ELIZABETH HOYT
Στη Σκιά του Πάθους
η είναι
αση ή φησης ορφή, Νόμο
Tίτλος πρωτοτύπου: THIEF OF SHADOWS by Elizabeth Hoyt Copyright © 2012 by Nancy M. Finney Translation Copyright © 2014, Compupress S. A. – Anubis Publications Cover Illustration by Alan Ayers Λοχαγού Δεδούση 1 & Μεσογείων 304, 15562 Χολαργός, τηλ.: 2109238672, fax: 2109216847 Web site: www.anubis.gr, e-mail:
[email protected] ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ EKΔOΣHΣ: Aλεξάνδρα Λέτσα ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Ιωάννα Ζαπάντη ΔΙΟΡΘΩΣΗ: Ελένη Γιούργα ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ: Βασίλης Ευσταθίου ΠPOΣAPMOΓH ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: Mαίρη Λυμπέρη www.e-bookshop.gr Aνάπτυξη και διάθεση ψηφιακών βιβλίων Κλάδος της Digital Content A.E. ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΤΟΜΕΑ E-BOOKS: Ιάσων Μανούσος ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ WEB SITE: Digital Content A.E. Digital Content A.E. Λοχαγού Δεδούση 1 & Μεσογείων 304, 155 62 Χολαργός, τηλ.: 2106516888 fax: 2109216847 Web site: www.digicon.gr, e-mail:
[email protected] VENUS FOREVER – 15 ISΒN: 978-960-497-799-4 Όλοι οι χαρακτήρες και τα γεγονότα του βιβλίου είναι φανταστικά. Κάθε ομοιότητα με πρόσωπα ζωντανά ή μη είναι εντελώς συμπτωματική. Απαγορεύονται η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή -ολική, μερική ή περιληπτική-, η κατά παράφραση ή διασκευή απόδοση του κειμένου με οποιονδήποτε τρόπο -μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο- χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του εκδότη, καθώς και η κυκλοφορία του σε οποιαδήποτε μορφή, ίδια ή διαφορετική από την παρούσα, στο πρωτότυπο ή σε μετάφραση ή άλλη διασκευή, σύμφωνα με το Νόμο 2121/1993 και τους Κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, που ισχύουν στην Ελλάδα.
Αφιερωµένο στον αγαπηµένο µου γαµπρό, Charles, έναν πολυσύνθετο και εξαιρετικά ταλαντούχο καλλιτέχνη που ασχολείται µε το χορό, το θέατρο και την οπτικοακουστική τέχνη –και ο οποίος, εν τούτοις, δεν αντιστέκεται στον πειρασµό να κάνει περιστασιακά κάποιες ροµαντικές βιντεοταινίες.
Ευχαριστίες Όπως πάντα νιώθω την ανάγκη να ευχαριστήσω την οµάδα των επαγγελµατιών που βοήθησαν ώστε να δοθεί η ανάλογη λάµψη σ’ ένα αρκετά αδούλευτο πρώτο κείµενο κάνοντάς το έτσι ένα πολύ πιο ευκολοδιάβαστο τελικό προϊόν: την πανέξυπνη ατζέντισσά µου, Susannah Taylor, την υποµονετική εκδότριά µου, Amy Pierpont, και τη σχολαστική επιµελήτριά µου, Carrie Andrews. Επιπλέον, η βοηθός της Amy, Lauren Plude, είναι πάντα σκανδαλωδώς καλή, η Diane Luger από το GCP art department για ακόµα µια φορά ξεπέρασε τον εαυτό της µε το εξώφυλλο και οι Nick Small και Brianne Beers από τις ∆ηµόσιες Σχέσεις έχουν δουλέψει ακούραστα για να εξασφαλίσουν ότι όλοι θα γνωρίσετε αυτό το βιβλίο. Σας ευχαριστώ όλους.
Κεφάλαιο Ένα Ω, μαζευτείτε γύρω μου, αγαπητοί μου, και κρατήστε τα κεριά αναμμένα, γιατί απόψε θα σας πω την ιστορία του Αρλεκίνου-Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς… –από το Ο Θρύλος του Αρλεκίνου Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς
ΛΟΝΔΙΝΟ, ΑΓΓΛΙΑ ΜΑΪΟΣ 1738 Το πτώμα στο δρόμο ήταν αυτό που έλειπε για να συμπληρωθεί η ταλαιπωρία εκείνης της μέρας. Η Ίζαμπελ Μπέκινχολ –Βαρόνη Μπέκινχολ– αναστέναξε βουβά. Η άμαξά της είχε ακινητοποιηθεί στο χειρότερο μέρος του Λονδίνου –τους βρόμικους δρόμους του Σεντ Τζάιλς. Και γιατί βρισκόταν στο Σεντ Τζάιλς την ώρα που άρχιζε να πέφτει το σκοτάδι; Επειδή, η ηλίθια, είχε προσφερθεί εθελοντικά να εκπροσωπήσει το Φιλανθρωπικό Σύλλογο Κυριών για το Ίδρυμα για Ατυχή Βρέφη και Έκθετα Παιδιά στην τελική επιθεώρηση της καινούργιας στέγης του. Ποτέ μην προσφέρεσαι εθελοντικά. Ούτε καν όταν σε ταΐζουν με το ζόρι, αλλά ευχάριστα με ζεστά χωνάκια κρέμας και καυτό τσάι. Τα ζεστά χωνάκια κρέμας ήταν, ολοφάνερα,
10
ELIZABETH HOYT
έργο του σατανά ή ίσως της λαίδης Ηρούς Ρίντινγκ, μιας από τα ιδρυτικά στελέχη και προστάτιδας του ιδρύματος. Η λαίδη Ηρώ είχε ξαναγεμίσει το φλιτζάνι της με τσάι και είχε κοιτάξει την Ίζαμπελ με δυο άδολα γκρίζα μάτια, ρωτώντας τη με χάρη αν θα την πείραζε να συναντηθεί με τον κύριο Γουίντερ Μέικπις, τον αυστηρό διευθυντή του ορφανοτροφείου, για να ρίξουν μια τελευταία ματιά στο νέο κτίριο. Και η Ίζαμπελ είχε συμφωνήσει μουγκρίζοντας ανέμελα σαν κάποια χαζοχαρούμενη γλυκατζού, σαν μια καλοζωισμένη αγελάδα. Κι αυτός ο καταραμένος δεν είχε καν εμφανιστεί! «Μουου» μουγκάνισε σιγανά η Ίζαμπελ καθώς η πόρτα της άμαξας άνοιγε για να εμφανιστεί η προσωπική της καμαριέρα, η Πίνκνι. «Κυρά;» αναφώνησε η Πίνκνι, με τα γαλάζια μάτια της γουρλωμένα και ξαφνιασμένα. Φυσικά, τα γαλάζια μάτια της Πίνκνι ήταν σχεδόν πάντα γουρλωμένα και ξαφνιασμένα. Θεωρείτο ως μια από τις πιο περιζήτητες καμαριέρες του Λονδίνου και υπόδειγμα έμπνευσης στη ραπτική, αφού γνώριζε τα πάντα για την τελευταία λέξη της μόδας, παρά το γεγονός ότι ήταν μόλις λίγο παραπάνω από εικοσιενός ετών και κάπως αφελής. «Δεν έγινε τίποτα» βιάστηκε να της πει η Ίζαμπελ, εγκαταλείποντας βιαστικά τις μιμήσεις. «Έμαθες γιατί αργούν τόσο πολύ να μετακινήσουν τον πεθαμένο;» «Ω ναι, λαίδη μου» απάντησε η Πίνκνι. «Φταίει που δεν είναι πεθαμένος.» Τα όμορφα σκουρόξανθα φρύδια της έσμιξαν. «Δηλαδή, όχι ακόμα τουλάχιστον. Ο Χάρολντ ο υπηρέτης δυσκολεύεται πολύ να τον τραβήξει στην άκρη και δε θα το πιστέψετε, κυρά, αλλά είναι κωμικός ηθοποιός.» Ήταν η σειρά της Ίζαμπελ να ανοιγοκλείσει τα βλέφαρα ξαφνιασμένη. «Ο Χάρολντ;» «Ω όχι, λαίδη μου!» Η Πίνκνι άρχισε να χαχανίζει μέχρι που είδε το σταθερό βλέμμα της Ίζαμπελ. «Ε…» Καθάρισε το λαιμό της… «Ο όχι-εντελώς-πεθαμένος είναι… Κωμικός
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
11
ηθοποιός, δηλαδή. Είναι ντυμένος αρλεκίνος, με μάσκα και όλα τα…» Η Ίζαμπελ δεν την άκουγε πια. Είχε ανοίξει την πόρτα και είχε κατεβεί από την άμαξα. Έξω, η γκρίζα μέρα γινόταν όλο και πιο ζοφερή καθώς σουρούπωνε. Φωτιές έλαμπαν στα δυτικά και, από την ίδια διεύθυνση, έφθανε στ’ αυτιά της το βουητό από τις φωνές των ξεσηκωμένων πολιτών. Βρίσκονταν πολύ κοντά, πλησίαζαν… Η Ίζαμπελ αναρρίγησε και έτρεξε βιαστικά κοντά στον Χάρολντ και τον άλλον υπηρέτη που ήταν σκυμμένοι πάνω από μια φιγούρα στο έδαφος. Η Πίνκνι μάλλον είχε παρεξηγήσει το κοστούμι ή τον άντρα ή τη μάσκα ή… Όμως όχι. Η Ίζαμπελ πήρε μια κοφτή ανάσα. Δεν είχε δει ποτέ το διαβόητο Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς με σάρκα και οστά, αλλά δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία πως επρόκειτο για αυτό. Ο πεσμένος άντρας φορούσε ένα μαυροκόκκινο κοστούμι αρλεκίνου. Το πλατύγυρο μαύρο καπέλο είχε πέσει απ’ το κεφάλι του και έτσι μπορούσε να δει τα καστανά μαλλιά του που ήταν δεμένα πίσω. Ένα κοντό σπαθί ήταν περασμένο στο πλευρό του κι ένα μακρύ ξίφος κείτονταν δίπλα στο μεγάλο χέρι του. Μια μισή μαύρη μάσκα με μια γελοία μακριά μύτη κάλυπτε το πάνω μέρος του προσώπου του, αφήνοντας το τετράγωνο σαγόνι και το πλατύ στόμα του έκθετα. Τα χείλη του ήταν ανοιχτά πάνω από μια σειρά ίσια λευκά δόντια, με το πάνω χείλος λίγο μεγαλύτερο από το κάτω. Η Ίζαμπελ έστρεψε βιαστικά την προσοχή της στον υπηρέτη της. «Είναι ζωντανός;» «Τουλάχιστον ανασαίνει ακόμα, λαίδη.» Ο Χάρολντ κούνησε το κεφάλι. «Δεν ξέρω για πόση ώρα όμως.» Μια κραυγή ακούστηκε από κάπου κοντά και ο ήχος από τζάμι που έσπαγε. «Βάλτε τον μέσα στην άμαξα» πρόσταξε η Ίζαμπελ. Έσκυψε να μαζέψει το καπέλο του.
12
ELIZABETH HOYT
Ο Γουίλ, ο δεύτερος υπηρέτης, σκυθρώπιασε. «Μα, λαίδη…» «Τώρα! Και μην ξεχάσετε το σπαθί του.» Ήδη μπορούσε να δει αρκετούς ανθρώπους να στρίβουν τη γωνία στο βάθος του δρόμου. Οι υπηρέτες αντάλλαξαν μια ματιά κι έπειτα σαν ένας άνθρωπος σήκωσαν το Φάντασμα. Ο Χάρολντ βόγκηξε από το βάρος, αλλά δεν παραπονέθηκε ούτε ελάχιστα. Ένα πλήθος συγκεντρωνόταν ήδη στο τέλος του δρόμου και κάποιος έβγαλε μια κραυγή. Οι στασιαστές είχαν εντοπίσει την άμαξα. Η Ίζαμπελ σήκωσε τις φούστες της και έτρεξε πίσω από τους υπηρέτες. Ο Χάρολντ άφησε ένα μουγκρητό και έριξε το Φάντασμα και το ξίφος του μέσα στην άμαξα. Η Ίζαμπελ σκαρφάλωσε μάλλον άκομψα. Η Πίνκνι κοιτούσε με γουρλωμένα μάτια το Φάντασμα που ήταν πεσμένο στο δάπεδο, αλλά προς το παρόν η Ίζαμπελ το αγνόησε. Έριξε το καπέλο του πάνω του, σήκωσε το κάθισμά της και τράβηξε δύο πιστόλια από τη μυστική κρύπτη που υπήρχε από κάτω. Η Πίνκνι τσίριξε τρομαγμένη. Η Ίζαμπελ γύρισε και έδωσε τα πιστόλια στους υπηρέτες στην πόρτα της άμαξας. «Μην αφήσετε κανέναν να σκαρφαλώσει στην άμαξα.» Το σαγόνι του Χάρολντ σφίχτηκε. «Μάλιστα, λαίδη.» Πήρε τα όπλα, έδωσε το ένα στον Γουίλ και πήδηξε στο σκαλοπάτι στο πίσω μέρος της άμαξας. Η Ίζαμπελ έκλεισε την πόρτα και χτύπησε την οροφή. «Όσο πιο γρήγορα μπορείς, Τζον!» Η άμαξα ξεκίνησε με έναν κλυδωνισμό καθώς κάτι τη χτύπησε στο πλάι. «Λαίδη μου!» φώναξε η Πίνκνι. «Ησύχασε» είπε η Ίζαμπελ. Στη θέση της υπηρέτριας υπήρχε ένα ριχτάρι και η Ίζαμπελ το έριξε πάνω απ’ το Φάντασμα. Κάθισε στη θέση της, πιάνοντας σφιχτά το παράθυρο καθώς η άμαξα έγερνε
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
13
παίρνοντας μια στροφή. Κάτι άλλο χτύπησε την άμαξα. Ένα αγριεμένο πρόσωπο εμφανίστηκε ξαφνικά στο παράθυρο, με τη γλώσσα του να γλείφει λάγνα το τζάμι. Η Πίνκνι στρίγγλισε. Η Ίζαμπελ κοίταξε τον άντρα με την καρδιά της να καλπάζει, αλλά το βλέμμα της παρέμεινε σταθερό και καρφώθηκε στα μάτια του. Δυο μάτια κατακόκκινα και γεμάτα τρελό μένος. Η άμαξα τινάχτηκε και ο άντρας έπεσε στο πλάι. Ένα από τα πιστόλια εκπυρσοκρότησε. «Λαίδη μου» ψιθύρισε η Πίνκνι, με πρόσωπο κάτασπρο «ο πεθαμένος…» «Ο όχι-εντελώς-πεθαμένος» μουρμούρισε η Ίζαμπελ, κοιτώντας το ριχτάρι. Με λίγη τύχη, όποιος κι αν κοίταζε μέσα θα έβλεπε ένα ριχτάρι πεσμένο αδιάφορα στο πάτωμα, όχι το κρυμμένο Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς. Έσφιξε το σώμα της καθώς η άμαξα έστριβε απότομα σε μια γωνία. «Ο όχι-εντελώς-πεθαμένος άντρας» επανέλαβε υπάκουα η Πίνκνι. «Ποιος είναι;» «Το Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς.» Τα καταγάλανα μάτια της Πίνκνι γούρλωσαν πιο πολύ. «Ποιος;» Η Ίζαμπελ κοίταξε την υπηρέτριά της κι ένιωσε πολύ κουρασμένη ξαφνικά. «Το Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς; Ο πιο διαβόητος ληστής του Λονδίνου; Που τριγυρίζει με ένα κοστούμι αρλεκίνου είτε βιάζοντας είτε δολοφονώντας ή σώζοντας και προστατεύοντας, ανάλογα με ποιου τις ιστορίες θα πιστέψεις;» Αν τα μάτια της Πίνκνι γούρλωναν λίγο παραπάνω μπορεί και να πετάγονταν έξω από τις κόγχες τους. «Όχι;» Η Ίζαμπελ έγνεψε με το χέρι προς το παράθυρο και τις κραυγές και τα ουρλιαχτά απέξω και είπε γλυκά: «Ο άντρας που αυτός ο όχλος θέλει νεκρό;» Έντρομη η Πίνκνι κάρφωσε το βλέμμα στο ριχτάρι. «Μα… γιατί, λαίδη μου;»
14
ELIZABETH HOYT
Το δεύτερο πιστόλι πυροβόλησε με ένα εκκωφαντικό ΜΠΟΥΜ! και η Πίνκνι αναπήδησε και κοίταξε ανταριασμένη έξω απ’ το παράθυρο. Μεγαλοδύναμε Θεέ, είχαν ξεμείνει από πυρομαχικά. Η Ίζαμπελ προσευχήθηκε να είναι οι υπηρέτες ασφαλείς –και να μπορέσουν να συγκρατήσουν τους στασιαστές χωρίς όπλα. Ήταν μια αριστοκράτισσα, αλλά μόλις πριν από ένα χρόνο ένας υποκόμης είχε συρθεί έξω από την άμαξά του, είχε ξυλοκοπηθεί και είχε ληστευθεί στο Σεντ Τζάιλς. Η Ίζαμπελ πήρε μια βαθιά ανάσα και ψαχούλεψε κάτω από το ριχτάρι μέχρι που βρήκε τη λαβή του σπαθιού του Φαντάσματος. Το τράβηξε έξω καθώς η Πίνκνι την κοιτούσε σαν χαμένη και ακούμπησε το βαρύ αντικείμενο στα πόδια της. Αν μη τι άλλο, θα μπορούσε να χτυπήσει κάποιον στο κεφάλι μ’ αυτό –αν προέκυπτε η ανάγκη. «Τον θέλουν νεκρό επειδή σήμερα το πρωί έκοψε το σκοινί σώζοντας απ’ την αγχόνη τον Μίκι Ο’Κόνορ.» Η Πίνκνι κυριολεκτικά άστραψε ακούγοντάς το. «Ω, τον Ωραίο Μίκι τον πειρατή! Αυτόν τον έχω ακουστά. Λένε πως είναι ωραίος σαν αμαρτία και ντύνεται καλύτερα από τον ίδιο το βασιλιά.» Φυσικά και είχε ακουστά η καμαριέρα της τον καλοντυμένο πειρατή. «Απολύτως.» Η Ίζαμπελ μόρφασε καθώς κάτι χτύπησε το παράθυρο, σπάζοντας το τζάμι. «Πιθανότατα τον κυνήγησαν από τις αγχόνες του Τάιμπερν μέχρι εδώ, τον δύστυχο.» «Ω.» Η Πίνκνι δάγκωσε τα χείλη της. «Συγχωρήστε με, λαίδη μου, αλλά γιατί τον περιμαζέψαμε;» «Γιατί είναι κρίμα να αφήσεις κάποιον να τον ξεσκίσει ο όχλος» της εξήγησε αργόσυρτα η Ίζαμπελ, μην αφήνοντας να φανεί ο φόβος που έκανε την καρδιά της να βροντάει. «Ειδικά ένα νέο, όμορφο άντρα.» Η Πίνκνι την κοίταξε δειλά. «Μα, λαίδη μου, αν ο όχλος τον θέλει κι αυτός είναι στην άμαξά μας… ε…»
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
15
Η Ίζαμπελ επιστράτευσε όλες τις δυνάμεις της για ένα σταθερό χαμόγελο. Το χέρι της σφίχτηκε στη λαβή του σπαθιού στα πόδια της. «Γι’ αυτό δε θα τους αφήσουμε να ανακαλύψουν πως έχουμε το Φάντασμα, σωστά;» Η Πίνκνι ανοιγόκλεισε τα βλέφαρά της κάμποσες φορές λες και προσπαθούσε να καταλάβει τη λογική της· μετά χαμογέλασε. Το κορίτσι ήταν πραγματικά όμορφο. «Ω ναι, λαίδη μου.» Η καμαριέρα έγειρε στο κάθισμα σαν να ένιωθε απόλυτα σίγουρη πως είχαν γλιτώσει τον κίνδυνο τώρα που της τα είχε εξηγήσει όλα. Η Ίζαμπελ τράβηξε λίγο την κουρτίνα στο πλάι για να κρυφοκοιτάξει μέσα από το σπασμένο τζάμι. Εκείνη δεν ήταν εξίσου αισιόδοξη. Πολλοί δρόμοι του Σεντ Τζάιλς ήταν στενοί και στριφογυριστοί –ο λόγος για τον οποίο η άμαξα κινιόταν προηγουμένως τόσο αργά. Ένας πεζός όχλος μπορούσε να κινηθεί ταχύτερα από αυτούς. Ο Τζον ο αμαξάς είχε βρει ένα ίσιο κομμάτι δρόμου και τσίγκλιζε τα άλογα να τρέξουν. Η Ίζαμπελ άφησε την κουρτίνα να πέσει με ένα στεναγμό ανακούφισης. Δόξα σοι ο Θεός. Η άμαξα σταμάτησε απότομα. Η Πίνκνι στρίγκλισε. «Ήρεμα.» Η Ίζαμπελ έριξε ένα αυστηρό βλέμμα στην καμαριέρα της. Αν ήταν να τους επιτεθούν, το τελευταίο πράγμα που της χρειαζόταν ήταν η Πίνκνι σε κατάσταση υστερίας. Η Ίζαμπελ έριξε μια ματιά έξω απ’ το παράθυρο και μετά βιάστηκε να χώσει το σπαθί κάτω από την κουβέρτα της άμαξας. Και μόλις που πρόλαβε. Η πόρτα της άμαξας άνοιξε για να αποκαλύψει έναν αυστηρό αξιωματικό των δραγόνων με άλικη στολή. Η Ίζαμπελ χαμογέλασε γλυκά. «Λοχαγέ Τρεβίλιον. Πό-
16
ELIZABETH HOYT
σο χαίρομαι που σας βλέπω –αφού πρώτα ξεφύγαμε από τον όχλο.» Τα σκληρά ζυγωματικά του λογαχού κοκκίνισαν, αλλά τα μάτια του συνέχισαν να κοιτάζουν ερευνητικά μέσα στην άμαξα. Για μια στιγμή, το βλέμμα του χασομέρησε πάνω στην κουβέρτα. Η Ίζαμπελ κράτησε τα μάτια της καρφωμένα στο πρόσωπό του, με το χαμόγελό της ακύμαντο. Δήθεν αδιάφορα, σήκωσε τα πόδια της και τα ακούμπησε πάνω στο ριχτάρι. Το βλέμμα του δραγόνου ξαναγύρισε σε κείνη. «Κυρία. Χαίρομαι που βλέπω εσάς και τη συνοδεία σας σώους και ασφαλείς. Το Σεντ Τζάιλς δεν είναι το κατάλληλο μέρος για να περιφέρεστε σήμερα.» «Ναι, λοιπόν, δεν το ξέραμε αυτό όταν ξεκινήσαμε το πρωί.» Η Ίζαμπελ ύψωσε τα φρύδια με ευγενικό ενδιαφέρον. «Τον πιάσατε εκείνο τον πειρατή τελικά;» Τα λεπτά χείλη του λοχαγού σφίχτηκαν. «Είναι καθαρά θέμα χρόνου. Θα πιάσουμε και αυτόν και το Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς. Ο όχλος τους έχει και τους δύο στο κατόπι. Καλή σας ημέρα, λαίδη μου.» Του έγνεψε, χωρίς να τολμάει να ανασάνει μέχρι να δει τον δραγόνο να κλείνει την πόρτα της άμαξας και να δίνει την άδεια στον αμαξά να προχωρήσει. Η Πίνκνι ρουθούνισε περιφρονητικά. «Στρατιώτες. Οι περούκες τους είναι πάντα φρικτά ντεμοντέ.» Η Ίζαμπελ βούλιαξε στην πλάτη του καθίσματος και έστειλε ένα σύντομο χαμόγελο στην καμαριέρα της. Μισή ώρα μετά, η άμαξα σταματούσε μπροστά στο όμορφο σπίτι της στην πόλη. «Φέρτε τον μέσα» πρόσταξε τον Χάρολντ όταν της άνοιξε την πόρτα. Εκείνος έγνεψε αποκαμωμένα. «Μάλιστα, λαίδη μου.» «Και, Χάρολντ;» Η Ίζαμπελ κατέβηκε από την άμαξα, σφίγγοντας ακόμα στο χέρι της το σπαθί.
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
17
«Λαίδη;» «Μπράβο. Και σε σένα και στον Γουίλ.» Έκανε ένα νεύμα στον Γουίλ. Ένα ντροπαλό χαμόγελο φώτισε το πλατύ, συνηθισμένο πρόσωπο του Χάρολντ. «Σας ευχαριστώ, λαίδη.» Η Ίζαμπελ επέτρεψε στον εαυτό της ένα μικρό χαμόγελο πριν μπει σαν σίφουνας στο σπίτι. Ο Έντμουντ, ο αγαπημένος, μακαρίτης σύζυγός της, είχε αγοράσει το Φέρμοντ Χάουζ για κείνη λίγο πριν πεθάνει και της το είχε κάνει δώρο για τα εικοστά όγδοα γενέθλιά της. Ήξερε πως ο τίτλος και το υποστατικό θα πήγαιναν σε έναν μακρινό εξάδελφο και ήθελε να την έχει αποκαταστήσει με τη δική της ιδιοκτησία που δε θα ανήκε σε άλλον κληρονόμο. Η Ίζαμπελ το είχε διακοσμήσει όλο απ’ την αρχή αμέσως μόλις μετακόμισε πριν από τέσσερα χρόνια. Τώρα το χολ της εισόδου ήταν ντυμένο με ένα ζεστό χρυσαφί ξύλο βελανιδιάς. Το πάτωμα είχε στρωθεί με ένα ξύλινο παρκέ και εδώ κι εκεί υπήρχαν αντικείμενα που της έφτιαχναν τη διάθεση: ένα κομψό τραπεζάκι από ροζ μάρμαρο με χρυσά πόδια, ένας γελαστός μικρός φαύνος που κρατούσε ένα λαγό από μαύρο μάρμαρο και ένας μικρός οβάλ καθρέφτης με κορνίζα από φίλντισι. Όλα αυτά τα αντικείμενα τα αγαπούσε περισσότερο για τα σχήματά τους παρά για την πραγματική τους αξία. «Ευχαριστώ, Μπάτερμαν» είπε η Ίζαμπελ ενώ έβαζε το σπαθί παραμάσχαλα και έβγαζε τα γάντια και το καπέλο για να τα δώσει στον μπάτλερ. «Θέλω να ετοιμαστεί ένα υπνοδωμάτιο αμέσως.» Ο Μπάτερμαν, όπως όλοι οι υπηρέτες της, ήταν άψογα εκπαιδευμένος. Δεν έπαιξε ούτε το βλέφαρό του στην απότομη εντολή της –ή στη θέα του σπαθιού που κρατούσε τόσο αδιάφορα. «Μάλιστα, λαίδη μου. Είναι εντάξει το γαλάζιο δωμάτιο;» «Απολύτως.»
18
ELIZABETH HOYT
Ο Μπάτερμαν χτύπησε τα δάχτυλα και μια υπηρέτρια ανέβηκε βιαστικά τη σκάλα. Η Ίζαμπελ γύρισε να κοιτάξει τον Χάρολντ και τον Γουίλ που έμπαιναν μέσα κουβαλώντας το Φάντασμα. Το πλατύγυρο καπέλο του ήταν ακουμπισμένο πάνω στο στήθος του. Ο Μπάτερμαν ύψωσε ελάχιστα το φρύδι στη θέα του αναίσθητου άντρα, αλλά το μόνο που είπε ήταν: «Στο γαλάζιο δωμάτιο, Χάρολντ, αν έχεις την καλοσύνη.» «Μάλιστα, κύριε» είπε λαχανιασμένα ο Χάρολντ. «Αν δε σας πειράζει, λαίδη μου» μουρμούρισε ο Μπάτερμαν «πιστεύω πως η κυρία Μπάτερμαν ίσως μπορεί να σας βοηθήσει.» «Ναι, σ’ ευχαριστώ, Μπάτερμαν. Στείλε σε παρακαλώ την κυρία Μπάτερμαν το συντομότερο δυνατό.» Η Ίζαμπελ ακολούθησε τους υπηρέτες στη σκάλα. Οι υπηρέτριες έστρωναν ακόμα τα σεντόνια στο κρεβάτι του γαλάζιου δωματίου όταν έφτασαν οι υπηρέτες με το φορτίο τους, αλλά η φωτιά στο τζάκι ήταν ήδη αναμμένη. Ο Χάρολντ κοντοστάθηκε, πιθανότατα επειδή το Φάντασμα ήταν γεμάτο λάσπες και αίματα, αλλά η Ίζαμπελ του έγνεψε προς το κρεβάτι. Το Φάντασμα άφησε ένα βογκητό καθώς οι υπηρέτες τον ακουμπούσαν πάνω στο πεντακάθαρο πάπλωμα. Η Ίζαμπελ στήριξε το σπαθί σε μια γωνία του δωματίου και έσπευσε πλάι του. Είχαν διαφύγει τον κίνδυνο, αλλά ο σφυγμός της δεν είχε καταλαγιάσει. Συνειδητοποίησε πως ήταν κάπως ενθουσιασμένη με αυτήν την παράξενη τροπή των γεγονότων. Είχε σώσει το Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς. Αυτό που είχε αρχίσει σαν μια συνηθισμένη, σχεδόν βαρετή μέρα, είχε εξελιχθεί σε μια περίεργη περιπέτεια. Τα μάτια του Φαντάσματος ήταν κλειστά. Φορούσε ακόμα τη μάσκα του, παρ’ όλο που είχε στραβώσει πάνω στο πρόσωπό του. Η Ίζαμπελ τη σήκωσε προσεκτικά και ανακάλυψε έκπληκτη ότι από κάτω υπήρχε ένα λεπτό μαύρο
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
19
μεταξωτό μαντίλι που κάλυπτε το πάνω μέρος του προσώπου του, από τη γέφυρα της δυνατής μύτης μέχρι το μέτωπο. Δυο τρύπες για τα μάτια ήταν ανοιγμένες στο ύφασμα, μετατρέποντάς το έτσι σε μια δεύτερη, πιο λεπτή μάσκα. Κράτησε τη μάσκα του αρλεκίνου στο ένα χέρι και την εξέτασε. Ήταν φτιαγμένη από μαύρο δέρμα. Δυο ψηλά καμπυλωτά φρύδια και μια καμπουριαστή, γκροτέσκα μύτη έδιναν στη μάσκα την έκφραση σάτυρου. Την ακούμπησε στο κομοδίνο και κοίταξε πάλι το Φάντασμα. Κείτονταν χαλαρός και βαρύς πάνω στο κρεβάτι. Αίμα λέρωνε το παντελόνι της στολής του πάνω από τις ψηλές μαύρες μπότες. Δάγκωσε τα χείλη της. Σε κάποια σημεία το αίμα έδειχνε αρκετά νωπό. «Ο Μπάτερμαν είπε πως είναι ένας άντρας τραυματισμένος» είπε η κυρία Μπάτερμαν μπαίνοντας ορμητικά στο δωμάτιο. Πλησίασε στο κρεβάτι και κοίταξε το Φάντασμα για μια στιγμή, με τα χέρια της στους γοφούς, πριν γνέψει αποφασιστικά. «Λοιπόν, δεν είναι τίποτα. Θα χρειαστεί να τον γδύσουμε, λαίδη μου, και να βρούμε από πού προέρχεται το αίμα.» «Ω, μα φυσικά» είπε η Ίζαμπελ. Έσκυψε να ξεκουμπώσει τα κουμπιά στο παντελόνι του ενώ η κυρία Μπάτερμαν καταπιανόταν με τη ζακέτα. Κάπου από πίσω της, η Ίζαμπελ άκουσε μια πνιχτή κραυγή. «Λαίδη μου!» «Τι συμβαίνει, Πίνκνι;» ρώτησε η Ίζαμπελ καθώς πάλευε με ένα πεισματάρικο κουμπί. Το αίμα είχε ξεραθεί πάνω στο ύφασμα, κάνοντάς το άκαμπτο. «Δεν είν’ σωστό για σας να κάνετε τέτοια δουλειά.» Η Πίνκνι ακουγόταν τόσο σκανδαλισμένη όσο αν η Ίζαμπελ είχε πει πως θα έμπαινε στον Καθεδρικό Ναό του Γουέστμινστερ γυμνή. «Είναι άντρας.» «Σε διαβεβαιώ πως έχω ξαναδεί γυμνό άντρα» είπε η Ίζαμπελ καθώς τραβούσε μαλακά το παντελόνι του. Από κάτω, το εσώρουχό του ήταν μουσκεμένο στο αίμα. Μεγα-
20
ELIZABETH HOYT
λοδύναμε Θεέ. Μπορούσε κανείς να χάσει τόσο αίμα και να επιζήσει; Συνοφρυώθηκε ανήσυχη καθώς άρχιζε να λύνει τα κορδόνια του εσώρουχου. «Έχει μελανιές στον ώμο και τα πλευρά και μερικές γρατζουνιές, αλλά τίποτα που να δικαιολογεί τόσο αίμα» ενημέρωσε η κυρία Μπάτερμαν καθώς άνοιγε τη ζακέτα και σήκωνε το πουκάμισο του Φαντάσματος μέχρι τις μασχάλες. Η Ίζαμπελ κοίταξε φευγαλέα προς τα πάνω και κοκκάλωσε. Το στήθος του ήταν γεμάτο λυγερούς μύες, οι θηλές ήταν σκούρες καφέ πάνω στο χλωμό δέρμα κι ανάμεσά τους απλώνονταν σγουρές τριχούλες. Το στομάχι ήταν σκληρό και γραμμωμένο, ο αφαλός εντελώς καλυμμένος από τις ίδιες σγουρές, μαύρες τρίχες. Η Ίζαμπελ ανοιγόκλεισε τα μάτια της. Είχε ξαναδεί άντρα –άντρες, για να κυριολεκτούμε– γυμνό, αλλά ο Έντμουντ ήταν στα εξήντα του όταν είχε πεθάνει και σίγουρα ποτέ του δεν ήταν έτσι. Και οι ελάχιστοι, διακριτικοί εραστές που είχε από τον θάνατο του Έντμουντ και μετά, ήταν αριστοκράτες –άντρες που ζούσαν νωχελική ζωή. Μετά βίας είχαν περισσότερους μυς από την ίδια. Το μάτι της έπεσε στην ίσια γραμμή από τρίχες που κατέβαινε από τον αφαλό του. Χανόταν μέσα στο εσώρουχο. Εκεί όπου ήταν τα χέρια της. Η Ίζαμπελ ξεροκατάπιε και έλυσε το ρούχο για να το τραβήξει προς τα κάτω, κάπως έκπληκτη από το τρέμουλο στα δάχτυλά της. Τα γεννητικά του όργανα αποκαλύφθηκαν… Ο άντρας αυτός παραήταν προικισμένος. «Λοιπόν» είπε η κυρία Μπάτερμαν «σίγουρα δείχνει αρκετά υγιής εκεί.» «Θεούλη μου, ναι» μουρμούρισε ξέπνοα η Πίνκνι. Η Ίζαμπελ κοίταξε πίσω της εκνευρισμένη. Δεν είχε αντιληφθεί ότι η καμαριέρα είχε πλησιάσει τόσο ώστε να μπορεί να δει το Φάντασμα. Τράβηξε τη μια άκρη του παπλώματος πάνω στη λεκάνη του, νιώθοντας κάπως προστατευτική με τον αναίσθητο άντρα.
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
21
«Βοήθησέ με να του βγάλουμε τις μπότες για να ξεγυμνώσουμε τα πόδια του τελείως» είπε η Ίζαμπελ στην κυρία Μπάτερμαν. «Αν δεν μπορέσουμε να βρούμε την πληγή ούτε εκεί, θα πρέπει να τον γυρίσουμε μπρούμυτα.» Όπως κατέβαζαν όμως τις ψηλές μπότες, ένα μακρύ κόψιμο αποκαλύφθηκε στο μυώδη δεξιό μηρό του άντρα. Και καθώς απομάκρυναν το μουσκεμένο δέρμα της μπότας, φρέσκο αίμα κύλησε στο πόδι του. «Να τη» είπε η κυρία Μπάτερμαν. «Μπορούμε να φωνάξουμε το γιατρό, λαίδη μου, αλλά κι εγώ έχω καλό χέρι με τη βελόνα και την κλωστή.» Η Ίζαμπελ έγνεψε καταφατικά. Κοίταξε ξανά την πληγή, ανακουφισμένη που δεν ήταν τόσο άσχημη όσο φοβόταν. «Φέρε ό,τι θα χρειαστείς, σε παρακαλώ, κυρία Μπάτερμαν και πάρε μαζί σου την Πίνκνι να σε βοηθήσει. Έχω μια προαίσθηση πως ο τραυματίας μας δε θα χαρεί ιδιαίτερα αν φέρουμε γιατρό.» Η κυρία Μπάτερμαν έφυγε βιαστικά με την Πίνκνι να την ακολουθεί κατά πόδας. Η Ίζαμπελ περίμενε, ολομόναχη μέσα στο δωμάτιο αν εξαιρούσε το Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς. Γιατί τον είχε σώσει; Ήταν μια πράξη που έκανε σχεδόν χωρίς να τη σκεφτεί –το να αφήσει έναν ανυπεράσπιστο άντρα να κομματιαστεί από τον όχλο ήταν μια ιδέα που την απωθούσε ενστικτωδώς. Αλλά τώρα που τον είχε στο σπίτι της, ανακάλυψε πως ήταν πιο περίεργη για τον ίδιο τον άντρα. Τι είδους άντρας ρισκάριζε τη ζωή του μασκαρεμένος σαν αρλεκίνος; Ήταν ληστής ή μήπως πληρωμένος δολοφόνος; Ή απλά ένας τρελός; Η Ίζαμπελ τον κοίταξε. Ήταν αναίσθητος, αλλά ακόμα κι έτσι η παρουσία του ήταν επιβλητική με το ψηλό κορμί του ξαπλωμένο πάνω στο κομψό κρεβάτι. Ήταν ένας άντρας στην ακμή του, δυνατός και αθλητικός, σχεδόν ολόγυμνος κάτω απ’ το βλέμμα της. Όλος εκτός από το πρόσωπό του.
22
ELIZABETH HOYT
Το χέρι της κινήθηκε σχεδόν χωρίς να το σκεφτεί, πλησιάζοντας τη μαύρη μεταξωτή μάσκα που κάλυπτε ακόμα το πάνω μέρος του προσώπου του. Ήταν όμορφος; Άσχημος; Ένας συνηθισμένος τύπος; Το χέρι της άρχισε να κατεβαίνει προς τη μάσκα. Το δικό του τινάχτηκε προς τα πάνω και γράπωσε τον καρπό της. Τα μάτια του άνοιξαν, ερευνητικά και ολοκάθαρα καστανά. «Μη.» *** Αυτή η μέρα δεν πήγαινε καθόλου όπως την είχε σχεδιάσει. Ο Γουίντερ Μέικπις κοίταξε τα πανέξυπνα γαλάζια μάτια της λαίδης Μπέκινχολ και αναρωτήθηκε πώς ακριβώς θα κατάφερνε να βγει από αυτήν την κατάσταση χωρίς να αποκαλυφθεί η ταυτότητά του. «Μη» ψιθύρισε ξανά. Ο καρπός της ήταν ζεστός και λεπτοκαμωμένος, αλλά μπορούσε να νιώσει τη γυναικεία της δύναμη κάτω από τα δάχτυλά του και τους δικούς του μύες αναθεματισμένα αδύναμους προς το παρόν. «Πολύ καλά» μουρμούρισε εκείνη. «Πόση ώρα έχεις που είσαι ξύπνιος;» Δεν έκανε την παραμικρή κίνηση να ελευθερώσει τον καρπό της από το κράτημά του. «Ξύπνησα όταν μου έβγαλες το παντελόνι.» Αυτός ήταν σίγουρα ένας ενδιαφέρων τρόπος να ξαναβρείς τις αισθήσεις σου. «Τότε δεν είσαι τόσο άσχημα όσο νόμιζα» του είπε αργόσυρτα με τη βραχνή φωνή της. Εκείνος γρύλλισε και γυρνώντας το κεφάλι έριξε μια ματιά στο δωμάτιο. Ένα κύμα ναυτίας και ζάλης παραλίγο να τον κάνει να λιποθυμήσει. «Πού είμαι;» «Στο σπίτι μου.» Έγειρε το κεφάλι της στο πλάι. «Δε θα αγγίξω τη μάσκα σου αν δεν το θέλεις.»
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
23
Εκείνος την κοίταξε σαν να τη ζύγιαζε. Ήταν γυμνός, σε ένα άγνωστο σπίτι και πληγωμένος. Η ζυγαριά δεν έγερνε υπέρ του. Αυτή ύψωσε το κομψό της φρύδι. «Μήπως θα μπορούσες να αφήσεις τον καρπό μου;» Το χέρι του άνοιξε. «Ζητώ συγνώμη.» Η Ίζαμπελ έτριψε τον καρπό της, με τα μάτια χαμηλωμένα ντροπαλά. «Νωρίτερα σου έσωσα τη ζωή και τώρα είσαι στο έλεός μου» –τα μάτια της έπεσαν φευγαλέα στο γυμνό του κορμί– «ωστόσο δε νομίζω πως μου ζητάς ειλικρινά συγνώμη.» Σήκωσε το βλέμμα της στο δικό του, ένα βλέμμα έξυπνο, γεμάτο χιούμορ, απόλυτα αποπλανητικό. Ο κίνδυνος ήταν απτός. Τα χείλη του Γουίντερ ανασηκώθηκαν. «Μπορεί να είμαι απλώς αγενής τύπος.» «Αγενής σίγουρα.» Πέρασε ανάλαφρα το δάχτυλό της πάνω από την άκρη του παπλώματος που κάλυπτε τους γοφούς του και η σάρκα του σάλεψε σε μια ασυναίσθητη ανταπόκριση. «Αλλά και αγνώμων;» Κούνησε το κεφάλι της λυπημένα. Ανασήκωσε τα φρύδια του. «Ελπίζω να μην με κατηγορείτε, κυρία, για την παρούσα γυμνή μου κατάσταση. Σας ορκίζομαι, ξύπνησα έτσι και δεν ξέρω ποιον άλλον να ψέξω εκτός από εσάς.» Τα μάτια της άνοιξαν μια στάλα παραπάνω και την είδε να δαγκώνει τα χείλη της σαν να ήθελε να πνίξει ένα γέλιο. «Σας διαβεβαιώ ότι η, εμ… περιέργειά μου υποκινήθηκε μόνο από την επιθυμία μου να ανακαλύψω πού έχετε πληγωθεί, σερ.» «Τότε με τιμά η περιέργειά σας.» Ο Γουίντερ ένιωθε σαν να είχε κατρακυλήσει από ένα λόφο και είχε προσγειωθεί με το κεφάλι κάτω και τα πόδια πάνω. Ποτέ δε φλέρταρε έτσι λεκτικά με τις γυναίκες και η λαίδη Μπέκινχολ είχε κά-
24
ELIZABETH HOYT
νει φανερό στις προηγούμενες συναντήσεις τους –όταν ήταν απλώς ο κύριος Μέικπις, ο διευθυντής του Ιδρύματος για Ατυχή Βρέφη και Έκθετα Παιδιά– ότι δεν τον είχε σε πολύ μεγάλη εκτίμηση. Ίσως έφταιγε η μάσκα και η εγγύτητα του σιωπηλού δωματίου. Ή ίσως έφταιγε το χτύπημα που είχε δεχτεί νωρίτερα στο κεφάλι. «Ανακαλύψατε αυτό που ψάχνατε;» Τα χείλη της, πλατιά και ντελικάτα, ανασηκώθηκαν σε ένα κρυφό χαμόγελο. «Ω ναι, βρήκα όλα όσα θα μπορούσα να ζητήσω.» Εκείνος πήρε μια κοφτή ανάσα, με το σφυγμό του υπερβολικά γρήγορο, το κεφάλι του υπερβολικά ζαλισμένο και τον ανδρισμό του υπερβολικά απείθαρχο, αλλά εκείνη τη στιγμή η πόρτα του δωματίου άνοιξε. Αμέσως, ο Γουίντερ έκλεισε τα μάτια. Ήξερε ενστικτωδώς πως ήταν καλύτερα να μην καταλάβουν οι άλλοι πως ήταν ξύπνιος και είχε τις αισθήσεις του. Δεν μπορούσε να εξηγήσει λογικά αυτή του την παρόρμηση, αλλά μιας και αυτό το είδος ενστίκτου τού είχε σώσει άπειρες φορές τη ζωή στο παρελθόν, δεν μπήκε στον κόπο να το αμφισβητήσει. Κρυφοκοίταξε προσεκτικά ανάμεσα απ’ τις βλεφαρίδες του. Το οπτικό του πεδίο ήταν περιορισμένο, αλλά είδε τουλάχιστον δύο γυναίκες να μπαίνουν στο δωμάτιο. «Πώς είναι;» ρώτησε η μία –υπηρέτρια, αν έκρινε από την προφορά της. «Δεν έχει σαλέψει» απάντησε η λαίδη Μπέκινχολ. Δεν ανέφερε πως του μιλούσε μόλις λίγα δευτερόλεπτα πριν, παρατήρησε ο Γουίντερ. Αλλά πάλι, πάντα ήξερε πως η λαίδη Μπέκινχολ είχε γρήγορο μυαλό. «Δε θα ’πρεπε να του βγάλουμε τη μάσκα;» ρώτησε μια διαφορετική, νεότερη γυναικεία φωνή. «Το θεωρείς συνετό;» αναρωτήθηκε η λαίδη Μπέκινχολ.
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
25
«Μπορεί να αποφασίσει πως πρέπει να μας σκοτώσει αν μάθουμε την ταυτότητά του.» Ο Γουίντερ παραλίγο να ανασηκώσει το φρύδι ακούγοντας την εξωφρενική δικαιολογία της. Η νεότερη υπηρέτρια άφησε μια πνιχτή κραυγή. Αναμφίβολα δεν είχε προσέξει πόσο ζοφερή ήχησε η φωνή της λαίδης Μπέκινχολ –η λαίδη έκρυβε μετά βίας το γέλιο της. Η πρώτη υπηρέτρια αναστέναξε. «Θα του ράψω το πόδι στα γρήγορα και μετά θα τον συγυρίσουμε.» Τότε ήταν που ο Γουίντερ συνειδητοποίησε πως τα επόμενα λεπτά της ζωής του θα ήταν ιδιαίτερα δυσάρεστα. Ολόκληρο το κορμί του πονούσε, έτσι δεν είχε πραγματικά προσέξει ότι το δεξί του πόδι πονούσε πολύ πιο έντονα. Προφανώς αυτή ήταν η πληγή που αναζητούσε η λαίδη Μπέκινχολ. Έκλεισε τα μάτια σφιχτά και περίμενε, ανασαίνοντας αργά, αφήνοντας τα χέρια και τα πόδια του να βουλιάξουν με όλο το βάρος τους στο πάπλωμα. Εκείνο που κάνει δύσκολο να αντέξεις τον πόνο είναι το σοκ, είχε πει ο μέντοράς του πριν από πολύ καιρό. Περίμενέ τον, καλωσόρισέ τον, και ο πόνος γίνεται απλά άλλη μία αίσθηση, εύκολη να την παραβλέψεις. Σκέφτηκε το σπίτι και τους δύσκολους χειρισμούς που απαιτούνταν για να μετακινηθούν είκοσι οχτώ παιδιά σε ένα καινούργιο κτίριο. Δάχτυλα άγγιξαν την πληγή του, τράβηξαν τις άκρες να σμίξουν με ένα άγριο δάγκωμα πόνου καθώς φρέσκο, ζεστό αίμα κυλούσε στο πόδι του. Ο Γουίντερ είχε επίγνωση του πόνου, αλλά τον παραμέρισε, αφήνοντάς τον να κυλήσει μέσα του και πάλι έξω καθώς σκεφτόταν τα παιδιά στο σπίτι και πώς θα αντιδρούσε το καθένα τους στη μετακόμιση. Οι νέοι κοιτώνες ήταν ευρύχωρα δωμάτια που φωτίζονταν από μεγάλα παράθυρα με προστατευτικά κάγκελα. Το άγριο τρύπημα της βελόνας καθώς διαπερνούσε τη σάρκα.
26
ELIZABETH HOYT
Τα περισσότερα παιδιά θα χαίρονταν με το καινούργιο σπίτι. Ο Τζόζεφ Τίνμποξ για παράδειγμα, μολονότι ήταν ήδη έντεκα ετών, θα απολάμβανε να τρέχει πάνω-κάτω στους μακριούς διαδρόμους. Το τράβηγμα και το δυνατό τέντωμα καθώς η κλωστή περνούσε μέσα από το δέρμα του. Αλλά για ένα παιδί σαν τον Χένρι Πούτναμ που είχε πρόσφατα έρθει στο σπίτι και θυμόταν την εγκατάλειψη, η μετακόμιση μπορεί να ήταν δύσκολη. Άλλο ένα τρύπημα της βελόνας. Θα έπρεπε να προσέξει ιδιαίτερα τον Χένρι Πούτναμ και κάποια άλλα παιδιά σαν αυτόν. Φωτιά απλώθηκε στο πόδι του καθώς η πληγή ραντιζόταν με υγρό. Μόνο οι πολλές ώρες εκπαίδευσης του Γουίντερ τον έκαναν να καταφέρει να μην τιναχτεί από τον οξύ πόνο. Εισπνοή. Εκπνοή. Άφησε το μυαλό του να πλανηθεί καθώς η βελόνα άρχιζε να καρφώνεται ξανά… Κάμποση ώρα μετά, ο Γουίντερ συνειδητοποίησε πως το τρύπημα της βελόνας είχε σταματήσει. Αναδύθηκε από την εσωτερική περιπλάνησή του για να νιώσει ένα δροσερό χέρι στο μέτωπό του. Ήξερε χωρίς να ανοίξει τα μάτια του πως ήταν η λαίδη Μπέκινχολ αυτή που τον άγγιζε. «Δε δείχνει να έχει πυρετό» την άκουσε να μουρμουρίζει. Η φωνή της ήταν χαμηλή για γυναίκας και κάπως βραχνή. Ο Γουίντερ αισθάνθηκε την ανάσα της να πέφτει πάνω στο ακόμα γυμνό κορμί του και να αναστατώνει τις νευρικές του απολήξεις, αλλά ήταν μάλλον της φαντασίας του. Ίσως το χτύπημα στο κεφάλι να ήταν χειρότερο απ’ όσο νόμιζε. «Έφερα λίγο νερό να τον πλύνουμε» είπε η μεγαλύτερη υπηρέτρια. «Ευχαριστώ, κυρία Μπάτερμαν, αλλά έχετε κάνει αρκετά γι’ απόψε» είπε η λαίδη Μπέκινχολ. «Θα το φροντίσω εγώ.» «Μα, λαίδη μου» διαμαρτυρήθηκε η δεύτερη, νεότερη υπηρέτρια.
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
27
«Ειλικρινά, ήσασταν και οι δύο σπουδαία βοήθεια» είπε η λαίδη Μπέκινχολ. «Σας παρακαλώ. Αφήστε το νερό εδώ και πάρτε τα υπόλοιπα πράγματα.» Ακολούθησε ένα θρόισμα, ο ήχος από κάτι μεταλλικό να πέφτει σε μια τσίγκινη λεκάνη και μετά η πόρτα άνοιξε και έκλεισε ξανά. «Είσαι ακόμα ξύπνιος;» τον ρώτησε. Ο Γουίντερ άνοιξε τα μάτια και τη βρήκε να τον κοιτάζει με ένα βρεγμένο πανί στα χέρια της. Το κορμί του σφίχτηκε στη σκέψη των χεριών της πάνω του. «Δεν υπάρχει λόγος γι’ αυτό.» Εκείνη έσφιξε τα χείλη και τα μάτια της στράφηκαν στο πόδι του. «Η πληγή αιμορραγεί ακόμα. Νομίζω πως είναι το καλύτερο. Δηλαδή» –τα μάτια της άστραψαν από πρόκληση– «εκτός αν φοβάσαι τον πόνο ίσως;» «Δε φοβάμαι ούτε τον πόνο ούτε οτιδήποτε άλλο μπορεί να μου κάνετε, λαίδη μου.» Ο ψίθυρος βγήκε τραχύς απ’ το λαιμό του. «Μη δίνετε σημασία.» *** Η Ίζαμπελ πήρε μια ανάσα βλέποντας τη λάμψη αψηφισιάς στα καστανά μάτια του Φαντάσματος. «Δε φοβάστε εμένα ή αυτό που μπορεί να σας κάνω» μουρμούρισε πλησιάζοντας το κρεβάτι. Είχε μείνει τόσο ακίνητος όσο η κυρία Μπάτερμαν του έραβε την πληγή που η Ίζαμπελ είχε φοβηθεί πως είχε λιποθυμήσει ξανά, αλλά τώρα το χρώμα είχε κάπως επιστρέψει στα μάγουλά του κι αυτό την καθησύχαζε. «Δε φοβάστε την οργή των στρατιωτών ή ενός δολοφονικού όχλου. Πείτε μου, κύριε Φάντασμα, τι φοβάστε;» Εκείνος κράτησε τα μάτια της στα δικά του καθώς ψιθύριζε: «Τον Θεό, υποθέτω. Όλοι οι άνθρωποι δε φοβούνται τον δημιουργό τους;»
28
ELIZABETH HOYT
«Όχι όλοι.» Τι παράξενο να συζητάει φιλοσοφία με έναν γυμνό, μασκοφόρο άντρα. Σκούπισε προσεκτικά το ξεραμένο αίμα στο μηρό του. Ο ζεστός μυς κάτω από το χέρι της σφίχτηκε στο άγγιγμά της. «Κάποιοι δε νοιάζονται καθόλου για τον Θεό ή τη θρησκεία.» «Γεγονός.» Τα σκούρα μάτια του παρακολουθούσαν κάθε της κίνηση. «Αλλά οι περισσότεροι φοβούνται τη θνητότητά τους –τον θάνατο που θα τους πάρει από ετούτη τη γη– και τον Θεό που θα τους κρίνει στη μετά θάνατον ζωή.» «Κι εσείς;» μουρμούρισε στίβοντας το πανί και μουσκεύοντάς το ξανά. «Εσείς φοβάστε τον θάνατο;» «Όχι.» Η δήλωσή του ήταν απόλυτα ήρεμη. Ύψωσε τα φρύδια της, σκύβοντας να εξετάσει την πληγή. Ήταν ακανόνιστη, αλλά η κυρία Μπάτερμαν την είχε ράψει πολύ καλά. Όταν θεραπευόταν, θα έμενε μια μακριά ουλή, αλλά δε θα ήταν υπερβολικά πλατιά ή αποκρουστική. Θα ήταν πολύ κρίμα να κηλιδωθεί ένα τόσο όμορφο αντρικό πόδι. «Δε σε πιστεύω.» Η μια γωνία του στόματός του ανασηκώθηκε ξαφνικά λες και τον εξέπληξε η ίδια του η διάθεση. «Γιατί όχι; Γιατί να πω ψέματα;» Η Ίζαμπελ ανασήκωσε ανέμελα τους ώμους. «Από ψευτοπαλικαριά; Εσύ δεν είσαι που τριγυρίζεις με μάσκα και στολή αρλεκίνου;» «Ακριβώς» ψιθύρισε. «Βγαίνω για κυνήγι στους δρόμους του Σεντ Τζάιλς με το σπαθί. Θα έκανα κάτι τέτοιο αν φοβόμουν το θάνατο;» «Ίσως. Κάποιοι που φοβούνται το θάνατο αρέσκονται να τον κοροϊδεύουν.» Έσυρε το χέρι της προς τα πάνω στο μηρό του, φτάνοντας επικίνδυνα κοντά στο ύφασμα που σκέπαζε τον ανδρισμό του. Εκείνος δεν έκανε την παραμικρή κίνηση, αλλά η Ίζαμπελ ήξερε πως όλη του η προσοχή ήταν στραμμένη πάνω της. «Μόνο οι ανόητοι κοροϊδεύουν το θάνατο.»
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
29
«Αλήθεια;» Έσυρε το πανί κάτω από το καπιτονέ πάπλωμα. Μια τέντα άρχιζε να σχηματίζεται εκεί. Ίσιωσε το σώμα της και βούτηξε το πανί στη λεκάνη με το νερό ξεπλένοντάς το. «Αλλά η κοροϊδία μπορεί να είναι ένα τόσο διασκεδαστικό παιχνίδι.» Γύρισε και ακούμπησε το πανί χαμηλά στην κοιλιά του. Της άρπαξε τον καρπό. «Νομίζω πως το παιχνίδι που παίζετε δε λέγεται κοροϊδία, αλλά πείραγμα.» Υπήρχε μια τραχιά χροιά στο ψιθύρισμά του. Η Ίζαμπελ κοίταξε το όλο και μεγαλύτερο ύψωμα που σχηματιζόταν κάτω από το μαζεμένο σκέπασμα. «Μπορεί και να έχετε δίκιο.» Η ματιά της πέταξε στιγμιαία στη δική του, με τα φρύδια της να ανασηκώνονται. «Είναι ένα παιχνίδι που σας αρέσει;» «Έχει σημασία;» Το στόμα του στράβωσε κυνικά. Τα φρύδια της ανασηκώθηκαν ακόμα περισσότερο. «Φυσικά. Γιατί να πειράζω έναν απρόθυμο άντρα;» «Για την ευχαρίστηση και μόνο;» Ανοιγόκλεισε τα μάτια στο αιφνίδιο τσίμπημα πόνου. «Με πληγώνετε.» Αυτός τέντωσε το βραχίονά του χωρίς το παραμικρό σημάδι κόπου και την τράβηξε πιο κοντά, μέχρι που εκείνη αναγκάστηκε να σκύψει από πάνω του, με το μπούστο της να αγγίζει σχεδόν το γυμνό του στήθος. Από τόσο κοντά, μπορούσε να δει ένα δαχτυλίδι από κεχριμπάρι γύρω από τις σκουροκάστανες ίριδες των ματιών του –και τις κόρες του που είχαν διασταλεί από τον πόνο. «Αν σας πληγώνω, κυρία μου, λυπάμαι» είπε βραχνά. «Απαλλάξτε με όμως από το ελάττωμα της βλακείας. Δεν είμαι πάνινη κούκλα για να παίζετε μαζί μου.» Η Ίζαμπελ έγειρε το κεφάλι στο πλάι, ευχόμενη να έβγαζε τη μάσκα του για να μπορέσει να τον δει πραγματικά. Αυτόν τον άντρα που είχε τραβήξει το ενδιαφέρον της όσο κανένας άλλος εδώ και πολύ, πολύ καιρό. Απέκρουε το
30
ELIZABETH HOYT
φλερτ της με ανησυχητικά ευθείες απαντήσεις. Απλώς δεν ήταν συνηθισμένη σε τέτοια ειλικρίνεια. Όλοι οι τζέντλεμεν που γνώριζε ήξεραν να μιλάνε με κομψούς γρίφους που στο τέλος δε σήμαιναν απολύτως τίποτα. Ήταν ένας απλός άνθρωπος κάτω από τη μάσκα του; Όμως δεν της απηύθυνε τον λόγο σαν κατώτερος. Όχι, η ομιλία του ήταν πολύ οικεία. Σαν να ήταν ίσος της ή και κάτι παραπάνω. Πήρε μια ανάσα και άφησε τα μάτια της να πλανηθούν στη φιγούρα του. «Όχι, σίγουρα δεν είστε μια άτονη πάνινη κούκλα, σερ. Σας ζητώ συγνώμη.» Τα μάτια του γούρλωσαν σαν από έκπληξη και της άφησε απότομα το χέρι. «Εγώ είμαι που θα έπρεπε να σας ζητήσω συγνώμη. Μου σώσατε τη ζωή –μη νομίζετε πως δεν το ξέρω καλά. Σας ευχαριστώ.» Ένιωσε μια ζέστη να ανεβαίνει στο λαιμό της. Θεέ και Κύριε, είχε να κοκκινίσει απ’ όταν ήταν κοριτσάκι. Αντάλλασσε διαξιφισμούς με δούκες, φλερτάριζε με πρίγκηπες. Γιατί έπρεπε λοιπόν τα απλά λόγια αυτού του άντρα να την κάνουν να νιώθει ξαφνικά συστολή; «Ούτε λόγος» είπε με πολύ λιγότερη χάρη απ’ όση διέθετε συνήθως. Έριξε το λερωμένο πανί στη λεκάνη. «Έχετε χάσει πολύ αίμα. Μπορείτε να ξεκουραστείτε εδώ μέχρι να μπορέσουμε να σας μετακινήσουμε το πρωί.» «Είστε πολύ καλή.» Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Έχουμε ήδη διευκρινήσει πως δεν είμαι καλή.» Της χαμογέλασε αμυδρά καθώς τα μάτια του έκλειναν. «Νομίζω πως διευκρινίσαμε το ακριβώς αντίθετο, στην πραγματικότητα. Είστε η καλοσύνη προσωποποιημένη, λαίδη Μπέκινχολ.» Για μια στιγμή στάθηκε και τον κοίταζε, περιμένοντας να δει αν θα πρόσθετε κάτι ακόμα, αλλά αντί γι’ αυτό άκουσε την ανάσα του να βαραίνει.
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
31
Το Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς είχε αποκοιμηθεί. *** Το ροδόγκριζο φως της αυγής άρχιζε να φέγγει μέσα απ’ το παράθυρο όταν η Ίζαμπελ άνοιξε ξανά τα μάτια της. Για μια στιγμή ανοιγόκλεισε τα βλέφαρα, διερωτώμενη θολά γιατί την πονούσε η πλάτη της και γιατί δεν ήταν στο δικό της κρεβάτι. Μετά η ματιά της πέταξε στο κρεβάτι δίπλα της. Άδειο. Σηκώθηκε νιώθοντας πιασμένη και κοίταξε το πάπλωμα. Ήταν στρωμένο τακτικά, αλλά στο κέντρο του υπήρχε μια κηλίδα από αίμα. Τουλάχιστον ήταν πράγματι εκεί χθες το βράδυ. Ακούμπησε την παλάμη της στο ύφασμα, αλλά το αισθάνθηκε κρύο. Είχε φύγει πριν από κάμποση ώρα. Η Ίζαμπελ βγήκε απ’ το δωμάτιο και φώναξε μια υπηρέτρια. Θα έκανε ερωτήσεις, αλλά ήδη ήξερε κατά βάθος πως εκείνος είχε φύγει και, πέρα από τις κηλίδες αίματος, δεν είχε αφήσει άλλο ίχνος πίσω του. Επέστρεψε μέσα για να κοιτάξει άκεφα το άδειο κρεβάτι όσο περίμενε την υπηρέτρια και εκείνη τη στιγμή θυμήθηκε κάτι που είχε κεντρίσει το υπερβολικά κουρασμένο μυαλό της το προηγούμενο βράδυ: Λαίδη Μπέκινχολ. Την είχε αποκαλέσει με το όνομά της, παρ’ όλο που κανείς δεν το είχε προφέρει μπροστά του. Κράτησε την ανάσα της. Το Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς την ήξερε.
Κεφάλαιο Δύο Τώρα μπορεί να μην το πιστεύετε, αλλά κάποτε το Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς ήταν ένας απλός θνητός αρλεκίνος ηθοποιός. Έπαιζε με έναν περιοδεύοντα θίασο που πήγαινε από πόλη σε πόλη. Ο αρλεκίνος φορούσε μια φθαρμένη κόκκινη και μαύρη στολή και όταν κράδαινε το ξύλινο σπαθί του εναντίον των κακών του έργου, αυτό κροτάλιζε: Κλιπ! Κλαπ! και έκανε τα παιδιά να τσιρίζουν από χαρά… -από το Ο Θρύλος του Αρλεκίνου-Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς
Ο Γουίντερ Μέικπις, πράος δάσκαλος και διευθυντής του Ιδρύματος για Ατυχή Βρέφη και Έκθετα Παιδιά, κουλουριάστηκε πάνω στην κυρτή στέγη καθώς ο ήλιος ανέτελλε πάνω από το Λονδίνο. Η πλάτη του ήταν στραμμένη προς την άκρη της στέγης και το κενό. Πιάστηκε από το γείσο και με τα δύο χέρια πριν αφήσει το σώμα του να πέσει από τη στέγη. Για μια στιγμή έμεινε να αιωρείται, τρεις ορόφους ψηλά, με όλο το βάρος του να στηρίζεται στα ακροδάχτυλά του. Έπειτα μπήκε από το παράθυρο στη σοφίτα που βρισκόταν από κάτω. Προσγειώθηκε με ένα μορφασμό, όχι μόνο εξαιτίας του πόνου στο
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
33
τραυματισμένο πόδι του, αλλά και λόγω του απαλού γδούπου που έκανε καθώς έπεφτε στο πάτωμα. Συνήθως έμπαινε στο δωμάτιό του από το παράθυρο χωρίς τον παραμικρό θόρυβο. Μόρφασε ξανά όταν κάθισε στο κρεβάτι και εξέτασε το παντελόνι της στολής του. Ήταν λασπωμένο και ένα μεγάλο σκίσιμο ξεκινούσε από το γοφό και έφτανε σχεδόν μέχρι το γόνατο του δεξιού ποδιού. Το κεφάλι του χτυπούσε σε ρυθμό ταμπούρλου καθώς τραβούσε το βρόμικο ύφασμα από την μπανταρισμένη πληγή του. Τύλιξε το σκισμένο παντελόνι και τις ψηλές μπότες του, το σπαθί, τη μάσκα και τα υπόλοιπα κομμάτια της στολής του και έσπρωξε τον μπόγο κάτω από το κρεβάτι. Ένας Θεός ήξερε αν θα κατάφερνε να διορθώσει τη ζημιά –οι ικανότητές του στο ράψιμο ήταν επαρκείς αλλά σε καμία περίπτωση προχωρημένες. Ο Γουίντερ αναστέναξε. Πολύ φοβόταν πως θα χρειαζόταν καινούργιο κοστούμι –ένα κοστούμι που δεν άντεχε η τσέπη του. Γυρνώντας, κατευθύνθηκε κουτσαίνοντας έτσι όπως ήταν γυμνός, στην κανάτα που βρισκόταν στο τραπεζάκι και έχυσε λίγο νερό στη λεκάνη. Έπλυνε το πρόσωπό του και για πρώτη φορά στη ζωή του μετάνιωσε που δεν είχε καθρέφτη. Άραγε υπήρχαν μελανιές στο πρόσωπό του; Μήπως προδοτικές αμυχές; Ένιωσε το γρατζούνισμα απ’ το αξύριστο σαγόνι του καθώς πέρασε τις παλάμες πάνω απ’ ττην επιδερμίδα του. Άφησε ένα γρύλισμα και στηρίχτηκε για μια στιγμή με τα μπράτσα τεντωμένα στο ερειπωμένο τραπεζάκι, αφήνοντας το νερό να στάζει από το πρόσωπό του. Πονούσε. Δεν μπορούσε να θυμηθεί πότε είχε φάει για τελευταία φορά και το κεφάλι του γύριζε με ένα αργό ρυθμό που του προκαλούσε ναυτία. Έπρεπε να ντυθεί, έπρεπε να δείχνει κανονικός την υπόλοιπη μέρα. Έπρεπε να διδάξει μικρά, ατίθασα αγόρια στο ημερήσιο σχολείο, έπρεπε να προετοιμάσει τα παιδιά του ορφανοτροφείου για τη μετακόμιση στο νέο κτίριο και
34
ELIZABETH HOYT
έπρεπε να μάθει αν η μικρότερη αδερφή του, η Σάιλενς, ήταν ασφαλής. Τόσα πολλά να κάνει. Τόσα πολλά άτομα που στηρίζονταν σ’ αυτόν. Τόσο κουρασμένος. Ο Γουίντερ σωριάστηκε στο στενό κρεβάτι του. Μια στιγμούλα ξεκούρασης πρώτα. Καθώς έκλεινε τα μάτια, του φάνηκε πως ένιωσε το άγγιγμα ενός απαλού και ταυτόχρονα δυνατού γυναικείου χεριού… Ένα αποπλανητικό, βραχνό γέλιο ψιθύρισε μέσα στο μυαλό του… Μπαμ! Μπαμ! Μπαμ! Ο Γουίντερ πετάχτηκε πάνω, αφήνοντας ένα σύριγμα καθώς η ξαφνική κίνηση έστειλε ένα σούβλισμα πόνου στο δεξί του μηρό. Ο ήλιος έμπαινε λαμπερός από το παράθυρο τώρα, φωτίζοντας κάθε ραγάδα του τοίχου, κάθε αραχνιασμένο δοκάρι στην οροφή της σοφίτας. Μισόκλεισε τα μάτια. Θα πρέπει να ήταν προχωρημένη η ώρα, κρίνοντας από τη θέση του ήλιου. Είχε παρακοιμηθεί. Το επίμονο χτύπημα στην πόρτα του άρχισε ξανά, αυτήν τη φορά συνοδευόμενο από μια γυναικεία φωνή. «Γουίντερ! Είσαι μέσα, αδερφέ;» «Μια στιγμή.» Άρπαξε το νυχτικό του κάτω από το μαξιλάρι και το πέρασε βιαστικά απ’ το κεφάλι του. Το παντελόνι δε φαινόταν πουθενά και δεν μπορούσε να θυμηθεί πού το είχε αφήσει χθες. «Γουίντερ!» Αναστενάζοντας, τύλιξε το σεντόνι γύρω από τους ώμους του σαν μπέρτα και σηκώθηκε να ανοίξει την πόρτα. Δυο ανοιχτοκάστανα μάτια, στενεμένα από φόβο και ανησυχία, συνάντησαν τα δικά του. «Πού στο καλό ήσουνα;» Η Τέμπερανς Χάντινγκτον, βαρόνη Κέιρ, η μεγαλύτερη αδερφή του, μπήκε ορμητικά στο δωμάτιο του Γουίντερ. Πίσω της ερχόταν ένα κορίτσι δεκατριών ετών με μαύρα
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
35
μαλλιά και ρόδινα μάγουλα. Η Μέρι Γουίτσαν ήταν το μεγαλύτερο κορίτσι στο Ίδρυμα με αποτέλεσμα να έχει τις περισσότερες υποχρεώσεις. Η Τέμπερανς έγνεψε στη μικρή. «Καλύτερα να πας να πεις στους υπόλοιπους ότι τον βρήκαμε.» «Μάλιστα, κυρά.» Η Μέρι κοντοστάθηκε μόνο μια στιγμή, ίσα για να πει στον Γουίντερ: «Χαίρομαι τόσο που είστε καλά, κύριε.» Και αμέσως έφυγε. Η Τέμπερανς κοίταξε ερευνητικά το δωμάτιο σαν να περίμενε να βρει ένα ολόκληρο πορνείο κρυμμένο στη γωνία, ύστερα τον κοίταξε σμίγοντας τα φρύδια. «Για τ’ όνομα του Θεού, Γουίντερ, περάσαμε τη μισή νύχτα και όλο το πρωί αναζητώντας σε! Όταν δεν επέστρεψες χθες και ξέσπασε η εξέγερση στο Σεντ Τζάιλς, φοβήθηκα το χειρότερο. Και μετά πήραμε μήνυμα πως δεν έφτασες ποτέ στο καινούργιο σπίτι.» Η Τέμπερανς έπεσε με φόρα στο κρεβάτι. Ο Γουίντερ ξάπλωσε κι αυτός, προσέχοντας να κρατάει το σεντόνι πάνω στα πόδια του. Άνοιξε το στόμα του… Αλλά η Τέμπερανς προφανώς δεν είχε τελειώσει. «Και μετά η Σάιλενς έστειλε μήνυμα πως είχε παντρευτεί τον Μίκι Ο’Κόνορ και είχε φύγει για κάποιο κρησφύγετο μαζί του. Έπρεπε να της στείλουμε το μωρό, τη Μέρι Ντάρλινγκ, με δύο απ’ τους πιο τρομακτικούς άντρες του Ο’Κόνορ.» Πρόσθεσε απρόθυμα: «Παρ’ όλο που έδειχναν να συμπαθούν ιδιαίτερα τη Μέρι Ντάρλινγκ, το ίδιο και αυτή.» Πήρε μια βαθιά ανάσα και ο Γουίντερ έσπευσε να προλάβει. «Δηλαδή η αδερφή μας είναι ασφαλής;» Η Τέμπερανς σήκωσε τα χέρια ψηλά. «Πιθανώς. Οι στρατιώτες είχαν πλημμυρίσει το Λονδίνο χθες –και συνεχίζουν σήμερα, εδώ που τα λέμε– ψάχνοντας για τον Μίκι Ο’Κόνορ. Το φαντάζεσαι; Λένε πως στην πραγματικότητα κρεμόταν από το σκοινί όταν το έκοψε το Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς. Φυσικά, αυτά είναι μάλλον υπερβολές. Ξέρεις πώς διαδίδονται κάτι τέτοιες φήμες.»
