ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ παιδαγωηκο1νςήτουΤ©\
/
ΜΜ£
I
\ ,
:Ί
...
ΒΙΒΛΙΟ ΜΑΘΗΤΗ
ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΕΚΔΟΣΕΩΣ ΔΙΔΑΚΤΙΚΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ
η
ί
| ιι j
ι
ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΒΙΒΛΙΟ ΜΑΘΗΤΗ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ Ε Θ Ν Ι Κ Η Σ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ για τη Β' τάξη του Γενικού Λυκείου
Ο Ρ Γ Α Ν Ι Σ Μ Ο Σ Ε Κ Δ Ο Σ Ε Ω Σ ΔΙΔΑΚΤΙΚΩΝ ΒΙΒΑΙΩΝ
ΑΘΗΝΑ
Συγγραφείς: Γκίβαλος Μενέλαος Λέκτορας Πολιτικής Επιστήμης, Πανεπιστήμιο Αθηνών Γρηγοροπούλου Βασιλική Διδάκτωρ Φιλοσοφίας - Καθηγήτρια Π.Σ.Π Α. - Διδάσκουσα στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Κοτρόγιαννος Δημήτρης Επίκουρος Καθηγητής Πολιτικής και Κοινωνικής Φιλοσοφίας, Πανεπιστήμιο Κρήτης Μανιάτης Γιώργος Επίκουρος Καθηγητής Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας, Πανεπιστήμιο Αθηνών Επιστημονική επιμέλεια Κοτρόγιαννος Δημήτρης Εποπτεία στο πλαίσιο του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου Πετρόπουλος Νικόλαος, Σΰμβουλος Κοινωνιολογίας Μέλη της Επιτροπής Κρίσης: Οικονόμου Θεόδωρος, Επίκουρος Καθηγητής Κοινωνιολογίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Κονιόρδος Μιχάλης, Καθηγητής Οικονομικής Επιστήμης ΤΕΙ, Ηιιείρου Μαυρίδης Ηρακλής, Κοινωνιολόγος - Επιστημολόγος, Επιστημονικός Συνεργάτης στο ΓΙάντειο Πανεπιστήμιο. Πετροπούλου Χριστίνα, Φιλόλογος - Κοινωνική Ανθρωπολόγος, Καθηγήτρια Δευτοροβάθμιας Εκπαίδευσης Ψύλλα Μαριάννα, Πολιτικός Επιστήμονας, Λέκτορας, Πάντειο Πανεπιστήμιο
Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α Εισαγωγή
11
1. ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ 1.1.
Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ
13
1.1.1. Ο Πλάτων και η επίδραση του
14
1.1.2. Ο Αριστοτέλης και η επίδραση του
16
1.1.3. Η επίδραση των Αράβων
17
1.1.4. Η αντίληψη της Αναγέννησης περί επιστήμης
18
1.1.5. Η επιστήμη ως καθολική και τέλεια γνώση
20
1.1.6. Η επιστήμη ως έρευνα
20
1.1.7. Φ.Βάκων
21
1.1.8. Καρτέσιος
22
1.1.9. Γαλιλαίος
23
1.1.10. Τα κΰρια χαρακτηριστικά του επιστημονικού πνεύματος
25
1.2. Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΜΕΧΡΙ ΤΟΝ 16ο ΑΙΩΝΑ 1.2.1. Αρχαιότητα
26
1.2.2. Θεολογική σκέψη και Κοινωνικές Επιστήμες
27
1.2.3. Επιστήμη και Κοινωνικές Επιστήμες
29
1.2.4. Οι Κοινωνικές Επιστήμες τον 16ο αιώνα
30
2. ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ 2.1.
ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΕΣΑΙΩΝΑ ΣΤΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
38
2.1.1. Οικονομική και κοινωνική ζωή στον Μεσαίωνα
39
2.1.2. Αναγέννηση και ανακαλύψεις
41
2.1.3. Αστικοποίηση
46
2.1.4. Από την κοινότητα στην κοινωνία
48
2.1.5. Η γένεση των εθνικών κρατών
49
2.1.6. Η Βιομηχανική Επανάσταση
51
2.2.
Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΩΝ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΟΝ 17ο ΚΑΙ ΤΟΝ 18ο ΑΙΩΝΑ
54
2.2.1. Η Πολιτική Επιστήμη
54
2.2.2. Οικονομία
56 7
2.2.3. Ψυχολογία
57
2.2.4. Κοινωνιολογία
59
2.2.5. Η Εγκυκλοπαίδεια (1751-1772)
59
3. ΘΕΜΕΑΙΩΤΕΣ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ 3.1.
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ
66
3.1.1. Τόμας Χομπς: Η θεμελίωση του απολυταρχικού κράτους
68
3.1.2. Ο Τζων Λοκ και η 4>ιλελευθεροιιοίηοη του κράτους
70
3.1.3. Ζαν-Ζακ Ρουσσώ: Οι όροι ενός δημοκρατικού κράτους
73
3.1.4. Καρλ Μαρξ: Η θεωρία των παραγωγικών δυνάμεων και κριτική του κράτους. . 74 3.2.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ
79
3.2.1. Ο Άνταμ Σμιθ και η γένεση της κλασικής σχολής της Πολιτικής Οικονομίας
80
3.2.2. Ο Ρικάρντο και οι αρχές της κλασικής Πολιτικής Οικονομίας
82
3.2.3. Καρλ Μαρξ: Μισθωτή εργασία και κεφάλαιο
83
3.2.4. Τζων Κέυνς: Η πολιτική του κράτους στη μεγάλη κρίση
86
3.3.
89
ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ
3.3.1. Η γένεση της Κοινωνιολογίας
91
Ο Αύγουστος Κονι και η Κοινωνιολογία ως κοινωνική Φυσική 3.3.2. Ο Καρλ Μαρξ και η διαλεκτική των κοινωνικών σχέσεων
93
3.3.3. Ο Εμίλ Ντυρκέμ και η Κοινωνιολογία ως μελέτη των κοινωνικών γεγονότων . 96 3.3.4. Ο Μαξ Βέμπερ και ο τύπος της ορθολογικής πράξης 3.4.
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ
99 102
3.4.1. Β. Βουντ: Ενδοσκόπηση και Πειραματική Ψυχολογία
103
3.4.2. Τζων Γουότσον: Η μελέτη της συμπερκροράς
105
3.4.3. Ο Μαξ Βερτχάιμερ και η μορφολογική σχολή (Gestalt Psychology) . . . . 105 3.4.4. Ο Σ. Φρόυντ και η γένεση της Ψυχανάλυσης
107
3.4.5. Κοινωνική Ψυχολογία
108
3.5.
110
ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ
Α. Βρετανοί κοινωνικοί ανθρωπολόγοι 3.5.1. Ο Μαλινό(ρσκι, θεμελιωτής της έρευνας ιιεδίου και του λειτουργιομού οτην Ανθρωπολογία 3.5.2. Ο Ράντκλιφ-Μπράουν και η σχολή του δομο-λειτουργισμού
112 114
3.5.3. Ο Έβανς-ΓΙρίτσαρντ, η συμβολή του οτην Πολιτική Ανθρωπολογία και στη σύνδεση Ιοτορίας-Ανθρωπολογίας
115
Β. Η γαλλική σχολή Κοινωνικής Ανθρωπολογίας 3.5.4. Ο Κλωντ Λεβί-Στρως και η θεμελίωση του γαλλικού στρουκτουραλισμού .117 Γ. Αμερικανική σχολή Ανθρωπολογίας 3.5.5. Η Μάργκαρετ Μηντ και η Πολιτισμική Ανθρωπολογία
119
4. ΜΕΘΟΔΟΙ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ 4.1. Αιτίες ανάπτυξης των Κοινωνικών Επιστημών
129
4.2. Η αντικειμενικότητα
131
4.3. Η διεπιστημονικότητα στις Κοινωνικές Επιστήμες
132
4.4. Μέθοδος ως σχέδιο και τεχνική κοινωνικής έρευνας
133
4.5. Μέθοδος
135
4.6. Συγκριτική μέθοδος
136
4.7. Ιστορική μέθοδος
138
4.8. Ο θετικισμός I.
Βασικά χαρακτηριστικά
140
II.
Ιστορικά στάδια του θετικισμού
141
4.9. Ο μεθοδολογικός ατομισμός
143
4.10. Διαλεκτική μέθοδος
145
4.11. Λειτουργισμός
147
4.12. Δομισμός
150
4.13. Συστημική ανάλυση
155
5. ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΕΣ 5.1.
Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
166
5.1.1. Το κράτος-έθνος
167
5.1.2. Οικογένεια - ρόλοι, δομή της σύγχρονης οικογένειας
170
5.1.3. Πολυπολιτισμικότητα-διαπολιτισμικές σχέσεις
176
5.1.4. Παγκοσμιοποίηση
178
5.2.
ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΚΑΤΑΚΕΡΜΑΤΙΣΜΟΥ ΠΟΥ ΑΠΑΙΤΟΥΝ ΣΥΝΘΕΤΗ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
184
5.2.1. Κοινωνικός αποκλεισμός
184
5.2.2. Ανεργία
188
5.2.3. Μεταναστευτικά ρεύματα-ρατσισμός
195
5.2.4. Βία στην κοινωνία
199 9
5.3.
ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
202
5.3.1. Περιβάλλον
202
5.3.2. Βιοτεχνολογία-βιοηθική
207
5.3.4. Το ανθριόπινα δικαιώματα
210
6.
ΟΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΣΗΜΕΡΑ. Η ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ ΚΑΙ ΣΤΗ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΛΛΑΔΑ
6.1.
Ο ΑΝΑΓΚΑΙΟΙ ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ. . . . . . . 221
6.2.
Η ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ
223
6.2.1. Πολιτική Επιστήμη
225
6.2.2. Οικονομικές Επιστήμες
227
6.2.3. Κοινωνιολογία
227
6.2.4. Κοινωνική Ανθρωπολογία
228
6.3.
228
ΟΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
6.3.1. Οι σπουδές των Κοινωνικών Επιστημών στην Ελλάδα
231
6.3.2. Επαγγελματικές προοπτικές
232
ΓΕΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
235
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
239
10
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Κάθε άνθρωπος οιην καθημερινή του ζωή αντιμετωπίζει προβλήματα με τη δουλειά του, με το κόστος και την ποιότητα ζωής, με το κοινωνικό περιβάλλον, με την οικογένεια, με τη συμμετοχή του στα κοινά, κτλ. Συχνά το άτομο αισθάνεται αδύναμο να τα αντιμετωπίσει μόνο του, αντιλαμβάνεται ότι οι γνώσεις του σε μια κοινωνία ολοένα και πιο συνθέτη δεν επαρκούν, με αποτέλεσμα να βρίσκεται σε αδιέξοδο, να καταλαμβάνεται από άγχος και απογοήτευση και να επιλέγει άστοχους τρόπους αντίδρασης. Η αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων και η εξεύρεση βιώσιμων λύσεων απαιτεί συχνά εξειδικευμένες γνώσεις που υπερβαίνουν τον κοινό νου. Παλαιότερα, ο κοινός νους είχε την τάση να προσφεύγει στη θρησκεία για να βρει λύσεις. Στη σύγχρονη κοινωνία, το ρόλο αυτό αναλαμβάνουν οι Κοινωνικές Επιστήμες, δηλαδή η Κοινωνιολογία, η Οικονομία, η Κοινωνική Ανθρωπολογία, η Ψυχολογία, η Νομική και η Πολιτική Επιστήμη. Καθεμιά από αυτές μελετά ορθολογικά τη συγκρότηση και την έκφραση συγκεκριμένων πλευρών της ατομικής και της συλλογικής ζωής του ανθρώπου. Παρέχει συστηματικές και μεθοδικές γνώσεις για να αναλυθεί ο συγκεκριμένος τομέας τον οποίο μελετά: η οικονομία, οι κοινωνικές σχέσεις, η πολιτική δραστηριότητα, η προσωπικότητα του ανθρώπου, κτλ. Ό μ ω ς , παρά τον εξειδικευμένο χαρακτήρα καθεμιάς από τις Κοινωνικές Επιστήμες, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο πολιτισμός και η ζωή της κοινωνίας δεν είναι άθροισμα μεμονωμένων κομματιών, αλλά η συνεκτική εικόνα ενός κόσμου που πρέπει να τον μελετήσουμε συνδυαστικά, δηλαδή στην ενότητά του, για να κατανοήσουμε σφαιρικά τον εαυτό μας και τις σχέσεις μας με τους άλλους. Αποφεύγοντας την αδιαλλαξία και την επιστημονική αποκλειστικότητα, αξιοποιούμε τις διαφορετικές προσεγγίσεις, που έχουν θετικές επιπτώσεις στην πρόοδο της κοινωνικής ζωής συνολικά. Το βιβλίο λοιπόν Ιστορία των Κοινωνικών Επιστημών στόχο έχει να αποτελέσει μια χρήσιμη εισαγωγή στην κοινωνική σκέψη και προβληματική για τους μαθητές και τις μαθήτριες της Β' Λυκείου. Πράγματι, η ιστορία της κοινωνικής σκέψης δεν εί11
ναι χρήσιμη μόνο για να συνειδητοποιήσουμε την πορεία του ανθρώπινου πνεύματος και την προόδο του πολιτισμού, αλλά και για να κατανοήσουμε τους όρους συγκρότησης του κοινωνικού προβληματισμού της επιστήμης. Η πρόκληση των κοινωνικών φαινομένων ήταν πάντοτε παρούσα, αλλά η εξήγηση των αιτιών τους και η αποτελεσματική αντιμετώπιση των συνεπειών τους ήταν απόρροια της διαμόρφωσης των Κοινωνικών Επιστημών στη νεότερη εποχή με βάση τη μεθοδολογία και την προβληματική των Φυσικών Επιστημών. Μελέτη λοιπόν της ιοτορίας της κοινωνικής σκέψης δε σημαίνει στείρα εκμάθηση των ιδεών των μεγάλων στοχαστών για ιην κοινωνική πραγματικότητα, αλλά προσοικείωοη μιας τελεσφόρου λογικής και κριτικής ανάλυσης για την κατανόηση της κοινωνίας. Αυτή η προσοικείωοη μας ευαισθητοποιεί περισσότερο απέναντι στα κοινωνικά προβλήματα και ενισχύει την ικανότητά μας να επιζητούμε την έλλογη επίλυσή τους. Η Ιστορία των Κοινωνικών Επιστημών είναι μια σύνοψη των ουσιαστικών και σταθερών αναφορών της κοινωνικής σκέψης και της κοινωνικής προβληματικής προορισμένη να ικανοποιήσει ένα πρόγραμμα διδασκαλίας στο Λύκειο και από αυτή την άποψη πρέπει να αντιμετωπιστεί. Είναι μια απόπειρα εισαγωγής στις πλέον βασικές έννοιες της κοινωνικής σκέψης και συστηματική περιγραφή των πιο σημαντικών κοινωνικών προβλημάτων της εποχής μας. Η επιλογή δεν ήταν αυτονόητη, αλλά σκοπό είχε αφ' ενός να παρουσιάσει οίο μέτρο του δυνατού την ιστορία της προοδευτικής τροποποίησης και βελτίωσης αυτών των εννοιών για την κατανόηση της κοινωνικής πραγματικότητας, και αφ' ετέρου να πληροφορήσει τους μαθητές και τις μαθήτριες για τα διάφορα πεδία εφαρμογής που μπορεί να έχει αυτή η μεθοδολογική περιήγηση. Είναι ευνόητο λοιπόν ότι αυτό το βιβλίο δεν μπορεί να αποτελέσει ένα διεξοδικό και εμπεριστατωμένο εγχειρίδιο. Οι συγγραφείς του το γνωρίζουν και ελπίζουν στην κατανόηση των αναγνωστών, και ιδιαίτερα των μαθητών, στους οποίους και απευθύνεται. Το δύσκολο αυτό εγχείρημα ανέλαβε μία ομάδα αποτελούμενη από τον Μ. Γκιβαλο, τη Β. Γρηγοροπούλου Δ. Κοτρόγιαννος και τον Γ. Μανιάτη. Η ομάδα συνεργάτηκε τόσο στην επεξεργασία όσο και οιην ενοποίηση των κεφαλαίων, την ευθύνη για την συγγραφή κάθε κεφαλαίου είχε και διαφορετικός συνεργάτης. Ειδικότερα ο Δ. Κοτρόγιαννος έγραψε το Ιο κεφάλαιο, η Β. Γρηγοροπούλου και ο Γ. Μανιάτης το 2ο κεφάλαιο, η Β. Γρηγοροπούλου το 3ο κεφάλαιο, ο Γ. Μανιάτης και ο Δ. Κοτρόγιαννος το 4ο κεφάλαιο και ο Μ. Γκιβαλος το 5ο και 6ο κεφάλαιο. Τέλος θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε τον κ. Πετρόπουλο Νικόλαο για την καθοριστική του συμβολή στην nap0Ypaq>o 4. 4. Αθήνα 10.4.1999 Οι συγγράφεις 12
1. Ε Π Ι Σ Τ Η Μ Η ΚΑΙ Κ Ο Ι Ν Ω Ν Ι Κ Ε Σ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ Εισαγωγή: Στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου θα εξετάσουμε τους όρους με τους οποίους διαμορφώνεται η νεότερη επιστημονική αντίληψη, καθώς και την ουσιαστική συνεισφορά της στην αυτόνομη ανάπτυξη των Κοινωνικών Επιστημών. Θα αναφερθούμε στη σημασία της αρχαίας ελληνικής σκέψης αλλά και του μεσαιωνικού πνεύματος και της Αναγέννησης, που επέτρεψαν στους νεότερους στοχαστές, και ιδιαίτερα στον Γαλιλαίο, να ορίσει εκ νέου την ιδέα της επιστήμης και να επαναπροσδιορίσει το επιστημονικό πρότυπο. Η θεμελίωση αυτή της επιστήμης είναι απαραίτητη, γιατί αφ' ενός συνέβαλε καθοριστικά στο να χειραφετηθεί ο ανθρώπινος λόγος από τη θεολογία, και αφ' ετέρου προσέφερε τις απαραίτητες επιστημονικές έννοιες για να οργανωθεί συστηματικά πλέον, από τον 16ο αιώνα και μετά, η κοινωνική δομή. Διδακτικοί στόχοι: Σκοπός του κεφαλαίου είναι να βοηθήσει τους μαθητές και τις μαθήτριες να κατανοήσουν: α) τις ρήξεις και τις υπερβάσεις του ανθρώπινου πνεύματος που οδήγησαν στη συγκρότηση της «νέας» επιστημονικής αντίληψης, και β) τις προϋποθέσεις μελέτης και ανάλυσης της κοινωνίας με βάση το μεθοδολογικό λόγο τον οποίο επιβάλλει το νέο επιστημονικό πνεύμα. Εισαγωγικές ερωτήσεις: Από ποια ανθρώπινη ανάγκη γεννήθηκε η επιστήμη; Η μυθολογία και η θρησκεία δεν προσπαθούν να ερμηνεύσουν τον κόσμο που μας περιβάλλει και να ορίσουν τη συγκρότηση της κοινωνικής ζωής; Η διαφορά επιστήμης και θρησκείας δεν αναδεικνύει κατ' ουοίαν τη δυνατότητα του ανθρώπου να ορίσει αυτόνομα τη ζωή του; Η επιστημονική προσέγγιση της κοινωνικής πραγματικότητας δε μας βοηθά να κατανοήσουμε τους άλλους και τον εαυτό μας, ώστε να αντιμετωπίσουμε καλύτερα τα ατομικά και τα κοινωνικά προβλήματα;
1.1. Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ Η λέξη «επιστήμη» δεν είχε πάντα την ίδια σημασία και αξία. Ο Πλάτων την τοποθετούσε στον πιο υψηλό βαθμό γνώσης. Ο Αριστοτέλης θεωρούσε ότι η επι13
στήμη έδειχνε την αναγκαία και αιώνια τάξη των πραγμάτων. Στον Μεσαίωνα, ο όρος «επιστήμη» ταυτιζόταν με την αλήθεια του Θεοΰ και φανέρωνε τη γνώση που ο Θεός είχε για τον κόσμο. Στην εποχή μας, επικρατεί η άποψη ότι η επιστήμη είναι η ορθολογική και ακριβής γνώση, η οποία αποδεικνύεται μεθοδικά και αντικειμενικά. Βέβαια, αυτό το δεσμευτικό και γενικό πρότυπο της σύγχρονης επιστήμης δεν είναι πρόσφατη κατάκτηση του ανθρώπινου πνεύματος. Το δρόμο προς αυτή την κατεύθυνση άνοιξαν οι φιλόσοφοι Βάκων και Καρτέσιος, οι οποίοι ανέπτυξαν με σαφήνεια και ακρίβεια τη στάση της εποχής τους απέναντι στην επιστήμη, τονίζοντας ότι η εξήγηση της φύσης πρέπει να γίνει με αναφορά στην ίδια τη φύση και όχι στην παράδοση (στη Βίβλο, στα έργα του Αριστοτέλη ή στα θεολογικά κείμενα). Φυσικά, η ρήξη με τους Αρχαίους δε συντελέστηκε αιφνίδια. Προετοιμάστηκε αργά και μέσα από σύνθετες διαδικασίες συνεχούς επανερμηνείας τόσο της αρχαιοελληνικής όσο και της θεολογικής σκέψης από τη σχολαστική φιλοσοφία και την Αναγέννηση. Το πέρασμα από την αξιοκρατική θεωρία του αρχαιοελληνικού προτύπου στην επιστημονική έρευνα της σύγχρονης εποχής έγινε χάρη σε συνεχή κριτικό διάλογο με τη σκέψη του Πλάτωνος και του Αριστοτέλη, ώστε να κατανοηθεί ο κόσμος, η φύση. ΙΙαρακολουθ(όντας την ανάπτυξη του ανθρώπινου πνεύματος, μπορούμε, από τη μια, να αντιληφθούμε ότι η ιδέα της σύγχρονης επιστήμης είναι γέννημα μιας ιστορικής εποχής (16ος-17ος αιώνας). Από την άλ\η, θα δούμε ότι η έννοια της επιστήμης ανταποκρίνεται σε ένα λογικό και συστηματικό τρόπο σκέψης με τον οποίο ο άνθρωπος συλλαμβάνει το πραγματικό, βασισμένος στις ικανότητες του νου του και όχι στη θεία φώτιση ή σε μυθικές ερμηνείες και μεταφορές.
1.1.1. Ο Πλάτων και η επίδραση χου Η Λογική και τα Μαθηματικά είναι δύο από τις μεγάλες συνεισφορές της αρχαίας Ελλάδας στην επιστημονική σκέψη. Ο Θαλής, ο Αναξίμανδρος, ο Πυθαγόρας, ο Δημόκριτος, ο Ιπποκράτης συνέβαλαν ο καθένας με τον τρόπο του στη λογική και μαθηματική προσέγγιση της φύσης και του ανθρώπου. Ό μ ω ς η πρώτη συστηματική προσπάθεια για συνολική, καθολική εξήγηση της φύσης και του ανθρώπου έγινε από τον Πλάτωνα. Ιδιαίτερα στο έργο του Τίμαιος, όπου πραγματεύεται το μύθο της δημιουργίας του κόσμου, ο Πλάτωνας καταρτίζει ένα σχεδιάγραμμα για τη φιλοσοφική-επιστημονική ερμηνεία της φύσης. Την εξήγηση αυτή ο Πλάτων τη στηρίζει οτην παράσταση ενός Θεού-δημιουργού που έπλασε τον κόσμο. Σύμφωνα με την πλατωνική άποψη, υπάρχει ένας 14
και μοναδικός κόσμος ο οποίος είναι τέλειος και ωραίος και η πρώτη του αρχή είναι ένας νους ο οποίος ενεργεί σκόπιμα. Απέναντι λοιπόν στην τυχαία και άτακτη κίνηση του κόσμου, ο Πλάτων αντιπαραθέτει την αντίληψη ενός κόσμου ο οποίος κινείται συμφωνά με τους τέλειους σκοπούς του ύψιστου νου. Η ολική κίνηση του κόσμου προηγείται και καθορίζει τις επιμέρους κινήσεις. Κάθε μερικό γεγονός παράγεται από τους σκοπούς που καθορίζουν το όλον (τελεολογία). Ο ύψιστος νους ως πρώτη αρχή γίνεται πιο αντιληπτός αν κατανοήσουμε την αιτία αυτού του αισθητού κόσμου και τη σχέση του με τις ιδέες. Τα αισθητά πράγματα είναι απομίμηση των ιδεών. Ο αισθητός κόσμος είναι η σωματική διαμόρφωση των ιδεών μέσα στο χώρο. Δηλαδή ο Θεός-δημιουργός και πρώτη αρχή, έχοντας στο νου του τις ιδέες των πραγμάτων, τους έδωσε μορφή στο χώρο και στον αισθητό κόσμο. Η ιδέα είναι η γενική έννοια του πράγματος με όλες τις ιδιότητες του, ενώ η αισθητή παράσταση συνιστά την εξειδικευμένη μορφή του, γι' αυτό και η ιδέα είναι η αιτία που παράγει τα υλικά πράγματα. Ό π ω ς τα πράγματα είναι απομιμήσεις του αριθμού για τον Πυθαγόρα, έτσι και τα αισθητά πράγματα για τον Πλάτωνα δεν ανταποκρίνονται στις έννοιες παρά μόνο ως ένα βαθμό (ιδεαλισμός). Ο Πλάτων πιστεύει ότι διαμέσου των ιδεών μπορούμε να φτάσουμε στη γνώση της πρώτης αρχής και να εξασφαλίσουμε επιστημονική γνώση, ενώ, αντίθετα, διαμέσου της αντίληψης των αισθητών πραγμάτων, τα οποία έχουν κάποια ομοιότητα με τις ιδέες, μπορεί να σχηματίσουμε μια αληθοφανή γνώμη. Η αντίληψη ότι η ιδέα συνοδεύεται πάντα από μια αληθινή απόδειξη, ενώ η γνώμη δεν τεκμηριώνεται αποδεικτικά, επέδρασε αποτελεσματικά στη διαμόρφωση της σκέψης του ιερού Αυγουστίνου. Η διδασκαλία του Αυγουστίνου διακήρυττε ότι η αλήθεια των αισθητών πραγμάτων δε βρίσκεται στα ίδια τα αντικείμενα, αλλά στο γεγονός ότι ανταποκρίνονται ομοιόμορφα στο λόγο του Θεού. Το πνεύμα του Θεού είναι η τέλεια ενότητα, η αλήθεια που τα περιέχει όλα. Η αλήθεια κατοικεί στο εσωτερικό της ψυχής και βασικά εκφράζει τη λογική γνώση του Θεού, η δε εποπτεία της γνώσης του σύμπαντος προέρχεται ακριβώς α π ό αυτή την αρχή. Η αυστηρή λογική συνοχή και η αξιωματική τεκμηρίωση των Μαθηματικών χαρακτηρίζουν την αντίληψη περί επιστήμης κατά τον Μεσαίωνα υπό την επίδραση του Πλάτωνος (πλατωνικός Αυγουστίνος 15
σχολαστικισμός). Η λογική λειτουργία καταδεικνύει έτσι την παραγωγή του μερικού από το γενικό, δηλαδή μετατρε'πεται σε μια αιτιώδη διαδικασία όπου το καθολικό εκφράζεται μέσα στο ειδικό. Ο Θεός είναι η φύση και εκδηλώθηκε ως ιδιαίτερη μορφή μέσα στον κόσμο. Ένας λογικός πανθεϊσμός κυριαρχεί λοιπόν στην εξήγηση της φύσης. Η χριστιανική αντίληψη ότι ο Θεός είναι η πρώτη αιτία όλων των πραγμάτων και ο Θεός-δημιουργός του Πλάτωνος συγκλίνουν σε μια κοινή κατεύθυνση. Η αληθινή γνώση, δηλαδή η επιστήμη, εκφράζει την αιτιακή σχέση που εξαρτά το μέρος από το όλον.
1.1.2. Ο Αριστοτέλης και η επίδραση του Σύμφωνα με την αριστοτελική διδασκαλία, η γνώση δε στρέφεται στο εσωτερικό του ανθρώπου, αλλά στο εξωτερικό της φύσης. Η πρώτη αντίληψη έρχεται από τα φυσικά αντικείμενα τα οποία περιβάλλουν τον άνθρωπο και αποτελούν μέρος ενός κόσμου με απόλυτη λογική τάξη. Αυτός ο κόσμος είναι οργανωμένος μέσα από την αλληλεξάρτηση των μερών του και είναι ο τόπος της αλήθειας. Αναμφισβήτητα, για τον Αριστοτέλη, η αισθητή εμπειρία δεν ανήκει στη σφαίρα της επιστήμης, αλλά το ανθρώπινο πνεύμα, επεμβαίνοντας στην εμπειρική γνώση διαμέσου της αφαίρεσης, συνάγει τη γενική μορφή της ύλης και αντιλαμβάνεται τα πράγματα. Η επιστήμη λοιπόν παρουσιάζει τις λογικές διαδικασίες με τις οποίες από το γενικό, το οποίο γνωρίζουμε με έννοιες, συνάγεται το μερικό, που γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις. Η επιστήμη δείχνει τη λογική αναγκαιότητα με την οποία τα επιμέρους φαινόμενα παράγονται από τα γενικά αίτια και οι επιμέρους αισθητηριακές αντιλήψεις από τις γενικές εννοιολογικές γνώσεις. Η αναζήτηση όμως αυτών τ(ον γενικών και αρχικών αιτίων δε γίνεται με τις ίδιες βεβαιωμένες αποδείξεις που υπάρχουν στην παρουσίαση της παραγωγής των αποτελεσμάτων από εξακριβωμένες αιτίες. Η έρευνα για την ανάδειξη των πρώτων αιτίων ξεκινά από το μερικό, την αισθητηριακή αντίληψη, και πορεύεται προς την κοινή γνώμη και το γενικό, για να μπορέσει ύστερα να αποδείξει την παραγωγή του μερικού. Η μεθοδολογική ερευνητική διαδικασία για την αναζήτηση της αρχικής αιτίας είναι επαγωγική και η απόδειξη της συγκρότησης του μερικού από το γενικό είναι παραγωγική. Το πρόβλημα λοιπόν είναι με ποιο τρόπο μια δραστηριότητα καθαρά διανοητική, η οποία περνά από την αίσθηση στη διάνοια, μπορεί να ανήκει στην ανθρώπινη ύπαρξη. Η απάντηση που επιχειρείται να δοθεί βασίζεται στο λόγο, στις ικανότητες του νου να αναλύει, να εξειδικεύει, να γενικεύει και να θεσπίζει νόμους. 16
Ό μ ω ς η αμφίσημη ερμηνεία της προέλευσης και της ικανότητας για την πρόσληψη του λόγου οδήγησε τη σχολαστική φιλοσοφία σε δυο τάσεις κατανόησής του, τη χριστιανική και την αραβική. Ο Θωμάς Ακινάτης ενσωμάτωσε τον αριστοτελικό λόγο στις ανάγκες του θεολογικού δόγματος υποστηρίζοντας ότι ο λόγος προέρχεται από τον Θεό. Υπέταξε κατ' αυτό τον τρόπο τον αριστοτελικό ορθολογικό λόγο στην εξυπηρέτηση των θεολογικών απαιτήσεων και προσδοκιών. Η αριστοτελική αντίληψη για την επιστήμη εναρμονίστηκε με τη χριστιανική πίστη και οι νόμοι της q)ύoης θεωρούνται έκφραση της θείας βούλησης και των νόμων της.
Ρ
Ο αριστοτελισμός έδωσε τη δυνατότητα στη θεολογία να αποκτήσει τα μέσα και να υποτάξει την αισθητηριακή γνώση με την α ρ χ ή της ψυχικής πραγματικότητας που μας δόθηκε από τη χάρη του
Θ ω μ ά ς Ακινάτης
Θεού. Η εξωτερική πραγματικότητα ως αντικείμενο γνώσης καθίσταται δυνατή μόνο με τη μορφή της ψυχικής πραγματικότητας. Το ουσιαστικό όμως είναι ότι με αυτό τον τρόπο ο κόσμος της συνείδησης και ο υλικός κόσμος χωρίζονται ολοκληρωτικά και η επιστήμη ασχολείται σχεδόν μόνο με τη λογική αλληλουχία των εννοιών. Η άλλη επίδραση του Αριστοτέλη είναι εκείνη της αραβικής παράδοσης, και ιδιαίτερα του Αβερρόη. Ο Άραβας στοχαστής έδινε πρωτεύουσα σημασία στα εξωτερικά στοιχεία της φύσης και λιγότερο στον άνθρωπο, με αποτέλεσμα να υπονομεύει έμμεσα τον θρησκευτικό και το θεολογικό λόγο. Η επίδραση όμως των Αράβων στη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής επιστημονικής σκέψης έχει σημαντικότερη ιστορική σημασία.
1.1.3. Η επίδραση των Αράβων Η αραβική παράδοση δ ^ ) έ ρ ε ι από τη μεσαιωνική Δύση και τη χριστιανική φιλοσοφία. Οι κύριοι εκπρόσωποι της αραβικής σκέψης, από τον Αβικέννα ως τον Αβερρόη, δεν είναι κληρικοί, όπως στη Δύση, αλλά γιατροί, με αποτέλεσμα η μελέτη της αρχαίας Ιατρικής (Ιπποκράτης) και Φυσικής να συνδυάζεται με εκείνη της Φιλοσοφίας. Η επιστημονική παιδεία των Αράβων δεν ήταν αυτοφυής, αλλά στηριζόταν 17
σε πολύ μεγάλο βαθμό στην αρχαιοελληνική σκέψη. Το αποτέλεσμα ήταν ότι οι νεοπλατωνικοί (Πλωτίνος και Πρόκλος), τα συγγράμματα του Αριστοτέλη, οι Νόμοι και ο Τίμαιος του Πλάτωνος μεταφράστηκαν στα αραβικά. Έτσι, η επιστημονική συζήτηση εξαπλώθηκε από τη Βαγδάτη ως την Κόρδοβα και η επιστημονική αυτή κίνηση μετέδωσε την αρχαιοελληνική σκέψη στη Δύση, λόγω των σταυροφοριών και των εμπορικών σχέσεων που είχαν οι Άραβες με τη Δύση. Από την επαφή της με την Ανατολή, η δυτικοευρωπαϊκή σκέψη και τα πανεπιστήμια, ιδιαίτερα του Παρισιού, γνώρισαν τη Λογική του Αριστοτέλη και τα πραγματολογικά μέρη του συστήματος του, με αποτέλεσμα να ανανεωθεί η συζήτηση για τη μεθοδολογική προσέγγιση και την επιστημονική έρευνα. Ο συνδυασμός και η συγκριτική μελέτη φυσικών και q)L\ooo(]>iK(0v προβλημάτων, που διέκριναν την αραβική σκέψη, εξασφάλισαν κατ' ουοίαν σιην επιστημονική σκέψη μια βάση πραγματολογικών δεδομένων. Αυτή η σχέση του λόγου με την πραγματικότητα διεύρυνε αποτελεσματικά το πεδίο των εμπειρικών γνώσεων και ανέδειξε τη μεγάλη συμβολή τους στην ανάπτυξη των φιλοσοφικών εννοιών. Ο αραβικός αριστοτελισμός, με τις αναφορές του στη φυσική πραγματικότητα (ρεαλισμός), ενίσχυσε το ορθολογικό πνεύμα και έδωσε τη δυνατότητα να αναλυθούν λογικά και μεθοδολογικά οι θρησκευτικές κοσμοθεωρίες. Με άλλα λόγια, η διδασκαλία των Αράβων αξιοποίησε το γνωσιολογικό υλικό των φυσικών δεδομένων στη μελέτη των ιδεαλιστικών θεολογικών αντιλήψεων. Αυτός ο μετριοπαθής ρεαλισμός της αραβικής σκέψης, που αναδεικνύει τον ουσιαστικό ρόλο της εμπειρικής γνώσης στη συστηματική κατανόηση του κόσμου, αποκάλυπτε - χ ω ρ ί ς βέβαια να θεμελιώνει- τις βάσεις της νέας κοσμικής γνώσης, η οποία ήταν ενάντια σε μια νοησιαρχία με σχολαστικές και μυστικιστικές όψεις.
1.1.4. Η αντίληψη της Αναγέννησης περί επιστήμης Η Αναγέννηση εκφράζει την αξιοθαύμαστη ανανέωση των γνώσεων του ανθρώπου που αφορούν τη φύση, τα γράμματα και τις τέχνες. Απέναντι στις αυστηρές παραστάσεις ενότητας της μεσαιωνικής σκέψης και στις συγκεντρωτικές αντιλήψεις της Σχολαστικής Φιλοσοφίας, η Αναγέννηση αντιπροσωπεύει την έξοδο του ανθρώπινου πνεύματος προς τον άπειρο σε εκφράσεις κόσμο της φύσης. Χωρίς αμφιβολία η Αναγέννηση της σκέψης συντελέστηκε κυρίως στα γράμματα και στις τέχνες και όχι τόσο στις επιστήμες. Η πνευματική καλλιέργεια του ανθρώπου και η εντρύφηση στις επιστημονικές αξίες και στις ανθρωπιστικές αρχές της αρχαιοελληνικής σκέψης συνέβαλαν καθοριστικά στην ανάδειξη των δημιουργικών ικανοτήτων του ανθρώπινου λόγου. 18
Η αναβίωση του θεωρητικού πνεύματος είναι το νόημα του νέου επιστημονικού τύπου. Ό π ω ς και σιην Αρχαιότητα, έτσι και τώρα η γνώση της πραγματικότητας είναι και πάλι ο μόνος σκοπός της επιστημονικής έρευνας. Το αποτέλεσμα είναι ο θεωρητικός στοχασμός να προσανατολιστεί ουσιαστικά προς τη Φυσική Επιστήμη, αφήνοντας κατά μέρος την αινιγματική διάσταση της εσωτερικότητας που πρέσβευε η Σχολαστική Φιλοσοφία. Ο στοχασμός υποτάσσεται πλέον σε μια κοσμική παράσταση και απελευθερώνεται από την εσωτερικότητα της πίστης. Ο άνθρωπος αποκτά, έτσι, εμπιστοσύνη στον εαυτό του και ε δ ρ ά ζ ε τ α ι ως αυτόνομη οντότητα. Αυτή η ανθρωπιστική κίνηση ήταν αδιάφορη απέναντι στις θρησκευτικές αντιλήψεις και εκφράζει άμεσα την ανάγκη του διαχωρισμού της Φιλοσοφίας από τη θεολογία. Η ανάπτυξη της Φιλοσοφίας σε αυτοδύναμη κοσμική επιστήμη δηλώνει ότι κύριο έργο της Φιλοσοφίας είναι πλέον ο (γνωστικός και πρακτικός) έλεγχος της φύσης. Η Φιλοσοφία κατά την Αναγέννηση εκφράζει την τάση να γίνει η Φιλοσοφία επιστήμη της φύσης και να προσδιορίσει τη θέση του ανθρώπου μέσα στον κόσμο. Η αλλαγή των παραστάσεων χάρη στις εξερευνήσεις και στις ανακαλύψεις ανέτρεψε και άλλαξε τα πολιτισμικά δεδομένα, διαμορφώνοντας μια νέα άποψη για τον κόσμο που κλόνισε αισθητά την ανθρωποκεντρική παράσταση του Μεσαίωνα. Αυτή η μεταβολή ενισχύεται με την ανάπτυξη της Αστρονομίας. Χάρη στη θεωρία του Κοπέρνικου (Copernicus), ο άνθρωπος δεν είναι πλέον το κέντρο του κόσμου, όπως η Γη έπαψε να είναι επίκεντρο του σύμπαντος. Η θεωρία του Κέπλερ (Kepler), επιβεβαίωσε την αρμονική ενότητα της q)υσικής των ουράνιων σωμάτων (μακρόκοσμος) και της φυσικής των γήινων σωμάτων (μικρόκοΚοπέρνικος σμος), που διέπονται από τους ίδιους μαθηματικούς νόμους. Η επιστημονική τεκμηρίωση αυτών των φυσικών φαινομένων γίνεται από τον Νεύτωνα (Newton) τον 18ο αιώνα. Βέβαια, αυτή η τάση της επιστημονικής και πνευματικής αυτονομίας δεν ξεφεύγει εντελώς από τις επιδράσεις του παρελθόντος, ιδιαίτερα από αντιλήψεις που απέδιδαν στα πράγματα μια ψυχή ανάλογη με την ανθρώπινη (ανιμισμός). Οι στοχαστές της Αναγέννησης, υπό την επίδραση των νεοπλατωνικών αντιλήψεων, θεωρούσαν ότι η ζωή της φύσης κυριαρχείται από πνεύματα και από μια σύνθεση εσωτερικών δυνάμεων που θα μπορούσαν να υποταχθούν από 19
τον άνθρωπο με τη γνώση και τη θέληση. Έτσι, η μαγεία και η αστρολογία ήταν πολύ διαδεδομένες στην περίοδο αυτή. Οι αλχημιστές, όπως ο Παράκελσος, (Paracelsus), προσπάθησαν να αξιοποιήσουν τη μαγεία της φύσης. Έβλεπαν το φυσικό κόσμο ως ένα σύνολο ενεργών δυνάμεων που βρίσκεται σε ενότητα με τον άνθρωπο. Απέναντι λοιπόν στην αριστοτελική αντίληψη της επιστήμης, την οποία αυτή την περίοδο εκπροσωπούν οι θεολόγοι και γενικότερα ο κόσμος της Εκκλησίας, η φυσιοκρατική θεώρηση της Αναγέννησης γοητεύει τα ανήσυχα πνεύματα και βρίσκει ανταπόκριση στο λαό.
1.1.5. Η επιστήμη ως καθολική και τέλεια γνώση Ανεξάρτητα από την πρόοδο η οποία συντελέστηκε στο διάβα των αιώνων ως προς τη συγκρότηση της έννοιας «επιστήμη», το μεγαλύτερο μέρος της δυτικής παράδοσης διατηρούσε ως την Αναγέννηση το πρότυπο της τελειότητας, το οποίο και συνέδεε με τη γνώση. Ο σοφός, ο στοχαστής, είναι εκείνος που γνωρίζει καλά. Είναι επιλήψιμο λοιπόν να επικαλείται αμφιβολία και σχετική άγνοια, γιατί αυτό είναι σημείο σκεπτικισμού και ισοδυναμεί με την ακύρωση της τέλειας γνώσης. Αναμφίβολα ο σοφός δε γνώριζε εκ γενετής, προσέφευγε οτην επιστήμη, αλλά η εκμάθηση ήταν γρήγορη και καθολική. Είχε την έννοια της μύησης, γεγονός που ανταποκρίνεται στην αντίληψη ότι η αλήθεια είναι ολοκληρωτική και υπερβατική. Αυτή η ιδέα της αλήθειας περιέκλειε ταυτόχρονα όλους τους τομείς, τη θρησκεία, την οντολογία, τη μεταφυσική και, ακόμη, τη Νομική, την Ιατρική, την Πολιτική, που σήμερα είναι διαχωρισμένες. Η επιστήμη εξασφάλιζε σε όποιον την κατείχε τη γνώση των αξιών και των αληθειών, τη σοφία και την αρμονία, καθώς και το σεβασμό εκ μέρους των θεϊκών δυνάμεων.
1.1.6. Η επιστήμη ως έρευνα Η νεότερη εποχή εγκαινιάζεται με μια διανοητική αλλαγή: η ιδέα της επιστήμης ως απόλυτης υποκαθίσταται από μια επιστήμη του γίγνεσθαι. Η λέξη «επιστήμη» προσλαμβάνει κυρίως τη σημασία της έρευνας και της αναζήτησης. Το κύρος της παράδοσης κλονίζεται και συνδέεται με τη στείρα υποταγή στο πνεύμα του παρελθόντος. Η αλήθεια οφείλει να αναζητηθεί όχι στο παρελθόν αλλά στο μέλλον. Η γνώση δε συνιστά ήδη αποκτημένη περιουσία που λειτουργεί ερμηνευτικά. Κατακτάται όμως στο μέτρο που το ανθρώπινο πνεύμα απελευθερώνεται από την α20
δράνεια και την προσήλωση στο παρελθόν και στις αμετακίνητες ιδέες που το χαρακτήριζαν. Ο σοφός δεν είναι εκείνος που γνωρίζει, αλλά εκείνος που αναζητά, έχοντας συνειδητοποιήσει ότι δεν τίθεται θέμα να φτάσει στην καθολική και απόλυτη γνώση. Τ ο ζητούμενο είναι να αποκτήσει επιμέρους γνώσεις που να αποδεικνύονται πέρα από κάθε αμφιβολία. Τ η νέα αυτή θεώρηση του πνεύματος την προωθούν οι αναλύσεις του Βάκωνος και του Καρτέσιου και την αποκρυσταλλώνει ο Γαλιλαίος.
1.1.7. Φ. Βάκων Η ανθρωπιστική Αναγέννηση έτεινε στο να αποτελέσει μια αναβίωση λησμονημένων αξιών, ήταν επομένως στραμμένη κυρίως στο παρελθόν. Η σκέψη του Βάκωνος (Bacon) στρέφεται, αντίθετα, προς το μέλλον, στο οποίο προσανατολίζεται η επιστημονική ανάπτυξη. Το ανθρώπινο πνεύμα αναζητά διαρκώς νέους μεθοδολογικούς δρόμους για την αποκάλυψη του κόσμου. Ο Βάκων δεν αποβλέπει στο να δώσει απάντηση στα πάντα, αλλά στο να θέσει τα πάντα σε αμφισβήτηση. Η σκέψη του έχει ερωτήσεις για όλα, γι' αυτό και εγκαινίαζε διαρκώς προγράμματα έρευνας και αναζήτησης. Δεν μπόρεσε βέβαια να ξεπεράσει το στάδιο της ερωτηματικής διερεύνησης, όμως ο ανήσυχος εμπειρικός του λόγος απομάκρυνε το νου από τις θεολογικές και μεταφυσικές δεσμεύσεις, προετοιμάζοντας το έδαφος για τη νέα επιστήμη. Στα μάτια του Βάκωνος, επιστήμη δε σημαίνει μια διαδικασία εκμάθησης μιας ήδη τέλειας γνώσης ή συνειδητοποίηση της κατακτημένης εμπειρίας των προηγούμενων γενιών. Η μυστικιστική αντίληψη του Μεσαίωνα, η υποταγή του μαθητή στην αυθεντία του δασκάλου έχουν παρέλθει. Η επιστήμη εμφανίζεται πλέον ως ένα συλλογικό έργο της ανθρωπότητας, η οποία πορεύεται προς την πρόοδο. Η παγιωμένη γνώση που χαρακτήριζε την ιδέα της επιστήμης, με σκοπό να διατηρηθούν οι σχέσεις των πραγμάτων αμετάβλητες, είναι ξεπερασμένη. Ο Βάκων ανέδειξε την υπεροχή της μεθοδικής γνώσης, διακηρύσσοντας την ενότητα λόγου και εμπειρίας. Η μέθοδος. Έ χ ο ν τ α ς συνειδητοποιήσει την αναγκαιότητα της μεθοδολογικής έρευνας για τη συγκρότηση της νέας επιστήμης, ο Βάκων αντιπαραθέτει το δικό του «νέο όργανο» στο αριστοτελικό. Η μέθοδος είναι όργανο, δηλαδή εργαλείο που μπορεί να το χρησιμοποιήσει όλος ο κόσμος. Κατ' αυτό τον τρόπο τα ανθρώπινα πνεύματα εξισώνονται και η πνευματική υπεροχή διαδραματίζει επουσιώδη ρόλο. Σκοπός του Βάκωνος είναι να οργανώσει τις αισθη21
τηριακές αντιλήψεις με τη μεθοδική παρατήρηση. Ο επιστήμονας λοιπόν καλείται να συμπληρώσει τη γνώση τους με το πείραμα, το οποίο επινοεί για να κατανοήσει την ορθή λειτουργία των πραγμάτων. Γι' αυτό η μέθοδος της επαγωγής θεωρήθηκε ορθότερη για την επεξεργασία των πραγματικών δεδομένων. Με την επαγωγική μέθοδο, η έρευνα πορεύεται σε γενικές προτάσεις (αξιώματα) και με βάση αυτές πλέον εξηγεί τα φαινόμενα. Η επαγωγή, με το πέρασμα από το ειδικό στο γενικό, συγκροτεί γενικές μορφές, δηλαδή τΰπους, βάσει των οποίων ο άνθρωπος μπορεί να αναλύει τη (ρύση, τον κόσμο αλλά και την ανθρώπινη ύπαρξη. Οι ψυχολογικές παραστάσεις του ανθρώπου, η βούληση, οι πολιτικές σχέσεις, οι κοινωνικές δραστηριότητες μπορούν να εξηγηθούν μεθοδικά και έτσι να αποκαλυφθούν οι παράγοντες που τις διαμορφώνουν και τις μεταβάλλουν. Ο Βάκων εισάγει τη θεμελιακή ά π ο ψ η ότι η γνώση του ανθρώπου, των πράξεών του και της φύσης στηρίζεται στην ίδια αφετηριακή αρχή της κατασκευής των γενικών μορφών διαμέσου των μερικίόν. Αναμφίβολα ο Βάκων δεν ανακάλυψε κανένα νόμο ούτε εισήγαγε καμιά θεωρία, αλλά κατανόησε το νόημα του επαγωγικού συλλογισμού και του έδωσε τέτοια διάσταση (όσιε να ελεγχθεί, να οργανωθεί και να γίνει αποτελεσματική η επιστημονική έρευνα σε όλα τα επίπεδα.
1.1.8. Καρτέσιος Τέλεια γνώση για τον Καρτέσιο (Descartes) είναι η μαθηματική γνώση. Τα Μαθηματικά έχουν βασικές αρχές, τα αξιώματα, τα οποία χάρη στη σαφήνεια και στην ενάργειά τους επιβάλλονται στο νου. Τα αξιώματα θεμελιώνουν τη λογική του συλλογισμού γιατί δείχνουν πώς περνάμε από το ένα σημείο στο άλλο κατά τρόπο που είναι ολοφάνερος στο νου. Συνεπώς, η Φιλοσοίρία, αλλά και κάθε τέλεια γνώση που αφορά το σύμπαν, τη φύση, τον άνθρωπο πρέπει να διαμορφωθεί με βάση τις επιταγές των Μαθηματικών. Επιστημονική γνώση λοιπόν για τον Καρτέσιο δεν είναι η αυστηρή περιγραφή του γεγονότος, αλλά η γνώση τού γιατί κάτι είναι όπως είναι. Έτσι, η μέθοδος του διακρίνεται από μορφές. Πρώτον, την αναλυτική, όπου το γεγονός είναι δεδομένο, αλλά ζητείται η αιτία της παραγωγής του. Δεύτερον, τη συνθετική, όπου η αιτία του γεγονότος είναι δεδομένη, και ζητείται το γιατί uqncnmai κατ' αυτό τον τρόπο. Επομένως, κάθε τέλεια γνώση πρέπει να βρει ή να επινοήσει υποθετικά την αρχική αιτία των πραγμάτων τα οποία μελετά για να μπορέσει να αποδείξει 22
τον τρόπο παραγωγής τους. Η Φιλοσοφία λοιπόν ως επιστημονική και τέλεια γνο')ση αναζητά την αξιωματική έννοια, την πρώτη αιτία και πρώτη α ρ χ ή της φύσης και των πραγμάτων, ώστε να καταδείξει πώς παράγονται τα πράγματα μέσα στον κόσμο. Μια iliHI'-i·: τέτοια έννοια για τον Καρτέσιο είναι ο Θεός και χρησιμεύει ως βάση για να εξηγήσουμε τον κόσμο. Το βασικό περιεχόμενο του καρτεσιανού ορθολογισμού συνίσταται λοιπόν στη συγκρότηση ενός συστήματος όπου όλες οι γνώσεις παράγονται λογικά από μια θεμελιωμένη αρχή, το λόγο. Ακριβώς αυτό είναι το νόημα της φράσης: «Cogito ergo sum». Δηλαδή μπορώ να αμφιβάλλω για όλα, για όσα μού μαθαίνουν οι αισθήσεις και η νόησή μου, για όσα με δίδαξαν οι άνθρωποι, για τα συμπεράσματα και τα αποφθέγματα των σοφών. Ό μ ω ς για ένα πράγμα δεν μπορώ να αμφιβάλλω: για το ότι συλλογίζομαι, για το ότι είμαι ένα ον που σκέφτεται και συλλαμβάνει αρχές, αιτίες, έννοιες για να εΜεταξοτυπία του Μαλεβίτς. ξηγήσει τα πράγματα. Ο Καρτέσιος υιοθεEiKovoYpaqjipi] για τις Αρχές της Φιλοσοψίας του Καρτε'σιου. τεί έτσι μια αρχή, το cogito, και ερμηνεύει τη φυσική πραγματικότητα με ορθολογικό τρόπο, συστηματοποιώντας τον αναλυτικό στοχασμό, τον οποίο ο Γαλιλαίος ανέδειξε ως το θεμελιώδες στοιχείο της σύγχρονης επιστήμης.
1.1.9. Γαλιλαίος Ο προσανατολισμός της σκέψης του Βάκωνος στην πρακτική εφαρμογή της γνώσης και στην άμεση τεχνική της χρησιμότητα τον εμπόδισε να αντιληφθεί το μέγεθος των θεωρητικών αξιών που έφερε στην επιφάνεια και τη σημασία τους για την επιστημονική έρευνα. Ιδιαίτερα σημαντικός είναι ο ρόλος των Μαθηματικών στην κατανόηση της φύσης. Την ανάδειξήτους αναλαμβάνει ο Γαλιλαίος (Galileo) θεμελιώνοντας τη Μηχανική, δηλαδή τη μαθηματική θεωρία της κίνησης. Η διά23
κρίση μεταξύ αντικειμενικής (επιστημονικής) πραγματικότητας και αισθητής (κοινής πρόσληψης της) πραγματικότητας επιτρέπει στον Γαλιλαίο να προχωρήσει σε αυτή την κατεύθυνση. Διακρίνει την αυστηρή παρατήρηση του πραγματικού και την απομόνίοση των απλών μορφών της φυσικής πραγματικότητας από την κοινή αντίληψη, για να περιορίσει τη σύγχυση και την προκατάληψη κατά τη διάρκεια της παρατήρησης. Στη συνέχεια, αυτή η αντικειμενική πραγματικότητα πρέπει να κατανοηθεί με μαθηματικούς όΓαλιλαίος ρους. Έτσι, εκεί όπου η επαγωγή του Βάκωνος αναζητούσε διά ιης αίσθησης τις μορφές των πραγμάτων για να εξηγήσει τις σχέσεις τους, η αναλυτική μέθοδος του Γαλιλαίου καταδεικνύει την απλούστατη ενέργεια της κίνησης και τη δυνατότητά της να προσδιοριστεί με μαθηματικό τρόπο. Με άλλα λόγια, η ανάλυση επισημαίνει και υποδεικνύει υποθετικά την πιο απλή μορφή κίνησης, με βάση την οποία μπορούν να εξηγηθούν όλες οι κινήσεις, ακόμη και οι πιο σύνθετες. Η ανάλυση είναι η μεθοδική αφαιρετική επέμβαση του στοχασμού για να αποκαλυφθεί και να μετρηθεί η απλούστερη απ' όλες τις κινήσεις. Στη συνέχεια, ο Γαλιλαίος, με τη συνθετική του μέθοδο, η οποία προϋποθέτει την αναλυτική, μπορεί πλέον να εξηγήσει τα αποτελέσματα αλληλεπιδράσεων της κίνησης σε εμπειρικό επίπεδο και να καταδείξει τον τρόπο παραγωγής τους. Η επιστήμη είναι μια ορθολογική κατάκτηση των πραγμάτων, η οποία προχωρεί από τα ιραινόμενα στις αιτίες και από τις αιτίες στις επενέργειες τους. Η επιστημονική γνώση είναι η γνώση που τεκμηριώνεται με αδιαμφισβήτητες αποδείξεις. Η επιστήμη βασίζεται στο θεωρητικό στοχασμό που προέρχεται από την άμεση πρόσληψη των πραγμάτων, είναι άρα απαλλαγμένος σε μεγάλο βαθμό από φανταστικές αντιλήψεις και υποκειμενικές γνώμες. Αυτή η αντίληψη για την επιστήμη επέδρασε καθοριστικά σιη διαμόρφωση του περιεχομένου της ObVoooqn^, η οποία γίνεται πλέον η θεωρητική και ορθολογική κατανόηση των πραγμάτων με βάση την έννοια της κίνησης (Μηχανική). Η σύνδεση αυτή είχε ως συνέπεια το διαχωρισμό της Φιλοσοφίας από τη θεολογία.
24
1.1.10. Τα κΰρια χαρακτηριστικά του επιστημονικού πνεύματος α. Η πρόοδος. Το νεότερο επιστημονικό πνεύμα διαμορφώνεται, όπως είδαμε, με το αίτημα να απελευθερωθεί από την αρχαιοελληνική και τη θεολογική παράδοση. Η πρόοδος του επιστημονικού πνεύματος συντελείται με την απόρριψη της αυθεντίας και την απαίτηση του λόγου να ερευνά, να ανακαλύπτει και να κατανοεί τις αρχές και τους νόμους της φύσης. Επιστήμη δεν είναι η οριστική κατάκτηση της γνώσης, αλλά η χειραφέτηση από την αυθεντία και η εξασφάλιση των όρων και των μέσων της ερευνητικής διαδικασίας για την κατάκτηση της γνώσης. β. Η έννοια της εμπειρίας. Η εμπειρική μέθοδος μετατοπίζει σταδιακά το κέντρο βάρους από την απλή παρατήρηση στο λογικό έλεγχο των φαινομένων. Η διαφορά μεταξύ του αρχαίου και του νέου επιστημονικού πνεύματος δεν εντοπίζεται τόσο στην οργάνωση της εμπειρίας, όσο στην απαίτηση του νέου επιστημονικού πνεύματος να προσλαμβάνει και να εξηγεί τα γεγονότα. Διερευνά υποθετικά τα γεγονότα για να ερμηνεύσει τα φαινόμενα τα οποία παρατηρεί και τα επαληθεύει για να τα θέσει υπό τον έλεγχο του. Η επιστημονική υπόθεση έχει το χαρακτήρα μιας επαληθευτικής πρότασης, γι' αυτό διεκδικεί τον τίτλο της αντικειμενικότητας. γ. Τα Μαθηματικά. Τα Μαθηματικά σηματοδοτούν την οριστική ρήξη του 17ου αιώνα με την παλαιά εποχή. Οι σχολαστικοί, συμφωνώντας με τον Αριστοτέλη, διέκριναν τα Μαθηματικά, τα οποία αφορούσαν τις ιδέες, από τη Φυσική, που αφορούσε τα φυσικά πράγματα. Ο Γαλιλαίος διακήρυττε ότι το βιβλίο της φύσης είναι γραμμένο με μαθηματικό τρόπο. Εννοούσε ότι μπορούμε να εξετάσουμε τη συγκεκριμένη πραγματικότητα με βάση τις αρχές και τα αξιώματα της ευκλείδειας Γεωμετρίας, για να την αναλύσουμε και να ρυθμίσουμε τη λειτουργία της. Έτσι, πραγματικότητα και αντικειμενικότητα παίρνουν νέες διαστάσεις. δ. Η αιτιότητα. Η έννοια της αιτιότητας προσλαμβάνει νέο περιεχόμενο, γιατί επιχειρεί να εξηγήσει τις σχέσεις που υπάρχουν μέσα στα φαινόμενα τα οποία παρατηρούμε, χωρίς να αναζητεί μια μεταφυσική αρχή, μια αρχή η οποία βρίσκεται πέρα από τα φαινόμενα αυτά. Επίσης, μέσω της αιτιότητας, διακρίνεται η άμεση αντίληψη του συγκεκριμένου πράγματος από την αντικειμενική πρόσληψή του και, έτσι, οργανώνονται οι νόμοι που το διέπουν.
25
1.2. Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΜΕΧΡΙ ΤΟΝ 16ο ΑΙΩΝΑ 1.2.1. Αρχαιότητα Στην Αρχαιότητα, οι φιλόοοφοι, που ανέπτυξαν όπως είδαμε το στοχασμό για τη Φιλοσοφία, τη Φυσική και τα Μαθηματικά, έθεσαν και την προβληματική για τη συγκρότηση, την ανάπτυξη και την ορθή λειτουργία της κοινωνίας. Ενώ όμως διέκριναν και ταξινομούσαν τη Φιλοσοφία σύμφωνα με την ανάπτυξη των επιστημών, δε συνέβαινε το ίδιο με τις Κοινωνικές Επιστήμες. Ο Αριστοτέλης, για παράδειγμα, διαιρούσε τη Φιλοσοφία σε ποιητική, θεωρητική και πρακτική. Η ποιητική ήταν εκείνη που πραγματευόταν το ωραίο στη φύση, στην τέχνη, στον τρόπο της καλλιτεχνικής δημιουργίας του ανθρώπου. Η θεωρητική ήταν η επιστημονική έρευνα που ανέλυε την υπόσταση και την ουσία όλων των πραγμάτων. Διακρινόταν σε τρία μέρη, τα Μαθηματικά, τη Φυσική και την Πρώτη Φιλοσοφία, η οποία εξέταζε τις πρώτες αιτίες, δηλαδή τα αξιώματα των επιστημών - γι' αυτό ο σκοπός της δεν ήταν πρακτικός, αλλά, όπως τόνιζε ο Αριστοτέλης, θεωρητικός. Τέλος, η πρακτική αποσκοπούσε στο να εξετάσει τους κανόνες που οδηγούν τον άνθρωπο στη δέουσα και λογική ατομική και κοινωνική πράξη - δηλαδή στο να αναλύσει ηθικά τις ανθρώπινες πράξεις. Εκείνο λοιπόν που γίνεται άμεσα αντιληπτό είναι ότι δεν υπήρχε διάκριση των Κοινωνικών Επιστημών μεταξύ τους, αλλά ένας συνδυασμός κοινωνικών, πολιτικών και ηθικών θεωρήσεων για την ατομική και τη συλλογική ζωή. Οι Αρχαίοι διερευνούσαν τις αρχές με βάση τις οποίες συγκροτούνταν η κοινωνία, αλλά και τις αιτίες και τους όρους της αλλαγής της, για να εξηγηθεί ο σκοπός που έπρεπε να εξυπηρετηθεί. Ο Αριστοτέλης στα έργα του Πολιτικά, Αθηναίων Πολιτεία και τα Ηθικά Νικομάχεια προβαίνει σε μια διεξοδική μελέτη της κοινωνικής πραγματικότητας για να καθορίσει τους πολιτειακούς παράγοντες (δημογραφική σύσταση της πολιτείας, κατανομή του πλούτου, κτλ.) που καθοδηγούν τον άνθρωποπολίτη στην ενάρετη και ευτυχισμένη ζωή. Η Φιλοσοφία, η οποία απέβλεπε στην πνευματική και στην ηθική τελειοποίηση του ανθρώπου, καθόριζε το πώς θα έπρεπε να είναι η κοινωνία και η πολιτεία, για να επιτευχθεί αυτός ο σκοπός. Είτε πρόκειται για τον Πλάτωνα είτε για τον Αριστοτέλη ή για τον Επίκουρο, όλοι μελετούν την κοινωνία και αναζητούν με βάση τον ιδεώδη τύπο διακυβέρνησης, την καλύτερη συγκρότηση της μελλοντικής πολιτείας. Κατά τη ρωμαϊκή εποχή, ο κοινωνικός στοχασμός, παρά την ανάπτυξη της Νομικής Επιστήμης, η οποία προσδιόριζε τις οικογενειακές, κληρονομικές και 26
συναλλακτικές σχέσεις των ανθρώπων, δε διέφερε από εκείνον της αρχαιοελληνικής εποχής. Χαρακτηριστικά, ο Πολύβιος, αν και επιχείρησε να ερμηνεύσει την αφετηρία και την άνθηση των πολιτισμών, καθώς και τα αίτια των αλλαγών και της παρακμής τους, δε βρήκε άμεση ανταπόκριση και οι αντιλήψεις του παρέμειναν ως γενικοί συλλογισμοί για την κοινωνία. Αντίθετα, η κυρίαρχ η κοινωνική ανάλυση είναι, πάνω απ' όλα, μια ανάλυση ηθική. Ενάρετος άνθρωπος είναι εκείνος που εκπληρώνει τις υποχρεώσεις και τα καθήκοντά του ως πολίτη. Η αρετή, μας λέει ο Κικέρωνας (Cicero), είναι η υπεύθυνη εφαρμογή της σοφίας στην πράξη. Και η πιο υψηλή εκδήλωσή της είναι η φρόνηση, η συνετή και δίκαιη άσκηση της διακυβέρνησης της πολιτείας. Ο ορθός, έλλογος και ενάρετος τύπος του υπεύθυνου κυβερνήτη πιστοποιεί την άριστη λειτουργία της γνώσης. Πρόκειται για τη βαθιά γνώση των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών προβλημάτων, που οδηγεί όλη την πολιτεία στον ενάρετο βίο, στο ύψιστο δηλαδή αγαθό. Με άλλα λόγια, από τη ρωμαϊκή εποχή μέχρι την εμφάνιση του Ηγεμόνα του Μακιαβέλλι, τα Πολιτικά του Αριστοτέλη αποτέλεσαν το εγχειρίδιο του τέλειου και ορθού κυβερνήτη.
1.2.2. Θεολογική σκέψη και Κοινωνικές Επιστήμες Ο χριστιανισμός διακήρυξε προοδευτικές ιδέες, όπως ήταν η κοινή ανθρώπινη φύση, οι κοινές πνευματικές δυνατότητες, η αγάπη ως κοινός δεσμός που ενώνει το ανθρώπινο γένος σε μία και μόνη αδελφότητα. Παρ' όλα αυτά, περιόρισε και ανέστειλε την κοινωνική σκέψη ως επιστημονική γνο')ση. Ο λόγος είναι ότι αξίωσε και όρισε τελικά την ψυχική, κοινωνική, οικονομική και πολιτική έκφραση του ανθρώπου με βάση τις θεολογικές αρχές, ενώ ταυτόχρονα ο οργανωτικός σχηματισμός των ανθρώπων σε Εκκλησία προσδιόρισε την ανάπτυξη των κοινωνικών και πολιτικών θεσμών για μια μεγάλη ιστορική περίοδο. α. Καθολικισμός. Στη Δύση, για χίλια περίπου χρόνια, η Καθολική Εκκλησία υπήρξε θεματοφύλακας και διαχειριστής της γνώσης στο σύνολο της. Η Φιλοσοφία υποτάχθηκε στη θεολογία, με συνέπεια να αφομοιώνει τους διάφορους τύπους γνώσης, και ιδιαίτερα τις γνώσεις που αφορούν την πολιτική και κοινωνική συγκρότηση των ανθρώπων, στο δογματικό πλαίσιο της βιβλικής αποκάλυψης. Ο νόμος, στον οποίο βασίζεται η κοινωνική ζωή, είναι η συγκεκριμένη εκδοχή του θεϊκού λόγου. Το Δίκαιο είναι απόρροια του λόγου του Θεού και ως τέτοιο θα πρέπει να νοείται (Θεϊκό Δίκαιο). Και, όπως, κατά τον Αριστοτέλη, σκοπός της πολιτείας είναι η πραγματοποίηση της αρετής, έτσι και, κατά το χριστιανισμό, η πολιτική αρετή είναι η κοσμική καλλιέργεια του ανθρώπου για την τελική σωτηρία 27
του. Δηλαδή η πολιτεία πρέπει να αποτελεί προετοιμασία για να πορευτούμε, όπως έλεγε ο Θωμάς Ακινάτης (Tommaso d' Aquino), στην κοινωνία του Θεοΰ. Το κράτος είναι υποταγμένο στην Εκκλησία όπως το μέσο στο σκοπό. Το κράτος προετοιμάζει την ουράνια κοινωνία την οποία πρεσβεύει η Εκκλησία. Μέσα λοιπόν σε αυτό το κλίμα διάχυτης θρησκοληψίας, οι άνθρωποι σε όλη την Ευρώπη είχαν την τάση να πιστεύουν ότι η κοινή τους ζωή, σε οικογενειακό, οικονομικό και πολιτικό επίπεδο, διέπεται από τον αδιαμφισβήτητο και αυστηρά ιεραρχικό, στην κοσμική έκφρασή του, λόγο του Θεού. Ο πάπας και ο χριστιανός μονάρχης εκφράζουν και ερμηνεύουν το λόγο του Θεού με νόμους, διατάγματα, κτλ. Η Καθολική Εκκλησία δίνει το μεταφυσικό έρεισμα που χρειάζεται η αυταρχική μοναρχία για να εδραιωθεί. Η ολοκληρωτική υποταγή και υπακοή στην ιεραρχία που συγκροτεί την κοινωνία είναι η βασική αξία η οποία υπόσχεται την αιώνια σωτηρία στη μεταθανάτια ζωή και ρυθμίζει την ψυχική, κοινωνική και πολιτική συμπεριφορά στην εγκόσμια ζωή. Το αλάθητο του ποντίφικα ελέγχει την ατομική και συλλογική ζωή των ανθρώπων. Ο προτεσταντισμός προξενεί το πρώτο ρήγμα σε αυτή την αντίληψη και ευνοεί την εκδήλωση της κριτικής σκέψης, προϋπόθεση απαραίτητη για να αναδειχθούν οι Κοινωνικές Επιστήμες. β. Προτεσταντισμός. Στον αντίποδα του καθολικισμού, οι προτεστάντες εκφράζουν την τάση για χειραφέτηση της κοινής γνώμης. Η αρχή της «διαμαρτυρίας» είναι η άρνηση της υπακοής σε κάθε αυθεντία η οποία δεν ανταποκρίνεται στις πεποιθήσεις των ανθρώπων. Η αρχή αυτή δεν εκφράζει μόνο την άρνηση προς την αυθεντία της παπικής εξουσίας, αλλά αναδεικνύει και την ατομική συνείδηση ως θεμελιώδη αρχή, γεγονός που επιτρέπει την αμφισβήτηση κάθε μορφής αυθεντίας. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι οι Εκκλησίες που προήλθαν από τη Μεταρρύθμιση είναι απαλλαγμένες από θρησκευτικό δογματισμό. Το γεγονός όμως ότι αμφισβήτησαν και καταδίκασαν την παπική αυθαιρεσία έδωσε τη δυνατότητα στην κοινωνία να υιοθετήσει ανάλογες μορφές δράσης απέναντι σε κάθε αυταρχική μορφή, πολιτική και κοινωνική. Η μεταρρυθμιστική πίστη αποδέχεται ως καταστατική αρχή την ελευθερία της ατομικής συνείδησης. Η διαφορετικότητα δε συνιστά πλέον σκάνδαλο και η ιδιαιτερότητα, την οποία η απολυταρχική αντίληψη της κοινωνίας εκλάμβανε ως απόκλιση ή λάθος, τώρα πλέον στηρίζει την πολιτική και κοινωνική συμπεριφορά. Αναδεικνύοντας λοιπόν ο προτεσταντισμός την αυτεξούσια ανθρώπινη γνώμη και δράση, θέτει σε κίνηση το βασικό μοχλό για να αναπτυχθούν οι Κοινωνικές Επιστήμες.
28
1.2.3. Επιστήμη και Κοινωνικές Επιστήμες Η δίκη του Γαλιλαίου φέρνει στην επιφάνεια μια θεμελιώδη όψη της επιστημονικής επανάστασης: πρόκειται για μια διαμάχη αυθεντιών. Η επιστημονική αυθεντία εναντιώνεται στην αυθεντία του θεοκρατικού λόγου, γιατί αποκαλύπτει τους νόμους της φύσης, θέτοντας έτσι τις βάσεις ενός νέου λόγου. Η επιστήμη είναι η θετική ανάλυση της πραγματικότητας και ανοίγει το δρόμο για μια ελεύθερη και αυτόνομη έρευνα, της οποίας το έργο είναι η σύλληψη και η ανάλυση των πραγμάτων. Η έλευση του νεότερου κόσμου συνοδεύεται λοιπόν αναγκαστικά από την εξασθένιση της πίστης, αφού η αλήθεια μετατοπίζεται από τον Θεό στον άνθρωπο. Το νέο πρότυπο του ανθρώπου, ο οποίος σκέφτεται και ενεργεί αποκαλύπτοντας ο ίδιος την πραγματικότητα, αντικαθιστά το υπάκουο και υποτακτικό άτομο της θεολογικής αντίληψης. Η επιστήμη δεν εγγυάται μόνο την ορθή εξήγηση των νόμων της φύσης, αλλά και τη δυνατότητα να συνειδητοποιήσει ο άνθρωπος ότι μπορεί να ορίσει τις σχέσεις με τον εαυτό του και τους άλλους ορθολογικά. Ενισχύεται η πεποίθηση ότι μπορεί να αρθρωθεί ένας συγκροτημένος επιστημονικός λόγος για τα πράγματα, την κοινωνία, την οικονομία, την πολιτική. Το πρότυπο του ανήσυχου ανθρώπου το οποίο είχε εισαγάγει η Αναγέννηση οδήγησε σε άνθηση τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες. Η Φιλολογία, η Γεωγραφία, η Ιστορία, η Ανθρωπολογία, η Νομική, μελετούσαν καθεμιά expo τη σκοπιά της την ανθρώπινη πραγματικότητα και προέκριναν τις ανάλογες λύσεις, οι οποίες όμως δε στηρίζονταν σε μια, με σημερινούς όρους, διεπιστημονική προσέγγιση και κοινή επιστημολογική βάση. Ό μ ω ς η νέα επιστήμη, όπως διαμορφώθηκε από τον Γαλιλαίο, προσε^ερε το γενικό μεθοδολογικό σχήμα ανάλυσης και σύνθεσης για την οργάνωση της γνώσης, δηλαδή προσέφερε την κοινή επιστημολογική αρχή για την ανάπτυξη των Κοινωνικών Επιστημών. Οι Κοινωνικές Επιστήμες της εποχής υιοθετούν κανόνες παρατήρησης, ανάλυσης και επεξεργασίας όλων των κοινωνικών φαινομένων παρόμοιους με εκείνους των Φυσικών και Πειραματικών Επιστημών. Οι Κοινωνικές Επιστήμες, που ως τότε αποτελούσαν μέσα που χρησιμοποιούνταν για φιλοσοφικούς και θεολογικούς σκοπούς, τώρα γίνονται αυθυπόστατες και αποκτούν τη δυνατότητα να οργανώσουν τη μεθοδολογία τους όπως και οι Θετικές Επιστήμες. Επαγωγή, παραγωγή, ανάλυση, σύνθεση, ελεγχόμενη παρατήρηση και αξιωματικές γενικεύσεις χαρακτηρίζουν τις Κοινωνικές Επιστήμες από τότε ως τις μέρες μας. Την τάση αυτή τον 16ο αιώνα την εξέφρασε κυρίως η Πολιτική Επιστήμη, η οποία πραγματεύτηκε ορθολογικά την έννοια, τη συγκρότηση και το ρό29
λο του κράτους, για να αντιμετωπιστούν έλλογα τα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά προβλήματα της κοινωνίας.
1.2.4. Οι Κοινωνικές Επιστήμες τον 16ο αιώνα Το καθεστώς της απολυταρχίας ουνέχιοε την παράδοση της θεοκρατικής ανιίληψης, η οποία αξιοποιείται για τη θεμελίωση της ισχύος της μοναρχίας, για τη νομιμοποίηση του κράτους και για το δικαίωμα της απολυταρχικής εξουσίας να καθορίζει όλη τη ζωή των υπηκόων. Σε αυτή την εποχή, κατά την οποία οι ιδέες έχουν ζωή και μάλιστα καταδιώκονται, διατυπώνονται οι θεωρίες των ουτοπιστών φιλοσόφων και του Μακιαβέλι. α. Ουτοπιστές: Ρογήρος Βάκων, Τόμας Μουρ, Τομάζο Καμπανέλα Η κοινωνική σκέψη των ουτοπιστών χαρακτηρίζεται από μια ριζοσπαστική άρνηση της ιδιοκτησίας, με την ιδέα ότι αποτελεί την πρώτη αιτία της φτώχειας, της αθλιότητας και της δυστυχίας των ανθρώπων. Προτείνεται η ιδεατή πολιτική και κοινωνική οργάνωση της πολιτείας, για να αποκτήσει καθένας τις υλικές και τις πνευματικές προϋποθέσεις για μια ευχάριστη και ήρεμη ζωή. Πρόκειται για αρχές που δεν ισχύουν αποκλειστικά σε μια ορισμένη πολιτεία. Ο όρος «ουτοπική πολιτεία», εξάλλου, αναφέρεται σε αυτή που υπάρχει σε έναν ου-τόπο. Το κράτος, στη θεωρία αυτή, εξασφαλίζει την εργασία των πολιτών, ορίζει και θεσπίζει την απονομή της δικαιοσύνης, για να τους προστατεύει από την αυθαιρεσία και την εκμετάλλευση σε οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, αναλαμβάνει την παιδεία τους και διασφαλίζει τον ελεύθερο χρόνο τους για μια τερπνή ατομική και κοινωνική ζωή. Η σκέψη των ουτοπιστών είναι λοιπόν ένας κριτικός λόγος. Η ουτοπική πολιτεία χρησιμοποιείται ως παράδειγμα το οποίο, στην πραγματικότητα, καταγγέλλει τις κοινωνικές και τις πολιτικές ανισότητες στην Ευρώπη, τεκμηριώνοντας ταυτόχρονα την ικανότητα του λόγου να διευθετήσει ορθολογικά τη ζωή των ανθρώπων. Τ ο κράτος ως έκφραση του λόγου διευθετεί τις σχέσεις των ανθρώπων με βάση την ελευθερία, την ισότητα και τη δικαιοσύνη, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα με ορθολογικό τρόπο τις ελευθερίες τους. Με άλλα λόγια, αναδεικνύεται η έννοια του «ατομισμού» και του «κρατισμού», που θα παίξουν αργότερα σπουδαίο ρόλο για τη μεθοδική ανάλυση στις Κοινωνικές Επιστήμες.
30
β. Νικολό Μακιαβέλλι Βασιζόμενος στην παρατήρηση και στην περιγραφή της Ιταλίας, ο Μακιαβέλλι (Ν. Machiavelli) ορίζει επίσης την ορθολογική συγκρότηση του κράτους. Ό μ ω ς , σε αντίθεση με τον ιδεαλισμό των ουτοπιστών, ο Μακιαβέλλι αναλύει τους λόγους για την επιτυχία της πολιτικής, ώστε το κράτος να διατηρηθεί και να εγγυηθεί την ασφάλεια, την ειρήνη και την ευημερία των πολιτών. Αυτή η περιγραφή της πολιτικής και της κοινωνικής πραγματικότητας πλησιάζει αρκετά τις απαιτήσεις μιας αντικειμενικής Πολιτικής Επιστήμης, διότι επιχειρεί να παρουσιάσει τον άνθρωπο και την εξουσία όπως είναι και όχι όπως θα έπρεπε Μακιαβέλι να είναι. Με βάση τις ψυχολογικές παρατηρήσεις για την οκνηρία, την αυθάδεια, την έπαρση, τη δειλία, την αμέλεια που διέπουν την ανθρώπινη συμπεριφορά, ο Μακιαβέλλι καταδεικνύει την αναγκαιότητα της ισχυρής εξουσίας για την ύπαρξη του κράτους. Ο συλλογισμός είναι απλός και ορίζει την πολιτική με όρους από τις Φυσικές Επιστήμες και όχι από την ηθική: οι αδύναμοι είναι αναγκαίο να υπακούουν στους δυνατούς - επομένως η πολιτική είναι συσχετισμός δυνάμεων που πρέπει να εξισορροπούνται με τέτοιο τρόπο ώστε να διατηρηθεί η συνοχή της κοινωνίας. Αυτό δε σημαίνει ότι ο πολιτικός ρεαλισμός ακυρώνει κάθε ηθική αξία, αλλά ότι η Πολιτική Επιστήμη εκκινεί με αφετηρία την πραγματικότητα, ενώ η ηθική είναι δεοντολογική και κινείται με γνώμονα το πώς θα πρέπει να είναι τα πράγματα και οι συμπεριφορές. Η συγκρότηση του κράτους, η ανάλυση της οικονομικής και της κοινωνικής ζωής, η διακυβέρνησή του, η οργάνωση του στρατού και της δικαιοσύνης για τη διατήρηση του είναι βασικές παράμετροι της πολιτικής και η προοέγγισή τους γίνεται από τον Μακιαβέλλι με τους θετικούς και ρεαλιστικούς όρους της αντικειμενικότητας. Κατ' αυτή την έννοια, ο λόγος του Μακιαβέλλι είναι καθοριστικής σημασίας, γιατί επισημαίνει την αναγκαιότητα τεκμηριωμένων γνώσεων για την αποτελεσματική εφαρμογή της πολιτικής. Ο Μακιαβέλλι περνά από τη γνώση των ιδιαίτερων κοινωνικών φαινομένων στη συνολική ορθολογική διακυβέρνηση της κοινωνίας. Η Πολιτική Επιστήμη είναι ένας τρόπος στοχασμού που εκφράζει την επιθυμία πρόβλεψης των κοινωνικών γεγονότων. Εδώ λοιπόν εντοπίζονται τα πρώτα σπέρματα μιας αντίληψης περί 31
«κοινωνικής Μηχανικής» και αποτελεσματικής λειτουργίας του κράτους, του οποίου η ιδέα θα αποτελέσει ως τον 19ο αιώνα την κινητήρια δύναμη ανάπτυξης των Κοινωνικών Επιστημών.
Ανακεφαλαίωση Οι Κοινωνικές Επιστήμες δεν αναπτύχθηκαν μέσα σε επιστημονικό κενό, αλλά στηρίχτηκαν στην έννοια της επιστήμης, και ιδιαίτερα στην έννοια των Φυσικών Επιστημών. Βέβαια, η ανθρωπότητα δε μελετούσε πάντα τη φύση με τον ίδιο επιστημονικό τρόπο. Παρ' όλη τη μεθοδική, συστηματική και ορθολογική προσπάθειά τους, οι Αρχαίοι, για πολλούς λόγους - κ α ι κυρίως λόγω της ανεπάρκειας των μέσων π α ρ α τ ή ρ η σ η ς - έδιναν πάντα μια επιστημονική εξήγηση βασισμένη σε οντολογικές και μεταq>υσικές αρχές. Τον Μεσαίωνα, οι αρχές αυτές ταυτίστηκαν με τον Θεό ως πρώτη και καθολική αιτία για τη δημιουργία και την εξήγηση της φύσης. Τα νεότερα χρόνια, καθώς τα μέσα παρατήρησης εξελίσσονται και γίνονται όλο και πιο αξιόπιστα, η επιστήμη, με πρωτεργάτη τον Γαλιλαίο, επιδιώκει το λογικό έλεγχο των φαινομένων και τη μαθηματική τους έκφραση, και επιχειρεί να εξηγήσει τις σχέσεις και τις αιτίες των πραγμάτο>ν πέρα από μυθικές, θεολογικές ή μεταφυσικές αντιλήψεις. Επιστήμη σημαίνει o a q ^ και αποδεδειγμένη γνώση των πραγμάτων. Οι Φυσικές Επιστήμες επηρέασαν την ανάπτυξη των Κοινωνικών Επιστημών, γιατί μετέβαλαν τον τρόπο σκέψης για την ανάλυση των κοινωνικών φαινομένων και προβλημάτων. Η μελέτη πλέον της κοινωνικής πραγματικότητας αρχίζει να βασίζεται σε πραγματικά δεδομένα και σε λογικές αναλύσεις και όχι σε θεολογικές και μεταφυσικές αντιλήψεις. Οι Κοινωνικές Επιστήμες προϋποθέτουν, όπως και οι Φυσικές, την ανάλυση της πραγματικότητας, που τους διασφαλίζει μια διάσταση αντικειμενικότητας, ώστε % να μπορέσουν να αναπτυχθούν.
Βασικοί όροι ιδέα, αίσθηση, αληθοφανής γνώμη, αφαίρεση, γενικό, μερικό, επαγωγή, παραγωγή, συγκριτική μελέτη, ανάλυση, σύνθεση, μηχανική θεωρία, αιτιότητα, ουτοπία, πολιτικός ρεαλισμός. 32
Ερωτήσεις 1. Πώς αντιλαμβάνεται ο Πλάτων τη συγκρότηση του κόσμου και εξηγεί επιστημονικά την κίνηση του; 2. Τι είναι επαγωγή και παραγωγή, κατά τον Αριστοτέλη; 3. Ποιες οι διαφορές της επιστήμης ως τέλειας γνώσης και της επιστήμης ως έρευνας; 4. Ποια η έννοια της μεθόδου στον Βάκωνα; 5. Περιγράψτε τα βασικά χαρακτηριστικά του θετικισμού. 6. Ποια είναι η συμβολή του Γαλιλαίου στη διαμόρφωση της επιστημονικής γνώσης; 7. Ποια είναι τα κΰρια χαρακτηριστικά του επιστημονικού πνεύματος; 8. Πώς εκφράζεται η κοινωνική σκέψη στην Αρχαιότητα; 9. Ποιες είναι οι διαφορές καθολικισμού και προτεσταντισμού και οι σχέσεις τους με τις Κοινωνικές Επιστήμες; 10. Πώς συνέβαλε η έννοια της νεότερης επιστήμης στην ανάπτυξη των Κοινωνικών Επιστημών; 11. Ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της ουτοπικής σκέψης για την οργάνωση της κοινωνικής ζωής; 12. Πώς αντιλαμβάνεται ο Μακιαβέλλι την κοινωνική πραγματικότητα και ποια η σημασία της για τις Κοινωνικές Επιστήμες;
Βιβλιογραφία Η. Butterfield, Η Καταγωγή της Σύγχρονης Επιστήμης (1300-1800), εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 1983. Α. F. Chalmers, Τι Είναι Αντό που Λέμε Επιστήμη; Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1994. R. Descartes, Λόγος περί της Μεθόδου, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1976. Β. Κάλφα, Πλάτανος Τίμαιος, εκδ. Πόλις, Αθήνα 1995. Α. Κοϋρέ, Από το Κλειστό στο Άπειρο Σύμπαν, εκδ. Ευρύαλος, Αθήνα 1989. Μ. Σενελλάρ, Μακιαβελισμός και Κρατική Σκοπιμότητα, εκδ. Εστία, Αθήνα 1997.
33
Βιογραφικά στοιχεία * Αυρήλιος Αυγουστίνος (354-430) Σπούδασε νομικά στην Καρχηδόνα και προσχώρησε στον Χριστιανισμό υπό την επίδραση του επισκόπου Μεδιολάνων Αμβρόσιου. Αρχικά ως ιεροκήρυκας και αργότερα ως επίσκοπος Ιππώνος (391) εργάστηκε για την ενότητα της Εκκλησίας και της χρκπτανικής διδασκαλίας. Από τα σπουδαιότερα έργα του είναι Οι Εξομολογήσεις και Η Πολιτεία τον Θεού. *Αβερρόης (1126-1158). Γεννήθηκε στην Κόρντοβα και ήταν για κάποιο διάστημα προσωπικός δικαστής και γιατρός του χαλίβη. Πέθανε εξόριστος στο Μαρόκο. Ασχολήθηκε με την παράφραση και τη σύνταξη υπομνημάτων για τα έργα του Αριστοτέλη. *Θωμάς Ακινάχης (1225-1274) Γεννήθηκε στην Κάτω Ιταλία και φοίτησε στα Πανεπιστήμια της Νεάπολης, της Κολωνίας και του Παρισιού. Κατόπιν δίδαξε στα Πανεπιστήμια της Ρώμης και της Μπολόνια. Τα κύρια έργα του, Summa Theologia και Summa contra Gentiles επηρεασμένα από τον Αριστοτέλη, διακρίνονται για τη σαφήνειά τους. *Αβικένας (980-1037) Το βιβλίο του ο Κανόνας ήταν βασικό σύγγραμμα της μεσαιωνικής ιατρικής οε Ανατολή και Δύση. Τα συγγράμματά του επέδρασαν σημαντικά σιην ανάπτυξη του προβληματισμού για τη Λογική και τη Μεταφυσική. Η διδασκαλία του πλησιάζει πολύ τη σκέψη του Αριστοτέλη. *Κοπέρνικος (1473-1543) Πολωνός ασιρονόμος και μοναχός που εισήγαγε τη θεωρία του ηλιοκεντρικού συστήματος. Απέδειξε με παρατηρήσεις και αυτοσχέδια όργανα ότι η Γη είναι πλανήτης και περιστρέφεται τόσο γύρω από τον Ή λιο όσο και από τον άξονά της. *Κέπλερ (1571-1630) Γερμανός αστρονόμος, μαθηματικός και εφευρέτης του τηλεσκοπίου. Διατύπωσε τους νόμους που εξηγούν τις κινήσεις για τις τροχιές των πλανητών. *Νεΰχωνας (1643-1727) Αγγλος φυσικός, μαθηματικός και αστρονόμος. Ξεκινώντας από τους νόμους του Κέπλερ, ανακάλυψε τους νόμους της βαρύτητας, διατύπωσε τις βασικές της εξισώσεις και περιέγραψε τους νόμους της μηχανικής. 34
*Παράκελσος (1493-1541) Ελβετός γιατρός και φιλόσοφος. Πίστευε ότι η δουλειά του γιατρού είναι να βοηθήσει τον άρρωστο να ξαναβρεί τις εξασθενημένες δυνάμεις του. Ο Παράκελσος γι' αυτό το λόγο εισήγαγε τη χρήση των φαρμάκων στην ιατρική. *Βάκων (1561-1626) Άγγλος φιλόσοφος και καγγελάριος από τους θεμελιωτές της νεότερης φιλοσοφίας και του εμπειρισμού. *Ρενέ Νχεκάρτ (1596-1650) Γάλλος φιλόσοφος που εισήγαγε την έννοια της μεθοδικής αμφιβολίας και έγινε έτσι ο ιδρυτής της νεότερης φιλοσοφίας. Η μαθηματική του σκέψη θεωρείται πρόδρομος της αναλυτικής γεωμετρίας. *Γαλιλαίος (1564-1642) Ιταλός μαθηματικός, φυσικός και αστρονόμος. Εισήγαγε την πειραματική μέθοδο και θεμελίωσε τη σύγχρονη φυσική. Επιβεβαίωσε τη θεωρία του Κοπέρνικου, ότι η Γη κινείται γύρω από τον Ή λ ι ο . Εκτος από το Νόμο της Πτώσης, ανακάλυψε το Νόμο του Εκκρεμούς και το Νόμο της Αδράνειας. Με το τηλεσκόπιο του ανακάλυψε τους δορυφόρους του Δία και τους δακτύλιους του Κρόνου. *Τόμας Μουρ (1478-1535) Άγγλος πολιτικός και συγγραφέας. Έφτασε στα ανώτατα κρατικά αξιώματα αλλά εκτελέστηκε από τον Ερρίκο τον 8ο επειδή δεν συναίνεσε σε ζητήματα διαδοχής. Το έργο του Ουτοπία εκφράζει ένα κοινωνικό όραμα, σοσιαλιστικής αντίληψης. *Τομάζιο Καμπανέλα (1568-1639) Ιταλός μοναχός, φιλόσοφος και ποιητής. Το έργο του Η Πολιτεία του Ή λ ι ο υ περιγράφει μια ιδεατή θεολογική Πολιτεία, θεμελιωμένη στη ζωή της κοινότητας. *Νικολό Μακιαβέλλι (1469-1527) Ιταλός πολιτικός φιλόσοφος και διπλωμάτης. Από τους θεμελιωτές της σύγχρονης Πολιτικής Επιστήμης. Τα βασικά του έργα είναι ο Ηγεμόνας και οι Αόγοι, όπου αναλύει τη συγκρότηση, την οργάνωση και την ανάπτυξη της κρατικής υπόστασης, με ρεαλιστικούς όρους.
