Jo Nesbo Περισσότερο αίμα Μετάφραση από τα νορβηγικά
Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη
4
JO NESBO
1
πό πού να πιάσουμε αυτή την ιστορία; Μ ακάρι να μπορούσα να σας πω από την αρχή. Αλλά δεν ξέρω πώς αρχίζει. Τις πραγματικές αιτιακές σχέσεις της ζωής μου τις αγνοώ όσο οι άλλοι. Να πιάσουμε την ιστορία από τότε που συνειδητοποίησα ότι ήμουν ο τέταρτος καλύτερος ποδοσφαιριστής στην τάξη μου; Ή μήπως τότε που ο Μ πάσε, ο παππούς μου, μου έδειξε τα σχέδια της Σαγκράδα Φαμίλια – τα δικά του σχέδια; Απ’ όταν τράβηξα την πρώτη μου τζούρα από τσιγάρο κι άκουσα το πρώτο μου τραγούδι των Grateful Dead; Ή όταν διάβασα Καντ στο πανεπιστήμιο και πίστεψα πως τον κατάλαβα; Μ ήπως όταν πούλησα τον πρώτο μου σβόλο μαύρου; Ή όταν φίλησα την Μ πόμπι –μη σας μπερδεύει τ’ όνομα– ή από τη στιγμή που είδα για πρώτη φορά το μικρό ζαρωμένο πλασματάκι που έσκουζε μες στα μούτρα μου κι αργότερα θα τη φωνάζαμε Άννα; Ίσως κι όταν καθόμουν μες στην ψαρίλα, στο πίσω μέρος του ψαράδικου, κι εκείνος μου έλεγε τι ήθελε να κάνω. Δεν ξέρω. Ιστορίες πλάθουμε· με αρχή και τέλος και γνώμονα τη λογική, λες κι η ζωή θα αποκτήσει έτσι νόημα. Ας ξεκινήσω λοιπόν από εδώ, εν μέσω της όλης σύγχυσης, εδώ που η μοίρα μοιάζει να σταμάτησε για μια στιγμή, να πάρει ανάσα. Κι εγώ νόμισα για μια στιγμή πως είχα βρει τον δρόμο μου και προχωρούσα.
Α
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
5
Βγήκα από το λεωφορείο καταμεσής της νύχτας. Σφάλισα τα μάτια μου απέναντι στον ήλιο, που σερνόταν βαρύς πάνω από ένα νησί προς τον βορρά, στη θάλασσα. Κόκκινος και θαμπός. Σαν εμένα. Από πίσω του κι άλλη θάλασσα. Και στο τέρμα ο Βόρειος Πόλος. Ίσως τελικά εδώ να μην μπορούσαν να με βρουν. Κοίταξα γύρω μου. Από τρεις κατευθύνσεις, χαμηλοί λόφοι κατηφόριζαν προς το μέρος μου. Κόκκινα και πράσινα ρείκια, πέτρες και πού και πού τούφες από χαμηλές σημύδες. Στ’ ανατολικά η ξηρά χυνόταν μες στη θάλασσα, επίπεδη και βραχώδης· στα νοτιοδυτικά ήταν λες και κοβόταν με μαχαίρι κι άρχιζε ο ωκεανός. Εκατό μέτρα παραπέρα απ’ τον ακίνητο ωκεανό ξεκινούσε ένα πλατό, ένα ανοιχτό τοπίο που τεντωνόταν προς την ενδοχώρα: το οροπέδιο του Φίνμαρκ. Τέρμα τ’ αστεία, που έλεγε κι ο παππούς. Ο πατημένος χωματόδρομος οδηγούσε σε μια συστάδα χαμηλών σπιτιών. Το μόνο που ξεχώριζε ήταν το καμπαναριό της εκκλησίας. Είχα ξυπνήσει μες στο λεωφορείο πάνω που περνούσαμε μπροστά από μια πινακίδα δίπλα στη θάλασσα, σε μια ξύλινη προβλήτα· έγραφε Κόσουν. Και σκεπτόμενος «γιατί όχι;» τράβηξα το καλώδιο πάνω από το παράθυρο για ν’ ανάψει η ειδοποίηση στάσης πάνω από τον οδηγό. Φόρεσα το σακάκι μου, πήρα και τη δερμάτινη τσάντα μου και ξεκίνησα να περπατώ. Το περίστροφο στην τσέπη του σακακιού χτυπούσε στον γοφό μου. Κατευθείαν στο κόκαλο: Ήμουν ανέκαθεν υπερβολικά αδύνατος. Σταμάτησα και τοποθέτησα το τσαντάκι ασφαλείας με τα χρήματα πιο χαμηλά μέσα απ’ το πουκάμισο, για να κόψει κάπως τα χτυπήματα. Ούτε ένα συννεφάκι δεν υπήρχε στον ουρανό κι ο αέρας ήταν τόσο καθαρός, που είχα την εντύπωση ότι μπορούσα να δω πολύ μακριά. Ως εκεί που φτάνει το μάτι, που λένε. Λένε επίσης ότι το οροπέδιο του Φίνμαρκ είναι όμορφο. Αρχίδια. Τα ίδια λένε για όλους τους αφιλόξενους τόπους. Για να κοκορευτούν
6
JO NESBO
για το σθένος τους, την ανωτερότητά τους, τη διορατικότητά τους να έρθουν ως εδώ, όπως ακριβώς κοκορεύονται πως τους αρέσουν διάφορες ακατανόητες μουσικές κι η δυσνόητη λογοτεχνία. Κάποτε το ’κανα κι εγώ, σκεπτόμενος ότι ίσως έτσι ν’ αντιστάθμιζα τις αδυναμίες μου, τα μελανά σημεία μου. Βέβαια, μπορεί να το λένε και για παρηγοριά σ’ αυτούς τους λίγους που αναγκάζονται να μείνουν εδώ πάνω: Μα είναι τόσο ωραία εδώ πέρα! Τι ωραίο βρίσκουν σ’ αυτό το επίπεδο, μονότονο, άγονο τοπίο; Σαν να βρίσκεσαι στον Άρη είναι. Μ ια κόκκινη έρημος, άσχημη κι ακατοίκητη. Το ιδανικό καταφύγιο. Ας ελπίσουμε. Τα κλαδιά σε μια συστάδα δέντρων μπροστά μου κινήθηκαν. Ένας άνθρωπος πήδηξε ξαφνικά πάνω από το χαντάκι και προσγειώθηκε στον δρόμο. Το χέρι μου πήγε αυτομάτως στο περίστροφο, αλλά σταμάτησα. Δεν ήταν δικός τους. Ο τύπος έμοιαζε περισσότερο με γελωτοποιό που μόλις πήδηξε έξω από το κουτί του. «Καλησπέρα!» φώναξε. Μ ε πλησίασε μ’ έναν περίεργο, κοντόσυρτο βηματισμό. Ήταν τόσο στραβοκάνης, που μπορούσα να δω ανάμεσα απ’ τα πόδια του τον δρόμο που συνέχιζε μέχρι το χωριό. Μ α σαν με πλησίασε κατάλαβα ότι δεν φορούσε σκουφί γελωτοποιού στο κεφάλι, αλλά το παραδοσιακό καπέλο των Λαπώνων: μπλε, κόκκινο και κίτρινο. Μ όνο τα κουδουνάκια τού έλειπαν. Φορούσε ανοιχτές δερμάτινες μπότες και το μπλε του μπουφάν είχε πάνω του κομμάτια από μαύρη αυτοκόλλητη ταινία. Από διάφορες σχισμές ξεπηδούσε το εσωτερικό υλικό, που έμοιαζε περισσότερο με μονωτικό υλικό παρά με φτερά. «Συγγνώμη που ρωτάω» μου είπε. «Αλλά ποιος είσαι του λόγου σου;» Ήταν τουλάχιστον δυο κεφάλια πιο κοντός μου. Φεγγαροπρόσωπος, με πλατύ χαμόγελο και κάπως σχιστά μάτια, σαν Ασιάτης. Αν έκανες μια λίστα με όλα τα κλισέ που χρησιμοποιούμε στο Όσλο για να περιγράψουμε τους Λάπωνες, θα περιέγραφες ακριβώς αυτό τον τύπο. «Μ ε το λεωφορείο ήρθα» είπα εγώ.
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
7
«Ναι, το ’δα. Είμαι ο Μ ατίς». «Μ ατίς» επανέλαβα αργά, για να ξεκλέψω λίγα δευτερόλεπτα και να σκεφτώ την απάντηση στο επόμενο αναπόφευκτο ερώτημά του. «Κι εσύ ποιος είσαι λοιπόν;» «Ο Ουλφ» απάντησα. Ένα όνομα σαν όλα τ’ άλλα. «Και τι κάνεις στο Κόσουν;» «Για επίσκεψη ήρθα» είπα και έκανα νόημα προς τον οικισμό. «Και ποιον θα επισκεφτείς;» Ανασήκωσα τους ώμους μου. «Έχει σημασία;» «Μ ήπως είσαι απ’ τη Βιλτνέμντα; Μ ήπως είσαι ιεροκήρυκας;» Δεν ήξερα πώς ήταν οι άνθρωποι από τη Βιλτνέμντα, μα κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά και χτένισα προς τα πίσω τα μακριά χίπικα μαλλιά μου. Μ άλλον χρειαζόμουν κούρεμα. Θα περνούσα και πιο απαρατήρητος. «Συγγνώμη που ρωτάω κιόλας» επανέλαβε εκείνος «αλλά τότε τι είσαι;». «Είμαι κυνηγός» είπα εγώ. Έπρεπε να ’χω πει ότι είμαι από τη Βιλτνέμντα. Τόσο αυτό όσο και η μούφα που είπα απείχαν εξίσου απ’ την αλήθεια. «Μ άλιστα. Κι ήρθες μέχρι εδώ για να κυνηγήσεις, Ουλφ;» «Μ ια χαρά μέρος για κυνήγι φαίνεται». «Ναι, μόνο που ήρθες μια βδομάδα πριν, ε; Η περίοδος του κυνηγιού αρχίζει απ’ τις 15 Αυγούστου και μετά». «Ξενοδοχείο υπάρχει εδώ γύρω;» Ο Λάπωνας έσκασε στα γέλια. Έβηξε κι έφτυσε ένα καφέ φλέγμα, που ήλπιζα να είναι μασημένος καπνός ή κάτι αντίστοιχο. Το φλέγμα έσκασε στο έδαφος σαν χαστούκι. «Πανδοχείο;» ρώτησα. Εκείνος κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Κάμπινγκ; Ενοικιαζόμενα δωμάτια;» Στον στύλο του τηλεφώνου ξοπίσω του ήταν κολλημένη μια αφίσα μ’ ένα μουσικό συγκρότημα που έπαιζε στην Άλτα. Πόσο μακριά να ήταν αυτή η πόλη; Ίσως να έπρεπε να έχω μείνει στο
8
JO NESBO
λεωφορείο μέχρι εκεί. «Κι εσύ, Μ ατίς;» είπα και σκότωσα με μια σφαλιάρα ένα κουνούπι που μου ’χε κολλήσει στο κούτελο. «Δεν έχεις κανένα κρεβάτι που μπορώ να δανειστώ γι’ απόψε;» «Το κρεβάτι το έκαψα στον φούρνο τον Μ άη. Ήταν ψυχρός ο Μ άης φέτος». «Κάποιον καναπέ; Ένα στρώμα;» «Στρώμα;» Άνοιξε τα χέρια του κι έδειξε το τοπίο, που ήταν στρωμένο παντού με ρείκια. «Ευχαριστώ, αλλά μου αρέσουν οι τοίχοι κι οι σκεπές. Πάω να δω μήπως βρω κάνα άδειο σπιτάκι σκύλου. Καληνύχτα». Ξεκίνησα να περπατώ προς τα σπίτια. «Το μοναδικό σκυλόσπιτο που θα βρεις στο Κόσουν είναι εκεί πέρα» φώναξε εκείνος μ’ ένα παραπονιάρικο, υποτονικό ύφος. Έκανα μεταβολή. Το δάχτυλό του έδειχνε το κτίριο μπροστά στον οικισμό. «Στην εκκλησία;» Έγνεψε καταφατικά. «Είναι ανοιχτή νυχτιάτικα;» Ο Μ ατίς έγειρε το κεφάλι του στο πλάι. «Ξέρεις γιατί κανείς δεν κλέβει στο Κόσουν; Γιατί, εκτός από ταράνδους, δεν υπάρχει τίποτα να κλέψεις». Και μ’ έναν απρόσμενα χαριτωμένο πήδο ο μικρός, παχουλός ανθρωπάκος ξαναπέρασε το χαντάκι και ξεκίνησε να βαδίζει μες στα ρείκια. Προς τα δυτικά. Σημείο αναφοράς μου είχα τον ήλιο στον βορρά και το γεγονός ότι οι εκκλησίες –σύμφωνα με τον παππού μου– έχουν το καμπαναριό τους πάντα προς τα δυτικά, οπουδήποτε στον κόσμο κι αν βρισκόσουν. Σκίασα τα μάτια μου και κοίταξα το έδαφος που απλωνόταν εμπρός του. Πού στον διάολο φανταζόταν ότι ήταν;
Ίσως έφταιγε ο ήλιος που έλαμπε καταμεσής της νύχτας· ίσως η απόλυτη ησυχία που επικρατούσε τριγύρω, μα κάτι το περίεργο
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
9
έμοιαζε ν’ απλώνεται πάνω απ’ το χωριό. Τα σπίτια έμοιαζαν χτισμένα με βιασύνη, χωρίς περίσκεψη κι αγάπη. Στέρεα φαίνονταν, δεν λέω, αλλά έδιναν την εντύπωση πως ήταν περισσότερο καταφύγια παρά κατοικίες. Πρακτικά. Ακατέργαστες επιφάνειες, έρμαια στον καιρό και στον αέρα. Παρατημένα κουφάρια αυτοκινήτων σε κήπους που δεν ήταν παρά περιφραγμένες συστάδες από σημύδες και ρείκια. Παιδικά αμαξίδια, πουθενά όμως παιχνίδια. Πολύ λίγα σπίτια είχαν κουρτίνες ή φιμέ τζάμια. Στα υπόλοιπα το γυμνό γυαλί αντανακλούσε τον ήλιο, εμποδίζοντας τη θέα στο εσωτερικό. Σαν γυαλιά ηλίου κάποιου που θέλει να κρύψει την ψυχή του. Η εκκλησία ήταν όντως ανοιχτή. Ο ήλιος του μεσονυχτίου φώτιζε τα βιτρό και πάνω από τον βωμό κρεμόταν ο συνήθης Εσταυρωμένος που ψυχορραγούσε, μπροστά από ένα τρίπτυχο της πάλης του Δαβίδ με τον Γολιάθ, του Θείου Βρέφους και της Παρθένου Μ αρίας μες στη μέση. Βρήκα την πόρτα του σκευοφυλακίου στο πλάι πίσω από το ιερό. Μ έσα σε μια ντουλάπα ανακάλυψα δύο άμφια, μία επαγγελματική σφουγγαρίστρα με κουβά και πανάκια, μα καθόλου κρασί για τη Θεία Κοινωνία. Μ όνο δυο κουτιά με όστιες από τον Φούρνο Ούλσεν. Έβαλα στο στόμα μου τέσσερις πέντε, ήταν όμως λες κι έτρωγα στυπόχαρτο. Μ ου ξέραναν το στόμα και διογκώθηκαν τόσο πολύ, που στο τέλος έπρεπε να τις φτύσω πάνω στην εφημερίδα που ήταν απλωμένη στο τραπέζι. Η εφημερίδα μαρτυρούσε –αν όντως ήταν η σημερινή έκδοση της Finmark Dagbladet– ότι είχαμε 8 Αυγούστου του 1977, ότι οι διαμαρτυρίες εναντίον της περαιτέρω διάνοιξης του ποταμού Άλτα ολοένα και αυξάνονταν, πώς έμοιαζε ο δήμαρχος Άρνουλφ Ούλσεν, ότι το Φίνμαρκ –ο μοναδικός νομός της χώρας που συνόρευε με τη Σοβιετική Ένωση– ένιωθε μεγαλύτερη ασφάλεια τώρα που ο κατάσκοπος Γκούλβορ Γκάλτουν Χόβικ είχε πεθάνει κι ότι επιτέλους ο καιρός εδώ πάνω ήταν για μια φορά καλύτερος απ’ ό,τι στο Όσλο. Το πέτρινο πάτωμα του σκευοφυλακίου ήταν υπερβολικά σκληρό για να ξαπλώσω πάνω του και τα στασίδια υπερβολικά μικρά, κι έτσι πήρα τα άμφια μαζί μου και ξαναπήγα στο ιερό, κρέμασα το
10
JO NESBO
σακάκι μου στα κάγκελα του σολέα, ξάπλωσα στο πάτωμα κι έβαλα τη δερμάτινη τσάντα μου κάτω απ’ το κεφάλι. Ένιωσα κάτι υγρό να κυλάει στο πρόσωπό μου. Το σκούπισα με το χέρι μου και κοίταξα τα δάχτυλά μου. Ήταν κόκκινα, σαν τη σκουριά. Έστρεψα το βλέμμα μου στον Εσταυρωμένο που κρεμόταν από πάνω μου. Ύστερα συνειδητοποίησα ότι μάλλον έσταζε το ταβάνι. Υγρασία, από κάποια διαρροή της στέγης, στο χρώμα του πηλού ή του σιδήρου. Γύρισα από την άλλη, ώστε να μην ακουμπώ στον πληγωμένο μου ώμο, και τράβηξα τα άμφια πάνω απ’ το κεφάλι μου, να σβήσω το φως του ήλιου. Έκλεισα τα μάτια μου. Έτσι. Μ η σκέφτεσαι. Κλείσ’ τα όλα απέξω. Κλεισμένος εδώ μέσα. Πέταξα από πάνω μου τα άμφια, ρούφηξα αέρα με μανία. Σκατά. Έμεινα ακίνητος να κοιτάζω το ταβάνι. Αμέσως μετά την κηδεία, όταν ξεκίνησαν οι αϋπνίες, άρχισα να παίρνω βάλιουμ. Δεν ξέρω αν είχα εθιστεί, όπως και να ’χει πάντως μου ήταν πια εξαιρετικά δύσκολο να κοιμηθώ χωρίς αυτά. Αλλιώς για να κοιμηθώ θα έπρεπε να είμαι εξαντλημένος. Ξανατράβηξα τα άμφια πάνω απ’ το κεφάλι μου κι έκλεισα τα μάτια. Εβδομήντα ώρες στο τρέξιμο. Χίλια οκτακόσια χιλιόμετρα φυγής. Δυο ώρες ύπνου στο τρένο και στο λεωφορείο. Θα έπρεπε να ήμουν εξαντλημένος. Σκέψου θετικά. Προσπάθησα να θυμηθώ πώς ήταν τα πράγματα πιο πριν. Πιο πριν κι από πριν. Μ α δεν μπορούσα. Στο μυαλό μου έρχονταν όλα τ’ άλλα. Ο άντρας ντυμένος στα λευκά. Η μυρωδιά των ψαριών. Μ ια μαύρη κάννη ενός όπλου. Γυαλιά που σπάνε και πέφτουν. Έδιωξα αυτές τις σκέψεις μακριά, τέντωσα το χέρι μου, ψιθύρισα τ’ όνομά της. Κι επιτέλους εκείνη ήρθε να με βρει.
Ξύπνησα. Έμεινα εντελώς ακίνητος.
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
11
Κάτι με σκουντούσε· κάποιος. Προσεκτικά, σαν να μην ήθελε να με ξυπνήσει· μονάχα να σιγουρευτεί ότι υπήρχε όντως κάποιος κάτω από τα άμφια. Συγκεντρώθηκα, προσπαθώντας ν’ αναπνέω ήρεμα. Ίσως υπήρχε ακόμη πιθανότητα να μην κατάλαβαν ότι ξύπνησα. Στα κρυφά έφερα το χέρι μου στο πλάι, πριν θυμηθώ ότι είχα κρεμάσει το σακάκι με το πιστόλι μου στα κάγκελα του σολέα. Ένας ερασιτέχνης, που το παίζει επαγγελματίας.
12
JO NESBO
2
υνέχισα ν’ αναπνέω· αισθάνθηκα τους παλμούς μου να ηρεμούν. Το κορμί μου είχε διαισθανθεί αυτό που το μυαλό μου ακόμη επεξεργαζόταν: ότι, αν ήταν εκείνοι, δεν θα με σκουντούσαν, θα είχαν τραβήξει απλώς τα άμφια από πάνω μου και, συνειδητοποιώντας τάχιστα ότι είχαν βρει τον άνθρωπό τους, θα μ’ είχαν γεμίσει περισσότερες τρύπες κι από ελβετικό τυρί. Τράβηξα προσεκτικά τα άμφια από το κεφάλι μου. Το πρόσωπο που αντίκρισα είχε φακίδες, μια μύτη πλακουτσωτή, ένα χανζαπλάστ στο μέτωπο και ξανθές βλεφαρίδες πάνω από δύο ασυνήθιστα γαλανά μάτια. Πάνω από το πρόσωπο αντίκρισα μια πυκνή χαίτη με κόκκινα μαλλιά. Πόσων χρονών να ήταν; Δεκατριών; Δεν ξέρω, ποτέ δεν τα πήγαινα καλά με οτιδήποτε είχε να κάνει με παιδιά. «Δεν μπορείς να είσαι ξαπλωμένος εδώ πέρα». Κοίταξα τριγύρω μου. Ο μικρός έμοιαζε να είναι μόνος. «Γιατί;» είπα με φωνή τραχιά. «Γιατί θα έρθει να πλύνει η μαμά». Σηκώθηκα όρθιος, έκανα τα άμφια ένα μπογαλάκι, πήρα το σακάκι μου από τα κάγκελα και βεβαιώθηκα ότι το πιστόλι βρισκόταν ακόμη στην τσέπη. Ο πόνος μ’ έσφαξε στον αριστερό μου ώμο καθώς ξαναφορούσα το σακάκι μου. «Από τον νότο είσαι;» ρώτησε το αγόρι.
Σ
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
13
«Ανάλογα τι εννοείς λέγοντας “νότο”». «Σε σχέση με εδώ, ντε, είσαι από τον νότο;» «Όλοι είναι από τον νότο σε σχέση με εδώ». Το αγόρι έγειρε το κεφάλι του στο πλάι. «Μ ε λένε Κνουτ. Είμαι δέκα χρονών. Εσένα πώς σε λένε;» Παραλίγο να πω κάτι άλλο, αλλά θυμήθηκα τη βερσιόν της προηγούμενης μέρας. Ουλφ. «Και πόσων χρονών είσαι, Ουλφ;» «Πολλών» είπα και τέντωσα τον αυχένα μου. «Πάνω από τριάντα;» Κάτι κινήθηκε απ’ τη μεριά του ιερού. Γύρισα απότομα. Μ ια γυναίκα βγήκε από μέσα, κοντοστάθηκε και με κοίταξε. Το πρώτο που σκέφτηκα ήταν ότι ήταν πολύ νεαρή για να είναι καθαρίστρια. Κι ότι έμοιαζε πολύ δυνατή. Έντονες φλέβες κοσμούσαν τον βραχίονα και το χέρι που κρατούσε τον κουβά με το νερό που πλατάγιζε από εδώ κι από εκεί. Είχε φαρδιούς ώμους μα λεπτή μέση. Τα πόδια της ήταν κρυμμένα κάτω από μια παλιομοδίτικη μαύρη μακριά πλισέ φούστα. Το δεύτερο που μου έκανε εντύπωση ήταν τα μαλλιά της. Ήταν τόσο μακριά και τόσο μαύρα, που γυάλιζαν στο φως που έμπαινε από τα ψηλά παράθυρα. Τα συγκρατούσε ένα απλό κοκαλάκι. Η κοπέλα ξανάρχισε να κινείται· τα παπούτσια της αντήχησαν στο πάτωμα. Όταν με πλησίασε αρκετά, είδα ότι το στόμα της ήταν όμορφο, είχε όμως σημάδι από σχιστία στο πάνω χείλος. Ήταν σχεδόν αφύσικο ένας άνθρωπος με τόσο σκούρα μαλλιά και δέρμα να έχει τόσο καταγάλανα μάτια. «Καλημέρα» είπε το κορίτσι. «Καλημέρα. Ήρθα με το βραδινό λεωφορείο. Και δεν βρήκα αλλού να…» «Μ ην ανησυχείς» είπε εκείνη. «Εδώ όλες οι πόρτες είναι ανοιχτές». Το είπε δίχως ζεστασιά στη φωνή της. Άφησε κάτω τον κουβά και τη σφουγγαρίστρα με τα πανάκια κι εξέτεινε το χέρι της. «Ουλφ» είπα κι έκανα να πιάσω το δικό της. «Τα άμφια» είπε εκείνη και με μια χειρονομία έδιωξε το χέρι μου μακριά. Κοίταξα το κουλουριασμένο ύφασμα που κρατούσα
14
JO NESBO
στο άλλο χέρι. «Έψαχνα για χαλί, μα δεν βρήκα» είπα και της έδωσα τα άμφια. «Ούτε κάτι άλλο για να φας εκτός από τη Θεία Ευχαριστία μας» είπε κι άνοιξε να επιθεωρήσει το βαρύ λευκό ένδυμα. «Μ ε συγχωρείτε, φυσικά και θα πληρώσω για…» «Παρακαλώ. Την επόμενη φορά όμως μην ξαναφτύσεις τον νομάρχη μας, εντάξει;» Xαμογελάκι ήταν αυτό που είδα; Δεν ξέρω· αυτό που ξέρω είναι ότι η ουλή στο χείλος της κουνήθηκε. Χωρίς άλλη κουβέντα, έκανε μεταβολή κι εξαφανίστηκε πάλι μέσα στο ιερό. Πήρα την τσάντα μου και πήδηξα πάνω από τα κάγκελα. «Πού πας;» με ρώτησε ο μικρός. «Έξω». «Γιατί;» «Γιατί; Γιατί δεν ζω εδώ». «Η μαμά δεν έχει θυμώσει όσο φαίνεται». «Να της πεις χαιρετίσματα». «Από ποιον;» ακούστηκε η φωνή της. Ξανακουβάλησε όλα τα εξαρτήματα στον σολέα. «Από τον Ουλφ». Προσπαθούσα να συνηθίσω το καινούργιο μου όνομα. «Και τι δουλειά έχεις στο Κόσουν, Ουλφ;» είπε και σφούγγιξε το πανί στον κουβά. «Για κυνήγι ήρθα». Σκέφτηκα ότι καλό θα ήταν να λέω παντού την ίδια ιστορία. Το μέρος ήταν πολύ μικρό. Εκείνη έβαλε το υγρό πανί στη σφουγγαρίστρα. «Και τι θα κυνηγήσεις;» «Λαγόποδες» είπα εγώ στην τύχη. Υπήρχαν άραγε λαγόποδες τόσο βόρεια; «Κι ό,τι άλλο πιάσω» πρόσθεσα. «Δεν έχουμε και πολλά ποντίκια ή λέμινγκ φέτος» είπε εκείνη. Εγώ χασκογέλασα λίγο. «Εντάξει, φανταζόμουν κάτι λίγο μεγαλύτερο». Εκείνη σήκωσε το ένα της φρύδι. «Εννοούσα ότι, συνεπώς,
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
15
δεν έχουμε και πολλούς λαγόποδες». Έπεσε σιωπή. Στο τέλος μίλησε ο Κνουτ: «Όταν τ’ αρπακτικά δεν βρίσκουν αρκετά ποντίκια ή λέμινγκ, παίρνουν τα αυγά των πουλιών». «Α, ναι» είπα κουνώντας το κεφάλι μου. Η πλάτη μου είχε ιδρώσει. Ένιωθα πως χρειαζόμουν πλύσιμο. Πως το πουκάμισο και το τσαντάκι ασφαλείας μου χρειάζονταν ένα πλύσιμο. Πως μέχρι και το σακάκι μου χρειαζόταν πλύσιμο. «Θα βρω πράγματα να κυνηγήσω. Το πρόβλημά μου είναι ότι ήρθα λίγο νωρίς. Η σεζόν, όπως ξέρετε, ξεκινάει την επόμενη εβδομάδα. Μ έχρι τότε θα βαράω μόνο μύγες». Ήλπιζα ο Λάπωνας να μου είχε δώσει τις σωστές πληροφορίες. «Σεζόν και βλακείες» είπε η γυναίκα περνώντας με τόση δύναμη το βρεγμένο πανί από εκεί που είχα ξαπλώσει, που το λάστιχο ούρλιαξε στο πάτωμα. «Μ όνο εσείς οι Νότιοι νομίζετε ότι μπορείτε να τα καθορίσετε αυτά. Εμείς εδώ κυνηγάμε για να φάμε. Κι όταν δεν χρειαζόμαστε άλλο, σταματάμε». «Μ ιας και μιλάμε για ανάγκες» είπα «μήπως ξέρετε κάποιο μέρος όπου μπορώ να μείνω εδώ στο χωριό;». Εκείνη σταμάτησε το σφουγγάρισμα κι ακούμπησε στο κοντάρι. «Χτύπα όποια πόρτα θες. Θα σ’ αφήσουν να μείνεις». «Όποια να ’ναι;» «Ναι, αμέ. Αλλά δεν υπάρχουν και πολλά κατοικημένα σπίτια τέτοια εποχή». «Α, ναι». Έγνεψα προς τη μεριά του Κνουτ. «Καλοκαίρι. Διακοπές». Εκείνη κούνησε το κεφάλι της πέρα δώθε. «Καλοκαίρι. Βοσκοτόπια. Όποιος έχει ταράνδους ξεκαλοκαιριάζει στα τροχόσπιτα κάτω στην ακτή. Στα λιβάδια. Μ ερικοί ψαρεύουν κιόλας. Μ αύρους μπακαλιάρους. Κι άλλοι έχουν κατέβει για το συνέδριο στο Καουτοκέινο». «Μ άλιστα. Μ ήπως υπάρχει δυνατότητα να μείνω, ας πούμε, μαζί σας;» ρώτησα, αλλά, βλέποντας τον δισταγμό της, έσπευσα να προσθέσω: «Θα σας πληρώσω καλά. Πολύ καλά». «Κανείς εδώ πέρα δεν πρόκειται να σ’ αφήσει να πληρώσεις.
16
JO NESBO
Ούτε πολύ ούτε λίγο. Δυστυχώς, λείπει ο άντρας μου· και δεν θα ήταν πρέπον». Πρέπον; Κοίταξα τη μακριά της φούστα. Τα μακριά της μαλλιά. «Καταλαβαίνω. Μ ήπως υπάρχει κάποιο σπίτι που δεν βρίσκεται τόσο… ε, κεντρικά; Κάπου που να έχω κι εγώ λίγο την ησυχία μου; Και λίγη θέα;» Κάπου απ’ όπου θα μπορούσα να δω ποιος έρχεται, ας πούμε; «Αμέ» είπε εκείνη. «Αφού θα βγεις για κυνήγι, μπορείς να μείνεις στο κυνηγετικό καταφύγιο. Όλοι αυτό χρησιμοποιούν. Πέφτει λίγο μακριά κι ίσως είναι και λίγο άβολο και άθλιο, αλλά θα έχεις όση ησυχία θες. Και θέα προς όλες τις κατευθύνσεις – αυτό είναι σίγουρο». «Μ ια χαρά μού ακούγεται». «Θα σε πάει ο Κνουτ». «Μ πα, δεν χρειάζεται, θα το βρω…» «Όχι!» πετάχτηκε ο Κνουτ. «Σε παρακαλώ!» Γύρισα και τον κοίταξα. Καλοκαιρινές διακοπές. Άδειο το χωριό. Τι βαρετό ν’ ακολουθείς τη μάνα σου στη δουλειά της. Κι επιτέλους, κάτι γίνεται! «Εντάξει τότε!» είπα. «Πάμε λοιπόν;» «Αμέ!» «Ξέρεις για ποιο πράγμα αναρωτιέμαι;» είπε η μελαχρινή γυναίκα κι έχωσε το πανί στον κουβά. «Πώς στο καλό θα κυνηγήσεις; Σιγά μη χωράει κυνηγετικό όπλο στην τσάντα σου». Κοίταξα την τσάντα μου. Λες και τη μετρούσα με το μάτι για να δω αν η κοπέλα είχε δίκιο. «Το ξέχασα ξανά στο τρένο» είπα. «Τους πήρα τηλέφωνο κι υποσχέθηκαν να μου το στείλουν με το λεωφορείο σε μια δυο μέρες». «Ναι, αλλά με τι θα… βαράς τις μύγες τώρα;» είπε εκείνη χαμογελώντας. «Μ έχρι ν’ αρχίσει η σεζόν;» «Ε…» «Θα δανειστείς την καραμπίνα του άντρα μου. Περιμένετέ με έξω μέχρι να τελειώσω, δεν αργώ». Μ ια καραμπίνα; Ναι, αμέ, γιατί όχι; Και, μιας κι η πρόταση
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
17
δεν ήταν ερωτηματική, εγώ απλώς κατένευσα και προχώρησα προς την έξοδο. Άκουσα πίσω μου ένα έντονο λαχάνιασμα και επιβράδυνα το βήμα μου. Το αγόρι με ακολουθούσε κατά πόδας. «Ουλφ;» «Ναι;» «Ξέρεις κανένα ανέκδοτο;»
Κάθισα στο έδαφος, από τη νότια μεριά της εκκλησίας, κι άναψα τσιγάρο. Δεν ξέρω γιατί καπνίζω. Δεν είμαι καπνιστής. Θέλω να πω, το αίμα μου δεν λαχταρά τη νικοτίνη. Όχι, κάτι άλλο συμβαίνει. Κάτι που έχει σχέση με την όλη κίνηση. Μ ε ηρεμεί. Και στάχυα θα μπορούσα να πιπιλάω, που λέει ο λόγος. Μ ήπως είμαι εξαρτημένος από τίποτα ναρκωτικά; Όχι· σίγουρα όχι. Ίσως να είμαι λίγο αλκοολικός, αλλά ούτε και γι’ αυτό είμαι σίγουρος. Μ ου αρέσει όμως να είμαι χάι, να τα πίνω, να είμαι ντίρλα· αυτό σίγουρα. Και το βάλιουμ, βέβαια· και βάλιουμ μ’ αρέσει να παίρνω. Ή μάλλον, για να το πω καλύτερα, δεν μ’ αρέσει να μην παίρνω βάλιουμ. Γι’ αυτό κι είναι το μόνο φάρμακο που αναγκάστηκα συνειδητά να κόψω. Στην αρχή, όταν ξεκίνησα να πουλάω χασίσι, το έκανα για να χρηματοδοτήσω τη δική μου χρήση. Τι πιο λογικό; Αγοράζεις αρκετά γραμμάρια ώστε να παζαρέψεις την τιμή, μεταπουλάς τα δύο τρίτα σε μικρές ποσότητες σε υψηλότερη τιμή και, τσαφ, μόλις απέκτησες δωρεάν τη φούντα σου. Από εκεί και μέχρι αυτό να γίνει δουλειά πλήρους απασχόλησης η απόσταση είναι μικρή. Μ όνο απ’ το μηδέν μέχρι την πρώτη πώληση είναι μακρύς ο δρόμος. Μ ακρύς, περίπλοκος, με μια δυο επιλογές που θα μπορούσα να έχω αποφύγει. Αλλά να που βρέθηκα, τέλος πάντων, στο πάρκο μπροστά από το παλάτι να διαφημίζω και καλά το προϊόν μου μουρμουρίζοντας «Φούντα;» προς κάθε περαστικό που μου φαινόταν ότι είχε αρκετές τρίχες ή επαρκώς τρελό ντύσιμο. Κι όταν κάποια στιγμή σταμάτησε να μου ζητήσει δυο γραμμάρια ένας τύπος με κούρεμα πεζοναύτη και μπλε πουκάμισο, εγώ φρίκαρα και το έβαλα στα πόδια.
18
JO NESBO
Ήξερα ότι δεν ήταν χαφιές. Οι χαφιέδες ήταν όλο μούσια και μαλλιά και κουφά ρούχα. Απλώς φοβόμουν μήπως ήταν τσιράκι του Ψαρά. Ύστερα από λίγο όμως κατάλαβα ότι ο Ψαράς δεν ασχολιόταν με μαρίδες σαν κι εμένα. Του αρκούσε η βεβαίωση ότι δεν ήσουν καρχαρίας κι ότι δεν ήθελες να χωθείς στα λημέρια του, στην αγορά αμφεταμίνης και ηρωίνης. Σαν τον Χόφμαν. Τα πράγματα δεν πήγαν καλά για τον Χόφμαν. Ο Χόφμαν δεν υπάρχει πια. Τίναξα το αποτσίγαρό μου ανάμεσα στις ταφόπλακες που στέκονταν μπροστά μου. Ο καθένας έχει όσο χρόνο του είναι γραφτό. Τον καίει μέχρι το φίλτρο κι ύστερα πάει ο χρόνος, αμείλικτος τελειώνει. Όμως αυτό δεν είναι το νόημα; Να τον ρουφήξουμε έως το φίλτρο, να μη μας τελειώσει πιο πριν; Τι νόημα και ξενόημα δηλαδή, αυτός ήταν εμένα ο σκοπός μου πια. Ποιος το χέζει το νόημα; Και μετά την κηδεία ούτε για τον σκοπό αυτό δεν ήμουν σίγουρος πια. Έκλεισα τα μάτια και στράφηκα στον ήλιο. Ήθελα να νιώσω στο δέρμα μου τη ζέστη, την απόλαυση. Ήλιος: Έλληνας θεός. Ή μάλλον είδωλο, όπως αποκαλούμε τους θεούς των άλλων στο άγιο ετούτο έδαφος. Δεν είναι φοβερά αλαζονικό ν’ αποκαλείς είδωλα όλους τους άλλους θεούς πλην του δικού σου; Μην έχεις άλλους θεούς πλην Εμού! Κάθε δικτάτορας με τα διατάγματά του. Η πλάκα είναι, φυσικά, ότι ούτε κι οι χριστιανοί συνειδητοποιούν τον αναγεννώμενο, αυτοεκπληρούμενο, αυτοτροφοδοτούμενο μηχανισμό που έχει συντελέσει, δυο χιλιάδες χρόνια τώρα, στην επιβίωση μιας δεισιδαιμονίας – μιας δεισιδαιμονίας που λέει πως το κλειδί, η σωτηρία, είναι αποκλειστικά προνόμιο εκείνων που έτυχε να γεννηθούν σε μια απειροελάχιστη χρονική περίοδο, μια αναλαμπή στην ιστορία του ανθρώπου, και σ’ ένα σημείο του πλανήτη όπου κάποιοι έτυχε ν’ ακούσουν το μήνυμα και να καταλάβουν ότι διακινούνταν το προϊόν «παράδεισος». Η ζέστη ξαφνικά εξαφανίστηκε. Κάποιο σύννεφο έκρυψε τον ήλιο. «Αυτή είναι η γιαγιά». Άνοιξα τα μάτια μου. Δεν επρόκειτο για σύννεφο. Ο ήλιος
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
19
δημιουργούσε ένα λαμπρό φωτοστέφανο γύρω από τα κόκκινα μαλλιά του αγοριού. «Τι είπες;» Το αγόρι έδειξε με το χέρι του. «Ο τάφος, εκεί που πέταξες το τσιγάρο σου». Κοίταξα ξοπίσω του. Είδα μια μικρή στήλη καπνού ν’ αναδύεται από τα λουλούδια μπροστά από μια μαύρη ταφόπλακα. «Συγγνώμη. Προσπαθούσα να πετύχω το μονοπάτι που βρίσκεται ανάμεσα». Το αγόρι δίπλωσε τα χέρια του στο στήθος. «Σοβαρά; Και πώς θα πετύχεις τους λαγόποδες όταν δεν μπορείς καλά καλά να πετύχεις ολόκληρο δρόμο;» «Καλή ερώτηση». «Θυμήθηκες κανένα ανέκδοτο, ντε;» «Όχι, δεν σου είπα ότι θα μου πάρει λίγη ώρα;» «Έχουν περάσει…» Κοίταξε το χέρι του. Δεν φορούσε ρολόι. «…είκοσι πέντε λεπτά». Δεν είχαν περάσει είκοσι πέντε λεπτά. Κατάλαβα ότι το ταξίδι μέχρι το καταφύγιο προμηνυόταν μακρύ. «Κνουτ! Μ ην τον πρήζεις τον άνθρωπο». Η μητέρα του. Βγήκε από την εκκλησία και προχώρησε προς την αυλόπορτα. Σηκώθηκα και την ακολούθησα. Το βήμα της ήταν χοροπηδηχτό, η πλάτη της λικνιζόταν και μου έφερε στον νου κύκνο. Ο χωματόδρομος που περνούσε μπροστά από την εκκλησία οδηγούσε στην πρώτη συστάδα σπιτιών κι ύστερα έμπαινες στο Κόσουν. Η ησυχία ήταν σχεδόν ανατριχιαστική. Άλλους ανθρώπους δεν είχα δει· μόνο αυτούς τους δύο και τον χθεσινοβραδινό Λάπωνα. «Γιατί δεν έχουν κουρτίνες στα σπίτια;» ρώτησα. «Γιατί ο Λαστάντιους μας έμαθε ν’ αφήνουμε το φως του Κυρίου να μπαίνει στις ζωές μας» απάντησε εκείνη. «Ποιος Λαστάντιους;» «Ο Λαρς Λέβι Λαστάντιους. Δεν γνωρίζεις τη διδασκαλία του, σοβαρολογείς;» Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά. Κάπου είχα διαβάσει γι’ αυτό τον ιερέα από τη Σουηδία που τον 19ο αιώνα είχε
20
JO NESBO
καταφέρει να εξαλείψει κάθε ψήγμα ανήθικης ζωής ανάμεσα στους ντόπιους, αλλά τη διδασκαλία του δεν την ήξερα, το παραδέχομαι, άσε που νόμιζα ότι κάτι τέτοια παλιομοδίτικα πράγματα είχαν εξαφανιστεί. «Δεν είσαι λασταντιανός;» ρώτησε το αγόρι. «Θα καείς στην κόλαση». «Κνουτ!» «Αφού το λέει κι ο παππούς! Κι ο παππούς ξέρει τι λέει γιατί έχει γυρίσει κι έχει κηρύξει σ’ όλο το Φίνμαρκ και τη βόρεια Τρουμς, αμέ!» «Ο παππούς λέει επίσης ότι δεν πρέπει να φωνάζεις από εδώ κι από εκεί για το τι πιστεύεις». Η γυναίκα με κοίταξε με βλέμμα απολογητικό. «Ο Κνουτ γίνεται λίγο φανατικός καμιά φορά. Από το Όσλο είσαι;» «Born and raised». «Οικογένεια δεν έχεις;» Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά. «Είσαι σίγουρος;» «Τι;» Εκείνη χαμογέλασε. «Δίστασες για λίγο. Χωρισμένος μήπως;» «Τότε σίγουρα θα καείς στην κόλαση!» φώναξε ο Κνουτ κι άρχισε να κουνάει τα δάχτυλά του λες κι ήθελε να θεριέψει τις φλόγες. «Όχι, δεν είμαι χωρισμένος». Παρατήρησα ότι η γυναίκα με κοιτούσε μόνο από το πλάι. «Ένας μοναχικός κυνηγός, λοιπόν. Κατά τ’ άλλα, με τι ασχολείσαι;» «Εμπόριο» απάντησα. Μ ια κίνηση μου τράβηξε την προσοχή, σήκωσα το βλέμμα μου κι είδα για μια στιγμή το πρόσωπο ενός άνδρα να μας κοιτάζει πίσω από κάτι κουρτίνες. Ύστερα ξαναχάθηκε. «Αλλά μόλις παραιτήθηκα. Προσπαθώ να βρω κάτι καινούργιο». «Κάτι καινούργιο» επανέλαβε εκείνη. Ακούστηκε σαν αναστεναγμός. «Κι εσύ; Καθαρίστρια;» είπα, περισσότερο για να πω κι εγώ κάτι.
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
21
«Η μαμά είναι νεωκόρος και χτυπάει την καμπάνα» είπε ο Κνουτ. «Ο παππούς λέει ότι θα έπρεπε αυτή να ήταν ο πάστορας. Αν ήταν άντρας, εννοώ». «Νόμιζα ότι ο νόμος επιτρέπει στις γυναίκες να γίνουν πάστορες, όχι;» Εκείνη γέλασε. «Γυναίκα πάστορας στο Κόσουν;» ρώτησε. Το αγόρι ξαναέκανε εκείνη την κίνηση με τις φλόγες της κολάσεως. «Φτάσαμε». Η γυναίκα γύρισε και μπήκε σ’ ένα μικρό σπίτι δίχως κουρτίνες. Στην αυλή ήταν παρκαρισμένο ένα Volvo χωρίς ρόδες, πάνω σε τσιμεντόλιθους, δίπλα σ’ ένα καρότσι με δυο σκουριασμένους τροχούς. «Αυτό είναι το αμάξι του μπαμπά» είπε ο Κνουτ. «Κι αυτό της μαμάς». Έδειξε έναν σκαραβαίο που βρισκόταν παρκαρισμένος στη σκιά, μέσα στο γκαράζ. Μ πήκαμε στο ξεκλείδωτο σπίτι. Η γυναίκα μού είπε να περιμένω στο σαλόνι ενώ εκείνη θα έψαχνε να βρει την καραμπίνα. Έμεινα να περιμένω στα όρθια, μαζί με τον Κνουτ. Η διαρρύθμιση ήταν σπαρτιατική· όμορφο δωμάτιο όμως, καθαρό και τακτοποιημένο. Έπιπλα συμπαγή, αλλά πουθενά τηλεόραση ή στερεοφωνικό. Ούτε φυτά εσωτερικού χώρου. Και οι μόνες φωτογραφίες στον τοίχο ήταν ο Ιησούς με τον αμνό και μια φωτογραφία γάμου. Πλησίασα. Ήταν εκείνη, χωρίς αμφιβολία. Ήταν γλυκιά, σχεδόν όμορφη μες στο λευκό της νυφικό. Ο άντρας στο πλευρό της ήταν ψηλός, με φαρδιές πλάτες. Το χαμογελαστό μα σκληρό και σκοτεινό του πρόσωπο μ’ έκανε για κάποιον λόγο να θυμηθώ το πρόσωπο που είχα δει στο παράθυρο. «Ουλφ, έλα εδώ!» Ακολούθησα τη φωνή και περνώντας από έναν διάδρομο βρέθηκα μπροστά στην ανοιχτή πόρτα ενός δωματίου που έμοιαζε με εργαστήρι. Το εργαστήρι του. Υπήρχε ένας μεγάλος ξύλινος πάγκος με σκουριασμένα ανταλλακτικά αυτοκινήτων, σπασμένα παιδικά παιχνίδια που έμοιαζαν ξεχασμένα εκεί καιρό κι άλλες μισοτελειωμένες κατασκευές. Η γυναίκα είχε βγάλει ένα κουτί με φυσίγγια και του έδειχνε
22
JO NESBO
μια καραμπίνα που κρεμόταν δίπλα σ’ ένα τουφέκι στερεωμένο στον τοίχο με δυο καρφιά τόσο ψηλά, που δεν μπορούσε να το φτάσει. Ψυλλιάστηκα ότι μου είχε πει να περιμένω στο σαλόνι για να προλάβει να τακτοποιήσει και να κρύψει κάνα δυο πράγματα. Είδα αποτυπώματα από μπουκάλια στον πάγκο. H μυρωδιά από τα ξίδια, το αλκοόλ και τα τσιγάρα ήταν αδιαμφισβήτητη. «Σφαίρες γι’ αυτό το τουφέκι δεν έχετε;» «Φυσικά» είπε εκείνη. «Λαγόποδες δεν θες να κυνηγήσεις όμως;» «Μ ε το τουφέκι είναι μεγαλύτερη η πρόκληση» είπα. Τεντώθηκα και το κατέβασα από τον τοίχο. Σκόπευσα προς τη μεριά του παραθύρου. Μ ια κίνηση στις κουρτίνες του διπλανού σπιτιού. «Άσε που γλιτώνεις μετά απ’ το να καθαρίζεις τα σκάγια απ’ το κουφάρι. Πώς γεμίζει αυτό εδώ;» Εκείνη με κοίταξε εξεταστικά, να δει αν της έκανα πλάκα. Ύστερα πλησίασε για να μου δείξει. Δεδομένης της δουλειάς μου, θα περίμενε κανείς να ξέρω πέντε πράγματα για διάφορα όπλα, μα το μόνο που χειρίζομαι καλά είναι τα περίστροφα. Η γυναίκα ήρθε κι έβαλε έναν γεμιστήρα στο τουφέκι, μου έδειξε τις λαβές και μου εξήγησε ότι ήταν ημιαυτόματο: Η νομοθεσία απαγόρευε να υπάρχουν παραπάνω από τρεις σφαίρες στον γεμιστήρα και μία μες στην κάννη. «Φυσικά» είπα εγώ και μιμήθηκα τις κινήσεις της. Αυτό που μου αρέσει στα όπλα είναι ο ήχος του καλολαδωμένου μετάλλου και η μηχανική τους ακρίβεια. Μ όνο. «Μ πορείς να χρησιμοποιήσεις κι αυτά» είπε. Έκανα μεταβολή. Η γυναίκα μού έδωσε ένα ζευγάρι κιάλια. Ήταν Β8, του σοβιετικού στρατού. O παππούς μου είχε αποκτήσει ένα παρόμοιο ζευγάρι με περίεργο τρόπο· το χρησιμοποιούσε για να μελετάει τις λεπτομέρειες σε διάφορες εκκλησίες. Έλεγε ότι πριν από τον πόλεμο όλα τα καλά οπτικά φτιάχνονταν στη Γερμανία και το πρώτο πράγμα που έκαναν οι Σοβιετικοί όταν κατέλαβαν την ανατολική μεριά ήταν να κλέψουν όλα τα βιομηχανικά μυστικά και να φτιάξουν φτηνότερα, μα εκπληκτικά αντίτυπα. Ένας Θεός ξέρει πώς είχε
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
23
βρεθεί εδώ αυτό το Β8. Άφησα το τουφέκι και κοίταξα μέσα από τα κιάλια. Προς τη μεριά του σπιτιού με το πρόσωπο στο παράθυρο. Κανείς. «Θα σε πληρώσω που τα χρησιμοποιώ, εννοείται». «Αηδίες». Πήρε το παλιό κουτί με τα φυσίγγια, μου έδωσε ένα άλλο. Το ακούμπησε μπροστά μου. «Ο Χιούγκο λέει ότι πρέπει να προφυλάσσουμε τις σφαίρες που χρησιμοποιούμε». «Πού είναι αυτός;» «Για ψάρεμα». Βλέποντας τις ρυτίδες στο πρόσωπό της σκέφτηκα ότι η ερώτησή μου ήταν μάλλον ανάρμοστη. «Έχεις φάει τίποτα; Ήπιες τίποτα;» με ρώτησε. Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά. Τώρα το συνειδητοποιούσα: Πόσα γεύματα είχα πραγματικά φάει από τότε που έφυγα απ’ το Όσλο; «Θα σου φτιάξω ένα γρήγορο μεσημεριανό και παίρνεις τα υπόλοιπα από το μαγαζί της Πίργιο. Θα σου δείξει ο Κνουτ». Ξαναβγήκαμε στα σκαλοπάτια. Εκείνη κοίταξε το ρολόι της. Να σιγουρευτεί ότι δεν έμεινα πολλή ώρα μες στο σπίτι: Μ η δίνουμε και λαβές για κουτσομπολιά στους γείτονες. Ο Κνουτ πηγαινοερχόταν σαν μανιακός πάνω κάτω στην αυλή, σαν θηρίο στο κλουβί. «Το καταφύγιο από εδώ είναι κάτι παραπάνω από μισή ώρα, αλλά λιγότερο από μία» είπε η γυναίκα. «Ανάλογα με το πόσο καλός είσαι στο περπάτημα». «Χμ. Δεν ξέρω πότε θα μου φέρουν το όπλο μου». «Δεν υπάρχει βιασύνη. Ο Χιούγκο δεν κυνηγάει μεγάλα θηράματα». Έγνεψα καταφατικά. Προσάρμοσα τον ιμάντα του τουφεκιού και το κρέμασα στον ώμο μου. Τον καλό. Κοίταξα πέρα από το χωριό. Προσπάθησα να βάλω τις σκέψεις μου σε τάξη. Εκείνη έγειρε το κεφάλι της στο πλάι, ακριβώς όπως κι ο γιος της, και τράβηξε μερικά μαλλιά από το πρόσωπό της. «Δεν σου φαίνεται και τόσο ωραίο, ε;» Η έκπληξη πρέπει να ήταν πρόδηλη στο πρόσωπό μου γιατί εκείνη γέλασε κοφτά και τα ψηλά της ζυγωματικά κοκκίνισαν
24
JO NESBO
λίγο. «Το Κόσουν εννοώ. Τα σπίτια μας. Κι όμως, κάποτε ήταν όμορφα. Πριν από τον πόλεμο. Όταν ήρθαν οι Ρώσοι το 1945 να διώξουν τους Γερμανούς, αυτοί αποχωρώντας έκαψαν τα πάντα πίσω τους. Τα πάντα, πλην της εκκλησίας». «Η τακτική της καμένης γης». «Οι άνθρωποι χρειάζονται σπίτια. Κι έτσι τα ξαναχτίσαμε στα γρήγορα. Και τα κάναμε άσχημα». «Μ πα, δεν είναι δα και τόσο άσχημα» είπα εγώ. «Πώς δεν είναι!» γέλασε εκείνη. «Τα σπίτια είναι άσχημα. Αλλά όχι οι άνθρωποι που τα κατοικούν». Κοίταξα την ουλή της. «Σε πιστεύω. Ώρα να πηγαίνουμε. Ευχαριστώ». Έκανα να της σφίξω το χέρι. Αυτή τη φορά δεν με σταμάτησε. Το χέρι της ήταν σταθερό και ζεστό, σαν λεία, ζεστή από τον ήλιο πέτρα. «Ειρήνη υμίν». Την κοίταξα καλά. Έμοιαζε να το εννοεί.
Το κατάστημα της Πίργιο βρισκόταν στο υπόγειο ενός σπιτιού. Ήταν σκοτεινά εκεί κάτω κι ο Κνουτ έπρεπε να φωνάξει «Πίργιο!» τρεις φορές πριν εκείνη εμφανιστεί. Ήταν μεγαλόσωμη και τροφαντή και φορούσε μαντίλα. Είπε με τσιριχτή φωνή: «Γιουμάλαν τέρβε». «Μ ε συγχωρείτε;» είπα εγώ. Εκείνη γύρισε και κοίταξε τον Κνουτ. «Μ ε την ευχή του Θεού» είπε εκείνος. «Η Πίργιο μιλάει φινλανδικά, αλλά ξέρει τις νορβηγικές λέξεις για τα προϊόντα της». Τα προϊόντα βρίσκονταν πίσω από τον πάγκο κι η Πίργιο τα έφερνε ένα ένα, ανάλογα με το τι της ζητούσα. Κρέας ταράνδου «Γιοϊκακάκερ» σε κονσέρβα, ψαροκεφτέδες σε κονσέρβα, λουκάνικα, τυρί, ψωμί ολικής άλεσης. Τους υπολογισμούς τούς έκανε προφανώς στο μυαλό της, γιατί, όταν της ζήτησα να πληρώσω, εκείνη έγραψε απλώς έναν
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
25
αριθμό πάνω σ’ ένα χαρτί και μου το έδειξε. Σκέφτηκα ότι έπρεπε να είχα βγάλει μερικά χαρτονομίσματα από το τσαντάκι πριν μπω μέσα. Μ η θέλοντας να φανερώσω ότι κυκλοφορούσα μ’ ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό πάνω μου –γύρω στις εκατόν δεκατρείς χιλιάδες κορόνες–, γύρισα την πλάτη μου στους άλλους δύο, πλησίασα τον τοίχο και ξεκούμπωσα τα δύο τελευταία κουμπιά του πουκαμίσου μου. «Δεν κατουράμε εδώ μέσα, Ουλφ» είπε ο Κνουτ. Γύρισα στο πλάι και τον κοίταξα. «Ένα αστείο έκανα» είπε εκείνος και γέλασε. Η Πίργιο μου έκανε νόημα ότι δεν είχε να μου δώσει ρέστα από το κατοστάρικο που της έδωσα. «Δεν πειράζει» της είπα. «Φιλοδώρημα». Μ ου απάντησε κάτι στη σκληρή κι ακατανόητη γλώσσα της. «Λέει να ξαναπεράσεις να πάρεις κι άλλα» είπε ο Κνουτ. «Τότε να γράψει το ποσό να το θυμάται». «Το θυμάται» είπε ο Κνουτ. «Έλα, πάμε».
Ο Κνουτ προπορευόταν στο μονοπάτι χορεύοντας. Ρείκια μπλέκονταν στα πόδια μας και γύρω απ’ τα κεφάλια μας σβούριζαν μυγάκια: η χαρά του οροπεδίου. «Ουλφ;» «Ναι;» «Γιατί τα μαλλιά σου είναι τόσο μακριά;» «Γιατί κανείς δεν μου τα κούρεψε». «Α». Είκοσι δευτερόλεπτα αργότερα: «Ουλφ;» «Χμμμ;» «Δεν μπορείς να μιλήσεις καθόλου φινλανδικά;» «Όχι». «Λαπωνικά;» «Ούτε». «Μ όνο νορβηγικά;»
26
JO NESBO
«Και αγγλικά». «Υπάρχουν πολλοί Άγγλοι εκεί κάτω στο Όσλο;» Σφάλισα τα μάτια μου γυρνώντας προς τον ήλιο. Αν ήταν μεσημέρι, σημαίνει ότι προχωρούσαμε δυτικά. «Στην πραγματικότητα όχι» είπα εγώ. «Αλλά τα αγγλικά είναι η παγκόσμια γλώσσα». «Ναι, η παγκόσμια γλώσσα. Αυτό λέει κι ο παππούς. Και λέει ότι τα νορβηγικά είναι η γλώσσα της λογικής. Αλλά τα λαπωνικά της καρδιάς. Και τα φινλανδικά είναι γλώσσα ιερή». «Αν το λέει ο παππούς, τότε εντάξει». «Ουλφ;» «Ναι;» «Σκέφτηκα ένα αστείο». «Οκέι». Ο μικρός κοντοστάθηκε, περίμενε κι άρχισε να περπατάει δίπλα μου, πάνω στα ρείκια. «Τι είναι αυτό που προχωράει, προχωράει, αλλά δεν φτάνει ποτέ;» «Α, αυτός είναι γρίφος όμως, όχι αστείο». «Να το πάρει το ποτάμι;» «Φυσικά και να το πάρει». Σκίασε με το χέρι το πρόσωπό του απ’ τον ήλιο και με τα μάτια μισόκλειστα μου είπε: «Λες ψέματα, Ουλφ». «Τι εννοείς;» «Την ξέρεις την απάντηση». «Πώς την ξέρω;» «Όλοι ξέρουν την απάντηση σ’ αυτό τον γρίφο. Γιατί λέτε συνέχεια ψέματα; Θα…» «Καούμε στην κόλαση;» «Ναι!» «Ποιοι;» «Ο μπαμπάς. Κι ο θείος Ούβε. Κι η μαμά». «Σοβαρά; Τι σόι ψέματα λέει η μαμά;» «Λέει ότι δεν πρέπει να φοβάμαι για τον μπαμπά. Σειρά σου να μου πεις αστείο τώρα». «Δεν είμαι καλός στο να λέω αστεία».