36
ELIZABETH HOYT
Ο Γουίντερ κράτησε τα χαρακτηριστικά του απαθή. Στην πραγματικότητα, δεν υπήρχε καμία υπερβολή –μόλις που είχε προλάβει να σώσει το λαιμό του Ο’Κόνορ από τη θηλιά της αγχόνης. Μόνο που δε γινόταν φυσικά να το πει αυτό στην Τέμπερανς. «Και το άθλιο παλάτι του κυρίου Ο’Κόνορ κάηκε χθες τη νύχτα» είπε η Τέμπερανς με πιο σιγανή φωνή. «Λένε πως μέσα στα αποκαΐδια βρέθηκε ένα καμένο πτώμα σήμερα το πρωί και όλοι συμπεραίνουν πως είναι του Ο’Κόνορ, αλλά το σημείωμα της Σάιλενς έφτασε μετά τη φωτιά, οπότε θα πρέπει να είναι ζωντανός ακόμα, σωστά; Ω Γουίντερ! Θα είναι ασφαλής μαζί του η Σάιλενς; Τι λες;» Να μια ερώτηση που μπορούσε να απαντήσει χωρίς τον παραμικρό δισταγμό. «Ναι.» Ο Γουίντερ κοίταξε κατάματα την Τέμπερανς έτσι ώστε να δει εκείνη τη σιγουριά στα δικά του. Μπορεί ο Μίκι Ο’Κόνορ να ήταν ένας πολύ επικίνδυνος πειρατής και ο πιο διαβόητος άνθρωπος στο Λονδίνο αυτήν τη στιγμή –και μπορεί να τον αντιπαθούσε έντονα ο Γουίντερ– αλλά ήξερε ένα πράγμα: «Αγαπάει τη Σάιλενς και η Σάιλενς τον αγαπάει. Είδα το πρόσωπό του τότε που παρέδινε τη Σάιλενς σε μας όταν κατάλαβε πως δεν μπορούσε πλέον να την προστατεύσει. Ο Ο’Κόνορ τη νοιάζεται βαθιά. Ό,τι κι αν συμβεί, θα την κρατήσει ασφαλή με τη ζωή του.» «Μεγαλοδύναμε Θεέ, το ελπίζω.» Για μια στιγμή, η Τέμπερανς έκλεισε τα μάτια, χάνοντας την αυστηρή πόζα της καθώς βούλιαζε στο μαξιλάρι του. Ήταν μόνο είκοσι εννέα ετών –μόλις τρία χρόνια μεγαλύτερή του– αλλά ο Γουίντερ είδε ξαφνιασμένος πως γύρω από τα μάτια της είχαν αποτυπωθεί μερικές λεπτές γραμμές. Μήπως ήταν πάντα εκεί και δεν τις είχε προσέξει; Ή ήταν καινούργιες, χαραγμένες από την αγωνία των τελευταίων εβδομάδων; Καθώς την παρατηρούσε, η Τέμπερανς άνοιξε τα μάτια
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
37
της, σε πλήρη εγρήγορση όπως πάντα. «Ακόμα δεν απάντησες στην ερώτησή μου. Πού ήσουν από χθες το απόγευμα;» «Παγιδεύτηκα μέσα στην εξέγερση.» Ο Γουίντερ μόρφασε και βολεύτηκε συντροφικά στο στενό κρεβάτι δίπλα στην αδερφή του ώμο με ώμο. «Φοβάμαι πως είχα ήδη αργήσει για τη συνάντηση με τη λαίδη Μπέκινχολ. Βιαζόμουνα να φτάσω όταν ο όχλος με εγκλώβισε. Ήταν λες και βρέθηκα ανάμεσα σε ένα κοπάδι γελάδια που τα πηγαίνουν στην αγορά, μόνο που ήταν πιο θορυβώδεις, πιο άγριοι και πολύ πιο κακοί από οποιοδήποτε κοπάδι γελάδια.» «Ω, Γουίντερ» είπε ακουμπώντας το χέρι της στο μπράτσο του. «Τι συνέβη;» Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους. «Παραήμουν αργός. Έπεσα και με τσαλαπάτησαν και χτύπησα το πόδι μου.» Έδειξε το δεξί του πόδι. «Δεν έχει σπάσει» πρόσθεσε βιαστικά ακούγοντας το επιφώνημά της «αλλά με καθυστέρησε πολύ. Κατέληξα να χωθώ σε μια ταβέρνα για να περιμένω να ξεθυμάνει κάπως το πράγμα. Μάλλον έφτασα πολύ αργά τη νύχτα στο σπίτι.» Η Τέμπερανς ζάρωσε το μέτωπο. «Κανείς δε σε είδε να μπαίνεις.» «Λογικό… ήταν πολύ αργά.» Παράξενο πόσο καλός είχε γίνει στα ψέματα –ακόμα και με τους πιο κοντινούς του– κι αυτό το ελάττωμά του θα έπρεπε να το εξετάσει αργότερα, γιατί δεν έδειχνε κάτι καλό για τον χαρακτήρα του. Κοίταξε το παράθυρο. «Και τώρα είναι ήδη αργά, νομίζω, και πρέπει να σηκωθώ και να πάω στα καθήκοντά μου.» «Ανοησίες!» Τα φρύδια της Τέμπερανς έσμιξαν αυστηρά. «Είσαι τραυματισμένος, αδερφέ. Μια μέρα στο κρεβάτι δε θα κάνει το ίδρυμα να καταρρεύσει.» «Ίσως έχεις δίκιο…» άρχισε να λέει και μετά αναπήδησε ξαφνιασμένος όταν η αδερφή του έσκυψε από πάνω του κοιτώντας τον καλά-καλά. «Τι έγινε;»
38
ELIZABETH HOYT
«Δε μου φέρνεις αντίρρηση» μουρμούρισε εκείνη. «Άρα θα πρέπει να χτύπησες πραγματικά.» Άνοιξε το στόμα του να το αρνηθεί, αλλά δυστυχώς εκείνη ζούληξε με δύναμη το πόδι του, μετατρέποντας τη διαμαρτυρία του σε πνιχτό βογκητό. «Γουίντερ!» Η Τέμπερανς κοίταξε το καλυμμένο με το σεντόνι πόδι σαν να μπορούσε να δει μέσα από το ύφασμα. «Ακριβώς πόσο άσχημα είναι το πόδι σου;» «Είναι απλώς μια μελανιά.» Ξεροκατάπιε. «Τίποτα το ανησυχητικό.» Μισόκλεισε τα μάτια της, δείχνοντας να αμφιβάλλει σοβαρά για τον ισχυρισμό του. «Αλλά ίσως ακολουθήσω τη συμβουλή σου και μείνω στο κρεβάτι σήμερα» πρόσθεσε ο Γουίντερ βιαστικά για να την καθησυχάσει. Αν ήθελε να είναι ειλικρινής, δεν ήταν ούτε ο ίδιος σίγουρος πως θα μπορούσε να σταθεί όρθιος για πολλή ώρα. «Ωραία» του απάντησε, ενώ σηκωνόταν προσεκτικά από το κρεβάτι. «Θα στείλω πάνω μια απ’ τις υπηρέτριες με λίγη σούπα. Και λέω να φέρω ένα γιατρό για να σε δει, επίσης.» «Δε χρειάζεται» της είπε υπερβολικά κοφτά. Ένας γιατρός θα καταλάβαινε αμέσως πως η πληγή του προερχόταν από μαχαίρι. Εξάλλου, η υπηρέτρια της λαίδης Μπέκινχολ την είχε ήδη ράψει. «Ειλικρινά, όχι» είπε με πιο σιγανή φωνή. «Το μόνο που θέλω είναι να κοιμηθώ λίγο.» «Χμφ.» Η Τέμπερανς δε φάνηκε να πείθεται καθόλου από τη διαμαρτυρία του. «Αν δεν είχα κανονίσει να φύγω σήμερα το απόγευμα, θα έμενα για να βεβαιωθώ πως θα σε δει γιατρός.» «Πού πηγαίνεις;» τη ρώτησε, ελπίζοντας να αλλάξει θέμα συζήτησης. «Σε μια δεξίωση στην επαρχία που ο Κέιρ επιμένει πως πρέπει να παρευρεθούμε.» Το πρόσωπο της Τέμπερανς συννέφιασε. «Θα είναι όλων των ειδών οι αριστοκράτες εκεί,
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
39
φαντάζομαι, και όλοι θα με κοιτάνε με τις αλογίσιες μύτες τους ψηλά.» Ο Γουίντερ χαμογέλασε –δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί με την περιγραφή της– αλλά τα λόγια του ήταν τρυφερά όταν απάντησε. «Αμφιβάλλω αν θα τολμήσει κανείς να σε κοιτάξει αφ’ υψηλού. Ο Κέιρ θα τους έκοβε τις μύτες, αλογίσιες και μη, αν το τολμούσαν.» Η μια γωνία του στόματός της ανασηκώθηκε. «Θα το έκανε, έτσι δεν είναι;» Και ο Γουίντερ ένιωσε να χαίρεται, κι όχι για πρώτη φορά, που η μεγαλύτερη αδερφή του είχε βρει έναν άντρα που τη λάτρευε απόλυτα –έστω κι αν ο ίδιος ήταν αριστοκράτης. Για μια στιγμή ένιωσε ένα τσίμπημα. Και η Τέμπερανς και η Σάιλενς –οι δύο άνθρωποι που ένιωθε πιο κοντά του στον κόσμο– ήταν παντρεμένες τώρα. Είχαν συζύγους και πιθανότατα σύντομα θα αποκτούσαν και δικές τους οικογένειες. Θα ήταν πάντα οι αδερφές του, αλλά τώρα πια θα έμεναν μακριά του επίσης. Ήταν μια πολύ μοναχική σκέψη. Όμως δεν την άφησε να φανεί στο πρόσωπό του. «Θα τα πας μια χαρά» είπε στην Τέμπερανς ευγενικά. «Έχεις εξυπνάδα και ακεραιότητα. Προτερήματα που υποψιάζομαι πως διαθέτουν ελάχιστοι απ’ αυτούς τους αριστοκράτες.» Η Τέμπερανς αναστέναξε καθώς άνοιγε την πόρτα του. «Μπορεί να έχεις δίκιο, αλλά δεν είμαι καθόλου σίγουρη ότι η εξυπνάδα και η ακεραιότητα χαίρουν μεγάλης εκτίμησης στους κύκλους της αριστοκρατίας.» «Κυρά;» Η Μέρι Γουίτσαν έβαλε το κεφάλι στην ανοιχτή πόρτα. «Ο λόρδος Κέιρ λέει πως σας περιμένει στην άμαξα.» «Ευχαριστώ, Μέρι.» Η Τέμπερανς άγγιξε το μάγουλο του κοριτσιού, με έκφραση συννεφιασμένη. «Λυπάμαι που φεύγω πάλι τόσο σύντομα. Δεν έχουμε περάσει πολύ χρόνο μαζί τελευταία, ε;» Το στωικό προσωπάκι της Μέρι τρεμούλιασε στιγμιαία.
40
ELIZABETH HOYT
Μέχρι το γάμο της, η Τέμπερανς ζούσε στο ίδρυμα και είχε δεθεί ιδιαίτερα με τη Μέρι Γουίτσαν. «Όχι, κυρά» είπε το κορίτσι. «Αλλά θα ξανάρθετε σύντομα, όχι;» Η Τέμπερανς δάγκωσε τα χείλη της. «Όχι για ένα μήνα ή και παραπάνω, πολύ φοβάμαι. Έχω να παρευρεθώ σε μια κοινωνική εκδήλωση μεγάλης διάρκειας.» Η Μέρι έγνεψε παραιτημένα. «’Ποψιάζομαι, έχετε πολλά να κάνετε τώρα που είστε λαίδη και δεν είστε σαν εμάς πια.» Η Τέμπερανς μόρφασε ακούγοντας τα λόγια του κοριτσιού και ο Γουίντερ ένιωσε ένα ρίγος. Η Μέρι είχε δίκιο: Ο κόσμος της αριστοκρατίας απείχε πολύ από τον κανονικό κόσμο, όπου ζούσαν ο ίδιος και η Μέρι. Και το μπέρδεμα αυτών των δυο κόσμων δεν είχε ποτέ καλά αποτελέσματα –κι αυτό καλό θα ήταν να το θυμάται όταν θα ξανάβλεπε τη λαίδη Μπέκινχολ. *** Η τρέχουσα μόδα στα έπιπλα ήταν υπερπολυτελής, συλλογιζόταν η Ίζαμπελ αρκετές ώρες αργότερα, αλλά ακόμα και με τις σύγχρονες προδιαγραφές, το λονδρέζικο σπίτι του κόμη Μπράιτμορ ξεπερνούσε τόσο τα όρια της πολυτέλειας που άγγιζε το γελοίο. Ροζ μαρμάρινες κολόνες περιστοίχιζαν τους τοίχους του κύριου καθιστικού, στολισμένες με επιχρυσωμένα κιονόκρανα κορινθιακού ρυθμού. Και δεν ήταν μόνο αυτά επιχρυσωμένα. Τοίχοι, διακοσμητικά, έπιπλα, ακόμα και η κόρη του κόμη, η λαίδη Πενέλοπι Τσάντγουϊκ, έλαμπε απ’ το χρυσάφι. Η Ίζαμπελ προσωπικά πίστευε ότι η χρυσή κλωστή –που τόσο έντονα ξεχώριζε στο ύφασμα της φούστας και του μπούστου της λαίδης Πενέλοπι– ήταν μάλλον άσχετη για ένα απογευματινό τσάι, από την άλλη φαινόταν λογικό.
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
41
Τι άλλο θα μπορούσε να φοράει η κόρη του Μίδα αν όχι χρυσό; «Ο κύριος Μέικπις μπορεί να είναι έξυπνος» έλεγε η λαίδη Πενέλοπι, με φωνή τόσο αργή όσο χρειαζόταν για να εμποτίζει τα λόγια της με αμφιβολία ως προς τις διανοητικές ικανότητες του διευθυντή «αλλά δεν είναι κατάλληλος να διευθύνει ένα ίδρυμα για παιδιά και βρέφη μόνος του. Νομίζω πως τουλάχιστον σ’ αυτό μπορούμε να συμφωνήσουμε όλοι.» Η Ίζαμπελ έριξε άλλο ένα χωνάκι κρέμας στο στόμα της και ύψωσε νοερά το φρύδι. Ο Φιλανθρωπικός Σύλλογος για το Ίδρυμα για Ατυχή Βρέφη και Έκθετα Παιδιά είχε μια έκτακτη συνεδρίαση για όσα μέλη βρίσκονταν προς στιγμήν στην πόλη: την ίδια, τη λαίδη Φοίβη Μπάτεν, τη λαίδη Μάργκαρετ Μπάτεν, τη λαίδη Πενέλοπι και τη συνοδό της, την Άρτεμις Γκρέιβς, η οποία –υπέθετε η Ίζαμπελ– θα έπρεπε να θεωρείται επίτιμο μέλος του Συλλόγου Κυριών απλώς και μόνο επειδή παρακολουθούσε πάντα τις συναντήσεις μαζί με τη λαίδη Πενέλοπι. Απουσίαζαν η Τέμπερανς Χάντινγκτον, η νέα λαίδη Κέιρ, η πεθερά της, η λαίδη Αμέλια Κέιρ και η λαίδη Ηρώ· όλες ήταν εκτός πόλης. Κρίνοντας από τις εκφράσεις των άλλων μελών του Συλλόγου Κυριών, η επισήμανση της λαίδης Πενέλοπι σχετικά με τον κύριο Μέικπις δεν ήταν ομόφωνα αποδεκτή. Αλλά μιας και η λαίδη Πενέλοπι, εκτός από γνωστή καλλονή –μάτια βιολετιά, μαλλιά κορακίσια, και τα λοιπά, και τα λοιπά– ήταν επίσης και μια μυθική κληρονόμος, δεν ήταν πολλές οι κυρίες που θα έβρισκαν το θάρρος να ρισκάρουν την οργή της. Ή ίσως η Ίζαμπελ είχε παρεξηγήσει το κουράγιο των συγκεντρωμένων κυριών. «Χμ.» Η λαίδη Μάργκαρετ καθάρισε το λαιμό της διακριτικά αλλά αρκετά σταθερά. Η συγκεκριμένη λαίδη με τα σγουρά, σκουροκάστανα μαλλιά και το ευχάριστο πρόσωπο, ήταν ένα από τα νεαρότερα μέλη –μεγαλύτερη μόνο από
42
ELIZABETH HOYT
τη λαίδη Φοίβη, η οποία ουσιαστικά ήταν ακόμα στα θρανία– ωστόσο έδειχνε να έχει δυνατή προσωπικότητα. «Είναι κρίμα που ο κύριος Μέικπις δεν έχει πλέον τη βοήθεια των αδερφών του στη επίβλεψη του ιδρύματος, αλλά υπήρξε διευθυντής για πολλά χρόνια τώρα. Νομίζω πως θα τα καταφέρει αρκετά καλά και μόνος του.» «Πφφ!» Η λαίδη Πενέλοπι δε ρουθούνισε, αλλά έφτασε επικίνδυνα κοντά στο να το κάνει. Τα βιολετιά μάτια της άνοιξαν τόσο πολύ που παραλίγο να πεταχτούν έξω. Όχι ιδιαίτερα κολακευτική εικόνα. «Δε με ανησυχεί απλώς η έλλειψη γυναικείας εξουσίας στο ίδρυμα. Δεν μπορεί να πιστεύετε σοβαρά ότι ο κύριος Μέικπις είναι ικανός να εκπροσωπήσει το ίδρυμα σε όλες τις κοινωνικές εκδηλώσεις που θα χρειαστεί να παραστεί τώρα που είμαστε εμείς προστάτιδές του.» Η λαίδη Μάργκαρετ φάνηκε προβληματισμένη. «Λοιπόν…» «Το ίδρυμα έχει αποκτήσει καινούργιο κοινωνικό επίπεδο χάρη στο Σύλλογο Κυριών. Θα τον προσκαλέσουν σε κάθε είδους αριστοκρατικές συγκεντρώσεις –συγκεντρώσεις στις οποίες η δική του διαγωγή θα έχει αντίκτυπο σε εμάς ως προστάτιδες του ιδρύματος. Θα δοθούν τέια, χοροί, πιθανόν ακόμα και μουσικές εκδηλώσεις!» Η λαίδη Πενέλοπι ανέμισε δραματικά το χέρι, χτυπώντας παραλίγο τη μύτη της μις Γκρέιβς που καθόταν δίπλα της. Η μις Γκρέιβς, μια μάλλον απλή σε εμφάνιση κοπέλα που μιλούσε ελάχιστα, τρόμαξε. Η Ίζαμπελ υποψιαζόταν πως μάλλον είχε αποκοιμηθεί κρατώντας το ηλίθιο λευκό σκυλάκι της λαίδης Πενέλοπι στην ποδιά της. «Όχι» συνέχισε η λαίδη Πενέλοπι «ο άνθρωπος είναι αβάσταχτα άξεστος. Μόλις πριν από τρεις μέρες δεν εμφανίστηκε σε ένα προγραμματισμένο ραντεβού με τη λαίδη Μπέκινχολ στο καινούργιο σπίτι και δεν έστειλε καν γραπτώς μια συγνώμη. Το φαντάζεστε;»
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
43
Η Ίζαμπελ κατάπιε, διασκεδάζοντας με τους θεατρινισμούς της άλλης γυναίκας. «Για να είμαστε απόλυτα δίκαιες, υπήρχε μια εξέγερση στο Σεντ Τζάιλς εκείνη την ώρα.» Κι εκείνη ήταν απασχολημένη να σώζει έναν μυστηριώδη, μασκοφόρο του οποίου το αθλητικό κορμί στοίχειωνε τα όνειρά της τις νύχτες. Ήπιε βιαστικά μια γουλιά τσάι. «Είναι το αποκορύφωμα της αγένειας να μη στείλει ούτε μια λέξη συγνώμης σε μία λαίδη… με εξέγερση ή χωρίς!» Η Ίζαμπελ ανασήκωσε τους ώμους και πήρε άλλο ένα χωνάκι. Προσωπικά θεωρούσε πως μια εξέγερση ήταν επαρκής δικαιολογία –ο κύριος Μέικπις πράγματι είχε στείλει ένα σημείωμα ζητώντας συγνώμη την επόμενη μέρα– αλλά δεν είχε τη διάθεση να διαφωνήσει με τη λαίδη Πενέλοπι. Ο κύριος Μέικπις μπορεί να ήταν εξαίρετος διευθυντής, αλλά έπρεπε να συμφωνήσει πως θα ήταν σκέτη καταστροφή στις κοινωνικές εκδηλώσεις. «Και με τα σπουδαία εγκαίνια του νέου σπιτιού, χρειαζόμαστε έναν πολύ πιο εκλεπτυσμένο διευθυντή» είπε η λαίδη Πενέλοπι. «Κάποιον που να μπορεί να συζητήσει με μία λαίδη χωρίς να την προσβάλλει. Κάποιον που να μπορεί να κάνει παρέα με δούκες και κόμητες. Κάποιον που να μην είναι ο γιος ενός ζυθοποιού.» Τα χείλη της σούφρωσαν στην τελευταία λέξη σαν ο ζυθοποιός να ήταν ένα σκαλοπάτι πιο κάτω από τον προαγωγό. Το Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς μάλλον θα μπορούσε να συνδιαλέγεται με άνεση με δούκες και κόμητες –όποια κι αν ήταν η κοινωνική του θέση κάτω από εκείνη τη μάσκα. Η Ίζαμπελ παραμέρισε αυτήν τη σκέψη για να συγκεντρωθεί στη συζήτηση. «Η Τέμπερανς Χάντινγκτον είναι αδερφή του κυρίου Μέικπις και επομένως επίσης κόρη ζυθοποιού.» «Ναι.» Η λαίδη Πενέλοπι αναρρίγησε. «Αλλά αυτή τουλάχιστον παντρεύτηκε αριστοκράτη.» Η λαίδη Μάργκαρετ έσφιξε τα χείλη. «Λοιπόν, ακόμα κι αν ο κύριος Μέικπις δεν μπορεί να ξεπεράσει την ατυχή
44
ELIZABETH HOYT
γέννησή του, δε βλέπω πώς θα μπορούσαμε να του πάρουμε το σπίτι. Ιδρύθηκε από τον πατέρα του –αυτόν τον ίδιο ζυθοποιό.» «Τώρα είναι διευθυντής ενός μεγάλου ιδρύματος με γερούς πόρους. Ενός ιδρύματος που, χωρίς αμφιβολία, στο μέλλον θα διευρυνθεί σε μέγεθος αλλά και σε κύρος. Ενός ιδρύματος με το οποίο θα συνδέονται τα ονόματα όλων μας. Σε λιγότερο από δυο βδομάδες θα χρειαστεί να παρευρεθεί στο μεγάλο χορό της Δούκισσας του Άρλινγκτον. Μπορείτε να φανταστείτε τι θα συμβεί την πρώτη στιγμή που η Δούκισσα του Άρλινγκτον θα ρωτήσει τον κύριο Μέικπις σχετικά με τα παιδιά;» Η λαίδη Πενέλοπι ύψωσε το καλογραμμένο φρύδι της. «Το πιο πιθανό είναι να τη φτύσει.» «Ε όχι και να τη φτύσει» διαμαρτυρήθηκε η Ίζαμπελ. Να τη σφάξει, ίσως... Δυστυχώς, η λαίδη Πενέλοπι είχε κάποιο δίκιο. Λόγω του ότι είχαν όλες δώσει χρήματα για το σπίτι, ο κύριος Μέικπις, ως διευθυντής του, θα ήταν τώρα μια σημαντική φιγούρα στην κοινωνία του Λονδίνου. Χρειαζόταν να είναι σε θέση να πλέει ευγενικός στα ενίοτε επικίνδυνα νερά της υψηλής κοινωνίας. Να είναι η βιτρίνα του ιδρύματος, να αναζητά περισσότερα χρήματα, επιρροή και κύρος καθώς το σπίτι θα μεγάλωνε. Όλα αυτά για τα οποία ο κύριος Μέικπις ήταν απολύτως απροετοίμαστος προς το παρόν. «Μπορώ να τον εκπαιδεύσω εγώ» πέταξε ξαφνικά η λαίδη Φοίβη. Όλα τα κεφάλια στράφηκαν προς το μέρος της πιτσιρίκας. Ήταν ένα παχουλό κορίτσι δεκαεφτά ή δεκαοχτώ ετών με ανοιχτά καστανά μαλλιά κι ένα γλυκό πρόσωπο. Θα έπρεπε να ετοιμάζεται ήδη για το ντεμπούτο της –με τη διαφορά ότι η Ίζαμπελ υποψιαζόταν πως δε θα υπήρχε καθόλου ντεμπούτο για το καημένο το κορίτσι. Φορούσε στρογγυλά γυαλιά μυωπίας, αλλά τα μάτια της μισόκλειναν πίσω τους. Η λαίδη Φοίβη ήταν σχεδόν τυφλή.
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
45
Ωστόσο ύψωσε το πιγούνι της. «Μπορώ να βοηθήσω τον κύριο Μέικπις. Το ξέρω πως μπορώ.» «Είμαι σίγουρη πως θα μπορούσες, καλή μου» είπε η Ίζαμπελ. «Αλλά θα ήταν μάλλον ανάρμοστο για έναν εργένη τζέντλεμαν, όπως ο κύριος Μέικπις, να πάρει μαθήματα από μια ανύπαντρη νέα.» Η λαίδη Μάργκαρετ είχε ανοίξει το στόμα της αλλά το έκλεισε απότομα ακούγοντας τις τελευταίες λέξεις της Ίζαμπελ. Ούτε η λαίδη Μάργκαρετ ήταν παντρεμένη. «Η ιδέα είναι πολύ καλή όμως» έσπευσε να πει η λαίδη Μάργκαρετ. «Ο κύριος Μέικπις είναι έξυπνος άνθρωπος. Αν κάποιος του τόνιζε τα πλεονεκτήματα του να μάθει τους τρόπους της καλής κοινωνίας, είμαι σίγουρη πως θα κατάφερνε να αποκτήσει μια κάποια λεπτότητα.» Έριξε μια ματιά στη λαίδη Πενέλοπι. Εκείνη απλώς ανασήκωσε τα φρύδια και έγειρε στην πλάτη της πολυθρόνας της με μια γκριμάτσα αποστροφής. Η μις Γκρέιβς είχε καρφώσει τα μάτια στο σκυλάκι στην ποδιά της. Σαν συνοδός της λαίδης Πενέλοπι, θα ήταν καθαρή αυτοκτονία να εκφράσει την παραμικρή αντιγνωμία στην άποψή της. Το βλέμμα της λαίδης Μάργκαρετ στράφηκε στην Ίζαμπελ. Τα χείλη της ανασηκώθηκαν σε ένα πονηρό χαμόγελο. «Αυτό που χρειαζόμαστε είναι μια κυρία που να μην είναι πλέον ανύπαντρη. Μια κυρία με πλήρη κατανόηση της υψηλής κοινωνίας και των περιπλοκών της. Μια κυρία με αρκετή αυτοκυριαρχία ώστε να μπορέσει να μετατρέψει τον κύριο Μέικπις στο διαμάντι που όλες ξέρουμε πως είναι.» Ω Θεέ. *** Τρεις μέρες μετά, ο Γουίντερ Μέικπις κατέβαινε προσεκτικά τη φαρδιά μαρμάρινη σκάλα του νέου οικήματος του Ιδρύματος για Ατυχή Βρέφη και Έκθετα Παιδιά. Η σκάλα ήταν η μέρα
46
ELIZABETH HOYT
με τη νύχτα σε σύγκριση με τα ξεχαρβαλωμένα ξύλινα σκαλιά του παλιού σπιτιού, αλλά το γλιστερό μάρμαρο ήταν επίσης επικίνδυνο για έναν άντρα που χρησιμοποιούσε μπαστούνι για να στηρίξει το όχι-τελείως-θεραπευμένο-ακόμα δεξί του πόδι. «Ουάου! Στοίχημα πως σ’ αυτήν τη σκάλα κάνεις φοβερή τσουλήθρα» είπε ο Τζόζεφ Τίνμποξ κάπως απερίσκεπτα. Φάνηκε να συνειδητοποιεί το λάθος του αμέσως μόλις οι λέξεις βγήκαν από το στόμα του. Το αγόρι έστρεψε ένα επιδεικτικά αθώο, φακιδιάρικο πρόσωπο προς τον Γουίντερ. «Φυσικά, εγώ δε θα ’κανα ποτέ τέτοιο πράγμα.» «Όχι, θα ήταν μεγάλη απερισκεψία.» Ο Γουίντερ σημείωσε νοερά να συμπεριλάβει μια προειδοποίηση σχετικά με το να μην καβαλάνε την κουπαστή την επόμενη φορά που θα μιλούσε στα παιδιά του ορφανοτροφείου. «Εδώ είστε, κύριε.» Η Νελ Τζόουνς, το δεξί χέρι του σπιτιού, εμφανίστηκε στη βάση της σκάλας ξαναμμένη. «Έχετε επισκέπτη στο καθιστικό και δεν ξέρω αν έχουν περισσέψει καθόλου κεκάκια. Έχουν μείνει λίγα μπισκότα από προχτές, αλλά φοβάμαι μήπως θα ’ναι μπαγιάτικα κι η Άλις δεν μπορεί να βρει τη ζάχαρη για το τσάι.» «Τα μπισκότα θα είναι μια χαρά, Νελ» είπε ο Γουίντερ καθησυχαστικά. «Και δε βάζω ζάχαρη στο τσάι μου έτσι κι αλλιώς.» «Ναι, αλλά η λαίδη Μπέκινχολ μπορεί να θέλει» υπέδειξε η Νελ καθώς φυσούσε μια ξανθιά μπούκλα που είχε πέσει στα μάτια της. Ο Γουίντερ έμεινε ακίνητος στο κεφαλόσκαλο, έχοντας επίγνωση ότι η καρδιά του είχε αρχίσει να χτυπάει πιο γρήγορα. «Η λαίδη Μπέκινχολ;» «Είναι κει μέσα με την καμαριέρα της» ψιθύρισε η Νελ λες και η λαίδη θα μπορούσε να την ακούσει από την άλλη άκρη του χολ και μέσα απ’ τους τοίχους. «Και φοράει αγκράφες με πετράδια στα παπούτσια της –η καμαριέρα, όχι η λαίδη!»
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
47
Η Νελ ακουγόταν κατάπληκτη. Ο Γουίντερ έπνιξε έναν στεναγμό παρ’ όλο που οι μύες του σφίγγονταν από προσμονή. Το κορμί του μπορεί να διψούσε να ξαναδεί τη λαίδη, αλλά αυτό ήταν ένα αθέλητο αντανακλαστικό. Το τελευταίο πράγμα που του χρειαζόταν σήμερα ήταν η λαίδη Μπέκινχολ και η υπερβολικά ερευνητική φύση της. «Στείλε μέσα το τσάι και ό,τι μπισκότα έχεις» είπε στη Νελ. «Μα η ζάχαρη…» «Θα το χειριστώ εγώ» είπε σταθερά, βλέποντας το πανικόβλητο βλέμμα της. «Μην ανησυχείς τόσο πολύ. Μια απλή γυναίκα είναι.» «Μια γυναίκα με μια φανταχτερή καμαριέρα» μουρμούρισε η Νελ, κατευθυνόμενη προς το πίσω μέρος του σπιτιού και την κουζίνα. «Και, Νελ» φώναξε ο Γουίντερ, καθώς θυμήθηκε το θέμα για το οποίο είχε αρχικά κατέβει, «έφτασαν τα καινούργια κορίτσια;» «Όχι, κύριε.» «Τι;» Είχε λάβει μήνυμα μόλις σήμερα το πρωί για δύο ορφανές αδερφούλες, πέντε ετών, που ζητιάνευαν στη Χογκ Λέιν όχι πολύ μακριά από το ίδρυμα. Αμέσως είχε στείλει το μοναδικό άντρα υπηρέτη, τον Τόμι, για να τις φέρει εδώ. «Γιατί όχι;» Η Νελ ανασήκωσε τους ώμους. «Ο Τόμι είπε πως, όταν πήγε στη Χογκ Λέιν, δεν ήταν εκεί.» Ο Γουίντερ συνοφρυώθηκε ακούγοντας την είδηση. Μόλις την περασμένη εβδομάδα είχε πάει να παραλάβει ένα εφτάχρονο κοριτσάκι που το είχαν εγκαταλείψει στην Εκκλησία του Σεντ Τζάιλς-ιν-δε-Φιλντς. Όταν όμως είχε φτάσει, το κοριτσάκι είχε εξαφανιστεί ανεξήγητα. Οι προαγωγοί του Σεντ Τζάιλς συχνά ήταν σε επαγρύπνηση για μικρά κορίτσια, αλλά αυτά τα παιδιά είχαν εξαφανιστεί μέσα σε
48
ELIZABETH HOYT
λίγα λεπτά από τη στιγμή που έμαθε ότι ήταν στο δρόμο. Αυτό ήταν υπερβολικά γρήγορο ακόμα και για τον πιο άπληστο προαγωγό. Γιατί να… Κάποιος του τράβηξε το σακάκι και ο Γουίντερ είδε τα καστανά μάτια του Τζόζεφ Τίνμποξ, γεμάτα ικεσία. «Σας παρακαλώ, κύριε, μπορώ να πάω να δω τη λαίδη και την καμαριέρα της; Δεν έχω δει ποτέ πριν αγκράφες με πετράδια.» «Έλα.» Είχαν φτάσει στο ισόγειο τώρα και ο Γουίντερ έκρυψε διακριτικά σε μια γωνιά το μπαστούνι του. Έπειτα ακούμπησε το χέρι στον ώμο του αγοριού. Ήλπιζε πως αυτό θα προκαλούσε λιγότερες υποψίες –το τελευταίο πράγμα που ήθελε ήταν να καταλάβει η λαίδη Μπέκινχολ πως κούτσαινε από το ίδιο πόδι που είχε τραυματιστεί το Φάντασμα. Χαμογέλασε στον Τζόζεφ. «Θα είσαι η πατερίτσα μου.» Ο Τζόζεφ του χαμογέλασε πλατιά, με πρόσωπο τελείως αγγελικό ξαφνικά και ο Γουίντερ ένιωσε μια ανάρμοστη ζεστασιά στο στήθος βλέποντάς το. Ως διευθυντής του σπιτιού, δεν έπρεπε να έχει ιδιαίτερες συμπάθειες. Έπρεπε να βλέπει και τα είκοσι οχτώ παιδιά ίσα και αμερόληπτα, ένας καλοκάγαθος ηγέτης υπεράνω συναισθήματος. Ο πατέρας του ήταν ένας τέτοιος διευθυντής, ικανός να είναι καλός και ταυτόχρονα απόμακρος. Αλλά ο Γουίντερ έδινε καθημερινή μάχη για να ακολουθήσει το παράδειγμα του πατέρα του. Έσφιξε τον ώμο του μικρού. «Τους καλύτερούς σου τρόπους, έτσι, Τζόζεφ Τίνμποξ;» «Μάλιστα, κύριε.» Ο Τζόζεφ πήρε μια έκφραση που αναμφίβολα πίστευε πως έδειχνε σοβαρότητα, αλλά στο μυαλό του Γουίντερ τον έκανε… δυο φορές πιο κατεργάρη. Ο Γουίντερ ίσιωσε τους ώμους και άφησε το βάρος του να μοιραστεί εξίσου και στα δύο πόδια, αγνοώντας τον πόνο που διαπέρασε το δεξιό του μηρό. Άνοιξε την πόρτα του καθιστικού. Η εικόνα της ήταν σαν γρήγορος, δροσερός άνεμος που τον σάρωσε, ζωντανεύοντας το κορμί του, θέτοντας όλες τις
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
49
αισθήσεις του σε συναγερμό, κάνοντάς τον να έχει πλήρη επίγνωση πως ήταν αρσενικό κι αυτή θηλυκό. Η λαίδη Μπέκινχολ γύρισε τη στιγμή που μπήκε στο δωμάτιο. Ήταν ντυμένη με ένα βαθυκόκκινο φόρεμα, με λεπτές στρώσεις δαντέλας να πέφτουν από τα μανίκια στο ύψος των αγκώνων. Η δαντέλα επαναλαμβανόταν σε μια λεπτή γραμμή γύρω από το χαμηλό, στρογγυλό ντεκολτέ της, σαν να ήθελε να πλαισιώσει το κρεμώδες μπούστο της. Κι άλλη δαντέλα στόλιζε το κεντημένο λινό καπελάκι που κάλυπτε τα λαμπερά κοκκινοκάστανα μαλλιά της. «Κύριε Μέικπις.» «Λαίδη μου.» Την πλησίασε προσεκτικά, με την παλάμη του ακόμα στον ώμο του Τζόζεφ. Του άπλωσε το χέρι, αναμφίβολα για να μπορέσει να σκύψει και να της φιλήσει τα δάχτυλα, αλλά ο Γουίντερ δε σκόπευε να κάνει κάτι τέτοιο. Αντί γι’ αυτό, της έπιασε το χέρι, νιώθοντας το μικρό σοκ των λεπτών δαχτύλων της στην παλάμη του και το κούνησε βιαστικά πριν το αφήσει. «Σε τι οφείλουμε την τιμή της επίσκεψής σας;» «Μα, κύριε Μέικπις, έχετε ήδη ξεχάσει την υπόσχεσή σας να με ξεναγήσετε στο καινούργιο σπίτι;» Γούρλωσε κοροϊδευτικά τα μάτια της. «Για να επανορθώσετε για το ραντεβού μας της περασμένης εβδομάδας;» Εκείνος έπνιξε έναν αναστεναγμό. Η καμαριέρα της λαίδης Μπέκινχολ στεκόταν πίσω της και η Νελ είχε απόλυτο δίκιο: Το κορίτσι ήταν υπερβολικά καλοντυμένο, με δαντέλα εξίσου ακριβή, αν όχι ακριβότερη, απ’ αυτήν της κυρίας της. Ο Τζόζεφ είχε γείρει το κεφάλι και έσκυβε ελαφρά στο πλάι, προφανώς σε μια προσπάθεια να δει τις θρυλικές αγκράφες. «Πρέπει να σας ζητήσω ξανά συγνώμη που δεν ήρθα στο ραντεβού μας την περασμένη εβδομάδα» είπε ο Γουίντερ. Η λαίδη Μπέκινχολ έκλινε το κεφάλι, κάνοντας τα
50
ELIZABETH HOYT
μαργαριτάρια που κρέμονταν στα αυτιά της να χορέψουν. «Άκουσα πως εγκλωβιστήκατε μέσα στον όχλο.» Πήγε να απαντήσει, αλλά πριν προλάβει, πετάχτηκε πρόθυμα ο Τζόζεφ. «Παραλίγο να τον τσαλαπατήσουν, τον κύριο Μέικπις. Όλη την περασμένη βδομάδα την πέρασε στο κρεβάτι. Σηκώθηκε μόνο όταν μετακομίζαμε σε τούτο το καινούργιο σπίτι.» Τα σκούρα φρύδια της λαίδης Μπέκινχολ υψώθηκαν με ενδιαφέρον. «Αλήθεια; Δεν είχα ιδέα πως τραυματιστήκατε τόσο σοβαρά, κύριε Μέικπις.» Συνάντησε το βλέμμα της κρατώντας το δικό του ανέκφραστο, παρ’ όλο που ο σφυγμός του είχε αυξηθεί. Αυτή η γυναίκα δεν ήταν ανόητη. «Ο Τζόζεφ υπερβάλλει.» «Μα…» άρχισε να λέει ο Τζόζεφ, με φωνή πληγωμένη. Ο Γουίντερ τον χτύπησε χαϊδευτικά στον ώμο, μετά μετακίνησε το χέρι του στη ράχη ενός καναπέ. «Τρέξε στην κουζίνα και δες αν η Νελ έχει έτοιμο το τσάι, σε παρακαλώ, Τζόζεφ Τίνμποξ.» Το πρόσωπο του αγοριού μαράθηκε, αλλά ο Γουίντερ τον κοίταξε αυστηρά. Η παραμικρή υποψία αδυναμίας και ο Τζόζεφ θα ξεγλιστρούσε. Το αγόρι άφησε τους ώμους του να πέσουν και στράφηκε προς την πόρτα. Ο Γουίντερ κοίταξε τη λαίδη Μπέκινχολ. «Φοβάμαι πως δεν έχουμε τακτοποιηθεί ακόμα στο καινούργιο μας σπίτι, αλλά αν θέλετε να ξανάρθετε την επόμενη εβδομάδα, θα χαρώ να σας ξεναγήσω.» Η λαίδη έγνεψε καταφατικά –ευτυχώς!– και κάθισε σε μια βαθιά πολυθρόνα. Ο Γουίντερ βούλιαξε στον καναπέ, κρατώντας το πρόσωπό του ανέκφραστο παρ’ όλο που ο μηρός του διαμαρτυρήθηκε με την κίνηση. Η καμαριέρα της λαίδης αποσύρθηκε σε ένα κάθισμα στην άλλη άκρη του δωματίου και έστρεψε το βλέμμα μάλλον αόριστα έξω από το παράθυρο.
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
51
«Σας ευχαριστώ, κύριε Μέικπις» απάντησε η λαίδη Μπέκινχολ με τη βραχνή φωνή της. «Ανυπομονώ να με ξεναγήσετε, αλλά αυτός δεν ήταν ο μόνος λόγος που ήρθα να σας δω σήμερα.» Σήκωσε τα φρύδια του σε μια βουβή ερώτηση, προσπαθώντας να μη δείξει ανυπομονησία. Δεν είχε το χρόνο να παίζει με γρίφους. Όχι μόνο είχε δουλειά να κάνει, αλλά επίσης με κάθε λεπτό που πέρναγε μαζί της υπήρχε ο κίνδυνος να κάνει τη σύνδεση ανάμεσα σ’ αυτόν και το Φάντασμα. Όσο πιο σύντομα έφευγε από το σπίτι, τόσο καλύτερα. Εκείνη του χαμογέλασε, φευγαλέα και καταλυτικά. «Ο χορός της δούκισσας του Άρλινγκτον είναι την επόμενη εβδομάδα.» «Μάλιστα;» «Και εμείς –στο Σύλλογο των Κυριών– ελπίζουμε πως θα παρευρεθείτε για να εκπροσωπήσετε το Ίδρυμα.» Ο Γουίντερ έκανε ένα κοφτό νεύμα. «Έχω ήδη πληροφορήσει τη λαίδη Ηρώ πως θα παρευρεθώ αν μου το ζητήσει, αν και ειλικρινά δε βλέπω γιατί χρειάζεται να το κάνω. Ούτε…» Έριξε μια ματιά στην πόρτα που άνοιξε για να μπει η Νελ με δύο κορίτσια που κουβαλούσαν το τσάι… «αντιλαμβάνομαι ποιο μπορεί να είναι το δικό σας ενδιαφέρον στο συγκεκριμένο ζήτημα.» «Ω, το ενδιαφέρον μου είναι αρκετά προσωπικό» είπε αργόσυρτα η λαίδη Μπέκινχολ. Έστρεψε ξανά το βλέμμα του πάνω της. Ένα μικροσκοπικό χαμόγελο έπαιζε στα χείλη της, αισθησιακό, πονηρό και μάλλον αρκετά κατεργάρικο. Τα μάτια του μισόκλεισαν επιφυλακτικά. Τα γαλάζια μάτια της λαίδης Μπέκινχολ χόρεψαν. «Με επέλεξαν να γίνω η δασκάλα σας στα κοινωνικά μαθήματα.»
Κεφάλαιο Τρία Δυο φορές το χρόνο ο θίασος του Αρλεκίνου ερχόταν να παίξει στο Σεντ Τζάιλς. Έτυχε λοιπόν μια μέρα να περνάει από εκεί μια όμορφη λαίδη και η άμαξά της σταμάτησε εξαιτίας του πλήθους που ήταν συγκεντρωμένο για να δει τους κωμικούς ηθοποιούς. Η όμορφη λαίδη τράβηξε το κουρτινάκι της άμαξας και κοίταξε έξω. Και τη στιγμή που το έκανε, τα μάτια της συνάντησαν το βλέμμα του Αρλεκίνου… -από το ο Θρύλος του Αρλεκίνου-Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς
Η Ίζαμπελ παρακολούθησε τον Γουίντερ Μέικπις να ανοιγοκλείνει αργά τα βλέφαρα ακούγοντας τα νέα της. Ήταν η μόνη του αντίδραση, αλλά έλεγε πολλά από κάποιον ο οποίος έκανε τα πέτρινα αγάλματα να μοιάζουν ζωντανά. «Συγνώμη;» ρώτησε ευγενικά με τη βαριά, αργή φωνή του. Υπέθετε πως θα μπορούσες να τον πεις ωραίο άντρα, αλλά μόνο αν παρέβλεπες την αυστηρή συμπεριφορά του. Το πρόσωπό του ήταν αρκετά ευχάριστο, το πιγούνι του δυνατό, η μύτη του ίσια, το στόμα του σφιχτό, αλλά σπάνια είχε δει
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
53
τον Γουίντερ Μέικπις να χαμογελάει και ποτέ να γελάει. Τα σκουροκάστανα μαλλιά του ήταν δεμένα πίσω, χωρίς κατσάρωμα ή πούδρα και ντυνόταν με λιτά καφέ ή μαύρα ρούχα. Είχε τον αέρα πολύ μεγαλύτερου σε ηλικία άντρα, αφού δε γινόταν να είναι παραπάνω από τριάντα ετών. Καθόταν στον καναπέ, φαινομενικά χαλαρός, αλλά δεν της είχε διαφύγει το ελαφρό κούτσαμά του καθώς έμπαινε στο δωμάτιο –ούτε η φευγαλέα έκφραση εκνευρισμού στο πρόσωπό του όταν το αγόρι είχε αναφέρει την αδυναμία του. Για μια στιγμή θυμήθηκε το Φάντασμα και πώς έδειχνε ξαπλωμένος στο κρεβάτι στο γαλάζιο δωμάτιό της: γυμνός, μυώδης και επικίνδυνα ερωτικός. Ο Γουίντερ Μέικπις, σε αντίθεση, θα είχε σίγουρα το μαλθακό σώμα ενός ανθρώπου των γραμμάτων. Το στήθος θα ήταν τόσο ισχνό, τα μπράτσα του αδύνατα και μακριά. Γιατί τότε έμπαινε έστω στη διαδικασία να σκεφτεί τον κύριο Μέικπις γυμνό; Η Ίζαμπελ έσκυψε πάνω από το δίσκο με το τσάι. Η μις Τζόουνς και οι άλλες υπηρέτριες είχαν τελειώσει με την τοποθέτηση των δίσκων, αλλά συνέχιζαν να παραμένουν, κοιτώντας με μάτια διάπλατα ανοιχτά μία αυτήν και μία τον κύριο Μέικπις. «Να σερβίρω;» Είδε έναν μυ να σφίγγεται στο σαγόνι του. Η ματιά του πέταξε στις υπηρέτριες και η έκφρασή του μαλάκωσε λιγάκι. «Σ’ ευχαριστώ, Νελ. Μπορείτε να πηγαίνετε.» Η Νελ του έριξε μια ματιά όλο νόημα καθώς έφευγε, αλλά η προσοχή του κυρίου Μέικπις είχε στραφεί ήδη πίσω στην Ίζαμπελ. Περίμενε μέχρι να κλείσει η πόρτα. «Παρακαλώ, εξηγήστε μου.» «Ω Θεέ» αναστέναξε η Ίζαμπελ καθώς γέμιζε το πρώτο φλιτζάνι με τσάι. «Δε βλέπω πουθενά τη ζάχαρη. Να καλέσω ξανά τις υπηρέτριες;» Του χαμογέλασε γλυκά. Προφανώς ο κύριος Μέικπις είχε ανοσία στα χαμόγελά
54
ELIZABETH HOYT
της. «Δεν έχουμε ζάχαρη. Θα πρέπει να το πιείτε χωρίς. Τώρα, τι…» «Τι κρίμα… λατρεύω τη ζάχαρη στο τσάι μου.» Η Ίζαμπελ έκανε μια απογοητευμένη γκριμάτσα και ανταμείφθηκε από το σφίξιμο των χειλιών του κυρίου Μέικπις. Δεν ήταν προς τιμήν της, αλλά για κάποιο λόγο διασκέδαζε τρελά να τσιγκλάει αυτόν τον άντρα. Να τον τυραννάει και να τον κεντρίζει έξυπνα και λεπτά. Ήταν τόσο σφιγμένος, τόσο απόλυτα αυτάρκης. Ίσως απλώς δεν είχε συναισθήματα για να συγκρατεί, αλλά η Ίζαμπελ δεν το πίστευε πραγματικά αυτό. Όχι, βαθιά στην καρδιά της ήξερε πως υπήρχε ένα ηφαίστειο κάπου κάτω από το περίβλημα από γρανίτη. Και αν έσκαγε ποτέ, ήθελε να είναι εκεί για να παρακολουθήσει την έκρηξη. «Λαίδη Μπέκινχολ» είπε ο κύριος Μέικπις κι έτριξε πολύ απαλά τα δόντια. «Λυπάμαι για την έλλειψη ζάχαρης, αλλά θα το εκτιμούσα ιδιαιτέρως αν μου εξηγούσατε τι εννοείτε. Αμέσως. Τώρα.» «Ω, πολύ καλά.» Η Ίζαμπελ του έδωσε το φλιτζάνι με το τσάι και μετά σέρβιρε ένα δικό της, ενώ συγχρόνως έλεγε: «Ο Σύλλογος Κυριών αποφάσισε ότι θα σας… ε… ωφελούσαν μερικά μαθήματα κοινωνικής συμπεριφοράς. Δεν είναι τίποτα σπουδαίο ουσιαστικά» –ανέμισε αδιάφορα το χέρι καθώς έγερνε πίσω στον καναπέ με το φλιτζάνι της– «μόνο λίγα…» «Όχι.» «…μαθήματα.» Η Ίζαμπελ ανοιγόκλεισε τα βλέφαρά της και ύψωσε τα φρύδια. Ο κύριος Μέικπις είχε ένα σφίξιμο γύρω από τα χείλη, κάτι που σε οποιονδήποτε άλλο άντρα θα το ερμήνευε σαν έξαλλη οργή. «Συγνώμη;» «Είπα όχι.» Ακούμπησε το τσάι του ανέγγιχτο στο τραπεζάκι. «Δεν έχω ούτε το χρόνο ούτε τη διάθεση για μαθήματα κοινωνικού πρωτοκόλλου. Λυπάμαι πολύ, αλλά…» «Δε φαίνεται να λυπάστε» σχολίασε η Ίζαμπελ. «Στην πραγματικότητα, μάλλον αποδεικνύετε τον ισχυρισμό μου,
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
55
κύριε Μέικπις. Απολαμβάνετε να καταπιέζετε τα συναισθήματά σας, ωστόσο δεν μπαίνετε στον κόπο να κρύψετε την αποδοκιμασία σας για μία κυρία.» Για μια στιγμή απόμεινε απλώς να την κοιτάζει με τα σκούρα μάτια του μισόκλειστα κι εκείνη αναρωτήθηκε τι να σκεφτόταν. Έπειτα έκλινε το κεφάλι του. «Λυπάμαι πολύ αν δείχνω να σας αποδοκιμάζω, λαίδη μου. Στον λόγο της τιμής μου, δε σας αποδοκιμάζω – εντελώς το αντίθετο. Αλλά δε βλέπω το λόγο για αυτά τα μαθήματα ετικέτας, όπως τα αποκαλούν. Ο χρόνος μου είναι ήδη περιορισμένος. Δε συμφωνείτε ότι είναι καλύτερα να τον ξοδεύω διευθύνοντας το σπίτι μάλλον παρά μαθαίνοντας πώς να κολακεύω τους αριστοκράτες;» «Και αν το σπίτι σας –και η εργασία σας– εξαρτώνται από το να κολακεύετε αυτούς τους αριστοκράτες;» Τα ίσια φρύδια του έσμιξαν. «Πώς το εννοείτε αυτό;» Η Ίζαμπελ ήπιε μια γουλιά τσάι, παρά το ότι ήταν πικρό χωρίς τη συνηθισμένη της ζάχαρη και μάζεψε τις σκέψεις της. Ήταν πεισματάρης κι αν δεν μπορούσε να τον κάνει να καταλάβει τη βαρύτητα της κατάστασης, πολύ φοβόταν πως ο κύριος Μέικπις θα αρνιόταν τη βοήθειά της. Και μετά θα έχανε τη θέση του στο ίδρυμα. Μπορεί ο Γουίντερ Μέικπις να κατάφερνε να κρύβει εκπληκτικά τα συναισθήματά του, αλλά η Ίζαμπελ ήξερε πως το ίδρυμα ήταν πολύ σημαντικό γι’ αυτόν. Εξάλλου, δεν της φαινόταν σωστό να χάσει το έργο της οικογένειας και της ζωής του απλώς επειδή ήταν στριμμένος, κατσούφης και άτομο χωρίς χιούμορ. Έτσι η Ίζαμπελ κατέβασε το φλιτζάνι της και χάρισε στον κύριο Μέικπις το καλύτερο χαμόγελό της –εκείνο που είχε κάνει κάμποσους νεαρούς επιβήτορες να μπερδέψουν τα βήματά τους σε μια αίθουσα χορού. Κρίνοντας από την έκφραση του κυρίου Μέικπις, ήταν σαν να του είχε παρουσιάσει έναν μπακαλιάρο αμφιβόλου προελεύσεως.
56
ELIZABETH HOYT
Αναστενάζοντας νοερά, η Ίζαμπελ είπε: «Αντιλαμβάνεστε πόσο σημαντικό είναι να παρευρίσκεστε σε εκδηλώσεις της καλής κοινωνίας τώρα που το σπίτι έχει την προστασία κυριών όπως η λαίδη Ηρώ, η λαίδη Κέιρ και η λαίδη Πενέλοπι;» Το νεύμα του ήταν τόσο αμυδρό που θα μπορούσε να ήταν μια απλή σύσπαση. Θα το δεχόταν όμως. «Τότε θα πρέπει να καταλαβαίνετε την ανάγκη να κάνετε κατάλληλες εμφανίσεις. Ό,τι κάνετε, κάθε σας κίνηση, κάθε τι που θα πείτε θα έχει αντίκτυπο όχι μόνο στον εαυτό σας, αλλά και στο σπίτι –και στις προστάτιδές του.» Εκείνος σάλεψε ανυπόμονα. «Φοβάστε πως θα σας ντροπιάσω.» «Φοβάμαι» του είπε καθώς προσπαθούσε να αποφασίσει ποιο μπισκότο να διαλέξει «πως θα χάσετε το ίδρυμα.» Προς στιγμήν έμεινε σιωπηλός, κι αν ήταν οποιοσδήποτε άλλος άντρας, θα έλεγε πως είχε μείνει άναυδος. «Τι εννοείτε;» ρώτησε πολύ προσεκτικά. «Εννοώ ότι ρισκάρετε να χάσετε ή τη θέση σας ως διευθυντής του ιδρύματος ή τις προστάτιδές σας –ή ακόμα χειρότερα, και τα δύο.» Ανασήκωσε τους ώμους και δάγκωσε ένα μπισκότο, το οποίο αποδείχτηκε εξαιρετικά μπαγιάτικο. «Καμία κυρία της καλής κοινωνίας δεν επιθυμεί να σχετίζεται με έναν άξεστο τζέντλεμαν. Αν δεν μπορέσετε να μάθετε λίγους καλούς τρόπους ή θα σας αντικαταστήσουν ως διευθυντή του σπιτιού ή θα χάσετε τις προστάτιδές σας.» Ήπιε μια γουλιά από το πικρό τσάι της για να ξεπλύνει το ξερό μπισκότο, παρατηρώντας το πρόσωπό του πάνω από το χείλος του φλιτζανιού. Εκείνος κοιτούσε κατευθείαν μπροστά, με πρόσωπο ακίνητο, λες και διαπραγματευόταν κάτι μέσα του. Μετά την κοίταξε κατάματα κι η Ίζαμπελ έπνιξε ένα βογκητό. Ένιωσε σαν να την είχε αγγίξει σωματικά με την
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
57
ένταση της ματιάς του και η επίδραση ήταν… μεθυστική. Ω ναι, υπήρχαν σίγουρα βαθιά συναισθήματα σ’ αυτόν τον άντρα. Τα άφηνε άραγε ελεύθερα όταν βρισκόταν με μια γυναίκα σε προσωπικές στιγμές; Και γιατί σκεφτόταν τέτοια πράγματα για τον κύριο Μέικπις; Ήταν ο λιγότερο αισθησιακός άντρας που ήξερε. Είχε σαστίσει τόσο με τις σκέψεις της που χρειάστηκε μια στιγμή για να συνειδητοποιήσει πως εκείνος είχε μιλήσει. «Όχι.» Ο κύριος Μέικπις σηκώθηκε, με το χέρι του να τρίβει μάλλον ασυναίσθητα το δεξί του πόδι. «Φοβάμαι πως δεν έχω ούτε το χρόνο ούτε τη διάθεση να διδαχτώ τρόπους από εσάς, λαίδη μου.» Και μ’ αυτές τις κοφτές λέξεις έφυγε. *** Γιατι η λαίδη Μπέκινχολ διέλυε τη συνηθισμένη αυτοκυριαρχία του; Ο Γουίντερ Μέικπις διέσχιζε ένα σοκάκι καθώς οι τελευταίες ακτίνες του ήλιου χάνονταν πίσω από τις παράταιρες στέγες του Σεντ Τζάιλς. Ακόμα και μετά από ένα μισάωρο συντροφιά με τη λαίδη νωρίτερα σήμερα το απόγευμα, δεν μπορούσε να κατανοήσει την επικίνδυνη έλξη που ένιωθε γι’ αυτήν. Αναντίρρητα ήταν πολύ γενναία που τον έσωσε από τον όχλο. Της άρεσε να παριστάνει την άμυαλη ξελογιάστρα, αλλά οι πράξεις της ήταν πιο ευγενικές από των περισσότερων ανθρώπων, φτωχών ή αριστοκρατών. Τον είχε πάει στο σπίτι της, είχε φροντίσει τις πληγές του και τον είχε περιποιηθεί με τα ίδια της τα χέρια. Η κυρία είχε δείξει μια εντελώς απροσδόκητη πλευρά του εαυτού της και αν ήταν η κόρη ενός παπουτσή ή ενός χασάπη, ο Γουίντερ μπορεί να έμπαινε στον πειρασμό να ανακαλύψει περισσότερα για εκείνη την πλευρά της που κρατούσε τόσο καλά κρυμμένη.
58
ELIZABETH HOYT
Κούνησε το κεφάλι του. Όμως η λαίδη Μπέκινχολ δεν ήταν κόρη χασάπη. Ο Γουίντερ ήξερε –ήξερε– πως δεν ήταν γι’ αυτόν. Κι από την άλλη, την ίδια στιγμή που έκανε κήρυγμα στον εαυτό του πως έπρεπε να μείνει όσο πιο μακριά γινόταν από τη λαίδη Μπέκινχολ, παραλίγο να συμφωνήσει με το γελοίο σχέδιό της να τον ‘διδάξει’. Ήταν πιο δύσκολο απ’ όσο θα έπρεπε να είναι το να φύγει μακριά της. Κι αυτό απλώς δεν ήταν λογικό. Η λαίδη Μπέκινχολ ήταν τόσο πιο ψηλά απ’ αυτόν όσο ο Αποσπερίτης, το πρώτο αστέρι της νύχτας. Είχε γεννηθεί με πλούτη και προνόμια, ενώ εκείνος ήταν ο γιος ενός ζυθοποιού. Σε καμία περίπτωση δεν ήταν πλούσιος και κάποιες φορές στο παρελθόν παρέπαιε στην κόψη της πενίας. Εκείνη ζούσε στο καλύτερο τμήμα του Λονδίνου –μια περιοχή με φαρδιούς, ίσιους δρόμους και αστραφτερά λευκά μάρμαρα, ενώ αυτός ζούσε… Εδώ. Ο Γουίντερ πήδηξε πάνω από μια λακκούβα με βρόμικα νερά και έστριψε στη γωνία ενός ερειπωμένου τοίχου. Η πύλη πάνω στον τοίχο ήταν σπασμένη και κρεμόταν ανοιχτή, τρίζοντας στο φύσημα του ανέμου. Μπήκε στο σκοτεινό κοιμητήριο, προσέχοντας να μην πέσει πάνω στις χαμηλές ταφόπετρες που ήταν χωμένες στο έδαφος. Εδώ ήταν το τμήμα ταφής των Εβραίων και ήξερε πως στη διάρκεια της μέρας θα έβλεπε ένα συνονθύλευμα από Εβραϊκά, Εγγλέζικα και Πορτογαλικά –αφού οι περισσότεροι Εβραίοι στο Λονδίνο ήταν πρόσφυγες από εκείνη τη χώρα και τους φοβερούς νόμους της εναντίον όσων δεν ήταν Χριστιανοί. Μια μικρή, μαύρη φιγούρα πέρασε τρέχοντας από μπροστά του καθώς πλησίαζε την άλλη πλευρά του κοιμητηρίου –ή μια γάτα ή ένας πολύ μεγάλος ποντικός. Ο τοίχος ήταν πολύ χαμηλός και ο Γουίντερ πήδηξε από πάνω για να βγει σε ένα στενό πέρασμα, καταπίνοντας το επιφώνημα που του προκάλεσε το κέντρισμα στο πόδι του. Το πέρασμα οδηγού-
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
59
σε σε ένα άλλο σοκάκι δίπλα σε ένα κηροποιείο. Η ταμπέλα που κρεμόταν ψηλά πάνω από το μαγαζί κλυδωνιζόταν τρίζοντας από τον άνεμο. Είχε το άτεχνο σχήμα κηροπήγιου, αλλά ό,τι μπογιά διέγραφε κάποτε τη φλόγα και το κερί είχε ξεφλουδίσει προ πολλού. Ένα απλό φανάρι κρεμόταν έξω από το μικρό μαγαζί, με τη φλόγα του να τρεμοπαίζει αβέβαια. Ήταν το τελευταίο ίχνος πολιτισμού για το οποίο μπορούσε να περηφανεύεται το σοκάκι –λίγο πιο κάτω, κανένα φανάρι δε φώτιζε τις πυκνές σκιές. Μόνο οι πιο γενναίοι –ή οι πιο ανόητοι– κάτοικοι του Σεντ Τζάιλς θα τολμούσαν να μπουν στο σκοτεινό σοκάκι μετά το σούρουπο. Αλλά πάλι, αυτός δεν ήταν ένας συνηθισμένος κάτοικος, σωστά; Οι μπότες του κροτάλιζαν πάνω στα απομεινάρια του πλακόστρωτου καθώς τον τύλιγαν οι ζοφερές σκιές. Οι περισσότεροι θα έπαιρναν ένα φανάρι μαζί τους τη νύχτα, αλλά ο Γουίντερ ένιωθε πάντα πιο άνετα να περπατά στο φεγγαρόφωτο. Μια γάτα σκλήρισε ερωτιάρικα κάπου κοντά και αμέσως της απάντησε εξίσου δυνατά ένας αντίζηλος. Μήπως ήταν το ίδιο απερίσκεπτος με τους γάτους; Παρασυρμένος από τη μυρωδιά ενός πρόθυμου θηλυκού και τις δικές του ζωώδεις ορμές; Κούνησε το κεφάλι καθώς έμπαινε σε ένα σκεπαστό δρομάκι –περισσότερο σήραγγα, στην πραγματικότητα. Οι τοίχοι έσταζαν από την υγρασία και τα βήματά του αντηχούσαν στη χαμηλή καμάρα. Κάτι –ή κάποιος– κινήθηκε στο βάθος μέσα στο σκοτάδι. Χωρίς να κόψει το βήμα του, ο Γουίντερ τράβηξε απ’ το θηκάρι το σπαθί που είχε κρυμμένο μέσα στην κάπα του. Σαν απλός πολίτης, τυπικά δεν είχε το δικαίωμα να κουβαλάει είτε σπαθί είτε μαχαίρι, αλλά εδώ και πολύ καιρό είχε συμφιλιωθεί με τις αναγκαίες παρακάμψεις του νόμου.
60
ELIZABETH HOYT
Στο κάτω-κάτω, μερικές φορές ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου. Ο άντρας που παραφύλαγε έκανε μια ξαφνική κίνηση σαν για να του επιτεθεί. Προχωρώντας ακόμα, ο Γουίντερ έφερε το σπαθί μπροστά στο σώμα του. Με την τόλμη της επίθεσης θα κερδίσεις το πλεονέκτημα, ψιθύρισε η φωνή του μέντορά του στο μυαλό του. Ο ληστής το ξανασκέφτηκε. Ακούστηκε ένας ήχος σαν τρέξιμο και μετά ο δρόμος μπροστά του ήταν καθαρός. Θα έπρεπε να έχει νιώσει ανακούφιση που μειώθηκε ο κίνδυνος –που η πιθανότητα μιας σύγκρουσης και η πιθανή ανάγκη να βλάψει έναν συνάνθρωπό του είχε χαθεί. Αντίθετα, ο Γουίντερ πάλεψε να καταλαγιάσει ένα κύμα εκνευρισμού ανάκατου με απογοήτευση. Είχε την πρωτόγονη ανάγκη να πολεμήσει, να νιώσει το τράβηγμα και το σφίξιμο των μυών, την έξαψη του κινδύνου, την ικανοποίηση της νίκης επί του άλλου. Ο Γουίντερ έμεινε ακίνητος, ανασαίνοντας αργά μέσα στη σκοτεινή νύχτα, ακούγοντας το βρόμικο νερό να στάζει πάνω στους τοίχους της σήραγγας. Δεν είμαι ζώο. Αυτός ήταν εν μέρει ο λόγος που φορούσε τη μάσκα: για να αφήνει ελεύθερες τις βασικές του παρορμήσεις. Προσεκτικά. Με μεγάλο έλεγχο. Αλλά δε φορούσε τη μάσκα απόψε. Ο Γουίντερ θηκάρωσε το σπαθί του. Το σκεπαστό σοκάκι έβγαζε σε μια μικροσκοπική αυλή, τριγυρισμένη από ψηλά κτίρια με κρεμαστά μπαλκόνια που έμοιαζαν έτοιμα να καταρρεύσουν πάνω σε όποιον ήταν τόσο άτυχος ώστε να στέκεται από κάτω. Ο Γουίντερ διέσχισε γρήγορα την αυλή και χτύπησε δυο φορές τη χαμηλή πόρτα ενός κελαριού. Περίμενε και μετά χτύπησε άλλη μία φορά. Από μέσα άκουσε το θόρυβο ενός σύρτη που τραβήχτηκε και μετά η πόρτα άνοιξε, αποκαλύπτοντας ένα πρόσωπο ρυτιδωμένο απ’ τον καιρό όπως οι σελίδες σ’ ένα παλιό προσευχητάρι.
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
61
«Κυρά Μεντίνα» μουρμούρισε ο Γουίντερ. Αντί για άλλο καλωσόρισμα, η μικρόσωμη γυναίκα του έγνεψε ανυπόμονα να μπει μέσα. Ο Γουίντερ έσκυψε το κεφάλι για να αποφύγει το χαμηλό πρέκι της πόρτας και μπήκε στο ευχάριστο δωμάτιο. Μια φωτιά έτριζε στο τζάκι, στεγνώνοντας την καθαρή μπουγάδα που κρεμόταν από ένα ξύλινο πλαίσιο το οποίο χαμήλωνε με ένα τραχύ σκοινί και μια τροχαλία. Ακριβώς μπροστά στη φωτιά ήταν ένα χαμηλό σκαμνί κι ένα μικρό τραπέζι, γεμάτο με αναμμένα στεάτινα κεριά. Και πάνω στο τραπέζι, τα σύνεργα του επαγγέλματος της κυράς Μεντίνα: ψαλίδια, κιμωλία, καρφίτσες, βελόνες και κλωστή. «Μόλις την τελείωσα» του είπε καθώς έκλεινε την πόρτα πίσω του και την κλείδωνε. Πλησίασε κουτσαίνοντας το κρεβάτι και σήκωσε την πουκαμίσα που ήταν απλωμένη εκεί. Μαύροι και κόκκινοι ρόμβοι διαδέχονταν ο ένας τον άλλο πάνω στο ύφασμα. Οι άνθρωποι βλέπουν μόνο την επιφάνεια, συνήθιζε να λέει ο μέντοράς του. Δώσ’ τους ένα φανταχτερό κοστούμι, μια μάσκα και λίγη κάπα και θα παίρνουν όρκο πως είδαν φάντασμα και ποτέ δε θα προσέξουν τον άνθρωπο που κρύβεται κάτω απ’ αυτά. Ο Γουίντερ πλησίασε την ηλικιωμένη γυναίκα και άγγιξε με το δάχτυλο το μανίκι. «Έχεις κάνει εξαιρετική δουλειά όπως πάντα, κυρά Μεντίνα.» Εκείνη κατσούφιασε με τον έπαινό του. «Καλά θα κάνεις να την προσέχεις τότε, τ’ ακούς; Δεν ξέρω αν θα μπορέσω να ξαναφτιάξω άλλη. Τα μάτια μου μ’ αφήνουν.» Έδειξε με το πιγούνι τα κεριά που κάπνιζαν. «Ακόμα και μ’ όλα αυτά τα κεριά, τις μισές φορές δε βλέπω πού να βάλω τη βελόνα.» «Λυπάμαι που το ακούω» είπε ο Γουίντερ –και το εννοούσε. Είδε τώρα πως τα μάτια της ήταν κόκκινα γύρω-γύρω και έτρεχαν δάκρυα. «Έχεις άλλον τρόπο να τα βγάλεις πέρα;» Ανασήκωσε τους ώμους της. «Μπορεί να δω μήπως με
62
ELIZABETH HOYT
προσλάβουν ως μαγείρισσα. Έφτιαχνα ωραίες πίτες στα νιάτα μου.» «Πράγματι» είπε ο Γουίντερ ευγενικά. «Θυμάμαι πόσο απολάμβανα τη μηλόπιτά σου.» «Ναι, κι εγώ θυμάμαι που σου έφτιαξα την πρώτη σου στολή» του απάντησε μαλακά, χαιδεύοντας το καινούργιο παντελόνι που ήταν ασορτί με την πουκαμίσα. «Δεν ήσουν παρά ένα αμούστακο αγόρι. Ποτέ δε θα το φανταζόμουν πως μπορούσες έστω να κρατήσεις τα σπαθιά, αν δεν ορκιζόταν ο σερ Στάνλεϊ πως ήσουν ο πιο έξυπνος μαθητής που είχε δει ποτέ.» Ένα αμυδρό χαμόγελο νοσταλγίας χαράχτηκε στη γωνιά του στόματός της. Ο Γουίντερ αναρωτήθηκε –και όχι για πρώτη φορά– αν η μοδιστρούλα υπήρξε κάτι παραπάνω από απλή υπηρέτρια για τον σεβαστό μέντορά του, τον σερ Στάνλεϊ Γκίλπιν. Η ματιά της ξαφνικά έγινε πιο κοφτερή. «Έχεις γεμίσει κάμποσο από τότε, έτσι δεν είναι; Και σκλήρυνες.» Ο Γουίντερ ύψωσε τα φρύδια. «Αυτό ήταν πριν από εννιά χρόνια» είπε ήσυχα. «Είναι δυνατόν ένα δεκαεφτάχρονο αγόρι να είναι ίδιο με έναν άντρα είκοσι έξι ετών;» Η κυρά Μεντίνα ρουθούνισε ειρωνικά και άρχισε να τυλίγει το καινούργιο κοστούμι. «Αυτό δεν το ξέρω, αλλά αναρωτιέμαι καμιά φορά αν ο σερ Γκίλπιν ήξερε ακριβώς τι έκανε όταν σου έδωσε εκείνα τα σπαθιά και τη μάσκα.» «Αποδοκιμάζεις τις ενέργειές μου;» Ανέμισε ανυπόμονα το χέρι της. «Μην προσπαθείς να με παγιδέψεις με τα επιχειρήματά σου. Το μόνο που ξέρω είναι πως δεν είν’ φυσιολογικό για έναν άντρα να περνάει όλο το χρόνο του τριγυρνώντας στους δρόμους του Σεντ Τζάιλς, κάνοντας δικά του τα προβλήματα των άλλων.» «Θα προτιμούσες να αδιαφορώ γι’ αυτούς που έχουν προβλήματα;» τη ρώτησε με ειλικρινές ενδιαφέρον. Εκείνη στράφηκε απότομα και τον κάρφωσε με το βλέμ-
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
63
μα της. Μπορεί τα μάτια της να είχαν χαλάσει από τα ατελείωτα χρόνια ραψίματος σε υπερβολικά χαμηλό φως, αλλά η αντίληψή της παρέμενε κοφτερή. «Είδα το κόψιμο απ’ το μαχαίρι στο παλιό παντελόνι που μου ’φερες –και το ξεραμένο αίμα στις άκρες του. Θα πρέπει να κρύβεις μια φοβερή πληγή κάτω απ’ το παντελόνι σου.» Ο Γουίντερ κούνησε το κεφάλι κεφάτα. «Είμαι νέος και δυνατός, γίνομαι καλά γρήγορα.» «Αυτήν τη φορά.» Έσπρωξε το τυλιγμένο κοστούμι στο στήθος του. «Τι θα κάνεις όταν η πληγή θα είναι πιο βαθιά; Πιο μεγάλη; Δεν είσαι αθάνατος ό,τι κι αν σου ’χει πει ο σερ Στάνλεϊ, Γουίντερ Μέικπις.» «Σ’ ευχαριστώ, κυρά Μεντίνα.» Πήρε τα ρούχα και έβγαλε ένα μικρό πουγκί από την τσέπη του –τα περισσότερα χρήματα τα είχε μαζέψει από την εποχή που το ίδρυμα είχε την τύχη να αποκτήσει προστάτιδες. «Έλα από το ίδρυμα αύριο το πρωί. Χρειαζόμαστε μαγείρισσα, νομίζω, τώρα που έχουμε καινούργιο χώρο. Στο μεταξύ, θα λάβω υπόψη μου τις νουθεσίες σου.» «Χμφ.» Πήρε το πουγκί και του ξεκλείδωσε την πόρτα μουτρωμένη. Αλλά καθώς περνούσε από μπροστά της, την άκουσε να λέει τραχιά: «Να προσέχεις, κύριε Μέικπις. Το Σεντ Τζάιλς σε χρειάζεται.» «Καληνύχτα.» Τύλιξε πιο σφιχτά την κάπα γύρω του καθώς έβγαινε στην παγερή νύχτα. Αν φορούσε τη στολή του αρλεκίνου, θα μπορούσε να αρχίσει να ψάχνει αυτήν τη στιγμή για προβλήματα άλλων και να ξεχαστεί μέσα στη νύχτα και στον κίνδυνο. Ο Γουίντερ ανασήκωσε τους ώμους εκνευρισμένα σ’ αυτήν τη σκέψη. Οι ώμοι του τον έτρωγαν να υψώσει το σπαθί ή να ρίξει μια γροθιά. Είχε μείνει στο κρεβάτι σχεδόν μια βδομάδα, αφήνοντας το πόδι του να θεραπευτεί και τώρα ήταν σχεδόν έτοιμος να επιτεθεί στους βρόμικους τοίχους της μικρής αυλής.
