε αγαπούσε. Τώρα ο Ρις πρέπει να αντιμετωπίσει την πιο σκληρή πρόκληση: να μείνει μακριά από την όμορφη, μοναχική χήρα, την οποία δε θα μπορούσε να εμπιστευτεί ποτέ ξανά. Όμως δεν μπορεί να τη βγάλει από το μυαλό του. Ελπίζω να αναζητήσετε και αυτή την ιστορία και να την απολαύσετε εξίσου. Με τις καλύτερες ευχές μου, Κατ *
Κεφάλαιο 1 Αγγλία, 1854 Καθώς ο Ρόγιαλ Ντιούαρ διέσχιζε την τεράστια είσοδο του Μπράνσφορντ Κασλ με τα δρύινα δοκάρια στην οροφή, οι ψηλές μαύρες μπότες της ιππασίας του αντηχούσαν στα ξύλινα πατώματα με τις φαρδιές σανίδες. Περνώντας δίπλα από την εντυπωσιακή κεντρική σάλα με τα ψηλά ταβάνια
Τυδώρ και τις χοντρές δοκούς, προσπάθησε να αγνοήσει τα φθαρμένα περσικά χαλιά και το εμφανές ξεθώριασμα των κάποτε ζωηρών χρωμάτων τους. Ανεβαίνοντας την πλατιά σκάλα από σκαλιστό μαόνι, προσπάθησε επίσης να αγνοήσει την αίσθηση της ξύλινης κουπαστής κάτω από το χέρι του, της οποίας η άλλοτε καλογυαλισμένη επιφάνεια είχε πια θαμπώσει από την πολυετή παραμέληση. Λιγότερο από δύο εβδομάδες πριν, είχε επιστρέψει στην Αγγλία από την οικογενειακή φυτεία στο Σούγκαρ Ριφ στα Μπαρμπάντος, όπου ο Ρόγιαλ ζούσε τα τελευταία επτά χρόνια. Ο πατέρας του είχε αρρωστήσει και ο νομικός σύμβουλος της οικογένειας, ο κύριος Έντουαρντ Πίνκαρντ, είχε στείλει ειδοποίηση στον Ρόγιαλ να έρθει επειγόντως. Ο δούκας του Μπράνσφορντ πεθαίνει, έγραφε η επιστολή. Παρακαλώ, ελάτε το συντομότερο δυνατόν, μιλόρδε, πριν να είναι πολύ αργά. Επιτέλους βρισκόταν στο σπίτι του, ευγνώμων γι’ αυτή την ευκαιρία να περάσει ένα σύντομο διάστημα με τον πατέρα του, όμως το σπίτι τού προκαλούσε θλίψη, είχε άμεση ανάγκη γενικής επισκευής, ενώ εκείνος ήταν ασυνήθιστος να κλείνεται σε τέσσερις τοίχους. Την αυγή, αφού έλεγξε την κατάσταση του πατέρα του, ξεκίνησε για τους στάβλους. Είχε οχτώ χρόνια να κάνει ιππασία στην ύπαιθρο του Μπράνσφορντ και ανυπομονούσε να ξαναδεί την πατρίδα του. Αν και ο χειμωνιάτικος αέρας ήταν κρύος και ο ουρανός γκρίζος και συννεφιασμένος, ο Ρόγιαλ απόλαυσε με την ψυχή του την ιππασία, πράγμα που τον εξέπληξε. Το ζεστό κλίμα των Μπαρμπάντος τον είχε επηρεάσει ως τα κόκαλα και το δέρμα του είχε σκουρύνει από τη δουλειά έξω, στις φυτείες του ζαχαροκάλαμου. Κι όμως, αυτό το πρωί, με τον τσουχτερό άνεμο στο πρόσωπό του και την ύπαιθρο να απλώνεται ως εκεί που έφτανε το μάτι του, ο Ρόγιαλ συνειδητοποίησε πόσο πολύ είχε νοσταλγήσει την Αγγλία. Ήταν αργά το πρωί όταν επέστρεψε στο σπίτι και ξεπέζεψε από τον ψαρή που είχε πάρει ως δώρο στα εικοστά πρώτα γενέθλιά του, μικρό πουλάρι τότε, που το ονόμασε Τζούπιτερ, και τώρα ένα γεροδεμένο άλογο με μπόι ένα μέτρο κι εβδομήντα εκατοστά. Έδωσε τα γκέμια στο σταβλίτη. «Δώσ’ του μία επιπλέον μερίδα βρώμη, εντάξει, Τζίμι;» «Μάλιστα, μιλόρδε». Νιώθοντας λίγο ένοχος που άφησε τον άρρωστο πατέρα του, ο Ρόγιαλ έσπευσε στο σπίτι και ανέβηκε τα σκαλιά ως τον δεύτερο όροφο. Διέσχισε το διάδρομο και κοντοστάθηκε για μια στιγμή έξω από τη σουίτα του δούκα για να συγκεντρώσει το κουράγιο του. Μια δέσμη φωτός έβγαινε κάτω από τη βαριά ξύλινη πόρτα, σημάδι πως μέσα έκαιγε μια λάμπα. Ο Ρόγιαλ γύρισε το ασημένιο πόμολο, άνοιξε την πόρτα και μπήκε στο τεράστιο, μισοφωτισμένο δωμάτιο. Στην άλλη άκρη ο πατέρας του κειτόταν κάτω από τα σκεπάσματα ενός πελώριου κρεβατιού με ουρανό και βαριές χρυσαφιές βελούδινες κουρτίνες, μια σκιά του ανθρώπου που υπήρξε άλλοτε. Ο βαλές και πιο αφοσιωμένος υπηρέτης του δούκα, ο Τζορτζ Μίντλτον, ήρθε γρήγορα κοντά του. Είχε μακριά, ψηλόλιγνα πόδια και οι ώμοι του είχαν γείρει από την πολύχρονη υπηρεσία, και τώρα πια κι από την παραίτηση. «Είναι καλό που επιστρέψατε, μιλόρδε». «Πώς είναι, Μίντλτον;» Ο Ρόγιαλ τράβηξε το κορδόνι της μακριάς κόκκινης κάπας του και άφησε τον υπηρέτη να πάρει το ρούχο από τους ώμους του.
«Φοβάμαι, μιλόρδε, πως κάθε μέρα αδυνατίζει όλο και περισσότερο. Η άφιξη του λόρδου Ρις είναι πλέον ο μοναδικός λόγος που κρατιέται στη ζωή». Ο Ρόγιαλ έγνεψε καταφατικά. Ευχόταν ο κατά δύο χρόνια μικρότερος απ’ αυτόν, που ήταν είκοσι εννέα χρόνων, αδερφός του και αξιωματικός του βρετανικού ιππικού να έφτανε στο Μπράνσφορντ πριν να ήταν αργά. Ο τρίτος και νεότερος απ’ όλους αδερφός του, ο Ρουλ, είχε ήδη γυρίσει στο σπίτι από τις σπουδές του στην Οξφόρδη. Ο Ρόγιαλ κοίταξε προς τις βελούδινες κουρτίνες και είδε τον Ρουλ να κάθεται στο σκοτάδι, δίπλα στο προσκέφαλο του πατέρα του. Ο Ρουλ σηκώθηκε και ήρθε προς το μέρος του. Ψηλός και ευρύστερνος, με τη λεπτή αλλά γερή κορμοστασιά ενός αθλητή, ο Ρουλ έμοιαζε αρκετά με τα αδέρφια του. Είχε την ίδια ίσια μύτη, σμιλεμένα χαρακτηριστικά και τετράγωνο πιγούνι. Αντίθετα όμως από τον Ρόγιαλ, που είχε πάρει τα σκουρόξανθα μαλλιά και τα μελιά μάτια της μητέρας τους, ο Ρουλ και ο Ρις είχαν κληρονομήσει τα μαύρα μαλλιά και τα λαμπερά μπλε μάτια του δούκα. «Σε ζητούσε». Ο Ρουλ πλησίασε στο τρεμουλιαστό φως της λάμπας που έφεγγε πάνω σε μια συρταριέρα από ξύλο τριανταφυλλιάς. Τα κρεμαστά της πρίσματα σκόρπιζαν τριγύρω ένα ουράνιο τόξο από χρώματα. «Μιλάει κάπως ασυνάρτητα. Λέει πως πρέπει να του δώσεις μια υπόσχεση. Πως δεν μπορεί να πεθάνει ήσυχος αν δεν του τη δώσεις». Ο Ρόγιαλ έγνεψε καταφατικά, περισσότερο περίεργος παρά ανήσυχος. Και τα τρία αδέρφια αγαπούσαν τον πατέρα τους. Και οι τρεις τον είχαν εγκαταλείψει πριν από χρόνια για να ακολουθήσουν τα ανόητα όνειρά τους. Γι’ αυτό τώρα όφειλαν να βρίσκονται στο πλευρό του δούκα του Μπράνσφορντ. Και θα έκαναν ό,τι τους ζητούσε. Ακολουθώντας τον Μίντλτον, ο αδερφός του Ρόγιαλ βγήκε από το δωμάτιο κι έκλεισε την πόρτα μαλακά πίσω του, αφήνοντάς τον μόνο μέσα στο σκοτεινό, ανάερο δωμάτιο. Ο πατέρας του είχε υποστεί τρία καρδιακά επεισόδια, το πρώτο εκ των οποίων τρία χρόνια πριν και καθένα από τα επόμενα πιο σοβαρό από το προηγούμενο. Ο Ρόγιαλ θα έπρεπε να είχε έρθει στην Αγγλία μετά το πρώτο επεισόδιο, όμως οι επιστολές του πατέρα του τον διαβεβαίωναν πως ανάρρωνε καλά και ο Ρόγιαλ ήθελε να τον πιστεύει, γιατί ήθελε να μείνει στο Σούγκαρ Ριφ. Κοίταξε στο κρεβάτι τον εξαϋλωμένο γέροντα, που άλλοτε διέθετε απίστευτη εξουσία και δύναμη. Ο Ρόγιαλ πίστευε πως ο πατέρας του είχε ζήσει τόσο πολύ από καθαρή δύναμη θέλησης. «Ρόγιαλ;» Πλησίασε στο κρεβάτι και κάθισε στην καρέκλα από την οποία πριν από λίγο είχε σηκωθεί ο αδερφός του. «Εδώ είμαι, πατέρα». Άπλωσε το χέρι του κι έπιασε το αδύνατο, παγωμένο χέρι του ηλικιωμένου άντρα. Αν και ήταν ζεστά μέσα στην κρεβατοκάμαρα, κράτησε μια νοερή σημείωση να ανάψει τη φωτιά στο τζάκι. «Λυπάμαι... γιε μου», είπε ο δούκας με τραχιά φωνή, «για τη φτωχή κληρονομιά... που σου αφήνω. Σε απογοήτευσα... εσένα... και τα αδέρφια σου». «Μη νοιάζεσαι, πατέρα. Μόλις ξανασταθείς στα πόδια σου...» «Μη λες... ανοησίες, αγόρι μου». Πήρε μερικές σφυριχτές ανάσες και οι άκρες του στόματός του έπεσαν προς τα κάτω. Ο Ρόγιαλ έμεινε σιωπηλός. «Τα έχασα όλα. Δεν είμαι σίγουρος πώς συνέβη. Απλώς... χάθηκαν όλα». Ο Ρόγιαλ δε χρειάστηκε να τον ρωτήσει τι εννοούσε. Τα έπιπλα που έλειπαν από τις σάλες, τα κενά στους τοίχους όπου άλλοτε κρέμονταν ζωγραφικοί πίνακες με εξαίσιες κορνίζες, η γενική
εικόνα ερήμωσης ενός από τα άλλοτε μεγαλοπρεπέστερα σπίτια της Αγγλίας, μιλούσαν από μόνα τους. «Με τον καιρό η περιουσία μας θα ξαναχτιστεί», είπε ο Ρόγιαλ. «Το δουκάτο του Μπράνσφορντ θα ξαναγίνει ισχυρό, όπως υπήρξε πάντα». «Ναι, είμαι σίγουρος γι’ αυτό». Έβηξε και πήρε μια τρεμάμενη ανάσα. «Ξέρω ότι μπορώ... να βασίζομαι σ’ εσένα, Ρόγιαλ, σ’ εσένα και τα αδέρφια σου. Όμως δε θα είναι εύκολο». «Θα το φροντίσω, πατέρα. Σου το υπόσχομαι». «Ναι, θα το... κάνεις. Κι εγώ θα σε βοηθήσω... ακόμα και μετά το θάνατο και την ταφή μου». Το στήθος του Ρόγιαλ σφίχτηκε. Ήξερε πως ο πατέρας του ήταν ετοιμοθάνατος. Ήταν ζήτημα χρόνου. Ωστόσο του ήταν δύσκολο να αποδεχτεί ότι θα πέθαινε πραγματικά αυτός ο άλλοτε τόσο δυνατός και ζωηρός άντρας. «Άκουσες τι είπα... Ρόγιαλ;» Τον είχε ακούσει, αλλά κάπως αόριστα. «Ναι, πατέρα. Φοβάμαι όμως πως δεν καταλαβαίνω τι εννοείς». «Υπάρχει ένας τρόπος... γιε μου. Ο απλούστερος... τρόπος. Ο γάμος με την κατάλληλη γυναίκα θα σου δώσει... τα χρήματα που χρειάζεσαι». Το εύθραυστο χέρι έσφιξε την παλάμη του Ρόγιαλ. «Τη βρήκα, γιε μου. Είναι η τέλεια... γυναίκα». Ο Ρόγιαλ ανακάθισε πιο ίσια στην καρέκλα του, σίγουρος ότι ο πατέρας του είχε ξαναρχίσει να μιλάει ασυνάρτητα. «Είναι όμορφη...» συνέχισε ο δούκας. «Ένα εξαίσιο πλάσμα... αντάξιο να γίνει η δούκισσά σου». Ο ηλικιωμένος άντρας φαινόταν να παίρνει δύναμη με κάθε λέξη και για μια στιγμή το θολό πέπλο σηκώθηκε από τα μάτια του, που ξαναπήραν το ζωηρό μπλε της νιότης του. «Είναι κληρονόμος, αγόρι μου... κληρονόμησε μια περιουσία από τον παππού της. Και το μέγεθος της προίκας της είναι απίστευτο. Θα ξαναγίνεις πλούσιος». «Πρέπει να ξεκουραστείς. Μπορώ να επιστρέψω αργότερα...» «Άκουσέ με, γιε μου. Έχω ήδη μιλήσει στον πατέρα της, ονόματι Χένρι Κόλφιλντ. Ο Κόλφιλντ τη λατρεύει και είναι αποφασισμένος... να της χαρίσει έναν τίτλο. Οι διακανονισμοί έχουν ήδη... γίνει». Η ανάσα του έγινε σφυριχτή κι έβηξε, όμως το χέρι του δεν ξέσφιξε στιγμή την παλάμη του Ρόγιαλ. «Μετά από μία λογική περίοδο πένθους... θα παντρευτείς την Τζόσλιν Κόλφιλντ. Με την περιουσία της... και τη θέλησή σου... μπορείς να ξαναχτίσεις το σπίτι και να ξαναδώσεις στα εδάφη μας την παλιά τους δόξα». Το σφίξιμο του δούκα δυνάμωσε. Ο Ρόγιαλ έμεινε έκπληκτος με τη δύναμή του. Και τότε συνειδητοποίησε ότι ο ηλικιωμένος άντρας δε μιλούσε ασυνάρτητα. Ήξερε ακριβώς τι του έλεγε. «Υποσχέσου μου ότι θα το κάνεις. Πες μου ότι θα παντρευτείς αυτή την κοπέλα». Η καρδιά του Ρόγιαλ χτύπησε παράξενα. Όφειλε υπακοή στον πατέρα του, βαθιά μέσα του όμως ήθελε να αρνηθεί, να εναντιωθεί σε μια υπαγορευμένη ζωή. Αν και είχε εκπαιδευτεί για να αναλάβει τα καθήκοντα του δούκα, δεν περίμενε πως θα αντιμετώπιζε αυτόν το ρόλο τόσο σύντομα. Το μυαλό του έτρεξε στο παρελθόν. Στα είκοσι δύο του είχε φύγει για να αναζητήσει τις περιπέτειες της ζωής στην Καραϊβική. Είχε αναλάβει τη διεύθυνση της εκεί οικογενειακής φυτείας. Η αχανής έκταση είχε μικρή αξία όταν ανέλαβε το ρόλο του ως ιδιοκτήτης. Δουλεύοντας εξαντλητικά είχε καταφέρει να δημιουργήσει μια κτήση για την οποία ήταν περήφανος και είχε φέρει στη φυτεία
την επιτυχία που είχε σήμερα. Ήξερε πως μια μέρα το καθήκον θα τον καλούσε πίσω στην πατρίδα του και πως θα αναγκαζόταν να αντεπεξέλθει σε ευθύνες που δεν είχε αναλάβει ποτέ ξανά στο παρελθόν. Όμως δεν περίμενε πως ο πατέρας του θα πέθαινε τόσο σύντομα. Ούτε πως θα κληρονομούσε έναν τίτλο ευγενείας και εδάφη εντελώς αποστερημένα από την αίγλη τους. Το σφίξιμο του πατέρα του χαλάρωσε, η ενέργειά του εξαντλούνταν. Η μια άκρη του στόματός του έπεσε όπως πριν. «Υποσχέσου μου...» Ο Ρόγιαλ ξεροκατάπιε. Ο πατέρας του πέθαινε. Πώς μπορούσε να του αρνηθεί την τελευταία επιθυμία του; «Παρακαλώ...» ψιθύρισε ο δούκας. «Θα την παντρευτώ, πατέρα, όπως επιθυμείς. Έχεις το λόγο μου». Ο δούκας έκανε ένα αδιόρατο νεύμα με το κεφάλι. Μια αδύνατη πνοή βγήκε από τα χείλη του και τα μάτια του έκλεισαν αργά. Για μια στιγμή ο Ρόγιαλ φοβήθηκε πως είχε πεθάνει. Ύστερα το στήθος του ανέβηκε ελαφρά και ο Ρόγιαλ αισθάνθηκε ανακούφιση. Έβαλε το κρύο χέρι του πατέρα του κάτω από τα σκεπάσματα και απομακρύνθηκε από το κρεβάτι. Στάθηκε για μια στιγμή να δυναμώσει τη φωτιά κι ύστερα έφυγε από το δωμάτιο. Μόλις βρέθηκε έξω είδε τον Ρουλ να βηματίζει πάνω κάτω στο διάδρομο. Ο αδερφός του φρέναρε απότομα καθώς ο Ρόγιαλ έκλεινε ήσυχα την πόρτα. «Είναι...» «Μοιάζει σαν να ήταν». Ξεφύσηξε. «Έχει κανονίσει ένα γάμο. Η γυναίκα διαθέτει τεράστια προίκα, αρκετή για να ξαναφτιάξουμε τα εδάφη και τις κτήσεις μας. Συμφώνησα να το κάνω». Ο Ρουλ συνοφρυώθηκε έντονα. «Είσαι σίγουρος πως αυτό επιθυμείς να κάνεις;» «Δεν είμαι σίγουρος για τίποτα, αδερφέ, όμως έδωσα έναν όρκο που πρέπει να κρατήσω». ***
Η ταφή του δούκα του Μπράνσφορντ έγινε ένα παγωμένο, συννεφιασμένο και ανεμοδαρμένο πρωινό του Ιανουαρίου. Οι διαδικασίες είχαν ήδη ξεκινήσει αρκετές μέρες νωρίτερα και η εξόδιος ακολουθία, στην οποία χοροστάτησε ο αρχιεπίσκοπος, τελέστηκε στο Αββαείο του Γουεσμίνστερ. Την παρακολούθησαν πλήθος ευγενείς και δεκάδες εκπρόσωποι της λονδρέζικης αριστοκρατίας. Στη συνέχεια το φέρετρο μεταφέρθηκε στο χωριό του Μπράνσφορντ με μια υπερπολυτελή μαύρη άμαξα με τέσσερα μαύρα άλογα και η σορός του δούκα αναπαύτηκε στον οικογενειακό τάφο, στο κοιμητήριο δίπλα στην εκκλησία του χωριού. Παρευρέθηκαν πολλά μέλη της οικογένειας, συμπεριλαμβανομένης και της υπερήλικης θείας του δούκα, της κόμισσας Άγκαθα Έτζγουντ, χήρας του κόμη Τάβιστοκ, καθώς και μια σειρά από άλλες θείες και ξαδέρφια, κάποιων εκ των οποίων την ύπαρξη ο Ρόγιαλ αγνοούσε μέχρι τώρα. Μερικοί, σαν τα αρπακτικά όρνεα είχαν έρθει να διαπιστώσουν αν ο δούκας τους είχε συμπεριλάβει στη διαθήκη του. Και τους περίμενε μια έκπληξη, αφού στα οικογενειακά σεντούκια είχαν απομείνει ελάχιστα χρήματα και η ακίνητη περιουσία είχε μειωθεί. Ο Ρόγιαλ κοίταξε κάτω το γυαλιστερό μπρούντζινο φέρετρο κι ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό του. Έπρεπε να είχε επιστρέψει νωρίτερα, να είχε περάσει περισσότερο χρόνο με τον άνθρωπο που τον είχε φέρει στον κόσμο. Έπρεπε να τον είχε βοηθήσει στη διαχείριση του αχανούς δουκάτου.
Ίσως, αν το είχε κάνει, το δουκάτο να μην είχε χάσει την αίγλη του. Και ίσως οι έγνοιες να μην είχαν στείλει τον πατέρα του πρόωρα στον τάφο. Ο Ρόγιαλ κοιτούσε το φέρετρο ώσπου θόλωσε από τα δάκρυα που πλημμύρισαν τα μάτια του. Ο πατέρας του είχε φύγει. Ο έκτος δούκας του Μπράνσφορντ είχε αφήσει την τελευταία του πνοή δύο ώρες μετά την άφιξη του μεσαίου γιου του. Ο Ρις και ο δούκας είχαν μείνει για λίγο μόνοι και τότε δόθηκε άλλος ένας όρκος. Την ίδια μέρα που θα ολοκληρωνόταν η δωδεκάχρονη θητεία του, ο Ρις θα εγκατέλειπε το στρατό και θα επέστρεφε στο Γουίλτσιρ. Εκεί θα αναλάμβανε τα κτήματα και τον πύργο του Μπράιαργουντ, μια γειτονική γη κληροδοτημένη στον Ρις από τον πατέρα της μητέρας τους. Θα έφερνε και πάλι την ευημερία σ’ αυτή την περιοχή και θα έκανε τη ζωή του άνετη. Ο Ρις, ο πιο πεισματάρης από τα τρία παιδιά του δούκα, απολάμβανε ως τώρα την ελευθερία του, τη στρατιωτική ζωή και τα ταξίδια του. Τίποτα δεν τον ενδιέφερε λιγότερο από το να δεθεί μ’ ένα κομμάτι γης και να φυλακιστεί μέσα σ’ έναν πύργο. Στο τέλος όμως, καθώς η ζωή έφευγε από τον πατέρα του μπροστά στα ίδια του τα μάτια, ο Ρις συμφώνησε. Ο Ρουλ, ο πλέον ατίθασος και ανεύθυνος απ’ όλους, είχε πάρει τις δικές του εντολές πριν φτάσει ο Ρόγιαλ. Ο δούκας πίστευε πως μια συμμαχία με τους Αμερικανούς θα ήταν προς το συμφέρον της οικογένειας. Και ο νεότερος γιος υποσχέθηκε να κάνει οτιδήποτε χρειαζόταν προκειμένου να γίνει πράξη η συμμαχία αυτή. Τα λόγια του εφημέριου διέκοψαν τις σκέψεις του Ρόγιαλ γύρω από τα γεγονότα των τελευταίων εβδομάδων, κάνοντάς τον να επιστρέψει στο παρόν και στους αποχαιρετιστήριους λόγους πάνω από το φέρετρο του πατέρα του. Μια δυνατή ριπή ανέμου σήκωσε τη μάλλινη μπέρτα του και διαπέρασε το βαρύ μαύρο σμόκιν του καθώς στεκόταν δίπλα στον τάφο. Δίπλα του ο Ρις φορούσε την κόκκινη και άσπρη στολή του αξιωματικού του βρετανικού ιππικού και ο αέρας ανακάτευε τα πυκνά, μαύρα κυματιστά μαλλιά του. Ήταν ο πιο σοβαρός από τα αδέρφια του και τα σκληρά χαρακτηριστικά του πρόδιδαν τη στρατιωτική ζωή του. Το βλέμμα του Ρόγιαλ στράφηκε στον νεότερο αδερφό του. Ο Ρουλ ήταν μία απρόσμενη προσθήκη στην οικογένεια, γεννημένος σχεδόν έξι χρόνια μετά τον Ρις από μια μητέρα με κλονισμένη υγεία, η οποία είχε προειδοποιηθεί να μην αποκτήσει άλλα παιδιά. Η Αμάντα Ντιούαρ είχε πεθάνει στη γέννα, αφήνοντας τον Ρουλ στη φροντίδα μιας νταντάς, δύο μεγαλύτερων αδερφών και ενός πατέρα ο οποίος έπινε συχνά, για να πνίξει τη λύπη και το πένθος του, ή απομονωνόταν στο γραφείο του. Ο Ρουλ είχε επιβιώσει, αποκτώντας όμως τον πιο επιπόλαιο χαρακτήρα από τους τρεις αδερφούς. Είχε τη φήμη του ακόλαστου, την οποία έφερε με περηφάνια. Αγαπούσε τις γυναίκες και έμοιαζε σαν να έβαζε προσωπικό στοίχημα να πλαγιάζει με όσο περισσότερες καλλονές μπορούσε. Ο Ρόγιαλ σχεδόν χαμογέλασε. Το δικό του μέλλον είχε προαποφασιστεί. Θα παντρευόταν μια γυναίκα με το όνομα Τζόσλιν Κόλφιλντ. Μια γυναίκα την οποία δεν είχε ακόμα γνωρίσει. Προς το παρόν έκανε μια ευρωπαϊκή περιοδεία με τη μητέρα της. Ο Ρόγιαλ ήταν ευγνώμων. Η περίοδος του πένθους για τον πατέρα του θα διαρκούσε ένα χρόνο. Κατόπιν θα υπήρχε αρκετός χρόνος για να ετοιμαστεί ο γάμος. Στο μεταξύ, είχε δικά του χρήματα, εισόδημα από το Σούγκαρ Ριφ, αρκετούς πόρους για να
συντηρήσει το δουκάτο, αν όχι για να ανακτήσει την περιουσία που είχε χάσει ο πατέρας του. Με τον καιρό θα γίνει κι αυτό, ορκίστηκε στον εαυτό του. Δε θα ησύχαζε αν δε γινόταν. Ως τότε, θα μάθαινε ό,τι μπορούσε για τα καθήκοντά του ως δούκα, θα ερευνούσε τα περιουσιακά στοιχεία του, θα φρόντιζε να ελέγξει τις επενδύσεις του πατέρα του και θα προσπαθούσε να τις ξανακάνει επικερδείς. Όπως είχε πει κι ο πατέρας του, δε θα ήταν εύκολο. Ο Ρόγιαλ ορκίστηκε πως μέχρι το γάμο του θα είχε μάθει πώς να επωφεληθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο από τα χρήματα που αυτός ο γάμος θα του απέφερε.
Κεφάλαιο 2 Λονδίνο, Αγγλία Ένα χρόνο αργότερα Η Τζόσλιν Κόλφιλντ στεκόταν μπροστά στον ολόσωμο καθρέφτη της κρεβατοκάμαράς της, η οποία είχε υπέροχη θέα στους κήπους του Μέντοουμπρουκ, στο οικογενειακό αρχοντικό στις παρυφές του Μέιφερ, μια συνοικία με πολυτελείς, καινούριες κατοικίες. Φορώντας μόνο κορσέ, πουκαμίσα και φουφούλα, εσώρουχα που συναγωνίζονταν σε ποικιλία πτυχών το μεταξωτό λευκό πάπλωμα του κρεβατιού με ουρανό και τις σταυρωτές κουρτίνες στα παράθυρα, η Τζόσλιν παρατήρησε προσεκτικά τη σιλουέτα της στον καθρέφτη. «Ελπίζω να μην πήρα βάρος». Αγκάλιασε με τις παλάμες τις μπανέλες που έσφιγγαν τη μέση της στενεύοντάς την και συνοφρυώθηκε, σμίγοντας τα τοξωτά μαύρα φρύδια της πάνω από ένα ζευγάρι βιολετιά μάτια. «Εσύ τι λες, Λίλι;» Η τρίτη εξαδέλφη και συνοδός της τα τελευταία έξι χρόνια, η Λίλι Μόραν, έβαλε τα γέλια. «Έχεις τέλεια σιλουέτα και το ξέρεις». Η Τζόσλιν χαμογέλασε με πονηριά. «Λες να το προσέξει ο δούκας;» Η Λίλι απλώς κούνησε το κεφάλι της. «Όποιος άντρας σε βλέπει το προσέχει, Τζόσλιν». Με μέτριο ύψος, όπως και η Τζόσλιν, η Λίλι ήταν ξανθιά και αδύνατη, με γαλαζοπράσινα μάτια και χείλη που θεωρούσε κάπως υπερβολικά σαρκώδη. Διέθετε πιο ήρεμη και διακριτική ομορφιά από την Τζο, η οποία ήταν το είδος της γυναίκας που μαγνήτιζε αμέσως τα αντρικά βλέμματα. «Έχεις μαζέψει τα πράγματά σου για το ταξίδι;» ρώτησε η Τζόσλιν. Το οποίο στην πραγματικότητα σήμαινε: Λίλι, έχεις επίσης μαζέψει και τα δικά μου; Η Τζο δεν εμπιστευόταν την Έλσι, την καμαριέρα της, για την επιλογή της κατάλληλης γκαρνταρόμπας για το ταξίδι. Ένα ταξίδι με σκοπό τη γνωριμία με τον μελλοντικό σύζυγό της, τον δούκα του Μπράνσφορντ. Μόνο τη Λίλι εμπιστευόταν, τη Λίλι που με τα χρόνια τής είχε γίνει απαραίτητη. «Κοντεύω», απάντησε η Λίλι. «Τα έχω συγκεντρώσει όλα εκτός από τα εσώρουχά σου, που βρίσκονται στο κομό. Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να πεις στη Φίμπι να τα βάλει όλα μέσα στα μπαούλα σου προτού φύγεις». Η Τζόσλιν γύρισε να παρατηρήσει την εικόνα της από διαφορετική οπτική γωνία. «Αναρωτιέμαι πώς θα είναι το σπίτι. Ο πατέρας λέει ότι το Μπράνσφορντ Κασλ είναι φριχτό μέρος, αν και, απ’ όσο
ξέρω, μέχρι πριν από μερικά χρόνια ήταν μία από τις μεγαλοπρεπέστερες κατοικίες της Αγγλίας. Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για κάστρο, ξέρεις. Είναι μόλις τριακοσίων ετών παλιό. Τεράστιο, λέει ο πατέρας, τέσσερα πατώματα ψηλό, χτισμένο σε σχήμα πετάλου. Έχει αίθριο, κάμποσους πύργους και πυργίσκους, καθώς κι ένα λαβύρινθο από θαμνοφράχτη». Το χαμόγελο της Τζόσλιν αποκάλυψε δυο σειρές από τέλεια άσπρα δόντια. «Ο πατέρας λέει ότι θα διασκεδάσω πολύ ψάχνοντας να βρω την άκρη». Η Λίλι χαμογέλασε με επιείκεια. «Είμαι σίγουρη γι’ αυτό». Κατά βάθος όμως φανταζόταν ότι η Τζο θα βαριόταν μ’ αυτό το παιχνίδι ύστερα από τους πρώτους έξι μήνες, όταν η μητέρα της θα ολοκλήρωνε την ανακατασκευή και ανακαίνιση που η καινούρια δούκισσα θα απαιτούσε στο πολυτελές εξοχικό της. «Ελπίζω η μητέρα κι εγώ να μπορέσουμε να αντέξουμε μέσα σ’ εκείνο το σπίτι. Χαίρομαι που δεν θα μείνουμε παραπάνω από μία εβδομάδα». Ήταν ένα διάστημα αρκετό για να γνωριστούν καλύτερα η Τζόσλιν και ο μέλλων σύζυγός της. «Και χαίρομαι επίσης που αποφάσισες να ταξιδέψεις στο Μπράνσφορντ λίγες μέρες νωρίτερα. Αυτό θα σου δώσει το χρόνο να κάνεις το μέρος πιο άνετο για μας». «Είμαι σίγουρη ότι ο δούκας θα φροντίσει όσο καλύτερα μπορεί για την άνεση τη δική σου και της μητέρας σου, Τζόσλιν». Η Τζο πήρε το χέρι της Λίλι. «Όμως θα το φροντίσεις κι εσύ προσωπικά, έτσι δεν είναι; Ξέρεις τα πράγματα που με ευχαριστούν... πώς ακριβώς πίνω το κακάο μου τα πρωινά, πόσο ζεστό θέλω το νερό στο μπάνιο μου. Θα προετοιμάσεις τους υπηρέτες, θα τους εξηγήσεις τις ανάγκες μου;» «Φυσικά». Η Τζόσλιν γύρισε να φύγει, ύστερα στράφηκε πάλι πίσω. «Ω, μην ξεχάσεις να πάρεις και τα αποξηραμένα ροδοπέταλα. Αρωματίζουν τέλεια το μπάνιο μου». «Δε θα ξεχάσω». Φρόντιζε την Τζόσλιν από την ημέρα που έφτασε στο Μέντοουμπρουκ, πριν από έξι χρόνια. Ήταν μεγάλη αλλαγή για τη Λίλι, η οποία ζούσε μέσα στη φτώχια μετά το θάνατο των γονιών της από χολέρα, όταν εκείνη ήταν μόλις δώδεκα ετών. Στα δέκατα έκτα γενέθλιά της, ο θείος της, ο Τζακ Μόραν, της ανακοίνωσε ότι θα έφευγε από τη μικρή σοφίτα όπου έμεναν. Στο εξής θα συγκατοικούσε με τον πλούσιο εξάδελφό της Χένρι Κόλφιλντ και τη σύζυγό του Ματίλντα, αναλαμβάνοντας το ρόλο της συνοδού της δεκαπεντάχρονης μοναχοκόρης τους Τζόσλιν. Η Λίλι δεν ήθελε να πάει. Αγαπούσε το θείο της. Εκείνος και οι φίλοι του ήταν πλέον η μοναδική οικογένειά της. Τον ικέτεψε να μείνει, εκείνος όμως αρνήθηκε. Ο Τζακ Μόραν ήταν ένας μικροαπατεώνας και κέρδιζε το ψωμί του κλέβοντας χρήματα από τους άλλους ανθρώπους. Μόλις η Λίλι άρχισε να γίνεται γυναίκα, αποφάσισε να την απομακρύνει από το είδος της ζωής που ζούσε ο ίδιος. Η τελευταία τους μέρα μαζί είχε χαραχτεί ανεξίτηλα στη μνήμη του. «Είναι πολύ επικίνδυνο, Λίλι», της είχε πει. «Την προηγούμενη εβδομάδα σού έπεσε το πορτοφόλι εκείνου του ανθρώπου και παραλίγο να σε τσιμπήσει η αστυνομία. Μεγαλώνεις, αγάπη, γίνεσαι γυναίκα. Θέλω να έχεις μια καλύτερη ζωή, τη ζωή που θα ήθελαν οι γονείς σου να έχεις. Θα έπρεπε να το έχω κάνει από καιρό, αλλά...» «Τι, θείε Τζακ;» τον ρώτησε μέσα από τα δάκρυά της.
«Αλλά είσαι η μόνη οικογένεια που μου απέμεινε, αγάπη. Και θα μου λείψεις». Η Λίλι θυμήθηκε πόσο είχε κλάψει εκείνη την ημέρα και την απαίσια αίσθηση που είχε στο στομάχι της όταν ο θείος της την άφησε στο κατώφλι του αρχοντικού των Κόλφιλντ. Δεν ξαναείδε το θείο Τζακ ύστερα από κείνη τη μοιραία μέρα και ένας Θεός ήξερε πόσο της έλειπε. Και όμως, βαθιά μέσα της ήξερε πως ο θείος της είχε πάρει τη σωστή απόφαση. Η Λίλι κοίταξε την Τζόσλιν. «Θα φύγω νωρίς αύριο το πρωί. Η εφημερίδα γράφει ότι μπορεί να έρθει καταιγίδα, μπορεί ακόμα και να χιονίσει. Θέλω να προλάβω την κακοκαιρία». «Πάρε, σε παρακαλώ, την ταξιδιωτική άμαξα, καλή μου. Μόνο στείλ’ την πίσω όταν φτάσεις. Αν βρέξει ή χιονίσει, η μητέρα κι εγώ θα περιμένουμε λίγες μέρες ακόμα και θα φύγουμε μόλις καθαρίσει ο καιρός. Αυτό θα σου δώσει αρκετό χρόνο να προετοιμάσεις το έδαφος». «Είμαι σίγουρη». Η Λίλι πήγε ως το κομό με την επίχρυση και φιλντισένια επίστρωση και άρχισε να ξεδιαλέγει τα εσώρουχα της Τζόσλιν, τα οποία θα έμπαιναν στα μπαούλα της. «Άκουσα ότι η θεία του δούκα, η Άγκαθα, θα βρίσκεται εκεί για να μας υποδεχτεί σαν οικοδέσποινα». «Το έχω ακούσει. Δεν τη συνάντησα ποτέ. Προφανώς σπανίως έρχεται στο Λονδίνο». «Το ίδιο κι ο δούκας». Η Τζο ρουθούνισε περιφρονητικά, σαν να έβρισκε τη σκέψη ολωσδιόλου απωθητική. «Είμαι σίγουρη πως μόλις παντρευτούμε αυτό θα αλλάξει». Η Λίλι χαμογέλασε και έβγαλε από το συρτάρι ένα νυχτικό από απαλό βαμβάκι με τριαντάφυλλα κεντημένα γύρω από το ντεκολτέ. «Λένε πως ο δούκας είναι εντυπωσιακός... Ψηλός και γεροδεμένος, με μαλλιά στο χρώμα του παλιού χρυσού. Άκουσα πως είναι απίστευτα όμορφος». Η Τζόσλιν ύψωσε το ένα φρύδι. «Το καλό που του θέλω. Δεν πρόκειται να τον παντρευτώ αν είναι άσχημος... ακόμα κι αν είναι δούκας». Όμως η Λίλι φανταζόταν ότι η Τζο θα τον παντρευόταν όποια εμφάνιση κι αν είχε. Ήθελε να γίνει δούκισσα και να συνεχίσει τον ίδιο σπάταλο τρόπο ζωής στον οποίο ήταν συνηθισμένη, καθώς και τις περιποιήσεις και την υψηλή κοινωνική θέση που συνόδευε τον τίτλο. Στην πραγματικότητα η Τζόσλιν ήθελε τα πάντα. Και χάρη σ’ έναν πατέρα ο οποίος την κακομάθαινε συνεχώς, συνήθως η Τζόσλιν αποκτούσε τα πάντα. ***
«Φεύγετε, εξοχότατε;» Ο Τζέρεμι Γκριβς, ο μπάτλερ, έσπευσε κοντά του όταν είδε τον Ρόγιαλ να πηγαίνει προς την πόρτα. «Αν μου επιτρέπετε την τόλμη, εξοχότατε, οι επισκέπτες θα φτάσουν από στιγμή σε στιγμή. Τι θα σκεφτεί η μνηστή σας αν δε βρίσκεστε εδώ για να την υποδεχτείτε;» Τι θα σκεφτόταν, αλήθεια; «Σου υπενθυμίζω, Γκριβς, ότι δεν είμαστε ακόμα επισήμως μνηστευμένοι». «Καταλαβαίνω, κύριε. Και πάλι, όμως, θα περιμένει από εσάς να την υποδεχτείτε στο Μπράνσφορντ Κασλ όπως αρμόζει». Αναμφίβολα. Θα ήταν μεγάλη αγένεια να λείπει από το σπίτι όταν εκείνη και η μητέρα της θα έφταναν στο κάστρο. Κοίταξε για μια στιγμή τον μπάτλερ του, τον γκριζομάλλη ηλικιωμένο άντρα με τα υγρά μπλε μάτια, και συνέχισε να προχωρά προς την πόρτα. Έκανε τη σκέψη πως ελάχιστοι υπηρέτες θα είχαν το θάρρος να πουν τη γνώμη τους σ’ έναν δούκα, αυτό όμως δεν ίσχυε για τον Γκριβς ή τον Μίντλτον, οι οποίοι ζούσαν στο Μπράνσφορντ πριν ακόμα γεννηθεί ο Ρόγιαλ.
«Αν φτάσει πριν από την επιστροφή μου», είπε, «πες της ότι με κάλεσαν απροσδόκητα κάπου και πως θα επιστρέψω πολύ σύντομα». «Όμως, κύριε...» Φορώντας τα γάντια του από δέρμα κατσικιού ο Ρόγιαλ συνέχισε να προχωρά προς τη βαριά ξύλινη πόρτα. Ο Γκριβς έτρεξε μπροστά του, την άνοιξε κι ο Ρόγιαλ βγήκε από το σπίτι. Την προηγούμενη μέρα είχε ξεσπάσει θύελλα, αντί όμως να βρέξει, χιόνισε. Ο Ρόγιαλ κοντοστάθηκε στο πλατύσκαλο για να παρατηρήσει την ομορφιά του παγωμένου τοπίου. Οι αχτίδες του ήλιου τρύπωναν μέσα από τα σύννεφα κάνοντας την ύπαιθρο να λάμπει. Το κυκλικό μονοπάτι μπροστά από το σπίτι ήταν σκεπασμένο με αρκετούς πόντους χιόνι, ενώ τα γυμνά κλαδιά των δέντρων σ’ όλο το μήκος του δρόμου άστραφταν κατάλευκα. Ανέπνευσε βαθιά τον καθαρό, παγωμένο αέρα και κατέβηκε τα σκαλοπάτια. Ένας από τους ιπποκόμους είχε ετοιμάσει τον ψαρή του, τον Τζούπιτερ, τον γκρι επιβήτορα του Ρόγιαλ. Ευτυχώς ο πατέρας του δεν είχε βρει το κουράγιο να πουλήσει το αγαπημένο του άλογο. Φορώντας κιλότα ιππασίας, σκούρο μπλε σακάκι και ψηλές μαύρες μπότες, ανέβηκε στη σέλα και η βαριά κόκκινη κάπα ανέμισε ολόγυρά του. Έκανε μια περιστροφή με το άλογο και κέντρισε το ζώο να ξεκινήσει πρώτα με τροχασμό, ύστερα με ελαφρύ καλπασμό. Ο ήχος των οπλών πνιγόταν στο παχύ στρώμα του χιονιού. Καθώς ο Τζούπιτερ τον οδηγούσε προς το δρόμο, γύρισε κι έριξε μια ματιά στον φτωχό γερο-Γκριβς, ο οποίος τον παρακολουθούσε ανήσυχος από την είσοδο. Είπε στον εαυτό του πως θα επέστρεφε στο σπίτι πριν από την άφιξη της Τζόσλιν. Στο μεταξύ, χρειαζόταν λίγο χρόνο να προετοιμαστεί. Δεν είχε σημασία πως είχε έναν ολόκληρο χρόνο να ετοιμάσει τον εαυτό του γι’ αυτή τη συνάντηση. Απλώς δεν ήταν έτοιμος για γάμο, και σίγουρα όχι με μια γυναίκα την οποία δεν είχε γνωρίσει ποτέ. Εντούτοις, θα κρατούσε το λόγο του. Ο Ρόγιαλ κέντρισε το άλογο να καλπάσει και έστριψε σ’ έναν στενό χωματόδρομο που συνόρευε με τους γύρω αγρούς. Το τοπίο ήταν χιονισμένο μέχρι εκεί όπου έφτανε το μάτι του και τα δέντρα στραφτάλιζαν στο ηλιόφως σαν να είχαν πασπαλιστεί με αστρόσκονη. Δώδεκα χιλιάδες στρέμματα περιέβαλλαν το Μπράνσφορντ Κασλ. Μια τέτοια έκταση σήμαινε δεκάδες κολίγους, που όλοι τους περίμεναν από τον Ρόγιαλ να πάρει σημαντικές αποφάσεις. Η γη αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα του τίτλου, διαφορετικά κατά πάσα πιθανότητα θα είχε πουληθεί ένα μεγάλο μέρος της. Ο Ρόγιαλ δεν ήθελε να σκέφτεται τώρα τα καθήκοντά του, αλλά να καθαρίσει το μυαλό του και να προετοιμάσει τον εαυτό του για τη συνάντηση με τη γυναίκα με την οποία θα μοιραζόταν το μέλλον του. Κάλπασε για λίγο ακόμα, ακολούθησε διάφορα μονοπάτια και διέσχισε μερικά χωράφια. Ήταν ώρα να επιστρέψει στο σπίτι, ώρα να δεχτεί το αναπόφευκτο. Αυτή τη φορά ακολούθησε διαφορετικό δρόμο, περιμετρικά από ένα πυκνό σύδεντρο με ήμερα έλατα, ο οποίος τελικά τον έβγαλε στον κεντρικό δρόμο που ερχόταν από το χωριό στο κάστρο. Καθώς έπαιρνε μια στροφή, κάτι άστραψε πέρα μακριά του. Με τον ήλιο να αντανακλάται στον πάγο, ήταν απίστευτα εκτυφλωτικό. Ο Ρόγιαλ μισοέκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να διακρίνει τι ήταν αυτό.
Κάνοντας το άλογο να βραδύνει τον καλπασμό του πλησίασε περισσότερο, όταν η ελαφριά αύρα που έπνεε από τα χωράφια άρχισε να φέρνει στα αυτιά του έναν παράξενο ήχο τριξίματος. Αίφνης η εικόνα μορφοποιήθηκε και μια επιβατική άμαξα εμφανίστηκε εμπρός του. Μία από τις ρόδες στριφογύριζε στον αέρα όποτε τη φυσούσε η αύρα. Στο χωράφι προς τα αριστερά τα άλογα στέκονταν ακόμα στριμωγμένα το ένα δίπλα στο άλλο, σαν να περίμεναν κάποιες οδηγίες. Ο Ρόγιαλ είδε τότε τον αμαξά πεσμένο στο δρόμο. Κάλπασε γρήγορα κοντά του, ξεπέζεψε γρήγορα, γονάτισε δίπλα στον άνθρωπο ο οποίος κειτόταν αναίσθητος πάνω στο χιόνι και τον εξέτασε για τυχόν τραύματα ή σπασμένα οστά. Μια άσχημη πληγή στο κεφάλι του έδειχνε να είναι ο μοναδικός τραυματισμός του. Ο Ρόγιαλ κοίταξε σβέλτα γύρω του για τυχόν επιβάτες οι οποίοι θα είχαν τιναχτεί από την άμαξα. Σκαρφάλωσε και κοίταξε από την ανοιχτή πόρτα, αλλά δεν είδε κανέναν και επέστρεψε δίπλα στον τραυματισμένο άντρα. Διαισθανόμενος προφανώς την παρουσία του Ρόγιαλ δίπλα του, ο αμαξάς βόγκηξε και άρχισε να συνέρχεται. «Ήρεμα, φίλε μου. Έγινε ένα ατύχημα. Μην προσπαθήσεις να κάνεις πολύ απότομες κινήσεις». Ο ευτραφής άντρας ξεροκατάπιε και το μήλο του Αδάμ ανεβοκατέβηκε στο λαιμό του. «Η κυρά... είναι εντάξει η κυρά;» Τον έζωσε ανησυχία. Κάποια γυναίκα επέβαινε στην άμαξα. Ο Ρόγιαλ κοίταξε πίσω, προς την αναποδογυρισμένη καρότσα, και για πρώτη φορά πρόσεξε την πολυτέλεια της απαστράπτουσας μαύρης άμαξας. Το βλέμμα του μεταφέρθηκε στους τέσσερις καθαρόαιμους ντορήδες στο χωράφι, άλογα της καλύτερης ράτσας. Ένα κρύο ρίγος διέτρεξε τη ραχοκοκαλιά του. «Τζόσλιν...» Σηκώθηκε γρήγορα στα πόδια του και άρχισε να ψάχνει σ’ όλη την περιοχή τριγύρω από την άμαξα. Οι απέραντοι κατάλευκοι αγροί τον τύφλωσαν και για μια στιγμή δεν μπορούσε να δει τίποτα. Ψάχνοντας όμως λίγο περισσότερο, την εντόπισε να κείτεται σαν σπασμένη κούκλα πάνω στο πυκνό στρώμα του χιονιού. Φορούσε ένα σεμνό φόρεμα από ροζ βελούδο και η μπέρτα της με τη γούνινη φόδρα είχε μαζευτεί κάτω από το ακίνητο σώμα της. Ο Ρόγιαλ έτρεξε κοντά της και γονάτισε στο πλευρό της. Έλεγξε το σφυγμό της κι ένιωσε έναν δυνατό, σταθερό χτύπο κάτω από το απαλό δέρμα στη βάση του λαιμού της. Δεν είχε τις αισθήσεις της, όμως δεν υπήρχε πουθενά ίχνος από αίμα ή άλλος φανερός τραυματισμός. Έλεγξε προσεκτικά τα μέλη της για τυχόν κατάγματα και διαπίστωσε πως δεν υπήρχαν. Ευχήθηκε να μην υπήρχαν εσωτερικά τραύματα και σύντομα να συνερχόταν. Ένα απαλό βογκητό ξέφυγε από τα χείλη της όταν ο Ρόγιαλ πήρε το κρύο χέρι της και το έτριψε ανάμεσα στα γαντοφορεμένα δάχτυλά του, ελπίζοντας να τη ζεστάνει, να τη συνεφέρει. «Όλα εντάξει», την καθησύχασε. «Είμαι ο δούκας του Μπράνσφορντ και θα σας πάρω στο σπίτι». Δίστασε να τη μετακινήσει, όταν όμως τα μάτια της τρεμόπαιξαν και οι μακριές χρυσαφιές βλεφαρίδες της ανασηκώθηκαν, ο Ρόγιαλ αναστέναξε με ανακούφιση. «Ε... εξοχότατε», ψιθύρισε. «Μείνετε ακίνητη. Έγινε ένα ατύχημα. Τώρα είστε ασφαλής και όλα θα πάνε καλά». Για πρώτη φορά επέτρεψε στον εαυτό του να την παρατηρήσει. Ήταν όμορφη, όπως του είχε πει ο πατέρας του, λεπτή, με ντελικάτα χαρακτηριστικά. Η επιδερμίδα της είχε σχεδόν τον ίδιο χρωματικό τόνο με το χιόνι. Το στόμα της ήταν σαρκώδες, τα χείλη της φαίνονταν ωχρά. Ένα μπονέ φτιαγμένο από το ίδιο ροζ βελούδο του φορέματός της βρισκόταν πεσμένο λίγα μέτρα παραπέρα. Τα χρυσαφιά
μαλλιά της είχαν λυθεί και απλώνονταν γύρω από τους λεπτούς ώμους της. Τα μάτια της άνοιξαν περισσότερο και είδε πως είχαν μια όμορφη ανοιχτή απόχρωση του πράσινου. Έβρεξε τα χείλη της. «Νομίζω... πως έχω χτυπήσει το κεφάλι μου». «Ναι... Ίσως όταν πεταχτήκατε από την άμαξα». Έβγαλε τα γάντια του και εξέτασε τα μάγουλα και το μέτωπό της, λείο και διάφανο σαν το γυαλί. «Πονάτε; Μπορείτε να πείτε αν έχετε τραυματιστεί κάπου;» Το όμορφο στόμα της τεντώθηκε. «Κρυώνω πολύ για να το καταλάβω». Της χαμογέλασε. Την ένιωθε να τρέμει και αναρωτήθηκε πόση ώρα βρισκόταν πεσμένη στο χιόνι. Ευχαρίστησε το Θεό που περνούσε από το δρόμο και τους είδε. «Πρέπει να σας μεταφέρω κάπου ζεστά. Θα σας σηκώσω. Αν πονάτε οπουδήποτε, πείτε το και θα σταματήσω». Του έγνεψε καταφατικά και τα βλέφαρά της έκλεισαν. Με απέραντη προσοχή ο Ρόγιαλ τη σήκωσε στα χέρια του και την κράτησε πάνω στο στήθος του. Ο μεγαλόσωμος ψαρής στεκόταν λίγα μέτρα πιο πέρα. Ο Ρόγιαλ ακούμπησε την κοπέλα πλαγιαστά στη σέλα και ύστερα ανέβηκε πίσω της, την έβαλε να καθίσει αναπαυτικά και την έγειρε μαλακά πίσω στο στήθος του. «Εντάξει;» τη ρώτησε τυλίγοντας προστατευτικά το χέρι του γύρω από τη μέση της για να τη συγκρατεί. Γύρισε το κεφάλι της και τα γαλαζοπράσινα μάτια της άνοιξαν. Όταν εστίασαν στο πρόσωπό του, κάτι παράξενο έγινε μέσα του. Ο Ρόγιαλ ένιωσε σαν να σφιγγόταν η καρδιά του από κάποιο αόρατο χέρι. «Απλώς... ζαλίζομαι λίγο». Τα μάτια της έκλεισαν αργά, ύστερα ξανάνοιξαν απότομα. «Ο αμαξάς... Ο κύριος Γκίμπονς... είναι... καλά;» Το βλέμμα του Ρόγιαλ αναζήτησε τον άντρα. Ο αμαξάς είχε σηκωθεί και πήγαινε προς το χωράφι να μαζέψει τα άλογά του. «Φαίνεται εντάξει. Υπήρχε κανένας άλλος μέσα στην άμαξα;» «Όχι, μόνο εγώ». Όμως η μητέρα της θα έπρεπε να είχε έρθει μαζί της. Φαινόταν παράξενο να ταξιδεύει ολομόναχη, χωρίς ούτε καν μία καμαριέρα. Οι απαντήσεις μπορούσαν να περιμένουν. Ο Ρόγιαλ προχώρησε προς τον αμαξά κρατώντας σταθερά την κοπέλα μπροστά του. «Θα τα καταφέρεις να φτάσεις ως το χωριό;» Ο αμαξάς γρύλισε ένα ναι. «Χτύπησα λίγο στο κεφάλι, αυτό μονάχα. Θα πάω ως το χωριό, θα φροντίσω να σταβλιστούν καλά τα άλογα και ύστερα θα κοιτάξω να φτιάξω την άμαξα». «Μπράβο, άνθρωπέ μου. Είμαι ο δούκας του Μπράνσφορντ. Εγώ θα φροντίσω την κυρία. Αν χρειαστείς οτιδήποτε, στείλε ειδοποίηση στο σπίτι. Όλοι ξέρουν πού βρίσκεται». «Ήταν κάτι ληστές», είπε κατσουφιάζοντας ο αμαξάς. «Προσπάθησα να τους ξεφύγω, αλλά υπήρχε πάγος στο δρόμο. Τους είδατε μήπως;» «Δεν είδα κανέναν, μόνο την αναποδογυρισμένη άμαξα». Ο Ρόγιαλ εξοργίστηκε. Ώστε λοιπόν τους είχαν επιτεθεί ληστές! Ίσως είχαν ψάξει την αναποδογυρισμένη καρότσα και πήραν όσα αντικείμενα αξίας μπορεί να βρήκαν. Ένα παρόμοιο περιστατικό είχε συμβεί τον προηγούμενο μήνα στο δρόμο έξω από το Σουάνσντον, κάποιο κοντινό χωριό. Ο Ρόγιαλ είχε ελπίσει τότε να επρόκειτο για μεμονωμένο περιστατικό.
Έριξε μια τελευταία ματιά στον γεροδεμένο οδηγό της άμαξας, ο οποίος, αφού οδήγησε τα άλογα στο δρόμο, ανέβηκε στο πρώτο απ’ αυτά. Ο Ρόγιαλ τον παρακολούθησε να φεύγει με τη σκέψη του στους ληστές που είχαν προκαλέσει το ατύχημα. Κοίταξε πέρα, προς τα χωράφια, αλλά δεν είδε ψυχή. Ξεφύσηξε οργισμένος και η εκπνοή του βγήκε σαν άσπρο σύννεφο στον παγωμένο αέρα. Θα ανησυχούσε αργότερα για τους ληστές. Στο μεταξύ, η κυρά του χρειαζόταν φροντίδα. Ο Ρόγιαλ έστρεψε πάλι την προσοχή του στη γυναίκα που κρατούσε στην αγκαλιά του. Αυτή που θα γινόταν σύζυγός του. Κι έτσι όπως παρατηρούσε το γαλήνιο και όμορφο πρόσωπό της και θυμόταν τη θηλυκή σιλουέτα και τα γλυκά πράσινα μάτια της, έκανε τη σκέψη πως ίσως τελικά αυτός ο γάμος να μην ήταν και τόσο φριχτή μοίρα.
Κεφάλαιο 3 Παραδίδοντας τα χαλινάρια του Τζούπιτερ στο σταβλίτη που τον περίμενε, ο Ρόγιαλ κατέβασε την Τζόσλιν από το άλογο παίρνοντάς τη στην αγκαλιά του. Ο Γκριβς έβγαλε ένα παράξενο, ακατάληπτο επιφώνημα μόλις άνοιξε την πόρτα και αντίκρισε στη φαρδιά πέτρινη σκάλα τον δούκα του Μπράνσφορντ να μεταφέρει μια μισολιπόθυμη γυναίκα στα χέρια του. «Έγινε ένα ατύχημα με μια άμαξα στο δρόμο προς το χωριό, λίγα μίλια μακριά από δω», εξήγησε ο Ρόγιαλ. «Η μις Κόλφιλντ πετάχτηκε έξω από την καρότσα. Στείλε κάποιον να φέρει το γιατρό». Ο Γκριβς έσπευσε κοντά σ’ έναν υπηρέτη ο οποίος στεκόταν στο βάθος της εισόδου και ήταν ένας από τους δεκαπέντε υπηρέτες του σπιτιού. Αυτοί ήταν όλοι όσοι είχαν απομείνει από τα ογδόντα πέντε μέλη του προσωπικού που διέθετε άλλοτε το σπίτι. Ο υπηρέτης έφυγε γρήγορα προς την πόρτα, ενώ ο Γκριβς έδωσε εντολές σε διάφορους άλλους υπηρέτες, μία εκ των οποίων ήταν να φέρουν τα μπαούλα της κυρίας από την αναποδογυρισμένη άμαξα. Χωρίς να χρονοτριβήσει, ο Ρόγιαλ ανέβηκε την πλατιά σκαλιστή σκάλα από μαόνι. Η κυρία ήταν κουρνιασμένη στο στήθος του και οι ροζ βελούδινες φούστες της κρέμονταν από το μπράτσο του. «Χρειάζεται κάποιον να τη φροντίσει», είπε καθώς ο Γκριβς έτρεξε πίσω του να τον προλάβει. «Έχει έρθει η θεία Άγκαθα;» «Έστειλε ειδοποίηση. Θα βρίσκεται εδώ μέσα στην επόμενη ώρα». Ο Ρόγιαλ κοίταξε τη μέλλουσα γυναίκα του. «Ποιο θα είναι το δωμάτιό της;» «Η σουίτα της δούκισσας, εξοχότατε. Ήταν το ομορφότερο δωμάτιο του σπιτιού». Επειδή ο πατέρας του δεν άντεχε να πουλήσει τα κομψά έπιπλα και αντικείμενα που ανήκαν στην αγαπημένη του σύζυγο. Μολονότι δεν ήταν ιδιαίτερα φρόνιμο να μείνει η μέλλουσα σύζυγος του δούκα σ’ ένα δωμάτιο συνεχόμενο με το δικό του, αυτή ίσως ήταν η πιο σωστή απόφαση. Ο Ρόγιαλ γύρισε το ασημένιο πόμολο της πόρτας και την άνοιξε με την άκρη της μπότας του. Ο Γκριβς προπορεύτηκε γρήγορα για να σηκώσει τα σκεπάσματα στο μεγάλο κρεβάτι με τον ουρανό κι ύστερα πήγε στα παράθυρα να ανοίξει τις βαριές δαμασκηνές κουρτίνες. Η κρεβατοκάμαρα είχε διακοσμηθεί με έπιπλα από ξύλο τριανταφυλλιάς σε απαλή γαλαζοπράσινη απόχρωση, ένα δωμάτιο
που η μητέρα του λάτρευε. Αναρωτήθηκε αν θα άρεσε και στην Τζόσλιν. Την ακούμπησε μαλακά στο κρεβάτι και τότε είδε πως τα μάτια της είχαν ανοίξει. Αυτά τα μάτια που είχαν την ίδια απόχρωση με το απαλό γαλαζοπράσινο του δωματίου. «Πώς αισθάνεστε;» τη ρώτησε. Έβγαλε τα γάντια του κι έσκυψε να πάρει το χέρι της. Ήταν παγωμένο και η νεαρή γυναίκα έτρεμε. «Τη φωτιά, Γκριβς. Η κυρία πρέπει να ζεσταθεί». Αλλά ο ηλικιωμένος υπηρέτης είχε ήδη στρωθεί στη δουλειά και σε λίγο φλόγες άρχισαν να χοροπηδούν στο τζάκι. Ακούστηκε ένας απαλός χτύπος στην πόρτα και, με την άδεια του Ρόγιαλ, η πόρτα άνοιξε και πέρασε μέσα μία από τις καμαριέρες, η οποία μετέφερε ένα βραστήρα με μακρύ χερούλι από την κουζίνα. Μια άλλη καμαριέρα εμφανίστηκε επίσης στο δωμάτιο για να βοηθήσει την κυρία να βγάλει το φόρεμά της και να μπει κάτω από τα σκεπάσματα. «Θα ξανάρθω όταν θα έχετε τακτοποιηθεί», της υποσχέθηκε και βγήκε στο διάδρομο, όπου περίμενε. Άκουγε την καμαριέρα να φλυαρεί ενώ ζέσταινε τα σεντόνια και έπιασε τον εαυτό του να χαμογελά με τον ηδονικό στεναγμό της Τζόσλιν καθώς ξάπλωνε στο πουπουλένιο στρώμα. Κι άλλη καμαριέρα εμφανίστηκε μπροστά του. «Έφερα μια ζεστή πλίνθο, εξοχότατε». Έγνεψε καταφατικά και η καμαριέρα μπήκε στο δωμάτιο για να τοποθετήσει τη θερμασμένη πλίνθο κάτω από τα πόδια της λαίδης. «Είναι θαυμάσια», είπε η Τζόσλιν στις γυναίκες καθώς αυτές έβγαιναν ήσυχα από το δωμάτιο. «Σας ευχαριστώ όλες πάρα πολύ». Ο Ρόγιαλ δεν περίμενε να κλείσει η πόρτα, την έσπρωξε και ξαναμπήκε στο δωμάτιο. Χαμογέλασε στη γυναίκα που ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της μητέρας του και προσπάθησε να μη σκέφτεται πως μόλις παντρεύονταν θα περνούσε τις περισσότερες νύχτες της στο δικό του. «Ελπίζω να νιώθετε λίγο καλύτερα τώρα». Η Τζόσλιν του χαμογέλασε. «Το κεφάλι μου πονάει ακόμα, όμως δεν κρυώνω πια και αισθάνομαι πολύ καλύτερα». «Ο γιατρός θα έρθει σύντομα και περιμένω και τη θεία μου από στιγμή σε στιγμή. Έτσι, θα έχετε πιο σωστή φροντίδα». «Ανυπομονώ να γνωρίσω τη λαίδη Τάβιστοκ». «Το ίδιο ανυπομονεί κι εκείνη να σας γνωρίσει». Η Τζόσλιν μετακινήθηκε λίγο και μόρφασε. «Είστε σίγουρη πως μπορείτε να ανακαθίσετε;» «Θα τα καταφέρω». Τη βοήθησε να τακτοποιήσει τα μαξιλάρια. «Σας ευχαριστώ. Εκτιμώ τις φροντίδες σας, εξοχότατε. Όταν μας επιτέθηκαν εκείνοι οι ληστές, δεν ήμουν σίγουρη αν θα προλάβαινα να έρθω ως εδώ ζωντανή». Αντί να φύγει, όπως σκόπευε, ο Ρόγιαλ κάθισε στην καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι. «Πείτε μου τι συνέβη». Η Τζόσλιν δάγκωσε το αισθησιακό κάτω χείλος της. «Όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Η άμαξα κατευθυνόταν προς το σπίτι όταν ξαφνικά άκουσα κάποιους άντρες να φωνάζουν και ύστερα καλπασμό αλόγων».
«Συνεχίστε». «Έσκυψα έξω από το παράθυρο και τους είδα. Μας επιτέθηκαν τέσσερις άντρες με μαντίλια δεμένα πάνω από τη μύτη και το στόμα τους. Κόντευαν να μας φτάσουν, όταν η άμαξα γλίστρησε πάνω στον πάγο. Είδα την καρότσα να γέρνει στο πλάι και τις πόρτες να ανοίγουν μόνες τους. Αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι». Έσφιξε το χέρι της. «Τώρα τελείωσε. Μην το σκέφτεστε πια. Απλώς προσπαθήστε να ξεκουραστείτε». Του χαμογέλασε με τόση γλύκα, που το στήθος του σφίχτηκε. «Είμαι απέραντα ευγνώμων που μας βρήκατε. Αν δεν είχατε έρθει, το πιθανότερο είναι να βρισκόμουν ακόμα ξαπλωμένη εκεί, κοκαλωμένη από το κρύο». Της χαμογέλασε. «Όμως σας βρήκα και τώρα είστε ασφαλής». Του χάρισε ένα τελευταίο χαμόγελο και τα μάτια της έκλεισαν αργά. Ο Ρόγιαλ αντιστάθηκε στον πειρασμό να σκύψει και να ακουμπήσει τα χείλη του στο μέτωπό της. «Καλόν ύπνο, μις Κόλφιλντ». Τα υπέροχα πράσινα μάτια της άνοιξαν απότομα. «Ω, λυπάμαι τρομερά για την παρεξήγηση, εξοχότατε. Βλέπετε, δεν είμαι η μις Κόλφιλντ. Είμαι η εξαδέλφη της, η μις Λίλι Μόραν». ***
Ο Ρόγιαλ διέσχισε ζωηρά το διάδρομο πηγαίνοντας προς το γραφείο του. Έσπρωξε με δύναμη την πόρτα και πήγε κατευθείαν στον μπουφέ, όπου έβγαλε το κρυστάλλινο πώμα από το μπουκάλι του μπράντι και σέρβιρε μια γενναία δόση στον εαυτό του. Σηκώνοντας το ποτήρι κατέβασε το ποτό με μια γουλιά, ξεφύσηξε σφυρίζοντας και γέμισε πάλι το ποτήρι του. Έπειτα κοίταξε τη φωτιά που έκαιγε στο τζάκι. «Εσύ μεθάς σπανίως, και όχι πριν πέσει η νύχτα, γι’ αυτό μαντεύω πως η μέρα σου δεν άρχισε και τόσο καλά». Το κεφάλι του Ρόγιαλ γύρισε απότομα στο άκουσμα της φωνής του επιστήθιου φίλου του, του Σέρινταν Νόουλζ, υποκόμη του Γουέλσλι. Ήταν αναπαυτικά καθισμένος σε μια βαθιά δερμάτινη πολυθρόνα μπροστά από το τζάκι. «Μέχρι στιγμής, δε θα μπορούσε να αρχίσει χειρότερα». «Άκουσα για τους ληστές. Ο Γκριβς λέει ότι η κυρία σου βρισκόταν στην άμαξα που δέχτηκε την επίθεση. Ελπίζω να είναι καλά». «Η κυρία θα γίνει μια χαρά. Δυστυχώς, όμως, δεν είναι δική μου». Ο Σέρι έγειρε μπροστά στην πολυθρόνα του. Ήταν ένας ψηλός άντρας με ανοιχτά καστανά μαλλιά και μια ελαφρώς μακριά, αριστοκρατική μύτη. Τα μάτια του ήταν πράσινα, αλλά σε μια πιο λαμπερή απόχρωση από το απαλό γαλαζοπράσινο της γυναίκας στον επάνω όροφο. «Ενδιαφέρουσα δήλωση. Έχεις την καλοσύνη να εξηγηθείς;» Ο Ρόγιαλ αναστέναξε. «Η γυναίκα στην άμαξα δεν ήταν η Τζόσλιν Κόλφιλντ. Ονομάζεται Λίλι Μόραν και είναι η εξαδέλφη της». «Καταλαβαίνω... Ή μάλλον δεν καταλαβαίνω τίποτα. Τι γυρεύει εδώ η εξαδέλφη της ανεπίσημης αρραβωνιαστικιάς σου; Γιατί δεν ήρθε η ίδια;» «Προφανώς η μις Μόραν είναι συνοδός της μις Κόλφιλντ. Προπορεύτηκε για να ετοιμάσει τα απαραίτητα για την εξαδέλφη της και την κυρία Κόλφιλντ». «Να ετοιμάσει τα απαραίτητα; Ακούγεται μάλλον σαν υπηρέτρια παρά σαν συνοδός της».
Ο Ρόγιαλ ήπιε μια γουλιά από το μπράντι του και ένιωσε το παρηγορητικό κάψιμο στο λαιμό του. «Δεν είμαι ακριβώς σίγουρος για το ρόλο της. Ξέρω μόνο πως είναι όμορφη, ευγενική και, αν ήταν να παντρευτώ, θα ήμουν ευτυχής να την έπαιρνα σύζυγό μου». «Α, νομίζω πως τώρα αρχίζω να καταλαβαίνω». Ο Σέρινταν σηκώθηκε με χάρη απ’ την καρέκλα του, πήγε ως τον μπουφέ και έβαλε ένα μπράντι για τον ίδιο. «Όταν γνώρισες την κυρία, είχες αρχίσει να παραδίνεσαι στην αναπόφευκτη μοίρα σου. Τώρα ξαναγύρισες στην αρχή και δεν είσαι σίγουρος τι σε περιμένει». «Κάπως έτσι, υποθέτω». Ο Σέρινταν έβαλε το πώμα πίσω στο μπουκάλι κάνοντας το κρύσταλλο να κουδουνίσει. «Καλύτερα να σκέφτεσαι θετικά. Μπορεί να σου άρεσε η εξαδέλφη, πιθανόν όμως η μέλλουσα σύζυγός σου να είναι απείρως ομορφότερη και ακόμα περισσότερο του γούστου σου». Όμως ο Ρόγιαλ αμφέβαλλε γι’ αυτό. Η Λίλι Μόραν είχε κάτι που τον συνάρπασε από την πρώτη στιγμή που την αντίκρισε πεσμένη στο χιόνι. Η αίσθηση αυτή ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο όταν είδε την έγνοια της για τον αμαξά, ενώ διέκρινε μια ηπιότητα στο χαρακτήρα της, η οποία θα εξισορροπούσε τη δική του, πιο επιθετική φύση. Άλλωστε υπήρχε και η ισχυρή φυσική έλξη, την οποία ο Ρόγιαλ ένιωσε την ίδια στιγμή που τη σήκωσε στα χέρια του. Θα έπρεπε να το καταπνίξει αυτό όμως. Σύντομα θα αρραβωνιαζόταν με μια άλλη. Η μις Λίλι Μόραν δεν ήταν γραφτό να γίνει δική του. Ο Ρόγιαλ σήκωσε το ποτήρι και κατέβασε μια γερή δόση από το μπράντι του. «Τι έγινε τελικά με τους ληστές;» ρώτησε ο Σέρι. «Αυτός είναι ο λόγος που βρίσκομαι εδώ. Μόλις ο αμαξάς έφτασε στο χωριό, το νέο διαδόθηκε σαν αστραπή. Καθώς είχε ξανασυμβεί ένα παρόμοιο περιστατικό τον προηγούμενο μήνα, σκέφτηκα πως ίσως θα έπρεπε να συζητήσουμε τι μπορούμε να κάνουμε». Ο Σέρινταν ζούσε στο Γουέλσλι Χολ, την εξοχική του έπαυλη, και η γη του συνόρευε με αυτήν του Μπράνσφορντ προς τα ανατολικά. Ο Ρόγιαλ και τα αδέρφια του είχαν μεγαλώσει με τον Σέρι, ο οποίος είχε την ίδια ηλικία με τον Ρόγιαλ. Συμφοιτητές στην Οξφόρδη, ήταν κι οι δυο μέλη της κωπηλατικής ομάδας της σχολής. Ο Ρόγιαλ, ο Σέρι και άλλοι τέσσερις απ’ τους οκτώ είχαν παραμείνει έκτοτε στενοί φίλοι. Τα άλλα δύο μέλη της ομάδας είχαν καταταγεί στο στρατό, αλλά επικοινωνούσαν μαζί τους όποτε μπορούσαν. Ο Σέρι είχε μάλιστα ταξιδέψει ως τα Μπαρμπάντος για μια παρατεταμένη διαμονή όταν κατάλαβε ότι ο Ρόγιαλ δε σκόπευε να επιστρέψει σύντομα στο σπίτι. «Είχα ελπίσει πως η πρώτη ληστεία ίσως να ήταν κάτι τυχαίο», είπε ο Ρόγιαλ. «Ότι οι κακοποιοί θα έπαιρναν τα κλοπιμαία τους και θα εξαφανίζονταν κάπου αλλού για να τα ξοδέψουν. Ότι δε θα ξανακούγαμε ποτέ γι’ αυτούς». «Όμως δεν έγινε έτσι». «Προφανώς όχι». «Ο σερίφης ήδη ενημερώθηκε. Πιθανόν θα θελήσει να επισκεφτεί τη μις Μόραν σου... με συγχωρείς, τη μις Μόραν». Ο Ρόγιαλ κοίταξε προς τα πάνω, σαν να μπορούσε να δει μέσα από το ταβάνι στο δωμάτιό της. «Θα της το πω. Προς το παρόν δεν αισθάνεται καλά για να δεχτεί επισκέπτες». «Και οι ληστές;»
«Έχει περάσει ένας μήνας από την τελευταία τους επίθεση. Αμφιβάλλω αν θα ξαναχτυπήσουν σύντομα. Και πάλι, όμως, δε θα έβλαπτε να οργανώναμε κάποιο είδος νυχτερινής περιπολίας». «Καλή ιδέα. Θα το φροντίσω προσωπικά. Οι άντρες μου θα αναλάβουν τις δύο πρώτες εβδομάδες. Αν δε συμβεί τίποτα, οι δικοί σου μπορούν να συνεχίσουν τις επόμενες». Ο Ρόγιαλ ένευσε καταφατικά. Ένιωθε καλύτερα ξέροντας πως οι δρόμοι θα ήταν προστατευμένοι. Άλλωστε εξακολουθούσε να περιμένει μία μέλλουσα σύζυγο, η οποία βρισκόταν καθ’ οδόν για το σπίτι του. Ο Ρόγιαλ βλαστήμησε σιγανά και ήπιε το τελευταίο ποτό του. ***
Η Λίλι κοιμήθηκε όλη την υπόλοιπη μέρα και δεν ξύπνησε ως το επόμενο πρωί. Κοίταξε προς το παράθυρο και είδε πυκνά σύννεφα να κρέμονται χαμηλά σ’ έναν γκρι μοβ ουρανό, καθώς κι ένα πέπλο από αραιές νιφάδες χιονιού, που έπεφταν αργά προς τη γη. Ύστερα πρόσεξε το τεράστιο κρεβάτι με τον ουρανό και τους τοίχους με την απαλή πράσινη απόχρωση, κατάλαβε πως δε βρισκόταν στο δωμάτιό της στο Μέντοουμπρουκ και προσπάθησε να θυμηθεί πού βρισκόταν. Τότε όλα ήρθαν ορμητικά στη μνήμη της. Το ταξίδι στην εξοχή, οι ληστές και η αναποδογυρισμένη άμαξα. Η διάσωσή τους από τον δούκα του Μπράνσφορντ. Η εικόνα του εμφανίστηκε διαυγής στη σκέψη της και η καρδιά της άρχισε να χτυπάει δυνατά μόλις θυμήθηκε την πρώτη στιγμή που τον αντίκρισε. Γονατισμένος δίπλα της, πάνω στο λευκό χιόνι, έμοιαζε με ψηλό, εκθαμβωτικό άγγελο που κατέβηκε στη γη. Αν το κεφάλι της δεν πονούσε διαβολεμένα, θα πίστευε πως ήταν νεκρή. Ακόμα και τώρα, αν έκλεινε τα μάτια της θα θυμόταν τον τρόπο που την κράτησε στην αγκαλιά του, την ανησυχία του για την ασφάλειά της, τις τρυφερές φροντίδες του. Η Λίλι κούνησε ζωηρά το κεφάλι της πέρα δώθε για να διώξει την εικόνα του, με αποτέλεσμα ο πονοκέφαλός της να επιστρέψει. Ο δούκας ανήκε στην εξαδέλφη της, μια γυναίκα πολύ ικανότερη από την ίδια να χειριστεί έναν άντρα της δικής του δύναμης και κοινωνικής θέσης. Η Λίλι ήξερε πως ο δούκας χρειαζόταν χρήματα για να ξαναχτίσει την οικογενειακή περιουσία. Αυτός ήταν ο λόγος για την ένωση μεταξύ των Ντιούαρ και των Κόλφιλντ. Η Λίλι δεν είχε προίκα. Μα ακόμα κι αν ήταν πάμπλουτη, το παρελθόν της δε θα της επέτρεπε ποτέ ένα τέτοιο προξενιό. Η Τζόσλιν θα κατέφθανε σε μερικές μέρες και η εκτυφλωτική ομορφιά αλλά και το αισθησιακό σώμα της θα έκλεβαν το ενδιαφέρον του δούκα, όπως συνέβαινε με όλα τα αρσενικά. Ένα βλέμμα στην Τζο θα έσβηνε μεμιάς τη σύντομη απογοήτευση που η Λίλι είχε διακρίνει στα ανοιχτά καστανά μάτια του δούκα μόλις τον πληροφόρησε ότι δεν ήταν εκείνη η μέλλουσα σύζυγός του. Εκτός βέβαια αν ήταν όλα της φαντασίας της. Η Λίλι πήρε μια βαθιά ανάσα και έπιασε το ασημένιο κουδούνι που είχε τοποθετήσει η καμαριέρα δίπλα στο κρεβάτι. Το χτύπησε για μια στιγμή και σε λίγο η πόρτα άνοιξε και μπήκε στο δωμάτιο μία από τις νεαρές γυναίκες οι οποίες την προηγούμενη νύχτα την είχαν περιποιηθεί. Θυμήθηκε πως το όνομά της ήταν Πενέλοπι. «Καλημέρα, μις». Η νεαρή κοκκινομάλλα έκανε μια κανονική υπόκλιση μπροστά της. «Καλημέρα, Πενέλοπι». «Απλώς Πένι, μις».
«Εντάξει τότε, Πένι. Μπορείς, σε παρακαλώ, να με βοηθήσεις να ντυθώ; Νιώθω ακόμα λίγο αδύναμη». «Μάλιστα, μις. Έφεραν τα μπαούλα σας από την άμαξα. Θα πω να σας τα ανεβάσουν στο δωμάτιο μέχρι να σας ετοιμάσω λίγο τσάι και μπισκότα για το πρωινό σας». «Σ’ ευχαριστώ, αυτό θα ήταν υπέροχο». Λιγότερο από μία ώρα αργότερα η Λίλι ήταν ντυμένη και έτοιμη να αντιμετωπίσει την ημέρα. Κατέβηκε τις σκάλες κρατώντας σταθερά την κουπαστή, μήπως και νιώσει καμιά ζαλάδα, και πήγε να αναζητήσει τον δούκα. Σήμερα το πρωί ήταν πιο εμφανίσιμη. Φορούσε ένα απλό, μεταποιημένο φόρεμα της Τζόσλιν από ζεστό κοκκινωπό βελούδο με λίγη κρεμ δαντέλα να πέφτει σε μικρές σειρές μπροστά στο κορσάζ. Η καμαριέρα είχε μαζέψει τα κατάξανθα μαλλιά της σ’ ένα σφιχτό σινιόν στη βάση του αυχένα της και είχε τσιμπήσει τα μάγουλά της για να αποκτήσουν λίγο χρώμα. Στη βάση της σκάλας συνάντησε τον μπάτλερ, έναν αδύνατο ηλικιωμένο άντρα με ξεθωριασμένα μπλε μάτια. «Λυπάμαι που σας ενοχλώ, κύριε...» «Γκριβς», της είπε κοιτάζοντάς την από πάνω ως κάτω. «Μπορώ να σας βοηθήσω, μις Μόραν;» «Ψάχνω τον εξοχότατο. Μπορείτε να δείτε αν έχει λίγο χρόνο να του μιλήσω;» «Θα ρωτήσω, μις. Ακολουθήστε με, αν έχετε την καλοσύνη. Μπορείτε να τον περιμένετε στο Μπλε Σαλόνι». «Σας ευχαριστώ». Την οδήγησε σε μια σάλα η οποία φαινόταν να έχει δει καλύτερες μέρες, ακριβώς δίπλα στην κεντρική αίθουσα της εισόδου του κάστρου. Ήταν ένα δωμάτιο με ψηλά, ανάγλυφα ταβάνια, τοίχους σε ανοιχτή τιρκουάζ απόχρωση, οι οποίοι χρειάζονταν φανερά ένα φρέσκο στρώμα μπογιάς, και βαριές, σκούρες μπλε βελούδινες κουρτίνες. Τα περσικά χαλιά είχαν ένα βαθύ μπλε ρουαγιάλ χρώμα με σχέδια από σκουροπράσινα και βαθυκόκκινα λαχούρια και ήταν φθαρμένα αλλά ανθεκτικά και πεντακάθαρα. Θυμήθηκε πως και η κρεβατοκάμαρά της ήταν καθαρή, μια σκέψη την οποία δεν ήταν απαραίτητο να μοιραστεί. Κάθισε σ’ έναν μπλε βελούδινο καναπέ για να περιμένει τον δούκα, διερωτώμενη αν θα ήταν στ’ αλήθεια τόσο όμορφος όσο τον θυμόταν και αν επίσης θα δεχόταν να τη δει, τώρα που γνώριζε πως η Μόλι δεν ήταν παρά μια υπηρέτρια. Στριφογύρισε στη θέση της και παρακολούθησε τους δείκτες του μπρούντζινου ρολογιού να γυρίζουν αργά. Ανασήκωσε το βλέμμα μόλις τον είδε να μπαίνει και η ανάσα της πιάστηκε. Ο χρυσομάλλης δούκας ήταν ακόμα ομορφότερος από τον άγγελο που θυμόταν η Μόλι. Τώρα που η όρασή της δεν ήταν πια θολή και το κεφάλι της δεν πονούσε, έβλεπε καθαρά πως ήταν ένας εκπληκτικά εμφανίσιμος άντρας. Και παρά τα καλοσχηματισμένα χαρακτηριστικά και τα σκούρα μελιά φρύδια του, τον διέκρινε μια έντονη αρρενωπότητα, που τον τύλιγε σαν τη μακριά κόκκινη κάπα που ανέμισε γύρω του όταν γονάτισε δίπλα της στο χιόνι. Η Μόλι σηκώθηκε στα πόδια της κάπως αβέβαιη και έκανε μια μικρή υπόκλιση. «Καλημέρα, εξοχότατε». Ήρθε κοντά της με λίγες δρασκελιές και στάθηκε μπροστά της. «Καλημέρα, μις Μόραν». Τα μάτια του ήταν χρυσαφιά σαν τα μαλλιά του και, καθώς την περιεργάζονταν, η Μόλι διέκρινε μέσα
τους μια λάμψη επιδοκιμασίας –ή τουλάχιστον έτσι της φάνηκε. «Δείχνετε να αναρρώσατε καλά. Πώς αισθάνεστε;» «Πολύ καλύτερα, ευχαριστώ. Για άλλη μια φορά σας ευχαριστώ που με σώσατε έγκαιρα». «Σας διαβεβαιώ πως ήταν ευχαρίστησή μου». Η λάμψη ήταν ακόμα εκεί, σαν να υπήρχε κάποιο κρυφό μήνυμα στα λόγια του. Η Μόλι ντράπηκε όταν το βλέμμα του την κοίταξε ακόμα πιο έντονα. Όμως σε λίγες μέρες, όταν θα γνώριζε το πανέμορφο πλάσμα που έμελλε να παντρευτεί, αυτή η λάμψη θα εξαφανιζόταν. Η Λίλι ανασήκωσε περήφανα το πρόσωπό της. «Εξοχότατε, επιθυμούσα να σας μιλήσω σχετικά με την κυρία Κόλφιλντ και τη μέλλουσα σύζυγό σας, την εξαδέλφη μου Τζόσλιν. Ο λόγος που ταξίδεψα ως εδώ νωρίτερα από εκείνες ήταν για να φροντίσω για την άνετη παραμονή τους εδώ. Τόσο η κυρία Κόλφιλντ όσο και η εξαδέλφη μου έχουν μάλλον κάποιες... ιδιαίτερες ανάγκες. Βρίσκομαι εδώ για να φροντίσω ώστε αυτές οι ανάγκες να καλυφθούν». Τα φρύδια του έσμιξαν αμυδρά. «Και δεν πίστευαν πως το προσωπικό μου θα ήταν σε θέση να ικανοποιήσει αυτές τις ανάγκες;» Τον είχε θυμώσει. Το κατάλαβε από το σφίξιμο του πιγουνιού του. «Ω, δεν είναι αυτό... στ’ αλήθεια. Παρακαλώ, δεν ήθελα να προσβάλω κανέναν. Είναι απλώς ότι έχουν συνηθίσει τα πράγματα να γίνονται μ’ έναν συγκεκριμένο τρόπο. Αν έχετε την ευγενή καλοσύνη να θέσετε στη διάθεσή μου μερικά από τα μέλη του προσωπικού σας, είμαι σίγουρη πως θα έχω τακτοποιήσει τα πάντα μέχρι να έρθουν». «Είστε η εξαδέλφη της μις Κόλφιλντ, σωστά; Μία συγγενής της;» «Μακρινή εξαδέλφη, ναι. Οι Κόλφιλντ είχαν την καλοσύνη να με δεχτούν στην οικογένειά τους όταν οι γονείς μου πέθαναν στην επιδημία χολέρας». Δεν ανέφερε ότι αυτό έγινε τέσσερα χρόνια αργότερα και πως αγνοούσαν την ύπαρξή της, ώσπου τους αναζήτησε ο θείος της και ζήτησε τη βοήθειά τους. Και πάλι, όμως, η Λίλι τους χρωστούσε ευγνωμοσύνη. Και ήταν ένας από τους λόγους που δούλευε τόσο σκληρά για να τους ευχαριστήσει. «Ώστε μείνατε ορφανή», της είπε μαλακά και για μια στιγμή η Λίλι ένιωσε έτοιμη να κλάψει. Ακόμα και μετά από τόσα χρόνια, ο θάνατος των γονιών της ήταν ένα οδυνηρό θέμα. «Δυστυχώς ναι». Φάνηκε να ηρεμεί. «Κατάλαβα...» Και προς μεγάλη ταπείνωσή της, ήξερε πως ο δούκας είχε πράγματι καταλάβει. Πως αντιλαμβανόταν ότι η Λίλι δεν ήταν παρά μια φτωχή συγγενής η οποία ζούσε από τη φιλανθρωπία των Κόλφιλντ, πως ήταν απολύτως εξαρτημένη από την καλή τους θέληση. Όμως ήταν πολύ καλύτερα από το να ζει στο δρόμο ή σε κάποια μικρή σοφίτα, όπως παλιότερα. «Δε θα υπάρξει πρόβλημα με τους υπηρέτες. Μπορείτε να χρησιμοποιήσετε όποιον θέλετε. Ενημερώστε με αν χρειαστείτε οτιδήποτε άλλο». «Σας ευχαριστώ, εξοχότατε». Την παρατήρησε λίγη ώρα ακόμη και ύστερα γύρισε και έφυγε από το σαλόνι. Μόλις έμεινε μόνη, η Λίλι ξεφύσηξε χωρίς να έχει συνειδητοποιήσει ότι ως τώρα κρατούσε την ανάσα της. Η καρδιά της χτυπούσε μ’ έναν ξέφρενο ρυθμό. Ήταν παράλογο. Τα πράγματα ήταν όπως ακριβώς θα έπρεπε να είναι. Ο δούκας αντιλαμβανόταν τη χαμηλή κοινωνική θέση της Λίλι και το ενδιαφέρον του εστιαζόταν πλέον στην Τζο, όπως
άλλωστε άρμοζε. Αγνοώντας το μικρό σφίξιμο στο στήθος της, η Λίλι σήκωσε τις φούστες της και διέσχισε το σαλόνι. Έπρεπε να στρωθεί αμέσως στη δουλειά, αν ήθελε να είναι όλα έτοιμα για την άφιξη των Κόλφιλντ. Κόντευε να φτάσει στην έξοδο, όταν μια εύθραυστη γυναίκα με ασημένια μαλλιά μπήκε από την ανοιχτή πόρτα του σαλονιού. «Εσείς είστε η μις Μόραν, υποθέτω». Η γυναίκα χαμογέλασε και βαθιές ρυτίδες χαράχτηκαν στα πουδραρισμένα μάγουλά της. «Είμαι η λαίδη Τάβιστοκ. Ο ανιψιός μου μου είπε πως θα σας έβρισκα εδώ». Η Λίλι έκανε μια υπόκλιση. «Είναι χαρά μου που σας γνωρίζω, μιλαίδη». «Έφτασα χτες το απόγευμα ενώ κοιμόσασταν. Έμαθα πως είχατε ένα άσχημο ατύχημα στο δρόμο». «Ναι, μιλαίδη». «Τρομερό πράγμα. Ο ανιψιός μου μου είπε πως η άμαξά σας δέχτηκε επίθεση από ληστές, ανατράπηκε και χτυπήσατε στο κεφάλι. Ελπίζω σήμερα να νιώθετε καλύτερα». «Πολύ καλύτερα, σας ευχαριστώ». «Γιατί δεν καθόμαστε λίγο μπροστά στο τζάκι; Ο καιρός έξω είναι κακός. Ένα φλιτζάνι τσάι είναι ό,τι πρέπει». Είχε πολλά να κάνει πριν έρθει η Τζόσλιν. Όμως δεν μπορούσε να αρνηθεί την πρόταση μιας κόμισσας. «Αυτό θα ήταν υπέροχο, μιλαίδη». Κάθισαν στον καναπέ μπροστά από τη φωτιά που έκαιγε στο τζάκι και λίγα λεπτά αργότερα ο μπάτλερ έφτασε με το τρέιλερ του τσαγιού. Οι δυο γυναίκες σερβιρίστηκαν και στη συνέχεια κουβέντιασαν περί ανέμων και υδάτων. Η Λίλι προσπαθούσε να μην κοιτάζει διαρκώς το ρολόι πάνω στο άσπρο μαρμάρινο πρέκι, προφανώς όμως δεν κατάφερε να κρύψει το μεγάλο άγχος που ένιωθε. «Μπορώ να μαντέψω πως ανυπομονείτε να ξεκινήσετε τα καθήκοντά σας». Η Λίλι κοκκίνισε και ευχήθηκε να ήταν πιο προσεκτική. «Είναι απλώς ότι έχω πολλά να κάνω μέχρι να έρθουν οι εξαδέλφες μου». «Είναι λοιπόν οι εξαδέλφες σας τόσο δύσκολα αφεντικά;» Σπανίως σκεφτόταν τη Ματίλντα Κόλφιλντ ως εξαδέλφη, αν και ως σύζυγος του Χένρι σίγουρα ήταν. «Δεν είναι έτσι. Απλώς η εξαδέλφη μου η Τζόσλιν... εξαρτάται από μένα. Με εμπιστεύεται για την ικανοποίηση των αναγκών της, τις οποίες φροντίζω τα τελευταία έξι χρόνια. Δεν επιθυμώ να την απογοητεύσω, ούτε εκείνη ούτε την κυρία Κόλφιλντ». «Κατάλαβα. Και τι ακριβώς σας έστειλαν να κάνετε εδώ η εξαδέλφη σας η Τζόσλιν και η μητέρα της;» Τα μάγουλά της κοκκίνισαν ακόμα περισσότερο. Η ανάληψη καθηκόντων από τη Λίλι μέσα στο σπίτι του δούκα και η ανάθεση διάφορων εργασιών στους υπηρέτες του δεν ήταν η ενδεδειγμένη τακτική, όμως οι Κόλφιλντ της είχαν ζητήσει να το κάνει, και η Λίλι σκόπευε να το κάνει. «Για την ακρίβεια, μόνο κάποια μικρά πράγματα. Πρέπει... να ενημερώσω τη μαγείρισσα ότι η μις Κόλφιλντ προτιμά τα μπισκότα και το κακάο της κάθε πρωί στο δωμάτιό της αντί να προγευματίζει κάτω στην τραπεζαρία. Και θα ήθελα επίσης να σιγουρευτώ ότι η κρεβατοκάμαρά της θα έχει μια
όμορφη θέα στον κήπο». Δαγκώθηκε σαν σκέφτηκε τις ατέλειωτες προσθήκες στον κατάλογο της Τζο. «Η εξαδέλφη μου δεν ανέχεται καθόλου τη σκόνη. Θα χρειαστεί να ζητήσω από την οικονόμο τα χαλιά στην κρεβατοκάμαρά της να είναι καλά καθαρισμένα». «Κατάλαβα». «Πολύ μικρά πράγματα στ’ αλήθεια, μιλαίδη. Ελπίζω να μην προκαλέσω μεγάλη ενόχληση». Η λαίδη Τάβιστοκ ακούμπησε το πορσελάνινο φλιτζάνι της με τη χρυσή μπορντούρα στο τραπεζάκι δίπλα της. «Μπορείτε να κάνετε οτιδήποτε θεωρείτε απαραίτητο ώστε να αισθανθούν άνετα οι προσκεκλημένες μας». «Σας ευχαριστώ, μιλαίδη». Εκείνη σηκώθηκε από τον καναπέ και η Λίλι τη μιμήθηκε. Η λαίδη έπιασε το μπαστούνι της. «Υποθέτω πως θα ήταν καλύτερα να σας αφήσω τώρα στις δουλειές σας». Της χαμογέλασε. «Μου άρεσε πολύ η συνάντησή μας, μις Μόραν». Η Λίλι χαλάρωσε. «Κι εμένα, λαίδη Τάβιστοκ». Παρακολούθησε τη χήρα κόμισσα να φεύγει από το σαλόνι. Τα ασημένια μαλλιά της γυάλιζαν στο φως των λύχνων που έκαιγαν λίπος φάλαινας. Αυτές οι λάμπες είχαν αναφτεί για να αντισταθμιστεί το σκοτάδι αυτής της σκοτεινής, συννεφιασμένης μέρας. Η κόμισσα κρατούσε το κεφάλι ψηλά, αν και οι κινήσεις της ήταν αργές και λίγο ασταθείς. Απ’ ό,τι ήξερε η Λίλι, η κόμισσα ζούσε σε μια έπαυλη σε ένα από τα κτήματα του πεθαμένου συζύγου της. Ευτυχής που η συνάντηση είχε πάρει τέλος, η Λίλι διέσχισε την κεντρική αίθουσα με το μαρμάρινο δάπεδο. Ο κατάλογος των εργασιών της την περίμενε επάνω. Ήταν καιρός να στρωθεί στη δουλειά.
Κεφάλαιο 4 Την επόμενη μέρα ο Ρόγιαλ καθόταν στο γραφείο του έχοντας το κεφάλι του στηριγμένο στα χέρια του. Μια στοίβα από φορολογικά βιβλία βρίσκονταν ανοιγμένα μπροστά του. Τα μάτια του έκαιγαν από την πολύωρη ανάγνωση. Στη διάρκεια των πρώτων εννέα μηνών μετά το θάνατο του πατέρα του, ο Ρόγιαλ είχε περάσει τον περισσότερο χρόνο του συγκεντρώνοντας πληροφορίες για το Μπράνσφορντ Κασλ και τα γύρω εδάφη. Εκτός από την ιδιωτική αγροτική παραγωγή του, το Μπράνσφορντ είχε και δεκάδες κολίγους μέσα στην αχανή έκτασή του. Ο Ρόγιαλ είχε συναντηθεί με κάθε οικογένεια ξεχωριστά για να συζητήσουν ποιες βελτιώσεις θα μπορούσαν να γίνουν, έτσι ώστε να αυξηθεί η παραγωγή και κατά συνέπεια τα κέρδη για τους ίδιους, από τα οποία ένα ποσοστό προοριζόταν για τον ιδιοκτήτη γαιοκτήμονα. Τα χρόνια της παραμονής του στα Μπαρμπάντος είχε μελετήσει βιβλία με θέμα τις γεωργικές καλλιέργειες και χρησιμοποίησε αυτές τις γνώσεις για να γίνει το Σούγκαρ Ριφ η επικερδής φυτεία που ήταν σήμερα. Ύστερα από την επιστροφή του στην Αγγλία άρχισε να ερευνά για πιο σύγχρονες μεθόδους
καλλιέργειας, έτσι ώστε να αναστραφεί η φθίνουσα εισοδηματική πορεία και η αγροτική παραγωγή να αρχίσει πλέον να αποδίδει κέρδη. Μία από τις ιδέες που είχε εφαρμόσει ήταν η κατασκευή ενός ζυθοποιείου στο γειτονικό χωριό Σουάνσντον. Σκόπευε να παρασκευάσει υψηλής ποιότητας μπίρα, η οποία, όπως ήταν πεπεισμένος, αποτελούσε την πλέον επικερδή χρήση της παραγωγής κριθαριού του Μπράνσφορντ. Όπως είχε κάνει και με την παραγωγή ζάχαρης στο Σούγκαρ Ριφ, στόχευε να βγάλει στην αγορά τη Σουάνσντον Έιλ ως την καλύτερη μπίρα της Αγγλίας. Επίσης σκόπευε να αυξήσει τα κοπάδια των προβάτων και ίσως να εγκαταστήσει ένα εργοστάσιο εριουργίας. Όλα αυτά θα χρειάζονταν χρήματα και, τουλάχιστον μέχρι να παντρευτεί, διέθετε ελάχιστα. Η σκέψη των χρημάτων έστρεψε και πάλι την προσοχή του στα βιβλία που είχε μπροστά του. Τις τελευταίες τριάντα μέρες είχε αρχίσει να μελετά τα οικονομικά των προηγούμενων περιουσιακών στοιχείων του Μπράνσφορντ, συμπεριλαμβανομένων αρκετών μύλων και ενός ανθρακωρυχείου, ιδιοκτησίες τις οποίες ο πατέρας του είχε πουλήσει για να εξασφαλίσει χρήματα. Επίσης μελέτησε τις επενδύσεις που είχε κάνει ο πατέρας του τα τελευταία χρόνια. Αρχικά το ποσό το οποίο είχε επενδύσει ο εκλιπών ήταν μικρό και οι απώλειες ασήμαντες. Πριν από περίπου τρία χρόνια η υγεία του είχε αρχίσει να εξασθενεί, αλλά, κατόπιν επιμονής του δούκα, ο Ρόγιαλ δεν έμαθε ποτέ πόσο σοβαρή ήταν η κατάστασή του. Σε μια προσπάθεια να ξαναβρεί τα χρήματα, έκανε κάποιες μεγαλύτερες, ακόμα πιο παρακινδυνευμένες επενδύσεις, και οι απώλειες άρχισαν να αυξάνονται. Ακολούθησε ένας φαύλος κύκλος, με αποτέλεσμα ο δούκας να αρχίσει να πουλάει την αμεταβίβαστη περιουσία του για να ξεπληρώσει τα χρέη του. Ούτε το ίδιο το σπίτι δεν ήταν ασφαλές, όπως αποδείκνυε η πώληση των ανεκτίμητων ζωγραφικών πινάκων και αγαλμάτων, αλλά και η εμφανής φθορά του σπιτιού. Ο Ρόγιαλ πέρασε το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του, ανακατεύοντας τα πυκνά, ελαφρώς κυματιστά τσουλούφια του. Άκουσε τον γνώριμο ελαφρύ χτύπο στην πόρτα και σήκωσε το βλέμμα του. Η πόρτα άνοιξε και μπροστά του εμφανίστηκε ο Σέρινταν Νόουλζ. Δεν υπήρξε ποτέ λάτρης των τύπων, κι έτσι ο Σέρινταν πέρασε με κάθε φυσικότητα μέσα στο γραφείο. «Βλέπω ότι, όπως συνήθως, η μύτη σου είναι χωμένη μέσα σ’ αυτά τα καταραμένα βιβλία. Υποθέτω πως σε διακόπτω». «Ναι, αφού όμως δεν είμαι ιδιαίτερα ευτυχής με όσα ανακαλύπτω σ’ αυτές τις σελίδες, μπορείς να καθίσεις». Ο Σέρι προχώρησε με τη συνηθισμένη του άνεση και έκανε μια στάση στον μπουφέ για να σερβίρει ένα μπράντι. «Να σου βάλω κι εσένα;» Ο Ρόγιαλ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Έχω πολλά ακόμα να κάνω». Ο Σέρινταν παρατήρησε το καστανόχρυσο υγρό μέσα στο ποτήρι του, απόχρωση ελάχιστα σκουρότερη απ’ τα μαλλιά του. «Πέρασα να σου πω ότι οι περιπολίες οργανώθηκαν. Οι άντρες μου θα ξεκινήσουν απόψε και θα καλύψουν την περιοχή γύρω από το Μπράνσφορντ και το Γουέλσλι, καθώς και το δρόμο μεταξύ Μπράνσφορντ και Σουάνσντον». «Μπράβο, καλή δουλειά». Ο Σέρινταν ήρθε πίσω από το γραφείο και κοίταξε πάνω από τον ώμο του Ρόγιαλ τους χοντρούς δερματόδετους τόμους που βρίσκονταν εκεί ανοιχτοί. Κάποιες από τις παλιές εγγραφές είχαν αρχίσει
να ξεθωριάζουν. «Λοιπόν, τι βρίσκεις που δε σου αρέσει;» Ο Ρόγιαλ αναστέναξε. «Βρήκα χιλιάδες λίρες να γλιστρούν σαν την άμμο μέσα απ’ την κλεψύδρα. Τα τελευταία χρόνια ο πατέρας μου έκανε τη μία κακή επένδυση μετά την άλλη. Δυσκολεύομαι που το λέω, νομίζω όμως πως από τη στιγμή που αρρώστησε το μυαλό του δεν ήταν πια το ίδιο». «Πολλοί πλούσιοι άνθρωποι κάνουν κακές επενδύσεις». «Αυτό είναι αλήθεια, ώσπου αρρώστησε όμως, ο πατέρας μου δεν ήταν ένας απ’ αυτούς». Γύρισε μερικές σελίδες και κοίταξε μία καταχώρηση σε κάποια από τις στήλες. «Κοίταξε εδώ, για παράδειγμα, χρήμα που έγινε κυριολεκτικά καπνός. Πέρυσι ο πατέρας μου επένδυσε σε ένα εκκοκκιστήριο βαμβακιού κοντά στο Μπόλτον. Έξι μήνες αργότερα το εργοστάσιο πήρε φωτιά και κάηκε ολοσχερώς. Προφανώς η εταιρεία δεν είχε ασφάλεια». Ο Σέρινταν κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι του. «Αυτό δε θα συνέβαινε ποτέ στον διορατικό, τρομερό άνθρωπο που ήταν άλλοτε ο πατέρας σου». «Πράγματι. Προσέλαβα έναν οικονομικό ερευνητή, Σέρι. Κάποιον ονόματι Τσέις Μόργκαν. Ίσως είναι σπατάλη χρόνου και χρημάτων, αλλά θέλω να ψάξει καλά τις εταιρείες στις οποίες επένδυσε ο πατέρας μου. Θέλω να βρει σε ποια χέρια πήγε η περιουσία του μακαρίτη δούκα του Μπράνσφορντ». Ο Σέρι ήπιε μια γουλιά απ’ το ποτό του και το σκέφτηκε. «Υποθέτω πως δε βλάπτει λίγη έρευνα. Και ποτέ δεν ξέρεις, ίσως ανακαλύψεις κάτι ενδιαφέρον». Ο Ρόγιαλ έσπρωξε πίσω την πολυθρόνα του και σηκώθηκε όρθιος. «Τα χρήματα χάθηκαν. Τώρα δεν μπορώ να κάνω πολλά γι’ αυτό. Όμως...» «Όμως... ποτέ δε βλάπτει να ερευνά κανείς το παρελθόν. Όπως λένε, συχνά αποτελεί το κλειδί του μέλλοντος». Ο Σέρινταν πήγε να ζεστάνει τα χέρια του στο τζάκι και ο Ρόγιαλ τον ακολούθησε. «Πού θα πας μετά από δω;» «Πίσω στο Γουέλσλι, φαντάζομαι. Αν και πήρα το άλογο και ήρθα ως εδώ κυρίως για να ξεφύγω από το σπίτι». «Κι εγώ νιώθω λίγο κλεισμένος». Ο Ρόγιαλ έδωσε ένα φιλικό χτύπημα στον φαρδύ ώμο του φίλου του. «Τι θα ’λεγες για λίγη συντροφιά;» «Δε θα ’λεγα όχι. Υποθέτω πως η μις Κόλφιλντ σου δεν ήρθε ακόμα». «Είμαι σίγουρος πως βρίσκεται στο Λονδίνο περιμένοντας να κοπάσει η θύελλα». Ο Σέρι άφησε το ποτήρι του και οι δύο άντρες προχώρησαν προς την κεντρική είσοδο του κάστρου. Την ίδια στιγμή η απέναντι πόρτα, η οποία οδηγούσε κάτω στην κουζίνα, άνοιξε και η Λίλι Μόραν εμφανίστηκε στο διάδρομο. Η κοκκινωπή βελούδινη φούστα της είχε άσπρες γραμμές από αλεύρι και, καθώς πλησίαζε, ήταν φανερό πως το μυαλό της βρισκόταν αλλού. Ο Ρόγιαλ είδε ένα λευκό σημάδι από αλεύρι στη μύτη της και χαμογέλασε με το γοητευτικό θέαμα που παρουσίαζε. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα όταν είδε τους δύο άντρες. «Εξοχότατε», είπε και τα χέρια της ανέβηκαν να ισιώσουν τα ξανθά μαλλιά της. «Ω Θεέ μου, θα πρέπει να έχω τα χάλια μου». «Είστε...» Υπέροχη, ήθελε να της πει, αλλά συγκρατήθηκε. «Μόνο λίγο λερωμένη». Χαμογέλασε και γύρισε να συστήσει τον Σέρι. «Από δω ο καλός μου φίλος Σέρινταν Νόουλζ, υποκόμης του Γουέλσλι. Σέρι, να σου συστήσω τη φιλοξενούμενή μου μις Λίλι Μόραν».
Τα πράσινα μάτια του Σέρι περιεργάστηκαν τα λαμπερά μαλλιά, τα θηλυκά χαρακτηριστικά και τα αισθησιακά, πλούσια χείλη. Όταν το βλέμμα του χαμήλωσε στην καμπύλη του στήθους και τη λεπτή της μέση, ο Ρόγιαλ ένιωσε ένα αναπάντεχο κύμα ζήλιας. «Χαίρομαι, μις Μόραν». «Παρομοίως, μιλόρδε». Η Λίλι τίναξε με νευρικότητα το αλεύρι από το μανίκι της. «Ελπίζω να συγχωρήσετε την εμφάνισή μου. Συνέβη ένα περιστατικό στην κουζίνα...» Σήκωσε το βλέμμα της στον Ρόγιαλ σαν να είχε πει κάτι που δεν έπρεπε και ανησυχούσε μήπως ο δούκας επέπληττε τους υπηρέτες. «Τίποτα δυσάρεστο, εξοχότατε, απλώς ένα βάζο με αλεύρι που αναποδογύρισε... έτυχε όμως να βρεθώ στη μέση». Ο Ρόγιαλ χαμογέλασε άθελά του. «Να προσέχετε μόνο μην πλησιάσετε πολύ το φούρνο. Ίσως μεταμορφωθείτε σε μια φραντζόλα ψωμί». Το γέλιο της αντήχησε σαν κομμάτια κρύσταλλου που κουνιούνται στην αύρα, και ήταν τόσο γλυκό, που το στήθος του σφίχτηκε. «Θα ακολουθήσω τη συμβουλή σας, εξοχότατε». Ο Σέρι της έριξε μια παρατεταμένη, εξεταστική ματιά. «Πάντως, αν γίνετε φρυγανισμένο ψωμί, θα ήθελα όσο τίποτα να σας φάω, αγαπητή μου. Είστε ακόμη ομορφότερη απ’ όσο περιέγραψε ο Ρόγιαλ, μις Μόραν». Η Λίλι κοκκίνισε και ο Ρόγιαλ ήθελε να του δώσει μια γροθιά. «Στ’ αλήθεια, πρέπει να πάω να αλλάξω. Κύριοι, με συγχωρείτε...» «Φυσικά». Ο Σέρινταν έκανε μια υπόκλιση. «Θα σας δω στο δείπνο», είπε ο Ρόγιαλ, αν και το να ξαναδεί τη Λίλι Μόραν θα έπρεπε να είναι το τελευταίο πράγμα που επιθυμούσε. Η Λίλι πέρασε από δίπλα τους και συνέχισε προς τις σκάλες. Το περπάτημά της έκανε τις φούστες της να θροΐζουν προκλητικά. Πήρε τη στροφή και άρχισε να ανεβαίνει. «Είχες δίκιο. Αυτό το κορίτσι είναι πανέμορφο». Ο Σέρινταν δεν άφηνε από τα μάτια του τη λεπτοκαμωμένη σιλουέτα της Λίλι και τα μάτια του παρέμειναν καρφωμένα στις σκάλες ακόμα κι όταν εκείνη εξαφανίστηκε. Ο Ρόγιαλ ήθελε να τον αρπάξει απ’ την κολλαριστή γραβάτα του και να τον ταρακουνήσει δυνατά. Ο Σέρινταν χαμογέλασε. «Από την άλλη μεριά βέβαια, όπως σου είπα, ίσως η εξαδέλφη να είναι ακόμα ωραιότερη». Χαμογέλασε πλατιά, αποκαλύπτοντας ένα στραβό κάτω δόντι το οποίο θα έπρεπε να του χαλάει την εμφάνιση, πράγμα ωστόσο που δε συνέβαινε. «Τότε μπορείς να αφήσεις τη μις Μόραν σ’ εμένα». Ο Ρόγιαλ δεν είπε τίποτα, όμως έσφιξε τα δόντια τόσο δυνατά, που τον πόνεσαν. Δεν είχε κανένα δικαίωμα πάνω στη Λίλι Μόραν, ούτε θα είχε ποτέ. Αν ο Σέρινταν την ήθελε... Στο διάβολο ο Σέρι, σκέφτηκε και γύρισε προς την πόρτα. «Νόμιζα πως θα πηγαίναμε για ιππασία», είπε μουτρωμένος και άφησε τον Γκριβς να περάσει την κάπα γύρω από τους ώμους του. Ο Σέρινταν κοιτούσε ακόμη προς τις σκάλες. «Ξέρεις, τελικά θα προτιμούσα να μείνουμε εδώ». Ο Ρόγιαλ γρύλισε, άνοιξε απότομα την πόρτα και βγήκε στο χιόνι. Πίσω του άκουσε τον Σέρινταν να γελάει και ύστερα να κατεβαίνει τα φαρδιά πέτρινα σκαλιά. ***
Την επόμενη μέρα, μετά την απογευματινή επίσκεψη σε έναν από τους κολίγους του, ο Ρόγιαλ επέστρεψε στο σπίτι έχοντας απολαύσει ένα χορταστικό γεύμα στο Μπόαρ εντ Θισλ, την ταβέρνα του χωριού. Παραδίδοντας την κάπα του στον Γκριβς, άκουσε αναστάτωση και σήκωσε το βλέμμα του στον επάνω διάδρομο. Όταν αναγνώρισε τη γλυκιά φωνή της φιλοξενούμενής του, ανέβηκε τις σκάλες, διέσχισε το διάδρομο και βρήκε τη Λίλι, δυο υπηρέτες και δυο καμαριέρες να μετακινούν έπιπλα σε μία από τις κρεβατοκάμαρες. Τον κοίταξε και τα μάγουλά της ρόδισαν ελαφρά. Τα κατάξανθα μαλλιά της ήταν μαζεμένα πίσω με μια κορδέλα και φορούσε ποδιά πάνω από το φόρεμά της. Και πάλι, όμως, φαινόταν πανέμορφη. «Ελπίζω... να μη σας πειράζει, εξοχότατε. Μετέφερα τα δικά μου πράγματα σε μία από τις άλλες κρεβατοκάμαρες. Σκέφτηκα πως η Τζόσλιν θα ήθελε να έχει το δωμάτιο που προοριζόταν για την ίδια». Δεν της είπε πως του άρεσε να μένει εκείνη στο δωμάτιο που ήταν συνεχόμενο με το δικό του, όπου μπορούσε να τη φαντάζεται στο μεγάλο κρεβάτι μ’ ένα απλό λευκό νυχτικό, κεντημένο ίσως με μικροσκοπικά τριαντάφυλλα. Ούτε πως την προηγούμενη νύχτα είχε φανταστεί πως ξεκούμπωνε ο ίδιος τα μικρά σαν μαργαριτάρια κουμπιά στο λαιμό της και πως συνέχισε ως το στήθος της. «Όπως επιθυμείτε», ήταν το μόνο που είπε. «Επιπλέον, η οικονόμος σας, η κυρία Μακμπράιντ, πρότεινε ένα πολύ ωραίο δωμάτιο για την κυρία Κόλφιλντ, το οποίο επίσης βλέπει στον κήπο. Αν δε σας πειράζει... θα... ήθελα να ανταλλάξω μερικά έπιπλα με ένα από τα άλλα δωμάτια». Αυτό σήμαινε πως τα έπιπλα στο συγκεκριμένο δωμάτιο ήταν φθαρμένα ή χρειάζονταν επισκευή. Ήξερε πως η κυρία Μακμπράιντ είχε κάνει το καλύτερο δυνατόν, ώσπου όμως το σπίτι να ανακαινιζόταν δε θα ξανάβρισκε το μεγαλείο που απέπνεε όταν εκείνος ζούσε σ’ αυτό ως παιδί. «Όπως είπα, είστε ελεύθερη να κάνετε όποιες αλλαγές επιθυμείτε». «Σας ευχαριστώ, εξοχότατε». Ξαναγύρισε στη δουλειά της και συνέχισε να δίνει εντολές στους υπηρέτες ή να βοηθάει η ίδια όποτε χρειαζόταν να γίνει κάτι. Ήταν ολοφάνερο πως έπαιρνε τα καθήκοντά της πολύ σοβαρά, όμως ο Ρόγιαλ το θεωρούσε λίγο άδικο να τη μεταχειρίζονται οι Κόλφιλντ περισσότερο σαν υπάλληλο και λιγότερο ως μέλος της οικογένειάς τους. Ένας από τους υπηρέτες επέστρεψε κουβαλώντας ένα περίτεχνο σεκρετέρ το οποίο η Λίλι είχε επιλέξει από ένα δωμάτιο στην απέναντι άκρη του διαδρόμου. Καθοδήγησε τον άνθρωπο πού ακριβώς να το τοποθετήσει, αλλά όταν συνειδητοποίησε πως ο Ρόγιαλ στεκόταν ακόμα στην είσοδο και παρακολουθούσε τις δραστηριότητές της, χαμογέλασε νευρικά. «Η κυρία Κόλφιλντ θα εκτιμήσει ιδιαίτερα αυτό το γραφείο», εξήγησε. «Της αρέσει να διατηρεί επαφή με τους φίλους της». «Είναι όμορφο έπιπλο. Εκπλήσσομαι λίγο που βρίσκεται ακόμη εδώ». Φάνηκε να εκπλήσσεται κι εκείνη για την έμμεση παραδοχή της οικονομικής κατάστασής του. «Ναι... απ’ ό,τι φαίνεται, ένα μεγάλο μέρος της αρχικής επίπλωσης λείπει». «Αφότου αρρώστησε ο πατέρα μου, τα οικονομικά του πήραν την κατιούσα. Η μεγαλύτερη επιθυμία του ήταν να δει το σπίτι να ανακτά την παλιά μεγαλοπρέπειά του». «Η Τζόσλιν φαίνεται πρόθυμη να βοηθήσει προς αυτή την κατεύθυνση». «Αυτό σίγουρα θα ικανοποιούσε τον πατέρα μου, ο Θεός να αναπαύσει την ψυχή του». «Θα ικανοποιούσε επίσης κι εσάς;»
Οι άκρες των χειλιών του τραβήχτηκαν προς τα πάνω. «Αγαπώ αυτό το σπίτι και με ενοχλεί να το βλέπω σε τόσο κακή κατάσταση». Η Λίλι κοίταξε το κιτρινισμένο χρώμα των τοίχων του διαδρόμου, την ξεφτισμένη κατά τόπους ταπετσαρία, τα ξεθωριασμένα και φθαρμένα χαλιά. «Θα πρέπει να ήταν όμορφο σπίτι. Είμαι σίγουρη πως θα ξαναγίνει». Το χαμόγελό της ήταν ζεστό και γεμάτο ελπίδα, και το σώμα του κυριεύτηκε από μια ξαφνική έξαψη. Βλαστήμησε τον εαυτό του. Η έλξη που ένιωθε για την εξαδέλφη της μέλλουσας συζύγου του ήταν το τελευταίο πράγμα που ήθελε να του συμβεί. «Ενημερώστε με αν χρειαστείτε οτιδήποτε άλλο», είπε με κάπως μεγαλύτερη τραχύτητα απ’ όση είχε σκοπό, κι αφήνοντάς τη στις όποιες εργασίες σχεδίαζε να κάνει, ο Ρόγιαλ πήγε να αλλάξει τα ρούχα της ιππασίας. Το απόγευμα κυλούσε αργά. Σε λίγο θα συναντούσε τη θεία του για το δείπνο. Για πρώτη φορά μετά το ατύχημά της η Λίλι θα τους έκανε συντροφιά στο τραπέζι. Ο Ρόγιαλ βλαστήμησε πάλι μπαίνοντας στη σουίτα του και έκλεισε την πόρτα.