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
27
Ο μικρός μούτρωσε και κρέμασε το κεφάλι, ενώ τα χέρια του ταλαντεύονταν ανάμεσα στα ρείκια. «Oύτε να σημαδέψεις μπορείς ούτε για τους λαγόποδες ξέρεις τίποτα ούτε αστεία ξέρεις να λες. Ε, τι ξέρεις τότε;» «Τι να πω;» είπα και είδα ένα και μοναδικό πουλί να πετάει ψηλά πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Εποπτεύοντας. Κυνηγώντας. Τα δύσκαμπτα, γωνιώδη του φτερά μού θύμισαν πολεμικό αεροπλάνο. «Ξέρω να κρύβομαι όμως». «Ναι!» Το κεφάλι του πετάχτηκε όρθιο. «Μ πορούμε να παίξουμε κρυφτό. Ποιος τα φυλάει; Α μπε μπα μπλομ…» «Άντε τρέξε, πήγαινε κρύψου». Έκανε τρεις πήδους και σταμάτησε απότομα. «Τι έγινε;» «Το λες για ν’ απαλλαγείς από μένα». «Ν’ απαλλαγώ από σένα; Ποτέ». «Να, πάλι λες ψέματα!» Ανασήκωσα απλώς τους ώμους. «Μ πορούμε να παίξουμε το σιωπηλό παιχνίδι. Όποιος μιλήσει τον πυροβολούμε στο κεφάλι». Το αγόρι με κοίταξε έκπληκτο. «Στα ψέματα» είπα. «Εντάξει;» Ο μικρός έγνεψε με τα χείλη σφιγμένα. «Οκέι, πάμε λοιπόν» είπα εγώ. Περπατήσαμε αρκετά. Το τοπίο, που από απόσταση έμοιαζε τόσο μονότονο, μεταβαλλόταν συνεχώς: Τη μια το έδαφος ήταν μαλακό, κυματιστό, καλυμμένο με πράσινα και καφεκόκκινα ρείκια, την άλλη μετατρεπόταν σε βραχώδες, σημαδεμένο σεληνιακό τοπίο. Και ξαφνικά, στο φως του ήλιου –ενός κιτρινοκόκκινου δίσκου που είχε περιστραφεί μιάμιση φορά τριγύρω μου από τότε που έφτασα εδώ πάνω– το τοπίο άρχισε να λάμπει, λες κι έτρεχε λάβα πάνω στις ήπιες πλαγιές. Κι από πάνω μας ένας μεγάλος, πλατύς ουρανός. Δεν ξέρω γιατί έμοιαζε τόσο απέραντος ο ουρανός εδώ πάνω ή γιατί νόμιζα ότι μπορούσα να δω την καμπύλη της Γης. Ίσως να έφταιγε η έλλειψη ύπνου. Έχω διαβάσει ότι οι άνθρωποι μέχρι και ψυχωτικοί μπορούν να γίνουν ύστερα από δυο μερόνυχτα
28
JO NESBO
αϋπνίας. O Κνουτ προχωρούσε μπροστά με τη φακιδωτή του μουσούδα σκυθρωπή και σουφρωμένη. Τα σμήνη των κουνουπιών ολοένα και πλήθαιναν κι είχαμε μπει τώρα σ’ ένα ακόμα μεγαλύτερο σύννεφο εντόμων, απ’ το οποίο δεν λέγαμε να βγούμε. Είχα πάψει να προσπαθώ να σκοτώσω όσα κουνούπια κάθονταν επάνω μου. Χώνονταν στο δέρμα μου με τις προβοσκίδες τους γεμάτες αναισθητικό και τόσο ανώδυνα, που είχα σταματήσει να τα διώχνω από πάνω μου. Το σημαντικό αυτή τη στιγμή ήταν να μετράω μέτρα, χιλιόμετρα επί χιλιομέτρων ανάμεσα σ’ εμένα και στον πολιτισμό. Έπρεπε όμως να καταστρώσω και κάποιο σχέδιο. Ο Ψαράς πάντα βρίσκει αυτό που ψάχνει. Το μέχρι τώρα σχέδιο ήταν να μην κάνω σχέδια. Ό,τι και να σχεδίαζα λογικά, εκείνος θα το μάντευε. Η αυθαιρεσία ήταν η μοναδική μου ευκαιρία: να είμαι τόσο ασταθής, που ούτε εγώ να μη γνωρίζω την επόμενή μου κίνηση. Αργότερα όμως έπρεπε να σκεφτώ και κάτι. Αν υπήρχε «αργότερα». «Το ρολόι» είπε ο Κνουτ. «Η απάντηση στον γρίφο είναι το ρολόι». Έγνεψα καταφατικά. Όλα ήταν θέμα χρόνου. «Και τώρα μπορείς να με πυροβολήσεις στο κεφάλι, Ουλφ». «Ναι, καλά». «Κάν’ το, ντε!» «Γιατί;» «Για να τελειώνουμε. Δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από μια σφαίρα που δεν ξέρεις από πού θα σου ’ρθει». «Μ παμ». «Στο σχολείο σε πείραζαν, Ουλφ;» «Γιατί με ρωτάς αυτό το πράγμα;» «Γιατί μιλάς περίεργα». «Εκεί που μεγάλωσα όλοι έτσι μιλούν». «Πωπώ. Κι έτρωγαν όλοι πείραγμα, ε;» Δεν μπορούσα παρά να γελάσω. «Εντάξει, μπορεί και να με πείραζαν λίγο. Οι γονείς μου πέθαναν όταν ήμουν δέκα χρονών κι εγώ μετακόμισα απ’ τα ανατολικά προάστια στα δυτικά, στον
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
29
παππού μου, τον Μ πάσε. Τα άλλα παιδιά άρχισαν να με αποκαλούν “ Όλιβερ Τουίστ” και “σκουπίδι απ’ τ’ ανατολικά”». «Δεν είσαι όμως». «Σ’ ευχαριστώ». «Είσαι σκουπίδι από τον νότο». Έσκασε στα γέλια. «Ορίστε, ένα αστείο! Μ ου χρωστάς τρία τώρα!» «Θα ’θελα να ’ξερα από πού τα ξεσηκώνεις όλα αυτά, Κνουτ». Εκείνος σφάλισε το ένα μάτι και με κοίταξε. «Μ πορώ να κουβαλήσω το τουφέκι;» «Όχι». «Μ α είναι του πατέρα μου». «Είπα όχι». Εκείνος μούτρωσε και κρέμασε μουσούδα και χέρια προς το χώμα για λίγο, αλλά μετά ξαναΐσιωσε. Προχωρήσαμε βαριεστημένα. Άρχισε να μουρμουρίζει ένα τραγούδι. Δεν παίρνω όρκο, αλλά μου φάνηκε σαν θρησκευτικός ύμνος. Ήθελα να τον ρωτήσω πώς έλεγαν τη μητέρα του· ίσως να μου χρειαζόταν όταν επέστρεφα στο χωριό. Αν δεν θυμόμουν πού ήταν το σπίτι τους, ας πούμε. Για κάποιον λόγο όμως δεν τον ρώτησα. «Να το καταφύγιο» είπε ο Κνουτ κι έδειξε. Έβγαλα τα κιάλια. Εστίασα σωστά – κάτι που στα Β8 πρέπει να κάνεις σε κάθε διόπτρα ξεχωριστά. Πίσω από το κινούμενο σμήνος των κουνουπιών είδα κάτι που έμοιαζε περισσότερο με αποθήκη παρά με καταφύγιο. Δεν είδα πουθενά παράθυρα, μόνο κάτι σκασμένες γκρίζες αμπογιάτιστες σανίδες γύρω από μια λεπτή μαύρη καμινάδα. Προχωρήσαμε μπροστά κι εγώ σκεφτόμουν άλλα, όταν το μάτι μου έπιασε μια κίνηση: κάτι μεγαλύτερο από κουνούπι, στα εκατό περίπου μέτρα, κάτι που ξεπετάχτηκε απότομα απ’ το μονότονο τοπίο. Ένιωσα την καρδιά μου να σταματά για μια στιγμή. Ένα περίεργο κλακ κλακ ακούστηκε όταν το ζώο με τα μεγάλα κέρατα διέσχισε τρέχοντας τα ρείκια. «Τάρανδος» είπε απνευστί ο Κνουτ. Οι σφυγμοί μου ηρέμησαν σιγά σιγά. «Πού ξέρεις ότι δεν είναι
30
JO NESBO
ελάφι;» Ο Κνουτ με κοίταξε περίεργα. «Δεν έχουμε και πολλά ελαφοειδή στο Όσλο» είπα. «Είναι απλό. Ο τάρανδος έχει μεγαλύτερα κέρατα. Να, κοίτα πώς τα σαρώνει». Ο τάρανδος είχε σταματήσει σ’ ένα δασάκι πίσω από το καταφύγιο κι έξυνε τα κέρατά του σ’ έναν κορμό σημύδας. «Γιατί ξύνει τον φλοιό; Για να φάει;» O Kνουτ γέλασε. «Οι τάρανδοι τρώνε μόνο λειχήνες». Σωστά· λειχήνες και βρύα. Στο σχολείο κάποτε μας είχαν μάθει ότι υπήρχαν ειδικά βρύα που φύτρωναν εδώ στον Βόρειο Πόλο. Ότι τα γιόικ είναι τα αυτοσχέδια τραγούδια των Λαπώνων· ότι λάβου είναι ένα είδος ινδιάνικης σκηνής· ότι περισσότερο απέχει το Φίνμαρκ από το Όσλο απ’ ό,τι το Λονδίνο ή το Παρίσι· κι έναν κανόνα που σε βοηθούσε να θυμάσαι τις ονομασίες των φιόρδ, αλλά κανείς δεν θυμόταν ποιος ήταν αυτός ο κανόνας. Εγώ, πάντως, δεν τον θυμόμουν με τίποτα. Είχα βγάλει δεκαπέντε χρόνια σχολείου και δύο στο πανεπιστήμιο με καθαρές εικασίες. «Όταν ο τάρανδος σαρώνει τα κέρατά του, τα καθαρίζει» είπε ο Κνουτ. «Τώρα τον Αύγουστο το κάνουν. Όταν ήμουν μικρός, ο παππούς έλεγε ότι τους έτρωγαν τα κέρατά τους, γι’ αυτό τα έξυναν». Χαχάνισε, όπως χαχανίζουν καμιά φορά οι γέροι που μετανιώνουν για το πόσο αφελείς ήταν κάποτε. Πού να δεις πόσο αφελής είναι ακόμη ο ένας απ’ τους δυο μας, σκέφτηκα. Το καταφύγιο ακουμπούσε πάνω σε τέσσερις μεγάλες πλίνθους. Η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη, μα έπρεπε να την τραβήξω με δύναμη για να ξεκολλήσει από το κούφωμα. Στο εσωτερικό υπήρχε μια κουκέτα στρωμένη με μάλλινες κουβέρτες, μια σόμπα, μια στραπατσαρισμένη καφετιέρα κι ένα κατσαρολάκι πάνω σε μια εστία με δυο μάτια. Ένα πορτοκαλί εντοιχισμένο ντουλάπι, ένας κόκκινος πλαστικός κουβάς, δυο καρέκλες κι ένα τραπέζι που έγερνε προς τα δυτικά, επειδή ήταν στραβό ή επειδή ήταν κεκλιμένο το ξύλινο πάτωμα. Τελικά, το καταφύγιο είχε παράθυρα. Δεν τα είχα δει γιατί
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
31
ήταν μόνο κάτι μικρά φινιστρίνια· κάθε τοίχος είχε κι από ένα, πλην του τοίχου της πόρτας. Άφηναν να μπει αρκετό φως κι είχαν θέα προς όλες τις κατευθύνσεις: Μ πορούσες να δεις αν πλησίαζε κανείς απ’ οπουδήποτε. Σαν πολεμίστρες. Έκανα τρία βήματα από τη μια άκρη του καταφυγίου στην άλλη και συνειδητοποίησα ότι το κτίσμα έγερνε ολόκληρο, σαν τραπεζάκι καφενείου. Όμως το συμπέρασμά μου παρέμεινε το ίδιο: Το καταφύγιο ήταν τέλειο. Κοίταξα τριγύρω και θυμήθηκα αυτό που μου είχε πρωτοπεί ο παππούς μόλις ανέβασε τη βαλίτσα του δεκάχρονου εγγονού του στο σπίτι και ξεκλείδωσε την πόρτα: «M i casa es su casa». Kαι το πώς ένιωσα τι μου είχε πει, παρόλο που δεν είχα καταλάβει λέξη. «Θες καφέ πριν επιστρέψεις;» ρώτησα απαλά, ανοίγοντας το πορτάκι της σόμπας. Γκρίζες λεπτές στάχτες πετάχτηκαν έξω. «Είμαι δέκα χρονών» είπε ο Κνουτ. «Δεν πίνω καφέ. Χρειάζεσαι προσάναμμα. Και νερό». «Το βλέπω. Μ ήπως λίγο ψωμί τότε;» «Τσεκούρι έχεις; Μ αχαίρι;» Τον κοίταξα δίχως ν’ απαντήσω. Αυτός έστρεψε το βλέμμα προς τον ουρανό: Κυνηγός χωρίς μαχαίρι, αν είναι δυνατόν. «Καλά, μπορείς να δανειστείς αυτό για την ώρα» είπε ο Κνουτ κι έφερε το χέρι πίσω από την πλάτη του. Έβγαλε ένα τεράστιο μαχαίρι με πλατιά λεπίδα και κίτρινη λαβή. Ζύγισα το μαχαίρι με το χέρι μου. Βαρύ, αλλά όχι υπερβολικά βαρύ· είχε ωραίο ζύγισμα. Όπως θα έπρεπε να έχει κι ένα καλό πιστόλι. «Δώρο του μπαμπά σου;» «Δώρο του παππού. Είναι παραδοσιακό λαπωνέζικο». Συμφωνήσαμε ότι αυτός θα πήγαινε να φέρει προσάναμμα κι εγώ νερό. Πρέπει να χάρηκε που τον έβαλα να κάνει τη δουλειά του ενήλικα, γιατί άρπαξε το μαχαίρι και βγήκε έξω χοροπηδώντας. Βρήκα μια χαλαρή σανίδα στον τοίχο. Από πίσω της, ανάμεσα στα βρύα και την τύρφη που αποτελούσαν τη μόνωση του καταφυγίου, έκρυψα το τσαντάκι με τα χρήματα. Εκατό μέτρα πέρα απ’ το κτίσμα βρήκα ένα ρυάκι. Γεμίζοντας με
32
JO NESBO
νερό τον πλαστικό κουβά, άκουσα το ατσάλι που έκοβε τα κλαδιά των δέντρων μέσα στο δασάκι. Ενώ ο Κνουτ τοποθετούσε διάφορα κλαδιά και κομμάτια φλοιού στη σόμπα, εγώ καθάριζα το ντουλάπι από περιττώματα ποντικών. Τοποθέτησα τα φαγητά εντός. Ο μικρός δανείστηκε τα σπίρτα μου και ύστερα από λίγο η σόμπα είχε αρπάξει και η καφετιέρα άχνιζε. Παρατήρησα ότι ο καπνός απωθούσε τα κουνούπια. Άδραξα την ευκαιρία για να βγάλω το πουκάμισό μου και να ρίξω λίγο νερό απ’ τον κουβά στο πρόσωπό μου. «Τι είναι αυτό;» είπε ο Κνουτ κι έδειξε προς τη μεριά μου. «Αυτό;» είπα και πήρα ανάμεσα στα δάχτυλα τη στρατιωτική ταυτότητα που είχα κρεμασμένη στον λαιμό μου. «Το όνομα κι ο αριθμός ταυτότητάς μου, χαραγμένα σε μέταλλο που επιζεί κι ύστερα από πυρηνική καταστροφή. Έτσι, για να ξέρουν ποιον σκότωσαν». «Γιατί να το ξέρουν;» «Για να ξέρουν σε ποιον να στείλουν τα κοκαλάκια μου». «Χα χα» είπε εκείνος στεγνά. «Δεν πιάνεται γι’ αστείο αυτό». Το σφύριγμα της καφετιέρας είχε μετατραπεί σε προειδοποιητικό βουητό. Όταν έβαλα το καυτό υγρό σε μία από τις δύο ραγισμένες κούπες, ο Κνουτ είχε ήδη χώσει τα δόντια του στη δεύτερη χοντρή φέτα ψωμί με πατέ. Φύσηξα τη μαύρη λιπαρή επιφάνεια του καφέ. «Τι γεύση έχει ο καφές;» ρώτησε ο Κνουτ με μπουκωμένο στόμα. «Απαίσια την πρώτη φορά που πίνεις» είπα εγώ, δοκιμάζοντας μια γουλιά. «Έλα, τρώγε τώρα για να πας σπίτι σου πριν αρχίσει η μάνα σου ν’ ανησυχεί για το πού είσαι». «Ξέρει πού είμαι». Ο μικρός ακούμπησε και τους δύο αγκώνες του στο τραπέζι κι έχωσε το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια, μέχρι που τα μάγουλά του άγγιξαν τα μάτια του. «Αστείο». Ο καφές είχε την τέλεια γεύση και η κούπα μού ζέσταινε τα χέρια. «Ξέρεις για τον Νορβηγό, τον Δανό και τον Σουηδό που έκαναν διαγωνισμό για το ποιος θα καταφέρει να βγει περισσότερο έξω απ’ το παράθυρο;» Οι αγκώνες εξαφανίστηκαν απ’ το τραπέζι και ο μικρός με
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
33
κοίταξε με προσδοκία. «Όχι». «Κάθισαν κι οι τρεις τους στο περβάζι. Και ξαφνικά ο Νορβηγός νίκησε». Ακολούθησε σιωπή. Ρούφηξα λίγο ακόμα καφέ. Από την κενή έκφραση στο πρόσωπο του Κνουτ κατάλαβα ότι ο μικρός δεν είχε πιάσει το αστείο. «Πώς νίκησε δηλαδή;» με ρώτησε. «Εσύ πώς λες; Έπεσε από το παράθυρο». «Δηλαδή ο Νορβηγός είχε στοιχηματίσει στον εαυτό του;» «Εννοείται». «Δεν εννοείται κι έπρεπε να το είχες πει απ’ την αρχή». «Εν πάση περιπτώσει, τώρα το κατάλαβες τουλάχιστον» είπα αναστενάζοντας. «Λοιπόν;» Έφερε το ένα του δάχτυλο κάτω από το γεμάτο φακίδες πιγούνι του και κοίταξε σκεφτικός τον αέρα. Κι ύστερα γέλασε δυνατά, δυο φορές. Και μετά έμοιαζε πάλι να σκέφτεται. «Λίγο σύντομο ήταν» είπε. «Αυτό όμως το κάνει αστείο. Μπαμ και τελείωσε. Ναι, ναι, αστείο είναι, ναι». Γέλασε λιγάκι. «Ωραία λοιπόν…» «Ναι, ναι» είπε και σηκώθηκε όρθιος. «Θα έρθω πάλι αύριο». «Α, ναι; Γιατί;» «Για το λάδι για τα κουνούπια». «Ποιο λάδι για τα κουνούπια;» Πήρε την παλάμη μου και την ακούμπησε στο μέτωπό μου. Ήταν λες κι έπιανα χιλιάδες φουσκάλες. «Εντάξει» είπα. «Φέρε το λάδι για τα κουνούπια. Και μπίρες». «Μ πίρες. Θα καείς…» «…στην κόλαση, ξέρω». «…πρέπει να πας στην Άλτα». Σκέφτηκα τη μυρωδιά στο εργαστήρι του πατέρα του. «Φέρε καρσκ». «Ε;» «Σπιτικό αλκοόλ με καφέ. Αυτό που πίνει ο πατέρας σου. Ξέρεις από πού θα το πάρεις;» Ο Κνουτ έριξε το βάρος του από το ένα πόδι στο άλλο μια δυο φορές. «Απ’ τον Μ ατίς».
34
JO NESBO
«Α, τον στραβοκάνη τυπάκο με το τρύπιο μπουφάν;» «Ναι». Έβγαλα ένα χαρτονόμισμα από την τσέπη μου. «Κοίτα να δεις πόσο μπορείς να βρεις και πάρε κι ένα παγωτό για σένα. Αν δεν είναι αμαρτία, εννοώ». Ο Κνουτ κούνησε το κεφάλι και πήρε τα λεφτά. «Γεια, Ουλφ. Να έχεις κλειστή την πόρτα». «Μ πα, δεν χωράνε άλλα κουνούπια εδώ μέσα». «Όχι για τα κουνούπια. Για τους λύκους». Μ ε δούλευε ο μικρός; Όταν έφυγε, πήρα το τουφέκι και το ακούμπησα στο περβάζι ενός από τα φινιστρίνια. Kοίταξα μέσα απ’ τη διόπτρα, πάνω απ’ τη στέπα, όλο τον ορίζοντα. Είδα την πλάτη του Κνουτ που χόρευε ανάμεσα στις πέτρες. Κοίταξα το δάσος. Είδα τον τάρανδο. Σήκωσε αμέσως το κεφάλι του, λες και είχε διαισθανθεί την παρουσία μου. Οι τάρανδοι μετακινούνται σε κοπάδια, άρα αυτός ήταν μάλλον αποσυνάγωγος. Σαν εμένα. Βγήκα και κάθισα έξω από το καταφύγιο, να τελειώσω τον καφέ μου. Η ζέστη κι ο καπνός της σόμπας μού είχαν κάνει το κεφάλι καζάνι. Κοίταξα το ρολόι μου. Που προχωρούσε, προχωρούσε και δεν έφτανε. Είχαν περάσει σχεδόν εκατό ώρες. Εκατό ώρες από τον θάνατό μου. Eκατό ώρες· κι ο τάρανδος μπόνους. Όταν ξανακοίταξα προς το μέρος του, ο τάρανδος με είχε πλησιάσει.
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
35
3
κατό ώρες. Μ α το όλο ζήτημα είχε ξεκινήσει πολύ πιο πριν. Ποιος ξέρει από πού; Ας πούμε, εδώ κι έναν χρόνο, από τη μέρα που με πλησίασε ο Μ πρίνχιλσεν στο Σλοτσπάρκεν, μπροστά από το παλάτι. Ήμουν αγχωμένος· μόλις είχα μάθει ότι εκείνη ήταν άρρωστη. Ο Μ πρίνχιλσεν ήταν ένας τύπος με πρώιμη φαλάκρα, με σπασμένη μύτη και λεπτό σαν ξυράφι μουστάκι. Δούλευε για τον Χόφμαν πριν τον εξαγοράσει ο Ψαράς μαζί με τ’ άλλα εμπορεύματα του Χόφμαν, ήτοι το εμπόριο ηρωίνης, λευκής σαρκός και διάφορα διαμερίσματα στην Μ πίγκντοϊ Αλέ. Ο Μ πρίνχιλσεν με ειδοποίησε ότι ο Ψαράς ήθελε να μου μιλήσει και καλά θα έκανα να περνούσα από το ψαράδικο. Κι ύστερα έφυγε. Ο παππούς μου αγαπούσε πολύ τις ισπανικές παροιμίες. Τις είχε μάθει κατά τη διαμονή του στη Βαρκελώνη, ενώ σχεδίαζε τη δική του εκδοχή της Σαγκράδα Φαμίλια. Η πιο συχνή ήταν η εξής: Ήμασταν που ήμασταν πολλοί στο σπίτι, έμεινε κι η γιαγιά έγκυος. Σημαίνει κάτι του στιλ: Δεν μας έφταναν τα προβλήματα που είχαμε, αποκτήσαμε κι άλλα τώρα. Πήγα όμως και τον συνάντησα στο κατάστημα του Ψαρά στο Γιουνγκστόργκε την επόμενη μέρα· όχι επειδή γούσταρα αλλά επειδή η εναλλακτική –να μην πήγαινα– ήταν αδιανόητη. Ο
Ε
36
JO NESBO
Ψαράς είναι πανίσχυρος. Και πάρα πολύ επικίνδυνος. Όλοι ξέρουν πώς έκοψε το κεφάλι του Χόφμαν λέγοντας πως αυτά συμβαίνουν σ’ εκείνους που ανεβαίνουν υπερβολικά ψηλά. Ή την ιστορία με τα δυο του βαποράκια που ξαφνικά εξαφανίστηκαν, όταν έκλεψαν την πραμάτεια που πουλούσαν. Κανείς δεν τους ξανάδε. Μ ερικοί άρχισαν να λένε ότι οι κεφτέδες του ψαράδικου έγιναν ιδιαιτέρως νόστιμοι τους επόμενους μήνες. Ο Ψαράς δεν προσπάθησε να καταλαγιάσει τις φήμες. Έτσι προστατεύουν επιχειρηματίες αυτού του τύπου την επικράτειά τους: μ’ ένα μείγμα από φήμες, μισο-αλήθειες και σκληρά γεγονότα για το τι συνέβη σ’ όσους τόλμησαν να τους κοροϊδέψουν. Εγώ δεν προσπάθησα να τον κοροϊδέψω. Παρ’ όλα αυτά, ίδρωνα και ξεΐδρωνα σαν πρεζόνι που έχει να πάρει τη δόση του τρεις μέρες καθώς στεκόμουν στο μαγαζί του κι ανακοίνωνα την άφιξή μου σε μια γυναίκα μεγάλης ηλικίας πίσω από τον πάγκο. Δεν ξέρω αν πάτησε κάποιο κουμπί για να τον ειδοποιήσει, αλλά αμέσως είδα τις περιστρεφόμενες πόρτες ν’ ανοίγουν και τον Ψαρά να εμφανίζεται μ’ ένα φαρδύ χαμόγελο, ντυμένος στα λευκά απ’ την κορυφή ως τα νύχια – λευκό σκουφί, λευκό πουκάμισο και παντελόνι, λευκή ποδιά, λευκά αθλητικά παπούτσια. Μ ου έτεινε το μεγάλο υγρό του χέρι. Πήγαμε στο πίσω δωμάτιο. Λευκά πλακάκια παντού: στο πάτωμα, στους τοίχους. Κατά μήκος των τοίχων έστεκαν μεταλλικά βαρέλια με φιλέτα σε άλμη, χλωμά σαν πτώματα. «Συγγνώμη για τη μυρωδιά, Γιουν, φτιάχνω ψαροκεφτέδες». Ο Ψαράς τράβηξε μια καρέκλα από ένα μεταλλικό τραπέζι στη μέση του δωματίου. «Κάθισε». «Μ όνο χασίς πουλάω» του είπα εγώ και κάθισα. «Ούτε σπιντ ούτε ηρωίνη». «Το ξέρω. Ο λόγος που σ’ έφερα εδώ είναι επειδή σκότωσες έναν υπάλληλό μου. Τον Τούραλφ Γιούνσεν». Τον κοίταξα απελπισμένα. Αυτό ήταν. Θα γινόμουν ψαροκεφτέδες. «Πολύ έξυπνο, Γιουν. Κι ακόμα πιο έξυπνο να καμουφλάρεις τη δολοφονία ως αυτοκτονία. Όλοι γνωρίζαμε πόσο… σκοτεινή
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
37
ψυχή είχε ο Τούραλφ». Ο Ψαράς έκοψε ένα κομμάτι φιλέτο και το έβαλε στο στόμα. «Η αστυνομία ούτε που υποψιάστηκε τίποτα. Εδώ που τα λέμε, ούτε εγώ κατάλαβα ότι ο Τούραλφ δεν είχε πυροβοληθεί. Μ έχρι που ένας γνωστός μου στο Σώμα μού αποκάλυψε ότι το όπλο που βρέθηκε δίπλα του ήταν καταχωρισμένο στ’ όνομά σου. Γιουν Χάνσεν. Έτσι σε τσέκαρα λίγο. Και τότε βγήκε η γκόμενα του Τούραλφ και μας είπε ότι σου χρωστούσε χρήματα. Κι ότι είχες προσπαθήσει να τα πάρεις πίσω μια δυο μέρες πριν πεθάνει. Σωστά;» Στραβοκατάπια. «Ο Τούραλφ αγαπούσε το τσιγαράκι του. Γνωριζόμασταν καλά, ήμασταν φίλοι από παιδιά, κάποια στιγμή και συγκάτοικοι. Κι ύστερα μπλέχτηκε με χρέη». Προσπάθησα να χαμογελάσω. Σκέφτηκα ότι έμοιαζα ηλίθιος. «Χαζομάρα να παρακάμπτεις τους κανόνες της δουλειάς για τους φίλους, ε;» Ο Ψαράς μού χαμογέλασε κι αυτός κι ύστερα σήκωσε ένα ψαροφιλέτο στον αέρα, το κοίταξε προσεκτικά και το στριφογύρισε αργά αργά. «Ποτέ δεν αφήνουμε φίλους, συγγενείς και υπαλλήλους μας να μας χρωστάνε, Γιουν. Ποτέ. Εντάξει, μπορείς να δώσεις ένα ελάχιστο χρονικό περιθώριο για αποπληρωμή, αλλά στο τέλος πρέπει να δείξεις ότι οι κανόνες είναι κανόνες. Σκέφτεσαι σαν κι εμένα, Γιουν. Είσαι σταθερός στις αρχές σου. Όσοι τις παραβιάζουν τιμωρούνται. Είτε μεγάλοι είτε μικροί. Άγνωστοι μαφιόζοι ή τ’ αδέρφι σου. Είναι ο μοναδικός τρόπος να προστατεύσεις την περιοχή σου. Ακόμα και το κωλομαγαζάκι σου στο Σλοτσπάρκεν. Πόσα κερδίζεις; Πέντε χιλιάρικα τον μήνα;» Ανασήκωσα τους ώμους μου. «Κάτι τέτοιο». «Σέβομαι αυτό που κάνεις». «Μ α…» «Ο Τούραλφ μού ήταν πολύ σημαντικός. Ήταν ο εισπράκτοράς μου. Κι αν θες, o διαβιβαστής μου. Ο άνθρωπος που δεν είχε πρόβλημα να ξεφορτωθεί τους κακούς οφειλέτες μου. Δεν βρίσκεις εύκολα τέτοιους συνεργάτες στη σημερινή κοινωνία. Οι άνθρωποι έχουν γίνει μαλθακοί. Έχει γίνει δυνατόν να είσαι μαλθακός και να επιβιώνεις!» Έχωσε όλο το
38
JO NESBO
φιλέτο στο στόμα του. «Διεστραμμένα πράγματα». Ενώ εκείνος μασουλούσε, ζύγιζα τις επιλογές μου. Η καλύτερη φαινόταν να πεταχτώ όρθιος και να φύγω τρέχοντας απ’ το κατάστημα, να χαθώ μες στην πλατεία. «Όπως καταλαβαίνεις λοιπόν, μου έχεις βάλει δύσκολα» είπε εκείνος. Θα έστελνε τους δικούς του να με προφτάσουν και να με καθαρίσουν, προφανώς, αλλά τουλάχιστον δεν θα γινόμουν ζύμη για ψαροκεφτέδες αν με σκότωναν στον δρόμο. «Σκέφτομαι λοιπόν: Ποιον ξέρω που δεν κωλώνει να κάνει ό,τι χρειάζεται; Που μπορεί και να σκοτώσει αν είναι απαραίτητο; Δυο ανθρώπους ξέρω. Ο ένας είναι αποτελεσματικός αλλά ίσως υπερβολικά πρόθυμος να σκοτώσει· και κάτι τέτοιο μου φαίνεται επίσης…» –καθάρισε το κενό ανάμεσα στους δύο κοπτήρες του– «…διεστραμμένο». Κοίταξε το απολειφάδι που είχε μείνει στο νύχι του. «Άσε που δεν ξέρει να κόβει τα νύχια του σωστά. Δεν έχω ανάγκη από μια ανώμαλη φτερού. Από κάποιον που ξέρει να μιλάει στους ανθρώπους έχω. Πρώτα να τους μιλάει, κι αν αυτό δεν πιάσει, τότε να τους καθαρίζει. Οπότε πόσα θες, Γιουν;» «Για ποιο πράγμα;» «Για σένα, αγόρι μου. Οκτώ χιλιάρικα τον μήνα;» Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου. «Όχι; Να πούμε δέκα; Και τριάντα σε μπόνους σε περίπτωση ξεκαθαρίσματος;» «Μ ου ζητάς να…» «Δώδεκα. Για δες σκληρό παζάρι ο Γιουν! Αλλά, εντάξει, σε σέβομαι κιόλας». Ανέπνευσα βαθιά, από τη μύτη. Μ ου ζητούσε ν’ αναλάβω τη δουλειά του εισπράκτορα, του διαβιβαστή, τη δουλειά του Τούραλφ. Ξεροκατάπια. Κι άρχισα να σκέφτομαι. Δεν τη γούσταρα καθόλου αυτή τη δουλειά. Ούτε τα λεφτά του ήθελα. Μ α τα χρειαζόμουν. Τα χρειαζόμουν για κείνη.
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
39
«Δώδεκα…» είπα. «Μ ια χαρά μού ακούγονται».
Η δουλειά ήταν απλή. Μ ε το που έλεγα ότι ήμουν ο εισπράκτορας του Ψαρά, να σου τα λεφτά πάνω στο τραπέζι. Ούτε δούλευα πολύ· συνήθως καθόμουν στο πίσω μέρος του ψαράδικου κι έπαιζα χαρτιά με τον Μ πρίνχιλσεν, που πάντα έκλεβε, και τον Στίρκερ, που μιλούσε συνεχώς για τα ροτβάιλερ που είχε και για το πόσο αποτελεσματικά ήταν. Βαριόμουν, φοβόμουν, αλλά το χρήμα έρεε κι είχα υπολογίσει ότι, αν καθάριζα κι έναν δυο, θα μπορούσα να πληρώσω τη θεραπεία της για έναν ολόκληρο χρόνο. Ελπίζοντας να υπήρχε ακόμη χρόνος. Ο άνθρωπος μπορεί να συνηθίσει τα πάντα· ακόμα και τη βρομιά απ’ τα ψάρια. Μ ια μέρα ήρθε ο Ψαράς και μου είπε ότι είχε μια κάπως μεγαλύτερη δουλειά, που χρειαζόταν διακριτικότητα και ταχύτητα. «Αγοράζει σπιντ από μένα εδώ και χρόνια» είπε ο Ψαράς. «Κι απ’ τη στιγμή που δεν είναι ούτε φίλος ούτε συγγενής ούτε υπάλληλος, μπορεί κι αγοράζει με πίστωση. Ποτέ στο παρελθόν δεν είχαμε προβλήματα, μέχρι που άρχισε να μου καθυστερεί τις πληρωμές». Επρόκειτο για τον Κόσμο, έναν μεγαλύτερο σε ηλικία τύπο, που πουλούσε σπιντ στο Χρυσόψαρο. Το Χρυσόψαρο ήταν ένα καφέ δίπλα στη θάλασσα. Τα παράθυρά του είχαν γίνει γκρίζα απ’ το καυσαέριο και τη σκόνη από τα διερχόμενα αυτοκίνητα και σπάνια υπήρχαν παραπάνω από τρεις τέσσερις άνθρωποι εντός. Το στιλάκι του Κόσμο ήταν το εξής: Ο πελάτης ερχόταν και καθόταν στο διπλανό τραπέζι, που ήταν πάντα αδειανό, γιατί ο Κόσμο κρεμούσε πάντα το μπουφάν του στην καρέκλα κι άφηνε ανοιχτό πάνω στο τραπέζι το περιοδικό Σπίτι. Ο ίδιος καθόταν δίπλα κι έλυνε σταυρόλεξα σ’ εφημερίδες. Στην Aftenposten το μίνι σταυρόλεξο της Βε-Γκε, το μεγάλο σταυρόλεξο του Χέλγκε
40
JO NESBO
Σάιπ στην Dagbladet. Κι αυτό του Σπιτιού, βεβαίως. Είχε μάλιστα κερδίσει το νορβηγικό πρωτάθλημα σταυρολέξου του Σπιτιού δύο φορές. Εσύ πήγαινες κι άφηνες έναν φάκελο με χρήματα μέσα στο Σπίτι και μετά πήγαινες στο μπάνιο, κι όταν επέστρεφες, ο φάκελος είχε μέσα σπιντ αντί για χρήματα. Ήταν νωρίς το πρωί. Όταν μπήκα στο Χρυσόψαρο, υπήρχαν μόνο τρεις τέσσερις πελάτες. Κάθισα δυο τραπέζια μακριά από τον τύπο, παρήγγειλα καφέ και γύρισα στις σελίδες με τα σταυρόλεξα. Έξυσα το κεφάλι μου με το μολύβι. Έγειρα προς τα εμπρός. «Συγγνώμη». Έπρεπε να το επαναλάβω άλλες δυο φορές πριν ο Κόσμο σηκώσει το βλέμμα του απ’ το σταυρόλεξό του. Φορούσε γυαλιά με πορτοκαλί φακούς. «Μ ε συγχωρείτε, αλλά χρειάζομαι μια βοήθεια. Απλήρωτο, πέντε γράμματα, το πρώτο χ». «Χρέος» είπε εκείνος και ξαναβούτηξε στη δουλειά του. «Φυσικά. Σας ευχαριστώ». Χαμογέλασα καθώς συμπλήρωνα τα κουτάκια. Περίμενα λίγο, ήπια λίγο ακόμα απ’ το αδύναμο ρόφημά μου με γεύση καφέ. Ξερόβηξα: «Μ ε συγχωρείτε, λυπάμαι που σας ενοχλώ ξανά, αλλά μήπως μπορείτε να με βοηθήσετε και σ’ αυτό; Κυνηγός, πέντε γράμματα, αρχίζει από ψα». «Ψαράς» απάντησε εκείνος δίχως να σηκώσει το βλέμμα του. Αλλά τον είδα που ταράχτηκε όταν άκουσε τον εαυτό του να προφέρει τη λέξη. «Και μια τελευταία λέξη» του είπα. «Eργαλείο. Πέντε γράμματα, αρχίζει από σφ». Ξεκόλλησε το βλέμμα απ’ το περιοδικό του και με κοίταξε. Το καρύδι ανεβοκατέβηκε στον αξύριστο λαιμό του. Του χαμογέλασα απολογητικά. «Ξέρετε, η προθεσμία για την υποβολή των σταυρολέξων είναι σήμερα το απόγευμα. Πρέπει να φύγω τώρα, έχω κάτι δουλειές, αλλά θα επιστρέψω σε δύο ώρες ακριβώς. Θα σας αφήσω την εφημερίδα για να συμπληρώσετε την απάντηση, όταν τη βρείτε». Κατέβηκα μέχρι τη θάλασσα, άναψα τσιγάρο κι άρχισα να
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
41
σκέφτομαι. Δεν ήξερα τι παιζόταν, ούτε γιατί δεν είχε καταφέρει ν’ αποπληρώσει το χρέος του. Κι ούτε ήθελα να μάθω. Δεν ήθελα να χαραχτεί το απελπισμένο του πρόσωπο στο μυαλό μου. Μ ου έφτανε το δικό της. Το μικρό χλωμό της πρόσωπο πάνω στο μαξιλάρι, στο νοσοκομείο Ούλεβολ. Όταν επέστρεψα, ο Κόσμο έμοιαζε απορροφημένος στο σταυρόλεξό του, αλλά όταν ξεφύλλισα το περιοδικό μου βρήκα μέσα έναν φάκελο. Ο Ψαράς μού είπε αργότερα ότι ήταν ολόκληρο το ποσό κι ότι ήμουν καλός στη δουλειά μου. Ποσώς μ’ ενδιέφερε. Είχα μιλήσει με τον γιατρό. Τα προγνωστικά δεν ήταν καλά. Δεν θα τον έβγαζε τον χρόνο αν δεν άρχιζε άμεσα τη θεραπεία της. Κι έτσι πήγα κι εγώ στον Ψαρά και του είπα πώς είχαν τα πράγματα. Ότι χρειαζόμουν δάνειο. «Σόρι, Γιουν, δεν μπορώ να σου δανείσω. Είσαι υπάλληλός μου, σωστά;» Έγνεψα καταφατικά. Τι σκατά θα έκανα; «Αλλά ίσως να σου βρω τη λύση στο πρόβλημά σου. Χρειάζομαι μια εξυπηρέτηση». Σκατά. Κάποτε θα ερχόταν κι αυτή η στιγμή, μα ήλπιζα ν’ αργούσε πολύ· αφού είχα βγάλει όσα χρειαζόμουν, αφού είχα παραιτηθεί. «Έχω ακούσει ότι σ’ αρέσει να λες πως η πρώτη φορά είναι απαίσια. Είσαι τυχερός, λοιπόν» είπε. «Αφού δεν θα είναι η πρώτη σου φορά». Προσπάθησα να χαμογελάσω. Δεν μπορούσε να ξέρει ότι δεν είχα σκοτώσει τον Τούραλφ. Ότι το πιστόλι στ’ όνομά μου ήταν από κατάστημα αθλητικών, ένα περίστροφο μικρού διαμετρήματος, που ο Τούραλφ χρειαζόταν για να κάνει μια δουλειά, επειδή είχε ποινικό μητρώο ως πολιτικός αμφισβητίας από την Ανατολική Γερμανία και δεν μπορούσε ν’ αγοράσει όπλο. Κι έτσι εγώ, που δεν με είχαν τσακώσει ποτέ για τίποτα, ούτε καν για το χασισάκι που πουλούσα, πήγα και του το αγόρασα με αντάλλαγμα ένα μικρό ποσό. Δεν τον ξανάδα. Και το ποσό που θα εισέπραττα και θα έδινα για τη θεραπεία της δεν το έλαβα ποτέ. Ο κακομοίρης, καταθλιπτικός κόκκινος Τούραλφ
42
JO NESBO
είχε κάνει ακριβώς αυτό που νόμιζε η αστυνομία: Είχε αυτοκτονήσει. Δεν είχα ούτε αξίες ούτε λεφτά. Κι ούτε είχα βάψει τα χέρια μου με αίμα. Ακόμη. Τριάντα χιλιάδες, μπόνους. Kάτι ήταν κι αυτό. Κάτι σημαντικό.
Πετάχτηκα στον ύπνο μου. Τα κουνούπια έκαναν πάρτι στη μάλλινη κουβέρτα. Δεν μ’ είχαν ξυπνήσει αυτά όμως. Ένα θρηνώδες ουρλιαχτό είχε βιάσει την ησυχία του οροπεδίου. Λύκοι; Νόμιζα ότι ούρλιαζαν στο φεγγάρι, τον χειμώνα, όχι σ’ αυτό τον καταραμένο ήλιο που κρεμόταν συνεχώς πάνω στον καμένο άχρωμο ουρανό. Ίσως να ήταν και κάποιος σκύλος. Οι Λάπωνες τους χρησιμοποιούσαν για να ελέγχουν τις αγέλες των ταράνδων, σωστά; Γύρισα πλευρό στο στενό μου κρεβάτι, ξεχνώντας τον πονεμένο μου ώμο. Έβρισα και ξαναγύρισα από την άλλη. Το ουρλιαχτό ακούστηκε λες κι ερχόταν από μακριά, αλλά ποιος ξέρει; Το καλοκαίρι, λένε, ο ήχος ταξιδεύει αργότερα απ’ ό,τι τον χειμώνα. Ίσως το ζώο να ήταν λίγο παραπέρα. Έκλεισα τα μάτια μου, αλλά κατάλαβα ότι δεν θα με ξανάπαιρνε ο ύπνος. Κι έτσι σηκώθηκα, πήρα τα κιάλια, πλησίασα ένα φινιστρίνι και κοίταξα κατά μήκος του ορίζοντα. Τίποτα. Απλώς τικ τακ, τικ τακ.
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
43
4
Κνουτ έφερε μαζί του ένα γυαλιστερό κολλώδες δύσοσμο απωθητικό για τα κουνούπια, που μπορεί να ήταν και ναπάλμ. Και δυο γυμνές φιάλες με πώματα από φελλό, που περιείχαν ένα στιλπνό δύσοσμο υγρό που μύριζε πατατέλαιο κι ήταν σίγουρα ναπάλμ. Ο ήλιος ήταν ακόμα πιο έντονος τώρα το πρωί κι είχε σηκωθεί αέρας, που σφύριζε στην καπνοδόχο. Οι σκιές απ’ τα συννεφάκια γλιστρούσαν πάνω στο έρημο, μονότονο, κυματοειδές τοπίο σαν αγέλες ταράνδων, χρωματίζοντας κυπαρισσί για λίγα δευτερόλεπτα τα ανοιχτά πράσινα λιβάδια και σβήνοντας στον ορίζοντα την αντανάκλαση του φωτός πάνω στις λιμνούλες και τη λάμψη των μικροσκοπικών κρυστάλλων πάνω στους γυμνούς βράχους. Σαν ένα απότομο μπάσο σε υψίφωνο τραγούδι. Σε ελάσσονα κλίμακα, εν πάση περιπτώσει. «Η μαμά είπε ότι είσαι προσκεκλημένος να έρθεις στη συνάθροιση στον ναό» είπε το αγόρι. Είχε καθίσει στο τραπέζι ακριβώς απέναντί μου. «Σοβαρά;» είπα και χάιδεψα τις μποτίλιες με το αλκοόλ. Τις είχα ξανακλείσει δίχως να τις δοκιμάσω. Προκαταρκτικά παιχνίδια. Η υπομονή ανταμείβεται: Το κυρίως πιάτο είναι ακόμα ωραιότερο μετά. Ενδεχομένως και χειρότερο. «Πιστεύει ότι μπορείς να σωθείς». «Αλλά εσύ δεν το πιστεύεις;»
Ο
44
JO NESBO
«Δεν πιστεύω ότι θα σωθείς». Σηκώθηκα και πλησίασα τα φινιστρίνια. Ο τάρανδος είχε επιστρέψει. Όταν τον είδα πρωί πρωί, ησύχασα. Οι λύκοι έχουν εξαφανιστεί στη Νορβηγία, έτσι δεν είναι; «Ο παππούς μου σχεδίαζε εκκλησίες» είπα. «Ήταν αρχιτέκτονας. Αλλά δεν πίστευε στον Θεό. Όταν πεθαίνουμε, πεθαίνουμε, έλεγε. Αυτό μάλλον πιστεύω κι εγώ». «Ούτε στον Ιησού πίστευε;» «Αν δεν πίστευε στον Θεό, δεν θα πίστευε ούτε στον Υιό του, Κνουτ». «Κατάλαβα». «Τι κατάλαβες;» «Ότι κι αυτός στην κόλαση θα καεί». Γέλασα απαλά. «Αν είναι να καεί, θα έχει καεί ήδη. Πέθανε όταν ήμουν δεκαεννιά. Δεν το βρίσκεις λίγο άδικο όμως; Ο παππούς μου ήταν καλός άνθρωπος, βοηθούσε όσους χρειάζονταν βοήθεια, πράγμα που δεν μπορώ να πω για πολλούς απ’ τους χριστιανούς που γνωρίζω. Αν είχα έστω και τη μισή καλοσύνη του παππού μου…» Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου. Λευκά στίγματα άρχισαν να εμφανίζονται εμπρός μου. Είναι δυνατόν να μου έκαιγε ο ήλιος τον κερατοειδή; Λες να θαμπωνόμουν από την αντανάκλαση του φωτός μες στο κατακαλόκαιρο, όπως στα χιόνια; «O παππούς μου λέει ότι οι καλές πράξεις δεν βοηθούν, Ουλφ. Ο παππούς σου καίγεται αυτή τη στιγμή και σύντομα θα καείς κι εσύ». «Μ άλιστα. Δηλαδή μου λες ότι, αν πάω στη συνάθροιση κι αποδεχτώ τον Ιησού κι αυτό τον Λαστάντιους, τότε θα πάω στον παράδεισο, παρόλο που ποτέ μου δεν βοήθησα κανέναν σε τίποτα;» Το αγόρι έξυσε την κόκκινη χαίτη του. «Εεεεεε, ναιαιαι. Τουλάχιστον αν αποδεχτείς το δόγμα Λινγκ». «Γιατί, υπάρχουν κι άλλα;» «Πώς. Υπάρχουν οι μικροπρωτότοκοι λασταντιανοί στην Άλτα, οι λουντμπεργιανοί της νότιας Τρούμσε, οι παλαιολασταντιανοί στην Αμερική και…»
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
45
«Κι όλοι αυτοί θα καούν στην κόλαση;» «Αυτό λέει ο παππούς». «Απ’ ό,τι φαίνεται, ο παράδεισος θα έχει μεγάλες άπλες. Για σκέψου: Αν είχαμε ανταλλάξει παππούδες, εσύ θα ήσουν άθεος κι εγώ λασταντιανός. Και τότε ποιος θα καιγόταν; Εσύ». «Μ πορεί. Ευτυχώς όμως θα καείς εσύ, Ουλφ». Αναστέναξα. Το τοπίο είχε κάτι το αδιάλειπτο. Λες και δεν συνέβαινε τίποτα, λες και τίποτα δεν μπορούσε να συμβεί. Λες κι ήταν φυσικά αναλλοίωτο. «Ε, Ουλφ;» «Ναι;» «Σου λείπει ο μπαμπάς σου;» «Όχι». Ο Κνουτ κοντοστάθηκε. «Γιατί, δεν ήταν καλός;» «Νομίζω πως ήταν. Αλλά ξεχνάμε πολύ εύκολα όταν είμαστε παιδιά». «Επιτρέπεται;» ρώτησε εκείνος χαμηλόφωνα. «Να μη σου λείπει ο μπαμπάς σου, εννοώ». Γύρισα και τον κοίταξα. «Νομίζω πως ναι». Χασμουρήθηκα. Ένας πόνος στον ώμο. Είχα ανάγκη από λίγο αλκοόλ. «Είσαι πραγματικά ολομόναχος, Ουλφ; Δεν έχεις κανέναν;» Σκέφτηκα την ερώτησή του. Κι όμως ήμουν. Θεέ μου. Κούνησα το κεφάλι μου. «Μ άντεψε ποιον σκέφτομαι, Ουλφ». «Τον μπαμπά σου; Τον παππού σου;» «Όχι» είπε εκείνος. «Σκέφτομαι τη Ριστίινα». Είπα να μη ρωτήσω γιατί περίμενε να το έχω μαντέψει. Η γλώσσα μου ήταν σαν ξερό σφουγγάρι, αλλά έπρεπε να περιμένω να φύγει για να πιω. Μ έχρι και ρέστα μού είχε φέρει ο μικρός. «Και ποια είναι η Ριστίινα;» «Πηγαίνει στην πέμπτη. Έχει μακριά χρυσά μαλλιά. Έχει πάει κατασκήνωση στο Καουτοκέινο. Κι εμείς εκεί έπρεπε να ήμαστε». «Τι σόι κατασκήνωση;» «Κατασκήνωση, ντε». «Και τι κάνετε εκεί;»
46
JO NESBO
«Εμείς οι μικροί παίζουμε. Όταν δεν έχουμε συναντήσεις και κήρυγμα δηλαδή. Αλλά ήρθε ο Ρόγκερ και ρώτησε τη Ριστίινα αν θέλει να γίνει το κορίτσι του. Κι ίσως τη φίλησε κιόλας». «Και δεν είναι αμαρτία να φιλιούνται;» Ο μικρός έγειρε το κεφάλι του στο πλάι. Σφάλισε σφιχτά τα μάτια του. «Δεν ξέρω. Πριν φύγει, της είπα ότι την αγαπώ». «Στα ίσια;» «Ναι». Έγειρε προς το μέρος μου και ψιθύρισε με βλέμμα απλανές και φωνή ξέπνοη: «Ριστίινα, σ’ αγαπώ». Ύστερα με ξανακοίταξε. «Καλά δεν έκανα;» «Κι εκείνη τι απάντησε; Οκέι;» «Ε, ναι. Τι λες να σημαίνει, Ουλφ;» «Πφφ, τι να σου πω. Μ πορεί να σημαίνει ότι της έπεσε λίγο βαρύ. Η αγάπη είναι μεγάλη λέξη. Αλλά μπορεί και να σημαίνει ότι θέλει να το σκεφτεί και λίγο». «Λες να έχω ελπίδες;» «Φυσικά». «Παρόλο που έχω ράμματα;» «Τι ράμματα;» Ξεκόλλησε το λευκοπλάστ που είχε στο μέτωπο. Το χλωμό του δέρμα από κάτω είχε ακόμη ουλές. «Τι συνέβη;» «Έπεσα απ’ τις σκάλες». «Να της πεις ότι το έπαθες από τάρανδο, ότι παλέψατε για το ποιος θα κυριαρχήσει. Κι ότι νίκησες, φυσικά!» «Καλά, χαζός είσαι; Σιγά μην το πιστέψει!» «Ναι, αλλά είναι αστείο. Και στα κορίτσια αρέσουν τ’ αγόρια που λένε αστεία». Δάγκωσε το πάνω χείλος του. «Δεν μου λες ψέματα, έτσι, Ουλφ;» «Άκου να δεις. Ακόμα κι αν δεν έχεις ελπίδες μ’ αυτήν τη Ριστίινα φέτος το καλοκαίρι, θα έρθουν άλλες Ριστίινες και άλλα καλοκαίρια. Θα έχεις μεγάλη επιτυχία με τα κορίτσια». «Γιατί;» «Γιατί;» Τον ζύγισα με το βλέμμα μου. Μ ήπως ήταν μικροκαμωμένος για την ηλικία του; Πάντως, ήταν ξύπνιος για
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
47
το μπόι του. Οι κοκκινομάλληδες με φακίδες μπορεί να μην έχουν τρελή επιτυχία στις γυναίκες, αλλά οι μόδες έρχονται και παρέρχονται. «Να μου το θυμηθείς. Είσαι ο Μ ικ Τζάγκερ του Φίνμαρκ». «Ποιος;» «Ο Τζέιμς Μ ποντ». Μ ε κοίταζε δίχως να με καταλαβαίνει. «Ο Πολ Μ ακάρτνεϊ;» δοκίμασα ξανά. Καμία αντίδραση. «Οι Beatls; “She loves you, yeah yeah yeah”;» «Δεν το ’χεις στο τραγούδι, Ουλφ». «Σωστά». Άνοιξα το πορτάκι της σόμπας, έχωσα μέσα ένα υγρό πανί και άπλωσα τις βρεγμένες στάχτες στη χιλιογυαλισμένη διόπτρα του τουφεκιού. «Κι εσύ γιατί δεν είσαι κατασκήνωση;» «Ο μπαμπάς έχει πάει για ψάρεμα και πρέπει να τον περιμένουμε». Το μάτι μου έπιασε μια σύσπαση στην ουλή του στόματός του· κάτι δεν πήγαινε καλά. Αποφάσισα να μη ρωτήσω. Κοίταξα τη διόπτρα. Ήλπιζα με τις στάχτες να μην αντανακλά πια στον ήλιο, ώστε να μην καταλάβουν ότι τους περιμένω με το τουφέκι στο χέρι. «Πάμε έξω» είπα. Ο αέρας είχε διώξει τα κουνούπια και καθίσαμε στη λιακάδα. Ο τάρανδος απομακρύνθηκε λίγο όταν εμφανιστήκαμε. Ο Κνουτ είχε μαζί του το μαχαίρι κι ένα χοντρό κλαδί που καθάριζε. «Ουλφ;» «Δεν χρειάζεται να λες τ’ όνομά μου κάθε φορά που θες να με ρωτήσεις κάτι». «Καλά. Αλλά, Ουλφ;» «Ναι;» «Θα μεθύσεις όταν φύγω;» «Όχι» είπα ψέματα. «Εντάξει». «Ανησυχείς για μένα;» «Απλώς νομίζω ότι είναι χαζό να πας στην κόλαση και…» «…και να καώ;» Ο μικρός γέλασε. Σήκωσε το κλαδί, προσπαθώντας να
48
JO NESBO
σφυρίξει με τα δύο δάχτυλα ανάμεσα απ’ τα δόντια του. «Ουλφ;» Αναστέναξα παραδομένος. «Ναι;» «Έχεις ληστέψει ποτέ σου τράπεζα;» «Στο καλό σου, γιατί το λες αυτό;» «Κουβαλάς τόσα λεφτά επάνω σου». Έβγαλα το πακέτο μου με τα τσιγάρα. Το στριφογύρισα λίγο στα δάχτυλά μου. «Τα ταξίδια είναι ακριβά» του είπα. «Και δεν έχω καρνέ επιταγών». «Και το πιστόλι στην τσέπη του σακακιού σου;» Γύρισα και τον κοίταξα με τα μάτια μισόκλειστα, προσπαθώντας ν’ ανάψω τσιγάρο, μα ο αέρας έσβηνε τη φλόγα. Το αγόρι είχε ελέγξει το σακάκι μου πριν με ξυπνήσει στην εκκλησία. «Οι άνθρωποι που κουβαλούν λεφτά και δεν έχουν καρνέ πρέπει να είναι πολύ προσεκτικοί». «Ουλφ;» «Ναι;» «Ούτε στα ψέματα το ’χεις». Έσκασα στα γέλια. «Τι θα το κάνεις αυτό το ραβδί;» «Λαβή για κουπί» είπε και συνέχισε να το σκαλίζει.
Όταν έφυγε το αγόρι, ηρέμησα. Αναμφισβήτητα. Αλλά δεν θα με πείραζε κι αν είχε μείνει λίγο παραπάνω. Μ ε ψυχαγωγούσε κατά κάποιον τρόπο, αυτό να λέγεται. Συνέχισα να κάθομαι αποχαυνωμένος στον ήλιο. Ο τάρανδος είχε ξαναπλησιάσει. Φαίνεται με είχε συνηθίσει. Έμοιαζε τόσο μόνος του. Οι άνθρωποι πιστεύουν ότι οι τάρανδοι είναι χοντροί τέτοιες εποχές, αλλά αυτός εδώ ήταν αδύνατος. Ισχνός, γκρίζος και με κάτι τεράστια κέρατα δίχως νόημα, που κάποτε μπορεί να γοήτευαν τα θηλυκά, τώρα όμως φαίνονταν απλώς να τον εμποδίζουν. Το ζώο βρισκόταν τόσο κοντά, που μπορούσα ν’ ακούσω τον
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
49
ήχο που έκανε όταν μασούσε. Σήκωσε το κεφάλι του και με κοίταξε. Ή μάλλον κοίταξε προς το μέρος μου: Οι τάρανδοι δεν βλέπουν καλά. Έχουν μόνο την αίσθηση της όσφρησης. Το ζώο με μύριζε. Έκλεισα τα μάτια μου.
Πόσος καιρός έχει περάσει; Δυο χρόνια; Ένας χρόνος; Ο τύπος που έπρεπε να καθαρίσω λεγόταν Γκουστάβο· θα τον σκότωνα την αυγή. Ζούσε μονάχος του σ’ ένα μικρό εγκαταλειμμένο ξύλινο σπίτι, ανάμεσα στις πολυκατοικίες της Χουμανσμπίεν. Μ όλις το είχε στρώσει το χιόνι, αλλά ο καιρός ήταν ήπιος και θυμάμαι να σκέφτομαι ότι τα ίχνη από τα παπούτσια μου θα έλιωναν γρήγορα. Χτύπησα το κουδούνι. Όταν άνοιξε, κόλλησα το πιστόλι μου στο μέτωπό του. Πισωπάτησε και τον ακολούθησα. Έκλεισα την πόρτα ξοπίσω μας. Το σπίτι μύριζε καπνό και τηγανητό λίπος. Ο Ψαράς μού είχε πει ότι πρόσφατα είχε ανακαλύψει ότι ο Γκουστάβο –από τους σταθερούς πωλητές του στον δρόμο– είχε σφετεριστεί χρήματα και μαύρο. Η δουλειά μου ήταν να τον σκοτώσω, απλά κι ωραία. Και τα πράγματα θα ήταν τώρα πολύ διαφορετικά αν τα είχα καταφέρει. Μ α έκανα δύο λάθη: Τον κοίταξα στο πρόσωπο κι ύστερα τον άφησα να μιλήσει. «Θα με πυροβολήσεις;» «Ναι» είπα εγώ. Αντί να τον πυροβολήσω. Είχε μάτια καφετιά, σαν σκυλιού, κι ένα ψιλό μουστάκι που κρεμόταν περίλυπο δεξιά κι αριστερά απ’ τα χείλη του. «Πόσα σου δίνει ο Ψαράς;» «Αρκετά». Πίεσα τη σκανδάλη. Ο βολβός από το ένα μάτι του άρχισε να πάλλεται. Ο άντρας χασμουρήθηκε. Έχω ακούσει ότι τα σκυλιά χασμουριούνται όταν είναι νευρικά. Αλλά η σκανδάλη δεν ήθελε να κουνηθεί. Λάθος· το δάχτυλό μου δεν ήθελε να κουνηθεί. Διάολε. Πίσω του, στον διάδρομο, είδα ένα ράφι. Είχε επάνω ένα ζευγάρι γάντια κι ένα μπλε μάλλινο σκουφί.