64
ELIZABETH HOYT
Αύριο βράδυ, υποσχέθηκε στον εαυτό του. Το αύριο δεν αργούσε για να βρει κάποιον να βοηθήσει. Για να βρει κάποιον να πολεμήσει. Η σκέψη τον έκανε να σταματήσει απότομα. Πάντα πίστευε πως ήταν φιλήσυχος άνθρωπος –παρά τις νυχτερινές του περιπλανήσεις. Έβγαινε έξω σαν Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς για να διορθώνει τις αδικίες. Για να βοηθάει εκείνους που δεν ήταν σε θέση να βοηθήσουν τον εαυτό τους. Αυτό δεν έκανε; Κούνησε το κεφάλι. Φυσικά αυτό έκανε. Το Σεντ Τζάιλς ήταν μια χαίνουσα πληγή της ανθρωπότητας. Εκείνοι που ήταν πολύ φτωχοί για να ζήσουν κάπου αλλού, έρχονταν εδώ. Οι πόρνες, οι κλέφτες, οι σκλάβοι του τζιν. Όλα τα κατακάθια του Λονδίνου. Και μαζί τους έρχονταν τα προβλήματά τους: βιασμοί και κλοπές, πείνα και στέρηση, εγκατάλειψη και απελπισία. Είχε μάθει προ πολλού ότι οι ώρες της μέρας δεν έφταναν για να βοηθάει τους άμοιρους του Σεντ Τζάιλς, έτσι είχε καταφύγει στη νύχτα. Κάποιες αδικίες χρειάζονταν κάτι παραπάνω από καλές προθέσεις και προσευχές για να διορθωθούν. Κάποια στραβά μπορούσαν να αλλάξουν μόνο με την κόψη του σπαθιού. Ο Γουίντερ έστριψε σε μια γωνία και βγήκε σε έναν ελαφρά φαρδύτερο δρόμο, ξαφνιάζοντας ένα αποστεωμένο, μικρό κοπρόσκυλο που έμοιαζε κάπως με τεριέ. Το σκυλί γάβγισε μια φορά και μετά ζάρωσε πίσω στο σωρό από κουρέλια που ήταν η φωλιά του. Ο Γουίντερ προσπέρασε το ζώο, αλλά κάτι τον έκανε να σταματήσει. Ίσως αισθάνθηκε μια κάποια κίνηση ή μια μυρωδιά ή κάτι άλλο εκτός από το σκυλί. Ή ίσως ήταν η Θεία Πρόνοια. Όπως και να ’χε, γύρισε κι έριξε άλλη μια ματιά. Ένα χλωμό πραγματάκι κείτονταν ανάμεσα στη σκούρα γούνα του σκύλου, σαν εξωτικός αστερίας που βρέθηκε έξω από
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
65
τη θάλασσα: το χέρι ενός παιδιού. Ένα τρομαγμένο προσωπάκι ζάρωσε προς τα πίσω, μάτια διάπλατα ανοιχτά, στόμα τεντωμένο σε μια γκριμάτσα τρόμου. Ο Γουίντερ κάθισε στις φτέρνες για να δείχνει λιγότερο τρομακτικός. «Δε θα σε πειράξω, παιδί μου. Είσαι μόνο;» Όμως το μικρό πλασματάκι έμοιαζε υπερβολικά έντρομο για να μπορεί να μιλήσει. «Έλα. Ξέρω ένα ζεστό, ασφαλές μέρος.» Σήκωσε προσεκτικά το παιδί, όπως ήταν τυλιγμένο με τα κουρέλια, μη δίνοντας σημασία στις αδύναμες προσπάθειές του να τον σπρώξει. Ένας Θεός ήξερε τι το είχε κάνει τόσο φοβισμένο, αλλά δε γινόταν να το αφήσει εδώ να πεθάνει απ’ το κρύο. Το σκυλί σηκώθηκε απ’ τα κουρέλια, πηδώντας στο δρόμο με ένα σκούξιμο. Το παιδί ψιθύρισε κάτι και άπλωσε το χέρι ικετευτικά στο μικρό κοπρίτη. Ο Γουίντερ έγνεψε με το πιγούνι στο σκυλί. «Καλά θα κάνεις να ’ρθεις μαζί, λοιπόν.» Και χωρίς να ρίξει δεύτερη ματιά στο σκυλί, γύρισε και συνέχισε το δρόμο για το ίδρυμα. Το τετράποδο μπορεί να τους ακολουθούσε, μπορεί και όχι. Όμως σε κάθε περίπτωση δεν ήταν αυτό το πρώτο του μέλημα. Πρώτο του μέλημα ήταν το παιδί. Ένιωθε το μικροσκοπικό κορμάκι να τρέμει πάνω στο στήθος του, ή από φόβο ή απ’ το κρύο, δεν ήξερε ακριβώς. Μισή ώρα μετά, το καινούργιο Ίδρυμα για Ατυχή Βρέφη και Έκθετα Παιδιά εμφανίστηκε στο βάθος. Το κτίριο ήταν φτιαγμένο από απλά τούβλα, αλλά και πάλι ξεχώριζε από το υπόλοιπο περιβάλλον, ένας λαμπερός φάρος ελπίδας. Ο Γουίντερ σκάλωσε στη σκέψη. Τι θα έκανε αν η λαίδη Μπέκινχολ είχε δίκιο και τον απομάκρυναν από το Ίδρυμα; Δεν είχε ιδέα… Το μόνο που είχε θελήσει ποτέ να κάνει στη ζωή του ήταν το Ίδρυμα και η βοήθεια που προσέφερε σε παιδιά μέσα σ’ αυτό. Χωρίς αυτό –χωρίς αυτά– θα ήταν ένα τίποτα.
66
ELIZABETH HOYT
Κούνησε το κεφάλι αποδιώχνοντας τη σκέψη και συνέχισε να προχωράει. Το παιδί έπρεπε να βρεθεί γρήγορα μέσα. Υπήρχε μια μάλλον μεγαλόπρεπη είσοδος με μια σειρά φαρδιά σκαλοπάτια, αλλά ο Γουίντερ προτίμησε την πιο εύκολη σε πρόσβαση είσοδο του υπηρετικού προσωπικού στην πίσω πλευρά. «Χριστός και Παναγιά!» αναφώνησε η Άλις, μία από τις υπηρέτριες, βλέποντάς τον να μπαίνει. Η είσοδος του προσωπικού έβγαζε στην κουζίνα και η Άλις είχε καθίσει στο τραπέζι για να απολαύσει ένα βραδινό τσάι πριν πάει για ύπνο. «Δεν ήξερα πως ήσασταν έξω τόσο αργά, κύριε Μέικπις.» «Βάλε ένα καυτό τσάι με πολύ γάλα και ζάχαρη, Άλις» την πρόσταξε καθώς πήγαινε το παιδί κοντά στο τζάκι. «Ξουτ, εσύ!» Ο Γουίντερ στράφηκε στα θυμωμένα λόγια της Άλις και την είδε να προσπαθεί να διώξει τον κοπρίτη έξω απ’ την πόρτα. Το παιδί κλαψούρισε δυστυχισμένα. «Όλα καλά, Άλις» είπε. «Άσε το σκυλί να περάσει μέσα.» «Είναι βρομιάρικο και ψωριάρικο» μουρμούρισε εκείνη με ύφος σκανδαλισμένο. «Ναι, το ξέρω» της απάντησε ξερά. Ο μούργος είχε συρθεί μπροστά στο τζάκι, φανερά διχασμένος ανάμεσα στο να μείνει με το παιδί ή να το βάλει στα πόδια μπροστά στους άγνωστους. Μια μυρωδιά σάπιου ψαριού αναδυόταν από την τζιβιασμένη γούνα του. «Ορίστε.» Η Άλις έδωσε το τσάι με το γάλα στον Γουίντερ κι ύστερα έμεινε να παρακολουθεί καθώς εκείνος κράτησε σταθερό το φλιτζάνι ανάμεσα στα τρεμάμενα χεράκια του παιδιού για να μπορέσει να πιει. «Κακόμοιρο μικρούλι.» «Έτσι ακριβώς» μουρμούρισε ο Γουίντερ. Απομάκρυνε μαλακά τα ίσια μαλλιά του παιδιού από το βρόμικο προσω-
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
67
πάκι του. Το παιδί έμοιαζε να είναι τεσσάρων-πέντε ετών, ή ίσως και μεγαλύτερο, αφού πολλά παιδιά στο Σεντ Τζάιλς ήταν υπερβολικά μικρόσωμα για την ηλικία τους. Το σκυλί αναστέναξε και κουλουριάστηκε στη μια γωνιά του τζακιού. Τα βλέφαρα του παιδιού βάραιναν απ’ την εξάντληση. Ο Γουίντερ προσπάθησε να μην το ανησυχήσει καθώς παραμέριζε απαλά τα κουρέλια που το τύλιγαν. Ένα μικρό στήθος αποκαλύφθηκε, σχεδόν μελανό από το κρύο, με τα πλευρά να διαγράφονται ένα προς ένα. «Φέρε να ζεστάνεις μια κουβέρτα στη φωτιά, Άλις» μουρμούρισε ο Γουίντερ. «Χρειάζεται μπάνιο» ψιθύρισε η υπηρέτρια όταν επέστρεψε με την κουβέρτα. «Ναι» είπε ο Γουίντερ «αλλά έχει περάσει αρκετά γι’ απόψε, νομίζω. Μπορούμε να το πλύνουμε καλά αύριο το πρωί.» Με την προϋπόθεση πως το παιδί θα έβγαζε τη νύχτα, δηλαδή. Ο Γουίντερ τράβηξε και το τελευταίο κουρέλι και μετά σταμάτησε με τα φρύδια υψωμένα. «Νομίζω πως είναι καλύτερα να συνεχίσεις εσύ, Άλις.» «Κύριε;» Τύλιξε το κοιμισμένο παιδί μέσα στη ζεστή κουβέρτα και στράφηκε στην υπηρέτρια. «Είναι κορίτσι.» *** Η λαίδη Μάργκαρετ Ρίντινγκ –περισσότερο γνωστή ως Μεγκς στους δικούς της ανθρώπους– μπήκε στη αίθουσα χορού της λαίδης Λάνγκτον εκείνο το βράδυ και εσκεμμένα δεν κοίταξε εξεταστικά γύρω της. Κατ’ αρχήν, ήξερε τους περισσότερους απ’ αυτούς που θα παρευρίσκονταν απόψε στο χορό: η αφρόκρεμα της υψηλής κοινωνίας του Λονδί-
68
ELIZABETH HOYT
νου, συμπεριλαμβανομένου του αδερφού της Τόμας και της συζύγου του. Εξέχοντα μέλη της βουλής που θα συγχρωτίζονταν με αριστοκράτισσες οικοδέσποινες και, αναμφίβολα, δυο-τρεις αμφιλεγόμενες κυρίες και κύριοι. Ήταν άτομα με τα οποία συναναστρεφόταν από τότε που είχε κάνει το ντεμπούτο της, σχεδόν πέντε χρόνια πριν –ο συνήθης κατάλογος προσκεκλημένων σε κάθε περίσταση όπως αυτή. Αλλά αυτός δεν ήταν ο μόνος λόγος που δεν μπήκε στον κόπο να κοιτάξει. Όχι, ήταν πολύ πιο διακριτικό να μην κοιτάζει εκείνον σαν ξελιγωμένη. Δεν ήταν ακόμα έτοιμη να επιτρέψει σε όλον τον κόσμο –μαζί και στον αδερφό της– να μάθει για τη σχέση τους. Αυτήν τη στιγμή ήταν ένα υπέροχο μυστικό που κρατούσε σφιχτά στον κόρφο της. Όταν θα ανακοίνωναν τη σχέση τους, αμέσως θα γινόταν δημόσια ιδιοκτησία. Τον ήθελε όλο δικό της για λίγο ακόμα. Και ο τρίτος λόγος που δεν κοίταξε εξεταστικά το πλήθος; Λοιπόν, αυτός ήταν ο πιο απλός απ’ όλους: Η πρώτη στιγμή που τον έβλεπε ήταν τόσο υπέροχη. Κάθε φορά ένιωθε έξαψη. Ένα ρίγος στην κοιλιά, μια απότομη ζάλη, μια αδυναμία στα γόνατα. Η Μεγκς χαχάνισε. Έκανε τον κύριο Ρότζερ Φρέιζερ-Μπάρνσμπι να ακούγεται σαν κρυολόγημα. «Βλέπω πως είσαι σε εξαιρετική διάθεση απόψε, Μάργκαρετ» μουρμούρισε μια βαθιά αρρενωπή φωνή πίσω της. Γύρισε και είδε τον μεγαλύτερο αδερφό της, τον Τόμας, να της χαμογελάει. Τι παράξενο. Μέχρι πρόσφατα –μέχρι τον γάμο του με τη μάλλον διαβόητη Λαβίνια Τέιτ τον περασμένο Δεκέμβρη, ουσιαστικά– ο Τόμας δεν είχε μπει ποτέ στον κόπο να της χαμογελάσει. Ως ηγετικό μέλος της βουλής και Μαρκήσιος του Μάντβιλ, ο Τόμας είχε πάντοτε απόλυτη συναίσθηση της δημόσιας εικόνας του. Από την έλευση όμως της Λαβίνια στην οικογένεια Ρίντινγκ και μετά, ο Τόμας είχε αλλάξει. Είχε γίνει ευτυχισμένος, συνειδητοποίησε η Μεγκ. Αν ο έρωτας μπορούσε να ζωντανέψει έναν άντρα τόσο σφιγμένο
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
69
όσο ο μεγαλύτερος αδερφός της, σκέψου τι θα μπορούσε να κάνει σε ένα κανονικό άτομο! «Ω! Είναι και η Λαβίνια ήδη εδώ;» ρώτησε η Μεγκς χαμογελώντας πλατιά. Ο Τόμας γούρλωσε τα μάτια λες και είχε ξαφνιαστεί από τον ενθουσιασμό της και απάντησε επιφυλακτικά: «Ναι, συνόδευσα τη λαίδη Μάντβιλ εδώ απόψε.» Χμμ. Προφανώς ο έρωτας μπορούσε να βοηθήσει μέχρι ενός σημείου σε μια τόσο βαριά περίπτωση. «Ωραία. Ήλπιζα να κουβεντιάσω λίγο μαζί της.» Η Μεγκς πήρε μια πιο σοβαρή έκφραση. «Θα πρέπει να την ψάξεις τότε. Η Λαβίνια έχει παθιαστεί με εκείνη την υπόθεση του πειρατή που δραπέτευσε και αμέσως μόλις περάσαμε την πόρτα, έτρεξε να βρει τις κολλητές της για να κουτσομπολέψουν. Μου είπε όλες τις λεπτομέρειες για το καμένο πτώμα στη διαδρομή μέχρι εδώ. Ιδιαίτερα φρικτό στην πραγματικότητα και καθόλου κατάλληλο θέμα ενδιαφέροντος για μία κυρία.» Ο Τόμας σκυθρώπιασε συλλογισμένος. Όχι για πρώτη φορά, η Μεγκς ένιωσε ένα τσίμπημα συμπόνοιας για τη νεοαποκτηθείσα νύφη της. Μπορεί να μην ήταν σωστό, μέσα σε αυστηρά πλαίσια, να ενδιαφέρεται μια κυρία για έναν καρβουνιασμένο πειρατή, αλλά ήταν δύσκολο και να μην ενδιαφερθείς. «Οι περισσότεροι στο Λονδίνο αυτό συζητούν, νομίζω. Για τον πειρατή και για το Φάντασμα του…» Η φωνή της Μεγκς έσβησε καθώς ξαφνικά έχασε το ενδιαφέρον της για τη συζήτηση. Είχε δει επιτέλους τον Ρότζερ και τα γόνατά της κόπηκαν όπως ήταν το αναμενόμενο. Εκείνος στεκόταν μαζί με μερικούς άλλους τζέντλεμεν και είχε ρίξει το κεφάλι πίσω γελώντας, με το δυνατό, ηλιοκαμένο του λαρύγγι να ανεβοκατεβαίνει. Ο Ρότζερ δεν ήταν ακριβώς ωραίος με την παραδοσιακή έννοια. Το πρόσωπό του ήταν υπερβολικά πλατύ, η μύτη του υπερβολικά πλακουτσωτή. Αλλά τα μάτια του είχαν ένα
70
ELIZABETH HOYT
ζεστό καστανό χρώμα και το χαμόγελό του ήταν απίστευτα μεταδοτικό. Και όταν γύριζε και της χαμογελούσε… όλος ο υπόλοιπος κόσμος έμοιαζε να εξαφανίζεται. «…ένα σουαρέ ή χορό ή κάτι τέτοιο. Περιμένω να παρευρεθείς» μουρμούρισε ο Τόμας δίπλα της. Η Μεγκς αναπήδησε ξαφνιασμένη. Δεν είχε ιδέα για τι ‘κάτι τέτοιο’ της μιλούσε, αλλά θα μπορούσε να μάθει αργότερα. «Φυσικά. Θα χαρώ ιδιαίτερα.» «Ωραία. Ωραία» είπε αόριστα ο Τόμας. «Και μέχρι τότε θα είναι και η Μητέρα στην πόλη. Κρίμα που ο Γκρίφιν και η Ηρώ λείπουν στην εξοχή. Περίεργη εποχή διάλεξαν, στη μέση της σεζόν.» «Μμμ.» Ο Ρότζερ μιλούσε σε τρεις άλλους κυρίους που η Μεγκ ήξερε πως ήταν στενοί του φίλοι: τον λόρδο Ντ’Αρκέ, τον κύριο Τσαρλς Σέιμουρ και τον Κόμη του Κέρσο. Δυστυχώς, η ίδια δεν τους ήξερε καθόλου καλά και η παρουσία τους την έκανε ντροπαλή. Στην πραγματικότητα, ο λόρδος Ντ’Αρκέ ήταν περιβόητος άσωτος. Αν μπορούσε να τραβήξει για μια μόνο στιγμή το μάτι του Ρότζερ, ίσως μπορούσε να του κάνει νόημα για μια συνάντηση στον κήπο. Δαμασκηνί μετάξι υπερβολικά κεντημένο με χρυσή και ασημένια κλωστή κάλυψε το οπτικό της πεδίο. «Ω, λαίδη Μάργκαρετ, είμαι τόσο ανακουφισμένη που σας βλέπω εδώ!» Η λαίδη Πενέλοπι μιλούσε στη Μεγκς, αλλά έπαιζε τις βλεφαρίδες στον Τόμας. Δίπλα της, η μις Γκρέιβς χαμογέλασε ντροπαλά στη Μεγκς. «Πρέπει να σας μιλήσω σχετικά με τον κύριο Μέικπις.» «Μέικπις;» συνοφρυώθηκε ο Τόμας. «Ποιος είναι αυτός ο τύπος, Μεγκς;» Η Μεγκς άνοιξε το στόμα, αλλά η λαίδη Πενέλοπι μιλούσε ήδη. «Είναι ο διευθυντής του Ιδρύματος για Ατυχή Βρέφη και Έκθετα Παιδιά, λόρδε μου. Ή ίσως θα έπρεπε να πω ο τωρινός διευθυντής, αφού πρέπει να μιλήσω ειλικρινά και να πω ότι έχω σοβαρές αμφιβολίες για την καταλληλότητα
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
71
του κυρίου Μέικπις. Νομίζω πως αν μπορούσαμε να βρούμε έναν πιο ευγενικό διευθυντή, το ίδρυμα θα βελτιωνόταν απείρως περισσότερο.» Ο Τόμας φάνηκε να σαστίζει και ταυτόχρονα να βαριέται με αυτήν την εξήγηση, αλλά η Μεγκς δεν μπορούσε να το αφήσει να περάσει έτσι. Μπορεί ο κύριος Μέικπις να ήταν εξίσου πληκτικός με τον Τόμας, αλλά είχε αφιερώσει ολόκληρη τη ζωή του στο ίδρυμα. Ήταν ντροπή να αφήσουν μια θρασύδειλη σαν τη λαίδη Πενέλοπι να του το πάρει. Η Μεγκς χαμογέλασε γλυκά. «Έχουμε διορίσει τη λαίδη Μπέκινχολ ως δασκάλα του κυρίου Μέικπις σε θέματα κοινωνικής συμπεριφοράς. Δε θα έπρεπε να της δώσουμε μια ευκαιρία να εκπαιδεύσει τον κύριο Μέικπις;» Η λαίδη Πενέλοπι ρουθούνισε περιφρονητικά. «Η λαίδη Μπέκινχολ έχει τον αμέριστο θαυμασμό μου, φυσικά, αλλά δεν τρέφω ιδιαίτερες ελπίδες ότι έστω αυτή θα μπορέσει να επιφέρει μια τόσο δραστική αλλαγή πάνω στον κύριο Μέικπις. Μάλλον πιστεύω πως πρέπει να βρεθεί ένας εντελώς καινούργιος διευθυντής. Γι’ αυτόν το σκοπό, άρχισα σήμερα να παίρνω συνεντεύξεις από άντρες που νομίζω πως είναι κατάλληλοι για τη θέση.» Η Μεγκς σφίχτηκε μ’ αυτήν την πληροφορία. «Μα έχουμε ήδη διευθυντή…» «Όχι, όπως ήδη συμφωνήσαμε, τον κατάλληλο.» Η λαίδη Πενέλοπι χαμογέλασε χαριτωμένα, αν και φάνηκαν κάμποσο τα δόντια της. «Οι τζέντλεμεν που έχω συμφωνήσει να συναντήσω για συνέντευξη έχουν όλοι εξαιρετικά καλούς τρόπους και συστάσεις από μερικούς πολύ στενούς μου φίλους.» «Έχουν όμως εμπειρία στο να διευθύνουν ένα ορφανοτροφείο;» Ο Τόμας ύψωσε το φρύδι διασκεδάζοντας. «Σιγά!» Η λαίδη Πενέλοπι ανέμισε με άνεση το χέρι. «Ο άντρας που θα προσλάβω μπορεί να μάθει, είμαι σίγουρη. Κι αν χρειαστεί, μπορώ πάντα να προσλάβω δύο κυρίους.»
72
ELIZABETH HOYT
Η μις Γκρέιβς έστρεψε τα μάτια προς το ταβάνι για ένα δευτερόλεπτο και η Μεγκς ευχήθηκε να μπορούσε να κάνει το ίδιο χωρίς να τη δει η λαίδη Πενέλοπι. Τουλάχιστον η λαίδη έδειχνε να έχει επίγνωση του τεράστιου όγκου δουλειάς που έκανε εντελώς μόνος ο κύριος Μέικπις. «Δε νομίζω πως μπορούμε να κάνουμε δραστικές αλλαγές όσο η μικρή και μεγάλη λαίδη Κέιρ και η λαίδη Ηρώ απουσιάζουν εκτός πόλης» είπε κοφτά η Μεγκς. «Στο κάτω-κάτω, αυτές είναι οι αρχικές ιδρύτριες του Συλλόγου Κυριών.» Το κάτω χείλι της λαίδης Πενέλοπι σούφρωσε χαριτωμένα και η Μεγκς ένιωσε ένα ευπρόσδεκτο κύμα ανακούφισης. Η λαίδη Πενέλοπι θα πρέπει να ήξερε πως δεν μπορούσε να δράσει εν τη απουσία της λαίδης Ηρούς και της μικρής και μεγάλης λαίδης Κέιρ χωρίς να στρέψει την κατάσταση εναντίον της. Η Μεγκς σημείωσε νοερά να γράψει και στις τρεις κυρίες έτσι ώστε να γνωρίζουν τον κίνδυνο που διέτρεχε ο κύριος Μέικπις. Εκείνη τη στιγμή την κοίταξε ο Ρότζερ και όλες οι σκέψεις έσβησαν απ’ το μυαλό της. Της έκλεισε το μάτι και έγειρε το κεφάλι αδιόρατα προς την κατεύθυνση της ταράτσας του κήπου. «Ω, βλέπω μια αγαπητή φίλη» μουρμούρισε η Μεγκς. «Αν μου επιτρέπετε;» Η Μεγκς άκουσε αμυδρά την ευγενική απάντηση του Τόμας και της λαίδης Πενέλοπι. Ο Ρότζερ κινιόταν ήδη πλάγια προς τις γαλλικές μπαλκονόπορτες. Η Μεγκς έπρεπε να είναι προσεκτική, αλλά σύντομα –μα τόσο σύντομα!– θα βρισκόταν στην αγκαλιά του αγαπημένου της.
Κεφάλαιο Τέσσερα Πολλοί σοφοί έχουν δοκιμάσει να εξηγήσουν τον έρωτα –και έχουν αποτύχει. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι ο Αρλεκίνος και η όμορφη λαίδη ερωτεύτηκαν εκείνη την ημέρα. Με μια αληθινή και αιώνια αγάπη που δε νοιάζεται για την κοινωνική θέση του άντρα στον κόσμο: κάτι υπέροχο και συγχρόνως φοβερό… -από το Ο Θρύλος του Αρλεκίνου-Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς
«Λένε ότι ο ίδιος ο βασιλιάς τον έχει επικηρύξει επ’ αμοιβή» είπε με φλύαρη διάθεση η Πίνκνι το επόμενο πρωί. Η Ίζαμπελ σήκωσε τα μάτια στον καθρέφτη της και παρακολούθησε την καμαριέρα να τοποθετεί με ακρίβεια μια καρφίτσα στα μαλλιά της. Το στόμα της ήταν στεγνό όταν ρώτησε: «Το Φάντασμα;» «Μάλιστα, λαίδη μου.» Τον επικήρυξαν επ’ αμοιβή. Με τον Ωραίο Μίκι νεκρό, οι αρχές είχαν ολοφάνερα εστιάσει την οργή τους στο Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς. Ίσως θα ’πρεπε να κρυφτεί, να αποφύγει τους δρόμους τώρα που είχαν γίνει ξαφνικά πολύ πιο επικίνδυνοι. Η Ίζαμπελ δάγκωσε τα χείλη της. Με εξαί-
74
ELIZABETH HOYT
ρεση το μικρό διάστημα που του είχε μιλήσει, το Φάντασμα δεν έδειχνε ο τύπος που αποφεύγει τον κίνδυνο. Ω, γιατί ανησυχούσε γι’ αυτόν τέλος πάντων; Ήταν μόνο μια σύμπτωση το ότι είχε βρεθεί στο δρόμο της και ίσως η δική της διογκωμένη αίσθηση δικαίου και αδίκου που την είχε κάνει να τον μαζέψει και να τον σώσει από τον όχλο. Το πιθανότερο ήταν πως δε θα τον ξανάβλεπε ποτέ στη ζωή της. Η Ίζαμπελ έκανε μια γκριμάτσα στον καθρέφτη. «Ειλικρινά ελπίζω να μην τον πιάσουν» είπε η Πίνκνι, χωρίς καν να προσέξει την έκφραση της κυρίας της. Ένα ελαφρύ συνοφρύωμα χαράχτηκε στο μέτωπό της καθώς τύλιγε μια μπούκλα στη θέση της. «Είναι τόσο όμορφος και εκθαμβωτικός. Και με το θάνατο του Ωραίου Μίκι… σύντομα δε θα έχουμε κανέναν όμορφο παράνομο πια στο Λονδίνο.» Η έκφραση της Πίνκνι είχε πάρει κάτι το τραγικό. «Αυτό σίγουρα θα ήταν κρίμα» είπε η Ίζαμπελ ξερά. «Ω, ξέχασα!» αναφώνησε η Πίνκνι. Έβαλε το χέρι σε μια σχισμή στο φόρεμά της και ψαχούλεψε την τσέπη από κάτω, τραβώντας έξω ένα γράμμα. «Αυτό ήρθε για εσάς το πρωί.» «Ευχαριστώ» είπε η Ίζαμπελ, παίρνοντας το γράμμα. «Το έφερε ένας μικρός, όχι ο ταχυδρόμος» είπε η Πίνκνι. «Ίσως είναι ερωτικό ραβασάκι.» Η Ίζαμπελ ύψωσε τα φρύδια κεφάτα καθώς έσπαγε τη σφραγίδα. Ξεδιπλώνοντας το γράμμα, διάβασε: Η λαίδη Πενέλοπι παίρνει συνεντεύξεις από τζέντλεμεν για να αντικαταστήσει τον κύριο Μέικπις. Η Ίζαμπελ σκυθρώπιασε, γυρνώντας το γράμμα από την άλλη. Δεν είχε υπογραφή και εκτός από το όνομά της, δεν υπήρχε γραμμένο τίποτε άλλο. Ωστόσο, μάλλον ήξερε από πού προερχόταν το σημείωμα. «Δεν είναι ερωτικό ραβασάκι;» ρώτησε με περιέργεια η Πίνκνι. «Εμ… όχι» μουρμούρισε η Ίζαμπελ.
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
75
Ο αναθεματισμένος άντρας την είχε παρατήσει σύξυλη την τελευταία φορά που του είχε μιλήσει. Μάλλον ούτε που θα δεχόταν να τη δει αν προσπαθούσε να τον προειδοποιήσει –ή να του βάλει λίγο μυαλό. Από την άλλη, αν δεν έκανε άλλη μια απόπειρα να του αλλάξει μυαλό, σίγουρα θα έχανε το σπίτι. Η Ίζαμπελ σηκώθηκε και πέταξε το σημείωμα στη φωτιά, παρακολουθώντας τις φλόγες να καταβροχθίζουν το χαρτί. Είχε μια πρόσκληση για ιππασία σήμερα το απόγευμα και είχε σκεφτεί να πάει για ψώνια πριν απ’ αυτό και ίσως να επισκεφθεί κάποιους γνωστούς της. Ζάρωσε τη μύτη της. Κανένα από τα σχέδιά της δεν ήταν σημαντικό. Ποτέ δεν ήταν. «Ζήτα από τον Τζον να ετοιμάσει την άμαξα, σε παρακαλώ.» «Μάλιστα, κυρά» είπε η Πίνκνι, φεύγοντας βιαστικά προς την πόρτα. Η Ίζαμπελ ίσιωσε τους ώμους και άρχισε να βηματίζει μπροστά στο τζάκι όσο περίμενε. Έπρεπε να είναι αυστηρή αυτήν τη φορά και να μη δεχτεί την άρνησή του. Στην ανάγκη, θα τον στρίμωχνε στο υπνοδωμάτιό του. Και μόνο το σοκ από τη σκανδαλώδη συμπεριφορά της ίσως μπορούσε να αναστρέψει την κατάσταση… Το πόδι της χτύπησε σ’ ένα αντικείμενο στο πάτωμα, κάνοντάς το να κατρακυλήσει πιο πέρα. Έσκυψε να το μαζέψει. Ήταν ένα ζωγραφιστό ξύλινο καπάκι, όχι μεγαλύτερο από την παλάμη της. Για μια στιγμή απόμεινε να κοιτάζει σαν χαμένη το παιχνίδι πριν το ακουμπήσει προσεκτικά πάνω στην τουαλέτα της και βγει από το υπνοδωμάτιο. Κατεβαίνοντας, είδε την Πίνκνι να δένει την κορδέλα του μπονέ της. «Θα πάμε για ψώνια, λαίδη μου;» «Όχι, θα πάμε πάλι στο ορφανοτροφείο» απάντησε η Ίζαμπελ, αγνοώντας το καμπούριασμα των ώμων της καμαριέρας της. «Πες σε παρακαλώ στην Καρούδερς ότι υπάρχει ένα παιχνίδι πάνω στην τουαλέτα μου. Θα ήθελα να το μαζέψει.»
76
ELIZABETH HOYT
«Μάλιστα, λαίδη μου.» Η Πίνκνι έσπευσε να μεταφέρει την εντολή της. Σε λίγα λεπτά, η άμαξα ήταν έτοιμη και ξεκινούσαν. Η Ίζαμπελ έστρωσε τη φούστα του σμαραγδένιου φορέματός της. Ήταν υπερβολικά καλό για μια επίσκεψη στο σπίτι κι εκείνος αναμφίβολα θα το επισήμαινε. Ύψωσε με αψηφισιά το πιγούνι της. Ε λοιπόν, δεν έδινε δεκάρα για το τι μπορεί να σκεφτόταν ο κύριος Μέικπις για το ντύσιμό της. Ο άνθρωπος είχε τη φρικτή αντίληψη κάποιου με τα τριπλά του χρόνια. Αυτό ήταν κάτι ακόμα που θα διόρθωνε μαζί με τους τρόπους του. Δε συνάντησαν καμία καθυστέρηση και η άμαξα σταμάτησε λίγο μετά από ένα μισάωρο έξω από την είσοδο του νέου σπιτιού. Ο Χάρολντ άνοιξε την πόρτα της άμαξας και κατέβασε το σκαλί. «Ευχαριστώ» μουρμούρισε η Ίζαμπελ καθώς έβγαινε από την άμαξα. Η Πίνκνι, που την είχε πάρει ο ύπνος στη διαδρομή, έπνιξε ένα χασμουρητό και την ακολούθησε. «Πες στον Τζον να περιμένει πίσω από τη γωνία, παρακαλώ. Θα στείλω ένα αγόρι να ειδοποιήσει όταν είμαι έτοιμη να φύγω.» Η Ίζαμπελ σήκωσε τις φούστες της και ανέβηκε τα μπροστινά σκαλοπάτια του σπιτιού με την Πίνκνι στο πλευρό της. «Να χτυπήσω;» ρώτησε η καμαριέρα. «Ναι, παρακαλώ.» Η Πίνκνι σήκωσε το βαρύ σιδερένιο ρόπτρο και το άφησε να πέσει. Η καμαριέρα πασπάτεψε την περίτεχνα κεντημένη τιρκουάζ φούστα της καθώς περίμεναν και η Ίζαμπελ αναρωτήθηκε –κι όχι για πρώτη φορά– αν η καμαριέρα ξεπερνούσε σε λούσο την κυρία της. Η πόρτα άνοιξε αποκαλύπτοντας ένα φακιδιάρικο προσωπάκι. Η Ίζαμπελ δεν μπορούσε να θυμηθεί το όνομα του αγοριού, αλλά ευτυχώς αυτό δεν είχε σημασία στο ίδρυμα –όλα
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
77
τα αγόρια ήταν βαφτισμένα ‘Τζόζεφ’ και όλα τα κορίτσια ‘Μέρι’. «Καλησπέρα, Τζόζεφ» είπε με ακλόνητη ζωηράδα. «Είναι μέσα ο κύριος Μέικπις;» «Είναι με το κορίτσι» είπε το αγόρι αόριστα, με ύφος πολύ σοβαρό. Γύρισε πριν προλάβει η Ίζαμπελ να του κάνει άλλη ερώτηση και την οδήγησε στο πίσω μέρος του σπιτιού. Το προηγούμενο Ίδρυμα για Ατυχή Βρέφη και Έκθετα Παιδιά ήταν ένα ψηλό, στενόμακρο κτίριο, που κόντευε να καταρρεύσει από την παλαιότητα και τα φτηνά υλικά με τα οποία ήταν χτισμένο. Είχε καεί πάνω από ένα χρόνο πριν και σ’ εκείνο το σημείο ο Φιλανθρωπικός Σύλλογος Κυριών για το Ίδρυμα για Ατυχή Βρέφη και Έκθετα Παιδιά είχε σχηματιστεί για να χρηματοδοτήσει τη δημιουργία αυτού του νέου κτιρίου. Το χολ που διέσχιζε τώρα η Ίζαμπελ ήταν φαρδύ και καλοφωτισμένο, ο σοβάς στους τοίχους βαμμένος με ένα χαλαρωτικό κρεμ. Δεξιά ήταν ένα καθιστικό για τους επισκέπτες του σπιτιού και όπου στην πραγματικότητα την είχε δεχτεί ο κύριος Μέικπις μόλις χθες. Αλλά το αγόρι τις οδήγησε πέρα από το καθιστικό. Ευθεία μπροστά, το χολ έβγαζε στην τραπεζαρία και από εκεί στις πελώριες κουζίνες, και στα αριστερά υπήρχε μια φαρδιά μαρμάρινη σκάλα που κατέληγε στα πάνω πατώματα. Τα βασικά ήταν όλα εδώ, αλλά η Ίζαμπελ δεν μπόρεσε να μη σκεφτεί ότι χρειαζόταν λίγη παραπάνω διακόσμηση για να απαλλαγεί το σπίτι από την τωρινή αυστηρή του εμφάνιση. Το αγόρι άρχισε να ανεβαίνει τις σκάλες χωρίς να πει λέξη και η Ίζαμπελ ακολούθησε με την Πίνκνι να ασθμαίνει πίσω της. Μπορούσαν να ακούσουν τις κουβέντες παιδιών και το πιο αργό μουρμουρητό ενηλίκων καθώς προσπερνούσαν τις αίθουσες διδασκαλίας στον πρώτο όροφο. Στο δεύτερο όροφο ήταν οι κοιτώνες, άδειοι τώρα τη μέρα. Μετά τους κοιτώνες, στο τέλος του διαδρόμου, ο Τζόζεφ άνοιξε μια πόρτα χωρίς διακριτικό.
78
ELIZABETH HOYT
Μέσα ήταν ένα μικρό αλλά χαρούμενο δωμάτιο με ένα τζάκι με γαλάζια και λευκά πλακάκια και δυο ψηλά παράθυρα για να δίνουν φως. Τέσσερα παιδικά κρεβατάκια ήταν παραταγμένα κατά μήκος του τοίχου και μόνο ένα ήταν κατειλημμένο. Ένα μικρόσωμο παιδί ήταν ξαπλωμένο κάτω από τα χιονάτα σεντόνια και το πάπλωμα, με τα μαύρα μαλλάκια της απλωμένα στο μαξιλάρι. Κουλουριασμένο δίπλα της ήταν ένα αστείο μικρό σκυλί με τρίχωμα κατσαρό σαν σύρμα, άσπρο με καφέ κηλίδες. Ο Γουίντερ Μέικπις σήκωσε τα μάτια από την καρέκλα όπου καθόταν δίπλα στο κρεβάτι. Κούραση αυλάκωνε το αυστηρό πρόσωπό του, αλλά τα μάτια του γούρλωσαν αιφνιδιασμένα στη θέα της. «Λαίδη Μπέκινχολ» είπε, με φωνή βραχνή από την κούραση καθώς σηκωνόταν, «σε τι οφείλω αυτήν τη δεύτερη επίσκεψη;» «Σε καθαρό πείσμα;» μουρμούρισε η Ίζαμπελ καπριτσιόζικα. «Ω, καθίστε παρακαλώ.» Προφανώς ο άνθρωπος είχε περάσει όλη τη νύχτα φροντίζοντας ένα άρρωστο παιδί. Πλησίασε το κρεβάτι και κοίταξε εξεταστικά το μικρό προσωπάκι ενώ το σκυλί άφηνε ένα προειδοποιητικό γρύλισμα. «Τι έχει;» Ο κύριος Μέικπις κοίταξε το παιδί με πρόσωπο ήρεμο, αλλά η Ίζαμπελ διέκρινε μια σπίθα ανησυχίας στο σφίξιμο των χειλιών του. Για πρώτη φορά πρόσεξε πως το πάνω χείλι του ήταν πιο πλατύ από το κάτω. Μια μνήμη σάλεψε στο πίσω μέρος του μυαλού της, αμυδρή και φευγαλέα. Πού είχε δει… «Δεν ξέρω» της απάντησε, σκορπίζοντας τον ειρμό των σκέψεών της. «Τη βρήκα χθες βράδυ σ’ ένα σοκάκι, με το σκυλί δίπλα της. Φέραμε το γιατρό να τη δει, αλλά δεν μπορεί να μας πει τίποτα παραπάνω από το ότι υποφέρει από ασιτία και εξάντληση.» Το μέτωπο της Ίζαμπελ ζάρωσε. «Πώς τη λένε;»
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
79
Ο κύριος Μέικπις κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Αρνείται να μας μιλήσει.» «Μου είπε πως το σκυλί της το λένε Ντόντο» παρενέβη ο Τζόζεφ. Είχε καθίσει στην άλλη πλευρά του κρεβατιού και το χέρι του είχε τρυπώσει να χαϊδέψει το αδύνατο μπράτσο της μικρής. Ο κύριος Μέικπις έκλινε το κεφάλι. «Ζητώ συγνώμη. Θα έπρεπε να έχω πει ότι το παιδί αρνείται να μιλήσει σε εμένα –ή σε οποιονδήποτε άλλο ενήλικα. Ο Τζόζεφ Τίνμποξ πάντως λέει ότι έχει επικοινωνήσει κάπως μαζί του όταν ήταν μόνοι.» Ο μικρός κούνησε το κεφάλι με έμφαση. «Και τη λένε Πιτς*.» Όλοι οι ενήλικες γύρισαν να τον κοιτάξουν. Η Πίνκνι χαχάνισε. Η Ίζαμπελ της έριξε μια αυστηρή ματιά και η καμαριέρα μισοπνίγηκε καθώς κατάπινε το γέλιο της. Μεσολάβησε μια παύση και μετά η Ίζαμπελ καθάρισε το λαιμό της διακριτικά. «Το Πιτς μοιάζει μάλλον… παράξενο όνομα.» Ο Τζόζεφ Τίνμποξ πήρε μια πεισματάρικη έκφραση. «Έτσι τη λένε κι εμείς δεν πρέπει να πάμε να τ’ αλλάξουμε.» «Φυσικά θα τη φωνάζουμε όπως επιθυμεί η ίδια» είπε ο κύριος Μέικπις μαλακά. «Αλλά νομίζω πως είναι καλύτερα να περιμένουμε να δούμε τι επιθυμεί όταν ξυπνήσει.» Ο Τζόζεφ Τίνμποξ άνοιξε το στόμα –αναμφίβολα για να διαφωνήσει– αλλά εκείνη τη στιγμή ξύπνησε το κοριτσάκι. Κοίταξε γύρω της, με τα μάτια της να γουρλώνουν πανικόβλητα κι έπειτα τα έκλεισε ξανά σφιχτά. Είχε κινηθεί για να πιάσει το χέρι του Τζόζεφ Τίνμποξ και τώρα το κρατούσε απελπισμένα. Ο κύριος Μέικπις μόρφασε καθώς παρατηρούσε το παιδί. «Νομίζω πως είναι καλύτερα να πάρω τη λαίδη Μπέκιν* ΣτΜ: Peach που σημαίνει Ροδάκινο
80
ELIZABETH HOYT
χολ κάτω στο καθιστικό, Τζόζεφ Τίνμποξ. Ίσως θα μπορούσες να δεις αν η… Πιτς… θα ήθελε να δοκιμάσει λίγο ζωμό που της έστειλαν νωρίτερα.» Χτύπησε χαϊδευτικά τον ώμο του αγοριού, έπειτα σηκώθηκε και οδήγησε την Ίζαμπελ και την Πίνκνι έξω, κλείνοντας την πόρτα πίσω του. «Ζητώ συγνώμη για την ακαταστασία, λαίδη Μπέκινχολ» είπε καθώς πήγαινε προς τη σκάλα. «Φοβάμαι πως η εύρεση του παιδιού αναστάτωσε τις κανονικές μας διαδικασίες εδώ στο σπίτι.» «Το καταλαβαίνω» μουρμούρισε η Ίζαμπελ καθώς τον ακολουθούσε στη σκάλα. «Γιατί πιστεύετε πως δε μιλάει σε κανέναν άλλο εκτός από τον Τζόζεφ Τίνμποξ;» «Αναμφίβολα τον εμπιστεύεται» της είπε ενώ έφταναν στο ισόγειο. Την κοίταξε πάνω απ’ τον ώμο του με έκφραση ξινισμένη. «Και αναμφίβολα δεν εμπιστεύεται εμένα.» «Ω, μα…» Η Ίζαμπελ άρχισε ενστικτωδώς να διαμαρτύρεται. Όποια κι αν ήταν τα ελαττώματά του, ήταν κάτι παραπάνω από ολοφάνερο πως ο κύριος Μέικπις νοιαζόταν για τα παιδιά του σπιτιού. Δεν μπορούσε να φανταστεί πως θα έβλαπτε ποτέ κάποιο απ’ αυτά. Ο κύριος Μέικπις κούνησε το κεφάλι αρνητικά καθώς άνοιγε την πόρτα του καθιστικού. «Δεν παίρνω την καχυποψία της προσωπικά, λαίδη μου. Για να έχει μάθει ένα παιδί να μην εμπιστεύεται σε τόσο μικρή ηλικία, θα πρέπει να το έχουν μεταχειριστεί φρικτά οι ενήλικες που έχει γνωρίσει. Ως εκ τούτου, είναι φυσικό να προτιμά να δείχνει εμπιστοσύνη στον Τζόζεφ Τίνμποξ.» «Ω.» Η Ίζαμπελ βούλιαξε αφηρημένα στον καναπέ. Μισούσε τη σκέψη πως ένα τόσο εύθραυστο κοριτσάκι είχε υποστεί σωματικές τιμωρίες, ίσως και μαστίγωμα. Ανατρίχιασε. Θυμήθηκε τότε το χέρι του στον ώμο του αγοριού. «Είναι η συμπάθειά σας ο Τζόζεφ Τίνμποξ, έτσι δεν είναι;» Ο κύριος Μέικπις σφίχτηκε. «Δεν έχω συμπάθειες.»
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
81
Η Ίζαμπελ ανασήκωσε το φρύδι. Είχε δει το τρυφερό βλέμμα που είχε ρίξει στο παιδί. «Ω, μα…» Ο κύριος Μέικπις κάθισε βαριά σε μια πολυθρόνα, στηρίζοντας το κεφάλι στη γροθιά του. Τα μάτια της Ίζαμπελ μισόκλεισαν και στράφηκε να μιλήσει στην καμαριέρα της που τους είχε ακολουθήσει κάτω. «Πίνκνι, πήγαινε σε παρακαλώ στην κουζίνα και ζήτα κάτι πρόχειρο για φαγητό. Λίγο κρέας, τυρί και ψωμί. Και ίσως μερικά φρούτα αν υπάρχουν. Και μια τσαγιέρα με δυνατό τσάι.» «Δεν είναι ανάγκη» άρχισε να λέει ο κύριος Μέικπις. «Πότε φάγατε τελευταία φορά;» Τα φρύδια του έσμιξαν εκνευρισμένα. «Χθες βράδυ.» Η Ίζαμπελ έσφιξε τα χείλη. «Τότε είναι οπωσδήποτε ανάγκη.» Για άλλη μια φορά το βλέμμα του έγινε ειρωνικό. «Υποκλίνομαι στην αυθεντία σας επί του θέματος.» «Χμφ.» Τα πειραχτικά του λόγια τη ζέσταναν, όσο κι αν ανησύχησε βλέποντας το αξύριστο πιγούνι του. Άραγε είχε κοιμηθεί καθόλου όλη νύχτα; Θα πρέπει να ήταν πραγματικά κουρασμένος για να έχει χαλαρώσει τόσο ώστε να αστειεύεται μαζί της. Μια άλλη σκέψη της ήρθε στο μυαλό. «Πρέπει οπωσδήποτε να βρούμε μια μαγείρισσα για το σπίτι, τώρα που τα παιδιά τακτοποιήθηκαν στο νέο κτίριο. Η Νελ Τζόουνς και οι υπόλοιπες υπηρέτριες έχουν αρκετή δουλειά και χωρίς να χρειάζεται να ετοιμάζουν τα γεύματα.» Εκείνος έπνιξε ένα χασμουρητό πίσω από τη γροθιά του. «Τα κορίτσια μαθαίνουν να μαγειρεύουν.» «Ναι, αλλά δεν μπορούν να φροντίζουν όλα τα γεύματα. Εξάλλου, έχω δοκιμάσει τις προσπάθειες των κοριτσιών και μολονότι τα μπισκότα τους είναι, ε… πολύ ενδιαφέροντα, μάλλον θα ήταν καλή ιδέα να υπάρχει κάποια που μπορεί να φτιάξει πιο κλασικά πράγματα, δε νομίζετε;» Κοίταξε τον κύριο Μέικπις με προσδοκία, αλλά η μόνη του
82
ELIZABETH HOYT
απάντηση ήταν ένα σιγανό ροχαλητό. Ο άτιμος είχε αποκοιμηθεί, με το κεφάλι στηριγμένο στο χέρι του. Για μια στιγμή η Ίζαμπελ απέμεινε να παρατηρεί το κοιμισμένο πρόσωπό του. Οι γραμμές γύρω απ’ το στόμα του είχαν μαλακώσει, οι βλεφαρίδες του ήταν μαύρες και μάλλον πυκνές και θα έμοιαζε σαν μικρό αγόρι αν δε σκίαζαν τα αξύριστα γένια το σαγόνι του. Τα γένια τού έδιναν έναν κάπως ακόλαστο αέρα. Τα χείλη της Ίζαμπελ ανασηκώθηκαν σ’ αυτήν την τελευταία σκέψη. Αν υπήρχε άντρας λιγότερο ακόλαστος από τον κύριο Μέικπις, δεν τον είχε συναντήσει ακόμα. Αφού, περνούσε τόσο πολύ χρόνο φροντίζοντας το σπίτι και τους κατοίκους του, ώστε είχε αποκοιμηθεί μπροστά της μέραμεσημέρι. Αυτό την έκανε να αναρωτηθεί τι να έκανε όταν είχε λίγο χρόνο για τον εαυτό του, αν είχε. Διάβαζε μήπως; Κρατούσε ημερολόγιο ή απολάμβανε να τριγυρίζει σε εκκλησίες; Προσπάθησε να σκεφτεί κάτι ακόμα, αλλά δεν μπόρεσε να βρει άλλες δραστηριότητες για το συγκεκριμένο άντρα. Ήταν μάλλον αινιγματικός, σωστά; Η ζωή του ήταν αφιερωμένη στην προσφορά, όμως και πάλι κρατούσε ένα μεγάλο κομμάτι του εαυτού του μυστικό. Μακάρι να… Η πόρτα του καθιστικού άνοιξε και η Ίζαμπελ σήκωσε τα μάτια περιμένοντας να δει την Πίνκνι. Αντί γι’ αυτήν, μια μικροκαμωμένη ηλικιωμένη γυναίκα στάθηκε στο κατώφλι. «Ω! Ζητώ συγνώμη, κυρά.» «Κυρά Μεντίνα» ήρθε τραχιά απ’ τον ύπνο η φωνή του κυρίου Μέικπις. Δεν είχε κινηθεί, αλλά ολοφάνερα είχε ξυπνήσει αμέσως μόλις άνοιξε η πόρτα. «Χρειαζόμαστε τις υπηρεσίες σου.» Η μικρόσωμη γυναίκα έγειρε το κεφάλι στο πλάι. «Κύριε;» Της έδειξε την Ίζαμπελ. «Η λαίδη Μπέκινχολ μόλις με μάλωνε για την έλλειψη μιας καλής μαγείρισσας.» Τα φρύδια της Ίζαμπελ έσμιξαν απότομα. «Δε σας μάλωνα…»
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
83
Εκείνος αγνόησε τη διαμαρτυρία της, γυρνώντας προς την κυρά Μεντίνα. «Μπορείς να αρχίσεις αμέσως;» «Ασφαλώς, κύριε.» «Ωραία, λοιπόν…» Ένα τσούρμο κοριτσάκια μπήκαν στο καθιστικό κουβαλώντας δίσκους, με την Πίνκνι να τα οδηγεί, δείχνοντας ελαφρώς πιο ταλαιπωρημένη από τον συνηθισμένο καλοβαλμένο εαυτό της. «Ορίστε το τσάι, λαίδη μου» είπε η Πίνκνι. «Έξοχα.» Η Ίζαμπελ χαμογέλασε και έδειξε με το χέρι ένα πλαϊνό τραπεζάκι. «Μπορείτε να το ακουμπήσετε εκεί και θα γευματίσουμε όσο θα συζητάω την κατάσταση με τον κύριο Μέικπις.» Ο Γουίντερ Μέικπις καθάρισε το λαιμό του δυσοίωνα. «Για ποια κατάσταση μιλάτε;» Η Ίζαμπελ χαμογέλασε σταθερά. «Για το πώς θα σας βοηθήσω να κρατήσετε τη θέση σας.» *** Φυσικά όλα τα κοριτσάκια γούρλωσαν τα μάτια στα λόγια της λαίδης Μπέκινχολ. Ο Γουίντερ δεν είχε κοιμηθεί παραπάνω από μερικά λεπτά απο την ώρα που είχε βρει την ‘Πιτς’ χθες το βράδυ, αλλά η παρουσία της λαίδης Μπέκινχολ ήταν παράξενα αναζωογονητική. Έστω κι αν ήταν εκνευριστική επίσης. Στράφηκε στα κορίτσια. «Μέρι Γουίτσαν, δείξε σε παρακαλώ την κουζίνα στην κυρά Μεντίνα. Θα είναι η καινούργια μας μαγείρισσα, οπότε πρέπει να την ακούτε και να της δώσετε όποια βοήθεια μπορεί να χρειαστεί. Οι υπόλοιπες είναι ώρα να πάτε στην τάξη για τα μαθήματά σας, νομίζω.» Υπήρξαν ένα γενικό ξεφούσκωμα και κύρτωμα των
84
ELIZABETH HOYT
ώμων, αλλά τα κορίτσια αποχώρησαν υπάκουα. Η Μέρι Γουίτσαν κατένευσε ζωηρά και χαμογέλασε στην κυρά Μεντίνα πριν τη συνοδεύσει έξω από το δωμάτιο. Ο Γουίντερ στράφηκε πάλι στη λαίδη Μπέκινχολ, που έδειχνε επικίνδυνα ελκυστική μέσα στο σκουροπράσινο φόρεμά της που δημιουργούσε στα μαλλιά της καστανοκόκκινες ανταύγειες. «Τώρα ακούω, τι σχεδιάζετε;» «Φαγητό πρώτα.» Σηκώθηκε, βρήκε ένα πιάτο και άρχισε να το γεμίζει με κρέας, τυρί και ψωμί. Έμοιαζε πολύ μεγάλη ποσότητα για μια κυρία. «Βρίσκω πως οι διαφωνίες –κι εμείς δείχνουμε να διαφωνούμε αρκετά συχνά– γίνονται καλύτερα με γεμάτο στομάχι.» Την κοίταξε εξεταστικά, μπερδεμένος. Τι σκάρωνε πάλι; Η λαίδη Μπέκινχολ γύρισε, τον είδε να την αγριοκοιτάζει και χαμογέλασε λαμπερά. «Φάτε κάτι. Θα σας κάνει να αισθανθείτε καλύτερα.» Και του έβαλε στο χέρι το γεμάτο πιάτο. Λοιπόν, δε γινόταν να συνεχίσει να την αγριοκοιτάζει όταν εκείνη ήταν τόσο καλή μαζί του. Ο Γουίντερ πήρε το πιάτο, νιώθοντας μια ζεστασιά να τρυπώνει στο στήθος του. Δεν του συνέβαινε συχνά να τον φροντίζουν. Συνήθως γινόταν το αντίθετο. Καθάρισε το λαιμό του πριν πει απότομα: «Ευχαριστώ.» Του έγνεψε ατάραχη και διάλεξε ένα μικρό κομμάτι τυρί και μια φέτα ψωμί πριν καθίσει ξανά στον καναπέ. «Έχετε σκεφτεί να βάλετε κάτι σ’ εκείνη τη γωνιά;» Ανέμισε το κομματάκι το τυρί προς τη δεξιά πλευρά του τζακιού. «Έχω το πιο υπέροχο αγαλματίδιο από λευκό μάρμαρο. Είναι ένας πελαργός και ένας βάτραχος.» Εκείνος την κοίταξε σαστισμένος. «Ένας πελαργός;» Του έγνεψε καταφατικά. «Και ένας βάτραχος. Ρωμαϊκό νομίζω. Ή ίσως ελληνικό. Μου φαίνεται αναπαριστά έναν μύθο του Αισώπου –ήταν Έλληνας, σωστά;» «Έτσι πιστεύω.» Ο Γουίντερ ακούμπησε το πιάτο του
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
85
στην άκρη, ατσαλώνοντας τον εαυτό του. «Όσο ευχάριστη κι αν είναι η επίσκεψή σας, νομίζω πως πρέπει να μπούμε στο θέμα τώρα, λαίδη μου.» Του χαμογέλασε μελαγχολικά. «Η διαφωνία μας θ’ αρχίσει τόσο σύντομα;» Εκείνο το χαμόγελο τον χτύπησε κατάστηθα, παρ’ όλα αυτά συνέχισε ακάθεκτος, διατηρώντας το πρόσωπό του ανέκφραστο. «Αν πρέπει.» «Ω, νομίζω πως πρέπει» του είπε απαλά. «Έχω ακούσει πως η λαίδη Πενέλοπι σκοπεύει να προσλάβει καινούργιο διευθυντή για το ίδρυμα.» Ο Γουίντερ περίμενε κάτι τέτοιο, αλλά το χτύπημα δεν έπαυε να είναι ισχυρό. Ετούτο εδώ δεν ήταν απλώς το σπίτι των παιδιών –ήταν και το δικό του. Η χθεσινοβραδινή διάσωση της Πιτς τον είχε κάνει να το συνειδητοποιήσει. Το να αποχωρήσει από το σπίτι θα ήταν σαν να έκοβε το δεξί του χέρι. Αλλά δεν άφησε αυτά τα οδυνηρά συναισθήματα να φανούν στο πρόσωπό του. Ήταν πολύ προσεκτικά κρυμμένα. Πολύ προσεκτικά συγκρατημένα. «Και πώς θα με βοηθήσετε να κρατήσω το σπίτι;» Ανασήκωσε κομψά τους ώμους της, παρ’ όλο που ο Γουίντερ είδε πως δεν μπορούσε να καλύψει εντελώς την ένταση στο πρόσωπό της. Ίσως δεν ήταν ο μόνος που έκρυβε τα συναισθήματά του. «Θα σας διδάξω κοινωνική ετικέτα, θα αποδείξω πως μπορείτε να είστε εξίσου χαριτωμένος με κάθε λιμοκοντόρο που μπορεί να βρει η λαίδη Πενέλοπι. Είναι ο μόνος τρόπος να ματαιώσετε τα σχέδιά της.» Ύψωσε τα φρύδια του κεφάτα ακούγοντας την επιλογή των λέξεών της. «Κι εσείς αυτοδιοριστήκατε σωτήρας μου; Γιατί;» «Γιατί όχι;» Του χαμογέλασε ανέμελα. «Έχω ανακαλύψει τελευταία πως μου αρέσει να σώζω κυρίους. Ξέρατε πως βοήθησα το Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς να δραπετεύσει από τον έξαλλο όχλο τις προάλλες;» Η καρδιά του σταμάτησε. «Όχι, δεν το ήξερα.»
86
ELIZABETH HOYT
«Πολύ γενναίο από μέρους μου, δε νομίζετε;» Τα χείλη της ανασηκώθηκαν κοροϊδευτικά με τα ίδια της τα λόγια. «Ναι» της είπε απόλυτα σοβαρός. «Έτσι νομίζω.» Σήκωσε τα μάτια της κι εκείνος τα παγίδευσε στα δικά του. Το απαλό της στόμα τρεμούλιασε. Τι να σκεφτόταν άραγε αυτό το πανέμορφο, εξωτικό πλάσμα; Δεν ανήκε εδώ στο λιτό καθιστικό του, δεν ανήκε στο Σεντ Τζάιλς ή στη ζωή του. Ωστόσο ένιωθε μια σχεδόν ακαταμάχητη παρόρμηση να την τραβήξει στην αγκαλιά του και να τη φιλήσει. Πήρε μια βαθιά ανάσα, υποτάσσοντας το ζώο μέσα του. «Μάλιστα. Υποθέτω πως το καλύτερο που έχω να κάνω είναι να τεθώ υπό την καθοδήγησή σας.» «Ωραία.» Η Ίζαμπελ σηκώθηκε απότομα και χωρίς τη συνηθισμένη της χάρη. «Τότε θα αρχίσουμε αύριο το πρωί.» *** Το επόμενο πρωί, ο Γουίντερ στεκόταν κοιτάζοντας την πρόσοψη του σπιτιού της λαίδης Μπέκινχολ. Ήταν ακριβώς όπως το περίμενε: καινούργιο, επιδεικτικό και στην πιο μοδάτη περιοχή του Λονδίνου. Το εσωτερικό όμως ήταν εντελώς άλλη υπόθεση. Ο Γουίντερ σταμάτησε στο κατώφλι της δίφυλλης εισόδου, αφήνοντας το δεξί του πόδι να ξεκουραστεί λίγο και προσπαθώντας να καταλάβει τη διαφορά, αγνοώντας προς στιγμήν τον αλαζονικό μπάτλερ ο οποίος τον είχε υποδεχτεί. Το σπίτι ήταν μεγαλόπρεπο, ναι, πλούσιο και κομψά επιπλωμένο, αλλά υπήρχε και κάτι άλλο εδώ. Ο μπάτλερ καθάρισε το λαιμό του. «Αν θα θέλατε να περιμένετε τη λαίδη Μπέκινχολ στο μικρό καθιστικό, σερ;» Ο Γουίντερ ξεκόλλησε το βλέμμα του από την ηλιαχτίδα που χόρευε πάνω στο μαρμάρινο πάτωμα της εισόδου και έγνεψε αφηρημένα στον μπάτλερ. Εκείνος τον οδήγησε στο ‘μικρό’ καθιστικό, το οποίο
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
87
φυσικά δεν ήταν καθόλου μικρό –είχε σχεδόν το μέγεθος της τραπεζαρίας του καινούργιου ιδρύματος. Αλλά το δωμάτιο ήταν διακοσμημένο με τέτοιο τρόπο ώστε το μεγάλο του μέγεθος δεν έμοιαζε ψυχρό ή άβολα επίσημο. Οι τοίχοι είχαν ένα βουτυρένιο κίτρινο με γκριζογάλανη ξυλεπένδυση. Σετ από καρέκλες και καναπέδες ήταν σκορπισμένα εδώ κι εκεί, κάνοντας το χώρο να δείχνει πιο μικρός, πιο οικείος. Στο ταβάνι έπαιζαν ζωγραφιστά αγγελάκια, κρυφοκοιτώντας μέσα από αφράτα λευκά συννεφάκια. Ο Γουίντερ ρουθούνισε σιγανά βλέποντάς τα. Πλησίασε ένα τζάκι στο βάθος του δωματίου, χωρίς να μπει στον κόπο να κρύψει το ότι κούτσαινε τώρα που ήταν μόνος. Ένα ροζ και άσπρο επίχρυσο ρολόι χτυπούσε ρυθμικά πάνω στο πρέκι του τζακιού, με το καντράν του να κρύβεται σχεδόν τελείως πίσω από γιρλάντες και μικρούς έρωτες. Το καθιστικό ήταν στο πίσω μέρος του σπιτιού και οι ήχοι του δρόμου δεν έφταναν μέχρι εδώ, κάνοντας το δωμάτιο ευχάριστα ήσυχο. Ο Γουίντερ άγγιξε το ρολόι. Ήταν ένα ανόητο πραγματάκι κι από την άλλη… παράξενα αξιολάτρευτο και απόλυτα ταιριαστό μέσα στο καθιστικό της λαίδης Μπέκινχολ. Συνοφρυώθηκε, μπερδεμένος. Πώς μπορούσε να είναι αξιολάτρευτο ένα ρολόι; Κάτι σύρθηκε πίσω από τον έναν ροζ καναπέ. Ο Γουίντερ ύψωσε τα φρύδια. Δεν μπορεί να είχε ποντίκια η λαίδη Μπέκινχολ! Αλλά ίσως είχε κανένα σκυλάκι του καναπέ όπως τόσες μοντέρνες κυρίες. Τεντώθηκε για να κοιτάξει πίσω από το έπιπλο. Δυο μεγάλα καστανά μάτια στο πρόσωπο ενός μικρού αγοριού του αντιγύρισαν τη ματιά. Το παιδί δεν πρέπει να ήταν πάνω από πέντε ετών, αλλά ήταν ντυμένο με ένα ακριβό άλικο σακάκι και παντελόνι και με δαντέλες γύρω απ’ το λαιμό. Σίγουρα όχι παιδί υπηρέτη, επομένως. Δεν ήξερε πως ήταν μητέρα. Η σκέψη έκανε κάτι στην καρδιά του να σφιχτεί.
88
ELIZABETH HOYT
Ο Γουίντερ έκλινε το κεφάλι. «Καλημέρα.» Το αγόρι σηκώθηκε αργά απ’ την κρυψώνα του και έβαλε το ένα πόδι πάνω στο παχύ, βελούδινο χαλί. «Ποιος είσαι;» Ο Γουίντερ έκανε μια μικρή υπόκλιση. «Ο κύριος Μέικπις. Χαίρω πολύ.» Κάποιο ένστικτο –ή το πιθανότερο, οι ατελείωτες ώρες διδασκαλίας– έκανε το παιδί να υποκλιθεί κι αυτό με τη σειρά του. Ο Γουίντερ ένιωσε τα χείλη του να συσπώνται σε ένα χαμόγελο. «Και είσαι;» «Κρίστοφερ!» Η απάντηση δεν ήρθε από το αγόρι, αλλά από μια αναστατωμένη υπηρέτρια στην πόρτα. «Ω, λυπάμαι, κύριε, αν σας ενόχλησε.» Ο Γουίντερ κούνησε το κεφάλι αρνητικά. «Καμία ενόχληση.» Η λαίδη Μπέκινχολ εμφανίστηκε πίσω από την υπηρέτρια, με πρόσωπο ανέκφραστο. «Κρίστοφερ, έκανες την Καρούδερς να ανησυχήσει φρικτά. Σε παρακαλώ, ζήτησέ της συγνώμη.» Ο Κρίστοφερ έσκυψε το κεφάλι. «Συγνώμη, ’Ρούδερς.» Η Καρούδερς χαμογέλασε με αγάπη. «Δεν πειράζει, Αφέντη Κρίστοφερ, αλλά νομίζω πως έχει ήδη περάσει η ώρα για το μπάνιο σου, αν θες να πάμε στο πάρκο σήμερα το απόγευμα.» Το παιδί αποχώρησε θλιμμένα απ’ το δωμάτιο, πηγαίνοντας να συναντήσει αναμφίβολα ένα πεπρωμένο γεμάτο σαπουνάδες. Ο Γουίντερ κοίταξε τη λαίδη Μπέκινχολ καθώς έκλεινε η πόρτα. «Δεν ήξερα πως είχατε ένα γιο, λαίδη μου.» Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, ο Γουίντερ ένιωσε σοκ από τον πόνο που άστραψε στο πρόσωπό της. Έπειτα τού χαμογέλασε ζωηρά σαν να ήθελε να κρύψει όποιο συναίσθημα μπορεί να ένιωθε. «Δεν έχω. Δεν έχω καθόλου παιδιά.»
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
89
Ο Γουίντερ ύψωσε το φρύδι. «Τότε γιατί…» Όμως εκείνη είχε ήδη γυρίσει για να καθίσει στον καναπέ, αρχίζοντας ταυτόχρονα να μιλάει. «Σκέφτηκα να αρχίζαμε με κάτι απλό σήμερα το πρωί. Ο χορός της δούκισσας του Άρλινγκτον απέχει μόνο μια βδομάδα και αναρωτιόμουν αν ξέρετε να χορεύετε…;» Προφανώς δεν ήθελε να συζητήσει για το παιδί. Ενδιαφέρον. Κούνησε το κεφάλι αρνητικά σαν απάντηση στο ερωτηματικό της βλέμμα. «Όχι, φυσικά όχι» είπε η Ίζαμπελ με έναν στεναγμό. «Τότε θα πρέπει να αρχίσουμε τα μαθήματα χορού πολύ σύντομα. Χρειάζεται να ξέρετε τουλάχιστον τα βήματα –δεν ελπίζω πως θα μπορείτε πραγματικά να χορέψετε, αλλά αν καταφέρουμε να φτάσουμε στο επίπεδο όπου δε θα πατάτε τα πόδια της ντάμας σας, θα είμαι κάτι παραπάνω από ευχαριστημένη.» «Είστε πολύ ευγενική» μουρμούρισε αυτός. Τα μάτια της μισόκλεισαν λες και είχε πάρει στα σοβαρά τον ξερό-σαν-χώμα τόνο του. «Νομίζω πως είναι απαραίτητο κι ένα καινούργιο κοστούμι, επίσης. Κάτι σε κρεμ ή σε ανοιχτό γαλάζιο μετάξι;» Η περηφάνια του αντέδρασε. «Όχι.» Τα αισθησιακά χείλη της σφίχτηκαν. «Δεν μπορείτε να εμφανιστείτε στην καλή κοινωνία με τα σκούρα ρούχα που φοράτε τώρα. Αυτό το σακάκι μοιάζει τουλάχιστον δεκαετίας.» «Το έχω μόνο τέσσερα χρόνια» της είπε μαλακά. «Και δεν μπορώ να δεχτώ ένα τόσο ακριβό –τόσο προσωπικό– δώρο από εσάς, λαίδη μου.» Εκείνη έγειρε το κεφάλι στο πλάι, μελετώντας τον και στο μυαλό του Γουίντερ ήρθε η εικόνα ενός κορακιού που κοιτάζει πότε από δω και πότε από κει για να δει πώς θα σπάσει ένα καρύδι. «Θεωρείστε το ως δώρο από το Σύλλογο Κυριών. Εκτιμάμε τη δουλειά που κάνετε για το σπίτι και ένα καινούργιο κοστούμι για να μπορείτε να κυκλοφορήσετε
90
ELIZABETH HOYT
ανάμεσα στην καλή κοινωνία απέχει πολύ από το να είναι άσκοπη σπατάλη.» Ο Γουίντερ ήθελε να αρνηθεί, αλλά το ευγενικό της επιχείρημα ήταν λογικό. Αναστέναξε σιωπηλά. «Πολύ καλά, αλλά θα επιμείνω στο χρώμα. Μαύρο ή καφέ.» Ήταν φανερό πως η Ίζαμπελ πιέστηκε να πνίξει την παρόρμησή της να τον πείσει να φορέσει κάτι εκκεντρικό –ζωηρό ροζ ή μοβ, ίσως– αλλά στο τέλος θα πρέπει να κατάλαβε πόσο σοφό ήταν να συμβιβαστεί. «Πολύ καλά.» Κατένευσε ζωηρά. «Έχω παραγγείλει τσάι έτσι ώστε να μπορέσουμε να εξασκηθούμε τουλάχιστον σ’ αυτό για σήμερα. Και φυσικά σκέφτηκα να κάνουμε συζήτηση.» «Φυσικά.» «Και μολονότι ο σαρκασμός έχει τη θέση του μέσα σε μια πολιτισμένη συντροφιά, είναι καλύτερα να χρησιμοποιείται με μέτρο» του είπε γλυκά. «Πολύ αυστηρό μέτρο.» Μεσολάβησε μια μικρή σιωπή καθώς αιχμαλώτιζε το βλέμμα του. Τα γαλάζια της μάτια ήταν απρόσμενα αποφασιστικά. Απρόσμενα δυναμικά. Ο Γουίντερ έκλινε το κεφάλι. «Για τι θα θέλατε να συζητήσουμε;» Του χαμογέλασε ξανά κι εκείνος ένιωσε βαθιά στα σωθικά του την έλξη που αυτή η γυναίκα ασκούσε πάνω του. Έκανε την προσευχή του να μη φανεί στο πρόσωπό του. «Ένας τζέντλεμαν συχνά κάνει κομπλιμέντα σε μια κυρία» του είπε. Ήθελε να της κάνει κομπλιμέντα; Έψαξε την έκφρασή της για κάποιο σημάδι πως αστειευόταν, αλλά έμοιαζε να μιλάει ειλικρινά. Ο Γουίντερ αναστέναξε σιωπηλά. «Το σπίτι σας είναι πολύ… άνετο.» Συνειδητοποιούσε τώρα πως αυτή ήταν η αίσθηση που ανέδιδε το σπίτι της: μια αίσθηση άνεσης. Σπιτικού. Αυτό ακριβώς ήταν.
