ΕΛΛΗΝΙΚΟ
ANOIKTO
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ
Η Γεωγραφία 'Έχει Σημασία! Ι
Ε. Α. Π.
,.
Η ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΕΧΕΙ ΣΗΜΑΣΙΑ!
Για την Eλληνικιj έκδοση
Copyright © 2001
Για την Eλλιiδα ""ι όλο τον κόσμο ΕΛΛΗΝΙΚΟ ANOIΚTO ΠΑΝΕΠιΣΊΉΜΙΟ Οδ6ς Παπαφλiσσα Τηλ.:
& YψηλάvJ:η, 26222 Πάτρα (061)314(194,314206, Φαξ: (061) 317244
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ ΤΟΥ ΔιΔΑΚΤΙΚΟΥΥΛιΚΟΥ τσυΤόμου
Η Γεωγραφία Έχει Σημασία!
Ακαδημα"ίκή Yπεύθvvη της Θεματική. Ενότητας Λiλα ΛεοντΙδου
Επιμέλεια Έκδοση. Λiλα ΛεoντCΔoυ Γλωσσική Eπψtλεlα
Παύλας Κόντος ΦιJ.oλoyικός ΈλεΥΧος
Φιλολογική ομάδα του ΕΑΠ ΚαλλιτεχνlJ<ή E"ψtλεια
Άρτεμις Γλάρου
Ηλεκτιι""ική Σελιδοποίηση Άρτεμις Γλάρου
Συvtονισμ6ς ανάπτυξης εκπαιδευτικού υλικού και γενική επιμέλεια των εκδόσεων ΟΜΑΔΑ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΕΡΓΟΥ ΕΑΠ/1997·200Ι
ISBN: 960·538-297-0 Σύμφωνα με τον Ν.
212111993
απαγορεύεται η O1JVOJUκιI ή απoaπαoματική αναδημοσίευση του Pιβλfov αυτού ή η αvαπαραrωrή του με oπcWΔήπoτε μέσο χωρ{ς την άδεια τGtJ εκlι6τη.
,
Τίτλος πρωτοτύπου: Geographγ matters! Emμtλεta: Doreen Massey - John ΑΙΙεη
Η παρουσα μετάφραση εκδίδεται με άδεια του εκδάτη Press Syndicate ο! the University ο! Cambήdge Πν.υματικ~ ιδιοκτησω. για την επιλo~ και επψέλεια του υλικού
Copyright © The Οροη University 1984
Αριθμός ε,σοΥωΥής ,~\~X1~
ΕΑΑΗΝΙΚΟ
ΑΝΟΙΚΤΟ
nANEnIrTHMIO
ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΠΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΣΠΟΥΔΩΝ
ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΟΝ ΕΥΡΩΙΙΑΪΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΠΙΤΑ
Γενική Γεωγραφία, Ανθρωπογεωγραφία και Υλικός Πολι,;ισμός ,;ης Eυρ~πης Η Γεωγραφία 'Έχει Σημασία!
Επιμέλεια: Doreen Mαssey -JohnAllen
ΠΑΤΡΑ2001
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ EVΧαρwτ{ες
..... , .....................•. '" ............•..........•............9
Πρόλογος για την ελληνική έκδοση
DOREEN MASSEY ........................................................... 11
Μέ@ος
1 . ~ "............... ,. ,. ...................... "~ ... ". ~ .............................................. ~ . .13
Εισαγωγή: Η γεωΥιιαφία έχει σημασία
DOREEN MASSEY .... " ..........................•...........•..............13 1 Μία ιστορία της φυσης M1CΚ GOLD ........................................................... .25 2 Η κοινωνική αντίληψη του χώρο" ROBERT SACK .........................................................47
Μέρος
2 ............... ~ ............. ~ ............. ,. .... ~ ~ . "................................................. ... 63
Εισαγωγή: ΑνάλUΣΗ: απόψεις της κοινωνικής γεωγραφίας
JOHN A1LEN ................................................................63 3 «Δεν "πάρχει κανένα μέρος σαν ... »: πολιτισμοί της διαφοράς JOHN CLARΚE .........................................................69 Η εκτατική αστική οικονομία 4 MICHAELBA1L ........................................................85 5 Σuγκρoύσεις αρμοδιοτήτων, διεθνές δίκαιο και το διεθνές κρατικ6 σύστημα SOLPICCIOUO ....................................................... 105
Μέρος
3 ....... "........... ,. .................... ,. . "...................................................... .129
Εισαγωγή: Σ1Jvθεση: αλληλεξάι;ιτηση και η μοναδικότητα το" τόπο"
JOHN A1LEN ...............................................................129 6 Η αναδιάρθρωση μιας τοπικής οικονομίας: η περίπτωση το" Λάνκαστερ LlNDAMURGATROYDΚAIJOHNURRY ............................. 135 7 Ένας χώρος για τη γυναίκα; LINDAMcDOWELLΚAIDOREENMASSEY ........................... 153 8 Η προσέγγιση το" φιλελευθερισμού στο διεθνές μεταναστεmικ6 ρεύμα των εργατών: η περίπτωση της αραβικής Μέσης Ανατολής
ALAN RICHARDS ΚΑΙ PHILIP L MARUN .............................175
Μέοος
4 ............................................................... .191
Εισαγωγή: ΓεωΥοαψίσ. και κοινωνία.
DOREENMASSEY .........................................................191 9 Το έθνος-κράτος στη δυτική Ευρώπη: διάβρωση από «Πάνω» και από «κάτω»; MARTINKOLINSΚY ................................................... 197 10 Το μέλλονwu περιβάλλοντος FRANCIS SANDBACH .................................................215 Γλωσσάρι ΛΙΛΑΛΕΟΝΊΊΔΟΥ
....................................................237
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Οι εκδότες θα ήθελαν να ευχαριστήσουν τα μέλη της ομάδας που συμμετείχαν στη σει
ρά μαθημάτων με τον τίτλο «Μεταβαλλόμενη Βρετανία, Μεταβαλλόμενος Κόσμος: Γεω γραφικές Προοπτικές» για τη βοήθεια που προσέφεραν στην επιλογή υλικού που ήταν απαραίτητο για τη συγγραφή αυτής της συλλογής κειμένων. Θα θέλαμε να ευχαριστήσου με τους συγγραφε(ς των κεφαλαίων, ιδιαίτερα εκείνους που συνέγραψαν ειδικά γι' αυτό το βιβλίο, για τη δεκτικότητά τους στα σχόλιά μας, για τις περικοπές που έκαναν και για
την προσήλωσή τους σε ένα αυστηρό χρονοδιάγραμμα. Θα θέλαμε, επίσης, να ευχαριστή σουμε τους
Maureen Adams, Ενε Hussey, Enid Sheward και Gi1es Clark που βοήθησαν
στη δακτυλογράφηση των χειρογράφων και των δυσανάγνωστων φωτοτυπιών, ώστε να εί ναι ευανάγνωστα τα κείμενα. Ο εκδότης είναι ευγνώμων στους συγγραφείς και τους εκδότες που παρατίθενται στη
συνέχεια, οι οποίοι επέτρεψαν την αναπαραγωγή του υλικού από τα ακόλουθα έργα:
Chamber!ain, Μ. Αποσπάσματα από το Fenwomen (Λονδίνο, Rout!edge και Kegan Paul, 1983). Haπison, Pau!. &-τοσπάσματα των σ. 64-68 από το έργο Inside the Inner Cίty (Λονδίνο, Pelίcan Books, 1983). Πνευματικά δικαιώματα Ριιυ! Hauison, 1983, και ανατυπωμένο με την άδεια των Penguin Books Ltd. Kolinsky, Martin. «The Nation-State ίη Western Europe: Erosion from Above and Be!ow» στο L. Tivey (επιμ.), The Nation State, σ. 82-103 (Οξφόρδη, ΜΙΙΓιίη Robertson 1981). Murgatroyd, Linda και John Uπy. «The Restructuring of a Loca! Economy: the Case οί Lancaster» στο J. Anderson, S. Duncan και R. Hudson (επιμ.), Redundailt Spαces ίn CΊtίes and Regions, σ. 67-96 (Λονδίνο, Academic Press, 1983). Πνευματικά Δικαιώματα 1983, Από το Academic Press Inc. Piciotto, So!. «Iurisdictiona! Conf1icts, International Law and the Intemational State System» στη Internatίonal Joumαl ο[ the Socίoίogy ο[ Law, Τόμος 11, 1983, σ. 11-40 (Πνευ ματικά Δικαιώματα 1983 από το Academic Press Ιηc (Λονδίνο) Ltd). Richards, AIan και Phi1ip L. Martin. «The Laissez-Faire Approach Ιο International Labor Migration: The Case οί the Arab Middle East» στο Economic Development and Cultural Change, Τόμος 31 αρ. 3, Απρίλιος 1983, σ. 455-471 University of Chicago Press, 1983. Διατηρούνται όλα τα δικαιώματα). Sack, Robert David. Conceptίons ο[ Space ίπ Social Thought: Α Geographic Perspective, . σ. 167-193. (Macmillan, London και Basingstoke, and the University ο! Minnesota Press, 1980). Sandbach, Francis. «Environmenta1 Futures» στο Environmen~ Ideology and Policy, σ. 200-223 (Οξφόρδη, Basil Blackwell, 1980).
9
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ Η έκφραση «Η Γεωγραφία έχει σημασία!» έχει γίνει πλέον σι1νθημα και ακσι1γεταιπαντσι1.
'Οταν πρωτοκυκλοφ6ρησε αυτή η συλλογή κειμένων, η φράση ήταν σχετικά νέα. Την επινοή σαμε στην ομάδα του Τμήματος Γεωγραφίας στο Ανοικτό Πανεπιστημιο της Μεγάλης Βρετα νίας κατά την παραγωγή μιας καινούριας θεματικής ενότητας, αλλά αποτελεί και απόρροια της
ερευνητικής μας δραστηριότητας. Η εισαγωγή στο βιβλίο παρσυσιάζει αρκετά αναλυτικά την πορεία των συζητήσεων που μας ωθησαν στην υιοθέτηση αυτού του ισχυρισμού. Συνοπτικά,
έπειτα από μία μακρά περίοδο κατά την οποία η «Πρωτοπορία» των επιστημιδν του χωρου, και πιο συγκεκριμένα της ειδικάτηταςτης Γεωγραφίας, είχαν υποστηρίξει με ισχυρά επιχειρήματα
την έννοια της κοινωνικής κατασκευής του χωρικού (δηλαδή ότι ο κοινωνικός «)(ωρος» είναι προ'ίόν κοινωνικιδν διαδικασιιδν), εμείς, κατά κάποια έννοια, θελήσαμε να ανατρέψΟυμε την
κατάσταση. Αν και συνεχίζαμε να αποδεχόμαστε τον παραπάνω ισχυρισμό, θέλαμε τωρα να προσθέσουμε ο' συτόν και την αντίοτροφη διαδικασία - ότι το κοινωνικό είναι κι αυτό πάντοτε και αναντίρρητα χωρικό, κι ότι αυτό συνισcά, με τη σειρά του, τη διαφορά στη λειτουργία των
κοινωνικιδν διαδικασιιδν. Μία παράλληλη επιχειρηματολογία ακολουθήθηκε κατά την εξέλιξη των εννοιιδν των όρων «κοινωνικός» και «)(ωρικός». Όχι μόνο η <<γεωγραφία» είναι προίόντης
κοινωνίας, αλλά )'.αι η κοινωνία επηρεάζεται ιδιαίτερα από τη φύση της γεωγραφίοςτης. Υποστηρίζουμε ακόμα και σήμερα με έμφαση αυτές τις προτάσεις. Και πραγματικά, νιωθουμε ότι χρειάζονται επαναδιατύπωση. Γιατί η δυσκολία με τα «συνθήματα» είναι ότι ακριβως κατά τη διάρκεια της διαδικασίας που τα xaecoτc. δημοφιλή -μέσω του ίδιου του γεγονότος της επανάληψής τους- μπορε ί να χαθεί ή να αλλο ιωθε ί το μήνν μά τους. Το επι
χείρημα ότι η Γεωγραφία έχει σημασία είναι μια σοβαρή επιστημονική άπΟψη με κοινωνι κές και πολιτικές προεκτάσεις. Για παράδειγμα, σημαίνει περισσότερα από το προφανές
γεγονός ότι η λειτουργία των κοινωνlΥ.ων διαδικαοιιδν διαφοροποιείται στο χωρο. Μάλλον προβάλλει το επιχείρημα, και την τεκμηρίωσή του μέσα από εμπειρική έρευνα, ότι αυτό το
ίδιο το γεγονός της διαφοροποίησης έχει επιπτωσεις στη λειτουργία των ίδιων των διαδικα σιών. Αυτό επιχειρούν να τεκμηριώσουν τα άρθρα που συμπεριλαμβάνονται ο' αυτή τη συλ λογή, σε διάφορα πεδία. Έχουν ευρύ φάσμα, γιατί η επιχειρηματολογία μας δεν περιορίζε ται σε καμία συγκεκριμένη άποψη του κοινωνικού. Και άπτονται ενός αντικειμένου που έχει αποκτήσει ασι1γκριτα μεγαλύτερη σημασία από την εποχή που πρωτοεκδόθηκε αυτό το βιβλίο: της σχέσης ανάμεσα στη φύση και την κοινωνία. Γι' αυτούς τους λόγους λοιπόν καλωσορίζουμε με τόσο ενθουσιασμό τη μετάφραση του
έργου στα ελληνικά. Είναι καιρός να επιβεβαιωθούν γι' άλλη μια φορά αυτά τα επιχειρή ματα, και η ζωτικότητα της επιστήμης της γεωγραφίας και των άλλων χωρικων επιστημιδν
στην Ελλάδα μάς δίνει την ελπίδα ότι εσείς θα κατορθωσετε να προχωρήσετε τη συζήτηση ακόμα περισσότερο.
Doreen Massey Ιανουάριος 2001 Μετάφραση: Λ&Λεovτίδoυ
11
ΜΕΡΟΣΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΕΧΕΙ ΣΗΜΑΣΙΑ!
DOREEN MASSEY Στο βαθμό που οι ποικίλοι επιοτημονικοί τομείς μπορουν να διακριθουν με λογικό τρό πο, η ανθρωπογεωγραφία διακρίνεται παραδοσιακά με βάση το ενδιαφέρσν της για τρεις σχέσεις. Πρώτον, υφίσταται μία σχέση ανάμεσα στο κοινωνικό και στο χωρικό: ανάμεσα στην κοινωνία και τις κοινωνικές διαδικασίες, από τη μια, και το γεγονός και τη μορφ!] της
χωρικής οργάνωσης αμφοτέρων αυτών των πραγμάτων, από την άλλη. Δευτερσν, υπάρχει μια σχέση ανάμεσα στο κοινωνικό και το φυσικό, ανάμεσα στην κοινωνία και το <<περιβάλ λον». Τρίτον, η γεωγραφία συμμερίζεται με την ιστορία ένα κοινό ενδιαφέρον για τη σχέση ανάμεσα σε διαφορετικά στοιχεία (οικονομία, κοινωνική δομή, πολιτική και oUτω καθεξής. Ενώ οι «συσιαστικοΙ» τομείς των κοινωνικών επιστημών (οικονομία, κοινωνιολογία, πολι
τική) τείνουν να επικεντρώνονται σε ιδιαίτερα τμήματα της κοινωνίας, όσο κι αν είναι δυ
σκολο αυτά να διακριθουν και να οριστουν, το ενδιαφέρον της ανθρωπογεωγραφίας για τον «τόπο», για την αιτία που οι διαφορετικές τοποθεσίες καταλήγουν να έχουν μία συγκε κρψένη δομή, την οδήγησε συχνά στη μελέτη του τρόπου με τον οποίο αυτά τα διαφορετικά στοιχεία συνδυάζονται στους συγκεκριμένους τόπους για να σχηματίσουΥ το συνθετο μω σαϊκό που είναι η γεωγραφία της κοινωνίας. Ο τρόπος με τον οποίο η καθεμιά απ' αυτές τις σχέσεις έχει γίνει αντιληπτή ποικίλλει ευ
ρέως, και συχνά αρκετά δραματικά, ήδη στην πρόσφατη ιστορία της επιmήμης. Όλες έχουν τις ακραίες παραλλαγές τους. Οι πιο απόλυτοι περιβαλλοντικοί ντετερμινιστές είδαν τον ανθρώπινο χαρακτήρα και την κοινωνική οργάνωση ως ένα άμεσο και χωρίς παρεμβάσεις προϊόν του φυσικου περιβάλλοντος. Μερικά από τα «μοντέλα της χωρικής αλληλεπίδρα σης» στη δεκαετία της ποσοτικοποίησης του
1960, προϋπέθεταν ένα πεδίο του «χωρικου»
τόσο πραγματικό όσο είναι το οικονομικό πεδίο για τους οικονομολόγους. Υπάρχουν μελέ τες όπου «η ουνθεση των στοιχείων» (για την οποία υποτίθεται πως αγωνίστηκε η περιφε
ρειακή γεωγραφία) κατέληξε σε κάτι περισσότερο από απλά κεφάλαια που άρχιζαν από τη γεωλογία και σταδιακά κινουνταν «ανοδικά» προς την πολιτική και τον πολιτισμό, με ελά
χιοτη προσπάθεια να συνδεθουν αυτά, για να μη μιλήσουμε για ανάπαιξη θεωρίας. Αλλ.ά το γεγονός ότι οι απαντήσεις ήταν λανθασμένες αρκετά συχνά, δεν σημαίνει ότι τα ερωτήματα που τέθηκαν ήταν ασήμαντα. Πράγματι, αυτό που θέλουμε να υποστηρίξουμε σε αυτό το βι βλίο είναι ότι αυτά τα ερωτήματα, που αφορουν αυτές τις σχέσεις έχουν μεγάλη σημασία όχι μόνο για την ανθρωπογεωγραφία αλλά για το συνολο των κοινωνικών επιστημών και
13
ΜΕΡΟΣ 1-Η ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΕΧΕΙ ΣΗΜΑΣΙΑ!
για το αντικείμενό τους, που είναι η κατανόηση και η αλλαγή της κοινωνίας.
Σκοπεύουμε εδώ να υποστηρίξουμε συγκεκριμένες ερμηνείες για καθεμία ωτ' αυτές τις σχέσεις. Ένα μεγάλο μέρος της συζήτησης στο πλα(σιοτωνκοινωνικων επιστημωντις δε καετίες του
1960 και 1970 αφορούσε, στην πραγματικ6τητα, έστω και έμμεσα αυτά τα ζητή
ματα. Βέβαια, οι συζητήσεις είχαν επιπrώσεις στη στάση των κοινωνικών επιστημών σε κα θεμιά σχέση που προβάλλεται εδώ. Αυτό που θέλουμε να κάνουμε τώρα, είναι να ωτοσα φηνίσουμε αυτές τις σχέσεις Υ.αι έπειτα να υποστηρίξουμε με επιχειρήματα ότι πρέπει να εμβαθύνουμε στη συζήτηση σε κάθε μέτωπο. Οι ερμηνείες που υποστηρίζουμε εδώ έχουν αυτόν αΥ.ριβώς τον σκοπό. Βοηθούν το <<χωρικό» και το «φυσικό» να επαναποκτησουν τη σημασία που είχαν χάσει στο παρελθόν, μέσα στο πλαίσιο των κοινωνικών επιστημών στο σύνολό τους. Και το ενδιαφέρον για τον τόπο, και ως εκ τούτου για την ιδιαιτερ6τητα και τη
μοναδικότητα, έχει τις αντιστοιχίες του και τις συνέπειές του σε μερικές ωτό τις κεντρικές
μεθοδολογικές συζητήσεις στις κοινωνικές επιστήμες της επσχής μας.
Το κοινωνικό και το χωeικό Μία από τις κλασικές αντιλήψε ις για την ανθρωπογεωγραφία, ίσως σή μερα περισσότε
ρο διαδεδομένη ανάμεσα σε αυτούς που την βλέπουν ωτ' έξω παρά από μέσα, είναι το εν διαφέρον της για την περιφέρεια, την περιοχή, τον τόπο, όποιο όνομα και αν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε. Οι περισσότεροι συντάκτες και οι συντελεστές αυτού του βιβλίου εκ
παιδεύτηκαν σ' ένα σύστημα σχολικής γεωγραφίας διαιρεμένης σε μαθήματα που αφορού
σαν συγκεκριμένες περιφέρειες. Αυτό συχνά παραλληλιζόταν με τη «συστηματική γεωγρα φία» όπου η χωρική οργάνωση των διαφορετικών στoιχεCΩν (πληθυσμός, βιομηχανία, νο σήματα) εξεταζόταν σε διαφορετικές ομάδες περιφερειών. Αλλά ο πυρήνας ήταν η περιφε ρειακή γεωγραφία. Σε αυτή τη γεωγραφία το ενδιαφέρον για το χωρο ήταν συνδεδεμένο με
την αναγνώριση της μοναδικ6τητας και της ιδιαιτερότητας. Ο κάθε τόπος ήταν διαφορετι κός και ο σκοπός ήταν να συνδυαστούν τα στοιχεία κατά έναντέτοιοτρόπο, ώστε κάθε σχη ματισμός να κατανοηθεί. Το πρόβλημα με αυτό το σχέδιο δεν ήταν ο m'.Qπόςτου. Πράγματι,
πρόκειται να υποστηρίξουμε εδώ ότι αυτός ο σκοπός πρέπεΙ, για άλλη μία φορά, να είναι πολύ πιο κυρίαρχος στην ημερήσια διάταξή μας. Το πρόβλημα ήταν η εκτέλεσή του. Πολύ συχνά εκφυλιζόταν σε μία ουσιαστικά περιγραφική και μη θεωρητική συλλογή γεγονότων.
Σε αυτή τη χρονική περίοδο ήταν που δόθηκε στη γεωγραφία το όνομα της επιστήμης που περιορίζεται στην εκμάθηση καταλόγων προΊ.όντων. Η διανοητική αδυναμία αυτής της παράδοσης στο μέσον ΤΟ'J εικοστού αιώνα άφησε την ανθρωπογεωγραφία ανοιχτή στο κύμα του άκρατου θετικισμού και στη μανία για ποσοτι
κοποίηση που κατέκλυσε όλες τις κοινωνικές επιστήμες στη δεκαετία του
1960. Η γεωγρα
φία επρόκειτο να γίνει «επιστημονική» με την αυστηρά θετικιστική έννοια. Το ωτοκορύφω μα αυτής της προσπάθειας εντοπίστηκε στη σχολή της «χωρικής ανάλυσης». Εδώ, δομήθη καν μαθηματικά μovtέλα για τις <<χωρικές αλληλεπιδράσεις», οι θεωρίες και οι γενικοί νό μοι συγκροτήθηκαν ωτό εμπειρικές γενικεύσεις που βασίστηκαν σε ευρείες ομάδες δεδο-
14
L
ΜΕΡΟΣ 1-Η ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΕΧΕΙ ΣΗΜΑΣΙΑΙ
μένων και καθετί που μπορούσε να νοηθεί ποσοτικά ποσοτικοποιήθηκε. Στην πορεία πολ λά χάθηκαν. Στην πραγματικότητα, τα πράγματα που δεν ενέδωσαν τόσο εύκολα στην πο σοτικοποίηση εξαφανίστηκαν. Κατά ένα παράλληλο τρόπο ο «χώρος» Ο ίδιος περιορίστηκε
σε ένα ενδιαφέρον για την απόσταση' το ενδιαφέρον για την ιδιαιτερότητα και τη μοναδι κότητα αντικαταιπάθηκε από μία έρευνα για τις χωρικές κανονικότητες. Αλλά το άλλο ιποιχείο που χάθηκε ήταν το χαρακτηριστικό γνώρισμα της γεωγραφίας. Έχασε το παλαιό
ευδιάκριτο κέντρο της
-
τη σύνθεση των ιποιχείων στο πλαίσιο της μοναδικότητας μίας
ιδιαίτερης περιφέρειας. Οι δε μέθοδοί της συνέκλιναν με εκείνες των άλλων επιστημών. Η γεωγραφία ίσως έγινε, με τους όρους της δεκαετίας του
1960, επιστήμη. Το ερώτημα ήταν:
επισι:ήμη ποιου πράγματος;
Η απάντηση ήταν η εξής: μία επισι:ήμη του χωρικού. Τα μοντέλα της χωρικής αλληλεπί δρασης πρoiJπέθεταν, είτε έμμεσα είτε άμεσα, την ιδέα των «καθαρών χωρικών διαδικα σιών». «Τα χωρικά αποτελέσματα» (η γεωγραφική κατανομή ενός πράγματος) θεωρού νταν ότι ερμηνεQονταν από τα «χωρικά αίτια» (τη γεωγραφική κατανομή ενός άλλου πράγ
ματος). Στη διάρκεια αυτής της περιόδου η ανθρωπογεωγραφία δημιούργησε για τον εαυτό της ένα νέο ευδιάκριτο γνώρισμα, καθορίζοντας ένα νέο αντικείμενο μελέτης
-
την τάξη
του χωρικού. Υπήρχαν χωρικοί νόμοι, διαδικασίες, αιτίες και σχέσεις. Αυτό δεν αποτελο\! σε ένα επιχείρημα που οι συνέπειές του να περιορίζονται στο διανοητικό ή το ακαδημα"ίκό πλαίσιο. Ήταν ένα σημαντικό στοιχείο που συνεισέφερε στη συζήτηση για τις αιτίες της παρακμής του κέντρου και για την επίδραση της περιφερειακής πολιτικής. Όσον αφορά στη σχέση ανάμεσα στο κοινωνικό και το χωρικό, αυτή ήταν ίσως η περίο
δος του μεγαλύτερου εννοιολογικού διαχωρισμού. Η γεωγραφία τότε, ή τουλάχιστον η κυ ρίαρχη σχολή της γεωγραφικής σκέψης, είχε απομονώσει για δική της χρήση μία τάξη του χωρικού, η οποία περιελάμβανε με τρόπο αυτάρκη και το αίτιο και το αποτέλεσμα. Δεν
χρειαζόταν παρά ελάχιστα δάνεια από τις άλλες κοινωνικές επιστήμες. Από τη μεριά τους οι άλλοι επιστημονικοί κλάδοι ξέχασαν εξολοκλήρου το χώρο.
Αυτή η τάση δεν μπορούσε να διαρκέσει. Στη δεκαετία του
1970, μαζί με τις άλλες κοι
νωνικές επιστήμες, εξαπoλ\Jθηκε μία ριζοσπαστική κριτική εναντίον της κυρίαρχης σχολής της ανθρωπογεωγραφίας της δεκαετίας του μορφή. Υποστηρίχτηκε κυρίως
-
1960. Στη γεωγραφία πήρε μία συγκεκριμένη - ότι δεν υπάρχει και δεν
και τώρα είναι εμφανέστατο
μπορεί να υπάρξει μία χωρισι:ή τάξη του «χωρικού». Δεν υπάρχουν χωρικές διαδικασίες χωρίς κοινωνικό περιεχόμενο ούτε ξεκάθαρες χωρικές αιτίες, νόμοι, αλληλεπιδράσεις και σχέσεις. Λέχθηκε ότι αυτό στο οποίο πράγματι αναφέρονταν ήταν η χωρική μορφή των κοι
νωνικών αιτιών, τ(;)ν νόμων, των αλληλεπιδράσεων και των σχέσεων. Κατέληξαν, και αρκε τά σωστά, ότι «το χωρικό δεν υπάρχει ως μία χωριστή τάξη. Ο χώρος είναι μία κοινωνική κατασκευή».
Για άλλη μία φορά, αυτό είχε ευρύτερες επιπτώσεις από τις απλές ακαδημα'ίκές και πράγματι συνέβαινε συχνά σε συζητήσεις για πολιτικά θέματα να φτάνουν σε αποφασιστι κό ιπάδιο τα μεθοδολογικά ερωτήματα, Υποστηρίχθηκε ότι οι αιτίες των χωρικών μοντέ λων, όπως η παρακμή του κέντρου και τα προβλήματα των περιφερειών δεν μποροQσαν να
15
ΜΕΡΟΣ 1-Η ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΕΧΕΙ ΣΗΜΑΣΙΑΙ
αναζητηθοι1ν απλώς σε άλλα χωρικά μοντέλα, αΧλά έπρεπε να εvroπιστούν σης ευρύτερες σJJ.αγές που λαμβάνουν χώρα στη βρετανική οικονομία και στην κοινωνία στο σύνολ6 της.
Μία απ6 τις άμεσες συνέπειες αυτού του επιχειρήματος ήταν ότι, για να εξηγήσουν οι γεωγράφοι το αντικείμενο της μελέτης που επέλεξαν, έπρεπε τώρα να ξεφύΥουν από αυτό που νοούσαν μέχρι τότε ως όρια του επιστημονικού τους κλ6δου. Για να κατανοήσουν τη γεωγραφία της βιομηχανίας ήταν απαραίτητο να μάθουν οικονομικά και βιομηχανική κοι
νωνιολογία. Για να καταλάβουν τη χωρική διαφοροποίηση της κατοικίας, ήταν απαραίτητο να εκτιμήσουν τους μηχανισμούς (οικονομικούς, κοινωνιολογικούς, πολιτικσύς) οι οποΙοι συντελοι1ν στη λειτουργία της αγοράς της κατοικίας. Με άλλα λ6για, αναγνωρίστηκε ότι, για να κατανοήσουμε τη <<γεωγραφία», είναι απαραίτητο να κατανοήσουμε την κοινωνία. Σε αυτό το βιβλίο δεχόμαστε ότι η κριτική ήταν σωστή και σημαντική. Πράγματι, ανα δρομικά φαίνεται δύσκολο να πράτταμε διαφορετικά. AJJ..ά θέλουμε, επίσης, να συμπλη ρώσουμε ότι αυτό δεν αποτελεί το τέλος της συζήτησης. Η θέση αυτού του επιχειρήματος μέχρι στιγμής είναι ανεπαρκής απ6 μία σειρά σχετικών
απ6ψεων. Ουσιαστικά, μόνο το μισό επιχείρημα έγινε αποδεκτό. Συμφωνήθηκε ότι το χωρι
κό είναι μία κοινωνική κατασκευή. Αλλά το συμπέρασμα ότι οι κοινωνικές διαδικασίες αναγκαστικά κυριαρχούν στο χώρο δεν υιοθετήθηκε. Ενώ οι γεωγράφοι αγωνίστηκαν να μάθουν άλλα επιστημονικά δεδομένα και να εφαρμόσουν τη γνώση τους στην κατανόηση των χωρο-κατανομών, οι άλl,oι επιστημονικοί κλάδοι συνέχισαν να λειτουργοι1ν, συνολικά, σαν να στέκεται ο κόσμος και η κοινωνία στο κεφάλι μίας καρφίτσας, σε έναν κόσμο χωρίς
χώρο και γεωγραφικά αδιαφοροποίητο. Όσον αφορά στην επιστημονική διαίρεση της ερ γασίας, οι γεωγράφοι απλά χαρτογραφούσαν τα αποτελέσματα των διαδικασιών που μελε
τήθηκαν από τους άλλους επιστημονικούς κλάδους. Ο γεωγράφος ήταν ο χαρτογράφος των κοινωνικών επιστημών. Και ένα μεγάλο μέρος της «ριζοσπαστικής γεωγραφίας>, της περιό δου ήταν πράγματι μία παραλλαγή του τύπου «χαρτογράφησης της φτώχειας». Αλλά αυτή η ανεπαρκής Υ.ατανομή της εργασίας αντανακλούσε ένα σημαντικότερο πρόβλημα στο επ(πε
δο της διαμόρφωσης των εννοιών, καθώς ο «χώρος» θεωρούνταν ως αποτέλεσμα και μόνο, και οι γεωγραφικές κατανομές ως αποτελέσματα και μόνο των κοινωνικών διαδικασιών. Αλλά το συμπέρασμα είναι πιο σύνθετο. Οι χωρικές κατανομές και η γεωγραφική δια
φοροποίηση μπορεί να είναι το αποτέλεσμα των κοινωνικών διαδικασιών, αλλά επηρεά ζουν επίσης τον τρόπο με τον οποίο αυτές οι διαδικασίες λειτουργοι1ν. «Το χωρικό» δεν εί ναι απλά το αποτέλεσμα' είναι, επίσης, μέρος της ερμηνείας. Δεν είναι μόνο σημαντικό για τους γεωγράφους να αναγνωρίσουν τις κοινωνικές αιτίες των χωρικών σχηματισμών που
μελετούν- είναι, επίσης, σημαντικό για τους άλλους κοινωνικούς επιστήμονες να λάβουν υπ6ψη τους το γεγονός ότι οι διαδικασίες που μελετούν κατασκευάζονται, αναπαράγονται και αλλάζουν κατά τρόπο που αναγκαστικά περιλαμβάνει την απόσταση, τη μετακίνηση και τη χωρική διαφοροποίηση. Δύο ερωτήματα προκύπτουν αμέσως απ6 αυτή τη διατύπωση. Πρώτον, τι σημαίνει ότι ο
χώρος έχει δεχτεί επιδράσεις; Το {\'CI πράγμα που δεν σημαίνει είναι ότι «ο ίδιος ο χώρος»
ή ιδιαίτερα οι χωρικές μορφές έχουν δεχτεί επιδράσεις. Αυτό θα σήμαινε απλώς να αναπα·
16
ΜΕΡΟΣ 1-Η ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΕΧΕΙ ΣΗΜΑΣΙΑ!
ραγάγουμε τα λάθη της δεκαετίας του
1960 και να υποθέσουμε μία ιδέα του καθαρά χωρι
κού. Ένα παράδειγμα είναι το εξής: υποστηρίζεται συχνά σtις μέρες μας άτι αυtό που ανα δύεται ως νέο μοντέλο του βιομηχανικού χώρου στη Μεγάλη Βρετανία θα θέσει ανυπέρ βλητα προβλήματα στα εργατικά σωματεία. Είναι ένα μοντέλο που περιλαμβάνει σχετικά
απομονωμένα εργοστάσια, συχνά σε μικρές πόλεις, με ένα συγκρότημα που κυριαρχεί σε μία ολόκληρη αγορά εργασίας. Υπάρχουν αντιθέσεις ανάμεσα σtα παραπάνω και τις με γάλες βιομηχανοποιημένες αγορές εργασίας και το κοινωνικό πλαίσιο των πόλεων, όπου τα συνδικάτα και η αγωνιστικότητα συχνά κυριαρχούσαν. Ως αρνητικό προμήνυμα (για όσους είναι υπέρ του ενεργητικού εργατικού συνδικαλισμού), επισημαίνονται οι πατερνα
λιστικές σχέσεις, η έλλειψη μαχητικ6τητας και το κοινό μέτωπο που υιοθετείται συχνά από τους εργάτες και τους ιδιοκτήτες-διαχειριστές σtις μικρές και απομονωμένες αγορές εργα σίας που αντιπροσώπευαν τόσο συχνά στο παρελθόν, για παράδειγμα, την παλαιά κλωστο
ϋφαντουργία. Η χωρική μορφή φαίνεται να «εξηγεί» τη διαφορά ανάμεσα σtα δύο: η πόλη ενάντια στην απομονωμένη αγορά εργασίας. Αλλά δεν την εξηγεί. Αρκεί μόνο να σκεφτού με τα χωριά των ανθρακωρύχων σtις περιοχές με τα ανθρακοφόρα κοιτάσματα που είναι
εξίσου μικρές αγορές εργασίας, όπου ομοίως κυριαρχούσε ένας μόνο εργοδάτης για να κα ταπέσει το επιχείρημα, διότι τα χωριά των ανθρακωρύχων σε μία σειρά περιπτώσεων υπήρξαν κέντρα ριζοσπαστισμού και αγωνιστικότητας. Το ίδιο ίσχυε με τις πόλεις όπου πα
ραγάταν παλιά βαμβάκι, οι οποίες υπήρξαν εστίες επαναστατικότητας. Δεν είναι η ίδια η χωρική μορφή (ούτε η απόσταση, ούτε η μετακίνηση) που έχει αποτελέσματα, αλλά η χωρι κή μορφή ιδιαίτερων και καθορισμένων κοινωνικών διαδικασιών και σχέσεων. Ο κοινωνι κός χαρακτήρας του κεφαλαίου και του εργατικού δυναμικού ήταν ριζικά διαφορετικός σtις πόλεις με τις κλωστοϋφαντουργίες και στα χωριά των ανθρακωρύχων' και στα δύο άλ
λαξε στην πορεία του χρόνου. Επίσης, η χωρική μορφή ήταν, πράγματι,.σημαντική όσον αφορά στην οργάνωση του συνδικαλισμού και στη μαχητικ6τητα (ή την έλλειψή της) αλλά
ήταν μία μορφή με διαφορετικές κοινωνικές σχέσεις (με διαφορετικό κοινωνικό περιεχό μενο) και, ως τέτοιο, η επίδρασή του ήταν διαφορετική. Το δεύτερο ερώτημα είναι τι, τέλος πάντων, εννοούμε με τον όρο <<χώρος»; Όπως έχου με δει, η απάντηση ποικίλλει από εποχή σε εποχή. Η «παλαιά περιφερειακή γεωγραφία» μπορεί να είχε τα μειονεκτήματά της, αλλά τουλάχιστον διατηρούσε στο νόημά της για το «χωρικό» μία ιδέα του <<τόπου», μία προσοχή για το «φυσικό» κόσμο και μία εκτίμηση για τον πλούτο και την ιδιαιτεράτητα. Ένα από τα χειρότερα αποτελέσματα των σχολών της ποσοτικοποίησης και της χωρικής ανάλυσης ήταν ο υποβιβασμός όλων αυτών στην απλή
(αλλά ποσοτική) ιδέα της απόσtασης. Ο χώρος περιορίστηκε σε μία διάσταση. Τα επιχειρή ματα της δεκαετίας του
1970, με τον περιορισμό της σημασίας του χωρικού, υποσκέλισαν
κάθε ξεκάθαρη συζήτηση για το περιεχόμενό του. Κατά την άπΟψή μας, το πλήρες νόημα του όρου <<χωρικό» περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα απόψεων του κοινωνικού κόσμου. Περι λαμβάνει την απόσtαση και τις διαφορές στη μέτρηση, τις παραμέτρους και τον υπολογισμό
της απόστασης. Περιλαμβάνει τη μετακίνηση. Επίσης, τη γεωγραφική διαφοροποίηση, την έννοια του τόπου και της ιδιαιτερ6τητας και των διαφορών ανάμεσα στους τόπους. Ακόμη,
17
ΜΕΡΟΣ 1-Η ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΕΧΕΙ ΣΗΜΑΣΙΑ!
το συμβολισμό και το νόημα που σε διαφορετικές κοινωνίες και σε διαφορετικά μέρη των
δεδομένων κοινωνιών απι::ιδίδεται σε όλα αυτά τα πράΎματα. Όλες αυτές οι απόψεις του «χωρικού» είναι σημαντικές Ύια την κατασκευή, τη λειτουρ Ύία, την αναπαραΎωγή και την αλλαγή των κοινωνιών στο ούνολ6 τους και των στοιχείων της κοινωνίας. Η απ6σταση και ο διαχωρισμός αξιοποιούνται κανονι.κά από τις εταιρείες
Ύια να εΎκαθιδρύσουν βαθμίδες μονοπωλιακού ελέΥΚου, είτε πάνω στις α-Υορές (το μα-Υαζά κι της Ύωνίας είναι το κλασικό -αν και πιθανόν το λΙΎότερο σημαντικό - παράδεΙΎμα) είτε
στους ερ-Υάτες (το μεΎάλο πλεονέκτημα του κεφαλαίου στα χωριά των ανθρακωρύχων και στις Υ..λωστοϋφαντουΡΎίες ήταν ότι, με εξαίρεση τη μετανάστευση, οι ερ-Υάτες δεν είχαν εναλλακτικό μέρος Ύια να προσφέρουν την εΡΎασία τους). Hμετακ{vηση, και Ύενικότερα η
χωροθετική ευελιξία, έχει γίνει τα τελευταία χρόνια ένα σπουδαίο όπλο που χρησιμοποιεί το κεφάλαιο ενάνεια στο ερ-Υατικό δυναμικό. Οι απειλές να κλείσουν τα εΡΎοοτάσια και να
αλλάξουν τόπο, έχουν Ύίνει μία σχεδόν αυτόματη αντίδραση των μεΎάλων εταιρειών που αντιμετωπίζουν την αντίσταση των ερ-Υατών. Και σε εποχές ύφεσης και ανερ-Υίας αποτελεί μία πανίσχυρη απειλή. Γενικότερα, το κυνήγι της φτηνότερης εΡΎασίας, τις τελευταίες δε
καετίες, εμπεριείχε ακριβώς τη χωρική μετακίνηση, είτε σε διεθνές επίπεδο (με τη δημιουρ γία μίας νέας διεθνούς κατανομής ερ-Υασίας) είτε στο πλαίσιο του κράτους, με την αποκέ ντρωση της παραΎωΎής στις «περιφέρειες> της Βρετανίας τις δεκαετίες του
1960 και του
1970. Και στις δύο περιπτώσει.ς, η χωρική αναδιάρθρωση ήταν ενδημικό στοιχείο της διατή ρησης της αποδοτικότητας. Η αίσθηση του τ6που, μία δέσμευση στην τοποθεσία και στην καθιερωμένη κοινότητα, μπορεί να είναι ένα ισχυρό στοιχείο αντίστασης των ανθρώπων στα σχέδια των χωροτακτών. Οι έννοιες του τόπου και της επικράτειας είναι βασικά στοι χεία της πολιτικής των κρατών. Και ο συμβολιαμ6ς ,ου χώρου και του τόπου, που ποικίλλει
τόσο ανάμεσα στις κοινωνίες όσο και στο πλαίσιό τους, από τα τοπία του Ονειρόχρονου των Ιθα-Υενών οτις «πρωταρχικές τοποθεσίες» και τις «θέσεις κύρους» των εδρών ,ων τραπεζών
μέχρι το Μνημείο του Λίνκολν και το Κενοτάφιο, σε όλες αυτές τις μορφές είναι αναπόσπα στο στοιχείο του τρόπου και της αποτελεσματικότητας της κοινωνικής ΟΡΎάνωσης.
Δεν είναι απλώς ότι ο χώρος κατασκευάζεται κοινωνικά. Το κοινωνικό, επίσης, είναι χωρικά κατασκευασμένοΙ.
Το κοινωνικό και το φυσικό Η λογική του επιχειρήματός μας όσον αφορά στη σχέση ανάμεσα στο κοινωνικό και το
φυσικό είναι ανάλσ-Υη με εκείνη ανάμεσα στο κοινωνικό και το χωρικό. Πράγματι οι δυο
σχέσεις συνδέονται στενά: ο συμβολισμ6ς του τόπου συνδέεται συχνά με τα φυσικά χαρα κτηριστικά, τα ζητήματα του χώρου συσχετίζονεαι με τις έννοιες της επι.κράτειας και ως εκ
τούτου της γης, μέρος της μοναδικότητας των τόπων είναι αποτέλεσμα των φυσικών χαρα κτηριστικών, των γεωσχηματισμών ίσως, ή του Υ..λίμστος.
Υπάρχει, επίσης, μία ιστορία στον ,ρόπο με τον οποίο η γεωΎραφία και οι γεωΎράφοι έχουν αντιληφθεί αυτή τη σχέση. Αυτή συνδέεται με τις ουζητήσεις στο πλαίσιο των κοινω-
18
L
ΜΕΡΟΣ 1-Η ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΕΧΕΙ ΣΗΜΑΣΙΑ!
νικών επιστημών γενικότερα.
Ίσως η αξιοσημείωτη σχολή σκέψης σε αυτό το θέμα ήταν εκείνη του περιβαλλοντικού
ντετερμινισμού' ΠΟ'U εξηγούσε τον τρ6πο με τον οποίο η κοινωνία οργανώνεται και τα αν θρώπινα όντα συμπεριφέρονται με βάση το φUσικό περιβάλλον. Είναι μία σχολή ΠO'U, όταν
έφτασε στο απ6γειο της εξε'λιξής της, χάθηκε από το προσκήνιο της γεωγραφικής σκέψης πριν από πολλές δεκαετίες. Είναι σημαντικ6 να το αναφέρουμε τώρα, γιατί άφησε μία κλη· ρονομιά. Μία κληρονομιά ΠO'U πήρε πολλές μορφές: ο φUσικός πλούτος, τα πλούσια φUσικά διαθέσιμα θεωρήθηκαν'Uπεύθ'Uνα για την οικονομική ανΆΠWξη, η φUσική εγκατάλειψη των κεντρικών π6λεων γlλJ. την ένδεια των κατοίκωντο'Uς, οι «φuσικές» αιτίες -ξηρασία, πλημ μύρα, καταστροφή συγκομιδής - θεωρήθηκαν 'Uπεύθuνες για το λιμ6, την πείνα και τη φτώ
χεια σε μεγάλες περιοχές to'U κ6σμO'U. Η σχολή ΠΟ'U αμφισβήτησε τον περιβαλλοντικό ντετερμινισμ6 μετρίασε, αλλά με κανένα
τρόπο δεν ξερίζωσε αυτή την κληρονομιά. Αυτή ήταν η σχολή tO'U «ποσσιμπιλισμού»". Το όνομά της ήταν άκομψο αλλά ακριβές, γιατί α'Uτό ΠO'U 'Uποστηριξαν οι οπαδοί της σχολής ήταν ότι η φύση έπρεπε να αντιμετωπιστεί όχι σαν να προκαθορίζει ως ντετερμινισμός την κοινωνική δράση, αλλά ως παράγοντας ΠO'U παρέχει μία σειρά επιλογών και περιορισμών. Δεν μπορείς να εξορύξεις άνθρακα εκεί που δεν 'Uπάρχει κοίτασμα, αλλά η ύπαρξη του άν
θρακα δεν δημιοοργεί αυτόματα και ένα ορυχείο. «Η κοινωνία αποφασίζει.». Όμως αυτή η αντίληψη, παρά τις διαφορές από τον περιβαλλοντικό ντετερμινισμ6, είχε επίσης κάτι κοι νό μαζί της. Και για τις δύο σχολές, δεν τέθηκε ως πρόβλημα ο τρόπος με τον οποίο η φύση
γινόταν αντιληπτή. Η 'UΠόσταση της φύσης ήταν αiτλώς δεδομένη. Αλλά τις τελευταίες δεκαετίες, πάλι, έγιναν σπουδαίες κριτικές και γι' α'Uτό τον τρόπο αντίληψης της φύσης και για τα κατάλοιπα της ντετερμινιστικής ά..,οψης. Πράγματι, με πολ λούς τρ6πους το νέο επιχείρημα επιδίωξε να αντιστρέψει το ντετερμινισμΡ. Ήταν προορι σμένο να πολεμήσει την ιδέα της αδιαμεσολάβητης φUσικής αιτίας. Αρκετά σωστά η σχολή
επισήμαινε τις κοινωνικές αιτίες oo'u λιμού, την κοινωνική διατύπωση του όρο'U «φUσικές κα ταστροφές» που αναγγέλλουν τα μέσα ενημέρωσης, το γεγονός ότι η διαθεσιμότητα ή όχι των μέσων ήταν ένα κοινωνικό ζήτημα, ότι ενώ από τη μία οι φωνές πύκνωναν πως τα απο θέματα εξαντλούνταν, απότην άλλη τα ανθρακωρυχεία, για παράδειγμα, σφραγίζονταν, μα λονότι περιείχαν ακόμα πλούσια κοιτάσματα άνθρακα στο εσωτερικό τους. 'Ηταν ουσιαστι
κά μία αισιόδοξη και σημαντική κριτική. Τα φαινόμενα που αποτελούν πρσ'ίόν της κοινω νίας είναι μεταβλητά. Το φUσικό -όπως ακριβώς το χωρικό- κατασκε'Uάζονται κοινωνικά. Αλλά -όπως στην περίπτωση του χωρικού - η κριτική ξεπέρασε κάποια όρια και εξα πέλυσε υπερβολικά πολλές κατηγορίες. Αντί για μία πραγματική αλλαγή της αντίληψης,
κατέστησε την κοινωνία πανίσχυρη και ξερίζωσε τη φύση. Το κοινωνικ6, όμως, δεν είναι το παν: οι κοινωνικές σχέσεις κατασκε'Uάζονται στο φUσικό κ6σμο και ως μέρος αυτού. Ούτε είναι απλώς ζήτημα επιλογών και περιορισμών, όπως οι ποσσιμπιλιστές υποστηρίζουν, για-
•Σ. τ.Ε.: DeιerminΙ<ϊ,m, απ6 το determine, προκαθορ4;ω, πρoαπoφaσP;ω, .. Σ. τΕ: Possibilism, Μ,ι το possib/~ "ιθαν6.
19
ΜΕΡΟΣ 1-Η ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΕΧΕΙ ΣΗΜΑΣΙΑ!
τί αυτό προϋποθέτει, πάλι, την ιδέα δύο χωριστών σφαιρών. Μπορούμε να σκεφτούμε το κοινωνικό μόνο ως κάτι που καιακτά το φυσικό ή το φυσικό ως κάτι που περιορίζει το κοι νωνικό, αν υποθέσουμε αρχικά ότι Οι δύο σφαίρες είναι χωριστές.
Για άλλη μία φορά ο τρόπος διαμόρφωσης των εννοιών είναι βασικός. Οι έννοιες της φύσης, όπως εκείνες του χώρου, έχουν αλλάξει δραματικά στη διάρκεια της ιστορίας. Υπήρξαν αντιθέσεις ανάμεσα στις κοινωνίες και συγκρούσεις στο πλαίσιό τους γι' αυτό που έπρεπε να είναι η κυρίαρχη άποψη. Και αυτές οι συγκρούσεις ήταν και είναι κάτι πε
ρισσότερο από πνευματικές λογομαχίες. Αντανακλούν τους αγώνες για την οργάνωση της κοινωνίας και γι' αυτά που πρέπει να είναι οι πρστεραι6τητέςτης. Η εμφάνιση του καπιτα
λισμού έφερε τεράστιες αλλαγές στην άποψη που κυριαρχούσε για τη φύση' από την ανιμι στική Μητέρα-Γη ως την πηγή των πόρων και του κέρδους, που μπορεί να καιαχωρείται και να βελτιώνεται απεριόριστα. Η γεωγραφική επέκταση του καπιταλισμού αντιμετωπίστηκε συχνά ως η καλύτερη χρησιμοποίηση των πόρων, η απόκτηση μεγαλύτερου ελέγχου επί της φύσης (στην πραγματικότητα, μεγαλύτερου ελέγχου επί των άλλων κοινωνιών και των άλ
λων απόψεων για τη φύση). Οι συγκρούσεις ανάμεσα στις εταιρείες εξόρυξης μετάλλων και τους Αυστραλούς αυτόχθονες σήμερα εκφράζουν την ίδια αντιπαράθεση
-
η γη αντι
μετωπίζεται ως πηγή κέρδους από το ουράνιο ή ως ιερές περιοχές από αμνημονεύτων χρό νων. Οι έρευνες για τις προτεινόμενες νέες ανθρακοφόρες περιοχές στο εσωτερικότης Αγ γλίας φέρουν αντψέtωπες τις ιδέες της γης ως έγγειας ιδιοκτησίας, ως πόρου, και «του φυ
σικού» ως διαφυγής για το Σαββατοκύριακο. Σε άλλα μέρη του κόσμου, η θετική χρησιμσ ποίηση της ποικιλίας και του πλούτου της φύσης από τους αγρότες έρχεται σε αντίθεση με τη λογική της επιχειρηματικής αγροτικής εκμετάλλευσης, που επιδιώκει να ξεριζώσει το
απρόβλεπτο στοιχείο και τον πλούτο, να το ελέγχει με την εφαρμογή της «επιστήμης», να καλλιεργεί σοδειές σε απέραντε ς εκτάσεις με τον τρόπο της μονοκαλλιέργειας, να βάζει κοτόπουλα σε εργοστάσια και να παράγει κύβους ντομάτας. Για να εξετάσουμε αυτά τα θέματα, είναι απαραίτητο να ξεπεράσουμε την κριτική της δεκαετίας του
1970.
Όπως είπαμε, λοιπόν, η λογική αυτού του θέματος είναι ανάλογη με τη οχέση μεταξύ του κοινωνικού και του χωρικού. Και τα δύο ξεκινούν από την απόρριψη των εντελώς αυτό νομων σφαιρών. Στην περίπτωση της οχέσης της κοινωνίας με τη φύση το επιχείρημα στηρί.
ζεται, βέβαια, στην απόρριψη της ιδέας μίας αδιαμεσολάβητης επίδρασης της φύσης στην κοινωνία: ότι ο λιμός είναι απλώς το αποτέλεσμα των φυσικών συνθηκών, για παράδειγμα, ή ότι η ανάπτυξη είναι το αποτέλεσμα των φυσικών πόρων. Τα φυσικά υλικά δεν είναι καν απαραίτητα και φυσικοί πόροι. Ορισμένες συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες είναι απα
ραίτητες, ώστε να γίνουν τέτοιοι. Στο πλαίσιο των κοινωνικών επιστημών, αν όχι και στον κόσμο της καθημερινής πολιτικής και των δημόσιων μέσων επικοινωνίας, αυτή η θέση είναι Ευρέως αποδεκτή. Αλλά το να αποδεχτούμε αυτή τη θέση, δεν σημαίνει ότι θεωρούμε τον κόσμο κατά μία έννοια «απόλυτα κοινωνικό». Αυτό έχει συνέπειες και για το πώς αντιλαμ·
βανόμαστε τις κοινωνικές διαδικασίες στο πλαίσιο των κοινωνικών επιστημών και για την ίδια την κοινωνία. Από τη μία, αν μπορούμε να ανtιληφθoύμε <<'1:0 φυσικό» μόνο μέσα από
20
L
ΜΕΡΟΣ 1-Η ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΕΧΕΙ ΣΗΜΑΣΙΑ!
το πρίσμα της κοινωνίας χρειάζεται, επίσης, να είμαστε ενήμεροι, όταν αναλ'60υμε τις κοι νωνικές διαδικασίες που αναγκαστικά λαμβάνουν χώρα στο «φυσικό» κόσμο. Από την άλ
λη, αναγνωρίζουμε ότι οι κοινωνικές διαδικασίες έχουν επίδραση στο φυσικό περιβάλλον
-
είναι μία επίδραση που, στο βιομηχανοποιημένο κόσμο, διατυπώνεται συχνά με όρους,
όπως κατάκτηση ή έλεγχος. Όλοι αυτοί οι όροι ΔCνoυντην εwπωση ότι η κοινωνία έχει την ευθύνη και μερικές από τις συνέπειες αυτής της άπΟψης γίνονται φανερές. Από την όξινη
βροχή μέχρι την πιθανή κλιματολογική καταστροφή και την ερήμωση των μεγαλύτερων δα σών του κόσμου, η «φύση» ανταποδίδει τα χτυπήματα. Είναι σαφές ότι η αντίληψη του κοι νωνικού και του φυσικού ως δύο χωριστών σφαιρών και ιδιαίτερα η ποικιλία των απόψεων
(από όλα τα μέρη του πολιτικού φάσματος) ότι σε αυτή τη δυαδικότητα το κοινωνικό (που συχνά εκδηλώνεται με το όνομα «άνθρωπο\?> ) ελέγχει το φυσικό, είναι ανεπαρκής. Αρκεί να παραδεχτούμε ότι ούτε το «κοινωνικό» ούτε το «φυσικό» μπορεί να γίνει αντιληπτό ξέ χωρα το ένα από το άλλο.
Μοναδικότητα και αλληλεξά@τηση Υπάρχει και ένας άλλος τρόπος με τσν οποίο το επιχείρημα, που παρουσιάζουμε εδώ, προσπαθεί να προωθήσει τη συζήτηση γενικά στις κοινωνικές επιστήμες. Οποιαδήποτε εξέταση της γεωγραφίας με την ολοκληρωμένη έννοια του όρου πρέπει να αντιμετωπιστεί
με βάση το θεωρητικό πρόβλημα της ανάλυσης του μοναδικού. Κατά μία έννοια, αυτό που μελετούμε είναι η παραλλαγή: ο κάθε τόπος είναι μοναδικός. Αυτό είναι, επίσης, κάτι που το ξεχάσαμε στο διάλογο των κοινωνικών επιστημών τα τελευταία χρόνια, στην αναζήτηση γενικών νόμων, κάτω από τη διανοητική κυριαρχία ορισμένου είδους στρουκτουραλισμού με φορά «πάνω-κάτω», την (σχετικά ορθή) επιθυμία να συσχετίσουμε το-ατομικό συμβάν με το γενικό αίτιο.
'Iftav θεμελιωδώς σημαντική η
άποψη που υποστηρίχθηκε στη δεκαετία του
1970 ότι η
παρακμή του κέντρου προερχόταν από τις γενικές διαδικασίες της αποβιομηχάνισης στη βρετανική οικονομία, από τον επανα,Jτροσανατολισμό πράγματι της θέσης αυτής της οικο
νομίας στη μεταβαλλόμενη διεθνή κατανομή της εργασίας. Ήταν σημαντικό να αντικρου
στεί η τότε κυρίαρχη ορθόδοξη άποψη, υποστηρίζοντας ότι η εξ!'\γηση για τα προβλήματα της περιοχής του κέντρου μπορούσε να εντοπιστεί στην ίδια την περιοχή' με άλλα λόγια, δείξαμε τον τρόπο με τον οποίο τα συγκεκριμένα α..τοτελέσματα (η κατάρρευση του
Merseyside, οι αποβάθρες του Λονδίνου, η κεντρική Γλασκόβη) α,Jτοτελούσαν το προϊόν γε νικότερων αιτιών. Και όμως, για να ενδυναμωθεί αυτή η θέση, κάτι θυσιάστηκε
-
η σημασία της ιδιαιτε
ρότητας, η ικανότητα να εξηγούμε, να κατανοούμε και να αναγνωρίζουμε τη σημασία του μοναδικού αποτελέσματος.
Το θεμελιώδες μεθοδολογικό ζήτημα είναι ο τρόπος με τον οποίο θα αντιληφθούμε τη γενικότητα των γεγονότων, τις ευρύτερες διαδικασίες που βρίσκονται πίσω από αυτά, χω ρίς να λησμονήσουμε την ξεχωριστή, ατομική μορφή της εμφάνισής τους. Η μαρτυρία των
21
τ
! ΜΕΡΟΣ 1-Η ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΕΧΕΙ ΣΗΜΑΣΙΑ!
γενικών διαδικασιών δεν εξηγεί επαρκώς τι συμβαίνει σε συγκεκριμένες στιγμές ή σε συ γκεκριμένους τόπους. Ωστόσο, κάθε εξήγηση πρέπει να περιλαμβάνει τέτοιες γενικές δια δικασίες. Το ερώτημα είναι πώς θα γίνεται αυτό. Πολύ συχνά μία λύση αναζητείται μέσω της ανήσυχη ς και αβάσιμης αντιπαράθεσης των δύο ερμηνειών. Από τη μία, το <<γενικό», εί τε με τη μορφή των υπαρχουσών τάσεων είτε των εμπειρικά προσδιορισμένων ευρύτερων διαδικασιών, αντιμετωπίζεται με ντετερμινιστικό τρόπο. Από την άλλη, αφού η απέραντη
ποικιλία της πραγματικότητας δεν συμφωνεί με αυτή τη λογική, οι επιπρόσθετοι παράγο ντες επαυξάνονται με έναν
ad hoc και περιγραφικό τρόπο για να εξηγήσουμε
(να δικαιολο·
γήσουμε) την παρέκκλιση.
Αλλά η ποικιλία δεν πρέπει να θεωρείται ως παρέκκλιση από το αναμενόμενο' ούτε πρέ πει η μοναδικότητα να θεωρείται πρόβλημα. Οι «γενικές διαδικασίες» ποτέ δεν λειτουρ γούν με καθαρή μορφή. Υπάρχουν πάντα συγκεκριμένες συνθήκες, μία ιδιαίτερη ιστορία,
ένας ιδιαίτερος τόπος ή τοποθεσία. Αυτό που είναι υπό συζήτηση -και για να το διατυπώ σουμε με γεωγραφικούς όρους -
είναι η σύνδεση του γενικού με το τοπικό (το ιδιαίτερο)
για να παράγονται ποιστικά διαφορετικά αποτελέσματα σε διαφορετικές τοποθεσίες. Ένα παράδειγμα είναι το εξής: η αποκέντρωση της «γυναικείας εργασίας» έλαβε χώρα τις τε λευταίες δεκαετίες σε πολλές περιοχές της Μεγάλης Βρετανίας
( στην Ανατολική Αγγλία,
τη Νότια Ουαλία, την Κορνουάλη. Αλλά η επίδραση της αποκέντρωσης (το αποτέλεσμα) ήταν διαφορετικό σε κάθε τόπο. Κάθε περιφέρεια ήταν ξεχωριστή (μοναδική) πριν συμβεί η διαδικασία, και σε κάθε τόπο οι τοπικές συνθήκες/χαρακτηριστικά λειτσύργησαν εντός των γενικών διαδικασιών για να παραγάγουν ένα συγκεκριμένο απστέλεσμα. Σε κάθε πε
ρίπτωση η μοναδικότητα αναπαράχθηκε και μεταβλήθηκε επίσης. Αν αυτό είναι κατά μία έννοια «δομική-ανάλυση», δεν είναι, σε καμία περίπτωση, απλώς με φορά «πάνω-κάτω». Αυτό το ζήτημα είναι σημαντικό. Ακόμη σημαντικότερο είναι να είμαστε ικανοί να εξη γήσσυμε με αυστηρότητα την ιδιαιτερότητα. Μόνο τότε είναι πιθανό να κατανοήσουμε την
κοινωνία όπως είναι, με την ιδιαίτερη μορφή της και με τις εσωτερικές παραλλαγές της.
Ισχύει, επίσης, ότι αυτή η ιδιαιτερότητα είναι, με τη σειρά της, σημαντική στην εξήγηση. Στα <<γεωγραφικά ζητήματα» αυτό συμβαίνει με πολλούς τρόπους: όπως υποστηρίξαμε ήδη, η περιφερειακή ιδιαιτερότητα έχει μία επίδραση, για παράδειγμα, στο χειρισμό των γενι κών, εθνικών ή διεθνών διαδικασιών. Και ολ6κληροτο μωσάίκό των περιφερειακών ιδιαί τερων χαρακτηριστικών, το γεγονός της ίδιας της γεωγραφικής ποικιλίας κές μετακινήσεις, στα. ποσοστά της ανεργίας, στις πολιτικές παραδόσεις -
-
στις εργασια μπορεί να έχει
τεράστια επίδραση στον τρόπο με τον οποίο η κοινωνία «ως σύνολο», σε εθνικό επίπεδο, αναπαράγεται και αλλάζει. Αυτά τα παραδείγματα προέρχονται από την ανθρωπογεωγρα φία και συνδέονται με ένα βασικό ενδιαφέρον της: το γεγονός της άνισης ανάπτυξης και των αλληλεξαρτώμενων συστημάτων της κυριαρχίας και της υπαγωγής στις περιφέρειες από τη μία, και την ιδιαιτερότητα του τόπου από την άλλη. Με αυτή τη μορφή το πρόβλημα του γενικού και του μοναδικού παρουσιάζεται ξεκάθαρα στη γεωγραφία. Είναι ένα πρό
βλημα οικείο για κάποια εποχή. Όπως είδαμε, οι θετικιστές χωρικοί επιστήμονες απέρρι ψαν το μοναδικό ως ανεπίδεκτο σε οτιδήποτε εκτός από την περιγραφή. Η ριζοσπαστική
22
L
ΜΕΡΟΣ 1-Η ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΕΧΕΙ ΣΗΜΑΣΙΑ!
κριτική αναγνώρισε αυτή την τάση, αλλά είδε ότι το σημαντικάτερο έργο είναι η σύνδεση
του ειδικσύ με το γενικό. Αυτό το έργο είναι ακ6μα σημαντικό, αλλά είναι, επίσης, απαραί τητο να επαναβεβαιώσουμε την ύπαρξη, την ερμηνευσιμ6τητα και τη σημασία του ιδιαίτε ρου. Αυτό που επιχειρούμε εδώ είναι να αναλάβουμε πάλι την πρόκληση της παλαιάς περι φερειακής γεωγραφίας, να απορρίψουμε τις απαντήσεις που έδωσε, ενώ παράλληλα να αναγνωρίσουμε τη σημασία του προβλήματος που έθεσε και να παρουσιάσουμε τη δική
μας, πoλu διαφορετική, λύση.
Η δομή του βιβλίου Το γενικό θέμα μας, λοιπόν, είναι ότι η γεωγραφία, με την ολοκληρωμένη έννοια του όρου, έχει σημασία. Αυτό ΤΟ επιχείρημα παρσuσιάζεται με διαφορετικούς τρόπους σε κάθε τμήμα πσu ακολουθεί. Τα δύο πρώτα μέρη είναι βασικά δομικά συστατικά. Απευθύνονται άμεσα στο ζήτημα
της διαμόρφωσης των εννοιών, εξετάζοντας εκ περιτροπής τους δύο βασικούς όρους της συζήτησης: φύση και χώρος. Υποστηρίξαμε ήδη 6τι ο τρόπος με τον oπoCo αντιλαμβανόμα στε τον καθένα τους ποικίλλει στις κοινωνίες και στο πλαίσιό τους. Ο
Mick Gold, στην εξέ Robert Sack στη συζήτηση για τις «κοινωνικές αντιλή ψειςτσu χώρου» ανιχνεύσυν στοιχεία και όψεις αυτής της παραλλαγής. Ο Mick Gold επικε ταση της «ιστορίας της φύσης» και ο
ντρώνεται σε παραλλαγές που σημειώθηκαν στην πορεία του χρόνου στις ευρωπα'ίκές αντι λήψεις για τη φύση' ενώ ο Robert Sack αντιπαραβάλλει τις αντιλήψεις για το χώρο σε αυτό που ονομάζει αντίστοιχα «πρωτόγονες» και «πολιτισμένες» κοινωνίες. Από αυτά τα δύο μέρη δύο πράγματα είναι φανερά: ότι ο τρόπος που διαμορφώνουμε τις έννοιες είναι συν
δεδεμένος με την κοινωνική μορφή και την κοινωνική τάξη και άτι παράλληλα με τη διατή ρηση ή την αμφισβήτηση των κοινωνικών κανόνων διακυβεύονται συχνά οι διαφορετικές μορφές με τις οποίες συλλαμβάνουμε εννοιολογικά το χώρο και τη φύση. Το άρθρο του
Mick Gold, στην πραγματικότητα,
εμπεριέχει ολόκληρο το επιχείρημά
μας για τη σχέση ανάμεσα στο κοινωνικό και το φυσικό. Όπως καθιστά σαφές, το ζήτημα
της κοινωνικά κυρίαρχης αντίληψης αυτής της σχέσης είναι κάτι περισσότερο από διανοη τικό. Είναι, επίσης, εντελώς πρακτικό. Αυτό που χρειάζεται είναι μία θεωρία της κοινωνι
κής αλλαγής που να ενσωματώνει ολοκληρωτικά το γεγονός της ύπαρξής της ως αναπόσπα στου μέρους του φυσικού κόσμου και οι κοινωνικές πρακτικές που θα λειτουργούν στο πλαίσιο αυτής της γνώσης. Ο Sack, επίσης, παρουσιάζει ισχυρά cπιχειρήματα, συσχετίζοντας τις αντιλήψεις για το χώρο με την εσωτερική οργάνωση της κοινωνίας. Στις «πρωτόγονες» κοινωνίες, υποστηρί
ζει, η οργανική σχέση ανάμεσα στο άτομο και την κοινωνία αντανακλάται στη σχέση ανά μεσα στην κοινωνία και το περιβάλλον. Η εμφάνιση των «πολιτισμένων» κοινωνιών εμπε ριέχει το διαχωρισμό αυτών των όρων και τον επιχειρούμενο επανασυνδυασμό τους. Σε αυ τό το πλαίσιο, ο καθορισμός της κοινωνίας με βάση την επικράτειά της γίνεται βασικός για
τη διατήρηση του ελέγχου. Ο
Sack τονίζει ένα σημείο που συχνά παραβλέπεται: «Οτιδήπο-
23
ΜΕΡΟΣ 1-Η ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΕΧΕΙ ΣΗΜΑΣΙΑ!
τε είναι ή κάνει ένα κράτος είναι εδαφικό» (teπitoria1). Μία εδαφική αμφισβήτηση ισοδυ ναμεί με αμφισβήτηση του κράτους. Με άλλα λόγια, από τον εδαφικό έλεγχο στο χώρο ερ γασίας μέχρι το συμβολισμό των εθνικών μνημείων και των ιερών τόπων, η πολιτισμένη κοινωνία απαιτεί και χρησιμοποιεΙ τις ιδιαίτερες και ποικίλες αντιλήψεις για το χώρο και τοντ6πο.
Δεν είναι (Ι,τλώς ότι η γεωγραφία, με την έννοια του χώρου και της φ6σης, έχει σημασία, αλλά ότι, κυρίως, ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε αυτούς τους όρους είναι σημα ντικός.
Αυτά τα δύο άρθρα ακολουθούν μετά την εισαγωγή. Το υπόλοιπο βιβλίο είναι διαιρεμέ νο σε τρία επιπλέον τμήματα. Στο πρώτο με τίτλο: <<Ανάλυση: απόψεις της κοινωνικής γεω
γραφίας», εξετάζουμε μία ομάδα διαφορετικών στοιχείων της λειτουργίας της κοινωνίας, των ιδιαίτερων κοινωνικών διαδικασιών ή τις δέσμες των κοινωνικών διαδικασιών. Αυτές που επιλέξαμε αφορούν στην αστική οικονομία, στις πολιτισμικές μορφές και στο διεθνές δίκαιο. Ποικίλλουν σκόπιμα, γιατί ο σκοπός μας είναι να δείξουμε τον τρόπσ με τον οποίο η
χωρική δομή και οι αλλαγές στη γεωγραφική οργάνωση είναι σημαντικές για τη λειτουργία ενός ευρέος φάσματος κοινωνικών διαδικασιών. Στο επόμενο τμήμα με τίτλο: «Σύνθεση:
αλληλεξάρτηση και η μοναδικότητα του τόπου» ασχολούμαστε με το ζήτημα της ιδιαιτερό τητας, το πρόβλημα του συσχετισμού του γενικού με το μοναδικό. Το θέτουμε στο πλαίσιο
της κατανόησης της άνισης ανΆΠΤUξης
- ένα πλαίσιο όπου η αλληλεξάρτηση και η μοναδι
κότητα είναι δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος - και παρουσιάζουν μία εναλλακτική απά ντηση στην αμφισβήτηση που έθεσε η παλαιά περιφερειακή γεωγραφία. Στο τελευταίο τμή μα: «Γεωγραφία και κοινωνία», ασχολούμαστε με το θέμα σε ευρύτερο πεδίο
-
γιατί η
«γεωγραφία» έχει σημασία για τη λειτουργία της κοινωνίας ως όλου; Αυτό μπορεί να αντι
μετωπιστεί σε πολλά επίπεδα και από πολλές οπτικές γωνίες. Μερικές από αυτές είναι ήδη γνωστές από προηγούμενες συζητήσεις στο βιβλίο. Σε αυτό το τελευταίο τμήμα, όμως, απο φασίσαμε να ασχοληθούμε με δύο σπουδαία ζητήματα για το μέλλον
-
τις αμφισβητήσεις,
από πάνω και από κάτω, της θεμελιακής πολιτικής εδαφικής μονάδας του σύγχρονου κό σμου, του έθνους-κράτους και το ερώτημα είναι: τι είδους απειλές έχουν ανακύψει ενα ντίον της κοινωνίας από τις παρούσες κυρίαρχες μορφές της σχέσης ανάμεσα στο κοινωνι κό και το φυσικό; Ποια είναι η σχέση ανάμεσα στις προοπτικές για την καταδίκη του οικο
συστήματος και τον τρόπο με τον οποίο η κοινωνία είναι οργανωμένη; Και τα δύο αυτά βα σικά ερωτήματα έχουν για πυρήνα τους το γεγονός ότι η κοινωνία είναι μέρος ενός κόσμου όπου το «χωρικό» και το «φυσικό" είναι θεμελιακά συστατικά.
Σημειώσεις Αυτά τα επιχειρήματα αναπτύσσονται περαιτέρω στο
Massey, D.B. (1984) Spatial Divisions of Labour: socίal structures and the geography οί production, Macmillan και στο Massey, D.B. (1984) "New directίons in space" στο Urry, J. και Gregory, D. (επιμ.), Socia1 Relations and Spatia1 StruCtuIes, Macmillan.
1
24
L
Γ
1 ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ MICKGOLD Η «φύση» είναι ένας πολύπλοκος όρος: έχει διαφορετικές σημασίες και αυτές οι σημα
σίες επηρεάζουν η μία την άλλη.' Για να ανακαλύψουμε πώς αποδόθηκε η φύση στο δυτικό πολιτισμό, ίσως βσηθήσει να διακρίνουμε τρεις βασικές σημασίες:
1) την ουσιαστική ποιό
τητα ή το χαρακτήρα κάποιου πράγματος (το διαβρωτικό χαρακτήρα του αλμυρού νερού)'
2) τη λανθάνουσα δύναμη που κατευθύνει τον κόσμο (τη φύση που εξελίσσεται)' 3) τον ίδιο τον υλικά κόσμο, ουχνά τον κόσμο που είναι διαφορετικός από τους ανθρώπους και την κοινωνία (για να ανακαλύψουμε πάλι τις χαρές της φύσης το Σαββατοκύριακο).
Αν λέγοντας φύση εννοούμε σννήθωςτον κώμο «εκεί έξω» -από τη μικρ6τερη ακρίδα μέχρι το
Grand Kanyon και τον πιο
απομακρυσμένο γαλαξία - πιστεύεται, επίσης, 6τι
υπάρχει μία ζωντανή δύναμη, 6τι η φύση δουλεύει σύμφωνα με ουγκεκριμένες αρχές και 6τι, αν τη μελετήσουμε, μπορούμε να συναγάγουμε ηθικά ουμπεράσματα. Και αυτό ουμβαίνει, επειδή η φύση έχει μία ιστορία. Η φύση δεν είναι απλώς αυτό που
βρίσκεται εκεί έξω
-
ένα φυσικό σύμπαν που υπάρχει πριν από τον άνθρωπο και που προ
φανώς θα συνεχίσει να ζει και μετά το ανθρώπινο γένος -, επειδή αυτό που βρίσκεται εκεί έξω αλλάζει ουνεχώς ν6ημα. Κάθε προσπάθεια που έγινε να περιγραφεί η φύση, κάθε αξία
που αποδόθηκε σε Αυτήν
-
αρμονική, άσπλαχνη, σκόπιμη, τυχαία - ουνδέει τη φύση με
την ανθρώπινη κοινωνία και τις αξίες της.
Αυτό το δοκίμιο πραγματεύεται τον τρόπο με τον οποίο οι απόψεις για τη φύση έχουν αλλάξει στη διάρκεια των αιώνων και αυτά που μαρτυρούν αυτές οι αλλαγές για την αν θρώπινη ιστορία. Επικεντρώνεται στις περιγραφές των Ευρωπαίων για τη φύση από τον ύστερο Μεσαίωνα μέχρι την εποχή μας και στους τρόπους με τους οποίους η ταυτ6τητα της φύσης επηρεάστηκε από τις κοινωνικές δυνάμεις. Κάθε στιγμή που χρησιμοποιούμε τη λέ
ξη «φυσικό» (<<Φυσικό δεν είναι;» ), σχεδόν αουνείδητα αναφερόμαστε σε μία τάξη του κά σμου που μπορσύμε να επικαλεστούμε για να δικαιολογήσουμε ή να προσδώσουμε νόημα σε αυτό που ουμβαίνει σε αυτό τον κόσμο: από μία δυνατή σεξουαλική έλξη (<<Κάτι που έρ χεται φυσικά») μέχρι την καταστροφή από λιμό (<<Μία τρομερή φυσική καταστροφή»).
Υπάρχουν πολλές διαφορετικές παραλλαγές ή παραδόσεις της φύσης που παρουσιάζονται στο δυτικό πολιτισμό. Αυτό το δοκίμιο είναι μία σύντομη εισαγωγή στις κοινωνικές δυνά μεις που εξέφρασαν ή και μετέβαλαν το xaQa:m'jQa της φύσης.
Η ανιμωτική γη Αξίζει να παρατηρήσουμε ότι ο δυτικός πολιτισμός αναφέρεται σε μία δύναμη που ονομάζεται «Φύση», που συχνά προσωποποιείται με τη μορφή γυναίκας: Γυναίκα-Φύση στα μεσαιωνικά θεατρικά έργα' Μητέρα-Φύση στον καθημερινό λόγο. Ο
25
Raymond
τ ι
ΜΕΡΟΣ 1-ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ
i
Wίlliams τόνισε ότι, στους άλλους πολιτισμούς, η φύση αναπαριστάνεται ως ένα σύνθετο
δίκτυο δυνάμεων: ένα πνεύμα βροχής, ανέμου και ούτω καθεξής. Το δυτικό μοντέλο της
φύσης -απλό και συχνά προσωποποιημένο - συνδέεται με το γεγονός ότι ζούμε σε έναν πολιτισμό βασισμένο στο μονοθε'ίσμό.' Στο μεσαιωνικό πολιτισμό, η Φύση θεωρείται
αντιπρόσωπος του Θεού
-
υπεύθυνη για την εφαρμογή των επιθυμιών Του στη Γη. Μπο
ρεί κανείς να σκεφtεί ότι αυτή η σχέση εμπεριέχει ένα συμβιβασμό ανάμεσα στο Χριστια νισμό και έναν παλαιότερο, ανιμιστικό τρόπο ερμηνείας του κόσμου: έναν τρόπο θεώρη σης της Γης ως ζωντανού σώματος, απόδοσης ζωντανών δυνάμεων σε βράχους και ανέ μους, όπως επίσης σε δέντρα και ζώα. Μολονότι αυτό το ανιμιστικό όραμα παραγκωνί στηκε από τη χριστιανική αντίληψη για τον κόσμο και στη συνέχεια από τις επιστημονικές
αξίες, είναι εξαιρετικά επίμονο και προσκολλάται πάνω μας μέσα από μορφώματα του καθημερινού λόγου: ακόμη και σήμερα, όταν περιγράφουμε τον τρόπο με τον οποίο οι
αγρότες κάνουν αγρανάπαυση για ένα χρόνο, λέμε ότι «δίνουν στο έδαφος μία ευκαιρία
να ξεκουραστεί». Αυτά τα αισθήματα είναι κατάλοιπα της εποχής που ολόκληρος ο κό σμος θεωρούνταν έμβιος. Στους αναγεννησιακούς χάρτες, αναπαρίσταναν συμβατικά τον άνεμο ως ριπή ανάσας
που εξέπνεαν τα χερουβείμ και οι άγγελοι. Αυτό είναι ένα στοιχείο που δείχνει τον τρόπο με τον οποίο γινόταν αντιληπτή η Γη ως ζωντανό σώμα: η ροή του νερού στα ποτάμια και τις θάλασσες συγκρινόταν με τη ροή του αίματος η κυκλοφορία του ανέμου ήταν η ανάσα του πλανήτη' τα ηφαίστεια και οι θερμοπίδακες θεωρούνταν ότι αντιστοιχούσαν με το πε πτικό σύστημα της Γης
-
οι εκρήξεις ήταν σαν ρεψίματα και αέρια που προέρχονταν από
το στομάχι. Η φύση δεν ηταν μία διαδικασία «εκεί έξω» που πρέπει να αναλυθεί ή να γίνει αντικεί μενο εκμετάλλευσης. Σύμφωνα με τη σχολαστική αντίληψη του κόσμου (τη μεσαιωνική σύν θεση του αριστοτέλειου και χριστιανικού δόγματος), η φύση ήταν μία σύνθετη αλυσίδα που συνδέει το Θεό με το ταπεινότερο χαλίκι και ο άνθρωπος' εντασσόταν κατηγορηματικά μέ
σα στο σύστημα: πάνω από τα άλλα πλάσματα εξαιτίας της λογικής του, αλλά κάτω από τους αγγέλους.' Αυτό το σύστημα πίστης δεν αφορούσε απλώς στη φύση όπως την αντιλαμ βανόμαστε σήμερα' εμπεριείχε, επίσης, τη δομή της κοινωνίας.
Οι περιγραφές του κράτους αναφέρονταν στο «πολιτικό σώμα» στο οπΟίο οι πρίγκιπες ήταν οι ηγεμόνες -ο εγκέφαλος - και η Εκκλησία ήταν η ψυχή. Η κατανομή του πλοmου ήταν έργο του οικονομικού συστήματος, όπως το στομάχι και τα έντερα ήταν υπεύθυνα για τη διανομή της τροφής. Και τα πόδια πάνω στα οποία η κοινωνία στεκόταν ήταν οι χωρικοί και οι τεχνίτες. Ήταν ένα ιεραρχικό μοντέλο, αλλά τόνιζε την αλληλεξάρτηση όλων των στοιχείων.' Υπήρχαν αντιστοιχίες όχι μόνο ανάμεσα στις σωματικές λειτουργίες μας και την κοινω νική τάξη αλλά επίσης ανάμεσα στο ανθρώπινο σώμα και το σύμπαν. Σε αυτή την άποψη στηρίζεται η αστρολογία. Κάθε μέρος του σώματος θεωρούνταν ότι κυβερνιόταν από ένα
ζωδιακό σύμβολο, έτσι ώστε ολ6κληροτο σώμα ήταν μία αντιγραφή σε μινιατούρα (ή ο μι κρόκοσμος) των πλανητών. Ακόμη, η προσωπικότητα κάθε άνδρα και γυναίκας περιγρα-
26
L
ΜΕΡΟΣ 1-ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ
φόταν με βάση τις θέσεις των άστρων τη στιγμή της γέννησής του, έτσι ώστε όλοι φέρουμε μέσα μσς ένα μοντέλο του σύμπαντος.
Με αυτό το σύστημα των αντιστοιχιών, άνθρωπος, κοινωνία και σύμπαν ενώθηκαν με ένα συνεκπικό τρόπο. Ένα σύστημα που αντικαταστάθηκε με την εμφάνιση της επιστημονι
κής αντι'ληψης που διέσπασε το άτομο, την κοινων(α και τη φύση στα συστατικά τους μέρη για να εξηγησει πως τα κομμάτια συνταιριάζονταν. Το
1500 η κυρίαρχη εικόνα για τη
και τον κόσμο ηταν ο ζωντανός οργανισμός. Το
κυρίαρχη εικόνα ηταν η μηχανη.
1700 η
φύση
Φυσικοί πόQΟΙ Η μετάβαση από τη μία αντίληψη στην άλλη δεν αποτέλεσε μία ξεκάθαρη ρωγμή. Για
200 χρόνια περCπoυ αυτά τα δύο
συστηματα ,αλληλεπικαλύπτονταν. Υπήρχε σύγχυση για το
τι είναι ζωντανό και τι δεν είναι. 'Οταν ο HalΎey έδωσε την πρώτη ξεκάθαρη εξήγηση για την κuκλOφoρία του αίμστος
(1628), πολλοί γεωλόγοι ενθουσιάστηκαν' νόμιζαν ότι με αυτό
τον τρόπο κυκλοφορούσε το νερό στον πλανητη. Αν το αίμα μπορεί να ρέει ανοδικά, τότε γιατί όχι το νερό; Ο ιησουίτης λόγιος
Athanasius Κircher, ητον ένας από τους πρωτους που
μελέτησε τα ηφαίστεια και τους θερμοπίδακες εκ του σύνεγγυς. Στις εικόνες που σχεδίασε για αυτά τα φαινόμενα, μπορούμε να δούμε τις aπαρχές μίας επιστημονικής μελέτης αλλά και την πίστη ότι το νερό διέτρεχε τον κόσμο, όπως στο κυκλοφοριακό σύστημσ. Οι εικόνες
του για τα βουνά εξέφραζαν την άποψή του ότι αυτά θα μπορούσαν να είναι οι σκελεro( γι
γαντιαιων ζώων.' Αυτή είναι η γραφική πλευρά μίας αλλαγης στην αντίληψη για τον κόσμο, αλλά υπήρχε σε αυτήν, επίσης, μία ηθική και πολιτική διάσταση. Αν ο κόσμος θεωρούνταν ζωντανός, αυ τό έθετε κάποιους περιορισμούς στον τρόπο με τον οποίο ο κόσμος αντιμεrωπιζόταν. Είμσ
στε εξοικειωμένοι με αυτή την ιδέα από άλλους πολιτισμσύς γνωρίζουμε ότι οι Αμερικα νοΠνδιάνοι θεωρούσαν τη Γη ως μεγάλη μητέρα και τον τρόπο με τον οποίο οι λευκοί εκμε
ταλλεύονταν τη Γη απεχθή: Μου ζητάς να οργωσω το χώμσ! Μπορώ να πάρω μαχαίρι και να σχίσω το στήθος της μητέρας μου; Μου ζητάς να ΟΥ.άψω για πέτρες! Μπορώ να σκάψω κάτω από το δέρ μα της για να βρω τα κόκκαλά της; Έπειτα όταν θα πεθάνω, δεν θα μπορώ να μπω
στο σωμσ της και να ξαναγεννηθώ.' Αυτή η στάση είναι πολύ διαφορετική από την ::υρωπα'ίκή αντίληψη. Είναι ενδιαφέρον να διαπιστώσουμε ότι αmές οι αξίες υπήρχαν στην Ευρώπη και έπρεπε να διαλυθούν, πριν ξεκινησει η τεράστια εμπορική εκμετάλλευση των φυσικών διαθεσίμων. Μία αντίληψη που επικράτησε μέχρι τον
180 αιωνα, δημιούργημα των Ελλήνων και Λατίνων συγγραφέων,
ηταν ότι η Γη παρήγε ορυκπά και μιftαλλα στο αναπαραγωγικό σύστημά της. Πολλοί αρχαί οι συγγραφείς προειδοποίησαν για την εξόρυξη στα έγκατα της Μητέρας-Γης και ο Πλίνιος
στη Φvσική Ιστορ[α του (περCπoυ
78 μ.χ.)
ισχυρίζεrαι ότι οι σεισμοί είναι μία έκφραση του
27
ΜΕΡΟΣ 1-ΜIΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ
θυμού για τη βιαιοπραγία που υφίσταται η Γη:
Γ 1
Ανακαλύψαμε όλες τις φλέβες της Γης και ακόμη μένουμε κατάπληκτοι που μπορεί περιστασιακά να σχίζεται σε κομμάτια ή να τρέμει: σα να μπορούσαν να ήταν αυτά τα σημάδια τίποτε άλλο από έκφραση της αγανάκτησης που ένιωσαν οι ιεροί γεννή τορές μαςl'
Ο Πλίνιος, επίσης, δήλωσε ότι τα αποτελέσματα της εξόρυξης των μετάλλων έχουν αμ φίβολο όφελος για την ανθρωπ6τητα: 6τι ο χρυσός συνέβαλε στη διαφθορά και τη φιλαργυ
ρία των ανθρώπων, ενώ ο σίδηρος οδήγησε στη ληστεία και τις εχθροπραξίες. Αυτοί οι ενδοιασμοί απέναντι στην εκμετάλλευση των διαθεσίμων υπήρχαν ακόμα μέ
χρι την Αναγέννηση, αλλά διαλύθηκαν, καθώς η εξόρυξη για εμπορικούς σκοπούς αυξήθη κε σημαντικά στη διάρκεια του 15ου αιώνα. Σε μία αλληγορία που δημοσιεύτηκε στη Γερ μανία το
1495, αυτή η διαμάχη ανάμεσα στον σεβασμ6 για τη Γη και τα εμπορικά ενδιαφέ
ροντα της εξόρυξης μετάλλων δραματοποιήθηκε με τη μορφή ενός οράματος. Ένας ερημί
της αποκοιμήθηκε και ονειρεύτηκε ότι έγινε μάρτυρας μίας αντιπαράθεσης ανάμεσα σε έναν ανθρακωρύχο και τη Μητέρα-Γη
-
«αριστοκρατική και γεννημένη από ελεύθερους
γονείς, ενδεδυμένη με ένα πράσινο επίσημο ένδυμα, που περπατά σαν μία γυναίκα μάλλον ώριμη στα χρόνια». Η αμφίεσή της είναι σχισμένη και το σώμα της τρυπημένο. Συνοδεύεται από αρκετους θεους που κατηγορούν τον ανθρακωρυχο ως υπευθυνο για φόνο.' Ο Βάκχος παραπονιέται ότι τα αμπέλια του ΤΡOφoδoτoΥV τις εστίες. Η Δή μητρα βεβαιώνει 6τι τα χω ράφια της έχουν ερημωθεί από τη ρυπανση και ο Πλούτωνας λέει ότι δεν μπορεί να κατοι κήσει στο βασίλειό του εξαιτίας του σφυροκοπήματος που ακούγεται. Ο ανθρακωρύχος, υπερασπίζοντας τον εαυτό του, υποστηρίζει ότι η Γη «που έχει το όνομα της μητέρας και διακηρύσσει την αγάπη της για την ανθρωπότητα», στην πραγματικότητα αποκρυπτει μέ ταλλα στο εσωτερικό της κατά ένα τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι περισσότερο μητριά παρά αληθινή μητέρα. Αφού ο χρυσός μετασχηματιζόμενος σε χρήμα είναι ο ασφαλέστερος τρό
πος δημιουργίας πλούτου, η εξόρυξη των μετάλλων θα βοηθήσει ΤΟ"\λφτωχό, θα διακοσμή σει τις εκκλησίες ως πράξη ευλάβειας και θα προαγάγει τον πολιτισμό με την ανοικοδόμη ση σχολείων και την πληρωμή των δασκάλων. ΈτσΙ, σε αυτά τα πρώψα στάδια του καπιτα λισμού, η εικόνα της φύσης αλλάζει από κάτι που είναι αντικείμενο σεβασμού (η μητέρα) σε μία πηγή πλούτου που χρειάζεται να εξαναγκαστεί να αποκαλύψει τις πηγές της (η εγωί στρια μητριά).
Ένα περαιτέρω σημαντικό βήμα σε αυτή τη διαδικασία εντοπίζεται στο έργο του
Francis Bacon (1561-1626) που ανακηρύχτηκε ως ο ιδρυτής της εΠWΤΗμoνικής έρευνας και επινοητής της επαγωγικής σκέψης. Ο Bacon ήrαν επίσης πολιτικός: λόρδος καγκελάριος της Αγγλίας, όταν βασιλιάς της ήrαν ο Ιάκωβος ο Α' , ο οποίος έγραψε ένα βιβλίο για τη μα γεία (ΔαιμονοI.oyUiς, 1597). Το 1603, τον πρώτο χρόνο της βασιλείας του στον αγγλικό θρό νο, ο Ιάκωβος εξέδωσε ένα νόμο ούμφωνα με τον οποίο καταδίκαζε σε θάνατο όλους αυ τούς που εξασκουσαντη μαγεία.
28 i
!
Ι
Γ
ΜΕΡΟΣ 1-ΜIΑ ΙΣΤΟΡίΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ
Στην περιγραφή της για την επιστημονική επανάσταση, στο βιβλίο της Ο Θάνατος της Φύσης, η
Carolyn Merchant προτείνει μία
εντυπωσιακή συμφωνία ανάμεσα στο ενδιαφέ
ρον τou επιστήμονα για τη φύση και το ενδιαφέρον τou κράτους για τη μαγεία." Ο
Bacon
προτείνει μία πειραματική μεθοδολογία για τη διερεύνηση της φύσης, χρησιμοποιώντας
μία γλώσσα απόλmα σεξουαλική στις μεταφορές της και υπαινισσόμενη ένα κυνήγι μαγισ σών στις τεχνικές της. Υποστηρίζοντας μία επιστημονική μέθοδο Π01J θα είναι επαληθεύσι μη πειραματικά, επιδεικνύοντας σταθερά αποτελέσματα κάθε φορά Π01J θα επαναλαμβά νεται, ο
Bacon γράφει: «Εσείς δεν έχετε παρά να την ακoλouθείτε, και σαν να ήταν λαγωνι
κό η Φύση στις περιπλανήσεις της, να την οδηγείτε και να την κατευθύνετε στο ίδιο μέρος πάλι». Περιγράφοντας την έρευνα της φύσης στο εργαστήριο, ο
Bacon χρησιμοποιεί τη
γλώσσα Τ01J θαλάμou βασανιστηρίων: "Εννοώ σε αυτή τη σπουδαία απολογία να εξετάσω
την ίδια τη Φύση και τα τεχνιίσμα:τά της με ερωτήσεις. Επειδή, όπως οι προθέσεις ενός αν θρώπου δεν φαίνονται ποτέ, έως ότou σταυρωθεί, και όπως ο Πρωτέας έπαυε ν' αλλάζει
σχήμα μόνο όταν περιοριζόταν και δενόταν σφιχtά, ετσι και η Φύση επιδεικνύεται πιο ξε κάθαρα στις δοκιμασίες και στην κατάλληλη βάσανο (μηχανικές συσκευές) απ' ό,τι όταν αφήνεται μόνη της». Η αντίθεση ανάμεσα στη στάση του
Bacon απέναντι στη φύση, όπως φαίνεται στο επι
στημονικό του έργο και στην εικόνα της Γης ως γηραιάς κυρίας Π01J έχει υποστεί επίθεση
(όπως αναφέρεται στο όνειρο του ερημίτη
120 χρόνια νωρίτερα)
είναι εντ1Jπωσιακή: μπορεί
να δει κανείς τον χαρακτηρισμό της φύσης ως γυναίκας πou αλλάζει για να επιτρέψει να λά βει χώρα η έρευνα και η εκμετάλλευση. Ο Bacon ακόμη περιέγραψε την ίδια την ύλη ως μία «αχαλίνωτη πόρνη»: «Η ύλη διέπεται από ορμή και από μία τάση να διαλύει τον κόσμο και να πέφτει στο παλαιό Χάος». Η φύση πρέπει να είναι «δεσμευμένη σε υπηρεσία» και «να γίνει σκλάβα», «να τίθεται σε περιορισμό» και να «διαπλάθεται από τις μηχανικές τέχνες».
Το σύμπαν που λεΙΤΟUQγεί σαν μηχανισμός; QoλoytO" Οι φεμινιστές ιστορικοί υποστήριξαν ότι το κυνήγι των μαγισσών τον
160 και 170 αιώνα
μπορεί να νοηθεί μόνο ως μέρος της επανάστασης των αξιών Π01J έλαβε χώρα, καθώς ο κα πιταλισμόςυποοκέλισε το φεουδαρχικό σύστημα." Μία νέα τάξη κυριάρχησε τον
170 αιώ
να που μπορεί να χαρακτηριστεί ως αρσενική, μαθηματική και εμπορική. Άνδρες χειρουρ γοί αντικατέστησαν τις γυναίκες μαίες στη Βρετανία και οι γυναίκες που εξασκούσαν την ιατρική ήταν πιθανό να βρεθούν στιγματισμένες ως μάγισσες. Ο εμπορικός καπιταλισμός
θεωρούσε τη φύση ως διαθέσιμο που πρέπει να αξιoπo~ηθεί, όπως φαίνεται από το παρά δειγμα της εξόρυξης. Και η επιστημονική έρευνα δημιούργησε ένα μαθηματικό μοντέλο του σύμπαντος πou παραγκώνισε τις οργανικές αναλογίες της ανιμιστικής Γης.
Ο Κοπέρνικος
(1543) πίστευε ότι η Γη κάνει μία καθημερινή περιφορά γύρω από τον
άξονά της και μία ετήσια τροχιά γύρω από τον ήλιο, επειδή αmό ήταν ένα πιο συνοπτικό μαθηματικό σύστημα. Ο Κέπλερ, γνωρίζοντας τα δεδομένα του Tycho Brahe, συνέλαβε την ιδέα ενός ούμπαντος Π01J ήταν δομημένο με αρμονικές γεωμετρικές οχέσεις. Ο Γαλιλαίος
29
r
ΜΕΡΟΣ 1-ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ
(1638) προέβλεψε τις πoρεiεςτων ουράνιων σωμάτων και των μετεωριτών σιη γη
με τη βοή
θεια των μαθηματικών αρχών. Για το Γαλιλαίο, <<Ι] φυσική φιλοσοφία είναι γραμμένη σε αυ
τό το μεγάλο βιβλίο που βρίσκεται μπροστά στα μάτια μας
- εννοώ το Σύμπαν - αλλά δεν
μπορούμε να το κατανοήσουμε, αν δεν μάθουμε πρώτα τη γλώσσα και τα σύμβολα με τα
οποία είναι γραμμένο. Το βιβλίο της φύσης είναι γραμμένο σιη γλώσσα των μαθηματικών»." Ο Γαλιλαίος συμφώνησε με τον Κέπλερ σιη διαφοροποίηση ανάμεσα στις πρωταρχικές και δευτερεύουσες ιδι6τητες, αλλά με μία σαφέστερη μορφή. Οι πρωταρχικές ιδιότητες ήταν ο αριθμός, η κίνηση και το βάρος. Αυτές οι ιδιότητες ήταν απόλυτες, αντικεψενικές και πάνω απ' όλα μπορούσαν να μετρηθούν με τη βοήθεια των μαθηματικών. Οι δευτερεύ ουσες ιδι6τητες περιελάμβαναν το χρώμα, τη γεύση, την οσμή και αυτές οι ιδιότητες ήταν σχετικές και πάνω απ' όλα υποκειμενικές. Αυτοί οι τρεις επιστήμονες, μέσα από τις παρα τηρήσεις τους για τον ουρανό και τις μετρήσεις των φαινομένων σιη Γη, προσχεδίασαν ένα μαθηματικό μοντέλο του σύμπαντος που ισοδυναμούσε με έναν επανακαθορισμό της φύ σης. Ο πραγματικός κάσμος βρίσκεται πέρα από τους άνδρες και τις γυναίκες
-
ήταν τα
μαθηματικά, η αστρονομία και η μελέτη της κίνησης. Η αντικεψενική φύση ήταν οτιδήποτε μπορούσε να μετρηθεί.
Τελικά, ο Σερ Ισαάκ Νεύτων αξιοποίησε τη γνώση των επισιημ6νων που είχαν προηγη θεί και συνόψισε τα μεγαλύτερα φαινόμενα του σύμπαντος σε ένα μαθηματικό νόμο παγκόσμιο νόμο της βαρύτητας
(1687).
-
τον
«Το θεμελιώδες έργο όλης της επιστήμης είναι να
εξηγήσει όλα τα φαινόμενα με όρους ύλης και κίνησης», διακήρυξε ο Νεύτων." Αυτή η άπΟψη για το σύμπαν όχι μόνο άλλαξε την κατάσταση του ανθρώπου, αλλά έκανε, επίσης, το Θεό κάπως περιττό. Στη μεσαιωνική εικόνα του κόσμου, ο Θεός ήταν το «υπέρτατο κα λό" και ο σκοπός του ανθρώπου ήταν να γνωρίσει το Θεό και να Τον αγαπήσει. Στο σύσιη μα του Νεύτωνα, ο Θεός υποβιβάστηκε στο ρόλο του τεχνικού του εργαστηρίου του οποίου
η δουλειά ήταν να εμποδιζει τους τακτοποιημένους αστέρες να πέσουν από τον ουρανό και να διορθώνει τα ελαττώματα του ουράνιου ωρολογιακού μηχανισμού. Η καλύτερη απόδει ξη της ύπαρξης του Θεού για το Νεύτωνα ήταν η ομόκεντρη περιφορά όλων των πλανητών στο ίδιο επίπεδο. Το «υπέρτατο καλό» ήταν τώρα η κοσμική τάξη των μαζών σε κίνηση και ο ρόλος του ανθρώπου ήταν να επιδοκψάζει τα έργα αυτού του σύμπαντος που λειτουργού
σε με ωρολογιακό μηχανισμό. Ήταν μία εξήγηση της φύσης που μπορούσε ακόμη και να υμνείται με θρησκευτικούς όρους, όπως φαίνεται στον ακόλουθο αγγλικανικό ύμνο: Τι κι αν σε επιβλητική σιωπή τα πάντα
Κινούνται γύρω από τη μαύρη επίγεια σφαίρα; Τι κι αν καμία πραγματική φωνή ούτε ήχος
Μέσα στα ακτινοβόλα ουράνια σώματά τους δεν βρίσκεται; Όλα αγσΜιούν σιης λογικής την ακοή
Και αντηχούν μία λαμπρή φωνή Τραγουδώντας για πάντα, καθώς λάμπουν <<Το χέρι που μας έφτιαξε είναι θε'ίκό»."
30
i
L
Γ ΜΕΡΟΣ 1-ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ
Όταν παρουσιάζεται με αυτό τον τρόπο, μπορεί κανείς να διαπισι:ώσει μία αναμφίβολη μεγαλοπρέπεια σι:ο επανασι:ατικό επιστημονικό σχέδιο για την τάξη του σύμπαντος. Αλλ.ά, για πολλούς λόγους, είναι ένα πολύ απομακρυσμένο όραμα. Οτιδήποτε δοκιμάζουμε ως ουναίσθημα ή αίσθηση απορρίπτεται από την επι.σtήμη ως υποκειμενικό. Αυτό που θεωρεί ται πραγματικό είναι απλώς η κίνηση των μορίων.
Από τη μαθηματική στην ποιμενική φύση Ένας ενδιαφέρων τρόπος να συλλάβουμε νοερά τα μεταβαλλόμενα μοντέλα της φύσης είναι να δούμε την ιστορία των κήπων. Οι αλλαγές στη φιλοσοφία της φύσης αντανακλώ νται σι:ις ανθρώπινες παραλλαγές της που οι βασιλιάδες και οι κηπουροί δημιουργούν. Ίσως η καλύτερη μεταφορά, παρμένη από τους κήπους, για το μαθηματικό μοντέλο της φύ σης κληροδοτήθηκε σε μας από τον
170 αιώνα και προέρχεται από τον κήπο που κατασκευ 1690, υπό την καθο δήγηση του βασιλικου κηπουρου Le Νδtre, χιλιάδες εργάτες αγωνίστηκαν να μετατρέψουν άστηκε σι:ις Βερσαλλίες για τον Λουδοβίκο τον ΙΔ' . Από το 1661 ως το
ένα βάλτο σε έναν υπέροχο επίσημο κήπο. (Υπήρξε ένας μεγάλος αριθμός νεκρών εξαιτίας
της μαλάριας). Οι Βερσαλλίες έγιναν η πρωτεύουσα της Γαλλίας και το σύμβολο της αποΛυ της ΔUναμης του Λουδοβίκου ΙΔ'
.
Χιλιάδες ανεπτυγμένα δέντρα μεταφυτευτηκαν με πολυπλοκα σχέδια και, όταν τα μισά ξεράθηκαν, έγιναν ξανά οι ίδιες προσπάθειες. Η κυριαρχία και ο έλεγχος της φύσης φάνη καν σι:ο σχέδιο των κήπων: δεν επιτράπηκε ουτε ένα απλό λουλούδι να μαραθεί και σι:ις Βερσαλλίες ολόκληρα παρτέρια ξαναφυτευτηκαν μέσα σε μία ημέρα. Η δύναμη που επι δεικνυει ο βασιλιάς σι:ους υπηκόους του, ο έλεγχος που ασκεί ο άνθρωπος στη φύση αντι
κατoπτΡCΖoνται σι:ον τρόπο με τον οποίο το Παλάτι κυριαρχεί σι:ον κήπο: μαζί αποτελούν ένα σύμβολο μαθηματικής τάξης και ηγεμονίας.
Εκατό χρόνια αργότερα, μία αντίδραση σε αυτή την ερμηνεία της φύσης ως απόλυτης τάξης διέτρεχε την Ευρώπη. Αυτό μπορεί κανείς να το δει οτις Βερσαλλίες: κρυμμένο σε μία γωνιά του βασιλικού κτήματος είναι ένα παραμυθένιο χωριό που κατασκευάστηκε για τη Μαρία. Αντουανέτα, σύζυγο του Λουδοβίκου !ΣΤ' . Ονομάζεται Petit Hameau (Μικρό Χωριουδάκι) και περιλαμβάνει ένα μύλο, μία αγροικία και ένα γαλακτοκομείο συγκεντρω μένα γυρω από μία λίμνη. Αυτό το χωριό αποτελσύσε το σκηνικό για μία φανταστική πα
ραλλαγή της αγροτικής ζωής: η βασίλισσα και οι υπηρέτες της ντυνονταν ως γαλακτοπώλισ σα και βοσκοί αντίστοιχα και έκαναν τρέλες. Αυτό ήταν το εκφυλισμένο τέλος μίας αντίλη ψης για τη φύση, γνωστής ως βουκολικής. Η βουκολική ποίηση αποτελεί παράδοση στη δυτική κουλτουρα που ανάγεται 2.000 χρό νια πριν, σι:ους στίχους του Βιργιλίου και του Θεοκρίτου. Η ποίηση αυτή υμνεί τη φύση ως
δυναμωτική: ένα αντίδοτο στην επιτήδευση και τον κυνισμό που χαρακτήριζε τη ζωή στην αυλή. Οι1JOtερότεροι ποιητές (όπως ο Μίλτον στο έργο τουΑυκίδας) χρησιμοποιούσαν το
βουκολικό σι:οιχείο ως έναν τρόπο επίθεσης εναντίον της διαφθοράς στην εκκλησία και στα ηθικά ζητήματα. Δεν επιχειρουσαν να περιγράψουν ρεαλιστικά την επαρχιακή ζωή,
31
ΜΕΡΟΣ 1-ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ
Γ
Ι
αλλά τους απασχολούσε η ηθική κριταή. Η βουκολική ποίηση μπορεί να θεωρηθεί ο σπό ρος από τον οποίο ξεπήδησε η ρομαντική αντίληψη για τη φύση: η φύση που ενσαρκώνει
ηθικές αξίες. Η φύση που επεμβαίνει διορθωτικά στην περηφάνια του ανθρώπου. Αλλά τον
180 αιώνα, η
βουκολική ποίηση είχε γίνει η τρυφηλότητα του χωριού της Μαρίας Αντουα
νέτας, η ερωτική προσποίηση που υπάρχει στους πίνακες του
Boucher και του Fragonard:
μία φανταστική αγροτική ζωή ανέγγιχtT\ από τη δουλειά ή τη φτώχεια. Η ποιμενική όπερα
του ΗandeΙΆκις και Γαλάτεια, έχει ένα χορό εκστατικών χωρικών που τραγουδούν: Ω οι χαρές των πεδιάδων Ευτυχισμένες νύμφες και χαρωποί βουκόλοι Άκακοι, χαρούμενοι, ελεύθεροι και εύθυμοι
Χορέψτε και διασκεδάστε αδιαφορώντας για το χρόνο.)' Η βουκολική ποίηση εκφυλίστηκε σε μία αρκαδική διάθεση φυγής την εποχή που οι αγρότες και οι γαιοκτήμονες άρχιζαν να «βελτιώνουν» συστηματικά την απόδοση της φύ σης. Η εμφάνιση του τρόπου σποράς με αυλακώσεις, η εισαγωγή νέων σπόρων και μία πε
ρισσότερο επιστημονική προσέγγιση στην ανατροφή των κατοικίδιων ζώων ήταν όλα χαρα κτηριστικά της γεωργίας του πρώιμου 18ου αιώνα. Αν το βουκολικά στοιχείο διατηρούσε κάποια αληθοφάνεια, έπρεπε να βρει έναν τρόπο να ασχοληθεί με την πραγματικότητα της
διαχείρισης και της δουλειάς στο τοπίο του 18ου αιώνα. Ο Άγγλος καλλιτέχνης
Thomas Gainsborough μετρίασε την προσποίηση της ποιμενικής
ζωγραφικής και ζωγράφισε ρεαλιστικότερες αποδόσεις της επαρχιακής ζωής, ανάλογες με αυτές που ζωγράφισαν στην Ολλανδία οι Hobemma και
van Ruysdael. Αλλά για να εναρ
μονίσει τον λεπτομερειακό υλισμό της φλαμανδικής τεχνοτροπίας με τις ειδυλλιακές φα ντασίες των Γάλλων καλλιτεχνών, όπως ο Watteau και ο Poussin, το έργο του χαρακτηρίζε ται από εντάσεις στην προσπάθειά του να αναπαραστήσει τον χώρο της εργασίας. Στη μελέτη του για τον φτωχό αγρότη στην αγγλική ζωγραφική με τίτλο Η Σκοτεινή
Πλευρά του Τοπ(ου, ο
John Barrell έδειξε πώς ο Gainsborough προσπάθησε να συμφιλιώ
σει τη δουλειά της επαρχίας με την ποιμενική ευχαρίστηση." Στο έργο Τοπίο με έναν Ξυλο κ6πο που ερωτοτροπεί με μ{α γαλακτοπώλισσα, ένας ζευγάς που οδηγεί τα βόδια του σε ένα χωράφι συγχωνεύεται με το φόντο, ενώ στο προσκήνιο το ελκυστικό νεαρό ζευγάρι
(ξεφεύγοντας από το άρμεγμα και την κοπή ξύλων) είναι απασχολημένο με την ερωτστρο πία τους. Ο
Gainsborough έχει εναρμονίσει την ύπαιθρο εν ώρα εργασίας και εν ώρα παι
χνιδιού. Μερικοί από τους άλλους πίνακές του επιδεικνύουν μία εντυπωσιακή αντίθεση ανάμεσα στους ανδρικούς και τους γυναικείους χαρακτήρες. Το έργο Οι χωρικο( πηγα( νουν στην αγορά: νωρίς το πρω( απεικονίζει άνδρες που φαίνονται πειστικά ρακένδυτοι και κουρασμένοι (όπως οι πραγματικοί χωρικοί νωρίς το πρωί), ενώ οι γυναίκες φαίνονται
ανεξήγητα αρχοντικές και καλοντυμένες. Ο
Gainsborough έχει καταληφθεί από τις αντι
φάσεις της επαρχιακής ζωής με τις οποίες ζούμε ακόμη: η ύπαιθρος παρουσιάζεται ως ένα σκηνικό ξέγνοιαστης ξεκούρασης ενώ πρέπει, επίσης, να παράγει τα αγροτικά πρΟι6ντα.
32
;
ι
ΜΕΡΟΣ 1-ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ
Στη γνωστότερη ίσως απεικόνιση της αγγλικής υπαίθρου -το πορτρέτο του κυρίου και
της κυρίας ΆvtQLOV στην Εθνική Πινακοθήκη - ο
Gainsborough συνδυάζει τρεις πολύ δu:x
φορετικές παραλλαγές της φύσης. Στο φόvto υπάρχει ανέπαφο άγριο τοπίο' στα αριστερά του ζευγαρισύ απεικονίζεται η γραφική περιοχή, εξωρα'ίσμένη για να ευχαριστεί το βλέμ
μα' και στα δεξιά της εικόνας υπάρχει ένα χωράφι με άφθονο καλαμπόκι, ζωγραφισμένο με λεπroμέρειες για να δείξει ότι ο κύριος AvtQLoυ ήταν ένας εκσυγχρονισμένος αγρότης και ότι, σπέρνοvtας το καλαμπόκι του σε αυλακώσεις, είχε άφθονη συγκομιδή. Οι εκφρά σεις στα πρόσωπα του κυρίου και της κυρίας
AvtQLOV
(ένα βλέμμα «ΈVΤ;oνης ιδιοκτησίας»)
μας θυμι'ζουν μία άλλη αλλαγή που μεταoχημάτιJ;;ε το τοπίο της Βρετανίας: τις περιφράξεις
(enclosures). Μία αίσθηση γραφικότητας κυριάρχησε στην αvtίληψη των ιδιοκτητών για την περιου σία τους. Αντί να τεθεί η φύση στην υπηρεσία ενός σπουδαίου σχεδίου (όπως στις Βερσαλ λίες), η ανθρώπινη κυρu:xρχία σε αυτήν έγινε διακριτικότερη, προσαρμοστικότερη και πιο
εναρμονισμένη. Από τον αυξανόμενο πλούτο που προκλήθηκε από το εμπόριο και τη βιο μηχανία, η φύση θεωρήθηκε καταφύγιο και τόπος διαφυγής από τους καπνούς της πόλης.
Μέσω των τεχνικών μεθόδων της αποξήρανσης και των χωματουργικών εργασιών, είναι τώρα πιθανό να διευθετηθεί ξανά το τοπίο για να ταιριάζει με τις προτιμήσεις του ιδιοκτή τη. Όπως ο
Rayroond Williams περιγράφει, η
αγγλική αρχιτεκτονική τοπίου ήταν μίαπρά
ξη βtας της σκηνογραφίας, αλλά υλοποιημένη με φυσικούς όρους: «ένα αγροτικό τοπίο στε ρημένο από την αγροτική εργασία και τους εργάτες ένα αγροτικό και ειδυλλιακό μέρος
που έχει πολλές αναλογίες με τη νεο-βουκολική ζωγραφική και την ποίηση, από την οποία το γεγονός της παραγωγής έχει εκτοπιστεj),.17
Ένα κλασικό παράδειγμα αυτού του τύπου της κηπουρικής φαίνεται στο Stourhead στο WiJtshire, σχεδιασμένο από τον ιδιοκτήτη του, Henry Hoare Β' , έναν τραπεζίτη, και κατα σκευασμένο υπό την καθοδήγησή του μεταξύ 1740 και 1780. Αυτός ο κήπος δεν φαίνεται από το σπίτι και σχεδιάστηκε περισσότερο ως μέρος για περιπάτους και βόλτες με τα άλογα σε ένα γραφικό και λογοτεχνικό σκηνικό. Ο Hoare είχε μία κοιλάδα περιφραγμένη στα δυτικά του σπιτισύ του, όπου υπήρχε μία υπέροχη σειρά από λ(μνες ανάμεσα σε δασωμένες πλαγιές. Και η σειρά ναών και μυθολογικών στοιχείων υποβάλλουν στον επισκέπτη, που περιφέρεται σε αυτό το προσεκτικά κατασκευασμένο «φυσικό» τοπίο, λογοτεχνικούς συνειρμούς.
Αν η φύση περιφραζόταν για την αισθητική απόλαυσή μας, τότε τι θα συνέβαινε με τους αγρότες; Μία απάvtηση δίνεται στο ποίημα του ρώ
(1769) που περιγράφει την εκκαθάριση
Oliver Goldsmith TQ Εγκαταλειμμένζ) Χω
μίας έκτασης από τους χωρικούς, ώστε να μπο
ρεί να κατασκευαστεί ένας αρχιτεκτονικός κήπος: Ένας μόνο αφέντης αδράχνει ολόκληρη την περιοχή με τη συνέπεu:x ότι
Ο άνθρωπος του πλούτου και της περηφάνιας
33
ΜΕΡΟΣ 1-ΜIΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ
Καταλαμβάνει ένα χώρο που πολλούς φτωχούς εφοδίαζε Χώρο για τις λίμνες του, τα εκτεταμένα όρια του πάρκου του
Χώρο για τα άλογά του, την ακολουθία του και τα λαγωνικά του.
Δύο φύσεις: βιομηχανική και Qομαvτική Στο τέλος του 18ου αιώνα η βιομηχανική επανάσταση απομάκρυνε τους φrωχoύς από την επαρχία και τους προωθούσε στα εργοστάσια και τις πόλεις. Γύρω στο έτος
1840, η
Βρετανία έγινε η πρώτη χώρα όπου ο αστικός πληθυσμός ξεπερνούσε τον αγροτικό. Η σφοδρότητα αυτού του κοινωνικού μετασχηματισμού είχε μία ισχυρή επίδραση στις αξίες που συνδέονταν με τη χώρα και την πόλη. Όλο και περισσότερο, η επαρχία θεω ρούνταν κάτι που είχε χαθεί, κάτι το οποίο είχε μείνει πίσω. Από αυτή την οπτική της κοινωνικής αναστάτωσης, ο
William Wordsworth
εξέφρασε τις ηθικές aξίες που υπάρ
χουν στη φύση. Μία φύση που ήταν aξεχώριστα συνδεδεμένη με την παιδική του ηλικία, που την έζησε στην Κούμπρια, και με μία αίσθηση της εύθραυστης φύσης αυτού του ορά ματος:
Και ένιωσα
Μία παρουσία που με αναστάτωσε με τη χαρά Ανώτερων σκέψεων' μία αίσθηση υπέροχη Κάποιου πράγματος, πολύ πιο βαθιά εντυπωμένη' Του οποίου η κατοικία είναι το φως των ήλιων που δύουν, Και ο γ\ιρω ωκεανός και ο ζωντανός αέρας Και ο γαλάζιος ουρανός Υ.αι στο μυαλό του ανθρώπου: Μία κίνηση και ένα πνεύμα, που παρακινεί Όλα τα σκεπτόμενα πράγματα, όλα τα αντικείμενα της κάθε σκέψης, Και περιστρέφεται γ\ιρω από όλα τα πράγματα. Επομένως, είμαι ακόμα
Ένας εραστής των λιβαδιών και των δασών Και των βουνών' και όλων αυτών που βλέπουμε
Από αυτή την πράσινη γη' όλου του πανίσχυρου κόσμου Της όρασης και της ακοής
-
και αυτού που τα δυο δημιούργησαν,
Και αυτό που αντιλαμβάνομαι' ευχαριστημένος που αναγνωρίζω Στη φύση και με τη γλώσσα της αίσθησης Την άγκυρα των αγνότερων σκέψεών μου, την τροφό,
Την οδηγό, τον φρουρό της καρδιάς και της ψυχής μου
Ολόκληρης της ηθικής μου ύπαρξης." Η φύση έγινε κάτι με το οποίο επικοινωνούμε, το οποίο λαχταρούμε. Διαχωρίζεται εγtελώς από την ανθρώπινη κοινωνία και την καθημερινή ζωή. Αξίζει να κο\τοσταθούμε
για να συζητήσουμε τι ήταν αυτό που αποξένωσε και περιέπλεξε τη φύση, καθιστώντας τη
34
ι
ΜΕΡΟΣ 1-ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ φγΣΗΣ
φευγαλέα και υπερβατική δύναμη. Μία σύντομη απάντηση θα ήταν η εκβιομηχάνιση και η αστική ζωή. Καθώς το κέντρο βάρους της κοινωνίας μετατοπίστηκε προς τις αχανείς και γρήγορα
αναπroσσόμενες πόλεις του 190υ αιώνα, η επαρχία και η φύση θεωρήθηκαν τ6ποι διαφύ λαξης ενός χαμένου τρόπου ζωής και αξιών που κινΜνευαν να εξαφανιστούν. Η αγροτική κοινότητα θεωρούνταν 6τι έχει οργανικ6 χαρακτήρα και διακατέχεται από οτασιμότητα'
σε αντίθεση με την αστική ζωή που χαρακτηρίζεται από ανωνυμία και αίσθηση συνεχούς
αλλαγής. Προφανώς διατηρείται η ιδέα 6τι η εγγύτητα με τη φύση -η μυρωδιά της νοτερής γης, ο κύκλος της ανάπτυξης και της παρακμής που τον συνδέουμε με τις εποχές -
είναι,
κατά κά..-cοιο τρόπο, ένας περισσ6τερο «φυσικός» τρόπος ζωής. Και όμως, ο βιομηχανοποι ημένος κόσμος απλώς βασίζεται σε ένα άλλο μοντέλο της φύσης που μας επιτρέπει να ανα λύσουμε τα διαθέσιμα της γης και να τα επανασχηματίσουμε. Ο Francis Bacon έκανε αυτή τη διαπίστωση το
1623, όταν περιέγραφε τις τρεις μορφές της φύσης:
Είναι είτε ελεύθερη και ακολουθεί την κανονική πορεία ανάπτυξης της 6πως στον ουραν6, στη δημιουργία των ζώων και την παραγωγή των λαχανικών και στο γενικ6 τρόπο που λει τουργεί το σύμ:rιαν' είτε ξεφεύγει απ6 την κανονική πορεία της με την ιδιοτροπία, τη θρασύτη τα και την πρ6ωρη ανάπτυξη της ύλης, 6πως στην περίmωση των τεράτων- είτε, τέλος, τίθεται σε περιορισμό, διαμορφώνεται Υ.αι φτιάχνεται, σαν να είναι καινο6ρια, απ6 την τέχνη και το
χέρι του ανθρώπου, 6π:ως συμβαίνει με τα τεχνητά πρι1γματα." Σήμερα, η κοινή ιδέα που έχουμε για τη φύση είναι 6τι αποτελεί διαφυγή από τον κόσμο που φτιάχτηκε απ6 τον «άνθρωπο»: μία Εδέμ που ποθούμε να ξαναβρούμε το Σαββατοκό ριακο ή στις διακοπές. Είναι συνηθισμένη εμπειρία να περπατάμε σε ένα όμορφο, πυκνο φυτεμένο τοπίο, να παρατηρούμε μία σειρά πυλώνων του ηλεκτρικού και να σκεφτόμαστε
πως η ανθρώπινη βιομηχανία «κατέστρεψε» τη φύση για άλλη μία φορά. Πρέπει να θυμό μαστε 6τι οι πυλώνες του ηλεκτρικού, το ίδιο το ηλεκτρικό ρεύμα ως μία ελεγχόμενη ροή
ηλεκτρονίων, βασίζονται σε μία ανάλυση και επαναδιευθέτηση της φύσης. ΤΟ εγκυρ6τερο επιστημονικό περιοδικό σήμερα στη Βρετανία έχει τον τίτλο Φύση, αφού η φύση παραμένει η αφετηρία κάθε επιστημονικής και τεχνολογικής δραστηριότητας. Κατά μία έννοια, η επιστημονική εκδοχή της φύσης επέφερε τη ρομαντική εκδοχή: να παρέχει αυτό που έλειπε. Από τη στιγμή που η επιστήμη εκτόπισε τις αισθήσεις και τα συ ναισθήματα από τη φύση, τα αγνόησε ως υποκειμενικά, οι Ρομαντικοί εξέφρασαν την απο ξένωσή τους περιγράφοντας τη φύση κατά τρ6πο που ξεχείλιζε από συναισθήματα και ηθι
κούς προβληματισμούς. Προσπάθησαν να αντικαταστήσουν την ακρίβεια της επιστήμης με μία αίσθηση μυστηρίου και απεραντοσύνης. (Η ρομαντική στάση προς την επιστήμη εκφράστηκε σε ένα δείπνο τον Δεκέμβριο του
1817, 6ταν ο Keats έκανε την εξής πρόποση, «Να ξεθωριάσει η μνήμη του Νεύτωνα!» Και όταν ο Wordsworth επέμενε να δώσει μία εξήγηση, πριν πιει, ο Keats απάντησε: «Επειδή κατέστρεψε την ομορφιά του ουράνιου τ6ξου, υποβιβάζοντάς το σε ένα πρίσμα»).'"
35
ΜΕΡΟΣ 1-ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ
Καθώς οι ποιητές του 190υ αιώνα απέστρεψαν το βλέμμα από τη ρυπαρότητα και την αποξένωση της βιομηχανικής πόλης και στράφηκαν με ελπίδα στην «αμόλυντη» φύση, αξί ζει να θυμηθούμε ότι στρέφονταν απλώς από τη μία περιγραφή της φύσης στην άλλη.
Η επιβίωση του ικανότερου Ένα από τα εvruπωσιακότερα παραδείγματα των μεταβαλλόμενων περιγραφών της φύ σης που εκφράζει τις αλλαγές στην κοινωνία εντoπCζεται στην Αγγλία του 19ου αιώνα. Με τά τις ανακαλύψεις του Nε'6tωνα, ο χαρακτήρας της φύσης μοιάζει (για να χρησιμοποιήσου με την εικόνα του
Raymond Williams)
με ένα δικηγόρο συνταγματικού δικαίου που ερμη
νεύει, ταξινομεί παραδείγματα και προβλέπει με βάση τα προηγούμενα. «Αυτό που φαινό ταν, ήταν ένα καθορισμένο κράτος ή καθορισμένοι νόμοι ή καθορισμένοι νόμοι της κίνη
σης. Οι νόμοι της φύσης ήταν πράγματι συνταγματικοί, αλλά σε αντίθεση με τα πραγματικά συντάγματα δεν είχαν καμία πραγματική ιστορία. Αυτό που άλλαξε αυτή την έμφαση ήταν βέβαια η μαρτυρία και η ιδέα της εξέλιξης: οι φυσικές μορφές δεν είχαν μόνο ένα σύνταγμα αλλά και μία ιστορία». 21 Στην αρχή του 19ου αιώνα, ο ρόλος της φύσης άλλαξε προς την κα
τεύθυνση της επιλεκτικής ανατροφής, βελτιώνοντας τα είδη μέσα αποτη φυσική επιλογή. Ίσως η σημαντικότερη μορφή σε αυτή τη διαδικασία ήταν ο
Thomas Malthus που
στο
έργο του Δοκίμιο για τον Πληθυσμό (1798) υποστήριξε ότι ο πληθυσμός αυξανόταν με ταχύ
τατους ρυθμούς και ότι τα αποθέματα διατροφής ούντομα θα εξαντλούνταν.Ζ! Οι κύκλοι της φύσης που προμήθευαν με άφθονα αγαθά θα εξαντλούνταν από την ανεξέλεγκτη ανάπτυ
ξη. Επομένως τέτοιες καταστροφές, όπως η πανώλη και ο λιμός, δεν ήταν παρεκτροπές αλ λά ένα σημαντικό τμήμα του σχεδίου της φύσης. Δεν υπάρχουν αρκετές θέσεις στο τραπέζι της φύσης για να φάνε όλοι, έλεγε ο
Ma1thus. Ο λιμός παρείχε τα κλαδευτήρια που αραίω
ναν τον κήπο της φύσης. Οι κατεστραμμένες σοδειές ήταν παραδείγματα του κόκκινου μο
λυβιού της φύσης που έλεγχε το βιβλίο της ζωής. Το τραπέζι του δείπνου, τα κλαδευτήρια, το λογιστικό βιβλίο: όλες αυτές οι εικόνες μίας συνετής, εμπορικής κοινωνίας χρησιμοποι ούνταν για να νομιμοποιήσουν μία βαθιά αδιαφορία για τις «φυσικές» καταστροφές. Οι φυσιοδίφες είχαν αρχίσει να αναλύουν και να ταξινομούν το βασίλειο των ζώων' σύντομα αυτό το πνεύμα της ανεπηρέαστης παρατήρησης επέφερε μία ανάλογη ματιά στην ανθρώ πινη κοινωνία.