Κεφάλαιο 5 Δεν ήθελε να πάει. Η Λίλι σκέφτηκε να προφασιστεί πονοκέφαλο, όπως είχε κάνει και τις δύο προηγούμενες βραδιές, όμως δε γινόταν να αγνοήσει περισσότερο τους οικοδεσπότες της. Από την άλλη, πάλι, η σκέψη πως θα καθόταν στο δείπνο συντροφιά με τον δούκα ήταν κάτι που έκανε το στομάχι της να δένεται κόμπος. Κάθε φορά που βρισκόταν κοντά του ένιωθε νευρικότητα, αναστάτωση και έχανε τα λόγια της. Ήταν παράλογο. Στο κάτω κάτω ήταν ένας άντρας, όχι ο ξανθόμαλλος άγγελος τον οποίο οραματίστηκε όταν βρισκόταν ξαπλωμένη στο χιόνι. Ναι, ήταν όμορφος. Αλλά η ομορφιά ήταν κάτι επιφανειακό. Στις χοροεσπερίδες και τα σουαρέ όπου είχε παρευρεθεί μαζί με την Τζο, η Λίλι είχε συναντήσει δεκάδες όμορφους άντρες και ποτέ δεν την απασχόλησε αυτό στο παρελθόν. Δεν το καταλάβαινε. Ως παιδί ήταν συνεσταλμένη, τα χρόνια όμως που έζησε μαζί με το θείο της η Λίλι είχε μάθει να ξεπερνά τη δειλία της. Ζώντας ωστόσο τόσα χρόνια στη σκιά της Τζόσλιν, φαίνεται πως είχε επανέλθει η παλιά ντροπαλότητά της. Συνήθως συμπεριφερόταν αρκετά φυσιολογικά με τους εκπροσώπους του αντίθετου φύλου. Ίσως τώρα έφταιγε η γνώση πως ο συγκεκριμένος άντρας ανήκε στην εξαδέλφη της. Καθώς η Πένι, η μικροκαμωμένη καμαριέρα, κούμπωνε την πλάτη της μεταξωτής, σε χρώμα γαλάζιο τουαλέτας της, η Λίλι αναρωτήθηκε πότε θα έφτανε η Τζο και ευχήθηκε αυτό να γινόταν σύντομα. Όσο γρηγορότερα ο δούκας συναντούσε την εκθαμβωτική μέλλουσα σύζυγό του, τόσο γρηγορότερα θα λάμβανε τέλος τούτη η παράλογη έλξη που ένιωθε για τον όμορφο δούκα του Μπράνσφορντ. «Παναγιά μου, τι όμορφη που είστε, μις». Η Λίλι χαμογέλασε στο μελαχρινό κορίτσι. «Σ’ ευχαριστώ, Πένι». Γύρισε μπροστά στον
ολόσωμο καθρέφτη κι ένιωσε ικανοποιημένη με όλες τις αλλαγές που είχε κάνει στο αποφόρι της Τζο. Είχε αφαιρέσει τα επιπλέον βολάν από τον ποδόγυρο και το μπούστο, αφήνοντας μία μοναδική κορδέλα από γαλάζιο σατέν πάνω στο στήθος, την οποία είχε στολίσει με μια βροχή από μικροσκοπικές πέρλες. Η τουαλέτα φαινόταν ολοκαίνουρια και σχεδόν ήταν, αφού η Τζο σπανίως φορούσε κάποιο φόρεμα πάνω από μία φορά, ενώ ήταν ευτυχής να το δίνει κατόπιν στη Λίλι για να το μεταποιεί όπως της άρεσε. Πήγε ως το κομό, άνοιξε το μικρό κουτί από ροδόξυλο που είχε φέρει μαζί της και σήκωσε ένα όμορφο ροδακινί καμέο από αχάτη το οποίο κρεμόταν σε μια μαύρη βελούδινη κορδέλα. Δεν ήταν ακριβό κόσμημα, όμως ήταν ένα από τα αγαπημένα της, δώρο των Κόλφιλντ στα δέκατα όγδοα γενέθλιά της. Το έδωσε στην Πένι και γύρισε από την άλλη μεριά. «Μπορείς να μου το δέσεις, σε παρακαλώ;» «Φυσικά, μις». Η Πένι τοποθέτησε το καμέο στη βάση του λαιμού της και πέρασε την κορδέλα γύρω από τον αυχένα της. Με τα ανοιχτά ξανθά μαλλιά της τραβηγμένα πίσω, να πέφτουν σε μπούκλες στους ώμους της, η Λίλι ένιωθε έτοιμη να αντιμετωπίσει τον δούκα και τη θεία του στο τραπέζι του δείπνου. Παίρνοντας βαθιά ανάσα για να μαζέψει το κουράγιο της, η Λίλι βγήκε από το δωμάτιο και κατευθύνθηκε προς τη φαρδιά μαονένια σκάλα. Βρήκε τον δούκα και τη θεία του να συζητούν στον προθάλαμο έξω από την επίσημη τραπεζαρία. Είχε ελπίσει σε μια πιο απλή βραδιά, με την παρουσία όμως της χήρας κόμισσας στο σπίτι έπρεπε να περιμένει πως δε θα συνέβαινε κάτι τέτοιο. «Α, μις Μόραν», είπε ο δούκας πλησιάζοντάς την. «Φοβηθήκαμε μήπως είχατε πάλι κάποιο επεισόδιο στην κουζίνα». Χαμογελούσε, την πείραζε, η παρουσία όμως της θείας του έκανε τη Λίλι να ντραπεί. «Τίποτα τέτοιο, σας διαβεβαιώ». Τα μάγουλά της κοκκίνισαν. « Ελπίζω να μη σας έκανα να περιμένετε». «Κάθε άλλο», είπε χαμογελώντας η κόμισσα. «Ο Ρόγιαλ μου διηγήθηκε το περιστατικό με το αλεύρι στην κουζίνα. Την τελευταία φορά που πήγα εκεί, γλίστρησα και έπεσα στο παρτέρι του κήπου. Μόλις είχαν ποτίσει. Στο τέλος έμοιαζα με μισοπνιγμένο σπίνο». Η Λίλι γέλασε, ευγνώμων για την προσπάθεια της ηλικιωμένης γυναίκας να την κάνει να νιώσει άνετα. «Δεν έχω κατέβει τελευταία στα διαμερίσματα του προσωπικού, όταν όμως το κάνω θα προσπαθήσω να είμαι πιο προσεκτική». «Ατυχήματα συμβαίνουν σε όλους». «Συχνότερα σε μερικούς από μας, σε άλλους όχι», πρόσθεσε η χήρα και τα μάτια της λαμπύρισαν με χιούμορ. Δυο μάτια σχεδόν στο χρώμα αυτών του ανιψιού της. «Το δείπνο είναι έτοιμο», είπε ο δούκας. «Μπορώ να σας πείσω, κυρίες μου, να συνεχίσουμε αυτή τη συζήτηση στην τραπεζαρία; Νιώθω μια ελαφριά ζάλη από την πείνα». Το ίδιο και η Λίλι, η οποία αναρωτήθηκε αν ο δούκας πεινούσε πράγματι ή αν είχε μαντέψει πως ήταν τόσο απασχολημένη όλη μέρα, που δεν είχε φάει τίποτα μετά το κέικ με το κακάο το πρωί. Είχε ένα προαίσθημα πως συνέβαινε το δεύτερο. Μακάρι να ήταν λιγότερο ευχάριστος. Σίγουρα θα υπήρχε κάτι να αντιπαθήσει πάνω του. Καθώς όμως τον παρακολουθούσε να συνοδεύει με φροντίδα τη θεία του στο τραπέζι, να τη βοηθάει να
καθίσει κι ύστερα να βοηθάει και τη Λίλι, δεν είχε ιδέα ποιο θα μπορούσε να ήταν αυτό. Το πρώτο πιάτο ήταν μια νοστιμότατη σούπα από στρείδια, με κρεμώδη υφή, αρωματισμένη με βότανα και φέτες λεμονιού, καλλιεργημένα πιθανόν στο θερμοκήπιο του υποστατικού. «Είχες νέα από τον αδερφό σου τον Ρουλ;» ρώτησε η λαίδη Τάβιστοκ παίρνοντας μια κουταλιά από τη σούπα της. «Τελειώνει στην Οξφόρδη», απάντησε ο δούκας. «Του πρόσφεραν εργασία σε κάποια αμερικανική εταιρεία μετά την αποφοίτησή του απ’ τη σχολή. Αν δεχτεί, θα ταξιδεύει αρκετά συχνά από κει προς τα δω». Κοίταξε προς το μέρος της Λίλι. «Ήταν επιθυμία του πατέρα μας να αναπτύξει η οικογένειά μας δεσμούς με την Αμερική. Ο Ρουλ υποσχέθηκε να πραγματοποιήσει την επιθυμία του. Και νομίζω πως τον ενθουσιάζει η προοπτική να δει μια διαφορετική χώρα». «Κι εγώ θα ήθελα πολύ να δω την Αμερική». Ο δούκας χαμογέλασε. «Ώστε είστε κι εσείς λάτρης των περιπετειών;» Η Λίλι του αντιγύρισε το χαμόγελο. «Μόνο στο μυαλό μου, δυστυχώς. Κυρίως μου αρέσει να διαβάζω βιβλία για τα ταξίδια άλλων ανθρώπων». «Το ίδιο κι εγώ», συμφώνησε ο δούκας. «Ο Ρόγιαλ πέρασε πολλά χρόνια στην Καραϊβική διευθύνοντας την οικογενειακή φυτεία», συμπλήρωσε η θεία του. «Έκανε μάλιστα εξαιρετική δουλειά εκεί». «Το είδα σαν πρόκληση», είπε ο δούκας. «Ελπίζω να τα καταφέρω κι εδώ στο Μπράνσφορντ. Χρειάζεται να γίνουν περισσότερα εδώ απ’ ό,τι στο Σούγκαρ Ριφ». «Με την κατάλληλη γυναίκα στο πλευρό σου», είπε η θεία του, «είμαι σίγουρη πως θα τα καταφέρεις περίφημα». Ο Ρόγιαλ κοίταξε το μπολ με τη σούπα του και η Λίλι αναρωτήθηκε τι να σκεφτόταν. «Ώστε σας αρέσει να διαβάζετε», της είπε η χήρα. «Πάρα πολύ. Διαβάζω σχεδόν οτιδήποτε πέσει στα χέρια μου». «Εδώ στο Μπράνσφορντ υπάρχει μια πλούσια βιβλιοθήκη», είπε ο δούκας. «Είστε ευπρόσδεκτη να δανειστείτε οτιδήποτε σας φανεί ενδιαφέρον». Ένιωσε το βλέμμα του καρφωμένο στο πρόσωπό της και μια γλυκιά ζεστασιά απλώθηκε μέσα της. «Σας ευχαριστώ». «Τι έμαθες για τον αδερφό σου τον Ρις;» ρώτησε τώρα η ηλικιωμένη γυναίκα, διακόπτοντας εκείνη την παράξενα οικεία στιγμή. Η Λίλι αναρωτήθηκε αν η χήρα κόμισσα το είχε κάνει επίτηδες. Στο κάτω κάτω ο ανιψιός της ήταν αρραβωνιασμένος με μια άλλη γυναίκα. «Αυτή τη στιγμή ο Ρις πολεμάει τους Ρώσους στην Κριμαία. Έχω μέρες να ακούσω νέα του. Προφανώς η αλληλογραφία είναι δύσκολη, όμως την τελευταία φορά μου έδωσε την εντύπωση πως ήταν καλά». «Χαίρομαι που το ακούω. Με τον Ρις ποτέ δεν ξέρει κανείς τι να περιμένει». Ο Ρόγιαλ γύρισε πάλι προς τη Λίλι. «Ο Ρις είναι αξιωματικός του ιππικού... ένας άνθρωπος της περιπέτειας. Ωστόσο ελπίζουμε όλοι ότι στο τέλος θα εγκαταλείψει το στρατό και θα επιστρέψει σε μια πιο φυσιολογική ζωή εδώ, στην πατρίδα». Συνέχισαν το δείπνο μέσα σε μια φιλική ατμόσφαιρα και η Λίλι ξαφνιάστηκε διαπιστώνοντας πόσο άνετα την έκαναν να αισθάνεται.
Ώσπου η λαίδη Τάβιστοκ γύρισε τη συζήτηση στην Τζόσλιν. «Πότε περιμένετε την άφιξη των Κόλφιλντ;» ρώτησε η κόμισσα. «Σύντομα, πιστεύω. Τουλάχιστον όταν βελτιωθεί κάπως ο καιρός και οι δρόμοι ανοίξουν πάλι». «Μιλήστε μας για την εξαδέλφη σας. Τι είδους γυναίκα είναι; Ποια είναι τα ενδιαφέροντά της;» «Η Τζόσλιν είναι όμορφη», είπε η Λίλι χωρίς να το σκεφτεί καθόλου. «Υπερβολικά όμορφη». Ήταν το πρώτο πράγμα που πρόσεχε κανείς στην Τζο. «Έχει σκούρα καστανά μαλλιά και τα πιο απίστευτα μάτια. Έχουν το χρώμα της βιολέτας, ξέρετε. Δε νομίζω να έχω δει άλλον άνθρωπο με τέτοια μάτια». «Συνεχίστε», την παρότρυνε η κόμισσα με φανερά κεντρισμένο το ενδιαφέρον της. Η Λίλι δίστασε για μια στιγμή, γιατί δυσκολευόταν να βρει τα κατάλληλα λόγια να την περιγράψει. «Η Τζόσλιν λατρεύει τις δεξιώσεις. Είναι εξαιρετικά κοινωνική. Της αρέσει να ντύνεται σύμφωνα με την τελευταία λέξη της μόδας και φαίνεται υπέροχη ό,τι κι αν διαλέξει να φορέσει». Σήκωσε το βλέμμα της. «Επίσης είναι εξαιρετική ιππεύτρια. Φρόντισε ο πατέρας της γι’ αυτό». «Αυτό είναι πολύ καλό νέο», είπε η χήρα κόμισσα μ’ ένα χαμόγελο, «γιατί ο Ρόγιαλ έχει αδυναμία στα άλογα». Όμως η Τζο δεν αγαπούσε ιδιαίτερα τα άλογα, μόνο την έξαψη που της προκαλούσε η ταχύτητα και η αίσθηση της εξουσίας πάνω σ’ ένα ζώο πολύ πιο μεγαλόσωμο από την ίδια. Η κόμισσα κοίταξε προς τον ανιψιό της. «Αφού η μις Κόλφιλντ απολαμβάνει τόσο πολύ τις δεξιώσεις, θα πρέπει να οργανώσουμε μία εδώ, στο Μπράνσφορντ. Ένα μικρό σουαρέ, ίσως; Λίγη μουσική και χορό, με καλεσμένους κάποιους από τους γείτονες και λίγους από τους φίλους μας. Τι λες, Ρόγιαλ;» Εκείνος ήπιε μια γουλιά από το κρασί του και ακούμπησε το κρυστάλλινο ποτήρι στο τραπέζι. Το σπίτι δεν ήταν πια στις δόξες του όπως άλλοτε, όμως η Λίλι πίστευε πως μπορούσε να γίνει αρκετά όμορφο. «Αν εσύ και η μις Μόραν έχετε διάθεση να το φροντίσετε, νομίζω πως θα ήταν ευχάριστο». «Λοιπόν, τι γνώμη έχετε, μις Μόραν;» «Θα ήταν χαρά μου να βοηθήσω». «Θαυμάσια. Αύριο θα αρχίσουμε να το σχεδιάζουμε». Η ηλικιωμένη γυναίκα ήπιε λίγο από το κρασί της, αλλά το ποτήρι έτρεμε στο αδύναμο χέρι της. «Υπάρχει κάτι άλλο που μπορείτε να μας πείτε για την εξαδέλφη σας;» Η Λίλι χαμογέλασε βεβιασμένα. «Για να είμαι ειλικρινής, η Τζόσλιν δεν περιγράφεται εύκολα. Είναι ένας άνθρωπος μοναδικός. Θα το καταλάβετε μόλις τη γνωρίσετε». Η Λίλι δεν μπορούσε να μην αναρωτιέται πώς θα πήγαινε αυτή η συνάντηση. Δεν ανησυχούσε για τον δούκα, ο οποίος φαινόταν εξαιρετικά ευφυής και ιδιαίτερα διορατικός. Η Λίλι προσπαθούσε να φανταστεί ποια γνώμη θα σχημάτιζε η ηλικιωμένη χήρα για τη γυναίκα που έμελλε να παντρευτεί τον ανιψιό που έδειχνε να κατέχει πολύ ξεχωριστή θέση στην καρδιά της. ***
Ο ζεστός ήλιος έλιωνε και τα τελευταία ίχνη απ’ τα χιόνια. Πρόθυμος για λίγη ιππασία, ο Ρόγιαλ διέσχισε ένα διάδρομο προς το πίσω μέρος του σπιτιού με κατεύθυνση προς τους στάβλους, περνώντας από κάποια αχρησιμοποίητα πλέον σαλόνια. Σε ένα τμήμα του διαδρόμου, όπου τα δωμάτια έβλεπαν στον κήπο, πρόσεξε πως η πόρτα στο
Δωμάτιο του Ασφόδελου, ένα από τα μικρότερα σαλόνια, ήταν ανοιχτή. Κοντοστάθηκε στην πόρτα και είδε πως μια χαμηλή φωτιά έκαιγε στο τζάκι. Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα μόλις αναγνώρισε τη γυναίκα που καθόταν στον κίτρινο δαμασκηνό καναπέ. Το ηλιόφως που έμπαινε άπλετο από τα παράθυρα έκανε τα μαλλιά της να παίρνουν ασημόχρυσες ανταύγειες. Το βλέμμα του διέτρεξε το χώρο. Δείγματα υφασμάτων σε κάθε λογής χρώματα ήταν αραδιασμένα στις πλάτες των καθισμάτων. Πιο δίπλα, το τραπέζι ήταν γεμάτο από νήματα, κορδέλες, φιόγκους, φτερά και απομιμήσεις φρούτων. Αν και ο Ρόγιαλ δεν έκανε κανένα θόρυβο, το κεφάλι της Λίλι ανασηκώθηκε μόλις διαισθάνθηκε την παρουσία του. Το βλέμμα της έσμιξε με το δικό του, προκαλώντας μέσα του την ίδια, όπως πάντα, αναστάτωση. Αυτή τη φορά συσσωρεύτηκε χαμηλά στα λαγόνια του και ο Ρόγιαλ ένιωσε να διεγείρεται. Η ατμόσφαιρα έγινε ξαφνικά πολύ βαριά και ζεστή, ενώ ο ερεθισμός του έγινε αβάσταχτος. Χαιρόταν που φορούσε το πανωφόρι της ιππασίας κι έτσι κρυβόταν ο ανεπιθύμητος πόθος του. Κάπου πέρα στο διάδρομο έκλεισε μια πόρτα και η Λίλι τινάχτηκε όρθια. «Εξοχότατε... Ελπίζω να μη σας... πειράζει... Η κυρία Μακμπράιντ είπε πως θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω αυτό το δωμάτιο για το ράψιμό μου και πως σπανίως έρχεται κάποιος εδώ». «Δεν υπάρχει πρόβλημα. Είστε ευπρόσδεκτη να χρησιμοποιήσετε το δωμάτιο όποτε το επιθυμείτε». Κοίταξε τα ραφτικά. «Όμως μπορώ να ρωτήσω... τι ακριβώς ράβετε;» Σήκωσε το αντικείμενο που κρατούσε στην αγκαλιά της. «Καπέλα, εξοχότατε. Κατασκευάζω γυναικεία καπέλα». Πήρε μία ολοκληρωμένη δημιουργία από το τραπέζι, ένα μοβ μεταξωτό μπονέ με πλατύ γείσο, στολισμένο με χρωματιστά φτερά και βελούδινους φιόγκους. Το καπέλο θα μπορούσε να φαντάζει παραφορτωμένο, όμως δεν ήταν. «Θα πρέπει να είστε πολύ καλή σ’ αυτή την τέχνη, μις Μόραν». Του χαμογέλασε κι ο Ρόγιαλ ένιωσε κάτι να ηρεμεί μέσα του. «Κι εγώ το πιστεύω, εξοχότατε. Δε θέλω να το καυχηθώ, μα πουλώ αρκετά κομμάτια. Συνήθως δεν προλαβαίνω να κάνω όλες μου τις παραγγελίες». «Μπράβο σας». «Υποθέτω πως η κατασκευή καπέλων δεν είναι κάτι το εξαιρετικό, ωστόσο ελπίζω μια μέρα να μπορέσω να ανοίξω το δικό μου πιλοποιείο». «Νομίζω πως θα το καταφέρετε. Πιστεύω πως θα μπορούσατε να καταφέρετε οτιδήποτε επιθυμείτε, μις Λίλι Μόραν». Κάτι άστραψε για μια στιγμή στα γαλαζοπράσινα μάτια της, όμως εξαφανίστηκε αμέσως. «Ελπίζω να έχετε δίκιο. Δε θα μπορώ να ζω με τους Κόλφιλντ για πάντα. Μόλις εσείς και η Τζόσλιν παντρευτείτε, θα φροντίσω να ζήσω μόνη μου». Δεν της πρότεινε μια θέση εκεί. Αν το έκανε, αργά ή γρήγορα ο Ρόγιαλ θα υπέκυπτε στον πειρασμό. Η Λίλι άξιζε κάτι περισσότερο από μια σύντομη αποπλάνηση, όπως και η γυναίκα την οποία σκόπευε να παντρευτεί. «Οι περισσότερες γυναίκες σκέφτονται το γάμο», της είπε σιγανά. «Θέλουν έναν σύζυγο, παιδιά». «Το ίδιο θέλω κι εγώ... Κάποια μέρα». Του χαμογέλασε με μια τσαχπινιά που τον έκανε να θέλει να τη φιλήσει. «Όχι όμως πριν ανοίξω το κατάστημά μου!» Ο Ρόγιαλ γέλασε και η Λίλι τον μιμήθηκε. Ύστερα εκείνος ξερόβηξε. «Υποθέτω πως πρέπει να
φύγω, ώστε να συνεχίσετε τη δουλειά σας». Η Λίλι κοίταξε το μπονέ που κρατούσε στα χέρια της. «Υποθέτω πως πρέπει». «Να έχετε μία καλή μέρα, μις Μόραν». «Το ίδιο κι εσείς, εξοχότατε». Το βλέμμα της έμεινε για μια στιγμή ακόμα ενωμένο με το δικό του, ύστερα η Λίλι γύρισε και κάθισε πάλι στον καναπέ. Ο Ρόγιαλ παρακολούθησε τα λεπτά δάχτυλά της να περνούν τη βελόνα μέσα από το ύφασμα. Έδιωξε μακριά την εικόνα των κομψών χεριών της πάνω στο γυμνό κορμί του. Γύρισε να φύγει και απομακρύνθηκε από το σαλόνι χωρίς να κοιτάξει πίσω του. Μέσα του ευχήθηκε να έφτανε γρήγορα η γυναίκα την οποία σκόπευε να παντρευτεί.
Κεφάλαιο 6 Τελικά κατέφθασε η μέλλουσα σύζυγος του δούκα με τυμπανοκρουσίες, προκαλώντας μεγάλη αναστάτωση στο προσωπικό. Ένα νεαρό αγόρι από το χωριό έσπευσε στο κάστρο με την είδηση, δίνοντας έτσι στον δούκα και το λιγοστό προσωπικό του σπιτιού αρκετό χρόνο για τις ετοιμασίες της τελευταίας στιγμής. Η θεία του Ρόγιαλ πήγε να καθίσει στη Μεγάλη Σάλα και η Λίλι συγκέντρωσε όλο το κουράγιο της. Ήταν ευγνώμων για την άφιξη της Τζόσλιν. Ήξερε τι θα συνέβαινε μόλις έφτανε η εξαδέλφη της. Η εξοχότητά του θα έμενε έκθαμβος μπροστά στην ομορφιά της μέλλουσας συζύγου του και η Λίλι θα γινόταν ευθύς αόρατη. Ήταν αναπόφευκτο, κι όμως, όσο το σκεφτόταν, μέσα της πονούσε. Το μισό προσωπικό είχε παραταχθεί στην κεντρική αίθουσα της εισόδου όταν η κομψή μαύρη ταξιδιωτική άμαξα των Κόλφιλντ έφτασε μπροστά στο κάστρο. Υπηρέτες κατέβηκαν γρήγορα τα σκαλιά να ξεφορτώσουν τις αποσκευές, ένας σταβλίτης έσπευσε να βοηθήσει τον οδηγό με τα άλογα, ενώ η κυρία Μακμπράιντ, η κοντόχοντρη γκριζομάλλα οικονόμος, εμφανίστηκε στην είσοδο για να βοηθήσει τις επισκέπτριες. Ο μπάτλερ άνοιξε τη βαριά ξύλινη πόρτα και η Ματίλντα Κόλφιλντ προχώρησε με όλο τον αέρα της δούκισσας που φιλοδοξούσε να γίνει η κόρη της. Λίγα βήματα πίσω της ακολούθησε και η Τζόσλιν. Ένας από τους υπηρέτες κοκάλωσε. Τα ξεπλυμένα μπλε μάτια του μπάτλερ εστιάστηκαν πάνω της και την κοιτούσε επίμονα. Ντυμένη μ’ ένα φόρεμα στο χρώμα του αμέθυστου, μια απόχρωση που ταίριαζε με τα λαμπερά μάτια της, η Τζόσλιν ήταν εκθαμβωτικά όμορφη. Τα χαρακτηριστικά της είχαν τέλεια συμμετρία πάνω στο λευκό, εξαίσιο πρόσωπό της. Η μύτη της ήταν ολόισια, τα χείλη της ρόδινα, τα πυκνά καστανά μαλλιά της είχαν τραβηχτεί προς τα πίσω κι έπεφταν ως τους ώμους της σε μπούκλες. Ίσως είχε φρεσκαριστεί και αλλάξει ρούχα στο πανδοχείο του χωριού, γιατί το φόρεμά της ήταν εντελώς ατσαλάκωτο και άθικτο από το ταξίδι. Με λαιμό ψηλό και μακριά μανίκια, δεν αποκάλυπτε ούτε ένα εκατοστό από το τροφαντό στήθος της, κι όμως η προκλητική καμπύλη του γινόταν ολοφάνερη κάτω από το αστραφτερό μετάξι πάνω από τη λεπτή, σφιγμένη μέση της. Το βλέμμα της εντόπισε τον δούκα, ο οποίος στεκόταν στην είσοδο για να την υποδεχτεί, και τα
μάτια της μεγάλωσαν από ευχαρίστηση μπροστά στον ψηλό, ξανθό αρρενωπό άντρα. Η Λίλι ένιωσε ένα δυσάρεστο σκίρτημα μέσα της όταν ο δούκας προχώρησε μπροστά. Υποκλίθηκε ελαφρά στη Ματίλντα Κόλφιλντ και ύστερα στην Τζο. «Καλωσορίσατε στο Μπράνσφορντ Κασλ», είπε. «Η θεία μου κι εγώ προσμέναμε με αδημονία την άφιξή σας». Η Ματίλντα Κόλφιλντ, μια ψηλή γυναίκα με φαρδιούς γοφούς και ασημένιες ανταύγειες στα σκούρα, όπως της κόρης της, μαλλιά, είπε με μεγαλοπρέπεια: «Όπως αδημονούσαμε κι εμείς να φτάσουμε». Η Τζόσλιν τον χαιρέτησε με ένα από τα συγκλονιστικά χαμόγελά της. «Σας ευχαριστούμε που μας προσκαλέσατε, εξοχότατε». Οι επίσημες συστάσεις ολοκληρώθηκαν. Η λαίδη Τάβιστοκ χαμογελούσε, δείχνοντας ικανοποιημένη από τη νύφη που είχε επιλέξει ο εκλιπών δούκας. Η Λίλι πολύ θα ήθελε να το βάλει στα πόδια. «Χαίρομαι που φτάσατε με ασφάλεια», είπε ο δούκας. «Ελπίζω το ταξίδι σας να μην ήταν πολύ δυσάρεστο». «Κάθε άλλο», είπε η Ματίλντα. «Οι δρόμοι ήταν φριχτοί», είπε η Τζο με μια αέρινη κίνηση του χεριού. «Είπα στη μητέρα πως έπρεπε να περιμένουμε μερικές μέρες ακόμη, εκείνη όμως δεν άκουγε. Και το πληρώσαμε ακριβά, οφείλω να σας πω. Ο καιρός ήταν υγρός, κρύος και ελεεινός σε όλη τη διαδρομή μέχρι εδώ». Αναστέναξε με θεατρινισμό. «Τέλος πάντων, τώρα φτάσαμε κι αυτό έχει σημασία». Ο δούκας την παρατήρησε εξεταστικά. «Πράγματι», είπε μόνο. Γύρισε προς την οικονόμο. «Είμαι βέβαιος ότι οι κυρίες είναι κουρασμένες από το ταξίδι. Κυρία Μακμπράιντ, θα τις οδηγήσετε παρακαλώ στα δωμάτιά τους;» «Βεβαίως, εξοχότατε». Το προσωπικό γύρισε και πάλι στις διάφορες δουλειές του. Υπηρέτες ανέβαιναν τρέχοντας στις σκάλες κουβαλώντας μπαούλα, σάκους και καπελιέρες, ενώ στον επάνω όροφο οι καμαριέρες έκαναν έναν τελευταίο έλεγχο στις κρεβατοκάμαρες των φιλοξενούμενων γυναικών. «Ελπίζω να βρείτε ικανοποιητική τη διαμονή σας», είπε ο δούκας. «Η εξαδέλφη σας, η μις Μόραν, έκανε κάθε προσπάθεια για την άνεσή σας». Η Ματίλντα έριξε μια ματιά προς τη Λίλι. «Είμαι σίγουρη πως η διαμονή μας θα είναι άνετη». Η Τζόσλιν έτρεξε κοντά στη Λίλι και πήρε το χέρι της. «Μου έλειψες, Λίλι. Έλα επάνω μαζί μου, εντάξει; Θέλω να με βοηθήσεις να αδειάσω τις βαλίτσες μου και να αποφασίσω τι θα φορέσω για το δείπνο». Η Λίλι απλώς ένευσε καταφατικά. Περίμενε πρώτα τις δύο γυναίκες να ακολουθήσουν την οικονόμο επάνω στις σκάλες κι έπειτα ανέβηκε και η ίδια στον δεύτερο όροφο. Καθώς περνούσε δίπλα από τον δούκα δεν εξεπλάγη καθόλου διαπιστώνοντας πως το βλέμμα του ήταν καρφωμένο στην αισθησιακή σιλουέτα της Τζόσλιν, η οποία ανέβαινε τις σκάλες. Το στομάχι της είχε γίνει κόμπος. Αγνοώντας ένα γελοίο αίσθημα εγκατάλειψης, συνέχισε να ανεβαίνει πίσω από την εξαδέλφη της. Εκείνο το βράδυ η Λίλι πήρε το δείπνο στο δωμάτιό της. Μολονότι η Τζόσλιν προσπάθησε να την πείσει να τις συναντήσει στην τραπεζαρία, ήταν καιρός για τη Λίλι να επιστρέψει στο παρασκήνιο. Η Ματίλντα Κόλφιλντ δεν επέμεινε.
***
«Θεέ και Κύριε!» Ο Σέρινταν Νόουλζ στεκόταν δίπλα στον Ρόγιαλ στην κεντρική αίθουσα της εισόδου καθώς η Τζόσλιν ανέβαινε στο δωμάτιό της. Ο Σέρι είχε κάνει μια απροειδοποίητη επίσκεψη, ως συνήθως, δύο μέρες μετά την άφιξη των Κόλφιλντ. Ο Ρόγιαλ τον είχε συστήσει στην Τζόσλιν, η οποία στη συνέχεια ζήτησε συγνώμη και έφυγε για την απογευματινή σιέστα της. Οι δυο άντρες την παρακολουθούσαν, ώσπου η Τζόσλιν εξαφανίστηκε. «Θεέ μου!» Ο Σέρι κοιτούσε ακόμα προς τα πάνω. «Το ξαναείπες αυτό». Ο Ρόγιαλ γύρισε και προχώρησε προς το γραφείο του. Ο Σέρι τον ακολούθησε, μπήκε και έκλεισε την πόρτα. «Είναι η ομορφότερη γυναίκα που έχω δει». Ο Ρόγιαλ έβαλε μια γερή δόση μπράντι σ’ ένα ποτήρι, κάτι που φαίνεται πως είχε αρχίσει να του γίνεται συνήθεια τις τελευταίες μέρες. «Είναι όμορφη. Σ’ αυτό δεν μπορώ να διαφωνήσω». Μόλις είχε τελειώσει το γεύμα με τη θεία του, τη μέλλουσα σύζυγο και τη μητέρα της, διαδικασία η οποία του είχε φανεί ατελείωτη. «Ο πατέρας σου σίγουρα προνόησε πολύ καλά για σένα». Ο Ρόγιαλ ήπιε μια γουλιά απ’ το ποτό του. «Σίγουρα το έκανε». Ο Σέρινταν παρατήρησε εξεταστικά το φίλο του. «Το βέβαιο είναι πως δε θα σου γίνει αγγαρεία το κρεβάτι». «Άντρας είμαι. Είναι εξαιρετικά όμορφη γυναίκα. Όχι, δε θα είναι αγγαρεία». Ο Σέρι τον κοίταξε εξεταστικά. «Εντάξει, τι είναι λοιπόν αυτό που δε σου αρέσει πάνω της;» Ο Ρόγιαλ ξεφύσηξε και πέρασε το χέρι του μέσα από τα σκούρα ξανθά μαλλιά του. «Τίποτα. Τουλάχιστον τίποτα που να με εμποδίσει να την παντρευτώ. Απλώς έχουμε ελάχιστα κοινά ενδιαφέροντα». «Και λοιπόν; Θα την παντρευτείς, θα κοιμηθείς μαζί της και θα σου κάνει παιδιά. Επιπλέον, θα έχεις την πολυτέλεια να κάνεις όλους τους άντρες του Λονδίνου να ζηλέψουν για την απίστευτα όμορφη γυναίκα σου. Εκτός αυτού, θα αποκτήσεις τον έλεγχο της μεγάλης περιουσίας της, καθώς και μια διόλου ευκαταφρόνητη κληρονομιά. Τι άλλο θα μπορούσε να ζητήσει ένας άντρας;» Ο Ρόγιαλ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Τίποτε άλλο, μάλλον. Η Τζόσλιν θα γίνει μια τέλεια δούκισσα, όπως ακριβώς προέβλεψε ο πατέρας μου». Ο Ρόγιαλ έβαλε άλλο ένα ποτό και ακούμπησε το ποτήρι πάνω στο γραφείο του. «Φαίνεται πως είναι επίσης πολύ καλή ιππεύτρια. Μετά τη σιέστα της θα την ξεναγήσω λίγο στο υποστατικό. Η μέλλουσα σύζυγός του ήταν φανερό πως χρειαζόταν αρκετή ξεκούραση, αφού τα πρωινά ξυπνούσε αργά, ενώ η σιέστα της διαρκούσε ως αργά το απόγευμα. Ο Ρόγιαλ προσπάθησε να μη σκέφτεται τη Λίλι, η οποία εργαζόταν από το χάραμα ως το δειλινό για να ετοιμάσει το σπίτι για τον ερχομό των συγγενισσών της. Όποτε δε μετακινούσε έπιπλα ή δεν έβαζε το προσωπικό να τινάζει τα χαλιά, έφτιαχνε καπέλα για τις πλούσιες πελάτισσές της. Δε θυμόταν να είχε ακούσει τη Λίλι να παραπονιέται ποτέ για κούραση. «Ώστε, λοιπόν, της αρέσουν τα άλογα;» «Έτσι φαίνεται». «Ορίστε... βλέπεις; Να που έχετε κάτι κοινό. Πες μου, πώς νομίζεις ότι νιώθει για σένα;» Πώς ένιωθε η Τζόσλιν; Δεν ήταν σίγουρος. Η μέλλουσα σύζυγός του ήταν ανεξιχνίαστη. Είτε
ήξερε να ελέγχει καλά τα αισθήματά της είτε δεν είχε αισθήματα. «Δεν την ξέρω αρκετά καλά για να σου πω. Ίσως να ανοιχτεί λίγο περισσότερο σήμερα το απόγευμα, όταν θα έχουμε απομακρυνθεί από τη μητέρα της». Θα τους συνόδευε ένας ιπποκόμος, φυσικά, αφού ούτε η κυρία Κόλφιλντ ούτε η θεία του μπορούσαν να ακολουθήσουν ως συνοδοί. Ο Ρόγιαλ μάλιστα πρόσμενε με αδημονία αυτή την ιππασία, με την ελπίδα πως θα ανακάλυπτε κάτι στη μέλλουσα γυναίκα του το οποίο θα τον τραβούσε κοντά της. Ο Σέρι βούλιαξε σε μια απ’ τις δερμάτινες πολυθρόνες μπροστά στο τζάκι. «Πάντως, αν αποφασίσεις πως δεν τη θέλεις, θα είμαι ευτυχής να γίνω ο αντικαταστάτης σου». Ο Ρόγιαλ γρύλισε. «Νόμιζα πως ήθελες τη Λίλι». Ο Σέρινταν χαμογέλασε πλατιά, αποκαλύπτοντας το στραβό κάτω δόντι του. «Εκείνη δεν έχει περιουσία, φίλε μου». Κατέβασε το υπόλοιπο μπράντι του. «Η τελευταία επιθυμία του πατέρα μου ήταν να παντρευτώ την Τζόσλιν και να ξαναδώσω αίγλη στο Μπράνσφορντ. Του υποσχέθηκα πως θα το κάνω και τίποτα σ’ αυτό τον κόσμο δε θα με εμποδίσει να κρατήσω το λόγο μου». Ο Σέρι σηκώθηκε από την πολυθρόνα του. «Τότε, σου εύχομαι το καλύτερο γι’ αυτό το απόγευμα. Μακάρι να βρεις στην όμορφη συντροφιά σου ό,τι αναζητάς σε μια σωστή σύζυγο». Ο Ρόγιαλ τον ευχαρίστησε μ’ ένα ανόρεχτο νεύμα, ξέροντας πως ο Σέρινταν εννοούσε κάθε λέξη του. Ήταν ένας άνθρωπος του οποίου τη φιλία εκτιμούσε βαθιά. «Υποθέτω πως θα πρέπει να πάω στους στάβλους και να διαλέξω ένα κατάλληλο άλογο για την Τζόσλιν. Ευτυχώς ο πατέρας μου δεν πούλησε όλα τα καθαρόαιμα άλογά του». «Μια τελευταία συμβουλή;» πρότεινε ο Σέρι χωρίς να περιμένει στ’ αλήθεια τη συγκατάθεσή του. «Φίλησέ την. Αυτό θα σου δώσει μια καλή ιδέα για το πώς νιώθει η γυναίκα». Ο Ρόγιαλ χαμογέλασε. Δεν ήταν καθόλου κακή ιδέα. Καθώς ο Σέρι κι εκείνος έβγαιναν από το γραφείο, ο Ρόγιαλ σκεφτόταν πως για πρώτη φορά ίσως να ακολουθούσε τη συμβουλή του φίλου του. ***
«Βοήθησέ με μ’ αυτά τα κουμπιά, σε παρακαλώ, Λίλι». Η Τζόσλιν γύρισε την πλάτη της και στάθηκε ανυπομονώντας, ενώ η εξαδέλφη της άρχισε να κουμπώνει το βελούδινο κοστούμι της ιππασίας, που είχε το χρώμα του ζαφειριού. Ήταν ραμμένο σε στυλ στρατιωτικό, με σειρές από μικρά μεταλλικά κουμπιά που ανέβαιναν σε όλο το μπροστινό μέρος. Η Τζόσλιν το είχε μόλις παραλάβει, μαζί με όλη την τελευταία παραγγελία της, από τη μοδίστρα. Η Λίλι είχε φτιάξει ένα ασορτί μικροσκοπικό καπέλο που η Τζόσλιν πίστευε ότι κολάκευε αρκετά το σύνολο του κοστουμιού. Το στήριξε λοξά πάνω στο κεφάλι της, το στερέωσε καλά και κατέβασε το μικρό βέλο στο μέτωπό της. «Πώς είμαι;» Γύρισε προς τη Λίλι. «Μείνε ακίνητη». Η Λίλι έβαλε ένα τσιμπιδάκι στα μαλλιά της, συγκρατώντας μια μπούκλα που είχε φύγει από τη θέση της, και ύστερα έκανε ένα βήμα πίσω για να την παρατηρήσει. «Είσαι τέλεια. Ο δούκας δε θα μπορεί να πάρει τα μάτια του από πάνω σου». Η Τζόσλιν συνοφρυώθηκε. «Πιστεύεις πως του αρέσω στ’ αλήθεια; Είναι πολύ δύσκολο να καταλάβω πώς νιώθει».
«Ο άνθρωπος είναι δούκας. Έχει εκπαιδευτεί να μη δείχνει τα αισθήματά του. Είμαι σίγουρη πως αυτός είναι ο μόνος λόγος. Σήμερα το απόγευμα θα είστε οι δυο σας και ίσως παραμερίσει λίγη από την επιφυλακτικότητά του». Αυτό ήλπιζε και η Τζόσλιν. Ήταν σίγουρη ότι ο δούκας θα φαινόταν πολύ περισσότερο εντυπωσιασμένος μαζί της απ’ ό,τι έδειχνε να είναι. Δεν είχε κάνει το παραμικρό σχόλιο για την καλλονή της, όπως συνέβαινε με τους περισσότερους άντρες. Στην πραγματικότητα, μάλιστα, έδειχνε ελάχιστο ενδιαφέρον να περνάει χρόνο μαζί της. Ίσως ήταν απλώς απασχολημένος με τις υποθέσεις του. Το υποστατικό του ήταν μια έκταση αχανής. Σίγουρα θα έπρεπε να γίνουν πολλά για τη σωστή διαχείριση μιας τέτοιας έκτασης. Σήμερα όμως θα είναι διαφορετικά, είπε η Τζο στον εαυτό της. «Να περάσεις καλά», της είπε η Λίλι καθώς η Τζόσλιν πήγαινε προς την πόρτα. «Είσαι σίγουρη ότι δε θέλεις να έρθεις μαζί μας;» «Ξέρεις ότι εγώ δεν ιππεύω καλά. Άλλωστε είναι μια ευκαιρία να τον γνωρίσεις καλύτερα». Η Τζόσλιν έγνεψε καταφατικά. Φυσικά πρόσμενε με ανυπομονησία αυτή τη βόλτα, αλλά ο δούκας της προκαλούσε κάποια νευρικότητα. Η Τζο φλέρταρε και έπαιζε, όπως έκανε πάντα, εκείνος όμως της έδινε ελάχιστη προσοχή. Στο γεύμα η Τζο είχε διηγηθεί μια πολύ αστεία ιστορία για κάποια δεξίωση όπου είχε παρευρεθεί. Κάποια από τις καμαριέρες κατρακύλησε έναν ολόκληρο όροφο από τις σκάλες και προσγειώθηκε στα πόδια του πολύ καθωσπρέπει σερ Έντουαρντ Μάρλεϊ. Όμως ο δούκας, αντί να εκτιμήσει το χιούμορ της, είχε ρωτήσει αν η γυναίκα τραυματίστηκε σοβαρά. «Είχα ξεκαρδιστεί τόσο πολύ, ώστε δεν το πρόσεξα», του είχε αποκριθεί. Και ο δούκας δεν είχε κάνει κανένα σχόλιο. Κατεβαίνοντας τη σκάλα τον είδε να την περιμένει στην κεντρική είσοδο. Σίγουρα ήταν πολύ γοητευτικός, με τα σκούρα ξανθά μαλλιά και την απίστευτη αρρενωπότητά του. «Τα άλογα περιμένουν εδώ μπροστά. Διάλεξα έναν ευνούχο, τον Βεζούβιο. Νομίζω πως θα σας αρέσει. Είναι ένα άλογο ζωηρό, αλλά όχι δύσκολο». «Είμαι σίγουρη ότι θα απολαύσω τη βόλτα μαζί του». Κατέβηκαν τα πλατιά πέτρινα σκαλιά και προχώρησαν προς το σημείο όπου ο ιπποκόμος περίμενε με τα άλογα, ένα ψηλό κανελί άλογο με λευκό σημάδι στο μέτωπο κι έναν θαυμάσιο γκρι επιβήτορα. Αγνοώντας το κανελί άλογο, η Τζόσλιν πήγε κατευθείαν προς τον επιβήτορα. «Νομίζω πως θα μου άρεσε να ιππεύσω αυτόν εδώ. Πώς τον λένε;» Τα σκουρόξανθα φρύδια του δούκα έσμιξαν. «Τζούπιτερ. Ο ευνούχος φοράει την πλαϊνή σέλα». «Σίγουρα δε θα είναι δύσκολο να τις αλλάξουμε». Ο δούκας δίστασε για μια στιγμή, ύστερα έγνεψε προς τον ιπποκόμο, ο οποίος ήρθε γρήγορα μπροστά. Μέσα σε λίγα λεπτά οι σέλες αλλάχτηκαν. Ο δούκας ανέβασε την Τζόσλιν στο γκρι άλογό του κι ο ίδιος ανέβηκε στη ράχη του άλλου. Λίγο αργότερα απομακρύνονταν με αργό καλπασμό στο δρόμο προς τους αγρούς, ενώ ο ιπποκόμος ακολουθούσε πίσω τους. Η Τζόσλιν προπορεύτηκε λίγο, είδε μια ανοιχτή πεδιάδα και κέντρισε το άλογό της να καλπάσει προς τα εκεί. Πίσω της ακολούθησε ο δούκας, ο οποίος την έφτασε γρήγορα. Η Τζόσλιν γέλασε και έτρεξε γρηγορότερα. Το γκρίζο άλογο ήταν ένα θαυμάσιο ζώο, ικανό να αντιμετωπίζει τις δυσκολίες του εδάφους. Η Τζόσλιν είδε έναν χαμηλό πέτρινο φράχτη και ο γκρι επιβήτορας τον πέρασε με
ευκολία. Άκουσε πίσω της τον δούκα. «Μις Κόλφιλντ, περιμένετε!» Η Τζο έτρεξε ακόμα γρηγορότερα, σημαδεύοντας έναν θαμνοφράχτη προς τα δεξιά της. «Μις Κόλφιλντ... Τζόσλιν, περιμένετε!» Η Τζο γελούσε, πέρασε ξυστά πάνω από το φράχτη και προσγειώθηκε τέλεια στην αντίθετη πλευρά. Δυστυχώς, σε κάποιο σκιερό σημείο το χιόνι είχε γίνει πάγος, τον οποίο η Τζόσλιν δεν είχε δει. Κατάφερε μετά βίας να κρατηθεί πάνω στο άλογο και ήταν εξοργισμένη που το ζώο την είχε κάνει να γελοιοποιηθεί μπροστά στον δούκα. Ο Ρόγιαλ πήγε κοντά της τη στιγμή που η Τζόσλιν σήκωνε το μαστίγιο για να χτυπήσει τα καπούλια του αλόγου. Άπλωσε το χέρι και της το πήρε απότομα. «Τι νομίζετε ότι κάνετε;» τη ρώτησε άγρια. «Το ανόητο άλογο δεν υπάκουσε στην εντολή μου! Το είδατε! Παραλίγο να με ρίξει κάτω!» «Προσπάθησα να σας προειδοποιήσω, αλλά καλπάζατε πολύ γρήγορα. Είναι απορίας άξιο που δεν πέσατε κι οι δυο, που δεν είστε τραυματισμένη». «Το άλογο έφταιγε, σας λέω. Αν με είχε υπακούσει...» Ο δούκας φάνηκε να επιστρατεύει όλο τον αυτοέλεγχό του. Το στόμα του ήταν σφιγμένο, όμως τα λόγια του ακούστηκαν ήπια. «Πάμε προς τα νότια. Θα δείτε λίγο το δάσος. Υπάρχει ακόμα χιόνι πάνω στα κλαδιά, είναι πολύ όμορφα αυτή την εποχή του χρόνου». Η Τζόσλιν υποχώρησε, αν και μουτρωμένη ακόμα. Θα μπορούσε να είχε τραυματιστεί. Ο δούκας θα έπρεπε να είχε πάρει το μέρος της και να είχε χτυπήσει εκείνο το ανυπάκουο άλογο. Τον κοίταξε όπως καθόταν πάνω στο άλογό του, στητός, γεροδεμένος και απίστευτα όμορφος. Υπέθετε πως μπορούσε να τον συγχωρήσει. Στο κάτω κάτω θα γινόταν σύζυγός της. «Πιστεύω πως χάσαμε τον συνοδό μας», είπε κοιτάζοντας γύρω της και μη βλέποντας κανένα ίχνος από τον ιπποκόμο. «Θα μας βρει. Ξέρει πού πηγαίνουμε». Όμως η Τζόσλιν χαιρόταν που είχαν την ευκαιρία να μείνουν μόνοι τους. Όταν έφτασαν στο δάσος και ο δούκας πρότεινε να περπατήσουν λίγο, εκείνη δέχτηκε με προθυμία. Ο δούκας έδεσε τα άλογα, την κατέβασε από τη σέλα κι ύστερα πήρε το χέρι της και την οδήγησε σ’ ένα μικρό, κελαρυστό ρυάκι. Ο Ρόγιαλ στάθηκε στην όχθη και κοίταξε γύρω το τοπίο και τον αχνογάλανο ουρανό πάνω από τους κυματιστούς λόφους, που ήταν στεφανωμένοι με τα τελευταία ίχνη του χιονιού. Το βλέμμα της Τζόσλιν ακολούθησε το δικό του. «Είναι υπέροχα, εξοχότατε». «Θα προτιμούσα να με αποκαλείτε Ρόγιαλ... τουλάχιστον όποτε είμαστε μόνοι. Μπορώ να σας λέω κι εγώ Τζόσλιν;» Του χαμογέλασε. «Θα το ήθελα πολύ». Το βλέμμα του πλανήθηκε πάνω απ’ το τοπίο. «Αυτή η γη σημαίνει πολλά για μένα. Όταν ανακαινιστεί το σπίτι πιστεύετε πως θα είστε ευτυχισμένη εδώ;» Η Τζόσλιν κοίταξε το απογυμνωμένο χειμωνιάτικο τοπίο που απλωνόταν ως εκεί που έφτανε το βλέμμα της. Σκέφτηκε πόσο άδειο ήταν αυτό το μέρος. Όμορφο αλλά έρημο. Η ζωή στην εξοχή απλώς δεν της ταίριαζε. «Υποθέτω πως θα περνάμε επίσης χρόνο στο Λονδίνο». «Αν αυτό επιθυμείτε».
Χαμογέλασε ανακουφισμένη, κάνοντας τη σκέψη πως μόλις παντρεύονταν, ένα σύντομο ταξίδι μία φορά το χρόνο στην εξοχή θα ήταν με το παραπάνω αρκετό. «Τότε, λοιπόν, θα μπορούσα να είμαι ευτυχισμένη». Ο Ρόγιαλ άπλωσε τα χέρια και την πήρε στην αγκαλιά του. Η Τζόσλιν δεν τον εμπόδισε. Έκλεισε τα μάτια της όταν ο δούκας έγειρε το κεφάλι και τη φίλησε. Ήταν ένα απαλό άγγιγμα στα χείλη, ένα διακριτικό φιλί, ώσπου η Τζόσλιν ανοίχτηκε. Ο Ρόγιαλ δίστασε μόνο μια στιγμή, ύστερα βάθυνε περισσότερο το φιλί του, για να τη γευτεί καλύτερα, για να την αφήσει να τον γευτεί κι εκείνη. Ο δούκας ήξερε να φιλάει όμορφα. Τα χείλη του ήταν μαλακά αλλά και σταθερά. Όταν παντρεύονταν δε θα της ήταν δύσκολο να του επιτρέπει τα συζυγικά του δικαιώματα. Ο Ρόγιαλ τελείωσε πρώτος το φιλί τους. Είδε τον ιπποκόμο του να έρχεται από έναν μακρινό λόφο. «Νομίζω πως είναι ώρα να επιστρέψουμε στο σπίτι». Η Τζόσλιν κοίταξε πάνω από τον ώμο της και είδε τον συνοδό τους να πλησιάζει. «Φυσικά». Τη βοήθησε να ανέβει και πάλι στην πλαϊνή σέλα, ύστερα ανέβηκε κι ο ίδιος στο άλογό του. Ίππευσαν σιωπηλοί ως το κάστρο κι εκεί ένας σταβλίτης ήρθε γρήγορα κοντά τους για να πάρει τα ηνία. Ο Ρόγιαλ κατέβασε την Τζόσλιν από το άλογο και ανέβηκαν μαζί τα σκαλοπάτια της εισόδου. Ο μπάτλερ τους άνοιξε την πόρτα και πέρασαν μέσα. Η Τζόσλιν είδε την εξαδέλφη της να κατεβαίνει στην κεντρική είσοδο. «Λίλι!» της φώναξε ξαφνιάζοντάς την. «Πού πηγαίνεις με τόση βιασύνη;» Η Λίλι γύρισε. «Πήγα απλώς να πάρω λίγη ακόμα κορδέλα για τα καπέλα που ράβω. Πώς... πώς ήταν η βόλτα σας;» «Υπέροχη». Η Τζόσλιν σκέφτηκε το φιλί που αντάλλαξαν και χαμογέλασε στον Ρόγιαλ με μια υποψία πονηριάς στα μάτια της. «Υπέροχη, δεν ήταν, εξοχότατε;» Εκείνος όμως δε φάνηκε να την ακούει. Όλη η προσοχή του ήταν συγκεντρωμένη στη γυναίκα που τώρα είχε φτάσει στη βάση της σκάλας. Την εξαδέλφη της, τη Λίλι Μόραν.
Κεφάλαιο 7 «Λοιπόν, Λίλι...» Η Τζόσλιν πηγαινοερχόταν νευρικά πάνω στο χαλί Ομπισόν της σουίτας της. «Θέλω να μάθω τι ακριβώς συνέβη ανάμεσα σ’ εσένα και τον δούκα πριν έρθουμε η μητέρα κι εγώ». Η Λίλι στεκόταν και την κοιτούσε ενώ παλλόταν ολόκληρη από εκνευρισμό. «Δεν μπορώ να φανταστώ τι εννοείς. Τίποτα το ανάρμοστο δε συνέβη ανάμεσα σ’ εμένα και τον εξοχότατο. Δούλευα όλη μέρα προσπαθώντας να ετοιμάσω το σπίτι για σένα και τη μητέρα σου. Ο δούκας ήταν ευγενικός μαζί μου, αλλά τίποτα παραπάνω». Δυστυχώς, συμπλήρωσε μέσα της με μια σουβλιά ενοχής. Η Τζόσλιν την κοίταξε επίμονα. «Είσαι σίγουρη, Λίλι; Φάνηκε να τραβάς αμέσως την προσοχή του όταν μπήκαμε στο σπίτι». Η Λίλι προσπαθούσε διαρκώς να διώξει από το νου της εκείνη τη μοναδική στιγμή, την όμορφη στιγμή που το βλέμμα του δούκα φάνηκε να καρφώνεται αποκλειστικά πάνω της και, για πρώτη φορά, ήταν η Τζόσλιν αυτή που έγινε αόρατη.
Δεν μπορεί να σήμαινε τίποτα. Ήταν απλώς ένα παιχνίδι του μυαλού. «Πέφτεις εντελώς έξω, Τζο. Κανένας άντρας δε μου ρίχνει ποτέ την παραμικρή ματιά όταν έχει γνωρίσει εσένα». Η Τζόσλιν κάθισε βαριά στο κρεβάτι κι έβγαλε έναν μικρό στεναγμό, ηρεμώντας κάπως από τα λόγια της Λίλι. «Σήμερα το απόγευμα με φίλησε». Το στομάχι της Λίλι σφίχτηκε. «Αλήθεια;» «Φιλάει υπέροχα. Θα του έβαζα εννέα στα δέκα». Η Τζο είχε κλίμακα αξιολόγησης φιλιών; Η Λίλι ήξερε πως η εξαδέλφη της είχε φιλήσει αρκετούς, όμως δεν είχε φανταστεί πως καθένας απ’ αυτούς είχε βαθμολογηθεί. «Έχεις βάλει σε κανέναν δέκα;» ρώτησε. Η Τζο κύλησε ανάσκελα και κοίταξε το πράσινο μεταξωτό ύφασμα στον ουρανό του κρεβατιού. «Μόνο σε έναν. Τον Κρίστοφερ Μπάρκλεϊ. Τον θυμάσαι, έτσι δεν είναι; Είναι ο τέταρτος γιος κάποιου άσημου βαρόνου. Ένας δικηγόρος... νέος όμως, όχι μεγάλος. Χορέψαμε στο χορό του κόμη του Μόντμαρτ και κάποια στιγμή βγήκαμε στον κήπο. Ο Κρίστοφερ με φίλησε. Θα έπρεπε να τον χαστουκίσω, υποθέτω, όμως το φιλί του ήταν σίγουρα δεκάρι». Ίσως να ήταν έτσι, όμως η Λίλι δεν μπορούσε να μη σκέφτεται πως αν ο Ρόγιαλ Ντιούαρ φιλούσε την ίδια, θα έπαιρνε οπωσδήποτε δέκα. Ρόγιαλ... Ποτέ δεν είχε προφέρει το όνομά του δυνατά, τελευταία όμως τον σκεφτόταν έτσι, με το μικρό του όνομα, όχι ως εξοχότατο ή δούκα. Ήταν επικίνδυνο και το ήξερε, όμως δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. «Λοιπόν, πώς ήταν η βόλτα σας;» ρώτησε την Τζο. «Εκτός από το φιλί, εννοώ». Η Τζόσλιν έσφιξε τα χείλη της. «Το καταραμένο άλογό του παραλίγο να με ρίξει κάτω, έτσι ήταν η βόλτα μας. Δεν το πίστευα. Κι εκείνος δεν έκανε τίποτα γι’ αυτό». «Τι περίμενες να κάνει;» «Το άλογο έφταιγε. Περίμενα να κάνει... κάτι». Η Λίλι αγνόησε το ξέσπασμά της. Η Τζο σπανίως αναλάμβανε την ευθύνη για οτιδήποτε. Δεν της έκανε λοιπόν εντύπωση που τώρα κατηγορούσε το άλογο. «Κουβεντιάσατε για τίποτα το ενδιαφέρον;» Η Τζόσλιν ανασήκωσε τους ώμους της. «Με ρώτησε αν θα ήμουν ευτυχισμένη εδώ. Του είπα πως θα μπορούσα... αρκεί να περνούσαμε και κάποιο χρόνο στο Λονδίνο». Η Λίλι σκέφτηκε τους πανέμορφους κυματιστούς λόφους, τα ελατοδάση και το μικρό ποτάμι που κυλούσε κατά μήκος της άκρης των κήπων. Τίποτα δε θα της άρεσε περισσότερο από το να ζήσει εκεί, στην εξοχή. «Αναρωτιέμαι πότε θα σου ζητήσει να τον παντρευτείς». «Σύντομα, φαντάζομαι. Θα μείνουμε μόνο μία εβδομάδα, ίσως και λιγότερο. Η μητέρα κι εγώ αποφασίσαμε πως θα ήταν καλύτερα να συντομεύσουμε την επίσκεψη. Πιστεύει πως ένας εξάμηνος αρραβώνας αρκεί για να τακτοποιηθούν όλες οι λεπτομέρειες του γάμου. Είμαι σίγουρη πως ο δούκας θα μου κάνει επίσημη πρόταση πριν επιστρέψουμε στο σπίτι». «Δεν ακούγεσαι τρομερά ενθουσιασμένη». «Ω, μα θα είμαι... μόλις ο αρραβώνας μας αναγγελθεί επισήμως». Σύρθηκε πάνω στο κρεβάτι ώσπου οι ώμοι της άγγιξαν το σκαλιστό ξύλινο κεφαλάρι. «Μπορείς να φανταστείς τι θα πει ο κόσμος; Θα με ζηλεύουν όλες οι γυναίκες στο Λονδίνο».
«Αυτό είναι αλήθεια, έχεις σκεφτεί όμως καθόλου τα αισθήματά σου για τον δούκα; Δε σε απασχολεί το ενδεχόμενο να μην τον αγαπάς;» Η Τζο γέλασε. «Μην είσαι ανόητη. Δεν πιστεύω στην αγάπη. Άλλωστε, μόλις του χαρίσω έναν διάδοχο, μπορώ να βρω εραστή αν το θέλω. Μπορώ να διαλέξω όποιον θέλω και ίσως να ερωτευτώ εκείνον». Ακουγόταν τόσο ψυχρή, που η Λίλι κάθισε σαστισμένη στο σκαμπό μπροστά από το κομό. «Δεν μπορεί να το εννοείς αυτό». «Ω, μα φυσικά το εννοώ. Έτσι γίνεται, εξαδέλφη, στα συνοικέσια». Η Λίλι ξεροκατάπιε. «Κατάλαβα». Μα δεν καταλάβαινε τίποτα. Έβλεπε μόνο ότι ο Ρόγιαλ θα παντρευόταν μια γυναίκα που ούτε τον αγαπούσε ούτε σκόπευε να του μείνει πιστή. Το στομάχι της σφίχτηκε ξανά. ***
Ο Ρόγιαλ κατευθύνθηκε προς το γραφείο του. Ένας άντρας στεκόταν μέσα στο δωμάτιο. Ο άνθρωπος γύρισε ακούγοντας τα βήματα του Ρόγιαλ. Ήταν μετρίου αναστήματος, εύρωστος, με κατάμαυρα μαλλιά και σκληρά, αδρά χαρακτηριστικά. «Υποθέτω πως είστε ο Τσέις Μόργκαν», είπε ο Ρόγιαλ, αναφερόμενος στον άντρα τον οποίο είχε προσλάβει για να ερευνήσει τι ακριβώς είχε συμβεί με την περιουσία των Μπράνσφορντ. Ο Μόργκαν έκανε μια ελαφριά υπόκλιση με το κεφάλι. «Στις υπηρεσίες σας, εξοχότατε». «Κάθισε». Ο Ρόγιαλ κάθισε πίσω από το γραφείο του και ο ιδιωτικός ερευνητής κάθισε απέναντί του. «Υποθέτω πως μου φέρνεις νέα». «Πράγματι, πολύ ενδιαφέροντα νέα. Σκέφτηκα πως θα ήταν καλύτερα αν κουβεντιάζαμε το ζήτημα κατ’ ιδίαν αντί να επικοινωνήσω μαζί σας δι’ αλληλογραφίας». «Το εκτιμώ αυτό. Τι ανακαλύψατε λοιπόν;» Ο Τσέις σηκώθηκε από την πολυθρόνα του και παρουσίασε έναν δερμάτινο χαρτοφύλακα τον οποίο ο Ρόγιαλ δεν είχε δει προηγουμένως. Τον ακούμπησε πάνω στο γραφείο. «Μπορώ;» «Φυσικά». Άνοιξε το χαρτοφύλακα, έβγαλε μια στοίβα χαρτιά και τα άπλωσε στο γραφείο μπροστά στον δούκα. «Σε καθεμιά απ’ αυτές τις σελίδες υπάρχει και μια εταιρεία στην οποία επένδυσε ο πατέρας σας. Κλωστήρια, σιδηρόδρομοι, ναυτιλιακές εταιρείες και διάφορες εμπορικές αντιπροσωπίες». Ο Ρόγιαλ βόγκηξε. «Καμία εκ των οποίων δεν κατάφερε να αποδώσει ούτε ένα σελίνι». «Ακριβώς». Ο Μόργκαν ξεχώρισε ένα από τα χαρτιά και το έσπρωξε μπροστά στον Ρόγιαλ. «Το ενδιαφέρον δεν είναι τόσο ποιες εταιρείες επέλεξε ο πατέρας σας για να επενδύσει χρήματα όσο ποιος είναι ο ιδιοκτήτης αυτών των υποτιθέμενων εταιρειών». Ο Ρόγιαλ ύψωσε το ένα φρύδι. «Υποτιθέμενων;» «Ακριβώς. Καμία δεν παρέμεινε ενεργή για περισσότερο από έξι μήνες. Οι περισσότερες έκλεισαν πολύ συντομότερα... αν δεν εμφανίζονταν απλώς στα χαρτιά». «Θέλεις να πεις ότι επρόκειτο για απάτη;» «Έτσι φαίνεται». Το μυαλό του έτρεξε στις πιθανές επιπτώσεις. «Μα δεν το ξέρεις με σιγουριά». «Όχι ακόμα». «Πώς θα το μάθουμε;»
Ο Μόργκαν έδειξε το χαρτί. «Πρέπει να ερευνήσουμε τους ανθρώπους οι οποίοι εμφανίζονται ως ιδιοκτήτες σ’ αυτές τις εταιρείες... στη Σάουθγουορντ Μιλ, για παράδειγμα, ή στα Ανθρακωρυχεία Ράντσμπεργκ. Υπάρχουν επίσης μετοχικές εταιρείες οι οποίες υποτίθεται πως έχουν μερίδια σ’ αυτές τις επιχειρήσεις, πράγμα που σημαίνει πως πρέπει επίσης να ανακαλύψουμε τους ιδιοκτήτες αυτών των εταιρειών. Ήλπιζα πως ίσως να αναγνωρίζατε ορισμένα από αυτά τα ονόματα, πως ίσως διαθέτατε κάποιο στοιχείο που θα μας βοηθούσε». Ο Ρόγιαλ έμεινε για λίγο σιωπηλός, προσπαθώντας να αφομοιώσει τα νέα, ενώ το βλέμμα του διέτρεχε τη σελίδα. Πήρε άλλο χαρτί, ύστερα άλλο, ώσπου κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι του. «Λυπάμαι. Δεν αναγνωρίζω κανένα από τα ονόματα αυτά». «Το περίμενα, αλλά άξιζε μια προσπάθεια». Ο Μόργκαν έγειρε μπροστά στην πολυθρόνα του. «Αυτό που θέλω να μάθω είναι πόσο βαθιά θέλετε να συνεχίσω αυτή την έρευνα». Ο Ρόγιαλ χτύπησε το χαρτί. «Αν αυτές οι επενδύσεις ήταν μια απάτη, τότε κάποιος ή κάποιοι εκμεταλλεύτηκαν την πνευματική κατάσταση του πατέρα μου. Θέλω να μάθω ποιοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι». Ο Μόργκαν έγνεψε καταφατικά. «Εντάξει. Ίσως πάρει λίγο χρόνο, όμως αργά ή γρήγορα θα βρω ποιος πρότεινε αυτές τις επενδύσεις στον πατέρα σας. Το πιθανότερο είναι να επρόκειτο για λίγους άπληστους αισχροκερδείς οι οποίοι είδαν μια χρυσή ευκαιρία και την άδραξαν». Ο Ρόγιαλ σηκώθηκε από την πολυθρόνα του. «Θέλω τα ονόματά τους, Μόργκαν. Κάνε ό,τι χρειαστεί για να τους βρεις». Ο ιδιωτικός ερευνητής σηκώθηκε κι εκείνος, μια φιγούρα επιβλητική, με λεπτό, γεροδεμένο σώμα και πυκνά μαύρα μαλλιά. «Μόλις έχω κάτι καινούριο θα σας ενημερώσω». Ο Ρόγιαλ συνόδευσε τον άντρα μέχρι την πόρτα και τον παρακολούθησε μέχρι που χάθηκε πέρα στο διάδρομο. Πάντα είχε τις υποψίες του ότι ο πατέρας του έπεσε θύμα απάτης, μέχρι σήμερα όμως δεν είχε αποδείξεις γι’ αυτό. Έσφιξε τα δόντια του. Αργά ή γρήγορα θα ανακάλυπτε ποιος ευθυνόταν για την τρομερή οικονομική απώλεια της οικογένειάς του. Το θέμα όμως ήταν τι έπρεπε να κάνει στη συνέχεια. ***
Η Τζόσλιν καθόταν στο Μπλε Σαλόνι κι έπινε τσάι με τη μητέρα της και τη χήρα κόμισσα Τάβιστοκ. Θα προτιμούσε να ψωνίζει ή ίσως να κουτσομπολεύει με κάποιες από τις νεαρές γυναίκες του δικού της κοινωνικού κύκλου σχετικά με τη χοροεσπερίδα στην αστική έπαυλη του κόμη του Σέβερν, μια εκδήλωση που η Τζο αναγκάστηκε να χάσει. Όταν όμως γινόταν δούκισσα, θα μπορούσε να κάνει ό,τι της άρεσε. Συγκατένευσε με κάτι που είχε πει η χήρα κόμισσα, αν και δεν πρόσεχε ιδιαίτερα τη συζήτηση. Ευχόταν ο δούκας να μην αργούσε να εμφανιστεί. Το να ασκεί τη γοητεία της σε κάποιον όμορφο άντρα ήταν πάντοτε κάτι διασκεδαστικό. Ίσως εκείνος την έσωζε από αυτό το ανιαρό απόγευμα. Ήπιε μια γουλιά τσάι από το πορσελάνινο φλιτζάνι με τη χρυσή μπορντούρα στο χείλος κάνοντας τη σκέψη πως τουλάχιστον είχε την ευκαιρία να φορέσει το καινούριο μεταξωτό μοβ ριγέ φόρεμά της. Ήταν ένα πανέμορφο ρούχο, με βολάν στη φούστα τα οποία γαρνίρονταν με μοβ βελούδινη κορδέλα. Στην αναφορά του ονόματός της ξαφνιάστηκε και κατάλαβε ότι η κόμισσα της απηύθυνε το λόγο.
«Με συγχωρείτε, μιλαίδη. Θα πρέπει να αφαιρέθηκα. Τι λέγατε;» «Είπα ότι η πρόσκλησή μου για τσάι απευθυνόταν και στην εξαδέλφη σας, τη μις Μόραν. Περίμενα πως θα ήταν κι εκείνη μαζί μας. Δεν είναι αδιάθετη, ελπίζω;» Η Τζόσλιν ανέμισε το χέρι. «Φυσικά όχι... η Λίλι δεν αρρωσταίνει σχεδόν ποτέ. Απλώς ήταν πάλι απασχολημένη μ’ εκείνα τα ανόητα καπέλα της. Η μητέρα σκέφτηκε πως ήταν καλύτερο να την αφήσουμε στην ησυχία της». Η κόμισσα ανασήκωσε το ένα φρύδι της. «Η μις Μόραν φτιάχνει καπέλα;» «Δυστυχώς, ναι». Η μητέρα της ακούμπησε το φλιτζάνι κάπως πιο απότομα απ’ όσο θα έπρεπε και η πορσελάνη κροτάλισε πάνω στο πιατάκι. «Ντρέπομαι που το λέω, μα η εξαδέλφη μας φιλοδοξεί μια μέρα να αποκτήσει το δικό της πιλοποιείο! Το ορκίζομαι, δεν έχω ξανακούσει ποτέ κάτι παρόμοιο. Της είπα να το βγάλει από το νου της». «Τι είδους καπέλα φτιάχνει;» επέμεινε η χήρα σαν να είχε το ζήτημα κάποια σπουδαιότητα. «Μα, κάθε είδους καπέλο, κυρία», απάντησε η Τζόσλιν. «Στην πραγματικότητα, αυτό το βελούδινο καπέλο που φορώ σήμερα το έφτιαξε η Λίλι». Γύρισε το κεφάλι της για να δείξει την υπέροχη μοβ δημιουργία με τα σχέδια από βελούδινες κορδέλες, που τόσο ταίριαζε με το φόρεμά της. Η κόμισσα έδειξε ενδιαφέρον. «Μα είναι θαυμάσιο. Και λέτε πως φτιάχνει καπέλα ακόμα κι αυτή τη στιγμή;» Η Τζόσλιν ένευσε καταφατικά. «Σε κάποιο δωμάτιο στο βάθος του διαδρόμου. Κάθε απόγευμα ράβει καπέλα». Η χήρα σηκώθηκε αργά στα πόδια της κι έπιασε το μπαστούνι της με χέρι τρεμάμενο. «Λατρεύω τα καπέλα. Νομίζω πως θα ήθελα να πάω και να δω τη χειροτεχνία της εξαδέλφης σας». Η μητέρα της Τζο έσφιξε τα χείλη. Η Τζόσλιν απλώς ακολούθησε την ηλικιωμένη γυναίκα στο διάδρομο. «Δωμάτιο του Ασφόδελου, έτσι νομίζω πως το λένε», είπε η Τζόσλιν. «Πιστεύω πως βρίσκεται στην πίσω πλευρά του σπιτιού». «Το γνωρίζω το δωμάτιο. Έχει μια πολύ όμορφη θέα στον κήπο». Ένας κήπος που χρειάζεται στ’ αλήθεια πολλή δουλειά, σκέφτηκε η Τζόσλιν. Σκόπευε να προσλάβει τον καλύτερο αρχιτέκτονα υπαίθριων χώρων σε όλη την Αγγλία προκειμένου να εκσυγχρονίσει τα μονοπάτια, να αντικαταστήσει τα φυτά και να μετατρέψει εκείνη τη ζούγκλα σε έναν μοντέρνο κήπο. Η κόμισσα κοντοστάθηκε έξω από την πόρτα του σαλονιού, κοίταξε μέσα κι ύστερα πέρασε στο δωμάτιο. «Γι’ αυτό λοιπόν δεν πήρες το τσάι σου μαζί μας» είπε κοιτάζοντας τα υφάσματα, τις κορδέλες, τις δαντέλες και τα ψεύτικα λουλούδια που βρίσκονταν στοιβαγμένα στα τραπέζια ή απλωμένα στις πλάτες των καθισμάτων. Η Λίλι πετάχτηκε όρθια και το μπονέ που είχε στην ποδιά της έπεσε στο πάτωμα. Έσκυψε γρήγορα και το μάζεψε. «Μιλαίδη! Δεν ήξερα πως περιμένατε να έρθω. Σας ζητώ συγνώμη». Η ηλικιωμένη γυναίκα έριξε μια γρήγορη ματιά στη μητέρα της Τζο. «Δεν πειράζει, αγαπητή μου. Και τώρα πες μου τι κάνεις με όλα αυτά τα μπιχλιμπίδια». «Φτιάχνω καπέλα, μιλαίδη. Είναι ένα είδος... χόμπι για μένα». «Χόμπι ή εργασία;»
Η Λίλι κοίταξε την Τζόσλιν, μη θέλοντας προφανώς να τη φέρει σε δύσκολη θέση. «Την αλήθεια, νεαρή μου». «Η κατασκευή καπέλων είναι η εργασία μου, λαίδη Τάβιστοκ. Έχω αρκετές πελάτισσες οι οποίες αγοράζουν τις δημιουργίες μου. Ελπίζω να αποκτήσω το δικό μου κατάστημα μια μέρα». «Ναι, μου το είπαν». Η κόμισσα τριγύρισε λίγο στο σαλόνι, χρησιμοποιώντας μόνο περιστασιακά το μπαστούνι της. Υπήρχε μια σειρά από τελειωμένα καπέλα πάνω στο ράφι του τζακιού: ένα καπέλο τουαλέτας από γκρι ασημί μετάξι γαρνιρισμένο με πράσινα φύλλα στην απόχρωση των βρύων, μία δαντελένια καλύπτρα με βιολετί κορδέλες, ένα ψάθινο καπέλο με χρυσή δαντέλα. «Πρέπει να πω ότι είναι όλα πολύ όμορφα». Γύρισε προς τη Λίλι. «Θα ήθελα πάρα πολύ να παραγγείλω ένα καπέλο για τον εαυτό μου. Ίσως αργότερα το απόγευμα θα μπορούσαμε να το συζητήσουμε». «Ω μιλαίδη, θα ήταν τιμή μου να φτιάξω ένα καπέλο για σας». Η μητέρα της Τζο φαινόταν σαν να είχε καταπιεί ένα κουκούτσι από μήλο το οποίο είχε κολλήσει στο λαιμό της. «Καταλαβαίνω βέβαια πως είσαι πολύ απασχολημένη με τη δουλειά σου», συνέχισε η χήρα κόμισσα, «ίσως όμως θα μπορούσες να μας κάνεις παρέα για λίγο. Δε θα αργήσουμε περισσότερο, και άλλωστε ένα φλιτζάνι τσάι θα σου κάνει καλό». Η Λίλι έριξε στη μητέρα της Τζο μια φευγαλέα ματιά, όμως δεν υπήρχε κανένας τρόπος να αρνηθεί. «Σας ευχαριστώ, μιλαίδη. Αυτό θα ήταν υπέροχο». Η ηλικιωμένη γυναίκα έγειρε πάνω στο μπαστούνι της και άρχισε να σέρνει τα βήματά της έξω από το Δωμάτιο του Ασφόδελου, επιστρέφοντας στο σαλόνι. Η Τζόσλιν ήλπιζε να πήγαινε στο δωμάτιό της για έναν υπνάκο. Ήταν συνηθισμένη να κοιμάται αργά το βράδυ με τις τόσες δεξιώσεις και τους χορούς, και ο αέρας της εξοχής φαινόταν να την έχει κουράσει. Μπαίνοντας πάλι στο Μπλε Σαλόνι αναστέναξε και ξαναπήρε τη θέση της στον καναπέ. Μια μοναδική σκέψη την εμπόδισε να χασμουρηθεί. Απόψε ίσως ο δούκας της έκανε την πρότασή του. Μετά η Τζόσλιν μπορούσε να επιστρέψει στο Λονδίνο. ***
Ο Ρόγιαλ στεκόταν στο παράθυρο του καθιστικού μέσα στη σουίτα του. Από κάτω ο διάσημος θαμνοειδής λαβύρινθος των Μπράνσφορντ σχημάτιζε ένα περίπλοκο σχέδιο, με κεντρικό πυρήνα το πελώριο μαρμάρινο σιντριβάνι με τους αγγέλους που πετούσαν νερό από τα στόματά τους. Το σιντριβάνι δεν ήταν εύκολο να το βρει κανείς. Πρώτα έπρεπε να περιπλανηθεί μέσα από διαδρόμους οι οποίοι έδειχναν να μην τελειώνουν ποτέ, κάνοντας δεκάδες άσκοπες διαδρομές ανάμεσα στα θαμνώδη τοιχώματα, τα οποία με τα χρόνια είχαν ψηλώσει πάνω από τρία μέτρα. Χαμογέλασε όταν είδε τη γυναίκα η οποία έκανε το λάθος να μπει στο λαβύρινθο. Ο προπάππος του παινευόταν πως επρόκειτο για έναν από τους δυσκολότερους λαβύρινθους στη χώρα. Η γυναίκα πήρε μια στροφή, έφτασε σε αδιέξοδο και γύρισε πίσω, έστριψε σε λάθος μονοπάτι και ξεκίνησε να διασχίζει ένα άλλο, που επίσης δεν οδηγούσε πουθενά. Θα μπορούσε να περιπλανιέται εκεί μέσα για ώρες. Ο Ρόγιαλ χαμογέλασε ξανά. Εκτός αν της έδειχνε εκείνος την έξοδο. Πήρε τη μάλλινη μπέρτα του και κατέβηκε στον κήπο.
Η μέρα ήταν ηλιόλουστη, αλλά ο αέρας του Ιανουαρίου παγωμένος. Το χορτάρι, καφετί από τον χειμωνιάτικο παγετό, ήταν αφράτο και υγρό. Ο Ρόγιαλ στάθηκε στην είσοδο του λαβύρινθου, σκέφτηκε νοερά το σημείο όπου είχε δει για τελευταία φορά τη Λίλι και ξεκίνησε. Μετά από δύο στροφές μπορούσε να την ακούσει να μουρμουρίζει κάτι που έμοιαζε με βρισιά. «Μις Μόραν!» φώναξε. «Λίλι, πού βρίσκεστε;» «Εδώ!» του απάντησε φανερά ανακουφισμένη, και η φωνή της ακούστηκε από έναν μακρύ διάδρομο, δύο στροφές προς τα αριστερά του. «Μείνετε εκεί που είστε», τη συμβούλεψε. «Θα έρθω να σας πάρω». Ήξερε το λαβύρινθο απέξω. Εκείνος και τα αδέρφια του έπαιζαν εκεί από παιδιά. Ο Ρόγιαλ έκανε δύο στροφές, έκοψε δρόμο από ένα αθέατο άνοιγμα και πλησίασε αθόρυβα πίσω της. Η Λίλι αναπήδησε όταν ένιωσε τα χέρια του στους ώμους της. Έφερε το χέρι στην καρδιά της και στράφηκε απότομα να τον αντικρίσει. «Θεέ και Κύριε, δε σας άκουσα καθόλου». «Το στοιχείο της έκπληξης. Γίνεται χρήσιμο καμιά φορά». Του χαμογέλασε. «Ώστε λοιπόν ήρθατε για να με σώσετε;» «Σαν ιππότης με αστραφτερή πανοπλία». «Πώς ξέρατε όμως πως βρίσκομαι εδώ;» «Σας είδα από το παράθυρο της κρεβατοκάράς μου». Η Λίλι κοίταξε το μονοπάτι μπροστά της. «Ήθελα να δω το σιντριβάνι». Τα χείλη της σούφρωσαν με έναν τρόπο αρκετά χαριτωμένο. «Νόμιζα πως θα μπορούσα να το βρω». «Συνήθως συμβουλεύω τους επισκέπτες μας να μην μπαίνουν στο λαβύρινθο, εκτός αν έχουν άφθονο ελεύθερο χρόνο. Είναι πολύ μεγάλος και εξαιρετικά πολύπλοκος. Ο προπάππος μου αντλούσε μια χαρά σχεδόν δαιμονική όταν κάποιος χανόταν εδώ μέσα». Τον κοίταξε μ’ εκείνα τα πανέμορφα γαλαζοπράσινα μάτια της και το στήθος του σφίχτηκε. «Αφού με βρήκατε λοιπόν, υποθέτω πως ξέρετε και πώς θα βγούμε». «Τα αδέρφια μου κι εγώ παίζαμε συνέχεια εδώ». Η Λίλι έριξε μια ματιά προς το κέντρο του λαβύρινθου και ο Ρόγιαλ διάβασε την απογοήτευσή της. «Υποθέτω πως πρέπει να γυρίσουμε πίσω». Ήξερε πως έπρεπε να τη συνοδεύσει αμέσως έξω. Μα δεν το έκανε. «Νόμιζα πως θέλατε να δείτε το σιντριβάνι», της είπε ξαφνικά. Τα όμορφα μάτια της φωτίστηκαν. «Ω, μα και βέβαια θέλω!» Ο Ρόγιαλ άπλωσε το χέρι του. «Ελάτε λοιπόν, θα σας πάω ως εκεί». Η Λίλι δίστασε μόνο για μια στιγμή, ύστερα του έδωσε το χέρι της. Μια ανατριχίλα τους διαπέρασε και για μια στιγμή ο Ρόγιαλ δεν μπορούσε ούτε να κουνηθεί. Η Λίλι θα πρέπει να το ένιωσε κι εκείνη, γιατί τον κοίταξε ξαφνιασμένη και τα μάγουλά της έγιναν ροζ. Προσπάθησε να τραβήξει το χέρι της, το αίμα του προπάππου όμως κυλούσε μέσα στις φλέβες του και κάποιος δαίμονας τον είχε κυριεύσει. «Ελάτε», την παρότρυνε με κάπως τραχιά φωνή και την τράβηξε πιο βαθιά μέσα στο λαβύρινθο. Η Λίλι δεν είχε άλλη επιλογή από το να τον ακολουθήσει, και για λίγο διέσχισαν αμίλητοι τα στενά μονοπάτια. Καθώς τα λεπτά περνούσαν η Λίλι άρχισε να χαλαρώνει και οι δυο τους έμοιαζαν με ζευγάρι και
όχι με δυο ανθρώπους που ένιωθαν μια απαγορευμένη έλξη. Θα ήταν ανάρμοστο αν τους ανακάλυπτε κανείς, εκείνη τη στιγμή όμως ο Ρόγιαλ δεν έδινε δεκάρα.
Κεφάλαιο 8 Η Λίλι ένιωσε τον Ρόγιαλ να τραβάει το χέρι της και τον ακολούθησε για άλλη μια φορά. Ο λαβύρινθος είχε γίνει ξαφνικά πιο συναρπαστικός, η απομόνωσή τους εκεί μέσα πιο ενδιαφέρουσα. Ο Ρόγιαλ φαινόταν ακόμα ψηλότερος μέσα στα στενά περάσματα ανάμεσα στους θάμνους και η παρουσία του γινόταν πιο επιβλητική τώρα που βρίσκονταν μόνοι εκεί μέσα. Ήταν φανερό πως ήξερε πώς ακριβώς να φτάσει στο σιντριβάνι και στο κέντρο του λαβύρινθου, σταματώντας στα πιο απίθανα σημεία και στρίβοντας στις λιγότερο προφανείς γωνίες. Τώρα διάλεξε ένα μονοπάτι το οποίο έδειχνε να μην οδηγεί πουθενά και τράβηξε τη Λίλι προς τα εκεί. Όταν βρέθηκαν αντιμέτωποι με τρεις διαφορετικές επιλογές, ο Ρόγιαλ σταμάτησε και την κοίταξε. «Λοιπόν, διαλέξτε εσείς προς τα πού θα πάμε». Η Λίλι δαγκώθηκε, παρατήρησε καθένα από τα τρία μονοπάτια και διάλεξε το λιγότερο προφανές. «Εκείνο προς τα αριστερά». Ο Ρόγιαλ γέλασε. «Θα μπορούσαμε να φτάσουμε κι από κει, όμως θα μας έπαιρνε πολύ περισσότερη ώρα. Θα πάμε από δω». Την τράβηξε μπροστά και ύστερα από λίγες ακόμα στροφές βγήκαν επιτέλους στο κεντρικό ξέφωτο του κήπου. Το σιντριβάνι υψωνόταν πελώριο μπροστά τους. Η Λίλι άφησε το χέρι του και έτρεξε προς τα εκεί, κάνοντας τη σκέψη πως η περίπλοκη διαδρομή άξιζε τον κόπο. «Είναι πανέμορφο», είπε χαϊδεύοντας με τα χέρια της το μαρμάρινο γείσο όπου το νερό ξεχείλιζε κυλώντας στο κάτω επίπεδο. «Λατρεύω αυτό τον ήχο. Υπάρχει ένα σιντριβάνι στους κήπους του Μέντοουμπρουκ και πηγαίνω εκεί όποτε μπορώ. Ο ήχος του νερού που πέφτει με κάνει να ξεχνώ τις έγνοιες μου». Ο Ρόγιαλ ανασήκωσε το φρύδι. «Φαίνεστε ικανοποιημένη απ’ τη ζωή σας. Τι είδους έγνοιες έχετε, Λίλι Μόραν;» Η Λίλι κάθισε στο παγκάκι που κύκλωνε τη βάση του σιντριβανιού και ο Ρόγιαλ κάθισε δίπλα της. «Ανησυχώ για το μέλλον μου όταν θα φύγω από τους Κόλφιλντ. Ανησυχώ πως οι οικονομίες μου δε θα είναι αρκετές για να ανοίξω το δικό μου κατάστημα. Ανησυχώ πως ακόμα κι αν τα καταφέρω, το κατάστημα δε θα έχει επιτυχία». «Νομίζω πως δε χρειάζεται να σας απασχολεί κάτι τέτοιο. Η θεία μου μου ανέφερε πόσο καλή είστε στην τέχνη σας. Είπε πως τα καπέλα σας είναι θαυμάσια. Απ’ ό,τι κατάλαβα, σας παρήγγειλε ένα μπονέ για την ίδια». Του χαμογέλασε. «Για την ακρίβεια, παρήγγειλε αρκετά. Ελπίζω να της αρέσουν. Οπωσδήποτε θα βοηθούσε τη φήμη μου ως πιλοποιού να έχω μια κόμισσα στο πελατολόγιό μου». Τον κοίταξε στα μάτια. «Η θεία σας είναι αξιαγάπητη γυναίκα». «Είναι πολύ αγαπητή σε όλους μας».
«Νομίζω πως το ίδιο αγαπητός τής είστε κι εσείς». Ένας μακρόσυρτος στεναγμός βγήκε απ’ τα χείλη του και ξάφνου η διάθεσή του άλλαξε. «Θέλει να είμαι ευτυχισμένος, όμως...» Δίστασε ξαφνικά, μη θέλοντας να ξεστομίσει κάτι ανάρμοστο. «Πρόκειται για την Τζο, έτσι δεν είναι; Φοβάστε πως οι δυο σας δε θα ταιριάξετε». Ο Ρόγιαλ πέρασε το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του ανακατεύοντάς τα. «Δεν έχει και τόση σημασία. Είναι όμορφη και γοητευτική, καλά εκπαιδευμένη στα πράγματα που οφείλει να γνωρίζει μια γυναίκα προκειμένου να γίνει δούκισσα. Ο γάμος έχει προαποφασιστεί. Απομένει μόνο η τυπική διαδικασία». «Είμαι... σίγουρη πως όλα θα πάνε καλά. Εσείς και η Τζόσλιν είστε ένα πολύ όμορφο ζευγάρι». Εκείνος σάρκασε. «Εξωτερικά, ίσως. Κατά βάθος όμως...» Η καρδιά της Λίλι τον συμπόνεσε. Η ίδια δεν μπορούσε να φανταστεί πως θα παντρευόταν έναν άνθρωπο τον οποίο διάλεξαν άλλοι. «Πείτε μου τι φοβάστε». Το βλέμμα του προσηλώθηκε στο πρόσωπό της. «Φαίνεται πως είμαστε δύο εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι. Είναι δύσκολο να το εξηγήσω. Μα είναι φανερό πως σκεφτόμαστε διαφορετικά, πως αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο με διαφορετικό τρόπο». Αναστέναξε και κούνησε το κεφάλι του με απογοήτευση. «Όπως είπα, δεν έχει και τόση σημασία. Θα παντρευτούμε και στη συνέχεια θα επωφεληθούμε και οι δύο από τη νέα κατάσταση. Η Τζόσλιν θα κερδίσει έναν τίτλο ευγενείας και μια υψηλή κοινωνική θέση κι εγώ τα χρήματα που χρειάζομαι για να ανακαινίσω το σπίτι και να αποκτήσω περιουσία. Έτσι είναι τα πράγματα». Όμως την κοιτούσε σαν να ήλπιζε σε κάτι περισσότερο. Την κοιτούσε όπως εκείνη τη μοναδική στιγμή στην κεντρική είσοδο του κάστρου, όταν τα μάτια τους συναντήθηκαν. Την κοιτούσε σαν να έβλεπε τη μοναδική γυναίκα η οποία ήταν ικανή να του χαρίσει την ευτυχία που ονειρευόταν. Η καρδιά της Λίλι σφίχτηκε. Ακόμα κι αν υπήρχε η παραμικρή πιθανότητα να ήταν τέτοιες οι σκέψεις του, εκείνη όφειλε να τις εμποδίσει. Δεν ήταν η γυναίκα που ο Ρόγιαλ πίστευε πως ήταν. Δεν ήταν άξια να παντρευτεί έναν δούκα. Έπρεπε να του πει την αλήθεια. «Νομίζω πως ο πατέρας σας έκανε καλή επιλογή», ανάγκασε τον εαυτό της να ξεστομίσει. «Η Τζόσλιν έχει αριστοκρατική ανατροφή. Γνωρίζει πώς να συμπεριφερθεί σε άτομα της υψηλής κοινωνίας. Εγώ, από την άλλη μεριά, ανατράφηκα από έναν φτωχό δάσκαλο και τη σύζυγό του... καθώς κι από ένα θείο ο οποίος έκλεβε για να ζήσει». Το κεφάλι του ανασηκώθηκε απότομα. «Τι πράγμα;» Η Λίλι πήρε βαθιά ανάσα, αποφασισμένη να του τα πει όλα και να δώσει ένα τέλος σ’ αυτή την παράλογη έλξη που ένιωθαν κι οι δυο. «Ο παππούς της μητέρας μου ήταν ο κόμης του Κίνγκσλεϊ. Όπως μου είπε η μητέρα μου, η κόρη του κόμη, η γιαγιά μου, αγνόησε τις επιθυμίες του πατέρα της και το έσκασε με έναν κοινό θνητό... κάποιον αγρότη, νομίζω. Ο κόμης την αποκλήρωσε και η γιαγιά μου δεν τον ξαναείδε. Η μητέρα μου επίσης παντρεύτηκε έναν κοινό θνητό, αφού, όπως είπα, ο πατέρας μου ήταν ένας δάσκαλος». Κατάφερε να χαμογελάσει. «Χάρη σ’ εκείνον είχα μια πολύ ευτυχισμένη παιδική ηλικία και μια θαυμάσια εκπαίδευση, ύστερα όμως εκείνος και η μητέρα μου αρρώστησαν και πέθαναν απ’ τη χολέρα. Μετά...» Η φωνή της έσβησε, καθώς η συγκίνηση έσφιγγε το λαιμό της. «Συνεχίστε, Λίλι», την παρότρυνε μαλακά. «Πείτε μου τι συνέβη μετά το θάνατο των γονιών σας».
Κατάπιε για να απαλλαγεί από τον κόμπο στο λαιμό της. «Μετά πήγα να ζήσω με τον μοναδικό συγγενή που γνώριζα, τον αδερφό του πατέρα μου, τον Τζακ Μόραν. Το πρόβλημα ήταν πως ο θείος μου ήταν ακόμη φτωχότερος απ’ τους γονείς μου. Και ενώ ως τότε εγώ ζούσα σ’ ένα όμορφο μικρό αγρόκτημα στην εξοχή, ο θείος έμενε σε μια μικροσκοπική σοφίτα πάνω από μια ταβέρνα στο Λονδίνο». Τον κοίταξε στα μάτια και μάζεψε το κουράγιο της για να ολοκληρώσει την ιστορία της. «Ο θείος Τζακ ήταν ένας κομπιναδόρος, εξοχότατε. Και από τα δώδεκά μου χρόνια ως την ημέρα που με άφησε στο κατώφλι του εξαδέλφου μου Χένρι ζούσα κι εγώ την ίδια ζωή μ’ εκείνον». Ο Ρόγιαλ ανακάθισε στο παγκάκι και τα μάτια του την κοίταξαν διερευνητικά. «Θέλετε να πείτε...» «Στα δεκατρία μου ήμουν μια μικρή κλέφτρα πορτοφολιών... απ’ τις καλύτερες. Μπορούσα να τρέχω σαν βολίδα και να μη με πιάνουν ποτέ. Έκλεβα οτιδήποτε χρειαζόμασταν προκειμένου να πληρώσουμε το νοίκι μας. Όποτε ο θείος Τζακ είχε χαρτοπαίγνιο, τον βοηθούσα παίζοντας όποιο ρόλο μου ανέθετε. Πάντοτε ήμουν ντροπαλή, μαζί του όμως έμαθα να το ξεπερνάω. Ως τα δεκάξι μου μπορούσα να παίζω μια ντουζίνα διαφορετικούς ρόλους και με τον καιρό έγινα και πολύ καλή σ’ αυτούς». Ο Ρόγιαλ δε μιλούσε. Τα χείλη του ήταν σφιγμένα και η Λίλι ήξερε πόση αποστροφή θα πρέπει να αισθανόταν με τις αποκαλύψεις της. Πάλεψε να κρύψει τα δάκρυα της ντροπής της και πίεσε τον εαυτό της να συνεχίσει. «Είχα γαλουχηθεί με ηθικές αξίες και στην αρχή με αρρώσταινε η σκέψη πως θα έκλεβα. Ύστερα όμως δεν είχαμε να φάμε και αντιμετωπίζαμε το ενδεχόμενο να μας πετάξουν στο δρόμο. Η πείνα είναι πολύ μεγάλο κίνητρο, εξοχότατε. Όσο κι αν ο θείος Τζακ έκανε το καλύτερο δυνατό για να με φροντίσει, συνειδητοποίησα πως, αν ήθελα να επιβιώσω, θα έπρεπε να μάθω όσα εκείνος είχε να μου διδάξει. Και το έκανα». Του χαμογέλασε αβέβαια, όμως το κάτω χείλος της έτρεμε. «Βλέπετε, εξοχότατε, τουλάχιστον με την Τζο θα πάρετε τη γυναίκα που βλέπετε. Ενώ εγώ... δεν είμαι αυτή που φαίνομαι». Τα μάτια της πλημμύρισαν δάκρυα. Σκέφτηκε πως ο δούκας θα απέστρεφε το βλέμμα του, ίσως ακόμα ότι θα έφευγε και θα την άφηνε εκεί, μέσα στο λαβύρινθο. Αντί γι’ αυτό όμως, εκείνος άπλωσε το χέρι του κι έπιασε τρυφερά το πρόσωπό της. «Λίλι...» Τα δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά της. Ο Ρόγιαλ έγειρε πίσω το κεφάλι της και το στόμα του σκέπασε το δικό της μ’ ένα οδυνηρά τρυφερό και συγκλονιστικό φιλί. Ένας μικρός ήχος βγήκε από μέσα της από το έντονο ξάφνιασμα του πόθου και την ορμητική ένταση της λαχτάρας που την κυρίευσε. Και μολονότι ήξερε πως αυτό που έκαναν ήταν λάθος, δεν μπόρεσε να εμποδίσει τα δάχτυλά της όταν γαντζώθηκαν στο πέτο του, ούτε το σώμα της όταν κόλλησε πάνω του. Ο Ρόγιαλ βόγκηξε και βάθυνε το φιλί του. Τα χείλη τους ενώνονταν τέλεια μεταξύ τους. Η Λίλι είχε φιλήσει κι άλλους άντρες στο παρελθόν. Καθώς μεγάλωνε, ένας από τους ρόλους που καλούνταν να παίξει ήταν αυτός της ξελογιάστρας. Όμως ο θείος Τζακ ήταν πάντοτε προστατευτικός απέναντί της και ουδέποτε άφησε τα πράγματα να ξεφύγουν από τα όρια. Η Λίλι ήξερε ποια αίσθηση είχε ένα φιλί, ποτέ όμως δεν ένιωσε αυτή τη συγκίνηση, αυτό το γλυκό φούντωμα που τώρα απλωνόταν μέσα της. «Λίλι...» ξαναείπε ο Ρόγιαλ φιλώντας τις γωνίες του στόματός της, τη μύτη, τα μάτια, ύστερα πάλι
τα χείλη της. Το φιλί έγινε παθιασμένο, ασυγκράτητο, η γλώσσα του γλιστρούσε πάνω στα χείλη της ή διείσδυε και γευόταν το εσωτερικό του στόματός της. Εκείνη μύριζε το άρωμα μοσχολέμονου στο σαπούνι του ξυρίσματός του και στο κολλαρισμένο φουλάρι του λαιμού του. Το μάλλινο πανωφόρι της ιππασίας ζέσταινε τα δάχτυλά της. Μ’ ένα απαλό βογκητό μετέφερε το στόμα του στο πλάι του λαιμού της, όπου σκόρπισε αμέτρητα μικρά φιλιά και τσιμπολόγησε το λοβό του αυτιού της. Ηδονή την πλημμύρισε, ένας βαθύς, καυτός πόθος. Ο Ρόγιαλ συνέχισε να τη φιλά, καίγοντάς τη με το στόμα του, διεκδικώντας τη με έναν πρωτόγονο τρόπο. Η Λίλι έτρεμε. Γλίστρησε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του και κόλλησε πάνω του, νιώθοντας τους σκληρούς μυς του να πιέζουν το στήθος της. Μέσα από το φόρεμα οι ρώγες της έγιναν σκληρές. Έκανε την παράλογη σκέψη πως δεν ήθελε κανένα φραγμό μεταξύ τους, πως ήθελε να πιέσει το στόμα της πάνω στο γυμνό δέρμα του, να μάθει την υφή, τη μυρωδιά του. Ήταν τρέλα και το ήξερε, μα η σκέψη αυτή είχε κατακτήσει το μυαλό της και της ήταν αδύνατον να σκεφτεί, το σώμα της ανέλαβε τα ηνία και το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να αισθάνεται. Δεν είχε ιδέα πόση ώρα συνεχίστηκε αυτό το φιλί, ούτε τι θα συνέβαινε αν δεν άκουγε έναν άντρα να καλεί τον Ρόγιαλ έξω από το λαβύρινθο. Αναγνώρισε τη φωνή του φίλου του Σέρινταν Νόουλζ και η επίγνωση της πράξης της τη χτύπησε σαν τον τσουχτερό χειμωνιάτικο άνεμο. Η Λίλι τινάχτηκε μακριά. Κοίταξε το πρόσωπο του Ρόγιαλ και είδε πως κι εκείνος είχε σαστίσει. Τα μάγουλά του ήταν ξαναμμένα, η αναπνοή του λαχανιασμένη, ακριβώς όπως η δική της. «Είναι... είναι ο φίλος σας». Γύρισε το κεφάλι του προς την κατεύθυνση από την οποία ακούστηκε η φωνή του φίλου του. «Θα πρέπει να μας αναζητούν. Ο Σέρι ήρθε να μας προειδοποιήσει». Σηκώθηκε όρθιος, ίσιωσε το πανωφόρι του πάνω απ’ την κιλότα ιππασίας, έπιασε το χέρι της και τη σήκωσε από το παγκάκι. «Αυτό δεν έπρεπε να έχει συμβεί. Ήταν σφάλμα να επωφεληθώ. Λυπάμαι τρομερά, Λίλι». Τα μάτια της έκαιγαν. «Το λάθος δεν ήταν δικό σας. Όφειλα να σας σταματήσω. Ανήκετε στην Τζόσλιν και είναι εξαδέλφη μου. Μόλις πληροφορηθήκατε τη ζωή που έκανα, ίσως συμπεράνατε πως εγώ...» «Για το Θεό, όχι! Σε ήθελα, Λίλι. Όταν άκουσα τι πέρασες, πόνεσα για σένα. Ήθελα να σβήσω εκείνα τα χρόνια, να σε προστατέψω με κάποιο τρόπο». Γέλασε με πικρία. «Σίγουρα τα κατάφερα πολύ καλά». Παρατήρησε τα τσαλακωμένα ρούχα της, σκούπισε τα υγρά μάγουλά της, έστρωσε το μπονέ της και έσπρωξε πίσω μια τούφα απ’ τα ξανθά της μαλλιά. «Πρέπει να φύγουμε». Πήρε το χέρι της και άρχισε να βαδίζει γοργά προς την έξοδο. «Θα φύγω πρώτος. Ο Σέρινταν κι εγώ είχαμε κανονίσει να πάμε για ιππασία. Περίμενε μερικά λεπτά κι ύστερα πήγαινε κατευθείαν στο σπίτι». Η Λίλι ένευσε καταφατικά. Ο Ρόγιαλ δεν είπε περισσότερα, όμως η ενοχή ήταν αποτυπωμένη ολοκάθαρα στο πρόσωπό του. Ήταν ολοφάνερο πως μετάνιωσε για το παροδικό ολίσθημά του μέσα στο λαβύρινθο. Η Λίλι δεν του είπε πως πολύ μετά το γάμο του θα θυμόταν αυτό το παθιασμένο φιλί του. Και μολονότι θα πονούσε κάθε φορά στην ανάμνησή του, βαθιά μέσα στην καρδιά της θα γνώριζε πως το φιλί αυτό είχε βαθμολογηθεί με έντεκα.
***
Ο Ρόγιαλ πλησίασε τον Σέρι και οι άντρες αντάλλαξαν ματιές. Ο Σέρινταν ήταν ντυμένος με το κοστούμι της ιππασίας για την επίσκεψή τους στον κύριο Μπρόφι. Ο οποίος ήταν γαιοκτήμονας και ένας από τους κατοίκους του χωριού οι οποίοι είχαν συγκεντρώσει εθελοντές για τις νυχτερινές περιπολίες των δρόμων. «Περίμενα στο γραφείο σου όταν άκουσα τις γυναίκες να μιλούν», εξήγησε ο Σέρι. «Κατάλαβα ότι σε έψαχναν και ότι η μις Μόραν έλειπε επίσης. Η μητέρα της μέλλουσας αρραβωνιαστικιάς σου δεν ήταν καθόλου χαρούμενη μ’ αυτό». «Και η Τζόσλιν;» Ανασήκωσε τους ώμους του. «Είπε πως εσύ ίσως βρισκόσουν στους στάβλους και πως η Λίλι πιθανόν να είχε πάει ως το χωριό για να αγοράσει υλικά για τα καπέλα της. Δε νομίζω πως βλέπει την εξαδέλφη της σαν πιθανή απειλή». Ο Ρόγιαλ γρύλισε. Αν ήξερε, είπε μέσα του. Το κορμί του πονούσε ακόμα από τον πόθο για τη Λίλι. Μπορούσε ακόμα να τη γευτεί στα χείλη του. Είχε τα πιο απαλά χείλη που γνώρισε ποτέ του, την πιο λεία, μεταξένια επιδερμίδα. Ουδέποτε πόθησε γυναίκα τόσο έντονα από τότε που ήταν έφηβος και καλοκοίταζε μία από τις τροφούς. Ο Ρόγιαλ αναστέναξε καθώς κατευθύνονταν προς τους στάβλους. Είχε χρειαστεί να επιστρατεύσει όλη τη δύναμη της θέλησής του για να μην ανοίξει το κορσάζ της Λίλι και γλιστρήσει μέσα τα χέρια του για να εξερευνήσει το στήθος της. Για να μη στρώσει το πανωφόρι του στα χόρτα, σηκώσει τις φούστες της και βυθιστεί μέσα της... Αν ήταν οποιαδήποτε άλλη γυναίκα, ίσως να είχε προχωρήσει σ’ αυτή την απροσχεδίαστη αποπλάνηση. Όμως η Λίλι δεν ήταν τέτοια γυναίκα, όσα κι αν είχε περάσει με το θείο της. Ο Ρόγιαλ ήξερε πως αυτή η γυναίκα είχε μείνει αθώα από τα αντρικά πάθη. Αν αμφέβαλλε έστω και στο ελάχιστο γι’ αυτό, θα του το επιβεβαίωναν τα αδέξια, γλυκά φιλιά της. Το σώμα του αντέδρασε στη θύμηση των σιγανών βογκητών της. «Ώστε λοιπόν οι δυο σας ήσαστε πράγματι εκεί μέσα μαζί, όπως το φαντάστηκα», είπε ο Σέρι. «Αρχίζω να καταλαβαίνω προς τα πού φυσάει ο άνεμος. Είσαι έτοιμος λοιπόν να παραιτηθείς από την κληρονόμο σου;» Ο Ρόγιαλ τον αγριοκοίταξε. «Ήταν μόνο ένα φιλί, κι αυτό δεν έπρεπε καν να έχει συμβεί. Θα παντρευτώ την Τζόσλιν, όπως είναι προγραμματισμένο». «Τότε λοιπόν θα πρέπει να συμβιβαστώ με την πολύ όμορφη εξαδέλφη της». Ο Ρόγιαλ μπήκε μπροστά κλείνοντάς του το δρόμο. «Να αφήσεις ήσυχη τη Λίλι». Τα χείλη του Σέρινταν στράβωσαν σ’ ένα περιπαιχτικό χαμόγελο. «Ζηλεύουμε;» Ο Ρόγιαλ γύρισε από την άλλη, αποφασισμένος να πείσει τον εαυτό του πως δεν ήταν αλήθεια. «Ο γάμος μου με την Τζόσλιν θα κάνει τη Λίλι μια μακρινή συγγενή. Αυτό σημαίνει πως θα την έχω υπό την προστασία μου. Της αξίζει ένας σύζυγος και παιδιά, όχι αποπλάνηση από έναν έκφυλο σαν εσένα». Ο Σέρι ίσιωσε την πλάτη του. «Δε θα ατίμαζα την κοπέλα, φίλε μου, όποιες ασωτίες κι αν έχω κάνει στο παρελθόν. Αν κάποιος κινδυνεύει να υποπέσει σ’ αυ τό το σφάλμα, πιστεύω πως είσαι εσύ». Ο Ρόγιαλ έσφιξε τα δόντια αλλά δεν απάντησε. Ο φίλος του είχε δίκιο. Κάθε βράδυ που συζητούσε με την όμορφη Τζόσλιν, σκεφτόταν τη Λίλι. Τη Λίλι να κάθεται στον κίτρινο δαμασκηνό
καναπέ με το ηλιόφως να χρυσίζει τα μαλλιά της. Το κρυστάλλινο γέλιο της. Το χαμόγελό της καθώς προχωρούσαν χέρι χέρι μέσα στο λαβύρινθο. Ορκίστηκε στον εαυτό του πως στο εξής θα έμενε μακριά από τη Λίλι, όσο αυτό ήταν δυνατόν. Ακόμα καλύτερα, θα πρόσμενε τη μέρα που θα επέστρεφε στο σπίτι της. Κοίταξε το φίλο του. «Το μήνυμά σου είναι σαφές. Αρκετά ανέβαλα το ανέφικτο. Απόψε, μετά το σουαρέ, θα προτείνω γάμο στην Τζόσλιν. Μόλις συμφωνήσει, θα πάω και στο Λονδίνο για να τη ζητήσω επισήμως από τον πατέρα της και να οριστικοποιήσω έτσι το διακανονισμό που έκανε ο πατέρας μου». Ο Σέρινταν βράδυνε το βήμα του. «Μόλις το κάνεις αυτό, δε θα έχεις άλλη επιλογή από το να την παντρευτείς». «Ποτέ δεν είχα επιλογή, Σέρι. Τουλάχιστον από την ημέρα που δέχτηκα αυτό που μου ζήτησε ο ετοιμοθάνατος πατέρας μου. Νόμιζα πως το ήξερες αυτό». ***
Ήταν ένα μικρό σουαρέ το οποίο δεν περιλάμβανε περισσότερα από είκοσι άτομα. Η Λίλι είχε βοηθήσει τη χήρα κόμισσα να γράψει τις προσκλήσεις, από έναν κατάλογο στον οποίο ήταν ο κύριος Μπρόφι και η σύζυγός του, οι δυο γιοι και οι σύζυγοί τους, ο φίλος του Ρόγιαλ Σέρινταν Νόουλζ, ο εφημέριος Πένιγουορθ, η σύζυγός του και η κόρη τους, καθώς και ο πατέρας της Τζόσλιν, ο Χένρι Κόλφιλντ. Η λαίδη Τάβιστοκ είχε επίσης προσκαλέσει μερικές χήρες φίλες της οι οποίες ζούσαν στην περιοχή, συμπεριλαμβανομένης της χήρας βαρόνης Μπρίστολ και της λαίδης Σοφίας Φροστ. Ο ρυθμός της ζωής στην επαρχία ήταν πιο αργός και οι άνθρωποι απολάμβαναν ιδιαίτερα κάθε είδους κοινωνικό γεγονός. Αυτός ήταν και ο λόγος που σχεδόν όλοι δέχτηκαν την πρόσκληση, αν και την είχαν λάβει μόλις λίγες μέρες πριν από το σουαρέ. Όλοι εκτός από τον πατέρα της Τζόσλιν, ο οποίος, όπως πάντα, ήταν πολύ απασχολημένος με τις αναρίθμητες επιχειρήσεις του για να φύγει από τα γραφεία του στο Λονδίνο. Θα παρευρισκόταν ακόμα και η ζάπλουτη μαρκησία του Ίστγκεϊτ, η οποία διέμενε στη θερινή κατοικία της κοντά στο Σουάνσντον, συνοδευόμενη από την κόρη της Σεραφίνα. Είχαν συναντήσει τη λαίδη Σεραφίνα Μέιτλιν σε αρκετές εκδηλώσεις στο Λονδίνο. Κατά τη γνώμη της αυτό το κορίτσι ήταν πιο κακομαθημένο κι από την Τζόσλιν, με ιδιοσυγκρασία πολύ πιο μοχθηρή. Πίστευε πως δεν υπήρχε άντρας που να μην μπορεί να τον σκλαβώσει, πράγμα που σήμαινε πως μεταξύ της Σεραφίνα και της Τζόσλιν υπήρχε μεγάλη έχθρα. Η Λίλι χαμογέλασε. Τουλάχιστον αυτή η βραδιά θα ήταν διασκεδαστική. Επιθεώρησε με μια τελευταία ματιά τη Χρυσή Σάλα, ένα δωμάτιο το οποίο είχε ανακαινιστεί από τη σύζυγο του δούκα πριν από το θάνατό της. Έκτοτε είχε υποστεί αρκετή φθορά, όμως με την αντικατάσταση κάποιων παλιών περσικών χαλιών με άλλα από τα υπόλοιπα μέρη του σπιτιού, αλλά και με το στολισμό των βάζων με ολόφρεσκα μπουκέτα λουλουδιών, το σαλόνι φαινόταν αρκετά κομψό. Οι τοίχοι χρειάζονταν ένα φρέσκο στρώμα μπογιάς, αλλά οι μαρμάρινες κολόνες και τα εξαίσια ανάγλυφα ταβάνια ήταν υπέροχα όπως πάντα. Η μαγείρισσα και οι βοηθοί της είχαν εργαστεί όλη μέρα για την προετοιμασία των εδεσμάτων. Αυτά θα σερβίρονταν σε μπουφέ στη διπλανή Μακρόστενη Αίθουσα, ένα ακόμα δωμάτιο το οποίο διατηρούνταν σε αρκετά καλή κατάσταση, αφού οι πίνακες με τους οικογενειακούς προγόνους δεν είχαν πουληθεί. Όλα ήταν έτοιμα.
Η Λίλι δεν μπορούσε να αναβάλλει περισσότερο το ανέφικτο. Θα έπρεπε να ανέβει και να ετοιμαστεί για τη βραδιά. Το προηγούμενο βράδυ είχε αρνηθεί να παρευρεθεί στο δείπνο, κι έτσι δεν είχε δει τον Ρόγιαλ ύστερα από το περιστατικό στο λαβύρινθο, αργά ή γρήγορα όμως θα αναγκαζόταν να τον αντιμετωπίσει. Ως τώρα θα είχε ήδη καταλάβει το λάθος του και θα παραμέριζε οποιαδήποτε τρυφερότητα ένιωθε γι’ αυτήν. Θα έβλεπε την Τζόσλιν μέσα από ένα διαφορετικό πρίσμα και θα αποδεχόταν τον επερχόμενο γάμο του. Η Λίλι είπε στον εαυτό της πως αυτό ήταν το καλύτερο για όλους και αγνόησε το βάρος που πλάκωνε το στήθος της.
Κεφάλαιο 9 Η σουίτα της δούκισσας ήταν γεμάτη από μεσοφόρια, φουφούλες, καθώς και μια σειρά από διαφορετικές βραδινές τουαλέτες σε παράταξη: μία από κίτρινο μετάξι, μία από μοβ οργάντζα, μία γκρι ασημί από ματ σατέν. Ένας κορσές είχε απλωθεί ανοιγμένος στη μέση του μεγάλου κρεβατιού δίπλα στη Λίλι, η οποία περίμενε για να κατέβει στη δεξίωση. Η Τζο είχε καταλήξει σε μια βελούδινη τουαλέτα σε χρώμα βαθύ μπλε, με διπλή φούστα και φουσκωτά μανίκια από ταφτά. Ήταν ένα φόρεμα που τόνιζε την ασυνήθιστη βιολετιά απόχρωση των ματιών της. Επίσης τόνιζε την αισθησιακή σιλουέτα και τη λευκή επιδερμίδα της και έπεφτε χαμηλά στους ώμους, αποκαλύπτοντας έτσι ένα θεαματικό ντεκολτέ. Η Λίλι την κοίταξε απ’ την κορφή ως τα νύχια. «Έκανες την τέλεια επιλογή. Δεν μπορούσες να είσαι ομορφότερη, Τζο». Η Τζόσλιν χαμογέλασε στο είδωλό της στον καθρέφτη. «Θα της δείξω εκείνης της μάγισσας της Σεραφίνα. Μου δίνεις, σε παρακαλώ, τα γοβάκια μου;» Παρατήρησε την ασημιά φούστα της που λαμπύριζε στο φως. «Ο Ρόγιαλ δε θα ρίξει ούτε μια ματιά σ’ εκείνη τη γυναίκα μόλις με δει μ’ αυτό το φόρεμα». Η Λίλι ένιωσε ένα σφίξιμο στην καρδιά της. «Είμαι σίγουρη γι’ αυτό». Όποιες επιφυλάξεις κι αν είχε για το γάμο του, κανένας άντρας δε θα αντιστεκόταν στο θέαμα μιας γυναίκας σαν την Τζο. Η λέξη όμορφη δεν αρκούσε για να την περιγράψει. Ακτινοβολούσε, αν και ούτε αυτή η λέξη απέδιδε ακριβώς την πραγματικότητα. «Όπως και να ’χει, δε νομίζω ότι η Σεραφίνα είναι ο τύπος του». Η Τζόσλιν στριφογύρισε τα μάτια της. «Πόσο αφελής είσαι, Λίλι. Κάθε γυναίκα είναι ο τύπος ενός άντρα... αρκεί να είναι πρόθυμη. Και ξέρω με σιγουριά ότι η λαίδη Σεραφίνα Μέιτλιν ήταν με το παραπάνω πρόθυμη σε αρκετές περιπτώσεις». Τα μάτια της Λίλι άνοιξαν διάπλατα. «Αλήθεια;» «Ξέρω πως έκανε εραστή της τον λόρδο Χόλογουεϊ και είμαι αρκετά βέβαιη πως είχε επίσης κρυφό ερωτικό δεσμό με τον Κρίστοφερ Μπάρκλεϊ». «Εκείνος σου το είπε;» «Όχι. Ο Κρίστοφερ είναι ένας τζέντλεμαν. Όμως οι άντρες έχουν έναν συγκεκριμένο τρόπο να κοιτάζουν μια γυναίκα την οποία απέκτησαν. Το κατάλαβα λοιπόν από τον τρόπο που κοιτούσαν ο
ένας τον άλλο». «Εννοείς, σαν να μοιράζονταν ένα μυστικό». Η Τζόσλιν ένευσε καταφατικά. «Ακριβώς». Κάθισε στο σκαμπό μπροστά στον καθρέφτη και περίμενε τη Λίλι για να της κουμπώσει το πανάκριβο διαμαντένιο περιδέραιο, δώρο του πατέρα της για τα δέκατα ένατα γενέθλιά της. Ύστερα η Τζόσλιν σηκώθηκε και έριξε μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη. «Κατέβα εσύ πρώτη. Εγώ θα κατέβω μερικά λεπτά αργότερα». Στην Τζο άρεσε να κάνει εντυπωσιακή είσοδο. Η Λίλι ήταν σίγουρη πως με το φόρεμα που φορούσε, αυτό ακριβώς θα έκανε. «Θα σε δω κάτω», είπε η Λίλι, νιώθοντας πως θα προτιμούσε να αντιμετωπίσει την κρεμάλα παρά να περάσει τη βραδιά με ένα σωρό άγνωστους ανθρώπους. Στην πραγματικότητα, όσο κι αν πάσχιζε να το κρύψει, ήταν περισσότερο επαρχιώτισσα απ’ όσο φαινόταν και διασκέδαζε πιο πολύ με το ράψιμο παρά με το χορό. Έφυγε από το δωμάτιο και κατευθύνθηκε προς τη σκάλα, σταματώντας μόνο στην κορυφή του περίτεχνου παραπέτου ίσα για να ισιώσει το κορσάζ της μεταξωτής βερικοκί τουαλέτας της. Την είχε μεταποιήσει για να ταιριάζει στη δική της, πιο λεπτή σιλουέτα και είχε αφαιρέσει αρκετούς τοκάδες, καθώς και λίγο από το επιπλέον πράσινο σατέν γαρνίρισμα, δημιουργώντας έτσι ένα πιο λιτό μοντέλο, το οποίο πίστευε πως της ταίριαζε περισσότερο. Προσπάθησε να μην αναρωτηθεί αν θα άρεσε στον Ρόγιαλ, όταν όμως κοίταξε προς τα κάτω, τον είδε να στέκεται στην είσοδο και να την παρατηρεί επίμονα. Στο όμορφο πρόσωπό του υπήρχε ένα αμυδρό χαμόγελο επιδοκιμασίας. Αυτό το χαμόγελο εξαφανίστηκε μόλις η Λίλι κατέβηκε ως τη βάση της σκάλας. Ο τρόπος του έγινε τυπικός. «Μις Μόραν, είστε πολύ όμορφη απόψε». «Σας ευχαριστώ, εξοχότατε». «Ελπίζω να έχετε αντοχές για τη βραδιά. Εσείς και η θεία μου κοπιάσατε πολύ για να είναι όλα έτοιμα απόψε. Σας αξίζει να διασκεδάσετε». Αν ήταν κάποιος άλλος, ίσως η Λίλι να του έλεγε απλώς πως ήταν ενθουσιασμένη με τη βραδιά που είχαν μπροστά τους. Για κάποιο λόγο όμως, όταν μιλούσε με τον Ρόγιαλ η αλήθεια ήταν σαν να έβγαινε από μόνη της. «Στην πραγματικότητα, είμαι κάπως ντροπαλή, εξοχότατε. Απλώς υπομένω αυτές τις εκδηλώσεις, κατά βάθος θα προτιμούσα να ράβω ή να διαβάζω». Της χαμογέλασε. «Μια αληθινή σπιτόγατα». «Ως επί το πλείστον, ναι». «Αντίθετα από την εξαδέλφη σας, φαντάζομαι». «Εντελώς αντίθετα από την Τζο. Εκείνη είναι πάντα η ψυχή της συντροφιάς». Αντί όμως να βρει τα λόγια της καθησυχαστικά, ο Ρόγιαλ συνοφρυώθηκε. Φάνηκε έτοιμος να πει κάτι, αλλά εκείνη τη στιγμή η Ματίλντα Κόλφιλντ τους πλησίασε. «Λίλι... μα πού ήσουν τέλος πάντων; Η λαίδη Τάβιστοκ σε ψάχνει παντού. Σε περιμένει στο σαλόνι». Ήταν ένα τέχνασμα για να την απομακρύνει από τον δούκα, για πρώτη φορά όμως η Λίλι χάρηκε για την παρεμβολή της γυναίκας.