35
2. ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ Δ Ι Α Μ Ο Ρ Φ Ω Σ Η ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ Εισαγωγή: Ο 17σς αιώνας, που εντάσσεται στις απαρχές της αστικής σκέψης, θεωρείται η εποχή κατά την οποία ένας αστερισμός MATE πολύ μεγάλων διανοητών κάνει GAL1LAI την εμφάνισή του. Αναδύονται όssrutissiM μως οι ιδέες όπως η Αθηνά από το irattLS κεφάλι του Δία; Στο κεφάλαιο αυτό, πρώτον, θα προσανατολιστούμε στις ιστορικές και κοινωνικές εξελίξεις που προσδιόρισαν τη μετάβαση από τη φεουδαρχία στην αστική εποχή και, δεύτερον, θα επιχειρήσουμε να συνδέσουμε τις εξελίξεις αυτές με το νέο τύπο γνώσης που εμφανίζεται. Ενώ κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα στη συνείδηση των ανθρώπων ο κόσμος ήταν χωριceriUNuvi σμένος στην ουράνια και στη γήAu^uti* Treboc ΒΟΝΑ^ν-Γ'/ΙΙΛ. Ct ARJtAJiAMI E4.7.tv:*^ ινη σφαίρα, από την εποχή της Αναγέννησης και των μεγάλων ανακαλύψεων αρχίζει η πορεία ενοποίησής του. Ο κόσμος πλέον γίνεται ένας, η πραγματικότητα μία, εκείνη των γεγονότων, τα οποία μπορούν να μετρηθούν, να υπολογιστούν, να μελετηθούν. Είναι ο εμπειρικός κόσμος των φαινομένων της κοινωνίας, της οικονομίας, της πολιτικής. Σε αυτή την ενοποίηση του κόσμου και του ειδώλου του συνέβαλε η επικράτηση ενός μεθοδολογικού προτύπου, το οποίο προσέφεραν τα Μαθηματικά, με τα οποία εξετάζονται τόσο τα φυσικά όσο και τα κοινωνικά φαινόμενα. 37
Διδακτικοί στόχοι: Στο κεφάλαιο αυτό θα μάθουμε πως ήταν διαμορφωμένη η ζωή κατά την εποχή του Μεσαίωνα και πώς ήδη από την εποχή εκείνη προετοιμάζεται η μετάβαση στην αστική κοινωνία. Θα εξετάσουμε ποιο ρόλο διαδραμάτισαν οι ανακαλύψεις στην αλλαγή της πολιτικής και της οικονομικής γ ε ω γ ρ α φ ί α ς της Ευρώπης. Θα συζητήσουμε γιατί οι αλλαγές που επέφεραν οι ανακαλύψεις δεν οδήγησαν αυτομάτως στη Βιομηχανική Επανάσταση. Θα εντοπίσουμε ποιες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες ευνόησαν την εμφάνιση νέων επιστημονικών αντικειμένων. Θα αναζητήσουμε πού οφείλει την ενότητά της η επιστημονική σκέψη στις απαρχές της αστικής εποχής. Εισαγωγικές ερωτήσεις: Πώς ήταν διαμορφωμένη η κοινωνική και η οικονομική ζωή κατά τον Μεσαίωνα; Πότε και πώς στην παγκόσμια οικονομία αναδεικνύεται η υπεροχή της Ευρώπης; Πώς η μεγάλη ανάπτυξη του εμπορίου κατά την εποχή των ανακαλύψεων δεν οδήγησε αυτομάτως σε ευημερία αλλά προκάλεσε οικονομικές κρίσεις; Πώς η οικονομική κρίση συνδέεται με την εμφάνιση νέας γνώσης και με μεταβολές στην οργάνωση της εργασίας; Υπάρχει σχέση ανάμεσα στην επιστήμη και στην πολιτική και οικονομική εξουσία; Γιατί η Εγκυκλοπαίδεια των Γάλλων διαφωτιστών ήταν μια σημαντική πολιτική κίνηση;
2.1. ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΕΣΑΙΩΝΑ ΣΤΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ Στην πρώτη ενότητα αυτού του κεφαλαίου, θα συζητήσουμε ορισμένους βασικούς όρους οι οποίοι αφορούν τη μετάβαση από τη φεουδαρχία στη Βιομηχα38
νική Επανάσταση. Θα αναρωτηθούμε γιατί οι ποσοτικές μεταβολές τις οποίες επέφεραν στην οικονομία οι Ανακαλύψεις δεν αρκούσαν για μια ριζική αλλαγή της κοινωνίας. Θα εξετάσουμε ποιο ρόλο έπαιξε η οργάνωση της ζωής στις πόλεις, η αναδιοργάνωση του θεσμού του κράτους, η νομοθεσία και η νέα οργάνωση της εργασίας για την αναμόρφωση των κοινωνικών σχέσεων και για τις νέες κατευθύνσεις στην επιστήμη.
2.1.1. Οικονομική και κοινωνική ζωή στον Μεσαίωνα Κατανάλωναν οι άνθρωποι κατά τον Μεσαίωνα όπως εμείς; «Το χρήμα υπάρχει για να το ξοδεύουμε», όπο)ς έγραφε ο Θ(ομάς Ακινάτης, (Tommaso d' Aquino), θέλοντας να υπογραμμίσει ότι το χρήμα είναι απλώς ένα μέσο. Το χρήμα όμως, τότε, τον 13ο αιώνα, άρχισε να παίζει ρόλο στην κοινωνική ζωή. Η ζωή κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα ήταν κατά τέτοιο τρόπο οργανωμένη, ώστε το χρήμα δεν ήταν αναγκαίο. Ό σ α κατανάλωναν οι άνθρωποι τόσα και παρήγαν. Κατά τον Μεσαίωνα, η κοινωνική δομή συνήθως δίνεται με το σχήμα μιας μεγάλης και συμπαγούς πυραμίδας, η οποία συνέδεε τον Θεό με τα δημιουργήματά του. Στο ενδιάμεσο καθένας είχε μια σιαθερή θέση, ο βασιλιάς ή ο αυτοκράτορας (στη Γερμανία), ο φεουδάρχης, ο δουλοπάροικος. Πρόκειται βέβαια για ένα ιδεατό σχήμα, σύμφωνα με το οποίο η θέση καθενός συνδεόταν με τη θέση των άλλων και ήταν αναγκαία για τη συνοχή του συνόλου. Η πραγματικότητα όμως δεν ήταν και τόσο αρμονική ούτε και ομοιόμορφη. Οι κάτοικοι της Δύσης, μετά την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, στην πλειονότητά τους ζουν σε μια αγροτική κοινωνία, τεμαχισμένη σε φέουδα. Στο πλαίσιο των (ρεουδαρχικών σχέσεων, η κυρίαρχη δύναμη του φεουδάρχη, στον οποίο ανήκει η γη του φέουδου, υποστηρίζεται από το στρατό του και από την πίστη στην ιεραρχία. Υπό το μεγαλογαιοκτήμονα, το φεουδάρχη, συγκεντρο')νεται και οργανώνεται ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων, που απασχολείται κυρίως με την καλλιέργεια της γης. Οι αγρότες ήταν δουλοπάροικοι και εργάζονταν στο φέουδο με αντάλλαγμα την τροφή, την ασφάλεια, τη συντήρησή τους. Οι ίδιοι και οι απόγονοι τους θα έπρεπε να μείνουν στην ίδια θέση για πάντα και χωρίς δικαίωμα μετακίνησης. Η πλέον οργανωμένη δύναμη, η μεγαλύτερη ισχύς και ο περισσότερος πλούτος ανήκαν στην Εκκλησία. Η παπική εξουσία συμβολιζόταν με τον ήλιο, ο οποίος έπρεπε να δίνει ζωή και ενότητα σε εκείνο τον κόσμο, ενώ από την άλλη μεριά οι αυτοκράτορες ή οι βασιλείς είχαν ως σύμβολο τη σελήνη. Οι τελευταίοι δε θα έπρεπε παρά να αντανακλούν τον ήλιο της παπικής εξουσίας. Τούτο όμως δεν έ39
γινε δεκτό από την κοσμική εξουσία και από τον 13ο μέχρι τον 15ο αιώνα ξέσπασαν μεγάλες διαμάχες. Παράλληλα με την κοσμική Εκκλησία, υπήρχε η μοναστηριακή τάξη. Τα μοναστήρια ευδοκιμούσαν χάρη στην αυτονομία και στην ιεραρχημένη τάξη. Η οργάνωσή τους ήταν ανάλογη με την κοινωνική οργάνωση του εξωτερικού κόσμου. Δεν έλειπαν όμως και εδώ οι διαφωνίες, οι συγκρούσεις και οι αιρέσεις, που συνοπτικά και παραστατικά απεικονίστηκαν στη μορφή του Σατανά. «Είμαστε άνθρωποι φτιαγμένοι κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν του Θεού· κι όμως, μας χρησιμοποιούν σαν να ήμασταν άγρια ζώα», διαμαρτύρονταν οι επαναστατημένοι αγρότες στην Αγγλία του 1381 (Ε. Weber, A Modern History of Europe, I, i). Κάποιοι από τους δουλοπάροικους οι οποίοι δεν άντεχαν τη στερημένη ζωή στο φέουδο και τις προσβολές του φεουδάρχη κατέφευγαν στις πόλεις, όμως κι εκεί η ζωή δεν ήταν τόσο ρόδινη όσο τη φαντάζονταν. Τ ο ποσοστό των Ευρωπαίων που ζούσε σε πόλεις κατά τον 1 Ιο αιώνα δεν ήταν πάνω από το 5%. Τρεις αιώνες αργότερα αυτή η αναλογία τετραπλασιάστηκε. Τον 12ο αιώνα στο Λονδίνο ζούσαν 20.000 άνθρωποι. Στη Βενετία, στη Φλωρεντία, στη Γένουα έμεναν 50-100.000 άνθρωποι. Το Μιλάνο, η μεγαλύτερη πόλη, αριθμούσε 200.000 κατοίκους. Η ζωή στις μεσαιωνικές πόλεις είναι διαφορετική από τη ζωή οτο φέουδο, αλλά παρουσιάζει και πολλές αναλογίες με αυτό. Αντίστοιχα προς τη φεουδαρχική γαιοκτησία εμφανίζεται η συντεχνιακή ιδιοκτησία. Οι συντεχνίες ήταν κλειστές επαγγελματικές ομάδες, το επάγγελμα ήταν κληρονομικό, όπως και τα εργαλεία, ενώ η πελατεία ήταν σταθερή. Επικρατούσε η ιεραρχία ανάμεσα στους πρωτομάστορες και στους μαθητευόμενους, ενώ απουσίαζε ο καταμερισμός της εργασίας. Κάθε εργάτης έπρεπε να είναι σε θέση να κατασκευάζει οτιδήποτε χρειαζόταν στη συντεχνία. Ο μάστορας έπρεπε να κατέχει όλη την τέχνη του επαγγέλματος του. Παρατηρείται όμως μια κλιμάκωση και στις συντεχνίες. Στη Φλωρεντία, για παράδειγμα, σε υψηλότερη στάθμη τοποθετούνταν οι συντεχνίες των επιχειρηματιών, όπως έμποροι, χρηματιστές, κοσμηματοπώλες, και σε χαμηλότερη οι κρεοπώλες, οι αρτοποιοί, οι υφαντές, κτλ. Υπήρχε και ένα πλήθος περιστασιακών εργατών, των οποίων η εργασία δεν απαιτούσε μαθητεία, δεν ήταν επομένως συντεχνιακού τύπου, και ζούσαν σαν μεροκαματιάρηδες. Πολλοί ήταν πρώην δουλοπάροικοι· οι άνθρωποι αυτοί αποτέλεσαν τον όχλο. Ενώ τα μέλη των συντεχνιών είχαν οργανωμένη ζωή και συγκεκριμένα συμφέροντα, ο όχλος δεν ακολουθούσε μια πειθαρχημένη ζωή και μετείχε σε διάφορες εξεγέρσεις, οι οποίες όμως σπάνια οδήγησαν σε κάποιο αποτέλεσμα, δηλαδή σε κάποια κοινωνική αλλαγή. 40
Ενώ η ζωή στην ύπαιθρο ήταν απομονωμένη, στις πόλεις αρχίζει να εμφανίζεται εκείνη η κίνηση η οποία θα συνεχιστεί στις επόμενες ιστορικές-κοινωνικές περιόδους. Οι πόλεις του Μεσαίωνα αυτοδιοικούνταν, υπήρχε ένα σύστημα διοίκησης και φορολογίας. Αρχίζει να οργανώνεται ένας νέος τύπος ζωής, εισάγεται το ωράριο, ρυθμίζονται οι όροι εργασίας και εμφανίζεται η κοινωνία της αγοράς, δηλαδή ρυθμίζεται το κόστος της εργασίας, των πρώτων υλών, των προϊόντων.
2.1.2. Αναγέννηση και ανακαλύψεις Η Αναγέννηση είναι μια μεταβατική εποχή από τη φεουδαρχία στη βιομηχανική εποχή, διαρκεί από τα τέλη του 14ου μέχρι και τον 16ο αιώνα. Σε γενικές γραμμές, συνδέεται με την ανάπτυξη των πόλεων και την εμφάνιση των προπων χαρακτηριστικών γνωρισμάτων της σύγχρονης αστικής τάξης. Πρόκειται για την
41
εποχή η οποία προετοιμάζει την επιστημονική επανάσταση του 17ου αιώνα και τον Διαφωτισμό. Η Αναγέννηση (Renaissance) δεν έχει θεωρηθεί απλή ανανέωση (renovatio), αλλά μια μεγάλη τομή στην καλλιτεχνική, πολιτιστική, κοινωνική, πολιτική και εν γένει στην ιστορική ζωή. Τ ο αναγεννησιακό πνεύμα προβάλλει την ατομικότητα, τη σωματικότητα, την κίνηση, όπως παραδειγματικά εκφράστηκαν στην τέχνη. Ο ζωγράφος, όπως γράφει ο Αλμπέρτι, «θα πρέπει να οικειώνεται όλες τις μορφές της γνώσης που σχετίζονται με την τέχνη του, και ιδιαίτερα την Ιστορία, την ποίηση και τα Μαθηματικά». Με άλλα λόγια, η Αναγέννηση εκφράζεται στο πρότυπο του homo universalis, και στην ενότητα επιστήμης και τέχνης. Πρόκειται βέβαια για την έκφραση του ιδεώδους προτύπου της εποχής, το οποίο τροφοδότησε την εξιδανικευμένη εικόνα της Αναγέννησης. Η αντίληψη αυτή βασίζεται στο ότι οι μεγαλύτεροι δημιουργοί της Αναγέννησης είναι στοχαστές και μαθηματικοί, εφευρέτες, αρχιτέκτονες και μηχανικοί, όπως πρωτοποριακά εκφράζει το παράδειγμα του Λεονάρντο Ντα Βίντσι (L. da Vinci). Η Αναγέννηση είναι η εποχή της ανακάλυψης νέων τρόπων έκφρασης αλλά και παραγωγής. Συνοπτικά, όπως εκφράζεται και στην τέχνη, σημειώνεται η προοδευτική μετακίνηση από τη θεοκρατία στον ανθρωποκεντρισμό, η μεταφορά της κοινωνικής δύναμης από τους ευγενείς και τον κλήρο στη νέα τάξη των αστών, τους εμπόρους και τους βιοτέχνες. Στο θρησκευτικό τομέα, όπως διαβάζουμε στον Αλμπέρτι (Alberti), βασική πηγή για την εποχή, «οι ιερείς θέλουν να ξεπερνούν όλους τους άλλους σε λαμπρότητα και μεγαλεία, θέλουν να συντηρούν πολυάριθμα καλοσυντηρημένα και λαμπροστολισμένα άλογα, θέλουν να εμφανίζονται δημόσια με πλήθος ακολούθους, ενώ η κλίση τους προς την απραγία και η σκαιή τους φαυλότητα αυξάνει από μέρα σε μέρα...» Το πνεύμα αυτό ερχόταν σε αντίθεση με το ασκητικό μοναστηριακό πνεύμα. Το κίνημα της Μεταρρύθμισης (16ος αιώνας) έρχεται να αποκαταστήσει την κατάπτωση των θρησκευτικών ηθών, να θέσει σε ορθολογική βάση τις θρησκευτικές αξίες. Η πειθαρχία, η εργατικότητα, η λιτότητα και το πνεύμα της οικονομίας του προτεσταντισμού ευνόησαν ένα σύγχρονο εξορθολογισμένο επιχειρηματικό πνεύμα. Στον οικονομικό τομέα, ενώ κατά τον Μεσαίωνα το χρήμα δεν έπαιζε σημαντικό ρόλο και η παραγωγική δραστηριότητα δεν αποσκοπούσε στην εξασφάλιση πλεονάσματος, την εποχή της Αναγέννησης τα πράγματα παίρνουν πολύ διαφορετική κατεύθυνση. To qnopivi και το βενετσιάνικο δουκάτο, ήδη τον 42
13ο αιώνα, προσέφεραν ένα σύμβολο της νέας οικονομίας και ένα μέσο για τη διευκόλυνση των συναλλαγών. Εμφανίζεται το πιστωτικό κεφάλαιο και το τραπεζικό σύστημα, που ευνοοΰν τόσο την ανάπτυξη του πολιτισμού όσο και την αλλαγή στα ηθικά πρότυπα, την οποία πολλοί αισθάνονται ως «διαφθορά» του ανθρώπου. Ας σημειωθεί ότι για πρώτη φορά υιοθετείται ο δανεισμός με τόκο. Οι αρχές της ενότητας που διέπουν την τέχνη έχει θεωρηθεί ότι εκφράζουν το νέο ορθολογικό πνεύμα. Στην τέχνη κυριαρχούν οι ορθές αναλογίες, η αρμονία των σχέσεων, η οποία μπορεί να προσδιοριστεί αριθμητικά, η προοπτική, η οποία αναλύεται με μαθηματικούς υπολογισμούς. Από την άλλη μεριά, στην οικονομία, δίνεται έμφαση στη δυνατότητα υπολογισμού, στο σχεδιασμό οικονομικών κινήσεων, στην οργάνωση της εργασίας, στην τήρηση λογιστικών βιβλίων, προκειμένου να υπολογιστεί ορθολογικά το κέρδος ή η ζημία στις νέες μεταβαλλόμενες σχέσεις της αγοράς. Ο αστός, ο νέος επιχειρηματίας, έχει να αντιμετωπίσει τόσο την εχθρότητα της παλαιάς αριστοκρατίας όσο και τις μεταβαλλόμενες συνθήκες της αγοράς, την αυξομείωση των τιμών, τον ανταγωνισμό εκ μέρους των αγορών άλλων πόλεων. Την επισφαλή του άνοδο και τον κίνδυνο μεταστροφής της τύχης του επιχειρεί να αντισταθμίσει αναπτύσσοντας ένα λογικό και μεθοδικό σχέδιο. Στο μονόλογο του Φάουστ ο Γκαίτε αποδίδει το κλίμα αυτής της εποχής, ενώ διακρίνεται και το νήμα που τη συνδέει με τον 18ο αιώνα, τον αιώνα του Διαφωτισμού. Τα πρώτα λόγια του Φάουστ στο έργο εκφράζουν την αποδοκιμασία για τη σχολαστική γνώση: Αχ! σπούδασα Φιλοσοφία και Νομική και Γιατρική και αλί μον και Θεολογία με κόπο και με επιμονή. Και να με εδώ με τόσα φώτα, εγώ μωρός, όσο και πρώτα. Η γνώση της μεσαιωνικής Φιλοσοφίας κρίνεται άγονη απέναντι στο πάθος για την εφαρμογή και τη χρηστικότητα της γνώσης, για την εκμετάλλευση και τη μετατροπή των δυνάμεων της φύσης. Η φύση, αυτή την εποχή, αρχίζει να γίνεται αντικείμενο παρατήρησης αλλά και μετατροπής διά της γνώσης με υποκείμενο τον άνθρωπο. Οι αλχημιστές αυτής της περιόδου, υποσχόμενοι ότι με τη φιλοσοφική λίθο θα μπορούσαν να μετατρέψουν ένα ευτελές μέταλλο σε χρυσάφι, εξέφραζαν και τη γενική επιδίωξη για επέμβαση στη φύση και στην κοινωνία, για μια αλ\αγή προς όφελος του δρώντος ατόμου. 43
Μια άλλη όψη της εποχής, η οποία την κάνει να ξεχωρίζει, προσδιορίζει αλλά και προσδιορίζεται από την οικονομική ζωή, είναι οι ανακαλύψεις. Τα μεγάλα ταξίδια υποκινούνται προκειμένου να εξυπηρετηθούν τα εμπορικά συμφέροντα, αλλά οι ταξιδευτές επικαλούνται και την επιδίωξη να διαδώσουν το λόγο του Θεού. Ή δ η στις αρχές του 16ου αιώνα είχαν ανακαλυφθεί η Αφρική, η Νότια Ασία, η Αμερική, τα νησιά της Καραϊβικής και είχαν ήδη χαρτογραφηθεί. Πρόκειται για τη νέα εποποιία του ανθρώπου, του νέου ευρωπαϊκού ανθρώπου, αυτή τη φορά, Από τον περίιιλου του Μαγελλάνου ο οποίος αγωνίζεται με τα στοιχεία της (χειρόγραφο του 16ου αιώνα). φύσης, τα ξεμαγεύει και τα κατακτά. Στη μεγάλη επιχείρηση των ανακαλύψεων μετείχαν τόσο η Εκκλησία όσο και τα ευρωπαϊκά κράτη, η Πορτογαλία, η Ισπανία, η Ολλανδία, η Αγγλία, η Γαλλία. Η παπική εξουσία, με την ιδιότητα του εγγυητή της πνευματικής συνοχής όλων των λαών και αποβλέποντας σε μια παγκόσμια ηγεμονία, αποφασίζει να παρέμβει στην κατανομή των εδαφών. Σύμφωνα με την παπική απόφαση (Inter Cetera, 1493), ο κόσμος θα μοιραζόταν ανάμεσα στους Πορτογάλους και στους Ισπανούς. Πρόκειται για μια κίνηση που τροφοδοτεί τις συζητήσεις για το Δίκαιο. Ο βασιλιάς της Γαλλίας Φραγκίσκος A' (Francois), επικαλούμενος το Φυσικό Δίκαιο, αμφισβητεί τη νομιμότητα της παπικής αυθεντίας. Στην Ολλανδία, ο νομομαθής Ούγκο Γκρότιους (Hugo Grotius) γράφει το Mare Liberum (1609), υποστηρίζοντας ότι η ελευθερία του εμπορίου και των θαλασσών περιλαμβάνεται στα φυσικά δικαιώματα (βλ. 2.2.1.). Από τον 16ο αιώνα, και ιδιαίτερα κατά τον 17ο, αναδεικνύεται η υπεροχή της Βόρειας Ευρώπης. Η Αγγλία, η Γαλλία, η Ολλανδία οικοδομούν τις αποικιοκρατικές τους αυτοκρατορίες επωφελούμενες από την αδυναμία των οικονομικών δομών της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, οι οποίες ήταν πολύ στενά συνδεδεμένες με την Καθολική Εκκλησία. Οι μεγάλες εταιρείες, που οργανώνονται σε ανώνυμες ενώσεις, περισσότερο ή λιγότερο συνδεδεμένες με το κράτος, ελέγχουν όλο το εμπόριο και παίζουν αποφασιστικό ρόλο στη μετατροπή των χωρών τους σε αποικιοκρατικές αυτοκρατορίες. Πρόκειται για τις εταιρείες Ανατολικών και Αντικών 44
Ινδιών της Αγγλίας καν της Ολλανδίας. Και στη Γαλλία σι εταιρείες παίζουν εξίσου σημαντικό ρόλο, αλλά η βασιλική εξουσία παρεμβαίνει στις δραστηριότητες τους. Η Βόρεια Ευρώπη γίνεται το νευραλγικό κέντρο της οικονομίας, το Άμστερνταμ και το Λονδίνο αναδεικνύονται σε μητροπόλεις του παγκόσμιου εμπορίου. Οργανώνονται εμπορικά δίκτυα πρακτορείων και παρουσιάζεται μια πρωτοφανής, παγκόσμια πλέον, εμπορική κίνηση. Πολύτιμα μέταλλα, ζάχαρη, βαμβάκι, καπνός, καφές, κακάο, ρΰζι, νέα φυτά, μπαχαρικά, διακινούνται σε μεγάλες ποσότητες, ενώ το εμπόριο των δούλων συνέβαλε ακόμη περισσότερο στη συσσώρευση του πλούτου. Με το άνοιγμα των αγορών και τη συσσώρευση πλούτου αρχίζουν να φαίνονται οι αδυναμίες των συντεχνιών. Η τάση προστασίας των συντεχνιών απέναντι στα μέλη της είχε μετατραπεί σε προστατευτισμό. Όσοι ήταν μέλη των συντεχνιών επιδίωκαν να διασφαλίσουν το επάγγελμά τους, να εξασφαλίσουν τα συμφέροντα και τα κέρδη τους, όχι να τα πολλαπλασιάσουν εισερχόμενοι σε έναν αβέβαιο κύκλο μεταβολών. Αυτοί οι επαγγελματίες αναγνωρίζονταν και ως πολίτες. Με τη δύναμη που είχαν αποκτήσει, πίεζαν την πολιτική Αρχή της πόλης για τη λήψη περιοριστικών μέτρων στην κίνηση του εμπορίου. Με λίγα λόγια, η λειτουργία των συντεχνιών δε ζημίωνε μόνο τους εξωτερικούς εργάτες, οι οποίοι αποκλείονταν από την κλειστή οργάνωση της συντεχνίας και, συνεπώς, από τη συμμετοχή τους στην ιδιότητα του πολίτη· το συντεχνιακό πνεύμα περιόριζε και την ίδια την ανάπτυξη της συντεχνίας. Με τις ανακαλύψεις όμως, το άνοιγμα των αγορών, την εμφάνιση νέων κέντρων, την άνοδο της εμπορευματικής τάξης, και στο όνομα ευρύτερων συμφερόντων, άρχισαν να πλήττονται ο προστατευτισμός και τα τοπικά συμφέροντα, και να αναδύεται ένα νέο φιλελεύθερο πνεύμα. Στην παγκόσμια οικονομία αναδεικνύεται η υπεροχή της Ευρώπης. Μέσα από τις νέες οικονομικές και πολιτικές σχέσεις, με την ανάπτυξη της εξουσίας του κράτους (βλ. 2.1.5.) και της αστικής τάξης, γίνεται φανερή η παρακμή της αριστοκρατίας όσο και η αδυναμία της αγροτικής τάξης. Με αφετηρία την τελειοποίηση της ναυσιπλοΐας, αναπτύσσεται η τεχνολογία, οι φτηνές πρώτες ύλες αναζωογονούν την παραγωγή των αγαθών, η εισροή των πολύτιμων μετάλλων ισχυροποιεί τις οικονομίες των εθνικών κρατών που αρχίζουν να εμφανίζονται, ενώ καθίσταται αναγκαία η μελέτη των νέων φαινομένων της οικονομίας. Τα μεγάλα ταξίδια ενεργοποίησαν τους τομείς της Αστρονομίας, της Μηχανικής και των Μαθηματικών για την κατασκευή τελειότερων εργαλείων και πλοίων. Οι ανακαλύψεις συνέβαλαν εξαιρετικά στην ανάπτυξη της Γεωγραφίας, στην τελειοποίηση της τέχνης της Χαρτογραφίας, στην ανάπτυξη της Βοτανικής, της Ιατρικής, εν γένει στη συσσώρευση γνώσης. 45
Σε γενικές γραμμές, όμως, εκτιμάται ότι τα αποτελέσματα αυτής της περιόδου αφορούν τη συσσώρευση του πλούτου, η οποία βασίζεται στην εκμετάλλευση της εργασίας, ειδικά της δουλείας, και στο κέρδος. Η αποδοτικότητα της εργασίας, η οργάνωση της παραγωγής σε σχέση με τις δυνατότητες της αγοράς θα αρχίσουν να αναπτύσσονται από τον 18ο αιώνα, με την εκβιομηχάνιση, την κατάργηση της δουλείας και τις νέες συνθήκες εργασίας. Η δουλεία δεν καταργείται τόσο από ηθικά κίνητρα, όσο, κυρίως, για λόγους ορθολογικότερης οργάνωσης της εργασίας και της κοινωνίας.
Γ. Εβέλιου, Σεληνογραφία 1647
2.1.3. Αστικοποίηση Η πόλη στην Ευρώπη έχει πολύ μεγάλη παράδοση, με δεδομένο ότι ξεκινά από τις πόλεις-κράτη της Αρχαιότητας, επιβιώνει ως θεσμός κατά τον Μεσαίωνα και διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη μετάβαση στην αστική-βιομηχανική κοινωνία.
Α.;
46
Η πόλη, εξαρχής συνδεδεμένη με τον πολίτη, την πολιτική και τον πολιτισμό, αποτέλεσε το «φυσικό» χώρο της αστικής τάξης. Οι πόλεις κατά την Αρχαιότητα, αλλά και οι μεσαιωνικές πόλεις, ήταν αυτόνομες, συνήθως μάλιστα είχαν και δικό τους στρατό. Με την εμφάνιση των εθνικών κρατών προβάλλει η εθνική τάξη, η αστική τάξη με τη σύγχρονη σημασία της λέξης. Τον 12ο αιώνα στο Λονδίνο ζούσαν 20.00Θ άνθρωποι. Περί τα μέσα του 19ου αιώνα ζουν 3.500.000. Με την ανάπτυξη του παγκόσμιου εμπορίου, όπως παρακολουθήσαμε, παρουσιάζεται το φαινόμενο των μεγάλων μητροπόλεων. Αλλά τι είναι η πόλη; Η πόλη χαρακτηρίζεται από μια συγκέντρωση, συνήθως πυκνή, κτισμάτων και ανθρώπων. Η οικονομική ζωή βασίζεται στη βιοτεχνία, στη βιομηχανία, στο εμπόριο και όχι στη γεωργία, υπάρχει μια ικανοποιητική αγορά, αναπτυγμένο συγκοινωνιακό δίκτυο, εκπαιδευτικά ιδρύματα και υπηρεσίες. Η ζωή στην πόλη παρουσιάζει μια αναπτυγμένη θεσμική οργάνωση. Στις αναλύσεις σοσιαλιστών συγγραφέων, όπως των Μαρξ και Ένγκελς, στα μέσα του περασμένου αιώνα, τονίζεται η σχέση της αστικής ζωής με την οικονομία και με ένα σύστημα εκμετάλλευσης 1 των εργατών από τους ιδιοκτήτες ' ;: Kmm-'Λ' '3MBRfragr : w . · g e m βιομήχανους και επιχειρηματίες. |||S|i £ Ιΐ'^ν ii Το μεγαλόπρεπο θέαμα των πόλεων και η συγκέντρωση του πλούτου Μ '/?'.··I ,1 συνδέεται αφ' ενός με την εξατομίκευση, και αφ' ετέρου με την ε• 1 I . . . 1. .Λ*. \· Λ. Λ ξαθλίωση της πλειονότητας. ΤονίBSVei 1..: 1 l a \ \ \ ζεται, επίσης, η εμπορευματοποίmsi" - ·; ·; 1.L1. \ A 1 . 1l L 1l *l λΛ -\λ\ ηση της γης, η οποία φέρνει τις χα.y >V 1VI l l j L\ 1L ldeB"'mWUfl lijA μηλότερες κοινωνικά τάξεις σε δυσμενέστερη θέση, ενώ ευνοεί το κέρδος μιας σειράς επιχειρήσεων. Η πόλη θεωρείται το επίκεντρο των κοινωνικών και οικονομικών διαδικασιών και ο προσφορότερος τόπος για τη μελέτη τους. Έ χ ε ι τονιστεί βέβαια από άλλους θεωρητικούς στην εποχή μας
%, \
EΒ
iJ -ι
47
ι \» \ y \
\ \ \ ψ
7
και μια άλλη διάσταση της πόλης, ο τρόπος ζωής. Η αστική ζωή συνδέεται με την πολιτισμική συμπεριφορά. Η πόλη μελετάται ως ο φυσικός χώρος του ανθρώπου, όπου εκδηλώνονται στην ενότητά τους οι δραστηριότητές του, πνευματικές, τεχνικές, οικονομικές, πολιτισμικές. Η πόλη, συνοπτικά, αποτελεί ένα σύνθετο θέμα, προνομιακό τόπο για τη μελέτη ενός κοινωνικού συστήματος και του πολιτισμού. Από τη Βιομηχανική Επανάσταση παρατηρείται η διαρκής τάση για συγκέντρωση του πληθυσμού στις πόλεις, με αποτέλεσμα σήμερα ο μισός πληθυσμός της γης να ζει σε πόλεις. Εύλογα η πόλη αποτέλεσε ξεχωριστό αντικείμενο, το οποίο σήμερα μελετά η Αστική Κοινωνιολογία.
2.1.4. Από την κοινότητα στην κοινωνία Ορισμένες σχέσεις θεωρούμε ότι είναι αυθόρμητες, φυσικές, ενώ άλλες ότι είναι συμβατικές. Επίσης, συνηθίζουμε να αντιπαραθέτουμε τις σύγχρονες σχέσεις ως ατομικιστικές και αποξενωμένες στις παραδοσιακές σχέσεις, με την ιδέα ότι ήταν σχέσεις αλληλεγγύης. Με τη Βιομηχανική Επανάσταση τονίζεται η ραγδαία μεταβολή στους κοινωνικούς όρους της ζωής. Δίνεται έμφαση στη συσσώρευση του πλούτου και οι άνθρωποι μεταφέρονται μαζικά στις πόλεις, όπου ενσωματώνονται στις αγορές. Επιβιώνουν άραγε αρετές όπως η αλληλεγγύη, η αμοιβαιότητα, η αίσθηση της κοινότητας; Ο ΤέΠ. Μπρέγκελ, Αγροτικός χορός (1565) νις (F. T o n n i e s , 18551936), ένας Γερμανός κοινωνιολόγος που ασχολήθηκε με αυτό το πρόβλημα, χρησιμοποίησε ως βασικές έννοιες-εργαλεία για τη μελέτη των τύπων στους οποίους μπορούν να υπαχθούν οι κοινωνικές σχέσεις ή οι κοινωνικοί δεσμοί τις έννοιες «κοινότητα» και «κοινωνία». Ο όρος κοινότητα, σύμφωνα με τα παραδείγματα του Τένις, ανταποκρίνεται σε τύπους σχέσεων όπως η σχέση της μητέρας με το παιδί της, η σχέση του άντρα με 48
τη γυναίκα, η σχέση αδελφού και αδελφής. Πρόκειται για δεσμούς που βασίζονται στο ένστικτο, στην παρόρμηση και σε ό,τι είναι κληρονομημένο από τ η φύση ή την π α ρ ά δ ο σ η . Ανταποκρίνονται σε σχέσεις ανάμεσα στα μέλη μιας οικογένειας, στους κατοίκους ενός χωριού η γενικότερα των αγροτικών κοινωνιών. Στις σχέσεις αυτές επικρατεί η ηλικία, η σοφία, η δύναμη, η ισχύς του ηΦ. Λεζέ, Η πόλη (1919) γέτη. Πλάι στην αμεσότητα των σχέσεων εμφανίζεται ο φόβος απέναντι στη μεγαλύτερη ισχύ. Δεν είναι ανεξήγητο το ότι αυτές οι άμεσες, φυσικές και αλληλέγγυες σχέσεις εμφανίζονται σε παλαιούς τύπους αυτοκρατοριών, στη φεουδαρχία, κτλ. Ενώ η ζωή στις κοινότητες φαίνεται να οργανώνεται μέσα από τις αυθόρμητες σχέσεις, η κοινωνία βασίζεται στη λογική. Στην κοινωνία, τη θέληση τη διαμορφώνει και την κατευθύνει η σκέψη· οι σχέσεις, οι συμπεριφορές, οι πράξεις ρυθμίζονται μέσω συμφερόντων και συμβάσεων. Με την εμφάνιση της βιομηχανικής κοινωνίας, τη ζωή στις μεγαλοπόλεις, την ανάπτυξη των σύνθετων και ανταγωνιστικών οικονομικών σχέσεων, αν δε ρυθμίζονταν οι σχέσεις διά των συμβάσεων θα ήταν αδύνατη η κοινωνική ζωή. Η ίδια η πολιτική και η κοινωνική ζωή εμφανίζονται, κατά συνέπεια, ως αποτέλεσμα κοινωνικών συμφωνιών, συμβάσεων και συμβολαίων.
2.1.5. Η γένεση των εθνικών κρατών Από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κληρονομείται η ιδέα μιας καθολικής δύναμης, την οποία κατά τον Μεσαίωνα εκφράζει η Καθολική Εκκλησία. Στην πραγματικότητα, ο μεσαιωνικός κόσμος εμφανίζει την όψη ενός μωσαϊκού από 500 περίπου τοπικές εξουσίες, ανεξάρτητες και ημιαυτόνομες πόλεις-κράτη, των οποίων τα σύνορα είναι ασαφή και μεταξύ των οποίων διεξάγονται συχνά πόλεμοι. Έλειπαν οι αποτελεσματικοί κεντρικοί διοικητικοί μηχανισμοί, καθώς η εξουσία ήταν τοπικού και προσωπικού χαρακτήρα. Από τον 14ο αιώνα η παντοδύναμη Εκκλησία υποχρεώνεται σε υποχωρήσεις α49
πέναντι στη βασιλική εξουσία. Ταυτόχρονα αρχίζει να αποσυντίθεται η φεουδαρχία. Το εμπόριο αποκτά αυξανόμενη σημασία και στην ύπαιθρο. Τον 14ο αιώνα ξεσπούν σε όλη την Ευρώπη εξεγέρσεις εκ μέρους των δουλοπάροικων, οι οποίοι μαζικά καταφεύγουν στις πόλεις. Τον ίδιο αιώνα μεταδίδεται η θανατηφόρα πανούκλα, η οποία ξεκληρίζει τον πληθυσμό, συμπληρώνοντας τη νοσηρή όψη της εποχής. Η φτώχεια, η εξαθλίωση και η αρρώστια πλήττουν την Ευρώπη. Ό μ ω ς τον 16ο αιώνα σημειώνεται μια σημαντική ανατροπή της πολιτικής γεωγραφίας. Η ιδέα της καθολικής δύναμης αρχίζει να αντικαθίσταται από εθνικά πρότυπα. Η δομή του κράτους που εμφανίζεται είναι ιεραρχική, παρατηρείται η αλυσιδωτή διάρθρωση των σχέσεων και η διαπλοκή ανάμεσα σε μικρότερα συμφέροντα και εξουσίες, ενώ στην κορυφή της πυραμίδας τοποθετείται η μοναρχική εξουσία. Ο μονάρχης θεωρείται ότι εκπροσωπεί το κοινό συμφέρον των υπηκόων του. Η απόλυτη εξουσία του μονάρχη σήμαινε την ανάδυση μιας μορφής κράτους, του απολυταρχικού, που βασίζεται στην απορρόφηση μικρότερων και ασθενέστερων εξουσιών και την υπαγωγή τους σε μεγαλύτερες και ισχυρότερες δομές. Σήμαινε ακόμη την ενισχυμένη ικανότητα διακυβέρνησης σε μια ενοποιημένη εδαφική περιοχή και την ικανότητα επιτήρησης των λαών που υπάγονται στο κράτος. Τα νέα κράτη συντελούν στην ανάπτυξη μιας νέας μορφής ταυτότητας, της εθνικής ταυτότητας. Η απόλυτη μοναρχία διεκδικούσε το δικαίωμα να αποτελεί την ύψιστη πηγή του νόμου, να είναι συγκεντρωτική και αδιαίρετη. Εμφανίζονται και οργανώνονται όμως στο πλαίσιο της οι διοικητικοί μηχανισμοί, η γραφειοκρατία, η ορθολογική φορολογία, το ενιαίο νόμισμα, ο θεσμός της διπλωματίας, νέες διαδικασίες νομοθεσίας. Τα κράτη στα οποία συναντάμε την απολυταρχία, μεταξύ 15ου και 18ου αιώνα, είναι η Γαλλία, η Αγγλία, η Πρωσία, η Αυστρία, η Ισπανία, η Ρωσία, η Σουηδία. Από τον 18ο αιώνα, χάρη στις πολιτικές επαναστάσεις, πραγματοποιείται βαθμιαία η μετάβαση στη σύγχρονη μορφή του κράτους. Σύμq)ωvα με αυτή, επικε(ραλής του κράτους είναι μια κυβέρνηση που έχει την εμπιστοσύνη των αντιπροσώπων των πολιτών, οι οποίοι αντιπρόσωποι είναι και οι νομοθέτες. Οι σχέσεις, τα δικαιώματα και υποχρεώσεις της κυβέρνησης και των πολιτών προσδιορίζονται από εκ των προτέρων γνωστούς κανόνες. Η ιδιότητα του πολίτη επανεμφανίζεται στην Ιστορία και ο προσδιορισμός της αποτελεί σημαντικό πρακτικό και θεωρητικό ζήτημα. Σε γενικές γραμμές, η νέα μορφή του κράτους, το εθνικό κράτος, ευνόησε την ανάπτυξη της αστικής τάξης, από την οποία μάλιστα υποστηρίχθηκε, συνέβαλε στη 50
διάδοση του εμπορίου και, όπως είδαμε στην προηγουμένη ενότητα, στην εμφάνιση της αποικιοκρατίας, ενώ περιόρισε την ισχύ της Καθολικής Εκκλησίας. Τα προβλήματα που αφορούν τη νομιμοποίησή του, την προέλευση και τα όρια της ισχύος του, κ.ά., αποτέλεσαν αντικείμενα του Δικαίου και της πολιτικής θεωρίας, που αναδεικνύονται ως ζωτικής σημασίας αντικείμενα της γνώσης (βλ. 2.2.1.).
2.1.6. Η Βιομηχανική Επανάσταση Κατά τον 16ο και τον 17ο αιώνα σημειώνεται κατακόρυφη άνοδος των τιμών, κυρίως των αγροτικών προϊόντων. Οι απαιτήσεις της αγοράς αποτελούν μια ανεξήγητη αλλά και αδυσώπητη πραγματικότητα. Στα μέσα του 16ου αιώνα το γαλλικό και το ισπανικό κράτος πλήττονται από μεγάλη οικονομική κρίση. Αναζητείται απεγνωσμένα δανειοδότηση. Στις συναλλαγές που ακολουθούν, η κερδοσκοπία φτάνει στο κατακόρυφο. Στις πόλεις παρουσιάζεται υπερπληθυσμός, ενώ οι μισθοί είναι χαμηλοί και όχι σταθεροί. Με τον εκχρηματισμό της οικονομίας, όλοι χρειάζονται όλο και περισσότερα χρήματα, ακόμη περισσότερο όσοι βρίσκονται σε ανώτερες κοινωνικά τάξεις. Παρουσιάζεται το φαινόμενο να πουλούν πολλοί ευγενείς τους τίτλους τους σε ανερχόμενους αστούς, η Εκκλησία ιερά λείψανα και «συγχωροχάρτια», οι χαμηλότερες τάξεις εγκαταλείπουν την ύπαιθρο και συσσωρεύονται στις πόλεις προσφέροντας την εργασία τους για μισθούς που βρίσκονται στα όρια της επιβίωσης. Επικρατεί η κοινωνία της αγοράς, η οποία όμως δεν μπορεί να ελεγχθεί. Στο πεδίο της τεχνικής και της οικονομίας παρουσιάζονται κινήσεις για τη συμπίεση του κόστους παραγωγής των προϊόντων. Μια σειρά από εφευρέσεις από τον 17ο αιώνα συμβάλλουν στη μείωση του κόστους της παραγωγής και των τιμών. Σύμφωνα με τον αγγλικό νόμο του 1623, ο εφευρέτης αμείβεται και κατοχυρώνει τυπικά την εφεύρεσή του. Κατά τη διάρκεια της ιστορίας του πολιτισμού, γίνονταν βέβαια πάντα εφευρέσεις, στη νέα όμως ιστορική περίοδο αρχίζουν να ενσωματώνονται οργανωμένα στην παραγωγή. Η βιομηχανική παραγωγή δε βασίζεται απλώς στην εισαγωγή νέων μηχανών, όπως της ατμομηχανής, στην παραγωγική διαδικασία. Είναι αποτέλεσμα μιας μακρόχρονης διαδικασίας η οποία επέφερε σημαντικές αλλαγές στην κοινωνική, στην πολιτική και στην οικονομική ζωή. Η ιδιοκτησία της γης χρησιμοποιείται ως εμπόρευμα. Η ιδιοκτησία του χώρου όπου εκτελείται το έργο, τα εργαλεία, οι πηγές της πρώτης ύλης και η εργατική δύναμη συγκεντρώνονται στα χέρια του επιχειρηματία. Στο κοινωνικό πεδίο, σχηματίζεται αφ' ενός η καπιταλιστική τάξη, η τάξη που κατέχει τα νέα μέσα παραγωγής, και αφ' ετέρου η εργατική. 51
Η ατμομηχανή του Τζ. Βατ (1769)
Ενώ κατά τον Μεσαίωνα οι άνθρωποι όσα κατανάλωναν τόσα και ξόδευαν, με τη Βιομηχανική Επανάσταση δίνεται έμφαση στη συσσώρευση κεχραλαίον και στην αποκόμιση όσο το δυνατό μεγαλύτερου κέρδους. Η γη αρχίζει να χρησιμοποιείται όχι απλώς ως πηγή προϊόντων για την επιβίωση, αλλά ως αυτό το οποίο μπορεί να αγοραστεί και να πουληθεί αποφέροντας κέρδος. Έτσι, δίνεται έμφαση στη γη ως ιδιοκτησία. Τον 16ο αιώνα ψηφίζεται στην Αγγλία ο περίφημος Νόμος των Περιφράξεων. Τα κομμάτια της γης τα οποία μπορούσαν ελεύθερα να χρησιμοποιούν οι καλλιεργητές για τη βοσκή των προβάτων τους και για την ξυλεία τους ιδιωτικοποιούνται. Με αυτό τον τρόπο οι q)εoυδάpχες αυξάνουν τη γαιοκτησία τους και μετατρέπονται σε επιχειρηματίες. Παράλληλα οι γαιοκτήμονες αρχίζουν να χρησιμοποιούν τα κτήματα ως βοσκότοπους, προκειμένου να εμπορευτούν το μαλλί. Όσοι χωρικοί ζούσαν στις περιοχές αυτές υποχρεώνονταν να τις εγκαταλείψουν και να καταφύγουν στις πόλεις, όπου ζούσαν υπό άθλιες συνθήκες. «Τα πρόβατα έτρωγαν ανθρώπους», κατά την έκφραση της εποχής. Αναπτύχθηκε η βιομη52
χανία του μαλλιού και στη συνέχεια η βιομηχανία τον βάμβακα, η οποία ενσωμάτωσε τις μεγαλύτερες τεχνικές βελτιώσεις και αποτέλεσε παράδειγμα εργοστασιακής παραγωγής. Οι τεχνικές βελτιώσεις αφορούσαν τις πρώτες ύλες, τη χρήση του γαιάνθρακα και την εισαγωγή της ατμομηχανής. Η εργοστασιακή παραγωγή έδωσε ένα καταφύγιο στους πρώην δουλοπάροικους οι οποίοι, όπως είδαμε, κετέφευγαν στις πόλεις, όπου είτε ήταν αποκλεισμένοι από τις συντεχνίες είτε κακοπληρώνονταν. Στην αρχή της βιομηχανικής παραγωγής, επειδή υπήρχε πολύ μεγάλη ανάγκη για εργατικά χέρια, σε πλήρη αντίθεση με τις σημερινές συνθήκες, οι εργατικές δυνάμεις στρατολογούνταν υποχρεωτικά, διά της βίας. Χρησιμοποιήθηκαν ακόμη και αστυνομικά μέτρα και ποινές κατά των περιπλανωμένων. Χαρακτηριστικά, για όποιον συλλαμβανόταν για τρίτη φορά να ζητιανεύει προβλεπόταν η ποινή του θανάτου. Από τις αρχές του 18ου αιώνα όμως άρχισαν να εμφανίζονται οι πρόδρομοι της σύγχρονης ρύθμισης των εργασιακών σχέσεων ανάμεσα στους επιχειρηματίες και στους εργαζομένους. Συνοπτικά, η Βιομηχανική Επανάσταση τοποθετείται τον 18ο αιώνα στην Αγγλία ως αποτέλεσμα μακροχρόνιας διαδικασίας - πραγματοποιείται κατεξοχήν χάρη στις νέες σχέσεις ιδιοκτησίας και εργασίας. Εκδηλώνεται μέσα από τη χρήση της μηχανής, της ατμομηχανής αλλά και μέσα από την ανάπτυξη των μεταφορικών μέσων, του σιδηρόδρομου, του ατμόπλοιου, που έδιναν τη δυνατότητα μεταφοράς των ανθρώπων και των προϊόντων, και διευκόλυναν το διεθνές εμπόριο. Τον 19ο αιώνα η Βιομηχανική Επανάσταση εξαπλώνεται στην υπόλοιπη Δυτική Ευρώπη και στην Αμερική. Επιχειρείται η όσο το δυνατό μεγαλύτερη αξιοποίηση των επιστημονικών δεδομένων στη βιομηχανία με σκοπό τη βελτίωση της παραγωγής, τη μείωση του κόστους και την αποκόμιση μεγαλύτερου κέρδους. Το κέρδος, σε ένα σημαντικό του μέρος, δε χρησιμοποιείται για καταναλωτικούς σκοπούς, αλλά για την τελειοποίηση της τεχνολογίας, την αγορά νέων μηχανημάτων, για την όσο το δυνατό μεγαλύτερη βελτίωση της παραγωγικής διαδικασίας. Ό π ω ς γίνεται αντιληπτό, η διαμόρφωση των σχέσεων σε όλους τους τομείς της ζωής γίνεται όλο και πιο σύνθετη. Η ανάπτυξη της οικονομίας και της τεχνικής ακολουθεί μια πορεία η οποία δεν είναι ούτε κατανοητή ούτε και προβλέψιμη, ενώ επιδρά καθοριστικά στη διαμόρφωση της κοινωνικής ζωής. Ως εκ τούτου, γίνεται επιτακτική η ανάγκη να μελετηθούν συστηματικά τα νέα οικονομικά φαινόμενα.
53
2.2. Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΩΝ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ ΤΟΝ 17ο ΚΑΙ ΤΟΝ 18ο ΑΙΩΝΑ Η εμφάνιση του απολυταρχικού κράτους και η ανάπτυξη της οικονομίας συνοδεύτηκαν από προβλήματα που απαιτούσαν επιτακτική λΰση, όπως η ρύθμιση της σχέσης κράτους και Εκκλησίας, η κατοχύρωση των ατομικών δικαιωμάτων, η ρύθμιση των κανόνων λειτουργίας της αγοράς. Τα αντικείμενα της γνώσης τα οποία επανεξετάζονται και αναπροσδιορίζονται σε σχέση με την παράδοση αφορούν την Πολιτική, την Οικονομία, την Ψυχολογία, ενώ προκύπτουν νέα ερωτήματα που θα απασχολήσουν τους επόμενους αιώνες την Κοινωνιολογία και την Κοινωνική Ανθρωπολογία.
2.2.1. Η Πολιτική Επιστήμη Τα αντικείμενα της Πολιτικής τα επανεπεξεργάζεται η σχολή του Φυσικού Δικαίου. Το Φυσικό Δίκαιο διδάσκεται, τον 17ο αιώνα, σε προτεσταντικές χώρες, στα πανεπιστήμια της Γερμανίας, της Ελβετίας, της Σουηδίας, της Ολλανδίας, και συναντά την εχθρότητα τόσο των καθηγητών του Ρωμαϊκού Δικαίου όσο και της Καθολικής Εκκλησίας. Η σχολή του Φυσικού Δικαίου εκπονεί τη θεωρία του Κοινωνικού Συμβολαίου, με την οποία υποκαθιστά το Θεϊκό Δίκαιο ή τη θεωρία της θεϊκής προέλευσης της πολιτικής εξουσίας. Από το Θεϊκό Δίκαιο αντλούσε τη νομιμοποίησή της η αυθεντία της Καθολικής Εκκλησίας αλλά και η απόλυτη μοναρχία. Η θεϊκή προέλευση της εξουσίας απαγόρευε, εύλογα, κάθε είδος αντίστασης προς αυτή και ήταν αντίθετη στην προέλευση της εξουσίας από το λαό και στην κατοχύρωση των ατομικών ελευθεριών. Το Φυσικό Δίκαιο βασίζεται στην έννοια της φύσης. Ως φύση νοείται στους θεωρητικούς όπως ο Χομπς ή ο Λοκ η φύση του ανθρώπου με τα πάθη, τις επιθυμίες, αλλά και με τον ορθό λόγο, δηλαδή την ικανότητα του ατόμου να βρίσκει τα κατάλληλα μέσα για την ικανοποίηση των σκοπών του. Το Φυσικό Δίκαιο, ξεχωρίζοντας το Δίκαιο και την Πολιτική από τη θεολογία, απελευθερώνει την Πολιτική Επιστήμη από τη θεολογία και το κράτος από την κηδεμονία της Εκκλησίας. Η εκκοσμίκευση του Δικαίου, όπως υποστηρίζεται, έθεσε τις ορθολογικές βάσεις για την Πολιτική Επιστήμη. Η θεωρία του Φυσικού Δικαίου στηρίζεται σε μια βασική υπόθεση, τη φυσική κατάσταση. ΙΙρόκειται για μια υποθετική φάση της ανθρώπινης Ιστορίας, όπου δεν υπάρχουν θεσμοί, πολιτική συγκρότηση, κράτος. Από την κατάσταση αυτή τα άτομα οδηγούνται στην πολιτική κοινωνία με τη θέληση τους, a q ^ συνάφουν το 54
Κοινωνικό Συμβόλαιο. Με το κοινωνικό συμβόλαιο τα άτομα υποχρεώνονται να αναγνωρίσουν ως νόμιμη την εξουσία ενός ατόμου ή ενός συμβουλίου. Με την πράξη αυτή του κοινωνικού συμβολαίου οι άνθρωποι αποξενώνονται από τα χρυσικά δικαιώματά τους, τα οποία εκχωρούν στη νόμιμη εξουσία, προκειμένου όμως να τα ανακτήσουν με μια έννομη, έλλογη και σταθερή μορφή. Έτσι, τα απεριόριστα αλλά επισφαλή δικαιώματα της φυσικής κατάστασης μετατρέπονται σε ατομικά δικαιώματα, όπως η προστασία της ζωής, της ελευθερίας, της ιδιοκτησίας. Με λίγα λόγια, το κοινωνικό συμβόλαιο είναι μια θεωρία με την οποία η προέλευση και η μορφή του κράτους εξηγείται ως προϊόν του λόγου και της συναίνεσης των ατόμων. Ας σημειωθεί ότι έχουν διατυπωθεί πολλές θεωρίες κοινωνικού συμβολαίου, ανάλογα με την ιστοΤο Κοινωνικό Συμβόλαιο ρική εποχή στην οποία εκπονήθηκαν αλτου Ζ. Ζ. Ρουσώ αποτέλεσε το «Ευαγγε'λιο» λά και με τον τύπο του κράτους τον οτης Γαλλικής Επανάστασης. ποίο υποστήριζαν, δηλαδή απόλυτη μοναρχία, φιλελεύθερο ή δημοκρατικό κράτος, όπως θα εξηγήσουμε εκτενέστερα στο επόμενο κεφάλαιο (βλ. 3.3.). Το Φυσικό Δίκαιο αποτελεί, σύμφωνα με τους θεωρητικούς του, τον ασφαλή γνώμονα με τον οποίο θα πρέπει να ευθυγραμμιστούν οι «θετικοί» νόμοι της μετασχηματιζόμενης κοινωνίας. Αντιλήψεις φυσικού δικαίου συνόδευαν τη δράση σε μια εποχή πολιτικών επαναστάσεων, όπως στην Αγγλία (1642-1649 και 1688), στη Γενεύη (1768 και 1781-1782), στην Ολλανδία (1747 και 1787), στην Αμερική (17551783), στην Πολωνία (1791), στη Γαλλία (1789). Οι πολιτικές θεωρίες οι οποίες εκπονούνται διατυπώνουν τις προτάσεις τους με την αυστηρότητα των Μαθηματικών, καθώς αποβλέπουν στην πρακτική τους εφαρμογή, αν και το μαθηματικό υπόδειγμα δε χρησιμοποιείται κατά τον ίδιο τρόπο από όλους τους θεωρητικούς. Παρατηρείται, επιπλέον, η τάση όχι μόνο να εξακριβωθούν οι νόμοι που διέπουν την κοινωνία και την πολιτική ζωή, αλλά και να υπηρετηθούν ορισμένα ιδεώδη που αφο55
ρουν τον τρόπο άσκησης της εξουσίας, όπως η αντιπροσωπευτική διακυβέρνηση, η κατοχύρωση της ελευθερίας και της ισότητας, και η προστασία της ιδιοκτησίας.
2.2.2. Οικονομία Κάθε κράτος φιλοδοξούσε να είναι ανεξάρτητο οικονομικά. Οι χώρες, για να επιβιώσουν, έπρεπε να αναπτύξουν τους βασικούς τομείς της παραγωγής τους, όπως τη γεωργία και το εμπόριο, να εδραιώσουν μια ισορροπία στις εμπορικές συναλλαγές, να προστατέψουν τα προϊόντα τους με μια πολιτική δασμών απέναντι στα προϊόντα άλλων χωρών, να συσσωρεύουν πολύτιμα μέταλλα. Ο μερκαντιλισμός, ο οποίος έχει χαρακτηριστεί και οικονομικός εθνικισμός, υποστήριζε την παρέμβαση του κράτους στη ρύθμιση της οικονομίας, την πpooq>υγή σε οικονομικά μέσα για την εξυπηρέτηση πολιτικών σκοπών. Ο μερκαντιλισμός όμως εφαρμόστηκε από τα μέσα του 16ου ως τα τέλη του 17ου αιώνα, εποχή κατά την οποία αναπτυσσόταν το διεθνές εμπόριο χάρη στις ανακαλύψεις των νέων χωρών. Η Αγγλία, η Γαλλία και η Ολλανδία διεκδικούσαν το δικαίωμα τα καράβια τους να είναι ελεύθερα να διασχίζουν τις περιοχές WSTf.*>
a
*
$ Άμστερνταμ, το Χρηματιστήριο το 1612.
56
τις οποίες η Ισπανία και η Πορτογαλία θεωρούσαν αποκλειστικά δικές τους. Αφ' ενός υποστήριζαν τον προστατευτισμό για τις οικονομίες τους από τα εισαγόμενα προϊόντα, αφ' ετέρου την ελευθερία του εξαγωγικού εμπορίου της χώρας τους. Τον 18ο αιώνα οι αρχές του ελεύθερου εμπορίου για την οικονομία του κράτους υποστηρίζονται από μια ομάδα Γάλλων υπό τον Κενέ (Quesnay), που ονομάστηκαν φυσιοκράτες (ή οικονομιστές). Υποστήριξαν την απελευθέρωση των συναλλαγών από την κρατική παρέμβαση, περιορίζοντας το ρόλο του κράτους κυρίως στην προστασία της ατομικής ιδιοκτησίας. Εκτιμούσαν ότι η γεωργία ήταν η μόνη πηγή πλούτου που δίνει οικονομικό πλεόνασμα και μπορεί να φορολογηθεί από το κράτος. Η αντίληψη για την ελευθερία των συναλλαγα>ν επηρέασε τη Βρετανική Κλασική Οικονομική σκέψη, και ειδικά το θεμελιωτή της οικονομικής επιστήμης Άνταμ Σμιθ (βλ. 3.2.1.). Με λίγα λόγια, την εποχή αυτή, μέσα από τις συζητήσεις των μερκαντιλιστών και των φυσιοκρατών, αναδεικνύονται βασικά προβλήματα που απασχολούν ακόμη και σήμερα την Πολιτική Οικονομία, όπως το πώς παράγεται ο κοινωνικός πλούτος, το ποιος αναλαμβάνει ή πρέπει να αναλαμβάνει τη διαχείριση των οικονομικών πόρων, δηλαδή το κράτος ή ιδιωτικοί φορείς και συμφέροντα.
2.2.3. Ψυχολογία Άμλετ: «Μακαρισμένοι όσοι έχονν / αίμα και νον τόσο καλά συνταιριασμένα ηον / δε γίνονται στα δάκτυλα της τύχης πίπιζες / να παίζουν ό,τι θέλει. Δύσε μου τον άνθρωπο / που δε σκλαβώνεται στο πάθος, να τον βάλω/ μέσα στην καρδιά μου...» Στις απαρχές του αστικού πολιτισμού, το ενδιαφέρον για τον ψυχικό βίο του ατόμου υπάγεται σε φιλοσοφικές θεωρίες για την ανθρώπινη φύση, συνδέεται με τη γνώση και τον έλεγχο του ανθρ(όπου πάνω στον εαυτό του και τους άλλους, καθώς και με την πολιτική πράξη. Η γνώση και ο έλεγχος των παθών ενδιέφερε πολύ την πολιτική, διότι, όπως θεωρούνταν, ο ηγεμόνας που κατορθίόνει να κυβερνά τα πάθη του μπορεί να κυβερνά και το λαό. Οι θεωρίες για την ανθρώπινη φύση διαφέρουν όμως μεταξύ τους ανάλογα με το πολιτικό επιχείρημα το οποίο υποστηρίζουν. Σε δημοκρατικά επιχειρήματα, για παράδειγμα (βλ. 3.3.3.), τονίζεται το στοιχείο του λόγου και της ελευθερίας του ατόμου, χάρη στο οποίο μπορεί το ίδιο να καθοδηγήσει τον εαυτό του. Τον 17ο αιώνα, από τον Βάκωνα (βλ. 1.1.7.), τον Καρτέσιο (βλ. 1.1.8.), τον Χομπς (βλ. 3.3.1.) και τον Ολλανδό φιλόσοφο Σπινόζα (Spinoza) (1642-1677), τα πάθη εξε-
57
Για τον Καντ, «η γνώση φτάνει μόνο ως τα φαινόμενα, ενώ το πράγμα αυτό καθαυτό παραμε'νει αυτοδύναμα πραγματικό, αλλά αδιάγνωστο για μας» (Κριτική του Καθαρού Λόγου, Β, XX).
τάζονται όχι με γνώμονα ηθικές αξιολογήσεις αλλά ως φυσικά φαινόμενα, όπως οι θύελλες, οι χείμαρροι, οι καταιγίδες, τα οποία προκαλούνται από ορισμένες αιτίες. Διαταράσσουν μεν την ισορροπία της φύσης, αλλά μπορούν να θεραπευτούν χάρη στη γνώση των αιτιών τους. Ο Καρτέσιος, στο έργο του Τα Πάθη της Ψνχής, επιχειρεί να εφαρμόσει την αναλυτικοσυνθετική μέθοδο των Μαθηματικών στην εξέταση τους, αντιμετωπίζοντας τα πάθη σαν να επρόκειτο για φυσικά φαινόμενα. Σε γενικές γραμμές, κατά τον 17ο αιώνα, το πάθος, ό-
πως και η ανθρώπινη φύση, θεωρείται συνδυασμός δύναμης και λόγου. Η δύναμη των παθών, εφόσον συνδέεται με το λόγο, μπορεί να αποκτήσει έλλογες μορφές. Τον 18ο αιώνα πραγματοποιείται μια πολύ μεγάλη τομή σε σχέση με το Μεσαίωνα, αλλά και με τον 17ο αιώνα στη θεωρία της γνώσης, χάρη στο Σκώτο φιλόσοφο Ντέιβιντ Χιουμ (D. Hume, 1711-1776). Από τον Μεσαίωνα πάνω στο πρόβλημα της αλήθειας υποστηριζόταν η αντιστοιχία ανάμεσα στην ιδέα και στο πράγμα. Για τους φιλοσόφους του Π ο υ αιώνα, ήταν δεκτό ότι όλα τα πράγματα, συμπεριλαμβανομένου και του ανθρίόπου, διέπονται από κοινούς νόμους· με άλλα λόγια, ότι ο κόσμος είναι έλλογος, ο καλύτερος δυνατός. Ό μ ω ς ο Χιουμ διατυπώνει σοβαρές αμφιβολίες γι' αυτές τις θέσεις. Δε γνωρίζουμε, σύμφωνα με τον ίδιο, αν η σκέψη αντιστοιχεί στα πράγματα. Πρόκειται για μια στροφή της σκέψης η οποία επηρεάζει την κριτική θεωρία του Κανί (Kant, 1724-1804). Το πρόβλημα μεταφέρεται από τη γνώση του κόομου στη γνώση για το πώς σκεφτόμαστε και γνωρίζουμε, το πώς σχηματίζουμε τις αντιλήψεις και τα αισθήματά μας, τα οποία θεωρείται ότι προβάλλουμε στον κόσμο. Ο άνθρωπος πλέον δε θεωρεί58
ται κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση της φύσης, ξεχωρίζει από αυτή. Διατυπώνεται όμως η εμπιστοσύνη στο ανθρώπινο λογικό και στην ύπαρξη καθολικών νόμων, τους οποίους κατασκευάζει το ανθρώπινο πνεύμα.
2.2.4. Κοινωνιολογία Η Κοινωνιολογία ως ξεχωριστός επιστημονικός κλάδος καθιερώνεται τον 19ο αιώνα. Δεν πρόκειται όμως για μια «εφεύρεση» αυτού του αιώνα, αλλά η εμφάνισή της προετοιμάζεται κατεξοχήν τον 18ο αιώνα μέσα από τα οργανωμένα σχέδια γνώσης της κοινωνίας, τα οποία εκπονούν ο Ρουσσώ (Ζ.-Ζ. Rousseau) και ο Μοντεσκιέ (Montesquieu). Προνομιακός είναι ο ρόλος που αποδίδεται στον Μοντεοκιέ, ειδικά από τον Ντυρκέμ (βλ. 3.3.2. - 3.3.3.), επειδή του αναγνωρίζεται ότι είχε συλλάβει την ιδέα των «συστημάτων». Ο Μοντεσκιέ στο έργο του μελετά με συστηματικό τρόπο τους νόμους, τους θεσμούς και τα έθιμα τα οποία υιοθετούσαν οι λαοί της γης, προκειμένου να αναζητηθεί η καταγωγή τους και να ανακαλυφθούν οι φυσικές και ηθικές αιτίες τους. Αντιλαμβάνεται την κοινωνία ως ιστορικό σχηματισμό που διέπεται από τους δικούς του νόμους. Ο Μοντεσκιέ διαπιστώνει ότι η κοινωνική νομοτέλεια διαφέρει από τη φυσική λόγω της μεταβλητότητάς της. Έτσι, από το μαθηματικό πρότυπο της επιστήμης για τη μελέτη της φύσης, περνά στη διαμόρφωση τύπων οι οποίοι είναι μεν ελαστικοί αλλά ευκρινείς και σταθεροί. Οι τύποι τού επιτρέπουν να περιγράψει και να ανασυγκροτήσει την πραγματικότητα. Ο Μοντεσκιέ κατασκευάζει μια βασική τνηολογία που αφορά τις μορφές των πολιτευμάτων, την οποία συνδέει με μια θεωρία κοινωνικής και ιστορικής αιτιότητας, δηλαδή με τη διατύπωση νομοτελειών. Επιχειρεί να συλλάβει την ενότητα των κοινωνικών φαινομένων, το λογικό τους χαρακτήρα. Οι τύποι δε συμβάλλουν μόνο σε μια απλή περιγραφή της πραγματικότητας, αλλά αναδεικνύουν και το πώς πρέπει να είναι η πραγματικότητα. Η τνηολογία του Μοντεσκιέ καταδικάζει τη δεσποτεία περιγράφοντάς τη με ζοφερό αλλά και χειροπιαστό τρόπο, ενώ αναζητά την πολιτική ελευθερία. Η μέθοδος, λοιπόν, των ιδεατών τύπων, την οποία εισάγει πρώτος ο Μοντεσκιέ και θα συναντήσουμε στην πλήρη της εφαρμογή στην Κοινωνιολογία του 19ου αιώνα (βλ. 3.3.4.), δε χωρίζεται από τις αξίες.
2.2.5. Η Εγκυκλοπαίδεια
(1751-1772)
Η Εγκυκλοπαίδεια ήταν ένα πολύτομο έργο το οποίο εξέφρασε τις διαφωτιστικές ιδέες του 18ου αιώνα κατά τρόπο ώστε να έχει απήχηση στο μεγάλο κοινό. Ψυχή 59
Ντ' Αλαμπέρ (1717-1783)
"
Ντιντερό (1713-1784)
του όλου έργου ήταν ο Ντιντερό (Diderot), ο οποίος είχε αναλάβει το μέρος που αφορούσε τις τέχνες και τη γενική οργάνωση του έργου. Στενός του συνεργάτης ήταν ο Ντ' Αλαμπέρ (D' Alembert), ο οποίος είχε την ευθύνη των κειμένων για την επιστήμη. Έ ν α πλήθος διανοητών μετείχε σε αυτή την κίνηση, όπως ο Βολταίρος, ο Μοντεσκιέ, ο Ρουσσώ, ο Χολμπάχ, ο Κενέ και ο Τυργκό (για την Πολιτική Οικονομία), κ.ά. Ο σκοπός του έργου ήταν, πρώτον, να εκθέσει την τάξη και τη διάρθρωση των ανθρώπινων γνώσεων, και δεύτερον, να περιλάβει τις γενικές αρχές στις οποίες βασίζεται κάθε επιστήμη και τέχνη και τις πιο ουσιώδεις λεπτομέρειες που τη συνιστούν. Τ η συνοχή της η Εγκυκλοπαίδεια την όφειλε στον προσανατολισμό της προς την υποστήριξη της θρησκευτικής ανοχής, στην κριτική της απόλυτης μοναρχίας στη Γαλλία, στη διάδοση ενός νέου ιδεώδους για την ανθρωπότητα. Συνοπτικά, η Εγκυκλοπαίδεια κατέγραψε την επιστημονική γνώση της εποχής της, χωρίς όμως να την εμφανίζει ως ένα απλό άθροισμα γνώσεων. Εξάλλου, σύμφωνα με την αντίληψη των εγκυκλοπαιδιστών, η επιστήμη δεν αποτελεί συσσώρευση γνώσεων, αλλά ένα γενικό σύστημα της φύσης, του ανθρώπου, της κοινωνίας, της πολιτικής και της ηθικής. Στο πλαίσιο αυτό, ο άνθρωπος αντιμετωπίζεται σε μια τριπλή διάσταση, ψυχολογική, πολιτική και κοινωνική, ενώ δίνεται ιδιαίτερη σημασία στην εκπαίδευσή του. Το αρχικό, λοιπόν, ιδεώδες του επιστημονικού ορθολογισμού, μια καθολική και ενιαία φιλοσοφία της γνώσης, που βασίστηκε στο μαθηματικό υπόδειγμα, φτάνει στο αποκορύφωμά του στον Διαφωτισμό, χωρίς βέβαια το υπόδειγμα αυτό να το επεξεργάζονται και να το χρησιμοποιούν κατά τον ίδιο τρόπο όλοι οι θεωρη60
τικοί. Αυτό το πνεύμα, της καθολικής και ενιαίας επιστήμης, προώθησε ο Καντ στηριγμένος στον ορθό λόγο για την καταπολέμηση των προλήψεων. Από τον Καντ προέρχεται και ο όρος Ανθρωπολογία. Με τον όρο αυτό απέδιδε το πεδίο μιας επιστήμης του ανθρώπου η οποία θα είχε ως αντικείμενο της όλες τις εμπειρικές εκδηλώσεις της ανθρώπινης ύπαρξης και θα παρείχε τη δυνατότητα κατανόησής τους βάσει των ιδεών της ελευθερίας του διαλόγου και της κριτικής. Στη θέση αυτού του σχεδίου, της Ανθρωπολογίας ή μιας ενιαίας επιστήμης του ανθρώπου, από τον 19ο αιώνα, ως γνωστόν, εμφανίστηκαν οι σύγχρονες Κοινωνικές Επιστήμες.
Ανακεφαλαίωση - Το θεοκρατικό πνεύμα του Μεσαίωνα εκφράζει την ιεραρχική δομή της κοινωνίας. Το σχήμα αυτό κλείνει στο εσωτερικό του δύο βασικές αντιθέσεις: πρώτον, ανάμεσα στην παπική και στη βασιλική εξουσία, και δεύτερον, ανάμεσα στη ζωή στην ύπαιθρο και στη ζωή στην πόλη. Με τον περιορισμό της παπικής εξουσίας και την ενίσχυση της μοναρχίας ευνοείται η γένεση ενός νέου πολιτικού σχηματισμού, των εθνικών κρατών, ενώ η ανάπτυξη της ζωής στις πόλεις ενισχύει την αστική τάξη και αυτή με τη σειρά της στηρίζει τη μοναρχική εξουσία και το θεσμό του εθνικού κράτους. - Με τις ανακαλύψεις, εμφανίζονται η όψη μιας παγκόσμιας αγοράς και τα αποικιοκρατικά κράτη. Ξεχωρίζουν οι χώρες της Βόρειας Ευρώπης και παρουσιάζονται οι πρώτες μητροπόλεις, όπως το Άμστερνταμ, το Λονδίνο. - Οι ανακαλύψεις επιφέρουν ποσοτικά αποτελέσματα, συσσώρευση πλούτου αλλά και συσσώρευση νέων γνώσεων. Τ α νέα οικονομικά φαινόμενα όμως δεν ελέγχονται και δίνουν στην οικονομία μια χαώδη μορφή. - Με τη Βιομηχανική Επανάσταση αρχίζει να οργανώνεται η εργασία με γνώμονα την αποδοτικότητα σε μικρότερο χρόνο και με το μεγαλύτερο κέρδος. Με τη Βιομηχανική Επανάσταση εμφανίζεται δίπλα στην τάξη των επιχειρηματιών (καπιταλιστική τάξη) και η εργατική, ενώ η ζωή αρχίζει να συγκεντρώνεται στις πόλεις. Στο πεδίο των επιστημών: Η εμφάνιση του κράτους εγείρει το πρόβλημα της οργάνωσής του ως θεσμού, θέτει αναγκαία το πρόβλημα της νομιμοποίησης της ισχύος του και της ρύθμισης των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των πολιτών. Τούτο αναδεικνύει την Πολιτική και το Δίκαιο ως ζωτικής σημασίας αντικείμενα της γνώσης. Με τη σχολή του Φυσικού Δικαίου 61
f
υποκαθίσταται το Θεϊκό Δίκαιο και τίθενται οι όροι για το Θετικό Δίκαιο." - Η ανάπτυξη των οικονομικών δυνάμεων ακολουθεί μια πορεία η οποία δεν είναι ούτε κατανοητή ούτε και προβλέψιμη. Ως εκ τοΰτου ενεργοποιείται η ανάγκη να μελετηθούν τα νέα οικονομικά φαινόμενα. Εμφανίζονται δύο τάσεις, πρώτον οι μερκαντιλιστές (16ος-17ος αι.), οι οποίοι υποστήριζαν την παρέμβαση του κράτους στην οικονομία, και δεύτερον, οι Φυσιοκράτες (18ος αι.), οι οποίοι τοποθετούνταν υπέρ της ελευθερίας των συναλλαγών από την κρατική παρέμβαση. - Τον 17ο αιώνα υιοθετείται το μαθηματικό πρότυπο, για να εξεταστούν τα ψυχικά φαινόμενα με επιστημονικό τρόπο. Με τη συμβολή του Χιουμ (18ος αι.), ο άνθρωπος θεωρείται ότι διακρίνεται από τα λοιπά στοιχεία της φύσης και τα φαινόμενα του ψυχικού βίου αναγνωρίζεται ότι απαιτούν μια αυτόνομη εξέταση. - Οι απαρχές της κοινωνιολογικής σκέψης αναγνωρίζονται στο έργο του Μοντεσκιέ, με το οποίο παρατηρείται μια μετακίνηση από το μαθηματικό πρότυπο στην κατασκευή τύπων για τη μελέτη των κοινωνικών φαινομένων. - Το μεθοδολογικό και ενιαίο πρότυπο των επιστημών, από το οποίο αυτές αντλούν την εγκυρότητα και την αξιοπιστία τους, δίνεται από τα Μαθηματικά, με τα οποία επισημαίνεται μια μεγάλη επανάσταση, η οποία προετοιμάζεται από την Αναγέννηση και κορυφώνεται τον 17ο αιώνα. Το πρότυπο αυτό υιοθετείται και για την εξέταση των κοινωνικών φαινομένων. Από τον 18ο αιώνα σημειώνεται η τάση για μια μετακίνηση από αυτό το πρότυπο προς τη διαμόρφωση μεθοδολογικών τύπων που εφαρμόζουν καλύτερα στο ερευνώμενο αντικείμενο (όπως για παράδειγμα στον Μοντεσκιέ), ενώ ο άνθρωπος αρχίζει να διακρίνεται από τη φύση (όπως στον Χιουμ και στον Καντ). ^ ν
Βασικοί όροι φεουδαρχία, Αναγέννηση, ανακαλύψεις, πόλη, απολυταρχία, Βιομηχανική Επανάσταση, φυσικό δίκαιο, θεϊκό δίκαιο, κοινωνικό συμβόλαιο, μερκαντιλισμός.
Ερωτήσεις 1. Ποιες κοινωνικές θέσεις διακρίνονται κατά τον Μεσαίωνα, πώς τοποθετούνται ιεραρχικά, ποιος ο ρόλος τους; 62
2. Ποιες αντιθέσεις εντοπίζονται στο φεουδαρχικό σύστημα, οι οποίες θα παίξουν σημαντικό ρόλο για την αλλαγή του; 3. α. Ποιος είναι ο ρόλος των συντεχνιών και πώς είναι διαρθρωμένες οι σχέσεις των μελών τους; β. Πώς οργανώνεται η εργασία στο πλαίσιο τους; γ. Παρουσιάζεται κάποια αναλογία ανάμεσα στο σχήμα διάρθρωσης των συντεχνιακών σχέσεων και σ' εκείνο της κοινωνικής ζωής στο φέουδο; δ. Γιατί και πότε παρακμάζουν οι συντεχνίες; 4. Ποιες αλλαγές επιφέρουν οι ανακαλύψεις των Νέων Χωρών στην οικονομική ζωή; Στην ευρωπαϊκή οικονομία, ποιες χώρες και πόλεις ξεχωρίζουν και ποιοι λόγοι τις ευνοούν; 5. Ποιες κοινωνικές τάξεις εμφανίζονται με την εκβιομηχάνιση; Πώς η αγγλική νομοθεσία υποστήριξε την εκβιομηχάνιση; 6. Σε ποια προβλήματα προσανατόλισε την επιστημονική συζήτηση η εμφάνιση των εθνικών κρατών; Γιατί η σχολή του Φυσικού Δικαίου θεωρείται ότι έθεσε τις ορθολογικές βάσεις της Πολιτικής Επιστήμης; 7. Αν συζητούσαν ένας μερκαντιλιστής και ένας φυσιοκράτης για τη σχέση κράτους και οικονομίας, σε ποια σημεία θα διαφωνούσαν; 8. Ποια η αντίληψη για την ανθρώπινη φύση κατά τον 17ο αιώνα και σε ποια μέθοδο βασίστηκε η εξέτασή της; Σε τι συνίσταται ο σκεπτικισμός του Χιουμ; 9. Ποια διαφορά ανάμεσα στη qwoiKi] και στην κοινωνική νομοτέλεια επισημαίνει ο Μοντεσκιέ; Πώς κατασκευάζει τους τύπους του; 10. Πώς χρησιμοποίησε τον όρο «Ανθρωπολογία» ο Καντ; Ποιος τύπος επιστήμης εκφράζεται σύμφωνα με το διαφωτιστικό πνεύμα;
Βιβλιογραφία Β. Ζόμπαρτ, 0 Αστός, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1998. Μοντεσκιέ, Το Πνεύμα των Νόμων, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1994. Λ. Στράους, Φυσικό Δίκαιο και Ιστορία, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1988. Μ. Weber, Η Επιστήμη ως Επάγγελμα. Κριτική της Θεωρίας του Stammler. Η Γέννηση του Σύγχρονου Καπιταλισμού, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα. Ε. Weber, A History of Europe, New York 1971.
63
3.ΘΕΜΕΛΙΩΤΕΣ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ Εισαγωγή: Η Ιστορία των Κοινωνικών Επιστημών εμφανίζεται μέσα από τις ε'ννοιες και τις μεθόδους οι οποίες κατασκευάζονται, για να διερευνηθεί ένα πολύπλευρο αντικείμενο, η κοινωνική πράξη. Προβάλλει, επίσης, μέσα από το διάλογο, αλλά και τις εντάσεις ανάμεσα στους επιστήμονες, μέσα από τις αποτυχίες συνεννόησης αλλά και την προσπάθειά τους να κατανοήσουν κριτικά τις ελλείψεις των θεωριών τους και τα μεθοδολογικά προβλήματα εξέτασης του αντικειμένου τους. Στην εποχή μας δεν υπάρχει μία, μοναδική και ενιαία Κοινωνική Επιστήμη ή Επιστήμη του Ανθρώπου. Το αντικείμενο όμως των σύγχρονων Κοινωνικών Επιστημών, καταρχήν, είναι ενιαίο, η μελέτη της κοινωνικής πράξης. Το αντικείμενο αυτό εμφανίζει πολλές διαστάσεις. Για να εξηγηθεί, χρειάζεται να εξεταστεί ως προς την οργάνωση της κοινωνίας, τους κοινωνικούς θεσμούς, τους οικονομικούς, τους πολιτικούς, τους δικαιικούς, την ψυχολογία των δρώντων, τη γλώσσα, τα συμβολικά συστήματα σκέψης, κτλ. Το αρχικά ενιαίο αντικείμενο τέμνεται στις διά(ρορες πλευρές του και η καθεμιά αποτελεί ξεχωριστό αντικείμενο το οποίο εξετάζεται με διαφορετικές μεθόδους. Η κατάτμηση της γνώσης, η εξειδίκευση της έρευνας σε επιμέρους τομείς, την οποία προώθησαν οι πανεπιστημιακές σπουδές, συνδέεται και με τον καταμερισμό της εργασίας, ένα φαινόμενο το οποίο οδήγησε στην ανάπτυξη της παραγωγικότητας, στη βελτίωση των ανθρώπινων δεξιοτήτων, στην εξοικονόμηση χρόνου, στη μεγαλύτερη αποδοτικότητα, εν γένει. Στην ενότητα αυτή, εξετάζονται συνοπτικά αντιπροσωπευτικές θεωρίες που θεμελίωσαν κεντρικές κατευθύνσεις της έρευνας σε βασικές επιμέρους Κοινωνικές Επιστήμες, όπως η Πολιτική, η Οικονομία, η Κοινωνιολογία, η Ψυχολογία, η Ανθρωπολογία. Η προοπτική αυτής της εξέτασης συνδέεται με το αίτημα για την αποκατάσταση της ενότητας του αντικειμένου των Κοινωνικών Επιστημών μέσω του διαλόγου ανάμεσα στις διάφορες τάσεις εξέτασής του. Οι θεμελιωτές κοινωνικοί επιστήμονες έθεσαν τις βάσεις πάνω στις οποίες στηρίζονται αλλά και τροφοδοτούνται οι σημερινές Κοινωνικές Επιστήμες. Στις βάσεις αυτές επιστρέφει η σύγχρονη επιστημονική θεωρία, όταν διερωτάται για την πορεία και τις αρχές της και επανεξετάζει τις μεθόδους και τις θέσεις της. 65
Διδακτικοί στόχοι: Οι μαθητές και οι μαθήτριες, αφού μελετήσουν και συζητήσουν τα θέματα αυτού του κεφαλαίου, αναμένεται: - να γνωρίζουν τα κΰρια ερωτήματα που παρακίνησαν και καθόρισαν την έρευνα κάθε Κοινωνικής Επιστήμης, - να διατυπώνουν τα βασικά σημεία των θεωριών των θεμελιωτών και το περιεχόμενο των κύριων εννοιών που εισήγαγε ο καθένας, - να τοποθετούν τις εξεταζόμενες θεωρίες στο ιστορικό τους πλαίσιο, - ν α ξεχωρίζουν τα αντικείμενα κάθε Κοινωνικής Επιστήμης και να εντοπίζουν τα σημεία στα οποία επικοινωνούν. Εισαγωγικές ερωτήσεις: Πώς αναπτύσσεται και αλλάζει η κοινωνία; Τι εξασφαλίζει τη συνοχή της; Πώς μπορεί να εξασφαλιστεί η δυνατότητα εφαρμογής μιας θεωρίας στην πράξη; Μπορεί αυτά τα ερωτήματα να απαντηθούν μόνο μέσα από μία επιστήμη; Γιατί όμως χρειάστηκε να εξειδικευτεί η έρευνα και να εμφανιστούν επιμέρους επιστήμες; Πώς κατορθώνουν οι κλασικές θεωρίες να αντέχουν στο χρόνο και στην πίεση σημερινών ερωτημάτων; Γιατί όμως, αν συναντώνταν στο ίδιο τραπέζι οι κλασικοί θεωρητικοί των Κοινωνικών Επιστημών, θα διαφωνούσαν σε πολλά θέματα; Γιατί τα διαφορετικά επιχειρήματά τους, π.χ. για την ευημερία της κοινωνίας, είναι γόνιμα για την επιστημονική έρευνα; Υπάρχουν τρόποι συνεννόησης και συνεργασίας ανάμεσα σε κοινωνικούς επιστήμονες διαφορετικών σχολών; Πώς οι Κοινωνικές Επιστήμες μπορούν να μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε τις πράξεις που συμβαίνουν καθημερινά; Είναι δυνατό να φτάσουμε στο σημείο να κατανοούμε τους άλλους, όσο διαφορετικοί και αν είναι από μας, να συνομιλούμε με οικειότητα μαζί τους, χωρίς όμως να ταυτιζόμαστε μαζί τους;
3.1. Π Ο Λ Ι Τ Ι Κ Η Ε Π Ι Σ Τ Η Μ Η Απέναντι στην πολιτική εκδηλώνεται συχνά δυσπιστία, από την άποψη ότι συχνά παρατηρείται άλλα να λέγονται και άλλα να εφαρμόζονται. Συνήθως οι νέοι καταλογίζουν στην πολιτική συντηρητισμό και ωφελιμισμό, ενώ οι μεγαλύτεροι θεωρούν τις ιδέες των νέων ουτοπικές και ανεύθυνες. Και πράγματι συμβαίνει αφ' ενός να εμq)αvίζovται ου-τοπικές θεωρίες, αφ' ετέρου μια ακραία εμμονή στην αποτελεσματική πρακτική. Το πώς η θεωρία μπορεί να συμπεριφέρεται ως πράξη και η πράξη ως θεωρία, το πώς δηλαδή είναι δυνατό να ξεπεραστεί ο χωρισμός της θεωρίας από την πράξη, είναι ένα πρόβλημα το οποίο συναντάμε στην καρδιά των κλασικών πολιτικών θεωριών. 66
' *' pPl· Η Πολιτική Επιστήμη ε5* m ξετάζει τη συμπεριφορά του ατόμου ως πολίτη, άρρηκτα συνδεδεμένη με τους νόμους της πολιτείας, με το πολιτικό καθεστώς που επικρατεί. Η επιστήμη αυτή τονίζει ότι οι αρετές της κοινωνικής ζωής, η ειρήνη, η συνεργασία, οι ελευθερίες των πολιτών, η δίκαιη κατανομή του πλοΰτου, εξαρτώνται από την πολιτική δύναμη, από το είδος της εξουσίας, την προέλευση και τους τρόπους νομιμοποίησής της, τη μορφή του πολιτικού συστήματος που επικρατεί. Εύλογα όμως θα αναρωτηθείτε γιατί τοποθετήσαμε στην αφετηρία των σύγχρονων Κοινωνικών Επιστημών την πολιτική. Ό π ω ς αναφέραμε και στο προηγούμενο κεφάλαιο (βλ. 2.1.5.), από τον 16ο αιώνα αρχίζει να εμφανίζεται το σύγχρονο κράτος στην Ευρώπη, να αναδιοργανώνεται και να εξορθολογίζεται η εξουσία. Η δύναμη της πολιτικής εγκαινιάζει τη σύγχρονη ιστορία της Ευρώπης. Η πολιτική θεωρία καλείται να υπηρετήσει την ανάγκη εξορθολογισμού του κράτους, να επαναπροσδιορίσει την προέλευση και τα όρια της εξουσίας του, να τοποθετηθεί απέναντι στη Μεταρρύθμιση και στην Αντιμεταρρύθμιση, δηλαδή στη σχέση κράτους και Εκκλησίας, καθώς και στις ελευθερίες της σκέψης και της συνείδησης. Εννοείται ότι, από τον 16ο αιώνα και τη Γαλλική Επανάσταση (1789) μέχρι τον 20ό αιώνα, η Πολιτική Επιστήμη υποχρεώνεται να αναδιαμορφώνει τις θέσεις της. Ο Τόμας Χομπς, ο Τζων Λοκ, ο Ζαν-Ζακ Ρουσσώ και ο Μαρξ, με τους οποίους θα ασχοληθούμε, θεωρούνται κλασικοί πολιτικοί θεωρητικοί και θεμελιωτές της Πολιτικής Επιστήμης, εκφράζοντας ο καθένας με πρωτοποριακό τρόπο την εποχή του και τα προβλήματά της. Έθεσαν ως κατεξοχήν πρόβλημα της πολιτικής θεωρίας τον προσδιορισμό των προϋποθέσεων και της μορφής της κρατικής εξουσίας. Οι τρεις πρώτοι, οι οποίοι θεμελιώνουν την Πολιτική Επιστήμη του 17ου και του 67
18ου αιώνα, εντάσσονται στη σχολή του Φυσικού Δικαίου (βλ. 2.2.1.), υιοθετούν δηλαδή ένα κοινό υπόδειγμα, αν και με διαφοροποιημένο τρόπο ο καθένας, όπως θα αναλύσουμε. Το κράτος εμφανίζεται ότι συγκροτείται έλλογα ως αποτέλεσμα σύμβασης την οποία συνάπτουν τα άτομα, προκειμένου να υπηρετηθούν καλύτερα τα συμφέροντά τους. Με τη θεωρία του Χομπς, ο οποίος γράφει κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου στην Αγγλία (1642-1649), παρουσιάζεται για πρώτη φορά μια πλήρης θεωρία του κράτους, με την οποία αιτιολογείται η αναγκαιότητά του. Ο Τζων Λοκ, μετά την εμφύλια διαμάχη, εκφράζοντας την άνοδο της φιλελεύθερης τάξης, υποστηρίζει γιατί αυτό το κράτος θα πρέπει να έχει αντιπροσωπευτική μορφή. Ο Ρουσσώ, προαναγγέλλοντας τη Γαλλική Επανάσταση και τη δημοκρατία, δίνει έμφαση στην ισότητα και σιην ελευθερία των πολιτών ως βασικό όρο για την ενότητα κράτους-κοινωνίας. Οι θεωρητικοί αυτοί εκπονούν το πολιτικό τους έργο στις απαρχές της ασιικής εποχής (17ος-18ος αιώνας) και προβληματίζονται για τις προϋποθέσεις μιας αποτελεσματικής όσο και δίκαιης πολιτικής εξουσίας. Ο Καρλ Μαρξ εκπονεί το έργο του ενώ έχει ήδη εμφανιστεί και αναπτυχθεί η νέα αστική εποχή και τα προβλήματά της. Ασκεί κριτική στη νομική-πολιτική ιδέα του Κοινωνικού Συμβολαίου, σύμφωνα με την οποία η κοινωνία συγκροτείται από τις πράξεις επιμέρους δρώντων. Στη μαρξιστική θεωρία η κοινωνία συλλαμβάνεται κριτικά και με όρους οι οποίοι αποδίδουν το συνολικό πλέγμα των κοινωνικών σχέσεων. Μέσα από τη μελέτη συνολικά του δεδομένου κοινωνικού συστήματος επιχειρείται να διατυπωθεί μια θεωρία για την αλλαγή του.
3.1.1. Τόμας Χομπς: Η θεμελίωση του απολυταρχικού κράτους Τα έργα του Σαίξπηρ, ο πόλεμος, αλλά και πολλές καθημερινές εικόνες, δίνουν μια ιδέα για το τι εννοούσε ο Χομπς με τον όρο φυσική κατάσταση. Σε αντίθεση προς τον Αριστοτέλη, ο οποίος υποστήριζε ότι ο άνθρωπος είναι εκ φύσεως κοινωνικός, ο Χομπς τοποθετεί στη θεωρία του για τη φυσική, προ-κοινωνική κατάσταση τους ανθρώπους ως άτομα, μοναχικά και εχθρικά αναμεταξύ τους. Τα άτομα θεωρούνται ότι είναι ίσα μεταξύ τους, με το επιχείρημα ότι, όσο δυνατός και αν είναι κάποιος, είναι αδύνατο να μη βρεθεί κάποιος άλλος ισχυρότερος για να του αφαιρέσει τη ζωή. Επιπλέον, στη φυσική κατάσταση λείπουν τα κριτήρια αξιολόγησης. Στη φυσική κατάσταση, όπου επικρατεί ο «πόλεμος όλων εναντίον όλων» (bellum omnium contra omnes), ευνοείται το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και η επιθυμία για απόκτηση μεγαλύτερης δύναμης. 68
Μ
Η
»
Ο Τόμας Χομπς (Thomas Hobbes, 1588-1679), ο Άγγλος φιλόσοφος, γνωστός κυρίως ως πολιτικός θεωρητικός χ ά ρ η στο πασίγνωστο έργο του Λεβιάθαν, γεννήθηκε μόλις η μητε'ρα του πληροφορήθηκε για την έλευση της ισπανικής αρμάδας. «Ο φόβος και εγώ είμαστε δίδυμοι αδερφοί», όπως χαρακτηριστικά έλεγε. Ο φόβος του θανάτου, το πρόβλημα της ειρήνης και της ασφάλειας συγκεντρώθηκαν στην καρδιά της θεωρίας του μαζί με το πρόβλημα των όρων θεμελίωσης των δικαιωμάτων του πολίτη. Σπούδασε από τα δεκατέσσερα χρόνια του στην Οξφόρδη. Στα είκοσι χρόνια του προσλήφθηκε ως παιδαγωγός του λόρδου Κάβεντις (Cavendish). Η θέση
του ως παιδαγωγού στις πιο αριστοκρατικές οικογένειες του έδωσε την ευκαιρία να γνωριστεί με γνωστούς διανοητε'ς της εποχής του, με ανώτατους κληρικούς και πολιτικούς, και να ταξιδέψει στη Γαλλία και στην Ιταλία. Τ ο 1628, ενώ η Αγγλία βρισκόταν σε ταραγμένη πολιτικά περίοδο, μετέφρασε το έργο του Θουκυδίδη για να προβληματίσει τους συμπολίτες του. Κατά τη διάρκεια της Αγγλικής Επανάστασης παρέμεινε στη Γαλλία. Με την έκδοση του Λεβιάθαν (1651) του δόθηκε η άδεια από τον Κρόμγουελ να επιστρέψει στην Αγγλία.