50
JO NESBO
«Φόρα τον σκούφο σου» είπα. «Τι;» «Το σκουφί σου. Κάλυψε το πρόσωπό σου. Τώρα. Αλλιώς…» Εκείνος υπάκουσε. Μ ετατράπηκε σε μπλε μαλακό κεφάλι κούκλας δίχως χαρακτηριστικά. Πόσο αξιολύπητος φαινόταν έτσι όπως στεκόταν μπροστά μου, με τη φουσκωτή του κοιλίτσα κάτω από το κοντομάνικο που έγραφε Esso και τα χέρια του να κρέμονται δίπλα στο κορμί του. Ήξερα ότι θα έβαζα τέρμα σ’ όλο αυτό. Φτάνει να μην έβλεπα πια το πρόσωπό του. Σημάδεψα το μπλε σκουφί. «Μ πορούμε να τα μοιραστούμε». Είδα το στόμα του να κινείται πίσω απ’ το μάλλινο ύφασμα. Τράβηξα τη σκανδάλη. Το ορκίζομαι· την τράβηξα. Αλλά μάλλον κάποιο λάθος έκανα, γιατί ξανάκουσα τη φωνή του: «Αν μ’ αφήσεις να φύγω, θα πάρεις τα μισά χρήματα κι αμφεταμίνες. Μ ιλάμε για ενενήντα χιλιάρικα μετρητά. Κι ο Ψαράς δεν θα πάρει χαμπάρι, γιατί θα εξαφανιστώ για πάντα. Θα φύγω στο εξωτερικό, θα βρω νέα ταυτότητα. Σου τ’ ορκίζομαι». Το μυαλό είναι μια περίεργη θαυμαστή εφεύρεση. Την ίδια στιγμή που ένα του κομμάτι ήξερε ότι όλο αυτό ήταν μια ηλιθιότητα, ένα άλλο ζύγιζε ήδη τις επιλογές μου. Ενενήντα χιλιάρικα. Και τριάντα χιλιάρικα μπόνους. Και δίχως να χρειαστεί να σκοτώσω τον τύπο. «Έτσι και ξαναεμφανιστείς είμαι νεκρός» του είπα. «Τότε είμαστε κι οι δυο νεκροί» απάντησε. «Μ όνο που εσύ θα πάρεις και τα χρήματα». Σκατά. «Ο Ψαράς περιμένει να δει ένα πτώμα όμως». «Πες του ότι χρειάστηκε ν’ απαλλαγείς από το πτώμα μου». «Για ποιον λόγο;» Σιωπή πίσω απ’ τον σκούφο. Για δύο δευτερόλεπτα. Ύστερα: «Γιατί ήταν αποδεικτικό στοιχείο εναντίον σου. Υπολόγιζες να με πυροβολήσεις στο κεφάλι, αλλά η σφαίρα σφηνώθηκε στο κρανίο και δεν ξαναβγήκε. Συμβαίνουν αυτά με το πιστόλι που κουβαλάς. Η σφαίρα μένει στο κρανίο και μπορεί να σε συνδέσει με τον φόνο, γιατί έχεις χρησιμοποιήσει κι αλλού το πιστόλι.
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
51
Έτσι έχωσες το πτώμα μου στο πορτμπαγκάζ και το έριξες στη θάλασσα». «Δεν έχω αμάξι». «Ε, τότε πήρες το δικό μου. Θα πάμε να το παρκάρουμε δίπλα στο Μ πούνεφιουρ. Δίπλωμα έχεις;» Κατένευσα. Σκεπτόμενος πως τέτοια πράγματα δεν γίνονται. Σκεπτόμενος πως ήταν μια πάρα πολύ κακή ιδέα. Ξανάφερα το πιστόλι στο μέτωπό του. Αλλά ήταν πολύ αργά, εκείνος είχε ήδη βγάλει το σκουφί και μου χαμογελούσε πλατιά. Μ ε τα μάτια του γεμάτα ζωντάνια. Ένα χρυσό δόντι γυάλισε στο φως. Εκ των υστέρων μπορεί ν’ αναρωτηθεί κανείς γιατί δεν πυροβόλησα τον Γκουστάβο στο υπόγειο, αφότου μου έδωσε τα χρήματα και τα ναρκωτικά που είχε κρυμμένα στον κάδο με τα κάρβουνα. Θα μπορούσα να έχω κλείσει το φως και να του τη χώσω στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Ο Ψαράς θα έβλεπε το πτώμα κι εγώ θα είχα πάρει όχι μόνο τα μισά αλλά όλα τα λεφτά και δεν θα χρειαζόταν να τριγυρνώ και ν’ ανησυχώ μήπως ο Γκουστάβο ξανάκανε την εμφάνισή του. Να ένας απλός υπολογισμός για ένα υπέροχο μυαλό. Μ όνο που εμένα μου κόστιζε ακόμα πιο πολύ το να του χώσω μια σφαίρα στο κεφάλι. Ήξερα ότι χρειαζόταν τ’ άλλα μισά χρήματα για να εξαφανιστεί και να παραμείνει κρυμμένος. Η αλήθεια ήταν ότι ήμουν ένας αξιολύπητος δειλός τύπος που του αξίζουν όλα τα σκατά που η τύχη τού επιφύλαξε. Αλλά της Άννας δεν της άξιζαν. Της Άννας τής άξιζε κάτι καλύτερο. Της άξιζε να ζήσει. Κλικ κλακ. Άνοιξα τα μάτια μου. Ο τάρανδος είχε εξαφανιστεί. Κάποιος ερχόταν προς το μέρος μου.
52
JO NESBO
5
ον είδα μέσα από τη διόπτρα. Προχωρούσε με μικρά βήματα. Ήταν στραβοκάνης και κοντός, τόσο, που τα ρείκια τού έφταναν μέχρι τον καβάλο. Κατέβασα το τουφέκι. Φτάνοντας στο καταφύγιο, έβγαλε το καπέλο του γελωτοποιού και σκούπισε τον ιδρώτα του. Μ ου χαμογέλασε. «Αχ και να ’χα ένα παγωμένο βίιντνα τώρα». «Φοβάμαι πως δεν…» «Λαπωνέζικο οινόπνευμα. Απ’ τα καλύτερα ποτά. Έχεις δυο μποτίλιες». Ανασήκωσα τους ώμους μου και μπήκαμε στο καταφύγιο. Άνοιξα τη μια μποτίλια. Άδειασα το διαφανές χλιαρό ποτό στις δύο κούπες. «Γεια μας» είπε ο Μ ατίς και ρούφηξε τη μία. Δεν είπα τίποτα, απλώς κατέβασα κι εγώ το δηλητήριο. Μ ε μιμήθηκε. Σκούπισε το στόμα του. «Α! Τι ωραίο που είναι». Έφερε προς το μέρος μου την κούπα του. Την ξαναγέμισα. «Ακολούθησες τον Κνουτ;» «Ήξερα ότι δεν ήρθε να πάρει βίιντνα για τον πατέρα του. Έπρεπε να σιγουρευτώ ότι δεν το πήρε για τον εαυτό του. Κάποιος δεν πρέπει να έχει την ευθύνη του;» Χαμογέλασε πλατιά κι ένα καφέ ζουμί κύλησε κάτω απ’ το πάνω χείλος του,
Τ
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
53
στα κίτρινα δόντια του. «Ώστε εδώ μένεις». Κατένευσα. «Το κυνήγι πώς πάει;» Ανασήκωσα τους ώμους μου. «Μ ε τόσο λίγα ποντίκια και λέμινγκ φέτος, δεν έχει και πολλούς λαγόποδες». «Έχεις τουφέκι, βλέπω. Δεν έχουμε και πολλούς άγριους ταράνδους στο Φίνμαρκ». Ήπια μια γουλιά ακόμα. Η γεύση του ήταν πραγματικά απαίσια, παρόλο που η πρώτη γουλιά είχε ήδη καταστρέψει τα αισθητήριά μου. «Σκεφτόμουν, Ουλφ… Τι δουλειά έχει ένας άντρας σαν κι εσένα σ’ ένα χωριουδάκι σαν το Κόσουν; Δεν είσαι κυνηγός. Δεν ήρθες για να βρεις την ησυχία σου. Αν ήταν, θα μας το ’λεγες. Τι ήρθες να κάνεις;» «Τι λες για τον καιρό που μας έρχεται;» Ξαναγέμισα την κούπα του. «Θα σηκώσει κι άλλον αέρα; Συννεφιά μήπως;» «Συγγνώμη που επεμβαίνω, αλλά μάλλον θες να ξεφύγεις από κάτι. Απ’ την αστυνομία; Μ ήπως χρωστάς τίποτα χρήματα;» Χασμουρήθηκα. «Πού το ήξερες ότι οι μποτίλιες δεν ήταν για τον πατέρα του Κνουτ;» Το κοντό, πλατύ του μέτωπο συνοφρυώθηκε. «Για τον Χιούγκο;» «Το μύρισα το αλκοόλ στο εργαστήριό του. Ο τύπος δεν απέχει απ’ το ποτό». «Μ πήκες στο δωμάτιό του; Σ’ έβαλε η Λέα μες στο σπίτι;» Λέα. Τη λένε Λέα. «Εσένα; Έναν άπιστο; Για δες…» Ξαφνικά σταμάτησε, τα μάτια του άστραψαν, έγειρε προς το μέρος μου και με χτύπησε γελώντας στον πονεμένο μου ώμο. «Αυτό είναι! Γυναίκες! Είσαι ένας παλιομασκαράς γαμιάς! Και σε κυνηγάει ο σύζυγος, ε; Ε;» Έτριψα τον ώμο μου. «Πώς το κατάλαβες;» Ο Μ ατίς έδειξε με τα δάχτυλα τα μικρά σχιστά του μάτια. «Εμείς οι Λάπωνες είμαστε παιδιά της γης, ξέρεις. Εσείς οι Νορβηγοί ακολουθείτε ό,τι σας λέει η λογική, αλλά εμείς είμαστε σαμάνοι. Δεν καταλαβαίνουμε· διαισθανόμαστε, βλέπουμε». «Η Λέα μού δάνεισε αυτό το τουφέκι» είπα. «Μ έχρι να
54
JO NESBO
γυρίσει ο άντρας της από το ψάρεμα». Ο Μ ατίς με κοίταξε. Τα σαγόνια του πήγαιναν πάνω κάτω, στριφογυρίζοντας ημικυκλικά. Ήπιε μια μικρή γουλιά απ’ την κούπα και είπε: «Τότε μπορείς να το κρατήσεις όσο θες». «Τι εννοείς;» «Μ ε ρώτησες πώς και ήξερα ότι το αλκοόλ δεν ήταν για τον Χιούγκο. Επειδή ο Χιούγκο δεν πρόκειται να γυρίσει απ’ το ψάρεμα». Κι άλλη γουλίτσα. «Έμαθα σήμερα το πρωί ότι βρήκαν το καπέλο της νιτσεράδας του». Σήκωσε το βλέμμα προς το μέρος μου. «Η Λέα δεν σου είπε τίποτα; Σωστά, σιγά μην έλεγε. Το εκκλησίασμα προσεύχεται για τον Χιούγκο σαράντα μέρες τώρα. Η προσευχή τούς κάνει να πιστεύουν ότι θα σωθεί, όσο κακό καιρό κι αν έχει μέσα. Οτιδήποτε άλλο θα ισοδυναμούσε με αμαρτία για τους λασταντιανούς». Κατένευσα. Ώστε αυτό εννοούσε ο Κνουτ όταν έλεγε ότι η μητέρα του στα ψεύτικα τον καθησύχαζε, λέγοντάς του ότι δεν έπρεπε να φοβάται για τον μπαμπά του. «Αλλά τώρα μπορούν πια να σταματήσουν» είπε ο Μ ατίς. «Μ πορούν να πουν ότι τους έστειλε σημάδι ο Θεός». «Δηλαδή σήμερα το πρωί βρήκαν το καπέλο του; Η ομάδα διάσωσης;» «Ποια ομάδα διάσωσης;» είπε γελώντας ο Μ ατίς. «Αυτοί έχουν σταματήσει να ψάχνουν εδώ και μια βδομάδα. Ένας άλλος ψαράς βρήκε το καπέλο στα δυτικά του νησιού Βασέγια». Κοίταξε το απορημένο μου βλέμμα. «Οι ψαράδες στα μέρη μας γράφουν τ’ όνομά τους στο εσωτερικό των καπέλων τους, γιατί τα καπέλα επιπλέουν καλύτερα απ’ τους ψαράδες… Για να είναι σίγουροι οι συγγενείς, καταλαβαίνεις…» «Τι τραγικό» είπα εγώ. Εκείνος κοίταξε λίγο αφηρημένος στον αέρα. «Μ πα, υπάρχουν πολύ μεγαλύτερες τραγωδίες απ’ το να είσαι η χήρα του Χιούγκο Ελίασεν». «Τι θες να πεις;» «Αυτό που λέω». Κοίταξε με νόημα την κούπα του. Δεν ξέρω γιατί ήταν τόσο αχόρταγος με το αλκοόλ· πρέπει να είχε ολόκληρα βαρέλια σπίτι
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
55
του. Ίσως η παραγωγή κόστιζε πολύ. Γέμισα την κούπα του. Ίσα ίσα που δρόσισε τα χείλη του με το υγρό. «Όπα, σόρι» είπε κι άφησε μια πορδή. «Που λες, οι δυο Ελίασεν, τ’ αδέρφια, ήταν κωλοπαίδια από τότε που ήταν μόμολα. Έμαθαν να παίζουν μπουνιές από πολύ μικρά. Και να πίνουν. Και να κάνουν ό,τι τους γουστάρει. Κι όλα αυτά τα έμαθαν φυσικά απ’ τον πατέρα τους, που είχε δυο βάρκες κι οκτώ άντρες που δούλευαν μούτσοι για την πάρτη του. Κι η Λέα ήταν το ομορφότερο κορίτσι του Κόσουν, με τα μακριά μαύρα της μαλλιά κι αυτά τα μάτια της. Παρόλο που είχε την ουλή στο πάνω χείλος. Ο πατέρας της, ο Γιάκουμπ ο ιεροκήρυκας, την πρόσεχε σαν τα μάτια του. Ξέρεις, αν κάποιος λασταντιανός γαμήσει πριν από τον γάμο, τότε η μπόχα τούς πιάνει όλους, αγόρια, κορίτσια, παιδιά. Όχι ότι η Λέα δεν πρόσεχε… Είναι δυνατή γυναίκα. Ξέρει τι θέλει. Αλλά απέναντι στον Χιούγκο Ελίασεν…» Αναστέναξε βαριά. Στροβίλισε λίγο το υγρό μέσα στην κούπα. Περίμενα, μέχρι που κατάλαβα ότι περίμενε να τον ρωτήσω εγώ. «Και τι συνέβη;» «Κανείς δεν ξέρει, μάνα μου, μόνο αυτοί οι δύο. Αλλά ένα είναι σίγουρο: Κάτι περίεργο έγινε. Αυτή ήταν δεκαοκτώ και δεν είχε γυρίσει να τον κοιτάξει ούτε μια φορά. Κι εκείνος στα είκοσι τέσσερα κι έξαλλος γιατί πίστευε ότι η Λέα έπρεπε να ευλογεί το χώμα που πατούσε η αφεντιά του – ολόκληρος κληρονόμος δύο βαρκών ήταν! Ένα βράδυ, λοιπόν, τα έπιναν στους Ελίασεν. Κάποιοι άλλοι είχαν συγκέντρωση σ’ ένα σπίτι λασταντιανών. Η Λέα επέστρεψε σπίτι μόνη της. Ήταν νύχτα, κανείς δεν είδε τίποτα, αλλά μερικοί είπαν ότι άκουσαν τις φωνές τους, της Λέα και του Χιούγκο, πριν ακουστεί μια κραυγή κι ύστερα σιωπή. Τέλος πάντων, έναν μήνα αργότερα, ο Χιούγκο στεκόταν σαν κοκόρι μπροστά στην Αγία Τράπεζα και κοίταζε τον Γιάκουμπ Σάρα, που με παγωμένο βλέμμα συνόδευε την κόρη του προς το μέρος του. Εκείνη έκλαιγε κι ήταν γεμάτη μελανιές στον λαιμό και στα μάγουλα. Και να σου πω; Δεν ήταν ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία φορά που την είδαμε έτσι». Άδειασε την κούπα του
56
JO NESBO
και σηκώθηκε όρθιος. «Αλλά τι ξέρω κι εγώ ο κακομοίρης ο Λάπωνας; Ίσως και να ήταν ευτυχισμένοι. Κάποιος δεν πρέπει να ’ναι; Δεν μπορεί, οι άνθρωποι παντρεύονται συνέχεια. Γι’ αυτό πρέπει να πηγαίνω κι εγώ σπίτι τώρα: Έχω να παραδώσω τα ποτά για τον γάμο στο Κόσουν σε τρεις μέρες. Θα ’ρθεις;» «Εγώ; Πολύ φοβάμαι ότι δεν είμαι προσκεκλημένος. Πήγαινε». «Κανείς δεν χρειάζεται πρόσκληση· όλοι καλεσμένοι είναι. Δεν έχεις ξαναπάει σε λαπωνέζικο γάμο;» Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά. «Ε, τότε πρέπει να ’ρθεις. Το γλεντάμε για τρεις μέρες τουλάχιστον. Έχουμε καλό φαΐ, καυλωμένες γυναίκες και το οινόπνευμα του Μ ατίς». «Ευχαριστώ, αλλά έχω να κάνω διάφορα εδώ πέρα». «Εδώ;» Εκείνος γέλασε και φόρεσε το πολύχρωμο καπέλο του. «Να δεις που θα ’ρθεις, Ουλφ. Τρεις μέρες μοναξιάς στο οροπέδιο είναι πολύ πιο αβάσταχτες απ’ ό,τι νομίζεις. Τόση σιωπή κάτι σου κάνει· ειδικά σε κάποιον που έχει ζήσει χρόνια στο Όσλο». Πιθανόν να μιλούσε εκ πείρας. Μ όνο που δεν θυμόμουν να του ’χω πει από πού ήμουν. Όταν βγήκαμε έξω, ο τάρανδος στεκόταν μόνο δέκα μέτρα μακριά μας. Σήκωσε το κεφάλι του και με κοίταξε. Κι ύστερα, λες και συνειδητοποίησε πόσο κοντά του ήμουν, έκανε ένα δυο βήματα προς τα πίσω, έκανε μεταβολή και την κοπάνησε. «Δεν μου ’πες ότι οι τάρανδοι εδώ πάνω είναι εξημερωμένοι» είπα. «Κανένας τάρανδος δεν εξημερώνεται τελείως» απάντησε ο Μ ατίς. «Αλλά αυτός εδώ έχει και ιδιοκτήτη. Τα σημάδια στο αυτί του μαρτυρούν ποιος τον βούτηξε». «Τι είναι αυτό το κλικ κλακ που ακούγεται όταν τρέχει;» «Ένας τένοντας που γλιστράει πάνω απ’ το γόνατο. Πρώτος συναγερμός αν κάνει την εμφάνισή του ο απατημένος σύζυγος, ε;» είπε κι έσκασε στα γέλια. Οφείλω να ομολογήσω ότι κι εγώ είχα σκεφτεί τον τάρανδο σαν φύλακά μου.
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
57
«Τα λέμε στον γάμο, Ουλφ. Η τελετή είναι στις δέκα και σ’ το εγγυώμαι προσωπικά: Θα είναι ωραία». «Ευχαριστώ, αλλά δεν νομίζω πως θα έρθω». «Άντε, καλέ. Καλά λοιπόν, γεια σου, καλημέρα και αντίο. Κι αν είναι να φύγεις, αέρα στα πανιά σου». Έφτυσε στο χώμα. Το φλέγμα ήταν τόσο βαρύ, που τα ρείκια λύγισαν. Συνέχισε να γελάει καθώς απομακρυνόταν τρεκλίζοντας προς το χωριό. «Κι αν αρρωστήσεις…» φώναξε πάνω απ’ τον ώμο του «… περαστικά από τώρα».
58
JO NESBO
6
ικ τακ, τικ τακ. Κοίταζα τον ορίζοντα. Περισσότερο προς την κατεύθυνση του Κόσουν. Όχι ότι δεν μπορούσαν, βέβαια, να παρακάμψουν το κανονικό μονοπάτι και να μπουν μέσα απ’ το δάσος, να μου τη βγουν από πίσω. Παρόλο που έπινα μικρές μικρές γουλιές, είχα αδειάσει την πρώτη μποτίλια μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες. Κατάφερα να περιμένω μέχρι το δεύτερο εικοσιτετράωρο πριν ανοίξω και την άλλη. Τα μάτια μου άρχισαν να κουράζονται. Όταν έπεσα επιτέλους στο κρεβάτι για να κοιμηθώ, είπα στον εαυτό μου ότι θ’ άκουγα τουλάχιστον το κλικ κλακ από το γόνατο του ταράνδου αν ερχόταν κάποιος. Αντ’ αυτού, άκουσα τις καμπάνες της εκκλησίας. Στην αρχή δεν κατάλαβα τι ήταν. Ερχόταν κι έφευγε με τον άνεμο, ένας ισχνός απόηχος κάποιου τόνου. Αλλά τότε –κάποια στιγμή που η αύρα φύσηξε λίγο σταθερά απ’ τη μεριά του χωριού– τo άκουσα καθαρά: ο ήχος του καμπαναριού. Κοίταξα το ρολόι μου. Έντεκα η ώρα. Δηλαδή ήταν Κυριακή; Αποφάσισα ότι από εδώ και πέρα θα έπρεπε να σημειώνω σε ποια μέρα της εβδομάδας βρισκόμαστε. Γιατί μεσοβδόμαδα θα έρχονταν. Σε ημέρα γραφείου. Πού και πού αποκοιμιόμουν. Ήταν αναπόφευκτο. Έτσι
Τ
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
59
γίνεται κι όταν είσαι μόνος σου σε σκάφος στον ωκεανό: Κοιμάσαι κι εύχεσαι το σκάφος σου να μην ανατραπεί, ούτε να συγκρουστεί με τίποτα. Ίσως γι’ αυτό να ονειρεύτηκα ότι τραβούσα κουπί σε μια βάρκα γεμάτη ψάρια. Τα ψάρια που θα έσωζαν την Άννα. Βιαζόμουν, μα ο απόγειος άνεμος μ’ εμπόδιζε κι εγώ κωπηλατούσα, κωπηλατούσα ώσπου σχίστηκε το δέρμα των χεριών μου και το αίμα τα έκανε να γλιστρούν πάνω στα κουπιά, κι έτσι έσχισα το πουκάμισό μου και τύλιξα τα κουρέλια γύρω απ’ τα ξύλα. Πάλευα μ’ ανέμους και καταιγίδες, δεν πλησίαζα όμως στεριά. Και δεν βοηθούσε καθόλου το γεγονός ότι η βάρκα ήταν γεμάτη μέχρι πάνω με ωραία παχιά ψάρια.
Τρίτη νύχτα. Ξύπνησα με την απορία αν το ουρλιαχτό που είχα ακούσει εκείνο το βράδυ ήταν όνειρο ή πραγματικότητα. Όπως και να ’χε, είχε έρθει πιο κοντά – ο σκύλος ή ό,τι άλλο ήταν. Βγήκα για κατούρημα και κοίταξα τον ήλιο που λικνιζόταν πάνω από το δάσος. Το μέρος του δίσκου του που βυθιζόταν πίσω απ’ τις κορυφές των δέντρων ήταν μεγαλύτερο απ’ ό,τι χτες. Ήπια μια γουλιά αλκοόλ και κοιμήθηκα άλλες δύο ώρες. Σηκώθηκα, έφτιαξα καφέ, άλειψα μια φέτα ψωμί και κάθισα έξω. Δεν ξέρω αν έφταιγε το ειδικό λάδι ή το αλκοόλ στο αίμα, αλλά τα κουνούπια έμοιαζαν να με αποφεύγουν. Προσπάθησα να δελεάσω τον τάρανδο να πλησιάσει, τείνοντάς του ένα κομμάτι ψωμί. Τον είδα μέσα από τα κιάλια. Εκείνος σήκωσε το κεφάλι και με κοίταξε. Όσο καλά τον έβλεπα τόσο καλά με μύριζε. Σήκωσα το χέρι μου και τον χαιρέτησα. Κούνησε τ’ αυτιά του, αλλά η έκφρασή του παρέμεινε απαράλλαχτη. Όπως το τοπίο. Τα σαγόνια του συνέχισαν να κουνιούνται κυκλικά, σαν μπετονιέρα. Μ ηρυκαστικό. Σαν τον Μ ατίς. Γύρισα τα κιάλια προς τον ορίζοντα. Τα έτριψα πάλι με βρεγμένη στάχτη. Κοίταξα το ρολόι μου. Ίσως να περίμεναν να σκοτεινιάσει ώστε να με πλησιάσουν χωρίς να φαίνονται. Έπρεπε να κοιμηθώ. Έπρεπε να βρω βάλιουμ.
60
JO NESBO
Ήρθε στην πόρτα μου στις εφτά και μισή το πρωί. Ίσα που είχα ξυπνήσει όταν χτύπησε το κουδούνι. Βάλιουμ και ωτοασπίδες. Και πιτζάμες. Καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Τα εύθραυστα παλιά μονοκόμματα παράθυρα του διαμερίσματός μου άφηναν να διαπερνούν τα πάντα: οι καταιγίδες του φθινοπώρου, τα κρύα του χειμώνα, το κελάηδισμα των πουλιών κι ο ήχος του καταραμένου εκείνου σκουπιδιάρικου που τρεις φορές την εβδομάδα σταματούσε μπροστά στην κεντρική είσοδο του κτιρίου, ακριβώς κάτω από το υπνοδωμάτιό μου στον πρώτο όροφο. Ένας Θεός ξέρει πόσα χρήματα είχε μέσα το διαολεμένο τσαντάκι: αρκετά ώστε να τοποθετήσω νέα χοντρά διπλά κρύσταλλα ή να μετακομίσω στον δεύτερο όροφο. Λεφτά για ό,τι μπορείς να φανταστείς, μόνο που δεν μπορούσαν να μου φέρουν πίσω αυτό που είχα χάσει. Από τότε που έγινε η κηδεία δεν είχα ξοδέψει τίποτα. Μ όνο κλειδαριές είχα αλλάξει. Τοποθέτησα μια καινούργια γερμανική κλειδαριά, ολόκληρη γκουμούτσα. Δεν ξέρω γιατί. Κανείς δεν είχε ποτέ διαρρήξει το διαμέρισμά μου. Έμοιαζε με αγόρι που φορούσε το κουστούμι του μπαμπά. Ένας λεπτός λαιμός σαν πτηνού έβγαινε από τον γιακά του πουκαμίσου και στήριζε μια κεφάλα με τσουρομαδημένη φράντζα. «Ναι;» «Μ ’ έστειλε ο Ψαράς». «Μ άλιστα». Ένιωσα να κρυώνω, παρά τις πιτζάμες μου. «Κι εσύ ποιος είσαι;» «Είμαι καινούργιος, με λένε Τζόνι Μ ούε». «Μ άλιστα, Τζόνι. Γιατί δεν περίμενες μέχρι τις εννιά, να τα πούμε στο πίσω δωμάτιο του μαγαζιού; Να ντυθώ κιόλας». «Έχω έρθει για την υπόθεση του κυρίου Γκουστάβο Κινγκ…» Σκατά. «Μ πορώ να περάσω;»
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
61
Ζύγισα τις επιλογές μου κοιτάζοντας το εξόγκωμα στο αριστερό του στήθος, μέσα από το τουίντ σακάκι του. Μ εγάλο πιστόλι. Ίσως γι’ αυτό να φορούσε και τόσο μεγάλο σακάκι. «Μ ια σύντομη διευκρίνιση είναι μόνο» είπε εκείνος. «Ο Ψαράς επιμένει». Αν του αρνιόμουν την είσοδο, θα φαινόταν ύποπτο. Εκτός από μάταιο. «Σαφώς» είπα και άνοιξα την πόρτα. «Καφεδάκι;» «Πίνω μόνο τσάι». «Φοβάμαι ότι δεν έχω τσάι». Τράβηξε τη φράντζα του στο πλάι. Το νύχι του δείκτη του ήταν μακρύ. «Δεν σας ζήτησα τσάι, κύριε Χάνσεν, σας είπα απλώς ότι δεν πίνω καφέ. Το καθιστικό είναι αυτό; Σας παρακαλώ, εσείς πρώτος». Προχώρησα μέσα, σήκωσα κάτι περιοδικά MAD και κάτι δίσκους του Τσαρλς Μ ίνγκους και της Μ όνικα Ζέτερλουν από μια καρέκλα και κάθισα. Αυτός βυθίστηκε στα χαλασμένα ελατήρια του καναπέ, δίπλα στην κιθάρα μου. Βυθίστηκε τόσο πολύ, που έπρεπε να μετακινήσει το άδειο μπουκάλι βότκας Καλίνκα που ήταν πάνω στο τραπέζι για να με βλέπει καθαρά. «Βρήκαν χτες το πτώμα του κυρίου Γκουστάβο Κινγκ» είπε. «Αλλά όχι στο Μ πούνεφιουρ, όπου είπατε ότι το είχατε πετάξει. Το μόνο που συμβάδιζε με τα λεγόμενά σας είναι ότι είχε μια σφαίρα στο κεφάλι». «Πωπώ, δηλαδή το μετακίνησαν; Πού…» «Στο Σαλβαδόρ της Βραζιλίας». Έγνεψα αργά αργά. «Ποιος…» «Εγώ» είπε κι έχωσε το δεξί του χέρι μέσα στο σακάκι του. «Μ ε αυτό». Δεν ήταν πιστόλι, ήταν ρεβόλβερ. Μ αύρο, μεγάλο, άσχημο. Και η επίδραση του βάλιουμ είχε περάσει πια. «Προχθές» είπε. «Ήταν ακόμη ζωντανότατος». Συνέχισα να γνέφω σαν αποχαυνωμένος. «Και πώς τον βρήκατε;»
62
JO NESBO
«Όταν κάθεσαι κάθε βράδυ σ’ ένα μπαρ στο Σαλβαδόρ και καυχιέσαι ότι ξεγέλασες τον νορβηγό βασιλιά της ντόπας, αργά ή γρήγορα το αυτί του νορβηγού βασιλιά της ντόπας κάτι θ’ ακούσει». «Τι βλάκας». «Από τη στιγμή που άνοιξε το στόμα του εμείς θα τον βρίσκαμε». «Παρόλο που τον νομίζατε νεκρό;» «Ο Ψαράς δεν παύει ποτέ να ψάχνει τους οφειλέτες του, εκτός κι αν έχει δει το πτώμα τους. Ποτέ». Στα λεπτά χείλη του Τζόνι διαγράφηκε η πιθανότητα ενός χαμόγελου. «Κι ο Ψαράς πάντα βρίσκει αυτό που ψάχνει. Εσύ κι εγώ δεν ξέρουμε πώς το μαθαίνει, αλλά αυτός το ξέρει. Πάντα. Γι’ αυτό τον λένε Ψαρά». «Είπε τίποτα ο Γκουστάβο πριν…» «Ο κύριος Κινγκ ομολόγησε τα πάντα. Γι’ αυτό τον πυροβόλησα κι εγώ στο κεφάλι». «Τι;» Ο Τζόνι Μ ούε έκανε μια κίνηση λες κι ανασήκωσε τους ώμους του, αλλά ίσα που φάνηκε μέσα απ’ το τεράστιο σακάκι του. «Είχε δύο επιλογές: αργά ή γρήγορα; Αν δεν είχε ανοίξει τα χαρτιά του, θα είχε πεθάνει πολύ πιο αργά. Υποθέτω ότι εσείς, ως εξπέρ διακομιστής, γνωρίζετε το αποτέλεσμα ενός στρατηγικού πυροβολισμού στο στομάχι. Τα στομαχικά οξέα που κυλούν στη σπλήνα και στο συκώτι…» Έγνεψα καταφατικά. Δεν είχα ιδέα για τι μιλούσε, είχα όμως καλπάζουσα φαντασία. «Ο Ψαράς θέλησε να έχετε κι εσείς τις ίδιες δύο επιλογές». «Α… α… αν ομολογήσω;» Τα δόντια μου έτριζαν. «Αν μας επιστρέψετε τα χρήματα και τα ναρκωτικά που ο κύριος Κινγκ έκλεψε από τον Ψαρά κι από τα οποία λάβατε τα μισά». Έγνεψα καταφατικά. Το πρόβλημα με το ότι σταμάτησε η επήρεια του βάλιουμ ήταν ότι έτρεμα σύγκορμος. Κι ότι πονούσα φριχτά από αυτό το τρέμουλο. Το πλεον έκτημα ήταν ότι μπορούσα πραγματικά να σκεφτώ πιο καθαρά. Και να
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
63
συνειδητοποιήσω ότι αυτή τη στιγμή ξαναζούσα τη σκηνή του έργου που είχα παίξει με τον Γκουστάβο: Δολοφονία την αυγή. Γιατί, λοιπόν, να μη φερθώ σαν τον Γκουστάβο; «Κι αν τα μοιραστούμε;» είπα. «Όπως κάνατε με τον Γκουστάβο;» είπε ο Τζόνι. «Ώστε να καταντήσετε σαν κι αυτόν κι εγώ σαν εσάς; Μ πα, ευχαριστώ». Ξανατράβηξε τα μαλλιά του στην άκρη. Το μακρύ του νύχι έξυσε το μέτωπό του. Μ ’ έκανε να σκεφτώ τα νύχια ενός αετού. «Αργά ή γρήγορα, κύριε Χάνσεν;» Ξεροκατάπια. Σκέψου, σκέψου. Αλλά αντί για τη λύση το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν οι επιλογές μου, οι λάθος επιλογές που είχα κάνει στη ζωή μου. Μ έσα στη σιωπή ακούστηκαν ο θόρυβος μιας μηχανής, φωνές και ξέγνοιαστα γέλια έξω από το παράθυρο. Οι σκουπιδιάρηδες. Γιατί να μην έχω γίνει σκουπιδιάρης; Μ ια τίμια δουλειά: Καθαρίζεις, υπηρετείς τον κόσμο, το βράδυ πέφτεις στο κρεβάτι σου ευχαριστημένος. Μ όνος μεν, κάπως ικανοποιημένος δε. Για μισό λεπτό. Στο κρεβάτι. Ίσως… «Τα λεφτά και τα ναρκωτικά είναι στο υπνοδωμάτιο» είπα. «Ας πάμε εκεί, λοιπόν». Σηκωθήκαμε όρθιοι. «Παρακαλώ» είπε και μου έκανε νόημα να προπορευτώ με το ρεβόλβερ του. «Age before beauty». Στα λίγα βήματα που χώριζαν τον διάδρομο απ’ το υπνοδωμάτιο άρχισα να πλάθω με το μυαλό μου τι θα συνέβαινε: Θα πλησίαζα το κρεβάτι κι αυτός θα ήταν ξοπίσω μου. Θα άρπαζα το πιστόλι μου. Θα έκανα μεταβολή και, δίχως να τον κοιτάξω, θα πυροβολούσα. Απλό. Η ζωή μου ή η ζωή του. Μην τον κοιτάξεις στο πρόσωπο. Μ πήκαμε στο δωμάτιο. Πλησίασα στο κρεβάτι. Άρπαξα το μαξιλάρι. Άρπαξα το πιστόλι. Κινήθηκα γρήγορα. Το στόμα του άνοιξε απ’ την έκπληξη. Τα μάτια του γούρλωσαν. Κατάλαβε ότι θα πέθαινε. Τράβηξα τη σκανδάλη. Δηλαδή ήθελα να την τραβήξω. Όλο μου το σώμα ήθελε να την τραβήξει. Τα πάντα μέσα μου την τραβούσαν. Εκτός από τον δείκτη του δεξιού μου χεριού. Μ ου είχε συμβεί για μια ακόμα
64
JO NESBO
φορά. Εκείνος σήκωσε το ρεβόλβερ του και με κοίταξε καλά καλά. «Μ α τι χαζομάρες κάνετε, κύριε Χάνσεν;» Δεν είναι χαζομάρες, σκέφτηκα. Χαζομάρα είναι το να βρίσκεις τα χρήματα μια δυο βδομάδες αφού η αρρώστια γίνει πια μη αναστρέψιμη. Χαζομάρα είναι να μπλέκεις τα βάλιουμ με τη βότκα. Αλλά το να μην μπορείς να πυροβολήσεις όταν η ζωή σου βρίσκεται σε κίνδυνο αυτό είναι γενετική δυσλειτουργία. Είμαι ένα εξελικτικό τερατούργημα κι ο θάνατός μου θα εξυπηρετήσει, πολύ απλά, το μέλλον της ανθρωπότητας. «Κεφάλι ή κοιλιά;» «Κεφάλι» είπα και πλησίασα την ντουλάπα. Έβγαλα την καφετιά τσάντα που περιείχε το τσαντάκι με τα χρήματα και τη σακούλα με τις αμφεταμίνες. Γύρισα και τον κοίταξα. Είδα το ένα του μάτι πάνω από την κάννη του ρεβόλβερ, το άλλο ήταν σφαλιστό· το αετίσιο νύχι του αγκάλιαζε τη σκανδάλη. Για μια στιγμή αναρωτήθηκα τι στο καλό περίμενε. Ύστερα κατάλαβα: τους σκουπιδιάρηδες που ήταν ακριβώς κάτω απ’ το παράθυρό μου. Δεν ήθελε ν’ ακούσουν τον ήχο του πυροβολισμού. Ακριβώς κάτω από το παράθυρο. Πρώτος όροφος. Λεπτά κρύσταλλα. Η δαρβινιστική μου φύση ίσως και να μη με είχε εγκαταλείψει εντελώς, γιατί έκανα αμέσως μεταβολή και με τρία βήματα βρέθηκα στο παράθυρο μ’ ένα και μόνο πράγμα στο μυαλό μου: να επιβιώσω. Δεν ορκίζομαι για τη λεπτομερή αλήθεια των όσων ακολούθησαν, αλλά νομίζω ότι κράτησα την τσάντα –ή το πιστόλι– στην αγκαλιά μου και πήδηξα, χτύπησα και έσπασα το κούφωμα λες κι ήταν σαπουνόφουσκα κι αμέσως μετά βρέθηκα στο κενό. Χτύπησα στην οροφή του σκουπιδιάρικου με τον αριστερό μου ώμο, κουτρουβάλησα μπρούμυτα, ένιωσα την ηλιοκαμένη λαμαρίνα στην κοιλιά μου, πριν γλιστρήσω και πέσω στο πλάι του οχήματος και με τα γυμνά μου πόδια ακουμπήσω άσφαλτο. Οι φωνές είχαν πάψει και δυο άντρες με καφετιές φόρμες
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
65
στέκονταν αποσβολωμένοι και με κοίταζαν. Τράβηξα το παντελόνι της πιτζάμας μου, που είχε κατέβει, και κράτησα σφιχτά στην αγκαλιά μου την τσάντα και το πιστόλι μου. Γύρισα και κοίταξα το παράθυρο. Πίσω από τα σπασμένα γυαλιά ο Τζόνι στεκόταν και με κοίταζε. Κούνησα το κεφάλι μου προς το μέρος του. Εκείνος χαμογέλασε στραβά κι έφερε το δάχτυλο με το μακρύ του νύχι στο μέτωπο. Μ ια χειρονομία που εκ των υστέρων ερμήνευσα ως ένδειξη σεβασμού: Είχα κερδίσει αυτό το σετ. Αλλά θα συναντιόμασταν ξανά. Κι ύστερα έκανα μεταβολή κι άρχισα να τρέχω στον δρόμο, προς τη μεριά του χαμηλού πρωινού ήλιου.
Ο Μ ατίς είχε δίκιο. Αυτό το τοπίο, αυτή η σιωπή κάτι σου κάνουν. Είχα μείνει ολομόναχος χρόνια ολόκληρα στο Όσλο, αλλά ύστερα από τρία εικοσιτετράωρα εδώ πέρα η μοναξιά με καταπίεζε σαν σιωπηλή κραυγή, μια δίψα που ούτε το νερό ούτε το αλκοόλ μπορούσαν να καταλαγιάσουν. Κι έτσι, όταν ξανακοίταξα το έρημο οροπέδιο με τον γκρίζο συννεφιασμένο του ουρανό απ’ άκρη σ’ άκρη και δεν είδα ούτε τον τάρανδο πουθενά, γύρισα το βλέμμα στο ρολόι μου. Ο γάμος. Ποτέ μου δεν είχα ξαναπάει σε γάμο. Τι μαρτυράει αυτό για έναν άντρα στα τριάντα πέντε του; Ότι δεν έχει φίλους; Ότι έχει τους λάθος φίλους; Ανθρώπους που κανείς άλλος δεν θέλει να έχει φίλους, πόσο μάλλον να τους παντρευτεί; Ε ναι, λοιπόν, κοιτάχτηκα στο νερό του κουβά, ξεσκόνισα το σακάκι μου, έχωσα το πιστόλι στο πίσω μέρος της ζώνης του παντελονιού μου και πήρα τα πόδια μου να πάω μέχρι το Κόσουν.
66
JO NESBO
7
ίχα διανύσει τόσο πολύ δρόμο, που, όταν άρχισαν να χτυπούν οι καμπάνες της εκκλησίας, έβλεπα ήδη το χωριό κάτω από τα πόδια μου. Τάχυνα το βήμα μου. Είχε πάρει να κρυώνει· ίσως λόγω της συννεφιάς, ίσως κι επειδή το καλοκαίρι τελειώνει απ’ τον Αύγουστο εδώ πάνω. Άνθρωπος δεν φαινόταν. Αλλά είδα μια σειρά αυτοκίνητα παρκαρισμένα στον χωματόδρομο μπροστά από την εκκλησία κι άκουσα τον ήχο του εκκλησιαστικού οργάνου που έβγαινε από μέσα. Δηλαδή η νύφη ήταν ήδη στη θέση της, μπροστά στον βωμό, ή μήπως παιζόταν ακόμη η εισαγωγή; Δεν είχα ξαναζήσει τέτοιο πράγμα, δεν είπαμε; Κοίταξα τα παρκαρισμένα αμάξια να δω μήπως η νύφη καθόταν μέσα σε κανένα, περιμένοντας να μπει στην εκκλησία. Παρατήρησα ότι οι πινακίδες τους είχαν όλες το γράμμα Υ, χαρακτηριστικό του Φίνμαρκ, πλην μίας: Ανήκε σ’ ένα μεγάλο μαύρο σεντάν που δεν είχε γράμματα πριν από τον αριθμό. Πινακίδα από το Όσλο. Ανέβηκα τα σκαλιά της εκκλησίας κι άνοιξα προσεκτικά την πόρτα. Τα λιγοστά στασίδια ήταν γεμάτα, αλλά γλίστρησα μέσα και βρήκα μια θέση πίσω πίσω. Το αρμόνιο σταμάτησε για λίγο κι εγώ κοίταξα τριγύρω. Δεν είδα το ζευγάρι, που σημαίνει ότι μάλλον είχα προλάβει ολόκληρη την τελετή. Είδα αρκετά παραδοσιακά λαπωνέζικα σακάκια, αλλά όχι όσα θα περίμενε κανείς σ’ έναν παραδοσιακό λαπωνέζικο γάμο. Στο μπροστινό
Ε
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
67
στασίδι αναγνώρισα δυο κεφάλια: την τρελή κόκκινη φράντζα του Κνουτ και τον μαύρο γυαλιστερό καταρράκτη της Λέα. Τα μαλλιά της ήταν μισοσκεπασμένα με ένα πέπλο. Από εκεί που καθόμουν δεν έβλεπα και πολλά, αλλά ο γαμπρός στεκόταν ήδη μπροστά στον βωμό μαζί με τον κουμπάρο και περίμεναν τη νύφη. Πού και πού ακουγόταν κανένα βήξιμο, κανένα φτάρνισμα, ίσως και λίγα κλάματα από εδώ κι από εκεί. Υπήρχε κάτι το πολύ συμπαθητικό σ’ ένα πλήθος τόσο μαζεμένο και σοβαρό και συνάμα τόσο ευσυγκίνητο για λογαριασμό του ζευγαριού. Ο Κνουτ γύρισε και κοίταξε το μαζεμένο πλήθος. Προσπάθησα να συναντήσω το βλέμμα του, αλλά δεν με είδε ή, εν πάση περιπτώσει, δεν αντέδρασε καθόλου στο χαμόγελό μου. Το αρμόνιο άρχισε να ξαναπαίζει και το εκκλησίασμα ξέσπασε με αναπάντεχη δύναμη τραγουδώντας: «Κοντύτερά σου, Θεέ μου…». Δεν ξέρω πολλά από ψαλμούς, αλλά βρήκα την επιλογή κάπως περίεργη για γαμήλια τελετή. Και δεν είχα ξανακούσει αυτό τον ύμνο να τραγουδιέται τόσο αργά. Το εκκλησίασμα τραβούσε τα φωνήεντα όσο δεν πήγαινε: «…κοντύτερα σ’ εσένα, ακόμα κι αν ανεβαίνω σε σταυρό». Ύστερα από πέντε περίπου στίχους έκλεισα τα μάτια μου. Μ πορεί να ήταν από καθαρή πλήξη, μπορεί κι από την αίσθηση ασφάλειας που ένιωθα ανάμεσα σε ανθρώπους ύστερα από όλα αυτά τα εικοσιτετράωρα αγρύπνιας. Όπως και να ’χει, με πήρε ο ύπνος. Ξύπνησα στο μαλακό άκουσμα μιας νότιας προφοράς. Σκούπισα τα σάλια από τις άκρες των χειλιών μου. Ίσως κάποιος να με είχε σκουντήσει στον πονεμένο μου αριστερό ώμο. Όπως και να ’χε, ξύπνησα. Έτριψα τα μάτια μου. Κίτρινες τσίμπλες γέμισαν τα δάχτυλά μου. Μ ισόκλεισα τα βλέφαρα. Ο άνθρωπος που μου μιλούσε με νότια προφορά είχε γυαλιά, λεπτά άχρωμα μαλλιά και φορούσε τα άμφια κάτω από τα οποία κοιμόμουν τις προάλλες. «…είχε κι αυτός τις αδυναμίες του» είπε. «Όμως και ποιος δεν έχει; Ήταν άνθρωπος που απέφευγε ν’ αντιμετωπίζει τις αμαρτίες του, κρυβόταν ελπίζοντας ότι τα προβλήματα θα
68
JO NESBO
εξαφανιστούν, φτάνει να εξαφανιζόταν εκείνος για κάποιον καιρό. Όλοι όμως ξέρουμε πως την τιμωρία του Κυρίου δεν την αποφεύγει κανείς, πως Εκείνος πάντα θα μας βρίσκει. Είναι κι αυτός ένα απολωλός πρόβατο που ξέφυγε από το κοπάδι. Μ α ο Κύριος Ιησούς Χριστός με το μέγα έλεός Του θα τον σώσει, θα τον απελευθερώσει απ’ τις αμαρτίες του, αν τη στιγμή του θανάτου του εκείνος Του ζητήσει άφεση αμαρτιών». Αυτό δεν ήταν γαμήλιο κήρυγμα. Ούτε ζευγάρι νεόνυμφων υπήρχε πουθενά. Ανακάθισα στη θέση μου και τέντωσα τον λαιμό μου. Και τότε το είδα, ακριβώς μπροστά από τον βωμό. Ένα μαύρο φέρετρο. «Ίσως τελικά να ήλπιζε στη λήθη, σαν έφυγε για το τελευταίο του ταξίδι. Ότι το χρέος του θα διαγραφόταν, ότι θα τη γλίτωνε, ότι θα σβήνονταν οι αμαρτίες του και δεν θα χρειαζόταν να πληρώσει. Συνελήφθη όμως· όπως θα συλληφθούμε όλοι μας». Γύρισα προς την έξοδο. Δυο άντρες στέκονταν ένθεν κακείθεν, με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά τους. Και οι δυο τους με κάρφωναν με το βλέμμα τους. Μ αύρα κουστούμια. Στολή διακομιστών. Το σεντάν από το Όσλο, παρκαρισμένο απέξω. Μ ε είχαν κοροϊδέψει. Είχαν στείλει τον Μ ατίς μέχρι το καταφύγιο για να με ξεγελάσει να φύγω απ’ το οχυρό μου και να έρθω μέχρι το χωριό. Να παρακολουθήσω μια κηδεία. «Και γι’ αυτό στεκόμαστε κι εμείς σήμερα μπροστά από το άδειο ετούτο φέρετρο…» Τη δικιά μου κηδεία. Ένα άδειο φέρετρο που περίμενε εμένα. Το μέτωπό μου έγινε μούσκεμα στον ιδρώτα. Τι σχέδιο είχαν; Πώς θα γινόταν; Θα περίμεναν να τελειώσει η τελετή ή μήπως θα με καθάριζαν εδώ μέσα, παρουσία όλων; Έφερα το χέρι μου πίσω από την πλάτη· ένιωσα το πιστόλι μου στη θέση του. Να προσπαθήσω να ξεφύγω πυροβολώντας; Ή να βαρέσω συναγερμό, να πεταχτώ επάνω, να δείξω τους δυο τύπους στην πόρτα και ν’ αρχίσω να ουρλιάζω ότι είναι δολοφόνοι από το Όσλο, ότι τους έχει στείλει ολόκληρος έμπορος ναρκωτικών; Κι αν όλοι αυτοί τριγύρω είχαν έρθει από μόνοι τους να δουν την κηδεία ενός άγνωστου Νοτιονορβηγού; Θα τους πλήρωσε ο Ψαράς· ακόμα κι η Λέα πρέπει να ήταν
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
69
αναμειγμένη στη συνωμοσία. Ή –αν έλεγε αλήθεια και δεν την ένοιαζαν τ’ αγαθά αυτού του κόσμου– ίσως οι άντρες του Ψαρά να είχαν βγάλει βρόμα ότι ήμουν πράκτορας της αστυνομίας, ήτοι ενσαρκωμένος σατανάς. Ένας Θεός ξέρει πώς τα κατάφεραν όλα αυτά· το μόνο που ήξερα εγώ ήταν ότι έπρεπε να την κοπανήσω από εκεί μέσα. Μ ε την άκρη του ματιού μου είδα τους δυο δολοφόνους να έχουν γυρίσει ο ένας προς τον άλλο και να μουρμουρίζουν κάτι μεταξύ τους. Ιδού η ευκαιρία μου. Άρπαξα στην παλάμη μου τη λαβή του πιστολιού και τράβηξα το όπλο από τη ζώνη μου. Σηκώθηκα όρθιος. Ήμουν έτοιμος να πυροβολήσω, να μην προλάβουν να κουνηθούν εναντίον μου· απέφυγα να τους κοιτάξω στο πρόσωπο. «…του Χιούγκο Ελίασεν, που βγήκε στ’ ανοιχτά, στη θάλασσα, παρόλο που ήξερε ότι ερχόταν καταιγίδα. Για να ψαρέψει πήγε. Έτσι είπε. Ή για να ξεφύγει απ’ τα εκκρεμή ζητήματά του». Ξανακάθισα στον πάγκο. Ξανάχωσα το πιστόλι στη ζώνη του παντελονιού. «Ελπίζουμε μόνο ότι ως χριστιανός έπεσε στα γόνατα μέσα στη βάρκα και προσευχήθηκε να συγχωρεθεί, να τον αφήσουν ν’ ανέλθει εις τους ουρανούς. Πολλοί από εσάς ξέρατε τον Χιούγκο πολύ καλύτερα από εμένα, αλλά με όσους μίλησα μου είπαν ότι μάλλον αυτό έκανε, γιατί ήταν άνθρωπος ευσεβής κι εγώ πιστεύω πως ο Ιησούς Χριστός, ο βοσκός μας, τον άκουσε και τον κάλεσε πάλι στο ποίμνιό Του». Για πρώτη φορά κατάλαβα πόσο εκκωφαντικά χτυπούσε η καρδιά μου· ήταν λες και πήγαινε να σπάσει. Μ ια φωνή ξανάρχισε να τραγουδά. «Ιδού το μέγα πλήθος, στα λευκά». Κάποιος μου έδωσε ένα ανοιχτό προσευχητάρι, μου έδειξε μια κίτρινη σελίδα και κούνησε το κεφάλι του φιλικά. Άρχισα να τραγουδώ από τη δεύτερη στροφή, ανακουφισμένος κι ευγνώμων απέναντι στη Θεία Πρόνοια, που με άφησε να ζήσω έστω και λίγο ακόμα.
70
JO NESBO
Στάθηκα έξω από την εκκλησία και κοίταξα το μαύρο σεντάν που πήρε μακριά το φέρετρο. «Ναι, ναι» είπε ένας ηλικιωμένος άντρας που ήρθε και στάθηκε δίπλα μου. «Ο υγρός τάφος είναι προτιμότερος από την απουσία τάφου». «Χμμμ». «Ώστε εσύ είσαι που ζεις στο καταφύγιο» είπε και με κοίταξε με μισοσφαλιστά τα μάτια. «Έπιασες τίποτα;» «Μ πα». «Σωστά, θα είχαμε ακούσει τους πυροβολισμούς» είπε εκείνος. «Μ ε τέτοιον καιρό όλα ακούγονται». Κατένευσα. «Γιατί είναι η νεκροφόρα από το Όσλο;» «Α, αυτός ο Άρονσον είναι. Εκεί κάτω είναι τα λημέρια του. Εκεί το αγόρασε το αμάξι, νομίζει ότι είναι πιο ωραίο έτσι». Η Λέα στεκόταν στα σκαλιά της εκκλησίας μαζί μ’ έναν ψηλό ξανθό άντρα. Η ουρά για τα συλλυπητήρια είχε μειωθεί πολύ γρήγορα. Λίγο πριν η νεκροφόρα εξαφανιστεί, γύρισε και είπε ξεροβήχοντας: «Χμ, είστε όλοι καλεσμένοι για καφέ στο σπίτι μας. Σας ευχαριστώ που ήρθατε, σας περιμένουμε». Είχα την εντύπωση ότι έβλεπα μια παράξενα οικεία σκηνή καθώς την κοιτούσα να στέκεται στο πλάι αυτού του άντρα, λες και είχα ξαναζήσει αυτό το έργο. Μ ια ριπή του ανέμου έκανε τον ψηλό να ταλαντευτεί λίγο. «Ποιος είναι αυτός που στέκεται δίπλα στη χήρα;» ρώτησα. «Ο Ούβε; Α, ο αδερφός του νεκρού είναι». Προφανώς. Η φωτογραφία του γάμου τους. Θα πρέπει να είχε τραβηχτεί ακριβώς εκεί, στα σκαλιά της εκκλησίας. «Δίδυμοι ήταν;» «Δίδυμοι δεν λες τίποτα» είπε ο γέρος. «Επ, πάμε για καφέ και κέικ λοιπόν;» «Έχετε δει τον Μ ατίς;» «Ποιον Μ ατίς;» Άρα υπήρχαν παραπάνω από ένας. «Τον μεθυσο-Μ ατίς;» Αλλά από αυτούς, μόνο ένας.
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
71
«Α, πρέπει να είναι στον γάμο του Μ ιγκάλ στο Τσεαβτσαχτεάκχτε σήμερα». «Συγγνώμη;» «Στην πεδιάδα της Τρανστάινεν, της Πέτρας από Ξίγκι». Έδειξε προς τη μεριά της θάλασσας, εκεί που θυμόμουν να είναι η προβλήτα. «Εκεί κάνουν τις ασέβειές τους οι ειδωλολάτρες. Τς… τς… τς… Έλα λοιπόν, πάμε;» Στη σιωπή που ακολούθησε νόμισα ότι ξεχώρισα ήχους τυμπάνων, μουσικές. Φασαρία. Ποτά. Γυναίκες. Γύρισα και κοίταξα την πλάτη της Λέα, που είχε ήδη ξεκινήσει στον δρόμο για το σπίτι με το χέρι της σφιχτά περασμένο στο μπράτσο του Κνουτ. Ο αδερφός του νεκρού κι οι υπόλοιποι ακολουθούσαν από απόσταση, σε μια σιωπηλή πομπή. Έφερα τη γλώσσα μου μια γύρα μες στο στόμα. Ήταν ακόμη ξερή από τον ύπνο. Κι από τον φόβο. Κι απ’ το τόσο αλκοόλ ίσως. «Λίγος καφές θα ήταν μια χαρά τώρα» είπα.