«Τότε θα πάω αμέσως κοντά της». Κοίταξε τον Ρόγιαλ, άψογα ντυμένο με τα καλοραμμένα επίσημα ρούχα του. Τα μαλλιά του γυάλιζαν σαν χρυσάφι στο φως των κρυστάλλινων πολυελαίων. «Να με συγχωρείτε...» Ο Ρόγιαλ έκανε μια επίσημη υπόκλιση και η Λίλι έφυγε βιαστικά για το σαλόνι. Ένα τρίο μουσικών με κόκκινα ρούχα και άσπρες περούκες έπαιζε μουσική. Οι περισσότεροι καλεσμένοι είχαν ήδη φτάσει. Υπήρχε λιγότερη τυπικότητα στην επαρχία και όλοι φαίνονταν κάπως πιο χαλαροί απ’ ό,τι στο Λονδίνο. Γέλια αντηχούσαν μέσα στη μεγάλη σάλα. Η Λίλι πήρε ένα ποτήρι σαμπάνια από το δίσκο ενός περαστικού σερβιτόρου και πήγε να αναζητήσει τη χήρα κόμισσα. Την είδε να συζητάει με αρκετούς φίλους της και η πρόθεση της Ματίλντα έγινε ξεκάθαρη. Η χήρα δεν είχε καν προσέξει την απουσία της Λίλι. Κυκλοφορούσε ανάμεσα στον κόσμο αργοπίνοντας τη σαμπάνια της, όταν ο υποκόμης του Γουέλσλι διασταυρώθηκε μαζί της. «Μις Μόραν... Αν μου επιτρέπετε, φαίνεστε εξαίσια απόψε». Του χαμογέλασε. Συμπαθούσε τον Σέρινταν Νόουλζ. Πάντα έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να τη βοηθάει να νιώθει άνετα, και επιπλέον ήταν αρκετά γοητευτικός. «Κι εσείς επίσης φαίνεστε πολύ κομψός». Ήταν αλήθεια. Παρ’ όλο που δε φορούσε επίσημα ρούχα, υπήρχε κάτι κομψό και εξεζητημένο πάνω στον Γουέλσλι, μαζί με μια διακριτική, αν και αδιαφιλονίκητη, αρρενωπότητα. «Θα μου παραχωρούσατε το προνόμιο να σας συστήσω σε μερικούς από τους προσκεκλημένους;» Η Λίλι θα προτιμούσε να τρυπώσει σε μια γωνιά και να γίνει αόρατη, ο Σέρινταν όμως δεν της άφησε αυτή την επιλογή. «Θα ήταν πολύ ευγενικό εκ μέρους σας». Ωστόσο ο υποκόμης δεν την κοιτούσε με ευγένεια. Η Λίλι γνώριζε αρκετά τους άντρες, ώστε να αναγνωρίζει τη ζεστασιά στα πράσινα μάτια του και την αμυδρώς αισθησιακή καμπύλη των χειλιών του. Κάποια κίνηση στην είσοδο τράβηξε την προσοχή του και την επόμενη στιγμή η Τζόσλιν έμπαινε στην αίθουσα. Η μπλε βελούδινη τουαλέτα της αναδείκνυε τη λευκή σαν το γάλα επιδερμίδα της και τόνιζε το προκλητικό στήθος της. Οι καστανές μπούκλες έπεφταν γυαλιστερές πάνω στους ώμους της και στα σαρκώδη χείλη της είχε απλωθεί ένα χαμόγελο που έκοβε την ανάσα. Κάθε συζήτηση σταμάτησε. Ακόμα κι οι υπηρέτες έμειναν ακίνητοι στις θέσεις τους και την κοιτούσαν. «Θεέ και Κύριε!» Η Λίλι γέλασε απαλά. «Εκπληκτική δεν είναι;» Ο Σέρινταν έστρεψε το βλέμμα του στη Λίλι. «Σας ζητώ συγνώμη. Αυτό δεν ήταν καθόλου ευγενικό εκ μέρους μου». Η Λίλι απλώς χαμογέλασε. Ήταν συνηθισμένη να βλέπει την επίδραση της εξαδέλφης της πάνω στους άντρες. «Ίσως όχι, μα ήταν αναμενόμενο. Την έχετε δει μόνο δύο φορές. Ύστερα από λίγο καιρό θα ξεπεράσετε το αρχικό σοκ». Ο Σέρινταν ξανακοίταξε την Τζο, η οποία, αν και συνοδευόμενη από τον δούκα, είχε ήδη μια ομάδα θαυμαστών. «Δεν είμαι σίγουρος ότι θα ήθελα μια σύζυγο της οποίας η καλλονή θα προσήλκυε τόσο μεγάλο
ενδιαφέρον», παρατήρησε ο Σέρι. «Μια γυναίκα η οποία δε θα ήταν ποτέ αποκλειστικά δική μου». «Α, ώστε λοιπόν είστε ένας ρομαντικός, μιλόρδε». «Ίσως και να είμαι, αν όμως το πείτε σε κανέναν θα αναγκαστώ να σας διαψεύσω. Ποιον θα επικαλεστείτε ως μάρτυρά σας;» Η Λίλι γέλασε. «Μάλλον τη λαίδη Τάβιστοκ. Παρά την ηλικία της, νομίζω πως έχει κότσια για όλα». Ο Σέρινταν χαμογέλασε και η Λίλι ξανακοίταξε προς την Τζο. «Μπορεί να είναι κάπως ατίθαση, νομίζω όμως πως τα πλεονεκτήματα υπερτερούν των μειονεκτημάτων». Ο υποκόμης ανασήκωσε το φρύδι συμπεραίνοντας ότι η Λίλι αναφερόταν στην ευχαρίστηση που θα αντλούσε ένας άντρας από την ερωτική συνεύρεση με μια τέτοια γυναίκα. Η Λίλι κοκκίνισε. Ο Σέρινταν το παρατήρησε και χαμογέλασε. «Είστε πολύ γλυκιά, θα ήταν μεγάλη μου ευχαρίστηση να σας συστήσω σε μερικούς από τους καλεσμένους μας». Της πρόσφερε το μπράτσο του και η Λίλι το δέχτηκε. «Πάμε;» Για μια στιγμή η ματιά της περιπλανήθηκε ως την άλλη άκρη της αίθουσας και διαπίστωσε με έκπληξη ότι ο Ρόγιαλ την κοιτούσε επίμονα. Ένα ρίγος διαπέρασε το κορμί της, αλλά η Λίλι το αγνόησε. Γύρισε από την άλλη μεριά και άφησε τον Σέρινταν να την οδηγήσει ανάμεσα στον κόσμο, προσέχοντας να δίνει όλη την προσοχή της στον ψηλό άντρα που είχε δίπλα της και όχι στον ακόμα ψηλότερο που βρισκόταν στην άλλη άκρη της σάλας. ***
Η Τζόσλιν διαπίστωνε με έκπληξη ότι η βραδιά εξελισσόταν πολύ πιο ευχάριστα απ’ όσο είχε φανταστεί. Ο μελλοντικός σύζυγός της ήταν εξαιρετικά περιποιητικός, τη σύστησε στους καλεσμένους, φεύγοντας σπανίως από το πλευρό της. Η Τζόσλιν φλέρταρε έντονα όταν ο δούκας χόρεψε μαζί της ένα βαλς και φρόντισε να του δώσει ακόμα μεγαλύτερη προσοχή όταν εντόπισε την ψηλή, λυγερόκορμη κοκκινομάλλα Σεραφίνα Μέιτλιν. Την είδε με ιδιαίτερη απόλαυση να παίρνει ένα ύφος σαν να της είχε σταθεί κόκαλο στο λαιμό, όταν κατάλαβε ότι η προσοχή του δούκα ήταν στραμμένη εξ ολοκλήρου στην Τζόσλιν. Όταν ο Ρόγιαλ πήγε να της φέρει μια κούπα με ποντς, οι δυο κοπέλες είχαν μια σύντομη επαφή. «Ώστε τύλιξες τον δούκα, έτσι;» Η Τζόσλιν ανασήκωσε τους ώμους της. «Υποθέτω πως θα μπορούσα να στοχεύσω σε κάποιον πρίγκιπα, όμως είμαι πρόθυμη να κάνω τη θυσία για έναν άντρα τόσο όμορφο και γοητευτικό όσο ο Ρόγιαλ». «Τον αγοράζεις. Χρειάζεται τα χρήματά σου». Η Τζόσλιν απλώς χαμογέλασε. «Μπορείς να σκεφτείς καλύτερο τρόπο να τα ξοδέψω;» Είδε τον Ρόγιαλ να έρχεται προς το μέρος της και πήγε κοντά του, αφού έριξε μια τελευταία, θριαμβευτική ματιά στην αντίζηλό της. Σε γενικές γραμμές ήταν ένα ευχάριστο, ικανοποιητικό βράδυ, κάτι όμως έδειχνε να λείπει. Ούτε μια στιγμή δε σκίρτησε η καρδιά της όποτε ο δούκας την άγγιζε. Ούτε μια φορά το βλέμμα του δεν την έκανε να νιώσει ζάλη. Ένα χρόνο νωρίτερα η Τζο δε θα το είχε προσέξει. Αυτό όμως πριν χορέψει με τον Κρίστοφερ Μπάρκλεϊ. Πριν τη συνοδεύσει στον κήπο και τη φιλήσει. Βλαστήμησε νοερά τον εαυτό της. Τώρα
ήξερε πώς μπορούσε να νιώσει για έναν άντρα. Είχε γευτεί την παραφορά εκείνου του φιλιού. Όμως δεν είχε και τόση σημασία. Γιατί ο Ρόγιαλ ήταν ένας δούκας. Με την εξαιρετική του εμφάνιση και τον εντυπωσιακό τίτλο του, ήταν ο πλέον περιζήτητος γαμπρός σ’ όλη την Αγγλία. Ο Ρόγιαλ μπορούσε να της προσφέρει όλα όσα πόθησε στη ζωή της. Και θα τον αποκτούσε. Άκουσε τη βαθιά, αρρενωπή φωνή του πίσω της. «Οι ώρες περνούν, Τζόσλιν. Θα ήθελα να σας μιλήσω για λίγο ιδιαιτέρως, αν μπορώ, στον εξώστη». Του χαμογέλασε και ένευσε καταφατικά, ελπίζοντας πως θα της έλεγε επιτέλους τα λόγια που θα διασφάλιζαν το μέλλον της. Ο Ρόγιαλ πήρε το γαντοφορεμένο χέρι της και το ακούμπησε πάνω στο μπράτσο του, ύστερα βγήκε μαζί της στον κρύο νυχτερινό αέρα, φροντίζοντας να φαίνονται από τον κόσμο στο σαλόνι. Έβγαλε το επίσημο σακάκι του και το πέρασε γύρω από τους ώμους της. «Εδώ έξω κάνει περισσότερο κρύο απ’ όσο νόμιζα». «Δεν πειράζει. Το σακάκι διατηρεί τη ζεστασιά του σώματός σας και θα με κρατήσει ζεστή». Κάτι στο βλέμμα του ίσως σήμαινε πως σκέφτηκε τη γαμήλια νύχτα τους. Ο Ρόγιαλ ήταν ένας ανδροπρεπής, αρρενωπός άντρας και η Τζόσλιν έβρισκε ενδιαφέρουσα την ιδέα να πλαγιάσει μαζί του. Ο Ρόγιαλ πήρε το χέρι της και την έκανε να γυρίσει προς το μέρος του. «Το διάστημα που βρίσκεστε στο Μπράνσφορντ είχαμε την ευκαιρία να γνωριστούμε λίγο. Αρκετά, πιστεύω, ώστε, αν το θέλετε κι εσείς, να προχωρήσουμε ένα βήμα πιο πέρα, προς ένα κοινό μέλλον». Γονάτισε στο ένα γόνατο. Οι αναμμένοι πυρσοί κοντά στο κιγκλίδωμα φώτιζαν τα ψηλά ζυγωματικά του και έκαναν τα ξανθά μαλλιά του να χρυσίζουν. «Μις Κόλφιλντ, θα μου κάνετε την τιμή να γίνετε σύζυγός μου;» Του χαμογέλασε ζωηρά, κυριευμένη από ανακούφιση. Επιτέλους! Θα γινόταν η δούκισσα του Μπράνσφορντ! Δεν έβλεπε την ώρα να το πει στη μητέρα της! Και ο πατέρας της θα ενθουσιαζόταν επίσης. «Θα ήταν και δική μου τιμή, εξοχότατε». Σηκώθηκε πάλι όρθιος, ανασήκωσε το πρόσωπό της με τα δάχτυλά του και την κοίταξε στα μάτια. Ύστερα την οδήγησε προς τη σκιά, έσκυψε το κεφάλι του και τη φίλησε απαλά. Ήταν ένα πολύ καθωσπρέπει φιλί, που διήρκεσε μόλις μερικές στιγμές, ωστόσο η Τζο ένιωσε μια αμυδρή έξαψη. Ευχαρίστηση τη συνεπήρε. Τουλάχιστον ο Κρίστοφερ Μπάρκλεϊ δεν ήταν ο μοναδικός άντρας που μπορούσε να την κάνει να αισθανθεί γυναίκα. Ο Ρόγιαλ την οδήγησε πάλι προς το φως των πυρσών. «Μόλις επιστρέψετε στο Λονδίνο, θα έρθω στην πόλη για να μιλήσω στον πατέρα σας. Θα ρυθμίσουμε τα σχετικά με το γάμο και ύστερα θα αποφασίσουμε πότε ακριβώς θα αναγγείλουμε επισήμως τους αρραβώνες μας». «Η μητέρα θα ενθουσιαστεί!» Την κοίταξε για λίγο εξεταστικά και η Τζο αναρωτήθηκε τι έψαχνε ο Ρόγιαλ στο πρόσωπό της. «Καλύτερα να επιστρέψουμε στη σάλα», της είπε, «διαφορετικά θα δημιουργήσουμε σίγουρα ένα σκάνδαλο». Πριν μπουν, έβγαλε το σακάκι του από τους ώμους της και το ξαναφόρεσε. Ύστερα πήρε το χέρι της και την οδήγησε πίσω στο σαλόνι. Από την απέναντι πλευρά το βλέμμα της μητέρας της διασταυρώθηκε με το δικό της και η Τζο
χαμογέλασε ακτινοβολώντας. Το σήμα ερμηνεύτηκε σωστά και η μητέρα της χαμογέλασε κι εκείνη πλατιά. «Οι επισκέπτες άρχισαν να φεύγουν», είπε δίπλα της ο Ρόγιαλ. «Πρέπει να βρω τη θεία μου ώστε να τους αποχαιρετήσουμε όλους. Θα σας δω το πρωί». Την οδήγησε στη γυναικεία ομήγυρη που συνομιλούσε με τη μητέρα της και η Τζο του χάρισε ένα τελευταίο, ζεστό χαμόγελο. «Καληνύχτα, Ρόγιαλ», του είπε καθώς εκείνος έσκυβε πάνω από το γαντοφορεμένο χέρι της και φιλούσε την ανάποδη της παλάμης της. Αφού καληνύχτισε ευγενικά τη μητέρα της, ο δούκας έφυγε για να βρει τη θεία του. Μόλις χάθηκε από το οπτικό πεδίο της, η μητέρα της στράφηκε απότομα στην Τζο. «Ώστε σε ζήτησε επιτέλους!» Το στρουμπουλό πρόσωπο της μητέρας της φεγγοβόλησε από ένα χαμόγελο. «Όλα είναι κανονισμένα. Μόλις επιστρέψουμε στο Λονδίνο, ο Ρόγιαλ θα έρθει να μιλήσει στον πατέρα». «Ω, αυτό είναι θαυμάσιο νέο. Θα οργανώσουμε έναν μεγαλειώδη γάμο. Μπορούμε να κάνουμε την αναγγελία ενόσω ο δούκας θα βρίσκεται στην πόλη». «Ναι, είναι στ’ αλήθεια συναρπαστικό», είπε η Τζόσλιν παρασυρμένη από τον ενθουσιασμό της μητέρας της. «Δεν είναι; Η κόρη μου μία δούκισσα! Ο Χένρι θα χαρεί πολύ. Κι εσύ θα γίνεις το πρόσωπο της ημέρας». Η εξοχοτάτη, η δούκισσα του Μπράνσφορντ. Έμοιαζε με παραμύθι. Η Τζόσλιν κοίταξε τριγύρω στη σάλα τα σημάδια της φθοράς. «Από αύριο νομίζω πως θα επιθεωρήσω το σπίτι και θα αρχίσω να σκέφτομαι τι θα χρειαστεί για την ανακαίνισή του». «Καλή ιδέα. Νομίζω πως θα σε βοηθήσω». Η Τζόσλιν έγνεψε καταφατικά, χαρούμενη για τη βοήθεια της μητέρας της. «Νομίζω πως μεθαύριο θα πρέπει να φύγουμε για το σπίτι. Αυτή η ανιαρή επαρχία δεν αντέχεται για πολύ». Η μητέρα της συμφώνησε κουνώντας το κεφάλι και το διπλοσάγονό της τρεμούλιασε. «Δε θα μπορούσα να συμφωνήσω περισσότερο μαζί σου, χρυσή μου. Και όσο πιο γρήγορα επιστρέψουμε, τόσο πιο σύντομα θα έρθει ο εξοχότατος. Και τότε ο αρραβώνας σας θα επισημοποιηθεί. Όλη η υψηλή κοινωνία θα πληροφορηθεί πως είσαι η εκλεκτή η οποία θα γίνει η επόμενη δούκισσα του Μπράνσφορντ». Η Τζόσλιν κοίταξε προς την πόρτα απ’ όπου ο δούκας είχε μόλις εξαφανιστεί. Έπειτα το βλέμμα της έπεσε πάνω στη λαίδη Σεραφίνα Μέιτλιν και η Τζόσλιν της έστειλε ένα μοχθηρό, θριαμβευτικό χαμόγελο. Ικανοποίηση την είχε κατακλύσει. Εκτός από τη Σεραφίνα, σύντομα θα το μάθαιναν όλοι στο Λονδίνο. Η Τζόσλιν δεν έβλεπε την ώρα.
Κεφάλαιο 10
Το πρώτο βήμα είχε γίνει. Τώρα απέμεναν τα τυπικά στάδια. Ο Ρόγιαλ καθόταν στο γραφείο του και αναλογιζόταν το μέλλον του ως παντρεμένου. Η γυναίκα την οποία είχε επιλέξει ο πατέρας του ήταν όμορφη και επιθυμητή, ωστόσο ελάχιστα του κινούσε το ενδιαφέρον. Είχε φύγει λίγο μετά τη νύχτα της δεξίωσης μαζί με τη μητέρα της, γκρινιάζοντας που ξύπνησε νωρίς, αλλά πρόθυμη να επιστρέψει στο σπίτι της. Η Λίλι τις είχε συνοδεύσει. Η Λίλι! Δεν είχε μείνει μόνος μαζί της από την ημέρα που τη φίλησε στο λαβύρινθο, και ήταν ευγνώμων γι’ αυτό. Ύστερα από την προηγούμενη νύχτα, δε θα μπορούσε να της μιλήσει ξανά παρά μόνο ως φίλος. Και η φιλία ήταν το τελευταίο πράγμα που ένιωθε για τη Λίλι. Τώρα οι γυναίκες είχαν φύγει και ο Ρόγιαλ ένιωθε ανακουφισμένος. «Συγνώμη που διακόπτω, εξοχότατε, όμως φαίνεται πως έχετε έναν επισκέπτη». Στη θέα του ψηλού, κοκαλιάρη υπηρέτη ο Ρόγιαλ ανακάθισε. «Για ποιον πρόκειται;» «Είναι ο κύριος Μόργκαν, κύριε. Να τον συνοδεύσω μέσα;» Δεν περίμενε τον ιδιωτικό ερευνητή να επιστρέψει τόσο σύντομα, όμως ανυπομονούσε να μάθει τι είχε να του πει. «Ναι. Σ’ ευχαριστώ Γκριβς». Ο Τσέις Μόργκαν μπήκε στο γραφείο. Ο Ρόγιαλ σηκώθηκε πίσω από το γραφείο του. «Κάθισε». Ο Μόργκαν υπάκουσε και ο Ρόγιαλ ξανακάθισε. «Ομολογώ πως η επίσκεψή σου με ξαφνιάζει. Δε σε περίμενα τόσο γρήγορα». «Η δουλειά δεν ήταν τόσο δύσκολη όσο είχα φανταστεί. Μόλις άρχισα το ψάξιμο, τα κομμάτια του παζλ συναρμολογήθηκαν μόνα τους». Σήκωσε τον μαύρο δερμάτινο χαρτοφύλακα, τον ακούμπησε στο γραφείο και έβγαλε από μέσα μια στοίβα χαρτιά. «Είναι απίστευτο τι μπορεί να μάθει κανείς αν ψάξει αρκετά βαθιά». «Και τι ακριβώς έμαθες;» Ο Μόργκαν ξεχώρισε μερικές σελίδες από τις υπόλοιπες. «Αυτός είναι ο κατάλογος που έφερα μαζί μου την τελευταία φορά που ήμουν εδώ. Είναι τα ονόματα των ιδιοκτητών των εταιρειών στις οποίες επένδυσε ο πατέρα σας, ή που είχαν μετοχές σ’ αυτές». Κοίταξε τον δούκα. «Δεν μπόρεσα να εντοπίσω ούτε έναν απ’ αυτούς τους ανθρώπους». Ο Ρόγιαλ συνοφρυώθηκε. Έσκυψε πάνω από το γραφείο για να εξετάσει τα ονόματα της λίστας. «Θες να πεις ότι ο πατέρας μου επένδυσε χρήματα σε εταιρείες ανύπαρκτες;» «Φοβάμαι πως ναι. Οι εταιρείες των οποίων αγόρασε μετοχές ήταν επίσης ανύπαρκτες. Τα έγγραφα ήταν όλα πλαστά». Ο Ρόγιαλ χρειάστηκε μια στιγμή για να επεξεργαστεί την πληροφορία. «Δηλαδή δεν υπήρχαν ούτε Ανθρακωρυχεία Ράνσμπεργκ ούτε Σάουθγουορντ Μιλ ούτε τίποτε άλλο». «Ακριβώς. Ο πατέρας σας ήταν πολύ άρρωστος για να επισκεφτεί ο ίδιος αυτές τις εταιρείες. Ούτε έστειλε κάποιον άλλο για έρευνα, έτσι δεν έμαθε ποτέ την αλήθεια». «Αν οι εταιρείες δεν υπάρχουν, τότε ποιος πήρε τα χρήματα;» «Οι τραπεζικές επιταγές από τους λογαριασμούς του πατέρα σας εκδόθηκαν σε έναν συγκεκριμένο άνθρωπο, κάποιον δικηγόρο με το όνομα Ρίτσαρντ Καλ. Η δουλειά του Καλ ήταν να διανείμει τα χρηματικά ποσά στις διάφορες εταιρείες. Το γραφείο του έκλεισε και ο άνθρωπος αυτός εξαφανίστηκε περίπου την ίδια εποχή που πέθανε ο πατέρας σας». Ο Ρόγιαλ δεν μπορούσε να πιστέψει στα αυτιά του. Όλα ήταν μια τεράστια και καλά οργανωμένη
απάτη με σκοπό την αφαίρεση της περιουσίας του άρρωστου δούκα. Ο Ρόγιαλ έσφιξε τα δόντια του. «Θα τον βρω». «Ίσως μπορείτε», είπε ο Μόργκαν, «όμως εδώ υπάρχει κάτι ενδιαφέρον. Σύμφωνα με τις πηγές μου, οι επιταγές μπορεί να γράφτηκαν στο όνομα του Καλ, αλλά τελικώς τα χρήματα πήγαν σε κάποιον Πρέστον Λούμις. Είναι ο ίδιος που έπεισε τον εκλιπόντα δούκα να επενδύσει σ’ αυτές τις εταιρείες. Επίσης είναι ο άνθρωπος ο οποίος τις εφηύρε. Μήπως τον έχετε ακουστά;» Ο Ρόγιαλ έσφιξε ασυναίσθητα τη γροθιά του πάνω στο τραπέζι. «Ήταν ένας φίλος του πατέρα μου. Ο αδερφός μου ο Ρουλ τον είχε αναφέρει σε κάποιο γράμμα του πριν από μερικά χρόνια, ενώ ζούσα ακόμα στα Μπαρμπάντος. Είπε πως οι δυο τους είχαν γίνει πολύ καλοί φίλοι». «Αν δεν απατώμαι, αυτό δε θα πρέπει να έγινε πολύ αργότερα από το πρώτο εγκεφαλικό επεισόδιο του πατέρα σας». «Περίπου την ίδια εποχή, πράγματι. Κανείς από μας δεν έμαθε πόσο σοβαρό ήταν ακριβώς, τουλάχιστον μέχρι να έρθουμε στο σπίτι λίγο πριν από το θάνατό του. Τότε υποθέταμε όλοι πως σύντομα θα ανέρρωνε. Θυμάμαι πως όταν διάβασα το γράμμα χάρηκα που ο πατέρας μου είχε κάποιον να του κρατάει συντροφιά στη διάρκεια της ανάρρωσής του». «Σας έγραψε ποτέ ο πατέρας σας γι’ αυτό τον άνθρωπο;» «Μετά το εγκεφαλικό επεισόδιο είχε ένα πρόβλημα στο δεξί χέρι, έτσι ο υπηρέτης του έγραφε τα γράμματα για λογαριασμό του». Αναστέναξε. «Ήταν εξαιρετικά διορατικός. Αν δεν είχε αρρωστήσει, αποκλείεται να έπεφτε θύμα ενός απατεώνα σαν τον Λούμις». Ο Ρόγιαλ κοίταξε πάλι τα έγγραφα. «Πώς ανακάλυψες ότι ο Πρέστον Λούμις κρυβόταν πίσω από την απάτη;» Ένα αδιόρατο χαμόγελο φάνηκε στο στόμα του Μόργκαν. «Έχω τις πηγές μου. Είναι απίστευτο τι μπορεί να ανακαλύψει κανείς αν λαδώσει λίγο». «Πού βρίσκεται τώρα ο Λούμις;» «Στο Λονδίνο και ζει σαν βασιλιάς. Αν είχατε δεχτεί ως δεδομένη τη χρεοκοπία, αποδίδοντάς την απλώς στην αδυναμία του πατέρα σας, τίποτε απ’ όλα αυτά δε θα είχε βγει ποτέ στο φως. Στην πόλη ο Λούμις θεωρείται ένας πολύ ευφυής οικονομικός σύμβουλος, αν και ισχυρίζεται πως ουσιαστικά έχει αποσυρθεί, και είναι εξαιρετικά επιλεκτικός με την πελατεία του. Αναμφισβήτητα αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που επωφελήθηκε από την αδυναμία κάποιου, και δε θα είναι ούτε η τελευταία». Ο Ρόγιαλ με δυσκολία έκρυβε την οργή του. «Δε βλέπω άλλη επιλογή από το να αποταθώ στις Αρχές». «Με ποια στοιχεία; Μπορούμε να αποδείξουμε πως έγινε απάτη, αφού καμία από τις εταιρείες δεν υπάρχει, αλλά όλες οι ενδείξεις ενοχοποιούν τον Ρίτσαρντ Καλ. Όμως ο Καλ έχει εξαφανιστεί σαν να μην υπήρξε ποτέ. Ίσως να μη βρίσκεται καν στη χώρα, ακόμα όμως και να ήταν εδώ πιθανότατα θα χρησιμοποιούσε διαφορετικό όνομα». «Και οι άνθρωποι που σε πληροφόρησαν για τον Λούμις;» «Αγύρτες και χαρτοκλέφτες. Κανενός ο λόγος δε θα ενοχοποιούσε ποτέ έναν υποδειγματικό πολίτη σαν τον Λούμις. Ακόμα κι αν πηγαίνατε στις Αρχές, δε θα καταφέρνατε να πάρετε πίσω δεκάρα τσακιστή από τα κλεμμένα χρήματα. Ο Λούμις θα φρόντιζε να τα καταχωνιάσει κάπου με ασφάλεια, ώσπου να απαλλαγεί απ’ όλες τις κατηγορίες... κάτι που αναμφίβολα θα κατάφερνε». Ο Ρόγιαλ έγειρε μπροστά. «Αφού δεν έχουμε αποδείξεις, θα χρειαστεί απλώς να ψάξουμε ώσπου να βρούμε. Αρνούμαι να καθίσω με σταυρωμένα τα χέρια και να αφήσω αυτό τον άνθρωπο να
ξεφύγει με την περιουσία των Μπράνσφορντ στα χέρια του». Ο Μόργκαν τον παρατήρησε συλλογισμένος. «Ίσως σπαταλάτε περισσότερα χρήματα σε μία ήδη χαμένη υπόθεση, αν όμως είστε σίγουρος πως αυτό θέλετε, θα συνεχίσω να ψάχνω. Σας προειδοποιώ ωστόσο πως το πιθανότερο είναι να πρόκειται για χάσιμο χρόνου. Ο άνθρωπος αυτός δεν έφτασε εδώ που βρίσκεται αφήνοντας πίσω του ίχνη που θα τον έστελναν εύκολα στη φυλακή». Ο Ρόγιαλ δεν είπε τίποτα. Τα επιχειρήματα του Μόργκαν ήταν λογικά, όμως αρνιόταν να παραδώσει τόσο γρήγορα τα όπλα. Αν μη τι άλλο, το όφειλε στον πατέρα του. Τελικά, σηκώθηκε όρθιος και ο Μόργκαν τον μιμήθηκε. «Συνέχισε να ψάχνεις», είπε ο Ρόγιαλ. «Ψάξε το παρελθόν του. Ίσως βρεις κάτι εκεί». «Αυτός ήταν ο επόμενος στόχος μου». «Χρειαζόμαστε γερά στοιχεία εναντίον του. Ενημέρωσέ με αμέσως μόλις μάθεις κάτι». Ο Μόργκαν έκανε μια υπόκλιση, πήρε τα πράγματά του και έφυγε από το γραφείο. Ο Ρόγιαλ σκέφτηκε τον πατέρα του και ένιωσε ένα πολύ δυσάρεστο συναίσθημα. Μια δυνατή ενοχή που τον αρρώσταινε. Θα έπρεπε να βρίσκεται κοντά του. Αν είχε έρθει, ο δούκας δε θα είχε εξαπατηθεί. Η οικογενειακή περιουσία θα είχε παραμείνει ανέπαφη. Έσφιξε τα δόντια του. Θα έβρισκε πάση θυσία έναν τρόπο για να κάνει αυτό τον Πρέστον Λούμις να πληρώσει για το έγκλημά του. Θα τον έκανε να το πληρώσει. ***
Η Λίλι έμαθε την είδηση και η καρδιά της βούλιαξε στο στήθος της. Ο Ρόγιαλ ερχόταν στο Λονδίνο για να συναντηθεί με τον πατέρα της Τζόσλιν. Είχαν περάσει σχεδόν δύο εβδομάδες από την αναχώρησή της από το Μπράνσφορντ Κασλ. Σ’ αυτό το διάστημα είχε φροντίσει να διώξει τον δούκα από το μυαλό της. Όμως αυτό το πρωί ένας αγγελιοφόρος έφερε στην Τζο ένα σημείωμα με την πληροφορία ότι η συνάντηση μεταξύ του Ρόγιαλ και του πατέρα της θα λάμβανε χώρα στο σπίτι, δύο μέρες αργότερα, στις τρεις η ώρα. Η Λίλι δεν είχε δικαίωμα να νιώθει δυσθυμία, σαν να έχανε κάτι πολύτιμο που ήταν γραφτό να γίνει δικό της. Ήξερε από την αρχή ότι ο Ρόγιαλ ανήκε στην Τζο κι ότι οι δυο τους ήταν ένα ταιριαστό ζευγάρι, τόσο όμορφοι κι οι δυο, με ισχυρή προσωπικότητα και ένα μαγνητισμό που έκανε όλα τα βλέμματα να στρέφονται πάνω τους όποτε έμπαιναν σε μια αίθουσα. Όχι σαν τη Λίλι, η οποία προτιμούσε να μένει στη σκιά. Ήλπιζε πως κάποτε θα ζούσε μια ήσυχη ζωή, με έναν στοργικό σύζυγο και παιδιά, αν και αυτό ήταν ένα μακρινό όνειρο. Μια ελπίδα πως κάποτε θα συναντούσε και η ίδια τον γοητευτικό πρίγκιπά της, ο οποίος θα ερχόταν και θα την έπαιρνε μακριά με το άσπρο άλογό του και θα ζούσαν ευτυχισμένοι για πάντα. Στο μεταξύ, θα φρόντιζε η ίδια τον εαυτό της, θα αυτοσυντηρούνταν με τα χρήματα που θα κέρδιζε από το καπελάδικό της. Αυτό ήταν ένα διαφορετικό, πιο άμεσο όνειρο, και για να το πραγματοποιήσει είχε μια συγκεκριμένη αποστολή να φέρει εις πέρας, τώρα που ήλπιζε να αρχίσει την καριέρα της ως επιχειρηματίας. Κατηφορίζοντας την Μποντ Στρητ κάτω από έναν βαρύ γκρίζο ουρανό και με το πλατύγυρο μπονέ και τη μάλλινη κάπα της να την προστατεύουν από τις πρώτες σταγόνες της βροχής, η Λίλι έστριψε στη Χάρκεν Λέιν, μια μικρή οδό γεμάτη μοντέρνα καταστήματα: ένα ωρολογοποιείο, ένα υαλοπωλείο, το επιπλοποιείο Γουίνστον. Μία φημισμένη μοδίστρα είχε επίσης εκεί το κατάστημά
της. Έφτασε στο μικρό, άδειο κατάστημα με τα κάθετα πλαίσια στα παράθυρα και κοντοστάθηκε για μια στιγμή να πάρει δυνάμεις. Πήρε βαθιά ανάσα, γύρισε το πόμολο και πέρασε σ’ έναν στενό, πρόσφατα βαμμένο χώρο, ο οποίος θα ήταν τέλειος για το σκοπό που τον ήθελε. Καθώς έμπαινε, ένα κουδούνι αντήχησε πάνω από την πόρτα. Η Λίλι ετοιμαζόταν να φωνάξει, όταν μια ψηλή χοντροκόκαλη γυναίκα ήρθε προς το μέρος της χαμογελαστή. «Μπορώ να σας βοηθήσω;» «Το ελπίζω. Ονομάζομαι Λίλι Μόραν και φτιάχνω καπέλα. Έτυχε να δω την επιγραφή με το ενοικιαστήριο πάνω από την πόρτα, όταν περνούσα χτες από τη γειτονιά για να παραδώσω κάποια από τα καπέλα μου. Κανείς δεν ήταν εδώ, όμως το μηνιαίο ενοίκιο που διάβασα στην πινακίδα ήταν λογικό, έτσι ξαναπέρασα σήμερα με την ελπίδα να μιλήσω σε κάποιον για την ενοικίαση αυτού του χώρου». Το χαμόγελο της γυναίκας έγινε πιο εγκάρδιο στο πλατύ πρόσωπό της. «Πιλοποιός είστε λοιπόν; Λέγομαι Ορτάνς Σίλιφαντ. Ο σύζυγός μου κι εγώ είμαστε οι ιδιοκτήτες του κτιρίου. Χαίρομαι πολύ για τη γνωριμία, μις Μόραν». «Κι εγώ. Το κατάστημα είναι ακόμα διαθέσιμο;» «Είναι. Γνωρίζετε πως υπάρχει κι ένα μικρό επιπλωμένο διαμέρισμα στον επάνω όροφο;» «Ναι. Και θα ήθελα πολύ να το δω. Η γυναίκα δίστασε. «Σκοπεύετε να μείνετε εδώ μόνη;» «Η εξαδέλφη με την οποία ζω πρόκειται να παντρευτεί, πράγμα που σημαίνει πως θα πρέπει να βρω ένα δικό μου σπίτι. Μπορώ να σας δώσω μια συστατική επιστολή από τους γονείς της, τον κύριο και την κυρία Χένρι Κόλφιλντ. Σας διαβεβαιώνω πως θα είμαι μια αξιοπρεπής ένοικος». «Ο Χένρι Κόλφιλντ είναι ο ιδιοκτήτης της τράπεζας στο επόμενο τετράγωνο. Σωστά;» «Ναι, είναι». Η σπιτονοικοκυρά έγνεψε καταφατικά, ικανοποιημένη. «Αν θέλετε να με ακολουθήσετε, μπορούμε να πάμε να σας δείξω το διαμέρισμα. Είναι μικρό, αλλά βολικό». Η Λίλι ανέβηκε τις σκάλες στο πίσω μέρος του σπιτιού. Το διαμέρισμα είχε ένα αναπαυτικό καθιστικό το οποίο ζεσταινόταν από ένα μικρό παραγώνι όπου έκαιγαν κάρβουνα. Υπήρχε ένας καναπές, καθώς και μία ασορτί πολυθρόνα σε σκούρα ροζ απόχρωση, ενώ στη μια άκρη του δωματίου υπήρχε μια κουζίνα με ένα στρογγυλό ξύλινο τραπέζι για δύο άτομα. «Η κρεβατοκάμαρα είναι από δω». Ήταν μικροσκοπική και το κρεβάτι καταλάμβανε σχεδόν όλο το χώρο, όμως υπήρχε μια όμορφη δρύινη συρταροθήκη και ένα κομό με καθρέφτη. Η μυρωδιά φρέσκιας μπογιάς πλανιόταν ακόμα στον αέρα και το χαλί Ομπισόν φαινόταν φρεσκοτιναγμένο. «Είναι πολύ όμορφο». Κατέβηκαν και πάλι κάτω και σταμάτησαν μόλις έφτασαν στο γκισέ της πίσω πλευράς του καταστήματος. Η κυρία Σίλιφαντ παρατήρησε το ταφταδένιο, γκριζογάλανο μπονέ της Λίλι με την κόκκινη μπορντούρα, που ταίριαζε όμορφα με το φουστάνι περιπάτου το οποίο φορούσε. «Να υποθέσω ότι φτιάξατε μόνη σας αυτό το όμορφο μπονέ που φοράτε;» Η Λίλι χαμογέλασε κολακευμένη. «Ναι, εγώ το έφτιαξα». «Είναι πολύ όμορφο καπέλο. Και πιστεύω πως με όλα αυτά τα καταστήματα τριγύρω, ένα καπελάδικο με τόσο υψηλής ποιότητας εμπόρευμα θα αποκτούσε αρκετή φήμη σ’ αυτή την
περιοχή». Η Λίλι δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα χαμόγελο ευτυχίας. «Χαίρομαι που το πιστεύετε». «Τότε ας μη χάνουμε χρόνο, τι λέτε;» Χωρίς άλλες περιστροφές, άρχισαν να συζητούν τους όρους της ενοικίασης του στενού μαγαζιού και του μικρού διαμερίσματος. Ξέροντας ήδη την τιμή, η Λίλι υπολόγισε πως είχε εξοικονομήσει αρκετά για να πληρώσει τους πρώτους έξι μήνες, ακόμα κι αν δεν κατάφερνε να πουλήσει ούτε ένα καπέλο, πράγμα που ήταν σίγουρη πως δε θα συνέβαινε. «Ακούγεται αρκετά λογικό», είπε μόλις η γυναίκα ολοκλήρωσε. «Έχω φέρει τα δύο ενοίκια συν την εγγύηση, όπως έγραφε η πινακίδα σας». Η Λίλι έβγαλε τα χρήματα από το πουγκί της και τα έδωσε στη γυναίκα. Η κυρία Σίλιφαντ μέτρησε τα χαρτονομίσματα κι ύστερα τα έκρυψε στην τσέπη της φούστας της. Έδωσαν τα χέρια και η συμφωνία επισφραγίστηκε. «Αύριο είναι πρώτη Φεβρουαρίου. Η εκμίσθωσή σας αρχίζει από τότε». «Σας ευχαριστώ πολύ, κυρία Σίλιφαντ. Είμαι ενθουσιασμένη». Η γυναίκα χαμογέλασε. «Θα είναι χαρά μας να σας έχουμε εδώ, αγαπητή μου». Της παρέδωσε το κλειδί, το οποίο η Λίλι έκρυψε σαν θησαυρό μέσα στον κόρφο της. Έφυγε από το κατάστημα σχεδόν πετώντας από ευτυχία. Επιτέλους, συνέβαινε! Θα γινόταν μία αληθινή καταστηματάρχισσα. Φυσικά δε θα έφευγε από τους Κόλφιλντ παρά μόνο μετά το γάμο, αφού η Τζόσλιν σίγουρα θα τη χρειαζόταν. Αυτό θα έπαιρνε μερικούς μήνες, όμως σχεδίαζε να ανοίξει το κατάστημά της, το Λίλι Παντ, όπως θα το ονόμαζε, έτσι ώστε να αρχίσει να πουλάει τα καπέλα της αμέσως. Ακόμα και το ελαφρύ ψιλόβροχο που απειλούσε να φέρει μπόρα δεν κατάφερε να χαλάσει την καλή διάθεσή της. Χαμογελούσε, κουνούσε το τσαντάκι της μπρος πίσω και οραματιζόταν την ημέρα της ανεξαρτησίας της, όταν μια αστραφτερή μαύρη άμαξα με τέσσερα άλογα σταμάτησε δίπλα της. Κόπηκε η ανάσα της όταν αναγνώρισε το έμβλημα του δουκάτου του Μπράνσφορντ στο πλάι, με τη χρυσομπογιά φθαρμένη σε αρκετά σημεία. Ύστερα ο Ρόγιαλ άνοιξε την πόρτα και κατέβηκε τα στενά σιδερένια σκαλιά, σαν ένας χρυσός θεός που εμφανιζόταν μπροστά της ερχόμενος απευθείας από τον ουρανό. Η καρδιά της χτύπησε γρήγορα και μέσα στα γάντια οι παλάμες της ίδρωσαν. Πώς μπορούσε να ξεχάσει τόσο γρήγορα πόσο υπέροχος ήταν; Η Λίλι έκανε μια μικρή υπόκλιση. «Εξοχότατε». Κοίταξε το όμορφο πρόσωπό του. «Νόμιζα... πως θα ερχόσασταν αύριο». «Βρίσκομαι στο Λονδίνο εδώ και μερικές μέρες. Έχω μια συνάντηση με τον μελλοντικό πεθερό μου αύριο». «Ναι, το γνωρίζω». Η βροχή άρχισε να πέφτει πιο δυνατή, σχηματίζοντας μικρές σειρές από σταγόνες πάνω στην ταφταδένια φούστα της. Ο Ρόγιαλ κοίταξε ψηλά τον ουρανό που σκοτείνιαζε από τα πυκνά σύννεφα. «Ελάτε», τη διέταξε μ’ εκείνη την απαλή μα σταθερή φωνή του. «Η βροχή δυνάμωσε. Θα σας πάω όπου πηγαίνετε». Δεν μπορούσε να αρνηθεί. Δέχτηκε το χέρι που της πρόσφερε, ανέβηκε στην άμαξα και βολεύτηκε στο ένα κάθισμα, πασχίζοντας να μαζέψει τις φαρδιές φούστες της, πιο πολύ για να
απασχολήσει κάπως τα χέρια της. Ο Ρόγιαλ κάθισε κι αυτός απέναντί της, τεντώνοντας τα μακριά πόδια του μπροστά όσο πιο διακριτικά μπορούσε. «Λοιπόν, προς τα πού πηγαίνετε;» «Για να είμαι ειλικρινής, σκόπευα να σταματήσω κάπου για ένα μικρό γεύμα και για να γιορτάσω την καλή μου τύχη. Ύστερα θα επέστρεφα στους Κόλφιλντ». Εκείνα τα καστανά μελιά μάτια καρφώθηκαν στο πρόσωπό της. Οι άκρες των χειλιών του μισάνοιξαν σε ένα χαμόγελο και κάτι βούλιαξε μέσα της. Η Λίλι προσπάθησε να μη θυμάται εκείνη τη μέρα στο λαβύρινθο, την αίσθηση των καυτών χειλιών του πάνω στα δικά της. Μα ήταν αδύνατον. Προσευχήθηκε να μην έβλεπε ο Ρόγιαλ τα μάγουλά της να κοκκινίζουν. «Και, αν επιτρέπετε να ρωτήσω, για ποια καλή τύχη σκοπεύατε να γιορτάσετε;» Της ήταν δύσκολο να κρύψει τον ενθουσιασμό από τη φωνή της. «Θα ανοίξω ένα καπελάδικο, έτσι όπως το ονειρευόμουν πάντα. Μόλις κανόνισα το ενοίκιο. Θα ισχύει από αύριο». Της χαμογέλασε και στο δεξί μάγουλό του εμφανίστηκε ένα λακκάκι που η Λίλι δεν είχε παρατηρήσει ξανά. Έκανε τη σκέψη πως δεν ήταν δίκαιο να είναι τόσο όμορφος ένας άντρας. «Τα πιο εγκάρδια συγχαρητήριά μου... σας αξίζει να το γιορτάσετε. Θα σας πάω εγώ για γεύμα, κι έτσι θα μπορέσουμε να το γιορτάσουμε μαζί». Η καρδιά της σκίρτησε δυνατά. Η Λίλι χαμήλωσε το βλέμμα. «Δεν... νομίζω πως είναι καλή ιδέα, εξοχότατε. Κάποιος μπορεί να μας δει. Τι θα έλεγαν οι Κόλφιλντ;» Τα ξανθά του φρύδια έσμιξαν ελαφρά. «Μάλλον έχετε δίκιο. Θα ήταν εξαιρετικά ανάρμοστο, δεδομένου πως πρόκειται να αρραβωνιαστώ. Παραμένω, ωστόσο, ελεύθερος άνθρωπος...» Την κοίταξε σαν να προσπαθούσε να αποφασίσει πόσο θα μπορούσε να το διακινδυνεύσει. Ύστερα τα μάτια του φάνηκαν να λάμπουν και το στόμα του χαμογέλασε πλατιά. «Υπάρχει ένα μικρό εστιατόριο όχι πολύ μακριά από δω. Έχει μερικά ιδιωτικά δωμάτια και ο ιδιοκτήτης είναι φίλος μου. Μπορούμε να πάμε από την πίσω πόρτα. Τι λέτε;»
Κεφάλαιο 11 Όχι. Αυτή θα ήταν η πρέπουσα απάντηση. Ήταν τρέλα εκ μέρους της να τον ακολουθήσει, τρέλα εκ μέρους του να της το προτείνει. «Ναι», του απάντησε ωστόσο η Λίλι. «Θα χαιρόμουν πολύ να σας ακολουθήσω σε γεύμα». Ο Ρόγιαλ της απάντησε με ένα αστραφτερό χαμόγελο. «Εντάξει, λοιπόν». Χτύπησε με τα δάχτυλά του την οροφή, έσυρε το ξύλινο χώρισμα της καμπίνας του οδηγού και διέταξε τον αμαξά να τον μεταφέρει στο Φοξ εντ Χεν της Μάλμπερι Στρητ. «Πήγαινε από την πίσω είσοδο», του είπε. Έφτασαν λίγα λεπτά αργότερα. Ο Ρόγιαλ τη βοήθησε να κατέβει από την άμαξα και τη συνόδευσε μέσα. Ο ιδιοκτήτης, ένας αδύνατος μελαχρινός άντρας με μουστάκι, εμφανίστηκε μπροστά τους από το πουθενά. «Εξοχότατε», είπε χαμογελώντας με την άφιξη του δούκα. «Είναι πάντα μεγάλη ευχαρίστηση να σας βλέπουμε». «Και δική μου ευχαρίστηση, Αντόνιο».
Ο Αντόνιο έριξε μια φευγαλέα ματιά στη Λίλι, όμως συνέχισε να έχει την προσοχή του στραμμένη στον δούκα. «Έχω μια όμορφη τραπεζαρία για σας μόλις μετά το διάδρομο». Οι άκρες απ’ το μουστάκι του ανασηκώθηκαν. «Η σπεσιαλιτέ της ημέρας είναι φιλέτο και πίτα νεφρών. Ακολουθήστε με, παρακαλώ». Μολονότι άκουγε το θόρυβο από τους σερβιτόρους που πηγαινοέρχονταν με τα σερβίτσια στην κεντρική τραπεζαρία, η Λίλι γινόταν ολοένα πιο νευρική, μη ξέροντας τι να περιμένει. Η αίθουσα όπου τους οδήγησε ο Αντόνιο πίσω από μια βελούδινη χρυσή κουρτίνα ήταν επιπλωμένη μ’ ένα τραπέζι κι έναν μαλακό, γωνιακό πάγκο δίπλα στους τοίχους. Ήταν πασιφανές ότι σ’ εκείνα τα απομονωμένα δωμάτια συνέβαιναν κι άλλα πράγματα εκτός από ιδιωτικά γεύματα. Μόλις έφυγε ο άντρας και η κουρτίνα πίσω του έπεσε, η Λίλι κοίταξε τριγύρω της και κοκκίνισε. «Μην ανησυχείς», είπε μαλακά ο Ρόγιαλ οδηγώντας την προς το τραπέζι. «Δε σε έφερα εδώ για να σε απολαύσω... αν και δεν αρνούμαι πως βρίσκω τη σκέψη εξαιρετικά δελεαστική». Η Λίλι τον κοίταξε στα μάτια. «Σας εμπιστεύομαι, Ρόγιαλ... Λυπάμαι, εξοχότατε. Αυτό ήταν πολύ ανάρμοστο». «Παρακαλώ... μη ζητάς συγνώμη. Μου αρέσει να ακούω το όνομά μου όπως το προφέρεις. Άλλωστε είμαστε φίλοι, έτσι δεν είναι;» Του χαμογέλασε πλατιά, χαλαρώνοντας ανακουφισμένη. «Μα και βέβαια είμαστε. Και σήμερα γιορτάζουμε». «Πράγματι». Από κείνη τη στιγμή ο δούκας φρόντισε να διατηρεί έναν ανάλαφρο τόνο στη συζήτηση. Παρήγγειλαν το φιλέτο και την πίτα, μαζί με ένα μπουκάλι κρασί. Ο Ρόγιαλ έκανε μια πρόποση για την επιτυχία της και ήπιαν το κρασί τους. «Και εσείς πού πηγαίνατε όταν με συναντήσατε μέσα στη βροχή;» ρώτησε η Λίλι τρώγοντας το θεσπέσιο φαγητό. «Πήγαινα σε μια συνάντηση μ’ έναν ιδιωτικό ερευνητή τον οποίο έχω προσλάβει. Του ανέθεσα να βρει στοιχεία για μια τρομερή απάτη εις βάρος του πατέρα μου». «Για το όνομα του Θεού! Τι συνέβη;» Ο Ρόγιαλ δίστασε για μια στιγμή πριν διηγηθεί την ιστορία. Οι δυο τους είχαν πάντα μια άνεση στις εξομολογήσεις, και προφανώς αυτό δεν είχε αλλάξει. Της εξήγησε πώς κάποιος άνθρωπος ονόματι Πρέστον Λούμις είχε εκμεταλλευτεί την αρρώστια του πατέρα του Ρόγιαλ, καταφέρνοντας να κλέψει ένα σημαντικό μέρος από την περιουσία του δούκα. Η Λίλι έγινε έξω φρενών. «Αυτός ο άνθρωπος, ο Λούμις, δεν είναι παρά ένας κομπιναδόρος σαν το θείο μου τον Τζακ». Ο Ρόγιαλ κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι του. «Δε φαντάζομαι πως θα ξαναβρεθεί έστω κι ένα νόμισμα από τα κλεμμένα. Αποκλείεται να ξαναπάρω πίσω την περιουσία μας. Όμως είμαι αποφασισμένος να τον οδηγήσω στη Δικαιοσύνη». Τα λόγια του εισχώρησαν σ’ ένα σημείο του μυαλού της το οποίο είχε φυλάξει προσεκτικά κλειδωμένο. Παλιές μνήμες ξύπνησαν από τα χρόνια που η Λίλι είχε ζήσει μαζί με το θείο της. Απάτες που εκείνος είχε σκαρφιστεί, όχι τόσο εξωφρενικές όσο η αρπαγή μιας ολόκληρης περιουσίας, όμως... «Αναρωτιέμαι...» μονολόγησε, αλλά η φράση της διακόπηκε στη μέση. Ο Ρόγιαλ ήπιε το υπόλοιπο κρασί του και ακούμπησε το άδειο ποτήρι του στο τραπέζι.
«Για ποιο πράγμα, Λίλι; Συνέχισε, δεν πρέπει να νιώθεις ντροπαλή μαζί μου. Πες μου αυτό που ετοιμαζόσουν να πεις». Το πρόσωπό της ανασηκώθηκε. «Εντάξει, θα το πω. Είπατε πως δεν υπάρχει τρόπος να ανακτήσετε τα χρήματά σας, εγώ όμως αναρωτιέμαι μήπως τελικά υπάρχει». «Τι εννοείς;» «Δεν έχω δει το θείο μου εδώ και χρόνια, όμως είμαι βέβαιη πως θα μπορούσα να τον βρω. Αν δεν προέκυψε κάτι που τον ανάγκασε να φύγει από την περιοχή, ο θείος Τζακ δεν απομακρύνεται ποτέ από την παλιά γειτονιά του. Νιώθει ασφαλής εκεί». «Φοβάμαι πως δε σε καταλαβαίνω». «Να, σκέφτηκα πως, αφού αυτός ο Λούμις βρήκε έναν τρόπο να καταχραστεί τα χρήματα του πατέρα σας, γιατί να μη βρούμε κι εμείς έναν τρόπο να καταχραστούμε τα δικά του;» Ο Ρόγιαλ γέλασε. Σιγά σιγά όμως το γέλιο του έσβησε. «Μιλάς σοβαρά». Ανασήκωσε τους ώμους της. «Μάλλον ήταν μια γελοία σκέψη...» Και όμως, άρχιζε ήδη να σκέφτεται τις πιθανότητες. Πήρε κουράγιο. «Νομίζω πως πρέπει να μιλήσουμε στο θείο μου. Ίσως να ξέρει κάποιον τρόπο. Είμαι σίγουρη ότι ουδέποτε ανακατεύτηκε σε κάτι τόσο μεγάλο, αλλά με τη δική σας βοήθεια και τη δική μου ίσως βρούμε έναν τρόπο». «Και γιατί θα μας βοηθούσε ο θείος σας;» «Επειδή μ’ αγαπά και επειδή θα ήσαστε πρόθυμος να τον ανταμείψετε με κάποιο ποσοστό από τα χρήματα που θα ξαναπάρετε». Ο Ρόγιαλ την κοιτούσε αμίλητος. Η Λίλι ένιωσε τα μάγουλά της να φουντώνουν. «Λυπάμαι. Προσπάθησα να σας το ξαναπώ ότι δεν είμαι αυτή που φαίνομαι. Ζητώ συγνώμη που το ανέφερα. Φυσικά, εσείς δε θα θέλατε να κάνετε τίποτα παράνομο. Σας σόκαρα και...» «Θέλω να τον συναντήσω». «Τι πράγμα;» «Το θείο σου. Θέλω να τον συναντήσω. Μπορείς να το κανονίσεις;» «Δεν... δεν είμαι σίγουρη, αλλά έτσι νομίζω». «Θέλω να αποδοθεί δικαιοσύνη. Και δεν μπορώ να σκεφτώ καλύτερη δικαιοσύνη από το να χάσει ο Λούμις τουλάχιστον ένα μέρος των χρημάτων που έκλεψε από την οικογένειά μου». Άπλωσε το χέρι του, έπιασε το δικό της, που ήταν γαντοφορεμένο, και το έφερε στα χείλη του. «Κι εσύ είσαι ακριβώς αυτό που φαίνεται, Λίλι Μόραν. Μια γλυκιά, στοργική και ειλικρινής γυναίκα. Εκτιμώ τη φιλία σου και οποιαδήποτε βοήθεια θα μπορούσες να μου προσφέρεις». Κάτι έκαιγε στο βλέμμα του. Η Λίλι χαμογέλασε διστακτικά, πήρε μια βαθιά ανάσα και κάθισε πιο ίσια στη θέση της. «Θα αρχίσω αμέσως να ψάχνω για το θείο μου. Μόλις τον βρω, θα σας στείλω ειδοποίηση. Πού μένετε;» «Το σπίτι μου βρίσκεται στην Μπέρκλεϊ Σκουέαρ». «Θα σας στείλω εκεί την ειδοποίηση λοιπόν». Κοίταξε το ρολόι στον τοίχο. «Πότε είναι η συνάντησή σας;» Ο Ρόγιαλ κοίταξε κι εκείνος τους δείκτες του πορσελάνινου ρολογιού στον τοίχο. «Σε μισή ώρα. Υποθέτω πως θα πρέπει να σας συνοδεύσω ως το σπίτι». Ο Ρόγιαλ σηκώθηκε, άφησε μερικά νομίσματα πάνω στο τραπέζι και ύστερα οδήγησε τη Λίλι από
την πίσω έξοδο εκεί όπου περίμενε η μαύρη άμαξα. Έδωσε οδηγίες στον οδηγό του, τη βοήθησε να ανέβει και κάθισε πάλι απέναντί της. Οι κουρτίνες ήταν τραβηγμένες για να κρατούν ζεστασιά. Το τρεμουλιαστό φως από τις λάμπες της άμαξας έκανε το κόκκινο βελούδινο εσωτερικό της καμπίνας να φαντάζει υπερβολικά οικείο. Για μερικές στιγμές ακουγόταν μόνο ο χτύπος της βροχής στην οροφή της άμαξας και οι ρόδες. Η Λίλι έβαλε τα δυνατά της να σκεφτεί τον Ρόγιαλ σαν τον μελλοντικό εξάδελφό της, όταν όμως θυμήθηκε την αίσθηση του στόματός του πάνω της, τα μεταξένια μαλλιά που χάιδευαν τα δάχτυλά της και τα μπράτσα του γύρω της, κατάλαβε πως ήταν αδύνατον να το καταφέρει. Κάθονταν τόσο κοντά, που τα γόνατά τους ακουμπούσαν ελαφρά και οι πλούσιες φούστες της απλώνονταν γύρω από τα μακριά πόδια του. Η Λίλι ένιωσε να συναρπάζεται από το μήκος εκείνων των μελών, από τους μυς που διαγράφονταν κάτω από το εφαρμοστό ύφασμα των παντελονιών του. Το βλέμμα της ανέβηκε ψηλότερα, στο σκούρο καφέ φράκο του, ύστερα ακόμη πιο ψηλά. Όταν κοίταξε το πρόσωπό του το βλέμμα του Ρόγιαλ καρφώθηκε στα μάτια της και τα ρουθούνια του τρεμόπαιξαν. Η ατμόσφαιρα μέσα στην καμπίνα άρχισε να μεταβάλλεται. Ένταση ηλέκτριζε τον αέρα και η αμηχανία της μεγάλωσε. Η καρδιά της Λίλι βροντοχτυπούσε, έβρεξε νευρικά τα χείλη της και το κορμί του Ρόγιαλ τέθηκε σε επιφυλακή. «Λίλι...» είπε και ξάφνου έγειρε μπροστά, τη σήκωσε από τη θέση της και την τράβηξε στην αγκαλιά του. «Το ξέρω πως δεν πρέπει να το κάνω, το ξέρω πως είναι λάθος, ο Θεός να με συγχωρήσει, αλλά δεν μπορώ να συγκρατηθώ». Κι ύστερα τη φίλησε και κάθε άλλη σκέψη πέταξε μακριά. Ένας μικρός ήχος ξέφυγε από μέσα της και τα χέρια της σκαρφάλωσαν στους ώμους του. Ο Ρόγιαλ τη φιλούσε με πάθος και μια γλυκιά φωτιά απλωνόταν μέσα της. Κάθε πρόθεση αντίστασης έσβησε και η Λίλι τον φιλούσε με την ίδια λαχτάρα. Άνοιξε το στόμα της κι άφησε τη γλώσσα του να διεισδύσει. Τη φιλούσε βαθιά, με μια δίψα άσβεστη, και η Λίλι ένιωθε ζάλη. Ολόκληρο το κορμί της είχε κυριευτεί από αισθήσεις. Το καυτό φιλί τους δεν είχε τέλος. Ο Ρόγιαλ έλυσε το μπονέ της και το έριξε δίπλα της στο κάθισμα. Αγκάλιασε το πρόσωπό της με τις παλάμες του και συνέχισε να τη φιλά με πάθος. Τρέμοντας η Λίλι ταλαντεύτηκε προς το μέρος του και ένιωσε τις ρώγες της να την πονούν. Δεν είχε καταλάβει ότι τα χέρια του έλυναν την κάπα της και την τραβούσαν από πάνω της, ούτε πως ξεκούμπωναν στη συνέχεια το πίσω μέρος του φορέματός της, ώσπου αυτό έπεσε μπροστά γυμνώνοντάς την. Ώσπου το κεφάλι του χαμήλωσε και αιχμαλώτισε το ένα από τα στήθη της στο στόμα του. Η Λίλι έβγαλε ένα λυγμό. Τα δάχτυλά της χώθηκαν στα μαλλιά του και τον τραβούσαν απαλά επάνω της, ενώ ένιωθε τα δόντια του να ξύνουν τρυφερά τη ρώγα της. Μια εξαίσια αίσθηση την πλημμύρισε. Ήταν σαν να είχε πάρει φωτιά όλο της το σώμα και δεν μπορούσε να τη σβήσει. Η Λίλι γαντζώθηκε από τους ώμους του Ρόγιαλ και τεντώθηκε προς τα πίσω, προσφέροντάς του μεγαλύτερη πρόσβαση. «Υπέροχη», ψιθύρισε εκείνος σκορπίζοντας φιλιά στην ευαίσθητη σάρκα που γευόταν. «Εξαίσια σαν ώριμο φρούτο, ακόμα πιο τέλεια απ’ όσο φανταζόμουν». Η Λίλι αγωνιζόταν να πάρει ανάσα και κολλούσε περισσότερο επάνω του, παροτρύνοντάς τον
σιωπηρά να συνεχίσει, ώσπου η προσοχή του στράφηκε στο άλλο στήθος. Το σώμα της ρίγησε ολόκληρο από την έξαψη. Ένας ήχος ακούστηκε πάνω από τα κεφάλια τους. «Κοντεύουμε να φτάσουμε, εξοχότατε», φώναξε από ψηλά ο αμαξάς. Μα ο Ρόγιαλ δεν πτοήθηκε διόλου. «Συνέχισε να οδηγείς και μη σταματήσεις αν δε σου πω». Όταν άνοιξε το στόμα της να διαμαρτυρηθεί, την έκανε να σωπάσει μ’ ένα βαθύ, συγκλονιστικό φιλί. Συνέχισε να τον φιλά κι εκείνη, απολαμβάνοντας με την ψυχή της την αίσθηση της αγκαλιάς του. Όμως η πραγματικότητα είχε αρχίσει να εισβάλλει και η σκληρή αλήθεια έσβησε τις φλόγες του πόθου της. Βαριανασαίνοντας και με την καρδιά να βροντοχτυπά, η Λίλι πίεσε τις παλάμες της πάνω στο στήθος του και τον έσπρωξε μακριά. «Ρόγιαλ, σε παρακαλώ... πρέπει να... σταματήσουμε». Έσκυψε να τη φιλήσει και πάλι, εκείνη όμως τράβηξε το πρόσωπό της μακριά. «Δεν... δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό, Ρόγιαλ». Τα βλέφαρά του έπαιξαν, σαν να ξυπνούσε από ένα βαθύ ερωτικό όνειρο. Αργά αργά το μυαλό του άρχισε να καθαρίζει. «Λίλι...» «Πρέπει να σταματήσουμε, Ρόγιαλ. Δεν μπορούμε να το συνεχίσουμε αυτό». Ο Ρόγιαλ αναρίγησε. Πέρασε το χέρι του στα μαλλιά του και τα έσπρωξε πίσω από το μέτωπό του. «Όχι... όχι, έχεις δίκιο». Έσφιξε τα δόντια του σαν να πονούσε. Με αβέβαιες κινήσεις άρχισε να της κουμπώνει και πάλι το φόρεμα, σήκωσε την κάπα στους ώμους της και έπιασε το μπονέ της. Η Λίλι πήρε το καπέλο της με χέρι τρεμάμενο και το φόρεσε πάνω στα ανακατωμένα ξανθά μαλλιά της. Ο Ρόγιαλ την έβαλε να καθίσει πίσω στη θέση της. Τα χαρακτηριστικά του ήταν σφιγμένα. «Ξέρω πως θα έπρεπε να απολογηθώ. Ξέρω πως αυτό δεν έπρεπε να συμβεί ποτέ. Αλλά συνέβη και δεν μπορώ να πω ότι λυπάμαι». Η Λίλι τον κοιτούσε, διχασμένη ανάμεσα στην ενοχή και την απελπισία, προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δάκρυα που έρχονταν στα μάτια της. «Δεν πρέπει... δεν πρέπει να ξαναμείνουμε μόνοι». Ένας μυς τρεμόπαιξε στο μάγουλό του. «Το ξέρω». Έκανε να πιάσει το χέρι της, αλλά συγκρατήθηκε. «Αν τα πράγματα ήταν διαφορετικά... αν η πορεία της ζωής μου δεν είχε ήδη προδιαγραφεί...» Η Λίλι ξεροκατάπιε. «Σε παρακαλώ, πήγαινέ με στο σπίτι, Ρόγιαλ». Το βλέμμα του διασταυρώθηκε για μια στιγμή ακόμα με το δικό της, ύστερα έγνεψε καταφατικά. Σήκωσε το χέρι, χτύπησε την οροφή της άμαξας κι άνοιξε το συρόμενο παράθυρο της υπερυψωμένης καμπίνας του αμαξά. «Πήγαινέ μας πίσω, Μέισον. Και σταμάτα ένα τετράγωνο πριν από το Μέντοουμπρουκ». «Μάλιστα, εξοχότατε». Η Λίλι έκλεισε τα μάτια της από τον οξύ πόνο στο στήθος της και έγειρε πίσω στο βελούδινο κάθισμα. Ήταν τόσο ευτυχισμένη λίγο νωρίτερα. Πώς ήταν δυνατόν μια τόσο γιορτινή μέρα να καταλήξει με τόσο πόνο; ***
Η Λίλι ευχόταν να μην τον ξανάβλεπε ποτέ της. Θα ήταν πολύ ευκολότερο. Όσο ένοχη όμως κι αν αισθανόταν γι’ αυτό που είχε κάνει, είχε υποσχεθεί να τον βοηθήσει και, όπως και ο ίδιος ο δούκας, η Λίλι πάντοτε τηρούσε το λόγο της. Νωρίς το επόμενο πρωί φόρεσε ένα απλό γκρι μάλλινο φόρεμα, σήκωσε την κουκούλα της μπέρτας της για να προστατευτεί από τον άνεμο και το ψιλόβροχο και ξεκίνησε για την περιοχή του Σεντ Τζάιλς, ένα υποβαθμισμένο προάστιο ανάμεσα στο Φάρλεϊ και την Μπάνμπερι Λέιν. Θα πήγαινε στο μικρό διαμέρισμα πάνω από την ταβέρνα Φατ Οξ, εκεί όπου η Λίλι και ο θείος της ζούσαν πριν από έξι χρόνια, πριν ο θείος της την αφήσει στη φροντίδα των Κόλφιντ. Δεν είχε ιδέα αν θα έμενε ακόμα εκεί, όμως ο Τζακ Μόραν ήταν ένας άνθρωπος που δεν άλλαζε εύκολα συνήθειες και το πιθανότερο ήταν να βρίσκεται στην ίδια γειτονιά. Η Λίλι έκλεισε τη σιδερένια πύλη μπροστά από την έπαυλη των Κόλφιλντ και περπάτησε για λίγο κατά μήκος του δρόμου, ώσπου έφτασε σε μία γωνία όπου μπορούσε να καλέσει κάποια επιβατική άμαξα. Περίμενε ώσπου διέκρινε ένα γέρικο άλογο να σέρνει τα βήματά του στο δρόμο, ένευσε στον αμαξά να πλησιάσει και του έδωσε οδηγίες για την περιοχή όπου ήθελε να πάει. Ο αμαξάς, ένας μακρυμάλλης με βλογιοκομμένο πρόσωπο, την κοίταξε απορημένος, σαν να τη ρωτούσε για ποιο λόγο μπορεί να ήθελε να πάει σ’ ένα τέτοιο μέρος. Όμως δε σχολίασε τίποτα, μόνο την περίμενε να ανέβει και, χτυπώντας τα γκέμια στα γερασμένα καπούλια του αλόγου του, ξεκίνησε. Χρειάστηκε αρκετή ώρα ώσπου να φτάσουν, καθώς προχωρούσαν με ρυθμό χελώνας. Στο τέλος όμως η Λίλι άρχισε να αναγνωρίζει το περιβάλλον. Ένα σανιδένιο μονοπάτι περιπάτου μπροστά από μια σειρά ξεχαρβαλωμένων σπιτιών, ένα ποτοπωλείο με το όνομα Μπλου Ρούιν, ένα σιδηρουργείο απ’ όπου αντηχούσε το χτύπημα στο αμόνι. Δεν ήταν πολύ καλή γειτονιά, υπήρχαν όμως πολύ χειρότερες. Διέκρινε την πινακίδα του Φατ Οξ και ζήτησε από τον αμαξά να την αφήσει εκεί μπροστά. «Θα σας πληρώσω επιπλέον αν με περιμένετε. Ψάχνω κάποιον. Ελπίζω να τον βρω εδώ, αλλά δεν είμαι σίγουρη». Ο αμαξάς κοίταξε τριγύρω. Ένα σκυλί οσφραινόταν τα σκουπίδια στην είσοδο ενός στενού δρόμου. Μια πόρνη ασκούσε την τέχνη της στη γωνία, ενώ κάποιος μεθύστακας έβγαινε από το Φατ Οξ παραπατώντας. «Θα σας πληρώσω στο διπλάσιο την αμοιβή σας», του είπε διαβάζοντας την αβεβαιότητα στο βλέμμα του. «Εντάξει, μις, όμως μην αργήσετε». Κούνησε το κεφάλι της καταφατικά. «Θα επιστρέψω αμέσως». Η ταβέρνα ήταν το ίδιο θορυβώδης όσο τη θυμόταν, οι πελάτες μισομεθυσμένοι, κι ας ήταν ακόμα πρωί. Στα δεκάξι χρόνια της η Λίλι είχε συνηθίσει αυτό το περιβάλλον, γνώριζε μάλιστα και αρκετούς από τους θαμώνες. Έχοντας ζήσει έκτοτε άλλα έξι χρόνια σε έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο, η παρουσία της εκεί της προκαλούσε ένα δυσάρεστο συναίσθημα. Ίσιωσε τους ώμους της και προχώρησε μέχρι το μπαρ. «Τζόλι!» φώναξε σαν είδε τον γιγαντόσωμο άντρα με την ακόμα μεγαλύτερη κοιλιά, τον ιδιοκτήτη της ταβέρνας. «Τζόλι, εγώ είμαι... η Λίλι Μόραν». Ο άντρας κοιτούσε με ανοιχτό το στόμα το ακριβό ντύσιμό της. Το μάλλινο ύφασμα της κάπας
της ήταν πολύ πιο φίνο απ’ οτιδήποτε είχε φορέσει ποτέ η Λίλι όσο ζούσε πάνω από την ταβέρνα. «Μα την πίστη μου, μήπως με γελάν τα μάτια μου; Λίλι, εσύ είσαι στ’ αλήθεια;» Η Λίλι γέλασε. Πάντα συμπαθούσε τον Τζόλι. «Εγώ είμαι, στ’ αλήθεια, αν και έχω μεγαλώσει και φαίνομαι διαφορετική. Ήρθα εδώ για να βρω το θείο μου. Μήπως μένει ακόμα στο επάνω δωμάτιο;» Ο Τζόλι κούνησε αρνητικά το πελώριο κεφάλι του και οι μακριές μαύρες μπούκλες του ταλαντεύτηκαν. «Λυπάμαι, μις. Ο γερο-Τζακ τα μάζεψε από δω πριν από κάνα χρόνο». Χαμογέλασε και η Λίλι είδε πως είχε χάσει αρκετά δόντια. «Ελόγου του βρήκε καλύτερη μπάζα λίγα τετράγωνα πιο πέρα». Η ελπίδα της αναπτερώθηκε. «Μπορείς να μου πεις πού ακριβώς;» Της έδωσε οδηγίες και η Λίλι βγήκε βιαστικά στο δρόμο. Ανέβηκε στην άμαξα, έδωσε τη νέα διεύθυνση στον αμαξά και το άλογο ξεκίνησε με το κεφάλι σκυμμένο προς τον νέο τους προορισμό, ένα τριώροφο ξύλινο κτίριο με την επιγραφή Η Πανσιόν της Κυρίας Μέρφι. «Θα επιστρέψω όσο πιο σύντομα μπορώ», είπε και κατέβηκε από την καμπίνα, πλησίασε στην πανσιόν και πέρασε μέσα. Το φθαρμένο παρκέ έτριζε κάτω από τα πόδια της καθώς προχωρούσε προς τη σκάλα. Θυμήθηκε τις οδηγίες του Τζόλι, μάζεψε τις φούστες της και ανέβηκε ως τον δεύτερο όροφο. Η πανσιόν δεν ήταν τίποτα ιδιαίτερο, όμως ήταν πολύ καλύτερη από την άθλια σοφίτα τους πάνω από την ταβέρνα. Στους τοίχους υπήρχε ταπετσαρία, ενώ πάνω από τη σκάλα κρεμόταν ένας σιδερένιος πολυέλαιος. Χτύπησε την πόρτα του δωματίου Δύο, κανείς όμως δεν της απάντησε. Χτύπησε ξανά, κι αυτή τη φορά άκουσε βήματα. Λίγα δευτερόλεπτα μετά, η πόρτα άνοιξε διάπλατα. Ο Τζακ Μόραν στεκόταν μπροστά της, λεπτός και νευρώδης όπως πάντα, με τα κοντά, γκρίζα μαλλιά του ανακατωμένα σαν να είχε μόλις ξυπνήσει. Του άρεσε να χαρτοπαίζει και να πίνει και, παρ’ όλο που είχε προσαρμόσει τη συμπεριφορά του στην ανατροφή ενός παιδιού, ήταν πιθανό τώρα να είχε επιστρέψει στον παλιό τρόπο ζωής του. Φορούσε μόνο μια φανέλα κι ένα παντελόνι, και έξυσε το στήθος του. «Τι γυρεύει λοιπόν μια νόστιμη μικρούλα έξω από την πόρτα μου;» «Θείε Τζακ, εγώ είμαι... η Λίλι». Τα φρύδια του υψώθηκαν απότομα και τα ανοιχτοπράσινα μάτια του γούρλωσαν με δυσπιστία. «Κύριε των δυνάμεων, το κοριτσάκι μου γύρισε πάλι κοντά μου!» Ύστερα την πήρε στην αγκαλιά του και την κράτησε σφιχτά. Η Λίλι τον έσφιξε κι εκείνη, νιώθοντας τόσο χαρούμενη που τον έβρισκε μετά από τόσο καιρό, που της ερχόταν να κλάψει. «Έλα λοιπόν μέσα, όμορφη κοπελιά μου, και πες στο γερο-θείο σου γιατί ήρθες να τον δεις». Η Λίλι τον άφησε να την οδηγήσει στο φτωχικό διαμέρισμά του κι ένιωσε αμέσως τύψεις που δεν είχε έρθει νωρίτερα. Όμως με τα χρόνια το παρελθόν είχε ξεθωριάσει, οι αναμνήσεις της θάμπωναν και ένα μέρος του εαυτού της δεν ήθελε να ξαναζήσει εκείνη την περίοδο της ζωής της. Περιεργάστηκε γύρω της το δωμάτιο, όπου υπήρχε ένα κρεβάτι, ένας φθαρμένος καναπές κι ένα μικρό ξύλινο τραπέζι με καρέκλες. Ο χώρος του ήταν συγυρισμένος όπως πάντα. Ο Τζακ έφτιαξε λίγο τσάι σε μια σόμπα με κάρβουνα και κάθισαν στο τραπέζι να το πιουν. Η Λίλι του μίλησε για τη ζωή της με τους Κόλφιλντ και τα σχέδιά της να ανοίξει τη δική της επιχείρηση. «Θα φτιάχνω καπέλα, θείε Τζακ. Έχω ήδη νοικιάσει ένα κατάστημα». «Μπράβο το κορίτσι μου! Πάντα ήξερα ότι θα τα κατάφερνες μια χαρά μόνη σου. Ήσουν έξυπνο
παιδί, όπως και ο πατέρας σου». Τα δυο αδέρφια είχαν στενή σχέση. Μολονότι ο Τζακ ήταν το μαύρο πρόβατο της οικογένειας, είχε λάβει καλή μόρφωση, όπως και ο πατέρας της Λίλι. Μιλούσε σωστά και διάβαζε βιβλία στα λατινικά. Αν και είχε περάσει μια ζωή στην παρανομία, πάντα έκρυβε μέσα του μια ευγενική καρδιά, και τώρα που βρισκόταν μαζί του, η Λίλι συνειδητοποιούσε πόσο πολύ τον είχε πεθυμήσει. «Κι εσύ, θείε Τζακ; Τα πηγαίνεις καλά;» «Όπως πάντα, κοπελιά μου. Εξασφάλισα λίγα μετρητά λίγους μήνες πριν, αρκετά για να γεμίσω το στομάχι μου και να μετακομίσω εδώ πέρα. Από τότε είμαι τύπος και υπογραμμός». Χαμογέλασε. «Και βρήκα και μια φιλενάδα. Τη λένε Μόλι. Είναι ένα διαμάντι. Φαντάζομαι λοιπόν πως μπορείς να το πεις κι έτσι, είμαι καλά». Την κοίταξε ερευνητικά. «Ακόμα δε μου είπες όμως γιατί είσαι εδώ». Η Λίλι πήρε μια ανάσα. Προσέχοντας να μη φανερώσει τα αισθήματά της, του μίλησε για τον δούκα του Μπράνσφορντ και για το πώς τον είχε γνωρίσει. Πώς την είχε σώσει τη μέρα του ατυχήματος με την άμαξα, πώς έγιναν έκτοτε φίλοι και τι είχε συμβεί στον μακαρίτη πατέρα του δούκα. «Ήλπιζα πως θα μπορούσες να τον βοηθήσεις, θείε Τζακ». «Έτσι ε;» «Θα του μιλήσεις τουλάχιστον;» Ο Τζακ χαμογέλασε. «Για φαντάσου!... Ο Τζακ Μόραν να συνεργάζεται μ’ έναν λιμοκοντόρο... έναν δούκα, μα την πίστη μου! Ναι, θα του μιλήσω, καλή μου. Θα έκανα οτιδήποτε για το κοριτσάκι μου, ό,τι και να μου ζητούσε». Η Λίλι κράτησε το χέρι του. «Σ’ ευχαριστώ, θείε Τζακ». Βαθιά μέσα της όμως ήλπιζε να της είχε αρνηθεί αυτή τη χάρη. ***
Μετά τη συνάντησή του με τη Λίλι ο Ρόγιαλ είχε αναβάλει τη συνάντησή του με τον Τσέις Μόργκαν ως την επόμενη μέρα. Ήταν τόσο συγκλονισμένος, τόσο αναστατωμένος ερωτικά, ώστε το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να γυρίσει στο σπίτι του και να βάλει να πιει ένα δυνατό ποτό. Την υπόλοιπη μέρα και όλη εκείνη τη νύχτα δεν έπαψε να κατσαδιάζει τον εαυτό του που επωφελήθηκε από τη Λίλι... για άλλη μια φορά. Ο Ρόγιαλ έγειρε πίσω στο κάθισμα της λιγότερο επιδεικτικής άμαξας με τα δυο άλογα την οποία χρησιμοποιούσε όποτε βρισκόταν στο Λονδίνο. Τώρα κατευθυνόταν στη Θρεντνίντλ Στρητ, όπου βρισκόταν το γραφείο ερευνών του Τσέις Μόργκαν. Την προηγούμενη μέρα, όταν είχε δει τη Λίλι να βαδίζει ζωηρά στο δρόμο, η πρόθεσή του ήταν ξεκάθαρη. Ήθελε απλώς να τη μεταφέρει με την άμαξα εκεί όπου πήγαινε, να τη γλιτώσει απ’ τη βροχή. Με κάποιο τρόπο όμως, απ’ τη στιγμή που η Λίλι μπήκε στην άμαξα οι καλές προθέσεις του έγιναν καπνός. Υπήρχε κάτι ακαταμάχητο στη Λίλι. Η ίδια πίστευε πως η όμορφη, γεμάτη ζωή εξαδέλφη της την ξεπερνούσε σε γοητεία, η Λίλι όμως έλαμπε με έναν δικό της, γλυκό τρόπο. Επιπλέον, ένιωθε απέναντί της μια έλξη την οποία ο Ρόγιαλ είχε χρόνια να αισθανθεί για γυναίκα, αν την είχε νιώσει ποτέ του. Και ο συνδυασμός των δύο αυτών στοιχείων ήταν πολύ επικίνδυνος, τουλάχιστον για τον ίδιο. Το κτίριο εμφανίστηκε μπροστά του. Ήταν μια στενή κατασκευή από πλινθοδομή, ακριβώς δίπλα
στο Καφεπωλείο Άπλγκαρθ. Το όχημα σταμάτησε και ο Ρόγιαλ κατέβηκε στον πολύβοο εκείνο δρόμο μιας συνοικίας όπου χτυπούσε η οικονομική καρδιά της πόλης. Χτύπησε την πόρτα. Ο Μόργκαν του άνοιξε, τον προσκάλεσε μέσα και οι δύο άντρες αντάλλαξαν χαιρετισμούς. Ο Ρόγιαλ τον ακολούθησε στο ιδιωτικό γραφείο του με τη σκούρα καφέ ξυλεπένδυση στους τοίχους, ένα χαμηλό τραπέζι και δύο δερμάτινες πολυθρόνες. Οι δυο άντρες κάθισαν σε ένα μεγάλο δρύινο τραπέζι που είχε μπροστά του δυο αντικριστές καρέκλες. «Εκτιμώ την επίσκεψή σας», άρχισε ο Μόργκαν. «Έχω να αναφέρω μερικές ενδιαφέρουσες πληροφορίες». «Τι είδους πληροφορίες είναι αυτές;» «Καταρχάς, ο Πρέστον Λούμις είναι στην πραγματικότητα ένα κάθαρμα ονόματι Ντικ Φλιν. Στους δρόμους κυκλοφορεί η φήμη ότι η μητέρα του είναι μια πόρνη, αν και απ’ ό,τι φαίνεται την αγαπά αρκετά. Λένε επίσης πως άρχισε τις παράνομες δραστηριότητές του σχεδόν από τα γεννοφάσκια του, κάνοντας μικροκλοπές. Καθώς μεγάλωνε άρχισε να οργανώνει παράνομες μικρές λοταρίες, τα Λιτλ Γκόους. Ήταν ένας εξαιρετικά επιδέξιος χαρτοκλέφτης στα νιάτα του και αργότερα εξελίχθηκε σε μαέστρο της κλεψιάς». «Σίγουρα με όλα αυτά έχουμε αρκετά στοιχεία για να τον καταγγείλουμε στην αστυνομία». «Δυστυχώς όλα αυτά δεν είναι παρά φήμες. Δεν υπάρχει κανένας τρόπος να επαληθευτεί η εγκυρότητα των πληροφοριών. Ο Φλιν δεν πιάστηκε ποτέ, ούτε ήταν ύποπτος σε κάποιο έγκλημα. Πέντε χρόνια πριν, έκανε μια μικρή περιουσία από ληστεία κοσμηματοπωλείου και ύστερα εξαφανίστηκε. Κανείς δεν ξαναείδε ούτε άκουσε το παραμικρό για τον Ντικ Φλιν, όμως οι πηγές μου λένε πως είναι ο άνθρωπος που σήμερα αποκαλείται Πρέστον Λούμις». Ο Ρόγιαλ έμεινε για λίγο σιωπηλός. «Ο Λούμις είναι στην πραγματικότητα ένας κακοποιός που ονομάζεται Ντικ Φλιν», επανέλαβε. Ο Μόργκαν ένευσε καταφατικά. «Ακριβώς. Οι άνθρωποί μου είναι συνήθως αξιόπιστοι. Δεν κάνουν λάθη, γιατί σ’ αυτή την περίπτωση δεν πληρώνονται». Ο Φλιν ήταν ένα κάθαρμα, όμως δεν υπήρχε κανένας τρόπος να το αποδείξουν. «Είπες πως έμαθες και κάτι άλλο». «Μόνο ότι ο Φλιν ήταν ένας πολύ επικίνδυνος άνθρωπος. Όποιος τον εξόργιζε κατέληγε νεκρός. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να πιστέψουμε πως έχει αλλάξει». Η αγανάκτηση παλλόταν μέσα στον Ρόγιαλ. Αυτός ο άνθρωπος έπρεπε να οδηγηθεί ενώπιον της Δικαιοσύνης, όχι μόνο για την εξαπάτηση του πατέρα του αλλά για όλους τους φόνους που είχε διαπράξει ή είχε πληρώσει άλλους να διαπράξουν. «Θα το έχω υπόψη μου». Οι δύο άντρες σηκώθηκαν κι έδωσαν τα χέρια. «Καλή δουλειά, το εκτιμώ», είπε ο Ρόγιαλ. «Εξακολουθούμε ωστόσο να μην έχουμε αρκετά στοιχεία για την αστυνομία». «Το αντιλαμβάνομαι». Σκέφτηκε τη Λίλι και το θείο της. Οι ελπίδες του αναπτερώθηκαν στη σκέψη πως ίσως να έκαναν με άλλον τρόπο αυτό τον Φλιν να λογοδοτήσει στη Δικαιοσύνη. Κοίταξε τον ιδιωτικό ερευνητή. «Άφησέ το έτσι προς το παρόν. Θα σε ενημερώσω αν θέλω να συνεχίσεις. Στείλε το λογαριασμό στο γραφείο του δικηγόρου μου». Ο Μόργκαν έγνεψε με το κεφάλι. «Όπως επιθυμείτε, εξοχότατε». Έφυγε από το γραφείο του ερευνητή και επέστρεψε στο σπίτι της πόλης. Είχε λίγο χρόνο για να αλλάξει και να ταξιδέψει ως το Μέντοουμπρουκ, όπου θα συναντούσε τον πατέρα της Τζόσλιν. Ο
Ρόγιαλ αγνόησε το σφίξιμο στο στήθος του και την πικρή γεύση στο στόμα του. Ως το τέλος της ημέρας, θα ήταν ένας άντρας λογοδοσμένος.
Κεφάλαιο 12 Ο Ρόγιαλ έφτασε στο σπίτι, όπου βρήκε τον Σέρινταν Νόουλζ να στρογγυλοκάθεται μπροστά στο τζάκι του στο σαλόνι. Η αστική κατοικία του χρειαζόταν κι εκείνη βάψιμο και ανανέωση επίπλωσης, όμως ήταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση απ’ το κάστρο. Το προσωπικό του εντούτοις είχε μειωθεί στο ελάχιστο. Υπήρχε μόνο ένας μπάτλερ, μία οικονόμος, μάγειρας, καμαριέρα κι ένας μοναδικός υπηρέτης. Φυσικά υπήρχε και ο κηπουρός, ένας σταβλίτης και ο αμαξάς, για έναν δούκα όμως το προσωπικό του δεν ήταν αρκετό. «Νόμιζα πως σου άρεσε περισσότερο η εξοχή», είπε ο Ρόγιαλ στον Σέρι. «Έγινε πολύ βαρετή όταν έφυγες εσύ και οι επισκέπτες σου. Είπα να διασκεδάσω λίγο στην πόλη». «Χαίρομαι που ήρθες. Μου χρειάζεται λίγη συντροφιά. Δυστυχώς πρέπει να αλλάξω για να πάω να συναντήσω τον μέλλοντα πεθερό μου». «Θα έρθω επάνω μαζί σου όσο θα ντύνεσαι, για να σου διηγηθώ τι έχασες όσο έλειπες». Έτσι, ο Σέρι ακολούθησε τον Ρόγιαλ επάνω στην κρεβατοκάμαρα και βολεύτηκε στον πάγκο στα πόδια του κρεβατιού, ενώ ο Ρόγιαλ διάλεγε τα ρούχα του. Φόρεσε ένα ανοιχτό γκρι παντελόνι κι ένα μπλε φράκο με βελούδινο γιακά πάνω από ένα ασορτί σταυρωτό γιλέκο. Είχε αφήσει τον ηλικιωμένο υπηρέτη που κληρονόμησε από τον πατέρα του πίσω στο κάστρο, αφού τα κατάφερνε περίφημα και χωρίς αυτόν. Δεν παρέλειψε ωστόσο να ρωτήσει τον ηλικιωμένο για τον Πρέστον Λούμις ή για οτιδήποτε άλλο ο υπηρέτης μπορεί να είχε ακούσει από τον μακαρίτη δούκα, τον πατέρα του. Ο υπηρέτης δεν ήξερε τίποτα. Η φωνή του Σέρι τράβηξε την προσοχή του. «Για να δούμε, λοιπόν, τι το συναρπαστικό έγινε αφότου έφυγες; Α, ναι, η γάτα της κυρίας Μπράουν γέννησε ένα σωρό γατιά και η κατσίκα του γεροΠέρι περιπλανήθηκε ως το φούρνο της κυρίας Χόλσταϊν, όπου έφαγε τα μισά από αυτά που είχε ψήσει το πρωί. «Συναρπαστικό», είπε ξερά ο Ρόγιαλ, τα χείλη του όμως χαμογελούσαν καθώς κούμπωνε το παντελόνι του. «Α, επίσης έγινε κι άλλη μια ληστεία... μια άμαξα δέχτηκε επίθεση πηγαίνοντας προς το Πέμπερτον Ρόουντ. Πήραν τα χρήματα του ιδιοκτήτη, αλλά δεν τραυματίστηκε κανείς. Δεν υπάρχει τρόπος να επιβεβαιωθεί αν επρόκειτο για την ίδια συμμορία, φαίνεται όμως το πιθανότερο». «Άσχημο νέο». «Τουλάχιστον συνέβη σε άλλη κομητεία. Ίσως τα καθάρματα μείνουν εκεί και μας αφήσουν ήσυχους». Ο Ρόγιαλ γρύλισε. «Κάποιος πρέπει να τους συλλάβει». «Ναι, μίλησα στον αστυνόμο σχετικά μ’ αυτό και με διαβέβαιωσε ότι λαμβάνονται ήδη μέτρα». Ο Ρόγιαλ δεν απάντησε. Του ήταν δύσκολο να συγκεντρωθεί όταν το μυαλό του είχε καρφωθεί σ’
αυτό που τον περίμενε. Θα αναγκαζόταν να παίξει το ρόλο του πρόθυμου θαυμαστή και δε θα ήταν καθόλου εύκολο. Επίσης θα έπρεπε να περάσει χρόνο με την Τζόσλιν, πράγμα που δεν ήταν και τόσο δυσάρεστο όταν η μητέρα της δεν ήταν παρούσα. Ήλπιζε μόνο πως δε θα χρειαζόταν να δει τη Λίλι. «Ώστε λοιπόν... η μεγάλη μέρα έφτασε, έτσι;» Ο Σέρι έγειρε πίσω. «Ελπίζω να ξέρεις τι κάνεις». «Ελπίζω πως ο πατέρας μου ήξερε τι έκανε. Εγώ δεν έχω κανένα λόγο πάνω στο θέμα». «Όμως γεγονός είναι πως ο πατέρας σου έχει πεθάνει και πρέπει να σκεφτείς τη δική σου ζωή, Ρόγιαλ. Δεν το πιστεύω ότι ο γερο-δούκας θα ήθελε να προχωρήσεις σε κάτι που θα σε έκανε δυστυχισμένο». «Η μεγαλύτερη επιθυμία του πατέρα μου ήταν να ξαναφτιαχτεί το Μπράνσφορντ Κασλ και να ανακτηθεί η περιουσία της οικογένειάς μας. Μόνο αυτό μετρούσε για κείνον. Θα έκανε οτιδήποτε γι’ αυτό και περίμενε κι από μένα το ίδιο». Ο Σέρι δεν απάντησε. «Κοίταξε, έτσι κι αλλιώς οι περισσότεροι άνθρωποι παντρεύονται για τους ίδιους λόγους... χρήματα, δύναμη, κοινωνική θέση. Ελάχιστοι είναι οι τυχεροί που παντρεύονται από αγάπη». Ο Σέρι ανακάθισε. «Α, ώστε λοιπόν παραδέχεσαι πως τρέφεις τρυφερά αισθήματα για τη μις Μόραν». Αισθήματα, σίγουρα. Δυνατή επιθυμία, σωματικό πόθο. Δεν ήξερε τι άλλο. «Παραδέχομαι πως νιώθω μια δυνατή έλξη. Μα αυτό είναι όλο. Και σκοπεύω να βάλω ένα τέρμα». «Τότε σου εύχομαι κάθε επιτυχία. Είσαι απολύτως ξεκάθαρος». Ο Ρόγιαλ κοίταξε το ρολόι πάνω στο ράφι του τζακιού. Πήρε το πανωφόρι του, το φόρεσε και κίνησε για την πόρτα. «Μπορεί να σε δω αργότερα στη λέσχη». «Ω, θα με δεις. Σκοπεύω να πάρω πίσω λίγα από τα χρήματα που μου είχε πάρει εκείνος ο αχρείος, ο Σεντ Μάικλς, την προηγούμενη φορά που ήμουν εδώ. Ο Ντίλον Σεντ Μάικλς ήταν ένας από τους στενότερους φίλους τους. Μαζί με τον Ρόγιαλ και τον Σέρι, ο Ντίλον ανήκε στην ίδια ομάδα κωπηλασίας, μια παρέα από πρώην φοιτητές της Οξφόρδης οι οποίοι είχαν με τα χρόνια συνδεθεί με ισχυρή φιλία. Ο Ρόγιαλ βγήκε από την κρεβατοκάμαρα και ο Σέρινταν τον συνόδευσε μέχρι έξω. Η δουκική άμαξα περίμενε μπροστά και ο Ρόγιαλ κατέβηκε τα σκαλοπάτια της μπροστινής βεράντας. «Να σε πάω κάπου;» ρώτησε τον Σέρι. «Δεν είναι απαραίτητο. Θα σε δω απόψε». Ο Ρόγιαλ μπήκε στην άμαξα με αποφασιστικότητα. Η δουλειά είχε συμφωνηθεί, το καθήκον τον καλούσε. «Μέντοουμπρουκ», φώναξε στον οδηγό και έκλεισε τα μάτια του. Φοβόταν αυτό που τον περίμενε. ***
Η Λίλι ανταποκρίθηκε με τρόμο στην πρόσκληση που είχε λάβει και τώρα στεκόταν στο πολυτελές Κόκκινο Σαλόνι με τον δούκα και την οικογένεια των Κόλφιλντ. Μισή ώρα νωρίτερα ο Ρόγιαλ είχε συναντηθεί με τον Χένρι Κόλφιλντ και ο δούκας είχε ζητήσει επισήμως το χέρι της κόρης του. Η
συνάντηση είχε τελειώσει και η ευτυχής είδηση είχε αναγγελθεί. Το μόνο που απέμενε ήταν οι τελικές διαπραγματεύσεις, οι οποίες θα επισημοποιούσαν τον αρραβώνα. Δίπλα στη Ματίλντα Κόλφιλντ, η Λίλι στεκόταν με τη σπονδυλική στήλη της αλύγιστη κι ένα τυπικό χαμόγελο κολλημένο στα χείλη της. «Δε θα μπορούσα να είμαι πιο ευτυχισμένος, αγόρι μου!» Ο Χένρι χτύπησε τον Ρόγιαλ φιλικά στην πλάτη. «Θα γίνεις ένας καλός σύζυγος για την όμορφη κόρη μου». Ο Χένρι χαμογέλασε, ενώ το φαλακρό κεφάλι του γυάλιζε στο φως του πολυελαίου. Ο εξάδελφος Χένρι ήταν αρκετά κοντύτερος από τον δούκα και είχε φουντωτές καστανόγκριζες φαβορίτες ως το πιγούνι. «Γουίνστον!» φώναξε στον μπάτλερ μέσα από την ανοιχτή πόρτα της σάλας. «Φέρε ένα μπουκάλι από την καλύτερη σαμπάνια μου. Το καλεί η περίσταση!» Το στομάχι της Λίλι ανακατεύτηκε. Έριξε μια ματιά στον Ρόγιαλ, του οποίου το χαμόγελο φαινόταν να είχε σκαλιστεί επάνω στο πρόσωπό του. Η σαμπάνια έφτασε, ενώ η Τζόσλιν και η Ματίλντα συζητούσαν χαρούμενες. Η Λίλι κατένευε με ευγένεια σαν να άκουγε τι έλεγαν μέσα από το βουητό των αυτιών της. Ο Χένρι στεκόταν δίπλα στον πάντοτε χαμογελαστό Ρόγιαλ. Τα ποτήρια της σαμπάνιας γέμισαν και υψώθηκαν σε πρόποση. Η Λίλι πίεσε τον εαυτό της να καταπιεί μια γουλιά, αλλά ήταν δύσκολο να κατέβει με τον μεγάλο κόμπο που έφραζε το λαιμό της. Ο Ρόγιαλ την κοίταξε μόνο μία φορά, όταν η Λίλι έδωσε τα συγχαρητήριά της σ’ εκείνον και την Τζο. Στεκόταν σοβαρός και απόμακρος, και η Λίλι ήθελε να βάλει τα κλάματα. Αντί γι’ αυτό, ήπιε τη σαμπάνια της και άκουσε τα σχέδια για την προετοιμασία της τεράστιας δεξίωσης των αρραβώνων. «Μπορούμε να κάνουμε τη δεξίωση εδώ, στο Μέντοουμπρουκ», είπε η Ματίλντα και στο πλατύ πρόσωπό της απλώθηκε ένα χαμόγελο. «Η εξοχότητά του μπορεί να κάνει την επίσημη αναγγελία εκείνο το ίδιο βράδυ». «Δε θέλω να περιμένω πάρα πολύ», είπε η Τζόσλιν ανυπομονώντας να γευτεί τη γλύκα της ανάδειξής της σε νέα βασίλισσα της υψηλής κοινωνίας. «Θα το προγραμματίσουμε για το τέλος του επόμενου μήνα», πρότεινε τότε η Ματίλντα, «αν συμφωνεί και ο δούκας. Έτσι, θα έχουμε αρκετό χρόνο για να στείλουμε τις προσκλήσεις και να κάνουμε όλες τις απαραίτητες προετοιμασίες». Ο Ρόγιαλ έγνεψε καταφατικά με μια ελαφριά κλίση του κεφαλιού. Η Ματίλντα γύρισε στην κόρη της. «Ω, δεν είναι υπέροχο, χρυσή μου; Ο πατέρας σου κι εγώ είμαστε κατενθουσιασμένοι για σένα». Η Τζόσλιν κοίταξε τον δούκα κι εκείνος χαμογέλασε. «Με έκανες τόσο ευτυχισμένη, Ρόγιαλ». Τα χείλη του μισάνοιξαν σ’ ένα χαμόγελο και η Λίλι έπιασε τον εαυτό της να τα κοιτάζει επίμονα, καθώς θυμόταν την κάψα του φιλιού του, την ερωτική γεύση του, την έξαψη στο κορμί της. «Όσο ευτυχισμένο μ’ έκανες κι εσύ», είπε φέρνοντας το γαντοφορεμένο χέρι της Τζόσλιν στα χείλη του και φιλώντας το. Η Λίλι ένιωσε ναυτία. Ήξερε πως αυτό θα συνέβαινε, πως ο Ρόγιαλ δεν είχε άλλη επιλογή. Γιατί λοιπόν φέρθηκε τόσο ανόητα και τον ερωτεύτηκε; Η καρδιά της σκίρτησε. Για πρώτη φορά συνειδητοποιούσε την αλήθεια. Ήταν ερωτευμένη με τον
δούκα του Μπράνσφορντ, τον είχε ερωτευτεί πριν από τη συνάντησή τους μέσα στην άμαξα. Και ήταν τρέλα να αφήσει τα αισθήματά της να εξελιχθούν ενώ ήξερε από την αρχή πόσο θα πονούσε. «Θα βάλουμε τους δικηγόρους μας να επεξεργαστούν τις λεπτομέρειες», είπε ο Χένρι στον δούκα. «Πιστεύω πως τα υπόλοιπα θα γίνουν στην ώρα τους». Η Ματίλντα προχώρησε μπροστά. «Θα θέλατε να μείνετε για το δείπνο, εξοχότατε; Θα ήταν τιμή μας να σας έχουμε στο τραπέζι μαζί μας». «Φοβάμαι πως πρέπει να αρνηθώ. Έχω κάποιες άλλες υποχρεώσεις». Τα χείλη της Ματίλντα τραβήχτηκαν σαν να είχε μόλις δαγκώσει κάτι ξινό. «Άλλη φορά, τότε». «Φυσικά», της απάντησε, αλλά δε φάνηκε πολύ πρόθυμος. Η συζήτηση συνεχίστηκε για μισή ώρα ακόμα. Στο μεταξύ, η Λίλι τους αποχαιρέτησε και ανέβηκε στο δωμάτιό της. Απωθώντας τα αισθήματά της έγραψε στα γρήγορα ένα σημείωμα προς τον Ρόγιαλ σχετικά με τη συνάντηση που είχε κανονιστεί με το θείο της. Δεν ήξερε όμως αν τολμούσε να του το δώσει τώρα ή αν έπρεπε να περιμένει και να το στείλει στη διεύθυνση του σπιτιού του. Στο τέλος, καθώς στεκόταν στην κορυφή της σκάλας και τον άκουγε να αποχαιρετά τους οικοδεσπότες του, αποφάσισε να κατέβει γρήγορα στην είσοδο και να τον περιμένει κρυμμένη στο διάδρομο. Μόλις ο Ρόγιαλ εμφανίστηκε, η Λίλι βγήκε γρήγορα από τη σκιά, σκόνταψε τυχαία πάνω του και έχωσε το σημείωμα στο χέρι του. «Συγχωρήστε την αδεξιότητά μου, εξοχότατε», είπε. Τα δάχτυλά του έκλεισαν γύρω από το χαρτί. «Κάθε άλλο. Το λάθος ήταν δικό μου». Η Λίλι συνέχισε να προχωρεί και εξαφανίστηκε πάλι στο διάδρομο. Όρμησε σε ένα από τα σαλόνια της πρόσοψης του σπιτιού κι έτρεξε ως το παράθυρο, μόλις προλαβαίνοντας να δει τον Ρόγιαλ να διαβάζει το σημείωμα καθώς ανέβαινε στην άμαξά του. Στο σημείωμα του ζητούσε να τη συναντήσει στην ταβέρνα Φατ Οξ στο Μπάνμπερι του Σεντ Τζάιλς, στις δώδεκα το επόμενο μεσημέρι. Τουλάχιστον σ’ ένα τέτοιο μέρος δε θα χρειαζόταν να ανησυχεί μήπως τους έβλεπε κανείς μαζί. Και ο θείος Τζακ θα τους περίμενε, όπως είχε συμφωνήσει. Η Λίλι έπιασε τον εαυτό της να εύχεται ο δούκας να μην εμφανιζόταν. ***
Η Λίλι καθόταν σε μια σκοτεινή γωνιά της ταβέρνας Φατ Οξ δίπλα στο θείο της τον Τζακ. Αν και το καπηλειό ήταν γεμάτο φασαρία κι ο αέρας αποπνικτικός από τον καπνό, το τραπέζι που είχε διαλέξει ο Τζακ βρισκόταν λίγο παράμερα από τα υπόλοιπα, σ’ ένα πιο ήσυχο σημείο, όπου ήταν εύκολο να μιλήσουν χωρίς κανείς να ακούει τις συζητήσεις τους. «Πιστεύεις πως θα έρθει;» ρώτησε ο Τζακ. Μέσα στην καρδιά της το ήξερε καλά πως θα ερχόταν. Ο Ρόγιαλ ήθελε δικαιοσύνη για τον πατέρα του. Θα ερχόταν, όσο κι αν η Λίλι ευχόταν με όλη της την ψυχή για το αντίθετο. Ένα λεπτό πριν από τις δώδεκα ο δούκας μπήκε μέσα στην ταβέρνα, ψηλός και επιβλητικός, ακόμα και με την απλή καφέ κιλότα ιππασίας και το ανεπιτήδευτο μακρυμάνικο πουκάμισο που διακρινόταν μέσα από τη μακριά καφέ μάλλινη μπέρτα του. Κοντοστάθηκε για μια στιγμή περιμένοντας να προσαρμοστούν τα μάτια του στο σκοτάδι. Ο Τζόλι τον πλησίασε και του έδειξε το τραπέζι στο πίσω μέρος της ταβέρνας.
«Ευχαριστώ», είπε ο δούκας και ξεκίνησε προς τα εκεί. Ο Τζακ τον παρατηρούσε καθώς πλησίαζε, μελετώντας τον με το έμπειρο μάτι του απατεώνα που αναμετρά το θύμα του. «Ομορφονιός, έτσι;» Η Λίλι ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους της, αλλά ο Τζακ είχε έναν τρόπο να διαβάζει μέσα στην καρδιά ενός ανθρώπου. «Υπάρχει κάτι άλλο που θα ήθελες να μου πεις, μικρή μου;» «Σου είπα τα πάντα, θείε Τζακ. Ο δούκας πρόκειται να παντρευτεί την εξαδέλφη μου. Είμαστε φίλοι. Αυτό είναι όλο». Δεν είπε περισσότερα, την κοίταξε με κάποια αμφιβολία κι ύστερα σηκώθηκε απ’ την καρέκλα του. «Τζακ Μόραν», συστήθηκε όταν ο δούκας πλησίασε. «Ρόγιαλ Ντιούαρ», απάντησε ο δούκας παραλείποντας τον τίτλο του, κάτι που φάνηκε λογικό κάτω από τη συγκεκριμένη περίσταση. Ο Τζακ φώναξε μια σερβιτόρα με μεγάλα καστανά μάτια και μεγάλα στήθη, η οποία τους έφερε μια κανάτα με μπίρα. «Η Λίλι είπε πως είστε φίλος της», είπε ο Τζακ στον δούκα μόλις κάθισαν. «Αγαπώ αυτό το κορίτσι περισσότερο κι απ’ την ίδια τη ζωή μου και θα ήμουν ευτυχής να βοηθήσω έναν από τους φίλους της. Τι μπορώ να κάνω για σας, δούκα;» Η σερβιτόρα ήρθε με τα κύπελλα και ο Ρόγιαλ άφησε στο τραπέζι ένα νόμισμα. «Σ’ ευχαριστώ, νοστιμούλη», του είπε μ’ ένα πλατύ χαμόγελο κι έκρυψε το νόμισμα ανάμεσα στα πλούσια στήθη της. Οι δυο άντρες ήπιαν απ’ τις κούπες τους. «Ήλπιζα πως ίσως θα μπορούσες να με βοηθήσεις να αποδώσω δικαιοσύνη», είπε τελικά ο Ρόγιαλ. Ο Τζακ χαμογέλασε. «Θα ’ναι πρωτότυπο για μένα». Για την επόμενη μισή ώρα ο Ρόγιαλ ενημέρωνε το θείο της Λίλι για όσα αφορούσαν τον Πρέστον Λούμις και τον τρόπο με τον οποίο είχε αποσπάσει από έναν άρρωστο γέροντα την περιουσία του. «Βρίσκεται εδώ, στο Λονδίνο», είπε ο Ρόγιαλ. Ζει από τα παράνομα κέρδη του. Υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να ονομάζεται Ντικ Φλιν. Μήπως τον έχεις ακουστά;» Τα φουντωτά φρύδια του Τζακ έσμιξαν. «Φλιν, ε; Ναι, το έχω ακουστά το τομάρι. Τον γνώρισα πριν από χρόνια. Δεν είχε μπέσα αυτός ο άνθρωπος, ούτε καν στους φίλους του. Κακή πάστα. Άκουσα πως σκοτώθηκε. Πως τον καθάρισε κάποιος από τους ανθρώπους του». «Ίσως. Αλλά ίσως και όχι». Ο Τζακ ήπιε μια γουλιά από την μπίρα του. «Ο γερο-Ντικ ήταν κλειστός τύπος. Δε θα μου κάνει εντύπωση αν ζει ακόμα και συνεχίζει τη δράση». Ο Τζακ έξυσε το φρεσκοξυρισμένο για την περίσταση πιγούνι του. «Το λοιπόν, τι έχετε κατά νου;» Ο Ρόγιαλ έγειρε πίσω στην καρέκλα κι αυτή έτριξε από το βάρος του. «Δεν ξέρω ακριβώς. Ήλπιζα πως ίσως εσύ ήξερες έναν τρόπο να ξαναπάρουμε ένα μέρος των χρημάτων που έκλεψε απ’ τον πατέρα μου». Τότε επενέβη η Λίλι. «Σκεφτόμουν μήπως κάναμε κάποιο είδος παράνομης λοταρίας, θείε Τζακ. Ή μια πυραμίδα ή κάτι τέτοιο». «Για να είμαι ειλικρινής μαζί σου, αγάπη, εγώ δεν είχα κάνει ποτέ τόσο μεγάλα κόλπα όσο ο Λούμις. Απ’ όσα μου λέτε, αυτός ο άνθρωπος θα πρέπει να κινείται σε πολύ υψηλά κυκλώματα».
Ήπιε λίγη ακόμα από την μπίρα του. «Μπορεί όμως να ξέρω κάποιον που θα τον ενδιέφερε η δουλειά». «Ποιος είναι αυτός;» ρώτησε ο Ρόγιαλ. «Το θέμα δεν είναι ποιος, αλλά πώς θα κάνει τη δουλειά. Όποιο σχέδιο κι αν καταστρώσουμε, θα πρέπει να δοθούν χρήματα. Θα χρειαστεί να προσλάβουμε κάποιους ανθρώπους του υποκόσμου, να βρεθούν ρούχα που να τους ταιριάζουν. Θα χρειαστούμε ανθρώπους έμπιστους, πράγμα που σημαίνει πως εσείς και κάποιοι φίλοι σας θα πρέπει επίσης να ανακατευτείτε. Είστε σίγουρος πως θέλετε να διακινδυνεύσετε την υπόληψή σας, εξοχότατε, ρισκάροντας κάτι να πάει στραβά και να σας πιάσουν;» Ο Ρόγιαλ τον κοίταξε κατάματα. Η Λίλι είχε ένα προαίσθημα πως ο δούκας θα έκανε τα πάντα προκειμένου να πάρει εκδίκηση για τον πατέρα του. «Είναι ένα ρίσκο που είμαι έτοιμος να πάρω». Ο Τζακ συγκατένευσε με μια κίνηση του κεφαλιού. «Τότε ίσως ξέρω κάποιον που θα μπορούσε να κάνει αυτό που ζητάτε. Αν βέβαια η τιμή ήταν καλή». «Πόσο;» «Τα μισά». «Δέκα τοις εκατό», είπε ο δούκας. «Δε θα μιλήσει καν μαζί σας αν δε συμφωνήσετε να τον βοηθήσετε ο ίδιος προσωπικά με την απάτη και αν δεν του δώσετε τουλάχιστον ένα είκοσι πέντε τοις εκατό». Ο Ρόγιαλ δε δίστασε. «Έγινε». Ο θείος Τζακ χαμογέλασε πλατιά. Η Λίλι είχε την αίσθηση πως ο θείος της είχε βαρεθεί τόσο καιρό μακριά από τις παρανομίες. «Θα στείλω ειδοποίηση αμέσως μόλις μπορέσω να ορίσω μία συνάντηση». Ο Ρόγιαλ σηκώθηκε από την καρέκλα του. «Είμαι υπόχρεος και στους δυο σας». Ο Τζακ και η Λίλι σηκώθηκαν επίσης. «Κρατήστε τις ευχαριστίες σας για όταν θα ξαναπάρετε τα λεφτά σας, δούκα», είπε ο Τζακ. Η Λίλι μάζεψε το κουράγιο της και κοίταξε τον Ρόγιαλ καταπρόσωπο. Υπήρχε κάτι στα μάτια του, κάτι γλυκό, που έκανε την καρδιά της να σφιχτεί. «Σ’ ευχαριστώ Λίλι», της είπε σιγανά. «Εσείς σώσατε τη ζωή μου. Χαίρομαι που σας βοηθώ». Την κοίταξε για μια στιγμή ακόμα, ύστερα έκανε μεταβολή και έφυγε βιαστικά από την ταβέρνα. Η Λίλι έγειρε πίσω στην καρέκλα της και η καρδιά της χτυπούσε δυνατά. Ο Τζακ την κοίταξε με περιέργεια. «Ώστε έτσι λοιπόν». Το βλέμμα της Λίλι παρέμεινε καρφωμένο στην πόρτα απ’ όπου είχε εξαφανιστεί ο Ρόγιαλ. «Ναι...» ψιθύρισε, ξέροντας πως ήταν ανώφελο να το αρνείται πλέον. «Δυστυχώς».
Κεφάλαιο 13 «Πλήττω». Η Τζόσλιν άφησε το δάχτυλό της να κυλήσει κατά μήκος του πρεβαζιού στο παράθυρο της κρεβατοκάμαράς της. «Θέλω να βγω και να χορέψω. Θέλω να διασκεδάσω μέχρι τις πρώτες
πρωινές ώρες». «Και λοιπόν, τι σε εμποδίζει;» ρώτησε η Λίλι χωρίς να εκπλήσσεται. «Έχεις μπόλικες προσκλήσεις». Η Τζόσλιν κατσούφιασε και σούφρωσε τα χείλη της. «Νόμιζα πως θα με προσκαλούσε ο Ρόγιαλ. Άλλωστε είναι αρραβωνιαστικός μου». «Όχι επισήμως. Πρέπει πρώτα να αναγγελθεί ο αρραβώνας σας». «Και πάλι όμως... πρόκειται να παντρευτούμε και με αγνοεί εντελώς». «Είμαι σίγουρη πως είναι πολύ απασχολημένος». Πράγματι, θα είχε πολλή δουλειά με το σχέδιο που είχαν καταστρώσει μαζί με το θείο Τζακ. Μόλις το ίδιο πρωί η Λίλι είχε λάβει ένα σημείωμα από το θείο της ο οποίος την ενημέρωνε για μια συνάντηση με κάποιον Τσαρλς Σινκλέρ. Η Λίλι θυμόταν αμυδρά έναν εξαιρετικά καλοβαλμένο τζέντλεμαν τον οποίο ο θείος της είχε παρουσιάσει ως φίλο του. Θυμόταν επίσης ότι είχε υποθέσει πως επρόκειτο για κάποιον πολύ πλούσιο άνθρωπο, αφού ντυνόταν με τόσο όμορφα και ακριβά ρούχα. Η συνάντηση είχε οριστεί για το ίδιο απόγευμα στις τέσσερις η ώρα σε κάποιο πανδοχείο με το όνομα Ρεντ Ρούστερ. Η Λίλι σκόπευε να βρίσκεται εκεί. «Θέλω να βγω», συνέχισε η Τζο. «Αφού ο δούκας δεν προσφέρθηκε να με ψυχαγωγήσει, θα ψυχαγωγηθώ μόνη μου». «Πού θα πας;» «Στο χορό του λόρδου και της λαίδης Γουέστμορ. Άκουσα πως θα είναι μια πολύ λαμπερή εκδήλωση με έναν ατέλειωτο κατάλογο καλεσμένων. Ποιος ξέρει ποιος θα είναι εκεί...» «Θα πας με τους γονείς σου;» «Θα έρθει η μητέρα και φυσικά πρέπει να μας συνοδεύσεις κι εσύ». Η καρδιά της βούλιαξε. «Σχεδίαζα να εργαστώ απόψε. Έχω πολλές παραγγελίες και πρέπει να φτιάξω και περισσότερα δείγματα για το κατάστημα». «Μην είσαι ανόητη. Μπορείς να δουλέψεις όλη μέρα αύριο. Απόψε θα διασκεδάσουμε!» Η Τζο στροβιλίστηκε με τα μπράτσα υψωμένα, σαν να χόρευε με κάποιον αόρατο καβαλιέρο. Η Λίλι βόγκηξε μέσα της. Εκείνη και η Τζο είχαν εντελώς διαφορετική αντίληψη για τη διασκέδαση. Πάντως, αν η Τζόσλιν την ήθελε στο χορό, η Λίλι θα πήγαινε. Ήταν μέρος της δουλειάς της ως συνοδού της και θα ήταν παντοτινά ευγνώμων γι’ αυτή τη θέση. Η Τζόσλιν πήρε τα χέρια της και την τράβηξε να σηκωθεί από την καρέκλα με τη ροζ μπροκάρ ταπετσαρία. Όλο το δωμάτιο ήταν διακοσμημένο στα ροζ και τα λευκά, ενώ τα έπιπλα είχαν λεπτομέρειες από ελεφαντόδοντο. Ήταν ένας χώρος γεμάτος φραμπαλάδες και στολίδια και ταίριαζε απόλυτα στην Τζο. «Έλα, πρέπει να αποφασίσουμε τι θα φορέσουμε». Η Λίλι άφησε την εξαδέλφη της να την οδηγήσει προς την πελώρια ντουλάπα στη γωνία. «Υποθέτω... έτσι όπως σε ξέρω», είπε η Λίλι, «πως πρέπει να ξεκινήσουμε». Της χαμογέλασε. «Στο κάτω κάτω μας απομένουν μονάχα έξι ώρες ως το χορό». ***
Ο Ρόγιαλ μπήκε στο πανδοχείο Ρεντ Ρούστερ και κοίταξε τριγύρω του τη σκοτεινή αίθουσα. Βρισκόταν στο Τσέλσι, μια μεσοαστική, άχρωμη γειτονιά, όπου η συνάντησή τους θα περνούσε απαρατήρητη. Το καπηλειό βρισκόταν στο υπόγειο και φωτιζόταν από μια σειρά βιτρό κοντά στο
ταβάνι, τα οποία επέτρεπαν στο φως να φωτίζει την αίθουσα και ήταν πλαισιωμένα από γυαλιστερό σκούρο ξύλο. Ο Ρόγιαλ ήταν ντυμένος και πάλι απλά, με σκούρο καφέ παντελόνι και πουκάμισο από λευκή βατίστα. Όπως τον είχαν καθοδηγήσει, διέσχισε τη σχεδόν άδεια εκείνη την ώρα ταβέρνα και κατευθύνθηκε προς ένα μικρό δωμάτιο στο πίσω μέρος. Δυο άντρες κάθονταν σ’ ένα στρογγυλό ξύλινο τραπέζι. Δίπλα τους καθόταν η Λίλι. Τα έχασε. Δεν περίμενε να τη βρει εκεί. Όσο κι αν εκτιμούσε τη βοήθειά της, δεν περίμενε να τη δει να ανακατεύεται περισσότερο. Έσφιξε τα δόντια του. Αυτό που σχεδίαζαν δεν ήταν μόνο παράνομο αλλά και επικίνδυνο. Ο Τσέις Μόργκαν είχε ξεκαθαρίσει πως ο Λούμις ήταν ένας άνθρωπος που δε θα δίσταζε να φτάσει στο φόνο. Σταμάτησε μόλις πλησίασε στο τραπέζι. «Κύριοι. Μις Μόραν». Του φάνηκε εύθραυστη, πανέμορφη και τόσο γλυκιά, που ήθελε να σκύψει και να τη φιλήσει. Κάτι επώδυνο ξεχύθηκε μέσα του, αλλά το περιόρισε με αποφασιστικότητα. Οι άντρες σηκώθηκαν να τον χαιρετήσουν. «Ρόγιαλ Ντιούαρ, από δω ο Τσάρλι... ε... ο Τσαρλς Σινκλέρ», είπε απλά ο Τζακ. «Νομίζω πως ο Τσαρλς ίσως είναι σε θέση να σε βοηθήσει». «Κύριε Σινκλέρ», είπε ο Ρόγιαλ μ’ ένα νεύμα. Έβγαλε την μπέρτα του, την έριξε πάνω από μια άδεια καρέκλα και κάθισε απέναντι από τους άντρες, προσπαθώντας να μην κοιτάζει τη Λίλι. «Ο χρόνος είναι πολύτιμος για όλους μας, έτσι δε θα σταθώ σε περιττά», είπε ο Σινκλέρ. Ο Τζακ και η Λίλι μου έδωσαν όλες τις πληροφορίες που είχαν. Συζητούσαμε διάφορες πιθανότητες για το πώς θα πετύχουμε το αποτέλεσμα που όλοι επιθυμούμε». Ο Σινκλέρ είχε μιλήσει συνετά, δείχνοντας πως, εκτός από άψογη εμφάνιση και πανάκριβο ντύσιμο, διέθετε και αρκετή μόρφωση. Ήταν ψηλός και επιβλητικός, με αδρά χαρακτηριστικά και μια λιονταρίσια χαίτη από ασημόγκριζα μαλλιά. Ένας άντρας όμορφος για τα πενήντα και πλέον χρόνια του. «Δεν περίμενα πως θα ήταν μαζί μας και η μις Μόραν», είπε ο Ρόγιαλ. «Σίγουρα δεν είναι μια υπόθεση κατάλληλη για μια κυρία». Ο Τζακ και ο Τσαρλς αντάλλαξαν ματιές. Ο Τζακ ίσα που χαμογέλασε. «Η ανιψιά μου είναι μια φτασμένη απατεώνισσα. Τη δίδαξε η Σάντι Μπέρτζις αυτοπροσώπως, ο Θεός να αναπαύσει την ψυχή της. Και μπορώ να πω με καμάρι ότι η ανιψιά μου ήταν από τις καλύτερες. Ίσως έχει ξεμάθει λίγο, με λίγη εξάσκηση όμως θα γίνει ξεφτέρι όπως παλιά». Ο Ρόγιαλ την κοίταξε αμίλητος. Στο φως του κεριού είδε τα μάγουλά της να ροδίζουν. Του ήταν αδύνατον να πιστέψει πως είχε κάνει στη ζωή της τέτοια πράγματα. Η Λίλι δεν ήταν πλασμένη για τη ζωή που έκανε ο θείος της. Και ο Ρόγιαλ δεν μπορούσε να την αναμείξει σε κάτι τέτοιο. «Βλέπω τι σκέφτεστε», είπε ο Τζακ. «Το κορίτσι μου είναι ντροπαλό... πάντα ήταν. Γι’ αυτό ήταν τόσο καλή. Κανείς δεν υποψιάζεται πως είναι απατεώνισσα. Δεν της φαίνεται καθόλου». «Μπορώ να το κάνω αυτό, Ρόγιαλ», του είπε και τα όμορφα γαλαζοπράσινα μάτια της καρφώθηκαν ικετευτικά στο πρόσωπό του. Σαν την άκουσε να προφέρει τόσο τρυφερά το όνομά του, ένιωσε μια αναστάτωση βαθιά μέσα του. Το χάδι των δαχτύλων της πάνω στο χέρι του τον διήγειρε αβάσταχτα. «Θέλω να σε βοηθήσω», του είπε.