Η ανάγκη για τη σύναψη χου Κοινωνικού Συμβολαίου και για τη γένεση του κράτους. Η ανθρώπινη φύση κατανοείται ως ένας συνδυασμός πάθους και λόγου. Ο φόβος του θανάτου ενεργοποιεί την ορθολογικότητα του ανθρώπου, δηλαδή την επιλογή των προσφορότερων μέσων για το σκοπό της αυτοσυντήρησης. Από αυτή την άποψη ο Χομπς προαναγγέλλει τον Βέμπερ. Επειδή η φυσική ζωή γίνεται αβίωτη και η αρχέγονη ελευθερία οδηγεί στο θάνατο, τα μεμονωμένα άτομα υποχρεώνονται να έρθουν σε συνεννόηση μεταξύ τους, να προβούν σε αμοιβαίες υποχωρήσεις, να συμβιβαστούν. Πρώτον, συνάπτουν αμοιβαίες συμφωνίες δεσμευόμενα ξεχωριστά το καθένα για την τήρηση της ειρήνης. Δεύτερον, συνάπτουν ένα σύμφωνο υπακοής με τον ανώτατο άρχοντα, με το οποίο αποποιούνται το δικαίωμα που είχαν στη φυσική κατάσταση να υπερασπίζονται τα ίδια τη ζωή τους και το μεταβιβάζουν στην ανώτατη Αρχή. Η τελευταία δεν υπόκειται σε καμιά υποχρέωση, η εξουσία της είναι ανεμπόδιστη. Το μόνο όριο της βούλησής της είναι η προστασία της ζωής των υπηκόων. Σχετικά με την ιστορική τοποθέτηση της χομπσιανής φυσικής κατάστασης έχουν διατυπωθεί αρκετές υποθέσεις. Περιγράφονται οι αχαλίνωτοι εγωισμοί της βρετανικής αριστοκρατίας, την οποία πολύ καλά γνώρισε ο Χομπς, η κατάσταση κατά τον εμφύλιο πόλεμο στην Αγγλία ή η ανταγωνιστική λογική και οι ιδιοτελείς εγωισμοί που εκδηλώνονται στην κοινωνία της ελεύθερης αγοράς; Ο Χομπς δεν 69
παρέχει διευκρινίσεις για μια χωρίς αμφιβολίες απάντηση. Πιο πολΰ όμως εν-] διαφέρει η σημασία του κοινωνικού συμβολαίου ως τύπος εξήγησης για την έλλογη συγκρότηση της κοινωνίας και την προέλευση του κράτους, ενώ ο τύπος της έλλογης σύμβασης θεμελιώνει την Πολιτική Επιστήμη. Το κοινωνικό συμβόλαιο είναι μια υπόθεση του Χομπς ή ένα θεωρητικό τέχνασμα, μέσα από το οποίο επιδιώκεται να τεθούν οι αρχές πάνο) στις οποίες βασίζεται η πολιτική κοινωνία, ώστε να είναι δυνατή η ειρήνη και η συνεργασία των πολιτών. Οι συγκρούσεις των ατόμων στη φυσική κατάσταση κατανοούνται ως κατάσταση απροσδιοριστίας, όπου δεν υπάρχουν κοινοί και δεσμευτικοί κανόνες και όλοι έχουν δικαίωμα σε όλα, χωρίς περιορισμό και αυτοπεριορισμό. Η κατάσταση αυτή συνδέεται με την KOTaorpoqM] ή με την απροσδιοριστία των προϋποθέσεων που ευνοούν την ανάπτυξη των τεχνών, της επιστήμης, της βιομηχανίας, του εμπορίου, κτλ. Ο Χομπς είναι υπέρ μιας απόλυτης εξουσίας, γιατί διαφορετικά δε θεωρεί ότι υπάρχει εγγύηση για μια σταθερή και ειρηνική ζωή. Δεν πρόκειται όμως για μια αυθαίρετη εξουσία, που κάνει «ό,τι θέλει». Πρέπει να εγγυάται την αμερόληπτη απονομή δικαιοσύνης, ώστε να μην τιμωρούνται αθώοι' την επιβολή δίκαιης φορολογίας· την κατοχύρωση της ατομικής ιδιοκτησίας- την εκπαίδευση των πολιτών την εξασφάλιση όχι μόνο της ζωής, αλλά και μιας άνετης ζωής. Το κράτος Λεβιάθαν έχει μεν απόλυτη εξουσία, αλλά με σκοπό τη ρύθμιση των αναγκών και την πρόνοια και για τους ανήμπορους ώστε να μην εξαρτώνται από την ιδιωτική φιλανθρωπία. Σε γενικές γραμμές, με αυτό τον ιδεατό τύπο κράτους ο Χομπς προσπαθεί να πείσει ότι τα εγωιστικά πάθη του ανθρώπου της φυσικής κατάστασης μπορούν να εκλογικευτούν, να μετατραπούν σε δικακόματα και υποχρεώσεις χάρη στη ρύθμιση των θεσμών του κράτους. Η λογική, εφόσον συνεργαστεί με το πάθος, μπορεί να γίνει πανίσχυρη. Ό π ω ς είπε ο Καντ, «το πρόβλημα της εγκαθίδρυσης του κράτους μπορεί να επιλυθεί ακόμη και για ένα έθνος διαβόλων, αρκεί να διαθέτουν λογικό».
3.1.2. Ο Τζων Λοκ και η φιλελευθεροποίηση του κράτους Ο Τζων Λοκ εκ(ρράζει την άνοδο της φιλελεύθερης αστικής τάξης στην πολιτική. Είναι ο πρώτος που διατυπώνει τη θεωρία της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Εύλογα όλες οι επαναστάσεις στην Αγγλία, στη Γαλλία, στην Αμερική, επηρεάστηκαν και εμπνεύστηκαν από τα κείμενά του. Οι πολιτικές ιδέες του Λοκ συναντώνται κυρίως στις Δύο Πραγματείες περί Διακυβερνήσεως. Στη δεύτερη ιιραγματεία, ο Λοκ, καταρχήν, παρουσιάζει μια περι70
γραφή της φυσικής κατάστασης, διαφορετική όμως από εκείνη του Χομπς. Στην κατάσταση αυτή τα άτομα έχουν πλήρη ελευθερία να «ορίζουν τις πράξεις τους και να διαθέτουν τα αγαθά και το πρόσωπο τους κατά τον τρόπο που θεωρούν σωστό, στα όρτα του φυσικοΰ νόμου, χωρίς να ζητούν την άδεια ή να εξαρτώνται από τη θέληση κάποιου άλλου ανθρώπου». Πρόκειται για μια κατάσταση ελευθερίας και ισότητας, αλλά και ειρηνικής αλληλεγγύης ανάμεσα στους ανθρώπους. Ο άνθρωπος νοείται ως ον που διαθέτει την ικανότητα χρήσης του λόγου και της αξιολόγησης των πράξεων. Το ερώτημα όμως είναι, όπως το θέτει και ο ίδιος, «αν ο άνθρωπος στη φυσική κατάσταση είναι τόσο ελεύθερος όσο έχει υποστηριχθεί, αν είναι απόλυτος κύριος του προσώπου του και των κτήσεών του, ίσος προς τον ισχυρότερο και χωρίς να υπόκειται σε κανέναν γιατί παραιτείται από την ελευθερία του». Ο Λοκ, στη συνέχεια, αντικρούει την ιδέα ότι η φυσική κατάσταση είναι ιδεώδης. Η κατάσταση της φύσης είναι στην πραγματτκότητα μια «καθαρή αναρχία». Οι περισσότεροι δεν τηρούν τη δικαιοσύνη, υπάρχουν πολλά παράπονα, βλάβες και αδικίες. Τους φυσικούς νόμους βέβαια δεν μπορεί να τους τηρήσει κανείς, εφόσον δεν τους γνωρίζει. Ως έμφυτη ο Λοκ αναγνωρίζει μόνο την επιδίωξη της ευτυχίας και την απέχθεια προς τη δυστυχία. Έτσι, η επιδίωξη της ευτυχίας αναγνωρίζεται ως απόλυτο φυσικό δικαίωμα. Όμο)ς ο νόμος της φύσης, ο οποίος διατυπώνει
Ο Τζων Λοκ (John Locke, 1632-1704) προερχόταν από οικογένεια πουριτανών εμπόρων. Ό τ α ν ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος, ο Λοκ ήταν δέκα χρονών ο πατέρας του αγωνίστηκε στο πλευρό του Κοινοβουλίου, εναντίον του βασιλιά:. Έκανε τις βασικές του σπουδές στο Λονδίνο, μαθαίνοντας λατινικά, ελληνικά, κλασική λογοτεχνία, Ιστορία, Φιλοσοφία, Γεωγραφία. Στην Οξφόρδη σπούδασε ελληνικά, εβραϊκά και Σχολαστική Φιλοσοφία. Στα είκοσι έξι χρόνια του άρχισε την ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία. Ασχολήθηκε με ενθουσιασμό με την Ιατρική και συνέγραψε δυο πραγματείες, την Ανατομία (1668) και το Περί Ιατρικής Τέχνης (1669). Ασχολήθηκε, επίσης, με τη Χημεία και συνδέθηκε με τον πρωτοπόρο χημικό Ρόμπερτ Μπόυλ (R. Boyle). Η Χημεία και η Ιατρική χρησίμευσαν ως πηγές έμπνευσης και πρότυπα για τη φιλοσοφική του θεωρία. Η συμμετοχή του στις πολιτικές κινήσεις της εποχής είχε ως αποτέλεσμα τη μακρόχρονη απομάκρυνσή του από την Αγγλία. Κατά την εξαετή αυτοεξορία του στην Ολλανδία, έγραψε την πρώτη Επιστολή για την Ανεξιθρησκία και ολοκλήρωσε το Δοκίμιο πάνα στ ψ Ανθρώπινη Νόηση. Με την «Ένδοξη Αναίμακτη Επανάσταση» του 1688 ο Λοκ επιστρέφει.
71
τους όρους της ειρήνης, της κοινής ευτυχίας και της ευημερίας του λαού, είναι πιο πολύ δημιούργημα της νόησης παρά έργο της φύσης. Πρόκειται για κάτι που υπάρχει στο πνεύμα και όχι στα πράγματα. Ενώ για τον Χομπς η φυσική κατάσταση είναι χειρότερη από κάθε είδος κυβέρνησης, για τον Λοκ η (ρυοική κατάσταση είναι προτιμότερη από μια αυθαίρετη, δεσποτική και άνομη κυβέρνηση. Επίσης, ο Λοκ χειρίζεται πολύ διαφορετικά από τον Χομπς το δικαίωμα της αυτοσυντήρησης, θεωρώντας ότι δε δικαιώνει μια απόλυτη εξουσία, αλλά ότι, αντίθετα, απαιτεί μια περιορισμένη εξουσία. Ως προς το κοινωνικό συμβόλαιο, ο Λοκ δέχεται, όπως και ο Χομπς, ότι οι άνθρωποι, εισερχόμενοι στην πολιτική κοινωνία, παραδίδουν όλα τους τα φυσικά δικαιώματα. Με το συμβόλαιο συνένωσης το οποίο συνάπτουν αναμεταξύ τους, αναλαμβάνουν την υποχρέωση να υποτάσσονται στην πλειοψηφία. Με την ψήφο της πλειοψηφίας αυτή η πρωτογενής δημοκρατία μπορεί να συνεχίσει ή να μετατραπεί σε άλλη πολιτειακή μορφή. Ο Λοκ, σε αντίθεση με τον Χομπς, υποστηρίζει ότι η πλειοψηφία όχι μόνο τοποθετεί την ανώτατη Αρχή, αλλά διατηρεί «την εξουσία να την απομακρύνει ή να τη μεταβάλλει, δηλαδή διατηρεί το δικαίωμα να επαναστατεί». Αυτό όμως δε σημαίνει ότι το άτομο δεν οφείλει να υποτάσσεται στην κοινωνία. Ο Λοκ θεωρούσε ότι η δύναμη της πλειοψηφίας περιόριζε μια αυθαίρετη ή τυραννική κυβέρνηση, όχι ότι μπορούσε να διοικεί στη θέση αυτής. Κεντρικό μέρος της πολιτικής του είναι η θεωρία για την ιδιοκτησία. «Ο μέγας και κύριος σκοπός... της συνένωσης των ανθρώπων σε κράτη και της υπαγωγής τους σε κυβερνήσεις είναι η διαφύλαξη της ιδιοκτησίας τους». Η ιδιοκτησία θεωρείται δικαίωμα το οποίο έχουν οι άνθρωποι εκ φύσεως, το οποίο προστατεύεται σιην πολιτική κοινωνία. Ό π ω ς ο καθένας έχει το φυσικό δικαίωμα της αυτοσυντήρησης, έχει και το δικαίωμα σε ό,τι είναι αναγκαίο για την αυτοσυντήρηοή του. Με άλλα λόγια, ο Λοκ μιλά για φυσικό δίκαιο και για φυσικό νόμο, αλλά εννοώντας καθαρά πολιτικούς θεσμούς. Στην πολιτική κοινωνία οφείλει το άτομο να μην παίρνει πράγματα που ανήκουν σε άλλον, αλλά να εργάζεται προκειμένου να αποκτήσει όσα χρειάζεται. Ο Λοκ είναι υπέρ της συσσώρευσης αγαθών, αλλά όσων είναι χρήσιμα. Μπορεί να συσσωρεύει κανείς, για παράδειγμα, περισσότερα καρύδια, παρά δαμάσκηνα που θα σάπιζαν πολύ σύνιομα. Η εργασία δε θεμελιώνει μόνο το δικαίωμα της ατομικής ιδιοκτησίας, αλλά αποτελεί και πηγή πλούτου. Ο Λοκ στο ερώτημα πού θεμελιώνεται το δικαίωμα της ατομικής ιδιοκτησίας απαντά: στην εργασία. Με αυτή την απάντηση, σύμίρωνα με την οποία ο άνθρωπος πρέπει να αποκτά τα α72
γαθά με την εργασία του, αν ληφθούν υπόψη οι ιστορικές συνθήκες της εποχής, ασκείται κριτική στην προαστική κοινωνία των φεουδαρχικών προνομίων που οδηγούσαν σε σχέσεις εξάρτησης. Σε γενικές γραμμές, ο Λοκ εκφράζοντας τη φιλελεύθερη επανάσταση του 1688 σιην Αγγλία, προβληματίζεται πάνω στην απόλυτη μορφή του κράτους της χομπσιανής θεωρίας, θεωρώντας ότι δεν αποτελεί πλέον ασφαλή μσρφή για την πρόοδο και την ανάπτυξη της κοινωνίας. Θέτει ως βασικές αρχές τα ατομικά δικαιώματα, τη νομιμότητα της κυβέρνησης που θεμελιώνεται στη συναίνεση, το δικαίωμα της αντίστασης απέναντι σε μια άδικη κυβέρνηση, το χωρισμό Εκκλησίας και κράτους. Πρόκειται για φιλελεύθερες αρχές που όρισαν τα σύγχρονα πολιτεύματα.
3.1.3. Ζαν-Ζακ Ρουσσώ: Οι όροι ενός δημοκρατικού κράτους Από τους στοχαστές του 18ου αιώνα είναι ο πλέον γνωστός, έχοντας προσφέρει ένα ευρύτατο έργο γραμμένο με πάθος, το οποίο απευθυνόταν τόσο στο ευρύ κοινό όσο και στον κύκλο των διανοουμένων. Δεν ήταν μόνο πολιτικός και ηθικός φιλόσοφος· ασχολήθηκε με τη μουσική, τη λογοτεχνία, τη Φιλοσοφία της Ιστορίας, τη Βοτανική. Φυση και κοινωνία. Ο Ρουσσώ συμφωνεί με τον Χομπς ότι η ζωή των ανθρώπων στη φυσική κατάσταση είναι «μονήρης», ότι δηλαδή χαρακτηρίζεται από την απουσία όχι μόνο κοινωνίας αλλά και κοινωνικότητας. Υποστηρίζει όμως ότι όλοι οι προηγούμενοι φιλόσοφοι οι οποίοι περιέγραψαν τον άνθρωπο στη φυσική κατάσταση δεν περιέγραψαν παρά τον πολιτισμένο άνθρωπο. Αποκλίνει από τον Χομπς θεωρώντας ότι, εφόσον στη φυσική κατάσταση δεν υπάρχουν κοινωνικές σχέσεις, δεν μπορεί να υπάρχει ούτε φιλία αλλά ούτε και εχθρότητα. Από την υπόθεση της φυσικής κατάστασης ο Ρουσσώ κρατά μεν την ελευθερία και την ισότητα, αλλά αφαιρεί «τον πόλεμο όλων εναντίον όλων». Ο άνθρωπος είναι ελευθερία - η έννοια αυτή στον Ρουσσώ αποκτά νέο νόημα: δε σημαίνει ελευθερία από εμπόδια, αλλά τη δύναμη του ανθρώπου να αυτονομοθετείται, να υπακούει στους νόμους τους οποίους έθεσε ο ίδιος. Η ελευθερία αυτή δεν μπορεί παρά να πραγματοποιηθεί μέσα στην κοινωνία, μαζί με την ανάπτυξη της λογικής. Επομένως ο άνθρωπος ως ελευθερία και αυτονομία δεν είναι ο φυσικός προκοινωνικός άνθρωπος. Το Κοινωνικό Συμβόλαιο ανοίγει με τη φράση «Ο άνθρωπος γεννήθηκε ελεύθερος, αλλά παντού είναι αλυσοδεμένος», εννοώντας ότι ο άνθρωπος γεννήθηκε για να είναι ελεύθερος. Με τη φράση αυτή εννοείται η αντίθεση προς τα προνόμια 73
της τάξης, της κάστας και του επαγγέλματος. Η έννοια της ελευθερίας προκύπτει μέσα από την κριτική προς τις κοινωνικές σχέσεις της εποχής του. Για τον Ρουσσώ, ΐ] Γαλλία δε χαρακτηρίζεται πλέον από την απόλυτη εξουσία του βασιλιά. Ποιος κυβερνά; Η γνώμη. Η γνώμη τίνος; Της κοινωνίας. Τι είναι αυτή η κοινωνία; Η ανισότητα. Η κριτική του Ρουσσώ απευθύνεται προς μια κοινωνία στην οποία καθένας συγκρίνει τον άλλο για τον πλούτο, την ομορφιά ή τη δόξα, μια κοινωνία που βασίζεται στη σύγκριση, δηλαδή πάνω στην οπτική της ανισότητας. Με αυτούς τους όρους δεν μπορεί να υπάρξει ούτε κοινωνία ούτε αποτελεσματική κυβέρνηση, διότι δεν μπορεί να υπάρξει ενότητα. Ο Ρουσσώ επιστρέφει σε μια αρχαιοελληνική έννοια της ελευθερίας, ως πολιτικής αρετής, σύμφωνα με την οποία ο πολίτης ενδιαφέρεται πρώτα για το καλό της πόλης και κατόπιν για το ατομικό του συμφέρον. Στην εποχή του, αντίθετα, διαπιστώνει ότι ο άνθρωπος έχει γίνει αστός (bourgeois) και έχει πάψει να είναι πολίτης (citoyen). Έχει δηλαδή περιοριστεί στον εαυτό του και ξεχωρίζει το κοινό καλό από το ατομικό του όφελος. Ο Ρουσσώ συμφωνεί με τον Χομπς, θεωρώντας ότι «είναι ο μόνος που έχει δει πολύ καλά το κακό και τη θεραπεία του και ο μόνος που τόλμησε να προτείνει τη συνένωση των δύο κεφαλ(όν του αετού και να οδηγήσει στην πολιτική ενότητα, χωρίς την οποία κανένα κράτος ούτε κυβέρνηση δεν μιιορεί να συγκροτηθεί καλά» (Κοινωνικό Συμβόλαιο, IV, 8). Αλλά εκεί σιαματά η συμφωνία. 11άνω στο πρόβλημα του πώς θα πραγματοποιηθεί η ένωση των ανθρώπων, ο Ρουσσώ δέχεται την αρχή του Λοκ για το δικαίωμα της αντίστασης απέναντι σε μια άδικη κυβέρνηση. Η λύση την οποία προτείνει ο Ρουσσώ κάνει δεκτή και την ελευθερία και την ισότητα, και την ενότητα και την αναγνώριση της διαφοράς. Θέτει το πρόβλημα με τον ακόλουθο τρόπο: να βρεθεί μια μορφή ένωσης ηου θα υπερασπίζει και θα προστατεύει με όλη την κοινή δύναμη το πρόσωπο και τα αγαθά κάθε μέλους και με την οποία ο καθένας, αν και ενωμένος με τους άλλους, δε θα υπακούει παρά μόνο στον εαυτό του και θα είναι εξίσου ελεύθερος όπως και προηγούμενα (Κοινωνικό Συμβόλαιο, I, 6). Βασική έννοια του Κοινωνικού Συμβολαίου είναι η γενική θέληση. Κάθε άτομο εκχωρεί όλα τα φυσικά δικαιώματά του στο σύνολο της κοινότητας και θέτει τον εαυτό του υπό τη δτεύθυνση της γενικής θέλησης. Έτσι, μέσα από την ένωση όλων σχηματίζεται το δημόσιο πρόσωπο που λέγεται πολιτεία. Η γενική θέληση βασίζεται στην αμοιβαιότητα, σύμφωνα με την οποία ο καθένας έχει δικαίωμα να απαιτήσει α π ό τον άλλο ό,τι και εκείνος μπορεί να απαιτήσει από αυτόν. Η γενική θέληση επικρατεί εφόσον πραγματοποιούνται οι αξίες της ελευθερίας και της ισότητας. Δεν επιόκόκεται όμως η εξίσωση των πολιτών, αλ74
Ο Ζαν-Ζακ Ρουσσώ (J.-J. Rousseau, 1712-1778) γεννιέται στη Γενεύη α π ό γαλλόφωνη οικογε'νεια. Μετά από μια δύσκολη όσο και περιπετειώδη παιδική ζωή επιδίδεται στη μελέτη της μουσικής. Συνεργάζεται με τον Ντιντερό για την Εγκυκλοπαίδεια. Βραβεύεται για τ η μ ε λ έ τ η τ ο υ Λόγος για τις Επιστήμες
και τις Τέχνες ( 1 7 5 0 ) .
Στη συνέχεια γράφει το έργο Λ όγος ηερί της Καταγωγής της Ανισότψας (1755), το οποίο άσκησε σημαντική επίδραση στην πολιτική σκέψη της εποχής. Γράφει σχεδόν παρ ά λ λ η λ α τ α έ ρ γ α Ζυλί: η νέα ΕΧοΐζα, τ ο Κοινωνικό Συμβό-
λαιο και τον Αιμίλιο. Απαγορεύεται η κυκλοφορία του Κοινωνικού Συμβολαίου
κ α ι τ ο υ Αιμίλιου
(1762), εκδίδεται
ένταλμα σύλληψης για τον ίδιο και ο συγγραφέας εξαναγκάζεται να βρεθεί στους δρόμους της εξορίας, α π ό την Ελβετία στην Αγγλία και α π ό εκεί στη Γαλλία.
λά αναγνωρίζεται η διαφορά. Η γενική θέληση έχει έναν ηθικό χαρακτήρα που βασίζεται στη συνείδηση της ενότητας και του κοινού συμφέροντος που αποκτούν οι πολίτες. Από την άλλη μεριά, υπάρχει ο όρος θέληση όλων (volonte de tous), η οποία αποτελεί το άθροισμα των επιμέρους θελήσεων, αποτελείται από τα ξεχωριστά ιδιωτικά συμφέροντα τα οποία είναι δυνατό να αντιτίθενται στη γενική θέληση. Τ ο σύνολο όμως αυτό των επιμέρους θελήσεων οφείλει να υποχωρήσει απέναντι στη γενική θέληση, δηλαδή στις κοινές αξίες και στους κοινούς κανόνες, διαφορετικά κινδυνεύει να καταστραφεί το πολιτικό σώμα. Με άλλα λόγια, προτείνεται η υποχώρηση του εγωισμού και των ενστίκτων, προκειμένου για την επικράτηση του λόγου με σκοπό την προστασία όλων. Οι αρχές του Κοινωνικού Συμβολαίου, το οποίο έγινε το ευαγγέλιο της Γαλλικής Επανάστασης, ενσωματώθηκαν στις διακηρύξεις της επανάστασης αυτής. Στο πρώτο άρθρο της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη ορίζεται ότι «οι άνθρωποι γεννιούνται και παραμένουν ελεύθεροι και ίσοι ως προς τα δικαιώματά τους». Οι κοινωνικές διακρίσεις «δεν μπορούν να θεμελιωθούν παρά στο δημόσιο όφελος», ενώ στο άρθρο 6 ορίζεται ότι «ο νόμος είναι έκφραση της γενικής θέλησης».
75
3.1.4. Καρλ Μαρξ: Η θεωρία των παραγωγικών δυνάμεων και κριτική του κράτους Πώς είναι δυνατό αυτό που ισχύει για τη θεωρία να ισχύει και για την πράξη; Πώς είναι δυνατό οι άνθρωποι να ζουν με ομόνοια και να μπορούν να αναπτύσσουν απεριόριστα τις δυνάμεις τους; Ο Μαρξ, παρατηρώντας τις συνθήκες στις οποίες ζούσαν οι άνθρωποι στην εποχή του, αναρωτιόταν: σε μια κοινωνία τόσο πλούσια, γιατί η πλειονότητα ζει τόσο 4)τωχικά και στερημένα; Ο Μαρξ θέτει το πρόβλημα του πώς μπορεί μια θεωρία να εq)αpμoστεί στην πράξη, και μάλιστα να συντελέσει στη μεταμόρφωση της κοινωνίας, στην επικράτηση μιας νέας και δίκαιης κοινωνικής τάξης. Κεντρική έννοια στο σύστημά του είναι η δύναμη. Η κοινωνία είναι το σύνολο των ανθρώπινων δυνατοτήτων και, ανάλογα με το είδος των παραγωγικών δυνάμεων που αναπτύσσονται σε αυτή, χαρακτηρίζεται πρωτόγονη, αγροτική, βιομηχανική κοινωνία, κτλ. Χαρακτηρίζεται, επίσης, ανάλογα με τον τρόπο με τον οποίο αναπτύσσονται αυτές οι δυνάμεις, αν δηλαδή υφίστανται οι εργαζόμενοι εκμετάλλευση ή όχι, αν και πώς αξιοποιούνται οι φυσικοί πόροι, αν απελευθερώνονται οι δυνάμεις, η επινοητικότητα και η δημιουργικότητα των εργαζομένων. Η εργασία θεωρείται κατεξοχήν παραγωγική δύναμη, δύναμη με την οποία παράγονται τα εργαλεία, οι μηχανές, τα αγαθά, τα πάντα όσα απολαμβάνει ο άνθρωπος στην κοινωνία. Από αυτή την άποψη, κατανοείται η μεγάλη αξία την οποία ο Μαρξ αποδίδει στην εργατική τάξη. Παρόλο που η κοινωνία βασίζεται στην εργατική τάξη, η εργατική δύναμη είναι αλλοτριωμένη, εφόσον βρίσκεται κάτω από τις διαταγές των λίγων ιδιοκτητών, διότι η καπιταλιστική τάξη βασίζεται στην εκμετάλλευση της εργασίας. Στην εκμετάλλευση αυτή οφείλεται το κέρδος και η εξουσία της. Για τον Μαρξ, ο τρόπος με τον οποίο αναπτύσσεται η βιομηχανία παράγει μια «μάζα παραγωγικών δυνάμεων» οι οποίες μπορούν να μετατραπούν σε καταστροφικές για την ανθρωπότητα, προβλέποντας την ανάπτυξη της πολεμικής βιομηχανίας. Επίσης, ένα σημαντικό μέρος των παραγωγικών δυνάμεων δεσμεύεται και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε όλη του την έκταση, ενώ πολλοί καταδικάζονται, λόγω της μη χρησιμοποίησης και των αδυναμιών αξιοποίησης της παραγωγικής δύναμης, να μείνουν άνεργοι. Ό λ ο ι αυτοί που υφίστανται την εκμετάλλευση της δύναμής τους και εμποδίζονται να την αναπτύξουν μπορούν να αποτελέσουν εκείνη τη δύναμη που θα κινηθεί για την κοινωνική αλλαγή. Ο Μαρξ προσανατολίζεται στο μετασχηματισμό της καπιταλιστικής κοινωνίας, στην επικράτηση ενός δικαιότερου κοινωνικού συστήματος, αλλά δεν αναφέρει ότι το δεδομένο κοινωνικό σύστημα δε θα έπρεπε ιστορικά να εμφανιστεί. Οι κα76
jm
Ο Καρλ Μαρξ (Karl Marx) γεννήθηκε στην Τ ρ ι ρ της Γερμανίας, στις 5 Μαΐου 1818, προερχόμενος α π ό μεσαία κοινωνική τάξη. Η διδακτορική του διατριβή είχε τ ί τ λ ο Οι Διαφορές Ανάμεσα στψ Επικούρεια
και στη Δημοκρί-
τειο Φνσική. Σε αυτή διαφαίνεται η επίδραση του Χε'γκελ, η οποία ήταν καθοριστική όχι μόνο για το Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, όπου είχε φοιτήσει ο Μαρξ, αλλά και συνολικότερα για τη γερμανική σκε'ψη. Μεχά τις σπουδές του, ο Μαρξ διορίζεται συντάκτης σε μια ριζοσπαστική εφημερίδα, την Rhemische Zeitung. Ό ι α ν οι Αρχές την κλείνουν, ο Μαρξ αναγκάζεται (το 1843) να εγκαταλείψει τη Γερμανία για το πιο φιλελεύθερο περιβάλλον του Παρισιού. Εκεί συνδέεται με τον Ένγκελς (Engels) με μια φιλία και συνεργασία που συνεχίζεται σε όλη τους τη ζωή. Κατά την περίοδο αυτή γράφει μια σειρά έργων, όπως τα Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα τον 1844, Η Αγία Οικογένεια, Η Γερμανική Ιδεολογία, κ.ά. Τ ο 1845 όμως απελαύνεται α π ό τη Γαλλία και μεταβαίνει στις Βρυξέλλες, όπου σε συνεργασία με τον Ένγκελς γράφει το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, το οποίο παρουσιάστηκε ως το πρόγραμμα της Ένωσης των Κομμουνιστών. Τ ο 1848, όταν ξέσπασαν οι επαναστάσεις σε διάφορες χώρες της Ευρώπης, ο Μαρξ έχει επιστρέψει στη Γερμανία. Μετά την αποτυχία όμως της επανάστασης εκεί, μετακινείται στο Παρίσι και στη συνέχεια στο Λονδίνο. Στη βιβλιοθήκη του Βρετανικού Μουσείου αρχίζει τη συστηματική του μελέτη για το καπιταλιστικό σύστημα, αποτέλεσμα της οποίας ήταν οι τρεις τόμοι του Κεφαλαίου, ενώ ζει με μεγάλες οικονομικές στερήσεις. Πεθαίνει το 1883.
πιταλισττκές σχέσεις αναγνωρίζονται ως ιστορική αναγκαιότητα. Μπορεί αυτή η ανάπτυξη να συνοδεύεται από εκμετάλλευση, αλλά δημιουργεί όσες υλικές σχέσεις είναι απαραίτητες για να διαμορφωθεί μια ανώτερη μορφή κοινωνίας. Η επαναστατική πράξη επιδιώκεται να εμφανιστεί ως αναγκαία στιγμή για την ευρύτερη απελευθέρωση των κοινωνικών και παραγωγικών δυνάμεων και ο καπιταλισμός θεωρείται ότι δημιουργεί τους όρους για το μετασχηματισμό της κοινωνίας. Η αστική κοινωνία στη θεωρία του Μαρξ θεμελιώνεται με αφετηρία την εργατική τάξη. Εφόσον η τάξη αυτή συνειδητοποιήσει τη θέση την οποία έχει στην καπτταλτστική οργάνωση και το ρόλο της στην κοτνωνία, μπορεί να διαρρήξει ττς αλλοτρτωμένες μορφές των κοτνωνικών παραγωγικών δυνάμεων της εργασίας (βλ. 3.3.2.). Ο Μαρξ χρησιμοποιεί τον όρο ταξική συνείδηση αναφερόμενος όχι στην ατομτκή συνείδηση, αλλά στη συνείδηση της τάξης την οποία αποκτούν οι
77
εργάτες καθώς ενεργούν, με αποτέλεσμα να δείχνουν μεταξύ τους αλληλεγγύη, αφού έχουν επίγνωση των κοινών προβλημάτων τους και κοινούς στόχους. Πρόκειται για μια δυναμική ιδέα, από την άποψη ότι ευνοεί την πρακτική εκείνη που μπορεί να οδηγήσει στην κοινωνική αλλαγή. Κοινωνία και κράτος. Στις θεωρίες του Κοινωνικού Συμβολαίου σύμφωνα με τους προηγούμενους θεωρητικούς, το κράτος εμφανίζεται να αντιπροσωπεύει τη γενική θέληση και την πολιτική ενότητα του λαού και του έθνους, εφόσον κοινοί κανόνες, δικαιώματα και ελευθερίες διέπουν και ρυθμίζουν εξίσου τις σχέσεις όλων των πολιτών. Το κράτος, ένα και αδιαίρετο, είναι κυρίαρχο και αποτελεί ηθικό δεσμό που ενώνει τα μέλη του. Ο Μαρξ δεν αποδέχεται την υπόθεση του Φυσικού Δικαίου σύμφωνα με την οποία τα μεμονωμένα άτομα με τη θέλησή τους συναινούν για να συσταθεί ο θεσμός του κράτους. Αντίθετα, συνδέει τον ατομικισμό με το δεδομένο αστικό-καπιταλισχικό σύστημα. Επιπλέον, διαπιστώνει έναν ανταγωνισμό ανάμεσα στο κράτος και στην κοινωνία. Στην καπιταλιστική κοινωνία, σύμφωνα με την ανάλυση του Μαρξ, οι λειτουργίες που αφορούν την οργάνωση, τη διοίκηση, τον έλεγχο, την εξουσία, δηλαδή οι πολιτικές λειτουργίες, δεν ανταποκρίνονται στις πραγματικές και συγκεκριμένες ανάγκες αλλά επιβάλλονται σε αυτές. Η διάκριση και ο διαχωρισμός του πολιτικού από το κοινωνικό κατανοείται μέσα από την ιστορία του καταμερισμού της εργασίας, τη διάκριση ανάμεσα σε χειρωνακτική και σε πνευματική εργασία και το σχηματισμό κοινωνικών τάξεων. Σε ορισμένες ιστορικές συνθήκες, οι κυβερνητικές εξουσίες είναι κληρονομικές, επειδή είναι συνδεδεμένες με τη θέση των ατόμων στην κοινωνική δομή, τον πλούτο που διαθέτουν, και όχι με την ικανότητα τους. Αυτές οι λειτουργίες άσκησης εξουσίας έγιναν προνόμιο το οποίο κατείχαν ορισμένες κοινωνικές τάξεις. Έτσι θεωρείται ότι σχηματίστηκε το κράτος. Εφόσον εμφανίζονται διαφορετικές και αντιτιθέμενες τάξεις, χρειάζεται να υπάρξει μια ανώτερη δύναμη που θα καταστέλλει τις τυχόν συγκρούσεις, μια κρατική εξουσία. Αυτή η εξουσία αποσπάται και υψώνεται πάνω από την κοινωνία, επειδή η κοινωνία διαιρείται σε τάξεις. Το πολιτικό κράτος αντανακλά την ταξική δομή και την κυριαρχία εκείνης ιης τάξης η οποία κυβερνά. Το αστικό δημοκρατικό όμως κράτος έχει αντιφατικό χαρακτήρα: αφ' ενός αποτελεί έκφραση των συμφερόντων ιης κυρίαρχης τάξης, και αφ' ετέρου επιτρέπει την έκφραση των συμφερόντων των κατώτερων τάξεων, τα οποία αποτελούν την αντίσταση των τελευταίων απέναντι στην κυρίαρχη τάξη. Έτσι, το καπιταλιστικό κράτος εκφράζει μια αστάθεια, καθώς εμπεριέχει ένα πλήθος ανταγωνιστικών συμφερόντων γι' αυτό και η αστική δημοκρατία αναπόφευκτα οδηγείται σε αλλαγές. Ο Μαρξ στο έργο του Η 18η Μπρνμέρ τον Λον78
δοβίκου Βοναπάρτη παρατηρεί, μέσα από τη μελέτη της γαλλικής Ιστορίας, ότι η αστική δημοκρατία, σε περιόδους κρίσεων, άλλοτε οδηγείται στην επιστροφή στη μοναρχία -και, πάνω σε αυτό, έχει πρόσφατο το παράδειγμα του Ναπολέοντα Γ'-, ενώ άλλοτε οδηγείται σε επαναστάσεις της εργατικής τάξης, η οποία επιχειρεί να πάρει την εξουσία από την αντίπαλη της τάξη.
3.2. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ Ο όρος οικονομία, συμφωνά με την κλασική αρχαιοελληνική του χρήση, αναφερόταν στη διαχείριση του οίκου. Ο όρος «οικονομία», συχνά αναφέρεται σε έναν τρόπο με τον οποίο ενεργούμε. Λέμε, για παράδειγμα, ότι ενεργούμε οικονομικά, εννοώντας την αποτελεσματικότητα μιας πράξης, με τη μικρότερη δυνατή προσπάθεια και την κατάλληλη προσαρμογή των μέσων προς το σκοπό. Αναφέρεται, επίσης, στον συντονισμένο τρόπο δράσης για την ικανοποίηση αναγκών και την επίτευξη μεγαλύτερης παραγωγικότητας. Σύμφωνα με τον Βέμπερ, η σύγχρονη εποχή συνδέεται με τον οικονομικό υπολογισμό, ο σύγχρονος άνθρωπος βλέπει τον κόσμο ως μέσο για τους σκοπούς του. Από τον 18ο περίπου αιώνα εμφανίζεται η Οικονομική Επιστήμη ή Πολιτική Οικονομία, η οποία εξετάζει πώς λειτουργεί η οικονομία ενός σύγχρονου κράτους. Στο χώρο της Πολιτικής Οικονομίας, γίνεται έντονη συζήτηση για το ποιος αναλαμβάνει ή πρέπει να αναλαμβάνει τη διαχείριση των οικονομικών πόρων αλλά και των κοινωνικών υπηρεσιών, όπως την εκπαίδευση, την ιατρική περίθαλψη, τις συγκοινωνίες· αν δηλαδή τη διαχείρισή τους πρέπει να αναλαμβάνει το κράτος ή ιδιωτικοί φορείς και συμφέροντα. Ανάλογα με την απάντηση σε αυτό το πρόβλημα διακρίνονται και οι θεωρίες μεταξύ τους. •4
Και οι τέσσερις θεωρητικοί με τους οποίους θα ασχοληθούμε, ο Άνταμ Σμιθ, ο Ντέιβιντ Ρικάρντο, ο Καρλ Μαρξ και ο Τζων Κέυνς, δεν τοποθετούνται κατά τον ίδιο τρόπο ούτε ακολουθούν τις ίδιες μεθόδους στο παραπάνω πρόβλημα. Ο Σμιθ (1723-1790) και ο Ρικάρντο (1772-1823) τοποθετούνται υπέρ της οικονομικής ελευθερίας, υιοθετώντας τις αρχές του Διαφωτισμού σχετικά με τις ατομικές ελευθερίες. Οι αρχές αυτές, που απέβλεπαν στη χειραφέτηση της μεσαίας τάξης, ευνοούσαν ταυτόχρονα και τον ελεύθερο ανταγωνισμό. Τις συνέπειες αυτού του ανταγωνισμού, αφού αναπτύχθηκαν οι δυνάμεις του νέου οικονομικού συστήματος, του καπιταλισμού, ανέλυσε και έκρινε ο Μαρξ. Μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η Οικονομία της Ευρώπης δεν μπορεί να ανακάμψει, και 79
μεταξύ των προβλημάτων που αντιμετωπίζει είναι η ανεργία. Την εποχή του μεσοπολέμου, ο Κέυνς δεν τοποθετείται ούτε υπέρ μιας ριζικής αλλαγής του κοινωνικού συστήματος, όπως ο Μαρξ, ουτε όμως υπέρ μιας φιλελεύθερης οικονομίας, αλλά υπέρ ενός κράτους ευημερίας, το οποίο θα αναλάμβανε οικονομική δραστηριότητα και θα μπορούσε να διασφαλίσει πλήρη απασχόληση. Δεν είναι τυχαίο που οι τρεις από τους παραπάνω κλασικούς θεωρητικούς προέρχονται από την Αγγλία, ενώ και ο Μαρξ συνέθεσε τις κριτικές μελέτες του για την Πολιτική Οικονομία κατά τη διαμονή του στο Λονδίνο. Η Μεγάλη Βρετανία αποτέλεσε το πρώτο «βιομηχανικό εργαστήριο» της οικουμένης, τη χώρα που, όπως γράφει ο Μαρξ στο Κεψάλαιο, έδειχνε στις άλλες την εικόνα του μέλλοντος τους. Και οι τέσσερις, σε γενικές γραμμές, πρώτον, αναγνωρίζουν την εργασία ως αξία και ως βασικό εργαλείο για να κατασκευάσουν τις θεωρίες τους, και, δεύτερον, διερευνούν τις οικονομικές σχέσεις κινούμενοι από ένα ενδιαφέρον για τη βελτίωση της κοινωνίας.
3.2.1. Ο Άνταμ Σμιθ και η γένεση της κλασικής σχολής χης Πολιτικής Οικονομίας Με τον Σμιθ αρχίζει η κλασική σχολή της Πολιτικής Οικονομίας, η οποία συνεχίζεται με τον Ρικάρντο, τον Μάλθους και τον Τζων Στιούαρτ Μιλλ. Με τ η σχολή αυτή, η Οικονομία διακρίνεται ως ξεχωριστός κλάδος και αποκτά το προβάδισμα σε σχέση με την Πολιτική. Η οικονομία θεωρείται ότι ρυθμίζεται από τα ιδιωτικά συμφέροντα και όχι από την πολιτική του κράτους. Ενώ για τους Γάλλους φυσιοκράτες πηγή του πλούτου θεωρούνταν η αγροτική οικονομία, ο Σμιθ απορρίπτει αυτή την άποψη, δίνοντας έμφαση οτη βιομηχανική παραγωγή και στην παραγωγικότητα χης εργασίας. Στο έργο του για τον Διερεύνηση της Φύσης και των Πηγών τον Πλούτου των Εθνών, εκθέτει το ζήτημα της οικονομικής ελευθερίας, επιχειροόντας να δείξει ότι το ατομικό συμφέρον μπορούσε να ωφελήσει την κοινωνία· θα έπρεπε, επομένως, να απομακρυνθούν τα θεσμικά εμπόδια της παραδοσιακής κοινωνίας απέναντι στις επιδιώξεις των ατόμων. Ο Σμιθ τόνισε τη σημασία της συσσώρευσης κεφαλαίου και της εργασίας για την ευημερία της κοινωνίας. Ως βασικός παράγοντας για την αύξηση του πλούτου αναγνωρίζεται η εργασία. Η μέγιστη βελτίωση της εργασίας θεωρεί ότι μπορεί να προκύψει χάρη στον καταμερισμό της εργασίας. Η εξειδίκευση σε μια δραστηριότητα, υποστηρίζει ο Σμιθ, ανεβάζει την απόδοση στο εκατονταπλάσιο. Παρ' όλα αυτά, αναγνωρίζει 80
Ο Άνταμ Σ μ ι θ (Adam Smith, 1723-1790) γεννήθηκε στη Σκωτία, σπούδασε στο Π α ν ε π ι σ τ ή μ ι ο της Γλασκώβης και στην Οξφόρδη. Δίδαξε στο Πανεπιστήμιο της Γλασκόβης Ρητορική, Λογική και Ηθική Φιλοσοφία. Τ ο σημαντικότερο ε'ργο τ ο υ , Διερεύνηση
της Φύσης και των Πηγών τον Πλούτου
των Εθνών
(1776), ε'γινε θεμέλιο της Κλασικής Οικονομίας. Τ ο ε'ργο αυτό συνδε'εται με το άλλο βασικό του ε'ργο, Η Θεωρία των Ηθικών Συναισθημάτων.
ότι μεγάλη εξειδίκευση και ο καταμερισμός της εργασίας έχουν ως συνέπεια τον περιορισμό των πνευματικών ικανοτήτων. Γι' αυτό και προτείνει την αντιστάθμισή τους μέσω των προγραμμάτων της δημόσιας στοιχειώδους εκπαίδευσης. Ο Σμιθ τάσσεται υπέρ της ενίσχυσης του ελεύθερου εμπορίου και της ελάχιστης παρέμβασης της κυβέρνησης στις οικονομικές δραστηριότητες του ατόμου. Υποστηρίζει ότι οι συναλλασσόμενοι επιδιώκουν το προσωπικό τους συμφέρον, καθένας τους όμως «καθοδηγείται σαν από ένα Αόρατο Χέρι να προωθεί σκοπούς που δεν ανήκαν στην αρχική του πρόθεση», εκφράζοντας με αυτή τη διατύπωση μια αισιόδοξη αντίληψη για τ η συμφιλίωση ανάμεσα στο κοινωνικό συμφέρον και στην επιδίωξη του ατόμου για το ιδιωτικό του όφελος. Θεωρεί ότι ο ιδιώτης επιχειρηματίας, μεγιστοποιώντας τα κέρδη του, οδηγεί την κοινωνία στην ευημερία. Ο Σμιθ τοποθετείται υπέρ του ελευθερου ανταγωνισμού, διατηρεί όμως επιφυλάξεις για μια χωρίς όρια ελευθερία. Ό π ω ς γράφει, «άνθρωποι της αυτής επιχειρηματικής δραστηριότητας συναντώνται συχνά, ακόμη και για διασκέδαση και ψυχαγωγία, αλλά η συνεύρεση καταλήγει σε συνωμοσία εναντίον του δημοσίου ή σε κάποιο τέχνασμα για την αύξηση των τιμών. Παρότι όμως ο νόμος δεν μπορεί να εμποδίσει τους ανθρώπους της αυτής επιχειρηματικής δραστηριότητας να συναντώνται, θα όφειλε να μην κάνει τίποτα για να τις διευκολύνει, και πολύ λιγότερο για να τις καθιστά αναγκαίες» (Πλούτος των Εθνών, II, κεφ. Χ, μέρος II). Ο Σμιθ, υποστηρίζοντας το μη παρεμβατικό ρόλο του κράτους απέναντι στην οικονομική ζωή, εκφράζει και μια διαπίστωση της εποχής για τη μη αποτελεσματικότητα της βρετανικής κυβέρνησης. Η υποστήριξη της ελεύθερης λειτουργίας της αγοράς εκφράζει, επίσης, την αντίθεσή του προς τα μονοπώλια που δημιουργούνταν με την εκμετάλλευση κάποιου κρατικού προνομίου. Δεν είναι όμως κατηγορηματική και απόλυτη η τοποθέτηση του Σμιθ υπέρ μιας άνευ όρων 81
οικονομικής ελευθερίας και κατά της κρατικής παρέμβασης. Ο ρόλος του κράτους δεν είναι περιορισμένος στη θεωρία του. Το κράτος αναλαμβάνει κυρίως ένα διοικητικά ρόλο, δηλαδή προστατεύει την κοινωνία από τη βία αναλαμβάνοντας τις δαπάνες για την άμυνα, προστατεύει το κάθε μέλος από την αδικία αναλαμβάνοντας δαπάνες για τη Δικαιοσύνη και επωμίζεται δαπάνες για τα δημόσια έργα (.Πλούτος των Εθνών, IV, κεφ. 9). Στον Πλούτο των Εθνών, προσφέρει ένα σχέδιο οικονομικής ιστορίας, προσδιορίζοντας ως κριτήριο κάθε σταδίου της Ιστορίας τις οικονομικές δυνάμεις που αναπτύσσονται (διακρίνονται τα εξής οικονομικά στάδια: κυνηγετικό, κτηνοτροφικό, αγροτικό, εμπορικό). Με βάση τις οικονομικές δυνάμεις, επιδιώκεται να εξηγηθούν οι διαφοροποιήσεις των εθίμων και των προτύπων συμπεριφοράς.
3.2.2. Ο Ρικάρντο και οι αρχές της κλασικής Πολιτικής Οικονομίας Ο Ρικάρντο επιδίωξε να προσδιορίσει χους νόμους οι οποίοι ρυθμίζουν τη συνολική παραγωγή της κοινωνίας με την ίδια δεσμευτικότητα όπως οι ψνσικοί νόμοι, α) Βασική είναι η θεωρία του για τον προσδιορισμό της αξίας των αγαθών. Σύμφωνα με αυτή, οι τιμές καθορίζονται με βάση την εργασία η οποία χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια της παραγωγής. Η αξία αυτή όμως δε νοείται ως ένα απόλυτο μέγεθος και δε λογαριάζεται με βάση απλώς την ποσότητά της. Διακρίνει την εργασία σε εκείνη που απαιτείται για την παραγωγή ενός προϊόντος και σε εκείνη η οποία χρειάζεται για την παραγωγή του πάγιου κεφαλαίου (μηχανημάτων, κτιρίων, κτλ.). Αναγνωρίζεται, με λίγα λόγια, ότι η εργασία αποτελεί κύρια αξία και ότι το κεφάλαιο ενσωματώνει εργασία, μια ιδέα η οποία αναπτύσσεται αργότερα στη θεωρία του Μαρξ. β) Χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα τη γεωργική παραγωγή και ως μονάδα μέτρησης το σιτάρι, επιχειρεί να δώσει μια γενική εικόνα για την εξέλιξη της οικονομίας. Σύμφωνα με το παράδειγμά του, στο βαθμό που ο πληθυσμός αυξάνεται, η καλλιέργεια επεκτείνεται και σε λιγότερο γόνιμα εδάφη, όπου χρειάζε() Ντέιβιντ Ρικάρντο (David Ricardo, 1772-1823) γεννήθηκα στο Λονδίνο προερχόμενος α π ό ολλανδοεβραϊκή οικογένεια. Ακολουθώντας την π α ρ ά δ ο σ η της οικογένειας του, σταδιοδρομεί α π ό νεαρή ηλικία ως χρηματιστής. Σημαντική επίδραση άσκησε το θεωρητικό του έργο, α π ό το οποίο ξεχωρίζουν οι Αρχές της Πολιτικής Οικονομίας και της Φορολογίας (1817) ως ένα α π ό τα βασικά έργα της κλασικής σχολής της Οικονομίας. Από το 1819 μέχρι το τέλος της ζωής του ήταν με'λος του Κοινοβουλίου.
82
ται περισσότερη εργασία για την παραγωγή σίτου. Η τιμή του προϊόντος, επομε'νως, ανεβαίνει, ενώ οι ιδιοκτήτες της εύφορης γης θα ζητούν υψηλότερο ενοίκιο, με αποτέλεσμα να μειώνεται το κέρδος του επιχειρηματία. Ο ρυθμός συσσώρευσης του κεφαλαίου επιβραδύνεται και οι μισθοί παραμένουν στο ελάχισιο όριο διαβίωσης. Η ψθίνονσα απόδοση της γης μπορεί να αναβληθεί, όχι και να αναιρεθεί, με την εισαγωγή νέων τεχνολογιών. Ενώ θεωρούσε ότι η υποκατάσταση της ανθρώπινης εργασίας από τις μηχανές θα ήταν συμφέρουσα για το γαιοκτήμονα και καπιταλιστή, δεν πίστευε ότι ήταν το ίδιο συμφέρουσα και για την τάξη των εργατών. γ) Στη θεωρία του διεθνούς εμπορίου, ο Ρικάρντο διατυπώνει το νόμο του συγκριτικού πλεονεκτήματος. Αν, για παράδειγμα, δύο χώρες Α και Β παράγουν δύο αγαθά, λόγου χάρη ρούχα και κρασί, θα αναπτύξουν εμπορικές σχέσεις μεταξύ τους εφόσον υπάρχουν διαψορές ως προς το κόστος των προϊόντων αυτών. Αν δηλαδή η χώρα Α έχει συγκριτικό πλεονέκτημα στην παραγωγή του προϊόντος Α, το κρασί είναι φθηνότερο στην Α και τα ρούχα στη Β, και, αντιστρόφως, τα ρούχα είναι ακριβότερα στην Α και το κρασί στη Β, τότε θα εξειδικευτεί καθεμιά στην παραγωγή του προϊόντος στο οποίο διαθέτει συγκριτικό πλεονέκτημα και οι συναλλαγές τους θα είναι αμοιβαία επωφελείς. Η ιδέα αυτή του Ρικάρντο, με την οποία υποστηρίζεται η ελευθερία του εμπορίου, αντιτασσόταν στη δασμολόγηση των εισαγόμενων προϊόντων, η οποία προστάτευε τα εθνικά προϊόντα.
3.2.3. Καρλ Μαρξ: μισθωτή εργασία και κεφάλαιο Ο Μαρξ φτάνει στο Λονδίνο το 1849, με την ιδέα ότι η διαμονή του θα ήταν προσωρινή. Τελικά έζησε εκεί μέχρι το θάνατο του (1883). Επρόκειτο για μια περίοδο μεγάλης οικονομικής ανέχειας, αλλά και πυρετώδους πνευματικής παραγωγής. Ο Μαρξ επισκεπτόταν καθημερινά τη βιβλιοθήκη του Βρετανικού Μουσείου, όπου έμενε μέχρι το βράδυ, ενώ συχνά συνέχιζε την εργασία του και τη νύχτα. Το 1859 εκδίδεται το βιβλίο Για την Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας και το 1867 ο πρώτος τόμος του Κεφαλαίου, ένας καθορκπικός σταθμός στη διεθνή έρευνα, αλλά και στο διεθνή σοσιαλισμό. «Δεν είναι η συνείδηση των ανθρώπων που προσδιορίζει την ύπαρξή τους, αλλά, αντίθετα, η κοινωνική τους ύπαρξη προσδιορίζει τη συνείδησή τους», όπως γράφει στον πρόλογο του έργου Για την Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας. Ενώ για τον Άνταμ Σμιθ η οικονομία λειτουργεί με βάση το ατομικό συμφέρον, για τον Μαρξ η πορεία κατανόησης εκκινεί από την αντίθετη κατεύθυνση, δηλαδή από 83
τη μελέτη ίων οικονομικών σχέσεων. Η κοινωνία της αγοράς θεωρείται ότι λειτουργεί σύμφωνα με νόμους οι οποίοι αφορούν την παραγωγή και την κυκλοφορία των εμπορευμάτων, και όχι σύμφωνα με τις επιθυμίες και τη βούληση των ατ ό μ ω ν η βούληση και οι επιθυμίες των ατόμων διαμορφώνονται μέσα από τη δομή του οικονομικού συστήματος και τη θέση τους σε αυτό. Ως εκ τούτου, η θεωρία πρέπει να επικεντρωθεί στην αντικειμενική διαδικασία της παραγωγής και όχι στην υποκειμενική διαδικασία λήψης αποφάσεων. Για τον Μαρξ, τα συμφέροντα των ατόμων δεν είναι απομονωμένα και ανεξάρτητα μεταξύ τους. Οι ανάγκες και τα συμφέροντα του ατόμου εξαρτώνται από τη θέση του στην παραγωγική διαδικασία' αν δηλαδή είναι εργάτης, καπιταλιστής, κτλ., θα έχει ανάλογα συμφέροντα και ανάγκες. Το ιδιωτικό συμφέρον κατανοείται καλύτερα αν κατανοήσουμε πρώτα την τάξη στην οποία ανήκει το άτομο. Ο καταμερισμός της εργασίας διαιρεί τα άτομα σε τάξεις και τα συμφέροντα που υπερασπίζονται τα άτομα εκφράζουν κυρίως τα συμφέροντα της τάξης στην οποία ανήκουν. Αυτά τα συμφέροντα όμως είναι αντίθετα μεταξύ τους· αν, για παράδειγμα, οι εργάτες πετύχουν μια άνοδο στους μισθούς τους, αρχικά τουλάχιστον αυτό θα αποβεί σε βάρος του κέρδους της καπιταλιστικής τάξης. Για τον Μαρξ, όμως, το καπιταλιστικό σύστημα δε θεωρείται ότι υπάρχει με σκοπό τη διευκόλυνση ιδιωτικών αναγκών, για παράδειγμα της καπιταλιστικής τάξης, όπως μπορεί να πιστεύουν τα μέλη αυτής της τάξης αλλά και της εργατικής. Στο πλαίσιο αυτού του συστήματος, θεωρείται ότι διευκολύνεται η συσσώρευση του κεφαλαίου και η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Η οικονομική θεωρία του Μαρξ μπορεί να υποστηριχθεί ότι βασίζεται στην έννοια της εργασίας, η οποία αναδεικνύεται ως αξία. Το κεφάλαιο, ένας βασικός συντελεστής της παραγωγής, που περιλαμβάνει μηχανές, βιομηχανικές εγκαταστάσεις, κτλ., είναι προϊόν της εργασίας. Η αξία των εμπορευμάτων υπολογίζεται με βάση την εργασία. Η αξία ενός φορέματος είναι μεγαλύτερη από την αξία του υφάσματος από το οποίο είναι φτιαγμένο, γιατί έχει προστεθεί η ανθρίόιιινη εργασία. Ο Μαρξ όμως δε λογαριάζει απλώς την ποσότητα της εργασίας που χρησιμοποιήθηκε, γιατί «τότε, όσο πιο ακαμάτης ή αδέξιος είναι ένας εργάτης, τόσο μεγαλύτερης αξίας είναι το εμπόρευμά του», αλλά ξεχωρίζει την απλή μέση εργασία από την εξειδικευμένη. Η εξειδικευμένη εργασία νοείται ως πολλαπλασιασμένη και σύνθετη εργασία, για την οποία έχει δαπανηθεί περισσότερος χρόνος και δύναμη από την απλή. Η εργατική δύναμη κατανοείται και ως εμπόρευμα, το οποίο έχει μια αξία όπως κάθε εμπόρευμα. Ο εργαζόμενος, πουλώντας την εργατική του δύναμη, α84
γοράζει τα προς το ζην, αλλά παράγει και υπεραξία. Ο εργαζόμενος δεν πληρώνεται όσο αξίζει η εργασία του, αλλά το επιπλέον της αξίας της, την επιπλέον απλήρωτη εργασία, την ιδιοποιείται ο κεφαλαιοκράτης. Δεν πρόκειται όμως για μια εγωιστική ενέργεια, με δεδομένο ότι η υπεραξία αυτή είναι απαραίτητη για να επενδυθεί στα παραγωγικά μέσα, για να φ τ ι ά ξ ο υ ν και να εισαχθούν στην παραγωγή νέα τελειότερα εργαλεία. Η υπεραξία βέβαια έχει αποτελέσει αντικείμενο μεγάλης διαμάχης ανάμεσα στην εργατική και στην καπιταλιστική τάξη, κατά την οποία η μεν εργατική τάξη επιδιώκει να μειώσει την αναλογία της υπεραξίας, ενώ η κεφαλαιοκρατική τάξη να την αυξήσει. Ο Μαρξ, στο έργο του Τα Θεμέλια της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας, αναφέρει ότι, στο βαθμό που αναπτύσσεται η μεγάλη βιομηχανία, η αύξηση του πλούτου δε θα εξαρτάται από το χρόνο της απλής εργασίας, αλλά από τις εφαρμογές της επιστήμης στην παραγωγή. Προβλέπει με άλλα λόγια την εμφάνιση της αυτοματοποίησης και τον περιορισμό της απλής όσο και χρονοβόρας εργασίας. Ο Μαρξ διαπιστώνει στον καπιταλισμό την τάση για μια όλο και μεγαλύτερη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, για την τελειοποίηση των εργαλείων, την αύξηση της παραγωγής και τη μεγαλύτερη αποδοτικότητα της εργασίας. Οι καπιταλιστές είναι υποχρεωμένοι να ανεβάζουν το επίπεδο της παραγωγής τους, να επενδύουν στα μέσα παραγωγής τους, να εξαπλώνουν τις αγορές τους. Ανάμεσα στα μέλη της καπιταλιστικής τάξης ο Μαρξ διαπιστώνει έναν ανταγωνισμό· οι καπιταλιστές επιδιώκουν να εξαπλώσουν τις αγορές τους σε βάρος των ανταγωνιστών τους, μειώνοντας, για παράδειγμα, τις τιμές των προϊόντων τους. Αυτό τους υπο85
χρεώνει να τελειοποιούν διαρκώς την τεχνολογία που διαθε'τουν, δηλαδή να κάνουν επενδύσεις σε νέα μηχανήματα, αλλά και να βρίσκουν νέους τρόπους για την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης. Με λίγα λόγια, η έμφαση αποκλειστικά στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων φέρνει στην επιφάνεια μια εικόνα σύγκρουσης τόσο ανάμεσα στα μέλη της καπιταλιστικής τάξης όσο και ανάμεσα σε αυτή και στην εργατική. Ο Μαρξ, ενώ τόνιζε τον ιστορικά αναγκαίο ρόλο του κεφαλαίου, εντούτοις θεωρούσε, με βάση την ανατομία των προβλημάτων που εντοπίζει, την ανάγκη για τη μετατροπή των ανταγο)νιστικών και εκμεταλλευτικών σχέσεων με την εγκαθίδρυση ισότιμων και δίκαιων σχέσεων, οι οποίες με τη σειρά τους θα ευνοούσαν την απελευθέρωση εκείνων των ανθρώπινων δυνάμεων που περιορίζονται στο πλαίσιο των καπιταλιστικοί σχέσεων.
3.2.4. Τζων Κέυνς: Η πολιτική του κράτους στη μεγάλη κρίση Το μαύρο Οκτώβριο του 1929 παρουσιάζεται μια άνευ προηγουμένου πτώση στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης. Η ύφεση που ακολούθησε εξαπλώθηκε στην Ευρώπη. Ό π ω ς λέγεται, «όταν η Αμερική φταρνίζεται, ο υπόλοιπος κόσμος αρπάζει πνευμονία». Η φτώχεια ήταν έκδηλη και ακόμη μεγαλύτερος ήταν ο φόβος της στέρησης, ενώ οι κυβερνήσεις στην Ευρώπη και στην Αμερική εκδήλωναν πλήρη αδυναμία να αντιμετωπίσουν την παράλυση της οικονομίας. Μέσα από τα κείμενα του Κέυνς, τα οποία γράφονται σε αυτή την κρίσιμη εποχή, είναι φανερό το ενδιαφέρον του για έναν καλύτερο κόσμο. Ο Κέυνς, ευαισθητοποιημένος απέναντι στην εξαθλίωση της εποχής, ασκούσε έντονη κριτική στις κυβερνήσεις για το πλημμελές τους έργο. Σύμφωνα με τη Γενική Θεωρία Απασχόλησης, Τόκου και Χρήματος, που είναι το κύριο έργο του Κέυνς, για να υπάρχει πλήρης απασχόληση, χρειάζεται να παρέμβει η κυβέρνηση στο παιχνίδι της ελεύθερης οικονομίας. Αυτή η αντίληψη ξεσήκωσε πολλές συζητήσεις κατά τη δεκαετία του '30. Ας σημειωθεί όμως ότι ο Κέυνς ήταν υπέρ μιας καπιταλιστικής και όχι μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας, προσανατολισμένος σε ένα σταθερό κοινοβουλευτικό σύστημα. Η κεϋνσιανή θεωρία ασκεί κριτική στην ελεύθερη αγορά και στην ιδέα ότι αυτή μπορεί να αυτορυθμίζεται χάρη στις ιδιωτικές πρωτοβουλίες. Χαρακτηριστικά, ασκώντας κριτική στους θεωρητικούς που υποστηρίζουν την οικονομία του ελεύθερου ανταγωνισμού, γράφει ότι «σκοπός της ζωής είναι να φαγωθούν τα φύλλα που βρίσκονται στα ψηλότερα κλαδιά, και ο καλύτερος τρόπος για την επιτυχία του σκοπού αυτού είναι να επιτραπεί στις καμηλοπαρδάλεις με τους 86
Ο Κέυνς (John Maynard Keynes, 1883-1946) γεννήθηκε στο Καίμπριτζτη χρονιά που πέθανε ο Μαρξ.· Ακολούθησε ακαδημαϊκή σταδιοδρομία διδάσκοντας Οικονομία στο Κινγκ'ς Κόλλετζ στο Καίμπριτζ. Διεΰθυνε το περιοδικό Economic Journal, ε'να από τα σημαντικότερα οικονομικά περιοδικά διεθνώς. Ασχολήθηκε σε υπεύθυνη θέση με τις υποθέσεις του Υπουργείου Οικονομικών της χώρας του, κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολε'μου, και διατύπωσε τις ιδε'ες του για την οικονομική διαχείριση στο έργο Οι Οικονομικές Συνέπειες της Ειρήνης (1919). Τ ο 1930 αναλαμβάνει ως πρόεδρος μιας επιτροπής το ρόλο κυβερνητικού συμβούλου για την πρακτική αντιμετώπιση της ανεργίας. Τ ο 1936 εκδίδεται το σημ α ν τ ι κ ό τ ε ρ ο έ ρ γ ο τ ο υ , Γενική Θεωρία Απασχόλησης,
Τόκου και Χρήματος.
ψηλότερους λαιμούς να εξολοθρεύσουν με την πείνα τις καμηλοπαρδάλεις εκείνες που έχουν πιο κοντό λαιμό». Η κεϋνσιανή προσέγγιση επικεντρώνεται στην ασιάθεια της διαδικασίας ανάπτυξης στην οικονομία, θεωρεί, για παράδειγμα, ότι οι ατομικοί παραγωγοί μπορεί να μη βρίσκουν αγοραστές για τα προϊόντα τους, υποστηρίζοντας ότι αυτό είναι πρόβλημα όχι ατομικό αλλά συνδεδεμένο με το οικονομικό σύστημα. Συμφωνεί με τον Μαρξ ότι οι οικονομίες έχουν την τάση να οδηγούνται σε κρίσεις, δηλαδή να εμφανίζουν ανεργία, να μην απορροφώνται ικανοποιητικά τα προϊόντα που παράγονται και να υπάρχουν προβλήματα στην παραγωγή τους. Θεωρεί όμως ότι οι κρίσεις μπορούν να αποφευχθούν χάρη στην παρέμβαση ενός ισχυρού κράτους. Το κράτος παρεμβαίνει στη ρύθμιση των μισθών, της παραγωγής και της κατανομής του πλούτου. Ο Κέυνς, στη θέση του ατομικού ιδιοκτήτη των μέσων παραγωγής και της επιχείρησης που ανήκει σε έναν ιδιώτη, τοποθετεί τη συμμετοχική ένωση (corporation), ανανεώνοντας έναν παλαιό θεσμό, τη συντεχνία. Χαρακτηριστικά γράφει: «Προτείνω κατά έναν τρόπο την επάνοδο στις μεσαιωνικές αντιλήψεις των χωριστών αυτονομιών. Επιπλέον, στην Αγγλία τουλάχιστον, οι συντεχνίες αποτελούν τρόπο διακυβέρνησης που δεν έπαψε ποτέ να είναι σημαντικός όσο και ταιριαστός με τους θεσμούς μας. Δεν είναι δύσκολο να παρακολουθήσουμε παραδείγματα χωριστών αυτονομιών από αυτές που ήδη υπάρχουν και οι οποίες έχουν φτάσει ή πλησιάζουν στη μορφή που προτείνω: τα πανεπιστήμια, η Τράπεζα της Αγγλίας, ο Οργανισμός Λιμένος Λονδίνου, ίσο>ς ακόμη και οι σιδηροδρομικές εταιρείες». Η ιδιοκτησία ανήκει στην ένωση στην οποία τα άτομα συμμετέχουν. Πρόκειται για μια λύση που βρίσκεται ανάμεσα στο άτομο και στο κράτος, με την οποία δίδεται έμφαση στη ρευστή μορφή του κεφαλαίου, το χρήμα, και όχι στην ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, του υλικού κεφαλαίου. 87
I. Σόγερ, Γραφείο ευρέσεως εργασίας, 1927
Έτσι, τα προβλήματα μετατοπίζονται στο πεδίο της κυκλοφορίας χου χρήματος. Ιδεώδες για τον Κέυνς είναι η πλήρης απασχόληση. Ό π ω ς παρατηρεί, το επίπεδο απασχόλησης προσδιορίζεται από το επίπεδο παραγωγής, δηλαδή, αν η παραγωγή αυξάνεται γρήγορα, οι επιχειρήσεις απασχολούν περισσότερους εργαζομένους. Η παραγωγή, με τη σειρά της, εξαρτάται από την αποτελεσματική ζήτηση. Η «αποτελεσματική ζήτηση» σημαίνει ότι υπάρχει αναπτυγμένη αγοραστική ικανότητα. Η παραγωγή, με λίγα λόγια, καθορίζεται από την ικανοποιητική ζήτηση. Στη Βίβλο υπάρχουν πολλές παραβολές που υπογραμμίζουν τα αγαθά της αποταμίευσης. Επρόκειτο για μια αρχή που νομιμοποιήθηκε σε οικονομίες σε ανάπτυξη, όποος η αγγλική ή η γαλλική κατά τον 19ο αιώνα, η ινδική, κατά τον 20ό, ενώ και στη χώρα μας πολλοί θα θυμούνται την ετήσια έκθεση που έγραφαν οι μαθητές κάθε Οκτώβριο για τα αγαθά της αποταμίευσης. Εντούτοις ο Κέυνς δε συμφωνεί με αυτή την αρχή, ειδικά όταν έχει αναπτυχθεί αρκετά η οικονομία, θεωρώντας ότι είναι πιο σημαντικές οι νέες επενδύσεις. Αυτή την πρόταση για δαπάνες υπέρ νέων επενδύσεων τη συνέδεσε με τη λύση απέναντι στο πρόβλημα της ανεργίας, εφόσον με τις νέες επενδύσεις δημιουργούνται νέες θέσεις εργασίας.
Θεωρούσε όμως ότι κατεξοχήν αυτή η παρέμβαση για το άνοιγμα των επενδύσεων έπρεπε να γίνει από το κράτος, το οποίο και έχει τη δυνατότητα να αναλάβει μεγάλα έργα, όπως οδοποιίας, ανέγερσης σχολικών κτιρίων, νοσοκομείων, βιβλιοθηκών, κτλ. Παραδόξως όμως τα μέτρα για την ανεργία και την πραγματοποίηση μεγάλων έργων δεν επιχειρήθηκε να ληφθούν από την πατρίδα του Κέυνς, την Αγγλία, αλλά από την Αμερική. Το 1933, κατά την προεδρία του Ρούζβελτ, με το New Deal (Νέα Συμφ(ονία), παρεμβαίνει ενεργά το κράτος εφαρμόζοντας μια πολιτική ανόδου των μισθών, προκειμένου να αυξηθεί η κατανάλωση, αναλαμβάνει δε μεγάλα έργα με τα οποία διασφαλίζονται πολλές νέες θέσεις εργασίας. Με την πολιτική αυτή, επιχειρείται να περιοριστεί η ανεργία, η περιθωριοποίηση των ατόμων, η εγκληματικότητα, να δοθούν κάποιες λύσεις στο πρόβλημα της κρίσης και να αποφευχθεί η επανάσταση ή ο πόλεμος, χωρίς να οδηγηθεί το κοινωνικοοικονομικό σύστημα είτε προς το φασισμό είτε προς τον κομμουνισμό.
3.3. ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ Η Κοινωνιολογία εμφανίζεται ως ξεχωριστός επιστημονικός κλάδος τον 19ο αιώνα. Στον αιώνα αυτό έχουν φανεί τα αποτελέσματα των μεγάλων πολιτικών και κοινωνικών επαναστάσεων οι οποίες συνέβησαν κατά το τελευταίο τέταρτο του προηγούμενου αιώνα στην Αμερική και στη Γαλλία, καθώς και της Βιομηχανικής Επανάστασης. Το κέντρο βάρους της οικονομικής ανάπτυξης μετατοπίζεται από το αγροτικό στο βιομηχανικό σύστημα παραγωγής, ενώ οι άνθρωποι μεταφέρονται μαζικά από την ύπαιθρο στις πόλεις. Τα γεγονότα αυτά έθεσαν στο επίκεντρο της σκέψης και της πράξης την επαναδιοργάνωση των κοινωνικών σχέσεων. Η κοινωνιολογική θεωρία αναπτύχθηκε αποδίδοντας μεγάλη έμφαση στην επιστημονική μέθοδο. Αρχικά χρησιμοποιήθηκαν ως δάνεια πρότυπα από τη Φυσική, τη Βιολογία, τη Φυσιολογία, στη συνέχεια όμως έγινε προσπάθεια ώστε η Κοινωνιολογία να εξοπλιστεί με τις δικές της έννοιες και τα δικά της μεθοδολογικά εργαλεία για την εξήγηση των κοινωνικών φαινομένων. Η Κοινωνιολογία είναι ένας τρόπος να κατανοούμε και να εξηγούμε τις κοινωνικές σχέσεις και τις συμπεριφορές των ατόμ(ον στην κοινωνία. Διαβάζουμε, για παράδειγμα, στον Τύπο: «Αποτυχία των μαθητών στις γενικές εξετάσεις». Ακούμε γύρω μας να λένε: «Φταίνε οι μαθητές οι οποίοι δε διαβάζουν», «Φταίνε οι καθηγητές που δεν κάνουν σωστά τη δουλειά τους», «Φταίει ο υπουργός και οι σύμβουλοι του», «Φταίει το σύστημα». Συνήθως επιχειρείται βιαστικά να 89
βρεθεί μια αιτία, η οποία είτε προσωποποιείται είτε είναι πολύ αόριστη. Η Κοινωνιολογία, αν και περιλαμβάνει την προσωπική εμπειρία, τις ατομικές πεποιθήσεις, τις ποικίλες συμπεριφορε'ς στους διάφορους χώρους της κοινωνικής ζωής, δεν είναι απλώς το άθροισμα τους. Επιχειρεί να εισαγάγει κριτήρια και μεθόδους με τις οποίες μελετώνται τα φαινόμενα της κοινωνικής ζωής και ελέγχονται οι προτάσεις που διατυπώνονται γι' αυτά. Μελετά την κοινωνική ζωή του ανθρώπου, τις ομάδες και τις διάφορες κοινωνίες, επιχειρώντας μεθοδικά να διακρίνει τους τρόπους οργάνωσης τους. Επικεντρώνεται στη μελέτη των θεσμών, όπως η οικογένεια, η εκπαίδευση, το κράτος, ο στρατός, η Εκκλησία, κ.ά. Μελετά πώς οι θεσμοί αλληλενεργούν, πώς διαμορφώνονται οι συμπεριφορές των ατόμων στα πλαίσια των θεσμών, ποιες επιδράσεις ασκεί η κοινωνία στη διαμόρφωση των αντιλήψεων των ατόμων. Με λίγα λόγια, η κοινωνιολογική σκέψη περιγράφει αυτό το οποίο συμβαίνει και αυτό που καθένας προσπαθεί να αντιληφθεί, αλλά επιχειρεί να οργανώσει μεθοδικά τους τρόπους εξήγησής του, τις διαδικασίες μέσα από τις οποίες διαμορφίόνονται οι κοινωνίες, οι συμπεριφορές και οι αντιλήψεις. Οι κοινωνιολόγοι, αν και επιχειρούν να εξετάσουν την κοινωνία ως αντικείμενο, δηλαδή από απόσταση, χρησιμοποιώντας μεθοδικούς τρόπους παρατήρησης και οργανώνοντας επιστημονικούς τρόπους εξήγησης, ταυτόχρονα μετέχουν σε αυτό το αντικείμενο, επηρεάζονται από τις εξελίξεις του, από τον πολιτισμό στον οποίο ανήκουν, από τις εξελίξεις της επιστήμης, από την πολιτική ατμόσφαιρα και τις αξίες της εποχής. Η κοινωνιολογική σκέψη μετέχει και η ίδια στην εξέλιξη της κοινωνίας επηρεάζοντάς την. Οι έρευνές της δε μένουν κλεισμένες σε κάποια συρτάρια, αλλά κυκλοφορούν επηρεάζοντας την επίσημη πολιτική, τη λειτουργία των θεσμών, τις συνειδήσεις των πολιτών. Γιατί ενδιαφέρουν οι κλασικές θεωρίες; Στην ενότητα αυτή θα ασχοληθούμε με κλασικούς θεωρητικούς της Κοινωνιολογίας, όπως ο Κοντ, ο Ντυρκέμ, ο Μαρξ και ο Βέμπερ. Ο λόγος είναι ότι οι θεωρητικοί αυτοί συνεισέφεραν στην ανάδειξη της Κοινωνιολογίας ως επιστήμης, στην επιστημονική διερεύνηση της κοινωνίας, στην οργάνωση υποδειγμάτων και μεθόδων οι οποίες ήταν χρήσιμες όχι μόνο για την εποχή τους αλλά και για σημερινούς κοινωνιολόγους. Οι θεωρίες τους, όπως θα διαπιστώσουμε, διαφέρουν αναμεταξύ τους. Η Κοινωνιολογία θεμελιώνεται σε διαφορετικά υποδείγματα. Επιπλέον, οι θεωρίες αυτές είναι «κλασικές», δηλαδή μπορούν να είναι πάντα επίκαιρες, με δεδομένο ότι έχουν συλλάβει βασικά προβλήματα τα οποία μας απασχολούν και σήμερα και έχουν τη δύναμη να αντέχουν στο χρόνο και στην πίεση σύγχρονων ερωτημάτων, να εμπνέουν, να ανανεώνονται. 90
3.3.1. Η γένεση της Κοινωνιολογίας Ο Αύγουστος Κοντ και η Κοινωνιολογία ως κοινωνική Φυσική Η Κοινωνιολογία ως κοινωνική Φυσική. Ο Κοντ ως κύρια προβλήματα της εποχής του βλέπει την αναρχία, το χάος των ιδεών, την πολιτική διαφθορά, την αναποτελεσματική διοίκηση, τα οποία θεωρούσε ότι προε'κυψαν ως ένα σημαντικό βαθμό από τον Διαφωτισμό και τη Γαλλική Επανάσταση. Απέναντι στο χάος των ιδεών, προτείνει το θετικισμό ή Θετική Φιλοσοφία, τον οποίο εννοούσε ως την αναζήτηση των σταθερών νόμων που ίσχυαν και για το φυσικό κόσμο και για την κοινωνία. Τον όρο «Κοινωνιολογία», τον οποίο καθιερώνει το 1822, τον εννοεί ως κοινωνική Φυσική. Τ η νέα αυτή επιστήμη την αντιμετωπίζει σύμφωνα με το ηρότνηο των Φυσικών Επιστήμων. Τοποθετεί την Κοινωνιολογία στην υψηλότερη βαθμίδα μιας κλίμακας η οποία αρχίζει με τα Μαθηματικά και την Αστρονομία και συνεχίζει με τη Φυσική, τη Χημεία και τη Βιολογία, με την ιδέα ότι η επιστήμη αυτή θα μπορούσε να αντιμετωπίσει και να λύσει τα προβλήματα της κοινωνικής ζωής. Μια βασική συνεισφορά του στην ιστορία της κοινωνιολογικής σκέψης είναι η διάκριση ανάμεσα σε δύο προβλήματα, τα οποία όμως συνδέονται μεταξύ τους. Το πρώτο συνοψίζεται στο ερώτημα: «Τι εξασφαλίζει τη συνοχή της κοινωνίας». Αφορά τη μελέτη της δομής της κοινωνίας στη μορφή που εμφανίζει, και ονομάζεται κοινωνική στατική. Πρόκειται για τη μελέτη που αφορά τους νόμους αλληλενέργειας ανάμεσα στα μέρη του κοινωνικού συσιήματος, τον τρόπο με τον οποίο τα μέρη ή δομές λειτουργούν και τη σχέση τους με το ευρύτερο κοινωνικό
Ο Αύγουστος Κοντ (August Comte, 1798-1857), όταν φοιτούσε στην Πολυτεχνική Σχολή, στο Μονπελιέ, ο ίδιος και όλη του η τάξη αποβλήθηκαν για τις πολιτικές τους ιδέες και την επαναστατική τους στάση. Τ ο γεγονός όμως αυτό δεν αποτέλεσε ανασταλτικό παράγοντα ούτε για τις πνευματικές του ενασχολήσεις ούτε και για τη μετέπειτα ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία. Για αρκετά χρόνια ήταν γραμματέας και μαθητής χου φιλοσόφου και κοινωνικού στοχαστή Ανρί Σαιν-Σιμόν (Claude Henri Saint-Simon), ο οποίος ήταν θετικιστής, πίστευε δηλαδή ότι για τη μελέτη των κοινωνικών φαινομένων μπορούν να χρησιμοποιηθούν οι ίδιες μέθοδοι όπως και για τις Φυσικές Επιστήμες - μια πεποίθηση την οποία υιοθέτησε και ο Κοντ. Έ ρ γ α : Μαθήματα Θετικής Φιλοσοψίας (6 τόμοι, 1830-1842), Λόγος περί τον Θετικού Πνεύματος 1854), Ο Κατηχισμός
( 1 8 4 4 ) , Σύστημα
Θετικής Πολιτικής
της Θετικής Θρησκείας ( 1 8 5 2 ) , Υποκειμενική
91
Οργάνωσης
(4 τ ό μ ο ι , 1851-
Σύνθεση ( 1 8 5 6 ) .
σύστημα. Ο Κοντ θεωρεί τα μέρη και τσ όλσν του κοινωνικού συστήματος σε κατάσταση αρμονίας. Το δεύτερο πρόβλημα το οποίο ξεχωρίζει συνδέεται με τις κινήσεις της κοινωνίας προς νέους σκοπούς και του έδωσε την ονομασία κοινωνική δυναμική. Πρόκειται για τη μελέτη της κοινωνικής αλλαγής, της διαδοχής των κοινωνικών φαινομένων και των νόμων οι οποίοι τα διέπουν. Ο ίδιος χαρακτηρίζει την κοινωνική δυναμική «Θεωρία της Φυσικής Προόδου της Ανθρώπινης Κοινωνίας». Ο νόμος των τριών σταδίων. Το υπόδειγμά του για την εξέλιξη της κοινωνίας βασίζεται στη θεωρία του για την εξέλιξη της ανθρώπινης σκέψης, την οποία έβλεπε να πραγματοποιείται σε τρία στάδια. Ο περίφημος νόμος των τριών σταδίων «φορούσε την ωρίμανση της ανθρώπινης σκέψης, όλων των κλάδων της γνώσης, την Ιστορία του κόσμου. Το πρώτο και αναγκαίο σημείο εκκίνησης είναι το θεολογικό στάδιο. Σε αυτό η ανθρώπινη σκέψη αναζητά την απόλυτη γνώση, την ουσία των πραγμάτων, την προέλευση και το σκοπό τους. Ό λ α τα φαινόμενα θεωρούνται ότι προκαλούνται από υπερφυσικές αιτίες και υπηρετούν θεϊκούς σκοπούς. Σε αυτό το στάδιο δε θεωρείται ότι υπάρχει πρόοδος στη γνώση και στην κοινωνική ζωή. Στο μεταφυσικό στάδιο τη θέση των υπερφυσικών δυνάμεων στην εξήγηση των αιτιών και των σκοπών καταλαμβάνουν αφηρημένες δυνάμεις, όπως η φύση ή η θέληση του λαού. Το στάδιο αυτό έχει πιο πολλή σημασία ως εκείνο το οποίο μεσολαβεί ανάμεσα στο πρώτο, το θεολογικό, και το τρίτο, το θετικιστικό στάδιο. Στο τελικό και σημαντικότερο στάδιο, το θετικιστικό, σταματά η μάταιη έρευνα για τις αρχικές αιτίες και τους σκοπούς, η αναζήτηση υπερφυσικών όντων, και ερευνώνται οι σταθεροί νόμοι που διέπουν όλα τα κοινωνικά φαινόμενα. Γενική εκτίμηση για τη συνεισφορά του έργου. Η θεωρία του Κοντ θεωρείται ότι τείνει σε υπεραπλουοτεύοεις και ότι επιβάλλει γενικά θεωρητικά σχήματα σε οτιδήποτε, ανεξάρτητα από το αν ταιριάζουν ή όχι. Ως κύρια συνεισφορά της αναγνωρίζεται η καθιέρωση του όρου «Κοινωνιολογία», η διάκριση των όρ(ον «κοινωνική στατική» και «κοινωνική δυναμική» και η εισαγωγή στην κοινωνιολογική έρευνα διάφορων μεθόδων, όπως η παρατήρηση, το πείραμα, η σύγκριση, η ιστορική έρευνα. Ειδικά η θεωρία για την κοινωνική στατική, που επικεντρώνεται σε δομείς, λειτουργίες και στην έννοια της εξισορρόπησης, είναι πολύ σημαντική για την ανάπτυξη του σύγχρονου δομικού λειτουργισμού. Το έργο του Κοντ για την κοινωνική δυναμική προσέφερε πολλά στις μετέπειτα θεωρίες εξέλιξης και κοινωνικής αλλαγής.
92
3.3.2. Ο Καρλ Μαρξ και η διαλεκτική των κοινωνικών σχέσεων Το έργο του Μαρξ δεν μπορεί να υπαχθεί σε μια αποκλειστικά Κοινωνική Επιστήμη, αν και επηρέασε τις κατευθύνσεις έρευνας της Κοινωνιολογίας, της Πολιτικής Οικονομίας, της Πολιτικής, του Δικαίου. Προσέφερε μεθόδους οι οποίες χρησιμεύουν σε μια κριτική ανάλυση της καπιταλιστικής κοινωνίας αλλά και κάθε κοινωνίας. Η θεωρία του συνάντησε αφ' ενός θερμούς υποστηρικτές, aq)' ετέρου έντονη αποδοκιμασία και την προσπάθεια να αγνοηθεί. Κυρίως του ασκείται η κριτική ότι δεν ήταν ένας απλός παρατηρητής των κοινωνικών φαινομένων, αλλά έθεσε αξιολογήσεις και πολιτικά προγράμματα στο κέντρο της θεωρίας του, όπως ότι η κοινωνία είναι εκμεταλλευτική και θα πρέπει να αλλάξει μέσω επαναστατικής πράξης. Η διαλεκτική των ταξικών κοινωνικών σχέσεων. Ο Μαρξ, σε ένα σύντομο έργο του, τις Θέσεις για τον Φόνερμηαχ, διατυπώνει τη θέση ότι «Η πραγματική φύση του ανθρώπου είναι η ολότητα των κοινωνικών του σχέσεων». Η πρόταση αυτή σηματοδοτεί την αφετηρία για τη μελέτη των σχέσεων αυτών. Πώς όμως θα μελετηθούν οι κοινωνικές σχέσεις; Ο Μαρξ επιχειρεί τη μελέτη τους κατά διαλεκτικό τρόπο και εισάγοντας μια σειρά άλλων εννοιών, για την πληρέστερη περιγραφή και εξήγησή τους. Ο Μαρξ έβλεπε ότι στη σύγχρονη κοινωνία διακρίνονται αφ' ενός όσοι κατέχουν τα μέσα παραγωγής, βιομηχανικές εγκαταστάσεις, μηχανές, κτλ., αφ' ετέρου όσοι δε διαθέτουν παρά την εργατική τους δύναμη, την οποία πωλούν στους προηγουμένους έναντι κάποιου μισθού. Οι πρώτοι αποτελούν την κεφαλαιοκρατική/καπιταλιστική τάξη και οι άλλοι την εργατική. Πρόκειται για τις δύο κύριες τάξεις του καπιταλιστικού συστήματος. Οι υπόλοιπες τάξεις αναπτύσσονται στο ενδιάμεσο αυτών των δύο. Η διαλεκτική μέθοδος ανάλυσης δεν είναι μια απλή, ευθύγραμμη σχέση αιτίας-αποτελέσματος. Πρώτον, υποδηλώνει όχι μόνο την επίδραση μιας αιτίας σε ένα αποτέλεσμα, αλλά και την επίδραση του αποτελέσματος στην αιτία. Για παράδειγμα, η εκμετάλλευση που uqnoraTai η εργατική τάξη από την αστική/καπιταλιστική τάξη προκαλεί τη δυσφορία και τις αντιδράσεις των εργατών οι τελευταίοι, με τη σειρά τους, πιέζουν την αστική τάξη να διαφοροποιήσει τη στάση της ή επαναστατούν. Δεύτερον, στη διαλεκτική ανάλυση οι αξίες δε χωρίζονται από τα γεγονότα. Οι κοινωνικές σχέσεις θεωρείται ότι εμπεριέχουν αξίες, και έτσι χαρακτηρίζονται ισότιμες, ελευθεριακές ή άνισες, εκμεταλλευτικές, κτλ. Τρίτον, οι δύο μεγάλες κοινωνικές τάξεις, σύμφωνα με τον Μαρξ, η εργατική και η καπιταλιστική, δε θεωρούνται εντελώς ξεχωρισμένες μεταξύ τους. Η ύπαρξη της 93
μιας είναι προϋπόθεση για την ύπαρξη της άλλης. Τέταρτον, η διαλεκτική ανάλυση δε βλέπει και δεν εξετάζει χις κοινωνικές σχέσεις απομονωμένες από το ιστορικό παρελθόν και την προοπτική του μέλλοντος. Επιχειρεί να τις μελετήσει τόσο ως προϊόντα της ιστορικής τους προέλευσης, όσο και να διακρίνει οε αυτές τις δυνατότητες του μετασχηματισμού τους. Τέλος, η ανάλυση αυτή κατευθύνεται στη μελέτη του κοινωνικού συστήματος σε σχέση με την πράξη των υποκειμένων, ατόμων και ομάδων. Η μελέτη αυτής της διαπλοκής θεωρείται ότι συμβάλλει στην εξήγηση των κοινωνικών μεταβολών. Η έ μ φ α σ η στο ρόλο της πράξης των υποκειμένων αναδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο αναλύεται η έννοια της συνείδησης. Ο Μαρξ δε θεωρούσε ότι η συνείδηση υφίσταται ως αφηρημένη έννοια, αλλά την εννοούσε σε σχέση με τον πραγματικό άνθρωπο. Ο άνθρωπος, καθώς αναλαμβάνει διάφορες δραστηριότητες και συνεργάζεται με τους συνανθρώπους του, μετατρέπεται και ο ίδιος, μεταβάλλει τις ιδέες του, επινοεί νέες ιδέες, ανάγκες και γλώσσα. Πρόκειται για την ικανότητα του ατόμου να αναγνωρίζει νέες ιδιότητές του, αλλά και να ελέγχει τις δραστηριότητές του μέσω κοινής δράσης. Π. Μάρκους, Το δείπνο, 1995 Οι αλλοτριωμένες σχέσεις. Το κύριο ενδιαφέρον της κοινωνικής θεωρίας του Μαρξ προσανατολίζεται στη μελέτη των κοινωνικών σχέσεων στο πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήματος. Η δομή αυτού του συστήματος οργανώνεται μέσα από τη σχέση ανάμεσα στις δύο κύριες τάξεις, την καπιταλιστική και την εργατική. Οι ταξικές σχέσεις θεωρείται ότι είναι αλλοτριωμένες. Η θεωρία του Μαρξ για την αλλοτρίωση (αλλότριος = ξένος) ή αποξένωση βασίζεται στην ταξική δομή της κοινωνίας. 94
To qjaivopevo της αλλοτρίωσης, πρώτον, αναφέρεται στη σχέση του εργάτη με τη διαδικασία παραγωγής. Οι εργάτες είναι αποξενωμένοι από την παραγωγική διαδικασία, εφόσον η παραγωγική δραστηριότητα και το προϊόν της ανήκουν στην καπιταλιστική τάξη, η οποία κατέχει τα μέσα παραγωγής και παίρνει μόνο αυτή τις σχετικές αποφάσεις. Ο εργάτης έχει την εντύπωση ότι εργάζεται για το μισθό που του δίνεται. Έτσι, χάνει και το ενδιαφέρον του για τη διαδικασία της παραγωγής. Στην πραγματικότητα, η εργατική τάξη παράγει όλο το κοινωνικό προϊόν, από το οποίο λαμβάνει ωστόσο μέσω του μισθού μόνο ένα μέρος, ενώ το υπόλοιπο το ιδιοποιούνται οι ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής (βλ. 3.2.3.). Δεύτερον, ο εργάτης αισθάνεται αποξενωμένος από το προϊόν που παράγει, εφόσον αυτό ανήκει (πους ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής του, οι οποίοι απο4>ασίζουν και το πώς θα διατεθεί. Τρίτον, ο εργάτης είναι αποξενωμένος από τους άλλους εργάτες στο χώρο εργασίας. Τοΰτο ευνοείται μέσω των εντατικών ρυθμών εργασίας, με τον έντονο καταμερισμό των εργασιών και με την ανάπτυξη της τεχνολογίας. Καθώς δεν ευνοείται η συνεργασία, επικρατούν εντατικοί ρυθμοί εργασίας και ασκείται πίεση για αύξηση της παραγωγικότητας, ενώ υπάρχει ο φόβος της απόλυσης και της ανεργίας, οι σχέσεις ανάμεσα στους εργάτες γίνονται ανταγωνιστικές και συγκρουσιακές. Τέλος, οι εργαζόμενοι αποξενώνονται και από τους εαυτούς τους, εφόσον αισθάνονται ότι ανήκουν σε ένα μηχανισμό ο οποίος λειτουργεί ανεξάρτητα από τη δική τους θέληση. Η αλλοτρίωση εκφράζεται στην ψευδή συνείδηση των ατόμων, τα οποία αισθάνονται ότι είναι κάτι άλλο από αυτό που είναι: για παράδειγμα, ο εργάτης ταυτίζεται με τον καπιταλιστή. Ο Μαρξ κάνει λόγο για ταξική συνείδηση, για τη συνείδηση την οποία αποκτά μια τάξη ως σύνολο, η οποία ευνοεί αλληλέγγυες μορφές δράσης για τη μεταβολή των συνθηκών της κοινωνικής ζωής. Με λίγα λόγια, ο Μαρξ μελετά την κοινωνία με αφετηρία την ανάλυση των κοινωνικών σχέσεων, με διαλεκτικό τρόπο και κριτικά αξιακά κριτήρια. Επικεντρώνεται στις καπιταλιστικές σχέσεις, οι οποίες οργανώνονται σε ένα ταξικό κοινωνικό σύστημα. Ξεχωρίζει ως αποφασισιικής σημασίας τη σχέση ανάμεσα σε δύο τάξεις, την καπιταλιστική και την εργατική, για την εξέλιξη του κοινωνικού συστήματος. Εξετάζει κριτικά τα φαινόμενα της εκμετάλλευσης και της αλλοτρίωσης των σχέσεων. Ξεκινά με την ανάλυση των συγκρουσιακών σχέσεων, επιχειρώντας όμως να διερευνήσει τη δυνατότητα μετασχηματισμού των σχέσεων σε σχέσεις αλληλεγγύης.