Γεμάτο κόσμο το σπίτι φαινόταν εντελώς διαφορετικό. Κινιόμουν ανάμεσα σε άγνωστους ανθρώπους που με ακολουθούσαν με τα βλέμματά τους και τις ανομολόγητες ερωτήσεις τους. Έμοιαζαν να γνωρίζονται όλοι μεταξύ τους. Τη βρήκα στην κουζίνα, να κόβει το κέικ. «Συλλυπητήρια» είπα. Εκείνη κοίταξε το τεντωμένο μου χέρι κι έπιασε το μαχαίρι με το αριστερό. Πέτρα ζεστή απ’ τον ήλιο. Το βλέμμα σταθερό. «Ευχαριστώ. Πώς τα πας στο καταφύγιο;» «Καλά, ευχαριστώ, έχω αρχίσει να συνηθίζω. Ήθελα απλώς να εκφράσω τα συλλυπητήριά μου, μιας και δεν το έκανα στην εκκλησία». «Μ η φύγεις αμέσως, Ουλφ. Φάε λίγο κέικ τουλάχιστον». Κοίταξα το κέικ. Δεν μου άρεσαν τα κέικ. Ανέκαθεν δεν μου άρεσαν. Η μάνα μου έλεγε ότι ήμουν περίεργο παιδί. «Ναι, ναι» απάντησα εγώ. «Ευχαριστώ πολύ». Οι άνθρωποι είχαν αρχίσει να κάνουν ουρά ξοπίσω μας, κι
72
JO NESBO
έτσι πήρα το πιατάκι μου και πήγα στο σαλόνι. Κατέληξα δίπλα στο παράθυρο, όπου, κλονισμένος απ’ όλη αυτή τη σιωπηλή ένταση και την προσοχή, γύρισα και κοίταξα τον ουρανό, λες και ανησυχούσα μήπως αρχίσει να βρέχει. «Ειρήνη υμίν». Έκανα μεταβολή. Πλην των ασημένιων του κροτάφων, ο άντρας που στεκόταν εμπρός μου είχε κατάμαυρα μαλλιά. Και το άμεσο και τολμηρό της βλέμμα. Δεν ήξερα τι ν’ απαντήσω. Να επαναλάβω «ειρήνη υμίν»; Θα ήταν λάθος. Αλλά κι ένα απλό γεια μού έμοιαζε υπερβολικά ανέμελο, σχεδόν αγενές. Κατέληξα να πω ένα κοφτό καλημέρα, παρόλο που μια τέτοια ευχή δεν ταίριαζε ακριβώς στην περίσταση. «Είμαι ο Γιάκουμπ Σάρα». «Γιουλφ… εεε, Ουλφ Χάνσεν». «Ο γιος της κόρης μου λέει ότι ξέρεις να λες αστεία». «Α, αυτό λέει;» «Αλλά δεν ξέρει να μου πει τι δουλειά κάνεις. Ούτε τι δουλειά έχεις εδώ πάνω στο Κόσουν. Μ όνο ότι έχεις το τουφέκι του γαμπρού μου. Κι ότι δεν μοιάζεις και πολύ φερέγγυος». Κούνησα το κεφάλι μου αόριστα, δίχως να επιβεβαιώσω ή να διαψεύσω τα λεγόμενά του, αλλά δείχνοντας ότι είχα ακούσει όσα είχε πει. Έχωσα ένα μεγάλο κομμάτι κέικ στο στόμα, να κερδίσω μερικά δευτερόλεπτα για να σκεφτώ. Μ άσησα και ξανακούνησα το κεφάλι μου. «Δεν είναι δική μου δουλειά, προφανώς» είπε ο άντρας. «Ούτε το πόσο θα μείνεις εδώ πάνω. Αλλά βλέπω ότι σου αρέσει το κλασικό φιρστεκάκε, ε;» Μ ε κοίταξε ίσια στα μάτια ενώ πάλευα να κατεβάσω κι άλλη μπουκιά. Ύστερα ακούμπησε το χέρι του στον πονεμένο μου ώμο. «Να θυμάσαι, νεαρέ μου, ότι η χάρη του Θεού δεν γνωρίζει όρια». Έκανε μια παύση ενώ η θέρμη του χεριού του διαπερνούσε το ύφασμα κι έφτανε στο δέρμα μου. «Σχεδόν». Μ ου χαμογέλασε κι έφυγε, στρεφόμενος προς τους υπόλοιπους πενθούντες. Τους άκουσα να μουρμουράνε: «Ειρήνη υμίν». «Ουλφ;»
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
73
Δεν χρειάστηκε να γυρίσω για να καταλάβω ποιος μου μιλούσε. «Παίζουμε μυστικοκρυφτό;» Μ ε κοιτούσε με πολύ σοβαρό ύφος. «Ε, Κνουτ, τώρα…» «Σε παρακαλώ!» «Χμ». Κοίταξα τ’ απομεινάρια του κέικ. «Πώς παίζεται το μυστικοκρυφτό;» «Είναι κρυφτό, μόνο που κανείς μεγάλος δεν πρέπει να καταλάβει ότι είναι κρυφτό. Δεν επιτρέπεται να τρέξεις ή να φωνάξεις ή να γελάσεις, ούτε μπορείς να πας να κρυφτείς σε κουφά μέρη. Το παίζουμε όταν έχει συνέλευση το εκκλησίασμα. Είναι πολύ αστείο. Θα τα φυλάω εγώ πρώτος». Κοίταξα τριγύρω μου. Δεν υπήρχαν άλλα παιδιά στην ομήγυρη, μονάχα ο Κνουτ. Μ όνος του στην κηδεία του πατέρα του. Μ υστικοκρυφτό. Εντάξει, λοιπόν. «Θα μετρήσω μέχρι το τριάντα τρία» ψιθύρισε εκείνος. «Από τώρα». Γύρισε προς τη μεριά του τοίχου κι έκανε ότι κοιτούσε τη φωτογραφία από τον γάμο των γονιών του, ενώ εγώ άφησα το πιατάκι μου και βγήκα διακριτικά από το καθιστικό στον διάδρομο. Έριξα μια ματιά στην κουζίνα, αλλά η Λέα δεν ήταν πια εκεί. Βγήκα έξω. Είχε αρχίσει να φυσάει. Πέρασα μπροστά απ’ το παρατημένο αυτοκίνητο. Είδα μια δυο σταγόνες να λαμπυρίζουν στο παρμπρίζ, με τις ριπές του ανέμου. Συνέχισα προς την πίσω μεριά του σπιτιού. Έγειρα πάνω στον τοίχο κάτω από το ανοιχτό παράθυρο του εργαστηρίου. Άναψα τσιγάρο. Δεν άκουσα τις φωνές απ’ το δωμάτιο μέχρι που καταλάγιασε λίγο ο άνεμος. «Κόφ ’το, Ούβε! Είσαι πιωμένος, δεν ξέρεις τι λες!» «Μ ην το παλεύεις τόσο, Λέα. Δεν χρειάζεται να πενθείς τόσο πια, ούτε ο Χιούγκο δεν θα το ’θελε». «Δεν ξέρω τι ήθελε ο Χιούγκο!» «Ξέρω τι θέλω εγώ όμως. Και τι ήθελα πάντα. Και το ξέρεις κι εσύ». «Κόφ’ το, Ούβε. Αλλιώς θα ουρλιάξω».
74
JO NESBO
«Όπως ούρλιαξες εκείνο το βράδυ με τον Χιούγκο;» Βραχνό, μεθυσμένο γέλιο. «Σκούζεις και φωνάζεις, Λέα, αλλά στο τέλος σκύβεις κι υπακούς στους άντρες σου. Όπως υπάκουσες και στον Χιούγκο, όπως υπάκουσες και στον πατέρα σου. Κι όπως θα υπακούσεις και σε μένα». «Ποτέ!» «Έτσι γίνεται στην οικογένειά μας, Λέα. Ο Χιούγκο ήταν αδερφός μου και τώρα που έφυγε είμαι εγώ υπεύθυνος για σένα και τον Κνουτ». «Ούβε, αρκετά». «Ρώτα τον πατέρα σου να δεις». Ακολούθησε σιωπή. Αναρωτήθηκα μήπως έπρεπε να φύγω. Παρέμεινα στη θέση μου. «Είσαι μητέρα και είσαι και χήρα, Λέα. Έλα στα συγκαλά σου. Μ ε τον Χιούγκο μοιραζόμασταν τα πάντα στη ζωή, έτσι θα το ’θελε κι αυτός, σου δίνω τον λόγο μου. Κι εγώ αυτό θέλω. Έλα τώρα εδώ, άσε με να… Ωχ! Διαβολοθήλυκο!» Μ ια πόρτα έκλεισε με πάταγο. Άκουσα κι άλλα βρισίδια, μουρμουρητά. Κάτι έπεσε στο πάτωμα. Εκείνη τη στιγμή ο Κνουτ έστριψε στη γωνία. Άνοιξε το στόμα του διάπλατα κι εγώ ετοιμάστηκα για την κραυγή που θα αποκάλυπτε τη θέση μου. Αλλά κραυγή δεν ακούστηκε, μόνο μια σιωπηλή κινηματογραφική της εκδοχή. Μυστικοκρυφτό. Πέταξα το τσιγάρο μου, έσπευσα να τον συναντήσω κι ανασήκωσα τους ώμους μου σ’ ένδειξη παραίτησης. Τον συνόδευσα μέχρι το γκαράζ. «Θα μετρήσω μέχρι το τριάντα τρία» είπα και γύρισα να κοιτάξω τον κόκκινο σκαραβαίο της μητέρας του. Άκουσα τα βήματά του ν’ απομακρύνονται τρέχοντας προς την εξώπορτα. Όταν τελείωσα το μέτρημα, μπήκα μέσα. Εκείνη στεκόταν ολομόναχη στην κουζίνα και καθάριζε πατάτες. «Γεια» είπα χαμηλόφωνα. Εκείνη σήκωσε το βλέμμα της. Τα μάγουλά της ήταν κόκκινα, τα μάτια της κενά. «Συγγνώμη» είπε και ρούφηξε τη μύτη της.
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
75
«Γιατί δεν ζήτησες βοήθεια για το φαγητό απόψε;» «Ω, προσφέρθηκαν όλοι τους. Αλλά καλύτερα να βρίσκομαι σε διαρκή κίνηση, νομίζω». «Ναι, ίσως έχεις δίκιο» είπα και κάθισα δίπλα στον πάγκο της κουζίνας. Παρατήρησα το κορμί της, που μαζεύτηκε λίγο. «Δεν χρειάζεται να πεις τίποτα. Ήθελα απλώς να καθίσω λίγο πριν φύγω, κι εκεί μέσα… δεν έχω και πολλά να πω με κανέναν». «Εκτός από τον Κνουτ». «Α, μ’ αυτόν μιλάω τις περισσότερες φορές. Ξύπνιο αγόρι. Σκέφτεται πολύ για την ηλικία του». «Είναι επειδή έχει πολλά να σκεφτεί». Έξυσε τη μύτη της με τη ράχη της παλάμης. «Ναι». Ένιωσα πως έπρεπε να πω κάτι, πως οι λέξεις ήταν έτοιμες να ειπωθούν, απλώς δεν ήξερα το περιεχόμενό τους. Κι όταν οι λέξεις βγήκαν, ήταν λες κι είχαν σχηματιστεί από μόνες τους, λες και δεν ήμουν κύριός τους εγώ· κι όμως ήταν προϊόν καθαρής λογικής σκέψης. «Εάν θες να ζήσεις μόνη με τον Κνουτ» είπα «αλλά φοβάσαι ότι μπορεί να μην τα καταφέρετε οι δυο σας, εγώ είμαι πρόθυμος να σας βοηθήσω». Έριξα το βλέμμα στα χέρια μου. Το ξεφλούδισμα σταμάτησε. «Δεν ξέρω πόσος καιρός μου μένει ακόμη να ζήσω» είπα. «Και δεν έχω οικογένεια. Ούτε κληρονόμους». «Τι θες να πεις, Ουλφ;» Ναι, τι ήθελα να πω; Είναι δυνατόν να είχαν σχηματιστεί όλες αυτές οι σκέψεις τα λίγα αυτά λεπτά που μεσολάβησαν μεταξύ της σκηνής στο παράθυρο και της τωρινής μου θέσης στην κουζίνα; «Θέλω απλώς να πω ότι αν εξαφανιστώ, αν φύγω, να πας να δεις τι κρύβεται πίσω από τη χαλαρωμένη σανίδα στ’ αριστερά του εντοιχισμένου ντουλαπιού στο καταφύγιο» είπα. «Πίσω από τα βρύα». Πέταξε τις φλούδες από τις πατάτες στον νεροχύτη. Μ ε κοίταξε με μια έκφραση γεμάτη ανησυχία. «Είσαι άρρωστος, Ουλφ;» Κούνησα πέρα δώθε το κεφάλι μου.
76
JO NESBO
Μ ε κοίταξε με το μπλε θαλασσινό της βλέμμα. Το βλέμμα που μεθούσε τον Ούβε. Αναπόφευκτα. «Τότε δεν νομίζω ότι πρέπει να σκέφτεσαι τέτοια πράγματα» μου είπε. «Κι όσο για τον Κνουτ κι εμένα, μια χαρά τα καταφέρνουμε, δεν πρέπει ν’ ανησυχείς. Αν έχεις χρήματα για ξόδεμα, υπάρχουν κι άλλοι που βρίσκονται σε χειρότερη κατάσταση στο χωριό μας». Τα μάγουλά μου κοκκίνισαν. Η Λέα μού γύρισε την πλάτη και ξανάπιασε να ξεφλουδίζει τις πατάτες. Σταμάτησε όταν άκουσε την καρέκλα μου να σέρνεται στο πάτωμα. «Αλλά σ’ ευχαριστώ πραγματικά που ήρθες» είπε. «Ο Κνουτ χάρηκε πολύ που σε είδε». «Εγώ ευχαριστώ» είπα και πήγα προς την πόρτα. «Και…» «Ναι;» «Έχουμε συνέλευση εδώ σε δυο μέρες. Στις έξι το απόγευμα. Είσαι καλοδεχούμενος, όπως πάντα». Βρήκα τον Κνουτ στο δωμάτιό του. Τα λεπτά του πόδια προεξείχαν κάτω από το κρεβάτι. Φορούσε ένα ζευγάρι ποδοσφαιρικά παπούτσια που πρέπει να του ήταν τουλάχιστον δυο νούμερα μεγαλύτερα. Τον τράβηξα έξω ενώ εκείνος χαχάνιζε. Τον σήκωσα και τον κάθισα στο κρεβάτι. «Φεύγω τώρα» είπα. «Κιόλας; Μ α…» «Έχεις μπάλα ποδοσφαίρου;» Εκείνος έγνεψε καταφατικά, κάνοντας όμως μούτρα. «Ωραία. Κοίτα να προπονηθείς στα σουτ κλοτσώντας την μπάλα στον τοίχο του γκαράζ. Ζωγράφισε έναν κύκλο και προσπάθησε να κλοτσάς όσο πιο δυνατά μπορείς· να σταματάς την μπάλα με το που έρχεται πίσω. Αν το κάνεις χίλιες φορές, θα είσαι πολύ καλύτερος παίκτης απ’ όλους τους υπόλοιπους της ομάδας όταν επιστρέψουν σπίτι από τις καλοκαιρινές διακοπές». «Δεν είμαι στην ομάδα». «Ε, τότε θα μπεις». «Δεν είμαι στην ομάδα γιατί δεν επιτρέπεται να είμαι στην ομάδα». «Γιατί δεν επιτρέπεται;»
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
77
«Η μαμά θέλει να με γράψει, μα ο παππούς λέει ότι τα σπορ μάς παίρνουν την προσοχή από τον Θεό κι ότι τις Κυριακές ο κόσμος ουρλιάζει, τσακώνεται και τρέχει πίσω από μία μπάλα, ενώ οι Κυριακές για μας είναι ημέρες Κυρίου». «Κατάλαβα» είπα ψέματα. «Κι ο μπαμπάς σου τι έλεγε για όλο αυτό;» Το αγόρι ανασήκωσε τους ώμους. «Τίποτα». «Τίποτα;» «Δεν τον ένοιαζε. Το μόνο που τον ένοιαζε…» Ο Κνουτ κράτησε την ανάσα του. Τα μάτια του είχαν γεμίσει δάκρυα. Πέρασα ένα χέρι γύρω από τους ώμους του. Δεν χρειαζόταν ν’ ακούσω τίποτα. Γιατί ήξερα· τους ήξερα τους Χιούγκο αυτού του κόσμου, μερικοί από δαύτους είχαν υπάρξει πελάτες μου. Δεν λέω, μου άρεσε ετούτο το ταξίδι, τη χρειαζόμουν τη φυγή. Μ όνο που καθώς καθόμουν εκεί κι ένιωθα το αγόρι να γέρνει επάνω μου, τα σιωπηλά του δάκρυα να ξεφεύγουν από το ζεστό, τρεμάμενο σώμα του, σκέφτηκα πως πρέπει να υπάρχουν ορισμένα πράγματα απ’ τα οποία κανένας πατέρας δεν πρέπει να ξεφεύγει, απ’ τα οποία να μη θέλει να φύγει. Κι ότι το να είσαι δεμένος στο τιμόνι είναι μαζί ευχή και κατάρα. Αλλά ποιος ήμουν εγώ να μιλάω γι’ αυτά τα πράγματα – εγώ που εκουσίως είχα εγκαταλείψει το τιμόνι και το σκάφος πολύ πριν γεννηθεί εκείνη; Άφησα απ’ την αγκαλιά μου τον Κνουτ. «Θα έρθεις στη συγκέντρωση;» ρώτησε εκείνος. «Δεν ξέρω. Σου έχω όμως μια δουλειά». «Τι;» «Είναι σαν το μυστικοκρυφτό, δεν πρέπει να πεις κουβέντα σε κανέναν». «Ναι, ναι!» «Πόσο συχνά περνάει από εδώ το λεωφορείο;» «Τέσσερις φορές. Δύο από τα νότια, δύο από τα ανατολικά. Δύο τη μέρα, δύο τη νύχτα». «Σούπερ. Θέλω να πηγαίνεις και να στέκεσαι στη στάση όταν έρχεται το λεωφορείο από τον νότο τη μέρα. Αν έρθει κάποιος που δεν γνωρίζεις, θέλω να έρθεις να μου το πεις αμέσως. Δεν
78
JO NESBO
θα τρέξεις, δεν θα φωνάξεις, δεν θα μιλήσεις. Το ίδιο θα κάνεις κι αν δεις αυτοκίνητο με πινακίδες απ’ το Όσλο. Κατάλαβες; Θα σου δίνω πέντε κορόνες τη φορά». «Τι, σαν κατασκοπική αποστολή δηλαδή;» «Ναι, κάτι τέτοιο». «Ποιος θα ’ρθει, αυτοί που θα σου φέρουν το όπλο σου;» «Τα λέμε, Κνουτ!» Του ανακάτεψα τα μαλλιά και σηκώθηκα όρθιος. Βγαίνοντας έξω, έπεσα πάνω στον ψηλό ξανθό, που έβγαινε τρεκλίζοντας από την τουαλέτα. Άκουσα το καζανάκι ξοπίσω του, ενώ αυτός ακόμη παιδευόταν να δέσει τη ζώνη του. Σήκωσε το κεφάλι και με κοίταξε. Ο Ούβε Ελίασεν. «Ειρήνη υμίν» είπα. Ένιωσα το πιωμένο βαρύ του βλέμμα να καρφώνεται στην πλάτη μου.
Στον δρόμο λίγο πιο κάτω κοντοστάθηκα. Ο αγέρας έφερνε μαζί του τον ήχο των τυμπάνων. Μ α είχα καταλαγιάσει την πείνα μου και είχα χορτάσει την ανάγκη μου να συναντήσω ανθρώπους. Μ πορούσα μια χαρά να ξαναμείνω μόνος μου. «Όχι, νομίζω πως ήρθε η ώρα να πάω σπίτι μου και να πλαντάξω στο κλάμα» έλεγε πάντα ο Τούραλφ κάποια στιγμή τα βράδια. Κι οι υπόλοιποι μέθυσοι άρχιζαν τα γελάκια. Το τι πραγματικά έκανε ο Τούραλφ είναι άλλη ιστορία. «Έλα, βάλε ν’ ακούσουμε το θυμωμένο σου φιλαράκι, ντε» έλεγε σαν φτάναμε σπίτι. «Και φύγαμε για βόλτα». Δεν ξέρω αν του άρεσε πραγματικά ο Τσαρλς Μ ίνγκους ή κάποιος άλλος από τους δίσκους μου της τζαζ, εδώ που τα λέμε, ή αν του άρεσε η συντροφιά άλλων καταθλιπτικών. Πάντως, ο Τούραλφ κι εγώ πέφταμε στις μαύρες μας μαζί. «Τώρα λυπούμαστε πολύ. Τώρα!» έλεγε γελώντας. Μ ε τον Τούραλφ το αποκαλούσαμε «η μαύρη τρύπα». Είχα κάπου διαβάσει για έναν τύπο που τον έλεγαν Φινκελστάιν κι είχε ανακαλύψει ότι υπήρχαν τρύπες στο σύμπαν που
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
79
ρουφούσαν ό,τι τις πλησίαζε, ακόμα και το φως. Κι ήταν τόσο μαύρες, που ήταν αδύνατον να τις ξεχωρίσεις διά γυμνού οφθαλμού. Ήταν κατάμαυρες, δεν μπορούσες να δεις τίποτα, κι ενώ περιπλανιόσουν, λέει, κανονικά από εδώ κι από εκεί, ξαφνικά το σώμα σου αισθανόταν ότι είχε μπει στο μαγνητικό τους πεδίο. Εκεί δεν είχες πια καμιά ελπίδα, σε ρουφούσε μια μαύρη τρύπα απόγνωσης κι αβάσιμης απελπισίας. Κι όλα εκεί μέσα ήταν αντιστραμμένα σαν σε καθρέφτη· άρχιζες ν’ αναρωτιέσαι αν υπήρχε έστω και κάτι στο οποίο να ελπίζεις και τι λόγο είχες να μην αισθάνεσαι πλήρη απελπισία. Έμπαινες στην τρύπα κι είχες χρόνο μόνο για να ζητήσεις βοήθεια, να βάλεις στο πικάπ μιαν άλλη καταθλιπτική φωνή –τον θυμωμένο άνθρωπο της τζαζ, τον Τσαρλς Μ ίνγκους–, ελπίζοντας πως θα ’βγαινες από την άλλη μεριά, σαν την κωλο-Αλίκη με τις κουνελότρυπές της. Γιατί, σύμφωνα με τον Φινκελστάιν και τους λοιπούς του λόγου του, στην άλλη άκρη της μαύρης τρύπας υπήρχε μια ανάποδη χώρα των θαυμάτων. Τι να πω, κι αυτή μια θρησκεία είναι, εξίσου καλή και πιθανή όσο οι άλλες. Κοίταξα τον δρόμο· ήξερα πού πήγαινε το μονοπάτι. Το τοπίο έμοιαζε να σηκώνεται και να χάνεται ανάμεσα στα σύννεφα. Να εξαφανίζεται. Να σβήνει. Εκεί μέσα, κάπου, άρχιζε το μακρύ σκοτάδι.
80
JO NESBO
8
Μ πόμπι ήταν ένα από τα κορίτσια στο Σλοτσπάρκεν. Είχε μακριά καστανά μαλλιά, μαλακό βλέμμα και κάπνιζε μαύρο. Αυτή είναι, φυσικά, μια άκρως επιπόλαια και βιαστική περιγραφή οποιουδήποτε, αλλά είναι το πρώτο πράγμα που σκέφτομαι φέρνοντάς τη στο μυαλό μου. Δεν μιλούσε πολύ, μόνο κάπνιζε πολύ και το βλέμμα της είχε μαλακώσει από τους μπάφους. Μ οιάζαμε πολύ. Στην πραγματικότητα την έλεγαν Μ πούρνι κι η οικογένειά της ήταν πλούσια, από τα δυτικά προάστια. Όχι και τόσο πλούσια όσο έλεγε δηλαδή, αλλά γούσταρε την ιδέα του επαναστατημένου κοριτσιού των λουλουδιών που είχε ξεκόψει από την κοινωνική και οικονομική ασφάλεια της αστικής τάξης για να… Για ποιον λόγο τελικά; Μ άλλον για να τεστάρει διάφορες αφελείς ιδέες για το πώς θα μπορούσε να ζήσει αλλιώς ο άνθρωπος, αναπτύσσοντας την επίγνωση της πραγματικότητας και σπάζοντας παλιομοδίτικες συμβάσεις. Όπως εκείνη που έλεγε ότι, όταν ένας άντρας και μια γυναίκα κάνουν ένα παιδί, έχει ο καθένας τους συγκεκριμένες ευθύνες. Μ οιάζαμε πολύ, δεν είπα; Καθόμασταν στο πάρκο κι ακούγαμε έναν τύπο που έπαιζε μια ψιλοαπαίσια εκδοχή του «The times they are a-changin’» με μια ξεκούρδιστη κιθάρα, όταν η Μ πόμπι γύρισε και μου είπε ότι ήταν έγκυος. Κι ότι ήταν σίγουρη ότι εγώ ήμουν ο πατέρας. «Κουλ, θα γίνουμε γονείς» είπα εγώ, προσποιούμενος ότι δεν
Η
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
81
ένιωθα λες και μ’ είχαν μόλις λούσει μ’ έναν κουβά παγωμένο νερό. «Σημαίνει ότι θα πληρώνεις διατροφή» είπε εκείνη. «Θα το κανονίσω, να το ξέρεις. Είμαστε δύο σ’ αυτή την υπόθεση». «Δύο είμαστε» είπε εκείνη. «Αλλά όχι εμείς οι δύο». «Ε; Ποιοι δύο δηλαδή;» «Εγώ κι ο Ίνβαλ» είπε εκείνη κι έγνεψε προς τη μεριά του τύπου με την κιθάρα. «Είμαστε μαζί τώρα και μου είπε ότι θα ήθελε να γίνει πατέρας. Εφόσον πληρώνεις εσύ τη διατροφή, βέβαια». Έτσι κι έγινε. Ο Ίνβαλ βέβαια δεν έμεινε για πολύ· όταν γεννήθηκε η Άννα, η Μ πόμπι τα είχε με έναν άλλο τύπο που άρχιζε από Ι, Ίβαρ ίσως τον έλεγαν. Έβλεπα την Άννα σε άτακτα διαστήματα, αλλά ποτέ δεν υπήρξε συζήτηση για να την πάρω εγώ. Ούτε νομίζω ότι θα την ήθελα· όχι τότε τουλάχιστον. Όχι επειδή δεν μ’ ένοιαζε – την ερωτεύτηκα από την πρώτη στιγμή που την είδα. Ήταν ξαπλωμένη στο πορτμπεμπέ της και γύρισε να με κοιτάξει με μια γαλανή λάμψη στα μάτια και σάλια, γαργάρα στο στόμα. Και παρόλο που δεν την ήξερα καθόλου έγινε μεμιάς ό,τι πολυτιμότερο είχα. Ίσως ο λόγος να ήταν ακριβώς αυτός. Ήταν τόσο μικροσκοπική και τόσο ευάλωτη και κυρίως τόσο πολύτιμη, που δεν ήθελα να την έχω μόνος μου. Δεν μπορούσα. Δεν το άντεχα. Γιατί κάτι λάθος θα έκανα, δεν μπορεί, κάτι ανεπανόρθωτο· θα της δημιουργούσα ίσως κάποιο διαρκές σωματικό ελάττωμα, ήμουν πεπεισμένος. Όχι επειδή ήμουν ανεύθυνος ή απερίσκεπτος. Απλώς μου έλειπε η ικανότητα ορθής κρίσης. Ήμουν πάντα πρόθυμος ν’ ακολουθήσω τις συμβουλές των άλλων και να τους αφήσω ν’ αποφασίζουν για μένα, ακόμα κι όταν ήξερα ότι δεν ήταν και πολύ καλύτεροι από μένα. Δειλός: Αυτή τη λέξη ψάχνω. Κι έτσι κράτησα τις αποστάσεις μου, πουλούσα χασίς, έδινα τα μισά μου κέρδη στην Μ πόμπι μια φορά την εβδομάδα κι ύστερα κατέβαζα το βλέμμα και κοιτούσα τη μαγική γαλάζια λάμψη στα γελαστά ματάκια της Άννας. Και καμιά φορά, αν η Μ πόμπι ήταν μεταξύ σχέσεων και
82
JO NESBO
βγαίναμε για καφέ, την έπαιρνα και στην αγκαλιά μου. Είπα στην Μ πόμπι να μείνει μακριά απ’ το πάρκο κι απ’ το μαύρο, κι ότι θα το έκανα κι εγώ, ότι θ’ απομακρυνόμουν απ’ τις βρομοδουλειές και τον Ψαρά κι απ’ τα προβλήματα. Δεν είχαμε την πολυτέλεια να με χώσουν στη στενή. Μ πορεί οι γονείς της Μ πόμπι να μην ήταν και πολύ πλούσιοι, ήταν όμως αρκετά μεγαλοαστοί ώστε να ξεκόψουν με τη χίπισσα, χασισοπότισσα, ελαφρών ηθών κορούλα τους και να της ξεκαθαρίσουν ότι θα πρέπει να τα βγάλει πέρα μόνη της, με τον πατέρα του παιδιού· κι αν χρειαστεί, με τη βοήθεια του κράτους. Κι ήρθε μια μέρα που η Μ πόμπι γύρισε και μου είπε «ως εδώ και μη παρέκει, γαμώτο». Η Άννα έκλαιγε, ρινορραγούσε και καιγόταν απ’ τον πυρετό τέσσερις ολόκληρες ημέρες. Κι όταν κοίταξα στο κρεβατάκι της, είδα τη γαλάζια λάμψη των ματιών της να έχει φαγωθεί από δυο μπλε κύκλους κάτω από τα μάτια. Ήταν κατάχλωμη και γεμάτη μελανιές σε γόνατα κι αγκώνες. Την πήγα γραμμή στα επείγοντα και τρεις μέρες αργότερα μάθαμε τα νέα: οξεία λευχαιμία. Μ ονόδρομος για τον θάνατο. Οι γιατροί τής έδιναν τέσσερις μήνες. Κι όλοι μάς έλεγαν «έτσι είναι αυτά, κεραυνοί εν αιθρία, αυθαίρετα, απερίσκεπτα, άνευ νοήματος». Τρελάθηκα. Ρώτησα παντού, πήρα τηλέφωνα, ήλεγξα τα πάντα, ζήτησα γνώμες από εδώ, γνώμες από εκεί, στο τέλος βρήκα μια θεραπεία για τη λευχαιμία στη Γερμανία. Απείχε πολύ απ’ το να σώζει τους πάντες και κόστιζε και μια περιουσία, πρόσφερε όμως κάτι: ελπίδα. Αλλά το νορβηγικό κράτος είχε καλύτερα πράγματα να κάνει απ’ το να ξοδεύει τα χρήματά του σε ισχνές ελπίδες και οι γονείς της Μ πόμπι είπαν ότι ήταν γραφτό –ή τέλος πάντων ζήτημα των κρατικών υγειονομικών αρχών– κι ότι δεν είχαν καμιά όρεξη να πληρώσουν για οποιαδήποτε πλασματική θεραπεία που βρήκαν οι ναζί. Κάθισα, λοιπόν, και τα έβαλα κάτω. Παρόλο που είχα πενταπλασιάσει τις πωλήσεις μου σε χασίς, δεν μου έφτανε ο χρόνος. Κι όμως το προσπαθούσα, έκλεινα δεκαοκτάωρες βάρδιες και πουλούσα σαν τρελός. Κι όταν η κυκλοφορία στο Σλοτσπάρκεν μειωνόταν τη νύχτα, έπαιρνα τα πόδια μου κι έκανα βάρδιες μπροστά απ’ τον
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
83
καθεδρικό ναό. Την επόμενη φορά που πήγα στο νοσοκομείο με ρώτησαν γιατί κανείς μας δεν είχε έρθει να τη δει τρεις ολόκληρες ημέρες. «Η Μ πόμπι δεν ήρθε;» Η νοσοκόμα κι ο γιατρός κούνησαν τα κεφάλια τους αρνητικά. Είχαν προσπαθήσει να τη βρουν στο τηλέφωνο, μα η εταιρεία τηλεφωνίας μάλλον της το είχε κόψει. Πήγα και τη βρήκα. Ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι. Έλεγε ότι ήταν άρρωστη κι ότι εγώ έφταιγα που δεν είχε λεφτά και της έκοψαν το τηλέφωνο. Πήγα στην τουαλέτα και, πετώντας στα σκουπίδια τη γόπα του τσιγάρου μου, ανακάλυψα στον σκουπιδοτενεκέ έναν ματωμένο επίδεσμο. Κι από κάτω βρήκα και τη σύριγγα. Ίσως και να μου είχε περάσει απ’ το μυαλό ότι αργά ή γρήγορα θα συνέβαινε κι αυτό: Είχα δει πιο εύθραυστες ψυχές από την Μ πόμπι να περνούν αυτά τα όρια. Και τι έκανα; Δεν έκανα απολύτως τίποτα. Την παράτησα εκεί, προσπαθώντας να πείσω τον εαυτό μου ότι η Άννα θα ήταν πιο ασφαλής στο νοσοκομείο απ’ ό,τι με τη μάνα ή τον πατέρα της και συνέχιζα να πουλάω χασίς και να βάζω στην άκρη χρήματα για τη διαολεμένη εκείνη μαγική θεραπεία στην οποία είχα πιστέψει, γιατί αλλιώς έπρεπε να παραιτηθώ κι ο φόβος ότι το κοριτσάκι με το φωτεινό γαλάζιο βλέμμα θα μου πέθαινε ήταν χειρότερος κι από τον φόβο του δικού μου θανάτου. Ρουφάμε την παρηγοριά απ’ όπου κι αν τη βρούμε: σ’ ένα γερμανικό ιατρικό περιοδικό, σε μια σύριγγα με ηρωίνη, σ’ ένα βιβλίο με φρέσκες σωτηριολογικές προσθήκες που τάζουν αιώνια ζωή φτάνει ν’ ασπαστείς τον νεόφερτο σωτήρα. Κι έτσι πουλούσα μαύρο μετρώντας χρήματα, μετρώντας τις μέρες. Τότε ήταν που ήρθε ο Ψαράς και μου πρόσφερε τη δουλειά.
Δυο μέρες. Τα σύννεφα κρέμονταν σιμά στον ουρανό, αλλά δεν έλεγε να βρέξει. Η Γη περιστρεφόταν, αλλά ο ήλιος δεν έλεγε να
84
JO NESBO
φανεί. Οι ώρες γίνονταν ολοένα και πιο μονότονες. Προσπαθούσα να κοιμηθώ για να περάσουν, αλλά δίχως βάλιουμ δεν τα κατάφερνα. Άρχισε να μου στρίβει όλο και περισσότερο. Ο Κνουτ είχε δίκιο: Δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από μια σφαίρα που δεν ξέρεις από πού θα σου ’ρθει. Κάποια στιγμή το δεύτερο βράδυ είπα «αρκετά». Ο Μ ατίς είχε πει ότι ο γάμος θα διαρκούσε τρεις ημέρες. Έκανα μπάνιο στο ρυάκι. Δεν μ’ ένοιαζαν πια τα κουνούπια, μόνο όταν έμπαιναν στα μάτια μου και στο στόμα ή προσγειώνονταν πάνω στο ψωμί που έτρωγα. Κι ο πόνος στον ώμο είχε φύγει. Πολύ περίεργο, αλλά όταν ξύπνησα το πρωί μετά την κηδεία δεν πονούσα πια. Προσπάθησα να σκεφτώ μήπως είχα κάνει τίποτα το ιδιαίτερο, το διαφορετικό, αλλά δεν μπορούσα να θυμηθώ τίποτα. Μ ετά το μπάνιο έπλυνα το πουκάμισό μου, το σφούγγισα και το ξαναφόρεσα, ελπίζοντας να στεγνώσει μέχρι να φτάσω στο χωριό. Αναρωτήθηκα κατά πόσο έπρεπε να πάρω μαζί μου το περίστροφο. Στο τέλος αποφάσισα να τ’ αφήσω και το έκρυψα κι αυτό μαζί με τα χρήματα πίσω από το σανίδι και τα βρύα. Κοίταξα το τουφέκι και το κουτί με τις σφαίρες. Θυμήθηκα τα λόγια του Μ ατίς: Ο μόνος λόγος που δεν υπήρχαν κλοπές στο Κόσουν ήταν επειδή δεν υπήρχε τίποτα να κλέψεις. Το όπλο δεν χωρούσε πίσω απ’ τη σανίδα, κι έτσι το έκρυψα ανάμεσα σε κάτι εναπομείνασες λωρίδες στεγανωτικής τσόχας που βρήκα κάτω από την κουκέτα και το έθαψα κάτω από τέσσερα μεγάλα βράχια δίπλα στο ρέμα. Κι ύστερα ξεκίνησα.
Παρόλο που φυσούσε αέρας, ένα βάρος στην ατμόσφαιρα μου πίεζε τα μηνίγγια. Λες και σύντομα θα έπεφταν κεραυνοί. Ίσως η γιορτή να ’χε τελειώσει, να είχαν πιει όλο το αλκοόλ και να είχαν καπαρώσει όλες τις ελεύθερες γυναίκες. Όταν όμως πλησίασα, άκουσα πάλι εκείνα τα νταούλια που είχα ακούσει δύο
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
85
μέρες πριν. Προσπέρασα την εκκλησία και κατευθύνθηκα προς την προβλήτα. Ακολούθησα τον ήχο. Βγήκα απ’ τον δρόμο, προχώρησα ανατολικά, ανέβηκα έναν λόφο. Μ προστά μου απλώθηκε ένα γκρίζο πετρώδες έρημο ακρωτήρι που βουτούσε μέσα σε μια χαλύβδινη μπλε θάλασσα. Και πίσω πίσω στο ακρωτήρι, ακριβώς κάτω απ’ τα πόδια μου, υπήρχε μια ίσια πολυπατημένη πεδιάδα. Εκεί είχαν στήσει χορό. Μ ια μεγάλη φωτιά έκαιγε δίπλα σ’ έναν πέτρινο οβελίσκο πέντε έξι μέτρων, χωμένο μες στη γη. Γύρω από τον οβελίσκο υπήρχαν δυο κύκλοι από μικρότερες πέτρες, τοποθετημένες δίχως εμφανή συμμετρία ή αναγνωρίσιμο μοτίβο. Κι όμως, έμοιαζαν σαν να προϊδεάζουν την κατασκευή ενός ατελούς οικοδομήματος. Ή μάλλον μαρτυρούσαν την ύπαρξη κάποιου οικοδομήματος που είχε καταστραφεί, γκρεμιστεί ή καεί. «Ε!» φώναξε ένας ψηλός ξανθός τύπος με λαπωνέζικη στολή, που καθόταν και κατουρούσε τα βρύα στην άκρη της πεδιάδας. «Ποιος είσαι εσύ;» «Ο Ουλφ». «Α, ο Νότιος! Άργησες, αλλά έφτασες! Καλώς ήρθες!» Τίναξε το πουλί του από εδώ κι από εκεί κι οι σταγόνες εκτοξεύτηκαν παντού. Ύστερα το έχωσε στο παντελόνι του και μου έτεινε το χέρι. «Είμαι ο Κορνέλιους, ο δευτεροξάδερφος του Μ ατίς! Χάρηκα». Δίστασα πριν του σφίξω το χέρι. «Ώστε αυτή είναι η λεγόμενη Τρανστάινεν» είπα. «Τι ακριβώς είναι, ερείπια κάποιου ναού;» «Ποια, η πέτρα;» Ο τύπος που τον έλεγαν Κορνέλιους κούνησε πέρα δώθε το κεφάλι του. «Όχι. Την πέτρα αυτή την έριξε εδώ ο Μ πάιβε-Βούολαμπ». «Μ άλιστα. Και ποιος είναι αυτός;» «Ένας απίστευτα δυνατός Λάπωνας. Ένας ημίθεος ίσως. Όχι, όχι! Ένας τεταρτημόρ… ένας τεταρτόθεος!» «Χμ. Και γιατί πέταξε ο… τεταρτόθεος ολόκληρο βράχο εδώ πέρα;» «Γιατί πετούν οι δυνατοί τα βράχια; Για να κάνουν μόστρα, φυσικά!» Έσκασε στα γέλια. «Γιατί δεν ήρθες πιο πριν, Ουλφ; Η
86
JO NESBO
γιορτή σχεδόν τελειώνει». «Έκανα λάθος, νόμιζα ότι η τελετή θα γινόταν στην εκκλησία». «Τι, μ’ αυτούς τους δεισιδαίμονες;» Έβγαλε ένα φλασκί. «O Μ ατίς μπορεί να παντρέψει το ζευγάρι καλύτερα απ’ οποιονδήποτε αναιμικό λουθηρανό». «Α, ναι; Και στο όνομα ποιων θεών;» Μ ε τα μάτια μισόκλειστα κοίταξα προς το μέρος της φωτιάς και του γιορτινού τραπεζιού. Ένα κορίτσι με πράσινο φόρεμα είχε σταματήσει τον χορό και με κοιτούσε με περιέργεια. Ακόμα κι από απόσταση μπορούσα να δω πόσο καλοσχηματισμένο ήταν το σώμα της. «Ποιων θεών; Κανενός θεού. Στ’ όνομα του νορβηγικού κράτους τούς παντρεύει». «Έχει τέτοιο αξίωμα;» «Φυσικά. Τρεις είναι στο χωριό μας». Ο Κορνέλιους σήκωσε μια σφιγμένη γροθιά και μέτρησε, ανοίγοντας ένα ένα δάχτυλο: «Έχουμε και λέμε: ο ιερέας, ο δικαστικός κι ο καπετάνιος». «Μ άλιστα. Άρα ο Μ ατίς είναι και καπετάνιος;» «Ο Μ ατίς;» Ο Κορνέλιους γέλασε και ρούφηξε μια γουλιά απ’ το φλασκί του. «Σου μοιάζει για θαλασσινός; Δεν τον έχεις δει πώς πάει; Όχι, ο γερο-Ελίασεν είναι ο καπετάνιος κι αυτός μπορεί να παντρέψει τους ανθρώπους μόνο μες στα πλοία του και γι’ αυτό καμιά γυναίκα δεν ανεβαίνει εκεί πάνω. Αμέ». «Τι εννοείς αν τον έχω δει πώς πηγαίνει;» «Μ όνο οι στεριανοί Λάπωνες έχουν τέτοια στραβά πόδια. Όχι οι θαλασσινοί». «Γιατί;» «Λόγω ψαριών». Μ ου έδωσε το φλασκί. «Δεν τρώνε ποτέ ψάρια εκεί στις στέπες τους. Κι άρα δεν παίρνουν ιώδιο. Τα πόδια τους στραβώνουν». Τέντωσε το γόνατό του για να υπογραμμίσει τα λόγια του. «Κι εσύ είσαι…» «Λάπωνας-μούφα. Ο πατέρας μου είναι από το Μ πέργκεν, αλλά μην το πεις σε κανέναν. Ειδικά στη μάνα μου». Ξαναγέλασε και δεν μπορούσα να μην τον μιμηθώ. Η γεύση του ποτού ήταν ακόμα χειρότερη από εκείνου που είχα πάρει απ’
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
87
τον Μ ατίς. «Και τότε τι είναι ο Μ ατίς; Ιερέας;» «Σχεδόν» είπε ο Κορνέλιους. «Πήγε στο Όσλο να σπουδάσει Θεολογία, μα έπαψε να πιστεύει. Κι έτσι το γύρισε στη Νομική. Ήταν δικαστικός στην Τρούμσε για τρία χρόνια. Αμέ». «Μ ην το πάρεις στραβά αυτό που θα σου πω, Κορνέλιους, αλλά, αν δεν κάνω λάθος, το ογδόντα σχεδόν τοις εκατό όσων μου είπες είναι είτε ψέματα είτε ανοησίες». Εκείνος με κοίταξε έκπληκτος. «Όχι, ρε φίλε, γαμώτο. Ο Μ ατίς πρώτα έχασε την πίστη του στον Θεό κι ύστερα έχασε την πίστη του και στους νόμους. Και τώρα πιστεύει μόνο στην περιεκτικότητα του αλκοόλ, έτσι λέει». Ο Κορνέλιους γέλασε με την καρδιά του και με χτύπησε τόσο δυνατά στην πλάτη, που παραλίγο να μου βγει το αλκοόλ απ’ το στόμα. Μ ικρό το κακό. «Τι σκατά πίνουμε;» ρώτησα και του ξανάδωσα το φλασκί. «Της Ράικα είναι» είπε εκείνος. «Γάλα ταράνδου έπειτα από ζύμωση». Κούνησε το κεφάλι του θλιμμένα. «Αλλά οι νέοι σήμερα μόνο αναψυκτικά θέλουν και κόκα κόλες. Σκούτερ χιονιού και χοτ ντογκ. Τα λικέρ, τα έλκηθρα και το κρέας των ταράνδων, πάνε αυτά, τα πετάμε στα σκυλιά. Αμέ». Ήπιε μια γουλιά της παρηγοριάς πριν βουλώσει το φλασκί. «Ε, για δες, να σου κι η Ανίτα». Είδα το κορίτσι με το πράσινο φόρεμα να πλησιάζει σεινάμενη κουνάμενη, κι όμως ανεπιτήδευτη. Τεντώθηκα αυτομάτως. «Σιγά σιγά, Ουλφ» ψιθύρισε ο Κορνέλιους. «Άσ’ τη να σου πει τη μοίρα σου, αλλά τίποτα παραπάνω». «Τη μοίρα μου;» «Ναι, είναι μάντισσα. Πραγματική σαμάνος. Αλλά μη θελήσεις αυτό που θέλει». «Που είναι τι;» «Έλα τώρα, κάνει μπαμ από μακριά». «Χμ. Και γιατί όχι; Παντρεμένη είναι; Λογοδοσμένη;» «Όχι, αλλά δεν θες αυτό που έχει». «Τι έχει;» «Ό,τι έχει και το μοιράζει».
88
JO NESBO
Κούνησα το κεφάλι μου αργά αργά. Εκείνη ακούμπησε το χέρι της στον ώμο μου. «Έλα να διασκεδάσεις, ο Κορνέλιους δεν κουτσομπολεύει». Εκείνος γύρισε προς το κορίτσι. «Γεια σου, Ανίτα». «Γεια σου κι εσένα, Κορνέλιους». Εκείνος γέλασε κι απομακρύνθηκε. Το κορίτσι ήρθε και στάθηκε μπροστά μου και μου χαμογέλασε με τα χείλη της κλειστά. Ιδρωμένη, με την ανάσα κομμένη ακόμη απ’ τον χορό. Είχε δυο κατακόκκινα ερεθισμένα σπυράκια στο μέτωπό της, δυο ίριδες σαν το κεφάλι της καρφίτσας και μια αγριάδα στο βλέμμα που μαρτυρούσε καθαρά τι είχε πάρει: ναρκωτικά· ίσως σπιντ. «Γεια» είπα κι εγώ. Εκείνη δεν απάντησε, απλώς με κοίταξε απ’ την κορυφή έως τα νύχια. Έριξα το βάρος μου στο άλλο πόδι. «Μ ε θέλεις;» με ρώτησε. Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά. «Γιατί όχι;» Ανασήκωσα τους ώμους. «Μ ια χαρά φρέσκος φρέσκος μου μοιάζεις. Ποιο είναι το πρόβλημα;» «Απ’ ό,τι κατάλαβα, μπορείς και διαβάζεις τους ανθρώπους». Εκείνη γέλασε. «Αυτό σου είπε ο Κορνέλιους; Ναι, αμέ, η Ανίτα μπορεί και τους διαβάζει. Και διάβασε ότι μέχρι πριν από λίγο μια χαρά με ήθελες. Τι συνέβη; Φοβήθηκες;» «Δεν φταις εσύ, εγώ φταίω. Έχω λίγη σύφιλη». Όταν ξαναγέλασε κατάλαβα γιατί δεν έδειχνε τα δόντια της σαν χαμογελούσε. «Υπάρχουν και καπότες». «Για την ακρίβεια, δεν είναι μόνο η σύφιλη. Δεν μου σηκώνεται κιόλας». Έκανε ένα βήμα προς το μέρος μου. Έφερε το χέρι στον καβάλο μου. «Δεν νομίζω. Έλα, μένω πίσω από την εκκλησία». Κούνησα το κεφάλι μου, την άρπαξα από τον καρπό. «Στον διάολο, κωλονότιοι» είπε φτύνοντας προς το μέρος μου και τράβηξε με μανία το χέρι της μακριά μου. «Γιατί τέτοιο κόλλημα για λίγο γαμήσι; Σύντομα όλοι θα πεθάνουμε, δεν θα
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
89
πεθάνουμε στο τέλος;» «Φυσικά, φυσικά, τις ξέρω τις φήμες» είπα και κοίταξα τριγύρω μου για κάποιο κατάλληλο καταφύγιο. «Δεν με πιστεύεις» είπε εκείνη. «Κοίταξέ με. Κοίτα με, είπα!» Την κοίταξα. Εκείνη χαμογέλασε. «Α, σωστά το είδε η Ανίτα. Έχεις τον θάνατο στο βλέμμα. Μ η φεύγεις! Η Ανίτα βλέπει ότι θα πυροβολήσεις τον αντικατοπτρισμό. Ναι, τον αντικατοπτρισμό!» Ένα καμπανάκι άρχισε να χτυπάει στο κεφάλι μου. «Τι είπες πριν; Σε ποιον άλλο κωλονότιο αναφερόσουν πριν;» «Σε σένα». «Και σε ποιον άλλο;» «Δεν μου ’πε τ’ όνομά του». Πήρε το χέρι μου στα χέρια της. «Αλλά τώρα σου είπα τη μοίρα σου και τώρα εσύ…» Τράβηξα το χέρι μου μακριά. «Πώς έμοιαζε;» «Για δες, όντως φοβάσαι». «Πώς έμοιαζε;» «Γιατί έχει τόση σημασία;» «Σε παρακαλώ, Ανίτα». «Εντάξει, εντάξει, ηρέμησε. Λεπτός ήταν. Μ ε μια ναζιστική φράντζα στα μαλλιά. Περίεργος. Είχε ένα μακρύ νύχι στον δείκτη του χεριού του». Σκατά. Ο Ψαράς πάντα βρίσκει αυτό που ψάχνει. Εσύ κι εγώ δεν ξέρουμε πώς το μαθαίνει, αλλά αυτός το ξέρει. Πάντα. Στραβοκατάπια. «Πότε τον συνάντησες;» «Λίγο πριν έρθεις. Ανέβηκε στο χωριό, είχε να μιλήσει σε κάποιον, είπε». «Τι ήθελε;» «Έψαχνε κάποιον άλλο Νότιο, που τον λένε Γιουν. Εσύ είσαι;» Κούνησα το κεφάλι μου. «Εμένα με λένε Ουλφ. Τι άλλο είπε;» «Τίποτε άλλο. Μ ου έδωσε το τηλέφωνό του σε περίπτωση που έπαιρνε τίποτα τ’ αυτί μου, αλλά ήταν αριθμός του Όσλο. Τι σε νοιάζει εσένα;» «Περιμένω κάποιον να μου φέρει το κυνηγετικό μου όπλο.
90
JO NESBO
Δεν είναι αυτός όμως». Ώστε ο Τζόνι Μ ούε είχε φτάσει μέχρι εδώ. Κι εγώ είχα αφήσει το πιστόλι μου στο καταφύγιο. Είχα έρθει σε μέρος μη ασφαλές κι είχα αφήσει πίσω μου το μόνο πράγμα που θα μπορούσε να με προστατεύσει. Επειδή σκέφτηκα πως θα ’ταν δύσκολο να γδυθώ έχοντάς το μαζί μου, σε περίπτωση που γνώριζα καμιά γυναίκα. Και τώρα είχα γνωρίσει μία και δεν επρόκειτο να γδυθώ έτσι κι αλλιώς. Ποιο επίπεδο είναι πιο χαμηλά κι απ’ την ηλιθιότητα; Το περίεργο ήταν ότι ήμουν περισσότερο θυμωμένος παρά φοβισμένος. Ήρθα ως εδώ πάνω να κρυφτώ γιατί ήθελα να ζήσω, έτσι δεν είναι; Άρα πρέπει να σοβαρευτώ και να ζήσω και λίγο! «Πίσω από την εκκλησία μένεις, είπες;» Το πρόσωπό της φωτίστηκε αμέσως. «Ναι, δεν είναι μακριά από εδώ». Γύρισα και κοίταξα τον χωματόδρομο. Ο Μ ούε θα μπορούσε να επιστρέψει ανά πάσα στιγμή. «Μ πορούμε να κόψουμε μέσα από το νεκροταφείο, να μη μας δει κανείς;» «Γιατί να μη μας δουν;» «Ε… τη φήμη σου σκέφτομαι». «Τη φήμη μου;» ρουθούνισε εκείνη. «Όλοι ξέρουν πόσο αρέσουν οι άντρες στην Ανίτα». «Εντάξει τότε, τη δική μου». Εκείνη ανασήκωσε απλώς τους ώμους της. «Αφού είσαι τόσο σεμνότυφος πια, άντε, πάμε».
Το σπίτι της είχε κουρτίνες. Κι ένα ζευγάρι ανδρικά παπούτσια στο χολ. «Ποιανού;…» «Του πατέρα μου είναι» είπε η Ανίτα. «Και δεν χρειάζεται να ψιθυρίζεις. Κοιμάται». «Ε, ακριβώς γι’ αυτό δεν πρέπει να ψιθυρίζουμε;» «Φοβάσαι ακόμη;» Κοίταξα τα παπούτσια. Ήταν μικρότερα από τα δικά μου.
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
91
«Όχι…» «Ωραία. Έλα…» Πήγαμε στο υπνοδωμάτιό της. Ήταν στενάχωρο και το στρώμα μονό. Για πολύ λεπτούς ανθρώπους. Εκείνη τράβηξε το φόρεμα πάνω απ’ το κεφάλι της. Γδύθηκε. Μ ’ έσπρωξε πάνω στο κρεβάτι, μου ξεκούμπωσε το παντελόνι και το έβγαλε με μία κίνηση μαζί με το εσώρουχό μου. Ύστερα ξεκούμπωσε το σουτιέν της κι έβγαλε την κιλότα της. Το δέρμα της ήταν χλωμό, σχεδόν άσπρο, με κόκκινα σημάδια και γρατζουνιές εδώ κι εκεί. Αλλά κανένα σημάδι από τσίμπημα βελόνας. Ήταν όμορφη. Κάθισε στο κρεβάτι και με κοίταξε. «Θες να βγάλεις το σακάκι σου;» Ενώ εγώ έβγαζα το σακάκι μου και το κρεμούσα μαζί με το πουκάμισο στην πλάτη της μοναδικής καρέκλας, άκουσα το ροχαλητό που ερχόταν από το διπλανό δωμάτιο. Τραχιές, κοφτές εισπνοές, τρεμάμενες εκπνοές, σαν τρύπιος σιγαστήρας. Εκείνη άνοιξε το συρτάρι του κομοδίνου. «Τέρμα οι καπότες» είπε. «Να προσέξεις, δεν θέλω κουτσούβελα». «Δεν μπορώ να προσέχω» είπα στα γρήγορα. «Ποτέ μου δεν μπόρεσα. Ίσως… ίσως απλώς να κάνουμε αγκαλιές;» «Αγκαλιές;» Η λέξη βγήκε από το στόμα της με βδελυγμία. «Έχει ο μπαμπάς καπότες». Βγήκε απ’ το δωμάτιο ολόγυμνη κι άκουσα την πόρτα του διπλανού δωματίου ν’ ανοίγει. Το ροχαλητό διαταράχτηκε για λίγο κι ύστερα ξανάρχισε. Δευτερόλεπτα αργότερα εκείνη επέστρεψε κρατώντας ένα φθαρμένο καφέ πορτοφόλι. Το έψαξε. «Ορίστε» είπε κι έριξε ένα ορθογώνιο πλαστικό φακελάκι στην αγκαλιά μου. Το φακελάκι ήταν φθαρμένο στις γωνίες. Έψαξα να βρω ημερομηνία λήξης, αλλά δεν υπήρχε. «Δεν τα καταφέρνω με τα προφυλακτικά» είπα. «Δεν μπορώ». «Μ άλιστα, κατάλαβα» είπε εκείνη κι έπιασε το τρομοκρατημένο μου πουλί. «Συγγνώμη. Τι δουλειά κάνεις εδώ στο Κόσουν, Ανίτα;»
92
JO NESBO
«Σκάσε». «Χμ… Ίσως χρειάζεται λίγο… ιώδιο;» «Σκάσε, είπα». Κοίταξα το μικροσκοπικό χέρι που προφανώς πίστευε ότι μπορούσε να κάνει θαύματα. Αναρωτήθηκα πού να ήταν ο Τζόνι. Σ’ ένα τόσο μικρό χωριό δεν ήταν και πολύ δύσκολο να βρει κάποιον να του μαρτυρήσει ότι ο νεοαφιχθείς Νοτιονορβηγός ζούσε στο κυνηγετικό καταφύγιο. Θα πήγαινε να με βρει. Εκεί και στον γάμο. Ο Κορνέλιους είχε υποσχεθεί να κρατήσει το στόμα του κλειστό. Άρα όσο ήμουν εδώ ήμουν ασφαλής. «Για δες» χαχάνισε η Ανίτα ευχαριστημένη. Κοίταξα κατάπληκτος το θαύμα. Θα πρέπει να ήταν κάποια αντίδραση στο στρες. Είχα κάποτε διαβάσει ότι ακόμα και άντρες με στυτικά προβλήματα έχουν στύση πού και πού. Χωρίς να μ’ αφήσει ή να σταματήσει, πήρε το φακελάκι με το προφυλακτικό στο αριστερό της χέρι, το έσκισε με τα δόντια της, τράβηξε το προφυλακτικό και έκανε τα χείλη της έναν κύκλο γύρω του. Ύστερα έσκυψε μπροστά κι όταν ξανασήκωσε το κεφάλι της ήμουν έτοιμος για μάχη. «Θέλω μόνο να πω ότι…» «Ακόμη δεν τελείωσες μ’ ό,τι έχεις να πεις, Ουλφ;» «…δεν μ’ αρέσει να με πετάνε έξω αμέσως μετά, είναι θέμα αυτοσεβασμού, αν με…» «Σκάσε πια και κάν’ το τώρα που μπορείς ακόμη». «Μ ου το υπόσχεσαι;» Εκείνη αναστέναξε. «Άντε, γάμησε την Ανίτα όπως πρέπει τώρα». Μ πουσούλησα πάνω στο κρεβάτι. Μ ε βοήθησε να μπω μέσα της. Έκλεισα τα μάτια μου κι άρχισα να τρίβομαι, ούτε πολύ γρήγορα ούτε πολύ αργά. Εκείνη γκρίνιαζε κι έβριζε, αλλά μ’ έναν τρόπο που εκλάμβανα ως ενθάρρυνση. Ελλείψει οποιουδήποτε άλλου μέτρου, έπιασα γρήγορα τον ρυθμό του ροχαλητού από το διπλανό δωμάτιο. Το άκουσα να δυναμώνει. Προσπαθούσα να μη σκέφτομαι την κατάσταση του προφυλακτικού που φορούσα ή το πώς θα ήταν το αποτέλεσμα
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
93
της διασταύρωσης ανάμεσα σε μένα και στην Ανίτα. Ξαφνικά εκείνη κοκάλωσε και σταμάτησε να βγάζει οποιονδήποτε ήχο. Σταμάτησα να μπαινοβγαίνω μέσα της, νομίζοντας ότι κάτι είχε ακούσει, κάποια αρρυθμία στο ροχαλητό του πατέρα της ίσως ή κάποιον να πλησιάζει στο σπίτι. Κράτησα την ανάσα μου και αφουγκράστηκα. Το ροχαλητό μού φάνηκε εξίσου ομοιόμορφο και ρυθμικό όπως πριν. Το γυναικείο σώμα από κάτω μου χαλάρωσε απότομα. Την κοίταξα ανήσυχος. Τα μάτια της ήταν κλειστά κι έμοιαζε νεκρή. Ακούμπησα προσεκτικά αντίχειρα και δείκτη στον λαιμό της, προσπαθώντας να βρω τον σφυγμό. Δεν τον βρήκα. Διάολε, πού σκατά ήταν, μη μου πεις ότι… Και τότε ένας χαμηλός ήχος ξέφυγε απ’ το στόμα της. Στην αρχή ένας υποτονικός βρυχηθμός. Που άρχισε να δυναμώνει. Κι έγινε κάτι οικείο. Τραχιές εισπνοές και εκπνοές σαν τρύπιος σιγαστήρας. Oh yes, ήταν παιδί του μπαμπά της. Στριμώχτηκα ανάμεσα στο μικρό γυναικείο κορμί και τον τοίχο. Η πλάτη μου ακούμπησε στην κρύα ταπετσαρία κι ο γοφός μου στην άκρη του κρεβατιού. Αλλά ήμουν ασφαλής. Έκλεισα τα μάτια μου. Δυο σκέψεις μπήκαν στο μυαλό μου. Ότι δεν σκέφτηκα καν το βάλιουμ. Κι ότι θα πυροβολούσα τον αντικατοπτρισμό μου. Κι ύστερα γλίστρησα στην αγκαλιά του Μ ορφέα.
94
JO NESBO
9
ταν, κατά τη διάρκεια του πρωινού, είδα τον πατέρα της Ανίτα, κατάλαβα ότι ταίριαζε πολύ με τη φιγούρα που ασυνείδητα είχα πλάσει στο μυαλό μου ακούγοντας το ροχαλητό του. Ήταν τριχωτός, παχουλός κι αγριωπός. Ακόμα και το φανελάκι του είχα φανταστεί σωστά. «Λοιπόν;» είπε αγριωπά. Έσβησε τη γόπα του στο μισοφαγωμένο ψωμάκι του τοστ μπροστά του. «Μ ου φαίνεται ότι χρειάζεσαι καφέ». «Ευχαριστώ» είπα απαλά και κάθισα από την άλλη μεριά του τραπεζιού από φορμάικα. Μ ε κοίταξε καλά καλά. Ύστερα γύρισε το βλέμμα του στην εφημερίδα, έγλειψε την άκρη του μολυβιού του κι έγνεψε προς τη μεριά της κουζίνας και του βραστήρα. «Βάλε μόνος σου. Δεν χρειαζόσουν βοήθεια να γαμήσεις την κόρη μου». Έγνεψα καταφατικά και βρήκα μία κούπα στο ντουλάπι. Τη γέμισα με κατάμαυρο καφέ, ενώ κοιτούσα έξω απ’ το παράθυρο. Ακόμη συννεφιά. Ο πατέρας ήταν απορροφημένος στην εφημερίδα του. Επικρατούσε ησυχία· άκουγα το χαμηλό ροχαλητό της Ανίτα. Το ρολόι μου έδειχνε εννιά και τέταρτο. Άραγε ο Τζόνι να ήταν ακόμη στο χωριό ή μήπως είχε πάει να με ψάξει αλλού; Ρούφηξα λίγο καφέ. Ένιωσα λες κι έπρεπε να τον μασήσω πριν καταπιώ τη γουλιά μου.