«Όχι». «Αν θέλετε να πετύχει αυτό», παρενέβη ο Σινκλέρ, «θα τη χρειαστούμε τη νεαρή». Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Είναι πολύ επικίνδυνο. Η Λίλι μπορεί να πάθει κακό». Τα φουντωτά φρύδια του Τζακ υψώθηκαν απότομα στο άκουσμα της οικειότητάς του απέναντι στη Λίλι. «Σε κάθε περίπτωση», συνέχισε ο δούκας, «εξαιτίας της σχέσης της με την οικογένεια των Κόλφιλντ η μις Μόραν είναι αρκετά γνωστή στην κοινωνία. Θα την αναγνώριζαν το δίχως άλλο». «Θα μεταμφιεστώ», αντιγύρισε η Λίλι. «Κανείς δε θα ξέρει ποια είμαι». «Τη χρειαζόμαστε», επέμεινε ο Σινκλέρ. Ο Ρόγιαλ δε θα μάθαινε ποτέ αν η υπαναχώρησή του προήλθε από τον διακαή πόθο του για δικαιοσύνη ή από τον εξίσου έντονο πόθο του για τη Λίλι. Ήθελε περισσότερο χρόνο μαζί της, και μ’ αυτό τον τρόπο η επιθυμία του θα πραγματοποιούνταν. «Εντάξει, όμως στην πρώτη ένδειξη κινδύνου θα φύγει». «Συμφωνώ απολύτως», είπε ο Τζακ. «Τότε το κανονίσαμε», συμπλήρωσε ο Σινκλέρ. «Υπάρχουν πράγματα που πρέπει να κάνουμε. Θα χρειαστεί να προσλάβουμε κάποιους ανθρώπους για να μας βοηθήσουν... μια ομάδα ηθοποιών οι οποίοι ειδικεύονται σε τέτοια πράγματα. Εδώ ο Τζακ διαπρέπει. Είναι αρκετά αξιοσέβαστος στην πιάτσα και οι φίλοι του είναι εξαιρετικά αφοσιωμένοι σ’ αυτόν. Μπορείς να μας βρεις την κατάλληλη ομάδα, Τζακ;» Εκείνος ένευσε καταφατικά. «Μπορώ». «Θα πρέπει να έχουν τη σωστή εμφάνιση. Αυτό σημαίνει ντύσιμο αρκετά ακριβό, ώστε να μπορέσουν να διεισδύσουν στα κυκλώματα όπου ο Λούμις κυνηγάει τα θηράματά του». Η υπενθύμιση ότι ο πατέρας του ήταν κι αυτός ένας από τα θηράματα του Λούμις έκανε τον Ρόγιαλ να σφίξει τα δόντια του. «Θα καλύψω τόσο αυτά τα έξοδα όσο και οτιδήποτε άλλο χρειαστεί». Η αλήθεια ήταν πως μετά βίας είχε την οικονομική δυνατότητα για κάτι τέτοιο, αφού τα έφερνε βόλτα με δυσκολία. Όμως ήταν βέβαιος ότι θα έβρισκε κάποιο τρόπο. Ήθελε πάση θυσία να τιμωρήσει τον Λούμις για το έγκλημά του. «Θα χρειαστούμε ανθρώπους δικούς μας, πρόθυμους να βοηθήσουν, αξιόπιστους», συνέχισε ο Σινκλέρ. «Αυτό εξαρτάται από σας, εξοχότατε. Πιστεύετε πως μπορείτε να το κανονίσετε;» Ο Ρόγιαλ σκέφτηκε τον Σέρι και ήξερε πως μπορούσε να υπολογίζει απόλυτα στη βοήθειά του. Και μαζί με τον υποκόμη, είχε την τύχη να ανήκει σε μια μικρή αδελφότητα συντρόφων οι οποίοι αυτοαποκαλούνταν Κωπηλάτες. Ένα από τα μέλη, ο Τζόναθαν Σάβατζ, τους είχε αποκαλέσει Πορνολάτρες, αυτό όμως στα νεότερα, ατίθασα χρόνια τους. Τώρα είχαν απομείνει έξι από αυτούς, όλοι άντρες της αρχικής ομάδας κωπηλασίας, οι οποίοι είχαν γίνει αδελφικοί φίλοι. Μόλις ζέσταινε ο καιρός, ο Ρόγιαλ και οι υπόλοιποι Κωπηλάτες έμπαιναν στις αγωνιστικές τους λέμβους, σκάφη μονοθέσια τώρα πια. Απολάμβαναν την άσκηση και το τέντωμα των μυών τους καθώς τραβούσαν τα κουπιά, και ένιωθαν απέραντη χαρά όταν τα κομψά σκάφη τους έσκιζαν το νερό. Συχνά συναγωνίζονταν ο ένας τον άλλο, βάζοντας στοιχήματα ή απλώς διασκεδάζοντας με την ψυχή τους. Ναι, ήταν άντρες στους οποίους ο Ρόγιαλ μπορούσε να βασιστεί, ακόμα και για κάτι τόσο
επικίνδυνο όσο ήταν αυτή η αποστολή. «Μπορώ να βρω τους ανθρώπους που χρειαζόμαστε», δήλωσε κατηγορηματικά. «Αυτό δε θα αποτελέσει πρόβλημα». Ο Σινκλέρ έγνεψε καταφατικά. «Εσείς τι θα κάνετε;» τον ρώτησε ο Ρόγιαλ. Ο Σινκλέρ του απάντησε μ’ ένα χαμόγελο γεμάτο αξιοπρέπεια και αυτοπεποίθηση. «Ένα από τα πράγματα που ξέρω καλά. Θα εντοπίσω το θήραμά μας. Πριν αρχίσουμε, πρέπει να μάθουμε τα πάντα για τον Πρέστον Λούμις. Τι αγαπά και τι απεχθάνεται, πώς ξοδεύει τα χρήματά του, τις ερωτικές προτιμήσεις του... τα πάντα, ως την πιο μικρή λεπτομέρεια. Και ιδιαίτερα τις αδυναμίες του. Σ’ αυτές θα ποντάρουμε ως επί το πλείστον». Ο Ρόγιαλ είχε εντυπωσιαστεί. Ήταν φανερό πως ο Σινκλέρ ήταν ένας επαγγελματίας. Από την άλλη μεριά όμως, ήταν πολύ πρόωρο να σκέφτονται πως θα πετύχαιναν το στόχο τους. Ο Σινκλέρ κάθισε πιο ίσια στην καρέκλα του. «Κάτι ακόμα. Ο Τζακ μου έκανε μια επαγγελματική πρόταση. Είμαστε ξεκάθαροι ως προς τους όρους;» «Εγώ δίνω τα χρήματα για ό,τι χρειαζόμαστε. Εσείς θα πάρετε το είκοσι πέντε τοις εκατό απ’ όποιο κέρδος αποκομίσουμε». Αν βεβαίως είχε μείνει τίποτα από την κλεμμένη περιουσία. «Καλά λοιπόν. Αν όλοι καταλαβαίνουμε τη δουλειά που πρέπει να κάνουμε, θα συναντηθούμε και πάλι εδώ την ίδια ώρα, σε μία εβδομάδα από τώρα. Σας αρκεί ο χρόνος;» Ο Τζακ και ο Ρόγιαλ έγνεψαν καταφατικά. «Μόλις συγκεντρώσουμε τις πληροφορίες που χρειαζόμαστε», κατέληξε ο Σινκλέρ, «μπορούμε να αποφασίσουμε ποια μέθοδο θα χρησιμοποιήσουμε και πού θα μας είναι πιο χρήσιμη η Λίλι». Στον Ρόγιαλ δεν άρεσε αυτό όπως ακούστηκε, προς το παρόν όμως κράτησε το στόμα του κλειστό. Ο Σινκλέρ σηκώθηκε όρθιος. «Εμένα να με συγχωρείτε. Δυστυχώς έχω κι άλλο ένα ραντεβού. Θα σας δω ξανά την ερχόμενη εβδομάδα». Ο Τσαρλς Σινκλέρ έφυγε από το τραπέζι και άρχισε να προχωρεί με βήμα αποφασιστικό προς την πόρτα της ταβέρνας. Μόλις εξαφανίστηκε, ο Ρόγιαλ γύρισε προς τη Λίλι. «Δε μ’ αρέσει αυτό, Λίλι. Δε θα συγχωρούσα ποτέ τον εαυτό μου αν σου συνέβαινε οτιδήποτε». «Αλήθεια;» τον ρώτησε σιγανά. Στο φως του κεριού το δέρμα της φαινόταν να ιριδίζει και τα χείλη της ήταν σαν ένα ντελικάτο τριαντάφυλλο. «Ναι...» της απάντησε στον ίδιο απαλό τόνο, ανήμπορος να πάρει το βλέμμα του από τα όμορφα γαλάζια μάτια της. Βλαστήμησε τον εαυτό του, γιατί άλλη μια φορά ένιωσε πως δεν μπορούσε να ελέγξει τον εαυτό του, ακόμα κι όταν ο θείος της βρισκόταν εκεί, δίπλα της! «Η Λίλι θα είναι μια χαρά», τον διαβεβαίωσε ο Τζακ. «Θα την προσέχουμε κι οι δυο μας». Ο Ρόγιαλ απλώς ένευσε καταφατικά. Δεν τολμούσε να την ξανακοιτάξει. Αν το έκανε, κινδύνευε να την πάρει απ’ το χέρι και να φύγει μαζί της από κει μέσα. Θα την πήγαινε κατευθείαν στο κρεβάτι του και θα της έκανε έρωτα ώσπου οι δυο τους να ήταν πια πολύ εξαντλημένοι για να κουνηθούν. Βλαστήμησε ξανά. Το ξελόγιασμά του με τη Λίλι ήταν πολύ χειρότερο απ’ ό,τι φανταζόταν. Σηκώθηκε αποφασιστικά από την καρέκλα του. «Για άλλη μια φορά ευχαριστώ για τη βοήθειά σας. Θα σας δω και τους δύο την ερχόμενη
εβδομάδα». Γύρισε και βγήκε από το πανδοχείο χωρίς να κοιτάξει πίσω του, γιατί φοβόταν αυτό που θα συνέβαινε αν το έκανε. ***
Ο χορός του λόρδου και της λαίδης Γουέστμορ ήταν μία εξαιρετική περίσταση. Η Τζόσλιν εντυπωσιάστηκε με τα πελώρια δοχεία γεμάτα με λευκά χρυσάνθεμα τα οποία είχαν τοποθετηθεί τριγύρω στην αίθουσα με τους καθρέφτες. Ολόκληρη η αίθουσα χορού είχε διακοσμηθεί σαν σκηνικό παραμυθένιο. Στον ένα τοίχο υπήρχε μια τοιχογραφία, ενώ εκατοντάδες κεριά έκαιγαν στα ψηλά κηροπήγια δαπέδου. Από τα ανάγλυφα ταβάνια κρέμονταν κρυστάλλινες λάμπες φωταερίου, οι οποίες έριχναν μια γλυκιά λάμψη πάνω στις γυναίκες με τις κομψές μεταξωτές και σατέν τουαλέτες, αλλά και στους άντρες με τα μαύρα επίσημα κοστούμια. Φορώντας ένα μεταξωτό φόρεμα στην απόχρωση του δαμάσκηνου, η φούστα του οποίου ήταν στολισμένη με αμέτρητα μικρά μπριγιάν, η Τζόσλιν στεκόταν δίπλα στη μητέρα της. Συνομιλούσαν με μια μικρή παρέα θαυμαστών, ανάμεσα στους οποίους ήταν ο υποκόμης του Γουέλσλι και αρκετοί από τους φίλους του, και ιδιαίτερα μ’ έναν πανέμορφο άντρα ονόματι Τζόναθαν Σάβατζ. Ο Σάβατζ ήταν μελαχρινός με ελαφρώς ηλιοκαμένη επιδερμίδα και προκαλούσε μια παράξενη αναστάτωση στην Τζόσλιν, αν και είχε προειδοποιηθεί από τη μητέρα της ότι επρόκειτο για έναν άντρα με ύποπτες κοινωνικές συναναστροφές, τον οποίο η Τζο θα έπρεπε να αποφεύγει. Ο Ντίλον Σεντ Μάικλς βρισκόταν επίσης ανάμεσα στην παρέα, ένα άντρας μεγαλόσωμος, που πάντοτε είχε κάτι πνευματώδες να πει. Ήταν κι αυτός όμορφος και γοητευτικός και κατάφερε μάλιστα να κάνει ακόμα και τη μητέρα της Τζόσλιν να γελάσει, πράγμα σχεδόν ακατόρθωτο. Με τη γωνία του ματιού της είδε μια άλλη παρέα αντρών να συζητούν. Ο ένας ξεχώριζε από τους υπόλοιπους, γιατί είχε φαρδύτερους ώμους και πιο αδρά χαρακτηριστικά. Στο πρόσωπό του αναγνώρισε τον Κρίστοφερ Μπάρκλεϊ και σκέφτηκε πόσο φίνο αρσενικό ήταν. Δεν μπορούσε να μη θαυμάζει τη σιγουριά με την οποία προχωρούσε, το πλούσιο μέταλλο της φωνής του ή τα μάτια του... Πιάστηκε η ανάσα της όταν αντιλήφθηκε πως την παρατηρούσε κι εκείνος. Ήταν παράλογο, αλλά η καρδιά της άρχισε να χτυπά δυνατά. Δεν μπορούσε να τραβήξει τα μάτια της από πάνω του και όταν τα χείλη του άρχισαν να της χαμογελούν, ένα κοκκίνισμα εμφανίστηκε στα μάγουλά της. Εκείνο το αυτάρεσκο βλέμμα προκάλεσε μέσα της μια ξαφνική αγανάκτηση. Πώς τολμούσε να την κοιτάζει έτσι! Σαν να είχε κάποια δικαιώματα πάνω της μόνο και μόνο επειδή την είχε φιλήσει! Αυτός, ένας απλός δικηγόρος που αγωνιζόταν να γίνει γνωστός, ένας άντρας για τον οποίο εκείνη δεν είχε κανένα λόγο να ενδιαφέρεται. Ξανάστρεψε την προσοχή της στους άντρες γύρω της και χαμογέλασε στον Σάβατζ. Έτσι, δεν του άφησε άλλη επιλογή από το να της ζητήσει να χορέψουν. Η ορχήστρα έπαιζε ένα βαλς και ο Σάβατζ τη στροβίλισε, δείχνοντάς της πως ήταν ένας πολύ καλός χορευτής. Η Τζόσλιν του χάρισε ένα αστραφτερό χαμόγελο μόλις πέρασαν δίπλα από τον Κρίστοφερ Μπάρκλεϊ και είδε με μεγάλη ικανοποίηση ότι ο τελευταίος έχασε το αυτάρεσκο χαμόγελό του. Στη θέση του εμφανίστηκε ένα συνοφρύωμα και η Τζόσλιν χαμογέλασε μέσα της. Του χρειαζόταν. Δεν ήταν της δικής της κοινωνικής τάξης. Μόλις γινόταν δούκισσα θα του έκοβε ευθύς τον αέρα. Μ’ αυτή την ευχάριστη σκέψη στο μυαλό της τελείωσε το χορό της με τον Σάβατζ και επέστρεψε
κοντά στη μητέρα της. «Ήταν πολύ ευχάριστος χορός, μις Κόλφιλντ». «Πράγματι, κύριε Σάβατζ». Η μητέρα της ήταν σκυθρωπή γιατί είχε δυσαρεστηθεί ιδιαίτερα βλέποντας την κόρη της να χορεύει με έναν άντρα που δεν τον είχαν και σε πολύ μεγάλη υπόληψη. Η Τζόσλιν όμως την αγνόησε. Δεν την ενδιέφερε ο Τζόναθαν Σάβατζ, ούτε κάποιος άλλος από τους άντρες. Σύντομα θα γινόταν δούκισσα. Μόνο αυτό μετρούσε. Πλήττοντας όλο και περισσότερο από τη λατρεία των αντρών, κοίταξε τριγύρω της αναζητώντας τη Λίλι. Την είδε να συζητά με τη χήρα κόμισσα Τάβιστοκ, τη θεία του Ρόγιαλ, την Άγκαθα, η οποία σύντομα θα γινόταν επίσης θεία της Τζόσλιν. Θα έπρεπε να τη χαιρετήσει ευγενικά, αλλά δε σκόπευε να το κάνει. Τουλάχιστον γι’ απόψε θα άφηνε στην εξαδέλφη της τη συζήτηση με τη γριά χήρα. Μάλιστα η Λίλι γελούσε με κάτι που είχε πει η κόμισσα, σαν να απολάμβανε πραγματικά τη συνομιλία μαζί της. Η Τζόσλιν χόρεψε με μια ντουζίνα καβαλιέρους, κάθε φορά ρίχνοντας στον Κρίστοφερ μια θριαμβευτική ματιά και κάθε φορά βλέποντας το στόμα του να σφίγγεται όλο και περισσότερο. Όταν άρχισε να κουράζεται απ’ αυτό το παιχνίδι, ζήτησε συγνώμη για να αποσυρθεί στα γυναικεία δωμάτια ανάπαυσης. Αντί όμως να πάει εκεί, διέσχισε το διάδρομο και μπήκε σ’ ένα άδειο σαλόνι, όπου δεν μπορούσε να τη δει κανείς. Από κει βγήκε στη βεράντα για να πάρει λίγο αέρα. Προσέχοντας να παραμένει κρυμμένη στη σκιά, προχώρησε ως το παραπέτο, απ’ όπου φαίνονταν οι κήποι. Της άρεσε το νυχτερινό τραγούδισμα των γρύλων και ο αναζωογονητικός βραδινός αέρας, ξάφνου όμως ένιωσε δυο αντρικά χέρια στη μέση της. Έβγαλε μια μικρή κραυγή αγανάκτησης, η οποία ωστόσο πνίγηκε από δυο γνώριμα χείλη, που διέγραψαν ένα χνάρι στη γραμμή του λαιμού της. «Μου έλειψες», είπε απαλά ο Κρίστοφερ και τη γύρισε στην αγκαλιά του. «Σκέφτηκα εκατοντάδες φορές το φιλί μας». Κι ύστερα το στόμα του ακούμπησε πάνω στο δικό της, ώσπου η Τζόσλιν ταλαντεύτηκε ανήμπορη πάνω του και τύλιξε τα μπράτσα της γύρω από το λαιμό του. Η γλώσσα του απαίτησε είσοδο μέσα στο στόμα της και τα χείλη της μισάνοιξαν, αφήνοντάς τη να την κυριέψει απόλυτα, σαν να ήταν δικαίωμά του. Ένας μικρός λυγμός τής ξέφυγε. Ο πόθος την πλημμύρισε κι έκανε τα μέλη της να παραλύσουν. Αν δεν την κρατούσε, ίσως και να σωριαζόταν. «Φαίνεται ότι κι εσένα σ’ αρέσει να με φιλάς», της είπε και το στόμα του προχώρησε δίπλα, τρυγώντας το λοβό του αυτιού της. «Δεν εκπλήσσομαι... μια γυναίκα παθιασμένη όπως εσύ». Δάγκωσε το λοβό της κι ύστερα ανακούφισε τον πόνο φιλώντας απαλά. Η Τζόσλιν βόγκηξε. «Είσαι όμορφη και φλογερή», της είπε διεκδικώντας πάλι το στόμα της, φιλώντας την ώσπου της ήρθε ζάλη. «Επιπλέον, είσαι κακομαθημένη και εγωίστρια, το είδος της γυναίκας που χρειάζεται έναν άντρα για να τη χειριστεί». Το θολό μυαλό της καθάρισε αρκετά ώστε να αντιληφθεί την προσβολή. «Πώς τολμάς να μου λες κάτι τέτοιο! Θα έπρεπε να σε χαστουκίσω για την αυθάδειά σου». Εκείνος χασκογέλασε. «Μα δε θα το κάνεις, έτσι δεν είναι; Γιατί δεν είσαι σίγουρη ότι δε θα σε
χαστουκίσω κι εγώ». Κι όμως, ήταν αλήθεια. Ο Κρίστοφερ Μπάρκλεϊ μπορεί να ήταν άσημος και άστατος, όμως ήταν ένας άντρας που είχε πάντοτε τον έλεγχο. Έσκυψε το κεφάλι του και τη φίλησε ξανά, πιο τρυφερά αυτή τη φορά. Τα λόγια του μαλάκωσαν. «Ποτέ δε θα χτυπούσα μια γυναίκα, φυσικά, ιδίως μια καλλονή σαν εσένα. Ακόμα κι αν θα το άξιζες». Την κοίταξε μ’ ένα αμυδρό χαμόγελο. «Ένα γερό χτύπημα στα πισινά δε θα ήταν ωστόσο πολύ κακή ιδέα». «Πώς τολμάς!» Το πρόσωπό του έγινε σκληρότερο. «Θα τολμούσα πολύ περισσότερα αν είχα την οικονομική ευχέρεια να σε αποκτήσω... κάτι που ξέρουμε κι οι δυο πως δεν ισχύει. Θα παντρευτείς κάποιον πολύ ανώτερό μου. Ελπίζω τουλάχιστον να είναι αληθινός άντρας». «Είσαι...» Κόβοντας τη φράση της στη μέση, ο Κρίστοφερ γύρισε και την άφησε εκεί, στη βεράντα, να βράζει μόνη απ’ την οργή της. Κι ας ήξερε πως ο Κρίστοφερ είχε δίκιο. Ποτέ της δε θα παντρευόταν τον Κρίστοφερ ή οποιονδήποτε άλλο άντρα της δικής του χαμηλής κοινωνικής θέσης. Μα όταν ανακοινωνόταν επισήμως ο αρραβώνας της, η Τζόσλιν θα του έδειχνε. Δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ότι ο Ρόγιαλ Ντιούαρ ήταν ένας αρρενωπός άντρας. Ένας υπέροχος άντρας, πανέμορφος και απίστευτα ανδροπρεπής, όπως της είχε αποδείξει μ’ εκείνο το σύντομο φιλί του. Το ψηλό κορμί του ήταν σκληρό σαν πέτρα και η ανατομία του ιδιαιτέρως εντυπωσιακή, κρίνοντας από το θέαμα που πρόσφερε το εφαρμοστό παντελόνι της ιππασίας του. Η Τζόσλιν κοίταξε μέσα από τις μπαλκονόπορτες και είδε τον Κρίστοφερ με την κόμισσα του Ρεν, μια όμορφη τριαντάρα. Μια σουβλιά ζήλιας τη διαπέρασε και ο θυμός της φούντωσε ξανά. Έβρεξε τα χείλη της και γεύτηκε σ’ αυτά τον Κρίστοφερ. Ο πόθος της επέστρεψε. Είδε το στόμα του να μισανοίγει σ’ ένα σαγηνευτικό χαμόγελο κι ένιωσε τα δικά της χείλη να κάνουν το ίδιο. Ο Κρίστοφερ Μπάρκλεϊ δε θα γινόταν ποτέ κατάλληλος σύζυγος γι’ αυτήν. Αλλά η Τζόσλιν δεν ενδιαφερόταν να τον παντρευτεί... τουλάχιστον τη στιγμή που μπορούσε να πάρει έναν δούκα. Ο γάμος αποκλειόταν, μπορούσε όμως να τον δεχτεί σαν εραστή της. Η Τζόσλιν ήταν συνηθισμένη να παίρνει πάντα αυτό που ήθελε. Και αυτό το βράδυ ανακάλυπτε πως ήθελε απεγνωσμένα τον Κρίστοφερ Μπάρκλεϊ.
Κεφάλαιο 14 Η Λίλι χασμουρήθηκε καθώς έλυνε τον κορσέ της Τζόσλιν μέσα στην κρεβατοκάμαρα. Έξω από το παράθυρο ο ουρανός είχε ένα χρώμα μολυβένιο. Σε λιγότερο από μία ώρα θα ξημέρωνε και η Λίλι ήταν εξουθενωμένη από την κούραση. Επί ώρες ήταν αναγκασμένη να χορεύει και να συζητά με ανθρώπους τους οποίους είχε μόλις γνωρίσει. Κατά περίεργο τρόπο όμως, είχε διασκεδάσει. Ίσως λόγω της ασυνήθιστης προσοχής που είχε λάβει από τον υποκόμη του Γουέλσλι και τη συντροφιά των φίλων του, τους ανθρώπους οι οποίοι την ψυχαγώγησαν το μεγαλύτερο μέρος της βραδιάς. Ίσως ο λόρδος να μάντευε τα αισθήματά της για τον δούκα και να τη λυπόταν. Ο Σέρινταν
Νόουλζ διέθετε μια ευγένεια η οποία της φαινόταν εξαιρετικά γοητευτική. Οι άλλοι άντρες της ομάδας ήταν ένα ενδιαφέρον κράμα. Ο Σέρινταν είχε αναφέρει ότι γνωρίζονταν από τα φοιτητικά τους χρόνια στην Οξφόρδη και πως όλοι τους, συμπεριλαμβανομένου και του δούκα, ήταν μέλη της κωπηλατικής ομάδας της Οξφόρδης. Είχαν κερδίσει το Κέμπριτζ με τρόπο θεαματικό τη χρονιά του 1845, όπως της είπε χαμογελώντας με καμάρι, στη διάρκεια του περίφημου κωπηλατικού αγώνα μεταξύ Κέμπριτζ και Οξφόρδης. «Τελείωσες;» Η φωνή της Τζόσλιν την έβγαλε απότομα από τις σκέψεις της. «Κοντεύω». Η Λίλι τράβηξε τα κορδόνια του κορσέ και η Τζο αναστέναξε με ανακούφιση. «Δόξα τω Θεώ. Επιτέλους αναπνέω». Πήρε μια βαθιά εισπνοή σαν να ήθελε να επιβεβαιώσει το γεγονός. «Ήταν συναρπαστική βραδιά, δε συμφωνείς;» Η Τζο γύρισε και την κοίταξε. «Ακόμα κι εσύ φάνηκες να διασκεδάζεις για πρώτη φορά». Η Λίλι χαμογέλασε. «Ναι, με εξέπληξε κι εμένα». Ίσως επειδή ο Ρόγιαλ δεν ήταν εκεί και δεν αναγκάστηκε να υποβληθεί στο μαρτύριο να τον βλέπει μαζί με την Τζο. «Όπως συνήθως, ο αρραβωνιαστικός μου ήταν άφαντος». Βγήκε από τον κορσέ που είχε πέσει στα πόδια της, τον μάζεψε και τον έριξε στο κρεβάτι. «Ο Ρόγιαλ δεν ήταν εκεί, ήταν όμως ο Κρίστοφερ Μπάρκλεϊ». Τη στιγμή που κρεμούσε το κόκκινο μεταξωτό φόρεμα της Τζο, η Λίλι γύρισε και την κοίταξε. «Εννοείς, ο γνωστός Κρίστοφερ Μπάρκλεϊ; Το νούμερο δέκα στο φιλί, αυτός ο Κρίστοφερ Μπάρκλεϊ;» «Ναι, αυτός... και εξακολουθώ να υποστηρίζω τη βαθμολογία μου». Τα μάτια της Λίλι άνοιξαν διάπλατα. «Μη μου πεις ότι τον φίλησες ξανά... ενώ έχεις δώσει υπόσχεση να παντρευτείς με τον δούκα;» Η Τζόσλιν χαμογέλασε πλατιά. «Για την ακρίβεια, εκείνος φίλησε εμένα. Τουλάχιστον στην αρχή». «Τζόσλιν!» Η Τζο όμως ανασήκωσε απτόητη το πρόσωπό της. «Όχι μόνο τον φίλησα, αλλά αποφάσισα να αποκτήσω κι ερωτική σχέση μαζί του». Η Λίλι έμεινε άναυδη, κοιτούσε την εξαδέλφη της πανικόβλητη. «Μα δεν μπορείς να το κάνεις αυτό! Δεν μπορείς να αποκτήσεις εραστή πριν χαρίσεις στον δούκα έναν κληρονόμο. Άλλωστε ο σύζυγός σου θα περιμένει από σένα να είσαι παρθένα». Η Τζο απλώς ανασήκωσε τους ώμους. «Είμαστε στη δεκαετία του 1850, Λίλι... όχι στα μεσαιωνικά χρόνια. Θα φροντίσω απλώς να μη μάθει ποτέ ο δούκας την αλήθεια. Άλλωστε, ούτε ο Ρόγιαλ είναι αγνός. Είχε πολλές ερωμένες μέχρι τώρα... το ξέρω με σιγουριά». Η Λίλι δεν το αμφισβητούσε. Η Τζο είχε έναν τρόπο να μαθαίνει τα πάντα. Επιπλέον ο Ρόγιαλ ήταν ένας εξαιρετικά αρρενοπρεπής άντρας... όπως το γνώριζε και η ίδια από προσωπική πείρα. Δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ότι μπορούσε να έχει οποιαδήποτε γυναίκα επιθυμούσε. Η σκέψη προκάλεσε σουβλιές ζήλιας μέσα της. «Δε θα με μαρτυρήσεις, έτσι δεν είναι;» «Με ξέρεις καλά. Είσαι εξαδέλφη μου. Ποτέ δε θα επαναλάμβανα κάτι το οποίο μου εξομολογήθηκες». Όποια απόσταση κι αν την χώριζε από τους Κόλφιλντ, η Λίλι ήταν ανέκαθεν αφοσιωμένη απέναντί τους. Δεν μπορούσε να φανταστεί πού θα είχε καταλήξει αν εκείνοι δεν την
είχαν μαζέψει από τους δρόμους. «Έχεις... συζητήσει το θέμα με τον Μπάρκλεϊ;» «Μην είσαι ανόητη. Εκείνος δεν έχει την παραμικρή ιδέα. Όταν είμαι έτοιμη, θα τον ενημερώσω». «Ίσως αρνηθεί. Μόλις αναγγελθεί ο αρραβώνας σου, ο Μπάρκλεϊ θα έχει χρέος τιμής να...» «Δε σκοπεύω να περιμένω ως την επίσημη δέσμευσή μου. Ο χορός του αρραβώνα απέχει ένα μήνα από σήμερα. Εγώ σκοπεύω να αποκτήσω τον Κρίστοφερ πολύ πιο σύντομα». Η Λίλι δεν πίστευε στ’ αυτιά της. «Κι αν αποκαλυφθείς; Ο δούκας μπορεί να διαλύσει τον αρραβώνα». Η Τζο πέρασε το νυχτικό από το κεφάλι της και το άφησε να πέσει πάνω στις φιλήδονες καμπύλες της. «Πολύ αμφιβάλλω. Ο δούκας θέλει τα λεφτά μου, όχι εμένα. Κι αφού πρόκειται να παντρευτώ έναν άντρα που θα ανέχεται απλώς την ύπαρξή μου, έναν άντρα που θα πλαγιάζει μαζί μου από καθήκον, τότε κι εγώ πριν παντρευτώ τον Ρόγιαλ θα γνωρίσω το αληθινό πάθος με έναν άντρα τον οποίο επιθυμώ». Η Λίλι δεν είπε τίποτα. Της ήταν απλώς αδιανόητο ότι η εξαδέλφη της θα απατούσε τον Ρόγιαλ πριν ακόμα παντρευτούν. Από την άλλη πλευρά, κατανοούσε κι η ίδια τι σήμαινε πάθος. Με τον κατάλληλο άντρα, ήταν ένα αίσθημα σχεδόν ακατανίκητο. Άλλωστε η Τζο ίσως είχε δίκιο για τον δούκα. Η Λίλι προαισθανόταν πως ο Ρόγιαλ θα παντρευόταν την Τζόσλιν είτε ήταν παρθένα είτε όχι. Είχε δώσει έναν όρκο στον πατέρα του και θα τον τιμούσε. Η Λίλι πίστευε πως τίποτε απ’ όσα έκανε η Τζο δε θα μπορούσε να αναγκάσει τον Ρόγιαλ να αθετήσει το λόγο του. ***
Ο Ρόγιαλ καθόταν σε ένα ιδιωτικό δωμάτιο στο Γουάιτ, ανάμεσα στους πιο στενούς του φίλους. Όλοι τους είχαν έρθει ακριβώς στην ώρα τους, στις οχτώ το βράδυ. Ο Σέρι βρισκόταν ήδη στο Λονδίνο, όπως και ο Τζόναθαν Σάβατζ, τρίτος γιος του κόμη του Γκρέβιλ. Ο Ντίλον Σεντ Μά-ικλς ζούσε μόνιμα στην πόλη, με μόνη εξαίρεση κάποιες περιστασιακές εξορμήσεις στην εξοχική έπαυλη του παππού του. Ο Μπέντζαμιν Γουίνταμ, κόμης του Νάιτινγκεϊλ, και η σύζυγός του Μάριαν ζούσαν σε μια έπαυλη στην αριστοκρατική συνοικία του Μέιφερ. Μόνο ο Κουέντιν Γκάρετ, υποκόμης του Μαρτς και κληρονόμος του κόμη του Λέιτον, θα διήνυε οποιαδήποτε απόσταση αν τον καλούσε ο Ρόγιαλ. Ο Ρόγιαλ δεν είχε αμφιβολία ότι οι φίλοι του θα έσπευδαν να τον βοηθήσουν. Αν του το ζητούσαν, θα έκανε κι εκείνος το ίδιο για οποιονδήποτε απ’ αυτούς. «Εντάξει λοιπόν, μη μας αφήνεις σε αγωνία», είπε ο Σεντ Μάικλς, ένας μεγαλόσωμος, γεροδεμένος άντρας, εξαιρετικός κωπηλάτης. Όπως άλλωστε ήταν όλοι τους. «Τι είναι τόσο σημαντικό, που μας κάλεσες εδώ;» «Ελπίζω να είναι αρκετά εντυπωσιακό», είπε ο Σάβατζ γέρνοντας πίσω στην καρέκλα του και πλέκοντας νωχελικά τα χέρια εμπρός του. «Τελευταία βαριέμαι αφόρητα. Ίσως αυτό να μου κεντρίσει κάπως το ενδιαφέρον». «Το δικό σου ενδιαφέρον δύσκολα κεντρίζεται», αντέτεινε ο Σεντ. «Με τις ακόρεστες ορέξεις σου, τριγυρίζεις διαρκώς αναζητώντας λεία». Γέλασαν όλοι τους. Ο Σάβατζ ήταν ο κόκορας της παρέας. Όταν την προηγούμενη χρονιά τον
τσάκωσαν στα πράσα με μια νεαρή ντεμπιτάντ, η ήδη κακή φήμη του καταστράφηκε ολοσχερώς. «Ίσως ο Μπράνσφορντ θέλει να αποφύγει το γάμο του με την εξαίσια μέλλουσα γυναίκα του», πρότεινε ο Σεντ Μάικλς. «Αμφιβάλλω γι’ αυτό», είπε ο Σάβατζ. «Είχα την καλή τύχη να χορέψω χτες βράδυ με τη δεσποινίδα και μπορώ να πω με σιγουριά πως ένας άντρας θα πρέπει να είναι ανόητος για να μην πάρει στο κρεβάτι του ένα τέτοιο πλάσμα». «Μιλούσαμε για γάμο, Σάβατζ», του θύμισε ο Κουέντ, μιλώντας για πρώτη φορά. «Υπάρχει διαφορά, είμαι σίγουρος πως το γνωρίζεις αυτό». Ως κληρονόμος του κόμη του Λέιτον, έφερε τον τιμητικό τίτλο του υποκόμη του Μαρτς, όμως προτιμούσε οι φίλοι του να τον αποκαλούν απλώς Κουέντ. Ο Κουέντ αντιμετώπιζε κι ο ίδιος το φλέγον ζήτημα της αναγκαιότητας ενός γάμου, αν και μέχρι στιγμής δεν είχε συναντήσει κάποια που να ταίριαζε στις προδιαγραφές του. Ο Ρόγιαλ τον ζήλευε που μπορούσε να διαλέξει τη μέλλουσα σύζυγό του αντί να την έχουν επιλέξει άλλοι για λογαριασμό του. «Πιστεύω πως το ζήτημα που ήρθαμε να συζητήσουμε αφορά τον εκλιπόντα δούκα, τον πατέρα του Ρόγιαλ», είπε ο Σέρι επαναφέροντας την προσοχή των αντρών στη συζήτησή τους. Η μικρή ομάδα σοβαρεύτηκε αμέσως. Όλοι τους γνώριζαν την ατυχία του Ρόγιαλ να κληρονομήσει ένα δουκάτο αποστερημένο από την περιουσία του. Και επίσης ότι αυτός ήταν ο λόγος που παντρευόταν μια γυναίκα με αμύθητη περιουσία, ένας γάμος τον οποίο είχε κανονίσει ο πατέρας του. «Όπως όλοι γνωρίζετε, τα τελευταία τρία χρόνια της ζωής του ο πατέρας μου έχασε το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας των Μπράνσφορντ. Αυτό το γεγονός είναι από μόνο του μια τραγωδία τεραστίων διαστάσεων. Φαίνεται ωστόσο πως το φταίξιμο δεν ήταν αποκλειστικά του δούκα. Ο πατέρας μου ενεργούσε έτσι γιατί ήταν άρρωστος. Αυτό σημαίνει πως δεν ήταν αρκετά ικανός να παίρνει οικονομικές αποφάσεις». «Κι εδώ μπαίνει ένας άντρας με το όνομα Πρέστον Λούμις», πρόσθεσε ο Σέρι, ο οποίος είχε ήδη ενημερωθεί το ίδιο πρωί. «Λούμις, είπες; Πιστεύω πως το ξέρω αυτό το όνομα», είπε ο Νάιτινγκεϊλ. «Τον συνάντησα πέρυσι σε μια εκδήλωση. Μου φάνηκε καλός άνθρωπος». «Είμαι σίγουρος γι’ αυτό», είπε ο Ρόγιαλ σφίγγοντας τα δόντια. «Ο Λούμις είναι στην πραγματικότητα ένας απατεώνας ονόματι Ντικ Φλιν», εξήγησε ο Σέρι. «Αφού πρώτα άδειασε τα ταμεία του δούκα, τώρα ζει μέσα στην πολυτέλεια με την κληρονομιά του Ρόγιαλ, κάπου εδώ στην πόλη». Ο Τζόναθαν συνοφρυώθηκε. «Νομίζω πως κι εγώ τον έχω συναντήσει. Δεν είναι ένας τύπος γεμάτος αβρότητα, ιδίως απέναντι σε γυναίκες κάποιας ηλικίας;» Ο Ρόγιαλ κούνησε καταφατικά το κεφάλι. «Και προφανώς αρκετά χαρισματικός ώστε να πείσει τον πατέρα μου να επενδύσει μια περιουσία σε εταιρείες-φαντάσματα». «Για να το πούμε πιο απλά, ο καημένος ο δούκας πιάστηκε κορόιδο», πρόσθεσε ο Σέρι. «Άλλο πράγμα είναι να παίρνεις επαγγελματικές αποφάσεις που δεν αποδίδουν κι άλλο να εκμεταλλεύεσαι έναν άρρωστο γέρο άνθρωπο, ο οποίος μάλιστα δε διαθέτει σωστή κρίση». «Όλοι συμπαθούσαμε και θαυμάζαμε τον πατέρα σου, Ρόγιαλ», είπε ο Κουέντ. «Ο Λούμις θα
πρέπει να λογοδοτήσει». «Δυστυχώς δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία», απάντησε εκείνος. «Μόνο φήμες, όχι απτές αποδείξεις οι οποίες μπορούν να προσκομιστούν στις Αρχές». «Πράγμα που σημαίνει ότι θα πρέπει να τον αντιμετωπίσουμε μόνοι μας αυτό τον άνθρωπο», κατέληξε ο Σέρι. Ο Σεντ Μάικλς έγειρε μπροστά. «Λοιπόν, γιατί μας έφερες εδώ; Τι μπορούμε να κάνουμε για να σε βοηθήσουμε;» Ο Ρόγιαλ κοίταξε τους φίλους του. «Όπως σας είπα, δεν μπορούμε να πάμε στην αστυνομία, ίσως όμως έχω βρει έναν τρόπο για να πάρω πίσω τουλάχιστον ένα μέρος της περιουσίας που ο Λούμις έκλεψε από τον πατέρα μου». Ο Κουέντ ίσιωσε τους φαρδιούς ώμους του και πήρε μια έκφραση πολύ σοβαρότερη απ’ ό,τι συνήθως. Ο Σεντ Μάικλς έτριψε κατενθουσιασμένος τις πλατιές παλάμες του. «Ω, να που τελικά ο Σάβατζ μπορεί να σωθεί από την πλήξη του». Ο Τζόναθαν ύψωσε το ένα φρύδι και λοξοκοίταξε τον Ρόγιαλ. «Παραδέχομαι πως ακούγεται συναρπαστικό. Ποιο ρόλο θέλεις να παίξουμε;» «Για να πω την αλήθεια, δεν είμαι ακόμα σίγουρος. Πρέπει να σας προειδοποιήσω πως αυτό μπορεί να αποδειχτεί επικίνδυνο. Οι φήμες λένε ότι ο Λούμις δε διστάζει να φτάσει ως το φόνο. Και υπάρχει πάντα η πιθανότητα να μας πιάσουν, οπότε οι υπολήψεις μας θα πληγούν». Ο Σάβατζ ρουθούνισε περιφρονητικά. «Για μένα αυτό δε θα είναι πρόβλημα». «Εγώ είμαι μέσα», είπε ο Σεντ Μάικλς. «Μου χρειάζεται λίγη διασκέδαση». «Είναι κανένας που θέλει να αρνηθεί;» ρώτησε ο Σέρι. Κανείς δεν είπε λέξη. Ο Ρόγιαλ παρατήρησε τους φίλους του και διέκρινε την αποφασιστικότητα στα πρόσωπά τους. «Εντάξει λοιπόν. Θα σας κρατώ ενήμερους. Σε μία εβδομάδα από τώρα θα ξέρω περισσότερα. Θα σας ενημερώσω για ό,τι χρειαστώ». Οι άντρες χαλάρωσαν. Ο Σέρι έφυγε για να παραγγείλει ποτά και η συζήτηση περιστράφηκε σε λιγότερο σοβαρά θέματα. Το σκηνικό όμως είχε στηθεί. Ο θίασος είχε συγκεντρωθεί. Ο Ρόγιαλ αναρωτήθηκε πότε θα άρχιζε η παράσταση.
Κεφάλαιο 15 Η Λίλι καθόταν πλάι στο θείο της, στο πίσω δωμάτιο του πανδοχείου Ρεντ Ρούστερ. Ο Τσαρλς Σινκλέρ καθόταν απέναντί τους και η λιονταρίσια γκρι χαίτη του έλαμπε στο φως του κεριού που βρισκόταν στο κέντρο του τραπεζιού. Ο Ρόγιαλ θα έφτανε από στιγμή σε στιγμή. Η Λίλι προετοιμάστηκε για την εμφάνισή του, διχασμένη μεταξύ απελπισίας και μιας παράλογης λαχτάρας να τον δει. Αναρωτήθηκε τι θα έλεγε όταν έβλεπε το ντύσιμό της... Φούστα φαρδιά από ζωηρόχρωμο μετάξι που αποκάλυπτε λίγο τον αστράγαλό της, αστραφτερά ψεύτικα χρυσά
κοσμήματα και μια γυαλιστερή μαύρη περούκα. Όχι, μάλλον δε θα του άρεσε καθόλου. Ο Ρόγιαλ δεν ήθελε την ανάμειξή της σ’ αυτή την υπόθεση και η Λίλι υπέθετε πως αυτό οφειλόταν στην έγνοια του για την ασφάλειά της. Ήταν μια σκέψη στην οποία θα έμενε προσκολλημένη σε όλη τη διάρκεια αυτής της υπόθεσης. Έστρωσε την κόκκινη μεταξωτή μπλούζα του κοστουμιού της, το οποίο είχε σεμνό κόψιμο στο ντεκολτέ, έτσι ώστε να μην προσβάλει την οικοδέσποινα της δεξίωσης στην οποία θα παρευρισκόταν, όπου κι αν ήταν αυτή. Τη φούστα την είχε φτιάξει από διάφορα μαντίλια και λωρίδες διάφανου υφάσματος. Μολονότι η φούστα και η μπλούζα ήταν πολύ καλύτερης ποιότητας απ’ αυτά που φορούσε στα δεκάξι της, η Λίλι δεν ήταν συνηθισμένη στις λοξές ματιές και τα περίεργα βλέμματα που της έριχναν στο δρόμο. Δεν είχε σημασία. Μόλις έμπαινε στο πετσί του ρόλου της γινόταν εντελώς διαφορετικός άνθρωπος. Και η Λίλι είχε παίξει το ρόλο της Τσιγγάνας αρκετές φορές στο παρελθόν. Αναστέναξε καθώς περίμενε σιωπηλή. Τουλάχισ τον θα έβγαινε κάτι καλό απ’ αυτή την υπόθεση. Έπειτα από έξι μοναχικά χρόνια είχε επανασυνδεθεί με το θείο της. Ο θείος Τζακ ήταν ο μοναδικός σύνδεσμός της με τους γονείς και την ευτυχισμένη παιδική ηλικία της. Όση φτώχια κι αν έζησε μαζί του, όποιο είδος ζωής κι αν υποχρεώθηκε να ακολουθήσει, η Λίλι τον είχε πεθυμήσει πολύ. Και τον αγαπούσε. «Να τος». Ο Σινκλέρ σηκώθηκε, όπως και ο Τζακ, για να υποδεχτούν τον δούκα. Ανταλλάχτηκαν χαιρετισμοί και ο Σινκλέρ και ο θείος Τζακ κάθισαν ξανά. Για μια στιγμή ο Ρόγιαλ έμεινε ακίνητος με το βλέμμα καρφωμένο στη Λίλι. Ύστερα την αναγνώρισε και ξεφύσηξε κατάπληκτος. «Θεέ και Κύριε, σχεδόν δε σε αναγνωρίζω! Αν δεν περίμενα πως θα βρισκόσουν εδώ, δε θα σε αναγνώριζα». Ο Τζακ χασκογέλασε. «Μπορεί να παίξει μια ντουζίνα διαφορετικούς ρόλους. Αυτό το κορίτσι έχει ταλέντο στην ηθοποιία». Όμως η Λίλι μισούσε την κάθε στιγμή που υποκρινόταν, δεν της άρεσε να συγκεντρώνει πάνω της τα βλέμματα και από τη σφιγμένη έκφρασή του κατάλαβε πως ο Ρόγιαλ το ήξερε. «Θα έπρεπε να φτιάχνει καπέλα», είπε βλοσυρός και κάθισε απέναντί της. «Ω, μα αυτό θα κάνει», απάντησε ο Τζακ. «Μόλις τελειώσουμε τη δουλειά. Η Λίλι δεν τα παρατούσε ποτέ». Όχι, πάντα έφερνε εις πέρας μια απάτη. Έπρεπε να φάνε, και αυτός ήταν ο τρόπος με τον οποίο ο θείος της κέρδιζε το λιγοστό ψωμί του. Φυσικά, ουδέποτε είχαν δοκιμάσει μια τόσο μεγάλη δουλειά. «Λοιπόν, ποιο είναι το σχέδιο;» ρώτησε ο Ρόγιαλ. «Πριν έρθουμε σ’ αυτό», του απάντησε ο Τσαρλς Σινκλέρ, «πρέπει να καταλάβετε μερικά πράγματα για το στόχο μας». «Τον Λούμις θέλεις να πεις». «Ακριβώς. Εξωτερικά ο Πρέστον Λούμις είναι ένας μάλλον ανιαρός τύπος. Του αρέσει να χαρτοπαίζει, χωρίς να ρισκάρει ιδιαίτερα. Του αρέσει επίσης να στοιχηματίζει σε αθλητικά γεγονότα, αλλά και πάλι χωρίς υπερβολές. Πίνει, όμως δεν το παρακάνει ποτέ».
«Ακούγεται άγιος», γρύλισε ο Τζακ. «Και η σχέση του με τις γυναίκες;» ρώτησε ο Ρόγιαλ. «Είναι ένας φυσιολογικός άντρας. Του αρέσουν, ιδίως οι όμορφες, όμως φροντίζει να τις κρατάει σε απόσταση. Ποτέ δεν απέκτησε μαιτρέσα». «Δεν ακούγεται ιδιαίτερα σπάταλος», σχολίασε ο Ρόγιαλ. «Ας ελπίσουμε πως θα του έχει μείνει ένα μέρος τουλάχιστον από τα χρήματα του πατέρα μου». «Το μεγαλύτερο μέρος, απ’ ό,τι ανακάλυψα. Όπως είπα, ο Λούμις είναι αρκετά ανιαρός άνθρωπος. Μόνο ο Ντικ Φλιν παρουσιάζει ενδιαφέρον». Ο Σινκλέρ χαμογέλασε σαν να απολάμβανε ιδιαίτερα την αποκάλυψη των πληροφοριών που είχε συγκεντρώσει. «Όπως ίσως γνωρίζετε, εξοχότατε, η μητέρα του Φλιν ήταν πόρνη. Επίσης έλεγε τη μοίρα και έριχνε κάρτες ταρό, ένα επάγγελμα που είχε μάθει από μια γριά Τσιγγάνα με το όνομα Μαντάμ Μέντελα, η οποία ζούσε στη Χεϊμάρκετ Ντίστρικτ. Η μητέρα του Φλιν πήγαινε εκεί για να διαβάζει τη μοίρα και πάντα έπαιρνε μαζί της το γιο της». Ο Ρόγιαλ έριξε μια ματιά στη Λίλι με το κοστούμι της Τσιγγάνας και την περούκα με τα μαύρα, ίσια μαλλιά μέχρι τους ώμους, είδη για τα οποία είχε πληρώσει ο ίδιος εν αγνοία του. «Υποθέτω πως το παρελθόν του έχει παίξει κάποιο ρόλο στο σχέδιο που κατέστρωσες». «Ακριβώς. Ο Φλιν συνέχισε να επισκέπτεται τη γριά Τσιγγάνα, γυρεύοντας συμβουλές για προσωπικά ζητήματα, αλλά και για οικονομικά θέματα, και πήγαινε εκεί και μετά την αλλαγή του σε Πρέστον Λούμις». «Ζει η μητέρα του;» ρώτησε ο Τζακ. Ο Σινκλέρ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Πέθανε πριν από μερικά χρόνια. Προφανώς ο Λούμις θρηνεί ακόμα για το χαμό της». «Οι πληροφορίες που συγκέντρωσες είναι εντυπωσιακές», είπε ο Ρόγιαλ. «Όμως δεν καταλαβαίνω ακόμα πώς σκοπεύεις να τις χρησιμοποιήσεις». Ο Σινκλέρ χαμογέλασε αυτάρεσκα. «Απλώς θα στείλουμε στον κύριο Λούμις ένα υποκατάστατο... Τη μικρανεψιά της Μαντάμ Μέντελα, τη Μαντάμ Τσέγια». Το βλέμμα του Ρόγιαλ γύρισε πίσω στη Λίλι, γεμάτο αμφιβολία. «Αυτός ο άνθρωπος είναι ένας μεγαλοαπατεώνας. Δε θα υποψιαστεί ότι η Μαντάμ Τσέγια είναι απάτη;» Ο Σινκλέρ χαχάνισε. «Μερικές φορές ένας απατεώνας είναι ο ίδιος το μεγαλύτερο κορόιδο. Και ο Λούμις νομίζει πως είναι αήττητος. Επιπλέον, δεν έχει δουλέψει ποτέ με γυναίκα». Ο Σινκλέρ χαμογέλασε. «Η Λίλι μπορεί να γίνει πολύ πειστική». Ο Ρόγιαλ έσφιξε τα χείλη. «Ό,τι και να είναι, δε νομίζω πως είναι ανόητος. Και δε μου αρέσει να βάζουμε τη Λίλι σε τόσο μεγάλο κίνδυνο». Ο Σινκλέρ προσπέρασε τις αντιρρήσεις του με μια αόριστη χειρονομία. «Τα ξαναείπαμε όλα αυτά. Θέλετε τον Λούμις. Κι αυτό που προτείνω είναι ο καλύτερος τρόπος για να τον πιάσουμε, όμως η συμβολή της Λίλι είναι απαραίτητη». Ο θείος Τζακ επενέβη πριν ο Ρόγιαλ εκφράσει κι άλλη διαμαρτυρία. «Ποια είναι λοιπόν η επόμενη κίνησή μας;» ρώτησε με ενθουσιασμό. Πάντα απολάμβανε τη δουλειά του, η Λίλι το ήξερε καλά, ακόμα κι όταν κάποιο σχέδιό του πήγαινε στραβά κι έπρεπε να κρυφτεί από την αστυνομία. «Από δω και πέρα η συνέχεια εξαρτάται εξαρτάται από τον εξοχότατο», είπε ο Σινκλέρ. «Πρέπει να αρχίσουμε να συστήνουμε τη Μαντάμ Τσέγια στον κοινωνικό κύκλο του Λούμις. Αφού
παρευρεθεί στην πρώτη δεξίωση, θα προσκληθεί σίγουρα και σε άλλες. Είναι μία εκκεντρική παρουσία που θα δώσει ζωή στις βαριεστημένες υπάρξεις κάποιων ανθρώπων. Ο Τζακ, η Λίλι κι εγώ θα συνεννοηθούμε για τις λεπτομέρειες. Εσείς φροντίστε να την προσκαλέσουν και η Λίλι θα αναλάβει τα υπόλοιπα». «Πώς θα είμαστε σίγουροι ότι ο Λούμις θα είναι παρών;» «Έχει περάσει καιρός από το θάνατο του πατέρα σας. Έχω ένα προαίσθημα ότι θα ξαναβγεί στο κυνήγι για καινούρια θηράματα. Ο άνθρωπος είναι επαγγελματίας, αυτή είναι η δουλειά του». Ο Ρόγιαλ έγειρε πίσω στην καρέκλα του. «Φαίνεται πως τα έχεις υπολογίσει όλα». «Αυτή, κύριε, είναι η δική μου δουλειά». Ο Ρόγιαλ σηκώθηκε. «Τότε τελειώσαμε. Θα στείλω ειδοποίηση μόλις θα έχουν γίνει οι απαραίτητες διευθετήσεις». Το βλέμμα του ξαναπήγε για λίγο στο πρόσωπο της Λίλι και η καρδιά της άρχισε να χτυπά δυνατά. «Μις Μόραν, κύριοι». Πήρε την μπέρτα του από την πλάτη της καρέκλας, τη φόρεσε και με μεγάλες, αποφασιστικές δρασκελιές βγήκε από το δωμάτιο. Η Λίλι άφησε ελεύθερη την αναπνοή της και χαμογέλασε με αβεβαιότητα. «Λοιπόν, φαίνεται πως πήραμε μπροστά». «Πράγματι». «Εξασφάλισα μία συμμορία», είπε ο Τζακ, «και αυτή τη στιγμή που μιλάμε ενημερώνονται». «Καλή δουλειά», είπε ο Σινκλέρ. «Λίλι, εσύ κι εγώ θα μελετήσουμε όλες τις πληροφορίες που πήρα για τη Μαντάμ Μέντελα. Δε χρειάζεται να ισχυριστείς ότι την ξέρεις καλά, αφού δεν είσαι παρά η μικρανεψιά της. Απλώς δώσε στον Λούμις να καταλάβει πως έχεις κληρονομήσει μερικά από τα ταλέντα της... εκτός από το ότι χρησιμοποιείς τα άστρα σαν οδηγό σου αντί για την τράπουλα ταρό. Το έχεις ξαναχρησιμοποιήσει αυτό το κόλπο, απ’ όσο θυμάμαι». «Ναι, βέβαια». «Αυτό θα κάνει την ιστορία σου ακόμα πιο ενδιαφέρουσα». Της άρεσε η ιδέα. Αγαπούσε τα αστέρια και ήξερε τα ονόματα των περισσότερων αστερισμών, έτσι δε θα ήταν δύσκολο να τα καταφέρει. Συζήτησαν μερικές ακόμα λεπτομέρειες κι ύστερα η Λίλι και ο θείος της βγήκαν στο δρόμο. Εκείνη πήρε μια άμαξα και επέστρεψε στην έπαυλη των Κόλφιλντ. Τρεις μέρες αργότερα έφτασε ένα σημείωμα από τον Ρόγιαλ. Ο λόρδος και η λαίδη Νάιτινγκεϊλ θα έδιναν μία εσπερίδα το επόμενο Σάββατο. Ο Πρέστον Λούμις συμπεριλαμβανόταν στον κατάλογο των προσκεκλημένων. Αν δεχόταν να παρευρεθεί, το σχέδιό τους θα ξεκινούσε. Το στομάχι της Λίλι σφίχτηκε από αγωνία στη σκέψη της παράστασης που έπρεπε να δώσει. Ωστόσο ήταν έτοιμη. Ήταν αποφασισμένη να βοηθήσει τον Ρόγιαλ να αποδώσει δικαιοσύνη. Άλλωστε ήθελε απλώς να βρίσκεται μαζί του. Ήταν ανόητο, μα ήταν αλήθεια. ***
Ο καιρός ζέστανε κάπως την επόμενη εβδομάδα. Ο ήλιος του Μαρτίου ήταν ακόμα ψυχρός εκείνο το απόγευμα της Παρασκευής, όμως η Τζόσλιν καλοδέχτηκε τη σύντομη αυτή ανάπαυλα από το τσουχτερό κρύο. Η διάθεσή της ήταν πολύ ανεβασμένη καθώς έμπαινε στο ιδιωτικό σεπαρέ του Σε λε Μερ, ενός κομψού εστιατορίου φημισμένου για τις διακριτικές τραπεζαρίες και την εχεμύθειά του. Δεν ήταν δύσκολο να βρει αυτό το μέρος. Η Τζο είχε φιλίες με τις πιο εξεζητημένες γυναίκες του
Λονδίνου. Έδιναν κι έπαιρναν τα κουτσομπολιά για τα παράνομα ζευγάρια που συναντιούνταν σε μέρη όπως το Σε λε Μερ και η Τζο πάντα λαχταρούσε να ήταν κι εκείνη μία από τις γυναίκες που συναντούν εκεί κρυφά τον εραστή τους. Κοίταξε το ρολόι στον τοίχο και έπαιξε νευρικά τα δάχτυλά της στο λινό τραπεζομάντιλο. Ακούγοντας τη γνώριμη βαθιά φωνή του Κρίστοφερ γύρισε το κεφάλι της. Είχε αργήσει μόλις μερικά λεπτά, αλλά αυτό την είχε εκνευρίσει. «Ώστε ήρθες επιτέλους», του είπε. «Δεν ξέρεις ότι είναι αγένεια να κάνεις μια κυρία να περιμένει; Ετοιμαζόμουν να φύγω». «Έτσι, ε;» Έσκυψε το κεφάλι του και της έδωσε ένα απαλό φιλί στα χείλη. Η γεύση του πλημμύρισε μεμιάς τις αισθήσεις της. Αυτός ο άντρας είχε απερίγραπτο θράσος, κι όμως η Τζόσλιν δεν μπορούσε να αντισταθεί στη γοητεία του. Της άρεσε που δεν μπορούσε να του επιβληθεί, όπως επιβαλλόταν σε άλλους, και που δεν την πολιορκούσε με τον τρόπο που το έκαναν οι περισσότεροι άντρες γύρω της. Εκτός φυσικά από τον αρραβωνιαστικό της, ο οποίος σπανίως της έδινε σημασία. Αυτή η εκνευριστική σκέψη τόνωσε το κουράγιο της. Ο Κρίστοφερ κάθισε απέναντί της, πήρε το μπουκάλι της σαμπάνιας από την ασημένια παγοθήκη δίπλα στο τραπέζι και σέρβιρε τα ποτήρια τους. Ύστερα σήκωσε το ποτήρι του, την περίμενε να κάνει το ίδιο και γεύτηκε το ποτό. «Εξαιρετική επιλογή. Ξέροντας τα γούστα σου, δεν εκπλήσσομαι». Ακούμπησε το ποτήρι πίσω στο τραπέζι. «Ήρθα επειδή με προσκάλεσες. Μπορεί να κάνω λάθος, αλλά δεν πιστεύω ότι πρότεινες να συναντηθούμε για να απολαύσουμε το υπέροχο φαγητό του εστιατορίου. Πες μου, γλυκό πλάσμα, γιατί μου ζήτησες να έρθω;» «Δεν πιστεύεις στη διακριτικότητα, έτσι;» «Όχι ιδιαίτερα». Η Τζόσλιν ήπιε μια γουλιά σαμπάνια. «Εντάξει λοιπόν, θα σου πω. Σκέφτηκα πολύ καλά το θέμα και αποφάσισα να γίνουμε εραστές». Τα σκούρα καφέ μάτια του σκοτείνιασαν. Το βλέμμα του πλανήθηκε στο πρόσωπό της σαν να τη χάιδευε, κι ένα μικρό ρίγος τη διέτρεξε. «Ούτε κι εσύ μασάς τα λόγια σου, βλέπω». «Δε βλέπω το λόγο». «Ούτε κι εγώ. Αλλά παραδέχομαι ότι με εκπλήσσεις. Είσαι ακόμα κοπέλα. Ή τουλάχιστον έτσι πιστεύω. Ο σύζυγός σου θα περιμένει να σε βρει παρθένα». «Παντρεύομαι για άλλους λόγους. Θα ήθελα να γνωρίσω το αληθινό πάθος πριν έρθει αυτή η μέρα, και πιστεύω πως μπορώ να το γνωρίσω μαζί σου». Μια λάμψη φάνηκε στα μάτια του και τα ρουθούνια του τρεμόπαιξαν. «Καταλαβαίνεις... δεδομένων των συνθηκών... αν ακολουθήσουμε μια τέτοια πορεία, το μόνο που θα υπάρχει μεταξύ μας θα είναι η ερωτική επιθυμία. Τίποτε άλλο». Τώρα βρισκόταν στα νερά της. «Η πορεία της ζωής μου έχει ήδη αποφασιστεί. Η ερωτική επιθυμία είναι το μόνο που θέλω από σένα, Κρίστοφερ». Την κοιτούσε σαν να ζύγιζε τις πιθανές συνέπειες πριν πάρει την απόφασή του. Έσπρωξε πίσω την καρέκλα του και σηκώθηκε όρθιος. Πήρε το χέρι της, την τράβηξε δίπλα του και την έκλεισε στην αγκαλιά του.
«Ερωτική επιθυμία και ηδονή», ψιθύρισε πάνω στο λαιμό της. «Μόνο αυτά μπορώ να σου προσφέρω. Αν σου αρκούν...» Τα απαλά φιλιά του στο λαιμό της έκαναν την επιδερμίδα της να ανατριχιάσει. Η Τζόσλιν έσυρε το στόμα της πάνω στο δικό του για ένα υγρό, καυτό φιλί, απαντώντας του με τα χείλη της ότι η προσφορά του ήταν ακριβώς αυτό που ήθελε κι εκείνη. «Πού μπορούμε να συναντηθούμε;» τη ρώτησε μέσα στα καυτά φιλιά του που την άφηναν ξέπνοη, με το σώμα της να φλέγεται. «Αύριο το βράδυ. Έκλεισα μια σουίτα για μας στο ξενοδοχείο Πάρκλαντ, στο όνομα της κυρίας Μίντλτον». Δάγκωσε το λοβό του αυτιού της και την κόλλησε πάνω του, αφήνοντάς τη να νιώσει πόσο ερεθισμένος ήταν. «Είσαι πολύ σίγουρη για τον εαυτό σου». Του χαμογέλασε με πονηριά. «Δεν μπορώ να φανταστώ έναν άντρα με τον δικό σου ερωτισμό να αρνείται μια γυναίκα που ποθεί». Ο Κρίστοφερ γέλασε. «Μάλλον δεν έχει νόημα να το αρνηθώ». Τη φίλησε ξανά, με πάθος. Άρχισε να ανεβάζει τις βαριές μεταξωτές φούστες της και η Τζόσλιν ένιωσε λίγο αβέβαιη. Ο Κρίστοφερ θα πρέπει να το διαισθάνθηκε, γιατί σταμάτησε κι άρχισε να τη φιλάει και πάλι τρυφερά. «Ώστε... είσαι πράγματι παρθένα». Τσιτώθηκε μέσα στην αγκαλιά του και το πρόσωπό της ανασηκώθηκε με περηφάνια. «Από αύριο το βράδυ δε θα είμαι πια». Εκείνος γέλασε μαλακά και η Τζόσλιν χαλάρωσε πάλι μέσα στα μπράτσα του. Τον φίλησε ξανά, ανοίγοντας αυτή τη φορά το στόμα της για να τον γευτεί βαθύτερα, και ο Κρίστοφερ βόγκηξε. Σηκώνοντας τις φούστες μέχρι τη μέση της γλίστρησε τις παλάμες του πάνω στις δύο σφαίρες των γλουτών της. Η ζεστασιά του περνούσε στο δέρμα της μέσα από το λεπτό ύφασμα της φουφούλας της κι ένιωσε έναν γλυκό πόνο ανάμεσα στα πόδια της. «Δε θα βιαστούμε», της ψιθύρισε. «Θα σου δώσω αυτό που θέλεις... σ’ το υπόσχομαι». Η Τζόσλιν κοντανάσαινε καθώς τα χέρια του τρύπωναν μέσα από τη ζώνη της φουφούλας, για να αγκαλιάσουν τους γλουτούς και να χαϊδέψουν τη γυμνή της σάρκα. Ο ένας μηρός της καβάλησε τον δικό του και αγκομάχησε απαλά. «Έχεις πολλά να μάθεις, γλυκό πλάσμα», της είπε και φίλησε το λαιμό της. «Δε νομίζω πως μία νύχτα θα είναι αρκετή». «Όχι», του ψιθύρισε πλέκοντας τα δάχτυλά της μέσα στα πυκνά σκούρα μαλλιά του. «Ούτε εγώ το νομίζω». Με μεγάλη προσπάθεια απομακρύνθηκε από πάνω της και άφησε τις φούστες της να πέσουν ξανά στη θέση τους. «Είναι ώρα να φύγω. Αν μείνω, θα υποκύψω στην ανάγκη μου και θα σε αποκτήσω εδώ, πάνω στο τραπέζι». Τα μάτια της Τζόσλιν άνοιξαν διάπλατα με την ιδέα. Ανήμπορη να αρθρώσει έστω και μία λέξη, έγνεψε καταφατικά. «Είναι εδώ η άμαξά σου;» τη ρώτησε καθώς έστρωνε τα ρούχα του. «Ναι, απέξω». «Τότε θα σε αφήσω. Θα σε δω αύριο το βράδυ». Και μ’ ένα τελευταίο, δυνατό φιλί, ο Κρίστοφερ έφυγε.
Για μερικές στιγμές η Τζόσλιν στεκόταν εκεί ανήμπορη. Ένιωθε αδύναμη και ζαλισμένη, το σώμα της ήταν υγρό και πονούσε. Είχε κάνει τις απαραίτητες προετοιμασίες. Ο Κρίστοφερ είχε συμφωνήσει. Τώρα απέμενε να πραγματοποιήσει τα σχέδιά της. Ίσιωσε τους ώμους της. Ναι, ήθελε να το κάνει αυτό. Ήθελε τον Κρίστοφερ. Και το επόμενο βράδυ θα γινόταν δικός της.
Κεφάλαιο 16 Το σαββατόβραδο έφτασε πολύ γρήγορα. Φορώντας το κοστούμι της Τσιγγάνας και έτοιμη για την ξεχωριστή ατραξιόν της λαίδης Νάιτινγκεϊλ αυτό το βράδυ, η Λίλι μπήκε στην κομψή πλινθόκτιστη έπαυλη από την είσοδο του υπηρετικού προσωπικού. Κοίταξε πάνω από τον ώμο της και είδε το θείο Τζακ να της γνέφει. Θα την περίμενε εκεί, στο σοκάκι, ώσπου να τελειώσει την παράστασή της. Πήρε βαθιά ανάσα για να καλμάρει τα νεύρα της και άρχισε να διασχίζει το διάδρομο, περνώντας δίπλα από την αποθήκη της κουζίνας και παραμερίζοντας όταν ένα σμήνος από υπηρέτες την προσπέρασε βιαστικά για να πάει στη σάλα όπου δινόταν η δεξίωση. Η Λίλι σταμάτησε έναν υπηρέτη, χαμήλωσε τη φωνή της και μίλησε με την κατάλληλη προφορά. «Να με συγχωράς που σε ενοχλώ, αλλά θα ήθελα τη βοήθειά σου. Μπορείς, παρακαλώ, να πεις στη λαίδη Νάιτινγκεϊλ ότι η Μαντάμ Τσέγια έχει έρθει;» Μιλούσε με βραχνή φωνή και αργό ρυθμό. Μπορούσε να μιλάει με πολύ καλή ουγγρική προφορά, όμως αποφάσισε να μην το παρακάνει. Αν η θεία της ήταν η Μαντάμ Μέντελα, αρκετά ηλικιωμένη όταν πέθανε, τότε η Τσέγια θα πρέπει να είχε ζήσει στην Αγγλία για αρκετό καιρό. Έτσι όπως στεκόταν στη σκιά στο τέρμα του διαδρόμου, μπορούσε να δει την κεντρική αίθουσα της εισόδου, τρεις ορόφους ψηλή και στεφανωμένη από ένα θόλο με υαλογραφία. Οι τοίχοι ήταν στολισμένοι με μαρμάρινες προτομές διάφορων πολιτικών προσωπικοτήτων, ενώ οι ανθοδέσμες στα ψηλά κρυστάλλινα βάζα σκόρπιζαν παντού στο σπίτι μια γλυκιά ευωδιά. Οι περισσότεροι καλεσμένοι είχαν ήδη φτάσει. Στις δέκα η ώρα η λαίδη Νάιτινγκεϊλ θα τη σύστηνε στον κόσμο, πληροφορώντας τους παρευρισκομένους ότι η Μαντάμ Τσέγια φημιζόταν για την ικανότητά της να προβλέπει καλοτυχία σε μερικούς τυχερούς ανθρώπους. Στην εβδομαδιαία συνάντησή τους στο Ρεντ Ρούστερ είχαν συζητήσει το σχέδιο του Ρόγιαλ για την παρουσίαση της Μαντάμ Τσέγια στην κοινωνία. Ο Ρόγιαλ τους είχε πει λίγα πράγματα για τους ανθρώπους οι οποίοι θα τους βοηθούσαν. Στις διάφορες δεξιώσεις οι φίλοι του Ρόγιαλ θα πιστοποιούσαν πως η Τσιγγάνα είχε πράγματι προβλέψει κάποια γεγονότα. Απόψε θα προέβλεπε καλοτυχία για τον λόρδο Νάιτινγκεϊλ, τον οικοδεσπότη, καθώς και για έναν υποκόμη ονόματι Μαρτς. Δε θα πλησίαζε τον Πρέστον Λούμις, όχι αυτό το βράδυ. Με τη βοήθεια του Ρόγιαλ και των φίλων του, ο Λούμις θα προσκαλούνταν και σε άλλες εκδηλώσεις, όπου θα πήγαινε επίσης η Τσιγγάνα. Κάποια στιγμή θα τον αναζητούσε και θα άρχιζε να προβλέπει καλοτυχίες και γι’ αυτόν. «Μαντάμ Τσέγια! Περάστε, παρακαλώ!» Η λαίδη Νάιτινγκεϊλ, μια μικροκαμωμένη κοκκινομάλλα με πανάδες ήρθε προς το μέρος της. Ήταν νεαρή, όχι παραπάνω από είκοσι πέντε χρόνων, και το
χαμόγελό της ήταν τόσο ειλικρινά ζεστό, ώστε η Λίλι ένιωσε αμέσως οικεία μαζί της. «Μιλαίδη», της είπε με μια ελαφριά υπόκλιση. «Χαίρομαι τόσο που μπορέσατε να έρθετε. Το όνομά σας έχει γίνει αρκετά γνωστό τελευταία. Λένε πως έχετε απίστευτες ικανότητες». «Είμαι Τσιγγάνα. Μερικοί από μας βλέπουν πράγματα που οι άλλοι δεν μπορούν να δουν. Δεν είναι τόσο δύσκολο όσο μπορεί να φαίνεται». «Εγώ πάντως δε θα μπορούσα ποτέ να προβλέψω ποιος θα έχει καλοτυχία και ποιος όχι». Η νεαρή κόμισσα την πήρε από το μπράτσο. «Ελάτε τώρα, θα σας συστήσω στους προσκεκλημένους μου». Η Λίλι ένιωσε το στομάχι της να σφίγγεται από αγωνία. Πάντα έτσι ένιωθε, όμως στο τέλος κατάφερνε να φέρνει εις πέρας την αποστολή της. Άφησε την κόμισσα να την οδηγήσει στην κεντρική σάλα, μια εντυπωσιακή αίθουσα βαμμένη σε σκουροπράσινα και χρυσά χρώματα, με ανάγλυφα ταβάνια και παχιά περσικά χαλιά. Πελώρια μαρμάρινα τζάκια ζέσταιναν κάθε γωνιά του δωματίου. Γέλια και εύθυμες φωνές αντιβούιζαν στην αίθουσα μαζί με τους ήχους της μουσικής. Η κόμισσα σήκωσε το χέρι της κάνοντας σινιάλο στην ορχήστρα και η μουσική σταμάτησε αμέσως. «Μπορώ να έχω την προσοχή σας για λίγο, παρακαλώ;» Σιγά σιγά οι θόρυβοι σταμάτησαν και η λαίδη είχε όλη την προσοχή τους. «Κάποιοι από σας θα έχετε ήδη ακουστά την ξεχωριστή καλεσμένη μας γι’ απόψε. Για σας που δεν τη γνωρίζετε, είναι χαρά μου να σας παρουσιάσω τη Μαντάμ Τσέγια. Στη διάρκεια της βραδιάς ίσως κάποιοι τυχεροί να την αναζητήσουν. Βλέπετε, η Μαντάμ Τσέγια έχει την ικανότητα να προβλέπει καλοτυχία». Ένα μουρμουρητό απλώθηκε στο πλήθος. Η κόμισσα έδωσε το λόγο στην καλεσμένη της. «Μαντάμ;» «Καλησπέρα», είπε η Λίλι. «Είναι χαρά μου να βρίσκομαι εδώ. Ελπίζω να δω καλή τύχη για πολλούς από σας απόψε». Κοίταξε τριγύρω της στο δωμάτιο, είδε μερικές γνωστές φυσιογνωμίες, αλλά δε φοβήθηκε μήπως την αναγνώριζαν. Φορούσε εντελώς διαφορετικά ρούχα και τα ξανθά μαλλιά της ήταν κρυμμένα κάτω από τη βαριά μαύρη περούκα. Καθώς προχωρούσε δίπλα στην κόμισσα είδε τον Σέρινταν Νόουλζ να στέκεται πλάι στον Τζόναθαν Σάβατζ και τον γεροδεμένο Ντίλον Σεντ Μάικλς, δυο άντρες τους οποίους είχε ήδη γνωρίσει στο χορό της λαίδης Γουέστμορ. Ο Σεντ Μάικλς συζητούσε με μια κομψή νεαρή γυναίκα με καστανόξανθα μαλλιά, ενώ ο Σάβατζ μιλούσε με έναν λεπτό, ελκυστικό άντρα με σκληρά, αδρά χαρακτηριστικά και υπερβολικά σοβαρή έκφραση. Οι άντρες ήταν οι φίλοι του Ρόγιαλ, η Λίλι το ήξερε. Μαζί τους ήταν και κάποιοι τους οποίους δε γνώριζε ακόμα. Ίσως να ήταν και η γυναίκα στο κόλπο. Τους κοιτούσε έναν έναν, ώσπου είδε εκείνον. Ψηλός και κατάξανθος, ο δούκας ξεχώριζε με το μαύρο επίσημο ντύσιμό του. Κουβέντιαζε με τη θεία του και είχε σκυμμένο το κεφάλι ακούγοντας προσεκτικά όσα του έλεγε η ηλικιωμένη γυναίκα. Μα πάνω από τους αδύνατους ώμους της το βλέμμα του ήταν καρφωμένο στη Λίλι. Ο σφυγμός της επιταχύνθηκε και άρχισε να αντηχεί στ’ αυτιά της. Για μια στιγμή της ήταν αδύνατον να πάρει το βλέμμα της μακριά του. Αν όμως ήθελε να πετύχει το σχέδιό τους, έπρεπε να παραμείνει συγκεντρωμένη, να ξεχάσει τον δούκα του Μπράνσφορντ και να υποδυθεί πιστά το ρόλο της Μαντάμ Τσέγια.
Κόλλησε ένα ελαφρώς μυστηριώδες χαμόγελο στο πρόσωπό της και έστρεψε πάλι την προσοχή της στη λαίδη Νάιτινγκεϊλ, η οποία τη συνόδευε τριγύρω στο δωμάτιο. «Πιστεύω, μιλόρδε, πως έχετε ήδη γνωρίσει την καλεσμένη μας, τη Μαντάμ Τσέγια», είπε στον Σέρινταν Νόουλζ. «Μα, ναι, βέβαια», είπε ο υποκόμης. «Στην πραγματικότητα, η Μαντάμ Τσέγια προέβλεψε πως θα κέρδιζα ένα στοίχημα που είχα βάλει με τον λόρδο Νάιτινγκεϊλ, πράγμα που έγινε». Δυο τρεις άνθρωποι γύρισαν ακούγοντας αυτή την πληροφορία και την κοίταξαν πιο εξεταστικά. Η λαίδη Νάιτινγκεϊλ συνέχισε να τη συστήνει σε όλους. «Κύριε Σάβατζ... πιστεύω πως κι εσείς έχετε γνωρίσει τη Μαντάμ Τσέγια». Ο Σάβατζ χαμογέλασε διαβολικά, πήρε το χέρι της, έσκυψε και το φίλησε. «Πράγματι, την έχω γνωρίσει». Η Λίλι δε φορούσε γάντια και ένιωσε τη ζέστη του στόματός του πάνω στο δέρμα της. Ήταν ένας απίστευτα όμορφος άντρας, σκοτεινός και μυστηριώδης, το ακριβώς αντίθετο του Ρόγιαλ. «Η λαίδη πρόβλεψε ότι το άλογό μου, ο Μπλακ Σταρ, θα κέρδιζε σε κάποια ιπποδρομία», δήλωσε. «Στοιχημάτισα ένα καλό ποσό και κέρδισα... όπως μου είπε». «Εκπληκτικό», είπε η κόμισσα. Η Λίλι απλώς χαμογέλασε. Με την άκρη του ματιού της είδε τον Ρόγιαλ, πιο κοντά τους τώρα, να παρακολουθεί με σφιγμένα χαρακτηριστικά τη συζήτησή της με τον Σάβατζ. Η Τζόσλιν δε βρισκόταν πουθενά. Ήταν κλεισμένη σε μια σουίτα στο ξενοδοχείο Πάρκλαντ, περιμένοντας τον εραστή της. Η Λίλι δυσκολευόταν ακόμα να το πιστέψει. Όχι μόνο ο αρραβώνας της εξαδέλφης της θα ανακοινωνόταν σύντομα, αλλά επιπλέον η Τζόσλιν ήταν παρθένα. Όμως ανέκαθεν ήταν ισχυρογνώμων και κακομαθημένη, και η αδιαφορία του Ρόγιαλ είχε πληγώσει την περηφάνια της. Η κόμισσα οδήγησε τη Λίλι κοντά στον ψηλό άντρα με τα αδρά χαρακτηριστικά. «Να σας παρουσιάσω τον υποκόμη Μαρτς». «Πώς είστε, μιλόρδε;» Ο Μαρτς έκλινε ελαφρώς το κεφάλι του και μια τούφα από τα καστανά μαλλιά του έπεσε μπροστά. «Χαίρω πολύ, κυρία μου». Η Λίλι τον παρατήρησε προσεκτικά για μερικές στιγμές. «Αργότερα θα παίξετε χαρτιά στη λέσχη σας», του είπε σαν να ήταν γεγονός και όχι μια ερώτηση. «Μα, ναι. Σχεδιάζω να κάνω μια στάση πηγαίνοντας προς το σπίτι μου». «Αν παίξετε απόψε», του είπε, «θα κερδίσετε». Ο υποκόμης χαχάνισε σαν να έβρισκε διασκεδαστική την πρόβλεψή της, χωρίς όμως να δώσει πολλή πίστη στα λόγια της. «Θα το έχω υπόψη μου». Στην επόμενη δεξίωσή τους, ο Μαρτς θα ανακοίνωνε πως είχε την καλοτυχία να κερδίσει στη λέσχη του, είτε είχε πάει πραγματικά εκεί είτε όχι. Κάποια στιγμή θα έπρεπε να προσέχουν να επαληθεύεται κάθε πρόβλεψη, όχι όμως ακόμα. Η βραδιά προχωρούσε και η Λίλι ένιωθε όλο και πιο άνετα μέσα στο ρόλο της. Η κόμισσα τη σύστησε σε μερικούς ακόμα ανθρώπους κι ύστερα την άφησε στη φροντίδα μιας συντροφιάς νεαρών αντρών, οι οποίοι ερωτεύτηκαν στη στιγμή την εξωτική γυναίκα που υποδυόταν. Η περιγραφή του Πρέστον Λούμις ταίριαζε σε έναν άντρα ο οποίος στεκόταν μερικά μέτρα πιο πέρα. Κάτι παραπάνω από εξήντα χρόνων, ψηλός και γκριζομάλλης, της θύμιζε τον Τσαρλς Σινκλέρ γιατί
είχε την ίδια επιβλητική παρουσία μ’ εκείνον. Όμως τα μάτια του Λούμις ήταν μπλε και όχι καστανά, ενώ είχε κι ένα περιποιημένο γκρίζο μουστάκι. Δεν έκανε καμία απόπειρα να τον πλησιάσει, κρατούσε όλη την προσοχή της στραμμένη στους νεαρούς άντρες της παρέας, γελώντας με τα αστεία τους σαν να διασκέδαζε με την ψυχή της. Πότε πότε χαμήλωνε τα βλέφαρά της και χαμογελούσε αινιγματικά. «Λοιπόν...Μαντάμ Τσέγια, μπορώ να σας ρωτήσω αν είστε μια παντρεμένη κυρία;» τη ρώτησε ο γιος ενός υποκόμη που είχε συστηθεί ως Έμετ Μπάροουζ. «Ή μήπως υπάρχει καμιά ελπίδα για μας τους φτωχούς ξελογιασμένους ανόητους;» Η Λίλι πήρε μια έκφραση αβεβαιότητας. «Ήμουν παντρεμένη κάποτε», είπε με σοβαρή φωνή. «Ο σύζυγός μου πέρασε στην αντίπερα όχθη πριν από τρία χρόνια». «Έχετε τα πιο ειλικρινή συλληπητήριά μου», είπε ο Μπάροουζ. «Ώστε είστε χήρα λοιπόν», είπε ένας άλλος νεαρός. «Θα πρέπει να νιώθετε πολύ μόνη». «Δεν υπάρχει κανένας λόγος γι’ αυτό», πετάχτηκε με προθυμία ο αδύνατος, ξανθός Μπάροουζ. «Εγώ θα ήμουν ευτυχής να σας ψυχαγωγήσω. Ίσως θα σας ενδιέφερε να με συνοδεύσετε σε κάποια παράσταση». Οι μαυρισμένες με φούμο βλεφαρίδες της χαμήλωσαν. «Δε σας γνωρίζω αρκετά καλά. Ίσως κάποια στιγμή στο μέλλον». Και αφού του έριξε μια ενθαρρυντική ματιά, η Λίλι τους αποχαιρέτησε και πήγε προς τον λόρδο Νάιτινγκεϊλ. Σταμάτησε μπροστά του. «Μιλόρδε;» Σήκωσε το βλέμμα του ξαφνιασμένος. Όπως και οι υπόλοιποι φίλοι του Ρόγιαλ, ο Νάιτινγκεϊλ ήταν όμορφος, με μαύρα μαλλιά και ανοιχτά καστανά μάτια. Φαινόταν μεγαλύτερος από τους άλλους, αν και η Λίλι ήξερε πως δεν ήταν. «Τι συμβαίνει, αγαπητή μου;» «Κάνω τη σκέψη πως αν επιθυμείτε να αυξήσετε την περιουσία σας, θα πρέπει να αγοράσετε μετοχές στην...» Έγειρε μπροστά και προσποιήθηκε πως ψιθύριζε το όνομα, σαν να προοριζόταν αποκλειστικά για τα δικά του αυτιά μια τέτοια πληροφορία. «Πιστεύω πως έχω ακουστά την εταιρεία. Θα το σκεφτώ. Σ’ ευχαριστώ, αγαπητή μου». Η Λίλι γύρισε να φύγει χωρίς να ρίξει ούτε βλέμμα στον Λούμις, ο οποίος την κοιτούσε με πανουργία στα μπλε μάτια του. Δεν ήταν η πρώτη φορά που την πρόσεχε. Ο Λούμις την παρακολουθούσε από την πρώτη στιγμή της άφιξής της. Προφανώς είχε πετύχει στην αποστολή της. Είχε τραβήξει το ενδιαφέρον του. Τώρα θα ξεκινούσε το παιχνίδι. Εξάντληση άρχισε να την κυριεύει, όπως συνέβαινε πάντα μετά από κάποια παράσταση. Ευγνώμων που είχε έρθει επιτέλους η ώρα να φύγει, η Λίλι ζήτησε συγνώμη για να αποσυρθεί στα γυναικεία δωμάτια ανάπαυσης και ανέβηκε τις σκάλες για τον επάνω όροφο. ***
Ο Ρόγιαλ γελούσε ευγενικά με όλα όσα του έλεγε ο Σέρι, ώσπου ζήτησε συγνώμη και ακολούθησε τη λεπτή μελαχρινή Τσιγγάνα η οποία έβγαινε από το σαλόνι. Όλη τη βραδιά δεν την είχε αφήσει από τα μάτια του. Με την εξωτική ομορφιά και τις φανταχτερές μεταξωτές φούστες της, έκανε όλους τους άντρες να γυρίζουν γύρω της όπως οι μέλισσες γύρω από το μέλι. Ήξερε πως η Λίλι θα ήταν μεταμφιεσμένη, όμως η γυναίκα της ταβέρνας είχε φανεί μια ήπια εκδοχή του πλάσματος που βρισκόταν απόψε στη δεξίωση. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως το
σαγηνευτικό εκείνο χαμόγελο ανήκε στη γλυκιά Λίλι του και όχι στη εξωτική καλλονή με τα έντονα βαμμένα μάτια. Όπως και οι υπόλοιποι άντρες, μαγεύτηκε κι ο ίδιος από το βραχνό γέλιο και τις αινιγματικές ματιές της. Μολονότι στην πραγματικότητα δε φλέρταρε με κανέναν, άφηνε τους άντρες να την κοιτάζουν σαν χαμένοι, ποθώντας να τη σύρουν στο κρεβάτι τους. Κανείς όμως δεν την ήθελε τόσο απεγνωσμένα όσο ο ίδιος. Η ζήλια τον έκαιγε καθώς την ακολουθούσε ανεβαίνοντας τις σκάλες. Την είδε να εξαφανίζεται στο δωμάτιο ανάπαυσης των γυναικών και προσπέρασε. Περίμενε αθέατος, ώσπου την είδε να εμφανίζεται ξανά και προχώρησε κοντά της. Ο εκνευρισμός του μεγάλωνε λεπτό το λεπτό. Αυτή η γυναίκα δεν ήταν κάποια μυστηριώδης ξένη, ήταν η Λίλι. Και η Λίλι δε συμπεριφερόταν όπως αυτή η γυναίκα! Το χέρι του την άρπαξε από το μπράτσο και η Λίλι γύρισε απότομα. Δεν του είπε λέξη, ούτε διαμαρτυρήθηκε όταν την οδήγησε στο βάθος του διαδρόμου, όπου, αφού έλεγξε πως δεν τους έβλεπε κανείς, την τράβηξε μέσα σε μία από τις κρεβατοκάμαρες, έκλεισε την πόρτα και γύρισε το κλειδί. «Τι συμβαίνει;» τον ρώτησε. «Τι πρόβλημα υπάρχει;» Τον κοίταξε μ’ εκείνα τα βαμμένα μάτια, και η χλομή επιδερμίδα της έκανε έντονη αντίθεση με τα γυαλιστερά μαύρα μαλλιά. «Τι πρόβλημα υπάρχει;» επανέλαβε ο δούκας μετά βίας συγκρατώντας τον εκνευρισμό του. «Το πρόβλημα είναι ότι πέρασες ολόκληρη τη βραδιά ξελογιάζοντας έναν έναν όλους τους άντρες στη σάλα. Κάνοντάς τους να σε φαντάζονται ξαπλωμένη στο κρεβάτι τους. Το χαμόγελο και τα νάζια σου τους έκαναν να πιστεύουν πως δε σε αφήνει ασυγκίνητη το φλερτ τους. Οι ανόητοι είναι τρελοί από λαγνεία για σένα». Αντί να απολογηθεί, σήκωσε περήφανα το πρόσωπό της. «Παίζω ένα ρόλο, εξοχότατε... μήπως το ξεχάσατε; Το ρόλο της Τσιγγάνας μάντισσας. Το ρόλο που παίζω για σας!» Τα χείλη της ήταν βαμμένα στο κόκκινο του ρουμπινιού κι όταν τα έβρεξε με τη γλώσσα της γυάλισαν. Ο Ρόγιαλ διεγέρθηκε σε βαθμό επώδυνο. «Ώστε έτσι λοιπόν; Δε φαινόσουν να υποδύεσαι όταν ο Σάβατζ φίλησε το χέρι σου. Φαινόσουν σαν να απολάμβανες το ενδιαφέρον του, σαν να τον προσκαλούσες στο κρεβάτι σου!» «Τι είναι αυτά που λέτε!» «Κι εκείνο το ανθρωπάκι, ο Έμετ Μπάροουζ... Έτρεχαν τα σάλια του στη σκέψη ότι θα σε ξεμονάχιαζε». «Ήθελα απλώς να προσελκύσω το ενδιαφέρον του. Είναι μέρος του παιχνιδιού». «Αλήθεια;» Πλησίασε κοντά της, ώσπου οι ώμοι της Λίλι κόλλησαν στον τοίχο. «Κι εγώ;» Γλίστρησε τα χέρια του μέσα στα βαριά μαύρα μαλλιά της. «Είμαι κι εγώ ένα παιχνίδι για σένα;» Έκανε το κεφάλι της να γείρει προς τα πίσω και κόλλησε το στόμα του στο δικό της. Για μια στιγμή η Λίλι έμεινε ακίνητη. Ύστερα βόγκηξε και μισάνοιξε τα χείλη της. Η γλώσσα της γλίστρησε πάνω στη δική του και κάθε λογική σκέψη πέταξε μακριά. Ο πόθος τον συνέτριβε, έβαζε φωτιά στο αίμα του. Η λαγνεία βύθιζε τα νύχια της στη σάρκα του και το μόνο που σκεφτόταν πια ήταν πως κρατούσε αυτό το όμορφο, εξωτικό πλάσμα στην αγκαλιά του. Βύθισε τη γλώσσα του στο στόμα της, πίεσε τα χείλη της, έπιασε το στήθος της πάνω από τη λεπτή μεταξωτή μπλούζα. Η ρώγα της σκλήρυνε στη στιγμή και πίεσε την παλάμη του. Τράβηξε το
κορδόνι που σούρωνε το ντεκολτέ της και κατέβασε την μπλούζα από τον ώμο της. Φορούσε μόνο μεσοφόρι και της το κατέβασε κι αυτό, ξεγυμνώνοντας τα υπέροχα, στρογγυλά σαν δύο μήλα στήθη της. Το σώμα του συσπάστηκε όταν έσκυψε το κεφάλι του για να γευτεί το κάθε στήθος ξεχωριστά. Ένα απαλό βογκητό ανάβλυσε από το λαιμό της, σαν παρότρυνση να συνεχίσει. Τα χέρια της γλίστρησαν μέσα στα μαλλιά του. Ρίγησε όταν της φίλησε την ευαίσθητη κορφή του στήθους, κυκλώνοντάς τη με τη γλώσσα του πριν την κλείσει μέσα στο στόμα του. Επιστρέφοντας στα χείλη της ήπιε το νέκταρ τους και ανάσανε το άρωμά της σαν να μην μπορούσε να τη χορτάσει. Ήταν αφόρητα ερεθισμένος. Πονούσε και παλλόταν σε κάθε χτύπο της καρδιάς του. Τη σήκωσε στην αγκαλιά του, τη μετέφερε στο κρεβάτι και την άφησε να καθίσει εκεί, στην άκρη. Τη φίλησε ξανά, έσπρωξε προς τα πάνω τις ζωηρές κόκκινες φούστες της και άρχισε να ανοίγει το μπροστινό μέρος του παντελονιού του. Η Λίλι ήθελε έναν άντρα. Θα της τον έδινε λοιπόν. Κινήθηκε ανάμεσα στα πόδια της και σηκώνοντας το βλέμμα του είδε πως η Λίλι είχε βγάλει τη μαύρη περούκα απ’ το κεφάλι της. Τα κατάξανθα μαλλιά λύθηκαν κι έπεσαν γύρω από τους ώμους της. Απαλά τσουλούφια πλαισίωναν τα μάγουλά της. «Λίλι...» είπε καθώς το όμορφο χλομό πρόσωπό της έκανε το θολωμένο απ’ τη λαγνεία μυαλό του να ξεθολώσει κάπως. Στεκόταν και την κοιτούσε κοκαλωμένος, παλεύοντας για αυτοσυγκράτηση. «Χριστέ μου... τι κάνω;» «Μου κάνεις έρωτα, Ρόγιαλ. Απλώς ήθελα να ξέρεις ότι είμαι εγώ και όχι κάποια άλλη γυναίκα». Στην πραγματικότητα όμως, πάντα ήξερε πως ήταν εκείνη. Και δεν υπήρξε καμία άλλη γι’ αυτόν από την πρώτη στιγμή που την αντίκρισε. «Λίλι...» ψιθύρισε, προφέροντας το όνομά της σαν προσευχή, ξέροντας πως μόνο εκείνην ήθελε απ’ την αρχή, πως η οργή του οφειλόταν στη ζήλια. Έσκυψε και τη φίλησε, πιο τρυφερά αυτή τη φορά, δαγκώνοντας απαλά τις άκρες των χειλιών της, αφήνοντας τη γλώσσα του να γλιστρήσει πάνω από τα χείλη της. «Κάνε με να σταματήσω, Λίλι. Πες μου ότι δεν το θέλεις αυτό». Αντί γι’ αυτό, άπλωσε τα χέρια της, τα τύλιξε γύρω από το λαιμό του και τον τράβηξε κοντά της. Μισανοίγοντας τα χείλη της κάτω από τα δικά του, ενθάρρυνε την καυτή διείσδυση της γλώσσας του. Ο Ρόγιαλ τη φίλησε βαθιά και όταν την ξανακοίταξε είδε τη Λίλι, τη γυναίκα που ποθούσε πολύ περισσότερο από την Τσιγγάνα. Τη γυναίκα που είχε ανάγκη περισσότερο απ’ οποιαδήποτε άλλη. Το λεπτό ύφασμα του φορέματός της είχε σηκωθεί ψηλά. Κουρνιασμένος όπως ήταν ανάμεσα στους μηρούς της, ένιωθε το φύλο της πάνω στη διέγερσή του. Ποθούσε να την κάνει δική του. Προσπάθησε να πει στον εαυτό του να σταματήσει, μα η θέλησή του είχε εξαφανιστεί, υπήρχε μόνο η σκέψη της Λίλι και η ανάγκη να βρεθεί μέσα της. Άνοιξε τα κουμπιά του παντελονιού του και πήρε θέση ακριβώς απέναντι από το κέντρο της θηλυκότητάς της. Το κρεβάτι ήταν ψηλό, δίνοντάς του τέλεια πρόσβαση. Άνοιξε τους μηρούς της και είδε τα όμορφα μάτια της να κλείνουν τη στιγμή που διείσδυε μέσα της. Φτάνοντας τον παρθενικό υμένα της θα έπρεπε να σταματήσει. Αντί γι’ αυτό όμως, ένιωσε μια άγρια χαρά, επειδή ήταν ο πρώτος άντρας που την αποκτούσε. Η Λίλι ανήκε σ’ εκείνον από την πρώτη στιγμή που την είδε, σαν έναν ξανθόμαλλο άγγελο, να κείτεται στο χιόνι.
Έγειρε πάνω της, στηρίχτηκε στους αγκώνες του και τη φίλησε βαθιά. Καθώς εισχωρούσε βαθύτερα, μια απαλή κραυγή ξέφυγε από τα χείλη της. Η Λίλι κοκάλωσε από την επώδυνη ρήξη του υμένα της και ο Ρόγιαλ συγκράτησε τη λαχτάρα του να διεισδύσει ακόμα βαθύτερα. «Με συγχωρείς, γλυκιά μου, δεν ήθελα να σε πονέσω». «Είμαι εντάξει». Το σώμα της χαλάρωσε και κατάφερε να του χαμογελάσει μ’ έναν τρόπο που έκανε την καρδιά του να σκιρτήσει. «Ήθελα να είσαι εσύ ο πρώτος». «Λίλι...» Τότε κινήθηκε η ίδια, παίρνοντάς τον βαθύτερα μέσα της και ο Ρόγιαλ βόγκηξε. Το σώμα του άρπαξε φωτιά και τα τελευταία ίχνη αυτοελέγχου εξαφανίστηκαν. Άρχισε να της κάνει έρωτα με ένα πάθος παράφορο, απολαμβάνοντας μια ηδονή γλυκύτερη απ’ οτιδήποτε είχε γευτεί στο παρελθόν. Προς ανακούφιση και μεγάλη του χαρά, η Λίλι κραύγασε το όνομά του και το σώμα της άρχισε να σφαδάζει γύρω από το δικό του σαν έφτασε στον συνταρακτικό οργασμό της. Ο Ρόγιαλ έφτασε στην κορύφωση μια στιγμή αργότερα και οι μύες του συσπάστηκαν βίαια καθώς η ζωτική ουσία του απελευθερωνόταν μέσα της. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά, το στήθος του ανεβοκατέβαινε σε κάθε ανάσα. Για μερικές στιγμές κανείς από τους δύο δεν κινήθηκε. Ύστερα η πραγματικότητα άρχισε και πάλι να τους τυλίγει. Άκουσαν τον μακρινό ήχο της ορχήστρας και γέλια. Η ευφορία των προηγούμενων λεπτών αντικαταστάθηκε μέσα του από μεταμέλεια. Του φαινόταν απίστευτο αυτό που είχε κάνει. «Ρόγιαλ...» Με τα μάτια ακόμα κλειστά η Λίλι πρόφερε σαν πνοή το όνομά του κι εκείνος ένιωσε κάτι να σφίγγεται στο στήθος του. Είχε κάνει τη Λίλι δική του σαν να ήταν μια κοινή πόρνη. Μισοντυμένοι κι οι δυο βρίσκονταν ξαπλωμένοι σ’ ένα ξένο κρεβάτι, σ’ ένα ξένο σπίτι, όπου ανά πάσα στιγμή μπορεί να τους ανακάλυπταν. Βλαστημώντας τον εαυτό του και μη μπορώντας να πιστέψει πως είχε χάσει τόσο πολύ τον έλεγχό του, βγήκε προσεκτικά από τη ζεστασιά του κορμιού της επιστρατεύοντας όλη τη δύναμη της θέλησής του. Τα μάτια της Λίλι άνοιξαν αργά. Τον παρακολούθησε να ντύνεται και άρχισε να κάνει το ίδιο κι εκείνη, καλύπτοντας πάλι τα όμορφα στήθη της και φορώντας τη μεταξωτή κόκκινη μπλούζα της. Ο Ρόγιαλ πλησίασε ως το κομό, έριξε λίγο νερό από μια κανάτα στη λεκάνη, μούσκεψε μ’ αυτό ένα μαντίλι και επέστρεψε κοντά της. Η Λίλι πήρε το πανί και γύρισε στο πλάι για να σκουπίσει το αίμα που κυλούσε στους μηρούς της. Ο Ρόγιαλ είχε πάρει αυτό που ήθελε και τώρα δεν μπορούσε να επανορθώσει με κανέναν τρόπο. Άφησε το λερωμένο πανί στη λεκάνη και ξαναγύρισε εκεί όπου καθόταν η Λίλι. Φαινόταν πανέμορφη και εύθραυστη, και ο Ρόγιαλ ένιωθε φριχτά που είχε προδώσει την εμπιστοσύνη της με τόσο βίαιο τρόπο. «Λίλι... γλυκιά μου... λυπάμαι πολύ». Σήκωσε το χέρι της σαν να ήθελε να εμποδίσει τα λόγια του. «Σε παρακαλώ, σε εκλιπαρώ, Ρόγιαλ, μη λες ότι λυπάσαι». «Σε κατέστρεψα, μα δεν μπορώ να σε παντρευτώ. Φυσικά και λυπάμαι». Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της και η καρδιά του σφίχτηκε οδυνηρά. Πήγε να την πάρει αγκαλιά, αλλά εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Δε θέλω τον οίκτο σου, Ρόγιαλ. Ποτέ δεν
τον ήθελα». Έστρωσε βιαστικά τα ρούχα της, πήρε την περούκα της κι έκρυψε πάλι τα ξανθά μαλλιά της. Τον κοίταξε. «Θα μπορούσα να σε σταματήσω. Το ξέρεις». Το ήξερε. Ποτέ δε θα την έκανε δική του παρά τη θέλησή της. Μα η Λίλι τον ήθελε όσο την ήθελε κι εκείνος. Και αν μη τι άλλο, αυτό τον έκανε να νιώθει ακόμα χειρότερα. «Είναι ώρα να φύγω», του είπε. «Θα χρησιμοποιήσω τις πίσω σκάλες. Ο θείος μου θα με περιμένει στο στενό για να με συνοδεύσει ως το σπίτι». Ο Ρόγιαλ στεκόταν ανήμπορος και πιο δυστυχισμένος απ’ όσο είχε αισθανθεί ποτέ του. Την είδε να βγαίνει από την πόρτα με τις φούστες της να ανεμίζουν γύρω από τους αστραγάλους της και τα μαλλιά της και πάλι μαύρα σαν τη νύχτα. Αυτή τη φορά όμως η εμφάνισή της δεν τον γελούσε. Η γυναίκα που έφευγε ήταν η γλυκιά Λίλι. Αυτό δεν είχε αλλάξει. Την παρακολούθησε με πόνο στην καρδιά να βγαίνει από το δωμάτιο και να κλείνει την πόρτα.
Κεφάλαιο 17 Φορώντας ένα απλό λευκό νυχτικό, η Λίλι καθόταν δίπλα στο παράθυρο της κρεβατοκάμαράς της. Απόψε, όλα στη ζωή της είχαν αλλάξει. Δεν ήταν πια παρθένα και ήταν τρελά ερωτευμένη με έναν άντρα τον οποίο δε θα μπορούσε ποτέ να αποκτήσει. Τη βασάνιζαν οι ενοχές. Ήταν εξαδέλφη της Τζόσλιν, αν και μακρινή. Και ο Ρόγιαλ θα γινόταν σύντομα σύζυγος της Τζο. Ίσως να τον είχε αρνηθεί αν δε γνώριζε για την κρυφή ερωτική σχέση της με τον Κρίστοφερ Μπάρκλεϊ και αν επίσης δεν ήξερε ότι η Τζο δεν αισθανόταν τίποτα για τον άντρα που θα παντρευόταν. Αν τα πράγματα ήταν διαφορετικά, μπορεί η Λίλι να είχε την εντιμότητα να τον αποτρέψει, αυτό όμως δε θα το μάθαινε ποτέ. Άκουσε έναν γνώριμο ήχο στην πόρτα της και κατάλαβε πως η Τζόσλιν είχε επιστρέψει. Ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που ήθελε να δει. Μα η πόρτα της κρεβατοκάμαράς της άνοιξε και η Τζο όρμησε στο δωμάτιο. «Λίλι! Είδα φως κάτω από την πόρτα σου. Πόσο χαίρομαι που είσαι ξύπνια!» Η Λίλι κατάφερε να χαμογελάσει. «Λάμπεις ολόκληρη. Η βραδιά σου με τον Μπάρκλεϊ θα πρέπει να πήγε καλά». Η Τζόσλιν χαμογέλασε πλατιά. «Θεέ μου... δεν υπάρχουν λόγια να το περιγράψω. Ο Κρίστοφερ ήταν... ήταν... Το ερωτικό πάθος είναι κάτι απίστευτο, Λίλι. Προσπαθούν να μας το κρατήσουν κρυφό... πρώτα οι γονείς μας, ύστερα οι άντρες που θα παντρευτούμε. Δε θέλουν να το ανακαλύψουμε. Ένας άντρας μπορεί να έχει όποια γυναίκα θέλει, μα μια γυναίκα... υποτίθεται πως πρέπει να παραμένει αγνή. Είναι πολύ άδικο, Λίλι». Η Λίλι δεν είπε τίποτα. Η Τζο είχε δίκιο, ήταν άδικο. Μα για την ίδια δε θα υπήρχε ποτέ κανένας άλλος άντρας εκτός από τον Ρόγιαλ. Η Τζόσλιν κάθισε βαριά μπροστά στο κομό. «Ήταν φανταστικά, Λίλι. Ο Κρίστοφερ είναι
απίστευτα παθιασμένος, αλλά και τρυφερός». Κοίταξε τη Λίλι και χαμογέλασε. «Διάλεξα τον καλύτερο άντρα για πρώτο εραστή μου». Η Λίλι κατάπιε νευρικά, κάνοντας τη σκέψη πως η ίδια είχε διαλέξει τον πιο ακατάλληλο άντρα για να ερωτευτεί. «Και... ο Ρόγιαλ;» «Ο Ρόγιαλ; Δεν είμαστε ακόμα παντρεμένοι. Μπορεί να κάνει ό,τι του αρέσει μέχρι να παντρευτούμε, αλλά ακόμα και μετά το γάμο μας. Σε ό,τι με αφορά, δεν υπάρχει κανένα απολύτως πρόβλημα ούτε και σ’ αυτό». Η Λίλι δεν ήξερε τι να πει. Πώς μπορούσε να κρίνει την Τζο όταν η ίδια και ο Ρόγιαλ είχαν κάνει ακριβώς το ίδιο πράγμα; «Εύχομαι να μπορούσα να σου το περιγράψω, Λίλι. Είναι αυτή η αίσθηση που σε κατακλύζει στο τέλος... Είναι... σαν να αιωρείσαι ανάμεσα στ’ αστέρια. Σαν μια συγκλονιστική έκρηξη... Θεέ μου, δεν το είχα φανταστεί ποτέ μου». Ούτε και η Λίλι το είχε φανταστεί, μέχρι αυτό το βράδυ, αν και είχε διαβάσει κάποια πράγματα σχετικά. «Οι Γάλλοι το αποκαλούν μικρό θάνατο». Η Τζόσλιν χαμογέλασε. «Επειδή είναι σαν να πέθανες και να πήγες στον παράδεισο». Ήταν αλήθεια. Μα υπήρχε ένα τίμημα που έπρεπε να πληρωθεί για την τόση ηδονή. Η Λίλι είχε δώσει ένα κομμάτι του εαυτού της στον Ρόγιαλ, ένα κομμάτι που δε θα ξανάπαιρνε ποτέ της πίσω. «Ήθελα να σου τα πω, Λίλι. Πέθαινα να τα πω σε κάποιον και δεν υπάρχει κανένας άλλος που να μπορώ να εμπιστευτώ όπως εσένα». Καινούριες τύψεις την κατέκλυσαν. Από τη στιγμή που έφυγε από τη δεξίωση, η Λίλι έλεγε στον εαυτό της πως αυτό που έκανε ήταν λάθος. Όμως κάθε φορά που σκεφτόταν τον Ρόγιαλ και τη λαχτάρα που είχε διακρίνει στα μάτια του, μια βαθιά επιθυμία την οποία φαινόταν πως μόνο η ίδια μπορούσε να ικανοποιήσει, η Λίλι δυσκολευόταν να το πιστέψει. Και αρνιόταν να μετανιώσει για τις λίγες στιγμές χαράς που είχε χαρίσει στον εαυτό της. Όμως ήταν λάθος και βαθιά μέσα της το ήξερε. Η Τζόσλιν σηκώθηκε από το σκαμπό. «Καλύτερα να πάω για ύπνο. Η μητέρα νομίζει πως είχα πάει στο χορό των Μπέργκμαν μαζί με τους Στιούαρτ. Η καμαριέρα μου θα είναι ακόμα ξύπνια, περιμένοντας να με ξεντύσει». Η Τζόσλιν είχε πει ψέματα στους γονείς της. Και η Λίλι, προκειμένου να ξεκινήσει την αποστολή της υποδυόμενη την Τσιγγάνα, είχε προσποιηθεί πως είχε πονοκέφαλο και έμεινε στο δωμάτιό της. Όταν ήρθε η ώρα, ξεγλίστρησε από τις πίσω σκάλες και συνάντησε το θείο της, ο οποίος την περίμενε με μια νοικιασμένη άμαξα στο σοκάκι πίσω από το σπίτι. Η Τζο πήγε κοντά και την αγκάλιασε, εκπλήσσοντάς την. «Νιώθω τόσο όμορφα!» Η Λίλι κοίταξε την εξαδέλφη της, είδε τα ξαναμμένα μάγουλα και το λαμπερό χαμόγελό της. «Έχω την εντύπωση πως αυτή η ιστορία δεν τελείωσε. Μη μου πεις πως θα τον ξανασυναντήσεις». Η Τζο στριφογύρισε τα απίστευτα βιολετιά μάτια της σαν να επρόκειτο για μια ευνόητη απάντηση. «Μα φυσικά και θα τον ξαναδώ. Δεν είμαι ακόμα επισήμως αρραβωνιασμένη. Μέχρι τότε μπορώ να κάνω ό,τι μου αρέσει». Χαμογέλασε πλατιά. «Και μου αρέσει πάρα πολύ να κάνω έρωτα με τον Κρίστοφερ Μπάρκλεϊ». Η Λίλι ευχήθηκε να μπορούσε κι εκείνη να ξαναδεί τον Ρόγιαλ χωρίς να αισθάνεται καμία ενοχή γι’ αυτό. «Και τι θα γίνει αν... σε αφήσει έγκυο;»
Η Τζόσλιν ανασήκωσε το φρύδι της. «Υπάρχουν διάφοροι τρόποι, Λίλι, για να αποφύγει κανείς τέτοια πράγματα. Και ο Κρίστοφερ είναι αρκετά ενημερωμένος σ’ αυτό τον τομέα». Η Λίλι δεν είπε τίποτα. Συνειδητοποίησε έντρομη πως μέχρι εκείνη τη στιγμή η ίδια δεν είχε αναλογιστεί τις συνέπειες της πράξης του Ρόγιαλ. Απ’ όσο ήξερε, εκείνος δεν είχε πάρει μέτρα προφύλαξης. Θα μπορούσε ακόμα και τώρα να κουβαλάει μέσα της το μωρό του. Η καρδιά της σκίρτησε στη σκέψη. Ένα μέρος του εαυτού της έτρεμε στην ιδέα να αποκτήσει παιδί εκτός γάμου. Ένα άλλο, βαθιά κρυμμένο κομμάτι του εαυτού της λαχταρούσε να αποκτήσει το μωρό του Ρόγιαλ. Η Τζόσλιν βγήκε από το δωμάτιο χαμογελώντας και σιγομουρμουρίζοντας ελαφρώς παράφωνα. Μόλις έκλεισε η πόρτα η Λίλι ακούμπησε το μάγουλό της στο παγωμένο τζάμι και ένιωσε τα δάκρυα να κυλούν αργά. ***
Ο Ρόγιαλ βημάτιζε πέρα δώθε στο γραφείο του σπιτιού του στην πόλη. Ύστερα από μια νύχτα αγρύπνιας ήταν εξαντλημένος από την κούραση. Γύρισε ακούγοντας βήματα και ανέπνευσε με ανακούφιση όταν ο Σέρι μπήκε στο δωμάτιο. Ο Σέρινταν κοντοστάθηκε μόλις τον είδε. «Θεέ και Κύριε, μα εσύ έχεις τα χάλια σου. Τι σου συνέβη; Νόμιζα πως τα πράγματα πήγαν πολύ καλά χτες βράδυ». Ακόμα κι ο αναστεναγμός του ακουγόταν κουρασμένος. «Η βραδιά πήγε όπως ακριβώς είχε προγραμματιστεί. Τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος της». «Και ποιο μέρος της σε έκανε να μοιάζεις με δαρμένο σκύλο;» Κάτω από διαφορετικές συνθήκες ο Ρόγιαλ μπορεί να γελούσε. «Απλώς δεν κοιμήθηκα πολύ καλά». Ο Σέρι έγνεψε με ύφος σοβαρό. «Χρειάζεσαι μια γυναίκα, φίλε μου. Γιατί δεν κάνουμε καμιά επίσκεψη στο Μπλου Ντόλφιν απόψε; Οι γυναίκες εκεί είναι εξαιρετικές... πολύ επιδέξιες στη δουλειά τους. Σου υπόσχομαι πως αύριο θα νιώθεις καλύτερα». «Δε χρειάζομαι μια γυναίκα. Πήρα ήδη μια γυναίκα. Αυτό είναι το πρόβλημα». Το ένα φρύδι του Σέρι υψώθηκε απότομα. Στήριξε το γοφό του στο γραφείο του Ρόγιαλ. «Είμαι όλος αυτιά». «Την κατέστρεψα, Σέρι. Δεν ξέρω τι ακριβώς συνέβη, αλλά η πράξη έγινε και δεν ξεγίνεται». Και μολονότι είχε αφαιρέσει την παρθενιά της Λίλι, το μόνο που μπορούσε τώρα να σκεφτεί ήταν πώς θα την αποκτούσε ξανά. Ο Σέρινταν ανασήκωσε τους ώμους. «Τότε να επισπεύσεις το γάμο. Αν ο κληρονόμος σου γεννηθεί ένα μήνα νωρίτερα, κανείς δε θα δώσει σημασία». «Δεν ήταν η Τζόσλιν, Σέρι. Συνέβη με τη Λίλι». «Ω Θεέ μου!» «Ακριβώς». «Υποθέτω πως θα έπρεπε να το περιμένω. Από την αρχή σου άρεσε αυτό το κορίτσι». Ο Ρόγιαλ πέρασε το χέρι του μέσα στα μαλλιά του. «Τι στο διάβολο θα κάνω τώρα; Μπορεί τώρα που μιλάμε να είναι έγκυος στο παιδί μου και με κανέναν τρόπο δεν μπορώ να την παντρευτώ». «Υποθέτω πως πήρες προφυλάξεις». «Καμία απολύτως. Είχα χάσει το μυαλό μου. Δεν ξέρω τι με έπιασε».