95
3.3.3. Ο Εμίλ Ντυρκέμ και η Κοινωνιολογία ως μελέτη των κοινωνικών γεγονότων Ό π ω ς χαρακτηριστικά γράφει ο Ντυρκέμ, παρατηρώντας την εποχή του: «Η θρησκεία έχει χάσει το μεγαλύτερο μέρος της εξουσίας της. Η κυβερνητική εξουσία, αντί να ρυθμίζει την οικονομική ζωή, έγινε εργαλείο και υπηρέτης της... Η βιομηχανία, αντί να θεωρείται ως μέσο απέναντι σε ένα σκοπό που την υπερβαίνει, έγινε ο ύψιστος σκοπός των ατόμων και των κοινωνιών. Έτσι όμως όπως έχουν διεγερθεί οι επιθυμίες, έχουν ξεπεράσει κάθε περιοριστική αρχή... Τελικά αυτή η αποχαλίνωση των επιθυμιών επιδεινώθηκε από την ανάπτυξη της βιομηχανίας και τη σχεδόν απεριόριστη επέκταση της αγοράς... Τώρα που ο παραγωγός μπορεί σχεδόν να ισχυριστεί ότι έχει όλο τον κόσμο πελάτη τον, πώς θα δέχονταν τα πάθη να περιοριστούν όπως άλλοτε;»(Η Αυτοκτονία, ο. 284). Ενο) ο Μαρξ μελετά τις κοινωνικές σχέσεις διερωτώμενος «πώς είναι δυνατό να αλλάξουν και να μετασχηματιστούν οε σχέσεις αλληλεγγύης», ο Ντυρκέμ μελετά την κοινωνία με το ερώτημα «πώς λειτουργεί η κοινωνία και πώς μπορεί να διατηρήσει τη συνοχή της». Τα κοινωνικά γεγονότα ως πράγματα. Στους Κανόνες της Κοινωνιολογικής Μεθόδου, ο Ντυρκέμ υποστήριξε ότι το κύριο αντικείμενο της Κοινωνιολογίας, το οποίο της έδινε έναν επιστημονικό χαρακτήρα, ήταν η μελέτη των κοινωνικών γεγονότων. Αυτά ορίζονται ως τρόποι πράξης, σκέψεων και αισθημάτων που επιβάλλονται εξωτερικά και καταναγκαστικά στο άτομο από την κοινωνία. Τα κοινωνικά γεγονότα έπρεπε να μελετώνται ως πράγματα, μια μελέτη που ευνοούσε την εμπειρική και όχι τη φιλοσοφική μέθοδο. Ως πράγματα κατανοούνταν ότι υπήρχαν ανεξάρτητα από τα άτομα και την ψυχολογία τους. Έτσι, η Κοινωνιολογία ξεχοόριζε όχι μόνο από τη Φιλοσοφία, αλλά και από την Ψυχολογία. Τα κοινωνικά γεγονότα διακρίνονταν σε υλικά γεγονότα, όπως η κοινωνία, η Εκκλησία, το κράτος, οι τρόποι επικοινωνίας, και σε μη υλικά γεγονότα, όπως η ηθικότητα, η συλλογική συνείδηση, οι συλλογικές αναπαραστάσεις, κτλ. «Πώς συμβαίνει, ενώ το άτομο γίνεται όλο και πιο αυτόνομο, να εξαρτάται όλο και πιο σιενά από την κοινωνία». (Για τον Καταμερισμό της Εργασίας στην Κοινωνία). Πάνω στο ερώτημα αυτό, που επικεντρώνεται στο δεσμό του ατόμου με την κοινωνία και στην ιδέα της κοινωνικής αλληλεγγύης, ο Ντυρκέμ αναπτύσσει τη θεωρία του. Ο Ντυρκέμ διέκρινε δύο τύπους κοινωνίας: ο πιο πρωτόγονος χαρακτηριζόταν από μηχανική αλληλεγγύη, ενώ ο πιο σύγχρονος από οργανική αλληλεγγύη. Στις κοινωνίες όπου η αλληλεγγύη είναι μηχανική, ο καταμερισμός της εργασίας είναι πολύ περιορισμένος, υπάρχει κοινωνική ενότητα και πολύ στενός δεσμός ανάμεσα στα μέλη της κοινωνίας. Η οργανική αλληλεγγύη εμφανίζεται με την 96
Ο Εμίλ Ντυρκέμ (Emile Durkheim, 1858-1917) γεννήθηκε στο Επινάλ της Λοραίνης, οτη Γαλλία, μια περιοχή που βρέθηκε στο επίκεντρο των διεκδικήσεων Γερμανών και Γάλλων. Προερχόταν από εβραϊκή οικογένεια, ο πατέρας του ήταν ραβίνος και προοριζόταν και ο ίδιος να συνεχίσει την οικογενειακή παράδοση. Δεν τον ικανοποιούσε όμως η θρησκευτική εκπαίδευση που έλαβε και γι' αυτό προσανατολίστηκε στη μελέτη της Κοινωνιολογίας. Μετά τις σπουδές του στο Παρίσι, σπούδασε στη Γερμανία Οικονομικά, Λαογραφία και Πολιτιστική Λαογραφία και μαθήτευσε στο πειραματικό ψυχολογικό εργαστήριο του Β. Βουντ. Τ ο 1889 διορίζεται καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Μπορντώ και το 1906 στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού, όπου διδάσκει Κοινωνιολογία και Παιδαγωγική, με έμφαση στην ηθική διαπαιδαγώγηση. Έδειξε ενδιαφέρον για τη θεωρία του Μαρξ, χωρίς όμως να συμμερίζεται τη σημασία που απέδιδε ο τελευταίοςOTOρόλο της εργατικής τάξης. Έδειξε ενδιαφέρον και για το σοσιαλισμό, τον οποίο θεωρούσε ένα ιδεώδες το οποίο εξέφραζε τη συλλογική δυσφορία των κοινωνιών. Κ ύ ρ ι α έ ρ γ α του: Για τον Καταμερισμό κής Μεθόδου, Η Αυτοκτονία,
της Εργασίας στψ Κοινωνία, Οι Κανόνες της Κοινωνιολογι-
Οι Στοιχειώδεις Μορφές της Θρησκευτικής
Ζωής. Έ γ ρ α ψ ε ε π ί σ η ς κεί-
μενα για την εκπαίδευση και την ηθική διαπαιδαγώγηση.
ανάπτυξη του καταμερισμού της εργασίας. Στις κοινωνίες αυτές, εμφανίζεται μεγάλη διαφοροποίηση ανάμεσα στα άτομα, καθώς αναλαμβάνουν διαφορετικές δραστηριότητες και υπευθυνότητες. Ενώ στις πρωτόγονες κοινωνίες η οικογένεια ήταν αυτάρκης, έχοντας αναλάβει ακόμη και τη μόρφωση και τον πλήρη έλεγχο των μελών της, στις σύγχρονες κοινωνίες η οικογένεια αριθμεί λιγότερα μέλη και πολλές από τις παραδοσιακές της δραστηριότητες τις έχουν αναλάβει ειδικοί θεσμοί, γεγονός βέβαια που περιόρισε το δεσμό ανάμεσα στην οικογένεια και συνέβαλε στην ανάπτυξη της εξατομίκευσης. Εντούτοις, στις κοινωνίες που χαρακτηρίζονται από οργανική αλληλεγγύη, η διαφοροποίηση επιτρέπει στα άτομα να συνεργάζονται περισσότερο, αφοΰ κάθε εργασία πρέπει να συμπληρώνεται από μια άλλη· και έτσι η ανάπτυξη της ατομικότητας εμφανίζεται συμβατή με την αλληλεγγύη και την αλληλεξάρτηση. Η συλλογική ή κοινή συνείδηση ορίζεται ως το σύνολο των πεποιθήσεων και των αισθημάτων που είναι κοινά στο μέσο όρο των μελών της ίδιας κοινωνίας και σχηματίζουν ένα ανεξάρτητο σύστημα. Πρόκειται για ένα παράδειγμα μη υλικοΰ γεγονότος, το οποίο αφορά την κοινή ηθική. Σε κοινωνίες με μηχανική αλληλεγγύη η συλλογική συνείδηση είναι αυστηρή, σε αυτή μετέχει το σύνολο των ατό97
μων, χα οποία πιστεύουν βαθιά σε αυτή, ενώ σε κοινωνίες με οργανική αλληλεγγύη υπερέχει μια ατομική ηθική. Ο Ντυρκέμ, αντί για τον όρο αυτό, «συλλογική συνείδηση», στο ύστερο έργο του υιοθετεί τον όρο «συλλογικές αναπαραστάσεις», για να υποδηλώσει τους κανόνες, τις αξίες ιδιαίτερων συνόλων, όπως η οικογένεια, η εκπαίδευση, η θρησκεία, κτλ. Ανήκουν και αυτές στα μη υλικά γεγονότα και δεν ανάγονται στην ατομική συνείδηση. Μια μεγάλη συμβολή του Ντυρκέμ, επίκαιρη και για τις μέρες μας, είναι η μελέτη του για την αυτοκτονία, την οποία δεν εξετάζει (ος ατομικό γεγονός και ψυχολογικό φαινόμενο. Αντίθετα, επιχειρεί να εντάξει σε κατηγορίες τα κοινωνικά γεγονότα που σχετίζονται με αυτό το φαινόμενο. Πρώτον, διακρίνει την εγωιστική αυτοκτονία, την οποία συνδέει με το χαμηλό βαθμό ενσωμάτωσης των ατόμων στην κοινωνία. Η οικογένεια, όπως και η θρησκεία, διαπιστώνει ο Ντυρκέμ, προστατεύουν τα άτομα από την αυτοκτονία, αλλά και τα μεγάλα πολιτικά γεγονότα, όπως οι επαναστάσεις, οι πόλεμοι, ακόμη και η περίοδος των εκλογών, συμπιέζουν τον αριθμό των αυτοκτονιών. Δεύτερον, διακρίνει τον τύπο της αλτρουιστικής αυτοκτονίας, την οποία συνδέει, σε αντίθεση με την προηγούμενη, με τον περιορισμένο βαθμό εξατομίκευσης. Ο τρίτος τύπος αυτοκτονίας συνδέεται με το φαινόμενο της ανομίας και καλείται ανομική. Εμφανίζεται όταν το κράτος δεν είναι πλέον ρυθμιστής της οικονομικής ζωής, ως εκ τούτου δεν αποφεύγονται οι οικονομικές κρίσεις, στη διάρκεια των οποίων οι αυτοκτονίες αυξάνονται. Η αύξηση των αυτοκτονιών αυτού του τύπου συνδέονται, επίσης, και με την έλλειψη ελέγχου των παθών, την απεριόριστη επιθυμία και την ηθική αποδιοργάνωση. Μπορεί η κοινωνική ρύθμιση να ευνοεί τη συγκράτηση του ποσοστού αυτοκτονιών, αλλά, όταν η ρύθμιση είναι υπερβολική και καταπιεστική, τότε ευνοείται ένας άλλος τύπος αυτοκτονίας, η μοιραία (φαταλιστική) αυτοκτονία. Πρόκειται για σπάνια περίπτωση, που για τον Ντυρκέμ παρατηρείται οε πολύ νέους παντρεμένους άντρες, σε άτεκνες παντρεμένες γυναίκες και ιστορικά στους δούλους. Στο ύστερο έργο του ο Ντυρκέμ έδωσε έμφαση στη μελέτη της θρησκείας, επιχειρώντας να δείξει την κοινωνική προέλευσή της. Στις πρωτόγονες κοινωνίες η θρησκεία μπορεί να θεωρηθεί ειδική μορφή της συλλογικής συνείδησης, ενώ στις σύγχρονες κοινωνίες η θρησκεία περιλαμβάνεται απλώς στις συλλογικές αναπαραστάσεις. Η αλληλένδετη σχέση θρησκείας-κοινωνίας εξυψώνει την κοινωνία σε ύψιστη αξία και η διατήρηση του κοινωνικού δεσμού συνιστά καθήκον. Στα κείμενά του για την εκπαίδευση, τόνισε ακριβώς πώς μέσω της ηθικής διαπαιδαγώγησης μπορεί το άτομο, από μικρή ηλικία, να μετριάζει τις επιθυμίες του και να εσωτερικεύει τους ηθικούς και κοινωνικούς κανόνες. 98
Σε γενικές γραμμές, η θεωρία του Ντυρκέμ θεωρείται ότι έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση νέων κοινωνιολογικών θεωριών, όπως ο δομολειτουργισμός (βλ. 4.13.), ενώ είναι επίκαιρη και σήμερα η προσέγγισή του σε ζητήματα κοινωνικής παθολογίας.
3.3.4. Ο Μαξ Βέμπερ και ο τΰπος χης ορθολογικής πράξης Ο Βέμπερ εκπροσωπεί την κΰρια κατεύθυνση της Κοινωνιολογίας στη Γερμανία, ειδικά στον ακαδημαϊκό χώρο, στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20οΰ αιώνα. Διαφοροποιείται οε σχέση τόσο με τον Μαρξ όσο και με τον Ντυρκέμ, διότι δίνει μεγάλη σημασία στη μελέτη του ατομικού φορέα της κοινωνικής πράξης. Από αυτή την άποψη, συμπληρώνει τις αναλύσεις των προηγούμενων θεμελιωτών. Βασικές έννοιες και μεθοδολογία. Ο Βέμπερ είδε την κοινωνία ως προϊόν όχι μόνο της νέας τεχνολογίας και του καπιταλισμού αλλά και ενός νέου τρόπου σκέψης. Η Κοινωνιολογία με τον Βέμπερ αποκτά νέο νόημα. Επιδίωξε να την αποσυνδέσει από τις Φυσικές Επιστήμες. Για τον Βέμπερ, δεν ορίζουμε ένα κοινωνικό γεγονός όπως ένα πράγμα στις Φυσικές Επιστήμες. Ο κοινωνιολόγος δεν παρατηρεί απλώς, αλλά επίσης κατανοεί. Η κοινωνιολογική προσέγγιση είναι ένας ιδιαίτερος και σύνθετος τρόπος προσέγγισης των κοινωνικών γεγονότων. Ο Βέμπερ συνήθιζε την έκφραση ορθολογικοποίηση της κοινωνίας ή απομυθολόγηση του κόσμου, για να υποδηλώσει την ιστορική μεταβολή από την παράδοση στην ορθολογικότητα, αποδίδοντας κύριο ρόλο στην ανθρώπινη σκέψη. Η ορθολογικότητα σημαίνει τον υπολογισμό των πιο αποτελεσματικών μέσων για την εκπλήρωση ενός σκοπού. Ας σημειωθεί ότι ο όρος αυτός δεν εισάγεται με αξιολογική πρόθεση, ως ο «ορθός» τύπος πράξης, αλλά προκειμένου να δοθεί έμφαση στην εξέταση των πρόσφορων και αποτελεσματικών μέσων για την εκπλήρωση ενός σκοπού. * Ο Βέμπερ ορίζει την Κοινωνιολογία ως «μια επιστήμη που επιδιώκει να κατανοεί ερμηνευτικά την κοινωνική πράξη και με αυτό τον τρόπο να την εξηγεί αιτιακά στην πορεία και στις συνέπειές της». Με τον όρο «πράξη» εννοεί μια ανθρώπινη ενέργεια, εξωτερική ή εσωτερική, παράλειψη ή ανοχή, η οποία αναφέρεται στην πράξη άλλων ατόμων. Ως βασικός όρος τίθεται η σύνδεση της πράξης από τους δρώντες με ένα «υποκειμενικό νόημα». Ο κοινωνιολόγος μπορεί να διαγνώσει το νόημα της πράξης αν το άτομο γνωρίζει το στόχο που επιδιώκει να πραγματοποιήσει με αυτή. 99
Ο Μαξ Βέμπερ (Max Weber, 1864-1920) προερχόταν από ευκατά-
*
στατη οικογένεια - ο πατέρας του κατείχε υψηλή θέση στον κρατικό μηχανισμό, ήταν ενεργό μέλος της πολιτικής ζωής, με πλούσια δραστηριότητα, ενώ η μητέρα του, αντίθετα, ήταν αφοσιωμένη σε ένα θρησκευτικό και ασκητικό τρόπο ζωής. Στη ζωή του Βέμπερ εκδηλώνονται και οι δυο τάσεις, το ενδιαφέρον και για την πολιτική και για τη θρησκεία. Σπούδασε Νομικά, Ιστορία, Οικονομία, Φιλοσοφία και Θεολογία στα Πανεπιστήμια της Χαϊδελβέργης και του Βερολίνου. Από το 1891 αρχίζει την ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία, κα-
τά τη διάρκεια της οποίας δίδαξε σε διάφορα πανεπιστήμια της Γερμανίας, στη Βιέννη, και έδωσε σειρά διαλέξεων και στην Αμερική. Ανάμεσα στα κυριότερα έργα του είναι Η Προτεσταντική Ηθική και το Πνεύμα τον Καπιταλισμού,
Οικονομία και Κοινωνία, έ ν α ς π ο λ ύ μ ε γ ά λ ο ς α ρ ι θ μ ό ς
μ ε λ ε τ ώ ν π ο υ π α ρ ο υ σ ι ά σ τ η κ α ν σ τ ο Αρχείο Κοινωνικών Επιστημών
και Κοινωνικής Πολιτικής.
Δη-
μοσίευσε, επίσης, και πολλά άρθρα για την τρέχουσα πολιτική, στην οποία μετείχε ενεργά.
Η πράξη, πρωταρχικά, υπαγορεύεται ως προς ένα σκοπό (ορθολογική ως προς το σκοπό πράξη), με κριτήριο το κατά πόσο επιλέγονται τα πρόσφορα μέσα για την εκπλήρωση του σκοπού. Δεύτερον, η πράξη που υπαγορεύεται από μια αξία (ορθολογική ως προς τις αξίες πράξη) εξηγείται με κριτήριο το κατά πόσο επιλέγονται τα πρόσφορα μέσα για τη διατήρηση της αξίας. Τρίτον, η πράξη που ικανοποιεί συναισθηματικά (η συγκινησιακή πράξη) προσδιορίζεται με κριτήριο το κατά πόσο επιλέγονται τα κατάλληλα μέσα για την ικανοποίηση των συναισθημάτων. Ένας τέταρτος τύπος πράξης ("η παραδοσιακή πράξη) υπαγορεύεται από βιωμένες συνήθειες ή από παραδόσεις. Ο Βέμπερ, για να ερμηνεύσει ορθολογικά και να εξηγήσει τις επιμέρους πράξεις, κατασκευάζει τον ιδεόχυπσ ή «καθαρό τυπσ», ο οποίος δεν αναφέρεται σε ό,τι είναι επιθυμητό ή ιδεώδες, θετικό ή ορθό, αλλά σε μια «καθαρή μορφή». Ένας ιδεότυπος είναι μια αφηρημένη περιγραφή, μια πνευματική εικόνα, που κατασκευάζεται από τα πλέον ουσιώδη χαρακτηριστικά ενός γεγονότος ή μιας πράξης. Αυτή η διανοητική κατασκευή, εννοείται, δεν αντιστοιχεί πλήρως στην εμπειρική πραγματικότητα. Η εικόνα αυτή, η οποία δεν είναι σαν την εικόνα ενός καθρέφτη, μπορεί να είναι μια κατασκευή, όπως η γραφειοκρατία, οι προηγούμενοι τύποι πράξεων, ο καπιταλισμός, κτλ. Ο τύπος αντός χρησιμοποιείται ως μέτρο σύγκρισης πραγματικών καταστάσεων ή πράξεων και κρίνονται οι παρεκκλίσεις τους. Οι ιδεότυποι δεν κατασκευάζονται άπαξ διαπαντός, αλλά, καθώς η κοινωνία μεταβάλλεται, είναι αναγκαίο να αναπτύσσονται νέες τυπολογίες. Ο Βέμπερ απορ100
ρίπτει την ιδέα των θεωρητικών νόμων. Αντ' αυτών, χρησιμοποιεί ιδεότυπους με ποικίλους τρόπους για να δημιουργήσει θεωρητικά μοντέλα, όπως την εκλογίκευση της κοινωνίας, τη χαρισματική εξουσία, κτλ., προκειμένου για την ανάλυση ορισμένων ιστορικών εξελίξεων. Ο Βέμπερ θεώρησε το βιομηχανικό καπιταλισμό ορθολογικό σύστημα, με δεδομένο ότι οι καπιταλιστές επιδιώκουν το κέρδος με ορθολογικούς τρόπους, προσανατολίζονται δηλαδή στην επιλογή προσφορότερων μέσων, στην εξοικονόμηση μέσων και ενεργειών, κτλ. Στο έργο του Η Προτεσταντική Ηθική και το Πνεύμα τον Κατιιταλισμού, συνέδεσε το ασκητικό πνεύμα του προτεσταντισμού, ειδικά του καλβινισμοΰ, με το πνεύμα του καπιταλισμού. Συμφωνά με το ασκητικό πνεύμα, οι άνθρωποι ελέγχουν τις παρορμήσεις τους, είναι φιλόπονοι, συσσωρεύουν αγαθά για το μέλλον. Αυτές οι αρχές συμφωνούν με τον καπιταλισμό ως σύστημα, που εκτός των άλλων τονίζει την οικονομική επιτυχία. Ο προτεσταντισμός έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην ανάδυση του καπιταλιστικού πνεύματος. Ο Βέμπερ θέλησε να δείξει ότι η θρησκεία μπορεί να έχει ορθολογικά στοιχεία και να αποτελεί παράγοντα που ευνοεί κοινωνικές αλλαγές. Εντούτοις, δε θεωρούσε ότι είναι αναγκαίος παράγοντας για τη συνέχιση αυτού του οικονομικού συστήματος, το οποίο υφίσταται πλέον ανεξάρτητα από το άτομο. Αν και στο έργο του αυτό ο Βέμπερ τόνισε την επίδραση του καλβινισμού στην ανάπτυξη του καπιταλιστικού πνεύματος, είχε επίγνωση του ότι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες επίσης επιδρούν στη θρησκεία. Εξάλλου, το βεμπεριανό μοντέλο είναι σύνθετο, διότι αποβλέπει στην κατανόηση των ποικίλων σχέσεων ανάμεσα στους πολιτικούς, οικονομικούς και δικαιικούς θεσμούς που αλληλεπιδρώντας διαμορφώνουν την πράξη.
Για τον Μ. Βέμπερ, οι πράξεις του επιστήμονα, του καπιταλιστή, του υπαλλήλου μιας υπηρεσίας είναι ορθολογικε'ς κατά το σκοπό εφόσον χρησιμοποιούνται τα προσφορότερα με'οα σε κάθε περίπτωση.
101
Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Βέμπερ εντοπίζει, όπως και ο Μαρξ, το φαινόμενο της αλλοτρίωσης στη σύγχρονη κοινωνία. Δεν το συνδέει όμως με την οικονομική ανισότητα, όπως ο Μαρξ, αλλά με τη γραφειοκρατία, η οποία θεωρείται ότι καταπνίγει την ατομικότητα. Τι είναι εξουσία; Ποιοι είναι οι καθαροί της τύποι; Η εξουσία συνδέεται με την έννοια της υπακοής απέναντι σε μια διαταγή. Εφόσον χωρίς υπακοή δεν υπάρχει εξουσία, η εξουσία πρέπει να αναγνωρίζεται εκ μέρους των εξουσιαζομένων, για να είναι σταθερή. Ο πρώτος τύπος είναι η ορθολογική-νόμιμη εξουσία, η οποία βασίζεται σε ένα καταστατικό και ανταποκρίνεται στον τύπο της ορθολογικής κατά το σκοπό πράξης. Στους τύπους αυτής συγκαταλέγεται η κοινοβουλευτική Δημοκρατία, η γραφειοκρατική εξουσία, που θεωρείται και ο πιο «καθαρός τύπος» έννομης εξουσίας, μια βιομηχανική επιχείρηση, κτλ. Η «υποχρέωση υπακοής» διαβαθμίζεται σύμφωνα με μια κλιμακωτή διάταξη, όπου από κάθε βαθμίδα μεταβιβάζονται εντολές σε όσους ανήκουν στην αμέσως επόμενη. Ο δεύτερος καθαρός τύπος είναι η παραδοσιακή εξουσία, όπου η τάξη αναγνωρίζεται για χάρη του ίδιου της του εαυτού και επειδή ίσχυε πάντα (παράδοση) και ανταποκρίνεται στην ορθολογική κατά την αξία πράξη. Αντιπροσωπευτικά παραδείγματα είναι οι κλασικές μοναρχίες, η πατρική κυριαρχία, ο παπισμός. Τρίτος τύπος είναι η χαρισματική εξουσία, η οποία αναφέρεται στον τύπο της συγκινησιακής πράξης. Η σχέση κυρίου και υπακούοντος παραστάνεται σύμφωνα με το μοντέλο του αρχηγού και της ακολουθίας. Αξίες και γεγονότα. Ο Βέμπερ πίστευε ότι είναι δυνατός ο χωρισμός των γεγονότων από τις αξίες. Ένας καθηγητής, για παράδειγμα, πρέπει να παρουσιάζει γεγονότα κι όχι να προβαίνει σε προσωπικές αξιολογήσεις σι ην τάξη. Ο Βέμπερ, έτσι, εξέφραζε την αντίθεοή του σε κάθε είδους προπαγάνδα. Στην πραγματικότητα, δεν απέρριπτε τελείως τις αξίες από την κοινωνική έρευνα, εφόσον αναζητούσε την έννοια της ορθολογικότητας, ορισμένες αρετές σιην επισιημονική έρευνα, όπως την ακρίβεια στην παρατήρηση, τη συστηματική σύγκριση, την αντικειμενικότητα και την απουσία προκατάληψης εκ μέρους του ερευνητή, δηλαδή την ελευθερία του. Επιπλέον, θεωρείται ότι οι αξίες έχουν υπεισέλθει στην κατασκευή των τύπων του.
3.4. ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ Ζούμε σε μια κοινωνία η οποία οργανώνει τη ζωή μας μέσω θεσμών, όπως η οικογένεια, η εκπαίδευση, η δικαιοσύνη, η εργασία, κτλ. Οι θεσμοί όμως δε δίνουν 102
λύση σε όλα μας τα προβλήματα. Η Ψυχολογία αναλύει τις λειτουργίες της νόησης και τη συμπεριφορά των ατόμων καθώς βρίσκονται απέναντι σε προβλήματα τα οποία δε λύνονται άμεσα από τους θεσμούς και οι συμπεριφορές τους δεν μπορούν να εξηγηθούν μόνο με βάση τους κοινωνικούς, τους πολιτικούς ή τους οικονομικούς θεσμούς. Με άλλα λόγια, η Ψυχολογία, μελετώντας τη νόηση και τη συμπεριφορά των ατόμων, συμπληρώνει την εξέταση ενός βασικού αντικειμένου των Κοινωνικών Επιστημών, την ανθρώπινη πράξη. Ιστορικά, η Ψυχολογία ανήκε στη Φιλοσοφία αποτελώντας κλάδο της (βλ. 2.2.3.). Τον 19ο αιώνα, με τη διάδοση του θετικισμού, αρχίζουν να αναπτύσσονται οι επιμέρους επιστήμες κατά το πρότυπο των Φυσικών Επιστημών. Η Ψυχολογία νομιμοποιείται να αποτελέσει ξεχωριστή επιστήμη, όταν άρχισαν να εισάγονται στην ψυχολογική έρευνα η συστηματική παρατήρηση και το πείραμα. Το πείραμα εφαρμόστηκε και σε ζώα και σε ανθρώπους, ξεσηκώνοντας όμως πολλές αντιρρήσεις. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να εξομοιωθεί με κάθε ζώντα οργανισμό, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν πράγμα - επιπλέον, δεν μπορεί να μελετηθεί πλήρως η συμπεριφορά του σε συνθήκες εργαστηρίου. Τούτο δείχνει την ιδιαιτερότητα αυτού του κλάδου σε σχέση με τις Φυσικές Επιστήμες και υποδηλώνει τις μεθοδολογικές του δυσκολίες. Η Ψυχολογία είναι ένας πολύπλευρος γνωστικός κλάδος, ο οποίος συνίσταται από ένα μεγάλο σύνολο ερωτημάτων που αφορούν τη νοημοσύνη, τη μάθηση, τις συγκινησιακές αντιδράσεις, τη δομή του ψυχισμού, τη σχέση με τον εαυτό, τους άλλους, κ.ά. Η Ψυχολογία νομιμοποιείται να θεωρείται επιστημονικός κλάδος χάρη στην εγκυρότητα των μεθόδων και των τεχνικών της για την ανάλυση και την εξήγηση των προβλημάτων της και χ ά ρ η στους όρους στους οποίους βασίζονται οι θεωρητικές προσεγγίσεις της. Η μελέτη του αντικειμένου της είναι λοιπόν πολυεδρική και τα μεθοδολογικά προβλήματα προσέγγισής του είναι σύνθετα. Η Ψυχολογία διαιρέθηκε σε πολλούς κλάδους, όπως η Πειραματική Ψυχολογία, η Εξελικτική, η Κλινική, η Κοινωνική, κ.ά., ενώ εμφανίστηκαν διαφορετικές τάσεις στις μεθοδολογικές προσεγγίσεις, όπως συνοπτικά θα παρακολουθήσουμε στη συνέχεια.
3.4.1. Β. Βουνχ: Ενδοσκόπηση και Πειραματική Ψυχολογία Ο Καντ, στην Κριτική τον Καθαρού Λόγου, προτείνει μια νέα στροφή της γνώσης. Θεωρεί ότι δε γνωρίζουμε τα πράγματα αυτά καθεαυτά, αλλά ως φαινόμενα, όπως δηλαδή εμφανίζονται στη συνείδησή μας. Το πρόβλημα δεν είναι αν οι παραστάσεις μας αντιστοιχούν προς τα αντικείμενα, αλλά το πώς σχηματίζουμε τις 103
αναπαραστάσεις μας γι' αυτά. Ο Βσυντ, στο χώρο της Ψυχολογίας, προσανατολίζεται προς τη λειτουργία της συνείδησης, μεταφέροντας όμως τη συζήτηση από τη θεωρία στις πειραματικές αποδείξεις για τη γνώση των λειτουργιών της. Ο Βουντ αξιοποιεί μια μέθοδο γνωστή ήδη από τη σωκρατική διδασκαλία, την ενδοσκόπηση. Η ενδοσκόπηση ή αυτοπαρατήρηση δε χρησιμοποιείται ως απλή παρατήρηση, αλλά ως ελεγχόμενη παρατήρηση των λειτουργιών της συνείδησης κάτω από πειραματικές συνθήκες. Ό τ α ν ο Βουντ αναφερόταν στη συνείδηση, εννοούσε τις πνευματικές λειτουργίες και όχι τα περιεχόμενα των σκέψεων. Καθήκον του ψυχολόγου θεωρήθηκε να ανακαλύψει τη φΰση των στοιχειωδών συνειδητών εμπειριών και τις μεταξύ τους σχέσεις. Ο Βουντ στο περίφημο εργαστήριο του, το οποίο επισκέπτονταν σπουδαστές και μελετητές από όλο τον κόσμο, εq)άpμoζε πειράματα για τη μελέτη των αισθήσεων (όπως, για παράδειγμα, σχετικά με την όραση, μελετούσαν τη διάκριση χρωμάτων, την οπτική αντίθεση, τις οπτικές πλάνες, κ.ά.), της αντίληψης, των αντιδράσεων απέναντι σε ποικίλα ερεθίσματα, του συνειρμού, κ.ά. Ο παρατηρούμενος, συνήθως εκπαιδευμένος και εξασκημένος, συμμετείχε στο πείραμα παρατηρώντας ο ίδιος τον εαυτό του και προσπαθούσε να διατυπώσει με ακρίβεια τις αντιδράσεις του.
Ο Βΐλελμ Βουντ (Wilhelm Wundt, 1832-1920), γιος ενός λουθηρανού ιερέα, γεννήθηκε σε ένα χωριό κοντά στη Χαϊδελβέργη. Σπούδασε Ιατρική, άρχισε να διδάσκει Φυσιολογία και αργότερα Φιλοσοφία και Ψυχολογία, όταν η Ψυχολογία ήταν κλάδος της Φιλοσοφίας. Ί δ ρ υ σ ε το πρώτο, παγκοσμίως, εργαστήριο Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Λιψίας, στο οποίο και δίδαξε για σαράντα εφτά χρόνια σε κατάμεστα αμφιθέατρα. Εισήγαγε μεθόδους της Φυσιολογίας για τη μελέτη προβλημάτων Ψυχολογίας. Η εφαρμογή πειραματικών μεθόδων συνέβαλε στην αυτονόμηση της Ψυχολογίας α π ό τη Φιλοσοφία.
Χρειάζεται να σημειωθεί ότι, για πρώτη φορά, ένας αριθμός ψυχολόγων συνεργαζόταν οργανωμένα. Σε πολλές περιπτώσεις, βέβαια, τα πειράματα θεωρήθηκαν αφελή, ασκήθηκε η κριτική ότι η συνείδηση αναλυόταν στα επιμέρους της στοιχεία, τα οποία εμφανίζονταν ως ακίνητα δομικά στοιχεία. Σε γενικές γραμμές, όμως, εκτιμάται η προσπάθεια αυτή ως η πρώτη και πολύ σημαντική για τη θεμελίωση της Πειραματικής Ψυχολογίας και την αυτονόμηση της Ψυχολογίας ως επιστημονικού κλάδου από τη Φιλοσοφία.
104
3.4.2. Τζων Γουότσον: Η μελέτη της συμπεριφοράς Έ ν α βασικό ρεύμα, διαδεδομένο και σήμερα, είναι ο συμπεριφορισμός (behaviorism). Στη διατύπωση των αρχών και στη διάδοση του συνέβαλε ο Γουότσον, την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα. Έχουν προηγηθεί οι εργασίες του Θόρνταϊκ (Thorndike), ο οποίος, βασισμένος σε πειράματα σε ζώα, διατύπωσε το νόμο του αποτελέσματος. Συμφωνά με αυτό το νόμο, η συμπεριφορά ρυθμίζεται ανάλογα με την αναμενόμενη ανταμοιβή ή με σκοπό την αποφυγή της τιμωρίας. Ο Γουότσον πειραματίζεται κατεξοχήν στην ψυχολογία των ζοίων, των οποίων το περιβάλλον και οι αντιδράσεις είναι απλούστερες και μπορούν να μετρηθούν καλύτερα. Τις μεθοδολογικές αρχές που θεωρήθηκε ότι ισχύουν για τα ζώα θέλησε να τις μεταφέρει και στη μελέτη της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Σύμφωνα με το συμπεριφορισμό του Γουότσον, η συμπεριφορά αναλύεται με βάση δύο όρους, το ερέθισμα και την αντίδραση. Θεωρείται δηλαδή ότι υπάγεται στην απλή σχέση αιτίας-αποτελέσματος. Η συνείδηση, ως εσωτερική ψυχική λειτουργία, δε θεωρείται ότι μπορεί να μελετηθεί επιστημονικά. Η ενδοσκόπηση απορρίπτεται - ο ψυχολόγος πρέπει να παρατηρεί και να μετρά τις αντιδράσεις των παρατηρουμένων. Στον «αφελή μπιχεβιορισμό» του Γουότσον ασκήθηκε έντονη κριτική. Η σχολή αυτή επεκτάθηκε αναπτύσσοντας πιο εκλεπτυσμένες μεθόδους και μεθοδολογικά εργαλεία, σε ζητήματα που αφορούν την υιοθέτηση και την εκμάθηση των συνηθειών.
Ο Τζων Γουόχοον (J. Watson, 1878-1958) γεννήθηκε σιη Νότια Καρολίνα και σπούδασε στο Πανεπκττήμιο του Σικάγο. Τ ο 1908 εκλε'γεται καθηγητής crto Πανεπιστήμιο Τζωνς Χόπκινς. Τ ο 1920, λόγω επιπτώσεων του διαζυγίου του και στην επαγγελματική του ζωή, διακόπτεται η ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία και αρχίζει να εργάζεται σε διαφημιστικές εταιρείες.
3.4.3. Ο Μαξ Βερτχάιμερ και η μορφολογική σχολή (Gestalt Psychology) Ο Βερτχάιμερ, ταξιδεύοντας το 1910 με το τρένο για διακοπές, αγοράζει ένα στροφοσκόπιο. Με το στροφοσκόπιο, το οποίο χρησιμοποιούν και τα παιδιά, εικόνες ακίνητες εμφανίζονται να κινούνται καθώς παρουσιάζονται διαδοχικά. Αυτή ήταν η α ρ χ ή για μια σειρά πειραμάτων σχετικά με τη λειτουργία της σκέψης. 105
Ο Μαξ Βερτχάιμερ (Max Wertheimer, 1880-1943), εβραϊκής καταγωγής, γεννήθηκε στην ΓΙράγα, αρχικά σπούδασε Νομικά και στη συνεχεία Φιλοσοφία και Ψυχολογία στο Βερολίνο. Με'σα α π ό τη συνεργασία του Βερτχάιμερ με τον Κόφκα (Κ. Koffka) και τον Κέλερ (W. Kohler), θεμελιώθηκε η μορφολογική σχολή Ψυχολογίας. Βασική επιδίωξη ήταν να προσεγγίσουν καλύτερα τα βιώματα της καθημερινής ζωής. Αφ' ενός μεν αξιοποίησαν την καντιανή π α ρ ά δ ο σ η και τη φαινομενολογική μέθοδο, και αφ' ετέρου εισήγαγαν το πείραμα για τη μελέτη των ψυχικών και των πνευματικών λειτουργιών. Άσκησαν κριτική τόσο στο δομισμό του Βουντ όσο και στη σχολή του συμπεριφορισμοΰ. Με την επικράτηση του εθνικοσοσιαλισμοΰ στη Γερμανία, μεταναστεύουν στην Αμερική.
Το στροφοσκόπιο προσέλκυσε την προσοχή του Βερτχάιμερ, καθώς τον απασχολούσε ένα πρόβλημα της Ψυχολογίας, πώς δηλαδή μπορεί να εξηγηθεί το φαινόμενο των κινούμενων εικόνων, δηλαδή πώς εξηγείται η αντίληψη της κίνησης που προκύπτει από μια σειρά ερεθισμάτων από τα οποία κανένα δεν κινείται. Πώς αποδίδεται κίνηση σε ένα πράγμα, ενώ αυτό τη δεδομένη στιγμή είναι ακίνητο; Αποδίδοντας όμως τη μορφή (Gestalt) της κίνησης σε ένα οργανωμένο σύνολο εικόνων, το βλέπουμε σαν μια ολότητα δυναμικά οργανωμένη. Η αντίληψη ενός συνόλου διαδοχικών εικόνων εξαρτάται από το ίδιο το υποκείμενο, το οποίο δεν αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα σαν πιστό της αντίγραφο. Η κατεύθυνση των μορφολογικών ψυχολόγων προς τους μηχανισμούς κατανόησης συνόλων/ολοτήτων είναι ένα από τα πλέον δύσκολα προβλήματα της Ψυχολογίας. Βασική θέση της σχολής αυτής είναι ότι ένα ψυχολογικό φαινόμενο διαφέρει από το άθροισμα των στοιχείων που το αποτελούν. Τα επιμέρους στοιχεία ενός ιραινομένου τα οποία είναι οργανωμένα ως ένα όλον προσδιορίζουν τη μορφή (Gestalt). Η κατανόηση ενός φαινομένου απαιτεί την ολική και όχι την αναλυτική του προσέγγιση, απαιτεί να αρχίσουμε από τη σύλληψη του όλου της μορφής και όχι από την ανάλυση των μερών του. Για παράδειγμα, ξεχωρίζουμε την κλασική μουσική από μια σύγχρονη λαϊκή, χωρίς να αναλύσουμε τους ήχους· ΐ] έννοια του κύκλου δε μεταβάλλεται αν επιμηκύνουμε την ακτίνα του. Η θεωρία αυτή έχει συνεισφέρει σε θεωρίες μάθησης. Διαπιστώνεται ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος έχει την τάση να αντιλαμβάνεται μορφές στην ολότητά τους για παράδειγμα, αν και λείπουν κάποια γράμματα από μια λέξη, εντούτοις την αναγνωρίζουμε. Εν γένει η σχολή αυτή, βασιζόμενη στη χρήση ιιειραμάτων, προσανατολίστηκε (πη διατύπωση νόμων που αφορούν τις λειτουργίες της αντίληψης και της μνήμης· επιχείρησε να διατυπώσει τις αρχές της μάθησης για την αξιοποίηση της δημιουργικής σκέψης και άσκησε κριτική στην απομνημόνευση. Κα106
τευθύνθηκε, επίσης, στο ζήτημα της επίλυσης προβλημάτων και στην αξιοποίηση του σφάλματος κατά τη μαθησιακή διαδικασία. Στη θεωρία αυτή, ως γνωστόν, βασίστηκε ο Βέλγος ψυχολόγος και παιδαγωγός Ντεκρολί (Decroly, 18711932) για να προτείνει ότι κατά τη διδασκαλία της ανάγνωσης πρέπει πρώτα να διδάσκεται η λέξη και κατόπιν τα γράμματα που την αποτελούν.
3.4.4. Ο Σ. Φρόυντ και η γένεση της Ψυχανάλυσης Πώς θα μπορέσει ο άνθρωπος να απελευθερωθεί από τις απαγορεύσεις τις οποίες του επιβάλλει ο πολιτισμός και ταυτόχρονα θα έχει τη δύναμη να ορίσει τον εαυτό του ελέγχοντας τις παρορμήσεις του; Ο Φρόυντ έβλεπε ότι ο άνθρωπος είναι διασπασμένος ανάμεσα σε ορμές τις οποίες δε γνωρίζει και σε απαγορεύσεις οι οποίες του επιβάλλονται. Ο Φρόυντ ήταν πεπεισμένος ότι υπάρχει μια περιοχή στη δομή του ψυχισμού τις οποίες συνήθως δεν έχουμε συνείδηση· πρόκειται για την περιοχή του ασυνειδήτου. Σε αυτή θεώρησε ότι θα πρέπει να αναζητηθεί η αφετηρία των προβλημάτων της ψυχικής ζωής. Τ ο ασυνείδητο περιέχει σκέψεις τις οποίες έχουμε απομακρύνει από τη συνείδηση, οι οποίες όμως συχνά εμφανίζονται μεταμορφωμένες ή σε μορφή συμβολική στα όνειρά μας. Για παράδειγμα, ένα πρόσωπο σε ένα όνειρο μας μπορεί να συμβολίζει ένα ή περισσότερα άλλα πρόσωπα. Ο Φρόυντ αργότερα στη θεωρία του παρουσιάζει τον ψυχισμό να δομείται σε τρία επίπεδα. Το πρώτο επίπεδο είναι το id (εκείνο). Ποικίλα ένστικτα και ορμέμφυτα ενυπάρχουν σε αυτή την περιοχή, η οποία λειτουργεί σύμφωνα με την αρχή της ηδονής, μας παρωθεί δηλαδή να ενεργούμε κατά τρόπο σύμφωνο με τις επιθυμίες μας. Το δεύτερο επίπεδο είναι το υπερεγώ και σχηματίζεται κατά την επαφή μας με τον πολιτισμό, ενσωματώνει τους γονείς και τις αντιλήψεις τους, τις απαγορεύσεις και τις εντολές των άλλων ανθρώπων που παίζουν σημαντικό ρόλο στη ζωή μας. Τ η δράση του υπερεγώ συνήθως δεν την έχουμε συνειδητοποιήσει και δεν την ελέγχουμε. Ανάμεσα στις δύο αυτές περιοχές τοποθετείται το τρίτο επίπεδο, το εγώ. Το εγώ λειτουργεί σύμφωνα με την αρχή της πραγματικότητας, επιχειρεί δηλαδή να υπηρετήσει τις επιθυμίες του ατόμου, αλλά κατά έναν ορθολογικό τρόπο και συμβιβάζοντάς τες με τις κοινωνικές εντολές τις οποίες περιέχει το υπερεγώ. Το εγώ αποτελεί ένα μηχανισμό άμυνας απέναντι στις πιέσεις του υπερεγώ και του id. Για παράδειγμα, το άτομο απωθεί επιθυμίες που θα του προκαλούσαν σύγκρουση· προβάλλει σε άλλους δικά του συναισθήματα· κινείται από αντίδραση προς ένα συ107
Ο Σίγκμουντ Φρόυντ (S. Freud, 1856-1939) έζησε στη Βιέννη, προερχόμενος α π ό μια εύπορη αρχικά οικογένεια, η οποία όμως κατέρρευσε οικονομικά· έτσι, ο Φρόιντ έζησε Μ
στερημένα παιδικά χρόνια. Σπουδάζει Ιατρική και προσανατολίζεται στη Νευρολογία. Με τον Μπρόυερ (Breuer), γιατρό και φίλο του στη Βιέννη, αρχίζει να μελετά την περίπτωση της υστερίας. Τ ο 1885 στο Παρίσι γνωρίζει τον Σαρκό, διάσημο νευρολόγο, και συνεχίζει μαζί του την έρευνα,
k
Μέσα α π ό τα πειράματα του Σαρκό (Charcot), αρχίζει η ανακάλυψη του ασυνειδήτου. Επιστρέφοντας στην Αυστρία αρχίζει η πιο γόνιμη περίοδος της ζωής του και για την Ψυχανάλυση. Τ ο 1938, με την κατάληψη της Αυστρίας α π ό
τον Χίτλερ, εξαναγκάζεται να φύγει για το Λονδίνο, όπου του γίνεται τιμητική υποδοχή.
ναίσθημα: για παράδειγμα, ενώ φθονεί ή μισεί κάποιον, ισχυρίζεται ότι τον αγαπά· μεταθέτει σε άλλο πρόσωπο τα αισθήματά του - μετουσιώνει, δηλαδή μετατρέπει, μια ορμή σε κοινωνικά αποδεκτή πράξη. Η Ψυχανάλυση είναι και θεωρία και πρακτική. Το άτομο, με τη βοήθεια του ψυχαναλυτή του, κατευθύνεται στη γνώση του ασυνειδήτου του. Η γνώση την οποία αποκτά το άτομο για τα βαθύτερα αισθήματα, τα ένστικτα, τις επιθυμίες, τα περιστατικά που είχε απωθήσει, θεωρείται ότι του παρέχει τη δυνατότητα να ελέγξει τον εαυτό του το ίδιο και όχι οι ασυνείδητες παρορμήσεις του και οι εντολές των άλλων.
3.4.5. Κοινωνική Ψυχολογία «Όλα αυτά είναι παιδιά μου. Το καθένα από μόνο του είναι καλό. Μόλις όμως βρεθούν όλα μαζί, αρχίζουν να λογοφέρνουν και μεταμορφώνονται σε δαίμονες» (Χ. Πίντερ, Το Ονειρόδραμα). Τι συμβαίνει και η συμπεριφορά του ατόμου διαφοροποιείται όταν βρίσκεται σε μια ομάδα; Γιατί η συμπεριφορά αλλάζει ανάλογα με την κοινωνική ομάδα στην οποία μετέχει το άτομο; Ποιοι παράγοντες συντελούν στη διαμόρφωση της δυναμικής μιας ομάδας; Η μελέτη της συμπεριφοράς του ατόμου μέσα στην ομάδα και οι μηχανισμοί της συμπεριφοράς ομάδων είναι αντικείμενα που άρχισαν να μελετώνται κατά τον 20ό αιώνα από ένα νέο κλάδο, την Κοινωνική Ψυχολογία. Τα πρώτα κλασικά έργα γράφονται στο τέλος του 19ου αιώνα, όπως του Ταρντ (Tarde), Οι Νόμοι της Μίμησης (1890) και του Λε Μπον (Le Bon), II Ψυχολογία των Όχλων (1895). Στην 108
Αμερική, ο Γκόρντον Άλλπορχ (G. Allport) αναγνωρίστηκε ως ο πρώτος που συστηματοποίησε το νέο ερευνητικό πεδίο, οι αρχές του οποίου συνοψίστηκαν στο βιβλίο του Κοινωνική Ψυχολογία (1924). Είχε πραγματοποιήσει μια σειρά πειραμάτων για τις επιδράσεις τις οποίες ασκεί στην ατομική συμπεριφορά η συμμετοχή σε ομάδα, προωθώντας μια συμπεριφοριστική προσέγγιση στο πεδίο της Κοινωνικής Ψυχολογίας. Από το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, ο κλάδος αυτός γνωρίζει ιδιαίτερη ανάπτυξη και αποδεικνύεται πολλαπλά χρήσιμος. Σε γενικές γραμμές, η Κοινωνική Ψυχολογία είναι υποχρεωμένη να μην ανάγει τα κοινωνιοψυχικά φαινόμενα αποκλειστικά ούτε στην ψυχολογική ούτε στην κοινωνιολογική τους διάσταση, καθώς το αντικείμενο της άπτεται και των δύο κλάδων. Τα επίπεδα στα οποία οργανώνονται τα ερευνητικά αντικείμενα της επιστήμης αυτής είναι αρκετά, όπως: α) ο τρόπος οργάνωσης από τα άτομα των κοινωνικών αναπαραστάσεών τους, για παράδειγμα, για την οικογένεια, τον άνεργο, το μετανάστη, τον εργατικό άνθρωπο, κτλ.· β) η δυναμική των σχέσεων ανάμεσα στα άτομα μιας ομάδας, η επικοινωνία και οι συγκρούσεις μεταξύ τους· γ) οι σχέσεις ανάμεσα σε διαφορετικές ομάδες, πολιτικές, αθλητικές, θρησκευτικές, επαγγελματικές, κτλ.· δ) ζητήματα κοινωνικοποίησης αλλά και παράβασης κανόνων, συνοχής και διάσπασης του κοινωνικού ιστού, κ.ά.
109
Ό π ω ς διαπιστώνεται, έχουν αναπτυχθεί πολλά ερευνητικά αντικείμενα και υπάρχει η τάση εξειδίκευσης στη μελέτη· αυτός είναι ένας λόγος για τον οποίο παρατηρείται η δυσκολία να εντοπιστούν οι συνδετικοί ιστοί μέσα από τους οποίους αλληλοδιαρθρώνονται τα ερευνητικά αντικείμενα σε μια ενότητα. Ο πλούτος αλλά και οι δυσκολίες της κοινο)νιοψυχολογικής προσέγγισης εντείνουν το ενδιαφέρον για τη συνέχιση της ερευνητικής προσπάθειας.
3.5. ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ Μέχρι και το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, από τότε δηλαδή που άρχισε να υποχωρεί το φαινόμενο της αποικιοκρατίας, η Ανθρωπολογία ασχολούνταν με εξωτικές κοινωνίες, τις οποίες μελετούσαν οι ανθρωπολόγοι πραγματοποιώντας επιτόπια έρευνα. Σήμερα χιλιάδες τουρίστες επισκέπτονται τις «εξωτικές» εκείνες περιοχές, ενώ οι άλλοτε ιθαγενείς επισκέπτονται τις «πολιτισμένες» χώρες ή και εγκαθίστανται σ' αυτές, κυκλοφορούν ανάμεσά μας, εργάζονται και σπουδάζουν. Η Ανθρωπολογία, η οποία εκ πρώτης όψεως έχει συνδεθεί με τη μελέτη των «πρωτόγονων» κοινωνιών, δεν εξαφανίστηκε μαζί τους· αντί να παρακμάσει ως επιστήμη, σήμερα περνά μια νέα περίοδο αναγέννησης και εξαπλώνεται στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, ανάμεσα στις οποίες είναι και η ελληνική. Ο προσανατολισμός της βέβαια έχει αλλάξει: στρέφεται πλέον όχι σε εξωτικές απομακρυσμένες φυλές, αλλά σε πληθυσμιακές ομάδες που κινούνται εντός των εθνικών συνόρων. Οι κλασικές ανθρωπολογικές μελέτες έχουν γίνει κυρίως σε βρετανικές, γαλλικές και αμερικανικές αποικίες. Η αποαποικιοποίηση όμως, η οποία διάρκεσε περίπου από το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '70, συνοδεύτηκε από τον εκσυγχρονισμό στην οικονομία, την ανάπτυξη της εκπαίδευσης, τη σταδιακή απομάκρυνση από τους παραδοσιακούς τρόπους ζωής των κοινωνιών που άλλοτε βρίσκονταν μακριά από τη δυτικού τύπου ανάπτυξη. Οι ανθρωπολόγοι στην πλειονότητά τους δεν ταυτίστηκαν με την αποικιακή πολιτική. Αντίθετα, ανέπτυξαν έναν κριτικό λόγο απέναντι στον αποικιακό ηγεμονισμό αλλά και στο δυτικό τρόπο ζθ)ής. Σε τούτο συνέβαλε και η συμμετοχική παρατήρηση, δηλαδή η επιτόπια παραμονή και έρευνα στην ερευνώμενη κοινωνία. Κατά τη διάρκεια της συνήθως μακρόχρονης παραμονής του, ο ανθρωπολόγος ερχόταν σε επαφή με την καθημερινή ζωή των ανθρώπων, προσπαθούσε να τους κατανοήσει, να μάθει τη γλώσσα τους, να γίνει ένα μαζί τους, αλλά και να περιγράψει τις όψεις της ζωής τους όσο το δυνατό πιο αντικειμενικά. Ο ανθρωπολόγος συμμετέχει και ο ίδιος στο αντικείμενο που ερευνά, ενώ ταυτόχρο110
να απομακρύνεται από αυτό για να μελετήσει όσο το δυνατό περισσότερες πλευρές του. Για τη σφαιρική μελέτη και την εξηγητική εμβέλεια των φαινομένων, η Ανθρωπολογία κατά τη διάρκεια της πορείας της έχει εξοπλιστεί με εννοιολογικά εργαλεία και μεθόδους τις οποίες έχει δανειστεί από άλλες επιστήμες, όπως η Κοινωνιολογία, η Φιλοσοφία, η Γλωσσολογία, η Ιστοριογραφία, η Ψυχολογία, κ.ά. Η Ανθρωπολογία είναι η επιστήμη του ανθρώπου και αυτόν επιχειρεί να εξετάσει στις περισσότερες εκδηλώσεις του. Η επιστήμη αυτή εξειδικεύεται στη μελέτη της ανθρώπινης κοινωνίας και του πολιτισμού. Κατεξοχήν χαρακτηριστικό της έρευνάς της είναι η επιτόπια έρευνα. Σε γενικές γραμμές, διακρίνεται αφ' ενός η ευρωπαϊκή παράδοση έρευνας, αφ' ετέρου η αμερικανική. Η ευρωπαϊκή παράδοση έρευνας, η Κοινωνική Ανθρωπολογία, συνδέεται στενά με την Κοινωνιολογία, έχοντας αξιοποιήσει κατεξοχήν τη θεωρία και τη μέθοδο του Ντυρκέμ, αν και έχει υιοθετήσει ορισμένες προσεγγίσεις του Μαρξ και του Βέμπερ. Αρχικά, το κέντρο της Κοινωνικής Ανθρωπολογίας ήταν η Αγγλία και στη συνέχεια το Παρίσι. Στην Αμερική, η κύρια παράδοση, η Πολιτισμική Ανθρωπολογία 111
(κουλτουραλισμός), την οποία εξέφρασε ο Μπόας (Boas), έχει ως αντικείμενο της τον πολιτισμό και τις πολιτισμικές διαφορές. Τονίζει τη μοναδικότητα της κουλτούρας ενός λαοΰ, τη μη συγκρισιμότητά του με άλλους, την εκ των ένδον κατανόηση της πολιτισμικής εμπειρίας. Είναι σχετικιστική, από την άποψη ότι ενδιαφέρεται για την περιγραφή και την κατανόηση, για το ιδιαίτερο και μοναδικό, όχι για την εξήγηση και τη δυνατότητα διατύπωσης και εφαρμογής γενικών και κοινών κανόνων. Ανάμεσα στις σχολές των δυο ηπείρων εντοπίζονται μεγάλες διαφορές ως προς τις μεθόδους και τον προσανατολισμό της έρευνας, οι οποίες πυροδότησαν και εντάσεις μεταξύ τους, ενώ τελευταία δε λείπουν προσπάθειες σύγκλισης. Στη συνέχεια θα ασχοληθούμε με το έργο θεμελιωτών της Ανθρωπολογίας, με το οποίο οργανώθηκε η επιστήμη αυτή. Με το έργο τους η Ανθρο)πολογία διαq>opqxr^K8 ως η επιστήμη η οποία τοποθετεί ως κύριο πρόβλημα τη γνώση του διαφορετικού, την αναγνώριση της αξίας διαφορετικών από τον δικό μας πολιτισμών και των μελών τους, τα οποία πλέον κινούνται γύρω μας. Εύλογα η Ανθρωπολογία ευνοεί μια αντιρατσιστική και μη-εθνοκεντρική νοοτροπία, ενώ προκαλεί μια κριτική θεώρηση του πολιτισμού μας.
Α. Βρετανοί κοινωνικοί ανθρωπολόγοι 3.5.1. Ο Μαλινόφσκι, θεμελιωτής της έρευνας πεδίου και του λειτουργισμοΰ στην Ανθρωπολογία Ο Μαλινόφσκι θεωρείται θεμελιωτής της έρευνας πεδίου. Στα νησιά Τρόμπριαντ, στα ανατολικά της Νέας Γουϊνέας, ο Μαλινόφσκι έζησε σαν ιθαγενής για πολλούς μήνες, παρατηρώντας καθημερινά τους ιθαγενείς στην εργασία και στη σχόλη, συζητώντας μαζί τους στη γλώσσα τους και χωρίς τη μεσολάβηση διερμηνέα. Έτσι, συγκέντρωσε υλικό πολύ μεγάλης επιστημονικής αξίας για την κοινωνική, τη θρησκευτική και την οικονομική ζωή των κατοίκ(ον. Για τον ΜαλιvoqnjKi, ο πραγματικός εθνολόγος προσπαθεί να ζει ακριβώς όπως σι ιθαγενείς, να μετέχει σε όλες τις δρα(ηηριότητές τους, με απώτερο σκοπό να περιγράψει την κουλτούρα της φυλής στο σύνολο της και από όλες τις πλευρές της. Ενώ δηλαδή γίνεται ένα μαζί τους, ταυτόχρονα κατορθώνει να τους βλέπει και από απόσταση. Ο ανθρωπολόγος εξετάζει τα επιμέρους χαρακτηριστικά ενός πολιτισμού, αλλά ενδιαφέρεται και να τα συνδέσει με τα άλλα στοιχεία του συνόλου στο οποίο ανήκει. 112
Ο Μαλινόφσκι (Bronislaw Kaspar Malinowski, 1884-1942) γεννήθηκε στην Κρακοβία (Πολωνία), αρχικά σπουδάζει Μαθηματικά και Φυσική και αργότερα σιρε'φεται στην Εθνολογία. Από το 1910 εγκαθίσταται στο Λονδίνο, όπου και συνεχίζει σπουδε'ς, ενώ συνδε'εται με γνωστούς ερευνητε'ς ανθρωπολόγους, όπως ο Σέλιγκμαν (Seligman), ο ΡάντκλιφΜπράουν, ο Γουέστερμαρκ (Westermark). Μετέχει σε μια σειρά εθνογραφικών αποστολών, όπως στη Νέα Γουϊνέα, στη Μελανησία, σία νησιά Τρόμπριαντ. Μεταξύ των ετών 1924-1927 διδάσκει στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου ως καθηγητής Κοινωνικής Ανθρωπολογίας. Τ ο 1938 εγκαθίσταται στην Αμερική και διδάσκει στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ. Κ υ ρ ι ό τ ε ρ α έ ρ γ α τ ο υ : Η Οικογένεια Ειρηνικού
( 1 9 2 2 ) , Η Σεξουαλική
μονική Θεωρία της Κουλτούρας
στους Αυστραλούς
Αβορίγινες
( 1 9 1 3 ) , Αργοναύτες
Ζωή των Ιθαγενών στη Βορειοδυτική
Μελανησία
του Δυτικού
( 1 9 2 9 ) , Επιστη-
(1944), κ.ά.
Ο Μαλινόφσκι έδωσε έμφαση στη σημασία της «πρωτόγονης» οικονομίας, θεωρώντας ότι στη ζωή του ανθρώπου εντοπίζεται μια υλική βάση η οποία οφείλεται στην ανάγκη τροφής, θαλπωρής και προστασίας. Δεν περιορίστηκε όμως μόνο στην απλή περιγραφή της διαδικασίας των οικονομικής φύσεως συναλλαγών προχώρησε και στη διερεύνηση των κινήτρων και των αισθημάτων. Συνέδεσε την περιγραφή των πράξεων με την περιγραφή των κινήτρων και την ανάλυση της συμπεριφοράς. Με αυτό τον τρόπο επιχείρησε να συνδέσει ένα βασικό αντικείμενο της Κοινωνιολογίας, την πράξη, με αντικείμενα της Ψυχολογίας, τα αισθήματα και τη συμπεριφορά. Είναι χαρακτηριστικό ότι η μέθοδος του Μαλινόφσκι παίρνει υπόψη της τη συνθετότητα της ανθρώπινης φύσης. Ο άνθρωπος διακρίνεται τόσο για τα συναισθήματα όσο και για τη λογική του. Ως εκ τούτου, η έρευνα αναζητά να διερευνήσει τις πράξεις του από τη λογική όσο και από τη συναισθηματική τους πλευρά. Η οικονομία, για τον Μαλινόφσκι, δε βασίζεται απλώς και μόνο σε έναν υπολογισμό της ωφελιμότητας, του κέρδους ή της ζημίας, αλλά ικανοποιεί συναισθηματικές και αισθητικές ανάγκες υψηλότερης τάξης από την απλή ικανοποίηση ζωικών αναγκών. Ο Μαλινόφσκι θέλησε να συνδέσει τη μαγεία με την οικονομική ζωή, όταν διαπίστωσε ότι επιδρούσε στους ιθαγενείς ψυχολογικά για την επιτυχία των εργασιών τους. Η μαγεία ερμηνεύτηκε ωφελιμιστικά ως μια από τις κύριες ψυχολογικές δυνάμεις που επέτρεπαν και διευκόλυναν την οργάνωση και τη συστηματοποίηση της οικονομικής δραστηριότητας.
Ο Μαλινόφσκι θεωρείται πατέρας του λειτουργισμού. Σύμφωνα με τη μέθοδο 113
του λειτουργισμού (βλ. 4.11.- 4.11.3.), σε γενικές γραμμές, εξετάζεται πώς επιδρά ένα χαρακτηριστικό στοιχείο μιας κοινωνίας, μια πράξη ή αντίληψη (π.χ. η τέλεση του χορού από τα μέλη μιας φυλής) στη διατήρηση αυτής της κοινωνίας συνολικά. Υπονοείται η αντίληψη ότι τα στοιχεία μιας κοινωνίας βρίσκονται σε αλληλεξάρτηση (βλ. Ντυρκέμ, 3.3.3.). Ο λειχουργισμός για τον Μαλινόφσκι γίνεται πιο συγκεκριμένος καθώς συνδέεται με τις ανάγκες. Οι ανάγκες διακρίνονται σε πρωταρχικές, όπως η διατροφή, η αναπαραγωγή, η ασφάλεια, και σε παράγωγες, δηλαδή σε πολιτιστικές ανάγκες, όπως η θρησκεία, το δίκαιο, μέσα από τις οποίες οργανώνεται η κοινωνική ζωή. Η λειτουργία σημαίνει την ικανοποίηση μιας ανάγκης, είτε στοιχειώδους είτε πολιτιστικής. Ο Μαλινόφσκι στο σύστημά του, χ ά ρ η στη θεωρία των αναγκών, επιχειρεί να συνδέσει το βιολογικό, το οικονομικό και το πολιτιστικό πεδίο. Κάθε επιμέρους γεγονός δεν κατανοείται απομονωμένα - για παράδειγμα, οι συναλλαγές ανάμεσα στις φυλές δεν κατανοούνται ανεξάρτητα από τον τρόπο οργάνωσης της εργασίας, της τεχνικής, των θρησκευτικών και μυθολογικών αναπαραστάσεων, τις κοινωνικές αξίες, κτλ. Σε γενικές γραμμές ο Μαλινόφσκι προσπάθησε να συνεισφέρει όχι μόνο μεθόδους κατανόησης επιμέρους κοινωνιών, αλλά και ένα ερμηνευτικό σχήμα για τη σύγκριση των κοινωνιών και για την κατανόηση της κουλτούρας ως καθολικού φαινομένου.
3.5.2. Ο Ράντκλιφ-Μπράουν και η σχολή του δομο-λειτουργισμού Ο Ι'άντκλκρ-Μπράουν, ένας εξαιρετικός ομιλητής με διεθνή ακτινοβολία, έδωσε διαλέξεις σχεδόν σε όλο τον κόσμο, στην Αγγλία, στην Αφρική, στην Αυστραλία, στην Αμερική, ακόμη και στην Κίνα· χάρη στις μελέτες και στη δραοτηριότητά του, η Κοινωνική Ανθρωπολογία στην Αγγλία κατέλαβε μια ξεχωριστή θέση ανάμεσα στις επιστήμες. Ο Ράντκλιφ-Μπράουν αντιπροσωπεύει, όπως και ο Μαλινόφσκι, το λειτονργιστικό ρεύμα σκέψης. Αναγνωρίζει ότι μια κοινωνία είναι όπως ένας οργανισμός, ένα σύστημα του οποίου όλα τα στοιχεία βρίσκονται σε αλ\ηλεξάρτηση και είναι προσαρμοσμένα ως προς ένα σκοπό. Για παράδειγμα, καθένα από τα στοιχεία ενός ρολογιού εξηγείται ως προς τη λειτουργία την οποία εκπληρώνει και σε σχέση με το όλο σύστημα, το μηχανισμό του ρολογιού, στο οποίο ανήκει. Η κοινωνία όμίος δεν είναι όπως ακριβώς ένα ρολόι ούτε όπως ένα ζώο, το οποίο δεν μπορεί να αλλάξει είδος (ένας ποντικός δεν μπορεί να γίνει γάτα). Ο Ράντκλιφ-Μπράουν παρατηρεί ότι, ενώ η κοινωνία αλλάζει και μαζί της αλλάζει και το είδος της δομής της, εντούτοις δεν καταστρέφεται η σννέχειά της. Με άλλα λόγια, θέτει το ερώτημα πώς 114
Ο Ράντκλιφ-Μπράουν (Alfred Reginald Radcliffe-Brown, 1881-1955) γεννήθηκε στο Μπέρμιγχαμ το 1881 και σπούδασε στο Τρίνιτι Κάλετζ στο Κε'μπριτζ. Στα νησιά Άνταμαν πραγματοποίησε μια μακράς διαρκείας ε'ρευνα (1906-1908) πάνω στην οποία βασίστηκε ε'να μέρος του ε'ργου του. Επηρεασμένος α π ό την Κοινωνιολογία του Ντυρκέμ, επιδίωξε να γίνει η Ανθρωπολογία μια «Φυσική και Θεωρητική Επιστήμη της κοινωνίας».
δημιουργούνται νέοι τύποι κοινωνικής δομής και αυτό το ερώτημα τον υποχρεώνει να απομακρυνθεί από τον λειτουργισμό και να εισαγάγει το δομο-λειτουργισμό. Για να συμβάλει στην αναμόρφωση της βικτωριανής κοινωνίας της ειιοχής του, επικεντρώθηκε στη μελέτη των θεσμών και τρόπων ζωής σε κοινωνίες που διέπονται από συναίνεση και όχι από καταναγκασμό, όπως στις φυλές των νήσων Άνταμαν και στους Αβορίγινες της Αυστραλίας. Το ενδιαφέρον του για τα πολιτικά συστήματα επηρέασε, όπως θα παρακολουθήσουμε στη συνέχεια, τον Έβανς-Πρίτσαρντ και συνεισέφερε στο πεδίο της Πολιτικής Ανθρωπολογίας.
3.5.3. Ο Έ β α ν ς - Π ρ ί τ σ α ρ ν χ , η συμβολή του στην Πολιτική Ανθρωπολογία και στη σύνδεση Ιστορίας-Ανθρωπολογίας Ο Έβανς-Πρίτσαρντ διδάσκεται τη μέθοδο του Ντυρκέμ, η οποία επικρατούσε εκείνη την εποχή, αλλά απορρίπτει πολύ γρήγορα το σχέδιο μιας Ανθρωπολογίας η οποία, αντίστοιχα με την Κοινωνιολογία, θα ήταν μια Φυσική Επιστήμη των κοινωνιών. Ή τ α ν ο μόνος από τους Άγγλους δομολειτουργιστές που επιχειρεί να συνδέσει την Ανθρωπολογία με την Ιστορία, υποστηρίζοντας ότι οι «πρωτόγονες» κοινωνίες δεν ήταν κλειστά και αχρονικά συστήματα. Στην πρώτη του μονογραφία (1937) παρουσιάζει μια έκθεση των πεποιθήσεων και των λατρευτικών πρακτικών των Αζάντε, μιας q>υλής του Σουδάν. Αυτή η μελέτη θα υποκινήσει μια έντονη συζήτηση στη δεκαετία του '70, πάνω στο πρόβλημα αν οι πεποιθήσεις είναι ορθολογικές, όχι από επιστημονική άποψη, αλλά ως προς την πρακτική τους αποτελεσματικότητα. Το όνομα του Έβανς-ΙΙρίτσαρντ συνδέθηκε με τη μελέτη των Νουέρ, μιας φυλής στο Σουδάν, στους οποίους αφιέρωσε τρία έργα και περίπου εκατό άρθρα, αν και δεν κατόρθωσε να αποκτήσει την εμπιστοσύνη τους. Ο Έβανς-Πρίτσαρντ, μελετώντας την πολιτική και τη συγγενική οργάνωση, δί-
115
Ο Έβανς-Πρίτσαρντ (Edward Evans-Pritchard, 1902-1973) γεννήθηκε ςττο Σάσεξ και ήταν γιος αγγλικανου ιερέα. Μελετά Σύγχρονη Ιστορία στην Οξφόρδη, κατόπιν Ανθρωπολογία στο Λονδίνο. Από το 1926-1940 αναλαμβάνει πολλές αποστολές στο Σουδάν, ενώ διακόπτει για σύντομα διαστήματα κατά τα οποία διδάσκει σια πανεπιστήμια του Λονδίνου και του Καίρου. Τ ο 1945 γίνεται καθηγητής στην Οξφόρδη όπου παραμένει μέχρι τη συνταξιοδότησή του. Η εργογραφία του αριθμεί πάνω από τετρακόσιους τίτλους μελετών. Θεωρείται ειδικός για τους πληθυσμούς του Νοτίου Σουδάν, είναι βασικός θεωρητικός των συστημάτων εξουσίας σε κοινωνίες χωρίς κράτος και καταλαμβάνει μια πολυ σημαντική θέση (π η ν ιστορία της αφρικανικής Εθνολογίας και της Πολιτικής Ανθρωπολογίας.
νει έμφαση στον παράγοντα της σύγκρουσης. Για την Κοινωνιολογία του Ντυρκέμ, οι συγκρούσεις των κοινωνιών που οδηγούν σε ραγδαίες μεταβολές συνήθως συγκαταλέγονται σε ανομικά ή παθολογικά φαινόμενα. Αντίθετα με τη θεωρία του Έβανς-Πρίτσαρντ, οι συγκρούσεις και οι δυσλειτουργίες θεωρούνται εγγενείς σε κάθε κοινωνικό σύστημα, αντιμετωπίζονται ως φαινόμενα που δεν το αποδομούν, ενο) μπορεί να ευνοήσουν την ενίσχυσή του. Ο Έβανς-Πρίτσαρντ ανανέωσε την καθαρά λειτουργιστική παράδοση μελέτης της κοινωνίας και εισήγαγε μια επανάσταση στην Ανθρωπολογία, η οποία εστιάζει στο ενδιαφέρον της όχι πλέον τόσο στη λειτουργία όσο στη σημασία. Τον Έβανς-Πρίτσαρντ απασχολούσε πολύ να παρακολουθήσει τη σκέψη των ανθρώπων της φυλής την οποία μελετούσε. Τον ενδιέφερε να ανακαλύψει τι μεσολαβεί ανάμεσα στη θέα ενός πράγματος και στη σκέψη η οποία σχηματίζεται πάνω σε αυτό. Έ ν α ζώο, για παράδειγμα, μπορεί να σημαίνει για έναν ιθαγενή έναν τοτεμικό αδερφό, ανήκει δηλαδή στην οικογένειά του που έχει ένα κοινό τοτέμ, και γι' αυτό βέβαια δε θα το σκοτώσει. Πρόκειται για μια σημασία μάλλον ακατανόητη για ένα δυτικό άνθρωπο. Η διαφορά στη σημασία των λέξεων είναι και ένα πρόβλημα που αφορά τη μετάφραση μιας γλώσσας σε μια άλλη, όπως και τη δυνατότητα ερμηνείας ενός περιστατικού. Και ένας δυτικός άνθρωπος μπορεί να μη φονεύσει ένα ζώο, αλλά για διαφορετικούς λόγους από έναν ιθαγενή. Σε γενικές γραμμές, το πολύ εκτεταμένο έργο του Έ β α ν ς - Π ρ ί JCjSJCI 71 -e/yt fWU> (Mie . τσαρντ περιλαμβάνει πολύ μεγάλη ποικιλία θεμάτων. Τον απασχόληΡ. Μαγκρίχ, Λυτό δεν είναι μία πίπα. 116
σε η σχέση ανάμεσα στην Ανθρωπολογία και στην Ιστορία, η θε'ση των γυναικών στην Ιστορία, η συγγένεια, οι συναλλαγές, τα λεκτικά παίγνια, ο θεσμός του γάμου, η έννοια της πατρότητας.
Β. Η γαλλική σχολή Κοινωνικής Ανθρωπολογίας 3.5.4. Ο Κλωντ Λεβί-Στρως και η θεμελίωση του γαλλικού στρουκτουραλισμού Ο Λεβί-Στρως δέχτηκε και αξιοποίησε πολλές επιδράσεις. Ό π ω ς εξομολογείται ο ίδιος στους Θλιβερούς Τροπικούς, ανακαλύπτει την κρυφή τάξη της φύσης μέσο) της Γεωλογίας- ο Φρόυντ τού δίδαξε το σκοτεινό κόσμο των συναισθημάτων και των ο ρ μ ώ ν ο Μαρξ ότι η Κοινωνική Επιστήμη δεν οικοδομείται στον κόσμο των γεγονότων. Σε ένα από τα βασικότερα έργα του, τις Στοιχειώδεις Δομές της Συγγένειας, επιχειρεί τη μαθηματική ανάλυση της συγγένειας, με τη βοήθεια του Α. Βέιλ (Α. Weil). Η προσπάθειά του να αποδείξει μαθηματικά τις σχέσεις συγγενείας εκφράζει το ενδιαφέρον του να βρει τους κοινούς συντελεστές φύσης και κοινωνίας, ώστε να γεφυρωθεί το χάσμα ανάμεσα στις Ανθρωπιστικές και στις Θετικές Επιστήμες, ανάμεσα στα ανθρώπινα φαινόμενα και στη φύση. Από τον Μαρσέλ Μως (Μ. Mauss) ο Λεβί-Στρως μαθαίνει ότι η αλληλεγγύη μπορεί να ε-
Ο Κλωντ Λεβί-Στρως (Claude Levi-Strauss, 1908-
) γεννήθηκε στις Βρυξε'λλες, σπού-
δασε στο Παρίσι Φιλοσοφία και, μετά από ολιγόχρονη θητεία ως καθηγητής Λυκείου, δέχεται να διδάξει ως καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Σάο Πάολο (Βραζιλία). Με τη μετακίνηση αυτή, η οποία άλλαξε τη ζωή του, άρχισαν οι εθνογραφικε'ς του έρευνες στις φυλές των Ινδιάνων της ζούγκλας του Αμαζονίου. Στο βιβλίο του Θλιβεροί Τροπικοί, περιγράφει το οδοιπορικό του στο νέο κόσμο στον οποίο εισήλθε, μέσα α π ό τον οποίο άρχισε να βλέπει α π ό διαφορετική οπτική τον πολιτισμό. Επισιρέφει το 1939 στο Παρίσι, όπου τον βρίσκει ο πόλεμος. Μια και ήταν εβραϊκής καταγωγής, δεν είχε παρά μια επιλογή, να φύγει. Καταφεύγει, όπως και χιλιάδες άλλοι Ευρωπαίοι επιστήμονες, καλλιτέχνες και διανοούμενοι, στη Νέα Υόρκη, όπου διδάσκει στη Νέα Σχολή Κοινωνικών Ερευνών (New School of Social Research). T o 1948 επιστρέφει στο 1 ϊαρίσι και αναλαμβάνει καθήκοντα υποδιευθυντή στο Μουσείο του Ανθρώπου, στον τομέα της Εθνολογίας. Διδάσκει στη Σχολή Ανωτάτων Σπουδών, το 1959 εκλέγεται καθηγητής στο Κολλέγιο της Γαλλίας και το 1973 εκλέγεται μέλος της Ακαδημίας.
117
πιτευχθεί με τον καλύτερο τρόπο αν σχηματιστεί μια δομή αμοιβαιότητας, ένα σύστημα ανταλλαγών το οποίο συμβάλ\ει στην ανάπτυξη συμμαχιών ανάμεσα σε ανθρώπους και ομάδες. Οι ανταλλαγές περιλαμβάνουν αγαθά και υπηρεσίες, γλο')οσα, σύμβολα και γυναίκες. Το σύστημα ανταλλαγών όμως βασιζόταν σε κανόνες - οι άνθρωποι δεν επέλεγαν αυθαίρετα όποια γυναίκα ήθελαν.
Uj<
•'·"·.·\
ι1 · Ρ. '
·
·
, vAV
ι» Wir<& \ ι· % · · · ] > , w^fcszy)
/ ϊ 1 ν
1
Λ Wr XI \] £ .: *(, ,1 ^
Καθορισιική, επίσης, ήταν η επίδραση την οποία δέχτηκε και αξιοποίησε από τη Γλωσσολογία του διάσημου Ελβετού γλωσσολόγου Φ. ντε Σωσσύρ (Γ. de Saussure, 1857-1913), κυρίως δε του Ρώσου γλωσσολόγου Ρ. Γιάκομπσον (R. Jacobson, 1896-1982). Ο Λεβί-Στρως εισάγει το στρουκτουραλισμό/δομισμό στην Ανθρωπολογία. Με τη μέθοδο αυτή, επιχειρεί να περιγράψει ορισμένες κατηγορίες φαινομένων όπως, για παράδειγμα, τη συγγένεια. Διερωτάται τι είναι η δομή και ποιος ο λόγος της. Προχωρεί στην ανακάλυψη των βασικών στοιχείων τα οποία τη συνθέτουν, όπως η απαγόρευση της αιμομιξίας. Βλέπει ότι το στοιχείο της απαγόρευσης αυτής οδηγεί σε μια σειρά συνέπειες μέσα από τις οποίες 6u)^opq>(0vo\a;ai σχέσεις. Δηλαδή μόνο οι άντρες έχουν το δικαίωμα να ανταλλάσσουν μεταξύ τους τις γυναίκες και αυτός που παίρνει γυναίκα έχει και την υποχρέωση να δίνει γυ118
ναίκα. Σκοπός της μεθόδου είναι η ανακάλυψη των αναγκαίων σχέσεων σε μια ομάδα και οι κανόνες βάσει των οποίων συνδυάζονται οι σχέσεις αυτές. Ανάμεσα στις θεμελιώδεις δομές συγκαταλέγονται η αμοιβαιότητα, η συμμαχία, ο συμβολικός χαρακτήρας του δώρου. Ο Λεβί-Στρως δεν πιστεύει ότι υπάρχουν ανώτεροι και κατώτεροι πολιτισμοί, έξυπνοι και κουτοί λαοί. Θεωρεί ότι το είδος της λογικής που χαρακτηρίζει τη μυθική σκέψη είναι τόσο αυστηρό όσο και εκείνο της σύγχρονης επιστήμης. Θέτει υπό αμφισβήτηση, με άλλα λόγια, τα συγκριτικά και τα εθνοκεντρικό κριτήρια με τα οποία ιεραρχούνται οι πολιτισμοί και εδραιώνεται η ιδέα της εξέλιξης και της προόδου. Στην ιδέα της παγκόσμιας προόδου, στενά συνδεδεμένη με την αποικιοκρατία του 19ου αιώνα, ο Λεβί-Στρως απαντά με το όραμα ενός νέου ανθρωπισμού, στο οποίο βλέπει τη συμφιλίωση ανθρώπου και φΰσης. Ο Λεβί-Στρως στράφηκε στη μελέτη των δομών της κοινωνικής ζωής οι οποίες δεν είναι συνειδητές για τα άτομα. Αποδίδει στην Ανθρωπολογία το καθήκον να αναζητήσει τις μη συνειδητές δομές στις οποίες μπορούμε να φτάσουμε με τη μελέτη των θεσμών και, ακόμη καλύτερα, με τη μελέτη της γλώσσας. Ως το κατεξοχήν πρόβλημα της Εθνολογίας θεωρεί την επικοινωνία, πώς δηλαδή θα επικοινωνήσουν μεταξύ τους τα διάφορα υποκείμενα που προέρχονται από τους διαφορετικούς πολιτισμούς και ζουν κάτω από διαφορετικού τύπου σχέσεις. Ο στρουκτουραλισμός επιχειρεί να δώσει την ανατομία των σχέσεων στις οποίες βασίζεται και τις οποίες εκφράζει η επικοινωνία.
Γ. Αμερικανική σχολή Ανθρωπολογίας 3.5.5. Η Μάργκαρετ Μηντ και η Πολιτισμική Ανθρωπολογία Η Μάργκαρετ Μηντ εκπροσωπεί τον κουλχουραλισμό στην Ανθρωπολογία, μια θεωρητική κατεύθυνση η οποία επικρατεί στην Αμερική κυρίως κατά τις δεκαετίες '30-'40. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρητική τάση, κάθε κουλτούρα θεωρείται ότι έχει μια ιδιαίτερη σύνθεση, ότι είναι μοναδική, και μελετάται με αφετηρία τη ζωή και τη συμπεριφορά των ατόμων. Η έμφαση στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και οτο άτομο, στις πολιτισμικές διαφορές, η αμφισβήτηση κοινών γνωρισμάτων και κανόνων που να ισχύουν για όλους τους ανθρώπους και τις κουλτούρες, το ενδιαφέρον για την περιγραφή των φαινομένων και όχι για τη θεμελίωση της εξήγησης, αποτελούν γνωρίσματα ενός πολιτισμικού σχετικισμού. Σε θεωρητικό επίπεδο, ο κουλτουραλισμός επιτρέπει τη σύνδεση ανάμεσα στην Ψυχολογία και 119
Η Μάργκαρετ Μηντ (Margaret Mead, 1901-1978) γεννήθηκε στη Φιλαδε'λφεια (Πενουλβάνια). Ο πατέρας της ήταν πανεπιστημιακός καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και η μητέρα της κοινωνιολόγος. Σπουδάζει Ψυχολογία και Ανθρωπολογία στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, στο οποίο κατόπιν γίνεται καθηγήτρια. Κατά την πρώτη της αποστολή μελετά τη φυλή των Σαμόα στη Νέα Γουινέα, στην οποία θα αφιερώσει το πρώτο της έργο, Η Ενηλικίωση στη Σαμόα, 1927. Στις επόμενες αποστολές της, μελετά τρεις διαφορετικές κοινωνίες στη Ν έ α Γ ο υ ι ν έ α . Σ τ ο π ι ο γ ν ω σ τ ό τ η ς έ ρ γ ο , Φύλο και Ιδιοσυγκρασία
σε Τρεις Πρωτόγονες
Κοινωνίες,
1935, βασισμένο στο υλικό αυτών των κοινωνιών, επιχειρεί να υποστηρίξει ότι οι διαφορές ανάμεσα στα δυο φΰλα δεν οφείλονται σε βιολογικούς παράγοντες αλλά στη διαπαιδαγώγησή τους. Επιχειρεί, επίσης, να συνδέσει τα ψυχολογικά χαρακτηριστικά των ατόμων με τις ιδιαίτερες πολιτισμιακές συνθήκες· με τη σύνδεση αυτή Ψυχολογίας και πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων, επιδιώκει να αμφισβητήσει την καθολικότητα των προβλημάτων της εφηβείας.
στην Κοινωνιολογία. Σε ιδεολογικό επίπεδο, ο πολιτισμικός σχετικισμός συνεισέφερε στη μάχη εναντίον ρατσιστικών, εθνοκεντρικών και ανδροκρατικών προκαταλήψεων και συνδέεται με τον πολυεθνικό χαρακτήρα της αμερικανικής κοινωνίας.
Ανακεφαλαίωση Οι Κοινωνικές Επιστήμες στη σύγχρονη μορφή τους εμφανίζονται τον 19ο αιώνα, μετά τις πολιτικές επαναστάσεις και τη διάδοση των ιδεών του Διαφωτισμού, με την εξάπλωση της Βιομηχανικής Επανάστασης και την ανάπτυξη των αστικών κέντρων. Ή δ η όμως το αντικείμενο της Πολιτικής Επιστήμης έχει αρχίσει να μελετάται συστηματικά από τον 17ο αιώνα, με την Αγγλική Επανάσταση, και το αντικείμενο της Πολιτικής Οικονομίας τον 18ο αιώνα, με τη Βιομηχανική Επανάσταση στην Αγγλία. Μέχρι τον 18ο αιώνα, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, τα Μαθηματικά προσφέρουν το πρότυπο όλης της επιστήμης και της κοινωνικής σκέψης, αν και βέβαια δεν το χειρίζονται κατά τον ίδιο τρόπο οι διάφοροι θεωρητικοί. Από τον 19ο αιώνα δίνεται μεγάλη έμφαση στη μέθοδο και στις έννοιες για τον προσδιορισμό των ερευνώμενων αντικειμένων. Εισάγονται νέες μέθοδοι και έννοιες για την εξέταση κάθε αντικειμένου και έτσι ξεχωρίζουν οι Κοινωνικές Επιστήμες μεταξύ τους. Επιπλέον, και στο εσωτερικό κάθε ε^ π ι σ τ ή μ η ς εμφανίζονται διαφορετικά υποδείγματα. Εντούτοις, υ π ά ρ χ ο υ ν ^ 120
ορισμένα βασικά ερωτήματα χα οποία είναι κοινά, όπως για τη δομή, τη λειτουργία, τη μεταβολή, και ορισμένες μέθοδοι που συναντώνται σε όλους σχεδόν χους κλάδους. Η συνεισφορά των θεμελιωτών κάθε Κοινωνικής Επιστήμης αναγνωρίζεται για τις νέες μεθόδους, τις έννοιες και τα ερωτήμαχα που έθεσε ο καθένας για χην έρευνα χης κοινωνικής πράξης σε όλες χις πλευρές χης. Πρόκειχαι για μεθόδους και έννοιες που χρησιμοποιοΰνχαι και εξελίσσονχαι ακόμη, ερωχήμαχα που απασχολούν και σήμερα. α. Πολιτική - Σχις πολιχικές θεωρίες χου 17ου και χου 18ου αιώνα, υιοθεχείχαι η νομική-πολιχική ιδέα χου Κοινωνικού Συμβολαίου, σύμφωνα με χην οποία όλα χα άχομα συναινούν για χη θεσμική συγκρόχηση χης κοινωνίας και για τη συγκρόχηση χου ασχικού κράχους. Ενχοπίζονχαι όμως διαφοροποιήσεις ανάμεσα σχους θεωρηχικούς, οι οποίες οφείλονχαι και σχην ισχορική εποχή καχά χην οποία γράφονχαι οι θεωρίες χους και σχον χύπο χου κράχους και χων ελευθεριών χων πολιχών που εισηγούνχαι. - Με χο πολιχικό έργο χου Χομπς παρουσιάζει για πρώχη φορά μια πλήρης θεωρία για χο κράχος και χο επιχείρημα υπέρ χης απόλυχης αλλά όχι αυθαίρεχης εξουσίας. Ο Λοκ θέχει χα θεμέλια χης αντιπροσωπευτικής μορφής διακυβέρνησης, ενώ ο Ρουσσώ εισάγει χους όρους και χις έννοιες μιας θεωρίας δημοκραχίας. - Τέλος, χον 19ο αιώνα, από χην πολιχική θεωρία χου Μαρξ ασκείχαι κριχική σχην ιδέα ότι χο κράχος προκύπχει από χη συναίνεση ανάμεσα σε άχομα ίσα και ελεύθερα, υποσχηρίζεχαι όχι ο αχομικισμός είναι συνέπεια και όχι αιχία χου χαξικού πολιτικού-οικονομικού συστήματος. Επισημαίνεται ο χωρισμός ανάμεσα σχην κοινωνία και σχο κράχος και εκπονείχαι μια κριχική θεωρία προς τους όρους θεμελκοοης του κράτους. β. Οικονομία - Η Οικονομία, ως Πολιτική Οικονομία, εμφανίζεται ως ξεχωριστός επιστημονικός κλάδος τον 18ο αιώνα, με τη Βιομηχανική Επανάσταση στην Αγγλία. Απέναντι σε ένα βασικό πρόβλημα που εξετάζει, τη σχέση κράτους και οικονομίας, και στην επιδίωξη για μια ευημερούσα κοινωνία, οι τοποθετήσεις των θεμελιωτών της επιστήμης αυτής βασίζονται σε διαφορετικά υποδείγματα.
121
Ν - Ο Σμιθ και ο Ρικάρντο τοποθετούνται υπε'ρ της οικονομικής ελευθερίας των ιδιωτών και όχι υπε'ρ της κρατικής παρέμβασης. Και οι δυο, όπως στη συνέχεια και ο Μαρξ και ο Κέυνς, δίνουν μεγάλη σημασία στην αξία της εργασίας. Ο Ρικάρντο επιδιώκει να προσδιορίσει τους νόμους που ρυθμίζουν την οικονομική παραγωγή. - Ο Μαρξ απορρίπτει την άποψη του Σμιθ ότι προτεραιότητα στη λειτουργία και στην εξήγηση της οικονομίας έχει το ατομικό συμφέρον. Εμβαθύνει στη μελέτη των νόμων της καπιταλιστικής οικονομίας, την οποία ξεκίνησε ο Ρικάρντο, και κατασκευάζει έννοιες για τη συνολική μελέτη του οικονομικού συστήματος, όπως παραγωγικές δυνάμεις, παραγωγικές σχέσεις, υπεραξία. Διαπιστώνει ότι οι οικονομικές σχέσεις είναι ανταγωνιστικές και εκμεταλλευτικές. Εντοπίζει την ανάγκη για τη μετατροπή τους, με κριτήριο την απελευθέρωση όλων των δυνάμεων της οικονομίας και του ανθρώπου. - Ο Κέυνς, σε αντίθεση προς τον Σμιθ και τον Ρικάρντο, υποστηρίζει την παρέμβαση τον κράτους για τη ρύθμιση της οικονομίας και τον περιορισμό της ανεργίας. Υποστηρίζει όμως τη διατήρηση του δεδομένου συστήματος και όχι τη ριζική αλλαγή του, όπως ο Μαρξ. γ. Κοινωνιολογία - Στην καθιέρωσή της συμβάλλει ο Κοντ, από τον οποίο αποκτά το όνομά της και τις πρώτες μεθόδους, τις οποίες, αρχικά, δανείζεται από τη Φυσική. - Τ α μεθοδολογικά υποδείγματα της κοινωνιολογικής μελέτης διαφέρουν μεταξύ τους. - Η μαρξιστική θεωρία μελετά τις κοινωνικές σχέσεις με τη διαλεκτική μέθοδο, δίνει έμφαση στην κοινωνική ανισότητα και προσανατολίζεται στην έρευνα των δυνατοτήτων για κοινωνική αλλαγή. - Ο Ντυρκέμ βλέπει την κοινοονία θετικά, μελετά πώς λειτουργεί, πώς είναι δυνατή η συνοχή της, και προσανατολίζεται στην αντικειμενική και ουδέτερη μελέτη των κοινωνικών γεγονότων. - Ο Βέμπερ συνεισφέρει στην ορθολογική εξήγηση της ατομικής πράξης και κατασκευάζει τΰπους πράξεων ως βασικά εργαλεία εξήγησής τους. Βασική είναι η συμβολή του στη μελέτη της γραφειοκρατίας.
122
; > δ. Ψυχολογία - Τον 19ο αιώνα στην έρευνα της νόησης και της συμπεριφοράς αρχίζουν να χρησιμοποιούνται μέθοδοι των Φυσικών Επιστημών, η συστηματική παρατήρηση και το πείραμα, οι οποίες εισάγονται στο πειραματικό εργαστήριο του Βουντ. Αν και διατυπώνονται πολλές αντιρρήσεις για τη χρησιμοποίησή τους ειδικά στον άνθρωπο, διευκολύνουν όμως την Ψυχολογία να αποσπαστεί από τη Φιλοσοφία και να αποτελέσει ξεχωριστό επιστημονικό κλάδο. Το αντικείμενο της στη συνέχεια διαιρείται σε επιμέρους τομείς. Οι διάφορες σχολές που εμφανίζονται εξετάζουν και μία πλευρά του αντικειμένου εισάγοντας νέες έννοιες και μεθόδους. - Η Πειραματική Ψυχολογία, με ιδρυτή τον Βουντ, δίνει έμφαση στην αναλυτική εξέταση των λειτουργιών της συνείδησης και χρησιμοποιεί πειραματικές μεθόδους. Η σχολή τον σνμπεριψορισμού χρησιμοποιεί και αυτή το πείραμα, αλλά για τη μελέτη ιης συμπεριφοράς. Η μορφολογική σχολή διατυπώνει τη θέση ότι ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται ολοκληρωμένα σύνολα. Η σχολή αυτή προσανατολίζεται στην κατανόηση βιωμάτων και νοητικών λειτουργιών στη συνολική τους μορφή, στην πλήρη τους διάρθρωση και όχι, όπως η Πειραματική Ψυχολογία, μέσα από την ανάλυση των μερών τους. Η ψυχαναλυτική σχολή, με θεμελιωτή τον Φρόυντ, προσανατολίζεται στη διερεύνηση των ασυνείδητων ορμών του ανθρώπου και εισάγει ένα νέο σχήμα για την αναπαράσταση της δομής του ψυχισμού. Με την Ψυχανάλυση, το άτομο, υπό την καθοδήγηση του ψυχαναλυτή του, κατευθύνεται στη γνώση του ασυνειδήτου του, προκειμένου να αποκαταστήσει και να ελέγξει το ίδιο τη σχέση του με τον εαυτό του και τους άλλους. Τέλος, ΐ] Κοινωνική Ψυχολογία εξετάζει τη συμπεριφορά του ατόμου μέσα στην ομάδα, χρησιμοποιεί έννοιες και μεθόδους της Κοινωνιολογίας και της Ψυχολογίας, χωρίς όμως να ανάγει τα φαινόμενα αποκλειστικά είτε στον έναν είτε στον άλλο κλάδο. ε. Ανθρωπολογία - Η Ανθρωπολογία ως Κοινωνική Ανθρωπολογία δανείζεται εννοιολογικά εργαλεία και μεθόδους από την Κοινωνιολογία, τη Φιλοσοφία, τη Γλωσσολογία, την Ιστοριογραφία, την Ψυχολογία. Η έρευνά της βασίζεται στην επιτόπια έρευνα, με την οποία και ξεχωρίζει από τις άλλες επιστήμες.