Ό
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
95
«Για πες…» είπε ο πατέρας κοιτάζοντάς με «μια άλλη λέξη για τον ευνουχισμό». Συνάντησα το βλέμμα του. «Ακρωτηριασμός». Κοίταξε την εφημερίδα. Μ έτρησε τα γράμματα. «Μ ε ωμέγα;» «Ναι». «Ναι, μπορεί». Έγλειψε το μολύβι και συμπλήρωσε το σταυρόλεξο. Ενώ είχα ήδη φορέσει τα παπούτσια μου και είχα βγει στον διάδρομο, η Ανίτα ξεπρόβαλε αλαφιασμένη απ’ το υπνοδωμάτιο. Χλωμή και γυμνή, με τα μαλλιά ξεχτένιστα κι άγριο το βλέμμα. Μ ε αγκάλιασε και μ’ έσφιξε δυνατά. «Δεν ήθελα να σε ξυπνήσω» είπα, προσπαθώντας μάταια να φτάσω στην πόρτα. «Θα ξανάρθεις;» Έκανα πίσω, την κοίταξα. Ήξερε ότι ήξερα. Ότι συνήθως οι άντρες δεν ξαναγύριζαν. Ήθελε όμως να το ακούσει. Μ πορεί και όχι. «Θα προσπαθήσω» της είπα. «Θα προσπαθήσεις;» «Ναι». «Κοίταξέ με. Κοίτα με! Μ ου το υπόσχεσαι;» «Φυσικά». «Το είπες τώρα, Ουλφ. Μ ου το υποσχέθηκες. Και κανείς δεν υπόσχεται στην Ανίτα πράγματα που δεν τα πραγματοποιεί, το ξέρεις; Έχω υποθήκη την ψυχή σου τώρα». Ξεροκατάπια. Έγνεψα καταφατικά. Ουσιαστικά, το μόνο που της είχα υποσχεθεί ήταν να προσπαθήσω. Να προσπαθήσω να βρω τον χρόνο και τη θέληση, ας πούμε. Απελευθέρωσα το ένα μου χέρι κι άρπαξα το πόμολο της πόρτας.
Επέστρεψα στο καταφύγιο κάνοντας μια μεγάλη παράκαμψη. Πέρασα πίσω από τον λόφο προς τα βορειοανατολικά και πλησίασα μέσα από το δάσος. Χώθηκα ανάμεσα στα δέντρα. Ο τάρανδος στεκόταν κι έξυνε τα κέρατά του σε μια γωνιά
96
JO NESBO
του καταφυγίου. Δεν θα είχε πλησιάσει τόσο πολύ αν υπήρχε κάποιος μέσα. Παρ’ όλα αυτά χώθηκα μέσα στο ρυάκι και, σκύβοντας, προχώρησα προς το μέρος όπου είχα κρύψει το τουφέκι. Μ ετακίνησα τις πέτρες, έβγαλα το όπλο μέσα από τις τσόχες, ήλεγξα ότι ήταν γεμάτο και προχώρησα προς το καταφύγιο. Ο τάρανδος στάθηκε και με περιεργάστηκε. Ένας Θεός ξέρει τι μύριζε. Μ πήκα μέσα. Κάποιος είχε μπει εδώ μέσα. Ο Τζόνι. Άφησα τα μάτια μου να γλιστρήσουν μες στον χώρο. Δεν είχαν αλλάξει και πολλά. Η πόρτα του ντουλαπιού όμως ήταν μισάνοιχτη, ενώ εγώ την έκλεινα πάντα, λόγω των ποντικιών. Η άδεια δερμάτινη τσάντα μου ξεμυτούσε λίγο κάτω απ’ την κουκέτα κι υπήρχαν στάχτες στο εσωτερικό χερούλι της πόρτας. Λύγισα τη σανίδα δίπλα στο ντουλάπι κι έχωσα μέσα το χέρι μου. Ξεφύσηξα ανακουφισμένος όταν ένιωσα το πιστόλι και το τσαντάκι με τα λεφτά. Κι ύστερα κάθισα σε μια καρέκλα να συλλογιστώ τι μπορεί να πέρασε από το μυαλό του. Η τσάντα μαρτυρούσε την παρουσία μου στο καταφύγιο. Αλλά το γεγονός ότι δεν βρήκε ούτε χρήματα ούτε ναρκωτικά ούτε άλλα υπάρχοντα μάλλον τον έκανε να σκεφτεί ότι είχα ήδη εγκαταλείψει το μέρος κι ότι μάλλον είχα βρει ένα πολύ πιο βολικό σακίδιο για να τα κουβαλάω. Ύστερα είχε χώσει το χέρι του στη σόμπα για να δει αν ήταν ακόμη ζεστή, για να πάρει μιαν ιδέα για το πόση ώρα έλειπα. Μ έχρι εκεί μπορούσα ν’ ακολουθήσω τις σκέψεις του. Και τώρα; Θα προχωρούσε ακόμα πιο πέρα, παρόλο που δεν είχε ιδέα για το πού κατευθύνθηκα ή για το πώς έφυγα απ’ το Κόσουν; Ή μήπως είχε κρυφτεί κάπου εδώ γύρω και περίμενε να επιστρέψω; Τότε όμως δεν θα πρόσεχε να μην αφήσει πίσω του ίχνη, ώστε να μην υποψιαστώ τίποτα; Ή –για μια στιγμή, τώρα που σκέφτομαι!– τα τόσο εμφανή ίχνη μού έδειχναν ότι είχε φύγει: Κι αυτό ακριβώς ήθελε να χάψω! Σκατά. Άρπαξα τα κιάλια. Κοίταξα όλο τον ορίζοντα, που τώρα πια
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
97
γνώριζα με κάθε λεπτομέρεια. Είδα κάτι που ίσως δεν είχα ξαναδεί. Δεν ήξερα τι ήταν. Κοίταξα προσεκτικά. Συγκεντρώθηκα. Ξανακοίταξα. Ύστερα από κάποιες ώρες άρχισα να κουράζομαι. Αλλά δεν ήθελα να φτιάξω ούτε καφέ. Ο καπνός θα μαρτυρούσε από χιλιόμετρα ότι είχα επιστρέψει. Ας έβρεχε επιτέλους· ας άνοιγαν οι ουρανοί, να πέσει νερό. Η διαολεμένη αυτή αναμονή πήγαινε να με τρελάνει. Άφησα τα κιάλια. Έκλεισα για λίγο τα μάτια μου. Πλησίασα το ζώο. Μ ε κοίταξε επιφυλακτικά, αλλά τελικά δεν κουνήθηκε. Του χάιδεψα το κεφάλι. Κι ύστερα ανέβηκα στην πλάτη του. «Ντέι!» είπα. Ο τάρανδος έκανε λίγα βήματα. Διστακτικά στην αρχή. «Άντε!» Ύστερα πιο αποφασιστικά. Και πιο γρήγορα. Προς το χωριό. Το γόνατό του έκανε κλικ κλακ όλο και πιο γρήγορα, σαν μετρητής Γκάιγκερ που πλησιάζει ατομική βόμβα. Η εκκλησία είχε καεί. Φυσικά: Πέρασαν οι Γερμανοί. Κυνηγούσαν αντιστασιακούς. Τα ερείπια ακόμη σιγόκαιγαν κι άχνιζαν. Πέτρες και στάχτες. Κι ανάμεσα στις μαύρες πέτρες χόρευαν άνθρωποι, ορισμένοι ολόγυμνοι. Χόρευαν σε ρυθμούς τρελούς, παρόλο που το τραγούδι του ιερέα ήταν αργό, μονότονο. Τα λευκά του άμφια ήταν μαύρα από τις στάχτες και μπροστά του στέκονταν οι νεόνυμφοι, εκείνη ντυμένη στα μαύρα κι εκείνος στα λευκά από πάνω έως κάτω – λευκό σκουφί, λευκά αθλητικά παπούτσια. Το τραγούδι έπαψε κι εγώ πλησίασα ακόμα περισσότερο. «Στο όνομα του νορβηγικού κράτους σάς ονομάζω συζύγους» είπε ο ιερέας, έφτυσε μια καφέ χολή πάνω στον σταυρό που κρεμόταν δίπλα του, σήκωσε ένα δικαστικό σφυρί και χτύπησε τα καμένα μαύρα κάγκελα του σολέα. Μ ία, δύο, τρεις φορές. Ξύπνησα απότομα. Ακούμπησα το κεφάλι μου στον τοίχο. Σκατά, αυτά τα όνειρα με εξαντλούσαν πραγματικά. Αλλά το χτύπημα συνεχιζόταν.
98
JO NESBO
Η καρδιά μου άρχισε κι αυτή να χτυπάει δυνατά· κοίταξα την πόρτα. Το τουφέκι ήταν ακουμπισμένο στον τοίχο. Το άρπαξα δίχως να σηκωθώ από την καρέκλα μου. Ακούμπησα τον υποκόπανο στον ώμο μου και το μάγουλο στον υποκόπανο. Πέρασα το δάχτυλο γύρω απ’ τη σκανδάλη. Πήρα μια ανάσα και κατάλαβα πως μέχρι τώρα κρατούσα την αναπνοή μου. Δύο ακόμα χτυπήματα στην πόρτα. Κι ύστερα η πόρτα άνοιξε. Ο καιρός είχε καθαρίσει. Κι είχε πέσει το βράδυ. Γιατί η πόρτα έβλεπε προς τα δυτικά κι η φιγούρα που εμφανίστηκε στο άνοιγμά της είχε από πίσω της τον ήλιο και το μόνο που μπορούσα να δω ήταν το μαύρο της σχήμα μπροστά απ’ τους χαμηλούς λόφους, τριγυρισμένο από ένα πορτοκαλί φωτοστέφανο. «Θα με πυροβολήσεις;» «Συγγνώμη» είπα και κατέβασα το όπλο. «Νόμιζα ότι άκουσα κάποιον λαγόποδα». Το γέλιο της ήταν βαθύ και ήρεμο, μα το πρόσωπό της δεν φαινόταν, γι’ αυτό μόνο να φανταστώ μπορούσα το ιριδίζον φως στα μάτια της.
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
99
10
Τζόνι είχε φύγει. «Πήρε το λεωφορείο για τον νότο σήμερα» είπε η Λέα. Είχε στείλει τον Κνουτ να μας φέρει ξύλα και νερό. Ήθελε καφέ. Και μια εξήγηση γιατί ένας άλλος Νοτιονορβηγός τη ρωτούσε πού ήμουν. Ανασήκωσα τους ώμους μου. «Τόσοι Νότιοι υπάρχουν. Δεν είπε τι ήθελε;» «Είπε ότι προτιμούσε να τα πείτε οι δυο σας. Για την επιχείρηση, είπε». «Α, μάλιστα» απάντησα. «Ο Τζόνι ήταν; Έμοιαζε με γλαρόνι;» Εκείνη δεν απάντησε, μόνο κάθισε από την άλλη μεριά του τραπεζιού και με κοίταξε στα ίσια. «Έμαθε ότι κατοικούσες στο καταφύγιο κι έβαλε κάποιον να του δείξει τον δρόμο. Μ όνο που εσύ έλειπες και, μιας και του ’χαν πει ότι σε είδαν σπίτι μου μετά την κηδεία, σκέφτηκε ότι μπορεί να ήξερα τίποτα». «Κι εσύ τι είπες;» Αφέθηκα στο κοίταγμά της. Την άφησα να με παρατηρήσει. Είχα πολλά να κρύψω, και πάλι τίποτα. Εκείνη ξεφύσηξε: «Του είπα ότι ξανάφυγες για τον νότο». «Γιατί;» «Γιατί δεν είμαι χαζή. Δεν ξέρω, ούτε θέλω να μάθω σε τι
Ο
100
JO NESBO
είσαι μπλεγμένος, αλλά δεν θέλω τα πράγματα να στραβώσουν περισσότερο εξαιτίας μου». «Να στραβώσουν περισσότερο;» Εκείνη κούνησε το κεφάλι της. Θα μπορούσε να σημαίνει ότι εγώ κάτι δεν κατάλαβα ή απλώς ότι δεν ήθελε να το συζητήσουμε. Κοίταξε έξω απ’ το φινιστρίνι. Ακούσαμε τον Κνουτ, που έκοβε πρόθυμα τα ξύλα. «Σύμφωνα με τον τύπο, το όνομά σου είναι Γιουν, όχι Ουλφ». «Πίστεψες ποτέ ότι ήταν Ουλφ;» «Όχι». «Και παρ’ όλα αυτά τον έστειλες προς λάθος κατεύθυνση. Είπες ψέματα. Τι λένε τα βιβλία σας γι’ αυτό;» Εκείνη κατένευσε καλοπροαίρετα. «Ο τύπος είπε να σε προσέχω. Και τα βιβλία μας, κάτι λένε κι αυτά». Μ είναμε σιωπηλοί για λίγο. Εγώ με τα χέρια στο τραπέζι, εκείνη με τα χέρια στα γόνατά της. «Σ’ ευχαριστώ που έκανες παρέα στον Κνουτ στο μνημόσυνο». «Μ ην το συζητάς. Πώς είναι;» «Μ ια χαρά». «Κι εσύ;» Ανασήκωσε τους ώμους της. «Εμείς οι γυναίκες πάντα τα καταφέρνουμε». Το κόψιμο των ξύλων είχε σταματήσει. Ο Κνουτ σύντομα θα επέστρεφε. Η Λέα στράφηκε ξανά προς το μέρος μου. Τα μάτια της είχαν ένα φάσμα χρωμάτων που δεν είχα ξαναδεί, το βλέμμα της μια ένταση σχεδόν καυστική. «Άλλαξα γνώμη, Ουλφ. Θέλω να μάθω από ποιον προσπαθείς να ξεφύγεις». «Είμαι σίγουρος ότι το έχεις ήδη φανταστεί». «Πες μου». «Γιατί;» «Γιατί νομίζω ότι είσαι καλός άνθρωπος. Και των καλών ανθρώπων οι αμαρτίες πάντα συγχωρούνται». «Κι αν κάνεις λάθος; Αν δεν είμαι καλός άνθρωπος; Τότε θα καώ κι εγώ στην κόλασή σας;» Ακούστηκε πολύ πιο εριστικό απ’
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
101
ό,τι περίμενα. «Δεν κάνω λάθος, Ουλφ. Σε βλέπω. Σε βλέπω καθαρά». Πήρα μια βαθιά ανάσα. Δεν ήξερα αν οι λέξεις θα κατάφερναν να βγουν από το στόμα μου. Κοίταξα τα μάτια της· μπλε, σαν το μπλε της θάλασσας κάτω απ’ τα πόδια σου όταν είσαι δέκα χρονών και στέκεσαι πάνω στον βράχο και θες να πηδήξεις μέσα, μόνο που τα πόδια σου δεν λένε να σε σπρώξουν. «Η δουλειά μου ήταν να συλλέγω χρέη για ναρκωτικά και να σκοτώνω ανθρώπους» άκουσα τον εαυτό μου να λέει. «Έκλεψα τα λεφτά του αφεντικού μου και τώρα αυτός με κυνηγάει. Κι έμπλεξα μέσα και τον γιο σου τον Κνουτ, που είναι μόνο δέκα χρονών, και σένα επίσης. Του δίνω χρήματα για να κατασκοπεύει για χάρη μου. Ακόμη δεν του έχω δώσει τίποτα δηλαδή, θα τα πάρει μόνο αν μου αναφέρει κάτι πραγματικά ύποπτο. Αν, ας πούμε, έβλεπε τίποτα τύπους που δεν θα δίσταζαν να σκοτώσουν κι ένα παιδί ακόμα αν ήταν απαραίτητο». Έβγαλα ένα τσιγάρο απ’ το πακέτο. «Πώς τα πάω με την εξομολόγηση;» Άνοιξε το στόμα της την ίδια στιγμή που άνοιξε κι η πόρτα. «Έτοιμος» είπε ο Κνουτ κι άφησε τα ξύλα στο πάτωμα μπροστά στη σόμπα. «Και τώρα πείνασα». Η Λέα με κοίταξε. «Έχω ψαροκεφτέδες σε κονσέρβα» είπα εγώ. «Μ πλιαχ» έκανε ο Κνουτ. «Δεν μπορούμε να φάμε φρέσκο μπακαλιάρο;» «Δεν έχω φρέσκο μπακαλιάρο». «Όχι εδώ. Στον ωκεανό. Θα πάμε για ψάρεμα. Πάμε, μαμά;» «Είναι βράδυ» είπε εκείνη σιγανά. Συνέχιζε να με κοιτάζει αλύπητα. «Η καλύτερη ώρα για ψάρεμα!» είπε ο Κνουτ, χοροπηδώντας πάνω κάτω. «Σε παρακαλώ, μαμά!» «Δεν έχουμε βάρκα, Κνουτ». Του πήρε λίγο να κατανοήσει τι του έλεγε η μητέρα του. Γύρισα και τον κοίταξα. Το πρόσωπό του σκοτείνιασε. Κι ύστερα ξαναφωτίστηκε. «Μ πορούμε να πάρουμε τη βάρκα του παππού! Είναι στο λεμβοστάσιο, μου έχει πει ότι μπορούμε!»
102
JO NESBO
«Αλήθεια;» «Ναι! Μ πα-κα-λιά-ροι! Μ πα-κα-λιά-ροι! Δεν είπες ότι σ’ αρέσει ο μπακαλιάρος, Ουλφ;» «Λατρεύω τον μπακαλιάρο» απάντησα, επιστρέφοντας το βλέμμα της. «Αλλά δεν ξέρω κατά πόσο έχει όρεξη για ψάρεμα η μαμά σου». «Πώς δεν έχει, πώς δεν έχει! Έχεις, μαμά, δεν έχεις;» Εκείνη δεν απάντησε. «Μ αμά;» «Ας αφήσουμε τον Ουλφ ν’ αποφασίσει» είπε εκείνη. Το αγόρι ήρθε και χώθηκε ανάμεσα στο τραπέζι και την καρέκλα μου, τόσο που αλληθώρισα για να τον κοιτάξω. «Ουλφ;» «Ναι, Κνουτ;» «Θα πιάσουμε και γλώσσες άμα θες».
Το λεμβοστάσιο απείχε μερικές εκατοντάδες μέτρα από την προβλήτα. Η μυρωδιά σάπιων φυκιών κι αρμύρας μού ξύπνησε αόριστες καλοκαιρινές αναμνήσεις: το κεφάλι μου χωμένο σε κάποιο μικροσκοπικό σωσίβιο-γιλέκο, κάποιον ξάδερφο που κοκορευόταν επειδή ήταν πλουσιότερος κι είχε σκάφος και εξοχικό κι έναν θείο με κατακόκκινο κρανίο που έβριζε ξανά και ξανά επειδή δεν μπορούσε να βάλει μπρος τη μηχανή του κρις κραφτ. Το λεμβοστάσιο ήταν σκοτεινό και μύριζε έντονα πίσσα. Ο εξοπλισμός για το ψάρεμα βρισκόταν ήδη μες στη βάρκα, που ήταν αραγμένη πάνω σε ξύλινες ράγες. «Δεν είναι λίγο μεγάλη για βάρκα με κουπιά;» Υπολόγισα το μήκος της γύρω στα πέντε με έξι μέτρα. «Μ πα, μεσαίου μεγέθους θα έλεγα» είπε η Λέα. «Έλα, πρέπει να βάλουμε όλοι ένα χεράκι». «Η βάρκα του μπαμπά ήταν πολύ πιο μεγάλη» είπε ο Κνουτ. «Σαν καΐκι. Μ ε πανιά». Ρίξαμε το σκάφος στο νερό και κατάφερα ν’ ανέβω πάνω πριν
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
103
βρέξω τα πόδια μου. Έβαλα τα κουπιά στη θέση τους κι άρχισα να τραβώ με ρυθμό· δυνατά μα ήρεμα. Θυμήθηκα ότι είχα πασχίσει να γίνω καλύτερος στο κουπί από τον ξάδερφό μου εκείνο το καλοκαίρι. Εγώ, το κακόμοιρο το ορφανό, που το φιλοξενούσαν. Όμως η Λέα κι ο Κνουτ δεν φαίνονταν να εντυπωσιάζονται με τις ικανότητές μου. Όταν μπήκαμε πιο μέσα στο νερό, σήκωσα τα κουπιά. Ο Κνουτ σύρθηκε στη βάρκα, έσκυψε πάνω από την κουπαστή, έριξε παραγάδι κι έμεινε να κοιτάζει το νερό. Είδα το βλέμμα του: ονειροπόλο· η φαντασία του κάλπαζε. «Μ πράβο, αγόρι μου» είπα κι έβγαλα το μπουφάν που είχα βρει κρεμασμένο σ’ ένα καρφί στο λεμβοστάσιο. Η Λέα κατένευσε. Είχε άπνοια κι η θάλασσα –ή μάλλον ο ωκεανός, όπως προτιμούσαν να λένε η Λέα και ο Κνουτ– ήταν στιλπνή σαν καθρέφτης κι άρπαζε τον ήλιο καθώς προχωρούσαμε βόρεια, προς τον κόκκινο δίσκο που κρεμόταν πάνω απ’ τον ορίζοντα. «Ο Κνουτ λέει ότι δεν σε περιμένει κανείς να γυρίσεις σπίτι» είπε η Λέα. Κούνησα το κεφάλι μου. «Ευτυχώς». «Πρέπει να είναι πολύ περίεργο». «Ποιο πράγμα;» «Να μην έχεις κανέναν. Κανέναν να σε σκέφτεται. Κανέναν να σε προσέχει. Κανέναν να προσέχεις». «Δεν είναι ότι δεν το προσπάθησα» είπα κι έδεσα ένα αγκίστρι σε μια πετονιά. «Αλλά δεν τα κατάφερα». «Δεν κατάφερες να κάνεις οικογένεια;» «Δεν κατάφερα να την προστατεύσω» είπα. «Όπως έχεις καταλάβει, δεν είμαι απ’ τους άντρες στους οποίους μπορείς να βασίζεσαι». «Εσύ μπορείς να λες ό,τι θες, Ουλφ, αλλά εγώ δεν σε πιστεύω. Τι συνέβη;» Έβαλα δόλωμα στ’ αγκίστρι. «Γιατί με αποκαλείς ακόμη Ουλφ;» «Έτσι μου είπες ότι σε λένε, έτσι θα σε λέω κι εγώ. Μ έχρι να
104
JO NESBO
θες να σε λέω κάτι άλλο. Όλοι μας θα ’πρεπε ν’ αλλάζουμε ονόματα κατά καιρούς». «Κι εσένα πόσο καιρό σε λένε Λέα;» Η Λέα σφάλισε το ένα μάτι. «Τις γυναίκες δεν τις ρωτούν την ηλικία τους». «Δεν εννοούσα…» «Είκοσι εννέα». «Χμ. Ωραίο όνομα το Λέα, δεν χρειάζεται να το αλλ…» «Σημαίνει αγελάδα» με διέκοψε εκείνη. «Θα ήθελα να με λένε Σάρα. Σημαίνει πριγκίπισσα. Αλλά ο μπαμπάς είπε ότι δεν γινόταν να με λένε Σάρα Σάρα. Κι αντ’ αυτού με φωνάζουν αγελάδα τα τελευταία είκοσι εννέα χρόνια. Έλεγες κάτι;» «Ε…» Το σκέφτηκα για λίγο. «Μουουου;» Στην αρχή με κοίταξε έκπληκτη. Κι ύστερα έσκασε στα γέλια. Δυνατά γέλια, που ξεσπούσαν ανά κύματα, αργά. Ο Κνουτ γύρισε και μας κοίταξε από την πλώρη. «Τι; Τι; Είπε ανέκδοτο;» «Ναι» απάντησε εκείνη δίχως να με αφήσει από τα μάτια της. «Αυτό ακριβώς είπε». «Πείτε μου και μένα!» «Αργότερα». Η Λέα έσκυψε προς το μέρος μου. «Λοιπόν, τι συνέβη;» «Και τι δεν συνέβη». Πέταξα την πετονιά στο νερό. «Δεν πρόλαβα». Εκείνη συνοφρυώθηκε. «Δεν πρόλαβες τι;» «Να σώσω την κόρη μου». Το νερό ήταν τόσο καθάριο, που μπορούσα να δω το απαστράπτον νήμα να βυθίζεται όλο και βαθύτερα. Μ έχρι που εξαφανίστηκε μες στο μαυροπράσινο σκοτάδι. «Όταν τελικά βρήκα τα χρήματα, είχε ήδη πέσει σε κώμα. Πέθανε τρεις εβδομάδες αφότου είχα καταφέρει να συγκεντρώσω ολόκληρο το ποσό της θεραπείας της στη Γερμανία. Οι γιατροί είπαν ότι δεν είχε σημασία, ότι ήταν ήδη αργά. Αλλά το θέμα μας είναι ότι δεν κατάφερα να κάνω αυτό που έπρεπε να κάνω. Την πρόδωσα. Αυτό είναι το μόνιμο μοτίβο της ζωής μου. Δεν μπορώ να κάνω αυτό… δεν καταφέρνω να κάνω το άλλο… και τα λοιπά και τα λοιπά».
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
105
Ρούφηξα τη μύτη μου. Μ άλλον δεν έπρεπε να έχω βγάλει το μπουφάν μου, στον Βόρειο Πόλο ήμασταν εξάλλου. Ένιωσα κάτι στον βραχίονά μου. Ανατρίχιασα. Ένα άγγιγμα. Δεν μπορούσα να θυμηθώ την τελευταία φορά που μ’ είχε αγγίξει γυναίκα. Μ έχρι που θυμήθηκα το προηγούμενο βράδυ. Στον διάολο πια αυτό το μέρος· κι αυτοί οι άνθρωποι· και όλα αυτά. «Αυτά ήταν τα χρήματα που έκλεψες, ε;» Ανασήκωσα τους ώμους μου. «Τα έκλεψες για να σώσεις την κόρη σου, παρόλο που ήξερες ότι θα σε σκότωναν αν σ’ ανακάλυπταν». Έφτυσα έξω απ’ τη βάρκα για να σπάσει πια αυτή η διαολεμένα ακίνητη επιφάνεια του νερού. «Ωραίο ακούγεται όταν το παρουσιάζεις έτσι» είπα. «Ας περιοριστούμε καλύτερα σ’ αυτό που είμαι: ένας πατέρας που περίμενε να σώσει την κόρη του μέχρι να ’ναι πια πολύ αργά». «Μ α ήταν έτσι κι αλλιώς πολύ αργά, αυτό δεν είπαν οι γιατροί;» «Αυτό είπαν, αλλά δεν ξέρω. Κανείς δεν ξέρει. Ούτε εγώ ούτε εσύ ούτε οι παπάδες ούτε οι άθεοι. Κι έτσι πιστεύουμε. Πιστεύουμε, γιατί το να πιστεύουμε είναι προτιμότερο απ’ το ν’ αποδεχόμαστε ότι μόνο ένα πράγμα μας περιμένει εκεί κάτω, στο κρύο, στο σκοτάδι. Ο θάνατος». «Αυτό πιστεύεις πραγματικά;» «Εσύ πιστεύεις πραγματικά ότι υπάρχουν οι Πύλες του Παραδείσου κι οι άγγελοι κι ένας τύπος που τον λένε άγιο Πέτρο; Ή μάλλον όχι, δεν το πιστεύεις αυτό, αυτό το πιστεύει μια σέχτα που είναι δέκα χιλιάδες φορές μεγαλύτερη απ’ τη δικιά σου. Αυτοί πιστεύουν στους αγίους και πιστεύουν ότι, αν δεν πιστεύεις ακριβώς αυτό που πιστεύουν, με κάθε λεπτομέρεια, τότε θα πας στην κόλαση. Αμέ. Οι καθολικοί πιστεύουν ότι εσείς οι προτεστάντες παίρνετε εισιτήριο για το υπόγειο. Κι εσείς πιστεύετε ότι το υπόγειο είναι ρεζερβέ για εκείνους. Να βλογάς την τύχη σου που γεννήθηκες εδώ πάνω, ανάμεσα στους σωστούς πιστούς, κι όχι στην Ιταλία ή την Ισπανία. Να δεις μακρύς που θα ’ταν ο δρόμος για τη σωτηρία τότε…» Είδα ότι η πετονιά ήταν χαλαρή και την τράβηξα. Τεντώθηκε,
106
JO NESBO
πιάστηκε σε κάτι, πρέπει να ήταν ρηχά από κάτω μας. Την τίναξα με δύναμη και το νήμα ξεκόλλησε απ’ όπου είχε σκαλώσει. «Είσαι θυμωμένος, Ουλφ». «Θυμωμένος εγώ; Εξαγριωμένος είμαι, αυτό είμαι. Αν ο Θεός σου υπάρχει, πώς τολμά να παίζει έτσι με την ανθρωπότητα, πώς αφήνει άλλους να γεννηθούν για να υποφέρουν κι άλλους να ζουν μέσα στην αφθονία; Άλλους να έχουν κάποια μικρή πιθανότητα να συναντήσουν την πίστη που και καλά σώζει, ενώ η πλειονότητα των ανθρώπων δεν ακούει ποτέ τον Λόγο του Κυρίου; Γιατί να κάνει… γιατί έπρεπε να…» Γαμημένο κρυολόγημα. «Πάρει την κόρη σου;» ρώτησε εκείνη χαμηλόφωνα. Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου. «Δεν υπάρχει τίποτα εκεί κάτω» είπα. «Μ όνο σκοτάδι, θάνατος και…» «Ψάρι!» φώναξε ο Κνουτ. Γυρίσαμε απότομα προς το μέρος του. Μ άζευε ήδη το παραγάδι του. Η Λέα μού ζούληξε απαλά το μπράτσο κι ύστερα μ’ άφησε κι έγειρε πάνω από την κουπαστή. Κοιτάξαμε το νερό. Περιμέναμε να δούμε τι τσίμπησε, τι πιάσαμε. Για κάποιον λόγο έφερα στον νου μου την εικόνα ενός κίτρινου αδιάβροχου καπέλου. Και ξαφνικά είχα ένα προαίσθημα· ή μάλλον όχι, κάτι πολύ περισσότερο από προαίσθημα. Ήμουν σίγουρος: ότι θα ξαναρχόταν. Έκλεισα τα μάτια μου. Ναι, το έβλεπα ξεκάθαρα τώρα: Ο Τζόνι θα ξαναρχόταν. Ήξερε ότι ήμουν ακόμη εδώ. «Πωπώ!» φώναξε ο Κνουτ. Όταν ξανάνοιξα τα μάτια μου, ένας μεγάλος μπακαλιάρος βρισκόταν απλωμένος στο πάτωμα της βάρκας, με τα μάτια γουρλωμένα, λες και δεν πίστευε όσα έβλεπε. Κι ήταν πασιφανές· δεν περίμενε να του ’ρθουν έτσι τα πράγματα.
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
107
11
ραβήξαμε για ένα νησάκι όπου η καρίνα μας ξύστηκε απαλά στη λεπτή άμμο. Γύρω στα διακόσια μέτρα χώριζαν το φιλικό στρογγυλό νησάκι από τη στεριά που βυθιζόταν, όρθια και μαύρη, μέσα στη θάλασσα. Ο Κνουτ έβγαλε τα παπούτσια του, τσαλαβούτησε μέχρι την ακτή κι έδεσε τη βάρκα μας σ’ έναν βράχο. Προσφέρθηκα να μεταφέρω τη Λέα στην ξηρά, μα εκείνη απλώς χαμογέλασε και αντιπρότεινε το ίδιο. Ο Κνουτ κι εγώ φτιάξαμε κι ανάψαμε φωτιά, ενώ η Λέα έξυσε κι έπλυνε το ψάρι. «Μ ια φορά πιάσαμε τόσα ψάρια, που έπρεπε να φέρουμε ολόκληρο καρότσι ν’ αδειάσουμε τη βάρκα» είπε ο Κνουτ. Του έτρεχαν ήδη τα σάλια. Δεν θυμόμουν να μου αρέσουν τόσο τα ψάρια όταν ήμουν παιδί. Ίσως γιατί συνήθως τα έτρωγα σε τηγανητές κροκέτες ή πανέ κεφτεδάκια, με μια σος λευκή σαν σπέρμα. «Μ ια χαρά φαγητό έχουμε και τώρα» είπε η Λέα κι έχωσε ολόκληρο το ψάρι μέσα σε αλουμινόχαρτο και κατευθείαν στις φλόγες. «Δέκα λεπτάκια». Ο Κνουτ ρίχτηκε πάνω στην πλάτη μου, ενθουσιασμένος με την προοπτική του φαγητού. «Να παλέψουμε!» φώναξε και γαντζώθηκε από πάνω μου ενώ εγώ σηκωνόμουν όρθιος. «Ο Νότιος πρέπει να πεθάνει!» «Φύγε, ρε σκνίπα» φώναξα εγώ και τραντάχτηκα και
Τ
108
JO NESBO
τινάχτηκα, για να τον κάνω να εκτοξευτεί από πάνω μου σαν καβαλάρης του ροντέο, μέχρι που εκείνος έπεσε σκούζοντας από χαρά πάνω στην άμμο. «Αν είναι να παλέψουμε, θα το κάνουμε σωστά» είπα. «Ναι! Πώς δηλαδή;» «Σαν τους αθλητές του σούμο» είπα εγώ, παίρνοντας ένα κλαδί και χαράσσοντας έναν κύκλο πάνω στην άμμο. «Ο πρώτος που θα καταφέρει να βγάλει τον άλλο από τον κύκλο είναι ο νικητής». Του έδειξα το τελετουργικό πριν από την αρχή κάθε αγώνα: πώς πρέπει να καθόμαστε σε βαθύ κάθισμα ο ένας απέναντι απ’ τον άλλο, έξω από τον κύκλο, και να χτυπήσουμε παλαμάκια μια φορά. «Έτσι προσευχόμαστε να μας βοηθήσουν οι θεοί στον αγώνα, για να μην είμαστε μόνοι». Είδα τη Λέα να συνοφρυώνεται, αλλά δεν είπε τίποτα. Το αγόρι μιμήθηκε τις κινήσεις μου: Ύψωσε αργά τις παλάμες του, τις ξανακατέβασε κι ύστερα τις έφερε στα γόνατά του. «Έτσι σκοτώνουμε τα δαιμόνια» είπα και χτύπησα τα πόδια μου με δύναμη στην άμμο. Ο Κνουτ έκανε το ίδιο. «Λάβετε θέσεις… έτοιμοι…» ψιθύρισα. Ο Κνουτ σούφρωσε τη μούρη του έτοιμος για μάχη. «Πάμε!» Τινάχτηκε μες στον κύκλο και μ’ έσπρωξε με τον ώμο του. «Βγήκες έξω!» φώναξε ενθουσιασμένος. Το αποτύπωμα του ποδιού μου έξω από τον κύκλο δεν άφηνε καμία αμφιβολία. Η Λέα χτυπούσε παλαμάκια χαρούμενη. «Δεν τελειώσαμε, ρικίσι Κνουτ-σαν από το Φίνμαρκ» γρύλισα και κάθισα πάλι στην αρχική ανακούρκουδη στάση. «Στα πέντε παίζουμε. Ο νικητής είναι ο Φουταμπαγιάμα». «Ο Φουτα…ποιος;» Ο Κνουτ έσπευσε να λάβει τη θέση του. «Φουταμπαγιάμα. Θρύλος του σούμο. Τεράστιος, απίστευτα δυνατός. Λάβετε θέσεις… έτοιμοι…» Μ ε μια λαβή τον είχα ήδη βγάλει έξω από τον κύκλο. Μ όλις φτάσαμε στα 4-4, ο Κνουτ με κοίταξε κάθιδρος και
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
109
τόσο απορροφημένος, που ξέχασε και χαιρετισμούς και τα πάντα κι απλώς μου ρίχτηκε. Έκανα στο πλάι και δεν πρόλαβε να σταματήσει. Κύλησε από μόνος του έξω από τον κύκλο. Η Λέα έσκασε στα γέλια. Ο Κνουτ ήταν ξαπλωμένος με τη μούρη στην άμμο. Πήγα και κάθισα δίπλα του. «Στο σούμο υπάρχει κάτι ακόμα πιο σημαντικό απ’ το να νικάς» είπα. «Να νικάς ή να χάνεις με αξιοπρέπεια». «Έχασα» ψιθύρισε ο Κνουτ με τη μούρη στην άμμο. «Η αξιοπρέπεια είναι πιο εύκολη όταν νικάς». «Το ξέρω». «Συγχαρητήρια, λοιπόν. Είσαι ο Φουτα… Φουτα…» «…μπαγιάμα. Κι ο Φουταμπαγιάμα σε χαιρετίζει, γενναίε Χαγκουρογιάμα». Σήκωσε το κεφάλι του. Η άμμος είχε κολλήσει στο υγρό του μέτωπο. «Αυτός ποιος είναι;» «Μ αθητευόμενος του Φουταμπαγιάμα. Κι ο Χαγκουρογιάμα ήταν μεγάλος αθλητής». «Τον Φουταμπαγιάμα τον κέρδισε;» «Αμέ. Μ αζί αγωνίζονταν. Απλώς έπρεπε να μάθει ορισμένα πράγματα πρώτα. Όπως το να χάνει». Ο Κνουτ ανακάθισε. Έκλεισε το ένα μάτι. «Δηλαδή γίνεσαι καλύτερος με το να χάνεις, Ουλφ;» Έγνεψα καταφατικά αργά. Είχα τραβήξει την προσοχή της Λέα. «Γίνεσαι καλύτερος…» είπα τη στιγμή που έλιωνα ένα κουνούπι που είχε κάτσει στο μπράτσο μου «…στο να χάνεις». «Καλύτερος στο να χάνεις; Τι νόημα έχει αυτό;» «Η ζωή είναι γεμάτη από πράγματα που δεν πετυχαίνεις» του είπα. «Πιο πολύ χάνεις παρά κερδίζεις. Ακόμα κι ο Φουταμπαγιάμα έχανε και ξαναέχανε, μέχρι που άρχισε να κερδίζει. Και αξίζει να είσαι ο καλύτερος σ’ ό,τι κάνεις πιο συχνά, δεν νομίζεις;» «Ναιαιαι» είπε αφού το σκέφτηκε λίγο. «Μ α τι σημαίνει να είσαι καλός στο να χάνεις;» Πάνω απ’ τον ώμο του αγοριού κοίταξα τη Λέα. «Να τολμάς να χάνεις για ακόμα μία φορά» είπα.
110
JO NESBO
«Έτοιμο το φαγητό» είπε εκείνη.
Η Λέα άνοιξε το αλουμινόχαρτο. To πετσί του μπακαλιάρου είχε κολλήσει στο αλουμινόχαρτο και το μόνο που χρειαζόταν ήταν να πάρουμε μπουκιές μπουκιές το κατάλευκο ψάρι και να το χώσουμε στο στόμα μας. «Παραδεισένιο» είπα εγώ. Μ πορεί να μην ήξερα τι ακριβώς σήμαινε «παραδεισένιο», αλλά δεν μπορούσα να βρω καταλληλότερη λέξη. «Χμμμ» μουρμούρισε ο Κνουτ. «Μ όνο λίγο λευκό κρασί μάς λείπει» είπα. «Ο Ιησούς έπινε κρασί» είπε η Λέα. «Και με τον μπακαλιάρο πίνουν κόκκινο». Γέλασε όταν είδε τον Κνουτ κι εμένα να μένουμε με την μπουκιά στο στόμα και να την κοιτάζουμε. «Έτσι έχω ακούσει!» «Ο μπαμπάς έπινε» είπε ο Κνουτ. Η Λέα έπαψε να γελάει. «Να ξαναπαλέψουμε!» είπε ο Κνουτ. Έβαλα το χέρι στην κοιλιά να δείξω ότι είχα φάει πολύ. «Τι βαρεμάρα…» Το κάτω του χείλος κρέμασε. «Πήγαινε να δεις μήπως βρεις τίποτα αυγά γλάρων» είπε η Λέα. «Αυγά; Τώρα;» ρώτησε ο Κνουτ. «Καλοκαιρινά, ναι. Σπανίζουν, αλλά υπάρχουν». Ο μικρός έκλεισε το ένα του μάτι. Ύστερα σηκώθηκε όρθιος, έβαλε μια τρεχάλα κι εξαφανίστηκε πίσω από την κορυφή της νησίδας. «Αυγά μες στο κατακαλόκαιρο;» ρώτησα και ξάπλωσα στην άμμο. «Σοβαρά;» «Νομίζω ότι υπάρχουν» είπε εκείνη. «Είναι σπάνια, όπως είπα». «Σαν εσάς;» «Εμάς;» «Τους λασταντιανούς».
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
111
«Έτσι μας βλέπεις;» Σκίασε το βλέμμα με το χέρι της και κατάλαβα από ποιον είχε πάρει ο Κνουτ τη συνήθεια να κλείνει το ένα μάτι. «Όχι» απάντησα εντέλει κι έκλεισα τα μάτια μου. «Πες μου κάτι, Ουλφ». Έβαλε το δανεικό μπουφάν κάτω απ’ το κεφάλι της. «Τι;» «Οτιδήποτε». «Κάτσε να σκεφτώ». Μ είναμε ξαπλωμένοι μες στην ησυχία. Άκουσα τη φωτιά που έτριζε και το νερό που χάιδευε, ήπια και δειλά, την ακτή. «Φαντάσου ένα καλοκαιρινό βράδυ στη Στοκχόλμη» άρχισα. «Πράσινο παντού. Όλοι κοιμούνται. Περπατώ προς το σπίτι μαζί με τη Μ όνικα· αργά αργά. Κοντοστεκόμαστε, φιλιόμαστε. Συνεχίζουμε τον δρόμο μας. Γέλια ακούγονται από κάποιο ανοιχτό παράθυρο. Ένα αεράκι έρχεται απ’ το αρχιπέλαγος, μαζί με μυρωδιά από χόρτα και φύκια». Μ έσα μου σιγοτραγουδώ. «Και το αεράκι μάς χαϊδεύει το πρόσωπο και τη σφίγγω πάνω μου και η νύχτα δεν υπάρχει, μένει μόνο η σιωπή, οι σκιές, ο αέρας». «Τι ωραία» είπε εκείνη. «Για συνέχισε». «Η νύχτα είναι σύντομη και φωτεινή και σβήνει μόλις ξυπνούν οι τσίχλες. Ένας άντρας κοντοστέκεται και κοιτάζει έναν κύκνο. Μ όλις περνάμε πάνω από τη γέφυρα Βέστερμπρου, δίπλα μας περνάει ένα μονό άδειο τραμ. Κι εκεί, καταμεσής της νύχτας και στα κρυφά, ανθίζουν τα δέντρα στη Στοκχόλμη κι όλα τα παράθυρα λούζουν την πόλη με φως. Κι η πόλη παίζει μια μελωδία για όλους αυτούς που κοιμούνται, για όλους αυτούς που θα φύγουν μακριά, αλλά θα γυρίσουν και πάλι μια μέρα στη Στοκχόλμη. Οι δρόμοι πλημμυρίζουν από λουλούδια κι εμείς ξαναφιλιόμαστε και προχωράμε αργά αργά προς το σπίτι μας, μέσα από την πόλη». Αφουγκράστηκε. Τα κύματα. Η φωτιά. Η μακρινή κραυγή ενός γλάρου. «Η Μ όνικα είναι η κοπέλα σου;» «Ναι» είπα. «Η κοπέλα μου είναι».
112
JO NESBO
«Χμ. Και πόσο καιρό είστε μαζί;» «Να δω. Δέκα χρόνια, νομίζω». «Πολύς καιρός». «Ναι, αλλά αγαπιόμαστε μόνο τρία λεπτά τη φορά». «Τρία λεπτά;» «Τρία λεπτά και δεκαεννιά δευτερόλεπτα, για να είμαι πιο συγκεκριμένος. Τόσο κρατάει το τραγούδι». Την άκουσα ν’ ανακάθεται. «Αυτό που μου είπες τραγούδι είναι;» «Το “Πάμε σιγά μέσ’ απ’ την πόλη”» είπα «της Μ όνικα Ζέτερλουν». «Και δεν την έχεις συναντήσει ποτέ;» «Όχι. Είχα κάποτε εισιτήριο για τη συναυλία της με τον Στιβ Κουν στη Στοκχόλμη, αλλά αρρώστησε η Άννα κι έπρεπε να μείνω στο Όσλο να δουλέψω». Εκείνη έγνεψε σιωπηλά. «Πρέπει να είναι ωραίο ν’ αγαπάς κάποιον τόσο πολύ» είπε. «Σαν το ζευγάρι στο τραγούδι εννοώ». «Δεν κρατάει και πολύ». «Δεν το ξέρεις αυτό». «Καλά. Κανείς δεν ξέρει. Η δικιά σου εμπειρία τι λέει, διαρκεί;» Ένα απότομο κρύο αεράκι μ’ έκανε ν’ ανοίξω τα μάτια. Κάτι υπήρχε πάνω στην άκρη του βράχου στην απέναντι ακτή. Μ άλλον η σιλουέτα κάποιου βράχου που δεν είχα προσέξει. Κάθισα πιο κοντά στη Λέα. Εκείνη είχε γίνει κουβαράκι. «Το μόνο που λέω είναι ότι όλα είναι δυνατά» είπε. «Ακόμα κι η πραγματική αγάπη». Τούφες μαλλιών μισοέκρυβαν το πρόσωπό της και ξαφνικά κατάλαβα: Είχε ακριβώς την ίδια γαλανή λάμψη στο βλέμμα. Ή έφταιγε το φως εδώ πάνω. «Συγγνώμη, δεν είναι δική μου δουλειά, απλώς…» Κοντοστάθηκα. Έψαξα με τα μάτια τον απέναντι βράχο. Δεν τον έβλεπα. «Απλώς;»
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
113
Πήρα μια βαθιά ανάσα. Ήξερα ότι θα το μετανιώσω. «Έτυχε να βρίσκομαι κάτω απ’ το παράθυρο του εργαστηρίου μετά την κηδεία. Σας άκουσα που μιλούσατε με τον γαμπρό σου». Δίπλωσε τα χέρια της στο στήθος. Μ ε κοίταξε. Όχι σοκαρισμένη, απλώς εξεταστικά. Έριξε μια ματιά προς την κατεύθυνση όπου είχε εξαφανιστεί ο Κνουτ, πριν ξαναστρέψει το βλέμμα της επάνω μου. «Δεν ξέρω πόσο κρατάει η αγάπη για έναν άντρα, γιατί ποτέ μου δεν αγάπησα τον άντρα που μου δόθηκε». «Σου δόθηκε; Θες να πεις ότι ο γάμος ήταν προξενιό;» Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Τα προξενιά ένωναν οικογένειες τον παλιό καιρό. Δημιουργούσαν καλές σχέσεις, ένωναν βοσκοτόπια και κοπάδια, τη θρησκευτική πίστη του ενός με του άλλου. Μ ε τον Χιούγκο δεν είχαμε τέτοιου είδους γάμο». «Άρα;» «Ο γάμος μας έγινε από ανάγκη». «Ποιος σας εξανάγκασε;» «Οι καταστάσεις». Ξαναγύρισε να ψάξει τον Κνουτ. «Ήσουν;…» «Ναι, ήμουν έγκυος». «Αντιλαμβάνομαι ότι η θρησκεία σας δεν είναι ανεκτική απέναντι στην εγκυμοσύνη εκτός γάμου, αλλά ο Χιούγκο δεν προερχόταν από οικογένεια λασταντιανών, σωστά;» Ξανακούνησε το κεφάλι της. «Οι καταστάσεις κι ο πατέρας μου, αυτοί οι δύο μάς πίεσαν. Μ ου είπε ότι θα με πετούσε έξω από το εκκλησίασμα αν δεν έκανα αυτό που έλεγε. Κι αν σε πετάξουν έξω δεν έχεις κανέναν, είσαι εντελώς μόνος σου πια, καταλαβαίνεις;» Έφερε το χέρι της στο στόμα. Στην αρχή νόμιζα ότι ήθελε να κρύψει την ουλή της. «Έχω δει τι συμβαίνει σ’ αυτούς…» «Καταλαβαίνω…» «Όχι, δεν καταλαβαίνεις, Ουλφ. Κι εγώ δεν ξέρω γιατί τα λέω όλα αυτά σ’ έναν ξένο». Αντιλήφθηκα πρώτη φορά την οδύνη στη φωνή της. «Ίσως ακριβώς επειδή είμαι ξένος». «Ναι, ίσως» είπε ρουφώντας τη μύτη της. «Θα φύγεις από
114
JO NESBO
εδώ». «Τον Χιούγκο πώς τον ανάγκασε; Ο Χιούγκο δεν ανήκε στο εκκλησίασμα, δεν μπορούσε να τον πετάξει έξω». «Ο μπαμπάς τού είπε ότι, αν δεν με παντρευόταν, θα τον κατήγγελλε για βιασμό». Την κοίταξα σιωπηλά. Εκείνη ανακάθισε καλά, ίσιωσε την πλάτη της και τέντωσε τον αυχένα της· γύρισε και κοίταξε τη θάλασσα. «Ναι, παντρεύτηκα τον άντρα που με βίασε όταν ήμουν δεκαοκτώ ετών. Κι έκανα το παιδί του». Μ ια παγωμένη κραυγή ήρθε από απέναντι. Γύρισα απότομα. Ένας μαύρος κορμοράνος έσκισε τον αέρα πάνω από την επιφάνεια του νερού, δίπλα στον γκρεμό. «Έτσι την ερμηνεύετε εσείς την Αγία Γραφή;» «Στο σπίτι μου μόνο ένας ερμηνεύει την Αγία Γραφή». «Ο πατέρας σου». Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους της. «Το βράδυ που συνέβη πήγα σπίτι κι είπα στη μητέρα μου ότι ο Χιούγκο με είχε βιάσει. Μ ε παρηγόρησε, αλλά με συμβούλεψε να μην το πω σε κανέναν. Ποιος ξέρει τι θα γινόταν έτσι και κατηγορούσαμε έναν από τους γιους του Ελίασεν για φόνο. Αλλά, όταν κατάλαβε ότι ήμουν έγκυος, πήγε και το ’πε στον πατέρα. Η πρώτη του αντίδραση ήταν να μας ρωτήσει αν προσευχηθήκαμε στον Θεό να μη μείνω έγκυος. Η δεύτερη, ότι έπρεπε να παντρευτώ τον Χιούγκο». Κατάπιε το σάλιο της. Σταμάτησε για λίγο. Και κατάλαβα ότι ελάχιστοι πρέπει να είχαν ακούσει απ’ το στόμα της αυτή την ιστορία. Μ πορεί και κανείς. Μ πορεί εγώ να ήμουν η πρώτη και καλύτερη ευκαιρία που είχε να μιλήσει γι’ αυτά τα πράγματα τώρα, μετά την κηδεία. «Πήγε λοιπόν στον γερο-Ελίασεν» συνέχισε. «Ο πατέρας του Χιούγκο κι ο μπαμπάς μου είναι οι πιο ισχυροί άντρες του χωριού μας, ο καθένας με τον τρόπο του. Ο γερο-Ελίασεν δίνει δουλειές στη θάλασσα κι ο πατέρας μου προσφέρει τον Λόγο του Κυρίου κι ηρεμεί την ψυχική αγωνία των ανθρώπων. Ο μπαμπάς απείλησε τον γερο-Ελίασεν ότι, έτσι και δεν έδινε τη συγκατάθεσή του, ο ίδιος θα έπειθε κάποιον από το εκκλησίασμα
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
115
ότι μας είχε ακούσει και μας είχε δει εκείνο το βράδυ. Ο γεροΕλίασεν απάντησε ότι οι απειλές ήταν περιττές, έτσι κι αλλιώς ήμουν μια πολύ καλή επιλογή κι ίσως ο γιος του να ησύχαζε και λίγο. Κι αφού οι δυο τους αποφάσισαν πως έτσι έπρεπε να γίνουν τα πράγματα, τα πράγματα δεν μπορούσαν να γίνουν αλλιώς». «Πώς…» πήγα να πω, αλλά με διέκοψε μια νέα κραυγή. Δεν ήταν κραυγή πτηνού αυτή τη φορά. Ήταν ο Κνουτ. Πεταχτήκαμε κι οι δυο μας επάνω. Ο Ψαράς βρίσκει πάντα αυτό που ψάχνει. Κι άλλη κραυγή. Αρχίσαμε να τρέχουμε προς τη μεριά του ήχου. Έφτασα στην κορφή της νησίδας πρώτος. Είδα τον μικρό. Γύρισα και κοίταξα τη Λέα, που ερχόταν τρέχοντας ξοπίσω μου, κρατώντας τη φούστα της. «Εντάξει είναι». Το αγόρι στεκόταν γύρω στα εκατό μέτρα πιο μακριά κι έψαχνε κάτι στα βράχια της ακτής. «Τι συμβαίνει;» του φώναξα. Έδειξε κάτι μαύρο που χτυπιόταν στην ακτή με κάθε κύμα. Και τότε ένιωσα τη μυρωδιά. Μ υρωδιά από πτώμα. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε η Λέα, που μόλις είχε φτάσει δίπλα μου. Μ ιμήθηκα τον Κνουτ· της έδειξα με το χέρι μου. Πήγε να προχωρήσει προς τον Κνουτ, αλλά εγώ την κράτησα. «Ίσως να περιμένεις εδώ, μέχρι να πάω να δω τι είναι». «Δεν χρειάζεται» είπε. «Βλέπω τι είναι». «Α… και τι είναι;» «Θαλάσσιος λαγός». «Λαγός;» «Φώκια» είπε εκείνη. «Μ ια νεκρή φώκια».
Ήταν ακόμη νύχτα όταν γυρίσαμε πίσω.
116
JO NESBO
Είχε απόλυτη ησυχία, το μόνο που ακουγόταν ήταν ο μαλακός ήχος από τα κουπιά που σηκώνονταν απ’ το νερό κι οι σταγόνες που άστραφταν σαν διαμάντια μόλις έπεφταν στο λοξό φως του ήλιου. Κάθισα στην πρύμνη και κοίταξα μητέρα και γιο που κωπηλατούσαν, μουρμουρίζοντας μέσα μου το «Πάμε σιγά μέσ’ απ’ την πόλη». Οι δυο τους ήταν σαν ένας και μοναδικός οργανισμός: Ο Κνουτ, βαθιά συγκεντρωμένος, προσπαθούσε να κρατήσει το κορμί του σταθερό, χρησιμοποιώντας πλάτη και γοφούς για να κρατήσει έναν ήρεμο, σταθερό, ενήλικο ρυθμό στα βαριά κύματα. Η μητέρα του καθόταν πίσω από την πλάτη του και τον ακολουθούσε, φροντίζοντας να συγχρονίζει τον ρυθμό της. Κανείς μας δεν έλεγε τίποτα. Φλέβες και τένοντες πάλλονταν στη ράχη της παλάμης της και τα μαύρα της μαλλιά έπεφταν στο πλάι όταν πού και πού κοίταζε πάνω από τον ώμο για να βεβαιωθεί ότι η ρότα μας ήταν σωστή. O Κνουτ προσποιούνταν, φυσικά, ότι δεν ήθελε να με εντυπωσιάσει με τις κωπηλατικές του ικανότητες, αλλά μαρτυρούσε τις προθέσεις του ρίχνοντάς μου συνεχώς ματιές. Έβγαλα το κάτω χείλος προς τα μπρος και του έγνεψα επιδοκιμαστικά. Εκείνος έκανε ότι δεν το πρόσεξε, αλλά τον είδα να βάζει λίγο ακόμα τα δυνατά του. Χρησιμοποιήσαμε ένα σχοινί δεμένο σ’ ένα βίντσι για να τραβήξουμε τη βάρκα πάνω στις ράγες και μέσα στο λεμβοστάσιο. Η ανέλκυση μιας τόσο βαριάς βάρκας μού φάνηκε περιέργως εύκολη. Σκέφτηκα πόσο ασταμάτητα εφευρετικοί είναι οι άνθρωποι και πόσο ικανοί να επιβιώνουν. Και πόσο πρόθυμοι να γίνουν βάναυσοι, αν χρειαστεί. Βγήκαμε στον χωματόδρομο προς τον οικισμό. Σταματήσαμε στον τηλεφωνικό στύλο, εκεί που άρχιζε το μονοπάτι. Η αφίσα που διαφήμιζε τον χορό είχε καλυφθεί από νέο στρώμα σκόνης. «Αντίο, Ουλφ» είπε εκείνη. «Εκτίμησα πολύ τη συντροφιά σου. Καλή επιστροφή και καλόν ύπνο». «Αντίο» είπα και χαμογέλασα. Πολύ σοβαρά έπαιρναν τους αποχαιρετισμούς εδώ πάνω. Ίσως γιατί οι αποστάσεις ήταν τόσο μεγάλες και η φύση τόσο βάναυση. Δεν ήταν καθόλου προφανές
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
117
ότι θα ξανασυναντιόσουν με τον άλλο σύντομα. Ή και καθόλου. «Θα θέλαμε να σε δούμε στο παρεκκλήσι το Σάββατο το πρωί». Η φωνή της ήταν λίγο κοφτή και το πρόσωπό της συσπάστηκε στιγμιαία. «Έτσι δεν είναι, Κνουτ;» Ο Κνουτ έγνεψε καταφατικά, σιωπηλός και σχεδόν αποκοιμισμένος. «Ευχαριστώ, αλλά νομίζω ότι είναι ήδη πολύ αργά για να σωθώ». Δεν ξέρω αν το διττό νόημα ήταν εσκεμμένο. «Δεν κάνει κακό ν’ ακούσεις τον Λόγο του Κυρίου». Μ ε κοίταξε μ’ ένα βλέμμα έντονο, παράξενο, λες κι έψαχνε για κάτι. «Υπό έναν όρο» είπα. «Ότι μπορώ μετά να δανειστώ τον σκαραβαίο σου και να πάω μέχρι την Άλτα. Πρέπει να ψωνίσω μερικά πράγματα». «Ξέρεις να οδηγείς;» Ανασήκωσα τους ώμους μου. «Ίσως έρθω κι εγώ μαζί σου» είπε. «Δεν χρειάζεται». «Δεν είναι τόσο εύκολη όσο φαίνεται η μικρή». Δεν ήξερα αν το διττό της υπονοούμενο ήταν εσκεμμένο. Όταν έφτασα στο καταφύγιο, ξάπλωσα κι ο ύπνος με πήρε κατευθείαν, χωρίς ν’ αγγίξω ούτε γουλιά αλκοόλ. Απ’ όσο ξέρω, δεν ονειρεύτηκα τίποτα. Και ξύπνησα με μια αίσθηση ότι κάτι είχε συμβεί. Κάτι καλό. Και, γαμώτο, είχε περάσει πάρα πολύς καιρός από τότε που μου συνέβη κάτι καλό.
118
JO NESBO
12
Δεόμεθα τώρα τω Αγίω Πνεύματι Πίστεως ορθής παντός μάλλον Ίνα συνοδεύση ημάς εις τελικόν προορισμόν Εκ του αθλίου τούτου κόσμου. Κύριε ελέησον.
ψαλμός πηγαινοερχόταν κατά κύματα ανάμεσα στους τοίχους στο μικρό παρεκκλήσι. Και οι είκοσι περίπου παρευρισκόμενοι έμοιαζαν να συμμετέχουν στο τραγούδι. Προσπαθούσα ν’ ακολουθήσω το κείμενο στο μικρό μαύρο βιβλίο που μου είχε δώσει η Λέα. Λασταντιανών Υμνολόγιο. Εγκεκριμένο διά βασιλικού διατάγματος εν έτει 1869, έγραφε στο εξώφυλλο. Το ξεφύλλισα λίγο. Δεν φαινόταν να έχουν αλλάξει ούτε μια λέξη έκτοτε. Όταν τελείωσε η ψαλμωδία, ένας άντρας με βαριά βήματα κατευθύνθηκε προς το αναλόγιο. Το ξύλινο πάτωμα έτριξε. Ο άντρας στράφηκε προς το μέρος μας. Ήταν ο πατέρας της Λέα. Ο Γιάκουμπ Σάρα. «Πιστεύω εις έναν Θεόν, Πατέρα, Παντοκράτορα, ποιητήν ουρανού και γης» άρχισε. Όλοι οι άλλοι σιώπησαν και τον άφησαν ν’ απαγγείλει το Σύμβολο της Πίστεως μόνος.