Η εξήγηση που έδωσε ο Δαρβίνος για την εξέλιξη στο έργο του ΠερΙ της Προέλευσης των Ειδών (1859) ήταν αξιοσημεΙωτη για τις έριδες που προκάλεσε σχετικά με το αν η αν θρωπότητα ήταν μέρος της φύσης όπως επίσης και για το σκληρότερο χαρακτήρα που απα
δόθηκε στη φύση ως συνέπεια του Δαρβινισμού." Όταν ο Επίσκοπος Wilberforce, ένας μα θηματικός και φιλόδοξος ανώτερος κληρικός συζήτησε με τον Thomas Huxley, έναν από τους πρώτους επιστήμονες που υποστήριξαν δημόσια τις θεωρίες του Δαρβίνου, ο
Wilberforce ρώτησε τον Huxley:
«από τη μεριά του παππού σου ή της γιαγιάς σου ισχυρίζε
σαι ότι κρατάει η καταγωγή σου από τον πίθηκο;» Οι δραστηριότητες των Βιβλικών Πρστε
σταντών στην Αμερική πσυ,.τη δεκαετία του
1970 προσπάθησαν να αντικαταστήσουν τη θε-
36
ι
ΜΕΡΟΣ 1-ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ
ωρία της εξέλιξης με τη Γένεση της Αγίας Γραφής, μπορεί να μας θυμ(ζουν ότι το ερώτημα παραμένει ακόμα αναπάντητο. Αλλά μολονότι η θεωρία της εξέλιξης έγινε μέρος της επιστημονικής ορθοδοξίας, ίσως το έργο του Δαρβίνου είχε μία ακόμα πιο έντονη (αν ήταν ακούσια) επίδραση στις ιδέες της ανθρώπινης κοινωνίας. Πενήντα χρόνια μετά τον Wordsworth που αποκάλεσε τη φύση «φρουρό της καρδιάς και της ψυχής μου», ένας άλλος δαφνοστεφής ποιητής, ο
Tennyson, περιέγραφε τη φύση
A1fred Lord
ως «κόκκινη στα δόντια και τα νύχια» και επικαλέστηκε
έναν κόσμο α;tεριόριστης αγριότητας και ανταγωνισμού:
Ένα τέρας λοιπόν, ένα όνειρο, Μία έριδα. Δράκοντες στην ακμή τους
Που αλληλοσπαράσσονται στο βούρκο." Αυτός ο κόσμος, βέβαια, έχει εντυπωσιακές ομοιότητες με τη Βρετανία στο μέσον του
19ου αιώνα: τότε συντελέστηκε το αποκορύφωμα της εκβιομηχάνισης, η εργατική τάξη είχε συρθεί στις πόλεις με τα εργοστάσια και διαδραματιζόταν μία αδίστακτη εκμετάλλευση των εργατών και των φυσικών διαθεσίμων, όπως το κατέγραψε ο Ένγκελς και ο Κάρολος
Ντίκενς. Σε διεθνή κλίμακα, η Βρετανία και οι άλλες παγκόσμιες δυνάμεις κατείχαν και εκμεταλλεύονταν τις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες και τους πολιτισμούς τους. Ξαφνικά, η
φαντασία και το επιχείρημα του Δαρβίνου παρείχε την τέλεια ορθολογική στήριξη αυτής
της διαδικασίας. «Η επιβίωση του ικανότερου» είχε αρχικά διατυπωθεί ως <<Ο καλύτερος προσαρμόζεται στο περιβάλλov». Εκτός από μία σειρά τυχαίων μεταλλάξεων, αυτά τα πλά σματα που κατέλαβαν επιτυχώς μία φωλιά επέζησαν, ενώ τα άλλα πέθαναν. Σύντομα «ικα· νότερος» έφτασε να σημαίνει τον ΙOΧUρότερo και τον πιο αδίσι:ακτο. Καλλιτέχνες αλλά και ποιητές αναθεώρησαν δραματικά το χαρακτήρα της φύσης, μετα κινούμενοι από το ποιμενικό στο βίαιο στοιχείο. Ο πιο φημισμένος Άγγλος ζωγράφος της
φύσης των μέσων του 19ου αιώνα, ο Sir Edwin Landseer, ζωγράφισε τοπία φυσικής σφαγής. Το έργο του Το κυΚVOΤΡOφείo καταλαμβάνεται απ6 αετoVς απεικον(ζει μία ομάδα χιονό
λευκων κύκνων που κομματιάζονται από θαλασσαετούς. Ο πίνακας Ο άνθρωπος πρoτεEιιε~ ο Θε6ς ρυθμιJ;,ει αναπαριστάνει δύο κτηνώδεις πολικές αρκούδες που μασουλούν τα κόκα
λα κάποιων δύσμοιρων εξερευνητών του πόλου. Και μία πρώιμη δουλειά του Landseer, Το πόδι της γάτας, απεικον(ζει μία δαιμόνια πράξη ζωώδους σαδισμού: ένας πίθηκος αρπάζει το πόδι μίας γάτας και το σύρει σε μία αναμμένη εστία. Πολλοί σύγχρονοί του ενοχλήθηκαν από την ικανότητα του Landseer να αναπαριστάνει την αγριότητα των ζώων και είναι δύ σκολο να δούμε το σύνολο του έργου του, χωρίς να αισθανθούμε ότι αυτές οι εικόνες της ζωώδους βίας είναι πραγματικές αναφορές στην κοινωνία. Ο τρόπος με τον οποίο το επιχείρημα του Δαρβίνου επηρέασε τις περιγραφές της κοι
νωνίας (αναφέρεται ως Κοινωνικός Δαρβινισμός)'" είναι φανερός στα καθημερινά σχήμα τα λόγου, όπως ο αθέμιτος ανταγωνισμός για την απόκτηση πλούτου, η επικράτηση των δυ νατών, ο νόμος της ζούγκλας. Μόλις η θεωρία του Δαρβίνου έγινε δημοφιλής, οι ιστορικοΙ
37
-1 . ;
Ι
ΜΕΡΟΣ 1-ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ
και οι κοινωνικοί επιστήμονες είδαν την ιστ:ορία από μία άλλη οπτική. Ο Καρλ Μαρξ, στο
Ι !
έργο του Το Κεφάλαιο, παραδέχτηκε ότι η θεωρία του Δαρβίνου για τη φυσική επιλογή
μπορούσε να χρησιμεύσει «ως βάση στις φυσικές επιστήμες για την πάλη των τάξεων στην ιστορία». Ο Μαρξ έγραψε στον Δαρβίνο, αφιερώνοντας το Κεφάλαιο στον μεγάλο επιστή μονα. Αλλ.ά ο συνεργάτης του, Φρίντριχ Ένγκελς, προειδοποίησε ότι: «Το ευδιάκριτο χα ρακτηΡΙΟΤΙΥ.6 της ανθρώπινης κοινωνίας είναι η παραγωγή και, όταν τα μέσα παραγωγής
παράγονται κοινωνικά, οι κατηγορίες που προέρχονται από το ζωΙκό βασίλειο είναι ανε φάρμοστες». Ανάλογα, ο αναρχικός Κροπότκιν τόνισε ότι το επιχείρημα του Δαρβίνου
αφορούσε στον ανταγωνισμό μεταξύ των ειδών ενώ ο κοινωνικός δαρβινισμός επιζητεί να δικαιολογήσει τον ανταγωνισμό μέσα στο ίδιοτο είδος: ανάμεσα στα μέλη του ανθρώπι νου γένους.
Και, όμως, υπήρξαν πολλές αναλογίες ανάμεσα στη θεωρία του Δαρβίνου και στην κοι νωνία, επειδή η ιδέα μοιάζει τόσο ταιριαστή με τον ανταγωνισμό στην εξεύρεση εργασίας, ανάμεσα στις ετοιρείες για ένα μερίδιο στην αγορά, ανάμεσα στα έθνη για επικράτεια και
δύναμη. Κοντολογίς, τα εμφανή χαρακτηριστικά του καπιταλισμού είναι η προχωρημένη εκβιομηχάνιση και οι πολιτικά αντίπαλες δυνάμεις. Ο Τζον Ντ. Ροκφέλερ υποστήριζε ότι δεν μπορείς να καλλιεργήσεις ένα τέλειο δείγμα ρόδου Αμερικανικού Κάλλους, αν δεν του αφαιρέσεις πρώτα τα μικρότερα άνθη' κατά τον ίδιο τρόπο, μία εταιρεία δεν μπορεί να επι
τύχει την ωριμότητα, αν δεν εξαλείψει τους σοβαρούς ανταγωνιστ:ές της
-
με άλλα λόγια,
καθιερώνοντας ένα μονοπώλιο. Ο γερμανός στρατηγός νοη
Moltke (που παρείχε τη
στραιιωτική δύναμη για την ενοποί
ηση της Γερμανίας υπό τον BCΣμαρκ) είδε τον πόλεμο ως το ανώτερο παράδειγμα της δαρ βίνειας πάλης για επιβίωση, καθώς οι στρατοί των ανταγωνιζόμενων εθνών συγκρούονταν
και μόνο ο ικανότερος επιβίωνε. Σε ένα γενικότερο επίπεδο, μπορούσε ακόμα να υποστη ριχτεί ότι τα ευρωπαϊκά κράτη είχαν ηθικό καθήκον να συναγωνιστούν με τα «κατώτερα»
γένη, για να αυξήσουν την ποιότητα των ειδών τους.
Διοικώντας μία αυΤΟΚQαΤΟQία Στο τέλος του 190υ αιώνα, η Ευρώπη εξουσίαζε την Αφρική και τεράστιες εκτάσεις της Ασίας. Η αντίληψη για τη φύση άλλαξε από την κατάσταση του ολοκληρωτΙΥ.ού πολέμου που χαρακτήριζε τη «δαρβίνεια» άποψη προς την ανάγκη για ικανοποιητική διαχείριση. Έχοντας κατακτήσει ξένα εδάφη, έπρεπε να συγκρστήσουν στη συνέχεια μία ικανή κυβέρ
νηση. Αν εξαλείψεις τους βιομήχανους ανταγωνιστ:ές σου, μένει στη συνέχεια να σταθερο ποιήσεις την αγορά σου. Αν συγκεντρώσεις όλατα ζώα και τα φυτά, είναι απαραίτητο να τα
καταχωρίσεις σε κατάλογο. Συστηματοποιήθηκαν οι μεγαλύτερες μουσειακές συλλογές για να ταξινομηθούν τα εί
δη που σφαγιάστηκαν σε όλο τον κόσμο. Στη Βρετανία, ο Λόρδος Rothscbild έστειλε απο στολές σε απομακρυσμένες γωνιές του κόσμου για να συλλέξουν πεταλούδες και η Συλλο
γή
Rothscbild περιλαμβάνει 2,5 εκατομμύρια ομάδες από πεταλούδες και λεπιδόπτερα,
38
ι
ΜΕΡΟΣ 1-ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ
που τιτλοφορήθηκαν και σrήθηκαν με σχολαστικότητα,
300.000 πουλιά, 144 γιγαντιαίες χε
λώνες και 200.000 αβγά πουλιών." Μερικοί φυσιοδίφες πιστευουν ότι αυτό το πνεύμα της άπληστης συλλογής και της καταχώρισης είναι μία μεταφορά της προτεσταντικής ηθικής στο ζωΙκό βασίλειο, αφού οι μεγαλύτερες ευρωπαίκές συλλoγ~ς βρέθηκαν στη Βρετανία, τη Γερμανία και τη Σουηδία' στις καθολικές χώρες αυτή η τάση γlλJ. τις μνημειώδεις συλλο γές με φυσικά αντικείμενα μόλις που εκδηλώθηκε.
Οι Βασιλικοί Βοτανικοί Κήποι στο Kew στεγάζουν μία ανάλογη συλλογή φυτών που με ταφέρθηκαναπό όλο τον κόσμο. Η έρευνα και η επιλεκτική καλλιέργεlλJ. των φυτών ε'λαβε
χώρα στο Kew' σημαντικοί σπόροι έγιναν «αποδοτικότεροι» και στη συνέχεια μεταφυτεύ τηκαν σε άλλες τοποθεσίες στη Βρετανική Αυτοκρατορία. Ιδιαίτερα, το φυτό καουτσούκ «aπήχθη» με επιτυχία από την πατρίδα του, τον Αμαζόνιο, βελτιώθηκε και στη συνέχεια με
ταφυτεύτηκε στη Μάλογα, όπου έγινε η βάση μίας πολύ κερδοφόρας βιομηχανίας?' Ακόμη και στα δημοτικά πάρκα και τους κήπους, έγινε συνηθισμένο να υπάρχουν πά πιες και δέντρα εισαγόμενα από άλλες ηπείρους. Ο κήπος του Henry Hoare στο
Stourhead
εμπλουτίστηκε με την εισαγωγή εξωτικών ροδόδεντρων από τη βόρεια Αμερική και τα Ιμα λάια' ~σι σήμερα ο κήπος έχει πολύ διαφορετικό χαρακτήρα από τον αρχικό. Η φύση ως σφαιρικός πόρος
(global resource) συγκεντρώθηκε και καλλιεργήθηκε αποτελεσματικά.
Ταυτόχρονα, η διαμάχη ανάμεσα στην πόλη και την επαρχία μαλάκωνε στην ιδέα ότι αυτές οι δύο επικράτειες μπορούσαν να εναρμονιστουν. Ένα βασικό έργο ήταν το βιβλίο του
Ebenezer Howard ΤοΑύριο: ένας ειρηνικ6ς δρ6μος για μ{α πραγματική μεταρρύθμιση (Τοmοποw: Α Peaceful Path ΙΟ Real Reform) (1898) που αποτέλεσε το σχέδιο για το κίνη μα των κηπουπόλεων. Το διάγραμμα του Howard για μία «πόλη χωρίς ετοιμόρροπες κατοι
κίες και χωρίς καπνούς» ήταν μία σειρά ομόκεντρων κύκλων με έξι λεωφόρους που εκτεί νονταν από το κέντρο, όπου βρίσκονταν οι μεγαλύτερες δημοτικές υπηρεσίες. Υπήρχαν
βιομηχανικές, εμπορικές και οικιστικές περιοχές σε διαφορετικά μέρη της πόλης που δια κόπτονταν από ,<πράσινες ζώνες». Ο τελευταίος κύκλος ήταν μία γεωργική ζώνη που προ μήθευε την πόλη με τρόφιμα και, επίσης, κάθε σπίτι είχε έναν μεγάλο κήπο όπου παράγο
νταν λαχανικά για την οικογένεια. Με αυτό το σχήμα, ο
Howard πίστευε ότι οι αλλοτριωτι
κές επιδράσεις του βιομηχανοποιημένου καπιταλισμού μπορούσαν να μετασχηματιστούν;
αντί να διαιρείται η πόλη εξαιτίας του ανταγωνισμού θα άνθιζε χάρη στο πνεύμα της συ νεργαmας. Οι αντιθέσεις της πόλης και της επαρχίας θα παραγκωνίζονταν από «μία τρίτη εναλλακτική, στην οποία όλα τα πλεονεκτήματα της πιο ενεργητικης αστικης ζωής από τη μία, και η ομορφιά και οι χαρές της επαρχίας από την άλλη, θα εξασφα'λιφνταντέλεια συν
δυασμένα»
.
Οι πρώτες κηπουπόλεις χτίστηκαν στο Letchworth, το Hampstead και το WeIwyn' αυτές αποτελούσαν την αφετηρία για έναν ιδιαίτερο βρετανικό τύπο ουτοπικού σχεδιασμού. Μία άλλη γενιά νέων πόλεων χτίατηκαν μετά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο και τη δεκαετία του
1960, το Milton Keynes ξεκίνησε ως η μεγαλύτερη (και \σως τελευταία) πόλη που βασίατη κε σε αυτό το σχέδιο. Ως ένα βαθμό το όραμα του μετασχηματισμού της κοινωνίας περιορί
στηκε σε μία σειρά σχεδίων για τις πόλεις η στέγαση και οι νόμοι πολεοδομικού σχεδια-
39
ΜΕΡΟΣ 1-ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ
σμού του 200ύ αιώνα συμπεριέλαβαν πολλές από τις ιδέες του
Ebenezer Howard και το
σχέδιο της συμφιλίωσης της επαρχίας με την πόλη μετεξελίχθηκε σε ένα γραφειοκρατικό σύστημα."
Οι ΠQωΤfl@χικές ιδιότητες παίQν01Jν το ποοβάδωμα Ο αστρονόμος της Αναγέννησης
Rhiiticus διατύπωσε την άποψη
ότι, αν μπορείς να με
τρήσεις κάτι, τότε μπορείς να το ελέγξεις. Αυτή ήταν μία ενδιαφέρουσα μεταφυσική ιδέα. Ο Γάλλος μαθηματικός Λαπλάς προχώρησε ένα βήμα ακόμα, όταν πρόβαλε την εξής θέση: «Αν η εξυπνάδα ενός υπερανθρώπου αποκτιόταν με τη θέση και την κίνηση κάθε ατόμου
στο σύμπαν, τότε αυτή η εξυπνάδα μπορεί να προβλέψει ολόκληρο το μέλλον του σύμπα ντος». Πιστευόταν ότι αυτή η μαθηματική υπόθεση δεν θα αμφισβητούνταν ποτέ. Αλλά με την ανάπr:uξη της τεχνολογίας των υπολογιστών, τους όλο και πιο πολύπλοκους τρόπους συλλογής πληροφοριών, την κωδικοποίησή τους, την επεξεργασία τους και τη διάδοσή
τους, μπορεί να δει κανείς στην παρατήρηση του Λαπλάς κάτι περισσότερο από μία αφη ρημένη σκέψη. Όσο περισσότερο ο κόσμος αναλύεται και ποσοτικοποιείται, τόσο συνθετό
τερη γίνεται η συλλογή πληροφοριών και τα συστήματα ελέγχου. (Σε μερικές χώρες, έχουν θεσπιστεί νόμοι που δίνουν στους πολίτες το δικαίωμα της πρόσβασης στην πληροφόρηση που συγκεντρώνεται για αυτούς αυτή είναι η δημοκρατία που αγωνιζεται να επιβιώσει στην ηλεκτρονική εποχή που ζούμε).
Τι σχέση έχουν όλα αυτά με τη φύση; Μπορεί να υπoστηριχreί ότι ο κόσμος χαρακτηρ," ζεται ωτό μία έκρηξη πληροφοριών και τα συστήματα επεξεργασίας τους είναι το ζενίθ του σχεδίου που ξεκίνησε με την επιστημονική επανάσταση: η αποκωδικοποίηση του βιβλίου της φύσης ως μαθηματική πληροφόρηση. Η ουσία της τεχνολογίας των υπολογιστών είναι
ότι η πληροφορία μπορεί να αποκτήσει νόημα μόνο όταν κωδικοποιηθεί με ψηφιακή μορ φή. Κάθε πληροφορία που δεν μπορεί να κωδικοποιηθεί μαθηματικά δεν υπολογιζεταl.. Οι ρομαντικοί ωτέρριψαν την αντι'ληψη του κόσμου, όπως αυτή προέκυψε (L,-τό τις ανακαλ\) ψεις του Νεύτωνα, γιατί πίστευαν ότι τα σημαντικότερα πράγματα εκτοπίστηκαν
-
τα αι
σθήματα και οι ηθικές αξίες. Σήμερα, η νευτώνεια αντίληψη του κόσμου ελέγχει τον πλανήτη και αυτή η έκρηξη των
πληροφοριακών συστημάτων ισοδυναμεί με μία νέα βιομηχανική επανάσταση. Η πρώτη ανέλυσε τη φύση για να τη μιμηθεί μηχανικά και βελτίωσε την ωτατελεσματικότητά της. Οι
ατμομηχανές ήταν πολύ ισχυρότερες και αποδοτικότερες από τους νερόμυλους ή τους ανε μόμυλους, που ήταν οι παλαιοί τρόποι άντλησης δύναμης ωτό τις πηγές ενέργειας. Η νέα βιομηχανική επανάσταση είναι ηλεκτρονική περισσότερο παρά μηχανική και ασχολείται με την κωδικοποίηση της πληροφόρησης και τη μίμηση στοιχείων του ανθρώπινου νευρικού συστήματος. Μηχανές που μπορούν να μετρήσουν. Μηχανές που μπορούν να υπολογίσουν.
Μηχανές που μπορούν να διαβάσουν και να γράψουν, να μιλήσουν και να ακούσουν, να δουν και να αναλ\)σουν αυτό που βλέπουν, να αναγνωρίσουν φωνές και πρόσωπα. Όσο συνθετότερη είναι η μίμηση του ανθρώπινου εγκεφάλου και όσο περισσότερο συνδέεται με
40
ι
ΜΕΡΟΣ 1-ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ
τα μηχανικά συστήματα που λειτουργούν με αυτές τις πληροφορίες, τόσο περισσότερο πλη
σιάζουμε σε έναν κόσμο που λειτουργεί ως εικονική πραγματικότητα. (Πολλά επιστημονι
κά βιβλία φαντασίας και ταινίες εκμεταλλεύτηκαν αυτή την ιδέα όπου ο ήρωας κατά κά ποιο τρόπο εισχωρεί cπην εικονική πραγματικότητα του υπολογιστή και έπειτα πρέπει να βρει τον τρόπο να επιστρέψει στον πραγματικό κόσμο).
Τα παιδιά μεγαλώνουν σήμερα έχοντας ως δεδομένο τον προγραμματισμό και τη χρήση των υπολογιστών. Παίζουν ηλεκτρονικά παιχνίδια που μιμούνται μάχες με εισβολείς του διαστήματος. Είναι εξοικειωμένα με την καταγραφή της οπτικοακουστικής πληροφόρησης σε βίντεο και ψηφιακά συστήματα. Και μεγαλώνουν με τηλεοράσεις, έχοντας πρόσβαση σε όγκους πληροφοριών
-
αναφορές για τον καιρό, τους ρυθμούς συναλλαγών, έκτακτες ει
δήσεις - που ενημερώνονται κάθε λεπτό. Για τα παιδιά που μεγαλώνουν σε τεχνολογικά αναπruγμένες χώρες, αυτό το ηλεκτρονικό σύμπαν είναι ήδη μία δεύτερη φύση.
Οι τρόποι με τους οποίους αυτά τα συστήματα ισοδυναμούν με μορφές πολιτικού ελέγ χου είναι ούνθετοι και εντελώς ανεπαίσθητοι. Όταν ο
Rhaticus πρότεινε ότι η μέτρηση εί
ναι μία μορφή ελέγχου, δεν εννοούσε αναγκαστικά έναν ευθύ καταναγκασμό. Ο πρωιμότε
ρος Έλληνας επιστήμονας, ο Θαλής ο Μιλήσιος, προκάλεσε αίσθηση το 585 π.χ. όταν οι αστρονομικές μετρήσεις του τον βοήθησαν να προβλέψει μία έκλειψη ηλίου. Οι μαθηματι
κές του γνώσεις ήταν μία πρωτόγονη μορφή δύναμης. Η ίδια η γνώση αποτελεί εξουσία. Πιο πρακτικά τώρα, μπορεί κανείς να διαπιστώσει πώς αυτή η ηλεκτρονική επονάσταση εξαλείφει πάμπολλες εργασίες. Οι κειμενογράφοι θα αντικαταστήσουν τους γραμματείς
και τους υπαλλήλους. Και είναι πια γνωστό ότι σε οποιονδήποτε κεντρικό δρόμο μπορεί κανείς να πληκτρολογεί μερικά ψηφία σε ένα ηλεκτρονικό μηχάνημα ανάληψης μετρητών
και να παίρνει χαρτονομίσματα. Όταν οι υπολογιστές συνδέονται με μηχανικά συστήμcrαι, προκύπτει η ρομποτική, που θα αντικαθιστά τους εργάτες με μηχανές. Οι δουλειές που απομένουν παρακολουθούνται και υπόκεινται σε στενή επιτήρηση. Τα συστήματα που πα ρακολουθούν τις κινήσεις, καταγράφουν και αναλύουν τις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις, τα τηλεμηνύματα και τα ραδιοφωνικά σήματα βρίακονται στο προσκήνιο αυτής της ηλεκτρονι κής επανάστασης.
Μία ηλεκτρονική απομίμηση του κόσμου μπορεί να φαίνεται ότι είναι αντίθετη με τη φύ ση
-
αλλά έχει κοινή αφετηρία με το Γαλιλαίο και το Νεύτωνα που επανερμήνευσαν τη
φύση ως ένα μαθηματικό oύCΠΗμα. Η σημερινή εποχή μπορεί να χαρακτηριστεί ωςη κυβερ νητική εποχή της φύσης
-
η φύση ως πληροφορία. Αυτό είναι το ύψιστο δόγμα των πρω
ταρχικών ιδιοτήτων. Και μένει να βρούμε κάποια παρηγοριά στον κόσμο των δευτερευου σών ιδιστήτων
-
οσμή, ήχος, αισθήσεις, συναισθήματα - και να ερωτοτροπήσουμε με κά
ποιες από τις προσωπικότητες που η φύση έχει απορρίψει.
Το τέλος; Πολεοδόμος-χωΡΟΤάκτης, αδίστακτο αρπακτικό, επιλεκτικός καλλιεργητής, «φρουρός της ηθικής ύπαρξής μου", συνταγματικός δικηγόρος, εκσυγχρονιστής της γεωργικής παρα-
41
ΜΕΡΟΣ 1-ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ φγΣΗΣ
γωΥής, ουράνιος ωρολογοποιός, «aπειθάρχητη πόρνη», τρυφερή μητέρα: όλοι αυτοί οι χα ρακτηρισμοί αποδόθηκαν οτη φύση τα τελευταία 500 χρόνια. Ποιος επικρατεί σήμερα; Μία σύντομη απάντηση θα ήταν: όλοι επικρατούν. Όταν παρακολουθούμε ένα πρόγραμμα
οτην τηλεόραση για τη φύση, εντυπωσιαζόμαοτε από κοντινά πλάνα που δείχνουν πλάσμα
τα να αλληλοσπαράσσονται. Αν γυρίσουμε το κανάλι σε ένα πρόγραμμα κηπουρικής, θα δούμε μεσήλικες με μου0τ6.κια να μιλούν με τρυφερότητα για ένα νεαρό φυτό που συντη ρούν και αγγίζουν τα φύλλα του τόσο ευγενικά, όπως θα έκαναν με ένα μωρό. Αν επισκε φτούμε το Εθνικό Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, μπορούμε να μελετήσουμε τη φύση βαλσα μωμένη, τοποθετημένη σε βάθρα και προσεκτικά καταχωρημένη σε καταλόγους. Αν περά σουμε τις διακοπές μας οτην Περιοχή των Λιμνών ή στις Άλπεις θα μας κυριέψει το μεγα λείο της φύσης. Αν στις διακοπές μας συμβεί ένας σεισμός, θα θυμηθούμε τις τεράστιες,
καταστρεπτικές δυνάμεις της φύσης. Αν απλά πάμε μία βόλτα σε ένα πάρκο, θα δούμε μία
εκδοχή είτε της μαθηματικής τάξης των Βερσαλλιών είτε του προσεκτικά κατασκευασμέ νου τοπίου στο Stourhead. Και αν σταματήσουμε για να αγοράσουμε ένα σαμπουάν με φυ
σικές ουσίες ή φάρμακα από βότανα, ίσως το κάνουμε για να θυμηθούμε την εποχή που η Γη ήταν ζωντανή. Αυτές οι διαφορετικές εικόνες της φύσης λαμβάνουν χώρα καθημερινά οτη σύγχρονη Βρετανία. Αλλά πίσω αiτό αυτά τα παραδείγματα υπάρχουν σπουδαιότερα ζητήματα που
διακυβεύονται. Ανέφερα πρωτύτερα την εμπειρία μίας βόλτας οτην εξοχή και την ενόχλη ση που μπορεί να αισθανθούμε με τη θέα πυλώνων ηλεκτρικού και είπα ότι αυτό θεωρείται
μία εξήγηση της φύσης που διασταυρώνεται με μία άλλη. Σε ένα δραματικότερο επίπεδο, οτην ειρηνική κατασχήνωση των γυναικών στο
Greenham Common, οι αντιπρόσωποι της
μίας εκδοχής της φύσης αντιμετώπισαν τους αντιπροσώπους της άλλης. Αυτές οι γυναίκες μι"λησαν για το ενδιαφέρον τους σχετικά με το μέλλον της Γης. Μερικές είπαν ότι ως μητέ ρες έχουν μία ιδιαίτερη ευθύνη για τον κόσμο που κληροδοτούν στα παιδιά τους και αντι
δρούν στο σχέδιο αλλοίωσης ενός τμήματος της αγγλικής υπαίθρου για να στεγάσει πυρηνι κσύς πυραύλους. Και το
Greenham
είναι ακριβώς ένα μικρό αλλά ορατό μέρος ενός συστή
ματος που μετατρέπει τα διαθέσιμα της Γης σε όργανα θανάτου. Ωστόσο, αυτά τα όπλα δεν μπορούν να aπoρριφθoύν ως «αφύσικα»: είναι τα εντυπωσιακότερα παραδείγματα της αν
θρώπινης ανάλυσης και του ελέγχου της φύσης. Η ίδια η δομή του ατόμου <<τέθηκε σε πε ριορισμό, διαμορφώθηκε και έγινε νέα από την τέχνη και με το χέρι του ανθρώπου» όπως είπε ο
-
Francis Bacon.
Σε αυτή την ερμηνεία του επιοτημονικού μοντέλου της φύσης υπονοείται μία κριτική της τεχνολογίας που πιστεύω ότι αντανακλά ένα διευρυμένο άγχος για το μέλλον του κόσμου μας. Αυτό το άγχος υπέβοσκε οτη διαμάχη στο νείες της τεχνολογίας από τον
Greenham Common. Διαβάζοντας τις ερμη
190 και τον πρώιμο 20ό,
αυτό που 'εντυπωσιάζει είναι η αι
σιοδοξία που τους διακατέχει σχετικά με την ικανότητα της τεχνολογίας να ικανοποιήσει τις ανθρώπινες ανάγκες. Αυτή η αισιοδοξία υποσκάπτεται από τον τρόπο που η τεχνολογία φαίνεται να εξελίσσεται, δημιουργώντας νέες Υ.αι απρόβλεπτες ανάγκες. Έχει γίνει αυτο σκοπός. Παραδοσιακά, η επιστημονική επανάσταση παρουσι6οτηκε ως ο θρίαμβος της λα-
42
i
Ι
Γ
ΜΕΡΟΣ 1-ΜIΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ
γικής. Η ευκολία με την οποία ανάβουμε ένα φως, ταξιδεύουμε με το αεροπλάνο από τη μία ήπειρο στην άλλη, ο εφοδιασμός τεράστιων πόλεων με πόσιμο νερό
-
όλα αυτά τα οφέλη
της τεχνολογίας έχουν ανεβάσει το επίπεδο της ζωής μας και σήμερα θεωρούνται δεδομέ να, αλλά κάθε χρόνο γνωρίζουμε το τίμημα που πρέπει να πληρώσουμε γι' αυτή τη γνώση. Η οικολογική κρίση και ο φόβος του πυρηνικού αφανισμού είναι σήμερα τα δύο πιο εμφα
νή παραδείγματα αυτού του τιμήματος. Αναπόφευκτα, αυτή η αποξένωση έχει καταστήσει πολλούς από μας ρομαντικούς
-
τουλάχιστον στην ιδιωτική μας ζωή. Θεωρούμε τη φύση ως ένα χώρο φύλαξης των αξιών και η εξοχή μάς βοηθά να απαλλαγούμε από την πίεση της δουλειάς και της καθημερινότη τας. Αλλά μία ματιά στην ιστορία του
Greenham Common δείχνει ότι αυτό
«το παρθένο»
κομμάτι της φύσης εξυπηρέτησε πολλούς διαφορετικούς σκοπούς: χρησίμευσε ως έκταση γης για τη βοσκή βοοειδών και αιγοπροβάτων. Για αιώνες αυτή η περιοχή υποστηρίχτηκε οικονομικά από το εμπόριο μαλλιού και, τα πρώτα χρόνια της βιομηχανικής επανάστασης, οι μηχανές στις κλωστοϋφαντουργίες κινούνταν με το νερό της περιοχής. Οι κακοπληρωμέ νοι αγροτικοί εργάτες εξεγέρθηκαν εδώ το
1830 και καταδιώχθηκαν ανηλεώς από τους
Γρεναδιέρους φρουρούς: ένας κρεμάστηκε και πολλοί εξορίστηκαν. Στη διάρκεια του Β'
Παγκοσμίου πολέμου, η Αεροπορία των Η.Π.Α. κατέστησε το μέρος βάση της. Από το
Greenham, πλήθος αεροπλάνων ξεκίνησαν, για να λάβουν μέρος στην επιδρομή που πραγ ματοποιήθηκε στις 6 Ιουνίου του 1944. Το 1951, παρά την έντονη αντίθεση των κατοίκων, το Υπουργείο Αεροπορίας απέκτησε ένα μεγάλο μέρος του Greenham Common για να το με τατρέψει σε μόνιμη βάση αεροπορίας. Και το 1981 η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι πύραυλοι κρουζ (cruise) θα αναπτύσσονταν στη βάση. Ίσως αυτή η γη και καθετί που συνέβη σε αυτήν είναι ένας απλός τρόπος να δούμε ότι η φύση είναι αυτό που φτιάχνουμε. Δεν υπάρχει καμιά δύναμη εκεί έξω που να ονομάζεται «Φύση», να δικαιολογεί τις πράξεις μας και να μπορεί να έρθει να μας σώσει από αυτό το μολυσμένο και αλλοτριωμένο κόσμο. Η φύση είναι το δικό μας δημιούργημα και μπορεί να
αποδειχτεί ότι είναι και η καταστροφή μας. Αν επιθυμούμε να ζήσουμε ειρηνικά ο ένας με τον άλλο και με αυτό τον πλανήτη, είναι δική μας ευθύνη να το γράψουμε στο επόμενο κε φάλαιο του βιβλίου της φύσης.
Σημειώσεις; Αυτό το δοκίμιο βασίστηκε σε ένα ντοκιμαντέρ στο οποίο ήμουν ο παραγωγός και σκη νοθέτης και προβλήθηκε στο Κανάλι 4 της Μ. Βρετανίας με τον τίτλο Μία Ιστορία της ΦV
σης. Έγραψα το σενάριο σε συνεργασία με τον
Dr Robert Μ. Young και θα ήθελα να πω
ότι πολλές ιδέες και παραδείγματα σε αυτό το δοκίμιο τα χρωστώ στον στενό συνεργάτη
μου Bob Young, αν και €χω εξ ολοκλήρου την ευθύνη αυτού του άρθρου. Θα ήθελα, επίσης, να ευχαριστήσω τους John Barrell, Maureen McNeil, Richard Patterson και Conrad Atk.inson για τη βοήθεια που πρόσφεραν στη δημιουργία αυτού του φιλμ και, ιδιαιτέρως, τους Carolyn Merchant και Jane Cousins. Θα ήθελα, ακόμη, ν' αναφέρω την επίδραση που
43
ΜΕΡΟΣ 1-ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ
άσκησε στο έργο αυτό ο
Raymond Williams, η οποία ξεπερνά τις αναφορές που παρατίθε
νται εδώ. 'Για μία πιο ολοκληρωμένη εξήγηση των σημασιών της λέξης "Φύση», βλ.
Raymond (London: Fontana, 1976), σ.184-9. 'Βλ. Raymond Williams, Problems ίιι Materiι.ιIΊSm and Culture (London: Verso, 1980), 'Ίdeas ofNature", σ. 67-86. , Αυτή η σκ6πιμη χρήση του όρου «άνθρωπο,,> είναι γενική για να συμπεριλάβει όλο το αν Williams,Κftywords
θρώπινο γένος. Οπουδήποτε συναντάχαι αυτός ο όρος στο άρθρο, αναφέρεται σε μία ειδι κά ανδροκρατούμενη τάξη
- από τον Πατέρα Θεό, στην κορυφή της μεσαιωνικής θεολο
γίας, ως την αυλή και την κοινωνία του Βασιλιά 'Ηλιου, και την κατασκευή και ανάπτυξη των πυρηνικών 6πλων.
, Βλ. Arthur Lovejoy, The Great Cluιίn ΟΙ Being (Harνard University Press, 1936). 5 Βλ. Carolyn Merchant, The Death ΟΙ Nature (London: Wildwood, 1982), ''Organic Society and Utopia", σ.69-99. , Athanasius Κircher, Mundus SubIeΠ(J.lIeus (Amsterdam, 1665). Βλ. Marjorie Nicolson, Mountαίn Gloom αιιd Mouιιtαίιι Gloιy (New York: ComeR University Press, 1959), σ. 168-73. 7 Σμοχάλλα της
Φυλής του λεκανοπεδίου Κολούμπια στις αρχές του 190υ αιώνα που παρα
θέτουν οι
Alfonso Ortiz και Margaret Ortiz, επιμ., Το Carιy Forth the Vine (New York: Columbia University Press, 1978). • Pliny, NαtuΓαΙ Histoιy, μεταφ. J. Bostock και Η.Τ. Riley (London: ΒοΜ, 1858), τόμος 6, βι βλίο 33, κεφ. 1. 'Niaνis,JudicumJovis (Leipzig, n.d.). Για μία πληρέστερη περιγραφή αυτής της αλληγορίας, βλ. Frank Dawson Adams, The Bίrth αιιd De:veJopment ΟΙ ιΜ Geological Sciences (New Υork: Dover, 1938), σ. 171-5. ,. Βλ. Merchant, The Death ΟΙ Nature, κεφ. 7: "Dominion over Nature", σ. 164-91. 11 Βλ. Merchant, The Death ΟΙ Nature; Susan Griffin, Womαn αιιd Nature (New York: Harper and Row, 1978)' Barbara Ehrenreich and Deirdre English, Witches, Midwives andNurses (New Υork: Feminist Press, 1972). "Βλ. Edwin Arthur Burtt, The Metaphysical Foundations ΟΙ Modern Physical Science (Lonclon: KeganPaul, 1925), κεφ. 3: "Galileo", σ. 61-95. 13 Burtt, "Metaphysical Foundations", σ.228-99. 14 "The SpaCΊous Firmament οη High" ύμνος γραμμένος από τον Joseph Addison (London:
The Spectator, 1712). !5 Acis and Galαtea, μουσική που συνέθεσε ο George Frideric Handel, λιμπρέτto από τον Alexander Ρορε και John Gay (London, 1718). "John BarreR, The Dαrk Side olthe Laιιdscαpe: The Rurαl Poor ίιι EnglishPaίnting 1730-1840 (Cambήdge University Press, 1980). 17 Raymond Williams, The Couιιtιy αnd the CΊty (London: Chatto & Windus, 1973), κεφ. 12: "Pleasing Prospects". ι, William Wordsworth, Lines Composed α lew Miles above TintemAbbey. July 13, 1798.
44
Ι
!
L
Γ ΜΕΡΟΣ 1-ΜIΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ
Bacon, "l)e Dignitate et Augmentίs Scientarum" ίη Works, ed. J. Spedding, R. ΕΙΙίΒ, D. Heath (London: Longmans, 1870), τόμος 4, σ. 296. "Για μΙα ερμηνεία της ποιητικής απάντησης στον Νεύτωνα, βλ. Maήorie Nicolson, Newton Demands the Muse, (Princeton University Press, 1946), Μ. Η. Abrams, Ίhε Μίποτ and the Lamp (Oxford University Press 1953), σ. 298-335. 11 Williams, Probkms in MateιialΊSm αΜ Culrnre, "Ideas of Nature", σ. 73. " Βλ. R. Μ. Υ oung, "Malthus and the Evo!utionists: The Common Context of Bio!ogical and Socia! Theoxy", Past andPresent, 43 (1969), σ. 109-45. "Βλ. R. Μ. Young, "The Historiographic and Ideological Contexts of the Nineteenth Centuxy Debates οη Man's P!ace in Nature", στο Μ. Teich και R. Young (επιμ.), Changing Perspectives in the HΊStoιy ofScknce (London: Heinemann, 1973), σ. 344-438. ;ι.ι A1fred Tennyson, In Memoιiam (δημοσιεύτηκε το 1850), stanza 1vii. 15 Βλ. Williams,Probkms inMatenalΊSm and Culture, "Social Daιwinism", σ. 86-103' R. Μ. Young "The Ηηωιιη Limits of Nature" στο J. Benthall (επιμ.), Ίhe LίmiJs ofHumαn Νααιτε (London: Allen Lane, 1973). '" Βλ. Miήam Rothschild, υεατ Lord Rothschίld (London: Hutchinson, 1983). Ζ7 Lucile Brockway, ScίEnce and Coloniαl Expαnsion: The Ro/e ο! the BritΊSh Royal Botanic Gardens (London: Academic Press, 1979), σ. 141-65. "Βλ. Ian Tod και Michae! Wheeler, υιορία (London: Orbis, 1978), σ.119-26. 19
45
Γ
,
Ι 2 Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ* ROBERTSACK
Συγκεντρώσαμε την προσοχή μας στις σuσιώδεις συμβολικές δομές των τρόπων σκέψης που είναι εν δυνάμει ένα μέρος των διανοητικών ικανοτήτων των ατόμων σε όλες τις κοινω νCΕς. Αυτοί οι τρόποι σκέψης είναι κοινωνικοί, με την έννοια ότι τα άτομα πσu είναι φορείς
τους δέχονται επιρροές από την κοινωνία, τους οργανισμούς ή τις κοινότητες στις οποίες ανήκουν. Αυτές οι κοινωνικές συνθήκες αναμφίβολα επηρεάζουν το περιεχόμενο των τρό
πων σκέψης και το βαθμό στον οποίο αυτοί είναι ξεχωριστοί και ευδιάκριτοι. Πρόκειται, ωστόσο, για τομείς δραστηριοτήτων που είναι κυρίως ομαδικοί, συλλογικοί ή κοινωνικοί και στους oπoΊΣUς τα άτομα λειτουργούν ως μέλη της ομάδας. Έθνη, πόλεις, στρατοζ οικο γένειες και επιστημονικοζ θρησκευτικοί και καλλιτεχνικοί οργανισμοί είναι παραδείγματα
συλλογικών ή κοινωνικών σχέσεων ή γεγονότων. Αυτά τα γεγονότα συνδέονται με το χώρο με δύο τρόπους. Πρώτον, οι κοινωνικοΙ οργανισμοί και τα άτομα που ανήκουν σε αυτούς
βρίσκονται «μέσα» στο xifJQo και οι αλληλεπιδράσεις τους έχουν χωρικούς τρόπσuς εμφά νισης. Έτσι, έχουμε οικογένειες στις πόλεις και πόλεις στις περιφέρειες που περιέχουν άλ
λες πόλεις και ούτω καθεξής. Η ανάλυση αυτών των σχέσεων αποτελεί το παραδοσιακό εν διαφέρον της κοινωνικής γεωγραφίας και έχει καταλήξει σε θεωρίες όπως των κεντρικών τόπων, των χρήσεων της γης και των μοντέλων βαρύτητας και δυναμικού. Δεύτερον, οι κοινωνικοί οργανισμοί είναι συχνά εδαφικοζ γεγονός που παραβλέπεται ευρέως σχεδόν από όλους τους πολιτικούς γεωγράφους. Η εδαφικότητα (temtoriality) δεν σημαίνει εδώ την τοποθεσία και την επέκταση στο χώρο ενός κοινωνικού οργανισμού ή των μελών του. Σημαίνει περισσότερο τον ισχυρισμό ενός οργανισμού ή ενός ατόμου που εκ προσωπεί τον οργανισμ6 ότι μία περιοχή γεωγραφικού χώρου βρίσκεται υπό την επιρροή ή
,
τον έλεγχό του. Ενώ όλα τα μέλη των κοινωνικών οργανισμών καταλαμβάνουν χώρο, δεν
έχουν όλοι οι κοινωνικοί οργανισμοί τέτοιες εδαφικές διεκδικήσεις. Η κοινωνική επιβολή (και η θεσμοποίηση) τέroιων ισχυρισμών
με τη μορφή των περιουσιακών δικαιωμάτων,
-
των περιοχών πολιτικής επικράτειας ή των περιοχών επιρροής εταιρειών και ιδρυμάτων παρέχει το απαραίτητο πλαίσιο για να παρουσιάσουν τα κοινωνικά γεγονότα τον πρώτο τύ
πο χωρικών ιδιοτήτων. Οι μορφές που έχουν αυτές οι εδαφικές δομές και οι λειτουργίες που παρέχουν εξαρτώνται από το χαρακτήρα των ιδιαίτερων πολιτικών οικονομιών. Οι χωρικές σχέσεις και η εδαφικότητα των κοινωνικών γεγονότων εμπεριέχουν ευδιά κριτες αντιλήψεις για το χώρο που θα τις oνoμάζσuμε κοινωνικές αντιλήψεις. Θα διερευνή-
·Πηγή: Robert David Sack, CQnαιptίol1S ο! Space ίπ
1980),
σ.
167-93.
Socia/ Though!: Α Geogrιψhic Per:spactive (London: Macmillan,
Το πρωτt!nι= κε(μεvo περιλaμβάvε, έναν σημαντικ6aρ,θμό αναλντικώνυποσημειώσεων. Πε
ρroριιmjκaμε σε έναν μικρό aριθμό παραπομπών, Οι ανaγvώστες που εvδιαφέρovrαι για τις πqy{ς που χρησιμο
ποίησε ο Sack μπoρoιJv να ανατρέξουν στο πρωτt!nι=.
47
ΜΕΡΟΣ 1-Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΤίΛΗΨΗ ΤΟΥ χΩΡΟΥ
σουμε τις κοινωνικές αντιλήψεις για το χώρο που συνδέονται με τις πολιτικο-οικονομικές δομές της κοινωνίας στο σύνολό της.
Ανάμειξη ΤQόπων ανάπτ"ξης Οι μεγαλύτερες διαφορές στις αντιλήψεις για το χώρο στο επίπεδο των κοινωνιών στο
σύνολό τους εντοπίζονται όταν ταξινομούμε τα κοινωνικά συστήματα σε ένα γενικό εξελι κτικό σχήμα, ξεκινώντας από τις πρωτόγονες κοινωνίες και μεταβαίνοντας στις πολιτισμέ νες, σε μερικσύς πολιτισμο\ίς που εξελίσσονται σε σύγχρονα έθνη-κράτη. (Δεν θα εξετά σουμε τα ποικ(λα μεταβατικά στάδια ανάμεσα στις πρωτόγονες και τις πολιτισμένες κοινω νίες που είναι οι κοινότητες με αρχηγό).
Υπάρχουν
000 πρωταρχικές
ιδιότητες στην κοινωνική αντίληψη για το χώρο που εφαρ
μόζονται ειδικά στο επC,.τεδοτων πολιτικοοικονομικών δομών και οι οποΙες αρκετά καθαρά απεικονίζουν τις διαφορές στις απόψεις του χώρου που συνδέονται με τις διαφορές ανάμε σα στα πρωτόγονα και τα πολιτισμένα κράτη. Η πρώτη ιδιότητα ε(ναι η αντίληψη που έχουν οι άνθρωποι για τη σχέση ανάμεσα στην κοινωνΙα τους και το γεωγραφικό της τόπο. Όπως
συμβαίνει και με τα άλλα πράγματα, οι κοινωνίες καταλαμβάνουν χώρο. Η πρώτη ιδιότητα αναφέρεται στην αντίληψη που έχουν οι άνθρωποι γι' αυτή τη σχέση. Οι κοινωνίες τείνουν
να σφυρηλατο\ίν ισχυρο\ίς δεσμΟΟς με τον τόπο που καταλαμβάνουν και να δικαιολογο\ίν αυτο\ίς τους δεσμούς μέσω κοινωνικών οργανισμών και διαδικασιών. Οι διαφορετικές κοι
νωνίες αντιλαμβάνονται αυτο\ίς τους δεσμούς διαφορετικά. Σε μερικές πρωτόγονες κοινω νίες το κοινωνικό καθεστώς δεν θεωρείται ότι επεκτείνεται αναγκαστικά στο φυσικό χώρο.
Η κοινωνία εδραιώνεται μάλλον σε κ{i,-τοιες ιδιαίτερες χωροθετήσεις, όπως είναι οι ιερές τοποθεσίες, οι πηγές νερσύ και οι παραδοσιακές τοποθεσίες κατασκήνωσης. Οι περιοχές
που παρεμβάλλονται, αν και είναι γνωστές στα μέλη της κοινότητας, μπορεί να είναι ασή
μαντες γι' αυτο\ίς με την εδαφική έννοια. Σε τέτοιες περιπτώσεις τα εδαφικά όρια τείνουν να είναι ασαφή. Για άλλες κοινωνίες, η κοινωνική δομή μπορεί να γίνεται αντιληπτή ως εκτεινόμενη στο χώρο, όπου τα όρια μπορεί να είναι, περισσότερο ή λιγότερο, εδαφικά. Στις πολιτισμένες κοινωνίες, τα μέρη της κοινωνίας θεωρο\ίνται ότι κατέχουν μία ενιαία συνεχόμενη έκταση, αλλά ποια μέρη και πόσο ξεκάθαρα καθορίζονται τα σύνορά τους δια φέρει από τον έναν wno κοινωνίας στον άλλο.
Η δεύτερη ιδιότητα της κοινωνικής αντίληψης για το χώρο είναι η γνώση και η στάση που έχουν οι άνθρωποι για τους άλλους ανθρώπους και τους τόπους. Σε αυτές τις περιπτώ σεις ενδιαφερόμαστε περισσότερο για την επεξεργασία της αντίληψης του χώρου απ' ό, τι για τις ειδικές λεπτομέρειες ή το περιεχόμενο της γνώσης
[... ] Υπάρχουν, για παράδειγμα,
πρωτόγονες κοινωνίες που δεν έχουν, ουσιαστικά, καμία γνώση για τους άλλους τόπους ή τους ανθρώπους εκτός από τον δικό τους. Η αντίληψή τους είναι εξαιρετικά εθνοκεντρική
και ο χώρος είναι κυριολεκτικά ο τόπος ή η επικράτεια που καταλαμβάνουν. Εκτός αυτο\ί του τόπου, η ιδέα του χώρου δεν βρίσκει εφαρμογή. Άλλες πρωτόγονες κοινωνίες μπορεί να έχουν μία ελαφρά πιο επεξεργασμένη άπΟψη για τους άλλους ανθρώπους και τους τό-
48
ΜΕΡΟΣ 1-Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΤίΛΗΨΗ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ
πους. Μπορεί να έχουν συναίσθηση του πού βρίσκονται τα σύνορα με τους άλλους ανθρώ
πους, αλλά, εκτός από αυτό, δεν γνωρίζουν τις περιοχές των γειτόνων τους και σε ποια έκταση εκτε(νονται. Στις πολιτισμένες κοινωνίες, με την πιθανή εξαίρεση των φεουδαρχι κών κοινωνιών, βρίσκουμε γενικά μία πιο ξεκάθαρη αντίληψη για την ξένη επικράτεια, μία αντίληψη που συμμορφώνεται με μία προοπτική ή ευκλείδεια αντίληψη του χώρου
[... ]
Οι δύο ιδιότητες μόνο κατά προσέγγιση αλληλεξαρτώνται όσον αφορά στο βαθμό της επεξεργασίας τους και αυτοί οι βαθμοί μόνο κατά προσέγγιση συνδέονται με τη δια(ρεση της κοινωνίας σε πρωτόγονη και πολιτισμένη. Στις κοινωνίες που βασίζονται κυρίως σε
απλο"ίκές-ρευστές αντιλήψεις, το κοινωνικό καθεστώς συχνά μυθοποιείται και συνδέεται με τον τόπο με έναν μυθικά-μαγικό τρόπο. Ανάλογα, η ιδέα του χώρου που περιβάλλει την κοινωνία αντιμετωπίζεται με αυτό τον τρόπο και, στην πραγματικότητα, βυθίζεται σε αυ τήν. Στους πολιτισμούς (και όλοι οι πολιτισμοί έχουν επεξεργασμένους τρόπους σ-,ιέψης), το αγκυροβόλημα της κοινωνίας στον τόπο και η σχέση της κοινωνίας με τα άλλα μέρη μπο ρεί να εξεταστεί με ένα περίπλοκο μοντέλο. Αλλά αυτές οι κοινωνίες ενσωματώνουν επί
σης απλοϊκούς τρόπους ανάπτυξης. Το μοντέλο που θα κυριαρχήσει εξαρτάται από την ιδι αίτερη δομή της κοινωνίας και τη σχέση της με τις άλλες κοινωνίες_
Η ΠQωτό-Υονη κοινωνία* [... ] Το είδος της κοινωνίας που αναφέρεται ως πρωτόγονη ανάγεται στην εποχή, πριν την ακμή των αρχαίων πολιτισμών, περίπου 7-8.000 χρόνια π.χ. Δεν υπάρχουν, βέβαια, τέ τοιες κοινωνίες για να τις παρατηρήσουμε. Οι πληροφορίες μας γι' αυτές προέρχονται από
τις αρχαιολογικές αναστηλώσεις και από την ανθρωπολογική επιτόπια έρευνα στις πρωτό γονες κοινωνίες που έχουν ουγκρ(σιμες τεχνολογίες με αυτές που ανασκάπτει η αρχαιολο γία. Μολονότι οι «πρωτόγονες» κοινωνίες που μελέτησαν οι σύγχρονοι ανθρωπολόγοι έχουν αλλάξει τα τελευταία 8.000 χρόνια και έχουν έρθει σε επαφή με πιο αναπτυγμένες κοινωνίες, οι τεχνολογίες και οι κοινωνικές δομές τους είναι ριζικά διαφορετικές από τις σύγχρονες και μοιάζουν περισσότερο με αυτές των παλαιότερων κοινωνιών που γνωρίζου με από τα αρχαιολογικά κατάλοιπα. Επομένως, με τις κατάλληλες προφυλάξεις, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τα σύγχρονα εθνογραφικά δεδομένα ως στοιχεία για έναν πειστικά χαρακτηρισμό των προηγούμενων κοινωνιών. Θα επικεντρώσουμε την ανάλυσή μας ειδικά σε αυτά τα χαρακτηριστικά που διαχωρίζουν το πρωτόγονο στοιχείο από τους πολιτισμούς
και που απεικονίζουν αρκετά καθαρά την κοινωνική αντίληψη για το χώρο. Οι πρωτόγονες ομάδες είναι λιγότερο σύνθετες από τις πολιτισμένες. Υπάρχει απλού στερη δια(ρεση της εργασίας, εσωτερική εξειδίκευση, μικρότερος αριθμός μελών και κατέ χουν λιγότερες περιοχές. Αλλά σε αυτές υπάρχουν διαφορετικοί κανονισμοί συνθετότητας
• Στο πρwτ6τvπo, ο Sack αφιερώνει κάποιον χώρο σε μ(α συtήτηση για τον 6ρο «πρωτάιovo».
Την παραkίψαμε
καθώς δεν συνδέεται άμεσα με το θέμα μαι; που είναι οι σχέσεις ανάμεσα σr:o χώρο και την ΚOlνωvfα. Evσr:εΡVιζ6" μασr:ε, ωστόσο, την ά:ιwψη του Sack .πι ο 6ρος «πρωτι1rovo» δεν πρέπει να θεωρείται υποτιμητικ6ς.
49
ΜΕΡΟΣ 1-Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ
που πoικίλλouv ανάλογα με την ομάδα, το γένος των ΚUΝΗγών και των τροφοσυλλεκτών μέ χρι τις συνθετότερες φυλετικές κοινωνίες και τις ανώτερες ίσως μορφές πρωτόγονης κοι νωνικής οργάνωσης, τη φυλετική ένωση, όπως είναι οι Ιροκέζοι στη ΒΑ Αμερική ή οι Μαο
ρί στη Νέα Ζηλανδία. Σε όλες τις πρωτόγονες ομάδες, η οικογένεια είναι η βασική μονάδα και συχνά το αμέσως επόμενο κοινωνικό στάδιο είναι η ομάδα.
Στο μεγαλύτερο μέρος τους, οι ΚUΝΗγετικές και οι τροφοσυλλεκτικές ομάδες είναι νομα δικές. Μία ομάδα μπορεί να έχει διαφορετική κατοικία για κάθε εποχή. Οι αριθμοί τους δεν φτάνουν ποτέ το μέγεθος ούτε καν μίας μέτριας πόλης. Από τους σωζόμενους κuνηγoύς και τροφοσυλλέκτες, ίσως οι Εσκιμώοι έχουν τα μεγαλύτερα χωριά, που αριθμούν αρκετές εκατοντάδες κατοίκους σε τόπους καλού κυνηγιού. Αλλά τα περισσότερα χωριά είναι πολύ μικρότερα. Η πρωτόγονη τεχνολογία τους συμβάλλει σε μία μικρή μόνο εξειδίκεuση και δι αίρεση της εργασίας, πέρα από αUΤΗν που επιβάλλει η ηλικία και το γένος. Ο νομαδικός
τρόπος ζωής καθιστά την οικογένεια βασικό πυρήνα αυτών των κοινωνιών. Οι σύνδεσμοι πέρα από την πυρηνική οικογένεια καθιερώνονται με τη συγγένεια.
Η φυλή είναι συνθετότερη από την ομάδα. Ο όρος καλύπτει μία ποικιλία κοινωνιών που περιλαμβάνοuν διαφορετικούς κατοίκοuς και έχουν διαφορετική οικονομία και πληθu σμιακά μεγέθη. Στη φυλή, όπως στην ομάδα, η οικογένεια είναι η βασική μονάδα. Ωστόσο, οι σuγγενικoί δεσμοί στις φυλές είναι πιο συγκεκριμένοι και πιο ευρείς απ' ό, τι στις ομά δες. Οι φυλετικοί οικισμοί μπορεί να περιέχουν μόνο μία αρχέγονη οικογένεια, αλλά ο μέ
σος πληθυσμός των χωριών στις μη εντατικά καλλιεργούμενες περιοχές των φυλετικών ομάδων είναι περίποu
1-200. Στις εντατικά καλλιεργούμενες περιοχές, οι φυλετικοί οικι σμοί μπορούν να φτάνουν τους 1.500. Οι φυλές έχουν μία περισσότερο κατανεμημένη κοινωνική διαστρωμάτωση αΠ ό,τι τα γένη και οι ομάδες, αλλά μέχρι να φτάσουμε στο επίπεδο των πολιτισμένων κοινωνιών δεν
υπάρχουν πραγματικές οικονομικές τάξεις. Στις φυλές η διαίρεση της εργασίας βασίζεται κυρίως στην ηλικία και το φύλο. Η κοινοτική ζωή στη φυλή είναι προσανατολισμένη στην οικογένεια. Η κοινότητα φαίνεται ότι παρέχει στα μέλη της μία ενδόμuχη αίσθηση ότι ανή κουν κάπου. Η «φυσικότητα» αUΤΗς της μονάδας είναι μία από τις εντυπωσιακότερες πλεu ρές των πρωτόγονων κοινωνιών. Η αίσθηση της ενωμένης κοινότητας, όπως το έθεσε ο
Diamond, «ξεπηδά από τις κοινές καταβολές, [σuγκρoτείται] από τις αμοιβαίες ανταλλαγές μεταξύ των προσώπων και αναπτύσσεται εκ των έσω». Η έννοια της κοινότητας ενισχUεται από την τάση στις πρωτόγονες κοινωνίες να χρησιμοποιούν την οικογένεια ως το ανάλογο της κοινωνίας και των σχέσεών της με τον κόσμο. Αυτή η αναλογική διεύρυνση της οικογέ νειας σuμβάλλει στη γενική πρωτόγονη αντίληψη της ενότητας της φύσης. Οδηγεί σε μία προσωποποίηση που εκτείνεται στη φύση και ενυπάρχει στην πρωτόγονη σκέψη και σuμπε
ριφορά, όντας ίσως το πιο ευδιάκριτο στοιχείο της. Ο εσώτερος σύνδεσμος ανάμεσα στο άτομο και την κοινότητα δεν καταστε'λλει την ατο μικότητα και την προσωπική έκφραση. Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με πολλούς παρα
τηρητές, υπάρχει μεγαλύτερο περιθώριο για την ατομική έκφραση στις πρωτόγονες κοινω νίες απ' ό,τι στις πολιτισμένες.
50
ΜΕΡΟΣ 1-Η ΚΟΙΝΩΝΙ ΚΗ ΑΝΤιΛΗΨΗ ΤΟΥ χΩΡΟΥ
Είναι δύσκολο να καθορίσουμε το πώς βλέπουν τα αιομα τους εαυτούς τους σε σχέση με την κοινότητα. Οι περισσότεροι παρατηρητές συμφωνούν ότι ο σύνδεσμος ανάμεσα στο
άτομο και την κοινωνία στους πρωτόγονους είναι ασυνήθιστος και ιδιαίτερα στενός. Aυtή η
αντίληψη έχει οδηγήσει τους παρατηρητ~ς στο να πιστέψουν ότι, από μία άποψη, τα αιομα δεν διαχωρίζονται εννοιολογικά από την ομάδα' δηλαδή, η έννοια του ατόμου και της ομά ,
Ι
δας είναι προ-λογική. Όπως ο
Uvy-Bruhl είπε για τις πρωτόγονες κοινωνίες:
«η ουσία του
ατόμου σπάνια γίνεται κατανοητή από τους πρωτογόνους. Για αυτούς το άτομο υπάρχει
πραγματικά μόνο στο ~τρo που συμμετέχει στην ομάδα του».'
[...]
Η επιφυλακτικότητα απέναντι στις αφηρημένες έννοιες και η αποφυγή τους είναι περισ
σότερο απ' στιδήποτε άλλο, τα βασικά χαρακτηριστικά της μη μυθικής-μαγικής πρωτόγονης σκέψης. Πολλές από τις επονομαζόμενες φιλοσοφικές αναλύσεις τους είναι, στην πραγμα
τικότητα, νουθεσίες ενάντια στις αφηρημένες έννοιες. Εμείς στη Δύση, για παράδειγμα, αγαπάμε και πιστεύουμε ότι η αγάπη είναι καλό πράγμα. Οι πρωτόγονοι μάς λένε να μην αγαπάμε την αγάπη, αλλά να αγαπάμε συγκεκριμένους ανθρώπους και να δείχνουμε αυtή την αγάπη παρά να τη διατυπώνουμε λεκτικά. Η τάση των πρωτογόνων να αποφεύγουν τις αφηρημένες έννοιες μπορεί να σχετίζεται ιδιαίτερα με τις σκέψεις τους για την κοινωνία, επειδή το πρωτόγονο κοινωνικό καθεστώς δεν χρειάζεται τις κοινωνικές αφηρη~νες ιδέες. Η πρωτόγονη κοινωνία δεν διαθέτει τέτοια ισχυρά στοιχεία, όπως η οικονομική ανισότητα και η πάλη των τάξεων, οι οποίες θα δημιουρ γούσαν κοινωνικές διαφορές που μόνο η αφηρημένη κοινωνική φιλοσοφία ή η επανάσταση
θα βοηθούσε για τη σύμφιλίωσή τους. Δεν υπάρχουν νομικοί, πολιτικοί, διοικητικοί θεσμοζ οργανισμοί ή εξοπλισμός του κραιους χωριστά και πάνω από τους ανθρώπους. Η πρωτόγο νη κοινωνία είναι συμμετοχική. Οι συγκρούσεις σε αυtήν δεν στρέφονται ενάντια στους θε
σμούς ή σε συγκρoτη~νες μονάδες αλλά ενάντια σε συγκεκριμένα άτομα. Τα επιχειρήματά
τους δεν συνοψίζονται σε πολιτικές θεωρίες που να προσφέρουν εναλλακτικές ιδέες κοινω νικού καθεστώτος. Όταν ένα άτομο βρίσκει ότι ένας κοινωνικός κανόνας είναι ανυπέρβλητο εμπόδιο, θα αψηφήσει τον κανόνα ή θα αφήσει την ομάδα για να σχημα:ι:ίσει μία νέα, όπου οι κανόνες της διαχείρισης μπορεί να είναι αντίγραφο αυτών που υπήρχαν στην κοινωνία την
οποία εγκατέλειψε. Ο κανόνας δεν θεωρείται εμπόδιο για την επίτευξη ενός συγκεκρι~νoυ
στόχου και μπορεί να μην απστελέσει ποτέ ξανά εμπόδιο. Επειδή οι διαμάχες είναι προσω πικές και όχι αφηρημένες, αυτές οι κοινωνίες δεν επιφέρουν πολιτική και κοινωνική αλλο
τρίωση. Οι αντίπαλοι είναι άνθρωποι, όχι θεσμοί ή ομαδικές οντότητες. Η αντίθεση δεν έγκειται ανάμεσα στο «εμείς οι dvBQOOΠOL» και «αυτοί που είναι η κοινων(Φ,. Απλώς δεν γί νονται επαναστάσεις στην πρωτόγονη κοινωνία. Σύμφωνα με τα λόγια του
Diamond,
το πρωτόγονο βρίσκεται στο κέντρο ενός συνθετικού ολιστικού σύμπαντος συγκεκριμένων
δραστηριοτήτων, αδιάφορο για την αιτιώδη σχέση ανάμεσά τouς, γιατί μόνο οι τακτικές κρί
σεις διεγείρouν το ενδιαφέρον για την αιτιώδη ανάλυση της κοινωνίας. Η παθολογική δοοαρ μανία των κοινωνικών μερών είναι αυτή ακριβώς που μας αναγκάζει να απομονώσουμε το
ένα μέρος από το άλλο και να ερεUΝΉσouμε τις αμοιβαίες επιδράσεις τους.'
51
ΜΕΡΟΣ 1-Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΤΟΥ ΧΩ ΡΟΥ
Η έλλειψη ανάγκης για αφηρημένες έννοιες σχετικά με την κοινωνία στο πρωτόγονο
επίπεδο εξηγεί τα πενιχρά και προβληματικά στοιχεία ύπαρξής της. Τονίζει την άποψη ότι στην πρωτόγονη κατάσταση το άτομο και η κοινωνία δεν θεωρούνται ως χωριστά στοιχεία, επειδή δεν υπάρχει ανάγκη για τέτοιες αφηρημένες έννοιες. Η οργανική σχέση ανάμεσα στο άτομο και την κοινωνία συγκεφαλαιώνεται στη σχέση ανάμεσα στην κοινωνία και το περιβάλλον. Καθώς το άτομο δεν αποξενώνεται α,τό την κοι νωνία, αυτή δεν θεωρείται ανεξάρτητη από τον τόπο που κατέχει ούτε τα άτομα θεωρού νται αποξενωμένα από τη γη τους. Μία συνεχής και ενδόμυχη γνώση της μυθικής ωrι;Cληψης του τόπου συγχωνεύει την κοινωνία με τον τόπο. Ο τόπος συχνά κατοικείται από τα πνεύ ματα των προγόνων και ένας συγκεκριμένος τόπος δίνεται στους ανθρώπους από τους θε ούς τους. Στην Αυστραλία κάθε τοτεμική ομάδα συνδέεται με έναν τόπο από τον οποίο υπο τίθεται ότι ξεπήδησε ο τοτεμικός πρόγονος. Όταν ένα άτομο πεθαίνει, το πνεύμα του επι
στρέφει στο μέρος της τοτεμικής προέλευσής του
[...].
Οι εντυπωσιακές φυσιογνωμικά περιοχές είναι συχνά εκείνες που ενσωματώνονται
στους μύθους, βοηθώντας την κοινωνία να συνδεθεί με τον τόπο. Σύμφωνα με την ινδιάνικη απόκρυφη γνώση των Penobscot, μεγάλες εκτάσεις γης είναι το αποτέλεσμα της περιπλά νησης του μυθικού προσώπου
Gluskabe. Ο ποταμός Penobscot δημιουργήθηκε όταν αυτός σκότωσε ένα τέρας-βάτραχο. Τα ίχνη των χιονοπάπουτσων του Gluskabe είναι αποτυπωμέ να στους βράχους κοντά στην τοποθεσία Mila, Maine. Ένας μεγάλος βράχος μήκους 25 πο διών κοντά στο Castine είναι το αναποδογυρισμένο κανό του, οι βράχοι που ξεκινούν από αυτό είναι τα αποτυπώματα των ποδιών του και το βουνό Κineo είναι η αναποδογυρισμένη κατσαρόλα του. Σε πολλούς μύθους της δημιουργίας δόθηκε στους ανθρώπους ένας τόπος ειδικά από τους θεούς. Οι Pawnee, για παράδειγμα, πίστευαν ότι οδηγήθηκαν από το εσω τερικό της γης ιπη μετέπειτα κατοικία τους από τη Μητέρα-Καλαμπόκι και οι Ινδιάνοι
Keresan Puebl0 πίστευαν
ότι οδηγήθηκαν από την
Iyatiku, τη
μητέρα τους, από το κέντρο
της γης σε έναν τόπο που ονομάζεται Shipap. Η πίστη ότι τα πνεύματα των προγόνων κατοικούν ιπη γη και ότι την παραχώρησαν
στους ανθρώπους επέφερε μία ισχυρή κοινή αίσθηση ιδιοκτησίας και χρήσης. Για να έχει κάποιος πρόσβαση στη γη, πρέπει να είναι μέλος της κοινωνίας, δηλαδή να συμμετέχει στην ιστορία των πνευμάτων της ομάδας. Για παράδειγμα, σύμφωνα με την παράδοση των
Bakongo, η ιδωκτηοία του εδάφους είναι συλλογική, αλλά αιmj η ιδέα είναιπολύ συνθετη. Είναι το γέ νος ή η οικογένεια που κατέχει τη γη, αλλά το γένος ή η οικογένεια δεν αποτελείται μόνο από
τους ζωντανούς αλλά κυρCως από τους νεκρούς δηλαδή τους Bakulu. OcBakulu δεν είναι όλοι οι νεκροί του γένους' είναι μόνο οι δίκαιοι πρόγoνo~ αυτοί που διάγουν μία επιτυχημένη ζωή στα χωριά τους κάτω από τη γη. Τα μέλη του γένους που δεν τηρούν τους νόμους του ... απο βάλλονται
cw-ro την κοινωνία τους. Είναι ocBaku/u αυτοί που απέκτησαν την περιοχή του γέ
νους με τα δάση και τους ποταμο"ς, τις λίμνες και τις πηγές αυτοί θάφτηκαν σε αυτή τη γη. Συνεχίζουν να κυβερνο"ν αυτή τη γη. Συχνά επωτρέφουν στις πηγές, τους ποταμο"ς ".αι τις
52
r ι.
"
i
ΜΕΡΟΣ 1-Η
KOINONIKH
ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ
λίμνες τους. Τα άγρια ζώα της ζούγκλας και των δασών είναι Οι κατσίκες, τα πουλιά και τα πουλερικά τους. Αυτοί «προσφέρουν» τις φαγώσιμες κάμπιες των δέντρων, τα ψάρια των πο
ταμών, το κρασί των φοινίκων, τη σοδειά των χωραφιών. Τα μέλη του γένους που ζουν στον τόπο μπoρouν να καλλιεργούν, να θερίζουν, να κυνηγouν, να ψαρεύουν- αξιoπoιoUΝ την προ
γονική περιοχή, αλλά οι νεκροΙ παραμένουν οι φρουροΙ της. Το γένος και ο τόπος που κατέ χουν απαρτίζουν ένα αδιαίρετο σχήμα και το σύνολο αυτό βρίσκεται υπό τη διακυβέρνηση των Bαkulu. Είναι φανερό ότι η Ολοκληρωτική αποξένωση από τη γη ή από ένα μέρος της εί
ναι κάτι αντίθετο με τις αντιλήψεις των Bakongo.' Κοινωνία και τόπος είναι τόσο στενά συνδεδεμένα, ώστε για τον πρωτόγονο το να κά νει διαφορετικές σκέψεις για την κοινωνία του ή αυτή να βρίσκεται σε μία διαφορετική χωρική διαμόρφωση θα έμοιαζε με το κόψιμο των ριζών από το φυτό. Δεν θα είχε καμία αξία. Α).)..ά αυτές ακριβώς οι διανοητικές επινοήσεις απαιτούνται από τον κοινωνικό σχε διασμό και τη θεωρία. Προβληματισμοί όπως «τι θα συνέβαινε, αν άλλαζε το κοινωνικό καθεστώς, έτσι ώστε η γη να έχει ένα διαφορετικό καθεστώς κατοχής»' «τι θα συνέβαινε,
αν το χωριό σχεδιαζόταν από την αρχή, τοποθετώντας αυτό εδώ και όχι εκεί, φτιάχνοντας αυτό ορθογώνιο αντί για κυκλικό, έτσι ώστε συγκεκριμένοι στόχοι να επιτευχθούν ευκολό τερα», αποτελούν τη βάση μίας εννοιολογικής προσέγγισης της κοινωνίας και του τόπου.
Εμπεριέχουν τον εννοιολογικό διαχωρισμό και τον επανασυνδυασμό των κοινωνικών δρα
1-
στηριοτήτων ή ιδιοτήτων από και με το χώρο
-
ένα διαχωρισμό που αποτελεί τη βάση
όλων των σχηματισμών της κοινωνικής θεωρίας. Αυτός ο διαχωρισμός και ο επιχειρούμε νος επανασυνδυασμός του χώρου και της κοινωνίας δεν χαρακτηρίζει τους πρωτογόνους. Ο τόπος και οι άνθρωποι συγχωνεύονται εννοιολογικά. Η κοινωνία αντλεί νόημα από τον
τόπο, ο τόπος καθορίζεται με βάοη τις κοινωνικές σχέσεις και τα άτομα στην κοινωνία δεν αποξενώνονται από τη γη τους.
Πολιτισμό; ~.
[... ] Ενώ οι λόγοι γι' αυτή τη μετάβαση από την πρωτόγονη κατάσταση στον πολιτισμό εί ναι αδιευκρίνιστοι, έχει αποδειχτεί επαρκώς ότι σε όλες τις αλλαγές που σημειώθηκαν υπήρξε μία μετάβαση από την αχαξική κοινωνία στην ταξική. Οι πολιτισμοί έχουν οικονο
μικές τάξεις. Ο παράγοντας της οικονομικής τάξης είναι εξαιρετικά σημαντικός, γιατί οδη γεί σε διαφορετικές και συχνά aντιθετικές και ανταγωνιστικές αντιλήψεις για το κοινωνικό κc:θεστώς
(order).
Η κοινωνία δεν αντιμετωπίζεται, πλέον, απ' όλα τα μέλη της με τον ίδιο τρόπο. Περισσό
τερο, αποτελεί μία πολυεδρική και διφορούμενη αντίληψη. Για να διατηρήσουν τη συνοχή τους οι πολιτισμοί, έπρεπε αυτές οι διαφορετικές αντιλήψεις να εναρμονιστούν. Ο μηχανι σμός που συμπράττει με τον πολιτισμό και χρησίμευσε για να διευθετήσει αυτά τα προβλή ματα ήταν ο σχηματισμός του κράτους, είτε με την αρχα'ίκή μορφή είτε με τη φεουδαρχική, είτε πρόκειται για το αναχολικό είτε για το σύγχρονο κράτος.
53
:
L
ΜΕΡΟΣ 1-Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΤιΛΗΨΗ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ
Το κράτος είναι θεσμός που ξεπερνά τους ανθρώπους, συμπεριλαμβάνοντας ολόκληρη την κοινωνία. Τα μέρη του δεν φαίνονται να είναι ισοδύναμα με το μέρος-πολίτη. Σε αντί
θεση με την πρωτόγονη κοινωνία, η κυβέρνηση του κράτσυς, οι υπάλληλοί της και η δύναμή της είναι ξέχωρα από τους ανθρώπους και τη δική τους δύναμη. Η κυβέρνηση έχει τη δυνα τότητα να εξαναγκάζει τους πολίτες της. ΤΟ κράτος, όπως εξηγεί ο Ένγκελς,
είναι ένα προΤ6ντης κοινωνίας σε ένα συγκεκριμένο στάδιο ανάπtuξής της αποτελεί την παραδοχή 6τι αυτή η κοινωνία χαρακτηρίζεται από φοβερή εσωτερική αντίφαση
και διέπεται από ασυμβίβαστους ανταγωνισμούς τους οποίους είναι ανίσχυρη να ξορκίσει. Αλλά, για να μην καταστραφούν οι άνθρωποι με τους ανταγωνισμούς, οι
τάξεις με τα αντικρουόμενα συμφέροντα και η κοινωνία σε μία άσκοπη πάλη, μία
εξουσία που φαινομενικά στέκεται πάνω από την κοινωνία έγινε απαραίτητη για να μετριάσει τη διαμάχη και να τη διατηρήσει στα όρια του «καθεστώτος»
(order)' και
αυτή η δύναμη, που προέρχεται από την κοινωνία, αλλά είναι υπεράνω και σταδιακά αποξενώνεται απ6 αυτήν, είναι το κράτος.' Για να καταστήσει αυτή τη δύναμη πιο προσιτή, ορστή ή <<πραγματική», το κράτος προι
κίστηκε με τη βασικ6τερη ιδι6τητα των αντικειμένων
-
την τοποθεσία και την έκταση στο
χώρο. Στον πολιτισμό, η πολιτική δύναμη του κράτους είναι τοπική ή εδαφική. Το κράτος
μεταβάλλεται με την τοποθέτησή του στο χώρο. Η εξουσία που βασίζεται στην κατοχή γης παρέχει μία ανοικτή διεκδίκηση και, αν είναι επιτυχημένη, μία άσκηση ελέγχου. Αν η δύνα
μη εκφράζεται στα πλαίσια της εδαφικ6τητας δεν χρειάζεται να υπάρχει προσδιορισμός των αντικειμένων, των γεγονότων και των σχέσεων που υπόκεινται στην εξουσία του κρά
τους. Οτιδήποτε, είτε γνωστό είτε άγνωστο, εξουσιάζεται, αν βρίσκεται στην επικράτειά του. Αυτό το ανοικτό μέσο άσκησης ελέγχου είναι βασικό για τις πολιτικές δραστηριότητες των πολιτισμών, επειδή εμπεριέχει, σχεδόν εξ ορισμού, την αντιμετώπιση των νέων και απρόβλεπτων γεγον6των' και ένα τέτοιο απροσδιόριστο πεδίο μπορεί να διεκδικηθεί μάνο
μέσω της εξουσίας που απορρέει απ6 την ιδιοκτησία γης. Οτιδήποτε είναι ή κάνει το κρά τος είναι εδαφικό.
Ο δεσμός της κοινωνίας με τον τόπο είναι περισσότερο μία συνειδητή προσπάθεια στις πολιτισμένες κοινωνίες απ' ό,τι είναι στις πρωτόγονες και ο σκοπός του στις πρώτες είναι
να μετατρέψει τη δύναμη και την εξουσία που, εξαιτίας του τεράστιου μεγέθους και της συνθετ6τητας του πολιτισμού, δεν είναι ξεκάθαρη και αυταπόδεικτη. Η συνειδητά διαμορ φωμένη κοινωνία σε μία επικράτεια δίνει περισσότερη έμφαση στον εδαφικό καθορwμό
της κοινωνιας απ' ό,τι στον κοινωνικό καθορισμό της επικράτειας. Ο πρώτος σημαίνει ότι οι κοινωνικές σχέσεις καθορίζονται πρώτιστα από τη θέση σε μία περιοχή και όχι απ6 τις προηγούμενες κoινωvικές σχέσεις, ενώ ο άλλος σημαίνει 6τι η χρήση μίας περιοχής ή επι
κράτειας εξαρτάται πρώτιστα από το δικαίωμα της ιδιοκτησίας της ομάδας (ο καθορισμός της οποίας είναι ουσιαστικά μη εδαφικός). Στον πολιτισμό, η κατοικία ενός ατόμου συχνά καθορίζει τη συμμετοχή του στους κοινωνικούς οργανισμούς. Κάθε τοποθεσία μπορεί να
54
ΜΕΡΟΣ 1-Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΤΟΥ ΧΩ ΡΟΥ
είναι μέρος αρκετών αλληλοτεμνόμενων ή ιεραρχικών αρμοδιοτήτων, έτσι ώστε το να είναι κανείς κάτοικος ενός τόπου σημαίνει συχνά να συμμετέχει σε αρκετές κοινότητες. Ενώ ο καθορισμός της δύναμης, που βασίζεται σε όρους εδαφικής επικράτειας, είναι
ένα χαρακτηριστικό του πολιτισμού, ο βαθμός που το συνειδητοποιούν τα μέλη της κοινω νίας ποικίλλει ενwπωσιακά. Κανένας πολιτισμός δεν επιχείρησε να καταστήσει τους πολί τες πιο ενήμερους για την κεντρική εξουσία και τα εδαφικά δικαιώματα αυτής της εξουσίας απ' 6,τι το ούγχρονο έθνος-κράτος. Ωστ6σο, πολλά κράτη στον 206 αιώνα περιέχουν φιJλε τικούς και αγροτικούς πολιτισμούς που έχουν επηρεαστεί ελάχιστα από τις σύγχρονες αντι λήψεις περί της πολιτικής σημασίας της εδαφικής επικράτειας και περί της χρήσης της γης. Εκτός απά τους φιJλετικoύς πολιτισμούς, ένας μεγάλος αριθμ6ς των αναπτυσσ6μενων
κρατών περιλαμβάνει αγροτικές κοινότητες, οι αντιλήψεις των οποίων για τον τόπο συχνά
συνδυάζουν στοιχεία πρωτ6γονα και σύγχρονα. Οι αντιλήψεις τους επικεντρώνονται στο χωρι6 και στα περίχωρά του. Η σχέση τους με τη γη είναι εξαιρετικά στενή, προσωπική και συχνά μυστικιστική. Ωστόσο, ο τρ6πος διαβίωσής τους εξαρτάται εν μέρει απ6 την επαφή τους με την πάλη και την κυβέρνηση και απ6 αυτές τις επαφές έχουν εισχωρήσει με ρικές «σύγχρονες» αντιλήψεις στις πιο παραδοσιακές και εσωτερικευμένες αντιλήψεις των χωρικών.
Ένα πολύ μεγαλύτερο μείγμα πολιτισμένων και πρωτ6γονων υπήρχε στα αρχαία κράτη. Οι πολιτισμοί εξελίχθηκαν σταδιακά και μόνο εν μέρει διαδέχτηκαν τις πρωτ6γονες κοινω
νίες. Συχνά, οι δύ!) κοινωνίες ζούσαν παράλληλα ή οι πρωτόγονες μορφές επέζησαν σε το
πικό και αγροτικ6 επfπεδo στα εδαφικά όρια του κράτους. Πολλές λεπτομέρειες των αρχι κών μετασχηματισμών απ6 την πρωτόγονη στην πολιτισμένη κοινωνία χάθηκαν και έχουμε
μόνο μία γενική ιδέα της διαδικασίας που συντελέστηκε σε μερικούς τ6πους. Σε αυτές τις περιπτώσεις, παρατηρούνται, επίσης, στοιχεία των αλλαγών που επιτελέστηκαν όταν συν
δέθηκε η κοινωνία με τον τόπο. Στην αρχαία ACyυmo, για παράδειγμα, οι αρχικές εδαφικές εκτάσεις των φιJλών ή των
γενών ονομάζονταν σπατς ή νομές. Καθώς η ACyυmoς μετεξελίχθηκε απ6 φιJλετική κοινω νία σε συγκεντρωτική αυτοκρατορία, το σπατ παρέμεινε η βασική εδαφική μονάδα, αλλά η σχέση της με τους ανθρώπους άλλαξε. Αυτές οι μονάδες δεν αποτελούσαν πλέον την ορο θεσία της φιJλετικής γαιοκτησίας, αλλά αντίθετα έγιναν διοικητική περιοχή ή επαρχία της αυτοκρατορίας και η θέση των αρχηγών των σπατ άλλαξε, καθώς από αρχηγοί των παλαι
ότερων φιJλετικών κοινοτήτων έγιναν διαχειριστές ή κυβερνήτες της επαρχίας.
Για την Ελλάδα, και ιδιαίτερα την Αττική, υπάρχουν καταγραφές για το τέλος της μετά βασης από τη φυλετική στην πολιτισμένη κοινωνία. Στην αρχή της ιστορικής καταγραφής, οι Αθηναίοι είχαν ακ6μα κατάλοιπα φυλετικής δομής. Στην ηρω'ίκή εποχή ήταν χωρισμένοι
σε τέσσερις φιJλές που εγκαταστάθηκαν σε χωριστές περιοχές. Οι φιJλές απαρτίζονταν απ6 φατρίες και γένη και η διοίκηση των Αθηναίων ήταν ένα φυλετικ6 συμβούλιο, η Βουλή. Όταν η κοινωνία της Αθήνας έγινε συνθετ6τερη, οι κάτοικοί της αναμείχτηκαν περισ
σότερο γεωγραφικά, αλλά κυρίως χωρίστηκαν σε τάξεις, καθώς η πολιτική και οικονομική
δύναμη συγκεντρώθηκε στα χέρια των λίγων που ανήκαν στην ανώτερη τάξη. Οι κοινωνι-
55
ι'
L
ΜΕΡΟΣ 1-Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ
κές αλλαγές πσυ σχετίζονταν με τα εδαφικά δικαιώματα εκφράστηκαν με την εισαγωγή θε σμών, όπως οι Ναυκραρ{αι. ΟιΝαυκραρΕαι, που καθιερώθηκαν λίγο καιρό πριν τον Σόλω να, ήtαν «εδαφικές περιοχές με μικρή έκταση, δώδεκα σε κάθε φυλή» που έπρεπε να παρέ χουν και να εφoδιάζovν την πόλη της Αθήνας με ένα πολεμικό πλοίο και ιππείς. Σύμφωνα με τον Ένγκελς, αυτός ο θεσμός ήταν ένα από τα πρωιμότερα καταγραμμένα παραδείγμα τα της μετάβασης σε έναν εδαφικό καθορισμό της κοινωνίας. Προσέβαλε την παλαιότερη φυλετική μορφή οργάνωσης με δύο τρόπους. Πρώτον, «δημιούργησε μία δημόσια δύναμη
που δεν ταυτιζόταν πλέον με ολόκληρο το σώμα των οπλισμένων' δεύτερον, για πρώτη φο ρά διαίρεσε τους ανθρώπους για την επιτέλεση κοινών σκοπών όχι με βάση τη συγγένεια
αλλά τον κοινό τόπο κατοικ{ας». Ο Κλεισθένης καθιέρωσε έναν νέο θεσμό που αγνόησε ολοκληρωτικά τις παλαιότερες φυλετικές περιοχές. Το νέο καθεστώς βασίστηκε σε εδαφική οργάνωση της κοινωνίας. «Τώρα δεν διαιρέθηκαν οι άνθρωποι αλλά η περιοχή: οι κάτοικοι έγιναν ένα απλό πολιτικό
συμπλήρωμα της περιοχής». Ωστόσο, για να διατηρηθεΙ ο συναισθηματικός δεσμός με τον τόπο, ο νέος εδαφικός καθορισμός της κοινων(ας έπρεπε να βασιστεί στον παλαιότερο κοι νωνικό καθορισμό της περιοχής. Υπό αυτή την έννοια, για να διατηρηθεΙ ακμαίο το αίσθη μα για τον τόπο, η νέα περιοχή ήταν μία <<τοπική» φυλή. Αλλά η περιοχή ή η τοπική φυλή ήtαν μία τεχνητή γεωγραφική μονάδα για τη διευκόλυνση τou κράτσυς. Δεν ήταν μία περιο
χή πou παραδοσιακά ανήκε σε μία ομάδα σχετιζομένων ατόμων, όπως στις παλαιότερες φυλές που καταργήθηκαν. Η βάση της εδαφικής οργάνωσης ήταν περίπου
100 περιοχές
που ονομάστηκαν δήμοι. Οι κάτοικοι κάθε δήμου εξέλεγαν έναν αιρετό δήμαρχο, έναν τα μία και τους δικαστές. Για να αξιοποιήσouν πάλι τους παλαιότερους φυλετικούς δεσμούς με τον τόπο, οι δήμοι είχαν δικό τους ναό και θεότητα. Αυτοί ήταν οργανωμένοι σε τριάντα τριττύες με ίσο περίπσυ πληθυσμό και (4,ό αυτές τιςτριττύες σχηματίστηκαν οι δέκα «τοπι
κές φυλές». Η τοπική φυλή εφοδίαζε με άνδρες και όπλα το στρατό και εξέλεγε πενήντα αντιπροσώπouς για την αθηναϊκή βουλή η οποία απαρτιζόταν από 500 μέλη'
50 από καθε
μιά από τις 10 τοπικές φυλές. Αυτές οι αλλαγές στις σχέσεις της κοινωνίας με τον τόπο εντοπίζονται και σε άλλες πε ριοχές του κόσμου. Ο πολιτισμός, δίνοντας έμφαση στον εδαφικό καθορισμό της κοινω
νίας, ΣUΝΔέει στενά το κοινωνικό καθεστώς με τον τόπο. Η συμμετοχή των ατόμων στην κοι νότητα καθορίζεται συχνά με βάση την κατοικία και την εδαφική άμυνα (σε αντίθεση με
την ασάφεια αυτής της ιδέας που υπήρχε στις φυλετικές κοινωνίες) που γίνεται πρωταρχική υποχρέωση του κράτους. Μία επίθεση εναντίον της περιοχής αποτελεί πρόκληση για το κα
θεστώς και την εξουσία του κράτους. Η κοινωνική συνθετότητα, η ανισότητα και η ανάγκη για τον έλεγχο μίας ομάδας από
άλλη κατέστησαν τον εδαφικό καθορισμό της κοινωνίας απαραίτητο στον πολιτισμό. Πα ραδόξως, αυτές οι ίδιες δυνάμεις καθιστούν τη ούνδεση της κοινωνίας με τον τόπο στις πο λιτισμένες κοινωνίες πoΛU πιο αβέβαιη και ασταθή απ' ό,τι στον πρωτόγονο κόσμο. Από τη
μία περιορίζεται η ροή και η κίνηση των αγαθών στις επικράτειες, από την άλλη, όμως, ο καταμερισμός των δραστηριοτήτων στouς διάφορους τόπους δημιουργεί εξειδίκευση που
56
ΜΕΡΟΣ 1-Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΤιΛΗΨΗ ΤΟΥ ΧΩ ΡΟΥ
με τη σειρά της αυξάνει την απαίτηση για εμπόριο και κυκλoφoρCcι. των αγαθών. Οι δραστη ριότητες που περιορίζονται ρητά σ' ένα μέρος ή που περιέχονται στα εδαφικά όρια θεω ρούνται, στο κοινωνικό επίπεδο, ως ωιον ενός τόπου ή ως εδαφικές ή γενικά ως χωρικά κα
θορισμένες δραστηριότητες, ενώ η ροή και η μετακίνηση, που δεν εμπεριέχονται σε αυτά τα όρια, θεωρούνται ως λιγότερο χωρικές ή καθόλου χωρικές δραστηριότητες. Επιπλέον, αναπτύσσονται στο εδαφικό ή χωρικό πλαίσιο κλίμακες «χωρικότητας». ΟΙ πολιτισμοί έχουν αρκετά είδη εδαφικών μονάδων που συνυπάρχουν. Τα σύγχρονα έθνη κράτη, για παράδειγμα, έχουν αρκετές επιμέρους δικαιοδοσίες και αυτές με τη σειρά τους μπορεί να κατανέμονται σε περιοχές κατώτερης τάξης που δημιουργούν τοπικές ιεραρχίες εδαφικών περιοχών, οι δράσεις των οποίων μπορεί συχνά να είναι ασuνtόνιστες και να συ
'f
γκρούονται μεταξύ τους. MCcι. ιεραρχCcι. αρμοδιοτήτων ή ακόμη μCcι. εθνική επικράτεια διαι
Ι
ρεμένη σε ένα απλό επίπεδο κατώτερων μονάδων μπορεί να δημιουργήσει καταστάσεις
:j
που θεωρούνται ότι έχουν σχέση, περισσότερο ή λιγότερο, με το χώρο. Μία πολιτική εθνι κού επιπέδου μπορεί να έχει προβλέψιμες χωρικές συνέπειες σε αυτό το επίπεδο, αλλά ίσως απρόβλεπτες σε ένα χαμηλότερο επίπεδο της γεωγραφικής κλίμακας. Συνεπώς, οι χω ρικές συνέπειες μίας δράσης γίνονται προβλέψιμες μόνο σε μία τεχνητή κλίμακα. Από τη σκοπιά εκείνων που θέλουν να γνωρίζουν τις χωρικές συνέπειες στα κατώτερα επίπεδα ή σε όλα τα επίπεδα, η πολιτική δεν είναι αρκετά συγκεκριμένη και, επομένως, είναι «λιγότε ρο» χωρική απ' ό,τι θα ήταν επιθυμητό.
Τα εωη των δραστηριοτήτων που θεωρούνται λιγότερο ή καθόλου χωρικά και ο βαθμός
που αυτές οι ιδέες υποστηρίζονται από τους πολίτες εξαρτώνται από τη δυναμική των κοι νωνιών και από τους τρόπους που οι κοινωνίες συνδέονται με τον τόπο. Σε κάθε κοινωνία, οι «χωρικές» ή «μη χωρικές» διακρίσεις εμφανίζονται σε διάφορα επίπεδα αφηρημένων ιδεών, από το υλικό επίπεδο των θεσμών και των οικονομικών μέχρι το επίπεδο της πολιτι κής και κοινωνικής φιλοσοφίας.
Δυτικός φεουδαρχισμός Η ιδιαίτερη σχέση της κοινωνίας με τον τόπο στο δυτικό φεουδαρχισμό διέφερε από την αντίστοιχη θέση στον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό και στο δικό μας. Ο φεουδαρχισμός ξεκί νησε ως αφομοίωση της αποσυνθεμένης Ρωμα'ίκής Αυτοκρατορίας από τα γερμανικά φύ
λα· ήταν μCcι. αφομοίωση και μCcι. προσαρμογή της πολιτισμένης άποψης για την επικράτεια από μία πρωτόγονη. ΟΙ ρωμαίκοί θεσμοί του precarίum, που ήταν μία εξαρτημένη μορφή γαιοκτησίας και του patrocinium, που ήταν η προσφορά των υπηρεσιών κάποιου σε αντάλ
λαγμα της πραστασίας που του παρεχόταν, επρόκειτο να συγκροτήσουν τη βάση των φέου δων και της υποτέλειας στο φεουδαρχικό σύστημα. Ένας χωρικός ορκιζόταν υπσταγή στον κύριό του και υποσχόταν να εκπληρώσει υποχρεώσεις, όπως την πληρωμή των φόρων για τις σοδειές και να προσφέρει ειδικές υπηρεσίες σε αυτόν. Σε αντάλλαγμα, ο κύριος θα πα ρείχε προστασία στο χωρικό. Ολόκληρη η δομή βασιζόταν στην εργασία του χωρικού που δεν κατείχε τη γη στην oπoCcι. ζσύσε. Ο κύριος του χωρικού κατείχε τη γη αλλά μόνο ως ένα
57
L
ΜΕΡΟΣ 1-Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ
βαθμό, γιατί και αιπός, επίσης, την παρελάμβανε με υποχρεώσεις από έναν ευγενή ανώτε ρης τάξης και έτσι ανέβαινε η κοινωνική κλίμακα μέχρι το ανώτερο επίπεδο -το βασιλιά.
Θεωρητικά, δεν υπήρχε γη χωρίς τον ηγεμ6να της. Nulle terre sαns seigrιeur. Οι χωρικοί ήταν δεμένοι με τη γη, glebαe αdscripti. Μέχρι να εκπληρώσουν τις υποχρεώ σεις τους δεν μπορούσαν θεωρητικά να απομακρυνθούν από τη γη. Ωστόσο, ο χωρικός δεν είχε το δικαίωμα να επιλέξει να φύγει από τη γη. Ενώ ο κύριος δεν μπορούσε να πουλήσει ένα χωρικό, όπως μπορούσε να κάνει με ένα σκλάβο, ήταν σε θέση να πουλήσει τη γη σε άλ λον κύριο και, ως αποτέλεσμα της πώλησης, θα ερχόταν ένας νέος κύριος για το χωρικό.
n'
αιπούς, οι κοινωνικές υποχρεώσεις και σχέσεις καθορίζονταν από τον τόπο της κατοικίας.
Η επιβίωση κάποιας μορφής κοινοτικής αγροτικής γης και γαιοκτησίας των χωρικών από τους προφεουδαρχικούς χρόνους δεν εξασθένισε αισθητά το δεσμό των χωρικών με τη γη. Οι πόλεις υπήρχαν στα διάκενα του τιμαριωτικού (ή φεουδαλικού) συστήματος. Ενώ ει;' χαν συνήθως μέτριο μέγεθος, ήταν σημαντικά στοιχεία της μεσαιωνικής οικονομίας. Σε αυ τές υπήρχε συνύπαρξη του τόπου με την κοινωνία, που ήταν σε πολλά σημεία αντίθετη με αυτήν στο τιμαριωτικό σύστημα. Ένα διαφορετικό νομικό καθεστώς σχετίστηκε με την εδαφική κυριότητα της πόλης. «ο αέρας της πόλης», όπως ελεγαν οι Γερμανοί, «κάνει τον άνθρωπο ελεύθερο». Αιποί οι ιδιαίτεροι νόμοι προέρχονταν από την ανάγκη των εμπόρων
να έχουν ένα μόνιμο τόπο στις πόλεις για να στήνουν τα εμπορεύματά τους και να μένουν, όσο ο καιρός ήταν άσχημος. Οι κάτοικοι αυτών των ιδιαίτερων τόπων χρειάζονταν άδεια να ταξιδεύουν, αλλά και αιποί που ήθελαν να αγοράσουν τα εμπορεύματα των εμπόρων
έπρεπε να είναι ελεύθεροι να πηγαινοέρχονται. Αυτές οι ελευθερίες κίνησης δόθηκαν αλ λά, παραδόξως, αποτελούσαν ίδιον ενός τόπου. «Η ελευθερία έγινε το νομικό καθεστώς της αριστοκρατίαςτόσο πολύ ώστε», σύμφωνα με τον Pirenne, «δεν ήταν πλέον μόνο ένα
προσωπικό προνόμιο αλλά ένα εδαφικό, σύμφυτο με το αστικό έδαφος, ακριβώς όπως η δουλοπαροικία στο τιμαριωτικό έδαφος. Για να αποκτήσει κανείς αιπό το προνόμιο, ήταν αρκετό να μείνει για ένα χρόνο και μία μέρα εντός των τειχών της πόλης».' Οι συντεχνίες αποτελούσαν μία άλλη σημαντική πλευρά της εδαφικής εξουσίας των πό λεων. Αυτές οι συντεχνίες καθιέρωσαν το εργασιακό μονοπώλιο σε αιπές τις πόλεις. Συμ μετείχαν στην κυβέρνηση και ήταν δύσκολο γω. ένα πρόσωπο να ασχοληθεί με τη βιοτεχνία ή να γίνει τεχνίτης, χωρίς να είναι μέλος αιπών των συντεχνιών. Αιπές δεν εξαρτώνταν στο μεγαλύτερο μέρος τους από τον τόπο (ήταν εμπορικές συντεχνίες). Η καθεμιά έτεινε να λειτουργεί στα όρια της πόλης. Η πόλη και το φέουδο αποτέλεσαν διαφορετικούς, όμως ταυτόχρονους, εδαφικούς κοι νωνικούς οργανισμούς. Η εδαφική μονάδα της πόλης είχε διευρυμένη επίδραση και βοήθη σε στο μετασχηματισμό του τιμαριωτικού συστήματος σε εμπορεύσιμη γεωργία. Η κυριαρ
χία της πόλης συνέβη εν μέρει εξαιτίας της αυξανόμενης σημασίας τέτοιων δραστηριοτή των, όπως η κυκλοφορία των αγαθών, των ανθρώπων και του χρήματος που ξεπερνούσαν τα υπάρχοντα εδαφικά όρια. Amή η κυκλοφορία που δεν αποτελούσε μέρος του τιμαριωτι κού συστήματος έγινε αργότερα η βάση των λιγότερο ή καθόλου χωρικών δραστηριοτήτων
στις βιομηχανοποιημένες κοινωνίες. Ακόμη και το Μεσαίωνα, τέτοιες δραστηριότητες δεν
58
Γ
ΜΕΡΟΣ 1-Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΤιΛΗΨΗ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ
είχαν ισότιμο καθεστώς με την ιδιοκτησία της γης που θεωρούνταν κάτι το πραγματικό. Η ιδιοκτησία της γης ονομαζόταν, και ακόμα ονομάζεται, ακίνητη κτηματική περιουσία. Η
άλλη ονομάζεται ρευστό ενεργητικό. Μολονότι η συνύπαρξη αυτών των εδαφικών μονάδων ως π6λεων και των τιμαριωτικών συστημάτων προκάλεσε διαδικασίες που ήταν αδύνατο να περιοριστούν σε η να εκφρα στούν με εδαφικούς όρους, ο πρωταρχικός «μη χωρικός» παράγοντας σε κοινωνικό επίπε
δο ηταν η ιδέα της χριστιανικης κοινότητας. Πράγμαιι, η Εκκλησία ως οργανισμός ηταν χω ρικός. Διοικούνταν με βάση την εδαφικότητα και λειτουργούσε με τη μορφη των εκκλησιt6ν και των ιερών τόπων. Αυτές οι εδαφικές απόψεις συχνά συγκρούονταν με τις εδαφικές μο νάδες της κοσμικης κοινωνίας και, επίσης, με τα περισσότερο εξωκοσμικά ενδιαφέροντα
της Εκκλησίας. Αλλά, από κοινωνικη σκοπιά, η πρωταρχικη αντίθεση της Εκκλησίας με τη φεουδαρχικη τάξη ηταν η ιδέα μίας «μη χωρικης» κοινότητας των Χριστιανών. Αυτη η κοι νότητα η η ουράνια πόλη υπερβαίνει τις επίγειες κοινότητες και τα όριά τους. Σε αντίθεση με τις «μη χωρικά καθορισμένες» πλευρές της σύγχρονης κοινωνίας, η χριστιανικη κοινότη τα της υπερβατικης εκκλησίας συνδεόταν με το σταθερό και το αιt6νιo, ενώ οι επίγειες πό λεις είχαν σύντομη ζωTj και μεταβαλλόμενο χαρακτηρα. Η ιδέα μίας υπερβατικης χριστιανικης κοινότητας διαπότισε το Χριστιανισμό, είχε μία
τεράστια επίδραση στη φεουδαρχικη κοινωνία και συνέβαλε στις κατοπινές συγκρούσεις ανάμεσα στην εκκλησία και το κράτος, όπου η δύναμη του κράτους θριάμβευσε. Η άνοδος του καπιταλισμού ηταν αυτη που επέφερε την πιο θεμελιώδη εδαφικη αναδιοργάνωση στο πλαίσιο του κράτους.
Καπιταλισμός Με την άνοδο του εμπορικού και έπειτα του βιομηχανικού κεφαλαίου, τα μέσα παραγω
γης συγκεντρώθηκαν χώρικά στα χέρια των καπιταλιστών που είχαν ως βάσεις τα εργαστη ρια και τις βιοτεχνίες, όπου ο εργάτης εργαζόταν με το αντίτιμο του μισθού υπό την επίβλε ψη της διαχείρισης. Η εργασία, έτσι, διαχωρίστηκε από τα όρια της κατοικίας και ο εδαφι
κός έλεγχος εξειδικεύτηκε για να συμπεριλάβει τους χώρους εργασίας (υπό τον έλεγχο της βιομηχανίας που υποστηρίχτηκε από την κυβέρνηση με τους νόμους περί ιδιοκτησίας κ.λπ.) και τις πολιτικές επικράτειες. Η νέα οικονομικη τάξη χρειαζόταν μεγάλους και προσαρμό
:; :1
σιμους εργασιακούς συνεταιρισμούς και «ελεύθερη» διακίνηση εμπορίου με αξιόπιστη και αποδοτικη υποδομη στο ούστημα μεταφοράς. Όλοι αυτοί οι παράγοντες μετέβαλαν την πα λαιότερη εδαφική σχέση της κοινωνίας με τον τόπο. Ο συντονισμός των οικονομικών λει τουργιών επιτεύχθηκε με τη μεταβολη της βασικής ένωσης της κοινωνίας και του τόπου στη μεγαλύτερη γεωγραφικη κλίμακα του απόλυτου κράτους και έπειτα του σύγχρονου έθνους κράτους. Έτσι, οι πόλεις απέμειναν με μέτριες δυνάμεις, ως μία ανάμεσα στις εδαφικές μο νάδες στο πλαίσιο μίαςτοπικης ιεραρχίας των κρατικών εδαφικών οργανισμών. Οι κάτοι κοι της πόλης δεν !]ταν μόνο πολίτες αυτης της πόλης αλλά, επίσης, πολίτες των ανώτερων και κατώτερων πολιτικών διοικητικών μονάδων όπου υπάγονταν οι κατοικίες τους.
59
ι
! f
Ι
ΜΕΡΟΣ 1-Η ΚΟ!ΝΩΝΙΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ
Όπως γνωρίζουμε καλά, η σχέση της κοινωνίας με τον τόπο σε ένα έθνος-κραιος, με την ιεραρχία των εδαφικών μονάδων, δεν απέτρεψε τις ooγκρoύσεις ανάμεσα στους τύπους
και τα επίπεδα των εδαφικών οργανιομών ούτε ooγκράτησε αυτές που θεωρούνταν λιγ6τε ρο χωρικές διαδικασίες. Το αντίθετο ooνέβη. Καθώς οι προσπάθειες να ooμπεριληφθεί και να στηριχθεί το σύστημα έγιναν συνθετότερες και ενσυνείδητες, καθώς δημιουργσύνται πε ριοσ6τερα επίπεδα διοίκησης, οι δραστηρι6τητες και οι αλληλεξαρτήσεις που εμπεριέχουν τις χωρικές και μη χωρικές διακρίσεις αυξάνουν θεαματικά. Εξαιτίας της τοπικής ιεραρ
χίαςτου πολιτικού διοικητικού ooστήματoς, οι χωρικές εκδηλώσεις των αποφάσεων κατα κερματίζονται. Οι αποφάσεις μπορεί να αφορούν σε ένα μόνο επίπεδο ιεραρχίας και, εντούτοις, να επηρεάζουν όλα τα επίπεδα με απρόβλεπτους τρόπους. Ανακύπτουν νομικές OO'Y".ρoύσεις που αφορούν στις εδαφικές μονάδες και οι ενέργειες της μίας έχουν απρόβλε πτες ooνέπειες για τις άλλες. Οι αντιθέσεις ανάμεσα στα «χωρικά» και τα «μη χωρικά» γεγον6τα ή τις δραστηρι6τη τες φαίνονται, επίσης, στην οικονομική σφαίρα. Στις καπιταλιστικές κοινωνίες, τμήματα γης σαφώς οριοθετημένα στο χώρο τα οικειοποιούνται οι ιδιώτες και τα διατηρούν για κερ
δοσκοπικούς λόγους. Η γη μπορεί να αγοράστηκε εξαιτίας της δυνητικής αξίας της, που βασίζεται σε αυτό που μπορεί να ooμβεί σε αυτήν ή γ.οντά σε αυτήν. Μολονότι η γη έχει 00στατικά, όπως το έδαφος και η βλάστηση και ακόμη κοινωνικούς παράγοντες, όπως οιΚΟ γένειες με χαμηλό εισόδημα, η αξία της για τον κερδοσκόπο καθορίζεται μόνο με βάση τις μελλοντικές δραστηριότητες που μπορεί να συμβούν κοντά σε αυτήν ή σε αυτήν. Μία νέα λεωφόρος μπορεί να κατασκευαστεί εκεί κοντά και να αυξήσει την αξία της, γ..αθώς θα την
καταστήσει εμπορική ζώνη. Ακόμη και μετά την κατασκευή της λεωφόρου, ο κάτοχος της γης δεν θα πουλήσει ή δεν θα χtίσει, μέχρι να φτάσουν οι τιμές στα επιθυμητά επίπεδα. Σε τέτοιες περιπτώσεις, το οικονομικό σύσt:ημα μάς κάνει να θεωρούμε τη γη σαν να ήταν κε
νή, άδεια από συστατικά που έχουν αξία καθαυτά και τα συστατικά ως μη χωρικές οντότη τες, που υπάρχουν αφηρημένα κάπου στη γη, αλλά δεν έχουν υλική υπόσταση επί της γης. Μόνο σε κατάλληλες ooνθήκες οι ιδιαίτεροι τόποι και οι ουσίες ooνυφαίνoνται, και τότε
μόνο μέχρι να συμφωνηθεί ένας πιο ooμφέρων διακανονισμός που θα τα αποσυνδέσει με ταξύ τους για να τα επαναooνδέσει με άλλους τόπους και πράγματα.
Η διατήρηση του κοινωνικού καθεστώτος στην κοινωνία του 200ύ αιώνα δεν μπορεί να στηρίζεται εξ ολοκλήρου στους επεξεργασμένους αλλ6 αβέβαιους δεσμούς που παρέχουν η κοινωνική επιοτήμη και ο επιστημονικός σχεδιασμός. Στην πράξη, ο σύνδεσμος της κοι νωνίας και του τόπου επιτυγχάνεται με το ooνδυασμό επεξεργασμένων και απλο"ίκών μο ντέλων. Το κράτος χρησιμοποιεί τα επεξεργασμένα μοντέλα της κo~νωνικής επιστήμης, τις
τέχνες και αξιοποιεί τα απλοϊκά μοντέλα για να ooνδέσει τη συμπεριφορά με τον τόπο. Η Αμερική έχει «μία αγαπημένη γη», εθνικά μνημεία και «ιερούς>' τόπους, όπως το Καπιτώ λιο, το Μνημείο του Λίνκολν, το Τάφο του Γκραντ' έχει ένα μυθικό παρελθόν με τους στι βαρούς κατοίκους των παραμεθορίων περιοχών και τους «ευγενείς αγρίους». Η προσήλω
ση στα έθνη-κράτη είναι, στην πραγματικότητα, μια από τις πιο ξεκάθαρες εκδηλώσεις της μυθικής-μαγικής συνείδησης του τόπου στον 20ό αιώνα. >Οπως τονίζει ο
60
Yi-Fu Tuan, ο ιε-
Γ
ΜΕΡΟΣ 1-Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ
ρός χώρος τείνει να είναι ένας τόπος εξουσίας οριοθετείται και διαχωρίζεται' θεωρείται πλήρης και απαιτεί την υπέρτατη θυσία για την υπεράσπισή του.' Όλα αυτά τα χαρακτη
ριστικά ταιριάζουν στο σύγχρονο έθνος-κράτος. Κάθε κράτος, ωστόσο, έχει διαφορετι κούς εννοιολογικούς διαχωρισμούς ανάμεσα στους ανθρώπους και τον τόπο και εξαρτά ται από τα διαφορετικά μείγματα των επεξεργασμένων και απλο"ίκών μοντέλων για να επανασυνδεθούν ο άνθρωπος και ο τόπος. Η κατανόηση αυτών των διαφορών είναι η χω ρική προοπτική της κοινωνικής δυναμικής. Αυτό που διαχωρίζει τη σύγχρονη αντίληψη
για τον κοινωνικό χώρο από την αντίληψη των πρωτόγονων είναι το εύρος των συνδυα σμών που είναι διαθέσιμοι στη σύγχρονη κοινωνία και το γεγονός ότι οι σημερινοί άνθρω ποι, σε αντίθεση με τους πρωτόγονους, έχουν πρόσβαση σε πιο εξειδικευμένες και επε
ξεργασμένες απόψεις. Με αυτή την πρόσβαση και τις περιπλοκές της κοινωνικής ζωής που προκαλούν αυτούς τους τρόπους, επέρχεται μεγαλύτερη αβεβαιότητα, αποσύνδεση και σκεπτικισμός σχετικά με τις σημαντικές σχέσεις ανάμεσα στο κοινωνικό καθευτώς και τη γεωγραφική περιοχή.
Σημειώσεις L. Levy-BruW, The "SOUI" ofthePrίmitive (CWcago: Hemy Regnery, 1971), σ. 185. S. Diamond, In Search ofthe Prίmitίve (New Brunswick, N.J.: Transaction Books, 1974), σ. 192. , Fr. Van Wing, Etudεs Bakongo, deuxieme editlon (DescJee de Brouwer, 1959), σ, 93-4. 4 F. EngeJs, The orίgin ο! the Family, Private Property αΜ the State (New York: Intemational PubJishers, 1972), σ. 176. , Η. Pirenne, Economic and SociaI History ο! MedievaI Europe (New York: Harcourt Brace and WorJd, 1937), σ. 51. 'Yi-Fu Tuan, Space andPlαce (Minneapolis, University ofMinnesota Press, 1977). 1
2
61
Ι
Ι·
ΜΕΡΟΣ2 ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΑΝΑΛΥΣΗ: ΑΙΙΟΨΕΙΣ 'fHΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ
JOHNALLEN
Το μήνυμα στην εωαγωγή αυτού του βιβλίου ήταν ξεκάθαρο: η γεωγραφία παίζει ρόλο
σε όλους τους κλάδους των κοινωνικών επωτημών. Οι κοινωνικές διαδικασίες λαμβάνουν χώρα απαραίτητα στο γεωγραφικό χώρο και έχουν κάποια σχέση με τη φύση και αυτό έχει επίδραση σε όλες τις ερμηνείες της κοινωνικής δραστηριότητας. Πρέπει να αναφερθεί ότι ούτε οι κοινωνιολόγοι ούτε οι οικονομολόγοι είναι αντίθετοι με το επιχείρημα ότι ο χώρος και η φύση έχουν λόγο στην ερμηνεία των κοινωνικών φαινομένων- γνωρίζουν ότι η κοινω νική δραστηριότητα συμβαίνει στο χώρο ή ότι η φύση επηρεάζει την κοινωνική δράση. Δεν υποστηρίζουμε ότι οι κοινωνικές επωτήμες στην εποχή μας αγνοούν αυτά τα χαρακτηρωτι
κά του κοινωνικοl1 κόσμου' μάλλον, απέτυχαν να αντιληφθούν το βαθμό στον οποίο ο χώ ρος και η φύση είναι αναπόσπαστα στοιχεία για την κατανόηση της κοινωνικής δραστηριό τητας και της κοινωνικής αλλαγής.
Ο χώρος δεν είναι απλώς μία επιφάνεια πάνω στην οποία διαδραματίζονται οι αλλαγές στη δομή της βρετανικής οικονομίας. Οι αλλαγές στη δομή της οικονομικής παραγωγής εμπεριέχουν τη γεωγραφική ανακατανομή της εργασίας και του κεφαλαίου' και, ακολού θως, η μεταβαλλόμενη γεωγραφία της οικονομικής δραστηριότητας επηρεάζει το σχήμα και τη σύνθεση της εργατικής δύναμης και αναδεικνύει τα νέα πολιτισμικά μοντέλα και
τους πολιτικούς σχηματισμούς. Οι αλλαγές στην τεχνολογία της παραγωγής είναι βασικές σε αυτή τη διαδικασία της γεωγραφικής και κοινωνικής αναδιοργάνωσης
-
αι)"αγές οι
οποίες εμπεριέχουν την επαναδιευθέτηση και τον έλεγχο των φυσικών δυνάμεων για να επιτευχθούν επικερδείς και ανταγωνωτικές συνθήκες παραγωγής. Ο Gold διατl1πωσε αυτή την άποψη για τη φύση στο κεφάλαιό του, όταν αναφέρθηκε στην ηλεκτρονική μίμηση του ανθρώπινου εγκεφάλου, στην τεχνολογία των μικροεπεξεργαστών ή στη «φύση που λει τουργεί ως πληροφορία», όπως αναφέρεται σ' αυτήν ως ύστερη αντικειμενική ποσστικο ποιήσιμη δΙΕυθέτηση της φl1σης. Αυτός ο τρόπος προσέγγισης της σχέσης ανάμεσα στην
κοινωνία, το χώρο και τη φύση, αυτό το είδος της γεωγραφίας, μεταβάλλει τον τροπο που η οικονομική, πολιτική και πολιτισμική αλλαγή γίνεται αντιληπτή. Οι συνέπειες αυτής της άποψης, ωστόσο, δεν εΙναι απλώς εννοιολογικές, αλλά εγείρουν,
επιπλέον, μεθοδολογικά ζητήματα. Τα ε'Ι'Vοιολογικά και μεθοδολογικά ζητήματα συνυφαί νονται για να παραγάγουν ένα ιδιαίτερο είδος γεωγραφικής προσέγγισης. Οι μέθοδοι της ανάλυσης και της σύνθεσης που χρησιμοποιούνται στις επόμενες δΙ1ο ενότητες δεν δημι·
63
ΜΕΡΟΣ 2-ΑΠΟΨΕIΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ
ουργούν ένα νέο ε(δος γεωγραφίας. Οι όροι είναι γνωσroί σroν επιστημονικό κλάδο της γε
ωγραφίας. Αυτό που διαφέρει εδώ ως προς τη χρήση τους είναι το εννοιολογικό πλαίσιο που καθορίζει την εφαρμογή τους. Με μία σύντομη σκιαγράφηση, οι δύο τρόποι προσέγγισης, η ανάλυση και η σύνθεση,
κατανοούνται καλύτερα ως συμπληρωματικές μέθοδοι που μας βοηθούν να καταλάβουμε τη γεωγραφική οργάνωση της κοινωνίας σε ένα λεπτομερειακό και σε ένα ευρύτερο και περιεκτικότερο επίπεδο. Η διαδικασία της ανάλυσης εμπεριέχει την επιλογή και την απο
μόνωση μίας ιδιαίτερης πλευράς της κοινωνίας, τη λεπτομερειακή εξέταση των ποικίλων χαρακτηρισrικών της και τις σχέσεις που τα διέπουν, μαζί με τα γεωγραφικά χαρακτηρισrι κά της, σε βάρος άλλων πλευρών της κοινωνίας με τις οποίες συνδέονται. Η αξία αυτού του τύπου της άσκησης στηρίζεται σε έναν αριθμό πραγματικών επιχειρημάτων. Πρώτον, δεν μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα εξετάσουμε κάθε πλευρά της κοινωνίας που έχει κάποια επi'mωση στη μεταβαλλόμενη δομή της βρετανικής οικονομίας και ταυτόχρονα να μελετού με όλες τις πλευρές με το ίδιο βάθος και ένταση. Σε ένα κοινωνικό περιβάλλον που δομεί ται από μία σειρά σύνθετων, μεταβαλλόμενων αμοιβαίων σχέσεων, η διαδικασία της ανά λυσης μας επιτρέπει να κρατήσουμε παράμερα συγκεκριμένες σχέσεις και να εξετάζουμε κάθε φορά λεπτομερειακά μία μόνο πλευρά. Αυτή η εσωτερική εστίαση είναι η ουσία της
ανάλυσης επιτρέπει τη διερεύνηση σε βάθος κάθε πλευράς μίας ευρύτερης εικόνας. Δεύτε ρον, ένα ε(δος διαίρεσης και καιαμερισμού των διαφορετικών όψεων της κοινωνικής γεω γραφίας είναι απαραίτητο, για να μας βοηθήσει να συγκεντρωθούμε σε συγκεκριμένα κοι νωνικά θέματα και προβλήματα. Μία γεωγραφία της κατοικίας, της κοινωνικής πρόνοιας
και της εργασίας αποτελεί την πρακτική εκδήλωση της ανάγκης να σκιαγραφήσουμε θέμα τα που επιδέχονται χειρισμούς και να διατυπώσουμε συγκεκριμένες απαντήσεις σε συγκε κριμένα ερωτήματα. Δεν είναι καθορισμένο εξαρχής ποια θέματα θεωρούνται δεκτικά δια
χείρισης και ποια ζητήμαια εγείρονται. Αυτό εξαρτάται αναπότρεπτα από τις εκάστοτε θε σμοποιημένες υποδιαιρέσεις που ισχύουν σε κάθε επιστημονικό κλάδο. Σύμφωνα με αυτό τον τρόπο σκιαγράφησης δεν υπάρχει, όπως δείξαμε νωρίτερα, τίπο τα ιδιαίτερα καινούριο ούτε για τους γεωγράφους ούτε για τους άλλους κοινωνικούς επι στήμονες σχετικά με τη λειτουργία που αναμένεται να επιτελέσει η ανάλυση. Αυτό που δια κρίνει όμως την επιλογή των κειμένων σro ακόλουθο τμήμα, είναι ότι οι αναλύσεις των τριών θεμάτων -πολιτισμικές μορφές, αστική οικονομική δραστηριότητα και εξέλιξη του
διεθνούς δικαίου - διαμορφώνονται με βάση τους όρους με τους οποίους η γεωγραφική τους οργάνωση επηρεάζει στο βάθος τη λειτουργία τους.
Δύο από τα τρία θέματα
-
οι πολιτισμικές μορφές και το διεθνές δίκαιο - δεν εμφανί
ζονται σro νου μας αμέσως ως γεωγραφικά θέματα. Πράγματι, σκόπιμα τα επιλέξαμε για να δείξουμε τη σημασία της γεωγραφίας σε όλες τις πλευρέςτης κοινωνικής δραστηριότη τας. Κανένας από τους τρεις συγγραφείς, στην πραγματικότητα, δεν είναι επαγγελματίας γεωγράφος, ωστόσο ο καθένας παραδέχεται τη σημασία της γεωγραφίας ως αναπόσπα
στου τμήματος της κοινωνικής ερμηνείας. Είναι αναπόσπασro, πρώτον, επειδή η παραλλα γή στις κοινωνικές συνθήκες σro εσωτερικό μίας χώρας και μεταξύ των χωρών επηρεάζει
64
ΜΕΡΟΣ 2-ΑΠΟΨΕIΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ
τον τρόπο με τον oπoCΣ οι κοινωνικές διαδικασίες λειτουργούν σε διαφορετικούς τόπους και, δεύτερον, επειδή αυτό το μοντέλο της γεωγραφικής ανισότητας βρίσκεται συνεχώς σε μία διαδικασία μετασχηματισμού ως μέρος της γενικής δυναμικής της κοινωνικής αλλαγής.
Η ανάλυση του Στο κεφάλαιο
Clarke για τις πολιτισμικές μορφές στην Αγγλία τονίζει τα δύο σημεία. 3 διερευνά τη γεωγραφική ανισότητα των τοπικών πολιτισμών, τα αποκλει
στικά χαρακτηριστικά τους και αμφισβητεί την άποψη ενός μαζικού πολιτισμού πσυ διεισ δύει σε όλες τις περιοχές και τις περιφέρειες της Αγγλίας. Από αυτή τη σκοπιά δείχνει πώς οι πολιτισμικές διαφορές ανάμεσα στους τόπους έχουν μία βαθιά επίδραση στο σχήμα και
την απορρόφηση των νέων πολιτισμικών σχηματισμών. Υποστηρίζει ότι οι νέες πολιτισμι κές μορφές δεν χαρτογραφούνται απλά στους τοπικούς πολιτισμούς: η μεταξύ τους σχέση
είναι σχέση διαπραγμάτευσης και αντίστασης, τα <<ίχνη» των πρωιμ6tερων τοπικών πολιτι σμών επηρεάζουν τον τύπο των νέων πολιτισμικών ρευμάτων. Δέχεται, επίσης, ότι η γεω γραφία του πολιτισμού δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς αναφορά στις δομικές αλλαγές που αφορούν στη διαίρεση της εργασίας. Τονίζει ότι οι αλλαγές στη δομή της καπιταλιστικής παραγωγής, που έχουν επαναφέρει σε λειτουργία την κοινωνική και γενετική ούνθεση της εργατικής δύναμης, εμπεριέχουν μία γεωγραφική μεταβολή του κεφαλαίου και της εργα σίας. Η μετακίνηση των βιομηχανιών και των εργατών σε νέσυς τόπους οδήγησε στη διά σπαση των παλαιών πολιτισμικών ορίων και δημιούργησε ένα νέο μοντέλο πολιτισμικής ανισότητας και ρευστότητας. Υποστηρίζει ότι οι πολιτισμικές, οικονομικές και τοπικές αλ
λαγές συνδυάζονται στη γενική διαδικασία της κοινωνικής αλλαγής. Η ανάλυσή του ενσωματώνει τη διαπλοκή ανάμεσα στις οικονομικές, πολιτικές και πο
,
λιτισμικές διαδικασίες, αλλά σκόπιμα μειώνει τη σημασία της για να μπορέσει να εστιάσει περισσότερο στην αλλαγή των πολιτισμικών παραδόσεων. Με μία αναλυτική έννοια, ο
C1arke έστρεψε τον προβολέα στις πολιτισμικές διαδικασίες για να δείξει πώς ο ίδιος ο πο λιτισμός δεν μπορεί να νοηθεί πλήρως εκτός του γεωγραφικού πλαισίου του. Οι Ball και Picciotto τονίζουν το ίδιο σημεCΣ σε σχέση με την αστική οικονομική δραστη ριότητα και το διεθνές δίκαιο αντCστoιχα. Στο κεφάλαιο 4, ο BaU δείχνει πώς το κόστος της μετακίνησης στο χώρο μετρούμενο σε όρους χρόνου, πληροφορίας και χρημάτων επηρεά ""
ζει και διαμορφώνει τον τρόπο με τον oπoCΣ διαφορετικοί τύποι οικονομικής δραστηριότη
!
τας, ιδιωτικοί και δημόσιοι, χρησιμοποιούν τον αστικό χώρο. Το εμπόδιο της απόστασης
,
μπορεί να χρησιμοποιηθεί, για παράδειγμα, από τους εμπόρους για να κερδίσουν μία μο
νοπωλιακή θέση σε σχέση με μία ιδιαίτερη πελατεία, εγκαθιστώντας επιχειρήσεις σε μία απόσταση από αυτές των ανταγωνιστών τους. Με αυτή την έννοια, ο χώρος είναι αναπό σπαστα συνδεδεμένος με τις δραστηριότητες των εμπόρων και δεν μπορεί να αναλυθεί ξέ χωρα από την οικονομική συμπεριφορά τους, ούτε μπορεί αυτή να εξεταστεί ανεξάρτητα από τις ευκαιρίες που δίνει ο χώρος και η μορφή του χώρου. Στο επίπεδο της πόλης ως συ
νόλου, η μορφή των κοινωνικών διαδικασιών στο χώρο μπορεί να επιφέρει αντιφατικά αποτελέσματα. Καθώς οι τριτογενείς και τεταρτογενείς τομε ίς καταλαμβάνουν το κέντρο
της πόλης, ανεβάζουν τις τιμές της εκεί γης, και καθώς ενδιαφέρονται για τη γη και τη θέση ως ένα μακροπρόθεσμο περιουσιακό στoιχεCΣ τις ανεβάζουν όλο και περισσότερο. Ένα
ι
65
ΜΕΡΟΣ 2-ΑΠΟΨΕIΣ ΤΗΣ ΚΟIΝΩΝIΚΗΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ
αποτέλεσμα είναι ότι η φτηνή κατοικία γίνεται όλο και πιο δυσεύρετη, με δεδομένη την πο λιτική και την οικονομία της παραγωγής κατοικίας. Και όμως αυτοί ακριβώς οι ιδιοκτήτες των γραφείων του τριτογενούς και τεταρτογενούς τομέα απαιτούν από το βραδινό στρατό των χαμηλόμισθων εργατών να καθαρίσουν την πόλη μετά το τέλος μίας εργάσιμης μέρας. Στο ακόλουθο κεφάλαιο, ο
Picciotto ασχολείται με την αυξανόμενη συχνότητα των νομι
κών συγκρούσεων εξουσίας ανάμεσα στα μεγαλύτερα καπιταλιστικά έθνη-κράτη. Σε έναν αριθμό παραδειγμάτων που ποικίλλουν από τις οικονομικές κυρώσεις εναντίον του Ιράν μέχρι το εμπάργκο της Αμερικής εναντίον του Σοβιετικού μπλοκ, ο
Picciotto απεικονίζει
παραστατικά πώς τα διαφορετικά πολιτικά συμφέροντα και οι οικονομικές αντιπαλότητες ανάμεσα στα έθνη-κράτη εμφανίζονται ως γεωγραφικά εμπόδια στη διεθνή ολοκλήρωση
της παγκόσμιας οικονομίας. Με άλλα λόγια, η αυξανόμενη διεθνοποίηση του κεφαλαίου έχει ξεπεράσει γεωγραφικά την πολιτική διαδικασία της διεθνοποίησης. Η πολιτική εδαφι κότητα (terήtοήalίty), όπως έδειξε ο
Sack στο άρθρο του
(κεφάλαιο
2), είναι μεγαλύτερη
από το γεωγραφικό χώρο που καταλαμβάνει το έθνος-κράτος, είναι μία επιβεβαίωση εξου σίας και ελέγχου των γεγονότων και των σχέσεων που συμβαίνουν σε έναν καθορισμένο χώρο. Ο
Picciotto δείχνει ότι η
αγκίστρωση των κρατών στον τόπο που επιτρέπει την υπε
ράσπιση των οικονομικών συμφερόντων μέσα σε μία εδαφική μονάδα είναι ασυμβίβαστη με μία διαδικασία του κεφαλαίου που έχει ξεπεράσει τα πολιτικά όρια του κρσ:roυς. Οι δια μάχες για την εδαφική κυριότητα (terήtοήal jurisdiction) προέκυψαν ως παρεπόμενο της αΛληλοδιείσδυσης των επενδύσεων κεφαλαίου ανάμεσα σας αναmυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες. Η μεταβαλλόμενη γεωγραφική δομή της διεθνούς οικονομίας και η πολιτική παγκόσμια τάξη είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα με τη μορφή με την οποία οι διαμάχες προέκυψαν και διαδραματίστηκαν.