ν
Ι 123
- Διακρίνονται αφ' ενός η ευρωπαϊκή παράδοση έρευνας, η Κοινωνική Ανθρωπολογία, και αφ' ετέρου η αμερικανική, η Πολιτισμική Ανθρωπολογία. Στην Κοινωνική Ανθρωπολογία, ξεχωρίζουν αφ' ενός η βρετανική σχολή, αφ' ετέρου η γαλλική. - Θεμελιωτές της βρετανικής Κοινωνικής Ανθρωπολογίας: Ο Μαλινόφσκι θεωρείται ο θεμελιωτής της επιτόπιας έρευνας και διερευνά το αντικείμενο του αξιοποιώντας τη λειτονργιστική μέθοδο. Ο Ράντκλιφ-Μπράουν, εκτός από το ερώτημα που απασχολεί το λειτουργίαμό, δηλαδή το πώς διατηρείται η συνοχή της κοινωνίας, προσθέτει το ερώτημα πώς δημιουργούνται νέοι τύποι κοινωνικής δομής. Ο Έβανς-Πρίτσαρντ συμβάλλει στη σύνδεση της Ανθρωπολογίας με την Ιστορία και διερευνά προβλήματα που αφορούν τη σημασία των λέξεων, κάτι πολύ σημαντικό για τη μετάφραση μιας γλώσσας σε μια άλλη. - Ο Λεβί-Στρως, θεμελιωτής της γαλλικής σχολής Ανθρωπολογίας, εισάγει το δομισμό στην Ανθρωπολογία, με τον οποίο επιχειρεί να παρουσιάσει την ανατομία των συστημάτων συγγένειας. - Η Πολιτισμική Ανθρωπολογία στην Αμερική, με θεμελιωτές τον Μπόας και τη Μηντ, έχει ως αντικείμενο της τον πολιτισμό και τις πολιτισμικές διαφορές. Υποστηρίζει τη μοναδικότητα κάθε πολιτισμού και εισάγει την εκ των ένδον κατανόησή του και τον πολιτισμικό σχετικισμό. Σε γενικές γραμμές, από τον 19ο αιώνα εμφανίζεται η τάση διαίρεσης του αντικειμένου των Κοινωνικών Επιστημών, κατασκευάζονται νέες έννοιες και αναδύονται νέα και διαφορετικά υποδείγματα έρευνας. Παρ' όλες όμως τις διαφορές, εντοπίζονται ορισμένα βασικά ερωτήματα τα οποία απασχολούν το σύνολο των επιστημών, όπως σχετικά με τη λειτουργία ενός φαινομένου, τη δομή του, τις δυνατότητες και τους όρους μεταβολής του. Για την απάντηση των ερωτημάτων αυτών οργανώνονται ανάλογες μέθοδοι, οι οποίες αποτελούν το σημείο τόσο διαφορών όσο και κοινού προβληματισμού και διαλόγου, όπως θα συζητηθεί διεξοδικά στο επόμενο κεφάλαιο.
124
Βασικοί όροι Κοινωνική Φυσική, θετικισμός, κοινωνική στατική, κοινωνική δυναμική, νόμος των τριών σταδίων, θεολογικό-μεταφυσικό-θετικιστικό στάδιο/διαλεκτική, κοινωνικές σχέσεις, ταξικές σχέσεις, κεφαλαιοκρατική τάξη, εργατική τάξη, συνείδηση, αλλοτρίωση, ψευδής συνείδηση, ταξική συνείδηση/κοινωνική συνοχή, κοινωνικά γεγονότα, μηχανική αλληλεγγύη, οργανική αλληλεγγύη, συλλογική ή κοινή συνείδηση, συλλογικές αναπαραστάσεις, ανομία, ανομικός τύπος αυτοκτονίας/κατανόηση, ορθολογικοποίηση, ορθολογική ως προς το σκοπό πράξη, ορθολογική ως προς τις αξίες πράξη, συγκινησιακά προσδιορισμένη πράξη, παραδοσιακή πράξη, ιδεότυπος ή καθαρός τύπος οικονομική ελευθερία, καταμερισμός της εργασίας, Αόρατο Χέρι, φθίνουσα απόδοση, συγκριτικό πλεονέκτημα/παραγωγικές δυνάμεις, κεφάλαιο, υπεραξία/συμμετοχική ένωση, επενδύσεις Κοινωνικό Συμβόλαιο, φυσική κατάσταση, γενική θέληση, θέληση όλων/ Πειραματική Ψυχολογία, ενδοσκόπηση, συμπεριφορισμός, ερέθισμα-αντίδραση, μορφολογική σχολή, μορφή, ασυνείδητο, εγώ, μηχανισμοί άμυνας, υπερ-εγώ, Ψυχανάλυση, Κοινωνική Ψυχολογία, κοινωνιοψυχολογική προσέγγιση.
125
Ερωτήσεις 1. Ποιες διαφορές εντοπίζετε ανάμεσα στους τύπους της φυσικής κατάστασης των Χομπς, Λοκ και Ρουσσώ; Μπορούν να εξηγηθούν οι διαφορές τους; 2. Υπάρχει συνάφεια ανάμεσα στο Κοινωνικά Συμβόλαιο του Χομπς και στην ορθολογική κατά το σκοπό πράξη της βεμπεριανής Κοινωνιολογίας; 3. Απέναντι στο ερώτημα «ποιος αναλαμβάνει ή πρέπει να αναλαμβάνει τη διαχείριση των οικονομικών πόρων και των κοινωνικών υπηρεσιών» πώς τοποθετούνται οι Άνταμ Σμιθ και Τζον Κέυνς και ποια επιχειρήματα προβάλλουν; Ποιο θεωρείτε πειστικότερο και γιατί; 4. Ποιες έννοιες της οικονομικής θεωρίας του Ρικάρντο αξιοποιεί ο Μαρξ; Ποιες νέες έννοιες εισάγει και με ποιο πρακτικό προσανατολισμό; 5. Υπάρχει συνάφεια ανάμεσα στο Κοινωνικό Συμβόλαιο του Χομπς και στην ορθολογική κατά το σκοπό πράξη του Βέμπερ; 6. Ποιοι κοινωνιολόγοι θέτουν το ερώτημα που αφορά τη διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής; Με ποιες έννοιες και μεθόδους επιχειρούν να το προσεγγίσουν; 7. Ποιοι κοινωνιολόγοι θέτουν ως πρόβλημα τη μελέτη ιης κοινωνικής αλλαγής; Με ποιες έννοιες και μεθόδους επιχειρούν να το εξετάσουν; 8. Απέναντι στο πρόβλημα που αφορά τη σχέση ατόμου-κοινωνίας, ποιοι κοινωνιολόγοι θέτουν σε προτεραιότητα την ατομική πράξη και ποιοι επιχειρούν να προσεγγίσουν το πρόβλημα αυτό εισάγοντας έννοιες που αφορούν συνολικά την κοινωνική πράξη και τις κοινωνικές σχέσεις; Ποιες οι διαφοροποιήσεις μεταξύ τους; 9. Πώς εξετάζει την πράξη ο Ντυρκέμ και πώς ο Βέμπερ; 10. Να αναφέρετε παραδείγματα πράξεων από την καθημερινή σας ζωή, οι οποίες ανταποκρίνονται στον τύπο της ορθολογικής κατά το σκοπό πράξης. 11. Ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται πρώτα το όλον και μετά τις λεπτομέρειες ή αντίστροφα, σύμφωνα με τη μορφολογική σχολή; Τι θα υποστήριζε η πειραματική σχολή Ψυχολογίας; 12. Με ποιον από τους θεμελιωτές κοινωνιολόγους παρουσιάζει κοινά, ως προς τη χρήση εννοιών και τον χειρισμό προβλημάτων, ο Μαλινόφσκι; Ποια μέθοδο προσθέτει η Κοινωνική Ανθρωπολογία, με την οποία ξεχωρίζει από άλλες Κοινωνικές Επιστήμες; 13. Ποια νέα ερωτήματα προσθέτουν ο Ράντκλιφ-Μπράουν και ο Έβανς-Πρίτσαρντ στην εθνολογική έρευνα; Ποια η συμβολή καθενός στην ανανέωση της ανθρωπολογικής έρευνας; 126
14. Ποια η συμβολή του Λεβί-Στρως οτη μεθοδολογία της Ανθρωπολογίας; Ποια η σημασία αυτής της συμβολής τόσο για τις Κοινωνικές Επιστήμες, γενικότερα, όσο και για τη σχέση τους με τις Θετικές Επιστήμες;
Βιβλιογραφία Μ. Αγγελίδης, Η Γένεση τον Φιλελευθερισμού, Ί δ ρ υ μ α Σάκη Καράγιωργα, Αθήνα 1994. Ά. Κούπερ, Ανθρωπολογία και Ανθρωπολόγοι, εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 1983. Κλ. Λεβί-Στρως, Μνήμες Μακρινές και Πρόσφατες, εκδ. Ολκός, Αθήνα 1998. Μ. Marx-W. Cronan-Hillix, Systems and Theories in Psychology, McGraw-Hill International Editions, New York 1974. Ch. de Montlibert, Εισαγωγή στην Κοινωνιολογική Συλλογιστική, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1998. Σ. ΓΙαπαστάμου, Εγχειρίδιο Κοινωνικής Ψυχολογίας, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 1994. J. Ritsert, Τρόποι Σκέψης και Βασικές Έννοιες της Κοινωνιολογίας. Μια Εισαγωγή, εκδ. Κριτική, Αθήνα 1991. G. Ritzer, Classical Sociological Theory, Mc Graw-Hill International Editions, New York 1996. Μ. Ψαλιδόπουλος, Οικονομικές Θεωρίες και Κοινωνική Πολιτική, εκδ. Αίολος, Αθήνα 1997.
127
4, ΜΕΘΟΔΟΙ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ Εισαγωγή: Στο κεφάλαιο αυτό θα αναφερθούμε στις σημαντικές μεθόδους των Κοινωνικών Επιστημών. Θα εξετάσουμε τις θεωρητικές και τις ιστορικές τους προϋποθέσεις, τα σημεία συνάντησης αλλά και διαφοροποίησης τους, ό,τι τις καθιστά αλληλέγγυες. Διδακτικοί στόχοι: Σκοπός αυτού του κεφαλαίου είναι να βοηθήσει τους μαθητές και τις μαθήτριες να γνωρίσουν τις βασικές αρχές της μεθοδολογίας των Κοινωνικών Επιστημών και να εξοικειωθούν μ' αυτές - να κατανοήσουν την ιδιαίτερη φύση του αντικειμένου τους, την ιδιαιτερότητα κάθε μεθοδολογικής προσέγγισης, τις δυνατότητες και τους όρους εφαρμογής τους. Προερωτήσεις: Πώς κατανοείτε την έννοια της μεθόδου; Τι διαφορά έχουν τα κοινωνικά από τα φυσικά φαινόμενα; Τι σημαίνει αντικειμενικότητα στην επιστημονική μελέτη και έρευνα ενός φαινομένου; Πώς μπορείτε να εξετάσετε έναν κοινωνικό θεσμό; Τ η διάρθρωση και τη λειτουργία του σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους; Τον ιδιαίτερο τρόπο που τον προσεγγίζουν διαφορετικές ομάδες ανθρώπων;
4.1. ΑΙΤΙΕΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ Οι Κοινωνικές Επιστήμες αναπτύχθηκαν ραγδαία τον 20ό αιώνα, επειδή ποικίλες πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές ανακατατάξεις δημιούργησαν πολλά προβλήματα που απαιτούσαν άμεση αντιμετώπιση. Οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι προξένησαν πλήθος προβλημάτων που άγγιξαν το σύνολο της ατομικής και της συλλογικής ζωής. Μετά τους πολέμους υπήρξε δημογραφική άνοδος, αύξηση της παραγωγικότητας και αναζητήθηκαν τρόποι για τη βελτίωση της ανθρώπινης αποδοτικότητας. Η τεχνολογική πρόοδος αύξησε την παραγωγή αγαθών, βελτίωσε τους όρους διαβίωσης, άλλαξε όμως τις καταναλωτικές συνήθειες, επαναπροσδιόρισε το ρόλο και τη δομή της οικογένειας, δημιούργησε χρόνο για άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες, επενέβη στην ανάπτυξη της πολιτικής ζωής, κτλ. Στην Ευρώπη και στην 129
Αμερική αναπτύχθηκαν κινήματα εναντίον της βίας, του ρατοιομοΰ, της καταπίεσης ή υπέρ της ειρήνης, της χειραφέτησης της γυναίκας, της προστασίας του περιβάλλοντος και της αναγνώρισης των μειονοτήτων. Η ανάπτυξη των χωρών του Τρίτου Κόσμου ανέδειξε τις διαφορετικές κουλτούρες και το πρόβλημα επαφής των πολιτισμών, τη σημασία των αξιών του δυτικού πολιτισμού, αλλά και την αμφισβήτηση αυτών των αξιών από τους νέους στη σύγχρονη εποχή. Οι Κοινωνικές Επιστήμες μελετούν λοιπόν τομείς της ίδιας πραγματικότητας: την ανθρώπινη δραστηριότητα. ΓΙαρ' όλη την προσπάθεια για την ακριβή διάκριση, οι τομείς αυτοί στην ερευνητική πρακτική είναι δύσκολο να ξεχωρίσουν εντελώς, διότι κάθε Κοινωνική Επιστήμη δεν είναι παρά ο μεγεθυντικός 4)ακός που επικεντρώνεται σε κάποια δραστηριότητα, την οποία απομονώνει από άλλες. Η μελέτη χης συνολικής έκφρασης του ανθρούπου είναι το πρόβλημα των Κοινωνικών Επιστημών και όχι η πιο τέλεια γνώση μιας δραστηριότητάς του. Κάθε Κοινωνική Επιστήμη διαθέτει τα δικά της εννοιολογικά εργαλεία για τη μελέτη της ανθρώπινης δραστηριότητας, τα οποία όμως δεν εξασφαλίζουν τη διεπιστημονική προσέγγισή της. Αυτό που τις καθιστά αλληλέγγυες είναι οι μεθοδολογικές τους προσεγγίσεις. Οι μέθοδοι των Κοινωνικών Επιστημών αποβλέπουν στη συνολική διερεύνηση της ανθρώπινης δραστηριότητας δείχνοντας ταυτόχρονα τα όρια της αντικειμενικότητάς τους, αλλά και την αναγκαιότητα της σφαιρικής ανάλυσης. Η Πολιτική, η Οικονομία, η Κοινωνιολογία, η Ψυχολογία και η Κοινωνική Ανθρωπολογία βρέθηκαν αντιμέτωπες με πολλά και σύνθετα κοινωνικά προβλήματα για τα οποία κάθε τομέας απαιτούσε συνεχώς ολοένα και περισσότερο εξειδικευμένες γνώσεις (αυτόνομη ανάπτυξη του αντικειμένου κάθε επιστήμης), αλλά και συνδυαστική προσέγγιση για τη σφαιρική ανάλυσή του. Ο εξειδικευμένος χαρακτήρας κάθε Κοινωνικής Επιστήμης δεν μπορεί να άρει το γεγονός ότι όλες αυτές έχουν ως επιστημονικό αντικείμενο τον άνθρωπο και την ποικιλόμορφη έκφραση και δράση του. Υπάρχουν έννοιες που απαντούν σε πολλά κοινωνικά φαινόμενα και έχουν την ίδια σημασία (όπως, για παράδειγμα, η αυθεντία, το κύρος), ανεξάρτητα αν σημείο αναφοράς είναι η επιχείρηση, ο στρατός, η οικογένεια, η φυλή, το κράτος, η Εκκλησία. Επίσης, ένα κοινωνικό πρόβλημα μπορεί να εντοπιστεί και να απομονωθεί χρονικά και να μελετηθεί πολιτικά, κοινωνιολογικά, οικονομικά ή ψυχολογικά, όπως είναι, για παράδειγμα, το φαινόμενο του αρχηγού ομάδας, είτε πρόκειται για πολιτικό κόμμα είτε για συμμορία νεαρών ή για ομάδα εργαζομένων κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Η ανθρώπινη συμπεριφορά της αλλαγής μπορεί να προκαλεί τα ίδια ζητήματα ανάλυσης και μελέτης, είτε πρόκειται για αλλαγή συμπεριφοράς των αν130
θρώπων είτε για αλλαγή των συνθηκών εργασίας από τους εργαζομένους σε μια επιχείρηση είτε την αλλαγή και τη μεταρρύθμιση στην Παιδεία από τους μαθητές.
4.2. Η Α Ν Τ Ι Κ Ε Ι Μ Ε Ν Ι Κ Ο Τ Η Τ Α Το καθεστώς της αντικειμενικότητας των Κοινωνικών Επιστημών δεν είναι δεδομένο, αλλά εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, επειδή η κοινωνική πραγματικότητα είναι συνθέτη και μεταβαλλόμενη. Οι Κοινωνικές Επιστήμες αποκτούν το καθεστώς επιστήμης επιδιώκοντας να μελετήσουν το άτομο και την κοινωνία με τον ίδιο βαθμό αντικειμενικότητας που οι Θετικές Επιστήμες μελετούν τη (ρύση. Ο Κοντ και οι θετικιστές (βλ. 3.3.1.) προσπάθησαν, όπως έχουμε δει, να εξομοιώσουν την κοινωνία με τη φΰση και να αναδείξουν μέσα από την ουδέτερη παρατήρηση τους σταθερούς όρους που τη διέπουν. Στα πλαίσια της ίδιας προβληματικής ο Ντυρκέμ (βλ. 3.3.3.) διακηρύσσει ότι πρέπει να εξετάσουμε τα κοινωνικά γεγονότα ως πράγματα, δηλαδή ο κοινωνικός επιστήμονας οφείλει να είναι ουδέτερος. Οι Κοινωνικές Επιστήμες, όμως, λόγω της φΰσης του αντικειμένου τους, που είναι ο άνθρωπος, προσεγγίζουν έννοιες που άπτονται της ηθικής και της κουλτούρας (βλ. 3.3.4.). Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να γίνει διάκριση αξιών και γεγονότων, ώστε να διασφαλιστεί η ηθική ουδετερότητα της επιστήμης. Τέλεια αντικειμενικότητα ανάλυσης στις Κοινωνικές Επιστήμες είναι δύσκολο να επιτευχθεί ακόμη και στο επίπεδο της απλής περιγραφής των κοινωνικών γεγονότων, επειδή η ίδια η επιλογή του αντικειμένου κρύβει μια προτίμηση, όπως, επίσης, και η χρησιμοποίηση της μίας ή της άλλης τεχνικής. Ο βαθμός λοιπόν της αντικειμενικότητας ποικίλλει και εξαρτάται από τον τομέα έρευνας (Ανθρωπολογία, Πολιτική) και από τον τύπο παρατήρησης (απλή-συμμετοχική παρατήρηση). Πρέπει λοιπόν να διακρίνουμε την περιγραφή των γεγονότων, που οφείλει να είναι αντικειμενική, και την ερμηνεία, που είναι πιο υποκειμενική. Η εφαρμογή των εμπειρικών μεθόδων αποτελεί το σημείο αναφοράς στην κοινωνική πραγματικότητα εξασφαλίζοντας κατά έναν τρόπο την αντικειμενική της περιγραφή, ενώ το ζήτημα της ερμηνείας των αξιών υπόκειται περισσότερο στην προσωπική παρέμβαση του ερευνητή, γιατί οι αναλύσεις του προσανατολίζονται από μια ήδη συνειδητοποιημένη πρόσληψη της πραγματικότητας. Βέβαια, η ελευθερία της σκέψης, όπως έχουμε δει, είναι αναγκαία για την επιστημονική ανάπτυξη. Υπάρχουν όμως παράγοντες που τη διασφαλίζουν και άρα την περιορίζουν. Οι παράγοντες αυτοί είναι πολιτικοί, κοινωνικοί, οικονομικοί, φιλοσοφικοί, και ο συνδυασμός τους μπορεί να επιτρέψει τη σφαιρικότερη ανάλυση της κοινωνικής πραγματικότητας. 131
4.3. Η ΔΙΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΙΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ Παρόλο που οι Κοινωνικές Επιστήμες μελετούν ορθολογικά τη συγκρότηση και την έκφραση της ατομικής και της συλλογικής ζωής του ανθρώπου και η καθεμιά παρέχει συστηματικές και μεθοδικές γνώσεις για να αναλυθεί ο συγκεκριμένος τομέας μελέτης (της οικονομίας, των κοινωνικών σχέσεων, της πολιτικής δραστηριότητας, της προσωπικότητας του ανθρώπου, κτλ.), η διεπιστημονικότητά τους παρουσιάζει μια πρόσθετη δυσκολία σε σχέση με τις Φυσικές Επιστήμες. Στις επιστήμες της φύσης υπάρχει μια ιεραρχία εννοιών και προβλημάτων (η Φυσική χρησιμοποιεί τα Μαθηματικά, η Χημεία τη Φυσική, κτλ.), που δεν υφίσταται στις Κοινωνικές Επιστήμες, γιατί δεν υπάρχουν σαφή και ευδιάκριτα όρια μεταξύ τους. Οΰτε βέβαια εξασφαλίζεται η διεπιστημονικότητα με το πώς, για παράδειγμα, ο κοινωνιολόγος ή ο οικονομολόγος μπορεί να κάνει μια ανάλυση πολιτική ι'] οικονομική (Πολιτική Κοινωνιολογία, Κοινωνιολογία της Οικονομίας). Το γεγονός αυτό δηλώνει ότι καθεμιά από τις Κοινωνικές Επιστήμες χρησιμοποιεί έννοιες κάποιας άλλης, η Πολιτική της Οικονομίας, η Κοινωνιολογία της Ψυχολογίας και των Μαθηματικών, κ.ο.κ. Το ζήτημα όμως δεν είναι η ακριβής χρήση εννοιών, αλλά η πραγμάτευση συναφών όρων και εννοιών που θα είναι προσιτοί σε κάθε επκπήμη, ώστε να εξασφαλιστεί ο διάλογος μεταξύ τους και η συνδυαστική μελέτη των κοινωνικών φαινομένων. Ο καλύτερος τρόπος σε πρακτικό επίπεδο για να εξασφαλιστεί ο διάλογος των Κοινωνικών Επιστημών είναι η συλλογική εργασία. Στην πρακτική μελέτη ενός κοινωνικού προβλήματος, το ζήτημα δεν είναι η αντιπαράθεση για την πραγματικότητα των αξιωμάτων της κάθε Κοινωνικής Επιστήμης, αλλά το σημείο τομής τους για τη συνδυασμένη μελέτη του εκάστοτε κοινωνικού φαινομένου. Η χρησιμότητα της διεπιστημονικής ανταλλαγής φαίνεται καλύτερα στο πεδίο εφαρμογής των τεχνικών για την ανάλυση των κοινωνικών προβλημάτων, επειδή οι Κοινωνικές Επιστήμες δεν έχουν τελειοποιήσει με τον ίδιο τρόπο τις τεχνικές τους. Η πρακτική των συνεντεύξεων και του ερωτηματολόγιου αναπτύχθηκε πρώτη από τους κοινωνιολόγους και τους ψυχολόγους και προσαρμόστηκε στη συνέχεια στις ανάγκες δημοσκοπήσεων της Πολιτικής Επιστήμης. Η στατιστική χρησιμοποιήθηκε και βελτιώθηκε από τους οικονομολόγους και στη συνέχεια εφαρμόοτηκε για τις ανάγκες της Κοινωνιολογίας και της Κοινωνικής Ψυχολογίας, κιλ.
132
4.4. ΜΕΘΟΔΟΣ ΩΣ ΣΧΕΔΙΟ ΚΑΙ ΤΕΧΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ Στις Κοινωνικές Επιστήμες ο όρος «μέθοδος» έχει δυο διαφορετικές αναφορές και ερμηνείες-μια στενότερη και μια γενικότερη. Με την στενότερη και περισσότερο συγκεκριμένη έννοια, ο σχετικός όρος αναφέρεται στις διαδικασίες και τεχνικές επαλήθευσης κασι τεκμηρίωσης των υποθέσεων εργασίας που έχει ένας ερευνητής σχετικά με τους παράγοντες που εξηγούν ένα κοινωνικό φαινόμενο όπως η εγκληματικότητα, η τοξικομανία, η βιομηχανική παραγωγή κ.τ.λ. Στις διαδικασίες αυτές περιλαμβάνονται τόσο τα γενικότερα σχέδια έρευνας όσο και οι τεχνικές συγκέντρωσης, οργάνωσης και κατάταξης των σχετικών κοινωνικών δεδομένων. Ο όρος «μέθοδος» με την γενικότερη του έννοια (βλέπε 4.5) αναφέρεται στη συστηματική οργάνωση ενός συνόλου λογικών διαδικασιών που η επιστημονική έρευνα μεταχειρίζεται για να φτάσει στην ακριβή, αποδεδειγμένη και επαληθευμένη γνώση του εξεταζόμενου ανπκειμένου. Οι δυο ερμηνείες δεν είναι αντίθετες, αλλά συμπληρωματικές. Τα κυριότερα σχέδια κοινωνικής έρευνας είναι (1) η μελέτη περίπτωσης, (2) η επιτόπια-δειματοληπτική έρευνα και (3) το κοινωνικό πείραμα. 1) Μελέτη περίπτωσης (case study). Η μέθοδος αυτή συνίσταται στην συστηματική περιγραφή και ανάλυση συγκεκριμένων περιπτώσεων. Ο ερευνητής συλλέγει δεδομένα που αφορούν μια συγκεκριμένη «μονάδα» η οποία μπορεί να είναι ένα άτομο, μια κοινωνική ομάδα, ένα κοινωνικό κίνημα, ένας οργανισμός, μια επιχείρηση, μια κοινότητα, κ.τ.λ. Το ουσιώδες χαρακτηριστικό έγκειται στον περιορισμό του ερευνητικού της πεδίου. Ο ερευνητής μελετά τη συγκεκριμένη περίπτωση σε βάθος και μπορεί να χρησιμοποιήσει διάφορες τεχνικές συγκέντρωσης και συλλογής δεδομένων. Μια τεχνική που έχει χρησιμοποιηθεί ιδιαίτερα από τους κοινωνικούς ανθρωπολόγους, σε συνάρτηση με τη μελέτη περίπτωσης, είναι η «συμμετοχική παρατήρηση». Σε τέτοιες περιπτώσεις ο ερευνητής συμμετέχει ενεργά σιην κοινωνική ζωή και μελετά το κοινωνικό φαινόμενο στην ολότητά του και «από μέσα». Ό μ ω ς ο ερευνητής μπορεί να αξιοποιήσει και άλλες τεχνικές συλλογής δεδομένων όπως οι συνεντεύξεις, οι πληροφοριοδότες που κατέχουν θέσεις κλειδιά, η προφορική ιστορία καθώς και οι αρχειακές έρευνες. 2) Επιτόπια δειγματοληπτική έρευνα (field survey). Στο σχέδιο αυτό ο ερευνητής δεν περιορίζεται στη μελέτη μιας συγκεκριμένης μονάδας. Θεωρητικά, μπορεί να μελετήσει ένα κοινωνικό φαινόμενο σε όλο τον «πληθυσμό», είτε αυτός ο πληθυσμός αποτελείται από όλους τους κατοίκους μιας κοινότητας, ή όλε τις επιχειρήσεις μιας χώρας ή όλα τα φοιτητικά κινήματα στον κόσμο κ.τ.λ. Αν γινόταν αυτό θα είχαμε μια απογραφή αλλά η διαδικασία θα ήταν οικονομικά δαπανηρή και χρονοβόρα. 133
Αλλωστε, συμφωνά με τις αρχές της σύγχρονης επιστήμης της στατιστικής και της δειγματοληψίας, η απογραφική μελέτη δεν είναι απαραίτητη για την εξαγωγή αντικειμενικών συμπερασμάτων σχετικά με την κατανομή χαρακτηριστικών (π.χ. στάσεων, συμπεριφορών, αντιλήψεων κ.τ.λ.) σε ε'να πληθυσμό εφόσον η μελέτη πραγματοποιηθεί σε ε'να αντιπροσωπευτικό δείγμα των σχετικών μονάδων που συγκροτούν το συγκεκριμε'νο πληθυσμό. Οι πολιτικές δημοσκοπήσεις (π.χ. ποιο κόμμα ή ποιους υποψήφιους θα ψηφίσεις τις επόμενες εκλογές κ.τ.λ.) -οι οποίες βασίζονται συνήθως σε μικρά πανελλαδικά δείγματα Ελλήνων ψηφοφόρων (περίπου 1500 ατόμα) αποτελούν ένα καλό παράδειγμα επιτόπιων δειγματοληπτικών ερευνών. Τα συμπεράσματα από τη δημοσκόπηση θα είναι αντικειμενικά, αξιόπιστα και έγκυρα στο βαθμό που στο δείγμα αντιπροσωπεύονται όλες οι κατηγορίες (φύλο, ηλικία, κτλ) και όλα τα στρώματα (επαγγέλμα, αστικότητα κ.τ.λ.) των ψηφοφόρων ανάλογα με την αριθμητική τους δύναμη στον πληθυσμό των Ελλήνων ψηφοφόρων. Παρόμοιες λογικές και διαδικασίες ισχύουν και για άλ\ες μορφές επιτόπιων δειγματοληπτικών ερευνών όπως οι έρευνες αγοράς για τις προτιμήσεις των καταναλωτών που διεξάγονται για λογαριασμό επιχειρήσεων ή η σφυγμομέτρηση των στάσεων των Ελλήνων έναντι των αλλοδαπών στην χώρα μας που γίνεται υπό την αιγίδα των κέντρων κοινωνικών ερευνών. Τεχνικές συλλογής στοιχείων που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο των δειγματοληπτικών ερευνών περιλαμβάνουν κυρίως την προσωπική συνέντευξη και το ερωτηματολόγιο. Στην πρώτη περίπτωση ο ερευνητής αξιοποιεί ειδικά εκπαιδευμένα άτομα τα οποία απευθύνουν προφορικά τα σχετικά ερεωτήματα στον ερευνώμενο και στη συνέχεια καταγράφουν τις απαντήσεις του. Στη δεύτερη περίπτωση, ο ερευνητής κατασκευάζει ένα ερωτηματολογιο (κατάλογο ερωτήσεων) με σχετικές οδηγίες έτσι ώστε ο ερευνώμενος να μπορεί να το συμπληρωθεί μόνος του χωρίς την παρέμβαση του ερευνητή. Τόσο στην περίπτωση της συνέντευξης όσο και στην περίπτωση του ερωτηματολογίου, οι ερωτήσεις μπορεί να είναι είτε κλειστές (με προκατασκευασμένες απαντήσεις πολλαπλών επιλογών) είτε ανοικτές (με δυνατότητα ελεύθερης συμπλήρωσης και απαντήσης) 1 . Επίσης, και σιις δύο περιπτώσεις η διατύπο)ση, η διαδοχή και η διάταξη των ερωτήσεων θα πρέπει να γίνουν σύμφωνα με ορισμένες επισιημονικες αρχές και προδιαγραφές για την κατασκευή ερωτηματολογίων και την οργώνωση συνεντεύξεων με στόχο την διασ(ράλιση της αξιοπιστίας και της εγκυρότητας των απαντήσεων των ερευνωνμένων. 3) Κοινωνικό πείραμα (social experiment). Ο ερευνητής που εφαρμόζει τα παρα1 Η χρήση κλειστών ερωτήσεων διευκολύνει την μεταγενέστερη επεξεργασία των δεδομένων (κωδικογράφηση, οργάνωση και ανάλυση των δεδομένων), ενώ η χρήση πολλών ανοικτών ερωτήσεων δυσκολεύει το μεταγενέστερο έργο του ερευνητή. Οι ελεύθερες απαντήσεις θα πρέπει να κωδικογραφηθούν και να οργανωθούν σε διάφορες κατηγορίες χρησιμοποιώντας άλλες τεχνικές κατάταξης δεδομένων όπως η «ανάλυση περιεχομένου», που επίσης χρησιμοποιείται για τη μελέτη των σχολικών βιβλίων ή των μυνημάτων που εκπέμπουν τα ΜΜΕ κτλ.
134
πάνω σχέδια έρευνας και τις συγκεκριμένες διαδικασίες μελετά τα (μαινόμενα αυτά in situ, στο φυσικό τους περιβάλλον, και δεν παρεμβαίνει ενεργά για να μεταβάλει και να αναδιατάξει τις κοινωνικές συνθήκες και την καθημερινή ζωή των υπό μελέτη ανθρώπινων υποκειμένων. Αντιθέτως, στην περίπτωση του «κοινωνικού πειράματος» ο ερευνητής παρεμβαίνει στη φυσιολογική πορεία της κοινωνικής ζωής με στόχο τη δημιουργία «τεχνιτών» καταστάσεων που πρόκειται να ερευνήσει για πειραματικούς σκοπούς. Αν για παράδειγμα, ένας ερευνητής -παιδαγωγός θα ήθελε να ερευνήσει τις επιδράσεις μιας νέας διδακτικής προσέγγισης στη μάθηση (π.χ. τη χρήση ενός CD-ROM), θα μπορούσε να δημιουργήσει δύο ομάδες μαθητών- μία πειραματική η οποία θα εκτεθεί στην νέα διδακτική προσέγγιση και μια συγκριτική (ομάδα ελέγχου) η οποία θα εκτεθεί μόνο στην παροδοσιακή διδασκαλία (χώρις τη χρήση του CD-ROM). Σημειωτέον ότι για να είναι αξιόπιστα τα συμπεράσματα και για να είναι σε θέση ο ερευνητής να αποδώσει τις τυχόν διαφορές και τα τυχόν πλεονεκτήματα στη νέα διδακτική προσέγγιση θα πρέπει να μεριμνήσει προκαταβολικά ώστε οι δύο ομάδες να είναι ταυτόσημες ως προς τις ικανότητες και τα κίνητρα για μάθηση καθώς και 0)ς προς άλλα χαρακτηριστικά (πχ. κοινωνική προέλευση κ.τ.λ.) που ενδέχεται να επηρεάσουν τις ικανότητες και τις επιδόσεις των μαθητών. Στις Κοινωνικές Επιστήμες, λόγοι δεοντολογίας δεν επιτρέπουν την εκτεκταμένη χρήση του κοινωνικού πειράματος. Οι περισσότεροι κοινωνικοί επιστήμονες χρησιμοποιούν παραλλαγές ή σε ένα συνδυασμό των πρώτων δύο σχεδίων έρευνας. Το κοινωνικό πείραμα έχει χρησιμοποιηθεί σε περιορισμένη έκταση στην Πειραματική, στην Κοινωνική και στη Σχολική Ψυχολογία και στη Βιομηχανική Κοινωνιολογία, κυρίως όμως σε ελεγχόμενα περιβάλλοντα οπως τα εκπαιδευτικά ιδρύματα και τους μαθητικούς και φοιτητικούς πληθυσμούς. Παρά ταύτα, η λογική του «κοινωνικού πειράματος» διαπνέει τη χρήση όλων των σχεδίων και μεθόδων της κοινωνικής έρευνας, ακόμη και των μη πειραματικών. Όλες οι ερμηνείες των δεδομένων που συλλέγονται είτε με στο πλαίσιο της μελέτης περίπτωσης είτε στο πλαίσιο της επιτόπιας δειγματοληπτικής έρευνας γίνονται με γνώμονα τη λογική του κοινωνικού πειράματος.
4.5. ΜΕΘΟΔΟΣ Η μέθοδος, με τη γενική σημασία του όρου, είναι η συστηματική οργάνωση ενός συνόλου λογικών διαδικασιοίν που η επιστημονική έρευνα μεταχειρίζεται για να φτάσει στην ακριβή, αποδεδειγμένη και επαληθευμένη γνώση του εξεταζόμενου αντικειμένου. Είναι ένα σύνολο κανόνων που κατευθύνει το ανθρώπινο πνεύμα, αλλά και εκφράζει τόσο τον τρόπο πρόσληψης της πραγματικότητας όσο και τη μορφή συλ-
135
λογισμού γιο την πραγμάτευσή της. Η μέθοδος με αυτή την έννοια καθορίζει τη θέση του ανθρώπινου πνεύματος απέναντι στο αντικείμενο που εξετάζει (για παράδειγμα πειραματική, εμπειρική, ιστορική, ψυχαναλυτική, ιδεαλιστική, διαλεκτική). Ανεξάρτητα όμως από τη θέση του ανθρώπινου πνεύματος, η μέθοδος εκφράζει πάντα την τάση μιας ορθολογικής εξήγησης, είναι δηλαδή ένα σύνολο κανόνων που δίνει ένα εξηγητικό σχήμα για τη γνώση της πραγματικότητας. Το σύνολο αυτό στις Κοινοινικές Επιστήμες δεν είναι μοναδικό, αλλά ποικίλλει λόγω της (ρύσης της κοινωνίας, η οποία έχει ιστορική διάσταση, λόγω των μεταβολών του κοινωνικού συστήματος, της τεχνολογικής ανάπτυξης, αλλά και της φιλοσοφικής θέσης του ερευνητή απέναντι στην κοινωνία ως αντικείμενου μελέτης. Γι' αυτό στις Κοινωνικές Επιστήμες δεν μπορούμε να μιλήσουμε για ενιαία μέθοδο, αλλά για μεθοδικούς τρόπους εξήγησης του κοινωνικού φαινομένου. Δηλαδή για τύπους εξήγησης συνολικά της κοινωνίας, που γι' αυτό το λόγο αποκαλούνται μέθοδοι. Θα προσπαθήσουμε λοιπόν να ορίσουμε τις γενικές γραμμές των αντιπροσωπευτικών μεθόδων των Κοινωνικών Επιστημών, τις ιδιαιτερότητες τους και την πλευρά στην οποία τοποθετούνται για να μελετήσουν ένα κοινωνικό φαινόμενο.
4.6. ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΣ Η συγκριτική μέθοδος μπορεί να οριστεί ως η προσπάθεια κατανόησης ενός κοινωνικού φαινομένου διαμέσου της αντιπαραβολής των διάφορων καταστάσεων μέσα στις οποίες εμφανίζεται. Μπορεί μάλιστα, σύμφωνα με τον Ντυρκέμ, να θεωρηθεί ως έμμεση «πειραματική μέθοδος», επειδή ο ερευνητής συνάγει συμπεράσματα από τις σχέσεις παρατηρούμενων γεγονότων. Η κλασική επαγωγική μέθοδος, σε τελευταία ανάλυση, είναι και αυτή συγκριτική, αφού συνάγει τις γενικές έννοιες μέσα από τη σύγκριση και τη διαφορά των μερικών (επιμέρους) πραγμάτων. Η συγκριτική μέθοδος λοιπόν παρατηρεί τα φαινόμενα, συστηματοποιεί τις ομοιότητες, τις διαφορές και τις μεταξύ τους σχέσεις και τα ταξινομεί σε ομάδες. Γι' αυτό δεν μπορούμε να πούμε ότι διακρίνεται από μια ιδιαίτερη τεχνική, αλλά χρησιμοποιείται από όλες τις Κοινωνικές Επιστήμες και οργανώνει μεθοδικά τις γνώσεις. Η Ψυχολογία, η Οικονομία, η Κοινωνιολογία, η Πολιτική και Νομική Επιστήμη στηρίζονται στη σύγκριση για να αναλύσουν γενικά ή ειδικά κοινωνικά qxxiνόμενα, όπως το καπιταλκπικό πνεύμα από χώρα σε χώρα Γ] από εποχή σε εποχή ή το φαινόμενο της εγκληματικότητας ή διάφορους τύπους εκλογικών συστημάτων. Η συγκριτική μέθοδος μπορεί να είναι εθνική (από τόπο σε τόπο), διεθνής, ιστορική. Το γεγονός ότι η συγκριτική μέθοδος δε διακρίνεται από μια ειδική τεχνική δε σημαίνει ότι δεν ακολουθεί ορισμένα στάδια έρευνας, τα οποία διέπονται από λο-
136
Π ά μ π λ ο Πικάσο, «Γυναίκα με μαντολίνο»
Π ά μ π λ ο Πικάσο, «Ο γερο-κιθαρίστας»
γική συνάφεια. Καταρχάς περιγράφει με συνέπεια τα κοινωνικά γεγονότα που μελετά, για παράδειγμα το καθεστώς της προεδρευόμενης δημοκρατίας στην Ελλάδα και στην Ιταλία, την οικονομική και φορολογική πολιτική στην Ελλάδα και στην Πορτογαλία. Στη συνέχεια κατασκευάζει τΰπους για να μπορέσει να καταλάβει, να συγκρίνει και να αναλύσει τα υπό διερεύνηση κοινωνικά φαινόμενα: για παράδειγμα, εποχική ανεργία, διαρθρωτική ανεργία, εποχικές διακυμάνσεις της οικονομίας, αστική και αγροτική εγκληματικότητα, γυναικεία απασχόληση, κτλ. Τέλος, η συγκριτική μέθοδος επιδιώκει να εξηγήσει την παρουσία ή την απουσία των παραγόντων που προσδιορίζουν την εμφάνιση του κοινωνικού φαινομένου. Το πρόβλημα με τη συγκριτική μέθοδο είναι ότι έχει περιορισμένη εφαρμογή, γιατί ισχύει μόνο για τους τΰπους που συγκρίνει, και εκεί πάλι με την επιφύλαξη ότι η κατασκευή του τύπου για τη συγκριτική μελέτη του φαινομένου εκφράζει μόνο τα κύρια χαρακτηριστικά του. Αν και η πρόοδος στο επίπεδο των τεχνικών για τη συλλογή των δεδομένων στην εμφάνιση ενός κοινωνικού φαινομένου είναι αξιοσημείωτη, σε συγκριτικό επίπεδο, η τεκμηρίωση συμπερασμάτων παρουσιάζει δυσχέρειες εξαιτίας της διαφορετικής σημασίας την οποία έχει ένα φαινόμενο. Για παράδειγμα, η χρησιμοποίηση ερωτηματολόγιου και η σύγκριση των απαντήσεων τις οποίες δίνουν άνθρωποι διαφορετικών χωρών δεν έχει πάντα την ίδια σημασία. Βέβαια, η ανάπτυξη των ερευνών σε διεθνές επίπεδο έχει βελτιώσει την αυστηρότητα της μεθόδου με τη δημιουργία, για παράδειγμα, διεθνών δεικτών για την ανάπτυξη της οικονομίας ή τον επακριβή ορισμό των βασικών χαρακτηρι-
137
στικών των δημοκρατικών πολιτευμάτων. Επίοης, η χρησιμοποίηση των Η/Υ. με σταθερούς κανόνες επεξεργασίας του πλήθους των πληροφοριών, διευκολύνει τη σύσταση αρχείων, που είναι σημαντικές πηγές για την ανάπτυξη της συγκριτικής μεθόδου. Τέλος, η διεθνοποίηση της πολιτικής και της κοινωνικής ζωής συνέτεινε σιη δημιουργία απαράβατων κανόνων για τη μελέτη ορισμένων φαινομένων (για παράδειγμα, τι είναι ρατσισμός, σύμφωνα με τη διακήρυξη της ΟΥΝΕΣΚΟ). Μπορούμε να πούμε λοιπόν ότι η συγκριτική μέθοδος είναι χρήσιμη και η εγκυρότητά της εξαρτάται πάντα από τους όρους που χρησιμοποιούμε για τη μελέτη των κοινωνικών φαινομένων. Είναι πάντα ένα μέσο για να εξηγήσουμε διάφορες σχέσεις, χωρίς να στηρίζεται σε μια συγκεκριμένη θεωρία.
Π ά μ π λ ο Πικάσο, «Αυτός που παίζει μαντολίνο»
4.7. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΣ Η Ιστορία και οι Κοινωνικές Επιστήμες είναι δύο γνωστικά αντικείμενα με διαφορετική προέλευση, με πολλά κοινά σημεία, τα οποία όμως ποτέ δεν καταλήγουν σε πλήρη ταύτιση και πολλές φορές αντιπαρατίθενται. Η Ιστορία (με την έννοια της Ιστοριογραφίας) είναι οι αληθινές αφηγήσεις που καταγράφουν το παρελθόν. Η Ιστορία, ως αφήγηση, αναφέρεται σε ανθρώπινες πράξεις που καλύπτουν όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων του ανθρώπου. Ως αληθινή αφήγηση, η Ιστορία περιγράφει επαληθευμένα γεγονότα, τα οποία ο ιστορικός έζησε, συνέλεξε από μαρτυρίες ή βρήκε καταχωρισμένα σε έγγραφα, γραπτά αρχεία ή άλλα τεκμήρια. Ως παρελθόν, η ύλη της Ιστοριογραφίας περικλείει κάθε προγενέστερη και προηγούμενη στιγμή σε σχέση με το παρόν, γεγονός που σημαίνει ότι περικλείει όλα τα γεγονότα που δείχνουν το γίγνεσθαι του παρελθόντος και γεννήθηκε μαζί με τη γραφή. Οι Κοινωνικές Επιστήμες, όπως είδαμε, γεννήθηκαν πρόσφατα, τον 18ο και τον 19ο αιώνα, από μεταβολές και τροποποιήσεις που συνέβησαν σε κοινωνικό και διανοητικό επίπεδο. Τέτοιες βασικές μεταβολές είναι ο εκδημοκρατισμός του πολιτικού συστήματος, η εκβιομηχάνιση της παραγωγής και η ορθολογική ανά-
138
λύση της κοινωνίας, οι οποίες έδωσαν χους στοχαστές το δικαιολογημένο αίσθημα ότι ένας νέος κόσμος συγκροτείται. Αυτός ο κόσμος έχει δυο κύρια χαρακτηριστικά: τη διάκριση του δημόσιου και του ιδιωτικού, του κράτους και της πολιτικής κοινωνίας, και τη δυναμική που τη χαρακτηρίζει. Έ ν α νέο αντικείμενο προσφέρεται για παρατήρηση και ορθολογική ανάλυση, η κοινωνία. Μελετώντας τα πραγματικά γεγονότα, η Ιστορία βασίζεται καταρχάς στη συγκέντρωση και στην επιστημονική ταξινόμηση στοιχείων, στη συλλογή και στην κριτική των ιστορικών πηγών, για να εξηγήσει στη συνέχεια γιατί τα πράγματα έγιναν όπως έγιναν ή υπάρχουν όπως είναι. Είναι μια αφήγηση ορθολογική και αιτιολογημένη, η οποία αναλύει τη συνολική πορεία της ανθρωπότητας. Οι Κοινωνικές Επιστήμες, από την πλευρά τους, κατασκευάζουν έννοιες, για να αναλύσουν η καθεμιά από την πλευρά της την κοινωνία και τις ποικίλες εκφράσεις που τη διακρίνουν. Οι Κοινωνικές Επιστήμες κατασκευάζουν εννοιολογικά πλαίσια, δηλαδή τύπους κοινωνιών, οικονομικής δραστηριότητας, πολιτικής συγκρότησης, δομές συγκρότησης των κοινωνιών, ανάλυση των συγκυριών που χαρακτηρίζουν τα κοινωνικά φαινόμενα, για να αναλύσουν την εξέλιξη, την ανάπτυξη, τις μεταβολές και τις διαφορές ανθρώπινων κοινωνιών. Οι Κοινωνικές Επιστήμες αναλύουν μεθοδικά το κοινωνικό φαινόμενο σε μια δεδομένη χρονική στιγμή, παραβλέποντας ότι το διακρίνει η συνέχεια μέσα στο χρόνο. Αντίθετα, η ιστορική μέθοδος συμπληρώνει και εξηγεί τα χάσματα πραγμάτων και γεγονότων, επειδή στηρίζεται σε μια αντίληψη του χρόνου που διασφαλίζει τη συνέχεια, τον ειρμό και τη λογική διαπλοκή των φαινομένων. Η Ιστορία λοιπόν προσφέρει στις Κοινωνικές Επιστήμες το απαραίτητο υλικό της πραγματικότητας, δείχνοντας ταυτόχρονα και τα όρια των θεωρητικών κατασκευών που χρησιμοποιούν οι Κοινωνικές Επιστήμες για την εξήγηση της κοινωνίας. Με βάση την αναφορά στην ιστορική πραγματικότητα, ορισμένοι στοχαστές, όπως ο Κοντ, ο Σπένσερ (Spencer), ο Μαρξ, διατύπωσαν νόμους εξήγησης της ιστορικής ανάπτυξης και της εξέλιξης της κοινωνίας. Αυτή η «ιοτορικιστική» εξήγηση αμφισβητήθηκε έντονα οος ψευδαίσθηση, γιατί οι νόμοι τους οποίους θεσμίζουν οι επιστήμες δεν είναι εξελικτικού τύπου. Δεν μπορούμε όμως να παραβλέψουμε ότι οι κοινωνίες έχουν την «τάση» να αναπτύσσονται προοδευτικά. Ιδιαίτερα ορισμένα κοινωνικά συστήματα, όπως φεουδαρχία, καπιταλισμός, υπακούουν σε σταθερούς νόμους ανάπτυξης. Ο όρος ιστορικισμός, επίσης, δεν πρέπει να συγχέεται με τον ιστορισμό. Ο όρος αυτός εμφανίστηκε στη Γερμανία (τέλος του 19ου αιώνα) μέσα από τον επιστημονικό διάλογο για τη μέθοδο των Κοινωνικών Επιστημών. Ο ιστορισμός υποδεικνύει τη θεωρητική υπόθεση σύμφωνα με την οποία τα ιστορικά και τα κοινωνικά γεγονότα έχουν μεταβλητή και κυμαινόμενη σημασία εξαρτώμενη από την
139
κοινωνική και την ιστορική θέση του ερευνητή. Με άλλα λόγια, ο ιστορισμός είναι μια ιδιαίτερη έκφραση σχετικισμού -της αντίληψης δηλαδή που υποστηρίζει ότι δεν υπάρχουν σταθερά κριτήρια ανάλυσης και αξιολόγησης της ανθρώπινης συμπεριφοράς- ο οποίος συνεχώς εμφανίζεται στις Κοινωνικές Επιστήμες.
4.8. Ο ΘΕΤΙΚΙΣΜΟΣ I. Βασικά χαρακτηριστικά: Ο θετικισμός αποτελεί μια ορισμένη φιλοσοφική στάση για την ανθρώπινη γνώση. Δεν αναζητεί το πώς φτάνουμε σ' αυτή, τις ιστορικές και ψυχολογικές θεμελιώσεις της. Είναι μια συλλογή κανόνο>ν και αξιολογικών κριτηρίων που αναφέρονται στη διαδικασία της γνώσης. Πρόκειται, δηλαδή, για μια κανονιστική στάση, η οποία ρυθμίζει το πώς χρησιμοποιούμε τους όρους, όπως γνώση, επιστήμη, πληροφορία, κ.ά. Οι κανόνες αυτοί μας βοηθούν να ξεκαθαρίσουμε ποια ζητήματα είναι πραγματικά αντικείμενα έρευνας και ποια έχουν σχηματιστεί και διατυπωθεί με λανθασμένο τρόπο και αποτελούν «ψευδοπροβλήματα». Για το θετικισμό, δεν υπάρχει πραγματική διαφορά μεταξύ ουσίας και φαινομένου. Αναγνωρίζουμε ως πραγματικό μόνο ό,τι φανερώνεται στην εμπειρία. Δεν υπάρχουν δηλαδή «κρυμμένες» ουσίες πίσω από τα αντικείμενα που προσλαμβάνονται μέσω της εμπειρίας. Αυτό δε σημαίνει ότι ο θετικισμός αρνείται την αναζήτηση αιτιών που δεν είναι άμεσα παρατηρήσιμες, αλλά αντιτίθεται σι ο να τις αναγάγει σε κρυφές οντότητες που εξ ορισμού δεν είναι προσβάσιμες στην ανθρώπινη γνώση. Επομένως, υποστηρίζει ότι πραγματική υπόσταση έχουν μόνο τα ατομικά συγκεκριμένα αντικείμενα. Τούτο συμβαίνει επειδή, σύμφωνα με το θετικισμό, έχουμε δικαίωμα να αναγνωρίζουμε την ύπαρξη ενός πράγματος μόνο εφόσον η εμπειρία επιτάσσει κάτι τέτοιο. Οι γενικές αφηρημένες έννοιες δεν έχουν εμπειρική υπόσταση, άρα δεν υπάρχουν. Η στάση αυτή ανήκει στη γενική αρχή του νομιναλισμού, εκείνης της μεσαιωνικής φιλοσοφικής παράδοσης που υποστήριξε ότι οι καθολικές έννοιες είναι μόνο ονόματα (εξ ου και ο όρος «νομιναλιομός»), δεν έχουν Ρενέ Μαγκρίτ, «Η καρέκλα», 1950.
5 ΐ
1λαδΐί
140
π
Ρ«ΥΗ«τική απόσταση.
Ο θετικισμός αρνείται, επίσης, ότι σι αξιολογικές κρίσεις και οι κανονιστικές δηλώσεις παρέχουν γνώση. Αποτελούν εκφράσεις αρέσκειας ή απαρέσκειας ή καταδεικνύουν δεοντολογικές αποφάσεις και στάσεις που δε συνδέονται με την εμπειρία. Καμιά μορφή εμπειρίας δε μας αναγκάζει να αποδεχτούμε δηλώσεις που εμπεριέχουν προσταγές ή απαγορεύσεις και διάφορες αξιολογήσεις του τύπου «ωραίο», «ευγενικό», κτλ. Ενώ δηλαδή εκφράζουμε αξιολογικές κρίσεις στη μεταξύ μας επικοινωνία ή όταν αποτιμούμε καταστάσεις, γεγονότα ή πράγματα, αυτή η ενέργειά μας δε βασίζεται οε επιστημονικές διαδικασίες αλλά συνιστά έκφραση των προσωπικών, τυχαίων επιλογών μας. Ο Χιουμ, από τους κλασικούς εκπροσώπους της θετικιστικής παράδοσης, υποστήριζε ότι από προτάσεις που περιγράφουν το «είναι» (ότι αυτό είναι έτσι, έχει αυτά τα χαρακτηριστικά, κτλ.) δεν μπορούμε να συναγάγουμε προτάσεις που αναφέρονται στο «δέον»(ότι, επειδή κάτι είναι έτσι, πρέπει να γίνει αυτό...). Με άλλα λόγια, ο θετικισμός προτείνει μια επιστημονική διαδικασία αξιολογικά ουδέτερη. Θεμελιώδης αρχή του θετικισμού είναι η πίστη στην ουσιαστική ενότητα της επιστημονικής μεθόδου. Οι μέθοδοι δηλαδή για την απόκτηση έγκυρης γνώσης και τα κύρια στάδια θεωρητικής επεξεργασίας της εμπειρίας είναι κατ' ουσίαν ίδιες σε όλες τις σφαίρες της εμπειρικής πραγματικότητας.
II. Ιστορικά στάδια του θετικισμού: Παρόλο που ο όρος αναφέρεται στη φιλοσοφική θέση που αρχικά εκτέθηκε από τον Σεν-Σιμόν και, πιο συστηματικά, από τον Κοντ, τον 19ο αιώνα, οι καταβολές του μπορούν να ανευρεθούν στην παράδοση του αγγλικού εμπειρισμού του 17ου και του 18ου αιώνα. Ο θετικισμός του 19ου αιώνα χαρακτηρίζεται από την αισιοδοξία που θα έφερνε στην ανθρωπότητα η ανάπτυξη της επιστημονικής μεθόδου. Ο Κοντ θεωρούσε ότι ήταν πρωτοπόρος στη θεμελίωση της Θετικής Κοινωνιολογίας και έλπιζε ότι η συστηματική μελέτη της ανθρώπινης φύσης και των ανθρώπινων αναγκών θα οδηγούσε, για πρώτη φορά στην Ιστορία, σε μια πραγματική επιστημονική βάση για την αναδιοργάνωση της κοινωνίας. Από το τέλος του 19ου αιώνα ως τις πρώτες δεκαετίες του 20ού, ο θετικισμός εκφράζεται κυρίως με τον εμηειροκριτικιομό, που υποστήριζε ότι η πραγματικότητα δεν υπάρχει ανεξάρτητα από την ανθρώπινη συνείδηση και ότι αποτελείται από πλέγματα αισθημάτων. Τον 20ό αιώνα εμφανίζεται το φιλοσοφικό ρεύμα του λογικού εμπειρισμού με τα εξής βασικά χαρακτηριστικά: Διακηρύσσει μια πολεμική κατά της μεταφυσικής, με την πεποίθηση ότι οι μεταφυσικές δηλώσεις δεν απαιτούν εμπειρικό έλεγχο, επειδή δεν ασχολούνται με την ακριβή έρευνα, ανάλυση και ταξινόμηση των φαινομένων της πραγματικότητας, αλλά αντιμετωπίζουν τον κόσμο ως σύνολο, έτσι ώστε να μην υπόκεινται σε διαδικασίες απόδειξης της αλήθειας τους.
141
Υποστηρίζει ότι δεν μπορούμε να έχουμε βέβαιη και νόμιμη γνώση του κόσμου παρά μόνο με τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται από τις Φυσικές Επιστήμες και τα Μαθηματικά. Θεωρεί ότι, σε σχέση με τις Θετικές, οι Κοινωνικές Επιστήμες είναι ανώριμες από την άποψη της μεθόδου και τονίζει πως οι Θετικές Επιστήμες θα πρέπει να αποτελέσουν μεθοδολογικό πρότυπο για τις Κοινωνικές. Βασική αρχή του λογικού εμπειρισμού (ή νεοθετικισμοΰ) είναι η πασίγνωστη διατύπο)ση ότι «το νόημα μιας δήλωσης είναι η μέθοδος της επαλήθευσής της». Η διατύπωση αυτή συμπυκνώνει την όλη στάση του σύγχρονου θετικισμού και στρέφεται κατά της παραδοσιακής φιλοσοφικής σκέψης. Μ' άλλα λόγια, σημαίνει ότι νόημα έχουν μόνο οι προτάσεις που μπορούν να επαληθευτούν από την εμπειρία ή τη μεθοδολογική διαδικασία των Θετικ(όν Επιστημών. Μια επιστημονική πρόταση υφίσταται τη δοκιμασία της εμπειρικής ή λογικής επαλήθευσης της και, αν ο έλεγχος είναι επιτυχής και αποτελεσματικός, τότε η πρόταση αυτή είναι έγκυρη, έχει δηλαδή νόημα. Η αρχή της επαληθευσιμότητας έγινε αντικείμενο έντονων κριτικών, γιατί έχει οριακό χαρακτήρα, με την έννοια ότι αφήνει «εκτός νοήματος» σημαντικές περιοχές που είτε δεν μπορούν να επαληθευτούν μέσω αυτής της διαδικασίας είτε ανήκουν σε σφαίρες της πραγματικότητας που απαιτούν συνθετότερους και γονιμότερους τρόπους νοηματοδότησής τους. Για παράδειγμα, η πρόταση «Όλοι οι κύκνοι είναι λευκοί» επαληθεύεται εφόσον εμπειρικά διαπιστώσουμε ότι πράγματι οι κύκνοι είναι λευκοί. Τι συμβαίνει όμως όταν ανακαλύπτουμε ότι υπάρχουν και μαύροι κύκνοι; Τότε η αρχ ή της επαληθευσιμότητας καθίσταται αβέβαιη, ακόμη και επισφαλής. Πιο ευλύγιστη εμφανίζεται // αρχή της διαψευσιμότψας που εισηγήθηκε ο Καρλ Πόππερ (Κ. Popper), σύμφωνα με την οποία μια πρόταση έχει νόημα όχι όταν επαληθεύεται, αλλά όταν εξακολουθεί να ισχύει παρ' όλες τις αλλεπάλληλες και συστηματικές απόπειρες διάψευσής της. Ό τ α ν δηλαδή επιχειρούμε με διάφορες δοκιμασίες να κλονίσουμε το κύρος και την αλήθεια της. Για παράδειγμα, η πρόταση «Όλοι οι κύκνοι είναι λευκοί» ισχύει εφόσον αντέχει στις απόπειρές μας να τη διαψεύσουμε. Ό τ α ν δηλαδή αναζητούμε κύκνους που δεν είναι λευκοί και δεν τους βρίσκουμε. Στις Κοινωνικές Επιστήμες ο θετικισμός και ο νεοθετικισμός εφαρμόζουν πιοτά αυτό το σύνολο των επιστημολογικών αρχών. Στηρίζονται αποκλειστικά στο αξίωμα ότι μόνο η λογική και μαθηματική επεξεργασία τ(ον κοινωνικών γεγονότων και η εμπειρική τους απόδειξη είναι οι πηγές επισιημονικότητας των Κοινωνικών Επιστημών. Η εξήγηση, έτσι, του κοινωνικού (ραινομένου βασίζεται μόνο στην αντίληψη των σταθερών σχέσεων μεταξύ των κοινωνικών γεγονότων με βάση την α ρ χ ή της ομοιότητας, της διαδοχής και της αλληλεπίδρασης.
142
4.9. Ο ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΟΙ ΑΤΟΜΙΣΜΟΣ Η αρχή του μεθοδολογικού ατομισμού ορίζει μια σημαντική μέθοδο για τις Κοινωνικές Επιστήμες. Σύμφωνα με αυτή την αρχή, η εξήγηση ενός συλλογικού φαινομένου στην Οικονομία, στην Πολιτική και στην Κοινωνιολογία αναλύεται πάντα (τουλάχιστον στην ιδεατή του μορφή) ως απόρροια ενός συνόλου ατομικών πράξεων, πεποιθήσεων και συμπεριφορών. Το δομημένο σύνολο των ανθρώπινων σχέσεων δεν κατασκευάζεται παθητικά από τις αξίες και τις αρχές που η κοινωνία ως όλον επιβάλλει στα άτομα, αλλά αντίθετα εκφράζει το συσχετισμό μεταξύ διαφορετικών ατομικών και ορθολογικών οντοτήτων. Σύμφωνα λοιπόν με αυτή την προοπτική, η εξήγηση όλων των κοινωνικών φαινομένων περιέχει πάντα μια ψυχολογική διάσταση. Έτσι μπορεί, για παράδειγμα, να εξηγηθεί η αλλαγή προτίμησης των καταναλωτών ως προς ορισμένα προϊόντα ή η αύξηση της εγκληματικότητας, αν δείξουμε πώς και με ποιες προϋποθέσεις το άτομο αντιμετωπίζεται από τα άτομα της προηγούμενης γενιάς ή σε διαφορετικούς τόπους (αγροτικό-αστικό). Βέβαια αυτό δε σημαίνει αναγκαστικά ότι εκθειάζεται ο ατομισμός ως καθολική και αναπαλλοτρίωτη αξία ούτε βέβαια ότι η βούληση είναι άρνηση της συλλογικότητας, αλλά ότι θεμελιώνεται ένας τρόπος εξήγησης που βασίζεται στο άτομο. Με άλλα λόγια, κανένα μοντέλο εξήγησης δεν είναι ορθό, σωστό και αρμόζον, αν αρνείται την πρόθεση και τη στρατηγική των δρώντων ανθρώπων ως ατόμων. Ο μεθοδολογικός ατομισμός συνοδεύεται λοιπόν από μια «ορθολογική» διάσταση της πράξης. Υποτίθεται ότι το άτομο δρα και ενεργεί κοινωνικά έχοντας πάντα «ορθούς» λόγους για να συμπεριφέρεται όπως συμπεριφέρεται. Η μεθοδολογική αυτή ανάλυση ισχύει ακόμη και για συλλογικά φαινόμενα που έχουν παραχθεί χωρίς ηθελημένη συμπεριφορά, όπως είναι, για παράδειγμα, η επιλογή του ίδιου επαγγέλματος από πολλά άτομα ανεξάρτητα μεταξύ τους. Ιδιαίτερα αυτά τα φαινόμενα πρέπει να εξετάζονται σύμφωνα με το μεθοδολογικό ατομισμό, αυστηρά μεθοδολογικά. Γιατί, ενώ αυτά τα κοινωνικά φαινόμενα παίζουν καθοριστικό ρόλο στην κοινωνική αλλαγή (για παράδειγμα, η επιλογή ίδιου επαγγέλματος προκαλεί αύξηση της ανεργίας ή το φαινόμενο του εθνικισμού επιφέρει μετατόπιση ενός μέρους του εκλογικού σώματος), η αποτελεσματικότητα της υιοθετημένης αρχής διαπιστώνεται εκ των υστέρων. Δηλαδή η εμφάνιση του συλλογικού φαινομένου επιβεβαιώνει το μεγαλύτερο μέρος των παρατηρούμενων ομοιόμορφων συμπεριφορών, αγνοώντας τον καθοριστικό ρόλο του δρώντος ατόμου. Απέναντι σε αυτή την προοπτική, μερικές ατομιστικές παρατηρήσεις είναι αϊ 43
ναγκαίες για την ανάλυση και την κατανόηση ενός κοινωνικού φαινομένου που εμφανίζεται ως όλον. - Κάθε δρων άτομο διαχειρίζεται καθημερινά αβεβαιότητες, ανταγωνισμούς και προσδοκίες που το καθιστούν ταυτόχρονα πηγή και δέκτη δυνατών επηρεασμών. - Οι διάφορες επιταγές στις οποίες τα άτομα είναι υποχρεωμένα να προσαρμόζονται έχουν μια επίδραση μεταβλητή, γιατί ασκούνται σε διαφορετικούς ανθρώπους, των οποίων τα κίνητρα παραμένουν απροσδιόριστα και κυμαινόμενα. Η εκπλήρωση, έτσι, της πράξης καθενός υπόκειται στην τύχη. Η εκτέλεσή της δε διεξάγεται με συμμετρικό και ομοιόμορφο τρόπο ούτε και πραγματώνεται αναγκαστικά. Επομένως, το αποτέλεσμα της πράξης καθενός δεν μπορεί να παραχθεί καθ' ολοκληρίαν από αρχικούς όρους ίδιους για όλους. - Ακόμη και για μια δεδομένη δέσμη αλληλεπιδράσεων, όπως, για παράδειγμα, η αντίδραση του καταναλωτικού κοινού στην αύξηση της τιμής ενός αγαθού, η προτίμηση καθενός εκφράζεται συνήθως συγκριτικά και σχετικά. Με άλλα λόγια, η τροποποίηση και η προσαρμογή των ενεργειών του είναι περιορισμένη και διαβαθμισμένη. - Επειδή λοιπόν είναι όχι μόνο αδύνατο αλλά και ανορθολογικό να θέλουμε να αναζητήσουμε μια τέλεια ανάλυση βασισμένη σε μια καθολική αρχή, πρέπει να μάθουμε να συλλογιζόμαστε σχετικά (λογική του «περίπου») και όχι κατηγορηματικά (λογική του «όλα ή τίποτα»). Πολλοί είναι οι θεωρητικοί, όπως ο Βέμπερ (Weber), ο Ζόμπαρτ (Sombart), ο Χάγιεκ (Hayek), ο Σουμπέτερ (Schumpeter) και ο Πιαζέ (Piaget), οι οποίοι υιοθέτησαν και ανέπτυξαν αυτή τη μεθοδολογική προσέγγιση, για να κατανοήσουν κάθε κοινωνικό φαινόμενο, είτε αυτό ανήκει στην Οικονομία είτε στην Κοινωνιολογία, στην Ψυχολογία ή στην Πολιτική Επιστήμη. Η ορθότητα του επιχειρήματος του μεθοδολογικού ατομισμού έχει αμφισβητηθεί έντονα από πολλά και διαφορετικά θεωρητικά ρεύματα των Κοινωνικών Επιστημών. Προτάσσοντας την έννοια της κοινωνίας που καθορίζει τα άτομα, οι θιασώτες του Ντυρκέμ απορρίπτουν αυτή τη μεθοδολογική προσέγγιση, θεωρώντας ότι το άτομο εκφράζει τις κοινωνικές σχέσεις, αλλά και οι μαρξιστές δεν του αναγνωρίζουν τον καθοριστικό ρόλο για την κατανόηση κάθε κοινωνικού φαινομένου. Αποδεχόμενοι ότι το άτομο είναι απλό μέρος των κοινωνικών δομών, οι δομιστές αρνούνται να του αποδώσουν μια μεθοδολογική προτεραιότητα. Όλες αυτές οι αντιλήψεις προτάσσουν μια ολιστική θέση που δέχεται ότι η κοινωνία ως όλον είναι παραπάνω από τα μέλη της και γι' αυτό καθορίζει τους σκοπούς του ατόμου διαμορφώνοντας και την ατομική του συμπεριφορά. 144
4.10. ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΣ Η διαλεκτική είναι ένας τρόπος σκέψης που συστηματοποιήθηκε σε φιλοσοφική στάση και αναπτύχθηκε ήδη από την Αρχαιότητα. Κύριο χαρακτηριστικό της είναι ότι παρατηρεί και ερευνά τον κόσμο ως ενιαίο σύνολο που βρίσκεται σε διαρκή κίνηση και εξέλιξη. Μελετά δηλαδή τις αλληλεξαρτήσεις των φαινομένων και την ανάπτυξή τους στη φύση και στην κοινωνία. Η βασικότερη θέση της διαλεκτικής είναι ότι η κίνηση και η εξέλιξη δεν αποτελούν μια ευθύγραμμη πορεία, αλλά μια διαδικασία που συντελείται μέσω αντιθέσεων, ρήξεων, αλμάτων, οπισθοδρομήσεων, ριζοσπαστικών αλλαγών. Ο διαλεκτικός τρόπος σκέψης συνδέθηκε και με τις δύο κατευθύνσεις της φιλοσοφικής παράδοσης: τον ιδεαλισμό και τον υλισμό. Στην πρώτη περίπτωση, η διαλεκτική εκφράζεται ως εκδίπλωση και κίνηση του πνεύματος, της ιδέας, ενώ στη δεύτερη της ύλης. Και στις δύο περιπτώσεις διατηρείται ο χαρακτήρας της διαλεκτικής κίνησης, αναγνωρίζεται η αλληλεξάρτηση των φαινομένων και αναζητούνται οι μεταξύ τους σχέσεις και οι νόμοι που τις διέπουν. Σε κάθε περίπτωση, η διαλεκτική θεωρείται γενική θεωρία της εξέλιξης. Η υλιστική διαλεκτική προσδιορίζεται από τους εκφραστές της ως η επιστήμη των γενικών νόμων της κίνησης και της εξέλιξης της φύσης, της ανθρώπινης κοινωνίας και της νόησης. Εξετάζει δηλαδή τις γενικές αλληλουχίες και νομοτέλειες κάθε εξέλιξης στη φύση, στην κοινωνία και στη σκέψη, βασιζόμενη στις γνώσεις και στα πορίσματα των επιμέρους επιστημών και αποτελώντας γενίκευση τους. Θεωρεί την εξέλιξη ως αυτοκίνηση της ύλης, της οποίας η πηγή και η κινητήρια δύναμη βρίσκονται στην ίδια την ύλη, στις εσωτερικές της αντιθέσεις. Ο ι νόμοι της δ ι α λ ε κ τ ι κ ή ς : Οι γενικοί νόμοι κίνησης και εξέλιξης του κόσμου που αναγνωρίζει η διαλεκτική είναι οι εξής: - ο νόμος της ενότητας και της πάλης των αντιθέτων, - ο νόμος της μετατροπής των ποσοτικών αλλαγών σε ποιοτικές, και - ο νόμος της άρνησης της άρνησης. Ο πρώτος νόμος βασίζεται στην αποδοχή ότι η γενική κίνηση της φύσης και της κοινωνίας καθορίζεται από τη συνύπαρξη και ταυτόχρονα τη διαπάλη διαφορετικών στοιχείων που βρίσκονται στο εσωτερικό των φυσικών και των κοινωνικών φαινομένων. Μια χαρακτηριστική περίπτωση είναι ο τρόπος που παρουσιάζεται η ανθρώπινη κοινωνία στα διάφορα στάδια της εξέλιξής της. 145
Στην κλασική αρχαιότητα, για παράδειγμα, η ιστορικοκοινωνική εξέλιξη καθορίζεται έχοντας ως βασική αντίθεση εκείνη μεταξύ δουλοκτητών και δούλων, ενώ στην αστική κοινωνία η βασική αντίθεση αναπτύσσεται μεταξύ καπιταλιστών και εργατών. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η αντίθεση προϋποθέτει την αναγκαία ενότητα των αντιτιθέμενων μερών. Δηλαδή η ύπαρξη του ενός απαιτεί αναγκαστικά την ύπαρξη του άλλου και αντιστρόφως. Δεν μπορούν, ας πούμε, να υπάρξουν καπιταλιστές δίχως εργάτες ούτε εργάτες δίχως καπιταλιστές. Ο δεύτερος νόμος αναφέρεται στην αλληλεξάρτηση της ποιότητας (της ορισμένης ιδιοσυστασίας ενός αντικειμένου) και της ποσότητας (του βαθμού ανάπτυξής του). Οι αλλαγές ποσοτικού χαρακτήρα που λαμβάνουν χώρα στη φύση και στην κοινωνία σημειώνονται μέσα στα όρια μιας δεδομένης ποιότητας. Σ' ένα ορισμένο σημείο, όμως, σι συνεχείς ποσοτικές αλλαγές οδηγούν στο ξαφνικό πέρασμα σε μια νέα ποιότητα. Διακόπτεται, δηλαδή, η ομαλή πορεία της εξέλιξης και επισυμβαίνει μια αλματώδης αλλαγή. Έτσι, για παράδειγμα, εξηγείται το φαινόμενο των κοινωνικών επαναστάσεων. Ο τρίτος νόμος καλύπτει τη διαδικασία της διαλεκτικής άρνησης. Κατά τη διαδικασία της εξέλιξης, δηλαδή, η ποιότητα που υπήρχε μέχρι τότε αναιρείται, ξεπερνιέται και εμφανίζεται μια νέα ποιότητα. Η παλιά ποιότητα, όμως, δεν καταστρέφεται. Τα θετικά, τα γόνιμα στοιχεία της διατηρούνται στη νέα ποιότητα, σ' ένα νέο επίπεδο εξέλιξης. Για παράδειγμα, κατά τη διαδικασία της κοινωνικής εξέλιξης, διάφορες μορφές του πολιτισμού, θεσμοί, επιστημονικές κατακτήσεις, στοιχεία της κοινωνικής ζωής διατηρούνται και συχνά ολοκληρώνονται, ως προς τις ουσιαστικές τους πλευρές, σε επόμενες βαθμίδες της κοινωνικής ζωής. Η δ ι α μ ό ρ φ ω σ η της διαλεκτικής μεθόδου: Η διαλεκτική μέθοδος εφαρμόζει κανόνες, οδηγίες, ερευνητικές διαδικασίες που προκύπτουν από τους νόμους της διαλεκτικής. Ό π ω ς διακηρύσσουν οι οπαδοί της, η διαλεκτική μέθοδος απαιτεί: αντικειμενικότητα, καθολικότητα της ανάλυσης (προσοχή δηλαδή στην ολότητα των πολύπλευρων σχέσεων των πραγμάτων μεταξύ τους), ιστορική προσέγγιση των φαινομένων, αποκάλυψη των καθοριστικών τους αντιθέσεων. Η εφαρμογή της διαλεκτικής μεθόδου στην Ιστορία και στην κοινωνία διατυπώνεται στη μαρξιστική παράδοση ως ιστορικός υλισμός. Αυτός εξετάζει την κοινωνία ως σύνολο, ερευνά τις σχέσεις, τις διαδικασίες, τις αλληλεξαρτήσεις των κοινωνικών φαινομένων και θεωρεί την εξέλιξη της κοινωνικής ζωής ανάλογη με μια φυσικοϊστορική διαδικασία που καθορίζεται από αντικειμενικούς 146
νόμους. Ο ιστορικός υλισμός αναγνωρίζει βέβαια ότι αυτοί οι κοινωνικοί νόμοι αποτελούν συναρτήσεις της συνειδητής, σκόπιμης δραστηριότητας των ανθρώπων. Το βασικό εξηγητικό σχήμα του ιστορικού υλισμού διατυπώθηκε ως σχέση της υλικής βάσης της κοινωνίας και του εποικοδομήματος. Ως υλική βάση θεωρούνται οι αναγκαίες σχέσεις που έχουν οι άνθρωποι στην κοινωνική παραγωγή της ζωής τους και που είναι ανεξάρτητες από τη θέλησή τους και αντιστοιχούν σ' ένα ορισμένο επίπεδο ανάπτυξης των υλικών παραγωγικών τους δυνάμεων (ανθρώπινη εργατική δύναμη, μέσα παραγωγής, τεχνολογία, οργάνωση, κτλ.). Το εποικοδόμημα αποτελούν οι νομικοί, πολιτικοί θεσμοί, η γενική διανοητική πορεία της ζωής, οι διάφορες μορφές κοινωνικής συνείδησης, κτλ. Η βάση και το εποικοδόμημα βρίσκονται σε διαλεκτική σχέση αλληλεπηρεασμού, με καθοριστικότερη την επίδραση της πρώτης στο δεύτερο.
4.11. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΣΜΟΣ Ο λειτουργισμός, ως μέθοδος ανάλυσης των κοινωνικών φαινομένων, προέρχεται από τη θεωρητική αντίληψη του 19ου αιώνα που παρομοίαζε την κοινωνία με ζωντανούς οργανισμούς και παρουσίαζε τα κοινωνικά φαινόμενα ως βιολογικά. Η αναλυτική του προσέγγιση εξετάζει διεξοδικά τη λειτουργία ανθρώπων και θεσμών και δεν ασχολείται με τη γέννηση και τη δημιουργία των κοινωνικών φαινομένων. Η έννοια της λειτουργίας: Γενικά ο όρος «λειτουργία» σημαίνει το ρόλο που διαδραματίζει ένα όργανο μέσα σ' ένα σύστημα του οποίου τα μέρη είναι αλληλοεξαρτώμενα. Το σύστημα αυτό μπορεί να είναι μηχανικό, της φυσιολογίας ενός οργανισμού, γλωσσικό, κοινωνικό. Για παράδειγμα, η λειτουργία τιμονιού στο αυτοκίνητο, των πνευμόνων στον ανθρώπινο οργανισμό, του επιθέτου στο προσδιορισμό του ουσιαστικού, του χρήματος στην κοινωνία. Στις Κοινωνικές Επιστήμες, η έννοια της λειτουργίας δείχνει το ρόλο ενός κοινωνικού θεσμού και τον τρόπο αμοιβαίας επίδρασης που έχει με άλλους για τη διατήρηση του συστήματος (για παράδειγμα, η λειτουργία των κομμάτων μέσα στο σύστημα της δημοκρατικού πολιτεύματος). Ένας θεσμός μπορεί να έχει πολλές λειτουργίες (για παράδειγμα, το σχολείο κοινωνικοποιεί, εκπαιδεύει, επιλέγει), όπως, επίσης, μια λειτουργία μπορεί να πραγματοποιηθεί από πολλούς διαφορετικούς θεσμούς (για παράδειγμα, η κοινωνικοποίηση από το σχολείο, την οικογένεια ή τον αθλητικό σύλλογο). Ο όρος «λειτουργία» απαντά, επίσης, στις Κοινωνικές Επιστήμες, για να δηλώσει το επάγγελμα, μια απασχόληση ή το σύνολο καθηκόντων με τα οποία είναι ε147
Κουρτ Σβίτερς, «Κύκλοι», 1919.
πιφορτισμένος κάποιος εξαιτίας της θέσης του, για παράδειγμα, το λειτούργημα του παιδαγωγού, του δικαστή κτλ. Τέλος, στις Κοινωνικές Επιστήμες η έννοια της λειτουργίας συναντάται με τη μαθηματική της σημασία. Στα μαθηματικά, με τον όρο «λειτουργία» εννοούμε τη σχέση που υ π ά ρ χ ε ι μεταξύ δύο ή περισσοτέρων στοιχείων κατά τέτοιο τρόπο που η αλλαγή του ενός προκαλεί τροποποίηση στο άλλο ή σ' όλα τα στοιχεία. Στις Κοινωνικές Επιστήμες, η μαθηματική σημασία επιτρέπει να εξηγήσουμε σιατιστικά διάq>opa φαινόμενα. Μέσα από ανάλυση στοιχείων, για παράδειγμα, μπορούμε να πούμε ότι η είσοδος στα πανεπιστήμια εξαρτάται από την κοινωνική προέλευση των υποψηφίων. Δηλαδή οι κανόνες επιτυχίας στο πανεπιστήμιο βρίσκονται σε συνάρτηση με την κοινωνική προέλευση.
Κλασικός λειχουργισμός: Θεμελιωτής του κλασικού λειτουργισμού θεωρείται ο Μαλινόφσκι (βλ. 3.5.1.). Η λειτουργιστική του προσέγγιση αντιτίθεται αποφασιστικά και σθεναρά στην εξελικτική και ατομιστική εξήγηση του πολιτισμικού φαινομένου, διακηρύσσοντας ότι κάθε κουλτούρα τακτοποιεί αρμονικά τα στοιχεία που τη συνθέτουν. Τα αξιώματά του είναι τα ακόλουθα: a) I I λειτουργία αναλύεται σε σχέση με το καθολικό σύστημα στο οποίο αναφέρεται. β) Ό λ α τα κοινωνικά και πολιτισμικά στοιχεία εκπληρώνουν κοινωνικές λειτουργίες και γι" αυτό τα στοιχεία είναι απαραίτητα για την κατανόηση του συστήματος. Πρέπει να σημειωθεί όμως ότι πρόκειται για μια σχηματοποίηση των θέσεων του λειτουργισμού. Κριτική του κλασικού λειτουργισμού: Ο Μέρτον (Merton), ένας από τους κύριους εκπροσώπους του λειτουργισμού, δείχνει την αντίφαση αυτών των υποθέσεων με την πραγματικότητα ανανεώνοντας τη λειτουργιστική σκέψη. 148
α) Κριτική της απόλυτης λειτονργιστικής ιδέας. Ένας θεσμός, για παράδειγμα, μπορεί να είναι λειτουργικός για μια συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων και όχι για όλες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η λειτουργιστική εξήγηση της θρησκείας. Σίγουρα η συνεκτική λειτουργία της θρησκείας είναι σημαντική, ιδιαίτερα σε κοινωνίες που δε χρησιμοποιούν γραφή, ενώ σε άλλες μπορεί να έχει διαλυτικό ρόλο και οι διαμάχες να πάρουν βίαιες μορφές που κατακερματίζουν τη θεμελιακή συνοχή της κοινωνίας (καθολικοί - προτεστάντες - καλβινιστές). Αυτό σημαίνει ότι το λειτουργιστικό μοντέλο δεν μπορεί να θεωρείται ότι εξηγεί απόλυτα την κοινωνία. β) Κριτική στην αρχή της καθολικής θετικής σημασίας του λειτουργισμού. Ενα), σύμφωνα με τη κλασική αντίληψη, όλα τα κοινωνικά και πολιτισμικά στοιχεία έχουν πάντα μια θετική λειτουργία, για τον Μέρτον αυτή η θέση αγνοεί μια σειρά μη λειτουργικών συνεπειών με μεγάλη πρακτική και θεωρητική σημασία. Το παράδειγμα που αναφέρει είναι η διατήρηση των κουμπιών στα μανίκια των ευρωπαϊκών ανδρικών σακακιών, τα οποία, ενώ δε χρησιμεύουν σε τίποτα, διατηρούν τη συνέχεια με την παράδοση μιας άλλης εποχής. Αυτό σημαίνει ότι κάθε στοιχείο μπορεί να έχει λειτουργίες, αλλά ο κοινωνικός επιστήμονας δεν μπορεί να αποφαίνεται ότι είναι λειτουργιστικό. γ) Κριτική του αξιώματος της αναγκαιότητας. Για τον κλασικό λειτουργισμό, κάθε πίστη, κάθε συνήθεια, κάθε υλικό αντικείμενο εκπληρώνει μια βασική λειτουργία απαραίτητη σε μια οργανική ολότητα. Είναι όμως η λειτουργία απαραίτητη ή το στοιχείο που εκπληρώνει τη λειτουργία ή και τα δύο; Είναι η λειτουργία του φαινομένου της θρησκείας απαραίτητη ή ορισμένες τελετουργίες της θρησκείας που εκπληρώνουν τις θρησκευτικές λειτουργίες; Η πραγματικότητα μας δείχνει, σύμφωνα με τον Μέρτον, ότι οι ανθρώπινες και οι κοινωνικές ανάγκες μπορούν να ικανοποιηθούν με διάφορους τρόπους. Ένας και μόνο θεσμός μπορεί να καλύψει πολλές λειτουργίες, όπως μία και μόνη λειτουργία μπορεί να επιτελείται από πολλούς θεσμούς, για παράδειγμα η κοινωνικοποίηση, όπως είδαμε. Απέναντι λοιπόν στην λειτουργιστική αναγκαιότητα ο Μέρτον προτείνει τα λειτουργικά υποκατάστατα, όπως συμβαίνει με ορισμένες πρακτικές συνταγές ιατρικής φύσης που στη σύγχρονη κοινωνία υποκαταστάθηκαν, για παράδειγμα, από την ομοιοπαθητική. Ρητές και άδηλες λειτουργίες: Για να τεκμηριώσει ο Μέρτον την ουδετερότητα της λειτουργικής μεθόδου εισάγει δύο νέες έννοιες, τη ρητή και την άδηλη λειτουργία. Σκοπός της διάκρισης είναι να αποφευχθεί κάθε σύγχυση μεταξύ συνειδητών κινήτρων μιας κοινωνικής συμπεριφοράς και αντικειμενικών συνεπειών. Οιρψές λειτουργίες είναι οι εκούσιες συμπεριφορές από τους συμμετέχοντες στο κοινωνικό σύστημα και αποβλέπουν στη συνοχή του, ενώ οι άδηλες είναι ακούσιες, 149
μονολότι συμβάλλουν και αυτές στη συνοχή της κοινωνίας. Ο στόχος αυτής της διάκρισης, δηλαδή η χρησιμότητά της στην έρευνα, είναι να επιτρέψει την ορθολογική ανάλυση πρακτικών οι οποίες διαφορετικά θα εμφανίζονταν ως ανορθολογικές (για παράδειγμα, οι λιτανείες που α π ο σ κ ο π ο ύ ν MM* uHuiittl ^ στην έλευση βροχής). Η m T-l ρητή λειτουργία της λιτανείας δεν εκπληρώνεται εΜαξ Ερνστ, «Είναι το καπέλο που κάνει τον άνθρωπο», 1920. πειδή ένα τέτοιο φαινόμενο ανήκει στη Μετεωρολογία και όχι στις Κοινωνικές Επιστήμες. Για τον κοινωνικό επιστήμονα, εκείνο που έχει σημασία είναι η άδηλη λειτουργία που έχει η τελετουργία που μελετά. Με άλλα λόγια, αυτή η πρακτική έχει την άδηλη αλλά αντικειμενική λειτουργία να ενδυναμώσει τη συνοχή μιας ομάδας δίνοντας τη δυνατότητα στα μέλη της να συγκεντρωθούν ορισμένες χρονικές στιγμές. Η διάκριση αυτή εμπλουτίζει την κοινωνική παρατήρηση και ανάλυση, αλλά κατ' ουσίαν παραμένει ένα περιορισμένο επίπεδο εξήγησης, γιατί δεν εξηγεί τη μεταβολή, δεν αναφέρεται δηλαδή στο πώς τα πράγματα αλλάζουν. ρι4φ,»,*)ΙΙΜ·
uaprtuntrten.
f>
4.12. ΔΟΜΙΣΜΟΣ Ό π ω ς πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Πιαζέ, ο δομισμός είναι μέθοδος και όχι δόγμα. Με τη λέξη «μέθοδος» εννοούμε εδώ τον τρόπο προσέγγισης και σύλληψης των προβλημάτων. Ως γόνιμη μεθοδολογική ανάλυση εμφανίστηκε στη γλωσσολογία: οι ήχοι (τα φωνήματα) δεν έχουν νόημα, αλλά ο συνδυασμός τους, η διαρρύθμισή τους, η αλληλεξάρτησή τους - δ η λ α δ ή η δομή της γλώσσας- τους δίνει ένα νόημα [για παράδειγμα, τα φωνήματα (ήχος) δ-ε-ν-τ-ρ-ο, όταν προφερθούν το καθένα ξεχωριστά, δεν έχουν νόημα, αλλά η γλώσσα τα διαρρυθμίζει και τα διαρθρώνει σε ενιαίο σύνολο, τη λέξη «δέντρο», που έχει νόημα]. 150
Η ιδέα της δομής: Μια δομή είναι ένα σύστημα που σχηματίζει ένα όλον του οποίου τα μέρη είναι αλληλεξαρτώμενα. Το όλον μπορεί να είναι υλικό, για παράδειγμα το ανθρώπινο σώμα, μπορεί να είναι άυλο, όπως η δομή του λόγου του τάδε πολιτικού, όπως η δομή του κράτους, κοινωνικό, όπως η δομή της οικογένειας, κτλ. Στις Κοινωνικές Επιστήμες, η υιοθέτηση της δομικής μεθόδου σημαίνει ότι οι μελέτες και οι έρευνες εξετάζουν και αναλύουν το αντικείμενο τους αναφερόμενες στη δομή του, στην οργάνωση όπου βρίσκεται και, τέλος, στο διευρυμένο σύστημα όπου εντάσσεται. Η ιδέα της δομής περιέχει λοιπόν πολλά συνοίνυμα, όπως οργάνωση, σύστημα, σχέσεις, κτλ., που της προσδίδουν αμφιλεγόμενο περιεχόμενο. Η άρση του διφορούμενου επιβάλλει το διττό προσδιορισμό του όρου «δομή». Καταρχάς η λέξη «δομή» εκλαμβάνει το μελετώμενο αντικείμενο ως σύστημα. Αυτός ο τρόπος προσέγγισης αναδεικνύει και απαριθμεί τον κύριο και γενικό δομικό χαρακτήρα του συστήματος, αφού πρώτα το διακρίνει από άλλα, για παράδειγμα δομημένες ομάδες ανθρώπων με συγκεκριμένους στόχους και ομάδες ανθρώπων με χαλαρή συνοχή και γενικούς στόχους. Έτσι, εδώ με τον όρο «δομή» εννοούμε ένα διαμορφωμένο σύνολο, σχηματισμένο σε ολότητα, του οποίου τα στοιχεία συγκρότησης υπογραμμίζουν το συστημικό του χαρακτήρα. Στη συνέχεια το πρόβλημα είναι να καθοριστεί η δομή, δηλαδή να αναδειχτεί η λογική που τη διέπει. Ό τ α ν ο Λεβί Στρως στην Ανθρωπολογία και οι ψυχολόγοι χρησιμοποιούν τον όρο «δομή» για να μελετήσουν διαφορετικά φαινόμενα, όπως η συγγένεια, ή τις αναλύσεις παραγόντων που συντελούν στη διαμόρφωση της ανάρμοστης συμπεριφοράς, αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν κοινά στοιχεία μεταξύ των διαφορετικών δομών. Το κοινό είναι η συγκρότηση της λογικής της δομής πέρα από τα εμφανή και παρατηρήσιμα στοιχεία που τη χαρακτηρίζουν. Μια δομή είναι κατ' ουσίαν η θεωρία ενός συστήματος ανεξάρτητα από το συγκεκριμένο αντικείμενο αναφοράς, που μπορεί να είναι διαφορετικό (η συγγένεια, για παράδειγμα, στις αρχαϊκές κοινωνίες ή ο πληθυσμός σε άλλες). Σύμφωνα με τον πρώτο ορισμό, μπορούμε να πούμε ότι η δομική μέθοδος είναι η μελέτη του συστηματικού και καθολικού χαρακτήρα ενός αντικειμένου. Αυτή όμως η προοπτική της μεθόδου είναι γενική και πρόδηλη και μπορεί να είραρμόζεται σε πολλούς τομείς. Ό λ ο ς ο κόσμος, για παράδειγμα, αποδέχεται ότι η Γλωσσολογία, η Οικονομία, η Κοινωνιολογία, η Πολιτική Επιστήμη μελετούν «συστήματα», χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει τίποτα ιδιαίτερο και συγκεκριμένο. Αν όμως ορίσουμε ως μέθοδο το σύνολο των σταθερών διαδικασιών το οποίο επιτρέπει την απαίτηση επαληθεύσιμης γνώσης για τη μελέτη κά151
θε αντικειμένου και την εξήγηση της αμοιβαίας επίδρασης των στοιχείων που το συγκροτούν, τότε δύσκολα μπορούμε να πούμε ότι μια τέτοια μέθοδος υπάρχει. Οι έρευνες στην Ανθρωπολογία ή στην Οικονομία έχουν σημειώσει σ ί γ ο υ ρ α α ξ ι ό λ ο γ η π ρ ό ο δ ο , αλλά πρόκειται για ε φ α ρ μ ο γ ή άλλων επιστημονικών μοντέλων και ταυτόχρονη τελειοποίηση των μεθόδων π α ρ α τ ή ρ η σ η ς . Δεν υπάρχει όμως βασική μέθοδος με την έννοια που χρησιμοποιούμε την πειραματική μέθοδο, αλλά δομικές έρευνες που ανταποκρίνονται στην ανάπτυξη ορισμένων τομέων. α. Γλωσσολογία. Ο γλωσσικός δομισμός μελετά τις γλώσσες σε μια δεδομένη στιγμή της ανάπτυξής τους σαν ένα όλον του οποίου τα συστατικά στοιχεία είναι αλληλοεξαρτώμενα. Ως μέθοδος ανάλυσης, ο γλωσσικός δομισμός χρησιμοποιήθηκε από τον Σωσσύρ, ο οποίος κατέληξε στο συμπέρασμα πως η ιστορία μιας Β. Καντίνσκι, «Μαλακωμένη Κατασκευή», 1927, λέξης δεν μπορεί να εξηγήσει τη ση«Το περιεχόμενο δεν είναι π α ρ ά το σΰνολο οργανωμένων τάσεων». μασία της. Αντίθετα, η σημασία της λέξης εξαρτάται από το γενικό σύστημα της γλώσσας, το οποίο είναι συνδεδεμένο με το περιβάλλον της εποχής του (συγχρονία). β. Ανθρωπολογία. Η Ανθρωπολογία ερευνά τά φυσικά χαρακτηριστικά των λαών, μελετά τους θεσμούς και τους πολιτισμούς διάφορων εθνών, συνθέτοντας ταυτόχρονα μια γενική θεωρία εξήγησής τους (Εθνολογία). Κατά τον Λεβί-Στρως, η Εθνολογία εκφράζει περισσότερο την ιδέα μιας μεθόδου και όχι μια πραγματικότητα, γιατί, στηριγμένη στην άμεση παρατήρηση, τείνει πάντα να δώσει μια εξήγηση των κοινωνικών φαινομένων. 152
Σε πρακτικό επίπεδο λοιπόν, η δομική ανάλυση ως μέθοδος αναπτύχθηκε από τους εθνολόγους γιατί έπρεπε να οργανώσουν συστηματικά πολλές και διαφορετικής φΰσης πληροφορίες. Έ π ρ ε π ε δηλαδή να βρουν κοινές κατηγορίες για να μπορέσουν να συγκρίνουν, να ταξινομήσουν και να ιεραρχήσουν τις πληροφορίες για τη μελέτη της κοινωνίας. Σε θεωρητικό επίπεδο, το περιεχόμενο της δομικής ανάλυσης προέρχεται από τον Σπένσερ, που όρισε τα όρια μεταξύ δομής και λειτουργίας ενός κοινωνικού οργανισμού. Στη διαμόρφωση όμως του περιεχομένου του όρου «δομή» συνεισέφεραν πολλοί στοχαστές, από τον Μοντεσκιέ και τον Ντυρκέμ ως το μαρξισμό και τη θεωρία Gestalt (θεωρία της μορφής). Γενικά μπορούμε να πούμε ότι, στο σύνολο πολλαπλών κοινωνικών σχέσεων σε μια κοινωνία, μια δεδομένη χρονική στιγμή συνιστά την ιδέα της δομής, η οποία ορίζεται πλέον από την εσωτερική της συνάφεια και από τη διατήρησή της στο χρόνο. Για τον Λεβί-Στρως, όμως, η έννοια της δομής περιέχει καθορισμένες ιδιότητες, των οποίων ο συνδυασμός και η μετατροπή επιτρέπουν να περάσουμε από το ένα σύστημα στο άλλο, από τις αρχαϊκές κοινωνίες στις σύγχρονες κοινωνίες, και να κατανοήσουμε τις σχέσεις τους. Η δυνατότητα της δομικής ανάλυσης της μεθόδου είναι ακριβώς ότι μας επιτρέπει να υπερβούμε ένα σύστημα σχέσεων και να συγκρίνουμε πολλές κοινωνίες μεταξύ τους. γ. Ψυχολογία. Η έννοια της δομής στην Ψυχολογία χρησιμοποιήθηκε από τους Αμερικανούς σε αντίθεση με την Αναλυτική Ψυχολογία. Η δομή είναι μια σύνθετη ενότητα όπου τα μέρη και οι επιμέρους διαδικασίες εξαρτώνται από το όλον, το οποίο προηγείται των μερών. Κατ' αυτό τον τρόπο, ο δομισμός συνιστά μια αντίδραση απέναντι στον ψυχολογικό ατομισμό, προσανατολίζοντας πλέον την έρευνα στις διαπροσωπικές σχέσεις και επικοινωνίες. Στη Κοινωνική Ψυχολογία, η έννοια της δομής μοιάζει με εκείνη της ολότητας και χρησιμοποιείται στη μελέτη των κοινωνικών παραγόντων επίδρασης για τη διαμόρφωση της ανθρώπινης συμπεριφοράς σε ατομικό και διαπροσωπικό επίπεδο. Η οικογένεια, ο επαγγελματικός χώρος, οι θεσμοί, οι κανόνες, οι αξίες πολιτισμών και τα πολιτικά πλαίσια δημιουργούν τάξεις σχέσεων που έχουν καθοριστική καθημερινή επίδραση στη δράση των ανθρώπων. δ. Οικονομία. Η Οικονομία είναι η επιστήμη των ορθολογικής διαχείρισης των αγαθών με σκοπό την απόκτηση της καλύτερης και μέγιστης απόδοσής τους. Το γεγονός όμως ότι υπάρχουν, για παράδειγμα, (ραινόμενα κρίσης στη διαχείριση των αγαθών ή τάσεις ρύθμισης της κρίσης δηλώνει ότι η λειτουργία της οικονομίας είναι συνδεδεμένη με εκείνη της δομής. Η έννοια της δομής χρησιμεύει λοιπόν τόσο για να προσδιορίσει τη λογική των σχέσεων της οικονομικής δραστηριότητας μια δεδομένη στιγμή όσο και το φαι153
νόμενο της οικονομικής ανάπτυξης. Έτσι, και η έννοια της δομής βοηθά να προσδιοριστεί η στατική έκφραση της οικονομίας μιας χώρας, γιατί δείχνει τις σχέσεις που χαρακτηρίζουν ένα οικονομικό σύνολο σε προσδιορισμένο χρόνο (για παράδειγμα, η οικονομία μιας χώρας το 1999). Αντίθετα, όταν εξετάζεται ο ρυθμός ανάπτυξης, η έννοια της δομής εκφράζει τα στοιχεία ενός οικονομικού συνόλου που δεν είναι σταθερά αλλά αλλάζουν σε σχέση με άλλα, όπως είναι, ας πούμε οι κρατικές ή οι ξένες επενδύσεις. Η δομή παρουσιάζει λοιπόν τη σταθερή βάση της οικονομίας, ενώ το μεταβλητό, δηλαδή η εισροή ξένων κεφαλαίων, εκφράζει τη συγκυρία, δηλαδή αυτό που αλλάζει. ε. Κοινωνιολογία. Ο δομισμός στην Κοινωνιολογία είχε ευρεία εφαρμογή ανεξάρτητα από το αν χρησιμοποιείται συνειδητά ή όχι ο όρος «δομή». Η τάση των κοινωνιολόγων να απαλλαγούν από τα παραδοσιακά σχήματα ερμηνείας μεταξύ τάξης και προόδου, στατικού και δυναμικού, θεσμών και οργάνωσης οδήγησαν τους κοινωνιολόγους στην έννοια της κοινωνικής δομής. Κάθε κοινωνική δομή, είτε είναι συγκεκριμένη (για παράδειγμα, δομή μιας ομάδας) είτε είναι καθολική (για παράδειγμα, η δομή μιας κοινωνίας), εκφράζει μια ισορροπία των στοιχείων που τη συγκροτούν σε μια δεδομένη χρονική στιγμή. Η κοινωνική δομή ανανεώνεται συνεχώς, σε συνάρτηση πάντα με την πολυπλοκότητα των ιεραρχιών του συνολικού κοινωνικού φαινομένου το οποίο έχει χαρακτήρα μακρο-κοινωνιολογικό (δηλαδή μελέτη ενός κοινωνικού φαινομένου σε μεγάλη χρονική διάρκεια), ενώ η συγκεκριμένη δομή δεν παρουσιάζει παρά μία όψη του. Η ισορροπία των πολλαπλών ιεραρχιών εδραιώνεται πάνω σ ένα συνδυασμό σχέσεων που εξαρτώνται από σημεία, σύμβολα, κοινωνικούς ρόλους, αξίες, ιδέες που διέπουν αυτές τις δομές. Παρόλο λοιπόν που στην Εθνολογία η δομή είναι ένα σύνολο σταθερών και αμετάβλητων σχέσεων (αφηρημένη κατασκευή) που κατασκευάστηκε για να μελετηθεί ένα κοινωνικό φαινόμενο, στην Κοινωνιολογία η δομή είναι μια σταθερά που εκφράζει την εύθραυστη ισορροπία αντίρροπων δυνάμεων σε μια συνεχή κίνηση, η οποία όμως τροποποιείται για να διατηρηθεί η γενική ισορροπία του κοινωνικού συστήματος. Οι επιμέρους δομές ελέγχονται από τη γενική δομή του κοινωνικού συστήματος. Ο τρόπος λοιπόν που χρησιμοποιούν οι Κοινωνικές Επιστήμες την έννοια της δομής δείχνει ότι, κατά μία άποψη, υπάρχουν «δομισμοί» που αντιτίθενται. Τα συστήματα συγγένειας και οι κανόνες του γάμου μπορούν να αναλυθούν σύμφωνα με τις αρχές του γλωσσικού δομισμού και να μεταφερθούν ως μοντέλο για την ανάλυση και άλλων κοινωνικών δομών. Όμως μια ομάδα, μια κοινωνία, ένας θεσμός, ένα οικονομικό σύστημα περιέχουν κοινωνικά γεγονότα που δύσκολα καθορίζονται και προσδιορίζονται. Η πρόσληψη της κοινωνίας γίνεται κατά τρόπο αποσπασματικό, επειδή τα κοινωνικά φαινόμενα αλλάζουν στο χώρο και στο χρόνο, 154
ενώ η δομή της γλώσσας θέτει πάντα τα ίδια προβλήματα. Ακόμη, η προσέγγιση μπορεί να είναι διαφορετική ανάμεσα στον κοινωνιολόγο και στον οικονομολόγο. Ο οικονομολόγος, όπως και ο κοινωνιολόγος, διερευνά ανθρώπινες σχέσεις, αλλά σχέσεις που αναφέρονται σε πράγματα. Οι ανθρώπινες συμπεριφορές που ενδιαφέρουν τον οικονομολόγο είναι μόνο οι ορθολογικές, γι' αυτό και η ανάλυση του οικονομολόγου είναι περισσότερο ποσοτική και η ουσία της δομής στατική, επειδή μελετά τους σταθερούς παράγοντες μεταβλητών παραμέτρων. Αντίθετα, ο κοινωνιολόγος μελετά ανθρώπινες συμπεριφορές που μπορούν να εξαρτώνται από ανθρώπινα συναισθήματα που αναφέρονται σε διαφορετικές αξίες και ιδέες. Ό μ ω ς , παρ' όλες τις αμφισημίες και τις διαφορετικές αντιλήψεις και τον τρόπο χρησιμοποίησής τους, η έννοια της δομής εκφράζει την κοινή μεθοδολογική ενασχόληση σ' όλες τις Κοινωνικές Επιστήμες. Ο δομισμός είναι το μεθοδολογικό και επιστημολογικό σημείο σύγκλισης για την ανάλυση των κοινωνικών κριτηρίων που δεν μπορούμε να αγνοήσουμε.
4.13. ΣΥΣΤΗΜΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ Με βάση τις έννοιες της λειτουργίας και της δομής, οι Κοινωνικές Επιστήμες άρχισαν προοδευτικά να 0iapopqxovouv, όπως και οι Φυσικές Επκπήμες, την ιδέα του συστήματος ως εργαλείου εξήγησης και ανάλυσης της κοινωνίας. Η συστημική ανάλυση στις Κοινωνικές Επιστήμες έχει σκοπό να κατασκευάσει ένα θεωρητικό μοντέλο για την ανάλυση του κοινωνικού-πολιτιστικού συστήματος και στη συνέχεια να ορίσει τις ομοιότητες και τις διαφορές με άλλους τύπους συστημάτων. Η έννοια του συστήματος όμως στις Κοινωνικές Επιστήμες δεν ορίζεται με την ίδια αυστηρότητα όπως στις Φυσικές Επιστήμες, εξαιτίας του γεγονότος ότι απαντούν διαφορετικοί ορισμοί. Έτσι, διακρίνουμε δύο γενικές τάσεις που προσανατολίζουν τη συστηματική ανάλυση στις Κοινωνικές Επιστήμες: τη δομο-λειτουργική και την κυβερνητική. Δομο-λειτουργισμός: Ο Αμερικανός κοινωνιολόγος Τ. Πάρσονς(Τ. Parsons) επεξεργάστηκε μια θεωρία για να αναλύσει το γενικό σύστημα δράσης της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την ανθρώπινη δράση είναι συνάρτηση των παραγόντων του ανθρώπου ως υποκειμένου και των σχέσεών του με τους άλλους. Για τη συστηματική ανάλυση της δράσης του υποκειμένου ο Πάρσονς διαιρεί το γενικό σύστημα αναφοράς του σε τέσσερα υποσυστήματα: το βιολογικό, το ψυχικό, το κοινωνικό και το πολιτισμικό. 155
Τα τρία πρώτα υποσυστήματα εκφράζουν τη διαντίδραση μεταξύ των δρώντων υποκειμένων. Το τελευταίο δίνει νόημα στους κανόνες ως αξίες, ως ιδεολογίες, ως ήθη κτλ. που ρυθμίζουν τη δράση και τις σχέσεις των δρώντων υποκείμενων. Η συγκεκριμένη πράξη του δρώντος είναι αποτέλεσμα συνδυασμοΰ των δυνάμεων που προέρχονται και από τα τέσσερα υποσυστήματα. Οι δε επιστήμες του ανθρώπου, για παράδειγμα, Βιολογία, Κοινωνιολογία, Ψυχολογία, δε μελετούν παρά το συγκεκριμένο τομέα του υποσυστήματος. Οι σχέσεις τ(ον υποσυστημάτων δεν είναι ισότιμες μέσα στο κοινωνικό σύστημα, αλλά ιεραρχημένες: το πολιτισμικό, που εμπεριέχει περισσότερη πληροφορία, βρίσκεται στην κορυφή, ενώ το βιολογικό, πλοΰοιο σε ενέργεια, στο κάτω μέρος της διαβάθμισης. Οι θεσμοί της κοινωνικής οργάνωσης περιλαμβάνουν συνδυασμένα τα υποσυσιήματα του πολιτισμικού και του κοινωνικού, τα οποία, διαμέσου των κοινο)ν πολιτισμικών στοιχείων, όπως αξίες, σύμβολα κανόνες, πράξεις, καθορίζουν την κοινωνική δράση του υποκειμένου. Ο θεσμός της εκπαίδευσης, για παράδειγμα, δημιουργεί ρόλους που αναφέρονται σε έναν ορισμένο τρόπο δράσης και ενέργειας του εκπαιδευτικού που έχει παγιωθεί σε κανόνες. Για τον Πάρσονς, οι δραστηριότητες αυτές βασίζονται στο γενικό πλαίσιο αναφοράς που είναι το σύστημα και στην κατανόηση της δομής τους. Η δομή. Στο έργο του για τη δομή της κοινωνικής δράσης, ο Πάρσονς διακρίνει τέσσερις αναλυτικές έννοιες -λειτουργικά προαπαιτούμενα- που είναι σταθερές και συγκροτούν τη δομή του συστήματος: το ρόλο, την κοινότητα, τους κανόνες και τις αξίες. Ο ρόλος αναφέρεται στις δραστηριότητες του ατόμου μέσα στην κοινωνία, όπως, για παράδειγμα, δικαστής, δήμαρχος, εκπαιδευτικός. Είναι αυτονόητο ότι ο ρόλος δεν περιορίζεται μόνο στην επαγγελματική διάσταση της θέσης που κατέχει το άτομο, αλλά το περιεχόμενο του είναι διευρυμένο και περιλαμβάνει τη θέση του μέσα στην οικογένεια Γ] στις διάφορες κοινωνικές ομάδες, όπως για παράδειγμα, μητέρα, μέλος αθλητικού συλλόγου. Το δεύτερο στοιχείο λοιπόν της συγκρότησης της δομής έχει σχέση με την έννοια της κοινότητας και έχει ως αναφορά τις κοινωνικές και πολιτικές ομάδες, όπως, για παράδειγμα, οικογένεια, αθλητικά σωματεία, πολιτικά κόμματα. Οι κανόνες και οι αξίες διέπουν τη συνοχή και την ενότητα του κοινωνικού συστήματος και αναφέρονται ταυτόχρονα στο πολιτισμικό και κοινωνικό υποσύστημα και τείνουν να εκφράσουν τους καθολικούς κανόνες και τις αξιακές τάσεις που χαρακτηρίζουν τις κοινές δρασιηριότητες των ανθρώπων. Η λειτουργία. Η δομή προϋποθέτει πάντα μια σταθερή και σχεδόν αμετάβλητη διαδικασία, αλλά στην πραγματικότητα αυτή η διαδικασία ποτέ δεν είναι σταθερή· μεταβάλλεται. Επομένως, η έννοια της λειτουργίας εκφράζει το δυνα156
μικό στοιχείο του συστήματος, γιατί εξασφαλίζει την ισορροπία του. Και το κοινωνικό σύστημα αντιδρά όταν υπάρχουν παράγοντες που απειλούν την ισορροπία του, ώστε να την επαναφέρει. Κατ' αναλογία λοιπόν προς την έννοια της δομής, ο Πάρσονς διακρίνει τέσσερις βασικές λειτουργίες για την αντιμετώπιση και τη ρύθμιση των προβλημάτων του συστήματος, επειδή η ισορροπία ενός κοινωνικού συστήματος είναι διαφορετικής φύσης από την ισορροπία μιας καρέκλας ή ενός σπιτιού. Η πρώτη λειτουργία είναι της ολοκλήρωσης και μπορεί να παρομοιαστεί με την αρχή της αδράνειας, επειδή στο εσωτερικό του συστήματος δε συμβαίνει τίποτα που να ταράξει την ισορροπία του. Η δεύτερη είναι η λειτουργία της ενσωμάτωσης, η οποία συντονίζει και εναρμονίζει τα στοιχεία του συστήματος. Το πρόβλημα εδώ εντοπίζεται στη διακήρυξη αλληλεγγύης των στοιχείων του συστήματος, ώστε να εξασφαλιστεί η λειτουργία του. Η τρίτη λειτουργία είναι συνδυασμένη με την επίτευξη στόχων σύμφωνα με τα κατεστημένα πρότυπα του συστήματος. Η τέταρτη είναι συνάρτηση της προηγούμενης και αναφέρεται σε προβλήματα προσαρμογής και κατ' ουσίαν η λειτουργία αυτή συνίσταται στις δραστηριότητες και στις διαδικασίες που σχετίζονται άμεσα με την υλοποίηση στόχων. Ο Πάρσονς λοιπόν στη συστημική ανάλυση συμπεραίνει ότι υπάρχει μια ιεραρχία και τάξη των αναλυτικών κατηγοριών που συνθέτουν το σύστημα. Το ψυχολογικό σύστημα ελέγχει το οργανικό, και το κοινωνικό, ελέγχονιας το ψυχολογικό, ελέγχεται από το πολιτισμικό που οργανώνει. Ταυτόχρονα ο Πάρσονς έδινε πολύ μεγάλη σημασία στην ισορροπία του συστήματος, παραβλέποντας έτσι την έννοια της αλλαγής, επειδή ακριβώς η φυσική τάση του συστήματος είναι η διατήρησή του. Η στάση αυτή όμως έγινε αντικείμενο κριτικής, γι' αυτό θέλησε να ενσωματώσει στη θεωρία του την έννοια της αλλαγής, με δομικές όμως προϋποθέσεις. Καταρχήν λοιπόν δέχεται ότι υπάρχει η μακροπρόθεσμη εξέλιξη των κοινωνικών συστημάτων, όπου καθοριστικό ρόλο διαδραματίζουν ο τεμαχισμός των κοινωνικών ομάδων με την εμφάνιση νέων και ο λειτουργικός επαναπροσδιορισμός από κάποιες ομάδες των αξιών και των κανόνων τους. Ο Πάρσονς διακρίνει, επίσης, τη βραχυπρόθεσμη εξέλιξη που περιλαμβάνει δύο τύπους αλλαγής: πρώτον, την αλλαγή ισορροπίας των υποσυστημάτων χωρίς να διαταράσσεται η γενική ισορροπία του συστήματος (πρόκειται δηλαδή για μια αλλαγή ισορροπίας που προσαρμόζει τις επιμέρους αλλαγές στην ισορροπία του συστήματος)· και, δεύτερον, την αλλαγή της δομής που είναι αποτέλεσμα συσσώρευσης εντάσεων και αμφισβητήσεων και αφορούν τη φύση του συστήματος. Η αλλαγή αυτή τροποποιεί το περιεχόμενο των κανόνων των αξιών του πολιτιστικού υποσυστήματος και απειλεί τη λειτουργία της κανονιστικής σταθερότητας του συστήματος ή την προσαρμογή του στις νέες αξίες. 157
Βέβαια ο Πάρσονς δε δέχεται άτι η δομή είναι ανοιχτή και υπόκειται σε συνεχείς αλλαγές και ανανεώσεις. Η θεωρία έτσι εκλαμβάνεται ως συντηρητική, γιατί πρόκειται για την ιδεολογία μίας κοινωνίας που δικαιολογεί την κατεστημένη ισορροπία της. Κυβερνητική: Γενικά μπορούμε να πούμε ότι η κυβερνητική εξομοιώνει το πολιτικό σύστημα μ' ένα κυβερνητικό σύστημα ελέγχου. Κύριος εκπρόσωπος αυτής της μεθόδου είναι ο Αμερικανός Δ. Ή σ τ ο ν (Easton). Η ανάλυσή του καταρχάς έρχεται σε αντίθεση με εκείνη του Πάρσονς, γιατί δε λαμβάνει υπόψη την έννοια της ισορροπίας, συμφωνεί όμως μαζί του ως προς το σκοπό, γιατί, και για τον Ήστον, το κύριο πρόβλημα είναι η διατήρηση του πολιτικού συστήματος με δεδομένη την έννοια της αλ\αγής. Ο Ήστον θεωρεί το πολιτικό σύστημα ένα «μαύρο κουτί» και πιστεύει ότι εκείνο που έχει σημασία είναι οι σχέσεις του συστήματος με το περιβάλλον του και όχι με το περιεχόμενο του. Το περιβάλλον περιλαμβάνει τα μη πολιτικά συστήματα, τα οποία όμως συγκροτούν την κοινωνία γενικά αλλά και το πολιτικό σύστημα. Αυτά είναι το οικολογικό, το βιολογικό, το ψυχολογικό, το κοινωνικό σύστημα, όπίος επίσης και τα συστήματα που είναι έξω από την κοινωνία, για παράδειγμα διεθνή οικολογικά συστήματα. Ο Ή σ τ ο ν συγκρίνει, επίσης, το πολιτικό σύστημα με το οικονομικό σύστημα και αντιλαμβάνεται την πολιτική ως μια οικονομική μηχανή. Ό π ω ς λοιπόν υπάρχει αυτό που εισέρχεται στη μηχανή (... εισροές), υπάρχει και αυτό που εξέρχεται (... εκροές). Υπάρχει λοιπόν αυτό που τροφοδοτεί το σύστημα και αυτό που το σύστημα παράγει. Εισροές: Ο Ήστον διακρίνει δύο τύπους εισροών: τις απαιτήσεις και τα στηρίγματα. Οι απαιτήσεις: Οι διεκδικήσεις μιας ομάδας ανθρώπ(ον από το σύστημα για να τους χορηγήσει πράγματα αξίας καλούνται απαιτήσεις, για παράδειγμα διεκδικήσεις εργαζομένων για αύξηση του κατώτατου μισθού, διεκδικήσεις μαθητών για βελτίωση της ποιότητας σπουδών, κτλ. Στην α ρ χ ή λοιπόν υπάρχει η λειτουργία έκφρασης και διατύπωσης των απαιτήσεων που απευθύνεται στο πολιτικό σύστημα από τις ομάδες πίεσης. Στη συνέχεια η λειτουργία ρύθμισης των απαιτήσεων διαμέσου του διαλόγου σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία ή τα επικρατούντα έθιμα, ώστε να μην υπερφορτωθεί και καταρρεύσει το σύστημα από τις πολλές απαιτήσεις. Από τη μια πλευρά, ο διάλογος αναδεικνύει τη ρύθμιση των απαιτήσεων σύμ4χονα με τις αξίες, τους κανόνες και τις πεποιθήσεις που δείχνουν τα όρια του συστήματος για ικανοποίηση ή απαγόρευση των απαιτήσεων. Από την άλλη, ο διάλογος αναδεικνύει, επίσης, το ρόλο των δομικών 158
παραγόντων του πολιτικού συστήματος, οι οποίοι είναι αρμόδιοι να συζητήσουν ώστε να μεταφέρουν τις απαιτήσεις διυλίζοντας και ελέγχοντας το μέγεθος και το περιεχόμενο τους. Τέτοιοι δομικοί παράγοντες είναι, για παράδειγμα, οι βουλευτές, τα πολιτικά κόμματα, οι αρμόδιες διοικητικές υπηρεσίες του πολιτικού συστήματος. Τέλος, είναι η λειτουργία λήψης αποφάσεων για τη ρύθμιση των απαιτήσεων και η εκτέλεσή τους διαμέσου των κατάλληλων οργάνων του πολιτικού συστήματος. Τα στηρίγματα: Παράλληλα με τις απαιτήσεις, που αποβλέπουν στην αποδυνάμωση του συστήματος, υπάρχει ένας άλλος τύπος εισροών, τα στηρίγματα, τα οποία σκοπό έχουν την ενδυνάμωσή του. Η ιδέα του στηρίγματος περιέχει τις στάσεις και τις συμπεριφορές που ευνοούν τη διατήρηση του συστήματος. Σύμφωνα με τον Ήστον, τα βασικά στοιχεία που συνθέτουν τη σταθερή δομή του συστήματος είναι τρία: α) η κοινότητα, που περιλαμβάνει όλα τα μέλη του συστήματος και τα συνδέει συνεκτικά, όπως, για παράδειγμα, η εθνική κοινότητα, β) το καθεστώς, που εκφράζει τους κανόνες, τις αξίες, τους βασικούς όρους θεμελίωσης του συστήματος, όπως, για παράδειγμα, ελευθερία γνώμης, κοινοβουλευτισμός, κανόνες νομιμοποίησης, κτλ., γ) οι Αρχές του πολιτικού συστήματος. Δηλαδή οι Αρχές σηματοδοτούν και οροθετούν το ρόλο αυτών οι οποίοι κατέχουν την εξουσιαστική αρχή ώστε να εκφράζεται στο όνομα του συστήματος. Π.χ. η επιδοκιμασία του Αμερικανού προέδρου, αν εγκρίνεται η πολιτική του. Εκροές. Απομένει να δούμε τις απαντήσεις του πολιτικού συστήματος, γιατί όταν αποδέχεται τις εισροές, το πολιτικό σύστημα απαντά με τις εκροές για να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις ή για να ενδυναμώσει τα στηρίγματά του. Οι εκροές μπορεί να είναι δικαιώματα, παροχές ή αύξηση των δημοσίων δαπανών. Οι εκροές λοιπόν έχουν το χαρακτήρα απόφασης και επιβάλλονται στη δύναμη του Δικαίου ή είναι ενέργειες που αποσκοπούν στην οικονομική ή κοινωνική βελτίωση του πολίτη. Η απόφαση είναι καταρχήν απάντηση στις απαιτήσεις, αλλά και δημιουργία νέων απαιτήσεων που θα επιφέρουν νέες απαντήσεις. Το πολιτικό σύστημα λειτουργεί διαμέσου μιας διαδικασίας ανατροφοδότησης η οποία κατ' ουσίαν εξαρτάται από τις δικές του απαντήσεις, δηλαδή από τις εκροές. Ό ρ ι α χρησιμοποίησης της συστημικής ανάλυσης: Σίγουρα η συστημική ανάλυση προσφέρει στις Κοινωνικές Επιστήμες την κατασκευή μιας τεχνικής για να αναλυθούν και να κατανοηθούν οι λειτουργίες των μεγάλων οργανώσεων, όπως είναι, για παράδειγμα, το κράτος, το ομοσπονδιακό κράτος. Προσφέρει, επίσης, μια συνοπτική προσέγγιση στις πολλαπλές αλληλεπιδράσεις των σχέσεων και αντικαθιστά την παλιά και στατική έννοια των σχέσεων με τη δυ159
ναμική που διέπει και διακρίνει αυτές τις σχέσεις. Δηλαδή αποσκοπεί στο να μελετήσει την κοινωνική ζωή με όρους επικοινωνιακούς. Το γεγονός όμως ότι είναι περισσότερο μια λογική κατασκευή παρά μια μελέτη της πραγματικότητας δυσχεραίνει την κατανόηση της πραγματικότητας και δεν αποκαλύπτει τους όρους με τους οποίους βιώνεται η πραγματικότητα οτην καθημερινότητα της. Γιατί η κοινωνική πραγματικότητα δεν είναι πάντα μια απλή μηχανή η οποία μετατρέπει τις κοινωνικές συνθήκες και απαιτήσεις σε αποφάσεις και πολιτικές πράξεις. Είναι μια πραγματικότητα που αναδεικνύει συνεχώς νέα και σύνθετα φαινόμενα που απαιτούν τη συνεργασία των Κοινωνικών Επιστημών για να κατανοηθούν στο εύρος και στο βάθος που έχουν.
Ανακεφαλαίωση Στις Φυσικές Επιστήμες, παρόλο που καθεμιά μελετά μία όψη της φυσικής πραγματικότητας, υπάρχει μια φιλοσοφία των επιστημών που τείνει να συνθέσει όλες αυτές τις ιδιαίτερες έρευνες. Στις Κοινωνικές Επιστήμες όμως δεν υφίσταται κάτι ανάλογο, ίσως από φόβο μήπως υποταχθεί η μία στην άλλη, η Οικονομία στην Πολιτική ή η Πολιτική στην Κοινωνιολογία. Αντίθετα, διαπιστώνεται συνεχής τάση κατακερματισμού του αντικειμένου της ανθρώπινης δραστηριότητας και εμφάνιση στο επίπεδο της εκπαίδευσης συνεχώς νέων πανεπιστημιακών σχολών και τμημάτων. Ταυτόχρονα όμως με την τάση διεύρυνσης των Κοινωνικών Επιστημών που υπονομεύει την ενότητά τους, υπάρχει και η ρευστότητα της ανθρώπινης δραστηριότητας, που επιβάλλεται να μελετηθεί σφαιρικά, δηλαδή σύνθετα, για να είναι πιο αντικειμενική και πιο μεθοδική. Η σύνθεση αυτή μπορεί να εκφραστεί σε διάφορα επίπεδα: καταρχάς σε εκείνο της έρευνας, με την ομαδική εργασία, όπου η συνεισφορά καθενός συμβάλλει στη διεξοδικότερη ανάλυση των κοινωνικών φαινομένων, αλλά και σε εκείνο του στοχασμού, διαμέσου της σφαιρικής γνώσης των διάφορων ειδικεύσεων. Στη σύγχρονη κοινωνική θεωρία, οι διάφορες μεθοδολογικές αναλύσεις, παρ' όλες τις ελλείψεις, τείνουν να δημιουργήσουν μια κοινή βάση παρατηρήσεων, εννοιών και υποθέσεων για την ορθολογική εξήγηση της κοινωνικής πραγματικότητας, που μπορεί να γίνει αποδεκτή από όλες τις Κοινωνικές Επιστήμες.
160
Βασικοί όροι αντικειμενικότητα, τεχνική, μέθοδος, συγκριτική μέθοδος, ιστορισμός, ιστορικισμός, θετικισμός, μεθοδολογικός ατομισμός, διαλεκτική, λειτουργισμός, δομισμός, δομή, δομο-λειτουργισμός, κυβερνητική.
Ερωτήσεις Ποιο είναι το αντικείμενο των Κοινωνικών Επιστημών; Πώς αυτονομούνται και αποκτούν την ιδιαιτερότητα τους; Τι τις καθιστά αλληλέγγυες; Γιατί αναπτύχθηκαν ραγδαία τον 20ό αιώνα; Ποιο είναι το περιεχόμενο της αντικειμενικότητας στις Κοινωνικές Επιστήμες; Τι είναι και πώς εκφράζεται η διεπιστημονικότητά τους; Τι είναι τεχνική στις Κοινωνικές Επιστήμες; Τι είναι μέθοδος; Πώς καθορίζονται οι μέθοδοι των Κοινωνικών Επιστημών; Πώς ορίζεται η συγκριτική μέθοδος; Πώς εφαρμόζεται στη μελέτη των κοινωνικών φαινομένων; Ποια στάδια έρευνας ακολουθεί; Ποια είναι τα όριά της; Ποιο είναι το έργο της Ιστορίας; Ποια είναι η σχέση Ιστορίας και Κοινωνικών Επιστημών; Τι είναι ιστορισμός και τι ιστορικισμός; Ποια είναι τα χαρακτηριστικά του θετικισμού ως φιλοσοφικής στάσης; Πώς κατανοεί ο θετικισμός τη σχέση μεταξύ προτάσεων που περιγράφουν το είναι και προτάσεων που αναφέρονται στο δέον; Πώς διαμορφώνεται ιστορικά ο θετικισμός; Ποια είναι τα χαρακτηριστικά του λογικού εμπειρισμού; Πώς ορίζεται και πώς λειτουργεί η αρχή της επαληθευσιμότητας; Σε τι διαφοροποιείται ο Πόππερ με την εισαγωγή της αρχής της διαψευσιμότητας; Ποια είναι η βασική αρχή του μεθοδολογικού ατομισμού; Πώς αναλύεται και κατανοείται ένα κοινωνικό φαινόμενο, πώς εμφανίζεται ως όλον, με βάση το μεθοδολογικό ατομισμό; • Με ποιο κύριο επιχείρημα αμφισβητείται η αρχή του μεθοδολογικού ατομισμού; 161
Ποια είναι η βασικότερη θέση της διαλεκτικής; Πσιο είναι το περιεχόμενο της υλιστικής διαλεκτικής; Ποιοι είναι οι νόμοι της διαλεκτικής; Τι είναι ιστορικός υλισμός και πώς εξετάζει τα κοινωνικά φαινόμενα; Πώς κατανοείτε τη σχέση βάσης-εποικοδομήματος; Τι σημαίνει ο όρος «λειτουργία» και τι νοηματοδοτεί στις Κοινωνικές Επιστήμες; Ποιος υπήρξε ο θεμελιωτής του κλασικού λειτουργιομού και ποια τα βασικά αξιώματα της θεωρίας του; Ποια είναι τα βασικά σημεία της κριτικής του Μέρτον στα αξιώματα του κλασικού λειτουργισμοΰ; Πώς πιστοποιείται, για τον Μέρτον, η ουδετερότητα της λειτουργικής ανάλυσης; Τι ονομάζονται ρητές και τι άδηλες λειτουργίες και που στοχεύει η διάκρισή τους; Τι είναι δομή και τι δομική μέθοδος; Τι σημαίνει η υιοθέτηση της δομικής μεθόδου από τις Κοινωνικές Επιστήμες; Πώς εφαρμόζεται η δομική μέθοδος σε επιμέρους Κοινωνικές Επιστήμες (Γλωσσολογία, Ανθρωπολογία, Ψυχολογία, Οικονομία, Κοινωνιολογία); Ποιος είναι ο σκοπός της συστηματικής ανάλυσης στις Κοινωνικές Επιστήμες; Σε ποια υποσυστήματα διαιρεί ο Πάρσονς τη συστηματική ανάλυση της δράσης του ανθρώπινου υποκειμένου; Τι εκφράζουν τα υποσυστήματα αυτά και ποιες είναι οι μεταξύ τους σχέσεις; Τι συγκροτεί, κατά τον Πάρσονς, τη δομή του συστήματος; Τι εκφράζει η έννοια της λειτουργίας εντός του συστήματος και ποιες είναι οι βασικές λειτουργίες; Τι εννοεί ο Πάροονς με την έννοια «ισορροπία του συστήματος»; Πώς αντιμετωπίζει ο Πάρσονς την έννοια της αλλαγής; Τι σημαίνει μακροπρόθεσμη και τι βραχυπρόθεσμη εξέλιξη; Πώς θεωρεί ο Ή σ τ ο ν το πολιτικό σύστημα; Τι είναι οι εισροές για τον Ή σ τ ο ν και ποιοι οι τΰποι τους; Τι είναι οι εκροές και πώς λειτουργούν στο πολιτικό σύστημα; Ποια είναι τα όρια της συστηματικής ανάλυσης;
162
Βιβλιογραφία Π. Γέμτος, Μεθοδολογία των Κοινωνικών Επιστήμων, α' τόμ., εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1984. Α. F. Chalmers, Τι Είναι Αντό ηον Λέμε Επιστήμη; Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1994. Craib, Σύγχρονη Κοινωνική Θεωρία, εκδ. Πατάκης, Αθήνα 1998. Μ. Πετμεζίδου (επιμ.), Σύγχρονη Κοινωνιολογική Θεωρία, τόμ. Ι-ΙΙ, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1996. J. Ritsert, Τρόποι Σκέψης και Βασικές Έννοιες της Κοινωνιολογίας. Μια Εισαγωγή, εκδ. Κριτική, Αθήνα 1991. Κ. Ψυχοπαίδης, Ιστορία και Μέθοδος, εκδ. Σμίλη, Αθήνα 1994. Κ. Ψυχοπαίδης, 0 Μ. Weber και η Κατασκευή Εννοιών στις Κοινωνικές Επιστήμες, εκδ. Κένταυρος, Αθήνα 1993.
163
5. ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ Σ Υ Μ Π Ε Ρ Ι Φ Ο Ρ Ε Σ Εισαγωγή: Οι Κοινωνικές Επιστήμες μπορούν να προσεγγίσουν και να αναλύσουν, με βάση τις μεθοδολογικές τους αρχές, τη φύση και την εξέλιξη των σύγχρονων κοινωνικών φαινομένων. Τέτοια σημαντικά προβλήματα αφορούν το ρόλο του κράτους-έθνους -μέσα στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης-, την ανεργία, τον κοινωνικό αποκλεισμό, το ρόλο της οικογένειας, την καταστροφή του περιβάλλοντος, τα προβλήματα που προκύπτουν από την ύπαρξη μειονοτήτων στις σύγχρονες πολυπολιτισμικές κοινωνίες. Διδακτικοί στόχοι: Στόχος του κεφαλαίου αυτού είναι να βοηθήσει τους μαθητές και τις μαθήτριες να κατανοήσουν ότι τα γεγονότα της καθημερινής τους εμπειρίας δεν αποτελούν τυχαία συμβάντα, αλλά ότι συνδέονται και προκύπτουν μέσα από ευρύτερες κοινωνικές διαδικασίες. Οι μαθητές και οι μαθήτριες, μέσα από τη σύνδεση εμπειρίας και μεθόδου, θα πρέπει να κατανοήσουν ότι τα θεωρητικά σχήματα και τα μεθοδολογικά πρότυπα που αναπτύχθηκαν στα προηγούμενα κεφάλαια δεν αποτελούν αφηρημένες θεωρίες, αλλά ότι, αντίθετα, μας βοηθούν σημαντικά με την κατάλληλη αξιοποίησή τους να κατανοήσουμε τη σύγχρονη κοινωνία και τις εξελίξεις της, αλλά και τις ατομικές και συλλογικές συμπεριφορές των σύγχρονων ανθρώπων. Εισαγωγικές ερωτήσεις: • Ποιος είναι ο ρόλος της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση; Πώς θα διατηρήσουμε την εθνική μας ταυτότητα στα πλαίσια των ευρωπαϊκών εξελίξεων; • Η ανεργία οφείλεται στις τεχνολογικές εξελίξεις ή σε ευρύτερες κοινωνικοοικονομικές μεταβολές; Πώς θα αντιμετωπιστεί η αυξανόμενη ανεργία; • Ποιος είναι ο ρόλος της σύγχρονης οικογένειας; Ποιος ο ρόλος του κάθε μέλους της στη νέα πραγματικότητα; • Έχει δικαίωμα να παρεμβαίνει ο άνθρωπος στις φυσικές εξελίξεις μέσω της τεχνολογίας; Υπάρχουν όρια και ηθικοί φραγμοί στην επιστημονική έρευνα; 165
5.1. Η Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Κ Ο Ι Ν Ω Ν Ι Κ Η Π Ρ Α Γ Μ Α Τ Ι Κ Ο Τ Η Τ Α Η σύγχρονη -παγκόσμιου χαρακτήρα- οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη, ωθούμενη από την εξε'λιξη της τεχνικής και της τεχνολογίας αλλά και από τη διάλυση της πρώην ΕΣΣΔ, συμβαδίζει με μια λειτουργική μεταβολή του ρόλου των κρατών. Αυτή η μεταβολή έχει άμεση και καθοριστική επίδραση στη διαμόρφωση του κοινωνικού γίγνεσθαι. Η εικόνα της κοινωνίας μετατοπίζει αιιοφασιστικά την οργανική δομημένη τάξη της σε μια νέα τάξη ευκίνητη αλλά και πιο περίπλοκη. Οι μέχρι τώρα σταθεροί πόλοι αναφοράς, όπως το κράτος-έθνος, τα κόμματα, οι θεσμοί, ο προγραμματισμός της οικονομίας, της εργασίας, τα επαγγέλματα, η οικογένεια, κτλ., συστέλλουν ο η μαντικά τη σημασία τους. Η ιδιαιτερότητα, η πολυπολιτισμικότητα, ο χαλαρός οικογενειακός δεσμός, η «ευελιξία» της εργασίας, οι διεθνείς επιχειρήσεις, η μεγιστοποίηση της αποδοτικότητας, η διεθνής -και υπερβολική- κινητικότητα πληθυσμών και πληροφοριών αρχίζουν κι αποκτούν ολοένα και μεγαλύτερη σημασία. Ο σύγχρονος άνθρωπος είναι τοποθετημένος σ' ένα σταυροδρόμι πολλαπλών αναφορών και δέχεται ποικίλα μηνύματα. Ό λ ο και πιο πολύ, η κοινωνία μας διαμορφώνεται σ' ένα σύνθετο δίκτυο μηνυμάτων αναφοράς, που όμως το καθένα από αυτά διαθέτει μια σχετική αυτοτέλεια. Ο άνθρωπος περνά από τις κοινωνικές ολότητες στην ιδιαίτερη και ατομική έκφραση και η κοινωνία φαίνεται να συγκροτείται από μια μάζα ατόμων χωρίς να υπάρχει συγκεκριμένος και σταθερός συνδετικός ιστός. Ο κατακερματισμός του κοινωνικού ιστού δηλώνει στην πραγματικότητα την ευκαμψία του κοινωνικού δεσμού, ο οποίος μπορεί να μεταβάλλεται, τροποποιώντας ταυτόχρονα τη στάση, τη συμπεριφορά και τη δράση του ανθρώπου. Οι κοινωνικές αξίες σχετικοποιούνται ανάλογα με τις οικονομικές συνθήκες, την πολιτική συγκυρία, την κοινωνική κινητικότητα, την αναβίωση της παράδοσης, τη μίμηση νέων πολιτισμικών ή περιθωριακών προτύπων, με το συνεχή επαναπροσδιορισμό του ανθρώπου ανάλογα με τις περιστάσεις. Ο άνθρωπος ζει μέσα σ' έναν κόσμο όπου οι σημαντικές αυτές αλλαγές καθορίζουν το πλαίσιο των ενεργειών του αναδιαμορφώνοντας διαρκώς την κοινωνική δομή και τις πράξεις του. Έτσι, οι ίδιοι άνθρωποι μπορούν να συγκροτούν και να θεσπίζουν σιάσεις ζωής που στην πραγματικότητα μπορούν και να συγκρούονται μεταξύ τους (για παράδειγμα, σοσιαλιστής και εθνικκπής). Τα άτομα βρίσκονται μέσα σε σύνθετες σχέσεις και σε μια συνεχή κίνηση μετατόπισης των συμπεριφορών τους εκδηλώνοντας τις ανάλογες αντιδράσεις. Το ζήτημα του κοινωνικού δεσμού μετατρέπεται σε ένα παιχνίδι μετατόπισης των θέσεων του δρώντος υποκειμένου μέσα στην κοινωνία. Η γνώση πλέον της σύγχρονης κοινωνικής πραγματι 166
κότητας βασίζεται στην κατασκευή εννοιών που περιγράφουν και διαπιστώνουν φαινόμενα της κοινωνικής πραγματικότητας. Τελικά, η κατασκευή των εννοιών αυτών σημαίνει ότι, πίσω από τις κοινές έννοιες, τα κοινωνικά γεγονότα συνδέονται με ένα σύστημα σχέσεων το οποίο οι κοινωνικές επιστήμες δεν μπορούν να το μελετούν η καθεμία με τις δικές της άκαμπτες κατασκευές. Οι αλλαγές που συντελούνται σε κοινωνικό, οικονομικό, ψυχολογικό και πολιτικό επίπεδο επιτάσσουν την κατασκευή εννοιών που θα μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε διεπιστημονικά την κοινωνική ψυχολογία αλλά κυρίως θα μας οδηγήσουν στην καθιέρωση θεσμών ικανών να βελτιώσουν τη ζωή μας και να ολοκληρώσουν την κοινωνική μας ύπαρξη. Μέσα από την προσέγγιση αυτή μπορούμε να κατανοήσουμε το σύνθετο πλέγμα των σχέσεων που χαρακτηρίζει και επηρεάζει την κοινωνική μας ζωή και ύπαρξη και ταυτόχρονα να αντιληφθούμε το εσώτερο κενό που τη βασανίζει επειδή η κοινωνική πραγματικότητα μεταβάλλει και εμάς τους ίδιους θεσπίζοντας απο-
κλεισμούς ή καταξιώσεις. Με άλλα λόγια, η περιγραφή χων σύγχρονων κοινωνικών προβλημάτων παρουσιάζει τη συνθέτη κατάσταση της κοινωνίας μας και μας βοηθά να κατανοούμε τους άλλους και τον εαυτό μας. 5.1.1. Το κράτος-έθνος Το κράτος-έθνος αποτέλεσε στη νεότερη περίοδο το πλαίσιο μέσα στο οποίο συγκροτήθηκαν οι σύγχρονες κοινωνίες με βάση την έλλογη, ελεύθερη και δημοκρατική έκφραση της βούλησης των πολιτών. Το κράτος-έθνος συνδέεται με τα όρια της επικράτειας, ενός φυσικού προστατευόμενου χώρου μέσα στον οποίο επιτελούνται οι κοινωνικές κια οικονομικές λειτουργίες και ταυτόχρονα διαμορφώνεται η συνείδηση μιας κοινής ιστορικής-πολιτιστικής ταυτότητας. Μέσα στα όρια του κράτους-έθνους η κοινωνία ξεπερνά τους προ-αστικούς διαχωρισμούς και ομογενοποιείται σ' ένα κοινό πλαίσιο θεσμών, λειτουργιών και αξιών. Γι' αυτό και η μελέτη μιας κοινωνίας αναφέρεται πρωταρχικά σε ένα εθνικό κράτος, σε μια περιφέρεια, σε μια κοινότητα. Μέσα στο πλαίσιο αυτό αναζητούμε τη δομή και τις λειτουργίες των κοινωνικών τάξεων, των επιμέρους κοινωνικών ομάδων και στρωμάτων. Ό μ ω ς η κλασική αυτή προσέγγιση παρακάμπτεται από τη λειτουργία των υπερεθνικών οικονομικών και επικοινωνιακών σχέσεων που διαμορφώνονται σε παγκόσμιο επίπεδο και οι οποίες επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό τις λειτουργίες και τις δομές του σύγχρονου κράτους-έθνους. Οι ισχυροί προστατευτικοί φραγμοί τους οποίους ύψωναν τις περασμένες δεκαετίες τα ισχυρά βιομηχανικά κράτη, προκειμένου να προωθήσουν τη δική τους 167
οικονομική ανάπτυξη, καταρρέουν σήμερα και δίνουν τη θέση τους σε παγκόσμια δίκτυα οικονομικών ανταλλαγών. Η δημιουργία υπερεθνικών θεσμών, όπως αυτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ή μεγάλων περιοχών οικονομικών ανταλλαγών όπως η NAFTA (Ένωση Ελευθέρου Εμπορίου Βόρειας Αμερικής), αλλά και η συμφωνία της GATT (Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου), που καθορίζει τους όρους του ελεΰθερου εμπορίου, αποδεικνύουν ότι το κάθε κράτος-έθνος δεν μπορεί να αναλυθεί και να κατανοηθεί ως αυτόνομη μονάδα. Αντίθετα, είναι απαραίτητη η ένταξη του στο πλαίσιο των ευρύτερων οικονομικών σχέσεων, μέσα στις οποίες λειτουργεί ως οικονομία και ως κοινωνική δομή. Το πολυεθνικό κεφάλαιο μετακινείται από το κράτος-έθνος σε άλλο κράτοςέθνος. Στηρίζεται όμως πάντα ο ένα εθνικό νομικό πλαίσιο, ο' ένα σύστημα εθνικών υποδομών και εθνικών οικονομικών και φορολογικών όρων, και, βέβαια, σ' ένα εγχώριο εργατικό δυναμικό. Μέσα από τις διαδικασίες αυτές τροποποιείται ο ιστορικός ρόλος που διαδραμάτιζε παραδοσιακά το κράτος-έθνος. Το κάθε κράτος-έθνος αναδιοργανώνεται και αναζητεί το νέο ρόλο και τη θέση του μέσα στο παγκόσμιο σύστημα. Σ' αυτό τον καταμερισμό ρόλων και ισχύος 6iapopqxovoviai νέες διακρίσεις μεταξύ των αναπτυγμένων και των υπό ανάπτυξη κρατών. Λιιοκρυσταλλώνονται παγκόσμια τρεις «ζώνες» ανάπτυξης που περιλαμβάνουν τη Βόρεια Αμερική, τη Δυτική Ευρώπη και την περιοχή Ασίας-Ειρηνικού. Οι υπερεθνικοί οικονομικοί μηχανισμοί διαχωρίζουν, τελικά, τον πλανήτη σε τρεις πανίσχυρους και συνεκτικούς «πόλους», ενώ οι υπόλοιπες χώρες -ειδικά οι αφρικανικές- περιθωριοποιούνται και αποκλείονται από τα αναπτυγμένα οικονομικά δίκτυα και από τον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό. Στην Ανατολική Ασία, για παράδειγμα, το κράτος-έθνος έχει διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη και στην οικονομική ανάπτυξη της Κίνας, της Κορέας, της Ταϊβάν. Γενικότερα, σ' εκείνες τις περιοχές όπου καταρρέει το εθνικό κράτος, είτε λόγω της παλιάς αποικιοκρατικής δομής είτε εξαιτίας του οικονομικού ανταγωνισμού -στον οποίο δεν μπορούν να ανταποκριθούν οι χώρες αυτές-, παρατηρούμε ότι τίθεται ως κύριο πρόβλημα η ενίσχυση του νομικού πλαισίου και των εθνικών χαρακτηριστικών και δομών προκειμένου να συγκροτηθεί το κράτος-έθνος ως εθνική βιώσιμη «μονάδα» στο παγκόσμιο πεδίο του ανταγωνισμού. Στις αναπτυγμένες χώρες της Δύσης, οι εθνικές κυβερνήσεις αναλαμβάνουν επιτελικό ρόλο. Προωθούν διακρατικές συμφωνίες προς όφελος των εθνικών τους επιχειρήσεων - μ ε χρήση της «οικονομικής» διπλωματίας- και παράλληλα προ168
χωρούν ο' έναν τΰπο επενδύσεων που αποκαλούνται «άυλες» επενδύσεις: Πρόκειται για επενδυτικές δραστηριότητες στην παιδεία, στο ανθρώπινο κεφάλαιο, σε υποδομές επικοινωνιακών και νέων ενεργειακών δικτύων. Εκατομμύρια εκατομμυρίων δολαρίων ανά τον πλανήτη, προϊόν συλλογικής εργασίας και\. αποταμίευσης όλον τον κόσμον, βρίσκονται ναό τον έλεγχο και τη διαχείριση ενός νεφελώδους, ανεξιχνίαστου ακόμη και για τους επαγγελματίες μορφώματος από ολιγαρχίες και ιεραρχίες που κινούνται χωρίς λαϊκή εντολή. Η καταπληκτική πρόοδος που σημειώνεται στην Πληροφορική και στις τηλεπικοινωνίες, καθώς και η φιλελευθεροποίηση των χρηματιστηριακών αγορών, επιτρέπει στους συντελεστές να επεμβαίνουν σε χρόνο μηδέν, είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο, σε οποιοδήποτε σημείο τον πλανήτη, χωρίς να είναι υποχρεωμένοι να σέβονται την παραμικρή νομική διαδικασία ούτε να υπόκεινται σε προηγούμενο έλεγχο, δεσμεύοντας κεφάλαια που δεν τους ανήκονν και από τα οποία δεν ελέγχονν συχνά παρά μόνο ένα απειροελάχιστο ποσοστό. Κυκλοφορούντα κεφάλαια ύψους πάνω από 1.000.000.000.000 δολάρια (αριθμός πον αντιπροσωπεύει στο πολλαπλάσιο τα αποθέματα συναλλάγματος οποιασδήποτε χώρας-μέλονς του ομίλου των Επτά, για να μη μιλήσουμε για άλλες μικρότερες χώρες) αλλάζουν χέρια καθημερινά. Η μετατόπιση ενός μέρους αυτών των κεφαλαίων μπορεί να διασώσει ή να καταβαραθρώσει οποιοδήποτε νόμισμα και, κατά συνέπεια, την πολιτική ενός ολόκληρονς κράτους. Παρόμοια σνσσώρενση δύναμης δεν έχει προηγούμενο στην Ιστορία. Δεν είναι συγκεντρωμένη στα χέρια μιας κάποιας εξουσίας ή μιας σκοτεινής δύναμης, εκδηλώνεται όμως με πολυποίκιλες συνωμοσίες από μέρους των συντελεστών της, οι οποίοι ταυτίζουν, σαν να ήταν κάτι φυσικό, τα δικά τονς συμφέροντα με τη σωστή διαχείριση των δημοσιονομικών και γενικότερα της οικονομίας μιας χώρας, χωρίς να έχουν υποστεί καμιά εξέταση και χωρίς να τονς έχει αναθέσει κανείς μια τέτοια αποστολή. Οι δννάμεις αυτές βρίσκονν αντιμέτωπες κυβερνήσεις και κοινοβούλια εκλεγμένα από τονς πολίτες και υποχρεωμένα να δίνουν λόγο, με εξονσίες δυσκίνητες και ασφυκτικά κλεισμένες στα πλοκάμια εθνικών και διεθνών διαδικασιών και ρνθμίσεων και με περιορισμένες δυνατότητες επέμβασης στο χώρο και στο χρόνο. Οι όροι του παιχνιδιού είναι άνισοι και η έκβασή τον προβλέψιμη, αν συνεχιστεί η σημερινή ροή των πραγμάτων. Η αποδυνάμωση των εθνικών κρατών, η μείωση της ικανότητας επέμβασης και ρύθμισης των κοινωνικών σχέσεων επιφέρει ήδη καταστροφικά αποτελέσματα. Διευρύνει σημαντικά τη ζώνη των κοινωνιών πον έχονν πάψει να διέπονται από τονς κανόνες ενός κράτους δικαίου. Από τη μια μεριά, το κράτος αδυνατεί όλο και περισσότερο να επωμιστεί τις ευθύνες τον σε τομείς πον παραδοσιακά τον ανήκονν. Από την άλλη, αρνείται να οργανώσει τους νέους τομείς δραστηριότητας ή απλώς αποδεικνύεται ανίκανο να το κάνει. Απόσπασμα από το LE MONDE diplomatique - ελληνική έκδοση του Maniere de voir, τχ. 3, Αθήνα 1993, σ. 28 169
5.1.2. Οικογένεια - ρόλοι, δομή της σύγχρονης οικογένειας Η οικογένεια δεν αποτελεί μόνο ένα σημαντικό κοινωνικό θεσμό, τον κατεξοχήν «πυρήνα» της κοινωνικοποίησης του ατόμου. Συνιστά; ταυτόχρονα και το βασικό πλαίσιο μέσα στο οποίο οργανώνεται η ζωή των ανθρώπων. Η μορφή και οι δραστηριότητες της οικογένειας, οι ρόλοι των μελίόν της, εξελίσσονται ιστορικά και διαμορφώνονται μέσα από τις ευρύτερες κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές. Μολονότι η οικογένεια και ο γάμος ανήκουν στο «χώρο» των ανθρώπινων σχέσεων, εντούτοις συνδέονται άμεσα με τη σφαίρα της οικονομίας, της εργασίας και της κυκλοφορίας των αγαθών. α) Η παραδοσιακή μορφή της πατριαρχικής οικογένειας αποτέλεσε μια αυτόνομη οικονομική ενότητα. Σ' αυτή τη μορφή της οικογένειας, ο θεσμός του γάμου - π ο υ συνισιά συστατικό στοιχείο της οικογένειας-, ενώ αποτελεί τυπικά έναν ιδιωτικό θεσμό, συνδέεται με στοιχεία του δημόσιου χώρου. Αυτό συμβαίνει διότι η οικιακή εργασία - η χωρίς αμοιβή εργασία-, ενώ θεωρείται ιδιωτική δραστηριότητα, συντελεί άμεσα στην κοινωνική αναπαραγωγή των μελών της οικογένειας, έχει δηλαδή δημόσιο χαρακτήρα.
£' ί.\
3Α. Λ
Κ $ <ΐ
·**?, - '
«Μ» ' •
170
%
Παράλληλα, η ένταξη του ατόμου στην αγορά εργασίας προσδιορίζει και τη θέση -αλλά και το ρόλο του- μέσα στην οικογένεια. Στην παραδοσιακή μορφή οικογένειας αντιστοιχούσε μια σταθερή και συγκεκριμένη δομή: Ο πατέρας -εργαζόμενος μισθωτός ή ελεύθερος επαγγελματίας-, η μητέρα - π ο υ είχε ως κύριο ρόλο την οικιακή απασχόληση- και τα παιδιά. Σ' αυτό τον τύπο οικογένειας αναφέρονται τα μέτρα κοινωνικής πολιτικής (πρόνοια, υγεία, στέγαση, δημογραφική πολιτική) αλλά και οικονομικής πολιτικής (επιδόματα, κριτήρια φορολόγησης). β) Αυτή η μορφή οικογένειας στη σύγχρονη εποχή συνοδεύεται από νέα φαινόμενα. Η αύξηση των διαζυγίων, η άσκηση βίας μέσα στην οικογένεια, η νεανική εγκληματικότητα, η εξάπλο)ση της χρήσης των ναρκοπικών αποτελούν εκφράσεις ενός ευρύτερου φαινομένου που αποκαλείται «κρίση του θεσμού της οικογένειας». Η αύξηση των διαζυγίων συνδέεται με μια νέα αντιμετώπιση του θεσμού του γάμου ως υπόθεσης προσωπικής και ατομικής και όχι ως οικογενειακής. Μεταβαίνουμε δηλαδή από τις αξίες της πίστης και της αρετής, που αποτέλεσαν τα στοιχεία ενότητας της οικογένειας, στη διεκδίκηση των ατομικών δικαιωμάτων κάθε μέλους και, τελικά, σε επιλογές διάλυσης του θεσμού. Στο σύνολο τους οι γάμοι δε μειώνονται, παρόλο που αυξάνεται ο αριθμός των διαζυγίων, γιατί το μεγαλύτερο ποσοστό των διαζευγμένων ξαναπαντρεύεται. Προκύπτουν μ' αυτό τον τρόπο νέοι τύποι παράπλευρων οικογενειακών σχημάτων. Ο νέος τύπος οικογένειας -στην περίπτωση που ο ένας ή και οι δύο σύζυγοι έχουν παιδιά από προηγούμενο γ ά μ ο - χαρακτηρίζεται ως ατελής, αφού δεν υπάρχουν τα σαφή όρια της οικογένειας και δεν προσδιορίζονται οι συγκεκριμένοι οικογενειακοί ρόλοι. Παράλληλα με τους τύπους αυτούς, αυξάνονται οι περιπτώσεις ελεύθερης συμβίωσης και εκείνες των μονογονεϊκών οικογενειών με αρχηγό -κατά κανόνα- την άγαμη μητέρα. Η κοινωνικοποίηση του αγοριού εξακολουθεί να κινείται στο πρότυπο του «αρχηγού», του «προμηθευτή» της οικογένειας, που αναλαμβάνει τον εκτελεστικό ρόλο. Η κοινωνικοποίηση όμως του κοριτσιού απομακρύνεται από το παραδοσιακό πρότυπο της νοικοκυράς και συνδέεται με την ένταξή του στο πλαίσιο της εργασίας, των σπουδών, της επαγγελματικής σταδιοδρομίας. Συνεπώς, δημιουργείται ένα νέο πλαίσιο ρόλων για τα δύο q ^ a , που συναρτάται με τις ατομικές ικανότητες του καθενός και την επαγγελματική του ενασχόληση. Το νέο αυτό πλαίσιο χαρακτηρίζεται από μια ρευστότητα που αφορά τόσο τους ρόλους όσο και τις σχέσεις που διαμορφώνονται στο εσωτερικό της οικογένειας. 171
A
γ) Η αύξηση της μέσης διάρκειας ζωής έχει επιμηκύνει τη διάρκεια της μεταγονεϊκής περιόδου, κατά την οποία τα παιδιά έχουν αποκτήσει δική τους οικογένεια και δικά τους παιδιά. Αυτό δημιουργεί πρόσθετα προβλήματα συντήρησης και περίθαλψης των ηλικιωμένων ατόμων. Ενώ στην παραδοσιακή κοινωνία η οικογένεια, διαδραματίζοντας ένα σύνθετο και αυτόνομο ρόλο, μπορούσε να καλύπτει τις ανάγκες των μελών της από τη γέννηση ως το θάνατο τους, σήμερα κοινωνικοί θεσμοί αλλά και φορείς ιδιωτικής πρωτοβουλίας καλούνται να καλύψουν ένα μεγάλο τμήμα το>ν αναγκών αυτών (π.χ. παιδικοί σταθμοί, ΚΑΠΗ για τους ηλικιωμένους κτλ.). Οι σύγχρονες οικογένειες οδηγούνται αναγκαστικά σε τομείς υπηρεσιών «εκτός οικογένειας» (εκπαίδευση, εργασία, περίθαλψη, σύνταξη) και οι ρυθμοί ζωής αλλά και οι λειτουργίες της οικογένειας εξαρτώνται από τις οικονομικές της δυνατότητες να προσφεύγει στις υπηρεσίες αυτές. Συνακόλουθα, η μεταβιομηχανική κοινωνία προϋποθέτει έναν τύπο «μεταβιομηχανικής» οικογένειας, και ο τύπος της οικογένειας (χυτής προϋποθέτει ένα νέο πολύπλευρο τύπο παροχής κοινωνικών υπηρεσιών, δηλαδή έναν τύπο μεταβιομηχανικού κοινωνικού κράτους. Στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, ο κύκλος ζωής της οικογένειας διασφαλιζόταν ικανοποιητικά από το κοινωνικό κράτος. Τόσο οτα πρώτα όσο και
172
στα τελευταία χρόνια του κύκλου ζωής των ανθρώπων, μια σειρά από κοινωνικές πολιτικές παρείχε ασφάλεια στα άτομα (εκπαίδευση, γονικές παροχές, υγεία, ασφάλιση, σύνταξη). Στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα, οι υψηλοί ρυθμοί απασχόλησης αλλά και οι κοινωνικές παροχές - π ο υ ενίσχυαν τον οικογενειακό προϋπολογισμό πέρα από την αμοιβή της μισθωτής εργασίας του πατέρα- και αποτελούσαν τον λεγόμενο κοινωνικό μισθό διατηρούσαν τη συνοχή της οικογένειας απέναντι στο οικονομικό της περιβάλλον. δ) Στη σύγχρονη περίοδο, η αποδυνάμωση των κοινωνικών παροχών έχει ως συνέπεια την περικοπή των δαπανών που διασφάλιζαν το άτομο τόσο στην α ρ χ ή όσο και στο τέλος της ζωής του. Κυρίως όμως η αβεβαιότητα κυριαρχεί στη διάρκεια της οικονομικά ενεργού περιόδου της ζωής των ανθρώπων. Η απώλεια της εργασίας, η μερική απασχόληση, το φάσμα της ανεργίας δημιουργούν μια κατάσταση αβεβαιότητας και αστάθειας που έχει άμεσες συνέπειες στη συνοχή και στις λειτουργίες της οικογένειας. Από την άλλη πλευρά νέα προβλήματα, που παίρνουν τη μορφή κοινωνικής
is ι
173
μάστιγας, όπως τα ναρκωτικά και το έιτζ (AIDS), απειλούν τη σύγχρονη οικογένεια ανεξάρτητα από την κοινωνικοοικονομική της θέση. Ό λ ε ς αυτές οι συνθήκες οδηγούν στην ελάττωση του μεγέθους της οικογενειακής μονάδας και στον περιορισμό των γεννήσεων. Στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι χαρακτηριστικό ότι η γονιμότητα, που βρισκόταν το 1960 στο επίπεδο των 2,63 παιδιών ανά γυναίκα, στις αρχές της δεκαετίας του 1990 προσεγγίζει την αναλογία 1,50 παιδιά ανά γυναίκα. Στην Ελλάδα οι εξελίξεις αυτές ακολούθησαν ακόμη πιο γρήγορους ρυθμούς. Ενώ το 1981 η γονιμότητα στην Ελλάδα ήταν 2,21, δηλαδή πάνω από το όριο αναπαραγωγής, στις αρχές της δεκαετίας του 1990 πέφτει κάτω από το 1,50, δηλαδή κάτω από το μέσο όριο των ευρωπαϊκών χωρών. Ταυτόχρονα η διαφορά ανάμεσα στις γεννήσεις και (πους θανάτους μειώθηκε δραστικά, με συνέπεια τη στασιμότητα του συνολικού πληθυσμού της χώρας αλλά και την πληθυσμιακή γήρανση. Σήμερα η εξέλιξη αυτή που αφορά το δημογραίρικό πρόβλημα της χώρας μας αποτελεί ένα κρίσιμο εθνικό πρόβλημα που απαιτεί πολύπλευρη αντιμετώπιση.
174
Οικογενειακά σχήματα και αναπαραγωγή οικογενειακών ηροτύτικν Σημαντική είναι η διάκριση ανάμεσα στο νοικοκυριό και στην οικογένεια και η προσέγγιση της οικογένειας ως ιδεολογικής κατασκευής, ιδιαίτερα μέσα από το πρίσμα της κοινωνικής αναπαραγωγής. Το νοικοκυριό έχει μια κοινωνική-υλική βάση, ενώ η οικογένεια αποτελεί μια κοινωνική-ιδεολογική κατασκευή. Το νοικοκυριό αποτελεί ένα σύστημα σνγκατοικούντων οικιακών ομάδων, μια υλική μονάδα, στο πλαίσιο της οποίας τα άτομα οργανώνουν την κατανομή των πόρων και τη διεκπεραίωση ορισμένων δραστηριοτήτων, και συνάπτουν σχέσεις παραγωγικής, αναπαραγωγικής και καταναλωτικής φύσης, αποτελώντας έτσι και μέρος των ευρύτερων αυτών διαδικασιών στο επίπεδο του κοινωνικού συνόλου. Διαφοροποιούνται ταξικά και, σύμφωνα με το πλέγμα δραστψιοτήτων τονς που αφορούν την ίδια τους τη συγκρότηση και την αναπαραγωγή (για παράδειγμα, κανόνες κλψονομιάς, μορφές απασχόλησης, μετανάστευσης, κτλ.), συμβάλλουν στην ευρύτερη αναπαραγωγή της κοινωνίας σύμφωνα με τις παραμέτρους τάξη, φύλο και φυλή. Η οικογένεια είναι πολύ πιο δύσκολο να οριστεί. Δύο τουλάχιστον κριτήρια έχουν επικρατήσει σε μεγάλο βαθμό: το βιολογικό, βασισμένο στις συγγενικές σχέσεις ορισμένων μελών τον νοικοκυριού, και ο ιδεολογικός/κανονιστικός της χαρακτήρας. Ενδιαφέρουσα είναι η άποψη ότι τα άτομα γίνονται μέλη ενός νοικοκνμού μέσα από την οικογενειακή μορφή σχέσεων, όχι γιατί αντή είναι η μόνη πιθανή μορφή, αλλά γιατί αυτή είναι η κυρίαρχη μορφή, ευρέως αποδεκτή και επιθυμητή. Τονίζεται δηλαδή ότι τα άτομα εισέχονται σε σχέσεις παραγωγής, αναπαραγωγής και κατανάλωσης στα πλαίσια του νοικοκυριού με την οικογενειακή μορφή ως κύριο μέσο, αντανακλώντας συγχρόνως και αποκρύπτοντας τη ρεαλιστική πραγματικότητα της δημιουργίας και στήριξης τον νοικοκυριού. Η σημασία της οικογένμας προβάλλεται με ιδιαίτερη ένταση σε καιρό κρίσης και αναδιάρθρωσης τον συστήματος της κοινωνικής πολιτικής. Εκτιμάται η συμβολή της στην κάλυψη αναγκών και στ,ην άσκηση φροντίδας, ενώ προτείνονται μέτρα στήριξης της οικογένειας σε αντό της το ρόλο, σαν αντιστάθμισμα στις περικοπές των δαπανών και στη συρρίκνωση των κοινωνικών υπηρεσιών τον δημόσιου φορέα. Τα βιώματα γραφειοκρατικής ισοπέδωσης και ταλαιπωρίας επισημαίνονται πολύ περισσότερο από τις ευεργετικές πλευρές των κρατικών ρυθμίσεων, ενώ τονίζεται και πάλι η βασική αντίθεση ανάμεσα στις απρόσωπες, ψυχρές και γραφειοκρατικές διαδικασίες τον κρατικού μηχανισμού και στη ζε(πασιά, στην προσωπική σχέση και ιδιαιτερότητα η οποία θεωρείται ότι χαρακτηρίζει την άσκηση φροντίδας από την οικογένεια και τα συγγενικά πλέγματα. Απόσπασμα από το κείμενο της Ό . Στασινόπουλου «Οικογε'νεια, Κράτος, Κοινωνική Πολιτική», στο βιβλίο Διαστάσεις της Κοινωνικής Πολιτικής Σήμερα, Ί δ ρ υ μ α Σάκη Καράγιωργα, Αθήνα 1993, σο. 705-706^^ 175
5.1.3. Πολυπολιτισμικότητα-διαπολιτισμικές σχέσεις Η πολυπολιτισμικότητα είναι ε'νας σύγχρονος όρος που εκφράζει τη συνύπαρξη και την ελεύθερη επικοινωνία μιας εθνικής-πολιτιστικής κοινότητας με άλλες με τις οποίες συμβιώνει, είτε με'σα στα όρια του εθνικού κράτους είτε στο πλαίσιο
ευρυτερων κρατικών ενοτήτων. Ο πολιτισμός εκφράζει την υπόσταση ενός λαού, το ιστορικό του βάθος, τη συλλογική του ταυτότητα. Αποτελεί το πλαίσιο ομογενοποίησης και ενσωμάτωσης μιας κοινωνίας. Η συγκρότηση ισχυρών υπερεθνικών οργανισμών, όπως αυτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα μεταναστευτικά ρεύματα που κατευθύνονται από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, της Μέσης Ανατολής, της Αφρικής, τις χώρες της Βαλκανικής, διαμορφώνουν σήμερα ένα νέο τύπο κοινωνίας στον οποίο συνυπάρχουν και συμβιώνουν διαφορετικοί πολιτισμοί και διαφορετικές κοινωνικές ομάδες. Είναι αυτονόητο ότι η συνύπαρξη αυτή των διαφορετικών πολιτισμών, των μειονοτικών ομάδων, των μεταναστευτικών πληθυσμών απαιτεί το σεβασμό των 176
βασικών υποχρεώσεων που οφείλονται σε ό,τι είναι διαφορετικό, μειοψηφικό, περιθωριακό. Είναι αναγκαία η κατοχύρωση ίσων δικαιωμάτων και ελευθεριών απέναντι σε κάθε μορφή διάκρισης. Η επίδειξη σεβασμού στα δικαιώματα και στην αναγνώριση της προσωπικότητας των άλλων πολιτιστικών κοινοτήτων δε συνδέεται μόνο με το δημοκρατικό χαρακτήρα μιας πολιτείας. Ταυτόχρονα ο ίδιος ο εθνικός πολιτισμός ισχυροποιεί και τη δική του ταυτότητα μέσα από την κατανόηση και την αναγνώριση των άλλων πολιτιστικών ταυτοτήτων. Η έννοια της πολυπολιτιομικότητας αναφέρεται ο' έναν πολιτισμό που σέβεται τις πολιτισμικές ιδιαιτερότητες και δεν επιχειρεί να τις ενσωματώσει σ' ένα ενιαίο εθνικό/πολιτισμικό πλαίσιο. Παράλληλα όμως η έννοια αυτή προϋποθέτει -και αναφέρεται σ ε - έναν οικουμενικό πολιτικό πολιτισμό που χαρακτηρίζεται από τον αμοιβαίο σεβασμό των δικαιωμάτων των πολιτών. Η ελευθερία και η ισότητα των πολιτών, που αναγνωρίζουν τα σύγχρονα συντάγματα, αναφέρονται στα κοινά γνωρίσματα των ατόμων, γνωρίσματα που είναι καθολικά και δεν επηρεάζονται α π ό τις επιμέρους πολιτισμικές ταυτότητες. Μια δημοκρατική πολιτεία κατευθύνεται, συνεπώς, στο να αποδώσει στα μέλη των μειονοτικών πολιτισμικών ομάδων «ίσα δικαιώματα συνύπαρξης» με την πλειοψηφούσα πολιτισμική ομάδα. Η κατοχύρωση του εισοδήματος από την εργασία, η ιατρική περίθαλψη, η εκπαίδευση, η θρησκευτική ελευθερία, η ελευθερία συνείδησης και έκφρασης, αποτελούν βασικά δικαιώματα ανεξάρτητα από φυλή, θρησκεία, έθνος, καταγωγή, φύλο, κτλ. Συνεπώς, ο ρόλος του κράτους είναι διπλός. Από τη μια πλευρά επιδεικνύει ουδετερότητα ως προς ορισμένους τομείς όπως οι θρησκευτικές αντιλήψεις, οι παραδόσεις και τα έθιμα των μειονοτικών εθνοτικών ομάδων. Από την άλλη πλευρά όμως, όταν προκύπτει ανάγκη να υποστηριχθούν βασικά ανθρώπινα και κοινωνικά δικαιώματα των μειονοτήτων, τότε απαιτείται η παρέμβαση του εθνικού κράτους για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων αυτών. Ασφαλώς η ομαλή ένταξη των μειονοτικών ομάδων, των μεταναστευτικών ρευμάτων και των εθνικών ή των θρησκευτικών μειονοτήτων αποτελεί για τα σύγχρονα κράτη ένα πολυσύνθετο πρόβλημα, ιδιαίτερα μάλιστα σε μια ιστορική περίοδο όπου αυξάνεται η ανεργία και οξύνεται η οικονομική κρίση τόσο στις περιφερειακές οικονομίες όσο και σε οικονομίες αναπτυγμένων κρατών.
177
Στα έθνη-κράτη, η εξουσία στηρίζεται οτο έθνος πον έχει τψ πλειοψηφία, το οποίο χρησιμοποιεί το κράτος για τονς δικούς τον σκοπούς. Ανπό δεν αποτελεί αναγκαίο εμπόδιο στην ανάπτυξη αμοιβαιότητας ανάμεσα στα άτομα - σιψ πραγματικότψα, η αμοιβαιότητα είναι πιθανό να ανθήσει σε φιλελεύθερα δημοκρατικά κράτη. Ωστόσο οι μειονοτικές ομάδες είναι άνισες λόγω τον αριθμού τονς και θα παραμερίζονται δημοκρατικά στα περισσότερα θέματα λόγω της δημόσιας ζωής. Η πλειονότητα ανέχεται την πολιτισμική διαφορά με τον ίδιο τρόπο πον η κυβέρνηση ανέχεται την αντιπολίτενση -με το να καθιερώσει ένα καθεστώς πολιτικών δικαιωμάτων και πολιτικών ελενθεριών και έναν ανεξάρτητο δικαστικό κλάδο πον εγγνάται την αποτελεσματικότητα αντού του καθεστώτος. Οι μειονοτικές ομάδες τότε οργανώνονται, σνγκεντρώνονται, μαζεύονν χρήματα, παρέχονν νπηρεσίες στα μέλη τονς και εκδίδουν περιοδικά και βιβλία. Διατηρούν όποιους θεσμούς μπορούν να στψίξονν οικονομικά και πιστεύουν ότι χρειάζονται. Όσο πιο ισχυρή είναι η εσωτερική τονς ζωή και όσο πιο διαφοροποιημένη είναι η κουλτούρα τονς απ' αυτή της πλειονότητας, τόσο μικρότερη είναι η πιθανότητα να αισθάνονται πικρία για την απουσία της αντιπροσώπενσης των δικών τονς πεποιθήσεων και πρακτικών από τη δημόσια σφαίρα. Ατομικά, γρήγορα θα υιοθετήσουν τις πεποιθήσεις και τις πρακτικές της πλειονότητας, τουλάχιστον δημόσια, και συχνά ιδιωτικά, επίσης. Οι ενδιάμεσες θέσεις είναι πον γεννούν ένταση και οδηγούν σε μόνιμες αψιμαχίες επί τον συμβολισμού του δημόσιον βίου. Απόσπασμα από' το LU βιβλίο JJip/llUτου IUUΜ. iVl.Ουόλζερ vy\JU/VVjtpΠερί Ανεκτικότητας, /I εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 1998, σο. 106-107. Λ ICjJL
vChlLKUl
5.1.4. Π α γ κ ο σ μ ι ο π ο ί η σ η Όλες αυτές οι σημαντικές αλλαγές εντάσσονται -πολλές φορές με απλουστευτικό τ ρ ό π ο - στον όρο «παγκοσμιοποίηση». Μ' αυτό τον τρόπο η έννοια της «παγκοσμιοποίησης» χρησιμοποιείται στο καθημερινό μας λεξιλόγιο ως ερμηνευτικό πλαίσιο των κάθε είδους οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών ή πολιτισμικών φαινομένων. Πρόκειται για μια λέξη-σύμβολο που εκφράζει μια αποφασισιική και μη αναστρέψιμη καμπή στην ανθρώπινη ιστορία; Ή μήπως για ένα νέο «μΰθο» που δεν επιτρέπει την αμφισβήτηση και την κριτική στον τρόπο που ερμηνεύει τη σύγχρονη πραγματικότητα; Για να αποφύγουμε τη σύγχυση που προκαλεί η κατάχρηση του όρου «παγκοσμιοποίηση», είναι ανάγκη να προσεγγίσουμε συστηματικά το σύνολο των ση178
μαντικών αλλαγών που διαμορφώνονται στα πεδία της οικονομίας, της πολιτικής εξουσίας, των κοινωνικών σχέσεων, του πολιτισμού. Τα κυρία χαρακτηριστικά των αλλαγών αυτών είναι τα ακόλουθα: α) Οι ριζικές τεχνολογικές αλλαγές, που εξελίσσονται διαρκώς και διαμορφώνουν ένα νέο τεχνικό και οικονομικό πρότυπο που στηρίζεται στη γνώση, στην πληροφόρηση, στη μικροηλεκτρονική, στην καινοτομία. Οι εξελίξεις αυτές επηρεάζουν σημαντικά τη μορφή οργάνωσης της σύγχρονης κοινωνίας διαμορφώνοντας ιστορικά τον τΰπο της «κοινωνίας της πληροφορίας». Η τεχνολογική ανάπτυξη και ο ανταγωνισμός, που έχει στόχο την κυριαρχία πάνω στις τεχνολογικές εξελίξεις, διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην οικονομική και πολιτική ισχΰ του σύγχρονου κράτους-έθνους. β) Η πλήρης απελευθέρωση που ισχύει για την κίνηση των κεφαλαίων σε παγκόσμια κλίμακα μέσω των μεγάλων πολυεθνικών επιχειρήσεων. Ο έλεγχος που μπορεί να ασκηθεί από τα κράτη προέλευσης στις επιχειρήσεις αυτές έχει γίνει πλέον σχετικός. γ) Η κυρίαρχη θέση που καταλαμβάνει σήμερα το χρηματοπιστωτικό σύστημα στην παγκόσμια οικονομία. Μέσω των χρηματιστηρίων και των διεθνών τραπεζών διακινούνται σε καθημερινή βάση τεράστια ποσά, που αντιστοιχούν στον εθνικό προϋπολογισμό ενός ισχυρού οικονομικά κράτους, όπως,για παράδειγμα, η Γαλλία.
179
δ) Λόγω των οικονομικών δραστηριοτήτων που προαναφέρθηκαν, η απελευθέρωση αγορών, προϊόντων και υπηρεσιών οι οποίες λειτουργούσαν μέχρι τώρα σε εθνικό πλαίσιο, όπως οι τηλεπικοινωνίες, οι μεταφορές, οι τουριστικές υπηρεσίες, οι ασφάλειες, ο αγροτικός τομέας. ε) Η διαμόρφωση παγκόσμιων δικτύων επικοινωνίας, πληροφόρησης, ενημέρωσης, τα οποία επιτρέπουν την άμεση πρόσβαση στη γνώση και στην πληροφορία. Μηδενίζονται κατ' αυτό τον τρόπο οι γεωγραφικές και οι χρονικές αποστάσεις, όμως ταυτόχρονα ο σύγχρονος πολίτης υφίσταται έναν καταιγισμό πληροφοριών που δυσκολεύεται να τις επεξεργαστεί. Τα μέσα μαζικής επικοινωνίας αποτελούν νέες κυρίαρχες εξουσίες στη σύγχρονη κοινωνία. οτ) Η τεράστια πίεση που ασκείται πάνω στους μισθούς και (πα κοινωνικά δικαιώματα των εργαζομένων στις ανεπτυγμένες χώρες, λόγω της ελεύθερης μετακίνησης των κεφαλαίων σε παγκόσμια κλίμακα, σε συνδυασμό με το σκληρό ανταγωνισμό που αναπτύσσεται στον τομέα της τεχνολογίας και της τεχνογνωσίας.
180
Η παγκόσμια-πολυεθνική επιχείρηση επιδιώκει την αύξηση των κερδών της διαμοιράζοντας τις δραστηριότητε'ς της σε διάφορες χώρες όπου η αμοιβή της εργασίας είναι χαμηλή και τα κοινωνικά δικαιώματα περιορισμε'να. Οι ταχύτατες ροές κεφαλαίων, τα δίκτυα των μέσων επικοινωνίας, η αποδιοργάνωση των παραδοσιακών μορφών παραγωγής προϊόντων και των σχέσεων εργασίας δεν έχουν μόνο σημαντικές επιπτώσεις στο «εσωτερικό» των αναπτυγμένων χωρών. Παράλληλα, διαμορφώνουν μια νέα παγκόσμια «γεωγραφία» για τα έθνη και τους λαοΰς, προσδιορίζοντας, από τη μια πλευρά, τις περιοχές του πλοΰτου και της ανάπτυξης και, από την άλλη, τις «ζώνες» του αποκλεισμού, της περιθωροποίησης, της φτώχειας. Κοινωνικές ομάδες που διαφοροποιούνται στο εσοπερικό ενός συγκεκριμένου κράτους-έθνους διαμορ4>ώνονται σε τμήματα ενός παγκόσμιου οικονομικούτεχνολογικού «χώρου», ενώ ταυτόχρονα άλλες κοινωνικές ομάδες περιθωριοποιούνται ή αποσυντίθενται. Παρατηρούμε, συνεπώς, δύο παράλληλες και ταυτόχρονα αντίθετες κινήσεις: Ο κατακερματισμός των κοινωνικών σχέσεων και των παραδοσιακών κοινωνικών δομών στο εθνικό επίπεδο συνοδεύεται από μια παράπλευρη διαδικασία επανασύνδεσής τους σε υπερεθνικό επίπεδο. Η σύνδεση αυτή επιτυγχάνεται μέσα από τα οικονομικά, τεχνολογικά και επικοινωνιακά δίκτυα που διαμορφώνονται σε παγκόσμιο επίπεδο. Μεγάλες «περιοχές» του πλανήτη μας ενσωματώνονται σ' αυτά τα παγκόσμια δίκτυα μέσα από διαδικασίες οικονομικών και κοινωνικών κρίσεων (χώρες του πρώην Ανατολικού Συνασπισμού, Άπω Ανατολή, Λατινική Αμερική). Παράλληλα, περιθωριοποιούνται και αποκλείονται πολυάριθμες κοινωνικές ομάδες, χώρες, ακόμη και ολόκληρες περιοχές του πλανήτη μας (Αφρική). Η δεκαετία του 10 γνώρισε "την επέκταση των πολυεθνικών επιχειρήσεων, που έμοιαζαν\ με χταπόδια με τεράστια πλοκάμια, εξαρτώμενα όμως από το ίδιο συγκεκριμένο γεωγραφικό κέντρο, όπου χαρασσόταν η στρατηγική και απ' όπου ξεκινούσαν τα ρεύματα. Η σημερινή παγκόσμια επιχείρηση δεν έχει πλέον κέντρο. Στην ουσία δεν είναι τίποτ' άλλο απ.ό ένα δίκτυο διαφορετικών συμπληρωματικών στοιχείων, διασκορπισμένων σ όλη την επιφάνεια τον πλανήτη, τα οποία αλληλοδιαρθρώνονται σύμφωνα μ' ένα γνήσιο οικονομικό ορθολογισμό, υπακούοντας μόνο σε δύο λέξεις κλειδιά: «αιιοδοτικότητα» και «παραγωγικότητα». Κατ' αυτό τον τρόπο, μια γαλλική επιχείρηση μπορεί να δανείζεται από τψ Ελβετία, να ιδρύει κέντρα ερευνών στη Γερμανία, να αγοράζει μηχανές στη Νότια Κορέα, να εγκαθιστά τα εργοστάσιά της στην Κίνα, να επεξεργάζεται την εκστρατεία μάρκετινγκ και διαφψισής της στην Ιταλία, να πουλάει στις Ηνωμένες Πολιτείες και να διαθέτει εταιρείες μικτών κεφαλαίων στην Πολωνία, στο Μαρόκο και στο Μεξικό. 181
Αε διαλύεται έτσι μόνο η εθνικότητα της επιχείρησης α' αυτό τον τρελό διασκορπισμό, αλλά και η ιδιαίτερη προσωπικότητά της. Ο Αμερικανός καθηγητής Ρόμπερτ Ράιχ, τιον έγινε υπουργός Εργασίας στην κυβέρνηση Κλίντον, μιλάει για την περίπτωση της ιαπωνικής εταιρείας Μάζντα, η οποία από το 1991 «παράγει το μοντέλο Ford Probe στο εργοστάσιο Μάζντα τον Φλατ Ροκ, στο Μίσιγκαν. Ορισμένα από αυτά τα αυτοκίνητα εξάγονται στην Ιαπωνία και πωλούνται από τη φίρμα Φορντ. Ένα φορτηγάκι Μάζντα κατασκευάζεται στο εργοστάσιο Φορντ της Λούισβιλ του Κεντάκι και στη συνέχεια πωλείται στα καταστήματα Μάζντα των Ηνωμένων Πολιτειών. Η Νισάν, εν τω μεταξύ, σχεδιάζει ένα νέο ελαφρό φορτηγό στο Σαν Ντιέγκο της Καλιφόρνια. Τα φορτηγά συναρμολογούνται σε ένα εργοστάσιο της Φορντ στο Οχάιο, με τα εξαρτήματα που κατασκεύασε η Νισάν στο εργοστάσιο της τον Τενεσσή, τα οποία στη συνέχεια εμπορεύονται η Φορντ και η Νισάν στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Ιαπωνία». Και ο Ρόμπερτ Ράιχ αναρωτιέται: «Ποια είναι επιτέλους η Φορντ; Ποια η Νισάν; Ποια η Μάζντα;» Βορράς-Νότος: μια παγκόσμια πολιτική προτεραιότητα Η παγκοσμιοποίηση δε μείωσε, αλλά, αντίθετα, μεγάλωσε το χάσμα ανάμεσα στο Βορρά και στο Νότο. Ωστόσο η πανταχού παρουσία του συστήματος οδήγησε αε ένα σύνολο αλληλεξαρτώμενων διαπλοκών μεταξύ ενός Βορρά και ενός Νότου οι οποίοι καλύπτουν πλέον όλη την επιφάνεια του πλανήτη. Οι αναπτυγμένες κοινωνίες έχουν κι αυτές ένα Νότο στο εσωτερικό τους, τους μετανάστες, ενώ οι λεγόμενες αναπτυσσόμενες χώρες δέχονται το δικό τους Βορρά από το εξωτερικό (τους τοπικούς κερδοσκόπους που επωφελούνται από τ ψ παγκοσμιοποίηση).
182
Ο κίνδυνος είναι υπαρκτός. Ένα νέο «τείχος του Βερολίνου» οικοδομείται ανάμεσα στο Βορρά και στο Νότο. Τα όριά τον διακρίνονται ολοένα και καθαρότερα στη Μεσόγειο, κατά μήκος του Ρίο Γκράντε, στη θάλασσα της Νότιας Κίνας. Η Δύση όμως μακροπρόθεσμα δεν έχει ούτε μία πιθανότητα να αποκλείσει τις άπορες μάζες τον Νότου από τον προνομιούχο χάρο της. Η παγκοσμιοποίηση θέτει προβλήματα καθοριστικά, ιδιαίτερα στο όραμα της ενωμένης Ευρώπης, όπως τουλάχιστον προβάλλεται από το 1992 και μετά. Θα συνεχίσει η Ευρώπη να δίνει προτεραιότητα στις σχέσεις της με τους δύο άλλους πόλους του Βορρά (Ιαπωνία και Ηνωμένες Πολιτείες), σε θέματα αλληλεγγύης συμφερόντων και συνάμα ανταγωνιστικότητας; Ή θα συνεχίσει να δίνει προτεραιότητα στο Νότο και στην τερατώδη εξαθλίωση του, απειλή και σκάνδαλο ταυτόχρονα; Πώς μπορούμε να περάσουμε από ένα σχέδιο κοινωνίας «βορείου τύπου» α ένα σχέδιο κοινωνίας λειτονργικότερης για το σύνολο της ανθρωπότητας; Με ποιο τρόπο θα μπορέσονμε να δώσουμε προτεραιότητα στις προόδους μον αφορούν το σύνολο της κοινωνίας (για παράδειγμα, πόσιμο νερό για όλους), απέναντι α εκείνες που αφορούν μόνο το άτομο (για παράδειγμα, ένα αυτοκίνητο για τον καθένα); Ούτε και σ αυτό το σημείο μπορούμε να επαναπαυτούμε στις αυτόματες δυνάμεις της αγοράς - δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε μια ψευδαίσθηση, το δήθεν φαινόμενο της «διάχυσης» (trickle doum), σύμφωνα με το οποίο οι πρόοδοι του Βορρά στον οικονομικό, τεχνικό ή πολιτικό τομέα εξαπλώνονται φυσιολογικά στο Νότο. Το αντίθετο: φαίνεται μάλλον ότι η πόλωση Βορρά-Νότου είναι φαινόμενο «φυσιολογικό» και ότι, για να εμποδιστεί το χάσμα που δημιουργείται, μόνο πρωτοβουλίες πολιτικού χαρακτψα σε παγκόσμιο επίπεδο μπορούν να ευοδωθούν. Ignacio Ramonet, «Παγκοσμιοποίηση και Περιθωριοποιήσεις», στο LE MONDE diplomatique, ελληνική έκδοση ίου Maniere de voir, τχ. 3, Αθήνα 1993, σ. 6..