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
91
Την κοίταξε, μάλλον ευχαριστημένος με τον εαυτό του. Η λαίδη Μπέκινχολ έμοιαζε λες και προσπαθούσε να συγκρατήσει ένα χαμόγελο. «Δεν είμαι σίγουρη ότι αυτό είναι κομπλιμέντο ακριβώς.» «Γιατί όχι;» «Υποτίθεται πως κάνετε κομπλιμέντα για τη διακόσμηση του σπιτιού» είπε υπομονετικά. «Για το γούστο της οικοδέσποινας.» «Μα δε με ενδιαφέρει το ντεκόρ ή το γούστο για το οποίο μιλάτε.» Ένιωσε να τον απορροφά η διαφωνία τους. «Δε θα έπρεπε η ποιότητα ενός σπιτιού να μετριέται με την άνεση που νιώθει κανείς εκεί; Άρα, αφού αποκαλώ το σπίτι σας πολύ άνετο είναι το μεγαλύτερο δυνατό κομπλιμέντο.» Εκείνη έγειρε το κεφάλι στο πλάι λες και σκεφτόταν τα λόγια του. «Υποθέτω πως έχετε δίκιο. Θα πρέπει κανείς να νιώθει άνετα σ’ ένα σπίτι. Σας ευχαριστώ, λοιπόν, για το ευγενικό σας κομπλιμέντο.» Παράξενο, η συναίνεσή της άναψε μια μικρή φλόγα ζεστασιάς μέσα στο στήθος του. Φυσικά, δεν το άφησε καθόλου να φανεί. Αντίθετα, έκλινε το κεφάλι συγκαταβατικά. «Όμως» συνέχισε η Ίζαμπελ «η καλή κοινωνία δε δίνει καμία αξία στην άνεση που αναδίδει ένα σπίτι, οπότε όσο ευγενικά κι αν βρίσκω εγώ τα λόγια σας, δεν κάνουν για μια αίθουσα χορού ή μια μουσική εκδήλωση, όπως πιστεύω πως ήδη ξέρετε.» Η πόρτα άνοιξε πίσω του και μια φάλαγγα από υπηρέτριες μπήκε κουβαλώντας τους δίσκους για το τσάι. Ο Γουίντερ περίμενε μέχρι να αφήσουν το φορτίο τους και να αποχωρήσουν. Μετά την κοίταξε, αυτήν τη γυναίκα, την υπερβολικά έξυπνη για την επιπόλαια υψηλή κοινωνία στην οποία ζούσε. «Θα με βάλετε να αλλάξω εντελώς τις αντιλήψεις μου, απ’ ό,τι βλέπω.» Εκείνη αναστέναξε και έσκυψε να σερβίρει το τσάι.
92
ELIZABETH HOYT
«Όχι εντελώς. Εξάλλου…» του έστειλε άλλο ένα από αυτά τα σύντομα, συγκλονιστικά χαμόγελά της καθώς άφηνε την τσαγιέρα «αμφιβάλλω αν είστε τόσο εύθραυστη προσωπικότητα ώστε να μπορείτε έτσι εύκολα να αλλάξετε. Ελάτε. Παρακαλώ, καθίστε μαζί μου.» Ήταν ακόμα όρθιος, παρά τον πόνο στο δεξί του πόδι, λες και ήταν έτοιμος να το σκάσει ή να πολεμήσει. Αυτή η γυναίκα έκανε όση κοινωνική χάρη διέθετε να εξαφανίζεται. Ο Γουίντερ κάθισε στον καναπέ απέναντι από τη λαίδη Μπέκινχολ, με το χαμηλό τραπεζάκι με τα σύνεργα του τσαγιού να σχηματίζει ένα προστατευτικό τείχος ανάμεσά τους. Αντιστάθηκε στην παρόρμηση να τρίψει το τραυματισμένο πόδι του, που είχε αρχίσει να τον ενοχλεί δυσάρεστα. Η Ίζαμπελ του έριξε μια προκλητική ματιά αλλά δεν έκανε κανένα σχόλιο για την επιλογή της θέσης του. Αντί γι’ αυτό, του έδωσε ένα φλιτζάνι με τσάι. «Δε βάζετε ζάχαρη ή γάλα, νομίζω.» Της έγνεψε καταφατικά, παίρνοντας το πιατάκι του τσαγιού. Το τσάι ήταν καυτό και δυνατό και μιας ποιότητας που δεν έπινε συχνά. «Ωραία, λοιπόν» είπε η λαίδη Μπέκινχολ καθώς ανακάτευε τη ζάχαρη και το γάλα στο δικό της τσάι. «Παρ’ όλο που εκτιμώ το κομπλιμέντο σας για το σπίτι μου, τα περισσότερα κομπλιμέντα που θα υποχρεωθείτε να κάνετε σε μια αίθουσα χορού θα είναι πιο προσωπικής φύσης. Κάτι σχετικά με τα μάτια μιας κυρίας ή με τα μαλλιά ή το φόρεμά της, για παράδειγμα, θα ήταν πιο κατάλληλο.» Ήπιε λίγο τσάι, παρατηρώντας τον πάνω από το χείλος του φλιτζανιού με εκείνα τα διαβολεμένα έξυπνα γαλάζια μάτια της. Κι ο Γουίντερ ένιωθε να μην μπορεί να ελέγξει το δικό του βλέμμα. Μελέτησε τη φιγούρα της καθώς αναζητούσε ένα πιο κατάλληλο κομπλιμέντο. Οι κυρίες έπρεπε να κά-
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
93
θονται με ίσια την πλάτη, ακόμα κι εκείνος το ήξερε αυτό, αλλά η λαίδη Μπέκινχολ έμοιαζε να έχει χυθεί πάνω στα μαξιλάρια, με τους ώμους πίσω, τα πόδια μαζεμένα κάτω από τον καναπέ. Η στάση αυτή έκανε το στήθος της να προβάλλει, παρ’ όλο που ο Γουίντερ δεν το θεώρησε εσκεμμένο από πλευράς της. Φορούσε ένα βαθύ χρυσαφί φόρεμα με χαμηλό ντεκολτέ, το ύφασμα να τυλίγει τρυφερά τα λευκά, απαλά της στήθη. Θα σκότωνα για μια ματιά στα γυμνά σου στήθη. Θα μάτωνα για να γευτώ τη θηλή σου πάνω στη γλώσσα μου. Όχι, αυτό μάλλον δεν ήταν το είδος του κομπλιμέντου που εννοούσε εκείνη. Καθάρισε το λαιμό του. «Η φωνή σας, λαίδη μου, θα έκανε ένα αηδόνι να ζηλέψει.» Η Ίζαμπελ ανοιγόκλεισε τα βλέφαρα σαν να ξαφνιάστηκε. «Κανείς δε μου έχει κάνει ποτέ κομπλιμέντο για τη φωνή μου, κύριε Μέικπις. Μπράβο.» Ήταν τα μάγουλά της μια ιδέα πιο ρόδινα από πριν; Οι βλεφαρίδες της χαμήλωσαν. «Μερικά ακόμα κομπλιμέντα σαν αυτό, κύριε Μέικπις, και μπορεί να βρεθείτε να με φλερτάρετε.» Ένιωσε τα φρύδια του να υψώνονται. «Επιθυμείτε να σας φλερτάρω;» Εκείνη ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους. «Το μεγαλύτερο μέρος της συζήτησης ανάμεσα σε μια κυρία και έναν τζέντλεμαν στις κοινωνικές εκδηλώσεις είναι ουσιαστικά φλερτ.» «Τότε θα πρέπει να φλερτάρετε με δεκάδες τζέντλεμεν σε μια βραδιά.» «Διακρίνω ένα ίχνος επίκρισης, κύριε Μέικπις;» τον ρώτησε μαλακά. «Καθόλου.» Έβαλε τις σκέψεις του σε τάξη. «Απλώς παρατηρώ πως σ’ αυτό το θέμα έχετε μακράν περισσότερες γνώσεις από εμένα.»
94
ELIZABETH HOYT
«Περισσότερη πείρα, εννοείτε;» Την κοίταξε χωρίς να πει λέξη, αφού η απάντηση ήταν αυτονόητη. Ήταν περισσότερο έμπειρη –στο φλερτ και αναμφίβολα σε άλλες πιο βασικές επαφές μεταξύ ανδρών και γυναικών. Η σκέψη έστειλε ένα δυσάρεστο κύμα από κάποιο άγνωστο συναίσθημα μέσα του. Του πήρε μια στιγμή να αναγνωρίσει –με κάποια έκπληξη– πως αυτό που ένιωσε ήταν ζήλια. Ζούσε μια ζωή συνειδητά περιορισμένη. Οι κυρίες –κάθε είδους– ήταν κάτι αυστηρά απαγορευμένο για τις επιλογές που είχε κάνει στον τρόπο ζωής του. Ωστόσο… Ωστόσο υπήρχε μια πλευρά του –μια πλευρά που δεν είχε προσέξει ποτέ πριν– που είχε αρχίσει να δυσανασχετεί με τους ίδιους τους κανόνες του. «Μα θα πρέπει να έχετε φλερτάρει κάποια στιγμή κι εσείς» έλεγε τώρα, με φωνή χαμηλή και βελούδινη. Ευχάριστη και αποπλανητική. Απόλυτα θηλυκή και σαγηνευτική. «Όχι.» Τα καλογραμμένα της φρύδια υψώθηκαν. «Ξέρω πως η ζωή σας είναι πολύ γεμάτη, αλλά σίγουρα θα είχατε κάποιο αίσθημα με μια νεαρή κοπέλα στο παρελθόν, όχι; Φίλη μιας αδερφής σας ίσως; Ή μια γειτονοπούλα;» Κούνησε το κεφάλι του αργά. «Καμία.» Αντιλαμβανόταν τι της εξομολογείτο; Το κτήνος μέσα του χασμουρήθηκε και τεντώθηκε. «Αφήνομαι απόλυτα στα χέρια σας, λαίδη Μπέκινχολ. Παρακαλώ. Διδάξτε με.»
Κεφάλαιο Πέντε Η όμορφη λαίδη και ο Αρλεκίνος έγιναν εραστές, αλλά τέτοια πράγματα είναι πολύ δύσκολο να μείνουν κρυφά, αφού η λαίδη είχε μνηστήρες πλούσιους και ζηλιάρηδες κι αυτοί σύντομα άκουσαν τα κουτσομπολιά για τον Αρλεκίνο. Μια νύχτα με πανσέληνο, ακολούθησαν τον Αρλεκίνο στο Σεντ Τζάιλς και του επιτέθηκαν με ατσάλινα σπαθιά. Ο Αρλεκίνος δεν είχε παρά το ψεύτικο ξύλινο σπαθί για να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Η μάχη δεν κράτησε πολύ και όταν τελείωσε, οι μνηστήρες άφησαν τον Αρλεκίνο να αργοπεθαίνει στο δρόμο… -από το Ο Θρύλος του Αρλεκίνου-Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς
Η Ίζαμπελ ξεροκατάπιε στα χαμηλόφωνα λόγια του κυρίου Μέικπις. Η φωνή του έστειλε ένα ρίγος στις νευρικές της απολήξεις, κάνοντας τις θηλές της να σκληρύνουν. Είχε ακούσει σωστά; Της είχε μόλις εξομολογηθεί πως ήταν παρθένος; Ήταν ανύπαντρος, γεγονός, και κατά δική του ομολογία δεν είχε ποτέ αγαπημένη, αλλά και πάλι. Πολλοί
96
ELIZABETH HOYT
άντρες κατέφευγαν σε πόρνες –και ζούσε σε μια περιοχή που οι πόρνες αφθονούσαν. Αλλά μια μόνο ματιά στο περήφανο, αυστηρό πρόσωπο του κυρίου Μέικπις έσβησε αυτήν την ιδέα απ’ το μυαλό της. Με κάποιον τρόπο το ήξερε· δε θα πλήρωνε ποτέ για μια τόσο προσωπική πράξη. Πράγμα που σήμαινε πως ήταν παρθένος… και της είχε μόλις ζητήσει να τον διδάξει. Σίγουρα δεν εννοούσε… «Η σιωπή σας είναι ασυνήθιστη, λαίδη μου» είπε με εκείνη τη βαθιά, ακριβή φωνή που άγγιζε σαν φτερό τις αισθήσεις της. «Ελπίζω να μην σας σοκάρισα με την απειρία μου… στο φλερτ.» Στο φλερτ. Φυσικά. Αυτό συζητούσαν. Όμως δεν είχε φανταστεί τη λάμψη στα σκούρα μάτια του –ή την αμυδρή παύση πριν πει τη λέξη ‘φλερτ’. Η Ίζαμπελ ίσιωσε την πλάτη. Αυτή ήταν η έμπειρη, στο κάτω-κάτω. «Πιστεύω πως πρέπει να δουλέψουμε τα βασικά, τότε.» Εκείνος ύψωσε το ένα φρύδι του. Αυτή καθάρισε το λαιμό της. Πότε ήταν η τελευταία φορά που τα είχε χάσει τόσο πολύ; Και μάλιστα εξαιτίας ενός απλού, αυστηρού διευθυντή σχολείου –ενός άντρα νεότερου από εκείνη! «Το φλερτ είναι καλύτερα να αρχίζει αμέσως, ακόμα και πριν τις συστάσεις. Μπορείτε να μου δείξετε την υπόκλισή σας;» Ο Γουίντερ σηκώθηκε αργά και, εξακολουθώντας να την κοιτάζει στα μάτια, έκανε μια μικρή υπόκλιση. Η Ίζαμπελ κατσούφιασε. «Όχι. Κάτι πιο κομψό. Μήπως να σας κάνω μια επίδειξη;» «Δε χρειάζεται.» Η ματιά του ήταν ειρωνική. Αυτήν τη φορά έκανε ένα βήμα πίσω και προσποιήθηκε πως ανασήκωνε ένα φανταστικό καπέλο, κάνοντας μια υπόκλιση από τη μέση και πάνω, με τα μπράτσα τεντωμένα με χάρη.
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
97
Τα μάτια της Ίζαμπελ γούρλωσαν. «Αφού ξέρατε από την αρχή πώς να κάνετε μια σωστή υπόκλιση, γιατί δεν το κάνατε;» Ανασηκώθηκε αργά και ύψωσε αδιάφορα τους φαρδιούς του ώμους. «Ένα απλό νεύμα του κεφαλιού δείχνει αρκετή εκτίμηση χωρίς όλες αυτές τις ανόητες φιοριτούρες.» Σήκωσε τα μάτια της στο ταβάνι. «Λοιπόν, από δω και στο εξής φιοριτούρες, όταν είστε με αριστοκρατική συντροφιά.» «Όπως επιθυμείτε» απάντησε βλοσυρά. «Τώρα.» Χρειάστηκε να σταματήσει γιατί όλως περιέργως ανακάλυψε πως της είχε κοπεί η ανάσα. «Τώρα, θα ήθελα να εξασκηθείτε στο φίλημα του χεριού μιας κυρίας.» Άπλωσε το χέρι της, ελπίζοντας πως εκείνος δε θα πρόσεχε το ελαφρό τρέμουλο των δαχτύλων της. Την πλησίασε, έπιασε το χέρι της και έσκυψε από πάνω του. Για μια στιγμή, το σκυμμένο του κεφάλι έκρυψε τα χέρια τους, αλλά η Ίζαμπελ ένιωσε το άγγιγμα –ζεστό και τρυφερό– των χειλιών του πάνω στις αρθρώσεις της. Άφησε ένα σιγανό βογκητό. «Υποτίθεται πως φιλάτε τον αέρα πάνω από τις αρθρώσεις μιας κυρίας.» Ο Γουίντερ ύψωσε το κεφάλι, εξακολουθώντας να σκύβει πάνω από το χέρι της, με τη στάση αυτή να φέρνει το πρόσωπό του πολύ κοντά στο δικό της. Μπορούσε να διακρίνει τις μικροσκοπικές ανταύγειες χρυσού μέσα στα καστανά του μάτια. «Δεν κάνουμε μάθημα για το φλερτ;» «Ναι, αλλά…» Όρθωσε εντελώς το σώμα του. «Τότε μου φαίνεται πως ένα αληθινό φιλί είναι πιο κατάλληλο από ένα ψεύτικο.» Μόλις τώρα είδε τη σκιά ενός χαμόγελου να υποβόσκει στο πίσω μέρος των ματιών του. Τα δικά της μάτια μισόκλεισαν καθώς προσπαθούσε να τραβήξει το χέρι της από το δικό του. Το κράτημά του παρέμεινε σταθερό. «Κύριε Μέικπις.»
98
ELIZABETH HOYT
Άνοιξε το χέρι του, αλλά μόνο λίγο, έτσι που όταν τράβηξε το δικό της, τα δάχτυλά του ήταν σαν να της χάιδεψαν την παλάμη. «Ίσως δε χρειάζεστε οδηγίες τελικά» μουρμούρισε. «Ω, μα χρειάζομαι, σας διαβεβαιώ.» Κάθισε πάλι στη θέση του απέναντί της. «Πόσους εραστές είχατε;» Τον αγριοκοίταξε, αληθινά σοκαρισμένη. «Δεν μπορείτε να ρωτάτε κάτι τέτοιο.» «Εσείς με ρωτήσατε ήδη» της υπενθύμισε, ατάραχος. «Ασφαλώς και δε χρησιμοποίησα τη λέξη ερωμένες» τον αντέκρουσε. «Όμως το νόημα ήταν το ίδιο, σωστά;» «Ίσως.» Φυσικά το νόημα ήταν το ίδιο. Έσφιξε τα χείλη της. «Ζητώ συγνώμη. Δεν είχα αντιληφθεί ότι οι ευαισθησίες σας ήταν τόσο λεπτές.» Ο άτιμος την κορόιδευε! Ω, η έκφρασή του ήταν αρκετά σοβαρή, αλλά καταλάβαινε από τον τρόπο που την παρατηρούσε πως ήθελε να την προκαλέσει. Η Ίζαμπελ ξάπλωσε πίσω στα μαξιλάρια του καναπέ και έγειρε το κεφάλι. «Τρεις.» Το πιγούνι του τινάχτηκε –πολύ αμυδρά, αλλά το είχε δει. Τον είχε αιφνιδιάσει. Κρύβοντας ένα χαμόγελο, ανέμισε το χέρι με άνεση. «Τέσσερις, αν μετρήσουμε και τον σύζυγό μου, αλλά δε νομίζω πως οι σύζυγοι θα έπρεπε να υπολογίζονται ως εραστές, σωστά;» Τα βλέφαρά του μισόκλεισαν. «Δεν μπορώ να το γνωρίζω. Είχατε εραστές όταν ήσασταν παντρεμένη;» «Όχι.» Έκανε μια συλλογισμένη γκριμάτσα. «Πολύ μπουρζουά από πλευράς μου, το ξέρω, αλλά έτσι ήταν. Ποτέ δεν πάτησα τους γαμήλιους όρκους μου.» «Εκείνος;» Απόστρεψε το βλέμμα της. «Δε μου αρέσουν αυτές οι ερωτήσεις.»
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
99
«Λυπάμαι. Δεν ήθελα να σας πληγώσω.» Η φωνή του ήταν βαθιά και ειλικρινής. «Δε με πληγώσατε.» Πάλεψε απελπισμένα να ανακτήσει την κοινωνική της έκφραση. Τίναξε το πιγούνι προκλητικά, κοιτώντας τον με ειλικρίνεια. Η γωνιά των χειλιών του ανασηκώθηκε μια ιδέα. «Τότε αποκτήσατε τους εραστές σας μετά τον θάνατο του συζύγου σας;» Πώς τον είχε αφήσει να οδηγήσει τη συζήτηση σε τόσο επικίνδυνο έδαφος; Ωστόσο τώρα που είχαν φτάσει εδώ, δε σκόπευε να κάνει πίσω. «Ναι. Περίμενα ένα αξιοπρεπές διάστημα μετά την ταφή του αγαπητού Έντμουντ, φυσικά.» «Φυσικά.» Θα έπαιρνε όρκο πως εκείνος θα αποδοκίμαζε το να έχει εραστές μια κυρία, αλλά δεν μπόρεσε να διακρίνει την παραμικρή αποδοκιμασία στον τόνο του. Έδεσε τα χέρια στην ποδιά του, με ύφος τόσο χαλαρό σαν να συζητούσαν για τις τιμές των φρέσκων οστρακοειδών. «Έχετε εραστή τώρα;» Πώς θα ήταν να διδάξει σ’ έναν τέτοιον άντρα την τέχνη της κρεβατοκάμαρας; Η ψιθυριστή σκέψη την ξάφνιασε. Δεν ήταν της σειράς της, δεν ήταν ο τύπος του άντρα που συνήθως σκεφτόταν να κάνει εραστή της. Της άρεσαν οι σοφιστικέ. Άντρες που ήταν εύστροφοι και με χιούμορ. Άντρες που ήξεραν πώς να σε διασκεδάζουν, ίσως και να σε εκπλήσσουν στο κρεβάτι, αλλά που ήταν διακριτικοί –ακόμα και απόμακροι– έξω από αυτό. Άντρες που δεν έπαιρναν ένα αφέρ ντ’ αμούρ στα σοβαρά. Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει πιο γρήγορα. «Όχι.» Πόσο μακριά σκόπευε να το τραβήξει; Έγειρε μπροστά, με τρόπο αποπλανητικό. «Ενδιαφέρεστε για τη θέση;» Αν ήλπιζε να τον κάνει να υποχωρήσει, την περίμενε μεγάλη απογοήτευση. Τα χείλη του ανασηκώθηκαν, τραβώντας
100
ELIZABETH HOYT
την προσοχή της στο πιο γεμάτο επάνω χείλι. Τα φρύδια της έσμιξαν συλλογισμένα. «Ενδιαφέρομαι για πολλά πράγματα» είπε με τη βαθιά του φωνή σταθερή και αβίαστη «αλλά δεν μπορώ να πιστέψω πως μου προσφέρετε ειλικρινά τη θέση, λαίδη μου. Στο κάτω-κάτω, έχω ήδη ομολογήσει την έλλειψη εμπειρίας μου.» Οποιοσδήποτε άλλος άντρας θα δίσταζε να της υπενθυμίσει την έλλειψη εμπειρίας του. Σε αντίθεση, ο κύριος Μέικπις έδειχνε απόλυτα αδιάφορος, σχεδόν γεμάτος αυτοπεποίθηση. Η Ίζαμπελ ήξερε κατά βάθος πως εκείνος θα έπαιρνε μια αισθηματική περιπέτεια πολύ σοβαρά. Μόλις η σχολαστική του φύση θα δεσμευόταν, θα δινόταν ψυχή τε και σώματι στη σχέση. Στη γυναίκα που αποφάσισε να κάνει ερωμένη του. Ένα ρίγος τη διαπέρασε στη σκέψη. Το να είναι το αντικείμενο μιας τόσο άγριας προσήλωσης ήταν δελεαστικό, αλλά την έκανε επίσης να κοντοσταθεί. Προσοχή, ψιθύρισε η λογική πλευρά της. Μην μπλέξεις μ’ αυτόν τον άντρα χωρίς να το σκεφτείς καλά. Δε θα μπορέσεις να τον διώξεις τόσο εύκολα όσο τους σοφιστικέ τύπους της υψηλής κοινωνίας του Λονδίνου. Η Ίζαμπελ έγειρε αργά πίσω πάλι, κοιτώντας τον μαθητή της. «Τότε θα πρέπει να δουλέψουμε με τις κοινωνικές σας δεξιότητες, σωστά;» Χαμογέλασε καθώς άδειαζε το κρύο τσάι της και σερβίριζε ένα καινούργιο. «Τι θα λέγατε να εξασκηθούμε στη συζήτηση σε ένα δείπνο;» Της έγνεψε καταφατικά και αν η Ίζαμπελ είδε μια απογοήτευση στα μάτια του, την αγνόησε. Μπορεί να της άρεσε να φλερτάρει και να πειράζει, αλλά δεν της έλειπε η κοινή λογική. «Είμαι στις προσταγές σας» της είπε αργόσυρτα. ***
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
101
Ο Γουίντερ παρακολούθησε τη λαίδη Μπέκινχολ να παίρνει το φλιτζάνι του, να αδειάζει το περιεχόμενο και να του σερβίρει φρέσκο τσάι. Με κάποιον τρόπο την είχε τρομάξει, κάνοντάς τη να διακόψει τη ριψοκίνδυνη συζήτησή τους και τώρα ήταν αποφασισμένη να ανοίξει κουβέντα για τον καιρό ή για κάποιο άλλο βαρετό θέμα. Το περίεργο ήταν πως ένιωθε ένα τσίμπημα απογοήτευσης. Του άρεσαν οι λεκτικοί διαξιφισμοί μαζί της. Του άρεσε ακόμα περισσότερο η ματιά που μπόρεσε να ρίξει κάτω από την κοινωνική μάσκα που φορούσε εκείνη. Είχε πληγωθεί αληθινά από τον σύζυγό της και, ενώ ο Γουίντερ δεν ήθελε να της θυμίσει θλιβερές αναμνήσεις, ήθελε να ξαναδεί το γυμνό πρόσωπο που του είχε δείξει. Την αληθινή λαίδη Μπέκινχολ. Τον κοίταζε τώρα, με το ρόλο της οικοδέσποινας γερά στη θέση του. «Είδατε τη νέα όπερα στο Ρόγιαλ Πλέιχαουζ;» «Όχι.» Ήπιε μια γουλιά τσάι, παρατηρώντας την. «Δεν έχω παρακολουθήσει ποτέ όπερα.» Τα μάτια της μισόκλεισαν ελαφρά, από εκνευρισμό –αν δεν έκανε λάθος. «Κάποιο θεατρικό τότε;» Κούνησε σιωπηλός το κεφάλι αρνητικά. «Κάποια μουσική βραδιά; Το πανηγύρι;» Εκείνος απλώς την κοίταξε και περίμενε. Η λαίδη του δεν είχε και πολλή υπομονή. «Δηλώνω πως είστε ο πιο βαρετός άνθρωπος που έχω συναντήσει ποτέ, κύριε Μέικπις. Κάτι θα πρέπει να κάνετε πέρα από το να ασχολείστε μόνιμα με το σπίτι.» Ένιωσε τη γωνία του στόματός του να ανασηκώνεται. «Μερικές φορές διαβάζω.» «Μη μου το λέτε.» Άπλωσε τη μικρή παλάμη της προστακτικά. «Καταβροχθίζετε μυστικά τις επιπόλαιες νουβέλες του Ντάνιελ Ντεφόε.» «Ομολογώ πως μου αρέσει ο Ροβινσών Κρούσος» της είπε. «Και βρίσκω τα φυλλάδιά του περί τζιν και απόσταξης
102
ELIZABETH HOYT
του τζιν ενδιαφέροντα αν και απόλυτα λάθος ως σκεπτικό.» Εκείνη ανοιγόκλεισε τα μάτια της λες και ένιωσε ενδιαφέρον παρά τη θέλησή της. «Γιατί;» «Ο Ντεφόε ισχυρίστηκε πως η απόσταξη του τζιν είναι σημαντική για την ευημερία των Άγγλων αγροτών επειδή πουλάνε τα δημητριακά τους στους ποτοποιούς. Μπορεί αυτός ο ισχυρισμός να είναι σωστός, αλλά δε λαμβάνει υπόψη τι κάνει το τζιν στους φτωχούς του Λονδίνου.» Η Ίζαμπελ κουνούσε ήδη το κεφάλι. «Όμως ο Ντεφόε έγραψε αργότερα ότι το τζιν καταστρέφει τα παιδιά εκείνων των ίδιων μανάδων του Λονδίνου που έπιναν το… Γιατί μου χαμογελάτε;» «Διαβάζετε πολιτικά φυλλάδια, λαίδη μου;» Πλατάγισε αποδοκιμαστικά τη γλώσσα σαν να είχε σοκαριστεί. «Το γνωρίζουν οι υπόλοιπες κυρίες του Συλλόγου Κυριών;» Κοκκίνισε σαν να την είχαν τσακώσει να κάνει κάποια αταξία, ωστόσο ύψωσε το πιγούνι της με πείσμα. «Θα σας εξέπληττε αν μαθαίνατε πόσες κυρίες διαβάζουν πολιτικά φυλλάδια.» «Όχι» είπε εκείνος αργά «δε νομίζω πως θα με εξέπληττε. Ποτέ δεν αμφέβαλλα πως το ωραίο φύλο ενδιαφερόταν για την πολιτική και τις κοινωνικές αδικίες του Λονδίνου όσο και οι άντρες. Αν και εκπλήσσομαι λίγο που ενδιαφέρεστε εσείς.» Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους. «Γιατί όχι;» Έσκυψε προς το μέρος της. «Επειδή κάνετε προσπάθεια για να παραστήσετε την αδιάφορη σε κάθε τι σοβαρό. Γιατί άραγε;» Προς στιγμήν πίστεψε πως θα του έδινε μια καθαρή απάντηση. Μετά την είδε να αποτραβάει το βλέμμα της και να κουνάει το χέρι αδιάφορα. «Υποτίθεται πως είμαστε εδώ για να σας διδάξω πώς να κάνετε συζήτηση σε ένα δείπνο. Η πολιτική δεν ήταν ποτέ κατάλληλο θέμα για μεικτές συντροφιές…»
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
103
«Λαίδη μου» άρχισε να της λέει προειδοποιητικά. «Όχι.» Κούνησε το κεφάλι της, αποφεύγοντας συνειδητά να συναντήσει τα μάτια του. «Δε θα με παρασύρετε ξανά. Οι νουβέλες είναι ένα πολύ κατάλληλο θέμα συζήτησης.» Δε σκόπευε να κάνει πίσω, ο Γουίντερ το έβλεπε, έτσι αποφάσισε να την ακολουθήσει. «Ακόμα και η Μολ Φλάντερς; » «Ειδικά η Μολ Φλάντερς» του απάντησε. «Μια νουβέλα που αναφέρεται σε μια γυναίκα με κακή φήμη αποτελεί σίγουρα ζωηρό θέμα συζήτησης.» «Κι από την άλλη» της είπε μαλακά «παρά τη δραματικά τραγική πτώση της Μολ, δεν μπορεί να μου αρέσει τόσο όσο ο κύριος Κρούσος.» Εκείνη αμφιταλαντεύτηκε φανερά και ο Γουίντερ σκέφτηκε πως θα επέμενε να κρατήσει τη συνήθη κοινωνική μάσκα της. Αλλά τότε έσκυψε προς το μέρος του, πρόθυμη σαν κοριτσάκι. «Ω! Όταν ανακάλυψε το ίχνος ποδιού στην άμμο!» Της χαμογέλασε πλατιά. «Φοβερό δεν ήταν;» «Έμεινα ξύπνια όλη τη νύχτα για να διαβάσω το τέλος» του εξομολογήθηκε γέρνοντας πίσω με ένα στεναγμό ικανοποίησης. «Το έχω διαβάσει άλλες δυο φορές από τότε.» Ξαφνικά τον κάρφωσε με μια διαπεραστική ματιά. «Κι αν πείτε ποτέ σε κάποια από τις κυρίες ότι προτιμώ τον Ροβινσώνα Κρούσο από τη Μολ Φλάντερς, θα σας φάω το συκώτι.» Ο Γουίντερ υποκλίθηκε σοβαρός. «Το μυστικό σας είναι ασφαλές, λαίδη μου.» Οι γωνίες του αισθησιακού στόματός της ανασηκώθηκαν. «Ποιος θα το πίστευε» μουρμούρισε «πως ο τόσο σοβαρός κύριος Μέικπις θα αρέσκετο να διαβάζει περιπετειώδεις νουβέλες;» Την κοίταξε κλίνοντας το κεφάλι. «Ή ότι η επιπόλαια λαίδη Μπέκινχολ θα προτιμούσε τις περιπετειώδεις νουβέλες από τις σκανδαλώδεις βιογραφίες;»
104
ELIZABETH HOYT
Για μια στιγμή –μόνο για μια στιγμή– άφησε τη μάσκα της να πέσει και του χαμογέλασε ντροπαλά. Της ανταπέδωσε το χαμόγελο, με την καρδιά του να χτυπάει στον τριπλάσιο ρυθμό. Μετά εκείνη τράβηξε το βλέμμα της, δαγκώνοντας τα χείλη. «Ω, πώς πέρασε έτσι η ώρα; Νομίζω πως φτάνει για σήμερα, τι λέτε; Θα έρθω αύριο στο ίδρυμα και μπορούμε να συνεχίσουμε τα μαθήματά μας εκεί.» Δεν μπήκε στον κόπο να φέρει αντίρρηση. Προφανώς την είχε πιέσει περισσότερο απ’ όσο άντεχε. Νιώθοντας προστατευτικός απέναντί της, σηκώθηκε, υποκλίθηκε και μουρμουρίζοντας λίγες λέξεις έφυγε. Αλλά καθώς ο μπάτλερ τον συνόδευε στην έξοδο, ο Γουίντερ αναρωτήθηκε: Ποιος αποκάλυπτε ποιον στο μικρό τους παιχνίδι; *** Η Ίζαμπελ καθόταν μπροστά στην τουαλέτα της εκείνο το βράδυ βουρτσίζοντας τα μαλλιά της, έχοντας ήδη διώξει την Πίνκνι για απόψε. Έπαιζε ένα επικίνδυνο παιχνίδι με τον κύριο Μέικπις, το ήξερε. Δεν ήταν της σειράς της –ούτε καν της ηλικίας της. Ωστόσο ένιωθε παράξενα εθισμένη στην έντονη προσοχή του. Ήταν μεθυστικό να βρίσκεται στο επίκεντρο ενός τόσο σοβαρού άντρα. Κανένας δεν την είχε κοιτάξει με τον τρόπο που την κοίταζε ο Γουίντερ Μέικπις –ούτε οι εραστές της και σίγουρα ούτε ο σύζυγός της. Χαμήλωσε τη βούρτσα. Γι’ αυτό ανακάλυπτε πως ήθελε να τον προκαλεί να… τι; Να ρίξει τη μάσκα του, ίσως; Παράξενη σκέψη. Γιατί τώρα που το σκεφτόταν, ο ωμός τρόπος ομιλίας του τής θύμιζε έναν άλλο άντρα –το μασκοφόρο Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς. Κι εκείνος επίσης είχε αρνηθεί το ανάλαφρο φλερτ για μια πιο ευθεία συζήτηση μαζί της. Τι αλλόκοτο που ο κύριος Μέικπις, ένας αυστηρός
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
105
διευθυντής σχολείου, της θύμιζε το ατίθασο Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς. Μια κίνηση στον καθρέφτη της τράβηξε την προσοχή. Οι κουρτίνες στο κρεβάτι πίσω της σάλεψαν. Η Ίζαμπελ άφησε τη βούρτσα πάνω στην τουαλέτα και γύρισε να κοιτάξει το κρεβάτι. «Κρίστοφερ;» Ακολούθησε μια παύση και άρχισε να αναρωτιέται μήπως είχε κάνει λάθος, αλλά τότε μια φωνούλα είπε: «Κυρία;» Αναστέναξε. «Κρίστοφερ, νομίζω πως σου έχω ήδη πει ότι δε θέλω να κρύβεσαι στα δωμάτιά μου.» Σιωπή. Η Ίζαμπελ ατένισε το κρεβάτι, σαστισμένη. Κι αν αρνιόταν να βγει έξω; Μήπως θα έπρεπε να ζητήσει να τραβήξουν το παιδί απ’ το κρεβάτι; Να βάλει την νταντά του να το δείρει; Διάβολε, πού ήταν η Καρούδερς; Οι κουρτίνες θρόισαν ξανά σαν να τις ψηλάφιζαν μικροσκοπικά δάχτυλα. «Μου αρέσει εδώ.» Τράβηξε το βλέμμα της, δαγκώνοντας τα χείλη, με δάκρυα να ανεβαίνουν στα μάτια της. Ήταν μόνο ένα μικρό αγοράκι. Σίγουρα μπορούσε να τα βγάλει πέρα με ένα μικρό αγοράκι, όχι; Πήρε μια ανάσα. «Έχεις αργήσει να πας για ύπνο.» «Δεν μπορώ να κοιμηθώ.» Έριξε μια ματιά τριγύρω της σαν να έψαχνε για βοήθεια. «Θα πω να σου φέρουν λίγο ζεστό γάλα.» «Δε μ’ αρέσει το γάλα.» Κάρφωσε τα μάτια στην κουρτίνα, απελπισμένη. «Τι σου αρέσει;» «Μπορείτε…» Διέκρινε καθαρά το δισταγμό στη φωνούλα του και αυτό έκανε την καρδιά της να σφιχτεί. «Μπορείτε να μου πείτε μια ιστορία, λαίδη μου;» Μια ιστορία. Το μυαλό της είχε αδειάσει. Η μόνη ιστορία που μπορούσε να σκεφτεί ήταν η Σταχτοπούτα και είχε την
106
ELIZABETH HOYT
αίσθηση πως ένα μικρό αγόρι δε θα ενδιαφερόταν για τις περιπέτειες μιας κοπελίτσας κι ενός ωραίου πρίγκιπα. Κοίταξε κάτω, προσπαθώντας να σκεφτεί και είδε τη βούρτσα. Η Ίζαμπελ καθάρισε το λαιμό της. «Έχεις ακούσει για το Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς;» Η κουρτίνα σταμάτησε να σαλεύει. «Ένα φάντασμα; Ένα αληθινό φάντασμα;» «Λοιπόν…» Έσμιξε τα φρύδια της συλλογισμένη. «Όχι, είναι ζωντανός, αλλά κινείται σαν φάντασμα και κυνηγάει τη νύχτα σαν φάντασμα.» «Ποιους κυνηγάει;» «Τους κακούς» αποκρίθηκε, νιώθοντας να πατάει σε πιο σίγουρο έδαφος τώρα. Είχε ακούσει τις ιστορίες για το πώς το Φάντασμα βίαζε παρθένες και απήγαγε αριστοκράτισσες, αλλά έχοντας συναντήσει στην πραγματικότητα τον άντρα, ήταν σίγουρη πως οι ιστορίες ήταν ψεύτικες. «Τιμωρεί τους κλέφτες και τους ληστές κι εκείνους που λυμαίνονται αθώους.» «Όπως λιμάρουμε τα νύχια;» «Όχι, όπως πιάνει η γάτα το ποντίκι.» «Ω.» Έριξε μια ματιά στο κρεβάτι και είδε ότι ο Κρίστοφερ είχε ανοίξει την κουρτίνα. Ένα καστανό μάτι την κρυφοκοίταξε. Η Ίζαμπελ προσπάθησε να χαμογελάσει. «Τώρα, πραγματικά νομίζω πως είναι ώρα να πας για ύπνο, Κρίστοφερ.» «Μα αυτή δεν ήταν ιστορία» της υπέδειξε. Το στήθος της σφίχτηκε σχεδόν από πανικό. «Είναι το καλύτερο που μπορώ να κάνω προς το παρόν.» «Είστε η μητέρα μου;» Εκείνο το ένα καστανό μάτι ήταν ανοιγμένο διάπλατα και βλεφάριζε. Πρώτα έπρεπε να αποτραβήξει το βλέμμα της. «Το ξέρεις πως δεν είμαι. Σου το έχω ξαναπεί.» Σηκώθηκε και τράβηξε απότομα τις κουρτίνες, προσέχοντας να μην αγγίξει το αγόρι. «Να καλέσω την Καρούδερς ή μπορείς να βρεις το δρόμο για το υπνοδωμάτιό σου μόνος σου;»
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
107
«Μόνος μου.» Πήδηξε απ’ το κρεβάτι και προχώρησε αργά προς την πόρτα. «Καληνύχτα, λαίδη μου.» Η φωνή της ήταν τραχιά όταν απάντησε. «Καληνύχτα, Κρίστοφερ.» Ευτυχώς κατάφερε να συγκρατήσει τα δάκρυά της μέχρι να κλείσει ο Κρίστοφερ την πόρτα πίσω του. *** «Η άμαξα της λαίδης Μπέκινχολ είναι απέξω» είπε η Μέρι Γουίτσαν καθώς έμπαινε στο καθιστικό του σπιτιού το επόμενο απόγευμα. Ο Γουίντερ σήκωσε τα μάτια από το γράμμα που διάβαζε την κατάλληλη στιγμή για να δει ένα μικρό ασπρόμαυρο τεριέ να μπαίνει τρέχοντας στο δωμάτιο θαρρείς και ο χώρος του ανήκε. «Ω, έλα εδώ, Ντόντο» φώναξε η Μέρι. Έσκυψε και μάζεψε στην αγκαλιά της το σκυλί, που υπέκυψε χωρίς ούτε μισό γρύλισμα. Ο Γουίντερ ύψωσε το φρύδι, εντυπωσιασμένος. Η Ντόντο δεν έπαυε να του γρυλίζει όποτε την πλησίαζε. «Έχει κατεβεί η Πιτς;» «Όχι, κύριε» είπε λυπημένα η Μέρι. «Είναι ακόμα στο κρεβάτι και δε μιλάει, η καημενούλα. Αλλά η Ντόντο από δω αποφάσισε να εξερευνήσει το σπίτι. Μόλις σήμερα το πρωί η κυρά Μεντίνα αναγκάστηκε να την κυνηγήσει μακριά από τις τάρτες που κρύωναν πάνω στο τραπέζι της κουζίνας.» «Αχ.» Ο Γουίντερ αγριοκοίταξε το σκυλί που είχε κλείσει τα μάτια σαν να ήταν έτοιμο να πάρει έναν υπνάκο στην αγκαλιά της Μέρι. «Καλύτερα να αναθέσουμε σε μερικά από τα αγόρια να τον προσέχουν και να φροντίζουν να βγαίνει στο δρόμο για να κάνει τις ‘δουλειές’ του. Μπορείς να το αναλάβεις, Μέρι;» «Μάλιστα, κύριε.»
108
ELIZABETH HOYT
Το κορίτσι στράφηκε προς την πόρτα, αλλά ο Γουίντερ είχε θυμηθεί κάτι. «Μια στιγμή, Μέρι.» Γύρισε προς το μέρος του. «Ορίστε.» Ξεφύλλισε τα χαρτιά πάνω του, μέχρι που βρήκε ένα μικρό, διπλωμένο γράμμα. Το έτεινε στη Μέρι. «Η αδερφή μου έβαλε ένα σημείωμα για σένα μέσα στο γράμμα που μου έστειλε.» Το πρόσωπο του κοριτσιού φωτίστηκε και ο Γουίντερ συνειδητοποίησε ξαφνικά πως η Μέρι Γουίτσαν είχε αρχίσει να γίνεται μια πολύ όμορφη κοπελίτσα. Θα έπρεπε να προσέχουν τους νεαρούς γύρω της για τα επόμενα ένα-δυο χρόνια. «Ω, σας ευχαριστώ, κύριε!» Του άρπαξε το γράμμα και βγήκε από την πόρτα πριν ο Γουίντερ προλάβει να διαμαρτυρηθεί πως δεν είχε κάνει κάτι για να του αξίζει ευχαριστώ. Είχε μόλις διπλώσει το γράμμα όταν η πόρτα άνοιξε ξανά. Στο δωμάτιο μπήκε η λαίδη Μπέκινχολ, βγάζοντας ήδη το μπονέ της, ακολουθούμενη από την καμαριέρα της που κρατούσε ένα καλάθι. Πίσω τους ερχόταν ένας μικρόσωμος άντρας με ένα πανέμορφο ροδακινί μεταξωτό κοστούμι. Ο Γουίντερ σηκώθηκε και υποκλίθηκε. «Καλησπέρα σας, λαίδη μου.» «Καλησπέρα.» Στράφηκε στην καμαριέρα της. «Πες να μας φέρουν τσάι, σε παρακαλώ, Πίνκνι.» Κοίταξε τον Γουίντερ ενώ έπαιρνε το καλάθι από την Πίνκνι και το ακουμπούσε στο τραπέζι. «Έχω φέρει τα πιο νόστιμα κεκάκια με κρέμα. Πρέπει να φάτε τουλάχιστον τρία.» Εκείνος ύψωσε το φρύδι και είπε μαλακά: «Μόλις έφαγα μεσημεριανό.» «Όχι αρκετό όμως, πάω στοίχημα» του είπε, κοιτώντας τη μέση του αποδοκιμαστικά. «Σχεδιάζετε να με παχύνετε, λαίδη μου;» «Μεταξύ άλλων» του είπε ανάλαφρα. Φορούσε ένα φόρεμα με μπλε και λευκές ρίγες, που αναδείκνυε το γαλάζιο των ματιών της.
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
109
Ο Γουίντερ τράβηξε το βλέμμα του από τη φιγούρα της. «Και ποιος είναι αυτός;» ρώτησε, γνέφοντας προς τον μικρόσωμο άντρα με το ροδακινί κοστούμι. «Ο ράφτης σας.» Η λαίδη Μπέκινχολ χαμογέλασε γλυκά. «Αν έχετε την καλοσύνη, βγάλτε το παντελόνι σας.» Η καμαριέρα της λαίδης έμπαινε στο δωμάτιο την ώρα που το έλεγε αυτό. Φυσικά άρχισε να χαχανίζει πριν προλάβει να φέρει το χέρι στο στόμα και να αποσυρθεί σε μια καρέκλα στη γωνία. Ο Γουίντερ κοίταξε τη λαίδη Μπέκινχολ. «Αν πρόκειται στ’ αλήθεια να μου πάρουν μέτρα για κοστούμι, ίσως εσείς και η καμαριέρα σας θα έπρεπε να φύγετε πριν γδυθώ.» Η Ίζαμπελ ρουθούνισε υπεροπτικά καθώς έβγαζε ένα πιάτο διακοσμημένο με γαλάζια λουλούδια από το καλάθι και άρχιζε να αραδιάζει πάνω του τα νόστιμα κεκάκια. «Η Πίνκνι κι εγώ είμαστε απόλυτα ικανές να γυρίσουμε την πλάτη, σας διαβεβαιώ.» Το στόμα του σφίχτηκε καθώς προσπαθούσε να καλμάρει τον πανικό στο στήθος του. «Θα προτιμούσα να φύγετε.» «Κι εγώ θα προτιμούσα να μείνω σε περίπτωση που ο κύριος Χαρτ χρειαστεί να με συμβουλευτεί για το κόψιμο του κοστουμιού που θέλω να σας φτιάξει.» Την κοίταξε μισοκλείνοντας τα μάτια. Πέρα από την απρέπεια να γδυθεί στο ίδιο δωμάτιο με δύο γυναίκες, υπήρχε η πιθανότητα να δει ο ράφτης τις ουλές του –με πιο ευδιάκριτη εκείνη της περασμένης εβδομάδας– και να κάνει άβολες ερωτήσεις. Αλλά η Ίζαμπελ τον αγνόησε. Δυο κορίτσια είχαν μπει με το τσάι και τώρα η λαίδη Μπέκινχολ τα καθοδηγούσε πού να το αφήσουν. «Ο χορός της δούκισσας του Άρλινγκτον είναι σε πέντε μέρες μόλις. Μπορείτε να φτιάξετε ένα κοστούμι σε τόσο μικρό διάστημα, έτσι δεν είναι, κύριε Χαρτ;» ρώτησε μόλις τα κορίτσια έφυγαν. Σέρβιρε δυο φλιτζάνια τσάι, δίνοντας
110
ELIZABETH HOYT
το ένα στον Γουίντερ, πριν προσθέσει ζάχαρη και γάλα στο δικό της. Ο ράφτης υποκλίθηκε. «Ναι, λαίδη μου. Θα βάλω όλους τους βοηθούς μου να καταπιαστούν με το κοστούμι του κυρίου Μέικπις.» «Έξοχα!» Η λαίδη Μπέκινχολ ήπιε μια γουλιά τσάι. «Ω, ομολογώ πως είναι πολύ καλύτερο από την προηγούμενη φορά που σας επισκέφθηκα.» «Χαίρομαι ιδιαίτερα που είναι του γούστου σας» είπε ο Γουίντερ. «Σαρκασμός, κύριε Μέικπις. Το έχουμε συζητήσει ξανά» τον μάλωσε, μετά χωρίς να περιμένει απάντησή του, είπε: «Νομίζω πως στη συζήτηση έχετε βελτιωθεί αρκετά, αλλά δεν καταφέραμε να χορέψουμε καθόλου χθες. Έτσι, όταν τελειώσει ο κύριος Χαρτ…» Ο ράφτης παρενέβη σαν να περίμενε τη σειρά του. «Αν έχετε την καλοσύνη να σηκωθείτε και να βγάλετε τα εξωτερικά σας ρούχα, κύριε Μέικπις.» Ο Γουίντερ αναστέναξε σιωπηλά, αφήνοντας στην άκρη το φλιτζάνι του. Πρόσεξε πως και η λαίδη Μπέκινχολ και η καμαριέρα πίσω της είχαν σταματήσει αυτό που έκαναν και τον κοιτούσαν καλά-καλά. Ύψωσε το φρύδι. «Ω! Ω, μα φυσικά.» Η λαίδη Μπέκινχολ ίσιωσε την πλάτη και έκανε νόημα στην καμαριέρα να γυρίσει από την άλλη. Κοίταξε μια τελευταία φορά ερωτηματικά τον Γουίντερ και όταν η έκφρασή του δεν άλλαξε, γύρισε κι αυτή, μουρμουρίζοντας κάτι για ‘πουριτανικές ιδέες περί σεμνότητας’. Ο Γουίντερ περίμενε μια στιγμή για να σιγουρευτεί πως δε θα ξαναγύριζε προς το μέρος του και μετά έβγαλε το σακάκι και το γιλέκο του. Στο νου του επέστρεψε βίαια η μνήμη πως ήταν γυμνός μπροστά σ’ αυτήν τη γυναίκα μόλις πριν μια βδομάδα. Έστω κι αν η ίδια δεν το ήξερε. Το παντελόνι ακολούθησε και μετά απέμεινε μόνο με το
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
111
πουκάμισο και το εσώρουχό του. Έριξε μια ματιά στο ράφτη. «Και το πουκάμισο επίσης, σερ» είπε ο κύριος Χαρτ. «Η μόδα επιβάλλει τα στενά γιλέκα και σακάκια.» «Ναι, όντως» είπε η λαίδη Μπέκινχολ πάνω απ’ τον ώμο της. «Θέλω το κοστούμι να είναι ραμμένο με την τελευταία λέξη της μόδας.» Ο Γουίντερ μόρφασε αλλά έβγαλε το πουκάμισο. Ο ράφτης έγνεψε καταφατικά. «Αυτά προς το παρόν, σερ.» Ο Γουίντερ στάθηκε με τα μπράτσα τεντωμένα στα πλάγια, νιώθοντας ιδιαίτερα ανόητος καθώς ο ράφτης κινιόταν γύρω του με μια μεζούρα στα χέρια. «Εξασκηθήκατε καθόλου στην κολακεία;» ρώτησε η λαίδη Μπέκινχολ τη στιγμή που ο αντίχειρας του ράφτη, που κρατούσε τη μεζούρα, έσπρωξε προς τα πάνω το χαμηλότερο σημείο του εσώρουχού του. «Σύμφωνα με τις οδηγίες σας» απάντησε ο Γουίντερ, παρακολουθώντας το μάτι του κυρίου Χαρτ να πέφτει στην άκρη της ουλής που αποκαλύφθηκε κάτω από το ανασηκωμένο εσώρουχο. Ο ράφτης δίστασε, έπειτα συνέχισε τη δουλειά του. Η λαίδη Μπέκινχολ αναστέναξε πολύ σιγανά. Η προσοχή του Γουίντερ στράφηκε ξανά σ’ αυτήν. «Μένω έκθαμβος από τον τρόπο με τον οποίο μπορείτε να παραγγέλνετε το τσάι τόσο πολύ… ε… αποτελεσματικά, λαίδη μου.» Ο κύριος Χαρτ του έριξε ένα βλέμμα γεμάτο οίκτο. Μεσολάβησε μια μικρή παύση. «Σας ευχαριστώ, κύριε Μέικπις.» Η φωνή της ήχησε πνιχτή. «Πρέπει να ομολογήσω πως κάνετε τα πιο ευφάνταστα κομπλιμέντα.» «Η διδασκαλία σας με εμπνέει, κυρία μου.» Ο ράφτης έδειξε αμφίβολος. Ο Γουίντερ καθάρισε το λαιμό του. «Και φυσικά, ποιος δε θα ένιωθε, αχ… αγαλλίαση από την ομορφιά του προσώπου και της φιγούρας σας.»
112
ELIZABETH HOYT
Ανασήκωσε το φρύδι στον κύριο Χαρτ. Ο ράφτης έκανε μια γκριμάτσα σαν να έλεγε, Όχι άσχημα. Που ήταν πιθανότατα ό,τι καλύτερο θα έπαιρνε σαν σχόλιο σ’ αυτήν την τέχνη ο Γουίντερ. Αλλά η λαίδη Μπέκινχολ δεν είχε τελειώσει. Το κεφάλι της έγειρε στο πλάι στο άκουσμα της φράσης του, κάνοντας ένα μικρό κόσμημα μέσα στα λαμπερά μαλλιά της να αστράψει στο φως. «Η φιγούρα μου, κύριε Μέικπις;» Α, τώρα έμπαιναν σε επικίνδυνο έδαφος. «Ναι, η φιγούρα σας, λαίδη μου. Είναι δυνατή και θηλυκή, αλλά νομίζω πως αυτό το ξέρετε ήδη.» Εκείνη άφησε ένα γελάκι, σιγανό και βραχνό, στέλνοντας ρίγη στα μπράτσα του. «Ναι, αλλά μια κυρία δεν κουράζεται ποτέ να ακούει κομπλιμέντα, σερ. Πρέπει να το θυμάστε αυτό.» Η μικρή καμαριέρα της έγνεψε ζωηρά πως συμφωνούσε. «Αλήθεια;» Ο Γουίντερ κάρφωσε τα μάτια στην πλάτη της λαίδης Μπέκινχολ, ευχόμενος να μπορούσε να δει το πρόσωπό της. Το αισθησιακό της στόμα θα ήταν ελαφρά ανασηκωμένο με κέφι, τα γαλάζια της μάτια θα χόρευαν. Το κορμί του αντέδρασε στη σκέψη και χάρηκε ολόψυχα που ο κύριος Χαρτ ασχολιόταν τώρα με την πλάτη του. «Μα θα πρέπει να σας λούζουν στα κομπλιμέντα, λαίδη μου» είπε ο Γουίντερ. «Κάθε τζέντλεμαν που συναντάτε θα πρέπει σίγουρα να εκφράζει τον θαυμασμό του, την επιθυμία του να σας κάνει έρωτα. Και μιλάμε μόνο γι’ αυτούς που μπορεί να εκφράζουν δυνατά τέτοιες σκέψεις. Ολόγυρά σας υπάρχουν άντρες που δεν μπορούν να δηλώσουν τον θαυμασμό τους, που πρέπει να παραμείνουν βουβοί από έλλειψη ανάλογης κοινωνικής θέσης ή από φόβο μήπως σας προσβάλλουν. Μόνο που οι σκέψεις τους φωτίζουν τον αέρα γύρω σας, ακολουθώντας σας όπως το άρωμα, μεθυστικό αλλά αόρατο.» Την άκουσε να παίρνει μια ξαφνιασμένη ανάσα.
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
113
Η καμαριέρα αναστέναξε ονειροπόλα. Ο κύριος Χαρτ είχε σταματήσει τις σβέλτες, επιδέξιες κινήσεις του, αλλά μόλις ο Γουίντερ τον κάρφωσε με το βλέμμα, συνήλθε και καταπιάστηκε ξανά με τη δουλειά του. «Σας ευχαριστώ, κύριε Μέικπις» είπε η λαίδη Μπέκινχολ σιγανά. «Ήταν… ήταν υπέροχο.» Ο Γουίντερ ανασήκωσε τους ώμους, παρ’ όλο που εκείνη δεν μπορούσε να τον δει. «Λέω απλά την αλήθεια.» «Με…» Η Ίζαμπελ κοντοστάθηκε και έπειτα είπε βραχνά: «Με θεωρείτε ρηχή που απολαμβάνω τέτοια κομπλιμέντα;» Η πλάτη της ήταν ίσια και σίγουρη, αλλά ο λαιμός της, γυμνός αφού τα μαλλιά της ήταν σηκωμένα, ήταν λευκός και λεπτός και έκρυβε μια υποψία τρωτότητας. Ήταν τόσο άμεση, τόσο σίγουρη για τον εαυτό της, ώστε δεν είχε προσέξει νωρίτερα την ευάλωτη πλευρά της. «Πιστεύω πως μερικές φορές σας αρέσει να κρύβεστε πίσω από τη μάσκα της ευθυμίας, λαίδη μου.» Καθάρισε το λαιμό του. «Επίσης πιστεύω πως όταν μπαίνετε σε ένα δωμάτιο, όλα τα μάτια στρέφονται πάνω σας. Λάμπετε σαν πυρσός, φωτίζοντας και τις σκοτεινότερες γωνιές, λαμπρύνοντας ακόμα κι εκείνους που νόμιζαν πως ήταν ήδη καλοφωτισμένοι. Φέρνετε χαρά και κέφι και αφήνετε πίσω σας μια λάμψη που δίνει ελπίδα σε αυτούς που έχετε αφήσει.» «Κι εσείς, κύριε Μέικπις; Είστε από εκείνους που θεωρούσαν πως ήταν καλοφωτισμένοι;» «Εγώ είμαι σκοτεινός σαν τάφρος.» Τώρα χαιρόταν που του είχε γυρισμένη την πλάτη. «Ακόμα και ο πυρσός σας θα δυσκολευτεί να φωτίσει τα βάθη μου.» *** Μια σκοτεινή τάφρος; Η Ίζαμπελ δεν άντεξε να μη γυρίσει ακούγοντας τα λόγια του κυρίου Μέικπις. Στεκόταν με τα μπράτσα του απλωμένα σε έκταση, κα-
114
ELIZABETH HOYT
θώς ο κύριος Χαρτ μετρούσε το μήκος του μανικιού. Της κόπηκε η ανάσα. Η πόζα έμοιαζε με ζωντανό σκίτσο του Βιτρουβιανού Ανθρώπου. Και όπως το αριστούργημα του Ντα Βίντσι, έτσι και το γυμνό του στήθος ήταν ένα έργο τέχνης. Μύες φούσκωναν πάνω στα τεντωμένα μπράτσα του, φλέβες από τους δικέφαλούς του ξεχώριζαν καθαρά. Το στήθος του ήταν λείο και φαρδύ. Μόνο μερικές κατσαρές τριχούλες υπήρχαν διάσπαρτες ανάμεσα στις σκούρες θηλές του, ενώ δυο πυκνοί θύσσανοι φύτρωναν στις μασχάλες του. Η Ίζαμπελ ανακάλυψε πως η ανάσα της είχε γίνει πιο γρήγορη στη θέα του. Ήταν λάθος, το ήξερε. Δεν έπρεπε να τον κοιτάζει έτσι. Δεν έπρεπε να αναρωτιέται πώς ένας διευθυντής σχολείου κατάφερνε να είναι τόσο υπέροχα μυώδης. Θαρρείς και μαζί με τα ρούχα του είχε πέσει μια στρώση συγκάλυψης. Το σώμα του ήταν εξίσου αρρενωπά όμορφο με εκείνο του τελευταίου γυμνού άντρα που είχε δει –του Φαντάσματος του Σεντ Τζάιλς. Καθώς τα μάτια της κατέβαιναν στο πόδι του, εκείνος γύρισε ελαφρά, κρύβοντας τον δεξιό του μηρό. Για μια στιγμή τα μάτια της μισόκλεισαν. Ο ράφτης άφησε ένα μικρό βογκητό, κάνοντας την Ίζαμπελ να βγει από την ονειροπόλησή της. Το βλέμμα της ανέβηκε να συναντήσει τα μάτια του κυρίου Μέικπις. Παρά την επιμονή του να έχει γυρισμένη την πλάτη της όταν θα γδυνόταν, δεν έδειχνε το παραμικρό σημάδι ντροπής τώρα που στεκόταν μπροστά της μόνο με το εσώρουχο. Τα μάτια του συνάντησαν τα δικά της, περήφανα και προκλητικά, αλλά η Ίζαμπελ μπορούσε να διακρίνει τα βάθη τους, για τα οποία είχε μιλήσει. «Γιατί είσαι μια σκοτεινή τάφρος;» τον ρώτησε. Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους με χάρη. «Ζω και εργάζομαι στο χειρότερο μέρος του Λονδίνου, λαίδη μου. Εδώ οι άνθρωποι ζητιανεύουν, κλέβουν και εκδίδονται, προσπαθώντας να καλύψουν τις πιο βασικές ανθρώπινες ανάγκες:
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
115
τροφή, νερό, στέγη και ρουχισμό. Δεν έχουν το χρόνο να σηκώνουν το κεφάλι από τα βάσανά τους, δεν έχουν το χρόνο να ζήσουν σαν ανθρώπινα όντα, ευλογημένα από τον Θεό με το δώρο του γέλιου και της αγάπης.» Είχε κατεβάσει τα χέρια καθώς μιλούσε, κάνοντας ασυναίσθητα ένα βήμα πιο κοντά της. Τώρα σήκωσε το χέρι του και έδειξε το ταβάνι, με τους μυς του βραχίονά του να σφίγγονται. «Η Πιτς είναι ακόμα ξαπλωμένη επάνω. Κακοποιήθηκε και εγκαταλείφθηκε. Ένα παιδί που θα έπρεπε να το έχουν περιθάλψει και αγαπήσει σαν ενσάρκωση όλων των καλών ετούτου του κόσμου. Να τι είναι το Σεντ Τζάιλς. Να πού ζω. Δε θα το βρίσκατε παράξενο, επομένως, αν χοροπηδούσα από χαρά; Αν γελούσα και χαχάνιζα;» Το γυμνό του στήθος ανεβοκατέβαινε φουρτουνιασμένο, αγγίζοντας σχεδόν το μπούστο του φορέματός της τώρα που ήταν τόσο κοντά. Χρειάστηκε να γείρει πίσω το κεφάλι της για να κρατήσει τη ματιά του και ανακάλυψε πως κάθε εισπνοή της έφερνε μέσα της και τη μεθυστική μυρωδιά του. Αρσενικός, γνήσιος αρσενικός. Ξεροκατάπιε. «Κι άλλοι δουλεύουν εδώ και δεν είναι ένας μαύρος λάκκος. Οι αδερφές σας έχουν δουλέψει εδώ. Νομίζετε πως είναι λιγότερο οξυδερκείς από εσάς;» Είδε τα ρουθούνια του να ανοιγοκλείνουν σαν να είχε νιώσει κι αυτός τη δική της μυρωδιά. «Δεν ξέρω. Το μόνο που ξέρω είναι πως το σκοτάδι σχεδόν με αναλώνει. Είναι ένα κτήνος με το οποίο παλεύω κάθε μέρα. Το σκοτάδι είναι ο σταυρός που κουβαλάω.» Αυτός ήταν ο αληθινός Γουίντερ Μέικπις, που κρυβόταν κάτω από τη μάσκα που φορούσε κανονικά; Ήθελε να τον αγγίξει, ήθελε να του χαϊδέψει το μάγουλο, να νιώσει τη θέρμη της επιδερμίδας του και να του πει πως πρέπει να νικήσει, πως πρέπει να πολεμήσει το σκοτάδι που τον καταλάμβανε. Να του πει θα το νικούσε αυτή για χάρη του αν μπορούσε. Και την ίδια στιγμή, απολάμβανε εκείνη την
116
ELIZABETH HOYT
πλευρά του. Ήταν στ’ αλήθεια μόνο σκοτάδι ο άντρας κάτω από τη μάσκα; Ή ήταν εν μέρει και πάθος; Αλλά εκείνη τη στιγμή ο κύριος Χαρτ καθάρισε το λαιμό του. «Πιστεύω πως τελείωσα, λαίδη μου.» Ο κύριος Μέικπις αμέσως πισωπάτησε, με μάτια ανεξιχνίαστα, και έπιασε το πουκάμισό του. «Ασφαλώς.» Η φωνή της Ίζαμπελ βγήκε σχεδόν τσιριχτή. Ξεροκατάπιε. «Σας ευχαριστώ για το χρόνο σας, κύριε Χαρτ.» «Ευχαρίστησή μου, λαίδη μου.» Ο ράφτης υποκλίθηκε και βγήκε βιαστικά από το δωμάτιο κρατώντας τις σημειώσεις του. Ο κύριος Μέικπις έβαζε το παντελόνι του τώρα, με την πλάτη γυρισμένη. Η Πίνκνι τον παρακολουθούσε άπληστα από την άλλη άκρη του δωματίου. Η Ίζαμπελ της έριξε μια αυστηρή ματιά ενώ έψαχνε να βρει κάτι να του πει. Ήταν πολύ δύσκολο να κάνει μια τόσο προσωπική συζήτηση με… την πλάτη του. «Ελπίζω ότι ο… ο πυρσός μου, όπως τον αποκαλέσατε, μπορεί να φέρει φως στο σκοτάδι σας, κύριε Μέικπις. Ειλικρινά…» Εκείνος στράφηκε απότομα, πιάνοντας το γιλέκο και το σακάκι του. «Ζητώ συγνώμη, λαίδη Μπέκινχολ, αλλά έχω δουλειές να κάνω σήμερα που δε γίνεται να περιμένουν. Ελπίζω να με συγχωρήσετε.» Εντάξει λοιπόν, καταλάβαινε πότε την έδιωχναν. Η Ίζαμπελ χαμογέλασε λαμπερά, προσπαθώντας να κρύψει τον κοφτερό πόνο που προκάλεσαν στο στήθος της τα λόγια του. «Φυσικά, ούτε που θα το σκεφτόμουν να διακόψω τη δουλειά σας. Αλλά θα πρέπει να αρχίσουμε τα μαθήματα χορού. Να πούμε αύριο το απόγευμα;» «Ναι, είναι μια χαρά» της είπε τραχιά και με μια σύντομη υπόκλιση, βγήκε από το δωμάτιο. «Θα χρειαστεί πολύ περισσότερα μαθήματα» είπε η Πίνκνι, προφανώς μονολογώντας. Έπιασε το βλέμμα της Ίζα-
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
117
μπελ και ίσιωσε την πλάτη. «Ω, συγνώμη, λαίδη μου.» «Δεν πειράζει» απάντησε η Ίζαμπελ αφηρημένα. Ο κύριος Μέικπις όντως χρειαζόταν πολύ περισσότερα μαθήματα –ίσως πιο πολλά απ’ όσα θα μπορούσαν να κάνουν πριν από το χορό της δούκισσας του Άρλινγκτον. Η Ίζαμπελ έστειλε την Πίνκνι να βρει το αγόρι για να φέρει την άμαξα και μετά άρχισε να βηματίζει μέσα στο μικρό καθιστικό, μελετώντας το πρόβλημα του κυρίου Μέικπις. Ο απότομος τρόπος του –που κάποιες φορές άγγιζε τα όρια της αγένειας– δεν ήταν απλώς ζήτημα καλών τρόπων. Στο κάτω-κάτω, δεν είχε γεννηθεί σε καμιά σπηλιά, όπου τον είχαν μεγαλώσει λύκοι. Όχι, προερχόταν από μια ευυπόληπτη οικογένεια. Η αδερφή του, η Τέμπερανς, είχε καταφέρει να αποκτήσει όλες τις κοινωνικές δεξιότητες –σε τέτοιο βαθμό που προσαρμόστηκε άνετα στο ρόλο της συζύγου ενός βαρόνου– έστω κι αν δεν είχε γίνει απόλυτα αποδεκτή από την αριστοκρατία. Η Πίνκνι επέστρεψε για να ανακοινώσει ότι η άμαξα είχε έρθει. Η Ίζαμπελ κατένευσε αφηρημένα και ξεκίνησε πρώτη για την έξοδο. Μουρμούρισε ένα ευχαριστώ στον Χάρολντ που τη βοήθησε να ανεβεί στην άμαξα και μετά έγειρε πίσω στο κάθισμά της. «Έχετε αποφασίσει τι θα φορέσετε στο χορό των Άρλινγκτον;» ρώτησε η Πίνκνι διστακτικά από το απέναντι κάθισμα. Η Ίζαμπελ ανοιγόκλεισε τα βλέφαρα σαν χαμένη και κοίταξε την καμαριέρα της. Η Πίνκνι φαινόταν λίγο πεσμένη. «Το ολοκαίνουργιο κρεμ με το κέντημα, νομίζω. Ή μήπως εκείνο με τις χρυσές ρίγες;» Μίλα για μόδα και να δεις για πότε ζωντανεύει η Πίνκνι. «Ω, το κεντητό κρεμ» είπε η καμαριέρα αποφασιστικά. «Τα σμαράγδια θα δείχνουν υπέροχα πάνω του και μόλις παραλάβαμε μισή ντουζίνα από εκείνες τις δαντελένιες κάλτσες που παρήγγειλα. Φτιαγμένες σύμφωνα με τη γαλλική μόδα.»
118
ELIZABETH HOYT
«Μμμ» μουρμούρισε η Ίζαμπελ, με το μυαλό της να μη μπορεί πραγματικά να συγκεντρωθεί στο θέμα. «Υποθέτω πως μπορώ να φορέσω και τα κεντητά κρεμ παπούτσια μαζί.» Μεσολάβησε μια αποδοκιμαστική σιωπή από την άλλη πλευρά της άμαξας που έκανε την Ίζαμπελ να σηκώσει το βλέμμα. Τα όμορφα φρύδια της Πίνκνι είχαν σμίξει σε ένα σχεδόν αυστηρό κατσούφιασμα. «Τα κρεμ έχουν φθαρεί στα τακούνια.» «Αλήθεια;» Η Ίζαμπελ δεν το είχε προσέξει, οπότε θα πρέπει να ήταν πολύ μικρή φθορά. «Σίγουρα όχι τόσο που…» «Θα ’ταν καλύτερα να πάρετε καινούργια –ίσως ντυμένα με χρυσό ύφασμα» είπε η Πίνκνι με ζέση. «Θα μπορούσαμε να πάμε στον τσαγκάρη σήμερα το απόγευμα.» «Πολύ καλά.» Η Ίζαμπελ αναστέναξε, έχοντας συμβιβαστεί με ένα απόγευμα για ψώνια. Συνήθως αυτή η δραστηριότητα ήταν αρκετά ευχάριστη, αλλά ετούτη τη στιγμή το μυαλό της ήταν στο αίνιγμα που αποτελούσε ο κύριος Μέικπις, αφού είχε μόλις καταλήξει σε μια σημαντική συνειδητοποίηση σχετικά μ’ αυτόν τον άτιμο. Αν η αγένεια του κυρίου Μέικπις δεν προερχόταν από την ανατροφή του, τότε θα πρέπει να ήταν έμφυτη –ένα βασικό κομμάτι του χαρακτήρα του. Κι αν ήταν έτσι –και η Ίζαμπελ πολύ φοβόταν πως ήταν– τότε ήταν πολύ πιο δύσκολο απ’ όσο είχε υπολογίσει να τον διδάξει καλούς τρόπους. Γιατί ή θα έπρεπε να μάθει ο κύριος Μέικπις να φοράει μονίμως μια μάσκα ψεύτικου καθωσπρεπισμού στις κοινωνικές του επαφές –κάτι στο οποίο εκείνος δεν πίστευε κατ’ ουδένα τρόπο– ή θα έπρεπε να τον φέρει η Ίζαμπελ στο φως και να του μάθει να βλέπει τον κόσμο σαν ένα πιο χαρούμενο τόπο. Κι αυτό ήταν πραγματικά δύσκολο έργο.