Πρέπει να αναφέρουμε ένα ακόμα σημείο σχετικά με τον τρόπο ανάλυσης που διέπει αυτά τα κεφάλαια. Κάθε θέμα έχει διατυπωθεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να καθορίζεται η σχέση του με τις ευρύτερες πλευρές της κοινωνίας που επηρεάζουν την κοινωνική μορφή και ανώmJξή του. Οι αναλύσεις δεν είναι α:τλώς «πολιτισμικές» ή «οικονομικές» ή «πολιτι κές», δεν αντανακλούν κάποιες ιδιαίτερες υποδιαιρέσεις της συστηματικής γεωγραφίας
(systematic geography). Ευρύτερες σχέσεις έχουν ενσωματωθεί στις αναλύσεις για να εντά ξουντο θέμα στο ευρύτερο κοινωνικό καθεστώς. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να αρνη θούμε το ιδιαίτερο επίκεντρο της κάθε ανάλυσης, απλώς υποδεικνύουμε ότι τα θέματα πα ραμένουν συνδεδεμένα με το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο. Στο κεφάλαιο 4, για παράδειγμα, η ανάλυση του Bal! για την αστική οικονομική ζωή δεν
εξαντλεί όλα αυτά που πρέπει να γνωρίζουμε για τις δυνάμεις που διαμορφώνουν και συ γκρατούν τη ζωή στην πόλη. Για τους σκοπούς της λεπτομερειακής διερεύνησης επιλέγει ή συνοψίζει τρία στοιχεία -τη διαίρεση της εργασίας, την κατανομή του πληθυσμού και το δομημένο περιβάλλον - μά}.λον, παρά τις πολιτικές δυνάμεις και τις πολιτισμικές διαδικα σίες που διαμορφώνουν, επίσης, τον ιστό της αστικής ζωής. Κάνοντας αυτή την επιλογή ο
Ball συνειδητά διαχωρίζει και ταξινομεί τις διαφορετικές αντιλήψεις της γεωγραφίας όχι μόνο της πόλης, αλλά, επίσης, του ευρύτερου κοινωνικού κόσμου του οποίου οι πόλεις απο-
66
ΜΕΡΟΣ 2-ΑΠΟΨΕIΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑΣ
τελούν μέρος. Αλλά προσέχει ταυτόχρονα να διακρίνει τους δεσμούς, για παράδειγμα, ανάμεσα στη διαίρεση της εργασίας σε έναν αστικό χώρο και στις ευρύτερες διαδικασίες της συσσώρευσης του κεφαλαίου και της εθνικης πολιτικης του κράτους. Η ανάλυση του
διαχέεται στις κοινωνικές σχέσεις που εμφαν(ζονται μόνο στα όρια του θέματός του, οι οποίες όμως δείχνουν και την κατεύθυνση προς την οποία μπορεί να γίνουν αντιληπτές οι αλλαγές στις πόλεις με έναν περισσότερο ολιστικό τρόπο. Aυτ1j είναι η εργασία. βάσης για τη δόμηση μίας ευρύτερης σύνθεσης στην οποία η πόλη θα είναι ένα στοιχείο. Με ανάλογο πνεύμα, η ανάλυση του
Picciotto για τις συγκρούσεις αρμοδιοτήτων ανάμε
σα στα καπιταλιστικά έθνη-κράτη δείχνει ότι ένα θέμα διεθνούς δικαίου δεν μπορεί να κα
τανοηθεί επαρκώς, αν δεν συσχετισθεί με τη διεθν1j οικονομία και πολιτική. Δεν περιγρά φει αναλυτικά τα τελευταία δύο χαρακτηριστικά ούτε τους δεσμούς, ώστε να μπορέσει να αποδώσει το θέμα της νομικής σύγκρουσης ανάγλυφα. Ο
Clarke, στο κεφάλαιο 3, επψένει,
επίσης, ότι ο πολιτισμός δεν πρέπει να θεωρείται μία απλη ομάδα τοπικών διαφορών ξεχω ριστη από τις ευρύτερες πλευρές της κοινωνίας. Η σύνθετη γεωγραφία του πολιτισμού, που περιγράφει συνοπτικά, δεν προκύπτει ξαφνικά από μία ποικιλία τοπικών χαρακτηρισtι
κώψ οι τοπικοί πολιτισμικοί όροι παίρνουν το μεταβαλλόμενο σχήμα τους από ένα συνδυα σμό τέτοιων χαρακτηριστικών και από τις ευρύτερες σ.λλJ:ι:.fές που επηρέασαν την οικονομι κή οργάνωση της βρετανικής κοινωνίας σε εθνικό και σε διεθνές επίπεδο.
67
Ι ,
'"
, Ι
3 «ΔΕΝ ΥΙΙΑΡΧΕΙ ΚΑΝΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΣΑΝ .... )): ΠΟΛΙΊΊΣΜΟΙ ΤΗΣ ΔΙΑΦΟΡΑΣ
Ι
JOHNCLARΚE
Σε ένα πρακτικό επίπεδο, ο καθένας είναι εξοικειωμένος με τη γεωγραφία του βρετανι
κού πολιτισμού. Η επίσκεψη σε ένα μουσείο, μία πινακοθήκη, ένα θέατρο ή έναν κινηματο γράφο συνεπάγεται τη γνωριμία με τη γεωγραφία των πολιτιστικών' θεσμών. Στις εκδρο μές στην πόλη ή στο κέντρο της καταναλώνεται χρόνος και χρήμα. Όταν κάποιος ζει εκτός
Λονδίνου, διαπιστώνει πως τα πολιτιστικά μέσα και οι θεσμοί όλων των ειδών είναι συγκε ντρωμένοι στην πρωτεύουσα και χωρίζουν τη «μητρόπολη» από τις «επαρχίες». Το
B!ackpoo! και το Eastbourne είναι δύο θέρετρα που προσφέρουν διαφορετική
διασκέδαση
στους Άγγλους εκδρομείς.
Αυτά τα μοντέλα φέρουν το σημάδι των κοινωνικών διαδικασιών. Από τη μία, «η αστική περηφάνια» των φlλανθρώπων του 190υ αιώνα που έβαλαν τη σφραγίδα τους στο κέντρο της πόλης με πινακοθήκες και μουσεία, και, από την άλλη, η «οικονομική λογική» των αλυσίδων
κινηματογράφου, που κλείνουν τους παλαιού τύπου κινηματογράφους των προαστίων και προωθούν τα συγκροτήματα με Τιζ πολλαπλές οθόνες στο κέντρο της πόλης. Ο χώρος και ο
τόπος είναι oυσιcιύtικά στοιχεία στα μοντέλα του βρετανικού πολιτισμού και μία από tIζ βα σικότερες επιδράσεις εντοπίζεται στον τρόπο που δομούν την πολιτιστική διαφορά. Το
B!aclφoo! και το Eastbourne προσφέρουν διαφορετικό είδος διακοπών, όχι μόνο εξαιτίας της τοποθεσίας τους αλλά και εξαιτίας των διαφορετικών κοινωνικών ομάδων που παραθε ρίζουν σε αυτά τα μέρη. Στις επίσημες αργίες και tIζ εβδομάδες των εορτών, μία φτωχή ερ
γατική τάξη από τη Βόρεια Αγγλία που κοπιάζει εργαζόμενη πενήντα εβδομάδες τον χρόνο απαιτεί ένταση αισθημάτων και ευχαρίστηση που αντανακλάται έντονα στους παραμορφω
τικούς καθρέπτες των «φτηνών συγκινήσεων» του Blackpool.' Οι μεσοπολεμικές μεσαίες τά
,:! r
1 if
ξειζ του Νοτιοανατολικού τμήματος, αντίθετα, ζούσαν σε ένα πολιτιστικό περιβάλλον που διέπεται από Τιζ αρετές της οικογενειακής κοσμιότητας και αξιοπρέπειας και εξυπηρετού νταν επαρκώς από τους ψευτοαριστοκρατικούς χώρους και τα τεϊοποτεία της Νότιας Ακτής. Αυτές οι ταξικές πολιτισμικές διαφορές και ο γεωγραφικός εντοπισμός τους {γιναν αντι ληπτά στη μεσοπολεμική Βρετανία. Ο πολιτιστικός χώρος ορίων
-
-
η τοποθέτηση των ταξικών
ήταν πολύ έντονος.
Ι{
J
Πολιτισμός και τόπος , .
Ο τόπος
-
η περιφέρεια, η πόλη και η γειτονιά
-
συνοψίζει μία ολόκληρη σύνθετη
" 'Στ.Ε.: Η διαφορά στη μετάφραση του
"cultura/" ως πολιτισμικό ή πολιτιστικό αΚQλovθε{τo λεξικό του Μπα
μπινιώτη.
69
ΜΕΡΟΣ 2-ΠΟΛIΤIΣΜΟI ΤΗΣ ΔΙΑΦΟΡΑΣ
lλΠορία οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών διαδικασιών σε μία απλή ΠOλιΤlλΠική εικό να. Η έντονη αντίθεση του Βορρά με το Νότο εκφράζεται σε ΠOλιΤlλΠικές εικόνες (σκληρο τράχηλου εναντίον αβρού' ακαλλιέργητου εναντίον πολιτισμένου' τίμιου εναντίον ύπου λου) αλλά αυτά τα στερεότυπα δεν έχουν νόημα, αν δεν προσέξουμε την οικονομική, κοι νωνική και πολιτική διαφοροποίηση που συνοψίζονται σε αυτές τις παρωδίες. Η πολιτιστι κή διαίρεση αντικατοπτρίζεται στην οικονομική και βιομηχανική ανισότητα της Βρετανίας και στη συγκέντρωση της οικονομικής δύναμης και του ελέγχου στο Νοτιοανατ,ολικό τμήμα. Εντοπίζεται κάπως στην κατανομή του «πολιτισμικού κεφαλαίου» που ρέει παράλληλα με τη συγκέντρωση του οικονομικού κεφαλαίου και προσανατολίζεται σκόπιμα στο επίκεντρο της πολιτικής δύναμης που έχει την έδρα της κοντά στο Σίτυ του Λονδίνου. Είναι, βέβαια, μία παρωδία. Υπάγει την κοινωνική τάξη στην περιφέρεια, σαν να μην υπάρχει ούτε εργα τική τάξη στο Νότο ούτε καπιταλιστές στο Βορρά. ΑΧλά είναι μία παρωδία που περιέχει μία μεροληπτική και δυσάρεστη παραδοχή της γεωγραφίας της οικονομικής δύναμης και
του ελέγχου στη Βρετανία. Ο διαχωρισμ6ς της Βρετανίας σε ευδιάκριτες ΠOλΙΤlλΠικές περιφέρειες οφείλει πολλά
στον τρόπο που ο καπιταλισμ6ς επικέντρωσε την ανάπτυξή του. Η β6ρεια Αγγλία κυριαρ χείται απ6 τα αστικά κέντρα όπου συγκεντρώθηκε η βαριά βιομηχανία και οι κλωστοϋφα
ντουργίες. Τα Mid1ands, η
Black Countιy και το Birmingham, ιδιαίτερα, οργανώθηκαν γύ
ρω απ6 την παραγωγή μετάλλων και την ελαφρά μηχανουργία, έχοντας την εμπειρία της
εσωτερικής μετανάστευσης εργατών απ6 τη Σκωτ(α και την Ουαλία. Το Νοτιοανατολικό τμήμα της Αγγλίας, αν και κυριαρχούνταν απ6 το κέντρο της οικονομικής και πολιτικής δύ ναμης που ήταν το Λονδίνο, προτιμήθηκε για την ανάπτυξη των νέων «ελαφρών βιομηχα νιών» στη μηχανουργία, τις βιομηχανίες ηλεκτρισμού και χημικών. Στο Βορειοανατολικ6 τμήμα, τη Σκοτία και την Ουαλία, οι παλαιότεροι εξειδικευμένοι κλάδοι της εξ6ρυξης με τάλλων και της ναυπηγικής υπέστησαν τη σφοδρότητα της μεσοπολεμικής ύφεσης. Αυτή η άνιση καιανομή του βιομηχανικού τομέα εξηγεί τη διαφορετική επίδραση της ύφεσης στη βρετανική κοινωνία. Η παρακμή των παλαιότερων «βασικών» βιομηχανιών, η
ανεργία και η εξαθλίωση που ακολούθησε, σημάδεψαν το πρ6σωπο της Βόρειας Αγγλίας, της Σκοτίας και της Ουαλίας, δημιουργώντας μία τεράστια αντίθεση με τη δυναμική επέ κταση που βίωσε το Νοτιοανατολικό τμήμα. Ο βρετανικ6ς πολιτισμ6ς, οι τρ6ποι με τους οποίους οι άνθρωποι βίωναν, κατανοούσαν και ανταποκρίνονταν σε αυτές τις υλικές συν
θήκες, έφεραν τα σημάδια αυτής της άνισης οικονομικής δομής. Οι διαφορετικοί «πολιτι σμοί» που υπήρχαν στη μεσοπολεμική Βρετανία αντανακλούσαν αυτές τις ανόμοιες οικο νομικές συνθήκες μέσω μίας ποικιλίας εθνικών, περιφερειακών και τοπικών ταυτοτήτων.
Έτσι, η εργαιική τάξη της Ουαλίας, που διαμορφώθηκε από τον αγγλικανισμ6, το ράγκμπι
και την κέλτικη πολιτισμική κληρονομιά, ήταν ΠOλΙΤlλΠικά διαφορ ετική απ6 την εργατική τάξη του Βορρά που η κουλτούρα της βασιζ6ταν στο ποδόσφαιρο και το κρίκετ, την περιφε ρειακή ταυτότητα (και τις αντιπαλότητες) του Υ orkshire και του
Lancashire και την «αστική
περηφάνια» των π6λεων με τις κλωστοϋφαντουργίες και τις χαλυβουργίες. Με διαφορετι
κούς τρόπους, η παρουσία ή η απουσία των γυναικών ως πρωταρχικής ομάδας στο εργατι-
70
ΜΕΡΟΣ 2-ΠΟΛIΤIΣΜΟI ΤΗΣ ΔΙΑΦΟΡΑΣ
, !.'
κό δυναμικό (οι κλωστοϋφαντουργίες εναντίον της εξόρυξης μετάλλων, για παράδειγμα) διαμόρφωσαν διάφορες παραδόσεις εργατικού συνδικαλισμού, τοπικης πολιτικης και χα ρακτηρα «οικογενειακης ζωης». Είναι αδύνατο να ασχοληθούμε στο κεφάλαιο αυτό με όλο το φάσμα της αλληλεπίδρα
Ι!
σης των βρετανικών οικονομικών, κοινωνικών και πολιτισμικών μοντέλων του μεσοποΜ μου. Κάθε <<τόπος» 'ήταν πολιτισμικά σύνθετος. Η διαφορετικότητα της Σκοτίας οφειλόταν
στις αγροτικές ορεινές περιοχές, της Γλασκόβης στην εργατική τάξη της, τοο Εδιμβούργou στον «πολιτισμικό» κοσμοπολιτισμό και ούτω καθεξης.
Ανάλογα, στο πλαίσιο κάθε πόλης, οι διαφορετικές περιοχές και γειτονιές περιείχαν συγκεκριμένα πολιτισμικά μοντέλα που ποίκιλλαν από τις «κλειστές» οικιστικές περιοχές μέχρι τις ετοιμόρροπες σειρές των όμοιων κατοικιών. Αλλά αυτό που είναι εμφανές είναι
ότι ο τόπος
- σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο( διαδραμάτισε ένα σπουδαίο
ρόλο στην οργάνωση αυτών των πολιτισμικών διαφορών και ήταν ένα ouσιαστικό σύμβολο
για τον προσδιορισμό της διαφοράς.
Geordie, Glaswegian, Mancunian, Cockney: η κάθε το
πικη ταυτότητα συνοψίζει ένα ευρύ φάσμα οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών αναφο
ρών σε έναντ6πο. Αλλά αιιτη η γεωγραφία του πολιτισμσύ υπόκειται στην απόκλιση, τη διάβρωση και τις δραματικές εκρηξεις. Οι διαδικασίες που παραποίησαν τους ταξικα6ς πολιτισμούς
-
και
τους τόπους ταυς - στο μεσοπόλεμο δεν σταμάτησαν, παγώνοντας αυτούς τους πολιτισμούς σε ένα στατικό σχηματισμό. Ιδωμένες απ6 την οπτικη της δεκαετίας του νεςτοο
Blackpool και του Eastbourne
1980, αυτές οι εικό
είναι νοσταλγικά στιγμιότυπα μίας διαφορετικης
εποχης, ένας άιJ.oς τρόπος ζω'ής που τώρα μετασχηματίζεται εξαιτίας της κοινωνικης αλλα
γης. Τα ξεκάθαρα όρια της κοινωνικής διάκρισης απαλείφθηκαν. Ανάμεσα στο τότε και το τώρα μεσολάβησε ο Β' Παγκόσμιος πόλεμος, η ευημερία, η νέα τεχνολογία, η διεύρυνση
των μέσων μαζικης επικοινωνίας
-
και η ύφεση. Τι συνέβη, λοιπόν, στους παλαιούς τό
πους, τα όρια και τα μοντέλα και, πιο συγκεκριμένα, με τι αντικαταστάθηκαν;
Πολλοί κοινωνικοί αναλυτές ασχοληθηκαν με τη μεταπολεμικη Βρετανία και οι απαντή σεις που έδωσαν ηταν πολΜς. Μία απ6 τις εγκυρότερες απαντήσεις για τις αλλαγές ήταν ο ισχυρισμός τους ότι είχαν καταργήσει τη διαφορά και την ποικιλία και κατέληξαν στη δημι ouργία μιας «μαζικης κοολτούρας».
Μία απουσία διαφΟQετικότητα;: η άποψη τη; μαζική; ΚOVAtOtJQa; Η άποψη περί μαζικης κοολτούρας μάς παραπέμπει στη μεταπολεμικη επέκταση των μέσων μαζικης επικοινωνίας (και της τηλεόρασης ιδιαίτερα) ως της δύναμης που κατάργη σε την πολιτισμικη διαφορά. Η τηλεόραση, μέσω της εξάπλωσης και της διείσδυσης της
στα νοικοκυριά, θεωρηθηκε ως το μέσο με το οποίο ένας γενικευμένος πολιτισμός διαδι δόταν και αφομοιωνόταν. Και αφού η εμπορικΙ] επιχειρηματικότητα των μέσων επικοινω νίας ενδιαφερόταν για τη μεγιστοποίηση της τηλεθέασης, το πρόγραμμα έπρεπε να βασι-
t, ι
71
ΜΕΡΟΣ 2-ΠΟΛIΤιΣΜΟI ΤΗΣ ΔΙΑΦΟΡΑΣ
στεί στην προσέγγιση του «χαμηλύτερου κοινού παρονομαστή». Αυτά τα τρία στοιχεία
-
διάδοση, διείσδυση και περιεχόμενο - απαρτίζουν τον πυρήνα της άποψης περί μαζικής κουλτούρας.' Η εξάπλωση των τηλεοράσεων επιτρέπει στο μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων να συν δεθούν ως μαζικός δέκτης του μεταδιδ6μενου πολιτισμού. Αυτή η σύνδεση του μαζικού ακροατηρίου που λαμβάνει το κοινό μήνυμα υποσχέθηκε την εξάλειψη των τοπικών και
των διεθνών πολιτισμικών διαφορών. Η επανάσταση στις τηλεπικοινωνίες υποσχέθηκε 6τι θα καταστήσει τον κόσμο «ένα παγκόσμιο χωριό» -την εξάλειψη της ίδιας της γεωγρα
φίας - με κοινή γλώσσα την αμερικανική. Δεύτερον, η τηλεόραση διείσδυσε στην «ιερή εστία» και ο κόσμος έφτασε στη γωνία του
καθιστικού. Η αμεσότητα της εικόνας σε συνδυασμό με τη θέση που κατέλαβε η τηλεόραση στην οικογενειακή εστία υποτίθεται 6τι επέτρεπε στον πολιτισμ6 που παρουσίαζε να ασκή σει ιδιαίτερη επίδραση. Πολλαπλασιάστηκαν οι μελέτες γύρω απ6 την επίδραση στην πρώ τη «γενιά της τηλεόρασης», εκτιμώντας τις συνέπειες που έχει το Dίxon ο/ Dock Gτeen και άλλες τηλεταινίες στη βία, τις ηθικές αξίες, τη σχολική εργασία και τους εφιάλτες. Τρίτον, και εδώ βρισκ6ταν το πολιτιστικό πρόβλημα, το περιεχόμενο της μαζικής κουλ
τούρας απείλησε να εξαφανίσει τα παραδοσιακά πρότυπα. Αφού οι περισσ6τεροι θεωρητι κοί της μαζικής κουλτούρας ήταν Αμερικανοί, όπως και το μεγαλύτερο μέρος της μαζικής κουλτούρας, μιλούσαν γι' αυτήν Θεωρώντας 6τι οι αξίες της ακυρώνουν τις αξίες που δια κρίνουν τον «ανώτερο» απ6 τον «λαϊκό» πολιτισμ6. Ο «ανώτερος» πολιτισμός -οι τέχνες - εκτιμήΘηκε, επειδή δέσμευσε τα συναισθήματα και τη νόηση στην αναζήτηση της γνώσης και των βασικών ανθρώπινων αξιών. Ο «λα'ίκός» πολιτισμός, ενώ δεν κατέχει αυτές τις ίδιες αρετές, ήταν τουλάχιστον ανεκτός, καΘώς επέ δειξε τη ζωτικ6τητα και την ακμαι6τητα του «λαού». Η μαζική κουλτούρα, όμως, απείλησε να μην παράγει τίποτα άλλο από το (<πολιτισμικό θύμα»
-
το παΘητικό και αδιαφοροποίη
το σφουγγάρι.
Όλα αυτά Θα ήταν αρκετά ανησυχητικά ως Θεωρία, αλλά φαίνεται ότι υπάρχουν αρκετά ποσοτικά και ποιοτικά στοιχεία που τη στηρίζουν. Η μεταπολεμική καταναλωτική ευημερία έδειχνε ότι ο νέος πλούτος θα διάβρωνε το χαρακτηριστικό τρόπο ζωής της «παλαιάς» ερ γατικής τάξης. Τα μοντέλα της κατανάλωσης και του ελεύθερου χρόνου έμοιαζαν έτοιμα να συγκλίνουν προς τη μαζική κουλτούρα. Ο τικής τάξης μετά την
Hugh Gaitskell ανακοίνωσε το θάνατο της εργα εκλογική ήττα των Εργατικών το 1959, με ένα θλιμμένο τ6νο για την
ανερχόμενη μαζική κουλτούρα του καταναλωτισμού: Κovroλογίς, ο μεταβαλλόμενος χαρακτήρας του εργατικού δυναμικού, της π),ήρους απασχό λησης, των νέων κατοικιών, του νέου τρόπου ζωής βασισμένου στην τηλεόραση, το ψυγείο, το αυτοκίνητο και τα γυαλιστερά περιοδικά μη. (Παρaτίθεταιστov HaU κ. συν., 1978, σ.
όλα άσκησαν επίδραση m;ην πολιτική μας δύνα
230)
Ο επιτυχημένος αρχηγός των Συντηρητικών το διατύπωσε πιο ωμά: «ο ταξικός πόλεμος
72
ΜΕΡΟΣ 2-ΠΟΛIΤιΣΜΟI ΤΗΣ ΔΙΑΦΟΡΑΣ
τελεCωσε»
(Macmillan, όπως παραι:ίθεται στο HaU κ.ά., 1978, σ. 227). Το συμπέρασμα του MacmiUan είναι η βρετανική εκδοχή του μαζικού πολιτισμού, γιατC
αυτό που υποσχέθηκε να εξαλείψει η άφιξη του τελευταίου στη Βρετανία δεν ήταν απλώς ο «ανώτερος» και ο «λαϊκός» πολιτισμός αλλά ο εριστικός και ταραχώδης χαρc:ικτηρας των ταξικών πολιτισμών.
Από το Η περίληψη του
Leeds στο Luton:
η εξαφάνιση τη~ τάξη~
GajtskeU για τις δυνάμεις που διάβρωσαν τους Εργατικούς υιοθετήθη
κε από τους πολιτισμικούς αναλυτές που ενδιαφέρονταν για την εξαφάνιση 6χι μόνο της
πολιτικής της εργατικής τάξης αλλά, επίσης, για το διακεκριμένο πολιτισμό της υπό τον ήχο των κυμάτων του επερχόμενου πλούεοο και της μαζικής κουλτούρας. Οι μελέτες, όπως του
Richard Hoggart με τον τCτλo The Uses οι Literαcy (1959), είναι συγκεχυμένες. Όπωςυπο στηρίζει ο Critcher, είναι <<μία απάντηση στο ... επιχείρημα ότι η εργατική τάξη έπαψε να υπάρχει» (1979, σ. 16). Ενώ εκθειάζουν τη διαφορετικότητα τοο πολιτισμού της εργατικής τάξης, θρηνονν επίσης για την εmκείμενη εξαφάνισή του. Η μελέτη του Hoggart προσφέρει μία ακριβή περιγραφή ενός ευδιάκριτου τρόπου ζωής και μία προσπάθεια να αναλυθoW οι αιτίες της καταστροφής του
-
αυτές οι διαδικασίες που είναι «αναπόδραστα οι κινητήριες
δυνάμεις της πράξης». Οι μελέτες αυτής της περιΟΟοο διαφέρουν ως προς τον προσδιορι
σμό των βασικών αιτιών της αλλαγής (πλούεος, μαζική κουλτούρα, κοινωνική πολιτική κα τοικίας κ.λπ.) αλλά η καθεμιά βεβαιώνει την εξαφάνιση κάποιου χαρακτηριστικού στοιχεί00. Η καθεμιά αναγνωρίζει, επίσης, ότι μία από τις αλλαγές είναι η αναδιάρθρωση της γεω γραφίας των Τάξεων.
Αυτές οι μελέτες που ασχολήθηκαν με την «κοινότητα» της εργαι:ικής τάξης επισήμαναν τη σύγκλιση της γεωγραφίας με τον πολιτισμό. Είτε πρόκειται για ένα στεγαστικό οικισμό του Λονδίνου (μελέτη των
Young και Willmott για το Bethna! Green), είτε για ένα χωριό (Dennis κ.ά. ''Ashton''), είτε για την πόλη Leeds στη μελέτη τοο Hoggart, αυτό που χαιρέτισαν είναι μία ιδιαίτερη γεωγραφική πυκνό μεταλλωρύχων στο Βορειοανατολικό τμήμα
τητα των κοινωνικών σχέσεων και ένας κοινός και χαρακτηρισrικός τρόπος ζωής.' Οι οικο νομικές, πολιτικές και πολιτισμικές αλλαγές της μεταπολεμικής Βρετανίας θεωρήθηκαν ότι κατέστρεψαν τις δυνάμεις αυτών των τοπικών ταξικών πολιτισμών. Στη θέση τους, το μέλ
λον υποσχόταν τον εύπορο, ατομικιστικό, μεσοαστικό πολιτισμό της μαζικής κοινωνίας. Ενώ αυτές οι μελέτες για τον πολιτισμό και την κοινότητα ενδιαφέρονταν για τις περιο
χές, τις πόλεις και τα χωριά της παλαιάς εργατικής τά~ης εξαιτίας της χαρακτηριστικής κουλτούρας της τάξης αυτιjς, άλλοι κοινωνιολόγοι έΨαχναν αλλού για τα σημάδια του μέλ λοντος. Οι Goldthorpe, Lockwood, Bechofer και Platt στην πολύεομη μελέτη τους με τον τίτ
λο TheAjfluent Worker (Ο εύπορος εργάτης, 1969), τίναξαν τη cr,ώνη του Βορρά από τα πό δια τους και ξεκίνησαν για το νοτιοανατολικό τμήμα. Εκεί, στα συστήματα της μαζικής πα ραγωγής και στις αυτοκινητοβιομηχανίες με τις υψηλές αποδοχές μπορούμε ίσως να δια
κρίνουμε τη μελλοντική κουλτούρα της εργατικής τάξης. Συνεπώς, στη δεκαετία του
73
1960
ΜΕΡΟΣ 2-ΠΟΛIΤιΣΜΟI ΤΗΣ ΔΙΑΦΟΡΑΣ
δημιουργήθηκε το
Luton (και τα συγκροτήματα του Vauxhall-Bedford)
«στα σωθικά» του
οπο(ου αναζήτησαν τα σημάδια της νέας εργαιικής τάξης.
Τα σημάδια ήταν συγκεχυμένα και συζητιούνται από τότε. Ο «εύπορος εργάτης» δεν έγινε μεσαία τάξη (το θύμα της «αριστοκρατικοποίησης»), αλλά ούτε αποτέλεσε το
Luton
το σκηνικό για τη συνέχιση του παλαιού πολιτισμού της εργατικής τάξης. Αντίθετα, η ,<νέα» εργατική τάξη έμοιαζε να προσεγγίζει με υπολογιστικό τρόπο την εργασία, το συνδικαλι σμό και την πολιτική ως μέσα για ένα σκοπό. Η ζωή των εργατών -η κουλτούρα τους
έχασε το αίσθημα της κοινωνικότητας και της αλληλεγγύης που προσέφερε η «κοινότητα», και αντικαταστάθηκε με έναν «ιδιωτικό» ή οικογενειοκρατούμενο τρόπο ζωής στον οποίο ο <
-
όχι το Luton-
ήταν οι μόνοι τόποι που θεωρούνταν ότι είχαν αξία.
Στις μελέτες για τον Εύπορο Εργάτη προτεινόταν ότΙ, μολονότι η τάξη (που ταυτίζεται με τις εργασιακές συνθήκες) δεν εξαλείφθηκε, υπήρξε μία «σύγκλιση» ως προς τον τρ6πο ζωής, τη στάση και τις πεποιθήσεις
-
μία πολιτισμική σύγκλιση. Η εξατομικευμένη
(privatΊZed) εύπορη εργατική τάξη υιοθετούσε έναν τρόπο ζωής
-
μία κουλτούρα - πλη
σιέστερη σε αυτή της μεσαίας τάξης.
Μία δύσκολη φάση: οι νέοι και η πολιτιστική διαφοροποίηση Η μεταπολεμική ξαφνική εμφάνιση της «κουλτούρας των νέων» φαίνεται ότι παρέχει επιπλέον στοιχεία για αυτή τη «σύγκλιση)} των τρόπων ζωής. Η πολιτισμική διαφορά τείνει
να βασίζεται στην ηλικία περισσότερο παρά στην τάξη. «Η κουλτούρα των εφήβων» εμφα νίστηκε ως ένας αταξικός κόσμος με χαρακτηριστική μουσική, ρούχα, τόπους διασκέδασης και συμπεριφορά. Γι' αυτούς που αναζητούν αγωνιωδώς τους οιωνούς της μαζικής κουλ τούρας, τα σημάδια δεν ήταν πολύ ενθαρρυντικά. Οι νέοι, όπως οι εύποροι εργάτες, αντι προσωπεύουν μία «πρωτοπορία»
-
την πρώτη γενιά που εκτέθηκε στην αταξικότητα, τον
πλούτο και τα μέσα μαζικής επικοινωνίας. Και η συμπεριφορά αυτής της νέας γενιάς ενί σχυσε όλους τους φόβους των πεσιμιστών του μαζικού πολιτισμού: ανηθικότητα, κρίση αξιών, ναρκωτικά, βία και μία φανερή υποταγή στην αλόγιστη κατανάλωση. Όλα τα κανάλια στην τηλεόραση παρουσιάζουν εβδομαδιαία προγράμματα στα οποία παίζο
νται και κρίνονται δημoφιλεCς δίσκοι για εφήβους. Ενώ παίζεται μ01Jσική, οι κάμερες σταμα τούν στα πρόσωπα του ακροατηρίου. Τι ανεξιχνίαστο κενό απoκαλύπroυν. Τεράστια πρ6σω
πα, φουσκωμένα με ζαχαρωτά και πασαλειμμένα με φτηνά καλλυντικά, τα στόματα ανοιχτά και κρεμασμένα, τα βΜμματα γυάλινα, τα χέρια κινούνται αδιάφορα με τον ήχο της μουσι κής, φορούν τακούνια σε στυλ σπασμένου στιλέτου και φτηνά, τυποποιημένα ρούχα της μό δας: εδώ, φανερά, έχουμε το πορτρέτο μίας γενιάς που ε(ναι αιχμάλωτη της εμπορικής μηχα
νής
(Johnson, 1964).
Η έμμονη προσήλωση στο «χάσμα των γενεών» που αποτέλεσε τη βάση του πολιτισμού
74
Γ
ΜΕΡΟΣ 2-ΠΟΛIΤIΣΜΟI ΤΗΣ ΔΙΑΦΟΡΑΣ
των εφήβων εμπόδισε επιτuχως κάθε παραδοχή ότι η νεολαία ήταν ταξική. Αmό που δια βάζουμε ότι αποτελεί πολιτισμό των νέων ήταν, στην πραγματικότητα, μία διαφορετική υποκουλτούρα των νέων, όπου η συμμετοχή της τάξης στη δομή της διαδραμάτισε έναν
ισχυρό ρόλο. Αmό που επιδείχτηκε ως η εικόνα ενός αταξικού
-
μαζικού πολιτισμού
-
ήτον το αντίθετο - η επανεμφάνιση των χαρακτηριστικών τρόπων ζωής που Υ"αθορίζονται
έντονα από την τάξη. Όσο οι skinheads ξυλοφόρτωναν τους χfπις, ήταν εμφανές ότι -τοο λάχιστον γΙ: αmούς - ο ταξικός πόλεμος δεν τελείωσε.'
Ανάμεσα στο παλαιό και το νέο Στο τέλος, βέβαια, το μυστικό έπρεπε να αποκαλυφθεί: σε τελική ανάλυση η τάξη δεν πέθανε. Πολλές έρευνες έδειχναν τη διατήρηση της φτώχιας, τις μεγάλες ανισότητες των ει
σοδημάτων και των ευκαιριων στη ζωή, καθώς και την πεισματική άρνηση της τάξης να ξε
χαστεί ως διά μαγείας. Εν μέρει, η αναστάτωση και η απελπισία για την άφιξη του μαζικού πολιτισμού -και η ποικιλία των αναλύσεων που προκάλεσε - βασίστηκαν σε μία παρεξή γηση. Ο ξεχωριστός χαρακτήρας των μεσοπολεμικωνταξικων πολιτισμων παραπλάνησε τους αναλυτές. Το τέλος του πολιτισμού της παραδοσιακής εργαιικής τάξης έγινε Υ..ατανοη
τό ως αυτό που σημάδεψε το τέλος της εργατικής τάξης. Οι πολιτισμικές μορφές της τάξης θεωρήθηκαν ότι ήταν και η πραγματικότητά της.
Επειδή οι ευδιάκριτες κοινότητες της εργατικής τάξης δεν ήταν πλέον εμφανείς γεω γραφικά, και επειδή οι πολιτισμοί δεν ήταν πλέον ορατοί Υ.οινωνικά, έγινε η υπόθεση ότι η ίδια η τάξη εξαφανίστηκε. Το λάθος ήταν ότι θεωρήθηκε πως ο πολιτισμός ήταν άμεσα συν δεδεμένος με την οικονομική και κοινωνική βάση της τάξης. Δεν αναλύθηκαν, ιδιαίτερα, οι τρόποι με τους οποίους η βάση της τάξης μπορεί να αντανακλάται στις νέες και μεταβαλλό μενες πολιτισμικές εκφράσεις και πρακτικές. Η παρακολούθηση της τηλεόρασης, η διορ γάνωση οργανωμένων εκδρομών στο εξωτερικό, η κατοχή ενός αυτοκινήτου μετέβαλον τον
πολιτισμό της εργατικής τάξης, αλλά δεν σημάδεψαν το τέλος της ως οικονομικής και κοι νωνικής ομάδας.' Αυτή η λανθασμένη ταύτιση της κουλτούρας με την τάξη εντάθηκε με τη διάΥ.ριση ανά μεσα στη «νέα» και την «παραδοσιακή» εργατική τάξη . Αντί να ασχολούμαστε με την ιστο
t
1! .1
ρική διαδικασία του τρόπου με τον οποίο οι τάξεις και οι πολιτισμοί αλλάζουν και ανα πτύσσονται, αυτή η διάκριση περιορίζει την ιστορία σε μία αιφνίδια αλλογή
από το πα
λαιό στο νέο. Η ιδέα του «παραδοσιακού» μάς εμποδίζει να σκεφτούμε την ιστορία ως μία
διαδικασία και την παρουσιάζει ως μία παγωμένη εικόνα ποο αντιτίθεται στο παρόν. Αλλά αυτοί οι πολιτισμοί που περιγράφηκαν τωρα ως «παραδοσιακοί» ήταν οι ίδιοι το προϊόν οι
κονομικών και κοι νων;κων διαδικασιων και προέκυψαν μέσα από τις αντιδράσεις των κοι νωνικών ομάδων στις συνθήκες ζωής τους. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι τfπστα δεν άλλοξε από τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο: επει δή <<κατά βάθος» οι ταξικές σχέσεις του καπιταλισμού είναι στέρεα ριζωμένες στον τόπο,
δεν χρειάζεται να δοθεί καμιά προσοχή στις επιφανειακές αλλογές. Σε ένα πολύ αφηρημέ-
75
ΜΕΡΟΣ 2-ΠΟΛIΤIΣΜΟI ΤΗΣ ΔΙΑΦΟΡΑΣ
νο επίπεδο, η θεμελιώδης δυναμική της εργασίας και του κεφαλαίου ισχύει ακόμα. Aλλfι. οι μελέτες των ταξικών πολιτισμών στη δεκαετία του
1950 επιμένουν, λανθασμένα, στις σημα
ντικές αΊJ..ι:xfές στη συνθεση της τάξης και του πολιτισμού. Η οικονομική, επαγγελματική και κοινωνική συνθεση της εργατικής τάξης επαναλει τούργησε χάρη στη δυναμική του κεφαλαίου, καθώς αναζφ;ούσε νέα προ"ίόντα, αγορές και κέρδη και χάρη στις πολιτικές του κράτους (στην κατοικία και σε άλλους τομείς της κοινω
νικής πρόνοιας). Μολονότι όλες αυτές οι διαδικασίες συνδέονται, αξίζει να διαχωρίσουμε σύντομα μερικές από τις συνέπειές τους. Τα τελευταία 40 χρόνια έχει συντελεστεί μία στα θερή διαδικασία εκ νέου ανάπτυξης του κεφαλαίου στη Βρετανία
-
μία έρευνα για νέες
μορφές επικερδών επενδύσεων και μία επιθυμία να ξεφύγουν από την εξασθενημένη απο δοτικότητα. Η διεύρυνση των αγορών για την οικογένεια με σκοπό την κάλυψη των ανα γκών των καταναλωτών
-
αυτοκίνητα, ψυγεία και τηλεοράσεις του
Gaitskell-
παρείχαν
τη βάση για τη μεταπολεμική διεύρυνση της ελαφράς μηχανολογίας και της αυτοκινητοβιο μηχανίας σε τοποθεσίες που απείχαν από τις «παλαιές» βαριές βιομηχανίες του Βορρά. Η
αποστολή των Goldthorpe κ.ά. στο Luton για να εντοπίσουν τον <<νέο» (και εύπορο) εργάτη εντόπιοε κάποια στοιχεία αυτής της μεταβαλλόμενης γεωγραφίας της εργατικής Τάξης. Καθώς η εργατική τάξη έγινε ευκίνητη, οι δεσμοί με τις οικογενειακές εστίες αποδυνα μώθηκαν. Νέες πόλεις και νέα οικιστικά συγκροτήματα αντικατέστησαν τις παλαιές κοινό
τητες. Παρακινημένη από την υπόσχεση ενός άνετου τρόπου ζωής και από τη μεταβαλλόμε νη γεωγραφία της εργασίας (με τη βοήθεια των κυβερνητικών περιφερειακών πολιτικών), η εργατική τάξη άρχισε να εδραιώνεται σε νέους τόπους.
Aλλfι. αυτές οι αΊJ..ι:xfές, στην περίοδο της μετα.-ιολεμικής επέκτασης, δεν απστέλεσαν τη μόνιμη βάση των νέων κοινωνικών και πολιτισμικών μοντέλων. Μέχρι τη δεκαετία του
1970
γινόταν σαφές ότι οι εργασίες της ευημερίας, που είχε προκαλέσει η νέα εργατική τάξη, βρίσκονταν σε παρακμή. Η βρετανική βιομηχανία εισερχόταν σε μία περίοδο έντονης ύφε σης και η αγορά οικιακών προ'ί6ντων εξυπηρετούνταν όλο και περισσότερο από τα φθηνό
τερα εισαγόμενα αγαθά. Η ανεργία -ο δαίμονας της ύφεσης που φάνηκε ότι ξορκίστηκε στη μεταπολεμική έκρηξη της ευημερίας - επέστρεφε. Καθώς το κλείσιμο των επιχειρήσε ων και οι απολύσεις αυξάνονταν, το κεφάλαιο για άλλη μία φορά έψαχνε για νέα μέρη επι κερδούς επένδυσης. Η άνοδος και η πτώση της αυτοκινητοβιομηχανίας είναι μόνο μία (αν και ίσως η θεαμα τικότερη) από τις επαγγελματικές αλλαγές, αλλά οι άλλες είναι εξίσου σημαντικές για τη συνθεση της τάξης. Η ανάπτυξη του <<τομέα υπηρεσιών» (κρατικού και ιδιωτικοv), η πα ρακμή των παραδοσιακών «εξειδικευμένων» εργατών, η διεvρυνση των προλεταριοποιη μένων επαγγελμάτων του «λευκού κολάρου» στα τεχνικά και διοικητικά συστήματα δια δραμάτισαν ένα ρόλο στην αναδιοργάνωση της οικονομικής φύσιογνωμίας της τάξης.
Υπήρξαν, επίσης, έντονες συνέπειες στην κατανομή των φύλων στη μισθωτή εργασία. Στο πλαίσιο της έρευνας για την επίτευξη της αποδοτικότητας εντάσσεται η προσπάθεια να
βρεθούν πηγές «πράσινης» (ανειδίκευτης και μη συνδικαλισμένης) εργασίας, που α'6ξησε τη γυναικεία απασχόληση (μαζί με τη διεύρυνση της κρατικής και εμπορικής <<υπηρεσίας»).
76
· r :1 '
ΜΕΡΟΣ 2-ΠΟΛIΤΙΣΜΟI ΤΗΣ ΔΙΑΦΟΡΑΣ
.
Aυtή, επίσης, μολονότι είναι ευμετάβλητη
-
μερικοί τομείς της «παραδοσιακής» γυναικεί
ας εργασίας (π.χ. υφάσματα και ρουχισμός)( είχε μία ανάλογη τύχη με την ανδρική απα
σχόληση στους κατασκευαστικούς τομείς.' Αυτά τα μεταβαλλόμενα επαγγελματικά μοντέλα και οι ταραγμένοι ρυθμοί συρρίκνω σης και διεύρυνσης αναδιαμόρφωσαν ακόμη περισσότερο την κοινωνική γεωγραφία της Βρετανίας. Ο εντοπισμός του προβλήματος στις παλαιές κατασκευαστικές βιομηχανίες εί χε ιδιαίτερα έντονες συνέπειες για τα βιομηχανικά-αστικά μοντέλα του Βορρά, των
Midlands, της Σκοτίας και της Ουαλίας. Οι μεγαλύτερες πόλεις υπέστησαν φθορά οικονο μική και κοινωνική και, στην καθεμιά, η διαδικασία της παρακμής υπήρξε ιδιαίτερα έντονη σε αυτό που είναι γνωστό ως «το κέντρο». Εξίσου έντονη ήταν η εμπειρία για τις πόλεις που
εξαρτώνταν από τις απλές βιομηχανίες. Η «ορθολογική οργάνωση» των ορυχείων υπό το
NCB (National Coal Board)
μετέφερε την οικονομική βάση ολόκληρων χωριών και πόλε
ων, ενώ το κλείσιμο της Βρετανικής Χαλυβουργίας, σε μέρη όπως το
Corby, κατέστρεψε
ολόκληρες τοπικές οικονομίες. Η άνοδος των νέων βιομηχανιών συντελέστηκε στις νέες τοποθεσίες: πετρελαιοβιομη χανίες στα ανατολικά της Σκοτίας, ηλεκτρονικά στη νοτιοανατολική «ηλιόλουστη ζώνη» και μικρές κατασκευαστικές επιχειρήσεις γύρω από τις νέες πόλεις και τα βιομηχανικά
f
,ί
«πάρκα» στην περιφέρεια των παλαιών πόλεων. Η σταθερή σχέση που υπήρχε κάποτε ανά
μεσα στα αστικά και βιομηχανικά μοντέλα του βρετανικού καπιταλισμο" διακόπηκε
-
οι
άνθρωποι και οι εργασίες μετακινo1Jνται εκτός των μεγάλων πόλεων.
Για άλλη μία φορά, τα μοντέλα είναι ευμετάβλητα: σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό
Ι
επίπεδο. Η Σκοτία, για παράδειγμα, υπέστη ταυτόχρονη ύφεση (στη ναυπηγική και την αυ
r
τοκινητοβιομηχανία) και διεύρυνση (μέσω των πετρελαιοπηγών στη Βόρεια Θάλασσα).
t
Στις πόλεις δόθηκε το προνόμιο των βιομηχανικών επιχειρησιακών ζωνών για να ενθαρ ρυνθεί η ανάπτυξη των εργασιών από τις εταιρείες που βρίσκονταν έξω από αυτές τις ζώ νες. Καθώς οι ρυθμοί της διε1Jρυνσης και της συρρίκνωσης αυξήθηκαν στη διάρκεια της με
ταπολεμικής περιόδου (και καθώς η συρρίκνωση ενισχύθηκε), η βεβαιότητα της έννοιας του <<τόπου» διαλυθηκε. Η ρευστότητα και η κινητικότητα έγιναν οι ακρογωνιαίοι λίθοι της οικονομικής πολιτικής και οι δεσμοί του τόπου χαλάρωσαν στην πορεία. Δεν μπορεί να ειπωθεί ότι η ίδια η κινητικότητα απoτελo1Jσε, κατά κάποιο τρόπο, εγγύη ση για έναν νέο τόπο σε αυτή την τάξη πραγμάτων. Οι εργάτες που μετακινήθηκαν από τη Γλασκόβη στη νέα πόλη του του
Linwood για να εργαστούν στο νέο συγκρότημα αυτοκινήτων Rootes στα τέλη της δεκαετ(ας του 1960, δοκίμασαν αρκετές αλλαγές του καθεστώτος
ιδιοκτησίας που προίστατο σε μία παρακμάζουσα εργατική δύναμη, πριν το συγκρότημα
κλείσει οριστικά.' Η οικονομική βάση και η κοινωνική γεωγραφία της τάξης υπέστησαν έντονες αλλαγές.
Αλλά η τάξη δεν είναι μόνο ένα ζήτημα παραγωγής (της οργάνωσης της εργασίας στο πλαί σιο του καπιταλωμc1J. Οι δυναμικές του καπιταλισμοό επηρεάζουν, επίσης, τα πολιτισμικά μοντέλα μέσω των συστημάτων της κατανομής και της κατανάλωσης. Η παλαιά κουλτούρα της περιφέρειας και της τοποθεσίας όφειλε τόσα στα κοινωνικά μοντέλα του σπιτιo1J, της
ι
ι
1
77
ΜΕΡΟΣ 2-ΠΟΛIΤIΣΜΟI ΤΗΣ ΔΙΑΦΟΡΑΣ
οικογένειας και της γειτονιάς, όσο και στις συνθήκες της εργασίας. Και στη μεταπολεμική περίοδο συνέβησαν εξίσου σημαντικές αλλαγές σε αυτό το επίπεδο.
Τα οικιστικά μοντέλα των πόλεων αναδιαμορφώθηκαν μέσω της διεύρυνσης της ιδιό κτητης κατοικίας, που επικεντρώνεται, ιδιαίτερα, στις νέες περιφέρειες και τις νέες πόλεις
( καθώς οι ευπορότεροι μετακινούνται μακριά από τις παλαιότερες περιοχές του κέντρου. Όλο και περισσότερο, οι περιοχές αυτές αφέθηκαν στην εκ νέου ανάπτυξή τους από το δή μο ή στους ιδιοκτήτες των παλαιότερων οικιών. Η άνοδος της «δημοκρατίας της ιδιοκτη σίας» ενίσχυσε τον κοινωνικό διαχωρισμό και τις διακρίσεις ανάμεσα στο κέντρο και την
περιφέρεια στις αστικές περιοχές.' Η μετακίνηση στην περιφέρεια εμπεριέχει την κοινωνική αναδιοργάνωση της οικογε νειακής ζωής
-
καθιστώντας το ιδιωτικό μέσο μετακίνησης ένα βασικό αγαθό παρά μέσο
πολυτέλειας. Η κινητικότητα του ατόμου -η δυνατότητά του να πηγαίνει στη δουλειά του, στα καταστήματα, στις κοινωνικές δραστηριότητες, τον ελεύθερο χρόνο- έγινε μία ανα γκαιότητα για την κοινωνική κινητικότητα. Το αυτοκίνητο, ενώ προσέφερε ανεξαρτησία, δημιούργησε ταυτόχρονα εξάρτηση. ~Oταν τα δημόσια μέσα μεταφοράς σταθερά περιορί στηκαν σχεδόν παντού, αυτο( που δεν είχαν πρόσβαση σε κάποιο αυτοκίνητο δοκίμασαν την αυξανόμενη κοινωνική απομόνωση. Για τους ηλικιωμένους, τους ανέργους, τους νέους και μία πλειΟψηφία γυναικών, η «ιδιώτευση» της βρετανικής κοινωνίας, η αυξανόμενη πα
ραμονή στο σπίτι, απστελεί τόσο μία επιβεβλημένη συνθήκη όσο και έναν ελεύθερα επιλεγ μένο τρόπο ζωής. Η πίεση για κινητικότητα ενισχύθηκε από τις αλλαγές στο σύστημα της κατανομής των
καταναλωτικών αγαθών και των υπηρεσιών. Η έκταση της συγκέντρωσης και της ορθολογι κής οργάνωσης της καπιταλιστικής παραγωγής έχει γίνει αντιληπτή πλήρως, αλλά δόθηκε λιγότερη προσοχή στις συνέπειες που έχουν αυτές οι αλλαγές στην κατανομή. Η κουλτούρα της «παλαιάς» εργατικής τάξης είχε τους χαρακτηριστικούς της εμπορικούς θεσμούς
το
τοπικό μαγαζ~ την παμπ, τον κινηματογράφο, το γραφείο στοιχημάτων και ούτω καθεξής. Αυτά τα κάποτε οικεία στοιχεία της «κοινότητας» άλλαξαν με τη δυναμική του μεταπολεμι
κού καπιταλισμού. Όπως ο βιομηχανικός τομέας, έτσι και αυτά υπέστησάν τη συγκέντρω ση, την ορθολογική οργάνωση
-
και την εξαφόνιση.
Η κατανάλωση, ο ελεύθερος χρόνος και η ευχαρίστηση απαιτούν τώρα κινητικότητα. Οι
τοπικές παμπ έκλεισαν ή μετατράπηκαν σε παραρτήματα των «πέντε μεγάλων» ζυθοποιεί ων' οι τοπικοί κινηματογράφοι αχρηστεότηκαν προς όψελοςτων συγκροτημάτων με τις πολ λαπλές οθόνες στο κέντρο της πόλης τα γραφεία στοιχημάτων υπέστησαν την αλλαγή διεύ
θυνσης (και την αναπόφευκτη «ορθολογική οργάνωση») από τις μεγάλες εταιρείες του ελεύθερου χρόνου. Η κοινωνικότητα (όπως επίσης τα σχόλια και το κουτσομπολιό) στο μα
γαζί της γωνίας αντικαταστάθηκε από τις απρόσωπες σχέσεις του σούπερ (ή υπέρ) μάρκετ.'· Η τοπική γεωγραφία των πολιτιστικών θεσμών και τα δίκτυα των κοινωνικών σχέσεων
που τους στήριζαν έχουν αλλάξει δραματικά (εκτός από το Caronαtίan Street)*. Περιστα-
* IΣ.t.M.} Σfρwλπ()V πι;ιo{JόMι;τι;ι.ι για μεγά).D :ι;ρovικ6 διάστημα στη βρετι;ι.Υική τηk6ραση.
78
ΜΕΡΟΣ 2-ΠΟΛIΤIΣΜΟI ΤΗΣ ΔΙΑΦΟΡΑΣ
σιακά, οι συνέπειες αυτής της γενικής καταστροφής των σταθερών γεωγραφικών μοντέλων
προκάλεσαν την επιθυμία να ξαναζωντανέψει η «κοινότητα». Στη διάρκεια των δεκαετιών του
1960 και του 1970, η τοπική και η κεντρική κυβέρνηση αντιμετώπισαν την αστική πληγή,
τις «εστίες της φτώχιας», τον βανδαλισμό και άλλα συμπτώματα παρακμής με μία βαθιά αί σθηση νοσταλγίας για το <<κοινοτικό πνεύμα». Η αντίδραση ήταν να χρηματοδοτηθούν πολλές πρωτοβουλίες και προγράμματα που αφορούσαν στην «κοινότητα» και στόχευαν στην αναδιοργάνωση της τοπικής περηφάνιας, των δικαιων, της δράσης
-
των κοινωνικών αρετών που, κατά κάποιο τρόπο, χάθηκαν στη
γεωγραφική αναδόμηση της τάξης. Μερικά από αυτά τα σχέδια αφορούσαν στις νέες οικο δομήσιμες εκτάσεις (που δεν είχαν αίσθηση ταυτότητας) και άλλα στις παλαιές περιοχές
του κέντρου που δεν αναπαλαιώθηκαν και κατοικούνταν από αυτούς που ήταν πολύ γέροι, πολύ φτωχοί και πεισματάρηδες, ώστε να επωφεληθούν από τα σχέδια της εκ νέου ανάπτυ ξης. Εκεί, μερικοί «Παλαιοί τρόποΙ.» φυτοζωούσαν, μαχόμενοι ενάντια στην άφιξη των «νέ ων»
-
των μεταναστών εργατών που αναζητούσαν σπίτια απαλλαγμένα από τη σφραγίδα
του ιδιωτικού και του κρατικού τομέα και των «νεαρών επαγγελματιών» που έψαχναν για περιοχές με «χαρακτήρα».
Ίχνη, καtάλοιπα και νέοι σχτιμαtwμοί Η μετάβαση από την παλαιά στη νέα εργατική τάξη δεν είναι απότομη και η τρσχιά του εσωτερικού των πόλεων, που σημειώθηκε, φωτίζει μερικές από τις διαδικασίες της αλλα
γής. ΟΙ ομάδες που αποτελούσαν κατάλοιπα της παλαιάς (και λευκής) εργατικής τάξης έμειναν πίσω, όσο το κύμα της ευημερίας κατέκλυζε την κοινωνία. Συχνά οι ηλικιωμένοι, ζώντας μία ζωή που κυριαρχούνταν από τα μαθήματα και τις συνήθειες του παρελθόντος και ρυθμιζόταν από τη ρουτίνα του καταστήματος, της παμπ, του κλαμπ ή της εκκλησίας, διατήρησαν
-
έχοντας μικρό περιθώριο επιλογής -
μερικούς από τους παλαιούς τρό
πους, μολονότι οι γύρω συνθήκες που υποστήριζαν αυτή την κουλτούρα διαβρώθηκαν. Όπως το διατύπωσαν οι Coates και Silbum
(1970) στη μελέτη τους για την Αγία Άννα στο
Nottingham, ήταν οι «ξεχασμένοι ΆγγλοΙ.»
-μολονότι υπήρχαν, επίσης, οι «ξεχασμένες
Αγγλίδες». Η κουλτούρα της εργατικής τάξης είχε πάντα τις άμυνές της- την αμοιβαία υποστήριξη του «εμείς» εναντίον του «αυτοί»
-
αλλά, κάτω από αυτές τις συνθήκες, αυ
τές οι άμυνες έγιναν βαθμηδόν aπεγνωσμένες και νοσταλγικές προσπάθειες. Η κινητικό τητα και η ηδονοθηρία της ευπορίας δύσκολα συνταιριάζονταν με τον τοπικισμό και την ευπρέπεια, που ήταν κεντρικά σημεία της κουλτούρας της μεσοπολεμικής εργατικής τά
ξης. Σε αυτό τον κόσμο της αλλαγής, το παλαιό γινόταν αντικείμενο υπεράσπισης, επειδή το νέο δεν είχε νόημα ή γνησιότητα. Αυτές οι αμυντικές παραδόσεις δυσκολεύτηκαν να
συνυπάρξουν με τις περισσότερο σαφείς πολιτισμικές μορφές που αναπτύχθηκαν στα κέ
ντρα. Μερικές περισχές δοκίμασαν την «εισροή των αριστοκρατών»
την εγκατάσταση
της νέας μεσαίας τάξης στις παλαιές κατοικίες, η οποία δραστηριοποιήθηκε αναζητώντας
κατοικία, αλλά περιφρονούσε τα νέα προάστια και τη γλυκερή ευπρέπειά τους. Η καθω-
79
ΜΕΡΟΣ 2-ΠΟΛIΤιΣΜΟI ΤΗΣ ΔΙΑΦΟΡΑΣ
σπρέπει κατοικία σννυπήρχε με το κοτέτσι. Αυτό το μείγμα της νε6τητας και της μέσης ηλικίας ήταν μία μορφή ανασύνθεσης των κέντρων, αλλά η καταγωγή ήταν ο άλλος
-
πιο
ορατός - άξονάς της. Ακριβώς όπως η μεσοπολεμική εργατική τάξη είχε βρει στην τοποθεσία και την πυκνό τητα του κέντρου τις κατάλληλες συνθήκες για να ανα:rctύξει έναν αμυντικό και αλληλοϋ
ποστηρικτικό πολιτισμό, έτσι και οι εθνικοί πολιτισμοί, όταν αντιμετώπισαν τον αυξανό μενο απροκάλυπτο ρατσισμό των λευκών Βρετανών, βρήκαν εκεί μία κατάλληλη βάση και άρχισαν να ανα:rctύσσoυν τους δικούς τους πολιτιστικούς θεσμούς. Αυτή η διασταύρωση των «νέων» εθνικών πολιτισμών με την παλαιά γεωγραφία της τάξης δεν είναι συμπτωμα τική. Στη δεκαετία του
1950, οι
μετανάστες εργάτες ήταν περιζήτητοι για αυτούς τους
«παλαιούς» τομείς της βρετανικής οικονομίας (υφάσματα, ρουχισμός, βαριά βιομηχανία), 6που η ζήτηση για φτηνή εργασία που θα τροφοδοτούσε τη βιομηχανική επέκταση της Βρετανίας βρισκόταν στο απόγειό της. Αναγκαστικά, λοιπόν, ο οικονομικός χαρακτήρας
τους ως φτηνό εργατικό δυναμικό σήμαινε τον καταμερισμό τους, που ακολούθησε το μο ντέλο των παλαιών βιομηχανιών και των αστικών τους κέντρων:
Bradford, τα Ανατολικά και Δυτικά Midlands και το
Manchester, Leeds,
Λονδίνο.
Ανάλογα, στο πλαίσιο αυτών των πόλεων, οι οικιστικές και κοινωνικές μορφές των εθνικών ομάδων έγιναν οι παλαιές περιοχές του κέντρου. Αποκλεισμένες από τις δημοτι κές κατοικίες που παραχωρούνταν με χαμηλό ενοίκιο και από τις «καλές» περιοχές με τα ιδιωτικά σπίτια μέσα από ποικίλους ρατσιστικούς μηχανισμούς, βρήκαν ότι μερικά από τα
παλαιά σπίτια του κέντρου (όπως οι εργασίες στις παλαιές βιομηχανίες) ήταν διαθέσιμα, επειδή περιφρονήθηκαν από τους κινητικούς και εύπορους λευκούς εργάτες. Στα
Handsworth, στα Toxteth και στα Brixton, η παρακμή της κουλτούρας της «παραδοσια κής» εργατικής τάξης συντελέστηκε παράλληλα με την ανάπtuξη των εθνικών πολιτισμών.
Το παρηκμασμένο παρεκκλήσι των Μεθοδιστών παραγκωνίστηκε από τον καινούριο ναό των Σιχ' οι συνοικιακοί κινηματογράφοι, που δεν επιβίωσαν στην αλυσίδα κινηματογρά φων Mecca ή
Ladbrokes για να γίνουν αίθουσες μπίνγκο,
επαναλειτούργησαν γΙ{]. να προ
βάλλουν ασιατικές ταινίες οι ομάδες των νέων που σύχναζαν στις γωνιές των δρόμων έγι
ναν Ινδιάνοι με μαλλιά ράστα παρά λευκοί skinheads. Με αυτούς τους τρόπους, λοιπόν, η
διαφόρετικότητα των εθνικών πολιτισμών ήρθε να επικαλύψει το γεωγραφικό μοντέλο των πολιτισμών της παλαιάς εργατικής τάξης." Στο μεταξύ, τι συνέβαινε με τη νέα, κινητικότερη εργατική τάξη
-
μακριά στις νέες
πόλεις και τα νέα εργατικά συγκροτήματα; Θα ήταν παραπλανητικό να δούμε αυτή την κί νηση ως μία απλή και ολική υποταγή στη νέα ιδιωτεύουσα καταναλωτική κοινωνία. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σημειώθηκε μία αύξηση του «ελεύθερου χρόνου στο σπίτι» και μία άνοδος στις αγορές των καταναλωτικών αγαθών. Αλλά οι συνθήκες της τάξης δεν αλλά ζονν τόσο εύκολα. Η ευημερία, ενώ διαρκούσε, ήταν πάντα εύθραυστη
-
περιστοιχισμέ
νη από τις πιθανότητες της αρρώστιας και της ανεργίας και υποστηριζόμενη τόσο από την
αύξηση των πληρωμών με δόσεις όσο και από την άνοδο των εισοδημάτων. Η «ουτοπία» ήταν η πορεία που οδηγούσε στον παράδεισο των καταναλωτών. Εδώ, επίσης, τα ίχνη των
80
ΜΕΡΟΣ 2·ΠΟΛIΤIΣΜΟI ΤΗΣ ΔΙΑΦΟΡΑΣ
παλαιών τρόπων διατηρήθηκαν
ο αλκοολισμός, ο τζόγος και τα αθλήματα παρέμειναν
-
οι κυρίορχες ασχολίες των εργατών στον ελεύθερο χρόνο τους. Προέκυψαν νέες μορφές
πολιτιστικής διαφοράς εξαιτίας των νέων O'IJνθηκών: τα κλαμπ των εργατών «εΚO'lJγχρoνί στηκαν» και προσάρμοσαν τη διακόσμησή τους και τη διασκέδαση που προσέφεραν στο πρότυπο της αγοράς, ενώ τα άλλα διατήρησαν πεισματικά τις χαρακτηριστικές δομές τους στη O'IJμμετοχή των μελών τους, την εσωτερική δημοκρατία και τη θεσμοποιημένη ανδρική κυριαρχίο.
Σε έρευνες για το πώς αξιοποιεί η κοινωνία τον νέο ελεύθερο χρόνο της, η εργατική τάξη σταθερά O'IJμμετέχει λιγότερο
-
διω;ηρώντας ένα βαθμό πολιτιστικού διαχωρισμού
ακόμη και στην τηλεθέαση. Το κανάλι BBC-2 αντιμετωπίζει ακόμα μίο πεισματική αντί
σταση στην πολιτιστική βελτίωση που εισήγαγε ο πρώτος Γενικός Διευθυντής του John
Reith, κερδίζοντας ακροατήριο από την εργατική τάξη
μόνο όταν προβάλλει αθλήματα.
Τα μοντέλα ζωής αναδημιουργούνταΙ, αλλά δεν είναι εξ ολοκλήρου νέα. Οι πλευρές των παλαιών δομών διατηρούνται παράλληλα με;;α ίχνη;;ων παλαιών πολιτισμών. Η μεταβαλ λόμενη θέση των γυναικών στη μισθωτή εργασCα δεν υπέσκαψε την πρωταρχική ευθύνη τους για την οικιακή εργασία
-
την αναδημιουργία του εργατικού δυναμικού. Παράλλη
λα, η αυξανόμενη μηχανοποίηση της οικιακής εργασίος δεν έχασε την ιδιαιτερότητα του φύλου της. Το σπίτι παραμένει η αγαπημένη «εργασιακή έδρα>' της γυναίκας. Είναι πολύ νωρίς να πούμε ποιοι «νέοι» πολιτισμοί μπορεί να ανακύψουν γύρω από αυτή την νέα γεωγραφίο. Τα παλαιά μοντέλα έχουν υπονομευτεί, αλλά οι νέοι τρόποι ζω
ής δεν έχουν ακόμα εδραιωθεί σε χαρακτηριστικές πολι;;ισμικές μορφές. Αυτό δεν προ
καλεί ιδιαίτερη έκπληξη. Οι παλαιοί πολι;;ισμοί στέκονταν εμπόδιο στο όραμα της δημι ουργίας μίας ισχυρής Βρετανίας
-
με διευρυνόμενη οικονομία, πλήρη επαγγελμαιική
απασχόληση, υψηλούς μισθούς και τον παράδεισο του καταναλωτή. Αλλά αυτό το όνειρο μετατράπηκε σε εφιάλτη. ΟΙ οικονομικές, γεωγραφικές και πολιτισμικές συνέπειες του κύματος της ευημερίας δεν O'!Jνταιριάζoνται εύκολα με αυτές που O'IJνοδεύουν την ύφεση. Ένα παράδειγμα αρκεί για να δείξει την ταχύτητα αυτής της στροφής.
Στη δεκαε;;ία του
1960, η αναζήτηση για τη
«νέα» εργατική τάξη επικεντρώθηκε στους
εργάτες της αυτοκινη;;οβιομηχανίος. Αυτοί -οι εύποροι, κινητικοί, εργάτες μαζικής πα ραγωγής - ήταν η πρωτοπορίο της αλλαγής και της προόδου. Δέκα πέντε χρόνια μετά την
έκδοση του βιβλίου Ο εύπορος εργάτης, αυτός ο προσδιορισμός των εργα1:ών της αυτοκι νητοβιομηχανίας ως πρωτοπορίας επαληθεύτηκε με το σκληρότερο τρόπο. Η αυτοκινητο βιομηχανία (και οι εργάτες της) αντανακλούν πιστά τη δυναμική;;ου βρε;;ανικού καπιτα λισμού: κλείσιμο επιχειρήσεων, απολύσεις, με;;αφορά αυξανόμενου ποσοστού της παρα
γωγής στο εξωτερικό, υποκα;;άσταση των εργατών από τη νέα ;;εχνολογίο και;;α βρετανι κά εργοστάσια, που γίνονται χώροι συναρμολόγησης μάλλον παρά μεταποίησης. Τα
Halewood, Dagenham, Longbήdge, Ryton, Linwood, Luton και οι νέες οικοδομήσιμες πε· ριοχές: που τα περιβάλλουν μπορεί ακόμα να είναι η «πρωτοπορίο» - ένα σημάδι για ;;0 μέλλον. Αλλά ;;0 μέλλον που εκφράζουν ;;ώρα απέχει πολύ από την αυτάρεσκη βεβαιότη τα της ευπορίος και ;;0 τέλος της ;;άξης. Είναι ένα με'λλον παρακμής.
81
ΜΕΡΟΣ 2-ΠΟΛIΤIΣΜΟI ΤΗΣ ΔΙΑΦΟΡΑΣ
Σε αναζητηση μίας νέας Βρετανίας Σε αυτό το κεφάλαιο ασχολήθηκα με την εύρεση του τρ6που με τον οποίο η τάξη και οι ταξικοί πολιτισμοί ενσωματώθηκαν στη γεωγραφία του βρετανικού καπιταλισμού. ΤΟ έθνος, η περιφέρεια και η τοποθεσία είχαν οριοθετηθεί παράλληλα με τον τρόπο που δια μορφώθηκαν τα σταθερά και κατανοητά ταξικά 6ρια στη μεσοπολεμική περίοδο. Προ σπάθησα να δείξω πώς οι αλλαγές στον μεταπολεμικό βρετανικ6 καπιταλισμό μετασχημά τισαν αυτά τα μοντέλα που ήταν κάποτε σταθερά. Η οικονομική σύνθεση της τάξης άλλα ξε' τα μοντέλα των ταξικών πολιτισμών αποδιοργανώθηκαν' και η γεωγραφία της τάξης και του πολιτισμού αναδομήθηκε. Δεν παγιώθηκαν αυτές οι διαδικασίες της οικονομικής, πολιτιστικής και προσδιορισμένης στον χώρο αναδιοργάνωσης. Δεν προέκυψε καμιά νέα βεβαι6τητα για να αντικαταστάσει τα παλαιά οικογενειακά μοντέλα. Η νοσταλγία για μία έννοια του τόπου, που κάποτε υπήρξε, βασίστηκε σε αυτή τη δυνα μική της αλλαγής, καθώς η αποδιοργάνωση της οικογένειας απαλύνεται απ6 μία αίσθηση του παρελθ6ντος. Η νέα γεωγραφία της διαφοράς μπορεί να απέκτησε τα δικά της σταθε ρά πολιτισμικά μοντέλα και όρια αλλά, ως τώρα, οι σύγχρονοι πολιτισμοί της διαφοράς εί ναι ένα ασταθές και αβέβαιο μείγμα του παλαιού και του νέου.
Σε αυτή τη διαδικασία της αλλαγής, δεν γίνεται απλή αντικατάσταση των παλαιών πο λιτισμών απ6 τις νέες πολιτισμικές μορφές. Όπως υποδηλώθηκε νωρίτερα, τα παλαιά μο
ντέλα είναι αποδεκτά και διατηρούνται με δεδομένη την ασταθή κοινωνική εμπειρία. Η αντίσταση στην απειλή του νέου παίρνει πολλές μορφές και ποικίλλει απ6 το συνδικαλι
σμ6 και τις εργασιακές πρακτικές μπροστά στον κίνδυνο της νέας τεχνολογίας μέχρι τη διατήρηση της θρησκείας και την παρακολούθηση της λειτουργίας, με δεδομένη την αύξη ση του πνεύματος του υλισμού. Σε άλλα σημεία, τα παλαιά πολιτισμικά μοντέλα διασταυ ρώνονται και συγχωνεύονται με τα νεοεμφανιζ6μενα
-
η αυξαν6μενη ανάμειξη των γυ
ναικών στο συνδικαλισμό σε πρώην ανδροκρατούμενες οργανώσεις ή η αύξηση της νέας θρησκευτικής δραστηριότητας (οι ναοί και οι φονταμενταλιστές
XQLot!!lVoC) παράλληλα
με τις καθιερωμένες πρακτικές της εκκλησίας. Σε αυτή τη διαδικασία η. αντίσταση και η διαπραγμάτευση συνδυάζονται για να μετασχηματίσουν τις πολιτισμικές μορφές και τις πρακτικές. Σε όλες αυτές τις διαδικασίες, ο τόπος -η κοινωνική γεωγραφία της Βρετανίας- δια
δραμάτισε ένα βασικ6 ρόλο. Η οικονομική αλλαγή έχει μία χαρακτηριστική γεωγραφική μορφή. Όπως πριν, η Βρετανία είναι διαιρεμένη απ6 τον άξονά της απ6 τον βορρά στο ν6-
το, αλλά δεν είναι το ίδιο μοντέλο διαφοροποίησης. Η Σκοτία, η Ουαλία, το βορειοανατο
λικ6, το βορειοδυτικ6 τμήμα, τα Midlands σημαδεύτηκαν από τη διαδικασία της παρακ μής, ενώ οι νέες βιομηχανίες της υψηλής τεχνολογίας στο νοτιοανατολικό και το ανατολι κότμήμα υπόσχονται ένα νέο οικονομικ6 θαύμα. Τα παλαιά αστικά κέντρα φέρουν τη σφραγίδα της δυναμικής της διεύρυνσης και της συρρίκνωσης
-
οι δουλειές μειώνονται
και ο πληθυσμός στις περιφέρειες ελαττώνεται, αφήνοντας το κέντρο ως το εγκαταλειμμέ
νο σύμβολο οικονομικής και κοινωνικής παρακμής.
62
Γ "
"<
ΜΕΡΟΣ 2-ΠOΛlTIΣMOI ΤΗΣ ΔΙΑΦΟΡΑΣ
.
Αυτή η μεταβαλλόμενη γεωγραφία δεν απεικονίζει απλά την οικονομική αλλαγή, είναι η ίδια μέρος της διαδικασίας της αλλαγής, καθώς το κεφάλαιο και το εργατικό δυναμικό έρχονται αντιμέτωπα μεταξύ τους σε νέους τόπους, έχοντας το καθένα τη δική του χαρα
κτηριστική ιστορία που σχετίζεται με την πορεία της πολιτισμικής αλλαγής. Οι γεωγραφι
κοί δεσμοί των ταξικων πολιτισμών έχουν διαρραγεί και νέοι ταξικοί πολιτισμοί είναι πι θανό να αναδυθούν, επιχειρώντας να σταθεροποιήσουν μία νέα έννοια του τόπου στη με τακινούμενη άμμο της βρετανικής κοινωνίας στη δεκαετία του
1980.
Σημειώσεις ι Αυτό το άρθρο στηρίχτηκε κυρίως στο αποτέλεσμα της συνεργασίας με τον
και στις συζητήσεις με τους John
Allen και Doreen Massey. Είμαι
Chas Critcher
ευγνώμων και στους
τρεις.
'Οι Bennett
(1983) και ο Thompson (1983) εκπόνησαν αναλύσεις που περιέχουν σχόλια για τις πολιτισμικές <<χαρές» του Blackpool. Α:π' όσο γνωρίζω, το Eastbourne δεν έχει μελε
τηθεί ανάλογα.
Rosenberg και White, (επιμ.) (1957). HalJ και Whanne! (1964) εκπ6νησαν μία πρώιμη κριτική. 4 Οι μελέτες που παρατίθενται εδώ είναι: Young και Willrnott (1962)' Dennis Κ. συν. (1969) και Hoggart (1959). , Για τις αναλύσεις της σχέσης ανάμεσα στους νέους και την τάξη βλ, Hall και J efferson, (επψ.) (1976). 'Για μία ολοκληρωμένη διαπραγμάτευση του σημείου, βλ. Critcher (1979) και CΙarke (1979). 7 Η Massey (1983) περιγράφει αυτή την αναδιοργάνωση της εργασίας και τις γεωγραφικές 3
Η θέση της «μαζικής κουλτούρας» εντοπίζεται στους
Οι
συνέπειές της. 8 Ο Damer (1983) αναλύει τις οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές που επηρεάζουν το Linwood και τις συνέπειές τους για τη ντόπια εργατική τάξη. • Ο Hamnett (1983) εκπονεί μία μελέτη για τα μεταβαλλόμενα οικιστικά μοντέλα στη μετα
πολεμική Βρετανία.
Ι !
10
Μία ολοκληρωμένη ανάλυση των αλλαγών στην κστανάλωση και την αγορά εκπονήθηκε
από τους CΙarke και
ιι Οι HaIJ κ. συν.
Critcher (1985), κεφάλαιο 4. (1978), κεφάλαιο 10, και ο Rex και Tomlinson (1979) περιγράφουν εμπερι
στατωμένα τους εθνικούς πολιτιομούς και τη θέση τους στο κέντρο.
Βιβλιο,!ραφία Τ.
thousand and οηε: troubles: BlackpooJ Pleasure Beach", στο Formations ()fPleasure. Routledge and Kegan PauJ, London. J. CΙarke (1979). "Culture and Capital: the post-war working class revisited" στο CΙarke κ. Bennett (1983)
'Ά
83
ΜΕΡΟΣ 2-ΠΟΛIΤIΣΜΟI ΤΗΣ ΔΙΑΦΟΡΑΣ
συν., 1979. J. CΙarke κ. συν. (1979). Workίng Class Culture: studies in history and theory. Hutchinson, London. J. CΙarke και C. Critcher (1985). The Devil Makes Work: Leisure ίπ Capitalist ΒτίΙαίπ. Macmillan, London. Κ. Coares καιΑ. Silburn (1970).Poveny: TheForgottenEnglishmen. Penguin, Hannondsworth. C. Critcher (1979). "Socio!ogy, cultural studies and the workiug class", στο Clarke κ. συν., 1979. S. Damer (1983). "Life after Linwood?", εισήγηση στο ετήσιο συνέδριο της Brίtίsh Sociological Association, Απρίλιος 1983. Ν. Dennis κ. συν. (1969). Coal is Our Life. Tavistock, London. J. GoldthοrΡeκ. συν. (1969). TheAffluent Worker: 3 τόμοι. Cambridge University Press, Cambridge. S. Hall και Ρ. Whannel (1964). The PopularArts. Chatto and Wίndus, London. S. Hall και Τ. Jefferson, (επιμ.) (1976). Resistance through Rituals. Hutchίnson, London. S. Hall κ. συν. (1978). Polk:ing 1Μ Crisis. Macmillan, London. C. Hamnett (1983). "The New Geography ofBήtain's Housίng", New socίety, 15 December. R. Hoggart (1959). The Uses ofLiterαcy. Penguίn, Hannondsworth. Ρ. Johnson (1964). "The menace ofBeat!ism",New Stαtesmαn, 28 February. D. Massey (1983). "The shape οί thίngs Ιο come", Marxism Toda:y. March. J. Rex και S. Tomlinson (1979). Coloniallmmigrαnts in α Brίtish Cίty. Routledge and Kegan Paul, London. Β. Rosenberg and D. White, (επιμ.) (1957). Mαss Culture. Glencoe Free Press, New Υork. G. Thompson (1983). "Carnival and the calculable" στο Foπnαtions ofPleαsure. Routledge and Kegan Paul. London. Μ. Young και Ρ. Willmott (1962). Fαmily αnd Kinship ίπ Εαοι London. Penguin, Harrnondsworth.
84
4 Η ΕΚΤΑΤΙΚΗ* ΑΣΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ MICHAEL BALL
Εισαγωγή Έχει γίνει πεποίθηση σε όποιον έχει ζήσει ή έχει δει μια μεγάλη πόλη ότι πρέπει να τα ξιδέψει για να κάνει οτιδήποτε. Η διαδρομή μέχρι την εργασία, τα καταστήματα, τον κινη ματογράφο, το νοσοκομείο, το σχολείο, την κοινότητα -έπειτα πίσω στο σπίτι- είναι με ρικές από τις καθημερινές δραστηριότητες που «εμπεριέχουν» μια μορφή ταξιδιού. Τα τα ξίδια αυτά μπορούν να πραγματοποιηθούν με διαφορετικο"6ς τρόπους: με τα πόδια, με το ποδήλατο ή με το αυτοκίνητο· ή με κάποιο δημόσιο μέσο μεταφοράς, όπως το λεωφορείο ή
το τρένο. Και όταν μετακινούνται οι άνθρωποι σtη\' πόλη, βλέπουν ότι οι δραστηριότητες, περισσότερο ή λιγότερο, είναι λειτουργικά ομαδοποιημένες. Το κέντρο της πόλης διαθέτει γραφεία και κεντρικά καταστήματα· υπάρχει η περιοχή με τα εργοστάσια· με τις αποθήκες εμπορευμάτω\'· τα κτίρια που χωρίζονται με βάση τον πλούτο και τη χρονολογία κατασκευ
ής η περιοχή με τα κέντρα διασκέδασης τα πολυκαταστήματα έξω από την πόλη και ούτω καθεξής. 'σταν εξετάσει χαγείς ενδελεχώς αυτους τους ευρείς, λειτουργικους και χωρικους τομείς, ανακαΜπτει ακόμη ειδικότερους τομείς. Το
atytojJ Λονδίνου, για παράδειγμα,
θεωρείται συχνά το οικονομικό κέντρο, αλλά μέσα σε αυτό υπάρχουν πολλά μικρότερα κέ ντρα: νομικά γραφεία, τυπογραφεία, κοσμηματοπωλεία, ασφαλιστικά γραφεία, τράπεζες, χρηματιστήριο, ναυτιλιακά γραφεία και καταστήματα εμπορευμάτω\'. Απ' τη στιγμή που θα
δημιουρΥηθουν αυτά τα κέντρα, έχουν μια αξιοσημείωτη τάση να επιβιώνουν για μεγάλο διάστημα. Ωm:όσο, είναι τρωτά, όπως έδειξαν τα «κυματα» της αποβιομηχανοποίησης που χrιJπησαντη Βρετανία. Εμπειρικά πρέπει να δεχτούμε ότι ο χώρος έχει σημασία, όταν εξετάζουμε την οικονο
μική ζωή. Ακόμη και ο πιο επιπόλαιος παρατηρητής θα συμπεράνει ότι η χωρική διαφορο ποίηση είναι σημαντική για τον τρόπο με τον οποίο λειτουργονν οι οικονομικές δραστηριό τητες σε μια πόλη. Ωm:όσο, δεν είναι τόσο ευκολο να μεταφέρουμε αυτό το εμπειρικό συ μπέρασμα σε μια οικονομική ανάλυση των πόλεων.
Δυο είδη ερωτήσεων προκυπτουν σχετικά με τον τρόπο που οι οικονομικές διαδικασίες λειτουργούν στο χώρο. Το πρώτο είναι: τι επιπτώσεις επιφέρει το εμπόδιο της απόm:ασης στις οικονομικές δραστηριότητες και το οποίο πρέπει να αντιμετωπιm:εί; Αυτό το είδος τ.ις ερώτησης οδηγεί στην αναζήτηση αφενός του λόγου για τον οποίο οι πόλεις υπάρχουν και αφετέρου του τρόπου για τον οποίο οι δραστηριότητες σε μια αm:ική περιοχή σχετίζονται
• Σ. τ.Ε.: Σε αvr:,δ,αστολή με την oικoνoμlα «(ΠΟ κεφάλι. μιας καeφίτσας» σαγUl)'ή στο Μέρας 1), Q Μ.
({Jλ. Συμπέρασμα "εφ.
4 αλλά και ει
Ball πρoβdJ.λει την εκτατική (spaced ουΙ), την εν εκτάσει ανaπτvσσόμεvη, αστική οι·
ΚQνoμώ.
Β5
ΜΕΡΟΣ 2-Η ΕΚΤΑΤιΚΗ ΑΣΤΙΚΗ ΟIΚΟΝΟΜIΑ
μεταξύ τους. Στο δεύτερο τύπο ερώτησης αναγνωρίζεται όt:ι αυτές οι αφηρημένες ιδέες του χώρου δεν επαρκούν. Η ερώτηση είναι η εξής: ποιες είναι οι επιπτώσεις της ύπαρξης μιας ήδη εδραιωμένης και χωρικής διαφοροποίησης της οικονομικής και κοινωνικής ζωής στη ούγχρονη οικονομική δραστηριόt:ητα; Ο χώρος δεν είναι απλώς ένα εμπ6διο που οι οικονομικές δραστηριότητες πρέπει να ξε περάσουν. Αντίθετα, η χωρική διαφοροποίηση προσδίδει μια σταθερόt:ητα σε αυτές. Οι πό λεις είναι εκεί που βρίσκονται και έχουν τη συγκεκριμένη ιστορική μορφή, επειδή δεν μπο ρούν να μετακινηθούν με τη θέλησή τους. Αυτό είναι που καθιστά την ανάλυση των αποτε λεσμάτων της χωρικής διαφοροποίησης στην οικονομική ζωή των πόλεων τόσο δύσκολη, αν και τόσο συναρπαστική.
Θα ξεκινήσω με τα χαρακτηριστικά του δικτύου των οικονομικών δραστηριοτήτων σε μια αστική περιοχή. Μετά την εξέτασή τους, θα συνεχίσω με μερικά από τα εξίσου σημαντι κά χαρακτηριστικά του χώρου που καθιστούν την οικονομική ζωή κάθε αστικής περιοχής τόσο ξεχωριστή.
Γιατί υπάQΧOυν π6λεις; Ένας καλός τρόπος για να ξεκινήσουμε την εξέταση των χωρικών σχέσεων που συνδέο νται με την αστική ζωή είναι να θέσουμε ένα βασικό ερώτημα: ποια είναι η οικονομική λα
γική των πόλεων; Γιατί όλες οι οικονομικές δραστηριόt:ητες που συνδέονται με την αστική
ζωή ομαδοποιούνται αντί να εξαπλώνονται στα περίχωρα; Η απάντηση, προφανώς, σχετί ζεται με τα εμπόδια που δημιουργεί ο χώρος. Δύο τύποι έρευνας μπορούν να γίνουν όσον αφορά στα πλεονεκτήματα αυτής της ομαδοποίησης. Η μία αφορά στη συγκέντρωση, σε σχετικά μικρές αποστάσεις, των διαφορετικών εκφάνσεων της αστικής ζωής: εργασιακοί
χώροι, σπίτια, καταστήματα και δίκτυα μεταφορών. Αυτές οι διαφορετικές εκφάνσεις της αστικής ζωής είναι λειτουργικά αλληλt"νδετες. Μια περιγραφή της εμφάνισης μιας μικρής πόλης γύρω από μια νέα χαλυβουργία, για παράδειγμα, αποκαλύπτει τους εσωτερικούς δεσμούς. Πρώτον, τα σπίτια για τους εργάτες χτίζονται μαζί με τα καταστήματα, τους χώρους στοιχειώδους διασκέδασης και τις κοινό χρηστες εγκαταστάσεις. Οργανώνονται οι επιχειρήσεις για να εξυπηρετήσουν τον πληθυ
σμό και την ίδια τη χαλυβουργία. Η συγκέντρωση του εργατικού δυναμικού πού παρστηρεί ται στην πόλη, και οι δεσμοί επικοινωνίας που αναπτύσσονται με τα άλλα τμήματα της οικο
νομίας, μπορεί να προσελκύσουν άλλες εταιρείες. Τελικά, καθώς η πόλη εξελίσσεται, η δουλειά στη χαλυβουργία μπορεί να αποτελέσει ένα σχετικά μικρό κομμάτι από το εύρος των εργασιών που προσφέρονται στην πόλη.
Τέτοιες ιστορίες λέγονταν ιδιαίτερα για τις πόλεις του 19ου και των αρχών του 200ύ αι ώνα, όt:αν τα χαμηλά εισοδήματα και τα περιορισμένα μέσα μεταφοράς έκαναν τα ταξίδια
δύσκολα για ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Η εμφάνιση των μεγάλων κυβερνητικών ή στρατιωτικών κέντρων επιφέρει ανάλογα αποτελέσματα (η Ουάσιγκτον DC και η Καμπέ
ρα στην Αυστραλία είναι δύο ανάλογα παραδείγματα). Οι αποβάθρες και οι οδικοί κόμβοι
86
ΜΕΡΟΣ 2-Η ΕΚΤΑΤιΚΗ ΑΣΤΙΚΗ
OIKONOMIA
θα μπορουσαν να συνεξεταστουν. Αλλ.ά καθένα από αυτά τα παραδείγματα δεν εξηγεί, γιατί τόσο πολλές ανάλογες δραστηριότητες συγκεντρώνονται στις αστικές περιοχές. Αγνοείται, με άλλα λόγια, ένα από τα μεγαλυτερα πλεονεκτήματα των περιοχών αυτών: οι otκOVoμίεt; συγκέντρωσης, που είναι η δευτερη γενική εξήγηση για την υπαρξη των πόλεων. Η οικονομίες συγκέντρωσης αναφέρονται στα οικονομικά πλεονεκτήματα των δραστηριο τήτων που προκυπτουν από τη συγκέντρωσή τους στο χώρο. Οι οικονομίες συγκέντρωσης
αποκαλυπτουν μερικά από τα αίτια και τα αποτελέσματα της χωρικής διαφοροποίησης των αστικών περιοχών, έτσι θα εξεταστεί πριν από τους λειτουργ ικσυς δεσμους.
Η έλξη των οικονομιών συγκέντρωσης
(agglomeration economies)
Η χωρική διαφοροποίηση δημιουργεί ένα εμπόδιο στην επικοινωνία. Αν δυο άνθρωποι εργάζονται σε διαφορετικές τοποθεσίες και θέλουν να συναντηθουν, ένας από τους δύο (ή
και οι δυο) πρέπει να ταξιδέψει στον τόπο συνάντησης. Αν χρειάζεται να βρίσκονται συχνά σε στενή επαφή, τους συμφέρει να ζουν μόνψα κοντά, καθώς έτσι γλιτώνουν το κόστος και τηνταλαιπωρtα των μεγάλων ταξιδιών. Ανάλογα, η μεταφορά των αγαθών διά θαλάσσης κοστίζει σε χρόνο και χρήμα. ΈτσΙ, οι προμηθ ευτές ενός εργοστασίου μπορεί να το βρουν πρόσφορο να εγκατασταθουν κοντά σε αυτό το εργοστάσιο. Μέχρι αυτό το σημείο προσ
διορίστηκαν μόνο δυο παραδείγματα οικονομιών συγκέντρωσης. Στην πραγματικότητα,
αυτά τα πλεονεκτι\ματα ποικίλλουν εξαιρετικά και εξαρτώνται από την ιδιαίτερη δραστη ριότητα που εξετάζεται. Πολλά πλεονεκτήματα, αν και όχι όλα, προκυπτουν από τη φυση της ουναλλαΎής στο χώρο. Το εμπόριο των αγαθών προτιμά την ομαδοποίηση της οικονομι κής δραστηριότητας, καθώς διαφορετικά η απόσταση έχει κόστος σε πληροφορίες, χρόνο και χρήμα.
Οι οικονομίες συγκέντρωσης αρχίζουν να αποκαλύπτουν μερικους από τους οικονομι
κσυς μηχανισμσυς που δομούν τις δραστηριότητες σε μια πόλη και δείχνουν πόσο σημαντι κή είναι για αυτους η χωρική διαφοροποίηση. Τα οφέλη της συγκέντρωσης μπορούν να γί νουν αντιληπτά μόνο στο πλαίσιο της αντίθετης κατάστασης, δηλαδή των πιθανών κερδών που προέρχονται από τη χρησψοποίηση της απόστασης για να καμφθεί η απειλή των αντα γωνιστών ή για να αποφευχθεί το υψηλό κόστος της εγκατάστασης που έχουν οι τοποθεσίες όπου συγκεντρώνονται πολλές δραστηριότητες. Έτσι, η συζήτηση για τις οικονομίες συγκέ ντρωσης θα πρέπει να επικεντρωθεί στο κίνητρο και το πλεονέκτημα της χωροθετικής έλ
ξης. Ακόμη, η επιτυχία των οικονομιών συγκέντρωσης μπορεί να οδηγήσει στην ίδια την καταστροφή τους με τη δημιoυΡΎtα επακόλουθων δυσοικονομιών, όπως είναι τα υψηλά ενοίκια και ο ουνωστισμός.
Το λιανικό εμπόριο απεικονίζει τα πλεονεκηΊματα και τα μειονεκτήματα της συγκέ ντρωσης. Οι πελάτες πρέπει να πάνε οι ίδιοι στα καταστήματα, έται όσο πιο μακριά βρίσκε
ται το κατάστημα τόσο ισχυρότερο πρέπει να είναι το κίνητρο, είτε να πουλά φθηνότερα προ"ί6ντα είτε να προσφέρει υπηρεσίες που δεν διατίθενται σε κοντινότερες τοποθεσίες. Το κόστος της μετακίνησης δημιουργεί δυο πλεονεκτήματα για τη θέση των καταστημάτων.
87
ΜΕΡΟΣ 2-Η ΕΚΤΑΤΙΚΗ ΑΣΤΙΚΗ ΟIΚΟΝΟΜIΑ
Το πρώτο είναι το μονοπώλιο. Τα οφέλη μπορεί να προέρχονται από την απόκτηση μιας
σχετικά πιστής πελατείας που θα πρέπει να διανύει μεγάλη απόσταση για να αγοράσει στο κατάστημα του ανταγωνιστή. Το παραδοσιακό κατάστημα της γωνίας είναι ένα μικρό πα
ράδειγμα της μονοπωλιακής θέσης που μπορούν να αποκτήσουν οι λιανικοί έμποροι εξαι τίας του εμποδίου της απόστασης. Απαιτεί χρόνο να πάει κανείς στο επόμενο κατάστημα,
έτσι οι καταστηματάρχες μπορούν να χαμηλώσουν τις τιμές ανάλογα, και να επιζήσουν με χαμηλότερο τζίρο, πλεονέκτημα που δεν αποκτούν οικονομίες που συνδέονται με μεγάλες ποσότητες προ'ίόντων στα μεγαλύτερα υποκαταστήματα. Ωστόσο, αυτά τα μονοπωλιακά πλεονεκτήματα συχνά υπερακοντίζονται από την ευκολία που βρίσκουν οι πελάτες στη συ γκέντρωση των καταστημάτων. Στο συνοικιακό δρόμο, τα οφέλη του εμπόρου από τη συ
γκέντρωση μ,τορούν να συνδυαστούν με αυτά του μονοπωλίου, όταν τα καταστήματα που λούν διαφορετικά προ'ίόντα. Άλλοι έμποροι ενδιαφέρονται περισσότερο να διευρύνουν το χώρο από τον οποίο αντλούν τους πελάτες, παρά να χρησιμοποιήσουν το εμπόδιο του χώρου για να δημιουργή σουν ένα τοπικό μονοπωλιακό πλεονέκτημα. Τα καταστήματα που έχουν εγκατασταθεί έξω από την πόλη επωφελούνται από τις χαμηλές τιμές της γης και από το καλό οδικό δί κτυο για να προσελκvσουν πελάτες από μια ευρεία περιοχή. Τα χαμηλά πάγια έξοδα συν δυασμένα με την οικονομία που προέρχεται από έναν υψηλό τζίρο τούς επιτρέπουν να μει ώσουν τις τιμές σε σχέση με τους μικρότερους ανταγωνιστές τους που βρίσκονται στην ίδια περιοχή. Το κέντρο της πόλης, ως «κεντρικός τόπος» για όλα τα σημεία μιας αστικής περιοχής
(και πέρα), είναι ιδανική τοποθεσία για εξειδικευμένα καταστήματα και πολυκαταστήμα
τα. Και τα δύο χρειάζονται μεγαλύτερη δεξαμενή πελατών. Το κέντρο της πόλης και οι εμπορικοί κόμβοι στα προάστια, επομένως, είναι ιδανικές τοποθεσίες γι' αυτούς. Αυτό πα
ρουσιάζει ιδιαίτερα πλεονεκτήματα για τους εμπόρους προΙόντων που Οι πελάτες θέλουν να συγκρίνουν πριν αγοράσουν, όπως γίνεται με τα ρούχα, τα έπιπλα και τα στερεοφωνικά
κ.ά. Στα εμπορικά κέντρα των μεγάλων πόλεων μπορούν να αναπτυχθOVν, ως επακόλουθο, ξεχωριστοί και εξειδικευμένοι εμπορικοί τομείς. Τα εξειδικευμένα καταστήματα που συγκεντρώνονται στον ίδιο χώρο αποτελούν ένα
παράδειγμα της επίδρασης που ασκεί η πληροφορία, όταν διαδίδεται σε έναν αριθμό ση μείων στο χώρο. Μπορεί να προκληθούν λάθη στις πράξεις της αγοραπωλησίας, αν μία συ ναλλαγή δεν γίνει με τις σωστότερες πληροφορίες. Αυτή η διαπίστωση μπορεί να γενικευ τεί και για πολλές άλλες δραστηριότητες στο κέντρο της πόλης, όπως είναι οι οικονομικές
αγορές και το εμπόριο αγαθών. Τα ανεπίσημα δίκτυα που περιβάλλουν αυτές τις αγορές διατίθενται στον καθένα που βρίσκεται στο κέντρο των πραγμάτων. Οι τάσεις στο Χρημα τιστήριο και στις παγκόσμιες αγορές του χρήματος πρέπει να γίνονται γνωστές ταχύτατα.
Οι περισσότερες δραστηριότητες που έχουν υψηλή εξάρτηση από τη μόδα επωφελovνtαι επίσης από τη συγκέντρωση στο κέντρο της πόλης. Οι οίκοι μόδας, τα μέσα μαζικής επικοι
νωνίας και οι βιομηχανίες της διασκέδασης δυσκολεύσνται αν τουλάχιστον μέρος των δρα· στηριοτήτων τους δεν χωροθετείται στο κέντρο.
88
ΜΕΡΟΣ 2-Η ΕΚΤΑΤ1ΚΗ ΑΣΤΙΚΗ ΟIΚΟΝΟΜIΑ
Παγιώνοντας χω(!οθετικές πιέσεις Οι οικονομίες συγκέντρωσης που συζητήθηκαν ως τώρα έδωσαν έμφαση στα οικονομι κά πλεονεκτήματα των μεμονωμένων εταιρειών. Αυτά τα επιχειρήματα υποδηλώνουν ότι οι
επιχειρήσεις επωφελούνται από τη συγκέντρωση. Όμως, αυτή η συγκέντρωση μπορεί να λάβει χώρα σε κάθε τοποθεσία και δεν παγιώνεται σε συγκεκριμένα σημεία. Η ιστορική
εξέλιξη μιας αστικής περιοχής και η μονιμότητα και σταθερότητα του δομημένου περιβάλ λοντός της μετατρέπει αυτές τις πιέσεις για συγκέντρωση, που είναι ανεξάρτητες από τον τόπο, σε ενεργείς πιέσεις για εγκατάσταση σε ένα συγκεκριμένο σημείο μιας σuyκεκριμέ νηςπόλης.
Δημιουργείται μια δύναμη αδράνειας, επειδή, από τη στιγμή που συγκεντρώνονται μαζί ορισμένες δραστηριότητες για να επωφεληθούν από τις οικονομίες συγκέντρωσης, αυτές οι οικονομίες μπορούν να επιτευχθούν μόνο με την εγκατάσταση στο συγκεκριμένο σημείο. Εκτός από την ανάγκη εγκατάστασης εκεί όπου είναι και οι υπόλοιπες δραστηριότητες,
σταδιακά ανακύπτει η ανάγκη οικοδόμησης κτιρίων, για να στεγαστούν αυτές οι δραστη ριότητες στην περιοχή, και η ανάγκη ανάπτυξης ενός οδικού δικτύου μεταφοράς για να τις
εξυπηρετήσει. Η ύπαρξή τους συνεχίζει να είναι επωφελής αρκετό καιρό μετά το αρχικό κίνητρο για εγκατάσταση στην περιοχή.
Τα δίκτυα μεταφοράς είναι ένα από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά που δημιουρ γούν κίνητρα για συγκέντρωση. Μόλις αυτά εξελιχθούν, τείνουν να αυξηθούν σταδιακά παρά να μετασχηματιστούν ριζικά. Μόνο στις μεγαλύτερες αλλαγές στον κυρίαρχο τύπο μεταφορών (δηλαδή από την ιππήλατη άμαξα στο αυτοκίνητο) ή, όταν οι κυβερνήσεις απο φασίζουν να επισκευάσουν τους αστικούς αυτοκινητόδρομους ή να εισαγάγουν νέα συστή
ματα μαζικής διακίνησης, προκύπτουν δραματικές αλλαγές στα προϋπάρχοντα δίκτυα με ταφοράς. Το καθαρό κόστος της ριζικής αλλαγής σε αυτά προκαλεί αδράνεια στα σημεία της συγκέντρωσης. Ακόμη, καθώς οι κεντρικές περιοχές χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερο συνωστισμό, νέα δίκτυα μεταφοράς προστίθενται, για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες, και
έτσι η αδράνεια ενθαρρύνεται από αμοιβαία ενισχυόμενες διαδικασίες. Ωστόσο, ακόμη και οι νέες επενδύσεις μπορεί να αποδειχτούν ανεπαρκείς για να αντιμετωπίσουν μια αυ
ξανόμενη συμφόρηση της οδικής κυκλοφορίας, που μπορεί να λειτουργεί ως μεγαλύτερο
αντικίνητρο για την περαιτέρω συγκέντρωση. Αυτά τα δίκruα μεταφοράς μπορούν, λοιπόν, να καταστήσουν την αποκέντρωση εφικτή, καθώς επιτρέπουν τη σύνδεση με το κέντρο της πόλης.
Η ιστορία των τεχνικών εξελίξεων στις μεταφορές έχει σημαντική επίδραση στη δομή των πόλεων και στη χωρική κατανομή των οικονομικών δραστηριοτήτων τους. Η χαμηλή τα-χύτητακαι το υψηλό κόστος της μεταφοράς με το άλογο το
190 αιώνα, για παράδειγμα,
ανάγκασε τους χονδρέμπορους και τους αποθηκάριους εμπορευμάτων να συγκεντρωθούν
σε κεντρικά σημεία κοντά στο τέρμα των σιδηροδρομικών γραμμών, στα κανάλια και στις αποβάθρες. Τα κατοπινά δίκτυα των αυτοκινητόδρομων του 2Οού αιώνα, απ6 την άλλη, εν
θάρρυναν την αποκέντρωση πολλών αποθηκών εμπορευμάτων. Οι ευρύχωρες αποθήκες,
89
ΜΕΡΟΣ 2-Η ΕΚΤΑΤΙΚΗ ΑΣΤΙΚΗ ΟIΚΟΝΟΜIΑ
με το μηχανικό εξοπλισμό και το χαμηλό ενοίκιο, που βρίσκονται σης διασταυρώσεις των αυτοκινητόδρομων είναι συχνά πολύ πιο ελκυστικές από τους ξεπερασμένους προκατό χους τους στους σuνωστισμένoυς κεντρικούς δρόμους. Η σχετική σταθερότητα του δομημέ νου περιβάλλοντος, ωστόσο, σημαίνει ότι τα μοντέλα της αστικής δομής, που καθορίστηκαν από μια ανύπαρκτη πια οικονομική λογική, ασκούν ακόμα μία ισχυρή επίδραση στα σύγ χρονα μοντέλα της οικονομικής ζωής. Το βασικό μοντέλο του οδικού και σιδηροδρομικού δικτύου, για παράδειγμα, ανέκυψε τους περασμένους αιώνες. Τα κτίρια του παρελθόντος συχνά παραμένουν. Επανερχόμενοι στο παράδειγμα της αποθήκευσης των προϊόντων, οι περισσότερες πόλεις που συνήθιζαν να έχουν σημαντικές περιοχές με αποθήκες, βλέπουν τώρα αIΠ€ς τις αποθήκες να μετατρέπονται σε γραφεία, στούντιο, καταστήματα, εστιατό
ρια και πινακοθήκες οτιδήπστε, στην πραγματικότητα, που μπορεί να δημιουργήσει ένα Coνent
Garden του Λονδίνου ή ένα Soho της Νέας Υόρκης.
Η φυσική αδράνεια των δομών της πόλης συμπληρώνεται από μία ανάλογη αδράνεια
στη χωρική κατανομή των ανθρώπων. Αυτή η συμπληρωματικότητα δεν προκαλεί έκπληξη, καθώς τα μοντέλα ζωής καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από την κατανομή του υπάρχοντος
δομημένου περιβάλλοντος όπως, επίσης, και από τις ευκαιρίες για εύρεση εργασίας (ο κα θένας, για παράδειγμα, χρειάζεται ένα μέρος για να ζήσει). Τα μοντέλα της πληθυσμιακής κατανομής ασκούν κάποιες ιστορικά καθορισμένες επιρροές στις αποφάσεις για την τοπο
θεσία. Οι άνθρωποι χρειάζονται υπηρεσίες για τις καθημερινές ανάγκες τους (σχολεία, ια τρικές εγκαταστάσεις, καταστήματα, διασκέδαση κ.λπ.) και συγκροτούν μια πιθανή εργατι
κή δύναμη. Αυτά τα χαρακτηριστικά παροτρύνουν περισσότερο τις εταιρείες να εγκατα σταθούν σε αστικές περιοχές. Τα χαρακτηριστικά των πληθυσμών, επίσης, που κατανέμο νται στο χώρο ποικίλλουν. Μερικές τοποθεσίες μπορεί να έχουν μια παράδοση σε μία ιδι αίτερη ικανότητα, ενώ άλλοι μπορεί να διαθέτουν συγκέντρωση φτηνού και ανειδίκεmου εργατικού δυναμικού. Αιπές οι παραλλαγές προσελκύουν ορισμένες επιχειρήσεις σε πε ριοχές όπου ικανοποιούνται πιο εύκολα οι απαιτήσεις για εργατικό δυναμικό.
Πιέσεις για χωροθετική αλλαγή Μπορούν να αναφερθούν και άλλα χαρακτηριστικά, επίσης, που ενθαρρύνουν τη συ γκέντρωση. Αλλ.ά σε αυτό το στάδιο είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι, μολονότι ο χαρακτή ρας του δομημένου περιβάλλοντος και η ιστορική εξέλιξή του επιφέρουν σημαντική αδρά νεια στα αστικά μοντέλα χωροθέτησης
(urban location patterns), υπάρχει ακόμα μία δυνα
μική διαδικασία αλλαγής που λαμβάνει χώρα. Το δομημένο περιβάλλον αλλάζει, αργά αλ λά σταθερά, εξαιτίας των κρατικών και των ιδιωτικών αναπτυξιακών συμφερόντων. Οι πληθυσμοί μεταβάλλονται μέσω της συσσωρειπικής διαδικασίας χιλιάδων διαφορετικών κινήσεων. Οι συγκεντρωτικές διαδικασίες στις βιομηχανίες οδηγούν σε αλλαγές στις μεθό δους παραγωγής και στις απαιτήσεις ως προς το εργατικό δυναμικό.
Η σημασία των αλλαγών στις μεθόδους παραγωγής και τα μέσα, με τα οποία αιπές συ~ ντελούνται, θέτουν τις οικονομίες συγκέντρωσης σε ένα πλαίσιο. Η σημασία των οικονο-
90
ΜΕΡΟΣ 2-Η ΕΚΤΑΤΙΚΗ ΑΣΤΙΚΗ
OIKONOMIA
μιών συγκέντρωσης εξαρταιαι απότη διαδικασfα της παραγωγής που εξετάζεται' το βαθμό που αυτή μπορεί να κατανεμηθεί χωρικά' και τις συνθήκες της ανταλλαγής των αγαθών
όπου συντελείται η παραγωγή
- μαζί με τις απαιτήσεις ως προς το εργατικό δυναμικό,
όπως επίσης την αγορά των άλλων πρώτων υλών και την πώληση του τελικού προϊόντος.
Έχουμε ήδη αναφερθεί στο μεταβαλλόμενο μοντέλο χωροθέτησης των αποθηκευτικών χώ ρων. Σε αυτή την περίπtωση το πλεονέκτημα της εγκατάστασης στο κέντρο της πόλης έχει
ατονήσει σημαντικά στη διάρκεια του χρόνου, έτσι ώστε υπάρχει πια η τάση να συγκεντρώ νονται οι αποθήκες σε άλλες αποκεντρωμένες τοποθεσίες. Υπάρχουν, βέβαια, και περι πτώσεις άλλων δραστηριοτήτων όπου οι αλλαγές στην παραγωγή εμπεριέχουν έναν κατα μερισμό στα σημεία εγκατάστασης. Με αυτό τον τρόπο, οι νέες μέθοδοι παραγωγής μπορεί να βοηθήσουν την εταιρεία να επωφεληθεί, ταυτόχρονα, από την εγκατάσταση σε κεντρικά
σημεία και σε άλλους τόπους. Συγκεκριμένοι τύποι εργασίας γραφείου δείχνουν τα πιθανά πλεονεκτήματα που μπΌ
ρεί να προέρχονται από μία τέτοια στρατηγική. Τα περισσότερα οφέλη από την εγκατάστα ση στο κέντρο της πόλης των γραφείων μιας μεγάλης πολυεθνικής εταιρείας ή ενός οικονο
μικού οργανισμού συνδέονται μόνο με συγκεκριμένες λειτουργίες, όπως είναι οι προσωπι κές επαφές, οι διεθνείς διασυνδέσεις, το πολιτισμικό περιβάλλον και το κύρος της μεγάλης πόλης που επηρεάζουν ένα σχετικά μικρό στρώμα διοικητικού προσωπικού και το προσω πικό οικονομικής υποστήριξής του. Ωστόσο, συχνά, τέτοιες λειτουργίες διαχείρισης μπο ρούν να διαχωριστούν στο χώρο από τις άλλες κοινότοπες και γραφειοκρατικές λειτουρ γίες της διοίκησης, έχοντας ως αποτέλεσμα σημαντικές οργανωτικές ανεπάρκειες και υψη
λό κόστος στις μετακινήσεις. Τα υψηλά ενοίκια και το μεγαλύτερο κόστος εργασίας σε το ποθεσίες που βρίσκονται στο κέντρο της πόλης, συνεπώς, πρέπει να καταβάλλονται για όλες τις λειτουργίες γραφείου, ακόμη και αν λίγες μόνο ωφελήθηκαν πραγματικά από την
εγκατάστασή τους εκεί. Ένα ανάλογο επιχείρημα ισχύει για πολλές οικονομικές δραστη ριότητες.
Οι χωροθετικές δυνατότητες είναι στο επίκεντρο των επιλογών μιας εταιρείας όταν αλ λάζει τον εξοπλισμό του γραφείου της. Οι υπολογιστές, για παράδειγμα, υποκαθιστούν το διοικητικό προσωπικό, μειώνοντας το συνολικό κόστος της διοικητικής εταιρείας που πα ραμένει στο κέντρο της πόλης. Εναλλακτικά, μερικές δραστηριότητες διαιηρούνται σε γρα φεία στο κέντρο της πόλης με μειωμένο κόστος, ενώ άλλες αποκεντρώνονται για να επωφε ληθούν από τα χαμηλότερα ενοίκια και το φθηνότερο κόστος εργασίας. Η δυνατότητα να διαχωρίζονται οι λειτουργίες με τη βοήθεια της νέας τεχνολογίας γραφείου, που βασίζεται στους υπολογιστές, μπορεί να οδηγήσει μία επιχείρηση να έχει πολλά γραφεία σε διαφορε τικές τοποθεσίες για να αντλεί συγκεκριμένα πλεονεκτήματα: για παράδειγμα, συγκέντρω ση φτηνής εργασίας γυναικών μερικής απασχόλησης για τις απλές διοικητικές εργασίες γραφείου σε συνδυασμό με ένα κέντρο έρευνας και ανάπτυξης που βρίσκεται αλλού, σε ένα ωραίο «αγροτικό» περιβάλλον το οποίο προσελκύει σπάνιο ερευνητικό προσωπικό.
Υπάρχει και η εναλλακτική λύση να αποκεντρωθεί όλη η επιχείρηση. Κάθε επιλογή έχει πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα που ποικίλλουν ανάλογα με την ακριβή δραστηριότητα
91
ΜΕΡΟΣ 2-Η ΕΚΤΑΤΙΚΗ ΑΣΤΙΚΗ ΟIΚΟΝΟΜIΑ
που εξετάζεται. Είναι αρκετά εμφανές, ωστόσο, ότι η δυνατότητα επιλογής επηρεάζει το περιεχόμενο της τεχνολογίας που υιοθετείται. Τα νέα χωρικά μοντέλα που ανακύπτουν δεν είναι, επομένως, απλά αποτελέσματα της τεχνολογίας που εξετάζεται, αλλά επηρεάζουν τη
μορφή της και τη δυνατή μελλοντική εξέλι1;η που μπορεί να εκλάβει.
Λειτουργικές διασυνδέσεις στην αστική οικονομία Προφανώς, τα μοντέλα της οικονομικής ζωής στις πόλεις δεν εμφανίζονται τυχαία. Ένα σημαντικό συστηματικό στοιχείο είναι οι λειτουργικές σχέσεις ανάμεσα στους δια
φορετικσύςτύπους της οικονομικής δραστηριότητας. Όταν πεΡΙΎράφουμε τέτοιες αλλη λένδετες δραστηριότητες, δεν έχει σημασία με ποιο στοιχείο ξεκινάμε, καθώς οι δεσμοί
δεν είναι γραμμικο(, αλλά απαρτίζουν σύνθετους, πολυσύνδετους, αέναους κύκλους πα ραγωγής, ανταλλαγής και κατανάλωσης. Οι βιομηχανίες, για παράδειγμα, χρειάζονται ένα σύστημα μεταφοράς για να μεταφέρουν διό θαλάσσης τις πρώτες ύλες και τα τελικά προϊόντα, και μία εργατική δύναμη για να παραγάγει τα προϊόντα τους αυτοί οι εργάτες, με τη σειρά τους, χρειάζονται σπίτια, καταστήματα για να αγοράσουν την τροφή τους και τα άλλα απαραίτητα μέσα για να συντηρηθούν' η ανάγκη για σχολεία, νοσοκομεία, βι βλιοθήκες, δημόσια μέσα μεταφοράς και ανάλογες υπηρεσίες κοινωνικής ευημερίας εν
θαρρύνει την κρατική παρέμβαση' δημιουργούνται ιδιωτικά γραφεία για να εξυπηρετή σουν τον πληθυσμό' τα εργοστάσια αναπτύσσονται για να παρέχουν αγαθά σε αυτά τα
ιδιωτικά γραφεία, στο κράτος ή άμεσα στους καταναλωτές. Αυτές οι αλληλοσυνδέσεις, βέβαια, ξεπερνούν το όριο μιας απλής αστικής περιοχής και εκτείνονται στο σύνολο της παγκόσμιας οικονομίας. Μερικές επιχειρήσεις, βέβαια, πρέπει να εγκατασταθούν και να περιοριστούν στο περιβάλλον της πόλης: αυτά τα στοιχεία που συνδέονται με το δομημένο
περιβάλλον, όπως η κατοικία, τα νοσοκομεία και τα συστήματα μεταφοράς είναι προφα νή, αλλά δεν είναι η μόνη περίπτωση μιας τέτοιας απαραίτητης εγκατάστασης. Επιπρό σθετα, όσο μεγαλύτερη είναι η πόλη τόσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός των λειτουργιών που λαμβάνουν χώρα σε αυτήν και, συνεπώς, τόσο περισσότεροι είναι οι δεσμοί στο ίδιο το ω;πικό επίπεδο.
Οι περιγραφές των λειτουργικών διασυνδέσεων στο αστικό επίπεδο μπορεί να είναι δι ευρυμένες και περίπλοκες, αλλά είναι πιθανόν να υπάρχουν περιγραφές με τις οποίες, λι γότερο ή περισσότερο, ο καθένας συμφωνεί. Οι θεωρίες, όμως, χρειάζονται για να εξηγή σουν τον τρόπο και την αιτία που προκύπτουν αυτοί οι ιδιαίτεροι δεσμοί. Υπάρχει ασυμφω νία για τις εξηγήσεις που έχουν ανακύψει (και τις θεωρίες που υπάρχουν). Πολλοί αναλυ
τές πιστεύουν ότι οι λειτουργικές διασυνδέσεις που διέπουν ένα αστικό περιβάλλον μπο ρούν να αποσυνδεθούν από την ευρύτερη οικονομία. Έχει ειπωθεί, συνεπώς, ότι υπάρχει μία αναγνωρίσιμη αστική οικονομία και θεωρίες του τρόπου με τον οποίο «λειτουργε6>. Η άλλη άποψη είναι ότι οι αστικές περιοχές έχουν μία πρωταρχική λειτουργία, τη διατήρηση του εργατικού δυναμικού και ότι αυτή η γενική οικονομική λειτουργία μπορεί να γίνει αντι
ληπτή μόνο με την εξέταση των αστικών περιοχών.
92
~ r'/
! ΜΕΡΟΣ 2-Η ΕΚΤΑΤΙΚΗ ΑΣΤΙΚΗ ΟIΚΟΝΟΜIΑ
Καμία θεωρCΑ που δίνει προτεραιότητα σε ένα συγκεκριμένο χωρικό επίπεδο δεν φαί νεται ιδιαίτερα ικανοποιητική. Το κλείσιμο μιας χαλυβουργίας, για παράδειγμα, μπορεί να
αποδεκατίσει την οικονομική ζωή της πόλης στην οποία βρίσκεται, αλλά το αίτιο του κλει σίματος μπορεί να είναι μια παγκόσμια κρίση στη ζήτηση του χάλυβα όσο και κάθε χωρο θετικός παράγοντας. Ωστόσο, οι χωροθετικοί παράγοντες με την ευρύτερη έννοια πρέπει να αποτελούν ένα μόνο μ~ρoς των λόγων για τους οποίους έκλεισε αυτό το εργοστάσιο του χάλυβα αντί για κάποιο άλλο. Οι λόγοι προφανώς εξαρτώνται από τις ακριβείς ιστορικές συνθήκες. Το εργοστάσιο, για παράδειγμα, μπορεί να έχει ξεπερασμένο μηχανισμό' ή το
εργατικό δυναμικό μπορεΙ να πέτυχε να αντισταθεί στους γρήγορους ρυθμούς της διοΙκη σης και στις αλλαγές των εργασιακών πρακτικών του παρελθόντος ή το συγκρότημα εργο στασίων μ"ορεί να ανήκει σε μια εταιρεία που αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες, ενώ θα μπορούσε να είχε επιζήσει ως μέρος μιας οικονομικά εύρωστης επιχείρησης. Αλλά για
να εξηγήσουμε το κλεCΑιμo αυτών των χαλυβουργιών, πρέπει να ανατρέξουμε στη χωρική διαφοροποίηση σε συνδυασμό με ΤΟ γενικό επίπεδο της οικονομικής δραστηριότητας. Δεν είναι δυνατό, με άλλα λόγια, να δώσουμε προτεραιότητα σε ένα χωρικό επίπεδο. Αν α1Πό συμβαίνει για μια αστική οικονομική δραστηριότητα, ισχύει και για τις άλλες και, συνεπώς, για τους δεσμούς μεταξύ τους. Ωστόσο, ο ισχυριομός ότι οι ιδιαίτεροι αστικοί δεσμοί έχουν προτεραιότητα, είναι αναγκασμένη να ενσωματώσει τεχνητά αυτές τις σύνθετες αντιδρά σεις ανάμεσα στα διαφορετικά χωρικά επίπεδα. Ακόμη και θέματα που συνδέονται με τις κρατικές παροχές έχουν τέτοιους ανάλογους
σύνθετους δεσμούς ατό χώρο. Η διακοπή της λειτoυργCΑς τόσων πολλών χρήσιμων νοσοκο μείων στη Βρετανία στη δεκαετCΑ του
1980 αποφασίστηκε από τις τοπικές υγειονομικές αρ
χές, με σημαντικές συνέπειες για τη χωρική κατανομή των κέντρων υγεCΑς. Ωστόσο, οι ερ μηνείες του γεγονότος που αφορά στα νoσoκoμεCΑ, που έκλεισαν, ποικίλλουν, καθώς μερι
κοί λόγοι είναι τοπικοί και άλλοι όχι. Η κατάσταση και το μέγεθος του νοσοκομείου, ο πλη θυσμός που εξυπηρετούσε, ο βαθμός της μαζικής κινητοποίησης σε τοπικό επίπεδο, η πολι τική της ίδιας της Υγειονομικής Αρχής είναι όλα στοιχεία της εξήγησης που αφορούν στον
τόπο. Ωστόσο, με αυτούς τους λόγους συνδέονται και οι περικοπές στον τομέα υγεΙας και οι μορφές που πήραν. Εν μέρει, αυτά τα ζητήματα αφορούν στις διοικητικές δομές και τις νο μικές δυνάμεις, όπως είναι οι Υπουργοί YγεCΑς που πρέπει να διευθύνουν τις υγειονομικές αρχές, αλλά εγείρονται και άλλα θέματα. Γιατί, για παράδειγμα, οι περικοπές αφορούσαν στην παροχή υπηρεσιών, αντί στην πολιτική προμήθειας του Εθνικού Οργανισμού YγεCΑς
(NHS), και στα κέρδη των φαρμακευτικών εταιριών από τις οποίες ο Οργανισμός Υγείας είναι υποχρεωμένος να αγοράζει; (Πολλοί οργανισμοί και νοσοκομεία εξαφανίστηκαν, πριν γίνει κάποια προσπάθεια να περιοριστούν αυτά τα έξοδα).
Α1Πό που φαίνεται από τα δύο παραδείγματα είναι ότι είναι πολύ δύσκολο να καταλά βουμε κάποιο οικονομικό γεγονός που συμβαίνει σε μια αστική περιοχή, περιορίζοντας την ερμηνεία σε ένα χωρικό επίπεδο, όπως είναι το «αστικό». Με αυτή την έννοια, δεν μπορεί κάτι να γίνει αντιληπτό ως αστική οικονομΙα (δεν υπάρχει τέτοιο αντικείμενο θεωρητικά). Ο όρος ίσως χρησιμεύει σε περιγραφικό επίπεδο, αλλά ο ρόλος του δεν μπορεί να διευρυν-
93
ΜΕΡΟΣ 2-Η ΕΚΤΑΤΙΚΗ ΑΣΤΙΚΗ ΟIΚΟΝΟΜIΑ
θεί για να παρέχει τη βάση για μια θεωρία της αστικής οικονομίας. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, για να το κάνουμε αυτό, πρέπει να δώοουμε μια προτεραι6τητα, που είναι αβάσιμη,
σε ένα χωρικό επίπεδο. Αλλά, ακριβώς όπως είναι αδύνατο να περιορίσουμε την οικονομική ανάλυση μόνο
στο αστικό επίπεδο, είναΙ., επίσης, αδύνατο να την υποκαταστήσουμε με μια απλή χωρική ιεραρχία. Η εξήγηση δεν μπορεί να ξεπέσει σε μια τέτοια ιεραρχία, που θα ξεκινά από τις εξελίξεις στον παγκόσμιο καπιταλισμό και θα τελειώνει με κάποια ιδιαίτερη αστική πε· ριοχή. Αυτές οι προσεγγίσεις αντιμετωπίζουν τη χωρική διαφοροποίηση ως κάτι ουσια
στικά ανερμήνευτο, που πρέπει να εξεταστεί, μόλις τα σημαντικά ζητήματα τακτοποιη θούν. Με αυτό τον τρόπο αγνοείται η συνθετότητα των χωρικών διασυνδέσεων που προ τάθηκαν προηγουμένως. Ιδιαίτερα, αγνοούνται σκόπιμα τα ιστορικά πλαίσια και οι χωρι κές σχέσεις όπου διαδραματίστηκαν τα παγκόσμια γεγονότα, όπως η συσσώρευση του κε φαλαίου. Η επισήμανση των αδυναμιών των αστικών θεωριών που ξεκινούν με την ιδέα μιας αλ ληλένδετης αστικής οικονομίας δεν σημαίνεΙ., βέβαια, ότι οι επαρκέστερες θεωρίες πρέπει
να αγνοήσουν αυτές τις διασυνδέσεις. Δύο σημεία, ιδιαίτερα, μπορούν να αναφερθούν σε αυτό το στάδιο: το ένα συνδέεται με το γεγονός ότι οι δεσμοί δεν ανακύm:ουν αναγκαστικά και το άλλο με το ρόλο που διαδραματίζει ο χώρος στην κατανόηση των διασυνδέσεων που υπάρχουν.
(α) Η απουσία της λειτουργικής αναγκαιότητας Είναι εύκολο να περιγράψουμε, όπως έγινε νωρίτερα, την εξέλιξη μιας πο'λης με βάση την εγκατάσταση ενός μεγάλου βιομηχανικού συγκροτήματος. Ένα τέτοιο μοντέλο αστικής
ανάπtυξης, ωστόσο, περιγράφει μάλλον ένα πιθανό, παρά ένα αναπόφευκτο μοντέλο ανά πτυξης. Σε αυτό, παρουσιάστηκαν οι λειτουργικοί δεσμοί, αλλά δεν υπήρξε εξήγηση του
τρόπου που αναπτύχθηκαν. Μόλις διατυπωθεί αυτή η ερώτηση, φαίνεται ότι οι λειτουργίες συχνά δεν παρουσιάζονται ή αυτό γίνεται με έναν περιορισμένο τρόπο. Υπάρχ01lV αναρίθ μητες περιπtώσεις που χτίζεται ένας οικισμός με λίγα ή καθόλου καταστήματα ή δεν υπάρ χουν παροχές κοινής ωφέλειας ή το δίκτυο οδικής μεταφοράς είναι ανεπαρκές. Ανάλογα,
οι κατοικίες που διατίθενται μπορεί να μην επαρκούν για όλους τους εργάτες που χρειάζο νται για να στελεχώσουν τα εργοστάσια μιας πόλης: ένα πρόβλημα που μάστιζε πολλά βιο μηχανικά κέντρα στη Βρετανία τις δεκαετίες του
1950 και 1960.
Μολονότι η έννοια των λειτουργικών διασυνδέσεων έχει διατυπωθεί με κάποιους ουδέ τερους, σχεδόν τεχνικούς όρους, οι ελλείψεις διασυνδέσεων, στην πραγματικότητα επιφέ ρουν διαφορετικά κοινωνικά αποτελέσματα για κάθε κοινωνική τάξη (και ομάδεςτάξεων). Μια ανεπάρκεια στον αριθμό των κατοικιών σε μια περιοχή, για παράδειγμα, μπορεί να εί
ναι πρόβλημα για τους καπιταλιστές εργοδότες, καθώς το διαθέσιμο εργατικό δυναμικό δεν επαρκεί για τις ανάγκες τους. Αλλά η έλλειψη των κατοικιών επηρεάζει φανερά τον ίδιο τον πληθυσμό πολύ πιο άμεσα με την άνοδο των στεγαστικών εξόδων, τις μεγάλες λί-
94
ΜΕΡΟΣ 2-Η ΕΚΤΑΤΙΚΗ ΑΣΤΙΚΗ ΟIΚΟΝΟΜIΑ
στες αναμονής και τις άσχημες συνθήκες οίκησης. Ακόμη,
(l1JtOC που
βρίσκονται στη χειeό
τερη θέση στο οικιστικό σύστημα χάνουν τα περισσότερα.
(β) Λειτουργικές αλληλοσυνδέσεις στο χώρο Οι δεσμοί ανάμεσα στις διαφορετικές πλευρές της αστικής ζωής υποδηλώνουν ότι η χωρική διάσταση είναι βασική γι' α1Jtές. Όμως, ενώ μερικές δραστηριότητες πρέπει να
συνδέονται μεταξύ τους σε μια περιορισμένη αστική περιοχή, χρειάζεται να ανταγωνι στούν μεταξύ τους για το χώρο στο πλαίσιο αυτής της πόλης. Δύο δραστηριότητες δεν μπο ρούν να μοιραστούν την ίδια τοποθεσία, η καθεμιά πρέπει να βρίσκεται σε ένα διαφορετι
κό σημείο του χώρου. Η διαφοροποίηση στο χώρο σε μια αστική περιοχή είναι μια φυσική αναΎ",ιαιότητα. Αυτή προσφέρει στους ιδιοκτήτες γης τρομακτική δύναμη, καθώς κατέχουν τις εκτάσεις και τα κτίρια όπου κάθε δραστηριότητα πρέπει να εδραιωθεί. Έτσι, ο αντα γωνισμός για τη γη επαναφέρει πάλι το ερώτημα του τρόπου σύμφωνα με τον οποίο οι δραστηριότητες, οι οποίες υπάρχουν στις αστικές περιοχές, παίρνουν το μερίδιο που τους
παρέχει η πόλη. Η χωρική διαφοροποίηση στις αστικές περιοχές δημιουργεί την πιθανότητα μιας άνισης κατανομής των εΥκαταστάσεων στο χώρο. Μερικές περιοχές έχουν εκσυγχρονισμένα Κέ
ντρα Υγείας και σχολεία, ενώ άλλες παρουσιάζουν σοβαρές ελλείψεις. Α1Jtές οι διαφορο ποιήσεις είναι σημαντικές στις συνοικίες, με δεδομένα (l1Jtd τα όρια, όπως ο διαχωρισμός της περιοχής των σχολείων. Καθώς οι κοινωνικές ομάδες εγκαθίστανται άνισα στο χώρο,
είναι πιθανόν να ανακύψουν τόποι με πολλές στερήσεις. Α1Jtός που μετακινείται λιγότερο στο χώρο είναι πιθανό να υποστεί τα περισσότερα από μια τέτοια άνιση κατανομή. Πρόκει ταΙ, ως συνήθως, για οικογένειες με χαμηλό εισόδημα. Οι οικογένειες που δεν διαθέτουν
αυτοκίνητο ή δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν από τα μέσα συγκοινωνίας αδυνατούν να τα ξιδέψουν στις φτηνότερες εμπορικές περιοχές ή να πάνε στην αστική περιοχή για να ψά ξουν για σπίτι ή εργασία. Δεν έχει μεγάλη σημασία για έναν άνεργο ή χαμηλόμισθο εργάτη
που ζει σε περιοχή του κέντρου ότι μπορεί να βρει μια αντίστοιχη και άσχημα πληρωμένη εργασία σε κάποιο προάστιο. Τα έξοδα του σπιτιού μειώνουν τις πιθανότητες να μεταφερ θεί στο προάστιο και το κόστος της μεταφοράς καθιστά δύσκολο το ταξίδι μέχρι εκεί.