183
5.2. ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΚΑΤΑΚΕΡΜΑΤΙΣΜΟΥ ΠΟΥ ΑΠΑΙΤΟΥΝ ΣΥΝΘΕΤΗ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ 5.2.1. Κοινωνικός αποκλεισμός Το φαινόμενο του κοινωνικού αποκλεισμού αποτελεί την τελευταία δεκαετία του 20ού αιώνα ένα κρίσιμο πρόβλημα, που παίρνει τη θέση της έννοιας της «φτώχειας» η οποία κυριάρχησε σε πολλές χώρες ήδη από τον περασμένο αιώνα. Αν όμως το πρόβλημα της φτώχειας αντιμετωπίστηκε μέχρι σήμερα ως θέμα που αφορούσε ορισμένες ομάδες του πληθυσμού -τις αποκαλούμενες «νησίδες υστέρησης»-, σήμερα αποκτά γενικότερο χαρακτήρα. Ό χ ι μόνο γιατί περιλαμβάνει ευρύτερα τμήματα του πληθυσμού, αλλά κυρίως διότι το φαινόμενο του κοινωνικού αποκλεισμού δεν έχει μόνο οικονομικό περιεχόμενο αλλά ταυτόχρονα -και ιδίως- κοινωνικό και πολιτιστικό. Η διόγκωση της ανεργίας στις αναπτυγμένες χώρες της Δύσης (20.000.000 είναι οι άνεργοι το 1999 στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης), η φτώχεια και η ανέχεια, που χαρακτηρίζουν ευρύτερα τμήματα του πληθυσμού, η κατάσταση των αστέγων, η πλημμελής αντιμετώπιση των αναγκών των προσφύγων και των ξένων - ή ακόμη και η ολοκληρωτική απόρριψή τους-, η έξαρση των ρατσιστικών και εθνικιστικών τάσεων, τα τραγικά θύματα των πολεμικών συγκρούσεων στα Βαλκάνια διαμορφώνουν ένα θλιβερό σκηνικό στην είσοδο του 21ου αιώνα. Εδραιώνεται και δι-
184
ευρύνεται μια νέα τάξη απόκληρων στις αναπτυγμένες χώρες που διαφέρει από τις προηγούμενες εποχές και θέτει σε αμφισβήτηση το οικοδόμημα της απόλυτης οικονομικής ευημερίας. Ο στόχος της πλήρους απασχόλησης, που σημαίνει να έχουν εξασφαλισμένη εργασία όσοι το επιθυμούν, έχει πια εγκαταλειφθεί από τα προγράμματα των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων. Η «κοινωνία της εργασίας» δίνει τη θέση της στην «κοινωνία της απασχόλησης», όπου υψηλά ποσοστά ανεργίας συνυπάρχουν με τις μορφές μερικής απασχόλησης, την αμοιβή «με το κομμάτι», τον ορισμένο χρόνο εργασίας. Η ανεργία -και η κοινωνική περιθωριοποίηση που την ακολουθεί- συνοδεύεται συχνά από παράπλευρα φαινόμενα όπως είναι η επαγγελματική ή η σχολική αποτυχία, οι οικογενειακές εντάσεις και ρήξεις. Αυτά τα φαινόμενα δεν αφορούν μόνο τα χαμηλά οικονομικά στρώματα αλλά επεκτείνονται εντυπωσιακά στα μεσαία κοινωνικά στρώματα. Η ανάπτυξη της τεχνολογίας και η μετατόπιση α π ό παραδοσιακούς τομείς της οικονομίας (αγροτική παραγωγή, βιομηχανική-εργοστασιακή π α ρ α γ ω γ ι κ ή δομή) στους τομείς των υπηρεσιών, του χρηματοπιστωτικού συστήματος, της πληροφορίας, της επικοινωνίας, διαμορφώνουν ένα νέο «χάρτη» επαγγελμάτων. Τα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας που χάνουν την εργασία τους είναι πολύ δύσκολο να ασκήσουν ένα νέο επάγγελμα. Σ' αυτά πρέπει να προσθέσουμε τις γυναίκες και τους νέους, που αποτελούν πολίτες «δεύτερης κατηγορίας» για την αγορά εργασίας. 185
Το πλέον σημαντικό όμως πρόβλημα είναι ότι οι θέσεις εργασίας μειώνονται συνεχώς στο σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας. Συνεπώς, ο κοινωνικός αποκλεισμός δεν μπορεί να προσεγγιστεί αποκλειστικά και μόνο με οικονομικά κριτήρια, όπως, για παράδειγμα, το ανεπαρκές εισόδημα. Εκτός από το βασικό αυτό κριτήριο, ο κοινωνικός αποκλεισμός αφορά και περιλαμβάνει τη στέρηση των δικαιωμάτων πρόσβασης σε κοινωνικά αγαθά (υγεία, περίθαλψη, ασφάλιση, στέγαση, εκπαίδευση). Το περιεχόμενο της έννοιας του κοινωνικού αποκλεισμού εκτείνεται πέρα από το πεδίο της οικονομικής ανέχειας και περιλαμβάνει το πολιτικό επίπεδο -δηλαδή την απουσία ή το έλλειμμα κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων-, αλλά και το κοινωνικό και το πολιτισμικό επίπεδο, αφού ο κοινωνικός αποκλεισμός αναφέρεται σε καταστάσεις απομόνωσης, αποξένωσης και περιθωριοποίησης σημαντικών τμημάτων του πληθυσμού. Πρόκειται για ένα πολυδιάστατο φαινόμενο, η ανάλυση, κατανόηση και εξήγηση του οποίου απαιτεί πολύπλευρη επιστημονική προσέγγιση. Οι οικονομικές αναλύσεις οφείλουν να συνδεθούν με κοινωνιολογικές προσεγγίσεις του φαινομένου του κοινωνικού αποκλεισμού, αλΛά και με εκτιμήσεις των ψυχολογικών επιπτώσεων που υπάρχουν στα άτομα και στις κοινωνικά αποκλειόμενες πληθυσμιακές ομάδες. Παράλληλα, η κατοχύρωση ή μη των πολιτικών, ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων στις ομάδες αυτές αποτελεί βασικό κριτήριο για να αξιολογήσουμε τη σύγχρονη δημοκρατική πολιτεία και τους θεσμούς της και να δώσουμε ένα σύγχρονο περιεχόμενο στην έννοια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Λ)βαθμός τον πραγματικού αποκλεισμού συνίσταται στην πλήρηρήξη κοινωνικών δεσμών? και μάλιστα δεσμών πον σννδέονται με την απασχόληση, με την οικογένεια και με τψ κατοικία. Τα άτομα που βρίσκονται στψ κατάσταση αντή χαρακτηρίζονται από την απάθεια, την παντελή έλλειψη ενδιαφέροντος για την κοινωνία πον τα περιβάλλει και την αδιαφορία (όχι την άρνηση: την αδιαφορία) για οποιαδήποτε προσπάθεια (επαν)ένταξής τονς στην κοινωνία αντή. Είναι αντοί πον δε μετέχουν στα κοινωνικά πράγματα και στη διαμόρφωση της προοπτικής τονς, π,ον αδιαφορούν, πον δε διαθέτουν αντοχές, που δεν ελπίζουν σε τίποτα, αλλά φοβούνται τα πάντα. Αυτή η αδιαφορία, η παραίτηση, είναι χαρακτψιστικό τον κοινωνικά αποκλεισμένου. Τα χαρακτηριστικά πον συνήθως αναφέρονται σε σχέση με τον αποκλεισμό (η φτώχεια, η ανεργία, η ετερότητα, κτλ.) είναι κοινωνικά χαρακτηριστικά πον οδηγούν (ή, καλύτερα, που μπορεί να οδηγήσουν) στον αποκλεισμό. Αεν είναι χαρακτψιστικό των αποκλεισμένων ως αποκλεισμένων. Είναι χαρακτηριστικά εκείνων πον κινδυνεύουν να εισέλθουν στη διαδι κασία αποκλεισμού, πον έχουν αυξημένες πιθανότψες να βιώσουν κά\jioio βαθμό κοινωνικού αποκλεισμού. 186
Με δεδομένη την καίρια σημασία της ανθεκτικότητας των κοινωνικών σχέσεων &κ^ αναχώματος κατά τον αποκλεισμού, έχονν προταθεί τρία μοντέλα κοινωνιών: 1. εκείνο των χωρών τον Ευρωπαϊκού Νότου, ιιου χαρακτηρίζονται από τη διατήρηση δομών οι οποίες εξασφαλίζουν κοινωνική συνοχή -χωρών με ηληθνσμούς πον τονς χαρακτηρίζει έντονη θρησκεντικότητα, ισχυρά οικογενειακά και σνγγενικά δίκτνα, δυνατότητα ανάπτνξης προσωπικών σχέσεων στο πλαίσιο της κοινότητας και της εργασίας, 2. εκείνο των χωρών τον Ευρωπαϊκού Βορρά, πον χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη ισχυρών δομών σνλλογικής διαμεσολάβησης και, κυρίως, ισχυρό συνδικαλισμό, 3. εκείνο της Μεγάλης Βρετανίας (αλλά και των ΗΠΑ), όπου η νεοφιλελεύθερη πολιτική οδήγησε στην ελαστικότητα της απασχόλησης και στην προσωρινότητα των κοινωνικών σχέσεων - και, όπου, κατά κάποιο τρόπο, το ίδιο το κράτος υποθάλπει τον αποκλεισμό, καθώς αντικαθιστά τα προγράμματα ένταξης της δεκαετίας τον 1960 με πολιτικές που στην ουσία αποκλείουν εκείνονς πον δεν είναι ενταγμένοι, που δεν εξασφαλίζουν την επιβίωση τους. Οι πολιτικές αυτές εκφράστηκαν με τον όρο «κοινωνία των 2 »(όπου wj_ είναι αποκλεισμένο) - όρος που κυριάρχησε και χρησιμοποιείται 3 3 εναλλακτικά με τον όρο «κοινωνικός αποκλεισμός», προκαλώντας ακόμη μεγαλύτερη σύγχυση σε μια ήδη συγκεχυμένη κατάσταση. Λ. Μουσουρου, «Κοινωνικός αποκλεισμός και κοινωνική προστασία» στο βιβλίο Κοινωνικός Αποκλεισμός, η Ελληνική Εμπειρία, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 1998, σο. 71-73., Κοινωνικός
αποκλεισμός
και εκηαίδευση
Παιδιά και νέοι που αποκλείονται από την εκηαίδευση στη χώρα μας προέρχονται, σε ποσοστό μεγαλύτερο από 90%, από οικογένειες με χαμηλό κοινωνικοοικονομικό και επαγγελματικό επίπεδο, ανήκουν δηλαδή αε ομάδες φτωχών. Ενώ αυτό το γεγονός είναι γνωστό, η λεπτομερής χαρτογράφηση τον αποκλεισμού τονς γίνεται με πολύ αργούς ρυθμούς. Η σχετική αδράνεια που παρατηρείται οφείλεται στο γεγονός ότι «κανονικά» δεν επιτρέπεται να υπάρχει τέτοιο φαινόμενο, άρα δεν αιτιολογείται και η ύπαρξη χάρτη εκπαιδευτικού αποκλεισμού. Έτσι, επίσημα, ο αποκλεισμός αποσιωπάται και η διαρροή μαθητικού δνναμικού παρουσιάζεται περιορισμένη και αποδίδεται συνήθως στις ιδιαίτερες συμπεριφορές και στα πολιτισμικά χαρακτηριστικά των ομάδων που αποκλείονται ή στην προσωπική συμπεριφορά ορισμένων γονέων. Τα τελευταία χρόνια φαίνεται να αλλάζει η κατάσταση αυτή - ο αποκλεισμός έχει κινήσει το ενδιαφέρον των μέσων ενημέρωσης και έχει προκαλέσει αντιδράσεις αε μια μερίδα της κοινωνίας, κυρίως γιατί τα παιδιά που δεν πηγαίνουν σχολείο έχουν γίνει 187
«ορατά». Δηλαδή εμφανίζονται σε μεγάλους αριθμούς σε όλη τη διάρκεια της ψέρας και της νύχτας σε όλους τονς χάρους κοινωνικής συναναστροφής. Επ ιπλέον, τα τελευταία χρόνια, ο αποκλεισμός αποτελεί το αντικείμενο μελέτης στο πλαίσιο διάφορων προγραμμάτων, κυρίως επειδή η αντίστοιχη ενασχόληση χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Όμως, παρ' όλο το ενδιαφέρον που έχει σημειωθεί για την καταγραφή τον αποκλεισμού και παρά τη δημοσιοποίηση τον μεγάλου αριθμού των θυμάτων τον, η καταγραφή τον αποκλεισμού έχει συχνά δημοσιογραφικό χαρακτήρα, η δημοαιοποίησή τον παίρνει πολλές φορές μορφή ευκαιριακής καταγγελίας, ενώ οι αιτίες του εμφανίζονται πολύ συχνά σαν «μαύρο κουτί», αφήνοντας να φαντάζεται κανείς ως αιτίες γενικότητες όπως «το πολιτικό σύστημα» ή/και «η κοινωνία». Σνχνά ο κοινωνικός αποκλεισμός κατονομάζεται χωρίς να κατονομάζονται θύτες και μερικές φορές μάλιστα τα ίδια τα θύματα τον κοινωνικού αποκλεισμού εμφανίζονται να είναι οι θύτες. Στο παραπάνω πλαίσιο, σνχνά λησμονείται ότι το σχολείο μπορεί από τη φύση τον να λειτονργεί ας παράγοντας κοινωνικής και πολιτισμικής ένταξης παιδιών ειδικών ομάδων και μειονοτήτων, αλλά πολύ σνχνότερα λειτονργεί ως ισχνρός μηχανισμός κοινωνικού αποκλεισμού. Ο αποκλεισμός από την εκπαίδενση εμφανίζεται σε τρεις φάσεις: 1. Παιδιά ειδικών ομάδων μένουν από την αρχή εκτός σχολείον. 2. Παιδιά ειδικών ομάδων περιθωριοποιούνται μέσα στο σχολείο και, ως σννέηεια αντού τον γεγονότος, οδηγούνται στη σχολική αποτυχία και, πολύ σνχνά, στην οριστική διακοπή της φοίτησής τους. Η περιθωριοποίηση μπορεί να εμφανιστεί από την αρχή της σχολικής τονς ζωής ή αργότερα στη διάρκεια της φοίτησής τους ή στη μετάβαση τονς από τη μία εκπαιδευτική βαθμίδα στην άλλη. 3. Παιδιά ειδικών ομάδων δεν καταφέρνουν παρά μόνο σε πολύ χαμηλό ποσοστό να περάσουν με επιτυχία ολόκληρο το φάσμα της δημόσιας -δηλαδή θεωρητικά ανοιχτής σε όλους τους ανθρώπους- εκπαίδευσης. Ε. Τρέσσου, «Αποκλεισμός ειδικών ομάδων από την εκπαίδευση», στο βιβλίο: Κοινωνικές Ανισότητες και Κοινωνικός Αποκλεισμός, Ί δ ρ υ μ α Σάκη Καράγιωργα, Αθήνα 1998, σσ. 639-640.
5.2.2. Α ν ε ρ γ ί α Το φαινόμενο της ανεργίας τείνει να προσλάβει τη μορφή μάστιγας στις σύγχρονες αναπτυγμένες κοινωνίες. Η εργασία δεν αποτελεί μόνο ένα κατοχυρωμένο δικαίωμα που προσφέρει στο άτομο την οικονομική του διασφάλιση. Ό π ω ς επισημαίνει ο Μπέβεριτζ το 188
1944, το άτομο που δεν μπορεί να διαθέσει την εργασία του αισθάνεται - κ α ι θεωρείται από τους άλλους- ότι είναι άχρηστο. Η απώλεια της θέσης εργασίας ή η αδυναμία εξεύρεσης εργασίας δε σημαίνει μόνο απώλεια ενός μισθού. Στην ουσία σημαίνει απώλεια της ψυχολογικής ασφάλειας, της κοινωνικής αποδοχής, της ίδιας της ταυτότητας του ατόμου, γιατί η εργασία αποτελεί έναν από τους πιο σημαντικούς κοινωνικούς δεσμούς. Το 1999 το μέσο ποσοστό ανεργίας στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπερβαίνει το 12% και φτάνει στα 20.000.000 ανέργους. Από αυτούς το 25% παραμένουν επί μεγάλο διάστημα άνεργοι και είναι πολύ δύσκολο να ξαναβρούν εργασία και κοινο>νική ασφάλιση. Το άλλο 25% είναι νέοι άνεργοι κάτω των 25 χρόνων, ένα τμήμα των οποίων επιδοτείται προσωρινά και ζει με πλήρη αβεβαιότητα για το επαγγελματικό του μέλλον. Ό μ ω ς και η προοπτική του υπόλοιπου 50% δεν είναι καθόλου ευνοϊκή. Οι τάσεις που διαμορφώνονται ιστορικά οδηγούν σε μείωση των επιδομάτων και των παροχών ανεργίας, ενώ οι δυσχέρειες εξεύρεσης νέας εργασίας παραμένουν αξεπέραστες. Η μετάβαση από το προηγούμενο πρότυπο της μισθωτής και διά βίου α π α σ χ ό λ η σ η ς προς ένα καθεστώς αβέβαιης, διακοπτόμενης και μισθολογικά άνισης εργασίας προκαλεί σημαντικές αλλαγές όχι μόνο στις οικονομικές αλλά και στις κοινωνικές σχέσεις. Καταρχάς, στο νέο πρότυπο αλλάζουν οι παραγωγικές δραστηριότητες. Το εργατικό δυναμικό που απασχολείται στον πρωτογενή και στο δευτερογενή τομέα της οικονομίας (βιομηχανία, μεταποίηση, αγροτική παραγωγή) μειώνεται, ενώ το προσωπικό που απασχολείται στις υπηρεσίες (μάρκετιν189
γκ, υπηρεσίες πληροφορικής και επικοινωνίας, ασφάλειες, τράπεζες, υπηρεσίες υγιεινής, εκπαίδευσης, κτλ.) αυξάνεται, σε μικρότερο όμως βαθμό. Η σταδιακή επικράτηση του τομέα των υπηρεσιών απέναντι στον παραδοσιακό βιομηχανικό τομέα διαμορφώνει μια «κοινωνία υπηρεσιών» και ένα νέο τύπο πολιτισμού που χαρακτηρίζεται από την κυριαρχία της πληροφορικής, της επικοινωνίας, της αυτοματοποίησης. Συνεπώς, οι νέες τεχνολογίες, που συνδέονται με τη δημιουργικότητα και την ανθρίόπινη ευφυΐα, αποβαίνουν οι νέες πηγές του πλούτου. Η ραγδαία αυτή εξέλιξη απαιτεί την ταχεία αντικατάσταση των μηχανών και των τεχνικών «εργαλείων» της εργασίας και της παραγωγής. Η διά βίου εκπαίδευση και η συνεχής προσαρμογή είναι απαραίτητες, αφού ο κάθε εργαζόμενος είναι βέβαιο ότι θα χειριστεί πολλές γενιές υλικού (για παράδειγμα, υπολογιστές) στη διάρκεια της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας, και μάλκπα είναι πιθανό να αλλάξει και επάγγελμα πάνω από δύο φορές. Στις συνθήκες του έντονου διεθνούς ανταγωνισμού, η εργασία και η απασχόληση χαρακτηρίζεται από όλο και μεγαλύτερη αστάθεια. Η ανταγωνιστικότητα αυτή επιβάλλει -σύμφωνα με ορισμένες οικονομικές αντιλήψεις- την υποκατάσταση των σταθερών μορφών της μόνιμης μισθωτής εργασίας με άλλες «ευέλικτες» μορφές απασχόλησης. Διαμορφώνεται κατ' αυτό τον τρόπο ένα καθεστώς διαίρεσης και πόλωσης στο εσωτερικό της κοινωνίας ανάμεσα σε τρεις βασικές ομάδες: α) ο' αυτούς που έχουν σταθερή και διασφαλισμένη εργασία, η οποία τους παρέχει ασφάλεια ως προς την απασχόληση και το εισόδημα, που κατοχυρώνουν μέσα από συλλογικές διαπραγματεύσεις τους μισθούς τους και διαθέτουν συνδικαλιστική κάλυψη (insiders, οι εντός των «τειχών» του συστήματος της εργασίας), β) σ' εκείνους που έχουν μερική απασχόληση και δεν έχουν τα οικονομικά και κοινωνικά ευεργετήματα όσων ανήκουν στην πρώτη κατηγορία, και ακόμη ο' εκείνους που απασχολούνται σε επιχειρήσεις οι οποίες είναι ευαίσθητες στην κρίση. Σ' αυτή την κατηγορία ανήκουν, επίσης, οι εποχικοί ή με σύμβαση ορισμένου χρόνου εργαζόμενοι, γ) τους αποκλεισμένους από την εργασία, τους οποίους η κρίση οδηγεί, είτε μακροχρόνια είτε οριστικά, στο περιθώριο. ΙΙρόκειται κατά κύριο λόγο για ηλικιωμένους ή εργαζομένους σε τομείς της οικονομίας που παρακμάζουν ή για νέους που ζητούν για πρώτη cpopa εργασία. Γι' αυτούς υπάρχουν πολιτικές επιδοτούμενης κατάρτισης ή περιοδικής απασχόλησης που δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν την περιθωριοποίησή τους (outsiders, οι εκτός των «τειχών»).
190
Από την πλευρά των κοινωνικών και των οικονομικών επιστημών, έχει ιδιαίτερη σημασία η θεωρητική βάση με την οποία αντιμετωπίζεται το φαινόμενο της ανεργίας από σύγχρονες επιστημονικές προσεγγίσεις. 1) Η νεοκλασική θεωρία για την αγορά εργασίας βασίζεται στην ανάλυση σε μικρο-επίπεδο. Χρησιμοποιεί τις μεθόδους της μικρο-οικονομικής θεωρίας και αναλύει το πώς καθορίζεται η ισορροπία μεταξύ του μισθού και της προσφερόμενης ποσότητας εργασίας. Σύμφωνα με την ανάλυση αυτή, η ανεργία θεωρείται από τη νεοκλασική αντίληψη εκούσια. Αυτό συμβαίνει διότι το άτομο δε δέχεται να εργαστεί με το μισθό που του προσφέρουν, είτε γιατί ισχύουν οι μισθοί των εθνικών συλλογικών συμβάσεων είτε γιατί το άτομο προσδοκά μια καλύτερη δουλειά και προτιμά να μείνει άνεργο. Η λύοη θα προκύψει, σύμφωνα με τη νεοκλασική θεωρία, εq)όoov διαμορφωθούν συνθήκες τέλειου ανταγωνισμού στην αγορά εργασίας, οι οποίες θα επιτρέψουν, τελικά, την εξάλειψη της ανεργίας. Βασική προϋπόθεση προς τούτο είναι να επικρατήσει ένα καθεστώς ευελιξίας, δηλαδή αυξομείωσης τόσο τού μισθού όσο και της προσφερόμενης ποσότητας εργασίας (αμοιβές-ώρες εργασίας). Παράλληλα, η πολιτική της εκπαίδευσης-κατάρτισης διευκολύνει την κινητικότητα του ατόμου, είτε γεωγραφικά είτε κατά κλάδο εργασίας, ώστε να μπορούν τα άτομα να ανταποκριθούν στις νέες ανάγκες της αγοράς εργασίας. 2) Θεωρία της ρύθμισης: Υπάρχουν όμως και αντίθετες θεωρητικές προσεγγίσεις, που αμφισβητούν τις παραδοχές της νεοκλασικής θεωρίας. Σύμφωνα με τις θεωρητικές αυτές προσεγγίσεις, παρότι τα τελευταία χρόνια στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει μειωθεί ή έχει καθηλωθεί το κόστος εργασίας ανά μονάδα παραγόμενου προϊόντος, το γεγονός αυτό δεν οδήγησε σε πτώση αλλά αντίθετα σε αύξηση της ανεργίας. Ενώ μειώνεται το εισόδημα από την εργασία, αυξάνονται εντυπωσιακά τα κέρδη του επενδυμένου κεφαλαίου, με συνέπεια την επιδείνωση της οικονομικής θέσης των εργαζομένων και την αναζήτηση μιας δεύτερης απασχόλησης. Τα κέρδη και η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων δεν εξαρτούνται από το χαμηλό κόστος εργασίας. Αντίθετα, συνδέονται κυρίως με τα στρατηγικά πλεονεκτήματα που προσφέρει η παραγωγή και η διαχείριση της γνώσης και της πληροφορίας, η ενσωματωμένη στα σύγχρονα τεχνολογικά μέσα πνευματική εργασία. 191
Πίνακας ΕΣΥΕ για την Ανεργία - 1997 ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 6 Εργατικό δυναμικό ΣΥΝΟΛΟ ΧΩΡΑΣ
Απασχολούμενοι Ανεργοι
1992
1993
1994
1995
4.034,3 3.684,5
4.118.4
4.193,4
4.248,5
3.720.2
3.789,6
349,8
403,8
3.823,8 424,7
9.6%
10,0%
1996 4.318,3
4.294.405
1997
3.871,9
3.854,055
446,4 10,3%
440,35 10,3%
268,8 240,6
254.501
Ποσοστό Ανεργίας
8,7%
398,2 9.7%
ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ
Εργατικό δυναμικό
254,5
259,0
Απασχολούμενοι
254,3 234,8
262,7
ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
242,1
233,5
232,2
& ΘΡΑΚΗ
Ανεργοι
20,6 7,8%
21,0
26,8
Ποσοστό Ανεργίας
19,5 7,7%
8,3%
10,3%
28,2 10,5%
Εργατικό δυναμικό
692,7
698,9
721,0
756,1
752,8
772,834
ΚΕΝΤΡΙΚΗ
Απασχολούμενοι
641,7
633,9
655,0
679,8
680,4
694,291
ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
Ανεργοι
51,0
65,0
66,0
76,4
72,4
Ποσοστό Ανεργίας
7,4%
9,3%
9,2%
10,1%
9.6%
78,543 10.2%
Εργατικό δυναμικό
230,505 23,996 9.4%
105,2
118,9
119,4
119,3
123,0
120,753
ΔΥΤΙΚΗ
Απασχολούμενοι
95,7
104,3
107,7
101,2
101,8
103,191
ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
Ανεργοι Ποσοστό Ανεργίας
9,5 9,0%
14,6
11.7
21,3
12,3%
9,8%
18,1 15,2%
17,3%
17.562 14.5%
Εργατικό δυναμικό Απασχολούμενοι Ανεργοι
108,5 99.4
109,1 99.3
112,6 103,1
114,7 105,2
111,5
110,120
97.6
97.803
9,8
Ποσοστό Ανεργίας
9.1 8,4%
9.0%
9,5 8.4%
9.5 8.3%
13.9 12.5%
12.317 11.2%
Εργατικό δυναμικό Απασχολούμενοι
267,5 245,4
269,2 248.0
278.1
282,1
Ανεργοι
22,1
21.2
256,9 25,2
292,4 267,8
299,311
8.3%
7,9%
8.9%
24,6 8.4%
25.427
Ποσοστό Ανεργίας
256.6 21.5 7.7%
Εργατικό δυναμικό Απασχολούμενοι
79,9
77,4
79.1
80.9
82,0
80.513
ΗΠΕΙΡΟΣ
ΘΕΣΣΑΛΙΑ
ΙΟΝΙΟΙ ΝΗΣΟΙ
8.5%
73.9
76,0
76.0
76.9
75.383
2.0
3.5
3.1
5.130
2.5%
4.5%
3.9%
4,9 6,1%
5.1
Ποσοστό Ανεργίας Εργαπκό δυναμικό
239,5 216.8
243,2 217.5
255,5 226,0
Ανεργοι
77.9
273,884
6.2%
6.4%
242,9 219,4
252.1
254.202
ΔΥΤΙΚΗ
Απασχολούμενοι
228.8
232.816
ΕΛΛΑΔΑ
Ανεργοι
22,7 9.5%
25,7 10,6%
29,5 11,5%
23,5 9.7%
23.3 9.2%
21,386
Ποσοστό Ανεργίας Εργατικό δυναμικό
188,0
189,4
185,4
184,7
190,7
184,815
ΣΤΕΡΕΑ
Απασχολούμενοι
165,5
169,8
164,7
166,6
168,9
161,229
ΕΛΛΑΔΑ
Ανεργοι
19,6 10,3%
20,7
18,1
Ποσοστό Ανεργίας
22.5 12,0%
11,2%
9,8%
21,8 11,4%
23,586 12.8%
Εργατικό δυναμικό Απασχολούμενοι
1.508,4 1.350,5
1.531,1
1.561,6 1.376,1
1.587,6
1.600,2
1.600,791
1.348,1
1.401,7
1.406,845
Ανεργοι Ποσοστό Ανεργίας
157,9 10.5%
183,0 12.0%
185,5 11,9%
1.401,9 185,7 11,7%
198,5 12,4%
193,946 12,1%
Εργατικό δυναμικό
227,7
237,7
246,3
208,8 18,9
229,5 214,1 15,4
239,2
Απασχολούμενοι Ανεργοι
222,4 16,8
220,3 17,4 7,3%
228,4
225,536 206,978 18,558
57,9 54,7
64,0
ΑΤΤΙΚΗ
ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ
ΒΟΡΕΙΟ ΑΙΓΑΙΟ
Ποσοστό Ανεργίας
8,3%
6,7%
7,0%
Εργατικό δυναμικό
67,1
58,1
56,6
Απασχολούμενοι Ανεργοι
63,6 3,5
54,8
52,1
3,3
4.5
Ποσοστό Ανεργίας
5,2%
5,7%
Εργατικό δυναμικό
93,5 89,8
107,0 100,0
ΝΟΤΙΟ
Απασχολούμενοι
ΑΙΓΑΙΟ
Ανεργοι
ΚΡΗΤΗ
17,9 7,3%
59,1 4,9
8.4%
8,2% 8,959 54,557
8,0%
3.2 5,5%
7,7%
7.5%
106,6 102.4
104,2 98,7
103.1 97,5
102,462 97,489
4,402
3.7
7.0
4.2
5.5
4.0%
6,5%
3.9%
5.3%
5.6 5.4%
4,973
Ποσοστό Ανεργίας Εργατικό δυναμικό
202,0 194.5
223,9 214,5
223,8 214,1
221,6
231.3
229.610
210,9
22.3
219.085
7.5 3.7%
9,3 4.2%
9.7
10.7
8.9
10.525
Ι
4,3%
4,8%
3.9%
4.6%
|
Απασχολούμενοι Ανεργοι Ποσοστό Ανεργίας
192
4.9% ι
Συνεπώς, απαιτούνται νέοι θεσμοί και νέες επιλογές, ώστε το κόστος που προκύπτει από την αναδιοργάνωση της παραγωγής να μη βαρύνει αποκλειστικά τα πιο αδύναμα τμήματα της κοινωνίας, αλλά να κατανέμεται δίκαια. Στη σύγχρονη κοινωνία - μ ι α κοινωνία της γνώσης και της συνεχούς μάθησης-, η προσαρμογή των εργασιακών σχέσεων πρέπει να συνδεθεί με αποτελεσματικούς μηχανισμούς κοινωνικής προστασίας και τη δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης μέσα από νέες επενδύσεις σε σύγχρονους παραγωγικούς τομείς.
Ανεργία στην Ευρωπαϊκή Ενωση Ποσοστό (%) του εργατικού δυναμικού
ΧΙΛΙΑΔΕΣ 1992
1994
1995
1996
1997
Αυστρία
193
5,9
5,9
6,2
6,5
Βέλγιο
435
13,1
13,0
13,2
13,0
Δανία
318
12,2
10,0
9,2
9,2
Γαλλία
2.600
12,3
11,6
12,1
12,2
Γερμανία
2.979
9,6
9,4
10,3
10,4
349
9,6
10,0
10,2
10,4
2.034
11.3
12,0
12,1
12,0
Ελλάδα Ιταλία Ιρλανδία Ισπανία
213
14,2
12,9
12,4
12,2
2.789
24,2
22,9
22,9
22,7
3
2,7
3,0
2,9
2,8
2.801
9,2
8,2
7,9
7,5
Ολλανδία
336
7,6
7,1
7,0
6,9
Πορτογαλία
186
6,9
7,2
7,4
7,5
Σουηδία
234
8,0
7,7
7,6
7,2
328
18,4
17,2
16,4
15,5
15.798
11,6
11,2
11,4
11,3
Λουξεμβούργο Μ. Βρετανία
Φιλανδία ΣΥΝΟΛΟ (Πηγή: OECD)
193
Εργασία - Ανεργία
- Ταυτότητα
Η αποσταθεροποίηση του κόσμου της μισθωτής εργασίας απειλεί να ανατρέψει τη διαδικασία ένταξης, τον ομοιόμορφο τρόπο ζωής και την επέκταση της πρόνοιας και των κοινωνικών δικαιωμάτων, διαδικασία που ωστόσο έμοιαζε μη αναστρέψιμη. Η θέση του χρήματος και του οικονομικού παράγοντα στα σύγχρονα κράτη έχει αλλάξει σε βάθος. Πράγματι, το χρήμα συγκεκριμενοποιεί την κοινωνική αυτονομία των ατόμων, μόνο όμως η εργασία έχει τη δυνατότητα να θέσει τις βάσεις της. Η εμπειρία κάποιου πον πρόσφατα βγήκε στην ανεργία ή του νέον nov ταλαιπωρείται με ασήμαντες δουλειές και πρόσκαιρες συμβάσεις συνοψίζεται στο ότι δεν έχει άλλο συνομιλητή ή συνέταιρο εκτός από τις κοινωνικές υπηρεσίες. Η ταυτότψά του περιορίζεται στην ιδιότητά του ως ανέργου ή προσωρινά απασχολούμενου. Η ιδιότητα τον πολίτη δεν του προσφέρει καμιά βοήθεια και δεν ξέρει πώς να τη χρησιμοποιήσει. Η έλλειψη κοινωνικοποίησης μέσα από την εργασία επιφέρει πλήγματα τόσο στο δεσμό μεταξύ των πολιτών όσο και στους πολιτικούς δεσμούς, δεσμούς που είχαν τόσο έντονα υπογραμμιστεί από την επικύρωση του δικαιώματος στην εργασία, όπως αυτό διατυπώνεται στο προοίμιο του Γαλλικού Συντάγματος τον 1946. Στην κοινωνία της μισθωτής εργασίας, η ιδιότητα του εργαζομένου είναι κάτι παραπάνω από κοινωνική ιδιότητα: Αποτελεί διάσταση, σχεδόν, της πολιτικής υπόστασης - οι άνεργοι είναι οι μεγάλοι απόντες του δημόσιον βίου. Βέβαια, είναι αδύνατο να διαχωρίσουμε την εργασία από το εισόδημα, η εργασία όμως δεν είναι πλέον μόνο εισόδημα. Χαρακτηρίζει τον τρόπο συμμετοχής στην κοινωνική ζωή. Στο εοώτιιιια «ποιος είναι ο τάδε»; η συνηθισμένη αυθόρμητη απάντηση δεν είναι ποτέ «ένας σωστός άνθρωπος» ή «ένα γενναιόδωρο άτομο», δεν είναι καν «πλούσιος» ή «φτωχός». Η συνηθισμένη απάντηση είναι «εργάτης», «υπάλληλος», «δικηγόρος», κτλ. Το επάγγελμα καθορίζει την ταυτότητα. Τα ερωτήματα «ποιος είναι;», «τι κάνει;» μεταφράζονται αυτόματα με το «τι δουλειά κάνει;» Εργασία, έθνος και κοινωνική αλληλεγγύη είναι λοιπόν άρρηκτα συνδεδεμένα στον πολιτισμό μας. Το θέμα δεν είναι να αποκλείσουμε από την ανακατανομή αυτούς που δεν μπορούν να εργαστούν, αλλά να επιτρέψουμε σε όλους την πρόσβαση σ αντό που αποτελεί την ουσία της ταυτότητας, γεγονός πον προϋποθέτει, ομοίως, ανασύσταση της κοινωνικής ταυτότητας. Michel Rocard, Τι να Κάνουμε για την Αντιμετώπιση της Ανεργίας, εκδ. «Νε'α Σύνορα» - Α. Α. Αιβάνη, Αθήνα 1998, σο. 37-38.
194
5.2.3. Μεταναστευτικά ρεΰματα-ρατσισμός Η κατάρρευση των καθεστώτων του πρώην Ανατολικού Συνασπισμού, που συνοδεύτηκε από σοβαρή οικονομική και κοινωνική κρίση στις χώρες αυτές, προκάλεσε ένα μεγάλο μεταναστευτικό κύμα προς τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το μεταναστευτικό αυτό κύμα συμπληρώνεται από ένα δεύτερο «κύμα», που οφείλεται όχι μόνο σε κοινωνικοοικονομικούς λόγους, αλλά και σε σοβαρές παραβιάσεις θεμελιωδών ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων και ελευθεριών ή, ακόμη, σε εμφύλιες πολεμικές συγκρούσεις που διεξάγονται σε χώρες της Ασίας και της Αφρικής. Εκτιμήσεις έγκυρων διεθνών οργανισμών καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι στις αρχές του 21ου αιώνα οι μετανάστες στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα υπερβούν τα 13.000.000 άτομα, αριθμός που προσεγγίζει το 10% των εργασιακά απασχολουμένων στις χώρες αυτές. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αυτός αριθμός μεταναστών περιλαμβάνει 4.000.000 από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, 3.500.000 από τις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ, 2.500.000 από τη Βόρεια Αφρική, 2.000.000 από την υπόλοιπη Αφρική και 1.000.000 από την Ασία (Εθνικό Ινστιτούτο Δημογραφικών Μελετών της Γαλλίας). Το φαινόμενο της μετανάστευσης δεν είναι νέο, αλλά συνοδεύει την ιστορική εξέλιξη των σύγχρονων κοινωνιών. Ειδικότερα, η οικονομική ανάπτυξη της Δυτικής Ευρώπης μεταπολεμικά στηρίχτηκε στην προσέλκυση φθηνού εργατικού δυναμικού από τις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου, αλλά και από τις χώρες εκείνες που αποτελούσαν αποικίες των ευρωπαϊκών μητροπόλεων. Η χώρα μας αποτέλεσε την αφετηρία δύο μεγάλων μεταναστευτικών ρευμάτων. Το πρώτο «ρεύμα» κυριάρχησε στην περίοδο 1900-1920 και κατευθύνθηκε κυρίως προς ΗΠΑ και Καναδά. Το δεύτερο ξεκίνησε το 1955 και κορυφώθηκε τη δεκαετία του 1960, με κύρια χώρα προορισμού τη Γερμανία. 195
Στη σύγχρονη περίοδο η χώρα μας μεταβάλλεται από «εξαγωγέας» μεταναστών σε αποδέκτη ενός μεγάλου μεταναστευτικού κύματος, που προέρχεται κυρίως από τις χώρες της Βαλκανικής Χερσονήσου και της πρώην ΕΣΣΔ, το οποίο στο τέλος της δεκαετίας του 1990 προσέγγιζε τον αριθμό των 800.000 μεταναστών. *
*
*
Οι προσπάθειες να ενταχθούν οι μετανάστες στον κοινωνικό ιστό των χωρών υποδοχής και να ενσωματωθούν στο εγχώριο παραγωγικό δυναμικό αποτελεί ένα κρίσιμο και δυσεπίλυτο πρόβλημα. Αυτό το πρόβλημα συνδέεται άμεσα και καθοριστικά με την ικανότητα μιας εθνικής κοινωνίας να μπορεί να ενσωματώνει τις επιμέρους μειονότητες στα πλαίσια μιας ενιαίας εθνικής ταυτότητας και ενός κοινού πολιτισμικού πλαισίου. Ό τ α ν οι μειονότητες μπορούν να ενσωματωθούν στους θεσμούς και στους κανόνες αυτού του πλαισίου, τότε παρατηρείται το qxxiνόμενο της προσαρμογής των μειονοτήτων στον πολιτισμό της χώρας αποδοχής (acculturation). 'Οταν όμως το περιεχόμενο της εθνικής πολιτισμικής ταυτότητας δεν επιτρέπει αυτή την ενσωμάτωση και τη συνύπαρξη, τότε αναδεικνύονται φαινόμενα ρατσισμού και ξενοφοβίας. Στις περιπτώσεις αυτές, τα φαινόμενα της ξενοφοβίας αποδίδονται στην αύξηση της ανεργίας του εγχώριου εργατικού δυναμικού, αιτία της οποίας θεωρείται η παρουσία των οικονομικών μεταναστών, που καταλαμβάνουν θέσεις εργασίας με χαμηλές αμοιβές. *
*
*
Ασφαλώς τα οικονομικά και τα κοινωνικά αίτια που οδηγούν στη μετανάστευση είναι πολύ ευρύτερα. Στην πραγματικότητα, η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας της αγοράς διαμορφώνει στο εσωτερικό των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ζώνες «απελευθέρωσης» της αγοράς εργασίας που συνδέονται με τη συρρίκνωση των κοινωνικών παροχών. Σ' αυτές τις ζώνες «ελεύθερης εργασίας» αναπτύσσονται νέες κατηγορίες εργασίας, όπως η παράνομη, η συμπληρωματική, η οικιακή-προοωπική, η εποχιακή. Σ' αυτές τις κατηγορίες εργασίας, τόσο οι μισθοί όσο και οι προνοιακές παροχές διατηρούνται σε χαμηλά επίπεδα. Σ' αυτές τις κατηγορίες εργασίας, διαπιστώνεται αύξηση συμμετοχής του μεταναστευτικού δυναμικού. Αυτού του τύπου η «περιθωριοποιημένη» εργασία διαμορφώνει σταδιακά μια ευρύτερη αγορά εργασίας ενός, αντίστοιχα, περιθωριοποιημένου -μεταναστευτικού- δυναμικού, η οποία συνοδεύεται από την απουσία σωματείων και συνδικαλιστικών οργάνων ελέγχου, αλλά και θεσμών κοινωνικής πρόνοιας.
196
Η αδυναμία ένταξης των μεταναστών -και ιδιαίτερα των λαθρομεταναστώνστσν κοινωνικό ιστό της χώρας υποδοχής οδηγεί στην αδυναμία προσαρμογής των μεταναστών και στην υποβάθμιση των περιοχών εγκατάστασής τους. Η έλλειψη προσαρμοστικότητας δεν οφείλεται μόνο στα διαφορετικά πολιτιστικά στοιχεία κάθε εθνικής κοινότητας (γλώσσα, θρησκεία, έθιμα, τρόπος ζωής), αλλά και στο φόβο αντιμετώπισης ρατσιστικού τΰπου αντιδράσεων στην περίπτωση που βρίσκονται οι μετανάστες εκτός του «χώρου» τους. Η μαζική ανεργία που δημιουργήθηκε τα τελευταία χρόνια στην Ευρώπη αποτέλεσε ένα βασικό κοινωνικοπολιτικό επιχείρημα που στράφηκε κατά των μεταναστών και εντάχθηκε στα πολιτικά προγράμματα ακροδεξιών πολιτικών κομμάτων, που επιδιώκουν να ενσωματώσουν με τον τρόπο αυτό τον έρποντα ρατσισμό και την ξενοφοβία που αναπτύσσεται σε ορισμένα κοινωνικά στρώματα (Γαλλία, Γερμανία, κτλ.). Οι πράξεις βίας, τα ρατσιστικά εγκλήματα, οι διωγμοί που καταγράφονται στη Γερμανία αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες και έχουν ως κίνητρο το ρατσιστικό μίσος αποτελούν «στίγμα» για τον ίδιο τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. *
*
*
Στις 18.12.1992 η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, με την υπ' αριθ. 47/135 απόφασή της, υπέγραψε τη «Διακήρυξη για τα δικαιώματα των προσώπων που ανήκουν σε εθνικές, θρησκευτικές και γλωσσικές μειονότητες». Το 1993, στη συνέχεια, εγκρίθηκε στη Βιέννη η Παγκόσμια Διακήρυξη για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Η διακήρυξη αυτή, αφού αναφέρεται στα προβλήματα του ρατσισμού, της ξενοφοβίας και των φυλετικών διακρίσεων, καλεί όλες τις κυβερνήσεις να λάβουν άμεσα μέτρα αντιμετώπισης των προβλημάτων αυτών. Σήμερα, εκτός από τις νομικές ρυθμίσεις που προωθούνται για την τυπική, τουλάχιστον, κατοχύρωση των διάφορων μειονοτήτων, συγκροτούνται κυβερνητικοί μηχανισμοί, κοινωνικές οργανώσεις και κινήσεις πολιτών που διαφωνούν με το ρατσισμό και το καθεστώς των διακρίσεων. Οι q)opείς αυτοί λειτουργούν σε όλες σχεδόν τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και βοηθούν τις μειονοτικές ομάδες με πολλούς τρόπους, από την παροχή νομικής υποστήριξης μέχρι την υλική και ηθική βοήθεια και συμπαράσταση. ^Οι θετικές εξελίξεις σε θέματα πολιτικών ελευθεριών στην Ανατολική Ευρώπη για xdl· τιοιο διάστημα ακόμη ενδεχομένως να λειτουργήσουν κατευναστικά ως ηρος τις μεταναστευτικές διαθέσεις των πληθυσμών αυτών. Όμως, αν η επιδεινούμενη κατάσταση της οικονομίας των χωρών αυτών συνεχιστεί, τότε θα πρέπει να αναμένεται τα προσεχή χρόνια^ 197
έντονη μεταναστευτική ροή ηρος τψ Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Οι μετακινήσεις ανrio μπορούν να έχουν χαρακτψα πρόσκαιρης μετανάστευσης (συνδυασμός τουρισμού και ολιγόμηνης παράνομης εργασίας), είναι όμως πιθανό να Χάβονν χαρακτψα μακρόχρονης μετανάστευσης. Η τελευταία αυτή υπόθεση ενισχύεται 1) από τη χρονική έκταση της οικονομικής αστάθειας των ανατολικών χωρών, 2) από τη διαφαινόμενη ανισορροπία που υπάρχει σε πολλές δυτικοευρωπαϊκές χώρες μεταξύ της προσφοράς και της ζήτησης εργασίας τόσο σε ποσοτικό όσο και σε ποιοτικό επίπεδο, παρόλο πον ντιάρχει διαθέσιμο εργατικό δυναμικό στο εσωτερικό της Κοινότητας, το οποίο υποαπασχολείται ή ετεροαπασχολείται, και 3) από το γεγονός ότι οι περισσότεροι μετανάστες που προέρχονται από την Ανατολική Ευρώπη εμφανίζουν επίπεδο υψηλής κατάρτισης, ενώ παράλληλα φαίνονται διατεθειμένοι να προσφέρουν την εργασία τονς έναντι χαμηλής αμοιβής. Έχει όμως ήδη επισημανθεί ότι η πλειονότητα των ήδη μη κοινοτικών απασχολουμένων στην ΕΟΚ προέρχεται από τις μεσογειακές χώρες. Οι μη κοινοτικές μεσογειακές χώρες, ιδιαίτερα δε οι βορειοαφρικανικές μεσογειακές χώρες, χαρακτψίζονται από μια δημογραφική αύξηση εξαιρετικά εντυπωσιακή. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι, μεταξύ των ετών 1950-2025, ο ενεργός πληθυσμός της Μεσογειακής Αφρικής θα έχει αυξηθεί κατά 500% περίπου, ενώ ο αντίστοιχος της Κοινότητας κατά 20%. Ταυτόχρονα, στις βορειοαφρικανικές μεσογειακές χώρες -που έχουν ήδη δημιουργήσει ισχυρούς διαύλους τροφοδοσίας με εργατικό δυναμικό προς την Κοινότητα- κάθε χρόνο μεγαλώνει το χάσμα μεταξύ της ζήτησης της εργασίας εκ μέρους των νεοεισερχομένων στην αγορά εργασίας και της ικανότητας των οικονομιών αυτών να δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας πον θα ανταποκρίνονται στη σχετική ζήτηση. Αυτό σημαίνει ότι, όσο λιγότερο θα απορροφάται το εργατικό δυναμικό στη νότια Μεσόγειο, τόσο πιο ισχυρές θα γίνονται οι μεταναστευτικές πιέσεις προς την Ευρώπη, λαμβανομένων πάντοτε υπόψη των εκρηκτικών δημογραφικών δεδομένων. Διαφαίνεται, επομένως, ορατή η πιθανότητα ο ευρωπαϊκός χώρος να καταστεί ένα πεδίο μεταναστευτικών πιέσεων τόσο από την πλευρά της Ανατολικής Ευρώπης όσο και από την πλευρά της νότιας ακτής της Μεσογείου. Αν, δε, θεωρήσουμε ότι οι κοινοτικές χώρες θα προσπαθήσονν να αποτρέψονν, να ελέγξουν ή να μετριάσουν τις μεταναστευτικές αυτές (αναμενόμενες) πιέσεις, τότε κάποιοι θα κληθούν να πλψώσουν το τίμημα. Και αυτοί οι κάποιοι είναι προφανές ότι θα είναι οι ίδιοι οι μετανάστες. Μ. Κονιόρδος, «Οι μεταναστεύσεις από τρίτες χώρες στην Ευρώπη στη δεκαετία του 1990», στο βιβλίο Διαστάσεις της Κοινωνικής Πολιτικής Σψερα, Ί δ ρ υ μ α Σάκη Καράγιωργα, Αθήνα 1993, ο. 459.
198
5.2.4. Βία στην κοινωνία Οι σύγχρονες κοινωνίες χαρακτηρίζονται από ένα έντονα ανταγοηαστικό πεδίο σχέσεων. Ο ανταγωνισμός αυτός κυριαρχεί κατεξοχήν στο οικονομικό σύστημα, όμως παράλληλα επηρεάζει και καθορίζει, σε μεγάλο βαθμό, τις κοινωνικές σχέσεις και τις ατομικές συμπεριφορές. Η αποδυνάμωση των κοινωνικών πολιτικών και του κοινωνικού κράτους, η αβεβαιότητα που επικρατεί στον τομέα της εργασίας, η απουσία συλλογικών οραμάτων και στόχων δημιουργεί στο σύγχρονο άνθρωπο το αίσθημα της ανασφάλειας και της έντασης. Η αβεβαιότητα που κυριαρχεί σ' όλα σχεδόν τα επίπεδα της κοινωνικής δραστηριότητας (επαγγελματική σταδιοδρομία, οικονομική διασφάλιση, συμμετοχή στο σύγχρονο καταναλωτικό πρότυπο) οδηγεί τα άτομα σε εντάσεις και ρήξεις με το οικογενειακό ή το επαγγελματικό τους περιβάλλον. Τα φαινόμενα της ατομικής βίας, της επιθετικότητας, της ανομίας, της εγκληματικότητας πολλαπλασιάζονται επικίνδυνα στις σύγχρονες κοινωνίες. Ό μ ω ς το καθεστώς της ανασφάλειας, της βίας και της εγκληματικότητας συνδέεται με προβλήματα που ξεπερνούν τα όρια του κράτους-έθνους. Η διακίνηση όπλων μαζικής καταστροφής - π ο υ περιλαμβάνουν μάλιστα και πυρηνικά όπλα-, οι πολεμικές εντάσεις και συγκρούσεις στη Βαλκανική Χερσόνησο, τα κρίσιμα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα που προέκυψαν από >.vu.r
"nOS
199
την κατάρρευση των καθεστώτων του Ανατολικού Συνασπισμού -και κυρίως από τη διάλυση της πρώην ΕΣΣΔ- διαμόρφωσαν ένα νέο τοπίο έντασης στην Ευρώπη στο τέλος του 20ού αιώνα. Αυτό το πεδίο έντασης εκφράζεται μέσα από μορφές συλλογικής βίας, η οποία συνοδεύεται από την αναβίωση θρησκευτικών φανατισμών, από εθνικιστικές εξάρσεις, από την αύξηση των κρουσμάτων της ξενοφοβίας και του ρατσισμού. Η ραγδαία διάδοση της χρήσης ναρκωτικών ουσιών, η αύξηση της εγκληματικότητας και ιδίως η διεθνοποίηση των μορφών του οργανωμένου εγκλήματος -που χρησιμοποιεί τα πιο σύγχρονα τεχνολογικά μέσα- ολοκληρώνουν την εικόνα της βίας και της ανασφάλειας που συνδέονται με το σύγχρονο κοινωνικοοικονομικό πρότυπο ανάπτυξης. Το οργανωμένο έγκλημα δεν αποτελεί, όπως συνέβαινε παραδοσιακά, χαρακτηριστικό ατομικών πράξεων. Αντίθετα, αποκτά σύγχρονα κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά και χρησιμοποιεί ως «εργαλεία» τις σύγχρονες τεχνολογικές δομές. Το έγκλημα οργανώνεται πέρα από τα εθνικά σύνορα και επωφελείται από την ελεύθερη κυκλοφορία εμπορευμάτων, κεφαλαίων, υπηρεσιών. Οργανωμένα υπερεθνικά κυκλώματα διακινούν τεράστιες ποσότητες ναρκωτικών και όπλων. Συγκροτημένες «μαφίες», με δομές ιδιωτικής επιχείρησης, ελέγχουν εκτεταμένα κυκλώματα εκμετάλλευσης γυναικών ή λαθρομεταναστών. Στη σημερινή Ρωσία οι μαφίες του εγκλήματος, της πορνείας και των ναρκωτικών ελέγχουν ένα μεγάλο τμήμα της οικονομίας της χώρας. Εμφανίζεται, επίσης, ο τύπος των εγκλημάτων οικονομικού χαρακτήρα που χρησιμοποιεί τη σύγχρονη υψηλή τεχνολογία. Οι ηλεκτρονικές τραπεζικές υπηρεσίες αλλά και τα παγκόσμια συστήματα πληροφοριών (Διαδίκτυο) αποβαίνουν κατάλληλα δίκτυα για την εκτέλεση των οικονομικού τύπου εγκλημάτων.
Η Ελλάδα γίνεται αποδέκτης της βίας και του εγκλήματος όχι μόνο εξαιτίας των διαστάσεων που έχει προσλάβει το σύγχρονο έγκλημα, αλλά και λόγω της ίδιας της γεωγραφικής της θέσης. Η εμφάνιση μορφών οργανωμένου εγκλήματος αλλά και η ραγδαία και ανεξέλεγκτη αύξηση των λαθρομεταναστών και των οικονομικών μεταναστών δημιουργούν σοβαρά προβλήματα ασφάλειας στην ελληνική κοινωνία. Εξαιτίας των προβλημάτων αυτών η ελληνική κοινωνία, που διακρίνεται για τις ανθρωπιστικές της αξίες, την ανεκτικότητα και την αλληλεγγύη της, βρίσκεται μπροστά σε ιστορικές εξελίξεις που απαιτούν μια πολύπλευρη αντιμετώπιση. Η κατανόηση της αιτίας των προβλημάτων αυτών και ο ειλικρινής διάλογος αποτελεί μια σημαντική κοινωνική πράξη για να αντιμετωπιστούν τα φαινόμενα της βίας. 200
Από τη μία πλευρά προβάλλει το αίτημα της αποτελεσματικής αντιμετώπισης του σύγχρονου, επιστημονικά οργανωμένου, εγκλήματος και της κατοχύρωσης της ασφάλειας των πολιτών. Πρόκειται δηλαδή για ένα αίτημα που απευθύνεται προς το πολιτικό-δικαιικό σύστημα και τους μηχανισμούς ασφαλείας του κράτους (νόμοι, αστυνομία, θεσμικό πλαίσιο). Από την άλλη πλευρά όμως, το πρόβλημα των λαθρομεταναστών, των οικονομικών μεταναστών, των πολιτικών προσφύγων είναι στην ουσία πρόβλημα ελεγχόμενης ενσωμάτωσης ενός τουλάχιστον τμήματος αυτών στην όλη οικονομικοκοινωνική δομή, στο σύγχρονο καταμερισμό της εργασίας. Πρόκειται για μια ιστορικής μορφής διαδικασία που οφείλει να συμπορεύεται με την όλη προσπάθεια της ελληνικής κοινωνίας να ενταχθεί ομαλά στις οικονομικοπολιτικές δομές της Ευρωπαϊκής Ένωσης. ^11αρά την παγκοσμιότητα των εγκληματολογικών επιστημών, οι θεωρητικές αναλύσεις επψεάζονται πολύ από το Εθνικό (Ποινικό) Δίκαιο και τις κοινωνικοπολιτιστικές αντιλήψεις, ενώ οι πρακτικές εξαρτώνται και από οικονομικούς, θεσμικούς, ακόμη και γραφειοκρατικούς παράγοντες. Η οποιαδήποτε σύγκλιση ή εναρμόνιση φαίνεται καταρχάς αδύνατη, εκτός αν μιλάμε για αριθμητική συσσώρευση δυνάμεων καταστολής. Δεν είναι βέβαια οι ευρωπαϊκές εγκληματολογικές-σωφρονιστικές στατιστικές ή η Euro-Pol (Ευρωπαϊκή Αστυνομία) που θα δώσουν λύση. Ούτε ο Βέλγος Ηρακλής Πουαρό θα συναντηθεί με τον Άγγλο Σέρλοκ Χολμς και με το Γάλλο επιθεωρητή Μεγκρέ για να εξηγήσουν από κοινού το μυστήριο του εγκλήματος της οδού Μόργκαν. Η αντεγκληματική πολιτική -με την ευρεία έννοια- περιλαμβάνει τψ εκηαίδευση, τη θεραπεία, την καταστολή, αλλά και την πειθώ. Φοβάμαι όμως, ότι, ακόμη κι αν τα εκπαιδευτικά-μορφωτικά συστήματα συγκλίνουν, αν οι όροι και οι μέθοδοι θεραπείας εκσυγχρονιστούν κι αν η καταστολή ενοποιηθεί, πάλι θα έχει η Ευρωπαϊκή Αντεγκληματική Πολιτική πρόβλημα πειθούς. Όταν οι εθνικές (ή οι τοπικές) κοινωνίες εκτρέφουν τους σπόρους των μελλοντικών εγκλημάτων κι όταν ο πολιτισμός και οι θεσμοί μιας χώρας αδυνατούν να πείσουν τους δικούς της πολίτες, αντιλαμβανόμαστε όλοι τις αδυναμίες πειθούς (δηλαδή πρόληψης) απέναντι στο έγκλημα σ ευρωπαϊκή κλίμακα (όπου θα συνυπάρχουν η ανομία, η καχυποψία, η ακατανοησία, η σύγκρουση κανόνων συμπεριφορών, κτλ.). Γ. Πανούσης, «Η Ευρώπη και οι νέες μορφές εγκλήματος» στο περιοδικό Ρεύματα, τχ. 1, Αθήνα 1998, σσ. 150-151.
201
5.3. ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ 5.3.1. Περιβάλλον Τα προβλήματα του περιβάλλοντος και οι κρίσιμες επιπτώσεις των προβλημάτων αυτών στη ζωή των συγχρόνων κοινωνιών αναδεικνύονται σε θε'ματα άμεσης προτεραιότητας, ιδιαίτερα τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Ο άνθρωπος συνειδητοποιεί την ανάγκη προστασίας του φυσικού του περιβάλλοντος εδώ και χιλιάδες χρόνια. Ο Πλάτωνας στον Κριτία αναφέρεται στα φαινόμενα που έπληξαν την Αττική εξαιτίας της καταστροφής των δασών από τον άνθρωπο και της απογύμνωσης των βουνών από τα χώματα («απομεινάρι της Τοτινής Γης»), Κατά τον 19ο αιώνα, η προστασία του περιβάλλοντος συνδέεται με αισθητικά και ηθικά κριτήρια, που αφορούν το δικαίωμα επιβίωσης όλων των (ρυσικών ειδών και οργανισμών. Η αντίληψη αυτή εκφράζεται μέσα από το κίνημα του Ρομαντισμού, που επιδιώκει την ενότητα και τη συμφιλίωση του ανθρώπου με τη φύση.
202
Μετά το 1960 η ανάγκη προστασίας του περιβάλλοντος εδραιώνεται σε ευρύτερα επιστημονικά, κοινωνικοοικονομικά και πολιτικά κριτήρια. Από τη μια πλευρά, αφορά την ορθολογική διαχείριση των φυσικών και ενεργειακών πόρων, συνδέεται όμως ταυτόχρονα με μια κοινωνική αντίληψη για την ανάγκη προστασίας και σεβασμού του περιβάλλοντος ως απαράβατου όρου για τη μακρόχρονη επιβίωση του ανθρώπου στον πλανήτη Γη. Η ίδια η έννοια του περιβάλλοντος μεταβάλλεται ιστορικά. Η «αντιπαλότητα» μεταξύ κοινωνίας και φύσης ξεκινά από τις πρωτόγονες κοινωνίες και κορυφώνεται στις βιομηχανικές κοινωνίες, που καθορίζουν ως στόχο την κυριαρχία πάνω στη φύση. Ό μ ω ς τα προβλήματα του περιβάλλοντος αποβαίνουν σήμερα καίρια για τις σύγχρονες κοινωνίες. Αποτελούν δηλαδή κοινωνικά προβλήματα που αντιμετωπίζονται και από την πλευρά των κοινωνικών επιστημών. α) Σήμερα η έννοια του περιβάλλοντος διευρύνεται και περιλαμβάνει: - το φυσικό περιβάλλον, - το δομημένο περιβάλλον, πον αφορά το οικιστικό περιβάλλον στις πόλεις και στους οικισμούς, - το ανθρώπινο περιβάλλον, πον συνδέεται με την έννοια της ποιότητας της ζωής. Αυτή η σύνθετη έννοια της προστασίας του περιβάλλοντος, που περιλαμβάνει ένα πλήθος οικονομικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων και στόχων, συνδέει άμεσα την έννοια της ανάπτυξης με την έννοια της περιβαλλοντικής προστασίας. Τ η σχέση αυτή περιγράφει ο όρος της «βιώσιμης» ή «διαρκούς» ή «αειφόρου» ανάπτυξης, σύμφωνα με τον οποίο η κατεύθυνση των επενδύσεων και ο προσανατολισμός των τεχνολογικών εξελίξεων συνδέεται άμεσα με την προστασία του περιβάλλοντος, αλλά και τη διαφύλαξη και την ανανέωση των φυσικών πόρων. Με βάση τις αρχές αυτές, η στρατηγική της βιώσιμης ανάπτυξης καθορίζεται ως συνδυασμός τριών επιμέρους στόχων: - τ η ν επιτυχία των καθαρά οικονομικών στόχων της ανάπτυξης (efficiency), - την προώθηση της κοινωνικής ισότητας και της δικαιοσύνης σιην καθημερινή ζωή των πολιτών (equity), - τη διασφάλιση της προστασίας του περιβάλλοντος (conservation). Είναι φανερό ότι η προώθηση των στόχων αυτών απαιτεί πολύπλευρη αντιμετώπιση, στην οποία κυρίαρχο ρόλο παίζουν οι Κοινωνικές Επιστήμες όπως η Κοι203
νωνιολογία, η Οικονομία, η Πολιτική Επιστήμη, η Κοινωνική Ανθρωπολογία. Κοινωνία, οικονομία, πολιτική και φύση αποτελούν σήμερα ένα ενιαίο και πολυσύνθετο αντικείμενο επιστημονικής έρευνας και μόνο μέσα από τη σφαιρική αυτή προσέγγιση είναι δυνατό να προκύψουν ολοκληρωμένες πολιτικές για το περιβάλλον. β) Οι πολιτικές περιβάλλοντος που εφαρμόστηκαν μέχρι τά τέλη της δεκαετίας του '80 αντιμετώπισαν τα άμεσα προβλήματα της ρύπανσης μέσω της χρήσης της τεχνολογίας και της επιβολής νομοθετικών ρυθμίσεων (για παράδειγμα, όρια εκπομπής ρύπων). Ό μ ω ς η ανεπάρκεια παρόμοιων παρεμβάσεων οδήγησε στην αναγνώριση της ανάγκης να υπάρχει μακροπρόθεσμος σχεδιασμός και υπερεθνική αντιμετώπιση των προβλημάτων. Φαινόμενα όπως το νέφος, το qxxiv0p8vo του θερμοκηπίου, η διαχείριση των υδάτινων πόρων δεν μπορούν πλέον να αντιμετωπιστούν από εθνικές πολιτικές. Αντίθετα, απαιτούνται συλλογικές και συντονισμένες προσπάθειες σε υπερ-εθνικό επίπεδο και επιβάλλεται ο ενεργός ρόλος των διεθνών οργανισμών. Πάντως οι δύο παγκόσμιες διασκέψεις για το περιβάλλον (Ρίο ντε Τζανέιρο το 1992 και Κιότο το 1996) δεν μπόρεσαν να αποφασίσουν και να εφαρμόσουν συγκεκριμένα και αποτελεσματικά μέτρα, εξαιτίας των αντιδράσεων που εκδηλώθηκαν από τα οικονομικά συμφέροντα στις Η ΠΑ και στις αναπτυγμένες βιομηχανικές χώρες. γ) Αυτή ακριβώς η αποσύνδεση του περιβάλλοντος από το σύνθετο κοινωνικό του χαρακτήρα και η επικράτηση μιας μονομερούς οικονομικής αντίληψης που εμπορευματοποιεί το περιβάλλον χάριν του κέρδους έχει οδηγήσει σε μια σειρά καταστρεπτικών αποτελεσμάτων για το περιβάλλον και για τις ίδιες τις ισορροπίες του πλανήτη. Η καταστροφή του όζοντος στους γήινους πόλους, η υπερεκμετάλλευση και η καταστροφή των δασών, η μόλυνση των θαλασσών και η εξάντληση του ενιάλιου πλούτου τους, η αλόγιστη χρήση φυτοφαρμάκων και χημικών, που εισάγονται τελικά στους ζωικούς οργανισμούς, αποτελούν τεράστιους κινδύνους που προσλαμβάνουν πλανητικές διαστάσεις. Αυτή ακριβώς η πορεία καταστροφής των πλανητικών ισορροπιών είναι πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να αναστραφεί. Η συνειδητοποίηση των κινδύνων αυτών έχει προκαλέσει την ενεργοποίηση κοινωνικών κινημάτων που αγωνίζονται για την προστασία του περιβάλλοντος και αποκαλούνται «οικολογικά κινήματα». Πολλές φορές μάλιστα τα κινήματα αυτά αποκτούν πολιτικό χαρακτήρα και ζητούν να προωθήσουν τους στόχους τους μέσα από κοινοβουλευτικές διαδικασίες. δ) Η Ελλάδα θεωρείται προνομιούχος ως προς τα χαρακτηριστικά του φυσικού της περιβάλλοντος. 204
Ο πλούτος και η ποικιλία της χλωρίδας και της πανίδας της οφείλεται στην πλεονεκτική γεωγραφική της θέση στα όρια τριών φυσικών γεωγραφικών ζωνών μεταξύ Ευρώπης, Αφρικής και Ασίας, καθώς και στην πολυδιάσπαση του γεωγραφικού της χώρου (κοιλάδες, βουνά, νησιά). Οι ιδιαιτερότητες αυτές επιβάλλουν μια διευρυμένη πολιτική προστασίας, στην οποία πρέπει να συνυπολογιστεί η προστασία της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Τα κυριότερα προβλήματα περιβάλλοντος που αντιμετωπίζει η χώρα μας είναι τα ακόλουθα: - η ατμοσφαιρική ρύπανση αλλά και οι επιπτώσεις από την άναρχη οικιστική ανάπτυξη που αντιμετωπίζει η Αθήνα, αλλά και άλλες μεγάλες πόλεις, - η έλλειψη ορθής διαχείρισης των υδάτινων πόρων εξαιτίας και της εξάρτησης των υδάτων των ποταμών της Βόρειας Ελλάδας από τις άλλες βαλκανικές χώρες, αλλά και εξαιτίας προβλημάτων ρύπανσης και έλλειψης βροχοπτώσεων στη Νότια Ελλάδα, - η ρύπανση της θάλασσας με απόβλητα που προέρχονται από βιομηχανικές μονάδες, οικισμούς, τουριστικές εγκαταστάσεις, - η ρύπανση του εδάφους από φυτοφάρμακα και λιπάσματα στον αγροτικό χώρο, - η απώλεια δασικών εκτάσεων λόγω πυρκαγιών, που έχει άμεση συνέπεια τη διάβρωση του εδάφους, τις καταστροφικές πλημμύρες (Αττική), κτλ., - οι κίνδυνοι καταστροφών που προκύπτουν τόσο για μοναδικού κάλλους και σπανιότητας οικοσυστήματα της χώρας μας, όσο και για τα μνημεία της πολιτιστικής μας κληρονομιάς (μάρμαρα Παρθενώνα). Στη χώρα μας έχει υιοθετηθεί το πρότυπο της βιώσιμης-αειφόρου ανάπτυξης στο πλαίσιο μιας εθνικής πολιτικής περιβάλλοντος. Αυτό το πρότυπο προβλέπει τον έλεγχο στη δόμηση, την προστασία των οικοσυστημάτων και των βιοτόπων, την αντιμετώπιση της ρύπανσης και των θορύβων στις μεγάλες πόλεις, την αναδάσωση των καμένων εκτάσεων, κτλ. Ό μ ω ς υπάρχουν σοβαρά προβλήματα εναρμόνισης των επιμέρους πολιτικών με τις προτεραιότητες της περιβαλλοντικής προστασίας, αλλά και προβλήματα συντονισμού μεταξύ κεντρικών και περιφερειακών φορέων για την εφαρμογή των πολιτικών προστασίας του περιβάλλοντος. Γενικότερα παρατηρείται υστέρηση και σε οργανωτικό και σε χρηματοδοτικό επίπεδο απέναντι στις ανάγκες, που συνεχώς διευρύνονται. Πάντως το θέμα της προστασίας του περιβάλλοντος είναι ένα από τα κύρια εθνικά προβλήματα που θα πρέπει να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά η χώρα μας στις αρχές του 21ου αιώνα. 205
/ ί / χειραφετητική οικοπολιτική θεωρία διευρύνει την προβληματική σε τρία αλλη λένδετα επίπεδα: τις ανθρώπινες ανάγκες, την τεχνολογία και την εικόνα του εαυτού. Στο πολιτικό επίπεδο, οι θεωρητικοί της χειραφέτησης έχουν πάρει στα σοβαρά τις αιτιάσεις του οικολογικού κινήματος και έχουν ξεκινήσει μια κριτική ανάλυση της δόμησης των ανθρώπινων αναγκών και της «καταλληλότητας» πολλών μοντέρνων τεχνολογιών. Αε θεωρείται πλέον αρκετό να αμφισβητούμε, ας πούμε, τη θέση ενός σταθμού πυρηνικής ενέργειας, ενός αυτοκινητόδρομου ή μιας χημικής βιομηχανίας, ή να επιμένουμε απλώς στη βελτίωση τον εξοπλισμού ασφαλείας ή στην εγκατάσταση φίλτρων για τη ρύπανση. Αντίθετα, αυτή η τρίτη φάση της οικοπολιτικής ανάλυσης απαιτεί να στρέψουμε την προσοχή μας στα πιο θεμελιακά ερωτήματα: σε ποιο βαθμό χρειαζόμαστε πραγματικά αυτού του είδους τις ενεργειακές πηγές αυτά τα μέσα μεταφοράς, αυτές τις βιομηχανίες και τεχνολογίες κ.ο.κ.; Μήπως δεν είναι σίγουρο ότι περισσότεροι από μας (άνθρωποι και μη άνθρωποι) μπορούμε να ζήσουμε πλουσιότερες και πληρέστερες ζωές αν οι άνθρωποι μπορέσουν να γίνουν λιγότερο εξαρτημένοι από αυτό το είδος της τεχνολογικής υποδομής και από τα εμπορεύματα και τα αγαθά που προσφέρει;: Όπως έχει παρατηρήσει ο Κορνήλιος Καστοριάδης, αν και το κίνημα της εργατικής τάξης έχει κατά κύριο λόγο προσεγγίσει το πρόβλημα της εξουσίας (και από δω απορρέει και το ενδιαφέρον του για ζητήματα συμμετοχής και διανομής), το οικολογικό κίνημα αμφισβητεί τώρα την οργάνωση και τη δομή των αναγκών και τον τρόπου ζωής. Και αυτό αποτελεί μια πολύ σημαντική υπέρβαση εκείνον που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ο μονοδιάστατος χαρακτήρας των προηγούμενων κινημάτων. Αυτό πον διακνβεύεται στο οικολογικό κίνημα είναι η σννολική σύλληψη, η καθολική θέση και σχέση ανάμεσα στην ανθρωπότητα και στον κόσμο και, τελικά, το κεντρικό και αιώνιο ερώτημα: Τι είναι η ανθρώπινη ζωή; Γιατί ζούμε; Το ζήτημα της πολιτισμικής δυσφορίας και της ανάγκης για πολιτισμική αναγέννηση σημαίνει ότι οι οικοπολιτικοί θεωρητικοί έχονν δώσει ιδιαίτερη προσοχή στην αναζωογόνηση της κοινωνίας των πολιτών σε αντίθεση ή σνμπληρωματνκά με το κράτος. Αντό αντανακλάται στο ενδιαφέρον των θεωρητικών της χειραφέτησης να βρονν τρόπους ώστε να συνενώσουν θεωρητικά τις ανησυχίες τον οικολογικού κινήματος με άλλα νέα κοινωνικά κινήματα, ιδιαίτερα με εκείνα πον αφορούν το φεμινισμό, την ειρήνη, την ανάπτυξη και τη βοήθεια προς τον Τρίτο Κόσμο. Αυτό το νέο θεωρητικό πρόταγμα ενδιαφέρεται να ανακαλύψει δρόμους που θα ξεπερνούν τψ καταστροφική λογική της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης, τις κτητικές αξίες της καταναλωτικής κοινωνίας και, γενικότερα, όλα τα συστήματα κυριαρχίας (συμπεριλαμβανομένων της ταξικής κυριαρχίας, της πατριαρχίας, του ιμπεριαλισμού, τον ρατσισμού, τον ολοκληρωτισμού και της κνριαρχίας στη φύση). 206
- Η δεύτερη σειρά ερωτημάτων αναφέρεται στον τομε'α της βιοηθικής και περιλαμβάνει τις ηθικές, φιλοσοφικές, κοινωνιολογικές, ψυχολογικές και νομικές-πολιτικές διαστάσεις που προκυπτουν από τις παρεμβάσεις της σύγχρονης τεχνολογικής-επιστημονικής έρευνας στις φυσικές διαδικασίες. Ό λ α αυτά τα ερωτήματα θέτουν τις σύγχρονες κοινωνίες αλλά και την παγκόσμια επιστημονική κοινότητα μπροστά σε προβλήματα που εμφανίζονται για πρώτη φορά ιστορικά, αφοΰ αλλάζουν τους όρους μέσα από τους οποίους αντιμετωπίζουμε τα κοινωνικά φαινόμενα. Ο βασικός διαχωρισμός που επικράτησε στις κοινωνικές επιστήμες μεταξύ «γεγονότων» και «αξιών» (Μαξ Βέμπερ) οδηγεί νομοτελειακά στην αυτονόμηση της επιστημονικής έρευνας και στην αλόγιστη χρήση των «προϊόντων» της. Η αξία της ανθρώπινης ζωής, η αξία της ίδιας της φΰσης ως ευρΰτερου πλαισίου της ίδιας της κοινωνίας είναι ανάγκη να τεθούν ως δεσμευτικοί όροι της ίδιας της επιστημονικής έρευνας. Η επιστημονική κοινότητα δεν μπορεί να επικαλείται, κατά τη διεξαγωγή της επιστημονικής έρευνας, την ουδετερότητα και την αποχή από τις συνέπειες, αλλά, αντίθετα, οφείλει να συνυπολογίζει τις επιπτώσεις από τη χρήση των αποτελεσμάτων και των «προϊόντων» της έρευνας αυτής. Εκτός όμως από την ευθΰνη των επιστημόνων, είναι οι ίδιοι οι θεσμοί της κοινωνίας των πολιτών, οι πολιτικοί και οι κοινωνικοί φορείς, που πρέπει να παρεμβαίνουν και να καθορίζουν, σε υπερ-εθνικό επίπεδο, τα όρια μέσα στα οποία οφείλει να κινείται η επιστημονική έρευνα και η χ ρ ή σ η των αποτελεσμάτων της. Γιατί μόνο τότε μπορεί να δ ι α σ φ α λ ι σ τ ε ί η πραγματική ουδετερότητα στην επιστημονική έρευνα. Ό τ α ν δηλαδή αυτή αποσυνδεθεί α π ό τα διάφορα οικονομικοπολιτικά συμφέροντα που θέλουν να χρησιμοποιήσουν την ε π ι σ τ ή μ η και την τεχνολογική εξέλιξη για την εξυπηρέτηση των δικών τους στόχων.
ί
208
Πρόκειται σίγουρα για ένα τολμψό και φιλόδοξο θεωρητικό εγχείρημα, το οποί0s· μάλιστα κάνει να φαντάζουν ανεπαρκώς η ελάχιστα εξοπλισμένες πολιτικές θεωρίες με μεγάλη επιρροή, όπως ο συντηρητισμός, ο φιλελευθερισμός και ο ορθόδοξος μαρξισμός. Όντως, τα όρια αυτών των πολιτικών φιλοσοφιών χρησίμευσαν γενικά ως θεωρητικά σημεία εκκίνησης για τους θεωρητικούς της οικοιιολιτικής χειραφέτησες. R. Eckersley, «Η ανάπτυξη της νεότερης οικοπολιτικής σκέψης», yoto βιβλίο: Φύση, Κοινωνία και Πολιτική, εκδ. Νήσος, Αθήνα 1998, σσ. 430-431y
5.3.2. Βιοτεχνολογία-βιοηθική Η βιοτεχνολογία αποτελεί την «αιχμή του δόρατος» της νεότερης τεχνολογικήςεπιστημονικής εξε'λιξης. Η επιστήμη προχωρεί σήμερα στην κλωνοποίηση γενετικού υλικοΰ (DNA), αλλά και στην παραγωγή τροποποιημένων γενετικά οργανισμών (Τ.Γ.Ο.) που μετατρέπονται σε τεχνολογικά προϊόντα και διατίθενται ως εμπορεύματα σε παγκόσμια κυκλοφορία και σε ελεύθερη χρήση. Αυτή ακριβώς η «παρέμβαση» της επιστήμης στη φυσική διαδικασία δε θέτει μόνο μια σειρά πρακτικών προβλημάτων, αλλά μεταβάλλει και την ίδια τη σχέση μεταξύ κοινωνίας και φύσης. - Η πρώτη κατηγορία προβλημάτων αφορά τα θέματα της δημόσιας υγείας, της προστασίας του περιβάλλοντος, την ποιότητα της ίδιας της ανθρώπινης ζωής. Τι θα προκύψει άραγε στο μέλλον από τη σταδιακή αντικατάσταση φυσικών προϊόντων και φυσικών εξελίξεων α π ό εργαστηριακά προϊόντα και τεχνολογικά προσδιοριζόμενες διαδικασίες στην εξέλιξη της ανθρώπινης φύσης; 207
κλωνοποίηση ανθρώπου και η ευθύνη του: Ο επίδοξος «θεός» κόμπαζε μηροοτά τομι^\ κρόφωνο λέγοντας: «Δώστε μου μερικά εκατομμύρια δολάρια και θα σας κλωνοποιψω χιλιάδες ανθρώπους κατά παραγγελία». Η είδηση έκανε το γύρο του κόσμου και τρόμαξε τους σώφρονες. Όχι γιατί είναι δύσκολο να επιτευχθεί η κλωνοποίηση στον άνθρωπο. Αλλά γιατί γυρνάμε στην εποχής του Προκρούστη, του πρώτου ίσως κλωνοποιού που η ελληνική μυθολογία μάς έδωσε, περιγράφοντας ταυτόχρονα και την έλλειψη κάθε ηθικής αναστολής, αφού ο σκοπός τον ήταν να κάνει ομοιόμορφους ως προς το ύφος ανθρώπους, με αυθαίρετο μέτρο το «πρότυπο κρεβάτι-τρόμο» για όσους παγιδεύονταν στα δίκτυά του,καθώς άλλους τους «ψήλωνε» και άλλους τους «έκανε» πιο κοντούς. Ο άνθρωπος, το «ανήμερο» αυτό είδος στον πλανήτη μας, που στην προσπάθειά του να εξημερώσει τα υπόλοιπα είδη αγριεύει τον ίδιο τον εαυτό τον, πάντα είχε μέσα του το σπέρμα να πολλαπλασιάζει τη δύναμη τον. Κι έτσι έφτιαξε τους Κέντανρονς, τον Πήλινο Στρατό του Σιαμ, τη Λερναία Ύδρα, τα παιδιά από τη Βραζιλία - τα χιτλεράκια δηλαδή τον Μέγκελε, το βιβλίο In his image τον Ρόρβιν και άλλα πολλά. Και από τη φαντασία και τους κρυφούς πόθους πέρασε γρήγορα στο πείραμα και στονς ορατούς στόχονς. Πρόωρος και παρακινδυνευμένος λοιπόν ο νεωτερισμός της αναπαραγωγικής κλώνο ποίησης τον ανθρώπου. Γι' αυτό δεν αφορά μόνο τους ερευνητές, οι οποίοι επιδιώκονν τψ κατανόηση της λειτονργίας τον οργανισμού μας και τον κόσμου μας. Αφορά ολόκλψη την ανθρωπότητα. Κι εδώ έχουμε ένα πεδίο στο οποίο οι πολιτικοί πρέπει να παίξουν συντονιστικό αλλά και αποφασιστικό ρόλο. Ήδη νπάρχονν γραφεία στα Κοινοβούλια πολλών χωρών, όπως και στη χώρα μας, για την αποτίμηση της τεχνολογίας, τα οποία πρέπει να ενεργοποιηθούν ονσιαστικά. Και είναι πια αξεπέραστη αναγκαιότητα η δημιονργία στη χώρα μας Κέντρου Τεκμηρίωσης και Πληροφόρησης για τους κανόνες της βιοηθικής. Ο άνθρωπος λοιπόν, ο λογικός, επαναστατεί και απελευθερώνεται. Και η σύγχρονη γενετική του δίνει τη θεωρητική αλλά και την πρακτική βάση της απελενθέρωσής τον. Μιας αναζητούμενης ελενθερίας πον χαρακτηρίζεται για την τόλμη της, αλλά πρέπει να οροθετείται και από την αρετή της. Γιατί όλα αντά τα επιτεύγματα πον αναφέραμε, όλα των τελενταίων δεκαετιών, θα περάσουν γρήγορα από το κόσκινο της σωστής εφαρμογής για το καλό της ανθρωπότητας. Γιατί ο άνθρωπος, με τη σοφία τον, εύκολα μπορεί νααπομονώσει τον αμετροεπή, φιλόδοξο, νπερόπτη και αλαζόνα επίδοξο δαίμονα πον θα θελήσει να ανατρέψει το μεγαλείο τον ανθρώπου, π,ον προσδιορίστηκε ήδη από το διαχρονικό μεγαλείο της ιπποκρατικής σκέψης: «Η επιστήμη μας είναι ατέλειωτη, η ζωή μικρή, η εμπειρία απατηλή, ο χρόνος λίγος και η σωστή κρίση δύσκολη». Στ. Αλαχιώτης, «Κλώνος, η όγδοη ημέρα της δημιουργίας» στο περιοδικό Ρεύματα, τχ. 1, Αθήνα 1998, σ. 30. 209
5.3.4. Τα ανθρώπινα δικαιώματα Θεμέλιο της αναγνώρισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποτέλεσε η Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και η ίδρυση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. «...Η παρούσα Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αποτελεί το κοινό ιδανικό στο οποίο πρέπει να κατατείνουν όλοι οι λαοί και όλα τα έθνη αλλά και οι πληθυσμοί χωρών που βρίσκονται στη δικαιοδοσία τους». Σ' όλη την ιστορική διαδρομή που διανύθηκε από την υπογραφή της διακήρυξης αυτής, στις 10 Δεκεμβρίου 1948, μέχρι τις μέρες μας, παραμένει το ερώτημα πώς θα εφαρμοστούν πρακτικά τα δικαιώματα αυτά, ώστε να μην παραμένουν ένας τυπικός κατάλογος κανόνων και αιτημάτων. Ποιος είναι σήμερα ο χαρακτήρας και το περιεχόμενο των ανθρ(οπίνων δικαιωμάτων; Η διαμόρφωση μιας παγκόσμιας αγοράς, μιας παγκόσμιας οικονομικής δομής, δε συνοδεύεται από μια παγκόσμια κοινωνία. Οι κοινωνίες παραμένουν στα όρια του κράτους-έθνους, μέσα στα οποία καθορίζονται οι τύποι των δικαιωμάτων των πολιτών. Συνέπεια αυτού είναι ότι στην πραγματικότητα τα ανθρώπινα δικαιώματα παρέχονται από το ίδιο το κράτος-έθνος και αφορούν τους πληθυσμούς που ζουν στην επικράτεια του. Το θέμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν μπορεί να τεθεί σήμερα αφηρημένα, αν δεν επαναπροσδιοριστούν οι κλασικοί τύποι των ατομικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων σε μια σύγχρονη βάση. Ο πολίτης στις σημερινές δυτικές κοινωνίες αναζητεί τα δικαιώματά του ανάμεσα σε ένα ευρύτατο φάσμα, που ξεκινά από την κοινωνία των προνομιούχων της γνώσης -την κοινωνία του «κυβερνοχώρου» και της πληροφορίας- και φτάνει ως την κοινωνία των ανέργων και των κοινωνικά αποκλεισμένων.
210
Από την άλλη πλευρά, σε μεγάλες περιοχές του πλανήτη μας, στις χώρες του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου, η πείνα, η φτώχεια, η εξαθλίωση, οι εμφύλιες συγκρούσεις, η καταπάτηση κάθε είδους δικαιωμάτων από αυταρχικά και δικτατορικά καθεστώτα καθιστούν το αίτημα της προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων απλό ευχολόγιο. Αυτή ακριβούς η πολυπλοκότητα αλλά και οι μεγάλες αντιφάσεις που χαρακτηρίζουν στη σύγχρονη εποχή το περιεχόμενο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων υποχρεώνουν τις κοινωνικές επιστήμες να αναζητήσουν τις νέες συνθήκες (οικονομικές, κοινωνικές, πολιτισμικές) στις οποίες θα θεμελιωθούν οι σύγχρονοι τύποι δικαιωμάτων. *
*
*
Σ' όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα αναπτύχθηκε από τις Κοινωνικές Επιστήμες μια έντονη προβληματική για τη γεφύρωση μιας ιστορικής διάκρισης που χαρακτηρίζει το άτομο-μέλος της νεότερης κοινωνίας: Το άτομο-μέλος φέρει την ιδιότητα του πολίτη σε δύο μορφές: - την τυπική μορφή, όπως αυτή περιγράφεται στο σύνταγμα, στους νόμους, στο σύστημα των θεσμών, - την ουσιαστική μορφή, που αφορά το πραγματικό περιεχόμενο των ατομικών, των πολιτικών και ιδιαίτερα, των κοινωνικών δικαιωμάτων (υγεία, εκπαίδευση, ασφάλιση, προστασία περιβάλλοντος), αλλά και ταυτόχρονα επιτρέπει την ουσιαστική παρέμβαση του πολίτη στις αποφάσεις. Το κράτος πρόνοιας, που οικοδομήθηκε μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο στις δεκαετίες του '50 και του '60, συνέδεσε τα ατομικά και τα πολιτικά δικαιώματα με την ουσιαστική διεύρυνση των κοινωνικών δικαιωμάτων. Μ' αυτό τον τρόπο, η τυπική ισότητα και ελευθερία που συνδέεται με τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα επεκτάθηκε ο' έναν τύπο οικονομικής και κοινωνικής ισότητας. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη συνέχεια - μ ε την αποδυνάμωση του κράτους πρόνοιας από τα μέσα της δεκαετίας του '70 και καθώς οι ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης μειώθηκαν- τα κοινωνικά δικαιώματα συρρικνοόνονται και αποσυνδέονται από τα τυπικά ατομικά και πολιτικά δικαιώματα. Η αποσύνδεση αυτή θεμελιώνεται θεωρητικά στο νεοκλασικό οικονομικό πρότυπο που υποστηρίζει ότι μέσω του ελεύθερου ανταγωνισμού της αγοράς μπορούν να διασφαλιστούν τα περιεχόμενα της ελευθερίας και της ισότητας των πολιτών. Αντίστροφη πορεία ακολούθησαν οι τύποι αυτοί των δικαιωμάτων στις χώρες που ανήκουν στον πρώην Ανατολικό Συνασπισμό. Στις χώρες αυτές, μέχρι την κατάρρευση των καθεστώτων τους (τέλος δεκαε211
τίας '80, αρχές δεκαετίας '90), είχαν θεσπιστεί σημαντικά κοινωνικά δικαιώματα (δικαίωμα στην εκπαίδευση, περίθαλψη, ασφάλιση, εργασία, κτλ.), ενώ, αντίθετα, τα ατομικά και τα πολιτικά δικαιώματα ήταν ιδιαίτερα περιορισμένα. Μετά την πτώση των καθεστώτων αυτών, κατοχυρώθηκαν συνταγματικά οι τυπικές ατομικές και πολιτικές ελευθερίες, το πολυκομματικό σύστημα και οι ελεύθερες εκλογές. Παράλληλα όμως εμφανίζονται προβλήματα στην ουσιαστική άσκηση των δικαιωμάτων αυτών. Η νεογέννητη κοινοβουλευτική δημοκρατία αντιμετωπίζει την αναζωπύρωση θρησκευτικών αντιθέσεων, την εμφάνιση ακραίων εθνικιστικών κινημάτων, τις πολεμικές αναμετρήσεις μεταξύ εθνοτήτων. Ταυτόχρονα, η παρατεταμένη οικονομική κρίση που διέρχονται οι χώρες αυτές οδηγεί στην αποδυνάμωση ή και στην κατάλυση σημαντικών κοινωνικών δικαιωμάτων και οδηγεί στην αποδιοργάνωση της συνοχής της κοινωνίας. Παρατηρούμε, συνεπώς, τη στενή σχέση που συνδέει τους τύπους των δικαιωμάτων στις σύγχρονες κοινωνίες. Η συνύπαρξη ατομικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων οδηγεί στην ικανοποίηση των αιτημάτων της ελευθερίας, της ισότητας, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της αλληλεγγύης, αιτημάτων που αποτελούν τον πυρήνα μιας σύγχρονης δημοκρατικής πολιτείας. Γι' αυτό και οι Κοινωνικές Επιστήμες προσεγγίζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα ως ολοκληρωμένη μορφή των ατομικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Ό μ ω ς το περιεχόμενο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων βρίσκεται, στην πράξη, σε συνεχή διαπραγμάτευση. Ο κύριος άξονας της αντιπαράθεσης - π ο υ αφορά όχι μόνο την απλή αναγνώριση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά τη δυνατότητα ουσιαστικής εφαρμογής τους στην π ρ ά ξ η - βρίσκεται μεταξύ δύο ισιορικού χαρακτήρα εξελίξεων: - την οργάνωση της οικονομίας και των δικτύων της επικοινωνίας και της πληροφορίας σε παγκόσμιο επίπεδο, και - την αδυναμία να διαμορφωθεί ένας τύπος «κοινωνικού συμβολαίου» οικουμενικής ισχύος, ικανού να αμβλύνει το χάσμα των ανισοτήτων και να διασφαλίσει την εφαρμογή των πανανθρώπινων αρχών και αξιών. Σ' αυτή τη θεωρητική ιδέα στηρίχτηκε ο ΟΗΕ, με βάση τις οδυνηρές εμπειρίες του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά και τα τραγικά γεγονότα που ακολούθησαν μέχρι σήμερα. Ό μ ω ς ο ΟΗΕ παραμένει αδύναμος να εφαρμόσει τις αρχές αυτές, αφού επηρεάζεται αποφασιστικά από τις μεγάλες δυνάμεις που κυριαρχούν παγκόσμια. Πάντως η διαμόρφωση ενώσεων υπερεθνικού χαρακτήρα όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να βοηθήσει ώστε να επικρατήσουν κανόνες εφαρμογής των αν212
θρωπίνων δικαιωμάτων στο εσωτερικό πλαίσιο των ενώσεων αυτών, ώστε να χρησιμεύσουν οι κανόνες αυτοί ως πρακτικά υποδείγματα για την ουσιαστική κατοχύρωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η εποχή μας χαρακτηρίζεται, δίκαια, από σημαντικούς κοινωνικούς επιστήμονες και φιλοσόφους, ως εποχή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Τα στοιχεία που διακρίνουν την παγκόσμια κοινωνία δεν μπορεί να είναι η καταγωγή, το φύλο, το χρώμα. Αντίθετα, είναι η βία, η αδικία, το ε'γκλημα που χωρίζουν τις κοινωνίες και τους ανθρώπους. Κι από την αντιμετώπιση αυτών των διαχωρισμών θα κριθεί τελικά το με'λλον του παγκόσμιου πολιτισμού. Η ελευθερία και η ισότητα είναι έννοιες οικουμενικές, αλλά για να ισχύσουν χρειάστηκε ένας αγώνας οικουμενικός. Χρειάστηκε μια πορεία αγώνων που ξεκίνησε από την πάλη για την απελευθέρωση του ανθρώπου από τη μεταφυσική-πατριαρχική ερμηνεία της θέσης του στον κόσμο, για τη χειραφέτ ηση και την αποδέσμευση του από τις νομικές τάξεις της εξ αποκαλύψεως ευταξίας, για την απελευθέρωση του από τους περιοριστικούς προσδιορισμούς της ιδιοκτησίας, για τη χειραφέτηση τον από τους προσδιορισμούς της φυλετι κής εικόνας του και της βιολογικής της ερμηνείας, από τους προσδιορισμούς τον γένους, της καταγωγής... Η Γαλλική Επανάσταση, η Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας, η απελευθέρωση των Ινδιών, η κατάρρευση του ναζισμού και του φασισμού, η κατάρρευση της ιμπεριαλιστικής και ρατσιστικής Ιαπωνίας, το τέλος του απαρχάιντ έχουν το ίδιο περιεχόμενο. Δεν είναι δυτικός ή αντιδυτικός πολιτισμός. Είναι παγκόσμιος πολιτισμός. Είναι η διαδικασία συγκρότησης τον παγκόσμιου πολιτισμού, ?/ αγωνιώδης πορεία για την ολοκλήρωση της έννοιας του ανθρώπου, για την ελευθερία, για την ισότητα. Η αξία της ζωής, της τιμής, της αξιοπρέπειας τον ανθρώπον, το δικαίωμά τον ν' αποφασίζει ελεύθερα στο πλαίσιο μιας κοινωνίας ελεύθερων και ίσων πολιτών δεν είναι πολιτισμική ιδιομορφία, σύμβαση ή ατομική αισθητική προτίμηση, είναι μοναδική προϋπόθεση της υπόστασης του ανθρώπου, της νπόστασης της κοινωνίας. Ο αγώνας γίνεται για την επιβεβαίωση τον γεγονότος ότι ο άνθρωπος, ασχέτως των επιμέρους πολιτισμικών του ταυτίσεων, είναι φορέας δικαιωμάτων και αξιών, όπ,ον και αν βρίσκεται, στην Ακτή τον Ελεφαντοστού ή στην Ονάσιγκτον. Γιατί ο σεβασμός της αξιοπρέπειάς τον δεν μπορεί να ισχύει στη Στοκχόλμη αλλά να μην ισχύει στην Τεχεράνη, mo Αλγέρι ή στη Σαγκάη, εν ονόματι ενός άλλου πολιτισμού, μιας άλλης ιστορίας, μιας άλλης παράδοσης. Σ' αντό το σημείο βρίσκεται ακριβώς η πεμπτουσία της έννοιας του ανθρώπου ως έννοιας πραγματικής αφαίρεσης: ότι αντιπροσωπεύει, εκφράζει, θεμελιώνει έναν οικουμενικό πολιτισμό. Εναν πολιτισμό αξιακά ανώτερο από κάθε μερικότητα, ατιό κάθε πολιτισμική κατάτμηση της παγκόσμιας κοινωνίας. Το γεγονός ότι αυτός ο δυ213
'νάμει οικουμενικός πολιτισμός έχει σ' ένα βαθμό πραγ/.ιατοποιηθεί ή τείνει προς την πραγματοποίηση τον, με όλες τις δυσκολίες και τις παλινδρομήσεις πον παρουσιάζει, στο γεωγραφικό χάρο όπου τον εστιάζει ο Χάντινγκτον, δε σημαίνει ότι δεν είναι οικουμενικός. Σημαίνει ότι ο αγώνας δεν έχει τελειώσει, δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη. Ότι οι αξίες η ισχύουν οικουμενικά ή δεν ισχύουν. Γιατί η περιχαράκωση τους και ο πολιτισμικός προσδιορισμός τους ως μερικός τις αποτρέπουν και τις ανατρέπουν. Δ. Χαραλάμπης, Δημοκρατία και Παγκοσμιοποίηση, Ί δ ρ υ μ α Σάκη Καράγιωργα, Αθήνα 1998, σσ. 284-28
Ανακεφαλαίωση 1. Στο κεφάλαιο αυτό εξετάστηκαν καταρχήν οι σύγχρονες μορφές της οργάνωσης του κοινωνικού χώρου στις συνθήκες μιας παγκόσμιας επέκτασης των οικονομικών, των τεχνολογικών και των επικοινωνιακών δικτύων. Ο ρόλος του κράτους-έθνους εντάσσεται στο πλαίσιο των παγκόσμιων αυτών δικτύων και το κάθε κράτος-έθνος αναζητεί τη θέση του μέσα στον παγκόσμιο καταμερισμό ισχύος. Η κάθε εθνική κοινωνία αναδιοργανώνεται θεσμικά και οικονομικά σ' αυτή τη νέα βάση. Σημαντικό ρόλο ο' αυτή την αναδιοργάνωση διαδραματίζει η οικογένεια, η οποία υφίσταται αλλαγές που συναρτώνται με τις νέες κοινωνικές και εργασιακές σχέσεις. Οι σύγχρονες δυτικές κοινωνίες όμως γνωρίζουν ένα νέο ιστορικό φαινόμενο, τη μαζικού τύπου μετανάστευση που συνυπάρχει με μια αυξανόμενη ανεργία. Αναλύεται το πρόβλημα της ενσωμάτωσης των πληθυσμών αυτών στα οικονομικά και κοινωνικά πρότυπα των δυτικών κοινωνιών και επισημαίνεται το αίτημα της κατοχύρωσης των δικαιωμάτων των μεταναστών, ώστε να μπορέσουν αυτοί να ενταχθούν ομαλά στο νέο κοινωνικοοικονομικό και πολιτιστικό περιβάλλον και να αποφευχθούν τα επικίνδυνα q>aivop8va του ρατσισμού. 2. Αναλύονται σύγχρονα κοινωνικά φαινόμενα που αποκαλύπτουν την αποδιοργάνωση της κοινωνικής συνοχής και οδηγούν ολόκληρες ομάδες του πληθυσμού στο οικονομικό και κοινωνικό περιθώριο. Κεντρική θέση αποκτά σ' αυτή τη θεώρηση το φαινόμενο της ανεργίας και του νέου ρόλου της εργασίας στη σύγχρονη κοινωνία. Η απαξίωση βασικών τομέων της παραδοσιακής βιομηχανικής δομής και οι ραγδαίες τε^ χ ν ο λ ο γ ι κ έ ς εξελίξεις οδηγούν στην αποδιοργάνωση του παραδοσιακού σια-^ 214
f
θέρου πλαισίου των εργασιακών σχέσεων και στο δραστικό περιορισμό των" θέσεων εργασίας. Οι εξελίξεις αυτές έχουν ως συνέπεια τη διαίρεση και την ένταση, που μεταφέρεται στο «εσωτερικό» της κοινωνίας μεταξύ της σταθερής εργασίας, από τη μια, και της προσωρινής εργασίας και της ανεργίας, από την άλλη. Η διόγκωση της ανεργίας, η φτώχεια και η ανέχεια οδηγούν στον αποκλεισμό ολόκληρων κοινωνικών ομάδων από τα οικονομικά και πολιτιστικά αγαθά. Ιδιαίτερα πλήττονται οι νέοι, οι γυναίκες και τα ηλικιωμένα άτομα και τίθεται υπό έρευνα το θέμα της κατοχύρωσης των οικονομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων των πολιτών αυτών. Τα προβλήματα αυτά επιτείνονται από την αύξηση των μεταναστευτικών ρευμάτων που αδυνατούν να ενταχθούν ομαλά στον κοινωνικό ιστό της χώρας υποδοχής και περιθωριοποιούνται πολιτιστικά αλλά και εργασιακά, καταλαμβάνοντας δευτερεύουσες και ανασφαλείς θέσεις εργασίας. Τα φαινόμενα του ρατσισμού που εμφανίζονται στην Ευρώπη πιστοποιούν την αδυναμία επίλυσης του δυσχερούς αυτού κοινωνικού και οικονομικού προβλήματος. Ό λ α αυτά τα φαινόμενα έντασης και αποδιοργάνωσης οδηγούν σε κοινωνικές εντάσεις, σε πράξεις βίας και εγκληματικής δράσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι πράξεις ατομικής βίας αντικαθιστούνται σταδιακά από συλλογικές και οργανωμένες - α κ ό μ η και σύμφωνα με τη σύγχρονη τεχνολογική εξέλιξη- εγκληματικές πράξεις, οι οποίες αποκτούν σύγχρονα κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά. 3. Τα προβλήματα που προκύπτουν από την καταστροφή του περιβάλλοντος οδηγούν σε μια νέα οπτική, που εντάσσει τα προβλήματα αυτά σε ένα ενιαίο κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο. Η αντίθεση κοινωνίας-φύσης που συνοδεύει το διαφωτιστικό επιχείρημα αντικαθίσταται σήμερα από μια συνολική οπτική, η οποία θεωρεί την προστασία του περιβάλλοντος ως ένα νέο διευρυμένο κοινωνικό δικαίωμα που αποβλέπει στην προστασία και στην αναπαραγωγή της ζωής (πον πλανήτη. Παρόμοιοι προβληματισμοί διαμορφώνονται όσο αφορά την παρέμβαση της τεχνολογίας στην παραγωγή και στην αναπαραγωγή της ζωής. Πέρα από τα προβλήματα που υπάρχουν για την προστασία της υγείας και της ζωής, προκύπτει σήμερα η ανάγκη να θεσπιστούν πλαίσια που θα οριοθετήσουν μια ανεξέλεγκτη «επιστημονική» δραστηριότητα και θα διαμορφώσουν μια νέα ισόρροπη σχέση μεταξύ κοινωνίας-τεχνολογικής εξέλιξης, σχέση ικανή να διασφαλίσει την πρόοδο της ανθρώπινης κοινωνίας. 215
4. Η γενική μορφή των προβλημάτων αυτών διατυπώνεται με'σα από το αίτημα της ουσιαστικής αναγνώρισης και κατοχύρωσης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που αποτελούν, τελικά, το ιδεώδες της συγκρότησης μιας παγκόσμιας κοινωνίας. Το πρόβλημα των δικαιωμάτων στη σύγχρονη μορφή τους αφορά καταρχάς τις αναπτυγμένες κοινωνίες, που πλήττονται από την ανεργία και τα φαινόμενα του κοινωνικού αποκλεισμού. Κατεξοχήν όμως αφορά την παραβίαση και την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε παγκόσμια κλίμακα, γεγονός που αποτελεί όνειδος για το σύγχρονο πολιτισμό. Γι' αυτό και οι Κοινωνικές Επιστήμες αναζητούν σήμερα τους νέους κοινωνικούς, οικονομικούς και πολιτισμικούς όρους που θα θεμελιώσουν τους σύγχρονους τύπους των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ώστε από τις τυπικές διακηρύξεις να διαμορφωθούν δεσμευτικά πλαίσια οικουμενικής ισχύος για την προστασία των δικαιωμάτων αυτών.