Κεφάλαιο Έξι Καθώς ο Αρλεκίνος κείτονταν στο χώμα, με το αίμα του να χύνεται σε ένα λούκι στο μέσον του δρόμου, ένας παράξενος άντρας πλησίασε. Ο άντρας φορούσε μια κάπα που τον έκρυβε σχεδόν ολόκληρο, αλλά και πάλι μπορούσε να δει κανείς πως βάδιζε πάνω σε οπλές τράγου. Ο άντρας κάθισε δίπλα στον ημιθανή Αρλεκίνο και έβγαλε μια άσπρη πήλινη πίπα από την τσέπη του. Άναψε την πίπα και κοίταξε τον Αρλεκίνο. «Λοιπόν, Αρλεκίνε» είπε «θα ’θελες να εκδικηθείς ο ίδιος τους εχθρούς σου…;» -από το Ο Θρύλος του Αρλεκίνου Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς
Ο Γουίντερ Μέικπις πήδηξε πάνω από το κενό ανάμεσα σε δυο στέγες και προσγειώθηκε μαλακά. Γλίστρησε λίγο προς τα πίσω πάνω στην απότομη δεύτερη στέγη, με τις μπότες του να γδέρνουν τις πλάκες, αλλά κατάφερε να συγκρατηθεί με την ευκολία που χαρίζει η μακρόχρονη εξάσκηση. Απόψε ήταν το Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς. Άκουσε ένα αμυδρό βογκητό στο δρόμο από κάτω καθώς περνούσε, αλλά δε σταμάτησε να κοιτάξει. Έπαιρνε ρίσκο,
120
ELIZABETH HOYT
αφού ο ήλιος δεν είχε δύσει ακόμα και πάντα προτιμούσε να δρα σαν Φάντασμα κάτω από την κάλυψη της νύχτας, αλλά δε σκόπευε να χάσει άλλο ένα παιδί. Νωρίτερα σήμερα, μόλις που είχαν καθίσει για το δείπνο στο σπίτι, όταν ήρθε η είδηση πως ένα παιδί χρειαζόταν τη βοήθειά τους. Μια γυναίκα της νύχτας είχε υποκύψει σε μια από τις πολλές αρρώστιες που μάστιζαν το επάγγελμά της, αφήνοντας πίσω ένα παιδί ούτε τριών ετών. Δυστυχώς, αυτή ήταν μια συνηθισμένη ιστορία στο Σεντ Τζάιλς –και ο λόγος για τον οποίο υπήρχε το ίδρυμα. Ο Γουίντερ δεν μπορούσε να μετρήσει τις φορές που είχε στείλει έναν υπηρέτη ή είχε πάει ο ίδιος για να βρει ένα ορφανεμένο παιδί και να το φέρει στο σπίτι. Η διαφορά σ’ αυτήν την περίπτωση ήταν ότι κάποιος είχε προλάβει τον απεσταλμένο του σπιτιού τις τελευταίες δύο φορές. Ο Γουίντερ πολύ φοβόταν πως κάποιος –κάποιος οργανωμένος– έκλεβε τα ορφανεμένα παιδιά από τους δρόμους του Σεντ Τζάιλς. Έτρεξε στο πιο ψηλό σημείο της στέγης και πήδηξε στην πιο χαμηλή διπλανή. Τα κτίρια του Σεντ Τζάιλς δεν ήταν κανονικά σχεδιασμένα. Κατοικίες, μαγαζιά, αποθήκες και εργαστήρια είχαν όλα κτιστεί φύρδην-μίγδην, μερικές φορές κυριολεκτικά το ένα πάνω στο άλλο. Αποτελούσε έναν απίστευτο λαβύρινθο για τους ξένους, αλλά ο Γουίντερ μπορούσε να τον διασχίσει με κλειστά τα μάτια. Κι από στέγη σε στέγη μάλιστα. Φυσικά, είχε στείλει τον Τόμι να φέρει το παιδί στο σπίτι, αλλά ο Γουίντερ ήλπιζε να φτάσει εκεί πριν από τον Τόμι. Είχε σηκωθεί από το τραπέζι, λέγοντας πως τον ενοχλούσε πάλι το πόδι του, είχε φορέσει βιαστικά το κοστούμι του Φαντάσματος και είχε βγει από το παράθυρο του υπνοδωματίου του κάτω από τη μαρκίζα. Τώρα έριξε μια ματιά κάτω και είδε ότι βρισκόταν πάνω από την Τσάπελ Άλεϊ. Ο ιδιοκτήτης του κηροποιείου που εί-
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
121
χε αναφέρει την ύπαρξη του ορφανού είχε πει ότι η μητέρα του παιδιού ζούσε σε ένα δωμάτιο ούτε εκατό μέτρα από την οδό Φίνιξ. Ο Γουίντερ πήδηξε στο μπαλκόνι από κάτω και χρησιμοποίησε τη γωνία του τούβλινου κτιρίου για να κρατηθεί καθώς κατέβαινε στο δρόμο. Δίπλα στον τοίχο του σοκακιού, ένα κοριτσάκι γύρω στα δέκα παρακολουθούσε την κάθοδό του με γουρλωμένα μάτια, σφίγγοντας ένα καλάθι στο στήθος του. Λίγοι μαραμένοι πανσέδες στον πάτο του καλαθιού είχαν σίγουρα απομείνει μετά από μια μέρα που πουλούσε λουλούδια. «Πού μένει η Νέλι Μπρουμ;» ρώτησε ο Γουίντερ το κοριτσάκι, δίνοντας το όνομα της νεκρής πόρνης. Το κοριτσάκι έδειξε ένα ετοιμόρροπο κτίριο στην άκρη του δρόμου. «Δεύτερο πάτωμα, στο πίσω μέρος, αλλά πέθανε το πρωί.» «Το ξέρω.» Ο Γουίντερ έγνεψε ένα ευχαριστώ. «Έχω έρθει για το παιδί.» «Καλύτερα να βιαστείς τότε» είπε το κοριτσάκι. Ο Γουίντερ σταμάτησε και γύρισε να την κοιτάξει. «Γιατί αυτό;» Η μικρή ανασήκωσε τους ώμους. «Οι κλέφτες κοριτσιών έχουν πάει κιόλας.» Ο Γουίντερ γύρισε κι άρχισε να τρέχει. Κλέφτες κοριτσιών; Αυτή ήταν η οργανωμένη ομάδα απαγωγέων που λυμαίνονταν το Σεντ Τζάιλς –και ήταν άραγε τόσο γνωστοί ώστε να τους έχει δώσει όνομα το κοριτσάκι; Έσπρωξε την εξώπορτα του σπιτιού που είχε δείξει το κοριτσάκι. Μέσα, ακριβώς απέναντι απ’ την εξώπορτα ξεκινούσε μια στενή σκάλα. Ο Γουίντερ την ανέβηκε στις μύτες των ποδιών, προσέχοντας να μην προειδοποιήσει τη λεία του. Η σκάλα έβγαζε σε ένα μικροσκοπικό κεφαλόσκαλο με μία μοναδική πόρτα. Ο Γουίντερ την άνοιξε, αιφνιδιάζοντας την οικογένεια που δειπνούσε μέσα. Τρία παιδιά μαζεύτηκαν γύρω απ’ τις φούστες της μητέρας τους, σφίγγοντας
122
ELIZABETH HOYT
μπουκιές ψωμιού στα χεράκια τους. Ο πατέρας, ένας λιπόσαρκος τύπος με πλούσια κόκκινα μαλλιά, έδειξε με τον αντίχειρα πάνω απ’ τον ώμο του ένα σημείο όπου ο Γουίντερ διέκρινε μια άλλη πόρτα. Έγνεψε σιωπηλά στον άντρα και προχώρησε. Η πόρτα οδηγούσε σε ένα μικρότερο δωμάτιο που είχε προφανώς χωριστεί από το κεντρικό. Δύο κουρελιασμένες γυναίκες ζάρωναν στη γωνία. Απέναντί τους υπήρχε ένα ανοιχτό παράθυρο. Ο Γουίντερ δε χρειαζόταν να ρωτήσει. Πήγε μέχρι το παράθυρο και έσκυψε έξω. Η απόσταση μέχρι το δρόμο ήταν τουλάχιστον έξι μέτρα, αλλά ένα στενό πεζούλι διέτρεχε το κάτω μέρος του παραθύρου. Ο Γουίντερ πέρασε το πόδι έξω, πιάστηκε από το πάνω μέρος του παραθύρου και βγήκε στο πεζούλι. Περίπου ένα μέτρο πιο πάνω, είδε τα πόδια ενός άντρα να εξαφανίζονται. Ο Γουίντερ γραπώθηκε από την ετοιμόρροπη μαρκίζα και τράβηξε το σώμα του πάνω. Στη στέγη στεκόταν ένας άντρας και ένας πιτσιρικάς –και στα χέρια του πιτσιρικά ήταν ένα παιδί, τόσο τρομαγμένο που ούτε καν έκλαιγε. Ο άντρας άφησε μια κραυγή βλέποντας τον Γουίντερ να ανεβαίνει απ’ τη μαρκίζα. «Το Φάντασμα! Ήρθε το Φάντασμα να μας πάρ’ στην κόλαση!» «Τρέχα!» φώναξε ο μικρός και γύρισαν να το βάλουν στα πόδια. Όμως ο Γουίντερ τούς είχε ορμήσει ήδη, με το αίμα να σφυροκοπά στις φλέβες του και τη δίκαιη οργή σχεδόν να τον τυφλώνει. Άρπαξε το σακάκι του άντρα, τραβώντας τον προς τα πίσω. Εκείνος έριξε μια πανικόβλητη γροθιά που ο Γουίντερ απέκρουσε με τον ώμο πριν ξαπλώσει τον άντρα ξερό με ένα χτύπημα στο σαγόνι. Ο μικρός δεν είχε σταματήσει. Πλησίαζε τώρα στην άκρη της στέγης, προσπαθώντας να αποφασίσει αν θα κατάφερνε το άλμα δύο μέτρων μέχρι την απέναντι στέγη. Έκανε ένα βήμα πίσω για να πάρει φόρα, με το παιδί στα χέρια. Και τότε ο Γουίντερ τον άρπαξε.
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
123
Ο μικρός τινάχτηκε σαν φίδι και βύθισε τα δόντια του στον καρπό του Γουίντερ. Ο Γουίντερ έσφιξε τα δόντια και βούτηξε τον πιτσιρικά απ’ τα μαλλιά, ταρακουνώντας τον σαν ποντικό. Ο μικρός άφησε τον καρπό του ενώ ταυτόχρονα άφηνε και το παιδί απ’ τα χέρια του. Το παιδί κατρακύλησε στη στέγη, φτάνοντας μέχρι την άκρη και απόμεινε σαν υπνωτισμένο, με τα ματάκια του να κοιτάζουν γουρλωμένα τον Γουίντερ. Με το ελεύθερο χέρι του, ο Γουίντερ έπιασε το πόδι του παιδιού και το τράβηξε μακριά απ’ την άκρη της στέγης. Το παιδί ήταν τυλιγμένο σε μια κουβέρτα, που πιάστηκε στις πλάκες της στέγης καθώς το τραβούσε, αφήνοντάς το τελείως γυμνό. Ο Γουίντερ έσκυψε και έριξε τη μια άκρη της κουβέρτας πάνω στο παιδί, ψιθυρίζοντας: «Μείνε εκεί.» Το αγοράκι κατένευσε βουβά. Μετά ο Γουίντερ στράφηκε στον πιτσιρικά που κρατούσε ακόμα από τα μαλλιά. Τον ταρακούνησε ξανά. «Θα μπορούσες να ’χες ρίξει το παιδί απ’ τη στέγη.» Ο μικρός ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους. «Έχει ένα σωρό άλλα από κει πού ’ρχεται, δεν είναι; ’Ξάλλου, είν’ αγόρι.» Τα μάτια του Γουίντερ μισόκλεισαν. «Ο προαγωγός που δουλεύεις δεν παίρνει αρσενικά παιδιά;» «Δεν έχουν τα ευλύγιστα δάχτυλα των κοριτσιών, σωστά;» Ο μικρός γύμνωσε τα δόντια σαν λυσσασμένο σκυλί. «’Ξάλλου, δε δουλεύω για κανένα σιχαμένο προαγωγό. Καλά θα κάνεις να φοβάσαι τον άντρα που με πληρώνει… είν’ αριστοκράτης… αριστοκράτης, το ξέρεις;» «Τι αριστοκράτης;» Τα μάτια του πιτσιρικά πέταξαν πάνω από τον ώμο του Γουίντερ. Εκείνος έσκυψε στο πλάι και μόλις πρόλαβε να αποφύγει το χτύπημα που προοριζόταν για το κεφάλι του. Ο μεγαλύτερος άντρας πήδηξε πίσω. Αλλά ο μικρός τού είχε ξεφύγει
124
ELIZABETH HOYT
τώρα κι έτρεχε ήδη πίσω από τον άλλο καθώς το έσκαγαν πάνω απ’ τις στέγες. Ο Γουίντερ έκανε ενστικτωδώς να τρέξει πίσω τους, αλλά συγκρατήθηκε απότομα όταν θυμήθηκε το αγοράκι. Στράφηκε πάλι στο παιδί. Το αγόρι ήταν ξαπλωμένο εκεί όπου ο Γουίντερ το είχε αφήσει, ακίνητο ακόμα. Τα μάτια του γούρλωσαν πιο πολύ όταν το πλησίασε και το πήρε αγκαλιά, τυλίγοντάς το στην κουρελιασμένη κουβέρτα. Ήταν υπερβολικά ελαφρύ –αναμφισβήτητα υποσιτισμένο όπως τόσα άλλα παιδιά στο Σεντ Τζάιλς. Αν είχε ρούχα πριν από το θάνατο της μητέρας του, οι άλλοι ένοικοι του σπιτιού τα είχαν σίγουρα κλέψει. Ένα σκοτεινό βάρος έπεσε στους ώμους του Γουίντερ. Μπορεί να είχε σώσει ετούτο το αγοράκι, αλλά χωρίς αμφιβολία οι ‘κλέφτες κοριτσιών’ έτρεχαν τώρα κάπου αλλού στο Σεντ Τζάιλς, αναζητώντας ακόμα τα θηράματά τους για απόψε, την ίδια στιγμή που αυτός στεκόταν εδώ. «Πώς σε λένε;» του ψιθύρισε ο Γουίντερ, σπρώχνοντας τις χρυσές μπουκλίτσες του προς τα πίσω. Το παιδί άπλωσε το στρουμπουλό του χεράκι και άγγιξε την καμπουριαστή μύτη της μάσκας του Γουίντερ με θαυμασμό. Με αυτήν την κίνηση, ένα κομματάκι χαρτί έπεσε από τη μικρή γροθιά του. Ο Γουίντερ έσκυψε και το μάζεψε. Το παιδί ήταν γυμνό, οπότε θα πρέπει να είχε αρπάξει το χαρτί από τον πιτσιρικά που το κρατούσε. Ο Γουίντερ δεν μπορούσε να καταλάβει τι έγραφε το χαρτί, αλλά μπορούσε να νιώσει πως αποτελούσε κομμάτια μιας κέρινης σφραγίδας. Το έβαλε προσεκτικά στην τσέπη του και μετά τύλιξε και τα δυο του χέρια γύρω από το αγοράκι. «Καλύτερα να σε πάμε στο σπίτι, Τζόζεφ Τσανς*.» *ΣτΜ: Chance: Σύμπτωση – Όλα τα παιδιά του ιδρύματος παίρνουν το όνομα Μέρι για τα κορίτσια και Τζόζεφ για τα αγόρια, αλλά το επώνυμο έχει πάντα σχέση με τον τρόπο που βρέθηκαν.
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
125
*** «Πάμε, λοιπόν» είπε η Ίζαμπελ το επόμενο απόγευμα. «Το πιο σημαντικό πράγμα που πρέπει να θυμάστε όταν χορεύετε με μια κυρία είναι να μην της πατήσετε τα δάχτυλα.» Ο Γουίντερ Μέικπις, ντυμένως ως συνήθως με μαύρο γιλέκο και σακάκι, έμοιαζε περισσότερο με ελαφρώς σαστισμένο σκιάχτρο. Της έγνεψε μελαγχολικά. «Θα φροντίσω να προφυλάξω τα δάχτυλά σας, λαίδη μου.» «Ωραία.» Η Ίζαμπελ πήρε μια ανάσα και κοίταξε μπροστά. Βρίσκονταν στην αίθουσα χορού του σπιτιού της –έναν εξαιρετικά ευχάριστο χώρο με πατώματα από μαύρο και πράσινο μάρμαρο και με το περιζήτητο κλαβεσίνο της, βαμμένο κόκκινο με επίχρυσες διακοσμήσεις. «Ο κύριος Μπάτερμαν έχει κάποιο ταλέντο στο πιάνο και συμφώνησε να μας παρέχει τη μουσική για να χορέψουμε.» Ο μπάτλερ υποκλίθηκε σοβαρά από τη θέση του μπροστά στο κλαβεσίνο. «Πολύ ευγενικό» μουρμούρισε ο κύριος Μέικπις. Η Ίζαμπελ του έριξε μια κοφτερή ματιά αλλά ένιωσε μια μικρή έκπληξη όταν δεν είδε τον παραμικρό σαρκασμό στην έκφρασή του. Στην πραγματικότητα, έκανε ένα νεύμα ευχαριστίας στον μπάτλερ, ο οποίος, δείχνοντας επίσης λιγάκι έκπληκτος, ανταπέδωσε το νεύμα. Ίσως φύλαγε τον σαρκασμό του μόνο για εκείνη. Πολύ καταθλιπτική σκέψη. «Να αρχίσουμε;» ρώτησε κοφτά, απλώνοντάς του το χέρι. Ο Γουίντερ έπιασε το χέρι της μέσα στα ζεστά δάχτυλά του και την κοίταξε σοβαρός. «Όπως επιθυμείτε.» «Με το τρία. Και ένα και δύο και τρία.» Άρχισε να κινείται στα βήματα που νωρίτερα του είχε δείξει και έμεινε κατάπληκτη συνειδητοποιώντας πως εκείνος όχι μόνο τα είχε καταλάβει με την πρώτη φορά, αλλά και ότι κινιόταν με μεγάλη χάρη.
126
ELIZABETH HOYT
Του έριξε μια πλάγια ματιά ανακαλύπτοντας πως κι αυτός την κοιτούσε, με μια αμυδρά χιουμοριστική έκφραση στο πρόσωπο σαν να ήξερε τις σκέψεις της. «Πότε μάθατε να χορεύετε, λαίδη μου;» Βρέθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο για μια στιγμή κι ύστερα χωρίστηκαν και βημάτισαν μαλακά προς τα πίσω, απομακρυνόμενοι ο ένας από τον άλλο. «Ω, όταν ήμουν κοριτσάκι» είπε ξέπνοα, παρ’ όλο που ο χορός ήταν αργός. «Είχα έναν δάσκαλο χορού όταν ήμουν δώδεκα ετών και μοιραζόμουν τα μαθήματά του με μια ξαδέρφη μου με την οποία, δυστυχώς, δεν τα πήγαινα καλά.» Γύρισαν και βημάτισαν μαζί σε μια παράλληλη γραμμή. «Δεν είχατε αδερφούς ή αδερφές;» τη ρώτησε. «Τίποτε από τα δύο» του απάντησε. «Είχα έναν μεγαλύτερο αδερφό που πέθανε όταν ήταν μωρό, πριν γεννηθώ εγώ. Τώρα πιάστε το χέρι μου.» Εκείνος το έκανε, με το μεγάλο χέρι του να τυλίγει το δικό της μέσα στη ζεστασιά του καθώς η Ίζαμπελ προχωρούσε κυκλικά γύρω του. «Η παιδική σας ηλικία ακούγεται μοναχική» μουρμούρισε ο Γουίντερ, με αρκετά χαμηλή φωνή ώστε να μην ακούσει ο Μπάτερμαν. «Ναι;» Βρέθηκαν πάλι πρόσωπο με πρόσωπο. «Μα δεν ήταν. Είχα πολλές φίλες και εκείνη η ίδια ξαδέρφη με την οποία μάλωνα όταν ήμασταν μικρές είναι τώρα πολύ στενή μου φίλη. Υπήρχαν γιορτές και τέια και πικ-νικ στην εξοχή. Είχα μια πολύ ευτυχισμένη εφηβεία.» Υποκλίθηκε καθώς εκείνος έσκυβε ελαφρά. «Όταν ήμουν αρκετά μεγάλη, έκανα το ντεμπούτο μου –με μεγάλη επιτυχία, οφείλω να ομολογήσω.» Τα σκούρα μάτια του φωτίστηκαν. «Αυτό μπορώ να το πιστέψω. Θα πρέπει να είχατε δεκάδες νεαρούς αριστοκράτες στα πόδια σας.» «Ίσως.» Κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Είχατε σκεφτεί τι
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
127
ψάχνατε σε έναν σύζυγο; Με τι είδους άντρα θα θέλατε να περάσετε την υπόλοιπη ζωή σας;» Πού το πήγαινε; «Υποθέτω πως σκεφτόμουν περισσότερο την κομψότητα και την εξωτερική εμφάνιση, όπως οι περισσότερες κοπελίτσες» είπε επιφυλακτικά. Τα μάτια του μισόκλεισαν. «Και παρ’ όλα αυτά, παντρευτήκατε τον Μπέκινχολ;» Η Ίζαμπελ γέλασε· δεν μπόρεσε να κρατηθεί. «Κάνετε τον καημένο τον Έντμουντ να ηχεί σαν σκληρή μοίρα. Δεν ήταν, ξέρετε. Ένιωθα αρκετή στοργή γι’ αυτόν, το ίδιο κι εκείνος για μένα.» Το πρόσωπό του ήταν ανέκφραστο. «Ήταν επίσης πολύ μεγαλύτερός σας.» «Όχι, από αριστερά εδώ.» Ανασήκωσε τους ώμους της καθώς εκείνος βημάτιζε γύρω της προς την κατεύθυνση που του είχε υποδείξει. «Και λοιπόν; Σε πολλούς γάμους υπάρχει διαφορά ηλικίας.» Τον κοίταξε πονηρά με μια ξαφνική παρόρμηση να τον προκαλέσει –ήταν τόσο σοβαρός σήμερα! «Σας διαβεβαιώ πως ήμουν αρκετά… ικανοποιημένη… στο γάμο μου.» Έδεσαν τα χέρια τους, έτοιμοι να τραβηχτούν προς το πλάι, αλλά εκείνος τράβηξε με δύναμη τα δάχτυλά της κάνοντάς την να πέσει πάνω του. «Ουφ!» Τον κοίταξε ξαφνιασμένη. Το κλαβεσίνο ήχησε παράτονα πριν ο κύριος Μπάτερμαν προλάβει να συγκρατηθεί. «Ω, Θεέ» είπε αργόσυρτα ο κύριος Μέικπις. «Σας ζητώ ειλικρινά συγνώμη.» Η Ίζαμπελ μισόκλεισε τα μάτια. Κάθε ανάσα που έπαιρνε έκανε τα στήθη της να πιέζονται πάνω στο στέρνο του. «Προσέχετε λίγο, κύριε Μέικπις. Οι περίπλοκες φιγούρες σαν αυτή που μόλις δοκιμάσατε είναι καλύτερα να αφήνονται για εκείνους που είναι πιο έμπειροι.» «Α, μα, λαίδη Μπέκινχολ» είπε ο Γουίντερ με τις γωνίες του στόματός του να ανασηκώνονται «ελπίζω πως κάτω από
128
ELIZABETH HOYT
την καθοδήγησή σας σύντομα θα είμαι κι εγώ έμπειρος.» «Ναι, λοιπόν…» Έκανε ένα βήμα πίσω, προσπαθώντας να ξαναβρεί την ανάσα της. «Να ξαναπροσπαθήσουμε;» Εκείνος υποκλίθηκε. «Όπως επιθυμείτε.» «Το επιθυμώ.» Έκανε νόημα στον Μπάτερμαν. Για άλλη μια φορά στάθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο, επαναλαμβάνοντας τα βήματα, παρ’ όλο που η Ίζαμπελ δεν ήταν σίγουρη γιατί, αφού εκείνος έδειχνε να τα έχει μάθει ήδη σε απίστευτα σύντομο διάστημα. Όταν του έριξε μια φευγαλέα ματιά, τον είδε να τη μελετάει συλλογισμένος. «Μια δεκάρα για τις σκέψεις σας» μουρμούρισε. «Σκεφτόμουν» είπε καθώς την πλησίαζε «πόσο ανόητος θα πρέπει να ήταν ο σύζυγός σας για να σας απατά.» Εκείνη ατσάλωσε τον εαυτό της, αλλά και πάλι τα λόγια του την πόνεσαν. «Ποτέ δεν είπα κάτι τέτοιο.» Ο Γουίντερ απλώς την κοίταξε. Η Ίζαμπελ πήρε μια βαθιά ανάσα. «Σας διαβεβαιώ πως δε με ενοχλούσε καθόλου. Οι γάμοι στην τάξη μου είναι συχνά περισσότεροι φιλικοί παρά παθιασμένοι.» «Ωστόσο εσείς είστε μια παθιασμένη γυναίκα» της ψιθύρισε καθώς έπιανε το χέρι της και το σήκωνε ψηλά. Έκαναν κύκλους ο ένας γύρω από τον άλλο καθώς της μιλούσε. «Σας νοιάστηκε ποτέ κανείς απλά και μόνο για τον εαυτό σας;» Σήκωσε τα μάτια της και γέλασε. «Αυτή η ερώτηση από τον άνθρωπο που φροντίζει τους πάντες και που δεν τον φροντίζει κανείς;» Εκείνος συνοφρυώθηκε ελαφρά. «Εγώ δεν…» «Όχι, όχι» του είπε απαλά, βάζοντας τα χέρια της πάνω στους σκληρούς γοφούς του και γυρνώντας τον. «Έτσι. Και ξέρετε ακριβώς τι εννοώ.» Σταμάτησαν να χορεύουν, αδιαφορώντας για τη μουσική που συνέχιζε να παίζει. «Ξέρω;» τη ρώτησε. «Μπορεί να προερχόμαστε από φοβερά διαφορετικούς
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
129
κόσμους, κύριε Μέικπις» μουρμούρισε. «Αλλά σας διαβεβαιώ πως μπορώ να αναγνωρίζω κάποιον τόσο μοναχικό όσο εγώ.» Έμεινε ακίνητος. «Διαρκώς με εκπλήσσετε, λαίδη μου.» «Τι κάνετε τις νύχτες» ψιθύρισε παρορμητικά «όταν όλα τα παιδιά έχουν πάει για ύπνο; Ξαπλώνετε στο μοναχικό σας κρεβάτι… ή βγαίνετε στους δρόμους του Σεντ Τζάιλς;» Το πρόσωπό του έκλεισε σαν να είχε κλείσει μια πόρτα. «Επίσης διαρκώς με παρασύρετε» μουρμούρισε καθώς έκανε μερικά βήματα μακριά της «όταν ξέρω πως αποτελείτε κίνδυνο για την αποστολή μου στο Σεντ Τζάιλς.» Εκείνη ζάρωσε το μέτωπο. Αποστολή; Αυτό ακουγόταν πολύ θρησκευτικό. Σίγουρα δεν μπορεί να εννοούσε… «Νομίζω πως το μάθημά μας πρέπει να τελειώσει για σήμερα» συνέχισε. Έκανε μια υπόκλιση και βγήκε από την πόρτα πριν η Ίζαμπελ προλάβει να αντιδράσει. «Να αποσυρθώ, λαίδη μου;» ρώτησε ο Μπάτερμαν διστακτικά. «Ναι, τελειώσαμε, Μπάτερμαν. Σ’ ευχαριστώ» απάντησε αφηρημένα η Ίζαμπελ κι ύστερα το ξανασκέφτηκε. «Περίμενε. «Λαίδη μου;» Κοίταξε τον μπάτλερ, έναν άνθρωπο που ήταν στην υπηρεσία της από την εποχή του γάμου της. Ποτέ δεν το είχε σκεφτεί πραγματικά, αλλά τον εμπιστευόταν απόλυτα. Αυτό την έκανε να πάρει την απόφασή της. «Θα ήθελα να κάνεις κάτι λίγο ασυνήθιστο για χάρη μου, Μπάτερμαν.» Ο μπάτλερ υποκλίθηκε. «Είμαι πάντα στη διάθεσή σας, λαίδη μου.» «Και σ’ ευχαριστώ γι’ αυτό» του απάντησε ζεστά. «Θα ήθελα να ανακαλύψεις ό,τι μπορείς για το Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς.» Ο Μπάτερμαν ούτε καν ανοιγόκλεισε τα βλέφαρά του. «Βεβαίως, λαίδη μου.»
130
ELIZABETH HOYT
Συνέχισε να κοιτάζει την πόρτα απ’ όπου είχε φύγει ο κύριος Μέικπις αρκετή ώρα μετά την αναχώρηση του μπάτλερ. Είχε χτυπήσει κάποιο ευαίσθητο σημείο στη διάρκεια των διαξιφισμών τους και η αντίδρασή του δεν ήταν αυτή που περίμενε. Θα έπρεπε να σκεφτεί πολύ και καλά την επόμενη κίνησή της. *** Το δείπνο στο Ίδρυμα για Ατυχή Βρέφη και Έκθετα Παιδιά ήταν πάντα μια κάπως χαοτική υπόθεση. «Αμήν.» Ο Γουίντερ σήκωσε το κεφάλι καθώς μια κακόφωνη χορωδία από παιδικές φωνές έδινε τέλος στη βραδινή προσευχή. Του άρεσε που είχε γυρίσει σπίτι μετά από ένα απόγευμα διαξιφισμών με τη λαίδη Μπέκινχολ. Η λαίδη πλησίαζε υπερβολικά κοντά –και στο Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς και στο δικό του εσωτερικό κτήνος. Χθες το βράδυ είχε βρεθεί να την ονειρεύεται με ιδιαίτερα σαφή τρόπο. Είχε ξυπνήσει με τη σάρκα του σκληρή και διψασμένη και του είχε πάρει μια ώρα προετοιμασίας μαθημάτων και γραψίματος επιστολών μέχρι να καταλαγιάσει ο ανδρισμός του. Ακόμα και τώρα, η ανάμνηση εκείνου του ονειρεμένου στήθους της να τού προσφέρεται με προθυμία αρκούσε για να τον… «Μπορείτε να μου δώσετε το αλάτι;» είπε ο Τζόζεφ Τίνμποξ, διακόπτοντας τον ανάρμοστο ρεμβασμό του. «Ναι, βεβαίως» αποκρίθηκε ο Γουίντερ και του το έδωσε. Κοίταξε το πιάτο του με μια μικρή προσμονή. Απόψε επρόκειτο να δειπνήσουν με μια υπέροχα παχιά βοδινή σούπα με καλοψημένο ψωμί και ένα κρεμώδες τυρί σαν συνοδευτικά. Η κυρά Μεντίνα είχε ξεπεράσει τις προσδοκίες του ως μαγείρισσα για το σπίτι. «Πωω! Λατρεύου το βραστό βοδινό» αναφώνησε ο Τζό-
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
131
ζεφ Τίνμποξ από τη θέση του απέναντι από τον Γουίντερ, δίνοντας φωνή και στις δικές του σκέψεις. «Λατρεύω το βραστό βοδινό, Τζόζεφ Τίνμποξ» τον διόρθωσε ευγενικά ο Γουίντερ. «Κι εγώ» μπήκε στη μέση ο Χένρι Πούτμαν δίπλα στον Γουίντερ, χωρίς να πάρει χαμπάρι. «Εσένα σ’ αρέσει το βραστό βοδινό, Τζόζεφ Τσανς;» «Ναι, ναι!» Το νεοφερμένο αγοράκι κατένευσε ζωηρά καθώς έφερνε μια μεγάλη κουταλιά σούπα στο στόμα του. «Άμα πέρναγε απ’ το χέρι μου, θα τρώγαμε βραστό βοδινό κάθε βράδυ.» «Δε θα μπορούσαμε να φάμε ψαρόπιτα τότε» διαφώνησε ο Τζόζεφ Σμιθ από την άλλη μεριά του Γουίντερ. «Έτσι κι αλλιώς δεν τρώμε σχεδόν ποτέ ψαρόπιτα» υπέδειξε ο Τζόζεφ Τίνμποξ. «’Ξάλλου, μόνο σε σένα αρέσει η ψαρόπιτα, Τζόζεφ Σμιθ.» Διαισθανόμενος πως οι γαστριμαργικές προτιμήσεις μπορεί να γίνονταν πηγή σύγκρουσης, ο Γουίντερ καθάρισε το λαιμό του. «Πόσο προχώρησες στη μελέτη της Βίβλου, Τζόζεφ Τίνμποξ;» «Στην Αποκάλυψη» είπε ο Τζόζεφ Τίνμποξ. «Φοβερή ιστορία, κύριε. Όλο δράκους και αίμα να τρέχει ποτάμι και…» «Ναι, σωστά» είπε ο Γουίντερ βιαστικά. «Κι εσύ, Χένρι Πούτμαν, ποιον Ψαλμό αποστηθίζει η τάξη σου αυτήν την εβδομάδα;» «Τον Ψαλμό 139» είπε ο Χένρι θλιβερά. «Είναι μεγάλος.» «Αλλά πολύ ωραίος, δε νομίζεις;» είπε ο Γουίντερ. «‘Και είπα· άρα σκότος καταπατήσει με, και νυξ φωτισμός εν τη τρυφή μου· ότι σκότος ου σκοτισθήσεται από σου, και νυξ ως ημέρα φωτισθήσεται· ως το σκότος αυτής, ούτως και το φως αυτής.’» Ο Χένρι σούφρωσε τη μύτη με αμφιβολία. «Αφού το λέτε
132
ELIZABETH HOYT
εσείς, κύριε. Απλώς δεν μπορώ να καταλάβω τι σημαίνει όλο αυτό.» «Σημαίνει πως ο Κύριος μπορεί να βλέπει μέσα στο σκοτάδι» είπε ο Τζόζεφ Τίνμποξ με τον αέρα εξουσίας των έντεκα ετών του. «Και επίσης ότι είτε μέρα είναι είτε νύχτα, δεν μπορούμε να κρυφτούμε από το Θεό» είπε ο Γουίντερ. Για μια στιγμή το τραπέζι γέμισε από ανήσυχα πρόσωπα. Ο Γουίντερ αναστέναξε σιγανά. «Τι άλλο συνέβη στο σπίτι όσο έλειπα σήμερα;» «Η Ντόντο πιάστηκε σε καβγά με τον Σουτ» είπε ο Τζόζεφ Σμιθ. «Ναι!» Ο Χένρι Πούτμαν ανέμισε το κουτάλι του, γεμίζοντας παραλίγο με σούπα τα μαλλιά του Τζόζεφ Τσανς. «Η Ντόντο μπήκε στην κουζίνα και πλησίασε πολύ κοντά στον Σουτ, που κοιμότανε δίπλα στο τζάκι. Και ο Σουτ πετάχτηκε και γρατζούνισε τη μύτη της. Αλλά η Ντόντο άρχισε να γαβγίζει και να τον κυνηγάει μέχρι που ο Σουτ έτρεξε έξω.» Τα φρύδια του Γουίντερ υψώθηκαν. «Αλήθεια; Πολύ γενναίο για ένα μικρόσωμο σκυλάκι. Δεν ήξερα πως ήταν τέτοιος πολεμιστής.» «Πολεμίστρια» τον διόρθωσε ο Τζόζεφ Τίνμποξ. «Είναι η Ντόντο… είναι κορίτσι τελικά.» «Κορίτσι ε;» Ο Γουίντερ έκοψε το ψωμί του στα δύο. «Ναι» είπε ο Τζόζεφ Τίνμποξ «και της αρέσει πολύ το τυρί.» «Χμμ.» Ο Γουίντερ έριξε μια αυστηρή ματιά στο αγόρι. «Στα σκυλιά αρέσει συχνά το τυρί, αλλά στο τυρί δεν αρέσουν πάντα τα σκυλιά. Εξάλλου, δε θέλουμε να σπαταλάμε ένα καλό τυρί στο σκυλί, θέλουμε;» «Όοοοχι.» Ο Τζόζεφ τράβηξε την αρνητική λέξη λες και δεν ήταν τόσο σίγουρος ότι συμφωνούσε. Ο Γουίντερ αποφάσισε να το αφήσει να περάσει. «Και πώς είναι η ίδια η Πιτς;»
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
133
«Έχει σηκωθεί καθιστή.» Ο Τζόζεφ Τίνμποξ έλαμψε από χαρά. «Και μπορεί κι αγκαλιάζει την Ντόντο.» «Αχά. Έχει πει κάτι άλλο;» Μια γραμμή ανησυχίας σχηματίστηκε ανάμεσα στα φρύδια του Τζόζεφ. «Όχι, όχι ακόμα. Μάλλον πρέπει να δυναμώσει λίγο παραπάνω, τι λέτε, κύριε;» Ο Γουίντερ κατένευσε αφηρημένα καθώς τα αγόρια έστρεφαν τη συζήτηση στο ποιο ήταν το καλύτερο είδος γλυκού. Προσωπικά είχε τις επιφυλάξεις του όμως. Το παιδί δεν έμοιαζε να έχει νοητική καθυστέρηση και από τις αναφορές που του είχαν δώσει η Νελ και η Μέρι Γουίτσαν, η Πιτς καλυτέρευε σωματικά. Ωστόσο αρνιόταν να μιλήσει σε οποιονδήποτε άλλο εκτός απ’ τον Τζόζεφ. Έτσι στο τέλος του γεύματος, ο Γουίντερ σιγουρεύτηκε πως τα παιδιά είχαν πάει για τη βραδινή τους προσευχή και μετά γλίστρησε στην κουζίνα. Η κυρά Μεντίνα επέβλεπε το τρίψιμο των κατσαρολικών, αλλά όταν μπήκε ο Γουίντερ ανασήκωσε το βλέμμα. «Ήρθες να δεις πώς τα πάω, ε, κύριε Μέικπις;» «Καθόλου» είπε ο Γουίντερ. «Ουσιαστικά έχω έρθει να σου ζητήσω μια χάρη, κυρά Μεντίνα.» «Και τι χάρη είν’ αυτή;» «Έχει μείνει καθόλου από εκείνο το εξαίρετο τυρί που μας σέρβιρες στο δείπνο;» «Τυχαίνει να ’χει.» Η κυρά Μεντίνα πήγε βιαστικά στο ντουλάπι και ξεκλείδωσε την πάνω πόρτα με ένα κλειδί που κρεμόταν στη μέση της. «Δεν έφαγες αρκετό στο δείπνο, λοιπόν;» «Στην πραγματικότητα, έφαγα αρκετό» μουρμούρισε ο Γουίντερ. «Αυτό είναι για… ε… για την Πιτς.» «Α.» Η μαγείρισσα έγνεψε με κατανόηση καθώς έκοψε ένα κομμάτι τυρί και το τύλιξε σε μια πετσέτα πριν το δώσει στον Γουίντερ. «Αυτό το μικράκι μπορεί να χρειάζεται κάτι παραπάνω, απ’ ό,τι ακούω.»
134
ELIZABETH HOYT
«Όντως χρειάζεται» είπε ο Γουίντερ σοβαρά. Η κυρά Μεντίνα έδειξε ένα δίσκο. «Της ετοίμασα ένα δίσκο για βραδινό, αλλά καμιά απ’ τις υπηρέτριες δε βρήκε χρόνο να τον ανεβάσει, στο καημενούλι. Πειράζει να το ανεβάσω εγώ πάνω μαζί σου;» «Καθόλου» της απάντησε. Ίσως η παρουσία μιας μητρικής φιγούρας να βοηθούσε την Πιτς να μιλήσει. «Καλοσύνη σου.» «Δεν είν’ τίποτα σπουδαίο» είπε η κυρά Μεντίνα κοφτά. Πήρε τον δίσκο και οι δυο τους ανέβηκαν μαζί τη σκάλα για το αναρρωτήριο. Όταν μπήκαν στο δωμάτιο, ο Γουίντερ νόμισε πως το κοριτσάκι και το σκυλί κοιμόντουσαν και τα δύο πάνω στο στενό κρεβάτι. Μετά η Ντόντο σήκωσε το κεφάλι και έβγαλε το χαρακτηριστικό απρόθυμο γρύλισμά της. Όταν ο Γουίντερ κοίταξε το πρόσωπο της Πιτς, είδε πως τα μάτια της μικρής ήταν γουρλωμένα. Η κυρά Μεντίνα γρύλισε καθώς άφηνε το δίσκο σε ένα τραπέζι. «Καβγατζού είναι τούτη δω. Έπιασε καβγά με το γάτο στην κουζίνα σήμερα τ’ απόγευμα.» «Το έμαθα» είπε ο Γουίντερ ξερά καθώς τραβούσε μια καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι. «Καλησπέρα, Πιτς.» Το κορίτσι δεν έδειξε να τον άκουσε, όμως τα μεγάλα σκούρα μάτια της έμεναν καρφωμένα στο πρόσωπό του. Ο Γουίντερ έγνεψε λες και η Πιτς του είχε μιλήσει κανονικά. «Δεν ξέρω αν με θυμάσαι, αλλά είμαι αυτός που σε βρήκε σε εκείνο το δρόμο.» Καμία απάντηση πέρα από το σφίξιμο των λεπτών της μπράτσων γύρω από το λαιμό του σκυλιού. «Α. Παραλίγο να το ξεχάσω.» Ο Γουίντερ έβγαλε το τυρί από την τσέπη του. Η Ντόντο σήκωσε το κεφάλι, μυρίζοντας πεινασμένα πριν καν προλάβει να το ξετυλίξει. Ο Τζόζεφ Τίνμποξ είχε απόλυτο δίκιο: στο σκυλί άρεσε ιδιαίτερα το τυρί.
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
135
«Η κυρά Μεντίνα, η μαγείρισσά μας, σου έχει ετοιμάσει βραδινό. Μπορώ να σε βεβαιώσω πως είναι πολύ νόστιμο.» Έριξε μια ματιά στην κυρά Μεντίνα που στεκόταν σιωπηλή πλάι στην πόρτα. Εκείνη έπιασε τη ματιά του και έγνεψε σοβαρά. Ο Γουίντερ κοίταξε πάλι το κοριτσάκι. «Έφερα ένα δώρο και για το σκυλί σου, την Ντόντο. Θα ήθελες να της το δώσεις;» Προς στιγμήν φοβήθηκε πως το κόλπο του δε θα έπιανε. Μετά η Πιτς άπλωσε το χέρι. Ο Γουίντερ έκοψε ένα κομματάκι τυρί και το ακούμπησε στη μικροσκοπική παλάμη της. «Θα πρέπει να φοβόσουν και να κρύωνες πάρα πολύ εκείνο το βράδυ» είπε, παρακολουθώντας την να δίνει το τυρί στο σκυλί. Έκοψε άλλο ένα κομμάτι και της το έτεινε. Μετά από ένα μικρό δισταγμό, το τάισε κι αυτό στο σκυλί. «Αναρωτιόμουν από πού μπορεί να έχεις έρθει.» Ο Γουίντερ συνέχισε να της δίνει κομματάκια τυρί. «Έκανε πολύ κρύο εκείνη τη νύχτα, οπότε δε φαντάζομαι να ήσουν εκεί πολλή ώρα. Έμενες κάπου κοντά; Ή είχατε περπατήσει μέχρι εκεί, εσύ κι η Ντόντο;» Σιωπή, που την έσπαγε μόνο το μασούλημα του πολύ ευτυχισμένου σκυλιού. Το τελευταίο κομμάτι τυρί έφυγε και ο Γουίντερ είχε την αίσθηση πως το κοριτσάκι δε θα έτρωγε το βραδινό του όσο εκείνος βρισκόταν ακόμα στο δωμάτιο. Σηκώθηκε. «Όταν θα μπορείς, θέλω πολύ να ακούσω τη φωνή σου, Πιτς.» Γύριζε να φύγει, έτσι παραλίγο να του ξεφύγει ο ψίθυρος που ήρθε απ’ το κρεβάτι. Κοίταξε ξανά πίσω. «Συγνώμη;» «Πίλα» ψιθύρισε το παιδί. «Με λένε Πίλα.» Παρατήρησε τη μικρή μπερδεμένος. «Πίλα;»
136
ELIZABETH HOYT
«Πιλάρ» είπε ξαφνικά η κυρά Μεντίνα. Ο Γουίντερ είδε πως στο πρόσωπό της υπήρχε μια παράξενη έκφραση. Η γυναίκα έκανε ένα βήμα προς το κρεβάτι. «Πιλάρ σε λένε, έτσι δεν είναι;» Το παιδί έγνεψε καταφατικά μια φορά κι ύστερα ζάρωσε κάτω από τα σκεπάσματα. Η μαγείρισσα έριξε μια ματιά στον Γουίντερ κι ύστερα βγήκε απ’ το δωμάτιο. Αυτός την ακολούθησε, κλείνοντας μαλακά την πόρτα πίσω του. «Πώς ήξερες το όνομά της;» τη ρώτησε με περιέργεια. «Το Πιλάρ είναι ισπανικό όνομα, σωστά;» Η κυρά Μεντίνα είχε φέρει το χέρι πάνω απ’ το στόμα της και για μια στιγμή ο Γουίντερ νόμισε πως είδε δάκρυα να λαμπυρίζουν στα μάτια της. Μετά εκείνη κατέβασε το χέρι και είδε πως το στόμα της είχε συσπαστεί από θυμό. «Το Πιλάρ είναι και πορτογαλικό όνομα.» Πρόφερε τη λέξη πορτογαλικό με μια προφορά που δεν ήταν αγγλική. «Το ξέρω επειδή είναι σαν εμένα. Είναι θυγατέρα του Αβραάμ.» *** «Δεν μπορώ να το φορέσω αυτό» δήλωσε ο Γουίντερ Μέικπις με εξοργιστική ηρεμία πέντε μέρες αργότερα. Η Ίζαμπελ εμπόδισε τα μάτια της να στραφούν προς το ταβάνι επιστρατεύοντας όλη της τη θέληση. «Είναι μαύρο και καφέ. Αρκετά σοβαρό.» Ο κύριος Μέικπις την κοίταξε ατάραχος, πιθανόν επειδή, ενώ το παντελόνι και το σακάκι του καινούργιου κοστουμιού του ήταν όντως μαύρα και το γιλέκο καφέ, θα χρειαζόταν μια εξωφρενικά μεγάλη δόση φαντασίας για να μπορέσει κανείς να αποκαλέσει αυτό το γιλέκο σοβαρό. Το σακάκι και το παντελόνι ήταν έξοχα κομμένα από
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
137
γυαλιστερό μετάξι του μεσονυχτίου, τόσο μαύρο που έβγαζε μπλε ανταύγειες. Ανάγλυφα ασημένια κουμπιά στόλιζαν τις τσέπες, τα μανίκια και το μπροστινό μέρος. Και το γιλέκο. Λοιπόν, το γιλέκο ήταν αληθινό έργο τέχνης. Η Ίζαμπελ αναστέναξε καθώς κοιτούσε το υπέροχο στέρνο του κυρίου Μέικπις. Ήταν πραγματικό έγκλημα να αποκαλεί κανείς το χρώμα του γιλέκου ‘καφέ’. Το γιλέκο είχε την πιο όμορφη απόχρωση του ταμπάκου, κομψά κεντημένο στις άκρες και στις τσέπες με πράσινο του μήλου, γαλάζιο και ροζ. «Αυτό» είπε η Ίζαμπελ γέρνοντας σε έναν καναπέ «είναι το πιο κομψό γιλέκο που έχω δει ποτέ. Ούτε δούκας δε θα ντρεπόταν να το φορέσει.» Δεν μπορούσε να κρύψει την ικανοποίησή της –και με το εξαιρετικό κόψιμο του κοστουμιού και με το γεγονός ότι εκείνος είχε επιτέλους επιστρέψει στο σπίτι της. Από το μάθημα χορού και μετά, ο κύριος Μέικπις είχε αποφύγει ένα άλλο μάθημα ή έστω μια συνάντηση, μέχρι απόψε. Η Ίζαμπελ είχε αρχίσει να πιστεύει πως τον είχε τρομάξει οριστικά. Τώρα στεκόταν μπροστά στον καθρέφτη πάνω απ’ το τζάκι της σκαλίζοντας ανήσυχα το μαντίλι στο λαιμό του. Της έριξε μια ειρωνική ματιά. «Δεν είμαι δούκας.» «Όχι, αλλά θα συναναστραφείτε με δούκες.» Η Ίζαμπελ σηκώθηκε και έπιασε το χέρι του κυρίου Μέικπις. «Σταματήστε. Θα χαλάσετε όλη την καλή δουλειά που έκανε ντύνοντάς σας ο νοικιασμένος μου βαλές.» Ο κύριος Μέικπις γύρισε ξαφνικά το χέρι του έτσι που να της πιάσει τα δάχτυλα. Έσκυψε το κεφάλι του από πάνω της, παρατηρώντας την μ’ εκείνα τα μυστηριώδη καστανά μάτια και μετά, αργά –πάρα πολύ αργά– χαμήλωσε το κεφάλι και φίλησε τα ακροδάχτυλά της. Η Ίζαμπελ πήρε μια βαθιά ανάσα και συνάντησε τα μάτια του. Ανάθεμά τον! Γιατί ένα απλό άγγιγμα των χειλιών του πάνω στα δάχτυλά της να κάνει τα σπλάχνα της να παίρνουν φωτιά; Και γιατί έπαιζε έτσι μαζί της;
138
ELIZABETH HOYT
«Όπως επιθυμείτε» μουρμούρισε ισιώνοντας το κορμί του. «Επιθυμώ» είπε εκείνη μάλλον ακαταλαβίστικα. Τράβηξε απότομα το χέρι της και έστρωσε το φόρεμά της. «Η άμαξα περιμένει, αν τελειώσατε με τα κοριτσίστικα νευράκια.» «Απολύτως.» Το στόμα του ανασηκώθηκε καθώς της πρόσφερε το μπράτσο του. «Ωραία» ξεφύσηξε εκείνη, μόνο και μόνο για να πει κάτι, και ακούμπησε τα δάχτυλά της στον βραχίονά του για να την οδηγήσει στην πόρτα. Η νύχτα ήταν ευχάριστα δροσερή στους ώμους της καθώς τη βοηθούσε να μπει στην άμαξα. Απόψε φορούσε την κεντητή κρεμ τουαλέτα της, με τη βαριά και πλούσια φούστα, και η Ίζαμπελ σκέφτηκε καθώς τακτοποιούνταν μέσα στην άμαξα ότι τα χρώματα του κυρίου Μέικπις ταίριαζαν πολύ όμορφα με τα δικά της. Τον κοίταξε καθώς έπαιρνε θέση απέναντί της. Ακούστηκε ένα θρόισμα όταν κινήθηκε και η Ίζαμπελ πρόσεξε πως η τσέπη του σακακιού του ήταν κάπως φουσκωμένη. «Έχετε κάτι στην τσέπη σας;» ρώτησε. «Δεν μπορώ να πιστέψω πως ο κύριος Χαρτ τις έκανε πραγματικές.» «Εγώ του το ζήτησα.» Ο κύριος Μέικπις της έριξε μια ματιά καθώς έβγαζε ένα τσαλακωμένο χαρτάκι από την τσέπη. «Μου φαίνεται σπατάλη να έχει ψεύτικες τσέπες το ρούχο.» «Μα θα καταστρέψετε τη γραμμή αν αρχίσετε να βάζετε πράγματα στις τσέπες σας.» Η Ίζαμπελ έγειρε μπροστά για να κοιτάξει το χαρτί. «Τι είναι αυτό τέλος πάντων;» Ο Γουίντερ ανασήκωσε τους ώμους. «Κάτι που βρήκα στο χέρι ενός μικρού αγοριού.» «Είναι το οικόσημο των Ντ’Αρκέ» είπε καθώς συνειδητοποιούσε τελικά πως έβλεπε μια κόκκινη κέρινη σφραγίδα. «Ποιο ήταν το μικρό αγόρι που το κρατούσε;» «Το αναγνωρίζετε;» Ο φαρδύς του αντίχειρας πέρασε απαλά πάνω από το εξόγκωμα του κεριού.
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
139
«Νομίζω πως ναι.» Το πήρε από το χέρι του, σηκώνοντάς το ψηλά στο φως του φαναριού της άμαξας. «Ναι, φαίνεται καθαρά η κουκουβάγια. Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστική στο οικόσημο των Ντ’Αρκέ.» Το χαρτί έμοιαζε σαν να είχε σκιστεί από μια επιστολή, με τη σφραγίδα κολλημένη ακόμα στη μία άκρη. Πάνω του, γραμμένες από ένα χέρι κάποιου σχεδόν αγράμματου, υπήρχαν δύο λέξεις: Chapl allee Η Ίζαμπελ κοίταξε την άλλη πλευρά. Εδώ υπήρχαν κι άλλα γράμματα, αλλά από ένα κομψό, καλλιεργημένο χέρι: 12 Οκτωβρ Τα τελευταία τρία γράμματα της λέξης Οκτωβρίου είχαν σκιστεί. Γύρισε το χαρτί ξανά από την άλλη και τον κοίταξε. «Αμφιβάλλω ότι είναι ο γραφικός χαρακτήρας του Ντ’Αρκέ σ’ αυτήν την πλευρά, παρ’ όλο που η ημερομηνία είναι πιθανόν και η σφραγίδα είναι σίγουρα δική του. Τι περίεργο. Πώς νομίζετε πως μπορεί να βρήκε κάτι τέτοιο ένα αγοράκι από το Σεντ Τζάιλς;» Εκείνος πήρε το χαρτί από το χέρι της, γυρνώντας το σκεφτικός από την άλλη. «Καλή ερώτηση. Πείτε μου γι’ αυτόν τον Ντ’Αρκέ.» Αποτράβηξε το βλέμμα της και ανασήκωσε ανέμελα τους ώμους. «Θα τον συναντήσετε πολύ σύντομα –είμαι σίγουρη πως θα είναι εδώ απόψε. Είναι ο υποκόμης Ντ’Αρκέ. Κληρονόμησε τον τίτλο από τον θείο του, νομίζω, όχι πολύ καιρό πριν… τρία χρόνια ίσως;» «Είναι νέος;» Έγειρε πίσω στα μαξιλάρια, έτσι που το πάνω μισό του προσώπου του κρύφτηκε στη σκιά. Η Ίζαμπελ δεν μπορούσε να διαβάσει τα μάτια του και μπορούσε να δει μόνο τα χείλη του. «Το νέος είναι σχετικό, σωστά;» Έκλινε το κεφάλι, κοιτώντας τον εξεταστικά. «Υποθέτω πως δεν είναι πολύ μεγαλύτερος από εμένα, αν θα με θεωρούσατε νέα.»
140
ELIZABETH HOYT
Της χαμογέλασε αμυδρά. «Σας θεωρώ.» Ένιωσε τα μάγουλά της να κοκκινίζουν –που να τον πάρει! «Οι περισσότεροι θα διαφωνούσαν, πιστεύω. Είμαι τριάντα δύο ετών και έχω θάψει ένα σύζυγο. Δεν είμαι καμιά δροσερή παιδούλα, κύριε Μέικπις.» «Αλλά απέχετε επίσης πολύ από το να είστε μια μαραμένη γριά, λαίδη μου» την αντέκρουσε. «Θεωρείτε τον λόρδο Ντ’Αρκέ μεγάλο;» «Ασφαλώς όχι.» Αναστέναξε και έστρεψε το βλέμμα της αλλού. «Όμως οι άντρες γερνούν πιο αργά από τις γυναίκες. Πολλοί θα έλεγαν πως είναι στην ακμή του.» «Εσείς;» Χαμογέλασε –όχι καλοσυνάτα– και τον κοίταξε ξανά. «Ναι. Μάλλον θα το έλεγα.» Το στόμα του σφίχτηκε. «Είναι ωραίος άντρας.» Ζήλευε; Και γιατί αυτή η πιθανότητα της προκαλούσε μια νοσηρή έξαψη; «Ναι.» Δεν μπόρεσε να αντισταθεί –η φωνή της βγήκε σαν βραχνό γουργούρισμα. «Είναι ψηλός και καλοφτιαγμένος και κινείται με εκείνη τη ζωώδη χάρη που κάνει τις γυναίκες να κοιτάνε. Και είναι ευφυής. Έχει την ικανότητα να λέει τα πιο βαρετά πράγματα –και μόνο αργότερα να αντιλαμβάνεσαι τη διπλή σημασία τους ή τη φοβερή υποτίμησή τους. Είναι ταλέντο αυτό.» «Μμμ.» Εκείνα τα ευκίνητα, πλατιά, αμαρτωλά ελκυστικά χείλη μόλις που κινήθηκαν. «Και εγώ μιλάω μόνο ειλικρινά –υπερβολικά ειλικρινά πολλές φορές.» «Ναι.» Έσκυψε προς το μέρος της ξαφνικά, κάνοντάς τη να τσιρίξει αιφνιδιασμένη. Έφερε το πρόσωπό του κάτω από το φως τώρα κι έτσι η Ίζαμπελ μπόρεσε να δει μια υποψία θυμού – καυτού και άγριου– στα συνήθως ήρεμα καστανά του μάτια. Η καρδιά της άρχισε να χτυπάει με τριπλάσια ταχύτητα. «Θα σας άρεσα περισσότερο αν ήξερα πώς να χαζογε-
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
141
λάω και να διαστρεβλώνω τα λόγια μου;» τη ρώτησε απαιτητικά. Η ξαφνική του επιθετικότητα την έκανε να απαντήσει χωρίς να σκεφτεί, κατευθείαν απ’ την καρδιά της. «Όχι. Μου αρέσετε όπως είστε.» Έγλειψε τα χείλη της αμήχανη με την ομολογία της και το βλέμμα του στάθηκε σκοτεινό στο στόμα της. Το ένιωσε σαν να τη μαρκάρισε, αυτό το βλέμμα. Σαν ένα άγγιγμα πιο προσωπικό από κάθε αγκάλιασμα. Τα χείλη της άνοιξαν και τα μάτια του ανέβηκαν αργά να συναντήσουν τα δικά της, για πρώτη φορά απροκάλυπτα. Μεγαλοδύναμε Θεέ, τι είδε μέσα σ’ αυτό το βλέμμα! Πώς είχε κατορθώσει να κρύβεται για τόσα χρόνια πίσω από τη μάσκα του απλού δασκάλου, δεν είχε ιδέα. Θυμός, πάθος, πόθος και μια κρυμμένη πείνα στροβιλίζονταν στα θυελλώδη μάτια του. Συναισθήματα τόσο γυμνά, τόσο δυνατά, που δεν καταλάβαινε πώς κατάφερνε να τα κρατάει υπό έλεγχο. Έμοιαζε σαν να ήταν έτοιμος να της επιτεθεί, να τη λεηλατήσει και να κατακτήσει το Λονδίνο και ολόκληρο τον κόσμο. Θα μπορούσε να είναι πολεμιστής, κυβερνήτης, βασιλιάς. Η άμαξα σταμάτησε κι ήταν αυτός που κινήθηκε τελικά πρώτος. Της άπλωσε το χέρι. «Τι θα λέγατε να κατεβούμε για να μπορέσω να γνωρίσω αυτόν τον υποκόμη Ντ’Αρκέ;» Καθώς ακουμπούσε τα τρεμάμενα δάχτυλά της στα δικά του, η Ίζαμπελ αναρωτήθηκε, Γιατί νιώθω σαν μόλις να αποδέχτηκα μια πρόκληση;
Κεφάλαιο Επτά Με την τελευταία του πνοή, ο Αρλεκίνος ψιθύρισε: «Ναι». Τα μάτια του μυστηριώδη άντρα έλαμψαν κατακόκκινα καθώς ο Αρλεκίνος έχανε εντελώς το χρώμα του και έπαιρνε το λευκό του θανάτο. Και ψιθύρισε: «Ας γίνει». Αμέσως ο Αρλεκίνος έγινε ξανά ολόκληρος, με τα άκρα του ίσια και δυνατά. Από κάθε άποψη ήταν ο ίδιος όπως πάντα, εκτός από δύο πράγματα: τα μάτια παρέμειναν λευκά και τώρα κουβαλούσε δύο σπαθιά… και κανένα τους δεν ήταν φτιαγμένο από ξύλο… -από το Ο Θρύλος του Αρλεκίνου-Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς
Ο Γουίντερ αισθάνθηκε τα λεπτά δάχτυλα της Ίζαμπελ πάνω στο μπράτσο του και τον πλημμύρισε ικανοποίηση. Μπορεί να την έλκυε αυτός ο Ντ’Αρκέ –ένας ευφυής άντρας πιο κοντά στην ηλικία της και με ίδια κοινωνική θέση– αλλά αυτήν τη στιγμή κρατούσε το δικό του μπράτσο. Βγήκε από την άμαξα και θυμήθηκε να γυρίσει για να τη βοηθήσει να κατεβεί. Του χαμογέλασε ευχαριστώντας τον καθώς μια άλλη άμαξα άρχιζε να απομακρύνεται. Ο Γουί-
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
143
ντερ κοίταξε εγκαίρως για να προλάβει να δει τη χαρακτηριστική κουκουβάγια στο οικόσημο στην πόρτα της άμαξας. Μισόκλεισε τα μάτια, κοιτώντας εξεταστικά τον αμαξά, που του φάνηκε δυσοίωνα γνωστός. «Δεν υπάρχει λόγος να είστε νευρικός» ψιθύρισε η Ίζαμπελ, παρεξηγώντας προφανώς το λόγο του δισταγμού του. Εκείνος της έγνεψε καταφατικά. «Φυσικά και όχι, με εσάς στο μπράτσο μου, λαίδη μου.» Μόνο τότε είδε ο Γουίντερ το σπίτι της δούκισσας του Άρλινγκτον. Ήταν ένα από τα πιο μεγαλοπρεπή σπίτια του Λονδίνου, που φημολογείτο ότι το είχε εν μέρει πληρώσει ένας βασιλικός δεσμός μιας προηγούμενης δούκισσας. Ακόμα κι έτσι, η τωρινή δούκισσα το είχε διακοσμήσει από την αρχή, βουλιάζοντας το υποστατικό του άντρα της στα χρέη. Όχι ότι μπορούσε να το καταλάβει κανείς από την πολυτέλεια του χορού. Δεκάδες υπηρέτες με λιβρέες υποδέχονταν τους καλεσμένους σε ένα ευρύχωρο χολ, λαμπρά φωτισμένο με τεράστιους πολυελαίους. Μια ημικυκλική σκάλα οδηγούσε στο πάνω πάτωμα και σε μια μεγαλοπρεπή αίθουσα χορού ήδη γεμάτη με ιδρωμένα, παρφουμαρισμένα κορμιά. Ο Γουίντερ έσκυψε να ψιθυρίσει στο αυτί της Ίζαμπελ, εισπνέοντας το άρωμά της από λεβάντα και λάιμ. «Είστε σίγουρη πως η συναναστροφή μου μ’ αυτούς τους αριστοκράτες θα ωφελήσει το ίδρυμα;» «Απόλυτα» του είπε ξέπνοα, με ένα γέλιο στη βραχνή φωνή της. «Ελάτε, αφήστε με να σας συστήσω σε κάποιους.» Μπήκαν μέσα στην αίθουσα χορού και ο Γουίντερ ένιωσε τις αισθήσεις του να οξύνονται. Ο Ντ’Αρκέ ήταν εδώ απόψε. Σύντομα θα συναντούσε τον άντρα που αποτελούσε το μόνο του σύνδεσμο με τους κλέφτες κοριτσιών του Σεντ Τζάιλς. Τα δάχτυλα της Ίζαμπελ ήταν πάνω στο μπράτσο του, αλλά ήταν αυτή που τον οδηγούσε διακριτικά μέσα από το
144
ELIZABETH HOYT
πλήθος των ανθρώπων. Οι τοίχοι της αίθουσας ήταν βαμμένοι σε ένα απαλό γαλαζοπράσινο, με κρεμ και χρυσαφί τελειώματα. Θα έπρεπε να είναι ένα πολύ γαλήνιο δωμάτιο μ’ αυτά τα χρώματα, αλλά συνέβαινε το αντίθετο. Γύρω τους κόσμος γελούσε και μιλούσε δυνατά. Ένα κουαρτέτο μουσικών προσπαθούσε να παίξει χορευτική μουσική και η μυρωδιά από αναμμένα κεριά και ανθρώπους ήταν σχεδόν αποπνικτική. Παράξενο που η αρωματισμένη αίθουσα χορού της αριστοκρατίας μπορούσε να μυρίζει εξίσου βαριά με τους βρόμικους δρόμους του Σεντ Τζάιλς. «Σε ποιον σκοπεύετε να με γνωρίσετε απόψε;» μουρμούρισε ο Γουίντερ καθώς προχωρούσαν αργά μέσα στη σάλα. Η Ίζαμπελ ανασήκωσε τους ώμους. «Ω, την ίδια την αφρόκρεμα της αριστοκρατίας, νομίζω.» Έγειρε προς το μέρος του και χτύπησε το μπράτσο του με την κλειστή βεντάλια της. «Με εκείνους που μπορούν να κάνουν ό,τι καλύτερο για το σπίτι, ουσιαστικά.» Τα φρύδια του υψώθηκαν. «Όπως;» Έδειξε με το κεφάλι δύο στητούς κυρίους που έμοιαζαν να είναι η επιτομή των στυλοβατών της καλής κοινωνίας του Λονδίνου. Τα κεφάλια τους ήταν σκυμμένα κοντά-κοντά καθώς συζητούσαν ολοφάνερα κάτι σημαντικό. «Ο δούκας του Γουέικφιλντ, για παράδειγμα.» Ο Γουίντερ κοίταξε τον ψηλό, μελαχρινό άντρα. «Ο μεγαλύτερος αδερφός της λαίδης Ηρούς και της λαίδης Φοίβης, αν θυμάμαι καλά.» «Αυτοπροσώπως.» Η Ίζαμπελ κατένευσε. «Είναι αρκετά ισχυρός –και φυσικά εκπληκτικά πλούσιος. Ο Γουέικφιλντ είναι ισχυρή δύναμη μέσα στο κοινοβούλιο. Φημολογείται ότι ο σερ Ρόμπερτ Γουόλπολ δεν κάνει βήμα χωρίς να τον συμβουλευτεί. Και η παρέα του, ο μαρκήσιος του Μάντβιλ, έχει σχεδόν εξίσου μεγάλη επιρροή. Είναι ο μεγαλύτερος
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
145
αδερφός της λαίδης Μάργκαρετ, φυσικά. Θα σας σύστηνα τώρα, αλλά μου φαίνεται ότι είναι μάλλον απορροφημένοι σε κάποια σοβαρή συζήτηση.» «Τότε ας ψάξουμε για άλλο θήραμα.» «Πράγματι.» Η Ίζαμπελ έκανε μια μικρή γκριμάτσα καθώς το βλέμμα της περιφερόταν στο πλήθος. Ο Γουίντερ χρειάστηκε να προσπαθήσει για να τραβήξει το βλέμμα του από τα σφιγμένα χείλη της. «Ω, ο καημένος!» αναφώνησε μαλακά η Ίζαμπελ. «Ποιος;» Αλλά εκείνη τον τραβούσε ήδη προς έναν άντρα που στεκόταν μόνος στην άκρη του δωματίου. Φορούσε μια γκρίζα περούκα και τα μάτια του ήταν χαμένα πίσω απ’ τα ημικυκλικά γυαλιά του. Έδειχνε εντελώς αποστασιοποιημένος από το πλήθος. Είχε το πρόσωπο μισοστραμμένο στην αντίθετη κατεύθυνση και δε γύρισε μέχρι που σχεδόν τον έφτασαν. «Κύριε Σεντ Τζον» τον χαιρέτησε η λαίδη Μπέκινχολ. Τα καστανά μάτια του Σεντ Τζον άνοιξαν διάπλατα πίσω από τα γυαλιά του, πετώντας από τον ένα στον άλλο και μετά κλείνοντας τόσο γρήγορα που οι περισσότεροι δε θα είχαν προλάβει να δουν την αντίδραση. «Λαίδη Μπέκινχολ.» Έπιασε τα δάχτυλά της και υποκλίθηκε. Εκείνη σήκωσε το άλλο χέρι με χάρη δείχνοντας τον Γουίντερ. «Επιτρέψτε μου να σας συστήσω τον κύριο Γουίντερ Μέικπις, διευθυντή του Ιδρύματος για Ατυχή Βρέφη και Έκθετα Παιδιά. Κύριε Μέικπις, ο κύριος Γκόντρικ Σεντ Τζον.» Ο Γουίντερ έδωσε το χέρι στον άλλο άντρα. «Στην πραγματικότητα, έχουμε ήδη γνωριστεί.» Η λαίδη Μπέκινχολ ύψωσε τα φρύδια. «Αλήθεια;» «Είμαι φίλος του λόρδου Κέιρ» είπε ο Σεντ Τζον πιάνοντας το χέρι του Γουίντερ. Δε χαμογέλασε, αλλά ο τρόπος του ήταν αρκετά ευχάριστος. «Ήμουν εκεί όταν κάηκε το παλιό σπίτι πέρυσι. Χαίρομαι που σας ξαναβλέπω, κύριε Μέικπις.»
146
ELIZABETH HOYT
«Παρομοίως, σερ» απάντησε ο Γουίντερ. «Μας δώσατε μεγάλη βοήθεια εκείνη τη νύχτα απ’ ό,τι θυμάμαι. Εξεπλάγην που δε σας είδα στον γάμο της αδερφής μου.» Ένας μυς συσπάστηκε στο σαγόνι του άλλου άντρα. «Λυπάμαι που δεν παρευρέθηκα. Ήταν λίγο μετά την Κλάρα…» Ο Σεντ Τζον έκλεισε απότομα το στόμα και κοίταξε από την άλλη. «Λυπήθηκα που έμαθα για τον θάνατο της κυρίας Σεντ Τζον» είπε ήσυχα η λαίδη Μπέκινχολ. Ο Σεντ Τζον κούνησε μια φορά το κεφάλι, νευρικά και ξεροκατάπιε. «Αλλά πρέπει να προχωρήσουμε, μιας και είναι και κάποιοι άλλοι κύριοι που θα ήθελα να συστήσω στον κύριο Μέικπις» συνέχισε απαλά η λαίδη Μπέκινχολ. Ο Γκόντρικ Σεντ Τζον δε φάνηκε να προσέχει την αναχώρησή τους. Η λαίδη Μπέκινχολ έγειρε το κεφάλι κοντά στο σαγόνι του Γουίντερ, με το ντελικάτο άρωμά της να σκεπάζει στιγμιαία την μπόχα της αίθουσας. «Ο κύριος Σεντ Τζον έχασε τη γυναίκα του πέρυσι μετά από μακρόχρονη ασθένεια. Ήταν πολύ αφοσιωμένοι μεταξύ τους. Δεν ήξερα πως είχε επιστρέψει στα κοινωνικά.» «Α» μουρμούρισε ο Γουίντερ. Έριξε μια ματιά πάνω απ’ τον ώμο του. Ο Σεντ Τζον στεκόταν μόνος ξανά, ατενίζοντας το κενό. «Είναι σαν ζωντανός νεκρός.» «Ο καημένος ο άνθρωπος.» Η λαίδη Μπέκινχολ ρίγησε. «Ελάτε. Βλέπω κάποιους τζέντλεμεν στους οποίους θα ήθελα να σας συστήσω.» «Σας ακολουθώ.» Η λαίδη Μπέκινχολ χαμογέλασε λαμπερά καθώς πλησίαζαν μια μικρή συντροφιά. «Κύριοι, αναρωτιέμαι αν είχατε όλοι την ευχαρίστηση να γνωρίσετε τον συνοδό μου, τον κύριο Γουίντερ Μέικπις.» Μέσα στο γενικό μουρμουρητό άρνησης η Ίζαμπελ σύστησε τον Γουίντερ στους τρεις κυρίους.