Η εικόνα της λειτουργικής αλληλοούνδεσης στο πλοίσιο μιας αστικής περιοχής, επομέ νως, είναι σύνθετη. Συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες παγιδεύονται σε ορισμένες δραστη ριότητες, όμως αυτή η εμπλοκή απαιτεί να δημιουργηθούν δεσμοί σε συγκεκριμένες περιο χές της πόλης. Παρουσιάζονται προβλήματα που μ1τορεί να επηρεάσουν τη λειτουργία ολό κληρης της πόλης. Τέτοια προβλήματα είναι απρόβλεπτα. Αυτό το ζήτημα φαίνεται από ένα παράδειγμα που αφορά στη δραστηριότητα ενός ούγχρονου γραφείου. Η άνοδος της ζήτη σης των γραφείων που ανεβάζει τα ενοίκια των ισογείων στις κεντρικές περιοχές της πόλης
βασι'ζεται στην ύπαρξη πολλών, χαμηλόμισθων, χειeώνακτων εργατών που εξυπηρετούν τα ίδια τα κτίρια και ικανοποιούν τις καθημερινές ανάγκες των υπαλλήλων στα συστήματα με ταφοράς, στα καταστήματα, στα εστιατόρια, στα μπαρ και στους κινηματογράφους που αυ-
95
ΜΕΡΟΣ 2-Η ΕΚΤΑΤΙΚΗ ΑΣΤΙΚΗ ΟIΚΟΝΟΜIΑ
τοί χρησιμοποιούν, Υ.αι κυριολεκτικά καθαρίζουν το κέντρο της π6λης, ώσtε να είναι έτοιμο για την επ6μενη εργάσιμη μέρα. Όμως η αυξαν6μενη ζήτηση γης απ6 αυτά τα γραφεία και η άνοδος του κ6σtoυς της εμποδίζει αυτούς τους χαμηλ6μισθoUς εργάτες να διατηρήσουν ακ6μη και το εmελέσtερo κατάλυμα στο κέντρο της π6λης. Καταλήγουν να κάνουν μεγάλα
ταξίδια για να φτάσουν <πο χώρο εργασίας τους ή ανακύπτουν ελλείψεις στο εργατικ6 δυ ναμικ6 παρά την υψηλή ανεργία σε άλλους τομείς. ΟΙ λειτουργικές αλληλοσυνδέσεις στον αστΙΥ.6 χώρο μπορεί να διαχωρίζουν διαφορετι
κές πολιτικές δικαιοδοσίες. Μια αστική συγκέντρωση μπορεί να περιέχει έναν αριθμ6 πε ριοχών τοπικής αυτοδιοίκησης και μια ιεραρχία μητροπολιτικής κυβέρνησης, όπως υπήρχε στη Βρετανία από το
1974. Άλλες υπηρεσίες κοινής ωφέλειας, όπως αυτές που
συνδέονται
με την υγεία, την αστυνομία, τη μεταφορά και το νερό μπορεί, επίσης, να έχουν διαφορετι
κά γεωγραφικά όρια. Η δυνατότητα της τοπικής αυτοδιοίκησης και άλλων δημόσιων φορέ ων να παρέχουν υπηρεσίες και να παρεμβαίνουν για την επίλυση συγκεκριμένων αστικών
προβλημάτων περιορίζεται από την ύπαρξη μιας τέτοιας πολιτικής γεωγραφίας. Σε μερικές περιπτώσεις, διαφορετικοί τοπικοί δήμοι γίνονται αρένες κοινωνικής σύ γκρουσης, καθώς ορισμένες κοινωνικές ομάδες ασκούν έλεγχο για να αποκλείσουν άλλες από την περιοχή ή να διατηρήσουν τους φόρους τους σε χαμηλά επίπεδα εις βάρος των άλ λων. Σε ένα μεγάλο αριθμό των περιφερειακών δήμων που περιβάλλουν τις περισσότερες μεγάλες π6λεις στην Αμερική επικρατούν αυτές οι συνθήκες. Οι επινοήσεις, όπως ο κανο
νισμός του σχεδίου πόλης, διασφαλίζουν ότι οι οικογένειες με το χαμηλότερο εισόδημα δεν μπορούν να μετακομίσουν σε μια εύπορη περιοχή, ενώ οι κάτοικοι των προαστίων επωφε
λούνται απ6 τη χρησιμοποίηση των παροχών κοινής ωφέλειας που υπάρχουν στο κέντρο της πόλης, χωρίς να χρειάζεται να πληρώσουν για αυτές ή για τις άλλες υπηρεσίες που πα ρέχει η κεντρική κυβέρνηση της πόλης. Οι διαδοχικοί τοπικοί κυβερνητικοί μετασχηματι σμοί στη Βρετανία περι6ρισαν αυτό το διαχωρισμό της τοπικής εξουσίας (μολονότι η προ
τεινόμενη κατάργηση των μητροπολιτικών αρχών απειλεί να τον εντείνει πάλι). Ωστ6σο, υπάρχουν ω,.6μη ξεκάθαρα παραδείγματα ενός τέτοιου πολιτικού χειρισμού σε τοπικ6 επί πεδο. Οι περιφερειακές αρχές, υπό την πίεση των κατοίκων τους, έχουν επιτύχει να μαται ώσουν την εξάπλωση του προγράμματος των δημοτικών κατοικιών που διατίθενται με χα μηλά ενοίκιο στα προάστια από το
1945 και,
ενώ το Λονδίνο αποτελεί ένα από τα Υ.αλύτερα
γνωστά παραδείγματα <πον χώρο της δημ6σιας μεταφοράς, ένα προάστιο έξω απ6 αυτό, το
Brom1ey, ανάγκασε το Συμβούλιο του Ευρύτερου λιτική των φτηνών εισφορών το 1981.
Λονδίνου
(G.L.C.) να ανατρέψει την πο
Η κοινωνική δημιουQΥία του δομημένου πεQιβάλλοντος Η μελέτη του τρόπου με τον οποίο οι δραστηρι6τητες μιας αστικης περιοχης παγιώνο νται στο χώρο απαιτεί εξέταση του τρόπου με τον οποίο τα κτίρια και η φυσική υποδομή
(δηλαδή το δομημένο περιβάλλον) δημιουργούνται. Σε πολλές αστικές θεωρίες, οι αστικές περιοχές αντιμετωπίζονται απλώς ως τόποι 6που συμβαίνουν πράγματα και το δομημένο
96
r !
ΜΕΡΟΣ 2-Η ΕΚΤΑΤΙΚΗ ΑΣΤιΚΗ ΟIΚΟΝΟΜIΑ
περιβάλλον ως ένα παθητικό σκηνικό. Αλλά οι δομημένες μορφές των πόλεων πρέπει να
δημιουργούνται και να διατηρούνται τόσο όσο οι δραστηριότητες λαμβάνουν χώρα σε αυ τές. Στο καθεστώς του καπιταλισμού, επιπλέον, πρoκύπtει οικειοποίηση τεραστίων εσόδων από την παροχή και την ιδιοκτησία των κτιρίων: οι γαιοκτήμονες, οι εργολάβοι και άλλοι ιδιοκτήτες κτιρίων, το χρηματιστικό κεφάλαιο και το κράτος (ειδικά μέσω της φορολόγη
σης της ιδιοκτησίας). Το δομημένο περιβάλλον δημιουργείται και αναπαράγεται με πολλούς τρόπους. Αν εξε
τάσουμε τους φορείς που δίνουν ώθηση στις εργασίες οικοδόμησης, αυτή η ποικιλία φαίνε
ται καθαρά: η κεντρική κυβέρνηση ανοίγει τους κύριους δρόμους άλλες δημόσιες αρχές (με την έγκριση της κεντρικής κυβέρνησης) χτίζουν νοσοκομεία και κατασκευάζουν συστή ματα ύδρευσης, αποχέτευσης και τροφοδότησης με γκάζι και ηλεκτρικό' ενώ η τοπικ!j αυ τοδιοίκηση χτίζει σχολεία και δημοτικές κατοικίες που διατίθενται με χαμηλό ενοίκιο. Ο δημόσιος τομέας γ ενικά αναλαμβάνει την υποδομή και τις κοινόχρηστες παροχές γύρω από τις οποίες οι ιδιώτες κατασκευαστές χτίζουν γραφεία, καταστήματα και κυρίως σπίτια. Κα θώς αυτοί χρειάζονται το κράτος για να τους παρέχει την απαραίτητη υποδομή για τα κατα σκευαστικά τους σχέδια, το κράτος εμπλέκεται, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στις περισσό τερες πλευρές της αστικής ανάπτυξης. Στη σύγχρονη Βρετανία, αυτό το σημείο επαφής ανάμεσα στο κράτος και τους ιδιώτες και:ασκευαστές διευθετείται από το σύστημα σχεδια σμού της χρήσης γης. Η εξέταση των φορέων ανάπτυξης και μόνο, δεν επαρκεί για να καταλάβουμε πώς η
ανάπτυξη λαμβάνει ΊJljρα, επειδή διάφοροι κοινωνικοί φορείς πρέπει να συνεργαστούν για να ολοκληρωθεί η οικοδόμηση. Πρέπει να αγοραστεί γη, να βρεθούν οικονομικοί πόροι και να υλοποιηθεί το σχέδιο. Aναπtύσσoνται, με άλλα λόγια, μια σειρά κοινωνικών σχέσε ων γύρω από την παροχή στέγης κι όχι απλώς διαφορετικοί τύποι δομημένου προΙόντος και ιδιοκτητών. Η στέγαση απεικονίζει την ποικιλία των κοινωνικών σχέσεων που μπορούν να προκύψουν.
Η σύγχρονη ιδιόκτητη κατοικία στη Βρετανία χτίζεται κυρίως από κερδοσκόπους και:α σκευαστές. Αποκτούν τη γη από τους ιδιώτες ιδιοκτήτες και υπολείπεται η άδεια σχεδίου
από το κράτος, για να ξεκινήσουν το έργο. Νέα ιδιόκτητα σπίτια πουλήθηκαν στη γενική αγορά για ιδιόκτητους οικισμούς, όπου έ"ρεπε να συναγωνιστούν με τους υπάρχοντες ιδιο κτήτες που πουλουσαν τα σπίτια τους και με τις μετατροπές στους όρους κατοχής. Οι αγο
ραστές σπιτιών, ακόμη, πρέπει να αποκτήσουν τα συμβόλαια υποθήκης για να χρηματοδο τήσουν τις αγορές τους. Έτσι, στο σύστημα οικοδόμησης των ιδιόκτητων οικισμών ανα
πτυσσονται κοινωνικές σχέσεις ανάμεσα σε ιδιώτες ιδιοκτήτες, κερδοσκόπους κατασκευα στές, οικοδόμους, επαγγελματίες στις συναλλαγές (όπως οι κτηματομεσίτες και οι τοπο
γράφοι), υποθηκοφυλακεία (ιδιαίτερα οι κτηματικές τράπεζες) και οι κάτοχοι που είναι αγοραστές και πωλητές των οικισμών. Το πρόγραμμα των δημστικών και:οικιών
(council housing) από την άλλη, συνδέεται με
πολύ διαφορετικές κοινωνικές σχέσεις. Η σχέση με τους γαιοκτήμονες έχει κάποια κοινά ση μεία, καθώς η τοπική αυτοδιο(κηση προσπαθ εί να συγκεντρώσει εκτάσεις στην ελεύθερη
97
ΜΕΡΟΣ 2-Η ΕΚΤΑΤιΚΗ ΑΣΤΙΚΗ ΟIΚΟΝΟΜIΑ
αγορά. Οι δυνατότητες απαλλ.otρίωσης όμως, κάνουν δύσκολο για έναν δύστροπο γαιοκτη μονα το να επιμείνει σε μια εξωφρενική τιμή. Για να χρηματοδοτήσουν τα οικιστικά τους
σχέδια, πρέπει οι δήμοι να ορίσουν δάνεια με προθεσμία λήξης 60 ετών με επιτόκια που καθορ(ζονται από συνδυασμό των διοικητικών διαδικασιών και των συγχρόνων επιτοκίων της αγοράς. Η οικοδόμηση των δημοτικών κατοικιών αναλαμβάνεται γενικά από καπιταλι στές εργολάβους οικοδομών, που προσλαμβάνουν άλλες κατασκευαστικές εταιρείες και εργάτες δημιουργώντας ούνθετα μοντέλα υπεργολαβίας. Μερικές φορές οι δήμοι χρησιμο
ποιούν απευθείας τα δικά τους συνεργεία εργατών αντί να προσλάβουν εργολάβους. Οι ένοικοι νοικιάζουν τις δημοτικές κατοικίες με διοικητικές διαδικασίες (λίστες αναμονής, μοριοδότηση στεγαστικού δικαιώμοτος κ.λπ.) και υπόκεινται σε ανάλογα επίπεδα ενοικίου και διαδικασίες διαχείρισης. Το λεπτομερές περιεχόμενο και ο συνολικός χαρακτήρας της ούγχρονης ιδιόκτητης και δημοτικής κατοικίας είναι ιστορικά παράγωγα. Τα γενικά χαρακτηριστικά της καθεμιάς
αναπτύχθηκαν στη διάρκεια του μεσοπολέμου, αλλά σημαντικές αλλαγές συντελέστηκαν απότ6τε. ΟΙ προσδιορισμένες ιστορικά κοινωνικές σχέσεις που συνδέονται με έναν τύπο παρο χής κτιρίων, μπορεί να ονομαστούν δομή του συστήματος παροχής κτιρ[ων. Ο καθένας έχει σημαντικές συνέπειες για τη χωρική οργάνωση της π6λης και για την παροχή ή όχι κάποιας ιδιαίτερης λειτουργίας, που περιγράφηκε νωρίτερα. Οι κερδοσκόποι κατασκευαστές, για παράδειγμα, προτιμούν να χtίζOυν στις καταπράσινες περιοχές των προαστίων για να απο φύγουν τα έξοδα της εκκαθάρισης οικοπέδων και των υπηρεσιών καθαρισμού στις περιο χές του κέντρου. Ο τόπος και το μέγεθος της οικοδόμησης εξαρτώνται από τη δύναμη των ιδιοκτητών, τα κίνητρα του συστήματος οικοδόμησης και τη σύγχρονη κατάσταση της αγο ράς στους ιδιόκτητους οικισμούς. Στα χρόνια του μεσοπολέμου, το αποτέλεσμα ήταν άναρ χη ρυμστομία στα προάστια με την ελάχιστη παροχή έργων κοινής ωφέλειας. Στη δεκαετία του
1980, η ανάπτυξη
απλώθηκε στο χώρο και ελαττώθηκε σε κλίμακα. Οι δημστικές κατοι
κίες, από την άλλη, συνδέθηκαν με τα σχέδια εκκαθάρισης του κέντρου και την εξάπλωση των κατοίκων, λόγω υπερπληθυσμού, στα προάστια, Πολύ πιο οργανωμένη εκ φύσεως η οι κοδόμηση δημοτικών κατοικιών, η θέση τους και ο τύπος της οικοδομής είναι εν μέρει προ'ί6ντα που εξαρτώνται από τη δομή του συστήματος οικοδόμησης στην οποία πρέπει να αντε πεξέλθουν (οι εργολάβοι, για παράδειγμα, δεν φαίνονται να είναι ικανοί να χtίζoυν φθηνά
ή, συχνά, πολύ καλά). Αλλά πολλά εξαρτώνται από τις πολιτικές και διοικητικές διαδικα σίες της κεντρικής κυβέρνησης.
Η ιστορική ανάπτυξη μιας πόλης και τα χωρικά μοντέλα που δημιουργήθηκε επηρεά ζουν τις τοποθεσίες ανάπτυξης σε κάθε μορφή οικισμού. Η εκκαθάριση των εξαθλιωμένων συνοικιών και η ανέγερση νέων δημοτικών κατοικιών μπορεί να συντελεστεί εκεί μόνο που υπάρχουν φτωχογειτονιές. Σε άλλη περίπτωση, τα σχέδια ιδιόκτητης οίκησης γενικά που
αφορούν στους μεγαλο-επιχειρηματίες έλκονται από τις ήδη υπάρχουσες περιοχές με τους
υψηλόμισθους. Η μελλοντική ανάπτυξη μιας αστικής περιοχής δεν μπορεί να γίνει αντιλη πτή, με άλλα λόγια, χωρίς τη γνώση των περασμένων μοντέλων ανάπτυξήςτης.
98
ΜΕΡΟΣ 2-Η ΕΚΤΑΤιΚΗ ΑΣΤΙΚΗ ΟIΚΟΝΟΜIΑ
Ίσως το εναργέστερο παράδειγμα της σημασCΑς που έχει το σύστημα οικοδόμησης των χωρικών μοντέλων, που δημιουργήθηκαν στο παρελθόν, βρίσκεται στη σχέση ανάμεσα στο
υπάρχον οικιστικό απ6θεμα και τη νέα οικοδόμηση. Στις περισσ6τερες αστικές περιοχές, η
νέα οικοδόμηση αντιστοιχεί συνήθως σε ένα μικρό ποσοστό του συνολικού οικιστικού απο θέματος. Ένα μεγάλο μέρος από τις υπάρχουσες κατοικίες, ακόμη, μπορεί να χτCστηκαν με βάση τις οικιστικές δομές που έχουν αντικατασταθεί από καιρό (π.χ. η ενοικίαση σε ιδι.ώtες του 190υ αιώνα). Ωστόσο, αυτό που συμβαίνει στη νέα οικοδόμηση έχει έντονη επCδραση σε αυτό που συμβαίνει στο υπάρχον απόθεμα, επίδραση που εξαρτάται από τη δομή του συ στήματος που εξετάζεται. Όπου υπάρχουν τμήματα του υπάρχοντος αποθέματος τα οποία είναι δημοτικά, μπορεί να καταστραφούν ως μέρος ενός σχεδίου ανοικοδόμησης ή να ανα
καινιστούν και να υποδιαιρεθούν σε διαμερίσματα ή να μείνουν όπως είναι, εξαιτίας της έλλειψης αποθεμάτων. Όταν το υπάρχον απόθεμα γίνεται ιδιόκτητο, η διαδικασία ονομά ζεται συΊΥά αριστοκρατικοποΙηση
(Gentrification), καθώς οι ιδιοκτήτες τεΙνουν να έχουν
μεγαλύτερα εισοδήματα από τους ενοίκους του σπιτιού στο προηγούμενο καθεστώς ιδιωτι κής μίσθωσης. Οι κατασκευαστές μικρής κλίμακας και οι ενθουσιώδεις ερασιτέΊΥες μετα τρέπουν μέρη του υπάρχοντος οικιστικού αποθέματος για ιδιωτική κατοχή (και Dυ'fYά τα
αποτελέσματα είναι πολύ κατώτερα από αυτά του δημόσιου τομέα). Ωστόσο, όπως στην πε ρίπτωση του δημόσιου τομέα, η βιωσιμότητα αυτών των μετατροπών εξαρτάται από το κό
στος, την ποu5τητα και τη θέση του νέου ιδιόκτητου οικισμού. Όπως το μέρος που ζουν οι άνθρωποι επηρεάζεται από τη διάρκεια παραμονής, τα εισοδήματά τους και τις διαθέσιμες επιλογές κατοικίας, οι σχέσεις ανάμεσα στη νέα κατοικία και στην ανακαίνιση έχουν σημα
ντικά αποτελέσματα στις ταξικές δομές των πόλεων. Η χωρική διαφοροποίηση, όμως, δεν αφορά μόνο στον τρόπο με τον οποίο οι δημιουρ γοί νέων κτιρίων πρέπει να εναρμονιστούν με τη γεωγραφία, τα αστικά μοντέλα και τα δο
μη μένα περιβάλλοντα που δημιουργήθηκαν στην πορεία του χρόνου. Οι χωρικοί παράγο ντες επηρεάζουν, επίσης, τις σχέσεις εξουσίας στο πλαίσιο του συστήματος οικοδόμησης. Η χωρική διαφοροποίηση δίνει στους ιδιώτες-γαιοκτήμονες το δικαίωμα να μονοπωλούν τα οικόπεδά τους. Σε ένα πλαίσιο, όπως η σύγχρονη Βρετανία, όπου το κράτος παρέχει σημα ντικές υποδομές που καθιστούν ελκυστικότερες ορισμένες εκτάσεις γης, χωρ(ς να επιβαρύ νει με φόρους τις αυξήσεις που προκύπτουν στην αξία της γης, η μονοπωλιακή δύναμη των
γαιοκτημόνων τούς δίνει τη δυνατ6τητα να αποκτήσουν υψηλά κέρδη από την αστική ανά πτυξη. Δεν υπάρχουν πολλές πιθανότητες να συναινέσουν οι κερδοσκόποι κατασκευαστές, για να ονομάσουμε έναν μόνο τύπο ιδιώτη εργολάβου, με την απώλεια των κερδών που προέρχεται από την επιθυμία των ιδιοκτητών να οικειοποιηθούν ένα μεγάλο μέρος αυτών από την αύξηση στις τψές της γης. Για να αποφύγουν αυτές τις καταστάσεις, οι κατασκευα στές προσπαθούν να κάμψουν τη μονοπωλιακή δύναμη των ιδιοκτητών, χτίζοντας σε πολ
λές διαφορετικές τοποθεσίες στην περιφέρεια ή ακόμη σε εθνικό επίπεδο. Αν ένας ιδιοκτή της ζητήσει υψηλή τιμή, ο υπεύθυνος καταΟ',ιευαστής μπορεί να αποσύρει την προσφορά του και να χτίσει αλλού. Η δυνατότητα επιλογής περιοχών αυξάνει τη διαπραγματευτική δύναμη των κατασκευαστών, καθώς δεν εξαναγκάζονται να αγοράσουν γη, όποια και αν
99
ΜΕΡΟΣ 2-Η ΕΚΤΑΤΙΚΗ ΑΣΤΙΚΗ ΟIΚΟΝΟΜIΑ
είναι η τρέχουσα τιμή της. Αυτές ΟΙ χωρικές σtρατηγικές επηρεάζουν, ακόμη, το χαρακτή ρα των κατασκευασtικών εταιρειών. Οι κατασκευασtές μικρής κλίμακας δεν έχουν τη χω ροθετική ευελιξία, όπως αυτοί πσυ κατασκευάζουν μεγάλα έργα. Οι προσπάθειες, επομέ νως, να αποφευχθούν οι υψηλ€ς τιμές της γης ενεθάρρυναν τη συγκέντρωση της βιομηχα
νίας ανοικοδόμησης τα τελευταία 20 χρ6νια σε ελάχισtoυς μεγάλους κατασκευασtές. Η χωρική διαφοροποίηση είναι, επίσης, σημαντική για τους τρόπους με τους οποίους παρέχονται οι δημοτικές κατοικίες. Οι δημοτικές κατοικίες είναι ευθύνη της τοπικής αυτο διοίκησης. Τα σtεγασtικά προβλήματα των περιοχών και οι πολιτικές του τρόπου παροχής
των δήμων τους ποικίλλουν σε μεγάλο βαθμό. Ωσtόσo, όσον αφορά στη δομή των δημοτι κών κατοικιών, η κεντρική κυβέρνηση προσπάθησε ιδιαίτερα να επιβάλει ομοιομορφία σtOν τρόπο με τον οποίο παρέχονται οι δημοτικές κατοικίες. Οι επιλογές που έχουν οι με μονωμένοι δήμοι να διαπραγματευτούν τα σtεγασtικα προβλήματα της περιοχής τους εί ναι, συνεπώς, εξαιρετικά περιορισμένες. Απ6 την ποικιλία στο χώρο που παρουσιάζουν τα σtεγασtικά προβλήματα και η oικισtική πσλιτική, η δομή του προγράμματος των δημοτικών κατοικιών δημιούργησε μια απονεκρωμένη ομοιομορφία. Η συζήτηση για την παροχή κατοικίας
(housing proνision)
επανέφερε το θεωρητικό ζή
τημα ότι είναι αδύνατο να διαχωρίσουμε τα μοντέλα της αλλαγής σε μια ασtική περιοχή από τις ευρύτερες οικονομικές και κοινωνικές διαδικασίες σtις οποίες υπάγονται αυτές οι αλλαγές. Οι χωρικοί παράγοντες συνυφαίνονται με τις γενικ6τερες κοινωνικές και οικονο μικέςτάσεις με έναντtroιο τρόπσ που είναι αδύνατο να διαχωρίσουμε το ένα από το άλλο.
Δόθηκε έμφαση σto oύσtημα οικοδόμησης, 6ταν συζητήσαμε το θέμα της παροχής δο
μημένου περιβάλλοντος, επειδή επεξηγεί τα κύρια σημεία που πρέπει να θιγούν. Ανάλο γες απόψεις μπορούν να διατυπωθούν και για άλλους τύπους χρήσης της γης. Αξίζει να εξετάσουμε μία πλευρά της ανάπτυξης των γραφείων (office development), καθώς τονίζει τη σημασία της χωρικής διαφοροπσίησης. Είναι γνωστό 6τι η δημιουργία γραφείων συχνά
χρηματοδοτείται από τα συνταξιοδοτικά ταμεία και τις ασφαλισtικές εταιρείες και αγορά ζεται από αυτές, μόλις ολοκληρωθεί το έργο. Τα γραφεία θεωρούνται «ασφαλείς» επενδύ σεις που αποφέρουν κέρδη, με τις επισtρoφές των εισοδημάτων, που ισοσκελίζουν τα έξο δά τ~ς. Ως αποτέλεσμα της δραστηρι6τητας αυτών των ιδρυμάτων, ο ρυθμός της επισtρo φής που απαιτείται για να είναι σωστή η ανάπτυξη του γραφείου (δηλαδή το προσδοκώμε
νο κέρδος) είναι χαμηλός. Ακόμη, έχει αποδειχτεί ότι ο ρυθμός της επισtΡOφής είναι αντί στροφος με το ρυθμό της επισtρoφής σtις άλλες επενδύσεις, καθώς τα ιδρύματα επενδύ ουν περισσ6τερα αποθέμαια σtην ιδιοκτησία και τα αποσύρουν από λιγ6τερο προσοδο φόρες επενδύσεις. Έτσι, οι υπερτψήσεις των γραφείων τείνουν να συμβαίνουν στην αρχή της οικονομικής κάμψης. Για παράδειγμα, ένας μεγάλος αριθμός χώρων γραφείου ανε γέρθηκε στο κεντρικό Λονδίνο στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης σtις αρχές της δεκαε τίας του
1980.
Υπάρχει ένα έντονο χωροθετικό σtoιχείo σtις επενδύσεις σε γραφεία που κάνουν τα
συνταξιοδοτικά ταμεία και οι ασφαλιστικές εταιρείες. Για να ελαχισtoπoιήσoυν τον κίνδυ νο, ενδιαφέρονται κυρίως για «πρωταρχικές» αξιοποιήσεις σε κεντρικές περιοχές ή προά-
100
ΜΕΡΟΣ 2-Η ΕΚΤΑΤιΚΗ ΑΣΤΙΚΗ ΟIΚΟΝΟΜIΑ
στια με αποδεδειγμένη αξία. Το κέρδος από τα γραφεία σε αυτές τις περιοχές, επομένως, έχει πιθανότητες να είναι το μικρότερο. Το συνολικό αποτέλεσμα είναι ότι οι επενδυτικές απαιτήσεις αυτών των χρηματοδοτικών ιδρυμάτων έχουν τεράστια επίδραση στην επιφά
νεια χώρων γραφείων που χτίζεται οποιαδήποτε χρονική στιγμή, και στην τοποθεσία τους. Η συγκέντρωση των συγκροτημάτων γραφείων στο κέντρο της πόλης, συνεπώς, δεν είναι απλώς αποτέλεσμα της ζήτησης, αλλά σχετίζεται, επίσης, με την προσφορά. Παραδόξως, άλλες χρήσεις της γης επιδεικνύουν μεγαλύτερο ποσοστό επιοτροφής κέρδους σε σχέση με
τα γραφεία που χτίστηκαν σε αυτές τις εξαιρετικές τοποθεσίες. Είναι αρκετά πιθανό, για παράδειγμα, να επιδεικνύουν τα μαζικά συστήματα μεταφοράς που δημιουργΟ'όνται από το συνωστισμό εξαιτίας ανάπτυξης συγκεντρωμένων γραφείων, ένα ρυθμό επιστροφής κέρ δους ίσως δέκα φορές παραπάνω από ό,τι ένα συγκρότημα γραφείων. Ο ανταγωνισμός για
τη σπάνια γη στις πόλεις είναι εξαιρετικά άνισος!
Μια θεωρητική ανασκόπηση Σε αυτό το στάδιο αξίζει να συνΟψίσουμε τα ποικίλα ζητήματα που εντοπίστηκαν για να διατυπώσουμε μια γενική θεωρητική θέση.
Όταν εξετάζουμε τις οικονομικές δραστηριότητες που υπάρχουν στις αστικές περιοχές και προσπαθουμε να καταλάβουμε τα μοντέλα τους, τα προβλήματα και τις διασυνδέσεις
τους, θα αντιμετωΠίζουμε ποικίλους παράγοντες. Μολονότι κινδυνεύουμε να υΠΕραπλου στεύουμε, είναι δυνατό να τους ομαδοποιήσουμε σε τρεις γενικούς τύπους. Η οικονομική ζωή στην πόλη είναι το αποτέλεσμα τριών αλληλένδετων διαδικασιών:
-της χωρικής διαίρεσης της εργασίας, δηλαδή των θέσεων όπου οι άνθρωποι εξασκούν τη μισθωτή εργασία, είτε σε ιδιωτικές επιχειρήσεις είτε στο δημόσιο τομέα. -της χωρικής κατανομής του πληθυσμού. Αυτή αναφέρεται στους τόπους όπου οι άν θρωποι ζουν. Υπάρχουν φανερά κάποιοι δεσμοί με τη χωρική διαίρεση της εργασίας, κα
θώς οι μισθωτοί εργάτες έχουν ανάγκη να ζήσουν κάπου μέσα σε λογικά μεταβαλλόμενα όρια. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι υπάρχει ακριβής αντιοτοιχία. Μπορούν να εντοπιοτούν ελλείψεις στις θέσεις εργασίας, ενώ δεν είναι όλοι οι κάτοικοι μισθαποί. Οι άνεργοι απο κλείονται εξ ορισμού, το ίδιο και οι ηλικιωμένοΙ., τα παιδιά, οι φοιτητές και οι yuναίκες που ασχολούνται μόνο με τα οικιακά. Η θέση αυτών των ομάδων μπορεί να έχει μικρή μόνο
'σχέση με τη χωρική διαίρεση της εργασίας. -της χωρικής κατανομής του δομημένου περιβάλλοντος. Το δομημένο περιβάλλον κα
τανέμετα:. με έναν ιδιαίτερο τρόπο στο χώρο, γεγονός που μπορεί να ανταποκρίνεται ή όχι στις απαιτήσεις είτε της παραγωγής είτε του πληθυσμού εν γένει. Μπορεί κανείς να παρα τηρήσει κάθε οικοδομικό τύπο, όπως και τις παραλλαγές στο κόστος και στη διαθεσιμότητά
του στο χώρο. Καθώς οι δομές του συστήματος οικοδόμησης διέπονται από το δικό τους ανεξάρτητο δυναμισμό, είναι δύσκολο να περιμένουμε 6τι θα ισορροπήσει το σύστημα, ώστε να ικανοποιεί τις ανάγκες των χρηστών των οικημάτων. Ιδιαίτερα, η μακροζωία των κτισμάτων σημαίνει ότι ο αρχικός λόγος που δημιουργήθηκαν μπορεί να έχει περάσει από
101
ΜΕΡΟΣ Ι-Η ΕΚΤΑΤΙΚΗ ΑΣΤΙΚΗ
OIKONOMIA
καιρό, αλλά ακόμα αποτυπώνουν τη σφραγίδα τους στην πόλη' άλλες φορές προς όφελός της, άλλες φορές εις βάρος της. Εξαιτίας του χαρακτήρα των σύγχρονων δομών του συστή ματος οικοδόμησης, φαίνεται ευκολότερο να καταστρέψουμε το δομημένο περιβάλλον πα
ρά να δημιουργήσουμε ένα νέο καλύτερο. Αυτό καθιστά ιδιαίτερα σημαντική την ιστορική ανάπτυξη των δομημένων δομών σε μία πόλη. Mπoρ01Jν να γίνουν πολλές διαπιστώσεις για τις τρεις διαδικασίες και τις αλληλοσυνδέ σεις τους:
(i) Το πρώτο σημείο που θα σημειώσουμε είναι ο δυναμικός χαρακτήρας αυτών των δια δικασιών. Η καθεμιά είναι το αποτέλεσμα των μεταβαλλόμενων και συγκρουόμενων σχέ σεων ανάμεσα στους κοινωνικούς φορείς.
Η χωρική κατανομή του πληθυσμσύ εκφράζει αυτή τη δυναμική. Σε κάποιο βαθμό, απο τελεί αντίδραση στη χωρική κατανομή των ευκαιριών για εύρεση εργασίας και στο δομημέ νο περιβάλλον' με άλλα λόγια, είναι το προϊόν της ιστορικής ανάπτυξης της κοινωνίας που εξετάζεται. Ωστόσο, υπάρχουν και λιγότερο παθητικές τάσεις. Η αποφυγή της αστικής συ
γκέντρωσης, που φαίνεται στη Βόρεια Αμερική και τη Βόρεια Ευρώπη από τη δεκαετία του
1950, είναι εν μέρει μία αντίδραση των ανθρώπων στον τρόπο ζωής που επιβάλλουν οι μεγά λες αστικές συγκεντρώσεις (όπως ήταν η μερική μετακίνηση προς τα φώτα της πόλης τις δε
καετίεςτου 1970 και 1980). Οι άνθρωποι έχουν ένα βαθμό αυτονομίας στον τρόπο ζωής τους και η συνολική άσκηση αυτής της αυτονομίας επηρεάζει τη χωρική κατανομή του πληθυ σμού. Οι δυνατότητες της επιλογής, όμως, διαρθρώνονται, σε σημαντΙΥ.ό βαθμό, από ευρύτε ρες κοινωνικές διαδικασίες. Οι υπηρεσίες που προσφέρει το κράτος «πρόνοιας», όποιος και αν είναι ο πραγματικός χαρακτήρας τους, επηρέασαν ήδη από το Β' ΠαγΥ.όσμιο πόλεμο τις συγγενικές σχέσεις και, συνεπώς, τον τόπο Υ.αι τον τρόπο που οι άνθρωποι ζουν . Ανάλογα, η
διαδεδομένη εφαρμογή των συνταξιοδοτικών προγραμμάτων για τους «χαρτογιακάδες», σε συνδυασμό με την ανάπτυξη της ιδιοκατοίκησης, δημιούργησαν νέα μοντε'λα χωροθέτησης για τους συνταξιούχους. Η χωρική κινητικότητα, ωστόσο, δεν είναι η ίδια για όλες τις κστη γορίες του πληθυσμού. Οι λιγότερο κινητικοί στο χώρο είναι αυτοί που ανήκουν στις επαγ γελματικές ομάδες με το χαμηλότερο κύρος, οι φτωχοί και οι μoνoγoνε'Cκές οικογένειες. (ίί) Υπάρχουν φανεροί δεσμοί ανάμεσα στους μηχανισμούς που επηρεάζουν τη δυναμι
κή καθεμιάς από τις τρεις διαδικασίες. Ωστόσο, όταν προσπαθούμε να καταλάβουμε τα γε ωγραφικά μοντέλα που ανακύπτουν, είναι δύσκολο να υποθέσουμε ότι μία από τις τρεις διαδικασίες είναι πάντα η κυρίαρχη λανθάνουσα αιοία.
(iii)
Οι αλλαγές σε καθεμιά από τις τρεις διαδικασίες λαμβάνουν χώρα σε ένα προδια
γεγραμμένο ιστΟΡΙΥ.ό πλαίσιο. Υπάρχει ήδη μία γεωγραφία της παραγωγής, του πληθυσμού και του δομημένου περιβάλλοντος. Οι δυναμικές της χωρικής αλλαγής συμπληρώνουν και τροποποιούν αυτή την προϋπάρχουσα γεωγραφία παρά ξεκινούν από την αρχή. Αυτό το ιστορικό πλαίσιο είναι η βάση για την κατανόηση του τόπου όπου βρίσκονται συγκεκριμέ νες αστικές περιοχές, σύμφωνα με τη δυναμική των τριών διαδικασιών. Είναι οι τόποι όπου
διαδραματίστηκαν οι αλλαγές. Ωστόσο, μία αστική περιοχή δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μεμονωμένα.
102
ΜΕΡΟΣ 2-Η ΕΚΤΑΤιΚΗ ΑΣΤιΚΗ ΟIΚΟΝΟΜIΑ
Συμπέ~ασμα Αυτ6 το κεφάλαιο προσπάθησε να δε!1;ει γιατί και πώς είναι σημαντική η χωρική διαφο
ροποίηση, όταν προσπαθούμε να καταλάβ01lμε το χαρακτήρα των οικονομικών δραστηριο τήτων που υπάρχουν στις αστικές περιοχές. Η οικονομική ζωή μιας πόλης δεν μπορεί να
αντιμετωπιστεί σαν να ήταν α-χωρική, εξαϋλωμένη από μια μακρά διαδικασία ιστορικής αλλαγής. Δεν είναι δυνατό, ανατρέχοντας στην παλαιά ρήση, να αντιμετωπίζουμε την αστι κή οικονομική ζωή σαν να βρισκόταν στο κεφάλι μιας καρφίτσας. Οι οικονομολόγοΙ, ωστό σο, προσπάθησαν συχνά να χρησιμοποιήσουν οικονομικά μοντέλα για την αστική οικονο μία, που λειτουργούν αφαιρετικά για μερικά ή για όλα τα θεμελιακά χαρακτηριστικά της χωρικής διαφοροποίησης. Δεν προκαλεί έκπληξη ότι αυτά τα μοντέλα ήταν μάλλον ανεπι τυχή. Πιστεύ01lμε ότι δε!1;αμε σε αυτό το κεφάλαιο την αιτία που η οικονομική ανάλυση των αστικών περιοχών δεν μπορεί να προχωρήσει χωρίς έναν υγιή σεβασμό για τη γεωγραφία και τη θέση τους σε ευρύτερες διαδικασίες χωρικής αλλαγής. Ένα άλλο σημείο που τονίστηκε, πάντως, είναι ότι δεν μπορούμε να δώσουμε προτεραι ότητα σε συγκεκριμένους τύΠ01lς χωρικής αλληλοσύνδεσης. Όταν εξετάζ01lμε την οικονο μική ζωή σε μια αστική περιοχή, πρέπει να κοιτάμε πάνω από το «αστικό» παραπέτασμα. Σε αυτ6 το κεφάλαιο προτείνουμε 6τι, θεωρητικά, η έννοια της αστικής οικονομίας είναι πι θανό να παρεμποδίζει αντί να προωθεί την κατανόησή μας για τα οικονομικά προβλήματα που πιέζουν τη ζωή στις πόλεις. Ο τίτλος amo\J του κεφαλαίου, με άλλα λόγια, έχει μια σο
βαρή και μια χιουμοριστική πλευρά.'
* Σ, τ.Ε.: Spaced ouι σημαΙνει εκτατικός, αναπτυσσ6μενος σε €κταση, πoιε,τι:u και γι' avθρώπQVς δΙχως έρμα, μεθυσμένσvς ή «aλλoύ».
103
αλλά και διασκOρπισμtιιGς, και χρησφο
5 ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΩΝ, ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΚΡΑΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ*
SOLPICCIOTO
Εισαγωγή Τα τελευταία χρόνια προέκυψαν πολλές συγκρούσεις ανάμεσα στην Αμερική και σε αρ
κετούς από τους κύριους πολιτικούς συμμάχouς της εξαιτίας της διεκδίκησής της για δικαι οδοσία εκτός των oρCων της (υπερόρια,
extraterritorial). Τα παράπονα, που προέρχονται
κυρίως από τις ευρωπαϊκές χώρες και ιδιαίτερα τη Βρετανία σχετικά με την εφαρμογή της αμερικανικής νομοθεσίας, που χαρακτηρίζεται ως «μακρυ χέρι», εκτός των εδαφικών ορίων της, τις οδήγησαν σε αντίποινα εναντίον της εφαρμογής των αμερικανικών νόμων,
ενώ οι Η.Π.Α. δικαιολογήθηκαν και ισχυρίστηκαν ότι κάποιοι ευρωπαίκοί κανονισμοί σχε τικά με τις διεθνείς επιχειρήσεις εκτείνονται και αυτοί εκτός των ευρωπαϊκών εδαφικών ορίων. Οι νομικοί του διεθνους δικαίou πιστευουν ότι εδώ εμπλέκο\ται τεχνικά ζητήματα
του δη μόσιου και ιδιωτικou διεθνoUς δικαίου που αφορουν στην εξεύρεση κατάλληλων κα νόνων για τον καταμερισμό των ρυθμιστικών δικαιοδοσιών. Οι πολιτικοί πιστεύουν ότι προκύπτουν συγκρούσεις σε πολιτικό επίπεδο, που εγείρουν το ερώτημα εάν μπορεί η δυτι κή συμμαχία να έχει μία κοινή πολιτική σε αυτά τα ζητήματα, όπως είναι η επιβολή οικονο
μικών κυρώσεων εναντίον του σοβιετικoU συνασπισμού σε μία περίοδο οικονομικής ύφε σης (για παράδειγμα, Woolcock, 1982). Και στις δυο προσεγγίσεις γίνεται αποδεκτό ότι το διεθνές κρατικό oUστημα είναι, κατά βάση, λειτουργικό και ότι, εφόσον μπορούν να βρε
θούν οι σωστές τεχνικές λύσεις, είναι απλώς θέμα επίλυσης και διευθέτησης των εθνικών πολιτικών διαφορών.
Το θέμα μπορεί να εξεταστεί και από μία διαφορετική οπτική, αν μελετήσουμε τη βι βλιογραφία στο θέμα της διεθνοποίησης του κεφαλαίου και της ανάπτυξης της πολυεθνι, κής επιχείρησης. Δέκα χρόνια πριν, ο
Robin Murray τόνιζε την αυξανόμενη
«εδαφική α
συμφωνία» ανάμεσα σε ένα όλο και περισσότερο αλληλεξαρτώμενο διεθνές οικονομικό
σύστημα και στο παραδοσιακό καπιταλιστικό (ή σοσιαλιστικό) έθνος-κράτος. Ο Murray βασίστηκε στην έρευνα που τότε γεννιόταν για τις πολυεθνικές επιχειρήσεις, που απεδεί
χθη μία σπουδαιότατη ανωττuσσόμενη δραστηριότητα στη δεκαετία του
1970 και τώρα
έχει τον εξειδικευμένο φορέα της στα Ηνωμένα Έθνη, την Επιτροπή των Πολυεθνικών Επιχειρήσεων. Αναφερόμενος στη γνωστή παρατήρηση του Κindleberger, «το εθνικό κρά-
'Πηγή: InterιwJi01llll1oumαΙ ojthe Sociclogy of
Law (1983), σ. 11-40.
Δεν αναφέροvtαι οι υποσημειώσεις του άρθρου. ΟΙ αναγwιXπες Πσυ επιθυμούν να τις συμβουλευτούν πρέπει να
ανατρέξουν ΟΤΟ πρωτΌΤVΠo κεfμενo.
105
ΜΕΡΟΣ 2-ΔIΕΘΝΕΣ ΔιΚΑIΟ ΚΑΙ ΚΡΑΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
τος σχεδόν δεν λειτουργεί ως μCα οικονομική μονάδα»
(1969, σ. 207), ο Munay έθεσε το
ζήτημα «εάν ... τα εθνικά καπιταλιστικά κράτη θα συνεχίσουν να είναι οι πρωταρχικές δο
μές στο διεθνές οικονομικό σύστημα ή εάν το εδαφικά διευρυμένο φάσμα της καπιταλιστι κής παραγωγής θα απαιτήσει την παράλληλη διεύρυνση συντονισμένων κρατικών λει τουργιών»
(Munay, 1971, σ. 86). Έλαβε μία γρήγορη, ίσως, αρκετά βιαστική απάντηση Bill Wanen, ο οποίος εκτός του ότι σχολίασε αρκετά επιτυχημένα τους περιορι σμούς της θεωρητικής και εμπειρικής επεξεργασίας του Munay στο θέμα της διεθνοποίη από τον
σης του κεφαλαίου, ήταν αρκετά παράτολμος, ώστε να προφητεύσει ότι αφού η αντινομία ανάμεσα στο κεφάλαιο και το κράτος δεν είναι ουσιαστικά ανταγωνιστική, θα ισχύσουν
πολύ σύντομα νέα διεθνή ρυθμιστικά μέτρα: «οι εφορίες ασκούν όλο και μεγαλύτερο έλεγχο στο πρόβλημα της εσωτερικής ρύθμισης των τιμών και είναι σαφές ότι πολύ σύντο μα οι κεντρικές τράπεζες, οι διεθνείς οργανισμοί και οι κρατικοί πολιτικοί φορείς θα αλυ
σοδέσουν το τέρας του ευρωδολαρίου και δεν θα μπορεί πια να προστάζει τις μεγάλες εταιρείες»
(Wanen, 1971, σ.88).
Το προκλητικό θέμα που ανακίνησε ο
Munay προκάλεσε μCα σημαντική ανάλυση και
συζήτηση σχετικά με το χαρακτήρα και τις συνέπειες της διεθνοποίησης του κεφαλαίου, καθώς και της θεωρίας του κεφαλαίου και του κράτους. Ήταν προφανές ότι η δομική-λει
τουργική άποψη του
Murray για τη σχέση
ανάμεσα στο κεφάλαιο και το κράτος ήταν
υπεύθυνη για τον άκαμπτο χαρακτήρα του εναλλακτικού διλήμματος που έθεσε: είτε το κεφάλαιο θα ξεπερνούσε το έθνος-κράτος και θα έθετε την απαραίτητη βάση για νέες συ ντονισμένες διακρατικές ή υπερεθνικές δομές, είτε η ανάπτυξή του θα περιοριζόταν στα όρια των υπαρχόντων ή συγχωνευμένων εθνών-κρατών. Ωστόσο, ένα μεγάλο μέρος της
δουλειάς του πάνω στις πολυεθνικές ήταν παραγωγικό και το γεγονός ότι ανακίνησε το
ζήτημα της εδαφικότητας ήταν σημαντικό, όμως δεν δέχτηκε την ανάλογη προσοχή στη συνέχεια.
Σε επόμενες συζητήσεις τονίστηκε ότι υπάρχει μία αντιφατική διαδικασCΑ: ενώ το εθνι κό κράτος παρεμβαίνει όλο και περισσότερο για να διασφαλίσει τις κοινωνικές και οικο νομικές διαδικασίες της διευρυνόμενης αναπαραγωγής του κεφαλαίου, την ίδια στιγμή
αυτές οι διαδικασίες υπερβαίνουν το έθνος-κράτος. Η διεθνοποίηση όχι μόνο των κυκλω μάτων του εμπορευματικού κεφαλοίου και του χρηματικού κεφαλαίου αλλά και του παρα γωγικού κεφαλοίου δημιουργεί μία ενοποιημένη παγκόσμια οικονομία και κοινωνική δο μή σε διεθνές επίπεδο. Αυτή, όμως, δεν είναι μία ομαλή διαδικασία συμμετρικής αλληλο διείσδυσης των κεφαλοίων που θα ακολουθηθεί τελικά από τη συγχώνευση των κοινωνι κών μοντέλων και των πολιτικών υπερδομών. Η διεθνοποίηση της ίδιας της παραγωγής συνεπάγεται αφενός μια διεθνοποιημένη κοινωνΙ1'.οποίηση της παραγωγικής εργασίας και αφετέρου διεθνή μοντέλα κυκλοφορίας των προ"ίόντων. Αμφότερα αποτελούν τόσο κοινωνικές όσο και οικονομικές διαδικασίες και εμπεριέχουν τα αναπτυσσόμενα μοντέλα διεθνούς σχηματισμού και σύγκρουσης των κοινωνικών τάξεων
(Van der Pijl, 1979). Αυτή
η ανάπτυξη και οι διαφορετικές ειδικές μορφές τις οποίες παίρνει οφείλονται συχνά τόσο στις ιδεολογικές, νομικές και ακόμη στρατιωτικές παρεμβάσεις που ασκούνται από τα
106
ΜΕΡΟΣ 2-ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΚΡΑΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
κράτη, ή και μέσω των διεθνών κρατικών δομών, όσο και στους τεχνολογικούς παράγο ντες. Για παράδειγμα, όπως θα εξετάσουμε λεπτομερέστερα στη συνέχεια, ο ιδιαίτερος
τρόπος με τον οποίο ερμηνεύτηκε και επιβλήθηκε μετά το
1940 ο νόμος κατά των τραστ
στις Η.η.Α. διαδραμάτισε ένα σημαντικό ρόλο στην ιδιαίτερη διαμόρφωση του πολυεθνι κού κεφαλαίου στις Η.η.Α., που χρησιμοποιεί εξολοκλήρου ιδιάκτητες ξένες θυγατρικές εταιρείες. Έτσι, το κράτος υπήρξε ένα συμβαλλόμενο μέρος στη διαδικασία της διεθνο ποίησης, αλλά και επηρεάστηκε από αυτήν. Στην Ευρώπη, απ' όπου προέρχεται το διεθνές κρατικό σύστημα, το οποίο ήταν, επίσης, η πηγή πολλών τάσεων για τους επακόλουθους μετασχηματισμούς του, η ανάπτυξη της Ευρωπα'ίκής Κοινότητας εμπεριέχει νέες και μα
ναδικές διαδικασίες για τη διακρατική ενοποίηση, όμως τα έθνη-κράτη έχουν ακόμα ένα ζωτικό λόγο ύπαρξης, οι διακρατικές συγκρούσεις συνεχίζονται και η δημιουργία μιας ενοποιημένης υπερδύναμης δεν θεωρείται πιθανή και από τους πιο ένθερμους ευρωπαϊ
στές. Ωστόσο, η τάση της ευρωπαϊκής ενοποίησης είναι τόσο πολιτική όσο και οικονομική
(Holloway και Picciotto, 1980). Συνοπτικά αναφέρω ότι οι αλλαγές στο διεθνές σύστημα εμπεριέχουν μία αντιφατική και ανταγωνιστική διαδικασία διεθνοποίησης τόσο του κεφαλαίου όσο και του κράτους
και η διεθνής κρίση του κεφαλαίου είναι, επίσης, μία κρίση του διεθνούς κρατικού ουστή ματος.
Η κυ@ιαt?χία και οι δικαιοδοσίες; του κ@άτους; Σ' αυτό το κεφάλαιο, θα εξετάσω μία πλευρά αιπού του ζητήματος, τα δισγκούμενα προ βλήματα του προσδιορισμού και της σύγκρουσης δικαιοδοσιών ανάμεσα στα κύρια καπιτα λιστικά κράτη, ειδικά την Αμερική και την Ευρώπη. Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι οι συγκρούσεις των δικαιοδοσιών εμφανίστηκαν κυρίως ανάμεσα στα ισχυρότερα κράτη και όσον αφορά σε οικονομικές ρυθμίσεις, γιατί μέσω αιπών των μορφών του οικονομικού
διακανονισμού τα καπιταλιστικά κράτη εμπλέκονται στη διαμόρφωση των μοντέλων της διεθνοποίησης του κεφαλαίου. Η διεκδίκηση της δύναμης του εθνικού κράτους σε σχέση με
τη διάρθρωση των διεθνών κύκλων εργασίας, καθώς και οι συγκρούσεις και οι προσπάθει ες για συντονι.σμό που προέκυψαν υπήρξαν από πολλές απόψεις σημαντικότερες από άλ
λους πιο ξεχωριστούς και επίσημους μηχανισμούς του διεθνούς δικαίου. Το αυξανόμενα πυκνό δίκτυο των διεθνών οργανι.σμών διαφορετικών ειδών Υ.αι δυνάμεων όπως, επίσης, ο
πολλαπλασιασμός των συνθηκών και των διεθνών διακανονισμών που καλύπτουν χιλιάδες ζητήματα, σπουδαι6τερα και απλούστερα, αυξήθηκαν τα τελειπαία τριάντα χρόνια, για να εκφράσουν και να συγκαλύψουν την αυξανόμενη ανικανότητα των κυρίαρχων αυτού του κόσμου. Ωστόσο, το πρόβλημα των δικαιοδοσιών είναι περισσότερο μία ένδειξη της κρίσης του διεθνούς δικαίσυ και του διεθνούς συστήματος. Η αρχή της δικαιοδοσίας με βάση την εδαφικότητα είναι ο ακρογωνιαίος λίθος του διε θνούς συστήματος που στηρίζεται στο έθνος-κράτος. Η μετάβαση από ένα συγκεκριμένο
άρχοντα-πρόσωπο σε μία αφηρημένη κυριαρχία δημόσιων αρχών μιας καθορισμένης επι-
107
ΜΕΡΟΣ 2-ΔIΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΚΡΑΤΙΚΟ ΣΥΠΗΜΑ
κράτειας ήταν ένα στοιχείο-κλειδί για την ανάπτυξη του καπιταλιστικού διεθνούς συστημα τος, αφού παρείχε ένα πολυσχιδές πλαίσιο που επέτρεπε και διευκόλυνε την παγκόσμια κυκλοφορία προ'ίόντων και κεφαλαίου. Η ανεξάρτητη και ισότιμη αρχή του έθνους-κρά τους είναΙ., επομένως, μία «φετιχοποιημένη» μορφή εμφάνισης, γιατί το παγκόσμιο σύστη
μα δεν είναι ένα άθροισμα διαιρεμένων ενοτήτων, αλλά περισσότερο ένα απλό σύστημα στο οποίο η κρατική δύναμη κατανέμεται σε διαφορετικές εδαφικές οντότητες. Αυτό είναι
σημαντικό, αφού είναι αδύνατον να ορΙΟουμε μία αποκλειστική δικαιοδοσία, έτσι ώστε στην πράξη υπάρχει ένα δίκτυο συμπλεκόμενων και αλληλεπικαλυπτόμενων δικαιοδοσιών. Ιστορικά, η ανάπτυξη της αρχής του κράτους που έχει αποκλειστική εξουσία στην επι
κράτειά του και δεν μπορεί να έχει δικαιοδοσίες στην επικράτεια των άλλων επηρεάστηκε πολύ και από ιδέες που ενσωματώνουν την ισχύ της καθολικότητας του νόμου
[... ]. Αυτό,
όμως, δεν συμφωνούσε με μία απoλuτoπoιημένη εκδοχή εθνικής κυριαρχίας και τελικά επι σκιάστηκε από το θετικισμό του 190υ αιώνα
[...]. Έτσι,
οδηγηθήκαμε στη βουλησιαρχική
ερμηνεία που υποστηριζε ότι, αφού οι κανόνες του διεθνούς δικαίου εκπορεύονται από την ελεύθερη θέληση των ανεξάρτητων κρατών, δεν είναι δυνατός κανένας περιορισμός εξαι τίας της άρνησης κάποιων δικαιοδοσιών για πράξεις που λαμβάνουν χώρα στο εξωτερικό, εκτός αν ο περιορισμός οφείλεται σε μία ξεκάθαρη συμφωνία ή σε έναν παγκόσμια αποδε κτό γενικό κανόνα.
Ο θετικιστικός καθορισμός της αρχής και της δικαιοδοσίας του κράτους είναΙ., περισ σότερο ή λιγότερο, κατάλληλος για τις φιλελε'iίθερες μαρφές κανόνων, αφού μπορούν να βασιστούν στο διαχωρισμό της οδηγΙας και της επιβολής που τις χαρακτηρίζει. Συνεπώς, οι κοινώς αποδεκτές προσεγγίσεις, που αφορούν στις δικαιοδοσίες, κάνουν διάκριση ανάμεσα στη δικαιοδοσία που υποδεικνύεται και στη δικαιοδοσία που επιβάλλεται. Η πρώτη μπορεί να είναι αρκετά ευρεία ως προς το πεδίο δράσης της και εμπεριέχει ένα βαθμό αλληλεπικάλυψης, πράγμα μάλλον αναπόφευκτο. Είναι γενικά αποδεκτό ότι η δι καιοδοσία δεν περιορίζεται στην επικράτεια αλλά μπορεί, επίσης, να αφορά στη ρύθμιση των δραστηριοτήτων των ανθρώπων που δουλεύουν μακριά από την επικράτειά τους. Ακόμη η εδαφική δικαιοδοσία εμπεριέχει την αλληλεπικάλυψη, αφού απαιτεί έναν καθο ρισμό του τόπου όπου «λαμβάνουν χώρα» οι πράξεις που πρέπει να ρυθμιστούν. Αυτό το
πρόβλημα παραδοσιακά επιλύεται αν θέσουμε το ερώτημα πού λαμβάνουν χώρα τα «συ στατικά στοιχεία» μιας ρυθμισμένης δραστηριότητας. Έτσι, το κλασικό παράδειγμα του σχολικού βιβλίου για ένα άτομο στο κράτος Α που πυροβολεί ένα άλλο άτομο στο κράτος Β δείχνει ότι η δικαιοδοσία εξαρτάται από το αν ο κανόνας που εφαρμόζεται αφορά στις πράξεις και στην πρόθεση του ατόμου που πυροβολεί ή στο μέγεθος της ζημιάς που προ καλείται στο θύμα. Η επιβολή, επομένως, αποτελεί το όριο στη διεκδίκηση των δικαιοδο σιών, αφού η πραγματική οργάνωση των κρατών ως δημόσιων αρχών με καθορισμένες
εξουσίες σε συγκεκριμένη επικράτεια σημαίνει ότι, για να ισχύει μία αξίωση για ρύθμιση,
πρέπει να περιλαμβάνει πρόσωπα ή περιουσία που βρίσκονται σε αυτή την επικράτεια ή να είναι αποδεκτή σε ένα άλλο κράτος που βοηθά στην επιβολή. Το γεγονός ότι η επιβολή αφορά στην εδαφικότητα φαίνεται, μερικές φορές, όταν λέμε ότι η διοικητική ή εκτελε-
108
ΜΕΡΟΣ 2-ΔIΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΚΡΑΤΙΚΟ ΣΥΠΗΜΑ
στική δικαιοδοσία είναι εδαφική. Αυτη η προσέγγιση αναπόφευκτα δέχεται πιέσεις από την αυξανόμενη διεθνή αλληλε ξάρτηση ειδικά της οικονομικής δραστηριότητας και από τη μετάβαση των φιλελεύθερων μορφών των κρατικών κανονισμών σε καθεστώς αμεσότερου παρεμβατισμού, στο οποίο
υπάρχει πολύ μικρότερος διαχωρισμός ανάμεσα στην οδηγία και την επιβολή των κανόνων. Η αυξανόμενη διεθνής αλληλεξάρτηση δεν σημαίνει μόνο ότι περισσότερα κράτη συχνά εμπλέκονται σε μία συγκεκριμένη δραστηριότητα' διευκολύνει, επίσης, το κράτος που εν διαφέρεται για θέματα δικαιοδοσιών να γίνει απστελεσματικό μέσω του πραγματικού ελέγχου που ασκεί μέσα στην επικράτειά του σε κάποιο άτομο ή στην περιουσία του που
συνδέεται με τη δραστηριότητα. Έτσι, το κράτος μπορεί να επιβάλει πρόστιμο σε μία πο λυεθνική εταιρεία μέσω μιας θυγατρικής της ή μιας μόνιμα εγκαταστημένης μονάδας σε μία χώρα ακόμη και για πράξεις που ισχυρίζεται ότι έλαβαν χώρα αλλού. Αλλά, και αντί στροφα, είναι δυνατόν μία πολυεθνική να πραγματοποιήσει ιδιαίτερες φυσικές ενέργειες, όπως είναι η υπογραφή ενός συμβολαίου ή η συνάντηση του διοικητικού προσωπικού της,
οπουδήποτε τη διευκολύνεΙ. Αυτές οι σκέψεις δημιούργησαν την ανάγκη για επανακαθορισμό του θέματος της δι καιοδοσίας με βάση την εδαφικότητα ως προς τα «αποτελέσματα» αντί να δεχόμαστε τη
φυσική ιδέα για τον τόπο όπου λαμβάνουν χώρα αυτές οι πράξεις. Ένας τέτοιος επανακα θορισμός είναι απαραίτητος για να εμποδίσει την αποφυγή των κανονισμών, για παράδειγ
μα την απόφαση να πραγματοποιηθούν οι εμπορικές συναλλαγές σε άλλον τόπο. Από την άλλη, το δόγμα των «αποτελεσμάτων» μπορεί να περιέχει, κατά κανόνα, πολύ διευρυμέ νους ισχυρισμούς για δικαιοδοσίες
[... ].
Οι επιστήμονες έχουν συνειδητοποιήσει την ανεπάρκεια της παραδοσιακής προσέγγι σης όσον αφορά στην εδαφική δικαιοδοσία. Ο Akehurst
(1972-1973) παραδέχεται 6τι, όσο
το δόγμα «των αποτελεσμάτων» περιορίζεται στα <<πρωταρχικά αποτελέσματα», θα ήταν
καλύτερο μέσο για να διατηρήσουμε τις απαιτήσεις για δικαιοδοσία σε λογικά όρια απ' ό,τι το να χρησιμοποιήσουμε την προσέγγιση των «συστατικών στοιχείων» (σ.
155). Ο Lowe,
όμως, προχωρά ακόμη περισσότερο και συμπεραίνει ότι η αρχή του εδαφικού καταμερι σμού της κυριαρχίας είναι τώρα ανεφάρμοστη και απαιτεί θαρραλέα: μία επεξεργασία της ιδέας της κυριαρχίας στο διεθνές δίκαιο, έ= ώστε να μπορεί να συμφι λιώνει τις ιδέες της ανεξαρτησίας των κρατών και της αυξανόμενης αλληλεξάρτησής τους, χωρίς να χάνει τη συνοχή της ως αρχή δικαίου
(Lowe, 1981, σ. 281).
Σε αυτη τη διαπίστωση απάντησαν οι Αμερικανοί ακόμα πιο θαρραλέα πως η ιδέα της
κυριαρχίας είναι εξαρχής λανθασμένη
(Lowenfeld, 1981) [... ]. Είναι ολοφάνερο ότι οι αρ
χές του διεθνούς δικαίου που καθορίζουν και οργανώνουν τον καταμερισμό των δικαιοδο
σιών ανάμεσα στα κράτη εκφράζουν μερικές τάσεις της διεθνοποίησης που περιέγραψα στην εισαγωγή. Στη συνέχεια της μελέτης θα συζητήσω λεπτομερέστερα μερικές από τις συ γκεκριμένες μορφές αυτών των τάσεων.
109
ΜΕΡΟΣ 2-ΔIΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΚΡΑΤιΚΟ ΣγΣΤΗΜΑ
ΣυΥκρούσει, Υια τον υπερόριο νόμο εναντίον των τραστ Ο Νόμος Σέρμαν Ένα ιδεολογικό σύνθημα που χρησιμοποιούν κατά κόρον οι πολιτικοί στις Η.Π.Α. στο διεθνή στίβο είναι η €ντoνη δέσμευση της αμερικανικής νομοθεσίας στη ρύθμιση της οικο νομίας, ώστε να διασφαλιστεί ο ανταγωνισμός προς όφελος του καταναλωτή και της κοινω νίας ως συνόλου. Σίγουρα, ο σύγχρονος ανταγωνιστικός νόμος ήταν προϊόν του δημοφιλούς κινήματος εναντίον των μεγάλων τραστ που κυρίευσαν ταχύτατα την οικονομία των Ηνω μ€νων Εθνών στα τέλη του 190υ αιώνα
(Josephson, 1934). Ενώ η αυξανόμενη δύναμη των
εκπροσώπων των εργατών, ειδικά οι ταχύτατα αναπτυσσόμενοι συνδικαλιστικοί φορείς, τους οδήγησε σε άμεσες και άγριες συγκρούσεις με το μεγάλο κεφάλαιο, η ευρύτερη κοι νωνική αντίθεση των αγροτών, των καταναλωτών και των μικρότερων ιδιοκτητών όλων των ειδών με το κεφάλαιο οδήγησε στην ψήφιση του Νόμου Σέρμαν το
1890. Το ευρύ πλαίσιο
του νόμου, η χρήση του εναντίον κάποιων τραστ και, ακόμη, κάποιες αρχικές δικαστικές
αποφάσεις έμοιαζαν να δίνουν την ελπίδα ότι μπορούσε να χρησιμεύσει για να διαλύσει τα τραστ. Αλλά αυτή η ελπίδα εξανεμίστηκε, καθώς αυτός ερμηνεύτηκε από τα δικαστήρια ως
ένας προ-ανταγωνιστικός νόμος που βασιζόταν στον «κανόνα της λογικής», την ανάπτυξη νέων μεθόδων για τη συγχώνευση των εταιρειών από δικηγόρους και τη συναίνεση ανάμε σα στις μεγάλες εταιρείες και το κράτος, που εκφράζεται με την ίδρυση κρατικών ρυθμι στικών επιτροπών. Στη συνέχεια, ο Νόμος Σέρμαν παγιδεύτηκε στη βασική αντίφαση που
απειλεί κάθε ανταγωνιστικό νόμο, αφσύ η ακύρωση των συμφωνιών ανάμεσα στις εταιρεί ες που θεωρούνται ότι περιορίζουν τον ανταγωνισμό έχει αποτέλεσμα να τις εκθέτει άμε σα στις δυνάμεις της αγοράς που τείνουν στη συγκέντρωση του κεφαλαίου (δηλαδή ολοένα μεγαλύτερες μονάδες και λιγότερες εταιρείες σε συγκεκριμένες βιομηχανίες ή οικονο μίες), με την εξαφάνιση των ασθενέστερων εταιρειών και την ανάπτυξη ή τη συγχώνευση των άλλων. Αναφέρθηκε ότι ο Νόμος Σέρμαν εφαρμόζεται σε όλους τους συνδυασμούς ή τις συμβά
σεις που περιορίζουν το εμπόριο ή τα μονοπώλια, τα οποία επηρεάζουν τις εμπορικές συ ναλλαγές στο εσωτερικό της Αμερικής ή με ξένα κράτη. Στην πρώτη υπόθεση που προέκυ ψε για το ξένο εμπόριο, ο δικαστής Holmes έβγαλε μία απόφαση-σταθμό που ήταν αντίθε τη με κάθε γνώμη που διατύπωσαν οι επόμενοι δικαστές και συγγρηφείς των Ηνωμένων Πολιτειών. Στην υπόθεσηAmericαn Banαnα εναvτ{ov της Εταιρειa.ς United Fruit
(1909) 213
U.S. 347, το θέμα ήταν μία διαμάχη ανάμεσα σε δύο Αμερικανσύς επιχειρηματΙες που εν διαφέρονταν για την εκμετάλλευση μιας μπανανOφUΤΕίας στην κεντρική Αμερική και ο μη νυτής κατάγγειλε ότι ο κατηγορούμενος εΙχε χρησιμαποιήσει πολλά παράνομα μέσα για να
τον αποκλε ίσει από τη δουλειά, όπως τη δωροδοκία των υπαλλήλων της κυβέρνησης της Κόστα Ρίκα, η οποία κατάσχεσε το σιδηροδρομικό δίκτυό του (που το χρησιμοποισύσε για να εξάγει τις μπανάνες). Ο δικαστής Holmes θεώρησε ότι η υπόθεση του μηνυτή βασιζόταν
110
ΜΕΡΟΣ 2-ΔIΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΚΡΑΤιΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
στην «καταπληκ-εική θέση» ότι η πρόκληση ζημιάς που έλαβε χώρα εξολοκλήρου εκτός των Ηνωμένων Εθνών μπορεί να ρυθμιmεί με ένα νόμο του Κογκρέσου και δήλωσε με βεβαιό
τητα ότι η νομιμότητα μιας πράξης πρέπει να καθορίζεται από τη νομοθεσία του τόπου όπου συνέβη η πράξη. Μολονότι η γνώμη του δικαστή
Holmes εκφράστηκε με γενικούς όρους, τα πραγματικά αποτελέσματά της περιορίστηκαν στη συνέχεια [...]. Τα πρώτα 50 χρόνια η εφαρμογή του Νόμου Σέρμαν στο διεθνές εμπόριο που επηρέαζε τις Ηνωμένες Πολιτείες, το οποίο ήταν εν δυνάμει ακμαίο, περιορίστηκε πρακτικά κuρίως στη μονοπώληση των πηγών των πρώτων υλών που βρίσκονταν στο εξωτερικό για να ανε βάσουν τις τιμές των εισαγόμενων προϊόντων στην Αμερική. Πριν από το
1940 υπήρχαν
μόνο περΙ,του δώδεκα υποθέσεις που εκδικάστηκαν στις Η.Π.Α. και σχετίζονταν με το διεθνές εμπόριο και όλες υπάγονταν σε αυτή την κατηγορία. Ωστόσο, την περίοδο
1940 το παγκόσμιο
1890-
εμπόριο κυριαρχούνταν από τα καρτέλ, που συχνά εξασφάλιζαν την
ανοχή των κυβερνήσεων. Οι μεγαλύτερες εταιρείες στις κύριες βιομηχανοποιημένες χώ ρες επιχείρησαν να ελέγξουν το διεθνές εμπόριο και τις επενδύσεις σε πολλές βιομηχα
νίες μέσα από ποικίλες συμφωνίες με τα καρτε'λ Αυτές τυπικά περιλάμβαναν τον έλεγχο των επιπέδων της παραγωγής και τον καταμερισμό των αγορών ανάμεσα στις εταιρείες που ήταν μέλη, καθεμιά από τις οποίες ήλεγχε τις αγορές στη χώρα της και στις εξαρτώμε νες οικονομίες.
Στα τέλη της δεκαετίας του
1930 η κυβέρνηση των Ηνωμένων Εθνών εγκαινίασε μία επι
θετική πολιτική σέ αυτό τον τύπο των διεθνών καρτέλ. Αυτή η πολιτική αποτελούσε μέρος του σχεδιασμού που έγινε στη διάρκεια του πολέμου για ένα νέο πλαίοιο που θα αφορούσε στις μεταπολεμικές διεθνείς οικονομικές σχέσεις. Η ελευθερία ανταγωνισμού των μεγάλων εταιρειών με πωλήσεις και επενδύσεις της μιας στις αγορές της άλλης θεωρούνταν το κλειδί
για την αποφυγή των εθνικιστικών πολιτικοοικονομικών αντιπαλοτήτων και του κρατικού προστατευτισμού της προπολεμικής περιόδου. Έτσι, ο σχεδιασμός των μεταπολεμικών διε θνών θεσμών που εγγυόταν ένα φιλελεύθερο ούστημα εμπορίου, στις αμοιβές και τις επεν
δύσεις (ο Διεθνής Εμπορικός Οργανισμός, που καθιερώθηκε αρχικά ως G.A.T.T., I.M.F. και Παγκόσμια Τράπεζα), έπρεπε να προχωρήσει με την εξάλειψη των περιορισμών στο διεθνή ανταγωνισμό που εκφραζόταν με τα καρτέλ. Μετά το
1940 προέκυψε μία πραγματι
κή πλημμυρίδα υποθέσεων που αφορούσαν σε μερικά από τα κύρια προπολεμικά καρτε'λ, στα οποία οι αμερικανικές εταιρειες αναμείχτηκαν με ευρωπαϊκές και άλλες εταιρείες, που παρήγαν χημικές ουσίες, ηλεκτρικό εξοπλισμό καθώς και βιομηχανίες υψηλής τεχνο λογίας, που κατασκεύαζαν μεταλλικά κράματα και εξοπλισμό, όπως γυροσκόπια και οπτι κά μηχανήματα. Η συγκέντρωση των πληροφοριών για πολλές από αυτές τις υποθέσεις δι
ευκολύνθηκε από το γεγονός ότι, σύμφωνα με τους κανονισμούς σε περίοδο πολέμου, ένας Αμερικανός επίτροπος ανέλαβε τον έλεγχο των εταιρειών του εχθρού που είχαν χρηματο
δοτηθεί από τις Η.Π.Α. Οι περισσότερες από αυτές τις επιχειρήσεις κατέληξαν στην κα τάργηση των καρτέλ με συμφωνία, που συχνά εκφράστηκε με μία «συναινετική απόφαση» των δικαστηρίων.
Τα πιο εμφανή νομικά αποτελέσματα αυτής της νέας πολιτικής ήταν οι μεταπολεμικές
111
ι
ΜΕΡΟΣ 2-ΔIΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΚΡΑΤιΚΟ ΣΥΠΗΜΑ
ιδιάζουσες δικαστικές αποφάσεις, από τις οποίες η υπόθεσηΑΙωα είναι η πιο εξέχουσα. Αυτή η υπόθεση αφορούσε στο προπολεμικό καρτέλ του αλουμινίου, που στήθηκε με την
κάλυψη ενός ελβετικού οργανισμού από γαλλικά, γερμανικά, ελβετικά και βρετανικά μο νοπώλια και με τη συμμετοχή του
Arthur V. Daνis και των Mellons, που κυριαρχούσαν στην
αμερικανική αγορά μέσω της AIcoa (της Αμερικανικής Εταιρίας Αλουμινίου). Αυτοί είχαν οργανώσει έναν καναδικά οργανισμό που φαινόταν να τους βοηθά σε μεγάλο βαθμό να
συμμετέχουν διακριτικά στο καρτέλ. Αφού το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η ύπαρξη μιας κοινής ομάδας συνδεόμενων μετόχων δεν αρκούσε για να παραβλεφθεί η χωριστή νομική
ταυτότητα της
AIcoa και της καναδικής εταιρείας, την αντιμετώπισε ως μία σύσταση από μη
αμερικανικές εταιρείες οι συνελεύσεις των οποίων λάμβαναν χώρα έξω από την Αμερική, μολονότΙ., βέβαια, αυτή επηρέαζε την αμερικανική οικονομία, ως μέρος της παγκόσμιας οι κονομίας. Η Δικαιοσύνη, ωστόσο, δεν δίστασε να θεωρήσει εφαρμόσιμο το Νόμο Σέρμαν,
με το επιχείρημα ότι «είναι καθιερωμένος νόμος κάθε κράτος να μπορεί να επιβάλλει ποι νές, ακόμη και σε πρόσωπα που δεν ανήκουν στο πεδίσ της δικαιοδοσίας του, για πράξεις εκτός των ορίων του τις οποίες το κράτος καταδικάζει' και αυτές τις δικαστικές αποφάσεις τα άλλα κράτη θα τις αναγνωρίσουν κανονικά». Αυτή η απόφαση του δικαστή εγκαινίασε το επονομαζόμενο δόγμα δικαιοδοσίας <<των απστελεσμάτων». Όπως εφαρμόστηκε στο νόμο εναντίον των τραστ, αυτή η πολιτική είχε ένα σημαντικό αποτέλεσμα στη μεταπολεμική ανάπτυξη των ξένων επενδύσεων. Το διευ ρυμένο αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής, που υποστηρίχθηκε από ισχυρές δικαιmκές απο φάσεις, επρόκειτο να εμποδίσει την ανάμειξη κάθε αμερικανικής εταιρείας σε κάθε διακα νονιαμό ή συμφωνία, έχοντας αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού, που περιλάμ
βανε όχι μόνο το κλασικό διεθνές καρτέλ, αλλά ακόμα και μία συλλογική προσπάθεια, όπως την οργάνωση μιας εταιρείας στο εξωτερικά.
Αυτή η πολιτική της εφαρμογής της αμερικανικής νομοθεσίας είχε μία σημαντική επί δραση στη μορφή που έλαβε η μεταπολεμική διεύρυνση των μεγάλων αμερικανικών εται ρειών στις παγκόσμιες αγορές. Το ξεκαθάρισμα των καρτέλ διευκάλυγε νομικά τις αμερι κανικές εταιρείες που επιθυμούσαν να εισδύσουν στις ξένες αγορές, και οι αμφιβολίες που δημιουργήθηκαν για τη νομιμότητα κάθε μορφής συλλογικής προσπάθειας συνέβαλαν στο
να προκύψει η μεταπολεμική διε'όρυνση στο εξωτερικό των εταιρειών που είχαν τη βάση τους στις Η.ΠΑ. Αυτή είχε τη μορφή μιας
100% ιδιόκτητης θυγατρικής εταιρείας στο εξω
τερικό, που μπορούσε να ειπωθεί ότι ήταν μία «συνωμοσία» (ανάμεσα στη μητρική εται ρεία και τους νόμιμους aπoγόνoυς της) και «επηρέαζε το αμερικανικό εμπόριο» με τον πε
ριορισμό, για παράδειγμα, των εξαγωγών από τις Η.Π.Α. προς όφελος της ντόπιας παρα γωγής, στην πραγματικότητα, όμως, οι αμερικανικές αρχές δεν έλαβαν υπόψη τους αυτή τη στάση και δεν ξεκίνησαν καμιά ενέργεια σε αυτή τη βάση.
Στη διάρκεια της δεκαετίας του
1950 οι ξένες εταιρείες και κυβερνήσεις άρχισαν να
αντιδρούν στην εφαρμογή του αμερικανικού νόμου που τασσόταν εναντίον των τραστ σε
συνθήκες που υποστηρίχθηκε ότι αφορούσαν στην υπερορία. Σε πολλές περιπτώσεις η ακ'ό ρωση των συμφωνιών εξαιτίας του αμερικανικού νόμου επηρέασε μόνο τα ιδιωτικά νομικά
112
·
ΜΕΡΟΣ 2-ΔIΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΚΡΑΤιΚΟ ΣγΣΤΗΜΑ
δικαιώματα των εταιρειών, και οι απαιτήσεις για επιβολή που πρόβαλε η Αμερική σε θέμα τα δικαιοδοσίας σήμαιναν ότι οι μη αμερικανικές εταιρείες μπορούσαν να αποφύγουν τις
νομικές συνέπειες, αν δεν ήταν διατεθειμένες να εργάζονται στην Αμερική. Ωστόσο, η εξουσία που ασκούσαν οι αμερικανικές αρχές στις αμερικανικές εταιρείες σήμαινε ότι δεν
μπορούσε να συνεχιστεί οποιοσδήποτε διακανονισμός με αυτές. Δεν προέκυπτε, όμως, κα μία άμεση νομική σύγκρουση από τον ισχυρισμό της Αμερικής για δικαιοδοσία, με εξαίρε ση την εμπλοκή μιας τρίτης εταιρείας ή ενός ξένου κράτους. Μία τέτοια υπόθεση αφορούσε
στη βρετανική κολοσσιαία εταιρεία χημικών, την
I.C.I., η
ανάμειξη της οποίας σε καρτέλ
χημικών με εταιρείες όπως η αμερικανική εταιρεία Du Ροηι καταδικάστηκε από τα αμερι κανικά δικαστήρια. Μία πλευρά της συνεργασίας του καρτέλ με την
Du ΡοηΙ αφορούσε I.C.I., στην οποία παραχωρήθη καν τα βρετανικά δικαιώματα αποκλειστικής εκμετάλλευσης από την Du Pont, τα μεταβί στην παραχώρηση των δικαιωμάτων εκμετάλλευσης, και η
βασε σε μία θυγατρική εταιρεία που ήταν κατά το ήμισυ ιδιόκτητη, τη βρετανική βιομηχα νία συνθετικών υλών. Το δικαστήριο της Νέας Υόρκης διέταξε την αμοιβαία ανταλλαγή των αποκλειστικών δικαιωμάτων μεταξύ
I.C.I. και Du Pont, αλλά η απόφαση (που πάρθη κε, χωρίς αμφιβολία, με τη σύναψη συμφωνιών ανάμεσα στις εταιρείες της Wall Street) πε ριλάμβανε τον όρο ότι τίποτα δεν μπορούσε να υποχρεώσει τον κατηγορούμενο να ενεργή σει ενάντια στους νόμους ή τους κανόνες ενός ξένου κράτους «ή να γίνει μεσολάβηση επ'
αυτού». Η βρετανική βιομηχανία άσκησε μήννση εναντίον της Ι. C.I. για να προασπίσει τα δικαιώματά της μέτά την εκχώρηση του βρετανικού δικαιώματος αποκλειστικής εκμετάλ
λευσης, και ο λόρδος
Denning ήταν πολύ ευχαριστημένος και δήλωσε επίσημα ότι: <<Η δι
καστική απόφαση των Ηνωμένων Πολιτειών δεν ισχύει σε αυτή τη χώρα>' και στη συνέχεια επικύρωσε αυτά τα παραχωρημένα δικαιώματα. Τόνισε, επίσης, τη σωτήρια απόφαση του δικαστηρίου της Νέας Υόρκης, που απt!ρεψε αποτελεσματικά την
I.C.I. από το να εκτεθεί
σε αντιφατικές δικαστικές αποφάσεις. Ωστόσο, τα δικαστήρια των Ηνωμένων Πολιτειών επεξεργάστηκαν περισσότερο αυτή την άμυνα «πίεσης από την κυριαρχία ενός ξένου κρά
τους» και απαίτησαν μία απόδειξη καλής πίστης από τον ξένο κατηγορούμενο με το να
εφαρμόσει την απόφαση
[".].
Αντίποινα και προσπάθειες συμβιβασμού των συγκρούσεων σε θέματα
δικαιοδοσίας Ο ισχυρισμός δικαιοδοσίας για τη διευθέτηση των διεθνών κύκλων εργασιών από πολ λούς αμερικανικούς φορείς οδήγησε σε πολλές συγκρούσεις, ιδιαίτερα σε σχέση με ζητή
ματα όπως οι συσκέψεις εταιρειών που γίνονταν σε πλοία. Αυτl:'ς οδήγησαν πολλές κυβερ νήσεις στην έγκριση ψηφισμάτων που προσπαθούσαν να εμποδίσουν τις αμερικανικές αρ χές να κάνουν έρευνες, γεγονός που θεωρούνταν ότι παραβίαζε τη δικαιοδοσία των άλλων
κρατών. Για παράδειγμα, ο Νόμος για τις Βρετανικές Ναυτιλιακές Συμβάσεις και τα Εμπο ρικά Έγγραφα του
1694
εξουσιοδοτούσε την κυβέρνηση να απαγορεύοει σε αυτούς που
εργάζονται στην Αγγλία να συμμορφώνονται με τα μt!ρα των ξένων κυβερνήσεων που
113
ΜΕΡΟΣ 2-ΔIΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΚΡΑΤΙΚΟ ΣΥΠΗΜΑ
«συγκροτούσαν μία παραβίαση της δικαlΩδOσίας που, σιίμφωνα με το διεθνή νόμο, ανήκει
στην Αγγ'Μα». Έγιναν προσπάθειες μέσω φορέων, όπως ο
OECD για να συντονιστούν οι
πολιτικές των δυτικών χωρών σε ζητήματα, όπως οι συσκέψεις που γίνονταν σε πλοία.
Την ίδια στιγμή, η Αμερική προσπάθησε να μετριάσει τις διεκδικήσεις της για δικαιοδο σία με τρόπο που αναγνωρίζει ξεκάθαρα τα συμφέρο\'τα των άλλων κρατών στη ρύθμιση του διεθΥούς κύκλου εργασιών. Για να διευκρινίσει τον τρόπο εφαρμογής του νόμου που τάσσεται εναντίον των τραστ στο διεθνή κύκλο εργασιών και να προσπαθήσει να μετριάσει την κριτικη, ΤΟ τμημα που ασχολείται με το νόμο εναγτίον των τραστ του Οργανισμού Δι
καlΩσιίνης συνέταξε το
1977 ένα λεπτομερή Οδηγ6 εvαvτ{oν των Τραστ για τις ΔιεθνεΕς Επι
χειρήσεις. Ταυτόχρονα, δύο κατώτερα δικαστήρια επανεξέτασαν λειπομερειακά το πρό βλημα της δικαιοδοσίας και υιοθέτησαν μία τροποποιημένη εκδοχή. Ιδιαίτερα, ο δικαστής
Choy στην υπόθεση Timberlane διατύπωσε ένα <<λογικό καν6να για τις δικαιοδοσίες» ζητώ γτας από τα δικαστήρια να εξετάζουν προσεκτικά την επίδραση των ξένων σχέσεων σε έναν ισχυρισμό δικαιοδοσίας σε διεθΥη κύκλο εργασιών. Από την άλλη, μερικοί συγγρα φε(ς υποστήριξαν ότι η υιοθέτηση ενός «λογικού καν6να για τις δικαιοδοσίες» από τα αμε
ρικανικά δικαστήρια απέτυχε να ικανοποιησει τα άλλα κράτη, γιατί η εξισορρόπηση των πολιτικών συμφερόγτωντων εθνικών κρατών για τη ρύθμιση μιας συγκεκριμένης δραστη ριότητας «εκφράζει συνηθως μία εύλογη προκατάληψη προς όφελος της πολιτικής κάθε
κράτους»
(Maier, 1982). Ο Μaieτυποστηρίζει ότι η εκτίμηση των συμφωνιών, για να καθο
ρίσουμε εάν ο ισχυρισμός της δικαιοδοσίας είναι «λογικός», δεν πρέπει να γίνεται με όρους αγταγωνισμού των τοπικών νόμων, αλλά πρέπει να βασίζεται στις κοινές ανάγκες
του διεθΥούς συστήματος
[...]. Ωστόσο, με αυτό τον τρόπο δεχόμαστε ότι υπάρχει κάποιο εί
δος πολιτικής ή ιδεολογικής βάσης για τη διατύπωση των γενικά αποδεκτών αρχών που εκ φράζουν τις «κοινές ανάγκες του διεθνούς συστήματος».
Στην πράξη, η έΥτονη κρίση που περνά το κεφάλαιο οδήγησε σε περισσότερες αγταγω νιστικές συγκρούσεις ανάμεσα στις γιγαΥτιαίες εταιρείες και τις προστατευτικές παρεμβά σεις των κρατών. Η πιο αξιοσημείωτη συνέβη όταν η αμερικανική εταιρεία Westinghouse αθέτησε συμφωνία να παρέχει ουράνιο με καθορισμένη τιμή σε πυρηνικούς σταθμούς που είχε χτίσει και ισχυρίστηκε ότι οι παγκόσμιες τιμές του ουρανίου είχαν σημειώσει άνοδο
εξαιτίας ενός μυστικού καρτέλπσυ το εκμεταλλευόταν. Κίνησε αγωγές για τριπλάσια ζημιά που υπέστη, αξιοποιώγτας το Νόμο Σέρμαν εναγτίον των εταιρειών εξόρυξης μετάλλων, όπως η
RTZ με βάση στη Μεγάλη Βρετανία, ζητώντας αποζημίωση δισεκατομμυρίων δο λαρίων, και η αμερικανική Attorney-General ξεκίνησε μία έρευνα σε επίπεδο ανώτατου δι καστηρίου. Αναφέρθηκε ότι άλλες κυβερνήσεις, όπως η κυβέρνηση του Καναδά και της Αυστραλίας, είχαν υποστηρίξει το καρτέλ και άρχισαν να παρεμποδίζουν τις αγωγές ΠOlJ υπέβαλαν οι Αμερικανοί. Η βρετανική κυβέρνηση, κυρίως εξαιτίας της υπόθεσης του
Westinghouse και της αμερικανικής αγωγής εναγτ{ov των βορειοατλαΥτικών συσκέψεων στα πλοία, αποφάσισε να αΥτικαταστήσει το νόμο του 1964 με το Νόμο για την Προστασία των Εμπορικών Συμφερόντων του 1980 [... ]. Οι βασικές διατάξεις του νόμου αφορούν όχι απλώς σε παραβίαση της δικαlΩδOσίας της
114
ΜΕΡΟΣ 2-ΔIΕθΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΚΡΑΤιΚΟ ΣΥΠΗΜΑ
Αγγλίαι; αλλά στην ενίσχυση της δυνατότητας για αντίποινα, από κοινού με τα άλλα κράτη,
αν είναι απαραίτητο, ενάντια σε έναν ισχυρισμό υπερόριας δικαιοδοσίας που θα απειλού σε τα συμφέροντα της Αγγλίας. Έτσι στα πρόσωπα (και σε εταιρείες) που έχουν επιχειρή σεις στην Αγγλία δ6θηκαν οδηγίες ή τους επιτράπηκε να αποζημιωθούν, αν οι αποφάσεις
των δικαστηρίων αφορούσαν σε πολλαπλές ζημιές, ακόμη κι αν οι ισχυρισμοί δικαιοδοσίας δεν παραβίαζαν καθόλου τη δικαιοδοσία της Αγγλίας, εφόσον ο υπουργός θεωρούσε ότι εμπλέκονταν τα βρετανικά εμπορικά συμφέροντα.
Αυτό εμπεριέχει δύο χωριστές πιθανότητες. Η μία είναι ότι η δικαιοδοσία ενός τρίτου κράτους καταπατείται όταν προκαλείται ζημLd στα βρετανικά εμπορικά συμφέροντα. Η άλ λη είναι ότι ο αρχικός ισχυρισμός της δικαιοδοσίας, μολονότι είναι «υπερόριος», δεν αφο ρά σε παραβίαση της δικαιοδοσίας, για την οποία θα μπορούσε να ειπωθεί ότι είναι απο κλ.εuπικά βρετανική. Με άλλα λόγια, παρέχει τη βάση για αντίποινα για να υποστηριχθούν
τα βρετανικά εμπορικά συμφέροντα εναντίον του ισχυρισμού ενός άλλου κράτους ότι έχει
δικαισδοσία να ρυθμίζει τις διεθνείς δραστηριότητες που μπορεί να θεωρηθούν ότι εμπί πτουν στη σιιγκλiνoυσα δικαιοδοσία και των δύο κρατών. Έτσι, τα σχόλια της αμερικανικής
κυβέρνησης ότι ο ίδιος ο βρετανικός νόμος έχει ένα στοιχείο «υπερορίας» (Κυβέρνηση των Ηνωμένων Εθνών,
1979) παραβλέπουν την ουσία. Ο βρετανικός νόμος του 1980 είναι ση
μαντικός γιατί εγκαταλείπει την προσπάθεια να καθοριστούν με αμοιβαίο τρόπο αποκλει στικές σφαίρες δικαιοδοσίας μεταξύ των κρατών σύμφωνα με το διεθνή νόμο. Αντίθετα, αναγνωρίζει ότι όπου το ένα κράτος ρυθμίζει μεροληπτικά μία δραστηριότητα για την
οποία δεν μπορεί να ειπωθεί ότι λαμβάνει χώρα αποκλειστικά στην επικράτεLd του, τα άλ λα κράτη πρέπει να ανταγωνιστούν ή να συγκρουστούν, αν επιθυμούν να επιβάλουν μΙα
προσπάθεια για διεθνή συντονισμό.
Συγκρούσεις για τις πολιτικές του εμπάργκο Την ίδια περίοδο πραγματοποιήθηκαν συγκρούσεις σε άλλες περιοχές ισχυρισμών για «υπερόρια» δικαιοδοσία των Η.Π.Α Αmές αφορούσαν κυρίως στην εφαρμογή των εργα σιακών ρυθμίσεων που επέβαλαν οι Η.Π.Α στις ξένες εταιρείες που κατέχουν ή ελέγχουν
Αμερικανοί πολίτες ή εταιρεΙες
-
δηλαδή, ουσιαστικά, σε ξένες θυγατρικές εταιρείες των
αμερικανικών πολυεθνικών. Ένας σημαντικός τομέας ήταν η πολιτική του εμπάργκο που επέβαλαν αρχικά οι Η.Π.Α εναντίον του σοβιετικσύ συνασπισμού και της Κίνας, έπειτα της Κούβας και στις μέρες μας οι οικονομικές κυρώσεις εναντίον του Ιράν.
Τα εμπάι;!γκο του Ψυχρού Πολέμου Οι προσπάθειες των Αμερικανών να διευθύνουν το δmικό οικονομικό πόλεμο εναντίον των κομουνιστικών κρατών ανάγονται στην περίοδο
1947-50 (Adler-Κarlsson, 1968). Αρχι
κά, δόθηκε έμφαση στην επίτευξη της οικονομικής απομόνωσης του σοβιετικού συνασπι σμού μέσω του συντονισμένου ελέγχου που άσκησαν οι Η.Π.Α και οι σύμμαχοί τους στις
115
ΜΕΡΟΣ 2-ΔIΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΚΡΑΤΙΚΟ ΣΥΠΗΜΑ
εξαγωγές. Ο Νόμος για τον Έλεγχο των Εξαγωγών του
;
'.
1949 αποτελεί εφαρμογή της αμε
ρικανικής πολιτικής να χρησιμοποιήσει το εμπόριο ως ένα πολιτικό όπλο, εξουσιοδοτώντας την κυβέρνηση να απαγορεύσει την εξαγωγή των προΤόντων ή των τεχνικών δεδομένων που μπορεί να συνεισφέρουν σημαντικά στ:ο στ:ρατιωτικό ή οικονομικό δυναμικό κάθε κρά
τους ή στο συνδυασμό των κρατών που απειλούν την ασφάλεια των Η.Π.Α
[...].
Χρησιμοποιώντας οι Η.Π.Α ένα συνδυασμό κινήτρων και απειλών γρήγορα πέτυχαν μια αρκετά αποτελεσματική οικονομική-απομόνωση του σοβιετικού συνασπισμού την πε
ρίοδο
1948-1953, που,
επίσης, είχε ως επίπτωση την ενίσχυση του στ:όχου του Στάλιν να
εδραιώσει τη σοβιετική κυριαρχία στην ανατολική Ευρώπη. Οι έλεγχοι που άσκησαν οι Η.Π.Α αυτή την περίοδο αφορούσαν στις εξαγωγές που έκαναν, παρ' όλο που ο Νόμος για τον Έλεγχο των Εξαγωγών κάλυπτε τη χρήση των πρω τότυπων αμερικανικών τεχνικών δεδομένων στο εξωτερικό. Η δύναμη της αμερικανικής βιομηχανίας και η μεγαλύτερη έλξη που άσκησε, εξαιτίας της αποστολής βοήθειας σε χώ ρες που ήταν αποδεκατισμένες λόγω του Β' Παγκοσμίου πολέμου, μπορούσε να χρησιμο ποιηθεί για τη διασφάλιση του διεθνούς συντονισμού. Ωστόσο, υπάρχουν μερικά στοιχεία που δείχνουν ότι η έκταση της ευρωπαΤκής συνεργασίας φαινόταν μεγαλύτερη απ' ό,τι ήταν στ:ην πραγματικότητα, εξαιτ(ας των προβλημάτων καθορισμού και εξαναγκασμού. Ο Adler-Κarlsson, στην ολοκληρωμένη μελέτη του γι' αυτή την περίοδο, καταλήγει στο συμπέ ρασμα ότι η βασική αιτία ήταν η απειλή που ένιωθαν οι ευρωπαϊκές χώρες ότι μ.1τορεί να μην εξασφαλίσουν τη βοήθεια χάρη στο Σχέδιο Μάρσαλ, γεγονός που διασφάλιζε τη συμ μόρφωσή τους.
Ανάμεσα στις κυριότερες καπιταλιστικές χώρες επιτεύχθηκε συντονισμός με τη μορφή ενός σκοτεινού αλλό φανερά ισχυρού μηχανισμού, του
C.G.-Co.Com. (Συντονιστική Επι 1950. Μολονότι οι Η.π.Α διατύπω σαν τις αρχικές προτάσεις γι' αυτόν το μηχανισμό στον OEEC, πίστευαν ότι αυτός θα γινό ταν ένας πολύ ανοικτός και δημόσιος φορέας, γι' αυτόν το σκοπό και ο C.G.-Co.Com. λει τροπή της Συμβουλευτικής Ομάδας), που ιδρύθηκε το
τούργησε κυρίως ως μία «επιτροπή» που δεν εξαρτιόταν από κανέναν επίσημο διεθνή ορ
γανισμό. Σχεδόν πλήρης μυστικότητα τον περιέβαλε θεωρήθηκε «απόρρητο» μέχρι το
-
ακόμα και το ακίνδυνο όνομά του
1953. Δεν βασιζεται σε κάποια γραπτή
συμφωνία ή συν
θήκη, αλλά σε μία απλή «συμφωνία κυρίων» ότι οι κατάλογοι με τα προ'ίόντα που =γο ρεύεται να διακινηθούν, προϊόν ομόφωνης συμφωνίας, θα επιβληθούν από όλα τα κράτη
με'λη. Τα μέλη ήταν οι χώρες του ΝΑΤΟ με εξαίρεση την Ισλανδία και πρόσθετο μέλος την Ιαπωνία. Το κύριο θέμα, πάντως, ήταν η διαφωνία για το ποια νοούνται ως «στρατηγικά»
υλικά. Μία έντονη τάση που υπήρχε στ:ους Αμερικανούς ήταν ότι κάθε αντικείμενο που βοηθούσε στην ανοικοδόμηση της σοβιετικής βιομηχανίας ενίσχυε την πολεμική προετοι μασία της. Συνεπώς, μία πρώτη διαφωνΙα με τους EυρωπαCoυς ήταν για τις εξαγωγές του
χάλυβα που διενεργούσε η Αγγλία. Οι φανατικοί αντικομουνιστές στ:ο Κογκρέσο ήταν κα τηγορηματικοί: «Δεν πρέπει να εξάγουμε στον εχθρό ούτε ένα κουμπΙ πουκαμίσου». Αυτό έκανε τον Κρούτσεφ να απαντήσει ειρωνικά ότι τα κουμίΤιό. είναι προφανώς το πιο στ:ρατη γικό αγαθό, αφού χωρίς αυτά ο στρατιώτης θα αναγκαστ:εί να πολεμήσει με ένα χέρΙ., γιατί
116
Ι
ΜΕΡΟΣ 2-ΔIΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΚΡΑΤΙΚΟ ΣΥΠΗΜΑ
με το άλλο θα κρατά το παντελόνι του (Adler-Κarlsson,
1%8, κεφ. 3). Μετά το 1953 οι κατά
λογοι με τα απαγορευμένα πρσ'ίό\'τα φανερά συρρικνώνονταν, καθώς άρχισε να κυριαρχεί η αντίληψη των Ευρωπαίων ότι έπρεπε να περιλαμβάνουν σημαντικά στρατιωτικά αντικεί
μενα. Το
1958 σημειώθηκε μία ακόμα μεγαλύτερη χαλάρωση. Από τότε δημιουργήθηκε ένα
σημαντικό χάσμα ανάμεσα στη συνολική α.ταγόρευση των Η.ΠΑ. και το διεθνές συμφωνη μένο εμπάργκο, που αφορούσε στη συνεχή επανερμηνεία της διφορούμενης έννοιας των «στρατηγικών» αντικειμένων.
Σε αυτό ακριβώς το σημείο η πιθανότητα ούγκρουσης σε θέματα αρμοδιοτήτων έγινε πραγματική. Στο τέλος της δεκαετίας του
1950 οι άμεσες επενδύσεις των αμερικανικών ορ
γανισμών στο εξωτερικό άρχισαν να εδραιώνονται σημαντικά, ειδικά στην Ευρώπη. Σε κά
θε περίπτωση που προέκυπτε μία διαφωνία ανάμεσα στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και την κυβέρνηση των Η.ΠΑ σχετικά με τη «στρατηγική φύση» κάποιου αγαθού το οποίο έπρεπε να απαγορευτεί, ανέκυπτε ένα δίλημμα για τις Η.Π.Α. και για τις πολυεθνικές της για το εάν ένας αμερικανικός οργανισμός που απαγόρευε την πώληση ενός αγαθού σε μία κομου νιστική χώρα μπορούσε να το κάνει μέσω μιας θυγατρικής του που είχε την έδρα της στο
εξωτερικό. Αυτό εμποδίατηκε και με τη διεύρυνση της διαδικασίας ελέγχου των εξαγωγών για να καλυφθούν οι επανεξαγωγές και με τους οικονομικούς κανονισμούς που περιλαμβά νονται στο Νόμο για το Εμπόριο με τον Εχθρό (παρ.
5b). Αυτή ήταν
πολέμου νομοθετική ρύθμιση, που ψηφίστηκε για πρώτη φορά το
μία τυπική για περίοδο
1917, παρέχοντας στον
Πρόεδρο διευρυμένη εξουσία σε καιρό πολέμου ή σε περίσταση έκτακτης ανάγκης να ρυθ μίσει τη διεξαγωγή του εμπορίου ή να δημεύσει περιουσίες. Αυτός ο νόμος αναθεωρήθηκε και ενεργοποιήθηκε την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, όταν ο Πρόεδρος Τρούμαν κήρυξε τη χώρα σε «κατάσταση έκτακτης ανάγκης» στις
16 Δεκεμβρίου του 1950, μετά την έκρηξη του
πολέμου στην Κορέα' αυτή η κατάσταση θεωρήθηκε ότι ίσχυε και τα επόμενα τριάντα χρό νια. Τελικά, η αμηχανία από αυτή τη μόνιμα δηλωμένη κατάσταση έκτακτης ανάγκης, σε συνδυασμό με την ανάγκη να οργανώσουν οι Αμερικανοί αντίποινα σε οικονομικό επίπεδο
μετά το μποϊκοτάζ στα πετρέλαια της Μέσης Ανατολής την περίοδο
1973-4, οδήγησε στην
Ψήφιση ενός πιο περιοριστικού νόμου, που αντικατέστησε το Νόμο για το Εμπόριο με τον
Εχθρό, του Νόμου για τις Διεθνείς Οικονομικές Δυνάμεις σε κατάσταση Έκτακτης Ανά
γκης, που ψηφίατηκε το
1977. Στο μεταξύ, εφορμόστηκαν έλεγχοι στα ξένα κεφάλαια σύμ φωνα με τον προηγούμενο Νόμο στις δεκαετίες 1950 και 1960, πρώτον εναντίον της ανατο λικής Ευρώπης και της Σοβιετικής Ένωσης, έπειτα κατά της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κί νας και αργότερα κατά του βόρειου Βιετνάμ και της Κούβας. Αυτοί οι κανονισμοί εφαρμό στηκαν όχι μόνο στους μόνιμους κατοίκους ή σε εταιρείες που είχαν την έδρα τους στις Η.Π.Α. αλλά, επίσης, σε κάθε επιχείρηση, οπουδήποτε και αν ήταν οργανωμένη ή είχε τη βάση της, την οποία «κατέχουν ή ελέγχουν» οι Αμερικανοί που βρίσκονται στο εξωτερικό ή οι αμερικανικές εταιρείες. Υπό τη διευρυμένη έννοια του «ελέγχου» που υιοθετήθηκε, ακόμη και ο κάτοχος λίγων μετοχών μιας ξένης εταιρείας μπορούσε να θεωρηθεί ότι ασκεί
«έλεγχο» σε αυτήν. Έτσι, μία αμερικανική εταιρεία που έχει μία ξένη θυγατρική, ακόμα και αν την κατέχουν από κοινού ξένοι επενδυτές ή εταιρείες, ενημερώνεται για μια συναλ-
117
ΜΕΡΟΣ 2-ΔIΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΚΡΑΤΙΚΟ ΣγΣΤΗΜΑ
λαγή που διέπραξε η θυγατρική και που α:ιτοτελεί ποινικό αδΙκημα σύμφωνα με την αμερι κανική νομοθεσία. Το Υπουργείο Οικονομικών παραδέχτηκε ανοιχτ;ά ότι η επιβολή αυτών των κανονισμών αναπόφευκτα προκάλεσε προβλήματα στις σχέσεις των Η.Π.Α με τους συμμάχους της. Δημιουργήθηκαν, επίσης, νομικά προβλήματα σε θέματα δικαιοδοσιών
(Berman and Garson, 1967). Μία αξιοσημείωτη περίπ:tωση είναι αυτή που ανέκυψε σtη ΓΑΛΛCΑ το 1964. Η Fruehauf-
France, μία θυγατρική κατά τα 2/3 των μετοχών του αμερικανικού οργανισμού Fruehauf, έκανε συμφωνία με τη γαλλική εταιρεία Berlίet να προμηθεύει καρότσες για φορτηγά που
θα α:ιτοστέλλονταν σtην Κίνα. Φαίνεται ότι αρχικά αυτός ο προορισμός δεν ήταν γνωστός στις Η.Π.Α, αλλά όταν μαθεύτηκε, ο οργανισμός Fruehauf διατάχθηκε να μην επιτρέψει την αποστολή τους. Δεν είναι σαφές εάν η αμερικανική πολυεθνική προσπάθησε έμμεσα να αποφύγει αυτή τη διαταγή ή εάν υπήρχε μία πραγματική διαφωνία στο θέμα της διαχείρι σης ανάμεσα στον αμερικανικό οργανισμό και τη γαλλική θυγατρική της, αλλά, όποιος και αν ήταν ο λόγος, οι Γάλλοι μειοψηφούντες διευθυντές ζήτησαν από τα γαλλικά δικαστήρια να τους υποστηρίξουν. Στη δίκη που διεξήχθη, το παριοινό Εφετείο αποφάνθηκε ότι τα συμφέρσντα και η προσωπικότητα της γαλλικής εταιρείας πρέπει να διασφαλιστούν ακόμη και ενάντια στους πλειοψηφούντες ιδιοκτήτες της και διόριοε έναν ελεγκτή για τρεις μήνες στην εταιρεία με σκοπό την επιθεώρηση της εκτε'λεσης της συμφωνίας. Ένας παράγοντας τον οποίο α:ιτοκάλυψε η υπόθεση
Fruehauf και οι ανάλογες περtπtώ
σεις ήταν ότι οι θυγατρικές εταιρείες των αμερικανικών πολυεθνικών στο εξωτερικό είναι σε μειονεκτική θέση σε σχέση με τις άλλες εταιρείες που λειτουργούν σtην ίδια χώρα, εξαιτίας του χάσματος ανάμεσα στην πολιτική του εμπάργκο των Η.Π.Α. και των άλλων χωρών. Αυτή η κατάσταση οξύνθηκε στα τέλη των δεκαετιών του
1960 και του 1970 με την
αυξημένη ανταγωνιστικότητα στις διεθνείς αγορές και τη μεγαλύτερη πίεση, ειδικά σtη δυ
τική Ευρώπη, εξαιτίας της εξομάλυνσης των διπλωματικών σχέσεων με τη Σοβιετική Ένω ση και τη μεγαλύτερη χαλάρωση των οικονομικών α:ιταγορεύσεων. Η αμερικανική νομοθε
σία για τον έλεγχο των εξαγωγών τροποποιήθηκε αρκετές φορές, γω νζΙ διευκολυνθούν οι διαδικασίες και να μπορούν να προσαρμόζουν τους ελέγχους στις μεταβλητές τάσεις της
πολιτικής εξομάλυνσης των διπλωματικών σχέσεων
(detente). Αυτή η κατάσταση κορυφώ 1979, με την τροποποί
θηκε με την ψήφιση του Νόμου για την Επίβλεψη των Εξαγωγών το ηση και την επαναψήφιση του Νόμου του του
1949. Το κρΙσιμο σημείο, όμως, ήταν ότι ο Νόμος 1979 δεν αφορούσε πια κυρίως σtην εξαγωγή των προ'ίόντων και της τεχνολογΙας απ6
τις Η.Π.Α, αλλά κάλυπτε εμφανέστατα την «εξαγωγή οποιουδήποτε προ'ίόντος ή τεχνολο γίας που υπόκειτο στη δικαιοδοσία των Η.Π.Α. ή εξαγόταν από οποιοδήποτε άτομο που υπόκειτο σε αυτήν» (παρ.
4a, 1). Αυτή η διάταξη παρείχε τη δυνατότητα να εφαρμοστεί
έλεγχος στις εξαγωγές των θυγατρικών των αμερικανικών πολυεθνικών που έχουν την έδρα τους στο εξωτερικό, με το επιχείρημα της «εθνικής ασφάλειας» και της «εξωτερικής πολιτικής» ακόμη και σε μέρη που δεν ε(χαν κηρυχθεί σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, όπως απαιτεί ο Νόμος για τις Διεθνείς Οικονομικές Δυνάμεις σε κατάσταση Έκτακτης
Ανάγκης. Ήταν σαφές πως, ό,τι κι αν συνέβαινε με την πολιτική εξομάλυνσης των διπλω-
118
ΜΕΡΟΣ 2-ΔIΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΚΡΑΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
ματικών σχέσεων, οι Η.Π.Α. δεν είχαν καθόλου αποποιηθεί το οικονομικό όπλο του εμπάργκο ούτε τη δυνατότητα εφαρμογής του, που ήταν ανάλογη με την αμερικανική οικο νομική δύναμη. ΠράγματΙ, είναι σαφές 6τι, ειδικά μετά το μποϊκοτάζ με τα αραβικά πετρέ λαια την περίοδο
1973-4, οι Αμερικανοί πολιτικοί προσπαθούσαν να βρουν τρόπους που
θα τους προστάτευαν από τέτοιες οικονομικές aπειλές εναντίον της χώρας τους και θα
μπορούσαν να ενεργοποιήσουν την αμερικανική οικονομική δύναμη σε μία κατάλληλη ή απαραίτητη περίσταση.
Το πάγωμα των καταθiσεων στο Ιράν και το ευρωδολάριο Φαίνεται ότι αυτή τη φορά η υπόθεση αφορούσε στην κρίση στο Ιράν την περίοδο
1980. Όσο κι αν είχαν
1979-
επιδεινωθεί οι πολιτικές σχέσεις ανάμεσα στις Η.Π.Α και το Ιράν,
φαίνεται ότι ένα βασικό κίνητρο που συνέβαλε στο σκοπό και στο είδος των κυρώσεων που εφαρμόστηκαν ήταν η δοκιμασία της αποτελεσματικ6τητας του ελέγχου που ασκεί η Αμερι
κή στα διεθνή οικονομικά όπλα. Η δικαιολογία που πρόβαλαν οι Η.ΙΙ.Α. ήταν 6τι ο οικονο μικός πόλεμος σώζει ζωές. Το κύριο πρόβλημα με τις οικονομικές κυρώσεις ήταν 6τι επι βλιjθηκαν σε καταθέσεις που ήταν σε ευρωδολάρια που έκανε το Ιράν εκτός των Η.Π.Α Αφού τα δάνεια που χορηγήθηκαν στο Ιράν ξεπερνούσαν κατά πολύ τις καταθέσεις του, μόνο στην Αμερική επιβαλλόταν ότι οι κυρώσεις έπρεπε να εφαρμοστούν σε όλες τις ξένες επενδύσεις του Ιράν στο διεθνές τραπεζικό σύστημα. Δεν φαίνεται ότι έγινε κάποια προ σπάθεια να συντονιστεί μία τέτοια πολιτική με τους δυτικούς συμμάχους και φαίνεται απί θανο 6τι ένας τέτοιος συντονισμός θα μπορούσε να είναι εφικτός. Αντίθετα, το «πάγωμα»
που επέβαλαν οι Η.Π.Α εφαρμόστηκε μεροληπτικά στις καταθέσεις των δολαρίων που βρίσκονταν στις αμερικανικές τράπεζες του εξωτερικού όπως και των Η.Π.Α Ακόμη, οι τράπεζες της Αμερικής επιδίωξαν να πιέσουν τις άλλες διεθνε(ς τράπεζες να συμπορευτούν με αυτή την πολιτική, δημιουργώντας ένα είδος «αποτελέσματος ντόμινο». Οι κανονισμοί των Η.Π.Α τροποποιήθηκαν, έτσι ώστε οι αμερικανικές τράπεζες στο εξωτερικό υποχρεώ θηκαν όχι μόνο να παγώσουν τις καταθέσεις του Ιράν, αλλά, επίσης, τους δόθηκε η άδεια να «αποζημιωθούν» για τα λεφτά που έχασαν εξαιτίας των <<παγωμένων» καταθέσεων. Η αποζημίωση απαγορεύτηκε στο πλαίσιο των Η.Π.Α, επειδή ένας αριθμός μικρ6τερων αμε ρικανικών τραπεζών είχαν υπογράψει συμφωνίες για χορήγηση δανείων στο Ιράν, χωρ(ς να έχουν καθόλου ιρανικές καταθέσεις. Μόλις το «πάγωμα» επιβλήθηκε από τις αμερικα νικές τράπεζες, οι ιρανικές αρχές βρέθηκαν με λιγοστά χρηματικά αποθέματα για να aπο πληρώσουν τα εκτεταμένα δάνεια που συνήψαν τον καιρό του σάχη' προσέφυγαν βέβαια στα ευρωπαϊκά δικαστήρια, ιδιαίτερα στο Λονδίνο και στο Παρίσι, για να πετύχουν εκεί
την αποδέσμευση των κεφαλαίων τους. Στο μεταξύ, η άρνηση των αμερικανικών τραπεζών να δεχτούν εντολές που αφορούσαν σε αυτές τις καταθέσεις σήμαινε 6τι το Ιράν ήταν εκτε
θειμένο σε πιθανή αθέτηση των δανείων σε ευρωδολάρια' πράγματι σι αμερικανικές τρά πεζες, που είχαν πείσει τα κονσόρτσιουμ για τη σύναψη αυτών των δανείων, πήραν τα κα τάλληλα μέτρα για να ενεργοποιήσουν τις διατάξεις αθέτησης των συμφωνιών. Αυτή η δρά-
119
ΜΕΡΟΣ 2-ΔIΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΚΡΑΤΙΚΟ ΣΥΠΗΜΑ
ση πίεσε τις ευρωπα'ίκές διεθνείς τράπεζες που εμπλέκονταν στη χορήγηση δανείων να χρησιμοποιήσουν, επίσης, τα νόμιμα δικαιώματα της αποζη μίωσής τους για τις ιρανικές κα
ταθέσεις, αφού μόλις αποφασιστεί ότι κάποιος αθέτησε τη συμφωνία, όλες οι τράπεζες που
συμμετέχουν έχουν την υποχρέωση να κάνουν ό,τι μπορούν, ώστε να αποζημιωθούν για το δάνειο που χορήγησαν. Αυτές οι μεροληπτικές κινήσεις νομικής και τραπεζικής φύσης συνοδεύτηκαν, βέβαια, από μία μεγαλύτερη ιδεολογική εκστρατεία αλλά και από διπλωματικές πρωτοβουλίες για
τη συσπείρωση των συμμάχων της Αμερικής. Αυτοί, παρά τους φανερούς δισταγμούς τους, κατέληξαν τουλάχιστον σε μία σιωπηλή ενδοτικότητα. Οι πραγματικές κυρώσεις που επι βλήθηκαν από τα ευρωπα'ίκά κράτη ήταν ελάχιστες, αφού δεν επηρέασαν την εφαρμογή
των συμβολαίων που προηγήθηκαν της σύλληψης των ομήρων (και στη Βρετανία με μία απόφαση του κοινοβουλίου εξαιρέθηκαν οι συμφωνίες που ολοκληρώθηκαν πριν από την ίδια τη νομοθεσία). Αλλά το πιο σημαντικό ήταν ότι δεν υπήρξαν αντίποινα, γιατί όλα αυτά ισοδυναμούσαν με τον ισχυρισμό της Αμερικής για δικαιοδοσία σε ολόκληρο το διεθνές οι κονομικό σύστημα. Ο
Carswell (1982) αξιολογώντας αναδρομικά,
παραδέχεται ότι ήταν η
μοναδική και βραχυπρόθεσμη φύση αυτής της περίστασης έκτακτης ανάγκης που βοήθησε ώστε το «πάγωμα» στις καταθέσεις που επέβαλαν οι Η.Π.Α να είναι αποτελεσματικό
[...].
Ο σοβιετικός αγωγός φυσικού αερίου Το γεγονός ότι οι ευρωπα'ίκές κυβερνήσεις συναίνεσαν στον τρόπο με τον οποίο το
εμπάργκο στο Ιράν επηρέασε τις οικονομικές συναλλαγές με την Ευρώπη δεν υποδηλώνει κάποια γενική αποδοχή της εφαρμογής των κανονισμών του εμπάργκο που επέβαλαν οι Η.Π.Α στη διεθνή οικονομία. Αυτό φαίνεται στη σύγκρουση που εκδηλώθηκε το
1982 για
το εμπάργκο στο θέμα της κατασκευής του αγωγού φυσικού αερίου. Στα τέλη Δεκεμβρίου
του
1981 η κυβέρνηση Ρίγκαν αποφάσισε να <<σκληρύνει» την πολιτική του
εμπάργκο που
εφαρμόστηκε εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης ως μέσο άσκησης πίεσης των Η.Π.Α σε αυ
τήν για τα γεγονότα στην Πολωνία, που εξυπηρετούσε την προπαγάνδα τόσο στο εσωτερι κό όσο και στο εξωτερικό. Το εμπάργκο σιταριού που άσκησε ο Κάρτερ κατά του Αφγανι στάν ήταν λάθος, που είχε επίπτωση και στις επιδοτήσεις των Αμερικανών αγροτών και στην πολιτική υποστήριξης εκ μέρους τους
[... ].
Την ίδια στιγμή, εκδηλώθηκε αντίδραση από σημαντικά στελέχη της νέας κυβέρνησης για την ανάμειξη της δυτικής Ευρώπης στο μεγαλύτερο σχέδιο της Σοβιετικής Ένωσης να τροφοδοτήσει με τα κοιτάσματα φυσικού αερίου στο
Urengoi μέσω αγωγού το ηλεκτρικό
δίκτυο των δυτικοευρωπα'ίκών χωρών, για να πουλά φυσικό αέριο, κάνοντας έτσι σημαντι κές εξαγωγές στο εξωτερικό. Αφού αυτή η τεχνολογία δεν είχε στρατιωτικές εφαρμογές, θα ισοδυναμούσε με οικονομικό πόλεμο, και οι σύμμαχοι της Αμερικής, που δεν ήταν καθό λου έτοιμοι να συνεργαστούν, για να διασφαλίσουν ότι οι ανταγωνιστές προμηθευτές δεν υπέγραψαν συμβόλαια με τις Η.Π.Α, είχαν ήδη απορρίψει κάθε ανάμειξη στο θέμα της κα τασκευής του αγωγού. Ωστόσο, ο Πρόεδρος της Αμερικής έκανε ρύθμιση τον Δεκέμβριο
120
ΜΕΡΟΣ 2-ΔIΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΚΡΑΤΙΚΟ ΣγΠΗΜΑ
του
1981, σύμφωνα με την οποία έπρεπε να γίνουν έλεγχοι σης εξαγωγές της τεχνολογίας
για τη διοχέτευση και τη διύλιση πετρελαίου και φυσικού αερίου (η τεχνολογία έρευνας και παραγωγής είχε ήδη απαγορευτεί για μερικά χρόνια) στη Σοβιετική Ένωση, Οι κύριοι ανάδοχοι των σταθμών συμπίεσης για την κατασκευή του αγωγού ήταν ευρω παϊκές εταιρείες (ένα κονσόρτσιουμ που απστελούνταν από τη
Mannesmann-Creusot Loire Pignone της Ιταλιας)' οι προμηθευτές τωντουρμπινών συμπίεσης ήταν οι εταιρείες AEG- Κanis, J ohn Brown και Ν uovo Pignone, Ωστόσο, οι τουρμπίνες σχεδιάστη καν από την GeneraI Electήc, την αμερικανική εταιρεία, και κατασκευάστηκαν στην Ευρώ και τη Nuoνo
πη κατόπιν έγκρισης. Επίσης, συμφωνήθηκε να κατασκευαστούν μερικά εξαρτήματα των τοορμπινών από αμερικανικές εταιρείες: την GeneraI Electήc, που σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας θα παρείχε τους ρότορες και τα κινητά μέρη, και την
Dresser, της οποίας η
γαλλική θυγατρική που είχε συνάψει τη συμφωνία θα κατασκεύαζε τους συμπιεστές. Ακό μη, υπήρξε ένα μικρότερο δίκτυο προμηθευτών, μερικοί απότοος οποίους ήταν θυγατρικές στην Ευρώπη αμερικανικών εταιρειών ή εξουσιοδοτημένοι της Αμερικής
-
η πρωτότυπη
τεχνολογία κατοχυρώθηκε με απσκλει.cmκό δικαίωμα εκμετάλλευσης στην Ευρώπη, Η εφαρμογή της ρύθμισης του Δεκεμβρίου για τα συμβόλαια κατασκευής του αγωγού δεν ήταν ξεκάθαρη. Η
GeneraI ΕΙectήc ανακοίνωσε αμέσως ότι το εμπάργκο την
εμπόδιζε
να παραδώσει τα κομμάτια που συμφώνησε. Από μία άποψη, οι ευρωπα'ίκές εταιρείες ήταν
απρόθυμες να προκαλέσουν τη δυσαρέσκεια της Αμερικής και να ριψoκινδυvεύσoυν να χάσουν άλλες συμφωνίες που θα βασίζονταν στην παραχωρούμενη με άδεια εκμετάλλευση της τεχνολογίας: όμως, οι εταιρείες AEG και John Brown αντιμετώπιζαν σοβαρά οικονομι κά προβλήματα και η συμφωνημένη δουλειά ήταν σημαντική γι' αυτούς, στο άμεσο μέλλον, Η Σοβιετική Ένωση ανταπάντησε θαρραλέα ότι θα έβρισκε άλλους προμηθευτές ή θα αξιοποισύσε τις δικές της δυνατότητες για να κατασκευάσει τον αγωγό. Οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στους Αμερικανούς και τους Ευρωπαίους συμμάχους
τους πραγματοποιήθηκαν στις αρχές του
1982. Οι ευρωπα'ίκές κυβερνήσεις εξέφρασαν την
αντίθεσή τους στη χρησιμοποίηση του πολωνικού ζητήματος προς αναθέρμανση της αντίθε σης της Αμερικής στο σχέδιο κατασκευής του αγωγού και δήλωσαν ότι, ενώ ήταν διατεθει
μένες να λάβουν μέτρα, όπως μείωση των πιστώσεων στην Πολωνία και στη Σοβιετική Ένωση, για να εκφράσουν τη δυσαρέσκειά τους, δεν ήταν προετοιμασμένες να «διεξαγά γουν οικονομικό πόλεμο», ειδικά με την ακύρωση των συμβολαίων για την κατασκευή του αγωγού, Με επιπλέον πιέσεις από το μέρος της Ιαπωνίας και από τις αμερικανικές εταιρεί·
ες που είχαν συνάψει συμβόλαια, όπως η
GeneraI Electric και η CaterpiIIar, φαινόταν ότι
αυτοί που εναντιώνονταν στο σχέδιο του αγωγού θα εξαναγ".άζονταν να υποχωρήσουν, Αντίθετα, το Εθνικό Συμβούλιο Ασφάλειας που συνεδρίασε τον Ιούνιο του
1982 εξουσιο·
δότησε τον Πρόεδρο να προχωρήσει στις θέσεις του. Οι νέες ρυθμ(σεις, που άρχιζαν να εφαρμόζονται από τις 22 Ιουνίου, διευκρίνιζαν ότι το εμπάργκο εφαρμόστηκε στα αγαθά που παράγονταν στο εξωτερικό από εταιρείες ή οργα
νισμούς «που κατέχονταν ή ελέγχονταν» απ6 Αμερικανούς πολίτες, κατοίκους ή οργανι σμούς. Αλλά προχώρησαν και άΛΛC. Το εμπάργκο εφαρμ6στηκε σε μη αμερικανικές εται·
121
ΜΕΡΟΣ 2-ΔIΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΚΡΑΤΙΚΟ ΣγΠΗΜΑ
ρείες που είχαν την έδρα τους εκεός των Η,Π.Α. σε αγαθά που παράγονταν με τεχνολογία
εταιρειών του εξωτερικού, αλλά των οποίων
<<11 αρχική ιδέα» ήταν αμερικανική. Ένα ιδιαί
τερα εντυπωσιακό στοιχείο αυτών των διατάξεων ήταν ο τρόπος με τον οποίο οι ιδιωτικές συμφωνίες που έγιναν στο εξωτερικό χρησιμοποιήθηκαν ως βάση για την επιβολή των αμε
ρικανικών ρυθμίσεων. Αυτό θυμίζει τις επονομαζόμενες <
κοτάζ του Ισραήλ, όπου οι κύριοι ανάδοχοι των σχεδίων στις αραβικές χώρες έπρεπε να πι στοποιήσουν ότι οι υπεργολάβοι δεν ήταν άτομα που συγκαταλέγονταν στη μαύρη λίστα.