O
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
119
Τελειώνοντας, στάθηκε ακίνητος, σιωπηλός, κοιτάζοντας το αναλόγιο. Για πάρα πολλή ώρα. Και πάνω που έλεγα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, ότι ξέχασε ίσως τα λόγια του, ο ιεροκήρυκας ύψωσε τη φωνή του: «Αγαπητοί μου συγχριστιανοί. Εις το όνομα του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος θέλαμε να ξεκινήσουμε την ώρα αυτή εις το όνομα του Θεού του Τριαδικού». Κι άλλη παύση. Στεκόταν με το κεφάλι του σκυφτό, χαμένος μες στο κουστούμι του που του έπεφτε μεγάλο, σαν αποθαρρυμένος αρχάριος κι όχι σαν τον πεπειραμένο, περιοδεύοντα ιεροκήρυκα που μου είχε περιγράψει ο Κνουτ. «Αν κανείς εξετάσει εαυτόν, αν εξετάσουμε εαυτόν, τότε δεν αξίζει ν’ ανεβαίνει κανείς σε τούτο τον άμβωνα για χάρη ημών των αμαρτωλών». Παύση. Κοίταξα τριγύρω μου. Περιέργως, κανείς δεν φαινόταν να αισθάνεται ανησυχία ή δυσφορία για τον ταλαίπωρο άντρα που μιλούσε. Πρόλαβα και μέτρησα μέχρι το δέκα πριν εκείνος συνεχίσει: «Και το πολύτιμο τούτο πράγμα που μας ενώνει, ο ιερός, αγνός ετούτος Λόγος του Κυρίου – για αναρωτηθείτε λοιπόν: Πώς τον υπηρετεί κανείς σωστά αυτό τον Λόγο; Και πόσο δύσκολο είναι να στέκεται κανείς σ’ αυτόν εδώ τον άμβωνα; Τι δει γενέσθαι;» Σήκωσε επιτέλους το κεφάλι του και μας κοίταξε κατάματα. Δεν υπήρχε ίχνος αμφιβολίας στο σταθερό, άμεσο βλέμμα του· ίχνος από την ταπεινότητα που διαλαλούσε. «Χους εσμέν και εις χουν απελευσόμεθα. Θα κερδίσουμε όμως ζωή αιώνια αν την πίστη μας διαφυλάξουμε. Ο κόσμος στον οποίο ζούμε είναι ένας κόσμος σε αποσύνθεση. Και κυβερνάται από έναν και μοναδικό παγκόσμιο κυβερνήτη, τον Σατανά, τον Διάβολον. Αυτός εξαπατά το ποίμνιο». Δεν έβαζα και το χέρι μου στη φωτιά, αλλά μήπως κοιτούσε εμένα; «Σ’ αυτό τον κόσμο πρέπει οι φτωχοί εμείς άνθρωποι να ζήσουμε. Ας εγκαταλείψουμε τον Διάβολο κι ας πορευθούμε με ελπίδα στη σύντομη ζωή που μας απομένει». Νέος ψαλμός. Η Λέα κι εγώ καθόμασταν δίπλα στην εξώπορτα και της έκανα νόημα ότι θα έβγαινα να καπνίσω. Έξω απ’ το παρεκκλήσι ακούμπησα στον τοίχο ακούγοντας την ψαλμωδία που έβγαινε από μέσα. «Συγγνώμη που ρωτάω, αλλά μου δανείζεις μια πρόκα απ’ το
120
JO NESBO
φέρετρό σου;» Ο Μ ατίς πρέπει να με περίμενε να βγω έξω· ο δρόμος δεν προχωρούσε μετά την εκκλησία. Του πρόσφερα το πακέτο με τα τσιγάρα. «Τα κατάφεραν να σε σώσουν;» με ρώτησε. «Μ πα, όχι ακόμη» είπα. «Τραγουδάνε κάπως επιτηδευμένα». Εκείνος γέλασε. «Α, πρέπει να μάθεις ν’ ακούς τους ύμνους σωστά. Το να τραγουδάς καθαρά και με ακρίβεια είναι για τους κοσμικούς. Για τους πιστούς το συναίσθημα είναι πάνω απ’ όλα. Γιατί νομίζεις ότι γίναμε λασταντιανοί εμείς οι Λάπωνες; Πίστεψέ με, Ουλφ· τα νταούλια και τα γιατροσόφια των σαμάνων ελάχιστα απέχουν απ’ το λεξιλόγιο, τις θεραπείες και τους συναισθηματισμούς των λασταντιανών». Του πρόσφερα φωτιά. «Κι αυτές τις διαολεμένες, αργόσυρτες ψαλμωδίες…» μουρμούρισε. Τραβήξαμε κι οι δυο μια ρουφηξιά απ’ τα τσιγάρα μας συγχρόνως και στήσαμε αυτί. Όταν τελείωσε ο ψαλμός, ο πατέρας της Λέα ξαναπήρε τον λόγο. «Γιατί αγορεύει λες και πονάει;» αναρωτήθηκα φωναχτά. «Ποιος, ο Γιάκουμπ Σάρα; Θέλει να δείξει ότι είναι ένας κακομοιρούλης χριστιανός που δεν διάλεξε να γίνει παπάς, υπάκουσε μόνο στο κάλεσμα του εκκλησιάσματός του». Ο Μ ατίς έσκυψε το κεφάλι και μιμήθηκε τη βαθιά φωνή που έφτανε ως έξω: «Από τότε που κλήθηκα να ηγηθώ ετούτου του ποιμνίου, μια επιθυμία είχα: Ο Θεός να μ’ αξιώσει να σκύβω και να υπακούω στο κάλεσμά Του. Μα ο άνθρωπος κουβαλά μονάχος του τη σάπια του τη σάρκα». Πήρε μια τζούρα απ’ το τσιγάρο του. «Έτσι γίνεται εδώ κι έναν αιώνα. Ταπεινοφροσύνη κι απλότητα: Αυτά είναι τα ιδανικά». «Ο δευτεροξάδερφός σου μου είπε ότι κάποτε ήσουν ένας από αυτούς». «Κι ύστερα είδα το φως» είπε ο Μ ατίς και κοίταξε δυσαρεστημένος το τσιγάρο του. «Δεν μου λες, είσαι σίγουρος ότι υπάρχει καπνός εδώ μέσα;» «Έχασες την πίστη σου όταν σπούδαζες Θεολογία;» «Ναι, αλλά εδώ με θεωρούσαν απόκληρο μόνο και μόνο
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
121
επειδή έφυγα για το Όσλο. Ο σωστός λασταντιανός δεν πάει να σπουδάσει Θεολογία με τους ειδωλολάτρες. Η δουλειά του ιεροκήρυκα είναι να κηρύττει το παλιό σωστό δόγμα, όχι νεότευκτες ανοησίες που άκουσε στο Όσλο». Ο ψαλμός είχε τελειώσει κι η φωνή του Γιάκουμπ Σάρα ξανακούστηκε από μέσα: «Ο Κύριος μπορεί να έχει υπομονή, αλλά διόλου μην αμφιβάλλετε: Θα έρθει σαν τον κλέφτη μες στο βράδυ και τα στοιχεία κι οι δυνάμεις κι ο κόσμος όλος θα σβηστούν σαν αφανίσει τους απίστους». «Παρεμπιπτόντως» είπε ο Μ ατίς «εμείς οι καταδικασμένοι δεν θέλουμε να έρθει πριν της ώρας του, ε;». «Συγγνώμη;» «Σε μερικούς από εμάς θα μας άρεσε να μην τον ξαναβλέπαμε ποτέ στο Κόσουν». Έκοψα τη ρουφηξιά στη μέση. «Αυτό που σου λέω» είπε ο Μ ατίς. «Δεν ξέρω πού πήγε ο Τζόνι, αν προχώρησε βορειότερα ή αν γύρισε πίσω, αλλά αφού δεν βρήκε αυτό που έψαχνε ποιος λέει ότι δεν θα ξαναγυρίσει;» Ξεφύσηξα απότομα τον καπνό μου. «Δεν λέω, χωρίς ενδείξεις δεν θα ξανάρθει» συνέχισε. «Γι’ αυτό να είσαι σίγουρος. Αλλά ποιος ξέρει; Θα μπορούσε κάποιος να σηκώσει το τηλέφωνο και να πει μια δυο κουβεντούλες στην άλλη άκρη της γραμμής». Έδειξε με το δάχτυλο τα καλώδια του τηλεφώνου πάνω απ’ το κεφάλι μας. «Ίσως να του υποσχέθηκαν κάποιο αξιοσέβαστο ποσό, ποιος ξέρει;» Πέταξα τη γόπα μου στο χώμα. «Γιατί ήρθες να με βρεις, Μ ατίς;» «Ο τύπος είπε ότι έκλεψες χρήματα, Ουλφ. Ίσως να μη φταίνε τελικά οι γυναίκες». Δεν του απάντησα. «Και η Πίργιο είπε ότι σ’ είδε να κουβαλάς ένα μάτσο χαρτονομίσματα. Δεν αξίζει να θυσιάσεις μερικά από αυτά για να μην ξαναγυρίσει ο τύπος, ε;» «Και πόσο θα μου κοστίσει όλο αυτό;» «Όχι περισσότερο από αυτό που υποσχέθηκε εκείνος. Λίγο
122
JO NESBO
λιγότερο μάλιστα». «Γιατί λιγότερο;» «Γιατί ακόμη ξυπνάω καμιά φορά τις νύχτες και με τρώει η αμφιβολία: Κι αν τελικά υπάρχει; Κι αν επιστρέψει –σαν τον Τζόνι– κρίναι ζώντας και νεκρούς; Δεν είναι πιο φρόνιμο να ’χεις κάνει περισσότερες καλές παρά κακές πράξεις, ώστε να ελαφρύνει η ετυμηγορία; Να καείς, ας πούμε, για μια μικρότερη αιωνιότητα, σε χαμηλότερη φωτιά;» «Περίμενε. Μ ου ζητάς λιγότερα λεφτά απ’ όσα θα σου ’δινε για το κεφάλι μου ένας πληρωμένος δολοφόνος, μόνο και μόνο για να κάνεις μια καλή πράξη;» Ο Μ ατίς ρούφηξε το τσιγάρο του. «Είπα λίγο λιγότερο. Δεν θ’ αγιάσουμε κιόλας. Πέντε χιλιάρικα». «Σκέτη ληστεία, Μ ατίς». «Πέρνα απ’ το σπίτι το πρωί. Θα σου δώσω και μια μποτίλια. Αλκοόλ και σιωπή, Ουλφ. Το τέλειο αλκοόλ και η τέλεια σιωπή. Αυτά τα πράγματα κοστίζουν, ξέρεις». Έτσι όπως κατέβηκε ξανά τον δρόμο έμοιαζε με κωλοχήνα. Ξαναπήγα μέσα και κάθισα. Η Λέα με κοίταξε εξεταστικά. «Έχουμε έναν επισκέπτη στο ποίμνιό μας σήμερα» είπε ο Γιάκουμπ Σάρα. Άκουσα το θρόισμα στα ρούχα του εκκλησιάσματος καθώς όλοι γύρισαν και με κοίταξαν. Χαμόγελα και νεύματα τριγύρω μου. Ζεστασιά και φιλικότητα. «Ας δεηθούμε στον Κύριο να τον κρατήσει ασφαλή, να ’χει καλό ταξίδι και να γυρίσει γρήγορα στο σπίτι του». Έσκυψε το κεφάλι και το εκκλησίασμα τον μιμήθηκε. Άρχισε να προσεύχεται μουρμουρίζοντας ακαθόριστα· πού και πού έπαιρνε τ’ αυτί μου παλιομοδίτικες λέξεις ή φράσεις που ίσως να σήμαιναν κάτι στους μυημένους. Ξεχώρισα μια λέξη: επικείμενος. Η συνάντηση ολοκληρώθηκε μ’ έναν ακόμα ψαλμό. Η Λέα με βοήθησε να τον βρω στο υμνολόγιο. Τραγούδησα μαζί τους, μην μπορώντας να τους παρακολουθήσω, αλλά τραγουδούσαν τόσο αργά έτσι κι αλλιώς, που έπρεπε μόνο να περιμένω λίγο και ν’ ακολουθώ τον τονισμό καθώς ανεβοκατέβαινε. Μ ου έκανε καλό που τραγουδούσα, που ένιωθα τις φωνητικές μου χορδές να
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
123
πάλλονται. Ίσως η Λέα να το εξέλαβε ως ένδειξη ενθουσιασμού για το περιεχόμενο του κειμένου· χαμογέλασε. Κατά την έξοδο ένιωσα κάποιον να με τραβάει από τον πήχη του χεριού μου. Ήταν ο Γιάκουμπ Σάρα. Μ ε τράβηξε προς τη μεριά του παραθύρου. Είδα την πλάτη της Λέα να εξαφανίζεται πέρα από την εξώπορτα. Ο πατέρας της περίμενε να φύγουν όλοι κι ύστερα μίλησε. «Βρίσκεις όμορφο το τοπίο εδώ πάνω;» ρώτησε. «Κατά έναν τρόπο, ναι». «Κατά έναν τρόπο» επανέλαβε αυτός μ’ ένα νεύμα του κεφαλιού. Γύρισε προς τη μεριά μου. «Σκοπεύεις να την πάρεις μαζί σου;» Η απαλή βραδύτητα κι η ταπεινοφροσύνη είχαν εξαφανιστεί από τη φωνή του και το βλέμμα κάτω από τα φουντωτά του φρύδια με κάρφωνε στον τοίχο. Δεν ήξερα τι ν᾽ απαντήσω. Μ ε ρωτούσε αστειευόμενος αν σκεφτόμουν να κλεφτώ με την κόρη του; Ή με ρωτούσε χωρίς ίχνος χιούμορ αν σκεφτόμουν να κλεφτώ με την κόρη του; «Ναι» του απάντησα. «Ναι;» Σήκωσε το ένα του φρύδι. «Ναι. Θα την πάρω μαζί μου μέχρι την Άλτα. Και θα την ξαναφέρω. Εδώ που τα λέμε, αυτή θα με πάρει μαζί της, όχι εγώ. Προτιμάει να οδηγήσει εκείνη το αυτοκίνητό της». Ξεροκατάπια. Ελπίζοντας να μην της δημιούργησα μόλις πρόβλημα. Ελπίζοντας να μην είναι αμαρτία για τις γυναίκες να οδηγούν με ξένους άντρες στο αυτοκίνητο. Ή κάτι αντίστοιχο. «Το ξέρω ότι θα πάτε στην Άλτα» είπε εκείνος. «Η Λέα μάς έστειλε τον Κνουτ. Ο Διάβολος την έχει στο χέρι την Άλτα. Ξέρω τι λέω, έχω πάει». «Ε, τότε να πάρουμε μαζί μας αγιασμό και σκόρδο». Χαμογέλασα γρήγορα και το μετάνιωσα αμέσως. Καμιά αλλαγή στην έκφρασή του. Μ όνο εκείνη η λάμψη μες στα μάτια του έσβησε αμέσως, λες και μια βαριοπούλα είχε σκάσει πάνω σε κάποια εσωτερικά βράχια. «Συγγνώμη» είπα εγώ. «Είμαι απλώς περαστικός από εδώ, θ’ απαλλαγείτε γρήγορα από μένα κι όλα θα γίνουν όπως πριν. Εξάλλου, αυτό θέλετε κι εσείς».
124
JO NESBO
«Γιατί είσαι τόσο σίγουρος;» Δεν ήξερα αν με ρωτούσε αν ήμουν σίγουρος ότι όλα θα γίνονταν όπως πριν ή αν ήμουν σίγουρος ότι ήθελαν κάτι τέτοιο. Το μόνο που ήξερα ήταν ότι δεν είχα όρεξη να συνεχίσω αυτή τη συζήτηση. «Την αγαπώ αυτή τη χώρα» είπε και στράφηκε προς το παράθυρο. «Όχι επειδή είναι γενναιόδωρη ή εύκολη· όπως βλέπεις, άγονη και σκληρή είναι. Δεν την αγαπώ επειδή είναι όμορφη ή προκαλεί τον θαυμασμό. Μ ια χώρα σαν όλες τις άλλες είναι. Ούτε με αγαπάει ιδιαιτέρως. Είμαι Λάπωνας και οι κυβερνήτες μάς συμπεριφέρονται λες κι είμαστε ανυπάκουα παιδιά κι εκείνοι κηδεμόνες μας, μας κλέβουν την αξιοπρέπεια. Αλλά την αγαπώ γιατί είναι η χώρα μου. Κι έτσι κάνω ό,τι περνά από το χέρι μου για να την υπερασπιστώ. Όπως ένας πατέρας υπερασπίζεται και το πιο άσχημο και το πιο ανόητο από τα παιδιά του. Καταλαβαίνεις;» Κατένευσα για να τελειώνουμε. «Ήμουν είκοσι δύο ετών όταν μπήκα στην Αντίσταση κατά των Γερμανών. Ήρθαν να βιάσουν τη χώρα μου, εσύ τι θα έκανες στη θέση μου; Μ ες στο καταχείμωνο την έβγαλα ξαπλωμένος στο οροπέδιο· παραλίγο να πεθάνω απ’ την πείνα και το κρύο. Δεν σκότωσα κανέναν Γερμανό. Έπρεπε να συγκρατήσω τη δίψα μου για αίμα, γιατί η παραμικρή δράση μας θα προκαλούσε αντίποινα στον πληθυσμό. Αλλά τους μισούσα. Πεινούσα, πάγωνα, μισούσα και περίμενα. Κι όταν ήρθε τελικά η μέρα που οι Γερμανοί έφυγαν, σκέφτηκα πως επιτέλους η χώρα μου θα ξαναγινόταν δική μου. Κι ύστερα κατάλαβα ότι οι Ρώσοι που είχαν φτάσει μέχρι το χωριό δεν είχαν σκοπό να ξαναφύγουν. Ότι ήρθαν για να καταλάβουν τη χώρα μου μετά τους Γερμανούς. Κατεβήκαμε από τα υψίπεδα προς το απανθρακωμένο χωριό και βρήκα την οικογένειά μου σε μια λαπωνέζικη σκηνή μαζί με άλλες τέσσερις οικογένειες. Η αδερφή μου μου εκμυστηρεύτηκε ότι κάθε βράδυ έρχονταν οι ρώσοι στρατιώτες και βίαζαν τις γυναίκες. Κι έτσι πήρα τ’ όπλο μου, περίμενα και με το που εμφανίστηκε ο πρώτος στο άνοιγμα της σκηνής κάτω απ’ το φως μιας λάμπας κηροζίνης σημάδεψα την
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
125
καρδιά του και πυροβόλησα. Σωριάστηκε σαν σακί. Ύστερα του έκοψα το κεφάλι και το κάρφωσα σ’ έναν πάσσαλο έξω από τη σκηνή, με το καπέλο της στολής του ακόμη επάνω. Δεν με πείραξε καθόλου· ήταν σαν να σκοτώνω έναν μπακαλιάρο, να του κόβω το κεφάλι και να τον κρεμάω στον γάντζο. Την επομένη ήρθαν δύο ρώσοι αξιωματικοί για να ζητήσουν το ακέφαλο πτώμα του στρατιώτη. Ούτε ρώτησαν τίποτα ούτε ξεκάρφωσαν το κεφάλι του. Και δεν ξαναβίασαν ποτέ καμία». Ξανακούμπωσε το φθαρμένο του σακάκι. Χάιδεψε με το ένα του χέρι το ύφασμα. «Αυτό έκανα και θα το ξανάκανα αν χρειαζόταν. Ο καθείς υπερασπίζεται τα κεκτημένα του». Γύρισε και με κοίταξε. «Θα μπορούσες να τον έχεις παραδώσει στους αξιωματικούς» του είπα. «Το ίδιο αποτέλεσμα θα είχες». «Πιθανόν. Προτίμησα όμως να το κάνω μόνος μου». Ο Γιάκουμπ Σάρα ακούμπησε το χέρι του στον ώμο μου. «Πάει πολύ καλύτερα, βλέπω». «Ποιο πράγμα;» «Ο ώμος σου». Και μου χάρισε ένα από αυτά τα ήπια χαμόγελά του, ανασήκωσε τα πυκνά του φρύδια λες και θυμήθηκε κάτι που έπρεπε να κάνει, έκανε μεταβολή κι έφυγε. Η Λέα καθόταν ήδη στο αμάξι όταν πήγα σπίτι της. Χώθηκα στη θέση του συνοδηγού. Φορούσε μια μονή γκρίζα κάπα κι ένα κόκκινο μεταξωτό φουλάρι. «Στολίστηκες, βλέπω» είπα. «Βλακείες» είπε εκείνη και γύρισε το κλειδί στη μηχ ανή. «Ωραία είναι». «Δεν στολίστηκα, άλλαξα ρούχα. Σ’ έπρηξε;» «Ο πατέρας σου; Μ πα, μοιράστηκε απλώς μαζί μου λίγη από τη σοφία του για τη ζωή». Η Λέα αναστέναξε, έβαλε μπρος το αμάξι κι άφησε τον συμπλέκτη. Κυλήσαμε προς τον δρόμο. «Και η συζήτηση με τον Μ ατίς έξω απ’ την εκκλησία; Κι αυτή σοφίες για τη ζωή ήταν;» «Μ πα. Ήθελε ν’ αγοράσω μερικές υπηρεσίες που μου
126
JO NESBO
πρόσφερε». «Και θα τις αγοράσεις;» «Δεν ξέρω, δεν έχω αποφασίσει ακόμη». Κάτω στην εκκλησία είδαμε μια φιγούρα να διασχίζει τον δρόμο. Μ όλις περάσαμε από μπροστά της, είδα στον καθρέφτη ότι κοντοστάθηκε μες στο σύννεφο της σκόνης και μας κοίταζε. «Η Ανίτα είναι αυτή» είπε η Λέα. Πρέπει να με είδε που κοιτούσα στον καθρέφτη. «Μ άλιστα» είπα όσο πιο ουδέτερα μπορούσα. «Μ ιας και μιλάμε για σοφία» είπε εκείνη «ο Κνουτ μου είπε για τη συζήτηση που κάνατε». «Ποια απ’ όλες;» «Είπε ότι μετά το καλοκαίρι θα έχει κι αυτός κορίτσι. Ακόμα κι αν η Ριστίινα του πει όχι». «Α, έτσι, ε;» «Ναι. Μ άλιστα μου είπε ότι ο Φουταμπαγιάμα, ο θρύλος του σούμο, έχανε και ξανάχανε μέχρι που νίκησε». Γελάσαμε μέχρι δακρύων. Άκουσα το γέλιο της. Το γέλιο της Μ πόμπι ήταν κακαριστό και ελαφρύ σαν παιχνιδιάρικο ρυάκι. Το γέλιο της Λέα ήταν σαν πηγάδι. Ή μάλλον σαν μεγάλο σιγανό ποτάμι. Ο δρόμος πού και πού έστριβε ή ανεβοκατέβαινε απαλά, αλλά κυρίως ήταν μια ισιάδα μέσα απ’ τα υψίπεδα για χιλιόμετρα επί χιλιομέτρων. Κρατούσα συνεχώς το χερούλι πάνω απ’ το παράθυρο. Δεν ξέρω γιατί· κανείς δεν χρειάζεται να κρατιέται απ’ το χερούλι με εξήντα χιλιόμετρα την ώρα στην ισιάδα. Απλώς εγώ πάντα το έκανα: Κρατούσα το χερούλι μέχρι που το χέρι μου αποκοιμιόταν. Είχα δει κι άλλους να κάνουν το ίδιο. Ίσως τελικά οι άνθρωποι να έχουμε κάτι κοινό: να θέλουμε όλοι να κρατηθούμε από κάπου. Άλλες φορές βλέπαμε θάλασσα, άλλες πάλι περνούσαμε ανάμεσα από πλαγιές ή χαμηλούς λόφους. Το τοπίο δεν είχε την εντυπωσιακή δραματικότητα των νήσων Λοφότεν, ούτε την ομορφιά της δυτικής Νορβηγίας, είχε όμως άλλα πράγματα: ένα βουβό κενό, μια λακωνική επιμονή· ακόμα κι η πρασινάδα του καλοκαιριού απέπνεε την υπόσχεση μιας πιο σκληρής, πιο
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
127
παγερής εποχής που, σιγά σιγά, θα έφθειρε το καλοκαίρι μέχρι να επικρατήσει. Συναντήσαμε μόλις ένα αυτοκίνητο· ούτε άνθρωπο ούτε ζώο. Πού και πού κάποιο σπιτάκι ή κάποια καλύβα έθεταν το αναπάντητο ερώτημα: γιατί; Γιατί εδώ κι όχι αλλού; Ύστερα από δυόμισι ώρες διαδρομή τα σπίτια άρχισαν να πυκνώνουν και ξαφνικά περάσαμε μπροστά από μια πινακίδα που έγραφε Άλτα. Μ πήκαμε –έστω και κατ’ όνομα– πια σε μια πόλη. Και να σου ξαφνικά διασταυρώσεις, μαγαζιά, σχολεία και δημόσια κτίρια διακοσμημένα με το εθνόσημο. Ένα λευκό βελάκι έδειχνε ότι η πόλη δεν είχε μόνο ένα κέντρο αλλά τρία: Καθένα ήταν σαν ένα μικρό χωριό. Κοίτα να δεις. Ποιος θα το πίστευε ότι η Άλτα ήταν μια νορβηγική μικρογραφία του Λος Άντζελες; «Όταν ήμουν μικρή, ήμουν πεπεισμένη ότι ο κόσμος σταματούσε εδώ, στην Άλτα» είπε η Λέα. Αναρωτήθηκα μήπως είχε πραγματικά δίκιο. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς μου, είχαμε έρθει βορειότερα. Παρκάραμε δίχως πρόβλημα και πρόλαβα ν’ αγοράσω ό,τι χρειαζόμουν πριν κλείσουν τα καταστήματα. Κι ύστερα πήγαμε σ’ ένα Καφιστόβα για να φάμε. Μ άταια έψαχνα στο μενού να βρω ψάρι· έμεινα με την ανάμνηση του φρέσκου μπακαλιάρου. Η Λέα γέλασε και κούνησε το κεφάλι της πέρα δώθε. «Εδώ πάνω δεν τρώμε ψάρια όταν βγαίνουμε έξω» είπε. «Μ όνο όταν έχουμε γιορτή». Παραγγείλαμε κεφτέδες. «Όταν μεγάλωνα, το σούρουπο ήταν η χειρότερη ώρα της ημέρας» είπα και κοίταξα έξω, τους άδειους δρόμους. Ακόμα και το αστικό τοπίο είχε κάτι το περιέργως έρημο και ανελέητο, ακόμα κι εδώ είχες την ενοχλητική αίσθηση ότι τις επιλογές τις έκανε η φύση κι όχι ο μικρός κι αδύναμος άνθρωπος. «Η ώρα μετά το κλείσιμο των καταστημάτων και πριν πέσει το βράδυ. Ήταν η νεκρή ώρα της εβδομάδας. Μ ου δημιουργούσε την αίσθηση ότι σύντομα θα ξεκινούσε κάπου μια γιορτή κι ότι όλοι ήταν καλεσμένοι εκτός από μένα. Ή όλοι, τέλος πάντων, γνώριζαν για τη γιορτή. Ενώ εγώ δεν είχα άλλους ηττημένους φίλους να μαζευτούμε. Τα πράγματα καλυτέρευαν μετά τις
128
JO NESBO
βραδινές ειδήσεις, όταν υπήρχαν διάφορες εκπομπές στην τηλεόραση και δεν χρειαζόταν να σκέφτομαι πια τέτοια πράγματα». «Εμείς ούτε γιορτές είχαμε ούτε τηλεόραση» είπε η Λέα. «Αλλά είχαμε πάντα κόσμο στο σπίτι. Δεν χτυπούσαν καν την πόρτα· απλώς έμπαιναν μέσα, κάθονταν στον καναπέ κι άρχιζαν να μιλούν. Είτε κάθονταν κι άκουγαν απλώς. Ο μπαμπάς μιλούσε πιο πολύ απ’ όλους, φυσικά. Τις αποφάσεις όμως τις έπαιρνε η μαμά. Στο σπίτι εκείνη έλεγε στον μπαμπά να ηρεμήσει και ν’ αφήσει τους άλλους να μιλήσουν κι αυτοί, και στους καλεσμένους ότι είχε έρθει η ώρα για να φύγουν. Κι εμείς κοιμόμασταν αργά κι ακούγαμε τους μεγάλους που μιλούσαν και νιώθαμε ασφάλεια, νιώθαμε καλά. Θυμάμαι μια φορά που ο μπαμπάς άρχισε να κλαίει από χαρά γιατί ο Άλφρεντ, ένας κακομοίρης μπεκρής, βρήκε επιτέλους τον Κύριο. Κι όταν ύστερα από χρόνια έμαθε ότι ο Άλφρεντ πέθανε από υπερβολική χρήση ναρκωτικών στο Όσλο, οδήγησε τέσσερις χιλιάδες χιλιόμετρα για να μεταφέρει ως εδώ τη σορό του και να τον θάψει όπως του άρμοζε. Μ ε ρώτησες σε τι πιστεύω…» «Ναι;» «Σ’ αυτό πιστεύω: στην ικανότητα του ανθρώπου για καλοσύνη». Μ ετά το φαγητό πήγαμε βόλτα. Είχε σκοτεινιάσει λίγο, κάτι σαν λυκόφως απλωνόταν τριγύρω. Από την ανοιχτή πόρτα ενός φαστφουντάδικου με χοτ ντογκ, τηγανητές πατάτες και παγωτά μηχανής ακουγόταν μουσική: Κλιφ Ρίτσαρντ, «Congratulations». Μ πήκαμε μέσα. Ένα ζευγάρι ήταν καθισμένο σ’ ένα από τα τέσσερα τραπέζια. Κάπνιζαν κι οι δυο τους· γύρισαν και μας κοίταξαν αδιάφορα. Παραγγείλαμε δυο μεγάλα παγωτά μηχανής πασπαλισμένα με σοκολατόσκονη. Το μαλακό παγωτό που βγήκε από το άνοιγμα και διπλώθηκε απαλά πάνω στην κορυφή του χωνιού μού θύμισε, για κάποιον λόγο, ένα νυφικό πέπλο. Μ ε το παγωτό στο χέρι, πήγα προς τη μεριά της Λέα, που είχε στηθεί δίπλα στο τζουκ μποξ. «Για κοίτα» είπε και μου έδειξε. «Αυτό δεν είναι;…» Διάβασα την ετικέτα πίσω από το γυαλί. Τοποθέτησα στη
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
129
σχισμή ένα πενηνταράκι και πάτησα το κουμπί. Η δροσερή μα λάγνα φωνή της Μ όνικα Ζέτερλουν γλίστρησε προς τα έξω. Το ίδιο και το ζευγαράκι που κάπνιζε. Η Λέα ακούμπησε πάνω στο τζουκ μποξ κι έμοιαζε να πιπιλάει κάθε λέξη, κάθε ήχο με τα μάτια μισόκλειστα, λικνίζοντας τους γοφούς της σχεδόν ανεπαίσθητα από τη μια πλευρά στην άλλη. Οι άκρες της φούστας της λικνίστηκαν κι αυτές από εδώ κι από εκεί. Όταν τελείωσε το τραγούδι, έβαλε στη σχισμή ένα πενηνταράκι ακόμα και ξαναπάτησε το κουμπί. Και μετά άλλη μία φορά. Κι ύστερα βγήκαμε έξω, στο καλοκαιρινό βράδυ. Από κάπου πίσω από τα δέντρα του πάρκου ακουγόταν μουσική. Ακολουθήσαμε αυτόματα τον ήχο. Μ προστά από ένα εκδοτήριο εισιτηρίων είδαμε μια σειρά νέους ανθρώπους: ευτυχισμένες φωνές και φωτεινά ελαφριά καλοκαιρινά ρούχα. Πάνω στο εκδοτήριο αναγνώρισα την αφίσα από τον τηλεφωνικό στύλο στο Κόσουν. «Πάμε να;…» «Δεν μπορώ» μου είπε χαμογελώντας εκείνη. «Δεν χορεύουμε». «Δεν χρειάζεται να χορέψουμε». «Ο σωστός χριστιανός δεν πάει σε τέτοιες γιορτές». Καθίσαμε σ’ ένα παγκάκι κάτω απ’ τα δέντρα. «Όταν λες “ο σωστός χριστιανός”…» πήγα να πω. «Εννοώ οι λασταντιανοί, ναι. Καταλαβαίνω πως όλα αυτά μπορεί να σου φαίνονται περίεργα γιατί δεν πιστεύεις, αλλά εμμένουμε στις πιο παλιές ερμηνείες της Αγίας Γραφής. Δεν θεωρούμε ότι το περιεχόμενο της πίστης μπορεί ν’ αλλάξει». «Μ α όλη αυτή η ιδέα των αμαρτωλών που καίγονται στην κόλαση πρωτοεμφανίστηκε τον Μ εσαίωνα, είναι μια σχετικά πρόσφατη προσθήκη. Δεν θα έπρεπε να την απορρίπτετε;» Εκείνη ξεφύσηξε. «Ο Λόγος κατοικεί στο μυαλό κι η Πίστη στην καρδιά. Δεν είναι πάντα γείτονες». «Μ α κι ο χορός στην καρδιά κατοικεί. Όταν κουνιόσουν με τον ρυθμό του τραγουδιού δίπλα στο τζουκ μποξ, δεν ήσουν στα πρόθυρα της αμαρτίας;» «Ίσως» γέλασε εκείνη. «Αλλά υπάρχουν και χειρότερα».
130
JO NESBO
«Όπως;» «Πφφφ… Όπως να συναναστρέφομαι πεντηκοστιανούς, ας πούμε». «Αυτό είναι χειρότερο;» «Έχω μια ξαδέρφη στην Τρούμσε που την κοπανούσε για να πάει στις συναντήσεις της τοπικής πεντηκοστιανής εκκλησίας. Όταν το έμαθε ο πατέρας της, εκείνη είπε ψέματα ότι είχε πάει σε ντισκοτέκ». Σκάσαμε στα γέλια. Είχε σκοτεινιάσει κι άλλο. Είχε έρθει η ώρα να γυρίσουμε πίσω. Μ α εμείς παραμέναμε καθισμένοι στο παγκάκι. «Τι νιώθουν οι δυο τους καθώς διασχίζουν τη Στοκχόλμη;» με ρώτησε. «Τα πάντα» είπα εγώ κι άναψα τσιγάρο. «Ερωτευμένοι είναι. Γι’ αυτό βλέπουν, ακούν και μυρίζουν τα πάντα». «Αυτό συμβαίνει στους ανθρώπους όταν είναι ερωτευμένοι;» «Δεν σου έχει τύχει ποτέ;» «Δεν έχω ερωτευτεί ποτέ μου» είπε. «Σοβαρά; Γιατί όχι;» «Δεν ξέρω. Μ ’ έχουν αποπλανήσει, δεν λέω. Αλλά, αν ο έρωτας είναι αυτό που περιγράφεις, τότε όχι, ποτέ». «Α, κατάλαβα, ήσουν η βασίλισσα των πάγων κι εσύ. Όλα τ’ αγόρια σε ήθελαν αλλά κανείς δεν τολμούσε να σου μιλήσει». «Εγώ;» γέλασε. «Δεν νομίζω… όχι». Έφερε το χέρι μπροστά στο στόμα της, αλλά το ξανατράβηξε αμέσως μακριά. Ίσως πραγματικά να μην το συνειδητοποιούσε, αλλά μου ήταν δύσκολο να πιστέψω ότι μια τόσο όμορφη γυναίκα είχε κόμπλεξ για μια ανεπαίσθητη ουλή πάνω απ’ τα χείλη της. «Κι εσύ, Ουλφ;» Το ψεύτικό μου όνομα δεν είχε ίχνος ειρωνείας. «Δεκάδες φορές». «Μ πράβο σου». «Μ πα, δεν νομίζω». «Γιατί όχι;» Ανασήκωσα τους ώμους μου. «Οι έρωτες εμπεριέχουν
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
131
κόστος. Αλλά μ’ έχουν κάνει μανούλα στην απόρριψη τουλάχιστον». «Ανοησίες» είπε εκείνη. Χαμογέλασα πλατιά και πήρα μια ανάσα. «Ήμουν κι εγώ ένα από αυτά τα αγόρια, ξέρεις». «Ποια αγόρια;» Ήξερα ότι δεν χρειαζόταν να της απαντήσω, τα κόκκινα μάγουλά της έδειχναν ότι κατάλαβε τι εννοούσα. Εξεπλάγην λίγο, βέβαια· δεν περίμενα ότι θα κοκκίνιζε ποτέ. Πήγα να της απαντήσω, όταν με διέκοψε μια γαϊδουροφωνάρα: «Τι διάολο κάνεις εδώ χάμω;». Γύρισα προς τα πίσω. Δέκα μέτρα απ’ το παγκάκι μας, τρεις τύποι: Κρατούσαν στο χέρι από μία μποτίλια ο καθένας. Τις μποτίλιες του Μ ατίς. Δεν ήξερα σε ποιον από τους δύο απευθυνόταν η ερώτηση, αλλά ακόμα και μες στο σούρουπο κατάλαβα ποιος την είχε απευθύνει. Ο Ούβε. O κουνιάδος με το κληρονομικό κόλλημα. «Εσύ κι αυτός ο… ο… Νότιος». Η ολισθηρή του ομιλία μαρτυρούσε ότι είχε ήδη δοκιμάσει το περιεχόμενο της μποτίλιας του, αλλά υποψ ιάστηκα ότι μάλλον δεν έφταιγε αυτή για την αδυναμία του να βρει κάποιον πιο δηκτικό χαρακτηρισμό. Η Λέα πετάχτηκε όρθια και πήγε γρήγορα προς το μέρος του. Έφερε το χέρι της στο μπράτσο του. «Ούβε, μην…» «Έι! Ψιτ! Νότιε! Για κοίτα με λίγο. Τι νομίζεις, ότι θα τη γαμήσεις; Τώρα που ο αδερφός μου είν’ στα θυμαράκια κι αυτή ’ναι χήρα; Δεν επιτρέπεται, το ξέρεις; Ούτε να γαμήσουν δεν επιτρέπεται! Πριν παντρευτούν ξανά! Χα χα χα χα!» Την έσπρωξε μακριά και ξανάφερε την μποτίλια στο στόμα του, πίνοντας άφθονη ποσότητα. «Κι αυτή έτσι είναι, μη νομίζεις…» Ένας πίδακας από σάλια και ποτό εκτοξεύτηκε απ’ το στόμα του. «…επειδή είναι μια πουτάνα!» Μ ε κοίταξε κατάματα, με μια τρέλα στο βλέμμα. «Πουτάνα!» ξαναφώναξε όταν εγώ δεν αντέδρασα. Ήξερα
132
JO NESBO
πολύ καλά ότι όταν ένας άντρας αποκαλεί μια γυναίκα «πουτάνα» είναι το διεθνές σινιάλο για να σηκωθείς και να του χώσεις ένα μπουκέτο στη μούρη. Αλλά παρέμεινα καθιστός. «Τι συμβαίνει, Νότιε; Και μουνάκιας και δειλός;» Έσκασε στα γέλια, ικανοποιημένος επιτέλους που είχε βρει τους κατάλληλους χαρακτηρισμούς. «Ούβε…» προσπάθησε να πει πάλι η Λέα, αλλά την έσπρωξε μακριά με το χέρι που κρατούσε το μπουκάλι. Μ άλλον ήταν ακούσιο, αλλά ο πάτος του μπουκαλιού τη χτύπησε στο μέτωπο. Σηκώθηκα όρθιος. Εκείνος χαμογέλασε πλατιά. Πέταξε το μπουκάλι προς τους φίλους του, οι οποίοι κάθονταν κάτω απ’ το μισοσκόταδο ενός δέντρου και παρακολουθούσαν. Μ ε πλησίασε με υψωμένες γροθιές. Μ ε τα πόδια ανοιχτά και με μικρά γρήγορα βήματα, με πλησίασε και στάθηκε στη σωστή θέση μπροστά μου, με το κεφάλι ελαφρώς λυγισμένο πάνω απ’ τις γροθιές του κι ένα βλέμμα που ήταν άξαφνα καθάριο και συγκεντρωμένο. Από το δημοτικό είχα να παίξω μπουνιές. Το πρώτο χτύπημα με βρήκε στη μύτη. Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια μου, τυφλώνοντάς με. Το δεύτερο με βρήκε στο στόμα. Ένιωσα κάτι μέσα να χαλαρώνει, και τη μεταλλική γεύση του αίματος. Έφτυσα το δόντι κι έριξα μια γροθιά στον αέρα. Τρίτο χτύπημα· πάλι στη μύτη. Δεν ξέρω τι ακούστηκε παραέξω, αλλά μέσα στο κεφάλι μου το τρίξιμο έμοιαζε με αυτοκίνητο που συνθλίβεται. Έκανα μια τρύπα στο καλοκαιρινό βραδινό αεράκι. Ενώ πετάχτηκα καταπάνω του να τον αγκαλιάσω, αυτός με χτύπησε στο στήθος. Προσπάθησα να πιέσω τα χέρια του πάνω στο σώμα του, ώστε να μην μπορεί να με χτυπήσει, αλλά εκείνος απελευθέρωσε το αριστερό του κι άρχισε να με χτυπάει επανειλημμένα στο αυτί και τον κρόταφο. Xτύπημα και βουητό, χτύπημα και βουητό· ήταν λες και θρυμματιζόμουν σιγά σιγά. Τινάχτηκα σαν το σκυλί, έπιασα στα χέρια μου ό,τι πρωτοβρήκα, ένα αυτί, και δάγκωσα με όλη μου τη δύναμη. «Αααααα, γαμώτο!» ούρλιαξε εκείνος, απελευθερώνοντας και τα δυο του χέρια και κάνοντάς μου στα γρήγορα δεξί
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
133
κεφαλοκλείδωμα. Μ ύρισα ιδρώτα και αδρεναλίνη στη μασχάλη του. Σαν στους άντρες που έρχονταν αντιμέτωποι με τα χρέη τους προς τον Ψαρά και δεν γνώριζαν τι θα τους συνέβαινε. «Έτσι και την αγγίξεις…» του ψιθύρισα με το φαγωμένο αυτί στο στόμα κι άκουσα τις λέξεις να πνίγονται στο ίδιο μου το αίμα «…θα σε σκοτώσω». Εκείνος γέλασε. «Α ναι, Νότιε; Και τι θα μου κάνεις αν σου σπάσω ένα ένα τα ωραία λευκά σου δόντια;» «Θα τα ξαναφτιάξω» είπα ρουφώντας λίγο αέρα. «Αλλά αν την πειράξεις…» «Μ ε αυτό;» Το μόνο καλό με το μαχαίρι που κρατούσε ήταν ότι ήταν μικρότερο από του Κνουτ. «Δεν τολμάς» του πέταξα. Ακούμπησε τη μύτη του μαχαιριού στο μάγουλό μου. «Α, όχι;» «Για προσπάθησε, κωλο…» Ξαφνικά άρχισα να ψευδίζω. Δεν καταλάβαινα γιατί, μέχρι που ένιωσα την παγωμένη λάμα του μαχαιριού να μου τρυπάει το μάγουλο. «…αιμομίκτη». «Τι είπες, ρε αρχίδι;» Ένιωσα τη λάμα να περιστρέφεται. «Ο αδρφός σου είναι πατέρς σου» ψεύδισα. «Γι’ αυτό είσαι τόσο ηλίθιος και πανάσχμς». Τράβηξε απότομα το μαχαίρι από το μάγουλό μου. Ήξερα πολύ καλά τι με περίμενε. Ήξερα ότι τα πράγματα έπρεπε να σταματήσουν εδώ. Κι όμως το είχα προκαλέσει ο ίδιος, το είχα επιζητήσει σχεδόν. Ένας άντρας με τη δική του κληρονομική τρέλα δεν είχε άλλη επιλογή απ’ το να μου χώσει το μαχαίρι στην κοιλιά. Γιατί το ’κανα λοιπόν; Ανάθεμα κι αν ξέρω. Ανάθεμα κι αν ξέρω τι σόι υπολογισμούς κάνουμε όταν προσθαφαιρούμε για να βγάλουμε θετικό πρόσημο. Το μόνο που ξέρω είναι ότι τα θραύσματα κάποιου τέτοιου υπολογισμού πρέπει να λαμπύρισαν στον χαμηλό ήλιο και να τσιτσίρισαν το μυαλό μου, βγάζοντας θετικό πρόσημο ότι ένας άντρας που θα περνούσε χρόνια και χρόνια στη φυλακή θ’ άφηνε χρόνο στη Λέα να εξαφανιστεί με
134
JO NESBO
τα χρήματα που της είχα κρυμμένα. Επίσης: Ο Κνουτ Χαγκουρογιάμα θα είχε μεγαλώσει αρκετά ώστε να υπερασπιστεί και τους δυο τους. Στα αρνητικά ήταν η απώλεια της δικής μου ζωής. Που –λαμβάνοντας υπόψη τον πιθανό εναπομείναντα χρόνο και την ποιότητά της– δεν άξιζε και πολλά. Αμέ, μια χαρά τα κατάφερνα ακόμη στους υπολογισμούς. Έκλεισα τα μάτια μου. Ένιωσα το καυτό αίμα να τρέχει στο πιγούνι και στον λαιμό μου. Περίμενα. Τίποτα δεν συνέβη. «Θα το κάνω, το ξέρεις» είπε μια φωνή. Η λαβή γύρω απ’ το κεφάλι μου χαλάρωσε. Έκανα δυο βήματα παραπίσω. Ξανάνοιξα τα μάτια μου. Ο Ούβε είχε ψηλά τα χέρια. Το μαχαίρι είχε πέσει στο έδαφος. Ακριβώς μπροστά του στεκόταν η Λέα. Αναγνώρισα το πιστόλι που είχε στραμμένο ακριβώς στο μέτωπό του. «Κοπάνα την» του είπε. Η καρωτίδα του Ούβε Ελίασεν ανεβοκατέβηκε. «Λέα…» «Τώρα!» Πήγε να σκύψει να πιάσει το μαχαίρι του. «Ούτε που να το σκέφτεσαι» είπε εκείνη μ’ έναν συριγμό. Ο Ούβε ξανασήκωσε ψηλά τις παλάμες του και οπισθοχώρησε μες στο σκοτάδι. Ακούσαμε διάφορα βρισίδια, τις κλαγγές από τις μποτίλιες και το θρόισμα των κλαδιών καθώς απομακρύνονταν ανάμεσα στα δέντρα. «Παρακαλώ» είπε η Λέα και μου έδωσε το όπλο. «Το βρήκα στο παγκάκι». «Πρέπει να μου γλίστρησε» είπα και το ξανάχωσα στη μέση του παντελονιού μου. Κατάπια το αίμα που είχε συγκεντρωθεί στο στόμα μου, ένιωσα τους σφυγμούς μου να χτυπούν σαν τρελοί στα μηνίγγια μου και κατάλαβα ότι άκουγα ελάχιστα απ’ το ένα μου αυτί. «Σε είδα να το βγάζεις πριν σηκωθείς όρθιος, Ουλφ». Έκλεισε το ένα της μάτι. Οικογενειακή συνήθεια. «Πρέπει να σου ράψουμε την τρύπα στο μάγουλο. Έλα, έχω βελόνα και κλωστή στο αμάξι».
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
135
Δεν πολυθυμάμαι τον δρόμο της επιστροφής. Θυμάμαι δηλαδή ότι κατηφορίσαμε προς τον ποταμό Άλτα, ότι καθίσαμε στις όχθες, ότι μου ξέπλυνε την πληγή, ενώ εγώ άκουγα το μουρμούρισμα του ποταμού χαζεύοντας τα κορήματα που έμοιαζαν με κρυσταλλική ζάχαρη καθώς ανέβαιναν τ’ απότομα ανοιχτόχρωμα βράχια ένθεν κακείθεν του ποταμού. Και σκέφτηκα ότι είχα δει περισσότερο ουρανό αυτά τα μερόνυχτα εδώ πάνω απ’ ό,τι είχα δει σ’ όλη μου τη ζωή. Η Λέα ψηλάφισε προσεκτικά τη μύτη μου και διαπίστωσε ότι δεν είχε σπάσει. Κι ύστερα μου έραψε το μάγουλο ενώ μου μιλούσε λαπωνέζικα και τραγουδούσε κάποιο παραδοσιακό γιόικ για να γίνω καλά. Γιόικ και κελάρυσμα. Και θυμάμαι να ζαλίζομαι λίγο, αλλά εκείνη απομάκρυνε τα κουνούπια και χάιδευε τα μαλλιά μου λίγο παραπάνω απ’ ό,τι χρειαζόταν για να μην πέφτουν τα τσουλούφια μου πάνω στην πληγή. Όταν τη ρώτησα πώς και είχε βελόνα, κλωστή και οινόπνευμα στο αμάξι, αν η οικογένειά της ήταν ιδιαιτέρως επιρρεπής στ’ ατυχήματα στα ταξίδια, εκείνη κούνησε το κεφάλι της. «Όχι στα ταξίδια. Τα ατυχήματά μας είναι οικιακά». «Οικιακά;» «Ναι. Ο Χιούγκο σήκωνε πολύ το χέρι όταν ήταν μεθυσμένος. Και τι άλλο να κάναμε εμείς; Την κοπανούσαμε από το σπίτι και επουλώναμε τις πληγές μας». «Έραβες τον εαυτό σου;» «Και τον Κνουτ». «Χτυπούσε και τον Κνουτ;» «Πώς νομίζεις ότι απέκτησε τα ράμματα στο κούτελο;» «Εσύ τον έραψες; Εδώ, στο αμάξι;» «Ναι, το καλοκαίρι. Ο Χιούγκο ήταν τύφλα κι είχε αρχίσει τα ίδια. Ότι τον κοιτούσα, λέει, μ’ εκείνο το επικριτικό μου βλέμμα κι ότι δεν θα με είχε αγγίξει εκείνο το βράδυ αν του είχα δείξει λιγάκι σεβασμό, αν δεν τον αγνοούσα. Τι να πω; Εγώ ήμουν απλώς ένα κοριτσάκι κι αυτός ένας απ’ τους Ελίασεν, που μόλις
136
JO NESBO
είχε επιστρέψει σπίτι με μια τεράστια ψαριά. Δεν του απάντησα, αλλά εκείνος άρχισε να θυμώνει από μόνος του και στο τέλος σηκώθηκε και πήγε να με χτυπήσει. Ήξερα πώς να υπερασπιστώ τον εαυτό μου, αλλά εκείνη τη στιγμή μπήκε μέσα ο Κνουτ. Χώθηκε ανάμεσά μας, ουρλιάζοντας πως ο μπαμπάς δεν πρέπει να χτυπάει τη μαμά. Κι έτσι ο Χιούγκο άρπαξε το μπουκάλι με το ποτό και του έδωσε μία. Βρήκε τον Κνουτ στο μέτωπο κι ο μικρός σωριάστηκε χάμω σαν σακί κι εγώ έτρεξα και τον σήκωσα και τον κουβάλησα μέχρι το αυτοκίνητο. Όταν ξαναγύρισα σπίτι, ο Χιούγκο είχε ηρεμήσει. Αλλά ο Κνουτ έμεινε στο κρεβάτι μια ολόκληρη εβδομάδα, με ναυτίες και ζαλάδες. Μ έχρι και γιατρός ήρθε από την Άλτα να τον δει. Ο Χιούγκο είπε στον γιατρό και στους υπόλοιπους ότι ο μικρός είχε πέσει από τις σκάλες. Κι εγώ… εγώ δεν είπα κουβέντα σε κανέναν και καθησύχασα τον Κνουτ ότι δεν θα επαναλαμβανόταν». Είχα καταλάβει λάθος. Άλλο εννοούσε ο Κνουτ όταν μου είπε πως η μαμά έλεγε να μη φοβάται για τον μπαμπά. «Κανείς δεν το ήξερε» είπε εκείνη. «Μ έχρι που ένα βράδυ η γνωστή παλιοπαρέα τα έπινε στου Ούβε και ρώτησαν τον Χιούγκο τι πραγματικά είχε συμβεί κι εκείνος τους μίλησε για την πεισματάρα τη γυναίκα του και το κωλόπαιδό της και πώς τους είχε βάλει και τους δυο στη θέση τους. Από τότε το έμαθε όλο το χωριό. Τότε σηκώθηκε κι έφυγε ο Χιούγκο για τη θάλασσα». «Αυτό εννοούσε, λοιπόν, ο ιερέας όταν έλεγε ότι ο Χιούγκο είχε εκκρεμείς υποθέσεις;» «Αυτό κι άλλα τόσα» είπε εκείνη. «Αιμορραγείς στους κροτάφους». Έβγαλε το κόκκινο μαντίλι της και μου το έδεσε γύρω από το κεφάλι.
Μ ετά δεν θυμάμαι τίποτα. Θυμάμαι να ξυπνάω κουλουριασμένος στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου κι εκείνη να μου λέει πως φτάσαμε. Μ άλλον είχα πάθει κάποια μικρή διάσειση, γι’ αυτό νύσταζα τόσο πολύ. Επέμενε να με συνοδεύσει
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
137
μέχρι το καταφύγιο. Προπορεύτηκα λίγο και την περίμενα σ’ ένα σημείο απ’ όπου δεν φαινόταν πια το χωριό. Κάθισα σε μια πέτρα. Σιωπή και φως. Όπως πριν από την καταιγίδα. Ή μετά την καταιγίδα, μια καταιγίδα που είχε σβήσει κάθε ίχνος ζωής. Πέπλα ομίχλης απλώνονταν αραιά και πού πάνω από τις πράσινες βουνοπλαγιές, σαν λευκοφορεμένα φαντάσματα, καταβροχθίζοντας τις μικρές αυθάδεις σημύδες που, σαν ξεπηδούσαν μέσα από την ομίχλη, έμοιαζαν μαγεμένες. Ήρθε. Εξίσου ανάερη, εξίσου μαγική. «Βγήκαμε βόλτα;» με ρώτησε χαμογελώντας. «Μ ήπως πηγαίνουμε προς την ίδια κατεύθυνση;» Μ υστικοκρυφτό. Το αυτί μου είχε ξαναρχίσει να πάλλεται και να σφυρίζει και το κεφάλι μου γύριζε, κι έτσι η Λέα με καθοδηγούσε για λόγους ασφαλείας. Η βόλτα μας μου φάνηκε περιέργως σύντομη, ίσως γιατί ακόμη μπαινόβγαινα σε μια κατάσταση υπνηλίας. Κι όταν επιτέλους ξάπλωσα μες στο καταφύγιο, με κατέκλυσε ένα σφοδρό συναίσθημα ότι είχα επιστρέψει σπίτι μου, μια εικονική αίσθηση ασφάλειας και γαλήνης που δεν είχα νιώσει ποτέ μου, σε κανένα από τα πολυάριθμα σπίτια που είχα ζήσει στο Όσλο. «Κοιμήσου τώρα» είπε εκείνη κι έπιασε το μέτωπό μου. «Και το πρωί μην κάνεις πολλά πολλά. Και να πίνεις μόνο νερό. Μ ου το υπόσχεσαι;» «Πού πας;» ρώτησα όταν σηκώθηκε από την άκρη του κρεβατιού. «Σπίτι μου, φυσικά». «Βιάζεσαι; Ο Κνουτ είναι στη γιαγιά του». «Όχι, δεν βιάζομαι. Απλώς νομίζω ότι πρέπει να μείνεις εντελώς ακίνητος, δίχως να μιλάς ή να ταράζεσαι». «Σύμφωνοι. Δεν μπορείς να ξαπλώσεις λίγο εδώ μαζί μου; Εντελώς ακίνητη. Λίγο μόνο». Έκλεισα τα μάτια μου. Άκουσα την ήρεμη ανάσα της. Ήταν λες κι αφουγκραζόμουν τις σκέψεις της. «Δεν είμαι επικίνδυνος» είπα. «Δεν είμαι πεντηκοστιανός». Εκείνη γέλασε απαλά. «Καλά, λίγο όμως».
138
JO NESBO
Μ ετακινήθηκα προς τον τοίχο κι εκείνη χώθηκε δίπλα μου στο στενό κρεβάτι. «Θα φύγω όταν σε πάρει ο ύπνος» είπε. «Ο Κνουτ θα επιστρέψει νωρίς στο σπίτι». Έμεινα ξαπλωμένος, νιώθοντας ότι ήμουν παρών κι απών την ίδια στιγμή, νιώθοντας τις αισθήσεις μου να ρουφούν τα πάντα, τη ζεστασιά και τους σφυγμούς του σώματός της, τη μυρωδιά που ξέφευγε απ’ τη μισάνοιχτη μπλούζα της, το άρωμα απ’ το σαπούνι στα μαλλιά της, το χέρι και το πόδι της που είχε βάλει ανάμεσά μας ώστε τα σώματά μας να μην αγγίζονται. Όταν ξύπνησα, είχα την αίσθηση πως ήταν νύχτα. Έφταιγε η σιωπή απέξω. Ακόμα κι όταν ο ήλιος του μεσονυχτίου βρισκόταν στο ζενίθ του, ήταν λες κι η φύση αναπαυόταν, λες κι οι σφυγμοί της έπεφταν. Το πρόσωπο της Λέα είχε κυλήσει πάνω στον λαιμό μου· ένιωθα τη μύτη και την ήρεμη ανάσα της στο δέρμα μου. Έπρεπε να την ξυπνήσω, να της πω ότι είχε έρθει η ώρα να φύγει αν ήθελε να βρίσκεται στο σπίτι πριν από τον Κνουτ. Ήθελα να πάει σπίτι της, ώστε το παιδί να μη φοβηθεί. Αλλά ήθελα και να παραμείνει εδώ που ήταν, έστω και μερικά δευτερόλεπτα ακόμα. Κι έτσι δεν κουνήθηκα, μόνο παρέμεινα ξαπλωμένος κι ένιωσα τον κόσμο γύρω μου. Ένιωσα ζωντανός. Λες και το κορμί της μου έδινε ζωή. Ακούστηκε ένα μακρινό μπουμπουνητό. Κι ένιωσα τις βλεφαρίδες της να μου χαϊδεύουν το δέρμα. Κατάλαβα ότι ξύπνησε. «Τι ήταν αυτό;» ψιθύρισε. «Κεραυνός» είπα. «Μ η φοβάσαι. Είναι πολύ μακριά». «Δεν έχει ποτέ κεραυνούς εδώ γύρω» είπε. «Κάνει πολύ κρύο». «Ίσως φυσάει θερμός αέρας απ’ τον νότο». «Ίσως. Είδα ένα απαίσιο όνειρο». «Τι είδες;» «Ότι εκείνος είχε επιστρέψει. Ότι είχε έρθει μέχρι εδώ να μας σκοτώσει». «Ποιος; Ο άντρας από το Όσλο ή ο Ούβε;» «Δεν ξέρω. Δεν μπορώ να θυμηθώ τώρα». Μ είναμε και περιμέναμε ν’ ακούσουμε κι άλλες βροντές.