«Νομίζω πως αυτό είναι ολοφάνερο. Δεν την εξανάγκασες, έτσι δεν είναι;» «Και βέβαια όχι!» απάντησε με φρίκη ο Ρόγιαλ. «Πάντα υπήρχε κάποια... έλξη ανάμεσά μας. Χτες βράδυ η κατάσταση ξέφυγε από τον έλεγχο». Αυτό βέβαια δεν έλεγε τίποτα. Ουδέποτε είχε θελήσει στη ζωή του κάτι περισσότερο απ’ όσο ήθελε τη Λίλι. Και όταν της έκανε έρωτα, η γλυκιά ζεστασιά της τον πλημμύρισε και τον συγκίνησε με τρόπο που τίποτα δεν τον είχε συγκινήσει στο παρελθόν. Ο Σέρι αναστέναξε. «Ναι, τέλος πάντων, μερικές φορές συμβαίνουν αυτά. Τώρα πρέπει να αποφασίσουμε με ποιο τρόπο θα τη φροντίσουμε καλύτερα». «Είναι εντελώς αθώα. Πρέπει να βρω έναν τρόπο να επανορθώσω». Ο Σέρι πήγε ως το παράθυρο. Ο κήπος ήταν ξερός, το γρασίδι χρειαζόταν κούρεμα και υγρά φύλλα σκέπαζαν τα χαλικόστρωτα μονοπάτια, όμως ένας ήλιος αδύναμος τρύπωνε ανάμεσα απ’ τα γυμνά κλαδιά μαρτυρώντας την έλευση της άνοιξης. Ο Σέρι γύρισε στον Ρόγιαλ. «Όπως είπες, πρέπει να επανορθώσεις. Και υπάρχει μόνο ένας τρόπος για να το κάνεις αυτό. Πρέπει να της βρεις έναν σύζυγο». Ο Ρόγιαλ ένιωσε ένα σφίξιμο στο στήθος. «Πώς μπορώ να το κάνω αυτό; Δεν έχει χρήματα, ούτε εγώ έχω αρκετά για να την προικίσω αξιοπρεπώς». «Όχι, μα σύντομα θα έχεις. Μόλις παντρευτείς θα κολυμπάς στο χρήμα. Κι έτσι, θα έχεις αρκετά για να την καλοπαντρέψεις». Το στομάχι του ανακατεύτηκε. Δεν μπορούσε να φανταστεί άλλον άντρα στο κρεβάτι της Λίλι, άλλον άντρα που να έκανε έρωτα μαζί της. Δεν είχε αντιληφθεί το πλησίασμα του Σέρι, ώσπου ένιωσε το χέρι του φίλου του στον ώμο του. «Βλέπω ότι δεν είναι αυτό που θέλεις. Ξέρω πως τρέφεις αισθήματα για το κορίτσι. Ίσως τα χρήματα δεν είναι τόσο σημαντικός παράγοντας. Ίσως θα έπρεπε να την παντρευτείς εσύ». Μέχρι εκείνη τη στιγμή ο Ρόγιαλ δεν είχε συνειδητοποιήσει πόσο πολύ το ήθελε. Όμως κούνησε απλώς το κεφάλι του αρνητικά. «Δεν μπορώ. Έδωσα όρκο. Υποσχέθηκα κάτι στον πατέρα μου και δεν μπορώ να αθετήσω το λόγο μου». Ο Σέρι έσφιξε τον ώμο του. «Τότε καλύτερα να αρχίσουμε. Θα χρειαστεί να βρούμε κάποιον κατάλληλο και πρόθυμο... με τη σωστή αμοιβή... να παραβλέψει το γεγονός ότι η νύφη δεν είναι πλέον παρθένα». Ο Ρόγιαλ έγνεψε καταφατικά. Το στόμα του είχε στεγνώσει. Η καρδιά του χτυπούσε άγρια. Θα έφτιαχνε έναν κατάλογο με τους κατάλληλους υποψήφιους και ύστερα θα τον μελετούσε μαζί με τη Λίλι. Όποιο κι αν ήταν το κόστος, θα φρόντιζε εκείνη να έπαιρνε τον άντρα που ήθελε. Ήταν το λιγότερο που μπορούσε να κάνει. ***
Η Λίλι δούλευε όλη την εβδομάδα για να ετοιμάσει το καπελάδικο. Καθάριζε, τακτοποιούσε, σκούπιζε, οργάνωνε και γενικά έκανε τα πάντα για να βγάλει από το μυαλό της τον Ρόγιαλ και τη βραδιά της δεξίωσης των Νάιτινγκεϊλ. Επί μήνες έραβε καπέλα, δημιουργούσε καινούρια στυλ και εργαζόταν μέχρι αργά τα βράδια ώστε να συγκεντρώσει αρκετό εμπόρευμα για το κατάστημα που σχεδίαζε να ανοίξει, να ικανοποιήσει τις παλιές πελάτισσες και να προσελκύσει νέα πελατεία. Κοίταξε γύρω της ευχαριστημένη. Το κατάστημα είχε τακτοποιηθεί όπως το ήθελε, τα καπέλα είχαν αραδιαστεί τακτικά σε μικρές σειρές. Πλατύγυρα καπέλα, άλλα με φτερά κι άλλα διακοσμημένα με δαντέλα και κορδέλες, ένα ανοιχτό καπελάκι με ψεύτικα τριαντάφυλλα,
δαντελένια σκουφιά σε μια ντουζίνα χρώματα, καθώς και μερικά υφαντά μπονέ. Προχώρησε στο γραφείο πίσω από το γκισέ και άρχισε να γράφει σημειώματα σε κυρίες οι οποίες είχαν αγοράσει εμπόρευμα στο παρελθόν, πληροφορώντας τες για την τοποθεσία του καταστήματός της και για την ημερομηνία της έναρξης λειτουργίας του. Η πλάτη της πονούσε όταν τελείωσε. Τεντώθηκε και σηκώθηκε από την καρέκλα. Κοίταξε το ρολόι και είδε πως το απόγευμα είχε κυλήσει γρήγορα. Δεν μπορούσε να το αναβάλει περισσότερο. Ήταν ώρα να πάει στο Μέντοουμπρουκ και να προετοιμαστεί για τη βραδιά που την περίμενε. Απόψε η Μαντάμ Τσέγια θα παρευρισκόταν σε ένα χορό με οικοδέσποινα τη χήρα αδερφή του λόρδου Μαρτς, τη λαίδη Άναμπελ Τάουνσεντ. Στις προσκλήσεις αναγραφόταν η πληροφορία μιας ξεχωριστής ψυχαγωγίας με την παρουσία της Μαντάμ Τσέγια και ο Πρέστον Λούμις είχε απαντήσει πως σκόπευε να παραστεί. Η Τζόσλιν ήταν επίσης προσκεκλημένη και η Λίλι είχε σκοπό να τη συνοδεύσει. Καθώς θα προχωρούσε η βραδιά, θα ξεγλιστρούσε μερικά λεπτά ώστε να μεταμφιεστεί σε Μαντάμ Τσέγια. Θα έκανε μια σύντομη μόνο εμφάνιση, θα πρόβλεπε κάποια μελλούμενα σε ορισμένους φίλους του Ρόγιαλ κι ύστερα θα πήγαινε πάνω για να ξαναφορέσει τα ρούχα της και να επιστρέψει στο χορό για την υπόλοιπη βραδιά. Η Λίλι αναστέναξε. Ευχόταν να μην ήταν αναγκασμένη να δει εκεί τον Ρόγιαλ, ιδίως να μην τον έβλεπε μαζί με την Τζο. Η στιγμή της τρέλας τους είχε περάσει. Ήξεραν κι οι δυο πως δε θα επαναλαμβανόταν. Αντί όμως η Λίλι να μετανιώνει, όπως ο Ρόγιαλ, φύλαγε την ανάμνηση εκείνης της απίστευτης νύχτας σαν θησαυρό στη μνήμη της. Ικανοποιημένη με τη δουλειά που είχε γίνει στο μαγαζί, κλείδωσε την πόρτα, περπάτησε ως τη γωνία και πήρε μια άμαξα. Έφτασε στο Μέντοουμπρουκ, όπου βρήκε την Τζόσλιν να παίρνει τον απογευματινό υπνάκο της. Ευχόταν να μπορούσε κι εκείνη να βυθιστεί για λίγο στον ύπνο, όμως τη στιγμή που έκλεινε τα μάτια της εμφανιζόταν μπροστά της το όμορφο πρόσωπο του Ρόγιαλ, μαζί με τις καυτές αναμνήσεις της παθιασμένης συνεύρεσής τους τη βραδιά του σουαρέ. Αντί να κοιμηθεί, η Λίλι έψαξε στην γκαρνταρόμπα της, η οποία μεγάλωνε κάθε φορά που η Τζο πετούσε ένα φόρεμα. Διάλεξε ένα το οποίο είχε μεταποιήσει αλλά δεν είχε φορέσει ποτέ, μια τουαλέτα από γαλαζοπράσινο ταφτά στην απόχρωση των ματιών της. Απόψε στο χορό ο θείος Τζακ θα έφτανε με το κοστούμι της Τσιγγάνας. Θα τον συναντούσε στον κήπο πίσω από το σπίτι και ύστερα θα έπαιρνε τα ρούχα επάνω για να αλλάξει. Οι ώρες περνούσαν. Η Λίλι είχε αρκετή νευρικότητα όταν η Τζόσλιν τελείωσε επιτέλους το ντύσιμό της με μια κόκκινη δαμασκηνί τουαλέτα από βελούδο και οι δυο τους ετοιμάστηκαν να φύγουν. Μολονότι η Ματίλντα Κόλφιλντ θα ήταν η συνοδός τους γι’ αυτό το βράδυ, η Λίλι δεν πίστευε ότι η σύντομη εξαφάνισή της θα γινόταν αντιληπτή. Ούτε η Ματίλντα ούτε η κόρη της έδιναν πολλή σημασία στη Λίλι όταν διασκέδαζαν. Και απόψε το κεντρικό πρόσωπο της διασκέδασης θα ήταν η Μαντάμ Τσέγια. Η Λίλι δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει όταν αναρωτήθηκε τι θα σκεφτόταν η εξαδέλφη της για την Τσιγγάνα που θα ήταν παρούσα στο χορό. ***
«Φάνηκε ο στόχος μας;» ρώτησε ο Τζακ. Κόντευε δέκα η ώρα, η νύχτα ήταν κατασκότεινη και φυσούσε δυνατά. Ο θείος της στεκόταν στο σοκάκι δίπλα στην απλή άμαξα που είχε νοικιάσει ο
δούκας για δική τους χρήση. «Ο Λούμις είναι εδώ. Τον είδα λίγο νωρίτερα». «Είναι περίεργος. Απόψε θα πέσει στην παγίδα σου». Ο Τζακ της έδωσε μια μικρή πάνινη τσάντα που περιείχε το κοστούμι της και η Λίλι το πήρε από το κοκαλιάρικο χέρι του. «Πήρες το μήνυμά μου; Ξέρεις τι να κάνεις;» «Το πήρα». Προφασιζόμενη έναν στομαχόπονο απέφυγε την εβδομαδιαία συνάντηση στο Ρεντ Ρούστερ. Απλώς δεν είχε το κουράγιο να αντιμετωπίσει τον Ρόγιαλ τόσο σύντομα. «Πέταξε στον Λούμις ένα δυο κόκαλα», της είπε ο Τζακ. «Μην του δίνεις πολλά στοιχεία. Κάν’ τον να έρθει εκείνος σ’ εσένα». Κούνησε το κεφάλι της καταφατικά. Ήξερε πώς να χειριστεί ένα στόχο. Μόλις άρχιζε να παίζει πάλι το παιχνίδι, δεν αργούσε να ξαναθυμηθεί όλη την ανορθόδοξη εκπαίδευσή της. Ήξερε πως η μητέρα του Λούμις χρησιμοποιούσε κάρτες ταρό και ήταν χαρτορίχτρα, ήξερε και για την εμμονή του με τη Μαντάμ Μέντελα. Ήξερε πολύ καλά τι να κάνει για να τραβήξει το ενδιαφέρον του. Έσκυψε και φίλησε το μάγουλο του θείου της. «Πρέπει να φύγω. Δε θέλω να με αναζητήσουν». Ο Τζακ απλώς της χαμογέλασε. «Καλή τύχη, αγάπη». Όμως ο Τζακ Μόραν της είχε διδάξει πως η τύχη δεν έπαιζε ρόλο. Μόνο η ικανότητα, και αυτή την είχε μάθει από μια πολύ καλή δασκάλα, φίλη του Τζακ, μια παλιά απατεώνισσα ονόματι Σάντι Μπέρτζις, η οποία είχε αδυναμία στα παιδιά, και ιδίως σε ένα μικρό ορφανό κορίτσι. Η Λίλι τον αποχαιρέτησε, γύρισε και έφυγε βιαστικά προς το σπίτι. Τρύπωσε μέσα και κατευθύνθηκε προς τις πίσω σκάλες. Λίγα λεπτά αργότερα ήταν ντυμένη Τσιγγάνα, με ζωηρή μεταξωτή φούστα με βολάν, και επέστρεφε κάτω στη σάλα. Η αδερφή του λόρδου Μαρτς, η λαίδη Άναμπελ Τάουνσεντ, στεκόταν και την περίμενε. Ήταν η λεπτή γυναίκα με τα καστανόξανθα μαλλιά την οποία είχε δει στη δεξίωση των Νάιτινγκεϊλ. Από κοντά ήταν ακόμα ομορφότερη, με φίνα χαρακτηριστικά, λεπτή, ίσια μύτη και γαλάζια μάτια. «Είσαι έτοιμη;» τη ρώτησε η λαίδη Άναμπελ και η λάμψη στα μάτια της πρόδιδε πως ήξερε ακριβώς τι συμβαίνει. Η λαίδη Νάιτινγκεϊλ δεν είχε ενημερωθεί για την πλεκτάνη στην οποία είχε αναμειχθεί κι ο σύζυγός της, όμως ήταν σαφές ότι αυτή εδώ η νεαρή γυναίκα γνώριζε. Η καθόλου ντροπαλή Άναμπελ Τάουνσεντ φαινόταν συνεπαρμένη με όσα επρόκειτο να συμβούν. Για μια στιγμή η Λίλι παραβίασε τους κανόνες και βγήκε από το ρόλο της. «Ευχαριστώ που μας βοηθάτε, μιλαίδη». «Για τους φίλους μου είμαι απλώς η Άννα. Και εφόσον είστε φίλη του δούκα, είμαι με το παραπάνω ευτυχής που βοηθώ. Ελάτε... Μαντάμ Τσέγια». «Θα σας ακολουθήσω όπου με οδηγήσετε», είπε η Λίλι μ’ ένα χαμόγελο, υποδυόμενη ξανά το ρόλο της. Διέσχισαν το διάδρομο προς τη μεγάλη, περίκομψη αίθουσα του χορού στην οποία βρισκόταν η κοινωνική ελίτ. Η Λίλι διέκρινε την Τζόσλιν και δίπλα της τον άντρα που επρόκειτο να παντρευτεί. Ψηλός και χρυσομάλλης, ο δούκας του Μπράνσφορντ ήταν εξαίσιος, και το γεγονός επιβεβαιωνόταν από τις λοξές ματιές που του έριχναν οι μισές γυναίκες μέσα στην αίθουσα. Σαν μαγεμένη, η Λίλι τρέκλισε και τα μάγουλά της κοκκίνισαν. «Είστε εντάξει;» ρώτησε η Άναμπελ. «Ναι, καλά είμαι. Παραπάτησα, αυτό είναι όλο».
Αγνοώντας τον δούκα, το βλέμμα του οποίου τώρα ήταν καρφωμένο πάνω της, η Λίλι ακολούθησε την όμορφη αδερφή του Μαρτς προς τη σκηνή όπου έπαιζε η ορχήστρα. «Εφόσον δεν έχουμε πολύ καιρό», είπε η οικοδέσποινα, «θα μπω κατευθείαν στο θέμα». Η Άναμπελ ανέβηκε τα σκαλιά της σκηνής κρατώντας τη Λίλι από το χέρι. Οι μουσικοί σταμάτησαν να παίζουν και στην αίθουσα απλώθηκε σιωπή. «Καλησπέρα σε όλους σας». Η Άναμπελ χαμογέλασε. «Όπως γνωρίζετε, απόψε έχουμε κοντά μας μια ξεχωριστή καλεσμένη. Θα ήθελα να σας παρουσιάσω τη Μαντάμ Τσέγια. Αν είστε τυχεροί, ίσως να είστε ανάμεσα σ’ εκείνους που θα επιλέξει. Και τότε θα έχετε καλοτυχία». Ξέσπασαν χειροκροτήματα. «Είναι χαρά μου να βρίσκομαι εδώ απόψε», είπε η Λίλι. Το βλέμμα της πήγε στην Τζόσλιν και τον Ρόγιαλ και κάποιος μικρός δαίμονας ξύπνησε μέσα της. Παρατήρησε το πλήθος, ύστερα κάρφωσε το βλέμμα της μόνο στον δούκα. «Συγχαρητήρια, εξοχότατε, για τον επερχόμενο γάμο σας». Ένα μουρμουρητό απλώθηκε, ενώ όλοι γύρισαν προς τον Ρόγιαλ, τον δούκα ο οποίος στεκόταν δίπλα στην πλουσιότερη νεαρή γυναίκα του Λονδίνου. Κουτσομπολιά ξέσπασαν σχετικά με το αν η Τσιγγάνα είχε δίκιο ή όχι. Ακόμα και από κείνη την απόσταση η Λίλι έβλεπε το σφίξιμο στο πιγούνι του Ρόγιαλ. Η Τζόσλιν απλώς χαμογελούσε πλατιά, ευτυχισμένη που βρισκόταν στο κέντρο της προσοχής και όλων εκείνων των εικασιών για το αν θα γινόταν ή όχι η επόμενη δούκισσα του Μπράνσφορντ. Η Τζο έστειλε μια θριαμβευτική ματιά προς την κυριότερη ανταγωνίστριά της, τη Σεραφίνα Μέιτλιν, της οποίας τα κομψά κόκκινα φρύδια σχεδόν είχαν ενωθεί μεταξύ τους. «Σπουδαία λοιπόν», είπε στο συνεπαρμένο πλήθος η λαίδη Άναμπελ. «Έχουμε κιόλας μια πρόβλεψη καλοτυχίας. Ίσως, αν είμαστε τυχεροί, να μάθουμε κι άλλα ευχάριστα νέα». Πήρε το χέρι της Λίλι και κατέβηκαν πάλι στην αίθουσα. Η ορχήστρα συνέχισε να παίζει, αλλά το βουητό συνεχιζόταν. «Αυτή ήταν μία εξαιρετική επιτυχία», της ψιθύρισε η λαίδη Άναμπελ. «Δεν είμαι σίγουρη αν θα συμφωνεί ο εξοχότατος». Η Άναμπελ παραλίγο να βάλει τα γέλια. «Αν ο Ρόγιαλ ντρέπεται που παντρεύεται αυτή τη νεαρή γυναίκα, τότε θα έπρεπε να παντρευτεί κάποιαν άλλη». Η Λίλι δεν έκανε κανένα σχόλιο, σκέφτηκε όμως πως συμπαθούσε πολύ την αδερφή του λόρδου Μαρτς. Περπατώντας δίπλα στην οικοδέσποινά της, η Λίλι άρχισε το γύρο της στην αίθουσα, ακούγοντας το όνομά της σχεδόν σε κάθε ομήγυρη. Οι φίλοι του Ρόγιαλ έκαναν τις δουλειές τους. Ο κόσμος συζητούσε για τα κέρδη του Σάβατζ στον ιππόδρομο, τα κέρδη του Μαρτζ στη χαρτοπαικτική λέσχη, αλλά και για το στοίχημα που είχε κερδίσει ο λόρδος του Γουέλσλι. Με τη γωνία του ματιού της είδε τον Πρέστον Λούμις να συζητάει με τον λόρδο Νάιτινγκεϊλ και κατάλαβε πως ο κόμης επιβεβαίωνε ότι είχε ακολουθήσει τη συμβουλή της Μαντάμ Τσέγια και η επένδυσή του είχε στεφθεί πράγματι με επιτυχία. «Πώς ισχυρίζεται ότι το κάνει αυτό;» άκουσε τον Λούμις να ρωτάει όταν στάθηκε σε αρκετά κοντινή απόσταση. «Δεν είμαι σίγουρος». Ο Νάιτινγκεϊλ γύρισε προς την Τσέγια και της ένευσε να πλησιάσει κοντά
τους. «Γιατί δε ρωτάτε την ίδια;» Ο Λούμις ανασήκωσε το γκρίζο φρύδι του. «Και βέβαια θα το κάνω», συμφώνησε με ευχάριστο ύφος και ίσιωσε το μουστάκι του. «Θα μας πεις λοιπόν, αγαπητή μου, πώς είσαι σε θέση να γνωρίζεις όλα αυτά τα πράγματα;» Η Λίλι του απηύθυνε ένα θριαμβευτικό χαμόγελο. «Έμαθα πολλά από την αδερφή της γιαγιάς μου, μια Τσιγγάνα που την έλεγαν Μαντάμ Μέντελα. Είχε κι εκείνη το χάρισμα. Δυστυχώς πέθανε πριν από μερικά χρόνια. Αντίθετα όμως από τη θεία μου, τη Μέντι, έτσι την έλεγα, εγώ βλέπω τα μελλούμενα στα άστρα». Ο Λούμις την κοιτούσε άναυδος. «Είχες συγγένεια με τη Μαντάμ Μέντελα;» «Όπως είπα, ήταν αδερφή της γιαγιάς μου. Την έχετε ακουστά;» «Ήταν φίλη της μητέρας μου». Η Λίλι κατένευσε σαν να μην ξαφνιαζόταν. «Η θεία μου βοηθούσε πολλούς ανθρώπους». Παρατήρησε το πρόσωπό του. «Αν παίξετε απόψε χαρτιά με τον λόρδο Νάιτινγκεϊλ, θα κερδίσετε». Φυσικά ήταν όλο προσχεδιασμένο εξαρχής. Ήδη οι φίλοι του Ρόγιαλ ετοιμάζονταν να παίξουν στο ιδιωτικό σαλόνι, με την ελπίδα πως ο Νάιτινγκεϊλ θα έπειθε τον Λούμις να είναι στο τραπέζι τους. Ένα από τα μαύρα φρύδια του κόμη υψώθηκε προκλητικά. «Θα θέλατε να διαπιστώσετε αν η κυρία έχει δίκιο; Εγώ ετοιμαζόμουν να λάβω μέρος σ’ ένα ιδιωτικό καρέ». Ο Λούμις κοίταξε προς την κατεύθυνσή της, όμως η Λίλι ήδη ξεγλιστρούσε. Είχε παίξει το ρόλο της. Τώρα οι άντρες θα έπαιζαν τον δικό τους. Μόλις είχε αρχίσει να διασχίζει το διάδρομο όταν ένας άντρας στάθηκε μπροστά της. Τον είχε προσέξει λίγα λεπτά νωρίτερα, όταν μπήκε στην αίθουσα του χορού. Ήταν νέος, όχι μεγαλύτερος από είκοσι τριών χρόνων, πανέμορφος, με μαύρα κυματιστά μαλλιά και λαμπερά μπλε μάτια. Ήταν σίγουρη πως όλες οι κυρίες θα σάστιζαν μπροστά του όποτε έμπαινε σε μια αίθουσα. Το χαμόγελό του ήταν το ίδιο συγκλονιστικό με τα μάτια του. «Βρε, για δες... φαίνεται πως είμαι πολύ καλότυχος που πέφτω πάνω σε μια τόσο όμορφη γυναίκα». Της έκανε μια εξεζητημένη υπόκλιση. «Ρουλ Ντιούαρ, στις υπηρεσίες σας, κυρία». Ρουλ Ντιούαρ. Ήξερε πως ο Ρόγιαλ είχε δύο αδερφούς, όμως δεν τους είχε συναντήσει ποτέ της. Ο συγκεκριμένος ήταν ίσως ο νεαρότερος. Και κατά έναν διαφορετικό τρόπο, ήταν εξίσου όμορφος με τον αδερφό του. «Είμαι η Μαντάμ Τσέγια», του είπε και αναρωτήθηκε αν ο Ρόγιαλ ήξερε πως ο αδερφός του ήταν εκεί και αν τον είχαν ενημερώσει για την πλεκτάνη τους. Από τον τρόπο που τα γαλάζια μάτια του την έγδυναν, κάτι τέτοιο δε φαινόταν πιθανό. Ο νεαρότερος Ντιούαρ ήταν εμφανώς ξελογιασμένος με την εξωτική Μαντάμ Τσέγια. «Ξέρω ποια είστε», της είπε. «Αν και είστε πολύ νέα για να σας αποκαλούν έτσι. Εγώ θα προτιμούσα απλώς το Τσέγια. Είναι τόσο όμορφο όνομα». «Κι εσείς είστε πολύ τολμηρός, μιλόρδε». Του έριξε μια ματιά σκόπιμα αποθαρρυντική. «Αν αναζητάτε καλή τύχη, θα πρέπει να ψάξετε αλλού». Έκανε να τον προσπεράσει, αλλά ο Ρουλ έπιασε το μπράτσο της. «Μα δεν μπορεί να φεύγετε από τώρα. Η νύχτα μόλις άρχισε». «Παρακαλώ, έχω πράγματα να κάνω. Αφήστε με».
Το χέρι του παρέμενε με οικειότητα στο μπράτσο της. «Αν θέλετε να φύγετε, θα ήμουν ευτυχής να σας συνοδεύσω οπουδήποτε επιθυμείτε να πάτε. Η άμαξά μου περιμένει απέξω. Ίσως θέλετε να έρθετε μαζί μου...» «Άφησε ήσυχη την κυρία», είπε ο Ρόγιαλ, ο οποίος εμφανίστηκε ως διά μαγείας στο διάδρομο. Η Λίλι δεν ήταν σίγουρη αν χαιρόταν για την παρουσία του εκεί ή αν διέτρεχε μικρότερο κίνδυνο από τον αδερφό του. Ο Ρουλ άφησε το χέρι της. «Βρε, για δες, ο μεγάλος μου αδερφός επεμβαίνει όπως πάντα». «Δεν ήξερα πως ήσουν στην πόλη». «Είχα δύο μέρες άδεια από τη σχολή. Ήρθα με φίλους». Ο Ρόγιαλ κοίταξε τη Λίλι κάνοντάς τη να νιώσει το ίδιο εκείνο κάψιμο στο στομάχι της. «Η κυρία πρέπει να φύγει. Συμβαίνουν πολλά εδώ, θα σε ενημερώσω αργότερα». Ο Ρουλ έσμιξε τα φρύδια. Στα μάτια του υπήρχαν ένα σωρό ερωτηματικά, όμως σεβόταν τον αδερφό του. Κοίταξε μια τελευταία φορά τη Λίλι και της χαμογέλασε με κατεργαριά. «Άλλη φορά λοιπόν, γλυκιά Τσέγια». Η Λίλι έριξε μια φευγαλέα ματιά στον Ρόγιαλ, ένιωσε την ένταση στο βλέμμα του και τράβηξε αμέσως τα μάτια της. Έφυγε βιαστικά προς τις πίσω σκάλες και, αφού έλεγξε πως δεν την έβλεπε κανείς, τρύπωσε στην κρεβατοκάμαρα για να αλλάξει. Η αχνοπράσινη τουαλέτα του χορού την περίμενε στην άδεια ντουλάπα και η Λίλι την πήρε στα γρήγορα. Έβγαλε το κοστούμι της τσιγγάνας, φόρεσε την ταφταδένια τουαλέτα, αλλά διαπίστωσε πως ήταν δυσκολότερο να ξανακλείσει τα κουμπιά απ’ όσο ήταν να τα ανοίξει. Βλαστήμησε απαλά καθώς πάσχιζε να κουμπωθεί και αναπήδησε τρομαγμένη όταν η πόρτα άνοιξε πίσω της. Βλέποντας την Άναμπελ να εμφανίζεται μπροστά της ένιωσε ανακούφιση. «Έλα, θα σε βοηθήσω εγώ». «Ευχαριστώ». Καθώς η λαίδη έκλεινε τα κουμπιά της, η Λίλι έβγαζε την περούκα και την έκρυβε στη μικρή υφασμάτινη τσάντα. Ύστερα έτρεξε στο κομό και άρχισε να μαζεύει τα μαλλιά της. Τα μάζεψε σ’ ένα απλό σινιόν στη βάση του αυχένα της και κατάφερε να τους ξαναδώσει ένα λιτό αλλά κομψό στυλ. Στη συνέχεια έριξε νερό στη λεκάνη και καθάρισε το μολύβι από τα μάτια της και την καπνιά από τις βλεφαρίδες. Τέλος, σκούπισε τα τελευταία ίχνη του κραγιόν από τα χείλη της. «Χριστέ μου, τι αλλαγή!» είπε η Άναμπελ. «Και πάλι, όμως, είσαι πανέμορφη». Η Λίλι κοκκίνισε, ασυνήθιστη σε τέτοια παινέματα. «Ευχαριστώ». «Υποθέτω πως πρέπει να κατέβεις γρήγορα στη σάλα, πριν σε αναζητήσει κανείς». Η Λίλι πήγε γρήγορα στην πόρτα, αλλά η φωνή της λαίδης τη σταμάτησε. «Γιατί το κάνεις αυτό, Λίλι; Ο αδερφός μου μου είπε τα περισσότερα... για τον Λούμις και την απάτη. Ξέρω πώς νιώθουν ο Κουέντ και οι άλλοι για τον Ρόγιαλ, εσύ όμως; Γιατί αναμείχθηκες σ’ αυτή την ιστορία;» Η Λίλι ξεροκατάπιε. Πώς θα μπορούσε να της εξηγήσει; «Ο δούκας έσωσε τη ζωή μου κάποτε. Του το χρωστάω». Η Άναμπελ την κοίταξε με βλέμμα διεισδυτικό. «Κατάλαβα». Η Λίλι αναρωτήθηκε πόσα μπορεί να καταλάβαινε η άλλη γυναίκα και ευχήθηκε να μη μάντευε ότι θα έκανε τα πάντα για τον δούκα. «Καλύτερα να φύγεις τώρα», είπε η Άναμπελ.
«Είθε να είστε καλότυχη, μιλαίδη», της είπε η Λίλι μ’ ένα χαμόγελο κι έφυγε από την πόρτα. Κόντευε να φτάσει στην κεντρική σκάλα, όταν ο Ρόγιαλ εμφανίστηκε δίπλα της στο διάδρομο. «Πρέπει να σου πω δυο λόγια, Τσέγια», της είπε με μια υποψία σαρκασμού στη φωνή του. «Αν είσαι θυμωμένος επειδή ανέφερα τον επικείμενο γάμο σου...» «Δεν πρόκειται για το γάμο μου». «Δεν ενθάρρυνα εγώ τον αδερφό σου. Ποτέ δε θα έκανα κάτι τέτοιο». «Ούτε για τον Ρουλ πρόκειται. Είναι κάτι προσωπικό. Πρέπει να σου μιλήσω, Λίλι». «Όχι απόψε. Δεν υπάρχει χρόνος». «Είναι σημαντικό. Πότε μπορούμε να συναντηθούμε;» Δεν ήθελε να του μιλήσει, έβλεπε όμως ότι ήταν αποφασισμένος να της πει αυτό που είχε σκοπό. «Αύριο. Θα δουλεύω στο μαγαζί μου όλο το απόγευμα». «Εντάξει. Θα περάσω από κει στο τέλος της μέρας. Υπάρχουν θέματα που πρέπει να συζητήσουμε». «Δεν έχω τίποτα να σου πω, Ρόγιαλ». «Εσύ ίσως όχι, εγώ όμως έχω. Θα σε δω αύριο». Η Λίλι αγνόησε το καρδιοχτύπι της καθώς έφευγε από κοντά του. Στρώνοντας το κομψό ταφταδένιο φόρεμά της κατέβηκε τη μεγάλη σκάλα. Είχε ξαναγίνει η Λίλι. Αναρωτήθηκε αν ο Ρουλ Ντιούαρτ θα της έδινε έστω και την παραμικρή σημασία όταν την έβλεπε όπως ήταν στην πραγματικότητα. Τουλάχιστον η απουσία της θα περνούσε απαρατήρητη. Μόνο ο Ρόγιαλ φάνηκε να την προσέχει. Κι αυτή η επίγνωση την έκανε να νιώσει ακόμα πιο άσχημα.
Κεφάλαιο 18 Η μέρα φαινόταν ατέλειωτη. Η Λίλι είχε ανοίξει το μαγαζί από το πρωί, αν και η επίσημη έναρξη θα γινόταν την επόμενη εβδομάδα. Κάθε καπέλο βρισκόταν στη θέση του και τα γαρνιρίσματα είχαν μπει σε μια σειρά με τάξη, έτσι ώστε οι κυρίες να επιλέγουν οι ίδιες τα σχέδια των καπέλων τους. Το κατάστημα ήταν έτοιμο να υποδεχτεί την πελατεία. Η Λίλι είχε ακόμα προσθέσει μερικές προσωπικές πινελιές στο μικρό διαμέρισμα του επάνω ορόφου, όπως δαντελωτά σεμέν στα μπράτσα του καναπέ, ένα κεντημένο λινό τραπεζομάντιλο πάνω στο μικρό δρύινο τραπέζι και αρκετά καδραρισμένα κεντήματα στους τοίχους. Όλα ήταν έτοιμα, όμως η Λίλι δε θα μπορούσε να μετακομίσει εκεί παρά μόνο μερικούς μήνες αργότερα, όταν η Τζόσλιν θα είχε παντρευτεί. Η σκέψη έφερε ένα ρίγος στη ραχοκοκαλιά της. Η Τζο θα παντρευόταν τον δούκα, μολονότι δεν τον αγαπούσε. Ο δούκας θα παντρευόταν την Τζο για να πάρει στα χέρια του την περιουσία της. Και η Λίλι σκεφτόταν πως μερικές φορές ο κόσμος ήταν ένα άσχημο μέρος. Έδιωξε αυτές τις σκέψεις αποφασισμένη να επιστρέψει στη συνήθως αισιόδοξη φύση της. Τονωμένη από την πώληση ενός όμορφου μεταξωτού μπονέ στη διάρκεια της πρώτης ώρας λειτουργίας του μαγαζιού της, δεν πρόσεξε για πότε οι ώρες κύλησαν ως το απομεσήμερο. Αγωνιώντας που ο Ρόγιαλ θα εμφανιζόταν από στιγμή σε στιγμή, η Λίλι έβαλε στην άκρη το καπέλο
που έραβε και προσπάθησε να διαβάσει. Όμως της ήταν αδύνατον να συγκεντρωθεί. Κατά τις τέσσερις βημάτιζε πέρα δώθε με την έντασή της στο αποκορύφωμα, ώσπου είδε την ψηλή σιλουέτα του έξω από την τζαμαρία. Η Λίλι πήρε βαθιά ανάσα, ίσιωσε τους ώμους της και άρχισε να προχωρεί προς την κατεύθυνσή του. Κοντοστάθηκε μόλις ο Ρόγιαλ πέρασε μέσα κάνοντας το καμπανάκι πάνω από την πόρτα να αντηχήσει. Την πλησίασε, σταμάτησε μπροστά της και ξαφνικά ήταν σαν να άδειασε το δωμάτιο από αέρα. Δυσκολευόταν να ανασάνει. Πίεσε τον εαυτό της να πάρει μια βαθιά ανάσα. «Ήρθες». «Φοβόμουν πως δε θα σε προλάβαινα εδώ». «Σου είπα πως θα ήμουν εδώ». «Ναι, αλλά φοβήθηκα μήπως...» «Τι ακριβώς θέλετε... εξοχότατε;» Τα μάτια του σκοτείνιασαν μόλις την άκουσε να χρησιμοποιεί τον τίτλο του αντί για το όνομά του. Νομίζω πως αυτά τα έχουμε ξεπεράσει προ πολλού, γλυκιά μου. Δε συμφωνείς;» Τα μάγουλα της Λίλι κοκκίνισαν. Πράγματι, είχαν προχωρήσει όσο μακρύτερα γινόταν. «Σκέφτηκα πως... ίσως να ήταν φρόνιμο να βάλουμε κάποια απόσταση ανάμεσά μας». Το βλέμμα του την καθήλωσε. «Αν περνούσε από το χέρι μου, δε θα υπήρχε η παραμικρή απόσταση μεταξύ μας, Λίλι. Θα βυθιζόμουν τόσο βαθιά μέσα σου, ώστε δε θα καταλάβαινες πού τελείωνε ο ένας και πού άρχιζε ο άλλος». Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα και τα μάγουλά της πήραν φωτιά. Τα λόγια του ξύπνησαν μια ολοζώντανη εικόνα που την αναστάτωσε βαθιά. «Ρόγιαλ, σε παρακαλώ, δεν πρέπει να μιλάς έτσι». Ο αναστεναγμός του αντήχησε μέσα στο μαγαζί. «Το ξέρω. Όμως, όταν σε βλέπω, φαίνεται πως το μόνο που σκέφτομαι είναι πως θέλω να σε ξανακάνω δική μου». Η καρδιά της φτερούγισε. Την ήθελε... Βέβαια, δεν υπήρχε ποτέ αμφιβολία γι’ αυτό. Αναρωτήθηκε τι άλλο μπορεί να ένιωθε γι’ αυτήν. Αλλά ήξερε πως, ό,τι κι αν ήταν, δεν ήταν αρκετό. Η Λίλι προσπάθησε να συγκρατήσει τα κλάματά της. «Γιατί βρίσκεσαι εδώ, Ρόγιαλ; Τι θέλεις;» Άπλωσε το χέρι του, πήρε το δικό της και το έφερε στα χείλη του. Η Λίλι δε φορούσε γάντια και η ζεστασιά του στόματός του έστειλε μέσα της ένα κύμα έξαψης. «Ξέρεις τι θέλω, εσένα θέλω, Λίλι. Όμως δεν είναι αυτός ο λόγος που βρίσκομαι εδώ». Δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια της από το όμορφο πρόσωπό του, από την ίσια μύτη και τα αισθησιακά χείλη, το δυνατό πιγούνι και τη μικροσκοπική λακκούβα που υπήρχε εκεί. «Γιατί λοιπόν;» Έβγαλε από την εσωτερική τσέπη του καφέ φράκου με τον βελούδινο γιακά ένα φύλλο χαρτί και το έδωσε στη Λίλι. Εκείνη το ξεδίπλωσε ζαρώνοντας τα φρύδια και είδε έναν κατάλογο από αντρικά ονόματα. «Τι είναι αυτό;» «Είναι τα ονόματα των αντρών οι οποίοι θα γίνονταν ικανοποιητικοί σύζυγοι». «Σύζυγοι; Τι είναι αυτά που λες;» «Ύστερα απ’ αυτό που συνέβη μεταξύ μας, Λίλι, δεν έχεις άλλη επιλογή από το να παντρευτείς. Αφού δεν μπορώ να είμαι εγώ αυτός που θα το φροντίσει, βρήκα μερικά ονόματα αξιόλογων υποψηφίων οι οποίοι θα ήταν πρόθυμοι να σε παντρευτούν». Η Λίλι είχε μείνει εμβρόντητη, ανίκανη να πιστέψει στ’ αυτιά της. «Δεν το πιστεύω ότι μου λες
κάτι τέτοιο!» Την έπιασε βλοσυρός από τους ώμους. «Άκουσέ με, Λίλι. Έχω ήδη μιλήσει σε καθέναν απ’ αυτούς τους άντρες ξεχωριστά. Δεν τους είπα το όνομά σου, μόνο πως είσαι μια όμορφη νεαρή γυναίκα η οποία είναι πολύ σημαντική για μένα και θα πάρει μια αξιόλογη προίκα. Τους είπα ότι τα χρήματα θα τα έχουν μετά το γάμο μου, καθώς όμως όλοι τους βρίσκονται σε οικονομική ένδεια, αυτό δεν αποτελεί πρόβλημα για κανέναν τους. Όλοι τους συμφώνησαν στους όρους του γάμου». Έσφιξε τα δόντια της με τόση δύναμη, που τα σαγόνια της πόνεσαν. Του πέταξε το χαρτί κατάμουτρα. «Το τράβηξες πολύ το σκοινί, Ρόγιαλ Ντιούαρ. Είσαι τρελός αν νομίζεις ότι θα κάνω ποτέ κάτι τέτοιο». Ο Ρόγιαλ ίσιωσε τους ώμους του, κι αυτό τον έκανε να φαντάζει ακόμα ψηλότερος. «Δεν είμαι καθόλου τρελός. Αυτό που λέω είναι το μοναδικό λογικό πράγμα». Η Λίλι έβαλε τα χέρια στη μέση της, ενώ μετά βίας συγκρατούσε την αγανάκτησή της. «Δεν έχει καμία απολύτως λογική. Έχω δική μου ζωή, εξοχότατε, αν δεν το έχετε καταλάβει. Έχω ανοίξει δική μου επιχείρηση. Έχω ένα δικό μου σπίτι για να μείνω. Δε χρειάζομαι ούτε εσένα ούτε κανέναν άλλο άντρα για να ζήσω». Της έδωσε πίσω το χαρτί. «Ρίξε μόνο μια ματιά. Μόνο αυτό σου ζητάω». Η Λίλι κοίταξε έξω φρενών το χαρτί. Το άρπαξε από τα χέρια του και κοίταξε τα ονόματα. Δύο απ’ αυτά τα αναγνώριζε. «Νόμιζα πως ο Έμετ Μπάροουζ ήταν ένα “ανθρωπάκι”». Ο Ρόγιαλ ξερόβηξε. «Ίσως μίλησα πολύ σκληρά. Άλλωστε νόμιζα πως σου άρεσε». «Ούτε καν τον γνωρίζω». Κοίταξε τον Ρόγιαλ και η οργή της ξεχείλισε. «Θέλεις να παντρευτώ;» «Δεν έχει σημασία τι θέλω εγώ. Αλλά τι πρέπει να γίνει». «Και δικαιούμαι να επιλέξω, έτσι;» Ο Ρόγιαλ κατάπιε νευρικά. «Θα σου φέρω οποιονδήποτε άντρα θέλεις». Έσφιξε τα χείλη της, προσποιούμενη ότι το σκέφτεται. «Τότε θα διαλέξω κάποιον που δεν έχεις στον κατάλογό σου. «Νομίζω πως θα διαλέξω το φίλο σου, τον κύριο Σάβατζ. Αυτόν μπορείς να μου τον φέρεις;» Ο Ρόγιαλ συνοφρυώθηκε. «Τον Σάβατζ! Τώρα εσύ είσαι που τρελάθηκες. Αυτός ο άνθρωπος είναι ένας αμετανόητος έκφυλος. Δε θα σου έλεγε ποτέ την παραμικρή αλήθεια». Η Λίλι το ήξερε, φυσικά. Η Τζόσλιν της είχε πει τα πάντα για τον Τζόναθαν Σάβατζ. «Εντάξει, τότε ίσως θα πάρω τον λόρδο Μαρτς. Φαίνεται πολύ συμπαθητικός τύπος». Το πρόσωπο του Ρόγιαλ σκοτείνιασε. «Ο Μαρτς... Ο Μαρτς είναι πολύ τελειομανής για να γίνει τέλειος σύζυγος. Αναζητά το τέλειο θηλυκό και αμφιβάλλω αν θα βρει ποτέ καμία που να ανταποκρίνεται στα πρότυπά του. Θα ήταν στ’ αλήθεια μια πολύ κακή επιλογή». Χτύπησε το δάχτυλό της στο πιγούνι σαν να το ξανασκεφτόταν. «Ναι, βλέπω ότι αυτό θα ήταν πρόβλημα». Του χαμογέλασε θριαμβευτικά. «Το βρήκα! Θα παντρευτώ τον αδερφό σου, τον Ρουλ! Είναι πανέμορφος, νέος και αρκετά ανδροπρεπής, φαντάζομαι. Υποθέτω πως αν πρέπει να παντ...» «Όχι τον Ρουλ! Σε καμία περίπτωση τον αδερφό μου!» Τότε η Λίλι γέλασε, γιατί ο Ρόγιαλ ζήλευε, όπως ακριβώς το είχε μαντέψει κι εκείνη. Δεν ήθελε να παντρευτεί η Λίλι ούτε τον αδερφό ούτε τους φίλους του. «Δε χρειάζεται να ανησυχείς, Ρόγιαλ. Δεν πρόκειται να παντρευτώ κανέναν. Σου είπα... έχω δική
μου ζωή και είμαι αρκετά ικανοποιημένη». «Μα... αν αποκτήσεις παιδί;» «Δεν πρόκειται». «Το ξέρεις με βεβαιότητα;» Το πρόσωπό της ζεστάθηκε. Ο μηνιαίος κύκλος της δεν ήταν ένα θέμα που επιθυμούσε να συζητήσει μαζί του. «Είμαι σίγουρη». Ήταν σίγουρη πως δεν ήταν έγκυος, αν και βαθιά μέσα της ένα κρυφό κομμάτι του εαυτού της ευχόταν το αντίθετο. Ο Ρόγιαλ πέρασε το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του και ανακάτεψε ελαφρώς τις ξανθές τούφες του. «Ε, τότε έχουμε μια λιγότερη έννοια, υποθέτω». «Το υποθέτω κι εγώ», του είπε και ευχήθηκε να το εννοούσε. «Και τώρα, αν τελείωσες, θα ήθελα να φύγω». Για μερικές στιγμές ακόμα ο δούκας στεκόταν εκεί. Η Λίλι ένιωθε το βλέμμα του να την καίει. Ο αέρας είχε γίνει βαρύς, ζεστός, σαν να στροβιλιζόταν γύρω τους σπρώχνοντας τον ένα προς τον άλλο. Η ένταση κοβόταν με το μαχαίρι, μεταμορφωνόταν σε κάτι εντελώς διαφορετικό. Η αναπνοή της άρχισε να βγαίνει ταραγμένη, το ίδιο και η δική του. Η καρδιά της βροντοχτυπούσε. Τα λιονταρίσια μάτια του την κρατούσαν αιχμάλωτη. Μ’ ένα γρύλισμα ανημποριάς ο Ρόγιαλ άπλωσε τα χέρια του να την αγκαλιάσει, αλλά η Λίλι οπισθοχώρησε. Δεν μπορούσε να το ρισκάρει. Ένα μοναδικό φιλί του ήταν αρκετό για να την εκμηδενίσει. «Θέλω... θέλω να φύγεις». Τον είδε να ριγεί και συνειδητοποίησε πόσο απελπισμένα πάλευε να συγκρατήσει τον έλεγχό του. Ο Ρόγιαλ πήρε μια τρεμάμενη ανάσα και έγνεψε καταφατικά. «Έχεις δίκιο, φυσικά». Και πάλι όμως δεν έκανε καμία κίνηση. «Ρόγιαλ, σε παρακαλώ...» Την παρατήρησε για λίγο ακόμα, απομνημονεύοντας ένα ένα τα χαρακτηριστικά της, κι ύστερα γύρισε αμίλητος προς την πόρτα. Την άνοιξε και το καμπανάκι ήχησε από πάνω του. Μόλις την έκλεισε πίσω του, η Λίλι ξέσπασε σε κλάματα. ***
«Με μισεί. Κάθε φορά που κλείνω τα μάτια μου βλέπω τον πόνο και την αποστροφή στα μάτια της». «Όχι, δε σε μισεί». Ο Σέρι ήταν καθισμένος αναπαυτικά σε μια δερμάτινη πολυθρόνα μπροστά στο τζάκι. Στο άλλοτε πανάκριβο δέρμα της διακρίνονταν χαραγματιές, παρέμενε όμως πάντοτε βολική. Οι πορτοκαλιές φλόγες χόρευαν πάνω από τη σχάρα του τζακιού σκορπίζοντας ζεστασιά στο γραφείο. «Ίσως είναι θυμωμένη», συνέχισε ο Σέρι. «Εξάλλου της στέρησες την παρθενιά της χωρίς το πλεονέκτημα του γάμου... Πάντως δε σε μισεί. Είμαι σίγουρος πως εκτιμά τις προσπάθειές σου να επανορθώσεις». Ο Ρόγιαλ σάρκασε. «Αν κρατούσε ένα ψαλίδι, θα μου έκοβε τα γεννητικά όργανα». Ο Σέρι γέλασε. «Ώστε λοιπόν δεν εντυπωσιάστηκε από τον κατάλογό σου». «Θα μπορούσες να το πεις κι έτσι». «Οφείλω να παραδεχτώ ότι αυτό το κορίτσι έχει πολύ περισσότερο τσαγανό απ’ όσο πίστευα. Κάνει εξαιρετική δουλειά υποδυόμενη την Τσιγγάνα. Αν την παρακολουθήσεις να δουλεύει, ξεχνάς
πως πρόκειται για το γλυκό άπραγο κορίτσι που τόσο ανελέητα αποπλάνησες». «Ευχαριστώ για την υπενθύμιση». Ο Σέρι γέλασε πάλι. «Δε χρειάζεται να νιώθεις τόσο ένοχος. Η γυναίκα είναι πολύ σκληρότερη απ’ όσο φαίνεται. Αν δε σε ήθελε κι εκείνη, δε θα την είχες αποκτήσει ποτέ». Ήταν αλήθεια. Η Λίλι ήταν σκληρή και ευάλωτη ταυτόχρονα. Και ήταν το γλυκύτερο και πιο επιθυμητό πλάσμα που είχε γνωρίσει ποτέ του. «Όπως και να ’χει, αρνήθηκε να συζητήσει το θέμα του γάμου. Λέει πως έχει φτιάξει τη ζωή της. Και πως δε χρειάζεται έναν άντρα για να τη φροντίσει». «Μπράβο της. Φυσικά, όλοι ξέρουμε πως αυτό δεν είναι αλήθεια. Δεν υπάρχει θηλυκό πάνω στη γη που να μη ζει καλύτερα υπό την προστασία ενός αρσενικού». Ο Ρόγιαλ συνοφρυώθηκε. «Η Άναμπελ Τάουνσεντ φαίνεται να τα καταφέρνει μια χαρά». «Πράγματι, όμως ο μακαρίτης σύζυγός της την εξασφάλισε οικονομικά. Το μοναδικό εισόδημα που έχει η Λίλι είναι τα χρήματα που κερδίζει από τα καπέλα της». Η ανησυχία τον έζωσε. Κοίταξε τη στοίβα με τα χαρτιά πάνω στο γραφείο του. Το κόστος της μηχανορραφίας που έστηναν είχε αρχίσει να συσσωρεύεται. Την προηγούμενη μέρα, κατόπιν προτροπής του Τσαρλς Σινκλέρ, ο Τζακ Μόραν είχε νοικιάσει ένα διαμέρισμα για την Τσέγια. Σύντομα, όπως πίστευε ο Σινκλέρ, ο Λούμις θα ήθελε να κάνει μια επίσκεψη στην Τσιγγάνα. Μ’ αυτά τα έξοδα αλλά και τις οικονομικές απαιτήσεις της διαχείρισης ενός δουκάτου, ο Ρόγιαλ δυσκολευόταν πολύ να τα φέρει βόλτα. Τουλάχιστον το ζυθοποιείο που είχε χτίσει πήγαινε καλά. Η Σουάνσντον Έιλ κέρδιζε τη φήμη μιας από τις καλύτερες μπίρες της Αγγλίας. Ωστόσο το κόστος αυτής της επιχειρηματικής προσπάθειας δεν είχε ακόμα εξοφληθεί. Δεν υπήρχε ακόμη κέρδος, αν και ο Ρόγιαλ ήλπιζε πως κάποια στιγμή το ζυθοποιείο θα απέδιδε. «Μόλις η Τζόσλιν κι εγώ παντρευτούμε, θα φροντίσω να εξασφαλιστεί καλά η Λίλι», ορκίστηκε. «Στο κάτω κάτω ανήκει στην οικογένεια της Τζόσλιν. Δε θα ήταν κάτι ανάρμοστο». Ο Σέρι στριφογύρισε το μπράντι στο ποτήρι του και ήπιε αργά μια γουλιά. «Ίσως μπορείς να την κάνεις μαιτρέσα σου. Αυτό θα έλυνε αρκετά προβλήματα». Δεν ήταν η πρώτη φορά που το σκεφτόταν κι ο ίδιος, μόνο που ο Ρόγιαλ δεν το είχε εκφράσει ποτέ με λόγια. Ερωτικές εικόνες αναδύθηκαν στο μυαλό του. Η Λίλι, γυμνή, τον περίμενε στο σπίτι το οποίο νοίκιαζε γι’ αυτή στην πόλη. Η Λίλι ξαπλωμένη πάνω στο κρεβάτι και τα δυο στήθη της σαν ώριμα δαμάσκηνα τον προκαλούσαν να τα γευτεί... Ο πόθος του ξύπνησε και το αίμα άρχισε να κυλάει γρήγορα στα λαγόνια του. Ο Ρόγιαλ βόγκηξε και έδιωξε μακριά αυτές τις εικόνες. «Μακάρι να μπορούσα». Όμως η Λίλι άξιζε ένα καλύτερο είδος ζωής και ήταν σίγουρος πως δε θα δεχόταν να γίνει μαιτρέσα του, ακόμα κι αν της το πρότεινε. Πώς είχε όμως αφήσει τα αισθήματά του να ξεφύγουν τόσο πολύ από τον έλεγχο; Ο Σέρι πήγε να πει κάτι, όταν ένα ελαφρύ χτύπημα έκανε τους δυο άντρες να κοιτάξουν προς την πόρτα του γραφείου. Το γκριζόμαλλο κεφάλι του μπάτλερ εμφανίστηκε στο άνοιγμα. «Ήρθε ο αδερφός σας, ο λόρδος Ρουλ, εξοχότατε». Μα ο Ρουλ έμπαινε ήδη στο γραφείο. Ο Ρόγιαλ έριξε μια εύγλωττη ματιά στο φίλο του, η οποία σήμαινε πως κάθε αναφορά στη Λίλι ήταν απαγορευμένη. «Ώστε λοιπόν βρίσκεσαι ακόμα στην πόλη», είπε ο Ρόγιαλ καθώς ο Ρουλ έκανε μια στάση στον μπουφέ για να βάλει ένα ποτό. «Νόμιζα πως ήδη επέστρεφες στην Οξφόρδη».
«Έχω ακόμα δύο μέρες. Σκέφτηκα πως ίσως μπορούσα να σε βοηθήσω κι εγώ σ’ αυτή την υπόθεση με τον Λούμις». Τη βραδιά του χορού ο Ρόγιαλ είχε ενημερώσει τον αδερφό του για την απάτη που είχε κάνει ο Λούμις εις βάρος του πατέρα τους, όπως και για την αληθινή ταυτότητα της Μαντάμ Τσέγια. Επίσης του είχε εξηγήσει με ποιο τρόπο ήλπιζε να αποδώσει δικαιοσύνη, ανακτώντας τουλάχιστον ένα μέρος από τα χρήματα που είχε κλέψει ο Λούμις. Ο Σέρι έδειχνε να μελετά την πρόταση του Ρουλ παρατηρώντας τον ψηλό μελαχρινό άντρα πάνω από τα χείλη του ποτηριού του. «Ίσως η Τσέγια θα μπορούσε να προβλέψει ότι θα πάρεις υψηλή βαθμολογία στις τελικές εξετάσεις σου. Ύψωσε το φρύδι. «Θα πάρεις υψηλή βαθμολογία, έτσι δεν είναι;» «Θα τα πάω αρκετά καλά», είπε ο Ρουλ. «Όπως πάντα». Ο νεαρότερος αδερφός Ντιούαρ ήταν πάντα ένας λαμπρός φοιτητής. Είχε παρατείνει τις σπουδές του, προφανώς για να αποφύγει όσο ήταν δυνατόν τις όποιες ευθύνες, τελευταία όμως είχε αρχίσει να βαριέται. Ο Ρουλ ήταν έτοιμος να ζήσει τη ζωή του. Ο Ρόγιαλ ήλπιζε μόνο ότι θα διάλεγε ένα συνετό μονοπάτι. Ο Ρόγιαλ ανακάθισε στον δερμάτινο καναπέ. «Η Τσέγια έχει προσκληθεί σε μια μουσική βραδιά από τη λαίδη Σέβερν στο τέλος της εβδομάδας. Αν έρθεις κι εσύ εκεί, μπορεί να σου κάνει μια τέτοια πρόβλεψη. Οι εξετάσεις σου πλησιάζουν. Λίγο αργότερα μπορείς να επιστρέψεις με την είδηση της καλοτυχίας σου». «Θα φροντίσω λοιπόν να παρευρίσκομαι στο χορό της Σέβερν». Ο Ρουλ χαμογέλασε πλατιά. «Δε θα είναι αγγαρεία. Λένε πως η κόμισσα είναι μια καλλονή, ενώ ο άντρας της ένας γερομπαμπαλής. Λένε ακόμα πως είναι αρκετά εφευρετική στο κρεβάτι και θα ήθελα πάρα πολύ να το διαπιστώσω». Ο Ρόγιαλ κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι του, ένα χαμόγελο όμως αιωρούνταν στα χείλη του. «Είσαι αδιόρθωτος, αδερφέ μου». «Ενώ εσένα στην ηλικία μου δε σε ενδιέφεραν καθόλου οι γυναίκες, ε;» Φυσικά και τον ενδιέφεραν. Είχε απολαύσει με το παραπάνω τη ζωή του. «Το υπονοούμενο ελήφθη». Στα Μπαρμπάντος διατηρούσε μια όμορφη μιγάδα ερωμένη. Και αν δεν είχε ξεμείνει από χρήματα, κατά πάσα πιθανότητα θα διατηρούσε μία και στο Λονδίνο για να ικανοποιεί τις ανάγκες του. Τελευταία, ωστόσο, φαινόταν να έχει χάσει το ενδιαφέρον του για το γυναικείο φύλο, προς μεγάλη έκπληξη και θλίψη του. Εκτός φυσικά από τη Λίλι. Η σκέψη αυτή τον προβλημάτιζε. «Εντάξει, λοιπόν», είπε ο Σέρι. «Ρόγιαλ, θα δεις τη Λίλι στη συνάντηση της ερχόμενης Τετάρτης, σωστά;» Αισθάνθηκε ένα σφίξιμο ανάμεσα στις ωμοπλάτες του. Ευχόταν να μην πρόσμενε τόσο να την ξαναδεί. «Αν δεν είναι, θα της στείλει ειδοποίηση ο Τζακ Μόραν». Ο Σέρι κοίταξε με νόημα τον Ρουλ. «Να υπολογίζουμε λοιπόν στην παρουσία σου στην εκδήλωση της Σέβερν;» «Μην ανησυχείς. Αφού ο αδερφός μου λέει ότι η μυστηριώδης Τσέγια είναι απαγορευμένη, θα έχω ολόκληρη την προσοχή μου στραμμένη στη θεσπέσια κόμισσα». Ο Ρόγιαλ δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει. Γνωρίζοντας καλά τον αδερφό του, ήταν βέβαιος πως
η λαίδη Σέβερν θα κατέληγε στο κρεβάτι του. Οι σκέψεις του επέστρεψαν στο επικείμενο γεγονός. Η Άναμπελ είχε καταφέρει να συμπεριληφθεί και ο Λούμις στη λίστα της Σέβερν. Σύμφωνα με τον Τσαρλς Σινκλέρ, ήταν ώρα για την Τσέγια να αρχίσει να τυλίγει αυτό το κάθαρμα στα δίχτυα της. ***
Έβρεχε. Ο Πρέστον Λούμις πάντα το μισούσε να βγαίνει στη βροχή. Καθώς προχωρούσε βιαστικά προς την άμαξά του, κοίταξε τον μολυβένιο ουρανό κάτω απ’ την ομπρέλα που κρατούσε ο μπάτλερ πάνω από το κεφάλι του. Βαριές σταγόνες νερού έπεφταν στο ακριβό επίσημο κοστούμι του. Και να υπήρχε φεγγάρι, δεν το έβλεπε. Ανέβηκε γκρινιάζοντας τα σιδερένια σκαλιά και βολεύτηκε μέσα στην καμπίνα της άμαξας μ’ ένα στεναγμό ανακούφισης. Με εξαίρεση τον κακό καιρό, τελευταία η ζωή του είχε πάρει μια ενδιαφέρουσα τροπή. Είχε γνωρίσει μια όμορφη γυναίκα, γεγονός όχι και τόσο απροσδόκητο ωστόσο. Αφότου έγινε πλούσιος, οι όμορφες γυναίκες τον κυνηγούσαν. Αυτή όμως ήταν διαφορετική. Αυτή του κέντριζε το ενδιαφέρον, όπως δεν το είχε κάνει καμία για πολύ καιρό. Αναρωτιόταν αν επρόκειτο για μια απλή γυναίκα η οποία υποδυόταν ένα ρόλο, βάζοντας τα δυνατά της για να κερδίζει το ψωμί της, όπως είχε κάνει η μητέρα του, ή αν ήταν στ’ αλήθεια συγγενής της μοναδικής αληθινής μάντισσας που είχε γνωρίσει στη ζωή του. Η Τσέγια ισχυριζόταν πως ήταν μικρανεψιά της Μαντάμ Μέντελα, μιας Τσιγγάνας μάντισσας με την ικανότητα να προλέγει το μέλλον. Η Μέντελα δεν έκανε απάτη. Όλα τα χρόνια που τη γνώριζε, ουδέποτε η συμβουλή της γερόντισσας απογοήτευσε τον ίδιο ή τη μητέρα του. Μετά το θάνατό της δυσκολεύτηκε πολύ να βρει το δρόμο του στη ζωή. Και, μολονότι τώρα είχε πλουτίσει, ένιωθε ακόμα να περιπλανιέται έρημος και μόνος σ’ έναν κόσμο σκληρό, στον οποίο δεν ανήκε ποτέ του. Ήταν δυνατόν η ανιψιά της να είχε κληρονομήσει τις ίδιες εντυπωσιακές ικανότητες; Προσπάθησε να θυμηθεί... Η γερόντισσα δεν είχε μιλήσει ποτέ για την οικογένειά της, αν και κάποτε είχε αναφέρει πως το χάρισμά της είχε περάσει στην επόμενη γενιά μέσα από το γυναικείο παρακλάδι του σογιού της. Άραγε η Τσέγια μπορούσε να τον καθοδηγήσει, να του δώσει την ίδια αίσθηση του ελέγχου που ένιωθε όταν ζούσε η θεία της; Έπρεπε να μάθει την απάντηση. Η άμαξα στάθηκε στην πύλη της έπαυλης του κόμη και της κόμισσας του Σέβερν. Ο Πρέστον πέρασε μέσα και άρχισε να συζητά με μερικούς από τους καλεσμένους. Στο μεταξύ, έψαχνε με το βλέμμα του τριγύρω για την Τσέγια. Μόνο όταν το πρώτο τέταρτο της μουσικής ψυχαγωγίας ολοκληρώθηκε και ο σινιόρ Φράνκο Μεντσίνι τελείωσε την ερμηνεία του είδε την Τσέγια να διαβαίνει την είσοδο. Ο Πρέστον ακούμπησε το ποτήρι της σαμπάνιας του στο δίσκο ενός διερχόμενου σερβιτόρου και κίνησε προς το μέρος της.
Κεφάλαιο 19
Η Λίλι χαμογέλασε στην ομάδα των νεαρών αντρών που την περιστοίχιζαν. Για την ακρίβεια, όχι τη Λίλι, μα τη μυστηριώδη Τσιγγάνα, την Τσέγια. Στην παρέα συμπεριλαμβανόταν και ο Ρουλ Ντιούαρ. Όπως το είχαν σχεδιάσει, η Τσέγια πρόβλεψε ότι θα περνούσε τις εξετάσεις της σχολής του αριστεύοντας στο τμήμα του. Ο Ρουλ ήταν πολύ πιο φρόνιμος απόψε, δε συμπεριφερόταν πια σαν τον θρασύ, ακόλαστο νεαρό άντρα ο οποίος είχε συνηθίσει να παίρνει ό,τι ήθελε από μια γυναίκα. Τώρα ήταν ένας ευγενικός νεαρός άντρας που της φερόταν με σεβασμό. Η Λίλι αναρωτήθηκε τι να είχε πει ο Ρόγιαλ στον αδερφό του για να τον κρατήσει υπό έλεγχο. Ο Ρόγιαλ... Ήταν κι αυτός παρών απόψε, αν και χωρίς την ανεπίσημη αρραβωνιαστικιά του. Η Λίλι αναρωτήθηκε αν η Τζόσλιν είχε συνάντηση με τον εραστή της στο ξενοδοχείο Πάρκλαντ, και συνειδητοποίησε ότι ζήλευε. Η Τζο είχε την τόλμη να ενεργεί σύμφωνα με τις πεποιθήσεις της. Η Λίλι ευχόταν να είχε το ίδιο θάρρος, ώστε να διεκδικήσει τον Ρόγιαλ. Δυστυχώς δεν την άφηνε η αίσθηση της τιμής της, μολονότι η καρδιά και το κορμί της επιθυμούσαν πάνω απ’ οτιδήποτε άλλο να κάνει έρωτα μαζί του. Η Τζόσλιν παρέμενε εξαδέλφη της και, παρά τα όποια αισθήματα της Τζο για τον Ρόγιαλ, οι δυο τους επρόκειτο σύντομα να παντρευτούν. Η Λίλι σταμάτησε να κοιτάζει τον δούκα, ο οποίος συνομιλούσε με το φίλο του, τον γοητευτικό Τζόναθαν Σάβατζ, αποφασισμένη να συγκεντρωθεί στη δουλειά την οποία είχε έρθει να κάνει. Με την άκρη του ματιού της είδε πως το θύμα ερχόταν προς το μέρος της. Καθώς ο ψηλός, επιβλητικός Πρέστον Λούμις με τα ασημόγκριζα μαλλιά την πλησίαζε, η Λίλι χαμογέλασε και ζήτησε συγνώμη από την παρέα των νεαρών αντρών, δίνοντάς του έτσι την ευκαιρία να την αναζητήσει. Ο Λούμις σταμάτησε ακριβώς μπροστά της. «Μαντάμ Τσέγια. Χαίρομαι που σας βλέπω». «Παρομοίως, κύριε Λούμις». «Ήθελα να σας ενημερώσω πως η πρόβλεψή σας βγήκε σωστή. Κέρδισα αρκετά χρήματα στα χαρτιά χτες βράδυ παίζοντας με τον λόρδο Νάιτινγκεϊλ. Τελικά φαίνεται πως έχετε ένα αξιοπρόσεκτο ταλέντο. «Είμαι τυχερή, υποθέτω. Έχω τη δυνατότητα να βοηθώ κάποιους ανθρώπους και οι οικοδέσποινες σ’ αυτές τις δεξιώσεις με ανταμείβουν γενναιόδωρα για την ψυχαγωγία των προσκεκλημένων τους. Ωστόσο μερικές φορές το αισθάνομαι περισσότερο σαν ένα βαρύ φορτίο παρά σαν δώρο». «Με ποιο τρόπο, αν επιτρέπεται;» Η Λίλι έπαιξε με μια πτυχή της φανταχτερής φούστας της. «Αν και προβλέπω μόνο καλοτυχίες, μερικές φορές βλέπω και πράγματα που θα προτιμούσα να μην τα βλέπω». «Κάνατε ήδη μια πρόβλεψη για μένα. Βλέπετε δυσάρεστα πράγματα στο μέλλον μου;» Τον κοίταξε προσεκτικά, μελέτησε το πρόσωπό του και παρατήρησε τον τρόπο που το μουστάκι του ακολουθούσε τη γραμμή του άνω χείλους. «Δε βλέπω τίποτε απόψε». Συνέχισε να τον παρατηρεί, έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια της και τα ξανάνοιξε για να του δώσει την είδηση που είχαν σχεδιάσει. «Σύντομα θα συναντήσετε κάποιον... Μια ηλικιωμένη γυναίκα. Δεν καταλαβαίνω τι σημαίνει αυτό, αλλά η περιουσία σας θα αυξηθεί από τη συγκεκριμένη γυναίκα». Της χαμογέλασε. «Αλήθεια; Θα περιμένω με ενδιαφέρον να δω αν θα επαληθευτείτε». «Είπατε πως γνωρίζατε τη θεία μου». «Εκείνη και η μητέρα μου ήταν καλές φίλες. Όταν πέθανε η μητέρα μου, η Μαντάμ Μέντελα κι
εγώ συνεχίσαμε τη δική μας φιλία. Εκπλήσσομαι που δε σας το ανέφερε ποτέ». «Ήμουν μικρό παιδί όταν τη γνώρισα. Κυρίως ζούσα με τη μητέρα μου στην ηπειρωτική Ευρώπη. Επέστρεψα στο Λονδίνο μόλις πριν από μερικούς μήνες». «Η θεία σας ήταν εκπληκτική γυναίκα». «Εγώ κληρονόμησα μόνο ίχνη από το ταλέντο της. Και πάλι όμως, αν νιώθω ένα δεσμό με κάποιον, όπως εκείνη ένιωθε μαζί σας, οι ικανότητές μου μπορεί να αποδειχτούν αρκετά χρήσιμες». Του είχε ρίξει το δόλωμα. Τώρα απέμενε να δει αν ο Λούμις θα το δάγκωνε. «Λέγοντας χρήσιμη, εννοείτε επικερδής;» Ανασήκωσε τους ώμους της και η κόκκινη μεταξωτή μπλούζα ζάρωσε ελαφρά στο στήθος της. «Αν είναι γραφτό, μπορεί». Του χαμογέλασε φευγαλέα. «Και τώρα να με συγχωρείτε, έχω να μιλήσω και σε άλλους καλεσμένους». «Φυσικά». Έκλινε ελαφρά το κεφάλι του. «Μπορεί να τα ξαναπούμε». Η Λίλι όμως δεν του απάντησε. Έπρεπε να έρθει εκείνος κοντά της και δεν τολμούσε να τον διευκολύνει περισσότερο. Διέσχισε την αίθουσα και στάθηκε δίπλα στη λαίδη Άναμπελ, η οποία την τράβηξε στην ομήγυρη των φίλων της και άρχισε να ψιλοκουβεντιάζει μαζί της σαν να ήταν φίλες από παλιά. Κάτι που, δεδομένων των συνθηκών, θα μπορούσε να συμβεί και στην πραγματικότητα. ***
Σηκώνοντας τις φαρδιές φούστες της η Τζόσλιν ανέβηκε βιαστικά τις σκάλες του ξενοδοχείου Πάρκλαντ. Παρ’ όλο που επάνω έκαιγε ένας πολυέλαιος υγραερίου, το φουαγιέ του ξενοδοχείου ήταν μισοφωτισμένο. Ίσως και οι άλλοι πελάτες ήθελαν να μείνει κρυφή η παρουσία τους εκεί. Σκεπασμένη με την κουκούλα της μπέρτας της, η Τζόσλιν διέσχισε γρήγορα το φουαγιέ κρατώντας το κλειδί στο χέρι της. Στην πόρτα της σουίτας της το έβαλε στη κλειδαριά και προσπάθησε να ξεκλειδώσει. Όμως η πόρτα άνοιξε μόνη της και ο Κρίστοφερ Μπάρκλεϊ εμφανίστηκε μπροστά της. «Άργησες». Προσπέρασε τον ψηλό άντρα και μπήκε στο δωμάτιο. «Μόνο μία ώρα ή κάτι τέτοιο». Ο Κρίστοφερ την άρπαξε από το μπράτσο και τη γύρισε να τον κοιτάξει, σπρώχνοντας βίαια την κουκούλα της προς τα πίσω. «Οι άλλοι δανδήδες σου μπορεί να απολαμβάνουν τα καπρίτσια σου, εγώ όμως δεν τα ανέχομαι. Όταν λες πως θα έρθεις, να φροντίζεις να είσαι στην ώρα σου». Η Τζόσλιν τα ’χασε όταν την τράβηξε στην αγκαλιά του και κόλλησε το στόμα του πάνω στο δικό της. Το φιλί του ήταν καυτό και βίαιο, η γλώσσα του εισέβαλε απαιτητική στο στόμα της. Αυτός δεν ήταν ο τρυφερός εραστής που είχε πάρει την παρθενιά της, ήταν ένας άντρας θυμωμένος. «Δυσκολεύτηκα... να ξεφύγω», του εξήγησε καθώς εκείνος έλυνε το κορδόνι της μπέρτας της και την πετούσε στο πλάι. «Δε σε άφησα σκόπιμα να περιμένεις». Οι λέξεις βγήκαν ψιθυριστά, σαν μια πνοή αέρα, όταν τα χείλη του σύρθηκαν στο πλάι του λαιμού της, ενώ την ίδια στιγμή τα χέρια του καταπιάνονταν με τα κουμπιά του φορέματος στην πλάτη της. Το μελαχρινό κεφάλι του Κρίστοφερ ανασηκώθηκε. «Ίσως ήσουν απασχολημένη στην ψυχαγωγία του δούκα σου». Τα λόγια του την ξάφνιασαν, αν και δε θα έπρεπε. Όλοι στο Λονδίνο μιλούσαν για την πρόβλεψη της Τσιγγάνας και αναρωτιούνταν αν η κληρονόμος και ο δούκας του Μπράνσφορντ θα αρραβωνιάζονταν σύντομα.
«Δεν είναι επίσημο. Η αναγγελία θα αργήσει ακόμα μερικές εβδομάδες». «Ώστε είναι αλήθεια». Ανασήκωσε με αδιαφορία τους ώμους που το χαμηλό ντεκολτέ του φορέματός της άφηνε γυμνούς, όμως μπροστά στο σκληρό βλέμμα του Κρίστοφερ δεν ένιωθε καθόλου αμέριμνη. «Είναι ένας γάμος σκοπιμότητας, τίποτα περισσότερο». «Όπως σκόπιμος είμαι κι εγώ». Κοιτάχτηκαν στα μάτια. Είδε τα δικά του να καίνε από απροκάλυπτο πάθος. «Το ήξερες ότι θα συμβεί αυτό αργά ή γρήγορα. Μήπως άλλαξες γνώμη;» Ένα ελαφρώς περιπαιχτικό χαμόγελο φάνηκε στα χείλη του. «Και γιατί να αλλάξω γνώμη; Έχω στη διάθεσή μου το φιλήδονο κορμί σου και συνεχίζουμε να αντλούμε ηδονή ο ένας από τον άλλο». «Αυτό... είναι αλήθεια». Και όμως, υπήρχε κάτι στον τρόπο που το έλεγε, κάτι που ενοχλούσε την Τζόσλιν. Δεν είχε χρόνο να το αναλύσει, καθώς ο Κρίστοφερ άρχισε να τη γδύνει, βγάζοντας από πάνω της το φόρεμα και τα μεσοφόρια, λύνοντας τα κορδόνια του κορσέ και πετώντας τον μακριά. Τη γύρισε προς τον καθρέφτη μπροστά στο κομό, στάθηκε πίσω της κι άρχισε να της χαϊδεύει τα στήθη. Υπήρχε κάτι απίστευτα ερωτικό στη θέα του γυμνού εαυτού της μπροστά στον ντυμένο Κρίστοφερ και μια έξαψη άρχισε να ξετυλίγεται χαμηλά στο υπογάστριό της. «Μοιάζουν σαν δυο ώριμα, πεντανόστιμα πεπόνια», της είπε αγκαλιάζοντας τα δυο βαριά στήθη της. Τα πίεσε, τα ανασήκωσε και οι ρώγες της σκλήρυναν έτσι όπως τρίβονταν πάνω στις παλάμες του. Ένιωσε το στόμα του στη βάση το λαιμού της κι ύστερα τα δόντια του πίεσαν απαλά το λοβό του αυτιού της. Ηδονή την κατέκλυσε και υγρασία πλημμύρισε το φύλο της. Το χέρι του χάιδεψε την κοιλιά της και ταξίδεψε χαμηλότερα σ’ εκείνη την υγρή, μυστική φωλιά ανάμεσα στα πόδια της. Το δάχτυλό του διείσδυσε εκεί μέσα και η Τζόσλιν ρίγησε. «Πες μου τι θέλεις», την πρόσταξε γλιστρώντας το δάχτυλό του λίγο βαθύτερα. Συνέχισε να τη χαϊδεύει και η Τζο δάγκωσε τα χείλη της για να μην τον ικετέψει να συνεχίσει. «Πες μου τι σε ευχαριστεί, Τζο». Εκτός από τη Λίλι, ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που τολμούσε να την αποκαλεί έτσι. Μα ο Κρίστοφερ τολμούσε τα πάντα. Δάγκωσε τρυφερά το πλάι του λαιμού της για να ξανακερδίσει την προσοχή της. «Τι θέλεις, Τζόσλιν; Πώς να σου κάνω έρωτα;» Οι κινήσεις του δαχτύλου του την έκαναν να τρέμει. «Βαθύτερα», του ψιθύρισε. «Γρηγορότερα. Σε παρακαλώ, μη σταματάς». Εκείνος τότε γέλασε και απομάκρυνε το χέρι του. Θυμωμένη με το παιχνίδι του, η Τζόσλιν άνοιξε το στόμα της να διαμαρτυρηθεί. Οι λέξεις όμως έσβησαν στα χείλη της μόλις εκείνος άρχισε να βγάζει το πανωφόρι και να λύνει το μαντίλι του λαιμού του. Στη συνέχεια αφαίρεσε το πουκάμισο, τα παπούτσια και τα υπόλοιπα ρούχα του, ώσπου ήρθε κοντά της, ολόγυμνος όπως εκείνη. Ήταν ένας θεσπέσιος άντρας, με λεπτό, καλοφτιαγμένο κορμί, σκληρό σαν πέτρα. Επίσης ήταν υπερβολικά διεγερμένος. Αν δεν ήξερε πόσο όμορφα θα ένιωθε όταν τον δεχόταν μέσα της, η Τζο ίσως να φοβόταν. Σταμάτησε μπροστά της, έκλεισε το πρόσωπό της ανάμεσα στις δυο παλάμες του, το έγειρε προς τα πίσω και πήρε το στόμα της σ’ ένα βαθύ, καυτό φιλί. Η Τζόσλιν βόγκηξε. Τύλιξε τα μπράτσα της γύρω από το λαιμό του και κόλλησε πάνω του
αναπνέοντας τη μυρωδιά του, νιώθοντας τις ρώγες της να πιέζονται πάνω στο στήθος του. Ο Κρίστοφερ τη φιλούσε ασταμάτητα και τα υγρά, καυτά φιλιά του έκαναν το μυαλό της να ζαλίζεται και τα γόνατά της να λυγίζουν. Σχεδόν δεν το πρόσεξε όταν τη γύρισε να κοιτάξει τον καθρέφτη, παροτρύνοντάς τη να γείρει μπροστά, ώσπου τα χέρια της ακούμπησαν στο σκαμπό του κομό. Πήγε να σηκωθεί, αβέβαιη για την επόμενη κίνησή της, τότε όμως ένιωσε πίσω της τα χέρια του να ανοίγουν περισσότερο τα πόδια της και να την κρατούν από τους γοφούς. «Είμαι εδώ για να σου χαρίσω ηδονή. Αυτό θέλεις από μένα κι αυτό σκοπεύω να σου δώσω». Το χέρι του χάιδεψε τον γυμνό γλουτό της κάνοντας το δέρμα της να ανατριχιάσει. Τότε βρήκε την είσοδό της και διείσδυσε στο σώμα της, ξαφνιάζοντάς την. Έμεινε ακίνητος για μια στιγμή, δίνοντάς της το χρόνο να προσαρμοστεί, κι ύστερα άρχισε να τη χαϊδεύει με τρόπο που έκανε το κορμί της να πυρποληθεί. Τότε άρχισε να κινείται μέσα της και η αβάσταχτη ηδονή την έκανε να βογκήξει. Μια έκρηξη πλημμύρισε το σώμα της με την έντονη εκείνη απόλαυση στην οποία είχε οδηγηθεί ξανά μαζί του. «Κρις!» κραύγασε καθώς οι κινήσεις του γίνονταν όλο και πιο έντονες, κλιμακώνοντας την παραφορά. Και τότε έφτασε στην κορύφωσή της, για να χαθεί μέσα σ’ έναν συγκλονιστικό οργασμό λίγες στιγμές πριν ακολουθήσει και ο δικός του. Καθώς ήταν ακόμα βυθισμένη στην παραζάλη της, δεν κατάλαβε πότε τραβήχτηκε από μέσα της, τη γύρισε προς το μέρος του και την έκλεισε στην αγκαλιά του. Για μια στιγμή απλώς την κράτησε σφιχτά. Ένιωσε τα χείλη του να φιλούν το μέτωπό της, ύστερα ο Κρις απομακρύνθηκε. «Υπάρχουν πολύ περισσότερα που μπορώ να σου διδάξω... αν εξακολουθείς να το θέλεις». Τον κοίταξε στα μάτια, ενώ η γλυκιά αίσθηση του ζευγαρώματός τους παλλόταν ακόμα μέσα της. «Το ξέρεις ότι το θέλω». Ο Κρίστοφερ έσκυψε το κεφάλι του και τη φίλησε τρυφερά στα χείλη, μια πράξη πολύ διαφορετική από τον απαιτητικό έρωτα που της είχε κάνει μόλις προ ολίγου. Άρχισαν να ντύνονται σιωπηλοί. Μόλις τελείωσε, ο Κρίστοφερ τη βοήθησε να κουμπώσει και να στρώσει τα ρούχα της με ζωηρές και αποτελεσματικές κινήσεις, οι οποίες μαρτυρούσαν στην Τζο την εμπειρία του. Ύστερα έφυγε από κοντά της και πήγε προς την πόρτα. «Ειδοποίησέ με όταν χρειαστείς άλλο μάθημα». Και με αυτά τα λόγια γύρισε το πόμολο και βγήκε από τη σουίτα. Η Τζόσλιν έμεινε να κοιτάζει το κενό. Στο σώμα της ένιωθε ακόμα το άγγιγμά του. Η ηδονή ζέσταινε ακόμα τα σωθικά της. Ο Κρίστοφερ είχε εκπληρώσει το ρόλο του στη συμφωνία τους. Είχε συμπεριφερθεί όπως ακριβώς του είχε ζητήσει. Γι’ αυτό δεν καταλάβαινε γιατί την ενοχλούσε τόσο πολύ που έφυγε και την άφησε μ’ αυτό τον τρόπο. ***
Ο Πρέστον Λούμις καθόταν βλοσυρός μπροστά στο τζάκι του γραφείου του στο σπίτι του στο Μέιφερ. Καθώς κοιτούσε τις φλόγες ήρθε στο μυαλό του η εικόνα της Τσέγια. Με τα ανοιχτόχρωμα μάτια και τη χλομή επιδερμίδα της, δεν έμοιαζε καθόλου με τη Μέντελα. Τα ίσια μαύρα μαλλιά δεν ταίριαζαν με τις γκρίζες τούφες της Τσιγγάνας. Όμως η Μέντελα ήταν ήδη ηλικιωμένη όταν την είχε
γνωρίσει ο Πρέστον. Κι όταν πέθανε ήταν μια ζαρωμένη γερόντισσα. Ήταν δυνατόν να είναι συγγενείς; Υπέθετε πως ήταν κάτι πιθανό. Γύρισε το κεφάλι του ακούγοντας βήματα έξω από την πόρτα του γραφείου. «Πέρασε», φώναξε στον άντρα που έστεκε έξω στο διάδρομο, τον Μπάρτον Μακγκρού, το διαχειριστή του. Τουλάχιστον αυτό τον τίτλο του είχε δώσει ο Πρέστον. Η δουλειά όμως του Μπαρτ δεν είχε σχέση με γραφική εργασία. Χειριζόταν οτιδήποτε του ανέθετε ο Πρέστον, χωρίς τίποτα να θεωρείται υπερβολική απαίτηση. «Βάλε ένα ποτό και κάθισε». Ο Μακγκρού υπάκουσε, γέμισε κάπως παραπάνω το κρυστάλλινο ποτήρι του και ρούφηξε το επιπλέον για να μη χυθεί πάνω στο ακριβό περσικό χαλί. Ίσως ο Μπαρτ να μην είχε κοινωνικούς τρόπους, εντούτοις ένας άντρας σαν αυτόν ήταν ανεκτίμητος. «Τι μπορώ να κάνω για σένα, αφεντικό;» Ο Μακγκρού βόλεψε το ογκώδες σώμα του στην πολυθρόνα απέναντι από τον δερμάτινο καναπέ όπου καθόταν ο Πρέστον. Ο Πρέστον γνώριζε χρόνια τον Μπαρτ. Οι δυο τους είχαν μεγαλώσει μαζί σε μια κακόφημη γειτονιά στο Σάδαρκ. Ο Μακγκρού ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που τον είχε γνωρίσει ως Ντικ Φλιν. Εκτός από τη μητέρα του και ίσως τη γριά Τσιγγάνα, τη Μέντελα, ο Μπαρτ ήταν το μόνο άτομο στον κόσμο το οποίο ο Πρέστον εμπιστευόταν απολύτως. Ιδίως επειδή αυτός ο μεγαλόσωμος αδέξιος τύπος ήταν λίγο κουφιοκέφαλος και, εκτός από πιστά αφοσιωμένος στον Πρέστον, εντελώς αδίστακτος. Επιπλέον, εξαρτιόταν απολύτως από τον Πρέστον. «Υπάρχει μια γυναίκα...» άρχισε ο Πρέστον. «Χρησιμοποιεί το όνομα Μαντάμ Τσέγια. Θέλω να μάθω τα πάντα γι’ αυτήν». «Πού θα τη βρω;» Ο Πρέστον του έδωσε τη διεύθυνση που είχε πάρει από τη λαίδη Σέβερν, ένα σπίτι σε κάποια ασήμαντη γειτονιά του Πικαντίλι. «Θα κάνω ό,τι μπορώ». Σήκωσε το ποτήρι και στράγγιξε το ποτό του, ύστερα σηκώθηκε από την πολυθρόνα του και πήγε προς την πόρτα. Ο Πρέστον τον παρακολούθησε να βγαίνει στο διάδρομο και σκέφτηκε πόσο παράταιρη εικόνα εμφάνιζε. Ήταν τέλεια ντυμένος με τα ακριβά, καλοραμμένα ρούχα που του είχε αγοράσει ο Πρέστον και τα κοντά καστανά μαλλιά του χωρισμένα στη μέση και χτενισμένα προσεκτικά προς τα πίσω, ενώ την ίδια στιγμή τα χοντρά, κόκκινα χαρακτηριστικά του και η σπασμένη μύτη του θύμιζαν τον χοντρό λιμενεργάτη που ήταν στην πραγματικότητα. Ο Μακγκρού έκλεισε την πόρτα και ο Πρέστον ξανάστρεψε την προσοχή του στις φλόγες που χόρευαν πάνω από τη σχάρα. Στο μυαλό του επέστρεψε η εικόνα της όμορφης και μυστηριώδους Τσέγια και αναρωτήθηκε τι μπορεί να ανακάλυπτε ο Μπαρτ. ***
Η Λίλι έφτασε με λίγα λεπτά καθυστέρηση στην τακτική συνάντηση της Τετάρτης στο πανδοχείο Ρεντ Ρούστερ. Έσπρωξε πίσω την κουκούλα της μπέρτας της, κατέβηκε τα σκαλοπάτια προς την ταβέρνα του υπογείου και προχώρησε βιαστικά ως το δωμάτιο στο πίσω μέρος του πανδοχείου. Μόλις μπήκε, οι άντρες στο τραπέζι σηκώθηκαν: ο Τσαρλς Σινκλέρ, ο θείος Τζακ και ο δούκας. Η Λίλι αγνόησε το μικρό τσίμπημα στο στήθος της μόλις τον αντίκρισε, τόσο ψηλό και απίστευτα
όμορφο, και έστρεψε την προσοχή της στο μοναδικό πρόσωπο που παρέμενε καθισμένο. Ήταν μια μικροκαμωμένη γυναίκα με γκρίζα μαλλιά τραβηγμένα πίσω σε κότσο. Μια ελκυστική γυναίκα γύρω στα πενήντα και κάτι. Το όνομά της ήταν Μόλι Ντάνιελς, όπως της είχε πει ο Τζακ. Μια πολύ καλή φίλη του. Στην πραγματικότητα, οι δυο τους υπήρξαν κάτι περισσότερο από φίλοι, γιατί η γυναίκα και ο Τζακ ήταν εραστές. Η Λίλι πρόσεξε την τρυφερότητα και το καμάρι στο βλέμμα του θείου της όποτε την κοιτούσε. Ήταν ένα βλέμμα που δήλωνε πως η Μόλι ήταν δική του και πως όποιος προσπαθούσε να του την πάρει θα το πλήρωνε ακριβά. Η Λίλι έκανε να χαμογελάσει, όμως το βλέμμα της ξεστράτισε στον Ρόγιαλ. Είχε ένα ύφος προσποιητής ηρεμίας, κι έτσι η Λίλι δεν μπορούσε να φανταστεί τι περνούσε από το μυαλό του. «Λίλι, από δω η Μόλι», έκανε ο θείος της τις συστάσεις. «Είναι χαρά μου που σας γνωρίζω, κυρία Ντάνιελς». «Παρομοίως, όμως λέγε με απλώς Μόλι. Έτσι με έλεγαν πάντα. Ο θείος σου είναι περήφανος για σένα, καλή μου». Στη συνέχεια ο Τσαρλς Σινκλέρ ξεκίνησε τη συζήτηση. «Φαίνεται πως τα πράγματα πηγαίνουν όπως ακριβώς τα σχεδιάζαμε. Ο Λούμις έκανε επαφή. Τώρα θα προσπαθήσει να ανακαλύψει αν η Τσέγια είναι αληθινή ή αν απλώς παίζει κάποιο παιχνίδι. Ο άνθρωπός του, ο Μπάρτον Μακγκρού, δεν είναι κανένα σαΐνι. Όμως είναι άνθρωπος επικίνδυνος, απόλυτα αδίστακτος, και θα έκανε οτιδήποτε του ζητούσε ο Λούμις». «Ο Μακγκρού θα πάει στο διαμέρισμα της Τσέγια», συμπλήρωσε ο Τζακ. «Η Ντότι Χομπς είναι εκεί και υποδύεται τη σπιτονοικοκυρά της Τσέγια. Ξέρει τι θα του πει». Η Ντότι ήταν μέλος της ομάδας και ο Τζακ την είχε φέρει για να παίξει διάφορους ρόλους στην απάτη. Οι κόρες της, η Ντάρσι και η Μαίρη, θα έκαναν τη μαγείρισσα και την καμαριέρα της Τσέγια, δηλαδή το ελάχιστο υπηρετικό προσωπικό για ένα άτομο της μεσαίας τάξης, όπως υποτίθεται ότι ήταν η Τσέγια. Όλες τους θα φορούσαν καινούριες, κολλαριστές στολές που αγοράστηκαν με έξοδα του Ρόγιαλ. «Δε φαντάζομαι να περιμένεις να μείνει και η Λίλι εκεί, έτσι δεν είναι;» ρώτησε ο δούκας με μια έκφραση ανησυχίας. «Το είπες και μόνος σου, αυτός ο άνθρωπος, ο Μακγκρού, είναι επικίνδυνος». «Πρέπει να περνάει από κει σαν Τσέγια όσο το δυνατόν συχνότερα», είπε ο Σινκλέρ. «Πρέπει να τη βλέπουν να μπαίνει και να βγαίνει». «Δε μ’ αρέσει αυτό», είπε βλοσυρός ο Ρόγιαλ. Η Λίλι προσπάθησε να αγνοήσει το σφίξιμο στο πιγούνι του, το βλέμμα του, που συνεχώς ξεστράτιζε πάνω της. Το είχε προσέξει όμως και ο Τζακ. «Το κορίτσι μου ξέρει να φροντίζει τον εαυτό του. Τουλάχιστον τις περισσότερες φορές». Ήταν ένας όχι και τόσο διακριτικός υπαινιγμός ότι ο Ρόγιαλ αποτελούσε μεγαλύτερη απειλή από τον Μακγκρού για την ανιψιά του. Ένας μυς έπαιξε νευρικά στο μάγουλο του δούκα, αλλά δεν έκανε κανένα σχόλιο. «Εγώ πότε μπαίνω;» ρώτησε η Μόλι Ντάνιελς μιλώντας για πρώτη φορά. «Η Άναμπελ Τάουνσεντ έχει μια φίλη, τη λαίδη Σαμπρίνα Τζέφερς, κόρη μαρκησίου. Η Άναμπελ την εμπιστεύεται απολύτως και το κορίτσι συμφώνησε να μας βοηθήσει. Η λαίδη Σαμπρίνα έπεισε
τη μητέρα της να οργανώσει ένα σουαρέ στο τέλος της βραδιάς. Η μαρκησία προσκάλεσε την Τσέγια, η οποία υποτίθεται πως έχει γίνει μόδα. Το όνομα της Τσιγγάνας αναφέρεται σε όλες τις προσκλήσεις και η λαίδη Σαμπρίνα φρόντισε να συμπεριληφθεί και ο Πρέστον Λούμις στον κατάλογο των καλεσμένων». «Τολμώ να πω ότι έχετε πολύ χρήσιμους φίλους», σχολίασε ο Σινκλέρ. «Ας ελπίσουμε ότι δε θα φτάσει κάτι απ’ όλα αυτά στ’ αυτιά του Λούμις». «Οι φίλοι μου είναι εξαιρετικά αφοσιωμένοι και έτρεφαν όλοι τους μεγάλο σεβασμό στον πατέρα μου. Θα κρατήσουν το στόμα τους κλειστό». Ο Σινκλέρ φάνηκε ικανοποιημένος μ’ αυτή την απάντηση. «Εντάξει τότε, το σουαρέ θα πάει μια χαρά. Αν ο Λούμις μάθει ότι η Τσέγια θα είναι εκεί, κατά πάσα πιθανότητα θα πάει. Και εφόσον περιμένει να συναντήσει μια ηλικιωμένη γυναίκα η οποία θα αυξήσει την περιουσία του, εμείς θα φροντίσουμε να συμβεί αυτό ακριβώς». Ο Σινκλέρ εξήγησε το σχέδιο. Η Μόλι, έντονα βαμμένη με ψιμύθια θεάτρου, θα εμφανιζόταν σαν μια εκκεντρική, εξαιρετικά πλούσια, παλαβή γριά... το κατάλληλο θήραμα για έναν άνθρωπο σαν τον Πρέστον Λούμις. Ο Σινκλέρ στράφηκε στη Μόλι. «Η λαίδη Σαμπρίνα θα σε συστήσει σαν κυρία Ορτάνς Κρόουλι, μια οικογενειακή φίλη η οποία μόλις έφτασε από το μέγαρό της στο Γιορκ». Η Μόλι χαμογέλασε πλατιά. «Ω, δε βλέπω την ώρα. Μ’ αρέσουν οι καλοί ρόλοι, κι ετούτος εδώ είναι εξαιρετικός». Ο Ρόγιαλ την κοίταξε με αβεβαιότητα. «Είστε σίγουρη γι’ αυτό, κυρία Ντάνιελς; Η κυρία Κρόουλι θα πρέπει να... θέλω να πω η ομιλία της θα ήταν διαφορετική». Η Μόλι όρθωσε την πλάτη και ένα από τα γκρίζα φρύδια της ανασηκώθηκε περιφρονητικά. «Μήπως υπαινίσσεσαι, νεαρέ μου, ότι είμαι οτιδήποτε άλλο εκτός από μια κυρία της υψηλής αριστοκρατίας;» Οι λέξεις προφέρθηκαν με άψογο τονισμό και με το αυταρχικό ύφος μιας καλοαναθρεμμένης λαίδης. Ο Ρόγιαλ γέλασε και η Λίλι έπιασε τον εαυτό της να χαμογελά. «Έχετε την πιο ταπεινή συγνώμη μου», της απάντησε μπαίνοντας στο παιχνίδι. «Δεν ξέρω τι πέρασε από το μυαλό μου». «Χρειάζεται λίγη εξάσκηση», είπε η Μόλι με την κανονική φωνή της, «αλλά δεν είναι και τόσο δύσκολο, αρκεί να πάρεις το κολάι», πρόσθεσε τώρα σε αργκό, για να του δείξει πόσο εύκολα άλλαζε χαρακτήρες, και ο Ρόγιαλ γέλασε ξανά. «Νομίζω πως ο φίλος μας ο Λούμις την έχει άσχημα», είπε. «Η Μόλι μου έχει γνήσιο ταλέντο», καμάρωσε ο Τζακ. «Το βλέπω, μήπως όμως ανακαλύψει ο Λούμις ότι η Κρόουλι δεν υπάρχει στην πραγματικότητα;» «Δεν έχει λόγο να αμφισβητεί την κόρη ενός μαρκησίου. Και το Γιορκ είναι πολύ μακριά. Όσο για τα κοσμήματά της, αυτά μπορεί μεν να είναι ψεύτικα, θα φαίνονται όμως αρκετά αληθινά, για να είναι πειστικά». Η κουβέντα συνεχίστηκε ώσπου ξεκαθαρίστηκαν όλες οι λεπτομέρειες. Μόλις ο Λούμις συναντούσε τη Μόλι, δηλαδή την κυρία Κρόουλι, μια ηλικιωμένη η οποία θα αύξανε την περιουσία του όπως ακριβώς είχε προβλέψει η Τσέγια, θα πειθόταν για τη γνησιότητα της Τσιγγάνας. Ο Σινκλέρ πίστευε ότι ο Λούμις θα αναζητούσε την Τσέγια με σκοπό να αντλήσει περισσότερες
συμβουλές, τις οποίες η Τσιγγάνα θα του παρείχε μετά χαράς. Η συζήτηση τελείωσε και η Λίλι σηκώθηκε από το τραπέζι. Ο Ρόγιαλ φάνηκε σαν να ήθελε να πει κάτι, αλλά με τον Τζακ και τη Μόλι δίπλα της δεν το τόλμησε. Έτσι, απλώς παραμέρισε. Καθώς προχωρούσαν προς την πόρτα, η Λίλι προσπάθησε να μη γυρίσει πίσω της να τον κοιτάξει.
Κεφάλαιο 20 Ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος και βαρύς. Η Λίλι περπατούσε δίπλα στον Τζακ και τη Μόλι με κατεύθυνση την πιάτσα των αμαξών. Περίμεναν ώσπου η Λίλι να φωνάξει μια άμαξα κι ύστερα εκείνη επιβιβάστηκε και τους έγνεψε αντίο με το χέρι. Επέστρεφε στο καπελάδικό της, εκεί όπου δούλευε τις περισσότερες μέρες, αν και το μαγαζί δε θα άνοιγε επισήμως πριν από την επόμενη Δευτέρα. Εκεί φύλαγε αρκετά κοστούμια της τσιγγάνικης μεταμφίεσής της και ήθελε να αλλάξει πριν μεταβεί στο μικρό σπίτι του Πικαντίλι το οποίο ήταν νοικιασμένο για την Τσέγια. Ανέβαινε τα σκαλιά προς το μικρό διαμέρισμά της του δεύτερου ορόφου όταν άκουσε ένα χτύπημα στην πόρτα του καταστήματός της. Με την ελπίδα πως ήταν πελάτης, πήγε γρήγορα να ανοίξει, αλλά κοντοστάθηκε απότομα όταν είδε τον ψηλό ξανθό άντρα έξω από τη βιτρίνα της. Η καρδιά της σκίρτησε κι άρχισε να χτυπά δυνατά. Η Λίλι πήρε βαθιά ανάσα, ξεκλείδωσε και άνοιξε την πόρτα. «Τι συνέβη;» ρώτησε και, χωρίς να τον προσκαλέσει μέσα, εκείνος την προσπέρασε και μπήκε στο μαγαζί. «Είναι ο Λούμις; Συνέβη κάτι;» «Δε θέλω να πας στο σπίτι της Τσέγια, το πιθανότερο είναι πως θα πάει και ο Μακγκρού». «Πρέπει να πάω. Πρέπει να φανεί αληθινό». Ο Ρόγιαλ ξεφύσηξε και πέρασε το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του. «Ποτέ δεν ήθελα να αναμειχθείς σ’ αυτό, Λίλι. Αν είχα συνειδητοποιήσει πόσο θα κινδύνευες, δε θα είχα ξεκινήσει αυτή την ιστορία». «Όμως την ξεκίνησες, Ρόγιαλ. Και έχουμε προχωρήσει πάρα πολύ για να σταματήσουμε». Τον κοίταξε και είδε την ανησυχία στα μάτια του. «Δε θα είμαι μόνη μου εκεί. Θα είναι και η Ντότι Χομπς μαζί μου. Θα μένει στο σπίτι ώσπου να τελειώσουν όλα αυτά». «Δε θέλω να σου συμβεί κάτι κακό, Λίλι. Και φοβάμαι πως θα σου συμβεί». Στην πραγματικότητα, της είχε ήδη συμβεί ένα κακό, όμως αυτό δεν είχε καμία σχέση με την πλεκτάνη τους. «Θα είμαι εντάξει. Μέχρι στιγμής όλα έχουν προχωρήσει σύμφωνα με το σχέδιο. Κι αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει, αρκεί να κάνουμε ό,τι πρέπει». Τα μελιά μάτια του παρατήρησαν το πρόσωπό της. «Όλα στη ζωή μου έχουν αλλάξει», είπε σιγανά. «Άλλαξαν από τη μέρα που σε γνώρισα». Κι ύστερα άπλωσε τα χέρια του, την τράβηξε στην αγκαλιά του, έσκυψε το κεφάλι του και τη φίλησε τρυφερά. «Κουράστηκα να παλεύω με τα αισθήματά μου για σένα, Λίλι. Σε χρειάζομαι τόσο πολύ».
Τα μάτια της έκλεισαν και ταλαντεύτηκε μέσα στα μπράτσα του. Ήξερε πως αυτό που έκαναν ήταν λάθος, κι όμως ένιωθε πολύ καλά έτσι όπως την κρατούσε, έτσι όπως τα ζεστά του χείλη τη φιλούσαν και το δυνατό σώμα του τη στήριζε. Τα σαγηνευτικά, μαγευτικά φιλιά του την έκαναν να γαντζωθεί από τους ώμους του και να ξεχάσει όλους τους λόγους για τους οποίους όφειλαν να σταματήσουν. Αντί γι’ αυτό όμως, όταν τη σήκωσε στην αγκαλιά του κι άρχισε να ανεβαίνει τα σκαλοπάτια, η Λίλι τύλιξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του και τον άφησε να τη μεταφέρει ως το διαμέρισμά της. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη. Ο Ρόγιαλ την έσπρωξε με τη μύτη της μπότας του και διέσχισε το μικροσκοπικό καθιστικό της ως την κρεβατοκάμαρα. Όταν την κατέβασε από την αγκαλιά του και άρχισε πάλι να τη φιλά, και οι τελευταίες διαμαρτυρίες έσβησαν μέσα της. Ο Ρόγιαλ τη φιλούσε σαν να μην μπορούσε να τη χορτάσει. Καυτά, υγρά φιλιά έραιναν το λαιμό και τα αυτιά της. Μικρά ρίγη διέτρεξαν την επιδερμίδα της όταν το στόμα του άρχισε να φιλά απαλά το λοβό του αυτιού της. Ηδονικά ρίγη απλώνονταν μέσα της, η έξαψη μεγάλωνε, έκαιγε τα σωθικά της για τον άντρα που αγαπούσε. Το φόρεμά της έπεσε και κατάλαβε πως την είχε ξεκουμπώσει. Το στόμα του διέγραψε ένα καυτό μονοπάτι ανάμεσα στους ώμους της, πάνω στην καμπύλη του στήθους της, το οποίο ξεπρόβαλε από τον κορσέ. Αφαίρεσε το φόρεμα και τα μεσοφόρια με μια επιδεξιότητα που της έφερε κάποια αμηχανία, καθώς όμως έλυνε τον κορσέ και κατέβαζε τη φουφούλα από τους γοφούς της, όλες οι σκέψεις της πέταξαν μακριά. Στάθηκε μπροστά του γυμνή, εκτός από τις μπλε σατέν ζαρτιέρες και τις λευκές μεταξωτές κάλτσες. Το βλέμμα του για μια στιγμή καθηλώθηκε στο σγουρό τρίχωμα του εφηβαίου της. «Το φανταζόμουν αυτό», της είπε ανάμεσα σε καινούρια φιλιά. «Φανταζόμουν ότι θα σε έβλεπα ολόγυμνη, ότι θα σου έκανα έρωτα αργά και μεθυστικά, όπως θα έπρεπε να κάνω την πρώτη φορά». Έτρεμε όταν τον είδε να γονατίζει μπροστά της, να λύνει τις σατέν ζαρτιέρες και να κατεβάζει αργά τις κάλτσες της. Ένα πνιχτό επιφώνημα της ξέφυγε όταν τα χέρια του αγκάλιασαν τους γλουτούς της και πίεσε το στόμα του πάνω στη θηλυκότητά της. «Ονειρευόμουν πως θα σε γευτώ, πως θα σου χαρίσω την ηδονή μ’ αυτό τον τρόπο». Κι ύστερα, παράτολμα, η γλώσσα του βρήκε το δρόμο και, όσο κι αν προσπάθησε να τον απωθήσει, η ηδονή την κατέκλυσε συντριπτικά, τόσο καυτή και έντονη, που νόμιζε πως θα λιποθυμούσε. «Ρόγιαλ...» Την κράτησε πιο σταθερά αλλά δε σταμάτησε, συνέχισε να φιλά και να σκορπίζει μέσα της μια ηδονή τόσο έντονη και γλυκιά, που την έκανε να κραυγάσει το όνομά του. Στο σώμα της είχε συσσωρευτεί τόση ένταση, που ένιωθε έτοιμη να εκραγεί. Την επόμενη στιγμή ένας συγκλονιστικός οργασμός ξέσπασε μέσα της, μουδιάζοντας τα μέλη της. Ποτέ της δεν είχε αισθανθεί κάτι παρόμοιο. Είχε απομείνει σαν μια πάνινη κούκλα μέσα στην αγκαλιά του όταν τη μετέφερε ως το κρεβάτι και την ακούμπησε εκεί. Την άφησε μια στιγμή για να βγάλει τα ρούχα του. Η Λίλι ανασηκώθηκε για να τον παρακολουθήσει τη στιγμή που ερχόταν προς το μέρος της. Νέο πάθος την κυρίευσε βλέποντας τους φαρδιούς, δυνατούς του ώμους, τη στενή μέση και τους λεπτούς γοφούς του. Ένα απαλό χρυσαφένιο τρίχωμα σκέπαζε το μυώδες στήθος του. Κι ανάμεσα στα δυνατά, ψηλά πόδια του ορθωνόταν μια εντυπωσιακή διέγερση, η οποία κατευθύνθηκε στην επίπεδη κοιλιά της.
Και μόνο η σκέψη πως θα τον ένιωθε μέσα της έκανε τη Λίλι να στριφογυρίσει αδημονώντας πάνω στο στρώμα. Ο Ρόγιαλ ξάπλωσε πάνω της, έσκυψε το κεφάλι και αιχμαλώτισε τα χείλη της. «Λίλι...» της ψιθύρισε ανάμεσα σε άγρια, παθιασμένα φιλιά, τα οποία πυρπολούσαν το σώμα και το αίμα της. Το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν το πόσο ήθελαν ο ένας τον άλλο. «Δε θα είναι επώδυνο αυτή τη φορά», της υποσχέθηκε και σκύβοντας στα στήθη της άρχισε να τα φιλά. Τα δόντια του έξυσαν την κορυφή τους, κάνοντας τις ρώγες της να σκληρύνουν σαν πέτρες. Το δέρμα της ζεματούσε. «Παρακαλώ...» ψιθύρισε, ενθαρρύνοντάς τον, ποθώντας τον απελπισμένα. Ο Ρόγιαλ τη φίλησε ξανά και χώρισε τα πόδια της, σχηματίζοντας μια φωλιά για τον εαυτό του και τοποθετώντας το σώμα του πάνω της. Ήταν υγρή, έτοιμη να τον υποδεχτεί. Όπως ακριβώς της υποσχέθηκε, όταν διείσδυσε μέσα της αυτή τη φορά δεν υπήρχε πόνος, μόνο μια υπέροχη αίσθηση, μόνο έξαψη και παράφορη ανάγκη, που την έκανε να δαγκώσει τα χείλη της για να μη φωνάξει. Οι γοφοί του κινούνταν σε έναν ερωτικό ρυθμό που συντάραζε το κορμί της. Οι δυνατές διεισδύσεις του φαίνονταν να μην έχουν τέλος, προκαλώντας της μια ηδονή ολοένα και εντονότερη. Η Λίλι τύλιξε τις γάμπες της γύρω του και τεντωνόταν προς τα πάνω για να δέχεται κάθε ώθησή του. Ο έρωτάς του ήταν αδυσώπητος, όλο και πιο δυνατός και γρήγορος, ώσπου η Λίλι έφτασε στην κορύφωση και ξέσπασε σε σπασμούς. Το σώμα της τον παρότρυνε να την ακολουθήσει και οι μύες του Ρόγιαλ σφίχτηκαν. Την τελευταία στιγμή τραβήχτηκε από μέσα της, καθώς έφτανε σε έναν ισχυρό οργασμό. Για μερικά δευτερόλεπτα έμειναν έτσι ξαπλωμένοι, με τις καρδιές τους να χτυπούν στον ίδιο ρυθμό. Ύστερα ο Ρόγιαλ κύλησε πλάι της, τη γύρισε στο πλευρό της και την αγκάλιασε. Φίλησε την κορφή του κεφαλιού της και ακούμπησε πάνω της το πιγούνι του, ενώ η Λίλι ευχήθηκε να μπορούσαν να μείνουν για πάντα έτσι αγκαλιασμένοι. Θα πρέπει να κοιμήθηκαν για λίγο, γιατί η Λίλι ξύπνησε από το άγγιγμα του στόματός του στον ώμο της και την πίεση της διέγερσής του πάνω στο μηρό της. Έκαναν έρωτα αργά, ενώ υπήρχε μια απελπισμένη θλίψη στο σμίξιμό τους αυτή τη φορά. Η σχέση τους δεν μπορούσε να συνεχιστεί. Έπρεπε να δώσουν ένα τέλος. Όμως οι σκέψεις θάμπωσαν για άλλη μια φορά καθώς πλησίαζε στον οργασμό της, ο οποίος ήταν το ίδιο έντονος με πριν. Κοιμήθηκαν ξανά, κι αυτή τη φορά όταν ξύπνησε είδε πως έξω είχε σκοτεινιάσει. Η Λίλι σκέφτηκε πανικόβλητη πως έπρεπε να γυρίσει στο Μέντοουμπρουκ. Ζούσε ακόμα με τους Κόλφιλντ και θα άρχιζαν να ανησυχούν. Η εικόνα της εξαδέλφης της ήρθε τότε στο μυαλό της, μαζί με ένα κύμα ενοχών. Η Λίλι ξεγλίστρησε από το κρεβάτι και μόνο τότε είδε ότι ο Ρόγιαλ καθόταν ντυμένος σε μια πολυθρόνα. Η Λίλι φόρεσε βιαστικά τη μεταξένια ρόμπα που είχε ριγμένη στα πόδια του κρεβατιού και τα μάγουλά της ρόδισαν. «Πρέπει... πρέπει να γυρίσω στο σπίτι. Θα πάω αύριο στης Τσέγια». Ήρθε κοντά της σαν λιοντάρι που ζύγωνε το θύμα του. «Δε θέλω να πας καθόλου. Θέλω να είσαι ασφαλής. Το σκέφτηκα πολύ, Λίλι». Την κοίταξε στα μάτια. «Μόλις... τακτοποιηθώ οικονομικά, σκοπεύω να σε φροντίσω πολύ καλά. Θα σιγουρευτώ πως θα έχεις όλα όσα χρειάζεσαι». Η Λίλι συνοφρυώθηκε. «Τι θες να πεις;» Ο Ρόγιαλ την τράβηξε στην αγκαλιά του. «Αυτό που συμβαίνει μεταξύ μας, Λίλι, δεν πρόκειται
να χαθεί. Θα βρω ένα μέρος όπου θα μπορούμε να είμαστε μαζί. Θα σε φροντίζω εγώ, γλυκιά μου. Δε θα χρειάζεται να ανησυχείς για τίποτα». Προσπάθησε να βάλει το μυαλό της σε λειτουργία, να αντιληφθεί τι ακριβώς της έλεγε. Η ομίχλη σιγά σιγά καθάρισε και η οργή της αναδύθηκε. Έφυγε από την αγκαλιά του. «Μου λες... ότι θέλεις να γίνω η μαιτρέσα σου; Θα παντρευτείς την Τζόσλιν και θέλεις να γίνω η άλλη γυναίκα;» «Δεν είναι έτσι μεταξύ μας και το ξέρεις. Ο γάμος μου είχε κανονιστεί πριν ακόμα πεθάνει ο πατέρας μου. Η Τζόσλιν θα πάρει τον τίτλο που θέλει κι εγώ τα χρήματα για να ξαναφτιάξω την οικογενειακή περιουσία μας. Το γνώριζες αυτό από την αρχή. Προσπαθώ να βρω έναν τρόπο να είμαστε μαζί». Τα μάτια της βούρκωσαν. Πράγματι, το ήξερε. Όλα είχαν ξεκινήσει από την πρώτη φορά που τον είδε γονατισμένο δίπλα της στο χιόνι. Κι όμως, δε στάθηκε ικανή να αποτρέψει τον εαυτό της από το να τον ερωτευτεί. Κατάπιε νευρικά τον πικρό κόμπο στο λαιμό της. «Έχω δική μου ζωή, Ρόγιαλ. Σου το ξαναείπα. Σε ήθελα και δε λυπάμαι γι’ αυτό που μοιραστήκαμε. Αλλά δεν πρόκειται να γίνω μια σπιτωμένη γυναίκα για σένα. Δε θέλω να ντρέπομαι για τον εαυτό μου». «Γλυκιά μου, σε παρακαλώ...» Η Λίλι οπισθοχώρησε. «Αυτό που έγινε σήμερα το θέλαμε κι οι δυο. Αλλά πρέπει να τελειώσει εδώ, Ρόγιαλ». «Λίλι...» Στο πρόσωπό του ζωγραφίστηκε μια βαθιά απόγνωση. Όμως εκείνη προσπάθησε να το αγνοήσει. «Δώσε στην Τζόσλιν μια ευκαιρία», του είπε προφέροντας με κόπο τις λέξεις. «Ίσως ανακαλύψεις μια μέρα ότι εσείς οι δυο μπορείτε να τα καταφέρετε στο γάμο σας». Ο δούκας κοίταξε προς το παράθυρο σαν να πάσχιζε να διατηρήσει τον έλεγχό του. Όταν ξαναγύρισε προς το μέρος της τα χαρακτηριστικά του ήταν σφιγμένα κι έδειχναν αποφασιστικότητα. «Θα στείλω έναν άνθρωπο στο σπίτι στο Πικαντίλι, κάποιον να σε βοηθήσει αν παρουσιαστεί κανένα πρόβλημα. Μπορεί να είναι ο μπάτλερ ή ο υπηρέτης της Τσέγια. Ή οτιδήποτε άλλο θέλεις να τον αποκαλείς». «Σου είπα, δε χρειάζομαι...» «Θα βρίσκεται εκεί αύριο. Ενημέρωσε απλώς την κυρία Χομπς ότι θα έρθει». Και με μια τελευταία ματιά γύρισε και έφυγε από το διαμέρισμα. Η Λίλι άκουσε τα βήματά του στις σκάλες. «Κλείδωσε την πόρτα όταν φύγω», της φώναξε από το ισόγειο. Κι ύστερα έφυγε. Δάκρυα θόλωσαν τα μάτια της. Είπε στον εαυτό της ότι δε θα έκλαιγε, όμως τα μάγουλά της είχαν κιόλας μουσκέψει. ***
Ο Μπάρτον Μακγκρού χτύπησε την πόρτα του μικρού σπιτιού στο Πικαντίλι όπου έμενε η Μαντάμ Τσέγια. Άκουσε βήματα από μέσα, ύστερα μουρμουρητό. Όταν η πόρτα άνοιξε, βρέθηκε μπροστά σε μια μεγαλόσωμη γυναίκα η οποία κρατούσε μια σκούπα στο χέρι. «Παρακαλώ;» «Άκουσα πως μένει εδώ μια γυναίκα η οποία προβλέπει το μέλλον. Ήλπιζα ότι μπορούσε να με
βοηθήσει». Η γυναίκα τον κοίταξε καλά και έσπρωξε ένα τσουλούφι που είχε ξεφύγει από το μαντίλι του κεφαλιού της. «Ναι, είναι η Μαντάμ Τσέγια. Εγώ είμαι η κυρία Χομπς, η οικονόμος. Μα η Τσέγια δε λέει τη μοίρα... απλώς μερικές φορές βλέπει διάφορα πράγματα. Αν δει κάτι καλό για κάποιον άνθρωπο, του το λέει». «Θα ήθελα πολύ να τη γνωρίσω. Τι ώρα νομίζετε πως θα επιστρέψει;» Ανασήκωσε τους ώμους της. «Ποτέ δεν ξέρεις με την Τσέγια. Είναι πολύ ανεξάρτητη. Πάει κι έρχεται καταπώς της αρέσει». «Λέτε, αν περιμένω λίγο να έρθει;» «Ποιο είναι το όνομά σας;» «Μπαρτ Μακγκρού. Η μάνα μου αρρώστησε κι ανησυχώ πολύ γι’ αυτήν. Σκέφτηκα μήπως η κυρία μπορούσε να μου πει αν θα γιατρευτεί». Προσπάθησε να φανεί ανήσυχος. Ήλπιζε ότι η αναφορά της μητέρας του θα μαλάκωνε κάπως τη γριά μέγαιρα. Από το ύφος της φάνηκε ότι το κόλπο του έπιασε. Η γυναίκα έξυσε τη μύτη της παρατηρώντας καλά τα ρούχα του: το ακριβό παντελόνι, το σκούρο καφέ φράκο και το ασορτί γιλέκο που του είχε αγοράσει ο Ντικ. Το αφεντικό τον φρόντιζε καλά. Κι εκείνος βέβαια φρόντιζε καλά το αφεντικό του. Είχε μάθει να τον λέει Πρέστον, έτσι όπως του άρεσε, κατά βάθος όμως ο Μπαρτ πάντα τον έβλεπε ως τον παιδικό του φίλο από το Σάδαρκ, τον Ντίκι Φλιν, εκείνον που του είχε μάθει να επιβιώνει στους δρόμους. «Θα μπορούσα να σας φτιάξω ένα φλιτζάνι τσάι», είπε η γεροδεμένη γυναίκα. «Μα δεν μπορείτε να μείνετε πολύ. Πρέπει να συνεχίσω τις δουλειές μου». Η κυρά ήθελε κουβέντα. Ο Μπαρτ το κατάλαβε αμέσως. Κι εκείνος ήθελε μερικές απαντήσεις. Θα ήταν ενδιαφέρον να δει τι μπορούσε να μάθει. Πήγαν στην κουζίνα και ο Μπαρτ κάθισε σ’ ένα μικρό στρογγυλό τραπέζι, ενώ η γυναίκα έβαλε τη χύτρα στη στόφα. «Αφού μπορεί να μαντεύει το μέλλον, τότε πώς γίνεται και δεν την είχε κανένας ακουστά μέχρι τώρα;» «Σας είπα, δε μαντεύει το μέλλον. Απλώς μερικές φορές βλέπει πράγματα. Και ήρθε στο Λονδίνο μόλις πριν από δύο μήνες. Προηγουμένως ζούσε στη Γαλλία». Η χύτρα άρχισε να σφυρίζει και η γυναίκα έριξε το βραστό νερό σε μια τσαγιέρα. «Πού είναι ο σύζυγός της τώρα;» ρώτησε τάχα αδιάφορος. «Ο καημένος, πέθανε πριν από μερικά χρόνια. Της άφησε αρκετά για να φροντίζει τον εαυτό της, αλλά φαντάζομαι πως ήθελε να έρθει εδώ, όπου ζούσε μικρή». Σέρβιρε το τσάι σε δυο φλιτζάνια, πρόσθεσε έναν κύβο ζάχαρη στο καθένα, τα πήγε στο τραπέζι και κάθισε απέναντί του. Δεν ήταν καλός στις συζητήσεις, έτσι απλώς ήπιε το τσάι του, ευχήθηκε να του είχε προσθέσει κι έναν δεύτερο κύβο ζάχαρη και την άφησε να φλυαρεί. Του μίλησε για τον καιρό και για την καταιγίδα που σίγουρα θα ερχόταν, αφού πονούσε το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού της. Ύστερα του μίλησε για την καμαριέρα, η οποία δούλευε στο επάνω δωμάτιο, και για τη μαγείρισσα, που δεν είχε φανεί εκείνο το πρωί.
«Πίστευα πως η Τσέγια θα είχε επιστρέψει ως τώρα», του είπε τελικά. «Όπως σας είπα όμως, η κυρία είναι πολύ ανεξάρτητη φύση και δεν ξέρεις ποτέ μαζί της». Σηκώθηκε, πήγε το φλιτζάνι της στον πάγκο κι ύστερα γύρισε και πήρε και το δικό του. «Θα πρέπει να ξανάρθετε, κύριε Μακγκρού. Συγνώμη, αλλά πρέπει να γυρίσω στις δουλειές μου». Ο Μπαρτ σηκώθηκε από την καρέκλα του. Είχε μάθει αυτό που ήθελε. «Ευχαριστώ για το τσάι, κυρία Χομπς. Αλλά δε νομίζω να ξανάρθω». Του χαμογέλασε με επιδοκιμασία. «Καλύτερα να κάνετε θετικές σκέψεις για τη μητέρα σας και να τη φροντίζετε καλά». Ο Μπαρτ απλώς ένευσε καταφατικά. Η μητέρα του ήταν μια πόρνη, όπως και του Ντίκι. Στα πέντε του χρόνια τον είχε εγκαταλείψει αφήνοντάς τον να τα βγάλει πέρα μονάχος του. Αν δεν ήταν ο Ντίκι και η μητέρα του, ο Μπαρτ θα είχε πεθάνει πριν από το τέλος της χρονιάς. Έθαψε ξανά τη σκέψη της μητέρας που δε γνώρισε ποτέ του και έφυγε από το σπίτι, χαρούμενος που η δουλειά είχε τελειώσει, πάντα πρόθυμος να ικανοποιήσει το φίλο του. ***
Ο Ρόγιαλ σήκωσε το βλέμμα από το λογιστικό βιβλίο του Ζυθοποιείου Σουάνσντον και είδε τον Σέρινταν Νόουλζ να μπαίνει στο γραφείο του σαν να του ανήκε το σπίτι. Ο Σέρι πήγε πίσω από την πολυθρόνα του Ρόγιαλ και κοίταξε το μεγάλο δερματόδετο βιβλίο που βρισκόταν ανοιχτό μπροστά του. «Μπορείς να το γυρίσεις από την άλλη μεριά αν σκοπεύεις πράγματι να το διαβάσεις». Ο Ρόγιαλ τα έχασε λίγο. Κοιτούσε τις σελίδες επί μισή ώρα χωρίς να είναι ικανός να συγκεντρωθεί στα νούμερα τα οποία είχε καταχωρίσει εκεί με προσοχή ο λογιστής του. «Αυτό θα έκανα». Γύρισε τον χοντρό τόμο προς το μέρος του, ελπίζοντας πως το απομεσήμερο θα αποδεικνυόταν πιο εποικοδομητικό από το πρωινό. Ο Σέρι πήγε και κάθισε σε μια κοντινή πολυθρόνα και ανέβασε το ένα του πόδι πάνω στο δερμάτινο μπράτσο. «Βλέπω ότι μάλλον έχεις ακόμα αισθηματικά προβλήματα». Ο φίλος του τον κοίταξε με μια διορατικότητα που έκανε τον Ρόγιαλ να θέλει να τον χτυπήσει. «Ας πούμε απλώς ότι η Λίλι δε συμμερίζεται την ωραία ιδέα σου να γίνει μαιτρέσα μου». Ο Σέρι χασκογέλασε. «Δε βλέπω ουλές». Τουλάχιστον δε φαίνονταν. Όλο το πρωί σκεφτόταν πώς ήταν όταν έκανε έρωτα με τη Λίλι, πόσο ευτυχισμένος ένιωθε. «Μαντεύω πως ο αδερφός σου επέστρεψε στο πανεπιστήμιο», είπε ο Σέρι. Ο Ρόγιαλ έγνεψε καταφατικά. «Ο Ρουλ έφυγε μερικές μέρες μετά το σουαρέ της λαίδης Σέβερν». «Έλαβα νέα από την επαρχία. Σκέφτηκα πως ίσως σε ενδιαφέρουν». «Τι συνέβη;» «Εκείνη η συμμορία χτύπησε ξανά, αυτή τη φορά μια άμαξα του λόρδου Ντένμπι. Η σύζυγός του ήταν μέσα. Της κόπηκε το αίμα απ’ την τρομάρα της. Πήραν τα κοσμήματα και τα χρήματά της, όμως δεν την πείραξαν». «Κάτι είναι κι αυτό. Διάβολε, πρέπει να τους σταματήσουμε». Ο Σέρι αναστέναξε. «Εύχομαι να ήμαστε εκεί. Θα τους κανονίζαμε μόνοι μας τους άθλιους, θα
τους ξεφορτωνόμαστε μια για πάντα». «Δεν μπορώ να φύγω... όσο υπάρχει αυτή η υπόθεση με τον Λούμις». «Το ξέρω. Ελπίζω μόνο να μην πάθει κανένας κακό όσο εμείς παίζουμε τη γάτα με το ποντίκι εδώ στην πόλη». Ο Ρόγιαλ σηκώθηκε από το γραφείο του και πήγε ως το τζάκι, γυρίζοντας την πλάτη του στις φλόγες για να ζεσταθεί. Η ομίχλη είχε φέρει παγωνιά μαζί της εκείνο το πρωί. «Σχετικά μ’ αυτή την ιστορία με τον Λούμις», είπε, «σκεφτόμουν να την ακυρώσω». «Τι πράγμα;» «Ο Σινκλέρ λέει ότι ο Λούμις και ο Μακγκρού είναι επικίνδυνοι. Ο Μόργκαν συμφωνεί. Δεν είμαι σίγουρος ότι αξίζει τον κίνδυνο. Κάποιος μπορεί να πάθει κακό». Ο Σέρι τον κάρφωσε με ένα επίμονο βλέμμα. «Δε φαντάζομαι να εννοείς τη Λίλι, έτσι;» «Είναι ο πιθανότερος στόχος. Αν ο Λούμις ανακαλύψει ποια είναι στ’ αλήθεια...» «Μόλις τελειώσει το κόλπο, η Τσέγια θα εξαφανιστεί για πάντα και η Λίλι δε θα διατρέχει κανέναν κίνδυνο. Κάνε λίγη υπομονή, Ρόγιαλ. Απόψε είναι η δεξίωση των Γουάιχερστ. Μόλις ο Λούμις συναντήσει την κυρία Κρόουλι, τα πράγματα θα αρχίσουν να κυλούν πολύ πιο γρήγορα. Θα τυλίξουμε τον Λούμις σε μια κόλλα χαρτί. Θα πάρεις τουλάχιστον ένα μέρος των χρημάτων του πατέρα σου πίσω και θα αποδοθεί δικαιοσύνη». Δικαιοσύνη. Αυτό ήθελε πάνω απ’ όλα. Ο Ρόγιαλ ξεφύσηξε. «Εντάξει, θα δούμε πώς θα πάνε τα πράγματα. Αν φανεί ότι ο Λούμις τσιμπάει το δόλωμα, θα συνεχίσουμε». «Έτσι μπράβο, αγόρι μου», είπε ο Σέρι και σηκώθηκε από την πολυθρόνα του. «Εσύ δεν τα παρατούσες ποτέ σου». Πήγε προς την πόρτα. «Θα σε δω απόψε». Το φρύδι του ανασηκώθηκε με απορία. «Δηλαδή υποθέτω πως θα έρθεις». «Θα συνοδεύω την Τζόσλιν και τους γονείς της. Σκέφτηκα πως είναι ώρα να αντιμετωπίσω την κατάστασή μου και να προσπαθήσω να επωφεληθώ απ’ αυτήν όσο μπορώ». Αν και η ιδέα δεν ήταν δική του, αλλά της Λίλι. Και πάλι όμως, ήταν μια λογική σκέψη. Ο αρραβώνας του θα ανακοινωνόταν σε τρεις εβδομάδες. Χρειαζόταν να συγκεντρώσει την προσοχή του στη γυναίκα την οποία θα μνηστευόταν και να βρει κάποιο τρόπο για να αναζητήσουν μαζί την ευτυχία. Ο Ρόγιαλ ευχόταν ωστόσο να ήταν πιο ενθουσιώδης μ’ αυτή την ιδέα.