Βασικοί όροι ανεργία, κοινωνικός αποκλεισμός, κράτος-έθνος, υπερεθνικοί θεσμοί, πολυπολιτισμικότητα, παγκοσμιοποίηση, κοινωνία της απασχόλησης, νεοκλασική θεωρία, qwoiKo περιβάλλον, δομημένο περιβάλλον, ανθρώπινο περιβάλλον, βιοτεχνολογία, βιοηθική, ιδιότητα του πολίτη.
Ερωτήσεις 1. Το κράτος-έθνος. α. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά του παραδοσιακού κράτους-έθνους (19ος-20ός αιώνας) και μέσα από ποιους μηχανισμούς ενσωματώνεται η κοινωνία στο πρότυπο αυτό; β. Ποιοι μηχανισμοί αντικαθιστούν τον προστατευτισμό του κράτους-έθνους; γ. Μέσα από ποιες διαδικασίες και ποιους μηχανισμούς ενσωματώνεται σήμερα η εθνική κοινωνία; δ. Ποιες επιλογές μπορεί να πραγματοποιήσει ένα αναπτυγμένο κράτος και ποιες ένα περιφερειακό-υπανάπτυκτο μέσα στο παγκόσμιο σύστημα;
216
2. Οικογένεια - δομή, ρόλοι α. Να περιγράψετε συνοπτικά τον τΰπο της παραδοσιακής-πυρηνικής οικογένειας και να προσδιορίσετε τις βασικές αλλαγές που χαρακτηρίζουν το σύγχρονο τύπο οικογένειας. β. Σε ποιους κοινωνικούς και οικονομικούς λόγους οφείλεται το φαινόμενο της υπογεννητικότητας στις δυτικές κοινωνίες; Τι επιπτώσεις έχει για τη χώρα μας; γ. Ποιες επιπτώσεις έχει στη δομή και στις λειτουργίες της οικογένειας η εργασία και των δύο συζύγων; 3. Πολυπολιτισμικότητα-διαπολιτισμικές σχέσεις α. Τι σημαίνει «πολυπολιτισμικότητα»; Να αναφέρετε ένα παράδειγμα και να προσδιορίσετε τα χαρακτηριστικά του. β. Με ποιους τρόπους μια εθνική κοινωνία μπορεί να διασφαλίσει την πολιτισμική της κληρονομιά, όταν συνυπάρχει με πολιτισμικές μειονότητες; γ. Ποιος είναι ο ρόλος του εθνικού κράτους σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία; Ποιες θα πρέπει να είναι οι παρεμβάσεις του; 4. Παγκοσμιοποίηση α. Ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά του όρου «παγκοσμιοποίηση»; β. Ποιες συνέπειες έχει για μια εθνική οικονομία η ελεύθερη κίνηση των κεφαλαίων σε υπερεθνική κλίμακα; γ. Μέσα από ποιους μηχανισμούς διαμορφο>νονται σήμερα οι ανισότητες που καθορίζουν τη θέση ενός κράτους-έθνους στον παγκόσμιο χάρτη; 5. Κοινωνικός αποκλεισμός α. Τι σημαίνει «κοινωνικός αποκλεισμός»; Σε τι διαφέρει από τη φτώχεια; β. Με ποιες ευρύτερες κοινωνικοοικονομικές αλλαγές συνδέεται ο κοινωνικός αποκλεισμός; γ. Ποιες κοινωνικές ομάδες οδηγούνται σήμερα στο περιθώριο; δ. Ποιες είναι οι συνέπειες του τεχνολογικού αποκλεισμού σε μια σύγχρονη κοινωνία; 6. Ανεργία α. Ποιες είναι οι αλλαγές στους βασικούς τομείς της οικονομίας; Τι επιπτώσεις έχουν στον τομέα της εργασίας; β. Ποιες διαιρέσεις διαμορφώνονται σήμερα στο «εσωτερικό» της εργασίας; γ. Πώς αντιμετωπίζει η νεοκλασική θεωρητική αντίληψη το πρόβλημα της ανεργίας; 217
δ. Ποιος μπορεί να είναι ο παρεμβατικός ρόλος ενός σύγχρονου κράτους για την αντιμετώπιση της ανεργίας; ε. Ποιες είναι οι συνέπειες της ανεργίας στο άτομο και στο οικογενειακό του περιβάλλον; 7. Μετανάστευση-ρατσισμός α. Ποια η διαφορά των παραδοσιακών μεταναστευτικών ρευμάτων από το σύγχρονο φαινόμενο της μετανάστευσης; β. Με ποιο τρόπο ενσωματώνονται οι μετανάστες στην εργασιακή διαδικασία; Ποιες αποκαλούμε «ζώνες ελεύθερης εργασίας»; γ. Ποιες είναι οι βάσεις της εκδήλ(οοης του ρατσιστικού φαινομένου (οικονομικές, πολιτισμικές); 8. Βία στην κοινωνία α. Ποια είναι τα κοινωνικά αίτια της βίας και των συγκρούσεων σας σύγχρονες κοινωνίες; β. Πώς οργανώνεται σήμερα το έγκλημα; Πώς χρησιμοποιεί τα σύγχρονα εξελιγμένα δίκτυα; γ. Με ποια μέσα πρέπει να αντιμετωπίσει μια σύγχρονη κοινωνία τα φαινόμενα της βίας και της εγκληματικότητας; Αρκούν οι μηχανισμοί καταστολής; 9. Περιβάλλον α. Γιατί το πρόβλημα του περιβάλλοντος αντιμετωπίζεται σήμερα ως κοινωνικοοικονομικό πρόβλημα; β. Ποιους τομείς περιλαμβάνει η έννοια του περιβάλλοντος; Ποιους στόχους καθορίζει η στρατηγική της «βιώσιμης ανάπτυξης»; γ. ΙΙοια περιβαλλοντικά προβλήματα αντιμετωπίζει η χώρα μας; Πού οφείλονται; 10. Βιοτεχνολογία-βιοηθική α. Ποια προβλήματα προκαλεί η παρέμβαση της επιστήμης στον τομέα της βιοτεχνολογίας στη φυσική διαδικασία; β. 1 Ιρέπει να είναι απαλλαγμένη η επιστημονική έρευνα από ηθικά ερωτήματα και αξίες; 11. Ανθρώπινα δικαιώματα α. Ποιες κατηγορίες δικαιωμάτων συναπαρτίζουν τα «ανθρώπινα δικαιώματα»; β. Τι συνέπειες έχει η αποδυνάμωση ή ακόμη και η κατάργηση των κοινωνικών δικαιωμάτων; 218
γ. Να συγκρίνετε τους τΰπους δικαιωμάτων σε μια χώρα της Δυτικής Ευρώπης και σε μια της Κεντρικής Αφρικής. Ποιες διαφορές παρατηρούνται; Που οφείλονται;
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Π. Γέμτος, Οι Κοινωνικές Επιστήμες. Μία Εισαγωγή, εκδ. Τυπωθήτω/ Γ. Δαρδανός, Αθήνα 1995. J. Habermas, Αγώνες Αναγνώρισης στο Δημοκρατικό Κράτος Δικαίον, εκδ. Νέα Σύνορα - Α. Α. Αιβάνη, Αθήνα 1994. (ατομικά / συλλογικά δικαιώματα / αναγνώριση μειονότητας) Θ. Κονιαβίτης, Πλουραλισμός στην Κοινωνιολογία, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 1993. Μ. Ουόλζερ, Περί Ανεκτικότητας, εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 1998. Μ. Πετμετζίδου, Κοινωνικές Ανισότητες και Κοινωνική Πολιτική, εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1992. Ζ.- Π. Φιτουσσί, Η Απαγορευμένη Συζήτηση, εκδ. Πόλις, Αθήνα 1997. Κ. Ψυχοπαίδης, Ιστορία και Μέθοδος, εκδ. Σμίλη, Αθήνα 1994.
"Η ευρεία κοινωνική δραστηριότητα για την εδραίωση ενός μοντέλου Κράτους Πρόνοιας και η κοινωνική ευθύνη για την ευημερία των ανθρώπων είναι κάτι το μη αναστρέψιμο" (Τζον Κένεθ Γκάλμηρεϊθ)
219
Π. Κονδύλης, Από τον 20ό στον 21ο αιώνα, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1998. Κ. Τσουκαλάς, Είδωλα Πολιτισμού, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1991. Ό . Στασινόπουλου, «Οικογένεια, Κράτος, Κοινωνική Πολιτική», στο Διαστάσεις της Κοινωνικής Πολιτικής Σήμερα, Ί δ ρ υ μ α Σάκη Καράγιωργα, Αθήνα 1993. P. Rosenvallon, La Nouvelle Question Sociale, Seuil, Paris 1995. E. Balibar, Droit de Cite (Culture et Politique en Democratie), Aube, 1998. Ντ. Μπράουν, Π Δικτατορία στον Κνβερνοχωρο, εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 1999. Λ. Μουσούρου, Κοινωνικός Αποκλεισμός, η Ελληνική Εμπειρία, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 1998. Ε. Τρέσσου, Κοινωνικές Ανισότητες και Κοινωνικός Αποκλεισμός, Ί δ ρ υ μ α Σάκη Καράγκοργα, Αθήνα 1998. Δ. Χαραλάμπης, Δημοκρατία και Παγκοσμιοποίηση, Ί δ ρ υ μ α Σάκη Καράγιωργα, Αθήνα 1998.
220
6 . 0 1 ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΣΗΜΕΡΑ: Η ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑ ΤΟΥΣ Σ Τ Η Ν Ε Υ Ρ Ω Π Α Ϊ Κ Η Ε Ν Ω Σ Η ΚΑΙ ΣΤΗ Σ Υ Γ Χ Ρ Ο Ν Η Ε Λ Λ Α Δ Α Εισαγωγή: Στο κεφάλαιο αυτό παρουσιάζεται η ιστορική εξέλιξη και η σύγχρονη επιστημονική οργάνωση των Κοινωνικών Επιστημών τόσο σε εκπαιδευτικό όσο και σε ερευνητικό επίπεδο. Τονίζεται παράλληλα η συμβολή των Κοινωνικών Επιστημών σε καίρια προβλήματα που αφορούν τη θεσμική, την κοινωνική και την οικονομική οργάνωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Διδακτικοί στόχοι: Στόχος του κεφαλαίου αυτού είναι να κατανοήσουν οι μαθητές και οι μαθήτριες το σημαντικό ρόλο που διαδραματίζουν οι Κοινωνικές Επιστήμες στην οργάνωση και στην πρόοδο των σύγχρονων κοινωνιών. Ιδιαίτερος στόχος, επίσης, είναι να κατανοήσουν ότι τόσο η ανάπτυξη και η εξειδίκευση των Κοινωνικών Επιστημών, όσο και οι αντίστοιχες επιστημονικέςεπαγγελματικές δραστηριότητες είναι αποτέλεσμα της ευρύτερης κοινωνικοοικονομικής και επιστημονικής εξέλιξης. Ε ι σ α γ ω γ ι κ έ ς ε ρ ω τ ή σ ε ι ς : · Μπορούν οι Κοινωνικές Επιστήμες να αναγνωρίσουν και να δώσουν λύσεις στα μεγάλα προβλήματα που προκύπτουν στην πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης; · Η πρόοδος των Κοινωνικών Επιστημών συντελείται στο εσωτερικό της επιστημονικής κοινότητας ή εξαρτάται από τις ευρύτερες πολιτικοκοινωνικές εξελίξεις;
6.1. Ο ΑΝΑΓΚΑΙΟΙ ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ Σ' όλη τη νεότερη ιστορική περίοδο, που χαρακτηρίζεται από την άνοδο του Λόγου και της Επιστήμης και την οργάνωση της κοινωνίας με βάση το κράτος-έθνος και το πρότυπο της βιομηχανικής ανάπτυξης, οι Κοινωνικές Επιστήμες συνέβαλαν με το δικό τους σημαντικό τρόπο. Ιδιαίτερα στις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα, οι Κοινωνικές Επιστήμες συνέβαλαν σημαντικά στην κατανόηση της ανόδου και της κρίσης του κοινωνικού κράτους και οδήγησαν στη δημιουργία θεσμών και κανόνων που διεύρυναν τα κοινωνικά δικαιώματα και ορθολογικοποίησαν τις μορφές της κοινωνικής οργάνωσης. 221
Σήμερα αυτή η σημαντική συνεισφορά των Κοινωνικών Επιστημών δεν αναγνωρίζεται μόνο σε εθνικό, αλλά και σε ευρωπαϊκό και σε διεθνές επίπεδο. Στη διαδρομή αυτοΰ του κεφαλαίου, θα εξετάσουμε αρχικά τη συνεισφορά των Κοινωνικών Επιστημών στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Επίσης, θα δοΰμε τις κατευθύνσεις σπουδών, τα υποδείγματα και τα ερευνητικά αντικείμενα όπως συνοπτικά εμφανίζονται σε ευρωπαϊκή κλίμακα. Στην Ελλάδα, παρά τα προβλήματα που παρουσίασε η ιιορεία της οικονομικής ανάπτυξης, το ενδιαφέρον για τις σπουδές αλλά και για τις Κοινωνικές Επιστήμες ήταν και είναι αξιοσημείωτο. Σήμερα οι σπουδές είναι οργανωμένες σύμφωνα με διεθνή πρότυπα, ενώ επικεντρώνονται και σε ζητήματα που αφορούν την ελληνική πραγματικότητα. Σε γενικές γραμμές, προέχει να υπογραμμιστεί η διεπιστημονική επιχειρηματολογία, στην Ευρώπη και στη χώρα μας, για την ανάπτυξη των Κοινωνικών Επιστημών και για την αντιμετώπιση των σύνθετων κοινωνικών προβλημάτων.
Τις τελευταίες δεκαετίες, παρουσιάζεται μια ευρύτατη ανάπτυξη των Κοινωνικών Επιστημών. Βελτιώνονται οι μέθοδοι' τους, διευρύνεται το πεδίο της έρευνάς τους, εμφανίζονται νέοι επιστημονικοί κλάδοι αλλά και νέες προτάσεις για τη βελτίωση της κοινωνικής ζωής. Μαζί με τον πολλαπλασιασμό των πανεπιστημιακών σχολών, εμφανίζονται νέες ερευνητικές ομάδες, οργανώνονται ερευνητικά κέντρα, διοργανώνονται επιστημονικά συνέδρια σε εθνικό, σε διεθνές και σε ευ-
222
ρωπαϊκό επίπεδο, κυκλοφορούν επιστημονικά περιοδικά και παρουσιάζεται μια πολΰ μεγάλη εκδοτική κίνηση, η οποία απεικονίζει αλλά και διαδίδει τις εξελίξεις των Κοινωνικών Επιστημών. Το ενδιαφέρον για τις Κοινωνικές Επιστήμες προωθείται τόσο από τις εθνικές κυβερνήσεις όσο και από διεθνείς οργανισμούς και από τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η έρευνα αναλαμβάνει επίσημα το ρόλο να συνδράμει στην αντιμετώπιση των νέων και σύνθετων κοινωνικών προβλημάτων. Τ α προβλήματα αφορούν τις ανακατατάξεις στο χάρτη των κοινωνικών και των διεθνών σχέσεων και συνδέονται με την παρέμβαση του νέου φαινομένου, της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. Στο πλαίσιο αυτό, αναπτύσσονται υπερεθνικού τύπου δίκτυα και θεσμοί που αποδυναμώνουν το χαρακτήρα του κράτους-έθνους. Η ροή αγαθών, πληροφορίας, τεχνολογίας, αλλά και ανθρώπων (μετανάστευση), δε ρυθμίζεται στο πλαίσιο του κράτους, αλλά σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι μεταβολές αυτές όμως συμβαίνουν εν μέσω ενός ανταγωνιστικού οικονομικού περιβάλλοντος που δεν επιτρέπει την ισότιμη συμμετοχή ατόμων ή και λαών στις συντελούμενες εξελίξεις. Προκύπτουν προβλήματα σε κάθε επίπεδο της κοινωνικής ζωής, όπως είναι η προστασία των δημοκρατικών δικαιωμάτων, τα πρότυπα και οι αρχές διαχείρισης της οικονομίας, η διατήρηση της κοινωνικής συνοχής, η αντιμετώπιση της ανεργίας, των προκαταλήψεων, της βίας. Εύλογα, τα προβλήματα που προκύπτουν πιέζουν για τη θεσμοθέτηση νέων 4)ορέων ρύθμισης της κοινωνικής ζωής. Για όλα όμως χρειάζεται η επιστημονική ανάλυση και ερμηνεία και η πληρέστερη δυνατή κατανόηση των σύγχρονων προβλημάτων. Η αναγνώριση αυτής της προτεραιότητας, για εμπεριστατωμένη, μεθοδική, ακριβή αλλά και πολύπλευρη ανάλυση, εξήγηση και κατανόηση των προβλημάτων καθιστά αναγκαίο το ρόλο των Κοινωνικών Επιστημών. Ο ρόλος τους είναι απαραίτητος όχι μόνο για τη θεωρητική ανάλυση, αλλά και για τον προσδιορισμό των αρχών και των αξιών, δηλαδή των όρων της πρακτικής αντιμετώπισης των νέων κοινωνικών φαινομένων, προς μια δημοκρατική κατεύθυνση.
6.2. Η ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η Ευρωπαϊκή Ένωση ακολουθεί μια πορεία ολοκλήρ(οσης η οποία διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στις μελλοντικές εξελίξεις. - Η πορεία αυτή συντελείται σε συνδυασμό με τη νέα πραγματικότητα που προέκυψε μετά την κατάρρευση των καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης και της 223
πρώην ΕΣΣΔ. Ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης προσδιορίζει την εκ νέου διαμόρφωση του πολιτικοοικονομικού και κοινωνικού χάρτη της γηραιάς ηπείρου. Επιπλέον αναπροσδιορίζεται και ο ρόλος της μέσα στην παγκόσμια κοινότητα. - Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι φορέας δυναμικών εξελίξεων, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί ένα πολύπλευρο και πολυσύνθετο αντικείμενο έρευνας των Κοινωνικών Επιστημών. Χαρακτηριστικά μπορούμε να αναφέρουμε τις εξής θεματικές: - Η θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο παγκόσμιο σύστημα σχέσεων. - Η πολιτική και θεσμική οργάνωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. - Η οικονομική οργάνωση και ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οικονομική και νομισματική ένωση, το ευρωπαϊκό νομισματικό σύστημα και η διεθνής πολιτική συνεργασίας. - Η διαμόρφωση κοινής εξωτερικής πολιτικής, άμυνας και ασφάλειας. - Κοινωνική ανισότητα και κοινωνική πολιτική. - 1 Ιολυπολιτισμικότητα. Προβληματισμός για τις διαφοροποιήσεις ως προς τη γλώσσα, το θρήσκευμα, κτλ. Θεσμικό πλαίσιο για την προστασία των μειονοτήτων. Στους παραπάνω καίριους τομείς οι Κοινωνικές Επιστήμες αναπτύσσουν πλούσια ερευνητική δραστηριότητα, η οποία λαμβάνεται υπόψη στις κρίσιμες επιλογές που καθορίζουν το μέλλον της Ένωσης. Η έρευνα πάνω σε ευρωπαϊκά θέματα έχει ευνοηθεί και με την οργάνωση ευρωπαϊκών πανεπιστημίων, όπως το Ευρωπαϊκό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο στη Φλωρεντία, το Ινστιτούτο Ευρωπαϊκών Σπουδών στη Λουβέν λα Νεβ (Βέλγιο), το Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο στην Μπριζ (Βέλγιο), στην Αγγλία το Τμήμα Ευρωπαϊκών Σπουδών στα Πανεπιστήμια του Σάσεξ και του Μπράντφορντ, το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο LSE (London School of Economics and Political Science). Στα ιδρύματα αυτά συνδέονται η διδασκαλία και η έρευνα, οι οποίες προσανατολίζονται σε τομείς όπως Ιστορία και Πολιτισμός, Οικονομία, Δίκαιο, Πολιτικές και Κοινωνικές Επιστήμες. Στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οργανώνονται ομάδες ειδικών υψηλής στάθμης, επιφορτισμένες με το καθήκον να διερευνήσουν συγκεκριμένα κοινωνικά ιιροβλήματα και να συντάξουν εμπεριστατοψένες εκθέσεις, τις οποίες θέτουν υπόψη των θεσμικών οργάνων της Ένωσης και των κρατών-μελών της. Βασικοί άξονες στους οποίους έχουν κατευθύνει τις μελέτες τους είναι, για παράδειγμα, η κοινωνία της πληροφορίας και τα επαγγέλματα του μέλλοντος, το μέλλον της εργασίας, οι αγορές εργασίας, η κοινωνική συνοχή και η ποιότητα ζωής, η εκπαιδευτική πολιτική, η πολιτισμική διαφοροποίηση και οι πολιτισμικές ταυτότητες, τα προβλήματα δημοκρατίας, κ.ά. 224
Πιο αναλυτικά, εκ μέρους ορισμένων Κοινωνικών Επιστημών χαράσσονται κατευθύνσεις και προσδιορίζονται ερευνητικά πρότυπα που προορίζονται για την αντιμετώπιση πρακτικών προβλημάτων στην πολιτική, στην οικονομία, στην οργάνωση των κοινωνικών σχέσεων.
6.2.1. Πολιτική Επιστήμη Σε γενικές γραμμές, η πρόοδος της έρευνας πραγματοποιείται σε πολλούς άξονες, όπως Πολιτική Κοινωνιολογία, ανάλυση μορφών του κράτους, μελέτη πολιτικών συστημάτων και πολιτικών ιδεών επιχειρείται δε να καλυφθεί το παλαιότερο κενό πάνω στις διεθνείς σχέσεις, θέμα ζωτικής σημασίας για τη σύγχρονη πολιτική. Διεξάγονται συγκριτικές μελέτες των πολιτικών θεσμών, όπως το σύνταγμα, τα πολιτικά κόμματα, η εκλογική συμπεριφορά, κυβερνητικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων, τύποι και λειτουργία της δημοκρατίας, κινήματα διαμαρτυρίας, όπως εκδηλώνονται στις διάφορες ευρωπαϊκές χώρες. Παρατηρείται όμως ότι έχει περιοριστεί ο τομέας της Πολιτικής Φιλοσοφίας. Συγκεκριμένα π ά ν ω στο π ρ ό β λ η μ α της Ε υ ρ ω π α ϊ κ ή ς Ενοποίησης, η πολιτική θεωρία έχει επικεντρωθεί σε δύο αντίπαλες «κατασκευές»: - Σύμφωνα με το πρώτο πρότυπο, η ενοποίηση πραγματοποιείται με τη σταδιακή αποδυνάμωση του κράτους-έθνους και με σκοπό τη δημιουργία ενός κοινού ευρωπαϊκού κράτους. Η στρατηγική κατεύθυνση την οποία υπαγορεύει αυτό το πρότυπο θεωρητικά υπάγεται στο νεο-λειτουργιστικό υπόδειγμα. Σύμφωνα με το πρότυπο αυτό, πρώτον, αφαιρούνται
-
^ ' ·
ΐ .V·.;
•Ι*
225
σταδιακά ορισμένες εξουσίες από το έθνος-κράτος. Οι εξουσίες αυτές μεταβιβάζονται σε υπερεθνικούς νομισματικούς θεσμούς (όπως κατάργηση εθνικών δασμών, ενιαία νομισματική πολιτική, κτλ.). Με τις διαδικασίες αυτές αποφεύγονται οι διενέξεις και οι συγκρούσεις μεταξύ των κρατών για το ποιος παίρνει τις αποφάσεις. Δεύτερον, το κράτος συλλαμβάνεται ως ένα άθροισμα επιμέρους συμφέροντος των κοινωνικοί ομάδων που το αποτελούν. Αυτά τα επιμέρους κοινωνικά και οικονομικά συμφέροντα, στην πορεία της ενοποίησης, μπορούν να απευθύνονται σε κεντρικούς ευρωπαϊκούς θεσμούς, όπως για τη χρηματοδότηση προγραμμάτων απευθείας από τα κοινοτικά ταμεία. - Σύμφωνα με το δεύτερο πρότυπο, η ευρωπαϊκή ενοποίηση συλλαμβάνεται ως μια «συμμαχία» μεταξύ κρατών τα οποία διατηρούν την κυριαρχία τους. Αυτού του τύπου η «συμμαχία» οδηγεί τα κράτη οε μια σχέση συμβίωσης όπου το καθένα χρειάζεται τα άλλα για τη διατήρηση και την πρόοδο του. Σε αυτή την περίπτωση, η Πολιτική Επιστήμη προβάλλει το πρότυπο του ομοσπονδισμού. Σε αυτή την κατεύθυνση, ερευνώνται τύποι συνεργασίας και συνύπαρξης μεταξύ των κρατών και αναζητούνται οι πιο κατάλ\ηλοι θεσμοί για τη διευκόλυνση αυτής της συνύπαρξης. Ο ομοσπονδισμός περιλαμβάνει δύο τύπους συνεργασίας των κρατών: τον τύπο της συνομοσπονδίας και τον τύπο της ομοσπονδίας. Ιστορικά παραδείγματα ομοσπονδίας αποτελούν η ελβετική ομοσπονδία, η αμερικανική ομοσπονδία, η γερμανική ομοσπονδία. Η συνομοσπονδία αποτελεί μια «χαλαρή» ένωση μεταξύ ανεξάρτητων κρατών, στην οποία οι κεντρικοί θεσμοί (κυβέρνηση, σύνταγμα της συνομοσπονδίας) δεν υπερισχύουν των εθνικών θεσμών, οι οποίοι διατηρούν την ισχύ τους. Αντίθετα, στην περίπτωση μιας ομοσπονδίας, επικρατεί ένα σύνταγμα για ολόκληρη την ομοσπονδία το οποίο αναγνωρίζεται ως ανώτερο των εθνικών συνταγμάτων. Οι πολίτες των κρατών-εθνών είναι πολίτες της ομοσπονδίας.
Η Πολιτική Επιστήμη μελετά ακόμη μια σειρά άλλων προβλημάτων που απασχολούν την πορεία προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση, όπως δομές και δυναμικές των πολιτικών σχέσεων που υπάρχουν στα όρια του κράτους-έθνους. Μελετάται, επίσης, η δυναμική την οποία αναπτύσσουν τα συγγενή πολιτικά κόμματα στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην αντιμετώπιση πολιτικών και κοινωνικών συγκρούσεων απέναντι σε προβλήματα όπως ανεργία και αναδιανομή των κοινωνικών πόρων. 226
6.2.2. Οικονομικές Επιστήμες Η έρευνα περιλαμβάνει τόσο θεωρητικές όσο και εφαρμοσμένες μελέτες στους τομείς της Οικονομικής Πολιτικής, της Χρηματιστικής Οικονομίας, της Διεθνούς Οικονομίας, της Οικονομίας της Εργασίας, κ.ά. Κατεξοχήν απασχολεί η σύγκλιση των οικονομιών των χωρών της Ένωσης, με δεδομένο ότι κάθε χώρα έχει το δικό της επίπεδο, δικούς της ρυθμούς και προτεραιότητες ανάπτυξης, που θα πρέπει να κατανοούνται. Οι έρευνες πραγματοποιούνται στο πλαίσιο του νεοκλασικού υποδείγματος, το οποίο δίνει το προβάδισμα στη μαθηματική ανάλυση και υπάγεται στην επίδραση των αγγλοσαξονικών σχολών. Η νεοκλασική αντίληψη της οικονομικής ολοκλήρωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης επικεντρώνεται κυρίως στην κατάργηση των περιορισμών που αφορούν την ελεύθερη διακίνηση εμπορευμάτων, προσώπων και ^ ι α λ α ί ω ν στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παράλληλα, προωθεί την πλήρη εναρμόνιση ανάμεσα στις επιμέρους νομισματικές και οικονομικές πολιτικές προς ένα ενιαίο πρότυπο. Σύμφωνα με το πρότυπο αυτό, θεωρείται ότι οι μηχανισμοί της αγοράς - π ρ ο σ φ ο ρ ά και ζήτηση προϊόντων, διαμόρφωση και διακύμανση τιμών, προσφορά και ζήτηση εργασίας, κτλ.- αν αφεθούν ελεύθεροι από πολιτικές παρεμβάσεις, μπορούν να λειτουργήσουν με τέτοιο τρόπο ώστε να παραγάγουν τα καλύτερα αποτελέσματα. Στην πραγματικότητα, όμως, η ίδια η διαδικασία οικονομικής ολοκλήρωσης παράγει πολλές ανισότητες· ανισότητες μεταξύ των κρατών, μεταξύ των περιφερειών, μεταξύ Βορρά-Νότου, αλλά και μεταξύ των κοινωνικών ομάδων σε κάθε χώρα-μέλος. Για την άμβλυνση των ανισοτήτων αυτών και για την ορθότερη κατανομή του κόστους και των ωφελειών, σε επίπεδο κρατών αλλά και κοινωνικών ομάδων, διαμορφώνονται αναγκαστικά αναδιανεμητικοί μηχανισμοί και εφαρμόζονται ευρωπαϊκές πολιτικές ικανές να αντιμετωπίσουν τις ανισότητες αυτές που δημιουργούνται από την ελεύθερη λειτουργία της αγοράς. Οι πολιτικές αυτές αποβλέπουν στη μεταφορά των απαραίτητων χρηματικών πόρων και ενισχύσεων σε ευαίσθητους τομείς, όπως η γεωργία και η απασχόληση, και προωθούνται παράλληλα προγράμματα επιμό[Κ|>ο)οης και κατάρτισης (περιφερειακά προγράμματα ανάπτυξης, επιδοτήσεις αγροτικών προϊόντων, ενισχύσεις πληττόμενων περιοχών).
6.2.3. Κοινωνιολογία Στην Κοινωνιολογία έχουν εμφανιστεί αρκετοί νέοι κλάδοι, όπως Κοινωνιολογία 227
της Εργασίας, Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης, Κοινωνιολογία του Πολιτισμού, Αστική Κοινωνιολογία, κ.ά. Στο πλαίσιο της κοινωνικής ε'ρευνας δίνεται ε'μφαση στη συγκριτική μελε'τη των κοινωνικών θεσμών, των δομών και των δυναμικών ανάμεσα στα κράτη-με'λη. Πραγματοποιούνται ε'ρευνες για τη λειτουργία και την εξέλιξη του θεσμού της οικογένειας, την προστασία της υγείας, τη μετανάστευση. Η εμπειρική έρευνα εστιάζει στην ανάλυση των σχέσεων ανάμεσα στο κράτος και στην αγορά εργασίας, στην κοινωνική ανισότητα και στην κοινωνική πολιτική. Οι ερευνητικές περιοχές καλύπτουν τη μελέτη της κοινωνικής κινητικότητας, της κοινωνιολογίας της εκπαίδευσης, το ρόλο και τη θέση της γυναίκας στον καταμερισμό της εργασίας.
6.2.4. Κοινωνική Ανθρωπολογία Οι έρευνες στην Κοινωνική Ανθρωπολογία προσανατολίζονται στα συστήματα συγγένειας, στους μύθους, στις συμβολικές πρακτικές που συμβάλλουν σιην κατανόηση αφρικανικών και ασιατικών κοινωνιών αλλά και των ποικίλων εθνοτήτων που υπάρχουν στον κόσμο και τις τελευταίες δεκαετίες μεταναστεύουν στη Δύση. Οι έρευνες στο πεδίο αυτό συμβάλλουν στην κατανόηση της συνθετότητας των σύγχρονων πολυπολιτισμικών κοινωνιών και στη διαμόρφωση του θεσμικού και του πολιτισμικού πλαισίου στο οποίο θα συνυπάρξουν οι επιμέρους μειονότητες.
6.3. ΟΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Το ελληνικό κράτος, το οποίο σχηματίζεται το 1830, χαρακτηρίζεται από έναν αργό ρυθμό εκβιομηχάνισης, που δεν εμπόδισε όμως την ταχεία διαδικασία σχηματισμού μεγάλων αστικών κέντρων, τον προσανατολισμό της αγροτικής παραγίογής σε εξαγώγιμα προϊόντα, την αύξηση των μη παραγωγικών υπηρεσιών. Είναι χαρακτηριστικό, ακόμη, ότι ο Ελληνισμός του εξωτερικού συμμετέχει πλατιά και ολόπλευρα στη ζωή του ανεξάρτητου βασιλείου. Η εκπαίδευση επεκτείνεται γρήγορα και ομοιόμορφα σε όλη τη χώρα. Είναι υποχρεωτική, παρέχεται δωρεάν και, το πιο εντυπωσιακό, το ποσοστό φοίτησης είναι το μεγαλύτερο στον κόσμο. Το Πανεπιστήμιο Αθηνών ιδρύεται το 1837. Οι καθηγητές του σπούδασαν ή συνέχισαν τις σπουδές τους στο εξωτερικό. Το μεγαλύτερο ποσοστό φοιτητών το απορροφά η Νομική. Γύρω στα τέλη του προηγούμενου αιώνα, περισσότερο α228
πό το μισό του συνολικού σώματος των φοιτητών προσελκύεται από τη σχολή αυτή. Με δεδομένο ότι δεν είχαν συσταθεί ξεχωριστές σχολές για τις Πολιτικές και τις Οικονομικές Επιστήμες, τα Νομικά συγκροτούν κατεξοχήν τον τομέα που οδηγεί δυνάμει στις κορυφές των κρατικών και των χρηματιστηριακών γραφειοκρατειών. Η διάδοση των Κοινωνικών Επιστημών στις αρχές του 20ού αιώνα σηματοδοτείται με την ίδρυση της «Κοινωνιολογικής Εταιρείας» από τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου (1867-1936), το 1908, με ιδρυτικά μέλη, εκτός του Α. Παπαναοτασίου, τους Κ. Τριανταορυλλόπουλο, Π. Αραβαντινό, Θρ. Πετιμεζά (νομικούς) και τον παιδαγωγό Α. Δελμούζο. Επιστημονική επιδίωξη της Εταιρείας ήταν η σύνδεση της Κοινωνιολογίας με την Πολιτική Επιστήμη και στη βάση αυτή αναπτύχθηκε ένας πρωτοποριακός προβληματισμός. Το 1916 ιδρύεται από τον Α. Παπαναστασίου η «Εταιρεία Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών», με στόχο την ανάπτυξη μιας αξιολογικά ουδέτερης Κοινωνιολογίας. Από το 1921 αρχίζει να κυκλοφορεί το περιοδικό Αρχείον Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών, με ιδρυτή τον Δ. Καλλιτσουνάκη, με σκοπό την επιστημονική και κριτική διερεύνηση της ελληνικής κοινωνίας. Δημοσιεύονται μέχρι τη δεκαετία του '60 σημαντικές κοινωνιολογικές και οικονομικές εργασίες. Η θεσμική κατοχύρωση του τομέα των Κοινωνικών Επιστημών συντελείται με τη δημιουργία
229
εδρών Κοινωνιολογίας στα Πανεπιστήμια Θεσσαλονίκης (1926) και Αθηνών (1929) και με την ίδρυση το 1927 της Ανώτατης Σχολής Πολιτικών Επιστημών. Υπόδειγμα για τη σχολή αυτή, η οποία αργότερα μετονομάστηκε σε Πάντειο Σχολή Πολιτικών Επιστημών, ήταν η Σχολή Πολιτικών Επιστημών στη Γαλλία, ε'να κέντρο σπουδών για την ανάπλαση της γαλλικής Διοίκησης και την κατάρτιση των στελεχών της. Το 1933 η Πάντειος αποτελείται από δυο τμήματα, το Πολιτικό-Ιστορικό και το Κοινωνικό-Οικονομικό, και οι σπουδές είναι προσανατολισμένες στην κατάρτιση των στελεχών της Δημόσιας Διοίκησης. Μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο -και το βαθύ πολιτικό και ιδεολογικό διχασμό που τον συνόδευε-το ψυχροπολεμικό κλίμα που επικρατεί, αλλά και οι γενικότερες πολιτικές-ιδεολογικές αντιλήψεις που κυριάρχησαν στη χώρα μας, επηρεάζουν σημαντικά την ανάπτυξη των Κοινωνικών Επιστημών. Κυρίαρχες επιστήμες αναδεικνύονται το Δίκαιο και η Οικονομία, ενώ η ανάλυση των κοινωνικών και των πολιτικών φαινομένων «ενσωματώνεται» στην 1 Ιολιτειολογία, στο Δημόσιο και στο Διεθνές Δίκαιο, καθώς και στη Δημόσια Διοίκηση. Το κλίμα αυτό αρχίζει να μεταβάλλεται στις αρχές της δεκαετίας του '60. Η ανάγκη να ακολουθήσει η χώρα μας την κατεύθυνση μιας σύγχρονης οικονομικής ανάπτυξης και, κυρίως, η επιταγή της αποκατάστασης ενός αυτόνομου από τα εξωθεσμικά κέντρα παρέμβασης (παλάτι, Η ΠΑ) κοινοβουλευτικού καθεστώτος οδήγησαν στην εντυπωσιακή ανάπτυξη των Κοινωνικών Επιστημών. Η αυταρχική παρένθεση της δικτατορίας (1967-1974) αναστέλλει την κοινωνικοεπιστημονική θεωρία και έρευνα, οδηγεί όμως στην ανάδειξη ενός πλούσιου επιστημονικού δυναμικού που ριζοσπαστικοποιείται έντονα μετά το 1974. Η πτώση της δικτατορίας σηματοδοτεί μια περίοδο έντονου κοινωνικοπολιτικού προβληματισμού, κατά την οποία οι Κοινωνικές Επιστήμες επικεντρώνονται στην ανάλυση και στην επιστημονική θεμελίωση του προβληματισμού αυτού που αφορά το χαρακτήρα, τη δομή και την προοπτική της ελληνικής κοινωνίας στο σύγχρονο κόσμο. Στη δεκαετία του '80 η Πάντειος μετονομάζεται σε ΙΙάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επισιημών, περιλαμβάνει οκτώ τμήματα, οι σπουδές δεν είναι πλέον στενά συνδεδεμένες με τη Δημόσια Διοίκηση και προσανατολίζονται (πη διερεύνηση όλων των Κοινωνικών Επιστημών. Την ίδια εποχή ιδρύονται νέα τμήματα Κοινωνικών Επισιημών σια ελληνικά πανεπισιήμια, όπως το τμήμα Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης (1984), η Σχολή Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, τμήματα Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, Ψυχολογίας κτλ.
230
6.3.1. Οι σπουδές των Κοινωνικών Επιστημών στην Ελλάδα Η πανεπιστημιακή διδασκαλία στην Ελλάδα παρέχεται από δημόσια ιδρύματα. Τα πανεπιστημιακά τμήματα συμμετέχουν στο Πρόγραμμα ERASMUS, που προβλέπει την ανταλλαγή προπτυχιακών φοιτητών, και συνεργάζονται με ευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Μετά το πέρας των πανεπιστημιακών σπουδών, υπάρχει ένας μεταπτυχιακός κύκλος σπουδών ο οποίος διαρκεί κατά κανόνα τέσσερα εξάμηνα. Μετά την ολοκλήρωση και του κΰκλου αυτοΰ, υπάρχει η δυνατότητα εκπόνησης διδακτορικής εργασίας, με την εποπτεία τριμελούς πανεπιστημιακής επιτροπής, για τη λήψη διδακτορικού διπλώματος. Συνοπτικά, ως προς τις κατευθύνσεις έρευνας και τα αντικείμενα μελέτης κατά τη διάρκεια των σπουδών, μπορούμε να αναφέρουμε τα εξής: Πολιτική Επιστήμη: Οι σπουδές εξειδικεύονται σε βασικές κατευθύνσεις έρευνας και σε επιμέρους αντικείμενα μελέτης. Στην κατεύθυνση της Πολιτικής Επιστήμης εξετάζονται προβλήματα πολιτικής θεωρίας, πολιτικής φιλοσοφίας και ψυχολογίας, εμπειρικές μέθοδοι των Κοινωνικών Επισιημών, ζητήματα θεωρίας του κράτους, των πολιτικών συστημάτων, με εξειδίκευση στην ελληνική πολιτική και Ιστορία, κτλ. Στην κατεύθυνση των Διεθνών Σπουδών, εξετάζονται το Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο, η συγκρότηση και λειτουργία των διεθνών οργανισμών, οι θεσμοί και οι λειτουργίες των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι διεθνείς οικονομικές σχέσεις, οι διακρατικές σχέσεις γεωγραφικών περιοχών όπως τα Βαλκάνια και η Μέση Ανατολή. Οικονομία: Οι σπουδές στην Οικονομία αρχίζουν στα μέσα του 19ου αιώνα, με τον καθηγητή I. Σούτσο, στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και είναι επηρεασμένες από την κλασική σχολή της Πολιτικής Οικονομίας και τα επιχειρήματα του οικονομικού φιλελευθερισμού. Από τα τέλη της δεκαετίας του '30, γίνονται γνωστές οι απόψεις του Κέινς, αλλά μετά το Β' Παγκόσμιο 1 Ιόλεμο υποστηρίζεται ενεργά το κεϊνοιανό επιχείρημα υπέρ των κρατικών παρεμβάσεων. Σήμερα η Οικονομία διδάσκεται στα περισσότερα πανεπιστήμια της χώρας. Τα γνωστικά αντικείμενα επικεντρώνονται στη Μακροοικονομική, στη Μικροοικονομική, στα Μαθηματικά, στη Στατιστική, στην Ελληνική Οικονομία, στο Διεθνές Εμπόριο και στις Διεθνείς Χρηματαγορές, σε ζητήματα ανάπτυξης, κτλ. Κοινωνιολογία: Μελετώνται σι βασικές αρχές στις οποίες στηρίζεται η Κοινωνιολογία, οι μέθοδοι και οι τεχνικές της κοινίονικής έρευνας, οι θεσμοί και ο χαρακτήρας της ελληνικής κοινωνίας - εξετάζονται, επίσης, επιμέρους κλάδοι, όπως Πολιτική Κοινωνιολογία, Αγροτική Κοινωνιολογία, Αστική Κοινωνιολογία, Κοινωνιολογία του Δικαίου, της Γνώσης, της Οικογένειας, του Πολιτισμού, της Εκπαίδευσης. 231
Ψυχολογία: Έχουν ιδρυθεί τμήματα Ψυχολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή Θεσσαλονίκης, στη Σχολή Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Κρήτης, στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Υπάρχει, ακόμη, Τομέας Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ενώ μαθήματα Ψυχολογίας διδάσκονται και στα Παιδαγωγικά Τμήματα. Σε γενικές γραμμές, οι σπουδές επικεντρώνονται στη διερεύνηση των βασικών εννοιών και των κυρίων κατευθύνσεων της Ψυχολογίας, όπως Κοινωνική Ψυχολογία, Κλινική Ψυχολογία, Πειραματική Ψυχολογία, Γνωστική-Εξελικτική Ψυχολογία, Νευροψυχολογία, Παιδαγωγική Ψυχολογία, με σκοπό την κατάρτιση επιστημόνων οι οποίοι θα μπορέσουν να συνεισφέρουν τόσο στη θεωρητική όσο και στην πρακτική αντιμετώπιση των ψυχολογικών προβλημάτων που αφορούν το σύγχρονο άτομο. Ανθρωπολογία: Οι σπουδές έχουν διπλό στόχο και αποβλέπουν τόσο στη θεωρητική κατάρτιση των επιστημόνων στα γνωστικά αντικείμενα της Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, των πολιτισμικών φαινομένων και της κοινωνικής πολιτικής, όσο και στην παρέμβαση στην κοινωνική πραγματικότητα υπέρ της επικοινωνίας και της δημιουργικής συνύπαρξης ατόμων, λαών και πολιτισμών. Τμήματα Ανθρωπολογίας έχουν ιδρυθεί στο Πάντειο Πανεπιστήμιο (Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας) και στο Πανεπιστήμιο του Αιγαίου (Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας). Η επιστημονική δραστηριότητα στο πεδίο των Κοινωνικών Επιστημών περιλαμβάνει ακόμη: -
Εθνικά κέντρα ερευνών (ΕΙΕ, ΕΚΚΕ) Ινστιτούτα και πανεπιστημιακά κέντρα ερευνών Ανεξάρτητα ιδρύματα και ερευνητικά κέντρα Επαγγελματικές εταιρείες επιστημονικών κλάδων Επιστημονικά περιοδικά, βιβλιοθήκες, επιστημονικές εκδόσεις
6.3.2. Επαγγελματικές προοπτικές Οι Κοινωνικές Επιστήμες είναι πρωταρχικά συνδεδεμένες με την έρευνα. Οι ιστορικές εξελίξεις που χαρακτηρίζουν την εποχή μας θέτουν το καθήκον να μελετηθούν τα νέα προβλήματα. Οι παγκόσμιες οικονομικές σχέσεις, η πορεία της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης, τα κρίσιμα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι σύγχρονες κοινωνίες, οι μεταβολές στην πολιτική γεωγρα<ρία της Βαλκανικής Χερσονήσου και οι σχέσεις μας με τους γειτονικούς λαούς είναι 232
ανοιχτά ζητήματα που αφορούν άμεοα την ελληνική κοινωνία. Γι' αυτό και οι Κοινωνικές Επιστήμες αποτελούν ένα ζωτικό χώρο επεξεργασίας και ανάλυσης των κοινωνικοπολιτικών και οικονομικών προβλημάτων που απασχολούν την κοινωνία μας. Έ ν α ευρΰ πεδίο δραστηριότητας των κοινωνικών επιστημόνων αφορά τη στελέχωση των πολιτικών θεσμών, των δημοσίων οργανισμών και επιχειρήσεων, όπου κοινωνικοί επιστήμονες κατέχουν θέσεις πολιτικών συμβουλών και αναλυτών. Έ ν α νέο πεδίο διεΰρυνσης των κοινωνικών επιστημών προκύπτει από την αλματώδη ανάπτυξη των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας και των υπηρεσιών των Δημοσίων Σχέσεων. Σ' αυτοΰς τους τομείς διανοίγεται ένα ευρΰ πεδίο απασχόλησης για όλες σχεδόν τις δραστηριότητες που συνδέονται με τις Κοινωνικές και Πολιτικές Επιστήμες. Τέλος, σε εθνικό επίπεδο, οι ριζικές κοινωνικοοικονομικές και διοικητικές αλλαγές που συνδέονται με τη συμμετοχή της χώρας στις ευρωπαϊκές εξελίξεις οδηγούν στην ανάπτυξη μιας σειράς νέων επαγγελματικών δραστηριοτήτων: δημόσιες και ιδιωτικές υπηρεσίες που συνδέονται με τα ευρωπαϊκά θέματα και τις ευρωπαϊκές υπηρεσίες, υπηρεσίες που αφορούν τη συγκρότηση της περιφερειακής και τοπικής αυτοδιοίκησης, κέντρα έρευνας και εταιρείες δημοσκοπήσεων, τομείς της δημόσιας και της ιδιωτικής εκπαίδευσης - μ ε την καθιέρωση μαθημάτων κοινωνικών επιστημών στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση- αποτελούν μερικούς από τους νέους τομείς όπου μπορούν να απασχοληθούν οι κοινωνικοί επιστήμονες. Είναι φανερό ότι στα σύγχρονα πολυσύνθετα προβλήματα τόσο οι εξειδικευμένες γνώσεις όσο, κυρίως, οι σε βάθος θεωρητικές αναλύσεις είναι απόλυτα αναγκαίες για να μπορέσει η κοινωνία του 21ου αιώνα να πετύχει τους στόχους της διατηρώντας παράλληλα τη συνοχή και την αλληλεγγύη της. Σ' αυτή την πορεία μαζί με την τεχνολογική πρόοδο, οι Κοινωνικές Επιστήμες συνιστούν ένα σταθερό θεμέλιο γνώσης, έρευνας, προόδου και αποτελούν την εγγύηση ότι η ανθρωπότητα θα προχωρήσει με βάση τις αξίες που σημάδεψαν τον ανθρώπινο πολιτισμό.
233
Ερωτήσεις 1) α. Πονα η συμβολή των Κοινωνικών Επιστημών στη διερεύνηση των προβλημάτων που προκύπτουν από την πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης; β. Ποια αντικείμενα έρευνας προκύπτουν και πώς αντιμετωπίζονται από την επιστημονική κοινότητα; γ. Ποια η διαφορά μεταξύ του νεο-λειτουργιστικού υποδείγματος και του ομοσπονδισμού, όσο αφορά το πρότυπο πολιτικής ενοποίησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης; δ. Ποιο πρότυπο κρίνετε συμφερότερο για τη χώρα μας αλλά και για τη συνολική ευρωπαϊκή προοπτική; Να αναφέρετε τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα του νεο-κλασικού υποδείγματος στο πεδίο της οικονομίας και της κοινωνικής συνοχής. 2) α. Σε ποια πολιτικοκοινωνικά αίτια οφείλεται η ανάδυση των Κοινωνικών Επιστημών στη χώρα μας; β. Να συνδέσετε το αίτημα της εθνικής ολοκλήρωσης, που διατυπώθηκε στην αρχή του 20ού αιώνα, με την ανάγκη μιας νέας ιστορικοκοινωνικής θεώρησης της Ελλάδας και της ελληνικής κοινωνίας. γ. Γιατί, αρχικά, οι Κοινωνικές Επιστήμες προσανατολίστηκαν στο Δίκαιο, στην Οικονομία και στη Δημόσια Διοίκηση;
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Π. Κ. Ιωακειμίδης, Η Ευρωπαϊκή Πολιτική Ένωση. Θεωρία, Διαπραγμάτευση, Θεσμοί και Πολιτικές, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1993. Π. Ιωακειμίδης, Ευρωπαϊκή Ένωση και Ελληνικό Κράτος - Οι Επιπτώσεις από την Ενοποιητική Διαδικασία, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1998. Γ. Κοντογιώργης, «Η Πολιτική ως Αντικείμενο στη Διδασκαλία και στην Έρευνα», στο Προοπτικές και Μέλλον των Κοινωνικών Επιστήμων στην Ελλάδα (επιστημονικό διήμερο), Τμήμα Κοινωνιολογίας Πανεπιστημίου Κρήτης, Ρέθυμνο 1999. Ν. Μαραβέγιας-Μ. Τσινισιζέλης, Η Ολοκλήρωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης- Θεσμικές, Πολιτικές και Οικονομικές πτυχές, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1995. (εκδοτ. οίκος) Γ. Παπαδημητρίου, Δημοκρατία και Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση, ΑθήναΚομοτηνή 1993. Λ. Τσούκαλης, Η Νέα Ευρωπαϊκή Οικονομία, η Πολιτική και Οικονομική Διάσταση της Ολοκλήρωσης, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1993. Γ. Υφαντόπουλος - Ν. Μανιαδάκης, Η Κοινωνική Προστασία στις Χώρες της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και στην Ελλάδα, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης, Αθήνα 1994. 234
ΓΕΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Μ. Αγγελίδης, Η γένεση τον Φιλελευθερισμού, Ί δ ρ υ μ α Σάκη. Καράγιωργα, Αθήνα 1994 ΜΑγγελίδης-Κ.Ψυχοπαίδης (επιμ.), Κείμενα Πολιτικής Οικονομίας και Θεωρίας της Πολιτικής, Αξιολογικά/Κείμενα, εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1992 G. Balandier, Πολιτική Ανθρωπολογία, Αθήνα 1971 G. Bachelard, ΙΜ formation de Γesprit scientifique, PUF, Παρίσι 1968 Η. Becker-H. Ε. Burnes, Social thought from lore to scinces, Dover Publications, N. Υόρκη 1961R. Blanche, La methode experimentale et la philosophie de la physique, Colin, Παρίσι 1968 Η. Butterileld, Η καταγωγή της σύγχρονης επιστήμης (1300-1800), ΜΙΕΤ., Αθήνα 1985. Π. Γέμτος, Οι κοινωνικές επιστήμες. Μια εισαγωγή, εκδ. Τυπωθήτω Αθήνα 1995 του ιδίου, Μεθοδολογία των Κοινωνικων Επιστημών, Γ. Δαρδανός, α. τόμ., εκδ. Παπαζήσης, Αθήνα 1984 Ε. Cassirer, Substance et fonction, Minuit, Παρίσι 1977 A.F. Chalmers, Τι Είναι Αντό nov Λέμε Επιστήμη; Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1994. Craib, Σύγχρονη Κοινωνική Θεωρεία, εκδ,. Πατάκης, Αθήνα 1998. P. Clavel, Les mythes fondateurs des sciences sociales, PUF, Παρίσι 1980 R. Descartes, Λόγος περί της Μεθόδου, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1976. Β. Ζόμπαρτ, Ο Αστός, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1998. G. Granger, La pensee formelle et science de l'homme, Aubier, Παρίσι 1961 S. Gordon, The History and Philosophy of Social Science, Cambridge 1994 Β. Κάλφα, Πλάτωνος Τίμαιος, εκδ. Πόλις, Αθήνα 1995. Π. Κονδύλης, Από τον 20ό στον 21ο αιώνα, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 1998. Θ. Κονιαβίτης, Πλουραλισμός στην Κοινωνιολογία, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 1993. Γ.Κουζέλης (επιμ.), Επιστημολογία. Κείμενα, εκδ. Νήσος, Αθήνα 1993 Γ.Κουζέλης-Κ.Ψυχοπαίδης (επιμ.), Επιστημολογία των Κοινωνικων Επιστήμων, εκδ. Νήσος, Αθήνα 1996 235
Α. Κοϋρέ, Από το κλειστό στο άπειρο σύμπαν, εκδ. Ευρύαλος, Αθήνα 1989. Α. Koyre, Etudes Galileennes, Hermann, Παρίσι 1968 A. Koyre, Etudes Newtoniennes, Gallimard, Παρίσι 1968 Άνταμ Κούπερ, Ανθρωπολογία και Ανθρωπολόγοι, εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 1983. J. Habermas, Αγώνες Αναγνώρισης στο Δημοκρατικό κράτος Δικαίου, εκδ. Νέα Σύνορα Α Α. Αιβάνη, Αθήνα 1994. J. Laplanche, Ζωή και Θάνατος στψ Ψυχανάλυση, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα, 1988. Κλ. Λεβί Στρώς, Μνήμες Μακρινές και Πρόσφατες, εκδ. Ολκός Αθήνα 1998. Η. Lefevre, Κοινωνιολογία τον Μαρξ, μτφ. Τ. Αναστασιάδη, επιμ. Δ. Τσαούση, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 1985 Ο. Μαννόνι, Φρόιντ, εκδ. Εστία, Αθήνα 1993 Μ. Marx-W. Cronan-Hillix, System and Theories in Shychology, M. Craw-Hill International Editions, New York 1974 Μοντεσκιέ, To πνεύμα των νόμων, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1994. C. de Montlibert, Εισαγωγή στψ Κοινωνιολογική Συλλογιστική, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1998 F.S.Nozehorp, The logic of the sciences and humanity, MacMillan, Ν. Υόρκη 1947 Ε, Ντυρκέμ, Οι κανόνες της κοινωνιολογικής μεθόδου, εκδ. Gutenberg. Μ. Ουόλζερ, Περί Ανεκτικότητας, εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα 1998. R. Pernoud, Pour en finir avec le Moyen Age, Seuil, Παρίσι 1979 Σ. Παπαστάμου, Εγχειρίδιο Κοινωνικής Ψυχολογίας, εκδ. Οδυσσέας, 19934 I. Πατέλλη, Η φιλοσοφία τον Hobbes, Ί δ ρ υ μ α Σ. Καράγιωργα, Αθήνα 1995 Θ. Πελεγρίνης (επιμ.), Φάουστ, Η μαγεία της Φιλοσοφίας.Η Φιλοσοφία της Μαγείας, Πανεπιστήμιο Αθηνών, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1994. Μ. Πετμετζίδου (επιμ.), Σύγχρονη Κοινωνιολογική Θεωρία, τομ. Ι-ΙΙ, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1996. Μ. Πετμετζίδου Κοινωνικές Ανισότητες και Κοινωνική Πολιτική, εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1992. Κ. Popper, La Logique de la decouverte scientifique, Payot, Παρίσι 1979 Ντ. Ρικάρντο-Καρλ Μαρξ, Αξία και υπεραξία, εκδ. Κριτική 1989 G. Ritzer, Classical Sociological Theory, Mc Graw-Hill International Editions, New York 1996. J. Ritsert, Τρόποι σκέψης και βασικές έννοιες της Κοινωνιολογίας, πρόλογος και επιμ. Γ. Κουζέλης, εκδ. Κριτική, Αθήνα 1991 P. Rosenvallon, La Nouvelle Question Sosiale, Seuil, Paris 1995. Μ. Σενελλάρ, Μακιαβελισμός και κρατική σκοπιμότητα, εκδ. Εστία, Αθήνα 1997 Ό . Στασινοπούλου, «Οικογένεια, κράτος κοινωνική πολιτική», <πο Διαστάσεις τη Κοινωνικής Πολιτικής Σήμερα, Αθήνα 1993. 236
Λ. Στράους, Φυσικό Δίκαιο και Ιστορία, εκδ. Γνώση 1988 Κ. Τσουκαλάς, Είδωλα Πολιτισμού, εκδ, Θεμέλιο, Αθήνα 1991. Β. Φίλιας (γενική εποπτεία), Εισαγωγή στη Μεθοδολογία κια τις Τεχνικές των Κοινωνικων Ερεννών εκδ. Guteberg Αθήνα 1972. Ζ. Π. Φιτουσσί, Η Απαγορευμένη Συζήτηση, Εκδ. Πόλις, Αθήνα 1997. Τ. Χομπς, Λεβιάθαν, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1989. Μ. Ψαλιδόπουλος, Κεϋνσιανή θεωρία και ελληνική οικονομική πολιτική, εκδ. Κριτική, Αθήνα 1990 Μ. Ψαλιδόπουλος, Οικονομικές Θεωρίες και Κοινωνική Πολιτική, εκδ. Αίολος αθήνα 1997. Κ. Ψυχοπαίδης, Ιστορία και Μέθοδος, εκδ. Σμίλη, Αθήνα 1994 Ε. Weber, A History of Europe, New York 1971. Μ. Weber, Η γέννηση του σύγχρονου καπιταλισμού, εκδ. Παπαζήοη, Αθήνα χ.χ.
:
Να σημειωθεί ότι η βιβλιογραφία που παρατίθεται είναι ενδεικτική.
237
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
Αγορά Μηχανισμός που κάνει δυνατή την επικοινωνία παραγωγών και καταναλωτών, τις ανταλλαγές είτε αγαθών είτε υπηρεσιών. Στο πλαίσιο των ανταλλαγών, τα συναλλασσόμενα άτομα επιχειρούν να αυξήσουν το κέρδος τους. Αιτιότητα Γενικά η αρχή της αιτιότητας εκφράζει τη σχέση μεταξύ αιτίας και αποτελέσματος. Ό μ ω ς δεν πρέπει να εξαντλούμε το περιεχόμενο της αιτιότητας στην αναζήτηση της αρχικής αιτίας όπως δηλώνεται στη φράση «κάθε φαινόμενο έχει την αιτία του». Αντίθετα, εκείνο που χαρακτηρίζει την αιτιότητα είναι οι νόμοι της διαδοχής ή ο γενικός νόμος της διαδοχής και δείχνει όλες τις αλλαγές που επέρχονται μεταξύ αιτίας και αποτελέσματος. Αλλοτρίωση Υποδηλώνει την αποξένωση των ατόμων από τον εαυτό τους, τα δημιουργήματά τους και τους άλλους. Ό ρ ο ς βασικά φιλοσοφικός, με τη θεωρία του Μαρξ τοποθετήθηκε στο πλαίσιο της σχέσης του ανθρώπου με την εργασία του. Αναπαράσταση Αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο εικόνες και κείμενα περισσότερο ανακατασκευάζουν παρά αντανακλούν τις αρχικές πηγές τους. Μια ζωγραφιά, μια φωτογραφία ή ένα γραπτό κείμενο για ένα δέντρο δεν είναι ποτέ το ίδιο το πραγματικό δέντρο, αλλά η ανακατασκευή εκείνου που φαίνεται να εννοεί όποιος το αναπαρέστησε. Αναπαραστάσεις συλλογικές Αναφέρονται σε ιδέες, πεποιθήσεις και αξίες τις οποίες έχει κατασκευάσει μια ομάδα. Δεν ανάγονται σε ατομικούς συντελεστές, αλλά θεωρείται ότι δημιουργούνται μέσα από τις σχέσεις αλληλεπίδρασης ανάμεσα στα μέλη μιας ομάδας, θρησκευτικής πολιτικής, στρατιωτικής, κτλ. Ανεργία Η αδυναμία απορρόφησης ενός τμήματος του ανθρώπινου δυναμικού 239
που διατίθεται για εργασία εξαιτίας της περιορισμένης ζήτησης θέσεων εργασίας. Η ανεργία μπορεί να έχει προσωρινή ή μονιμότερη διάρκεια. Ανομία Κοινωνική κατάσταση που εκφράζει αποδιοργάνωση της κοινωνίας. Συμβαίνει όταν το πλαίσιο των κανόνων έχει χάσει τη συνοχή του και έχει περιοριστεί στο ελάχιστο η αλληλεγγύη στις σχέσεις των ατόμων, συμφωνά με τον Ντυρκέμ. Αξίες Γενικές αρχές, ιδεώδη που προσδιορίζουν την ανθρώπινη συμπεριφορά, αποτελώντας και κριτήριο της. Απορρέουν από τη ζωή των ανθρώπων σε συγκεκριμένα ιστορικά και πολιτισμικά πλαίσια, μεταδίδονται από γενιά σε γενιά και καθίσιανται σταθερό σημείο αναφοράς της κοινωνικής δραστηριότητας. Αντίδραση Απάντηση της συμπεριφοράς ενός οργανισμού απέναντι οε ένα ερέθισμα. Αξιολογική ουδετερότητα επιστήμης Η άποψη ότι η επιστημονική διαδικασία, η έρευνα και η μελέτη της πραγματικότητας θα πρέπει να είναι ουδέτερη: να μην περιέχει δηλαδή αξιολογικές κρίσεις για ανθρώπους ή θεσμούς που εξετάζει. Για τον Μαξ Βέμπερ, αυτή είναι η ιδεώδης κατάσταση των Κοινωνικών Επιστημών. Απολυταρχία Πολιτικό σύστημα, διαδεδομένο στις μοναρχίες της Δυτικής Ευρώπης κατά τον 16ο, τον 17ο και τον 18ο αιώνα, στο οποίο η νόμιμη εξουσία είναι απεριόριστη και χωρίς έλεγχο. Ασυνείδητο Βασικός όρος της ψυχαναλυτικής θεωρίας. Αναφέρεται στα περιεχόμενα μιας περιοχής του ψυχισμού. Πρόκειται για σκέψεις, επιθυμίες, ορμές που έχουν απομακρυνθεί από τη συνείδηση, αν και με διάφορους τρόπους υπάρχει τάση να επιστρέψουν σε αυτή και να προσδιορίζουν τη συμπεριφορά του ατόμου. Αφαίρεση Η αφαίρεση είναι η πράξη του πνεύματος να εξετάζει ξεχωριστά αυτό που δε διακρίνεται ούτε διαχωρίζεται στην πραγματικότητα. Μπορούμε να εξετάσουμε τη μορφή ενός πράγματος, για παράδειγμα τη σφαιρικότητα ενός πράγματος, ανεξάρτητα από την ύλη, το χρώμα και τις διαστάσεις. Διαρθρωτική ανεργία Η ανεργία που δημιουργείται από ορισμένες βασικές αλλαγές στη δομή και στις συνθήκες, ιδιαίτερα στις τεχνολογικές, της οικονομίας. Για παράδειγμα, η ραγδαία εισαγωγή νέων τεχνολογιών στην εργασιακή διαδι240
κασία οδηγεί στην αναδιάρθρωση της παραγωγής κατά κλάδους και τομείς και προκαλεί ανεργία. Εμπειρισμός Η φιλοσοφική θέση που υποστηρίζει ότι η γνώση προέρχεται αποκλειστικά από την εμπειρία και αξιολογείται μέσω αυτής. Στην κλασική του έκφραση, ο εμπειρισμός υπήρξε ευθέως αντίθετος του ορθολογισμού. Εξουσία Ισχύς που επιβάλλεται στη θέληση των ατόμων ή ομάδων. Ο τύπος της προσδιορίζεται ανάλογα με τους τρόπους με τους οποίους τα άτομα υποχρεώνονται σε υπακοή, σύμφωνα με τον Μαξ Βέμπερ: Παραδοσιακή εξουσία Τύπος εξουσίας στον οποίο τα άτομα υπακούν χάρη στην επικράτηση παραδοσιακών πρακτικών για παράδειγμα, οι κλασικές μοναρχίες, ο παπισμός, η πατρική αυθεντία. Ορθολογική-νόμιμη εξουσία Τύπος απρόσωπης εξουσίας, κατά τον Βέμπερ, που βασίζεται σε τυπικούς κανόνες τους οποίους οφείλουν να τηρούν όλα τα άτομα. Χαρισματική εξουσία Τύπος εξουσίας προσωπικού χαρακτήρα, σύμφωνα με τον οποίο τα άτομα οδηγούνται σε υπακοή, επειδή πιστεύουν στις εξαιρετικές ιδιότητες του ηγέτη τους. Επαγωγή Η επαγωγή είναι η διαδικασία προς μια γενικοποίηση. Από την επιμέρους παρατήρηση ενός πράγματος ή κάποιων ιδιαίτερων πραγμάτων περνάμε στην περιγραφή μιας γενικής ιδιότητας. Ο επαγωγικός τρόπος σκέψης βασίζεται στην παρατήρηση των μερών, στην εμπειρία και καταλήγει σε γενικότερα συμπεράσματα, σε κανόνες και νόμους. Η επαγωγή επιτρέπει τη μετάβαση από την παρατήρηση των γεγονότων σε νόμους. Ερέθισμα Διέγερση που προέρχεται από το περιβάλλον ενός οργανισμού. Μπορεί να είναι επιβράβευση ή τιμωρία. Έρευνα πεδίου Περιλαμβάνει συλλογή στοιχείων και μπορεί να αφορά είτε συγκεκριμένες μικρές κοινωνίες είτε κοινωνικές καταστάσεις (αλκοολισμός, αποκλίνουσα συμπεριφορά, κτλ.). Ιδεόχυπος (ιδεώδης τύπος ή καθαρός τύπος) Ό ρ ο ς τον οποίο επεξεργάστηκε ο Βέμπερ. Είναι μια πνευματική κατασκευή που σχηματίζεται από τα πλέον ουσιώδη χαρακτηριστικά ενός γεγονότος ή μιας πράξης- για παράδειγμα, γραφειοκρατία, ανταγωνιστική αγορά, καπιταλισμός (βλ. σ. ). 241
Καταμερισμός της εργασίας Η κατανομή των καθηκόντων σε κάθε κοινωνική παραγωγή. Διακρίνεται σε: α) τερικό καταμερισμό, συμφωνά με τον οποίο κάθε εργαζόμενος πραγματοποιεί μια ειδική εργασία. Πρόκειται για τεχνική με σκοπό την άνοδο της παραγωγικότητας· β) κοινωνικό καταμερισμό, συμφωνά με τον οποίο τα καθήκοντα που αναλαμβάνει ένα άτομο προσδιορίζονται κυρίως με κριτήριο την κοινωνική τάξη στην οποία ανήκει· γ) χρυσικό καταμερισμό, δηλαδή αυθόρμητο, μη σχεδιασμένο καταμερισμό που βασίζεται στις 4>υσικές δυνάμεις, στην πείρα, στο φΰλο, στην ηλικία των ατόμων. Κεφάλαιο Βασικός συντελεστής της παραγωγής που συνίσταται σε μηχανήματα, εγκαταστάσεις, κτίρια. Δεν περιλαμβάνεται μεν η εργασία, αλλά το κεφάλαιο είναι προϊόν της. Ο όρος εξειδικεύεται, ανάλογα με τα περιεχόμενά του, σε χρηματικό κεφάλαιο, τεχνικό, ανθρώπινο, κτλ. Κοινωνικά γεγονότα Συμφωνά με τον Ντυρκέμ, τρόποι πράξης, σκέψεων και αισθημάτων που επιβάλλονται εξωτερικά και καταναγκαστικά στο άτομο από την κοινωνία. Κοινωνική παθολογία Τον 19ο αιώνα η Κοινωνιολογία δανείζεται αυτό τον όρο από την Ιατρική, προκειμένου να περιγράψει διαταραχές στην κοινωνική ζωή, όπως εγκληματικότητα, ναρκωτικά, πορνεία. Κοινωνία της απασχόλησης Ό ρ ο ς που χαρακτηρίζει τη συνυπαρξη διαφορετικών μορφών εργασίας. Για παράδειγμα, η σταθερή και μόνιμη εργασία συνυπάρχει με τη μερική και μη διασφαλισμένη απασχόληση, με την εργασία ορισμένου χρόνου και με υψηλά ποσοστά ανεργίας. Κοινωνικό πρόβλημα Κοινωνικό πρόβλημα προκύπτει όταν οι ισχύουσες σχέσεις και οι θεσμοί δεν είναι ικανοί να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά μεταβαλλόμενες ανάγκες ή λειτουργίες, με συνέπεια άτομα ή κοινωνικές ομάδες να μην εντάσσονται πλήρως ή ομαλά στις διαδικασίες κοινωνικής αναπαραγωγής. Κοινωνικός αποκλεισμός Στέρηση ή αδυναμία πρόσβασης ατόμων ή κοινωνικών ομάδων σε οικονομικούς πόρους ή σε κοινωνικά αγαθά (υγεία, περίθαλψη, ασφάλιση, στέγαση, εκπαίδευση). Κοινωνική τάξη Συμφωνά με τη μαρξιστική ανάλυση, τάξεις είναι μεγάλες ομά242
δες ανθρώπων που διακρίνονται μεταξύ τους από: 1. τη θέση τους ο' ένα ιστορικά καθορισμένο σύστημα κοινωνικής παραγωγής, 2. τη σχέση τους προς τα μέσα παραγωγής, 3. το ρόλο τους στην κοινωνική οργάνωση της εργασίας, 4. τον τρόπο απόκτησης και το μέγεθος του μεριδίου που διαθέτουν στον κοινωνικό πλούτο. Για τον Βέμπερ, ως κριτήρια λαμβάνονται το επάγγελμα, η απόκτηση και κατανάλωση αγαθών, κ.ά. Κοινωνικό Συμβόλαιο Θεωρία με την οποία επιχειρείται να εξηγηθεί η προέλευση του κράτους ως προϊόντος συναίνεσης των πολιτών και να τεθούν έτσι οι όροι θεμελίωσης των υποχρεώσεων και των δικαιωμάτων των πολιτών (βλ. 2.2.1.). Κράτος-έθνος Η παραδοσιακή μορφή κράτους όπως αυτό συγκροτήθηκε τους δύο τελευταίους αιώνες. Προσδιορίζεται από τα όρια της επικράτειας, δηλαδή του χώρου άσκησης της εθνικής κυριαρχίας, μέσα στην οποία επιτελούνται οι κοινωνικές και οικονομικές λειτουργίες και ταυτόχρονα διαμορφώνεται η συνείδηση μιας κοινής ιστορικής-πολιτιστικής ταυτότητας. Κυβερνητική Η επιστήμη που μελετά τον έλεγχο και την εσωτερική διεύθυνση συστημάτων, όπου οι ποικίλες λειτουργίες τους βρίσκονται σε σχέση αμοιβαίας διάδρασης. Μερκαντιλισμός (εμποροκρατία) Ρεύμα οικονομικής σκέψης, διαδεδομένο από τα μέσα του 16ου αιώνα μέχρι τα τέλη του 17ου στην Ευρώπη. Τοποθετήθηκε υπέρ της παρέμβασης του κράτους στην οικονομική δραστηριότητα, με σκοπό τη μεγιστοποίηση του εθνικού πλούτου. Υποστήριζε τον περιορισμό των εισαγωγών με την επιβολή εισαγωγικών δασμών και την προώθηση του εξαγωγικού εμπορίου, αλλά και την παραχώρηση προνομίων στους εμπόρους. Μορφή (Gestalt) Αναφέρεται σε ολότητες η φύση των οποίων δεν αποκαλύπτεται με την απλή ανάλυση των μερών, αλλά εμφανίζονται μέσα από το δυναμικό αλληλοεπηρεασμό των στοιχείων που τη συγκροτούν. Νεοκλασική θεωρία Οικονομική θεωρία που ανήκει στο πλαίσιο των απόψεων του μεθοδολογικού ατομισμού. Χρησιμοποιεί τις μεθόδους της μικροοικονομικής θεωρίας και ερμηνεύει τις οικονομικές σχέσεις ως αποτέλεσμα των ατομικών επιλογών. Θεωρεί ότι ο τέλειος ανταγωνισμός στην αγορά μπορεί να διασφαλίσει την ισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης εργασίας ώστε να εξαλειφθεί η ανεργία. 243
Νεολειτουργισμός Νεότερη εκδοχή του λειτουργιομοΰ, συμφωνά με την οποία δεν είναι όλες οι δομές ενός συστήματος αναγκαίες για τη λειτουργία του και ορισμένα τμήματα μπορούν να απορριφθούν, συμβάλλοντας μ' αυτό τον τρόπο στις κοινωνικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις. Φυσικό Δίκαιο Σύστημα κανόνων που ανάγεται αποκλειστικά στην ανθρώπινη φύση και είναι, επομένως, ανεξάρτητο από οποιεσδήποτε συμβάσεις - πολιτισμικές, κοινωνικές, ιστορικές, κ.ά. Προϋποθέτει ότι η φύση του ανθρώπου είναι ενιαία με κύριο χαρακτηριστικό της την ορθολογικότητα, την ικανότητά της να κατανοεί τον κόσμο μέσω της λογικής και να προβαίνει σε αντίστοιχες ιστορικοκοινωνικές δραστηριότητες. Επειδή τα ανθρώπινα όντα είναι ορθολογικά, μπορούν να αναγνωρίζουν την ύπαρξη και την αναγκαιότητα του Φυσικού Δικαίου και, εφόσον την αναγνωρίζουν, αποδέχονται τις επιταγές του ως απόλυτα δεσμευτικές και καθολικής ισχύος. Η παράδοση του Φυσικού Δικαίου, που άκμασε τον 17ο και τον 18ο αιώνα, αντιπαρατίθεται τόσο στο Θεϊκό Δίκαιο -την πεποίθηοη ότι το σύστημα Δικαίου απορρέει από τη βούληση του Θεού και τίθεται στην υπηρεσία του ανθρώπου-, όσο και στο Θετικό Δίκαιο - το νομικό σύσιημα, που είναι αποτέλεσμα συγκεκριμένο)ν πολιτισμικών, πολιτικών και ιστορικών συμβάσεων (από τη θέληση του ηγεμόνα, το νομοθετικό έργο ενός κοινοβουλίου, τις εθιμικές σχέσεις μιας κοινότητας, κ.ά.) Ορθολογική ως προς το σκοπό πράξη Πράξη ενός δρώντος, ο οποίος σε μια κατάσταση χρησιμοποιεί τα πρόσφορα μέσα για να πετύχει ένα σκοπό, προσπαθώντας να εξοικονομήσει χρόνο. Ορθολογισμός Η φιλοσοφική θέση ότι η πραγματικότητα είναι γνώσιμη αποκλειστικά μέσω της λογικής και ότι τα προϊόντα των αισθήσεων ερμηνεύονται υπό το πρίσμα της. Ως γενική έννοια, ο ορθολογισμός εκφράζει την πεποίθηση ότι οι άνθρωποι ως νοήμονα, λογικά όντα μπορούν -δίχως να καταφεύγουν σε δυνάμεις θεολογικές, εξουσιαστικές ή σε προλήψεις και προκαταλήψεις- να εξηγούν αλλά και να αλλάζουν τις συνθήκες ζωής τους. Ουσία: Η ουσία ενός πράγματος, σύμφωνα με τη φιλοσοφική παράδοση, είναι αυτό που πράγματι είναι σε αντιπαράθεση και σχέση με το φαινόμενο: τον τρόπο που εμφανίζεται να είναι. Πολλές φορές ουσία και φαινόμενο διαφέρουν. Κατά μία ορισμένη αντίληψη, η επιστήμη προχωρεί από τη φαινομενική πλευρά προς την ουσία των αντικειμένων που μελετά. Για το θετικισμό, ουσία και φαινόμενο ταυτίζονται. 244
Ουτοπία Η λέξη «ουτοπία» χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια συγκεκριμένη και λεπτομερή οργάνωση της ιδεατής πολιτείας. Η λέξη «ουτοπία» κατ' ουσίαν δηλώνει εκείνο που δεν μπορεί να πραγματωθεί καθ' ολοκληρίαν σε κανέναν τόπο και σε κανένα χρόνο. Η ουτοπία σημαίνει λοιπόν ένα γοητευτικό πολιτικό ή κοινωνικό ιδανικό που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί επειδή δε λαμβάνει υπόψη τα πραγματικά γεγονότα που αφορούν τόσο τη φύση του ανθρώπου όσο και την κοινωνική ζωή. Παγκοσμιοποίηση Είναι η διαμόρφωση παγκόσμιου χαρακτήρα δικτύων οικονομικών, τεχνολογικών, επικοινωνιακών που υπερβαίνουν τα όρια του κράτουςέθνους και ενσωματώνουν κοινωνικές ομάδες και άτομα ως τμήματα ενός παγκόσμιου οικονομικού-τεχνολογικού χώρου. Παραγωγή Ο παραγωγικός τρόπος σκέψης είναι πάνω απ' όλα ένα μέσο απόδειξης. Ξεκινάμε από αδιαμφισβήτητα αξιώματα και καταλήγουμε στην παραγωγή βέβαιων και αποδεδειγμένων αποτελεσμάτων. Ο Αριστοτέλης δήλωνε ότι είναι αναγκαίο για την αποδεικτική επιστήμη να ξεκινά από τις πρώτες άμεσες και βέβαιες αιτίες για να καταλήξει σε βέβαια αποτελέσματα. Η παραγωγή πάντα αποδεικνύει και σπανίως αποκαλύπτει. Παραγωγικά μέσα (Μέσα παραγωγής) Μέσα όπως πρώτες ύλες, εργαλεία, ενέργεια, που χρησιμεύουν για την παραγωγή αγαθών. Παραγωγικές δυνάμεις Περιλαμβάνουν τα μέσα παραγωγής, την τεχνολογία και την οργάνωση της παραγωγής, καθώς και την εργατική δύναμη. Πολυπολιτισμικότητα Η συνύπαρξη και η ελεύθερη επικοινωνία μιας εθνικήςπολιτισπκής κοινότητας με άλλες, με τις οποίες συμβιώνει είτε μέσα στα όρια του εθνικού κράτους είτε στο πλαίσιο ευρύτερων κρατικών ενοτήτων. Συμμετοχική παρατήρηση (επιτόπια παρατήρηση) Μια βασική στρατηγική έρευνας, συνεισφορά της Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, με σκοπό να αποκτηθεί οικεία σχέση με μια περιοχή μελέτης (μικρές κοινωνίες, μια επαγγελματική ομάδα, θρησκευτική ή περιθωριακή). Η έρευνα αυτή συνήθως περιλαμβάνει μια σειρά μεθόδων, όπως συμμετοχή ως αναγνωρισμένο μέλος στην ερευνώμενη ομάδα, άμεση παρατήρηση, συνεντεύξεις, ομαδικές συζητήσεις.
245
Σύστημα Συνσλσ στοιχείων ανάμεσα στα οποία υπάρχουν σχέσεις, ώστε να εμφανίζεται ως μια ολότητα ή ενότητα. Σχετικισμός Η φιλοσοφική αντίληψη που υποστηρίζει ότι δεν υπάρχουν αλήθειες καθολικής ισχύος στην κοινοτική ζωή, αλλά εξαρτώνται από τις συγκεκριμένες κάθε φορά κοινωνικές και ιστορικές συνθήκες. Ο ηθικός σχετικισμός αναφέρεται στην αδυναμία ύπαρξης καθολικής ισχύος ηθικών αξιών και κριτηρίων συμπεριφοράς. Ο πολιτισμικός υποστηρίζει τη σχετικότητα των πολιτισμικών αξιών, ηθών, εθίμων, κτλ., καθώς και τη μοναδικότητα κάθε πολιτισμικής οντότητας. Ο επιστημολογικός θεωρεί ότι η παρατήτηση και η θεωρία δεν είναι διακριτές δραστηριότητες και, επομένως, τα δεδομένα της παρατήρησης έχουν εσωτερική σχέση με τη θεωρία που τα ερμηνεύει και δεν υπάρχουν ανεξάρτητα. Ταξική συνείδηση Κεντρική έννοια της μαρξιστικής θεωρίας. Αναφέρεται στην επίγνωση στην οποία φτάνει μια κοινωνική τάξη για τη θέση και το ρόλο της στην παραγωγική διαδικασία. Η επίγνωση αυτή εκδηλώνεται στην έμπρακτη αλληλεγγύη ανάμεσα στα μέλη της εργατικής τάξης με σκοπό τον περιορισμό ή την εξάλειψη της εκμετάλλευσής της. Τελολογία (ή τελεολογία) Από τη λέξη «τέλος», που σημαίνει «σκοπός». Η αντίληψη που υποστηρίζει ότι η ύπαρξη, η διαμόρφωση και η εξέλιξη κάθε όντος καθορίζεται από το σκοπό του. Πρόκειται για την πεποίθηση ότι: 1. καθετί στον κόσμο έχει σχεδιαστεί από τον Θεό για να υπηρετεί τον άνθρωπο, 2. η φύση έχει σκοπιμότητα. Τα φυσικά φαινόμενα δηλαδή (ή ορισμένα από αυτά) εξηγούνται καλύτερα μέσω σκοπών, προθέσεων, στόχων, κτλ., που αποδίδονται στην ίδια τους τη φύση, παρά από την αναγωγή τους σε προηγούμενες αιτίες. Ορισμένες μορφές τελεολογικής εξήγησης εφαρμόζονται σήμερα σε επιστήμες όπως η Βιολογία, η Φυσική, κ.ά. Υπεραξία (υπερεργασία) Το μέρος του εργάσιμου χρόνου για το οποίο δεν πληρώνεται ο εργάτης, αλλά παράγεται ως αξία την οποία ιδιοποιείται ο κάτοχος των μέσων παραγωγής. Υπερεθνικοί θεσμοί Κανόνες και διατάξεις που ισχύουν για έναν αριθμό κρατώνεθνών και καθορίζουν τόσο τις μεταξύ τους σχέσεις όσο και ένα τμήμα των εσωτερικών τους κανόνων.
246
Φεουδαρχία Κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό οΰστημα που εμφανίστηκε στην Ευρώπη κατά την εποχή που είναι γνωστή ως Μεσαίωνας (βλ. 2.1.1.). Κατ' άλλους φαίνεται προτιμότερος ο όρος «φεουδαρχικές σχέσεις», χαρακτηριστικό των οποίων θεωρείται η υποτέλεια, ο προσωπικός δεσμός του υποτελούς (βασάλου) με έναν άρχοντα. Φυσιοκράτες (ή οικονομιστές) Ομάδα Γάλλων οικονομολόγων που εμφανίστηκε τον 18ο αιώνα. Επικεντρώθηκε όχι στη σφαίρα του εμπορίου, όπως οι μερκαντιλιστές, αλλά σε εκείνη της αγροτικής οικονομίας, την οποία θεώρησε τη μόνη πηγή πλούτου. Πρότεινε να υπόκειται σε φόρο μόνο η γη και, σε αντίθεση προς τους μερκαντιλιστές, υποστήριζε την ελευθερία των οικονομικών συναλλαγών.
* Να σημειωθεί ότι το λεξιλόγιο δεν υποκαθιστά το λεξικό. Σκοπό έχει να διευκολύνει την κατανόηση του κειμε'νου από το μαθητή.
247
Με απόφαση της Ελληνικής Κυβέρνησης τα διδακτικά βιβλία του Δημοτικού, του Γυμνασίου και του Λυκείου τυπώνονται από τον Οργανισμό Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων και διανέμονται δωρεάν στα Δημόσια Σχολεία. Τα βιβλία μπορεί να διατίθενται προς πώληση, όταν φέρουν βιβλιόσημο προς απόδειξη της γνησιότητάς τους. Κάθε αντίτυπο που διατίθεται προς πώληση και δε φέρει βιβλιόσημο, θεωρείται κλεψίτυπο και ο παραβάτης διώκεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7, του Νόμου 1129 της 15/21 Μαρτίου 1946 (ΦΕΚ 1946, 108, Α ).
Απαγορεύεται η αναπαραγωγή οποιουδήποτε τμήματος αυτού του βιβλίου, που καλύπτεται από δικαιώματα (copyright), ή η χρήση του σε οποιαδήποτε μορφή, χωρίς τη γραπτή άδεια του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου.
ΕΚΔΟΣΗ 2010 - ΑΝΤΙΤΥΠΑ : 7.000 - ΑΡ. ΣΥΜΒΑΣΗΣ : 27/25-02-10 ΕΚΤΥΠΩΣΗ: DRAGPRESS ΕΚΤΥΠΩΤΙΚΗ Α.Ε. - ΒΙΒΛΙΟΔΕΣΙΑ: I. ΙΟΡΔΑΝΙΔΗΣ - Λ. ΚΟΥΚΙΑΣ - Γ. ΛΙΑΠΗΣ Ο.Ε.