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
139
Τίποτα. «Ουλφ;» «Ναι;» «Έχεις πάει ποτέ στη Στοκχόλμη;» «Ναι». «Είναι ωραία;» «Τώρα το καλοκαίρι είναι πανέμορφα». Σηκώθηκε στους αγκώνες της και με κοίταξε αφ’ υψηλού. «Γιουν» είπε. «Είσαι λιοντάρι». Έγνεψα καταφατικά. «Κι αυτό σ’ το είπε ο τύπος από το Όσλο;» Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Το είδα χαραγμένο στην ταυτότητα στον λαιμό σου όταν κοιμόσουν. Γιουν Χάνσεν, ημερομηνία γέννησης 24 Ιουλίου. Εγώ είμαι Ζυγός. Είσαι φωτιά και είμαι αέρας». «Εγώ θα καώ κι εσύ θα πας στους ουρανούς». Χαμογέλασε. «Αυτό βρήκες να σκεφτείς πρώτο πρώτο;» «Όχι». «Τότε τι σκέφτηκες;» Το πρόσωπό της ήταν τόσο κοντά στο δικό μου, τα μάτια της τόσο σκοτεινά κι έντονα. Δεν ήξερα ότι θα τη φιλούσα πριν το κάνω. Ούτε είμαι σίγουρος ότι τη φίλησα εγώ πρώτος ή εκείνη. Μ α όταν την πήρα στην αγκαλιά μου και την έσφιξα επάνω μου, νιώθοντας το κορμί της, η ανάσα της σφύριξε βγαίνοντας μέσα από τα δόντια της, σαν φυσερό. «Μ η!» βόγκηξε. «Δεν πρέπει!» «Λέα…» «Όχι! Δεν… δεν μπορώ. Άφησέ με!» Την άφησα. Τραβήχτηκε προς τα πίσω και σηκώθηκε από το κρεβάτι. Στάθηκε με κομμένη την ανάσα και κοιτώντας το πάτωμα με μάτια που έκαιγαν. «Νόμιζα…» είπα. «Μ ε συγχωρείς, δεν ήθελα να…» «Σσσσς» είπε εκείνη απαλά. «Τίποτα δεν συνέβη. Κι ούτε πρόκειται να ξανασυμβεί. Ποτέ. Καταλαβαίνεις;» «Όχι».
140
JO NESBO
Εξέπνευσε μ’ έναν μεγάλο, τρεμάμενο αναστεναγμό. «Είμαι παντρεμένη, Ουλφ». «Παντρεμένη; Χήρα δεν είσαι;» «Δεν καταλαβαίνεις. Δεν είμαι παντρεμένη μόνο μ’ εκείνον. Είμαι παντρεμένη με… με τα πάντα. Μ ε το ίδιο το μέρος. Εσύ κι εγώ ανήκουμε σε δύο εντελώς διαφορετικούς κόσμους. Εσύ ζεις από τα ναρκωτικά, εγώ χτυπάω την καμπάνα, είμαι χριστιανή. Δεν ξέρω για τι ζεις εσύ, εγώ όμως ζω για την πίστη μου και τον γιο μου. Είναι τα μόνα πράγματα που έχουν νόημα και δεν πρόκειται ν’ αφήσω ένα… ένα ηλίθιο, ανεύθυνο όνειρο να τα καταστρέψει όλα. Δεν θα μου μείνει τίποτα, Ουλφ. Μ ε καταλαβαίνεις;» «Μ α σου είπα ότι έχω χρήματα. Να, πήγαινε δες πίσω από το σανίδι δίπλα στο ντουλάπι εκεί…» «Όχι, όχι!» Κάλυψε τ’ αυτιά με τις παλάμες της. «Δεν θέλω ν’ ακούσω, δεν θέλω τα χρήματά σου. Θέλω αυτά που έχω, τίποτε άλλο. Δεν μπορούμε να ξαναβρεθούμε, δεν θέλω να ξαναβρεθούμε, ήταν… ήταν μια βλακεία, μια τρέλα… φεύγω τώρα. Μ η μ’ αναζητήσεις. Κι εγώ δεν θα έρθω να σε βρω. Αντίο, Ουλφ. Να είσαι καλά». Την επόμενη στιγμή ήταν ήδη έξω απ’ το καταφύγιο κι εγώ αναρωτιόμουν αν όντως συνέβη κάτι. Ναι, με φίλησε· ο πόνος στο μάγουλο το μαρτυρούσε. Τότε πρέπει ν’ αλήθευε κι η συνέχεια: ότι μου είπε πως δεν ήθελε να με ξαναδεί. Σηκώθηκα όρθιος, βγήκα έξω και την είδα να κατεβαίνει τρέχοντας προς το χωριό στο φως του φεγγαριού. Προφανώς και το έβαλε στα πόδια. Ποιος δεν θα το έβαζε; Κι εγώ αυτό θα ήθελα να έχω κάνει. Πολύ πιο πριν. Μ όνο που εγώ ήμουν ο τύπος που κολλούσε. Εκείνη δεν άντεχε να φεύγει κι εγώ κολλούσα γιατί δεν άντεχα να μένω. Τι σκεφτόμουν δηλαδή; Πώς να συνυπάρξουν δυο άνθρωποι σαν κι εμάς; Ίσως το είχα ονειρευτεί, μέχρι που έπλασα εικόνες και παραστάσεις μέσα στο μυαλό μου, αλλά ήταν ώρα να ξυπνήσω. Πάλι το μπουμπουνητό, πιο κοντά αυτή τη φορά. Κοίταξα προς τα δυτικά. Σωροί από μολυβένια σύννεφα είχαν μαζευτεί εκεί έξω.
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
141
…Ότι εκείνος είχε επιστρέψει. Ότι είχε έρθει μέχρι εδώ να μας σκοτώσει. Ξαναμπήκα μες στο καταφύγιο κι ακούμπησα το κεφάλι μου στον τοίχο. Πίστευα στα όνειρα όσο λίγο πίστευα και στους θεούς. Πίστευα περισσότερο στην αγάπη ενός τζάνκι για την πρέζα του παρά στην αγάπη ενός ανθρώπου για έναν άλλο. Αλλά πίστευα και στον θάνατο: μια σίγουρη υπόσχεση. Πίστευα σε μια σφαίρα εννέα χιλιοστών, που έτρεχε με χίλια χιλιόμετρα την ώρα. Και πίστευα ότι η ζωή ήταν το χρονικό διάστημα μεταξύ της στιγμής που η σφαίρα έβγαινε από την κάννη του όπλου μέχρι που καρφωνόταν στο κρανίο σου. Έβγαλα κάτω από το κρεβάτι το σχοινί κι έδεσα την άκρη του γύρω από το πόμολο της πόρτας. Πέρασα την άλλη άκρη γύρω από τους χοντρούς πασσάλους της κουκέτας, που ήταν βιδωμένοι στον τοίχο. Το τέντωσα. Έτσι μπράβο. Κι ύστερα ξάπλωσα κι έμεινα να χαζεύω τα σανίδια της κουκέτας πάνω απ’ το κεφάλι μου.
142
JO NESBO
13
μουν στη Στοκχόλμη. Πολύ πολύ καιρό πριν, πριν απ’ όλα. Ήμουν δεκαοκτώ χρονών κι είχα έρθει με το τρένο από το Όσλο. Περιδιάβαινα μονάχος μου τους δρόμους του Σέντερμαλμ. Έτρωγα κριτσίνια στο γρασίδι του Γιιργκόρντεν, με τα πόδια κρεμασμένα από μια αποβάθρα, χαζεύοντας το παλάτι και ξέροντας ότι ούτε μ’ αυτό δεν θ’ αντάλλασσα την ελευθερία μου. Θυμάμαι να φοράω ό,τι καλά ρούχα είχα και να κατεβαίνω στο Εθνικό Θέατρο γιατί ήμουν ερωτευμένος με μια Νορβηγίδα που έπαιζε τη Σόλβαϊγκ στο Περ Γκιντ. Ήταν τρία χρόνια μεγαλύτερή μου, αλλά της είχα μιλήσει σ’ ένα πάρτι. Γι’ αυτήν είχα πάει ως τη Στοκχόλμη. Ήταν πολύ καλή στον ρόλο της, μιλούσε σουηδικά λες κι ήταν Σουηδέζα ή έτσι τουλάχιστον μου ακουγόταν εμένα. Κι ήταν όμορφη και απρόσιτη. Παρ’ όλα αυτά, κατά τη διάρκεια της παράστασης ο έρωτάς μου για εκείνη εξαφανίστηκε. Ίσως να έφταιγε το γεγονός ότι δεν μπορούσε να συγκριθεί με τη μέρα που είχα μόλις ζήσει ή με την ίδια τη Στοκχόλμη. Ίσως και να ’φταιγε το γεγονός ότι ήμουν μόλις δεκαοκτώ χρονών και ήδη ερωτευμένος με την κοκκινομάλλα κοπελιά που κάθισε στην μπροστινή μου σειρά. Την επόμενη μέρα πήγα ν’ αγοράσω μαριχουάνα στην πλατεία Σέργκελς. Στο πάρκο του Κουνγκστρεγκόρντα είδα ξανά την κοκκινομάλλα. Τη ρώτησα αν της είχε αρέσει η παράσταση, μα
Ή
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
143
εκείνη ανασήκωσε απλώς τους ώμους της και μου έδειξε πώς να κάνω στριφτό στα σουηδικά. Ήταν είκοσι χρονών, από το Όστερσουν, κι είχε ένα διαμερισματάκι στην Ούντεπλαν. Πολύ κοντά του υπήρχε ένα αξιοπρεπέστατο εστιατόριο που το έλεγαν Τεχεράνη κι όπου φάγαμε τηγανητές ρέγγες κι ήπιαμε μπιρίτσες. Τελικά, δεν ήταν το κορίτσι που είχα δει στην μπροστινή σειρά το προηγούμενο βράδυ: Δεν είχε πάει ποτέ της στο Εθνικό Θέατρο. Έμεινα μαζί της τρεις ημέρες. Εκείνη δούλευε κι εγώ απλώς κυκλοφορούσα ρουφώντας βαθιά μέσα μου το καλοκαίρι και την πόλη. Στον δρόμο της επιστροφής για τη Νορβηγία κάθισα δίπλα στο παράθυρο κι αναρωτήθηκα αν θα ξαναγυρνούσα, όπως της είχα πει. Και για πρώτη φορά έκανα τη θλιβερότερη σκέψη απ’ όλες: ότι δεν υπάρχει γυρισμός. Ότι το τώρα γίνεται τότε, ξανά και ξανά, ένα συνεχές τρέξιμο, κι αυτό το καταραμένο όχημα που λέμε ζωή δεν έχει όπισθεν ταχύτητα. Ξύπνησα και πάλι. Ένα ξύσιμο στην πόρτα. Γύρισα προς το μέρος της κι είδα το χερούλι ν’ ανεβοκατεβαίνει. Είχε αλλάξει γνώμη. Είχε επιστρέψει. «Λέα;» Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει από χαρά· πέταξα από πάνω μου την κουβέρτα κι ακούμπησα τα πόδια μου στο πάτωμα. Καμιά απάντηση. Δεν ήταν η Λέα. Ένας άντρας ήταν. Ένας δυνατός και θυμωμένος άντρας. Γιατί τραβούσε το πόμολο με τέτοια δύναμη, που έτριζε ολόκληρη η κουκέτα. Άρπαξα το τουφέκι που στεκόταν ακουμπισμένο στον τοίχο και γύρισα προς την πόρτα. «Ποιος είναι; Τι θες;» Καμία απάντηση ξανά. Και τι να απαντήσουν δηλαδή; Ότι είχαν έρθει για να με καθαρίσουν κι αν είχα την καλοσύνη να τους ανοίξω; Το σχοινί έτρεμε σαν χορδή πιάνου κι η πόρτα είχε ανοίξει λίγο. Αρκετά ώστε να χωθεί μέσα ένα ρεβόλβερ… «Μ ίλα ή πυροβολώ!» Οι σανίδες στην κουκέτα λες και ούρλιαξαν απ’ τον πόνο
144
JO NESBO
όταν οι χοντροί πάσσαλοι άρχισαν να σχίζονται, χιλιοστό προς χιλιοστό. Κι ύστερα άκουσα ένα κλικ, λες και κάποιος γέμιζε το περίστροφό του. Τράβηξα τη σκανδάλη. Ξανά και ξανά και ξανά. Τρεις σφαίρες πετάχτηκαν απ’ τον γεμιστήρα και μία που ήταν ήδη στην κάννη. Επικράτησε ησυχία. Κράτησα την ανάσα μου. Διάολε! Ξανά αυτό το ξύσιμο στην πόρτα. Ένας πάταγος ακούστηκε καθώς το χερούλι της πόρτας χώθηκε μέσα από το ξύλο κι ύστερα τραβήχτηκε έξω. Κι ύστερα ένα ψιλό, παραπονεμένο μούγκρισμα κι ο ίδιος ήχος κλικ κλικ. Που επιτέλους αναγνώρισα. Έβγαλα το πιστόλι κάτω από το μαξιλάρι μου, χαλάρωσα το σχοινί και κατευθύνθηκα προς την πόρτα. Ο τάρανδος δεν είχε προλάβει ν’ απομακρυνθεί, τον είδα ξαπλωμένο ανάμεσα στα ρείκια είκοσι μέτρα μακριά μου, προς τη μεριά του χωριού. Λες και, ενστικτωδώς, είχε τρέξει προς τους ανθρώπους, όχι προς το δάσος. Τον πλησίασα. Ήταν ακίνητος, κουνούσε μόνο το κεφάλι του. Το χερούλι της πόρτας ήταν ακόμη σκαλωμένο στα κέρατά του. Είχε προσπαθήσει να τα ξύσει πάνω στην πόρτα του καταφυγίου και το χερούλι είχε πιαστεί ανάμεσά τους. Ακούμπησε το κεφάλι του στο χώμα, με κοίταξε. Συνειδητοποίησα ότι αυτό που έβλεπα στο βλέμμα του δεν ήταν ικεσία – μόνο εγώ το ερμήνευα έτσι. Σήκωσα το πιστόλι μου. Κι είδα την κίνησή μου να αντικατοπτρίζεται στα υγρά του μάτια. Τι μου είχε πει η Ανίτα; Ότι θα σκότωνα τον αντικατοπτρισμό μου· τον μοναχικό τάρανδο που το είχε σκάσει από το κοπάδι κι είχε βρει εδώ μέρος να κρυφτεί και, παρ’ όλα αυτά, πέθαινε τώρα. Εγώ ήμουν αυτός; Δεν μου έκανε καρδιά να τραβήξω τη σκανδάλη. Προφανώς και δεν μπορούσα. Έκλεισα τα μάτια μου σφιχτά. Σκέφτηκα τι θα επακολουθούσε. Και τι δεν θα επακολουθούσε. Όχι άλλα δάκρυα, όχι άλλος φόβος, ούτε θυμός, ούτε ενοχές, μόνο δίψα,
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
145
λαχτάρα και μια αίσθηση ήττας και σπατάλης όλων των ευκαιριών που μου είχαν δοθεί. Τράβηξα τη σκανδάλη. Δυο φορές. Κι επέστρεψα στο καταφύγιο. Ξαναμπήκα στο κρεβάτι. Φιλί και θάνατος. Φιλί και θάνατος. Ξύπνησα δυο ώρες αργότερα με πονοκέφαλο, εμβοές και την αίσθηση ότι αυτό ήταν. Η βαρύτητα τραβούσε τα μέσα μου, ρουφούσε το φως και την ελπίδα. Η «μαύρη τρύπα». Όμως δεν είχα βυθιστεί ακόμη τόσο, ώστε να μην μπορέσω να πιαστώ, έστω κι αργά, από μια σημαδούρα. Ήξερα ότι ήταν μόνο μια μικρή αναβολή κι ότι όταν θα ξαναγλιστρούσα στο έρεβος η νύχτα θα ήταν ακόμα πιο σκοτεινή, ακόμα πιο μεγάλη. Μ α την είχα ανάγκη ετούτη την αναβολή εδώ και τώρα. Και εν απουσία του πρίγκιπα Βάλιουμ άρπαξα όποια σημαδούρα βρήκα μπροστά μου: Άνοιξα την μποτίλια με το ποτό.
146
JO NESBO
14
ο ποτό μπορεί να ξέπλυνε το έρεβος για λίγο, αλλά δεν μπόρεσε να ξεπλύνει τη Λέα απ’ την καρδιά και το μυαλό μου. Και να μην το είχα καταλάβει, τώρα το ήξερα: Ήμουν ατελείωτα, ηλιθιωδώς κι απελπισμένα ερωτευμένος. Ξανά. Όμως αυτή τη φορά τα πράγματα ήταν διαφορετικά: Δεν υπήρχε καμιά γυναίκα στην μπροστινή μου σειρά, να τη θέλω περισσότερο. Υπήρχε μόνον εκείνη. Ήθελα τη θρησκόληπτη αυτή γυναίκα με το παιδί, την ουλή και τον πνιγμένο σύζυγο. Τη Λέα. Το κορίτσι με τα κατάμαυρα μαλλιά, τη γαλάζια λάμψη στα μάτια και το λίκνισμα στην πλάτη. Το κορίτσι που μιλούσε αργόσυρτα, προσεκτικά, αλλά σταράτα. Τη γυναίκα που σ’ έβλεπε ακριβώς όπως ήσουν και σ’ αποδεχόταν. Με αποδεχόταν. Μ όνο αυτό… Γύρισα προς τη μεριά του τοίχου. Και με ήθελε κι εκείνη. Παρόλο που είχε πει ότι δεν ήθελε να με ξαναδεί ποτέ της, ήξερα ότι με ήθελε. Αλλιώς γιατί να με φιλήσει; Μ ε φίλησε, δεν θα το έκανε αν δεν το ήθελε. Άρα, εκτός κι αν φιλούσα τόσο άσχημα, που σηκώθηκε κι έφυγε αμέσως, το μόνο που έμενε ήταν να την κάνω να καταλάβει ότι μπορούσε να βασιστεί επάνω μου, ότι θα την πρόσεχα κι εκείνη και τον Κνουτ, ότι με είχε παρεξηγήσει. Ότι είχα παρεξηγήσει τον εαυτό μου. Δεν ήθελα να την κοπανήσω, όχι αυτή τη φορά. Ήθελα να της εξηγήσω ότι το ’χα μέσα μου, απλώς δεν μου
Τ
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
147
δόθηκε ποτέ η ευκαιρία να το δείξω: να φτιάξω ένα σπιτικό. Αλλά τώρα, τώρα που τo δοκίμασα, μου άρεσε. Μ ου άρεσε η ιδέα της ασφάλειας, της προβλεψιμότητας. Ακόμα κι η μονοτονία κι η ομοιομορφία. Ανέκαθεν έψαχνα αυτά τα πράγματα, απλώς δεν τα είχα βρει. Πριν από τώρα. Γέλασα με τον εαυτό μου: Ήμουν ξαπλωμένος εδώ πέρα, καταδικασμένος σε θάνατο, ένας μεθυσμένος και ξεπεσμένος δολοφόνος, και καθόμουν και σχεδίαζα μια πολύχρονη, ευτυχισμένη ζωή με μια γυναίκα που την τελευταία φορά που μου μίλησε είχε ξεκαθαρίσει ότι ήταν η τελευταία φορά που με έβλεπε. Κι έτσι όταν ξαναγύρισα προς τη μεριά του δωματίου και συνειδητοποίησα ότι η μποτίλια πάνω στην καρέκλα ήταν άδεια, κατάλαβα ότι οι επιλογές μου ήταν μόνο δύο: Είτε θα την έκανα δικιά μου είτε θα το έριχνα στο ποτό. Πριν με ξαναπάρει ο ύπνος, άκουσα ένα μακρινό ουρλιαχτό που έμοιαζε μια να δυναμώνει, μια να σβήνει. Είχε επιστρέψει. Μ ύριζε θάνατο και καταστροφή και σύντομα θα έφτανε ως εδώ. Ήταν πια επείγον. Σηκώθηκα νωρίς. Στα δυτικά οι σωροί των σύννεφων παρέμεναν ακλόνητοι, μα δεν είχαν πλησιάσει· το αντίθετο, έμοιαζαν να έχουν αποτραβηχτεί έστω και λίγο. Δεν είχα ακούσει κεραυνούς. Πλύθηκα στο ρυάκι. Ξέλυσα το κόκκινο φουλάρι που ήταν ακόμη δεμένο γύρω από το κεφάλι μου και ξέπλυνα την πληγή στον κρόταφό μου. Φόρεσα καθαρά εσώρουχα, καθαρό πουκάμισο. Ξυρίστηκα. Πήγα να ξεπλύνω και το μαντίλι, όταν συνειδητοποίησα ότι κουβαλούσε ακόμη τη μυρωδιά της. Το πέρασα γύρω από τον λαιμό μου. Μ ουρμούρισα τα λόγια που είχα αποφασίσει να της πω, λόγια που είχαν αλλάξει οκτώ φορές μέσα σε μία ώρα, μα τα θυμόμουν απέξω. Δεν χρειαζόταν να είναι περίτεχνα, μόνο ειλικρινή. Τελείωναν με τις λέξεις: Λέα, σ’ αγαπώ. Ναι, ρε γαμώτο, έτσι έπρεπε να τελειώνουν. Να με μπροστά σου και σ’ αγαπώ. Πέτα με έξω αν πρέπει κι αν μπορείς. Εγώ θα σταθώ εδώ, θα σου απλώσω το χέρι, θα σου δώσω την τρεμάμενη καρδιά μου.
148
JO NESBO
Ξέπλυνα το ξυράφι και βούρτσισα τα δόντια μου, σαν να υπήρχε περίπτωση να με ξαναφιλήσει. Κι ύστερα κίνησα να κατέβω στο χωριό. Ένα σμήνος μύγες πλανιόταν πάνω από το κουφάρι του ταράνδου μόλις πέρασα από δίπλα του. Περιέργως, το ζώο έμοιαζε μεγαλύτερο από πριν. Ανακάλυψα ότι έζεχνε, πράγμα περίεργο, γιατί, παρόλο που βρισκόταν πεσμένο μόνο είκοσι βήματα από την πόρτα, δεν το είχα ξαναπαρατηρήσει. Λόγω του σταθερού δυτικού ανέμου. Το ένα του μάτι έλειπε. Το ’χαν αρπάξει τα όρνια. Δεν φαινόταν να το έχουν κατασπαράξει όμως άλλα μεγάλα ζώα, λύκοι ας πούμε. Όχι ακόμη. Προχώρησα. Γρήγορα, αποφασισμένος. Διέσχισα το χωριό, κατέβηκα στην αποβάθρα. Πριν πάω να βρω τη Λέα έπρεπε να διευθετήσω πρώτα κάνα δυο πράγματα. Έβγαλα το περίστροφο από τη ζώνη του παντελονιού μου, έκανα δυο γρήγορα βήματα και το εκτόξευσα προς τη μεριά της θάλασσας, όσο πιο μακριά μπορούσα. Ύστερα πήγα στο μαγαζί της Πίργιο. Αγόρασα ένα κουτί ταρανδοκεφτέδες για πρόφαση και ρώτησα πού ήταν το σπίτι του Μ ατίς. Αφού η γυναίκα μάταια προσπάθησε να μου εξηγήσει τρεις φορές στα φινλανδικά, με πήρε από το χέρι και μου έδειξε ένα σπίτι μια μικρή πιστολιά πιο πέρα. Ο Μ ατίς άνοιξε την πόρτα ύστερα από τρία χτυπήματα του κουδουνιού. Έμοιαζε ανήσυχος. «Καλά κατάλαβα ότι κάτι άκουσα» είπε. Τα μαλλιά του πετάγονταν από εδώ και από εκεί. Φορούσε ένα τρύπιο μάλλινο πουλόβερ, σώβρακο και κάλτσες. «Η πόρτα είναι ξεκλείδωτη, γιατί στέκεσαι έτσι εδώ;» «Δεν ακούς που χτύπησα το κουδούνι;» Κοίταξε με ενδιαφέρον τη συσκευή που έδειχνα με το δάχτυλό μου. «Κοίτα να δεις, έχω και κουδούνι!» Το πάτησε με δύναμη. «Μ πα, δεν δουλεύει. Έλα, πέρνα μέσα». Ο Μ ατίς έμοιαζε να μένει σ’ ένα σπίτι δίχως έπιπλα. «Εδώ μένεις;» τον ρώτησα. Η φωνή μου αντιλάλησε ανάμεσα στους άδειους τοίχους. «Όσο το δυνατόν λιγότερο» είπε. «Αυτή είναι η επίσημή μου
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
149
διεύθυνση». «Κι η διακόσμηση;» «Κληρονόμησα το σπίτι από τον Σίβαρτ. Κάποιος άλλος κληρονόμησε τα έπιπλα». «Ο Σίβαρτ ήταν αδερφός σου;» «Δεν ξέρω. Μ πορεί. Δεν λέω, μοιάζαμε σε διάφορα. Καλά να ’ναι, τέλος πάντων». Χαμογέλασα. Ο Μ ατίς με κοίταξε δίχως να καταλαβαίνει και κάθισε στο πάτωμα σταυροπόδι. Τον μιμήθηκα. «Συγγνώμη που ρωτάω, αλλά τι έπαθε το μάγουλό σου;» «Μ ου χώθηκε ένα κλαδί» είπα κι έβγαλα τα λεφτά από την τσέπη του σακακιού μου. Τα μέτρησα. Τα ίσιωσα και τα έβαλα βαθιά μες στη δικιά του τσέπη. «Τσιμουδιά» είπε. «Κατάλαβα. Και δροσερό ποτό. Τι μάρκα θες;» «Υπάρχουν πολλές;» «Τσου». Το ίδιο χαμόγελο. «Τι σημαίνουν όλα τούτα; Ότι θες να μείνεις στο Κόσουν, Ουλφ;» «Ίσως». «Έχεις την ασφάλειά σου εδώ, δεν λέω, γιατί να θες να φύγεις; Θα παραμείνεις στο καταφύγιο;» «Πού αλλού;» «Χμ…» Το χαμόγελο παρέμεινε ζωγραφισμένο στο πλατύ του πρόσωπο. «Γνώρισες μια δυο γυναίκες εδώ στο χωριό, ε; Ίσως να θες θαλπωρή και τέτοια, τώρα που μπαίνει το φθινόπωρο». Για μια στιγμή σκέφτηκα να του χώσω μια μπουνιά στα καφετιά του δόντια. Από πού το συμπέρανε αυτό; Πίεσα τον εαυτό μου να του χαμογελάσει: «Βλέπω ο δευτεροξάδερφος είναι όλο ιστορίες». «Ποιος δευτεροξάδερφος;» «Ο Κόνρα… ο Κόρε… ο Κορνέλιους». «Δεν είναι δευτεροξάδερφός μου αυτός». «Αυτό μου είπε εμένα». Προσπάθησα να σηκωθώ στα πόδια μου. «Έτσι, ε;» Ο Μ ατίς σήκωσε το ένα του φρύδι κι έξυσε το αναμαλλιασμένο του κεφάλι. «Τςςςς… αυτό σημαίνει τότε ότι…
150
JO NESBO
Έι, για πού το ’βαλες του λόγου σου;» «Φεύγω». «Δεν πήρες ακόμη το ποτό σου». «Μ πορώ και χωρίς αυτό». «Αλήθεια;» φώναξε ξοπίσω μου καθώς απομακρυνόμουν.
Περπάτησα ανάμεσα στα μνήματα κι ανέβηκα τα σκαλιά της εκκλησίας. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη και γλίστρησα μέσα. Εκείνη στεκόταν στο ιερό, με την πλάτη γυρισμένη σε μένα, αλλάζοντας τα λουλούδια σ’ ένα βάζο. Πήρα μια ανάσα, προσεκτική, βαθιά, ήρεμη, αλλά η καρδιά μου είχε ήδη βγει εκτός ελέγχου. Την πλησίασα με βαριά βήματα. Ωστόσο αυτή αναπήδησε όταν έφτασα κοντά της. Γύρισε και με κοίταξε. Δυο σκαλιά μάς χώριζαν, κι ήταν λες και με κοιτούσε αφ’ υψηλού. Τα μάτια της ήταν κατακόκκινα, μικρά. Νόμιζα ότι η καρδιά μου θα έφευγε απ’ τα στήθια μου. «Τι θες;» Η φωνή της ήταν ψιθυριστή, θλιμμένη. Τα ξέχασα όλα. Όλα όσα ήθελα να της πω χάθηκαν, εξαφανίστηκαν. Έμεινε μόνο η τελευταία φράση. Κι έτσι την είπα. «Λέα, σ’ αγαπώ». Είδα τα μάτια της ν’ ανοιγοκλείνουν σχεδόν κατάπληκτα. Παίρνοντας θάρρος που δεν με πέταξε έξω, συνέχισα: «Θέλω ο Κνουτ κι εσύ να έρθετε μαζί μου. Σε κάποιο μέρος που κανείς δεν θα μπορεί να μας βρει. Σε μια μεγάλη πόλη. Όπου υπάρχει αρχιπέλαγος κι έχουν τηγανητές πατάτες κι ελαφριά μπίρα. Θα ψαρεύουμε, θα πηγαίνουμε θέατρο. Κι ύστερα θα επιστρέφουμε αργά αργά στο διαμέρισμά μας στη Στρανβέγκεν. Δεν θα είναι μεγάλο το διαμέρισμα, γιατί είναι πολύ ακριβός αυτός ο δρόμος. Αλλά θα είναι δικό μας». Εκείνη μου ψιθύρισε κάτι, ενώ τα δάκρυά της έτρεχαν πάνω στα κόκκινα μάγουλά της.
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
151
«Τι;» είπα και πήγα ένα βήμα πιο κοντά της, αλλά σταμάτησα όταν είδα το υψωμένο της χέρι. Κρατούσε ένα μπουκέτο μαραμένα λουλούδια, λες κι ήθελε να προστατευτεί από κάτι. Επανέλαβε, λίγο πιο δυνατά: «Αυτό είπες και στην Ανίτα;». Ήταν λες και κάποιος μ’ έλουσε μ’ έναν κουβά παγωμένο νερό. Η Λέα κούνησε το κεφάλι της. «Ήρθε και με βρήκε. Για να με συλλυπηθεί για τον Χιούγκο, είπε. Μ ας είχε δει, λέει, στο αμάξι μου και με ρώτησε αν ήξερα πού βρισκόσουν. Της υποσχέθηκες ότι θα πήγαινες να την ξαναβρείς». «Λέα…» «Δεν χρειάζεται, Ουλφ. Φύγε, απλώς φύγε». «Όχι! Το ξέρεις ότι χρειαζόμουν κάπου να κρυφτώ. Είχε έρθει ο Τζόνι και μ’ έψαχνε. Η Ανίτα μού πρόσφερε καταφύγιο κι εγώ δεν είχα πουθενά αλλού να πάω». Νόμιζα ότι άκουσα έναν δισταγμό στη φωνή της. «Δηλαδή δεν την άγγιξες;» Ήθελα ν’ απαντήσω όχι, αλλά η γνάθος μου λες και είχε παραλύσει κι είχα μείνει με το στόμα ανοιχτό. Ο Κνουτ είχε δίκιο: Δεν ήμουν καλός στα ψέματα. «Ίσως… ίσως να την άγγιξα. Αλλά δεν σήμαινε τίποτα». «Τίποτα;» ξεφύσηξε με αποδοκιμασία η Λέα και σκούπισε ένα δάκρυ με τη ράχη του χεριού της. Χαμογέλασε στα γρήγορα. «Ίσως είναι καλύτερα έτσι, Ουλφ. Έτσι κι αλλιώς δεν θα μπορούσα να έρθω μαζί σου πουθενά, αλλά τουλάχιστον τώρα δεν χρειάζεται να ταράζομαι σκεπτόμενη πώς θα ήταν». Έσκυψε το κεφάλι της και πήγε προς το σκευοφυλάκιο. Κανένας μακροσκελής αποχαιρετισμός. Ήθελα να τρέξω ξοπίσω της. Να την κρατήσω ξανά στην αγκαλιά μου. Να της εξηγήσω. Να την παρακαλέσω. Να την αναγκάσω. Αλλά ήταν λες και μ’ είχαν εγκαταλείψει όλες μου οι δυνάμεις, όλη μου η βούληση. Κι όταν ο ήχος της πόρτας που έκλεισε πίσω της άρχισε ν’ αντιλαλεί μέσα στον θόλο του ναού, ήξερα ότι αυτή ήταν η τελευταία φορά που θα έβλεπα τη Λέα.
152
JO NESBO
Βγήκα με βαριά βήματα στο φως της μέρας. Κοντοστάθηκα στα σκαλιά της εκκλησίας και κοίταξα με μάτια που έκαιγαν τις σειρές από ταφόπλακες. Ήρθε το σκοτάδι. Κι εγώ έπεσα. Η τρύπα με ρουφούσε μέσα της, κάτω, και ούτε το αλκοόλ ολάκερου του κόσμου δεν μπορούσε να με σώσει. Αλλά ένα ήταν σίγουρο: Ακόμα κι αν δεν έκανε τη δουλειά του, το ποτό ήταν ποτό. Όταν χτύπησα ξανά την πόρτα του Μ ατίς και πέρασα πάλι μέσα, εκείνος είχε ήδη βγάλει δυο μπουκάλια απ’ το κελάρι του πάνω στον πάγκο της κουζίνας. «Το ’ξερα πως θα ξανάρθεις» είπε χαμογελώντας. Άρπαξα τα μπουκάλια κι έφυγα δίχως δεύτερη κουβέντα.
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
153
15
ού τελειώνει μια ιστορία; Ο παππούς μου ήταν αρχιτέκτονας. Έλεγε ότι η γραμμή – κι η ιστορία– τελειώνει εκεί που άρχισε. Κι αντιστρόφως. Σχεδίαζε εκκλησίες. Επειδή ήταν καλός σ’ αυτό, όχι επειδή πίστευε σε τίποτα θεούς. Έβγαζε τα προς το ζην. Αλλά κανονικά θα έπρεπε να πιστεύει στον θεό για τον οποίο πληρωνόταν για να φτιάχνει εκκλησίες, έλεγε. Ίσως τότε η δουλειά του να είχε πιο πολύ νόημα. «Νοσοκομεία στην Ουγκάντα έπρεπε να σχεδιάζω» έλεγε. «Το σχέδιο θα έβγαινε σε πέντε λεπτά, θα χτίζονταν σε δέκα μέρες και θα έσωζαν ζωές. Αντ’ αυτού, κάθομαι εδώ για μήνες και σχεδιάζω μνημεία δεισιδαιμονίας που δεν έσωσαν ποτέ κανέναν». Καταφύγια ονόμαζε τις εκκλησίες του. Καταφύγια από τον φόβο του θανάτου. Καταφύγια για την αδάμαστη ελπίδα των ανθρώπων για αιώνια ζωή. «Πιο φτηνό θα ήταν να μοιράζουν στους ανθρώπους πανάκια και κουβερτούλες μαλακές και αρκουδάκια για να νιώθουν ασφάλεια» έλεγε. «Αλλά τι να πω, τουλάχιστον καλύτερα να σχεδιάζω εγώ εκκλησίες που δεν προσβάλλουν το μάτι παρά κάτι άλλοι ηλίθιοι αρχιτέκτονες που μολύνουν τη χώρα με εκτρώματα που αποκαλούνται εκκλησίες». Καθόμασταν μαζί, περιτριγυρισμένοι από τη μυρωδιά του
Π
154
JO NESBO
παλιού σπιτιού, τον πλούσιο θείο μου και τον ξάδερφό μου, αλλά κανείς τους δεν πρόσεχε· τα είχαν ξανακούσει εκατοντάδες φορές. Απλώς κατένευαν, έλεγαν ναι και κοιτούσαν συνεχώς το ρολόι τους. Πριν μπούμε μέσα, ο θείος είχε πει: Μ ισή ώρα ήταν υπεραρκετή. Ήθελα να καθίσω κι άλλο, αλλά έπρεπε ν’ ακούσω τον θείο μου. Ο παππούς είχε αρχίσει να τα χάνει λίγο, αλλά μου άρεσε να τον ακούω να επαναλαμβάνει τι πίστευε και τι σκεφτόταν για τη ζωή. Ίσως γιατί μου έδινε την αίσθηση ότι κάποια πράγματα έμεναν απαράλλαχτα. «Θα πεθάνεις, να το δεχτείς σαν άντρας, αγόρι μου!» Το μόνο που με ανησυχούσε ήταν μήπως καμιά από τις νοσοκόμες με τον σταυρό στον γιακά τον έπειθε να παραδώσει την ψυχή του στον θεό μόλις έφτανε το τέλος. Θα ήταν μεγάλο πλήγμα για ένα αγόρι που είχε τον αθεϊσμό του παππού του σαν παιδική του πίστη. Δεν πίστευα στη μετά θάνατον ζωή, μα πίστευα στον μετά ζωήν θάνατο. Που τώρα είχε γίνει πια η ένθερμη ελπίδα κι η λαχτάρα μου. Δυο μέρες είχαν περάσει από τότε που η πόρτα έκλεισε κι έχαψε τη Λέα. Δυο μέρες στο κρεβάτι της κουκέτας, δυο μέρες ελεύθερης πτώσης στη «μαύρη τρύπα», παρόλο που είχα ήδη αδειάσει το ένα μπουκάλι αλκοόλ. Πώς λοιπόν να τελειώσουμε αυτή την ιστορία; Κατάφερα να σηκωθώ απ’ το κρεβάτι και, αφυδατωμένος τελείως, σύρθηκα μέχρι το ρέμα. Γονάτισα στο νερό και ήπια. Ύστερα κάθισα κι άρχισα να χαζεύω την εικόνα μου σε μια δίνη πίσω από κάτι βράχια. Θα πυροβολήσεις τον αντικατοπτρισμό σου. Ναι, ρε πούστη. Δεν θα με ξέκανε η θλίψη. Εγώ θα με ξέκανα. Ως εδώ ήταν. Και τι έγινε; Son cuatro días, που έλεγε κι ο παππούς. Η ζωή κρατάει τέσσερις μέρες. Σχεδόν χαρούμενος με την απόφασή μου, επέστρεψα στο καταφύγιο. Το τουφέκι ήταν ακουμπισμένο στον τοίχο. Ήταν μια καλή απόφαση, μια απόφαση δίχως συνέπειες για τον υπόλοιπο κόσμο. Κανείς δεν θα με έκλαιγε, σε κανέναν δεν θα έλειπα, κανείς δεν θα συγκινούνταν… ήταν πραγματικά δύσκολο να συναντήσεις κάποιον περισσότερο αναλώσιμο από
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
155
μένα. Μ ε λίγα λόγια, ήταν μια απόφαση που θα τους εξυπηρετούσε όλους. Άρα έμενε μόνο να την πραγματοποιήσω άμεσα, πριν δειλιάσω, πριν ο αναξιόπιστος, ύπουλος εγκέφαλός μου προλάβει να βρει ολόκληρη σειρά απελπισμένων επιχειρημάτων υπέρ της συνέχισης της άθλιας ύπαρξής μου. Ακούμπησα τον υποκόπανο στο πάτωμα κι άνοιξα το στόμα μου πάνω από την κάννη. Το ατσάλι είχε γεύση πικρή και αλμυρή, από μπαρούτι. Για να φτάσω τη σκανδάλη έπρεπε να χώσω την κάννη τόσο βαθιά στο στόμα μου, που παραλίγο να κάνω εμετό. Άγγιξα ίσα ίσα τη σκανδάλη με το μεσαίο μου δάχτυλο. Πάμε πάλι: αυτοκτονία· την πρώτη φορά είναι χάλια. Πίεσα τον ώμο μου και πάτησα τη σκανδάλη. Ακούστηκε ένα ξερό κλικ. Σκατά. Είχα ξεχάσει ότι είχα αδειάσει τις σφαίρες στο σώμα του ταράνδου. Μ α είχα κι άλλες. Κάπου εδώ γύρω. Έψαξα συρτάρια και ντουλάπια. Δεν υπήρχαν και πολλά μέρη που θα μπορούσα να έχω κρύψει το πακέτο με τα φυσίγγια. Στο τέλος γονάτισα και κοίταξα κάτω από το κρεβάτι. Κι εκεί, μπροστά από τις στεγανωτικές τσόχες, το βρήκα. Έχωσα τα φυσίγγια στον γεμιστήρα. Ναι, ήξερα ότι έφτανε μία και μόνη σφαίρα στο κρανίο, αλλά ένιωθα ότι ήταν πιο ασφαλές να έχω περισσότερα πυρομαχικά, σε περίπτωση που κάτι στραβό συνέβαινε. Και, ναι, τα δάχτυλά μου έτρεμαν και μου πήρε ώρα να ετοιμάσω το τουφέκι. Κι ύστερα έκλεισα τον γεμιστήρα και τράβηξα τη σφύρα, όπως μου είχε δείξει η Λέα. Ξανάνοιξα το στόμα μου. Ήταν υγρό, γεμάτο σάλια και βλέννες. Τεντώθηκα ν’ αγγίξω τη σκανδάλη. Μ α ήταν λες και το όπλο είχε επιμηκυνθεί. Ή εγώ είχα κοντύνει. Μ ήπως ήταν η άρνηση; Όχι, άγγιξα επιτέλους τη σκανδάλη με το τρίτο μου δάχτυλο. Και τώρα ήξερα ότι θα συνέβαινε, ότι το μυαλό δεν θα με σταματούσε. Ότι, παρόλο που προσπαθούσε να παρουσιάσει καλά αντεπιχειρήματα, λαχταρούσε πάνω απ’ όλα να ηρεμήσει, λαχταρούσε να σταματήσει να πέφτει, λαχταρούσε ένα σκοτάδι
156
JO NESBO
διαφορετικό από ετούτο το σκοτάδι. Πήρα μια βαθιά ανάσα κι άρχισα να πιέζω αργά τη σκανδάλη. Το σφύριγμα στο αυτί μου είχε αφήσει έναν σαθρό απόηχο. Για μισό λεπτό… το βουητό δεν ερχόταν από το κεφάλι μου, ερχόταν απέξω. Σαν χτύποι ρολογιού. Ο αέρας πρέπει ν’ άλλαξε. Και το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν ότι ακούγονταν σαν καμπάνες εκκλησίας. Πίεσα κι άλλο λίγο τη σκανδάλη, αλλά δεν έφτανα για ένα χιλιοστό. Λύγισα κι άλλο τα γόνατά μου να καταπιώ κι άλλο την κάννη, κούνησα τους γοφούς. Το καμπαναριό; Τέτοια ώρα; Νόμιζα ότι οι γάμοι κι οι κηδείες γίνονταν στη μία. Τα βαφτίσια και η λειτουργία τις Κυριακές. Και δεν υπήρχαν γιορτές αυγουστιάτικα, απ’ όσο ήξερα. Το στόμα μου γλίστρησε πιο κάτω στην κάννη. Έτσι. Τώρα. Οι Γερμανοί. Η Λέα μού είχε πει ότι χτυπούσαν τις καμπάνες για να καταλαβαίνουν οι αντιστασιακοί ότι έρχονταν οι Γερμανοί. Έκλεισα τα μάτια μου. Τα ξανάνοιξα. Ανασηκώθηκα. Έβγαλα το τουφέκι από το στόμα μου. Το ακούμπησα στον τοίχο και πλησίασα το φινιστρίνι προς τη μεριά της πόλης. Κοίταξα καλά καλά. Σήκωσα τα κιάλια. Όχι. Για λόγους ασφαλείας ήλεγξα και την άλλη πλευρά, προς τη μεριά του δάσους. Τίποτα. Γύρισα τα κιάλια προς τη μεριά του λόφου πίσω από το δάσος. Και τότε τους είδα. Ήταν τέσσερις. Αλλά από τόσο μακριά δεν μπορούσα να καταλάβω ποιος ήταν ποιος. Εκτός από τον ένα. Και τότε δεν ήταν πια τόσο δύσκολο να μαντέψω τους άλλους τρεις. Η φιγούρα του Μ ατίς πήγαινε πέρα δώθε. Προφανώς και θεώρησε λίγα τα χρήματα που του έδωσα κι αποφάσισε να τα πάρει κι απ’ τους άλλους. Κι έξτρα μπόνους για να τους δείξει τον πίσω δρόμο, πώς να με πλησιάσουν μουλωχτά, με τις λιγότερες πιθανότητες να τους αντιληφθώ. Άργησαν. Θα έκανα εγώ τη δουλειά τους. Δεν είχα καμία όρεξη να με βασανίσουν πριν πεθάνω. Πρώτον, γιατί δεν άντεχα τον πόνο· και, δεύτερον, γιατί αργά ή γρήγορα θα τους
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
157
αποκάλυπτα ότι είχα κρύψει τα υπόλοιπα χρήματα πίσω από τον τοίχο και τα ναρκωτικά κάτω από μια σανίδα σ’ ένα άδειο διαμέρισμα. Ήταν άδειο γιατί οι άνθρωποι δεν τολμούν να ξανακατοικήσουν σε διαμερίσματα όπου κάποιος έχει αυτοκτονήσει. Από αυτή την άποψη, η απόφαση του Τούραλφ να πυροβοληθεί στο δικό του διαμέρισμα ήταν οικονομικά ατυχής. Έπρεπε να είχε διαλέξει ένα μέρος που δεν θα κόστιζε τόσο πολλά στους κληρονόμους του. Ένα κυνηγετικό καταφύγιο στου διαόλου τη μάνα, ας πούμε. Κοίταξα το τουφέκι που ήταν ακουμπισμένο στον τοίχο. Αλλά δεν το κούνησα. Είχα ώρα: Έπρεπε να διασχίσουν πρώτα το δάσος και δεν θα ερχόντουσαν ως εδώ για άλλα δέκα τουλάχιστον, ίσως δεκαπέντε λεπτά. Αλλά δεν ήταν αυτό. Οι καμπάνες της εκκλησίας: Χτυπούσαν. Χτυπούσαν για μένα. Κι ήταν εκείνη που τραβούσε τα σχοινιά. Ήταν η αγάπη μου που έγραφε στα παλιά της τα παπούτσια τις ώρες της λειτουργίας, το τι θα σκέφτονταν ο πατέρας της και το χωριό, που δεν νοιαζόταν για την ίδια της τη ζωή – γιατί ο Μ ατίς σίγουρα θα είχε καταλάβει τι σήμαιναν οι καμπάνες. Αλλά εκείνη είχε στο μυαλό ένα πράγμα μόνο: να προειδοποιήσει τον τύπο που δεν ήθελε να ξαναδεί ποτέ ότι ο Τζόνι πήγαινε προς το καταφύγιο. Κι αυτό άλλαζε τα πράγματα. Αυτό άλλαζε τα πάντα. Είχαν πλησιάσει το δάσος τώρα· μέσα από τα κιάλια μπορούσα να δω και τις φιγούρες των υπολοίπων. Ένας απ’ τους τρεις έμοιαζε με πουλί, είχε έναν λεπτό λαιμό που ξεπηδούσε από κάτι που έμοιαζε με σακάκι που του έπεφτε πολύ μεγάλο. Ο Τζόνι. Οι άλλοι δύο είχαν κάτι που προεξείχε πάνω από τους ώμους τους. Όπλα. Πολυβόλα όπλα, πολύ πιθανόν. Ο Ψαράς είχε ολόκληρο ντουλάπι με τέτοια στην αποθήκη στο λιμάνι. Ζύγισα τις πιθανότητές μου. Θα μπορούσα να τους ξεκληρίσω έναν έναν αν προσπαθούσαν να εισβάλουν στο καταφύγιο μέσα από το δάσος. Αλλά δεν θα έκαναν κάτι τέτοιο: Ο Μ ατίς θα τους έδειχνε πώς να εκμεταλλευτούν το ανάγλυφο του εδάφους. Θα πήγαιναν σκυφτοί μέχρι το ρέμα και θα το ακολουθούσαν·
158
JO NESBO
θα έφταναν τόσο κοντά στο καταφύγιο, που θα μπορούσαν να το κάνουν κομματάκια με τα όπλα τους. Κοίταξα τριγύρω μου. Δεν υπήρχε τίποτα για να με προφυλάξει, ήταν όλα από ξύλο, θα μπορούσα κάλλιστα να βγω έξω και ν’ αρχίσω να τους κουνάω και το χέρι. Η μοναδική μου ευκαιρία ήταν να τους πυροβολήσω πριν προλάβουν να με πυροβολήσουν εκείνοι. Και γι’ αυτό έπρεπε να τους αφήσω να πλησιάσουν. Και τότε θα υποχρεωνόμουν να τους κοιτάξω στο πρόσωπο. Τρεις χώθηκαν μες στο δάσος. Ο τέταρτος, ένας από τα δύο κουστούμια με τα πυροβόλα όπλα, κοντοστάθηκε και φώναξε κάτι· δεν μπόρεσα ν’ ακούσω τι. Δεν ήταν σε θέση να με δουν μέσα από το δάσος για τα επόμενα λεπτά. Αυτή ήταν η ευκαιρία μου να την κοπανήσω. Θα μπορούσα να τρέξω μέχρι το χωριό, να πάρω το Volkswagen. Αν ήταν να το κάνω, έπρεπε να το κάνω τώρα. Να πάρω το τσαντάκι με τα χρήματα και… Δυο κηλίδες. Ήταν λες και έτρεχαν πάνω από τα ρείκια προς τη μεριά του δάσους. Τώρα κατάλαβα τι είχε φωνάξει η τέταρτη φιγούρα. Κι ότι είχαν σκεφτεί τα πάντα. Σκυλιά. Δύο σκυλιά. Αθόρυβα. Σκέφτηκα ότι σκυλιά που δεν γαβγίζουν όταν τρέχουν έτσι ελεύθερα είναι σκυλιά πολύ καλά εκπαιδευμένα. Δεν είχα καμιά ελπίδα, όσο γρήγορα κι αν έτρεχα. Τα πράγματα έμοιαζαν σκούρα. Ίσως όχι τόσο σκούρα όσο πριν από τρία λεπτά, που καθόμουν μ’ ένα τουφέκι στο στόμα, αλλά τώρα είχαν αλλάξει τα δεδομένα. Ο καθαρός, λεπτός ήχος απ’ τις καμπάνες δεν μαρτυρούσε μόνο ότι έρχονταν οι κακοί, αλλά κι ότι είχα πολλά να χάσω. Ήταν λες και μου είχαν χώσει δυο μαχαίρια μαζί μες στο κορμί, ένα ζεστό κι ένα παγωμένο, το ένα ήταν η χαρά, το άλλο η αγωνία του θανάτου. Διαβολικό πράγμα η ελπίδα. Κοίταξα τριγύρω μου. Το βλέμμα μου έπεσε στο μαχαίρι του Κνουτ. Χαρά και αγωνία. Ελπίδα. Περίμενα μέχρι κι η τέταρτη φιγούρα να εξαφανιστεί στο
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
159
δάσος μαζί με τα σκυλιά κι ύστερα τράβηξα το τσαντάκι από τον τοίχο, άνοιξα την πόρτα κι άρχισα να τρέχω. Ένα σμήνος μύγες απογειώθηκε από το κουφάρι του ταράνδου όταν ξάπλωσα δίπλα του. Παρατήρησα ότι και τα μυρμήγκια είχαν πιάσει δουλειά πάνω στο πτώμα: Ήταν λες και το δέρμα του φουσκωμένου κουφαριού είχε ζωή. Κοίταξα πάνω απ’ τον ώμο μου. Ανάμεσα σε μένα και το δάσος υπήρχε το καταφύγιο, άρα ήμουν καλά κρυμμένος για την ώρα. Όχι ότι μου έμενε πολλή ακόμα. Έκλεισα τα μάτια μου κι έχωσα το μαχαίρι στην κοιλιά του ζώου. Ένα μακρόσυρτο βογκητό ξεχύθηκε καθώς τα παγιδευμένα αέρια απελευθερώθηκαν απ’ το σώμα. Τράβηξα το μαχαίρι κάτω από την κοιλιά. Κράτησα την ανάσα μου ενώ τα εντόσθια ξεχύνονταν στο χώμα. Υπήρχε λιγότερο αίμα απ’ ό,τι είχα υπολογίσει: Μ άλλον είχε μαζευτεί στο κάτω μέρος του πτώματος. Ίσως να είχε πήξει κιόλας. Ή να είχε φαγωθεί. Γιατί τώρα κατάλαβα ότι δεν ήταν μόνο το δέρμα του ζώου που είχε αποκτήσει ζωή. Το κρέας του έτριζε καθώς εκατομμύρια κιτρινόλευκα σκουλήκια το καταβρόχθιζαν, σερνόμενα και πολλαπλασιαζόμενα. Διάολε. Πήρα μια ανάσα. Έκλεισα τα μάτια, κατάπια τον εμετό που μου είχε ανέβει στον λαιμό και τράβηξα το μεταξωτό μαντίλι της πάνω απ’ τη μύτη και στο στόμα μου. Κι ύστερα έχωσα και τα δυο μου χέρια ανάμεσα στα εντόσθια και τράβηξα έξω έναν τεράστιο αιματηρό σάκο που υπέθετα ότι ήταν το στομάχι. Το τρύπησα λίγο από εδώ κι από εκεί για να το ανοίξω. Αυτό κύλησε σχεδόν πάνω στα ρείκια. Κοίταξα στο σκοτάδι τα σωθικά του σφαχταριού. Δεν ήθελα να χωθώ εκεί μέσα. Οι διώκτες μου θα ήταν εδώ σε λίγα λεπτά, ίσως και δευτερόλεπτα, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να χωθώ μέσα σ’ αυτή τη σούπα από πτωμαΐνη. Το σώμα μου αρνιόταν. Άκουσα ένα και μοναδικό γάβγισμα. Σκατά. Σκέφτηκα τη Λέα, τα μάτια της, τα χείλια της, καθώς το χαμόγελό της σιγά σιγά μεγάλωνε και η βαθιά, ζεστή φωνή της έλεγε: «Θα τα καταφέρεις, Ουλφ».
160
JO NESBO
Ξεροκατάπια. Κι ύστερα άνοιξα το δέρμα και χώθηκα μέσα στο κουφάρι. Παρόλο που ο τάρανδος ήταν μεγάλος και τα περισσότερα εντόσθιά του είχαν βγει έξω, δεν χωρούσα καλά καλά. Έπρεπε να χωθώ εντελώς μέσα του. Και να κλείσω το δέρμα από πάνω μου. Ήμουν μούσκεμα σε διάφορα υγρά, ήταν ακόμη ζεστά εδώ μέσα. Τα αέρια, η ενέργεια που απελευθερωνόταν από την αποσύνθεση και η συλλογική θερμότητα που εξέπεμπαν τόσα ζωύφια εν δράσει άπλωναν ομοιόμορφα τη ζέστη όπως σε μια μυρμηγκοφωλιά. Δεν μπορούσα να συγκρατήσω πια τον εμετό μου. Προσπάθησα να μην κάνω φασαρία, αλλά ξέρασα ξανά και ξανά και ξανά. Ένιωσα καλύτερα. Αλλά φαινόμουν ακόμη απέξω· πώς στο καλό να κλείσω το άνοιγμα στην κοιλιά του ζώου; Προσπάθησα να πιάσω το δέρμα απ’ τις δυο πλευρές του ανοίγματος και να τις ενώσω, αλλά ήταν τόσο υγρές, που γλιστρούσαν από τα χέρια μου. Για την ώρα είχα πολύ μεγαλύτερα προβλήματα. Μ έσα από τα ρείκια, πηδώντας προς το μέρος μου, έρχονταν δύο τεράστια μαύρα σκυλιά. Επιτέθηκαν στο κουφάρι του ταράνδου και το ένα έχωσε το κεφάλι του μέσα στο ζώο, προσπαθώντας να με δαγκώσει. Του έχωσα το μαχαίρι μες στη μουσούδα και το κεφάλι εξαφανίστηκε. O σκύλος άρχισε να κλαίει. Έπρεπε να βρω έναν τρόπο να κλείσω το άνοιγμα πριν προλάβουν να έρθουν οι διώκτες μου. Τα ουρλιαχτά του σκύλου γίνονταν όλο και πιο έντονα και τώρα άκουγα κι ανθρώπινες φωνές. «Το καταφύγιο είναι άδειο!» «Υπάρχει ένα ζώο εκεί κάτω!» Έχωσα το μαχαίρι μέσα στο δέρμα του ταράνδου από την κάτω μεριά του ανοίγματος, το τράβηξα προς τα πάνω και πρόλαβα να ξαναμπήξω το μαχαίρι στην αποπάνω μεριά, πριν μου γλιστρήσει. Χρησιμοποίησα το μαχαίρι σαν τανάλια: Το έστριψα κάμποσες φορές μέχρι το άνοιγμα να κλείσει. Και τώρα έπρεπε να περιμένω, ελπίζοντας ότι κανείς δεν είχε μάθει σ’ αυτά τα σκυλιά να μιλούν ανθρώπινα.
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
161
Άκουσα βήματα να πλησιάζουν. «Πάρ’ τα σκυλιά σου από εδώ, Στίρκερ. Νόμιζα ότι τα είχες εκπαιδεύσει». Πάγωσα. Ήταν η φωνή του άντρα που είχε έρθει στο διαμέρισμά μου να με σκοτώσει. Ο Τζόνι είχε επιστρέψει. «Πρέπει να φταίει το ψοφίμι» είπε ο Στίρκερ. «Δεν είν’ εύκολο άμα έχεις τόσο δα μυαλό και δυνατά ένστικτα». «Για σένα μιλάς ή για τα σκυλιά;» «Τι μπόχα, ρε πούστη μου» ακούστηκε μια τρίτη φωνή, την οποία αναγνώρισα αμέσως. Ο Μ πρίνχιλσεν, από το πίσω δωμάτιο, αυτός που έκλεβε πάντα στα χαρτιά. «Τι σκατά είναι πιασμένο εδώ στα κέρατά του; Και γιατί είναι έξω όλα του τα εντόσθια; Ίσως να ελέγξουμε…» «Το έφαγαν λύκοι». Η φωνή του Μ ατίς. «Για προσέξτε, μην εισπνέετε τη βρόμα, είναι δηλητηριώδης». «Τι μας λες;» είπε ο Τζόνι με ήρεμη φωνή. «Αλλαντίαση» είπε ο Μ ατίς. «Τα μικρόβια μεταφέρονται με τον αέρα. Ένα και μόνο είναι ικανό να σκοτώσει άνθρωπο». Αμάν! Φαντάζεσαι τελικά να πέθαινα –ύστερα από όλα αυτά– έτσι, εδώ μέσα, από ένα κωλοβακτήριο; «Τα συμπτώματα είναι χαλάρωση των βλεφάρων» συνέχισε ο Μ ατίς «χάνεις την ικανότητά σου να εκφραστείς. Γι’ αυτό τους νεκρούς ταράνδους τους καίμε αμέσως. Για να συνεχίσουμε να βλεπόμαστε και να συνεννοούμαστε». Στη σιωπή που ακολούθησε φαντάστηκα τον Τζόνι να χαζεύει τον Μ ατίς προσπαθώντας να ερμηνεύσει το ανεξιχνίαστο μειδίαμά του. «Στίρκερ, Μ πρίνχιλσεν» είπε ο Τζόνι. «Ξεψαχνίστε το καταφύγιο. Και πάρτε μαζί σας κι αυτά τα κωλόσκυλα». «Δεν είναι εδώ, είναι αδύνατον» είπε ο Μ πρίνχιλσεν. «Το ξέρω. Αν βρούμε όμως τα λεφτά και την ντόπα, σημαίνει ότι είναι ακόμη τριγύρω». Άκουσα τα απελπισμένα σκυλιά να σέρνονται με το ζόρι προς το κτίσμα. «Συγγνώμη που ρωτάω, αλλά τι γίνεται αν δεν βρείτε τίποτα;»
162
JO NESBO
«Τότε ίσως να είχες δίκιο» είπε ο Τζόνι. «Το ήξερα ότι ήταν αυτός πάνω στο σκαρί με τα πανιά» είπε ο Μ ατίς. «Πενήντα μέτρα ήταν μόνο απ’ τη στεριά κι ο τύπος είναι ασχημάντρας Νότιος, δεν έχουμε άλλους του λόγου του εδώ πάνω. Μ ε λίγη μαεστρία και σταθερό άνεμο θα μπορούσε να πάει πολύ μακριά μέσα σ’ ένα εικοσιτετράωρο». «Και τι δουλειά είχες εσύ στα βράχια της ακτής νυχτιάτικα;» «Είν’ το καλύτερο μέρος για ύπνο τώρα το καλοκαίρι». Ένιωσα κάτι να σέρνεται πάνω στο πόδι μου. Πολύ μεγαλύτερο από σκουλήκια ή μυρμήγκια. Ποντίκι ήταν; Φίδι; Σε παρακαλώ, ας είναι ποντίκι. Ένα γλυκό, χνουδωτό, πεινασμένο ποντικάκι, όχι ένα… «Τι μας λες;» είπε ο Τζόνι ακόμα πιο χαμηλόφωνα. «Κι ο πιο σύντομος δρόμος απ’ το χωριό ως το δάσος είναι να πάει κανείς γύρω από τους λόφους; Μ ας πήρε παραπάνω από μία ώρα να έρθουμε. Την τελευταία φορά που ήρθα εδώ πάνω μόνος μου ζήτημα να μου πήρε μισή ώρα». «Ναι, αλλά τότε θα σ’ την είχε μπουμπουνίσει αν ήταν στο καταφύγιο». Το ζώο –ή ό,τι στον διάολο ήταν, τέλος πάντων– άρχισε ν’ ανεβαίνει στο πόδι μου. Ένιωσα μια σχεδόν ακατανίκητη επιθυμία να το κλοτσήσω από πάνω μου, αλλά ήξερα ότι κι η παραμικρή κίνηση ή ήχος θα με μαρτυρούσαν. «Ξέρεις τι;» ρώτησε χαμογελώντας ο Τζόνι. «Πολύ αμφιβάλλω». «Α, ναι; Τι να σου πω, μπορεί να έχεις στενούς ώμους, Νότιε, αλλά έχεις και μεγάλη κεφάλα». «Δεν είπα ότι δεν ξέρει να πυροβολεί· είπα ότι δεν τολμάει να πυροβολήσει». «Σοβαρά; Ε, τότε γιατί δεν το ’λεγες πιο πριν; Θα σας είχα δείξει έναν πιο σύντομο δρόμο αν…» «Μ α σ’ το είπα, γαμώ τη Λαπωνία μου!» «…με ρωτούσες στα βορειονορβηγικά». Το ζώο είχε φτάσει στο γόνατο και προχωρούσε στον μηρό μου. Ξαφνικά κατάλαβα ότι βρισκόταν μέσα στο παντελόνι μου.