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
147
«Το Ίδρυμα για Ατυχή Βρέφη και Έκθετα Παιδιά, ε;» είπε ο σερ Μπέβερλι Γουίλιαμς. «Γεμίζει το στόμα σου να το λες, ε; Στο Σεντ Τζάιλς είπατε;» «Μάλιστα, σερ» είπε ο Γουίντερ. «Καλά θα κάνετε να το πάρετε απ’ αυτόν το σκουπιδότοπο, είναι η συμβουλή μου» ρουθούνισε υπεροπτικά ο σερ Μπέβερλι. «Πρέπει να το πάτε πιο βόρεια, στις καινούργιες συνοικίες της πόλης. Στη Χάνοβερ Σκουέαρ ή κάπου σχετικά.» «Αμφιβάλλω αν θα μπορούσαμε να ανταπεξέλθουμε στα ενοίκια της Χάνοβερ Σκουέαρ» είπε ο Γουίντερ ευγενικά. «Εξάλλου, οι πελάτες μας δε συχνάζουν στις πιο καινούργιες συνοικίες του Λονδίνου.» «Ε; Οι πελάτες;» Ο σερ Μπέβερλι φάνηκε να σαστίζει. «Εννοεί τα ορφανά, Γουίλιαμς» είπε ο κόμης Κέρσο, ένας ευχάριστος άντρας με πλατιά μύτη και σπινθηροβόλα μάτια σ’ ένα στρογγυλό πρόσωπο. «Έτσι δεν είναι, κύριε Μέικπις;» Ο Γουίντερς έκανε μια μικρή υπόκλιση στον κόμη. «Απολύτως, λόρδε μου. Τα ορφανά προέρχονται από το Σεντ Τζάιλς· εξού και το σπίτι βρίσκεται εκεί.» «Λογικό ακούγεται» είπε ο τρίτος άντρας, ο κύριος Ρότζερ Φρέιζερ-Μπάρνσμπι. «Το Σεντ Τζάιλς είναι επικίνδυνη περιοχή πάντως. Δεν υπάρχει ένας τρελός που τριγυρίζει στην περιοχή;» «Το Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς.» Ο Κέρσο κούνησε το κεφάλι με ένα ειρωνικό χαμόγελο. «Μη μου πεις πως το φοβάσαι, Φρέιζερ-Μπάρνσμπι; Ένας θρύλος είναι, τίποτα παραπάνω.» Ο Γουίντερ ένιωσε την Ίζαμπελ να τον λοξοκοιτάζει, αλλά πρόσεξε να διατηρήσει στο πρόσωπό του μια έκφραση ευχάριστου ενδιαφέροντος. «Το έχω συναντήσει το Φάντασμα» είπε. «Πριν από δύο εβδομάδες. Τον βρήκα αναίσθητο στο δρόμο και φυσικά
148
ELIZABETH HOYT
σταμάτησα την άμαξά μου για να βοηθήσω.» Τα γαλάζια της μάτια συνάντησαν τα δικά του προκλητικά. Ο Γουίντερ κατένευσε ήρεμα. «Το Φάντασμα θα πρέπει να σας είναι πραγματικά ευγνώμων.» «Μεγαλοδύναμε Θεέ, δε φοβηθήκατε καθόλου για την πολύτιμη ύπαρξή σας, λαίδη Μπέκινχολ;» Ο σερ Μπέβερλι ακούστηκε ιδιαίτερα σκανδαλισμένος. «Πολύ γενναίο από τη μεριά σας.» Ο Φρέιζερ-Μπάρνσμπι χαμογέλασε παιδιάστικα. «Αλλά χαίρομαι που βγήκατε σώα, λαίδη μου.» Εκείνη ανασήκωσε κομψά τους ώμους. «Δεν ήταν σε θέση να μου επιτεθεί.» «Θα πρέπει να ευχαριστούμε τον Θεό τότε» είπε με τη βαριά του φωνή ο Κέρσο. «Που σας φύλαξε, αφού ο τύπος πρέπει να είναι παρανοϊκός αν είναι αλήθεια έστω τα μισά απ’ όσα λέγονται. Εσείς έχετε δει το Φάντασμα, κύριε Μέικπις;» «Μόνο εξ αποστάσεως» απάντησε ο Γουίντερ αδιάφορα. «Δείχνει μάλλον ντροπαλός. Τώρα, αν μας επιτρέπετε, υποσχέθηκα στη λαίδη Μπέκινχολ ένα ποτήρι ποντς.» Οι τρεις τζέντλεμεν υποκλίθηκαν καθώς απομακρύνονταν με την Ίζαμπελ. «Γιατί το έκανες αυτό;» του σφύριξε αγριεμένα μόλις απομακρύνθηκαν αρκετά. Την κοίταξε με τα φρύδια υψωμένα. «Δεν ήταν η κατάλληλη δικαιολογία για να αποσυρθούμε;» «Ναι, φυσικά, πολύ κατάλληλη» του είπε κατσούφικα. «Αλλά θα μπορούσαμε να είχαμε μείνει λίγο ακόμα μαζί τους.» «Νόμιζα πως σκοπός αυτού του χορού ήταν να γνωρίσω μια πληθώρα ανθρώπων» είπε σαν να το διασκέδαζε. Εκείνη ζάρωσε τη μύτη σαν να ήταν έτοιμη να διαφωνήσει. «Ω, λαίδη Μπέκινχολ, πόσο χαίρομαι που σας βλέπω εδώ απόψε.» Η λαίδη Μάργκαρετ Ρίντινγκ γλίστρησε μπροστά τους και αντάλλαξε με την Ίζαμπελ εκείνο το παράξενο φιλί
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
149
στον αέρα που έδειχναν να συμπαθούν ιδιαίτερα οι κυρίες της αριστοκρατίας. Η λαίδη Μάργκαρετ του άπλωσε διστακτικά το χέρι. Ο Γουίντερ το πήρε και φίλησε τον αέρα πάνω από τις αρθρώσεις της. Η κοπέλα χαμογέλασε καθώς ίσιωνε το σώμα του, σαν να ήταν κανένα σκυλάκι που είχε κάνει ένα ιδιαίτερα έξυπνο νούμερο. «Κύριε Μέικπις, δείχνετε πολύ ωραίος.» «Σας ευχαριστώ, λαίδη μου» της απάντησε. Η Ίζαμπελ τον κοίταξε μισοκλείνοντας τα μάτια, πιθανόν εξαιτίας του στεγνού ύφους του. Ο Γουίντερ καθάρισε το λαιμό του. «Το χαμόγελό σας λαμπρύνει την αίθουσα, λαίδη Μάρκαρετ.» «Ω, σας ευχαριστώ.» Το βλέμμα της ταξίδεψε μάλλον αφηρημένα πάνω από τον ώμο του και ο Γουίντερ χρειάστηκε να καταπνίξει την παρόρμησή του να κοιτάξει. Εδώ δεν ήταν το Σεντ Τζάιλς –δεν κινδύνευε από κάποια επίθεση. Τουλάχιστον όχι από το είδος της επίθεσης στο οποίο ήταν συνηθισμένος. «Λαίδη Μπέκινχολ, έλιωσα από ανησυχία μήπως δεν ερχόσασταν απόψε» είπε αργόσυρτα ένας ψηλός, όμορφος άντρας από την άλλη μεριά της Ίζαμπελ. «Να όμως που είστε εδώ και ανακαλύπτω πως όλη μου η υγεία έχει βελτιωθεί από τη χαρά μου που σας βλέπω.» Η Ίζαμπελ γέλασε με το γελοίο μονόλογό του και τράβηξε το χέρι της από το μπράτσο του Γουίντερ για να το προσφέρει στον νεοφερμένο. «Πω-πω, λόρδε Ντ’Αρκέ, πού τις βρίσκετε τέτοιες κολακείες; Αν δεν προσέξω, θα πάρουν τα μυαλά μου αέρα.» «Μόνο αν δεν προσέξετε;» ρώτησε ανάλαφρα ο Ντ’Αρκέ καθώς έσκυβε πάνω από το χέρι της. Ο Γουίντερ έπνιξε μια παρόρμηση να γρυλίσει, γιατί ήταν σίγουρος πως ο άλλος άντρας δεν προσποιήθηκε απλώς πως της φίλησε τις αρθρώσεις. Ο Ντ’Αρκέ ίσιωσε νωθρά το κορμί, με τα μάτια καρφω-
150
ELIZABETH HOYT
μένα στην Ίζαμπελ. «Πρέπει να δουλέψω τις κολακείες μου, λαίδη μου. Αλλά ίσως θα μπορούσατε να με βοηθήσετε. Υπό την ευγενή διδασκαλία σας, έχω την ελπίδα να σταθώ στο ύψος των προσδοκιών σας.» Ο Γουίντερ καθάρισε το λαιμό του. «Έχει ήδη να διδάξει έναν άντρα.» Η Ίζαμπελ ξαφνιάστηκε σαν να είχε όντως μαγευτεί απ’ αυτές τις ανοησίες. «Λόρδε μου, επιτρέψτε μου να σας παρουσιάσω τον κύριο Γουίντερ Μέικπις, τον διευθυντή του Ιδρύματος για Ατυχή Βρέφη και Έκθετα Παιδιά. Κύριε Μέικπις, να σας γνωρίσω τον Άνταμ Ράτλετζ, υποκόμη Ντ’Αρκέ.» «Α, Μέικπις» είπε ο λόρδος Ντ’Αρκέ αφού αντάλλαξαν υποκλίσεις. «Τι είν’ αυτά περί διδασκαλίας;» «Η λαίδη Μπέκινχολ είχε την ευγενή καλοσύνη να προσφέρει τις υπηρεσίες της για να μου δώσει λίγο λούστρο» είπε ο Γουίντερ με επίπεδη φωνή. «Προκειμένου να εκπροσωπώ καλύτερα το ίδρυμα.» Τα φρύδια του Ντ’Αρκέ υψώθηκαν τεμπέλικα. «Μα ποιος ο λόγος, παρακαλώ; Στο κάτω-κάτω, σύντομα θα σας αντικαταστήσω εγώ στη διεύθυνση του σπιτιού.» Ο Γουίντερ κοκάλωσε, με το σφυγμό να σφυροκοπάει στα αυτιά του. «Συγνώμη;» Ο Ντ’Αρκέ έγειρε το κεφάλι στο πλάι σαν να είχε παραξενευτεί. «Μου δόθηκε να καταλάβω από τη λαίδη Πενέλοπι ότι πρόκειται να παραιτηθείτε από διευθυντής του ιδρύματος. Μη μου πείτε πως αλλάξατε γνώμη; Περίμενα τη θέση με μεγάλη λαχτάρα.» «Δεν έχω κανένα σκοπό να παραχωρήσω τη θέση μου στο ίδρυμα» δήλωσε ο Γουίντερ με σφιγμένα δόντια. «Ούτε τώρα ούτε ποτέ!» ***
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
151
Ο Γουίντερ Μέικπις έδειχνε απόλυτα εξοργισμένος. Για άνθρωπος που κανονικά κρατούσε τα συναισθήματά του πάντα κάτω από αυστηρό έλεγχο, το θέαμα που προσέφερε ήταν μάλλον τρομακτικό. Η Ίζαμπελ πήγε ενστικτωδώς να κάνει ένα βήμα πίσω, αλλά εκείνος έφερε απότομα το χέρι του πάνω στα δάχτυλά της στο μπράτσο του, κρατώντας την κοντά του. Τα βαριά βλέφαρα του λόρδου Ντ’Αρκέ τινάχτηκαν ελαφρά εκεί όπου ο Γουίντερ είχε παγιδεύσει το χέρι της και το κυνικό του χαμόγελο έγινε πιο σίγουρο. «Μου είπαν πως η θητεία σας έχει ξεπεράσει την περίοδο της χρησιμότητάς σας για το ίδρυμα, Μέικπις.» Η Ίζαμπελ άνοιξε το στόμα της να αρνηθεί την κατηγορία, αλλά ο Γουίντερ μιλούσε ήδη, χαμηλά και φονικά. «Δεν έχω καμία αμφιβολία πως πηγή των πληροφοριών σας είναι η λαίδη Πενέλοπι. Η λαίδη ξέρει από γάντια και παπούτσια, αλλά δεν έχει καμία πρακτική εμπειρία ως προς τη διεύθυνση ενός ορφανοτροφείου στην καρδιά του Σεντ Τζάιλς. Ήμουν, είμαι και θα είμαι ο καλύτερος για τη διεύθυνσή του.» «Αλήθεια;» Τα χείλη του Ντ’Αρκέ ανασηκώθηκαν με σκληράδα. «Μπορεί εσείς να είστε ακόμα ευχαριστημένος εδώ, μέσα στο ίδρυμα, αλλά από ό,τι καταλαβαίνω, το ίδιο το ίδρυμα σάς έχει ξεπεράσει. Συγχωρήστε με, αλλά πιστεύω πως με τις επιφανείς προστάτιδες που έχει τώρα, μπορεί να προκαλείτε μέχρι και αμηχανία.» «Άνταμ!» Το σοκαρισμένο επιφώνημα της Ίζαμπελ τής ξέφυγε πριν προλάβει να σκεφτεί. Ένιωσε το μπράτσο του Γουίντερ να σκληραίνει σαν ατσάλι κάτω από τα δάχτυλά της στο άκουσμα του μικρού ονόματος του Ντ’Αρκέ. Η λαίδη Μάργκαρετ την κοίταξε με περιέργεια ενώ η έκφραση του Ντ’Αρκέ έγινε αυτάρεσκη. Τα φρύδια της Ίζαμπελ υψώθηκαν ψυχρά προς το μέρος του. Μπορεί αυτή και ο Άνταμ Ράτλετζ να έπαιζαν ένα σο-
152
ELIZABETH HOYT
φιστικέ παιχνίδι αποπλάνησης τον τελευταίο χρόνο, μπορεί εκείνος να το είχε κάνει διακριτικά γνωστό πως ενδιαφερόταν να συνάψει μια ερωτική σχέση μαζί της και μπορεί αυτή να είχε αφήσει μια υπόνοια πως δεν αποστρεφόταν την ιδέα, αλλά ποτέ δεν είχε προχωρήσει περισσότερο. Δεν είχε το δικαίωμα να δείχνει τόση αυτοπεποίθηση –και σίγουρα δεν είχε το δικαίωμα να επιτίθεται στον Γουίντερ σε μια επίδειξη αντρικής κτητικότητας. Η λαίδη Μάργκαρετ καθάρισε το λαιμό της σπάζοντας την άβολη σιωπή. «Νομίζω πως ο κύριος Μέικπις είναι ένας εξαιρετικός διευθυντής και… και εκπρόσωπος του ιδρύματος.» Ο Ντ’Αρκέ υποκλίθηκε στη λαίδη Μάργκαρετ. «Ο τρόπος που υπερασπίζεστε τον Μέικπις δείχνει τον ευγενικό σας χαρακτήρα, λαίδη μου.» Η λαίδη Μάργκαρετ χαμογέλασε σφιγμένα. «Με κάνετε να μοιάζω με κατοικίδια γατούλα, λόρδε μου.» «Μια γατούλα με νύχια.» Η Ίζαμπελ χαμογέλασε πλατιά. «Είναι πραγματικά πολύ άσχημο να πειράζετε έτσι τον κύριο Μέικπις, λόρδε μου. Και γιατί σας νοιάζει να διευθύνετε ένα ορφανοτροφείο τέλος πάντων;» Ο υποκόμης ανασήκωσε ράθυμα τους ώμους. «Ίσως ανακάλυψα μια καινοφανή τάση μου για αγαθοεργίες.» «Ή ίσως ενδιαφέρεστε για κάτι άλλο στο Σεντ Τζάιλς» πρόσθεσε μαλακά ο Γουίντερ. Τα φρύδια του Ντ’Αρκέ έσμιξαν απορημένα και η Ίζαμπελ έριξε μια αυστηρή ματιά στον Γουίντερ. «Όπως;» έσυρε τη λέξη ο υποκόμης. «Με κατηγορείτε για μια κρυφή αδυναμία στο τζιν;» Ήταν η σειρά του Γουίντερ να ανασηκώσει τους ώμους. «Υπάρχουν κι άλλα πράγματα στο Σεντ Τζάιλς εκτός από το τζιν. Κοριτσάκια, για παράδειγμα.» Τα φρύδια του Ντ’Αρκέ υψώθηκαν αργά. «Σίγουρα δεν πιστεύετε πως προτιμώ τα αγόρια.» «Δεν έχω ιδέα» είπε ο Γουίντερ ψυχρά. «Στο κάτω-κάτω,
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
153
δε σας ξέρω καθόλου, λόρδε μου, και υπάρχουν κάποιοι αρκετά διεστραμμένοι ώστε να απολαμβάνουν να διαφθείρουν παιδιά.» «Σας διαβεβαιώ πως μου αρέσουν τα θηλυκά μου εντελώς, ε, ώριμα.» Ο υποκόμης κοίταξε με σημασία την Ίζαμπελ. Εκείνη ζάρωσε το μέτωπο και απέστρεψε το βλέμμα. Ο Ντ’Αρκέ χτύπησε ξαφνικά τα χέρια του, μια χειρονομία τόσο απότομη και βίαιη που έκανε τη λαίδη Μάργκαρετ, η οποία στεκόταν δίπλα του, να τιναχτεί προς τα πίσω. Ήταν ένας άντρας που είχε παγιώσει για τα καλά ένα ευγενικό προσωπείο, αλλά τώρα υπήρχε γνήσιος θυμός στα γκρίζα μάτια του. «Ελάτε» φώναξε ο υποκόμης. «Ας βάλουμε τις κοινωνικές μας δεξιότητες, τις δικές μου και του κυρίου Μέικπις, σε δοκιμασία. Προτείνω έναν διαγωνισμό καλών τρόπων με μια βραδιά στην όπερα για πεδίο δοκιμασίας. Τι λέτε, κύριε Μέικπις;» Η Ίζαμπελ άρχισε να κουνάει αρνητικά το κεφάλι. Η όπερα έμοιαζε αρκετά ήπια έξοδος, αλλά δεν εμπιστευόταν καθόλου τον υποκόμη Ντ’Αρκέ με τη διάθεση που τον έβλεπε να έχει τώρα. «Έγινε.» Η φωνή του Γουίντερ ακούστηκε χαμηλή και επίπεδη, αλλά δεν υπήρχε αμφιβολία πως σήκωνε το γάντι που του είχαν ρίξει. «Έξοχα!» Τα μάτια του Ντ’Αρκέ έλαμψαν με κακία. «Και για να νοστιμίσει λίγο το πράγμα, θα καλέσω αρκετούς άλλους ευγενείς για να βοηθήσουν ως κριτές.» «Πολύ καλά.» Ο Γουίντερ έκλινε το κεφάλι. «Και τώρα θα πρέπει να συγχωρήσετε τη λαίδη Μπέκινχολ και εμένα, γιατί πηγαίναμε για ένα δροσιστικό ποτό.» «Α.» Ο Ντ’Αρκέ υποκλίθηκε ειρωνικά. «Παρακαλώ, να μην σας κρατάω από τις κοινωνικές σας επαφές.» Ο Γουίντερ γύρισε και άρχισε να διασχίζει το πλήθος. Ο κόσμος έριχνε μια ματιά στο πρόσωπό του και παραμέριζε
154
ELIZABETH HOYT
βιαστικά, ενώ η Ίζαμπελ κυριολεκτικά έτρεχε για να προλάβει το μεγάλο διασκελισμό του. «Δεν είναι ανάγκη να φύγεις τρέχοντας από την αίθουσα» είπε λαχανιασμένη, προσπαθώντας να κρατήσει τη φωνή της σιγανή. «Θα προτιμούσες να μείνω και να ρίξω μπουνιά σ’ αυτόν τον κόπανο;» της πέταξε αγριεμένα ο Γουίντερ. «Ποτέ δε θα έκανες τέτοιο πράγμα –δεν είναι στο χαρακτήρα σου.» Η ματιά του ήταν κοφτερή. «Ίσως δεν ξέρεις τίποτα για τον χαρακτήρα μου.» Ανασήκωσε περήφανα το πιγούνι της. «Νομίζω πως ξέρω. Νομίζω πως καμαρώνεις να καταπιέζεις όλα σου τα συναισθήματα, βάζοντάς τα προσεκτικά πίσω από μια ανέκφραστη μάσκα που φοράς μπροστά στον κόσμο. Νομίζω πως φοβάσαι να νιώσεις πολύ βαθιά συναισθήματα, ίσως πως φοβάσαι να νιώσεις το παραμικρό συναίσθημα.» Της έριξε ένα κατάπληκτο βλέμμα. «Είναι αλήθεια. Σε μελετάω όλη την εβδομάδα που μας πέρασε. Εξάλλου» του είπε πιο πρακτικά «αν χτυπήσεις τον Ντ’Αρκέ απλώς θα αποδείκνυες πως είχε δίκιο.» Είχαν φτάσει σε μια εσοχή έξω από την αίθουσα χορού, κρυμμένη διακριτικά πίσω από κάμποσα μεγάλα βάζα και αγαλματίδια. Την τράβηξε μέσα κι ύστερα σταμάτησε και τη γύρισε προς το μέρος του, κι εκείνη είδε τα μάτια του να πετάνε φωτιές. Την έπιασε από τα μπράτσα, κρατώντας τη θυμωμένα. «Ότι έχει δίκιο πως είμαι ένας θυμωμένος πιθηκάνθρωπος, που μετά βίας ταιριάζει ανάμεσα στην πολιτισμένη κοινωνία;» ρώτησε απαιτητικά, με τη φωνή του να δονείται από οργή. «Αυτό πιστεύεις; Ντρέπεσαι που σε βλέπουν στο μπράτσο μου μπροστά στον εραστή σου;» «Δεν είναι εραστής μου» του σφύριξε μανιασμένα. «Θέλει να γίνει.»
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
155
«Ναι, θέλει!» ξέσπασε, έχοντας κουραστεί από την αρσενική οργή του, έχοντας κουραστεί μ’ αυτόν τον άντρα που μια τη φλέρταρε και μια αποτραβιόταν. «Κι είναι αυτό που θέλεις κι εσύ;» γρύλισε ο Γουίντερ, με το στόμα του να συσπάται άγρια. «Θέλεις να κοιμηθείς μαζί του;» Ανασήκωσε προκλητικά τον ώμο της. «Ίσως.» Το πρόσωπό του ήταν τόσο κοντά στο δικό της που μπορούσε να νιώσει την ανάσα του πάνω στα χείλη της. Τα μάτια του κατέβηκαν στα χείλη της και η Ίζαμπελ ήξερε: Θα τη φιλούσε. Επιτέλους, θα ένιωθε το στόμα του Γουίντερ Μέικπις πάνω στο δικό της, επιτέλους θα ανακάλυπτε τι κρυβόταν πίσω από τη μάσκα. Για μια στιγμή, ξέχασε πού ήταν, ποιοι ήταν. Τον ήθελε. Ήθελε να τραβήξει το μαντίλι απ’ το λαιμό του, να του ανοίξει το πουκάμισο και να ακουμπήσει το στόμα της εκεί, πάνω στον καυτό παλμό της καρδιάς του. Σήκωσε το πρόσωπό της, άνοιξε τα χείλη της, τον παρότρυνε με τα μάτια της. Κι αντί γι’ αυτό, εκείνος ανασήκωσε το κεφάλι του, ανοιγοκλείνοντας τα βλέφαρα σαν να έβγαινε από ένα σκοτεινό δωμάτιο. Ο Γουίντερ Μέικπις την κοίταξε κι η Ίζαμπελ το είδε, είδε τη στιγμή που έπεσε η κουρτίνα μπροστά στα μάτια του, το δευτερόλεπτο που ξαναφόρεσε τη μάσκα του και τραβήχτηκε μακριά της, σωματικά και συναισθηματικά. Έκανε ένα βήμα πίσω, τραβώντας τα χέρια του από πάνω της. «Σας ζητώ συγνώμη, λαίδη Μπέκινχολ. Αυτό ήταν εντελώς ασυγχώρητο εκ μέρους μου.» Η Ίζαμπελ ήθελε να ουρλιάξει από απογοήτευση. Αντί γι’ αυτό, πήρε μια βαθιά ανάσα, ευχόμενη να μπορούσε να απαλλαγεί από το πάθος τόσο απότομα όσο έμοιαζε να το κάνει αυτός. «Όχι, κύριε Μέικπις, εκείνο που είναι εντελώς ασυγχώρητο είναι η συγνώμη σας.» ***
156
ELIZABETH HOYT
Παρά λίγο να σπάσει τον άρρητο όρκο του. Παραλίγο να φιλήσει μια γυναίκα –παραλίγο να φιλήσει την Ίζαμπελ. Ένα κορίτσι τον είχε φιλήσει μια φορά όταν ήταν μικρός –πριν γίνει δεκαεφτά ετών. Πριν συνειδητοποιήσει ποιος ήταν ο αληθινός του σκοπός στο Σεντ Τζάιλς και στη ζωή. Την είχε γνωρίσει σε ένα ταξίδι στην Οξφόρδη και δεν μπορούσε πια να θυμηθεί το όνομά της –ίσως να μην το είχε μάθει ποτέ. Το φιλί τους ήταν παράξενο και διερευνητικό και δεν την είχε ξαναδεί έκτοτε. Η Ίζαμπελ ήταν σαν ήλιος απέναντι σε κερί σε σύγκριση με εκείνη την κοπέλα. Ήθελε να την αγγίξει περισσότερο απ’ όσο ήθελε την επόμενη ανάσα του. Περισσότερο απ’ όσο ήθελε φαγητό όταν πέθαινε της πείνας. Περισσότερο απ’ όσο ήθελε νερό την πιο διψασμένη του στιγμή. Είχε γίνει μια λαχτάρα κάτω απ’ το πετσί του τόσο μεγάλη που έκανε το κορμί του ακόμα και τώρα να θέλει να τρέξει κοντά της. Ήθελε να την πάρει, να κορέσει αυτήν την πείνα μέσα του. Να βυθίσει τη σάρκα του μέσα της και να την κατακτήσει σαν άγριος Βίκινγκ. Και δεν μπορούσε. Τα παιδιά στο Ίδρυμα –παιδιά όπως η Πιλάρ– εξαρτιόνταν απ’ αυτόν. Είχε κάνει ένα λάθος, είχε αφήσει υπερβολικά χαλαρό το χαλινάρι στον εαυτό του, είχε παραστήσει πως ήταν κάτι άλλο απ’ αυτό που ήταν αληθινά. Ο Γουίντερ κοίταξε τα πανέμορφα, φουρτουνιασμένα γαλάζια μάτια της Ίζαμπελ και κατάλαβε πως ένα κομμάτι του ήταν απόλυτα ξελογιασμένο μ’ αυτήν τη γυναίκα κι αυτήν τη στιγμή. Τον έκανε να ξεχνάει το καθήκον του. Τον έκανε να ξεχνάει όλα όσα εξαρτιόντουσαν απ’ αυτόν. Ήταν ο πειρασμός προσωποποιημένος. Ανάγκασε τον εαυτό του να γυρίσει από την άλλη. Του έπιασε το μπράτσο, η λαβή της αιφνιδιαστικά δυνατή –αλλά πάλι, συνέχεια τον αιφνιδίαζε με τη θηλυκή της δύναμη από τότε που τον είχε βρει ντυμένο ως Φάντασμα και αναίσθητο στο Σεντ Τζάιλς.
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
157
«Πού πας;» τον ρώτησε απαιτητικά. Τράβηξε το βλέμμα του από το πρόσωπό της. «Πρέπει να επιστρέψουμε στο χορό.» «Γιατί;» Ο Γουίντερ έκανε μια γκριμάτσα. «Υποτίθεται πως είμαι εδώ για να συναντήσω σημαντικά άτομα, το θυμάσαι;» «Θυμάμαι ότι μοιάζεις έτοιμος να με απορρίψεις σαν να είμαι ένα τίποτα.» Τελικά γύρισε και την κοίταξε ξανά –όλα έδειχναν πως έπρεπε να βρει έναν τρόπο να πολεμήσει αυτήν τη βαθιά έλξη και τώρα ήταν η κατάλληλη στιγμή. Τα αισθησιακά της χείλη ήταν σφιγμένα, τα φρύδια της ζαρωμένα και τα υπέροχα μάτια της έμοιαζαν… πληγωμένα. Μεγαλοδύναμε Θεέ. Κάτι μέσα του άρχισε να αιμορραγεί. «Τι θα ήθελες να κάνω;» μουρμούρισε, έχοντας επίγνωση ότι ο χορός –και όλοι όσοι παρευρίσκονταν– ήταν μόνο λίγα μέτρα πιο κει. «Σου ζήτησα συγνώμη κι εσύ προσβλήθηκες.» «Αποφεύγεις το θέμα.» Κατέβασε το χέρι της κι εκείνος ένιωσε τη ζεστασιά να χάνεται από το μπράτσο του εκεί που τον είχε αγγίξει. «Αποφεύγεις εμένα. Ήσουν έτοιμος να με φιλήσεις πριν από ένα λεπτό. Το ένιωσα και…» «Αλλά δεν το έκανα.» Ήθελε να τραβήξει τα μαλλιά του, να χτυπήσει τη γροθιά του στον τοίχο, να την αρπάξει ξανά και να υποκύψει στον πειρασμό. Να τη φιλήσει μέχρι να σβήσει αυτή η φρικτή έκφραση από το πρόσωπό της. Δεν έκανε τίποτε απ’ όλα αυτά, φυσικά. «Όχι, δεν το έκανες» του είπε αργά. «Προφανώς σου είναι εύκολο να μου αντισταθείς.» «Εύκολο.» Είπε τη λέξη σαρκαστικά, διπλώνοντας τα μπράτσα του στο στήθος για να κρατήσει τα χέρια του μακριά της. Πώς μπορούσε να πιστεύει πως του ήταν εύκολο; «Δεν αμφιβάλλω πως είσαι συνηθισμένη να σε φιλάνε οι άντρες κι ακόμα περισσότερο όταν τους κοιτάζεις όπως κοίταξες εμένα.»
158
ELIZABETH HOYT
Το στόμα της άνοιξε. «Με αποκαλείς πόρνη; » Το κεφάλι του τινάχτηκε πίσω. «Όχι. Δεν…» Έκανε ένα βήμα πιο κοντά του, με τις μύτες των ποδιών της να αγγίζουν τις δικές του και κάρφωσε το δάχτυλο με δύναμη στο γελοίο κέντημα του γιλέκου του. «Μπορεί να μην ανταποκρίνομαι στα καλογερίστικα κριτήρια συμπεριφοράς σου, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είμαι γυναίκα χαλαρών ηθών. Το κατάλαβες, Γουίντερ Μέικπις; Απολαμβάνω τη συντροφιά των αντρών και απολαμβάνω το κρεβάτι. Αν αυτό το γεγονός σε κάνει να νιώθεις άβολα, τότε ίσως τα δικά σου κριτήρια να είναι αυτά που πρέπει να εξετάσεις.» Η Ίζαμπελ γύρισε με χάρη, προφανώς έτοιμη να φύγει από την εσοχή και να τον αφήσει σύξυλο. Ο Γουίντερ τύλιξε γύρω της το χέρι του. Ήταν η σειρά του να την κρατήσει τώρα. «Δεν πιστεύω τίποτε απ’ όλα αυτά για σένα» προσπαθώντας να την κάνει να τον κοιτάξει. «Γι’ αυτό δεν έκανες το επόμενο βήμα;» τον ρώτησε, με το πρόσωπο στραμμένο αλλού. «Δεν μπορώ.» Γύρισε προς το μέρος του κι εκείνος παραλίγο να κλείσει τα μάτια, τόσο πολύ τον τύφλωσε η φλογισμένη ματιά της. «Γιατί; Είσαι ανίκανος σωματικά;» Το στόμα του στράβωσε. «Όχι. Τουλάχιστον απ’ όσο ξέρω.» Τα μάτια της γλύκαναν. «Αν είναι φόβος λόγω της απειρίας σου, σε διαβεβαιώ πως δεν περιμένω έναν επιδέξιο εραστή –τουλάχιστον όχι στην αρχή.» Τα χείλη του Γουίντερ συσπάστηκαν. «Όχι, δεν είναι αυτό. Δεν καταλαβαίνεις…» «Τότε εξήγησέ μου.» Άφησε την ανάσα του να βγει και έγειρε πίσω το κεφάλι για να κοιτάξει τους έρωτες που χόρευαν στο ταβάνι της δούκισσας Άρλινγκτον. «Είμαι αφιερωμένος στο σπίτι και στο Σεντ Τζάιλς. Έχω ορκιστεί να βοηθάω αυτούς που χρει-
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
159
άζονται τη βοήθειά μου –που τη χρειάζονται απεγνωσμένα– σ’ αυτήν την άθλια περιοχή του Λονδίνου.» «Μιλάς σαν να έχεις πάρει ιερό όρκο» του είπε απορημένη. Απέστρεψε το βλέμμα, προσπαθώντας να κυριαρχήσει τις σκέψεις του. Ποτέ δεν το είχε εκφράσει μ’ αυτές τις λέξεις, ποτέ δεν είχε μιλήσει σε ψυχή ζώσα για την αποστολή του. Μετά πήρε βαθιά ανάσα και την κοίταξε. «Είναι πολύ παρόμοιο, σαν πρόθεση αν όχι σαν φιλοσοφία, με ιερό όρκο. Δεν είμαι σαν τους μπερμπάντηδες της κοινωνικής σου τάξης, Ίζαμπελ. Θεωρώ τον σωματικό έρωτα σαν κάτι ιερό και απαραβίαστο στον έρωτα. Κι αν ερωτευόμουν μια γυναίκα αρκετά για να την πάω στο κρεβάτι μου, τότε θα την αγαπούσα αρκετά για να την παντρευτώ. Κι αφού δε σκοπεύω να παντρευτώ ποτέ, δε σκοπεύω επίσης να βρεθώ ποτέ τόσο κοντά με μια γυναίκα –σωματικά ή συναισθηματικά– ώστε να της κάνω έρωτα.» «Όμως δεν είσαι παπάς» του είπε. «Σίγουρα γίνεται να έχεις γυναίκα και οικογένεια και συγχρόνως να βοηθάς αυτούς που ζουν στο Σεντ Τζάιλς.» Κατέβασε τα μάτια του στο πρόσωπό της, τόσο όμορφο, τόσο γεμάτο ζωή. «Όχι, δε συμφωνώ. Το πρώτο και κύριο καθήκον ενός σύζυγου και πατέρα είναι να φροντίζει τη γυναίκα και τα παιδιά του. Όλα τα άλλα έρχονται δεύτερα. Πώς μπορούν να είναι πρώτοι οι άνθρωποι του Σεντ Τζάιλς αν είμαι παντρεμένος;» Τα μάτια της γούρλωσαν από κατάπληξη. «Δεν το πιστεύω. Προσπαθείς να γίνεις άγιος.» Το στόμα του σφίχτηκε. «Όχι, έχω απλώς αφιερώσει τη ζωή μου στο να βοηθάω τους άλλους.» «Αλλά γιατί;» «Σου είπα γιατί» της είπε, προσπαθώντας να συγκρατήσει την ανυπομονησία του. Αυτή η συζήτηση έμοιαζε λες και του άνοιγαν το στήθος κι έχωναν μέσα ένα χέρι που σκάλιζε
160
ELIZABETH HOYT
τα σωθικά του. Δεν του άρεσε καθόλου. «Τα παιδιά, οι φτωχοί του Σεντ Τζάιλς, οι φρικτές ζωές που ζουν. Δε με άκουγες όταν σου μιλούσα;» «Σε άκουσα πολύ καλά» του πέταξε θυμωμένα. «Σε ρωτάω γιατί εσύ. Γιατί πρέπει να είσαι εσύ εκείνος που θα θυσιάσει ολόκληρη τη ζωή του;» Ο Γουίντερ κούνησε το κεφάλι απελπισμένα. Η Ίζαμπελ ανήκε στην προνομιούχο τάξη. Δεν είχε γνωρίσει ποτέ την ανέχεια, δεν είχε μετρήσει κέρματα για να δει αν θα της έφταναν για να αγοράσει ή κάρβουνο να ζεσταθεί ή ψωμί να φάει, αφού μόνο για ένα θα μπορούσε να πληρώσει, όχι και για τα δύο. Απλώς δε γινόταν να το καταλάβει. Κατέβασε το χέρι του από το μπράτσο της και έκανε ένα βήμα πίσω, βάζοντας μια συνετή απόσταση ανάμεσά τους. Η φωνή του ήταν προσεκτικά συντονισμένη όταν μίλησε. Προσεκτικά ευγενική. «Αν όχι εγώ, τότε ποιος;» *** Η Μεγκς αναστέναξε και κύρτωσε την πλάτη, απολαμβάνοντας την υπέροχη αίσθηση μετά τον έρωτα. Αυτή ήταν μια από τις πολλές αποκαλύψεις που είχαν συμβεί απ’ όταν ο Ρότζερ την είχε μυήσει στα μυστικά της κρεβατοκάμαρας: πόσο λιώμα, πόσο απόλυτα χαλαρωμένο ένιωθε το κορμί της μετά. Όχι ότι είχαν ποτέ την ευκαιρία να βρεθούν σε κρεβατοκάμαρα. Αυτήν τη στιγμή, ήταν ξαπλωμένη σε έναν καναπέ μέσα σε ένα πολύ σκοτεινό δωμάτιο υποδοχής στο πίσω μέρος του σπιτιού της δούκισσας του Άρλινγκτον. Μπορούσε να ακούει τους ήχους του χορού να έρχονται πνιχτοί μέσα από τους τοίχους και τα ενδιάμεσα δωμάτια, αλλά δεν έπαυε να είναι ένα υπέροχο, ζεστό καταφύγιο μόνο για τους δυο τους. «Ώρα να σηκωθούμε, αγάπη μου» της ψιθύρισε ο Ρότζερ στο αυτί.
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
161
«Τόσο σύντομα;» σούφρωσε τα χείλη η Μεγκς. «Ναι, αμέσως» τη μάλωσε χαϊδευτικά. Ο Ρότζερ ανακάθισε και άρχισε να τακτοποιεί τα ρούχα του. «Δε θες να προσέξουν την απουσία σου οι μεγαλοκυρίες του χορού, σωστά; Ή ακόμα χειρότερα, ο αδερφός σου, ο μαρκήσιος.» Η Μεγκς ανατρίχιασε στη σκέψη. Και οι δύο αδερφοί της –καθένας με τον τρόπο του– είχαν κάνει μάλλον σκανδαλώδεις γάμους, αλλά αυτό δε σήμαινε πως θα έβλεπαν με καλό μάτι έστω μια υποψία απρέπειας από μεριάς της. Ανακάθισε απρόθυμα και άρχισε να στρώνει το φόρεμά της. «Εξάλλου» συνέχισε ο Ρότζερ δήθεν αδιάφορα «θέλω πολύ να διατηρήσω καλές σχέσεις με τον μέλλοντα κουνιάδο μου.» Η Μεγκς κράτησε την ανάσα της και σήκωσε τα μάτια, νιώθοντας τη χαρά να πλημμυρίζει το στήθος της. Ο Ρότζερ ξέσπασε σε ένα ζεστό γέλιο βλέποντας την έκφρασή της. «Νόμιζες πως δε θα σε ήθελα για σύζυγό μου, γλυκιά μου Μέγκι; Δεν έχεις καταλάβει ακόμα ότι είμαι τρελά ερωτευμένος μαζί σου;» Όταν εκείνη απόμεινε απλώς να τον κοιτάζει ακίνητη, η έκφρασή του σκοτείνιασε. «Δηλαδή, αν το θέλεις κι εσύ. Φοβάμαι πως ξεπέρασα τα…» Όρμησε στην αγκαλιά του πριν προλάβει να τελειώσει τη φράση του. «Ουφ!» Ο Ρότζερ έπεσε πίσω στον καναπέ κάτω από την ‘επίθεσή’ της. «Ναι, ναι, ναι!» ψέλλισε η Μεγκς, ραίνοντας με μάλλον άτσαλα φιλιά το γλυκό, αγαπημένο, υπέροχο πρόσωπό του. «Ω Ρότζερ, πώς μπορείς έστω και να σκεφτείς πως δε σ’ αγαπάω με όλη μου την καρδιά;» Της έπιασε το πρόσωπο και το κράτησε σταθερό για να της δώσει ένα πιο μεγάλο, πιο έμπειρο φιλί στα χείλη. «Ω αγαπούλα μου» ψιθύρισε καθώς αποτραβιόταν. «Με έχεις κάνει τον πιο ευτυχισμένο άντρα στον κόσμο.»
162
ELIZABETH HOYT
Έγειρε το κεφάλι της δίπλα στο δικό του, απολαμβάνοντας τη στιγμή. Μετά εκείνος σύρθηκε από κάτω της και της χτύπησε μαλακά τους γλουτούς. «Σήκω, σήκω, σήκω.» Η Μεγκς βόγκηξε, αλλά υπάκουσε. Έλεγξε βιαστικά την εικόνα της σε έναν μικρό καθρέφτη κι ύστερα στράφηκε προς τον Ρότζερ. «Θα κάνουμε σύντομο αρραβώνα;» «Ναι, παρακαλώ.» Της χαμογέλασε πλατιά, με το λακκάκι που είχε αγαπήσει τόσο πάνω του να εμφανίζεται στο δεξί του μάγουλο. «Μια μικρή χάρη όμως; Μπορούμε να κρατήσουμε τον αρραβώνα μας μυστικό μέχρι να μπορέσω να τακτοποιήσω το κτήμα μου και να σε ζητήσω κανονικά από τον αδερφό σου; Δεν είμαι τόσο πλούσιος όσο σίγουρα θα ήθελε, αλλά έχω μια πρόταση για δουλειά που…» «Σιωπή.» Έβαλε τα δάχτυλά της πάνω στα χείλη του. «Σε παντρεύομαι επειδή σ’ αγαπάω, όχι για τα λεφτά σου.» Εκείνος συνοφρυώθηκε. «Θα μπορούσες να παντρευτείς κάποιον με τίτλο. Να παντρευτείς κάποιον πολύ πιο πλούσιο.» «Θα μπορούσα, αλλά δε θέλω.» Του χαμογέλασε, απόλυτα ευτυχισμένη. «Και θα φροντίσω να το ξεκαθαρίσω αυτό στον Τόμας όταν έρθει η ώρα.» Ακούμπησε το μέτωπό του στο δικό της. «Σ’ αγαπώ.» «Το ξέρω.» Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών και του έδωσε ένα ανάλαφρο φιλί. «Δε θα πω σε κανέναν για τον αρραβώνα μας, αν μου υποσχεθείς να μην περιμένεις πολύ μέχρι να μιλήσεις στον Τόμας.» «Δυο βδομάδες, όχι παραπάνω.» Τα σκανταλιάρικα καστανά μάτια του σοβάρεψαν. «Ειλικρινά, πρόκειται για εξαιρετική επένδυση, Μέγκι. Αν καρποφορήσει το σχέδιο, ακόμα και ο αδερφός σου θα εντυπωσιαστεί.» Εκείνη κούνησε το κεφάλι της τρυφερά, ψιθυρίζοντας: «Δε χρειάζεσαι λεφτά για να με εντυπωσιάσεις, Ρότζερ Φρέιζερ-Μπάρνσμπι.» Στάθηκε όρθια για μια στιγμή, κοιτώντας τον στα μάτια,
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
163
θέλοντας να του πει πολλά περισσότερα αλλά αδυνατώντας να βρει τα λόγια. Αντί γι’ αυτό, στο τέλος, του άγγιξε το μάγουλο, γύρισε και γλίστρησε έξω από το δωμάτιο. *** Η Ίζαμπελ στάθηκε με την πλάτη στην πόρτα της τουαλέτας των γυναικών και κοίταξε σκεφτικά τον διάδρομο. Αν δεν έκανε λάθος, η λαίδη Μάργκαρετ είχε μόλις βγει από ένα δωμάτιο στο βάθος του χολ, που ο φωτισμός ήταν πολύ χαμηλός. Τώρα γιατί… τα μάτια της Ίζαμπελ γούρλωσαν κι έπειτα μισόκλεισαν. Ο κύριος Ρότζερ Φρέιζερ-Μπάρνσμπι είχε μόλις βγει από το ίδιο δωμάτιο που είχε βγει η Μεγκς. Για σκέψου… Ήταν αρκετά έμπειρη για να γνωρίζει τα λαθραία τετα-τετ που λάμβαναν χώρα στη διάρκεια των χορών. Αλλά η λαίδη Μάργκαρετ ήταν μια ανύπαντρη κληρονόμος. Βέβαια, ο κύριος Φρέιζερ-Μπάρνσμπι έδειχνε εξαίρετος νέος, αλλά η Μεγκς ρισκάριζε την υπόληψή της και, κατά συνέπεια, την υπόλοιπη ζωή της συναντώντας τον ιδιαιτέρως. Η Ίζαμπελ έλεγξε αν η φούστα της ήταν ίσια και μετά ξεκίνησε για την αίθουσα χορού. Θα έπρεπε να βρει έναν εύσχημο τρόπο να πει στη Μεγκς πως δεν ήταν τόσο διακριτική όσο νόμιζε. Αλλά στο μεταξύ, η Ίζαμπελ έπρεπε να επιστρέψει στο χορό και στον κύριο Μέικπις. Είχε μείνει ήδη πολλή ώρα στην τουαλέτα και είχε την αμυδρή υποψία πως μάλλον κρυβόταν από εκείνον. Η Ίζαμπελ αναστέναξε. Ποτέ πριν δεν είχε υπάρξει δειλή. Θα έπρεπε να τον αντιμετωπίσει και να ανοίξει μια ανάλαφρη συζήτηση μέχρι να τελειώσει ετούτη η φοβερή βραδιά. Κι έπειτα θα έπρεπε να βρει έναν τρόπο να βγάλει τον κύριο Μέικπις απ’ το μυαλό της –και ίσως απ’ την καρδιά της.
Κεφάλαιο Οκτώ Εκείνη τη νύχτα ο Αρλεκίνος πήρε εκδίκηση από τους άντρες που τον είχαν βλάψει. Οι αντίπαλοί του δεν είχαν προλάβει καν να βγουν από το Σεντ Τζάιλς όταν τους βρήκε και παρ’ όλο που ούρλιαξαν βλέποντας τα ανίερα άσπρα μάτια του και προσπάθησαν να αμυνθούν, δεν μπορούσαν να τα βγάλουν πέρα με το Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς! Πάλεψε με εξωπραγματική δύναμη και ικανότητα και τους σκότωσε όλους χωρίς λέξη ή οίκτο. Αλλά δε σταμάτησε εκεί. Ο Αρλεκίνος βγήκε για κυνήγι και την επόμενη νύχτα. Σύντομα, όλοι όσοι είχαν κάνει κάτι κακό ήξεραν πως έπρεπε να μένουν μακριά από το Σεντ Τζάιλς τη νύχτα, γιατί το Φάντασμα διψούσε για αίμα... -από το Ο Θρύλος του Αρλεκίνου-Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς
«Ω λαίδη μου, αυτές οι κάλτσες είναι το αποκορύφωμα της κομψότητας» αναφώνησε η Πίνκνι την επόμενη βραδιά καθώς η Ίζαμπελ ανέβαζε τις καινούργιες δαντελένιες κάλτσες
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
165
στις γάμπες της. «Και σε τόσο λογική τιμή. Να παραγγείλω άλλη μια ντουζίνα;» Η Ίζαμπελ τέντωσε τα δάχτυλα του ποδιού της για να δει καλύτερα το κέντημα που υπήρχε στην εξωτερική πλευρά του αστραγάλου. Αναμφίβολα ο Γουίντερ Μέικπις θα θεωρούσε τις κεντητές δαντελένιες κάλτσες μια προκλητική σπατάλη χρημάτων. Έγνεψε αντιδραστικά στην Πίνκνι. «Αγόρασε δύο ντουζίνες.» Η καμαριέρα χαμογέλασε πλατιά, πάντοτε ενθουσιώδης όταν επρόκειτο για αγορά ακριβών ενδυμάτων και κράτησε το μεσοφόρι της Ίζαμπελ για να το φορέσει. «Αυτό θα κάνω, λαίδη μου.» «Ωραία» είπε η Ίζαμπελ αφηρημένα καθώς μελετούσε τον εαυτό της στον καθρέφτη. Το μεσοφόρι είχε βαριά δαντέλα στα μέχρι τον αγκώνα μανίκια και στο λαιμό και το λεπτό ύφασμα αποκάλυπτε το βαθυκόκκινο χρώμα των θηλών της. Θα έβαζε άραγε σε πειρασμό ένα τέτοιο θέαμα τον όσιο Γουίντερ; Και ήθελε να τον βάλει σε πειρασμό; «Λαίδη μου.» Η Πίνκνι κράτησε τον μεταξωτό κορσέ και η Ίζαμπελ έγνεψε, σηκώνοντας τα χέρια για να μπορέσει η καμαριέρα να τον περάσει πάνω από το κεφάλι της. Η Πίνκνι πέρασε μπροστά από την Ίζαμπελ και άρχισε να σφίγγει τα κορδόνια ενώ η Σούζι, η μικρή βοηθός, γονάτισε για να κρατήσει τον κορσέ στη θέση του. Εκείνος είχε πει πως δεν ήθελε μια ερωτική σχέση μαζί της ή με οποιαδήποτε άλλη γυναίκα, με όσο πιο ξεκάθαρα λόγια γινόταν. Είχε αφιερωθεί –ψυχή, καρδιά και ανδρισμός, προφανώς– στο Σεντ Τζάιλς και τους κατοίκους του. Γιατί να ταπεινώνει τον εαυτό της κυνηγώντας έναν άντρα – ένα απλό δάσκαλο, εδώ που τα λέμε!– όταν άλλοι τζέντλεμεν ήταν πρόθυμοι; Ο λόρδος Ντ’Αρκέ, για παράδειγμα. Ωραίος και ευφυής και αναμφίβολα θα έπρεπε να είναι πολύ έμπειρος και επιδέξιος εραστής.
166
ELIZABETH HOYT
Οι καμαριέρες σηκώθηκαν και άρχισαν να μαζεύουν τη φούστα της. Απόψε η Ίζαμπελ θα φορούσε ένα βιολετί μπροκάρ με ένα πιο σκούρο μοβ σχέδιο στην ύφανση. Μπήκε προσεκτικά μέσα στη λιμνούλα που σχημάτιζε η φούστα και έμεινε ακίνητη καθώς οι καμαριέρες σήκωναν τη φούστα και άρχιζαν να τη δένουν στη μέση της. Το πρόβλημα ήταν πως δεν την ενδιέφερε ιδιαίτερα μια ρομαντική περιπέτεια με τον Ντ’Αρκέ –ή με οποιονδήποτε άλλο εκτός από τον Γουίντερ. Παράξενο πώς μόλις μια βδομάδα πριν θα είχε γελάσει και μόνο με την ιδέα –αυτή και ο διευθυντής του ορφανοτροφείου. Αλλά την περασμένη εβδομάδα, η άποψή της γι’ αυτόν είχε αλλάξει. Της μίλησε σαν ίσος, σαν να μην μετρούσε καθόλου η κοινωνική τους θέση. Αλλά ήταν κάτι περισσότερο απ’ αυτό. Πολλοί άντρες θεωρούσαν τις γυναίκες αιθέρια πλάσματα που έπρεπε να τοποθετούνται σε βάθρο ή παιδιάστικες προσωπικότητες, ανίκανες να κάνουν μια λογική σκέψη. Ο Γουίντερ της μιλούσε σαν να ήταν το ίδιο έξυπνη με εκείνον. Σαν να περίμενε πως την ενδιέφεραν τα ίδια πράγματα που απασχολούσαν αυτόν. Σαν να ήθελε να μάθει τις σκέψεις της. Της μιλούσε σαν να ήταν σημαντικές οι απόψεις της. Και τώρα που το καλοσκεφτόταν, συνειδητοποιούσε πως κανείς δεν είχε δείξει περιέργεια γι’ αυτήν, τη γυναίκα Ίζαμπελ. Είχε υπάρξει σύζυγος και κόρη, ερωμένη και έξυπνη κυρία της υψηλής κοινωνίας. Αλλά κανείς ποτέ δεν είχε κοιτάξει πίσω από αυτές τις μάσκες για να ανακαλύψει τι σκεφτόταν πραγματικά η γυναίκα που τις φορούσε. Ήταν τόσο φοβερό να θέλει να έρθει κοντά με έναν άντρα που την υπολόγιζε σαν άτομο; Η Πίνκνι τη βοήθησε να φορέσει τη στενή ζακέτα. Πέρασε το κεντητό ζωνάρι σε σχήμα V στο στομάχι της κι έπειτα καρφίτσωσε προσεκτικά τις άκρες της ζακέτας πάνω του. Η καμαριέρα έσιαξε προσεκτικά τη δαντέλα του μεσοφοριού έτσι ώστε να φαίνονται οι άκρες της πάνω από το τετράγωνο
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
167
άνοιγμα της ζακέτας και μετά έδεσε τα μανίκια στους αγκώνες της Ίζαμπελ έτσι ώστε να πέφτει σαν καταρράκτης η δαντέλα από μέσα. «Έτοιμη.» Η Πίνκνι έκανε λίγο πίσω με σεβασμό. «Είστε εντυπωσιακή απόψε, λαίδη μου.» Η Ίζαμπελ ύψωσε τα φρύδια, γυρνώντας πρώτα δεξιά κι έπειτα αριστερά για να ελέγξει τη φιγούρα της στον καθρέφτη. «Αρκετά εντυπωσιακή για να αποπλανήσω έναν παπά, πιστεύεις;» «Λαίδη μου;» Η Πίνκνι ζάρωσε το μέτωπο σαστισμένη. «Μη δίνεις σημασία.» Η Ίζαμπελ άγγιξε το μεταξωτό κόκκινο τριαντάφυλλο με τα πετράδια που στόλιζε την κόμμωσή της και κούνησε το κεφάλι εγκρίνοντας. «Έχει έρθει ο κύριος Μέικπις;» «Όχι, λαίδη μου.» «Που να τον πάρει ο διάβολος» μουρμούρισε η Ίζαμπελ καθώς το μάτι της έπεφτε σε ένα μικρό ποδαράκι που εξείχε κάτω από μια πολυθρόνα. «Πήγαινε να δεις αν είναι έτοιμη η άμαξα. Θα κατεβώ σε λίγα λεπτά.» Η Ίζαμπελ περίμενε μέχρι να φύγουν οι δύο καμαριέρες και μετά πλησίασε την πολυθρόνα. «Κρίστοφερ.» Το ποδαράκι αποτραβήχτηκε. «Λαίδη μου;» Αναστέναξε. «Τι κάνεις εκεί κάτω;» Σιωπή. «Κρίστοφερ;» «Δε θέλω να κάνω μπάνιο» ήρθε ένα σιγανό, επαναστατημένο μουρμουρητό. Δάγκωσε τα χείλη της για να μη χαμογελάσει παρ’ όλο που ο μικρός δεν μπορούσε να τη δει. «Αν δεν πλένεσαι ποτέ, θα κάνει κρούστα πάνω σου η βρόμα και μετά θα πρέπει να την τρίψουμε με φτυάρι για να βγει.» Ένα γελάκι βγήκε κάτω από την πολυθρόνα. «Μπορείτε να μου πείτε πάλι για το Φάντασμα, λαίδη μου;» Κοίταξε την πολυθρόνα ανασηκώνοντας το φρύδι. Τόσο
168
ELIZABETH HOYT
μικρός και να την εκβιάζει; «Πολύ καλά, θα σου πω μια ιστορία για το Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς, αλλά μετά θα πρέπει να επιστρέψεις στην Καρούδερς.» Ένας βαρύς στεναγμός. «Εντάξει.» Η Ίζαμπελ έριξε μια ματιά στο δωμάτιο για έμπνευση. Ο Μπάτερμαν είχε αναφέρει τι ανακάλυψε για το Φάντασμα μόλις σήμερα το απόγευμα. Τα περισσότερα ήταν φήμες και παραμύθια, που προορίζονταν ολοφάνερα για να φοβίζουν τα μικρά παιδιά. Το Φάντασμα ήταν γεμάτο ουλές και έτρωγε το συκώτι των παρθένων. Μπορούσε να βρίσκεται σε δύο μέρη συγχρόνως και τα μάτια του πετούσαν πορτοκαλί φλόγες. Άλλοι έλεγαν πως μπορούσε να πετάει και πως χτυπούσε τα παράθυρα των άτακτων αγοριών. Αλλά κάποιες ιστορίες έμοιαζαν να έχουν μια μικρή δόση αλήθειας. «Λαίδη μου;» Το ποδαράκι έβγαινε πάλι σιγά-σιγά κάτω από την πολυθρόνα και η φωνή του Κρίστοφερ ήχησε ανυπόμονη. Η Ίζαμπελ καθάρισε το λαιμό της. «Μια φορά κι έναν καιρό…» Έτσι δεν άρχιζαν όλα τα παραμύθια; «Ήταν μια φτωχή χήρα που πουλούσε σταφιδόψωμα. Κάθε πρωί σηκωνόταν πολύ πριν λαλήσει ο πετεινός και έψηνε τα ψωμάκια. Μετά τα στοίβαζε σε ένα μεγάλο, πλατύ καλάθι, έβαζε το καλάθι στο κεφάλι της, έβγαινε στους δρόμους του Λονδίνου και άρχιζε να διαλαλεί, ‘Σταφιδόψωμα! Σταφιδόψωμα! Εδώ τα καλά σταφιδόψωμα! Πάρτε σταφιδόψωμα!’ »Όλη μέρα περπατούσε και φώναζε και μέχρι την ώρα του βραδινού το καλάθι της ήταν άδειο και τα πόδια της πονεμένα, αλλά η φτωχή χήρα είχε μερικές δεκάρες στην τσέπη για τις ανάγκες της. Μετά αγόραζε λίγο κρέας, λίγο ψωμί και λίγο γάλα και πήγαινε σπίτι να ταΐσει τα παιδιά της.» Η Ίζαμπελ έκανε μια παύση για να δει αν είχε χάσει τον ακροατή της, αλλά σχεδόν αμέσως ο Κρίστοφερ είπε: «Ναι, αλλά πού είναι το Φάντασμα;» «Φτάνω και σ’ αυτό» του είπε. «Μια μέρα, καθώς η χήρα
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
169
επέστρεφε στο σπίτι της, μια συμμορία από κακούς άντρες της επιτέθηκε, τη χτύπησαν και της πήραν όλες τις δεκάρες. Ώ, σταματήστε, σταματήστε!’ φώναξε η χήρα. Και, ‘Ποιος θα με βοηθήσει;’ Όμως όλοι φοβόντουσαν τους ληστές και κανείς δεν έβγαινε να τη βοηθήσει. Η χήρα απόμεινε να κλαίει στο δρόμο κι αναγκάστηκε να πουλήσει το σάλι της για να αγοράσει βραδινό για τα παιδιά της. Την επόμενη μέρα έψησε και πούλησε τα σταφιδόψωμά της, αλλά και πάλι την ώρα που πήγαινε στο σπίτι, της επιτέθηκε η ίδια συμμορία. Και πάλι χτύπησαν τη φτωχή χήρα και πήραν τις δεκάρες της και γέλασαν όταν εκείνη άρχισε να φωνάζει, ‘Ποιος θα με βοηθήσει;’» «Ω» ψιθύρισε ο Κρίστοφερ κάτω από την πολυθρόνα. «Αν είχα ένα πιστόλι, θα τους πυροβολούσα εγώ για χάρη της!» «Αυτό θα ήταν πολύ γενναίο εκ μέρους σου.» Η Ίζαμπελ χρειάστηκε να καθαρίσει το λαιμό της –ένας κόμπος είχε σχηματιστεί στη σκέψη του μικρού αγοριού να θέλει να βοηθήσει μια άγνωστη. «Αυτήν τη φορά η φτωχή χήρα αναγκάστηκε να πουλήσει τα παπούτσια της για να ταΐσει τα παιδιά της. Την τρίτη μέρα η χήρα ήταν απελπισμένη, αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο από να ξαναψήσει τα σταφιδόψωμά της και να βγει στους δρόμους του Λονδίνου ξυπόλυτη για να τα πουλήσει. Όταν ξεκίνησε για το σπίτι εκείνο το βράδυ, τα πόδια της ήταν ματωμένα και τρέκλιζε από την κούραση. Όταν της επιτέθηκαν οι ληστές το μόνο που μπόρεσε να κάνει ήταν να ψελλίσει, ‘Ποιος θα με βοηθήσει;’» Η Ίζαμπελ έκανε μια παύση. «Όμως αυτήν τη φορά κάποιος την άκουσε. Το Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς όρμησε στους κακούς ληστές, τρομερός σαν ανεμοθύελλα.» «Χζαχ!» Το κεφάλι του Κρίστοφερ βγήκε κάτω από την πολυθρόνα και τα χεράκια του τυλίχτηκαν γύρω του όλο έξαψη καθώς η Ίζαμπελ συνέχιζε. «Το Φάντασμα έχει δύο σπαθιά, ξέρεις, ένα μακρύ κι ένα
170
ELIZABETH HOYT
κοντό –και χρησιμοποίησε και τα δύο για να επιτεθεί στους ληστές. Τους έκανε να ουρλιάξουν από πόνο και φόβο και όταν τέλειωσε μαζί τους, είχε κάνει τα ρούχα τους να κρέμονται κουρελιασμένα απ’ τα κορμιά τους. Οι ληστές αναγκάστηκαν να το βάλουν στα πόδια γυμνοί και ξυπόλητοι μέσα στους δρόμους του Σεντ Τζάιλς για να ξεφύγουν απ’ το Φάντασμα. Οι άνθρωποι του Σεντ Τζάιλς φρόντισαν να τους κάνουν να μετανιώσουν πικρά για τη στεναχώρια που είχαν προκαλέσει στη φτωχή χήρα και έτσι δεν την ξαναενόχλησαν ποτέ.» «Ω!» είπε ο Κρίστοφερ σφίγγοντας τα χέρια γύρω του. «Ω!» Τα μάτια του είχαν γουρλώσει και τα μάγουλά του είχαν κοκκινίσει και η Ίζαμπελ ήλπιζε πως δεν τον είχε εξάψει τόσο που να μην μπορεί να κοιμηθεί. «Αυτή είναι η καλύτερη ιστορία απ’ όλες» είπε ο Κρίστοφερ. Η Ίζαμπελ χαμογέλασε, νιώθοντας κάπως αμήχανη, γιατί είχε παρασυρθεί και η ίδια με την ιστορία. Τι παράξενο που είχε γνωρίσει στην πραγματικότητα το εκπληκτικό, θρυλικό Φάντασμα. Κι ακόμα πιο παράξενο, που είχε την τρελή υποψία πως μπορεί να ήξερε ποιος κρυβόταν πίσω από εκείνη την γκροτέσκα μάσκα. Ανοιγόκλεισε τα βλέφαρα και έστρεψε την προσοχή της στο παιδί. «Έχει κι άλλο. Θέλεις να το ακούσεις;» Ο Κρίστοφερ έγνεψε καταφατικά. Ο επίλογος δεν ήταν τόσο γεμάτος δράση, αλλά ήταν το αγαπημένο κομμάτι της Ίζαμπελ. «Το επόμενο πρωί, όταν σηκώθηκε η χήρα για να φτιάξει τα σταφιδόψωμά της, μάντεψε τι βρήκε δίπλα στο φούρνο της; Ένα σακούλι με λεφτά –περισσότερα απ’ όσα της είχαν αρπάξει οι ληστές– κι ένα ζευγάρι καινούργια παπούτσια.» «Πώς μπήκε το Φάντασμα στο σπίτι της; Δεν ήταν κλειδωμένο;» «Ναι, ήταν» είπε η Ίζαμπελ. «Κανείς δεν ξέρει πώς μπήκε μέσα.»
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
171
Τα μάτια του Κρίστοφερ άνοιξαν διάπλατα καθώς συλλογιζόταν αυτήν την πληροφορία. «Λοιπόν» είπε η Ίζαμπελ. «Τώρα πρέπει να πάω στην όπερα κι εσύ πρέπει να κάνεις μπάνιο, το θυμάσαι;» Ο Κρίστοφερ ζάρωσε τη μύτη, αλλά βγήκε κάτω από την πολυθρόνα αρκετά πρόθυμα. Στάθηκε στην πόρτα της. «Θα έρθεις να μου πεις καληνύχτα αργότερα;» Η Ίζαμπελ ξεροκατάπιε. Το παραμύθι –και η ολοφάνερη χαρά και προσμονή του για αυτό– της είχε χαρίσει αυτοπεποίθηση στην επαφή της με τον Κρίστοφερ. Τώρα ένιωθε πάλι το έδαφος να τρίζει κάτω απ’ τα πόδια της. «Το ξέρεις πως δεν μπορώ.» Εκείνος έγνεψε καταφατικά χωρίς να την κοιτάζει και έφυγε. Απόμεινε ακίνητη και μπερδεμένη. Τι ήθελε απ’ αυτήν; Και ό,τι κι αν ήταν, μπορούσε να του το δώσει; Δεν είχε χρόνο γι’ αυτό. Είχε να πάει στην όπερα. Διέσχισε το υπνοδωμάτιο και βγήκε στο χολ, κατεβαίνοντας τη σκάλα σχεδόν τρέχοντας. Θα νόμιζε κανείς πως έτρεχε να γλιτώσει από κάποιο δαίμονα κι όχι από ένα αγοράκι, σκέφτηκε με πικρία. Κάτω, είδε τον Μπάτερμαν να στέκεται μπροστά στην εξώπορτα. Της έκανε μια υπόκλιση. «Ο Τζον ο αμαξάς λέει πως ο κύριος Μέικπις έστειλε μήνυμα ότι προέκυψε κάτι επείγον και θα σας συναντήσει στην όπερα.» «Ω, πολύ καλά» μουρμούρισε εκνευρισμένα. Τι είχε στο μυαλό του ο Γουίντερ; Μήπως σκόπευε να παραιτηθεί από το διαγωνισμό καλών τρόπων του λόρδου Ντ’Αρκέ πριν ακόμα ξεκινήσει; «Φεύγω αμέσως, τότε. Α, και, κύριε Μπάτερμαν;» «Λαίδη μου;» Πήρε μια ανάσα, προσπαθώντας να στηλωθεί. «Πείτε, παρακαλώ, στην Καρούδερς ότι ο Κρίστοφερ ήταν πάλι στο δωμάτιό μου.» Η έκφραση του Μπάτερμαν δεν άλλαξε καθόλου. «Βεβαίως, λαίδη μου.»
172
ELIZABETH HOYT
«Και πείτε της να μην είναι πολύ αυστηρή με τον μικρό, παρακαλώ.» Έγνεψε καταφατικά και χτύπησε τα δάχτυλα για να έρθει ένας υπηρέτης, που έφυγε βιαστικά για τη σκάλα του υπηρετικού προσωπικού ενώ ο Μπάτερμαν της κρατούσε την πόρτα για να βγει. Η Ίζαμπελ συνοφρυώθηκε καθώς κατέβαινε τα μπροστινά σκαλοπάτια. Ίσως είχε έρθει η ώρα να ζητήσει από τη Λουίζ, τη μητέρα του Κρίστοφερ, να βρει άλλο κατάλυμα για το παιδί. Το πρόβλημα ήταν πως η ανόητη γυναίκα δεν είχε ποτέ μυαλό για οικονομία –ή μυαλό γενικότερα, εδώ που τα λέμε– και δεν μπορούσε να συντηρήσει ένα σπίτι για τον Κρίστοφερ. Για να μη μιλήσουμε για τις παρέες της… «Καλησπέρα, λαίδη μου.» Ο Χάρολντ υποκλίθηκε και της άπλωσε το χέρι για να τη βοηθήσει να μπει στην άμαξα. «Ευχαριστώ, Χάρολντ.» Έγειρε στην άνετη ράχη του καθίσματος, κοιτώντας άσκοπα τριγύρω καθώς η άμαξα χοροπηδούσε στους μισοσκότεινους δρόμους του Λονδίνου. Οι άμαξες ήταν παραταγμένες στο δρόμο έξω από την όπερα του Κόβεντ Γκάρντεν και η δική της σταμάτησε για να περιμένει τη σειρά της στο τέλος μιας μακριάς γραμμής. Η Ίζαμπελ τέντωσε το λαιμό, ψάχνοντας για κάποιο σημάδι του Γουίντερ. Είδε την άμαξα του Ντ’Αρκέ με το ευδιάκριτο οικόσημο και ένα λεπτό αργότερα τον ίδιο τον υποκόμη, να συνοδεύει δύο κυρίες μέσα στην όπερα. Η καρδιά της βούλιαξε συνειδητοποιώντας πως επρόκειτο για τη λαίδη Πενέλοπι και τη συνοδό της, τη μις Γκρέιβς. Υπέροχα. Είχε διαλέξει τη χειρότερη επικρίτρια του Γουίντερ ως κριτή σ’ αυτόν τον ανόητο διαγωνισμό καλών τρόπων. Και ο ίδιος ο Γουίντερ Μέικπις δε φαινόταν πουθενά. ***
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
173
Σε μια μικρή αποθήκη μέσα στην όπερα, ο Γουίντερ έβγαζε τα ρούχα του με σβέλτες, επιδέξιες κινήσεις. Είχε καθυστερήσει στο σπίτι από ένα επείγον περιστατικό της τελευταίας στιγμής όταν ένα από τα μικρότερα παιδιά είχε χαθεί. Η Μέρι Μόρνινγκ, ούτε δύο ετών, είχε τελικά βρεθεί σώα και αβλαβής, κρυμμένη μέσα σε ένα ντουλάπι της κουζίνας. Είχε αφήσει τη μικρή στα ικανά χέρια της Νελ, αλλά η έρευνα για τη Μέρι Μόρνινγκ είχε κάνει τον Γουίντερ να καθυστερήσει να φτάσει στην όπερα περισσότερο απ’ όσο σχεδίαζε. Ο Γουίντερ φόρεσε το γιλέκο του αρλεκίνου και υπολόγισε πως είχε σκάρτα είκοσι λεπτά για να γίνει το Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς, να διασχίσει την πίσω πλευρά της όπερας, να βρει τον αμαξά του Ντ’Αρκέ και να τον ανακρίνει σχετικά με την υποψία του πως είχε νυχτερινή δουλειά στο Σεντ Τζάιλς σαν κλέφτης κοριτσιών. Γιατί ο Γουίντερ είχε αναγνωρίσει τον αμαξά του Ντ’Αρκέ στο χορό της δούκισσας του Άρλινγκτον: ήταν ο μεγαλύτερος από τους δύο άντρες που είχαν προσπαθήσει να αρπάξουν τον Τζόζεφ Τσανς. Έβγαλε τη μάσκα από το μαλακό σάκο που είχε φέρει μαζί του στην όπερα. Δεν ήθελε ερωτήσεις στη διαδρομή για την όπερα, έτσι είχε περπατήσει μέχρι εδώ με το κοστούμι και τα σπαθιά του κρυμμένα στο σάκο· αργότερα, όταν θα τελείωνε η βραδιά, θα επέστρεφε στο σπίτι πάλι με τα πόδια. Τώρα έδεσε τη μάσκα στο πρόσωπό του και απόλαυσε την οικεία αίσθηση ελευθερίας που του χάριζε. Ένιωθε σαν μεγάλο αιλουροειδές που τέντωνε νοερά τα μέλη του, προετοιμαζόμενο για κυνήγι. Συγκράτησε το ζώο μέσα σου. Κάτι μέσα του βρυχήθηκε. Έπρεπε να ελευθερώνει το κτήνος όταν γινόταν Φάντασμα, αλλά την ίδια στιγμή έπρεπε να το χαλιναγωγεί. Μόνο λίγη ελευθερία. Μόνο λίγο καθαρό αέρα. Τι θα έκανε αν ξανασυναντούσε την Ίζαμπελ
174
ELIZABETH HOYT
Μπέκινχολ μ’ αυτήν τη μεταμφίεση; Θα έπαιρνε αυτό που δεν είχε τολμήσει να πάρει στο φως της μέρας; Ο Γουίντερ παραμέρισε την ανησυχητική σκέψη και έκρυψε το σάκο με τα ρούχα του πίσω από την πόρτα. Έριξε μια προσεκτική ματιά στο διάδρομο. Είκοσι λεπτά και, όταν θα είχε τις απαντήσεις του από τον αμαξά του Ντ’Αρκέ, θα επέστρεφε και θα φόραγε πάλι το κοστούμι του. Θα τύλιγε το προστατευτικό κέλυφος του Γουίντερ Μέικπις γύρω του και θα γινόταν ξανά ο αυστηρός, ακέραιος δάσκαλος και διευθυντής ορφανοτροφείου. Ένας άντρας που τολμούσε να σκεφτεί ότι φιλάει την Ίζαμπελ Μπέκινχολ μόνο στα όνειρά του. *** Η άμαξα της Ίζαμπελ έφτασε τελικά έξω από την είσοδο της όπερας και το απλοϊκό, έντιμο πρόσωπο του Χάρολντ εμφανίστηκε στην πόρτα της άμαξας. «Λαίδη μου.» «Ευχαριστώ» μουρμούρισε κατεβαίνοντας. Η άμαξα απομακρύνθηκε και η Ίζαμπελ ανέβηκε τα σκαλοπάτια της όπερας μόνη. Θα έπρεπε απλώς να εμφανιστεί στο θεωρείο του Ντ’Αρκέ χωρίς τον μαθητή της –έστω κι αν αυτό θα μετρούσε αρνητικά για τον Γουίντερ. Η λαίδη Πενέλοπι σίγουρα θα λάβαινε υπόψη την καθυστέρησή του. Το πλήθος έγινε πιο πυκνό καθώς έμπαινε στην όπερα. Κυρίες με λαμπερές τουαλέτες κουβέντιαζαν με κυρίους όχι λιγότερο κομψοντυμένους. Το θολωτό ταβάνι υψωνόταν από πάνω με περίτεχνα γύψινα σε γαλάζιο, κρεμ και πορφυρό. «Με συγχωρείτε» μουρμούρισε η Ίζαμπελ καθώς μια ηλικιωμένη κυρία με ένα ιδιότροπο δαντελένιο καπελάκι έπεσε πάνω της. Η γυναίκα γύρισε και η Ίζαμπελ ένιωσε το δυνατό τράβηγμα της φούστας της. Κοίταξε κάτω και είδε ένα κομμάτι δαντέλα να κρέμεται από το στρίφωμα. «Να πάρει» μουρμούρισε μέσα απ’ τα δόντια της.