Κεφάλαιο 21 Η Τζόσλιν στεκόταν δίπλα στην οικοδέσποινά τους, τη λαίδη Φιόνα Γουάιχερστ, μια κοντή στρουμπουλή γυναίκα με κόκκινα μαλλιά, τα οποία είχαν αρχίσει να γκριζάρουν, και ένα πελώριο στήθος το οποίο πάσχιζε να καλύψει κάτω από τις παγέτες του σεμνού κορσάζ της ασημιάς ιριδίζουσας τουαλέτας της. Η κόρη της στεκόταν δίπλα της. Η λαίδη Σαμπρίνα Τζέφερς ήταν μια όμορφη λυγερόκορμη ξανθιά την οποία η Τζόσλιν είχε ξαναδεί, χωρίς όμως να την έχει γνωρίσει ποτέ της. Υπέθετε πως η
Σαμπρίνα ήταν αρκετά ευγενική, είχε όμως κάτι απόμακρο στη συμπεριφορά της, μια αυτοπεποίθηση η οποία πρόδιδε πως ανήκε στην αριστοκρατία. Με κάθε ανασήκωμα του φρυδιού της ήταν σαν να έλεγε: Είμαι η κόρη ενός μαρκησίου. Είμαι ξεχωριστή. Όμως η Τζόσλιν δε συμπαθούσε τις γυναίκες οι οποίες ήταν σχεδόν το ίδιο όμορφες μ’ εκείνη. Η Σαμπρίνα είδε την Τσιγγάνα που είχε γίνει μόδα στους κόλπους της αριστοκρατίας και απηύθυνε στη συντροφιά της ένα ευγενικό χαμόγελο. «Να με συγχωρείτε, πιστεύω πως είδα την τιμώμενη καλεσμένη της βραδιάς, τη Μαντάμ Τσέγια». Η Σαμπρίνα γύρισε και απομακρύνθηκε με μια χάρη που η Τζόσλιν ζήλεψε. Όμως η Τζόσλιν ήταν εκείνη που θα παντρευόταν τον δούκα, όχι η λυγερόκορμη ξανθιά. Γύρισε προς τον Ρόγιαλ. «Ελπίζω να περνάτε καλά, εξοχότατε». Εκείνος την κοίταξε και χαμογέλασε. «Μα φυσικά. Συνοδεύω την ομορφότερη γυναίκα σ’ ετούτη την αίθουσα. Πώς να μην περνώ καλά;» Σχεδόν κοκκίνισε απ’ τη χαρά της, φαινόμενο σπάνιο για την Τζο, όμως ο δούκας σπανίως της έκανε κομπλιμέντα κι ένιωσε κολακευμένη. Άλλωστε επρόκειτο για έναν από τους πλέον περιζήτητους εργένηδες της Αγγλίας, και με την αποψινή παρουσία του δίπλα της ήταν σαν να ενημέρωνε όλο το Λονδίνο για τις προθέσεις του. Η μητέρα της έριξε στην Τζο μια συνωμοτική ματιά κι ύστερα εστίασε την προσοχή της στον δούκα. «Παίζουν ένα βαλς, εξοχότατε. Η Τζόσλιν μου λατρεύει το χορό». Ο Ρόγιαλ χαμογέλασε. «Τότε είναι ευτύχημα για μένα». Άπλωσε το μπράτσο του και η Τζο ακούμπησε τα δάχτυλά της στο μανίκι του μαύρου φράκου του. «Πάμε;» Με το εντυπωσιακό ύψος του, τα μελιά μάτια και τα χρυσαφένια μαλλιά του, ο δούκας φάνταζε εκθαμβωτικός. Όπως πάντοτε άλλωστε. Δεκάδες μάτια τους ακολούθησαν καθώς διέσχιζαν το πλήθος, ενώ η Τζόσλιν αγαλλίασε στη σκέψη πως, μόλις παντρεύονταν, αυτό το είδος της προσοχής θα ήταν πάντοτε στραμμένο πάνω της. Είχαν φτάσει σχεδόν στην πίστα όταν η ματιά της έτυχε να πέσει πάνω στον Κρίστοφερ Μπάρκλεϊ, ο οποίος στεκόταν ανάμεσα σε μια παρέα φίλων του. Πάντα ξαφνιαζόταν όποτε τον έβλεπε να κινείται σε τόσο αριστοκρατικούς κύκλους και, από την άλλη πλευρά, ο Κρίστοφερ είχε κάτι που ενέπνεε αποδοχή και σεβασμό. Με το δυναμισμό και την αποφασιστικότητά του, η Τζο ήταν βέβαιη πως θα γινόταν ένας από τους πιο επιτυχημένους δικηγόρους του Λονδίνου, κατά συνέπεια οι διασυνδέσεις του με την κοινωνική ελίτ θα ήταν σίγουρα προσοδοφόρες. Στην πραγματικότητα, όμως, δε θα γινόταν ποτέ ένας αληθινά πλούσιος άντρας. Και ουδέποτε θα γινόταν δούκας. Κράτησε την προσοχή της στραμμένη στον δούκα καθώς προσπερνούσε τον Ρίτσαρντ, και φτάνοντας στην πίστα πήρε θέση απέναντι στον παρτενέρ της για το βαλς. Η ορχήστρα άρχισε να παίζει και ο Ρόγιαλ τη στροβίλισε στην πίστα με αβίαστη χάρη. Όμως η Τζο δεν κατάφερνε να κρατήσει το βλέμμα της μακριά από τον μελαχρινό άντρα που είχε γίνει εραστής της. Τον είδε να συνοφρυώνεται έντονα. Δεν είχε κανένα δικαίωμα να θυμώνει, κι όμως της έδινε ικανοποίηση να βλέπει τη ζήλια του. Έστρεψε και πάλι την προσοχή της στον μέλλοντα σύζυγό της και αναρωτήθηκε πώς θα ήταν αν έκανε έρωτα μαζί του. Αν θα ήταν ικανός να της ξυπνήσει το ίδιο πάθος με τον εραστή της. Καθώς όμως του χαμογελούσε, η σκέψη του Κρίστοφερ εισέβαλε ξανά στο μυαλό της. Τα φιλιά
του, οι καυτές κινήσεις των χειλιών του πάνω στα δικά της, τα λευκά δόντια του που έξυναν τη ρώγα της, τα χέρια του στους γοφούς της καθώς την έκανε να σκύψει και ύστερα... Η Τζόσλιν παραπάτησε. Ο Ρόγιαλ τη συγκράτησε πριν πέσει. «Εντάξει;» Κατάφερε με κόπο να του χαμογελάσει. «Θα πρέπει να πάτησα κάτι. Είμαι καλά». Όμως μια έξαψη είχε απλωθεί πάνω στα στήθη της και ανάμεσά τους κύλησε ιδρώτας. Την εξόργιζε που ακόμα και η ανάμνηση του έρωτά της με τον Κρίστοφερ είχε τέτοια επίδραση πάνω της. Δεν έπρεπε να συμβαίνει αυτό. Υποτίθεται πως ο έλεγχος βρισκόταν στα δικά της χέρια. Ο Κρίστοφερ Μπάρκλεϊ δεν ήταν παρά ένα παιχνίδι, το οποίο θα λάμβανε τέλος μόλις εκείνη το αποφάσιζε. Επανέλαβε αυτά τα λόγια πολλές φορές μέσα της εκείνη τη βραδιά. Ωστόσο αρκετές ώρες αργότερα, καθώς στεκόταν δίπλα στον πατέρα της και είδε τον Κρίστοφερ να μιλά με την υπ’ αριθμόν ένα αντίζηλό της, τη Σεραφίνα Μέιτλιν, η ζήλια έκαψε το στομάχι της σαν αναμμένο κάρβουνο. Πώς τολμάει, σκέφτηκε. Αν σκεφτόταν έστω και για μια στιγμή πως θα μπορούσε να πλαγιάζει ταυτοχρόνως με τη Σεραφίνα Μέιτλιν και με την Τζο, ήταν γελασμένος! Πήρε μερικές βαθιές ανάσες, ξαναβρήκε την αυτοκυριαρχία της και στράφηκε στον πατέρα της, ο οποίος σπανίως παρευρισκόταν σε τέτοιες κοινωνικές εκδηλώσεις. Απόψε είχε έρθει επειδή ο δούκας θα συνόδευε την οικογένειά τους και μόνο για να ευχαριστήσει την κόρη του. «Ο Μπράνσφορντ ήταν αρκετά περιποιητικός απόψε», είπε φανερά ευχαριστημένος. Η Τζόσλιν κούνησε το κεφάλι συμφωνώντας. «Όπως θα έπρεπε να είναι. Στο κάτω κάτω σε τρεις εβδομάδες αρραβωνιαζόμαστε επισήμως». Ο πατέρας της χαμογέλασε. «Η μητέρα σου κι εγώ δε θα μπορούσαμε να είμαστε πιο ικανοποιημένοι». Η Τζο συνέχισε να χαμογελάει, όμως σκεφτόταν τον Κρίστοφερ και ήταν αποφασισμένη να του μιλήσει, να του ξεκαθαρίσει μια για πάντα τους όρους της συμφωνίας τους. Να του διευκρινίσει πως, όσο οι δυο τους ήταν εραστές, δε θα υπήρχαν άλλες γυναίκες στη ζωή του! ***
Ντυμένη Τσέγια, η Λίλι συνομιλούσε με τη λαίδη Άναμπελ Τάουνσεντ και τη λαίδη Σαμπρίνα Τζέφερς, που συμμετείχαν στην πλεκτάνη τους. Η Λίλι προσπαθούσε να μην παρατηρεί τον Ρόγιαλ δίπλα στην Τζο, όμως της ήταν αδύνατον να το αγνοήσει. Πέρασαν στ’ αλήθεια μόνο τρεις μέρες από τότε που πλάγιασε μαζί του; Από τότε που έκαναν παθιασμένο έρωτα στο μικροσκοπικό διαμέρισμά της πάνω από το καπελάδικο; Δεν ήθελε να θυμάται με πόση άνεση την έγδυσε, την επιδεξιότητα των κινήσεών του, που μαρτυρούσε τον μεγάλο αριθμό των γυναικών που είχαν γίνει ερωμένες του. Προσπάθησε επίσης να μη νιώθει θιγμένη από την πρότασή του να γίνει μαιτρέσα του. Όμως δεν μπορούσε να μην αναρωτιέται μήπως το ενδιαφέρον του απέναντί της ήταν απλώς μια παροδική ψυχαγωγία ενόσω περίμενε την όμορφη σύζυγό του. «Τσέγια, πιστεύω πως έχεις γνωρίσει τον λόρδο Γουέλσλι». Η φωνή της Σαμπρίνα διαπέρασε το σύννεφο των σκέψεών της.
Η Λίλι γύρισε προς το μέρος του και τα χρυσά βραχιόλια κουδούνισαν στους καρπούς της. «Έχουμε γνωριστεί. Χαίρομαι που σας ξαναβλέπω, μιλόρδε». Εκείνος υποκλίθηκε ελαφρά. «Παρομοίως, Μαντάμ Τσέγια». «Νομίζω πως καλούν τη λαίδη Σαμπρίνα κι εμένα», είπε καλοπροαίρετα η Άναμπελ. «Δυστυχώς θα πρέπει να μας συγχωρήσετε». Οι κυρίες αναχώρησαν και την άφησαν να κουβεντιάσει με τον καλύτερο φίλο του Ρόγιαλ. «Πώς τα πηγαίνεις, αγαπητή μου;» Το βλέμμα της πετάχτηκε για μια μόνο στιγμή στον Ρόγιαλ. «Αρκετά καλά. Ο Λούμις είναι εδώ. Το ίδιο και η κυρία Κρόουλι. Μάλλον θα είναι μια ενδιαφέρουσα βραδιά». «Πράγματι». Το βλέμμα του φωτίστηκε στιγμιαία όταν κοίταξε τον Ρόγιαλ, όπως και το δικό της. «Αν μπορούσε να αλλάξει τα πράγματα, θα το έκανε». «Ίσως». Αλλά δεν ήταν και τόσο σίγουρη πια. Μέσα σε τρεις εβδομάδες ο Ρόγιαλ θα αρραβωνιαζόταν επισήμως με την πλουσιότερη και ωραιότερη γυναίκα της Αγγλίας. Αν μπορούσε να αλλάξει τα πράγματα, θα ήθελε στ’ αλήθεια να παντρευτεί μια απένταρη γυναίκα; Κάποια η οποία ζούσε άλλοτε στους δρόμους, επιβιώνοντας μόνο με την εξυπνάδα της, την εξαπάτηση και τις κλοπές; Μια γυναίκα της οποίας το σώμα δεν έκρυβε πλέον εκπλήξεις για κείνον; Της ήταν δύσκολο να το πιστέψει. «Ο Λούμις μιλάει στην κυρία Κρόουλι», είπε ο υποκόμης και κοίταξε προς τα κει. «Ας πλησιάσουμε λίγο περισσότερο, μήπως μπορέσουμε να ακούσουμε τι λένε». Η Λίλι κοίταξε την καμπουριασμένη ηλικιωμένη γυναίκα η οποία είχε έρθει λίγο νωρίτερα. Η Μόλι Ντάνιελς είχε γίνει εντελώς αγνώριστη. Ντυμένη ακριβά, με μεταξωτή τουαλέτα σε απαλή γκρι απόχρωση, φορούσε ένα αστραφτερό διαμαντένιο περιδέραιο το οποίο ούτε και το έμπειρο μάτι του Πρέστον Λούμις δε θα έβλεπε ότι ήταν ψεύτικο. Όπως ήταν κανονισμένο, η Σαμπρίνα είχε συστήσει την κυρία Κρόουλι στους καλεσμένους της σαν μια οικογενειακή φίλη από το Γιορκ. Η Μόλι έδειχνε μεγάλη άνεση στη συζήτηση με μια παρέα γυναικών τις οποίες μόλις είχε γνωρίσει. Επίσης είχε συνομιλήσει με τον Γουέλσλι και τον Σάβατζ, οι οποίοι προσποιήθηκαν πως τη γνώριζαν ήδη. Κουβεντιάζοντας δήθεν με φυσικότητα, ο Σέρι οδήγησε τη Λίλι στο σημείο όπου ο Πρέστον Λούμις στεκόταν δίπλα στη Μόλι, η οποία του χαμογελούσε. Κουνούσε πέρα δώθε το κεφάλι της και οι ρυτίδες του προσώπου της φάνταζαν βαθύτερες. «Λοιπόν... τι στο δαίμονα έλεγα; Κάτι για τα ρούχα, έτσι; Ή μήπως συζητούσαμε σχετικά με τα εργοστάσιά μου της κλωστοϋφαντουργίας;» Η Μόλι φορούσε υπερβολική ποσότητα πούδρας και τα μάγουλά της είχαν έντονα ρόδινο χρώμα, σαν να είχε πιει λίγη παραπάνω σαμπάνια. «Τελευταία ξεχνώ όλο και περισσότερο». Ο Λούμις της χάρισε ένα καθησυχαστικό χαμόγελο. «Συζητούσαμε για την υπέροχη τουαλέτα που φοράτε, κυρία, αλλά πιστεύω πως αναφέρατε επίσης και κάτι για ένα εργοστάσιο». Τα πυκνά γκρίζα φρύδια της έσμιξαν. «Δε θυμάμαι τι ήταν. Ίσως μιλούσα για τον άνθρακα. Βλέπετε, ο συχωρεμένος ο σύζυγός μου, ο Φρέντι, αγόρασε δύο καινούρια ανθρακωρυχεία λίγο πριν πεθάνει, ο Θεός ας αναπαύσει την ψυχή του». Το ενδιαφέρον του Λούμις κεντρίστηκε. «Ώστε έτσι, ε; Ενδιαφέρομαι κι εγώ για τη μεταλλευτική βιομηχανία. Ίσως θα μπορούσαμε να συζητήσουμε το θέμα σε κάποια άλλη περίσταση».
Η κυρία Κρόουλι χαμογέλασε πλατιά. «Όπως και ο Φρέντι μου. Του μοιάζετε μάλιστα κάπως. Είστε νεότερος, φυσικά, μα το ίδιο όμορφος όσο κι ο Φρέντι μου». Ο Πρέστον χαμογέλασε και συνέχισε να συζητάει με τη Μόλι, ενώ ο Σέρινταν απομακρύνθηκε μαζί με τη Λίλι. Χαχάνισε ελαφρά. «Νομίζω πως η κυρία Κρόουλι έβγαλε λαγό». «Ο θείος μου λέει πως είναι η καλύτερη απατεώνισσα που γνώρισε ποτέ του». «Σίγουρα δείχνει να ξέρει πολύ καλά τη δουλειά της. Ο Λούμις την κοιτούσε και του έτρεχαν τα σάλια». Η Λίλι τότε γύρισε και είδε τον Τζόναθαν Σάβατζ να πλησιάζει. «Όλα φαίνονται να πηγαίνουν καλά», είπε ρίχνοντας μια ματιά στον Λούμις και την κυρία Κρόουλι. Ο Τζόναθαν ήταν ακριβώς το αντίθετο του Ρόγιαλ, μελαχρινός, με σκούρα μάτια και διαβολικά όμορφος. «Καλύτερα να κυκλοφορήσω λίγο», είπε η Λίλι, γιατί εκείνη τη στιγμή ο Λούμις είχε τελειώσει τη συζήτηση με την πλούσια χήρα και ίσως να αναζητούσε την Τσέγια. Κοντοστάθηκε να χαιρετήσει τον λόρδο Νάιτινγκεϊλ και τη σύζυγό του, οι οποίοι ήταν πολύ φιλικοί, όπως πάντα. Ύστερα κάποιος χτύπησε ελαφρά τον ώμο της. Η Λίλι γύρισε και είδε τη θεία του Ρόγιαλ, την Άγκαθα, τη λαίδη Τάβιστοκ, να στέκεται δίπλα της σαν να είχε εμφανιστεί από το πουθενά. «Μπορούμε να πούμε δυο κουβέντες, αγαπητή μου;» Μια αόριστη ανησυχία τρύπωσε μέσα της. «Όπως επιθυμείτε», είπε η Λίλι με κάπως πιο έντονη προφορά απ’ αυτή που χρησιμοποιούσε συνήθως. Η λαίδη Τάβιστοκ την οδήγησε λίγα μέτρα πιο πέρα, όπου μπορούσαν να έχουν μια σχετική ησυχία. «Το κοστούμι σου είναι εξαιρετικό, αγαπητή μου, αναρωτιέμαι όμως γιατί το φοράς». Το στομάχι της έγινε κόμπος. Πώς ήταν δυνατόν η χήρα κόμισσα να την έχει αναγνωρίσει; Πήρε βαθιά ανάσα. «Φοβάμαι πως ντεν καταλαβαίνω τι εννοείτε». «Εγώ είμαι σίγουρη πως καταλαβαίνεις, αγαπητή μου. Και θα ήθελα να μάθω σε τι είδους ανοησίες σε έμπλεξε ο ανιψιός μου για να αναγκαστείς να μεταμφιεστείς σε Τσιγγάνα». Ευτυχώς, τότε ακριβώς εμφανίστηκε ο λόρδος Γουέλσλι. Χαμογέλασε στη λαίδη Τάβιστοκ. «Βλέπω πως γνωρίσατε τη Μαντάμ Τσέγια. Προβλέπει καμιά καλοτυχία για σας;» «Προβλέπει ότι ο ανιψιός μου θα βρει τον μπελά του. Όπως φαντάζομαι, εσείς και οι υπόλοιποι φίλοι του έχετε αναμειχθεί σ’ αυτό το θέατρο, γι’ αυτό εξηγήστε μου για ποιο λόγο ο Ρόγιαλ έβαλε αυτή την όμορφη νεαρή γυναίκα να πάρει μέρος σε μία από τις εξωφρενικές φάρσες του». Ο υποκόμης κοίταξε τη Λίλι πάνω από το κεφάλι της ηλικιωμένης θείας, ύστερα την πήρε αγκαζέ. «Ελάτε μαζί μου, μιλαίδη. Πιθανότατα θα το αποδοκιμάσετε, ίσως όμως όταν καταλάβετε να είστε πρόθυμη να βοηθήσετε κι εσείς». Έριξε στη Λίλι μια ματιά που έλεγε πως δεν είχε άλλη επιλογή και απομάκρυνε τη χήρα κόμισσα. Η Λίλι ανέπνευσε με ανακούφιση και τότε σχεδόν συγκρούστηκε με τον Πρέστον Λούμις, του οποίου τα ανοιχτόχρωμα γαλάζια μάτια σχεδόν χοροπηδούσαν. «Τη γνώρισα, Τσέγια. Τη γριά που μου έλεγες». Η Λίλι ανέκτησε την αυτοκυριαρχία της και κατένευσε με ύφος σοβαρό. «Υπήρχαν σημάδια. Τα είδα... όπως συμβαίνει μερικές φορές». «Θέλω να συναντηθούμε», είπε ο Λούμις. «Πότε μπορούμε να το κανονίσουμε;»
Αυτό ήταν. Επιτέλους, συνέβαινε όπως ακριβώς το είχαν σχεδιάσει. Η Λίλι συνοφρυώθηκε, υποκρινόμενη πως σκεφτόταν πότε ήταν ελεύθερη. «Η Τρίτη θα ήταν μια καλή μέρα». Τη Δευτέρα ήταν τα επίσημα εγκαίνια του καπελάδικου, επιπλέον δεν ήθελε να φανεί υπερβολικά πρόθυμη. «Μπορείτε να έρθετε στο σπίτι μου στο Πικαντίλι. Το μεσημέρι θα ήταν καλύτερα». Του έδωσε τη διεύθυνση και ο Λούμις έγνεψε καταφατικά. «Εντάξει, Τρίτη. Ανυπομονώ να ιδωθούμε τότε». «Δεν είναι σίγουρο πως θα έχω να σας πω περισσότερα. Όμως υπάρχει μία πιθανότητα». Της χαμογέλασε με φανερή προσμονή, κάνοντας τις άκρες του μουστακιού του να ανασηκωθούν. Τέλος, έκανε μια υπόκλιση με το κεφάλι. «Την Τρίτη λοιπόν. Να έχετε ένα καλό βράδυ, κυρία». Αυτό ήταν. Τώρα θα άρχιζε να κάνει οικονομικές προβλέψεις για τον Λούμις. Στην αρχή, αυτές οι προβλέψεις θα απέδιδαν. Στο τέλος, αν όλα πήγαιναν καλά, ο Λούμις θα έπαιρνε ένα πολύ δαπανηρό μάθημα. Κοίταξε προς τον Ρόγιαλ, αλλά δεν είδε ούτε εκείνον ούτε την Τζο. Η καρδιά της βούλιαξε. Μήπως είχαν ξεγλιστρήσει κάπου μαζί; Μήπως τη φιλούσε, την άγγιζε; Η εξαδέλφη της δεν είχε πει λέξη για το δεύτερο ραντεβού της με τον Κρίστοφερ Μπάρκλεϊ. Άραγε είχε κουραστεί ήδη από τον εραστή της και τώρα ήταν πρόθυμη να γνωρίσει κάτι καινούριο; Και ο Ρόγιαλ; Μήπως το γεγονός ότι η Λίλι αρνήθηκε να γίνει μαιτρέσα του τον έκανε απλώς να στραφεί στη μέλλουσα γυναίκα του; Κι αν ήταν μαζί, πώς θα μπορούσε να τους κατακρίνει; Έψαξε με το βλέμμα τριγύρω στην αίθουσα, οι δυο τους όμως ήταν άφαντοι. Αγνοώντας την ξαφνική ναυτία της, η Λίλι έφυγε βιαστικά από την αίθουσα και διέσχισε το διάδρομο προς τις σκάλες των υπηρετών, θέλοντας να ανέβει και να αλλάξει το κοστούμι της Τσέγια, ώστε να φύγει από τη δεξίωση. Δε θα κατέβαινε και πάλι ως Λίλι. Η Τζόσλιν και οι γονείς της συνοδεύονταν από τον δούκα, οπότε η Λίλι είχε προφασιστεί πονοκέφαλο και έμεινε στο σπίτι. Όταν άλλαξε, βγήκε από το σπίτι και πήγε γρήγορα να βρει το θείο της, ο οποίος την περίμενε πίσω από το στάβλο, μέσα σε μια νοικιασμένη άμαξα, για να τη συνοδεύσει ως το σπίτι. Η Μόλι ήταν μαζί του κι ήταν κι οι δυο ενθουσιασμένοι για την επιτυχία της βραδιάς. Η Λίλι σκέφτηκε πάλι τον Ρόγιαλ, όμως αγνόησε τον πόνο στην καρδιά της και ανέβηκε στην άμαξα. ***
Η Τζόσλιν είδε τον Κρίστοφερ να δραπετεύει από την μπαλκονόπορτα έξω στη βεράντα. Τον παρακολούθησε για μια στιγμή με την καρδιά της να χτυπάει δυνατά και αναρωτήθηκε αν η Σεραφίνα Μέιτλιν θα τον ακολουθούσε. Η κοκκινομάλλα όμως ήταν απασχολημένη να ψυχαγωγεί μια παρέα θαυμαστών και δε φαινόταν διατεθειμένη να φύγει. Ζητώντας συγνώμη για να αποσυρθεί στο δωμάτιο ανάπαυσης, η Τζόσλιν έτρεξε προς το διάδρομο κι από κει βγήκε στα σκοτάδια της βεράντας. Λίγα μέτρα μακριά, ο Κρίστοφερ καθόταν μόνος στο σκοτάδι. Η άκρη του πούρου του έλαμπε μέσα στη μαύρη νύχτα. Η Τζόσλιν προετοιμάστηκε καθώς τον πλησίαζε και ο εκνευρισμός της μεγάλωνε σε κάθε βήμα. Ο Κρίστοφερ γύρισε ακούγοντας τα απαλά βήματά της στις πέτρινες πλάκες και έγειρε πίσω στο
παραπέτο, δαγκώνοντας το πούρο ανάμεσα στα ίσια, κάτασπρα δόντια του. Η Τζόσλιν σήκωσε το χέρι της, τράβηξε το πούρο απότομα απ’ το στόμα του και το πέταξε στον κήπο. Ο Κρις ανασήκωσε το φρύδι. «Βλέπω πως είσαι πάλι στις κακές σου». «Τι έκανες με τη Σεραφίνα Μέιτλιν;» «Ψυχαγωγούσα τον εαυτό μου ενώ εσύ καμάρωνες και φλέρταρες με τον δούκα». «Δεν καμάρωνα. Και τι εννοείς ψυχαγωγούσες τον εαυτό σου; Αν νομίσεις έστω και για μια στιγμή πως θα ανεχτώ να σαγηνέψεις αυτή τη γυναίκα και να την παρασύρεις στο κρεβάτι σου ενώ κάνεις έρωτα σ’ εμένα...» Ο Κρίστοφερ άρπαξε το μπράτσο της και την τράβηξε με δύναμη πάνω του. «Νομίζεις πως προσπαθούσα να τη σαγηνέψω; Είσαι ανόητη. Εσύ είσαι η γυναίκα που θέλω στο κρεβάτι μου. Εσύ, Τζόσλιν... με τα ξεσπάσματα και τις ιδιοτροπίες σου. Θέλω να σου κάνω έρωτα ώσπου να φύγει από μέσα σου όλο το θράσος. Ώσπου να παραδεχτείς ότι είμαι ο μοναδικός άντρας που χρειάζεσαι». Το σοκ την είχε κοκαλώσει. «Άξεστε... αλαζονικέ...» Μα ο εξάψαλμός της σταμάτησε όταν το πάθος απ’ τα λόγια του άρχισε να διαπερνά τη συνείδησή της. Ήθελε εκείνη. Μόνο εκείνη. Κοίταξε τα σφιγμένα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Το βλέμμα του την καθήλωνε, την προκαλούσε να αποτελειώσει τη φράση της. Αντί γι’ αυτό, τα δάχτυλά της τυλίχτηκαν στα πέτα του σακακιού του, σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και τον φίλησε. Δυο δυνατά μπράτσα την έσφιξαν και το στόμα του Κρίστοφερ κόλλησε με βία στο δικό της. Τη φίλησε όπως δεν είχε τολμήσει κανένας άντρας, μαγεύοντας, αιχμαλωτίζοντάς τη μέσα στη δύναμη του πάθους του. Το φιλί δεν έλεγε να τελειώσει, κι όταν αυτό έγινε, της φάνηκε πολύ σύντομο. Όταν ο Κρίστοφερ απομακρύνθηκε βαριανάσαιναν κι οι δυο. «Πήγαινε πάλι μέσα, Τζο», της είπε με τραχύτητα. «Πριν σε κάνω δική μου εδώ έξω, στη βεράντα». Η Τζο στεκόταν εκεί και τα πόδια της έτρεμαν κάτω από τις φαρδιές φούστες της. Ένας λυγμός ξέφυγε από το λαιμό της. «Πήγαινε», της είπε, πιο μαλακά αυτή τη φορά. «Για το καλό και των δυο μας». Η Τζόσλιν γύρισε κι έφυγε τρέχοντας. Κάτι της συνέβαινε. Κάτι που δεν καταλάβαινε καθόλου. Ποτέ δεν είχε τρομάξει τόσο πολύ στη ζωή της.
Κεφάλαιο 22 Τη Δευτέρα έγινε η επίσημη έναρξη του καταστήματος Λίλι Παντ. Στην επιγραφή πάνω από την πόρτα, και με μικρότερα γράμματα, έγραφε επίσης: Εκλεκτά Είδη Πιλοποιίας. Η Λίλι χαμογελούσε πλατιά κάθε φορά που την έβλεπε. Στο τέλος της προηγούμενης εβδομάδας είχε προσλάβει μια νεαρή υπάλληλο, τη Φλόρα Πέρκινς, για να εργάζεται μερικές ώρες κάθε μέρα, έτσι ώστε η Λίλι να μπορεί να φεύγει από το μαγαζί αν χρειαζόταν. Επίσης και για να έχει περισσότερες ώρες για ράψιμο. Η Λίλι ήλπιζε πως κάποια στιγμή
θα είχε αρκετή δουλειά, ώστε να χρειάζεται μια βοηθό, κι έτσι θα μπορούσε να εκπαιδεύσει τη Φλόρα στο ράψιμο καπέλων. Ετούτο το πρωί το άχαρο κορίτσι με τα κόκκινα μαλλιά είχε έρθει στις δέκα, έτσι η Λίλι είχε αρκετό χρόνο για να πάει στο Πικαντίλι για το μεσημεριανό ραντεβού με τον Πρέστον Λούμις. Όταν έφτασε, υπήρχε ένας άντρας στο σπίτι. Η Ντότι Χομπς είπε πως το όνομά του ήταν Τσέις Μόργκαν. Ντυμένη με την τσιγγάνικη μεταμφίεσή της η Λίλι πέρασε από την παλινδρομική πόρτα και φρέναρε απότομα βλέποντας τον Ρόγιαλ καθισμένο στο τραπέζι της κουζίνας. Αγνόησε αποφασιστικά την ταραχή που ένιωσε. «Τι κάνεις εδώ;» τον ρώτησε προσπαθώντας να ακουστεί ήρεμη. «Ο Μόργκαν ήταν απασχολημένος. Ήρθα στη θέση του». «Μα...μα... δεν μπορείς να είσαι εδώ. Αν σε δει ο Λούμις θα σε αναγνωρίσει. Για το όνομα του Θεού, είσαι ο δούκας του Μπράνσφορντ!» Όμως δεν ήταν ντυμένος σαν δούκας. Φορούσε την απλή κιλότα ιππασίας και το πουκάμισο από βατίστα που φορούσε στο πανδοχείο. Καθώς το βλέμμα της περιεργαζόταν το γυμνασμένο σώμα του, η Λίλι σκέφτηκε πως σήμερα ήταν ακόμα πιο όμορφος απ’ ό,τι στο σουαρέ των Γουάιχερστ με το επίσημο ντύσιμο. «Θα παραμείνω αθέατος στην κουζίνα», υποσχέθηκε. «Όμως θα είμαι κοντά αν με χρειαστείς. Αν ο Λούμις σε απειλήσει με οποιονδήποτε τρόπο, απλώς κάλεσέ με». «Δε χρειάζομαι την προστασία σου, Ρόγιαλ. Είμαι αρκετά ικανή να φροντίσω τον εαυτό μου». Τα χείλη του χαμογέλασαν ελαφρά. «Ίσως. Ποτέ δεν παύεις να με εκπλήσσεις, γλυκιά μου. Έτσι κι αλλιώς όμως, θα μείνω». Άνοιξε το στόμα της να διαμαρτυρηθεί, αλλά έβγαλε μόνο ένα επιφώνημα αγανάκτησης. Έκανε μεταβολή και βγήκε απ’ την κουζίνα εκνευρισμένη, περνώντας δίπλα από την Ντότι Χομπς. Η πόρτα έκλεισε πίσω της και άκουσε την Ντότι να γελάει με κάτι που είχε πει ο Τσέις Μόργκαν. Ακούστηκε επίσης το κροτάλισμα των φλιτζανιών, καθώς η Ντότι προφανώς του ετοίμαζε το τσάι. Προσπαθώντας να μη σκέφτεται τον Ρόγιαλ με την Τζο τη βραδιά του σουαρέ, η Λίλι μπήκε στο σαλόνι και κάθισε βαριά στον καναπέ. Η μαύρη περούκα τής έφερνε φαγούρα, ενώ το κουδούνισμα των βραχιολιών σε κάθε κίνησή της τέντωνε τα νεύρα της. Βλαστήμησε μέσα της. Όλα αυτά τα έκανε για τον Ρόγιαλ, εκείνη τη στιγμή ωστόσο δεν είχε ιδέα γιατί. Μπορεί να ήταν ένας δούκας, αυτό όμως δεν τον εμπόδιζε να είναι ένας υπεροπτικός, αυταρχικός, ξεροκέφαλος και υπερπροστατευτικός άντρας που ήθελε να γίνεται το δικό του. Σίγουρα θα ήταν αφόρητο για μια γυναίκα να ζει μαζί του. Λυπόταν την εξαδέλφη της που θα γινόταν σύζυγός του. Η Λίλι αναστέναξε και έγειρε πίσω στον καναπέ. Σπάνια έλεγε ψέματα στον εαυτό της, τώρα όμως το έκανε. Όσα ελαττώματα κι αν είχε ο Ρόγιαλ, η Λίλι ήταν ερωτευμένη μαζί του. Κι αυτό φυσικά δεν της έκανε καλό. Κοίταξε το ρολόι πάνω στο ράφι και είδε πως κόντευε μεσημέρι. Μέσα από τις δαντελένιες κουρτίνες είδε τον Πρέστον Λούμις να ανεβαίνει τα μπροστινά σκαλοπάτια και να χτυπάει τη βαριά δρύινη πόρτα. Η Λίλι περίμενε να του ανοίξει η κυρία Χομπς κι ύστερα σηκώθηκε να τον υποδεχτεί. «Κύριε Λούμις, περάστε παρακαλώ». Του έγνεψε να πλησιάσει στο μικρό στρογγυλό τραπέζι που ήταν σκεπασμένο με ένα κόκκινο μαντίλι με κρόσσια. Κάθισαν στις δύο καρέκλες με την ψηλή
πλάτη. «Εκτιμώ που δέχτηκες να με δεις, Τσέγια». Ο Λούμις χαμογέλασε. Η Λίλι παρατήρησε πως είχε πολύ μεγάλα δόντια, τα οποία όμως δεν είχε ξαναδεί, γιατί κρύβονταν πίσω από το μουστάκι του. Το σακάκι και το παντελόνι του ήταν τέλεια σιδερωμένα και τα γκρίζα μαλλιά του έλαμπαν. «Δε σε πειράζει να σε λέω έτσι, ελπίζω. Η θεία σου κι εγώ ήμαστε πολύ καλοί φίλοι. Νιώθω σαν να υπάρχει φιλία και μεταξύ μας». Ήταν πολύ καλός στη γαλιφιά. Διόλου παράξενο που είχε τέτοια επιτυχία στη δουλειά του. «Κολακεύομαι. Αν το επιθυμείτε, για σας είμαι απλώς η Τσέγια». Έγνεψε φανερά ικανοποιημένος. Το βλέμμα του εξέτασε με περιέργεια το πρόσωπό της, τα ίσια μαύρα μαλλιά που σκέπαζαν το μέτωπό της. «Τα μάτια σου... έχουν μια ασυνήθιστη απόχρωση του πράσινου και το δέρμα σου είναι πολύ λευκό για Τσιγγάνας». Ανασήκωσε τους ώμους της. «Ο πατέρας μου ήταν γκάντζο, Γάλλος». Την κοίταξε απέναντί του στο τραπέζι. Τα ανοιχτά γαλάζια μάτια του ήταν διαπεραστικά. «Ήρθα με την ελπίδα πως θα μπορούσες να με βοηθήσεις. Έχεις δει κάτι;» Η Λίλι ανακάθισε πιο ίσια στην καρέκλα της. «Όχι πολλά. Μόνο έναν αγώνα με θαλάσσιες λέμβους. Στοιχημάτισε ένα καλό ποσό, γιατί είσαι προορισμένος να κερδίσεις». «Τι είδους αγώνας είναι αυτός;» «Τέσσερις άντρες. Φίλοι και ανταγωνιστές. Θα συναγωνιστούν σε ταχύτητα στον Τάμεση, κάποια στιγμή σύντομα. Θα νικήσει ο μελαχρινός». Ο Λούμις φάνηκε εντυπωσιασμένος. «Πώς τα ξέρεις αυτά τα πράγματα; Πώς μπορείς να είσαι σίγουρη πως είναι αλήθεια;» Την περίμενε αυτή την ερώτηση. Τα αστέρια ήταν τα απαραίτητα διαπιστευτήρια για τις προβλέψεις της. «Αν ήσαστε εδώ τη νύχτα, θα σας έδειχνα». Σηκώθηκε, πήγε ως το σεκρετέρ δίπλα στον τοίχο και άνοιξε το καπάκι. Από μέσα έβγαλε έναν τυλιγμένο χάρτη και επέστρεψε στο τραπέζι. «Τι είναι αυτό;» ρώτησε ο Λούμις. Ξετύλιξε το χάρτη. Επάνω υπήρχαν σχέδια που απεικόνιζαν τον νυχτερινό ουρανό του Λονδίνου σε διαφορετικές εποχές του χρόνου. «Τη νύχτα κοιτάζω τα αστέρια. Να... βλέπετε αυτό;» Του έδειξε έναν από τους αστερισμούς. «Αυτός είναι ο Κύων. Δίπλα του ο Ωρίων, ο κυνηγός. Τη νύχτα παρατηρώ τα αστέρια και μερικές φορές όταν το κάνω σχηματίζονται εικόνες μέσα στο κεφάλι μου». Ο Λούμις ζάρωσε το μέτωπο. «Η Μέντελα δεν το έκανε αυτό». «Όχι. Είναι κάτι που μου είχε διδάξει η μητέρα μου. Με βοηθάει να βλέπω πιο καθαρά. Τις περισσότερες φορές συναντώ κάποιον και έχω μια σκέψη, αλλά για πιο καθαρή εικόνα κοιτάζω τα αστέρια». Φάνηκε να το σκέφτεται και η Λίλι κρατούσε την ανάσα της, παρακαλώντας να κινήσει το ενδιαφέρον του. Το ζάρωμα εξαφανίστηκε από το μέτωπό του. «Πες μου περισσότερα γι’ αυτό τον αγώνα». «Ξέρω μόνο ότι ο άνθρωπος που θα κερδίσει θα σου αποφέρει χρήματα κάποια στιγμή στο μέλλον». «Εννοείς κάποιο είδος επένδυσης;» Καμώθηκε πως το συλλογιζόταν. Ύστερα κατένευσε. «Ναι, πιστεύω πως θα είναι κάτι τέτοιο». Ο Λούμις σηκώθηκε από την καρέκλα του. «Θα δω τι μπορώ να μάθω γι’ αυτό τον αγώνα. Αν
έχεις δίκιο, θα επιστρέψω». Ακούμπησε ένα πουγκί με νομίσματα μπροστά της, πάνω στο τραπέζι. «Καλημέρα, Τσέγια». Έγειρε το κεφάλι της. «Κύριε Λούμις». Περίμενε ώσπου να φύγει από το σπίτι κι ύστερα πήγε γρήγορα στην κουζίνα, πέφτοντας όμως πάνω στον Ρόγιαλ τη στιγμή που έσπρωχνε την παλινδρομική πόρτα. Τη γράπωσε για να μην πέσει και η Λίλι αναρίγησε. «Πρόσεχε, γλυκιά μου». Παλλόταν ολόκληρος από την ένταση λόγω της επίσκεψης του Λούμις. Της έγνεψε να προχωρήσει στο σαλόνι. «Απ’ ό,τι μπόρεσα να ακούσω, μάλλον σε πίστεψε απολύτως». «Έκανε ερωτήσεις. Του έδωσα τις απαντήσεις που ήθελε να ακούσει». Της χαμογέλασε. «Είσαι αξιοθαύμαστη». Τα μάγουλά της κοκκίνισαν στο παίνεμά του. «Σου είπα, δε χρειαζόταν να βρίσκεσαι εδώ. Ο Λούμις ήταν ένας τζέντλεμαν». Το χαμόγελό του έσβησε. «Ίσως αυτή τη φορά. Αν όμως θελήσει να σε συναντήσει ξανά, θα περιμένω να με ειδοποιήσεις. Επίσης θέλω να το μάθω αν το τσιράκι του, ο Μακγκρού, εμφανιστεί εδώ ξανά». Άνοιξε το στόμα της να διαμαρτυρηθεί, τότε όμως ένιωσε να την πιάνει από το μπράτσο. «Θα βάλω ένα τέρμα σ’ αυτή την υπόθεση, Λίλι, τ’ ορκίζομαι. Δε θα σε αφήσω να πάθεις κακό». Η καρδιά της σφίχτηκε. Δεν μπορούσε να αγνοήσει το ενδιαφέρον του. Ό,τι και να ένιωθε γι’ αυτήν, ήταν βέβαιο πως δεν ήθελε να της συμβεί το παραμικρό. Πόσο θα ήθελε κι εκείνη να είχαν τελειώσει όλα αυτά! Τώρα όμως είχαν προχωρήσει πάρα πολύ για να σταματήσουν. Ο θείος Τζακ και η Μόλι θα έπαιρναν ένα μερίδιο από το ποσό που θα κατάφερναν να πάρουν από τον Λούμις και η Λίλι ήξερε πόσο πολύ βασίζονταν σ’ αυτά τα χρήματα. Ήθελε να το κάνει και γι’ αυτούς. Και για τον Ρόγιαλ. Επομένως δεν είχε άλλη επιλογή από το να πειθαρχήσει σε ό,τι της ζητούσε. «Εντάξει, θα σε ειδοποιήσω. Αλλιώς θα τα ξαναπούμε στο Ρεντ Ρούστερ». Τότε άφησε το χέρι της. «Έτσι μπράβο, κορίτσι μου». Ναι, ήταν το δικό του κορίτσι, με κάθε έννοια. Αναρωτήθηκε αν το ήξερε κι εκείνος. Για μια στιγμή απλώς την κοίταξε και φάνηκε έτοιμος να πει περισσότερα. Στο τέλος έκανε μια ελαφριά υπόκλιση. «Θα σε δω στην αυριανή συνάντηση». Του έγνεψε καταφατικά. Ο Ρόγιαλ ύστερα έφυγε από την πίσω πόρτα, όπως είχε έρθει, και η Λίλι ανέπνευσε με ανακούφιση. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά. Οι παλάμες της είχαν ιδρώσει. Το σώμα της δονούνταν ακόμα από τη στιγμιαία επαφή τους. Της φαινόταν απίστευτη αυτή η επίδραση που είχε πάνω της αυτός ο άντρας. Δεν μπορούσε να βρεθεί στο ίδιο δωμάτιο μαζί του χωρίς να ποθήσει το φιλί του... και πολύ περισσότερα. Βήματα ακούστηκαν και η Ντότι όρμησε μέσα από την παλινδρομική πόρτα. «Θεέ μου, φοβερός δεν είναι αυτός ο άντρας; Μου ήρθε να λιποθυμήσω σαν κοριτσόπουλο». Η Ντότι έριξε μια ματιά προς την πόρτα απ’ όπου είχε εξαφανιστεί ο Ρόγιαλ. «Φοβερός, πράγματι», είπε η Λίλι συγκρατώντας το χαμόγελό της. Σκέφτηκε τα όσα ήταν διατεθειμένος να κάνει ο Ρόγιαλ προκειμένου να την προστατέψει και
ευχήθηκε να μπορούσε να καταλάβει τι σήμαινε αυτό. ***
Ο Ρόγιαλ καθόταν στο συνηθισμένο τραπέζι τους στο καπηλειό του πανδοχείου Ρεντ Ρούστερ. Η Λίλι καθόταν απέναντί του και η ομορφιά της έκανε το στήθος του να πονάει. «Όλα λοιπόν πήγαν σύμφωνα με το σχέδιο», είπε ο Τσαρλς Σινκλέρ κοιτάζοντας τη Λίλι για επιβεβαίωση. «Η συνάντηση κύλησε ομαλά», του είπε. «Αν δεν πάει κάτι στραβά, ο Λούμις την έχει πατήσει για τα καλά». «Και του ανέφερες τον κωπηλατικό αγώνα;» «Του είπα ότι ο μελαχρινός θα κερδίσει τη λεμβοδρομία, όπως είχαμε συνεννοηθεί». «Θα μιλήσω στον Σάβατζ και τους άλλους», είπε ο Ρόγιαλ, «να ετοιμάζονται σιγά σιγά. Οι Κωπηλάτες οργανώνουν συχνά κάποιους αγώνες, έτσι δε θα είναι κάτι αναπάντεχο». «Ώστε λοιπόν ο Σάβατζ θα νικήσει», είπε ο Τζακ Μόραν σχεδόν περιχαρής που θα έχανε ο Ρόγιαλ. Ο τελευταίος αναρωτήθηκε πόσα είχε μαντέψει ο θείος της Λίλι για τη σχέση του μαζί της. Για την περασμένη σχέση του, διόρθωσε τον εαυτό του. Ό,τι κι αν ήξερε ή νόμιζε πως ήξερε ο Τζακ, ήταν φανερό πως δεν το ενέκρινε. Και είχε απόλυτο δίκιο. Ο Ρόγιαλ κοίταξε προς τη Λίλι και την έπιασε να τον παρακολουθεί. Τα μάγουλά της κοκκίνισαν χαριτωμένα και έστρεψε γρήγορα το βλέμμα της αλλού. Την ήθελε πολύ. Δεν μπορούσε να βγάλει από το νου του την εικόνα του λεπτού κορμιού της κάτω από το δικό του, να κινείται με ασυγκράτητο πάθος. Τις γλυκές μικρές κραυγές της ηδονής. «Και ο Σάβατζ είναι ενήμερος;» ρώτησε ο Σινκλέρ διακόπτοντας το ονειροπόλημά του. Ο Ρόγιαλ κούνησε το κεφάλι καταφατικά. «Μετά τον αγώνα θα μιλήσει στον Λούμις, θα του αναφέρει πως παρέχει υψηλότοκα βραχυπρόθεσμα δάνεια σε μια ομάδα Αμερικανών. Θα προσφέρει στον Λούμις μια ευκαιρία να συνεταιριστεί μαζί του και, αν εκείνος συμφωνήσει, μία εβδομάδα αργότερα θα πάρει πίσω τα λεφτά του συν ένα σημαντικό κέρδος». «Αυτό θα πρέπει να τον εντυπωσιάσει», είπε ο Σινκλέρ. «Ναι, μόνο που αυτά τα χρήματα θα πρέπει να τα πληρώσω ο ίδιος». Μ’ έναν αέρα σιγουριάς ο Τζακ έγειρε πίσω στην καρέκλα του. «Μην ανησυχείς, παλικάρι μου, θα πάρεις κι εσύ πίσω τα λεφτά σου. Και δε θα ’ναι καθόλου ευκαταφρόνητο ποσό». Ίσως να γινόταν έτσι. Ή ίσως και να αποτύγχανε το όλο σχέδιο κι έτσι ο Ρόγιαλ να έχανε χρήματα που δεν είχε καθόλου την πολυτέλεια να χάσει. «Εμένα με κρατάτε για το τέλος, έτσι;» ρώτησε η Μόλι. «Το καλό πράγμα έρχεται πάντα στο τέλος», είπε ο Τζακ και τύλιξε το μπράτσο του γύρω από τη μέση της Μόλι. «Θα συνεννοηθούμε για τις λεπτομέρειες στην πορεία», είπε ο Σινκλέρ. «Ως τότε, ας συγκεντρωθούμε στον αγώνα και την επένδυση που θέλουμε να κάνει ο Λούμις». Συζήτησαν μερικές ακόμα πιθανότητες, αλλά ο Τζακ και η Μόλι είχαν κάποιο θέλημα να κάνουν, έτσι αποχαιρέτησαν και ετοιμάστηκαν να φύγουν. «Τσάρλι, θα φροντίσεις να συνοδεύσεις τη Λίλι μέχρι τη στάση με τις άμαξες;» «Θα ήταν ευχαρίστησή μου».
Ο Τζακ και η Μόλι έφυγαν από το πανδοχείο και οι υπόλοιποι συζήτησαν τις τελευταίες λεπτομέρειες για τον αγώνα. «Εντάξει, λοιπόν», είπε ο Σινκλέρ και σηκώθηκε απ’ την καρέκλα του. Τώρα που κανονίστηκε κι αυτό, η συνάντησή μας ολοκληρώθηκε». Τράβηξε την καρέκλα της Λίλι και τη βοήθησε να σηκωθεί. «Έλα, αγαπητή μου. Θα σε συνοδεύσω μέχρι τη γωνία». Εκείνη έγνεψε καταφατικά χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά στον Ρόγιαλ. Κάθε βδομάδα έρχονταν κι έφευγαν χωριστά. Ο Ρόγιαλ περίμενε μερικά λεπτά ώσπου η Λίλι και ο Σινκλέρ να ανέβουν τα σκαλοπάτια και να βγουν στο δρόμο, ύστερα ξεκίνησε κι εκείνος. Όταν έφτασε στη γωνία, η Λίλι στεκόταν εκεί και περίμενε μια άμαξα. Ο Σινκλέρ εξαφανιζόταν πιο κάτω στο δρόμο. Είπε στον εαυτό του να γυρίσει και να φύγει, τα πόδια του όμως αρνιούνταν να υπακούσουν. Η Λίλι τον είδε και πάγωσε όταν ο Ρόγιαλ άρχισε να την πλησιάζει. Ο Ρόγιαλ δεν είδε το κοκαλιάρικο αγόρι που όρμησε στο δρόμο του, ώσπου συγκρούστηκαν. «Συγνώμη, κύριε», είπε το αγόρι και γύρισε να φύγει τρέχοντας προς την αντίθετη κατεύθυνση. Το χέρι της Λίλι όμως πετάχτηκε και το άρπαξε από το φθαρμένο παλτό. Ο Ρόγιαλ μπήκε μπροστά του κλείνοντάς του το δρόμο. Η Λίλι κοίταξε πρώτα το αγόρι κι ύστερα τον Ρόγιαλ. «Νομίζω πως σας έπεσε αυτό, εξοχότατε». Σήκωσε το πουγκί με τα νομίσματα, το οποίο ο Ρόγιαλ έκρυβε στην εσωτερική τσέπη του παλτού του. «Να με πάρει...» είπε το αγόρι γουρλώνοντας τα μάτια, «είσαι πολύ καλή. Δεν ένιωσα τίποτα». «Μα τι στην οργή...» Ο Ρόγιαλ κοιτούσε απορημένος το δερμάτινο πουγκί που του έδινε η Λίλι. «Είναι πορτοφολάς, εξοχότατε». Γύρισε στο αγόρι, το οποίο την κοιτούσε με πελώρια, φοβισμένα μάτια. Δε θα ήταν παραπάνω από έντεκα με δώδεκα χρόνων, μικροκαμωμένος για την ηλικία του και εντελώς πετσί και κόκαλο. «Ποιος σε δασκάλεψε;» τον ρώτησε; «Ο Χάρι Ο;» Το αγόρι πήγε να το σκάσει, αλλά ο Ρόγιαλ τον άρπαξε από τους ώμους. «Φρόνιμα, μικρέ». «Ποιος;» τον πίεσε η Λίλι. Το αγόρι σταμάτησε να παλεύει και στάθηκε εκεί με ύφος ηττημένο. «Ο Φαστ Έντι. Αλλά ήμουν μονάχος μου για κάμποσο». «Άνθρωποι σαν τον Χάρι και τον Έντι μαθαίνουν σε παιδιά να κλέβουν και τα ανταμείβουν με ένα πιάτο φαΐ κι ένα μέρος να κοιμηθούν». «Θα φωνάξετε τους αστυνόμους;» Ο Ρόγιαλ ένιωσε συμπόνια για το ρακένδυτο παιδί. «Πώς σε λένε;» τον ρώτησε. «Τόμι. Με λένε Τόμι Κοξ. Δε θα το ξανακάνω, κύριε, σου δίνω το λόγο μου». «Πού είναι οι γονείς σου, Τόμι;» ρώτησε μαλακά η Λίλι. Το αγόρι στεκόταν με το κεφάλι σκυμμένο. Τα καστανά μαλλιά του έπεφταν μπροστά, πάνω από δύο πεταχτά αυτιά. Ο Ρόγιαλ τράβηξε την άκρη του βρόμικου τουίντ παλτού. «Απάντησε στην κυρία, μικρέ. Πού είναι οι γονείς σου;» Το παιδί κατάπιε τόσο δυνατά, που ο λαιμός του κινήθηκε πάνω κάτω. «Δε θυμάμαι τον μπαμπά μου. Πέθανε όταν ήμουν μικρός. Η μαμά μου αρρώστησε και πέθανε πριν από μερικά χρόνια. Θα φωνάξετε τους αστυνόμους;»
Η Λίλι κοίταξε τον Ρόγιαλ ζητώντας του σιωπηλά να αφήσει το παιδί να φύγει. «Όχι αυτή τη φορά», του είπε ο Ρόγιαλ. «Όμως, αν συνεχίσεις, Τόμι, αργά ή γρήγορα θα καταλήξεις στη φυλακή». Η Λίλι έπιασε το μπράτσο του παιδιού. «Άκουσέ με, Τόμι. Το όνομά μου είναι Λίλι Μόραν. Έχω ένα καπελάδικο στη Χάρκεν Λέιν, το λένε Λίλι Παντ. Βρίσκεται ακριβώς πίσω από την Μποντ Στρητ. Αν χρειαστείς κάτι να φας ή ένα ζεστό μέρος για να κοιμηθείς, έλα να με βρεις, εντάξει;» Ο Τόμι την κοίταξε και τα μάτια του γούρλωσαν ακόμα περισσότερο, τώρα όμως ήταν γεμάτα με κάτι σαν ελπίδα. «Το εννοείς;» Του χαμογέλασε. «Το εννοώ, σ’ το υπόσχομαι». «Και το σκυλί μου; Δεν πάω σε μέρος όπου δε θέλουν τον Μαγκς». Ο Ρόγιαλ δεν είχε προσέξει το άσχημο καφέ και άσπρο σκυλί, ώσπου αυτό ήρθε και κάθισε στα πόδια του παιδιού. Η Λίλι προσπάθησε να αγνοήσει την άσχημη μυρωδιά του σκυλιού και τους λεκέδες από ξεραμένη λάσπη και σκουπίδια πάνω στο τρίχωμά του. «Μπορείς να φέρεις και τον Μαγκς». Για πρώτη φορά ο Τόμι χαμογέλασε. Η Λίλι τον κοίταξε με μια τρυφερότητα που έκανε το στήθος του Ρόγιαλ να σφιχτεί. Πήρε τη βρόμικη χούφτα του παιδιού και τη γέμισε με νομίσματα. Δεν τόλμησε να του δώσει μία χρυσή λίρα, γιατί κάτι τόσο πολύτιμο θα έβαζε τη ζωή ενός μικρού παιδιού σε κίνδυνο. Ο Τόμι του χαμογέλασε. «Ευχαριστώ, κύριε». Γύρισε στη Λίλι. «Μπορεί να έρθω να σε δω, μις, γι’ αυτό που μου υποσχέθηκες». Η Λίλι χαμογέλασε. «Να το κάνεις, Τόμι». Το αγόρι έφυγε τρέχοντας με το σκυλί στο κατόπι του, ώσπου οι δυο τους χάθηκαν στη γωνία. «Αν εμφανιστεί, το πιθανότερο είναι να σε κατακλέψει», είπε ο Ρόγιαλ, μη μπορώντας να πάρει τα μάτια του από πάνω της. Μέσα του ένιωθε περηφάνια γι’ αυτό που είχε κάνει η Λίλι. «Ζούσα κι εγώ στους δρόμους κάποτε. Ήμουν μια μικρή κλέφτρα. Και ξέρω τι σημαίνει πείνα». Η συγκίνηση τον έπνιγε. Ήταν τόσο θαρραλέα και γλυκιά, που δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί. Έσκυψε και φίλησε τα χείλη της. Εκεί, στο δρόμο, δίπλα στη στάση για τις άμαξες, ο Ρόγιαλ φίλησε τη Λίλι. Για μια στιγμή εκείνη κοκάλωσε, αμέσως μετά όμως το στόμα της μαλάκωσε κάτω από το δικό του και του ανταπέδωσε το φιλί. Ερωτική αναστάτωση κυρίευσε το σώμα του. Ο πόθος τον χτύπησε σαν γροθιά, μουδιάζοντας το μυαλό και σκληραίνοντας το κορμί του. Μέσα σε μία μόνο στιγμή έχασε τον εαυτό του. Τα χέρια της τον έσπρωξαν επαναφέροντάς τον βίαια στην πραγματικότητα. Τα μάγουλά της ήταν ξαναμμένα, η ανάσα της γρήγορη. «Δεν... δεν μπορώ να το κάνω αυτό, Ρόγιαλ. Δεν μπορώ... να είμαι η μαιτρέσα σου». Εκείνος κατάπιε νευρικά, λαχταρώντας την τόσο πολύ, που πονούσε. «Το ξέρω». Τα μάτια της βούρκωσαν. «Υπάρχει κάτι που έχω ανάγκη να μάθω, Ρόγιαλ. Το ξέρω πως δεν έχω δικαίωμα να ρωτώ, μα... εσύ και η Τζόσλιν... μήπως...» Ο Ρόγιαλ συνοφρυώθηκε. «Μήπως, τι πράγμα;» «Κάνατε έρωτα;» «Όχι, για το Θεό!»
Η Λίλι χαμήλωσε τα μάτια της. «Νόμιζα... τις προάλλες στο χορό... επειδή εξαφανιστήκατε και οι δύο...» Τον κοίταξε πάλι στα μάτια. «Είσαι ένας εξαιρετικά υγιής άντρας και οι άντρες έχουν ανάγκες. Αφού εμείς δεν... μπορούμε να είμαστε μαζί, μου φάνηκε λογικό ότι...» «Δε συνέβη, Λίλι. Με εκπλήσσει που πίστεψες ότι η Τζόσλιν θα ήταν πρόθυμη». Ανασήκωσε τους ώμους της και κοίταξε μακριά. «Οι δυο σας θα παντρευτείτε. Δε θα ήσουν ο πρώτος άντρας που πλαγιάζει με τη γυναίκα του πριν από το γάμο». «Όχι εγώ», της είπε συνειδητοποιώντας πόσο λίγο επιθυμούσε τη γυναίκα που θα γινόταν σύζυγός του. «Κι όμως, μ’ εμένα πλάγιασες», του είπε σιγανά. Τότε εμφανίστηκε μια άμαξα και το άλογο ήρθε και σταμάτησε μπροστά τους. Δεν είχε χρόνο να της εξηγήσει και δεν είχε ιδέα τι θα της έλεγε, ακόμα κι αν το προσπαθούσε. «Πρέπει να φύγω». Η Λίλι γύρισε προς την πόρτα της άμαξας. Ο Ρόγιαλ τη βοήθησε να ανέβει και πλήρωσε το ναύλο στον αμαξά. «Θα έρθεις στον κωπηλατικό αγώνα;» τη ρώτησε άθελά του. Η Λίλι έγειρε έξω από το παράθυρο και για πρώτη φορά του χαμογέλασε. «Δε θα το έχανα για τίποτα στον κόσμο». Ο Ρόγιαλ έμεινε εκεί, αιχμάλωτος του χαμόγελού της, διερωτώμενος αν θα κατάφερνε ποτέ να την εγκαταλείψει. Τότε θυμήθηκε τον όρκο που είχε δώσει στον ετοιμοθάνατο πατέρα του και ήξερε πως έπρεπε να βρει έναν τρόπο. ***
Ο Πρέστον Λούμις ανακάθισε στη θέση του μπροστά στο τζάκι. Ο Μάρτιος σύντομα θα παραχωρούσε τη θέση του στον ανθισμένο Απρίλιο. Ο Πρέστον ανυπομονούσε να μπει η άνοιξη. Μισούσε αυτό το καταραμένο κρύο, μισούσε την ομίχλη και τη βροχή. Ίσως έπρεπε να χρησιμοποιήσει ένα ποσό από τα παλιά του κέρδη για να δραπετεύσει στην Ιταλία ή την Ισπανία, κάπου ζεστά. Χαμογέλασε στη σκέψη, ξέροντας πως δε θα το έκανε ποτέ. Ήταν ένας Λονδρέζος, παρά τον άθλιο καιρό. Άκουσε την τραχιά φωνή και είδε τον Μακγκρού να στέκεται στην είσοδο. «Πέρνα μέσα να ζεσταθείς», του είπε. «Κάνει ψοφόκρυο εκεί έξω». Ο Μπαρτ προχώρησε με αδέξιο βήμα ως το τζάκι και γύρισε την πλάτη του στη φωτιά για να ζεσταθεί. «Ήταν πιο ζεστά σήμερα από χτες. Μάλλον φεύγει ο χειμώνας, τελικά». «Το ελπίζω». Ο Πρέστον προσπάθησε να βρει μια βολική θέση στον μπροκάρ καναπέ, κάτι που φαινόταν ολοένα και πιο δύσκολο χρόνο με το χρόνο. «Λοιπόν, τι έμαθες για τη γριά κυρία Κρόουλι;» «Ρώτησα τριγύρω, όπως μου είπες. Βρήκα μερικούς που την ξέρουν. Είναι από το Γιορκ, λένε. Και μένει με τη λαίδη Τάβιστοκ, την κόμισσα, ξέρεις... Μάλλον είναι φίλες». «Ξέρω ποια είναι η Τάβιστοκ». Και ήταν ειρωνεία της τύχης που η γριά θεία του δούκα του Μπράνσφορντ θα πρόσφερε στον Πρέστον ένα τελευταίο δώρο για να το προσθέσει στα μπαούλα του που ήδη ξεχείλιζαν. Ένα δώρο από τη φίλη της, την κυρία Κρόουλι. «Και δε βρήκες τίποτα το ύποπτο σχετικά με το άτομό της;» Ο Μπαρτ ανασήκωσε τους ώμους του. «Είναι μια γριά παλαβιάρα. Με μπόλικα χρήματα και
ελάχιστους συγγενείς για να τη βοηθήσουν να τα ξοδέψει». «Δεν έχει παιδιά;» «Απ’ ό,τι άκουσα, όχι. Ο γερο-Κρόουλι της άφησε μια περιουσία και διατηρεί ακόμα το μεγαλύτερο μέρος της. Φαίνεται πως ο τύπος είχε κάτι εργοστάσια». Ανθρακωρυχεία, υφαντουργεία κι ένας Θεός ήξερε τι άλλο, σύμφωνα με τα λεγόμενα της ίδιας. «Καλή δουλειά, Μπαρτ». Ο πελώριος άντρας κούνησε το κεφάλι καταφατικά, ευχαριστημένος με το κομπλιμέντο. Ύστερα γύρισε προς την πόρτα. «Α, υπάρχει και κάτι ακόμα», είπε ο Πρέστον κάνοντάς τον να σταματήσει. «Πρόκειται να γίνει ένας αγώνας κωπηλασίας ανάμεσα σε τέσσερις άντρες. Θέλω να μάθω ποιος θα συμμετάσχει και πότε». Ο Μπαρτ χαμογέλασε με καμάρι. «Αυτό το ξέρω ήδη. Ο αγώνας έχει προγραμματιστεί για την επόμενη Κυριακή, αν ο καιρός δεν είναι κακός. Ξεκινάει από το Μπάτερσι και κάνει τη στροφή προς το Πάτνι. Μετά τη λειτουργία της εκκλησίας. Η εκκίνηση θα γίνει στη μία. Θα ’ναι μπόλικος κόσμος, θα ’χει στοιχήματα και τα ρέστα». Ο Πρέστον σπανίως αμφισβητούσε τις πληροφορίες του Μπαρτ. Ο άνθρωπός του είχε αναπτύξει ένα δίκτυο εξυπηρέτησης σ’ ολόκληρη την πόλη, αποτελούμενο από ανθρώπους με τεντωμένα αυτιά για κάθε πληροφορία. Ανθρώπους τους οποίους ο Μπαρτ αντάμειβε πλουσιοπάροχα. «Τα πήγες πολύ καλά, φίλε μου. Ενημέρωσέ με για τα ονόματα των αντρών που θα συμμετάσχουν αμέσως μόλις τα μάθεις». Ο Μπαρτ κούνησε απλώς το κεφάλι και βγήκε από το σαλόνι. Ο Πρέστον σήκωσε το βιβλίο του και άρχισε να διαβάζει. Είχε διδαχτεί από τη μητέρα του ανάγνωση και γραφή, τα μόνα που έμαθε ποτέ της. Τον είχε βάλει να της υποσχεθεί πως στο μέλλον θα μάθαινε περισσότερα, πείθοντάς τον πως κάποια στιγμή θα τον αντάμειβαν. Η μητέρα του είχε δίκιο, όπως πάντα. Ο δάσκαλος τον οποίο προσέλαβε με τα πρώτα χρήματά του δεν τον μόρφωσε μονάχα, αλλά τον εκπαίδευσε σαν έναν σωστό τζέντλεμαν. Ο Πρέστον συναναστρεφόταν με την υψηλή κοινωνία σαν να γεννήθηκε αριστοκράτης και κανείς ποτέ δεν αναρωτήθηκε αν πράγματι ανήκε εκεί. Επιπλέον, είχε ταλέντο στην πειθώ. Και ήταν μάστορας στην απάτη, γιατί είχε την ικανότητα να κερδίζει την εμπιστοσύνη των ανθρώπων και να κλέβει τα χρήματά τους. Ο Πρέστον χαχάνισε. Θα κέρδιζε την εμπιστοσύνη της γριάς Κρόουλι χωρίς εκείνη να το πάρει μυρωδιά.
Κεφάλαιο 23 Στάθηκαν τυχεροί. Η Κυριακή ήταν η ομορφότερη μέρα εκείνου του χρόνου, μια μέρα τέλεια για λεμβοδρομία. Ο Ρόγιαλ στεκόταν σ’ έναν κύκλο με τον Σέρι, τον Τζόναθαν Σάβατζ και τον Κουέντιν Γκάρετ, τους άλλους Κωπηλάτες που θα έπαιρναν μέρος στον αγώνα. Ο χειμώνας υπήρξε μακρύς και κρύος και όλοι ανυπομονούσαν να ξαναβρεθούν στο νερό, να ξεσκουριάσουν επιτέλους
τους μυς τους, οι οποίοι δεν είχαν δουλέψει από το προηγούμενο φθινόπωρο. Τέσσερις μονόκωπες λέμβοι περίμεναν στη λασπερή όχθη του ποταμού που διέσχιζε το Μπάτερσι Παρκ στα περίχωρα του Λονδίνου. Μια ομάδα φίλων και γνωστών στεκόταν στην ακροποταμιά δίπλα σε άλλους ανθρώπους, οι οποίοι είχαν ακούσει απλώς για τον αγώνα και βρήκαν έτσι μια δικαιολογία να απολαύσουν τη λιακάδα. Ο Ρόγιαλ εντόπισε τη Λίλι δίπλα στην Τζόσλιν. Δεν είχε έρθει εκεί σαν Τσέγια. Ήταν απλώς η Λίλι, γλυκιά, θηλυκή και τόσο όμορφη, που η καρδιά του σκιρτούσε στη θέα της. Εκείνη και η Άναμπελ στέκονταν σε μια παρέα με τη λαίδη Νάιτινγκεϊλ, τη λαίδη Σαμπρίνα, τη θεία Άγ καθα και την ηλικιωμένη κυρία Κρόουλι. Ο Ρόγιαλ χαμογέλασε στοργικά στη θεία του. Αφότου άκουσε την ιστορία, η θεία Άγκαθα θέλησε να συμμετάσχει κι εκείνη στο κόλπο. Είχε υποψιαστεί εξαρχής τον Πρέστον Λούμις, είπε, προσπάθησε μάλιστα να προειδοποιήσει τον Γουίλιαμ. Όμως εκείνος είχε ήδη πέσει στην παγίδα του Λούμις. Η Άγκαθα δεν ήξερε ότι αυτός ο απατεώνας ήταν υπεύθυνος για την υπεξαίρεση ενός τόσο μεγάλου μέρους της περιουσίας των Μπράνσφορντ. Έγινε έξαλλη και θέλησε να αποδοθεί δικαιοσύνη. Τώρα γελούσε με κάτι που είχε πει η Μόλι Ντάνιελς. Οι δυο τους ήταν αλλόκοτο δίδυμο, έδειχναν όμως να τα πηγαίνουν περίφημα, και η σπίθα στα μάτια της Άγκαθα μαρτυρούσε ότι απολάμβανε με την ψυχή της όλη αυτή την περιπέτεια. «Είναι ώρα να ξεκινήσει ο αγώνας», είπε ο Κουέντ Γκάρετ, ο οποίος είχε βγάλει το σακάκι του και τώρα στεκόταν ξυπόλητος δίπλα στις λέμβους, με κοντοπαντέλονο και μακρυμάνικο πουκάμισο. Ο Σάβατζ και ο Σέρι τον μιμήθηκαν, ενώ και ο Ρόγιαλ πήγε κοντά τους. Έβγαλε κάλτσες, μπότες και σακάκι και τα έδωσε στον υπηρέτη του Σέρι, ο οποίος πήρε όλα τα ρούχα των αντρών και τα μετέφερε στο αντίσκηνο που είχε στηθεί για να αλλάξουν οι Κωπηλάτες στο τέλος του αγώνα. Ο Σεντ Μάικλς δε θα αγωνιζόταν σήμερα. Μαζί με αρκετούς εθελοντές θα έπαιρνε θέση στη γραμμή τερματισμού. Ο Νάιτινγκεϊλ θα παρέμενε στην εκκίνηση, έχοντας αποστολή να μη χάσει από τα μάτια του τον Λούμις, αν φυσικά εμφανιζόταν. Δεν υπήρχε τρόπος να το ξέρουν με σιγουριά, η Λίλι όμως ήταν πεπεισμένη πως θα ερχόταν. Ο Ρόγιαλ κοίταξε τη λεπτοκαμωμένη γυναίκα με το ροδακινί μεταξωτό φόρεμα. Κάποια τσουλούφια των κατάξανθων μαλλιών της είχαν ξεφύγει από το πλατύγυρο ψάθινο καπέλο της και ανέμιζαν γοητευτικά γύρω από το οβάλ πρόσωπό της. Χαμογελούσε με κάτι που είχε πει η λαίδη Άναμπελ και τα μάγουλά της είχαν μια θελκτική απόχρωση του ροζ. Μια βαθιά λαχτάρα τον διαπέρασε και ο πόθος έκανε το κορμί του να ριγήσει. Μέσα του βλαστήμησε. «Ελάτε, παιδιά». Ο Σέρι τον χτύπησε φιλικά στον ώμο και γύρισε προς το ποτάμι. «Ώρα για λεμβοδρομία». Όπως και οι υπόλοιποι, ο Ρόγιαλ πρόσμενε τον αγώνα με ανυπομονησία. Ήθελε να κερδίσει σήμερα, ήθελε να το καταφέρει για χάρη της Λίλι, όμως έπρεπε να χάσει από τον Σάβατζ. Οι δύο άντρες ήταν ισάξιοι. Αν το αποτέλεσμα δεν ήταν προκαθορισμένο, οποιοσδήποτε από τους δύο θα μπορούσε να είναι ο νικητής. Έτσι όπως είχαν όμως τα πράγματα, ο Σάβατζ θα κέρδιζε και οι υπόλοιποι θα αγωνίζονταν σκληρά για τη δεύτερη θέση. Θα έδιναν τον καλύτερο εαυτό τους για να νικήσουν. Αυτή ήταν η
χαρά του αγωνίσματος. Ο Σέρι χαμογέλασε πλατιά. «Θα σας δω στον τερματισμό», τους προκάλεσε και πήγε προς τη λέμβο του. «Θα δεις μόνο την πρύμη μου», του αντιγύρισε ο Κουέντ και οι κόκκινες ανταύγειες των μαλλιών του άστραψαν στον ήλιο. «Και οι δυο σας θα δείτε τη δική μου», τους υποσχέθηκε ο Ρόγιαλ καθώς προχωρούσαν όλοι προς το νερό. Αφού έλεγξαν μια τελευταία φορά τον εξοπλισμό τους, φροντίζοντας τα λεία κουπιά από ξύλο ερυθρελάτης να βρίσκονται σωστά τοποθετημένα στη θέση τους και οι σκαλμοί καλά στερεωμένοι, ο Ρόγιαλ έριξε μια τελευταία ματιά πάνω από τον ώμο του. Η Τζόσλιν του έγνεφε, όμως η Λίλι ήταν εκείνη που τράβηξε την προσοχή του. Η Λίλι και το χαμόγελο που ο Ρόγιαλ ήξερε πως προοριζόταν μόνο για κείνον. Με την ευχή να μην τον ευχαριστούσε αυτό τόσο πολύ, ο Ρόγιαλ έσπρωξε το μακρόστενο λείο σκάφος του μέσα στο νερό, πήδησε στη λέμβο, κάθισε στο ολισθαίνον σέλμα και πήρε τα κουπιά. ***
Η Λίλι παρακολουθούσε τον Ρόγιαλ και τους Κωπηλάτες να βάζουν τα σκάφη τους στη σειρά για την εκκίνηση. Στο κοινό απλώθηκε σιωπή, καθώς όλοι περίμεναν το σήμα εκκίνησης του λόρδου Νάιτινγκεϊλ. Ο Πρέστον Λούμις, η τελευταία άφιξη ανάμεσα στους θεατές, στεκόταν δίπλα στον κόμη, προς μεγάλη ανακούφιση όλων. Ο Νάιτινγκεϊλ είχε δουλέψει σκληρά για να πιάσει φιλία με τον απατεώνα και προφανώς τα είχε καταφέρει. Η Λίλι στεκόταν αρκετά κοντά για να κρυφακούει τη συζήτησή τους. Μιλούσαν για τη λεμβοδρομία κι ύστερα έβαλαν στοίχημα. Ο Νάιτινγκεϊλ πόνταρε στον δούκα, ο Λούμις στον Σάβατζ. Φυσικά θα κέρδιζε ο Σάβατζ. Και όταν θα ανέφερε την επαγγελματική συμφωνία για την οποία η Τσέγια είχε μιλήσει στον Λούμις, εκείνος θα προχωρούσε στην επένδυση η οποία, όπως και το στοίχημα, θα ήταν γι’ αυτόν αποδοτική. Αν όλα πήγαιναν καλά, η Τσέγια θα δεχόταν σύντομα νέα επίσκεψη από τον Πρέστον Λούμις. Παρακολούθησε τις τέσσερις λέμβους στο νερό με το βλέμμα της να μαγνητίζεται διαρκώς από τον Ρόγιαλ. Οι άντρες συναγωνίζονταν για έναν συγκεκριμένο σκοπό, επίσης όμως απολάμβαναν το άθλημά τους. Όλοι τους χαμογελούσαν ευτυχισμένοι μέσα στα μακρόστενα κομψά σκάφη τους. Φαινόταν σαν θαύμα να ισορροπούν εκεί μέσα και να μην αναποδογυρίζουν στο νερό. «Κύριοι, είστε έτοιμοι;» Ο Νάιτινγκεϊλ στεκόταν στη θέση του, πάνω σ’ ένα βράχο στην άκρη του ποταμού. «Έτοιμοι!» ακούστηκαν εν χορώ οι τέσσερις άντρες. Ο κόμης έδωσε το σήμα εκκίνησης και η βολή αντήχησε ως πέρα στο κανάλι. Το πλήθος ζητωκραύγασε και οι λέμβοι ξεκίνησαν. Τα κουπιά βυθίζονταν στο νερό, τα πτερύγια αστραποβολούσαν και χάνονταν ξανά καθώς οι άντρες κωπηλατούσαν με ζωηρό ρυθμό. Η καρδιά της Λίλι σκιρτούσε από ενθουσιασμό. Τα κουπιά έδιναν ώθηση στις λέμβους, οι οποίες έπρεπε να διανύσουν μια απόσταση λίγο μεγαλύτερη από τα δύο μίλια, με κατεύθυνση προς τη μικρή πόλη του Πάτνι. Τα λεία σκάφη γλιστρούσαν με αστραπιαία ταχύτητα πάνω στη λαμπερή επιφάνεια του νερού.
Όπως και οι υπόλοιποι, ο Ρόγιαλ ήταν αφοσιωμένος στο έργο του και τα μακριά του πόδια τεντώνονταν και λύγιζαν καθώς κωπηλατούσε καθισμένος στην κυλιόμενη θέση του. Οι μύες του φούσκωναν κάτω από το λεπτό ύφασμα του πουκαμίσου του, το οποίο, μουσκεμένο καθώς ήταν απ’ τον ιδρώτα, κολλούσε στη φαρδιά πλάτη και τη στενή μέση του. Οι παλμοί της επιταχύνθηκαν. Θυμήθηκε εκείνους τους μυς κάτω από τα δάχτυλά της καθώς το σώμα του κινούνταν πάνω της, μέσα της. Μια έξαψη απλώθηκε χαμηλά στο υπογάστριό της κι ύστερα σκαρφάλωσε μέχρι τα στήθη και το λαιμό της. Η Λίλι πήρε μια βαθιά ανάσα και έδιωξε από το μυαλό της αυτή την εικόνα. Γύρω της οι συζητήσεις έδιναν κι έπαιρναν. «Ο δούκας είναι υπέροχος», είπε η μαρκησία του Ίστγκεϊτ. «Τι υπέροχοι μύες και τι όμορφα χρυσά μαλλιά». «Εκείνος ο μελαχρινός διάβολος είναι επίσης χάρμα», είπε η λαίδη Σέβερν. Ήταν μια εκθαμβωτική καστανομάλλα, παντρεμένη μ’ έναν άντρα σαράντα χρόνια μεγαλύτερό της. Τα κουτσομπολιά για την κόμισσα και τους νεαρούς άντρες δεν είχαν τελειωμό. «Ναι, δεν είναι; Σάβατζ είναι το όνομά του, νομίζω». «Ξέρω τα πάντα γι’ αυτόν». Η μαρκησία ανασήκωσε τα σκούρα κόκκινα φρύδια της. «Η συμπεριφορά αυτού του άντρα είναι σχεδόν σκανδαλώδης. Εγώ δε θα ήθελα τη Σεραφίνα μου κοντά του». «Ε, ναι, θα συμφωνούσα μαζί σου», είπε μια τρίτη γυναίκα. Η Λίλι δεν μπορούσε να μην αναρωτιέται τι είδους συμπεριφορά είχε χαρίσει στον Τζόναθαν Σάβατζ μια τόσο σκοτεινή φήμη. Το γεγονός ότι ήταν γιος ενός κόμη ήταν το μόνο που του επέτρεπε να παραμένει ακόμα στους κόλπους της καλής κοινωνίας. «Ο λόρδος Μαρτς είναι ένας αρκετά καλός γαμπρός», συνέχισε η λαίδη Σέβερν και οι πυκνές μαύρες μπούκλες χοροπήδησαν στον ώμο της καθώς γύρισε να τον κοιτάξει. «Ο υποκόμης είναι όμορφος και εξαιρετικά ευκατάστατος. Απ’ ό,τι ακούω, έχει μπει κι αυτός στο παζάρι του γάμου». Πάντα στο κυνήγι του γαμπρού για τη Σεραφίνα, η λαίδη Ίστγκεϊτ σούφρωσε τα χείλη της. «Αναρωτιέμαι αν του αρέσουν οι κοκκινομάλλες». Όλες τους γέλασαν και η συντροφιά των γυναικών προχώρησε προς το ποτάμι καθώς οι λέμβοι απομακρύνονταν. Η Τζόσλιν έπιασε τη Λίλι από το μπράτσο. «Τι συναρπαστικό που είναι! Λες να κερδίσει ο δούκας;» Η Λίλι κατάφερε να χαμογελάσει. «Είμαι σίγουρη». Όπως και όλων των άλλων, το βλέμμα της παρέμενε καρφωμένο στα κομψά σκάφη που έσκιζαν το νερό, στις ρυθμικές κινήσεις των κουπιών. «Ο λόρδος Μαρτς λέει ότι ο αγώνας διαρκεί γύρω στα είκοσι λεπτά. Ύστερα κάνουν στροφή και κωπηλατούν με το ρεύμα πίσω προς το πάρκο». Ο αγώνας ήταν μέρος του σχεδίου, τίποτα όμως δεν απαγόρευε να διασκεδάσουν τόσο οι αθλητές όσο και οι θεατές. Νωρίτερα είχαν στηθεί τραπέζια που είχαν στρωθεί με λινά τραπεζομάντιλα. Ένα τσούρμο υπηρέτες καταπιάνονταν ήδη με τη μεταφορά μιας απίστευτης ποικιλίας τροφίμων. Λεμονάδα και κανάτες με μπίρα και κρασί είχαν τοποθετηθεί δίπλα στους δίσκους, οι οποίοι ξεχείλιζαν από ψητά, πίτες και φρεσκοψημένα ψωμιά, καθώς και διάφορα τυριά. Μια λαχταριστή επιλογή από ζαχαρωμένα φρούτα και γαλατόπιτες, πουτίγκες με σταφίδα και τάρτες λεμονιού τραβούσαν επίσης τα μάτια.
Η μέρα ήταν θαυμάσια. Η Λίλι έριξε μια ματιά στην Τζο και παραξενεύτηκε όταν την είδε να κοιτάζει ολόγυρα στο πλήθος σαν να αναζητούσε κάποιον. «Ποιον ψάχνεις;» τη ρώτησε η Λίλι. «Μπα, κανέναν συγκεκριμένα. Απλώς ήθελα να δω ποιοι βρίσκονται εδώ». Όμως τα ρόδινα μάγουλά της τη διέψευδαν. Η Τζο φερόταν παράξενα μετά το σουαρέ των Γουάιχερστ. Εκείνη τη νύχτα η Λίλι είχε πιστέψει πως κάτι συνέβη ανάμεσα στην εξαδέλφη της και τον Ρόγιαλ. Εκείνος όμως το είχε αρνηθεί. Κοίταξε την Τζόσλιν. Τα βιολετιά μάτια της έψαχναν και πάλι στο πλήθος. «Πρόκειται για τον Μπάρκλεϊ;» Η Τζο γύρισε και την κοίταξε απότομα. «Όχι φυσικά!» «Τον βλέπεις ακόμα;» Η Τζόσλιν κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Έχω μέρες να τον δω. Δεν είμαι και τόσο σίγουρη ότι θέλω να συνεχίσω αυτή τη σχέση». «Γιατί όχι; Είπες πως ήταν απίστευτος εραστής». Ανασήκωσε τους ώμους της σαν να την άφηνε αδιάφορη το θέμα. «Αυτός ο άνθρωπος είναι υπερβολικά σίγουρος για τον εαυτό του. Δεν είμαι σίγουρη αν θέλω να μπλέξω περισσότερο μαζί του». Ήταν όμως σαφές ότι εκείνον αναζητούσε στο πάρκο. Δεν είχε καμία λογική. Όμως με την εξαδέλφη της τα πράγματα σπανίως είχαν λογική. Η Λίλι ξανακοίταξε στο ποτάμι. Οι άντρες μόλις εξαφανίζονταν στη στροφή του ποταμού. Η επιστροφή τους θα γινόταν με μεγαλύτερη άνεση, ίσως μισή ώρα αργότερα. Ενόσω περίμεναν, η Λίλι και η Τζο τριγύρισαν λίγο ανάμεσα στο πλήθος, ακούγοντας τον κόσμο να αδημονεί για την έκβαση του αγώνα. Κατόπιν θα απολάμβαναν το πλουσιοπάροχο γεύμα που είχαν χορηγήσει οι αθλητές. ***
Φυσικά ο Σάβατζ νίκησε. Οι άντρες τερμάτισαν μέσα σε ζητωκραυγές. Ο Νάιτινγκεϊλ έκανε την επίσημη αναγγελία και ο Σάβατζ εισέπραξε εγκάρδια συγχαρητήρια από φίλους και γνωστούς, τα οποία δέχτηκε με ένα πονηρό παιχνίδισμα στα μαύρα μάτια του. Λίγα λεπτά αργότερα, οι άντρες εξαφανίστηκαν μέσα στο αντίσκηνο για να αλλάξουν τα ιδρωμένα ρούχα τους και να φορέσουν καθαρά. Η Λίλι περιπλανήθηκε τριγύρω κι έκανε μια στάση για να μιλήσει με τη λαίδη Άναμπελ και τη λαίδη Σαμπρίνα. Με την άκρη του ματιού της είδε τον Πρέστον Λούμις να συζητάει με την αδύναμη κυρία Κρόουλι και σχεδόν χαμογέλασε. Ο Λούμις τσιμπούσε το δόλωμα λίγο λίγο, όπως ακριβώς το είχαν σχεδιάσει. Καθώς τα λεπτά περνούσαν, κοίταξε πίσω της αναζητώντας τον Ρόγιαλ, και τον εντόπισε να στέκεται δίπλα στην Τζόσλιν και τη μητέρα της. Η καρδιά της σφίχτηκε. Θα έπρεπε όμως να το περιμένει ότι η προσοχή του δούκα θα στρεφόταν προς τη μέλλουσα σύζυγό του. Μήπως αυτό ακριβώς δεν του πρότεινε και η ίδια; Δεν ήταν δικός της, ούτε θα γινόταν ποτέ. Έπρεπε να σταματήσει να τον ονειρεύεται σαν ερωτευμένο κοριτσόπουλο. Προσάρμοσε το ψάθινο καπέλο της στον ήλιο του Απριλίου και περιπλανήθηκε πέρα, προς τα δέντρα της όχθης. Όμως δεν πρόσεξε πως κάποιος την ακολουθούσε. Τον είχε δει και νωρίτερα, αλλά δεν ήξερε το όνομά του.
Της χαμογέλασε όταν την πλησίασε. «Είστε η Μις Μόραν, σωστά;» Ήταν νέος, λίγα μόνο χρόνια μεγαλύτερος από την ίδια, με μαλλιά καστανόξανθα και ιδιαίτερα γοητευτικός. «Λέγομαι Λίλι Μόραν, πράγματι. Έχουμε γνωριστεί;» «Δυστυχώς δεν είχα αυτή την ευχαρίστηση. Ξέρω πως δεν αρμόζει κάτι τέτοιο, αλλά σας είδα νωρίτερα και δεν μπορούσα να φύγω δίχως να σας συστηθώ. Φίλιπ Λάντεν, υποκόμης του Χάρτγουελ, στις υπηρεσίες σας. Ελπίζω να συγχωρήσετε τους κακούς τρόπους μου και να μου παραχωρήσετε μερικά λεπτά συζήτησης». Φαινόταν ειλικρινής. Και ποια ήταν εκείνη να κρίνει τους τρόπους των άλλων, όταν η ίδια κάποτε έκλεβε ξένα πορτοφόλια; «Είναι ευχαρίστησή μου που σας γνωρίζω, μιλόρδε». «Παρομοίως, μις Μόραν». Μίλησαν για τον καιρό, αλλά και για τη λεμβοδρομία, όπως άρμοζε σ’ έναν άντρα και μια γυναίκα που είχαν μόλις γνωριστεί. Περπάτησαν λίγο σ’ ένα σκιερό μονοπάτι μέσα από τα δέντρα, παίρνοντας έναν κυκλικό δρόμο που οδηγούσε στις γιορταστικές εκδηλώσεις. Πριν φτάσουν εκεί, ο υποκόμης γύρισε προς το μέρος της. «Αντιλαμβάνομαι πως είμαι λίγο βιαστικός, ωστόσο είμαι ένας άντρας ο οποίος ξέρει τι θέλει. Και θέλω πάρα πολύ να σας ξαναδώ. Εξ όσων γνωρίζω, μένετε με τα ξαδέλφια σας, τον κύριο και την κυρία Κόλφιλντ. Υπάρχει περίπτωση να σας επισκεφτώ στην οικία σας;» «Έχετε δίκιο, μιλόρδε, είστε βιαστικός. Και επιπλέον πολύ καλά πληροφορημένος». «Ουδέποτε υπήρξα ιδιαίτερα ντροπαλός». «Το βλέπω αυτό», του είπε μ’ ένα χαμόγελο. «Θα σας ήταν βολικό τη Δευτέρα;» Ο ζήλος του την έκανε να τον ξανακοιτάξει. Σπανίως την πλησίαζε κάποιος άντρας. «Δεν... δεν είμαι σίγουρη. Όπως είπατε κι εσείς, μόλις γνωριστήκαμε». Και είχε αρκετά προβλήματα ήδη, χωρίς να της χρειάζονται περισσότερα. Όσο ελκυστικός κι αν ήταν ο υποκόμης, η Λίλι απλώς δεν ενδιαφερόταν. Πήγε να αρνηθεί ευγενικά, τότε όμως μια γνώριμη βαθιά φωνή έφτασε στ’ αυτιά της. «Ως οικογενειακός φίλος της μις Μόραν, φοβάμαι πως θα πρέπει να αρνηθώ για λογαριασμό της, εφόσον οι δυο σας δεν έχετε συστηθεί όπως πρέπει. Ίσως αν μιλούσατε στον κύριο Κόλφιλντ, να ήταν πρόθυμος να κανονίσει συστάσεις κάποια άλλη φορά». Η Λίλι κοιτούσε τον Ρόγιαλ κατάπληκτη. Ετοιμαζόταν να αρραβωνιαστεί με μια άλλη γυναίκα. Δεν είχε το παραμικρό δικαίωμα να επεμβαίνει στις υποθέσεις της. Πώς τολμούσε! Η Λίλι γύρισε μ’ ένα ζωηρότατο χαμόγελο προς τον υ ποκόμη. «Έχω ένα πιλοποιείο στη Χάρκεν Λέιν, πίσω από την Μποντ Στρητ. Αν αυτό δε θίγει τις αριστοκρατικές ευαισθησίες σας, το κατάστημά μου ανοίγει στις εννέα κάθε πρωί. Ίσως θέλετε να περάσετε από κει κάποια στιγμή». Ο νεαρός υποκόμης χαμογέλασε πλατιά. «Θα το φροντίσω». Ύστερα έκανε μια υπόκλιση. «Ήταν ευχαρίστησή μου που σας γνώρισα, μις Μόραν». «Παρομοίως, μιλόρδε». Η Λίλι κατάφερε να διατηρήσει το χαμόγελό της, ώσπου ο υποκόμης έφυγε από κοντά τους. Χαμογελούσε ακόμα όταν ένιωσε τα δάχτυλα του Ρόγιαλ να τυλίγονται στο μπράτσο της. Γύρισε να τον αντιμετωπίσει.
«Τι στην οργή κάνεις;» «Κάνω ακριβώς ό,τι μου αρέσει. Απόλαυσα μια ευχάριστη συζήτηση μ’ έναν όμορφο άντρα. Τι το κακό έκανα;» «Δεν τον γνωρίζεις καν». «Τώρα τον γνωρίζω». «Τον ενθαρρύνεις; Είναι φανερό πως θέλει να σε κορτάρει. Είπες πως είχες μια δική σου ζωή. Πως δε σε ενδιέφερε ο γάμος». «Δεν είπα πως είμαι ολωσδιόλου αντίθετη μ’ αυτόν. Αν όμως επιθυμώ να παντρευτώ, θα επιλέξω εγώ τον άντρα κι όχι εσύ!» Τα μελιά μάτια του Ρόγιαλ πέταξαν αστραπές, με δυσκολία συγκρατούσε τον εκνευρισμό του. «Και τι νομίζεις ότι θα πει όταν μάθει πως ήσουν μια μικρή κλέφτρα που ζούσε στους δρόμους;» Τα λόγια του τη χτύπησαν σαν χαστούκι. Ο δούκας ήξερε τα πιο κρυφά μυστικά της. Ποτέ δεν είχε φανταστεί ότι θα τα χρησιμοποιούσε εναντίον της. Φάνηκε το ίδιο σαστισμένος μ’ εκείνη. «Με συγχωρείς, Λίλι. Δεν το εννοούσα αυτό. Σε παρακαλώ, συγχώρεσέ με, ήμουν...» «Έχεις δίκιο, φυσικά. Ο άντρας αυτός είναι ένας υποκόμης. Σίγουρα θα φρίξει ακόμα και στη σκέψη μιας γυναίκας με το δικό μου παρελθόν». «Λίλι, σε παρακαλώ...» «Από την άλλη μεριά, μπορώ να του το πω και να δω την αντίδρασή του». Έκανε απότομα μεταβολή, σήκωσε τις φούστες της και άρχισε να προχωρά γρήγορα προς την παρέα με την οποία είχε έρθει. Ο Ρόγιαλ την πρόφτασε με δυο μεγάλες δρασκελιές. «Δεν το εννοούσα, να πάρει η οργή! Δε με νοιάζει το παρελθόν σου και, αν ένας άντρας ενδιαφερθεί πραγματικά για σένα, ούτε κι εκείνος θα νοιαστεί γι’ αυτό. Απλώς... δεν ήθελα να τον δεις». Η Λίλι τον αγνόησε, κάτι που θα έπρεπε να έχει κάνει βδομάδες πριν. Τώρα ήταν γυναίκα, όχι πια κορίτσι... ο Ρόγιαλ είχε φροντίσει άλλωστε γι’ αυτό. Ήταν ιδιοκτήτρια μιας επιχείρησης και είχε αρχίσει να κερδίζει το ψωμί της. Άρχιζε να βρίσκει το δρόμο της στη ζωή, να στέκεται στα πόδια της. Ο Ρόγιαλ έτρεξε πίσω της. «Λίλι, περίμενε!» Τότε ήρθε κοντά του ο Σέρινταν Νόουλζ, διακόπτοντας τα οποιαδήποτε λόγια ετοιμαζόταν να πει ο δούκας. «Η μνηστή σου σε ψάχνει». Ο Σέρι κοίταξε με νόημα προς τη μεριά της Λίλι. «Προσδοκά μια πρόσκληση για την όπερα. Νομίζω πως θέλει να εμφανιστεί στο δουκικό θεωρείο. Ελπίζει πως θα συνοδεύσεις εκείνη και τη μητέρα της». Η απόγνωση ήταν φανερή στο πρόσωπο του Ρόγιαλ. Δεν είχε άλλη επιλογή από το να φύγει. «Δεν τελειώσαμε, Λίλι». «Ω, μα και βέβαια τελειώσαμε», του απάντησε εκείνη γλυκά. Ένας μυς έπαιξε νευρικά στο μάγουλό του. Ο Ρόγιαλ γύρισε και πήγε προς τη γυναίκα την οποία θα παντρευόταν. Η Λίλι είδε την Τζόσλιν να τον πιάνει από το μπράτσο και όλη η γενναιότητά της ξεφούσκωσε. Την πονούσε να βλέπει τον Ρόγιαλ με την Τζο. Το μόνο που ήθελε ήταν να πάει στο σπίτι της.
Όμως είχε έρθει στο Μπάτερσι με τους Κόλφιλντ. Θα έπρεπε να επιστρέψει μαζί τους. Η Λίλι μάζεψε το κουράγιο της για να γυρίσει κοντά στη συντροφιά της, όταν ο Κουέντιν Γκάρετ, ο λόρδος Μαρτς, πρόλαβε και την πλησίασε. «Ίσως... μις Μόραν, θα θέλατε να μου κάνετε παρέα για ένα ποτήρι λεμονάδα», της είπε ευγενικά προσφέροντάς της το μπράτσο του. «Κάνει λίγη ζέστη σήμερα». «Σας ευχαριστώ, θα ήταν υπέροχο». Ευγνώμων για τον περισπασμό, η Λίλι δέχτηκε το μπράτσο του. Δεν ήταν σίγουρη πόσα είχαν μαντέψει οι φίλοι του Ρόγιαλ για τη σχέση τους, οι άντρες όμως ήταν προστατευτικοί και ευγενικοί απέναντί της. Βρίσκοντας παρηγοριά στη συντροφιά του λόρδου Μαρτς, η Λίλι τον άφησε να την οδηγήσει προς το τραπέζι με το ποντς.
Κεφάλαιο 24 Η Δευτέρα ήταν πολυάσχολη μέρα στο καπελάδικο. Η Λίλι πήρε αρκετές παραγγελίες και επίσης ασχολήθηκε με τα καπέλα που είχε πουλήσει και χρειάζονταν συμπλήρωμα. «Τώρα θα φύγω, μις». Η Φλόρα, η βοηθός της, στάθηκε στην πόρτα του πίσω δωματίου, εκεί όπου η Λίλι καθόταν και δούλευε. Κόντευε δύο η ώρα. «Θα ξανάρθω αύριο το πρωί, μις». «Σ’ ευχαριστώ, Φλόρα». Είδε τη νεαρή κοκκινομάλλα να φεύγει. Ένιωθε ευγνώμων για τη βοήθειά της, αλλά πάντα χαιρόταν όταν έμενε μόνη στο μαγαζί της. Αργά το απόγευμα αντήχησε το καμπανάκι πάνω από την πόρτα. Όταν βγήκε από το πίσω δωμάτιο, η Λίλι αντίκρισε με έκπληξη τον Φίλιπ Λάντεν, τον υποκόμη του Χάρτγουελ, να μπαίνει στο μαγαζί. Μετανιώνοντας για τον αυθορμητισμό της στο πικνίκ, χαμογέλασε ευγενικά και προχώρησε προς το μέρος του. «Καλησπέρα, μιλόρδε». Έβγαλε το καστόρινο καπέλο από το κεφάλι του. «Καλησπέρα σας, μις Μόραν». Τα ανοιχτά καστανά μάτια του την παρατήρησαν και αμέσως έλαμψαν με επιδοκιμασία. «Ω, μα τι υπέροχη εικόνα που παρουσιάζετε». Τα μάγουλά της ρόδισαν. «Σας ευχαριστώ, μιλόρδε». Ο υποκόμης κοίταξε τριγύρω του στο κατάστημα. «Ασυνήθιστο για μια νεαρή κοπέλα να έχει δική της επιχείρηση. Θαυμάζω την πρωτοβουλία σας». Δεν μπόρεσε να κρύψει το χαμόγελό της. «Ήταν το όνειρό μου από παλιά». Ο υποκόμης τριγύρισε για λίγο στο στενό κατάστημα, μελετώντας τα καπελάκια και τα δαντελένια σκουφιά της. «Πολύ όμορφη δουλειά. Αν και βεβαίως δεν είμαι ειδικός στα γυναικεία καπέλα. Τα φτιάχνετε μόνη σας;» «Μάλιστα». Το χαμόγελό του ήταν ελαφρώς λοξό, κάτι που του προσέδιδε γοητεία. «Νομίζω πως θα ήθελα να αγοράσω μία από τις όμορφες δημιουργίες σας για τη μητέρα μου. Ποιο νομίζετε πως θα της αρέσει;»
Η Λίλι πήγε κοντά του, Ο υποκόμης περιεργαζόταν μεταξύ άλλων ένα αχνοπράσινο μεταξωτό καπέλο κι ένα άλλο από γκρι περλέ βελούδο με βυσσινιές κορδέλες. Στο κάτω ράφι ήταν αραδιασμένα μερικά ψάθινα καπέλα. «Είναι δύσκολο να ξέρει κανείς τα γούστα μιας γυναίκας». «Η μητέρα μου είναι αρκετά συντηρητική στο ντύσιμό της. Όπως και σε καθετί άλλο». Αυτό ειπώθηκε με ένα από τα γοητευτικά, λοξά χαμόγελά του. Η Λίλι του χαμογέλασε κι εκείνη, όμως τα λόγια του Ρόγιαλ ήρθαν στο νου της. Τι θα έλεγε ο υποκόμης αν μάθαινε το παρελθόν της; Πήρε ένα κρεμ μεταξωτό καπέλο γαρνιρισμένο με βελγική δαντέλα. «Αυτό μπορεί να της αρέσει. Είναι ένα απλό σχέδιο, όμορφο και σεμνό. Το μέγεθος δε θα είναι πρόβλημα». Πήρε το καπέλο από το χέρι της και το κράτησε ψηλά να το εξετάσει. «Πιστεύω πως κάνατε μια τέλεια επιλογή». Της χαμογέλασε. «Σας ευχαριστώ, μις Μόραν». Η Λίλι τον συνόδευσε ως το γκισέ, όπου ο υποκόμης πλήρωσε το εμπόρευμα κι εκείνη του το έβαλε μέσα σε μια όμορφη χάρτινη καπελιέρα. Εκείνος συνέχιζε να την παρατηρεί και καθώς η Λίλι διαισθανόταν το ολοένα μεγαλύτερο ενδιαφέρον του, δυσκολευόταν να τον κοιτάξει. «Σας συμβαίνει κάτι;» τη ρώτησε τελικά. «Ξάφνου φαίνεστε ταραγμένη». «Λυπάμαι... Απλώς... δεν επιθυμώ να ενθαρρύνω το ενδιαφέρον σας, μιλόρδε, αφού δεν μπορώ να το ανταποδώσω». Εκείνος συνοφρυώθηκε. «Και γιατί όχι;» «Νομίζω πως είναι παραπάνω από εμφανές. Επειδή εσείς είστε ένας υποκόμης κι εγώ απλώς η ιδιοκτήτρια ενός καταστήματος». Άπλωσε το χέρι του και πήρε το δικό της. «Είστε πολύ περισσότερα απ’ αυτό. Είστε όμορφη και έξυπνη. Επίσης διαθέτετε ευγένεια. Είστε κάποια την οποία θα επιθυμούσα να γνωρίσω. Τα υπόλοιπα δεν έχουν σημασία». Ίσως δεν είχαν για κείνον, σίγουρα όμως θα είχαν σημασία για τη μητέρα και τους άλλους συγγενείς του. «Εκτιμώ την καλοσύνη σας, μιλόρδε, αλλά νομίζω πως δε θα ήταν καλή ιδέα να ξανάρθετε». Την κοίταξε προσεκτικά για μερικές στιγμές, αναζητώντας αυτό που υπήρχε πίσω από τις λέξεις της. «Προς το παρόν θα υποταχθώ στις επιθυμίες σας, μις Μόραν. Αλλά δεν είμαι άνθρωπος που τα παρατάει εύκολα». Πήρε το κουτί από τον πάγκο. «Είμαι σίγουρος ότι η μητέρα μου θα ευχαριστηθεί με το καπέλο». Αφού φόρεσε και το δικό του, ο υποκόμης πήγε στην πόρτα και βγήκε από το μαγαζί. Η Λίλι ανέπνευσε με ανακούφιση. Ακόμα κι αν τα λόγια του αποδεικνύονταν αληθινά και το παρελθόν της δεν αποτελούσε πρόβλημα, η Λίλι δεν ενδιαφερόταν για τον νεαρό υποκόμη. Η καρδιά της πονούσε ακόμα για τον Ρόγιαλ κι ώσπου να γιατρευτεί αυτός ο πόνος τής ήταν αδύνατον ακόμα και να σκεφτεί έναν άλλο άντρα. Η Λίλι ξαναγύρισε στη δουλειά της, υποδέχτηκε μερικούς ακόμη πελάτες και πούλησε σε έναν από αυτούς ένα όμορφο ψάθινο καπέλο. Διαπίστωσε με έκπληξη πως πλησίαζε η ώρα του κλεισίματος. Πόσο γρήγορα περνούσε η μέρα! Υπέθετε πως αυτό συνέβαινε επειδή έκανε κάτι που της άρεσε. Άρχισε να ασχολείται με το κλείσιμο των λογαριασμών της, όταν το κουδούνι χτύπησε άλλη μια
φορά. Καθώς ο Ρόγιαλ μπήκε στο κατάστημα, η Λίλι ένιωσε ένα ανεπιθύμητο σκίρτημα. Είπε στον εαυτό της πως ήταν ακόμα θυμωμένη μαζί του για τα βάναυσα λόγια του, όταν όμως είδε τη στενοχώρια στο πρόσωπό του η καρδιά της έλιωσε. Ο Ρόγιαλ σταμάτησε μπροστά της. Ξερόβηξε. Σπάνια φαινόταν τόσο νευρικός. «Ήρθα να σου ζητήσω συγνώμη. Λυπάμαι, Λίλι. Δεν εννοούσα τα πράγματα που είπα. Ποτέ δε με ένοιαξε το παρελθόν σου και όποιος άντρας αισθανθεί κάτι για σένα θα πρέπει επίσης να αδιαφορήσει γι’ αυτό. Ζήλευα. Το ξέρω πως δεν είναι δικαιολογία, όμως είναι αλήθεια». Τα μάτια της πλημμύρισαν δάκρυα. Πήρε το χέρι της και το έφερε στα χείλη του. «Θα προτιμούσα να κόψω την καρδιά μου στα δύο παρά να σε πληγώσω». «Ρόγιαλ...» Την επόμενη στιγμή βρέθηκαν να αγκαλιάζουν σφ ιχτά ο ένας τον άλλο. Το μάγουλό του ακούμπησε το δικό της. «Με συγχωρείς», της είπε μαλακά. «Σε παρακαλώ, πες μου πως με συγχωρείς». «Εντάξει, Ρόγιαλ». «Κάθε άντρας θα ήταν τυχερός να σε έχει δική του». Προσπάθησε να του χαμογελάσει. «Δεν έχει σημασία. Αρκεί που νοιάστηκες αρκετά ώστε να έρθεις». «Νοιάζομαι, Λίλι. Πάρα πολύ». Δεν μπορούσε να αντισταθεί στο απαλό χάδι των χειλιών του, στον τρυφερό τρόπο που ακούμπησαν τα δικά της. Ήταν ένα φιλί γεμάτο νοσταλγία, που τελείωσε πολύ γρήγορα. «Πονώ για σένα, Λίλι. Μόνο εσένα σκέφτομαι. Δεν ξέρω πώς θα είναι η ζωή μου χωρίς εσένα». Ένας κόμπος είχε φράξει το λαιμό της, η καρδιά της χτυπούσε δυνατά. «Μερικές φορές πρέπει να κάνουμε πράγματα που δε θέλουμε. Έτσι είναι η ζωή». Η ίδια το είχε μάθει αυτό στα δώδεκα χρόνια της, τότε που πέθαναν οι γονείς της και αναγκάστηκε να κλέβει για να τρώει. Ο Ρόγιαλ έφερε το χέρι του στο μάγουλό της. «Σήμερα το πρωί ήρθε ο δικηγόρος μου. Λέει ότι οι κολίγοι έχουν υπογράψει μία επίσημη αίτηση απαιτώντας βελτιώσεις στα σπίτια τους». Την κοίταξε στα μάτια σαν να ήθελε να την κάνει να καταλάβει. «Δεν μπορώ να τους απογοητεύσω, Λίλι. Θα πρέπει να δανειστώ τα χρήματα γι’ αυτές τις επισκευές και στο τέλος θα πρέπει να τα ξεχρεώσω». «Μόλις... παντρευτείς, θα έχεις όσα χρήματα χρειάζεσαι». «Το ξέρω, αλλά ήθελα να καταλάβεις». Ο λαιμός της πονούσε. «Καταλαβαίνω, Ρόγιαλ». Κι αυτό έκανε την καρδιά της κομμάτια. Χώθηκε πάλι στην αγκαλιά του και ο Ρόγιαλ την κράτησε σφιχτά. Ήταν έτσι αγκαλιασμένοι όταν ακούστηκε ξανά το κουδούνισμα της πόρτας. Η Λίλι τινάχτηκε μακριά από τον Ρόγιαλ, αλλά ήταν αργά. Η Τζόσλιν και η Ματίλντα Κόλφιλντ στέκονταν κοκαλωμένες στην είσοδο του μαγαζιού, γουρλώνοντας και οι δύο τα μάτια από το σοκ. «Τολμώ να πω ότι αυτό ήταν εντελώς αναπάντεχο». Τα φρύδια της Ματίλντα υψώθηκαν ψηλά. «Παρακαλώ, αφήστε με να εξηγήσω...» ξεκίνησε ο Ρόγιαλ. «Μη με προσβάλλετε περισσότερο με ψέματα». Η καταδικαστική ματιά της Ματίλντα στάθηκε έπειτα στη Λίλι. «Τι άλλο να περιμένει κανείς από μια μικρή αλήτισσα».
Ο Ρόγιαλ αντέδρασε. «Για τίποτα απ’ όλα αυτά δε φταίει η Λίλι. Εγώ την εκμεταλλεύτηκα. Η ευθύνη είναι αποκλειστικά δική μου. Η Λίλι είναι εντελώς αθώα». Δεν ήταν αλήθεια. Έφταιγε για όλα όσα είχαν συμβεί. Η ενοχή και η ντροπή την κατέκλυζαν. «Λυπάμαι, Τζο. Δεν ήθελα να προδώσω την εμπιστοσύνη σου». Η Τζόσλιν την αγνόησε. Το εξαγριωμένο βλέμμα της ήταν καρφωμένο πάνω στον Ρόγιαλ. «Δε θα πάρω εγώ τα παραπετάματά της. Δε θα παντρευτώ έναν άντρα που δε θέλει εμένα». «Είναι άντρας, αγαπητό μου παιδί», είπε ωμά η Ματίλντα. «Οι άντρες έχουν ανάγκες. Η εξαδέλφη σου απλώς ήταν σε θέση να τις καλύψει». Γύρισε το βλέμμα της στον Ρόγιαλ. «Αυτός ο γάμος θα προχωρήσει όπως ακριβώς έχει προγραμματιστεί. Ό,τι κι αν έχει συμβεί ανάμεσα σ’ εσάς τους δύο θα τελειώσει αυτή τη στιγμή. Έγινε κατανοητό;» Ο Ρόγιαλ έσφιξε τα δόντια. Η Λίλι έβλεπε την οργή του και συνειδητοποίησε πως ετοιμαζόταν να ακυρώσει το γάμο. «Ο δούκας απλώς ψυχαγωγούσε τον εαυτό του», είπε για να τον προλάβει. «Ποτέ δεν ήθελα να συμβεί κάτι τέτοιο, ούτε κι ο εξοχότατος». Γύρισε προς την Τζο. «Εσύ είσαι η γυναίκα που θέλει, Τζόσλιν. Πάντα εσύ ήσουν». Η Τζο ρουθούνισε περιφρονητικά. Έριξε μια ματιά στον Ρόγιαλ, αλλά φάνηκε να έχει ηρεμήσει. Ήταν άντρας και παρασυρόταν εύκολα. Η ίδια δεν είχε ποτέ της αντιμετωπίσει τη Λίλι σαν ανταγωνίστρια και ούτε θα την έβλεπε έτσι τώρα. «Από δω και πέρα απαιτώ την απόλυτη προσοχή σου», είπε η Τζο. «Θα ξεκινήσουμε απόψε από την όπερα. Θα ήθελα πολύ να καθίσω στο θεωρείο των Μπράνσφορντ». Ο Ρόγιαλ δεν έκανε κανένα σχόλιο, όμως ένας μυς έπαιξε νευρικά στο μάγουλό του. «Κι εσύ, νεαρή», είπε η Ματίλντα στη Λίλι. «Είναι καιρός να τα μαζέψεις από το σπίτι μας. Ανέφερες πως υπάρχει ένα διαμέρισμα πάνω από το κατάστημα». Η Λίλι έγνεψε καταφατικά. «Θα έχω φύγει ως αύριο», είπε ταπεινωμένη. «Στον αγύριστο», είπε η Τζο, αλλά η Λίλι διέκρινε μια νότα λύπης στη φωνή της εξαδέλφης της. Η Τζο εξαρτιόταν από τη Λίλι, ήταν η πιο έμπιστη φίλη της, αλλά και η Λίλι ένιωθε αυτή την απώλεια. Κάποτε ήταν στενές φίλες κι αυτή τη σχέση η Λίλι κατάφερε να την καταστρέψει. «Τότε είμαστε όλοι σύμφωνοι», είπε η Ματίλντα αποφασιστικά. «Αυτό που συνέβη εδώ δε θα συνεχιστεί». Κάρφωσε την παγερή ματιά της στον Ρόγιαλ. «Δε θα αναφέρω το αξιοθρήνητο περιστατικό στον κύριο Κόλφιλντ και ο αρραβώνας σου με τη θυγατέρα μου θα συνεχίσει να ισχύει. Η επίσημη αναγγελία θα γίνει στο χορό του Σαββάτου, όπως έχουμε προγραμματίσει». Ο Ρόγιαλ όρθωσε το ανάστημά του. Δεν κοίταξε τη Λίλι παρά έκανε μια υπόκλιση στην Τζο. «Τις απολογίες μου, Τζόσλιν. Ποτέ δεν ήθελα να σε φέρω σε δυσάρεστη θέση και δε θα επαναλάβω κάτι τέτοιο». «Οτιδήποτε κάνεις μετά το γάμο μας θα έχω την απαίτηση από σένα να το κάνεις με διακριτικότητα». Ο Ρόγιαλ έγνεψε καταφατικά. Δεν ειπώθηκε τίποτα περισσότερο και οι Κόλφιλντ, μαζί με τον δούκα, γύρισαν και έφυγαν από το μαγαζί. Η Λίλι παρακολούθησε τον Ρόγιαλ να συνοδεύει τις γυναίκες ως την άμαξά τους κι ύστερα να ανεβαίνει στη δική του. Μόλις οι άμαξες απομακρύνθηκαν η καρδιά της έγινε συντρίμμια.
***
«Τι εννοείς είναι αδιάθετος;» ρώτησε ο Σέρι τον μπάτλερ του Ρόγιαλ. Μαζί με τον Ντίλον Σεντ Μάικλς στέκονταν στα μπροστινά σκαλοπάτια του σπιτιού του δούκα του Μπράνσφορντ. «Τι του συμβαίνει δηλαδή;» «Ο εξοχότατος είναι... δηλαδή, θέλω να πω, δεν είναι ο εαυτός του σήμερα. Θα ήταν καλύτερα αν περνούσατε πάλι αύριο». Ο Σέρι έπιασε τον μικροκαμωμένο άντρα από τους ώμους, τον παραμέρισε και πέρασε μέσα στο σπίτι. Κάτι δεν πήγαινε καλά... το ένιωθε. Διέσχισε το διάδρομο προς το γραφείο του Ρόγιαλ έχοντας τον Σεντ Μάικλς στο κατόπι του. Κανείς όμως δε βρισκόταν εκεί. «Επάνω», είπε ο Ντίλον και ο Σέρι έγνεψε ναι. «Περιμένετε, σας ικετεύω». Ο μπάτλερ μπήκε μπροστά τους σαν να είχε σκοπό να θυσιαστεί. «Δεν πρέπει να ανέβετε εκεί πάνω». Αυτό μεγάλωσε απλώς την αποφασιστικότητα του Σέρι. «Έλα!» Οι δυο άντρες προσπέρασαν τον μπάτλερ, ανέβηκαν δυο δυο τα σκαλιά και διέσχισαν το διάδρομο προς την κεντρική κρεβατοκάμαρα. Ο Σεντ Μάικλς χτύπησε με τη χοντρή γροθιά του την πόρτα αρκετές φορές, δεν πήραν όμως απάντηση. Ο Σέρι γύρισε το πόμολο, βρήκε την πόρτα ξεκλείδωτη και πέρασε μέσα στο δωμάτιο. Ο Ρόγιαλ ήταν ξαπλωμένος στον καναπέ μπροστά στο τζάκι. Ένα άδειο μπουκάλι του μπράντι υπήρχε πάνω στο τραπέζι και στο χέρι του ένα μισογεμάτο ποτήρι. «Φύγετε». «Θεέ και κύριε... μα εσύ είσαι τύφλα», είπε ο Σέρι. «Τι στην οργή σου συνέβη;» Ο Ρόγιαλ ανακάθισε, με αποτέλεσμα το μπράντι να τον πιτσιλίσει. «Παντρεύομαι, αυτό συνέβη. Με λάθος γυναίκα». «Αυτό δεν είναι νέο, φίλε μου», είπε ο Σεντ Μάικλς. «Και σίγουρα δεν είναι αυτό που σε έκανε να γίνεις σήμερα στουπί στο μεθύσι». Ο Ρόγιαλ γρύλισε. «Προσπάθησα, το παραδέχομαι. Δυστυχώς, δεν είμαι...» τον διέκοψε ένας λόξιγκας «...αρκετά μεθυσμένος». Οι δυο άντρες στριφογύρισαν τα μάτια. «Η Ματίλντα Κόλφιλντ με βρήκε στο μαγαζί της Λίλι». Κατέβασε μία ακόμα γουλιά μπράντι. «Η Τζόσλιν ήταν μαζί της». «Και η Τζόσλιν δε ματαίωσε το γάμο;» ρώτησε ο Σέρι κατάπληκτος. Ο Ρόγιαλ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Δεν το επέτρεψε η μητέρα της. Θα έπρεπε να τον είχα ματαιώσει εγώ, όποιο κι αν ήταν το κόστος. Η Λίλι καταστρέφεται εξαιτίας μου. Είναι καθήκον μου να επανορθώσω». «Δεν έχεις τη δυνατότητα να παντρευτείς μια γυναίκα αδέκαρη», του είπε ο Σεντ Μάικλς, που διέθετε πρακτικό πνεύμα. «Είσαι ένας δούκας, άνθρωπέ μου. Έχεις καθήκοντα, υποχρεώσεις». Ο Ρόγιαλ έγειρε μπροστά στον καναπέ, έσκυψε το κεφάλι και πέρασε τα χέρια του μέσα στα μαλλιά του. «Το ξέρω». «Τι είπε η Λίλι όταν συνέβη αυτό;» ρώτησε τώρα ο Σέρι. «Τους είπε πως ήταν δικό της λάθος. Πως δεν είναι καθόλου σημαντική για μένα, μια διασκέδαση μονάχα. Ανέλαβε ολόκληρη την ευθύνη κι εγώ την άφησα».