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
163
«Σσσσς!» Τι έγινε; Κουνήθηκα; Έβγαλα κιχ; «Τι ήταν αυτός ο ήχος;» Απέξω επικρατούσε απόλυτη σιωπή. Κράτησα την ανάσα μου. Θεούλη μου… «Το καμπαναριό» είπε ο Μ ατίς. «Είναι η κηδεία του Βίλιαμ Σβαρτστάιν σήμερα». Κι αν ήταν λέμινγκ; Είχα ακούσει ότι τα λέμινγκ είναι οξύθυμα καθαρματάκια κι ότι αν βρεθούν πάνω σε ζώα πάνε κατευθείαν για τ’ αμελέτητα. Χωρίς να κουνηθώ, έχωσα το χέρι μου στην τσέπη του παντελονιού μου, έπιασα το μπατζάκι μου και το τράβηξα σε μια γροθιά, ώστε το ύφασμα να τεντωθεί και να κολλήσει πάνω μου, μπλοκάροντας κάθε περαιτέρω δίοδο. «Αρκετά μ’ αυτή την μπόχα πια» είπε ο Τζόνι. «Πάμε να ψάξουμε και πιο κάτω στο ρέμα. Αν τα σκυλιά μπερδεύτηκαν από το ψοφίμι, αυτός μπορεί να πήγε να κρύφτηκε εκεί κάτω». Άκουσα βήματα πάνω στα ρείκια. Το ζώο μες στο παντελόνι μου κόλλησε για λίγο εκεί που το τούνελ του ήταν φρακαρισμένο κι ύστερα τα παράτησε κι άρχισε να ξανακατεβαίνει από εκεί που είχε έρθει. Σύντομα μια φωνή ακούστηκε από τη μεριά του καταφυγίου: «Δεν υπάρχει τίποτα εδώ μέσα, μόνο το τουφέκι και το κουστούμι του!». «Οκέι, πάμε πίσω πριν μας πιάσει η μπόρα». Περίμενα για μια ώρα ακόμα –έτσι αισθανόμουν–, αλλά θα μπορούσε να είναι και μόνο δέκα λεπτά. Ύστερα έβγαλα το μαχαίρι από το δέρμα και κοίταξα έξω. Ερημιά. Σύρθηκα με την κοιλιά στα ρείκια μέχρι το ρυάκι. Χώθηκα μες στο παγωμένο ρέμα κι άφησα το νερό να μ’ αγκαλιάσει, να καθαρίσει από πάνω μου τον θάνατο, το σοκ και τη σαπίλα. Σιγά σιγά επέστρεψα στη ζωή.
164
JO NESBO
16
εούλη μου… Δεν το είχα πει, το είχα σκεφτεί όμως εκεί μέσα στο κουφάρι του ζώου· το είχα σκεφτεί με τόση δύναμη, λες και το φώναζα σε μια γωνιά του δρόμου. Και τα τέρατα εξαφανίστηκαν, όπως όταν ήμουν μικρός και χώνονταν πάλι κάτω απ’ το κρεβάτι μου ή στο μπαούλο με τα παιχνίδια ή με περίμεναν στο ντουλάπι. Είναι δυνατόν να ήταν τόσο απλό; Να φτάνει μόνο να προσευχηθεί κανείς; Κάθισα έξω από το καταφύγιο, καπνίζοντας και κοιτώντας εδώ κι εκεί. Ο ουρανός ήταν τώρα σκεπασμένος απ’ άκρη σ’ άκρη με γκριζογάλανα σύννεφα· είχε σκοτεινιάσει. Ήταν λες κι ο καιρός ψηνόταν στον πυρετό. Μ ια πνιγηρή κουφόβραση απ’ τη μία, μια παγωμένη ριπή του ανέμου απ’ την άλλη. Θεός, σωτηρία, παράδεισος, αιώνια ζωή: δελεαστικές σκέψεις. Φτιαγμένες για φοβισμένες και κουρασμένες καρδιές. Τόσο γοητευτικές, που ο παππούς στο τέλος ενέδωσε κι απαρνήθηκε τον Λόγο, στοιχηματίζοντας στην ελπίδα. «Ποιος λέει όχι σε κάτι δωρεάν;» μου είχε πει, κλείνοντάς μου το μάτι. Σαν απένταρο δεκαεξάχρονο που ’χε γλιστρήσει μυστικά στην ντισκοτέκ με πλαστό εισιτήριο και πλαστή ταυτότητα. Πακετάρισα τα λιγοστά μου πράγματα. Ρούχα, παπούτσια, το κουστούμι μου, το τουφέκι και τα κιάλια. Τα σύννεφα δεν είχαν ακόμη απελευθερώσει τις σταγόνες τους, αλλά δεν θ’ αργούσαν
Θ
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
165
πολύ. Ο Τζόνι θα επέστρεφε. Γιατί ήταν εμφανές ότι δεν πολυπίστευε τον Μ ατίς. Κι αυτό αθώωνε εντελώς τον Λάπωνα. Άκου εκεί να παρακάμψουν τους λόφους. Αμ, οι λύκοι; Η αλλαντίαση; Το ότι με είχε δει να την κοπανάω μ’ ένα ιστιοπλοϊκό; Η κηδεία του Βίλιαμ Σβαρτστάιν! Δεν θυμόμουν και πολλά από τα δύο εντελώς αχρείαστα χρόνια μου στο πανεπιστήμιο, αλλά θυμόμουν τον Ουίλιαμ Μ πλακστόουν, τον δικαστικό του 18ου αιώνα, που είχε ζήσει ακριβώς εκεί που ζούσε κι ο Μ ατίς: στη διασταύρωση του Νόμου και της Πίστης. Τον θυμόμουν γιατί τον χρησιμοποιούσε ο παππούς, αυτόν και τον Ισαάκ Νιούτον, τον Γαλιλέο Γαλιλέι και τον Σόρεν Κίρκεγκορ ως παραδείγματα του ότι ακόμα και τα πιο κοφτερά μυαλά ήταν πρόθυμα να πιστέψουν τις ανοησίες των χριστιανών αν αντιλαμβάνονταν ότι τους πρόσφεραν μια ευκαιρία να ξεφύγουν από τον θάνατο. Δεν με πρόδωσε ο Μ ατίς. Αντιθέτως, με προστάτευσε. Τότε ποιος επικοινώνησε με τον Τζόνι να του πει ότι δεν είχα φύγει τελικά από το Κόσουν; Μ ια νέα ριπή του ανέμου μού είπε ότι έπρεπε να βιαστώ. Βροντές ακούστηκαν από τα δυτικά. Ναι, ναι, καιρός να πηγαίνω πια. Είχε πέσει η νύχτα. Αν ο Τζόνι και οι άλλοι δεν είχαν ήδη φύγει από το Κόσουν, κάπου θα κοιμόντουσαν τώρα. Έσβησα το τσιγάρο μου στο πάτωμα του καταφυγίου, άρπαξα τη δερμάτινη τσάντα μου και πέρασα το τουφέκι στον ώμο μου. Πήρα το μονοπάτι και δεν ξανακοίταξα πίσω μου. Μ όνο μπροστά. Όπως έπρεπε να κάνω από εδώ και μπρος. Ό,τι ήταν πίσω μου ας έμενε εκεί που ήταν.
Ο ουρανός βροντούσε κι έτριζε από αναμονή καθώς προχωρούσα στον χωματόδρομο. Ήταν όλα τόσο σκοτεινά, που το μόνο που έβλεπα ήταν το περίγραμμα των σπιτιών και τα λιγοστά παράθυρα όπου υπήρχε ακόμη φως. Δεν πίστευα, δεν περίμενα, ούτε ήλπιζα τίποτα. Θα πήγαινα
166
JO NESBO
απλώς να τη βρω και να την ευχαριστήσω που μου δάνεισε το τουφέκι και τα κιάλια. Και τη ζωή μου. Και να τη ρωτήσω αν, παρ’ όλα αυτά, ήθελε να περάσει το υπόλοιπο της ζωής της μαζί μου. Κι ύστερα θα έφευγα, με ή χωρίς εκείνη. Πέρασα μπροστά από την εκκλησία. Το σπίτι της Ανίτα. Το παρεκκλήσι. Κι έφτασα μπροστά στο σπίτι της Λέα. Ένα φωτεινό στραβό δάχτυλο σαν από χέρι μάγισσας μ’ έδειξε από τον ουρανό. Το σπίτι, το γκαράζ και τα συντρίμμια ενός Volvo λούστηκαν ξαφνικά σ’ ένα μπλε στοιχειωμένο φως. Ένα ηλεκτρισμένο πρελούδιο ξέσπασε πριν από την καταιγίδα. Κάθονταν στην κουζίνα. Τους είδα μέσα απ’ το παράθυρο· ήταν ανοιχτό το φως του δωματίου. Εκείνη ήταν ακουμπισμένη στον πάγκο, με το κορμί της λυγισμένο προς τα πίσω σε μια αφύσικη, δύσκαμπτη θέση. Ο Ούβε στεκόταν με το κεφάλι να γέρνει προς τα εμπρός κι ένα μαχαίρι στο χέρι. Ήταν μεγαλύτερο από εκείνο που μου είχε καρφώσει στο μάγουλο. Το κρατούσε ακριβώς μπροστά στο πρόσωπό της. Την απειλούσε. Εκείνη έσκυψε ακόμα πιο πίσω, μακριά από το μαχαίρι, μακριά από τον κουνιάδο της. Εκείνος την άρπαξε από τον λαιμό με το άλλο του χέρι· τον είδα να φωνάζει. Ακούμπησα το τουφέκι στον ώμο. Σημάδεψα το κεφάλι του μέσ’ από τη διόπτρα. Στεκόταν δίπλα στο παράθυρο· θα τον πετύχαινα κατευθείαν στον κρόταφο. Αλλά η αντανάκλαση στο τζάμι θόλωνε το κεφάλι του κι αναγκάστηκα να κατεβάσω λίγο τον στόχο μου. Στο στήθος τότε. Σήκωσα τους αγκώνες μου, πήρα μια βαθιά ανάσα, τώρα ήταν η ώρα, κατέβασα λίγο τους αγκώνες, εξέπνευσα και πάτησα μαλακά τη σκανδάλη. Ένιωθα απίστευτα ήρεμος. Άξαφνα, άστραψε ο ουρανός κι είδα το κεφάλι του να γυρνάει αυτόματα προς το παράθυρο. Τριγύρω μου ξανάπεσε σκοτάδι, μα αυτός συνέχιζε να κοιτάζει έξω απ’ το παράθυρο. Εμένα. Μ ε είχε δει. Έμοιαζε ακόμα πιο χάλια από την τελευταία φορά, πρέπει να έπινε εδώ και μέρες. Πρέπει να του είχε στρίψει από την έλλειψη ύπνου ή από έρωτα ή από τον πόνο για τον χαμό του αδερφού, από το γεγονός ότι ήταν παγιδευμένος σε μια ζωή που δεν ήθελε. Ίσως
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
167
αυτό να έφταιγε. Ίσως όμως και να μου έμοιαζε. Θα πυροβολήσεις τον αντικατοπτρισμό. Ώστε αυτό λοιπόν ήταν το πεπρωμένο μου: να πυροβολήσω έναν άνθρωπο, να με συλλάβει η αστυνομία, να καταδικαστώ και να καταλήξω σ’ ένα κελί όπου οι άντρες του Ψαρά θα μ’ έβρισκαν στο άψε σβήσε για να βάλουν μια τελεία σ’ αυτή την ιστορία. Ωραία. Το δέχομαι. Δεν ήταν αυτό το πρόβλημά μου. Το πρόβλημά μου ήταν ότι είχα δει το πρόσωπό του. Ένιωσα το δάχτυλό μου ν’ αρχίζει να χαλαρώνει, την αντίσταση της σκανδάλης να με νικά και να πιέζει προς τα πίσω το αδύναμο δάχτυλό μου. Θα αποτύγχανα. Για μια ακόμα φορά. Μ ια βροντή από πάνω μου, ξανά, σαν διαταγή. Ο Κνουτ. Ακόμα κι ο Φουταμπαγιάμα έχανε, μέχρι που άρχισε να κερδίζει. Ξαναπήρα μια ανάσα. Τέρμα πια με τις ήττες. Γύρισα τη διόπτρα στην άσχημη μούρη του Ούβε και πάτησα τη σκανδάλη. Ο πυροβολισμός αντήχησε πάνω απ’ τα σπίτια. Κατέβασα το όπλο. Κοίταξα μέσα απ’ το σπασμένο γυαλί. Η Λέα κρατούσε το χέρι της μπροστά στο στόμα και κοιτούσε κάτι στο πάτωμα. Δίπλα της, σ’ έναν λευκό τοίχο, πάνω απ’ το κεφάλι της, ήταν λες και κάποιος είχε ζωγραφίσει ένα γκροτέσκο τριαντάφυλλο. Κι οι τελευταίοι αντίλαλοι έσβησαν. Πρέπει να το ’χε ακούσει όλο το Κόσουν, σύντομα το μέρος θα έβριθε από ανθρώπους. Ανέβηκα τα σκαλιά. Χτύπησα την πόρτα, δεν ξέρω γιατί. Μ πήκα μέσα. Εκείνη στεκόταν ακόμη στην κουζίνα, δεν είχε κουνήσει ρούπι, κοιτάζοντας το πτώμα που βρισκόταν πεσμένο στο πάτωμα μέσα σε μια λίμνη αίματος. Δεν σήκωσε το βλέμμα της, δεν ήξερα καν αν συνειδητοποιούσε ότι ήμουν εκεί. «Είσαι εντάξει, Λέα;…» Κατένευσε. «Ο Κνουτ…» «Τον έστειλα στον πατέρα μου» ψιθύρισε εκείνη. «Αν καταλάβαιναν γιατί χτυπούσα τις καμπάνες, θα έρχονταν και θα…» «Σ’ ευχαριστώ» είπα. «Μ ου έσωσες τη ζωή».
168
JO NESBO
Έγειρα το κεφάλι μου στο πλάι και κοίταξα τον νεκρό. Μ ε κοίταζε κι αυτός με ραγισμένο βλέμμα. Είχε καεί απ’ τον ήλιο από την τελευταία φορά· κατά τ’ άλλα, το πρόσωπό του ήταν ανέγγιχτο. Μ ια μικρή μόνο, σχεδόν αθώα, τρύπα στο μέτωπο, κάτω ακριβώς από την ξανθιά του χαίτη. «Γύρισε πίσω» ψιθύρισε εκείνη. «Το ήξερα ότι θα ξαναγυρνούσε». Τότε κατάλαβα. Ότι το αριστερό του αυτί δεν ήταν λαβωμένο. Ότι δεν είχε ούτε μία αμυχή. Ενώ θα έπρεπε να ’χει, το δάγκωμα είχε γίνει δυο μέρες πριν. Άρχισα να βάζω τα πράγματα στη σειρά. Η Λέα μόλις μου είχε πει ότι τελικά ξαναγύρισε. Κι άρα εννοούσε… «Το ήξερα πως καμιά θάλασσα και καμιά γη δεν μπορούσε να σκοτώσει αυτό τον διάβολο» είπε. «Παρόλο που τον θάψαμε». Ο Χιούγκο ήταν. Ο δίδυμος αδερφός. Είχα σκοτώσει τον αντικατοπτρισμό. Σφάλισα με δύναμη τα μάτια μου. Τα ξανάνοιξα. Τίποτα δεν είχε αλλάξει, δεν τα είχα ονειρευτεί. Είχα σκοτώσει τον πνιγμένο της σύζυγο. Έπρεπε να καθαρίσω τη φωνή μου πριν καταφέρει ν’ ακουστεί: «Νόμιζα ότι ήταν ο Ούβε. Έμοιαζε να θέλει να σε σκοτώσει». Σήκωσε επιτέλους το βλέμμα και με κοίταξε. «Καλύτερα που σκότωσες τον Χιούγκο από τον Ούβε. Ο Ούβε δεν είχε τολμήσει ποτέ να με αγγίξει». Έγνεψε προς τη μεριά του πτώματος. «Ενώ αυτός;» «Ήταν μια μαχαιριά μακριά». «Γιατί;» «Γιατί του το είπα». «Τι του είπες;» «Ότι θα έφευγα από εδώ. Κι ότι θα έπαιρνα μαζί μου τον Κνουτ. Κι ότι δεν ήθελα ποτέ μου να τον ξαναδώ». «Ούτε αυτόν;» «Του είπα ότι… αγαπούσα κάποιον άλλο». «Κάποιον άλλο». «Εσένα, Ουλφ». Κούνησε το κεφάλι της. «Δεν γίνεται
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
169
αλλιώς. Σ’ αγαπώ». Οι λέξεις ακούστηκαν σαν ψαλμός ανάμεσα στους τοίχους της κουζίνας. Και η γαλάζια λάμψη των ματιών της ήταν τόσο έντονη, που αναγκάστηκα να ρίξω το βλέμμα μου στο πάτωμα. Το ένα της πόδι πατούσε στη λίμνη του αίματος, που όλο κι απλωνόταν. Έκανα ένα βήμα προς το μέρος της. Δύο. Έχωσα και τα δυο μου πόδια μες στο αίμα. Πέρασα το μπράτσο μου προσεχτικά γύρω από τους ώμους της. Ήθελα πρώτα να σιγουρευτώ αν μπορούσα να την αγκαλιάσω. Αλλά δεν πρόλαβα, γιατί έπεσε στην αγκαλιά μου κι έχωσε το πρόσωπό της κάτω από το πιγούνι μου. Ξέσπασε σε λυγμούς· μία, δύο φορές. Ένιωσα τα καυτά της δάκρυα να κυλούν απ’ τον λαιμό στο πουκάμισό μου. «Έλα» είπα. Τη βοήθησα μέχρι το σαλόνι. Μ ια αστραπή φώτισε το δωμάτιο και μου έδειξε τον δρόμο προς τον καναπέ. Ξαπλώσαμε πάνω του, ο ένας σφιχτά πάνω στον άλλο. «Σοκαρίστηκα όταν ξαφνικά τον βρήκα να στέκεται στην πόρτα της κουζίνας» είπε εκείνη. «Μ ου είπε ότι είχε μεθύσει πάνω στη βάρκα, με τη μηχανή στο φουλ, κι όταν ξύπνησε είχε ξανοιχτεί στον ωκεανό κι είχε μείνει από βενζίνη. Είχε κουπιά, αλλά ο άνεμος έσπρωχνε τη βάρκα παραέξω. Τις πρώτες ημέρες σκέφτηκε ότι καλώς συνέβαιναν όλα αυτά. Τον είχαμε κάνει να πιστέψει ότι για όλα έφταιγε εκείνος, ότι δεν άξιζε τίποτα αφού είχε σηκώσει χέρι στον Κνουτ. Κάθισε και ψάρευε, η μπόρα πέρασε κι αυτός επέζησε. Κι ύστερα άλλαξε ο αέρας. Και τότε κατάλαβε ότι τελικά δεν ήταν δικό του το λάθος». Γέλασε πικρά. «Ήρθε και στάθηκε μπροστά μου λέγοντας ότι θα τα κανόνιζε όλα, θα μας έβαζε στον σωστό δρόμο εμένα και τον Κνουτ. Όταν του είπα ότι θα φεύγαμε μαζί με τον Κνουτ, με ρώτησε αν υπήρχε κάποιος άλλος. Του είπα ότι θα φεύγαμε μόνοι μας, αλλά, ναι, αγαπούσα κάποιον άλλο. Θεώρησα σημαντικό να το μάθει. Ότι μπορούσα ν’ αγαπήσω. Γιατί τότε θα καταλάβαινε ότι δεν θα γυρνούσα ποτέ». Ενώ μου μιλούσε, η θερμοκρασία στο δωμάτιο είχε πέσει και το κορμί της είχε σφιχτεί ακόμα πιο πολύ πάνω μου. Τι περίεργο,
170
JO NESBO
κανείς δεν είχε έρθει ακόμη να δει τι ήταν εκείνος ο πυροβολισμός. Και σαν ακούστηκε η επόμενη βροντή κατάλαβα το γιατί: γιατί κανείς δεν επρόκειτο να ’ρθει έτσι κι αλλιώς. «Ποιος ξέρει ότι επέστρεψε;» ρώτησε. «Κανείς, απ’ όσο ξέρω» είπε. «Σήμερα το απόγευμα είδε στεριά κι επέστρεψε κάνοντας κουπί. Αγκυροβόλησε τη βάρκα κι ήρθε κατευθείαν εδώ». «Πότε ακριβώς;» «Πριν από μισή ώρα». Πριν από μισή ώρα. Είχε πέσει η νύχτα και η καταιγίδα είχε κάνει τους ανθρώπους να κλειστούν στα σπίτια τους. Κανείς δεν είχε δει τον Χιούγκο, κανείς δεν ήξερε ότι ήταν ζωντανός. Ήταν, σωστά. Μ ’ εξαίρεση ίσως έναν άνθρωπο: τον άνθρωπο που του άρεσε να περιπλανιέται έξω τις νύχτες. Για όλους τους άλλους, ο Χιούγκο Ελίασεν ήταν απλώς ένας ψαράς που χάθηκε στη θάλασσα. Και δεν τον αναζητούσαν πια. Ευχήθηκα να ήμουν κι εγώ κάποιος που δεν τον αναζητούσαν πια. Αλλά, όπως είχε πει κι ο Τζόνι, ο Ψαράς δεν παύει να γυρεύει τους οφειλέτες του, εκτός κι αν δει το πτώμα τους. Μ ια νέα αστραπή φώτισε το σαλόνι. Και ξανά σκοτάδι. Αλλά εγώ το είχα δει. Το είχα δει καθαρά. Το μυαλό, όπως είπαμε, είναι μια περίεργη και θαυμαστή εφεύρεση. «Λέα;» είπα. «Ναι;» ψιθύρισε εκείνη στον λαιμό μου. «Νομίζω ότι έχω ένα σχέδιο».
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
171
17
τακτική της καμένης γης. Αυτό ήταν το σχέδιό μου. Θα αποχωρούσα σαν τους Γερμανούς. Κι ύστερα θα εξαφανιζόμουν. Διά παντός. Το πρώτο πράγμα που κάναμε ήταν να τυλίξουμε το πτώμα σε μια πλαστική σακούλα και να το δέσουμε σφιχτά μ’ ένα σχοινί. Πλύναμε μετά το πάτωμα και τους τοίχους καλά καλά, βγάλαμε τη σφαίρα από τον τοίχο της κουζίνας κι ύστερα η Λέα έφερε το καρότσι από το γκαράζ και σπρώξαμε πάνω του το πτώμα. Έχωσα το τουφέκι από κάτω του. Πήγα στο εργαστήρι και βρήκα μια μικρή τανάλια. Κι ύστερα φύγαμε. Ούτε έναν άνθρωπο δεν είδαμε στον δρόμο· η ατμόσφαιρα ήταν όσο μουντή και σκοτεινή χρειαζόταν. Υπολόγισα ότι οι άνθρωποι θ’ άρχιζαν να ξυπνούν σε δυο τρεις ώρες, αλλά καλύψαμε το καρότσι με μουσαμά, για κάθε περίπτωση. Το ταξίδι μας αποδείχτηκε πιο εύκολο απ’ ό,τι υπολόγιζα. Όταν κουράζονταν τα χέρια μου, έπαιρνε η Λέα τη θέση μου πίσω από το καρότσι κι εγώ τραβούσα. Ο Κνουτ τούς είχε δει να επιστρέφουν με το λεωφορείο. «Ήρθε τρέχοντας να μου πει ότι ήταν τρεις άντρες και δυο σκύλοι» είπε η Λέα. «Ήθελε να έρθει να σε ειδοποιήσει, αλλά του είπα ότι ήταν πολύ επικίνδυνο λόγω των σκυλιών: Θα μύριζαν τα ίχνη του κι ίσως μετά να κυνηγούσαν κι αυτόν. Κι έτσι έτρεξα στον Μ ατίς και του ζήτησα να με βοηθήσει».
Η
172
JO NESBO
«Στον Μ ατίς;» «Όταν μου είπες ότι σου είχε ζητήσει χρήματα για διάφορες υπηρεσίες, κατάλαβα γιατί: για να μην επικοινωνήσει με το Όσλο και σε μαρτυρήσει». «Και πού το ήξερες ότι δεν με μαρτύρησε αυτός;» «Γιατί ξέρω ποιος το έκανε: η Ανίτα». «Η Ανίτα;» «Δεν ήρθε μέχρι εδώ για να με συλλυπηθεί. Ήρθε να μάθει αν είχα κάποια καλή εξήγηση του γιατί με είδε στο αυτοκίνητο μαζί σου. Κι όταν την κοίταξα κατάλαβα ότι η εξήγησή μου δεν της έφτανε. Ήξερε ότι δεν πήγα στην Άλτα μ’ έναν άγνωστο μόνο και μόνο για να ψωνίσω. Κι εγώ ήξερα τι είναι σε θέση να κάνει μια περιφρονημένη γυναίκα…» Η Ανίτα. Κανείς δεν υπόσχεται στην Ανίτα πράγματα που δεν τα πραγματοποιεί, το ξέρεις; Είχε υποθήκη στην ψυχή μου, τον αριθμό του Τζόνι, κι αποφάσισε να τα συνδυάσει. Τελικά είχα κολλήσει αυτό που μετέδιδε. «Και τον Μ ατίς τον εμπιστεύτηκες;» ρώτησα. «Ναι». «Μ α είναι ψεύτης κι απατεώνας». «Κι επίσης ένας κυνικός επιχειρηματίας που δεν χαρίζει σταγόνα απ’ το ποτό του αν δεν του την πληρώσεις. Κρατάει όμως τον λόγο του. Συν τοις άλλοις, μου χρωστούσε μια χάρη. Του ζήτησα να τους κατευθύνει μακριά σου ή να τους καθυστερήσει τουλάχιστον, αν δεν γινόταν αλλιώς, ενώ εγώ έτρεξα στην εκκλησία να χτυπήσω τις καμπάνες». Της είπα ότι ο Μ ατίς είχε φτιάξει ολόκληρο παραμύθι ότι είχα φύγει από το Κόσουν μ’ ένα ιστιοφόρο σκαφάκι. Και πως, όταν εκείνοι επέμεναν να έρθουν και να ψάξουν το καταφύγιο, τους είχε οδηγήσει από παρακαμπτήριες οδούς. Αν δεν το είχε κάνει, ο άνεμος μπορεί να μην προλάβαινε ν’ αλλάξει κι εγώ δεν θα είχα ακούσει τις καμπάνες να χτυπούν. «Περίεργος άνθρωπος» είπα. «Περίεργος άνθρωπος» είπε γελώντας εκείνη. Μ ας πήρε μια ώρα ν’ ανεβούμε μέχρι το καταφύγιο. Είχε
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
173
πιάσει κρύο, μα τα σύννεφα παρέμεναν χαμηλά. Προσευχήθηκα να μη μας πιάσει η βροχή. Όχι ακόμη. Κι ύστερα αναρωτήθηκα αν αυτές οι προσευχές θα μου γίνονταν συνήθεια. Καθώς πλησιάζαμε, νόμισα ότι είδα κάτι φιγούρες να εξαφανίζονται στα γρήγορα απ’ τη μεριά των λόφων. Κάποιο ζώο είχε τραβήξει τα σωθικά του ταράνδου παραπέρα και το κουφάρι έστεκε εντελώς ανοιχτό. Είχαν ψάξει με μανία να βρουν τα χρήματα και τα ναρκωτικά: Το στρώμα ήταν τρυπημένο, το ντουλάπι ξεχαρβαλωμένο στο πάτωμα, η σόμπα ανοιχτή και οι στάχτες πεταμένες χάμω. Το τελευταίο μπουκάλι αλκοόλ ήταν ακόμη κάτω από το τραπέζι και τα σανίδια των τοίχων και του πατώματος ξεχαρβαλωμένα. Πράγμα που μαρτυρούσε ότι έτσι και τους έκοβε να ψάξουν στο διαμέρισμα του Τούραλφ τα ναρκωτικά δεν ήταν ασφαλή εκεί που τα είχα κρύψει. Ευτυχώς όμως που δεν τα είχα πάρει μαζί μου. Σκεπτόμενος ότι δεν ήθελα να έχω πια οποιαδήποτε σχέση με ναρκωτικά. Κι υπήρχαν διάφοροι λόγοι γι’ αυτό. Μ πορεί όχι πολλοί, αλλά ήταν όλοι τους άριστοι. Η Λέα περίμενε απέξω ενώ εγώ έβγαζα το πτώμα από το πλαστικό. Άνοιξα τα ρολά με τη μονωτική τσόχα πάνω στο κρεβάτι κι ύστερα έσυρα το πτώμα πάνω τους. Του έβγαλα τη βέρα. Ίσως να αδυνάτισε στη θάλασσα· ίσως και να του ήταν ανέκαθεν τόσο χαλαρή. Έβγαλα την αλυσίδα μου με τη μεταλλική ταυτότητα και την πέρασα γύρω απ’ τον λαιμό του. Ύστερα πέρασα τη γλώσσα πάνω απ’ τα δόντια μου κι ένιωσα σε ποιο σημείο είχαν σπάσει· κατόπιν πήρα την τανάλια, γράπωσα στο άνοιγμά της το αντίστοιχο δόντι και την έσπρωξα προς το εσωτερικό, σπάζοντάς το. Έχωσα το τουφέκι στο στόμα του και την παραμορφωμένη σφαίρα κάτω απ’ το κεφάλι του. Κοίταξα το ρολόι του. Τι γρήγορα που περνά ο χρόνος. Έβαλα πάνω στο πτώμα κι άλλες λωρίδες τσόχας, άνοιξα την μποτίλια και έλουσα με αλκοόλ το κρεβάτι, την τσόχα και το υπόλοιπο καταφύγιο. Κάτι ξεχνούσα. Κοντοστάθηκα. Κι ύστερα αναποδογύρισα το μπουκάλι κι είδα τις ταπεινές σταγόνες του Μ ατίς να χώνονται και ν’ απορροφώνται από τα κατάστεγνα σανίδια του πατώματος.
174
JO NESBO
Έβγαλα ένα σπίρτο απ’ το κουτί του κι ανατρίχιασα ακούγοντας το τρίξιμο που έκανε η κεφαλή από φώσφορο και θείο πάνω στο πλάι του κουτιού, ανάβοντας τη φλόγα. Τώρα. Πέταξα το σπίρτο πάνω στις τσόχες. Έχω διαβάσει κάπου ότι δεν είναι εύκολο να κάψεις ένα πτώμα. Αποτελούμαστε από εξήντα τοις εκατό νερό, ίσως γι’ αυτό. Αλλά όταν είδα με τι μανία είχε αρπάξει φωτιά το στεγνό ασφαλτόπανο σκέφτηκα ότι αυτή τη φορά ίσως και να μην έμενε και πολύ κρέας στη σχάρα. Βγήκα έξω κι άφησα την πόρτα ορθάνοιχτη, να θρέψει τις πρώτες φλόγες, που ήδη μεγάλωναν ολοένα. Δεν χρειαζόταν ν’ ανησυχώ. Ήταν λες κι οι φλόγες μάς μιλούσαν. Στην αρχή με φωνή σαν μουρμουρητό, συγκρατημένη, μα σε λίγο πήραν ν’ αρπάζουν, μεγάλωναν σε όγκο κι αγριότητα και στο τέλος ξέσπασαν σ’ έναν τεράστιο βρυχηθμό. Ακόμα κι ο Κνουτ θα ήταν χαρούμενος με μια τέτοια πυρά. Λες κι είχε διαβάσει τις σκέψεις μου, εκείνη μου είπε: «Ο Κνουτ αυτό συνήθιζε να λέει για τον πατέρα του: ότι θα καιγόταν στην κόλαση». «Κι εμείς;» είπα εγώ. «Κι εμείς θα καούμε;» «Δεν ξέρω» είπε και μου κράτησε το χέρι. «Προσπάθησα τόσες φορές να νιώσω κάτι, αλλά περιέργως ποτέ μου δεν τα κατάφερα. Ζήσαμε με τον Χιούγκο δέκα χρόνια κάτω απ’ την ίδια στέγη και παρ’ όλα αυτά ούτε λυπάμαι ούτε νιώθω οίκτο για εκείνον. Αλλά δεν νιώθω ούτε και οργή, οπότε δεν μπορώ να πω ότι χαίρομαι. Δεν φοβάμαι επίσης. Έχω να μη φοβηθώ πάρα πολλά χρόνια. Για μένα, για τον Κνουτ. Και για σένα φοβήθηκα κάποια στιγμή. Αλλά ξέρεις τι είναι το πιο περίεργο;» Ξεροκατάπιε και γύρισε να κοιτάξει το καταφύγιο που τώρα ήταν τυλιγμένο στις φλόγες. Ήταν πανέμορφη στο κόκκινό τους φως. «Δεν μετανιώνω. Ούτε τώρα ούτε θα μετανιώσω στο μέλλον. Αν λοιπόν αυτό που κάνουμε αυτή τη στιγμή είναι θανάσιμο αμάρτημα, τότε ας καώ, γιατί δεν πρόκειται να ζητήσω συγχώρεση. Το μόνο για το οποίο μετάνιωσα αυτές τις
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
175
τελευταίες μέρες…» Μ ε πλησίασε. «…είναι που σε άφησα να φύγεις». Η θερμοκρασία είχε πέσει πολύ και απότομα· το μέτωπο και τα μάγουλά μου έκαιγαν όμως, μάλλον από τη ζέστη της φωτιάς. «Σ’ ευχαριστώ που δεν έφυγες, Ουλφ». Μ ου χάιδεψε το μάγουλο με το ’να χέρι. «Χμ, όχι Γιουν;» Ακούμπησε επάνω μου. Τα χείλη της πλησίασαν τα δικά μου. «Έτσι όπως πάει το σχέδιο, καλύτερα να συνεχίσουμε να σε λέμε Ουλφ». «Μ ιας και μιλάμε για σχέδια και ονόματα» είπα «θες να με παντρευτείς;». Μ ε κοίταξε απότομα. «Μ ου ζητάς το χέρι; Ενώ ο σύζυγός μου γίνεται στάχτες μπροστά στα μάτια μας;» «Είναι πιο πρακτικό έτσι» είπα. «Πρακτικό;» «Πρακτικό». Δίπλωσα τα χέρια μου στο στήθος. Κοίταξα λίγο τον ουρανό κι ύστερα το ρολόι. «Συν τοις άλλοις, σ’ αγαπώ όσο δεν αγάπησα ποτέ μου καμιά άλλη γυναίκα, κι απ’ ό,τι άκουσα, οι λασταντιανοί δεν επιτρέπεται να φιλιούνται πριν παντρευτούν». Μ ια βροχή από σπίθες εκτοξεύτηκε στον αέρα καθώς η οροφή καταποντίστηκε κι οι τοίχοι κατέρρευσαν. Μ ’ έσφιξε στην αγκαλιά της. Τα χείλη μας συναντήθηκαν. Κι αυτή τη φορά δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία. Αυτή με φίλησε.
Όταν ξεκινήσαμε γρήγορα να επιστρέψουμε στο χωριό, το κτίσμα ήταν ήδη ένα ερείπιο που κάπνιζε ξοπίσω μας. Συμφωνήσαμε να κρυφτώ στην εκκλησία μέχρι εκείνη να μαζέψει τα πράγματά της, να πάρει τον Κνουτ απ’ τους παππούδες του και να έρθει να με βρει με τον σκαραβαίο. «Δεν χρειάζεται να πάρεις πολλά» είπα και χάιδεψα το τσαντάκι με τα χρήματα. «Ό,τι χρειαζόμαστε θα το αγοράσουμε». Εκείνη κατένευσε. «Μ η βγεις έξω. Θα έρθω εγώ να σε πάρω».
176
JO NESBO
Χωρίσαμε πάνω στον χωματόδρομο, εκεί που είχα συναντήσει τον Μ ατίς το πρώτο βράδυ που ήρθα στο Κόσουν. Ήταν λες κι είχε περάσει έκτοτε ολόκληρη αιων ιότητα. Και να με πάλι να σπρώχνω τη βαριά πόρτα της εκκλησίας και να κατευθύνομαι προς το ιερό. Κοντοστάθηκα μπροστά του και κοίταξα τον σταυρό. Άραγε να εννοούσε ο παππούς τα λόγια που μου είχε πει, ότι δεν λες ποτέ όχι σε κάτι δωρεάν; Είναι δυνατόν να παραδόθηκε στην πίστη γι’ αυτό τον λόγο; Ή μήπως εισακούστηκαν οι προσευχές μου και με προστάτευσε ο τύπος πάνω στον σταυρό; Λες να του χρωστούσα κιόλας; Πήρα μια βαθιά αναπνοή. Σ’ αυτόν; Μ ια φιγούρα από ξύλο ήταν! Κάτω στο Τρανστάιν υπήρχαν πέτρες και κοτρόνες στις οποίες προσεύχονταν κι οι οποίες έκαναν εξίσου καλά τη δουλειά τους, φαντάζομαι. Τέλος πάντων. Σκατά. Κάθισα στο μπροστινό στασίδι. Άρχισα να σκέφτομαι. Και δεν θέλω να λέω μεγάλα λόγια, αλλά σκεφτόμουν τα της ζωής και του θανάτου. Ύστερα από είκοσι λεπτά άκουσα την πόρτα ν’ ανοίγει. Γύρισα απότομα, αλλά είχε πολύ σκοτάδι και δεν μπορούσα να δω ποιος ήταν. Η Λέα πάντως δεν ήταν· η φιγούρα ήταν πολύ πιο γεμάτη. Ο Τζόνι; Ο Ούβε; Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει σαν τρελή κι αναρωτήθηκα γιατί στον άνεμο είχα πετάξει το πιστόλι μου στη θάλασσα. «Τώρα;» Τα φωνήεντα ήταν αργόσυρτα, η φωνή βαθιά και οικεία. «Μ ιλάς και στον Θεό τώρα; Για το τι έκανες, αν ήταν σωστό και τα λοιπά, να υποθέσω;» Για κάποιον λόγο ο πατέρας της Λέα έμοιαζε πολύ περισσότερο στην κόρη του τώρα που είχε μόλις σηκωθεί απ’ το κρεβάτι. Οι λίγες τούφες μαλλιών που είχε δεν ήταν χτενισμένες, όπως τις άλλες φορές, και το πουκάμισό του ήταν στραβοκουμπωμένο. Αυτό τον έκανε λιγότερο τρομακτικό, αλλά και κάτι στον τόνο της φωνής του, κάτι στην έκφραση του
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
177
προσώπου του μου έλεγε ότι είχε έρθει με ειρηνικό σκοπό. «Δεν προσηλυτίστηκα ακόμη, όχι» είπα. «Έπαψα όμως τουλάχιστον να κρύβω τις αμφιβολίες μου». «Όλοι αμφιβάλλουν. Και κανείς περισσότερο απ’ τους ίδιους τους πιστούς». «Μ άλιστα. Κι εσύ λοιπόν;» «Φυσικά κι εγώ». Ο Γιάκουμπ Σάρα κάθισε δίπλα μου μ’ ένα βογκητό. Δεν ήταν χοντρός άντρας, αλλά ο πάγκος αναστέναξε κάτω από το βάρος του. «Γι’ αυτό μιλάμε για πίστη κι όχι για γνώση». «Ακόμα και για τους πάστορες;» «Ακόμα και για τους πάστορες». Αναστέναξε. «Ο ιεροκήρυκας αντιμετωπίζει τον εαυτό του και τις αμφιβολίες του κάθε φορά που κηρύττει τον Λόγο του Θεού, πρέπει να ξέρεις, γιατί γνωρίζει ότι η αμφιβολία κι η πίστη φαίνονται στις φωνητικές του χορδές. Πιστεύω σήμερα; Μ ήπως δεν πιστεύω αρκετά;» «Χμ… Και τι γίνεται όταν ανεβαίνει κανείς στον άμβωνα και δεν πιστεύει αρκετά;» Χάιδεψε το πιγούνι του. «Τότε πρέπει τουλάχιστον να πιστεύεις ότι η χριστιανική ζωή είναι άξια από μόνη της. Ότι η αποχή, η μη παραίτηση στην αμαρτία, είναι ανθρώπινη αξία σ’ αυτή την επίγεια ζωή. Όπως οι αθλητές, ας πούμε, που βρίσκουν νόημα στον πόνο και την κούραση της άσκησης –έτσι έχω διαβάσει– παρόλο που μπορεί ποτέ να μην κερδίσουν τίποτα. Ακόμα κι αν το βασίλειο των ουρανών δεν υφίσταται, υπάρχει τουλάχιστον η καλή, ενάρετη χριστιανική ζωή, όπου κανείς εργάζεται, ζει λιτά κι εκτιμά τις ευκαιρίες που του δίνονται απ’ τον Θεό κι από τη φύση· μια ζωή που φροντίζει ο ένας τον άλλο. Κι ο πατέρας μου πάστορας ήταν· ξέρεις τι έλεγε για τον λασταντιανισμό; Ότι, αν λάβεις υπόψη σου πόσες οικογένειες έχει σώσει απ’ τον αλκοολισμό και τη διάλυση, δεν έχει καμία σημασία αν λέει ή όχι την αλήθεια». Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Δεν είναι πάντα έτσι, φυσικά. Ορισμένες φορές το κόστος του ν’ ακολουθείς τον Λόγο του Θεού είναι πολύ μεγάλο. Όπως συνέβη στη Λέα, ας πούμε… Όπως εγώ, μες στην αυταπάτη μου,
178
JO NESBO
εξανάγκασα τα πράγματα να συμβούν». Ένα ελαφρύ τρέμουλο ακούστηκε στη φωνή του. «Μ ου πήρε πολλά χρόνια να το καταλάβω, μα κανένας πατέρας δεν μπορεί να εξαναγκάσει το παιδί του να ζήσει σ’ έναν τέτοιο γάμο, μ’ έναν σύζυγο που μισεί, έναν άντρα που την κακοποιεί». Σήκωσε το κεφάλι του και κάρφωσε το βλέμμα του στον σταυρό. «Ναι, μπορεί έτσι να είναι το σωστό σύμφωνα με τις Γραφές, αλλά ώρες ώρες η σωτηρία έχει πολύ μεγάλο τίμημα». «Αμήν». «Κι οι δυο σας; Εσύ κι η Λέα;…» Γύρισε πάλι και με κοίταξε. «Σας είδα στο παρεκκλήσι. Δυο νεαροί άνθρωποι που κοιτιούνται με τέτοιον τρόπο στα πίσω στασίδια, νομίζοντας ότι κανείς δεν σας έβλεπε…» Κούνησε το κεφάλι του πέρα δώθε και χαμογέλασε πικρά. «Μ πορεί κανείς να συζητά αέναα για το τι λένε οι Γραφές για δεύτερους γάμους, πόσο μάλιστα για έναν γάμο με κάποιον άπιστο. Αλλά δεν έχω ξαναδεί την κόρη μου έτσι. Και δεν την έχω ξανακούσει έτσι όπως όταν ήρθε να πάρει τον Κνουτ απ’ το σπίτι μας πριν από λίγο. Ξανάκανες την κόρη μου όμορφη, Ουλφ. Ναι, τα λέω όπως τα βλέπω: Φαίνεται ότι μπορείς να επουλώσεις αυτό που εγώ κατέστρεψα». Ακούμπησε το μεγάλο ζαρωμένο του χέρι στο γόνατό μου. «Και καλά κάνετε και φεύγετε από το Κόσουν. Η οικογένεια Ελίασεν είναι πολύ δυνατή, πολύ πιο δυνατή από μένα, και δεν πρόκειται ποτέ να σας αφήσουν να στεριώσετε εδώ πάνω». Τώρα καταλάβαινα: Θυμήθηκα τη συγκέντρωση στο παρεκκλήσι, όταν μ’ είχε πάρει παράμερα και με ρωτούσε αν είχα σκοπό να πάρω την κόρη του μαζί μου… Δεν με απειλούσε, με παρακαλούσε. «Εξάλλου» είπε χτυπώντας με την παλάμη του το γόνατό μου «είσαι νεκρός, Ουλφ. Μ ου έδωσε οδηγίες η Λέα. Ήσουν μια μοναχική, θλιμμένη ψυχή που έβαλε φωτιά στο καταφύγιο κι ύστερα ξάπλωσε στο κρεβάτι και πυροβολήθηκε με το τουφέκι. Το απανθρακωμένο πτώμα φέρει μια μεταλλική ταυτότητα με τ’ όνομά σου και εγώ κι ο Ούβε Ελίασεν θα επιβεβαιώσουμε στην αστυνομία ότι είχες σπάσει το ένα μπροστινό σου δόντι. Θα ενημερώσω όποια οικογένεια μπορεί να έχεις, θα τους εξηγήσω
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
179
ότι επιθυμούσες να ταφείς εδώ, θα ετοιμάσω τα χαρτιά, θα μιλήσω στον ιερέα και θα θάψω τ’ απομεινάρια σου στο χώμα γρήγορα και αποτελεσματικά. Έχεις κάποιον ψαλμό υπόψη σου;». Γύρισα και τον κοίταξα. Είδα τη λάμψη ενός χρυσού δοντιού στο λυκόφως. «Μ όνο εγώ θα ξέρω την αλήθεια» είπε ο ηλικιωμένος άντρας. «Παρόλο που δεν θα ξέρω πού θα πάτε. Ούτε θέλω να μάθω. Απλώς ελπίζω να ξαναδώ μια μέρα τη Λέα και τον Κνουτ». Σηκώθηκε όρθιος και τα γόνατά του έτριξαν. Σηκώθηκα κι εγώ και του έτεινα το χέρι. «Ευχαριστώ». «Εγώ πρέπει να σ’ ευχαριστήσω» είπε. «Γιατί μου έδωσες την ευκαιρία να διορθώσω τα λάθη που έκανα απέναντι στην κόρη μου. Στην ευχή του Θεού, αντίο, κι ας σας έχουν καλά στο ταξίδι σας όλοι Του οι άγγελοι». Τον ακολούθησα με το βλέμμα μου καθώς έφευγε. Ένιωσα την παγωνιά μόλις η πόρτα άνοιξε και ξανάκλεισε πίσω του. Περίμενα. Κοίταξα το ρολόι μου. Η Λέα έπαιρνε παραπάνω χρόνο απ’ ό,τι υπολόγιζα. Ήλπισα να μην είχε μπλέξει πουθενά. Ή ν’ άλλαξε γνώμη. Ή… Άκουσα μια μηχανή σαράντα ίππων να τραυλίζει απέξω. Ο σκαραβαίος! Ήμουν έτοιμος να πάω στην πόρτα όταν εκείνη άνοιξε και τρεις φιγούρες μπήκαν στην εκκλησία. «Μ είνε εκεί που είσαι!» ακούστηκε μια διαταγή. «Δεν θα πάρει πολύ». Ο άντρας έσπευσε να με πλησιάσει ανάμεσα στα στασίδια. Ξοπίσω του ερχόταν ο Κνουτ, μα το βλέμμα μου έπεσε στη Λέα. Ήταν ντυμένη στα λευκά. Το νυφικό της ήταν αυτό; Ο Μ ατίς πήγε και στάθηκε μπροστά στον βωμό. Φόρεσε ένα ζευγάρι αστεία μικροσκοπικά γυαλιά και ξεφύλλισε κάτι χαρτιά που είχε βγάλει από την τσέπη του μόνιμου μπουφάν του. Ο Κνουτ ρίχτηκε πάνω στην πλάτη μου. «Φύγε, ρε σκνίπα!» είπα και τινάχτηκα, στριφογύρισα από εδώ κι από εκεί. «Πφ! Είμαι ο ρικίσι Κνουτ-σαν από το Φίνμαρκ!» ούρλιαξε ο
180
JO NESBO
Κνουτ και γαντζώθηκε από πάνω μου. Η Λέα ήρθε και στάθηκε στο πλευρό μου, πέρασε το χέρι της γύρω από το μπράτσο μου. «Σκέφτηκα πως καλύτερα να τελειώνουμε με τη μία» ψιθύρισε. «Πρακτικά πράγματα». «Πρακτικά, ναι». «Ας μπούμε αμέσως στην ουσία» είπε ο Μ ατίς, ξερόβηξε κι έφερε τα χαρτιά μπροστά απ’ τη μύτη του. «Eις το όνομα του Κυρίου του Δημιουργού μας και με την ιδιότητα που μου αποδίδουν τα δικαστήρια του νορβηγικού κράτους, σε ερωτώ – και σχώρα με γι’ αυτό–, Ουλφ Χάνσεν, θες τη Λέα Σάρα, που στέκεται εμπρός σου, ως σύζυγό σου;» «Ναι» είπα καθαρά και δυνατά. Η Λέα μού έσφιξε το χέρι. «Της υπόσχεσαι πίστη σε καιρό ευτυχίας και δυστυχίας…» ξεφύλλισε τα χαρτιά του «…και να την τιμάς καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής σου;». «Ναι». «Ομοίως σε ερωτώ, Λέα Σάρα…» «Ναι!» Ο Μ ατίς κοίταξε πάνω απ’ τα γυαλιά του. «Ε;» «Ναι, δέχομαι τον Ουλφ Χάνσεν για σύζυγό μου και του υπόσχομαι πίστη σε καιρό ευτυχίας και δυστυχίας, ασθενείας και υγείας, να τον τιμώ και να τον αγαπώ σ’ όλη μου τη ζωή, μέχρι ο θάνατος να μας χωρίσει. Πράγμα που δεν θ’ αργήσει αν δεν βιαστούμε». «Σωστά, σωστά» είπε ο Μ ατίς και ξεφύλλισε ξανά τα χαρτιά του. «Για να δούμε, για να δούμε… Α! Για δώστε τα χέρια. Ναι, βλέπω ότι έχουν γίνει όλα σωστά. Αυτό ήταν λοιπόν! Εις το όνομα του Κυρίου –και στο δικό μου, εις το όνομα του εκπροσώπου των νορβηγικών αρχών– έχετε τώρα υποσχεθεί ο ένας στον άλλο… ένα σωρό πράγματα. Άσε που δώσατε τα χέρια. Γι’ αυτό λοιπόν σαν ανακηρύσσω νομίμως συζευγμένους». Η Λέα γύρισε προς το μέρος μου. «Κοπάνα την, Κνουτ». Ο Κνουτ την κοπάνησε, γλίστρησε από την πλάτη μου και προσγειώθηκε στο πάτωμα πίσω μου. Η Λέα μού έδωσε ένα
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
181
μεγάλο φιλί και ξαναγύρισε προς τον Μ ατίς. «Ευχαριστώ. Θα υπογράψεις;» «Φυσικά» είπε ο Μ ατίς και πάτησε το πίσω μέρος ενός στιλό πάνω στο στήθος του, έγραψε τ’ όνομά του σ’ ένα από τα χαρτιά του και της το έδωσε. «Το χαρτί αυτό είναι επίσημο και μπορεί να χρησιμοποιηθεί όπου κι αν το χρειαστείς». «Και ως βάση για νέα αποδεικτικά έγγραφα ταυτότητας;» ρώτησα εγώ. «Ορίστε η ημερομηνία γέννησής σου, ορίστε η υπογραφή σου κι η υπογραφή μου και η γυναίκα σου μπορεί να πιστοποιήσει την ταυτότητά σου, άρα, ναι, μια χαρά σού φτάνει για να έχεις πρόσβαση σε μια νορβηγική πρεσβεία». «Μ ας φτάνει και μας περισσεύει». «Πού θα πάτε;» Τον κοιτάξαμε αμίλητοι. «Μ α φυσικά» είπε και κούνησε το κεφάλι του. «Καλό ταξίδι».
Κι έτσι, λοιπόν, βγήκαμε καταμεσής της νύχτας από την εκκλησία, ως σύζυγοι πια. Ήμουν παντρεμένος. Κι αν είναι αλήθεια αυτό που έλεγε ο παππούς, η πρώτη φορά είναι πάντα χάλια. Το μόνο που μας απέμενε τώρα ήταν να μπούμε στον σκαραβαίο και να φύγουμε από το Κόσουν πριν ξυπνήσει κανείς και μας δει. Μ α κοντοσταθήκαμε στα σκαλοπάτια και κοιτάξαμε έκπληκτοι προς τα επάνω. «Μ όνο το ρύζι στο κεφάλι μας έλειπε» είπα. «Χιονίζει!» φώναξε ο Κνουτ. Μ εγάλες παχιές χιονονιφάδες έπεφταν ήσυχα απ’ τον ουρανό κι ακουμπούσαν τα κατάμαυρα μαλλιά της Λέα. Εκείνη ξέσπασε σε γέλια. Κι ύστερα κατεβήκαμε τρέχοντας τα σκαλιά, προς τη μεριά του αυτοκινήτου, και χωθήκαμε μέσα. Η Λέα γύρισε το κλειδί στη μηχανή, το αμάξι πήρε μπρος, άφησε τον συμπλέκτη και ξεκινήσαμε. «Πού πάμε;» ρώτησε ο Κνουτ από το πίσω κάθισμα. «Είναι απόρρητο» είπα εγώ. «Το μόνο που σου λέω είναι ότι
182
JO NESBO
είναι η πρωτεύουσα μιας χώρας όπου δεν χρειαζόμαστε διαβατήρια για να διασχίσουμε τα σύνορα». «Και τι θα κάνουμε εκεί;» «Θα ζήσουμε εκεί. Θα βρούμε δουλειά. Και θα παίζουμε». «Τι θα παίζουμε;» «Πολλά πράγματα. Μ υστικοκρυφτό, ας πούμε. Α, για δες, θυμήθηκα ένα αστείο. Πώς χωρούν πέντε ελέφαντες σ’ έναν σκαραβαίο;» «Πέντε…» Ο μικρός μουρμούρισε λίγο σκεφτικός. Ύστερα πετάχτηκε ανάμεσα στα δυο μπροστινά καθίσματα. «Για πες!» «Δύο μπρος και τρεις πίσω». Σιωπή για μια στιγμή. Κι ύστερα πετάχτηκε προς τα πίσω κι έσκασε στα γέλια. «Λοιπόν;» «Καλό, καλό, Ουλφ. Αλλά δεν ήταν αστείο». «Α, ναι;» «Ήταν γρίφος». Τον είχε πάρει ο ύπνος πριν προλάβουμε να βγούμε απ’ τον νομό του Φίνμαρκ. Είχε ξημερώσει όταν περάσαμε τα σουηδικά σύνορα. Το μονότονο τοπίο άρχισε ν’ αποκτά καμπύλες, χρώματα και βουνά πασπαλισμένα με φρέσκο χιόνι. Η Λέα μουρμούραγε ένα τραγούδι που πρόσφατα είχε μάθει. «Υπάρχει ένας ξενώνας λίγο πριν από το Όστερσουν» είπα και ξεφύλλισα τον ταξιδιωτικό οδηγό που είχα βρει στο ντουλαπάκι του συνοδηγού. «Μ οιάζει όμορφος, μπορούμε να μείνουμε εκεί». «Η πρώτη νύχτα του γάμου» είπε εκείνη. «Ναι, τι;» «Είναι απόψε, λοιπόν». Σιγογέλασα. «Ναι, όντως είναι απόψε. Αλλά, άκου, έχουμε όλο τον χρόνο μπροστά μας, δεν χρειάζεται να βιαζόμαστε». «Δεν ξέρω εσύ τι χρειάζεσαι, αγαπητέ μου σύζυγε» είπε χαμηλόφωνα, τσεκάροντας στον καθρέφτη ότι ο Κνουτ κοιμόταν ακόμη. «Αλλά ξέρεις τι λένε για τους λασταντιανούς και την πρώτη νύχτα του γάμου τους;»
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΙΜΑ
183
«Όχι». Εκείνη δεν απάντησε. Απλώς συνέχισε να οδηγεί το αυτοκίνητό μας ακολουθώντας τον δρόμο μ’ ένα ανεξήγητο χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη. Γιατί νομίζω ότι ήξερε πολύ καλά τι χρειαζόμουν. Νομίζω ότι το ήξερε ήδη από εκείνο το βράδυ που με ρώτησε, στο καταφύγιο, κι εγώ δεν απάντησα: Τι ήταν το πρώτο πράγμα που μου ’ρθε στο μυαλό όταν μου είπε ότι εγώ ήμουν φωτιά κι εκείνη αέρας; Όπως θα ’λεγε κι ο Κνουτ: Όλοι ξέρουν την απάντηση σ’ αυτό τον γρίφο. Η φωτιά χρειάζεται αέρα για να ζήσει. Γαμώτο μου, τι όμορφη που ήταν!
Πώς λοιπόν τελειώνει αυτή η ιστορία; Δεν ξέρω. Εγώ, πάντως, θα την τελειώσω εδώ. Γιατί εδώ είναι όμορφα. Μ πορεί φυσικά ν’ ακολουθήσουν πράγματα που δεν είναι και τόσο ωραία. Αλλά δεν το γνωρίζω ακόμη. Το μόνο που ξέρω είναι ότι αυτή τη στιγμή, εδώ και τώρα, τα πράγματα είναι τέλεια, ότι αυτή τη στιγμή βρίσκομαι κάπου όπου πάντα ήθελα να ’μαι. Στον δρόμο, οδεύοντας εμπρός. Ξέρω ότι είμαι έτοιμος. Έτοιμος να τολμήσω να χάσω γι’ ακόμα μια φορά.
184
JO NESBO
Οι περιγ ραφές του Φίνμαρκ, που είναι μια περιοχή άγ νωστη ακόμα και γ ια τους Νορβηγ ούς, βασίζονται εν μέρει στις δικές μου εμπειρίες από τα ταξίδια και τη διαμονή μου εκεί τη δεκαετ ία του 1970 και στις αρχές της δεκαετίας του 1980, εν μέρει σε διηγ ήσεις άλλων γ ια την κουλτούρα των Σάμι, συμπεριλαμβανομένου και του Øyvind Eggen, ο οποίος μου έδωσε την άδειά του να χρησιμοποιήσω αποσπάσματα από την εργ ασία του γ ια τον λασταντιανισμό. JO NESBO