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
175
Θυμήθηκε πως υπήρχε ένα δωμάτιο για τις κυρίες σε έναν διάδρομο λίγο πιο πέρα από την κύρια αίθουσα αναμονής. Σήκωσε προσεκτικά τη φούστα της και κατευθύνθηκε προς τα κει. Αν έκανε γρήγορα, θα προλάβαινε να καρφιτσώσει τη δαντέλα και να πάει στο θεωρείο του Ντ’Αρκέ πριν αρχίσει το έργο. Ο διάδρομος ήταν κακοφωτισμένος, αλλά το δωμάτιο των κυριών ήταν η πρώτη πόρτα στα δεξιά. Η Ίζαμπελ την έσπρωξε να ανοίξει όταν είδε μια μορφή να πετάγεται στο βάθος του διαδρόμου. Μια μαύρη και κόκκινη στολή άστραψε στο μισοσκόταδο. Δεν μπορεί. Η Ίζαμπελ είπε στον εαυτό της πως θα πρέπει να είχε δει λάθος, αλλά την ίδια στιγμή άρχιζε να διασχίζει τον αμυδρά φωτισμένο διάδρομο. Το Φάντασμα δεν είχε εμφανιστεί ποτέ έξω από το Σεντ Τζάιλς. Δηλαδή, εκτός από την ημέρα που τον είχε βρει στο δρόμο. Εκείνη την ημέρα είχε φτάσει μέχρι το Τάιμπερν για να σώσει τον πειρατή από την αγχόνη. Εκτός αυτού, ο Γουίντερ Μέικπις υποτίθεται πως παρακολουθούσε την όπερα αυτήν τη στιγμή. Αν ήταν όντως το Φάντασμα… Η καρδιά της Ίζαμπελ χτυπούσε σαν τρελή καθώς πλησίαζε το σημείο που είχε δει την κόκκινη αστραπή. Κρίνοντας από το γυμνό ξύλινο πάτωμα και τους σκέτους τοίχους, αυτό θα πρέπει να ήταν κάποιο πέρασμα για τους υπηρέτες. Η Ίζαμπελ το κατέβηκε στις μύτες των ποδιών, περνώντας μπροστά από μια μισάνοιχτη πόρτα κάποιας αποθήκης. Στο τέλος, ο διάδρομος έστριβε δεξιά. Έσκυψε να κοιτάξει πίσω από τη γωνία. Μια στενή σκάλα οδηγούσε προς τα πάνω. Άδεια. Αναστέναξε και ίσιωσε την πλάτη απογοητευμένη. «Ψάχνετε κάτι, λαίδη Μπέκινχολ;» Ο ψίθυρος ήταν τραχύς και χαμηλός, αλλά αναμφισβήτητα αντρικός. Έκανε στροφή επί τόπου. Ήταν γερμένος στον τοίχο του διαδρόμου, με τη νωχε-
176
ELIZABETH HOYT
λική χάρη λεοπάρδαλης. Δεν τον είχε δει όρθιο την πρώτη φορά –τότε ήταν τραυματισμένος και άρρωστος. Τώρα ήταν ψηλός και αρρενωπά αθλητικός, με το κολλητό κοστούμι του αρλεκίνου να διαγράφει τους μύες στα πόδια, στο στήθος και στα μπράτσα του ενώ η μάσκα με τη μακριά μύτη του έδινε μια κάπως σατανική όψη. Έκλινε το κεφάλι του, με το στόμα του –εκείνο το οικείο, αισθησιακό στόμα– να ανασηκώνεται σ’ ένα σαρδόνιο χαμόγελο. «Ή μήπως ψάχνετε κάποιον, λαίδη μου;» «Μπορεί.» Ύψωσε περήφανα το πιγούνι της, παρ’ όλο που ένιωσε τα μάγουλά της να φουντώνουν. «Εσείς τι γυρεύετε εδώ;» «Σκανταλιά, φασαρία, διασκέδαση;» Ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους. «Έχει σημασία;» Έκανε ένα επιφυλακτικό βήμα προς το μέρος του. Η φωνή ήταν η ίδια, και το σώμα είχε το ίδιο ύψος και κατασκευή, αλλά αυτός είχε μια ελευθερία, μια τόλμη που δεν είχε δείξει ποτέ ο Γουίντερ Μέικπις. Από την άλλη ο Γουίντερ Μέικπις δεν είχε δείξει ποτέ και κανένα σημάδι βιαιότητας, και αν οι ιστορίες ήταν αληθινές, ο άντρας που στεκόταν μπροστά της δεν ήταν μόνο συνηθισμένος στη βία, αλλά και πολύ ικανός γι’ αυτή. Η Ίζαμπελ ήταν απίστευτα γοητευμένη. «Έχει σημασία, αν δε φοβάστε για τη ζωή σας. Θα πρέπει να ξέρετε πως είναι πολλοί αυτοί που επιθυμούν τη σύλληψη, ακόμα και τον θάνατό σας.» «Και λοιπόν;» Όσο απίστευτο κι αν ήταν, ακουγόταν σαν να το διασκέδαζε. Άλλο ένα βήμα. «Μπορεί να… αποκαρδιωνόμουν… αν σας συνέβαινε κάτι κακό.» «Αλήθεια;» Άπλωσε διστακτικά το χέρι και διέτρεξε με το δάχτυλό της τη δύσμορφη μύτη της μάσκας του. «Ποιος είστε;» Το όμορφο στόμα του στράβωσε. «Όποιος επιθυμείτε εσείς να είμαι.»
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
177
Η Ίζαμπελ γέλασε, κάπως ξέπνοα. «Μην δίνετε υποσχέσεις που δεν μπορείτε να κρατήσετε, σερ.» «Ποτέ δεν το κάνω» ψιθύρισαν οι λέξεις του στις αισθήσεις της. Συνάντησε τα μάτια του, καστανά πίσω από τις τρύπες της μάσκας, και πέρασε το χέρι της στο πίσω μέρος του κεφαλιού του. Τα δάχτυλά της βρήκαν τον κορδόνι που κρατούσε τη μάσκα και το τράβηξαν απαλά. Εκείνος ύψωσε το χέρι και για μια στιγμή η Ίζαμπελ ένιωσε απογοήτευση, πιστεύοντας πως σκόπευε να τη σταματήσει. Μετά τράβηξε ο ίδιος τη δερμάτινη μάσκα από το πρόσωπό του. Όπως και την προηγούμενη φορά, έτσι και τώρα φορούσε μια μεταξωτή μαύρη μάσκα στο πάνω μέρος του προσώπου του κάτω από τη δερμάτινη. Έγειρε το κεφάλι του στο πλάι. «Αυτό θέλετε;» «Όχι» του ψιθύρισε, ενώ σηκωνόταν στις μύτες των ποδιών, με τα χέρια της ακουμπισμένα στο σκληρό του στήθος. Θα ανακάλυπτε την αλήθεια με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. «Αυτό.» Άνοιξε τα χείλη της πάνω στα δικά του. Τη διεκδίκησε σαν βάρβαρος κατακτητής. Το φιλί του ήταν τραχύ, άπειρο και χωρίς φινέτσα. Κι όμως η Ίζαμπελ ένιωσε να τη διαπερνάει ένα τρέμουλο. Ήταν συνηθισμένη σε πολιτισμένα αγκαλιάσματα, προσεκτικά σχεδιασμένα, άψογα εκτελεσμένα. Ευγενικά και ψυχρά. Το Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς, αντίθετα, ήταν μια θύελλα που ξέσπασε πάνω της, όλο πάθος και συναίσθημα. Όλο αληθινός άντρας. Ένιωσε τα μπράτσα του να την τυλίγουν, τραβώντας τη σφιχτά πάνω στο στέρνο του καθώς λύγιζε ανίσχυρη, χαμένη, με την καρδιά της να κοντεύει να πεταχτεί έξω απ’ το στήθος της. Και ήξερε –το ήξερε– πως δε φιλούσε μόνο το
178
ELIZABETH HOYT
Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς, αλλά και τον Γουίντερ Μέικπις. Αποτραβήχτηκε αγκομαχώντας, με τα μάτια της να αναζητούν τα οικεία χαρακτηριστικά κάτω από τη μάσκα. Κι έπειτα ένα χέρι γράπωσε τον ώμο της και κάποιος την ξεκόλλησε από την αγκαλιά του. «Πώς τολμάς!» φώναξε ο Ντ’Αρκέ καθώς έριχνε την Ίζαμπελ στον τοίχο. Εκείνη ανοιγόκλεισε τα βλέφαρά της σοκαρισμένη και κοίταξε το Φάντασμα. Τον είδε να δένει τη δερμάτινη μάσκα στο πρόσωπό του. «Απάντησέ μου, παλιοδειλέ» απαίτησε ο Ντ’Αρκέ. Τράβηξε το σπαθί του. «Όχι!» ούρλιαξε η Ίζαμπελ, αλλά ήταν πολύ αργά. Ο Ντ’Αρκέ επιτέθηκε στο Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς με το γυμνό σπαθί του να αστράφτει. *** Ο Γουίντερ μόλις που πρόλαβε να πιάσει το σπαθί του για να αποκρούσει την επίθεση του Ντ’Αρκέ. Γρύλισε σιγανά με τον υποτιμητικό τρόπο που ο άλλος άντρας είχε μεταχειριστεί την Ίζαμπελ και τίναξε το σπαθί του Ντ’Αρκέ στο πλάι περιφρονητικά. Ο Γουίντερ οπισθοχώρησε προς τη σκάλα στη γωνία του στενού διαδρόμου. Δεν ήταν ότι φοβόταν να μονομαχήσει με τον υποκόμη, αλλά αν τον πίεζε, θα τον έκανε να υποχωρήσει… προς το μέρος της Ίζαμπελ, που ήταν πίσω από τον Ντ’Αρκέ. Απλώς δεν μπορούσε να ρισκάρει να βρεθεί εκείνη ανάμεσα στα ξίφη τους. Όμως ο υποκόμης δεν ήταν εύκολος αντίπαλος. Πιστεύοντας προφανώς πως είχε στριμώξει το Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς, κυνήγησε τον Γουίντερ. Ο Γουίντερ έτριξε τα δόντια και εξαπέλυσε μια βροχή από χτυπήματα που θα έπρεπε να βάλουν τον Ντ’Αρκέ σε άμυνα. Ο υποκόμης χαμογέλασε πλατιά και απομάκρυνε με
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
179
ένα χτύπημα τη λεπίδα του Γουίντερ. Για μια στιγμή, ο Γουίντερ κοίταξε τον άλλο άντρα σαστισμένος. Μετά γύρισε και ανέβηκε τρέχοντας τις σκάλες, με την ανάσα του να βγαίνει κοφτή. Ο Ντ’Αρκέ τον ακολούθησε –ο αλήτης– αναγκάζοντάς τον να γυρίσει στην κορυφή της σκάλας, προλαβαίνοντας μετά βίας να αποφύγει ένα κάρφωμα στην πλάτη. «Το σκας, Φάντασμα;» κάγχασε ο Ντ’Αρκέ. Δεν έδειχνε ούτε καν λαχανιασμένος από την ανάβαση της σκάλας. «Δεν είχα ακούσει πως ήσουν τόσο δειλός, αλλά πάλι είναι πιο εύκολο να μάχεσαι στο σκοτάδι και εναντίον εκείνων που δεν έχουν διδαχτεί την τέχνη του ξίφους.» Ω, πόσο θα ήθελε να του απαντήσει! Ο Γουίντερ δεν τόλμησε –αρκετά είχε ρισκάρει μιλώντας στην Ίζαμπελ. Προτίμησε να επιτεθεί, σιωπηλός και θανάσιμος, με το πόδι του να έρχεται μπροστά μαζί με το χτύπημα. Ο Ντ’Αρκέ απέκρουσε τη λεπίδα του, με τους δικέφαλους να φουσκώνουν κάτω από το γαλάζιο βελούδο του στενού σακακιού του. Τα μάτια του υποκόμη άνοιξαν διάπλατα καθώς τρέκλισε στην κορυφή της σκάλας. Ένα δυνατό χτύπημα. Αυτό ήταν όλο κι όλο που χρειαζόταν για να στείλει τον άλλο άντρα να κατρακυλήσει στη σκάλα και στη λήθη. Η ανάσα του Γουίντερ έκαιγε το λαιμό του, ο σφυγμός του χτυπούσε σαν ταμπούρλο. Δεν ήταν ζώο. Ο Γουίντερ απομακρύνθηκε προς την πόρτα πίσω του, απλώνοντας το χέρι να την ανοίξει… Ο Ντ’Αρκέ βρήκε την ισορροπία του και πήδηξε καταπάνω του. Ο Γουίντερ ύψωσε το σπαθί του, αποκρούοντας το άγριο χτύπημα του Ντ’Αρκέ, με τις λεπίδες να στριγγλίζουν καθώς συναντιόντουσαν. Κόντεψε να πέσει έξω από την πόρτα και άκουσε αμυδρά την κραυγή μιας γυναίκας. Βρίσκονταν σε ένα χολ πίσω από τα θεωρεία της όπερας. Γύρω τους, ο κό-
180
ELIZABETH HOYT
σμος που ερχόταν για την όπερα γέμιζε το διάδρομο. Ο Γουίντερ κατέβασε με δύναμη το σπαθί του γυρνώντας το στο πλάι, καταφέρνοντας έτσι να ελευθερώσει τη λεπίδα του, κι ύστερα κλότσησε τον Ντ’Αρκέ στο μηρό με τη σόλα της μπότας του. Ένιωσε το γρατζούνισμα της λεπίδας του υποκόμη πάνω στο δέρμα της ψηλής του μπότας καθώς ο άλλος άντρας πάλεψε να κρατήσει την ισορροπία του. «Που να με πάρει!» αναφώνησε ένας ανθηρός ηλικιωμένος άντρας όταν ο Γουίντερ έπεσε με την πλάτη πάνω του. Ο Ντ’Αρκέ είχε αναψοκοκκινίσει, ένα λεπτό στρώμα ιδρώτα γυάλιζε τώρα στο μέτωπό του, αλλά χαμογελούσε, με δόντια κατάλευκα πάνω στη μελαμψή του επιδερμίδα. «Παραδώσου, κλέφτη.» Ο Γουίντερ γύμνωσε τα δόντια και κούνησε το κεφάλι αρνητικά μια φορά. Μετά όρμησε μέσα σε ένα θεωρείο. Ήταν κατειλημμένο, φυσικά. Δυο τζέντλεμεν το έβαλαν στα πόδια, αφήνοντας μια νεαρή λαίδη μόνη, να τον κοιτάζει με ανοιχτό το στόμα. «Παρντόν» ψιθύρισε ο Γουίντερ καθώς περνούσε από δίπλα της. Έσκυψε πάνω από το στηθαίο του θεωρείου. Βρίσκονταν στην πρώτη σειρά, αλλά ήταν ένα χάσμα επτά μέτρων μέχρι κάτω. Το φαρδύ στηθαίο διέτρεχε σαν πέταλο την περίμετρο του θεάτρου, καταλήγοντας και από τις δύο μεριές στη σκηνή. Αν μπορούσε απλώς να… Πίσω του, η νεαρή γυναίκα άφησε ένα βογκητό. Ο Γουίντερ έκανε στροφή. Ο υποκόμης τον είχε ήδη φτάσει, με το σπαθί του να αστράφτει. Ο Γουίντερ απέκρουσε την επίθεση, αλλά δεν υπήρχε αρκετός χώρος για να κινηθεί. Ξαφνικά το σπαθί του Ντ’Αρκέ βρέθηκε στο λαιμό του, με μόνο εμπόδιο να το συγκρατεί το δικό του σπαθί. Ο Γουίντερ έκανε ένα βιαστικό βήμα προς τα πίσω, με τη μέση του να βρίσκει στο μπαλκόνι. Οι λεπίδες άρχισαν να τρίβο-
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
181
νται μεταξύ τους, αφήνοντας έναν ήχο σαν να στρίγγλιζαν διψασμένες για αίμα, καθώς ο Ντ’Αρκέ έριχνε όλο του το βάρος εναντίον του. Αργά, αγωνιωδώς, ο Γουίντερ λύγισε το σώμα του προς τα πίσω, πάνω από το μπαλκόνι. Μπορούσε να νιώσει την καυτή ανάσα του άλλου άντρα, να μυρίσει το υπερβολικά γλυκερό άρωμά του, ανακατεμένο με την έντονη οσμή του ιδρώτα του. Το κεφάλι και το πάνω μέρος του σώματός του κρεμάστηκαν στον αέρα. Πίσω του υπήρχε ένα κενό ύψους δύο ορόφων. Ο υποκόμης λαχάνιασε από την προσπάθεια καθώς γρύλισε: «Παραδώσου. Σε έχω στριμώξει.» «Όχι!» ούρλιαξε μια γνωστή γυναικεία φωνή από κάτω. «Άνταμ, όχι! Πρέπει να τον αφήσεις να φύγει.» Ο Γουίντερ χαμογέλασε αργά, με τα φρύδια του να υψώνονται πίσω από τη μάσκα. Αυτό δεν άρεσε στον υποκόμη. Τα ξεθωριασμένα μάτια του μισόκλεισαν και ο Γουίντερ σκέφτηκε πως η Ίζαμπελ μπορεί να είχε υπογράψει την καταδίκη του σε θάνατο. Ή τουλάχιστον θα το είχε κάνει αν ο Γουίντερ δεν είχε περάσει πολλές, ατελείωτες νύχτες εξασκούμενος στην τέχνη του σπαθιού. Εκμεταλλεύτηκε τη στιγμιαία απώλεια προσοχής του υποκόμη και έσπρωξε τον άλλο άντρα με όλη του τη δύναμη. Ο Ντ’Αρκέ έπεσε προς τα πίσω και ο Γουίντερ πήδηξε πάνω στο στηθαίο του θεωρείου. Άκουσε μια κραυγή από την πλατεία, αλλά δεν τόλμησε να κοιτάξει κάτω. Ο Ντ’Αρκέ πήδηξε κι αυτός πάνω στο στηθαίο. Το σπαθί του άστραψε, κατευθυνόμενο στο πρόσωπο του Γουίντερ. Ο Γουίντερ χτύπησε το σπαθί του Ντ’Αρκέ στέλνοντάς το στο πλάι και έστρεψε το δικό του προς τη λεκάνη του αντιπάλου του. Σε κανέναν άντρα δεν άρεσε να χτυπηθεί εκεί. Η αντίδραση του Ντ’Αρκέ ήταν υπερβολικά απότομη και προς στιγμήν κόντεψε να χάσει την ισορροπία του, με το ελεύ-
182
ELIZABETH HOYT
θερο χέρι του να στριφογυρίζει στον αέρα πάνω από την πλατεία. Βογκητά από κάτω. Ο Γουίντερ έκανε ένα μαλακό τς. «Που να σε πάρει» μούγκρισε ο Ντ’Αρκέ, εξαπολύοντας καινούργια επίθεση. Ο Γουίντερ δε συμπαθούσε τον υποκόμη, από την άλλη όμως δεν ήθελε ούτε να τον σκοτώσει. Δεν είχε ξεκάθαρες αποδείξεις εναντίον του Ντ’Αρκέ. Ο άνθρωπος μπορεί να ήταν αθώος. Ο Γουίντερ έκανε ένα πηδηματάκι προς τα πίσω πάνω στο στηθαίο, αποκρούοντας την επίθεση του Ντ’Αρκέ καθώς υποχωρούσε προς τη σκηνή. Παραλίγο να γελάσει δυνατά. Η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή, τα άκρα του ήταν δυνατά και γρήγορα και ένιωθε ελεύθερος. Μόνο οι ανόητοι θεωρούν τη νίκη δεδομένη. Η φωνή του σερ Στάνλεϊ ήχησε στο μυαλό του. Πάλευαν κατά μήκος του στηθαίου, πλησιάζοντας τη σκηνή, με τους θεατές να σκορπίζονται από κάθε θεωρείο που προσπερνούσαν. Ο Ντ’Αρκέ στόχευσε το πρόσωπο του Γουίντερ. Εκείνος έγειρε στο πλάι και κατάφερε να ματώσει ελαφρά το αριστερό μπράτσο του υποκόμη. Η μύτη του σπαθιού του γλίστρησε μέσα από το μεταξωτό σακάκι, ανοίγοντας μια μακριά διαγώνια τρύπα καθώς ο Γουίντερ ελευθερωνόταν με ένα τίναγμα. Μια κόκκινη κηλίδα σχηματίστηκε πάνω στο ανοιχτό γαλάζιο. Ο Ντ’Αρκέ επιτέθηκε με μια αλλόκοτη οργή και ο Γουίντερ απέφυγε εύκολα την επίθεση. Αλλά ο υποκόμης είχε ρίξει πολύ το βάρος του στο πόδι που βρισκόταν προς τα έξω. Έγειρε πάνω από την πλατεία και άρχισε να πέφτει καθώς ο κόσμος από κάτω ξέσπαγε σε στριγγλιές. Ο Γουίντερ δε στάθηκε να σκεφτεί. Άρπαξε το ελεύθερο μπράτσο του άλλου άντρα, τραβώντας τον πίσω και σώζοντάς τον από βέβαιο θάνατο.
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
183
Το σπαθί του Ντ’Αρκέ έπεσε στην πλατεία και καρφώθηκε στο παχύ μαξιλάρι ενός καθίσματος, όπου στάθηκε όρθιο, παλλόμενο σαν εκκρεμές. Ο Γουίντερ κοίταξε τα γουρλωμένα μάτια του Ντ’Αρκέ. Ο άλλος άντρας ξεροκατάπιε. «Σ’ ευχαριστώ.» Ο Γουίντερ έγνεψε κοφτά και άφησε το μπράτσο του υποκόμη. Γύρισε και έτρεξε τα λίγα μέτρα που τον χώριζαν από τη σκηνή. Πίσω του, ακούστηκαν κραυγές και κάποιος προσπάθησε να τον αρπάξει απ’ το μανδύα καθώς περνούσε. Έφτασε στη σκηνή και βρήκε το σκοινί της αυλαίας, δεμένο σε ένα στήριγμα στο πλάι. Δυο χτυπήματα με το σπαθί και το σκοινί ελευθερώθηκε. Ο Γουίντερ το κράτησε, νιώθοντας το έντονο κάψιμο στους δικεφάλους του καθώς αιωρείτο πάνω από τη σκηνή. Από κάτω, οι μουσικοί σηκώθηκαν σαν ένας από τις θέσεις τους. Πήδηξε στη σκηνή, πέφτοντας ανάλαφρα στις μύτες των ποδιών, με το σπαθί ακόμα στο χέρι. Όμως δε χρειαζόταν να μπει στον κόπο. Οι βοηθοί που βρίσκονταν πιο κοντά του οπισθοχώρησαν. Ο Γουίντερ γύρισε και βγήκε τρέχοντας από τη σκηνή και τον σαματά που είχε προκαλέσει η μονομαχία. Έκανε στην άκρη έναν βοηθό και μετά άρχισε να τρέχει στο μισοσκότεινο διάδρομο, ελπίζοντας πως κατευθυνόταν προς το πίσω μέρος του θεάτρου και μια πόρτα που έβγαζε σ’ ένα δρομάκι. Όλο αυτό ήταν μια τρέλα. Δε θα έπρεπε να έχει φανερώσει ποτέ την παρουσία του στην Ίζαμπελ. Ήταν μια πολύ παρακινδυνευμένη κίνηση. Αλλά όταν την είχε δει και κατάλαβε πως τον είχε δει κι αυτή –πως στην πραγματικότητα προσπαθούσε να τον βρει– δεν μπόρεσε να ελέγξει την παρόρμησή του να την αντιμετωπίσει. Να ανταλλάξει διαξιφισμούς μαζί της. Να τη φιλήσει χωρίς αναστολές. Το Φάντασμα μπορούσε να κάνει τη νύχτα αυτά που ο Γουίντερ Μέικπις δεν τολμούσε να κάνει στη διάρκεια της μέρας.
184
ELIZABETH HOYT
Ο διάδρομος τελείωσε απότομα μπροστά σε μια πόρτα που έμοιαζε παμπάλαια και αχρησιμοποίητη. Υπήρχε μια κλειδαριά αλλά ήταν σκουριασμένη και ο Γουίντερ την παραβίασε εύκολα. Άνοιξε προσεκτικά την πόρτα. Αυτό ήταν ακόμα καλύτερο από δρομάκι. Βρισκόταν σε ένα πλαϊνό δρόμο και όλες οι άμαξες που είχαν μεταφέρει τους ευγενείς στην όπερα ήταν αραδιασμένες στη σειρά, περιμένοντας. Εδώ θα μπορούσε να βρει αυτό που έψαχνε πριν η Ίζαμπελ θολώσει το σκοπό του. Είχε έρθει στην όπερα κατ’ αρχήν για να μεταμφιεστεί σε Φάντασμα –το Κόβεντ Γκάρντεν ήταν υπερβολικά φωτισμένο και γεμάτο κόσμο για να έρθει σαν Φάντασμα. Τώρα εξαιτίας της ξιφομαχίας είχε μόνο λίγα λεπτά για να ανακαλύψει τις πληροφορίες που ήθελε. Ο Γουίντερ έβαλε το μακρύ σπαθί στο θηκάρι του και τράβηξε το κοντό σπαθί. Γλίστρησε έξω και χώθηκε ανάμεσα στις άμαξες, προσπαθώντας να μένει στις σκιές. Μια συντροφιά από αμαξάδες και υπηρέτες στέκονταν μαζεμένοι στο βάθος, καπνίζοντας πίπες, αλλά δεν είδε ανάμεσά τους τον αμαξά του Ντ’Αρκέ. Ακόμα πιο πέρα, εντόπισε την κουκουβάγια στο πλάι μιας άμαξας –και στο κάθισμα, τον αμαξά να παίρνει έναν υπνάκο. Ο Γουίντερ πήδηξε στη θέση του αμαξά και άρπαξε τον άντρα απ’ το γιακά πριν προλάβει να ξυπνήσει. «Τι κάνεις εκεί;» τινάχτηκε ο αμαξάς πριν το βλέμμα του πέσει στη λεπίδα του Γουίντερ. Τα μάτια του γούρλωσαν όταν είδε τη μάσκα του αρλεκίνου. Ακόμα και κάτω από το χαμηλό φως των φαναριών της άμαξας, ο Γουίντερ μπόρεσε να δει πως επρόκειτο πράγματι για τον ίδιο άντρα που παραλίγο να απαγάγει τον Τζόζεφ Τσανς. Τον ταρακούνησε σαν ποντικό και ψιθύρισε: «Για ποιον δουλεύεις;»
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
185
«Γ-για το λόρδο Ντ’Αρκέ» ψέλλισε ο αμαξάς. «Γιατί βάζει να κλέβουν κοριτσάκια από το Σεντ Τζάιλς;» Τα μάτια του αμαξά γλίστρησαν στο πλάι. «Δεν ξέρω τι μου λες.» Ο Γουίντερ έφερε τη μύτη του κοντού σπαθιού στο μάτι του άντρα. «Σκέψου.» «Δ-δεν είναι ο Ντ’Αρκέ» τραύλισε ο άντρας. Ο Γουίντερ μισόκλεισε τα μάτια. «Δεν είναι ο Ντ’Αρκέ; Τι εννοείς;» Ο άντρας κούνησε αρνητικά το κεφάλι, φανερά τρομοκρατημένος. Ο Γουίντερ έφερε τη μύτη του σπαθιού στο μάγουλό του. «Μίλα.» «Έι!» Είχαν τραβήξει την προσοχή των αμαξάδων που κάπνιζαν πίπα. Με μια ξαφνική συστροφή, ο αμαξάς ξέφυγε απ’ τα χέρια του. Ο Γουίντερ όρμησε ξοπίσω του –και δεν κατάφερε να τον πιάσει– καθώς ο άντρας πήδηξε στο πλάι της άμαξας, σηκώθηκε κι άρχισε να τρέχει μέσα στη νύχτα. Ο Γουίντερ πήδηξε βιαστικά από την άλλη πλευρά της άμαξας και χώθηκε στις σκιές. Όταν βρέθηκε σε ασφαλή απόσταση, στάθηκε και έγειρε στον τοίχο για να πάρει ανάσα. Τα μπράτσα του πονούσαν από τη μονομαχία και την αιώρηση πάνω από τη σκηνή, δεν είχε μάθει τίποτα από τον αμαξά και η βραδιά δεν είχε τελειώσει ακόμα. Είχε ακόμα να παρακολουθήσει μια όπερα.
Κεφάλαιο Εννέα Το λοιπόν, η Αληθινή Αγάπη του Αρλεκίνου σύντομα άκουσε ιστορίες για το πεπρωμένο του. Πώς του είχαν επιτεθεί και τον είχαν εγκαταλείψει πιστεύοντάς τον νεκρό. Πώς είχε καταφέρει να επιβιώσει και τώρα περιπλανιόταν στους δρόμους του Σεντ Τζάιλς τις νύχτες σκοτώνοντας τους κακούς. Ήξερε πως ο άντρας που αγαπούσε δεν ήταν ποτέ τόσο βίαιος κι έτσι αποφάσισε να βρει τον Αρλεκίνο και να του μιλήσει για να δει αν μπορούσε να τον ξαναφέρει στα λογικά του… -από το Ο Θρύλος του Αρλεκίνου-Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς
Δέκα λεπτά αργότερα, η λαίδη Πενέλοπι είπε: «Να επιτέλους ο κύριος Μέικπις» και η Ίζαμπελ μπόρεσε να ξαναπάρει ανάσα. Κράτησε το πρόσωπό της στραμμένο μπροστά καθώς εκείνος χαιρετούσε τους καλεσμένους στο πολυτελές θεωρείο του λόρδου Ντ’Αρκέ. Ο λόρδος Ντ’Αρκέ είχε προσκαλέσει ένα πλήθος να παρακολουθήσει την ήττα του Γουίντερ στον ανόητο διαγωνισμό τους καλών τρόπων, απ’ ό,τι
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
187
φαινόταν. Εκτός από την ίδια, τη λαίδη Πενέλοπι και τη μις Γκρέιβς, υπήρχαν επίσης οι φίλοι του, ο Κόμης του Κέρσο και ο κύριος Τσαρλς Σέιμουρ, μαζί με την κυρία Σέιμουρ, μια μάλλον αδιάφορη σε εμφάνιση γυναίκα, μεγαλύτερη σε ηλικία από τον σύζυγό της. «Νομίζω ότι είναι προφανές πως ο κύριος Μέικπις έχει ήδη χάσει τη μονομαχία καλών τρόπων» είπε η λαίδη Πενέλοπι. «Να ανακηρύξουμε τον λόρδο Ντ’Αρκέ νικητή;» «Με κολακεύετε, λαίδη μου» ήρθε η γνωστή αργόσυρτη φωνή του Ντ’Αρκέ «αλλά εξαιτίας της απρόσμενης εμφάνισης του Φαντάσματος, νομίζω πως είναι καλύτερα να θεωρήσουμε αυτόν τον γύρο ισόπαλο και να επαναλάβουμε τον διαγωνισμό μιαν άλλη βραδιά. Ίσως μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την αίθουσα χορού της γιαγιάς μου αύριο βράδυ, τι λέτε;» «Μα…» έκανε να πει η λαίδη Πενέλοπι. Τη διέκοψε η απαλή φωνή της μις Γκρέιβς. «Ω, μπράβο, λόρδε Ντ’Αρκέ. Το να είναι δίκαιος κανείς προς τον αντίπαλό του είναι σίγουρα το σπουδαιότερο δείγμα ευγένειας. Δε συμφωνείτε, κύριε Μέικπις;» Η Ίζαμπελ παραλίγο να γελάσει. Η μις Γκρέιβς είχε καταφέρει να αχρηστεύσει τα όπλα της λαίδης Πενέλοπι. Απλώς ήλπιζε πως η νεαρή συνοδός δε θα πλήρωνε την τόλμη της αργότερα. «Συμφωνώ, μις Γκρέιβς» απάντησε ο Γουίντερ και το ζήτημα θεωρήθηκε λήξαν. Η Ίζαμπελ κοίταζε χωρίς ουσιαστικά να βλέπει τη σκηνή όπου δύο άντρες πάλευαν με την αυλαία. Δεν ήθελε να αφήσει τον Γουίντερ Μέικπις να καταλάβει πόσο άρρωστη από ανησυχία –και οργή– ένιωθε. Αν εκείνος ήθελε να τριγυρίζει με μια μάσκα και μια κάπα, αν θεωρούσε τον εαυτό του ανίκητο κι αυτήν ηλίθια, με γεια του με χαρά του! Μια στιγμή αργότερα άκουσε το απαλό θρόισμα υφάσματος καθώς ερχόταν να καθίσει δίπλα της. «Καλησπέρα, λαίδη μου.»
188
ELIZABETH HOYT
Κούνησε το κεφάλι χωρίς να γυρίσει προς το μέρος του. Μετά την ταραχή της μονομαχίας, τις ερωτήσεις και τα επιφωνήματα για το ασήμαντο τραύμα του λόρδου Ντ’Αρκέ, ο υποκόμης είχε οδηγήσει τη συντροφιά του στο θεωρείο του, που βρισκόταν ακριβώς απέναντι από τη σκηνή. Ο λόρδος Ντ’Αρκέ είχε κανονίσει να τους σερβίρουν γλυκά και κρασί μέσα στο θεωρείο και η Ίζαμπελ σκέφτηκε μάλλον κυνικά πως ο Γουίντερ θα είχε χάσει στο διαγωνισμό καλών τρόπων ακόμα κι αν η μονομαχία δεν είχε αναδείξει τον λόρδο Ντ’Αρκέ σε ήρωα της βραδιάς. Από κάτω, οι βοηθοί σκηνής –που είχαν καταφέρει να δέσουν τη βαριά κουρτίνα– υποκλίνονταν όλο νάζια στα γιουχαΐσματα που έρχονταν από την πλατεία. «Βλέπω πως έχετε αποφασίσει να μη μου μιλήσετε.» Ο Γουίντερ Μέικπις αναστέναξε. «Ζητώ συγνώμη που καθυστέρησα να φτάσω. Με χρειάζονταν στο ίδρυμα. Ένα από τα παιδιά…» Εκείνη έσφιξε τα χείλη της ανυπόμονα. Αρκετά είχε ανεχτεί τα ψέματά του. «Είμαι σίγουρη πως θα έχετε ακούσει τώρα πια ότι χάσατε μια εμφάνιση του διαβόητου Φαντάσματος του Σεντ Τζάιλς.» Τελικά γύρισε να τον κοιτάξει. Τα χείλη του ήταν σφιγμένα –μια έκφραση που η Ίζαμπελ είχε πια μάθει ότι σήμαινε πως είχε χάσει την υπομονή του– κατά τα άλλα όμως έμοιαζε ο συνήθης εαυτός του. Από την άλλη πλευρά της, η λαίδη Πενέλοπι κούναγε ζωηρά τη βεντάλια της. «Παραλίγο να λιποθυμήσω όταν είδα τον λόρδο Ντ’Αρκέ να ρισκάρει τη ζωή του παλεύοντας μ’ αυτόν το δαίμονα! Αν είχατε πέσει από το μπαλκόνι…» Αναρρίγησε θεατρικά. «Ειλικρινά, η γενναιότητά σας μας έσωσε όλους απόψε, λόρδε μου.» Ο υποκόμης Ντ’Αρκέ είχε ανακτήσει εδώ και ώρα τη γνωστή αυτοπεποίθησή του. Η πληγή στον ώμο του ήταν δεμένη μάλλον εντυπωσιακά με ένα άλικο μαντίλι. Κάμποσες
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
189
κυρίες της αριστοκρατίας είχαν κοντέψει να έρθουν στα χέρια για το προνόμιο να του προσφέρουν το φουλάρι, το μαντίλι ή ακόμα και το μεσοφόρι τους, θυσιάζοντάς τα για επίδεσμο. Ο λόρδος Ντ’Αρκέ είχε ένα κάπως σαρδόνιο ύφος καθώς υποκλινόταν στη λαίδη Πενέλοπι. «Αν είχα δώσει τη ζωή μου για χάρη σας, θα θεωρούσα πως άξιζε με το παραπάνω η θυσία.» «Είναι κρίμα μόνο που κανένας άλλος τζέντλεμαν δεν ήταν αρκετά γενναίος ώστε να αντιμετωπίσει το Φάντασμα» είπε η λαίδη Πενέλοπι με μια ματιά όλο νόημα στον Γουίντερ. «Ορισμένοι από εμάς είναι κάπως μεγάλοι για να χοροπηδάνε πάνω σε μπαλκόνια με ένα σπαθί στο χέρι» είπε ξερά ο λόρδος Κέρσο. Τα λόγια του ήταν σαφώς ειρωνικά, αφού αποκλείεται να ήταν παραπάνω από σαράντα ετών. «Παρ’ όλο που πιστεύω πως ο Σέιμουρ θα μπορούσε να είχε δώσει καλή μάχη με το Φάντασμα… Είναι μάλλον διάσημος στον όμιλο ξιφομαχίας. Νίκησε και τον Ράσμορ και τον Γκίμπονς την τελευταία φορά που ήταν εκεί, έτσι δεν είναι, Σέιμουρ;» Δίπλα του, ο κύριος Σέιμουρ είχε πάρει το πιο σεμνό του ύφος. Όμως η λαίδη Πενέλοπι αγνόησε και τους δύο. «Εννοούσα κάποιος νεότερος άντρας… όπως ο κύριος Μέικπις, ίσως.» «Μα ο κύριος Μέικπις δεν ήταν εδώ… και συν τοις άλλοις, δεν κουβαλάει σπαθί» διαμαρτυρήθηκε μαλακά η μις Γκρέιβς. «Ακόμα κι αν ήταν εδώ όταν το Φάντασμα έκανε την ξέφρενη επίθεσή του, σίγουρα δε θα περίμενε κανείς να παλέψει χωρίς όπλο.» «Πράγματι, αλλά πάλι δε νομίζω πως ο κύριος Μέικπις έχει το δικαίωμα να φέρει σπαθί, κάνω λάθος;» ρώτησε με ύφος η λαίδη Πενέλοπι. «Μόνο ένας αριστοκράτης μπορεί να το κάνει.»
190
ELIZABETH HOYT
«Πολύ σωστά, λαίδη μου» μουρμούρισε ο Γουίντερ ατάραχος. «Θα κρατούσατε σπαθί αν μπορούσατε να το κάνετε;» ρώτησε η μις Γκρέιβς. Ο Γουίντερ έκανε μια υπόκλιση προς το μέρος της. «Πιστεύω πως οι πολιτισμένοι άνθρωποι μπορούν να βρουν άλλους τρόπους για να λύσουν τις διαφορές τους πέραν της χρήσης βίας, κυρία, οπότε όχι, δε θα το έκανα.» Η μις Γκρέιβς χαμογέλασε. Η Ίζαμπελ ρουθούνισε σιγανά, κάνοντας τον Γουίντερ να της ρίξει μια κοφτερή ματιά. «Τι ευγενής άποψη» είπε αργόσυρτα ο λόρδος Ντ’Αρκέ. «Αλλά πολύ φοβάμαι πως όταν είδα το Φάντασμα να πλησιάζει τη λαίδη Μπέκινχολ, με απασχόλησε περισσότερο η δική της ευημερία παρά ένα φιλοσοφικό ζήτημα.» Ο λόρδος Κέρσο έριξε μια αιχμηρή ματιά στην Ίζαμπελ. «Δεν είχα αντιληφθεί πως σας πλησίασε το Φάντασμα, λαίδη μου.» Η Ίζαμπελ ύψωσε το πιγούνι και συνάντησε τη ματιά του χωρίς δισταγμό. «Συγνώμη που δε σας ενημέρωσα, λόρδε μου.» «Η ευγένειά σας είναι χαρακτηριστική, λόρδε Ντ’Αρκέ» συνέχισε η λαίδη Πενέλοπι, στον κόσμο της. «Είμαι σίγουρη πως η λαίδη Μπέκινχολ θα πρέπει να τρελάθηκε απ’ το φόβο της.» Τα φρύδια της έσμιξαν απορημένα. «Μα πώς βρεθήκατε μόνη με το Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς, λαίδη μου;» Ποιος άλλος από τη λαίδη Πενέλοπι θα επισήμαινε την πιο παράξενη στιγμή της βραδιάς; Ο κόμης ύψωσε το φρύδι και χαμογέλασε. «Είπατε κάποτε πως είχατε σώσει το Φάντασμα. Τον γνωρίζετε καλύτερα απ’ όσο ξέρουμε;» Η Ίζαμπελ καθάρισε το λαιμό της. «Είδα το Φάντασμα να διασχίζει κρυφά έναν διάδρομο στα παρασκήνια και το ακολούθησα.»
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
191
«Μόνη σας;» Τα καλογραμμένα σκούρα φρύδια της λαίδης Πενέλοπι κυριολεκτικά εξαφανίστηκαν κάτω από τη φράντζα της. «Τι γενναίο από πλευράς σας, λαίδη μου, να τον αντιμετωπίσετε ολομόναχη. Σκοπεύατε να τον συλλάβετε ή είχατε κάποιον άλλο λόγο που τον ακολουθήσατε στον σκοτεινό διάδρομο;» «Φοβάμαι πως η περιέργεια νίκησε τη λογική μου, λαίδη μου.» Η Ίζαμπελ χαμογέλασε, τρίζοντας τα δόντια. «Αλίμονο, η περιέργεια έχει σκοτώσει πολλές καλόψυχες γατούλες» μουρμούρισε ο Γουίντερ. Τα μάτια του λόρδου Ντ’Αρκέ μισόκλεισαν καθώς το βλέμμα του πήγε από τον Γουίντερ σ’ εκείνη και πίσω. «Η περιέργεια σίγουρα δεν αξίζει την πολύτιμη ζωή σας, λαίδη Μπέκινχολ. Πιστεύω πως θα πρέπει να χαλιναγωγείτε περισσότερο τις ριψοκίνδυνες παρορμήσεις σας στο μέλλον.» «Είστε υποστηρικτής της σύνεσης, λόρδε μου;» Η Ίζαμπελ έκλινε το κεφάλι με αμφιβολία. «Στην περίπτωση τρελών δολοφόνων, ναι.» Το ύφος του υποκόμη έγινε ιδιαίτερα ζοφερό. «Δεν επιθυμώ να διασταυρώσω λεκτικά τα πυρά μου μαζί σας, λαίδη μου, αλλά όταν σας ανακάλυψα με το Φάντασμα, δείχνατε… σε κίνδυνο.» Η Ίζαμπελ πήρε μια κοφτή ανάσα. Μέχρι τώρα, ο λόρδος Ντ’Αρκέ είχε φερθεί πολύ ευγενικά απόψε. Δεν είχε πει λέξη για το ότι τη βρήκε αγκαλιά με το Φάντασμα, αφήνοντας μόνο αόριστα υπονοούμενα πως το Φάντασμα την είχε απειλήσει. Ήταν ευγνώμων για τη διακριτικότητά του –αν μαθευόταν το φιλί, η φήμη της θα γινόταν διαβόητη. Τώρα έπιασε την υποψία μιας κρυμμένης απειλής στα λόγια του υποκόμη. Όπως και να ’χε, δεν μπορούσε να του επιτρέψει να δυσφημίζει το Φάντασμα. «Δεν πιστεύω ότι κινδύνευσα.» «Όχι;» μουρμούρισε ο υποκόμης. «Όχι» απάντησε κοφτά. «Πώς μπορείτε να το λέτε αυτό όταν το Φάντασμα είναι
192
ELIZABETH HOYT
πασίγνωστος δολοφόνος;» ξέσπασε η λαίδη Πενέλοπι. «Πιστεύω πως οι φήμες για τους φόνους που έχει διαπράξει είναι ακριβώς αυτό: φήμες» είπε η Ίζαμπελ. «Το Φάντασμα δε μου έκανε ποτέ κακό.» «Πόσες φορές τον έχετε συναντήσει;» ρώτησε ο Σέιμουρ. Η Ίζαμπελ ένιωσε τα μάγουλά της να φλογίζονται. «Μία φορά στο παρελθόν. Τώρα δύο.» «Πολλοί στο Σεντ Τζάιλς έχουν πέσει πάνω στο Φάντασμα πότε εδώ και πότε εκεί» είπε ο Γουίντερ αόριστα. «Απ’ όσο τον έχω δει, μου φάνηκε σχεδόν ευγενικός.» Η Ίζαμπελ τον κοίταξε με σκεπτικισμό. Το στόμα του συσπάστηκε. «Και όποιος κι αν είναι, εμένα το Φάντασμα δε με έχει απειλήσει ποτέ. Ακριβώς το αντίθετο, στην πραγματικότητα. Βοήθησε στη σύλληψη μιας επικίνδυνης δολοφόνου πέρυσι.» «Τότε ίσως ο λόρδος Ντ’ Αρκέ δεν έπρεπε να παλέψει μαζί του» είπε η μις Γκρέιβς, κάπως ανήσυχη. «Ίσως το Φάντασμα είναι αθώο για τα εγκλήματα που τον κατηγορούν και δε θα έπρεπε να διώκεται.» «Γελοιότητες.» Η λαίδη Πενέλοπι ρουθούνισε περιφρονητικά. «Η καρδιά σου είναι υπερβολικά τρυφερή, αγαπητή μου Άρτεμις. Εκείνοι που έχουν κάνει φρικτά εγκλήματα δεν αξίζουν τη συμπάθειά μας. Ανήκουν ή στο φρενοκομείο ή στη φυλακή ή στην αγχόνη.» Η μις Γκρέιβς έχασε ξαφνικά το χρώμα της. «Σε κάθε περίπτωση, δεν έχω την ίδια γνώμη.» Η λαίδη Πενέλοπι αναρρίγησε δραματικά. «Το θάρρος του λόρδου Ντ’Αρκέ και η υπέροχη ικανότητά του με τη λεπίδα μάς έσωσε από μία τραγωδία, πιστεύω.» Ο υποκόμης υποκλίθηκε στη λαίδη Πενέλοπι. «Σας ευχαριστώ, λαίδη μου. Ήταν ευχαρίστησή μου, ειλικρινά.» «Υπάρχει κάτι που δεν καταλαβαίνω» είπε ο λόρδος Κέρσο. Η Ίζαμπελ ύψωσε τα φρύδια. «Λόρδε μου;»
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
193
«Γιατί ήταν εδώ απόψε το Φάντασμα, κατ’ αρχήν;» ρώτησε ο λόρδος Κέρσο. «Είχα την εντύπωση ότι συχνάζει στο Σεντ Τζάιλς –εξ ου και το όνομά του.» Η Ίζαμπελ καθάρισε το λαιμό της. «Εμφανίστηκε στο Τάιμπερν μόλις πριν από δύο εβδομάδες.» «Είναι εγκληματίας. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως σχεδίαζε να μας επιτεθεί και να μας ληστέψει όλους» δήλωσε με σιγουριά η λαίδη Πενέλοπι. «Ή ίσως ήρθε για να σώσει κάποιον» είπε η μις Γκρέιβς. Η λαίδη Πενέλοπι σήκωσε τα μάτια στο ταβάνι. «Ίσως είχε βγει για κυνήγι» είπε ο Γουίντερ. «Αυτό ακριβώς είπα» αρπάχτηκε η λαίδη Πενέλοπι. «Με συγχωρείτε, λαίδη μου» είπε ο Γουίντερ «εννοούσα ότι ίσως αναζητούσε κάποιον που τον είχε βλάψει –ή που είχε βλάψει εκείνους που προστατεύει στο Σεντ Τζάιλς.» «Τι εξωφρενική ιδέα» είπε ο λόρδος Ντ’Αρκέ. Ο Γουίντερ τον κοίταξε με πρόσωπο ανέκφραστο. «Είναι πράγματι;» Μα τι στο καλό, ο άτιμος ήθελε να τον ανακαλύψουν; «Νομίζω πως η όπερα όπου να ’ναι αρχίζει» διέκοψε η Ίζαμπελ. Η ορχήστρα είχε τελειώσει με τους αόριστους ήχους κουρδίσματος και άρχιζε να παίζει την τελευταία υπέροχη σύνθεση του κυρίου Χέντελ. «Ναι.» Η μις Γκρέιβς έγειρε μπροστά με λαχτάρα. «Να η Λα Βενετσιάνα. Λένε ότι είναι η μεγαλύτερη σοπράνο της εποχής μας.» «Ναι;» Η λαίδη Πενέλοπι έπιασε ένα ζευγάρι διαμαντοστόλιστα κυάλια όπερας. «Μα είναι ένα τόσο κοκαλιάρικο πλασματάκι.» Η Ίζαμπελ κοίταξε τη σοπράνο πάνω στη σκηνή. Φορούσε ένα κεντητό άσπρο και κόκκινο φόρεμα με πούλιες και παρά την έλλειψη ύψους, δέσποζε στη σκηνή. Κι αυτό πριν ανοίξει το στόμα της. Καθώς η ψιλή, γλυκιά φωνή πλανήθηκε μέσα στην όπε-
194
ELIZABETH HOYT
ρα, ο Γουίντερ έγειρε κοντά στην Ίζαμπελ. «Η φωνή της είναι υπέροχη» ψιθύρισε. «Εύκολα θα μπορούσε να ξεχάσει κανείς την αδυναμία της.» Γύρισε να τον κοιτάξει και είδε ότι τα σοβαρά σκούρα μάτια του σπίθιζαν από κατεργαριά. Οι αισθήσεις της ξαφνικά στροβιλίστηκαν. Μόλις πριν από μισή ώρα, αυτά τα ίδια μάτια την είχαν κοιτάξει μέσα από τις οπές μιας μάσκας με πάθος και πόθο και μια ωμή πείνα που της είχε κλέψει την ανάσα. Ένιωσε ακριβώς τη στιγμή, την ξαφνική απώλεια ισορροπίας, την αίσθηση πως έπεφτε και αισθάνθηκε γνήσιο τρόμο. Μεγαλοδύναμε Θεέ, αυτός ο άντρας θα μπορούσε να την καταστρέψει. *** Ήταν περασμένα μεσάνυχτα όταν ο Γουίντερ ξεκίνησε κουρασμένος για το σπίτι. Η όπερα απείχε λιγότερο από ενάμιση χιλιόμετρο από το Σεντ Τζάιλς και του φαινόταν φοβερή σπατάλη χρημάτων να νοικιάσει άμαξα για μια τόσο μικρή διαδρομή. Για να μην αναφέρουμε τον μαλακό, μακρύ σάκο που περιείχε το κοστούμι και τα σπαθιά του Φαντάσματος, ο οποίος κρεμόταν απ’ τον ώμο του –κάτι που θα προτιμούσε να μην χρειαστεί να εξηγήσει σε κανέναν. Μια άμαξα πέρασε με θόρυβο από δίπλα του και ο Γουίντερ πήδηξε βιαστικά προς τα πίσω καθώς οι τροχοί της έπεσαν σε μια λακκούβα με νερό στη μέση του δρόμου, σηκώνοντας ένα κύμα από βρομόνερα και λάσπη. Υπέροχα. Τώρα μύριζε σαν υπόνομος και θα έπρεπε να πλύνει τις κάλτσες του πριν πέσει για ύπνο. Ο Γουίντερ αναστέναξε. Τι σημασία είχε αν οι καινούργιες κάλτσες του βρομοκοπούσαν; Ο μόνος λόγος που δεν είχε χάσει το στοίχημα με τον Ντ’Αρκέ πριν ακόμα αρχίσουν ήταν επειδή ο Ντ’Αρκέ είχε κηρύξει την αποψινή
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
195
βραδιά ισόπαλη. Η λαίδη Μπέκινχολ ήταν ψυχρή μαζί του την υπόλοιπη βραδιά, ρίχνοντάς του καχύποπτες ματιές και κάνοντας υποτιμητικά σχόλια δίπλα του –όταν καταδεχόταν να του μιλήσει. Ήξερε πως ήταν το Φάντασμα; Θα πρέπει τουλάχιστον να το υποπτευόταν μετά το φιλί… ή μήπως όχι; Σίγουρα μια τόσο απερίφραστη γυναίκα θα του τα είχε ψάλλει ήδη αν ήξερε πως ήταν το Φάντασμα. Και αν δεν υποψιαζόταν πως ήταν το Φάντασμα, ίσως δεν ενδιαφερόταν για τον Γουίντερ Μέικπις καθόλου. Ίσως απλώς να της άρεσε να φιλάει μασκοφορεμένους άντρες. Ο Γουίντερ κλότσησε μια σπασμένη πλάκα τόσο άγρια που την έστειλε να αναπηδήσει με ένα κλανγκ! πάνω στα τούβλα της πρόσοψης ενός κτιρίου. Ο Γουίντερ σταμάτησε για να ηρεμήσει η ανάσα του. Δεν έπρεπε ποτέ να την έχει φιλήσει. Αν δεν ήταν μεταμφιεσμένος σε Φάντασμα, θα είχε καταφέρει να της αντισταθεί –ή τουλάχιστον αυτό ήλπιζε. Η αλήθεια ήταν πως τη στιγμή που το στόμα της άγγιξε το δικό του, είχε κυριολεκτικά χαθεί. Η Ίζαμπελ είχε τη γεύση έξαψης και μέντας, μέλι και πόθου. Όταν είχε χαϊδέψει με τη γλώσσα της το στόμα του, το κορμί του είχε ανταποκριθεί άμεσα. Με εκείνο το μοναδικό άγγιγμά της είχε ανοίξει το κουτί της Πανδώρας, κάνοντας το πάθος να ξεχυθεί μέσα του. Η σύνεση υπαγόρευε να μείνει μακριά από τη συγκεκριμένη κυρία όσο ήταν ανθρωπίνως δυνατόν. Θα έπρεπε να θεωρήσει την αποψινή βραδιά σαν μια προειδοποίηση και να αποτραβηχτεί. Ωστόσο ήξερε πως δε θα το έκανε. Η Ίζαμπελ ήταν η μοναδική του ελπίδα για να συνεχίσει να διευθύνει το σπίτι. Επιπλέον, του πρόσφερε ένα μέσον για να ερευνήσει τον Ντ’Αρκέ, αφού χωρίς την Ίζαμπελ και τη ‘διδασκαλία’ της, δε θα μπορούσε κανονικά να συχνάζει στους αποκλειστικούς κύκλους που κινιόταν ο υποκόμης. Ο Γουίντερ ρουθούνισε περιφρονητικά. Κορόιδευε τον εαυτό του αν πίστευε πως αυτός ήταν ο πραγματικός λόγος
196
ELIZABETH HOYT
που θα την ξανάβλεπε. Όσο σημαντικό κι αν ήταν το ίδρυμα ή το να ανακαλύψει την ανάμειξη του Ντ’Αρκέ στην αρπαγή κοριτσιών, ήξερε βαθιά στην καρδιά του πως απλώς δεν μπορούσε να κρατηθεί μακριά από την Ίζαμπελ. Τον έλκυε. Είτε ήταν ένα ζωώδες ένστικτο που είχε αναδυθεί στην επιφάνεια –η αρσενική του πλευρά την οποία πίστευε πως είχε καταπνίξει εδώ και χρόνια– είτε κάτι πιο πνευματικό, δεν είχε καμιά σημασία. Το να την αφήσει στην ησυχία της του ήταν εξίσου δύσκολο με το να σταματήσει να αναπνέει. Για μια στιγμή ο Γουίντερ έγειρε πάνω στη σαθρή γωνία του τούβλινου κτίριου. Ήταν επικίνδυνα μπλεγμένος με την Ίζαμπελ. Και κυνηγούσε την ουρά του με τον Ντ’Αρκέ. Τι εννοούσε ο αμαξάς του Ντ’Αρκέ όταν είπε ότι δεν ήταν ο υποκόμης; Μήπως κρυβόταν κάποιος άλλος ‘αριστοκράτης’ πίσω από την αρπαγή κοριτσιών; Κι αν ίσχυε αυτό, τότε γιατί ο Τζόζεφ Τσανς έσφιγγε στο χέρι του ένα χαρτί με τη σφραγίδα του Ντ’Αρκέ; Ο Γουίντερ ανασηκώθηκε, κουνώντας το κεφάλι. Μάλλον έκανε το όλο πράγμα πολύ περίπλοκο στο μυαλό του. Χωρίς αμφιβολία ο αμαξάς έλεγε ψέματα απλά και μόνο για να καλύψει το αφεντικό του –και τον εαυτό του. Ο Ντ’Αρκέ θα πρέπει να ήταν αναμεμειγμένος, αλλιώς γιατί… Το ξαφνικό κροτάλισμα οπλών στο πλακόστρωτο έκανε τον Γουίντερ να τραβηχτεί στις σκιές, αλλά δεν υπήρχε αρκετός χώρος για να κρυφτεί. Ο Τρεβίλιον θα πρέπει να είδε τον Γουίντερ, γιατί τράβηξε το χαλινάρι του επιβήτορά του για να σταματήσει. «Κύριε Μέικπις, το Σεντ Τζάιλς δεν είναι αρκετά ασφαλές μέρος για να κυκλοφορείτε αργά τη νύχτα, όπως είμαι σίγουρος ότι γνωρίζετε.» «Πράγματι το γνωρίζω.» Από τη στιγμή που ο δραγόνος λοχαγός τον είχε ήδη εντοπίσει, ο Γουίντερ βγήκε στο φεγγαρόφωτο. «Έχετε βγει σε αναζήτηση γηραιών πωλητριών τζιν, Λοχαγέ;»
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
197
Τα χείλη του Τρεβίλιον σφίχτηκαν και ο Γουίντερ αναρωτήθηκε πόση πίεση μπορεί να είχε δεχτεί για την όχι-καιτόσο-επιτυχημένη εκστρατεία του να εκδιώξει τους κατασκευαστές και πωλητές τζιν από το Σεντ Τζάιλς. «Κυνηγάω μεγαλύτερο θήραμα απόψε» είπε ο Τρεβίλιον με κοφτή φωνή. «Το Φάντασμα εθεάθη κοντά στο Σεντ Τζάιλς-ιν-δε-Φιλντς.» «Αλήθεια;» Ο Γουίντερ ανασήκωσε το φρύδι. «Τότε είναι πολύ δραστήριος απόψε. Έρχομαι από την όπερα, όπου έκανε επίσης την εμφάνισή του νωρίτερα το βράδυ.» «Την όπερα;» Το ένα φρύδι του Τρεβίλιον υψώθηκε σαρδόνια. «Κινείσαι σε υψηλούς κύκλους για άνθρωπος που ζει στο Σεντ Τζάιλς, Μέικπις.» «Και λοιπόν;» αποκρίθηκε ο Γουίντερ ψυχρά. Μια γωνία του αυστηρού στόματος του λοχαγού κυριολεκτικά τραβήχτηκε προς τα πάνω ακούγοντάς τον. «Λοιπόν δε με αφορά καθόλου, υποθέτω.» Ο Τρεβίλιον τίναξε το πιγούνι προς το σάκο στον ώμο του Γουίντερ. «Και κουβαλάς πάντα τόσο μεγάλο φορτίο στην όπερα;» «Όχι βέβαια» είπε ο Γουίντερ χαλαρά. «Σταμάτησα στο σπίτι ενός φίλου πηγαίνοντας για το σπίτι. Δώρισε μερικά βιβλία για τα παιδιά.» Ο Γουίντερ κράτησε το βλέμμα του σταθερό παρά το γεγονός ότι κρατούσε την αναπνοή του. Αν ο δραγόνος ζητούσε να κοιτάξει μέσα στο σάκο, δε θα είχε καμία εξήγηση για το κοστούμι του Φαντάσματος. Ο Τρεβίλιον γρύλισε και κοίταξε αλλού. «Φρόντισε να προσέχεις στο δρόμο, Μέικπις. Έχω αρκετά στο κεφάλι μου και χωρίς να πρέπει να εξιχνιάσω τη δολοφονία σου.» «Η ανησυχία σας για το άτομό μου είναι συγκινητική» είπε ο Γουίντερ. Ο Τρεβίλιον έγνεψε κοφτά και γύρισε το άλογό του για να φύγει. Ο Γουίντερ στάθηκε και κοιτούσε μέχρι που οι στρατι-
198
ELIZABETH HOYT
ώτες χάθηκαν μέσα στη νύχτα. Μόνο τότε αναστέναξε και άφησε τους ώμους του να πέσουν. Η υπόλοιπη διαδρομή για το σπίτι κύλησε χωρίς άλλο επεισόδιο. Είκοσι λεπτά αργότερα, ο Γουίντερ μπήκε στην κουζίνα του ορφανοτροφείου. Ο Σουτ, ο μαύρος γάτος, τεντώθηκε δίπλα στο τζάκι και τα κοφτερά του νύχια γρατζούνισαν απαλά τα κόκκινα τούβλα, πριν σηκωθεί και έρθει να κουτουλήσει χαϊδευτικά το πόδι του Γουίντερ για καλωσόρισμα. Ο Γουίντερ έσκυψε να ξύσει το γάτο πίσω από τα αυτιά. «Φυλάς σκοπιά, ε Σουτ;» Ο Σουτ χασμουρήθηκε και επέστρεψε δίπλα στη ζεστασιά του τζακιού. Μια λάμπα είχε μείνει να καίει για τον Γουίντερ. Την πήρε, γυρνώντας προς την πίσω σκάλα που οδηγούσε στο δωμάτιό του κάτω από τη μαρκίζα. Μόνο όταν το φως έπεσε στη γωνία της σκάλας αντιλήφθηκε πως δεν ήταν μόνος. Ο Τζόζεφ Τίνμποξ ήταν μισοξαπλωμένος σε μια καρέκλα, με μάτια κλειστά και την ανάσα του να βγαίνει απαλή και ρυθμική. Η καρδιά του Γουίντερ σφίχτηκε στη θέα του. Είχε μείνει για να τον περιμένει; Ακούμπησε τρυφερά το χέρι στον ώμο του μικρού. «Τζόζεφ.» Ο Τζόζεφ ανοιγόκλεισε τα μάτια, νυσταγμένος και σαστισμένος. Ο Γουίντερ θυμήθηκε ξαφνικά το δίχρονο πιτσιρίκι που είχε βρει στα μπροστινά σκαλοπάτια του παλιού σπιτιού σχεδόν πριν από δέκα χρόνια. Ήταν αναμαλλιασμένο, με το προσωπάκι του χαρακωμένο από δάκρυα και ένα άδειο τσίγκινο κουτί δεμένο στον καρπό του. Το αγοράκι είχε αφήσει έναν βαθύ αναστεναγμό όταν ο Γουίντερ το πήρε αγκαλιά και έγειρε το κεφαλάκι του στον ώμο του με όλη την εμπιστοσύνη του κόσμου. Ο Τζόζεφ Τίνμποξ ανοιγόκλεισε ξανά τα μάτια του και ξαφνικά φάνηκε να συνειδητοποιεί πού βρισκόταν. «Ω, κύριε, σας περίμενα.»
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
199
«Το βλέπω» είπε ο Γουίντερ «αλλά είναι ώρα να πας για ύπνο τώρα.» «Μα, κύριε, είναι σημαντικό.» Ο Γουίντερ ήξερε καλά τι θεωρούσαν τα αγόρια ‘σημαντικό’ –καβγάδες με άλλα αγόρια, χαμένες σβούρες και το να ανακαλύψουν νεογέννητα γατάκια στο δρόμο. «Είμαι σίγουρος πως είναι» είπε καθησυχαστικά «αλλά…» «Η Πιτς μίλησε!» τον διέκοψε ο Τζόζεφ ορμητικά. «Μου είπε από πού είναι.» Ο Γουίντερ, που ήταν έτοιμος να μαλώσει τον Τζόζεφ Τίνμποξ επειδή τον διέκοψε, σταμάτησε. «Τι είπε;» «Νομίζω πως θα ’πρεπε να σας πει η ίδια» είπε ο Τζόζεφ με τη σοβαρότητα λόρδου στη βουλή. «Θα κοιμάται τώρα.» «Όχι, κύριε» είπε ο Τζόζεφ. «Είναι τρομαγμένη. Είπε πως θα περίμενε την επιστροφή σας.» Ο Γουίντερ ύψωσε τα φρύδια. «Πολύ καλά.» Ο Τζόζεφ Τίνμποξ γύρισε και άρχισε να ανεβαίνει πρώτος την πίσω σκάλα. Ο Γουίντερ ακολούθησε με τη λάμπα και το σάκο να κρέμεται ακόμα στον ώμο του. Το σπίτι ήταν ήσυχο τόσο αργά τη νύχτα, με το φως της λάμπας να τρεμοπαίζει πάνω στους λιτούς τοίχους της σκάλας. Ο Γουίντερ αναρωτήθηκε τι μυστικό μπορεί να κρατούσε ένα παιδί που το έκανε να μη μιλάει για μια βδομάδα και παραπάνω. Κοίταξε τη στενή πλάτη του Τζόζεφ. Είχε την αίσθηση ότι το αγόρι είχε χρειαστεί να επιστρατεύσει όλη την –όχι και ευκαταφρόνητη– πειστικότητά του για να κάνει την Πιτς να του μιλήσει απόψε. Ο Τζόζεφ έφτασε στον όροφο των κοιτώνων. Ήταν κι εδώ ήσυχα, αλλά πού και πού ακούγονταν αμυδροί ήχοι: ένα μουρμουρητό, ένας στεναγμός και το θρόισμα των σκεπασμάτων. Ο Τζόζεφ έριξε μια ματιά στον Γουίντερ πάνω
200
ELIZABETH HOYT
από τον ώμο του σαν να ήθελε να σιγουρευτεί πως τον ακολουθούσε ακόμα και μετά διέσχισε στις μύτες των ποδιών το διάδρομο μέχρι το αναρρωτήριο. Όταν ο Τζόζεφ μισάνοιξε την πόρτα, ο Γουίντερ είδε πως το αγόρι είχε απόλυτο δίκιο: η Πιτς ήταν εντελώς ξύπνια. Η μικρή ήταν ξαπλωμένη ακριβώς στη μέση του μικρού κρεβατιού, με τα σκεπάσματα τραβηγμένα μέχρι το σαγόνι της, το ένα μπράτσο τυλιγμένο γύρω από την Ντόντο. Ένα μοναχικό κερί έκαιγε δίπλα στο κρεβάτι της. Ο Γουίντερ κοίταξε πρώτα το κερί και μετά τον Τζόζεφ. Το αγόρι κοκκίνισε. «Ξέρω ότι λέτε πως ένα αναμμένο κερί μπορεί να ξεκινήσει μια πυρκαγιά, αλλά…» «Δε μου αρέσει το σκοτάδι» είπε η Πιτς πολύ καθαρά. Ο Γουίντερ κοίταξε το κοριτσάκι. Του ανταπέδωσε το βλέμμα, έντρομη αλλά ατίθαση, με τα καστανά μάτια της τόσο σκοτεινά που έμοιαζαν περισσότερο μαύρα. Της έγνεψε και άφησε το σάκο στο πάτωμα πριν τραβήξει μια καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι. «Σε πολλούς δεν αρέσει η νύχτα. Δεν είναι κάτι για το οποίο θα έπρεπε να ντρέπεσαι, Πιλάρ.» «Μου αρέσει το Πιτς, αν δε σας πειράζει, κύριε.» Ο Γουίντερ κούνησε το κεφάλι καταφατικά και παρακολούθησε τον Τζόζεφ Τίνμποξ που πήγε να καθίσει στην άλλη πλευρά του κρεβατιού, πιάνοντας το χέρι της Πιτς. «Πιτς, λοιπόν. Ο Τζόζεφ λέει πως έχεις κάτι να μου πεις.» Η Πιτς έγνεψε μία φορά, με το σουβλερό πιγουνάκι της να χώνεται στο λευκό σκέπασμα. «Ήταν οι κλέφτες κοριτσιών που μ’ έπιασαν.» Ο Γουίντερ ένιωσε το σφυγμό του να αυξάνεται, αλλά παρέμεινε ήρεμος και χαλαρός, λες και το κοριτσάκι δεν είχε πει κάτι σπουδαίο. «Ω;» Η Πιτς ξεροκατάπιε και έσφιξε στο χέρι το τρίχωμα της Ντόντο. Το σκυλί τινάχτηκε λίγο, αλλά και κατά τα άλλα δεν
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
201
έδειξε άλλο σημάδι πως το κοριτσάκι της τράβηξε το τρίχωμα. «Ή… ήμουνα σε μια γωνία κοντά στην εκκλησία.» «Στο Σεντ Τζάιλς-ιν-δε-Φιλντς;» μουρμούρισε ο Γουίντερ. Το κορίτσι ζάρωσε το μέτωπο. «Μάλλον. Ζητιάνευα εκεί.» Ο Γουίντερ κούνησε το κεφάλι. Δεν ήθελε να διακόψει τη ροή της διήγησής της, αλλά υπήρχε κάτι που έπρεπε να μάθει. «Ήταν και οι γονείς σου εκεί, Πιτς;» Η Πιτς καμπούριασε και γύρισε απ’ την άλλη. «Είναι πεθαμένοι. Η μαμά πέθανε από πυρετό και ο μπαμπάς από το βήχα κι η μικρή Ρακέλ, επίσης. Έχουν πεθάνει όλοι.» Ο Γουίντερ ένιωσε την καρδιά του να σφίγγεται. Είχε ακούσει αυτήν την ιστορία τόσες πολλές φορές –οικογένειες κατεστραμμένες από την αρρώστια και τη φτώχεια, ορφανεμένα παιδιά που αναγκάζονταν να βρουν κάποιο τρόπο να επιβιώσουν μέσα σ’ έναν αδιάφορο κόσμο. Δεν το έκανε ευκολότερο πάντως. «Λυπάμαι» είπε σιγανά. Η Πιτς ανασήκωσε τους ώμους και ρισκάρισε να του ρίξει μια ματιά. «Ο μπαμπάς ζήτησε από την κυρά Κάλβο να με πάρει πριν πεθάνει. Έμεινα μαζί της για λίγο. Αλλά η κυρά Κάλβο είπε πως είχε ήδη πάρα πολλά στόματα να θρέψει και πως έπρεπε να φύγω.» «Σκληρόκαρδη μάγισσα» μουρμούρισε θυμωμένα ο Τζόζεφ. Ο Γουίντερ του έριξε μια επιτιμητική ματιά. Το αγόρι έσκυψε το κεφάλι, αλλά συνέχισε να έχει θυμωμένο ύφος. «Συνέχισε σε παρακαλώ, Πιτς» είπε ο Γουίντερ μαλακά. «Λοιπόν, προσπάθησα να βρω δουλειά, αλήθεια προσπάθησα, αλλά δεν υπήρχε τίποτα» είπε η Πιτς. «Και η ζητιανιά δεν ήταν πολύ καλύτερη. Συνέχεια έπρεπε να μετακινούμαι για να μη με δέρνουν οι μεγαλύτεροι.»