Είναι οξύμωρο, γιατί αυτό προκάλεσε την αντίδραση των Η.Π.Α. ως μία παραβίαση της διr καιοδοσίας τους και είναι ο στόχος για τη δράση τους κατά των μποϊκοτάζ. Η ξεκάθαρη εφαρμογή του εμπάργκο στις ευρωπαϊκές εταιρείες και στις αμερικανικές θυγατρικές με έδρα την Ευρώπη οδήγησε γρήγορα σε ανοιχτή αντιπαράθεση τις Η.Π.Α. και τους Ευρωπαίους συμμάχους τους. Η Βόννη, το Λονδίνο και το Παρίσι γρήγορα επιτέ
θηκαν σε αυτή τη μεροληπι;ική εφαρμογή του εμπάργκο στις ευρωπαϊκές εταιρείες και άρ χισαν να ασκούν διπλωματικές πιέσεις σε συνδυασμό με αντι-ελέγχους στις εταιρείες που ενδιαφέρονταν να πετύχουν ακύρωση των μέτρων. Οι κυβερνήσεις της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Γερμανίας έκαναν δηλώσεις τον Ιούλιο και τον Αύγουστο αντιδρώντας στην πολιτι
κή του εμπάργκο και δίνοντας οδηγίες στις εταιρείες τους να υπογράψουν τα συμβόλαια με τη Σοβιετική Ένωση. Εμφανίστηκαν γενικά ότι δεν χρησιμοποίησαν τη νομική τους υπο
στήριξη, αλλά ότι κυρίως έγραψαν στις εταιρείες μεταφέροντάς τους τις προσδοκίες της κυ
βέρνησης. Η υπόθεση της εταιρείας
Dresser France δημιούργησε, ωστόσο, κάποια δυσκο
λία. Ένας γηραιός αντιπρόεδρος της εταιρείας που είχε έδρα το Ντάλας αποκάλυψε ότι εί χε δώσει εντολή στη γαλλική θυγατρική του τον Ιούνιο να μην κλείσει τις συμφωνίες για την κατασκευή του αγωγού φυσικού αερίου, ούμφωνα με τη ρύθμιση της αμερικανικής κυβέρ
νησης αλλά η γαλλική θυγατρική δέχτηκε αντίθετες οδηγίες από τη γαλλική κυβέρνηση,
καθCΔς υπήρξε στόχος των διαδηΛCΔΣεων που οργάνωσαν οι Γάλλοι συνδικαλιστές οι οποίοι απαιτούσαν τη συνέχιση των εργασιών. Μία αίτηση που υπέβαλε η
Dresser στο αμερικανι
κό δικαστήριο για προσωρινή ακύρωση των αμερικανικcl)ν ρυθμίσεων απέτυχε' στη συνέ
χεια, η γαλλική κυβέρνηση επικαλέστηκε τη νομοθεσία του
1959 για τις περι.π:tάισεις έκτα
κτης ανάγκης, ώστε να λειτουργήσει η εταιρεία ούμφωνα με το εθνικό συμφέρον και να
υπογράψει τις συμφωνίες. Οι αμερικανικές αρχές αμέσως αντεκδικήθηκαν δηλώνσνταςτην «άρση των εξαγωγικών προνομΙων της Αμερικής» ενάντια στην εταιρεΙα Dresser France, που είναι η συνηθισμένη διοικητική κύρωση σε τέτοιου είδους παραβιάσεις στους ελέγχους των εξαγωγών. Σε αυτή την περίπτωση οι εταιρεΙες βρέθηκαν πραγματικά σε δίλημμα. Μολονότι η στά ση ανυπακοής στο αμερικανικό εμπάργκο θα ενίσχυε σίγουρα τη συνέχιση της πολυπόθη
της εργασίας στα συγκρστήματά τους και θα απέφευγαν τις κυρώσεις από την αθέτηση των συμφωνιών, τόσο οι αμερικανικές θυγατρικές όσο και αυτοί που ήταν εξουσιοδστημένοι να εκμεταλλεύονται την αμερικανική τεχνολογία ήταν εξαρτημένοι από την Αμερική για ένα
μεγάλο μέρος των εργασιών τους. Οι αμερικανικές κυρώσεις θα οδηγούσαν σε άμεσες απώλειες κερδών. Ωστόσο, η ΟΕ και άλλες αμερικανικές εταιρείες ωφελούνταν, επίσης,
122
ΜΕΡΟΣ 2-ΔIΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΚΡΑΤιΚΟ ΣγΣΤΗΜΑ
από αυτοός τους δεσμους με τ~ ευρωπαϊκές εταιρεΙες και θα ζημιώνονταν αν οι Ευρωπαίοι άρχιζαν να χρησιμοποισυν ανταγωνιστική τεχνoλoγCα, καθώς βασ(ζονταν, ως ένα βαθμ6, στα συμβόλαια με τις ευρωπαϊκές εταιρεΙες. Πράγματι, η αντιπαράθεση για το ποιος θα υπέφερε περισσότερο θα συνεπαγόταν μεγάλο οικονομικό πόλεμο. Ήδη η εξωτερική πολι τική των Η.Π.Α είχε υποστεί μεγάλες ζημιές, καθώς η επίδειξη δύναμής τους ενάντια στη Σοβιετική Ένωση κατέληξε σε έντονη αντιπαράθεση με τους συμμάχους τους. Μολονότι κάθε ευρωπαϊκή κυβέρνηση εφάρμοσε αντίποινα., προέκυψαν φανερά οφε'λη από το συντονισμό τους, αφσυ οι Η.Π.Α. δεν ήταν διατεθειμένες να ριψοκινδυνεύσουν να επιβάλουν το εμπάργκο με οικονομικές κυρώσεις απέναντι σε μία ενωμένη ευρωπαϊκή
αντίδραση. Οι κυβερνήσεις αμέσως συνεργάστηκαν σε διπλωματικό επίπεδο' αλλά το κοι νό ευρωπαϊκό ενδιαφέρον και η επίδραση στο ευρωπαϊκό εμπόριο παρείχαν τη βάση για να παρέμβει η Επιτροπή των Eυρωπciίκών .κοινοτήτων.
Η Επιτροπή υποχρεώθηκε να εξετάσει τα επιχειρήματα που αφορούσαν στη δικαιοδο σία πολύ προσεκτικά, επειδή οι απόψε~ που υποστήριζαν σθεναρά μερικά κράτη-μέλη για το θέμα της υπερορίας μπορσυσαν να ερμηνευτούν ως αντίθετες με τις απόψεις της ίδιας της Επιτροπής, ιδιαίτερα με εκεΙνες της Διεύθυνσης του ΑνταΥωνισμσυ που δέχεται το δόγ μα των «αποτελεσμότων». Δεν μπορεί να ειπωθεί ότι οι ευρωπιiίκές εξαγωγές για την κατα σκευή του αγωγού της Σοβιετικής Ένωσης είχαν άμεσα και ουσιαστικά αποτελέσματα στις Η.Π.Α· έτσι ακόμη και με τσ δόγμα των αποτελεομάτων τα μέτρα είχαν αμφίβολο κύρος. Αυτό φαίνεται και από το γεγονός ότι υιοθετήθηκαν από τ~ διατάξεις για την «εξωτερική πολιτική» και όχι από τις διατάξε~ για την «εθνική ασφάλεια» του Νόμου του
1979. Πράγ
ματι, μολονότι το νομικό επιχείρημα δεν πρόβαλε αυτό το πολιτικό ζήτημα, το θέμα του αγωγσυ φυσικσυ αερίου επιλέχτηκε για το εμπάργκο ακριβώς επειδή η απαγόρευσή του θα προκαλούσε μικρή ζημιά στις Η.Π.Α Η αντικατάσταση της πολιτικής του εμπάργκο για τα σιτηρά που επέβαλε ο Κάρτερ με τα μέτρα του Ρίγκαν ενάντια στην κατασκευή του αγωγσυ
ήταν αποτέλεσμα της άνεσης που διέκρινε την κυρίαρχη τάξη στην Αμερική να δίνει τις μά χες της εκμεταλλευόμενη την κυριαρχία της στην παγκόσμια οικονομία κατά τρόπο που
προκαλούσε τις λιγότερες οικονομικές και πολιτικές δυσκολίες στο ίδιο το κράτος και στις
εταιρεΙεςτης και τ~ μεγαλύτερες στους συμμάχους της και τους ανταγωνιστές της. Η τελική υποχώρηση λΙγο πριν από το ξέσπασμα ενός τρομερού οικονομικού πολέμου έγινε με όρους εξΙσου ασαφείς όσο και οι συνθήκες που λ(γο έλειψαν να τον προξενήσσυν πρόωρα. Σε όλη τη διάρκεια της κρίσης, οι αμερικανικές πηγές υποστήριζαν ότι τα μερολη πτικά μέτρα ήταν αποτέλεσμα της αποτυχίας των συμμάχων τους να συμφωνήσουν σε μία πιο αποτελεσματική οτάση εναντίον του σοβιετικσυ συνασπισμού, ειδικά με αυστηρότερους περιορισμούς στις πιστώσεις και με την ενίσχυση του
Co.Com. Η ανακοίνωση του Προέ
δρου Ρ(γκαν το Νοέμβριο για το τέλος των κυρώσεων ως προς τον αγωγό μαρτυρούσε ότι, μετά την επCτευξη συμφωνίας με τους συμμάχους της Αμερικής, οι πολύπλευροι έλεγχοι oτ~
εξαγωγές της τεχνολογίας και στις διευκολύνσεις στις πιστώσεις θα ενταθούν και δεν θα υπογραφεί καμιά συμφωνία για νέες παροχές ως προς το φυσικό αέριο, καθώς εκκρεμσυσε η ολοκλήρωση μιας κοινής μελέτης για την ενέργεια. Ωστόσο, η Γαλλία αρνήθηκε ότι είχε
123
ΜΕΡΟΣ 2-ΔIΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΚΡΑΤΙΚΟ ΣγΠΗΜΑ
επιτευχθεί κάποια σuμφωνία και οι επίσημες ευρωπαϊκές πηγές δήλωσαν γενικά 6τι καμιά
νέα πρωτοβουλία δεν προβλεπ6ταν: οι διαπραγματεύσεις με το 6πως και οι συζητήσεις στον
Co.Com θα σuνεχίζοvtαν,
OECD για τις πιστώσεις στις εξαγωγές και στο ΙΕΑ για την
ενέργεια. Σίγουρα, αυτοί οι φορείς θα παρείχαν τη δυνατ6τητα για συνέχιση των διαπραγ ματεύσεωντ6σο για τα σημαvtικά πολιτικά ζητήματα 600 και για το θέμα της δικαιοδοσίας.
Συμπέρασμα Δεν είναι δύσκολο να διακρίνουμε τους πολιτικούς και ΟΙΥ.ονομικούς λόγους που οδήγη σαν στις σuγκεκριμένες πολιτικές σuγκρoύσεις, οι οποίες αφορούσαν στις αvtιπαραθέσεις
στο θέμα της δικαιοδοσίας που προέκυψαν ειδικά ανάμεσα στις Η.ΠΑ.και την Ευρώπη.
Εκτ6ς απ6 τα κύρια περιστατικά που περιέγραψα συνοπτικά, το θέμα της δικαωδοσίας προ έκUψε, επίσης, σε σχέση με άλλα ζητήματα, 6πως η εφαρμογή των χρεογράφων της Αμερι κής και οι ρυθμίσεις για το χρηματιστήριο. ΠράγματΙ, μόλις το θέμα του αγωγού φυσικού αε ρίου ξεχάστηκε, προέκυψε μία νέα αvtιπαράθεση, αυτή τη φορά κυρίως ανάμεσα στην Αμε ρική και την Αγγλία, για την εκκαθάριση της αεροπορικής εταιρείας Laker Aiιways και για το εάν ο ισχυρισμ6ς απ6 τον υπεύθυνο εκκαθάρισης 6τι η διάλυσή της οφειλόταν σε συνω μοσία ανάμεσα σε άλλες αεροπορικές εταιρείες και τους αεροναυπηγούς μπορούσε να δι καιωθεί στα αμερικανικά δικαστήρια. Ο κανονισμ6ς της υπερατλαvtικής εναέριας κυκλο φορίας είναι μία «περιοχή» συγκλίνουσας δικαιοδοσίας και οι Βρετανοί χρησιμοποίησαν για άλλη μία φορά το Ν6μο για την Προστασία των ΕμποριΥ..ών Συμφερ6vtων, που στ6χευε
στην αποτροπή της αμερικανικής παρέμβασης και στην επιβολή κοινού διαλόγου. Ένας απ6 τους λ6γους για τις συχνές κατηγορίες για υπερορία ενάντια στις Η.Π.Α.
ήταν η γρήγορη διεύρυνση των άμεσων επενδύσεών της στο εξωτερικά, κυρίως με τη μορφή των
100%
ιδι6κτητων θυγατρικών εταιρειών, και ειδικά στην Ευρώπη, και συνδε6ταν με
την προτίμηση των Αμερικανών για την ύπαρξη τυπικών κανονισμών στην επιτέλεση των εργασιών σε σχέση με μία περισσ6τερο ανεπίσημη συντονισμένη σuνένωση εταιρειών που
εφαρμόζεται συχνά στην Ευρώπη. Ωστ6σο, οι ευρωπάΙκές αρχές υποχρεώθηκαν πλέον να
εξετάζουν πιο στενά τις πολιτικές τους στο θέμα της δικαιοδοσίας ως προς τους εργασια κούς καν6νες, ειδικά στις περιπτώσεις που αφορούσαν στις πολυεθνικές εταιρείες. Οι Αμερικανοί δεν άργησαν να επισημάνουν τους ευρωπάίκούς κανονισμούς που θα μπορού σαν να έχουν έναν υπερ6ριο προσανατολισμ6 (βλ., Π.χ.,
Vagts, 1982). Πράγματι, η διαφω
νία στο θέμα του αγωγού βοήθησε την Ευρωπα'ίκή Επιτροπή να καταλάβει 6τι ήταν απα ραίτητο να επιχειρήσει να σuντoνίσει την εσωτερική πολιτική της στο θέμα της δικαιοδο σίας, έτσι ώστε οι αvtιρρήσεις της στους ισχυρισμούς των άλλων κρατών να μην είναι τ6σο
αvtίθετες με τους δικούς της ισχυρισμούς στο θέμα της δικαιοδοσίας. Ωστ6σο, οι avtIφd σεις και οι διαφορές των απ6ψεων στο πλαίσιο της Κοιν6τητας είναι τ6σο μεγάλες, που εί ναι πράγματι απίθανο να επιτευχθεί κάποια κοινή κατευθuvtήρια γραμμή στο θέμα της δι
καιοδοσίας της Ε.Ε., εκτ6ς και αν δημοσιευτεί μία Επίσημη Έκθεση Πολιτικής Γραμμής. Άλλες ιδέες, 6πως ένας ευρωπα'ίκ6ς ν6μος evavtCOV των μπο'ίκοτάζ, αvtιμετωπίζουν, επι.
124
.r-. " ,
, ,
ΜΕΡΟΣ 2-ΔIΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΚΡΑΤΙΚΟ ΣγΠΗΜΑ
σης, μεγάλα πολιτικά και νομικά εμπόδια. Ωστόσο, η Επιτροπή πρέπει να λάβει υπόψη της τις αντιρρήσεις των Η,Π.Α. στο θέμα της υπερορίας σε μερικές από τις προτάσεις της, όσο πλασματικές και αν φαίνονται μερικές αντιρρήσεις της. Πράγματι, γενικά, οι &υρωπαϊ1tOί
κανονισμοί που εφαρμόζονται στους διεθνείς κύκλους εργασιών διατυπώθηκαν πολύ προ σεκτικότερα από τους αντίστοιχους αμερικανικούς. Ωστόσο, οι ομάδες πίεσης της Αμερι
κής, όπως το Αμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο στις Βρυξέλλες, αντέδρασαν στις προ τάσεις της Ευρωπα:ΙκήςΚοινότητας που βασίζονται στο επιχείρημα της δικαιοδοσίας, ιδιαί τερα στην πρόταση
Vredeling για μία ντιρεκτίβα που απαιτούσε από τα συγκροτήματα και
τις πολυεθνικές εταιρείες να ιδρύσουν φορείς που θα συσκέπτονται με αντιπροσώπους των εργατών- καΙ, επίσης, η έβδομη ντιρεκτίβα του Εταιρικού Νόμου που απαιτούσε πάγιους λογαριασμούς για τις ομάδες των εταιρειών. Και στις δύο περιπτώσεις το ερώτημα είναι
εάν μία μητρική εταιρεία εκτός της Ε.Ε. μπορεί να υποχρεωθεί να δίνει πληροφορίες που αφορούν στις συνολικές δραστηριότητές της με δεδομένο ότι έχει επιχειρήσεις στην Ε.Ε. με τη μορφή μιας θυγατρικής ή ενός παραρτήματος. Σε αυτές τις περιπτώσεις δεν είναι δύσκο
λο να δούμε πώς επιβάλλονται σε μία θυγατρική οι υποχρεώσεις, κατά τρόπο που να αφή νουν στη μητρική εταιρεία μικρή επιλογή. Μία άλλη περιοχή όπου υπάρχουν πολλές αντιρ
ρήσεις στο θέμα της δικαιοδοσίας είναι ο νόμος του ανταγωνισμού. Ιδιαίτερα, η πρόσφατη
αγωγή που υπέβαλε η Επιτροπή εναντίον της γιγαντιαίας εταιρείας υπολογιστών mM αφο ρούσε και στην εταιρεία και στην αμερικανική κυβέρνηση, όπου η προσπάθεια της Επιτρο
πής να κάνει την
mM να αλλάξει τις εμπορικές πρακτικές της, ώστε να τις καταστήσει πιο
«διαφανείς» και ανοικτές στον ανταγωνισμό για τους ανταγωνιστές που διαθέτουν συμβα τά βύσματα, ξεπερνά κατά πολύ τη δικαιοδοσία της Ε.Ε. Όπως φαίνεται, είναι πολύ δύσκολο να βεβαιώσουμε ότι το θέμα σε αυτές τις περιπτώ
σεις αφορά στην οριοθέτηση μίας περιοχής αποκλειστικής δικαιοδοσίας. Στην πράξη, η αρ χή της εδαφικότητας έχει τόσες πολλές εφαρμογές όσες και το δόγμα των αποτελεσμάτων.
Το θέμα που υφέρπει είναι ότι η αυξανόμενη παγκοσμιοποίηση της οικονομίας δημιούργη σε μεγάλες περιοχές αλληλεπικαλυπτόμενης δικαιοδοσίας στις οποίες ανακύπτουν συ γκρούσεις, εκτός εάν δεν εφαρμοστούν ή συντονιστούν οι κανονισμοί των κρατών. Εκτός
από αυτή την κατάσταση, ο πολύ διαφορετικός χαρακτήρος της σχέσης ανάμεσα στο κεφά λαιο και το κράτος καθιστά τις φιλελεύθερες μορφέςτης προσαρμογής των αλληλοεπικα λύψεων σε θέματα δικαιοδοσίας αναποτελεσματικές. Στο παρελθόν, θέματα δικαιοδοσίας
του ιδιωτικού δικαίου μπορούσαν να διευθετηθούν με τις αντιπαραθέσεις των κανόνων δι καίου, και το δημόσιο δίκαιο ήταν ποινικό και περιορισμένο στην επικράτεια. Τώρα υπάρ χει ένα ευρύ φάσμα κρατικών εργασιακών κανονισμών που δεν θεωρούνται αυστηρά ποι
νικοί (μολονότι οι ποινικές κυρώσεις εφαρμόζονται πολύ συχνά) και πρέπει να εφαρμόζο νται στις πολυεθνικές εταιρείες, αν πρόκειται να είναι απστελεσματικοΙ Ο χαρακτήρας αυ
τής της μορφής του κανονισμού, επίσης, ακυρώνει την άλλη μέθοδο της διευθέτησης των αντιπαραθέσεων στο θέμα της δικαιοδοσίας που υποδηλώνεται αρκετά συχνά: να επιτρέ
πεται μία ευρεία αλληλοεπικάλυψη σε θέμα δικαιοδοσίας να έχει χαρακτήρα υπόδειξης, ενώ θα περιορίζει την επιβολή αυστηρά στην επικράτεια, αφού σε κάθε περίπεωση οι κρα-
125
ΜΕΡΟΣ 2-ΔIΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΚΡΑΤΙΚΟ ΣγΠΗΜΑ
τι.κοί φορει"ς άσκησης εξουσίας δεν ~χoυν δικαιoδoσfα πέρα από τα συγκεκριμένα όρια, αν δεν γίνει προηγούμενη συμφωνία.
Όπως δείχνουν τα παραδείγματα που περιέγραψα, οι κυρώσεις του τύπου «άρση των εξαγωγικών προνομίων» μπορεί να είναι πολύ αποτελεσματικές ενάντια στους διεθνείς κύ κλους εργασιών, α".6μη και αν εφαρμόζονται μόνο στην επικράτεια. Δεν είναι τόσο η επι βολή που στηρίζεται στην επικράτεια που θέτει ένα όριο στη δικαιoδoσfα, όσο η πρόκληση συγκρούσεων με τις πολιτικές ή τους νόμους των άλλων κρατών. Μερικές φορές μπορεί να προκύψουν αντιπαραθέσεις στο επίπεδο των ιδιωτικών νομικών δικαιωμάτων που μπορεί να διευθετηθούν ιδιωτικά από τις εταιρείες ή από διατάξεις, όπως αυτές που αφορούν στην ανωτέρα βΕα' ή η σ6γκρουση με το νόμο ή την πολιτικη μπορεί να είναι ανεκτή (απρόθυμα) από το άλλο κράτος για μfα περίοδο (όπως συνέβη με το πάγωμα των καταθέσεων στο Ιράν). Αλλά η κίνηση για τη δημιουργία αντιδραστικών διοικητικών μέτρων, όπως οι βρε τανικές διατάξεις για την «πρoστασfα των εμπορικών συμφερόντων», δείχνει ότι ο συγκλί
νων κανονισμός του διεθνούς κύκλου εργασιών είναι δύσκολο να ανεχθεί ή να διευθετ1'jσει τις φιλελενθερες μορφές. Επομένως, αυτό που επιχειρείται όλο και περισσότερο είναι η
οργάνωση των άμεσων διαδικασι<δν του συντονισμον ανάμεσα στους κραιικονς φορείς που παρέχουν το πλαίσιο στο οποίο μπορούν να συντελεστούν οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα σε αυτούς τους φορει"ς και τις γιγαντιαίες πολυεθνικές. Στο πλαίσιο αυτών των διεθνοποιη μένων νεο-συνεταιριστικών κρατικών δομών είναι πιθανό ότι οι πολυεθνικοί οργανισμοί
θα κυριαρχήσουν ακόμη περισσότερο με αυτή τη μορφή απ' ό,τι σε εθνικό επίπεδο. Ωστό σο, υπάρχουν σοβαρές αντιφάσεις για την ανάμειξη του κεφαλαίου στην αποσύνδεση ανά μεσα στις οικονομικές και πολιτικές διαδικασίες της διεθνοποίησης, και ο επανακαθορι σμός του διεθνούς κρατικού συστήματος δεν είναι με κανένα τρόπο μfα αυτόματη και εύκο λη διαδικασία.
Ευχαριστίες Είμαι ευγνώμων σε πολλούς μαθητές, συναδέλφους και φίλους που προκάλεσαν συζητή
σεις και σχόλια στα προσχέδια αυτής της μελέτης, ειδικά στον Julio
Faundez Β. και στα μέ
λη του ΕυρωπαΤκού Συνεδρίου για τις Κριτικές Νομικές Μελέτες. Αποκόμισα, επίσης, ση μαντική βοήθεια από τους υπαλλήλους της Βρετανικής Υ πηρεσfας Εμπορίου.
ΒιβλΙΟΥραφία Adler-Karlsson, G. (1968). Western Economic Waifare 1947-1967. Almquist & Wiksell:
Stockholm. Akehurst, Μ. (1972-1973). Juήsαιctiοn in internationaI Iaw. Βriαιh Yearbook ο! Intemαtionαl Law XLVI, 145-257. Berman, H.J. & Garson, J.R. (1967). United States exρort controIs - past, present and futιιre. Columbia Law Review 67, 868.
126
ΜΕΡΟΣ 2-ΔIΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΚΡΑΤιΚΟ ΣΥΠΗΜΑ
Carswell, R. (1982). Economic sanctions and the Iran experience. ForeignAjfairs 60, 247-265. Holloway, J. & Picciotto, S. (1980). Capital, the state and European integration. Research ίn. Political Economy 3, 123-154. Josephson, Μ. (1934). The Robber Barons. Harcourt Brace Jovanovich: New York. Κindleberger, C.P. (1969).American BusinessAbroad Six Lectures onDirect lnvestment. Υ ώε University Press: New Haven and London. Lowe, Α.V. (1981). Blocking extrateπίtοrίaljuήsdίCΙίοη: the British protection ofTrading Interests Act, 1980.American IoumαΙ oflntemαtionαl Law 79, 257. Lowenfeld, A.F. (1979). Public law ίη the international arena. Receuil des cours, Hague Academy ofIntemationαILaw 163, 315-445. Lowenfeld, A.F. (1981). Soνereignty, jurisdiction and reasonableness: a reply ΙΟ Α V. Lowe. AmericanJoumαl ofIntemαtionαI Lαw 75, 629-638. MaίθΓ, H.G. (1982). Extraterritorial jurisdiction at a crossroads: an intersection between public and private ίntematίonallaw.AmerίcαnJournαl ofIntemationαl Lαw 76, 280-320. Murray, R. (1971). The ίntemationalίzation of capita! and the nation-state. New Left Revίew 67,84-109. U.S. Government (1979). Diplomatic Note Νο. 56 dated 9 November 1979 from the U.S. Ambassador ιο British Secretary of State for Foreign Maίrs commentίng οη the Protectίon ofTradίng Interests Bil1, together with ακ. Diplomatic Note Νο. 225 of27 Noνember 1979 inreply. Vagts Detlev, F. (1982). Α tumabout ίn extraterήtoriality.Americαn JoumαI ofInιernatίonαΙ Law 76, 591-549. Van ΟΟτ Pijl, Κ. (1979). Class formation at the ίntemationa1leνel. Ref1ectίons οη the politica1 economy of AtIantic unity. Capiιal & Class 9, 1-21. Waπen, Β. (1971). The intematίonalizatίon of capita1 and the nation-state: a comment. New Left Revίew 68, 83-88. Woolcock, S. (1982). Westem Policies on Eαst- West Trade. Routledge and Κegan Paul for the Roya1 Institute of Intemational Affaίrs: London.
127
ΜΕΡΟΣ3 ΕΙΣΑΙΏm
ΣΥΝΘΕΣΗ: ΑΛΛΗΛΕΞΑΡΤΗΣΗ ΚΑΙ Η ΜΟΝΑΔΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ
JOHNALLEN
Καθένα από τα τρία κεφάλαια του προηγοι1μενου μέρους αφοροι1σε στα εσωι:ερικά χα ρακτηριστικά και στις σχέσεις μιας ιδιαίτερης πλευράς της κοινωνίας και τόνιζε τη γεωγρα
φική σημασία τους. Ήταν σαφές, ωστόσο, ότι καμία από τις τρεις κοινωνικές πλευρές
-
πολιτισμικές μορφές, αστική οικονομική δραστηριότητα και διαδικασίες του διεθνσύς ν6μου - δεν μποροι1σε να γίνει αντιληπτη ξέχωρα από τις άλλες πλευρές της κοινωνίας. Μο λονότι μία σειρά αλληλοσυνδέσεων ανάμεσα στις πολιτιστικές, πολιτικές και οικονομικές διαδικασίες περιγράφηκε συνοπτικά σε διάφορα στάδια των αναλύσεων, δεν αναπτύχθη καν οι πραγματικοί δεσμοί και οι σχέσεις ανάμεσα στις κοινωνικές διαδικασίες, που δια μορφώνουν και δομούν τις διαφορετικές πλευρές του κοινωνικου κόσμου. Αυτή η ανάπτυ
ξη προϋποθέτει μία διαδικασία σύνθεσης, η οποία λαμβάνει υπόψη της τα αποτελέσματα της ανάλυσης, τις λεπτομερείς μελttες των ιδιαίτερων πλευρών της κοινωνίας και σκιαγρα φεί το δίκτυο των σχέσεων που τις ενσωματώνει και τις συνδέει στην ευρύτερη κοινωνική σφαίρα. Αντο δοι1με υπό αυτή την οπτική, το έργο της σύνθεσης είναι η δόμηση μιας συνθε τότε ρης γεωγραφίας των κοινωνικών σχέσεων στη βάση των διαφορετικών γεωγραφιών του πολιτισμοι1, της κατοικίας, της εργασίας, του νόμου κ.ά.
Με τη σύνθεση, επίσης, θέλουμε να εκφράσουμε κάτι περισσότερο από μία απλή ενο ποίηση των ποικίλων υποδιαιρέσεων του αντικειμένου της γεωγραφίας. Η έννοια της σύν θεσης, με την οποία θέλουμε να ασχοληθούμε, δεν είναι το αποτέλεσμα της εξονυχιστικής έρευνας για καθεμιά κοινωνική σχέση που να περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία της γεωγρα φίας μιας περιοχής. Η σύνθεση ασχολείται με το μεθοδολογικό θέμα που ανέκυψε στην ει σαγωγή αυτού του βιβλίου: πώς το γενικό και το ειδικό συνδυάζονται στο επίπεδο της εξή γησης, πώς η ιδιαιτερότητα του τόπου διατηρείται και τροποποιείται στο πλαίσιο της γενι κότητας της κοινωνικής αλλαγής για να προκαλέσει διαφορετικά αποτελέσματα σε &ιαφο
ρετικοι1ς τόπους. Η ανάλυση του
Clarke για τον πολιτισμό (Κεφάλαιο 3) είχε κάποια στοι
χεία του τύπου της συνθετικής μεθόδου που είναι η κατευθυντήρια γραμμή στα κείμενα αυ
τού του τμήματος, όταν αναφερόταν στην πολιτιστική αλλαγή που τη θεωρεί προΤόν δια πραγμάτευσης και αντίστασης ανάμεσα στις παρελθούσες και τις σύγχρονες πολιτιστικές μορφές. Υποστήριζε ότι το χαρακτηριστικό στοιχείο των τοπικών πολιτιστικών μοντέλων είναι προϊύν των παλαιότερων πολιτιστικών τάσεων που επηρεάζουν τη διαμόρφωση των
129
ΜΕΡΟΣ 3-ΑΛΛΗΛΕΞΑΡΤΗΣΗ ΚΑΙ Η ΜΟΝΑΔΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ
νέων πολιτιστικών μορφών. Σε διαφορετικούς τόπους αυτός ο σuνδυασμόςτoυ παλαιού και του νέου αλλάζει μορφές ανάλογα με το ποιες πολιτιστικές τάσεις διατηρούνται, ποιες εξα φανίζονται και ποια στοιχεία μετασχηματίζονται στη διαδικασία της αλλαγής. Το αποτέλε
σμα είναι το ανομοιογενές στοιχείο της πολιτισμικής γεωγραφίας. Ο τύπος της εξήγησης τον οποίο χρησιμοποιεί ο
Clarke δεν
είναι εξαντλητικά πλήρης,
δεν είναι η γεωγραφία των πάντων ανεξαιρέτως μία σύνθεση των στοιχείων πρέπει να πε
ριορ(ζεται στην αλληλεπίδραση των ιδιαίτερων κοινωνικών διαδικασιών, είτε είναι οικονο μικές, πολιτικές ή πολιτιστικές, με τα κοινωνικά χαρακτηριστικά μιας ιδιαίτερης γεωγραφι κής περιοχής. Ο σκοπ6ς α1J"l:Oύ του τύπου της σύνθεσης είναι να διευκρινίσει πώς οι διευρυ μένες κοινωνικές διαδικασίες επηρεάζουν την κοινωνική δομή σuγκεκριμένων περιοχών
και πώς, αντίστροφα, η οικονομική οργάνωση, ο πολιτικ6ς χαρωrnjρας, η πολιτιστική μορ φή και οι διαμεσολαβητικές περιβαλλοντικές ιδι6τητες των συγκεκριμένων περιοχών δια
μορφώνουν τον πραγματικό τρόπο με τον οποίο λειτουργούν οι κοινωνικές διαδικασίες. Ο στ6χος αυτού του τρόπου της σύνθεσης είναι συγκεκριμένος προσπαθεί να αντιληφθεί την αλληλοσύνδεση των κοινωνικών διαδικασιών -των δεσμών που υπάρχουν στις κοινωνικές σχέσεις ανάμεσα στην πόλη και την επαρχία, την περιφέρεια και το κράτος και μεταξ11 των κρατών - χωρίς να του ξεφε11γει η ιδιαίτερη ιστορία και ο χαρακτήρας των διαφορετικών τόπων που καταλήγει να επηρεάζει αυτές τις διαδικασίες. Το θέμα αυτό φαίνεται καθαρά στο παράδειγμα των αστικών περιοχών. Στο προηγο11μενο τμήμα, ο
Ball (Κεφάλαιο 4) ανέλυσε την αστική μορφή ως προς τη γεωγραφία της πα
ραγωγής, του πληθυσμο11 και του δομημένου περιβάλλοντος. Αναφέρθηκε λεπτομερειακά σε κάθε πλευρά και στους δεσμο11ς μεταξj) της μετακίνησης του πληθυσμού, της θέσης των κατοικιών, των γραφείων και οmω καθεξής, καθώς και της μεταβαλλόμενης χωρικής διαί ρεσηςτων εργασιών. Οι αλλαγές που διαδραματίστηκαν στον τελευταίο τομέα, τη γεωγρα φία της εργασίας, έχουν προσεχθεί ιδιαίτερα τον τελευταίο καιρό, καθώς η θέση της παρα γωγικής εργασίας έχει μεταφερθεί έξω από τα μεγάλα αστικά κέντρα. Αυτή είναι μία γενι
κή διαδικασία της αναδιάρθρωσης του κεφαλαίου που συνδέει πολλές πόλεις και περιφέ ρειες της χώρας, αλλά αυτό που χάθηκε σε αυτή τη γενική δήλωση είναι η άνιση επίδραση αυτής της διαδικασίας στις ιδιαίτερες αστικές περιοχές. Τα αυξανόμενα ποσοστά της ανερ γίας, για παράδειγμα, έχουν ποικίλες επιπτώσεις στις διαφορετικές αστικές τοποθεσίες,
πράγμα που εξαρτάται από την οργάνωση της κοινωνικής ζωής, τις πολιτικές και ΠOλιτισtlr κές παραδόσεις και την ιστορική εμπειρία μιας περιοχής.
Ακόμη, η διαδικασία της αναδιάρθρωσης δεν οδήγησε στην απώλεια των εργασιακών θέσεων σε όλες τις αστικές περιοχές μερικές πόλεις ευνοήθηκαν από τη μεταβαλλόμενη
χωρική διαίρεση της εργασίας. Ένα διαφορετικό γεωγραφικό μοντέλο της εργασίας και των ταξικών σχέσεων διαμορφώνεται. Για να διευκρινίσουμε την επίδραση που έχουν οι διαφορετικές διαστάσεις μιας γενικής διαδικασίας στις ιδιαίτερες περιοχές πρέπει να κα
ταλάβουμε, πρώτα, πώς τα διαφορετικά κοινωνικά στοιχεία σε μία περιοχή τροποποιονν και επηρεάζουν το ένα το άλλο για να σuνθέσoυν ένα μοναδικό τόπο' και δεmερον, πώς ο
ιδιαίτερος χαρακτήρας των τόπων και των πόλεων σuγχωνε11εται με τα γενικά μοντέλα της
130
ΜΕΡΟΣ 3-ΑΛΛΗΛΕΞΑΡΤΗΣΗ ΚΑΙ Η ΜΟΝΑΔΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ
κοινωνικής αλλαγής για να δημιουργήσουν μία γεωγραφικά άνιση κοινωνική επίδραση.
Οι δύο απόψεις της συνθεσης είναι απαραίτητες η μία στην άλλη και δεν μπορούν να διαχωριστούν στην εξήγηση, μολονότι μία πιθανή έμφαση στη μία ή στην άλλη πλευρά οδη γεί σε ένα διαφορετικό τύπο μελέτης. Η πρώτη άποψη συνάγεται από μία εξήγηση του μεταβαλλ6μενου μοντέλου των κοινω νικών σχέσεων στο εσωτερικ6 συγκεκριμένων περιοχών και επεξηγείται σε αυτό το τμήμα από τους
McDoweI1 και Massey που αναφέρονται στην άνιση γεωγραφία των σχέσεων των 7). Η δεύτερη άποψη φαίνεται καλύτερα, αν εστιάσουμε στις αχέ
δύο φύλων (Κεφάλαιο
σειςμετcιξύ περιοχών, τους κοινωνικούς δεσμούς που συνδέουν τους τ6πους μεταξύ τους για να δημιουργήσουν μία γεωγραφικά άνιση, όμως αλληλεξαρτώμενη διαδικασία αλλα γής. Οι Murgatroyd και Uπy επεξηγουν αυτή την πλευρά της σύνθεσης στο Κεφάλαιο
6.
Στην εξήγηση που δίνουν για την οικονομική αλλαγή, που έχει συντελεστεί στον τόπο, τονίζουν ιδιαίτερα ότι τα αποτελέσματα σε μία τοπική οικονομία, το Λάνκαστερ, που έχει η γενική αναδιάρθρωση του παραγωγικού κεφαλαίου την τελευταία δεκαετία δεν μπορουν
να εντοπιστούν με βάση τη γνώση των σύγχρονων αλλαγών στο πλαίσιο του βιομηχανικού κεφαλαίου. Οι αλλαγές στο τοπικό μοντέλο της εργασίας θεωρούνται προ"ίόν της αλληλεπί δρασης ανάμεσα στα πολιτιστικά, πολιτικά και οικονομικά χαρακτηριστικά του τόπου, απ6 τη μία, που, εν μέρει, προέρχονται από τον ιστορικό ρόλο που διαδραματίζει η περιοχη στις ευρύτερες διαδοχικές χωρικές διαιρέσεις της εργασίας και, από την άλλη, στην εθνική
και διεθνή διαδικασία αναδιάρθρωσης του κεφαλαίου. Ο επακόλουθος συνδυασμός αυτής της οικονομικής διαδικασίας και της κοινωνικής δομής του Λάνκαστερ, που είναι συγκε κριμένη χρονικά, προκαλεί ένα μοναδικό κοινωνικό αποτέλεσμα, όπως τονίζουν οι Murgaιroyd και Uπy. Αυτό το τοπικό μοντέλο της βιομηχανικής αλλαγής δεν μπορεί να θεωρηθεί μέρος της εξήγησης της γενικής παρακμής της βιομηχανίας που σημειώθηκε στη βορειοδυτική περι φέρεια της Αγγλίας. Οι συγγραφείς τονίζουν τις σημαντικές αλλαγές που παρατηρήθηκαν στην περασμένη βιομηχανική δομή της περιοχης στην περιφέρεια και κυρίως τις πιο πρό σφατες αντιθέσεις στα μοντέλα της εργασίας και της ανεργίας στην περιφέρεια. Ισχυρίζο
\ται ότι δεν υπάρχει κάποιος μαγΙl'.6ς τύπος που να μπορεί να προβλέψει πώς η διαδικασία της βιομηχανικής αναδιάρθρωσης θα επηρεάσει τις διαφορετικές τοπικές οικονομίες. Τα αποτελέσματα θα είναι αλλιώτικα στις διάφορες τοποθεσίες και θα εξαρτώνται απ6 το ρό λο της τοπικής οικονομίας στις περασμένες και τις τωρινές μορφές της χωρικής διαίρεσης της εργασίας.
Στο Λάνl'.αστερ, παρατηρείται ότι η ιδιόμορφη δομή της ιδιοκτησίας, του ελέγχου και τσu τύπου του κεφαλαίου της παραγωγής και των υπηρεσιών, ο πατερναλιστικός χαρακτή ρας των κοινωνικών σχέσεων που χαρακτηρίζει την εργατική δυναμη, το μοντέλο των σχέ σεων των δύο φύλων εκτός του χώρου εργασίας, η τοπική πολιτική σύνθεση και η φυσική τοποθεσία της πόλης συνέβαλαν στη ούγχρονη αναδιοργάνωση της τοπικής οικονομίας σε μία νέα εθνική χωρική διαίρεση της εργασίας. Το κίνητρο του επιχειρήματός τους, επομένως, είναι ουσιαστικό και εννοιολογικό. Εν-
131
ΜΕΡΟΣ 3-ΑΛΛΗΛΕΞΑΡΤΗΣΗ ΚΑΙ Η ΜΟΝΑΔΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ
νοιολογικ6, επειδή προσπάθησαν να συνθέσουν τις εθνικές οικονομικές τάσεις με τις ιδιαΙ τερες ιστορικές συνθήκες του τόπου. Και οι δύο πλευρές του νoμCΣΜΑτoς, το γενικ6 και το
ατομικ6 στοιχείο, διατηρούνται στο εννοιολογικ6 τους πλαίσιο. Οι συγγραφείς δεν ασχο λούνται μόνο με μCΑ σύνθεση του τόπου ή της περιφέρειας που περιορίζεται α.π6 παράγο ντες που μπορσύν να βρεθούν μ6νο μέσα στα όρια μιας ιδιαίτερης περιοχής επιχειρσύν να ενοποιήσουν μCΑ ευρεία διαδικασία οικονομικής αναδιάρθρωσης και αναδιοργάνωσης που συνδέει πολλούς γεωγραφικούς τόπους με την ιδιαιτερότητα μιας τοπικής oικoνoμCα.ς. Αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό της διπλής όψης του τρόπου που χειρίζονται τη σύνθεση διακρίνει τη μέθοδό τους από ένα μεγάλο μέρος της παραδοσιακής περιφερειακής σύνθε σης μέσα στο πλαίσιο της γεωγραφCα.ς. Οι τόποι δεν θεωρούνται χωριστοί και ασύνδετοι' οι κοινωνικές διαδικασΙες που διατρέχουν τα συμβατι1'.ά χωρικά όρια, όπως η περιφέρεια ή το κράτος, είναι απαραίτητα για μία κατανόηση και εξήγηση του τύπου και της διεύθυνσης
της κοινωνικής αλλαγής σε τοπικό ή περιφερειακ6 επίπεδο. Η αλληλεξάρτηση των περιο χών είναι τόσο σημαντική όσο η μοναδικότητά τους.
Στο Κεφάλαιο
7 αναπτύσσεται η δεύτερη πλευρά αυτού του τρόπου της σύνθεσης σε
σχέση με τη γεωγραφία των σχέσεων των δυο φυλων: πώς η μοναδικότητα των περιοχών κατασκευάζεται και αναπαράγεται στην πορεία του χρόνου στο πλαίσιο της ευρύτερης κοι νωνικής αλλαγής. Οι συγγραφείς,
McDowell και Massey, παρουσιάζουν 000 στιγμιότυπα
μέσα στο χρόνο των τεσσάρων γεωγραφικών περιοχών για να δείξσυν πώς οι σχέσεις των δύο φυλων και οι ρόλοι των γυναικών αλλάζουν με διαφορετικούς τρόπους σε διαφορετι κές περιοχές και κατ' αναλογία, εν μέρει, με τα προηγούμενα μοντέλα των σχέσεων των
000 φυλων στην περιοχή και με τις ευρύτερες διαδικασΙες που υποκρύπι:ονται.. Οι συΥΥραφείς αντιλαμβάνονται τη δομή των σχέσεων των 000 φυλων σε μCΑ περιοχή ως το προίόν ενός συνδυασμου ιστορικών στρώσεων, όπου η κάθε στρώση αναπαριστάνει μCΑ γεωγραφικά ιδιαίτερη σύνδεση των οικονομικών και πατριαρχικών σχέσεων. Οι αλλαγές στην ευρύτερη οικονομική οργάνωση της κoινωνCΑς, οι διαδοχικοί ρόλοι που διαδραμάτισε μία περιοχή σε μία ευρύτερη εθνική και διεθνή διαίρεση της εργασίας απεικονίζονται στη
διάρθρωση και αναδιάρθρωση της διαίρεσης του εργατικού δυναμικού ανάμεσα στους άν δρες και τις γυναίκες. Αλλά το επιχείρημά τους εΙναι συνθετότερο' οι αλλαγές στις σχέσεις
μεταξύ των 000 φυλων δεν θεωρούνται ένα απλό αποτέλεσμα της οικονομικής αλλαγής - η σχέση είναι αμφίδρομη μάλλον παρά μονόδρομη. Οι επακόλουθες αλλαγές στην οικονομι κή βάση μιας περιοχής είναι, ως ένα βαθμό, μία αντίδραση στο καθιερωμένο μοντέλο των
σχέσεων των 000 φυλων που ενυπάρχει στα στρώματα που διαμορφώθηκαν νωρίτερα. ΟΙ
000 σύνθετες στρώσεις συνδυάζονται για να επιφέρουν ένα ποιοτικά νέο μοντέλο των σχέ σεων των δυο φυλων που ποικίλλει στη μορφή του από περιοχή σε περιοχή. Η διαμόρφωση της έννοιας της γεωγραφίας που αφορά στις σχέσεις των δυο φυλων με αυτό τον τρόπο επιτρέπει στους συΥΥραφείς να δείξουν πώς οι περιοχές που χαρακτηρίζο νται από διαφορετικές ιστορίες στις σχέσεις των φυλων, διαφορές στους ρόλους που ανα λαμβάνουν στο σπίτι και στην εργασία, στις ιδεολογίες, στις στάσεις και ούτω καθεξής, όταν αναλαμβάνουν ανάλογους ρόλους σε μία νέα χωρική διαίρεση της εργασίας, εμφανί-
132
ΜΕΡΟΣ 3-ΑΛΛΗΛΕΞΑΡΤΗΣΗ ΚΑΙ Η ΜΟΝΑΔΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ
ζουν τα ευδιάκριτα μοντέλα των σχέσεων των δύο φύλων. Η ποικιλία κατακτάται στα μεσο διαστήματα της γενικότητας. Στο Κεφάλαιο
8 παρουσιάζεται μ(α σύνθεση
σε ένα διαφορετικό γεωγραφικό επίπεδο.
Η εξήγηση που δίνουν οι Richards και Martin για τη μετανάστευση του εργατικού δυναμι
κού στη Μέση Ανατολή απεικονίζει την ποικίλη επίδραση που άσκησε στα αραβικά έθνη κράτη η αύξηση των μεταναστών-εργατών που προσδιόρισε το μεταβαλλόμενο ρόλο των οικονομιών στα κράτη της Μέσης Ανατολής στην καπιταλιστική παγκόσμια οικονομία. ΟΙ
συγγραφείς δείχνουν ότι η πρακτική της σύνθεσης δεν περιορίζεται σε μία εξήγηση των αλ
ληλεπιδράσεων ανάμεσα στις κοινωνικές δομές του τόπου ή της περιφέρειας, από τη μία, και από την άλλη, σε μία ομάδα διευρυμένων κοινωνικών διαδικασιών που λειτουργούν στα χωρικά όρια της περιφέρειας ή του κράτους. Είναι εξίσου δυνατό να μιλήσουμε για συνθέσεις ανάμεσα στις διεθνείς δυνάμεις και τις εθνικές κοινωνικές δομές, καθώς είναι δυνατά να αναπτυχθεί μία ούνθεση ανάμεσα στις εθνικές αλλαγές και στο κοινωνικό απο τέλεσμα που έχουν στον τΟΟο. Η διαφορά αφορά κυρίως στην κλίμακα παρά στη νομιμότη τα. (Οι κατηγορίες της γεωγραφικής ζώνης -τοποθεσία, περιφέρεια, κωμόπολη, πόλη, κράτος και ούτω καθεξής - δεν φέρουν εντός τους κάποια ερμηνευτική σημασία: λειτουρ γούν κυρίως ως ένας βολικάς σύντομος τύπος, για να περιγράψουν τη γεωγραφική έκταση των κοινωνικών διαδικασιών και των φαινομένων). Ο λόγος, ωστόσο, που συμπεριλάβαμε αυτό το άρθρο έγκειται στη λεπroμερειακή εξή
γηση που δίνουν ο'ι συγγραφείς για τον τρόπο που οι γεωγραφικά εντοπισμένες πολιτιστι
κές μορφές διαμόρφωσαν τις ευρύτερες οικονομικές δυνάμεις μέχρι το σημείο που οι δύο τομείς αλληλοσυνδέονται. Σε γενικό επίπεδο, οι συγγραφείς τονίζουν ότι ΟΙ οικονομικές δυνάμεις, με τη μορφή της αιφνίδιας υπερτίμησης του πετρελαίου, ενίσχυσαν μία μακραίω
νη παράδοση μετανάστευσης του εργατικού δυναμικού ανάμεσα στα αραβικά έθνη που έχουν μουσουλμανικά πολιτισμό. Μία έντονη ζήτηση για εργατικά δυναμικό παρατηρείται σε όλες τις ειδικότητες στις πετρελαιοπαραγωγές χώρες της Σαουδικής Αραβίας, της Λι βύης, του Κατάρ και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων. Σε αυτό ακριβώς το σημείο ο θρησκευτικός πολιτισμός και τα οικονομικά συμφέροντα συγχωνεύονται, για να διευκολύ νουν μία κοινωνική τάση. Αλλά οι λόγοι γι' αυτή τη ζήτηση των μεταναστών-εργατών δεν εί ναι απλώς οικονομικοί (μία έλλειψη σε αυτόχθονες εργάτες), είναι πολιτιστικά συγκεκρι μένοι για την περιοχή: το χαμηλό ποσοστό συμμετοχής γυναικών στο εργατικό δυναμικό και η περιφρόνηση των Βεδουίνων για κάθε είδος χειρωνακτικής εργασίας. Και οι δυο πα ράγοντες προέρχονται από ιστορικές αξίες που προϋπήρχαν της διείσδυσης του βιομηχανι κού κεφαλαίου στη Μέση Ανατολή, ωστόσο και οι δύο ενεργούν για να διαμορφώσουν μία
ευδιάκριτη διαδικασία της μετανάστευσης των εργατών που αναπτύχθηκε ταχύτατα μέσω της ενσωμάτωσης της οικονομίας της Μέσης Ανατολής στη νέα διεθνή καπιταλιστική διαί ρεση της εργασίας. Το παρελθόν συνδυάστηκε με το παρόν, για να επιφέρει ένα χαρακτη ριστικό αποτέλεσμα' ο πολιτισμός και η οικονομία τροποποιήθηκαν ποιοτικά με ένα μονα
δικό τρΟΟο. Το ένα είναι συστατικό στοιχείο του άλλου. Οι Richards και Martin δείχνουν, επίσης, ότι αυτή η μάλλον γενική σύνθεση έχει ειδικό-
133
ΜΕΡΟΣ 3-ΑΛΛΗΛΕΞΑΡΤΗΣΗ ΚΑΙ Η ΜΟΝΑΔΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ
τερες πολιτικές συνέπειες σε πολλά κράτη της Μέσης Ανατολής. Κατάτην άποψή Τ01Jς, οι διαφορετικές εθνικότητες των μεταναστι:.ilν, οι θρησκευτικές ιδεολογίες τους και οι πολιτι κές προτιμήσεις τους δημιουργούν μία σύνθετη και ποικίλη εικόνα της πολιτικής αλληλεπί δρασης. Οι διάφορες χι:.ilρες της Μέσης Ανατολής ζουν τις συνέπειες της μετανάστευσης
των εργατι:.ilν με διαφορετικσύς τρόπους, ανάλογα με τη δική τους πολιτική, ΠOλιτισtLκή και οικονομική δομή. Ακόμη, αυτή η διαρθρωμένη άνιση επίδραση δεν περιορίζεται στις χι:.i\ρες που δέχονται το μεταναστευτικό ρεύμα των εργατι:.ilν. Η επίδραση Π01J έχουν τα εμβάσματα
στις οικονομίες των χωρών απ' όπου προέρχονται οι μετανάστες είναι τόσο ποικίλη όσο διαφορετικές είναι οι δομές των oικoνoμιι:.ilν Πo1J εμπλέκονται. Η ποικιλία και η μοναδικό τητα του τόπου αναπαράγονται στη γενική δυναμική της κοινωνικής αλλαγής.
134
6 Η ΑΝΑΔΙΑΡθΡΩΣΗ ΜΙΑΣ τοωΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΛΑΝΚΑΣΤΕΡ*
LINDA MURGATROYD ΚΑΙ ΙΟΗΝ URRY
Ι.Εισαγωγή Σε αυτό το κεφάλαιο θα εξετάσουμε πώς μία ιδιαίτερη τοπική οικονομία στη Μεγάλη Βρετανία αναδιοργανώθηκε τα τελεmαία 20 ή
30 χρόνια. Θα δείξουμε ότι αmή η
αναδιορ
γάνωση, που απεικονίζεται στις φαινομενικά α"λές αλλαγές που συντελέστηκαν στο σχετι κό μέγεθος της βιομηχανικής παραγωγής και της παροχής υπηρεσιών, είναι στην πραγματι
κότητα το προ'ίόν των σύνθετων σχέσεων ανάμεσα στη λανθάνουσα «αναδιάρθρωση» των
ποικίλων βιομηχανικών τομέων που σχετίζονται με την περιοχή. Έται, η θέση των βιομηχα νικών εγκαχαστάσεων και οι αλλαγές στον εργασιακό τομέα δεν αποτελούν απλώς συνέ
πεια των συγκεκρψένων γενικών διαδικασιών που αναιmίσσoνται κυρ(ως, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, σε κάποια τοπική οικονομία. Οποιαδήποτε τέτοια οικονομία πρέπει
περισσότερο να θεωρηθεί ως μία ιδιαίτερη σύμπραξη, στο χρόνο και το χώρο, των ιδιαίτε ρων μορφών της καπιταλιστικής και κραχικής αναδιάρθρωσης στις βιομηχανίες παραγω γής και υπηρεσιών. Όπως ισχυρίζεται η
Massey,
η Υ.οινωνική και οικονομική δομή οποιασδήποτε τοπικής περιοχης θα είναι ένα σύνθετο απο τέλεσμα του συνδυασμού των διαδοχικών ρόλων εκείνης της περιοχής σε μία σειρά ευρύτε
ρων εθνικών και διεθνών χωρικών διαιρέσεων της εργασίας. (~assey,1978,o.l16)
Υπάρχουν τρεις σημαντικές συνέπειες αmής της «δομικής» προσέγγισης για την ανάλυ ση της θέσης της βιομηχανίας και των εργασιακών αλλαγών. Πρώτον, οι μεταβαλλόμενες μορφές της χωρικής διαίρεσης της εργασίας, ιδιαίτερα η μεταχόπιση από μία υψηλή περι
φερειακή εξειδίκευση
(regiona! speCΊaJization), προέρχονται από τα νέα μοντέλα της συσ
σώρευσης του κεφαλαίου. Ιδιαίτερα, απεικονίζουν τη διεθνοποίηση της καπιταλιστικής συσσώρευσης και την ανάπτυξη των «ανανεωμένων» μεθόδων του Φορντ με τις οποίες ελέγχεται η διαδικασία της εργασίας. Δεύτερον, οι αλλαγές στη θέση των βιομηχανικών εγκαχαστάσεων δεν μπορούν να εξη γηθούν απλώς με όρους «οικονομικούς» ή «πολιτικσύς»' η θέση γίνεται καλύτερα καχανοη-
• Το αιιχικ6 κεlμειιo περιε(χε εκτεvε(ς παρaπoμπiς και aημavι:ικ6 δεδoμέ:vα τα περισσ6εερα aπό τα οποlα πα ραλείφθηκav aπ6 α'IΠή την έκ60aη εξαιτlαςτης έλλειψης χώρου. ΠηΥή: Redundo.nt Spaces ίn αΙίε> aΜ Regίons? Studies ίn Indusl1ii:ιl Declίne and socίaI Change, J. Anderson, S• .Duncan andR Hudson (eds) (Academic Press, Londan, 1983), κ. 4, σ. 67-98.
135
ΜΕΡΟΣ 3-Η ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΜΙΑΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΟIΚΟΝΟΜIΑΣ
τή σε σχέση με εκείνες τις μορφές της οικονομικής αναδιάρθρωσης στο πλαίσιοτων βιομη χανικών τομέων που επιβάλλονται από τις απαιτήσεις της συσσώρευσης του κεφαλαίου. Ωστόσο, οι σχέσεις ανάμεσα στις τάξεις και τις άλλες κοινωνικές δυνάμεις επηρεάζουν,
επίσης, σημαντικά τα μοντέλα της οικονομικής αναδιάρθρωσης και τα τελευταία επιδρούν σε σημαντικό βαθμό στις κοινωνικές σχέσεις των ιδιαίτερων τόπων. Τρίτον, τα προβλήματα της άνισης ανάπτυξης δεν μπορούν να επιλυθούν απλώς με τους όρους της «περιφέρειας» και της περιφερειακής ανάπτυξης ή παρακμής. Με την ανάπτυξη των σχέσεων ανάμεσα σε εθνικούς και διεθνείς κλάδους τα παραγωγικά συ
στήματα επικεντρώνονται όλο και λιγότερο σε μία ιδιαίτερη περιφέρεια. Αυτό συνδέεται με την προσαρμογή της νέας παραγωγικής εργασίας στο μοντέλο περιφέρεια-κέντρο και σε κάποια επακόλουθη παρακμή που οφείλεται στις παραλλαγές των ρυθμών ανεργίας
και της οικονομικής δραστηριότητας των περιφερειών στα μέσα της δεκαετίας του και στα τέλη του
1970. Αυτή η
1960
ομοιογένεια στις περιφέρειες ενισχύθηκε, επίσης, εν μέρει
από την αυξανόμενη συγκέντρωση των λειτουργιών σχεδιασμού και ελέγχου στη νοτιοα νατολική περιφέρεια της Μεγάλης Βρετανίας. Ανάλογα, ως προς την αλλαγή στον τομέα της βιομηχανίας, οι Fothergill και Gudgin
(1979,
σ.
157) συμπεραίνουν ότι
<<υπάρχουν πα
λύ μεγαλύτερες αντιθέσεις στο εσωτερικό μιας περιφέρειας απ' ό,τι ανάμεσα στις ίδιες τις περιφέρειες».
Σε αυτό το κεφάλαιο θα εξετάσουμε αυτά τα τρία σημεία σε σχέση με την αποβιομηχά νιση της περιφέρειας του Λάνκαστερ (που θα ονομάζουμε απλώς «Λάνκαστερ»). Αυτή η τοπική οικονομία βρίσκεται στα βόρεια της Βορειοδυτικής Περιφέρειας Σχεδιασμού (βό ρεια του
Preston και του Blackburn) και αποτελείται από τις προηγούμενες αστικές περιο χές του Λάνκαστερ, του Morecambe και του Heysham, όπως και από τις αγροτικές περιο χές που εκτείνονται από το Fylde μέχρι τη λίμνη District και από τον κόλπο του Morecambe στα δυτικά ως τα βουνά Pennines στα ανατολικά. Αποτελεί μία σχετικά αυ τάρκη αγορά εργασίας όπου μόνο το 7,6% των κατοίκων της περιοχής μετακινούνται για να εργαστούν και μόνο το 8,7% που εργάζονται στο Λάνκαστερ διαμένουν εκτός της πε ριοχής (Απογραφή του Πληθυσμού, 1971). Πρόσφατα, το Λάνκαστερ έχει «αποβιομηχανισθεί», όπως και ένα μεγάλο μέρος της
υπόλοιπης Μεγάλης Βρετανίας, καθώς παρατηρείται μία στροφή της παραγωγής στους το μείς των υπηρεσιών ή στην ανεργία. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα πολλών υφερπουσών διαδι κασιών που η επίδρασή τους σε διαφορετικές περιφέρειες και τοποθεσίες ποικίλλει σημα
ντικά. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει κάποια απλή διαδικασία «αποβιομηχάνισης» με την οποία να μπορούν να αναπτυχθούν οι εθνικές και τοπικές οικονομίες, με την οποία το ένα
είδος της οικονομικής δραστηριότητας αυτόματα αντικαθίσταται από το άλλο που εμφανί ζεται ως κυρίαρχο
[... ] Επομένως το να πούμε ότι μία τοπική, περιφερειακή
ή εθνική οικο
νομία «αποβιομηχανίσθψ.ε» είναι απλώς ένας τρόπος για να περιγράψουμε τις συγκεκρι
μένες μεταβολές στη δομή της εργασίας' δεν παρέχει μία εξήγηση
[... ].
Στη συνέχεια θα δείξουμε πώς η «αποβιομηχάνιση» του Λάνκαστερ ήταν το αποτέλε σμα ενός συνδυασμού διαδικασιών. Μολονότι στη διάρκεια των δεκαετιών του
136
1950 και
ΜΕΡΟΣ 3-Η ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΜΙΑΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΟIΚΟΝΟΜIΑΣ
των αρχών του
1960 αυτή η περιφέρεια ήταν
μία σημαντική θέση για ιδιωτική επένδυση
στην παραγωγική βιομηχανία, η εθνική και η διεθνής αναδιοργάνωση του κεφαλαίου επέ φΕρε μία ταχύτατη παρακμή στην παραγωγική βάση του Λάνκαστερ από τη δεκαετία του
1960 και εξής. Θα επικεντρωθοvμε στις τρεις παραγωγικές βιομηχανικές μονάδες με περισσότερες λεπτομέρειες, για να δείξουμε πώς οι ιδιαίτερες μορφές της αναδιάρθρωσης είχαν ως αποτέλεσμα να μεταφερθα6ν εκτός του Λάνκαστερ πολλοΙ νέοι τVπoι εργασιών, είτε στο
εξωτερικό είτε αλλο,) στη Μεγάλη Βρετανία. Θα εξετάσουμε, επίσης, εν συ\'tομCα την αναδιάρθρωση των βιομηχανιών υπηρεσιών (seIΎίce industries) στην τοποθεσία. Θα στρα
φα6με στη συνέχεια σε κάποιες συνέπειες που είχε η διαδικασία της καπιταλιστικής ανα διάρθρωσης στο Λάνκαστερ, στην τοπική πολιτική και στο κράτος
[... ]
2. Η αναδιάQθQωση της οικονομίας το" ΛάνκαστεQ 2.1. Εργασία στο Λάνκαστερ Οι κύριες αλλαγές που σημειώθηκαν στη δομή της εργασίας στο Λάνκαστερ, στη Βορει
οδυτική Περιφέρεια :Σχεδιασμα6 και στη Μεγάλη Βρετανία μεταξ,)
1951 και 1977 μπορούν
να συνοψιστούν ως εξής: γενικά, παρατηρήθηκε μία μεγάλη μείωση στην παραγωγική απα σχόληση στο Λάνκαστερ, απ617.000 θέσεις εργασίας σε
9.000. Ταυτόχρονα, υπήρξαν ση
μαντικές αυξήσεις σε πολλές βιομηχανίες υπηρεσιών, καθώς οι θέσεις εργασίας αυξήθη καν κατά 5.000 την περίοδο
1951-77. Η απασχόληση των γυναικών και η ανεργία αυξήθη καν και, ενώ ο συνολικός πληθυσμός αυξήθηκε κατά 13%, παρατηρήθηκε μία πτώση της τάξης του 11 % στον απασχολούμενο πληθυσμό. Αυτές οι συνολικές αλλαγές δεν πραγματοποιήθηκαν ομαλά στην περίοδο των 30 ετών. Η εργασία στις βιομηχανίες παραγωγής και υπηρεσιών αναπτ1Jχθηκε σημαντικά σε ποσο στά 9,5% και
13,2% αντίστοιχα μεταξύ 1952 και 1964 (Fulcher κ. συν., 1966). Η εργασία σε
έναν αριθμό παραγωγικών βιομηχανιών αυξήθηκε σημαντικά: υφάσματα σε ποσοστό
32,3% (1.349 εργαζόμενοι), μηχανολογία σε ποσοστό 56,5% (360), ρουχισμός και υπόδηση 17% (124), τάπητες και υφάσματα επίστρωσης σε ποσοστό 25% (1.002). Μολο
σε ποσοστό
νότι η βιομηχανία των επίπλων, που υπήρχε στην περιοχή για πολλά χρόνια, έπαυσε να λει τουργεί (το κυρίως εργοστάσιο έκλεισε το
1962), αναπτ6χθηκαν
ένα διυλιστήριο πετρελαί
ου και μία χημική βιομηχανία που έγιναν σπουδαίοι εργοδότες στην περιοχή.:Σε συγκεκρι
μένες κατηγορίες των τομέων υπηρεσιών αυξήθηκε, ιδιαίτερα, η απασχόληση στους τομείς της διανομής σε ποσοστό 38%, ασφαλειών, τραπεζιτικού επαγγέλματος 35%, επαγγελματι
κών υπηρεσιών 42% και δημόσιας διοίκησης
19%.
:Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, παρατηρήθηκε μία σημαντική προσφορά εργασίας
και η ανεργία ήταν ελάχιστη. Το εργατικό δυναμικό αυξήθηκε κατά 4.000 σε ρυθμό περί
που ισοδύναμο με αυτόν του κράτους, αλλά ταχύτερο από το μέσο όρο για τα δεδομένα
137
ΜΕΡΟΣ 3-Η ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΜΙΑΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
της βορειοδυτικής περιφέρειας. Ένα μεγάλο μέρος αυτής της αύξησης οφειλόταν στην εσωτερική μετανάστευση, η εργασία των γυναικών αυξήθηκε, επίσης, αργά, αλλά ακόμα
και με αυτή την αύξηση που παρατηρήθηκε στο εργατικό δυναμικό, οι εργοδότες της πε ριοχής είχαν ιδιαίτερες δυσκολίες ατην εξεύρεση εργατών στις αρχές της δεκαετίας του
1960. Τα επόμενα
15 χρόνια η κατάσταση άλλαξε δραματικά. Η παραγωγική απασχόληση έπεσε από τους 16.700 εργάτες το 1961 στους 11.200 το 1971 και στους 9.000 το 1977 (Υπη ρεσία Εργασίας). Αντίθετα, η εργασία στον τομέα των υπηρεσιών διευρύνθηκε σταθερά από τους 23.000 το
1961 στους 26.800το 1971 και ανήλθε απότομα στις αρχές της δεκαε 1970 για να φτάσει στους 29.400 το 1977 δηλαδή, πάνω από το μισό των δύοτρί των της συνολικής απασχόλησης μεταξύ 1961 και 1977.
τίαςτου
Αυτή η αλλαγή στη δομή είχε σημαντικά αποτελέσματα στη διαφοροποιημένη εργασία
των ανδρών και των γυναικών σε τοπικό επίπεδο. Μεταξύ
1951 και 1971 οι απασχολούμε 1.200, ενώ οι εργαζόμενες γυναίκες ανήλθαν στις 4.900. Το ποσοστό της οικονομικής δραστηριότητας των ανδρών μειώθηκε από το 81,4% στο 72% (67,4% ποσο
νοι άνδρες ήταν
στό απασχολούμενοι), ενώ το ποσοστό οικονομικής δραστηριότητας των γυναικών ανέβη κε από το 31,8% στο
36,8% (Άπογραφήτου Πληθυσμού, 1951, 1971). Το αποτέλεσμα ήταν
να παρατηρηΟεί μία αύξηση του αριθμού των εργατριών σε σχέση με τους εργάτες της πε ριφέρειας. Η γενική μετατόπιση προςτις βιομηχανίες υπηρεσιών συνδέεται με την αυξα νόμενη απασχόληση των γυναικών στο Λάνκαστερ, αφού το ποσοστό των γυναικών που
απασχολούνταν σε αυτές τις βιομηχανίες είναι υψηλό. Σημειώθηκε, επίσης, μία αλλαγή εντ6ς τσυ τομέα των υπηρεσιών προς μία αυξανόμενη συμμετοχή των γυναικών (από
49,1 % σε ποσοστό 54% μεταξύ 1971 και 1976' Υπηρεσία Εργασίας, ERII). Υπήρξε, επίσης, μία σημαντική αύξηση στη μερική απασχόληση ειδικά στη δεκαετία του
1970 και,
όπως και αλλού, παρατηρήθηκε μία μακρσχρόνια αύξηση στους αριθμούς
των καταχωρισμένων ανέργων. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του
1960, το Λάνκαστερ ήταν ένα σημαντικό κέντρο συσ
σώρευσης κεφαλαίου, και αυτό οδήγησε σε μία σημαντική έλλειψη εργατικού δυναμικού.
Ωστόσο, από το
1965 άλλαξε η κατάσταση και το ποσοστό ανεργίας στην περισχή ξεπέ
ρασε το μέσο όρο του κράτους. Ιδιαίτερα, το ποσοστό ανεργίας των ανδρών αυξήθηκε απότομα και δημιούργησε ένα αυξανόμενο χάσμα ανάμεσα στα εθνικά και τα τοπικά πο σοστά. Πώς μπορούμε να εξηγήσουμε αυτή τη μεταβολή στο εργασιακό μοντέλο στη μεταπο
λεμική περίοδο; Μία φανερή εξήγηση αυτού του γεγονότος είναι ότι οι βιομηχανίες που υπήρχαν στο Λάνκαστερ την περίοδο
1956-60 ήταν
εκείνες που επρόκειτο να παρακμά
σουν σε εθνικό επίπεδο (όπως οι κλωστοϋφαντουργίες με βάση το βαμβάκι και οι σχετι κές βιομηχανίες). Ωστόσο, οι Fothegill και
Gudgin (1979)
επισημαίνουν ότι η βιομηχανι
κή δομή του παραγωγικού τομέα στο Λάνκαστερ στο τέλος της δεκαετίας του
1950 ήταν,
στην πραγματικότητα, υπερβολικά ευνοημένη σε σχέση με τις άλλες περισχές και παρέ μεινε έτσι σε όλη τη δεκαετία του
1960, όταν αυτοί οι παραγωγικοί τομείς που παρουσιά-
138
ΜΕΡΟΣ 3-Η ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΜΙΑΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΟIΚΟΝΟΜIΑΣ
στηκαν στο Λάνκαστερ επεκτάθηκαν γενικά στη Μεγάλη Βρετανία. Η αιτΙα για την παρακμή στην παραγωγική εργασία
(3.300 μεταξύ 1959 και 1975) δεν
μπορεί να είναι, επομένως, η υπάρχουσα βιομηχανική δομή. Η εναλλακτική εξήγηση εί ναι άτι οι υπάρχουσες εταιρείες απέτυχαν να αναπτυχθούν, ή τουλάχιστον να διευρύνουν
την εργασία και έκλεισαν ή συρρικνώθηκαν, ενώ η περιοχή απέτυχε να προσελκυσει την κινητή απασχόληση (mobίle employment), κάτι που πραγματοποιήθηκε αλλου στις δεκαε τίες του
1960 και των αρχών του 1970. Αντίθετα, η σχετικά μεγάλη διεύρυνση του τομέα
των υπηρεσιών στο Λάνκαστερ δεν θα μπορουσε να είχε προβλεφθεί από τη δομή των βιομηχανιών των υπηρεσιών το
1959, αλλά οφειλόταν περισσότερο στη μετακίνηση των
υπηρεσιών (όπως το Πανεπιστήμιο) στην περιφέρεια και στη δυσανάλογη αύξηση (ή μι κράτερη παρακμή) αυτών που ήδη υπήρχαν, όπως ήταν οι υπηρεσίες υγείας και το εμπό ριο τουριστικών προ·ί6ντων. Αυτό το μοντέλο του Λάνκαστερ ήταν ακριβώς το αντίθετο από εκείνο των γειτονικών περιφερειών όπου υπήρχε μία μη ευνοημένη βιομηχανική δο
μή για την παραγωγή, ενώ οι τομείς των υπηρεσιών ήταν ευνοημένοι. Αυτ6 δείχνει άτι η παρακμή της παραγωγικής βάσης του Λάνκαστερ στηρίζεται στη «μικρή επίδοση» του υπάρχοντος κεφαλαίου σε συνδυασμ6 με την ανικαν6τητα για την προσέλκυση σημαντικών νέων συγκροτημάτων οτην περιφέρεια στη δεκαετία του
1960.
Συνεπώς, σε μία περίοδο σημαντικής βιομηχανικής αναδιάρθρωσης, με σημαντική κινητι κάτητα σε νέες εγκαταστάσεις, το Λάνκαστερ απέτυχε να προσελκύσει ct'tote> επενδυ σεις και το υπάρχον κεφάλαιό του σταδιακά έχασε την ικαν6τητά του να ανταγωνίζεται
τα νέα συγκροτήματα που εγκαταστάθηκαν αλλου. Οι
Fothergill και Gudgin επιχείρησαν να εξηγήσουν το γενικό μοντέλο των εργασια
κών αλλαγών με βάση τη διαίρεση ανάμεσα στα αστικά κέντρα και τις ημι-αγροτικές πε ριοχές. Στα προηγούμενα, και ιδιαίτερα στα μεγάλα κέντρα, η παρακμή της παραγωγικής εργασίας έγινε ιδιαίτερα αισθητή. Αυτ6 υπήρξε απ6ρροια της ίn situ συρρίκνωσης της ερ γασίας και mυ κλεισίματος των συγκροτημάτων. Στις λιγάτερο βιομηχανοποιημένες, ημι αγροτικές περιοχές καταγράφηκαν οι πιο σημαντικές σχετικές αυξήσεις στην παραγωγι
κή και στη συνολική εργασία. Η περιφέρεια του Λάνκαστερ, ως προς τα αγροτικά/αστικά
χαρακτηριστικά της ανήκει στη δευτερη κατηγορία. Ωστόσο, η παραγωγική εργασία εκεί στην πραγματικότητασημεΙωσε πτώση σε ποσοστό
22% μεταξύ 1959 και 1975.
Στο Λάνκαστερ έπρεπε να είχαν σημειωθεί σημαντικές αυξήσεις στην παραγωγική ερ γασία, με δεδομένη τη βιομηχανική δομή του το
1959 και την «επίδοση» των περιφερειών
με την ανάλογη ελαφρά βιομηχανία. Ακόμη, ο προσδιορισμ6ς μιας περιοχής με βάση τα αστικά/αγροτικά χαρακτηριστικά της δικαιολογεί έναν αριθμό αρκετά διαφορετικών πα ραγόντων που καθορίζουν την εργασιακή αλλαγή. Γενικά, είναι πιο σημαντικό να προσ
διορίσουμε τη θέση που μία ιδιαίτερη περιοχή καταλαμβάνει σε σχέση με τη μεταβαλλό μενη χωρική διαίρεση της εργασίας και συνεπώς να βρούμε την αιτία που σε συγκεκριμέ
νες περιστάσεις η διευρυνση ίn
situ ή τα νέα συγκροτήματα θα αναπτυχθοW σε
μικράτερα
και λιγάτερο αστικοποιημένα κέντρα. Θα εξετάσουμε τώρα τις μορφές της αναδιάρθρω σης του mμέα της παραγωγής και των υπηρεσιών στην οικονομία του Λάνκαστερ.
139
ΜΕΡΟΣ 3-Η ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΜΙΑΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΟIΚΟΝΟΜIΑΣ
2.2. Αναδιάρθρωση στον παραγωγικό τομέα Η πρώτη παρατήρηση αφορά στη σημαvι:ική αύξηση του αριθμού των εγκαταστάσεων
και των επιχειρήσεων. Το
1964 υπήρχαν 58 παραγωγικές εταιρείες στην περιφέρεια του Λάνκαστερ, ενώ το 1979 υπήρχαν τουλάχιστον 135 ανεξάρτητες παραγωγικές εγκαταστά σεις που απασχολούσαν πάνω από 10 ανθρώπους, αλλά η αύξηση σημειώθηκε ιδιαίτερα στον τομέα των μικρών εταιρειών. Το 1979 υπήρχαν 109 εταιρείες που απασχολούσαν από 10-100 εργαζομένους σε ούγκριση με 35 που απασχολούσαν κάτω απ6100 εργαζομένους το 1964. Πράγματι είναι ενδιαφέρον να σημειώσουμε πόσο σημαvι:ικό ρόλο διαδραμάτισε η περιφέρεια στην εγκαθίδρυση και την προσέλκυση των μικρών παραγωγικών εταιρειών. Εν μέρει αυτό μπορεί να είναι απστέλεσμα των προσπαθειών του Δήμου της Πόλης που εν
θάρρυνε την εγκατάσταση και την ανάπτυξη τέτοιων εταιρειών, όχι απλώς επειδή αυτή
ήταν η μόνη εναλλακτική λύση, αλλά επίσης επειδή τα προβλήματα που έγιναν αvι:ιληπτά και οφείλονταν στην εξάρτηση από «το εξωτερικά ελεγχόμενο» κεφάλαιο, τονίστηκαν ιδι αίτερα, όταν το εργοστάσιο του Lansίl που κατείχε η βρετανική εταιρεία Celanese (που ήταν μέρος του
Courtaulds)
έκλεισε το
1980. Αυτό το συμβάν δείχνει,
επίσης, πολύ καλά
τους περιορισμούς της δημοφιλούς αρχής <<η λύση της μικρής εταιρείας>, στην παρακμή των
βιομηχανιών. Αυτό το κλείσιμο προκάλεσε αλυσιδωτά την απώλεια πολλών θέσεων εργα
σίας σε σχέση με αυτές που είχαν δημιουργήσει οι μικρές εταιρείες σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του
.-
1970.
Από τα τέλη της δεκαετίας του
1950 παρατηρήθηκε μία υψηλή αναλογία της παραγωγι
κής εργασίας στις εταιρείες που ελέγχονταν έξω από την άμεση περιοχή' και υπήρξε μία μι
κρή αύξηση σε αυτή την αναλογία. Οι θυγατρικές ή τα παραρτήματα των μεγάλων εταιρειών έtειναν να είναι οι μεγαλύτερες εγκαταστάσεις. Άλλες εταιρείες ανέλαβαν ένα σημαvι:ικό αριθμό εταιρειών που είχαν την έδρα τους στην περιοχή ή συγχωνεύτηκαν με αυτές αυτή την
περίοδο
[... ] Αυτή η εξάρτηση της τοπικής οικονομίας απ6 ένα μικρό αριθμό μεγάλων εται
ρειών που ελέγχovι:αι απ6 άλλο τόπο σημειώθηκε από την τοπική υπηρεσίο σχεδιασμού: είναι σημαντικό ότι πο1J..ές εταιρείες που ελέγχονται από άλλο τόπο κλείνουν και ανακοινώ
νουν απολύσεις τις τελευταίες περιόδους της ύφεσης, δηλαδή «ψαλιδίζουν τα παραρτήματα για να ενθαρρύνουν την ανάπτυξη". (Δημοτικό Συμβούλιο του Λάνκαστερ:
1977, Παράρτημα IΠc)
Τα «παραρτήματα» βρίσκovι:αι στο Λάνκαστερ.
Είναι, επίσης, σημαvι:ικό να ση μειώσουμε εδώ ότι όλες οι μεγάλες παραγωγικές εται ρείες στο Λάνκαστερ ελέγχovι:αι από αλλού, ενώ η ανεξάρτητη ιδιοκτησία χαρακτηρι'ζει πολύ περισσότερο τις πολύ μικρές εταιρείες. Ακόμη, οι μεγάλες πολυεθνικές δεν εγκατέ στησαν σχεδόν ούτε ένα μεγάλο συγκρότημα' περισσότερο, ήταν τοπικές εταιρείες που αποκτήθηκαν από (ή συγχωνεύτηκαν με) τις μεγάλες εταιρείες που είχαν την έδρα τους αλ
λού. Με άλλα λόγια, η ανάληψη διεύθυνσης των εταιρειών από το εξωτερικό υπήρξε σημα-
140
ΜΕΡΟΣ 3-Η ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΜΙΑΣ ΤΟIlIΚΗΣ ΟIΚΟΝΟΜIΑΣ
vτικότερη για την εργασιακή δομή στο Λάνκαστερ απ' ό,τι ήταν τα μοντέλα της μετακίνη
σης των παραρτημάτων-συγκροτημάτων (με εξαίρεση στις δεκαετίες του
1940 και 1950 με
την εγκατάσταση εν6ς συγκροτήματος λιπασμάτων και αμμωνίας από την ΙcI και ενός διυ λιστηρίου από την Shell). Γενικά, το Λάνκαστερ δεν αναπτύχθηκε ως μία οικονομία παραρ τήματος-συΥκροτήματος με την έννοια των παραρτημάτων-συγκροτημάτων που εγκαθίστα
νται στην περιοχή' μάλλον, τα υπάρχοντα συγκροτή ματα έχουν γίνει παραρτήματα
[... ]
Θα εξετάσουμε τώρα τρεις τύπους αναδιάρθρωσης των βιομηχανικών τομέων που θα
επιφέρουν διαφορετικά χωρικά μοντέλα εργασιακής παρακμής (βλ.
1982). Είναι ο τύπος της
Massey και Meegan,
«έντασης», της «επένδυσης και της τεχνικής αλλαγής» και της
«εκλογίκευσης». Ένταση, είναι η διαδικασία της αύξησης της παραγωγικ6τητας της εργα
σίας με μικρή, ή καθόλου, απώλεια του δυναμικού και καμία επένδυση στις νέες μορφές της παραγωγής. Μία τέτοια αναδιοργάνωση της παραγωγής θα συνεπάγεται μικρ6τερη αλλα γή στη διαίρεση της εργασίας απ' ό,τι οι άλλες μορφές της αναδιοργάνωσης. Στο δεύτερο τύπο, της επένδυσης και της τεχνικής αλλαΥής, παρατηρούνται μεγάλες επενδύσεις κεφα λαίου στις νέες μορφές της παραγωγής και ως αποτέλεσμα σημειώνονται σημαντικές απώ λειες στις θέσεις εργασίας, που συχνά κατανέμονται άνισα ανάμεσα στους τύπους των ερ
γασιών και στις ικαν6τητες. Ο τρίτος τύπος, η εκλογ(κευση, έχει αποτέλεσμα τη μη αξιοποί ηση του δυναμικού χωρίς νέα επένδυση ή αλλαγή στην τεχνική
[...]
Η αναδιάρθρωση της βρετανικής οικονομίας κατ αυτό τον τρόπο έχει σημαντικές χωρι κές συνέπειες και το Λάνκαστερ φαίνεται 6τι είναι ένα από τα θύματα. Η παραγωγική ερ γασία του Λάνκαστερ επικεντρώθηκε στις βιομηχανίες στις οποίες επρόκειτο να συμβούν «η επένδυση και η τεχνική αλλαγή», ή <<1] εκλογίκευση», παρά η «ένταση». Δεν έχουμε σκο πό να το αναλύσουμε αυτό λεπτομερειακά' αντίθετα, θα συζητήσουμε τις ευρείες τάσεις στις τρεις κύριες παραγωγικές βιομηχανίες. Τον Ιούνιο του
1971, οι βιομηχανίες λινόλαιου, πλαστικών και ταπήτων, τεχνητών ινών και λιπασμάτων απασχολούσαν 2.502, 2.015 και 911 ανθρώπους αντίστοιχα, και αποτελούσαν το 46% όλης της παραγωγικής εργασίας στο Λάν καστερ. Το 1977, η εργασία σε αυτές τις βιομηχανίες σημείωσε πτώση σε ποσοστό 41 %, 66% και 32% σε σχέση με τα επίπεδα του 1971. Ποιες ήταν, λοιπόν, οι νέες μορφές της πα ραγωγής σε αυτές τις βιομηχανίες, που επέφεραν μία τέτοια m:ώoη της εργατικής απασχό λησης στο Λάνκαστερ;
(1) Τάπηtε;, λινόλαw, πλαστικά. κ.λπ. (... ] Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1950 αυτός ήταν ένας σχετικά ανθηρός βιομηχανι κόςτομέας που σημείωσε μία αύξηση της τάξης του 25% στο αποσχολήσιμο εργατικό δυνα μικό της περιοχής. Ωστόσο, στη διάρκεια της δεκαετίας του 1960 υπήρξε μία απότομη πτώ ση της εργατικής αποσχόλησης σε αυτό τον τομέα. Τα τοπικά αποτελέσματα ήταν τα εξής:
...η
μεγαλύτερη εταιρεία από τη δεκαετία του
1860, η Mills [Williamsons], αναγκάστηκε να
συγχωvειmί για προληπτικούς λόγους με ένα σημαντικό αντίπαλό της' η συγχώνευση οδήγη σε σε σημαντικη εκλογίκευση, διάθεση του πλεονάζοντος κεφαλαίου και την παραχώρηση
141
ΜΕΡΟΣ 3-Η ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΜΙΑΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΟIΚΟΝΟΜIΑΣ
της διοίκησης και της παραγωΥής στον προηγούμενο αvtίπαλο [Naims], οε μία Περιοχή προς
Aνάπtυξη με κυβερνητική υποστήριξη [Κirkcaldy].
(Martin and Freyer, 1973, ο. 168: σιιμJtληρώθηκαν τα ονόματα στις αγκύλες) Στην πραγμαι:lΥ.ότητα, όλη η παραγωγή των ταπήτων εκχωρήθηκε στην Κirkcaldy και το συγκρότημα του Λάνκαm:ερ επικεντρώθηκε κυρίως στην κατασκευή ταπετσαριών τοίχου ταυ τύπσu
PVC.
Η παραγωγή Μνόλαιου είχε καθιερωθεί από παλιά στο Λάνκαστερ, καθώς ξεκίνησε με την παραγωγή των καραβόπανων και των μουσαμάδων το
190 αιώνα, και ένα μεγάλο
μέ
ρος του εξοπλισμού ήταν πΜ.ον απαρχαιωμένο. Η πώληση αυτών των προ'ίόντων επιδεινώ θηκε απ6τομα με την ανάπτυξη των πλαm:ικών και στη συνέχεια των φτηνών χαλιών που βασίζονταν (Πις τεχνητές ίνες. Οι τοπικές εταιρείες διαφοροποιήθηκαν στην παραγωγή πλαm:ικοποιημένων υφασμάτων του τύπου
PVC, (πα διάφορα
είδη υφασμάτων επίm:ρω
σης και (Πις ταπετσαρίες για τους τοίχους, αλλά αυτά πραγματοποιήθηκαν με τη χρησιμο
ποίηση των παλαιών μηχανημάτων και δεν έγιναν oυOLam:tκIί νέες επενδύσεις κεφαλαίαυ ούτε χρησιμοποιήθηκαν οι νέοι τύποι της τεχνολογίας στην παραγωγή. Η βασική αλλαγή στην παραγωγή αυτής της βιομηχανίας ήταν η πτώση που παρατηρήθηκε στο Μνόλαιο και
η ανάπτυξη των πλαm:ικών ταπήτων. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα του συνδυασμού δύο διαδι κασιών: της εκλογίκευσης και της σχεδόν ολοκληρωτικής εξαφάνισης του παραγωγικού δυναμικού στο λινόλαιο, καθώς και της τεχνικής αλλαγής και επένδυσης στα πλαm:ικά πα τώματα και (Πις ταπετσαρίες τοίχου. Κατ' επι!κταση τα αποτεΜσματα (Πον τομέα της ερ
γασίας ήταν δραματικά. Γενικά, ο ρυθμός της παρακμής σε αυτό τον τομέα ήταν ταχύτερος
m:o Λάνκαm:ερ απ'
ό,τι γενικά στη Μεγάλη Βρετανία. Εθνικά, η αναδιάρθρωση (μαζί με την απώλεια των θέ σεων εργασίας) συνοδεύτηκε από μία κάποια διεύρυνση, αλλά αυτό δεν συνέβη
m:o Λάν
καστερ.
(2) AιπOOμιI"fQ Σε αντίθεση με τη βιομηχανία των ταπήτων, υπήρξαν τεράστιες αυξήσεις στα ΠΡOt6ντα προς πώληση, στο ποσό της επένδυσης και την παραγωγικότητα σε αυτή τη βιομηχανία σε εθνικό επίπεδο. Τα πρόίόντα προς πώληση και η παραγωγικ6τητα αυξήθηκαν κατά
10 φο 1963-78, ενώ το ποσό επένδυσης κεφαλαίου αυξήθηκε κατά 9 φορές την 1968-1978 (που αφορούσαν στο πραγματικό χρήμα). Οι αυξήσεις στην παραγωγι
ρές την περίοδο περίοδο
κ6τητα λιπασμάτων ήταν μεγαλύτερες απ' ό,τι σε οποιοδήποτε άλλο παράρτημα της βιομη χανίας χημικών μεταξύ
1970 και 1975, αλλά η
επένδυση των κεφαλαίων επικεντρώθηκε
στην ανάπτυξη του νέου, πολύ μεγάλου και με χαμηλό κόστος παραγωγικού συγκροτήμα τος: στα τέλη της δεκαετίας του
1960 υπήρχαν 6 μεγάλα συγκροτήματα στη Μεγάλη Βρετα 20% (Πους αριθμούς των εyKatam:Iiaerov και των επιχειρήσεων την περίοδο 1963-1978. Ακόμη, αυτές οι τεράστιες
νία. Κατά συνέπεια παρατηρήθηκε μία μείωση της τάξης του
αυξήσεις στα ΠΡOt6ντα προς πώληση επιτεύχθηκαν με μικρή ή καθόλου αύξηση στη συνοΜ-
142
ΜΕΡΟΣ 3-Η ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΜΙΑΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΟIΚΟΝΟΜIΑΣ
κή απασχόληση στη βιομηχανία λιπασμάχων. Η βιομηχανία λιπασμάχων είναι ένα πολύ κα λό παράδειγμα της «ανάπτυξης χωρίς επέκταση των εργασιών», όπου η διαδικασία της αναδιάρθρωσης χρησιμοποίησε τον τόπο της «επένδυσης και της τεχνικής αλλαγής». Ποιες ήταν, λοιπόν, οι συνέπειες για την οικονομία του Λάνκαστερ;
[Η εργασία στην παραγωγή λιπασμάτων στο Λάνκαστερ σημείωσε πτώση από 2.285 το 1952 στους 624 το 1977]. Το εργατικό δυναμικό μειώθηκε στο κύριο τοπικό συγκρότημα (ICI στο Χέισαμ) για δυο βασικούς λόγους. Πρώτον, η παραγωγή αμμωνίας εγκαταλεί φθηκε το 1977 και συγκεντρώθηκε στα μεγαλύτερα συγκροτήματα, ειδικά στο βορειοανα τολικό τμήμα. Και δεύτερον, τα λιπάσματα που παράγονταν στο Χέισαμ (Nitrogel) δεν μπορούσαν να συναγωνιστούν τα νέα λιπάσματα (Nitran) που παράχθηκαν από την lCl στα μέσα της δεκαετίας του 1960. Το συγκρότημα Χέισαμ μειονεκτούσε στο ότι το δυναμι κό του είναι πολύ περιορισμένο (500 τόνοι τη μέρα συγκριτικά με τους 1.500/2.000 τόνους σε πιο σύγχρονα συγκροτήματα) και επειδή καμία από τις κύριες μονάδες παραγωγής του
δεν χρονολογείται μετά το
1962. Για άλλη μία φορά βλέπουμε πώς η συσσώρευση του κε
φαλαίου στην παραγωγική βιομηχανία δεν οδήγησε σε επανεπένδυση στο Λάνκαστερ και ότι αυτή η πτώση είναι το αποτέλεσμα της ανάπτυξης της νεότερης, φθηνότερης παραγωγι κής ικανότητας αλλού.
(3) Τεχνη-ι:ές ίνες Η παραγωγή των τεχνητών ινών ξεκίνησε στο Λάνκαστερ το
1928 με τη βιομηχανία Cellulose Acetate SiJk Co. Ltd (που αργότερα ονομάστηκε Lansils), σε μία περιοχή σημα ντικής εθνικής ανάπτυξης, στην παραγωγή του ρεγιόν. Το 1929 υπήρχαν 32 ανταγωνιστές σε εθνικό επίπεδο' ωστόσο, τα επόμενα 30 χρόνια μία εταιρεία, η Courtaulds, έφτασε να κυριαρχεί στην παραγωγή του ρεγιόν. Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 η αγορά του ρε γιόν διαβρώθηκε από την ανάπτυξη των συνθετικών ινών (ειδικά του νάιλον και αργότερα των πολυεστέρων) και του βελτιωμένου βαμβακιού. Η ίδια η
Courtaulds διαφοροποιήθηκε
και κυριάρχησε στην παραγωγή σε όλους τους τομείς της βιομηχανίας υφασμάτων εκτός του τομέα της ύφανσης που ήταν κατατετμημένος και την περίοδο
1973-4 απέκτησε τη
Lansils στο Λάνκαστερ. Δύο σημεία αξίζει να σημειώσουμε εδώ. Πρώτον, οι τεχνητές ίνες αποτελούν έναν το μέα στον οποίο η επένδυση και η τεχνική αλλαγή ήταν ιδιαίτερα αξιοσημείωτες, ειδικά την περίοδο μέχρι το
1970. Η Courtaulds μπόρεσε να διευρύνει τη
μονοπωλιακή της θέση,
καθώς μεταφέρθηκε στον τομέα των συνθετικών και με την ενσωμάτωση των μονάδων πα ρανωγής. Δεύτερον, το αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης στο Λάνκαστερ ήταν το κλείσι
μο της Lansils το
1980, μετά από
μία μακρά περίοδο παρακμής. Η
Courtaulds δικαιολόγη
σε το κλείσιμο παραπέμποντας στις ετήσιες απώλειες που ανέρχονταν στο ποσό των
91.000 λιρών, αλλά κυρίως αυτό ήταν το
αποτέλεσμα της αποτυχίας να εκσυγχρονιστεί ή
να αντικατασταθεί ο εξοπλισμός, μετά την πρώτη εγκατάστασή του το
1952. Είναι αλή
θεια ότι γενικά η αναδιοργάνωση της βιομηχανίας υφασμάχων, οι συγχωνεύσεις, οι έλεγ χοι άλλων εταιρειών, οι τεχνικές αλλαγές και τα νέα συγκροτήματα σε Περιοχές προς
143
ΜΕΡΟΣ 3-Η ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΜΙΑΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΟIΚΟΝΟΜIΑΣ
Ανάπτυξη και σι:ο εξωτερικά επέφεραν νέα συσσώρευση μακριά από τις παραδοσιακές πόλεις του
Lancashire που παρήγαγαν υφάσματα. Αλλά περιμέναμε
ίσως το Λάνκασι:ερ
να είχε προσι:ατευτεί από μερικές από τις χειρότερες συνέπειες αυτής της διαδικασίας εξαιτίας της ανάμειξήςτου σι:ην παραγωγή των τεχνητών ινών παρά του βαμβακιού. Αυ
τό, όμως, δεν συνέβη. Η συσσώρευση σι:η δεκαετία του
1950 ακολουθήθηκε από την απου 1960-1970. Ο συνολικός αριθμός των εργα τών σι:ις βιομηχανίες υφασμάτων σι:ην κοντινή ζώνη σημείωσε πτώση από 5.500το 1964 σε 1.800 το 1977. σία επενδύσεων στο Λάνκασι:ερ την περίοδο
Για να συνιJψ(σoυμε, το Λάνκασι:ερ ωφελήθηκε από τη συσσώρευση σι:ην παραγωγική
βιομηχανία σι:η δεκαετία του
1950 και στο τέλος της δεκαετίας εκπροσωπουνταν από έναν
επαρκή αριθμό αναπτυσσόμενων βιομηχανικών τομέων. Ωσι:όσο, αυτοί ήταν τομείς που θα
δοκίμαζαν την «επένδυση και την τεχνική αλλαγή» καθώς και την «εκλογίκευση», ιδιαίτερα εξαιτίας της αυξανόμενης συγκέ\τρωσηςτης ιδιοκτησίας. Νέα συγκροτήματα ανεγέρθηκαν αλλού, ενώ τα υπάρχοντα βασίσι:ηκαν σι:ην προηγούμενη τεχνολογία που παραγκώνισε το εργατικά δυναμικά. Τα τοπικά παραρτήματα των εταιρειών με τα πολλαπλά συγκροτήματα ξέπεσαν, καθώς αυτές οι εταιρείες αναδιάρθρωσαν την παραγωγή τους μακριά από το Λάνκαστερ. Ενώ ο αριθμός των μικρών παραγωγικών επιχειρήσεων διογκώθηκε σι:η διάρ κεια της τελευταίας περιόδου, αυτές δεν παρείχαν σημαντική εργασία που θα αντιστάθμιζε την πτώση σι:ις μεγαλύτερες εγκαταστάσεις. Είναι ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι από αυ τές τις βιομηχανίες σι:ις οποίες υπήρχε λιγότερη απώλεια εργασίας σι:ο Λάνκασι:ερ, δύο εμ φανίσι:ηκαν ως «ενισχυτές» την περίοδο
1968-1973, ούμφωνα με τους Massey και Meegan
(1982, Κεφάλαιο 3). Αυτές είναι κλωσι:οϋφαπουργίες που
επεξεργάζονται τα υφάσματα
σι:ο τελευταίο σι:άδιο σι:ις οποίες ο αριθμός των εργατών στο Λάνκασι:ερ σημείωσε πτώση από
432 σε 278 την περίοδο 1971-77, και οι βιομηχανίες υπόδησης όπου οι εργάτες μειώθη 414.
καν από 549 σε
2.3. Η αναδιοργάνωση των υπηρεσιών Θα εξετάσουμε τώρα πώς η αναδιάρθρωση σι:ο βιομηχανικό τομέα των υπηρεσιών επη ρέασε το Λάνκασι:ερ. Πρώτα απ' όλα, ωστόσο, είναι απαραίτητο να κάνουμε διάκριση ανά μεσα σι:ιςβιαμηχαν(ες υπηρεσιών και τα επαγyέJ.ματα υπηρεσιών. Οι βιομηχανίες είναι αυ τές που παράγουν ένα προϊόν που θεωρείται περισσότερο υπηρεσία παρά συγκεκριμένο
αγαθό και περιλαμβάνουν τη μεταφορά και τις επικοι.νωνίες, τη διανομή, τις επαγγελματι κές υπηρεσίες και ούτω καθεξής. Τα επαγγέλματα υπηρεσιών έχσυν ένα κοινό σημείο με τις βιομηχανίες υπηρεσιών, το ότι καθορίζονται δηλαδή κανονικά σε αντίθεση με τη φυσική παραγωγή των αγαθών και περιλαμβάνουν τους μάνατζερ, τους επαγγελματίες, τους υπαλ λήλους γραφείου και τους πωλητές, τους υπαλλήλους σι:ους τομείς υγείας και εκπαίδευσης
και ούτω καθεξής. Η ση μαντικότερη συνέπεια αυτής της διάκρισης είναι ότι υπάρχουν πολ λοί εργάτες σι:ην παραγωγική βιομηχανία που βρίσκονται σε επαγγέλματα που προσφέ-
144
,Ι
.1
ΜΕΡΟΣ 3-Η ΑΝΑΔIΑΡΘΡΩΣΗ ΜIΑΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΟIΚΟΝΟΜIΑΣ
ρουν υπηρεσίες. Οι Grum και Gudgin
(1978,5) εκτιμούν ότι το 1971, το 34,6% των εργατών
στην παραγωγή στη Μεγάλη Βρετανία ήταν αυτό που ονόμαζαν υπό αυτή την έννοια «μη παραγωγικούς εργάτες». Έτσι, ένας άλλος τρόπος για να εκφράσουμε τη θέση της «απο
βιομηχάνισης» είναι να δείξουμε ότι ο απόλmος αριθμός των «εργατών της άμεσης παρα γωγής» σημείωσε πτώση από τομμύρια το
6,5
εκατομμύρια στα τέλη της δεκαετίας του
1950 σε 5,2 εκα
1975.
Εν μέρει, αυτό αντανακλά τη μεταβαλλόμενη δομή της βιομηχανίας, έτσι ώστε αν θέ λουμε να μιλήσουμε γενικά, όσο πιο αργά αναπτύσσεται μία βιομηχανία, τόσο πιο υψηλή είναι η αναλογία των μη παραγωγικών εργατών που απασχολούνται σε αυτήν. Αντανα κλά, επίσης, την κοινωνικοποίηση της μη παραγωγικής εργασίας στις εταιρείες και τη δια φοροποίηση των λειτουργιών της διαχείρισης σε ένα μεγάλο αριθμό φορέων, καθώς η σύλληψη του σχεδίου διαχωρίζεται όλο και περισσότερο από την εκτέλεσή του. Μπορούμε απλά να προσδιορίσουμε μερικούς χαρακτηριστικούς παράγοντες που
επηρεάζουν τη διαδικασία σ1:0ντομέα της εργασίας υπηρεσιών. Πρώτον, το εργατικό δυ ναμικό πρέπει να κατανεμηθεί περισσότερο εκεί που ο καταναλωτής το απαιτεί και αυτό
έχει συνέπειες στη χωρική δομή μιας τέτοιας βιομηχανίας. Είναι, επίσης, δυσκολότερο να τυποποιηθεί το προ'ίόν και συνεπώς να κατατμηθεί η διαδικασία της εργασίας, όπως στην παραγωγική βιομηχανία. Υπάρχει, επίσης, κάποιος βαθμός ελέγχου που διατήρησαν κά ποιοι εργαζόμενοι στους τομείς των υπηρεσιών επί της φύσης της εργασίας τους. Αυτό ισχύει ακόμη και στο πλαίσιο της κατανομής, της τμηματοποιημένης ή και της γραμματει ακής εργασίας και σημειώνεται ιδιαίτερα στην περίπτωση της εργασίας που εμπερικλείει
προσωπικές επαφές με τους «πελάτες» (π.χ. στην Υπηρεσία Υγείας). Στον τομέα των υπηρεσιών, το κεφάλαιο (και το κράτος) τείνει να περιορίζει τα έξοδα που προκύπτουν από το εργατικό δυναμικό, όχι κυρίως μέσω των άμεσων αυξήσεων στην παραγωγικότητα (μολονότι αυτό συμβαίνει), αλλά περισσότερο μέσω της απασχόλησης τμημάτων του εργατικού δυναμικού που αμείβονται με λιγότερο από το μέσο μισθό που αναλογεί σε λευκούς εργάτες. Στις περισσότερες από τις μεγαλύτερες καπιταλιστικές οι κονομίες, εργάζονται πολύ περισσότερες γυναίκες απ' ό,τι άνδρες στον αναπτυσσόμενο
,.
τομέα των υπηρεσιών. (Μία σημαντική εξαίρεση αποτελεί η δυτική Γερμανία, όπου απα σχολούνται μεγάλοι αριθμοί «φιλοξενούμενων εργατών»). Στη Μεγάλη Βρετανία, οι γυ
ναίκες έχουν
5 φορές περισσότερες πιθανότητες να απασχοληθούν στον τομέα των υπη
ρεσιών απ' ό,τι στην παραγωγική βιομηχανία. Αυτή η ανάπτυξη συνδέεται με κάποια έλ λειψη δεξιοτήτων στην απασχόληση για παροχή υπηρεσιών. Πρέπει να σημειώσουμε ότι αυτές οι μεταβολές στα ποσοστά συμμετοχής των γυναικών θα έχουν σημαντικές συνέπει ες στο κόστος αναπαραγωγής του εργατικού δυναμικού, στον αριθμό των διαθέσιμων ντό πιων εργατών και στα επίπεδα της οργάνωσης και του συνδικαλισμού τους όλα αυτά μπο ρεί να επηρεάσουν με τη σειρά τους τα μοντέλα της βιομηχανικής αναδιάρθρωσης (βλ. Κεφάλαιο 7). Τι συνέβη, λοιπόν, στις βιομηχανίες των υπηρεσιών του Λάνκαστερ; Μεταξύ
1977 οι αριθμοί των εργατών που
αυτές απασχολούσαν αυξήθηκαν κατά
145
1951 και
21 % σε
σύγκρι-
ΜΕΡΟΣ 3-Η ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΜΙΑΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΟIΚΟΝΟΜIΑΣ
ση με την αύξηση των εργατών κατά 23% που σημειώθηκε σε εθνικό επίπεδο. Αυτό απο
τελεί μία αύξηση πάνω από σημείωσε πτώση
5.000 την ίδια στιγμή που ο αριθμός των συνολικών εργατών κατά 6.000. Ωστόσο, αυτή η συνολική ανάπτυξη αποκρύπτει πολλές δια
φορετικές τάσεις.
Μεταξύ
1960 και 1979 η εργασία στον τομέα των μεταφορών και της επικοινωνίας ελατ
τώθηκε πάνω από το ένα τρίτο, ενώ η εργασία στις επαγγελματικές και επιστημονικές υπη
ρεσίες σχεδόν τριπλασιάστηκε (πάνω από
180%). Άλλες βιομηχανίες υπηρεσιών διατηρή
θηκαν σε αρκετά σταθερά επίπεδα εργασίας. Ως προς το σχετικά μεγάλο μέγεθος του το
μέα των μεταφορών και τους μικρσύς αριθμσύς που απασχολούνταν στις οικονομικές υπη ρεσίες και την κυβερνητική διοίκηση, το Λάνκαστερ ήταν γενικά αρκετά τυπική περίπτωση της Βορειοδυτικής Περιφέρειας. Τη δεκαετία του
1950 στο Λάνκαστερ απασχολούνταν λι
γότεροι άνθρωποι στις επαγγελματικές και επιστημονικές υπηρεσίες από το μέσο όρο σε εθνικό επίπεδο
(7,5% σε σύγκριση
με το 7,9% σε εθνικό επίπεδο) και σε αυτό, επίσης, έχει
αναλογίες με το μέσο όρο της Βορειοδυτικής Περιφέρειας. Ωστόσο, στη διάρκεια των δε
καετιών του
1960 και του 1970 η διεύρυνση του τομέα κατέληξε σε ισχυρή τοπικ'lj συγκέ
ντρωση της απασχόλησης σε αυτές τις υπηρεσίες. Από το απασχολούμενο εργατικό δυναμι κό στο Λάνκαστερ, το
στοιχο
20% βρισκόταν σε αυτό τον τομέα το 1977, σε σύγκριση 16% σε εθνικό επίπεδο.
με το αντί
Πολλές από αυτές τις μεταβολές δεν είναι το αποτέλεσμα των αλλαγών που σημειώθη καν στις τοπικές αγορές ή άλλων ενδογενών παραγόντων, αλλά αποφάσεων για εθνικά θέ ματα που κυρίως αφορούσαν στις αλλαγές στους σιδηρόδρομους, στην εκπαίδευση και στο σύστημα υγείας. Όπως στην περίπτωση της παραγωγικ'ljς βιομηχανίας, η κυριαρχία του το
μέα των μεταφορών και των επαγγελματικών και επιστημονικών υπηρεσιών από τους ορ
γανισμούς που εκτείνονται πέρα από τα όρια του Λάνκαστερ κατέληξε στην αναδιοργάνω ση που επηρέασε τον τόπο σε δυσανάλογο βαθμό. Ενώ η «αγορά>, για πολλές από αυτές τις υπηρεσίες είναι τοπική, με την έννοια ότι οι φορείς της υγείας και της εκπαίδευσης φροντί ζουν αυτούς που ζουν στα όρια της δικαιοδοσίας τους, σημειώθηκε, επίσης, σε περιοχές του
Λάνκαστερ μία συγκέντρωση εξειδικευμένων υπηρεσιών υγείας (π.χ. ψυχιατρεία, κέντρα γηριατρικής) και ανώτερης εκπαίδευσης που εξυπηρετούν έναν πληθυσμό πολύ μεγαλύτε
ρο αΠό αυτόν που ζει μόνιμα στην κoντLV'lj ζώνη. Οι εργαζόμενοι και οι πελάτες αυτών των υπηρεσιών μετακινούνται στην περιοχή για να αναλάβουν δουλειές ή υπηρεσίες που διατί θενται στο Λάνκαστερ.
Η τουριστική βιομηχανία είναι ο άλλος μεγάλος εργοδότης της περιοχής. Εδώ πάλι, υπάρχει ένα αόρατο δίκτυο εξαγωγών από το Λάνκαστερ μέσω της γεωγραφικής κινητικό τητας της πελατείας, πολλοί από τους οποίους ταξιδεύουν από άλλα μέρη της Βορειοδυτι κής Περιοχής. Οι «Ποικίλες υπηρεσίες» και η «Διανομή» είναι οι δύο βιομηχανίες που συν
δέονται πολύ στενά με τον τουρισμό. Το
1951
οι «πoικCλες υπηρεσίες» (που περιλαμβάνουν κινηματογράφο και θέατρο,
αθλήματα και ψυχαγωγία, στοιχήματα και χαρτοπαιξία, ξενοδοχεία, εστιατόρια, ταβέρνες, κλαμπ, κ.λπ .... ) ήταν κατά πολύ η μεγαλύτερη βιομηχανία υπηρεσιών στην περιοχή και
146
ΜΕΡΟΣ 3-Η ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ Μ/ΑΣ ΤΟΠ/ΚΗΣ ΟIΚΟΝΟΜIΑΣ
αποτελούσε το
13,5% της συνολικης απασχόλησης στον τΟΟο' διπλάσια αναλογία απ' ό,τι
σε εθνικό επίπεδο. Υπηρχαν διακυμάνσεις στο επίπεδο της απασχόλησης σε αυτό τον το μέα, αλλά από το
1951 ωςτο 1977 η αύξηση του
δικτύου ηταν ελάχιστη, παρά τον αυξανόμε
νο αριθμό των ανθρώπων που απασχολούνταν σε τοπικό επίπεδο. Ανάλογα, το εμπόριο με διανομές διατηρησε ένα σταθερό ρυθμό εργασίας αυτη την
περίοδο, εκτός από μία πτώση που παρατηρηθηκε στα μέσα της δεκαετίας του
1960 και
αποδόθηκε στον επιλεκτικό φόρο εργασίας. Το σταθερό επίπεδο της απασχόλησης σε αυ τό τον τομέα ηταν απόρροια των δύο αντίθετων δυνάμεων' σε εθνικό επίπεδο, το λιανικό εμπόριο παρηκμασε εξαιτίας μιας μεταβολης που σημειώθηκε προς την παραγωγη προϊό ντων σε μεγάλη κλίμακα, αλλά ο πληθυσμός που εξυπηρετούνταν από τους εμπόρους στην περιοχη του Λάνκαστερ αυξήθηκε εξαιτίας του υψηλού ρυθμού της εσωτερικης μετανά
στευσης των εργαζόμενων και συνταξιοδοτημένων οικογενειών. Τα τοπικά θετικά αποτε λέσματα των διευρυμένων υπηρεσιών υγείας και εκπαίδευσης κάλυψαν και με το παραπά
νω τη μικρή πτώση της απασχόλησης που παρουσιάστηκε στον τουριστικό τομέα την πε ρίοδο αυτή. Μολονότι λίγες επακριβείς πληροφορίες διατίθενται που αφορούν στα μοντέλα της με ταβαλλόμενης ιδιοκτησίας στον τομέα των τοπικών υπηρεσιών, είναι σαφές ότι υπάρχει μία τάση προς την ιδιοκτησία των μεγάλων επιχειρησεων από ξένους σε αυτό τον τομέα, ακρι βώς όπως στην παραγωγη. Παρατηρείται, επίσης, μία αυξανόμενη εξάρτηση του τόπου από την απασχόληση στις δημόσιες υπηρεσίες της εκπαίδευσης και της υγείας. Όχι μόνο είναι όλο και περισσότεροι οι κάτοικοι που εξαρτώνται άμεσα από την απασχόληση στον κρατι.
κό τομέα, αλλά και οι άλλες υπηρεσίες εξαρτώνται από τα εισοδήματα που προέρχονται από αυτούς τους τομείς. Καθώς η απασχόληση στην παραγωγη φθίνει, η οικονομία του Λάνκαστερ εναπόκειται όλο και περισσότερο στο επίπεδο και τον προσανατολισμό των επενδύσεων του κράτους.
2.4. Σύνοψη Ολοκληρώνοντας αυτό το μέρος πρέπει να σημειώσουμε πως υπάρχει μία ουσιαστική
μεταβολη στο χαρακτήρα αυτού του τόπου τα τελευταία
30 χρόνια.
Το
1950 η τοπικη οικο
νομία κυριαρχούνταν α..-τό ένα μικρό αριθμό ιδιωτών παραγωγών-εργοδστών, που συνδέο νταν με ποικίλους εμπορικούς και διαπροσωπικούς δεσμούς με τον τόπο και με τη γειτονι κη περιοχη που βασίζεται στην παραγωγη υφασμάτων. Το
1980, το κράτος είναι ο κυρίαρ
χος εργοδότης και οι περιουσίες των μικρών ιδιωτών εργοδοτών εξαρτώνται από την επέ κταση ήτη συρρίκνωση των κρατικών επενδύσεων, κυρίως στον τομέα των υπηρεσιών. Σχε τικά λίγες μεγάλες παραγωγικές εγκαταστάσεις παραμένουν και έχουν περιορισμένους δε σμούς με άλλες εταιρείες που δεν έχουν την έδρα τους στην περιοχη
[...] Στο επόμενο τμήμα
θα συζητήσουμε εν συντομία μερικούς από τους τοπικούς και πολιτικούς παράγοντες που αφορούν σε αυτές τις αλλογές και το πώς αυτές οι αλλαγές με τη σειρά τους επηρεάζουν τις μορφές της οικονομικηςκαιπολιτικής πάλης μέσα στο Λάνκαστερ.
147
ΜΕΡΟΣ 3-Η ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΜΙΑΣ ΤΟΠIΚΗΣ ΟIΚΟΝΟΜIΑΣ
3. Οι κιιατικοί κανονισμοί, η πολιτική και η πάλη Στο σημείο αυτό θα διαπραγματευτούμε τρία σημαντικά θέματα. Πρώτον, γιατί δεν μπό
ρεσε το Λάνκαστερ να προσελκύσει τον ν~o κινητό τύπο απασχόλησης που δημιουργήθηκε σε αυτές τις βιομηχανίες που υφίστανται την τεχνική αλλαγή και κάνουν νέες επενδύσεις; Δεύτερον, ποια ήταν τα χαρακτηρι.σrικά γνωρίσματα των οικονομικών και κοινωνικών σχέ σεων στο Λάνκαστερ που συνέβαλαν σε αυτή την αποτυχία; Και τρίτον, πώς επηρέασαν οι αλλαγές στην ιδιοκτησία και στη δομή της εργασίας τις τοπικές διαμάχες;
3_1. Περιφερειακοί και τοπικοί κανονισμοί στη βιομηχανία Μπορούμε να ξεκινήσουμε με το πρώτο ερώτημα σημειώνοντας ότι το Λάνκαστερ είναι μέρος της Βορειοδυτικής Περιφέρειας και αυτή η περιφέρεια είχε κακές επιδόσεις στον εργασιακό τομέα την τελευταία περίοδο. Ο
Stillwell ισχυρίζεται ότι η ΒορειοδυτΙΚή Περι
φέρεια ήταν από τις «λιγότερο ελκυστικές περιφέρειες για να αναπτυχθεί η βιομηχανία»
(1968, σ. 10). Αυτό σήμαινε ότι άλλες περιφέρειες προσέλκυσαν τη
μετακίνηση εγκαταστά
σεων και βρέθηκαν σε πλεονεκτικότερη θέση ως προς τους όρους απασχόλησης. Αυτό ήταν εις βάρος των λιγότερο ευνοημένων περιοχών, καθώς τα αποθέματα των κεφαλαίων της
περιφέρειας έμεναν σταδιακά αναξιοποίητα και έγιναν λιγότερο ανταγωνιστικά, όταν τα νέα συγκροτήματα εγκαταστάθηκαν αλλού.
Το Λάνκαστερ έπρεπε εν μέρει να είχε αποφύγει αυτό το αποτέλεσμα, με δεδομένη τη
σχετική ανάπτυξή του στις δεκαετίες του
1940 και του 1950. Αυτό, όμως, δεν έγινε
εν μέ
ρει επειδή η Βορειοδυτική Περιφέρεια δεν απετέλεσε μία σημαντική πολιτική δύναμη (σε σχέση, για παράδειγμα, με τη Σκοτία ή την Ουαλία) και επειδή το Λάνκαστερ δεν εί χε την ευκαιρία να αποτελέσει μεγάλη δύναμη στην αγορά (μολονότι διατήρησε το κύρος του ως Ενδιάμεση Περιοχή). Το κίνημα των εργατών δεν ανέπτυξε ποτέ μία ισχυρή περι
φερειακή βάση εδώ, σε αντίθεση, για παράδειγμα, με τη νότια Ουαλία ή τη βορειοανατο λική Αγγλία. Ένας αληθινός δείκτης αυτής της κατάστασης είναι το γεγονός ότι το ποσο στό των ανθρώπων που ψηφίζουν τους Εργατικούς στην περιοχή μικρότερο απ' ό,τι στις αντίστοιχες περιοχές. (Το
Lancashire είναι γενικά 1974, το 50,1 % του πληθυσμού στο
Lancashire ψήφισε τους Εργατικούς, ενώ οι ψηφοφόροι στο βορειοανατολικό τμήμα ήταν 59,4%). Το ίδιο το Λάνκαστερ περιλαμβάνει δύο εκλογικές περιφέρειες, όμως το πρώτο κόμμα των Εργατικών δεν εκλέχτηκε μέχρι το 1966, μολονότι η αναλογία των χειρώνα κτων εργατών στο σύνολο του εργατικού δυναμικού ήταν πάνω από 50% μέχρι τη δεκαε τία του 1960. Η τοπική κυβέρνηση επικεντρώθηκε σε δύο πολιτικές: πρώτον, να προσελκυσει την
νέα απασχόληση των υπηρεσιών στο δημόσιο τομέα, συνεπώς το πανεπιστήμιο και τις δι ευρυμένες νοσοκομειακές υπηρεσίες και δεύτερον, να αναπτύξει τις μικρές παραγωγι
κές εταιρείες. Η δεύτερη πολιτική εισήχθη στις αρχές της δεκαετίας του θηκε στα τέλη των δεκαετιών του
1960 και παγιώ
1960 και του 1970. Αυτή η κατάσταση δεν μεταβλήθηκε
148
ΜΕΡΟΣ 3-Η ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΜΙΑΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΟIΚΟΝΟΜIΑΣ
!
ουσιαστικά, ακόμη και όταν εμφανίστηκε η ανεργία. Διατέθηκε γη και η τεχνική και οι
! , Ι
Ι ι
κονομική ενίσχυση και στήθηκε ένα πείραμα ώστε να λειτουργήσει ως φυτώριο για την
.
εδραίωση των πολύ μικρών εταιρειών. Οι ευκολίες δόθηκαν κατά πρστίμηση σε αυτές τις μικρές εταιρείες, που παρήγαγαν προϊόντα «υψηλής ποιότητας», στις βιομηχανίες που
βασίζονταν στην τεχνολογία. Ένας σημαντικός αριθμός τέτοιων εταιρειών μεταφέρθηκε με επιτυχία (ή ξεκίνησε) στο Λάνκαστερ, αξιοποιώντας τις ευκολίες που παρείχε ο δή μος και το πανεπιστήμιο μέσω του Σχεδίου για το Λάνκαστερ, και, επίσης, δέχtηκε βοή θεια από τον Όμιλο των Μικρών Εταιρειών που ιδρύθηκε από το Δήμο της πόλης. Οι πα
ραγωγικές επενδύσεις μεγάλης κλίμακας ενθαρρύνθηκαν λιγότερο από τον τοπικό Δήμο στη διάρκεια της δεκαετίας του
1960 και των αρχών της
δεκαετίας του
1970 και ο χαρα
κτηρισμός, που δόθηκε στο Λάνκαστερ ως Ενδιάμεσης Περ ιαχής στην εποχή της Περι φερειακής Πολιτικής μετά το
1972, δεν διευκόλυνε την προσέλκυση του κεφαλαίου μεγά
λης κλίμακας σε μία περίοδο μαζικής βιομηχανικής αναδιάρθρωσης. Γενικά, η περιφε
ρειακή πολιτική ωφέλησε αυτές τις περιοχές που απολάμβαναν το ιδιαίτερο κύρος των Περιοχών προς Ανάπτυξη στην περίοδο της περιφερειακής πολιτικής (περίπου
1965-75)
σε βάρος άλλων περιφερειών. Ωστόσο, η επίδραση της περιφερειακής πολιτικής δεν πρέπει να υπερτιμηθεί, αφού η περίοδος στην οποία αναπτύχθηκε ιδιαίτερα ήταν, επί σης, εκείνη στην οποία έλαβε χώρα η ουσιαστικότερη αναδιάρθρωση της καπιταλιστικής βιομηχανίας.
3.2. Αναδιάρθρωση των ταξικών σχέσεων και της τοπικής πολιτικής Έχουμε ήδη σημειώσει ότι η περιφέρεια του Λάνκαστερ δεν υπήρξε βάση για την ανά πτυξη ενός ισχυρού εργατικού κινήματος, αλλά αντίθετα απ' ό,τι πίστευαν οι παρατηρητές
της συντηρητικής παράταξης, αυτό δεν είχε αποτέλεσμα την προσέλκυση της μεγάλης εισ ροής κεφαλαίου στην περιφέρεια, για να ωφεληθεί από το εφησυχασμένο (ή «ρεαλιστι κό») εργατικό δυναμικό. Υποστηρίχθηκε ότι ο εφησυχασμός του εργατικού δυναμικού στο Λάνκαστερ ήταν το αποτέλεσμα του παραδοσιακού πατερναλιστικού χαρακτήρα των κοι νωνικών σχέσεων που αναπτύχθηκαν στους χώρους εργασίας και ανάμεσα στις τοπικές εταιρείες και την πόλη. Ο Noπis
(1978, σ. 471-2) υποστηρίζει ότι ο πατερναλισμός (του εί
δους που παρατηρήθηκε στο Λάνκαστερ) υπάρχει εκεί όπου οι ανισότητες της οικονομι κής και πολιτικής δύναμης «σταθεροποιούνται μέσω της θεμιτής ιδεολογίας της παραδο
σιαρχίας». Πιστεύει ότι υπάρχουν τέσσερα συστατικά στοιχεία σε μία τέτοια ιδεολογία: «αριστοκρατική ηθική», «προσωπική εξάρτηση», «τοπικισμός» και μία «σχέση αμοιβαίας
ωφέλειας». Ενώ οι παραδοσιακοί τύποι του πατερναλισμού δεν υπήρχαν πλέον ξεκάθαρα στις δε καετίες του
1960 και του 1970, τα κατάλοιπα αυτών των πρακτικών φαίνονται στις αντι
δράσεις του τοπικού εργατικού κινήματος, στις μαζικές απολύσεις και στο κλείσιμο των συγκροτημάτων που χαρακτήριζαν τις χρονιές
1980 και 1981. Αυτά τα γεγονότα προκα
λούσαν μοιρολατρικές αντιδράσεις εκ μέρους του εργατικού δυναμικού και οι μόνες δια-
149
ΜΕΡΟΣ 3-Η ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΜΙΑΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΟIΚΟΝΟΜIΑΣ
πραγματεύσεις που έλαβαν χώρα αφορούσαν στους όρους των απολύσεων, η αναγκαιότη τα των οποίων είχε γίνει εξαρχής αποδεκτή. Παρά το γεγονός ότι οι εργάτες καταλάβαι ναν 6τι η
CourtauIds προκάλεσε το
κλείσιμο του συγκροτήματος
Lansil, όχι μόνο
εξαιτίας
των χαμηλών κερδών της εταιρείας αλλά και εξαιτΙας των αναδιαρθρωτικών σχεδίων της
Courtaulds σε παγκόσμια κλίμακα, τελικά φάνηκαν ευγνώμονες που εισέπραξαν απ6 την CourtauIds την ελάχιστη αποζημίωση για την απόλυσή τους (πηγή: συνέντευξη με μία συν δικαλίστρια). Αυτό το είδος αντίδρασης ήταν εντελώς αvτCΘετo με την κατάληψη που ταυ τόχρονα έλαβε χώρα στο εργοστάσιο
Gardners στην πόλη EccJes,
μόλις
40 μίλια μακριά,
και με ανάλογες διαμαρτυρΙες σε άλλα μέρη. Αυτά τα μέτρα δεν τα επιδοκίμασαν οι εργά τες στο Λάνκαστερ που απολύθηκαν, γιατΙ υπερΙσχυσαν οι αξΙεςτης «αριστοκρατικής ηθικής» και της «σχέσης αμοιβαίας ωφέλειας». Η κύρια ενεργητική αντίδραση χαρακτηρίστηκε, επΙσης, από στάσεις που συνδέονται
με τον πατερναλισμό, δηλαδή τον τοπικισμό και την προσωπική εξάρτηση. Η Εκστρατε{α Διάσωσης του Λάνκαστερ που ιδρύθηκε από το Συνδικαλιστικό Φορέα των Εργατοβιστε χνών στα τέλη του
1980, ακριβώς
μετά την ανακοΙνωση πολλών απολύσεων, τόνισε ιδιαί
τερα το στοιχεΙο της τοπικ6τητας παρά την ταξική πολιτική. Αυτή η εκστρατεία δεν υπο στηρΙχθηκε ενεργά ακόμη και αυτή την περΙοδο και ατόνησε μετά από λίγες εβδομάδες.
Οι περισσ6τεροι από αυτούς που επηρεάστηκαν προτίμησαν είτε να εξαρτηθούν από τις κρατικές παροχές και τις προσπάθειες που κατέβαλε ο Δήμος της πόλης ή να βρουν ατομι κές λύσε ις στο πρόβλημα της ανεργίας. Μπορεί η άνθηση των μικρών επιχειρήσεων στη
διάρκεια της δεκαετίας του
1970 να ήταν μία συμβιβαστική τοπική αντίδραση στην πτώση
της απασχόλησης στις παλαιότερες παραγωγικές εταιρείες ακόμη, η ύπαρξη μιας μεγά
λης μερίδας (παραδοσιακών) μικρών αριστοκρατών (οι αυτοαπασχολούμενοι) πιθανόν υπέσκαψε τις συλλογικές διαμαρτυρίες
[... ]
Ως ένα βαθμό φαίνεται ότι το εργατικό κίνημα προσπάθησε περισσ6τερο να «σώσει» τη βιομηχανία της πόλης απ' ό,τι έκαναν οι άλλοι φορείς. Ωστόσο, οι προσπάθειες που κα τέβαλε να διατηρήσει την καπιταλιστική παραγωγική δραστηριότητα στον τόπο αποπρο σανατόλισε καθαρά τους αγώνες των εργατών από τα παραδοσιακά θέματα του μισθού ή τις μορφές του καπιταλιστικού ελέγχου, επικεντρώνοντάς τους αντίθετα στην παρουσίαση
της Πόλης ως μιας βολικής τοποθεσίας για τη συγκέντρωση των καπιταλιστών. Ως ένα ση μείο το εργατικό κίνημα υποστήριξε, επίσης, τη «στρατηγική των μικρών εταιρειών», αγνοώντας προφανώς τις ελλεΙψεις μιας τέτοιας στρατηγικής.
Στο βαθμό που οι κοινωνικές σχέσεις στο Λάνκαστερ χαρακτηρίστηκαν κάποτε από το «συνεταιριστικό πατερναλισμό», αυτός μπορεί να αντικαταστάθηκε από ένα είδος κρατικού πατερναλισμού. Είναι σαφές ότι το τοπικό εργατικό δυναμικό (και μάλιστα η τοπική οικονομία) εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από το κράτος και εξέφρασε τις ευχα ριστίεςτου, όταν ανακοινώθηκε ότι η μείωση της παραγωγής είναι μικρότερη απ' ό,τι πε
ρίμεναν. Ένα ενδεικτικό πρόσφατο παράδειγμα ήταν η στάση ευγνωμοσύνης και συμ μόρφωσης που επέδειξαν σε τοπικό επίπεδο, όταν η Επιτροπή των Υπηρεσιών του Εργα τικού Δυναμικού ανακοίνωσε θέσεις προσωρινής εργασίας στην περιοχή. Ίσως, όμως,
150
ΜΕΡΟΣ 3-Η ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΜΙΑΣ ΤΟΠΙΚΗΣ
OIKONOMIAr
είναι πιο σωστό να θεωρήσουμε ότι οι αντιδράσεις στον αυξημένο «έλεγχο από ξένους» της τοπικής οικονομίας χαρακτηρίζονται περισσότερο από μοιρολατρία παρά από πατερ
ναλισμό. Μπορούμε, επίσης, να αναφέρουμε πολλές άλλες εξελίξεις στην τοπική πολιτική. Ανα
δύθηκαν, ιδιαίτερα, πολλές «αντιπολιτευτικές ομάδες», που αγωνίζονταν για την κατανά λωση όπως και την παραγωγή. Θέματα, όπως η οικολογία, η πολιτική της σχέσης των δύο φύλων, οι μεταφορές, ο ελεύθερος χρόνος και οι τέχνες έχουν αναπτυχθεί σημαντικά σε τοπικό επίπεδο, καθώς ο τομέας των υπηρεσιών έφτασε να κυριαρχεί στη βιομηχανία της περιοχής πολλά ενεργητικά μέλη σε αυτές τις «ομάδες» είτε απασχολούνται στον τομέα των υπηρεσιών είτε είναι άνεργοι. Η αναδιάρθρωση της τοπικής οικονομίας συνεπάγεται, επομένως, όχι μόνο την υπόσκαψη των [ήδη ασθενώς ανεπτυγμένων] παραδοσιακών μορ
φών της ταξικής σύγκρουσης, αλλά, επίσης, την ανάπτυξη των νέων μορφών πάλης και αναδιάρθρωσης της τοπικής [πολιτικής δραστηριότητας].
4. Συμπέρασμα Προσπαθήσαμε, λοιπόν, να δείξουμε πώς η οικονομία του Λάνκαστερ μετασχηματΙ στηκε ως συνέπεια της θέσης του στις μεταβαλλόμενες μορφές της χωρικής διαίρεσης της
εργασίας. Στην περίοδο της μεταπολεμικής αναδόμησης, που βασίστηκε στη διεύρυνση του εθνικού κεφαλαίου, το Λάνκαστερ ωφελήθηκε και ανέπτυξε πολλούς εκκολαπτόμε νοvς βιομηχανικούς τομε(ς. Αλλά με τη βιομηχανική αναδιάρθρωση της δεκαετίας τΟ'!)