«Δεν είχες άλλη επιλογή», είπε ο Ντίλον. «Πάντα υπάρχει επιλογή», μουρμούρισε ο Ρόγιαλ. «Ό,τι έγινε, έγινε», είπε ο Σέρι. «Τουλάχιστον δε θα χρειαστεί να ανησυχείς για την υπόληψη της Λίλι. Οι Κόλφιλντ δεν έχουν συμφέρον να μαθευτεί αυτό». «Ναι, κάτι είναι κι αυτό», παραδέχτηκε απρόθυμα. «Θα το ξεπεράσεις». Ο Σεντ Μάικλς ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του Ρόγιαλ. «Η ζωή είναι γεμάτη από διακυμάνσεις και βρίσκουμε πάντα κάποιο τρόπο να επιβιώνουμε». Ο Σέρι έσκυψε και πήρε ένα σημείωμα που βρισκόταν πεταμένο στο τραπέζι μπροστά από τον καναπέ. «Τι είναι αυτό;» «Η Ματίλντα θέλει να επισπευστεί ο γάμος». Ο Ρόγιαλ αναστέναξε. «Μάλλον φοβάται μήπως κάτι άλλο πάει στραβά». «Ε, αυτό είναι καλό νέο», είπε ο Σεντ Μάικλς. «Θα αποκτήσεις τα χρήματα της γυναίκας σου γρηγορότερα απ’ όσο υπολόγιζες. Και, ας μην κρυβόμαστε, τα έχεις ανάγκη». «Χρήματα...» είπε ο Ρόγιαλ με αηδία. «Μόνο γι’ αυτό πρόκειται πάντα. Μερικές φορές ζηλεύω τους ζητιάνους στο δρόμο». Ο Σέρι τον αγνόησε. Ο φίλος του ήταν μεθυσμένος κι ερωτευμένος. Και ο συνδυασμός των δύο, επικίνδυνος. Τράβηξε το ποτήρι από το χέρι του καλύτερου φίλου του. Ο Ρόγιαλ δεν έδειξε να το προσέχει. «Πέσε να κοιμηθείς. Αύριο θα νιώθεις καλύτερα». Ο Ρόγιαλ δεν του απάντησε, γλίστρησε μόνο πλάι στον καναπέ, έκλεισε τα μάτια του κι άρχισε να ροχαλίζει ελαφρά. Ο Σέρι έγνεψε στον Ντίλον. «Ώρα να πηγαίνουμε». Εκείνος κοίταξε το φίλο τους με τα στραπατσαρισμένα ρούχα. «Ούτε ψύλλος στον κόρφο του». Ο Σέρι γρύλισε. «Θύμισέ μου να μην ερωτευτώ ποτέ». ***
Η Λίλι στεκόταν πίσω από το γκισέ του Λίλι Παντ. Μέχρι στιγμής δεν υπήρχε πολλή κίνηση κι ήταν ευγνώμων γι’ αυτό. Η Φλόρα είχε φύγει στις δύο, έχοντας ρίξει μόνο λίγες κλεφτές ματιές στη χλομή εργοδότριά της με τα πρησμένα μάτια. Τουλάχιστον είχε τη διακριτικότητα να μην κάνει ερωτήσεις. Η Λίλι χασμουρήθηκε πίσω από το χέρι της. Δεν είχε κοιμηθεί όλη τη νύχτα. Όποτε έκλεινε τα μάτια της έβλεπε το παγερό, σκληρό, γεμάτο κατηγόρια βλέμμα της Ματίλντα. Έπρεπε να το περιμένω από μια αλήτισσα σαν εσένα... Ο κόμπος ξανάκλεισε το λαιμό της. Οι Κόλφιλντ ουδέποτε την είχαν δεχτεί αληθινά, ιδίως η Ματίλντα. Αν και ήταν εγγονή ενός κόμη, όπως ακριβώς και η Τζο, το παρακλάδι της οικογένειας της Λίλι είχε αποκοπεί πριν από χρόνια από το υπόλοιπο γενεαλογικό δέντρο. Προσπάθησε να μη σκέφτεται την Τζόσλιν και το χτύπημα που της είχε καταφέρει. Τι κι αν η Τζο είχε εραστή; Αυτό ήταν δική της υπόθεση. Η Λίλι είχε έναν διαφορετικό ηθικό κώδικα στη ζωή της και η ερωτική σχέση με τον μέλλοντα σύζυγο της εξαδέλφης της ήταν ούτως ή άλλως ένα γεγονός απαράδεκτο. Εξαντλημένη και αποκαμωμένη, πήγε και κάθισε βαριά στην καρέκλα πίσω από τον πάγκο. Πώς είχε ξεφύγει τόσο πολύ από τον έλεγχό της η ζωή της; Βυθισμένη καθώς ήταν στην κατάθλιψη και τις τύψεις, αναπήδησε ξαφνιασμένη όταν άκουσε το
χτύπημα στην πίσω πόρτα. Η Λίλι σηκώθηκε με κόπο και πήγε να ανοίξει. Τα πόδια της ήταν βαριά σαν μολύβι. Ξεκλείδωσε, άνοιξε την πόρτα και είδε μπροστά της ένα κουρελιασμένο παιδί να στέκεται στο σοκάκι πίσω από το μαγαζί της. «Είπες ότι μπορούσα να έρθω. Το εννοούσες;» Ήταν εκείνος ο πιτσιρίκος, ο Τόμι Κοξ. Μαζί με το κατσιασμένο καφετί και άσπρο σκυλί του. Για πρώτη φορά μέσα σ’ εκείνη τη μέρα κάτι φωτίστηκε μέσα της. «Το εννοούσα. Πέρασε μέσα, Τόμι». Κοιτάζοντας το κοκαλιάρικο παιδί θυμόταν τα χρόνια που είχε ζήσει κι η ίδια μια τέτοια ζωή. Θυμόταν πόσο τρόμο είχε στην ψυχή της όταν πέθαναν οι γονείς της και πήγε να ζήσει με το θείο της. Θυμόταν τον Τζακ να της μαθαίνει πώς έπρεπε να είναι δυνατή και πώς σιγά σιγά έπαψε πράγματι να φοβάται. Θυμόταν πώς επιβίωσε εκείνες τις μέρες. Παραμέρισε και άφησε τον Τόμι και τον Μαγκς να περάσουν στο πίσω δωμάτιο του μαγαζιού της. «Πεινάς;» Το παιδί είχε μείνει πετσί και κόκαλο. Ήταν σίγουρη πως και μόνο ακούγοντας τη λέξη φαγητό έτρεχαν τα σάλια του. «Θα έτρωγα κάτι. Μπορώ να έχω κι ένα ξεροκόμματο για τον Μαγκς;» Η συγκίνηση πλημμύρισε το στήθος της. Όσο πεινασμένος κι αν ήταν, νοιαζόταν για το σκύλο του. «Θα βρω κάτι και για τους δυο σας. Μείνε εδώ». Καθώς ανέβαινε βιαστικά τις σκάλες, η Λίλι σκεφτόταν πως πίσω από τη βρόμα υπήρχε ένα όμορφο αγόρι. Αν δεν το βοηθούσε κανείς, αργά ή γρήγορα θα γινόταν ένας σκληραγωγημένος κακοποιός ή θα αναγκαζόταν να στραφεί στην πορνεία. Ο φόβος για το δεύτερο είχε αναγκάσει το θείο της να παραδώσει τη Λίλι στο σπίτι της εξαδέλφης της. Αφού έβαλε σ’ ένα πιάτο παξιμάδι, τυρί και ένα μεγάλο κομμάτι κέικ, η Λίλι επέστρεψε στο δωμάτιο πίσω από το κατάστημα. Ο Τόμι και ο Μαγκς στέκονταν εκεί ακριβώς που τους είχε αφήσει, δίπλα στην πόρτα, μήπως χρειαστεί να το βάλουν στα πόδια. Η Λίλι καθάρισε το τραπέζι του ραψίματος και ακούμπησε το πιάτο με το φαγητό μπροστά τους. «Εμπρός. Φάε». Ένα λερωμένο χέρι όρμησε μπροστά και άρπαξε ένα χοντρό κομμάτι τυρί και μια φέτα ψωμί. Ένα μέρος του φαγητού πήγε στον Μαγκς. Μέσα σε δευτερόλεπτα το πιάτο άδειασε. Η Λίλι θα του έδινε περισσότερο, φοβήθηκε όμως μήπως το άδειο στομάχι του παιδιού αντιδρούσε άσχημα. Αντί γι’ αυτό, του πρόσφερε ένα ποτήρι λεμονάδα από μια κανάτα που είχε στο πίσω δωμάτιο. Ο Τόμι την ήπιε με λαχτάρα. «Καλό;» τον ρώτησε. Το αγόρι απλώς κούνησε το κεφάλι του καταφατικά, μπουκωμένο ακόμα από το τελευταίο κέικ. «Μπορείς να περάσεις εδώ τη νύχτα, αν θέλεις. Θα φτιάξω λίγο βραστό για το βράδυ και το πρωί θα πιούμε σοκολάτα με κέικ». Τα μάτια του Τόμι γούρλωσαν. «Θα μου φτιάξεις βραδινό;» Του το επιβεβαίωσε μ’ ένα γνέψιμο. Η καρδιά της ήταν γεμάτη οίκτο και κάτι άλλο, αδιευκρίνιστο. «Και το πρωί ρόφημα σοκολάτα. Είναι πολύ πιο ζεστά εδώ μέσα απ’ ό,τι έξω». Ο Τόμι κοίταξε τον Μαγκς. «Εσύ τι λες, αγόρι μου;» Το σκυλί κούνησε την ουρά του πάνω στο ξύλινο πάτωμα. Ίσως ο Τόμι είχε έρθει κοντά της σαν μια απάντηση στις προσευχές της. Ήταν ένα παιδί που τη χρειαζόταν. Αλλά τον χρειαζόταν κι εκείνη.
«Είναι ώρα να κλείσω. Θα κλειδώσω κι ύστερα θα πεταχτώ στα γρήγορα μέχρι τον μπακάλη, να δω τι έχει για να φάμε». Ο Τόμι κούνησε το κεφάλι συμφωνώντας. Μύριζε απαίσια, όπως και το σκυλί του. Όμως το μπάνιο μπορούσε να περιμένει. Ήθελε να δείξει στο παιδί πως το καλοδεχόταν έτσι όπως ήταν. Στο τέλος, αν ήταν τυχερή, μπορεί να κέρδιζε την εμπιστοσύνη του. Για πρώτη φορά μετά το περιστατικό με τον Ρόγιαλ, όταν η Τζόσλιν και η μητέρα της μπήκαν στο μαγαζί και τη βρήκαν στην αγκαλιά του, η Λίλι άρχισε να νιώθει μια μικρή χαρά να μεγαλώνει μέσα της. ***
Ο Τζόναθαν Σάβατζ χτύπησε το κουδούνι του κομψού τριώροφου πλινθόκτιστου σπιτιού το οποίο ανήκε στον Πρέστον Λούμις. Την πόρτα άνοιξε ο μπάτλερ του Λούμις, ένας ψηλός αξιοσέβαστος άντρας με γκριζαρισμένα μαλλιά. «Μπορώ να σας βοηθήσω;» ρώτησε. «Ονομάζομαι Τζόναθαν Σάβατζ. Βρίσκομαι εδώ για να δω τον κύριο Λούμις». «Ο κύριος Λούμις σας περιμένει. Παρακαλώ, ακολουθήστε με». Του είχε στείλει μία ειδοποίηση, ζητώντας του να συναντηθούν για να συζητήσουν την επένδυση που είχε κάνει ο Λούμις. Η υπόσχεση του κέρδους είχε έναν τρόπο να κινητοποιεί άμεση αντίδραση. Ο Λούμις σηκώθηκε μόλις ο Τζόναθαν μπήκε στο σαλόνι, ένα χώρο επιπλωμένο με ακριβά έπιπλα και φίνο γούστο. Ήταν εκπληκτικό τι μπορούσε να κάνει κανείς με την περιουσία ενός δουκάτου. «Δεν περίμενα να ακούσω νέα σας τόσο σύντομα». Ο Λούμις ήρθε προς το μέρος του, μια επιβλητική φιγούρα με ασημένια μαλλιά και άψογα περιποιημένο μουστάκι. «Σταθήκαμε τυχεροί. Οι δανειστές έλαβαν τα λεφτά που περίμεναν πολύ πιο γρήγορα απ’ όσο ήλπιζαν. Πράγμα που σημαίνει πως μπορέσαμε να εξοφλήσουμε το δάνειο σε πολύ μικρότερο χρόνο». «Κατάλαβα. Θα θέλατε ένα μπράντι;» «Νομίζω πως ναι». Ο Λούμις πήγε ως τον μπουφέ και σέρβιρε μια μερίδα από το κεχριμπαρένιο υγρό σε δύο κρυστάλλινα ποτήρια του μπράντι. Ο Τζόναθαν δέχτηκε το δικό του και ήπιε μια γουλιά. Το μπράντι ήταν παλιό και ακριβό, από τα καλύτερα που είχε γευτεί ποτέ του. «Εξαιρετικό». Κράτησε το ποτήρι ψηλά, στο φως, για να εκτιμήσει το πλούσιο χρώμα. «Συγχαρητήρια για την επιλογή σας στο μπράντι, κύριε Λούμις». «Χαίρομαι που σας αρέσει». Ο Λούμις χαμογέλασε και οι άκρες απ’ το μουστάκι του ανασηκώθηκαν. «Ό,τι πληρώνεις, παίρνεις». Ο Τζόναθαν χαχάνισε. Ως τριτότοκος γιος και όχι κληρονόμος του πατέρα του, το μεγαλύτερο μέρος του πλούτου του είχε κερδηθεί με τη δουλειά του. Το ναυπηγείο του, μια προβληματική επιχείρηση την οποία είχε κληρονομήσει απ’ τον παππού του, είχε αναδειχθεί στην πιο επικερδή δραστηριότητά του. Άλλες επιχειρήσεις είχαν αγοραστεί, βελτιωθεί και απέδιδαν αρκετά κέρδη. Ο Τζόναθαν ήπιε μια γουλιά μπράντι, έβαλε το χέρι στην τσέπη και έβγαλε μια τραπεζική επιταγή με το ποσό που είχε επενδύσει ο Λούμις προσαυξημένο κατά τριάντα τοις εκατό. Για το καλό του
Ρόγιαλ, ήλπιζε να έπαιρναν πίσω τα χρήματα του μακαρίτη δούκα και όλα αυτά να μη γίνονταν άσκοπα. Ο Λούμις κοίταξε την επιταγή με απόλαυση. «Θα με ενημερώσετε αν συναντήσετε άλλον αξιόπιστο βραχυπρόθεσμο δανειστή, σωστά;» «Θα το κάνω, αν και ως επί το πλείστον χρηματοδοτώ ο ίδιος αυτά τα δάνεια». Ήταν ένα κατάφωρο ψέμα. Δεν έκανε υπέρογκα δάνεια και, μολονότι η φήμη του ήταν σκοτεινή σαν την αμαρτία, ο Τζόναθαν δεν έκλεβε τα χρήματα των άλλων. Τελείωσε το ποτό του και το ακούμπησε στο γυαλιστερό μαονένιο τραπέζι. «Χάρηκα που συνεργαστήκαμε, κύριε Λούμις». «Επίσης, κύριε Σάβατζ». Ο Τζόναθαν έφυγε από το σπίτι, ανέβηκε στην άμαξά του και έδωσε οδηγίες στον αμαξά του να περάσει πρώτα από το σπίτι του δούκα του Μπράνσφορντ. Από κει θα κατευθυνόταν στην Τζέρμιν Στρητ, για μια επίσκεψη στην ερωμένη που είχε αυτό το διάστημα. Είχε παίξει το ρόλο του. Το σκηνικό είχε στηθεί για την τελευταία πράξη. Δεν τον ενδιέφερε διόλου η δικαιοσύνη. Απλώς ήθελε να πάρει πίσω τα χρήματά του ο καλός του φίλος.
Κεφάλαιο 25 Την Τετάρτη η Λίλι δεν πήγε στο πανδοχείο Ρεντ Ρούστερ. Ήταν πολύ νωρίς μετά την τρομερή σκηνή στο κατάστημά της για να ξαναδεί τον Ρόγιαλ. Έτσι, η Μόλι Ντάνιελς ήρθε στο μαγαζί να την ενημερώσει για όσα είχαν διαδραματιστεί στη συνάντηση. Η Φλόρα είχε ήδη σχολάσει. Ο Τόμι και ο Μαγκς είχαν φύγει λίγο μετά το πρωινό, πολύ ζωηροί για να μείνουν σ’ ένα μέρος. Όμως ο Τόμι είχε υποσχεθεί να επιστρέψει για το δείπνο και ότι θα έμενε το βράδυ. Ήταν ένα ξεκίνημα, και η Λίλι αισιοδοξούσε. Άλλωστε η σκέψη του Τόμι αποσπούσε το μυαλό της από τον Ρόγιαλ και απάλυνε τον πόνο της καρδιάς της. «Ετοιμαζόμουν να κλείσω», είπε στη Μόλι, χαρούμενη για την παρέα της. «Κάνει ψύχρα έξω. Γιατί δεν έρχεσαι επάνω να τα πούμε πίνοντας τσάι;. Η Μόλι χαμογέλασε. «Ένα κορίτσι που με καταλαβαίνει». Τα μαλλιά της ήταν και πάλι λαμπερά και όχι μουντά γκρίζα. Και όταν χαμογελούσε, γινόταν φανερό πως υπήρξε μια πολύ όμορφη γυναίκα. Δεν είχε καμία σχέση με την παλαβή γριά την οποία υποδυόταν με τόση επιτυχία. Ανέβηκαν τις σκάλες για το μικρό διαμέρισμα της Λίλι και η Μόλι βολεύτηκε στον καναπέ μπροστά στο μικρό παραγώνι. Η Λίλι άναψε τη φωτιά κι ύστερα πήγε να βάλει το τσαγερό να βράσει. Γέμισε ένα πιάτο με γλυκίσματα που είχε αγοράσει από το φούρνο, ξέροντας πόσο θα άρεσαν στον Τόμι. Γύρισε στο σαλόνι και ακούμπησε το τσάι και τα γλυκά πάνω στο τραπέζι μπροστά στον καναπέ. «Πες μου λοιπόν πώς πήγε η συνάντηση». Καθισμένη στην πολυθρόνα απέναντι από την επισκέπτριά της, η Λίλι σέρβιρε το τσάι. «Ε, ο δούκας ήταν εκεί, φυσικά. Όμορφος αυτός ο άντρας». Κοίταξε τη Λίλι πάνω από το φλιτζάνι της. «Αν και σήμερα φαινόταν κάπως έξω από τα νερά του. Νομίζω πως ήταν
στενοχωρημένος επειδή δεν ήσουν εκεί». Η Μόλι Ντάνιελς δεν ήταν ανόητη και σίγουρα διαισθανόταν την έλξη που υπήρχε μεταξύ τους. «Ο δούκας πρόκειται να παντρευτεί την εξαδέλφη μου», είπε η Λίλι προσεκτικά. «Όποια... φιλία... κι αν είχαμε, τελείωσε». «Κατάλαβα». Θυμήθηκε πάλι τη σκηνή κάτω στο μαγαζί της κι ένιωσε ένα κάψιμο πίσω απ’ τα βλέφαρά της. Ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό της και, μολονότι προσπάθησε να συγκρατηθεί, λίγα δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά της. Η Μόλι της έδωσε ένα μαντίλι που τράβηξε έξω από το τσαντάκι της. «Μη νοιάζεσαι, καλή μου. Το να ερωτεύεσαι δεν είναι ντροπή. Μερικές φορές απλώς συμβαίνει, είτε μας αρέσει είτε όχι». Η Λίλι σκούπισε την υγρασία από τα μάγουλά της. «Προσπάθησα να μην τον αγαπήσω, αληθινά προσπάθησα. Δεν ξέρω πώς νιώθει ο Ρόγιαλ για μένα, αλλά...» «Μα σε αγαπάει, καλό μου παιδί. Μόνο ένας τυφλός δεν μπορεί να το δει αυτό». Η Λίλι φύσηξε τη μύτη της. Δεν είχε μια ξεκάθαρη ιδέα για τα αισθήματα του Ρόγιαλ απέναντί της και ήλπιζε πως η Μόλι είχε δίκιο. «Δεν έχει σημασία πώς νιώθει. Πρέπει να παντρευτεί μια γυναίκα με περιουσία. Έδωσε όρκο στον πατέρα του και χρειάζεται απεγνωσμένα τα χρήματα. Ο... αρραβώνας του με την εξαδέλφη μου θα αναγγελθεί το Σάββατο το βράδυ». «Ω Θεέ μου!» Η Λίλι κατάπιε με δυσκολία τον κόμπο στο λαιμό της. «Πριν από δύο μέρες ο Ρόγιαλ ήρθε να με δει. Η εξαδέλφη μου και η μητέρα της μας βρήκαν κάτω στο μαγαζί. Δεν αντέχω ούτε να το σκέφτομαι». Έπνιξε ένα λυγμό, όμως καινούρια δάκρυα ξεχείλισαν από τα μάτια της. Δεν είχε τέτοια πρόθεση, όμως βρέθηκε να διηγείται στη Μόλι Ντάνιελς την τρομερή αντιπαράθεση με τις Κόλφιλντ. «Η Ματίλντα είπε πως ήμουν μια αλήτισσα και είχε δίκιο. Ακόμα κι αν ήμουν πλούσια, ο Ρόγιαλ δε θα μπορούσε να με παντρευτεί. Πώς θα μπορούσε μετά τη ζωή που είχα κάνει;» «Έλα τώρα, μη λες ανοησίες. Εσύ γεννήθηκες μια λαίδη. Ο Τζακ μου είπε ότι η γιαγιά σου ήταν κόρη ενός κόμη. Αυτό δεν αλλάζει με τίποτα. Πέρασες δύσκολους καιρούς, αυτά όμως τώρα ανήκουν στο παρελθόν. Είσαι μια κυρία, όπως και τότε». Η Λίλι την κοίταξε μέσα από τα δάκρυά της. «Στ’ αλήθεια το πιστεύεις αυτό;» «Φυσικά και το πιστεύω. Κι ο δούκας σου το πιστεύει, αλλιώς δε θα σε ερωτευόταν». Η Λίλι δεν απάντησε. Ίσως να μη μάθαινε ποτέ το μέγεθος των αισθημάτων του Ρόγιαλ, όμως χαιρόταν που είχε ανοίξει την καρδιά της στη Μόλι. Χρειαζόταν μια φίλη και, απ’ ό,τι φαινόταν, την είχε βρει. Νιώθοντας λίγο καλύτερα και θέλοντας να αλλάξει θέμα, εστίασε την προσοχή της στο λόγο της επίσκεψης της Μόλι. «Λοιπόν, τι συνέβη στη συνάντηση;» «Τα πράγματα συνεχίζουν να πηγαίνουν καλά. Καλύτερα από καλά, μάλιστα. Ο Τσάρλι πιστεύει πως σύντομα θα ’χεις νέα από τον Λούμις». «Γιατί αυτό;» «Επειδή ο φίλος του δούκα, ο κύριος Σάβατζ, έκανε μια επίσκεψη στον Λούμις, πολύ επικερδή μάλιστα. Ο Λούμις έβγαλε λεφτά, όπως πρόβλεψε η Τσέγια. Τώρα πρέπει να έχει πειστεί ότι η Τσιγγάνα είναι συγγενής της Μέντελα». Γέλασε. «Ο Λούμις είναι ένας άπληστος μπάσταρδος. Θα
θελήσει να βγάλει περισσότερα χρήματα, κι εσύ θα τον βοηθήσεις». Η Λίλι χαμογέλασε. «Εσύ, εννοείς». Χαχάνισε. «Ναι, εγώ. Μαζί με την κυρία Κρόουλι. Και θα είναι μεγάλη η χαρά μας». Η Λίλι συμπαθούσε πολύ αυτή τη γυναίκα και χαιρόταν για το θείο της. «Λοιπόν, ποια είναι η επόμενη κίνησή μας;» «Καμία, μέχρι να δώσει σημεία ζωής ο Λούμις. Μόλις γίνει αυτό, θα χρειαστεί να κανονίσεις μία συνάντηση. Μετά ειδοποίησε εμένα και τον Τζακ». Όχι όμως τον Ρόγιαλ, όπως γινόταν πριν. Οποιαδήποτε επικοινωνία μεταξύ τους είχε τελειώσει. «Όταν ο Λούμις συναντήσει την Τσέγια», συνέχισε η Μόλι, «θα του πει ότι η κυρία Κρόουλι είναι ιδιοκτήτρια μιας εταιρείας η οποία κατασκευάζει όπλα και τέτοια. Και ότι πρόκειται να τον κάνει πολύ πλούσιο. Πες του ότι η περιουσία της θα διπλασιαστεί σύντομα. Πες του ότι έχει κάποια σχέση με τους Αμερικανούς και την αναταραχή που υπάρχει στη χώρα τους. Πες του να αγοράσει οτιδήποτε του πουλήσει αυτή η γυναίκα». Η Λίλι ήπιε μια γουλιά από το τσάι της συλλογισμένη. «Αυτά τα προβλήματα στην Αμερική... είναι εν μέρει αλήθεια, έτσι;» Η Μόλι έγνεψε καταφατικά. «Τα γράφουν όλες οι εφημερίδες. Το βόρειο τμήμα της χώρας φοβάται πως θα γίνει πόλεμος με το νότιο, επειδή εκεί έχουν σκλάβους. Μπορεί να θέλουν να οπλιστούν για κάθε ενδεχόμενο... ή τουλάχιστον αυτό θα πιστέψει ο Λούμις». «Κατάλαβα. Ο Λούμις θα πιστέψει ότι η πρόβλεψή μου είναι αληθινή επειδή κατά ένα μέρος είναι πράγματι αληθινή». Η Μόλι χαμογέλασε πλατιά. «Καλά το είπε ο θείος σου πως είσαι έξυπνο κορίτσι». Έτσι δούλευε ένας επιτυχημένος απατεώνας. Πες τους τρεις αλήθειες κι ύστερα θα πιστέψουν το ψέμα. Η Μόλι ακούμπησε το άδειο φλιτζάνι της και σηκώθηκε. «Να κρατάς επαφή, αγάπη. Και μην πιστέψεις ούτε για ένα λεπτό ότι είσαι κατώτερη απ’ οποιαδήποτε φίνα κυρά στο Λονδίνο». Η Λίλι σηκώθηκε κι εκείνη. Αγκάλιασε τη μεγαλύτερη γυναίκα με αγάπη. «Σ’ ευχαριστώ, Μόλι. Για όλα». «Μη νοιάζεσαι, αγάπη. Θα τσακώσουμε αυτό το κάθαρμα μια για πάντα. Ο δούκας σου θα πάρει πίσω τουλάχιστον ένα μέρος απ’ τα λεφτά του». Μα δε θα ήταν αρκετό. Είχε δώσει και μια υπόσχεση στον πατέρα του. Κατέβηκαν μαζί στο μαγαζί και η Λίλι τη συνόδευσε μέχρι έξω. Περίμενε να δει τη Μόλι να μπαίνει σε μια άμαξα κι ύστερα γύρισε στο διαμέρισμά της. Μπαίνοντας σκέφτηκε αυτό που της είχε πει η Μόλι. Ακόμα κι αν ήταν άξια να παντρευτεί έναν δούκα, αυτό δε θα συνέβαινε ποτέ. Τα μάτια της έκαιγαν. Μετά το Σάββατο το βράδυ, ο Ρόγιαλ θα ανήκε αποκλειστικά στην Τζο. ***
Η Τζόσλιν ξεκλείδωσε και μπήκε στη σουίτα του ξενοδοχείου Πάρκλαντ. Είχε μεγάλη νευρικότητα. Ήταν ασυνήθιστη σ’ αυτό το συναίσθημα. Όμως ο Κρίστοφερ θα ερχόταν από στιγμή σε στιγμή και υπήρχαν σημαντικά ζητήματα που ήθελε να συζητήσει μαζί του. Έριξε στην άκρη την μπέρτα της και άρχισε να βηματίζει πέρα δώθε στο δωμάτιο. Η φούστα του πράσινου βελούδινου φορέματός της με την κατακόκκινη μπορντούρα στροβιλιζόταν σε κάθε της
γύρισμα. Μπρος και πίσω, μπρος και πίσω. Κοίταξε το ρολόι. Ο Κρίστοφερ δεν είχε αργήσει. Εκείνη είχε φτάσει νωρίς. Τα νεύρα της τεντώθηκαν ακόμα περισσότερο. Ήταν γελοίο. Φυσικά και θα τον χαροποιούσαν τα νέα. Θα τον ενθουσίαζαν. Ακόμα κι αν τα αισθήματά του απέναντί της ήταν αβέβαια, θα ήθελε τα χρήματα. Η τελευταία αυτή σκέψη δεν της άρεσε, αν και με τον Ρόγιαλ δεν την ενοχλούσε. Η σχέση τους ήταν μια επαγγελματική συμφωνία. Όμως με τον Κρίστοφερ... τα πράγματα διέφεραν. Όσο κι αν το είχε παλέψει, η καρδιά της δεν έμεινε ανέπαφη. Ένα κλειδί γύρισε στην πόρτα κι αυτή άνοιξε. Ο Κρίστοφερ Μπάρκλεϊ μπήκε στη σουίτα, όμορφος και ατάραχος όπως πάντα. Τα μαύρα φρύδια του ανασηκώθηκαν όταν την είδε. Προφανώς τον εξέπληξε η άφιξη της Τζόσλιν, η οποία καθυστερούσε μονίμως. «Ήρθες νωρίς. Θα πρέπει να είναι σημαντικό αυτό που έχεις να μου πεις. Ή μήπως το λάγνο κορμί σου ανυπομονούσε για τις ηδονές που μπορώ να σου χαρίσω;» Η Τζόσλιν κοκκίνισε. Ο Κρίστοφερ δε μασούσε ποτέ τα λόγια του, κι όμως έβρισκε την τόλμη του αναζωογονητική. Ήρθε προς το μέρος της, την έπιασε από τους ώμους και την τράβηξε πάνω του. Το στόμα του πλησίασε το δικό της και τη φίλησε, άγρια στην αρχή, ύστερα πιο τρυφερά, κάνοντας την Τζόσλιν να ταλαντευτεί ζαλισμένη, να λαχταρά για τα έμπειρα χάδια του πάνω στη σάρκα της, για το σώμα του μέσα στο δικό της. Ο Κρίστοφερ έκανε ένα βήμα πίσω. «Ίσως θα πρέπει να μιλήσουμε πρώτα. Γιατί μου ζήτησες να έρθω, Τζο; Το σημείωμά σου έγραφε πως ήταν σημαντικό». Η Τζόσλιν απομακρύνθηκε και η νευρικότητά της επέστρεψε. Ο Κρίστοφερ δεν έμοιαζε με κανέναν από τους άντρες που είχε γνωρίσει και, όσο σίγουρη κι αν ήταν, ποτέ δεν ήξερε κανείς... Κούνησε το κεφάλι της πέρα δώθε και ξαναγύρισε κοντά του. «Αποφάσισα να μην παντρευτώ τον δούκα». Την κοίταξε έκπληκτος, ύστερα συνοφρυώθηκε. «Γιατί όχι; Νόμιζα πως ο διακανονισμός έχει ήδη γίνει». «Ναι, έχει γίνει, μα... Η αλήθεια είναι πως δε δίνω δεκάρα τσακιστή για τον Ρόγιαλ Ντιούαρ και δεν πρόκειται να τον παντρευτώ». Κοίταξε το όμορφο, ακαταμάχητο πρόσωπό του. «Σκέφτηκα αντί γι’ αυτόν να παντρευτώ εσένα». Σιωπή. Μετά, ένα βροντερό γέλιο ξεχύθηκε από το στόμα του Κρίστοφερ. «Έχασες το μυαλό σου;» Το στομάχι της δέθηκε κόμπος. «Νόμιζα... νόμιζα πως θα σε ευχαριστούσε αυτό». Την κοίταξε για αρκετή ώρα, ύστερα γύρισε και πήγε προς το παράθυρο. Απέξω ακούγονταν οι ρόδες κάποιας άμαξας πάνω στον λιθόστρωτο δρόμο. Ένας νεαρός εφημεριδοπώλης διαλαλούσε την πραμάτεια του. Ο Κρίστοφερ αναστέναξε μέσα στη βαριά σιωπή. Γύρισε και πλησίασε πάλι κοντά της. «Δεν μπορώ να σε παντρευτώ, Τζο. Δεν είμαι αυτό που θέλεις κι ούτε θα γίνω ποτέ. Αν τα πράγματα ήταν διαφορετικά... Αν είχα λεφτά κι έναν τίτλο, ενδεχομένως...» Έσφιξε τα χείλη του. «Μα δεν έχω. Δεν μπορώ να σου προσφέρω ούτε ένα από τα πράγματα που έχει να σου δώσει ο Μπράνσφορντ. Θα γινόσουν δυστυχισμένη, όπως κι εγώ». Τα μάτια της πλημμύρισαν δάκρυα. Δεν το πίστευε πως την αρνιόταν. Είχε πλαγιάσει μαζί της,
είχαν κάνει έρωτα με μισή ντουζίνα διαφορετικούς τρόπους. Πώς τολμούσε να αρνείται να την παντρευτεί! Την κυρίευσε οργή. Οργή και ταπείνωση. Το χέρι της τινάχτηκε και τον χαστούκισε τόσο δυνατά, που ο Κρίστοφερ πισωπάτησε. «Σε μισώ!» του φώναξε. «Σε μισώ, Κρίστοφερ Μπάρκλεϊ!» Κάνοντας απότομη μεταβολή όρμησε προς την πόρτα. Την άνοιξε και βγήκε από το δωμάτιο χωρίς να πάρει την μπέρτα της. Δεν την ενδιέφερε αν την έβλεπε κάποιος. Είχε αρκετά χρήματα για να κλείσει όλα τα στόματα. Μπορούσε να αγοράσει οποιονδήποτε ήθελε. Τα δάκρυα θόλωναν την όρασή της και παραπάτησε. Ναι, μπορούσε να αγοράσει τους πάντες. Εκτός από τον Κρίστοφερ Μπάρκλεϊ. ***
Η Λίλι σήκωσε το βλέμμα όταν η Ντότι Χομπς όρμησε στο μαγαζί, έχοντας ακόμα την ποδιά δεμένη γύρω από τη μεγάλη μέση της. «Δε θα μείνω. Ήθελα να σου δώσω αυτό». Έδωσε ένα σημείωμα στη Λίλι. «Ο Λούμις πέρασε από το σπίτι γυρεύοντας την Τσέγια. Θέλει να τη συναντήσει απόψε. Άφησε αυτό το σημείωμα. Η Τσέγια υποτίθεται πως πρέπει να στείλει απάντηση σ’ αυτή τη διεύθυνση αν συμφωνεί». Η Λίλι άνοιξε το σημείωμα με το οποίο ο Λούμις ζητούσε ραντεβού για τις δέκα η ώρα. Κόντευε δύο μετά το μεσημέρι. «Μα το Θεό, δε μου αφήνει πολύ χρόνο». Κοίταξε προς το πίσω δωμάτιο του μαγαζιού. Η Φλόρα καθόταν σε μια καρέκλα και έραβε λουλούδια στο γείσο ενός μπλε βελούδινου μπονέ σιγοτραγουδώντας. Οι καροτί μπούκλες της ξεχύνονταν μέσα από το σκουφάκι της. «Φλόρα, πρέπει να ανέβω στο διαμέρισμα. Θα επιστρέψω σε μερικά λεπτά». Η Φλόρα έγνεψε καταφατικά και η Λίλι ανέβηκε στα γρήγορα να γράψει ένα σημείωμα από την Τσέγια σχετικά με τη συνάντηση. Ένα δεύτερο σημείωμα πήγε στο θείο Τζακ, ενημερώνοντάς τον ότι ο Λούμις είχε δώσει σημεία ζωής και η Τσέγια θα τον συναντούσε στις δέκα η ώρα. Δίπλωσε τα γράμματα, τα σφράγισε με κερί κι ύστερα κατέβηκε πάλι στο μαγαζί. «Η διεύθυνση του Λούμις είναι αυτή που έφερες», είπε στην Ντότι δίνοντάς της το αρχικό μήνυμα μαζί με τα δύο δικά της. «Φρόντισε να πάρει την απάντησή μου. Η άλλη προορίζεται για τη Μόλι και τον Τζακ». «Θα το φροντίσω προσωπικά, μις». «Σ’ ευχαριστώ, Ντότι». Η γυναίκα έφυγε βιαστικά. Στις δύο η Φλόρα έφυγε και η Λίλι έμεινε μόνη να βηματίζει ανήσυχη. Προς το τέλος της μέρας μπήκε στο μαγαζί μια καλοκάγαθη γυναίκα. Ήταν η γυναίκα του μπακάλη, η κυρία Σμάιθ. Παρήγγειλε ένα καλό σκουφάκι από βελγική δαντέλα, για τη βάφτιση του εγγονού της. Μόλις η Λίλι τελείωσε την καταγραφή της παραγγελίας κλείδωσε το μαγαζί. Ο Τόμι και ο Μαγκς έφτασαν μόλις έπεσε το σκοτάδι. Η Λίλι πάντοτε ανακουφιζόταν βλέποντάς τους. Ήξερε πόσο επικίνδυνη ήταν η ζωή στους δρόμους και ήλπιζε ότι το αγόρι δεν θα έβρισκε κανέναν μπελά. «Πρέπει να βγω για λίγο μετά το δείπνο», είπε στον Τόμι. «Όμως δε θα αργήσω». «Πού θα πας;» τη ρώτησε. «Θα συναντήσω έναν άντρα να μιλήσουμε για τα αστέρια».
«Κάποτε τα κοιτούσα με τη μαμά μου. Μου έλεγε ιστορίες για δαύτα». Η Λίλι χαμογέλασε. «Αφού παρακολουθούσατε τα αστέρια, τότε θα πρέπει να ζούσατε στην εξοχή». Κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. «Ώσπου η μαμά αρρώστησε. Όταν πέθανε, ήρθα στο Λονδίνο». Είδε το βλέμμα του παιδιού να πέφτει σ’ ένα μικρό, δερματόδετο βιβλίο ποίησης το οποίο η Λίλι είχε αφήσει πάνω στο τραπέζι. «Ποτέ δε σε ρώτησα... μπορείς να διαβάζεις;» «Μου έμαθε η μαμά μου. Δεν είχε πάει σε κανονικό σχολείο, αλλά ήταν έξυπνη. Δούλευε καμαριέρα σ’ ένα μεγάλο εξοχικό σπίτι και την είχε διδάξει η οικονόμος». Η Λίλι πλησίασε το βιβλίο με τα ποιήματα, το πήρε και το έδωσε στον Τόμι. «Μπορείς να διαβάσεις αυτό όσο θα λείπω». Ο Τόμι χαμογέλασε. Είχε ένα όμορφο πλατύ χαμόγελο και η τακτική τροφή είχε αρχίσει να στρογγυλεύει το αδύνατο πρόσωπό του. Πήρε το βιβλίο από το χέρι της σαν να ήταν φτιαγμένο από πολύτιμες πέτρες. «Ευχαριστώ, μις. Θα το προσέχω πολύ». Η Λίλι είχε στήσει ένα ξυλοκρέβατο στο πίσω δωμάτιο για να κοιμάται το αγόρι. Μόλις έφαγε, ο Τόμι κάθισε στο στρώμα του με τον Μαγκς κουλουριασμένο δίπλα του και άρχισε να διαβάζει στο φως μιας λάμπας πετρελαίου. Η νύχτα είχε πέσει για τα καλά. Πήγε εννιά η ώρα μέχρι να φορέσει το κοστούμι της Τσιγγάνας και να ετοιμαστεί να φύγει. Ο Τόμι και ο Μαγκς κοιμούνταν στο ξυλοκρέβατο όταν φόρεσε την μπέρτα της, έκρυψε τα μαύρα μαλλιά της κάτω από την κουκούλα και βγήκε να περιμένει μια άμαξα. Σε λίγο είδε ένα άλογο να στρίβει στη γωνία σέρνοντας μια δίτροχη άμαξα. Καθώς το όχημα κυλούσε προς το μικρό σπίτι του Πικαντίλι, η σκέψη του Πρέστον Λούμις έφερε στη Λίλι ένα μικρό ρίγος ανησυχίας, το οποίο όμως προσπάθησε να αγνοήσει. ***
Ο Κρίστοφερ Μπάρκλεϊ καθόταν μόνος σ’ ένα γωνιακό τραπέζι στο Γουάιτ’ς, στη λέσχη κυρίων όπου σύχναζε, έχοντας μπροστά του ανέγγιχτο ένα ποτήρι με μπράντι. Αν το στομάχι του δεν ήταν τόσο σφιγμένο, ίσως και να γινόταν στουπί στο μεθύσι. Τώρα όμως το οινόπνευμα τον ανακάτευε. Τις τελευταίες δύο μέρες δεν μπορούσε ούτε να φάει ούτε να κοιμηθεί. Το μόνο που έκανε ήταν να σκέφτεται την απερίσκεπτη μικρή μάγισσα η οποία είχε καταφέρει να του πάρει το μυαλό. Αναρωτιόταν τι του είχε έρθει να αναμειχθεί εξαρχής μ’ ένα τέτοιο πλάσμα. Ήξερε καλά ότι θα έβρισκε τον μπελά του. Όμως το σώμα του διαφωνούσε με το μυαλό του και την ποθούσε όσο δεν πόθησε άλλη γυναίκα στη ζωή του. Κοίταξε το γνώριμο πρόσωπο που ερχόταν προς το μέρος του. Τον άντρα με την ολόισια μύτη, τα μαύρα μαλλιά και τα λαμπερά μπλε μάτια. «Μπορώ να καθίσω μαζί σου;» Ο Ρουλ Ντιούαρ στεκόταν δίπλα του μ’ ένα ποτήρι μπράντι στο χέρι. Ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που θα ήθελε να δει ο Κρίστοφερ, όμως ο Ρουλ ήταν στενός φίλος του Λούκας, του μικρότερου αδερφού του Κρίστοφερ. «Νόμιζα πως σπούδαζες». «Ολοκλήρωσα και τα τελευταία μαθήματά μου. Τελείωσα και χαίρομαι πολύ γι’ αυτό». Τράβηξε μια καρέκλα αλλά δεν κάθισε. Περίμενε την έγκριση του Κρίστοφερ. «Δε με πειράζει, σε προειδοποιώ όμως πως είμαι σε πολύ κακή διάθεση».
Ο Ρουλ βολεύτηκε στην καρέκλα και τα έντονα μπλε μάτια του παρατήρησαν το πρόσωπο του Κρίστοφερ. «Αν δεν έχεις χάσει κανένα μεγάλο ποσό στα χαρτιά, θα έλεγα πως η αιτία είναι μια γυναίκα». Ο Κρίστοφερ απλώς βόγκηξε. «Είναι παντρεμένη». «Περίπου». «Μη μου πεις πως είσαι ερωτευμένος». Η λέξη αυτή έκανε το στομάχι του να σφιχτεί. «Δεν ξέρω αν είναι έρωτας, λαγνεία πάντως είναι σίγουρα. Ξεμυάλισμα με τα όλα του. Μοιάζει με αρρώστια και θα χαρώ όταν τελειώσει». «Τόσο άσχημα, ε;» Ο Κρίστοφερ ήπιε μια γουλιά από το ποτό του. Ο Ρουλ Ντιούαρ ήταν ο τελευταίος άνθρωπος στον οποίο θα έπρεπε να μιλάει γι’ αυτό. «Χειρότερα κι από άσχημα». «Αν δεν είναι στ’ αλήθεια παντρεμένη, γιατί δεν κάνεις κάτι γι’ αυτό;» «Γιατί δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Δεν έχω περιουσία. Ούτε τίτλο ευγενείας. Αν την παντρευόμουν, δε θα γινόμουν ποτέ ισάξιός της. Είναι πάμπλουτη και πιστεύει πως αυτό της δίνει το δικαίωμα να κατέχει όλο τον κόσμο. Μαζί κι εμένα, αλλά δεν είμαι πρόθυμος να το αφήσω να συμβεί. Στο τέλος θα με έβλεπε σαν μια κακή επιλογή για την οποία θα μετάνιωνε σ’ όλη της τη ζωή». Ο Ρουλ ήπιε κι εκείνος μια γουλιά από το ποτό του. «Το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται ένας άντρας είναι μια γυναίκα να κινεί τα νήματα της ζωής του». «Ο αδερφός σου δε φαίνεται να συμφωνεί». Την ίδια στιγμή μετάνιωσε που το είπε. Ο Ρουλ έμεινε ατάραχος. «Μάλλον θα έχεις ακούσει τις φήμες. Όλοι στο Λονδίνο ξέρουν ότι ο Ρόγιαλ πρόκειται να παντρευτεί αυτή την Κόλφιλντ, αν και δε θα είναι επίσημο πριν από την αναγγελία που θα κάνουν το Σάββατο το βράδυ. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που ήρθα στο Λονδίνο». Ο Κρίστοφερ δεν είπε τίποτα, όμως το στομάχι του σφίχτηκε περισσότερο. «Όσο για τον αδερφό μου, στ’ αλήθεια δεν είχε άλλη επιλογή. Είναι ο δούκας του Μπράνσφορντ, πρέπει να αποκτήσει διάδοχο και όλα τα σχετικά. Εξάλλου έδωσε όρκο στον πατέρα μας. Σκοπεύει να χρησιμοποιήσει τα χρήματα της γυναίκας του για να ξαναφτιάξει την περιουσία του». «Θα τον χορέψει στο ταψί και για την τελευταία δεκάρα. Τέτοιο είδος γυναίκας είναι». «Τότε δεν ξέρει τι είδους άντρα παντρεύεται. Ο Ρόγιαλ θα αποκτήσει πλήρη έλεγχο των χρημάτων μόλις ανταλλαχθούν οι γαμήλιοι όρκοι. Ως σύζυγός του, δε θα μπορεί να επέμβει σε οικονομικά ζητήματα». Ο Κρίστοφερ έπνιξε ένα πικρό γέλιο. Εσείς δεν την ξέρετε όπως εγώ, σκέφτηκε. Η Τζόσλιν ήταν κακομαθημένη και εγωίστρια και θα έκανε τη ζωή του δούκα δυστυχισμένη. Θα ήταν ανόητος οποιοσδήποτε άντρας πίστευε πως μπορούσε να δαμάσει ένα τέτοιο πλάσμα. Δυστυχώς για κείνον, ο Κρίστοφερ ήθελε να γίνει αυτός που θα το δοκίμαζε. Τα δάχτυλά του έσφιξαν το ποτήρι. Όχι, δε θα το έκανε. Η Τζόσλιν δεν τον αγαπούσε. Δεν ήταν σίγουρος πως ήταν ικανή για τέτοιο συναίσθημα και θα χρειαζόταν κάτι παραπάνω για να πετύχει ο γάμος με μια τόσο δύσκολη γυναίκα. Κατέβασε το υπόλοιπο ποτό του, το άφησε πάλι στο τραπέζι και σηκώθηκε.
«Χάρηκα που τα είπαμε, Ρουλ. Δώσε στον αδερφό σου τα χαιρετίσματά μου». Και την απέραντη συμπόνια μου για την κόλαση που τον περιμένει, συμπλήρωσε νοερά.
Κεφάλαιο 26 Κόντευε δέκα η ώρα. Όταν η Λίλι έφτασε στο σπίτι, η Ντότι έκανε δουλειές μέσα στην κουζίνα. Είχε παραδώσει την απάντηση της Τσέγια στον Πρέστον Λούμις και είχε αφήσει το μήνυμα του Τζακ και της Μόλι στο διαμέρισμα όπου έμεναν τώρα οι δυο τους. Κοίταξε το ρολόι. Ο Λούμις θα έφτανε από στιγμή σε στιγμή. Έβγαλε τον τυλιγμένο αστρονομικό χάρτη από το ντουλάπι. Ήξερε πως ο Λούμις θα ήθελε να έρθει με το σκοτάδι. Ήθελε να την παρατηρήσει, να δει πώς ακριβώς δούλευε. Της ήρθε να χαμογελάσει. Όταν ήταν μικρή τη συνάρπαζαν τα αστέρια. Είχε διδαχτεί από τον πατέρα της τα ονόματα και τις τοποθεσίες των αστερισμών, τους οποίους εύκολα διέκριναν στον νυχτερινό ουρανό πάνω από την αγροικία τους. Στο Λονδίνο όμως η ατμόσφαιρα ήταν θολή από την κάπνα και τη χαμηλή νέφωση και ομίχλη, και ο ουρανός δε διακρινόταν το ίδιο καθαρά. Απόψε, ωστόσο, είχε σηκωθεί αέρας και η ατμόσφαιρα ήταν πιο διαυγής. Ο ουρανός ήταν κατάμαυρος σαν πίσσα και τα αστέρια έλαμπαν σαν διαμάντια. Υπέθετε πως αυτός ήταν και ο λόγος που ο Λούμις διάλεξε τη συγκεκριμένη νύχτα για την επίσκεψή του. Έκανε έναν τελευταίο έλεγχο στην εμφάνισή της κι ύστερα πήγε στην κουζίνα για να βεβαιωθεί πως η Ντότι ήταν έτοιμη να υποδεχτεί τον επισκέπτη τους. Όταν όμως έσπρωξε την παλινδρομική πόρτα πάγωσε μπροστά στη θέα του Ρόγιαλ Ντιούαρ, ο οποίος στεκόταν στην κουζίνα ντυμένος απλά, όπως και στην προηγούμενη επίσκεψη του Λούμις. «Δεν... δεν θα έπρεπε να βρίσκεσαι εδώ. Πώς... ήξερες πως θα ερχόταν ο Λούμις;» «Με ειδοποίησε η Μόλι. Δεν της άρεσε η ιδέα να βρίσκεσαι εδώ μόνη». «Δεν είμαι μόνη. Είναι και η Ντότι εδώ». Το ύφος του μαρτυρούσε πως δεν το θεωρούσε αρκετή προστασία γι’ αυτήν. «Θα περιμένω κρυμμένος εδώ, όπως και την προηγούμενη φορά». «Μα...» Ένα χτύπημα στην πόρτα διέκοψε τη διαφωνία τους. Κατάπιε την αγανάκτησή της, πήρε βαθιά ανάσα και πήγε στο σαλόνι, ενώ η Ντότι έσπευσε να ανοίξει την εξώπορτα. Η οικιακή βοηθός οδήγησε τον Λούμις στο σαλόνι και η Λίλι σηκώθηκε να τον υποδεχτεί. «Κύριε Λούμις... καλησπέρα σας». «Χαίρομαι που σε βλέπω, Τσέγια». «Επίσης. Θα θέλατε ένα τσάι; Ή ίσως κάτι πιο δυνατό;» «Τίποτα απόψε». Το βλέμμα του φωτίστηκε όταν είδε τον ανοιχτό χάρτη πάνω στο τραπέζι. Πλησίασε. «Ετοιμάζεστε να χρησιμοποιήσετε το χάρτη απόψε;» «Ο ουρανός είναι καθαρός, σπανίως συμβαίνει αυτό στην πόλη. Ήλπιζα να δοκιμάσω πάλι, μήπως έχω το δώρο ενός οράματος».
Χάιδεψε το ασημένιο μουστάκι του. «Είχατε δίκιο για τον Σάβατζ. Η επένδυσή μου απέδωσε γενναιόδωρα». Έκανε μια ελαφριά υπόκλιση με το κεφάλι της. «Δεν κάνετε ποτέ λάθος;» «Όταν αμφιβάλλω, δε μιλώ». Ο Λούμις κοίταξε έξω από το παράθυρο. «Θα σας πείραζε αν σας παρακολουθούσα καθώς δουλεύετε;» Ανασήκωσε τους ώμους της σαν να μην είχε σημασία. «Αν αυτό επιθυμείτε». Βγαίνοντας από το σαλόνι σταμάτησε για να πάρει την μπέρτα της, ύστερα τον οδήγησε από το διάδρομο προς το πίσω τμήμα του σπιτιού. Έξω στη βεράντα κρατήθηκε από τα κάγκελα και κοίταξε ψηλά στο σκοτάδι. «Τι ακριβώς κάνετε;» τη ρώτησε πλησιάζοντας δίπλα της. Η Λίλι συνέχισε να κοιτάζει τον ουρανό. «Πρώτα πρέπει να αναζητήσει κανείς το Αστέρι του Βορρά. Αυτό είναι το κεντρικό σημείο για όλα τα πράγματα». Του έδειξε. «Να, εκεί. Το βλέπετε;» Το βλέμμα του ακολούθησε το δάχτυλό της. «Ναι». «Στα αριστερά είναι το σχήμα που εσείς οι Άγγλοι ονομάζετε Αλέτρι. Υπάρχουν επτά λαμπερά αστέρια σ’ αυτό τον αστερισμό». «Νομίζω πως τα βλέπω». «Από την άλλη πλευρά του Αστεριού του Βορρά υπάρχουν πέντε μαζεμένα αστέρια. Εκεί... τα βλέπετε;» Ύστερα από λίγη προσπάθεια κατάφερε κι εκείνος να δει τον αστερισμό που του έδειχνε. «Ναι, τα βλέπω». «Αυτά τα αστέρια σχηματίζουν τη μορφή μιας γυναίκας. Οι Έλληνες τη λένε Κασσιόπη, η ματαιόδοξη βασίλισσα. Επειδή είχε τρέλα με την καλλονή της». Ο Λούμις χαχάνισε. «Δεν είχα ιδέα πως ήσαστε τόσο φωτισμένη». «Αυτά τα πράγματα τα έμαθα από τη μητέρα μου. Τα αστέρια είναι μεγάλη παρηγοριά για μένα». «Και πολύ καλός σύμβουλος μήπως;» «Μερικές φορές». Ξανακοίταξε στον ουρανό. Για αρκετή ώρα έμεινε σιωπηλή, συγκεντρωμένη στο μαύρο πέπλο του ουρανού με τα μακρινά, αστραφτερά σημάδια. Ο Λούμις φαινόταν ικανοποιημένος και μόνο να την παρακολουθεί. Τα λεπτά περνούσαν. Τελικά η Τσέγια έδειξε να χαλαρώνει. «Ελάτε. Είναι ώρα να επιστρέψουμε στο σπίτι». Ο Λούμις δεν είπε τίποτα καθώς διέσχιζαν πάλι το διάδρομο, τη στιγμή όμως που μπήκαν στο σαλόνι έκανε την ερώτηση που εκείνη ήλπιζε να ακούσει. «Τι είδατε;» Η Λίλι του χάρισε το μυστηριώδες χαμόγελο της Τσιγγάνας. «Σας είδα ανάμεσα στα αστέρια. Στο μυαλό μου, η ηλικιωμένη γυναίκα εμφανίστηκε δίπλα σας. Ξέρετε το όνομά της». «Κυρία Κρόουλι, έτσι νομίζω πως τη λένε». Κούνησε το κεφάλι της πάνω κάτω. «Αυτή η γυναίκα έχει πολλές εταιρείες, μία από αυτές όμως θα σας κάνει πλούσιο». «Ποια απ’ όλες, μπορείτε να μου πείτε;» «Όπλα. Είδα σειρές ολόκληρες από όπλα. Κάτι που έχει σχέση με Αμερικανούς. Ένας καβγάς που
γίνεται εκεί ίσως τους οδηγήσει σε πόλεμο. Θα χρειαστούν όπλα. Η ηλικιωμένη... Επενδύστε όσα περισσότερα μπορείτε και θα κάνετε μια περιουσία». «Είστε σίγουρη γι’ αυτό;» Ανασήκωσε τους ώμους της. «Είναι γραμμένο στα άστρα. Μόνο αυτό μπορώ να πω». Σχεδόν έβλεπε το μυαλό του να δουλεύει, ανακαλώντας τις παλιότερες προβλέψεις της, το πώς επαληθεύτηκαν, προσπαθώντας να ανακαλύψει κάθε πιθανότητα να τον έχει ξεγελάσει. Όμως οι φίλοι του Ρόγιαλ ήταν η αφρόκρεμα της βρετανικής κοινωνίας και ο Λούμις δε θα φανταζόταν ποτέ πως συμμετείχαν όλοι τους σε μια πλεκτάνη. «Θα σκεφτώ όσα μου είπατε». «Σας προειδοποιώ όμως, αυτό θα συμβεί σύντομα». Έγνεψε καταφατικά. «Σας ευχαριστώ που με είδατε, Τσέγια». Τον αποχαιρέτησε με μια ελαφριά κλίση του κεφαλιού. «Καλό σας βράδυ, κύριε Λούμις». Τα δαχτυλίδια της αστραποβόλησαν στο φως όταν ο Λούμις πήρε το χέρι της. «Πρέστον», τη διόρθωσε σε ήπιο τόνο, φιλώντας την ανάποδη της παλάμης της. «Έχουμε γίνει φίλοι πια, έτσι δεν είναι;» Η Λίλι ανατρίχιασε. «Φίλοι... ναι». Τράβηξε το χέρι της και πίεσε τον εαυτό της να χαμογελάσει. «Καληνύχτα... Πρέστον». Μέσα από το παράθυρο τον είδε να κατεβαίνει τα μπροστινά σκαλοπάτια του σπιτιού της και να ανεβαίνει στην άμαξά του. Περίμενε ώσπου η άμαξα να εξαφανιστεί, ξεφύσηξε ανακουφισμένη και πήγε στη κρεβατοκάμαρα για να βγάλει τη μαύρη περούκα που της έφερνε φαγούρα. Δεν ήξερε γιατί, όμως την ενοχλούσε να τη βλέπει ο Ρόγιαλ ντυμένη Τσέγια. Ίσως επειδή δεν ήθελε να του θυμίζει τη ζωή που έκανε άλλοτε. Τίναξε τα μακριά ξανθά μαλλιά της και τα έδεσε πίσω με μια κορδέλα. Σίγουρη πως ο Ρόγιαλ δεν είχε φύγει ακόμα από το σπίτι, προετοιμάστηκε να τον αντιμετωπίσει και πήγε στην κουζίνα. Όταν έσπρωξε την πόρτα διαπίστωσε με έκπληξη ότι η Ντότι είχε φύγει και ο Ρόγιαλ στεκόταν στην κουζίνα μόνος. «Η μικρότερη κόρη της κυρίας Χομπς είναι άρρωστη. Έπρεπε να πάει στο σπίτι της να τη δει. Της είπα πως είσαι ασφαλής όσο βρίσκομαι εδώ και πως θα σε συνοδεύσω στο σπίτι σου». Η ένταση έσφιξε τους ώμους της. «Μα δεν μπορείς να το κάνεις αυτό. Αν μας δούνε μαζί; Ήταν αρκετά κακό που μας έπιασαν στο μαγαζί μου». «Γι’ αυτό κατηγορώ τον εαυτό μου, Λίλι, όπως και για όλα όσα έχουν συμβεί μεταξύ μας. Αν σε είχα αφήσει ήσυχη εξαρχής...» «Το φταίξιμο δεν είναι αποκλειστικά δικό σου. Αυτό που συνέβη ήταν αναπόφευκτο». Κι όσο για την έλξη, αυτή υπήρχε ακόμα μεταξύ τους. Της το αποδείκνυε το βλέμμα του, το οποίο ταξίδευε στα ζωηρόχρωμα μεταξωτά ρούχα της με την ίδια, όπως πάντα, ένταση, αν όχι με μεγαλύτερη. Άπλωσε το χέρι του και άγγιξε το μάγουλό της. Τα δάχτυλά του την έκαψαν. «Είσαι όμορφη ακόμα και με τα ρούχα της Τσιγγάνας». Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. Και μόνο κοιτώντας τον ένιωθε πόθο, η καρδιά της χτυπούσε τρελά και το κορμί της προετοιμαζόταν να τον δεχτεί. «Υπάρχουν πράγματα που θα μπορούσα να σου πω, συναισθήματα που θα μοιραζόμουν αν είχα
το δικαίωμα». Έβρεξε με νευρικότητα τα χείλη της και το βλέμμα του έγινε πιο έντονο. Η Λίλι πάσχισε να αγνοήσει τις δονήσεις που εκπέμπονταν κι από τους δύο. «Ό,τι και να νιώθουμε, θα πρέπει να το αγνοήσουμε. Αρκετά έχουμε αμαρτήσει, Ρόγιαλ». «Αν αμαρτήσαμε, τότε γιατί νιώσαμε τόσο όμορφα; Γιατί θέλω να σου ξανακάνω έρωτα; Γιατί ονειρεύομαι τη στιγμή που έσμιξα μαζί σου; Ή ότι απλώς σε κρατάω στην αγκαλιά μου;» Τα μάτια της δάκρυσαν και το σώμα της θρηνούσε γι’ αυτόν. Ήθελε το άγγιγμά του, ήθελε να κάνει έρωτα μαζί του. Όποιο κι αν ήταν το κόστος. Όσο λάθος κι αν ήταν αυτό. «Εύχομαι να ήμουν πιο δυνατή», του είπε συνειδητοποιώντας πως σε ό,τι αφορούσε τον Ρόγιαλ δεν είχε την παραμικρή δύναμη θέλησης. «Εύχομαι να μπορούσα να φύγω μακριά σου, όμως δεν μπορώ». Πλησίασε κοντά του, σήκωσε το χέρι και χάιδεψε το μάγουλό του. Ακροπατώντας τον φίλησε γλυκά, νοσταλγικά, σαν να τον αποχαιρετούσε. Το φιλί όμως βάθυνε, έγινε άγριο και ξαφνικά ταλαντεύτηκε ζαλισμένη πάνω του, εκλιπαρώντας τον να συνεχίσει. Είχε ορκιστεί να τον ξεχάσει, μα τώρα καταλάβαινε πως δεν μπορούσε να κρατήσει αυτή την υπόσχεση. Όταν ο Ρόγιαλ προσπάθησε να την απομακρύνει, η Λίλι δεν τον άφησε. «Μετά την αυριανή μέρα, δεν θα υπάρχει επιστροφή. Αυτή είναι η τελευταία μας ευκαιρία να είμαστε μαζί. Θέλω αυτή τη νύχτα, Ρόγιαλ. Σε έχω ανάγκη αυτή την τελευταία φορά». Για μια στιγμή έμεινε παγωμένος. Έδινε μια μάχη την οποία δεν μπορούσε να κερδίσει, μια μάχη χαμένη εξαρχής. Μ’ ένα βαθύ βογκητό την πήρε στην αγκαλιά του και τη μετέφερε ως την κρεβατοκάμαρα, στην άλλη άκρη του διαδρόμου. Έσπρωξε την πόρτα με το πόδι του και την άφησε να πατήσει. Με βιαστικές, ταραγμένες κινήσεις έλυσε το κορδόνι της κόκκινης μεταξωτής μπλούζας, την κατέβασε από τους ώμους της και κόλλησε το στόμα του στη ρώγα της. Το φιλί του εκεί έφερε μια γλυκιά έξαψη στα σωθικά της. Τα χέρια του εξακολουθούσαν να τη γδύνουν, να σπρώχνουν τις φούστες και τη φουφούλα κάτω στα πόδια της. Σταμάτησε τα φιλιά του για να αφαιρέσει και τα δικά του ρούχα, τις μαύρες ψηλές μπότες, το μακρυμάνικο πουκάμισο και το παντελόνι. Ύστερα στάθηκε μπροστά της γυμνός κι εκείνη θαύμασε την ομορφιά του λεπτού, γεροδεμένου κορμιού του, το μυώδες στήθος του και τη διόγκωση του φύλου του. Το καυτό βλέμμα του περιπλανήθηκε πάνω της κάνοντας τις ρώγες της να ερεθιστούν επώδυνα. Δυνατή ερωτική επιθυμία την κατέκλυσε. «Αν μπορούσα», είπε, «θα σου έκανα έρωτα κάθε νύχτα για όλη την υπόλοιπη ζωή μας». Κι ύστερα η Λίλι ξαναβρέθηκε στην αγκαλιά του και τη φιλούσε παθιασμένα, διεκδικώντας το στόμα και τη γλώσσα της. Βαθιά, καυτά φιλιά την έκαιγαν απ’ άκρη σ’ άκρη, άγρια, διψασμένα φιλιά που δε φαίνονταν να έχουν τέλος. Τότε την ανασήκωσε και τη μετέφερε ως το κρεβάτι. Την έβαλε να ξαπλώσει και έγειρε πάνω της. Πιπίλησε τις ρώγες της με τη γλώσσα του, τις έξυσε με τα δόντια του και ο πόθος έγινε ένα σφίξιμο χαμηλά στο υπογάστριό της. Τα φιλιά του την έραναν από το λαιμό ως τους ώμους και από εκεί χαμηλότερα, σχηματίζοντας ένα καυτό μονοπάτι. Την έκανε να κραυγάσει όταν το στόμα του πήρε θέση στην είσοδο του φύλου
της για να την γευτεί εκεί. Μια συγκλονιστική αίσθηση την κατέκλυσε, που ερχόταν κατά κύματα. Συνέχισε να τη φιλά και να τη χαϊδεύει, ώσπου έτρεμε σύγκορμη. Έσφιξε το σεντόνι στις γροθιές της κι ένας δυνατός οργασμός τη συντάραξε. Η γλυκιά ηδονή στροβιλίστηκε μέσα της σαν πελώριο κύμα. Περίμενε πως τότε θα έμπαινε μέσα της, εκείνος όμως την ανέβασε πάνω του. Το δάχτυλό του χάιδεψε το μάγουλό της. «Σειρά σου να ιππεύσεις, γλυκιά γυναίκα». Η καρδιά της χτυπούσε γρήγορα. Η αίσθηση του σκληρού αντρικού κορμιού κάτω από το δικό της άναψε νέα φωτιά στο αίμα της. Της παραχωρούσε τον έλεγχο, της επέτρεπε να κάνει ό,τι επιθυμούσε. Έβλεπε το σώμα του να αντιδρά σε κάθε κίνησή της. Παρατήρησε το πρόσωπό του καθώς άρχισε να χαμηλώνει πάνω στο κορμί του, καθώς φιλούσε το επίπεδο στομάχι του και άγγιζε δοκιμαστικά το φύλο του με τη γλώσσα της. «Λίλι, δε χρειάζεται να το κάνεις αυτό...» Η φράση του διακόπηκε από ένα βογκητό όταν τον πήρε στο στόμα της. Άρχισε να τον γεύεται αργά, μαθαίνοντας τι τον ευχαριστούσε. Το σώμα του τινάχτηκε ολόκληρο όταν τον αγκάλιασε με τα χέρια της, και μια μεθυστική αίσθηση εξουσίας τη συνεπήρε. Ταυτόχρονα, η αγάπη που ένιωθε γι’ αυτόν ήταν τόσο βαθιά, που της έφερνε δάκρυα στα μάτια. «Πρέπει να σταματήσεις, αγάπη», της είπε βραχνά. «Θέλω να βρεθώ μέσα σου κι αν συνεχίσεις αυτό που κάνεις...» Την ξάφνιασε καθώς τα χέρια του την άδραξαν από τη μέση και την τοποθέτησαν πάνω του. Η έξαψή της εκτινάχτηκε στα ύψη μόλις τον ένιωσε να τη γεμίζει ολοκληρωτικά, κι ένα ρίγος τη διαπέρασε σαν άρχισε να κινείται πάνω του. «Λίλι...» της ψιθύριζε, και η ένταση του κορμιού του ήταν αισθητή μέσα της. Μια κάψα απλώθηκε σ’ όλο της το σώμα, η αναπνοή του έβγαινε ταραγμένη καθώς οι κινήσεις της γίνονταν ολοένα και πιο γρήγορες. Η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή, τα σωθικά της έτρεμαν. Ένιωσε τους μυς του να συσπώνται και ο οργασμός του συνοδεύτηκε από τον δικό της. Μια βαθιά αίσθηση πλήρωσης την κατέκλυσε και κραύγασε το όνομά του. Χαρά και θλίψη χρωμάτιζαν από κοινού αυτό το γλυκό αίσθημα κορεσμού. Έμεινε ξαπλωμένη πάνω του για αρκετή ώρα, δεν ήξερε για πόσο. Ίσως ακόμα και να αποκοιμήθηκε, γιατί όταν άνοιξε τα μάτια της ένιωσε τα χέρια του να χαϊδεύουν τα μαλλιά της. Πήγε να του πει πως τον αγαπούσε, όμως τα λόγια της έμειναν κλειδωμένα. Δεν υπήρχε μέλλον για τους δυο τους. Δε θα ήταν δίκαιο για τον Ρόγιαλ, αλλά ούτε και γι’ αυτή. Έτσι, όταν την έβαλε να κυλήσει στο πλάι του κι ένιωσε το κορμί του και πάλι σκληρό, τον αγκάλιασε σφιχτά και ακολούθησε το ρυθμό του. Το στόμα της βρήκε τα χείλη του και τον φίλησε. Η νύχτα τής ανήκε. Θα πλήρωνε αύριο για τις αμαρτίες της.
Κεφάλαιο 27 Η μουσική αντηχούσε από την τριώροφη πολυτελή έπαυλη των Κόλφιλντ ως έξω στο δρόμο. Ένα χρυσό φως ξεχυνόταν από τα παράθυρα και οι κομψά ντυμένοι καλεσμένοι σχημάτιζαν ουρά στην
είσοδο του σπιτιού. Καθώς η μεγάλη μαύρη δουκική άμαξα με τα τέσσερα όμοια γκρίζα άλογα περνούσε κάτω από τη σκεπαστή είσοδο της έπαυλης, ένα απομεινάρι από τις παλιές ημέρες της δόξας του δουκάτου, ο Ρόγιαλ προετοιμάστηκε γι’ αυτό που τον περίμενε. Μετά τη βραδιά αυτή, η ζωή του δε θα ανήκε πλέον στον ίδιο. Ο γάμος ήταν ένα καθήκον το οποίο είχε αποδεχτεί, ένα τίμημα που είχε συμφωνήσει να πληρώσει. Θα παντρευόταν λοιπόν την Τζόσλιν Κόλφιλντ και θα αποκτούσε την περιουσία της. Σε αντάλλαγμα, εκείνη θα γινόταν δούκισσα του Μπράνσφορντ. Θα του έδινε κληρονόμους και ο Ρόγιαλ θα έβρισκε κάποιο τρόπο για να φτιάξουν μια κοινή ζωή. Δεν είχε σημασία αν ήταν ερωτευμένος με άλλη γυναίκα. Στον κόσμο του ο γάμος δεν είχε καμία σχέση με τον έρωτα. Και μολονότι το γεγονός ήταν ήδη προφανές, ο ίδιος είχε μόλις ανακαλύψει το βάθος του έρωτά του για τη Λίλι Μόραν. «Απ’ ό,τι φαίνεται, φτάσαμε». Η φωνή της θείας Άγκαθα έφτασε στ’ αυτιά του από το απέναντι κάθισμα, όπου η χήρα κόμισσα καθόταν δίπλα στον αδερφό του τον Ρουλ. «Ναι, έτσι φαίνεται», είπε ο Ρουλ ξερά, ενώ η πόρτα άνοιγε και ένας υπηρέτης με γαλάζια λιβρέα και ασημιά περούκα στεκόταν αλύγιστος περιμένοντάς τους να κατέβουν. Ο Ρόγιαλ πάτησε στο έδαφος κι έπειτα γύρισε και βοήθησε και τη θεία του να κατέβει. Την έπιασε από το μπράτσο της και τη συνόδευσε κατά μήκος του κόκκινου χαλιού προς τις περίτεχνες λευκές πόρτες της έπαυλης. Οι Κόλφιλντ υποδέχονταν τους επισκέπτες τους στην ψηλοτάβανη είσοδο. Τα μαύρα και άσπρα μαρμάρινα δάπεδα άστραφταν κάτω από τα πόδια τους. «Μεγάλη χαρά που σας βλέπουμε, εξοχότατε», είπε η Ματίλντα Κόλφιλντ και τα μάτια της άστραφταν από μια ανυπομονησία την οποία δεν έμπαινε στον κόπο να κρύψει. Χαμογέλασε στη θεία του. «Κι εσάς επίσης, λαίδη Τάβιστοκ». Αν και ήταν δύσκολο να φανταστεί κανείς πως η σπάνια ομορφιά της Τζόσλιν προερχόταν από την ελαφρώς στρουμπουλή μητέρα της, η καμπύλη των λεπτών μαύρων φρυδιών, τα γυαλιστερά κατάμαυρα μαλλιά και το τέλειο σχήμα των χειλιών ήταν αποδείξεις της συγγένειάς τους. «Καλώς ορίσατε στο Μέντοουμπρουκ», είπε με ζεστασιά ο Χένρι Κόλφιλντ. «Σας ευχαριστώ, κύριε. Πιστεύω πως έχετε γνωρίσει τον αδερφό μου τον Ρουλ. Μόλις επέστρεψε από το πανεπιστήμιο». «Φυσικά. Καλησπέρα, μιλόρδε», είπε ο Χένρι στον Ρουλ, ο οποίος έκανε μια μικρή υπόκλιση. «Κύριε και κυρία Κόλφιλντ, χαίρομαι που σας ξαναβλέπω». Ο Ρόγιαλ έστρεψε την προσοχή του στην Τζο. «Μις Κόλφιλντ, είστε πολύ όμορφη απόψε». «Κι εσείς το ίδιο, εξοχότατε». Φορούσε βιολετιά μεταξωτή τουαλέτα στην ίδια απόχρωση με τα μάτια της, ενώ οι πυκνές, γυαλιστερές μαύρες μπούκλες της έπεφταν στους γυμνούς ώμους της. Ο Ρόγιαλ σκέφτηκε πως ποτέ της δεν ήταν πιο εκθαμβωτική. Μίλησαν για λίγο. Η μέλλουσα γυναίκα του ήταν φιλική και οι τρόποι της προσηνείς, όμως διαισθανόταν μια αναστάτωση μέσα της, την οποία δεν είχε παρατηρήσει άλλοτε. Ίσως έφταιγε το περιστατικό με τη Λίλι στο καπελάδικο, ίσως πάλι όχι. Η Τζόσλιν ήταν εντελώς σίγουρη για τον εαυτό της και την ομορφιά της, απολύτως βέβαιη γι’ αυτό που ήθελε στ’ αλήθεια. Δεν μπορούσε να τη φανταστεί να αμφιβάλλει για το ενδιαφέρον του απέναντί της ούτε για την
απόφασή του να οριστικοποιήσει το γάμο. Έφταναν κι άλλοι προσκεκλημένοι. Ο Ρόγιαλ προχώρησε προς τα σκαλοπάτια με τη θεία Άγκαθα στο μπράτσο του. Η ηλικιωμένη κόμισσα προχωρούσε αργά με το μπαστούνι της και ο Ρόγιαλ της έδινε το χρόνο να ανεβεί τα σκαλοπάτια της διπλής κυκλικής σκάλας, ώσπου ανέβηκαν στον πρώτο όροφο με την περίλαμπρη αίθουσα του χορού. Ο Ρουλ ανέβαινε πίσω τους. Έχοντας ξεμπερδέψει με τις σπουδές του, ο νεαρότερος Ντιούαρ φαινόταν να προσμένει με χαρά τη βραδιά. Ο Ρόγιαλ, αντιθέτως, ευχόταν να είχε ήδη τελειώσει. ***
Η Τζόσλιν στεκόταν δίπλα στη μητέρα της μ’ ένα ψεύτικο χαμόγελο κολλημένο στα χείλη της. Το στήθος της πονούσε. Ένιωθε την ανάγκη να κλάψει. Ήταν γελοίο. Απόψε θα έπρεπε να είναι η ευτυχέστερη βραδιά της ζωής της. Δύο ώρες αργότερα θα γινόταν η αναγγελία του γάμου της με τον δούκα του Μπράνσφορντ και η ταυτόχρονη στέψη της σε βασίλισσα της υψηλής κοινωνίας. Η μητέρα της ήδη χαμογελούσε πλατιά, έχοντας στο νου της τη δική της στιγμή θριάμβου, την αναβαθμισμένη κοινωνική θέση της ως πεθερά ενός δούκα. Ο πατέρας της Τζο χαμογελούσε κι εκείνος καμαρώνοντας, περιχαρής που η κόρη του θα γινόταν δούκισσα, όπως αναμφιβόλως της έμελλε από γεννησιμιού της να γίνει. Όλοι ήταν ευτυχισμένοι. Όλοι εκτός από την Τζο. Κι αυτό εξαιτίας της απόρριψης του Κρίστοφερ Μπάρκλεϊ. Μόλις λίγες μέρες πριν θα γινόταν έξαλλη με τη σκέψη πως ένας ταπεινός, αδέκαρος δικηγόρος χαμηλής κοινωνικής στάθμης θα είχε το θράσος να αρνηθεί την προσφορά της για γάμο. Θα γινόταν έξω φρενών, όπως την ημέρα που όρμησε έξω από το ξενοδοχείο Πάρκλαντ. Έκτοτε όμως η οργή της είχε ξεθυμάνει και τη θέση της είχε πάρει ο πόνος. Ένας πόνος τόσο βαθύς και έντονος, που δεν την άφηνε να κοιμηθεί ή να φάει. Η μητέρα της υπέθετε πως επρόκειτο για μια φυσιολογική νευρικότητα εξαιτίας των επικείμενων αρραβώνων. Δόξα τω Θεώ, δε θα μάθαινε ποτέ την αλήθεια. Τις τελευταίες μέρες η Τζόσλιν είχε σκεφτεί τον Κρίστοφερ χιλιάδες φορές. Προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της πως ήταν αδύνατον να τον ερωτεύτηκε. Η Τζο δεν πίστευε καν στον έρωτα. Όμως ο πόνος στην καρδιά της ήταν αληθινός και τα αισθήματά της είχαν γίνει πιο έντονα μετά από κείνη τη μέρα. Διαπίστωνε πως τον σεβόταν επειδή ύψωσε το ανάστημά του. Επειδή είχε τον αντρισμό να απορρίψει μια προσφορά την οποία απέδιδε σε καπρίτσιο. Ίσως και να ήταν έτσι, στην αρχή. Μετά την άρνησή του όμως τον σκεφτόταν συνέχεια. Έστηνε αυτί σε όλα τα κουτσομπολιά μήπως και μάθει κάτι γι’ αυτόν, ξεκοκάλιζε τις εφημερίδες μήπως αναφερόταν κάπου το όνομά του. Σε κάποιο άρθρο των Τάιμς του Λονδίνου γινόταν λόγος για μια υπόθεση την οποία είχε κερδίσει και ο συντάκτης επαινούσε τις νομικές ικανότητές του προβλέποντας ότι θα έφτανε ψηλά. Ο Κρίστοφερ ήταν έξυπνος και δυνατός, αλλά η Τζο ήξερε πως μπορούσε να γίνει και τρυφερός. Η καρδιά της πονούσε. Είχε ξοδέψει ώρες λέγοντας στον εαυτό της ότι τον ήθελε μόνο επειδή δεν μπορούσε να τον έχει. Τώρα ήξερε πως ήθελε πολύ περισσότερα. Ήθελε ο Κρίστοφερ να την αγαπά. Τόσο βαθιά όσο τον αγαπούσε κι εκείνη. Ο λαιμός της έκαιγε. Ήταν όλα τόσο άδικα!
Ένιωθε παγιδευμένη και σε πλήρη σύγχυση. Ένα κομμάτι του εαυτού της ποθούσε να ακυρώσει το γάμο. Ένα άλλο όμως την προειδοποιούσε πως, αν το έκανε, θα απέμενε μόνη. Ο Κρίστοφερ είχε γελάσει με την πρότασή της και αν του την επαναλάμβανε, σίγουρα θα γελούσε ξανά. Η βραδιά κυλούσε. Χόρεψε με τον Ρόγιαλ τρεις φορές, με τον όμορφο μελαχρινό αδερφό του, τον Ρουλ, όπως επίσης και με τους μισούς περιζήτητους εργένηδες του Λονδίνου. Χαμογελούσε, προσποιούνταν την ευτυχισμένη, την ευγενική. Προσπαθούσε να μην κοιτάζει προς την πόρτα, να μην εύχεται να εμφανιζόταν ο Κρίστοφερ. Προσπαθούσε να μην ελπίζει πως θα ορμούσε στο σπίτι της απαιτώντας την ακύρωση του γάμου της, δηλώνοντας πως άλλαξε γνώμη. Λέγοντάς της πως την αγαπούσε και πως ήθελε στ’ αλήθεια να την παντρευτεί. Αντί γι’ αυτόν, είδε τους γονείς της να έρχονται από την απέναντι πλευρά της αίθουσας του χορού. Κι από ένα άλλο σημείο και τον Ρόγιαλ. Ήταν ώρα να αναγγείλουν τους αρραβώνες τους. «Ήρθε η ώρα», είπε ο δούκας σιγανά, προσφέροντάς της το μπράτσο του. «Πιστεύω πως οι γονείς σου επιθυμούν να αναγγείλουν κάτι σημαντικό». Για μια μοναδική, τρελή στιγμή η Τζο ήθελε να φύγει τρέχοντας. Να το βάλει στα πόδια, να κρυφτεί ώσπου να τελειώσει αυτός ο εφιάλτης. Ύστερα είδε την υπ’ αριθμόν ένα αντίζηλό της, τη Σεραφίνα Μέιτλιν, να στέκεται κοντά στην υπερυψωμένη εξέδρα όπου έπαιζαν οι μουσικοί, εκεί όπου θα γινόταν η αναγγελία. Τα μάτια της ήταν ολοστρόγγυλα καθώς παρακολουθούσε τον δούκα να συνοδεύει την Τζόσλιν και τους γονείς της προς την εξέδρα και συνειδητοποιούσε τι ακριβώς σήμαινε αυτό. Η οργή έκανε το πρόσωπο της Σεραφίνα κατακόκκινο. Το στόμα της είχε σφιχτεί σε μια λεπτή γραμμή και τα μάτια της γυάλιζαν. Η αμφιβολία της Τζόσλιν χάθηκε. Ναι, θα το έκανε! Θα γινόταν μία δούκισσα! Θα τους έδειχνε ποια ήταν! Θα έδειχνε σε όλους! Και ειδικά στον Κρίστοφερ Μπάρκλεϊ! ***
Σε μια άκρη της αίθουσας ο Πρέστον Λούμις εντόπισε τη γηραιά κυρία την οποία είχε έρθει να δει. Δίπλα στη χήρα κόμισσα του Τάβιστοκ, η Ορτάνς Κρόουλι ήταν μια ρυτιδιασμένη και ελαφρώς καμπουριαστή γριά. Και, το σημαντικότερο, μια γριά μ’ ένα μυαλό που έφθινε, όπως και το σώμα της. Προχώρησε προς τα εκεί. Γύρω του το πλήθος μουρμούριζε, όλοι συζητούσαν για την αναγγελία που μόλις είχε γίνει... Ο δούκας του Μπράνσφορντ αρραβωνιαζόταν την πλούσια κληρονόμο Τζόσλιν Κόλφιλντ. Κανείς δεν ξαφνιάστηκε με την είδη ση. Ο δούκας ήταν σχεδόν χρεοκοπημένος. Η νεαρή Κόλφιλντ είχε μια τεράστια περιουσία. Ο Ρόγιαλ Ντιούαρ δεν είχε πολλές επιλογές. Ο Πρέστον έκρυψε το χαμόγελο της ικανοποίησής του. Τα δικά του σεντούκια ξεχείλιζαν, χάρη στην πιο επιτυχημένη απάτη που είχε καταφέρει ποτέ του. Με τέτοια περιουσία, δε χρειαζόταν να δουλέψει ούτε μια μέρα παραπάνω. Τώρα, ωστόσο, αντιμετώπιζε μια νέα πρόκληση. Εστίασε την προσοχή του στη γηραιά κυρία Κρόουλι, η οποία είχε απομακρυνθεί λίγο από την κόμισσα και τώρα στεκόταν με κάποια αστάθεια δίπλα σ’ ένα φοίνικα. Ο Πρέστον χαμογέλασε και την πλησίασε. «Κυρία Κρόουλι, τι ευχαρίστηση να σας ξαναβλέπω». Εκείνη έσμιξε τα ζωηρά γκρίζα φρύδια της. «Σας γνωρίζω;» Ο Λούμις ενοχλήθηκε. Δεν ήταν συνηθισμένος να τον ξεχνούν. «Μα, ναι. Έχουμε συναντηθεί
αρκετές φορές. Ονομάζομαι Πρέστον Λούμις. Είχατε πει πως σας θυμίζω το μακαρίτη τον σύζυγό σας». Τον κοίταξε καλύτερα και τότε τα μάτια της φωτίστηκαν. «Πράγματι! Ο κύριος Λούμις, φυσικά. Μα εσείς είστε φτυστός ο Φρέντι μου όταν ήταν στην ηλικία σας». Κουβέντιασαν για λίγο περί ανέμων και υδάτων, ώστε η Κρόουλι να χαλαρώσει με τη συντροφιά του. «Διαβάζετε καθόλου τις εφημερίδες, κυρία Κρόουλι;» Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Ποτέ δεν τις συμπάθησα. Ο Φρέντι μου τις διάβαζε όμως». «Απ’ ό,τι κατάλαβα, ο σύζυγός σας, εκτός των άλλων, εμπορευόταν πολεμικό εξοπλισμό». «Όπλα, εννοείτε;» «Ακριβώς». Κούνησε το κεφάλι της συμφωνώντας και κάποιες γκρίζες τούφες ξέφυγαν από το μεταξωτό σκουφί της. «Τώρα που το λέτε, κάτι θυμάμαι. Πράγματι, κατασκεύαζε τουφέκια. Στις μέρες μας υπάρχει ενδιαφέρον για τα τουφέκια». «Μ’ ενδιαφέρει κι εμένα ο οπλισμός, ως επένδυση τουλάχιστον. Θα μπορούσα να συμμετάσχω με κάποιο τρόπο στην ιδιοκτησία του εργοστασίου;» Η Κρόουλι κοίταξε πέρα μακριά, δίχως να μιλήσει για κάμποση ώρα. Ύστερα τρεμόπαιξε τα βλέφαρα και φάνηκε να επανέρχεται. «Θέλετε να αγοράσετε μετοχές;» «Θα το σκεφτόμουν, ναι. Αν και θα έπρεπε να ρίξω μια ματιά στις εγκαταστάσεις, φυσικά». Κούνησε το κεφάλι της με σοφία. «Φυσικά. Ο Φρέντι μου έλεγε πάντα “μην αγοράζεις γουρούνι στο σακί”. Θα πω στον δικηγόρο μου να σας κάνει μια επίσκεψη. Στίβενς τον λένε. Καλός άνθρωπος ο Στίβενς». Ο Λούμις της έδωσε μια ανάγλυφη άσπρη κάρτα με τη διεύθυνσή του. Ήλπιζε πως το χούφταλο δε θα ξεχνούσε για ποιο λόγο κουβαλούσε πάνω της αυτή την κάρτα. «Τι είν’ ετούτο;» Η Κρόουλι ανέμισε την κάρτα σαν να προσπαθούσε να στεγνώσει το μελάνι. Η ελπίδα του έσβησε. «Θα τη δώσετε στον δικηγόρο σας, τον κύριο Στίβενς. Πείτε του πως ενδιαφέρομαι να αγοράσω μετοχές στο εργοστάσιο πολεμικού εξοπλισμού». «Των όπλων, εννοείτε;» Με δυσκολία συγκρατούσε την υπομονή του. «Θα το εκτιμούσα αν ο δικηγόρος σας με επισκεπτόταν». Τα υπόλοιπα θα τα αναλάμβανε ο ίδιος. Η ηλικιωμένη έκρυψε την κάρτα στο τσαντάκι που κρεμόταν από το μπράτσο της, ύστερα έκανε μεταβολή και έφυγε χωρίς ούτε μια συγνώμη. Ο Πρέστον ξεφύσηξε συγχυσμένος. Ίσως αυτός ο άντρας να μην ερχόταν ποτέ σε επαφή μαζί του. Από την άλλη μεριά όμως, η Τσιγγάνα δε λάθευε ποτέ. Σκέφτηκε την όμορφη, εξωτική γυναίκα με το χλομό δέρμα και τα μαύρα μαλλιά κι ένας αναπάντεχος πόθος τον κυρίευσε. Σπάνια πια του συνέβαινε κάτι τέτοιο. Ίσως μαζί με τις επαγγελματικές δοσοληψίες να μπορούσαν να κάνουν και κάποια άλλη συνεργασία. Μέσα του χαμογέλασε. Γρήγορα όμως έδιωξε αυτή τη σκέψη. Προς το παρόν ήθελε μόνο τα χρήματα. Όλα στην ώρα τους, είπε στον εαυτό του.
Όλα στην ώρα τους. ***
Ο Ρόγιαλ μπόρεσε επιτέλους να δραπετεύσει από την αρραβωνιαστικιά του και τους προσκεκλημένους οι οποίοι έδιναν τις ευχές τους και να καταφύγει στην ασφαλή ομήγυρη των φίλων του. «Συγχαρητήρια», είπε ο Νάιτινγκεϊλ και το βαρύ χρυσό δαχτυλίδι με το ρουμπίνι άστραψε στο δεξί του χέρι καθώς πήρε το ποτήρι της σαμπάνιας. «Σύντομα θα γίνεις κι εσύ ένας από μας τους παντρεμένους». Ο Ρόγιαλ απλώς έγνεψε καταφατικά. Ναι, σε λίγο θα ήταν παντρεμένος, όμως ο Νάιτ είχε την τύχη να παντρευτεί από έρωτα. «Τι μούτρα είναι αυτά, φίλε μου», είπε ο Κουέντ κι ένα χαμόγελο ανασήκωσε τις άκρες των χειλιών του. «Αργά ή γρήγορα θα έπρεπε να παντρευτείς. Χρειάζεσαι διάδοχο, βλέπεις». Ο Κουέντ μόλις είχε μπει στο στίβο του γάμου. Ο Ρόγιαλ αναρωτήθηκε πώς θα ένιωθε μερικούς μήνες αργότερα. «Είναι μια πανέμορφη νεαρή», σχολίασε τεμπέλικα ο Σάβατζ. «Παντρεύεσαι την ωραιότερη γυναίκα του Λονδίνου. Δε θα περνάς κι άσχημα τις νύχτες. Κάποια παρηγοριά είναι κι αυτό». Ο Ρόγιαλ γύρισε και κοίταξε τη μέλλουσα γυναίκα του. Με τη βιολετιά μεταξωτή τουαλέτα της και τα εξαίσια κατάμαυρα σαν το μαόνι μαλλιά της να λάμπουν, ήταν απίστευτα όμορφη. Στεκόταν εκεί αγέρωχη, σαν τη δούκισσα που σύντομα θα γινόταν, περικυκλωμένη από ένα πλήθος θαυμαστές: γυναίκες οι οποίες τη ζήλευαν και άντρες που ήλπιζαν πως ίσως κάποια στιγμή γίνονταν εραστές της. Γιατί ήταν σε όλους φανερό πως επρόκειτο για ένα γάμο σκοπιμότητας. Ο Σέρι έγειρε στο αυτί του επιστήθιου φίλου του. «Υπάρχει πάντα η πιθανότητα να αλλάξει γνώμη η ξανθομαλλούσα σου και οι δυο σας να καταφέρετε να είστε μαζί». Ο Ρόγιαλ ευχόταν ολόψυχα να συνέβαινε έτσι, αν και ένιωθε ένοχος γι’ αυτή τη σκέψη. Η Λίλι άξιζε έναν σύζυγο και μια οικογένεια. Αν την αγαπούσε αληθινά, θα έπρεπε να την αφήσει ήσυχη. Ο Ντίλον Σεντ Μάικλς πλησίασε τότε κοντά τους. Κοίταξε τη σοβαρή έκφραση του Ρόγιαλ και αναστέναξε. «Τουλάχιστον θα λυθούν τα οικονομικά προβλήματά σου». Αυτό ήταν αλήθεια. Και εφόσον η Ματίλντα πίεζε να γίνει ο γάμος σε τρεις μήνες, δε θα χρειαζόταν να περιμένει για πολύ. Ήρθαν κι άλλοι φίλοι στην παρέα τους. Η λαίδη Άναμπελ Τάουνσεντ και η φίλη της, η λαίδη Σαμπρίνα Τζέφερς. Έδωσαν κι οι δυο τις ειλικρινείς ευχές τους για ευτυχία, τα βλέμματα όμως και των δύο γυναικών έδειχναν οίκτο. Ο Ρόγιαλ σκέφτηκε πως δεν ήταν δίκαιο για την Τζόσλιν να τρέφει εκείνος τέτοια αισθήματα για τη Λίλι. Ήταν καιρός να τη βγάλει από το νου του. Είχε καθήκοντα, υποχρεώσεις. Και σύντομα θα είχε τη φροντίδα μιας συζύγου και μιας οικογένειας. Η Λίλι πάντα θα έμενε στην καρδιά του, αλλά στο εξής μόνο εκείνος θα ήξερε την αλήθεια. Βρήκε το κουράγιο να χαμογελάσει. «Κυρίες και κύριοι, να με συγχωρείτε, είναι ώρα να πάω κοντά στην όμορφη μέλλουσα σύζυγό μου». Τον κοίταξαν όλοι τους. Η Άναμπελ κατάφερε να χαμογελάσει, κανείς τους όμως δεν είπε λέξη. ***
Η Λίλι δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Ήξερε πως η Τζόσλιν και ο Ρόγιαλ θα είχαν ήδη ανακοινώσει τον αρραβώνα τους. Τράβηξε τα σκεπάσματά της, πήγε ως την πόρτα του διαμερίσματός της και κατέβηκε τις σκάλες για το μαγαζί. Ακροπατώντας ως το πίσω δωμάτιο, κοίταξε τον Τόμι και τον Μαγκς που κοιμούνταν στο ξυλοκρέβατο που τους είχε φτιάξει. Νωρίτερα είχε προτείνει στον Τόμι ένα μπάνιο κι εκείνος περιέργως είχε δεχτεί. «Μπάνιο;» Τα μάτια του γούρλωσαν. «Εννοείς με αληθινό, ζεστό νερό;» Η Λίλι γέλασε. «Καυτό και αχνιστό». «Μα την πίστη μου, δεν μπορώ να θυμηθώ πότε έκανα τελευταία φορά ζεστό μπάνιο». «Επίσης σου πήρα μερικά ρούχα κι ένα ζευγάρι παπούτσια για να φορέσεις μετά». Την κοίταξε με τα μεγάλα, κατάπληκτα μάτια του, που ξάφνου έγιναν υγρά. «Μια μέρα θα σε ξεπληρώσω, μις, το ορκίζομαι στη ζωή του Μαγκς». Το σκυλί κλαψούρισε σαν να μη συμφωνούσε πάνω σ’ αυτό, και η Λίλι χαμογέλασε. «Μια μέρα είμαι σίγουρη πως θα το κάνεις». Ο Τόμι έφερε την μπρούντζινη μπανιέρα από κει που τη φύλαγε η Λίλι και ζέσταναν νερό στη μικρή στόφα του πίσω δωματίου. Έβαλε τα ρούχα πάνω στον πάγκο ελπίζοντας πως θα του ταίριαζαν και τέλος έκλεισε διακριτικά την πόρτα για να τον αφήσει μόνο του. Η Λίλι χαμογέλασε όταν άκουσε το παράφωνο σιγοτραγούδισμα του παιδιού. Το μπάνιο κράτησε αρκετή ώρα, κάτι που σήμαινε πως ο Τόμι το απολάμβανε. Όταν τελείωσε, βγήκε από το δωμάτιο ντυμένος με καφέ παντελόνι ντιαγκονάλ και πουκάμισο από μουσελίνα, το οποίο όμως του ερχόταν λίγο φαρδύ. Της χαμογέλασε με ένα χαμόγελο που έφτανε μέχρι τ’ αυτιά του. «Τα ρούχα είναι τέλεια, μις. Αρκετά φαρδιά για να μου κάνουν για καιρό καθώς θα μεγαλώνω». «Είσαι πολύ κομψός». Είδε με ικανοποίηση πως το σκυλί είχε πλυθεί κι αυτό. Αργότερα, παιδί και σκυλί ξάπλωσαν στα καθαρά σεντόνια του ξυλοκρέβατου. «Αυτή είναι ζωή», είπε ο Τόμι σταυρώνοντας τα χέρια του πίσω από το κεφάλι του. «Εγώ κι ο Μαγκς λαμποκοπάμε, οι κοιλιές μας είναι γεμάτες και κοιμόμαστε σ’ ένα ζεστό δωμάτιο. Πώς να σας ευχαριστήσω για όσα έχετε κάνει;» «Υπάρχει κάτι που θα ήθελα να κάνω, Τόμι, αν με αφήσεις. Μίλησα σε μία από τις πελάτισσές μου, την κυρία Σμάιθ, τη γυναίκα του μπακάλη. Είπε ότι εκείνη κι ο σύζυγός της χρειάζονται έναν εργατικό, έμπιστο νεαρό για να παραδίδει τα ψώνια στα σπίτια των πελατών». Ο Τόμι ανακάθισε στο κρεβάτι του. «Έμπιστο; Εμένα εννοείτε;» «Ε, θα μπορούσες, δε θα μπορούσες; Αν είχες μια δουλειά, δε θα χρειαζόταν να κλέβεις. Η κυρία Σμάιθ θα σου πληρώνει έναν ικανοποιητικό μισθό κι εσύ με τον Μαγκς θα μένετε πάνω από το στάβλο όπου φυλάνε το κάρο τους». Αυτό ήταν το δύσκολο κομμάτι, γιατί θα αποχωριζόταν τη συντροφιά του Τόμι. Όποτε βρισκόταν εκεί, το παιδί αποσπούσε το μυαλό της Λίλι από τον Ρόγιαλ και το γάμο του. «Μα την πίστη μου, μις, ποτέ δεν είχα μια κανονική δουλειά. Αν είχα, δε θα ’κλεβα τίποτα». «Και θα μπορείς να έρχεσαι εδώ», του είπε. «Μπορούμε να δειπνούμε μαζί όποτε θέλεις». Ο Τόμι χαμογέλασε. «Ναι, θα ’θελα αυτή τη δουλειά. Πότε αρχίζω;» «Τη Δευτέρα το πρωί, αν είσαι έτοιμος. Θα έρθω μαζί σου ως τους Σμάιθ, για να σε βοηθήσω να εγκατασταθείς».
Ο Τόμι γέλασε. «Για φαντάσου! Η πρώτη μου αληθινή δουλειά! Κι όλα αυτά επειδή έκλεψα το πορτοφόλι κάποιου δούκα». Η Λίλι δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει. Θυμήθηκε όμως τον Ρόγιαλ και το χαμόγελό της έσβησε. «Θα σε δω το πρωί, Τόμι». Έσκυψε και χάιδεψε τη γούνα του σκυλιού. «Καλόν ύπνο να έχετε κι εσύ κι ο Μαγκς». Έκλεισε τα μάτια του, αλλά το χαμόγελο παρέμεινε στο πρόσωπό του. Η Λίλι χαμογελούσε κι εκείνη καθώς έφευγε για να ανεβεί στο διαμέρισμά της. Τώρα, ώρες αργότερα μέσα στη νύχτα, έτσι όπως στεκόταν στην πόρτα και τους παρατηρούσε, ένιωσε ένα μικρό σφίξιμο στην καρδιά της. Αναστέναξε μέσα στο σκοτάδι. Ο Τόμι κι ο Μαγκς κοιμούνταν βαθιά, γι’ αυτήν όμως δεν υπήρχε ύπνος. Ίσως με τον καιρό να κατάφερνε να αφήσει τον Ρόγιαλ πίσω της. Όχι όμως απόψε. Όχι απόψε. Αψήφησε τον πόνο στην καρδιά της κι επέστρεψε στο άδειο κρεβάτι της.
Κεφάλαιο 28 Τέσσερις μέρες πέρασαν από το χορό των αρραβώνων. Ένας κρύος απριλιάτικος αέρας σάρωνε τους δρόμους. Σε λίγο τα χρυσάνθεμα θα άνθιζαν, σήμερα όμως μια παγωνιά ερχόταν απ’ τον Τάμεση. Λίγα τετράγωνα πέρα από τον ποταμό, μέσα στο πλινθόκτιστο κτίριο όπου στεγαζόταν το Εργοστάσιο Πυρομαχικών Χόκσγουορθ, ο Ρόγιαλ στεκόταν δίπλα στον Μπέντζαμιν Γουίνταμ, λόρδο του Νάιτινγκεϊλ, πίσω από μια τζαμαρία στον τρίτο όροφο του εργοστασίου. Χτισμένη στην Τόλι Στρητ, η βιομηχανία συνόρευε με το λιμάνι, μια τοποθεσία επιλεγμένη για την εύκολη διανομή των προϊόντων που κατασκευάζονταν εκεί. Ο Νάιτινγκεϊλ ήταν ιδιοκτήτης της επιχείρησης. Χαμογέλασε βλέποντας τους δύο άντρες να μπαίνουν στο εργοστάσιο τρεις ορόφους πιο κάτω. Ο ένας λεπτός και μελαχρινός, ο άλλος μυστακοφόρος. «Ο Λούμις όλο γνέφει καταφατικά», είπε ο Νάιτ. «Ο τύπος που βρίσκεται μαζί του θα πρέπει να είναι πολύ καλός. Ο φίλος μας δείχνει να πιστεύει το παραμύθι του». «Του λέει ότι το εργοστάσιο αξίζει πολύ περισσότερο απ’ όσο νομίζει η γριά κυρία Κρόουλι. Με τους Αμερικανούς έτοιμους για πόλεμο, οι μετοχές τις οποίες αγοράζει ο Λούμις σύντομα θα αξίζουν μια περιουσία». «Ποιος είναι;» «Ο Τζακ Μόραν τον αποκαλεί Γκάλιβερ. Είναι ηθοποιός, μέλος ενός θιάσου που ζει από τέτοιες απάτες». Ο Νάιτινγκεϊλ κούνησε με θαυμασμό το μελαχρινό κεφάλι του. «Είναι πολύ εύκολο να ξεγελαστεί κάποιος από τόσο έμπειρους απατεώνες. Μπορώ να καταλάβω πώς την πάτησε ο πατέρας σου». «Υποθέτω πως το ίδιο εύπιστος με όλους μας μπορεί να αποδειχτεί και ο Λούμις». Ο Νάιτινγκεϊλ κοίταξε πάλι κάτω τους δύο άντρες που προχωρούσαν κατά μήκος της γραμμής συναρμολόγησης, σταματώντας εδώ κι εκεί για να εξετάσουν κάποιο από τα υπό κατασκευή όπλα,
ικανοποιημένοι προφανώς με την εξαιρετική ποιότητά τους. Όλοι συνέχιζαν να δουλεύουν αγνοώντας τους, σαν να είχε δοθεί στον δικηγόρο κάποιο είδος άδειας να τους παρακολουθεί. Αργότερα, όταν ο Λούμις θα ανακάλυπτε ποιος ήταν ο αληθινός ιδιοκτήτης, ο Νάιτινγκεϊλ θα του έλεγε απλώς ότι ο διευθυντής των εγκαταστάσεων δεν εργαζόταν εκείνη την ημέρα. Λυπόταν, αλλά δεν είχε ενημερωθεί για την άφιξη επισκεπτών. Ο Ρόγιαλ είδε τον Πρέστον Λούμις να φεύγει από το εργοστάσιο και αναρωτήθηκε αν είχε πειστεί. Και, αν είχε πειστεί, πόσες μετοχές θα αγόραζε. Μόλις τα χρήματα θα εισπράττονταν από τον Γκάλιβερ, θα παραδίδονταν στον Τσαρλς Σινκλέρ για τη διανομή. Στη συνέχεια όλοι θα εξαφανίζονταν. Η Τσέγια θα άδειαζε το σπίτι στο Πικαντίλι και η κυρία Κρόουλι δε θα υπήρχε πια. Λίγες μέρες ακόμα και όλα θα τελείωναν. Ο Ρόγιαλ ένιωσε μια νοσταλγία. Θα ήθελε να μιλούσε στη Λίλι, να συζητούσε μαζί της τις εξελίξεις. Τώρα απλώς ακολούθησε τον Νάιτινγκεϊλ και κατέβηκαν από το γραφείο του τρίτου ορόφου στο ισόγειο. ***
Κόντευε η ώρα που θα έκλεινε το μαγαζί, όταν η Λίλι άκουσε το κουδούνισμα πάνω από την πόρτα. Ακούμπησε τα ραφτικά της, σηκώθηκε από την καρέκλα της και βγήκε από το πίσω δωμάτιο. Πάγωσε βλέποντας την εξαδέλφη της έξω από το μαγαζί. Κατάπιε νευρικά, χάνοντας για μια στιγμή τα λόγια της. «Τζόσλιν... εκπλήσσομαι που σε βλέπω». Ήταν το λιγότερο που μπορούσε να πει. Την τελευταία φορά που η Τζο είχε έρθει εκεί η Λίλι βρισκόταν στην αγκαλιά του Ρόγιαλ. Η Τζόσλιν έστριψε το κεντημένο μαντιλάκι που κρατούσε στο χέρι της και η Λίλι διαπίστωσε πως η εξαδέλφη της ήταν εξίσου νευρική με την ίδια. «Πρέπει να σου μιλήσω, Λίλι. Κανένας άλλος δε θα με καταλάβει. Κανένας εκτός από σένα. Σε παρακαλώ, πες μου ότι θα μου μιλήσεις». Η Λίλι δε δίστασε. Αν η Τζο είχε έρθει να τη βρει ύστερα απ’ όσα είχαν συμβεί, θα πρέπει να ήταν πολύ σημαντικό. «Φυσικά. Να κλειδώσω και πάμε επάνω. Θα φτιάξω λίγο τσάι να πιούμε». Η Τζο δέχτηκε μ’ ένα νεύμα του κεφαλιού. Η Λίλι κλείδωσε στα γρήγορα και οδήγησε την εξαδέλφη της στο μικρό διαμέρισμα του επάνω ορόφου. Έβαλε μια τσαγιέρα να βράζει. Στο μεταξύ, οι δυο γυναίκες κάθισαν στο σαλόνι μπροστά στο μικρό παραγώνι. «Τι τρέχει, Τζο; Βλέπω ότι είσαι αναστατωμένη. Τι μπορώ να κάνω για να σε βοηθήσω;» Προς τεράστια έκπληξή της, τα όμορφα βιολετιά μάτια της Τζόσλιν πλημμύρισαν δάκρυα. Η Τζο δεν έκλαιγε ποτέ της, το θέαμα ήταν συγκλονιστικό. «Έκανα τη μεγαλύτερη ανοησία». Σήκωσε τα μάτια και σκούπισε τα δάκρυα με το μαντίλι της. «Ερωτεύτηκα, Λίλι. Σαν άβγαλτη χωριατοπούλα άφησα έναν άντρα να αιχμαλωτίσει την καρδιά μου». Το στήθος της Λίλι σφίχτηκε. Μήπως η Τζόσλιν είχε ερωτευτεί τον Ρόγιαλ; Γιατί είχε έρθει να τη δει; Ξεροκατάπιε. «Ποιον, τον Ρόγιαλ;» «Όχι, φυσικά. Εσύ είσαι ερωτευμένη με τον Ρόγιαλ. Μιλάω για τον Κρίστοφερ. Τον Κρίστοφερ
Μπάρκλεϊ». Η καρδιά της Λίλι άρχισε να χτυπάει δυνατά. Σχεδόν δεν πίστευε στ’ αυτιά της, γιατί η Τζο ποτέ δεν άφηνε τα συναισθήματά της να κυριαρχήσουν πάνω της. Δεν το έκανε ποτέ. «Και πώς... νιώθει ο Κρίστοφερ για σένα;» Η Τζόσλιν σκούπισε πάλι τα μάτια της. «Αυτό είναι το πρόβλημα. Ο Κρίστοφερ... δε μ’ αγαπάει». «Είσαι σίγουρη;» Ρουθούνισε. «Όχι εντελώς. Εννοώ, όταν είμαστε μαζί δείχνει... να νοιάζεται πάρα πολύ, αλλά όταν του ζήτησα να με παντρευτεί...» «Ζήτησες από τον Κρίστοφερ Μπάρκλεϊ να σε παντρευτεί; Μα αφού είσαι αρραβωνιασμένη με τον δούκα!» «Τότε δεν ήμουν ακόμα. Αλλά αυτό δεν είναι σημαντικό». Για τη Λίλι όμως φαινόταν τρομακτικά σημαντικό. «Το θέμα είναι ότι ο Κρίστοφερ αρνήθηκε την πρότασή μου. Είπε πως θα το μετάνιωνα αργότερα. Είπε... πως δε θα γινόταν ένα από τα σκυλάκια μου». Άρχισε να κλαίει και παρά τα όσα είχαν μεσολαβήσει μεταξύ τους η Λίλι τη λυπήθηκε. Γνώριζε καλά τον πόνο της αγάπης. Και ήταν σαφές πως αυτή τη φορά δεν επρόκειτο για ένα από τα κόλπα της για να τραβήξει την προσοχή. Η καρδιά της εξαδέλφης της ήταν αληθινά ραγισμένη. Η Λίλι δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι η Τζο ήταν ικανή για τέτοια βαθιά συναισθήματα. Άρχισε να τη βλέπει με εντελώς διαφορετικό μάτι. «Δεν ξέρω τι να κάνω, Λίλι. Θέλω να τον ξαναδώ. Δεν μπορώ να φάω. Δεν μπορώ να κοιμηθώ. Αν ήξερα πως θα ένιωθα έτσι... θα... θα... Διάβολε, δεν ξέρω τι θα έκανα. Το μόνο που ξέρω είναι ότι αγαπώ τον Κρίστοφερ και θέλω να μ’ αγαπάει κι εκείνος». Κοίταξε με μάτια δακρυσμένα τη Λίλι. «Σε παρακαλώ, Λίλι, πες μου τι να κάνω». Η Λίλι πήγε να καθίσει δίπλα της στον καναπέ και πήρε το χέρι της Τζο στα δικά της. «Αυτό που πρέπει να κάνεις, Τζο, είναι να πεις στον Κρίστοφερ πώς νιώθεις». «Όχι, δε θα με πιστέψει. Θα νομίζει πως το λέω απλώς για να περάσει το δικό μου». Δεν είχε κι άδικο. Η Τζο είχε τη συνήθεια να συμπεριφέρεται με οποιονδήποτε τρόπο ήταν απαραίτητος για να πετύχει το σκοπό της. «Τότε θα πρέπει να βρεις έναν τρόπο για να του το αποδείξεις. Θα πρέπει να δώσεις στον Κρίστοφερ ένα λόγο για να πιστέψει πως είσαι αληθινά ερωτευμένη μαζί του». «Και πώς θα το κάνω αυτό;» Η Λίλι έσφιξε το χέρι της Τζο. «Δεν μπορώ να σου το πω εγώ. Θα πρέπει να το βρεις μόνη σου». «Δεν ξέρω, Λίλι. Ό,τι και να κάνω μπορεί να μην έχει σημασία. Μπορεί να μη νοιάζεται για μένα καθόλου». «Υποθέτω πως είναι μια πιθανότητα. Αν όμως ανακαλύψεις πως στ’ αλήθεια δε σε θέλει, τότε ούτε κι εσύ θα θέλεις έναν τέτοιο άντρα». Η Τζόσλιν φάνηκε να το σκέφτεται για λίγο. Ύστερα ανασήκωσε απότομα το κεφάλι της. «Έχεις δίκιο. Θα βρω έναν τρόπο για να αποδείξω την αγάπη μου στον Κρίστοφερ. Αν δε με θέλει... Αν δε με θέλει...» Σώπασε κι άρχισε πάλι να κλαίει. «Αν δε με θέλει, απλώς θα πεθάνω». Η Λίλι τη συμπόνεσε. Ήξερε πώς ακριβώς ένιωθε η εξαδέλφη της. Αναρωτήθηκε αν και η Τζο είχε αρχίσει να καταλαβαίνει πώς ένιωθε εκείνη.
***
Είχε οριστεί μια έκτακτη συνάντηση. Η Λίλι είχε λάβει ένα σημείωμα ότι η παρουσία της ήταν απαραίτητη μόνο για εκείνο το πρωί. Στάθηκε στο δρόμο μπροστά από το πανδοχείο Ρεντ Ρούστερ σφίγγοντας πάνω της την μπέρτα για να προφυλαχτεί από τον άνεμο, ύστερα άνοιξε την πόρτα και πέρασε μέσα. Καθώς κατέβαινε τα σκαλιά προς το καπηλειό του υπογείου και διέσχιζε την αίθουσα προς το πίσω τμήμα της ταβέρνας, άκουγε φωνές και γέλια. Η Μόλι ξεκαρδιζόταν και ο θείος Τζακ τη σιγοντάριζε με τα χαχανητά του. Ο Τσαρλς Σινκλέρ μιλούσε πρόσχαρα, λέγοντας κάτι στον Ρόγιαλ με τη βαθιά, γνώριμη φωνή του. Η προσμονή έκανε την καρδιά της να χτυπάει δυνατά. Όσο λάθος κι αν ήταν αυτό, πονούσε από λαχτάρα να τον δει ξανά. Μόλις μπήκε από την πόρτα στο πίσω δωμάτιο όλα τα μάτια στράφηκαν πάνω της. Ο θείος Τζακ χαμογέλασε πλατιά. «Να το κορίτσι μου!» Σηκώθηκε όρθιος μαζί με τους άλλους δύο άντρες. Η Μόλι σηκώθηκε κι εκείνη δίπλα του. «Τα καταφέραμε, αγάπη! Ξεγελάσαμε το κάθαρμα και του πήραμε μια περιουσία!» Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα. «Δηλαδή, πέτυχε; Ο Λούμις έδωσε τα χρήματα;» «Πράγματι, αγαπητή μου», της είπε ο Σινκλέρ. «Εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ με το εργοστάσιο, ώστε αγόρασε τις διπλάσιες από τις άχρηστες μετοχές της κυρίας Κρόουλι, όπως ακριβώς περιμέναμε να κάνει. Ακόμα και μετά τη δική μας πληρωμή, ο εξοχότατος θα πάρει πίσω ένα αρκετά σημαντικό μέρος της πατρικής περιουσίας του». Χαρά ανέβλυσε από μέσα της. Ένα γέλιο βγήκε από τα χείλη της. Το κόλπο τους είχε πετύχει! Τα είχαν καταφέρει! «Αυτά είναι θαυμάσια νέα! Θαυμάσια, πραγματικά!» Για πρώτη φορά επέτρεψε στον εαυτό της να κοιτάξει τον Ρόγιαλ. Υπήρχε ένα χαμόγελο στα χρυσαφιά του μάτια, ένα χαμόγελο που φαινόταν προορισμένο μόνο γι’ αυτήν. Γλυκό, νοσταλγικό, έκανε τα γόνατά της να τρέμουν και την καρδιά της να σκιρτά. Δεν ήταν δίκαιο κάποιος άντρας να έχει πάνω της μια τέτοια επίδραση. Το βλέμμα του έμεινε πάνω της για μια στιγμή κι ύστερα ο Ρόγιαλ ίσιωσε την πλάτη του και το ύφος του έγινε και πάλι απόμακρο. «Όλα όσα έκανες ήταν τέλεια, Λίλι. Η Τσέγια ήταν καταπληκτική. Η Μόλι έπαιξε θαυμάσια το ρόλο της κυρίας Κρόουλι και ο άντρας που έφερε ο Τζακ, ο Γκάλιβερ , έδωσε τη χαριστική βολή. Ο Λούμις κατάπιε ολόκληρο το δόλωμα. Ήταν τόσο σίγουρος για την πρόβλεψη της Τσέγια, ώστε επένδυσε σχεδόν τη μισή περιουσία του». Τα μάτια της Λίλι βούρκωσαν. «Είμαι τόσο χαρούμενη... εξοχότατε». «Τα χρωστάω όλα σ’ εσένα, Λίλι. Αν δε με είχες συστήσει στο θείο σου, ο πατέρας μου δε θα είχε πάρει ποτέ εκδίκηση. Σ’ ευχαριστώ». Γύρισε προς τους υπόλοιπους. «Σας ευχαριστώ όλους». «Πρέπει να το γιορτάσουμε», είπε ο Τζακ. Έγνεψε στην ταβερνιάρισσα, η οποία έσπευσε να πάρει την παραγγελία τους. «Ποτά για όλους... κερνάω εγώ!» «Με τίποτα», είπε ο Ρόγιαλ. «Σήμερα ο λογαριασμός είναι δικός μου». Οι άλλοι ζητωκραύγασαν. Η γιορτινή ατμόσφαιρα συνεχίστηκε. Ήταν μια μεγάλη μέρα για όλους. Εκτός από τη Λίλι.
Ωστόσο είχε μάθει να χαίρεται για τις μικρές νίκες της ζωής, κι αυτή σίγουρα ήταν μια τέτοια νίκη. Ήπιαν, έφαγαν και συζήτησαν. Η επιταγή του Λούμις εξαργυρώθηκε αμέσως και τα χρήματα διανεμήθηκαν όπως είχε συμφωνηθεί. Η κυρία Κρόουλι είχε εξαφανιστεί και η Μόλι με την Ντότι Χομπς ανέλαβαν να κλείσουν το σπίτι στο Πικαντίλι. Πουθενά δε θα μπορούσε να εντοπίσει κανείς έναν δικηγόρο με το όνομα Στίβενς. «Τελείωσε», είπε ο Ρόγιαλ. «Μπορούμε να γυρίσουμε όλοι στους φυσιολογικούς ρυθμούς μας νιώθοντας πως επιτέλους απονεμήθηκε δικαιοσύνη!» «Ζήτω!» είπε ο Τζακ σηκώνοντας την κούπα του σε πρόποση. «Και με χρήμα στις τσέπες μας!» Η Λίλι ύψωσε κι εκείνη το ποτήρι της, όμως τα χείλη της έτρεμαν. Δεν ήταν πια ευπρόσδεκτη στους Κόλφιλντ. Και τώρα που όλα είχαν τελειώσει, ίσως να μην ξανάβλεπε ποτέ πια τον Ρόγιαλ. ***
Ο Πρέστον Λούμις καθόταν στην αγαπημένη του πολυθρόνα μπροστά στη φωτιά, μ’ ένα χαμόγελο ικανοποίησης στο πρόσωπό του. Η εφημερίδα Τάιμς του Λονδίνου ήταν ανοιχτή πάνω στην ποδιά του. Όλη τη βδομάδα ξεψάχνιζε τις ειδήσεις για να μάθει οτιδήποτε γύρω από τις εξελίξεις στην Αμερική. Η κατάσταση κλιμακωνόταν μεταξύ των πολιτειών του Βορρά και εκείνων στο νότιο τμήμα της χώρας. Και οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές διέθεταν οπλισμό. Οι πολιτείες του Βορρά είχαν βιομηχανίες που μπορούσαν να μετατραπούν σε εργοστάσια παραγωγής όπλων, αλλά οι νοτιότερες περιοχές ήταν αγροτικές. Και οι δύο αντίπαλοι θα έπρεπε να είναι προετοιμασμένοι για κάθε ενδεχόμενο. Χρειάζονταν οπλισμό, και τώρα πια ο Λούμις είχε μπει δυναμικά στο παιχνίδι. Το χαμόγελό του έγινε πλατύτερο. Έκλεισε την εφημερίδα, αλλά ξαφνιάστηκε ακούγοντας τη φωνή του μπάτλερ από την πόρτα. «Λυπάμαι που σας ενοχλώ, κύριε, αλλά έχει έρθει να σας δει ο κύριος Μακγκρού». Ο Μπαρτ Μακγκρού μπήκε με την άτσαλη περπατησιά του μέσα στο γραφείο. Στο άσχημο πρόσωπό του υπήρχε ένα ύφος όλο ένταση που έθεσε τον Λούμις σε επιφυλακή. Σηκώθηκε από την καρέκλα του. «Τι τρέχει;» «Πήγα το μήνυμα στο σπίτι της Τσιγγάνας, όπως μου είπες, αφεντικό». «Και τι σου είπε;» «Δεν ήταν εκεί αφεντικό. Έφυγε». «Τι εννοείς έφυγε;» «Είναι Τσιγγάνα, αφεντικό. Φαντάζομαι πως τα μάζεψε κι έφυγε. Οι υπηρέτες έφυγαν κι αυτοί. Ξέρεις τώρα πώς είναι οι Τσιγγάνοι». Αναστέναξε. Έπρεπε να το περιμένει, αφού ήξερε καλά πως οι Τσιγγάνοι ήταν ράτσα αδέσμευτη κι αναξιόπιστη. Όμως ένιωθε έντονη απογοήτευση. «Υπάρχουν κι άλλα άσχημα νέα». Ο Πρέστον ύψωσε το γκρίζο φρύδι του. «Τι νέα δηλαδή;» «Όταν έφυγα από το σπίτι της, πήγα να δω εκείνο τον Στίβενς που είναι στη δούλεψη της γριάς Κρόουλι. Έτσι, για σιγουριά, δηλαδή». «Πολύ καλή σκέψη». «Πήγα στη διεύθυνση που έγραφε η κάρτα που σου έδωσε. Κανένας δεν είχε ακουστά το όνομά
του». «Δεν είναι δυνατόν!» Ο Μακγκρού του απάντησε με τη σιωπή του. «Δεν μπορεί να πιστεύεις... όχι, αδύνατον! Απλώς θα έγινε κάποιο λάθος. Τράβα κάτω στο εργοστάσιο, ρώτα το διευθυντή πού μπορείς να βρεις τον δικηγόρο της κυρίας Κρόουλι. Αν δε βγάλεις άκρη, βρες την ίδια τη γριά. Έμενε μαζί με τη λαίδη Τάβιστοκ τις τελευταίες εβδομάδες». «Τα έκανα κι αυτά, αφεντικό. Ο διευθυντής δεν έχει ακουστά τον Στίβενς. Ούτε την κυρία Κρόουλι». Το στομάχι του Πρέστον ανακατεύτηκε. «Τι... τι θες να πεις;» «Ο διευθυντής είπε ότι εδώ και χρόνια ο κόμης του Νάιτινγκεϊλ είναι ο ιδιοκτήτης του εργοστασίου». Ο Πρέστον ξεροκατάπιε κι ένιωσε το λαιμό του να σφίγγεται. «Δεν μπορεί να είναι αλήθεια. Βρες την κυρία Κρόουλι! Πήγαινε στην κατοικία της κόμισσας Τάβιστοκ. Κάποιος εκεί θα ξέρει...» «Μίλησα με τη μαγείρισσα της λαίδης, την κυρία Χάρβεϊ. Είπε ότι η γριά και η λαίδη Τάβιστοκ γνωρίστηκαν σε κάποια δεξίωση. Η λαίδη βρήκε συμπαθητική τη γριά και την προσκάλεσε να μείνει για λίγο μαζί της πριν επιστρέψει στο σπίτι της στο Γιορκ. Έφυγε πριν από δύο μέρες». Ο Πρέστον έσφιξε ασυναίσθητα τη γροθιά του. Φαινόταν απίστευτο, αλλά το ένστικτό του επαλήθευε την τρομερή αλήθεια. «Όχι...» Ο Μπαρτ δεν είπε τίποτα. Πάντα έλεγε σταράτες κουβέντες. Δεν υπήρχε λόγος για περισσότερες φλυαρίες. Καταλάβαιναν κι οι δυο τι ακριβώς είχε συμβεί. «Θέλω να τους βρεις», γρύλισε ο Πρέστον κι έσφιξε τα δόντια του τόσο πολύ, που μιλούσε με δυσκολία. «Θέλω να τους βρεις όλους! Θέλω να μάθω ποιος μου το έκανε αυτό και θέλω πίσω τα λεφτά μου!» «Σε άκουσα». «Μπορείς να το κάνεις; Μπορείς να τους βρεις;» Ο Μπαρτ όρθωσε το ανάστημά του και σήκωσε ψηλά τους ώμους του. «Βασίσου πάνω μου, αφεντικό. Δε θα σε απογοητεύσω». Ο πελώριος άντρας έκανε μεταβολή κι ο Πρέστον βυθίστηκε ξανά στην πολυθρόνα του. Του την είχαν φέρει για τα καλά. Δεν πίστευε πως ήταν δυνατόν να την πάθει. Στη δουλειά του ήταν ο καλύτερος απ’ όλους, η ελίτ της ελίτ. Κανένας δεν του έβγαινε μπροστά. Προφανώς έκανε λάθος. Το ερώτημα ήταν ποιος κρυβόταν πίσω απ’ όλα αυτά και πώς θα τον έκανε να πληρώσει. Αυτή τη φορά ο Πρέστον δεν ήθελε μόνο χρήματα.