1960 και των αρχών του 1970 μία νέα,
εν μέρει διεθνής, χωρική διαίρεση της εργασίας
αναπτύχθηκε από την οποία το Λάνκαστερ απέτυχε να ωφεληθει. Πράγματι, αφού το πά γιο κεφάλαιό του ήταν πρσηγσύμενης «εποχής», το αποτέλεσμα της νέας συσσώρευσης ήταν η υπόσκαψη αυτών των βιομηχανιών που καθιερώθηκαν στην προηγούμενη συγκέ
ντρωση. Η κύρια διεύρννση εντοπίστηκε στην απασχόληση στις κρατικές υπηρεσίες και εν μέρει στις ιδιωτικές υπηρεσίες. Παρατηρήθηκε ένα αυξανόμενο χάσμα ανάμεσα στη σχετικά εξειδικευμένη εργασία του τομέα των υπηρεσιών (ειδικά του κράτους) και στην ανειδίκετη εργασία του ιδιωτικού παραγωγικού τομέα. Η πολιτική σύνθεση ΤΟ'!) Λάνκα στερ αντανακλά με ενδιαφέροντα τρόπο αvτό τον ιδιόμορφο σννΟΟασμό των τύπων υπό τους oπoίovς η τοπική οικονομία αναδιαρθρώνεται.
Ευχαριστίες Είμαστε ευγνώμονες για τη βοήθεια, τις συμβουλές και την ενθάρρννση που προσέφε ραν τα άλλιι μέλη της Ομάδας που στηρίζει την Περιφέρεια του Λάνκαστερ. Ε(μαστε, επί σης, ευγνώμονες στην Υπηρεσία Εργασίας, στον κύριο
R. Η. Kelsall τΟ'!) Σχεδίου για το Lee για τη
Λάνκαστερ και σε άλλους που μας παρείχαν πληροφορίες και στον κύριο Μ.
βοήθεια πov πρόσφερε για την επεξεργασία των πληροφοριών. Αυτή η εργασία χρηματο
δοτήθηκε από την Επιτροπή Aνθρωπoγεωγραφίαςτov
151
S.S.R.C., 1980-1.
,
"
ΜΕΡΟΣ 3-Η ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΜΙΑΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΟIΚΟΝΟΜIΑΣ
Βιβλιογραφία Crum, R. Ε. and Gudgin, G. (1977). "Non-production activities ίη the υκ manufacturίng ίndustry", Bnιssels Commissίon ofthe European Communίιy Regίonal Policy Series:, 3. Fotbergill, S. and Gudgin, G. (1979). "Regiona! employment change: a subregional explanation",Progress andPlonrιi.ng, 12, 155-220. Fulcber, Μ. Ν., Rbodes, J. and Taylor, J. (1966). "The economy ofthe Lancaster sl1bregion", Universlty ofLancaster Economics Department, Occasiona1 Paper 10. Lancaster City Council. (1977). ''Indl1stria1 strategy for Lancaster", Lancaster Town Hall,
Ι
Ι
-Ι
ι
αδημοσίευτο.
Mamn, R. and Freyer, Β. (1973). Redundancy αndPαtemαlίst CαpItαlism, Αιιεη and Unwin, London. Massey, D. (1978). "Regionalism: some cunent issues", Capitαl αΟΟ Closs, 6, 106-125. Massey, D. and Meegan R. (1978). "Industria! restructuring verSl1S tbe cities", Urbαn Studies, 15, 3. Massey, D. and Meegan, R. (1982). TheAnatomy ofJob 1.088: The How, Why αnd Where of Empίoyment Decline, Methuen, London. Noms, G. (1978). ''Industria! paternalism, capitalism and locallabol1r markets", SocIoWgy, 12,469-89.
Ι,
,
ι
,
,i
152
Ι Ι
7 ΕΝΑΣ ΧΩΡΟΣ ΠΑ ΤΗ ΙΥΝΑΙΚΑ; LINDA McDOWELL ΚΑΙ DOREENMASSEY
i .
Στο
190 αιώνα συνtελέστηκε η εξάπλωση των καπιταλι(Πικών σχέσεων παραγωγής στη
Μεγάλη Βρετανία. Ήταν μία διαδικασία γεωγραφικά άνιση και διαφοροποιούμενη και οι επακ6λουθες οικονομικές διαφορές ανάμεσα στις περιφέρειες είναι αρκετά γνω(Πές: η άνοδος των περιοχών με ανθρακωρυχεία και με κλωστοϋφαντουργίες, οι δραματικές κοι νωνικές και οικονομικές αλλαγές στην οργάνωση της γεωργίας και ούτω καθεξής. Κάθε αλλαγή ήταν μία αντανάκλαση και μία βάση για την περίοδο της κυριαρχίας που είχε πετύ χει η οικονομία της Μεγάλης Βρετανίας στη διεθνή διαίρεση της εργασίας το 190 αιώνα. Σε αυτή την ευρύτερη χωρική διαίρεση της εργασίας, με άλλα λόγια, οι διάφορες περιφέρειες
της ΑγγΜας διαδραμάτισαν διαφορετικούς ρ6λους και κατά συνέπεια οι οικονομικές και εργασιακές δομές τους αναπτύχθηκαν προς διαφορετικά μονοπάτια.
Αλλά η εξάπλωση των καπιταλιιπικών σχέσεων της παραγωγής συνοδεύτηκε κι από άλ λες αλλαγές. Διατάραξε, ιδιαίτερα, τις υπάρχουσες σχέσεις ανάμεσα στους άνδρες και τις γυναίκες. Σημειώθηκε ρήγμα στην παλαιά πατριαρχική δομή της οικιακής παραγωγής και το καθιερωμένο μοντέλο των σχέσεων ανάμεσα στα φύλα αμφισβητήθηκε. Αυτή, επίσης, ήταν μία διαδικασία που ποίκιλλε ως προς την έκτασή της και τη φύση της (Πα διαφορετικά μέρη της χώρας και μία απ6 τις βασικές αιτίες αυτών των παραλλαγών ήταν ο χαρακτήρας των αναδυ6μενων οικονομικών δομών. Σε καθεμιά απ6 αυτές τις διαφορετικές περιοχές ο «καπιταλισμός» και η «πατριαρχία» συναρθρώθηκαν και προσαρμόστηκαν η μία στην άλλη
με διαφορετικούς τρ6πονς. Αυτή τη διαδικασία επιθιιμούμε να εξετάσονμε εδώ. Σννοπτικά, αυτ6 που ισχνριζ6μα (Πε είναι ότι οι αντιτιθέμενες μορφές της οικονομικής ανάπτιιξης στα διαφορετικά μέρη της χώρας δημιούργησαν ξεχωριστές σιινθήκες για τη διατήρηση της ανδρικής κνριαρχίας. Εξαιρετικά σχηματικά μπορούμε να πούμε ότι ο καπιταλισμ6ς αμφισβήτησε την πατριαρ χία με ποικίλονς τρ6πονς σε πολλά μέρη της χώρας. Το ερώτημα ήταν το εξής: με ποιονς τρ6πονς οι 6ροι της ανδρικής κνριαρχίας θα μπορούσαν να επαναδιατιιπωθούν σε αιιτές τις μεταβαλλόμενες σιινθήκες; Ακόμη, αυτή η διαδικασία της αμοιβαίας προσαρμογής ανά
μεσα (ΠOV καπιταλισμ6 και στην πατριαρχία επέφερε μία διαφορετική σύνθεση των δύο στοιχείων (Πις διαφορετικές περιοχές. 'Ηταν μία σύνθεση πον ήταν αρκετά ξεκάθαρη σtις
σχέσεις των δύο φύλων και στη ζωή των γυναικών. Αιιτ6 το θέμα της σύνθεσης των απόψεων για την κοινωνία σε διαφορετικά μέρη εξετά ζουμε στα επόμενα τέσσερα μέρη αιιτού τον κεφαλαίου. Αιιτ6 που μας ενδιαφέρεΙ, με άλλα
λ6για, είναι εκείνο το πλέγμα σε ολ6κληρο αιιτ6ν τον «αστερισμ6» των παραγ6ντων πον πρόκειται να σιιγκροτήσει τη μοναδικότητα τοο τόπον.
Έχοιιμε επιλέξει τέσσερις περιοχές που θα ερευνήσουμε. Είναι τ6ποι 6παν 6χι μ6νο κν ριαρχούσαν οι διαφορετικές «βιομηχανίες» με την τομεακή έννοια αλλά, επίσης, διαφορε-
153
ΜΕΡΟΣ 3-ΕΝΑΣ ΧΩΡΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ;
τικές κοινωνικές μορφές παραγωγής: η εξ6ρυξη του άνθρακα στα βορειοανατολικά της
Αγγλίας, η δουλειά στα εργοστάσια των βαμβακσπαραγωγώνπ6λεων, η κοπιώδης εργασία
(sweated labour) στις κεντρικές συνοικίες του Λονδίνου και η αγροτική ομαδική δουλειά στην περιοχή των Fens. Σε ένα κεφάλαιο μ6νο δεν μπορούμε να εκτιμήσουμε τη συνθετ6τη τα των συνθηκών που καθιερώθηκαν σε αυτές τις πολύ διαφορετικές περιοχές. Αυτ6 που
θα επιχειρήσουμε είναι να επεξηγήσουμε το επιχείρημά μας, τονίζοντας τις σημαντικ6τε
ρες παραμέτρους της αντίθεσης. Μετά την κατασκευή του μωσαίκού διαφορών του 190υ αιώνα, 6λες αυτές οι περιοχές έχουν υποστεί περαιτέρω α'λλ.αγές. Στο δεύτερο μέρος υπερπηδούμε τις τελευταίες δεκαε τίες του 200ύ αιώνα και αναρωτωμαστε «πού βρίσκονται τώρα;». Αυτ6 που είναι σαφές εί
ναι 6τι, παρά τις μεγάλες εθνικές αλλαγές που ίσως περιμέναμε να γεφυρώσουν τις αντιθέ σεις, οι περιοχές ως προς τις σχέσεις των φύλων και τη ζωή των γυναικών είναι ακ6μα ξε χωριστές. Αλλάτώρα ξεχωρίζουν με διαφορετικούς τρόπους. Η καθεμιά είναι ακ6μα μονα
δική, αν και έχει αλλάξει. Στο τελευταίο μέρος επικεντρων6μαστε στους δύο κλάδους της
αναπαραγωγής και του μετασχηματισμού της μοναδικ6τητας. Πρώτον, σημειώθηκαν δια φορετικές αλλαγές στην οικονομική δομή των περιοχών. Αυτές ενσωματώθηκαν με διαφο ρετικούς τρ6πους στη νέα, ευρύτερη χωρική διαίρεση της εργασίας, που είναι πράγματι η
νέα διεθνής διαίρεση της εργασίας. Οι εθνικές διαδικασίες της α'λλ.αγής που συντελέστη καν στην οικονομία της Μεγάλης Βρετανίας, με άλλα λάγια, δεν λειτούργησαν με τον ίδιο τρ6πο για 6λεςτις περιοχές. Τα νέα στρώματα της οικονομικής ή μη οικονομικής δραστη ρι6τητος που έχουν εναποτεθεί πάνω στα παλιά ποικί'λλ.ουν, όπως ακριβώς και εκείνα ανά
λογα με τους t6πους. Δεύτερον, η επίδραση των πιο πρόσφατων αλλαγών διαμορφώθηκε από τις διαφορετικές υπάρχουσες συνθήκες και το βάρος της κληρονομιάς του παρελθό ντος, για να δημιουργήσει τους ευδιάκριτους επακ6λουθους συνδυασμονς. «Το τοπικ6»
επέδρασε με το δικό του τρόπο στη λειτουργία του «εθνικού».
Ο 190ς αιώνας Ο άνθρακας είναι η ζωή μας: ζωή τίνος; Κίνδυνος και μόχθος' ανδρική αλληλεγγύη και καταπίεση των γυναΙΥ.ών
- aut6
συνο
ψίζει τη ζωή στα χωριά των ανθρακωρύχων της κομητείας του
Durham σχεδόν σε όλο το 190 αιώνα. Εδώ ο διαχωρισμός της ζωής των ανδρών Υ.αι των γυναικών ήταν εμrpανώς ολο
κληρωτικός: οι άνδρες έβγαζαν το ψωμί της οικογένειας και οι γυναίκες εργάζονταν στο σπίτΙ, αν και σπάνια ήταν οι «άγγελοι του σπιτιον» που αποτελονσε σε μεγάλη έκταση την εξιδανίκευση των γυναικών στη μεσαία τάξη της βικτωριανής εποχής. Οι περιοχές του
Durham με τα ανθρακοφόρα κοιτάσματα αποτελούν ένα καλό παράδειγμα του τρόπου που οι αλλαγές στην οικονομική οργάνωση της βικτωριανής Αγγλίας αλληλεπιδρούσαν με την
ιδιαίτερη άποψη για τη θέση της γυναίκας, για να δημιουργήσουν μία αυστηρά ιεραρχική
154
ΜΕΡΟΣ 3-ΕΝΑΣ ΧΩΡΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ;
και πατριαρχική αντίληψη για την κοινωνία. Αυτά τα χωριά κυριαρχούνταν από τα ορυχεία
και τους ιδιοκτήτες τους. Σχεδόν όλοι οι άνδρες κέρδιζαν τα προς το ζην στα ορυχεία και αυτά ήταν μία σχεδόν αποκλειστική ανδρική υπόθεση, αφού ήταν απαγορευμένο στις γυ
ναίκες να εργάζονται από τα μέσα του αιώνα. Οι άνδρες ήταν το βιομηχανικό προλεταριά το που πουλούσαν την εργατική τους δύναμη σε ένα μονοπωλιακό εργοδότη που κατείχε, επίσης, τα σπίτια τους. Η δουλειά στα ορυχεία ήταν βρόμικη και επικίνδυνη. Καθημερινά, οι εργάτες ριψοκινδύνευαν τη ζωή τους μέσα σε aπαίσιες συνθήκες. Οι κοινοί κίνδυνοι συ νέβαλαν σε ένα ιδιαίτερο είδος ανδρικής αλληλεγγύης και το χάρισμα της χειρωνακτικής τους εργασίας συνδέθηκε με τον ανδρισμό και την αρρενωπότητα. Οι κοινοί κίνδυνοι την ώρα της δουλειάς οδήγησαν στα κοινά ενδιαφέροντά τους εκτός δουλειάς: χρησιμοποίηση κοινής ιδιολέκτου, κοινή διασκέδαση σε κλαμπ και παμπ, συλλογικό ενδιαφέρον για το ρά
γκμπι. Η εξορία των γυναικών από τον ανδρικό κόσμο της εργασίας συνδυάστηκε, έτσι, με τον αποκλεισμό τους από την πολιτική και κοινωνική ζωή του τόπου. Οι δουλειές για τις γυναίκες σε αυτές τις περιοχές ήταν ελάχιστες. Η οικιακή υπηρεσία για τα μικρότερα κορίτσια' για τις παντρεμένες γυναίκες η κακοπληρωμένη και περιστα· σιακή δουλειά, όπως το πλύσιμο των ρούχων, οι οικιακές εργασίες ή η φροντίδα των παι διών. Αλλά οι περισσότερες από τις οικογένειες βρίσκονταν στην ίδια κατάσταση: στις οι κογένειες που εξαρτόνταν σχεδόν αποκλειστικά από την ανδρική εργασία περίσσευαν ελάχιστα χρήματα για να διαθέσουν για τέτοιου είδους υπηρεσίες. Για όλες σχεδόν τις συ ζύγους των ανθρακωρύχων και για πολλές από τις θυγατέρες τους η άμισθη οικιακή εργα
σία ήταν η μόνη επιλογή που είχαν, στην οποία και αφιερώνονταν. Και εδώ οι άνισες οικο
νομικές και κοινωνικές σχέσεις ανάμεσα στους άνδρες και τις γυναίκες που καθόριζε η κοινωνική οργάνωση της μεταλλωρυχίας ενίσχυσε την κατώτερη θέση των γυναικών. Η
δουλειά ενός μεταλλωρύχου επέβαλε τεράστιες οικιακές υπσχρεώσεις στη γυναίκα του και στην οικογένειά του. Η δουλειά κάτω από τη γη ήταν βρόμικη, καθώς δεν υπήρχαν ακόμη τα ντους στην είσοδο των στοών και δεν χρησιμοποιούνταν ο προστατευτικός ρουχισμός.
Τα ρούχα της δουλειάς έπρεπε να βραστούν σε καζάνια που τοποθετούνταν πάνω από τη φωτιά, η οποία ζέσταινε όλο το νερ6 που χρειάζονταν για το πλύσιμο των ρούχων, των αν
θρώπων και των πατωμάτων. Η δουλειά με βάρδιες για τους άνδρες αύξησε την οικιακή δουλειά των γυναικών: έπρεπε να πλένουν τα ρούχα, να τρίβουν τις πλάτες και να ετοιμά ζουν ζεστά γεύματα σε 6λη τη διάρκεια της μέρας και της νύχ1;ας: «Ξαπλώνω στο κρεβάτι μόνο τα βράδια του Σαββάτου», λέει η γυναίκα ενός μεταλλωρύχου' «ο σύζυγός μου και οι τρεις γιοι μας εΙναιόλοι σε διαφορετικές βάρδιες, και ο ένας φεύγει,
όταν ο άλλος έρχεται. Ζητάνε φαγητό κάθε τρεις ώρες το εικοσιτετράωρο».
(Webb, 1921, σ. 71-2) Ακραίο παράδειγμα. ίσως, αλλά όχι σπάνιο. Αυτοί οι μεταλλωρύχοι απ6 το
Durham, καταπιεσμένοι οι ίδιοι από τη δουλειά, ήταν συ
χνά τύραννοι στο σπίτι τους, καταδυναστεύοντας και τρομοκρατώντας τις γυναίκες τους.
155
ΜΕΡΟΣ 3-ΕΝΑΣ ΧΩΡΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ;
Φαίνεται ότι «αντιδρούν στην εκμετάλλευση που υφίστανται {οι ίδιοι}, πολεμώντας 6χι ως μία τάξη εναντίον του καπιταλισμού, αλλά ως άνδρες εναντίον των ΓUΝαικών
- ή περισσό
τερο μέσα σε ένα πλαίσιο αλληλεγγύης το\) φύλου τους ενάντια σε μία συγκεκριμένη ΓUΝαί κα που επιλέγεται και φυλακίζεται γι' αυτό τον ορισμένο σκοπ6" (Frankenberg, 1976, σ. 40). Οι άνδρες ήταν οι aφέντες στο σπίτι. Εδώ, ένας άνδρας από το Durham, που ο ίδιος ερ γάστηκε στα ορυχεία τη δεκαετία του 1920, περιγράφει τον πατέρα του: Ήταν ένας εγωιστής ά.νθρωπος. Αν υπήρχαν τρία κομμά.τια κέικ, ήθελε το μεγαλύτερο. Κα
θόtαν οτο τραπέζι με
tO
μαχαίρι και το "LQOINL tOU έτοιμα, πριν ακόμα εtοιμαοτεί to φαΥη
tό ... Κανένας δεν έπαιρνε την εφημερίδα, πριν τη διαβάσει ο ίδιος.
(Strong Words Collectίve, 1977, σ. 11-12) ΈτσΙ, οι σχέσεις των φύλων πήραν μία συγκεκριμένη μορφή σε αυτά τα χωριά των αν θρακωρύχων. Οι εθνικές ιδεολογίες και οι τοπικές συνθήκες συνταιριάστηκαν, για να πα ραγάγουν ένα μοναδικό ούνολο πατριαρχικών σχέσεων που βασιζόταν στον ακραΙΟ διαχω
ρισμό της ζωής των ανδρών και των ΓUΝαικών. Η ανδρική υπερσχή και κυριαρχία σε κάθε σφαίρα της οικονομικής και της κοινωνικής ζωής έγινε ένα καθιερωμένο και σχεδόν
αδιαμφισβήτητο γεγονός. Η δύναμη της πατριαρχικής δομής σε αυτό το μέρος της χώρας έμεινε ανέπαφη μέχρι το μέσο του επ6μενου αιώνα.
Οι βαμβακοπαραγω-Υές π6λεις: το σπιτικ6 αναποδογυρισμένο; Η εικόνα του άνδρα ως στύλου του σπιτιού και κουβαλητή είναι, βέβαια, εθνική και γνωστή σε ολόκληρη την καπιταλισrική Βρετανία και όχι μόνο στις περιοχές με τα ανθρα κωρυχεία. Αλλά αυτές οι εικόνες ήταν πιο ακραίες σε αυτές τις περιφέρε.ιες και πήραν μία
συγκεκριμένη μορφή' υπήρχαν διαφορές ανάμεσα στις περιοχές με τα ανθρακωρυχεία και στα άλλα μέρη της χώρας.
Οι βαμβακοπαραγωγές πόλεις της βορειοδυτικής Αγγλίας είναι πιθανόν το γνωστότερο παράδειγμα του αντίθετου φαινομένου και ένα σπουδαίο στοιχείο που συνέβαλε σε αυτήν
ήταν η μεγάλη παράδοση της μισθωτής εργασίας των γυναικών εκτός του σπιτιού. Συχνά ξεχνάμε σε ποιο βαθμό οι γυναίκες απετέλεσαν την πρώτη εργατική δύναμη του βιομηχανι κού καπιταλισμού που βασιζόταν στα εργοστάσια. «Με αυτή την έννοια, η ούγχρονη βιομη χανία ήταν μία άμεση πρόκληση της παραδοσιακής κατά φύλο διαίρεσης της εργασίας στην κοινωνική παραγωγή»
(Alexander, 1982, σ. 41). Και σε αυτή τη βαμβακοβιομηχανία γύρω
από το Μάντσεστερ προκλήθηκε για πρώτη φορά η αμφισβήτηση.
Η διατήρηση των πατριαρχικών σχέσεων σε μία τέτοια περίσταση ήταν μία διαφορετική και μία δυσκολότερη δουλειά απ6 πολλές απ6ψεις απ' ό,τι στο Durham. Η αμφισβήτηση, ωστόσο, έγινε αποδεκτή. Πράγματι το γνέσιμο, το οποίο στην οικιακή οργάνωση της κλω· στοϋφαντουργίας είχε ανατεθεί στις ΓUΝαίκες, το αναλάμβαναν τώρα οι άνδρες. Η εργασία στην κλωστική μηχανή κατηγοριοποιήθηκε ως «βαριά», άρα ως κάτι που θα έπρεπε να ανα-
156
.ί
ΜΕΡΟΣ 3"ΕΝΑΣ ΧΩΡΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ;
τεθεί στους άνδρες και σννεπώς ως εξειδικευμένη (FIιιΙΙ,
1982). Η διατήρηση του ανδρικού
προνομίου εν6ψει των απειλών που προέρχονταν απότην εργασία των γυναικών ήταν ou" νειδητή και οργανωμένη: ι
i
Αυτοί που €γνεθαν με τις μηχανές δεν άφησαν την κυριαρχία τους στην τυχη
τους στο IsΙe
of Man το 1829 οι νηματουργοί συνομολόγησαν
... Στη συνάντηOl'j
«ότι κανένας άνθρωπος δεν
πρέπει να μάθει ή να του επιτραπεί να γνέθει ε1Ctός από το γιο, τον αδερφό ή τον ορφανό ανι ψιό αυτών που έγνεθαν". Αυτές οι γυναίκες που καιάφεραν να διατηρήσουν τη θέση τους
έπρεπε να οχηματ(σοw τη δική τους ένωση. Απ6 τότε, η ει:σοδος στην εργασία ελεγχόταν πο λύ στενά και οι μtρες που οι γυναίκες έγνεθαν κατ' αποκλειστικότητα ήταν πια μετρημtνες.
(HalJ, 1982, σ. 22) Αλλά, αν οι άνδρες κέρδισαν μΙα ν(κη στο γνέσιμο, έχασαν (κατ αναλογία) στην υφα ντική. Η εισαγωγή του ηλεΚΤΡΙΥ.ού αργαλειού ήταν καταλυτική. Το σύστημα του εργοστασί ου αντικατέστησε τους υφαντές που χειρίζονταν τους χειροκίνητους αργαλειούς και στα εργοστάσια απασχολούνταν κυρίως γυναΙκες και παιδιά. Αυτό αποτελούσε μία πραγματι κή αμφισβήτηση: Οι άνδρες που βρίσκονταν ΕΠικεφαλής των παραγωγικών νοικοκυριών ήταν τώρα άνεργοι ή
εισέπρατταν ένα πενιχρό επίδομα από τη δουλειά τους, ενώ οι γυναΙκες και τα παιδιά τους οδηγούνταν προς τα εργοστάσια.
(HalJ, 1982, σ, 24) Το «πρόβλημα» βέβαια δεν περιορίζονταν στους υφαντουργούς. Εξαιτίας του γεγονό τος ότι σε μερικές πόλεις ένας σημαντικός αριθμός έγγαμων γυναικών ύφαιναν εκτός σπιτι ού, δημιουργήθηκαν νέες δουλειές για άλλες γυναίκες, που αφορούσαν στις οικιακές δου λειές για τις οποίες πληρώνονταν (πλύσιμο και ράψιμο για παράδειγμα) που αλλιώς θα γί
νονταν αμισθί από τις γυναίκες υφάντρες. Ακόμη, η περιορισμένη εργασία για τους άνδρες και οι χαμηλοί μισθοί αποτελούσαν ένα ακόμη κίνητρο για τις γυναίκες να κερδίσουν ένα δικό τους μισθό
(Anderson, 1971).
Αυτή η κατάσταση προκάλεσε την ηθική αγανάκτηση της βικτωριανής μεσαίας τάξης
και δημιούργησε σοβαρό ανταγωνισμό με τους άνδρες της εργατικής τάξης. Υπήρξε «αυτό που περιγράφηκε ως «ούμπτωση συμφερύντων» ανάμεσα στους φιλανθρώπους, το κράτος
-
που αντιπροσώπευε τα συλλογικά συμφέροντα του κεφαλαίου - και την εργατική τάξη
των ανδρών που αντιπροσωπεύονταν από το ouνδικαλιστικό κίνημα και το Χαρτισμό*
-
που σννεργάστηκαν για να περιορίσουν την εργασία των γυναικών και των παιδιών και να μειώσουν τον αριθμό των ωρών της εργάσιμης μέρας»
(Hall, 1982, σ. 25). Κατά τον
ίδιο
• :Σ. τ. Μ Χαqr:mμός (chαrtism): Βρετανικό εργατικ.ό κίνημα 1:ου 190τJ αιώνα 1:0 oπolo αποσκοπούσε σε κoινόβσυ~ ΛΕVΤική μεταριιύθμWΗ_
157
ΜΕΡΟΣ 3-ΕΝΑΣ ΧΩΡΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ;
τρόπο, τα επιχειρτ'jματα για τον "οικογενειακό μισθό» αναπτύχθηκαν και βελτιώθηκαν σε εθνικό επίπεδο ως ένα περαιτέρω μέσο για την "ποτίμηση της μισθωτής εργασίας των γu
ναικών (ως εργασίας για χαρτζιλίκι) σε σχέση με την αμοιβή των ανδρών (ως εργασίας ποο στηρίζει την οικογένεια). Ο μετασχηματισμός από την οικιακή στην εργοστασιακή παρα γωγή, ένας μετασχηματισμός 310" έλαβε χώρα στις βαμβακοπαραγωγές πόλεις, προκάλεσε, όπως φαίνεται, μ(α "ερίοδο μετάβαοης και ε"αναπροσαρμογής στη διαίρεση της εργασίας ανάμεσα (Πα Μο φύλα. Η ανα(Πάτωση του οικογενειακού προϋπολογισμού με την
απειλή "ου αυτή αποτελούσε για τον άνδρα του σπιτιού, που ήδη αντιμετώπιζε την απώλεια της υπεροχής στη δική του εργασία, απαιτούσε μία επαναβεβαίωση της ανδρικής εξουσίας.
(HaII, 1982, σ. 27) Ωστόσο, παρά την επαναβεβαίωση, οι βαμβακοπαραγωγές περισχές σuνέχισαν να απο τελούν ε"διάκριτη περίπτωση. Υπήρχαν περισσότερες γ"ναίκες 3101) εργάζονταν έναντι
αμοιβής και ιδιαίτερα σε σχετικά εξειδικε"μένη μισθωτή εργασία, στη βιομηχανία "φα σμάτων και σε αυτό το μέρος της χώρας παρά αλλού: Σε "ολλές περιmώσεις η οικογένεια δεν διαλύεται εξολοκλήρου από την εργασία της γυναί κας, αλλά έρχονται τα πάνω κάτω. Η γυναίκα στηρίζει την οικογένεια, ο άνδρας κάθεται σtO . σπίτι, φροντίζει τα παιδιά, σκου"ίζει το δωμάτιο και μαγειρεύει. Αυτή η περίπτωση συμβαί νει αρκετά συχνά: (πο Μάντσε(Περ μόνο, μπορούν να αναφερθούν πολλοί τέτοιοι άνδρες, "ου είναι καταδικασμένοι να ασχολούνται με τα οικιακά. Είναι εύκολο να φανταστούμε την αγανάκτηση που νιώθουν οι εργαζόμενοι άνδρες από αυτή την ανατροπή των σχέσεων μέοα
στην οικογένεια, ενώ οι άλλες ΚOινωνtKές συνθήκες παραμένουν αμετάβλητες.
(Engels, έκδ. 1969, σ. 173) Αυτή η παράδοση της μισθωτής εργασίας για τις γνναίπες στην περιοχή το"
Lancashire,
πο" ήταν πιο εξελιγμένη από άλλα μέρη της χώρας, είχε διάρκεια. Στις αρχές τou 20ού αιώ
να, ο Liddίngton γράφει "Γιατί τόσες πολλές γνναίπες στο Lancashire πηγαίνouν να δο"λέ ψουν; Στο τέλος τou αιώνα οι οικονομικοί παράγοντες ενισχ6θηκαν περισσότερο από τρεις γενιές κοινωνικών σuμβάσεων. Θεωρείται πια σχεδόν αδιανόητο για τις γνναίκες το να μη δouλεύουν»
(1979, σ. 98-9).
Και αυτή η παράδοση με τη σειρά της είχε ε"ρύτερα αποτελέσματα. Οι ΓUναίκες στο
Lancashire οργανώθηκαν σε συνδικάτα σε ποσοστά ποο ήταν άγνωστα σε άλλα μέρη της χώρας: <<1] ΣUμμετOχή στα ΣUνδΙKάτα έγινε αποδεκτή ως μέρος της κανονικής ΓUναικείας
ΣUμπεριφOράς στις πόλεις με τις κλωστουφαντο"ργιες»
(Liddington, 1979, σ. 99). Τον 190
αιώνα τα ανεξάρτητα κορίτσια πο" δούλευαν στο εργοστάσιο ήταν γνωστά για την αναί δειά τους ο Liddίngton γράφει για τις ΓUναίπες πο" ζούσαν στις πόλεις με τις Υλωστοϋφα ντουργίες στο τέλος του αιώνα: "Οι γυναίκες Τ01J
Lancashire, σuνδικαλισμένες σε μεγαλύ (1979, σ.
τερη βάση από τα άλλα μέρη, ήταν οργανωμένες, ανεξάρτητες και περήφανες»
156
ΜΕΡΟΣ 3-ΕΝΑΣ ΧΩΡΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ;
99). Και από αυτή τη βάση των συνδικαλισμένων εργαζόμενων γυναικών ξεπήδησε το τοπι κό κίνημα των σουφραζετών στις αρχές του 2000 αιώνα. «Το Lancashire πρέπει να αποτε λεί σημείο αναφοράς για τους φεμινιστές ιστορικούς. Οι ριζοσπάστριες σουφραζέτες ξεπή δησαν από ένα βιομηχανικό πολιτισμό που τις βοήθησε να ΟΡΎανώσουν ένα ευρύ πολιτικό κίνημα για τις εργαζόμενες γυναίκες, όπως ήταν οι ίδιες» (σ. 98). Αυτές ανάμειξαν την εργατική τάξη με τη φεμινιστική πολιτική κατά έναν τρόπο που αμ
φισβήτησε και τις σουφραζέτες της μεσαίας τάξης και τους άνδρες της εργατικήςτάξης. Στο τέλος, όμως, αυτή η μοναδικότητά τους τις απομόνωσε
-
η μοναδικότητά τους ως ριζο
σπάστριες συνδικαλίστριες και γυναίκες και, κατΙΧ περίεργο τρόπο, η υψηλή εξειδίκευση στην περιοχή τους. Οι ριζoσπάσtριες σουφραζέτες δεν μπόρεσαν στο τέλος να πετύχονν το πολιτικό αποτέλε σμα ποο επιδίωκαν. Οι μεταρρυθμίσεις γιο τις οποίες αγωνίζονταν
-
από τις οποίες η σπου
δαιότερη ηταν το δικαίωμα της ψήφου - έπρεπε να υποστηριχθούν από το εθνικ6 νομοθετι κ6 σώμα στο Westminster. Χιλιάδες εργαζ6μενες γυναίκες στις βαμβακοπαραγωγές π6λεις του Lancashi.re υΠOO'tήριξαν το κίνημά τους και οι εργάτριες στις κλωστοϋφαντουργίες απο τελούσαν τα πέντε στα έξι απ6 τα μέλη των -Υυναικείων συνδικάτων. Καμιά άλλη ομάδα γυ ναικών-εργατών δεν μπορούσε να συγκριθεί μαζί τους σε επίπεδο οργάνωσης, στους (σχετι κά) υψηλούς μισθούς τους και στην αυτοπεποίθηση που ένιωθαν ως εξειδικευμένες εργά τριες. Η δύναμή τους, όμως, ηταν τοπική και όχι εθνική και όταν προοπάθησαν να εφαρμό σουν τις τακτικές τους στις γυναίκες που εργάζονταν σε άλλα μέρη η στην εθνική πολιτική
αρένα δεν συνάντησαν την ανάλογη επιτυχία. Τελικά, η δύναμη των ριζoσπαστριillν σουφρα
ζετών που περιοριζόταν σε τοπικά πλαίσια αποδείχτηκε ότι ήταν μία αδυναμία μακροχρόνια.
(Lidd1ngton,1979,a.ll0) Η παραγαryή φτηνών ενδυμάτων μόδας στο Hαckney: ήταν κατάΜηλη δουλειά για μία γυναίκα; Υπήρχαν βιομηχανίες σε άλλα μέρη της χώρας όπου οι γυναίκες συμμετείχαν ισότιμα στη μισθωτή εργασία, οι συνθήκες, όμως, ήταν εξίσου άσχημες με αυτές στα εργοστάσια
των βαμβακερών υφασμάτων, αλλά αυτή την περίοδο δεν ακουγόταν ο παραμικρός ψίθυ ρος διαμαρτυρίας ενάντια στην εργασία. Μία τέτοια περιοχή ήταν το Hackney, ΠΟ1! κυριαρ χούνταν από βιομηχανίες όπου η κοπιώδης εργασία ήταν η κύρια μορφή της εργασιακής οργάνωσης (labour organ.i.zation).
Ποια διαφορά υπηρχε σε αυτή τη μορφή της μισθωτής σχέσης για τις γυναίκες όπως τις έβλεπαν οι άνδρες; Γιατί αποτελούσε απειλή η εργασία των γυναικών; Ο
Hall (1982) απα
ριθμεί πολλούς λόγους που συνιστούν την απειλή. Ο πρώτος ήταν ότι η εργασία ήταν τώρα μισθωτή. Οι γυναίκες κερδίζοντας το δικό τους μισθό αποκτούσαν μία σχετική οικονομική ανεξαρτησία, γεΎovός που προκαλούσε ανησυχία. Αυτό ήταν το κοινό σημείο ανάμεσα στις κλωστοϋφαντουργίες στο Lancashire και στις κοπιώδεις εργασίες που ασκούνταν στο Λον-
159 i
>
ΜΕΡΟΣ 3-ΕΝΑΣ χΩΡΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ:
δίνο. Αυτ6 που τις διέκρινε ήταν ο χωρικός διαχωρισμός του σπιτιού από το χώρο εργα σίας. Η κυρίαρχη μορφή της οργάνωσης της εργασιακής διαδικασίας στις κοπιώδεις εργα
σίες (sweated trades) στο Λονδίνο ήταν η εργασία στο σπίτι. Η μισθωτή εργασία πραγματο ποιούνταν στο σπίτι' στο Lancasmre, που ήταν η κοιτίδα του σvστήμαι;oς των εργοστασίων,
οι άνθρωποι άφηναν το σπίτι και πήγαιναν στο εργοστάσιο. Δεν ήταν τόσο πολύ η "δου λειά» 6σο το να «βγαίνovν από το σπίτι για να εργαστούν» ΠΟ1! απειλούσε την πατριαρχική
τάξη των πραγμάτων. Και αυτό σvνέβαινε με δύο τρόπους: απειλούσε την ικανότητα των -Υιιναικών να εκτελέσουν ικανοποιητικά το ρόλο τους ως ούζυγοι και μητέρες στο πλαίσιο
της οικογένειας και ΤΟ1!ς έδινε μία διέξοδο στη δημόσια ζωή, τη μεικτή κοινωνική σvνανα στροφή, μία ζωή ΠΟ1! δεν περιοριζόταν στην οικογένεια και το σύζvγo. Αυτή, λοιπόν, η αλλαγή στην κοινωνική και τη χωρική οργάνωση της εργασίας ήταν κα ταλυτική. Και ατη η αλλαγή είχε σημασία για τις -Υιιναίκες όπως και για τους άνδρες. Οι γυναίκες στο Lancashire έβγαιναν από το σπίτι. Τα αποτελέσματα της εργασίας στο σπίτι είναι διαφορετικά: ο εργάτης περιορίζεται στον ιδιωτικό χώρο του σπιτιού και απομονώνε ται από ΤΟ1!ς άλλους εργάτες. Ο σvνδικαλισμός των γυναικών στις κλωστoiίφαvι:oυργίες
ήταν πάvι:α αρκετά μεγαλύτερος σε σχέση με το συνδικαλισμό των γυναικών που εργάζο vι:αν σπίτι ΤΟ1!ς στο Λονδίνο. Αλλά αυτό δεν ήταν όλο το ζήτημα. Είχε, επίσης, σημασία η φύση της εργασίας ως προς την ενδεχόμενη επίδρασή της στις σχέσεις των δύο φύλων: Μόνο εκείνες οι εργασίες που συνέπιπταν με τις φυσικές ικαν6cητες της γυναίκας ενθερρύ
νονταν. Αυτή η διάΥ.ριση είχε μικρή σχέση με τον κίνδυνο ή τη δυσαρέσκεια που ένιωθαν για τη συγκεκριμένη δουλειά. Δεν υπήρχε περιθώριο επιλογής, για παράδειγμα
μας είναι ο κίνδυνός για τη ζωή ή η υγεία
- αντο κριτήΡιό - ανάμεσα στη δουλειά στα ορυχεία και στα ρα
φτάδικα του Λονδίνου. Αλλά κανείς δεν πρότεινε να απαγoρεuτεί στις γυναίκες να κάνουν την κοπιώδη δουλειά του ραψίματος.
(AJexander,1982,o.33) Αν σκεφτούμε πάλι την αντίθεση ανάμεσα στις περιοχές με τα ορυχεία και τις πόλεις με
τις κλωστoϋφαvι:oυργίες και τη σχέση σε καθεμιά ανάμεσα στην οικονομική δομή και τις σχέσεις των δύο φύλων και των ρόλων τους, είναι σαφές ότι η διαφορά ανάμεσα στις δύο περιοχές δεν βασιζόταν απλώς στην παρουσία ή στην απουσία της μισθωτής εργασίας. Έχουμε ήδη αναφέρει άλλα στοιχεία, όπως είναι η ιδεολογία περί ανδρισμού που συνδέε ται με τη δουλειά στα ορυχεία. Η διαφορά σχετιζόταν, επίσης, με το είδος της εργασίας που ασκούσαν οι γυναίκες στο Lancasmre: ότι ήταν δovλειά εργοστασίου με μηχανές και εκτός σπιτιού. Στις κοπιώδεις εργασίες στο Λονδίνο το
190 αιώνα, ο καπιταλισμός και η πατριαρ
χία από κοινού δεν απειλούσαν τόσο άμεσα τον κυριαρχικό ρόλο των ανδρών. Υπήρχαν, επίσης, και άλλοι τρόποι με τους οποίΟ1!ς ο καπιταλισμός και η πατριαρχία
συνδέθηκαν στις κεvι:ρικές συνοικίες του Λονδίνου εκείνη την εποχή για να επιφέρουν ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Οι χώροι, όπου οι γυναίκες έκαναν κοπιώδεις εργασίες και ιδι-
160
ΜΕΡΟΣ 3-ΕΝΑΣ ΧΩΡΟΣ ΠΑ ΤΗ ΓγΝΑIΚΑ;
αίτερα οι βιομηχανίες ενδυμάτων, βρίσκονταν στις κεντρικές περιοχές της πόλης για πολ λούς και διάφορους λ6γους, ένας από τους οποίους ήταν η δυνατ6τητα άμεσης πρόσβασης στις γρήγορα μεταβαλλόμενες αγορές. Χρειάζονταν, επίσης, εργατικό δυναμικό και μάλι στα φθηνό. Η εργασία στο σπίτι, εκτός του ότι δεν αμφισβητεί τις πατριαρχικές σχέσεις, ήταν μία καλή λύση, για να κρατηθείτο κόστος σε χαμηλά επίπεδα. Αλλά το κόστος (οι μι σθοί) ήταν, επίσης, χαμηλό εξαιτίας της υψηλής προσφοράς εργασίας. Εν μέρει, αυτό ήταν αποτέλεσμα της μετανάστευσης και της ευάλωτης θέσης των μεταναστών στην αγορά εργα
σίας. Σχετιζόταν, επίσης, με τη χαμηλόμισθη κατά κύριο λ6γο και ακανόνιστη φύση της αν δρικής εργασίας
(Harrison, 1983, σ. 42). Οι γυναίκες στο Hackney xρειά~oνταν τη δουλειά
για ένα μισθό. Και αυτή η ιδιαίτερη σύνδεση των πατριαρχικών δομών με τους άλλους «πα ράγοντες τοποθεσίας» στο Hackney ευνόησε τη βιομηχανία ενδυμάτων. Αλλά παρά το γεγονός ότι στο
Hackney η κοινωνική οργάνωση και η
φύση της γυναικεί
ας εργασίας ήταν λιγότερο απειλητική για τους άνδρες απ' ό,τι στις βαμβακοπαραγωγές πόλεις, έπρεπε να κερδηθούν και άλλες μάχες. Το εργατικό δυναμικό των πρόσφατα αφι χθέντων μεταναστών περιελάμβανε, επίσης, άνδρες. Είναι σαφές ότι, αν τα δύο φύλα έκα ναντην ίδια εργασία ή μοιράζονταν το ίδιο κύρος ή την ίδια αμοιβή, αυτό θα ήταν προσβλη τικό για την ανδρική κυριαρχία. Η εμφάνιση της διαίρεσης της εργασίας στα δύο φύλα στη βιομηχανία ενδυμάτων ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με τη διατήρηση της ανδρικής κυριαρ χίας στην κοινότητα των μεταναστών. Δεν χρησιμοποιούσαν τα συγκεχυμένα και αντιφατι κά κριτήρια της «ειδικότητας» και της «βαριάς εργασίας» που είχαν επιτυχημένη εφαρμο
γή στο Lancashire. Στη βιομηχανία ενδυμάτων οποιαδήποτε διαφοροποίηση θα ήταν ται ριαστή. Οι
Phillips και Taylor (1980) είπαν ότι η καθιέρωση
της διαίρεσης της εργασίας
στην παραγωγή ανάμεσα στα δύο φύλα, που βασιζόταν στην πιο ασήμαντη διαφορά μεταξύ των εργασιών, μεταβάλλεται με την πάροδο του χρόνου και οι οποιεσδήποτε διαφορές κα
ταξίωσαν τη δουλειά των ανδρών ως εξειδικευμέ\'TJ και τη δουλειά των γυναικών ως λιγότε ρο εξειδικευμένη.
Αγροτική ζωή και εργασία Το τελευταίο παράδειγμά μας προέρχεται από την περιοχή
Fenlands στην ανατολική
Aγγλίcι, όπου η διαίρεση της εργασίας και οι σχέσεις των δύο φύλων Q.,'tέκτησαν μία διαφο ρετική μορφή. Στα αγροτικά χωριά της ανατολικής Αγγλίας του 190υ αιώνα, όπως στις πό λεις με τις κλωστοϋφαντουργίες του
Lancashire, πολλές γυναίκες
«πήγαιναν να δουλέ
ψουν». Αλλά εδώ δεν υπήρχε ούτε βιομηχανία άνθ",ακα ούτε κλωστοϋφαντουργία ούτε κο πιώδης εργασία στο εμπόριο ενδυμάτων. Η οικονομική ζωή κυριαρχούνταν ακόμα από τη
γεωργία. Και σε αυτό το μέρος της υπαίθρου τα αγροκτήματα ήταν μεγάλα Υ.,αι η πλειοψη φία του πληθυσμού ήταν ακτήμονες, αποτελώντας ένα αγροτικό προλεταριάτο. Τα μαύρα χώματα απαιτούσαν πολλή δουλειά, καθώς έπρεπε να χtCσoυν τα αναχώματα, να σκάψουν
τα αυλάκια, να επιστρώσουν με πηλό, να μαζέψουν πέτρες και να ξεχορταριάσουν για να δημιουργήσουν το «Ν έο καλλιεργήσιμο έδαφος», την επέκταση της οργώσιμης γης, το
161
190
". ΜΕΡΟΣ 3-ΕΝΑΣ ΧΩΡΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ;
αιώνα
(Samuel, 1975, σ. 12 και 18). Οι γυναίκες ήταν ένα απαραίτητο μέρος αυτής της
αγροτικής εργατικής δύναμης έκαναν όλες τις βαριές αγροτικές δουλειές και προκαλοΌ
σαν την ίδια αγανάκτηση για την προσβολή της ηθικής τάξης όπως οι γυναίκες που εργάζο νταν στα εργοστάσια του
LancashiIe:
...0 χαμηλός μισθός που οι πεΡWΣό'tεΡOΙ εργάτες εισέπρατταν ανάΎΥ.αζε τις γυναίκες τους να
πωλούν την εργασCΑ τους και να συνεχίζουν να δοολεύονν στα χωράφια. Σύμφωνα με τις
αντιλήψεις της βικτωριανής εποχής, αυτό ήταν ανάθεμα, Ύιατί έδινε στις γυναίκες μία ανε ξαρτησία και μcα ελευθερCΑ που ήταν ανάρμοστη για το φύλο τους. «Αυτό που φαίνεται ό'tι
στιγματίζει τις χωριατοποο'λες στο θέμα της ηθικής και της αξιοπρέπειας», έΎραψε ο γιατρός Heαιy Hunter στην αναφορά του στο Ανακτοβούλιο το
1864, «είναι η αίοθηση της ανεξαρτη
σίας που αποκτούν, όταν έχουν αμειβόμενη εργασία, είτε στα χωράφια είτε στο σπίτι πλέκο
ντας καλάθια κ.λπ. Κάθε κοινωνική απασχόληση προσδίδει ένα χυδαίο τόνο στην εμφάνιση και τις συνήθειες των κοριτσιών, ενώ η εξάρτηση από τον άνδρα είναι η πη-Υή της σεμνής και
ευχάριστης συμπεριφοράς». Η πρώτη αναφορά των ΕπιτρόπωνΎια την Εργασία των Παι διών, των Νεαρών Ατόμαν και των Γυναικών στη Γεωργία το
1867, τόνιζε
ιδιαίτερα ότι η
αΎΡΟΤΙκή δουλειά «όχι μόνο στερεί τη γυναίκα από τη θηλυκ6τητά τηρ>, αλλά «Προκαλεί και εΎκυμονεί κoινων~dς αναστατώσεις, καθιστώντας την ακατάλληλη ή α.-roτρέπoντάς την ",-r6
το να ασχολείται με τα πραγματικό καθήκοντά της, Π01J είναι οι οικιακές ασχολίες».
(Chamberlain, 1975, σ. 17) Η κοινωνική και χωρική δομή των αγροτικών κοινοτήτων αυτής της περιοχής επηρέασε,
επίσης, τη διαθεσιμότητα και το χαρακτήρα της εργασίας. Εκτός ωrό την αγροτική δουλειά,
δεν υπήρχαν άλλες ευκαιρίες για τις γυναίκες να κερδίσουν ένα μισθό. Ακόμη και αν δεν άφηναν το χωριό τους μόνιμα, ήταν συχνά απαραίτητο να ταξιδεύουν μακριά, συχνά κατά ομάδες, γεγονός που επιβάρυνε περισσότερο τη θέση τους σύμφωνα με τις αντιλήψεις της βικτωριανής εποχής: Η χειρότερη μορφή εργασίας κοριτσιών, με βάση τις αντιλήψεις για την αστικη ευπρέπεια, ήταν το σύστημα της «ομάδας», που προκαλούσε μία ειδική επιτροπή έρευνας και πολλά σχό
λια αΎανάκτησης στη δεκαετία του
1860. Καθιερώθηκε ιδιαίτερα στις περιοχές των Fen της
ανατολικής Aγy"),fu> και στα ανατολικά Midlands. Τα αΎροκτήματα σε αυτά τα μέρη έτειναν
να είναι μεγάλα, αλλ6 οι εργάτες ήταν διασ-Λορπισμένοι... Για να καλλιερ-γηθεί η 'γη, έπρεπε οι εQ'Yάτες να έρθουν από μακριά, συχνά με τη μορφή των μετακινούμενων ομάδων, που πη
Ύαιναν από αγρόκτημα σε αγρόκτημα, Ύια να κάνουν ιδιαίτερες δουλειές. (Κitteringham, 1975, σ.
98)
Υπάρχουν εδώ μερικοί οικείοι απόηχοι ωrό το Lancasbire. Και, όμως τα πράγματα ήταν διαφορετικά στην περιοχή των Fens. παρά τις πιθανές απειλές σε θέματα ηθικής, οικογενει ακού βίου, θηλυκότητας και γενικής υποταγής της γυναίκας, «τΟ να βγουν έξω για να εργα-
162
ΜΕΡΟΣ 3-ΕΝΑΣ ΧΩΡΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ;
στούν» οι γυναίκες στα Fens, ακ6μη και όταν πήγαιναν κατά ομάδες για λίγο διάστημα μα κριά από το χωριό, δεν φαίνεται ότι κατέληξε σε αυτές τις κοινωνικές αλλαγές και στην
πραγματική διάλυση των καθιερωμένων τρόπων, που σvνέβησαν στο
Lancasmre. Σε αιιτή
την περιοχη, η μισθωτη εργασία των γυναικών δεν φαινόταν να αμφισβητεί την ανδρική κυ ριαρχία στο σπίτι. Αυτό εξηγείται εν μέρει από τη διαφορετικη φύση της γυναικείας εργα σίας. Η εργασία στα αγροκτήματα ήταν ΣVΧVά εποχιακή. Η κοινωνική και χωρικη οργάνω
ση της αγροτικής δουλειάς ηταν αρκετά διαφορετικη από τη δουλειά στο εργοστάσιο και πά ντοτε επισφαλής. Κάθε ομάδα διαπραγματευόταν χωριστά τις αμοιβές με τους γαιοκτημο
νες, οι γυναίκες δεν ηταν οργανωμένες σε συνδικάτα, δεν δούλευαν στα εργοστάσια και δεν αποτελούοαν ένα βιομηχανικ6 προλεταριάτο, όπως οι εργάτριες στις κλωστοϋφαvrovργίες. Εξηγείται, επίσης, από την οργάνωση της ανδρικης εργασίας, όπως και στα χωριά με τα ορυ
χεία. Οι άνδρες ήtαν και αυτοί κυρίως αγρστικοί εργάτες, αλλά απασχολούνταν σε ετησια και όχι σε εποχιακή βάση και, όπως η εργασία της εξόρυξης έτσι και η αγροτική δουλειά
ηταν βαριά και βρόμικη, επιβάλλοντας ανάλογες οικιακές δουλειές στις αγρότισσες.
Η ζωlj στο χωριό, που ήtαν κατά βάση σvντηρητική, ασκούσε ιδιαίτερη επίδραση
- σε
επίπεδο κοινωνικό, πολιτικ6 και στη σχέση των δύο φύλων. Οι αγρότισσες σε αιιτή την πε ριοχή δεν σvνδικαλίστηκαν όπως οι γυναίκες στις πόλεις με τις κλωστοϋφαντουργίες. Οι σχέσεις μεταξύ των φύλων παρέμειναν αμετάβλητες. Οι γυναίκες -υπηρετούσαν τους άν δρες τους και οι δύο μαζί υπηρετούσαν τον ντόπιο γαιοκτημονα' κανείς δεν «κινούσε τα πράγματα» σε πολιτικό επίπεδο: Την εποχή που οι
Coatesworths κυβερνούσαν το χωριό, το να ψηφί!;ει κανείς το κόμμα των
Συντηρητικών σήμαινε ότι θα έβρισκε δουλειά Οι Φιλελεύθεροι ήταν το κόμμα των ανέργων και των ανάξιων ... Το ενδιαφέρον YIJJ. την πολιτooj δεν περιοριζόταν στouς άνδρες. ΕνδlJJ.φέ
ρονταν και οι γυναίκες. Έπρεπε να δείξουν ενδιαφέρον. Η πολιτική επιλογή του άνδρα τους επηρέαζε σημαντικά την εργασία του και κατά συνέπεια την κοινή ζωή τους.
(Chamberlain, 1975, σ. 130)
που βρίσκονται τώρα; Πώς είναι η σημερινή ζωή σε αυτές τις περιοχές; Επιβίωοαν οι παραδοσιακές αντιλή ψεις ότι η γυναίκα είναι μόνο για το σπίτι στις περιοχές με τη βαριά βιομηχανία, καθώς με
τά τον πόλεμο επήλθαν αλλαγές; Κατάφεραν οι γυναίκες στο
Lancasmre να διατηρήσουν
την ανεξαρτησία τους, πράγμα που τόσο ανησύχησε τη ;.ι.εσοαστική τάξη της βικτωριανής εποχής; Αυτό τον αιώνα σημειώθηκαν τεράστιες αλλαγές σε πολλές σφαίρες της οικονομι κής και κοινωνικής ζωής. Η επανάσταση που σημειώθηκε στις επικοινωνίες συνέδεσε όλα τα μέρη της χώρας μέσω της τηλεόρασης, του ραδιοφώνου, του βίντεο και ο τύπος περιόρι
σε την α(σθηση της απομόνωσης που βίωνε η επαρχία και αύξησε τη δυνατότητα πρόσβα σης στις νέες ιδέες και στάσεις. Οι αλλαγές στα κοινωνικά ήθη, στο ρόλο της οικογένειας, στη διαδικασία της οικιακής εργασίας, η αύξηση του αριθμού των διαζυγίων και η γοργή
163
ΜΕΡΟΣ 3-ΕΝΑΣ ΧΩΡΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ:
άνοδος στη συμμετοχή των γυναΙΥ.ών στη μισθωτή εργασία μεταξύ Τo1J Β' Παγκοσμίου πο λέμου και του τέλους της δεκαετίας του
1970 είχαν μία τεράστια επίδραση, Παρ' 6λα αυτά
πιστεύ01Jμε ότι οι περιφερειακές ιδιαιτερότητες παρέμειναν. Όπως είπαμε στην εισαγωγή, θα ακολουθήσουμε δύο τρόπους ερμηνείας αυτής της
διαδικασίας αναπαραγωγής της μοναδικότητας του τόπου. Ο πρώτος αφορά στη γεωγρα φικά διαφοροποιημένη λειτουργία των εθνικών διαδικασιών. Πάνω από το 40% του εθνι κού μισθωτού εργατικού δυναμικού στη Μεγάλη Βρετανία αποτελείται τώρα από γυναί κες: η πλειοψηφία αυτών είναι έγγαμες. Μία από τις συνέπειες αυτής της αύξησης των ερ γασιών <ι:Υια τις γυναίκες» ήταν παραδόξως μία ενίσχυση και μία συρρίκνωση ταυτόχρονα της περιφερειακής διαφοροποίησης. Η κατά φύλο διαίρεση της εργασίας μεταβάλλεται με διαφορετικούς τρόΠ01Jς ανά περιοχές, εν μέρει κατ' αναλογία με τα προηγούμενα μοντέ λα. Οι περιφερειακές ανισότητες στο ποσοστό των γυναικών που εργάζονται είναι λίγες, αλλά το συμπέρασμα που απορρέει από αυτό, βέβαια, είναι ότι οι μεγαλύτερες αναλογίες των νέων κω των διευρυνόμενων εργασιών παρουσιάζονται σε εκείνες ακριβώς τις περι φέρειες, όπου παλιά λίγες γυναίκες είχαν μισθωτή εργασία. Οι τέσσερις περιφέρειες υιο θέτησαν με διαφορετικούς τρόπους τη νέα εθνική δομή στον τομέα της εργασίας και της
ανεργίας. Δεν μπορούμε εδώ να επιχειρήσουμε να εξηγήσουμε αυτό το νέο χωρικό μοντέ λο. Ένα πράγμα Πo1J υπαινισσόμαστε, όμως, είναι ότι η μορφή των ίδιων των σχέσεων των δύο φύλων και η προηγούμενη οικονομική και κοινωνική ιστορία των γυναικών σε καθένα από αυτά τα μέρη, μπορεί να είναι ένας μόνο τρόπος ερμηνείας.
Οι περιοχές, λοιπόν, υπέστησαν διαφορετικές αλλ.αγές στην οικονομική τους δομή, Από
πολλές απόψεις, η αύξηση των αριθμού των εργασιών για τις γυναίκες είχε μεγαλύτερη ση μασία στο βορειοανατολικό τμήμα και στην ανατολική Αγγλία απ' ό,τι στις πόλεις με τις
κλωστοϋφαντουργίες ή στο Hackney. Αλλά εδώ δεν ολοκληρώνεται το ζήτημα, γιατί αυτές
οι αλλαγές συνδυάστηκαν με τις υπάΡΧ01Jσες τοπικές συνθήκες και αυτό επηρέασε τη λει τουργία τους κω τα αποτελέσματά τους. Η επίδραση Πo1J είχε η αύξηση της εργασίας των γυναικών δεν ήταν η ίδια στην περιοχή των Fens όπως ήταν στις περιοχές με τα ανθρακω ρυχεία στο βορειοανατολικό τμήμα. Αυτός, λοιπόν, είναι ο δεύτερος τρόπος ερμηνείας που χρησιμοποιούμε στη συζήτησή μας για την αναπαραγωγή της μοναδικότητας του τόΠ01J. Στη συνέχεια θα προσπαθήσ01Jμε να δείξουμε Τ01Jς δεσμούς μεταξύ των μοντέλων Τo1J παρελθόντος και του παρόντος, τον τρόπο Πo1J οι μεταβαλλόμενες αντιλήψεις για τους ρό λους των γυναικών και των ανδρών στη δουλειά και στην οικογένεια στα διαφορετικά μέ ρη της χώρας (που συνδέονται τα ίδια με τους προηγούμενους οικονομικούς ρόλους) επη ρεάζουν και επηρεάζονται από τις εθνικές αλλαγές στο χαρακτήρα και στην οργάνωση της μισθωτής εργασίας στην πορεία του χρόνου. Η τωρινή κατά φύλο διαίρεση της εργα
σίας σε ιδιαίτερους τόπους είναι το αποτέλεσμα του συνδυασμού των διαδοχικών φάσεων Πo1J συντελέστηκαν σταδιακά. Ο τόπος και η θέση έΧ01Jν ακόμη σημασία. Η δομή των σχέ σεων ανάμεσα στους άνδρες και στις γυναίκες ποικίλλει από περιφέρεια σε περιφέρεια ή και στην ίδια ακόμη. Η ζωή στις κεντρικές συνοικίες του Λονδίνου δεν είναι η ίδια με τη
ζωή στα Fenlands, στις περιοχές με τα ανθρακωρυχεία του βορειοανατολικού τμήματος
164
ΜΕΡΟΣ 3-ΕΝΑΣ ΧΩΡΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΓγΝΑIΚΑ;
και (Πις βαμβακοπαραγωγές πόλεις γύρω από το Μάντσε(Περ. Η σημερινή διαίρεση της
εργασίας ανάμεσα (Πις γυναίκες και τους άνδρες είναι διαφορετική, η μισθωτή απασχό ληση είναι διαφορετικά δομημένη και οργανωμένη και ακόμη η χωρική μορφή της ποικίλΙ
.
λει (Πα διάφορα μέρη της χώρας.
1- \
Ο άνθρακας ήταν η ζωή μας; Η παρακμή της εργασίας στα ορυχεία είναι μία γνωοτή παράμετρος των μεταπολεμικών οικονομικών αλλαγών που συντελέστηκαν στη Βρετανία. Πώς αντέδρασαν οι άνδρες και οι
γυναίκες στο βορειοανατολικό τμήμα σε αυτή την παρακμή που επηρέασε τον παραδοσια κότρόπο ζωής τους; Οι αλλαγές αμφισβήτησαν ή ενδυνάμωσαν την παραδοσιακή αρρενω πότητα του κατοίκου του βορειοανατολικσ6 τμήματος; Amό που συμβαίνει στο τμήμα αutό σήμερα θυμίζει με πολλούς τρόπους μερικές εικόνες
-
και την κοινωνική ανησυχία - που
προκάλεσαν οι πόλεις με τις κλωστοϋφαντουργίες 100 χρόνια νωρίτερα. Τώρα στο βορειο ανατολικό τμήμα η κατάσταση στις οικογένειες «αναποδογυρίζεται» και η πατριαρχία δέ χεται απειλές από τις γυναίκες που βγαίνουν για να εργαστούν. :Στις αρχές της δεκαετίας του
1960, κάτι λιγότερο από το ένα τέταρτο των ενήλικων γυναικών στις παλαιές περιοχές
με τα ανθρακωρυχεία εργάζονταν εκτός σπιτιού. Ο αριθμός έχει διπλασιαστεί από τότε. Και αυτό εξηγείται εν μέρει από τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του τόπου, τη μοναδικότητα αυ τών των περιοχών, που έχει την απαρχή της στο
190 αιώνα.
Οι γυναίκες αυτής της περιοχής
δεν έχουν παράδοση στη μισθωτή εργασία ούτε συνδικαλιστική εμπειρία.
Autd ακριβώς τα
χαρακτηριστικά προσέλκυσαν τις βιομηχανίες που απασχολούν γυναικείο δυναμικό οι οποίες ίδρυσαν πολλά συγκροτήματα-παραρτήματα στην κομητεία του Durham στις δεκαε τίες του
1960 και του 1970.
Οι νέες εργασίες που προέκυψαν στο βορειοανατολικό τμήμα, λοιπόν, προορίζονταν
κυρίως για τις γυναίκες. Βρίσκονταν σε ιδιαίτερες περιοχές και στην περιφέρεια Μο νέες πόλεις χτίστηκαν, για να προσελκύσουν τη βιομηχανική επένδυση και επίσης να βελτιώ σουν τις οικιστικές συνθήκες. Οι γυναίκες που μεταφέρθηκαν στις νέες πόλεις του
Peterlee
και της Washington αποτελούσαν ένα φτηνό, ευέλικτο, ανειδίκευτο, και χωρίς διεξόδους εργατικό δυναμικό για τις νέες εταιρείες. Και, εκτός από αυτό, το γεγονός ότι οι άνδρες έχασαν τη δουλειά τους, σε συνδυασμό με την αύξηση των ενοικίων, έκανε υποχρεωτική τη μετακόμιση στις Νέες Πόλεις και έσπρωχνε τις γυναίκες να εργαστούν.
Η ανδρική αντίδραση απέναντι στη νέα κατά φύλο διαίρεση της εργασίας ήταν σχεδόν καθολική. Αγανάκτηση που οι γυναίκες «έπαιρναν τις δουλειές που ανήκαν στους άνδρες»,
εκκλήσεις για «καλές δουλειές», η αντίληψη ότι ο περιορισμός των εργασιών στο πακετάρι σμα, στην επεξεργασία και στη δουλειά στη γραμμή συναρμολόγησης, που διογκωνόταν στην οικονομική δομή της περιοχής, προσέβαλε την ανδρική αξιοπρέπεια: «Νομίζω ότι
πολλοί άνδρες ένιωσαν ότι η δουλειά σε γραμμή συναρμολόγησης δεν θα είχε κύρος' ήταν πολύ περήφανοι, για να κάνουν αυτό το είδος δουλειάς σε αυιή την περιοχή. Οι ιδέες που
έχουν οι άνδρες στο βορειοανατολικό τμήμα είναι βαθιά ριζωμένε;»
165
(Lewis, 1983, σ. 19).
ΜΕΡΟΣ 3-ΕΝΑΣ ΧΩΡΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ:
Φαίνεται ότι και οι νέοι εργοδ6τες συμμερίζονται τις ίδιες ιδέες: «είμα<πε κυρίως προσα νατολισμένοι στη γυναικεία εργασία ... η δουλειά ταιριάζει περισσότερο <πις γυναίκες, εί ναι πολύ βαρετή, νομίζω είμα<πε αναχρονισι:ικοί και ακόμη τη θεωρούμε γυναικεία δου λειά... οι άνδρες δεν ενδιαφέρονται». Αυτή η ε'λλειψη ενδιαφέροντος είναι πλεονέκτημα για τσυς εργοδ6τες: αφού καθoρCατη καν ως <<γUVαικεία εργασία», οι δουλειές ταξινομούνται στη συνέχεια ως ημι-ειδικευμένες
ή ανειδίκευτες Υ.αι συνεπώς χαμηλόμισθες. Ένα πλεονέκτημα που μπορεί να αξιοποιηθεί περαιτέρω, όπως εξηγεί αυτός ο διευθυντής εργοστασίου: «αλλάξαμε α,τό γυναίκες ολικής απασχόλησης σε ημια.πασχόλησης(!)... ειδικά σtη συσκεuα σfα ... γιατί οι δύο Υυναίκες που δουλεύουν τις μισές ώρες σtOLXl1;oυv λιγότερο από μία που συμπληρώνει ωράριο... δεν είμαστε υποχρεωμένοι να πληρώνουμε κοινωνική ασφάλιση, αν κερδl1;ουν λιγότερο από 27 λίρες την εβδομάδα και οι γυναίκες δεν χρειάζεται να πληρώσΌυν το χαρτόσημο ... οι ώρες που προσφέρουμε συμβαδl1;ουν με την κοινωνική τους ζωή».
(Lewis, Ph.D., υπό έκδοση) Έτσι, αν οι άνδρες δεν εργάζονται εκτός σπιτιού, τι κάνουν τότε; Είναι οι άνδρες εδώ, όπως οι πρόγονοί τους <πο
Lancashire «καταδικασμένοι στην οικιακή απασχόληση»; Είναι
απίθανο. Μία γυναΙκα ενός πρώην μεταλλωρύχου μιλώντας στην εκπομπή Womαn's HOUT (η Ώρα της Γυναίκας) το
1983 θυμήθηκε ότι ο άνδρας της τη βοηθούσε απρόθυμα στο σπίτι,
για παράδειγμα, έβγαινε ν' απλώσει τα ρούχα μόνο όταν σκοτείνιαζε! Τα πράγματα, όμως, αλλάζουν. Οι άνδρες βγάζουν βόλτα τα μωρά τους <πο
δημοτικό συμβούλιο του
Peterlee, το
Newcastle-upon-Tyne έχει μία επιτροπή γυναικών, τα τηλεοπτικά
συνεργεία ρωτούν σε συνεντεύξεις τους άνεργους άνδρες <πο βορειοανατολικό τμήμα για
τις οικιακές δουλειές και για τα κοινωνικά και ψυχολογικά προβλήματα που υποθέτουν ότι έπονται αυτής της κατά<πασης. Η κουλτούρα της εργατικής τάξης κυριαρχείται ακόμη από το κλαμπ και την παμπ αλλά ακόμη και η αποκλεισι:ικότητα των ανδρών σε αυτά τα μέρη απειλείται στις μέρες μας. Η απεργία των μεταλλωρύχων το
1984 φαίνεται ότι σηματοδότη'
σε το μετασχηματισμό των σχέσεων μεταξυ των δυο φύλων ακόμη περισσότερο. Νέες μάχες ξεσπουν μεταξυ τους. Το παλαιό παραδοσιακό μοντέλο των σχέσεων μεταξύ των φύλων, που ήταν μία σημαντική συνθήκη για τη νέα κατανομή κατά φύλο, που δημιουργήθηκε στην αγορά εργασfας, δέχεται τώρα επιθέσεις.
Βιομηχανία στην ύπαιθρο; Πώς άλλαξε η ζωή στην περιοχή των Fens; Κατά κάποιο τρόπο, η συνέχεια παρά η αλλα· γή είναι ο σύνδεσμος ανάμεσα <πο παρελθόν και το παρόν. Για πολλές γυναίκες, ειδικά τις μεγαλυτερες σε ηλικία, η αγροτική δουλειά είναι αΥ..όμα η κυρια απασχόλησή τους: σκληρή δουλειά, με απρόβλεπτο καιρό, φορώντας τραχιά και παλαιά ρούχα εργασίας στα
166
r
Ι
ΜΕΡΟΣ 3-ΕΝΑΣ ΧΩΡΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ;
ι
οποία στερεώνουν εφημερίδες, για να προστατευτούν από τον άνεμο... Γάμος για άνεση ή γά
Ι
μος για συμβιβασμό... Εργάτης της γης, συντηρητής του σπιτιού. ΦτWxεια και εκμετάλλευση
-
των ανδρών και των γυναικών από τους γαιοκτήμονες, των γυναικών από τους άνδρες τους.
(Chamber!ain, 1975, σ.
ΙΙ)
Η κατάσταση δεν διαφέρει πολύ από την εποχή των γιαγιάδων και των προγιαγιάδων τους. Οι ομάδες είναι ακόμα ένα συνηθισμένο χαρακτηριστικό και η φύση της αγροτικής
δουλειάς δεν άλλαξε σχεδόν καθόλου. Το ξεχορτάριασμα και το κόψιμο των λουλουδιών γίνεται με το χέρι. Σπέρνουν και μαζεύουν το σέλινο και το παντζάρι, επίσης, με τα χέρια. Και αυτό το είδος εργασίας θεωρείται «γυναικεία δουλειά". Πληρώνεται άσχημα, είναι εποχιακή και προκαλεί πόνους στην πλάτη. Οι άνδρες αγρότες, από την άλλη, έχovν το κύ ρος των «εργατών», μία σχετική μονιμότητα και τα οφέλη που συνδέονται με την πλήρη απασχόληση. Έχουν, επιπλέον, μηχανική υποστήριξη στη δουλειά τους. Η ζωή, όμως, έχει αλλάξει. Οι μικρές πόλεις και οι αγροτικές περιοχές, όπως η περιοχή των
Fens, θεωρήθηκαν κατάλληλες τοποθεσίες για την εγκατάσταση των νέων συγκροτη
μάτων-παραρτημάτων που ήταν αποτέλεσμα της τάσης αποκέντρωσης των βιομηχανιών στις δεκαετίες του
1960 και του 1970. Η εργασία είναι φτηνή εδώ - ιδιαίτερα αφ06 δεν υπάρχσνν εναλλακτικές - και σχετικά ανοργάνωτη. Ειδικά για τις νεαρότερες γυναίκες, η εισροή των νέων εργασιών αύξησε τις ευκαιρίες για απασχόληση. Αποτελεί ένα μέσο, ακό μη για να συμπληρώνουν το χαμηλό μισθό των ανδρών και για την κοινωνική συναναστρο
φή
-
να μπορεί να βγαίνει κανείς από τον μικρόκοσμοτov χωριού του.
Η επίδραση πov αοκουν αυτές οι εργασίες στη ζωή των γυναικών, όμως, ακόμη και η πι θανότητα που έχovν να τις ασκήσουν, καθορίζεται από τις συνθήκες του τόπου, καθώς και από τις σχέσεις των δυο φύλων. Αυτή είναι μία περιοχή που έχει ακόμα ιδιαίτερο αγροτικό χαρακτήρα. Οι νέες δουλειές βρίσκονται στην κοντινή πόλη. Έτσι, αν τα εργοστάσια δεν φροντίσουν για τη μετακίνηση των εργατών (που κάποια από αυτά το κόνσυν), η μετακίνη
ση είναι ένα σημαντικό πρόβλημα. Τα δημόσια μέσα μεταφοράς είναι εξαιρετικά περιορι σμένα και μειώνονται ακόμη περισσότερο. Υπάρχουν λεωφορεία
-
αλλά μόνο ένα την
εβδομάδα στα περισσότερα μέρη. Δεν έχουν όλες οι οικογένειες αυτοκίνητο και πολύ λίγες γυναίκες μπορουν να το χρησιμοποιούν σε καθημερινή βάση και σχεδόν καμία «δεν έχει δικό της αυτοκίνητο». Για πολλές, το ποδήλατο αποτελεί το μοναδικό μεταφορικό μέσο. Αυτή η κατάσταση με τη σειρά της έχει ευρύτερες συνέπειες. Για αυτους που ταξιδεύουν για να εργαστουν στο εργοστάσιο, η πραγματική εργάσιμη μέρα (μαζί με την ώρα που ανα
λώνεται στη μετακίνηση) μεγαλώνει εξαιρετικά. Ο χρόνος που αφιερώνουν στις οικιακές δουλειές συρρικνώνεται, η εργασιακή διαδικασία συνεπώς εντατικοποιείται. Αυτοί που μέ νουν στο χωριό απομονώνονται όλο και περισσότερο. Οι βιομηχανικοί εργάτες, είτε είναι συ ζUΓoι είτε φίλοι των γυναικών, απouσιάζoνν από το oπttt για πολλές ώρες και κατ' επέκταση οι υπηρεσίες -καταστήματα, ιατρεία, βιβλιοθήκες- σταδιακά μεταφέρονται στις πόλεις. Φαίνεται ότι η διεύρυνση της α.\τασχόλησης <<για γυναίκες» στα εργοστάσια έχε ι σχετικά μικρή επίδραση στις κοινωνικές σχέσεις στην αγροτική περιοχή των Fens. Εν μέρει, αυτ6
167
ΜΕΡΟΣ 3-ΕΝΑΣ ΧΩΡΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΓγΝΑIΚΑ;
σχετ(ζεται με τις σννθήκες που επικρατούν στον τόπο όπου εισήχθησαν οι δουλειές: υπάρ χει αλληλεπίδραση ανάμεσα στους τοπικούς παράγοντες και τις εθνικές αλλαγές. Τα χωριά
των Feώands σήμερα είναι ακόμα συντηρητικά - σε πολιτικό και σε κοινωνικό επCπεδo. Το διαζύγιο, οι αριστερές πολιτικές τάσεις, η ανεξαρτησCΑ των γυναικών αποτελούν την εξαCρεση. Οι παλαιές πολιτιστικές μορφές, πσυ μεταδίδονται από γενιά σε γενιά, παρέμειναν ανέ
παφες σε αξιoσημεfωτo βαθμό: Μολονότι εξαφαν(στηκαν τα ερωτικά φίλτρα και οι κόμποι των αγαπημένων εραστών απ6 άχυρο, οι γάμοι τη Σαρακοστή και το Μάιο θεωρούνται ακ6μη και σήμερα άτυχο .. Η Λει
τουργία των Γυναικών
(Churching οΙ Women) -
μία παλαιά εξαγνιστική τελετή μετά .ον το
κετ6 - πραγματοποιείταιακ6μη, και οι προγαμιαίες σχέσΕις καθώς και η προκύπτουσα εγκυ
μοσύνη εΙναι κατάλοιπο ΜCΑς παλαιότερης χρησιμοθηρικής αντίληψης για το γάμο αλλά και αποτέλεσμα της ανεκτικής κοινωνίας. Σε μία αγροτική κoινωνCΑ Οι γιοι είναι σημαντικοί και το να παντρευτεί κανε (ς μία στείρα γυναίκα θεωρείται άσκοπο.
(Chamberlain, 1975, σ. 71) Οι αντιλήψεις, επίσης, για τις ευθύνες του σπιτιού παρέμειναν παραδοσιακές: ΚαμCΑ γυναίκα δεν εργάζεται εκτάς σπιτιού, 6σο τα παιδιά είναι μικρό
αφού έτσι και αλ
λιώς δεν υπάρχουν αρκετές δουλειές και δεν παρέχεται καμία διευκόλυνση για τη φύλαξη των παιδιών. Λίγες γυναίκες επιτρέπουν στα παιδιά τους να παίξουν στους δράμους ή τα αφή νουν να βγουν έξω με βρόμικο ρούχο. Πολλοί άνδρες έρχονται στο σπίτι για να γευματCoουν
και έχουν την απαίτηση να βρουν σερβιeισμένo
mo τραπέζι ζεm6 φαΥιΡ:6 (σ. 71)
Φαίνεται ότι χρειάζεται κάτι περισσότερο από την ύπαρξη κάποιων εργασιών για να με ταβληθούν ουσιαστικά τα μοντέλα ζωής των γυναικών σε αυτή την περιοχή: Μολονότι η εργασία δεν εξαρτάται πλέον από μία σωστή πολιτική γραμμή, το χωριό είναι ακ6μα αυmηρά ιεραρχικ6 mις αντιλήψεις του και ακολουθεί το μοντέλο της εκλογικής περι φέρειας ψηφίζοντας σrαθερά τους Συντηρητικούς. Και σε μία αυστηρά ιεραρχική κοινωνία,
όπου αφέντες είναι ακ6μα οι άνδρες, οι περισσότερες γυνα~.ιες δεν βρίσκουν ιδιαιτερο Μγο να δείχνουν ενδιαφέρον γω. την πολιτική ή να ψηφίζουν ενάντια σrην Υ.αθιεραιμένη τάξη που επικρατεί mo σπίτι τους ή σrην κοινότητά τους... ΟΙ περισσότερες γυναίκες πρέπει κατ ανά
γκη να προσκολληθούν στη ζωή που γνωρίζουν. Οι σύζυγοί τους είναι ακ6μη αυτοίπου κου βαλούν τα oovra στο σπίτι. Οι κύριοι στη ζωή τους. (Cha.αιber1iliι,
1975, σ.130-1)
Οι σχέσεις των δύο φύλων στην ανατολική Αγγλία προφανώς δεν επηρεάστηκαν από τις νέες εργασίες, παραβλέποντας το «αναποδογύρισμα» της κατάστασης.
168
ΜΕΡΟΣ 3-ΕΝΑΣ ΧΩΡΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ;
Ένα περιφερειακό πρόβλημα για τις γυναίκες; Η αvtίθεση με τις πόλεις του
Lancasbire που είχαν κλωστοϋφαvtουργίες είναι εντυπω
σιακή. Εδώ, όπου η απασχόληση για τις γυναίκες στις μεγαλύτερες βιομηχανίες παρήκμα
ζε για δεκαετίες, υπήρχε μία σπουδαία πηγή γυναικείου εργατικού δυναμικού, ήδη εξει δικευμένου, προσαρμοσμένου στη δουλειά του εργοστασίου, τόσο επιδέξιου όσο και αλ
λού. Και, όμως, οι νέες βιομηχανίες των δεκαετιών του
1960 και του 1970 που αναζητού
σαν εργάτριες δεν ήρθαν εδώ, ή τουλάχιστον στο βαθμό που πήγαν σε άλλους τόπους. Οι λόγοι είναι σύνθετοι, αλλά σχετίζοvtαι για άλλη μία φορά με την περίπλοκη σχέση ανάμεσα στις καπιταλιστικές και στις πατριαρχικές δομές. Ένα πράγμα, όμως, είναι γε γονός, ότι εδώ δεν υπήρξε περιφερειακή πολιτική ενίσχυση. Συvtελέστηκε μία μαζική πα ρακμή στην απασχόληση στον τομέα της βαμβακοβιομηχανίας του
Lancashire στο μεγα
λύτερο μέρος του αιώνα. Παρακμή που μπορεί να συγκριθεί με εκείνη που σημειώθηκε
στα ανθρακωρυχεία, για παράδειγμα, και σε περιοχές που κυριαρχούvtαν από αυτά. Ωστόσο, οι βαμβακοπαραγωγές πόλεις δεν χαρακτηρίστηκαν ποτέ περιοχές προς ανά πτυξη
(Development Areas). Στο βαθμό που οι συνδεόμενες περιοχές δεν καθορίζοvtαν
με βάση τα επίπεδα ανεργίας, η εξήγηση βρίσκεται στο επίπεδο των φόρων και των πλεο νεκτημάτων που καθορίζουν τις γυναίκες ως εξαρτώμενες. Δεν έχει συχνά τόσο νόημα να εγγραφούν στους καταλόγους των ανέργων. Η απώλεια των θέσεων εργασίας δεν φαίνε ται αναγκαστικά σε μία αvtίστοιχη αύξηση στους αριθμούς των ανέργων της περιφέρειας.
Οι περιοχές προς ανάπτυξη, όμως, δεν καθορίζονταν απλώς στη βάση των ποσοστών
ανεργίας. Ήταν ευρύτερα σχέδια, και ευρύτερες περιφέρειες που καθορίζονταν με κρι τήρια τη γενικότερη οικονομική παρακμή και την ανάγκη για αναδιοργάνωση. Σε αυτόν το βαθμό ο μη καθορισμάς των πόλεων με τις κλωστοϋφαvtουργίες ως τέτοιων οφειλόταν εν μέρει σε μία γενικότερη τύφλωση των πολιτικών φορέων στα ζητήματα της γυναικείας
απασχόλησης. Έτσι, η έλλειψη κινήτρων περιφερειακής πολιτικής πρέπει να ήταν ένας σχετικά απο
τρεπτικός παράγοvtας για αυτές τις βιομηχανίες που έψαχναν εξονυχιστικά τη χώρα για νέες τοποθεσίες. Αλλά αυτό δεν εξηγεί πλήρως την κατάσταση. Οι νέες βιομηχανίες μετα φέρθηκαν σε άλλες μη υποστηριζόμενες περιοχές
-
για παράδειγμα, στην ανατολική Αγ
γλία. Πολλοίπαράγοvtες ευθύνοvtαι, αλλά ένας από αυτούς σίγουρα ήταν ότι οι γυναίκες στις βαμβακοπαραγωγές πόλεις δεν ήταν, είτε ατομικά είτε συλλογικά στην ιστορία τους,
«πράσινη εργασία»
(green labour). Η μακρά παράδοση των γυναικών που eQydtovrav
στα εργοστάσια και η σχετική οικονομική τους ανεξαρτησία συνεχίστηκε. Παρά την πα ρακμή των βαμβακερών υφασμάτων η περιφέρεια διακρίνεται ακόμα για τον υψηλό ρυθ μό γυναικείας δραστηριότητας. Και σε συνδυασμό με αυτό επιβίωσαν, με τροποποιημένη μορφή, μερικά από τα άλλα χαρακτηριστικά. Η
Kate Purcell,
κάνοντας έρευνα στο
Stockport στη δεκαετία του 1970, διαπίστωσε ότι: Είναι σαφές ότι η παράδοση της yuνα,κείας απασχόλησης και ο,σημερινοί ρυθμοί οικονομι-
169
ΜΕΡΟΣ 3-ΕΝΑΣ ΧΩΡΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ;
κής δρασrηριότητας επηρεάζouν 6χι μόνο την (δια τη δρασrηριότητα των γυναικών αλλά, επί σης, τις αντιλήψεις τους και την εμπειρία που αποκομίζουν από την εργασία. Οι έγγαμες γυ
ναίκες απ6 τις οποίες π.ήρα συνέντευξη σro Stockport. όπου το ποσοστό γυναικείας δρασrη ριότητας είναι 45% και ήταν πάντα υψηλοί, θεωρούν τη δουλειά τους κανονική και απαραίτη τη. ενώ οι γυναίκες που ρώτησα σε μία ανάλογη έρευνα σrην πάλη
Hull, ώroυ η εργασία ενός
μεγάλου μέρους των παντρεμένων γυναικών εμφαν(στηκε πιο πρ6σφατα και οι ρυθμσίανδρι
κής ανεργίας είναι υψηλοί. συχνά αναφέρουν 6τι η εργαοία τους είναι ένα τυχαίο γε'(ov6ς.
(Purcell, 1979. σ. 119) Όπως αναφέρθηκε τόσο συχνά στην περi'.πtωση των εργαιών, η εμπι.σroσύνη και η ανε
ξαρτησCΑ δεν είναι ιδιότητες που έχουν πιθανότητες να προσελκύσουν τις νέες επενδύσεις. Ίσως σε αυτή την περίπtωση η ίδια λογική εφαρμόζεται στις γυναίκες. Αλλά όποια και αν είναι η ακριβής εξήγηση, οι γυναίκες στις βαμβακοπαραγωγές πό λεις αντιμετωπίζουν τώρα πολύ διαφορετικές συνθήκες από εκείνες που αντιμετώπιζαν οι γυναίκες στα ανθρακωρυχεία. Εδώ δεν κατακτούν μία νέα ανεξαρτησία από τους άνδρες σε κάποιο βαθμό κατά τόπους αυτή μπορεί και να ελαττώνεται. Η ανεργία των γυναικών δεν φαίνεται να «αναστατώνεΙ.» την οικογενειακή ζωή ή να γίνονται ειδικές τηλεοπτικές εκπομπές για την αμφισβήτηση των σχέσεων των δυο φύλων. γιαtί οι γυναίκες ασχολούνται
με τις οικιακές δουλειές έτσι και αλλιώς. Έχοντας χάσει τη μCα από τις δυο δουλειές τους συνεχίζουν με την άλλη, με τη διαφορά ότι σε αυτή την περίπtωση δεν πληρώνονταΙ.
Hackney: ακόμη κατ' αποκοπήν εργασία στο σπίτι Αυτό που συνέβη στο
Hackney είναι μία εντατικοποίηση των παλαιών μοντέλων
εκμε
τάλλευσης και υποταγής παρά η επιβολή νέων μοντέλων. Εδώ οι παραγωγικές δουλειές
έχουν παρακμάσει, αλλά το εμπόριο ενδυμάτων μόδας παραμένει ένας σπουδαίος εργοδό της. Οι γυναίκες στο
Hackney φανερά καιέχουν μερικά από τα ίδια πλεονεκτήμαι;α απένα ντι στο κεφάλαιο όπως και στην περίπtωση των ανθρακωρυχείων και της περιοχής Fens: εί ναι φτηνό και μη οργανωμένο εργατικό δυναμικό (λιγότερο από το 10% είναι συνδικαλι σμένες (Harnson, 1983, σ. 69-70). Στις κεντρικές συνοικίες του Λονδίνου, ακόμη, η χωρική οργάνωση του εργατικού δυναμικού, η έλλειψη διαχωρισμού σπιτιού και χώρου εργασίας, ενισχύει τα πλεονεκτήματα: το ίδιο το εργατικό δυναμικό πληριδνει τα πάγια έξοδα (ηλε κτρικό, θέρμανση, συντήρηση των μηχανιδν)' και δεν θεωρεί ότι έχει τις προϋποθέσεις για κοινωνική ασφάλιση' ο χωρικός διαχωρισμός του καθιστά αρκετά δύσκολη την ένωση των
δυνάμεών του, γω. να πετύχει την αύξηση των μισθών και άλλων αιτημάτων του. Έτσι, με δεδομένα τα καθαρά πλεονεκτήμαι;α που απολαμβάνει το κεφάλαιο από ένα τέτοιο ευάλωτο και εν δυνάμει εργατικό δυναμικό, γιατί δεν προέκυψε νέα εγκατάσταση συγκροτημάτων-παραρτημάτων πολυεθνικών ή εταιρειών που κατασκευάζουν ηλεκτρι κές συσκευές με το σύστημα της γραμμής συναρμολόγησης και των ανάλογων επιχειρήσε ων; Τις τελευταίες δεκαετίες παρατηρήθηκε βέβαια ανάπτυξη των νέων εργασιακών τύ-
170
ΜΕΡΟΣ 3-ΕΝΑΣ ΧΩΡΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ;
πων για τις γυναίκες, ιδιαίτερα στον τομέα των υπηρεσιών, αν όχι στην ίδια την περιφέ
ρεια του ΗackneΥτουλάχιστον σε κοντινές περιοχές (για μερικές εργασίες) στο κέντρο του Λονδίνου. Αλλά, αυτή τη φορά, για το μεγάλο παραγωγικό κεφάλαιο και για τις γρα φειοκρατικές λειτουργίες της μαζικής παραγωγής που στις δεκαετίες του
1970 καθιερώθηκαν στις περιοχές
1960 και του
προς ανάπτυξη και στις περισσότερο αγροτικές περι
φέρειες της χώρας, αυτό το ευάλωτο εργατικό δυναμικό της πρωτεύουσας προσφέρει λίγα πλεονεκτήματα. Ακόμη και οι μεγαλύτερες εταιρείες ενδυμάτων (που έχουν μεγάλη πα ραγωγή, εργοστασιακές μονάδες, ευελιξία ως προς τον τόπο και το κεφάλαιο, για να εγκαταστήσουν νέο συγκρότημα) ίδρυσαν τα νέα συγκροτήματα-παραρτήματά τους αλ λού, είτε στις περιφέρειες της Βρετανίας είτε στον Τρίτο Κόσμο. Έτσι, γιατί όχι στο
Hackney; Εν
μέρει οι γυναίκες του
Hackney έμειναν πίσω από τη γενικότερη αποκέντρω
ση, την εγκατάλειψη των αστικών κέντρων του Πρώτου Κόσμου από την παραγωγική βιο μηχανία. Είναι τα θύματα της μεταβαλλόμενης διεθνούς διαίρεσης της εργασίας στην ίδια τη βιομηχανία ενδυμάτων. Αλλά η κατάσταση εξηγείται, επίσης, από το χαρακτήρα του διαθέσιμου εργατικού δυναμικού. Η κατ' αποκοπήν εργασία στο σπίτι παρουσιάζει πλεο νεκτήματα για το κεφάλαιο, αυτός, όμως, ο τρόπος που καθιστά τη γυναικεία εργασία
φτηνή δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί στις γραμμές συναρμολόγησης για την κατασκευή ηλεκτρονικών ειδών ή σε άλλα είδη λιγότερο εξατομικευμένης παραγωγής. Η χρησιμότη
τα αυτού του τρόπου που καθιστά το εργατικό δυναμικό ευάλωτο περιορίζεται σε συγκε κριμένους τύπους εργασίας.
Η εισροή των τομέων των υπηρεσιών στο κεντρικό Λονδίνο ξεπέρασε την εργασία στην παραγωγή στον τομέα της γυναικείας απαοχόλησης, ως προς τους μισθούς και τις συνθήκες εργασίας (βλ.
Massey, 1984, Κεφ. 4). Αλλά η
εργασία στον τομέα υπηρεσίας δεν
αποτελεί μία επιλογή που διατίθεται στον καθένα. Για τις γυναίκες που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο είναι δεμένες με το σπίτι ή με τον συγκεκριμένο τόπο, η εργασία στο σπίτι σε
τομείς παραγωγής, όπως είναι η ένδυση αποτελεί τη μοναδική διαθέσιμη επιλογή. Με δε δομένη την κατά φύλο διαίρεση της εργασίας στο σπίτι, η εργασία εκεί ωφελεί μερικές γυναίκες: Η δουλειά στο σπίτι, όταν αμείβεται καλά, είναι κατάλληλη για πολλές Υυνοίκες: γι' αιιτές που επιθυμούν να μείνουν στο σπίτι, επειδή έχουν μικρά παιδιά και γΙ: αυτές που απεχθάνονται την πειθαρχία και το ωράριο του εργοστασίου και θέλουν να εργαστσύν με τους δικσύς τους ρυθ
μούς. Επίσης, και για τις μouoouλμάνες που είναι υποχρεωμένες να φορσύν την κελεμπία.
(Ifanison,1983,o.64) Αλλά η δουλειά στο σπίτι σπάνια «Πληρώνεται καλά». Η
Hanison αναφέρει, πάλι, για
τα είδη εργασιών και ταπσσά αμοιβής στο Hackneyto 1982: Υπάρχουν πολλοί άλλοι τύποι δουλειάς για το σπίτι στο Hackney: κατασκευή Υυνοικείωντσαvτri1ν, ράψιμο κουμπιών στις καρτέλες, πακετάρισμα καρτών, κατασκευή χριστουγεννιάτικων
171
'
--",
ΜΕΡΟΣ 3-ΕΝΑΣ ΧΩΡΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ;
πυροτεχνημάτων, ουναρμοΜγηση βισμάτων και πενών, τοποθέτηση εσωτερικης σόλας στα παπούτσια, κατασκευή κολιέ. Οι αμoLβές ποικίλλουν σε μεγάλο βαθμό ανάλογα με τον τύπο
της δουλειάς και την ταχύτητα του εργαζομένου, αλλά είναι σπάνιο να βρεθεί κάτι καλύτερο
από τη μέση αμoLβη των γυναικών που απασχολούνταν στο ε",-τόριο ενδυμάτων το
1981, που
είναι 1,75 λ(ρες την ώρα και είναι η χαμηλότερη που υπάρχει σε όλους τους κλάδους της βιο μηχανιας. Και πολλοί εργάζονται για λιγότερα χρήματα από την κατώτερη αμοιβή που ορίζει το Συμβούλιο Μισθοδοσίας στο εμπόριο ενδυμάτων που είναι
1,42 λίρες την ώρα
(το
1982).
Με αυτές τις αμοιβές, μερικές φορές ολόκληρη η οικογένεια μαζί με τα παιδιά εξαναγκάζο νται να δουλεύουν ... μία μητέρα είχε τις τρεις κόρες της και το γιο της που τη βσηθούσαν να γ.ολλησει τα μά.τια και τις ουρές σε γoWινα παιχνίδια. (Harήson,
1983, σ. 67-8)
Η συμμετοχή όλων των μελών της οικογένειας στη δουλειά σro σπίτι ή η ομαδική εργα
σία σε μικρές οικογενειακές βιοτεχνίες είναι συνηθισμένη, ειδικά στα μέλη των εθνικών μειονοτητων. Η διευρυμένη οικογένεια μπορεί να είναι απαραίτητη για την επιβίωση των μικρών επιχειρήσεων: η ευελιξία προέρχεται από την οικογένεια: κανένας μισθός δεν είναι Υ.αθορισμένος. Όταν οι καιροί ε(ναι καλo~ θα πληρωθούν περισσότερο. Όταν είναι άσχημo~ πληρώνονται λιγότερο. Η αμοιβη τους είναι η ίδια, είτε δουλεύουν πολύ είτε λίγο.
Το γεγονός ότι οι γυναίκες απασχολούνται στο πλαίσιο μιας διευρυμένης οικογένειας είναι σημαντικό όχι μόνο για την οργάνωση της βιομηχανίας αλλά, επίσης, για την ίδια τη ζωη των γυναικών. Μπορούν να €:xoυν ένα μισθό, αλλά δεν αποκτow τις άλλες μορφές ανε
ξαρτησίας που συνοδεύουν μία δουλειά. Δεν μπορούν να ξεφύγουν από το πλαίσιο της οι κογένειας, δεν έχουν προσωπικούς φίλους και επαφές, δεν διάγουν έναν αυτόνομο τρόπο
ζωής. Στον κύκλο της ίδιας της οικογένειας η διπλή υποτέλεια των γυναικών καθορίζεται, από τη σύμπτωση στο ίδιο πρόσωπο του ρόλου του συζύγου ή του πατέρα με εκείνου του αφεντικού και του εργοδότη.
Ωστόσο, συνέβησαν αλλαγές τις τελευταίες δεκαετίες, στη διεθνή διαίρεση της εργα σίας που άγγιξαν και επηρέασαν τις εργαζόμενες σro
Hackney στο σπίτι με το κομμάτι. Η
βιομηχανία ενδυμάτων του Λονδίνου στο δεύτερο μισό του 200ύ αιώνα βρίσκεται παγι δευμένη ανάμεσα στις φθηνές εισαγωγές, από τη μία, και στον ανταγωνισμό από τις καλύ τερες εργασιακές συνθήκες στον τομέα των υπηρεσιών, από την άλλη. Οι εταιρείες ενδυ μάτων που μπορούσαν να μεταφέρουν τα κεφάλαιά τους έχουν φύγει από καιρό. Γι' αυτές
που παραμένουν, ο περιορισμός του κόστους εργασίας αποτελεί προτεραιότητα και η ερ γασία στο σπίτι με το κομμάτι είναι ένα μέσο για να επιτευχθεί αυτό. Έτσι, ένα αυξημένο ποσοστό της βιομηχανικής εργασίας στη μητρόπολη γίνεται τώρα με αυτό το κοινωνικό
σύστημα, ενώ το ποσοστό της συνολικής εργασίας και οι πραγματικοί μισθοί που καταβάλ λονται ελαττώνονται δραματικά. Οι γυναίκες που δουλεύουν με αυτό το σύστημα ανταγω-
172
Γ
Ι
ΜΕΡΟΣ 3-ΕΝΑΣ χΩΡΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ;
ν(ζοvt'αι περισσότερο μεταξύ τους για να βρουν εργασία, οι εργοδότες εκμεταλλεύοvt'αι την ευάλωτη κατάσταση των γυναικών και η εργασία εvt'ατικοποιείται. Και αιmj η αλλαγή στις εργασιακές συνθήκες δημιουργεί, επίσης, αυξημένες πιέσεις στην οικογενειακή ζωή,
αν και αυτές είναι πολύ διαφορετικές από εκείνες που υπήρχαν στο βορειοανατολικό τμή μα ή στα Fens. Γι' αυτές τις γυναίκες στο Hackney ο τόπος της δουλειάς τους είναι, επίσης, το σπίτι τους.
Παρακάτω η Μαρία, μία Εγγλέζα
45 ετών με παιδιά που βρCσκοvt'αι στην εφηβική ηλι
κία, περιγράφει τις πιέσεις που βιώνει: Ράβω στη ραπroμηχανή από τα
15 μου χρόνια και έχοντας 30 χρόνια εμπειρία είμαι πραγμα
τικό γρήγορη τώρα... Αλϊ.ά πρέπει να εργαστώ δύο φορές πιο σκληρά, για να κερδίσω χρήμα τα. Οι πρo'ΊCΠΆμενoι ΣUVΉθιζαν να πέφτουν στα πόδια σου για να σε πείίJoυν να πάρεις δου
λειά, αν βιάζσvtαν να προλάβουν κάποια προθεσμία αποστολής. Αλλά δεν σε παρακαλούν πλέον. Σου λένε: "πάρτο ή φύγε». Αν ζητήσεις κάτιπαραπ6νω, λένε ότι πάντα μπορούν να βρουν άλλους να το κάνουν. Πρόκειται για μεγάλο εκβιασμό.
3 χρόνια πριν παίeναμε 35-40 πένες τη μπλούζα, αλλά τώρα (1982) παίeνεις μόνο 15-20 πένες... Συνήθως τελεCΩΝα τη δουλειά μου οε 5 ώρες, τώρα εργάζομαι 10 ή 12 ώρες τη μέρα... Τα παι διά λένε, μαμά, δεν ξέρουμε γιατί κάθεσαι εκεί όλες αυτές τις ώρες. Τους λέω, δεν το κάνω επειδή μου αρέοει, πρέπει να σας δώοωνα φάτε και να οας ντύσω. Δεν δουλεύω, όμως, τις Κυριακές. Δεν αντέχω τον θόρυβο ... Είμαι εγκλωβισμένη οε μίσ α,τοθηκούλα όλη μέρα
-
φυλάω τη μηχανή μου εκεί, είναι κάτι λιγότερο από ένα τετραγωνικό μέτρο χωρίς καθόλου παράθυρα. Πονούν οι ώμοι μου στα σημεία που συγκεντρώνεται η ένταση. Πρέπει να ράψω πολλές φούστες τώρα, να ετοιμάσω
16 την ώρα για να κερδίσω 1,75 λίρες την ώρα, που σημαί
νει ότι δεν μπορώ να σταματήοω τη δουλειά ούτε για μισό δευτερ6λεπτο. Δεν έχω χρ6νο ούτε
για ένα φλιτζάνι τσάι. Με τόση πίεση, στο τε'λος της ημέρας βρίακεσαι στα όρια της υστερίας, Αν δεν έπαιρνα ηρεμιστικά, δεν θα μπορούσα να σταθώ, Δεν είμαι καλή για παρέα, χάνω εύ κολα την ψυχραιμία μου, Είναι που είναι δύσκολο να υπομείνεις την εφηβική φάση των παι
διών, οε αυτή την κατάσταση που βρίακομαι δεν είμαι πια ικανή, δεν μπορώ καθόλου να τα βσηθήοω
-
χρειάζομαι κάποιον να βοηθήσει εμένα στο τέλος της ημέρας.
(Harrison, 1983, σ, 65-7) Όπως φαίνεται από την προσωπική εμπειρία αυτής της γυναίκας, η κοπιώδης δουλειά
της και οι οικογενειακές εντάσεις αντανακλά μία νέα χωρική διαίρεση της εργασίας σε διε θνή κλίμακα, Χαμηλός μισθός, ανοργάνωτοι εργάτες στο
Hackney αvt'αγων(ζοvt'αι άμεσα
τον ίδιο τύπο βιομηχανιών χαμηλής τεχνολογίας και έντασης εργασίας στον Τρίτο Κόσμο. Aλλii είναι ακριβώς η ιστορία του εμπορίου ενδυμάτων στο Hackney, οι προηγούμενες φά σεις της οικονομικής και κοινωνικής ζωής που επέβαλαν αυτό τον ανταγωνισμό. Η δια σταύρωση εθνικών και διεθνών τάσεων, των οικογενειακών και οικονομικών σχέσεων, της
πατριαρχίας και του καπιταλισμού επέφεραν αυτό το συγκεκριμένο πλέγμα σχέσεων σε μία κεντρική περιοχή του Λονδίνου.
173
ΜΕΡΟΣ 3-ΕΝΑΣ ΧΩΡΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ;
Βιβλιογραφία .
. Alexander, S. (1982) "Women's work in nineteenth-century London: a study of the years 1820-50". σ. 30-40 στο Ε. WhiteIegg et al.(eds). The Changing Experience ο/ Women. Martin Robertson. Oxford. Anderson, Μ. (1971) Family αnd Structure ίπ Nineteenth Century Lαncαshire, Cambridge University Press, Cambridge. Chambectain, Μ. (1975) Fenwomen, Vίrago, London. Engels, F. (1969 edn) The Conditions ο/ the Workίng Clαss ίπ Englαnd, Panther, 5t Albans. Frankenberg, R. (1976) 'Ίη the production oftheir lives, man (?) ...sex and gender in Britίsh community studies", chapter 2, σ. 25-51 στο D. L. Barker and Α AlIen (OOs), Sexual Divίsions αnd Society: Process and Chαnge, Tavistock, London. Ηηll, C. (1982) "The home turned upside down? The working c!ass family ίη cotton textί!es 1780-1850", στο Ε. Whitelegg et al. (eds), The Chαnging Experience o/Women, Martin Robertson, Oxford. Harrison, Ρ. (1983) Inside the Inner CΊιy, Penguin, Harmondsworth. Κitteringham, J. (1975) "Country work girIs in nineteenth-century Eng!and", Part 3, σ. 73138, στο R. 5amue! (ed.), Villαge Life and Labour, Routledge and Kegan Paul, London. LeWΊs, J. (1983) "Women, work and regiona1 deνeIopment", NorthemEconomic Reνiew, no. 7. 5ummer, σ.10-24. Lewis, J. (υπό έκδοση) Ph. D Thesis, Department of Geography, Queen Mary College, London. Liddington, J. (1979) "Women cotton workers and the suffrage campaign: the radical suffragists in Lancashire, 1893-1914", chapter 4, σ. 64-97, στο 5. Burman (ed.), Fit Work /or Women, Croom Helm, London. Massey, D. (1984) Spatίal Divisions ο/ Labour: Social Structures and the Geography ο/ Production, MacmilIan, London. Phillips,A. and Taylor, Β. (1980) "Notes towards a feminist economίcs", FeminίstReνiew, τ.
6, σ. 79-88. Ρηι'έθΙΙ, Κ.
(1979) "Militancy and acquiescence amongst women workers", chapter 5, σ. 98111, οτο 5. Burman (00.), Fit Work /or Women, Croom Helm, London. Samuel, R. (1975) Villαge Life αnd Lαbour, Rout1edge and Kegan Pau!, London. Strong Words Collectίve (1977) Hello, αrε you working? Erdesdun Publications, Whit1ey Bay. Strong Words Collective (1979) But the world goes οπ the same, Erdesdun Publications, Whitley Bay. Webb, S. (1921) The Stoιy o/the Durhαm Miners, Fabian 50ciety, London.
174
,
8 Η ΠΡΟΣΕΠ1ΣΗ ΤΟΥ ΦΙΛΕΛΕΥθΕΡΙΣΜΟΥ ΣΤΟ ΔΙΕθΝΕΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΟ ΡΕΥΜΑ ΤΩΝ ΕΡΓΑΤΩΝ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΑΡΑΒΙΚΗΣ ΜΕΣΗΣ ANATOΛIIΣ*
ALAN RICHARDS ΚΑΙ PHlLIP L. MARTlN Περίπου
14-20 εκατομμύρια άνθρωποι στην εποχή
μας ζουν και εργάζονται σε χώρες
στις οποίες δεν είναι ούτε πολίτες ούτε μ6νιμοι μετανάστες. Οι μισοί από αυτούς τους μη μ6-
νιμους μετανάστες-εργαζομένους έχουν γίνει απσδεκτοίυπό το νομικό καθεστώς των «φιλο ξενούμενων εργαζομένων»' οι υπόλοιποι είναι «παράνομο ι αλλοδαποί» ή «μη καταγεγραμ μένοι εργαζόμενΟL». Πρέπει να γίνει διάκριση ανάμεσα σε αυτούς τους μετανάστες-εργαζο μένους και σε δύο άλλες ομάδες που έχουν προσωρινό χαρακτήρα: η ομάδα του ενός εκα
τομμυρίου αιώνιων μεταναστών που ξεκινούν κάθε χρόνο μία νέα ζωή σε άλλη χώρα και η ομάδα των 13 εκατομμυρίων προσφύγων που έχουν φύγει από τη χώρα τους και δεν μπορούν να επιστρέψουν σ' αUΤΗΝ, γιατί θα διωχθούν ποινικά. Πολλές φορές έχουμε δυσκολίες να ξε χωρίσουμε αυτές τις τρεις ομάδες, όπως στην περίπτωση των μεταναστών-εργαζομένων που περιφέρονται από τόπο σε τόπο και αποφασίζουν να εγκατασταθούν κάπου μόνιμα.
Το φαινόμενο της μετανάστευσης που είναι γνωστό στους Αμερικανούς προκάλεσε τη μετακίνηση των ανθρώπων για προσωρινή ή μ6νιμη εγκατάσταση από την Ανατολή στη Δύ ση. Η μεταναστευτική αλυσίδα που καθιερώθηκε το
μας
-
190 αιώνα επανέρχεται στην
εποχή
οι άνδρες μεταναστεύουν πρώτοι και στη συνέχεια τους ακολουθεί η οικογένειά
τους. Οι οικογένειες που επανενώθηκαν δημιουργούν μία κοινότητα στη χώρα υποδοχής στην οποία εντάσσονται οι νέοι μετανάστες. Έτσι σφυρηλατείται η μεταναστευτική αλυσί δα που μετακινεί τους ανθρώπους από τη μία περιοχή στην άλλη. Από το περίπου
1800 ως το 1920
50 εκατομμύρια Ευρωπαίοι έφτασαν στην αμερικανική ήπειρο. Τ α πρώτα κύματα
των μόνιμων μεταναστών είχαν σκοπό (ή εξαναγκάστηκαν) να δημιουργήσουν ένα σχετικό ρήγμα με τη γενέθλια γη τους.
Τα μεταναστευτικά ρεύματα «ωρίμασαv» με την πάροδο του χρόνου. Το δεύτερο κύμα των μεταναστών στα τέλη του 190υ και στις αρχές του 20ού αιώνα περιλάμβανε πολλούς «που ήθελαν να κερδίσουν χρήματα με την εργασία τους»' νεαροί άνδρες που ήλπιζαν ότι θα εργαστούν σκληρά, θα κάνουν οικονομίες, θα εξοικονομήσουν χρήματα και θα γυρί σουν στο σπίτι τους για να παντρευτούν, ν' αγοράσουν ένα αγρόκτημα, να χτίσουν ένα σπίτι
ή να ανοίξουν ένα μικρό κατάστημα.' Βέβαια, πολλCiί δεν επέστρεψαν ποτέ. Αρκετοί από
• Π'1Υή: EconomΊC DeveIopment and CuIturaI Change, ChΊCago Ρ_,
τ.31,
no. 3, Aπρfλιoς 1983,
σ.
455·71. (c) University ot
1983. Με την επιφιiλaξη παvrός δικαιώματος.
Παραλεfψαμε ης περισσότερες παeaπoμπές και τις λεπτcμερε(ς υποσημειώσεις τοο Πρωfσruπov,
Ot αναyvώ
σr:ες που εVΔιαφiρovτω για τις πηγές "συ χρησιμΟ1Wίησσ.V οι σιηyραιpείr; μπoρσύv να ανατρέξουν σr:o επισr:ημo νικό περιΟΟικό.
175
ΜΕΡΟΣ 3-ΔIΕΘΝΕΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΟ ΡΕΥΜΑ ΕΡΓΑΤΩΝ
τους σημερινούς μετανάστες έχουν, επίσης, τις ίδιες προθέσεις
-
ειδικευμένοι και ανειδί
κευτοι εργάτες που μετακινούνται από τις φτωχές στις πλούσιες χώρες. Αφού υπάρχουν σχετικά λίγες θέσεις για τους μόνιμους μετανάστες, οι περισσότεροι εργαζόμενοι δεν έχουν άλλη επιλογή από το να γίνουν προσωρινοί εργαζόμενοι που ξαναγυρίζουν συχνά στη χώρα τους και στην εργασία τους.
Οι οικονομολόγοι πιστεύουν ότι η οικειοθελής μετανάστευση ωφελεί όχι μόνο τους με τανάστες και τους εργοδότες αλλά και τις χώρες αποστολής και υποδοχής τους. Ανατρέχο ντας στη θεωρία της ισορροπίας του ανταγωνισμού, που συχνά έχει τη μορφή της απλής θε ωρίας των διεθνών εμπορικών συναλλαγών, ισχυρίζονται γενικά ότι αφού η εργασία είναι
ένα αγαθό όπως και ο'λα τα άλλα, αν δύο κράτη είναι προικισμένα με άνισες πηγές, η μετα ξύ τους ανταλλαγή ωφελεί και τα δύο. Η χώρα υποδοχής μπορεί να καλύψει τις «θέσεις» εργασίας με χαμηλότερο κόστος απ' ό,τι θα συνέβαινε διαφορετικά, γεγονός που μειώνει
τις πληθωριστικές πιέσεις. Αυτές οι χώρες ωφελούνται ιδιαίτερα: η προσφορά ευέλικτου και ελαστικού εργατικού δυναμικού θεωρείται ότι ευνοεί τη βιομηχανική διεύρυνση, κα θώς δεν γίνονται διαπραγματεύσεις για καλύτερα μεροκάματα, δεν μειώνονται τα κέρδη
και δεν καθυστερούν οι επενδύσεις.' Οι χώρες που αποστέλλουν τους μετανάστες αποκομίζουν, επίσης, πλεονεκτήματα: εξά γοντας έναν σχετικά πλεονάζοντα παράγοντα (εργασία), αυξάνουν τα εγχώρια μεροκάμα τα και δημιουργούν ένα ρεύμα επιστροφής σε ανθρώπινο και οικονομικό κεφάλαιο. Η με τανάστευση τείνει να εξισορροπεί τα έξοδα της παραγωγής με τα έσοδα από την πώληση,
αυξάνοντας την αποδοτικότητα και την ευημερία για όλους τους ενδιαφερομένους. Από αυτή την άποψη η προσέγγιση του φιλελευθερισμού
(laissez-faire) μεγιστοποιεί τα οικονο
μικά οφέλη, ελαχιστοποιώντας τα εμπόδια που φράζουν το δρόμο στη μετανάστευση. Το
ελεύθερο εμ3τόριο εργασίας από τους εργαζομένους δεν διαφέρει από το ελεύθερο εμ.;τό· ρω των αγαθών. Και τα δύο είναι επιθυμητά.
Για χρόνια μερικές χώρες ακολούθησαν την υπόδειξη των οικονομολόγων να υποστηρί ζουν και να ενθαρρύνουν το διεθνές μεταναστευτικό ρεύμα των εργατών. Τα βιομηχανικά κρότη πίστευαν ότι μπορούσαν να αποκτήσουν το επιπρόσθετο εργατικό δυναμικό που
χρειάζονταν για να πετύχουν μία ανάπτυξη χωρίς πληθωρισμό και οι χώρες αποστολής των
εργάτών ήλπιζαν να μειώσουν την ανεργία και να έχουν εισοδήματα από τα εμβάσματα. Πρόσφατα, οι χώρες αποστολής και υποδοχής αντέστρεψαν τις πρσηγούμενες πολιτικές τους: η προσέγγιση του φιλελευθερισμού έχει λιγότερους υποστηρικτές στην εποχή μας. Οι χώρες που εισάγουν εργατικό δυναμικό διαπίστωσαν ότι οι μετανάστες δεν επιλύουν τα βασικά δομι:ιιά προβλήματα. Αντίθετα, η παρουσία και η διαθεσιμότητά τους μπορεί να διατηρήσει τα χαμηλά μεροκάματα, την εντατικοποίηση της εργασίας στις βιομηχανίες και
να καταστήσει δυσκολότερη την άρση των παραγόντων που εμποδίζουν το εμπόριο ή την υποστήριξη των καινοτομιών που αυξάνουν την παραγωγικότητα. Πολλοί άνθρωποι άρχι σαν να σκέφτονται ότι ήταν «ηθικά ανεπίτρεπro να "χtίσoυν" την ευημερία τους, χρησιμο
ποιώντας ξένα εργατικά χέρια... ένα ούνολο ανθρώπων που ανήκουν σε μία άλλη φυλή και κάνουν την περιφρονημένη χειρωνακτική δουλειά».'
176
ΜΕΡΟΣ 3-ΔIΕΘΝΕΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΟ ΡΕΥΜΑ ΕΡΓΑΤΩΝ
Οι χώρες αποστολής άρχισαν, επCΣΗς, να αμφισβηro'ύν την ορθότητα της πολιτικής του φιλελευθερισμο'ύ πou στέλνει τους «καλύτερους και εξυπνότερouς>' στο εξωτερικό για μό νιμη ή ημι-μόνιμη εγκατάσταση. Η Αλγερία και η Γιουγκοσλαβία, για παράδειγμα, περιό ρισαν δραστικά τον αριθμό των εργατών πou μεταναστεύouν στο εξωτερικό. Η κυβέρνηση της Νότιας Υεμένης απαγόρευσε τη μετανάστευση των εργατών. Ακόμη και οι χώρες με φι
λελεύθερο επιχειρηματικό πνεύμα, όπως το Βασίλειο της Ιορδανίας, απαίτησαν να αποζη μιωθoιiν οι χώρες αποστολής με διεθνή κεφάλαια για τις ζημιές Π01J υπέστησαν εξαιτίας της μετανάστευσης των εργατών.' Τι πήγε στραβά με την πολιτική του φιλελευθερισμoιi; Γιατί δεν πραγματοποιήθηκαν οι προσδοκίες της κλασικής θεωρίας; Αυτή η μελέτη εξετάζει αυτά τα ζητήματα για τις χώρες αποστολής, επανεξετάζοντας την προσωρινή μετανάστευση των εργατών στη Μέση Ανατο λή. Αυτή η περιφέρεια αποτελεί μία χρήσιμη μελέτη περίπτωσης για μία ανάλυση της πολιτι
κής τou φιλελευθερισμού και αυτό γιατί: πρώτον, τα κύματα των μεταναστών-εργατών είναι αρκετά μεγάλα
-
τouλάχιστoν
3 εκατομμ'ύρια ξένοι ζουν και εργάζονται στις κύριες χώρες
υποδοχής. Δε'ύτερον, μολονότι οι χώρες υποδοχής έχouν θέσει κάποιους νομικο'ύς περιορι σμο'ός στη μετανάστευση των εργατών, αυτοί είναι συχνά ανεφάρμοστοΙ., ενώ οι χώρες απο
στολής στην περιοχή έχοον ακoλouθήσει μέχρι πρόσφατα κατά γράμμα την πολιτική t01J φι λελευθερισμο'ύ. Μία ανάλυση της περίπτωσης που αφορά στις χώρες της Μέσης Ανατολής παρέχει όχι μόνο τα απαραίτητα στοιχεία για να διευκρινίσouμε τα διλήμματα που ανακ'ύ
πτouν σε αυτή τη ζωτική περιφέρεια, αλλά βοηθά, επCΣΗς, να εντοπίσουμε τις αδυναμ(ες της θεωρίας και της πολιτικής του φιλελευθερισμού στη μετανάστευση των εργατών.
Η μετανάστευση των ε@γατών στη Μέση Ανατολή: μία
επισκόπηση Οι εκτιμήσεις για τα μετανασreυτικά ρε'όματα των εργατών στη Μέση Ανατολή ποικίλ λουν σημαντικά. Η πιο εμπεριστατωμένη μελέτη μέχρι σήμερα είναι αυτή των
Birks και Sinclair.' Οι αριθμοί πou παρουσιάζουν πρέπει να θεωρηθούν κατώτεροΙ., ακόμη και για τα όρια πou έθεσαν το 1975. Η ακρίβεια των εκτιμήσεών τouς έγκειται στο γεγονός ότι αντι
παραβάλλouν τα δεδομένα και των χωρών αποστολής ή των χωρών υποδοχής. Ωστωο, πι στεύεται ευρέως ότι οι εκτιμήσεις τους είναι πoλ'\J χαμηλές. Για παράδειγμα, οι χώρες που αποστέλλουν τους περισσότερouς εξειδικευμένους εργάτες ε (ναι η Αίγυπτος και η Υεμένη.
ί
Οι Choucri,
Eckaus και Mohi el-Din πιστεύουν ότι τουλάχιστον 1 εκατομμύριο Αιγύπτιοι
βρίσκονταν στο εξωτερικό το 1978 (σε αντίθεση με την εκτίμηση των Birks και Sinclair που αφορά σε
400.000), ενώ η αιγυπτιακή κυβέρνηση υπολογίζει τον αριθμό σε 1,2 εκατομμύ
ρια. Η Παγκωμια Τράπεζα υπολογίζει τους αριθμο'ύς των μεταναστών από τη Βόρεια Υε
μένη που βρίσκονται στο εξωτερικό σε περισσότερους από
1,2 εκατομμύρια το 1978. Υψη
λότερες εκτιμήσεις που έγιναν για τις χώρες εισαγωγής εργατικού δυναμικoιi υπολογίζουν
τouς μετανάστες Π01J βρίσκονται στη Σαουδική Αραβία σε
1,5 εκατομμύριο, στη Λιβύη σε 500.000, στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα σε 400.000, στο Κουβέιτ σε 350.000 και εκτιμο'όν
177
ΜΕΡΟΣ 3-ΔIΕΘΝΕΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΟ ΡΕΥΜΑ ΕΡΓΑΤΩΝ
ότι λιγότεροι βρ(σκονται στο Κατάρ και στο Μπαχρέιν. Μερικές χώρες, όπως η ΑλγερΙα,
το Ιράκ και ειδικά η Ιορδανία και το Ομάν, εισάγουν και εξάγουν εργατικό δυναμικό. Επειδή σε μεγάλο βαθμό οι μετανάστες αποφεύγουν να δηλώνονται, όταν γίνεται απογρα φή του πληθυσμου στη Μέση Ανατολή, και επειδή η κατάσταση αλλάζει ταχότατα, αυτοί οι αριθμοί μπDρoιJν να μας δώσουν μία πολι! γενική ιδέα για το μέγεθος του μεταναστευτικσυ ρευματος.
Οι χώρες υποδοχής εξαρτώvtαι κατά πολι! από τους μετανάστες, που συχνά απστελσυν περισσότερο από το 50% του συνόλου του εργατικου δνναμικσυ. Η Εικόνα 8.1 παρουσιάζει την αναλογία των μεταναστών-εργαζομένων σε σχέση με το γηγενή πληθυσμό, αποδει
κνύοντας ότι οι μετανάστες-εργαζόμενοι ξεπερνουν τους ντόπιους στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, στο Κατάρ και στο Κουβέιτ, ενώ οι μετανάστες στη Σαουδική Αραβία, στο Μπα χρέιν και στη Λιβυη αποτελούν το
30-40% του συνολικου πληθυσμσυ στη χώρα υποδοχής.
Οι εκτιμήσεις για τα ποσοστά Υ.αι την κατανομή των μεταναστών-εργαζομένων είναι γενι κές, αλλά φαίνεται ότι τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα με ένα εργατικό δυναμικό που είναι σε ποσοστό
90% ξενικής προέλευσης έχει τη μεγαλύτερη εξάρτηση από τους μετανάστες. 1946 ανακαλύφθηκε το πετρέλαιο και το 1958 το 50% του πληθυσμσυ ήταν ξενικής καταγωγής, σήμερα το εργατικό δυναμικό είναι περCπoυ 80% ξένοι, το ίδιο Στο Κουβέιτ, όπου το
ποσοστό με αυτό που υπάρχει στη Σαουδική Αραβία. Στη Μέση Ανατολή η μετανάστευση για εργασιακσυς λόγους λαμβάνει χώρα σε ένα πε ριβάλλον που χαρακτηρίζεται ουσιαστικά από την πολιτική του φιλελευθερισμού. Μολονό τι υπάρχουν αυστηρότατοι περιορισμοί για τους μετανάστες που θέλουν να εγκατασταθουν μόνιμα, η εισαγωγή ξένων εργατών είναι σχετικά ανεμπόδιστη. Η Αίγυπτος δεν θέτει επί σημα φραγμσυς στο δρόμο των μεταναστών' οι Υ εμένιοι δεν χρειάζονται άδειες για να ερ γαστουν στη Σαουδική Αραβία. Αλλά και αυτοί οι περιορισμοί που υπάρχουν συχνά μέ
νουν ανεφάρμοστοι' για παράδειγμα, η μετανάστευση των Αιγυπτίων στη Λιβυη, που περι στασιακά «απαγορεύτηκε" για πολιτικούς λόγους, συνεχίζεται είτε κρυφά είτε με μετανά στευση πρώτα σε μία τρίτη χώρα (τυπικά στην Τυνησία) και έπειτα στη Λιβύη. Η προσπά
θεια που καταβάλλει η Αραβική Δημοκρατία της Υεμένης να περιορίσει τη μετανάστευση για να αυξήσει τον αριθμό των ανδρών που βρίΟ'..ιονται σε στρατευσιμη ηλικία αποδεικνύε
ται σχελέσφορη, γιατί η κεντρική κυβέρνηση ασκεί μικρό έως μηδενικό έλεγχο στις βόρειες φυλετικές περιοχές που συνορεύουν με τη Σαουδική Αραβία.
Δύο δυνάμεις δημιούργησαν αυτό το περιβάλλον:
(2) οι ουσιαστικο( μετασχηματισμοί που
(1)
μία μεταναστευτική παράδοση και
επέφερε η ευημερία εξαιτίας του πετρελαίου στην
πολιτική οικονομία της περιφέρειας. Όπως τόνισαν πολλοί ισλαμιστές ιστορικοί, οι μορ φωμένοι μουσουλμάνοι ταξιδευονν από παλιά ελεύθερα από το ένα άκρο του Dar al-Islαm (Σπίτι του Ισλάμ) στο άλλο. Ο
Marshall Hodgson, αναφερόμενος στο
μεσαιωνικό Ισλάμ,
έγραφε: «Πρακτικά κάθε γνωστός μουσουλμάνος ζσυσε σε πολλές πόλεις: οι στρατιώτες
ταξίδευαν ... για κατακτητικους λόγους οι λόγιοι μετακινούνταν για να βρουν καινσυρισυς
δασκάλους και νέες βιβλιοθήκες αλλά και δεκτικότερα ακροατήρια».' Αυτή η μετακ(νηση δεν περιοριζόταν στους επιλεκτους της κοινωνίας: το hajj ή προσκύνημα είναι ένας από
178
ΜΕΡΟΣ 3-ΔIΕΘΝΕΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΟ ΡΕΥΜΑ ΕΡΓΑΤΩΝ
τους πέντε σruλoβάτεςτoυ Ισλάμ' εκατομμύρια μουσουλμάνοι από όλα σχεδόν τα κοινωνι
κά στρώματα έχουν συμμετάσχει στο τελετουργικό τυπικό. Είναι σχεδόν η μεγαλύτερη πο λυεθνική συγ-,ιέντρωση στη γη, καθώς σχεδόν
1,5 εκατομμύριο προσκυνητές έρχονται εδώ
κάθε χρόνο.
Το πετρέλαιο πpaσελιώει τα πλήθη
Πoooσr6 % γηγενούς
Σαouδooj Αραβία
πληΘUσμoύ,1975
εργαζόμενοι yηγtvεlς
_
Μπα;φΙιν
Ο εργαζόμενοι αλλoδmroΙ Εικόνα
8.1.