Κεφάλαιο 29 Ντυμένη στα σκούρα, με ένα γκρι βελούδινο φόρεμα γαρνιρισμένο με βαθυπράσινο μετάξι, η Τζόσλιν στεκόταν στην πόρτα του απέριττου σπιτιού του Κρίστοφερ Μπάρκλεϊ. Ήταν Σάββατο πρωί, δύο εβδομάδες μετά την επίσημη αναγγελία των αρραβώνων της. Της είχε
πάρει τόσο καιρό για να ξεκαθαρίσει μέσα της τα πράγματα, να συγκεντρώσει το κουράγιο της και να πάρει αποφάσεις. Το γαντοφορεμένο χέρι της έτρεμε όταν σήκωσε το μπρούντζινο ρόπτρο και χτύπησε την πόρτα. Μέσα στο στήθος η καρδιά της χτυπούσε σαν να είχε διανύσει τη διαδρομή ως εκεί τρέχοντας. Κατά κάποιο τρόπο είχε τρέξει. Το είχε βάλει στα πόδια μετά τη συνάντηση με τους γονείς της, όπου τους είχε ενημερώσει για την απόφασή της. Έτρεξε μακριά από τα έντρομα βλέμματά τους όταν, με όσο πιο ήρεμο τρόπο μπορούσε, τους ανακοίνωσε πως τερμάτιζε τον αρραβώνα της με τον δούκα του Μπράνσφορντ. «Τι είναι αυτά που λες;» Τα μάτια της μητέρας της την κοιτούσαν γουρλωμένα. «Κάνουμε ήδη προετοιμασίες για το γάμο». «Μην ανησυχείς, Ματίλντα», είχε πει ο πατέρας της. «Πρόκειται μόνο για ένα ξέσπασμα νεύρων. Όλες οι νεαρές νύφες το παθαίνουν. Με τον καιρό η Τζόσλιν θα καταλάβει...» «Αυτό που καταλαβαίνω, πατέρα, είναι ότι τα χρήματα και η κοινωνική θέση δεν αρκούν για να με κάνουν ευτυχισμένη. Είμαι ερωτευμένη με άλλον άντρα. Και μολονότι δεν είμαι σίγουρη για τα αισθήματά του απέναντί μου, ξέρω πως δε θα παντρευτώ έναν άντρα για τον οποίο δεν ενδιαφέρομαι καθόλου». Η μητέρα της κάθισε βαριά στον καναπέ, πήρε βαθιές ανάσες και έκανε αέρα στο ξαναμμένο πρόσωπό της με το χέρι. «Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό, Τζόσλιν. Δεν μπορείς να πετάξεις όλα όσα μοχθήσαμε να καταφέρουμε, όλα όσα ήθελες στη ζωή σου». «Πετάω όσα εσύ κι ο πατέρας θέλατε να έχω. Ως τώρα δεν ήξερα τι ήθελα εγώ». «Μίλησέ της, Χένρι», ικέτεψε η μητέρα της. «Κάν’ τη να καταλάβει. Δεν μπορεί να το κάνει αυτό. Δεν μπορεί!» «Η μητέρα σου έχει δίκιο, καρδιά μου. Αναλογίσου τη θέση σου. Σύντομα θα γίνεις δούκισσα. Δεν είναι δυνατόν να αρνείσαι κάτι τέτοιο. Κι ύστερα αναλογίσου τον δούκα. Τι θα έλεγε εκείνος αν σε άκουγε; Θα καταρρακωνόταν ο άνθρωπος. Δώσε στον εαυτό σου λίγο χρόνο, αγαπητό μου παιδί. Με τον καιρό θα λογικευτείς». Η Τζόσλιν όμως κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Είναι πολύ αργά γι’ αυτό, πατέρα. Σήμερα το πρωί ενημέρωσα, γραπτώς, για την απόφασή μου τον δούκα». «Θεέ και Κύριε!» Η μητέρα της κουνούσε τώρα ζωηρότερα το χέρι της. «Δυστυχώς ο Ρόγιαλ έχει ήδη φύγει για την εξοχή. Μπορεί να πάρει μία ή δύο μέρες, στο τέλος όμως θα λάβει το γράμμα μου. Θα μάθει την αλήθεια για τα αισθήματά μου κι αυτό θα τερματίσει τον αρραβώνα μας». Το πρόσωπο της Ματίλντα ήταν τόσο χλομό, που η Τζόσλιν άρχισε να ανησυχεί για την υγεία της. «Χρειάζεται ένα ποτήρι νερό», είπε ο Χένρι. «Κάλεσε έναν υπηρέτη, Τζόσλιν, πριν η μητέρα σου λιποθυμήσει». Η Τζόσλιν έτρεξε να χτυπήσει το κουδούνι και μια στιγμή αργότερα ένα σμήνος από υπηρέτες έσπευσε να φέρει τα απαραίτητα. Η μητέρα της δεν άργησε να ξαναβρεί το χρώμα της. «Θα καταστραφούμε», είπε μ’ ένα λυγμό πάνω στο μαντίλι της. «Μη στενοχωριέσαι, αγαπητή μου», της είπε ο Χένρι χτυπώντας στοργικά τα χοντρά δάχτυλά της. «Θα βρούμε έναν τρόπο να ξεμπλέξουμε απ’ αυτή την υπόθεση. Είναι απίστευτο τι μπορεί να κάνει το χρήμα».
Και τι δεν μπορεί να κάνει, σκέφτηκε μουτρωμένη η Τζο καθώς στεκόταν τώρα μπροστά στην πόρτα του Κρίστοφερ, παρακαλώντας μέσα της να τον βρει εκεί. Δεν ήταν σίγουρη πόσο θα διαρκούσε ακόμα το θάρρος της, ούτε τι θα έκανε αν δεχόταν νέα απόρριψη. Η πόρτα άνοιξε. Δεν ήταν ο μπάτλερ, αλλά ο ίδιος ο Κρίστοφερ, ο οποίος στεκόταν στο κατώφλι σκληρός και πανέμορφος. «Τζόσλιν... τι στην οργή...» «Μπορώ να σου μιλήσω;» «Για το όνομα του Θεού, Τζο!» Την τράβηξε γρήγορα μέσα. «Αυτό εδώ είναι το σπίτι ενός εργένη. Τι θα γίνει αν σε δει κανένας;» «Δε με νοιάζει. Σε παρακαλώ... έχω κάτι να σου πω και ελπίζω να με ακούσεις». Αναστέναξε. «Δε θα έπρεπε. Ξέρω πολύ καλά πως δε θα έπρεπε να ακούσω λέξη απ’ όσα λες». Όμως την οδήγησε στο σαλόνι και την έβαλε να καθίσει στον καναπέ. Η Τζο παρατήρησε αόριστα πως ήταν ένα ευχάριστο δωμάτιο, καθόλου φτωχικό, διακοσμημένο με γούστο σε τόνους του σκούρου καφέ και του κυπαρισσί. Για μια στιγμή άφησε τα μάτια της να τον χορτάσουν. Κοίταξε το δυνατό σώμα, τα μαύρα μαλλιά και τα έντονα καστανά μάτια. Στα σμιλεμένα χαρακτηριστικά του αποτυπωνόταν η ευφυΐα. Το στόμα του ήταν σφιγμένο με μια αδιάλλακτη αποφασιστικότητα. Η καρδιά της πόνεσε. Ό,τι και να του έλεγε, δε θα την άκουγε. Δε θα πίστευε ούτε λέξη. Την καταλάβαινε καλύτερα απ’ οποιονδήποτε άλλο άνθρωπο, κι όμως τελικά δεν την ήξερε καθόλου. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά, το στομάχι της ήταν ένας σφιχτοδεμένος κόμπος. «Γιατί ήρθες εδώ, Τζο; Ήθελες άλλον ένα γύρο πριν ανταλλάξεις τους όρκους σου με έναν άλλο άντρα;» «Όχι, δεν...» Είχε ένα σφίξιμο στο λαιμό. «Δεν ήξερε από πού να ξεκινήσει. «Δεν πρόκειται... να υπάρξουν όρκοι. Δεν πρόκειται να γίνει γάμος. Εγώ... διέλυσα τον αρραβώνα μου». Τα φρύδια του ανασηκώθηκαν με έκπληξη. «Τι είναι αυτά που λες;» «Έστειλα γράμμα στον δούκα. Είπα στους γονείς μου ότι τερματίζω τον αρραβώνα. Δε με ενδιαφέρει να γίνω δούκισσα. Θέλω μόνο... να είμαι μαζί σου, Κρίστοφερ». Για μια στιγμή έκπληξη φάνηκε στο πρόσωπό του. Ύστερα τα χαρακτηριστικά του σκλήρυναν. «Πες του πως έκανες λάθος. Πες του πως φταίει η νευρικότητα της μέλλουσας νύφης». Τα μάτια της πλημμύρισαν. Δεν έπρεπε να έχει έρθει. «Του είπα... του είπα πως είμαι ερωτευμένη με έναν άλλο άντρα». Ο Κρίστοφερ έσφιξε τα δόντια. Την άρπαξε από τους ώμους και τη σήκωσε από τον καναπέ. «Μικρή ανόητη. Ξέρεις τι έκανες; Τα τίναξες όλα στον αέρα... όλα όσα ήθελες πάντα». Σήκωσε το πρόσωπό της και τον κοίταξε μέσα από τα δάκρυά της. «Ίσως τελικά ανακάλυψα πως το να είμαι δούκισσα δεν είναι τόσο σημαντικό όσο φανταζόμουν. Ίσως διαπίστωσα πως το να αγαπώ κάποιον είναι πολύ σημαντικότερο». Για μια στιγμή το σκληρό πρόσωπό του φάνηκε να μαλακώνει. «Τζο...» Το χέρι του άγγιξε το μάγουλό της. «Ακόμα κι αν... έχεις αισθήματα για μένα, δεν μπορεί να πετύχει κάτι τέτοιο. Δεν μπορώ να σου προσφέρω τη ζωή που θέλεις. Θα σε έκανα δυστυχισμένη». «Έτσι λες;» «Αν με παντρευόσουν, με τον καιρό θα το μετάνιωνες».
Ήταν ανυποχώρητος. Την αρνιόταν ξανά. «Σ’ αγαπώ. Ποτέ δε θα το μετάνιωνα». Ένας μυς έπαιξε νευρικά στο μάγουλό του. «Κάποια μέρα θα ευχόσουν να είχες παντρευτεί τον δούκα». Κράτησε το κεφάλι της ψηλά, αν και τα δάκρυα συνέχισαν να κυλούν από τα μάτια της. «Τότε στ’ αλήθεια δε με θέλεις». Ο Κρίστοφερ ξεροκατάπιε. Η έντασή του ήταν φανερή στον τρόπο που τα χέρια του έσφιγγαν τους ώμους της. Στάθηκε εκεί αμίλητος για μερικά ατέλειωτα λεπτά που φάνηκαν σαν ώρες. Τέλος, την τράβηξε στην αγκαλιά του μ’ ένα υπόκωφο γρύλισμα απόγνωσης. «Νομίζεις πως δε σε θέλω;» της ψιθύρισε. «Σε θέλω περισσότερο ακόμα κι απ’ όσο θέλω να αναπνεύσω. Είμαι τρελά ερωτευμένος μαζί σου. Θεέ μου, Τζο, είναι δυνατόν να πιστεύεις πως δε σε θέλω; Δεν πόθησα τίποτα περισσότερο από σένα». Κι ύστερα τη φίλησε βαθιά, παθιασμένα, λέγοντάς της μ’ εκείνο το καυτό φιλί όλα όσα η Τζο ήθελε να ακούσει. Η Τζόσλιν έκλαιγε καθώς κολλούσε πάνω του. «Σ’ αγαπώ, Κρίστοφερ. Σ’ αγαπώ τόσο πολύ. Μπορούμε να τα καταφέρουμε, το ξέρω ότι μπορούμε». Τη φίλησε ξανά, ύστερα πίεσε τα χείλη του στο κεφάλι της. «Δεν είμαι πλούσιος, Τζο». «Μα θα γίνεις... μόλις παντρευτούμε. Ξέρω πως είμαι κακομαθημένη κι έχω συνηθίσει να γίνεται το δικό μου, αλλά...» Αγκάλιασε το πρόσωπό της με τα χέρια του. «Αν παντρευτούμε, θα σε κακομάθω περισσότερο απ’ όσο είσαι ήδη». Του χαμογέλασε μέσα από το κλάμα της. «Σε εμπιστεύομαι, Κρίστοφερ, όπως δεν έχω εμπιστευτεί κανέναν άλλο. Ξέρω ότι θα με κάνεις ευτυχισμένη». Την απομάκρυνε λίγο από την αγκαλιά του. «Ίσως είμαι ο πιο ανόητος άντρας σ’ όλο το Λονδίνο, όμως ναι, μα το Θεό, θα σε παντρευτώ». Η καρδιά της ξεχείλισε από αγαλλίαση. Δάκρυα χαράς κύλησαν άφθονα στα μάγουλά της. Δε θυμόταν να είχε νιώσει περισσότερη ευτυχία στη ζωή της. Ή περισσότερη αγάπη. Ή περισσότερη σιγουριά πως έπαιρνε τη σωστή απόφαση. ***
Ήταν Σάββατο, δύο εβδομάδες μετά την αναγγελία των αρραβώνων του Ρόγιαλ και της Τζόσλιν. Στην τελευταία συνάντηση του Ρεντ Ρούστερ ο θείος Τζακ είχε επιμείνει να πάρει και η Λίλι το μερίδιό της από τα χρήματα του Πρέστον Λούμις. Η ίδια προσπάθησε να αρνηθεί, ο Ρόγιαλ όμως επέμεινε κι αυτός και τελικά η Λίλι υποχώρησε. Τα χρήματα πήγαν στην τράπεζα για ώρα ανάγκης, για την περίπτωση που η επιχείρησή της θα αντιμετώπιζε αναπάντεχα προβλήματα. Μέχρι στιγμής αυτό δεν είχε συμβεί. Το καπελάδικο πήγαινε καλά και η πελατεία της μεγάλωνε. Στο μπακάλικο της γωνίας ο Τόμι Κοξ είχε μεγάλη επιτυχία ως διανομέας, ή τουλάχιστον έτσι έλεγε η κυρία Σμάιθ. Εξωτερικά η ζωή της φαινόταν να πηγαίνει πολύ καλά. Εξωτερικά. Γιατί κάτω από την επιφάνεια η καρδιά της ήταν ραγισμένη και η Λίλι δεν ήξερε αν θα γιατρευόταν ποτέ. Παραμερίζοντας τη θλίψη της η Λίλι κλείδωσε το μαγαζί, καθώς άλλη μια εργάσιμη μέρα είχε
φτάσει στο τέλος της. Άκουσε ένα χτύπο στην πόρτα του πίσω δωματίου που έβγαζε στο σοκάκι και χαμογέλασε, σίγουρη ότι ο Τόμι είχε έρθει για το δείπνο. Το αγόρι και ο σκύλος του ήταν πάντα κάτι παραπάνω από ευπρόσδεκτοι στο σπίτι της. Έτρεξε να ανοίξει αλλά τρόμαξε μπροστά στην πελώρια φιγούρα του άντρα που στεκόταν στο κατώφλι της. «Εσύ είσαι η Λίλι Μόραν;» «Ναι, εγώ. Τι μπορώ να κάνω για σας;» Τα μάτια του έλαμψαν. «Για μένα τίποτα, για το φίλο μου τον Ντικ Φλιν». Η Λίλι ούρλιαξε όταν ο άντρας άρπαξε τα μπράτσα της και την τράβηξε έξω από το μαγαζί στο σκοτεινό σοκάκι. Ο Ντικ Φλιν! Ο Πρέστον Λούμις την είχε βρει! Ο τρόμος την πάγωνε, έκανε την καρδιά της να χτυπάει σαν τρελή. Πάσχισε να βρει το κουράγιο για να ξεφύγει από το ατσάλινο κράτημα του άντρα. Προσπάθησε να τον κλοτσήσει, αλλά οι βαριές φούστες την εμπόδιζαν. Προσπάθησε να δαγκώσει το μεγάλο, χοντρό χέρι που είχε τυλιχτεί γύρω από το λαιμό της, στριφογύριζε και πάλευε μανιασμένα χρησιμοποιώντας όλα τα κόλπα που είχε μάθει ως παιδί στους δρόμους. Για μια στιγμή απελευθερώθηκε, γύρισε και έμπηξε τα χέρια της στο χοντρό, ροδοκόκκινο πρόσωπο του άντρα και γύρισε να τρέξει. «Παλιοθήλυκο!» Την πρόλαβε στη στιγμή βλαστημώντας, πετώντας της βρισιές που η Λίλι δεν είχε ξανακούσει από τότε που ζούσε σαν κλέφτρα στους δρόμους. Ούρλιαξε πάλι, καθώς η γροθιά του ήρθε καταπάνω της και τη χτύπησε με τόση δύναμη, που η Λίλι έχασε τον κόσμο και λιποθύμησε. ***
Ο Ρόγιαλ έγειρε πίσω στο κάθισμα της δουκικής άμαξας. Το χρυσοβαμμένο έμβλημα στο πλάι ήταν ξεθωριασμένο, τα κόκκινα δερμάτινα καθίσματα ήταν φθαρμένα και όλα αυτά του θύμιζαν γιατί είχε πάει στο Λονδίνο. Γιατί παντρευόταν μια πλούσια κληρονόμο. Ξεφύσηξε δυνατά. Το έργο του είχε ολοκληρωθεί. Ήταν καιρός να επιστρέψει στο σπίτι του. Αφότου ο Τζακ Μόραν παρέδωσε στον Ρόγιαλ τη μερίδα του λέοντος από τα κέρδη που αποκόμισαν από τον Λούμις, ο Ρόγιαλ έμεινε στην πόλη για να εξοφλήσει τα χρέη του πατέρα του. Είχε πληρώσει το μεγαλύτερο μέρος των οφειλών, κρατώντας αρκετά για να επεκτείνει το ζυθοποιείο που είχε ιδρύσει και αποτελούσε κατά τη γνώμη του μια καλή επένδυση. Αν και τα περισσότερα χρήματα είχαν ξοδευτεί, ένιωθε πως είχε τιμήσει επαρκώς τη μνήμη του πατέρα του. Δεν απέμειναν αρκετά λεφτά για να ανακαινίσει το Μπράνσφορντ Κασλ, τουλάχιστον όμως το καλό όνομα της οικογένειας είχε αποκατασταθεί. Κοίταξε έξω από το παράθυρο της άμαξας το ατέλειωτο πράσινο τοπίο, χωρίς να προσέχει ιδιαίτερα τη φύση που μπουμπούκιαζε στους κυματιστούς λόφους. Αντί γι’ αυτό, σκεφτόταν την Τζόσλιν και τον επικείμενο γάμο του. Σκεφτόταν πως είχε κάνει το καθήκον του, όσο επώδυνο κι αν ήταν. Αρνιόταν να σκεφτεί τη Λίλι. Αυτά ανήκαν στο παρελθόν και οι αναμνήσεις έφερναν μόνο πόνο. Ήταν βαθιά βυθισμένος στις σκέψεις του όταν άκουσε οπλές αλόγων να πλησιάζουν. Κάποιοι
κάλπαζαν γρήγορα πίσω από την άμαξα. Ο Ρόγιαλ πετάχτηκε όρθιος. «Ληστές!» φώναξε ο αμαξάς και μαστίγωσε τα τέσσερα γκρι άλογα, που άρχισαν γρήγορο καλπασμό. Αντήχησαν πιστολιές. Ο Ρόγιαλ έριξε μια γρήγορη ματιά έξω από το παράθυρο, βλαστήμησε βλέποντας τους τέσσερις έφιππους άντρες να τους πλησιάζουν και τράβηξε το περίστροφο με τη μακριά κάννη που πάντοτε φύλαγε για προστασία. Οι οπλές αντηχούσαν πιο δυνατά. Ο Ρόγιαλ έγειρε έξω από το παράθυρο και είδε τους άντρες να πλησιάζουν. Όλοι τους είχαν σκεπάσει μύτες και στόματα με μαντίλια και ίππευαν δυνατά και γρήγορα, ζυγώνοντας τη βραδυκίνητη άμαξα. Ο Ρόγιαλ βλαστήμησε πάλι. Ήταν οι ληστές που λυμαίνονταν την εξοχή. Δεν περίμενε πως θα χτυπούσαν μέρα μεσημέρι. Η άμαξα χοροπηδούσε και τραμπαλιζόταν. Ο αμαξάς πυροβόλησε τρεις φορές με το δικό του όπλο και ένας από τους ληστές έβγαλε μια κραυγή. Ο Ρόγιαλ τον είδε να ταλαντεύεται πάνω στο άλογό του κι ύστερα να πέφτει με τα μούτρα στο χώμα. Οι υπόλοιποι συνέχισαν να πλησιάζουν. Έγειρε απέξω και σημάδεψε προσεκτικά. Πάτησε τη σκανδάλη κι ύστερα έριξε δεύτερη και τρίτη βολή. Το αναθεματισμένο όπλο ήταν ογκώδες και άστοχο. Είχε βάλει στο μάτι ένα καινούριο Μπόμοντ-Άνταμς, σχέδιο πολύ πιο βελτιωμένο. Τώρα ευχόταν να το είχε αγοράσει. Ακούστηκαν αρκετοί ακόμα πυροβολισμοί, ένας από τους οποίους έσκισε το ξύλο στη μια πλευρά της άμαξας. Σε καλύτερες μέρες θα είχε μια οπισθοφυλακή από οπλισμένους υπηρέτες για την προστασία του. Τώρα όμως δεν υπήρχαν χρήματα για τέτοιες πολυτέλειες. Ο Ρόγιαλ σημάδεψε και πυροβόλησε, ρίχνοντας κάτω κι άλλον άντρα. «Αφήστε τους εκεί που είναι!» φώναξε ο ψηλότερος, ίσως ο αρχηγός των υπολοίπων, κι έπειτα σημάδεψε κι έριξε αρκετές βολές. «Χτυπήθηκα!» φώναξε ο αμαξάς και το όπλο τινάχτηκε από το χέρι του. Η άμαξα έστριψε δεξιά, έγειρε στ’ αριστερά και παραλίγο να αναποδογυρίσει. Ο Ρόγιαλ έριξε τις δύο τελευταίες σφαίρες του πριν το όχημα αρχίσει να επιβραδύνει. Ήταν φανερό ότι ο αμαξάς με δυσκολία κρατούσε τα ηνία. Ο Ρόγιαλ προετοιμάστηκε για τη συνέχεια. Είχε πάνω του μόνο λίγα χρήματα, τα υπόλοιπα βρίσκονταν ασφαλισμένα σε έναν τραπεζικό λογαριασμό στο Λονδίνο. Φορούσε μόνο το δαχτυλίδι με το σμαράγδι του πατέρα του και είχε το ρολόι τσέπης που του είχε δωρίσει ο Ρις κάποια Χριστούγεννα. Η άμαξα συνέχισε να επιβραδύνει, ώσπου σταμάτησε μ’ ένα απότομο τράνταγμα και οι καβαλάρηδες τράβηξαν τόσο δυνατά τα γκέμια, που ένα από τα άλογα χλιμίντρισε θρηνητικά. «Εσύ, βγες από μέσα! Τώρα!» Το όπλο του ήταν άδειο. Ο άμαξάς του είχε τραυματιστεί και χρειαζόταν φροντίδα. Ο Ρόγιαλ δεν είχε άλλη επιλογή. Η πόρτα άνοιξε μ’ ένα τίναγμα κι ο αρχηγός, ένας γιγαντόσωμος άντρας με μακριά μαύρα μαλλιά κι ένα μαντίλι δεμένο πάνω από τη μύτη, έγνεψε στον δούκα να κατέβει. Ο Ρόγιαλ κατέβηκε τα σιδερένια σκαλοπάτια και στάθηκε μπροστά του. «Φοβάμαι πως δε θα πάρεις πολλά». Του έδωσε το πουγκί με τα νομίσματά του. «Αυτό είναι το μόνο που έχω πάνω μου». Ο αρχηγός ξεπέζεψε και άρπαξε το πουγκί από το χέρι του. Τότε ο Ρόγιαλ είδε για πρώτη φορά ότι ο δεύτερος άντρας οδηγούσε ένα επιπλέον άλογο. «Ανέβα. Θα ’ρθεις μαζί μας».
«Με τίποτα». «Θα ’ρθεις, αλλιώς θα πεθάνεις εδώ που βρίσκεσαι». Ο αρχηγός σημάδεψε με το πιστόλι του το στήθος του Ρόγιαλ. Εκείνος κοίταξε τον αμαξά του, πεσμένο δίπλα στο κάθισμα. Το πανωφόρι του ήταν γεμάτο αίματα. «Λύστε τα άλογα, Όσκαρ», είπε στον σύντροφό του ο αρχηγός, ένας άντρας με σγουρά καστανά μαλλιά και μακριές φαβορίτες. «Δε θέλουμε να μας ακολουθήσουν». Στράφηκε πάλι στον Ρόγιαλ. «Εσύ ανέβα σ’ εκείνο το άλογο. Τώρα!» Δεν είχε πού να πάει, προς τα πού να φύγει. Ήταν αναγκασμένος να τους ακολουθήσει, αν όμως παρέμενε σε εγρήγορση ίσως να έβρισκε μια ευκαιρία να δραπετεύσει. Ο Όσκαρ κατέβηκε από το άλογό του, πήγε και έλυσε τα άλογα κι αυτά έφυγαν με τροχασμό πέρα στο δρόμο. Ο κακοποιός επέστρεψε, άρπαξε τον Ρόγιαλ από τα πέτα του πανωφοριού του και τον γύρισε από την άλλη μεριά για να δέσει τους καρπούς του πίσω στην πλάτη του. Ο Ρόγιαλ εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία και κατάφερε μια δυνατή γροθιά στο πρόσωπο του ληστή, στέλνοντάς τον αρκετά βήματα πίσω. Ο Ρόγιαλ πυγμαχούσε στην Οξφόρδη και συνέχισε κι αργότερα την πυγμαχία σαν χόμπι. Απέφυγε το χτύπημα του Όσκαρ και έριξε άλλη μια γροθιά, που δίπλωσε τον κακοποιό στα δύο. Η αδρεναλίνη άρχισε να κυλάει με ορμή στις φλέβες του. Μια πιστολιά αντήχησε στον αέρα και οι δύο άντρες σταμάτησαν βαριανασαίνοντας. Ο αρχηγός σταθεροποίησε το πιστόλι του. «Αν δε θες να πεθάνεις εδώ που βρίσκεσαι, πρόσεχε τους τρόπους σου». Ο Όσκαρ έβρισε και έφτυσε αίμα στο χώμα. Μάζεψε το σκοινί και έδεσε τα χέρια του Ρόγιαλ στην πλάτη του. Μόλις τελείωσε, έδωσε στον δούκα μια δυνατή γροθιά στο πρόσωπο. Μια δεύτερη τον έκανε να γονατίσει. «Αρκετά», είπε ο αρχηγός. «Ανέβασέ τον στο άλογο». «Έλα τώρα, Μπλάκι. Άσε με να τον δείρω λίγο ακόμα». «Είπα, αρκετά». Καθώς τον έριχναν πάνω στο άλογο, ο Ρόγιαλ τίναξε πέρα δώθε το κεφάλι του για να καθαρίσει το βουητό στ’ αυτιά του. «Πού με πηγαίνετε;» Ο Μπλάκι χαμογέλασε και τα μεγάλα δόντια του άστραψαν. «Έχεις ένα ραντεβού με το αφεντικό μου, τον Μπαρτ Μακγκρού. Και δεν του αρέσει να περιμένει».
Κεφάλαιο 30 Η Λίλι όταν συνήλθε είδε πως ήταν πεσμένη πάνω σ’ ένα κρύο πέτρινο πάτωμα. Το πιγούνι της πονούσε, τα χείλη και το κεφάλι της επίσης. Μετακινήθηκε λίγο και έπνιξε ένα βογκητό. Τρεμοπαίζοντας τα βλέφαρα στο λιγοστό φως που υπήρχε εκεί μέσα, προσπάθησε να θυμηθεί τι είχε συμβεί. Την είχαν απαγάγει.
Ο Λούμις ανακάλυψε πως η Λίλι ήταν η Τσέγια. Είχε στείλει κάποιον απ’ τους μπράβους του να την πάρει και τώρα ένας Θεός ήξερε πού βρισκόταν. Προσπάθησε να ανακαθίσει, κλείνοντας τα μάτια από τον δυνατό πόνο στο κεφάλι της, και στήριξε την πλάτη της πίσω στον τοίχο για να παρατηρήσει το περιβάλλον. Ήταν μόνη σ’ ένα χώρο που έμοιαζε με υπόγειο. Μάζεψε τις δυνάμεις της και στάθηκε με κόπο στα πόδια της. Έμεινε έτσι για μια στιγμή κι ύστερα προχώρησε κατά μήκος του τοίχου για να εξερευνήσει το άδειο εκείνο δωμάτιο, αναζητώντας μια πιθανή έξοδο διαφυγής. Υπήρχαν μικρά παράθυρα κοντά στο ταβάνι από τα οποία έμπαινε το αδύναμο τελευταίο φως της ημέρας. Είδε ένα άδειο κιβώτιο και προσπάθησε να το τραβήξει κάτω από ένα παράθυρο, όμως διαπίστωσε πως ήταν καρφωμένο στο πάτωμα. Κοίταξε από το γλιτσιασμένο παράθυρο, αλλά τίποτα γνώριμο δεν υπήρχε στα κτίρια, αν και, απ’ ό,τι φαινόταν, βρίσκονταν ακόμα στο Λονδίνο, ίσως σε κάποια βιομηχανική περιοχή. Τα παράθυρα ήταν πολύ μικρά για να δραπετεύσει απ’ αυτά, ενώ η γύρω περιοχή φαινόταν εντελώς έρημη. Ίσως το πρωί να έβλεπε ανθρώπους να κυκλοφορούν και τότε θα μπορούσε να σπάσει το παράθυρο και να φωνάξει για βοήθεια. Μ’ ένα στεναγμό παραίτησης κατέβηκε από το κιβώτιο και συνέχισε να παρατηρεί τριγύρω. Στα αριστερά της είδε ένα παραβάν. Προχώρησε ως εκεί, πήγε πίσω από το παραβάν και βρήκε ένα δοχείο νυκτός κι ένα τραπέζι πάνω στο οποίο υπήρχαν μια λεκάνη, ένα ποτήρι και μια κανάτα με νερό. Ο δεσμοφύλακάς της είχε φροντίσει για τις βασικές ανάγκες της. Αναρωτήθηκε τι σκόπευε να της κάνει ο Λούμις και ένιωσε ένα ρίγος. Τα λεπτά περνούσαν. Μόνο το αμυδρό σούρουπο φώτιζε κάπως το υπόγειο. Ευτυχώς υπήρχε ένα φανάρι δίπλα στο άδειο κιβώτιο, καθώς και πυρεία για να το ανάψει. Έξυσε την πυρίτιδα πάνω στο πέτρινο δάπεδο και ζάρωσε τη μύτη της στην αψιά μυρωδιά καθώς άναβε το φιτίλι. Η τρεμουλιαστή φλόγα τη βοήθησε να διώξει λίγο από το φόβο της. Πέρασε μία ώρα κι ύστερα άλλη μία. Μάντευε πως ήταν περίπου δέκα η ώρα, ίσως και έντεκα, όταν άκουσε κίνηση έξω από την πόρτα. Τρόμαξε όταν η βαριά ξύλινη πόρτα άνοιξε διαμιάς και είδε τους δυο άντρες να στέκονται απέξω, στον σκοτεινό διάδρομο. Ο ένας είχε παχιές καφέ φαβορίτες και ο άλλος βρόμικα, μακριά μαύρα μαλλιά. «Έχεις συντροφιά, παλιοθήλυκο». Ο άντρας με τα μαύρα μαλλιά έσπρωξε έναν δεμένο άντρα μέσα στο υπόγειο, τόσο δυνατά, που τον έστειλε να προσγειωθεί με τα μούτρα στο πάτωμα. «Και τι συντροφιά! Έναν δούκα». Στο φέγγος του φαναριού η Λίλι είδε τη λάμψη των πυκνών ξανθών μαλλιών. «Ρόγιαλ! Ω Θεέ μου!» «Δεν μπορείς να ξεφύγεις. Ακόμα και να προσπαθήσεις, δε θα βγάλεις τίποτα. Ούρλιαξε όσο θες, δε θα σ’ ακούσει κανένας». Αυτό το είχε καταλάβει και μόνη της. «Γιατί δεν ξεκουράζεστε λίγο ως το πρωί που θα εμφανιστεί το αφεντικό;» Γέλασε κι ύστερα έκλεισε με βρόντο την πόρτα. Η Λίλι γονάτισε γρήγορα δίπλα στον Ρόγιαλ. Τον άκουσε να βογκά και κατάλαβε πως τον είχαν χτυπήσει κι εκείνον. Το πρόσωπό του είχε αμυχές, το πιγούνι του ήταν μελανιασμένο και το μάτι του είχε αρχίσει να πρήζεται. Ήταν φανερό
πως είχε προσπαθήσει να τους ξεφύγει. Κύλησε ανάσκελα, αλλά ήταν δύσκολο με τα χέρια δεμένα στην πλάτη του. Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα όταν είδε τη Λίλι σκυμμένη πάνω του. «Λίλι!» Πάλεψε με τα δεσμά του, τρέμοντας ολόκληρος από οργή καθώς προσπαθούσε να ελευθερωθεί. «Θα τον σκοτώσω! Μάρτυς μου ο Θεός, θα το κάνω!» Έσπρωξε τις ξανθές τούφες από το μέτωπό του και τον ηρέμησε λίγο. «Είμαι εντάξει. Μείνε τώρα λίγο ακίνητος για να σε λύσω». Με δυσκολία κατάφερε να λύσει τους κόμπους και να απελευθερώσει τους καρπούς του. Ο Ρόγιαλ γονάτισε μπροστά της και την κοίταξε σαν να μην πίστευε πως την έβλεπε στ’ αλήθεια εκεί. Με προσοχή κράτησε το πιγούνι της και εξέτασε το τραυματισμένο πρόσωπό της. «Ποιος σε χτύπησε; Το ορκίζομαι πως θα τον σκοτώσω στο ξύλο». «Μπορεί να ήταν ο Μακγκρού. Άκουσα πως είναι μεγαλόσωμος, κι αυτός σίγουρα ήταν. Όμως αυτό δεν έχει σημασία. Το σημαντικό είναι να φύγουμε από δω μέσα». «Δε σε άγγιξε. Δεν...» «Όχι». Η φωνή του μαλάκωσε. «Πονάει πολύ;» Πήρε το χέρι του και έφερε την παλάμη του στο μάγουλό της. «Πονάει, αλλά όχι τόσο πολύ τώρα που είσαι εδώ». Καθισμένος όπως ήταν στο πάτωμα, ο Ρόγιαλ την πήρε στην αγκαλιά του και την κράτησε σφιχτά. «Τι ανόητος που ήμουν. Εγώ φταίω. Δεν έπρεπε ποτέ να σε αφήσω να αναμειχθείς. Έπρεπε να το περιμένω πως κάτι κακό θα συνέβαινε». Η Λίλι είπε στον εαυτό της να απομακρυνθεί, ο Ρόγιαλ ανήκε σε άλλη. Όμως, αντί γι’ αυτό, κόλλησε πάνω του απεγνωσμένα έχοντας ανάγκη αυτή την επαφή μαζί του, θέλοντας να πάρει λίγη από τη δύναμή του. Δεν είχε ιδέα τι θα συνέβαινε. Υπήρχε μεγάλη πιθανότητα ο Λούμις να τους σκότωνε. Ο Ρόγιαλ την αγκάλιασε μια τελευταία φορά κι ύστερα σηκώθηκε στα πόδια του. Στο τρεμουλιαστό φως της λάμπας άρχισε να ψάχνει τριγύρω στο υπόγειο. «Τα παράθυρα είναι καρφωμένα», του είπε. Έτσι κι αλλιώς είναι πολύ μικρά για να περάσει κανείς από μέσα. Σκέφτηκα να σπάσω ένα απ’ αυτά και να φωνάξω για βοήθεια, αλλά δεν υπάρχει ψυχή τριγύρω για να ακούσει». Ο δούκας γρύλισε. «Μόνο αυτός που μας κρατάει φροντίζοντας να μη δραπετεύσουμε». «Αναρωτιέμαι πώς ανακάλυψε ο Λούμις ότι πήραμε εμείς τα χρήματά του». Ο Ρόγιαλ γύρισε κοντά της και την πήρε πάλι στην αγκαλιά του. Τα χείλη του χάιδεψαν το μέτωπό της. «Δεν ξέρω. Προσλάβαμε πολλούς ανθρώπους. Ίσως κάποιος απ’ αυτούς να πήγε στον Λούμις θέλοντας να ανταλλάξει την πληροφορία με χρήματα». «Δε νομίζω. Ο θείος μου τους ήξερε όλους προσωπικά. Μεταξύ τους ο λόγος ενός άντρα είναι συμβόλαιο. Δεν μπορεί να επιβιώσει αν δεν είναι αξιόπιστος». «Τότε ίσως ο Λούμις να απείλησε κάποιον απ’ αυτούς και να τον ανάγκασε να μιλήσει. Εκείνος έκανε τους απαραίτητους συνειρμούς και έτσι έφτασε ως εμάς». Η Λίλι έκανε τη σκέψη πως αν ο Μπαρτ Μακγκρού είχε απειλήσει τις κόρες της Ντότι Χομπς, η Ντότι ίσως είχε αναγκαστεί να μιλήσει.
«Τι θα κάνουμε;» Έπιασε το χέρι της, έπλεξε τα δάχτυλά του με τα δικά της και τα έφερε στα χείλη του. «Θα περιμένουμε. Είναι το μόνο που μπορούμε να κάνουμε. Στο μεταξύ, θα μαθευτεί πως μας έπιασαν. Θα μας αναζητήσουν». Της χαμογέλασε. «Άλλωστε είμαι ένας δούκας». Η Λίλι δεν απάντησε. Από την ημέρα που τον ερωτεύτηκε δεν έπαψε να εύχεται να μην ήταν δούκας. ***
Ο Σέρινταν Νόουλζ χτύπησε με δύναμη την πόρτα της οικίας του Τζόναθαν Σάβατζ. Όταν ο μπάτλερ άνοιξε, ο Σέρι όρμησε στο σπίτι χωρίς να περιμένει άδεια. Στάθηκε στο κάτω μέρος της σκάλας. «Πού είναι;» «Στο δωμάτιό του, μιλόρδε, μα...» Ο Σέρι ανέβηκε δυο δυο τα σκαλιά. «Δεν μπορείτε να πάτε εκεί μέσα, μιλόρδε! Ο κύριος Σάβατζ δεν είναι μόνος!» Ο Σέρι όμως συνέχισε να προχωρεί. Άνοιξε την πόρτα της κρεβατοκάμαρας και πέρασε μέσα. «Συγνώμη που σε ενοχλώ, παλιόφιλε, όμως ο Ρόγιαλ έχει μπλεξίματα και χρειαζόμαστε τη βοήθειά σου». Τα σκεπάσματα έπαψαν να κινούνται. Ο Τζόναθαν βλαστήμησε και η μελαχρινή καλλονή που τον συντρόφευε βυθίστηκε κάτω από τα σεντόνια. «Δώσε μου πέντε λεπτά», γρύλισε ο Τζόναθαν. «Σου δίνω τρία», είπε ο Σέρι και ξαναβγήκε στο διάδρομο. Είχε στείλει μηνύματα και στους άλλους, τον Νάιτ, τον Κουέντ και τον Σεντ Μάικλς, αμέσως μόλις έμαθε την απαγωγή του Ρόγιαλ από τους ληστές. Όταν η λαίδη Τάβιστοκ ήρθε χτυπώντας μανιασμένα την πόρτα του, ο Σέρι κατάλαβε πως πίσω από την επίθεση κρυβόταν ο Λούμις. «Κάποιος απήγαγε τον δούκα!» είχε πει η αδύναμη ηλικιωμένη γυναίκα. «Πρέπει να τον βρεις! Πρέπει να τον βοηθήσεις!» Έτρεμε σύγκορμη όταν ο Σέρι την έβαλε να καθίσει στον καναπέ. «Πείτε μου τι συνέβη». Τότε η κόμισσα του έδωσε ένα σημείωμα όπου ο Λούμις απαιτούσε το διπλό ακριβώς ποσό από τα χρήματα που είχε χάσει στην ψεύτικη επένδυση. Η τελευταία γραμμή έλεγε: Όχι αστυνομία, αλλιώς ο δούκας είναι νεκρός. Ο Σέρι πήρε το εύθραυστο χέρι της κόμισσας. «Μην ανησυχείτε, μιλαίδη, θα τον βρούμε. Σας το υπόσχομαι». Και προσευχήθηκε με όλες του τις δυνάμεις να τον έβρισκαν. Τώρα στεκόταν στο σαλόνι του Σάβατζ. Γύρισε ακούγοντας τα βήματά του. Ο φίλος του φορούσε ένα πουκάμισο και κυλότα ιππασίας, ενώ τα μαύρα μαλλιά του ήταν ακόμη ξεχτένιστα. «Τι συνέβη;» ρώτησε ο Τζόναθαν. «Θα σου τα εξηγήσω όλα καθώς θα πηγαίνουμε στου Νάιτ. Η άμαξά μου περιμένει απέξω». Έφυγαν από το σπίτι για να συναντήσουν τους άλλους. Ήταν βέβαιο πως ο Λούμις βρισκόταν πίσω από την απαγωγή και, έχοντας διαβάσει ο ίδιος το σημείωμα για τα λύτρα και το μέρος όπου αυτά έπρεπε να πληρωθούν, ο Σέρι ήταν πεπεισμένος πως αν το σκέφτονταν όλοι μαζί, σίγουρα θα μπορούσαν να μαντέψουν πού κρατούσαν τον Ρόγιαλ. ***
Ο Τζακ Μόραν βημάτιζε πάνω κάτω στο μικρό διαμέρισμα το οποίο μοιραζόταν με τη Μόλι. «Σταμάτα να πηγαινοέρχεσαι», είπε η Μόλι. «Δεν ωφελεί σε τίποτα».
«Αν της κάνει κακό... αν το βρομερό κάθαρμα πειράξει έστω και μια τρίχα από το όμορφο κεφάλι της... ορκίζομαι πως θα του κόψω τα γεννητικά όργανα και θα του τα δώσω να τα φάει!» Η Μόλι πήγε κοντά και τον αγκάλιασε. «Απλώς τον υποτιμήσαμε, αυτό είναι όλο. Νομίζαμε ότι θα δεχόταν την απώλειά του και θα τελείωνε η ιστορία. Ποιος σκέφτηκε πως θα κυνηγούσε τη Λίλι;» «Έπρεπε να το περιμένω. Είναι ο καταραμένος ο Ντικ Φλιν, έπρεπε να το φανταστώ πως θα το πάρει προσωπικά!» «Δεν ωφελεί να κατηγορείς τον εαυτό σου. Το θέμα είναι πώς θα την πάρουμε πίσω». Η Μόλι είχε περάσει από το καπελάδικο για να δει τη Λίλι νωρίτερα εκείνο το βράδυ. Όταν έφτασε, βρήκε την πίσω πόρτα ορθάνοιχτη. Υπήρχαν ίχνη πάλης και αίμα πάνω στο πόμολο. Η Λίλι έλειπε, μα δεν τους ακολούθησε χωρίς να δώσει μάχη. «Θα βρούμε έναν τρόπο να την πάρουμε πίσω, αγάπη», υποσχέθηκε ο Τζακ. «Έβαλα τους πάντες να την ψάχνουν. Αργά ή γρήγορα, ένας απ’ αυτούς κάτι θα μάθει». «Ελπίζω να είναι γρήγορα», είπε η Μόλι. «Κι εγώ το ίδιο, αγάπη. Κι εγώ το ίδιο». ***
Η Λίλι και ο Ρόγιαλ ήταν αγκαλιασμένοι στο τραχύ πέτρινο πάτωμα, αντλώντας ζεστασιά ο ένας από τον άλλο. Αν και ήταν αποκαμωμένοι, κανείς από τους δύο δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Το μέλλον τους ήταν αβέβαιο. «Υπάρχει κάτι που θέλω να σου πω, Λίλι. Κάτι που ήθελα να σου πω εδώ και πολύ καιρό». Η σοβαρή έκφρασή του έκανε την καρδιά της να χτυπήσει δυνατά. «Τι είναι, Ρόγιαλ;» «Σ’ αγαπώ, Λίλι. Δεν ξέρω πότε ακριβώς συνέβη. Μου φαίνεται σαν να σε αγαπούσα από πάντα. Θέλησα να σ’ το πω δεκάδες φορές, αλλά έτσι όπως ήταν τα πράγματα...» Κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι του. «Έτσι όπως ήταν τα πράγματα, απλώς δε φαινόταν σωστό». Τα μάτια της βούρκωσαν. «Κι εγώ σ’ αγαπώ, Ρόγιαλ. Νομίζω πως σε ερωτεύτηκα από την πρώτη στιγμή που σε είδα, εκείνη τη μέρα που ήρθες πάνω στο μεγάλο γκρι άλογό σου και με έσωσες. Ό,τι και να συμβεί, δε μετανιώνω ούτε για μια στιγμή που πέρασα μαζί σου». Την τράβηξε κοντά του. «Αν βγούμε... αν βγούμε ζωντανοί από δω, θα διαλύσω τον αρραβώνα μου... όπως έπρεπε να έχω κάνει νωρίτερα». Μια τρελή ελπίδα την κυρίευσε, μαζί με φόβο για τον Ρόγιαλ. «Έχεις πολλά να χάσεις. Αν η Τζόσλιν αρνηθεί τη διάλυση του αρραβώνα, το σκάνδαλο θα είναι πολύ μεγάλο. Ο πατέρας της μπορεί ακόμα και να σε μηνύσει για αθέτηση υπόσχεσης. Δεν έχεις τη δυνατότητα να το υποστείς αυτό, Ρόγιαλ». «Δε με νοιάζει ούτε το σκάνδαλο ούτε η μήνυση ούτε τίποτε άλλο. Η Τζόσλιν δε μ’ αγαπάει, ούτε εγώ την αγαπώ. Ενώπιον του Θεού είσαι ήδη γυναίκα μου». Άγγιξε το μάγουλό της. «Τη στιγμή που σε είδα σ’ αυτό εδώ το φριχτό μέρος, ο τρομερός φόβος που ένιωσα όταν κατάλαβα πως κινδυνεύει η ζωή σου... αυτή ήταν η στιγμή που κατάλαβα. Η στιγμή που συνειδητοποίησα τι είναι αληθινά σημαντικό». Τα δάκρυα άρχισαν να κυλούν στα μάγουλά της. «Ρόγιαλ...» «Τα λεφτά δεν αξίζουν τέτοια θυσία. Ούτε καν η υπόσχεση που έδωσα στον πατέρα μου. Δεν μπορώ να κάνω κάτι που ολόκληρη η ύπαρξή μου αρνείται». Σκούπισε τα δάκρυά της. «Ξέρω πόσο τιμάς το λόγο σου, Ρόγιαλ. Αν σπάσεις τον όρκο σου, ένα
μέρος του εαυτού σου πάντα θα αισθάνεται ενοχή». «Ίσως. Ακόμα κι έτσι όμως, δεν έχει σημασία. Τίποτα δεν έχει σημασία εκτός από την αγάπη που νιώθω για σένα, Λίλι». Πήρε τα παγωμένα χέρια της και της χαμογέλασε. «Μόλις τελειώσουν όλα αυτά και είμαι ελεύθερος να παντρευτώ, θα κάνω την ερώτηση που βρίσκεται στην καρδιά μου». Η Λίλι κατάπιε τον κόμπο που είχε σχηματιστεί στο λαιμό της. «Κι εγώ θα σου δώσω την απάντηση που λαχταρώ να δώσω». Ο Ρόγιαλ έσκυψε και τη φίλησε τρυφερά, προσέχοντας πολύ το πρησμένο χείλος και το τραυματισμένο πρόσωπό της. Ήταν ένα γλυκό, αθώο φιλί, όμως εκεί, στο υγρό υπόγειο, η καρδιά της χτύπησε δυνατά. Κάτω από διαφορετικές συνθήκες το φιλί τους θα οδηγούσε σε περισσότερα χάδια, σε μεγαλύτερο πάθος. «Καλύτερα να σταματήσουμε», είπε με φωνή τραχιά ο Ρόγιαλ. «Άρχισα να σκέφτομαι τι θα έκανα μαζί σου αν αυτή ήταν η γαμήλια νύχτα μας, κι αυτό δεν πρόκειται να συμβεί εδώ μέσα». Μια ερωτική αναστάτωση τη συνεπήρε, μαζί με περιέργεια. «Αν ήταν η γαμήλια νύχτα μας», του είπε σιγανά, «τι θα έκανες;» Ακόμα και με το πρησμένο μάτι και το μελανιασμένο πιγούνι, παρέμενε ο ομορφότερος άντρας που είχε δει ποτέ της. Έβρεξε τα χείλη της και το βλέμμα του γέμισε πάθος. Πήρε το χέρι της, το γύρισε από την άλλη πλευρά και άρχισε να διαγράφει μικρούς κύκλους στην παλάμη της. «Πρώτα απ’ όλα θα αφαιρούσα τα νυφικά σου ρούχα ένα ένα». Το άγγιγμά του έστειλε ρίγη από την παλάμη σ’ όλο της το σώμα. «Θα σε έγδυνα χωρίς βιασύνη, θαυμάζοντας το όμορφο κορμί σου. Μόλις έμενες γυμνή θα σε φιλούσα παντού, σε μέρη που θα έκαναν και τους δυο μας να τρέμουμε». Το στόμα της ξεράθηκε. Ίσως να μη ζούσαν αρκετά για να έχουν μια γαμήλια νύχτα. Ήθελε να το ζήσει τώρα. «Τι άλλο θα έκανες;» τον ρώτησε σχεδόν ψιθυριστά. Τα μάτια του σκοτείνιασαν. Το χρυσό μέσα τους φάνηκε να λάμπει. Το χέρι του πήγε στο μπούστο του φορέματός της, αγκάλιασε το στήθος της και το έσφιξε απαλά. «Θα έπαιρνα καθένα από τα εξαίσια στήθη σου στο στόμα μου και θα τα έγλειφα, θα γευόμουν τις σκληρές μικρές σου ρώγες». Οι οποίες τώρα είχαν ερεθιστεί και είχαν αρχίσει να πονούν. Τσίμπησε τις άκρες πάνω από το ύφασμα και η Λίλι βόγκηξε από ηδονή. «Τι... τι άλλο;» Η αναπνοή του επιταχύνθηκε καθώς άρχισε να απολαμβάνει το παιχνίδι. «Θα σε μετέφερα ως το κρεβάτι και θα σε ακουμπούσα στην άκρη του στρώματος. Θα άνοιγα τα όμορφα πόδια σου και θα γονάτιζα ανάμεσά τους. Θα σε γευόμουν... να, εδώ». Βρήκε το σημείο ανάμεσα στους μηρούς της και πίεσε, κάνοντάς την να νιώσει την έξαψη ακόμα και πάνω από τα μεσοφόρια της. «Θα έπαιζα μαζί σου και θα σε χάιδευα ώσπου να έφτανες την ηδονή». Έτρεμε σύγκορμη, η καρδιά της χτυπούσε δυνατά. «Και τότε θα έμπαινες μέσα μου;» «Θα το ήθελα». Η φωνή του έγινε βραχνή. «Ίσως όμως να σε χάιδευα λίγο ακόμα». «Όχι...» Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Θα σε χρειαζόμουν αμέσως. Θα ήθελα να σε αισθανθώ. Να σε νιώσω να με γεμίζεις απόλυτα». Τον άγγιξε πάνω από το παντελόνι του και το σώμα του Ρόγιαλ τεντώθηκε. «Αν αυτή ήταν η επιθυμία σου, τότε θα έμπαινα μέσα σου. Και τότε οι δυο μας θα γινόμαστε
ένα». Δεν είχε καταλάβει ότι το χέρι του είχε τρυπώσει μέσα από τις φούστες της, ώσπου ένιωσε τα δάχτυλά του να την αγγίζουν και να διεισδύουν στο σώμα της. Η Λίλι βόγκηξε απαλά. «Κι ύστερα θα σε έπαιρνα μ’ ένα ρυθμό παράφορο, ώσπου να έφτανες στην κορύφωση κραυγάζοντας». Τα λόγια και τα έμπειρα χέρια του την οδήγησαν ως τα όριά της. Μέσα σε δευτερόλεπτα τα επιδέξια χάδια του την έστειλαν στο χείλος μιας ευλογημένης λήθης. Η Λίλι κραύγασε και γαντζώθηκε πάνω του τρέμοντας σύγκορμη, αιχμάλωτη μιας γλυκιάς αίσθησης που την παρέλυε. Ο Ρόγιαλ τη φίλησε απαλά. «Μόνο αφού θα είχες φτάσει σε οργασμό για δεύτερη φορά θα επέτρεπα στον εαυτό μου να αφεθεί». Η Λίλι κατέρρευσε πάνω του με τα μέλη της ακόμα μουδιασμένα από την ερωτική απόλαυση. Δεν είχε σκοπό να φτάσουν ως εκεί τα πράγματα, όμως δε λυπόταν. Η ζωή τους θα μπορούσε να τελειώσει από στιγμή σε στιγμή. «Υπάρχουν τόσα πολλά που θέλω να σου δείξω», της είπε σιγανά. «Τόση χαρά... μόλις γίνεις δική μου». Μα αυτή η μέρα μπορεί να μην ερχόταν ποτέ και το ήξεραν και οι δύο. Η Λίλι ρίγησε μέσα στο σκοτάδι. ***
Ο Ρόγιαλ άφησε προσεκτικά τη Λίλι από την αγκαλιά του. Το πρώτο φως της ημέρας χάραζε έξω από το παράθυρο. Πήγε αθόρυβα ως το παράθυρο και σκαρφάλωσε πάνω στο κιβώτιο για να κοιτάξει απέξω, μήπως και έβλεπε κάποιο σημάδι που θα τον βοηθούσε να καταλάβει πού βρίσκονταν. Προς έκπληξή του αναγνώρισε τον πύργο πάνω από το εργοστάσιο πολεμικού εξοπλισμού του Νάιτ. Βρίσκονταν κάπου κοντά στην Τόλι Στρητ, όχι μακριά από τις αποβάθρες του λιμανιού. «Τι βλέπεις;» ρώτησε πίσω του η Λίλι και η φωνή της ήταν ακόμα βαριά από τον ύπνο. Τουλάχιστον εκείνη είχε καταφέρει να ξεκουραστεί λίγο. Χαμογέλασε μόνος του, ευτυχής που της είχε δώσει εκείνο το δώρο την προηγούμενη νύχτα. «Πιστεύω πως ο φίλος μας ο Λούμις έχει μία ιδιαίτερη αίσθηση της ειρωνείας». Της έδειξε έξω από το παράθυρο. «Αυτός ο πύργος είναι από τη σκεπή του πολεμικού εργοστασίου του Νάιτ». Τα όμορφα πράσινα μάτια της άνοιξαν διάπλατα. «Πιστεύεις πως διάλεξε αυτό το μέρος σαν ένα είδος δίκαιης τιμωρίας γι’ αυτούς που τον εξαπάτησαν;» «Πιθανόν. Σε λίγο θα έχει περισσότερο φως. Οι άνθρωποι θα αρχίσουν να δουλεύουν. Είμαστε αρκετά μακριά, αν όμως σπάσουμε το παράθυρο ίσως κάποιος ακούσει τις φωνές μας». «Δοκίμασε», ακούστηκε πίσω του μια βαριά φωνή. «Αν το κάνεις, ένας από τους άντρες μου θα έρθει εδώ μέσα και θα σε πυροβολήσει». Ο Ρόγιαλ γύρισε, είδε τον Πρέστον Λούμις και κατέβηκε από το κιβώτιο. Ένας πελώριος, παχύς άντρας με αγριωπή έκφραση και ντυμένος με ακριβά ρούχα στεκόταν δίπλα του. Θα πρέπει να ήταν ο Μακγκρού. «Φαντάζομαι κανείς από τους δυο σας δε νιώθει τόσο έξυπνος σήμερα το πρωί». Όρθια δίπλα στον Ρόγιαλ, η Λίλι αντέδρασε. «Προφανώς, σας υποτιμήσαμε... κύριε Φλιν». Ένας μυς έπαιξε νευρικά στο μάγουλο του Λούμις. «Ο Ντικ Φλιν πέθανε πολύ καιρό πριν. Αυτός
που πρέπει να φοβάστε τώρα είναι ο Πρέστον Λούμις». Παρατήρησε συνοφρυωμένος τη Λίλι. «Ώστε έτσι είσαι στην πραγματικότητα. Κρίμα. Μου άρεσες σαν Τσέγια. Τόσο μελαχρινή και εξωτική, τόσο αιθέρια... Τώρα είσαι μια συνηθισμένη γυναίκα». Ο Λούμις γύρισε προς τον πελώριο άντρα στην είσοδο. «Ίσως όμως να αρέσεις στο φίλο μου τον Μακγκρού». Ο Ρόγιαλ πάλεψε με την τυφλή οργή που τον κυρίευσε. Μπήκε μπροστά από τη Λίλι. «Εμένα θέλεις, Λούμις. Μόνο εμένα. Η Λίλι ήταν αθώα». «Όχι και τόσο αθώα, απ’ όσο θυμάμαι εγώ». Ξανακοίταξε τη Λίλι. «Είμαι περίεργος όμως, πώς ήξερες τόσα πράγματα για τη Μέντελα;» Η Λίλι έριξε στον δούκα μια πλάγια ματιά, προειδοποιώντας τον να μην αναφέρει τους υπόλοιπους. «Ήταν τυχαίο», είπε στον Λούμις. «Καθώς οι δυο μας ρωτούσαμε για τα ενδιαφέροντά σου στο παρελθόν, ακούστηκε το όνομά της. Ειπώθηκε ότι σε είχε συναρπάσει η προσωπικότητά της. Έτσι δημιουργήθηκε η ιδέα της Τσέγια». Κατά το μεγαλύτερο μέρος ήταν ένα ψέμα. Η Λίλι προστάτευε το θείο της και τους φίλους του. Ο Ρόγιαλ τη θαύμασε ακόμα περισσότερο. Ό,τι και να συνέβαινε τώρα, ήξερε με σιγουριά πως η απόφαση που είχε πάρει το προηγούμενο βράδυ ήταν η σωστή. Προσευχήθηκε να του δινόταν η ευκαιρία να την κάνει δική του. «Μια και λύνουμε τις απορίες μας», είπε ο Ρόγιαλ, «θα ήθελα να μάθω πώς έγινε και ο φίλος σου ο Μακγκρού από δω μπλέχτηκε με τους ληστές που λυμαίνονται την περιοχή γύρω από το Μπράνσφορντ Κασλ». Ο πελώριος άντρας χαμογέλασε με καμάρι. «Το σκέφτηκα όταν το αφεντικό βρισκόταν εκεί εξαπατώντας τον γερο-δούκα. Είδα δηλαδή πόσο ψωμί είχε αυτό το μέρος». Ο Λούμις έριξε μια περιφρονητική ματιά στον Μακγκρού. «Ήξερες πως δε θα ενέκρινα κάτι τόσο επικίνδυνο. Τώρα που το έμαθα τελείωσες μ’ αυτή την ιστορία. Κατάλαβες;» Ο Μακγκρού κοίταξε τα μεγάλα πόδια του. «Ναι, αφεντικό». «Άλλωστε σύντομα θα φύγουμε από την Αγγλία. Είναι πολύ επικίνδυνο πια να μένουμε εδώ». Ο βοηθός του απλώς γρύλισε. «Τι θέλεις από μας, Λούμις;» τον ρώτησε ο Ρόγιαλ. «Μα, τα λεφτά μου φυσικά. Για τα λεφτά γίνονται όλα, έτσι δεν είναι;» «Κάποτε το πίστευα κι εγώ. Όχι πια όμως». «Εγώ πάντως μέχρι στιγμής δεν έχω αλλάξει γνώμη επ’ αυτού. Θέλω όλα όσα πήρες από μένα κι ακόμα περισσότερα. Επικοινωνήσαμε με τη θεία σου, τη λαίδη Τάβιστοκ. Αν πληρωθούν τα λύτρα, ίσως σας αφήσω να φύγετε». Η θεία Άγκαθα κινδύνευε λοιπόν κι εκείνη. Το στομάχι του Ρόγιαλ σφίχτηκε στη σκέψη πως μπορεί να συνέβαινε οτιδήποτε στην αδύναμη ηλικιωμένη γυναίκα που τόσο αγαπούσε. Όσο για το αν θα τους άφηνε να φύγουν, ήταν ξεκάθαρο πως ο Λούμις δεν είχε τέτοια πρόθεση. Δεν ήταν τόσο ανόητος να αφήσει ελεύθερους δυο μάρτυρες οι οποίοι θα μπορούσαν να στείλουν στην κρεμάλα τον ίδιο και τον Μακγκρού. «Η θεία μου θα πληρώσει», είπε ο Ρόγιαλ. «Δε βρίσκεται σε οικονομική δυσχέρεια όπως εγώ». «Αυτό είναι ευχάριστο». «Ζητώ μόνο να μην της κάνεις κακό».
«Δε βλέπω το λόγο». Έγειρε το κεφάλι του προς την πόρτα κι έγνεψε στον Μακγκρού να βγει από το δωμάτιο. «Στο μεταξύ, σας αφήνω». Το βλέμμα του καρφώθηκε στη Λίλι. «Αντιέ, μις Μόραν». Έκανε μια κοροϊδευτική υπόκλιση στον Ρόγιαλ. «Εξοχότατε». Κι ύστερα έφυγε. Ο Ρόγιαλ γύρισε προς τη Λίλι και είδε το κάτωχρο πρόσωπό της. «Θα μας σκοτώσει», είπε, δίνοντας φωνή στις δικές του σκέψεις. Ο Ρόγιαλ την πήρε στα χέρια του. «Μόνο αν του δώσουμε την ευκαιρία».
Κεφάλαιο 31 Το σχέδιο ήταν απλό. Ξόδεψαν ώρες ώσπου να βρουν κάτι καλύτερο, αλλά οι επιλογές τους ήταν πολύ περιορισμένες. Τελικά η Λίλι έπεισε τον Ρόγιαλ να την αφήσει κάτω στο πάτωμα υποκρινόμενη την άρρωστη. Ο Ρόγιαλ θα φώναζε για βοήθεια και όταν ο φρουρός έμπαινε στο δωμάτιο, θα τον χτυπούσε στο κεφάλι με τη σανίδα που είχε ξεκαρφώσει από το κιβώτιο. Δεν ήταν κανένα ιδιαίτερα εφευρετικό σχέδιο, η Λίλι όμως πίστευε πως ίσως και να τα κατάφερναν. «Είσαι σίγουρη ότι μπορείς να το κάνεις αυτό;» τη ρώτησε. Εκείνη απλώς γέλασε. «Όταν ήμουν με το θείο μου, υποκρινόμουν συχνά τέτοιες κρίσεις για να πείθω τον κόσμο να μας ρίχνει νομίσματα. Υποσχέσου μου όμως ότι θα ξεχάσεις αυτό που θα δεις όσο θα παίζω το ρόλο μου». Ο Ρόγιαλ φίλησε το μάγουλό της. «Δεν υπάρχει ούτε ένα πράγμα που θέλω να ξεχάσω από σένα, γλυκιά μου». Η Λίλι χαμογέλασε. Ξάπλωσε στο πέτρινο πάτωμα και του έγνεψε πως ήταν έτοιμη. Ο Ρόγιαλ άρχισε να φωνάζει. «Κάτι έπαθε η μις Μόραν!» Χτύπησε με τις γροθιές του την πόρτα. «Χρειάζεται βοήθεια! Παρακαλώ! Νομίζω πως πεθαίνει! Κάποιος να τη βοηθήσει, σας παρακαλώ!» Χρειάστηκε να κοπανήσει λίγο ακόμα την πόρτα πριν ακουστούν βαριά βήματα στο διάδρομο του υπογείου. Μόλις η κλειδαριά άρχισε να γυρίζει, η Λίλι πήρε βαθιά ανάσα κι άρχισε να τρέμει. Γύρισε τα μάτια της ώσπου φαινόταν μόνο το άσπρο, άνοιξε το στόμα της κι άφησε τη γλώσσα της να κρέμεται έξω. Ήξερε πως φαινόταν φριχτή, σαν να την είχε κυριεύσει κάποιος δαίμονας. Σαν να υπέφερε από επιληπτική κρίση. Ο σιδερένιος σύρτης σηκώθηκε. Η πόρτα άνοιξε με βρόντο και ο άντρας με τις μακριές φαβορίτες μπήκε τρέχοντας στο δωμάτιο. Για μια στιγμή στάθηκε κοκαλωμένος στο θέαμα της γυναίκας που σπαρταρούσε στο πάτωμα. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ο Ρόγιαλ βγήκε πίσω από την πόρτα και κατέβασε μ’ όλη του τη δύναμη τη σανίδα πάνω στο κεφάλι του άντρα. Ο φύλακας σωριάστηκε στο πάτωμα σαν ένα σακί. «Έλα!» Ο Ρόγιαλ άρπαξε το χέρι της Λίλι και τη σήκωσε όρθια. Έτρεξαν στην πόρτα και βγήκαν στο διάδρομο. Τραβώντας πίσω του τη Λίλι δεν πρόλαβε να κάνει μερικά βήματα, όταν φρέναρε απότομα μπροστά σ’ έναν άντρα με μακριά μαύρα μαλλιά.
Μια κάννη πιστολιού σημάδευε το στήθος του. «Λοιπόν, πού νομίζετε πως πάτε;» Κοίταξε πάνω από τον ώμο του Ρόγιαλ προς την πόρτα του υπογείου. «Έι, Όσκαρ, είσαι εντάξει;» Ένα βογκητό ήταν η μόνη απάντηση του κακοποιού. Έτσι όπως στεκόταν πίσω από τον Ρόγιαλ, η Λίλι ένιωθε όλη την ένταση στο σφιγμένο κορμί του δούκα, καθώς ο τελευταίος ζύγιζε τις πιθανότητές του. Κι ίσως τελικά να είχε επιτεθεί στον αντίπαλό του αν εκείνη τη στιγμή δεν ερχόταν πίσω τους ο Όσκαρ, τρίβοντας το κεφάλι του και βλαστημώντας. «Μπρος! Πίσω στο δωμάτιο!» διέταξε ο μελαχρινός άντρας κρατώντας σταθερό το πιστόλι του. Αποκαρδιωμένη η Λίλι γύρισε κι άρχισε να επιστρέφει στο δωμάτιο απ’ όπου είχε βγει, ο Όσκαρ όμως την άρπαξε από το μπράτσο. «Έι, Μπλάκι... τι θα ’λεγες να κρατούσαμε τούτη εδώ για λίγο;» «Αυτό ξέχνα το!» γρύλισε ο Ρόγιαλ και ορμώντας καταπάνω του έδωσε μια τόσο γερή γροθιά στον Όσκαρ, που τον έστειλε να κολλήσει με την πλάτη στον τοίχο. «Άφησέ την ήσυχη!» Τότε ο Μπλάκι ήρθε πίσω του και χτύπησε με δύναμη τον Ρόγιαλ με την κάννη του όπλου του. «Ρόγιαλ!» ούρλιαξε η Λίλι και ο Όσκαρ την άρπαξε ξανά, ενώ ο Μπλάκι έσυρε τον Ρόγιαλ μέσα στο δωμάτιο και τον άφησε σχεδόν αναίσθητο στο σκληρό πέτρινο πάτωμα. «Φέρε το παλιοθήλυκο», είπε στον Όσκαρ. «Δε θα ’λεγα όχι για λίγη διασκέδαση». «Λίλι!» Ο Ρόγιαλ σηκώθηκε παραπατώντας, αλλά ήταν αργά. Η πόρτα έκλεισε με βρόντο. Ο Όσκαρ γύρισε το βαρύ σιδερένιο κλειδί κι ύστερα το έκρυψε στην τσέπη του. «Ρόγιαλ!» Η Λίλι πάλεψε, όμως το χέρι γύρω από τη μέση της την έσφιξε περισσότερο. «Κάτσε φρόνιμα, μικρή. Έτσι κι αλλιώς δεν ξεφεύγεις από μένα και τον Μπλάκι». Ο Ρόγιαλ κοπανούσε δυνατά την πόρτα φωνάζοντας το όνομά της και για μια στιγμή η Λίλι ελευθερώθηκε. Τρέκλισε και παραλίγο να σωριαστεί στο πάτωμα. «Είπα φέρ’ την!» πρόσταξε ο Μπλάκι και ο Όσκαρ την ξανάστησε στα πόδια της. «Καλύτερα να κάνεις αυτό που σου λέει, μικρή. Ο Μπλάκι θυμώνει πολύ». Σπρώχνοντάς την μπροστά του, ο Όσκαρ την οδήγησε πέρα στο διάδρομο. Πίσω της οι φωνές του Ρόγιαλ είχαν σταματήσει. Μέσα της χαμογέλασε. Ο Ρόγιαλ είχε βρει το δώρο που του έστειλε. Τώρα δε φοβόταν τόσο πολύ όσο πριν. ***
Ο Ρόγιαλ άρπαξε το σιδερένιο κλειδί που η Λίλι είχε ρίξει κάτω από την πόρτα. Γλυκιά μικρή μου κλέφτρα, είπε με το νου του... Η καρδιά του πλημμύρισε από αγάπη αλλά και φόβο γι’ αυτήν. Περίμενε να απομακρυνθούν αρκετά οι άντρες πέρα στο διάδρομο, ύστερα έβαλε το κλειδί στην κλειδαριά και άνοιξε. Άρπαξε τη σανίδα, άνοιξε την πόρτα και βγήκε στο διάδρομο. Τα γέλια των αντρών ακούγονταν τώρα πιο καθαρά, μαζί με τις κραυγές διαμαρτυρίας της Λίλι. Νέο κύμα οργής τον κατέκλυσε. Με ατσάλινη αποφασιστικότητα κατευθύνθηκε αθόρυβα προς τα εκεί. Ίσως να μη ζούσε για πολύ, όμως θα πέθαινε πριν τους επιτρέψει να της κάνουν κακό. Μια πόρτα υπήρχε στο τέρμα του διαδρόμου. Αφουγκράστηκε, αλλά δεν άκουσε τίποτα. Προχωρώντας ήσυχα κοντοστάθηκε έξω από μια δεύτερη πόρτα. Μέσα διέκρινε τους δυο άντρες στο φως μιας λάμπας. «Θα ξεκινήσουμε απ’ τα παπούτσια και τις κάλτσες σου», διέταξε ο Μπλάκι. «Βγάλ’ τα πρώτα.
Ύστερα σήκωσε τις φούστες σου και βγάλε τα εσώρουχά σου». Ο Ρόγιαλ συγκράτησε τη μανία του. Χρειαζόταν όλη του την ψυχραιμία αν ήθελε να επιβιώσουν. Σήκωσε τη σανίδα. Ο Μπλάκι ήταν οπλισμένος. Αν κατάφερνε να του πάρει το όπλο, ίσως είχαν μια ευκαιρία. Πήρε βαθιά ανάσα και ετοιμάστηκε να ορμήσει στο δωμάτιο. Απαλά βήματα ακούστηκαν πίσω του. Άκουσε σιγανές αντρικές φωνές να πλησιάζουν στο διάδρομο. Ο Ρόγιαλ κρύφτηκε στη σκιά με όλες τις αισθήσεις του σε επιφυλακή. «Κάτι ακούω», ψιθύρισε ένας άντρας, και η γνώριμη φωνή του Σέρι Νόουλζ τον σάστισε. Μια απερίγραπτη αγαλλίαση τον κυρίευσε και βγήκε απ’ τη σκιά. «Δόξα τω Θεώ, ήρθες!» Άρπαξε το μπράτσο του φίλου του κι εκείνος άρπαξε το δικό του. «Ρόγιαλ! Μα την κόλαση! Είσαι καλά;» Έφερε το δάχτυλο στα χείλη του και έδειξε πέρα στο διάδρομο. «Έχουν τη Λίλι. Ελάτε». Λίγο πιο πίσω από τον Σέρι, ο Σάβατζ, ο Νάιτινγκεϊλ και ο Κουέντ προχώρησαν αθόρυβα κρατώντας ο καθένας από ένα όπλο. Ο Κουέντ τράβηξε ένα δεύτερο από την τσέπη του και το έβαλε στο χέρι του Ρόγιαλ. «Είναι δική σου γυναίκα. Το χρειάζεσαι αυτό». Ο Ρόγιαλ συμφώνησε γνέφοντας. Πήραν θέσεις έξω από την πόρτα. Σήκωσε την μπότα του και κλότσησε δυνατά την πόρτα σημαδεύοντας τον Μπλάκι με το όπλο του. «Φύγετε από κοντά της», διέταξε με παγερή ηρεμία. «Τώρα!» Η Λίλι κατέβασε τις φούστες της με χέρια που έτρεμαν. Ο Σέρι έστρεψε το όπλο του στον Όσκαρ. «Άφησε το κορίτσι. Προχώρα εκεί πέρα, στον τοίχο». Η Λίλι απομακρύνθηκε πισωπατώντας. Το πρόσωπό της ήταν άσπρο σαν το χαρτί και ο Ρόγιαλ ήθελε να πατήσει τη σκανδάλη. Ο Όσκαρ υπάκουσε κοιτάζοντας πότε τον Ρόγιαλ και πότε τους άντρες. «Πολύ προσεκτικά», διέταξε ο Σάβατζ σημαδεύοντας τον Μπλάκι, «βγάλε το πιστόλι από τη ζώνη σου και ακούμπησέ το στο πάτωμα». Μόλις ακούστηκε ο γδούπος του όπλου πάνω στις πλάκες, η Λίλι έβγαλε μια πνιχτή κραυγή κι έτρεξε στον Ρόγιαλ, ο οποίος την πήρε στην αγκαλιά του. Έτρεμε ολόκληρη. Η απελπισία της φούντωσε και πάλι την οργή του. «Είσαι καλά, αγάπη μου;» Τον κοίταξε μέσα από τα δάκρυά της. «Τώρα που ήρθες είμαι καλά». «Χρειαζόμαστε κάτι για να τους δέσουμε», είπε ο Κουέντ και ύστερα από ένα γρήγορο ψάξιμο ανακάλυψε ένα σκοινί. Έβγαλε το μαχαίρι από την μπότα του, το έκοψε στα δύο και πέταξε το μισό στον Νάιτ. «Γίνε χρήσιμος». Μ’ ένα χάχανο ο Νάιτ άρχισε να δένει τα χέρια του Όσκαρ πίσω στην πλάτη του, ενώ ο Κουέντ έσφιγγε γερά τους καρπούς του Μπλάκι. «Εντάξει», είπε ο Ρόγιαλ στους κακοποιούς μόλις τελείωσε η δουλειά. «Θέλω να προχωρήσετε κι οι δυο πολύ αργά στο διάδρομο και να πάτε προς την έξοδο». Έριξε μια ματιά στον Σέρι, ο οποίος βγήκε οπισθοχωρώντας από το δωμάτιο, ξεκινώντας πρώτος. Ο Σάβατζ και ο Νάιτ συνόδευσαν τους κακοποιούς προς τα σκαλιά, ενώ ο Ρόγιαλ και η Λίλι ακολουθούσαν πίσω τους. Ανέβηκαν τις ετοιμόρροπες ξύλινες σκάλες προς τη σκονισμένη είσοδο με το ξύλινο δάπεδο, η οποία οδηγούσε στην εξώπορτα εκείνου του χώρου που έμοιαζε με εγκαταλειμμένη αποθήκη. Μόλις είχαν αρχίσει να πηγαίνουν προς τα άλογα, όταν μια πολυτελής μαύρη άμαξα σταμάτησε μπροστά
στο δρόμο. «Είναι ο Λούμις και ο Μακγκρού!» προειδοποίησε ο Ρόγιαλ. «Προσέξτε!» φώναξε ο Μπλάκι πριν η κάννη του Σάβατζ τον χτυπήσει με δύναμη στο κεφάλι. Ο Νάιτ έσυρε τον άλλο κακοποιό πίσω από μια σειρά άδεια βαρέλια, όμως ήταν πολύ αργά. Έχοντας ήδη βγει από την άμαξα, ο Λούμις κρύφτηκε πίσω από τη ρόδα, ενώ ο Μακγκρού τράβηξε ένα πιστόλι και πυροβόλησε. Ο Κουέντ και ο Σέρι απάντησαν στα πυρά. Ο Λούμις έριχνε κι εκείνος και οι σφαίρες του χτυπούσαν πάνω στους πλίνθινους τοίχους, όμως ο Ρόγιαλ, η Λίλι, ο Σάβατζ και οι άλλοι είχαν καλυφθεί και δεν κινδύνευαν. Ο Σάβατζ και ο Νάιτ συνέχιζαν να πυροβολούν, ώσπου ο Ρόγιαλ σημάδεψε προσεκτικά και έριξε κάτω τον γιγαντόσωμο άντρα. Ανταλλάχτηκαν μερικοί πυροβολισμοί ακόμα, όταν ο Λούμις φώναξε: «Σταματήστε να πυροβολείτε. Βγαίνω!» Ο Ρόγιαλ συνέχισε να σημαδεύει τον άντρα με το μουστάκι. «Βγες να σε βλέπουμε, Λούμις. Με τα χέρια σου ψηλά». Σηκώνοντας τα χέρια ο Λούμις ξεπρόβαλε από την άμαξα και προχώρησε στη μέση του δρόμου. Ο Ρόγιαλ και οι άλλοι βγήκαν επίσης από τις κρυψώνες τους με τα όπλα τους να σημαδεύουν τον Λούμις. Ο Νάιτ έσπρωξε τον Όσκαρ μπροστά του. Μόλις έγινε ξεκάθαρο πως οι άντρες δε θα τον σκότωναν, ο Λούμις έτρεξε κοντά στο φίλο του. Γονάτισε πάνω από το πελώριο, ακίνητο σώμα του Μακγκρού και τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. «Τον σκοτώσατε. Σκοτώσατε τον Μπαρτ». «Όχι, Λούμις», είπε ο Ρόγιαλ καθώς εκείνος και η Λίλι πλησίαζαν. «Εσύ τον σκότωσες. Το έκανες πριν από χρόνια, όταν άρχισες να κλέβεις τα χρήματα των άλλων». Ο Λούμις δεν απάντησε. Για μερικές στιγμές έμεινε πάνω από το σώμα του φίλου του, ύστερα σηκώθηκε και στάθηκε ανέκφραστος. Όλα είχαν τελειώσει. «Θα φέρω τον άλλο», προθυμοποιήθηκε ο Σάβατζ. Με το όπλο στο χέρι γύρισε στην αποθήκη όπου ο Μπλάκι κειτόταν βογκώντας δίπλα στην πόρτα. «Πώς μας βρήκατε;» ρώτησε ο Ρόγιαλ τον Σέρι, ο οποίος χαμογέλασε φανερώνοντας τα στραβά κάτω δόντια του. «Απ’ τη θεία σου την Άγκαθα. Πήρε ένα σημείωμα για λύτρα με το οποίο οι απαγωγείς την καθοδηγούσαν πού θα παραδώσει τα χρήματα. Εμείς οι τέσσερις την ακολουθήσαμε. Περιμέναμε τον άνθρωπο που θα ερχόταν να τα παραλάβει και με λίγη... πειθώ μας είπε πού σε κρατούσαν. Δεν είχα καταλάβει πως είχαν απαγάγει και τη Λίλι». Ο Σέρι έσκυψε και φίλησε το μάγουλο της Λίλι. « Χαίρομαι που είσαι καλά, μικρή». «Σας ευχαριστώ που ήρθατε», του απάντησε εκείνη. «Ο Ρόγιαλ είναι πολύ τυχερός που έχει τόσο υπέροχους φίλους». Πήγε κοντά στον Ρόγιαλ κι εκείνος την έκλεισε στην αγκαλιά του. «Ώρα να πάει κάποιος στην αστυνομία», είπε ο Κουέντ γυρίζοντας προς το άλογό του. Είχε κάνει μόλις δυο βήματα, όταν ένας θόρυβος τράβηξε την προσοχή τους από την πλευρά του δρόμου. Μια άμαξα ερχόταν με τόση ταχύτητα, που η καμπίνα τραμπαλιζόταν επικίνδυνα πάνω στις ρόδες της. Πίσω ακολουθούσε μια αστυνομική άμαξα στην οποία επέβαιναν ένστολοι αστυνομικοί. Ο Τζακ Μόραν πήδησε στο δρόμο, είδε τη Λίλι κι άρχισε να τρέχει, με τη Μόλι Ντάνιελς στο κατόπι του. Στο πρόσωπο της Μόλι ήταν ζωγραφισμένη η αγωνία.
«Λίλι! Λίλι!» «Είμαι καλά», τους είπε και τους άφησε να την κλείσουν στην αγκαλιά τους. «Ο Μπαρτ Μακγκρού σκοτώθηκε και ο Λούμις πιάστηκε». «Δόξα τω Θεώ», είπε η Μόλι στρέφοντας τα μάτια της προς τον ουρανό. Ένας από τους αστυνομικούς είδε το άψυχο σώμα του Μπαρτ και πλησίασε προς τα εκεί, ενώ άλλοι έσπευσαν κοντά στον δούκα και τους υπόλοιπους μπροστά στην αποθήκη. «Λοιπόν, τι στο δαίμονα συνέβη εδώ πέρα;» είπε ένας από τους αστυνομικούς. «Είναι μεγάλη ιστορία, κύριε αστυνόμε», του απάντησε ο Ρόγιαλ. «Είμαι ο δούκας του Μπράνσφορντ. Η μις Μόραν κι εγώ απαχθήκαμε από τον άνθρωπο που κείτεται στο δρόμο και απ’ αυτόν εδώ τον άντρα». Ο Σέρι έσπρωξε τον Λούμις μπροστά. Τότε ο Νάιτ και ο Σάβατζ ξεπρόβαλαν από το κτίριο τραβώντας πίσω τους τους άλλους δυο κακοποιούς. Ο Ρόγιαλ κοίταξε τον αστυνομικό, τα φρύδια του οποίου υψώθηκαν. «Οι φίλοι μου κι εγώ θα σας διηγηθούμε μετά χαράς τα πάντα». «Καλά θα κάνετε», είπε ο αστυνομικός και για πρώτη φορά ο Ρόγιαλ χαμογέλασε.
Κεφάλαιο 32 Το επόμενο μισάωρο η Λίλι, ο Ρόγιαλ και οι άλλοι διηγούνταν στους αστυνομικούς όσα είχαν συμβεί τις προηγούμενες τρεις μέρες, αφήνοντας απέξω, φυσικά, οποιαδήποτε αναφορά στην Τσέγια. Δεν ανησυχούσαν, άλλωστε, μήπως τα αναφέρει ο Λούμις, γιατί αυτό θα πρόσθετε περισσότερες κατηγορίες εναντίον του. Όταν η συζήτηση ολοκληρώθηκε, η σορός του Μακγκρού φορτώθηκε στην αστυνομική άμαξα και ο Λούμις μεταφέρθηκε αλυσοδεμένος. Η Λίλι γύρισε προς το θείο της, ο οποίος είχε το μπράτσο του τυλιγμένο γύρω από τη Μόλι. «Πώς ήξερες πού να με βρεις, θείε Τζακ;» Της απάντησε η Μόλι. «Ο Τζακ διέδωσε το νέο στους δρόμους, λέγοντας πως θα πλήρωνε γερή αμοιβή σε όποιον έδινε πληροφορίες για την απαγωγή της ανιψιάς του, ή για το μέρος όπου την κρατούσε αιχμάλωτη ο Πρέστον Λούμις». «Ήρθε ο γερο-Μίκι Ντόιλ να με βρει», πρόσθεσε περήφανα ο Τζακ. «Δεν ήθελε ούτε καν την αμοιβή... αφού είσαι αίμα μου. Είπε ότι δυο τρεις άλλοι τον βοήθησαν να μάθει τα καθέκαστα. Καλά παιδιά, μα το Θεό». Η συζήτηση συνεχίστηκε κι όλοι ήταν ευγνώμονες για τη διάσωση του Ρόγιαλ και της Λίλι, καθώς και για τη σύλληψη του Λούμις. Όμως η Λίλι είχε κουραστεί πολύ και ο Ρόγιαλ το κατάλαβε. «Αν δε σας πειράζει, θα ήθελα να συνοδεύσω τη μις Μόραν στο σπίτι της». Το βλέμμα του συνάντησε το δικό της και η καρδιά της φούσκωσε από αγάπη. «Μετά», της είπε πλησιάζοντάς την, «υπάρχει ένα πολύ σοβαρό ζήτημα το οποίο πρέπει να φροντίσω». ***
Φρεσκοπλυμένος και με καθαρά ρούχα, ο Ρόγιαλ χτύπησε την πόρτα της έπαυλης των Κόλφιλντ.
Είχε στείλει προηγουμένως μια ειδοποίηση ζητώντας να μιλήσει τόσο στην Τζόσλιν όσο και στους γονείς της. «Περάστε, εξοχότατε», είπε ο μπάτλερ. «Ο κύριος και η κυρία Κόλφιλντ απουσιάζουν, όμως η μις Κόλφιλντ σας περιμένει στο σαλόνι». Ο Ρόγιαλ πήρε βαθιά ανάσα. Δεν ήταν σίγουρος τι είδους υστερίες θα αντιμετώπιζε. Ήξερε μόνο πως θα έκανε ό,τι ήταν απαραίτητο προκειμένου να παντρευτεί τη Λίλι. Η Τζόσλιν σηκώθηκε από τον καναπέ αμέσως μόλις τον είδε. Ήταν ντυμένη σε ασυνήθιστα γι’ αυτή σκούρα χρώματα, μ’ ένα φόρεμα από σκούρο πράσινο βελούδο και ένα απλό δαντελένιο σκουφί. «Εξοχότατε», του είπε με μια κομψή υπόκλιση. «Φαίνεστε μια χαρά», της είπε. «Το εκτιμώ που δεχτήκατε να με δείτε με ειδοποίηση της τελευταίας στιγμής». Χαμήλωσε τα μάτια της, απροσδόκητα νευρική. «Αντιλαμβάνομαι πόσο αναστατωμένος θα είστε. Το σημείωμά μου δεν ήταν ο καλύτερος τρόπος για να σας το ανακοινώσω, όμως είχατε ήδη φύγει από την πόλη». Ο Ρόγιαλ συνοφρυώθηκε, δεν καταλάβαινε τι του έλεγε. «Συγνώμη; Είπατε πως μου στείλατε ένα σημείωμα;» «Μα, ναι... Στο Μπράνσφορντ Κασλ. Υπέθεσα πως το είχατε λάβει. Νόμιζα πως γι’ αυτό ήρθατε να με επισκεφτείτε». «Όχι, φοβάμαι πως δεν ήρθα γι’ αυτό. Πριν αρχίσουμε όμως, θα ήθελα να μάθω τι έγραφε το σημείωμά σας». «Ω Θεέ μου!» Είχε ξεχάσει να του προσφέρει ένα ποτό ή να του πει να καθίσει. Στέκονταν κι οι δυο τους όρθιοι, χωρίς αυτό να ενοχλεί τον Ρόγιαλ. Η Τζόσλιν δαγκώθηκε και ίσιωσε τους ώμους της. «Λοιπόν, υποθέτω πως δεν υπάρχει εύκολος τρόπος να το πει κανείς. Ωστόσο θα το κάνω. Διαλύω τον αρραβώνα μας, εξοχότατε. Γνωρίζω ότι θα έχετε μεγάλη οικονομική απώλεια. Ξέρω επίσης την υπόσχεση που δώσατε στον πατέρα σας, όμως στ’ αλήθεια δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Βλέπετε, είμαι ερωτευμένη με άλλον άντρα». Ο Ρόγιαλ στεκόταν εκεί εμβρόντητος. «Διαλύετε τον αρραβώνα μας;» «Έχω ήδη ενημερώσει τους γονείς μου. Εκείνοι φυσικά είναι πολύ αναστατωμένοι, με τον καιρό όμως θα αποδεχτούν την κατάσταση». «Τερματίζετε τον αρραβώνα μας», επανέλαβε σαν υπνωτισμένος και η καρδιά του άρχισε να χτυπάει δυνατά. «Ακριβώς. Βλέπετε, λοιπόν, στην πραγματικότητα δεν παραβαίνετε τον όρκο σας. Δεν μπορείτε να με παντρευτείτε επειδή αρνούμαι εγώ να σας παντρευτώ». Μια τεράστια αγαλλίαση απλώθηκε μέσα του και πάσχισε να μη χαμογελάσει. «Όχι, βεβαίως δεν μπορώ». Τα μαύρα φρύδια της έσμιξαν. «Δηλαδή δεν είστε θυμωμένος μαζί μου;» Κατάφερε να κρύψει την ανακούφισή του. Δεν είχε ποτέ σκοπό να προσβάλει την Τζόσλιν. «Άλλωστε δεν ήμαστε ποτέ ερωτευμένοι ο ένας με τον άλλο». «Όχι, δεν ήμαστε. Στην πραγματικότητα, μάλιστα, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να είστε κι εσείς
ερωτευμένος με άλλη». Του έριξε μια ντροπαλή ματιά. «Καταλαβαίνω πως τα χρήματα είναι ένα σημαντικό θέμα, σκέφτηκα όμως πως, τώρα που είστε ελεύθερος, ίσως θέλετε να παντρευτείτε την εξαδέλφη μου». Κάτι αλάφρωσε μέσα στο στήθος του. «Συνειδητοποίησα πως τα χρήματα δεν είναι το πιο σημαντικό πράγμα. Όσο για το να παντρευτώ την εξαδέλφη σας...» Χαμογέλασε. «Θα το ήθελα πάρα πολύ». Την ξάφνιασε όταν έσκυψε και της έδ ωσε ένα ηχηρό φιλί στο μάγουλο. «Δε σας αγαπούσα πριν, Τζόσλιν, τώρα όμως σας αγαπώ. Μου χαρίσατε το πιο πολύτιμο δώρο που έλαβα ποτέ». Η Τζόσλιν ανταπέδωσε το χαμόγελό του. «Τότε είμαστε σύμφωνοι;» «Ναι, είμαστε. Μπορώ να ρωτήσω ποιος είναι ο τυχερός άντρας;» «Ο Κρίστοφερ Μπάρκλεϊ. Νομίζω πως τον γνωρίζετε». «Έχουμε συναντηθεί μερικές φορές. Φαίνεται καλός άνθρωπος». «Πολύ καλός. Τους τελευταίους μήνες κατάλαβα κι εγώ πως τα χρήματα και η κοινωνική θέση δεν είναι τα πιο σημαντικά πράγματα. Ήταν ένα δύσκολο μάθημα για κάποια σαν εμένα». «Είναι δύσκολο για τους περισσότερους από μας». «Τότε, ίσως μια μέρα, όταν όλοι μας θα είμαστε πια παντρεμένοι, να μπορέσουμε να γίνουμε φίλοι». Ο Ρόγιαλ χαμογέλασε. «Θα το ήθελα πολύ αυτό, μις Κόλφιλντ. Θα το ήθελα πάρα πολύ». Ο Ρόγιαλ έφυγε από το σπίτι έχοντας μόνο ένα πράγμα στο μυαλό του, να ζητήσει τη Λίλι σε γάμο. Αν και το απόγευμα είχε σχεδόν τελειώσει και το σούρουπο άρχιζε να πέφτει, εκείνος δεν είχε σκοπό να περιμένει. Αρκετό καιρό είχε χάσει ήδη. Μόλις η άμαξά του σταμάτησε στη Χάρκεν Λέιν, είδε πως στο καπελάδικο υπήρχε ακόμα φως, ενώ η λεπτή φιγούρα της διακρινόταν πίσω από το γκισέ. Ο Ρόγιαλ σκούπισε τις υγρές παλάμες του στο παντελόνι, πήρε βαθιά ανάσα και άνοιξε την πόρτα. Ακούγοντας το κουδούνισμα η Λίλι γύρισε και τον κοίταξε. «Η Τζόσλιν παντρεύεται τον Κρίστοφερ Μπάρκλεϊ», είπε, χωρίς να έχει σχεδιάσει μια τέτοια εισαγωγή. «Είσαι δική μου, γλυκιά μου. Θα με παντρευτείς;» Υπήρχε μια γυναίκα στο ταμείο και στεκόταν εκεί αποσβολωμένη καθώς η Λίλι έβγαλε μια τσιριχτή κραυγή χαράς, σήκωσε τις φούστες της και χώθηκε τρέχοντας στην αγκαλιά του. «Σ’ αγαπώ, Ρόγιαλ Ντιούαρ, σ’ αγαπώ! Και δε βλέπω την ώρα να σε παντρευτώ!» Ύστερα άρχισε να τη φιλάει και γελούσαν μαζί, ώσπου γύρισαν και είδαν την πελάτισσα να σκουπίζει τα δάκρυα από τα μάτια της. Ο Ρόγιαλ ήταν και πάλι αρραβωνιασμένος. Αυτή τη φορά με τη σωστή γυναίκα. Και, αντίθετα από την προηγούμενη φορά, τώρα δεν έβλεπε την ώρα να πάει στην εκκλησία.
Κεφάλαιο 33 Ο γάμος στο τέλος του Μαΐου ήταν μια απλή εκδήλωση, τουλάχιστον σύμφωνα με τα δουκικά πρότυπα. Ούτε η Λίλι ούτε ο Ρόγιαλ επιθυμούσαν να περιμένουν έναν ολόκληρο μήνα, όμως η θεία
Άγκαθα είχε πει ότι η Λίλι δικαιούνταν ένα γάμο αντάξιο δούκισσας και επέμεινε να πληρώσει για όλα. Στη διάρκεια αυτού του μήνα οι κήποι του Μπράνσφορντ Κασλ είχαν ανακτήσει την παλιά τους δόξα. Κίτρινοι κρόκοι και μοβ πανσέδες άνθιζαν κατά μήκος των μονοπατιών, ενώ όλα τα δέντρα είχαν ένα θαυμάσιο πράσινο φύλλωμα. Η Λίλι στεκόταν δίπλα στο θείο της Τζακ, πάνω στον κατάλευκο λευκό διάδρομο που είχε στρωθεί ανάμεσα στις σειρές με τις λευκές σεζλόνγκ. Το γαμήλιο εμβατήριο άρχισε να παίζει. «Είσαι έτοιμη, κοριτσάκι μου;» τη ρώτησε ο Τζακ δίνοντάς της το μπράτσο του. Η Λίλι του χαμογέλασε βουρκωμένη, ευγνώμων που υπήρχε και πάλι στη ζωή της. «Παραπάνω από έτοιμη». Εκείνος ο μήνας της αναμονής ήταν ο μακρύτερος της ζωής της. Ακούμπησε το χέρι της με το λευκό γάντι πάνω στο μανίκι του σακακιού του και άρχισαν να διασχίζουν μαζί το διάδρομο. Η Λίλι κοίταξε τους ανθρώπους οι οποίοι είχαν έρθει για να γιορτάσουν το γάμο της κι ένιωσε μέσα της να πλημμυρίζει χαρά. Ευχαρίστησε νοερά τους φίλους και την οικογένεια του Ρόγιαλ, οι οποίοι την είχαν δεχτεί τόσο εγκάρδια. Προσπερνούσε τις σειρές των προσκεκλημένων νιώθοντας μια μικρή ταραχή. Όλοι οι στενοί φίλοι του Ρόγιαλ, οι Κωπηλάτες, όπως αυτοαποκαλούνταν, βρίσκονταν εκεί: ο κόμης του Νάιτινγκεϊλ, ο διαβολικά όμορφος Τζόναθαν Σάβατζ, ο πάντα σοβαρός Κουέντιν Γκάρετ, ο γοητευτικός Ντίλον Σεντ Μάικλς και ο τολμηρός Σέρινταν Νόουλζ. Ο Ρουλ Ντιούαρ ήταν επίσης εκεί, χαμογελώντας της καθώς περνούσε. Έλειπε μόνο ο λόρδος Ρις, ο μεσαίος αδερφός του Ρόγιαλ, αφού βρισκόταν ακόμη στον πόλεμο. Λίγο πιο μακριά είδε τη Μόλι Ντάνιελς, καθισμένη δίπλα στον Τόμι Κοξ. Ο Ρόγιαλ είχε δώσει στον Τόμι μια δουλειά στο κάστρο, κι έτσι το παιδί μαζί με τον Μαγκς ήρθαν να ζήσουν στην εξοχή. Η Λίλι χαιρόταν πολύ που τους είχε εκεί. Ο Τόμι της έγνεψε καθώς περνούσε, ενώ η Μόλι χαμογέλασε και σκούπισε τα μάτια της. Η Τζόσλιν είχε έρθει επίσης, κι αυτό ήταν μια ευχάριστη έκπληξη. Καθόταν δίπλα στον όμορφο μελαχρινό Κρίστοφερ Μπάρκλεϊ, τον αρραβωνιαστικό της. Εκείνο το πρωί είχε αναζητήσει τη Λίλι φτάνοντας στο κάστρο. «Μας προσκάλεσε ο Ρόγιαλ», της είπε με νευρικότητα, πράγμα ασυνήθιστο για τη Τζο. «Εσύ κι εγώ είμαστε συγγενείς. Ελπίζω να μη σε ενοχλεί που ήρθα». Τα μάτια της Λίλι γέμισαν δάκρυα. Άπλωσε τα χέρια και αγκάλιασε την εξαδέλφη της. «Δε με ενοχλεί. Είμαι πολύ χαρούμενη που βρίσκεσαι εδώ». Η Τζόσλιν έμεινε στη σουίτα της δούκισσας για να βοηθήσει τη Λίλι να φορέσει το νυφικό της: μια κρεμ μεταξωτή τουαλέτα την οποία είχε ράψει μόνη της, με πλούσια φούστα και τετράγωνο κορσάζ στολισμένο με σχέδια από δαντέλα και μαργαριτάρια. Ένα αέρινο πέπλο, στηριγμένο στο κεφάλι της με ένα μικρό δαντελένιο σκουφάκι πλεγμένο με τα ίδια λαμπερά μαργαριτάρια, σκέπαζε τις ξανθές μπούκλες, οι οποίες έπεφταν στους ώμους της. Μπροστά της το ιερό και δίπλα ο πιο όμορφος άντρας που είχε δει στη ζωή της, ο ξανθομάλλης δούκας που γρήγορα θα γινόταν σύζυγός της. Το τρυφερό χαμόγελό του έκανε την καρδιά της να ξεχειλίσει από αγάπη γι’ αυτόν. Ο θείος Τζακ σταμάτησε μπροστά στο ιερό, φίλησε το μάγουλό της και την παρέδωσε στον μέλλοντα σύζυγό της. Η Λίλι χάρισε στο θείο της ένα τελευταίο, ζεστό χαμόγελο κι ύστερα τα μάτια
της πλημμύρισαν δάκρυα όταν ο Ρόγιαλ σήκωσε το γαντοφορεμένο χέρι της και το έφερε στα χείλη του. Γύρισαν μαζί προς τον επίσκοπο. «Αγαπητά μου τέκνα. Μαζευτήκαμε σήμερα εδώ, ενώπιον του Θεού και ανθρώπων, για να ενώσουμε με τα ιερά δεσμά του γάμου τον εξοχότατο Ρόγιαλ Χόλαντ Ντιούαρ, έβδομο δούκα του Μπράνσφορντ, και τη Λίλι Αμέλια Μόραν...» Η Λίλι σχεδόν δεν άκουσε τα υπόλοιπα λόγια του ιερέα. Το βλέμμα και η καρδιά της ήταν κυριευμένα από τον Ρόγιαλ και τη ζωή που ανοιγόταν μπροστά τους. Έδωσε τις απαντήσεις, ορκίστηκε παντοτινή αφοσίωση κι ύστερα άκουσε τη βαθιά φωνή του Ρόγιαλ να δίνει τους δικούς του όρκους. «Μπορείς να φιλήσεις τη νύφη», είπε τέλος ο ιερέας. Κι όταν ο Ρόγιαλ την πήρε στην αγκαλιά του και τη φίλησε, δεν της απέμεινε καμία αμφιβολία ότι η ύπαρξή της του ανήκε ολοκληρωτικά. Κι απόψε θα γινόταν σύζυγός του. «Σ’ αγαπώ, δούκισσα», της είπε καθώς απομακρύνονταν μαζί στο διάδρομο για να πάνε στο γαμήλιο γεύμα. «Για μένα αξίζεις περισσότερο απ’ όλο το δουκάτο του Μπράνσφορντ». Κοίταξε τα όμορφα χρυσαφιά μάτια του και ήξερε πως ο Ρόγιαλ εννοούσε την κάθε λέξη.
Επίλογος Μπράνσφορντ Κασλ, τρεις μήνες αργότερα Η Λίλι κούρνιασε περισσότερο μέσα στη ζεστή αγκαλιά του Ρόγιαλ. Είχαν κάνει έρωτα και τώρα χουζούρευε στο πλευρό του, στο μεγάλο δουκικό κρεβάτι όπου ο Ρόγιαλ επέμενε να κοιμάται μαζί του κάθε νύχτα. Ένιωσε το χέρι του να χαϊδεύει τα μαλλιά της και τα μάτια της έκλεισαν αργά. Ήξερε πως θα έπρεπε να σηκωθεί. Είχα πάντα ένα σωρό πράγματα να κάνει, όμως το φθινόπωρο είχε μπει για τα καλά και σκεφτόταν πως ίσως σήμερα μπορούσε να επιτρέψει στον εαυτό της λίγο παραπάνω χουζούρι. Το χέρι της χάιδεψε το στήθος του, απολαμβάνοντας τη λεία, σκληρή επιφάνειά του. Ύστερα το χέρι της χαμήλωσε περισσότερο, χάιδεψε το επίπεδο στομάχι του και τότε τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα. Τον βρήκε έντονα διεγερμένο και ο πόθος ξύπνησε μέσα της, ξέροντας πως θα έκαναν πάλι έρωτα πριν ξεκινήσουν τη μέρα. «Νομίζω πως είμαστε απολύτως συντονισμένοι, δούκισσα», της είπε με βραχνή φωνή και ήρθε πάνω της. Την ίδια στιγμή ένα σταθερό χτύπημα ακούστηκε στην πόρτα. Ο Ρόγιαλ βόγκηξε. «Έχει έρθει ο κύριος Μάρλοου, εξοχότατε», είπε ο Γκριβς, ο μπάτλερ, έξω από την πόρτα. «Κατάρα!» Ο Ρόγιαλ ανακάθισε στο κρεβάτι και πέρασε το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του. Η Λίλι ανακάθισε δίπλα του. «Είχες κάποια συνάντηση σήμερα το πρωί;» Έγειρε και τη φίλησε στο στόμα. «Μια συνάντηση που κατάφερα να ξεχάσω. Είσαι πολύ όμορφος περισπασμός, δούκισσα, αλλά περισπασμός παρ’ όλα αυτά». Κατέβηκε από το κρεβάτι και φόρεσε τη ρόμπα του, ενώ η Λίλι σηκώθηκε και τύλιξε γύρω της την μπλε μεταξωτή εσάρπα της.
«Μάρλοου; Αυτός δεν είναι που είχες προσλάβει πριν από μερικούς μήνες για να επιβλέπει το ζυθοποιείο;» Έγνεψε καταφατικά σφίγγοντας τη ζώνη της ρόμπας του. «Μου φέρνει την αναφορά των έξι τελευταίων μηνών». Η Λίλι ήξερε πως η Ρόγιαλ’ς Σουάνσντον Έιλ γινόταν όλο και πιο δημοφιλής. Τις τελευταίες εβδομάδες είχε προσλάβει μερικούς ακόμα υπαλλήλους, για να καλύψει τη ζήτηση. Την κοίταξε με πόθο. «Υποθέτω πως αυτό που είχαμε κατά νου θα πρέπει να περιμένει μέχρι το βράδυ». «Ή ίσως μέχρι το απόγευμα», τον πείραξε μ’ ένα πονηρό χαμόγελο που έκανε τα μάτια του να σκοτεινιάσουν. «Θα περιμένω, δούκισσα». Η Λίλι χασμουρήθηκε και γύρισε στη δική της σουίτα για να ντυθεί. «Έτσι κι αλλιώς πρέπει να σηκωθώ κι εγώ. Υποσχέθηκα στον εαυτό μου πως σήμερα θα απαντούσα στο γράμμα της Τζόσλιν». Σε έναν εντυπωσιακά μεγαλοπρεπή γάμο η εξαδέλφη της είχε παντρευτεί τον Κρίστοφερ Μπάρκλεϊ δύο μήνες μετά το γάμο της Λίλι με τον Ρόγιαλ. Σε πρόσφατο γράμμα της είχε γράψει: ***
Λατρεύω να είμαι παντρεμένη με τον Κρίστοφερ. Ικανοποιεί όλες μου τις ανάγκες, αν και γίνεται αρκετά πεισματάρης όταν βάλει κάτι στο μυαλό του. Παράξενο, αλλά αυτό τον κάνει ακόμα πιο ελκυστικό. Θέλει ένα γιο, λέει, κι έχει αφοσιωθεί απόλυτα στην πραγματοποίηση αυτού του στόχου. Θα είσαι η πρώτη που θα το μάθεις, αγαπημένη μου εξαδέλφη, όταν έρθει αυτή η ευλογημένη στιγμή. ***
Η Λίλι χαμογέλασε και αναρωτήθηκε ποια από τις δύο θα συλλάμβανε πρώτη παιδί, γιατί σίγουρα και ο δικός της σύζυγος ήταν εξίσου αφοσιωμένος στον ίδιο σκοπό. «Οδήγησε τον κύριο Μάρλοου στο γραφείο μου», είπε ο Ρόγιαλ στον μπάτλερ. «Κατεβαίνω σύντομα». «Όπως επιθυμείτε, εξοχότατε. Θα στείλω επάνω τον Τζορτζ να σας βοηθήσει να ντυθείτε». Ο Ρόγιαλ παρακολούθησε τον ηλικιωμένο άντρα να φεύγει βιαστικά στο διάδρομο. Ο Τζορτζ Μίντλτον, ο υπηρέτης του, εμφανίστηκε λίγο αργότερα καθώς ο Ρόγιαλ σκούπιζε τις σαπουνάδες από το φρεσκοξυρισμένο πρόσωπό του. «Διάλεξε κάτι απλό, εντάξει, Τζορτζ; Βιάζομαι». «Φυσικά, εξοχότατε». Λίγα λεπτά αργότερα, ντυμένος με λευκό πουκάμισο και καφέ παντελόνι, ένα ελαφρύ μάλλινο γιλέκο και σακάκι με βελούδινο γιακά, ο Ρόγιαλ κατέβηκε τις σκάλες. Ο Έντουιν Μάρλοου ακούμπησε πάνω στο γραφείο του τον μεγάλο δερματόδετο τόμο που είχε φέρει μαζί του. «Χαίρομαι που είμαι ο κομιστής ευχάριστων ειδήσεων, εξοχότατε». Ο Ρόγιαλ τον κοίταξε απορημένος. «Θέλεις να πεις ότι το ζυθοποιείο τα πηγαίνει καλά, όπως το περιμέναμε». «Όχι ακριβώς, κύριε. Το Σουάνσντον τα πηγαίνει πολύ καλύτερα απ’ όσο περιμέναμε. Στο Λονδίνο η μπίρα σας έχει γίνει μόδα. Την αποκαλούν νέκταρ των θεών. Όλες οι παμπ της πόλης
ζητούν αύξηση των αποθεμάτων τους». Ο Ρόγιαλ ένιωσε τεράστια ικανοποίηση. Η απόφασή του να ανοίξει το ζυθοποιείο δικαιωνόταν. Τώρα όλες οι προσπάθειές του ανταμείβονταν. «Θα χρειαστεί να καλλιεργήσουμε μεγαλύτερες εκτάσεις με κριθάρι». Ο Μάρλοου έγνεψε καταφατικά. «Στο μεταξύ, όμως, θα αγοράζουμε σπόρους από τους άλλους καλλιεργητές». «Και έχουμε την οικονομική ευχέρεια για κάτι τέτοιο;» «Με το παραπάνω. Δε νομίζω πως έχετε αντιληφθεί ακόμα το μέγεθος της επιτυχίας σας, εξοχότατε. Η Ζυθοποιία Σουάνσντον θα σας κάνει πάμπλουτο. Ήδη έχετε τεράστια αύξηση των κερδών σας». Επιτέλους γινόταν πραγματικότητα το όνειρο της επανάκτησης της περιουσίας του δουκάτου και του Μπράνσφορντ Κασλ. Ο Ρόγιαλ δεν μπόρεσε να μη σκεφτεί πόσο περήφανος θα ήταν ο πατέρας του. Και πόσο ευγνώμων που ακολούθησε την επιθυμία της καρδιάς του και παντρεύτηκε τη Λίλι, τη γυναίκα που αγαπούσε πάνω απ’ οτιδήποτε άλλο. Για το επόμενο μισάωρο κατέστρωναν σχέδια για αυξημένη παραγωγή και διανομή της μπίρας, ενώ κανόνισαν μια συνάντηση στο Λονδίνο με το διευθυντή προώθησης των πωλήσεων για τον προγραμματισμό της διαφημιστικής εκστρατείας. Μόλις ολοκλήρωναν τη συζήτησή τους, όταν ακούστηκε ένα γνώριμο, διακριτικό χτύπημα στην πόρτα του γραφείου. Ο Ρόγιαλ πήγε και άνοιξε ο ίδιος, χωρίς να εκπλαγεί όταν είδε την όμορφη σύζυγό του να στέκεται έξω στο διάδρομο. «Λυπάμαι που σε ενοχλώ, αγάπη μου, αλλά ο αδερφός σου ο Ρις μόλις έφτασε αναπάντεχα». Το ανήσυχο ύφος της είπε στον Ρόγιαλ πως κάτι δεν πήγαινε καλά. «Γύρισε στον Μάρλοου. Φοβάμαι πως πρέπει να συνεχίσουμε στην επόμενη συνάντησή μας στην πόλη. Εκτιμώ όλα όσα έκανες». Ο Μάρλοου υποκλίθηκε ελαφρά με το κεφάλι. «Θα σας δω εκεί λοιπόν». Μόλις έμειναν μόνοι η Λίλι έπιασε τον άντρα της από το μπράτσο. «Ο Ρις τραυματίστηκε στο πόδι, Ρόγιαλ. Επέστρεψε για πάντα, αγάπη μου. Αλλά είναι φανερό πως δεν είναι καθόλου ευχαριστημένος μ’ αυτή την εξέλιξη». Ο Ρόγιαλ έσφιξε τρυφερά το χέρι της. «Τότε λοιπόν θα πρέπει να βρούμε έναν τρόπο να τον κάνουμε εμείς ευτυχισμένο». Προχώρησαν χέρι χέρι στο σαλόνι όπου περίμενε ο Ρις. Ψηλός, μελαχρινός και με γαλάζια μάτια σαν του Ρόγιαλ, ο Ρις πήρε το μπαστούνι με την ασημένια λαβή και σηκώθηκε από τον καναπέ. «Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω, Ρόγιαλ». «Καλώς όρισες στο σπίτι, αδερφέ». Ο Ρόγιαλ πήγε κοντά του και τον αγκάλιασε με αγάπη. «Είχαμε πολύ καιρό να λάβουμε νέα σου. Είχαμε αρχίσει να ανησυχούμε όλοι μας». Ο Ρόγιαλ είχε προσπαθήσει να μάθει τι μπορεί να συνέβη στον αδερφό του, τον πληροφόρησαν όμως ότι δε γνώριζαν πού βρισκόταν. Όλοι είχαν αρχίσει να φοβούνται το χειρότερο. «Γύρισα», είπε ο Ρις, «όπως το επιθυμούσε ο πατέρας μας. Αν και δεν έχω ιδέα τι θα κάνω τώρα που είμαι εδώ. Μάλλον ο γέρος θα χαμογελάει πονηρά από κει πάνω». Ο Ρόγιαλ γέλασε, χαρούμενος που ξανάβλεπε τον Ρις και που ο αδερφός του δεν ήταν τόσο
δύσθυμος όσο περίμενε. «Γνώρισες τη σύζυγό μου;» Ο Ρις της χαμογέλασε. «Ναι. Την πολύ όμορφη και γοητευτική σύζυγό σου. Συγχαρητήρια. Βλέπω πως είστε πολύ ευτυχισμένοι. Ο πατέρας έκανε καλή επιλογή». Ο Ρόγιαλ και η Λίλι κοιτάχτηκαν. Ήταν φανερό πως ο Ρις δεν είχε λάβει κανένα από τα γράμματα του Ρόγιαλ. «Είναι μεγάλη ιστορία. Θα σου τα πούμε όλα στο δείπνο. Εν τω μεταξύ θέλουμε να ακούσουμε τη δική σου ιστορία». Κι έτσι κάθισαν όλοι μαζί και ο Ρις τους διηγήθηκε τα γεγονότα από τον πόλεμο της Κριμαίας και τις μάχες με τους Ρώσους. Τους μίλησε και για τον τραυματισμό του και το μήνα που πέρασε στο νοσοκομείο, όπου δεν μπορούσε να θυμηθεί ούτε το όνομά του. Όταν ανέρρωσε, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το ιππικό εξαιτίας του τραυματισμένου ποδιού του. «Τώρα όμως αισθάνεσαι καλά;» ρώτησε η Λίλι. «Αν εξαιρέσει κανείς ότι κουτσαίνω και το πόδι μου κάπου κάπου με πονάει, είμαι εντάξει». «Υποθέτω πως θα μετακομίσεις πια στο Μπράιαργουντ, όπως ήθελε ο πατέρας», είπε ο Ρόγιαλ. Ο Ρις αναστέναξε. «Ναι, μάλλον είναι καιρός. Πιθανόν θα γίνω ο πιο ανίκανος αγρότης όλων των εποχών». Όμως ο Ρις ήταν άνθρωπος που πρώτευε σε όλα όσα ήθελε να κάνει. Αθλητικός και έξυπνος καθώς ήταν, θα μάθαινε τα πάντα για τις αγροτικές δουλειές. Ωστόσο θα είχε να παλέψει με τις μνήμες του. Στο Μπράιαργουντ ο Ρις σκόπευε ανέκαθεν να στήσει το σπιτικό του. Εκεί σχεδίαζε να ζήσει και να αποκτήσει οικογένεια μια μέρα. Η στρατιωτική καριέρα δεν τον εμπόδιζε να παντρευτεί. Είχε ερωτευτεί μια κοπέλα, ονόματι Ελίζαμπεθ Κλέμενς, κόρη ενός κόμη από γειτονική ιδιοκτησία. Όμως οι γονείς της πίστευαν πως ήταν πολύ νέα για να παντρευτεί. Θα τον περίμενε, του είχε υποσχεθεί, όταν ο Ρις κλήθηκε να υπηρετήσει. Αντί γι’ αυτό, όταν επέστρεψε στο σπίτι με την πρώτη άδειά του, βρήκε την αγαπημένη του παντρεμένη με άλλον άντρα. Ο Ρις δεν ξεπέρασε ποτέ την προδοσία της. Ούτε τη συγχώρησε. «Μπορώ να σου υποσχεθώ ένα πράγμα», του είπε ο Ρόγιαλ. «Αν καλλιεργήσεις κριθάρι, θα ’χεις έναν αγοραστή για όλη τη σοδειά σου». Ο Ρις ανασήκωσε το φρύδι. «Ενδιαφέρον. Από το χαμόγελό σου συμπεραίνω ότι τα κτήματα Μπράνσφορντ άρχισαν πάλι να αποδίδουν. Και δεν μπορώ να πω ότι εκπλήσσομαι γι’ αυτό». Ο αδερφός του χαιρόταν με την επιτυχία του, όμως ο Ρόγιαλ έβλεπε τη θλίψη στα μάτια του επειδή η ζωή, αλλά και οι επιθυμίες του πατέρα του, τον είχαν αναγκάσει να κάνει διαφορετικές επιλογές απ’ αυτές που θα ήθελε. Ο Ρόγιαλ αναρωτήθηκε αν ο Ρις θα ευτυχούσε ποτέ ως γαιοκτήμονας κι αν ήταν διατεθειμένος να ξεπεράσει την προδοσία της Ελίζαμπεθ Κλέμενς. Αναρωτήθηκε ακόμα τι θα έκανε ο αδερφός του όταν ανακάλυπτε πως ο σύζυγος της Ελίζαμπεθ είχε πεθάνει μόλις τον προηγούμενο χρόνο. Ήπιε μια γουλιά από το μπράντι του και κοίταξε τον αδερφό του πάνω από τα χείλη του ποτηριού. Προς το παρόν δε θα ανησυχούσε για το μέλλον του Ρις. Είχαν αρκετό καιρό μπροστά τους. Απόψε θα γιόρταζαν την ασφαλή επιστροφή του και το χαρμόσυνο γεγονός του γάμου του με τη Λίλι. Καθισμένη δίπλα του στον καναπέ, η όμορφη γυναίκα του τον κοίταξε και η καρδιά του ξεχείλισε από αγάπη για την ευγενική, θαρραλέα γυναίκα που είχε παντρευτεί. Ο Ρόγιαλ έσφιξε το λεπτό της
χέρι και ευχαρίστησε νοερά την τύχη του για την ημέρα που την είχε βρει στο χιόνι.