Σνyκgίσεις μεταναστών εργαζομένων με γηγενείς πληθυσμούς σε διάφορες πετρελαιοπαραγωγές χώρες. (Πηγή:
Third World QuarterIy, Aπqίλιo; 1979)
Τα εθνικά όραι και το ίδιο το έθνος-κράτος δυσκολεύΟ\'1:αι να συνυπάρξουν με την πα· ράδοση της κινητικότητας, που είναι ριζωμένη στους εμπόρους που μετακινούνταν σε μεγά λες αποστάσεις και με την ισλαμική πολιτική σκέψη. Μολονότι, στην πραγματικότητα, οι
δαιφορετικές πολιτικές μονάδες χαρακτηρίζουν το μουσσυλμανικό κόσμο σχεδόν από την απαρχή του, αυτή η πραγματικότητα συνελήφθη εννοιολογικά ως αναγκαίο κακό. Η κοσμο
πολίτικη κινητικότητα από πόλη σε πόλη και όχι η πίστη σε κάποιον τόπο είναι η βασική αρ χή τσυς. Η παράλληλη κι όμως διαφορετική σύγχρονη κληρονομιά του παναραβικσύ εθνικι σμού εξασθενίζει ακόμη περισσότερο τη νομιμότητα των περιορισμών στο θέμα της μετα
νάστευσης του εργατικού δυναμικού. Αυτή η ιδεολογία με την ισχυρή επιρροή υποστηρίζει ότι όλα τα σύνορα από το Μαρόκο μέχρι τον ποταμό Σατ-αλ-Αράμπ είναι τεχνητά: υπάρχει
μ6νο ένα ενιαίο αραβικό έθνος. Είναι αλήθεια ότι η αραβική περιφέρεια συνδέεται με κοι νούς δεσμούς γλώσσας, θρησκείας και κοινωνικών εθίμων. Ωστόσο, όπως φαίνεται στην ισλαμική πολιτική θεωρία, υπήρχε από παλιά ένα χάσμα ανάμεσα στη θεωρία και την πραγματικότητα. Τα αραβικά έθνη-κράτη είναι ορατά και έχουν γίνει επανειλημμένως προσπάθειες να επιτευχθεί η ενότητα. Κατά περίεργο τρόπο, τα πιο φανατισμένα εθνικι.-
179
ΜΕΡΟΣ 3-ΔIΕΘΝΕΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤιΚΟ ΡΕΥΜΑ ΕΡΓΑΤΩΝ
στικά αραβικά συστήματα διακυβέρνησης, όπως στην Αίγυπτο τον καιρό του Νάσερ ή το
Εθνικό Προοδευτικό Μέτωπο Μπάαθ στη Συρία, περιόρισαν σημαντικά τη μετακίνηση του εργατικού δυναμικού στον αραβικό κόσμο, Ωστόσο, η ιδεολογία των τεχνητών συνόρων, σε συνδυασμό με τις ισλαμικές πεποιθήσεις και τις πρακτικές, προσφέρει σαφώς μικρότερα περιθώρια νομιμοποίησης του περιορισμού της μετανάστευσης των εργατών απ' ό,τι οι άλ
λες πολιτικές παραδόσεις, για παράδειγμα, της δυτικής Ευρώπης. Αλλά καιά βάση ήταν οι οικονομικές δυνάμεις και όχι η θρησκεία ή η ιδεολογία που δια μόρφωσαν το μέγεθος και τη δομή της ούγχρονης μετανάστευσης των εργατών. Η αύξηση
των τιμών του πετρελαίου κατά 10 φορές από το
1973, τα φιλόδοξα αναπτυξιακά προγράμ
ματα και ο μικρός αριθμός των κατοίκων παρείχαν την κινητήρια δύναμη για μία διαδικασία συγκέντρωσης που απαιτούσε εργάτες από το εξωτερικό. Μολονότι διατέθηκαν μεγάλα πο σά για την εισαγωγή στρατιωτικού εξοπλισμού και δυτικών καταναλωτικών αγαθών (συχνά
πολυτελών), όλες οι πετρελαιοπαραγωγές χώρες καθιέρωσαν και εφάρμοσαν, τουλάχιστον εν μέρει, εκτεταμένα προγράμματα οικονομικής ανάπτυξης. Η Σαουδική Αραβία ξόδεψε
$180 δισεκατομμύρια από το 1975 ως το 1980 και σχεδιάζει να ξοδέψει κάπου $290 δισεκα 1985. Η Λιβύη ξόδεψε $39,9 δισεκατομμύρια από το 1973 ως το 1980. Ακόμη και τα μικρά κράτη, όπως το Κατάρ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα επένδυ σαν σημαντικά ποσά -$10 και $9 δισεκατομμύρια αντίστοιχα- στην ανάπτυξη. Αυτά δημι
τομμύρια επιπλέον μέχρι το
ούργησε μία πολύ ισχυρή ζήτηση για εργατικό δυναμικό στις πετρελαιοπαραγωγές χώρες. Ο μικρός αριθμός των κατοίκων, το χαμηλό ποσοστό συμμετοχής των γυναικών <πο ερ
γατικό δυναμικό και η αποοτροφή πολλών Βεδουίνων για τη χειρωνακτική δουλειά σήμαι ναν ότι η προσφορά της εργασίας από το γηγενή πληθυσμό δεν επαρκούσε για να καλύψει
αυτή τη ζήτηση. Η ευημερία εξαιτίας του πετρελαίου συντέλεσε στο να δημιουργηθούν άλ λες πηγές προσφοράς: καθώς μεταβλήθηκε η πολιτική ισορροπία των δυνάμεων στην περι
φέρεια μακριά από τα ριζοσπαστικά εθνικιστικά συστήματα και προς την κατεύθυνση των συντηρητικών και παραδοσιακών, η ευημερία εξαιτίας του πετρελαίου συνέβαλε <πο να αλλάξει η εξωτερική οικονομική πολιτική της Αιγύπτου, που είναι ο υπ' αριθμόν ένα εξα γωγέας εργατικού δυναμικού στην περιοχή. Η διαδικασία ξεκίνησε το 1967, αλλά εντάθηκε μετά το
1973, με αποκορύφωση την πολιτική του Infitαh (άνοιγμα), που προσανατόλισε τη
χώρα οτην αγορά την εποχή του Σαντάτ. Οι περισσότεροι σχολιαστές τόνισαν ιδιαίτερα τη
συνέπεια της εισροής των ξένων προΊόντων- ίσως, όμως, σημαντικότερη ήταν η εκροή των ανθρώπων. Η πόρτα ανοίγει και προς τις δύο κατευθύνσεις.
Η ευημερία εξαιτίας του πετρελαίου ενίσχυσε και επέκτεινε το προηγούμενο μοντέλο της μετανάστευοης σε μεγάλη κλίμακα για τους εξειδικευμένους και επαγγελματίες εργάτες, αλ λά, επίσης, δημιούργησε νέες και ευρείες μετακινήσεις ημι-ειδικευμένων και ανειδίκευτων εργατών. Όπως προαναφέρθηκε, υπάρχει οτην περιοχή μία μακρά μεταναστευτική παράδο
ση του μορφωμένου εργατικού δυναμικού. Μετά το Β' Παγκόσμιο πόλεμο αυτά τα ρεύματα αφορούσαν κυρίως στους εξειδικευμένους, επαγγελματίες Αιγύπτιους, Παλαιστινίους και
Λιβανέζους που είχαν προορισμό τα πετρελαιοπαραγωγά κράτη. Αυτό εξηγείται από το γε γονός ότι υπήρχε εκπαιδευτική παράδοση <πις χώρες αποστολής. ΟΙ Παλαιστίνιοι, βέβαια,
180
ΜΕΡΟΣ 3-ΔIΕΘΝΕΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤιΚΟ ΡΕΥΜΑ ΕΡΓΑΤΩΝ
δεν είχαν άλλη δυνατάτητα από το να βρουν δουλειά στο εξωτερικό. Οι προσοδοφόρες εργα σίες για τους μορφωμένους ήταν, επίσης, λιγοστές στο Λίβανο και ειδικά σtην Αίγυπτο.
Η ευημερία εξαιτίας του πετρελαίου ενίσχυσε αυτή την τάση. Τα πετρελαιοπαραγωγά κράτη αναζητσύσαν απεγνωσμένα αραβόφωνους εργαζομένους με υψηλό επίπεδο μόρφω σης. Όλα τα κράτη του ΟΠΑΚ (Οργανισμός των Πετρελαιοπαραγωγών Αραβικών Κρα τών) αναμόρφωσαν σε μεγάλη κλίμακα τα εκπαιδευτικά τους συστήματα' οι περισσότεροι δάσκαλοι είναι Αι'γύπτιοι ή Λεβαντίνοι. Ακόμη, αφσύ ο πλούτος που απορρέει από το πε τρέλαιο ρέει κατευθείαν στα ταμεία του κράτους και αφού όλα τα κράτη του ΟΠΑΚ χρειά
ζονται ιδιαίτερα εξειδικευμένους τεχνοκράτες που θα επιβλέπουν τα διευρυμένα αναπιυ ξιακά τους προγράμματα, αυξήθηκε ανάλογα η μετανάστευση των Αράβων για την κάλυψη των κυβερνητικών θέσεων εργασίας. Οι υψηλοί μισθοί που προσφέρουν οι πετρελαιοπα ραγωγές χώρες, σε συνδυασμό με την ιδιαίτερα αυξημένη ζήτηση για εργάτες υψηλού επι πέδου, ενδυνάμωσαν ακόμη περισσότερο το στέρεο μοντέλο της μετανάστευσης.
Η ευημερία εξαιτίας του πετρελαίου ενεργοποίησε σημαντικές μετακινήσεις από λιγό
τερο εξειδικευμένους εργάτες. Αυτοί οι εργαζόμενοι ποικίλλουν σε ειδικάτητες από οικο δόμους μέχρι ανειδίκευτους εργάτες. Απασχολούνται κυρίως στις υπηρεσίες και τους κα
τασκευαστικούς τομείς. Πράγματι., οι εργάτες στις κατασκευές απστελούν ένα σημαντικό ποσοστό στο σύνολο του εργατικού δυναμικού. Υπολογίζεται ότι περίπου το
1/3 των
300.000 Αιγυπτίων που βρίσκονται στη Σαουδική Αραβία απασχολσύνται στις κατασκευές. Σχεδόν το 29% των μη αγρστών Σαουδαράβων εργατών απασχολούνταν στις κατασκευές το 1975 (5% στις Η.Π.Α.). Οι περισσότεροι από αυτσύς τους εργάτες στις κατασκευές είναι μετανάστες, συνήθως Αιγύπτιοι., Υ εμένιοι και, σε αυξανόμενο βαθμό, Ασιάτες μη αραβι κής καταγωγής. Όπως θα δσύμε στο Μέρος 4, το μεγάλο ποσοστό των εργατών που δου λεύουν στις κατασκευές στο σύνολο των μεταναστών έχει πολύ σημαντικές συνέπειες για
τις μελλοντικές ανάγκες σε μετανάστες-εργάτες. Πολλοί, ίσως οι περισσότεροι από τους μετανάστες, χι:ίζουν εργοστάσια και κτίρια υποδομής που θα χρειαστσύν στο μέλλον λίγους εργαζομένους για να λειτουργήσουν και να συντηρηθούν. Η δυτική Ευρώπη, αντίθετα, ει σήγαγε μετανάστες-εργάτες οι οποίοι επάνδρωσαν εργοστάσια και υπηρεσίες που τους χρειάζονταν για εντατική εργασία και σε μόνιμη βάση.
Τα ρεύματα των εργατών στην αραβική Μέση Ανατολή διαφέρουν από εκείνα στη διm. κή Ευρώπη ή στις Η.Π.Α. και από πολλές άλλες απ6ψεις. Οι ανειδίκευτοι μετανάστες σε όλες αυτές τις περιπτώσεις τυπικά κάνουν τις δουλειές που περιφρονούν οι ντόπιοι εργαζό
μενοι. AJJ..ά στις αναπιυγμένες βιομηχανικές χώρες η παρατεταμένη οικονομική ανάπτυξη και η αλλαγή στη δομή επέφεραν σύνθετες ιεραρχίες στην εργασία και διέγειραν την επι
θυμία των εργαζομένων να σταδιοδρομήσουν. ΟΙ ντόπιοι εργαζόμενοι, που είναι συχνά τα παιδιά ή τα εγγόνια των μεταναστών, θέλουν να εργαστσύν σε δουλειές με υψηλό κvρος και με την ανάλογη αμοιβή, αφήνοντας έτσι ανοίγματα στα κατώτερα επίπεδα της ιεραρχίας που θα καλvψουν οι νέοι μετανάστες. Καμία τέτοια ιστορική διαδικασία δεν συντελέστηκε στη Μέση Ανατολή. Εκεί η περι
φρόνηση που νιώθουν οι ντόπιοι εργαζόμενοι για τη χειρωνακτική εργασία προέρχεται
181
ΜΕΡΟΣ 3-ΔIΕΘΝΕΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤιΚΟ ΡΕγΜΑ ΕΡΓΑΤΩΝ
ωτό τις προβιομηχανικές κοινωνικές νόρμες και ωτό το ρόλο που διαδραμάτισε το πατερ ναλιστικό κράτος. Η παλαιά ένταση, που προήλθε ωτό τη συμβίωση ανάμεσα στους αγρ6τες και τους κτηνοτρόφους στην περιοχή, είναι η αιτία της ωτοστροφής των τελευταίων για
τη χειρωνακτική εργασία. Αυτοί πσυ ήταν κάποτε Βεδουίνοι τυπικά γίνονται στρατιώτες ή οδηγοί και ωτοφεύγουν τη χειρωνακτική εργασία, θεωρώντας την ένα έργο που ταιριάζει στουςjeUahίn (αγρότες) και προσβάλλει την αξιοπρέπειά τους. Συνεπώς, μία κύρια δυνατή πηγή χειρώνακτων εργατών παρέκαμψε οποιαδήποτε βιομηχανική δουλειά παρά «πέρασε μέσα ωτό αυτήν». Οι αμοιβές άμεσα ωτό την κυβέρνηση και τα επιδόματα για την κατοικία, την ιατρική περίθαλψη, τη μόρφωση και τις άλλες υπηρεσίες εξασθένισαν περισσότερο τη
διάθεση του ντόπιου πληθυσμού να αναλάβει εργασίες στους τομείς της κατασκευής ή των υπηρεσιών.
Πρέπει να σημειωθεί ένα τελευταίο χαρακτηριστικό γνώρισμα των μεταναστών-εργα
τών στη Μέση Ανατολή. Σε αντίθεση με τα μεταναστευτικά ρεύματα από τη Μεσόγειο προς τη βόρεια Ευρώπη ή από τη Λατινική Αμερική προς τις Η.Π.Α., οι Μεσανατολίτες εργαζό μενοι δεν προέρχονται από λιγότερο αναπτυγμένες χώρες με προορισμό τις πιο εξελιγμέ νες περιοχές. Πράγματι, για τους Αιγυπτίους, τους Παλαιστινίους και τους Λιβανέζους
ισχύει το αντίθετο: οι εργαζόμενοι φεύγουν ωτό τη γενέτειρά τους, όπου υπάρχει υψηλό μορφωτικό επίπεδο και πιο αναπτυγμένη βιομηχανία (αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την Αίγυ πτο), και κατευθύνονται στις λιγότερο βιομηχανοποιημένες χώρες με χαμηλότερο πνευμα τικό επίπεδο. Οι εργαζόμενοι μετακινούνται οτις πλούσιες πετρελαιοπαραγωγές οικονο μίες
-
που δεν έχουν υψηλή βιομηχανία. Αυτό συνεπάγεται, βέβαια, ότι ένα ωτό τα πιθανά
οφέλη που ωτορρέουν από τη μετανάστευση των εργατών, δηλαδή η ωτόκτηση δεξιοτήτων, δεν ανταποκρίνεται στην περίπtωση της Μέσης Ανατολής. Συνοπτικά, τα ρεύματα των εργατών στη Μέση Ανατολή:
(1) συσσωρεύονται σε μεγάλο
βαθμό στις αγορές εργασίας των χωρών υποδοχής,
(2) λαμβάνουν χώρα σε ένα περιβάλλον (3) συνδυάζουν υψηλά εξειδικευ μένο και ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό, (4) περιέχουν μία σχετικά υψηλή wMoyill εργα τών που παράγουν προ'ίόντα επένδυσης (κυρίως στον τομέα της κατασκευής), (5) ασκούν όπου επικρατεί βασικά η πολιτική του φιλελευθερισμού,
εργασίες στις οποίες οι ντόπιοι είτε είναι ανειδίκευτοι είτε τις περιφρονούν εξαιτίας της
προβιομηχανικής παράδοσης και της κρατικής πολιτικής και (6) μετακινούνται ωτό φτωχές σε πλούσιες χώρες αλλά 6χι από λιγότερο αναπτυγμένες δομικά σε περισσότερο βιομηχα νοποιημένα κράτη. Στη συνέχεια θα ασχοληθούμε με τα προβλήματα που δημιουργούν αυ τά τα ρεύματα των εργατών στις χώρες προέλευσής τους.
Π~oPλήματα από τη μετανάστευση των ε~γατών στις χώ~ες π~oε'λευσής τους Η μετανάστευση των εργατών δημιούργησε τρεις τύπους προβλημάτων για τις βασικές
χώρες προέλευσής τους:
(1) αβεβαιότητα για οικονομικούς και πολιτικούς λόγους, σχετικά (2) μικρο-επιδράσεις που σχετίζο-
με τη συνέχιση ή τη διεύρυνση των σημερινών ρευμάτων,
182
ΜΕΡΟΣ 3-ΔIΕΘΝΕΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΟ ΡΕΥΜΑ ΕΡΓΑΤΩΝ
νται με την απoσroλή εμβασμάτων και τη μετανάατευση των εργατών και (3) την επιλεκτι κότητα της μετανάατευσης και την επίδρασή της σε συγκεκριμένους βασικούς τομείς. Θα
τα εξεΤάσουμε με τη σειρά. Μία βασική δυσκολία που αντιμετωπίζουν οι πολιτικοί σε μCα χώρα που αποατέλλει ερ γάτες είναι η αβεβαιότητα που δημιουργείται σχετικά με το χρονικό διάστημα που θα δια τηρηθούν τα κύρια οφέλη της μετανάατευσης (δηλαδή, η μειωμένη ανεργία και οι εισροές
των εμβασμάτων). Ανεξάρτητα από το αν τα αποατελλόμενα χρήματα μπορούν να χρησιμο
ποιηθούν άμεσα για επενδύσεις (ένα θέμα που θα εξεταατεί πιο κάτω), οι πολιτικοί πρέπει να έχουν μία ξεκάθαρη ιδέα για το ποσό των χρημάτων που εκρέει και εισρέει, εφόσον προτίθενται να διαμορφώσουν ρεαλιστικά αναπcuξιακά προγράμματα. Δυστυχώς, αυτές οι ροές στη Μέση Ανατολή υπόκεινται στην πολιτική και οικονομική αβεβαιότητα. Σε όλες τις περιπτώσεις η μετανάατευση των εργατών εξαρτάται από την αυξανόμενη ζήτηση για συ· γκεκριμένες εργασίες. Τα ρεύματα των εργατών μπορεί να επηρεαατούν και από τις αλλα
γές ατο συνολικό επ€πεδo της οικονομικής δραστηριότητας και από τις μεταβολές στη σύν θεση της ζήτησης για εργασία.
[... 1
Είναι πιθανό ότι ο ρυθμός της αύξησης των κρατικών εσόδων από το πετρέλαιο δεν θα
είναι το ίδιο υψηλ6ς στη διάρκεια της δεκαετίας του στα τέλη της δεκαετίας του
1970. Αυτό
1980, όπως συνέβαινε
στο μέσον και
από μόνο του θα οδηγήσει σε μία μείωση της ζήτη.
σης για μετανάστες-εργάτες, εκτός αν υποθέσουμε ότι ο χαρακτήρας της ζήτησης θα στρα φεί σε τεχνικές και αγαθά πιο εντατικής εργασίας. Ωστόσο, φαίνεται πιθανότερη η αντΙθε
τη ακριβώς μεταβολή.
[...]
Στη Μέση Ανατολή παρατηρείται ένα ακόμη θέμα: ένα μεγάλο μέρος της επένδυσης
εντοπίζεται ατον κατασκευαστικό τομέα. Εξαιτίας της μεγάλης χρονικής διάρκειας των κα τασκευών, ως ένα βαθμό, ακόμη και αν παραβλέψουμε την τεχνητά δημιουργούμενη «χρε οκοπία» στον τομέα της κατασκευής, που είναι τυπική στις περισσότερο αναπcuγμένες οι
κονομίες της αγοράς, η ζήτηση για εργάτες σε αυτόν τον τομέα πρέπει να περιοριστει. Εί ναι γνωατό ότι οι πετρελαιοπαραγωγές χώρες ανεγείρουν βιομηχανίες ενέργειας και πα·
ραγώγων πετρελαίου, όπως είναι τα διυλιστήρια, οι βιομηχανίες κατασκευής και τελικής επεξεργασίας αζωτούχου λιπάσματος και αλουμινίου. Τέτοια συγκροτήματα απασχολούν περιορισμένο αριθμό εργατών. Αυτό το μοντέλο της επένδυσης αφήνει μικρό περιθώριο
για τη συνέχιση -δεν εξετάζουμε καν το θέμα της διεύρυνσης - της μετανάστευσης των εργατών. Μερικοί παρατηρητές σημείωσαν, επίσης, ότι υίτάρχει μία τάση να απαιτούν οι τεχνικές κατασκευής όλο και περισσότερα κεφάλαια. Δύο διαδικασίες αναατολής βρίσκονται εν εξελίξει. Ενώ είναι σαφές ότι η ζήτηση για εργάτες στον κατασκευαστικό τομέα θα σημειώσει πτώση σε κάποιο χρονικό σημείο, δεν
είναι σίγουρο πότε ακριβώς θα συμβεί αυτό. Αυτό, βέβαια, είναι μέρος του προβλήματος, δηλαδή η αβεβαιότητα για ζήτηση σε ξένους εργάτες από την οποία εξαρτώνται πολλές χώ ρες που εξάγουν τους μετανάστες. Τα στοιχεία για το πόσο καλά εξελίσσεται ο κατασκευα στικός τομέας είναι ανάμεικτα. Μερικοί παρατηρητές σημείωσαν ότι οι επενδύσεις στον τομέα αυτό στη Σαουδική Αραβία θα συρρικνωθούν σε ποσοστό
183
15% τα επόμενα δύο χρό-
ΜΕΡΟΣ 3-ΔIΕΘΝΕΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΟ ΡΕγΜΑ ΕΡΓΑΤΩΝ
νια, αλλά το πρόσφατο Πενταετές Πρόγραμμα προβλέπει σημαντικές επενδύσεις στις κα τασκευές. Δεν υπάρχει, ωστόσο, αμφιβολία ότι οι επενδύσεις αυτές θα μειωθούν, ακόμη
και στη Σαουδική Αραβία, στη διάρκεια αυτής της δεκαετίας. Από μία πρόσφατη έρευνα που έγινε σε
150 βρετανικές τράπεζες που έχουν παραρτήματα στη Μέση Ανατολή φαίνε
ται μία επιβράδυνση της κατασκευαστικής δραστηριότητας στα κύρια κράτη που εισάγουν
εργάτες, επειδή απλώς η βασική υποδομ1ί βρίσκεται τώρα σε καλό σημείο. Το Κουβέιτ, μία πετρελαιοπαραγωγός χώρα με πιο αναπτυγμένη δομή, ανοίγει το δρόμο και στα άλλα κρά τη. Μολονότι υπάρχει εκεί δραστηριοποίηση στον τομέα της κατασκευής, ο ρυθμός της αύ
ξησης στις τρέχουσες δαπάνες της κυβέρνησης συμβαδίζει με τον ανάλογο πληθωρισμό και σχετικά λίγα νέα επενδυτικά προγράμματα σχεδιάζονταΙ,. Η οικονομία φαίνεται ότι υιοθε τεί το ρόλο του «ώριμου εισσδηματίω>. Ακόμη και αν δεν υπήρχαν οι οικονομικοί λόγοι για να περιμένουμε μία μείωση της ζή τησης για τους ξένους μετανάστες, υπάρχουν πολιτικοί λόγοι που είναι υπεύθυνοι για την
τροπή που παίρνουν τα πράγματα. Το «Ιρανικό μοντέλο», βέβαια, ξεχωρίζει ως παράδειγ μα ενός αποδιοργανωτικού μετασχηματισμού. Η πρόσφατη συνωμοσία εναντίον του Οίκσυ
των Σαούντ, που κορυφώθηκε με την κατάληψη του Μεγάλου Τζαμιού στη Μέκκα, τονίζει τους κινδύνους που απορρέουν από το γρήγορο μετασχηματισμό της δομής που προσβάλλει τα εγχώρια ήθη και αφήνει στο περιθώριο ένα σημαντικό ποσοστό του αγροτικού πληθυ
σμού. Ειδικά τα νεαρότερα μέλη της εξέχουσας τάξης, πσυ η επίδρασή τους αυξάνεται με την πάροδο του χρόνου, δεν θέλουν να κληρονομήσουν στραγγισμένα κοιτάσματα πετρε
λαίου, τραπεζικούς λογαριασμούς λεηλατημένους από τον πληθωρισμό, βιομηχανικές εγκαταστάσεις πσυ δεν είναι ανταγωνιστικές στις παγκόσμιες αγορές και κοινωνίες σε τέ τοια κρίση, ώστε η δική τους θέση να βρίσκεται σε κίνδυνο. Οι κυβερνήσεις των χωρών που υποδέχονται τσυς μετανάστες τούς θεωρούν αναγκαίο
κακό. Ιδιαίτερα οι Άραβες μετανάστες αντιμετωπίζονται με καχυποψία. Η περCπrωση των Παλαιστινίων είναι η πιο χαρακτηριστική: η νευρικότητα που δημιουργείται για το ρόλο τους στο Κουβέιτ έχει επηρεάσει τους κυβερνητικούς κύκλους. Οι Αιγύπτιοι μετανάστες αντιμετωπίζουν το λεπτό πρόβλημα ότι ο κύριος προορισμός τους, η Λιβύη, θεωρείται τώρα
\' "
ο κύριος εχθρός τσυ αιγυπτιακού στρατού, ενώ ο επόμενος στη σειρά προορισμός, η Σαου
δικη Αραβία, έχει άσχημες σχέσεις με το Κάιρο για τη συμφωνία τσυ Καμπ Ντέιβιντ. Ο ανταγωνισμός μεταξύ της Υεμένης και της Σασυδικής Αραβίας ανάγεται τουλάχιστον στην
κατάληψη της επαρχίας Ασίμ από την τελευταία στη δεκαετία του
1920. Ενισχύθηκε από
την περιφρόνηση που νιώθουν πολλοί Σαουδάραβες για τους Υ εμένισυς χειρώνακτες ερ γάτες. Μπορεί να ειπωθεί ότι ο ανταγωνισμός προς τους Σασυδάραβες είναι ένα κοινό ση μείο που ενώνει τις κυβερνήσεις της Βόρειας και Νότιας Υεμένης, που κατά τα άλλα έχουν ιδεολογικές διαφορές μεταξύ τους. Οι Σαουδάραβες, με τη σειρά τσυς, θεωρούν τους Υ ε μένισυς πιθανούς ανατροπείς, αφού οι μετανάστες από την Υεμένη έχουν συχνά ισχυρές δημοκρατικές τάσεις.
Η Σαουδική Αραβία αντέδρασε με το να εισάγει όλο και περισσότερο μη Άραβες εργά τες, όπως Ταϊλανδούς, Φιλιππινέζους και Κορεάτες. Οι τελευταίοι είναι ιδιαίτερα ευνοη-
184
ΜΕΡΟΣ 3-ΔIΕθΝΕΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤιΚΟ ΡΕΥΜΑ ΕΡΓΑΤΩΝ
μένοι. Το
1979, για παράδειγμα, οι κορεάτικες εταιρειες συνυπέγραψαν σε όλα τα νέα συμ
βόλαια για κατασκευές στη Σαουδική Αραβία. Οι εταιρείες αυτές κατέχουν τώρα σχεδόν το
1/4 της συνολικής αγοράς στον τομέα των κατασκευών της Μέσης Ανατολής. Επειδή
αυ
τές οι εταιρείες απασχολούν δικούς τους εργάτες, που δουλεύουν πολλές ώρες και ζουν χω ριστά από τον ντ6πιο πληθυσμό, δεν προκαλεί έκπληξη η αυξημένη δημοτικότητά τους στο πολιτικά ταραγμένο Βασίλειο. Αν συνεχιστεί αυτή η τάση, θα επιφέρει μία σταδιακή μείω
ση στο ρυθμό της εσωτερικής μετανάστευσης του αραβικού εργατικού δυναμικού. Δεν μπο
ρεί να αποκλειστεί ακόμη και μία ξεκάθαρη πτώση στον αριθμό των Αράβων εργαζομένων στις πετρελαιοπαραγωγές χώρες. Μέχρι στιγμής η οικονομική ανάγκη συγκράτησε την αποπομπή των μεταναστών-εργατών για πολιτικούς λόγους, αλλά είναι μία πιθανότητα την οποία οι πολιτικοί που ασχολούνται με τα θέματα του εργατικού δυναμικού δεν μπορούν να παραβλέψουν σε αυτή την ασrαθή περιοχή. Η πολιτική αβεβαιότητα ενισχύει την οικονομι κή αστάθεια' και τα δύο προκαλούν σημαντικές αμφιβολίες σχετικά με τη μακρόχρονη βιω σιμότητα του φαινομένου της μετανάσrευσης σε μεγάλη κλίμακα των Αράβων για εργασια κούς λόγους.
Μίατέτοια αβεβαιότητα περιβάλλει, επίσης, την αποστολή των εμβασμάτων. Όσο συνε χίζονται οι απoσroλές, η μακρο-οικονομική επίδρασή τους είναι σαφώς θετική. Αυτό το
αποτέλεσμα είναι ανεξάρτητο από τις μικρο-επιδράσεις των εμβασμάτων και το βαθμό στον οποίο οι κυβερνήσεις μπορούν να αντλήσουν άμεσα αυτά τα κεφάλαια. Καθώς υπάρ χουν λιγότεροι περιορισμοί στο συνάλλαγμα, αυτές οι αποστολές βελτιώνουν τη δανειολη πτική ικανότητα των χωρών' οι κυβερνήσεις έχουν τη δυνατότητα να συνάπτουν δάνεια για
τα αναπτυξιακά προγράμματά τους ή, εναλλακτικά, μπορούν να μειώσουν τις ξένες οφει λές τους. Οι κυβερνήσεις μπορούν στη συνέχεια να συγκεντρώσουν τη δύναμή τους και τα
κεφάλαιά τους σrα οικονομικά αναπτυξιακά προγράμματα παρά να ανησυχούν συνεχώς για την επόμενη αποπληρωμή του δανείου. Αυτό φαίνεται ότι συνέβη στην Αίγυπτο: το εξω τερικό χρέος μειώθηκε από
$4 σε $2 δισεκατομμύρια σro διάστημα 1975-1979, κυρίως ως
αποτέλεσμα των εμβασμάτων που έσrελναν οι μετανάσrες. Βέβαια, αυτά τα οφέλη προκύ πτουν όσο οι εργαζόμενοι παραμένουν στο εξωτερικό. Η αβεβαιότητα που περιβάλλει αυτές τις αποστολές μειώνει τη χρησιμότητά τους για τα σχέδια ανάπτυξης. Αν ένα καθεστώς δημιουργεί χρέη στηριζόμενο σε αυτές τις αποστολές, μπορούν να δημιουργηθούν σοβαρά προβλήματα στο μέλλον, αν οι προσδοκίες του δεν πραγματοποιηθούν. Για παράδειγμα, η Τουρκία ξεκίνησε φιλόδοξα αναπτυξιακά σχέδια,
ενώ 650.000 Τούρκοι εργαζόμενοι βρίσκονταν στο εξωτερικό και στη συνέχεια συνήπτε δά νεια με τις ξένες τράπεζες. Το εξωτερικό χρέος της Τουρκίας αυτή τη στιγμή ξεπερνά τα
$14 δισεκατομμύρια (που
είναι το μισό των εσόδων που εισπράττει η Τουρκία από τις εξα
γωγές), ενώ οι αποστολές των εμβασμάτων μειώθηκαν. Ένα καθεστώς που βασίζεται κατά κύριο λόγο στα εμβάσματα που αποστέλλουν οι εργαζόμενοι ως πηγή συναλλάγματος βρί
σκεται στην ίδια θέση με οποιοδήποτε άλλο κράτος που εξάγει ένα μόνο αγαθό. Τα αστα θή, πληθωριστικά εμβάσματα δεν αποτελούν πλέον μια αμιγή ευλογία περισσότερο από τις ασταθείς και πληθωριστικές πωλήσεις της ζάχαρης.
165
-f
ΜΕΡΟΣ 3-ΔIΕΘΝΕΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΟ ΡΕΥΜΑ ΕΡΓΑΤΩΝ
Θα ασχοληθούμε τώρα με τη δεύτερη ομάδα προβλημάτων που αφορούν στη μετανά στευση των εργατών: αυτά είναι οι μικρο-οικονομικές συνέπειες του ρευματος του εργατι
κού δυναμικού και των αποστολών των εμβασμάτων
[... ]. Μολον6τι υπάρχουν λίγα άμεσα
στοιχεία για τη Μέση Ανατολή, οι εμπειρίες μας από τη Μεσόγειο και το Μεξικό υποδει
κνύουν ότι τα κεφάλαια από τα εμβάσματα γενικά καταλήγουν στην κατανάλωση παρά στην επένδυση. Πολλές επενδUσεις γίνονται κυρίως στον τομέα της κατοικίας. Πολλοί είναι οι λόγοι που καθιστουν μία τέτοια αξιοποίηση λογική από την πλευρά του μεμονωμένου με
τανάστη. Πρώτον, πολλοί μετανάστες είναι πολύ φτωχοί και φυσικά τείνουν να ξοδεύουν τα λεφτά που κερδίζουν στο εξωτερικό για να βελτιώσουν το επίπεδο ζωής τους. Δεύτερον, ακόμη και αν επέλεγαν την αποταμίευση, τα τραπεζικά συστήματα στις γενέτειρές τους εί
ναι πολύ αδύναμα, ειδικά στις αγροτικές περιοχές κατά συνέπεια, δεν υπάρχει κανένα αποτελεσματικό μέσο για απσταμίευση. Τρίτον, πολλές από τις επενδύσεις που πρέπει να
γίνουν στις αγροτικές (και μερικές αστικές) περιοχές είναι συλλογικά αγαθά
-
πηγάδια,
αποχετευτικά συστήματα, αρδευτικά δίκτυα, δρόμοι κ.Μ. Αφού τα εμβάσματα αποστέλλο νται τυπικά στις αγροτικές κοιν6τητες σε μικρές δόσεις και είναι αρκετά λογικό οι μετανά
στες ή οι οικογένειές τους να ξοδεύουν χρήματα σε προσωπικά καταναλωτικά αγαθά, υπάρχουν λίγες πιθανότητες να διατεθούν τα εμβάσματα των μεταναστών στο είδος των επενδύσεων που χρειάζονται αυτές οι περιοχές. Δεν πρέπει αυτόματα να καταδικάσουμε την ανάλωση αυτών των χρημάτων στην κάλυ ψη προσωπικών αναγκών
οι μετανάστες και οι οικογένειές τους γίνονται σαφώς πλου
σι6τεροι. Είναι ακόμα πιθανό ότι αυτό το είδος ανάλωσης έχει επωφελείς κοινωνικές επι δράσεις. Το μέγεθος του εισοδήματος και η διεύρυνση της εργασίας εξαρτώνται από τις ει σαγωγές και από την εντατικοποίηση της εργασίας που χρειάζεται για την παραγωγή των εγχώριων προ·ίόντων. Τα λίγα στοιχεία που υπάρχουν δείχνουν ότι οι μετανάστες της Μέ σης Ανατολής, όπως αυτοί σε άλλα μέρη του κόσμου, ξοδεύουν τα εισοδήματά τους για να
απολαμβάνουν καλύτερη τροφή, ένδυση, κατοικία και να έχουν οικιακές συσκευές. Η οικο νομική επίδραση που έχει ένα τέτοιο είδος ανάλωσης ποικίλλει από χώρα σε χώρα, αλλά γενικά μόνο τα δύο τελευταία είδη ανάλωσης ανήκουν στον τύπο που δημιουργεί κίνητρα για εντατικοποιημένη εργασία.
Σε μερικές χώρες (π.χ. στην Υεμένη) η αποστολή μεταναστών είναι τόσο μαζική, που οι ντόπιοι εργάτες δεν μπορούν να ικανοποιήσουν τις ανάγκες για νέα προϊόντα, προκαλώ
ντας αύξηση των εισαγωγών. Αυτό δεν ισχύει για την κατοικία, που είναι ένα μη εμπορεύ σιμο αγαθό, αλλά φαίνεται ότι ισχύει για άλλες σημαντικές κατηγορίες αγαθών, ειδικά για την τροφή. Τα εμβάσματα οδηγούν σε αύξηση ζήτησης για καλλιέργειες υψηλής αξίας,
όπως είναι τα λαχανικά. Αλλά αφού αυτά απαιτούν σκληρή εργασία και δεν υπάρχουν συ χνά οι εργάτες, η εργασία χρεώνεται ακριβά εξαιτίας της μετανάστευσης στο εξωτερικό,
ενώ η αυξανόμενη ζήτηση ικανοποιείται με τις εισαγωγές. Στην Υεμένη η αξία των εισαγό μενων τροφίμων αυξήθηκε κατά 10 φορές από το
1971-2 μέχρι το 1978. Στην Αίγυπτο, επί
σης, ο αυξανόμενος αριθμός των εμβασμάτων τόνωσε τις εισαγωγές των τροφίμων. Οι οι
κονομικοί και πολιτικοί κίνδυνοι που απορρέουν από μία τέτοια αυξανόμενη εξάρτηση
186
ΜΕΡΟΣ 3-ΔIΕΘΝΕΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΟ ΡΕΥΜΑ ΕΡΓΑΤΩΝ
των χωρών της Μέσης Ανατολής από τις εισαγωγές τροφίμων (κυρίως ΔVΤικών) απεικονί
ζονται παραστατικά στην αναστολή των αμερικανικών εξαγωγών σε τρόφιμα που προορί
ζονταν για τη Σοβιετική Ένωση και στις συχνές προτάσεις να επαναληφθεί η ίδια διαδικα σία στο Ιράν. Αυτή η αγροτική συνέπεια είναι το αποτέλεσμα όχι μόνο της αυξανόμενης ζήτησης αλ
λά, επίσης, της δυσχέρειας στις προμήθειες. Τέτοια αποτελέσματα φαίνεται ότι προώθησαν την εκμηχάνιση της γεωργίας στην Αίγυπτο, την Υεμένη και το Ομάν. Η αύξηση της χρήσης τωντρακι;έρ, που οφείλεται στις καλύτερες αμοιβές, δεν προκαλεί έκπληξη. Η συνέπεια της
αύξησης των εισοδημάτων της αγροτικής οικογένειας που προέρχονται από τα εμβάσματα μπoρε~ επίσης, να συντέλεσε στην εκμηχάνιση. Με μία πρώτη ματιά τα τρακι;έρ αποτελούν μία σημαντική πρόοδο για την αγροτική ανάπτυξη και αντιμετωπίζονται έτσι από πολλούς συγγραφείς. Ωστόσο, ανακύπτουν πολλά
πιθανά προβλήματα με την αγροτική εκμηχάνιση στις χώρες της Μέσης Ανατολής. Πρώτον, παρουσιάζονται σοβαρές δυσχέρειες για τη συντήρηση των μηχανών, αφού αυτοί που έχουν γνώσεις μηχανολογίας συνήθως μεταναστεύουν. Δεύτερον, τα αγροτικά μηχανήμα
τα, ειδικά τα τρακτέρ, τυπικά εισάγονται σε μεγάλες ποσότητες. Το τρίτο και σημαντικ.πε ρο είναι ότι ανακύπτει πάλι το πρόβλημα της αβεβαιότητας. Η εκμηχάνιση της γεωργίας, όπως πολλές άλλες τεχνικές αλλαγές, είναι συνήθως ένα μη αναστρέψιμο φαινόμενο. Αν επιστρέψει ένα εκατομμύριο μεταναστών σε χώρες όπως η Αίγυπτος, θα εμποδιστεί από τε
χνολογίες που είναι εξαιρετικά ακατάλληλες για τις δεξιότητες που είχαν πριν από αυτή την αλλαγή. Κάποια είδη εκμηχάνισης μπορούν πράγματι να υποσκάψουν με την κατάχρη ση το μακροχρόνιο δυναμικό της αγροτικής παραγωγής. Και στις δύο χώρες, το Ομάν και το Ιράν, η αγορά των αντλιών νερού με εσωτερική καύση οδήγησε στην υπερεκμετάλλευση των υπόγειων υδάτων καθώς και στην παρακμή και εγκατάλειψη των παλαιότερων αρδευ τικών συστημάτων. Η μετανάστευση του ίδιου του εργατικού δυναμικού μπορεί να έχει άλ λες καταστρεπτικές συνέπειες για την παραγωγή των τροφίμων, καθώς οι καλλιέργειες σε
βαθμίδες ερημώνονται (Υεμένη), τα αρδευτικά συστήματα δεν συντηρούνται (Ομάν και Ιράν) και οι αγρότες στρέφονται σε καλλιέργειες που δεν αφορούν σε τρόφιμα και δεν χρειάζονται πολλούς εργάτες
(qat στην Υεμένη). Η εκμηχάνιση
μπορεί να διατηρήσει την
παραγωγή των τροφίμων με την αντικατάσταση της μεθόδου, αλλά η σχετικά μη αναστρέψι
μη κατάσταση ίσως προκαλέσει μελλοντικά προβλήματα. Ο επιλεκτικός χαρακτήρας της μετανάστευσης του εργατικού δυναμικού ενδέχεται να επιδεινώσει αυτά τα προβλήματα. Η σύνθεση των μεταναστών ως προς τις ικανότητές τους και την ηλικία τους, σε συνδυασμό με τη μικρή δυνατότητα υποκατάστασής τσυς στις διάφο
ρες κατηγορίες εργαζομένων, μπορεί να προκαλέσει σοβαρή έλλειψη εργατικών χεριών στις χώρες προέλευσής τους. Η σοβαρότητα αυτής της συνέπειας θα εξαρτηθεί από την τα
χύτητα με την οποία οι νέοι εργαζόμενοι θα αποκτήσουν την απαραίτητη ειδίκευση
[...] Ο
επιλεκτικός χαρακτήρας της μετανάστευσης μπορεί να σημαίνει την απώλεια των υψηλά εξειδικευμένων εργαζομένων. Η «αποστράγγιση των εγκεφάλων», βέβαια, απασχολεί εδώ
και καιρό όλες τις χώρες προέλευσης των μεταναστών. Μπορεί κανείς να ισχυριστεί.πι αυ-
187
ΜΕΡΟΣ 3-ΔIΕΘΝΕΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΟ ΡΕΥΜΑ ΕΡΓΑΤΩΝ
τά τα πρoβλήμrn;α δεν έπρεπε να προκύψουν σε μία χώρα όπως η Aίγιιπtoς, που έχει πλεό νασμα μορφωμένου και ημι-απασχολούμενου δ'Uναμικoύ εργαζομένων. Δεν υπάρχει αμφι βολία ότι εντοπίζονται πράγματι μερικά οφέλη, όταν μεταναστεύουν αυτοί οι εργαζόμενοι.
Είναι, όμως, γεγονός ότι οι καλύτεροι επαγγελματίες φεύγουν' τα ειδικά ταλέντα τους και οι ικανότητές τους κατά συνέπεια ιmoτελoύν μία σημαντική απώλεια για τη γενέτειρά τους. Όπως συμβαίνει μέχρι τώρα στην Aίγυπto, οι κυβερνήσεις μπορούν να στρέψουν με την
πολιτική τους αυτούς τους ταλαντούχους ανθρώπους στη μετανάστευση. Αυτό συμβαίνει γιατ~ όχι μόνο τα μεροκάματα σε αυτές τις χώρες είναι πολύ χαμηλά σε σχέση με τις χώρες του ΟΙΙΕΚ, αλλά, επίσης, επειδή το αυστηρό σύστημα αμοιβής με βάση την αρχαιότητα δεν
προσφέρει κίνητρα ή προκλήσεις στους παραγωγικότερους επαγγελματίες.
Συμπέρασμα Η Μέση Ανατολή αποτελεί μία ενδιαφέρουσα μελέτη περίπτωσης όπου εξετάσαμε τη μετανάστευση με βάση την πολιτική και τη θεωρία του φιλελευθερισμού. Ισχυριζόμαστε
ότι, ενώ οι μεμονωμένοι μετανάστες και οι εργοδότες προφανώς ωφελσύνται, οι συνέπειες
για τις χώρες αποστολής των μεταναστών στο σύνολό τους δεν είναι τόσο ξεκάθαρα evvotκές. Ένας τέτοιος διαχωρισμός ανάμεσα στην ευημερία του ατόμου και της κοινωνίας προ
φανώς δεν θα συνέβαινε σε ένα περιβάλλον όπου υπάρχουν όλες οι κατάλληλες συνθήκες για την εξισορρόπηση του ανταγωνισμού. Αν έχουμε δίκιο στην άποψή μας ότι το κόστος και το όφελος για το 6:roμο και την κοινωνία αποκλίνουν μεταξύ τους, τότε πρέπει να εγκα ταλείψουμε τις υποθέσεις της θεωρίας της εξισορρόπησης του ανταγωνισμού όσον αφορά στη μετανάστευση του εργατικού δ'Uναμικoύ στη Μέση Ανατολή. Έχουμε διιmιστώσειπέντε τέτοιες αποκλίσεις:
(1) διευρυμένη αβεβαιότητα, (2) αύξηση
με μικρότερη επιτάχυνση της ζήτησης για εργατικό δυναμικό στις χώρες υποδοχής των με ταναστών, καθώς οργανώνεται η υποδομή,
(3) ο χαρακτήρας του εργατικού δυναμικού, δη
λαδή το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να διαχωριστούν ιmό την εργασία τους και αποκτούν ασταθείς πολιτικές πεποιθήσεις,
(4) προβλήματα που ιmoρρέoυν από τις ευ
καιρίες για επένδυση, τις αναλαγίες των συντελεστών και τα σχετικά (που συνήθως οφείλο νται στις ατέλειες της αγοράς) που μειώνουν τον 6γκο και παριmoιoύντη δομή των επενδύ σεων οι οποίες στοχεύουν στη δημιουργία θέσεων εργασίας και χρηματοδοτούνται ιmό τα εμβάσματα,
(5) ο χαρακτήρας των αγορών εργασίας και η μη αναστρέψιμη κατάσταση στις
τεχνικές του αγροτικού τομέα που οδηγεί σε μοντέλα προσφοράς και ζήτησης στη γεωργία που μπορεί να μην είναι βιώσιμα μακροπρόθεσμα. Καθένας από αυτούς τους παράγοντες χωριστά θα αρκούσε να εξασθενίσει σοβαρά την ερμηνευτική αξία των μοντέλων στα οποία ένα μη υποβοηθούμενο σύστημα τιμών επέφερε το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Εξεταζόμενες από κοινού οι πέντε ιmoκλίσεις καθιστούν την πολιτική του φιλελευθερι
σμού, που βασίζεται αναγκαστικά σε ένα τέτοιο μοντέλο, ιδιαΙτερα αμφισβητήσιμη.
Αυτά βέβαια που προαναφέραμε δεν σημαίνουν ότι τα ρεύματα του εργατικού δυναμι κού πρέπει σκόπιμα να μειωθούν, ή να σταματήσουν οι κυβερνήσεις να στέλνουν μετανά-
188
ΜΕΡΟΣ 3-ΔIΕΘΝΕΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΟ ΡΕΥΜΑ ΕΡΓΑΤΩΝ
(Πες (μολον6τι μερικές χώρες, όπως η Υεμένη και η Αλγερία, έλαβαν κάποια μέτρα προς
αυτή την κατεύθυνση). Ούτε προτείνουμε μία εναλλακτική πολιτική εξίσου γενική ή με υποτιθέμενη παγκ6σμια εφαρμογή, 6πως η πολιτική του φιλελευθερισμού. Μάλλον, ισχυ ριζόμαm:ε 6τι ένα τέτοιο γενικό θεωρητικό πλαίσιο δεν βοηθά. Τα προβλήματα της μετα νά(Πευσης των εργαζόμενων προκύπτουν από την ιδιαιτερ6τητα των πολιτικών και οικο νομικών προβλημάτων των χωρών που απο(Πέλλσυν και υποδέχονται τους μετανά(Πες. Τα κατάλληλα πολιτικά μέτρα πρέπει να είναι εξ ίσου ιδιαίτερα και να αποτελούν πραγματι κά πολιτικά μέτρα και όχι απουσία πολιτικής, όπως συνάγεται από το μοντέλο του φιλε λευθερισμού.
Σημειώσει; • Αυτή η έρευνα εν μέρει υποστηρίχθηκε απ6 μία δωρεά του
Προγράμματος για τα Συ
στήματα της Αγροτικής Ανάπτυξης που χρηματσδστήθηκε από κοινού από το Υπουργείο Γεωργίας της Aιγύπtoυ, το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας και το
USAID. Οι απόψεις που
διατυπώθηκαν ανήκουν εξολοκλήρου (Πους συγγραφείς. Αυτό το άρθρο παρουσιάστηκε αρχικά ως Giannini Foundation Paper 615.
Michael J. Ρίοτε, Birds ο[ Passage: Long·Distance Migrants in Industrial Societies (New University Press, 1978). 'Charles Ρ. Κίndleberger, Europe's Postwar Growth (Cambridge, Mass.: Harvard University Press, 1967). , Jonathon Power, "Faulty Foundations for Europe's Grσwth". New York Times (5 February 1973). 4 W. R. Bobning, "Intemational Migration ίη Westem Europe: Reflections οη tbe Past Five Υears", Intematίonal Labour Reνiew 118, ηο. 4 (1979): 401-14. , J. S. Birks and C. Α. Sinelair, Intemαtίonαl Migrαtion αnd Development in the Arab Region (Geneva: Intemational Labour Organisatίon, 1980). 'MarshalJ Hodgson, The Venture ο[ Islam (Chicago: University of Chicago Press, 1974), τ. 2, 1
Υ ork: Cambήdge
σ.117.
169
ΜΕΡΟΣ4 ΕΙΣΑΓΩm ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
DOREEN MASSEY Το γεγονός ότι η «Η Γεωγραφία έχει σημασία» είναι ένα επιχείρημα που έχει υπόβαθρο
και διατρέχει όλο το βιβλίο, αλλά σε κάθε τμήμα το αντιμετωπίσαμε από μία διαφορετική οπτική. Στο πρώτο τμήμα εξετάσαμε την κοινωνική σημασία της διαμόρφωσης εννοιών και της σχέσης της με τις εξελίξεις εντός και μεταξύ των κοινωνιών. Στο δεύτερο τμήμα εξετά σαμε τη σημασία της «γεωγραφίας» για τη σύσταση και τη λειτουργία πολλών διαφορετι
κών κοινωνικών διαδικασιών. Η άποψή μας στο σημείο
am6, καθώς και σε όλη την έκταση
του βιβλίου, δεν ήταν μόνο ότι η γεωγραφία της κοινωνίας είναι κοινωνικά κατασκευασμέ νη και ότι πρέπει να αναγνωρίσουμε αυτό το γεγονός, αλλά, επίσης, ότι οι κοινωνικές δια δικασίες και τα φαινόμενα συγκροτούνται σε γεωγραφικό επίπεδο. Το συμπέρασμα, επο μένως, είναι ότι, για να τα καταλάβουμε, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τη γεωγραφία τους. Στο δεύτερο τμήμα εξετάσαμε αυτή την πρόταση σε σχέση με την οργάνωση της πόλης, τη συγκρότηση και την αναπαραγωγή των πολιτιστικών μορφών και τη λειτουργία του διε
θνούς νόμου. Στο τρίτο τμήμα στρέψαμε την προσοχή μας στο βασικό ερώτημα της κατα σκευής του <
Σε αυτή την τελευταία ενότητα καταπιανόμαστε με το ερώτημα σε ευρύτερη βάση, που μας επιτρέπει να συγκεντρώσουμε όλα τα επιχειρήματα: γιατί η γεωγραφία, με την έννοια
που την ορίσαμε, έχει σημασία για την ανώrnιξη της κοινωνίας στο σύνολό της; Ας πάρου με ένα παράδειγμα που βασίζεται στα συμπεράσματα του τελευταίου Μέρους. Αναγνωρί
σαμε ότι ο διεθνής κόσμος ή το ατομικό έθνος-κράτος είναι ένα σύνολο χωρικά οργανωμέ νων αλληλεξαρτώμενων μονάδων, ένα μωσα'ίκό μοναδικών τόπων
-
γιατί αυτό έχει σημα
σία; Έχει σημασία, γιατί η εσωτερική ποικιλία και οι μηχανισμοί που αυτή θέτει σε κίνηση
μπορούν να μεταβάλουν την ανάπτυξη του συνόλου. Η γεωγραφία μίας κοινωνίας είναι ένα βασικό στοιχείο του τρόπου με τον οποίο αυτή η κοινωνία θα αναπαράγει τον εαυτό της, θα αναmύσσεται και θα μεταβάλλεται.
Μπορούμε να πάρουμε ως παράδειγμα τη Μεγάλη Βρετανία στη δεκαετία του
1960,
όπου έλαβε χώρα ένα ευρύ φάσμα αναγνωρίσιμων «εθνικώv» αλλ.αγών. Η βρετανική οικο
νομία και παραγωγή ιδιαίτερα βρίσκονταν, περισσότερο ή λιγότερο, σε κατάσταση συνε· χούς κρίσης. Η δομή της επαγγελματικής απασχόλησης άλλαξε δραματικά, το ίδιο και η κοινωνική δομή. Οι εξειδικευμένες χειρωνακτικές εργασίες παρήκμασαν σημαντικά, αντί·
191
ΜΕΡΟΣ 4-ΓΕΩΓΡΑΦIΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
θετα αυξήθηκαν οι εργασίες του «λευκού κολάρου» καθώς και αυτές σων τομέα διαχείρι σης και τεχνικής. Το ποσοσώτων παντρεμένων γυναικών που απασχολούνταν στη μισθωτή εργασία αυξήθηκε σημαντικά (βλ. κεφάλαια 6 και 7). Αυτές οι εργασιακές αλλαγές επέφε
ραν μεταβολές και στην κοινωνική δομή' έγινε ξανά λόγος για «το τέλος της εργατικής τά ξης, όπως το γνωρ(ζουμε» (βλ. κεφάλαιο 3). Το επίπεδο της εργασίας σε σχέση με τον εν δυνάμει οικονομικά ενεργό πληθυσμό μεταβλήθηκε
-
με άλλα λόγια η ανεργία αυξήθηκε
σε επίπεδα που δεν θα μπoρotίσαν να φανταστotίν οι άνθρωποι στη δεκαετία του
1960. Η
βιομηχανική δομή της οικονομίας άλλαξε: οι πρωταρχικές και παραγωγικές βιομηχανίες
μείωσαν τον αριθμό των εργαζόμενων που απασχολούσαν, ενώ οι βιομηχανίες των υπηρε σιών αtίξησαν τον αριθμό. Και, βέβαια, η κυβέρνηση άλλαξε προσανατολισμό από την τε
χνολογική επανάσταση μαζί με τη μεταρρύθμιση του
Harold Wilson προς την ακροδεξιά
συντηρητική πολιτική της Μάργκαρετ Θάτσερ. Η γεωγραφική δομή και η γεωγραφική αναδιοργάνωση ήταν βασικά στοιχεία σε όλα
αυτά. Για τη βρετανική βιομηχανία η δυνατότητα να μεταφέρει τις εγκαταστάσεις ήταν ένας τρόπος να μειωθεί το κόστος της εργασΙας ενόψει του αυξανόμενου διεθνotίς αντα
γωνισμotί. Σε διεθνές και εθνικό επίπεδο οι βιομηχανΙες επιδίωξαν να βρουν φθηνό και απροστάτευτο εργατικό δυναμικό στον Τρίτο Κόσμο ή στις λιγό.ερο αστικές περιοχές και
στις περιφερειακές ζώνες της ΒρετανΙας. Αυτή η μετακίνηση, σε συνδυασμό με τη χωρικά άνιση επιδραση που είχε η γενικευμένη παρακμή της παραγωγής, άφησε πίσω της τερά στια προβλήματα εγκατάλειψης και ανεργίας. Η επικέντρωση των προβλημάτων στις αστι κές περιοχές και οι αντιδράσεις που εν μέρει προκάλεσε μία τέτοια κατάσταση αποτελού σαν συνεχώς θέματα στην εθνική πολιτική ατζέντα. ΕΙτε πρόκειται για αστικές εξεγέρ σεις, συγκρουση μεταξtί της εθνικής και της τοπικής κυβέρνησης, είτε για πολιτικές συ γκρotίσεις για τη μορφή που πρέπει να έχει η κεντρική κυβέρνηση, οι μεγάλες πόλεις απο
τελούν ένα εθνικό πολιτικό ζήτημα. Γενικότερα, η γεωγραφική ανισότητα της ανεργίας εί
χε άλλες επιπτώσεις. Τα σταθερά και υψηλά επίπεδα της παρακμάζουσας βαριάς βιομη χανίας στις περιφερειακές ζώνες απαιτούσαν την προσοχή μας μετά το τέλος της μακρό χρονης ευημερίας. Η περιφερειακή πολιτική, που επιφανειακά ήταν μία αντίδραση στη γεωγραφική ανισότητα, στην πραγματικότητα, διαδραμάτισε ένα συνθετο ρόλο. Από τη μία, καταπράυνε το θυμό εκείνων που ζotίσαν στις περιφέρειες, α,;τό την άλλη, όμως, ήταν ο μοχλός που χρησιμοποιήθηκε, ώστε να χαθούν και άλλες δουλειές, καθώς οι εθνικοποιη μένες βιομηχανίες αναδιαρθρώθηκαν (<<Μην ανησυχείτε, αν κλείσουμε το ορυχεΙο!χαλυ βουργία, θα σας προσφέρουμε τη δυνατότητα να χαρακτηριστεί η περιοχή σας Ειδική προς Ανάπτυξη Περιοχή και θα δημιoυργηθotίν καινούριες δουλειές που θα αντιΚCttαστη
σουν τις προηγούμενες»). Αλλά, αν η περιφερειακή πολιτική ήταν μία αντίδραση στις απαιτήσεις κάποιων ομάδων εργαζομένων, αποτέλεσε, επίσης, ένα ευρύτερο μέσο υπό
σκαψης της δύναμής τους. Η διαπραγμάτευση των μισθών καθοδηγήθηκε από τις κεντρι κές περιφέρειες και η οποιαδήποτε διεύρυνση των εργασιών (καθώς και της ανεργίας) εξασθένισε αυτή τη διαπραγματευτική δυνατότητα. Η πολιτική λειτουργία της περιφερει ακής πολιτικής ήταν σημαντική στη δεκαετία του
192
1960, γιατί στις περιφέρειες βρισκόταν η
r i
ΜΕΡΟΣ 4-ΓΕΩΓΡΑΦIΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
κοινωνική βάση του κυβερνώντος κόμματος (Εργατικοί) και έπρεπε να ικανοποιηθούν οι
απαιτήσεις αυτών των ανθρώπων που ήταν γεωγραφικά συγκεντρωμένοι εκεί. Μετά από δύο δεκαετίες τα γεωγραφικά όρια των πολιτικών βάσεων των κομμάτων περιχαρακώθη καν περισσότερο. Οι εθνικές αλλαγές στη δομή της επαγγελματικής απασχόλησης και στην κοινωνική τάξη έλαβαν χώρα με διαφορετικό τρόπο ανάμεσα στις περιφέρειες, και με συγκεκρ ιμένους τρόπους έφεραν στην επιφάνεια μερικές από τις παλαιές διχόνοιες με
ταξύ του βορρά και του νότου, ακόμη και αν άλλαξε η μορφή τους. Πράγματι, η γεωγρα φία της κοινωνικής αλλαγής μπορεί και να ενίσχυσε περαιτέρω το κοινωνικό περιεχόμενό της. Η «νέα μεσαία τάξη» στα περίχωρα της νοτιοανατολικής περιφέρειας μπορεί να έχει
πιο ξεκάθαρη κοινωνική απόσταση από την «εργατική τάξψ> εξαιτίας του γεωγραφικού διαχωρισμού της από την καρδιά της παραγωγής. Και αυτή η κοινωνική διάκριση με τη σειρά της ενισχόει την πολιτική διάκριση.
Και ούτω καθεξής για να καταλάβουμε τις τεράστιες αλλαγές που συνέβησαν στη Βρε τανία τις τελευταίες δεκαετίες πρέπει να λάβουμε υπόψη μας, επίσης, τις γεωγραφικές αλ λαγές που έλαβαν χώρα. Και αυτό δεν συμβαίνει επειδή η γνώση της χωρικής αλλαγής θα συμπληρώσει τις λεπτομέρειες, θα καλύψει «με σάρκα τα οστά», αλλά επειδή χωρίς τη γνώ
ση της χωρικής αλλαγής θα είναι πολύ δύσκολο να κατανοήσουμε μερικές από τις εθνικές διαδικασίες. Γενικότερα, η κατανόηση της κοινωνίας συνεπάγεται την κατανόηση της γεω γραφίας της. Για να συμβεί =ό, είναι απαραίτητο να συγκεντρώσουμε και να αναπtύξoυ με τα επιχειρήματά μας με βάση τα κεντρικά τμήματα του βιβλίου. Σ' αυτό αναφέρεται το
Μέρος 4. Και επιλέξαμε να επεξηγήσουμε τη θέση μας μέσω δύο θεμάτων που έχουν ιδιαί τερη σημασία στην εποχή μας.
Ο αυξανόμενος βαθμός της διεθνούς καπιταλιστικής αλληλεξάρτησης αποτελεί θέμα σε όλη αυτή τη συλλογή ΚΕιμένων. Σε αυτό το τμήμα ο Martin Kolinsky εξετάζει την επίδρασή της σε μία από τις βασικές πολιτικές οντ6τητεςτης γεωγραφικής οργάνωσης του σύγχρονου κόσμου
-
το έθνος-κράτος. Ο
Robert Sack στο κεφάλαιό του, που παρατίθεται στο πρώτο
Μέρος, τόνισε την κεντρική θέση του έθνους-κράτους που έχει ουσιαστικά χωρικές/εδαφι
κές αναφορές στη λειτουργία της σύγχρονης κοινωνίας. Και όμως, κατά κάποιο τρόπο, η κεντρική θέση και η συνοχή του έθνους-κράτους μπορεί να φαίνεται ότι απειλείται
-
η κε
ντρική θέση εξαιτίας του πολλαπλασιασμού των υπερεθνικών οργανισμών και η συνοχή ως
αποτέλεσμα της ανάπruξης του τοπικιστικού αισθήματος (ή των εθνικισμών). Ποικίλοι λόγοι (που λαμβάνουν υπόψη την άμυνα, τον πολιτισμό, την πολιτική, την οικο νομία) υποκρύπτονται σε αυτές τις συγκρουόμενες τάσεις. Είναι σημαντική ανάμεσα σε
αυτά, πάλι, η μF.ταβολή της διεθνούς διαίρεσης της εργασίας. Αυτή η μεταβαλλόμενη γεω γραφική δομή της παγκόσμιας οικονομικής τάξης, από τη μία, τείνει να συσπειρώνει τα κράτη σε μία προσπάθεια να αυξηθεί η επιρροή τους στις ευρύτερες δυνάμεις (η σχέση εδώ με το επιχείρημα του
Picciotto σχετικά με το νόμο είναι ξεκάθαρη)
και, από την άλλη, πε
ριορίζοντας τις περιφερειακές οικονομίες σε ασυνάρτητες προσθήκες παραρτημάτων-συ γκροτημάτων των απομακρυσμένων οικονομικών δομών, τείνει να προκαλεί περιφερεια κούς εθνικισμούς. Η δεύτερη κατεύθυνση αυτής της έντασης, η περιφερειακή εθνικιστική
193
ΜΕΡΟΣ 4-ΓΕΩΓΡΑΦIΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
τάση, θυμίζει τα επιχειρήματα του
Clarke στο Μέρος 2, ούμφωνα με τα οποία οι γεωγραφι.
κές πολιτιστικές παραλλαγές δεν έχουν εξασθενίσει με κανένα τρόπο και πράγματι η ανα τροπή των καθιερωμένων μοντέλων μπορεί να οδηγήσει σε «νοσταλγία» για τις πολιτιστι
κές ρίζες στον τόπο και στην περιφέρεια_ Αυτό που είναι υπό συζήτηση σε αυτή τη δυαδική κίνηση, πάνω και κάτω σε σχέση με το έθνος-κράτος, είναι ακριβώς η ένταση που δημιουρ γείται ανάμεσα στην αλληλεξάρτηση και τη μοναδικότητα. Ο
Kolinsky
στο κεφάλαιό του αναδεικνύει καθαρά, αναφερόμενος στις χώρες, τους
διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους η εσωτερική γεωγραφική παραλλαγή, υπό διαφο ρετικές μορφές, είναι σημαντική σε διαφορετικές χώρες. Στη Γερμανία, το γεγονός ότι ο
Franz Josef Strauss έχει την τάση να ενισχύει την
περιφέρεια έχει επίδραση στην εθνική
πολιτική. Στη Μεγάλη Βρετανία εκδηλώθηκε και ο περιφερειακός εθνικισμός και οι ατε λείωτες (και μεταβαλλόμενες) περιπλοκές των οικονομικών απαιτήσεων σε περιφερειακή βάση. Στη Γαλλία εκδηλώθηκε εθνικισμός και, το σημαντικότερο, απαιτήσεις για αποκέ ντρωση του περιφερειακού οικονομικού σχεδιασμού. Στην Ιταλία οι συνταγματικές καθυ στερήσεις προκλήθηκαν εξαιτίας του προβλήματος που αντιμετώπισε η κεντρική κυβέρνη ση, καθώς έπρεπε να ανταποκριθεί συγχρόνως στις πιέσεις από την περιφέρεια και να
απομακρύνει από την εξουσία ένα πολιτικό κόμμα που ήταν σε αντίθεση με το κόμμα που κυβερνά το κράτος. Στο Βέλγιο το μείγμα των γλωσσικών και πολιτιστικών αντιθέσεων που ενισχύθηκε απ6 την ιδιαίτερα άνιση οικονομική κατάσταση και επιδεινώθηκε από τις πρόσφατες εσωτερικές γεωγραφικές κινήσεις προκάλεσε σοβαρή αποδιοργάνωση στην εθνική πολιτική. Αυτά τα θέματα είναι επείγοντα, τρέχοντα και μεταβάλλονται ταχύτατα. Η οικονομική δύναμη των επαρχιών του Βελγίσυ έχει αντιστραφεί τις τελευταίες δεκαετίες. Στη Μεγάλη Βρετανία, την εποχή της συγγραφής αυτού του βιβλίαυ, τα δυτικά Midlands φαίνεται ότι
έχουν δεχτεί κάποια βοήθεια που προορίζεται για τις περιφέρειες
- ένα αποτέλεσμα όχι
μόνο της άνισης οικονομικής παρακμής αλλά και του μεταβαλλόμενου πολιτικού χάρτη. Σε
υπερεθνικό επίπεδο είναι δύσκολο να επιτευχθεί ο συντονισμός εξαιτίας της εσωτερικής σύγκρουσης συμφερόντων και της πολιτικής διεκδίκησης των κρατών. Η αλληλεπίδραση
ανάμεσα στην αλληλεξάρτηση και τη μοναδικότητα συνεχίζεται.
() Kolinsky στο άρθρο του αναφέρεται στην επίδραση που ασκεί η χωρική οργάνωση στην κοινωνία. Αλλά τα επιχειρήματα συνταιριάζονται με τα ερωτήματα για τη σχέση ανά μεσα στο κοινωνικό και το φυσικό στοιχείο
-
η παρούσα κυρίαρχη μορφή αυτής της σχέ
σης στην εποχή μας επηρεάζει σοβαρά την κοινωνία. Με αυτό το ερώτημα ασχολείται στο άρθρο του ο
Francis Sandbach στο Μέρος 4 του βιβλίου. Ο Sandbach αρνείται την απλοποιημένη πόλωση των
απόψεων που χαρακτηρίζει μερι
κές φορές τα επιχειρήματα στο ζήτημα της καταστροφής του περιβάλλοντος: από τη μία οι προφήτες της αναπόφευκτης καταστροφής, από την άλλη αυτοί που στηρίζουν την πίστη τους στους μηχανισμούς της αγοράς και στην νέα τεχνολογία θεωρώντας ότι αυτοί θα απο σοβήσουν την καταστροφή. Αυτό που ο Sandbach διερευνά είναι η βαθύτερη σχέση ανάμε σα στην οικονομική και κοινωνική οργάνωση και στην έλλειψη των φυσικών πόρων Υ..αι τη
194
i
Ι
J
ΜΕΡΟΣ 4-ΓΕΩΓΡΑΦIΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
ρύπανση. IΣΧUρίζεται ότι, αν η φύση αντιστρέφει τα χroπήματα με ιδιαίτερους τρόπους, αυ τό συμβαίνει επειδή κυριαρχούν συγκεκριμένες αρχές οικονομικής και κοινωνικής οργά
νωσης που έχουν υπόβαθρο. Και, αν πρέπει να αντιδράσουμε, πρέπει να ασχοληθούμε με αυτές τις αρχές οργάνωσης. Μερικά από τα παραδείγματα που αναφέρει ο
Sandbach γι,α τις εναλλακτικές απέναντι 1 και
στον τρόπο που κυριαρχεί στην εποχή μας θυμίζουν την ανάλυση του Gold στο Μέρος
τονίζουν, πάλι, την ποικιλία των τρόπων με τους οποίους είναι δυνατόν να οργανώσουμε τη σχέση ανάμεσα στο κοινωνικό και το φυσικό. Μία δευτερεύουσα πλευρά που ανακύπτει σε
αυτή τη συζήτηση (για. παράδειγμα, στην περίπτωση της Iaνας) είναι η σημασία της ίδιας της χωρικής δομής στη σχέση ανάμεσα στο κοινωνικό και το φυσικό. Αν, με άλλα λόγια, δεν έχει τόσο σημασία η ανάπτυξη, αλλά η μορφή της ανάπτυξης για τη δ6μηση της κοινωνι κής/φυσικής σχέσης, τότε μία πλευρά της μορφής της ανάπτυξης είναι ακριβώς η χωρική μορφή της. Δύο από τα θέματά μας συμπλέκονται στο σημείο αυτό.
Επομένως αυτή η θέση, που τονίζει ότι πολλά από τα περιβαλλοντικά μας προβλήματα
δημιουργούνται σε κοινωνικό επίπεδο, δεν καταργεί την ύπαρξη ή την επίδραση του «φυσι κού». Αντίθετα, τα προβλήματα είναι πραγματικά και αυτό που ζητούν (η πραγματική ου σία της επίδρασής τους) δεν θα είναι η καταστροφή του περιβάλλοντος λά μία αλλαγή στον τρόπο που οργανώνουμε την κοινωνία.
Ι ι
195
-
ελπίζουμε -, αλ
•
196
r
9 ΤΟ ΕΘΝΟΣ·ΚΡΑΤΟΣ ΣΤΗ ΔννιΚΗ ΕΥΡΩΠΗ: ΔΙΑΒΡΩΣΗ ΑΙΙΟ «ΙΙΑΝΩ» ΚΑΙ ΑΙΙΟ «ΚΑΤΩ»;
MARTIN KOLINSΚY* Το συγκεντρωτικό έθνος-κράτος ήταν α,τοτέλεσμα της πολιτικής εξέλιξης. Όποια και αν ήταν η αξία του, έγινε φανερό στον
206 αιώνα ότι δεν εμπόδισε την εμφάνιση φρικαλεο
τήτων στις εμπόλεμες περιόδους και ότι αυτό από μόνο του δεν μπορούσε να διασφαλωει την οικονομική ευημερία. Ως αποτέλεσμα, έγιναν προσπάθειες να αναπτvχθO"όν νέοι πολι τικοί σχηματισμοί. Μία φιλελεύθερη λύση ήταν ο «διεθνής θεσμός». Μετά τον Α' Παγκό σμιο πόλεμο έγινε μία προσπάθεια σε θεσμικό επfπεδo μέσω της Κοινωνίας των Εθνών' το
τέλος του Β' Παγκοσμίου πολέμου οδήγησε στη δημιουργία των Ηνωμένων Εθνών
(Ο.Η.Ε.) και σε πολλούς άλλους περισσότερο εξειδικευμένους φορείς, μερικούς σχεδόν παγκοσμίου εύρους, και άλλους με πιο περιορισμένο πεδίο δράσης. Στην Ευρώπη, που είναι η κοιτίδα του έθνους-κράτους, εντοπίζονται οι πιο εντατικές προσπάθειες για την ανάπτυξη ενός νέου θεσμικού καθεστώτος. Η ιδέα του έθνους-κρά τους ως ανώτατης και υποχρεωτικής πραγματικότητας αμφισβητήθηκε περισσότερο στη Δυτική Ευρώπη μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου πολέμου απ' ό,τι μετά τον Α' Παγκό
σμιο πόλεμο. Οι κυβερνήσεις που είχαν συνταιριάσει τον άκρατο εθνικισμό με τη δικτατο ρία, όπως ήταν η ναζιστική Γερμανία και η φασιστική Ιταλία, θάφτηκαν στον πόλεμο της
άγριας βαρβαρότητας που είχαν προκαλέσεΙ.. Οι διεθνείς σχέσεις αναδιαρθρώθηκαν με τις συμμαχίες των κρατών που κυριαρχούνταν από τις νέες στρατιωτικές υπερδυνάμεις. Τα ση μαδεμένα από τον πόλεμο κράτη της Ευρώπης προσαρτήθηκαν στον ένα ή στον άλλο συνα
σπισμό, καθώς στην παγκόσμια πολιτική σκηνή κυριάρχησε ο Ψυχρός Πόλεμος. Στη Δύση τα έθνη-κράτη διατήρησαν την κυριαρχία τους (ή την κατέκτησαν σταδιακά, όπως στην πε ρίπτωση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας), αλλά έπρεπε να αναγνωρωουν τους περιορισμούς στην άσκησή της με δεδομένη τη στρατιωτική, και οικονομική εξάρτησή τους από τις Η.Π.Α Περαιτέρω, η ιδέα της απειλής από τον ολοκληρωτικό κομουνισμό, λί
γο μετά τη βασανιστική σύγκρουση με το ναζισμό, διέγραψε εντονότερη την επιθυμία των κρατών να συνεργαστούν για να προστατεύσουν τις κοινές αξίες της δημοκρατίας και της ελευθερίας. Μολονότι η ιδέα μιας πολιτικά ενωμένης Ευρώπης αποδείχτηκε ένα «ευαfDθη το άνθος», καθιερώθηκαν σημαντικές διεθνείς δομές, όπως ο Οργανισμός Ευρωπα'Ικής Οι κονομικής Συνεργασίας
(QEEC) το 1948, που μετασχηματίστηκε το 1960 στον Οργανισμό (OECD), η Ένωση των Δυτικοευρωπαϊκών Χω ρών (WEU) το 1954, η Οργάνωση των Χωρών του Βορειοατλαντικού ΣVΜφώνoυ (ΝΑΤΟ ) Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης
• Πηγή: L. Tivey (.d.),
Τ1ιο N.tion·Si.te (M.rtinRobeιtson,
(b;ford, 1981). κεφ. 4, σ.82-103.
Παι:ιαλεΕψαμε τις περισσότερες παραπομπές, υποσηtJ$ιώσεις και τα μικρά τμήματα τσυ αρχικι:ni κειμένου σε QV' τ6 το κεφάλαιο.
197
ΜΕΡΟΣ 4-ΤΟ ΕΘΝΟΣ-ΚΡΑΤΟΣ ΣΤΗ ΔΥΤιΚΗ ΕΥΡΩΠΗ
το
1949, η Ευρωπα"ίκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα (ECSC) το 1952, η Ευρωπαϊκή Κοι νότητα Ατομικής Ενέργειας (Euratom) το 1958 και η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) το 1958. Οι ποικίλοι οργανισμοί διέφεραν στον τύπο, αλλά αποτελούσαν μ6νιμες συμμαχίες για
την επίτευξη συγκεκριμένων σκοπών πολιτικής ευθυγράμμισης και συντονισμού. Το ζητού μενο δεν ήταν η εκχώρηση της πολιτικής κυριαρχίας αλλά ο καθορισμός των κοινών στόχων και η εύρεση μεθόδων συνεργασίας. Στην πορεία έγινε η διαπίστωση ότι η λειτουργία της
δυτικοευρωπαΙκής κυβέρνησης δεν καθοριζόταν μόνο αρνητικά από την εξάρτησή της από τις Η.Π.Α Δέχτηκε, επίσης, θετικές επιδράσεις από τη συμμετοχή της σε ένα ιδιαίτερα πυ
κνό δίκτυο διεθνούς οργάνωσης. Η συμμετοχή του νεο'ίδρυθέντος κράτους της Δυτικής Γερ μανίας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα σήμαινε την απόκτηση της απαραίτητης ευυποληψίας και νομιμότητας, που είναι και τα δύο προϋποθέσεις για να αρθεί το νομικό καθεστώς κα
τοχής και να δημιουργηθεί ένα ανεξάρτητο, κυρίαρχο κράτος. Για την Ιταλία και τις μικρό τερες χώρες, η συμμετοχή στους ευρωπαϊκούς οργανισμούς συνεπαγόταν την ενδυνάμωση του κύρους τους και της πολιτικής τους ακεραιότητας. Η συμμετοχή σήμαινε την απόκτηση
μιας συγκεκριμένης θέσης στη διεθνή τάξη, επίσημη αναγνώριση της «φωνής» τους και των ενδιαφερόντων τους, ασφάλεια και υλικά οφέλη καΙ., το σημαντικότερο, μία βάση για την
άσκηση θετικής δράσης και επιρροής. Η εξάρτηση από ένα μεγάλο γειτονικό κράτος, όπως επρόκειτο αργότερα να επαναληφθεί στην περίπτωση της Ιρλανδίας απέναντι στη Μεγάλη Βρετανία, περιορίστηκε και αντικαταστάθηκε από μία παραδεδεγμένη, τυπική (αναλογι κή) ισότητα. Ωστόσο, η κατάσταση περιπλέχτηκε για τη βρετανική και τη γαλλική κυβέρνηση. Είτε με τους Εργατικούς είτε με τους Συντηρητικούς στην κυβέρνηση, η Βρετανία δεν ενδιαφερό ταν για τίποτε άλλο παρά για την πολύπλευρη, χαλαρά δομημένη συνεργασία και συνεπώς παρέμεινε αποστασιοποιημένη από τις αρχικές φάσεις της ευρωπαϊκής ενοποΙησης. Ωστό
σο, η οικονομική επιτυχία αυτών των θεσμών και η αναζήτηση ενός νέου πολιτικού ρόλου στην Ευρώπη οδήγησε τους αρχηγούς των μεγαλύτερων κομμάτων στη δεκαετία του
1960
να αντιστρέψουν την πολιτική τους. Η κατάσταση στη Γαλλία ήταν σχεδόν αντίθετη, καθώς οι κυβερνήσεις της αναζητούσαν ανεξαρτησία στα στρατιωτικά ζητήματα, ενώ αποδέχο
νταν κάποιο βαθμό οικονομικής συνένωσης με τις γειτονικές χώρες. Ωστόσο, και στις δύο περιm:ώσεις, το δίκτυο των διεθνών οργανισμών δημιούργησε ένα νέο περιβάλλον για τις κυβερνήσεις και τροποποίησε σημαντικά την παραδοσιακή ιδέα της εθνικής κυριαρχίας.
Η μεταβαλλόμενη έννοια της κυ~ια~χίας Κυριαρχία σημαίνει ότι το κράτος είναι η ανώτατη εξουσία, ο νόμος και η νόμιμη δύνα μη εντός των ορίων του. Ωστόσο, αυτά τα όρια δεν είναι στεγανά και κανένα κράτος δεν μ,.τορεί να εξεταστεί μεμονωμένα: η βιομηχανία, η ενέργεια, οι πρώτες ύλες, η οικονομία και το εμπόριό του εξαρτώνται από τις παγκόσμιες συνθήκες η κοινωνία του δέχεται την επίδραση των διεθνών τάσεων. επιπλέον, η άσκηση της εθνικής κυριαρχίας εξαρτάται από
198
;
J
ΜΕΡΟΣ 4-ΤΟ ΕΘΝΟΣ-ΚΡΑΤΟΣ ΣΤΗ ΔΥΤιΚΗ ΕΥΡΩΠΗ
και μεταβάλλεται με βάση τη συμμετοχή στους διεθνείς οργανισμούς, τις υποχρεώσεις στις οποίες εκτίθεται εκεί και το ενδιαφέρον για τη διατήρηση θετικών σχέσεων με πολλά άλλα κράτη. Στην πραγματικότητα η κυριαρχία είναι μία ιδέα περισσότερο ασαφής και ακαθόρι στη απ' ό,τι έγινε αρχικά αντιληπτό, όταν η Βρετανική Αυτοκρατορία βρισκόταν στο από
γειο της κυριαρχίας της και τα ευρωπαϊκά κράτη μπορ06σαν να λειτουργήσουν ως παγκό σμιες δυνάμεις. Υπάρχουν μερικοί που ανησυχ06ν για το ότι η ανάπιυξη της υπερεθνικής ενοποίησης στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα (Ε.Κ)* θα οδηγήσει σε μία ολοκληρωτική μεταβί βαση εξουσίας, έτσι ώστε χώρες όπως η Βρετανία θα περιοριστούν στο καθεστώς της επαρ χίας. Μία τέτοια υποταγή φαίνεται εντελώς απίθανη, όπως θα φανεί στη συνέχεια, εξαιτίας της επαναδιεκδίκησης της εξουσίας από τα έθνη-κράτη στο πλαίσιο της Κοινότητας. Η κά πως παράδοξη συνέπεια της «ενοποίησης» στην Ε.Κ είναι ότι οι εθνικές κυβερνήσεις κυ ριαρχ06ν στις διαδικασίες της λήψης αποφάσεων και στο σχεδιασμό της πολιτικής. Η Επι τροπή, που αποτελεί το υπερεθνικό στοιχείο της Κοινότητας, είναι σχετικά αδ1lναμη σε
σχέση με τους αντιπροσώπους των εθνικών κυβερνήσεων (το Συμβ06λιο των Υπουργών) και των εθνικών δημόσιων υπηρεσιών (Επιτροπή των Μόνιμων Αντιπροσώπων,
COREPER). Περαιτέρω, τα εθνικά κοινοβούλια δεν έχουν καθιερώσει, στο μεγαλύτερο μέρος τους, αποτελεσματικές μεθόδους ελέγχου των υπουργών στις διαπραγματε6σεις τους στις Βρυξέλλες, έτσι ώστε η εξουσία των εθνικών κυβερνήσεων εντείνεται από τις σχέσεις μεταξύ των αντιπροσώπων των εκτελεστικών φορέων που δημιουργούνται στην Κοινότητα. Η κατανομή της κυριαρχίας συνοδε6εται από μία ενίσχυση των αρμοδιοτήτων της κεντρι κής κυβέρνησης.
Η παραδοσιακή σημασία της κυριαρχίας στα συγκεντρωτικά κράτη αμφισβητήθηκε, επίσης, από τα «κάτω» με μία στροφή προς την ενίσχυση της ανεξαρτησίας της περιφέρει ας, την αυτονομία και το ομοσπονδιακό ούστημα σε πολλές χώρες. Μολονότι δεν ξεκίνησε
από μία τάση τοπικιστική, η σημαντικότερη αλλαγή συντελέστηκε στη Γερμανία με την κα θιέρωση του συστήματος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας μετά τη συγχώνευση των δυτι κών ζωνών που βρίσκονταν υπό καθεστώς κατοχής. Θα συζητήσουμε για το ομοσπονδιακό ούστημα της δmικής Γερμανίας που ήταν αποτέλεσμα ειδικών συνθηκών στο επόμενο τμή μα. Ενώ μία τέτοια λ6ση υποστηρίζεται από μειοψηφίες αIJ.o6, οι πιέσεις για περιφερεια κές μεταρρυθμίσεις είναι διαδεδομένες, ακόμη και στο ισχυρότερο συγκεντρωτικό κράτος. Οι συνθήκες στη Βρετανία, τη Γαλλία, την Ιταλία, το Βέλγιο καιτην Ισπανία επανεξεΤάζο νται εν συντομία στη συνέχεια.
Τα αίτια του τοπικισμ06 και της ενίσχυσης της περιφέρειας είναι πολλά και κάθε περί
πτωση έχει τις δικές της συνιστώσες. Αρκεί να αναφέρουμε εδώ, χωρίς να επιχειρήσουμε να διευκρινίσουμε τις αιτίες που υποκρ6πτονται, ότι οι πιέσεις για αποκέντρωση -και σε
μερικές περιπtώσεις για αυτονομία- προέκυψαν από την υπερβολική συγκέντρωση των δυ νάμεων στην κεντρική κυβέρνηση σε μία εποχή κατά την οποία η αυξανόμενη αλληλεξάρ τηση των κρατών φαινόταν να αμφισβητεί τις δυνατότητες και τις λειτουργίες της παραδο-
• Σ.τ.Ε.: Το άρθρο ε{χε δημοσιwrε{ πριν μετσvoμaσrε{ σε Eυρωπι;llκη Ένωση (Ε.Ε.).
199
i ~
ΜΕΡΟΣ 4-ΤΟ ΕΘΝΟΣ-ΚΡΑΤΟΣ ΣΤΗ ΔΥΤιΚΗ ΕΥΡΩΠΗ
σιακής δομής. Είναι κάπως περίεργο ότι, ενώ η αλληλεξάρτηση ενισχύει τη συγκέντρωση
των δυνάμεων (επειδή η δράση περιορίζεται σε διακυβερνητικό επίπεδο), περιορίζει ταυ τόχρονα τις παραδοσιακές δυνατότητες αυτονομίας (στις σφαίρες της οικονομίας, των
στρατιωτικών και της διπλωματίας), πσυ μ~ τη σειρά τους ενισχύουν την αμφισβήτηση του κύρους που έχει μία τέτοια συγκέντρωση δυνάμεων. Για παράδειγμα, στη Βρετανία η αί σθηση της πολιτικής και οικονομικής παρακμής, ενώ οδήγησε στη συμμετοχή της στην Ε.Κ,
επηρέασε, επίσης, τους δεσμούς της με τη Σκοτία. Σε αυτ6 το πλαίσιο της αλλαγής η άνοδος του εθνικισμού στη Σκοτία υποκίνησε τις έντονες συζητήσεις που ξέσπασαν στη δεκαετία του
1970 για τις πολιτικές
εναλλακτικές της μεταβίβασης εξουσιών, της ανεξαρτησίας και
ακόμη του ομοσπονδιακού συστήματος. Οι αλλαγές που συντελέστηκαν «πάνω» από το επίπεδο του κράτους έχουν επι:m:ώσεις
στα μοντέλα της εξουσίας και της πολιτικής ενσπαίησης στο εσωτερικό των εθνικών δομών. Εκεί τίθεται το ζήτημα της επανακατανομής των λειτουργιών για να επιτευχθεί η μεγαλύτε
ρη διοικητική αποτελεσματικότητα και δημοκρατία (όπως στη Βασιλική Επιτροπή για το Σύνταγμα
-
η Έκθεση Κilbrandon,
1973): Πώς να
«ανακουφίσουμε» το κέντρο από τη
συμφόρηση των ζητημάτων; Πώς να προωθήσουμε την περιφερειακή ανάπτυξη και το σχε διασμό για να περιορίσουμε τις κοινωνικο-οικονομικές αν ισορροπίες; Πώς να ενθαρρύ νουμε τη δημοκρατική συμμετοχή σε τοπικά επίπεδα; Μολονότι η εσωτερική αποκέντρωση παρέχει ένα ευρύτερο πλαίσιο για την πολιτιστική και περιφερειακή ανομοιογένεια, οι πρ6σφατες εμπειρίες απ6 τη Βρετανία και τη Γαλλία δείχνουν 6τι οι κυβερνήσεις των συ γκεντρωτικών κρατών έχουν αποφασίσει να διατηρήσουν τον πλήρη έλεγχο στις νέες αλλα γές. Οι πολιτικές συνθήκες που επηρεάζουν τις τάσεις των αλλαγών στις διάφορες χώρες εξετάζονται στο επόμενο τμήμα, που συνοδεύεται α.,τ6 περαιτέρω εξέταση του προβλήμα τοςτης αλληλεξάρτησης και των ποικίλων εθνικών ερμηνειών και αντιδράσεων σε αυτήν.
Πιέσεις για αποκέντρωση: περιφερειακός <<εθνικισμός» και τοπικισμός Οι περισσότεροι θεσμοί στις δυτικοευρωπα'ίκές χώρες διασφαλίζουν τη συγκέντρωση των δυνάμεων στην κεντρική κυβέρνηση. Α\τίθετα με τα συγκεντρωτικά κράτη υπάρχουν
μόνο τρία παραδείγματα κρατών με ομοσπονδιακό σύστημα: η Ελβετία, η Αυστρία και η
Δυτική Γερμανία. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, που καθιερώθηκε το
1949,
αποτελείται από έντεκα Liinder+ (μαζί με το δυτικ6 Βερολίνο). Η νομοθετική εξουσία ασκε(ται από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση και τις κυβερνήσεις των LiinιJer. Η πρώτη έχει αποκλειστική αρμοδιότητα στα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής, των δικαιωμάτων του πολίτη, της δημόσιας οικονομίας και των επικοινωνιών, ενώ οι κοινές αρμοδιότητες (συ γκλίνουσα νομοθεσία) με τα Liinder αφορούν στα λιγότερο ζωτικά ζητήματα. Οι αρμοδι6τητες των Liinder είναι σημαντικές και περιλαμβάνουν τον έλεγχο της εκπαίδευσης, των πο
λιτιστικών ζητημάτων (ραδιοφώνου και τηλε6ρασης) και της αστυνομίας. Περαιτέρω, η
+Σ τ.Μ.: Oμ6σπavδa κριfrη,
200
j
ΜΕΡΟΣ 4-ΤΟ ΕΘΝΟΣ-ΚΡΑΤΟΣ ΣΤΗ ΔΥΤΙΚΗ ΕΥΡΩΠΗ
εφαρμογή της ομοσπονδιακής νομοθεσίας επιτυγχάνεται σε μεγάλο βαθμό μέσω των
Liinder. Από αυτό ωτορρέει η σημασία tσuBundesrat, του δεmερου Ομοσπονδιακού Συμ βουλίου, στο οπο(ο κάθε Land εκπροσωπείται ανάλογα με το μέγεθός ταυ. Το Bundesrαt, πσu έχει το δικαίωμα της αρνησικυρίας στα νομοσχέδια που εγκρίνει το Bundestag*, ωτοτε λεί τόπο συνάντησης των επισήμων της κεντρικής κυβέρνησης και των κυβερνήσεων των
Liinder. Με εξαίρεση τη Βαυαρία, το τοπικιστικό αίσθημα δεν είναι έντονο και έχουν θε σπιστεί μέτρα βάσει του συντάγματος που εξομαλύνουν τις περιφερειακές διαφορές. Για
να επιτευχθεί ο στόχος του «κοινού επιπέδαυ ζωής» σε όλα τα Liinder, η ομοσπονδιακή κυ βέρνηση ανακατανέμει συγκεκριμένους φόρους για να ωφελήσει τα φτωχότερα ομόσπον
δα κράτη. Στη Βαυαρία, με τις ιδιόμορφες ιστορικές και πολιτικές παραδόσεις της, υπάρχει ένα δυνατό αίοθημα ιδιαιτερότητας. Μολονότι η Χριστιανική Κοινωνική Ένωση ναι ένας μόνιμος oύμμαχoςτσu Χριστιανικού Δημοκρστικού Κόμματος
(CSU) εί (CDU), δεν συναι
νεί με κανένα τρόπο παθητικά και ωτείλησε ότι θα σχηματίσει ένα χωριστό εθνικό κόμμα
ακροσυντηρητικής πολιτικής. Το πολιτικό ήθος του
CSU τοποθετείται σαφώς στη δεξιά πτέρυγα της Χριστιανοδημοκρατίας και ο πανίσχυρος ηγέτης του, ο Franz-Josef Strauss. κατηύθυνε την αντιπολίτευση σε τόσο σημαντικά ζητήματα, όπως το Ostpolitίk*·. Μολονότι
οι φιλοδοξίες του που τον οδήγησαν στην υποψηφιότητα για το αξίωμα του καγκελάριου ανατράπηκαν, άσκησε ιδιαίτερη επιρροή, ώστε κλόνισε την αξιοπιστία των δύο αρχηγών του CDU (Barzel και Kohl) και τον Ιούνιο ταυ
1979 κατέκτησε τελικά την ανώτατη θέση στη
Χριστιανική Δημοκρατική Ένωση. Η ιδιαίτερα ισχυρή υποστήριξη που είχε στη Βαυαρία, που είναι το δεύτερο μεγαλύτερο ομόσπονδο κράτος με 11.000.000 κατοίκαυς, βοήθησε τον Strauss να μείνει για τόσο μεγάλο διάστημα στο πολιτικό προσκήνιο. Μολονότι η ωτοκέντρωση της εξουσίας εφαρμόζεται με τη μορφή των εκλεγμένων κοι
νοβαυλευτικών συνελεύσεων (τα Landtage), υπήρξε ένας συνεχής περιορισμόςτωννομοθε τικών αρμοδιοτήτων τους και μία ενίσχυση του γραφειοκρατικού συντονισμού στις σχέσεις
των ομοσπονδιακών κρατών/Liinder. Ο Kurt Sontheimer συνόψισε τη διαδικασία ως εξής: Η πρακτική του συντονισμού και της συνεργασίας στο ομοσπσνδιακό σύστημα της Γερμανίας,
που υποστηρίζεται από αναρίθμητες συνθήκες και δωικητικές συμφωνίες ανάμεσα στις κυ
βερνήσεις των Uinder και ανάμεσα στην Ομοσπονδία και τα Uinder πραγματοποιείται κατά βάση χωρίς τα κoιvoβoίiλια των Uinder. Η Ομοσπσνδία, όπως εφαρμ6ζεται, βρCσκεται σε με γάλο βαθμό στα χέρια των γραφειοκρατών και όχι των πολιτικών και έχει ξεφι1γει εν μέρει από τον κοινοβουλευτικό έλεγχο
(Sontheimer, 1972, σ. 154).
Εκδηλώνεται μία τάση, επομένως, προς ένα συγκεκριμένο βαθμό επανασι.ιΥκέντρωαης
της εξουσίας που συνοδεύεται από ένα ισχυρό στοιχείο διοικητικής μεταβίβασης των εξου σιών. Τα κύρια μέλη στο επ(πεδο του Land είναι οι υπουργοί-πρόεδροι και οι αξιωματού-
• Σ. τ.Μ.: Oμooπovδιακή ΒQVλή. •• Σ.τ.Μ.: Bελτw.ιaη των σχέσε"", της πρώην Διπικής Γερμανίας με Π}V ανατολική Ευρώπη στ" "",ία", της ύφεσης.
201
ΜΕΡΟΣ 4-ΤΟ ΕΘΝΟΣ-ΚΡΑΤΟΣ ΣΤΗ ΔΥΤιΚΗ ΕΥΡΩΠΗ
χοι των υπουργείων των
Liinder. Η στροφή προς την
επανασ\JΎκέντρωση ενισχύθηκε από
πολλές άλλες τάσεις. Το πρόβλημα της τρομοκρατίας, για παράδειγμα, κατέστησε ανα γκαίο το στενότερο συντονισμό ανάμεσα στις αστυνομικές αρχές των Liinder και των ομο
σπονδιακών σωμάτων ασφάλειας. Τα θέματα της πανεπιστημιακής και εκπαιδευτικής με ταρρύθμισης υπαγόρευσαν τις προσπάθειες για μεγαλύτερη συνεργασία, όπως συνέβη και
με τα οικονομικά ζητήματα. Σ' όλους αυτούς τους τομείς, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση ανέ λαβε πρωτοβουλίες για στενότερη συνεργασία με τις αρχές των
Liinder και για να ασκήσει
μεγαλύτερο έλεγχο για λογαριασμό της. Πράγματι, καθώς η διεθνοποίηση των οικονομιών των ευρωπαΤκών κρατών γίνεται όλο και πιο έντονη
-
στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα και
όσον αφορά στην εξάρτηση από το παγκόσμιο εμπόριο -, η ανάγκη για σταθερή εθνική οι
κονομική πολιτική έγινε ιδιαίτερα αισθητή στη Γερμανία. Περαιτέρω, η τεράστια επιτυχία της γερμανικής οικονομίας και η μεταβίβαση δικαιωμάτων που μείωσαν τις περιφερειακές διαφορές επισκίασαν αυτά τα προβλήματα, όπως την αυξανόμενη παρακμή ενός μεγάλου
μέρους του βιομηχανικού τομέα στην περιοχή του Ρουρ. Αυτή η παρακμή είναι απότοκος της εξαιρετικά γρήγορης ανάπτυξης των Liinder, όπως συνέβη με το
Baden-Wurttemberg,
που συνήθιζε να στέλνει το πλεονάζον εργατικό δυναμικό του εκτός συνόρων για να εργα
στεί στην Αλσατία, αλλά στα μέσα της δεκαετίας του
1960 αντιστράφηκε η πορεία της μετα
νάστευσης, καθώς οι βιομηχανίες του σημείωσαν τέτοια άνοδο, ώστε συνέβαλαν σχεδόν στο
1/6 του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας.
Οι τάσεις για την επανασυγκέντρωση εξασθένισαν τις κοινοβουλευτικές δομές των
Liinder, αλλά δεν υπέσκαψαν αυτό καθαυτό το ομοσπονδιακό σύστημα. Οι ομοσπονδιακοί θεσμοί (το Βundesrαζ τα εκτελεστικά όργανα των Liinder, το Συνταγματικό ΔIΥ.αστήριο και το ίδιο το σύνταγμα) παρέμειναν βιώσιμοι και η οργάνωση των πολιτικών κομμάτων προ σαρμόστηκε στην ομοσπονδιακή οργάνωση του κράτους. Σε αντίθεση με την κατάσταση στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, η νομιμότητα του πολιτικού συστήματος δεν αμφισβητείται.
Ωστόσο, είναι σαφές ότι το ομοσπονδιακό σύστημα, όπως εφαρμόζεται στη Δυτική Γερμα νία, δεν είναι στατικό και υπάρχει μία τάση προς ένα βαθμό επανασ\JΎκέντρωσης. Αυτό έρ χεται σε αντίθεση με την κατάσταση στον Καναδά, όπου υπάρχει μία δεδηλωμένη ενίσχυση της δύναμης των επαρχιών (ο εθνικισμός του Κεμπέκ, η οικονομική δύναμη της Αλμπέρτα).
Έρχεται σε αντίθεση, επίσης, με την κατάσταση στην οποία βρίσκονται πολλά ευρωπα'ίκά σ\JΎκεντρωτικά κράτη, όπου οι πιέσεις για αποκέντρωση είναι αρκετά ισχυρές, ώστε να τί
θεται το ζήτημα της μεταβολής της καθιερωμένης συνταγματικής τάξης. Αυτές οι πιέσεις εί ναι πολύ έντονες, όταν ενισχύονται από τις εθνικιστικές διεκδικήσεις (όπως συμβαίνει στη Σκοτία, την Κορσική, τη χώρα των Βάσκων και στο Βέλγιο), μολονότι το τοπικιστικό αίσθη
μα που βασίζεται στις φιλοδοξίες για οικονομική ανάπτυξη επικρατεί σε τόσο διαφορετι κές περιοχές, όπως είναι η δυτική Γαλλία, η νότια Ιταλία και η βόρεια Αγγλία.
Η άνοδος του εθνικισμού στη Σκοτία και την Ουαλία κατέληξε αρχικά στη Βασιλική Επιτροπή για το Σύνταγμα
1969-73 (Έκθεση Κilbrandon) και έπειτα στις νομοθετικές προ
τάσεις για τη μεταβίβαση εξουσιών. Οι έντονες και παρατεταμένες συζητήσεις για αυτές τις προτάσεις σημαδεύτηκαν από την εξέγερση των βουλευτών των πίσω εδωλίων στη Βou-
202
ΜΕΡΟΣ 4-ΤΟ ΕΘΝΟΣ-ΚΡΑΤΟΣ ΣΤΗ ΔΥΤΙΚΗ ΕγΡΩΠΗ
λή των Κοινοτήτων που προβλημάτισαν την κυβέρνηση των Εργατικών και συνέβαλαν στην τελική πτώση της το Μάρτιο του
πτυξε η
1979. Ένα σημαντικό μέρος της δραστηριότητας που ανέ κυβέρνηση στη δεκαετία του 1970 επικεντρώθηκε σtις συνέπειες της Έκθεσης
Κilbrandon. Εκτός από την επεξεργασCα των εξαιρετικά σύνθετων προτάσεων για τη μετα βίβαση εξουσιών. το Μικρό Υπουργικό Συμβούλιο και οι επιτροπές του υπουργικού γρα
φείου ενδιαφέρθηκαν για τις αυξανόμενες περιφερειακές οικονομικές πιέσεις. Ιδρύθηκαν
φορείς ανάπτυξης στη Σκοτία, την Ουαλία και τη Βόρεια Ιρλανδία και η περιφερειακή πο λιτική ενεργοποιήθηκε γενικά πολύ περισσότερο. Οι δωρεές για την εγκατάσtαση βιομη χανικών μονάδων και άλλες ενισχύσεις υπό την πρωθυπoυργCα των Wilson/Callaghan την περίοδο
1974-9 ξεπέρασαν τα $400 εκατομμύρια το χρόνο.
Αναπόφευκτα, το γεγονός ότι η κυβέρνηση €σtρεψε την προσοχή της σtις κέλτικες περι, φέρειες, ειδικά τη Σκοτία, δημιούργησε ανησυχCα στις λιγότερο εύπορες περιφέρειες της Αγγλίας. Η ανησυχCα εκδηλώθηκε ιδιαίτερα στη βόρεια Αγγλία, που ένιωθε ότι χρειαζόταν τη βοήθεια όσο και η ΣκoτCα, αλλά ασκσύσε μικρότερη πολιτική επιρροή στην κυβέρνηση. Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι οι βουλευτές των Εργατικών που αντιπροσώπευαν το βορειοανατολικό τμήμα ενώθηκαν με τους εξεγερθέντες βουλευτές των πίσω εδωλίων, κα
ταψηφίζοντας τα βασικά σημεCα του κυβερνητικού προγράμματος για τη μεταβίβαση εξου σιών, και άσκησαν πίεση για την ίδρυση ενός φορέα που θα είχε ως έργο την ανάπτυξη του βορειοανατολικσύ τμήματος. Οι επιπτώσεις έγιναν αισθητές στην περιφέρεια. Μολονότι τα δυτικά Midlaι:ιds δεν ανησύχησαν άμεσα για τις προτάσεις της μεταβίβασης εξουσιών, η εμ
φανώς μειωμένη ανάπτυξη της περιοχής προκάλεσε ένα αίσθημα πικρίας για το ότι δεν συ μπεριλήφθηκαν σtOν κυβερνητικό κατάλογο για τις περιοχές που θα δέχονταν την ενίσχυ ση. Το Εμπορικό Επιμελητήριο του Biπώngham, για παράδειγμα, υποστήριξε σθεναρά ότι η πόλη έχασε τις αναπτυσσόμενες βιομηχανίες της, επειδή για χρόνια η κυβέρνηση έσtρεφε αλλσύ το επενδυτικό ενδιαφέρον της μακριά από την καρδιά των βιομηχανικών περιοχών. Περαιτέρω, τα Midlands δεν μπορούν να επωφεληθούν από τα Ευρωπα'ίκά Περιφερειακά Αναπτυξιακά Κεφάλαια, επειδή η κεντρική κυβέρνηση δεν τα συμπεριέλαβε σtις ενισχυό
μενες περιοχές. Η πικρία ενιοχύεται από ένα αίσθημα πολιτικής αδυναμίας: σε αντίθεση
με τις παραδοσιακά φτωχές περιοχές, η κινητοποίηση του ενδιαφέροντος για την περιφέ. ρεια μέσω της συνεργασίας με ένα από τα μεγάλα κόμματα δεν θεωρήθηκε αποραίτητη στο
παρελθόν. ΩσtόσO, όταν τα δυτικά
Midlands βρέθηκαν
στην κατάσtαση της παρακμής, η
έλλειψη ενός ειδικού μέσου για την εξασφάλιση της κυβερνητικής επιχορήγησης έγινε ιδι αίτερα αισθητή. Αυτές ήταν οι αντιδράσεις των ανθρώπων που ανησυχούσαν για τα προ
βλήματα της οργάνωσης και της λειτουργίας των βιομηχανικών εγκατασtάσεων, αλλά δεν εκφράστηκαν ευρύτερα, ώσtε να γίνουν μαζικές πολιτικές διεκδικήσεις. Αφού δεν εκδηλώ θηκαν πολιτικές διεκδικήσεις για την περιφερειακή ταυτότητα σε άλλα μέρη της Αγγλίας, δεν υπήρξαν φαινόμενα παράλληλα με τα εθνικισtικά κινήματα στη Σκοτία και την Ουα λία. Γι' αυτούς, η μεταβίβαση εξουσιών θεωρούνταν μόνο ένα βήμα σtO δρόμο για την κα τάκτηση της ανεξαρτησίας, παρά το γεγονός ότι, κατά την άπΟψη της κυβέρνησης, η μεταβί βαση εξουσιών ξεΚΙνησε ως ένα μέσο ανταπόκρισης στις φιλοδοξίες για δημοκρατική συμ-
203
ΜΕΡΟΣ 4-ΤΟ ΕΘΝΟΣ-ΚΡΑΤΟΣ ΣΤΗ ΔΥΤιΚΗ ΕΥΡΩΠΗ
μετοχή σε ένα ενδιάμεσο (περιφερειακό) επίπεδο διακυβέρνησης. Στην πραγματικότητα, περισσότερο η μεταβίβαση εξουσιών παρά η εθνική ανεξαρτησία ήταν σταθερά η δημοφι λέστερη εναλλακτική, όπως έδειχναν οι δημοσκοπήσεις που γίνονταν στη Σκοτία. Παρά την απόρριψη του νομοσχεδίου για τη μεταβίβαση εξουσιών που κατέθεσαν οι Εργατικοί,
το ζήτημα της αλλαγής στις πολιτικές και διοικητικές σχέσεις των συστατικών μερών της Μεγάλης Βρετανίας παραμένει ανοικτό. Όποιο και αν είναι το μελλοντικό αποτέλεσμα, ωστόσο, δεν είναι πιθανό το μέτρο της αποκέντρωσης να μειώσει την ουσιαστική αρμοδιό τητα της κεντρικής κυβέρνησης στο
Westminster για έλεγχο και διαμεσολάβηση. Αυτή η
προσδοκία ενισχύεται από τη γαλλική εμπειρία, όπου οι περιφερειακές μεταρρυθμίσεις του
1972 δεν ήταν με κανένα τρόπο τόσο σημαντικές στις συνέπειές τους όσο οι αλλαγές
που προβλέφθηκαν στο Νομοσχέδιο της Σκοτίας. Σε αντίθεση με τη Βρετανία, το ενδιαφέρον της γαλλικής κυβέρνησης κινητοποιήθηκε λιγότερο από τα εθνικιστικά κινήματα και περισσότερο από μία ανάγκη για ένα νέο διοικη
τικό πλαίσιο με σκοπό την προώθηση της περιφερειακής οικονομικής ανάπτυξης. Η διοικη τική μεταρρύθμιση ήταν περιορισμένη, επειδή ο σκοπός δεν ήταν να αντικατασταθεί το υπάρχον μοντέλο των departements* που καθιέρωσε ο Ναπολέοντας, αλλά να ενωθούν τα τελευταία για οργανωεικούς λόγους. Η πιθανή πολιτική σημασία των περιφερειών περιορί στηκε από την απόρριψη των άμεσων εκλογών. Αντίθετα, τα περιφερειακά συμβούλια αντι προσωπεύουν στο μεγαλύτερο μέρος τους τα καθιερωμένα πολιτικά συμφέροντα των κομ
μάτων και των σημαινόντων προσώπων του τόπου. Παρ' όλα αυτά, τα deρartements είναι πολύ μικρά, με δεδομένη την αστική-βιομηχανική ανάπτυξη της Γαλλίας και τις οικονομι κές πιέσεις που ασκουνται σε αυτήν μέσω του ανταγωνισμού της Κοινής Αγοράς. Η σχετι κά απλή λύση που επιδιώχθηκε με τις μεταρρυθμίσεις του
1m -η συνύπαρξη των περιφε
ρειών και των departements - θα μπορσυσε να οδηγήσει σε μεγαλύτερες εντάσεις, αν το εθνικιστικό ή τοπικιστικό αίσθημα αναπτυσσόταν περισσότερο, ίσως ως αποτέλεσμα της
παρατεταμένης οικονομικής ύφεσης σε ευαίσθητες περιοχές, όπως ήταν η Βρετάνη, το
Midi ή η Κορσική. Ακόμη και αν αυτό αποφευχθηκε, έχει γίνει ιδιαίτερα σαφές ότι οι απο φασιστικές ελίτ των περιφερειών, όπως στο νομό του Loire και στην περιοχή της Λυόν, επι θυμούν μεγαλύτερο πεδίο δράσης για τις ίδιες και λιγότερο περιορισμό από το Παρίσι.
Στην Ιταλία το πρόβλημα κυριαρχείται από τη διαίρεση ανάμεσα στο βιομηχανικό βορ ρά και τον υπανάπτυκτο νότο (το MeZZΩgWrno)**, ένα πρόβλημα που αναγνωρίστηκε στη Συνθήκη της Ρώμης που ίδρυσε την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, καθώς απαιτούσε ειδικά μέτρα ενίσχυσης. Η βοήθεια ήρθε από την Ευρωπα'ίκή Τράπεζα Επενδύσεων και τα Ευρωπαϊκά Περιφερειακά Αναπτυξιακά Κεφάλαια. Παρά τις ενέργειες αυτές που έχουν συνδεθεί με τα αναπτυξιακά προγράμματα των ιταλικών κυβερνήσεων σε διάστημα νων, το
30 χρό Mezzogiorno παραμένει ένα ιδιαΙτερο πρόβλημα, όσον αφορά στη χαμηλή συνει
σφορά του στο Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν, ή ως προς το χαμηλό βιοτικό επίπεδό του ή ως
• Σ. τ.Μ.: NOμJJΙ •• Σ. τ.Μ.: Η NMιa lταλiα, από τη Νάπολη και κάτω.
204
, ··r'c
ΜΕΡΟΣ 4-ΤΟ ΕΘΝΟΣ-ΚΡΑΤΟΣ ΣΤΗ ΔΥΤΙΚΗ ΕΥΡΩΠΗ
προς το υψηλό ποσοστό ανεργίας. Οι περιφερειακές διαφοροποιήσεις στην Ιταλία είναι πιο έντονες σε σχέση με τα άλλα κράτη της Ε.Ε. και αποτελούν εμπόδιο στο δρόμο της για
μία μεγαλύτερη οικονομική σταθερότητα. Όπως παραδέχτηκε εξαρχής η Κοινότητα, δεν είναι μόνο πρόβλημα της Ιταλίας αλλά μία σοβαρή απειλή στο στόχο της ενοποίησης, που απαιτεί μεγαλύτερη ομοιομορφία στις οικονομικές επιδόσεις, τα επCπεδα ζωής και τις κοι νωνικές ευκαιρίες. Συνταγματικά η Ιταλία είναι ένα συγκεντρωτικό κράτος με περιφερειακές διοικήσεις.
Ως αντίδραση στο φασισμό, το σύνταγμα του
1947 διασφάλισε τις περιφέρειες, θεωρώντας
τες αναπόσπαστο κομμάτι της οργάνωσης του κράτους. Αλλά η νομική καθιέρωση των πε ριφερειών ίσχυσε μέχρι το
1970 εξαιτίας του φόβου που βίωναν οι χριστιανοδημοκρατικές
κυβερνήσεις για την κυριαρχία των κομουνιστών στις κεντρικές περιφέρειες της Εμίλια, της Τοσκάνης και της Ούμπριας. Ωστόσο, η κοινοβουλευτική κεντροαριστερή στροφή στη δεκαετία του
1960 κατέληξε τελικά στο να συμπεριληφθούν οι περιφέρειες εξαιτίας της
επιμονής των σοσιαλιστών, όταν προσκλήθηκαν να συνεργαστούν με τον κυβερνητικό συ
νασπισμό. Υπάρχουν
20 περιφέρειες καθεμία από τις οποίες διαθέτει ένα συμβούλιο που
εκλέγεται με αναλογική αντιπροσώπευση, όπως στις εθνικές εκλογές. Το συμβσύλιο εκλέ γει τον αξιωματούχο του εκτελεστικού τμήματος και τον πρόεδρο. Οι νομοθετικές αρμοδιό τητες συμπεριλαμβάνουν τους τομείς της γεωργίας, τωνυγειονομικων υπηρεσιών, της πολε
οδομίας και των πολιτιστικών θεμάτων
-
ένα πεδίο πολύ πιο περιορισμένο από τα αντί
στοιχα των γερμανικών Liinder ή ακόμη του πεδίου που προβλεπόταν στο Νομοσχέδιο της Σκοτίας, μολονότι οι ιταλικές περιφέρειες έχουν περιορισμένες δικαιοδοσίες για τη συγκέ ντρωση των εσόδων. Πέντε από τις περιφέρειες, μαζί με τα νησιά, θεωρούνται ειδικές πε ριοχές και έχουν κατά κάποιο τρόπο πιο διευρυμένες νομοθετικές αρμοδιότητες. Μία πε ριοχή ιδιαίτερου ενδιαφέροντος για όλες τις περιφέρειες είναι η πολιτική για τη βιομηχα
νία, που καθορίζεται από την κεντρική κυβέρνηση, μολονότι οι περιφέρειες είναι υπεύθυ νες για τις εργασίες μικρού εύρους. Η κατανομή των αρμοδιοτήτων είναι μία αιτία προστρι βής, επειδή οι περιφέρειες ισχυρίζονται ότι είναι αδύνατο να οργανώσουν αναπτυξιακά
προγράμματα, αν δεν είναι σε θέση να επηρεάσουν την πολιτική για τη βιομηχανία. Ωστ6σο, οι δυναμικές περιφέρειες, όπως το Πιεμόντε, επιδοκίμασαν τα περιφερειακά σχέδια.
Η μεταβίβαση των αρμοδιοτήτων στις περιφερειακές κυβερνήσεις αποδείχτηκε μία αρ γή και άνιση διαδικασία. Όπως ήταν αναμενόμενο, αποδείχτηκε δυσκολότερο να αποκε ντρωθούν θεσμοί, όπως το Γραφείο Εργασίας, που είναι σημαντικές πηγές πολιτικού πα
ρεμβατισμού απ' ό,τι οι λιγότερο νευραλγικές διοικήσεις. Ένα άλλο πρόβλημα είναι το οι κονομικό. Οι πρΟΟπολογισμοί για τις περιφέρω'.ς χρηματοδστούνται κυρίως από ένα κοινό απόθεμα κεφαλαίων (δηλ. από τους εθνικούς φόρους) που κατανέμεται από την κεντρική κυβέρνηση. Ένα παράπονο που διατυπώνεται συχνά είναι 6τι η Ρώμη ελέγχει το <<πουγκί» πολύ στενά, Αλλά υπάρχουν στοιχεία ότι συγκεκριμένες περιφέρειες, ειδικά στο
Mezzogiomo, δεν αξιοποιούν σωστά τα κονδύλια,
είτε εξαιτίας της ανικανότητάς τους είτε
εξαιτίας της έλλειψης προγραμμάτων, Ωστόσο, αυτά τα προβλήματα πρέπει να τα δούμε προοπτικά: η αργή διαδικασία της μεταβίβασης των αρμοδιοτήτων σήμαινε ότι η απστελε-
205
ΜΕΡΟΣ 4-ΤΟ ΕΘΝΟΣ-ΚΡΑΤΟΣ ΣΤΗ ΔΥΤΙΚΗ ΕγΡΩΠΗ
σματική περιφερειακή διακυβέρνηση είναι ένα πολύ πρόσφατο φαινόμενο στην Ιταλία. Εί ναι αρκετά νωρίς να επιχειρήσουμε να κρίνουμε την αποτελεσματικότητά του στα επείγο
ντα έργα της αναm:uξιακής, οργανωτικής και διοικητικής μεταρρύθμισης. Η κατάσταση δυ σχεραίνεται, επίσης, από τη συχνότητα και τον προφανή δυσεπίλυτο χαρακτήρα των κρίσε ων των εθνικών κυβερνήσεων.
Το Βέλγιο είναι ένα άλλο παράδειγμα συγκεντρωτικού κράτους με έντονες περιφερεια
κές διαφορές. Η πιο εξέχουσα συνιστώσα είναι η γλωσσική/πολιτιστική διαμάχη μεταξύ της Φλάνδρας και της γαλλόφωνης Βαλονίας που σuνεχιζεται για δεκαετίες και εξελίχθηκε πρόσφατα σε φιλονικία για το καθεστώς των Βρυξελλών. Τα τελευταία 20 χρόνια, με την
παρακμή των παραδοσιακών βιομηχανιών της χαλυβουργίας και της εξόρυξης μεταλλευ μάτων, η οικονομική κυριαρχία μετατοπίστηκε από τη Βαλονία στο βορρά, που άνθησε χά
ρη στις αμερικανικές και γερμανικές επενδύσεις (ιδιαίτερα το λιμάνι της Αμβέρσας καθώς και η Φλάνδρα γενικά εξαιτίας της μικρότερης τάσης για απεργίες και του μικρότερου πο σοοτού συνδικαλισμένου εργατικού δυναμικού). Ενώ οι Βαλονοί αντέδρασαν, απαιτώντας
άμεσα μέτρα για να επανεργοποιηθούν οι βαθμιαία εξαφανιζόμενες βιομηχανίες, οι ολ λανδ6φωνοι Φλαμανδοί, που αποτελούν την πλειοψηφία του πληθυσμού
(5,3 στα 8,8 εκα
τομμύρια), αγανάκτησαν με την πολιτιστική και πολιτική κυριαρχία της γαλλόφωνης ελίτ και είναι αποφασισμένοι να διατηρήσουν τα πρόσφατα αποκτημένα οικονομικά πλεονε κτήματά τους. Η μακρόχρονη υφέρπουσα διαμάχη επικεντρώθηκε όλο και περισσότερο στο θέμα των Βρυξελλών, μία κατά βάση γαλλόφωνη πόλη, που βρίσκεται στο νότιο τμήμα της Φλάνδρας. Η σταθερή απομάκρυνση του πληθυσμού από το κέντρο της πόλης προς τα προάστια δημιούργησε σημαντικά πολιτικά θυλάκια γαλλόφωνων. Η αντίδραση των φλα μανδικών κοινοτήτων ήταν ιδιαίτερα έντονη. Η κυβέρνηση του
Leo Tindemans (1977-78)
επιχείρησε να αμβλύνει τις εντάσεις με ένα πρόγραμμα περιφερειακής μεταρρύθμισης που πρότεινε την αντικατάσταση των εννέα επαρχιακών διοικήσεων από τις τρεις περιφέ
ρειες της Φλάνδρας, της Βαλονίας και των Βρυξελλών, καθώς και τη μεταβίβαση κάποιων αρμοδιοτήτων της κεντρικής κυβέρνησης στα εκλεγμένα περιφερειακά συμβούλια και στα επιμέρους τμήματά τους. Μολονότι συμφωνήθηκε ότι τα όρια των Βρυξελλών θα παρέμε ναν μέσα στην περιφέρεια των
19 κοινοτήτων της, οι παρατεταμένες διαπραγματεύσεις για
τη νομοθεσία των περιφερειών διεκόπησαν το 1978 εξαιτίας των αντιρρήσεων που προέ βαλε η φλαμανδική πτέρυγα του κόμματος του Tindemans (ο ι χριστιανοσοσιαλιστές, CVP). Ο Tindemans παραιτήθηκε, αλλά οι επόμενες εκλογές αποδείχτηκαν άκυρες και το αδιέξοδο στο θέμα των συνταγματικών μεταρρυθμίσεων συνεχίστηκε μέχρι το τέλος της δεκαετίας. Η ειρωνεία είναι ότι μέχρι την παραίτησή του ο
Tindemans θεωρούνταν στο ευρύτερο
πλαίσιο της Ε.Ε. ένας από τους κύριους εισηγητές της ευρωπα"ίκής ενοποίησης. Η ισορρο πημένη και προσεκτική έκθεσή του προς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, με τον τίτλο η «Ευρω πα'ίκή Ένωση» (Ιανουάριος
1976), συζητήθηκε ευρέως και, μολονότι επικρίθηκε σε λεπτο
μέρειες, θεωρήθηκε ότι εισήγαγε μία πιο ρεαλιστική και χρήσιμη προσέγγιση στο πρόβλη μα της ευρωπαΊκής ενοποίησης. Μία μεγαλύτερη ειρωνεία είναι ότι οι Βρυξέλλες, που εΙ-
206
J
~
,
.
ΜΕΡΟΣ 4-ΤΟ ΕΘΝΟΣ-ΚΡΑΤΟΣ ΣΤΗ ΔΥΤΙΚΗ ΕΥΡΩΠΗ
ναι η έδρα της Κοινότητας, έχει γίνει το επίκεντρο της σύγκρουσης στο θέμα της εθνικής ενότητας.
Η διεύρυνση της Κοινότητας με την προσθήκη της Ισπανίας επέτεινε τα περιφερειακά προβλήματα. Πρώτον, υπάρχει η πίεση που ασκεί η γεωργία της Ισπανίας στις φτωχότερες
αγροτικές περιφέρειες της ΓαλλΙας και της Ιταλίας που βρΙσκονται σε αμοιβαΙο ανταγωνι σμό για τα μεσογειακά προ'ίόντα: τα φτηνά κρασιά, τα φρούτα και τα λαχανικά. Αυτό δημι ούργησε ένα έντονο αίσθημα δυσαρέσκειας στη νότια ΓαλλΙα και την Ιταλία μόλις η προο πτική της εισόδου της Ισπανίας στην Κοινότητα ήταν πλέον γεγονός. Δεύτερον, οι φτωχές
περιφέρειες της Ισπανίας, όπως η Ανδαλουσία και η Εστρεμαδσύρα, όπως το Mezzogiomo, εντείνουν σε μεγάλο βαθμό τις περιφερειακές διααφοροποιήσεις στο πλαίσιο της Κοινότη τας και θα «στραγγίσουν» τα περιορισμένα αποθέματα των περιφερειακών και κοινωνι κών κεφαλαίων. Τρίτον, στην Ισπανία, οι μακρόχρονες ουγκρούσεις εξαιτίας του ζητήμα
τος των Βάσκων απειλούν την εθνική ενότητα και την εύθραυστη δημοκρατική τάξη. Η αυ τονομία των Βάσκων και των Καταλανών καταπνίγηκε αδίστακτα στη διάρκεια της δικτα τορίας του Φράνκο, αλλά στο νέο σύνταγμα του ριοχών και των
1978 το δικαίωμα για αυτονομία των «πε εθνικοτήτων» της Ισπανίας αναγνωρίζεται και διασφαλίζεται (άρθρο 2).
Ωστόσο, με κάποιο τρόπο, όπως και στην Ιταλία, η ολοκλήρωση αυτού του σχεδίου καθυ στέρησε περισσότερο απ' ό,τι αναμενόταν και όσον αφορά στο ζήτημα του καθορισμού της μεταβίβασης εξουσιών εκφράζονται σοβαρές πολιτικές επιφυλάξεις.
Έλεγχος απ6 την κεντρική κυβέρνηση Οι τάσεις που υπάρχουν στις διάφορες χώρες πρέπει να εξεταστούν με βάση το ρευστό
διεθνές πλαίσιο, Η ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας, η ενεργειακή κρίση και οι διεκ δικήσεις του Τρίτου Κόσμου στη δεκαετία του
1970
ειδικά στη Διάσκεψη των Ηνωμένων
Εθνών για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη (υNCΤAO), στη Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου
(GAΤΤ) και οι διαπραγματεύσεις για τη Συνθήκη Lome -
συνέβαλαν στην κα
τεύθυνση αυτού που περιγράφηκε ως «νέος εθνικισμός» ανάμεσα στις δυτικές χώρες, Το αποτέλεσμα του <<νέου εθνικισμού» είναι ότι επέτεινε τη σημασία ελέγχου της κεντρικής κυβέρνησης, που, όπως θα δούμε στη συνέχεια, ενισχύθηκε από τη διαδικασία της ευρω πα'ίκής ενοποίησης. Ωστόσο, η ενοποίηση ασκεί μία συγκεκριμένη πίεση από την αντίθετη πλευρά στις περιοχές για περιφερειακά θέματα ή στο θέμα της οικονομικής παρακμής να αποκτήσουν μεγαλύτερη δυνατότητα λόγου στη διαχείριση των προβλημάτων τους. Αυτό
τροφοδστείται από τις υποτιμητικές συγκρίσεις: από το αίσθημα των κατοίκων στο βορειο ανατολικό τμήμα της Αγγλίας ότι έρχονται δεύτεροι σε σχέση με τη Σκοτία στα θέματα των ωφελειών και της επιρροής από το αίσθημα της πικρίας που βιώνουν τα δυτικά
Midlands,
επειδή αποκλείστηκαν από την οικονομική βοήθεια που δόθηκε σε άλλες περιφέρειες από το αίσθημα στη δυτική Γαλλία ότι δεν έγιναν αρκετά για να επιταχύνουν την αποκέντρωση
των βιομηχανιών και των διοικήσεων από το Παρίσι' από την αίσθηση εγκατάλειψης στην Αλσατία που μετριέται με βάση τα δεδομένα που επιτεύχθηκαν κατά μήκος των συνόρων
207
ΜΕΡΟΣ 4-ΤΟ ΕΘΝΟΣ-ΚΡΑΤΟΣ ΣΤΗ ΔΥΤΙΚΗ ΕΥΡΩΠΗ
στο Baden-Wurttemberg και την Ελβετία. Είναι αλ'ήθεια ότι αυτές οι αντιδράσεις μ;,;ορούν να διευθετηθούν από την κεντρικ'ή κυβέρνηση μέσω των γενναιόδωρων μεθόδων περιφε
ρειακ'ής οικονομικ'ής ενίσχυσης και μέσω πολιτικών αντεκδικ'ήσεων όπου δημιουργήθηκαν τα κατάλληλα πολιτικά κανάλια. AJ.J.Δ παραμένει το ζ'ήτημα της δημοκρατικ'ής συμμετοχ'ής στις αποφάσεις που επηρεάζουν τις περιφέρειες. Για παράδειγμα, οι 71 Σκοτσέζοι βουλευ
τές στο Λονδίνο δεν έχουν την κατάλληλη θέση για να ασκησουν έλεγχο στις Ο'.ιοτικές δη μόσιες υπηρεσίες στο Μέγαρο του
8t Andrews στο
Εδιμβούργο. Ούτε η περιφερειακή με
ταρρύθμιση στη Γαλλία παρουσίασε σημαντικ'ή βελτίωση, επειδή τα συμβούλια δεν εκλέγο νται άμεσα και η κυβέρνηση αντιστάθηκε επίμονα στις πιέσεις για να τα καταστήσει πιο βιώσιμους πολιτικούς θεσμούς. Ωστόσο, όπως δείχνει η περίπτωση της Δυτικ'ής Γερμανίας, οι εκλεγμένες συνελεύσεις από μόνες τους δεν επαρκούν για να επιλύσουν το πρόβλημα της δη μοκρατικ'ής συμμετοχής. Η συρρίκνωση των νομοθετικών αρμοδιοτητων των Landtαge και η τάση να αντιμετωπίζουν με γραφειοκρατική διαδικασία τα περιφερειακά
ζητήματα δείχνει τη γενική δυσκολία που αντιμετωπίζουν τα κοινοβούλια που έχουν σχετι Υ.ά, περιθωριοποιηθεί στις διαδικασίες της λήψης αποφάσεων σε πολλούς τομείς. Ο πολλα πλασιασμός των περιφερειακών συνελεύσεων από μόνος του δεν θα περιορίσει την πιθα νότητα να χάσουν οι θεσμοί τη σημασία τους και την πιθανή επίδρασή τους. ΤΟ πρόβλημα φτάνει, επίσης, αποφασιστικά μέχρι το επίπεδο του ΕυρωπαΙκού Κοινοβουλίου, όπως θα
εξεταστεί στη συνέχεια. Οι πιέσεις για αποκέντρωση επηρεάζουν την άσκηση της κρατικής εξουσίας στο ότι η πολιτική σταθερότητα απαιτεί να προσεχθούν οι διεκδικησεις των ευαίσθητων περιφερει
ών. AJ.J.Δ μόνο η κεντρικη κυβέρνηση έχει την ικανότητα και τις πληροφορίες για να διευ θετήσει τον ανταγωνισμό για πρόσβαση στους περιορισμένους πόρους και να έχει συνολι
κή ευθύνη. Επομένως, μολονότι η πολιτική επιρροη του συγκεντρωτικού κράτους μπορεί να αμφισβητηθεί εσωτερικά και τα μέσα της να περιοριστούν στον κόσμο, δεν κλονίζεται ούτε υπάρχει πιθανότητα να συμβεί αυτό.
Διεθνής οργάνωση Τα έθνη-κράτη της δυτικής Ευρώπης συμμετέχουν σε πολυάριθμους διεθνείς οργανι
σμούς, αλλά η Ευρωπα'ίκ'ή Κοινότητα είναι η μοναδικη δομ'ή που εκφράζει την αρχή της υπερεθνικής ενοποίησης. Η ερμηνεία του υπερεθνικού στόχου διαφοροποιείται από το ομοσπονδιακό ούστημα
-
δηλαδη τη δημιουργία ενός συστήματος Ηνωμένων Εθνών της
Ευρώπης βασισμένο στο μοντέλο των Η.Π.Α., με μία πλήρη μεταβίβαση της εξουσίας σε
μία ευρωπα'ίκή κυβέρνηση -, μία μόνιμη ένωση των ανεξάρτητων κρατών που διατηρούν το δικαίωμά τους να αποφασίζουν τα ίδια για την εσωτερική και εξωτερική πολιτική τους, αλλά αναζητούν κοινή βάση με τους εταίρους τους μέσω της παροχής συμβουλών και του συντονισμού τους. Ενώ παραμένουν πολύ λίγοι υπέρμαχοι του ομοσπονδιακού συστήματος μετά τη σκληρή πρακτική του εθνικισμού του Ντε Γκωλ στη δεκαετία του γειακη κρίση της δεκαετίας του
1970, η Ε.Κ.
1960 και την ενερ
επιβίωσε ως μία ένωση των εθνών-κρατών.
208
ΜΕΡΟΣ 4-ΤΟ ΕΘΝΟΣ-ΚΡΑΤΟΣ ΣΤΗ ΔΥΤΙΚΗ ΕΥΡΩΠΗ
Δεν αμφισβητείται η σημασία της για το παγκόσμιο εμπόριο και τα οικονομικά ζητήματα' διαθέτει ένα μοναδικό επεξεργασμένο νομικό πλαίσιο μέσω των συνθηκών της και του Δι καστηρίου' και έχει ενισχύσει τις δυνατότητες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ως ενός κοι
νοβουλίου αντιπροσώπευσης μέσω των άμεσων εκλογών. Ενώ αυτά τα υπερεθνικά στοι χεία εξυπηρετούν την υποστήριξη του κοινοτικού πλαισίου, πρέπει να τονιστούν, επίσης, οι περιορισμοί του. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι ένα γνωμοδοτικό σώμα και οι περιορι σμένες αρμοδιότητές του δεν μπορούν να διευρυνθούν χωρίς τη συμφωνία όλων των κυβερ νήσεων και των κοινοβουλίων σε όλη την Κοινότητα. Το Δικαστήριο διαθέτει ανωτερότητα
μόνο σε θεωρητικό επίπεδο σε σχέση με τους εθνικούς θεσμούς και δεν διαθέτει τα μέσα να επιβάλλει τις αποφάσεις του. Μεγαλύτερη σημασία έχει το γεγονός ότι η Επιτροπή, που εκφράζει την υπερεθνική ψυχή της Κοινότητας, έχασε ένα μεγάλο μέρος της ορμής της με τά τη σύγκρουσή της με τον Ντε Γκολ στα μέσα της δεκαετίας του
1960. Η επίδραση των
εθνικών κυβερνήσεων, που ασκείται μέσω του πανίσχl!ρoυ Συμβουλίου των Υπουργών και της Επιτροπής των Μόνιμων Αντιπροσώπων, ενισχύθηκε από τις τακτικές ουναντήσεις κο ρυφής των πρωθυπουργών και των προέδρων. Ταυτόχρονα, η δύναμη των κεντρικών κυ
βερνήσεων αυξήθηκε στο εσωτερικό, γιατί εξαιτίας των διακυβερνητικών συμφωνιών και της νομοθεσίας που προκύπτει από αυτές είναι πολύ δύσκολο τα κοινοβούλια να παρακο λουθούν και να ελέγχουν τις διαδικασίες. Παρά τους περιορισμούς που προαναφέρθηκαν, οι οποίοι προκύπτουν από ένα πλέγμα
αντίθετων επιδιώξεων και ανταγωνιστικών συμφωνιών σχετικά με τους όρους της συνεργα σίας, η Κοινότητα απέδειξε την ικανότητά της να ξεπερνά τον κατακερματισμό των ψευδαι σθήσεων σχετικά με την πρόοδο και τις προοπτικές της υπερεθνικής ενοποίησης. Αυτό που
έμεινε σταθερό είναι η υφέρπουσα αλληλεξάρτηση των κρατών-μελών και η σημασία των πολύπλευρων επαφών τους ακόμη και σε μία λιγότερο ιδανική οργάνωση
[... ]. Ένα σπου
δαίο επιχείρημα που χρησιμοποιείται συνήθως για να δικαιολογήσει την ύπαρξη της Κοι νότητας είναι ότι αποτελεί περιφρούρηση της δημοκρατΙας ενάντια στην απειλή επανεμφά νισης του ολοκληρωτισμού (χαρακτηριζει κωμικά τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο ως «ευρωπαϊ
κό εμφύλιο πόλεμο» Ι). Η αλήθεια, βέβαια, έγκειται στο ότι η ίδια η ΕΚ από μόνη της δεν μπορεί να επηρεάσει
τις βασικές πολιτικές δομές και τις τάσεις ανάμεσα στα κράτη-μέλη
[...] Ωστόσο, η Κοινότη
τα αντιπροσωπεύει μία ευρύτερη αίσθηση ταυτότητας και αίσθηση μέλους, ειδικά στις με ταπολεμικές γενιές, και είναι ένας τρόπος πίεσης που ασκείται στις υποψήφιες χώρες να
υποστηρίξουν τους δημοκρατικούς κανόνες. Η περαιτέρω διεύρυνση της Κοινότητας για να συμπεριλάβε ι την Ελλάδα, την Ισπανία και την Πορτογαλίο είναι μία σημαντική δοκιμασία.
Με αρκετή τύχη, η Κοινότητα μπορεί να καταφέρει αυτό που η στρατιωτική συμμαχία απέ τυχε να κάνεΙ, δηλαδή να υποστηρίξει και να ενισχύσει τις νέες, ευαίσθητες δημοκρατικές δομές αυτών των κρατών διευκολύνοντας την οικονομική τους ανάπτυξη. Η ύπαρξη της Κοινότητας, με τις διαδικασίες της πολιτικής και οικονομικής συγκέντρω σής της, συμβάλλει σε κάποιο βαθμό στη συνσχή των
15 συμμαχικών χωρών στο πλαίσιο του
ΝΑΤΟ. Αλλά αυτή η συνοχή είναι περισσότερο έμμεση, ένα τυχαίο πλεονέκτημα από τις
209
ΜΕΡΟΣ 4-ΤΟ ΕΘΝΟΣ-ΚΡΑΤΟΣ ΣΤΗ ΔΥΤιΚΗ ΕΥΡΩΠΗ
πολλαπλές επαφές, παρά μία ένδειξη της συμπληρωματικ6τητας των δύο οργανισμών. Το
ΝΑΤΟ, που είναι μία διακυβερνητική δομή, αντιπροσωπεύει ένα συνασπισμό κοινής άμυ νας και στρατηγικών συμφερόντων υπό την ηγεσία των Η.Π.Α Σε αυτή την προοπτική ο συ νασπισμός της Ε.Κ διαλύεται σε μία άμορφη συνάθροιση κρατών που συγκεντρώνονται γύρω από μία υπερδύναμη. Ακόμη και η Γαλλία, που έχει αποσυρθεί απ6 το στρατιωτικό τομέα, παραδέχτηκε επίσημα ότι έχει εμπιστοσύνη στην προστασία που εξασφαλίζουν τα πυρηνικά 6πλα της Αμερικής, παραμένοντας στην πολιτική συμμαχία του ΝΑΤΟ
[.•.].
Εθνικές ε@μηνείες της αλληλεξά@τησης ΕΙναι φανερό ότι, παρά τη βιωσιμότητα της στρατιωτικής συμμαχίας, η πολιτική κοινό
τητα που βρίσκεται στο υπόβαθρο δεν έχει ξεπεράσει το εμβρυακό στάδιο και παραμένει
σε μΙα κατάσταση ρευστότητας. Οι συζητήσεις για οικονομικά θέματα σε διάφορα διεθνή συνέδρια και οι συμβουλές πολιτικού περιεχομένου στην Ε.Κ (ένα σύνολο πιο στενό από
το ΝΑΤΟ) αποτελούν ένα μερικό συμπλήρωμα, αλλά ανεπαρκές για να δημιουργηθεί ένα ολοκληρωμένο σύστημα στρατιωτικού-οικονομικού-πολιτικού-διπλωματικσύ συντονισμού. Η αστάθεια ή η υποτονική κρίση ανακύπτει από τον ασύμμετρο χαρακτήρα της Aτλαvtικής
συμμαχίας όπως, επίσης, και αίτό τα πoικcλα αμφfπλευρα και πολύπλευρα συμφέροντα των ευρωπαίκών κρατών-μελών. Η ασάφεια χαρακτηρίστηκε επαρκώς από τον
(1979) ως <<τάσεις προς την
Hanrieder
απόκλιση και τάσεις προς την ενοποίηση». Η ασάφεια είναι
έντονη, επίσης, στην ομάδα των κρατών-μελών της εκ που έχουν ανάλογο μέγεθος. Μετά αjτό δύο δεκαετίες συνεργασίας, ο βαθμ6ςτης υπερεθνικής ενοποίησης στην Ε.Κ παραμέ
νει πολύ μικρός, μολονότι οι διαβουλεύσεις έχουν πνίξει με κάθε τρόπο τις αποκλίσεις σε κάποια οικονομικά πεδία. Οι περισσότερες κυβερνήσεις αναγνωρίζουν ότι η αλληλεξάρτη ση επιβάλλει τις σχέσεις συνεργασίας αλλά είναι πολύ ευκολότερο να επιτευχθσύν αυτές σε περιόδους οικονομικής ανάπτυξης παρά σε συνθήκες αστάθειας και ανασφάλειας. Ενώ η κατάσταση της ευάλωτης οικονομίας τονίζει την υφέρπουσα αλληλεξάρτηση, προκαλεί στάσεις εθνικιστικής αυτοάμυνας, επειδή η εθνική αυτονομία είναι [σύμφωνα με τον Morse
(1979, σ. 66)]
«τΟ ασφαλέστερο πλαίσιο για έλεγχο». Κανένα κράτος δεν τα δίνει6λα: η γε
νική προθυμία του να συντονίζει τις πολιτικές ελέγχεται από την επιφυλακτικότητα για την αναζήτηση του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος, όπου αιπ:ό είναι δυνατό, και από την αγω
νία του να ελαχιστοποιήσει τα τρωτά σημεία του απέναντι στις απρόβλεπτες αλλαγές που συμβαίνουν στον εξωτερικό κόσμο. Προσφέρεται ένα δάχτυλο, αλλά το χέρι μένει πίσω. Όταν ένας Αμερικανός ή Γάλλος πρόεδρος παρουσιάζει ένα μεγαλόπνοο σχέδιο, οι κυ βερνήσεις-μέλη το αντψετωπίζουν με σκεπτικισμό και αμφιβολία για τα κίνητρά του. Το κάθε κράτος χωριστά εκτψά ότι το να είναι μέλος σε διάφορους οργανισμσύς έχει
έναν διττό στόχο, που ήδη εξετάζουμε εδώ, δηλαδή, το συντονισμό της πολιτικής και την προστασία των συμφερόντων κάθε κράτους. Η εναλλακτική της υποχώρησης στο θέμα της
εθνικής αυτονομίας (τουλάχιστον σε συγκεκριμένους τομείς) είναι πάντα δυνατή, επειδή ένα σημαντικό περιοριστικό χαρακτηριστικό των διεθνών οργανισμών είναι η α,-τουσία επι-
210
ΜΕΡΟΣ 4-ΤΟ ΕΘΝΟΣ-ΚΡΑΤΟΣ ΣΤΗ ΔΥΤΙΚΗ ΕγΡΩΠΗ
βολής κυρώσεων στα κράτη-μέλη. Έτσι, η Γαλλία αρνήθηκε να συμμετάσχει στο ΝΑΤΟ, προσφέροντας την επικράτειά της και τις πολεμικές δυνάμεις της, αλλά επέλεξε να μείνει
μέλος της πολιτικής συμμαχίας. Δεν θα μπορούσαν να εφαρμοστούν κυρώσεις σ' αυτήν για να την αναγκάσουν να αλλάξει γνώμη. Οι κυρώσεις μπορούν να εφαρμοστούν σε ένα μι κρότερο κράτος, αλλά συχνά αυτό έχει αβέβαια αποτελέσματα. Για παράδειγμα, η Τουρ κία δεν εμποδίστηκε με κυρώσεις στα οπλικά συστήματα, όταν εισέβαλε και κατέλαβε την Κύπρο και η απαγόρευση της Αμερικής αναιρέθηκε τελικά παρά τις έντονες διαμαρτυρίες
εκ μέρους της Ελλάδας. Οι κυρώσεις είναι συνήθως περιορισμένες σε αξία, επειδή οι διε θνείς οργανισμοί είναι σύνδεσμοι αμοιβαίων συμφερόντων και είναι δύσκολο να εφαρμο στούν κυρώσεις χωρίς να πρσκληθούν βαθιά τραύματα στον ίδιο τον οργανισμό. Η εμπει ρία δεν περιορίζεται στο ΝΑΤΟ- οι συμφωνημένοι κανόνες του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (Ι.Μ.Ρ.), της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου (GATΓ), της Διεθνούς
Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας (Ι.Ε.Α.), της ΕυρωπαΤκής Κοινότητας (Ε.Κ), όπως και ενός πλήθους μικρότερων οργανισμών, έχουν παραβιαστεί σε πολλές περιπτώσεις χωρίς σοβαρές συνέπειες για τα απείθαρχα μέλη-κράτη.
Είναι προς όφελος των κρατών να ανήκουν σε πολλούς οργανισμούς, καθένας από τους οποίους ειδικεύεται σε ένα πολιτικό πεδίο, παρά να ανήκουν σε μία ευρεία πολιτική κοινό τητα που θα περιόριζε μόνιμα την αυτονομία των μελών-κρατών και ίσως θα τα υποβίβαζε
στο επίπεδο των επαρχιών. Εξαιτίας του φόβου γι' αυτούς τους περιορισμούς, η Βρετανία επέλεξε να μείνει αμέτοχη στις πρώτες φάσεις της ευρωπα'ίκής ενοποίησης στη δεκαετία του
1950, ενώ συμμετείχε πλήρως στη δυτική στρατιωτική συμμαχία. Η Γαλλία ακολούθησε την αντίθετη πολιτική στις δεκαετίες του 1960 και 1970. Συνεπώς η ιδέα ενός δυτικού ευρω παϊκού πολιτικού συνασπισμού που βαθμιαία επιτύγχανε την ισότητα με τις Η.Π.Α. ήταν
ουτοπική. Δεν ήταν δυνατ6ν ούτε να εξεταστεί η ενσωμάτωση των ζητημάτων της άμυνας στην Ε.Ε. ούτε να επιτευχθεί κοινή πολιτική σε ευαίσθητα ζητήματα, 6πως είναι η ενέργεια
και τα θέματα εξωτερικής πολιτικής. Σε κάθε περCπτωση, τα περισσότερα θέματα εκτείνο νται πέραν του Ατλαντικού και συνήθως και στον Ειρηνικ6. Ενώ είναι εμφανές ότι το θέμα της άμυνας δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς τις Η.ΠΑ., ισχύει εξίσου ότι η οικονομική πολιτική
της Αμερικής στο εσωτερικ6 και το εξωτερικό καθορίζει αποφασιστικά τα ευρωπαΤκά οι κονομικά και ενεργειακά. προβλήματα. Σε αυτούς τους τομείς οι σχέσεις αμοιβαίου συμφέ
ροντος (π.χ. Ηll.Α.-Γερμανίας, Η.Π.Α.-Βρετανίας) δεν έχουν χάσει στο ελάχιστο τη σημα σία τους. Αυτ6ς είναι ένας απ6 τους πολλούς λόγους που εμποδίζουν την Ε.Ε. να γίνει μία ευρωπα'ίκή κυβέρνηση, που συνεπάγεται μ(a εκτελεστικήΙνομοθετική εξουσία, ένα κοιν6 νόμισμα, ένα στρατ6 και, πάνω απ' 6λα, μ(a αίσθηση πολιτικής κοινότητας που να υπερα
κοντίζει το παγιωμένο καθεστώς της Βρετανίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ιταλίας και των υπ6λοιπων χωρών.
Στην πραγματικότητα, η διαφορετικότητα των διεθνών οργανισμών αντιστοιχεί στη διa φορετικότητα των συμφερόντων των εθνών-κραι:ών και στο εύρος avτών των συμφερόντων,
που ξεπερνούν τη δυτική Ευρώπη και εκτείνονται στις άλλες ηπείρους. Το παιχνίδι έχει αλ λάξει μετά το Β' Παγκόσμιο πόλεμο στο ότι η σύγκρουση των εθνικών συμφερόντων που
211
ΜΕΡΟΣ 4-ΤΟ ΕΘΝΟΣ-ΚΡΑΤΟΣ ΣΤΗ ΔΥΤ/ΚΗ ΕΥΡΩΠΗ
υπoσt:ηρίζεται από τα όπλα δεν ισχύει πλέον. Το παιχνίδι εστιάζεται πια σt:ην αναζήτηση του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος στο πλαίσιο των συνεργαζόμενων οργανισμών. Αντί
YVJ. τον παλαιομοδίτικο πόλεμο στα χαρακώματα και την καταστροφή των πολιτών, η σημε ρινή κατάσταση τυποποιείται στις ματωμένες μύτες, στα φαινομενικά χωρις αίμα πρόσωπα
δημόσιων λειτουργών, που κάνουν σύντομα ταξίδια στις Βρυξέλλες, και στα προσποιητά
χαμόγελα μετά από ολονύκτιες συσκέψεις. Μία βαρετή αλλά αποφασιστική βελτίωση. Το παιχνίδι έχει σίγουρα τα παράδοξά του και τους κινδύνους του. Τα διεθνή δίκτυα (που περιλαμβάνουν εκείνα με τα υπερεθνικά στοιχεία) αντιπροσωπεύουν κάτι περισσό τερο από προεκτάσεις των υπαρχόντων κρατών. Η τυποποίηση της πολιτικής, όπως επίσης
και η εφαρμογή της, προέρχεται ακόμα κυρίως από τις κεντρικές κυβερνήσεις. Οι συζητή σεις εντοπίζονται σε δVJ.κυβερνητικό επίπεδο περισσότερο για το σκοπό της αναζήτησης συντονισμού παρά για την προσπάθεια άσκησης κοινής πολιτικής. Επομένως, η κεντρική
κυβέρνηση, έχοντας αναλάβει ένα ρόλο συντονιστή και διαμεσολαβητή της πολιτικής σε
εθνικό και διεθνές επίπεδο, κατέχει μία βασική στρατηγική θέση. Η διάχυση της εξουσίας τής χρησιμεύει κάπως παράδοξα σt:ην ενδυνάμωση της αρμοδιότητάς της για λήψη αποφά σεων. Παρομοίως, σε τοπικό επίπεδο, όπου οι περιφερειακές μονάδες υπάρχουν σε μη ομοσπονδιακά συστήματα, κυριαρχεί η ίδια τάση. Μόνο η κεντρική διοίκηση διαθέτει την απαραίτητη ικανότητα και πληροφόρηση για να επιβλέψει ολόκληρο το εύρος της κυβερ
νητικής διαδι;κασίας. Ένα ακόμη παράδοξο του παιχνιδιού είναι ότι η αξιοποίηση των επι πρόσθετων δημοκρατικών θεσμών (περιφερειακές συνελεύσεις, το άμεσα εκλεγόμενο Ευ ρωπαϊκό Κοινοβούλιο) δεν οδηγεί αναγκαστικά σε περισσότερη δημοκρατία. Αφού η δια
δικασία της λήψης αποφ6σεων σt:ηρίζεται τόσο σταθερά σt:η δια-εκτελεστική βάση, περι λαμβάνοντας πρώτιστα τους υπουργούς, τους ανώτερους δημόσιους λειτουργούς και τους
αντιπροσώπους των οργανωμένων ομάδων συμφερόντων, τα κοινοβουλευτικά σώματα έχουν υποστεί ένα σοβαρό πλήγμα σt:η σπουδαιότητά τους. Τα κοινοβούλια μπορεί να μην είναι περιθωριακοί θεσμοί, αλλά έχουν εκδιωχθεί από τα κέντρα της διαμόρφωσης και εφαρμογής πολιτικής. Αυτό που συμβαίνει σε εθνικό πλαίσιο έχει πολλές πιθανότητες να επαναληφθεί σε νεοεμφανιζόμενα πλαίσια. Όπου υπάρχουν οι περιφερειακές συνελεύ
σεις, οι αρμοδιότητές τους περιορίζονται στενά από την κεντρική κυβέρνηση, που περισ
σότερο ζηλότυπα προστατεύει το παραδοσιακό προνόμιό της να έχει το αποκλειστικό δι καίωμα αντιπροσώπευσης στο εξωτερικό (δηλαδή απαγορεύει τις τυπικές σχέσεις μιας πε ριφέρειας με την Επιτροπή). Το άμεσα εκλεγμένο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι λιγότερο εύκολα χειραγωγήσιμο, αλλά παρεμποδίζεται από τις περιορισμένες δυνατότητές του και
πρέπει να λειτουργήσει σε μία δυσμενώς καθορισμένη κατάσταση εμβρυακής πολιτικής κοινότητας. Αυτά τα παράδοξα προκαλούν τον εξής κίνδυνο: τα εθνικά κοινοβούλια, που
ήδη εξασθένισαν από την περιορισμένη ικανότητα ελέγχου και διερεύνησης της νομοθε σίας και των πρσϋπολογισμών, εξαναγκάζονται να αντιμετωπίσουν τα σύνθετα συστήματα
της λήψης αποφάσεων στα οποία η απόδοση ευθύνης είναι ακόμη πιο απρoσδιόρισt:η απ' ό,τι θα προέβλεπε το παραδοσιακό δόγμα της υπουργικής ευθύνης. Η απώλεια αυτής της ικανότητας δεν αντισταθμίζεται από τη μεταβίβαση των αρμοδιοτήτων στο Ευρωπαϊκό
212
ΜΕΡΟΣ 4-ΤΟ ΕΘΝΟΣ-ΚΡΑΤΟΣ ΣΤΗ ΔΥΤΙΚΗ ΕΥΡΩΠΗ
Κοινοβούλιο ή οτη; περιφερειακές O'!Jνελεύσεις. Η κατάσταση που προκύπτει με τους νέ ους O'!Jμβουλευτικούς κύκλους και τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων αυξάνει την αδυνα μία του κοινοβουλίου, επειδή η δύναμη που χάνεται σε εθνικό εmπεδo δεν αναπληρώνεται κάπου αλλού. Απλώς εξαφανίζεται, αφήνοντας την κεντρική κυβέρνηση με τη γραφειο κρατία της πιο ελεύθερη από περιορισμούς. Ο κίνδυνος δεν έγκειται σε μία ενδεχόμενη επιβολή δικτατορίας, αλλά στην ευκολ(α με την οποία η απόδοση ευθυνών μπορεί να γίνει O'!Jγκεχυμένη. Η κοινή αβεβαιότητα για το σε ποιον έγκειται η αρμοδιότητα και η ευθύνη μπορεί να βλάψει τη ζωτικότητα της δημοκρατίας, αν δεν βρεθούν αποτελεσματικότεροι
έλεγχοι για τη δραστηριότητα της κεντρικής κυβέρνησης, που θα είναι κατάλληλοι για τις νέες O'IJVθήκες.
Βιβλιογ(!αφία Wolfram F. Hanrieder, 1979. "Co-ordinatingforeign poJicies" στο Wemer Linkand Wemer J. Feld (eds) The New Nαlionαlism (New York f Oxford: Pergamon). Edward L. Morse, 1979. "The new economic nationalism and the coordination of economic poJicies" στο Link and Feld, ό.π. Royαl Commission οπ the Constitution 1969-1973 (Κilbrandon Report) 2 τ., Cmnd 5460 (October 1973). Kurt Sontheimer, 1972. The Government and Polίtics of West Germany (London: Hutchinson).
213
i!
Ι,,
10 ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ ΠΕΡmΑΛΛΟΝΤΟΣ FRANCIS SANDBACH* Το ερώτημα εάν θα υπάρξουν σημαντικά φιισικά και κοινωνικά όρια στην oικoνoμικιj
ανώmιξη ιj όχι δεν μπορεί να απαντηθεί με κάποια βεβαιότητα, Ενώ μπορεί κανε(ς να εί
ναι βέβαιος ότι η άνοιξη θα ακoλouθιjσει το χειμώνα και τα φθινόπωρο θα ακoλouθήσει τα καλοκαίρι, η ίδια βεβαιότητα δεν υπάρχει, άεαν κάνouμε πρόβλεψη για τη μελλοντική κα
τάσταση του περιβάλλοντος. Το είδος των απαιτήσεων που έχουμε από το περιβάλλον θα εξαρτηθεί, όπως και oιjμερα, από τη μορφή και την έκtαση της κοινωνικής δραστηριιYtητας. Είναι απαραίτητο να δηλώσouμε το προφανές, άει δηλαδή διαφορετικές κοινωνίες, τόσο oιjμερα όσο και στο παρελθόν, έχouν διαφορετικές αξιώσεις και έχouν ασκήσει διαφορετι κιj επίδραση στα περιβάλλον. Αν, για παράδειγμα, ouγκριθεί το ποσό της ενέργειας που
καταναλώνouν στην εποχή μας διαφορετικές χώρες, τείνει κανε(ς να διαπιστώσει άει τα υψηλά επίι,εδα της κατανάλωσης παρατηρο'6νται σε χώρες με υψηλά επίπεδα oικoνoμικιjς δραστηριότητας. Ωστόσο, υπάρχouν μεγάλες διαφορές ανάμεσα στις χώρες με ανάλογα
επίπεδα οικονομικής δραστηριότητας. Ο G. Foley σχολιάζει: Μολονότι οι ΣoUΗδoΙ και οι Καναδοί έχουν σχεδόν το ίδιο κατά κεφαλήν ΑΕγχΠ", οι Κανα δοί καταναλώνουν κατά μέσο όρο διπλάσια ποσότητα ενέργειας. Οι Διmκoγερμανoί και οι Βρετανοί, α,τότην άλλη, καταναλώνουν το ίδω ποσό ενέργειας, αλλά το κατά κεφαλήν ΑΕγχΠ σrη δυτική Γερμανία είναι 70% υψηλότερο α.τ ό,τι σrη Μεγάλη Βρετανία
(1976, σ. 89).
Η μελλσντική ζήτηση ενέργειας θα εξαρτηθεί σε σημαντικό βαθμό από το είδος της οι
κονομικής ανώmιξης. Χρησιμοποιώντας τεχνικές υπολογισμού για την κατανάλωση της ενέργειας οι Ρ.
Chapman, G. Leach και άλλοι έχouν δείξει άει καταναλώνεται διαφορετικό
ποσό ενέργειας, στη μεταφορά, τη γεωργία, τη θέρμανση των σπιτιών, τη συσκευασία των αγαθών κ.λπ. (βλ.
Chapman, 1975' Leach, 1976). Για παράδειγμα, οι αλλαγές στο σύστημα
των μεταφορών θα μπορσύσαν να έχouν σημαντικά αποτελέσματα στη ζήτηση ενέργειας
[... ]. Ωστόσο, τα αποτελέσματα στο περιβάλλον εξαρτώνται όχι μόνο από την επιλογή της τεχνολογίας, αλλά και από τον τρόπο με τον οποίο αυτή οργανώνεται. Συνεπώς, η πολιτική της αποκέντρωσης και η τσπικιj αυτάρκεια στην Κίνα περιόρισαν γενικά την ανάγκη για τη μεταφορά των εμπoρεuμάtων.
Οι αλλαγές στο σύστημα της τεχνολογίας και στις μορφές της κοινωνικής οργάνωσης θα
• ΠTfY'ί: Envίronment Ideok>gy αΜ Ρο/ίοΥ, BasίlBlackwe/~ 1980, σ,200-23. Για να μειώσουμε την έκταση ΤΟυ αρχικού κειμένου παραλεΙψαμε πολλές από τις πηγές που αναφέρει ο
Sandbach καθώς και μερικά δεδομένα και μερικές αvaπτύξεις των θέσε"ντ",," Οι αναyνdιστες που ενδιαφέρο vrαt για αυτά μπορούν να σvμβoυλεuτoύP το αρχικό κείμενο. •• Σ.τ.Μ.: Axαθdeισro Ε')'Χ"ριο ΠΡOΙ'ιfv (GrO$$ Dom",tic Proι:lω:ι).
215
ΜΕΡΟΣ 4-ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ
μετέβαλλαν τις μελλοντικές α:π;αιτήσεις που έχουμε απ6 το περιβάλλον χωρίς απαραίτητα να επηρεάσουν το επίπεδο της οικονομικής δραστηρι6τητας, όπως συμβατικά καταμετρά
ται μέσω του ΑΕγχΠ ή του ΑΕΠ. '. Εν<ό είναι προφανές ότι η πρόβλεψη για το μέλλον της
κοινωνίας εξαρτάται από τον τUπo της οικονομικής δραστηρι6τητας και της σχεδίασης που θα ανακύψει, είναι, ωστόσο, σημαντικό να κάνουμε αυτή την πρόβλεψη. Υπήρχε η πεισμα
τική αντCληψη ότι μπορούμε να προβλέψουμε το μέλλον, αν προβάλουμε σ' αυτό ελαφρά τροποποιημένες τάσεις που εμφανCστηκαν στο παρελθόν
[... ]. Το ερώτημα κατά πόσο πα
ρ6μοιες προβολές είναι επιθυμητές σπάνια εξετάζεται. Αυτοί που ενδιαφέρονται για την προώθηση εναλλακτικών μορφών τεχνολογίας έδω σαν έμφαση, με κάποια επιτυχία, στην πιθανότητα εναλλακτικών μελλοντΙΥ.ώγ συνθηκών,
παρά τους περιορισμούς της πολιτικής στρατηγικής. Για παράδειγμα, δεν είναι απαραίτητο
να υπάρξει χάσμα ανάμεσα στη ζήτηση και την προσφορά ενέργειας το έτος 2000, αν δεν λάβει χώρα κάποια ανάπτυξη της πυρηνικής ενέργειας. Η ανάπτυξη των εναλλακτικών τε χνολογιών και η διατήρηση της ενέργειας μπορούν να συμβάλουν στο να γίνει το μέλλον
καλ1!τερο. Έχει σημασία να εξετάσουμε τις διάφορες πιθανές εξελCΞειςτων γεγονότων. Αυτές πρέπει να βασίζονται, βέβαια, στην πολιτική πραγματικότητα και όχι σε ουτοπικά σχέδια. Οι εναλλοκτικές πολιτικές δεν μπορούν να διαχωριστούν από την κοινωνική δέ σμευση που είναι απαραίτητη για την ευόδωσή τους. Στο δεύτερο μέρος αυτού του κεφα λαίου θα εξεταστούν οι ποικίλες πολιτικές ως προς την εφαρμοσιμότητά τους. Για να εκτιμήσουμε τις μελλοντικές δυνατότητες, πρέπει να κατανοήσουμε τους πραγ ματικούς και υποθετικούς φυσικούς και κοινωνικούς περιορισμούς στην ΟΙΥ.ονομική ανά
πτυξη. Έτσι, πριν συζητήσουμε τα πλεονεκτήματα των διαφαρετικo)v πολιτικών, είναι α:π;α
ραίτητο να διευκρινίσουμε τις επιστημονικές και ιδεολογικές συνιστώσες των ποικίλων α:π;όψεων που έχουν διατυπωθεί για τα φυσικά και κοινωνΙΥ.ά όρια της ανάπτυξης. Η συζή
τηση για τα «όρια της ανάπτυξης» δεν είναι πρόσφατη' οι ρίζες της ανάγονται σε μερικούς α:π;ό τους κύριους οικονομολόγους και συγγραφείς του 180υ και του 190υ αιώνα. Οι α:π;ό ψειςτων
Thomas Malthus, David Ricardo, John Stuart Mill, W. Stanley Jeνons, Karl Marx και Friedήch Engels αφορούσαν στα ίδια θέματα και στη μία εποχή και στην άλλη. Οι ιδέες δεν είναι καινούριες ούτε και πολλά α:π;ό τα μειονεκτήματά τους.
Η συζήτηση για τα ό@ια της ανάπτυξης Οι επιστημονικές και ιδεολογικές α:π;όψεις που έχουν διατυπωθεί στις συζητήσεις yw τα όρια της ανάπτυξης μπορούν γενικά να διαιρεθούν σε τρεις κατηγορίες. Με πολιτικά κρι τήρια αντιστοιχούν στις συντηρητικές, φιλελεύθερες και ριζοσπαστικές α.1τόψεις, αλλά δια τυπώνονται θεωρητικά. Στην πρώτη άποψη υποστηρίζεται ότι υπάρχουν φυσικά και κοινω νικά όρια που πρέπει άμεσα να μας α:π;ασχολήσουν. Τα φυσικά όρια υποστηρίζονται α;τό τη
• Σ.τ.Μ.: Ακαθάριστο Eθvικb Προϊόν (Gross NationαlProduct) καιΑκαθάριοτο Εγχώριο Προϊόν (Gross Domes/k: Produι;t).
216
ΜΕΡΟΣ 4-ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ
νεο-μαλθουσιανή θέση σχετικά με την επιταχυνόμενη ανάπtυξη σε έναν πεπερασμένο κό σμο και ο Ricardo και ο Jevons διατυπώνουν την υπόθεση των «εσόδων που ελαττώνονται». Τα κοινωνικά όρια υπoσrηρίζoνται από θέσεις που αφορούν σrην κοινωνική ένταση που προκαλείται από την ανάπtυξη και την εξάντληση των αγαθών που «εξαρτώνται από τη θέ
ση τους»
(positional goods), μία άποψη που διατυπώθηκε αρχικά από τον Ricardo, αλλά F. Ifusch.
έγινε αρκετά δημοφιλής πρόσφατα με την εργασία του
Η δεύτερη και πιο αισιόδοξη άπΟψη είναι η θέση των φιλελεύθερων οικονομολόγων για τον οικονομικό/τεχνολσγικό καθορισμό. Αυτή δίνει έμφαση στις μηχανιστικές και οικονο
μικές αντιδράσεις στα προβληματα της έλλειψης των πόρων και της ρύπανσης στην οικονο μία της αγοράς. Η τρίτη άπΟψη είναι η μαρξιστική πολιτικο-οικονομική θέση. Αυτή τονίζει την αλληλεξάρτηση της κοινωνικής οργάνωσης της παραγωγής και της κατανάλωσης, απ6 τη μία, και του θεσμικού εποικοδομήματος που αναm'ύσσεται για να ελέγχει τη ροη των πό ρων μέσω της οικονομίας και να ενεργοποιεί τα όργανα ελέγχου της ρύπανσης. Σύμφωνα
με αυτή την άπΟψη, η έλλειψη των πόρων και η ρύπανση εναπ6κεινται στις λανθάνουσες αρχές οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης.
Η νεο-μαλθουσιανή θέση Στο Δοκ{μιο για την Αρχή του Πληθυσμού ο
Ma1thus υποστήριζε ότι υπάρχει
ένας πα
γκόσμιος νόμος που καθορίζει τις σχέσεις ανάμεσα στον πληθυσμό και την έλλειψη των πό ρων. Ο
Malthus πίστευε ότι μόνο όταν υπάρχουν προβλήματα συντήρησης περιορίζεται το
πρόβλημα του υπερπληθυσμού
ο λόγος είναι ότι «ο πληθυσμός, όταν δεν εμποδίζεται,
αυξάνει με γεωμετρική πρόοδο, ενώ η παραγωγή αγροτικών αγαθών αυξάνει με αριθμητι
κή πρόοδο»
Ο
(1970, σ. 71). Malthus χρησιμοποίησε τα ιστορικά δεδομένα της πληθυσμιακής αύξησης στις
Η.Π.Α και σrην Ευρώπη για να δικαιολογήσει εμπειρικά τη γεωμετρική αύξηση του πλη
θυσμού. Έτσι κατέληξε ότι ο φυσικός ρυθμός αύξησης του πληθυσμού συνεπάγεται το δι πλασιασμό του κάθε 25 χρόνια, αν δεν εμποδιστεί από την έλλειψη τροφής ή «περίεργες αι τίες πρόωρης θνησιμότητας». Μπορούμε να συγχωρήσουμε τον Malthus που διατύπωσε έναν άκαμπτο νόμο επιταχυνόμενης ανάπtυξης, καθώς τα δημογραφικά δεδομένα ήταν ιδι αίτερα ελλιπή μέχρι πρόσφατα. Σήμερα είναι γνωστό ότι το βελτιωμένο επίπεδο ζωής και υγείας, που είναι αποτέλεσμα κυρίως της οικονομικής ανάπtυξης, είναι υπεύθυνο για τη μείωση στους ρυθμούς αύξησης του πληθυσμού στα αναπτυγμένα κράτη. Ωστόσο, ο
Malthus προσέφερε πολύ λιγότερο
ικανοποιητικά στοιχεία για την απλή αριθμητική αύξη
ση της παραγωγής αγαθών. Αυτό το μέρος της θεωρίας του δέχtηκε ιδιαίτερες επιθέσεις το
190 αιώνα.
Owen' αντέκρουσαν την υπόθεση του Malthus αντιπροτείνοντας ότι, αν το έδαφος καλλιεργηθεί σωστά, μπορεί να θρέψει μεγάλους πληθυσμούς.
• Σ. τ.Μ.: R.
Οι οπαδοί του
Owι:π: Ουαλός ουτοπιστής σοσιαλιστής που πρσωl!ηaε προγράμματα κοινωνικής και εργαaιακής
πρόνοιας στο εργοστάσιό του στις αρχlς του 19ου αιώνα.
217
ΜΕΡΟΣ 4-ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ
Ο Engels
(1844)
αμφισβήτησε, επίσης, τον
Malthus, ισχυριζόμενος ότι αυτός δεν είχε
προσκομίσει καμία απόδειξη πως η παραγωγικότητα της γης μποροίίσε να αυξηθεί μόνο με αριθμητική πρόοδο. Αντίθετα ο
Engels υποστήριζε ότι, αν ο πληθυσμός αυξανόταν με επι
ταχυνόμενο ρυθμό, ανάλογα θα αυξανόταν και το εργατικό δυναμικό πσυ θα απασχολού νταν για να παράγει τροφή. Και συνέχισε λέγοντας ότι: Αν υποθέσουμε ότι η αύξηση της παραγωγής που σuνδέεται με αυτή την αύξηση της εργασίας δεν είναι πάντα ανάλογη με την τελευταCα, μένει ακόμα ένα τρίτο σroιχείo -που, όμως, οι οι
κονομολόγοι δεν το θεωρούν ποτέ σημαντικό -, δηλαδή η επιστήμη, η πρόοδος της oπoCας εί ναι τόσο απερι6ριοτη και τouλάχιστoν τόσο γοργή όσο και η αύξηση του πληθυσμού (παραθ/! τει ο
Meek, 1971, σ. 63).
Στις διαδοχικές εκδόσεις του Δοκιμioυ του ο Malthus κατέληξε να στηρίζεται όλο και περισσότερο στο νόμο των εσόδων που ελαττώνονται, νόμο που συνήθως συνδέεται με το
Ricardo. Η θέση τσυ Ricardo όσον αφορά στη γεωργ€α ήταν ότι, καθώς ο πληθυσμός αυξά νεται, αναγκαστικά θα χρησιμοποιείται έδαφος κατώτερης ποιότητας και συνεπώς θα ακο λσυθήσει πτώση στην παραγωγικότητα. Ο
Jevons στο έργο του Το ζήτημα τουΆνθρακα 1865), διεύρυνε τη συζήτηση για να συμπεριληφθεί το θέμα των πηγών του άνθρακα. Οι σύγχρονοι του Jevons πσυ ήταν οπαδοί του MaJtbus υποστήρι ζαν ότι, καθώς ο ρυθμός κατανάλωσης του άνθρακα δι..-τλασιάζεται κάθε 20 χρόνια, τα απο θέματά του θα εξαντληθσιίν το έτος 2034. Ο Jevons βασιζόμενος στη θέση περί των εσόδων (που αρχικά δημοσιεύτηκε το
που ελαττώνονται υποστήριζε ότι, πολύ καιρό πριν συμβεί αυτό, το κόστος των καυσίμων θα αυξηθεί, καθώς θα γίνει δυσκολότερη η εξόρυξη του άνθρακα και η ζήτηση θα ξεπερά σει την προσφορά. Καθώς ο Jevons πίστευε ότι η υποκατάσταση με τις εναλλακτικές μορ φές ενέργειας, την αιολική, τη γεωθερμία ή την πετρελι:χ'ίκή ενέργεια, ήταν εντελώς αδύνα τη, ήταν πεπεισμένος ότι η πρόοδος ήταν απίθανο να διατηρηθεί. Αξίζει να εξετάσουμε ιδιαίτερα την καθαρά πεσιμιστική άποψη, που αφορά ειδικά στους φυσικσιίς πόρους, γιατί πολλοί ειδικοί κατέληξαν τώρα να συμφωνήσουν ότι δεν υπάρχουν πιθανότητες να προκύψουν τα επόμενα χρόνια κάποιοι περιορισμοί ενός απόλυ
του τt1πoυ. Η ποσότητα που περιέχουν οι περισσότερες πηγές σε βάθος ενός μιλίου από την επιφάνεια της γης πιθανόν ξεπερνά τα αποθέματα που είναι τώρα ΓVωστά, με πολλαπλάσια που ποικίλλουν από χίλια μέχρι εκατομμύρια (βλ.
Connelly και Perlman, 1975). Και,
ενά
ντια στην άποψη που υποστηρίζει ότι θα είναι πιο δύσκολο να αντλήσουμε τους φυσικούς πόρους, υπάρχουν ενδείξεις ότι συμβαίνει το αντίθετο. Οι συστηματικές μελέτες των Η. J. Bamett και C. Morse (1965) για το κόστος των μεθόδων άντλησης την περίοδο 1870-1957 έδειξαν χωρίς εξαίρεση (εκτός από τη δασοκομία και πιθανόν το χαλκό), ότι το κόστος της
αξιοποίησης των φυσικών πόρων σημείωσε σημαντική πτώση. Ο Engels είχε δίκιο, όταν υποστήριζε τη σημασία της επιστήμης, γιατί αυτές οι αλλαγές στο κόστος της αξιοποίησης μπορούν να ερμηνευτούν με βάση την αλλαγή ή την υποκατάσταση της τεχνικής. Για να δώ σουμε ένα συγκεκριμένο παράδειγμα, μπορούμε να αναφέρουμε τις Η.ΠΑ. όπου η ποσό-
218
ΜΕΡΟΣ 4-ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ
τητα της ενέργειας που χρειάζεται για να παραχθεί μία κιλoβσ:tώρα ηλεκτρικού σε διάστη μα μιας ώρας σημείωσε πτώση σε ποσοστό πάνω από 35% την περίοδο
1948-1968' και στη
Μεγάλη Βρετανία η ζήτηση ενέργειας για να παραχθεί ένας τόνος ατσάλι μειώθηκε σε πο σοστό
74% την περίοδο 1962-1972, κυρίως ως συνέπεια της χρησιμοποίησης της βασικής μεθόδου με οξυγόνο [...]. Στη δεκαετία του 1960 η μαλθουσιανή άποψη της πίεσης που ασκεί ο πληθυσμός στους περιορισμένους πόρους επανέκτησε τη δημοτικότητά της. Σύμφωνα με τους Ρ. R. και Α. Η. Ehrlich (1970), αν ο πληθυσμός επρόκειτο να παραμείνει στο επίπεδο των 3,3 δισεκατομμυ ρίων, τότε, με τα σύγχρονα επίπεδα ζήτησης, ο μόλυβδος θα εξαντλούνταν το 1983, ο λευκό χρυσος το 1984, το ουράνιο το 1990, το πετρέλαιο το 2000, ο σίδηρος το 2375, ο άνθρακας το 2800 και ούτω καθεξής. Στη μελέτη που διενέργησαν οι D. Η. Meadows και συν. (1972) με τον τίτλο Τα Όρια τηςAνΆΠΤVξης οι μαλθουσιανές υποθέσεις υποκρύπτονται στα αποτελέ σμσ:tα των προβλέψεων μέσω υπολογιστών. Τα δεδομένα από το
1900 ωςτο 1950 για την
επιταχυνόμενη αύξηση της χρήσης των αγαθών, του πληθυσμού, της ρύπανσης και των άλ λων σχετικών φαινομένων προεκτείνονται σε ένα μέλλον που μπορεί να παρέχει στην κα
λύτερη περίπτωση αύξηση μόνο με αριθμητική πρόοδο της δυνατότητας να επιλύσουμε τα προβλήματα των φυσικών περιορισμών. Δεν χρειάζεται κανένας υπολογιστής για να δούμε τις σuvέπειεςτων υποθέσεων. Όπως σuvέβη με τις προηγούμενες προβλέψεις του
Malthus,
η θέση αυτή δεν μπορεί να στηριχθεί σε εμπειρικά δεδομένα, επειδή απέτυχε να αφήσει περιθώρια, ώσ!;ε η διεύρυνση των πηγών να ικανοποιήσει τη ζήτηση. Οι επιστημονικές και
τεχνολογικές εξελίξεις, καθώς και η αυξανόμενη εκμετάλλευση των μεταλλευμάτων που υπάρχουν στην επιφάνεια χάρη στις τεχνικές που γνωρίζουμε σήμερα, κατέρριψαν την
ενroπωση ότι οι αξιοποιήσιμες πηγές είναι καθορισμένες. Περαιτέρω, όπως υποστηρίζouv
οι Η. Κahn,
W. Brown και L. Marte! (1976), δεν υπάρχει ισχυρό κίνητρο για να ερευνήσου
με για περισσότερα αποθέματα απ' όσα θα απαιτούσε η ζήτηση των επόμενων δεκαετιών.
Δεν θα υπήρχε σημαντικό κέρδος σε τέτοιες επενδύσεις και μπορεί να αποδεικνύονταν και αντιπαραγωγικές, αφού η αύξηση των γνωστών αποθεμάτων θα πίεζε τις τρέχουσες τιμές. Μερικά παραδείγματα θα βοηθούσαν να δείξουμε πώς τα γνωστά αξιοποιήσιμα αποθέ ματα αυξήθηκαν παράλληλα με τη βιομηχανική ζήτηση. Για παράδειγμα, το
1944 οι Η.Π.Α. 41 αγαθά.
εκπόνησαν μία μελέτη για τα δικά τους γνωστά αποθέματα που αφορούσαν σε Αν είχαν μείνει στατικά τα προβλεπόμενα αποθέματα, τότε
21 απ' αυτά τα αγαθά θα είχαν Pehrson, 1945' Page, 1973). Ας αναφέρουμε το παράδειγμα του αλου μινίου: την περίοδο 1941-1953 τα γνωστά παγκόσμια αποθέματα του βωξίτη αυξήθηκαν κα τά 50 εκατομμύρια τόνους το χρόνο και την περίοδο 1950-1958 η μέση ετήσια αύξηση ήταν περίπου 250 εκατομμύρια τόνοι (Page, 1973). Αν, πάλι, εξετάσει κανείς τηντωριVΉ ανησυ χία για τα αποθέματα πετρελαίου, θα διαπιστώσει ότι το 1938 τα γνωστά αποθέματα επαρ κούσαν για χρήση 15 χρόνων με τους σύγχρονους ρυθμούς κατανάλωσης στις αρχές της δε καετίαςτου 1950, μετά τον διπλασιασμό των ρυθμών κατανάλωσης, τα γνωστά αποθέματα επαρκούσαν για 25 χρόνια' το 1972, μετά έναν περαιτέρω τριπλασιασμό της κατανάλωσης, τα γνωστά αποθέματα επαρκούσαν για 35 χρόνια. τώρα εξαντληθεί (βλ.
219
ΜΕΡΟΣ 4-ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ
Πρέπει να γίνει μία χρήσιμη διάκριση ανάμεσα στους καθαρούς πόρους που βρίσκονται στο φλοιό της γης, τους αξιοποιήσιμους πόρους και τους πόρους που χρησιμοποιούνται τώ ρα για εμπορική εκμετάλλευση. Σύμφωνα με αυτή τη διάκριση, η Ζάμπια είναι πλούσια σε μεταλλεύματα χαλκού, αλλά είναι αντιοικονομικό ν' ασχοληθεί κανείς με αυτά υπό τις πα
ρούσες συνθήκες. Συνεπώς, η Ζάμπια δεν έχει αποθέματα χαλκού, αλλά διαθέτει πολλές πηγές χαλκού (βλ.
Roberts, 1978). Η ανεπάρκεια των νεο-μαλθουσιανών απόψεων, όπως
φαίνονται στη μελέτη Τα Όρια της Ανάπτυξης, είναι ότι συχνά αναφέρονται στα αποθέμα τα σαν να ήταν οι συνολικές πηγές.
Ο Α.
Shenfield, πρώην οικονομικός διευθυντής της Συνομοσπονδίας της Βρετανικής
Βιομηχανίας, αποκρούει αυτούς που προμηνύουν την εξάντληση των ενεργειακών πηγών, με τρία επιχειρήματα. Πρώτον, υποθέτουν ότιοι πηγές είναι καθορισμένες δεύτερον, πα ραβλέπουν τις τεχνολογικές καινοτομίες καΙ, τέλος, οι δυσοίωνες προβλέψεις σε αυτό το
πεδίο αποδείχτηκαν μέχρι τώρα ανεδαφικές: Έτσι, το
1866 η Aμερικαν~"ή Επιτροπή Εσόδων υποστήριξε την ανάπruξη των συνθετικών
καυσίμων ως μέτρο προστασίας ενάντια στην εξάντληση του πετρελαίου που θα συνέβαινε στη δεκαετία του
1890. Το 1891 το Γεωλογικό Τμήμα των ΗΠΑ. δήλωσε ότι υπήρχε λίγο ή ()1;0 Τέξας. Το 1914 το Γραφείο Μεταλλευμάτων των Η.Π.Α. εκτιμού
και καθόλου πετρέλαI.O
σε ότι η παραγωγή θα είναι έξι δισεκατομμύρια βαρέλια για όλη την υπόλοιπη ιστορία της χώρας. Αυτή η ποσότητα παράγεται τώρα περίπου κάθε
18 μήνες (1977, σ. 16).
Οι νεο-μαλθουσιανές θέσεις, επίσης, επηρέασαν τη συζήτηση για τον έλεγχο της ρύ
πανσης. Στα Όρια της Ανάπτυξης γινόταν η διαπίστωση ότι «σχεδόν κάθε πηγή ρύπανσης που έχει μετρηθεί ως λειτουργία μέσα στο χρόνο φαίνεται ότι αυξάνεται με επιταχυνόμε νους ρυθμούς»
(Meadows και συν., 1972, σ. 135). Ωστόσσ, οι κίνδυνοι της προβολής των
εκάστοτε σύγχρονων ρυθμών αύξησης με επιταχυνόμενο τρόπο στο μέλλον είναι αρκετά γνωστοί. Για παράδειγμα, γίνονταν προβλέψεις με βάση τις τάσεις στη δεκαετία του ότι οι πόλεις στη δεκαετία του
1880 1970 θα ήταν θαμμένες κάτω από σωρούς κοπριάς αλόγων
(DuBaff,1974). Στα Όρια της Ανάπτυξης η δικαιολόγηση της επιταχυνόμενης αύξησης της ρύπανσης
βάσει εμπειρικών δεδομένων υποδηλώνεται στις μελέτες που αναφέρουν τα αυξανόμενα ποσοστά του διοξειδίου του άνθρακα, το νέφος της αιθαλομίχλης στο λεκανοπέδιο του Λος Άντζελες, τα πυρηνικά απόβλητα, τα επίπεδα οξυγόνου στη Βαλτική θάλασσα, το μόλυβδο στους πάγoυ~ της Γροιλανδίας και ούτω καθεξής. Αυτά τα στοιχεία, ωστόσο, είναι προσε κτικά επιλεγμένα και καλύπτουν μόνο αυτές τις μολυσμένες περιοχές όπου δεν έχουν αξιο ποιηθεί τα προγράμματα ελέγχου. Μία διαφορετική εικόνα αποκαλύπτεται, αν παρατηρή σουμε αυτούς τους επιτυχημένους νόμους που βασίζονται μόνο σε περιορισμένα δημόσια
έξοδα [... ]. Οι νόμοΙ, όπως αυτός για τον Καθαρό Αέρα που ψηφίστηκε το 1956 στη Βρετα νία, βοήθησαν να ελεγχθεί η ρύπανση. Παρά την αύξηση του πληθυσμού κατά
τά 17% στην κατανάλωση της ενέργειας στη διάρκεια των
10% και κα 15 χρόνων μετά την ψήφιση του
220
J
Ι
ΜΕΡΟΣ 4-ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ
νόμου για τον Καθαρό Αέρα παρατηρήθηκε στη Βρετανία μία σταθερή μείωση στην εκπο·
μπή καπνού και διοξει.δίου του θείου στην ατμόσφαιρα. Σε πολλές μεγάλες πόλεις αυτό πα· ρείχε το επιπρόσθετο πλεονέκτημα της αυξημένης ηλιοφάνειας το χειμώνα. Στο κεντρικό
Λονδίνο υπήρξε μία αύξηση κατά
50% στο
μέσο όρο των ωρών με ηλιοφάνεια ανά μέρα
και η διαφορά με τις περιοχές που ήταν παλαιότερα λιγότερο μολυσμένες, όπως το Κtoυ, μειώθηκε σημαντικά (Βασιλική Επιτροπή για την Περιβαλλοντική Ρύπανση,
1971).
Παρουσιάστηκαν, βέβαια, νέα προβλήματα που προκλήθηκαν από τα φυτοφάρμακα, την εξαγωγή του μολύβδου με τήξη, τη δηλητηρίαση που προκαλεί ο υδράργυρος και τα πυ ρηνικά απόβλητα. Ωστόσο, ο επιτυχημένος έλεγχος της ρύπανσης στο παρελθόν μάς βοηθά να συμπεράνουμε ότι αυτά τα προβλήματα είναι αντιμετωπίσιμα όπως και οι παλαιότερες μορφές κακομεταχείρισης. Μπορεί να υποστηριχθεί ότι, αν τα χημικά φυτοφάρμακα απει
λήσουν πραγματικά την οικονομική ανάπτυξη μέσω της πιθανής ρύπανσης, τότε ο έλεγχος των επιβλαβών εντόμων μπορεί να γίνει με τον εναλλακτικό βιολογικό τρόπο (ή ακόμη να γίνουν αλλαγές στη χρήση της αγροτικής γης) χωρίς το ίδιο κόστος. Ακόμη και χωρίς αυτές
τις δραματικές αλλαγές, ο W.
Beckennan (1974) ισχυρίζεται ότι τα επιτυχημένα προγράμ
ματα ελέγχου της ρύπανσης είναι εφικτά για τις προηγμένες βιομηχανικές οικονομίες.
Τα απλά μαλθουσιανά επιχειρήματα καταπολεμήθηκαν κυρίως μέσω της ιστορικής ανα φοράς στη βελτίωση ή την υποκατάσταση της τεχνολογίας. Ωστόσο, η πίστη ότι η τεχνολο γία αποτελεί το σωτήριο μέσο μ.ίτορεί να είναι απερίσκεπτη, γιατί η εμπειρία του παρελθό· ντος (ή τουλάχιστον αυτό το είδος της ερμηνείας του παρελθόντος) δεν είναι απαραίτητα ένας καλός οδηγός για το μέλλον. Το γεγονός ότι η απόδοση στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στη Μεγάλη Βρετανία ήταν περίπου
8% το 1900 και στην εποχή
μας είναι 25%
δεν αποτελεί εγγύηση ότι η απόδοση θα αυξάνεται διαρκώς; πράγματι, προβλέπεται ότι η καλύτερη δυνατή απόδοση στην πράξη θα είναι γύρω στο 40%. Περαιτέρω, δεν υπάρχει εγ γύηση ότι οι βελτιώσεις στην ικανότητα εξόρυξης μεταλλευμάτων θα αντισταθμίσουν τη μειωμένη κατά μέσο όρο ποιότητα των μεταλλευμάτων
[...].
Η ανάλυση για το ποσό της ενέργειας που χρειάζεται για την παραγωγή τροφής παρου· σιάζει ακόμη πιο δραματικά την ελάττωση της απόδοσης από τη σκοπιά της παροχής ενέρ
γειας. Το παράδειγμα του καλαμποκιού (η σημαντικότερη καλλιέργεια δημητριακών που αναπτύχθηκε στις Η.Π.Α. και κατατάσσεται τρίτη στην παγκόσμια παραγωγή των τροφί
μων) αποτελεί ένδειξη αυτού του γεγονότος: παρά την αύξηση της παραγωγής του καλα μποκιού στα αγροκτήματα των ΚΠ.Α. από
ανά ακρ το
1970, η μέση παροχή
34 μπούσελ'
ανά ακρ" το
ενέργειας αυξήθηκε από
1945 σε 81
μπούσελ
0,9 σε 2,9 εκατομμύρια χιλιοθερ·
μίδες. Η συνολική σοδειά του καλαμποκιού μπορεί να μεταφραστεί στο αντίστοιχο ποσό ενέργειας, έτσι ώστε το 1945 η σοδειά του καλαμποκιού ισοδυναμούσε με 3,4 εκατομμύρια
και το από
1970 σε 8,2 εκατομμύρια χιλιοθερμίδες. Συνεπώς, η σοδειά καλαμποκιού μειώθηκε 3,7 χιλιοθερμίδες ανά καύσιμο χιλιοθερμίδας σε προμήθεια ενέργειας το 1945 σε σο-
• Σ. τ.Μ: bushel: μlτρo χωρητικότητας ΠQV ισοδνναμείμ< 8 yaλ6νια. **Σ.τ.Μ.: acre: μσνό.δαμΠρησης α:yΡOΤικΏv επιφανειών που ισοδυναμείμε 4 περΊΠCV rπρέμμσ:τα.
221
Ι
Ι'
ΜΕΡΟΣ 4-ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ
δειά των 2,8 χιλιοθερμίδων το
1910 (Pimente! και συν., 1913) [... ].
Το μαλθουσιανό επιχείρημα έχει μεγαλύτερη εφαρμογή σε αυτές τις πλουτοπαραγωγι
κές πηγές που έχουν τη λιγότερη δυνατότητα διεύρυνσης, ειδικά αυτές που μπορούν να οριστούν κάπως πρόχειρα ότι διευκολύνουν τον αγροτικό τομέα. Υπήρξε, για παράδειγ μα, μCΑ μεγάλη απώλεια των υγρότοπων στην Αμερική. Η απώλεια της αγροτικής γης στην
AγγλCΑ και την OυαΛCΑ εξαιτCΑς της βούλησης για αστική ανάπτυξη, σύμφωνα με τις εκτι μήσεις του R. Η. Best (1916), αυξήθηκε τρεις φορές από το έτος 1900 μέχρι το 2000. Στο 1% περίπου αύξησης της αστικής γης ανά δεκαετία αντιστοιχεί περίπου το 14% της συνο λικής αγροτικής γης που θα χαθεί μέχρι το τέλος του αιώνα. Περαιτέρω, οι διαμάχες στα
ΕθνΙΥ.ά Πάρκα της Μεγάλης Βρετανίας για την εξόρυξη μεταλλευμάτων, την ανάπτυξη των υδάτινων πόρων και την επίδραση που έχει ο αυξανόμενος αριθμός των παραθερι στών δείχνουν το πρόβλημα ότι πολλά άτομα με υψηλό επίπεδο ζωής θέλουν να διατηρή σουν τις ανέσεις τους. Από αυτή την άποψη, τα επιχειρήματα που διατύπωσε ο JοΜ Stuart
Μίl1 και αφορούν σε ένα σταθερό κράτος προκάλεσαν πολύ μεγαλύτερη αίσθηση από πολλές σύγχρονες απόψεις. Υποστήριζε ότι η απώλεια της διαφορετικότητας στη φύση και των έρημων εκτάσεων που απέρρεε από την ανάγκη να παραχθεί όλο και περισσότε ρη τροφή ήταν ανείτιθύμητη. >Ενα ανάλογο αλλά λιγότερο αποδεκτό επιχείρημα διατυπώθηκε πρόσφατα από τον F.
Hirsch στο έργο του Κοινωνικά Όρια της Ανάπτυξης (1911), που δέχτηκε ευνο"ίκές κριτι κές. Ο Hirsch κάνει διάκριση ανάμεσα στα υλικά αγαθά, όπως είναι η τροφή, που μπο ρούν να την απολαύσουν οι άνθρωποι ανεξάρτητα απ' αυτά που τρώνε οι συνάνθρωποΙ τους, και τα αγαθά «που εξαρτώνται από τη θέση τουρ>
(positional). Αmά τα αγαθά έχουν
μεγαλύτερη αξCΑ, αν οι άλλοι άνθρωποι δεν έχουν πρόσβαση σε αυτά. Μπορούμε να απο λαύσουμε την όμορφη θέα από το παράθυρό μας όσο δεν υπάρχουν άλλα σπίτια μπροστά που να μας περιορίζουντη δυνατότητα να χαιρόμαστε τη θέα. Η ήρεμη οδήγηση στην εξο χή παραμένει ήρεμη όσο δεν υπάρχουν πολλοί άλλοι που να θέλουν να απολαύσουν την ίδια διαδρομή. Σύμφωνα με τον Hirsch, τα κοινωνικά όρια της ανάπτυξης υπάρχουν, γιατί
ο αυξανόμενος ανταγωνισμός της ανάπτυξης προκαλεί μCΑ μετατόπιση από τον υλικό το μέα στον τομέα αmών των τελευταίων αγαθών. Κατά συνέπεια, ο αριθμός των αγαθών
που έξαρτώνται από τη θέση τους μειώνεται ταχύτατα ως προς την ποιότητα και την αξία τους [... ]. Δεν είναι δύσκολο να δούμε το κοινό σημείο με τη θέση του
Malthus. Η θέση προβάλ
λεται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να υποστηρίζει πολιτικές που διατηρούν αυτά τα αγαθά
που εξαρτώνται από τη θέση τους για χάρη της ελίτ. Είναι, επίσης, έντονα ιδεολογική με την έννοια ότι είναι μία αντιεπιστημονική εξαπάτηση. Όπως ο
Ma!thus πίστευε, δεν
έχουν μείνει περιθώρια για τη δημιουργία νέων αγαθών «που εξαρτώνται από τη θέση τους». Η ήρεμη οδήγηση με το αmοκίνητο είναι δυνατή με την προϋπόθεση ότι έχει επι νοηθεί το αmοκίνητο. Οι νέες επινοήσεις δημιουργούν πάντα νέα τέτοια αγαθά είτε είναι βενζινάκατοι, γιοτ, αεροπλάνα, ανεμόπτερα είτε πρόκειται για οποιοδήποτε παιχνίδι των πλούσιων και αργόσχολων τάξεων. Περαιτέρω, η δυνατότητα για εύρεση νέων τρόπων,
222
ΜΕΡΟΣ 4-ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ
ώστε η πλειοψηφία των ανθρώπων να απολαμβάνει τις ανέσεις, δεν φαίνετσι να περιορί
ζεται από την έλλειψη του χώρου ή των πόρων. Θα υπήρχαν πολλοί τρόποι να τονώσουμε την ποιότητα στη ζωή μας, να αποκτήσουμε πρόσβαση στην ιδιωτική ζωή και την κοινωνι κότητα, αν γινόταν μεγαλύτερη προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση. Έχουν προταθεί, επίσης, άλλα κοινωνικά όρια της ανάπτυξης, όπως είναι η τάση για την εγκλη ματικότητα και τη βία, η ψυχική απομόνωση των ανθρώπων της βιομηχανικής
κοινωνίας, το θεσμικό χάος και η συνθετότητα του πλούτου που δημιουργεί τις δραστη ριότητες που αφορούν στις πολυεθνικές, τις πολλαπλές ενιδσεις, τα τραπεζικά καταστή ματα και τις κυβερνήσεις
(Robertson, 1977Π8). Αυτά τα προβλήματα και οι πιθανές ανη
συχίες είναι αρκετά αληθινά, εμφανίζονται σίγουρα ως συμπτιδματα μιας ασθένειας, αλ
λά το πρόβλημα συνδέεται πραγματικά με την ίδια την οικονομική ανάπτυξη ή με τον προ χωρημένο καπιταλισμό και τη μονοπωλιακή δύναμη των μεγάλων επιχειρήσεων; Σίγουρα κανένα απ' αυτά τα προβλήματα δεν αποτελεί συνέπεια του υψηλού επιπέδου ζωής. Πράγματι, φαίνεται ότι υπάρχουν λίγα πραγματικά εμπειρικά στοιχεία που θα υποστήρι
ζαν ένα τέτοιο επιχείρημα.
Η οικονομική θέση του τεχνoλaγικoύ καθορισμού Μέσω αυτής της θέσης διαπιστιδνουμε ουσιαστικά ότι η έλλειψη πόρων καθορίζεται από τον παράγοντα των τιμιδν στην αγορά που επηρεάζει την αναζήτηση για νέες πηγές, την υποκατάστασή τους, την ανακύκλωση και τα μέτρα διατήρησης. Για παράδειγμα, ο
Beckerman υποστηρίζει ότι «ο
μηχανισμός της αγοράς έχει διασφαλίσει έως τώρα ότι, αρ
γά ή γρήγορα, είτε η αύξηση της ζήτησης των αγαθιδν συγχρονίστηκε πάντα με την αύξηση της προσφοράς είτε λειτούργησε κάποιος άλλος μηχανισμός προσαρμογή;»
(1974, σ. 43-5).
Καθώς έχει ήδη σημειωθεί, οι αισιόδοξοι, όπως ο Κahn, τονίζουν ότι τα γνωστά αποθέ
ματα είναι περισσότερο μία αντανάκλαση της πολιτικής της αναζήτησης των εταιρειιδν που εξορύσσουν μεταλλεύματα απ' ό,τι των συνολικιδν πηγών. Το πετρέλαιο στη Βόρεια Θά λασσα είναι μία άλλη ανάλογη περίπtωση το
[... ]. Στη διάρκεια μιας δωδεκάμηνης περιόδου,
1975-6, τα γνωστά αποθέματα πετρελαίου στη Βόρεια Θάλασσα στο βρετανικό τομέα 1.000 σε 1.350 εκατομμύρια τόνους. Ανακάλυψαν 24 νέα σημεία άντλησης
αυξήθηκαν από
πετρελαίου, σχεδόν τόσα όσα και τσ προηγούμενα πέντε χρόνια' αλλά προς το τέλος αυτής της περιόδου ο ρυθμός των ανακαλύψεων άρχισε να μειιδνεται, εξαιτίας του πληθωρισμού
του κόστους και των περιορισμένων οικονομικιδν (Guαrdiαn,
30 Απριλίου 1976). Το κόστος
της παραγωγής, οι τιμές του πετρελαίου, τα οικονομικά και η διαθέσιμη τεχνολογία έχουν επομένως ιδιαίτερη σημασία για τον υπολογισμό των γνωστιδν και των πιθανολογούμενων
αποθεμάτων [...]. Ο Μ.
Posner (1974), οικονομολόγος
εξειδικευμένος σε θέματα ενέργειας, υποστήριζε
ότι το πετρέλαιο της Βόρειας Θάλασσας, όπως ο άνθρακας ή το πετρέλαιο που εξορύσσο νται από πετρελαιούχους σχιστόλιθου ς από μεγάλα βάθη, μπορεί να είναι ελάχιστα επικερ δές, αν η τιμή του πετρελαίου πέσει σε
$5 ανά βαρέλι σε τιμές 1974 [... ]. Ακόμη,
223
·'.
~.
ενώ η δια-
ι
/ •
.'
ΜΕΡΟΣ 4-ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ
θεσιμότητα του πετρελαίου και των άλλων αποθεμάτων έχει κάποια σχέση με τη ζήτηση, οι πραγματικές τιμές που ισχύουν στην αγορά για τους φυσικούς πόρους φαίνεται ότι έχουν
μικρή σχέση με τη φυσική έλλειψή τους, αλλά σχετίζονται περισσότερο με τις μονοπωλια κέςθέσεις.
Η φιλελεύθερη οικονομική άπΟψη, όπως τονίζει ο
S. R. Eyre (1978), υποβαθμίζει τη ση
μασία της διαθεσιμότητας των πόρων ως πιθανού παράγοντα πλουτισμού και ανάπτυξης ενός έθνους. Η ύπαρξη των πόρων φαίνεται άτι θα διαδραματίσει ένα σημαντικό ρόλο στον
πλούτο των εθνών σε συνδυασμό με την ανάπτυξη του εθνικισμού και την αυτονόμηση που λαμβάνει χώρα από τις αρχές του 20ού αιώνα. Δυστυχώς, η κατανομή των πόρων γενικά είναι πολύ άνιση. Τα μη σιδηρούχα μεταλλεύ ματα που είναι σημαντικά για τη βιομηχανία υπάρχουν σε αφθονία στη Νάτια Αφρική, τη
νοτιοανατολική Ασία και την Κίνα, τη Ρωσία και το δυτικό τμήμα της αμερικανικής ηπείρου
(Roberts, 1978). Για παράδειγμα, στην περίπτωση του φώσφορου, περίπου το 80% της πα γκόσμιας παραγωγής χρησιμοποιείται στην παραγωγή των λιπασμάτων και δεν υπάρχει δυνατότητα υποκατάστασή ς του. Ακόμη, ένα 75% της ύπαρξης πετρωμάτων με φωσφορικό οξύ περιορίζεται σε τρεις χώρες
-
τις Η.Π.Α., τη Σοβιετική Ένωση και το Μαρόκο. Με
δεδομένη τη μεγάλη εσωτερική κατανάλωση στις δύο υπερδυνάμεις, το Μαρόκο, που κατέ χει ένα ποσοστό
34%
στο παγκόσμιο εμπόριο, ασκεί ιδιαίτερη επίδραση στην προσφορά
(και τελικά στις τιμές) των φωσφορικών πετρωμάτων. Αυτή η κατάσταση υποδηλώνει ότι η διαθεσιμότητα ενός βασικού πόρου καθορίζεται όχι μόνο από τους οικονομικούς και τεχνι κούς παράγοντες, αλλά και από την πολιτική που ασκούν οι λίγες χώρες που κατέχουν μο νοπωλιακή θέση
[... J.
Η μαρξιστικη πολιτικο-οικονομικη θέση Στη μαρξιστική θέση, όπως και στην προηγούμενη, γίνεται δεκτό ότι οι πόροι και ο έλεγχος της ρύπανσης δεν μπορούν να εξεταστούν ανεξάρτητα από τις οικονομικές διαδι κασίες. Ωστόσο, σε αντίθεση με τις άλλες απόψεις, το ζήτημα της έλλειψης των πόρων και του ελέγχου της ρύπανσης συνδέεται με την οργάνωση του κεφαλαίου, τους τρόπους της παραγωγής και τις βάσεις εξουσίας στην κοινωνία. Η απάντηση που έδωσε ο Marx στον Malthus ήταν άτι απέρριπτε την ιδέα ενός απόλυτου νόμου που υπαγορεύει άτι θα υπάρ χουν για πάντα περισσότεροι άνθρωποι στη γη από τα διαθέσιμα μέσα συντήρησής τους
εκτός αν εμποδιστούν από το λιμό, τον πόλεμο, το λοιμό ή τους τεχνητούς ελέγχους. Ο
Marx (1970, σ. 591-2) υποστήριζε άτι κάθε στάδιο της οικονομικής ανάπτυξης έχει το δικό του νόμο για τον πληθυσμό. Γι' αυτόν, το πλεονάζον ποσοστό των ανέργων ήταν που οδή γησε στη φτώχεια και στην εμφάνιση του υπερπληθυσμού στο καπιταλιστικό σύστημα. Η
δημιουργία του πλεονάζοντος πληθυσμού δεν ήταν προϊόν της έλλειψης πόρων αλλά του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Η καπιταλιστική συσσώρευση μείωσε την αναλογία
του μεταβλητού κεφαλαίου σε σχέση με το σταθερό κεφάλαιο. Το ποσοστό της εργασίας
επηρεάζεται από το ποσοστό του μεταβλητού κεφαλαίου. Συνεπώς, αν το μεταβλητό κε-
224
ΜΕΡΟΣ 4-ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ
φάλαιο δεν αυξηθεί παράλληλα με την αύξηση του πληθυσμού εξαιτίας της συσσώρευσης του κεφαλαίοv, τότε δημιουργείται πλεονάζων πληθυσμ6ς. Σύμφωνα με τα λόγια του ίδι ου ΤΟΊ!
Marx:
Το γεγονός ότι τα μέσα της παραγωγής και η παραγωγικότητα της εργασίας αυξάνουν με ταχύτερους ρυθμούς από τον παραγωγικό πληθυσμό εκφράζεται, επομένως, με καπιταλιστι
κό τρόπο στον αvtίοτροφο τύπο, σύμφωνα με τον οποίο, ο εργαζόμενος πληθυσμός αυξάνε ται Mvta γρηγορότερα απ' ό,τι οι συνθήκες υπό τις οποίες το κεφάλαιο μπορεί να αξιοποι ήσει αυτή την αύξηση γLατη δική του αmo-επέκταση
(1970, σ. 604).
Ακόμη και για τους εργαζομένO'Uς, οι χαμηλοί μισθοί που επηρεάζονται από τον πλεο
νάζοντα πληθυσμό των ανέργων δημιουργούν ανεπαρκή ζήτηση (περισσότερο παρά ανά γκη) τροφής και άλλων προ"ίόντων. Δεν υπάρχουν φυσικοί περιορισμοί στην παραγωγή, αλλά η οικονομική οργάνωση της κοινωνίας είναι υπεύθυνη για την έλλειψη ζήτησης ανά μεσα στοvς φτωχούς. Ο
Engels απέρριψε το επιχείρημα του Malthus για τα «όρια»
ως
εξής: Πολύ λίγα παράγοvtαι, αυτή είναι η αιτία όλης της κατάστασης. Αλλά γιατ{ παράγονται τό σα λίγα; Όχι επειδή
ro όρια της παραγωγής
-ακόμη και σήμερα και με τα σημερινά μέ
σα - έχουν εξαvtληθεί. Όχι, αλλά επειδή ro 6ΡLα της παραγωγής καθορίζOvtαι όχι από τον αριθμό των πεινασμένων στομαχιών, αλλά απ6 τον αριθμό των πoρτoφoλlών που μπορούν ν'
αγοράζουν και να πληρώνουν. Η αριστοκρατική κοινωνία δεν επιθυμεί και δεν μπορεί να
επιθυμεί να παράγει περισσότερα. Οι κοιλιές που δεν έχουν λεφτά, το εργατικό δυναμικό που δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για το κέρδος, και επομένως δεν μπορεί να αγοράσει,
εγκαταλείπεται και πεθαίνει
(Meek, 1971, σ. 87).
Το πρόβλημα της πραγματικής ζήτησης πόρων έχει εξέχουσα σημασία στη γεωργία. Δεν vπάρχει, για παράδειγμα, τώρα καμιά απόλυτη παγκόσμια έλλειψη στα δημητριακά και όμως έχουν παρατηρηθεί έντονες περιφερειακές ελλείψεις. Σύμφωνα με τον
Jean
Mayer του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, η ίδια ποσότητα τροφής που καταναλώνεται από 210 εκατομμύρια Αμερικανούς θα μπορούσε να θρέψει επαρκώς έναν πληθυσμ6 της τάξης του 1,5 δισεκατομμυρίου ανθρώπων με κινεζικό τρόπο διατροφής (Power and Holenstein, 1976). ΟΝ. Eberstadt (1976) τόνισε ότι η κατά κεφαλήν παραγωγή τροφής αυξήθηκε κατά 9% σε διάστημα 15 ετών μετά το 1960, γεγονός που σημαίνει ότι υπάρχει πλεόνασμα τροφής για να θρέψει επαρκώς τον παγκ6σμιο πληθυσμ6 και, 6μως, εκατομ μύρια άνθρωποι ακόμη λιμοκτονούν (βλ. επίσης Rothschild, 1976). Στην Αφρική το κριθά ρι, τα φασόλια, τα βοοειδή, τα φιστίκια και τα λαχανικά εξάγονται παρά το γεγονός 6τι ο υποσιτισμ6ς είναι χειρότερος εκεί απ' ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη ήπειρο
(Lappe and
Collins, 1977). Η φτώχεια οφείλεται στην κακή κατανομή των π6ρων (σε διεθνές και εθνι κ6 επίπεδο) και όχι στα φυσικά όρια της παραγωγής των ίδιων των πηγών. Πράγματι, με
225
ι'
}
,
ΜΕΡΟΣ 4-ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ
δεδομένη την κατάσταση της κακής κατανομής του πλούτου, της γης και των οικονομικών ευκαιριών, η καλύτερη αξιοποίηση της αγροτικής γης (όπως στην περίπτωση της Πράσι
νης Επανάστασης) μπορεί να οδηγήσει σε χειρότερη κατανομή του πλούτου και σε μία λι γότερο αποτελεσματική ζήτηση γεωργικών πόρων
[...].
Η έλλειψη, που απέχει από το να είναι ένα φυσικό φαινόμενο ή μία κατάσταση που απορρέει από την οικονομική ανάπτυξη, διευθετε ίται κατά έναν τέτοιο τρόπο, ώστε να διατηρεί μία ζήτηση που να ξεπερνά την προσφορά, και ουνεπώς καταλήγει σε σημαντικό κέρδος. Μόνο με αυτούς τους όρους μπορεί κανείς να κατανοήσει τα απόβλητα από το πλεονάζον γάλα που πέταξαν οι Αμερικανοί στη δεκαετία του
1960 -
ή τη μείωση της πα
ραγωγής των σιτηρών, καθώς τα καλλιεργήσιμα εδάφη περιορίστηκαν από
120 σε 81
εκα
τομμύρια ακρ στις Η.Π.Α., την Αυστραλία, την Αργεντινή και τον Καναδά την περίοδο
1968-70, τα εφεδρικά
βουνά αποθεμάτων από βοδινό κρέας και βούτυρο στην Ε.Ε. που
πωλούνται σε εξευτελιστική τιμή στη Ρωσία ή η καταστροφή τεράστιων ποσοτήτων γαλλι κών μήλων το φθινόπωρο του
1975. Το καλοκαίρι του 1977 η
αμερικανική κυβέρνηση σχε
δίασε πάλι να μειώσει το αυξανόμενο πλεόνασμα των παγκόσμιων σιτηρών, αφήνοντας τεράστιες εκτάσεις παραγωγικής γης να μείνουν σε αγρανάπαυση. Παρά το έντονο πρό
βλημα της παγκόσμιας φτώχειας, το πλεόνασμα των δημητριακών που παράγονται στις Η.Π.Α. δεν μπορούσε να αξιοποιηθεί' η μείωσή του θα βοηθούσε να σταματήσει η πτώση
στις τιμές των δημητριακών καΙ, έτσΙ, να προστατευτεί ο Αμερικανός αγρότης
[... ].
Το ερώτημα κατά πόσο η έλλειψη πόρων και τα απόβλητα θα αποτελέσουν μελλοντικό πρόβλημα συνδέεται επομένως άμεσα με τα περαιτέρω ζητήματα που αφορούν στον τύπο των κοινωνικών σχέσεων που θα υπάρχουν στο μέλλον. Οι αντιφάσεις που οδηγούν στη ρύπανση και στην εξάντληση των πηγών είναι μόνο η μία πλευρά του προβλήματος που αντιμετωπίζει Ο καπιταλισμός
[ ...]. Οι εξελίξεις στη
βιομηχανία των μικρο-ηλεκτρονικών
συσκευών, που στη Βρετανία μόνο «απειλούν» να απελευθερώσουν αρκετά εκατομμύρια εργαζομένων από την «αγορά εργασίας» στο τέλος του 200ύ αιώνα, αντιμετωπίζονται συ
νεπώς με γενικευμένη ανηουχία και απαισιοδοξία. Οι τεχνικές της υπερπαραγωγής και της εξοικονόμησης του χρόνου μπορούν να επιφέρουν ανεπιθύμητα κοινωνικά προβλή ματα στην οικονομία της αγοράς μπορούν να οδηγήσουν στην ύφεση και την οικονομική κρίση.
Η μαρξιστική θέση, όπως η θέση του οικονομικού!tεχνολογικού καθορισμού, τείνει να αγνοεΙ τη σημασία της ύπαρξης πηγών για την ανάπτυξη του πλούτου. Ενώ γενικά οι κοι νωνικές σχέσεις της παραγωγής και της οικονομικής οργάνωσης είναι φανερά σημαντι
κές, υπάρχεΙ, όπως τόνισε ο
Eyre (1978), μία μεγάλη γεωγραφική ποικιλία στην κατανομή
των πηγών, που σίγουρα στενεύει το μονοπάτι που οδηγεί σε ένα ανώτερο επίπεδο ζωής. Πάντα υπήρχε διαμάχη ανάμεσα στους θεωρητικούς οπαδούς του
Marx και του Malthus
σχετικά με τη σχέση ανάμεσα στην αύξηση του πληθυσμού και τη φτώχεια. Ωστόσο, για πραγματιστικούς λόγους, θα είχε νόημα μία πολιτική αντιμετώπισης του υπερπληθυσμού
στις χώρες με λίγες πηγές σε σχέση με το μέγεθος του πληθυσμού. Ως ένα βαθμό η πολιτι κή της Κίνας για τον πληθυσμό αναγνώρισε κατά εποχές (ειδικά τις περιόδους
226
1954-1958,
ΜΕΡΟΣ 4-ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ
1962-1966 και από το 1969) αυτή τη θέση, μολονότι η ίδια η Κίνα διαθέτει αναλογικά αρ κετές πηγές σε σχέση με τις άλλες ασιατικές χώρες, όπως είναι η Ινδία. Στην Κίνα ενθαρ ρύνεται ο μικρός αριθμός των γεννήσεων και ο γάμος σε μεγάλη ηλικία για να προστατευ θεί η υγεία της οικογένειας και η ευημερία της. Πρόσφατα κάποιοι μαρξιστές υποστήριξαν ότι η έλλειψη των μεταλλευμάτων σε φτηνή τιμή απειλεί τις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες. Ο Α.
Gedicks (1977)
ισχυρίζεται ότι ο
Marx αναγνώρισε τη σημασία των πόρων με χαμηλό κόστος για να συνεχιστεί η διαδικα σία της συγκέντρωσης κεφαλαίου [...}. ΙσχυρίζεταΙ, επίσης, ότι η έλλειψη των εγχώριων αποθεμάτων θα εξαναγκάσει τις Η.Π.Α. να αναζητήσουν σταθερές προμήθειες φτηνών αποθεμάτων ενάντια στο ρεύμα των αυξανόμενων εθνικιστικών τάσεων. Το κύριο παράδειγμα που ο
Gedicks χρησιμοποιεί για να στηρίξει τη θέση του
είναι ο
αμερικανικός ιμπεριαλισμός στη Χιλή, ο σκοπός του οποίου ήταν να προστατεύσει τις προμήθειες του φτηνού χαλκού. Πριν από την κυβέρνηση του Αλιέντε, στη Χιλή η παρα γωγή του χαλκού συνδεόταν με τις απαιτήσεις της αμερικανικής αγοράς. Όταν εθνικοποι ήθηκαν αυτά τα ορυχεία, η αμερικανική κυβέρνηση άρχισε μία οικονομική και πολιτική εκστρατεία για να υποσκάψει την κυβέρνηση του Αλιέντε. Τελικά, με τις επεμβάσεις των
Η.Π.Α., η κυΜρνηση ανατράπηκε και επιβλήθηκε μία στρατιωτική δικτατορία. Η απειλή του εθνικισμού και η απώλεια του ελέγχου των φυσικών πόρων, μολονότι εί ναι σημαντική, μπορεί να μην έχει τόση σημασία για την ανάπτυξη του καπιταλισμού όσο
αφήνει να εννοηθεί ο
Gedicks. Μπορεί κάλλιστα να υπάρξει μία
στροφή της παραγωγής
στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες, ενώ οι προηγμένες χώρες μεταβάλλονται με γοργούς ρυθμούς, καθώς γίνονται οικονομίες «υπηρεσιών". Ο Κ.
Kumar (1979)
ισχυρίζεται ότι αυ
τή η τάση ήδη λαμβάνει χώρα στη Βρετανία. Έχει περάσει ο καιρός που η Βρετανία ήταν ο κύριος παραγωγικός εξαγωγέας. Το στο
40% του παγκόσμιου
εμπορίου.
1870 οι εξαγωγές της παραγωγής της ανέρχονταν Το 1976 αυτός ο αριθμός σημείωσε πτώση κατά 9%.
Από την άλλη, η Βρετανία έρχεται δεύτερη, με πρώτη στην κατάταξη τις Η.Π.Α. στο πα γκόσμιο εμπόριο των «αόρατων» (υπηρεσιών).
Ωστόσο, ξέχωρα από τα ερωτήματα που αφορούν στο εάν η καπιταλιστική κοινωνική τάξη πρόκειται να διαλυθεί η όχΙ, η μαρξιστική αντίληψη προσφέρει μία λογική εξήγηση του γεγονότος ότι υπάρχει ακόμα έλλειψη πόρων σε ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Η λιμοκτονία και οι ελλείψεις σε βασικές υλικές ανάγκες οφείλονται περισσότερο στις επι δράσεις που ασκεί η καπιταλιστικη ιδιοκτησία, ο επακόλουθος ιμπεριαλισμός και η κατα πίεση της εργατικής τάξης, παρά σε κάποιους πραγματικούς φυσικούς περιορισμούς που
συντηρούν αυτές τις ανάγκες. Σε αυτό το βαθμό τα απαισιόδοξα συμπεράσματα της μαλ θουσιανής άΠΟψης έχουν σαθρά θεμέλια και βασίζονται περισσότερο στην ιδεολογική παρά στην επιστημονική κατανόηση. Η θέση του οικονομικού/τεχνικού καθορισμού είναΙ,
επίσης, ιδεολογική με την έννοια ότι περιορίζεται από τις εξισώσεις ανάμεσα στην προ σφορά και τη ζήτηση, χωρίς να λαμβάνει υπάψη της την επίδραση των καπιταλιστών, οι οποίσι περισσότερο ενδιαφέρονται για τα συμφέροντα της καπιταλιστικής σι>γκέντρωσης παρά ικανοποιούν τις ανθρώπινες ανάγκες.
227
ΜΕΡΟΣ 4-ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ
ΠQοβλέψεις για το μέλλον Σε μία επανεξέταση των μελετών που αφορούν στο μέλλον, οι S.
Cole, J. Gershuny και Ι. Mί1es (1978) ανακάλυψαν ότι δημοσιεύτηκαν την περtoδo 1965-1977 περισσότερες απ6 16 σπουδαίες εκθέσεις που ασχολούνται με τις προβλέψεις για το μέλλον της ανθρωπότητας
[... ]. Αρμόζει στο σημείο αυτό να γίνει μία σοβαρότερη αξιολόγηση αυτών των μελλοντολο γικών μελετών. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την αποτίμηση αυτών των τριών απόψεων που εξετάστηκαν στη συζήτηση για τα όρια της ανάπτυξης.
Η νεo-μαλθovσιαYή θέση Μερικές από τις προβλέψεις ξεκίνησαν από τις υποθέσεις του όρια της ανάπτυξης. Ο
Malthus σχετικά με τα
R. L. Heί1broner στο έργο του Μία Έρευνα για την Προοπτική των the Human Prospect) αναγνωρίζει τρεις βασικές περιοχές προ
Ανθρώπων (Απ InquΠy ίnto
βλημάτων που δημιουργούνται με εξωτερικό τρόπο και απειλούν «την ευημερία των αν θρώπωνν. Αυτές είναι ο πληθυσμός, ο πυρηνικός πο1.εμος και τα φυσικά όρια του περιβάλ λοντος για τη διατήρηση της ανάπτυξης. Όλα αυτά τα προβλήματα τα θέτει ενώπιον της επιστήμης και της τεχνολογίας. Το πληθυσμιακό πρόβλημα είναι μία συνέπεια της «πτώσης που προκάλεσε η επιστήμη στα ποσοστά της θνησιμότητας»
(1975, σ. 56). Οι πιθανότητες
ενός πυρηνικού πολέμου και η περιβαλλοντική κατοι.οτροφή συνδέονται, επίσης, με τις εξε λίξεις στην επιστήμη και την τεχνολογία. Υποστηρίζει ότι οι εξελίξεις στη βιομηχανία προ καλούν ανάλογες κοινωνικές συνέπειες, είτε στο καθεστώς του καπιταλισμού είτε στο κα θεστώς του σοσιαλισμού.
Έχοντας αποφασίσει ότι η βιομηχανική ανάπτυξη θα πρέπει να επιβραδυνθεί εξαιτίας των τριών περιοριστικών προβλημάτων που περιγράφηκαν πιο πάνω, ο Heilbroner συνεχί
ζει μελετώντας την ικανότητα των διαφορετικών πολιτικών θεσμών να προσαρμόζονται στην κατάσταση. Η αποδοχή της ιδέας των ορίων της ανάπτυξης δημιουργεί τις προϋποθέ σεις για μία πρόβλεψη του μέλλοντος που πιστεύει ότι απαιτείται πιθανόν ισχυρή συγκε ντρωτική πολιτική δύναμη. Αμφιβάλλει για το εάν «η ανθρώπινη φύση» θα αφήσει περιθώ ριο για ειρηνικές και οργανωμένες αλλαγές στον τρόπο ζωής. Ο Ε.
J. Mishan (1977) πέφτει και στις δύο παγίδες, και στην παγίδα του Malthus και Malthus και του Ricardo ήταν μάλλον πρόωρες παρά εντελώς λανθασμένες. Η πρόσφατη οικονομική στην τεχνολογική ντετερμινιστική παγίδα. Ισχυρίζεται ότι οι προβλέψεις του
και τεχνολογική ανάπτυξη απείλησε την ανθρωπότητα εξαιτίας των συνεπειών που προ κλήθηκαν από τις βελτιωμένες μεταφορές και τις επικοινωνίες τις ταχύτατες καινοτομίες την τεχνολογία των όπλων' το μέγεθος των πόλεων και την αστυφιλία. Για άλλη μία φορά, ο
Mishan αποδίδει αυτούς τους κινδύνους στους οικονομικούς και τεχνολογικούς παράγο ντες παρά σε οποιοδήποτε λανθάνον χαρακτηριστικό της κοινωνικής τάξης. Όπως ο
Heilbroner, έτσι και ο Mishan πιστεύει ότι η ορμή της οικονομικής ανάπτυξης και της τε χνολογικής εξέλιξης έχει πιθανότητες να ελεγχθεί μόνο από ένα ολοκληρωτικό καθεστώς.
228
ΜΕΡΟΣ 4-ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ
Ο
C. Taylor (1978)
δέχεται, επίσης, ότι ο πληθυσμός, η έλλειψη πόρων και η ρύπανση
απειλούν να περιορίσουν την ανάπtuξη και κατά συνέπεια θα καταστεί αναγκαίο να στρα
φούμε προς ένα σταθερό κράτος βυζαντινού τύπου. Πιστεύει, ε,τ(σης, ότι αιπή η μετάβαση θα συμβε~ πιθανόν, σm αυταρχικά καθεστώτα. Το πρόβλημα που αντιμετωπίζει η καπιτα λιστική κοινωνία είναι ότι οι ανισότητες είναι ανεκτές μόνο όταν συνοδεύονται από οικο νομική ανάπtuξη. Η σrασιμό'tητα θα προκαλέσει την ένταση ανάμεσα σrις προνομιούχες και τις μη προνομιούχες ομάδες. Αιπή η κατάσrαση θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί μόνο από τα αυταρχικά καθεσrώτα ή ακόμη από τις δικτατορίες που είτε θα συγκρατήσουν τις ανισότητες ή θα κάνουν κάτι για αυτές [... ].
Αυτές οι τρεις προβλέψεις από τους
Heilbroner, Mishan και Taylor έχουν πολλά κοινά
σημεία. Μπορούμε να τις απορρίψουμε και τις τρεις με το επιχείρημα ότι επιμένουν σε λαν
θασμένους συλλογισμούς που προέρχονται από τις θέσεις του
Malthus και τη
θέση του τε
χνολογικού ντετερμινισμού.
Μερικές από τις ριζoσπασrικές απόψεις για το μέλλον που αναζητονν την απελευθέρω ση από την εκβιομηχάνιση ερμηνεύουν, επίσης, λανθασμένα το χαρακτήρα της κρίσης που
θα προκληθεί στο μέλλον. Στα κείμενα των 1. IIlich ρική και των Ε.
F. Schumacher (1973), Ι.
(1973) και Τ. Roszak (1972) στην Αμε Robertson (1977Π8) και πo'JJ.ffw άλλων ακραίων
θεωρητικιδν σε θέματα τεχνολογίας στη BρετανCcι. υπάρχει η κοινή αντίληψη ότι η κρίση εί
ναι το αποτέλεσμα της ανεξάρτητης ανάπτυξης της επιστήμης και της τεχvoλoγCcι.ς. Όπως σχολιάζει ο Κ
Kumar,
«σύμφωνα με αυτή την εξήγηση, η κρίση είναι το αναπόφευκτο
προ'ίόν της μακραίωνης τάσης της βιομηχανοποίησης που οδηγεί σro συγκεντρωτισμό με γάλης κλίμακας, στην υπερειδίκευση, στη διαίρεση της εργασίας και στην αντικσ:cάσmση
της ανθρώπινης εργασίας και ικανότητας α,-τό την τεχνολογία που καταναλώνει τους πό ρους»
(1979, σ. 15).
Η οικονομική θέση του τεχνολογικού καθορισμού Οι επόμενες προβλέψεις είναι εκείνες που απορρέουν από τη θέση του οικονομικού/τε χνολογικού καθορισμού. Οι μελλοντολόγοι, όπως ο Kahn
F. Drucker (1969), υποστηρ(ζουν ότι η
(1976), ο D. Bell (1973) καιο Ρ.
διαδικασία της εργασίας δεν σrαματά ποτέ. Είναι
αισιόδοξοι σχετικά με το μέλλον της βιoμηχανCcι.ς. Ο τρόπος που το μέλλον έχει πιθανότη
τες να διαφοροποιηθεί από το παρόν εξετάζεται με βάση τους τύπους των τεχνολογιών που θα αναπτυχθονν για να ενισχύσουν την ανάπtuξη. Η μεταβολή θα σημειωθεί από τη συμβα τική παραγωγή στην υψηλή τεχνολογία, όπως είναι η πυρηνική σχάση και η πυρηνική ού ντηξη. Ο διευρυμένος αυτοματισμός, οι μεγαλύτερες εξελίξεις σrις μεταφορές, σro αερο διάστημα, σrις τηλεπικοινωνίες, στη χρήση των υπολογιστών και ακόμη οι πιθανότητες ενός
διαστημικού αποικισμού θα μιις οδηγήσουν στην κατάσταση της υπερβιομηχανοποίησης. Το πρόβλημα που αντιμετωπ(ζουν οι κυβερνήσεις είναι πώς η μετάβαση θα γίνει με ομαλό τρόπο (βλ. Robertson,
1977/78) [...].
Από πολλές απόψεις το υπερβιομηχανοποιημένο μέλλον που βασιζεται σrις φιλελεύθε-
229
ΜΕΡΟΣ 4-ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ
ρες οικονομικές αρχές είναι μΙα πιθανή προοm;ική, επειδή είναι μία προβολή των πολυά ριθμων τάσεων που υπάρχουν στα σημερινά προχωρημένα καπιταλιστικά κράτη. Το ερώ τημα που πρέπει να μας απασχολήσει, όταν εξετάζουμε τις δυνατότητές του, είναι εάν οι αντιφάσεις του καπιταλισμού που σήμερα προκαλούν τα προβλήματα της ρύπανσης, της έλ λειψηςτων πόρων και τους κινδύνους από το
Flixborough', το Seveso" και οι καταστρο
φές που προ?'.άλεσαν οι γιγαντιαίες πετρελαιοκηλίδες μπορούν να ξεπεραστούν ή όχι χω ρίς να συμβούν αλλαγές συγχρόνως στην κοινωνική τάξη και στην τεχνολογική ανάπtυξη. Με δεδομένο το ιστορικό των καπιταλιστικών χωρών στην αντιμετώπιση αυτών των προ
βλημάτων και την τάση για ανάληψη μεγαλύτερων κινδύνων στη βιομηχανική ανάπtυξη, οι προοm;ικές αυτής της πρόβλεψης είναι, πράγματι, δυσοίωνες. Σε συνδυασμό με τις άλλες
αντιφάσεις του καπιταλισμού, όπως είναι η φτώχεια στο μεσοδιάστημα ανάμεσα στον πλούτο και τα υψηλά επΙΠεδα της ανεργίας, είναι πιθανό ότι τα κινήματα προς μία εναλλα κτική πορεία ανάπtυξης θα σημειώσουν επιτυχία. Ο Η.
Stretton (1976) περιέγραψε τρεις πιθανές κατευθύνσεις για το μέλλον, που βασί
ζονται στις αναθεωρητικές πολιτικές. Οι δύο πρώτες κατευθύνσεις εμπεριέχουν μία στρο φή προς τα δεξιά. Η πρώτη αφορά σε ένα αντιδραστικό καθεστώς που θα εξουσιάζεται από την ανώτερη τάξη, θα υιοθετήσει συντηρητική πολιτική, σύμφωνη με τις απόψεις του
Malthus, και θα αναλάβει τον έλεγχο.
Οι ανισότητες θα αυξηθούν και το κράτος θα γίνει
πιο αυταρχικό: η θανατική ποινή, η αυστηρή πολιτική ελέγχου του πληθυσμού και οι αποι κίες καταδίκων θα είναι μερικά από τα μέτρα του κοινωνικού ελέγχου. Η δεύτερη πρόβλεψή του αφορά στις πολιτικές επιδράσεις που έχουν μία ελαφριά δεξιά «απόχρωση» και θα προκαλέσουν αλλαγές στο περιβάλλον, οι οποίες θα εντείνουν με ήπιο τρόπο τις διακρίσεις και τις ανισότητες στο πλαίσιο της κοινωνίας. Ακριβώς όπως οι πλου σιότεροι ωφελήθηκαν στο παρελθόν κυρίως από τον περιβαλλοντικό σχεδιασμό και τον έλεγχο της ρύπανσης, η ίδια κατάσταση θα συνεχιστεί και στο μέλλον
[...].
Η τρίτη πρόβλεψη του Stretton αφορά σε μία πολιτική στροφή προς τα αριστερά' τα αρι
στερά κόμματα αποκτούν μεγαλύτερη επιρροή εξαιτίας <<των προβλημάτων που προκαλεί
το κόστος της ζωής και οι αυξημένες ανισότητες... οι αστικές και περιβαλλοντικές δυσλει τουργίες, τα θέματα για την ποιότητα της ζωής, οι τοπικές και κοινοτικές πρωτοβουλίες, τα επαγγελματικά σκάνδαλα, οι τιμές των ακινήτων και τα προβλήματα του πληθωρισμού»
(1976, σ. 97-98). Οι παραδοσιακοί αριστεροί και οι οικολ6γοι, που αποξενώθηκαν μεταξύ 1960 και στις αρχές του 1970, θα έβρισκαν κοινά επιχειρή
τους στα τε'λητης δεκαετίας του
ματα για να διαμαρτυρηθούν ενάντια στους περιβαλλοντικούς κινδύνους που απειλούν τις βασικές ανάγκες. Ενώ το ιδιωτικό επιχειqηματικό πνεύμα θα συνεχίζει να υπάρχει, οι δρα
στηριότητέςτου θα ελέγχονται όλο και περισσότερο από τα συμφέροντα των εργαζομένων.
'1:. Τ.Μ.: Ατύχημα που σημειώθηκε στο ειιr_άσ,o Nypro ΠJ1' 1/611974 aπό έκρηξη γκαζωύ. κω
Ο, νεκροί ήταν 28
3.000 άτομα αναγκάστηκαν να εκκενώσ"". την περιοχή.
•• Σ. τ.Μ.: Arύxημει. σε εΡΥοστάσ,ο της φαρμακοβιομηχανίας Roche στη Λομβaρδr.a ΠJ1' 10/711976. ΟΙ σvν{πειες ήταν μακρσπρόf!wμες. Αυξήθηκε το ποσοστό των θανάτωvαπό καρκ(νο στους κατolκavς της περιa;ι;ής.
230
ΜΕΡΟΣ 4-ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ
Αντί να ελέγχει η καπιταλιm:ική τάξη το κράτος, ιπαδιακά θα συμβαίνει το ανtίθετO
[... ].
Ο Stretton έχει δίκιο να υποδεικνύει τα εναλλακτικά μονοπάτια της μεταρρύθμισης ιπο καθειπώς του καπιταλισμού. Ωιπόσο, οι προβλέψεις του «ερωτοτροπούν» με την προοπτι κή των περιορισμών που έθεσε ο
Malthus χωρίς να υπολογίσουμε τις πιθανότητές τους. Εί
ναι, επίσης, αμφίβολο αν ο τύπος των αριm:ερών μεταρρυθμίσεων που αυτός οραματίζεται θα μπορούσε να λάβει χώρα αφήνοντας ανέπαφη την καπιταλιm:ική οικονομία. Η ιιπορία
μέχρι σήμερα της μεταρρυθμιm:ικής παρέμβασης για τη βελτίωση της εργατικής τάξης δεί χνει ότι μόνο οι πολιτικές μεταρρυθμίσεις δεν θα είναι αρκετές να περιορίσουν τις ανισότη
τες ή τη δύναμη της καπιταλιστικής άρχουσας τάξης (βλ.
Westergaard και Resler, 1976).
Υπάρχουν προφανώς πολλές δυνατότητες ανάμεσα σε μία πολιτική ΟΙΚOVQμικoV φιλελευθε
ρισμού και σε μία σoσιαλιm:ική πολιτική όπου η ιδιωτική ιδιοκτησία διαδραματίζει έναν ασήμαιτο ρόλο. Ωιπόσο, οι σημαντικότεροι τομείς που πρέπει να μεταβληθούν δεν είναι το κράτος και οι θεσμοί που καθορίζουν τις πολιτικές επιλογές αλλά ο έλεγχος των δυνάμεων της παραγωγής. Μόνο όταν η ανανέωση των προ"ίόντων, οι έλεγχοι για τη ρύπανση και η
αξιοποίηση των πόρων από τις εταιρείες ξεφύγουν από τον έλεγχο της διαχείρισης και των επιχειρηματιών, των οποίων πρωταρχικός ιπόχος είναι να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη, αυτή
η αληθινή πρόοδος μπορεί να προσανατολιιπεί στη δημιουργία ενός υγιέιπερου περιβάλ λοντος για όλους.
Η μαρξιστική πoλιτικo-oικaνoμική θέση Η τελευταία πρόβλεψη απορρέει από τη μαρξιιπική θεώρηση. Σύμφωνα με αυτήν, ο σχεδιασμός, οι τεχνολογικές εmλογές και η οικονομική ανάπτυξη θα ελέγχο\ται από τους εργαζομένους και την τοπική κοινότητα και όχι από τους μεγαλοεπιχειρηματίες της βιομη χανίας. Αν η οικονομική ανάπτυξη ελεγχόταν και σε κρατικό και σε τοπικό επίπεδο, θα μπορούσε να σχεδιαιπεί έτσι ώστε να βελτιωθούν οι περιβαλλοντικές και εργασιακές συν
θήκες και οι συνθήκες ζωής, και να μειωθούν οι απώλειες με την αποφυγή του περιττού ανταγωνισμού. Τα τρόφιμα, η στέγαση, η ενέργεια και τα μεταλλεύματα θα θεωρούνταν
πολύτιμα και δεν θα ξοδεύονταν αφειδώς, όπως συμβαίνει σήμερα ως συνέπεια των δια ιπρεβλώσεων που προκαλεί η οικονομία της αγοράς
[... ]. Τα άτομα θα ταξίδευαν πιο ελευ
θερα με βελτιωμένα μέσα μεταφοράς, οι συνθήκες για τους ποδηλάτες και τους πεζούς θα βελτιώνονταν και θα αποφεύγονταν τα κατάλοιπα από τα μισογεμάτα αυτοκίνητα που κυ κλοφορούν στους δρόμους. Σήμερα οι βιομηχανίες που προκαλούν ρύπανση, οι κΙνδvνoι από την κυκλοφορία και οι άλλες περιβαλλοντικές διαταραχές κατανέμονται με ανόμοιο τρόπο, με αποτέλεσμα οι
πλούσιοι να έχουν άμεση πρόσβαση σε ποιοτικότερο περιβάλλον. Η εύπορη και κυρίαρχη τάξη μπόρεσε να επηρεάσει τους πολιτικούς θεσμούς και έτσι ο σχεδιασμός ενισχύει τις προσωπικές ανάγκες τους. Όσον αφορά στο μέλλον της κοινωνίας, οι πολιτικοί θεσμοί και ο σχεδιασμός τους θα εξυπηρετουν ένα ευρύτερο φάσμα συμφερόντων. Η δημοκρατία της βιομηχανικής παραγωγής και η επιλογή των πρσιόντων σύμφωνα με τις ανάγκες και όχι τα
i
i
Ι
231
,
•
ΜΕΡΟΣ 4-ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ
κέρδη θα διασφαλίσουν μία πιο ικανοποιητική αξιοποίηση των πηγών. Η διαμάχη των συν δικαλιστικών στελεχών στο Αεροδιάστημα Lucas για τη συλλογική τους οργάνωση θα μεί νει στη μνήμη ως σταθμός στη δημιουργία ενός νέου μέλλοντος όπου υπήρχε μία πραγματι
κή ελευθερία επιλογής για τους περισσότερους ανθρώπους. Οι άνθρωποι και η πολιτική θα κυριαρχούν περισσότερο παρά οι ανάγκες για τη συγκέντρωση του κεφαλαίου προς ίδιον όφελ6ςτου. Το εάν ή όχι η πρόβλεψη σοσιαλιστικού τύπου θα μπορούσε να περιορισθεί από τη δια θεσιμ6τητα και την αξία των φυσικών πόρων είναι ακ6μα συζητήσιμο, ειδικά για τις χώρες
με περιορισμένους πόρους. Η έρευνα και η ανάπτυξη των φυσικών πόρων δεν θα καθορί ζονταν, ωστόσο, από τις συνέπειες του κέρδους και θα υπήρχε λιγότερη περιττή εκμετάλ λευση από την παραγωγή των προϊόντων που ικανοποιούν τις <<ψεύτικες ανάγκες». Η δυνα
τότητα εφαρμογής αυτής τηςτρΙτης πρόβλεψης αμφισβητείται, αλλά μπορεί κανεΙς να ισχυ ρισtεί ότι η ανάπτυξή της θα διασφαλίσει ένα ασφαλέστερο και πιο ολοκληρωμένο μέλλον. Μένει αναπάντητο, όμως, το ερώτημα εάν θα μπορέσουν αυτές οι αλλαγές να πραγματο
ποιηθούν πριν από το ξέσπασμα ακ6μη μεγαλύτερων πολέμων ή προτού συμβεί μ(α μεγάλη καταστροφή από βιοχημική ρύπανση ή από ακτινοβολία.
Συμπεοάσματα Σύμφωνα με μία τυπική προοδευτική και πλουραλιστική εξήγηση, τα περιβαλλοντικά προβλήματα προκύπτουν σε διάφορα στάδια στη διάρκεια της διαδικασίας της εκβιομηχά νισης. Οι επακόλουθες εντάσεις οδηγούν στην ανάπτυξη των κοινωνικών κινημάτων. Το
κράτος, οι ομάδες πίεσης και η λαϊκή αντΙδραση σε αυτά τα προβλήματα ανάλογα με το χα ρακτήρα του πολιτικού συστήματος λειτουργούν άλλοτε συναινετικά και άλλοτε ανταγωνι στικά, πριν βρεθούν αποδεκτές λύσεις. Στις δημοκρατικές καπιταλιστικές οικονομίες η κυ ρΙαρχη κοινωνική επιστήμη και η ανάλυση της πολιτικής αρνούνται ανεπιφύλακτα ότι οι συγκρούσεις για τα υλικά συμφέροντα διαδραματίζουν ένα σημαντικό ρόλο στη δημιουρ
γία και την επίλυση των κοινωνικών και περιβαλλοντικών προβλημάτων. Η "επιοτημονική λογική» ενσωματώνεται στενά σε ένα ούστημα καπιταλιστικής παραγωγής (βλ.
1976b). Συνεπώς, η
Gorz,
ανάλυση στη βάση κόστους-ωφέλειας και ο καθορισμός της τεχνολο
γίας θεωρούνται θεμιτές και εκτιμητέες μορφές πολιτικής ανάλυσης, ενώ οι δραστηριότη τες των οργανώσεων των εργαζομένων που στοχεύουν στο μετασχηματισμό της οργάνωσης
της εργασΙας και της βιομηχανικής παραγωγής θεωρούνται περισσότερο πολιτικές παρά επιοτημονικές.
Αν το πολιτικό αποτέλεσμα της ανάλυσης στη βάση του μοντέλου κόστους-ωφέλειας, οι μελέτες συμπεριφοράς, ο καθορισμός της επίδρασης στο περιβάλλον και της τεχνολογίας
φαίνεται ότι πολιτικά προδιαθέτουν θετικά
- ευνοούν τους ιδιοκτήτες της μεσαίας τάξης,
για παράδειγμα -, τότε αυτό συχνά οφείλεται όχι σε μία πολιτική εύνοιας των ιδεών που ελέγχουν την πολιτική ανάλυση των ίδιων των ιδεών αλλά σε μία κατάχρησή τους. Υποθέ τουμε ότι η ανάπτυξη των ιδεών και των θεωριών που ελέγχουν την πολιτική και την κατα-
232
..J
ΜΕΡΟΣ 4-ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ
ν6ηση των κοινωνικών κινημόχων, των ομάδων πίεσης, τη συμπεριφορά των εταιρειών και την ανάπτυξη του κράτους είναι ελεύθερη από ιδεολογία
[... ].
Ένα μοντέλο χρήσης/κατάχρησης της επιοτημονικής γνώσης υποοτηρίζεται γενικά από τους ισtOρικoύς και τους φιλοσόφους της επισtήμης. Η ανάπτυξη της επιστήμης θεωρείται ότι γίνεται με ανεξάρτητο και αυτοκαθοδηγούμενο τρόπο. Δεν δίνεται καμία σημασία οτην επίδραση των εξωτερικών οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών που επιδρούν οτη φύση και την ανάπτυξη της επισtήμης.
Μολονότι υπάρχει ένα κοινό σημείο ερμηνευτικής λογικής οτην πλουραλιστική, φονξιο ναλιστική, συμπεριφοριστική και νεοκλασική ερμηνευτική θεωρία, που κυριαρχούν οτην κοινωνική επιοτημονική ανάλυση των περιβαλλοντικών προβλημάτων και της πολιτικής, φαίνεται ότι όλες παρουσιάζουν ανεπάρκειες όσο αδιαφορούν για τα υλικά συμφέροντα.
Τα συστήματα των ιδεών, είτε είναι ιδεαλιστικά είτε οικονομικά, όταν διαχωρίζονται από τον πραγματικό υλικό κόσμο το μόνο που πετυχαίνουν είναι να συσκοτίζουν την αληθινή βάση των περιβαλλοντικών και κοινωνικών προβλημάτων. Αυτοί που υποοτηρίζουν ότι τα συστήματα της σκέψης είναι ανεξάρτητα από την κοινωνική οργάνωση της παραγωγής και
τα θεωρούν ιδεολογικά ουδέτερα εξαπατώνται [. .. ]. Στις κοινωνικές επισtήμες, η παραγωγή της γνώσης διαστρεβλώνεται από την ειδίκευση
και τον καταμερισμό των επιστημονικών κλάδων και οι μελέτες που διαδραματίζουν το λει τουργικό ρόλο της υποστήριξης του ΞΙαΟΟ quo προωθούνται ιδιαίτερα από τους ακαδημαϊ κούς και πολιτικούς θεσμούς. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι «κυρίαρχες ιδέες» είναι οι ιδέες της «κυρίαρχης τάξης», όπως υποστήριζε ο
Marx. Η λύση για τα περιβαλλοντικά προβλήμα
τα εξαρτάται επομένως όχι απλώς από την αναδιάρθρωση της επισtήμης και των διαθέσι μων τεχνολογιών αλλά από τον ανασχηματισμό των κοινωνικών σχέσεων της παραγωγής
-
παραγωγής της πολιτικής, της τεχνολογίας και της ίδιας της γνώσης. Η αντίσταση στους
πυρηνικούς αντιδραστήρες ταχέων ηλεκτρονίων, οτην επικίνδυνη βιομηχανική ανάπτυξη, σtoν απρόσωπο περιβαλλοντικό σχεδιασμό δεν περιορίζεται απλώς οτη βελτίωση της ειδί κευσης και της επιστημονικής βάσης οτη λήψη αποφάσεων. Αφορά οτη διεκδίκηση του δι καιώματος που έχουν όλοι οι άνθρωποι να ελέγχουν αυτό που παράγεται και σχεδιάζεταΙ.
ΒιβλΙΟ,/,Qαψία Barnett, H.J. and Morse, C. 1965: Scarcity and growth: the economics ofnaturaI resaurce αvαilability. Ba1tίmore: Johns Hopkins University Press. B~ckerman, W. 1974: In defence of economic growth. London: Cape. Bell, D. 1973: The coming ο!post-indusmal society: α venture in socίαl forecαsting. New Υork: Basic Books. Best, R.H.1976: "The changing land use structure οfΒήtaίn". Town and Countιy Planning 44,171-6. Chapman, Ρ. 1975: FUEl'S paradΊSe: enεrgy σρtioΠΞ [στ Britain. Harmondsworth: Penguίn. CΣlε, S., Gershuny, J. and Miles, Ι. 1978: "Scenaήοs of world deve10pment". Futures 10, 3-20.
233
ΜΕΡΟΣ 4-ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ
Connelly, Ρ. and Perlιnan, &'1975: The politics ofscarcity irι. resource conflicts ίπ ίπΙεmationol relαtions. 1..ondon: Oxford University Press.
Dmcker, Ρ. F. 1969: The ακΙ! of discontinuity. New York: Haxper and Row. Du Boff, R. Β.1974: ''Economic ideology and the environment". Στο Van Raay, Η. G. Τ. and Lugo, Α, Ε. (επιμ.), Μαπ αΜ environment Ltd. The Hague: Rotterdam University Press, 201-20. Eberstadt, Ν. 19 February 1976: "Myths ofthe food crisis". The New YorkReνiew ofBooks 23,32-7. Ehrlich, Ρ.&. and Ehrlich, Α.Η. 1970: Populαtion, resources, environment· ΊSsues ίπ humαn εcokικy. San Francisco: W. Η. Freeman and Co. Engels, F.1964: Outlines of α critique ofpolitical economy (πρώτη έκδοση το 1844). New York: Intemational Publicers. Eyre, 8.&.1978: The real wealth ofnotions. 1..ondon: Edward Amold. Foley, G. 1976: The energy question. Harmondsworth: Penguin. Gedicks, Α. 1977: "Raw materia1s: the Achilles heel of American imperialism?". The Insurgent Sociokιgίst 7,
3-13.
Gorz, Α.1976: ''On the class character of science and scientists". Στο Rose, Η. and Rose, S. (επιμ.), The political economy of science. ΜεοΙοκγ οflίπ the nαtural sciences. London: Macmillan, 59-71. Heίlbroner, &. L,1975:An lnquiιy m.to the humαn prospect. 1..ondon: Calder and Boyars. Hirsch, F. 1977: Sociallimits [ο growth. 1..ondon: Routledge and Κegaπ Paul. Illich, I.D.1973: Tools for coπνίνiaΙίΙΥ. 1..ondon: Calder and Boyars. Jevons, W.8. 1965: The coal question: απ inqui1Jl conceming ιΜ progress ofthe παtioπ αnd the probable exhaustion of our coal mines (πρώτη έκδοση το 1865). Third edition, editor, Flux, A,W. NewYork: Kelley. Κahn Η., Brown, W. and Martel, L. 1976: The next 200years- α scenαrίo for America aΜ the world. New York: Morrow. Kumar, κ.1979: "Thoughts οπ the present discontents in Britain: a review and a proposal". Υπό έκδοση στο Theo1Jlαnd Socί.ety.
Lappe, F.M. and Collins, J.1977: Food first: beyond ιΜ myιh ofscαrcίiy. New Υork: Houghton MifflinCo. Leach, G.1976: Energy αnd food production. Guildford, Surrey: IPC Science aπd Technology Press. Malthus, T.R.1970:An essay οπ the principle ofpopulation (πρώτη έκδοση το 1798). Harmondworth: Penguin. Marx,K1970: Ctιpitol, Τ.Ι (πρώτη έκδοση το 1867). Moscow: ProgressPublicers. Meadows, D.H., Meadows, D.L., Randers, Ι. and Behrens 111, W.W. 1972: The Limits Ιο Growth. New York: University Books. Meek, &. L. 1971: Μaα αΜ Engels οπ the populαtion bomb. Berkeley, Ca!ifQrnia: Ramparts Press.
234
ΜΕΡΟΣ 4-ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ
Mishan, Ε. J. 1977: The economic growth debate: αn assessment. London: George Allen and Unwin. Page, W.1973: "The non-renewable resource sub-systern". Στο Cole, Η. S. D., Freernan, C., Jahoda, Μ. and Pavitt, Κ. L. R. (επιμ.), Thίnkingabout thefuture: α critίque o[the limits Ιο growth. London: Chatto and Windus, 33-42. Pehrson, Ε. W.1945: "The mineral position ίη the United States and the outlook for the future", Mίnίng αΜ Metallurgy Jouma/ 26, 204-14. Pimentel, D., Hurd, L. Ε., BeJlotti, Α. C., Forster, Μ. J., Oka, Ι. Ν., Sholes, Ο. D. and Whitman, R. J. 2 November 1973: "Food production and the energy crisis". Science 182, 443-9. Posner, Μ.1974: ''Energy at the centre ofthe stage". The Three Banks RevΊΕW 104,3-27. Power, J. and Holenstein, Α. 1976: World ο[ hungeτ-a stταtegy [οτ surνival. London: ΤεωρΙε Smitb. Roberts, F. 6 ApriJ 1978: ''And now-a resources sbortage?". New Scientist78, 16-17. Robertson, J. 1977/78: "Towards post-industrialliberation and reconstruction". New Universities Quarterly 32, 6-23. Roszak, Τ.1972: Where the wαstelαnd ends. London: Faber and Faber. Rothschίld, Ε. 1976: "Food politics". ForeignAffαirs 54, 285-307. Royal Commission οη Environmental Pollution 1971: First report. Cmnd 4585. London: HMSO. Schumacher, Ε. F. 1973: Small Ίs beauti[ul: α study ο[ economics α> ί[ρεορlε mattered. London: Blond and Βήggs. Shenfield,A. 11 August 1977: ''Energy and doomsayers". The Daily Telegrtφh, 16. Stretton, Η. 1976: CapItalism, socialΊSm and the environment. Cambridge: Cambridge University Press. Taylor, C. 1978: "The politics of tbe steady state". New UniversIties Quaτterly 32, 157-84. Westergaard, J. and Resler, Η. 1976: Clαss ίπ α capίJa!ist society. Harmondswortb: Penguin.
235
r Γλωσσάρι Γεωγραφίας και Ευρωπαϊκών Σπουδών Aboήgίηe
Αυτόχθων
Accumulatίon
Συσσώρευση
Actor Administration Agent AgglomeratIon AggIomeratίon economies Aggregate
Δρων Διοίκηση
Φορέας
Συνάθροιση Ι Συγκρότημα! Συγκέντρωση Οικονομίες συγκέντρωσης Σύνολο! ρ. Συγκεντρώνομαι
Area
Περιοχή
Argue Argument Articulation Barrier Border Boundary Bullt environment Capltal Citizenship C\vilization
Επιχειρηματολογώ
CΙuster
Συγκρότημα! ρ. Συγκεντρώνομαι
ComparatIve advantage Concentrate Concept (και notion) Consciousness Controversy Country Cultural
Συγκριτικό πλεονέκτημα
Ισχυρισμός! Συζήτηση Συνάρθρωση Όριο, εμπόδιο Σύνορο! Συνοριακός, Παραμεθόριος Όριο, σύνορο Δομημένο περιβάλλον
Κεφάλαιο! Πρωτεύουσα Ιδιότητα του πολίτη Πολιτισμός
Συγκεντρώνομαι Έννοια
Συνείδηση Αντιδικία Ύπαιθρος! Χώρα Πολιτιστικός! Πολιτισμικός - η μτφρ. συνάγεται από τα
συμφραζόμενα
Cultural shift Culture Deconstruction
Πολιτιστική στροφή
Deindίstήalisation
Αποβιομηχάνιση (ΟΧΙ Αποβιομηχανοποίηση! Ι!)
Desertilication Determinism Deviance Discipline Discourse
Ερημοποίηση
Κουλτούρα! Πολιτισμός Αποδ6μηση
Ντετερμινισμός Παρέκκλιση
Επιστημονικός κλάδος Ι Πειθαρχία Λόγος
237
ΓΛΩΣΣΑΡΙ
Diseconomies Distance
Δυσοικονομίες
EC
Ευρωπα'ίκή Κοινότητα (Ε.Κ,)
Απόσταση
Economic performance
Οικονομική επίδοση
ECSC
Ευρωπα'ίκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα
EEC Embeddedness
Ευρωπα'ίκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ)
ΕΜΌ
Οικονομική Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ)
Enclosnres Environmental
Περιφράξεις
Ευ
Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε,)
(EΚAX-ECSC) Ενθήκευση
Περιβαλλοντικός (ΟΧΙ Περιβαντολογικόςl! Ι)
Euratom Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας (Euratom) European Commission Ευρωπαϊκή Επιτροπή! Κομισι6ν Evolutionism Εξελικτισμός Exclnsion Αποκλεισμός ExternaIίties (positive/ negative) Εξωτερικότητες (θετικές / αρνητικές) ExΙεrήΙoήal
Ετερόδικος
Extraterritorial FIexible / F1exibility Form Formation
Υπερόριος (εκrός των ορίων της επικράτειας) Ευε'λικτος / Ευελιξία Μορφή Σχηματισμός
GAΊT
Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου (ΓΣΔΕ-GΑΠ)
GDP Ι GNP
Ακαθάριστο Εγχώριο Πρόί6ν Ι Ακαθάριστο Εθνικό
Governance Government Home Housing Idealtype
Διακυβέρνηση
Προϊόν (ΑΕΠ) Κυβέρνηση
Σπιτικό! Ιδιαίτερη πατρίδα Κατοικία
Ιδεατόςτύπος/Ιδεστυπικός
ΙΕΑ
Διεθνής Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας (ΙΕΑ)
IMF Industrialisation Innercity Intellectual Land Learning Region / City Link, Linkage Location Location theory
Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ-ΙΜΡ) Εκβιομηχάνιση
Κέντρο ή εσωτερικό της πόλης Διανοούμενος! Διανοητικός! Πνευματικός
Γη,έδαφος Μαθησιακή Περιφέρεια! Πόλη
Διασύνδεση Τοποθεσία ή θέση! Χωροθέτηση Θεωρία Χωροθέτησης
238
ΓΛΩΣΣΑΡΙ
Iλ>cational
Χωροθετικός
Management Manufacturing Marginal Mentalmap Modemism Modemity Morphology Multicultural Narrative
Διαχείριση
Μεταποίηση Ι Μεταποιητικός Περιθωριακός
Νοητικός χάρτης Μοvtερvισμός Mσvtερvικ6'τητα Μορφολογία
Πολυ-πσλιτισμικός
Αφήγηση
Natίonality
Ιθαγένεια
Nation-State
Έθνος-κράτος
ΝΑΤΟ
Βορεισαιλαvtικό Σύμφωνο (ΝΑΤΟ)
Natural resources New towns, new technology etc. Normative
Φuσικά διαθέσιμα ή πόροι
OECD
Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας & Aνάπruξης
OEEC
Οργανισμός Ευρωπα'ίκής Οικονομικής ΣυνεΡΥασίας
Νέες πόλεις, νέα τεχνολογία κ.λπ. (6χι καινούρια!) Κανονιστικός (ΟΟΣΑ)
(OEEC) Ombudsman Overheads Paradigm
Διαμεσολαβητής Ι Συνήγορος του πολίτη Πάγια έξοδα
Παράδειγμα (επιστημολογικός όρος. Δυστυχώς, δεν έχουμε λέξη για διάκριση από το
"example". Μόνο το
κεφαλαίο Π το διακρίνει απ6 το "παράδειγμα") Perfoπnance
Επίδοση
Peripherality Periphery
Περιφερειακότητα
Περιφέρεια (δυστυχώς, δεν έχουμε λέξη για διάκριση από το "region") Τόπος
Place Place marketing Planner
Προβολή του τόπου, προώθηση του τόπου
ΡΙθηηίηι;:
Σχεδιασμός
Χωροτάκτης ή Πολεοδόμος-Χωροτάκτης
ΡοlίCΥ
Πολιτική, εφαρμοσμένη πολιτική
Politics
Πολιτική (δυστυχώς, δεν έχουμε λέξη για διάκριση
Pollution Positionality Possibilism Postmodemism
Ρύπανση (ΟΧΙ μόλυνση!!!)
των δύο) Τοποθέτηση Ποσσψπιλισμός Μεταμοvtερνισμός
239
ΓΛΩΣΣΑΡΙ
Postmodemity
Μεταμοντ:ερνικότητα
Productίvism
Παραγωγισμός
Puttingout Reciprocity Regime οΙ accumulation
Κατ' απσκοπήν εργασία στο σπίτι
Retlexίve
Ανακλαστικός
Αμοιβαιότητα Καθεστώς συσσώρευσης
Refiexίvity
Ανακλαστικότητα
Region
Περιφέρεια (δυστυχώς, δεν έχouμε λε'ξη για διάκριση
Regional Regionalisation Regulation Relevance Relevant Residential Residential tourism Restmctudng
Περιφερειακός
Rίsk
Διακινδυνεύω, ρισκάρω
από το "ΡeήΡhcry") Περιφερειοποίηση
Ρύθμιση Κοινωνική Συμβολή Ι Ερμηνευτική Αξία Ι Σχετικότητα . ., Σχετικός Οικιστικός Οικιστικ6ς Τouρισμός
Αναδιάρθρωση
Rίsk soCΊety
Κοινωνία τou ρίσκou
Sense οΙ place SettIement ' Social class Social order
Αίσθηση του τόπou
Solίdadty
Αλληλεγγύη
Space Spaceless Spatial Spatial dίstdbution Spatial dίvision oflabour
Οικισμός, οίκηση
Κοινωνική τάξη Κοινωνικό καθεστώς Χώρος Α-χωρικ6ς Χωρικός Χωρο-κατανομή ή κατανομή στο χώρο
Χωρική διαίρεση της εργασίας (ενίοτε χωρικ6ς καταμερισμός)
Sub-culture
Yπo-κouλτoύρα Ι Περιθωριακή κouλτούρα
Sustaίnable
Αειφ6ρας, βιώσιμος
Symbolic interactionism Tacit
Συμβολική διαvtίδραση
Tcrτitodal
Εδαφικ6ς
Εξυπακou6μενος
Terτitodality
Εδαφικ6τητα
Terdtory Uneven development UN UNCTAD
Έδαφος ή περιοχή ή επικράτεια Άνιση ανάπtυξη Ηνωμένα Έθνη Ι Οργανισμ6ς Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Εμπόριο και την
240
ΓΛΩΣΣΑΡΙ
Aνάπtυξη
Urban
(UNCTAD)
Αστικός (δυσruχώς δεν διακρΙνεται λεκτικά από
το Bourgeois)
Urbanisation economies Urbanity Ι Rurality VirtnaI WEU
Οικονομίες αστικοποίησης Αστικ6τητα Ι Αγροτικότητα Εικονικ6ς Ένωση Δυτικοευρωπαϊκών Χωρών
241
Ιι
(WEU)