202
ELIZABETH HOYT
Υπήρχαν συμμορίες που διέθεταν ομάδες ζητιάνων και άλλες που κυνηγούσαν τους ζητιάνους, απαιτώντας ποσοστά από την καθημερινή τους είσπραξη. Ένα παιδί μόνο όπως η Πιτς δεν είχε την παραμικρή δυνατότητα να τα βγάλει πέρα μαζί τους. «Πες του τι συνέβη μετά, Πιτς» ψιθύρισε ο Τζόζεφ Τίνμποξ. Το κοριτσάκι σήκωσε τα μάτια στο αγόρι λες και έπαιρνε κουράγιο απ’ αυτόν, έπειτα πήρε μια βαθιά ανάσα και κοίταξε τον Γουίντερ. «Τη δεύτερη νύχτα που ήμουν στην εκκλησία, με έπιασαν. Οι κλέφτες κοριτσιών. Με ξύπνησαν και με πήραν μακριά. Νόμιζα…» Το κοριτσάκι ξεροκατάπιε. «Νόμιζα πως μπορεί να με σκότωναν, αλλά δεν το έκαναν.» «Τι έκαναν, Πιτς;» ρώτησε ο Γουίντερ. «Με πήγαν σ’ ένα κελάρι. Και ήταν γεμάτο κορίτσια, που όλα έραβαν. Στην αρχή σκέφτηκα πως δεν ήταν πολύ άσχημα. Δε με πειράζει να δουλεύω, αλήθεια το λέω. Η μαμά έλεγε πως ήμουνα καλή βοηθός. Και η Ντόντο ήταν εκεί, παρ’ όλο που κανείς δεν της είχε δώσει όνομα και όλο προσπαθούσαν να τη διώξουν.» Το κοριτσάκι έκρυψε το πρόσωπο στο λαιμό της Ντόντο και το τεριέ της έγλειψε το αυτί. Ψιθύρισε τόσο σιγανά που ο Γουίντερ έπρεπε να σκύψει για να πιάσει τις επόμενες λέξεις. «Αλλά δε μας τάιζαν σχεδόν τίποτα. Μόνο χυλό και νερό και ο χυλός είχε μαμούνια.» Η Πιτς άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Ο Τζόζεφ Τίνμποξ δάγκωσε τα χείλη του, δείχνοντας ανήσυχος και ταραγμένος. Άπλωσε διστακτικά το χέρι στο κορίτσι, αλλά μετά σταμάτησε, με τα δάχτυλά του να αιωρούνται πάνω από τον λεπτό ώμο της. Κοίταξε τον Γουίντερ. Εκείνος του έγνεψε καταφατικά. Ο Τζόζεφ χτύπησε χαϊδευτικά το χέρι της Πιτς, με ύφος αμήχανο. Η Πιτς αναρρίγησε και σήκωσε το κεφάλι. «Κι αυτό δεν
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
203
ήταν το χειρότερο. Μας έδερναν επίσης, αν δε βγάζαμε τη δουλειά αρκετά γρήγορα. Ήταν ένα κορίτσι που το έλεγαν Τίλι. Την έδειραν τόση ώρα που στο τέλος λιποθύμησε και το επόμενο πρωί δεν ήταν πια εκεί.» Η μικρή κοίταξε τον Γουίντερ, με μάτια πελώρια και στοιχειωμένα. Δεν είπε τα λόγια, αλλά με κάποιον τρόπο το παιδικό της μυαλό ήξερε πως η φίλη της η Τίλι ήταν νεκρή. «Ήσουν πολύ γενναία» της είπε ο Γουίντερ στο κοριτσάκι. «Πώς απέδρασες;» «Μια νύχτα» ψιθύρισε η Πιτς «οι κλέφτες κοριτσιών ήρθαν με ένα καινούργιο κορίτσι. Μάλωσαν με την κυρά Κουκ –αυτή ήταν που μας έβαζε όλες να δουλεύουμε. Αλλά άφησαν την πόρτα ξεκλείδωτη πίσω τους. Είδα ότι ήταν λίγο ανοιχτή. Έτσι εγώ κι η Ντόντο τρέξαμε… τρέξαμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε, μέχρι που δεν ακούγονταν πια φωνές πίσω μας.» Η Πιτς είχε λαχανιάσει θαρρείς και ξαναζούσε τον εφιάλτη της απόδρασης μέσα στη νύχτα, κυνηγημένη από ανθρώπους ανελέητους. «Γενναίο, γενναίο κορίτσι» μουρμούρισε ο Γουίντερ και ο Τζόζεφ κούνησε έντονα το κεφάλι. «Ξέρεις πού ήταν το κελάρι, Πιτς;» Το κοριτσάκι κούνησε το κεφάλι αρνητικά. «Όχι, κύριε. Αλλά ξέρω πως ήταν κάτω από ένα κηροποιείο.» «Α» είπε ο Γουίντερ, προσπαθώντας να κρύψει την απογοήτευσή του. Υπήρχαν δεκάδες μικροσκοπικά μαγαζιά που πουλούσαν κεριά στο Σεντ Τζάιλς. Από την άλλη, ήταν καλύτερο απ’ το τίποτα. «Τι έξυπνο κορίτσι που είσαι, Πιτς, να προσέξεις κάτι τέτοιο.» Η Πιτς κοκκίνισε ντροπαλά. «Τώρα, νομίζω πως είναι ώρα να κοιμηθείτε και οι δύο» είπε ο Γουίντερ καθώς σηκωνόταν. Παρακολούθησε τον Τζόζεφ να δίνει ένα τελευταίο καθησυχαστικό χτυπηματάκι στο χέρι της Πιτς πριν ακολουθήσει τον Γουίντερ στην πόρ-
204
ELIZABETH HOYT
τα. Εκείνος άνοιξε την πόρτα, αλλά μετά μια σκέψη τον έκανε να σταματήσει. «Πιτς;» «Κύριε;» «Τι φτιάχνατε εσύ και τα άλλα κορίτσια στο κελάρι;» «Κάλτσες.» Η Πιτς είπε τη λέξη θαρρείς και είχε βρόμικη γεύση. «Κεντητές δαντελένιες κάλτσες.» *** Ο Γουίντερ χασμουρήθηκε δυνατά το επόμενο απόγευμα καθώς ο μπάτλερ της Ίζαμπελ τον οδηγούσε στο εσωτερικό του σπιτιού της. Ο μπάτλερ ανασήκωσε αποδοκιμαστικά το φρύδι σχεδόν αδιόρατα. «Η λαίδη Μπέκινχολ σας περιμένει στο μικρό καθιστικό, σερ.» Ο Γουίντερ έγνεψε κουρασμένα και ακολούθησε τον μπάτλερ. Είχε βγει στους δρόμους του Σεντ Τζάιλς με το πρώτο φως της μέρας, αναζητώντας ένα κηροποιείο με ένα εργαστήριο στο κελάρι του, αλλά μέχρι τώρα δεν είχε μπορέσει να εντοπίσει το μέρος. Κανείς δεν είχε ακούσει για κάποια κυρά Κουκ. Η Πιτς μπορεί να έκανε λάθος για το κηροποιείο –στο κάτω-κάτω, ήταν τρομοκρατημένη όταν το έσκασε από την κυρά Κουκ και τους κλέφτες κοριτσιών… Ή ίσως η κυρά Κουκ να είχε μεταφέρει αλλού το παράνομο εργαστήρι της. Φυσικά, υπήρχε και μια τρίτη –πιο ανησυχητική– πιθανότητα. Αρκετές από τις συνήθεις πηγές πληροφοριών του ήταν νευρικές και συγκρατημένες. Ίσως οι κάτοικοι του Σεντ Τζάιλς να φοβόντουσαν πάρα πολύ τους κλέφτες κοριτσιών και την ίδια την κυρά Κουκ για να μαρτυρήσουν τη θέση τους. Ο μπάτλερ άνοιξε μια πόρτα βαμμένη κίτρινη και ο Γουίντερ ατσάλωσε τον εαυτό του καθώς έμπαινε στο μικρό καθιστικό. Η Ίζαμπελ στεκόταν δίπλα σε μια σειρά ψηλά
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
205
παράθυρα στο βάθος του δωματίου, με το πρόσωπό της σ’ ένα ντελικάτο προφίλ, το φως του ήλιου να λάμπει πάνω στα σκούρα, γυαλιστερά μαλλιά της. Το στήθος του σφίχτηκε άγρια, στη θέα της ένιωσε λες και του έριξαν γροθιά. Συνήθως η επανειλημμένη έκθεση σε ένα ερέθισμα μείωνε το σοκ μετά από κάποιο διάστημα. Ωστόσο με την Ίζαμπελ, η κάθε φορά τον συγκλόνιζε απ’ την αρχή, παραλύοντας το κορμί και το μυαλό του. Πολύ φοβόταν πως η επανειλημμένη έκθεση σ’ αυτήν απλώς τον έκανε να την ποθεί πιο έντονα. «Κύριε Μέικπις» είπε γυρίζοντας προς το μέρος του. Το φωτεινό παράθυρο έκανε τη σιλουέτα της να διαγράφεται καθαρά, αλλά το πρόσωπό της ήταν σκιασμένο. «Αναρωτιόμουν αν θα ερχόσασταν τελικά σήμερα.» Αχά. Δεν τον είχε συγχωρήσει για την αργοπορία του χθες βράδυ. «Αλήθεια, μαντάμ;» είπε, προχωρώντας προσεκτικά. «Αλλά βλέπω πως έχετε ήδη σερβίρει το τσάι.» Έδειξε τα πράγματα που ήταν απλωμένα στο τραπέζι. «Είπα πως θα έφτανα στις τέσσερις και, σύμφωνα με το ρολόι στο τζάκι σας, είναι τόσο ακριβώς.» Εκείνη απομακρύνθηκε από το παράθυρο και ο Γουίντερ είδε από το ύφος της ότι τα λόγια του ελάχιστα την είχαν ηρεμήσει. «Μια νέα –τολμώ να πω μοναδική– περίσταση για εσάς, κύριε Μέικπις.» «Δεν είναι καιρός να με αποκαλείς Γουίντερ;» μουρμούρισε, δοκιμάζοντας άλλη προσέγγιση –σίγουρα δεν κέρδιζε μια διαφωνία ως προς την ακρίβειά του. «Είναι;» «Είναι.» Της χαμογέλασε σκληρά. «Ίζαμπελ.» Το μέτωπό της συνοφρυώθηκε. «Δεν…» Εκείνη τη στιγμή ακριβώς, ένας παιδικός λυγμός ήρθε από την κατεύθυνση ενός σκαλιστού ντουλαπιού. Κοίταξαν αυτόματα και οι δύο το έπιπλο και για κάποιον
206
ELIZABETH HOYT
περίεργο λόγο η έκφραση της Ίζαμπελ άλλαξε από θυμωμένη σε αβέβαιη. Έκανε να πάει προς τα κει, αλλά μετά σταμάτησε. Δεν έκανε άλλη κίνηση, έτσι ο Γουίντερ πλησίασε το ντουλάπι, γονάτισε στο ένα πόδι και άνοιξε την πόρτα του ντουλαπιού. Ένα μουσκεμένο απ’ τα δάκρυα προσωπάκι τον κοίταξε από μέσα. «Κρίστοφερ» είπε ο Γουίντερ, ενθυμούμενος το όνομα του παιδιού από την πρώτη φορά που είχε έρθει εδώ. Έριξε μια ματιά πάνω απ’ τον ώμο του, αλλά η Ίζαμπελ έμοιαζε να έχει κοκαλώσει. Κοίταξε πάλι το αγοράκι. «Είναι άνετα μέσα στο ντουλάπι;» Ο μικρός έσυρε ένα βελούδινο μανίκι στη μύτη του. «Όχι, κύριε.» «Θα ήθελες να βγεις έξω;» Το αγόρι έγνεψε βουβά. Ο Γουίντερ άπλωσε τρυφερά τα χέρια και σήκωσε το παιδί στην αγκαλιά του. Από τόσο κοντά μπορούσε να δει πως ο Κρίστοφερ ήταν ένα όμορφο αγόρι τεσσάρων-πέντε ετών. Ο Γουίντερ σηκώθηκε όρθιος, κρατώντας ακόμα το αγόρι και στράφηκε στην Ίζαμπελ. Πολλές γυναίκες είχαν τη φυσική τάση να πάρουν ένα παιδί από τα χέρια ενός άντρα –επειδή το μητρικό ένστικτο θεωρείτο ισχυρότερο από το πατρικό, ίσως– αλλά η Ίζαμπελ δεν έκανε παρόμοια κίνηση. Στην πραγματικότητα, έδεσε τα χέρια στο στήθος της σαν να προσπαθούσε να συγκρατηθεί για να μην αγγίξει το παιδί. Ο Γουίντερ την κοίταξε υψώνοντας τα φρύδια κι εκείνη κούνησε το κεφάλι σαν να προσπαθούσε να συνέλθει. «Θα ειδοποιήσω να έρθει η Καρούδερς.» «Θέλω να μείνω» κλαψούρισε ο Κρίστοφερ. Η Ίζαμπελ ξεροκατάπιε. «Νο… νομίζω πως είναι καλύτερα να γυρίσεις στην νταντά σου.» Πότε ξανά είχε φανεί ανασφαλής η λαίδη Μπέκινχολ, πόσο μάλλον να τραυλίζει; Υπήρχε κάτι εδώ που του διέφευγε.
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
207
Ο Γουίντερ καθάρισε το λαιμό του και μουρμούρισε στο παιδί: «Σκεφτόμουν να δοκιμάσω εκείνα τα χωνάκια με κρέμα στο δίσκο. Θα ήθελες κι εσύ ένα;» Ο Κρίστοφερ έγνεψε καταφατικά. Ο Γουίντερ κάθισε στον καναπέ μπροστά στο χαμηλό τραπεζάκι, με το αγόρι στο ένα γόνατο, και του έδωσε το γλυκό πριν διαλέξει ένα για τον εαυτό του. Δάγκωσε την αφράτη ζύμη, κοιτώντας τη σφιγμένη πλάτη της Ίζαμπελ. Είχε πάει να σταθεί μπροστά στο παράθυρο ξανά, αγνοώντας πλήρως αυτόν και το αγόρι. Περίεργο. «Ωραίο δεν είναι;» είπε στον μικρό. Ο Κρίστοφερ έγνεψε καταφατικά και ψιθύρισε κάπως δειλά: «Τα χωνάκια της μαγείρισσας είναι τα καλύτερα.» «Αχά.» Για λίγο συνέχισαν να μασουλάνε μέσα σε συντροφική σιωπή. «Πού είναι η Καρούδερς;» ψέλλισε η Ίζαμπελ από την άλλη άκρη του δωματίου. Ο Κρίστοφερ, που ήταν έτοιμος να φάει άλλη μια μπουκιά απ’ το χωνάκι του, κατέβασε το γλυκό και το κράτησε με λερωμένα δάχτυλα πάνω στην ποδιά του. «Δε με συμπαθεί και πολύ, τις περισσότερες φορές.» Ο Γουίντερ ευχήθηκε να μπορούσε να αρνηθεί τα λόγια του αγοριού, αλλά ποτέ δεν είχε θεωρήσει σωστό να λες ψέματα στα παιδιά και η Ίζαμπελ ήταν στην άλλη άκρη του δωματίου, προσπαθώντας ολοφάνερα να παραστήσει πως το παιδί δεν ήταν εδώ. Έσκυψε προς το τραπέζι και σέρβιρε λίγο γάλα σε ένα φλιτζάνι, προσθέτοντας δυο-τρεις σταγόνες καυτό τσάι. Έδωσε το φλιτζάνι στο αγόρι. Ο Κρίστοφερ άφησε το χωνάκι –που δυστυχώς έπεσε στο πάτωμα– και έπιασε το φλιτζάνι με τα δύο χέρια, πίνοντας διψασμένα. Όταν χαμήλωσε το φλιτζάνι, στο πάνω χείλος του είχε σχηματιστεί ένα μουστάκι από τσάι με γάλα. «Μου είπε μια φοβερή ιστορία χθες το βράδυ, όμως.» Το αγόρι κοίταξε με καημό την πλάτη της Ίζαμπελ.
208
ELIZABETH HOYT
Η νταντά, μια μάλλον απλή σε εμφάνιση γυναίκα μέσης ηλικίας, μπήκε τρέχοντας στο δωμάτιο. «Ω, λαίδη μου, λυπάμαι πολύ.» Πλησίασε και πήρε τον Κρίστοφερ από την αγκαλιά του Γοιυίντερ πριν στραφεί πάλι στην Ίζαμπελ. «Δε θα ξανασυμβεί, λαίδη μου, σας το υπόσχομαι.» Η Ίζαμπελ εξακολουθούσε να έχει την πλάτη γυρισμένη στο δωμάτιο. «Σε παρακαλώ, φρόντισε να μην ξαναγίνει.» Η καημένη η Καρούδερς έχασε το χρώμα της πριν κάνει μια κοφτή υπόκλιση και βγει βιαστικά έξω με τον Κρίστοφερ. Ο Γουίντερ γέμισε το φλιτζάνι του με τσάι συλλογισμένα. «Νομίζεις πως είμαι κακιά» είπε η Ίζαμπελ. Ο Γουίντερ την κοίταξε. Η πλάτη της ήταν στητή, αλλά από τους γερτούς ώμους της κατάλαβε πως είχε τα χέρια δεμένα γύρω της σαν να ήθελε να θωρακίσει το κέντρο της. «Νομίζω» της είπε αργά «πως θα ήθελα να μάθω ποιος είναι ο Κρίστοφερ και τι σημαίνει για σένα.» Μεσολάβησε μια μεγάλη σιωπή και ο Γουίντερ αναρωτήθηκε αν θα του απαντούσε· μετά η φωνή της ακούστηκε σταθερή και χωρίς συναίσθημα. «Ο Κρίστοφερ είναι ο γιος του μακαρίτη συζύγου μου.» Τα φρύδια του Γουίντερ έσμιξαν, αλλά πριν προλάβει να κάνει την ερώτηση, εκείνη γύρισε και ήρθε να σταθεί στη μέση του δωματίου. Το όμορφο στόμα της ήταν σφιγμένο σε μια ίσια γραμμή σαν να συγκρατούσε κάποιο έντονο συναίσθημα. «Η μητέρα του ήταν η ερωμένη του Έντμουντ.» «Α… κατάλαβα» είπε ο Γουίντερ παρ’ όλο που δεν καταλάβαινε τίποτα. «Και ο μικρός μένει εδώ μαζί σου; Ήταν επιθυμία του συζύγου σου αυτό;» Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους. «Δε γνώριζα την ύπαρξη του Κρίστοφερ και της Λουίζ –της μητέρας του– μέχρι που πέθανε ο Έντμουντ. Απ’ ό,τι φαίνεται δε φρόντισε να την εξασφαλίσει.»
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
209
Ο Γουίντερ απλώς την κοιτούσε, περιμένοντας, ευχόμενος να μην ήταν τόσο μεγάλη η απόσταση ανάμεσά τους. Η Ίζαμπελ έσφιξε τα χέρια γύρω από τη μέση της. «Η Λουίζ ήρθε να με βρει ένα μήνα μετά την ταφή του Έντμουντ. Είπε ότι ο Έντμουντ την είχε τακτοποιήσει σε ένα μικρό σπίτι στην πόλη, αλλά με το θάνατό του, έπαψε να πληρώνεται το ενοίκιο. Κι αυτή δεν είχε χρήματα. Από τότε μέχρι σήμερα έχω μάθει πως η Λουίζ δεν αντιλαμβάνεται ούτε τα πιο στοιχειώδη περί διαχείρισης οικονομικών. Μου ζήτησε κάποια χρήματα κι εγώ…» Η φωνή της έσβησε και ανασήκωσε πάλι τους ώμους. Έμοιαζε τόσο δυστυχής έτσι όπως στεκόταν μόνη στη μέση του δωματίου, με τα χέρια δεμένα σφιχτά σαν να έκανε μια δυσάρεστη αλλά απαραίτητη απαγγελία. «Ίζαμπελ, έλα να πιεις λίγο τσάι.» Προς μεγάλη ανακούφισή του, εκείνη πλησίασε και κάθισε στον καναπέ απέναντί του, παρακολουθώντας τον μουδιασμένα καθώς της έβαζε ένα φλιτζάνι τσάι και πρόσθετε μπόλικη ζάχαρη και γάλα. «Δε θα ’πρεπε να με σερβίρεις εσύ» είπε αφηρημένα παίρνοντας το πιατάκι με το φλιτζάνι. Της έριξε μια ειρωνική ματιά. «Κανείς δε με σερβίρει στο σπίτι, σε διαβεβαιώ.» «Ω.» Ήπιε μια γουλιά από το τσάι της. «Ναι, φυσικά.» Την κοίταξε ανήσυχα. Υπήρχε κάτι που του διέφευγε εδώ. Κάτι που δεν του είχε πει ακόμα. «Ήξερες πως ο άντρας σου διατηρούσε ερωμένη;» Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά καθώς κατέβαζε το φλιτζάνι στην ποδιά της, κρατώντας το και με τις δυο παλάμες. «Όχι στην πραγματικότητα, αλλά δεν ένιωσα καμία έκπληξη. Ο Έντμουντ είχε χηρέψει πολλά χρόνια πριν παντρευτούμε και είχε τις ανάγκες του.» Ήπιε κι αυτός μια γουλιά απ’ το τσάι του, που είχε πια κρυώσει. «Μου έχεις πει παλιότερα πως ήσουν πιστή στον
210
ELIZABETH HOYT
σύζυγό σου. Θα πρέπει να ένιωσες προδομένη ανακαλύπτοντας πως εκείνος δεν ήταν.» Το βλέμμα της ήταν κυνικό. «Ξεχνάς πως τέτοια πράγματα – ένας άντρας που διατηρεί ερωμένη– θεωρούνται σχεδόν αρμόζοντα στους κύκλους μου. Εξεπλάγην μαθαίνοντας για τη Λουίζ, αλλά δε σοκαρίστηκα. Ο γάμος μας δεν ήταν από έρωτα, στο κάτω-κάτω. Ο Έντμουντ πάντοτε μου έδειχνε τη μεγαλύτερη δυνατή ευγένεια. Με εξασφάλισε ακόμα και μετά το θάνατό του. Τι άλλο μπορεί να ζητήσει μια γυναίκα από έναν άντρα;» «Πίστη. Πάθος. Αγάπη» είπε ο Γουίντερ υπερβολικά γρήγορα. Υπερβολικά κοφτά. Τον κοίταξε, με την κυνική της έκφραση να αλλάζει σε περιέργεια. «Αλήθεια; Από αυτά πιστεύεις πως είναι φτιαγμένος ο γάμος;» «Ναι.» Το βλέμμα της έγινε ανέκφραστο. «Τότε είναι κρίμα που έχετε αποφασίσει να μην παντρευτείτε ποτέ, κύριε Μέικπις.» Ήταν η σειρά του να αποτραβήξει το βλέμμα. «Γιατί δεν έδωσες απλώς κάποια χρήματα στη Λουίζ;» Πέρασε το δάχτυλο γύρω από το χείλος του φλιτζανιού της. «Αυτό έκανα, αλλά… μετακινείται από το ένα μέρος στο άλλο και το σπίτι μου είναι μεγάλο.» Δάγκωσε τα χείλη της. «Ο Κρίστοφερ ήταν μωράκι τότε και η Λουίζ έμοιαζε πολύ αφηρημένη μητέρα.» «Έτσι της πρότεινες να τον αφήσει μαζί σου;» ρώτησε ο Γουίντερ. «Το παιδί του συζύγου σου;» Η Ίζαμπελ έγνεψε καταφατικά. «Ναι.» «Πολύ ευγενικό από πλευράς σου.» Ζάρωσε τη μύτη της. «Δεν ήταν τίποτα δύσκολο. Ειδικά όταν ο Κρίστοφερ ήταν μικρός. Προσέλαβα την Καρούδερς, φρόντισα να έχει ό,τι χρειαστεί…» Η φωνή της έσβησε αβέβαια. «Αλλά;» την παρότρυνε αυτός. Του έριξε μια εκνευρισμένη ματιά. «Αλλά όσο ο Κρίστο-
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
211
φερ μεγαλώνει, αποκτάει μια περίεργη έλξη προς εμένα. Τρυπώνει στα δωμάτιά μου, κρύβεται στις κουρτίνες και κάτω από το κρεβάτι, ψαχουλεύει τα συρτάρια και την κοσμηματοθήκη μου.» Ο Γουίντερ την κοίταξε ξαφνιασμένος. «Σου παίρνει πράγματα;» «Όχι. Ποτέ.» Κούνησε το κεφάλι της σθεναρά. «Αλλά πάλι… γιατί να κάνει κάτι τέτοιο;» «Δεν είναι και τόσο μυστήριο αυτό που περιγράφεις» αποκρίθηκε ο Γουίντερ. «Είσαι η κεφαλή του σπιτιού, όμορφη και γοητευτική. Είναι φυσικό να τον έχεις μαγέψει.» Η Ίζαμπελ χαμογέλασε για πρώτη φορά από την ώρα που την είχε δει σήμερα. «Μα, κύριε Μέικπις, πιστεύω πως αυτό ήταν το πιο ωραίο κομπλιμέντο που μου έχετε κάνει.» Εκείνος αρνήθηκε να παρασυρθεί. «Το αγόρι σε ενοχλεί. Γιατί;» Σχεδόν μετάνιωσε για την ερώτησή του, βλέποντας το χαμόγελό της να σβήνει και το βλέμμα της να αποτραβιέται. «Ίσως δε μου αρέσουν πολύ τα παιδιά.» Τότε γιατί έγινες προστάτιδα ενός ορφανοτροφείου; σκέφτηκε ο Γουίντερ, αλλά ευτυχώς δεν το είπε δυνατά. «Λοιπόν.» Η Ίζαμπελ ήπιε το υπόλοιπο τσάι της, άφησε κάτω το φλιτζάνι και σηκώθηκε. «Η λαίδη Γουίμπλ –η γιαγιά του λόρδου Ντ’Αρκέ– δίνει ένα σουαρέ απόψε στο αστικό σπίτι των Ντ’Αρκέ. Προτείνω να εξασκηθούμε στο χορό.» Ο Γουίντερ αναστέναξε. Ο χορός είχε γίνει η λιγότερο αγαπητή του δραστηριότητα. «Δηλαδή» είπε η Ίζαμπελ κοφτά «αν σκοπεύετε να έρθετε απόψε.» Ο Γουίντερ σηκώθηκε, κοιτώντας τα λαμπερά γαλάζια μάτια της Ίζαμπελ. Η πρόσκληση στο σπίτι των Ντ’Αρκέ θα του πρόσφερε μια τέλεια ευκαιρία να ερευνήσει το γραφείο και το υπνοδωμάτιο του Ντ’Αρκέ. «Ω, δε θα το έχανα με τίποτα.»
Κεφάλαιο Δέκα Για δυο νύχτες, η Αληθινή Αγάπη του Αρλεκίνου τριγύριζε στα επικίνδυνα σοκάκια του Σεντ Τζάιλς, ψάχνοντας για τον αγαπημένο της –για να επιστρέφει απογοητευμένη στο σπίτι την αυγή. Όμως την τρίτη νύχτα, η Αληθινή Αγάπη τον βρήκε, να στέκεται πάνω από το πτώμα ενός κλέφτη που είχε μόλις σκοτώσει. «Αρλεκίνε, ω Αρλεκίνε!» φώναξε η Αληθινή Αγάπη. «Δε με θυμάσαι;» Αλλά εκείνος γύρισε απ’ την άλλη και απομακρύνθηκε, σαν να μην μπορούσε ούτε να την ακούσει, ούτε να τη δει… -από το Ο Θρύλος του Αρλεκίνου-Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς
Παρά τις διαβεβαιώσεις του Γουίντερ ότι θα παρευρισκόταν στον χορό της λαίδης Γουίμπλ, η Ίζαμπελ μπήκε στην αίθουσα χορού του λόρδου Ντ’Αρκέ εκείνο το βράδυ χωρίς πραγματικά να περιμένει πως θα τον δει. Για ακόμα μια φορά εκείνος είχε επιλέξει να έρθουν χωριστά, αυτήν τη φορά με τη δικαιολογία πως θα τον καθυστερούσαν τα καθήκοντά του ως δάσκαλος.
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
213
Άρχιζε να κουράζεται μ’ αυτές τις ιστορίες –να κουράζεται από τα αδύναμα μασκαρεμένα ψέματα ενός άντρα που κατά τα άλλα ήταν απόλυτα ηθικός. Θα παραδεχόταν ποτέ ότι ήταν το Φάντασμα; Ή τη θεωρούσε τόσο χαζή που να μην μπορεί να τον αναγνωρίσει κάτω από τη μάσκα και τη στολή; Όσο περισσότερο παρίστανε ο Γουίντερ πως δε συνέβαινε τίποτε ασυνήθιστο, τόσο περισσότερο φούντωνε η οργή της. Η Ίζαμπελ πήρε μια βαθιά, καταπραϋντική ανάσα και κοίταξε τριγύρω. Η αίθουσα χορού ήταν υπερβολικά διακοσμημένη, φυσικά, και βαμμένη με ένα κομψό βυσσινί. Ο λόρδος Ντ’Αρκέ έμοιαζε να έχει ξοδέψει μια περιουσία σε γαρίφαλα θερμοκηπίου –τα αγαπημένα της γιαγιάς του. Λευκές, κόκκινες και ροζ συνθέσεις υπήρχαν παντού στο δωμάτιο, γεμίζοντας την ατμόσφαιρα με το βαρύ άρωμα του γαρίφαλου. Ο υποκόμης Ντ’Αρκέ στεκόταν δίπλα στη γιαγιά του για να υποδεχτούν τους καλεσμένους και καθώς η Ίζαμπελ βρέθηκε μπροστά τους, έκανε μια υπόκλιση στην ηλικιωμένη κυρία. Η λαίδη Γουίμπλ ζούσε με τον εγγονό της τώρα. Φημιζόταν για την ομορφιά της όταν ήταν νέα, αλλά ο χρόνος είχε αγγίξει το πρόσωπό της, κάνοντας το δέρμα να κρεμάει γύρω από το στόμα, τα μάτια και το λαιμό. Τα βλέφαρά της έγερναν στα πλάγια, κάνοντάς τη σαν να ήταν μονίμως θλιμμένη, αλλά τα φωτεινά γκρίζα μάτια της σπίθιζαν από εξυπνάδα. «Λαίδη Μπέκινχολ» είπε αργόσυρτα η ηλικιωμένη κυρία «ο εγγονός μου με πληροφόρησε πως υποστηρίζετε το έργο του διευθυντή ενός ιδρύματος για ορφανά παιδιά.» Η Ίζαμπελ χαμογέλασε ευγενικά. «Πράγματι, κυρία.» Η λαίδη Γουίμπλ ρουθούνισε απορριπτικά. «Στις μέρες μου, οι κυρίες της καλής κοινωνίας ενδιαφέρονταν περισσότερο για ρομαντικές ίντριγκες και κουτσομπολιά, αλλά υποθέτω πως εσείς οι σημερινές κοπέλες είστε πιο άγιες για να κάνετε φιλανθρωπίες.» Ο τόνος της έκανε ξεκάθαρο πως
214
ELIZABETH HOYT
η αγιοσύνη δεν ήταν ένα χαρακτηριστικό που άξιζε έπαινο. «Ελπίζω να αντέξω το βάρος» μουρμούρισε η Ίζαμπελ. «Χμμ» απάντησε σκεπτικά η λαίδη Γουίμπλ. «Ο Ντ’Αρκέ μου είπε επίσης ότι και ο ίδιος ενδιαφέρεται να διευθύνει αυτό το ίδρυμα για πιτσιρίκια, αλλά του αρέσει να με σοκάρει, οπότε δεν έδωσα σημασία.» «Γκρανμέρ.» Ο υποκόμης έσκυψε να φιλήσει τη γιαγιά του στο μάγουλο –μια κίνηση που φάνηκε να την εκνευρίζει. «Ξέρω πως η ιδέα να μην κάνω κάτι που να ωφελεί άμεσα τον εαυτό μου είναι πολύ παράξενη, αλλά πρέπει να μάθουμε να ακολουθούμε το πνεύμα των καιρών.» Έριξε μια κοροϊδευτική ματιά στην Ίζαμπελ. «Κι αν βαρεθώ με το ίδρυμα, μπορώ πάντα να προσλάβω άλλους να το επιβλέπουν.» Η Ίζαμπελ τον κοίταξε μισοκλείνοντας τα μάτια. Ο Ντ’Αρκέ της έριχνε δόλωμα τώρα με αυτήν την επίδειξη επιπόλαιας πλήξης. Το μόνο καλό στην ευμετάβλητη διάθεσή του ήταν ότι μπορεί να έφτανε να βαρεθεί αυτόν τον ‘διαγωνισμό’ και να τα παρατήσει πριν να είναι πολύ αργά. «Χα. Αρκεί να μην περιμένεις να συμμετέχω σ’ αυτήν την τρέλα» μουρμούρισε η λαίδη Γουίμπλ. «Συμφωνώ και επαυξάνω, λαίδη μου» είπε μια αρρενωπή φωνή δίπλα τους. Η Ίζαμπελ γύρισε και είδε ότι πίσω της στη σειρά των καλεσμένων είχαν έρθει να σταθούν ο κύριος και η κυρία Σέιμουρ. Ο λόρδος Ντ’Αρκέ χαμογέλασε. «Έχεις στρέψει κι εσύ τις δυνάμεις εναντίον μου, Σέιμουρ;» «Όχι εναντίον σου, Ντ’Αρκέ.» Ο κύριος Σέιμουρ γέλασε ενώ η σύζυγός του έδειχνε να πλήττει. «Αλλά πρέπει να παραδεχτείς πως η λαίδη Γουίμπλ έχει δίκιο όταν λέει πως είναι παράξενο να σε σκεφτεί σαν διευθυντή ορφανοτροφείου.» «Παράξενο ή όχι, είναι η φιλοδοξία μου» είπε πεισματικά ο Ντ’Αρκέ. «Αν μη τι άλλο, επειδή αρκετές αξιέραστες
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
215
κυρίες είναι προστάτιδες του ορφανοτροφείου. Εξάλλου, το Λονδίνο έχει αρχίσει να με κάνει να βαριέμαι. Η επίβλεψη των πιτσιρικιών μπορεί να αποδειχθεί φοβερά διασκεδαστική.» Η γιαγιά του ρουθούνισε καγχαστικά. «Αφού το λες εσύ» απάντησε ο κύριος Σέιμουρ, κουνώντας το κεφάλι θλιμμένα. «Και δε θα καταφέρω τίποτα, πάω στοίχημα, αν προσπαθήσω να σε μεταπείσω. Γι’ αυτό λέω να στραφώ στη λαίδη Μπέκινχολ και να τη ρωτήσω αν συνήλθε από την επαφή της με τον φίλο της, το Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς.» Η Ίζαμπελ συνοφρυώθηκε, έτοιμη να φέρει αντίρρηση στα λεγόμενά του, αλλά ο υποκόμης πρόλαβε και μίλησε πρώτος. «Και ιδού ο αντίπαλός μου» συνέχισε ο Ντ’Αρκέ. «Παίρνει ένα βαθμό επειδή έφτασε στην ώρα του, νομίζω.» Ο Γουίντερ ήταν ξαφνικά εκεί, πίσω της, με την παρουσία του να κατακλύζει τις αισθήσεις της. Φορούσε το καινούργιο κοστούμι με το καφέ γιλέκο και την άφησε πάλι κατάπληκτη το πόσο όμορφος έδειχνε μέσα σ’ αυτό. «Λόρδε μου.» Ο Γουίντερ Μέικπις έκανε μια κοφτή υπόκλιση στον υποκόμη. Έπιασε το μπράτσο της Ίζαμπελ. «Αν μου επιτρέπετε, η σειρά των προσκεκλημένων όσο πάει μεγαλώνει.» Η Ίζαμπελ μόλις που πρόλαβε να γνέψει στους άλλους πριν ο Μέικπις τη σύρει μακριά. «Αυτό δεν ήταν σωστό.» «Δεν ήταν;» Ο αέρας ακαταδεξιάς τον τύλιγε σφιχτά απόψε. «Όμως δεν είναι αγένεια για έναν οικοδεσπότη να κάνει τους προσκεκλημένους του να περιμένουν τόση ώρα στην ουρά;» «Ίσως.» Η Ίζαμπελ έστρεψε το πρόσωπο μπροστά καθώς άρχισαν να προχωρούν μέσα στην αίθουσα. «Αλλά ήταν σχεδόν αγένεια να μπεις και να με αρπάξεις έτσι απλά, χωρίς να χαιρετήσεις.»
216
ELIZABETH HOYT
«Χαιρέτησα τον υποκόμη.» Σταμάτησε και γύρισε να τον κοιτάξει. Γιατί ήταν τόσο αντιδραστικός απόψε; «Εμένα όμως όχι, ούτε τη λαίδη Γουίμπλ, ούτε τον κύριο και την κυρία Σέιμουρ.» Το στόμα του σφίχτηκε. «Νομίζω πως αρχίζει ο χορός.» Τα φρύδια της υψώθηκαν με έκπληξη. «Πρόσκληση είναι αυτή;» Την κοίταξε και μετά απέστρεψε το βλέμμα σαν να είχε αυτός δίκιο να είναι θυμωμένος με εκείνη. «Αν θέλεις να είναι.» «Θέλω» του είπε απλά, επειδή όντως ήθελε να χορέψει μαζί του, παρά το θυμό της. Στα μαθήματά της, ο Γουίντερ είχε απίστευτη χάρη, αλλά ο λόγος ήταν κυρίως ότι, παρά την ακεφιά του, παρά την απόφασή του να μην μπλέξει μαζί της, ήθελε να είναι κοντά του. Τον ήθελε. Έτσι όταν της άπλωσε το χέρι, το πήρε και τον άφησε να την οδηγήσει στην πίστα. Ήταν ένας επαρχιακός χορός, με βήματα ζωηρά και περίπλοκα, αλλά η Ίζαμπελ είχε συνέχεια επίγνωση του ψηλού κορμιού του να περιστρέφεται γύρω της. Το απαλό γλίστρημα των παπουτσιών του πάνω στο πάτωμα, ο τρόπος που λύγιζε και έσκυβε με μια εκπληκτική οικονομία κινήσεων ήταν η κομψότητα προσωποποιημένη. Ποτέ δεν είχε ξαναδεί πιο κομψό άντρα χορευτή κι από την άλλη, δεν τράβαγε καθόλου την προσοχή πάνω του· δεν ήταν καθόλου επιδεικτικός. Όταν επιτέλους στάθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο, κρατώντας τα χέρια, αυτός δεν είχε καν λαχανιάσει, παρ’ όλο που το δικό της στήθος ανεβοκατέβαινε πιο γρήγορα απ’ το συνηθισμένο. Χαμήλωσε το βλέμμα πάνω της, με τα καστανά του μάτια συλλογισμένα και κάπως μελαγχολικά. Εκείνη καθάρισε το λαιμό της. «Υπάρχει κάτι που θα ’θελες να μου πεις;»
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
217
Έκλινε το κεφάλι του και η ματιά του έγινε ανήσυχη. «Δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα. Αν θέλεις να σου ζητήσω συγνώμη για την απότομη απομάκρυνση από τον Ντ’Αρκέ, δε θα το κάνω.» Τα χείλη της έκλεισαν σφιχτά. Ώστε σκόπευε να συνεχίσει να την κρατάει στο σκοτάδι σχετικά με το Φάντασμα! «Όχι;» Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Τότε ευτυχώς που αναφερόμουν σε κάτι άλλο.» «Και τι είναι αυτό;» Δεν κοιτούσε καν προς το μέρος της. Του χαμογέλασε σφιγμένα. «Αναφερόμουν στα χθεσινοβραδινά. Δε μου εξήγησες ποτέ γιατί άργησες τόσο στην όπερα ώστε να χάσεις εντελώς την εμφάνιση του Φαντάσματος.» «Προσπάθησα να σου πω ότι προέκυψε κάτι επείγον στο σπίτι…» «Αυτό μοιάζει να συμβαίνει πολύ συχνά» του πέταξε κοφτά. Τελικά την κοίταξε, με μάτια σκοτεινά και ανέκφραστα. «Ναι, έτσι είναι. Πρόκειται για ορφανοτροφείο στο κάτωκάτω και τα μικρά παιδιά είναι αρκετά απρόβλεπτα.» «Δεν είναι τα μόνα.» Την κοίταξε εξεταστικά για μια στιγμή, μετά έστρεψε το βλέμμα αλλού. «Φαίνεσαι αναστατωμένη. Ίσως αν σου έφερνα ένα ποτήρι ποντς, να σε αναζωογονούσε λίγο.» Και μ’ αυτό έφυγε, πριν εκείνη προλάβει να του πει ότι απεχθανόταν το ποντς. Έφυγε, αφήνοντάς τη σύξυλη στη μέση της πίστας. Τέτοιο πράγμα δεν της είχε ξανασυμβεί ποτέ. Ύψιστε Θεέ, ποιος νόμιζε πως ήταν, ο Βασιλιάς της Αγγλίας; Κι αυτή μια κοινή πόρνη; Χαμογέλασε ψεύτικα σε μια μεγαλοκυρία που την κοιτούσε απροκάλυπτα και μετά γύρισε και έφυγε από την πίστα. Λίγοι γνωστοί τη χαιρέτησαν από μακριά κι εκείνη δεν ήταν καν σίγουρη ότι ανταπέδωσε. Μερικές ατέλειωτες στιγ-
218
ELIZABETH HOYT
μές μετά, βρέθηκε πάλι στην πίστα χωρίς να μπορεί να θυμηθεί πόσες φορές είχε κάνει το γύρο της αίθουσας. Θα τα έλεγε ένα χεράκι στον Γουίντερ, όταν επέστρεφε. Και πού ήταν τέλος πάντων; Δε θα έπρεπε να του έχει πάρει τόση ώρα για ένα ποτήρι ποντς. Εκτός αν την απέφευγε κανονικά ή είχε φύγει κρυφά από την αίθουσα χορού σαν δειλός… Ή είχε ξεγλιστρήσει για να δράσει ως Φάντασμα. Η σκέψη τη χτύπησε σαν κεραυνός. Το κεφάλι της τινάχτηκε πάνω καθώς το βλέμμα της χτένιζε την αίθουσα. Δε φαινόταν πουθενά. Σίγουρα δε θα… όχι εδώ. Αλλά καθώς άρχισε να πηγαίνει από δωμάτιο σε δωμάτιο, σύντομα ανακάλυψε πως ο Γουίντερ Μέικπις δεν ήταν σε κανέναν κοινόχρηστο χώρο. Πράγμα που σήμαινε πως ήταν στα διαμερίσματα της οικογένειας. Η Ίζαμπελ βρισκόταν δίπλα στην αίθουσα χορού. Χρειάστηκαν μόνο μισή ντουζίνα βήματα για να γλιστρήσει σε ένα χολ. Είχε βρεθεί άλλη μια φορά στο σπίτι του υποκόμη Ντ’Αρκέ και θυμόταν πως η βιβλιοθήκη ήταν στο τέλος αυτού του διαδρόμου. Πήγε γρήγορα στην πόρτα και κρυφοκοίταξε μέσα. Ένα κηροπήγιο φώτιζε το χώρο, αλλά μπορούσε να δει πως ήταν άδειο. Λίγο μόνο λεπτά της χρειάστηκαν ακόμα για να ανακαλύψει πως ο Γουίντερ Μέικπις δεν ήταν πουθενά σ’ αυτόν τον όροφο. Η Ίζαμπελ πήρε μια βαθιά ανάσα και τρύπωσε στη σκάλα που οδηγούσε στο επόμενο πάτωμα. Ρισκάριζε το καλό της όνομα με όλο αυτό. Όταν έψαχνε στον ίδιο όροφο όπου γινόταν ο χορός, θα μπορούσε πάντα να πει πως είχε χαθεί αν την ανακάλυπταν. Πολύ πιο δύσκολο να ισχυριστεί πως μπερδεύτηκε όμως αν βρισκόταν σε άλλον όροφο. Άνοιξε προσεκτικά μια πόρτα και ανακάλυψε ένα γυναικείο υπνοδωμάτιο, πιθανόν της λαίδης Γουίμπλ. Ευτυχώς δεν υπήρχε κάποια καμαριέρα μέσα, αλλά ούτε και ο Γουίντερ ήταν εδώ. Ο διάδρομος έκανε μια στροφή που την έβγαλε σε
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
219
μια άλλη πόρτα υπνοδωματίου. Η Ίζαμπελ πήρε μια ανάσα και μπήκε με προσοχή μέσα. Το δωμάτιο ήταν διακοσμημένο με αρρενωπά κόκκινα και καφέ χρώματα –προφανώς τα ιδιαίτερα διαμερίσματα του λόρδου Ντ’Αρκέ. Ένα τεράστιο κρεβάτι με κουρτίνες δέσποζε στο κέντρο του δωματίου και ασορτί κουρτίνες κρέμονταν μπροστά στα παράθυρα. Μια ποικιλία από σκαλιστά έπιπλα ήταν παραταγμένα στον τοίχο. Η Ίζαμπελ προχώρησε πιο μέσα και, νιώθοντας κάπως ανόητη, κοίταξε κάτω από το κρεβάτι. Τίποτα. Άρχιζε να νιώθει απογοήτευση όταν συνειδητοποίησε ότι κάποιος σιγοτραγουδούσε στο διπλανό δωμάτιο. Ύψιστε Θεέ, θα πρέπει να ήταν ο προσωπικός υπηρέτης του λόρδου Ντ’Αρκέ –και από τον ήχο καταλάβαινε πως κατευθυνόταν προς τα εδώ. Η Ίζαμπελ σηκώθηκε όρθια, έτοιμη να το βάλει στα πόδια… Όταν ένα δυνατό μπράτσο τινάχτηκε πίσω από την κουρτίνα του παραθύρου και την τράβηξε στην εσοχή από πίσω. Βόγκηξε σιγανά –ένας αδύναμος ήχος– αλλά εκείνος έβαλε το χέρι του πάνω στο στόμα της. Τα μάτια της δεν είχαν συνηθίσει ακόμα το σκοτάδι, αλλά αμέσως κατάλαβε ποιος ήταν. Έσκυψε από πάνω της, με τη μακριά μύτη της μάσκας να γλιστράει πάνω στα μαλλιά της, καθώς της ψιθύριζε: «Ήσυχα.» Κοκάλωσε με την καρδιά της να χτυπάει σαν παγιδευμένου λαγού. Εκείνος την κράτησε σφιχτά πάνω στο κορμί του καθώς οι δυο τους άκουγαν τον υπηρέτη που συνέχιζε να σιγοτραγουδάει, να κινείται μέσα στο δωμάτιο. Το χέρι του ήταν ζεστό ακόμα και μέσα απ’ το δερμάτινο γάντι, και μπορούσε να νιώσει το σκληρό του στήθος στην πλάτη της. Τώρα η καρδιά της χτυπούσε γρήγορα για εντελώς διαφορετικό λόγο. Έναν εντελώς ανάρμοστο λόγο. Ακούστηκε ο ήχος από κάτι σαν συρτάρι που άνοιγε έξω από την κουρτίνα. Η ανάσα του ήταν σταθερή και βαθιά. Θα
220
ELIZABETH HOYT
μπορούσαν να στέκονταν σε ένα σαλόνι, τόσο ανεπηρέαστος ήταν. Η οργή τη χτύπησε σαν αφρισμένο κύμα. Πώς τολμούσε να είναι τόσο ήρεμος, τόσο ψύχραιμος; Πώς τολμούσε να κάνει τις θηλές της να σφίγγονται, την κοιλιά της να ζεσταίνεται; Πώς τολμούσε να κάνει όλα όσα της είχε κάνει –και να μην παραδέχεται ποτέ τίποτα; Τα χέρια της ήταν τυλιγμένα γύρω απ’ τα μπράτσα του, αλλά τώρα τα άφησε να πέσουν. Ο υπηρέτης άρχισε έναν καινούργιο σκοπό, κάτι γνωστό, παρ’ όλο που δεν μπορούσε να το αναγνωρίσει. Ψαχούλεψε πίσω της, με τα δάχτυλά της να αγγίζουν ένα λείο ύφασμα τυλιγμένο σφιχτά στους μηρούς του. Εκείνος μετακινήθηκε σαν για να την αποφύγει, αλλά δεν υπήρχε αρκετός χώρος μέσα στην εσοχή. Πίσω τους ήταν η μπαλκονόπορτα, μπροστά τους η κουρτίνα. Δεν μπορούσε να της ξεφύγει. Ανέβασε τα χέρια της όσο περισσότερο μπορούσε σ’ αυτήν την παράξενη θέση. Μπορούσε να αισθανθεί τους μηρούς και την αρχή της καμπύλης των γοφών του, αλλά τίποτα παραπάνω. Έσφιξε τα χέρια της σε γροθιές και μετά πήρε την απόφαση. Έκανε μια γρήγορη στροφή μέσα στα μπράτσα του. Θα μπορούσε να την έχει εμποδίσει, αλλά οποιαδήποτε αντίδραση θα είχε ειδοποιήσει τον υπηρέτη. Σήκωσε το βλέμμα και είδε τα μάτια του να λάμπουν πίσω από την αλλόκοτη μάσκα. Ήταν θυμωμένος; Περίεργος; Ερεθισμένος; Δεν είχε σημασία. Είχε κουραστεί να τον περιμένει να παραδεχτεί ποιος ήταν. Είχε κουραστεί να φοράει μια ψεύτικη μάσκα κεφιού όταν ήταν τόσο πολλά περισσότερα –αισθανόταν τόσο πολλά περισσότερα– από κάτω. Κανείς δεν είχε προσέξει ποτέ τη μάσκα της. Κανείς εκτός απ’ αυτόν. Αν δεν μπορούσε ή δε σκόπευε να κάνει την πρώτη κίνηση εκείνος, τότε που να πάρει ο διάβολος, θα την έκανε αυτή. Έπεσε στα γόνατα.
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
221
Τον άκουσε να παίρνει μια κοφτή ανάσα. Ένιωσε την κίνηση παρ’ όλο που δεν άκουσε την εισπνοή. Υψώνοντας τα χέρια, βρήκε τα κουμπιά του παντελονιού του και άρχισε να τα ανοίγει. Τα χέρια του γράπωσαν τους καρπούς της, κρατώντας τα δικά της ακίνητα πάνω στο βουβώνα του. Σήκωσε τα μάτια καθώς ο ευδιάκριτος ήχος μιας πόρτας που άνοιγε και έκλεινε ακούστηκε έξω από την κουρτίνα. Ησυχία. Το κεφάλι του ήταν γερμένο στο πλάι καθώς την κοιτούσε, οι μύες των μηρών του σκληροί και σφιγμένοι κάτω από τα μπράτσα της. Περίμενε, αλλά εκείνος δεν έκανε καμία κίνηση. Έσκυψε αργά μπροστά και ψιθύρισε ένα φιλί πάνω στο λεπτό δέρμα των γαντιών του. Άνοιξε το στόμα της. Και δάγκωσε τη μια άρθρωση. Τον ένιωσε να τινάζεται. Μια μικρή, σχεδόν αδιόρατη κίνηση, ωστόσο την αισθάνθηκε και χαμογέλασε. «Μη» της ψιθύρισε, τόσο σιγανά που θα μπορούσε να είναι ένας στεναγμός. Κάτω από τα αιχμαλωτισμένα χέρια της, εκείνος ήταν εντελώς ερεθισμένος. Τα λόγια της ήταν απαλά αλλά ξεκάθαρα. «Άσε με.» Αργά-αργά, σαν να έδινε μάχη με τον εαυτό του, άνοιξε τα χέρια του. Η Ίζαμπελ δεν περίμενε να δει αν θα άλλαζε γνώμη. Σκύβοντας μπροστά, τράβηξε το παντελόνι, ανοίγοντάς το, βάζοντας το χέρι μέσα, βρίσκοντας αυτό που αναζητούσε. Ήταν όπως τον θυμόταν: χοντρός και βαρύς και τόσο όμορφος. Τράβηξε τον ανδρισμό του έξω από το εσώρουχο και το παντελόνι και πέρασε τα δάχτυλά της πάνω από την καυτή, τεντωμένη επιδερμίδα. Εκείνος είχε μείνει ακίνητος, σαν να ήταν έτοιμος ή να το βάλει στα πόδια ή να δώσει μάχη, έτσι η επόμενη κίνησή
222
ELIZABETH HOYT
της ήταν γρήγορη και σίγουρη: άνοιξε το στόμα της και τον τύλιξε στη ζεστασιά της. Τον άκουσε να ψιθυρίζει μια λέξη, κοφτή και τραχιά. Έκλεισε τα μάτια της, απολαμβάνοντας το άρωμά του, γήινο και αισθησιακό. Είχε γεύση από αλμύρα και άντρα κι εκείνη τον ρούφηξε διψασμένα, νιώθοντας τη ζωή κάτω από τη γλώσσα της. Μετακίνησε το δεξί της χέρι, χαϊδεύοντάς τον απαλά αλλά σταθερά, γιατί ήθελε να το κάνει να διαρκέσει. Ήθελε αυτό που έκαναν να είναι κάτι που εκείνος δε θα ξεχνούσε ποτέ όσο ζούσε. Τα μεγάλα χέρια του κινήθηκαν διστακτικά, αγγίζοντας τα μαλλιά της, τα μάγουλά της, ψιθυρίζοντας πάνω από το μέτωπό της το πιο απαλό χάδι. Δάκρυα έτσουξαν τα μάτια της και της ξέφυγε ένα βογκητό, αφήνοντάς τον να βγει από το στόμα της αλλά συνεχίζοντας να τον κρατά μέσα στα χέρια της. Σήκωσε τα μάτια, με τα δάκρυα να κυλάνε στα μάγουλά της και τον ένιωσε να σκουπίζει ένα δάκρυ με την άκρη του γαντιού του. Την έκανε να νιώθει… να νιώθει πάρα πολλά. Την έκανε να θέλει πράγματα που δε θα μπορούσε να έχει ποτέ. Τα τέλεια χείλη του άνοιξαν. «Ίζαμπελ.» «Όχι» μουρμούρισε και επέστρεψε στο έργο της. Τα ανόητα δάκρυα δεν έλεγαν να σταματήσουν και ένιωσε τη γεύση τους καθώς τον έγλειφε σε όλο του το μήκος. Ήταν τόσο σκληρός, τόσο καυτός! Τύλιξε τα χείλη της γύρω του, ακουμπώντας τη γλώσσα της, ακούγοντάς τον να βογκάει απαλά. Και μετά τον γεύτηκε για άλλη μια φορά. Εκείνος έγειρε απότομα προς τα πίσω, λες και τον έσπρωξαν, και η αντίδρασή του έκανε τις άκρες των χειλιών της να ανασηκωθούν με ικανοποίηση. Έκλεισε τα μάτια της ξανά και άφησε το περιβάλλον, τη θλίψη μέσα της, ακόμα και τον ίδιο τον άντρα να σβήσουν. Εστίασε αποκλειστικά πάνω του. Τόσο σκληρός, τόσο γεμάτος ανάγκη, τόσο απόλυ-
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
223
τα στο έλεός της. Έπαιξε με τη γλώσσα της, ανακαλύπτοντας κάθε παλλόμενη φλέβα, βάζοντας το χέρι ακόμα και μέσα στο παντελόνι για να τον χουφτώσει. Και στο μεταξύ, δε σταματούσε να τον γεύεται και να τον γεύεται. Μέχρι που τα δάχτυλά του την άρπαξαν από τα μαλλιά, την πόνεσαν σχεδόν, και μάντεψε πως έφτανε στην κορύφωση. Ανασήκωσε τα μάτια, λαχταρώντας να δει τον οργασμό του, κοιτώντας τον καθώς το κεφάλι του ταλαντευόταν όλο ένταση πάνω στους σφιγμένους ώμους του, καθώς το στόμα του άνοιγε και τα γυμνωμένα δόντια του άστραφταν στο φεγγαρόφωτο. Το πρώτο ξέσπασμα ήταν δυνατό, αλλά το δεύτερο προκάλεσε ένα δυνατό βογκητό από τα χείλη του θαρρείς και εκείνος υπέφερε, συγκλονιζόταν από μια αβάσταχτη οδύνη. Κι εκείνη σφίχτηκε μέσα της, ακολουθώντας. Τον κρατούσε γερά από τους γοφούς για να μείνει σταθερός γιατί η ίδια είχε δουλέψει σκληρά για να κερδίσει αυτό το έπαθλο, την κάθε σταγόνα του. Όταν τελικά τον ένιωσε να αρχίζει να χαλαρώνει, μετρίασε το ρυθμό της και τον έγλειψε απαλά. Ένιωθε υγρή ανάμεσα στους μηρούς, το κορμί της ξαναμμένο και έτοιμο να τον δεχθεί, αλλά εκείνος δε θα μπορούσε να… Η απότομη κίνησή του την έπιασε απροετοίμαστη. Τη μια στιγμή βρισκόταν στα γόνατα μπροστά του· την επόμενη, την είχε σηκώσει όρθια. Τα χέρια του στα μπράτσα της την πόνεσαν και άφησε μια μικρή κραυγή, με τα μάτια της να ανοίγουν διάπλατα καθώς έβλεπε… Μετά το στόμα του βρέθηκε πάνω στο δικό της, η γλώσσα του διεκδικούσε τη δική της, η δύναμή του ολόγυρά της. Βούλιαξε πάνω του, έτοιμη για οτιδήποτε θα της έκανε… Και μετά εκείνος έφυγε. Η Ίζαμπελ ανοιγόκλεισε τα βλέφαρα σαστισμένη, αγγίζοντας τα μελανιασμένα χείλη της με τα ακροδάχτυλά της. Μεγαλοδύναμε Θεέ, τι είχε κάνει; Η πραγματικότητα
224
ELIZABETH HOYT
επέστρεψε ορμητικά –ποια ήταν αυτή και, το πιο σημαντικό, ποιος ήταν αυτός. Γιατί το φεγγαρόφωτο είχε πέσει στο πρόσωπό του πριν τη φιλήσει και η Ίζαμπελ είδε δει ολοκάθαρα τη λάμψη πάνω στα σκληρά μάγουλά του: Δάκρυα. *** Ο Γουίντερ Μέικπις σταμάτησε παραπατώντας σε μια σκοτεινή γωνιά και έγειρε πάνω στον τοίχο, τρίβοντας με τα χέρια το πρόσωπό του. Ήταν υγρό από τα δάκρυα. Είχε κλάψει σαν μωρό. Ύψιστε Θεέ, αυτό που είχε κάνει η Ίζαμπελ ήταν συγκλονιστικό. Να είναι τόσο κοντά με μια άλλη ανθρώπινη ύπαρξη, να γονατίσει ουσιαστικά μπροστά του και… Ήταν λες και είχε ανοίξει ξαφνικά μια καινούργια αίσθηση. Την είχε νιώσει, είχε νιώσει τον κόσμο γύρω του και ταυτόχρονα ήξερε πως βρίσκονταν στο κέντρο του, μόνοι οι δυο τους. Εκείνη τη στιγμή, το ζώο μέσα του που είχε προσπαθήσει να δέσει και να φυλακίσει για χρόνια, είχε ελευθερωθεί εντελώς και βρυχήθηκε. Βόγκηξε ισιώνοντας το κορμί. Ήξερε άραγε εκείνη ποιος ήταν κάτω από τη μάσκα; Το έκανε αυτό στον Γουίντερ Μέικπις ή στο Φάντασμα; Αν το έκανε στο Φάντασμα, θα πέθαινε, αλλά αν το έκανε στον Γουίντερ Μέικπις, τότε είχε μόλις αλλάξει τα πάντα. Πανέμορφη, πεισματάρα, φοβερή γυναίκα! Τι παιχνίδι του έπαιζε; Κούνησε το κεφάλι του θυμωμένα. Μπορούσε να την είχε σταματήσει. Ήταν πιο μεγαλόσωμος απ’ αυτήν, πιο δυνατός απ’ αυτήν. Όμως απλώς δε θέλησε να τη σταματήσει. Εκείνη τη στιγμή με τα χέρια της στο κούμπωμά του, τον ανδρισμό του να θέλει να ελευθερωθεί, θα πέθαινε αν τον εγκατέλειπε χωρίς να τον αγγίξει. Το μόνο που μπόρεσε να κάνει ήταν να κρατήσει τα χέρια του μακριά της –όσο τα είχε κρατήσει. Και όταν τελικά τον πήρε… αισθάνθηκε το γλυκό, όμορφο στόμα της πάνω του…
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
225
Και μόνο που το σκεφτόταν, ένιωθε να σκληραίνει ξανά. Ο Γουίντερ άφησε μια βλαστήμια και βγήκε προσεκτικά απ’ τις σκιές. Θα έπρεπε να επιστρέψει στο χορό, να κάνει μια εμφάνιση, αλλά είχε άλλα ζητήματα να σκεφτεί τώρα. Βήματα ακούστηκαν στη σκάλα. Χώθηκε βιαστικά σε ένα δωμάτιο. Ήταν μικρό και σκοτεινό –μια εντοιχισμένη ντουλάπα, ίσως– αλλά υπήρχε ένα παράθυρο, που φωτιζόταν αμυδρά από το φως της σελήνης. Μάζεψε το σάκο που περιείχε τα ρούχα του, τα οποία είχε κρύψει εδώ όταν φόρεσε το κοστούμι του Φαντάσματος. Ήταν πιο ασφαλές να ψάξει το σπίτι του Ντ’Αρκέ ως Φάντασμα, σε περίπτωση που τον ανακάλυπταν. Το σχέδιό του ήταν να φορέσει ξανά το κοστούμι του και να επιστρέψει στο χορό, αλλά όχι πια. Ο Γουίντερ πήγε στο παράθυρο και σήκωσε το τζάμι, για να κοιτάξει έξω. Βρισκόταν πάνω από το πίσω κομμάτι του κήπου, με το φεγγαρόφωτο να δημιουργεί σκιές στους γεωμετρικά κουρεμένους θάμνους. Και ήταν τρεις ορόφους πάνω από το έδαφος. Ευτυχώς όμως, υπήρχε ένα διακοσμητικό πεζούλι κάτω από κάθε παράθυρο. Μόνο δέκα πόντους φαρδύ –μπορεί και λιγότερο– αλλά θα έκανε τη δουλειά του. Πέντε λεπτά αργότερα, ο Γουίντερ έπεσε στο έδαφος. Έσκυψε για να βγάλει το χαρτί που είχε κρύψει στην μπότα του και το γύρισε με το φεγγαρόφωτο να φωτίζει τις λέξεις που ήταν γραμμένες πάνω: Κάφσχεντ Λέιν 10. Μια διεύθυνση στο Σεντ Τζάιλς. Είχε βρει το χαρτί κάτω από το στυπόχαρτο στο γραφείο του Ντ’Αρκέ. Τα χείλη του ανασηκώθηκαν. Άραγε ήταν τόσο σίγουρος για τον εαυτό του ώστε είχε γραμμένη τη διεύθυνση του μέρους που κρατούσε τα παιδιά; Του φαινόταν λίγο απίθανο, αλλά δε σκόπευε να το παραβλέψει σαν στοιχείο. Το γέλιο μιας γυναίκας πλανήθηκε στο νυχτερινό αεράκι. Ο Γουίντερ έμεινε ακίνητος, κοιτώντας προς το σπίτι. Φως ξεχύθηκε στον κήπο καθώς μια μπαλκονόπορτα άνοιγε κι ένα ζευγάρι έβγαινε έξω. Η κυρία ήταν γερμένη πάνω στον
226
ELIZABETH HOYT
υποψήφιο μνηστήρα, ολοφάνερα ενθουσιώδης με ό,τι θα μπορούσε να συμβεί σε ένα σκοτεινό κήπο. Ο Γουίντερ μάζεψε από κάτω το σάκο και γύρισε, αρχίζοντας να τρέχει ανάλαφρα πάνω στο κουρεμένο γρασίδι, κατευθυνόμενος προς την πύλη που οδηγούσε στους στάβλους. Άραγε η συνεύρεσή τους ήταν ένα απλό παιχνίδι για την Ίζαμπελ; Ένα επιπόλαιο διάλειμμα στη διάρκεια ενός επιπόλαιου χορού; Ή μήπως ήξερε ποιος πραγματικά ήταν; *** Η Ίζαμπελ επέστρεψε βιαστικά στην αίθουσα χορού, ελπίζοντας πως η απουσία της δεν είχε γίνει αντιληπτή, αλλά δεν υπήρχε λόγος να ανησυχεί. Κάτι άλλο είχε κάνει το δωμάτιο να βουίζει. Ένα πλήθος ήταν μαζεμένο γύρω από έναν άντρα στην είσοδο της αίθουσας, σοκαρισμένα μουρμουρητά και κραυγές ακούγονταν από εκείνο το σημείο. Η Ίζαμπελ ήταν πολύ μακριά για να ακούσει ποιο ήταν το πρόβλημα. Ξεκίνησε να πάει προς τα εκεί όταν μπροστά της είδε τον λόρδο Ντ’Αρκέ. Τον έπιασε απ’ το μανίκι. «Τι είναι; Τι έγινε;» Εκείνος της έριξε μια αφηρημένη ματιά. «Δεν ξέρω. Δεν μπόρεσα να ακούσω. Έλα, πάμε να δούμε τι είναι.» Ο υποκόμης άρχισε να διασχίζει τον κόσμο και η Ίζαμπελ τον ακολούθησε. Καθώς πλησίαζαν στην πόρτα, η Ίζαμπελ είδε ότι ο άντρας φορούσε μια πράσινη λιβρέα –τα χρώματα των Ντ’Αρκέ ήταν άσπρο και μπλε– και ήταν πολύ ταραγμένος. Σοκαρίστηκε όταν είδε δάκρυα να κυλάνε στο πρόσωπό του. «Λόρδε μου!» αναφώνησε ο άντρας βλέποντας τον υποκόμη. «Ω λόρδε μου, είναι τρομερό.» Ο κόσμος γύρω μιλούσε και κραύγαζε, αλλά η Ίζαμπελ
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
227
μπόρεσε να ακούσει κάποιον να λέει καθαρά: «Όχι.» Κοίταξε στ’ αριστερά της και είδε τη λαίδη Μάργκαρετ. Το πρόσωπο της κοπέλας είχε γίνει σταχτί. Η Ίζαμπελ έφυγε να πάει κοντά της. «Τι συμβαίνει;» είπε ο λόρδος Ντ’Αρκέ, με την αριστοκρατική του φωνή να δείχνει να ηρεμεί τον άντρα. «Πες μου.» Η Ίζαμπελ είχε φτάσει τη λαίδη Μάργκαρετ τώρα και την άγγιξε στο μπράτσο. Η λαίδη Μάργκαρετ δεν έδειξε το παραμικρό σημάδι ότι την είδε. Τα μεγάλα καστανά μάτια της ήταν καρφωμένα ερευνητικά στον υπηρέτη. «Το αφεντικό μου…» Ο υπηρέτης ξεροκατάπιε καθώς καινούργια δάκρυα έτρεξαν απ’ τα μάτια του. «Μεγαλοδύναμε Θεέ, λόρδε μου, ο κύριος Φρέιζερ-Μπάρνσμπι δολοφονήθηκε!» Μια γυναίκα στρίγκλισε. Ο λόρδος Ντ’Αρκέ άσπρισε, το πρόσωπό του σαν να ήταν σκαλισμένο σε πέτρα, και η Ίζαμπελ θυμήθηκε πως ήταν –είχαν υπάρξει– καλοί φίλοι με τον κύριο Φρέιζερ-Μπάρνσμπι. «Δε… δεν ήξερα πού αλλού να πάω, λόρδε μου» είπε ο υπηρέτης πριν καταρρεύσει ξανά. Γύρω τους, οι ψίθυροι του πλήθους δυνάμωσαν, αλλά την προσοχή της Ίζαμπελ τράβηξε η λαίδη Μάργκαρετ. Η κοπέλα κλυδωνίστηκε, το στόμα της άνοιξε, αλλά δεν μπόρεσε να βγάλει λέξη. Έμοιαζε με μικρό παιδί που το είχαν χαστουκίσει ξαφνικά στο πρόσωπο. Η Ίζαμπελ την έπιασε απ’ το μπράτσο. «Μη.» Αυτή η λέξη κατάφερε τουλάχιστον να κάνει τη λαίδη Μάργκαρετ να γυρίσει προς το μέρος της, παρ’ όλο που την κοίταζε χωρίς να τη βλέπει. «Ο Ρότζερ…» «Όχι» ψιθύρισε άγρια η Ίζαμπελ. «Δεν πρέπει. Όχι τώρα.» Η λαίδη Μάργκαρετ ανοιγόκλεισε τα βλέφαρά της ζαλισμένη. Ξαφνικά κατέρρευσε στο πάτωμα χωρίς να βγάλει τον παραμικρό ήχο. Η Ίζαμπελ κινήθηκε, αλλά δεν ήταν σε
228
ELIZABETH HOYT
καμία περίπτωση αρκετά γρήγορη για να προλάβει να την πιάσει. Ευτυχώς, κάποιος άλλος ήταν. Ο κύριος Γκόντρικ Σεντ Τζον κινήθηκε σαν αστραπή, πιάνοντας τη λαίδη Μάργκαρετ πριν το κεφάλι της χτυπήσει στο έδαφος. Κοιτούσε σαν υπνωτισμένος το άσπρο πρόσωπο της κοπέλας. Η Ίζαμπελ τον άγγιξε στο μπράτσο. «Ελάτε μαζί μου.» Εκείνος ύψωσε το φρύδι, αλλά χωρίς να πει λέξη, σήκωσε το αναίσθητο κορμί της κοπέλας στα χέρια του. Η Ίζαμπελ δεν μπόρεσε να μην προσέξει με πόση ευκολία τη σήκωσε. Παράξενο. Ποτέ δε θα είχε φανταστεί ότι ο κύριος Σεντ Τζον, ένας άντρας γνωστός σαν λόγιος και φιλόσοφος, ήταν τόσο δυνατός. Αλλά αυτό ελάχιστη σημασία είχε ετούτη τη στιγμή. Η Ίζαμπελ προχώρησε βιαστικά προς το πλάι της αίθουσας χορού, μακριά από το ομιλητικό πλήθος, μακριά από όλα τα πιθανά κουτσομπολιά. «Φέρτε την εδώ μέσα» καθοδήγησε τον κύριο Σεντ Τζον. Βρήκε ένα μικρό καθιστικό, μόλις δίπλα στο δωμάτιο των κυριών. Ευτυχώς δεν υπήρχε κανείς τριγύρω –είχαν πάει όλοι να δουν γιατί γινόταν φασαρία στην αίθουσα χορού. Εκείνος άφησε τη λαίδη Μάργκαρετ μαλακά πάνω σε έναν καναπέ και μετά κοίταξε την Ίζαμπελ, μιλώντας για πρώτη φορά. «Υπάρχει κάποιος που μπορώ να στείλω να φέρουν;» «Όχι.» Η Ίζαμπελ γονάτισε δίπλα στον καναπέ, αγγίζοντας ελαφρά το μάγουλο της λαίδης Μάργκαρετ. Την άκουσε να βογκάει σιγανά καθώς συνερχόταν. Κοίταξε τον κύριο Σεντ Τζον. «Σας ευχαριστώ για τη βοήθεια. Θα ήταν καλύτερα να μη συζητιόταν αυτό.» Τα χείλη του σφίχτηκαν. «Μπορείτε να βασιστείτε στην εχεμύθειά μου.» Έριξε άλλη μια ματιά στη Μεγκς και μετά έφυγε ήσυχα από το δωμάτιο.
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
229
«Ρότζερ;» κλαψούρισε η Μεγκς. «Σσς» μουρμούρισε η Ίζαμπελ. «Μπορούμε να μείνουμε για λίγο εδώ, μέχρι να συνέλθεις τελείως, αλλά δεν πρέπει να λείψουμε πολύ. Κάποιος θα προσέξει την απουσία σου και θα τη συνδυάσει με το θάνατο του κυρίου ΦρέιζερΜπάρνσμπι και…» «Ω Θεέ» βόγκηξε η λαίδη Μάργκαρετ και άρχισε να κλαίει με τόσο δυνατούς λυγμούς που όλο το κορμί της ταρακουνήθηκε. Η Ίζαμπελ έκλεισε τα μάτια για μια στιγμή, συγκλονισμένη από τη βαθιά οδύνη της άλλης γυναίκας. Τι δικαίωμα είχε να παρεμβαίνει; Τι δικαίωμα είχε να κάνει την κοπέλα να συνειδητοποιεί πως δεν έπρεπε να αφήσει κανέναν άλλο να μάθει την απελπισία της –και την αγάπη της για τον κύριο ΦρέιζερΜπάρνσμπι, η οποία την είχε προφανώς προκαλέσει. Όμως δεν υπήρχε κανένας άλλος. Έτσι η Ίζαμπελ άνοιξε τα μάτια της και κάθισε δίπλα στη λαίδη Μάργκαρετ που έκλαιγε. «Σώπα, σώπα» είπε αμήχανα καθώς τύλιγε τα μπράτσα της γύρω από το κορίτσι. «Δεν πρέπει να κάνεις έτσι. Θα πάθεις τίποτα.» «Τον αγαπούσα» κλαψούρισε η λαίδη Μάργκαρετ. «Σκοπεύαμε να παντρευτούμε. Μου είχε μόλις… μόλις…» Κούνησε το κεφάλι, σαν να αδυνατούσε να πει τις λέξεις. Ω, γιατί να υπάρχει ο θάνατος στον κόσμο; Η απελπισία και η οδύνη; Γιατί να πρέπει μια γλυκιά κοπελίτσα να βλέπει τις ελπίδες της να σβήνουν, τα όνειρά της για οικογένεια και αγάπη να συντρίβονται; Απλώς δεν ήταν δίκαιο –δεν ήταν σωστό. Όταν οι άντρες δολοπλοκούσαν και συνωμοτούσαν ο ένας εναντίον του άλλου καθημερινά, τι σόι Θεός ήταν αυτός που τιμωρούσε ένα αθώο κορίτσι; Το στόμα της Ίζαμπελ συσπάστηκε με πικρία. Μόνο που η λαίδη Μάργκαρετ δε θα ήταν ποτέ ξανά αθώα. Είχε πιει από το ποτήρι της λύπης και της απώλειας κι αυτό θα τη σημάδευε για πάντα.
230
ELIZABETH HOYT
Η Ίζαμπελ πήρε μια βαθιά ανάσα. «Έλα. Μπορούμε να βρούμε τη μητέρα σου και…» Αλλά η λαίδη Μάργκαρετ κουνούσε αρνητικά το κεφάλι. «Δεν είναι εδώ. Λείπει σε μια γιορταστική συνάντηση στην επαρχία.» «Τότε τον αδερφό σου, το μαρκήσιο.» «Όχι!» Η λαίδη Μάργκαρετ σήκωσε το βλέμμα μουδιασμένα. «Δεν ξέρει για μένα και τον Ρότζερ. Κανείς δεν το ξέρει.» Η Ίζαμπελ δάγκωσε τα χείλη της. «Πρέπει να είμαστε διακριτικές, τότε. Αν οι καλεσμένοι εκεί έξω σε δουν να το έχεις πάρει τόσο βαριά, θα σκεφτούν το χειρότερο –θα πουν το χειρότερο.» Η λαίδη Μάργκαρετ έκλεισε τα μάτια. «Θα έχουν δίκιο. Είμαστε… ήμαστε άλλοτε δηλαδή… ερωτευμένοι.» Α. Λοιπόν, η Ίζαμπελ δεν ήταν κάποια που θα την έκρινε. Στην πραγματικότητα, μάλλον θαύμαζε την απλή δήλωση της άλλης γυναίκας: δεν υπήρχε ντροπή στη φωνή της λαίδης Μάργκαρετ για το αίσθημά της, μόνο οδύνη. Πράγμα που δεν άλλαζε το γεγονός ότι η λαίδη Μάργκαρετ θα καταστρεφόταν οριστικά και αμετάκλητα αν μαθευόταν ότι αυτή κι ο Ρότζερ Φρέιζερ-Μπάρνσμπι υπήρξαν εραστές. «Ένας λόγος παραπάνω να ανακτήσεις την ψυχραιμία σου» είπε η Ίζαμπελ μαλακά. «Δε με νοιάζει» ψιθύρισε η λαίδη Μάργκαρετ. «Το ξέρω, καλή μου, αλλά στο μέλλον θα σε νοιάξει.» Τα λόγια της Ίζαμπελ ήταν απερίφραστα, σχεδόν βάναυσα, το ήξερε, αλλά έπρεπε να ειπωθούν. «Βρες την ψυχραιμία σου, λαίδη μου. Πρέπει να διασχίσουμε την αίθουσα χορού για να πάμε στην άμαξά σου. Τώρα για πες μου, με ποιον ήρθες απόψε;» «Με… με τη θεία μου που μένει μαζί μου όσο λείπει η Μαμά.»
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
231
Η Ίζαμπελ είχε μια αόριστη ανάμνηση μιας ηλικιωμένης, γκριζομάλλας γυναίκας που ενίοτε συνόδευε τη λαίδη Μάργκαρετ. «Ωραία. Θα σε τακτοποιήσω πρώτα στην άμαξα και μετά θα σου τη στείλω.» Δεν ήταν τόσο απλό, φυσικά. Χρειάστηκαν άλλα δεκαπέντε λεπτά και αρκετά καλοπιάσματα από πλευράς της Ίζαμπελ, αλλά τελικά η λαίδη Μάργκαρετ ήταν έτοιμη να βγει από το δωμάτιο. Τα μάτια της ήταν κόκκινα, το πρόσωπό της πρησμένο και ήταν φανερό πως είχε κλάψει, αλλά τουλάχιστον δεν έκλαιγε πια. «Το μόνο που χρειάζεται είναι να σε πάμε στην άμαξα» μουρμούρισε η Ίζαμπελ καθώς συνόδευε την κοπέλα πίσω στην αίθουσα χορού. «Λίγα βήματα και μετά μπορείς να χαλαρώσεις.» Η λαίδη Μάργκαρετ κατένευσε μηχανικά. «Μπράβο το κορίτσι μου» είπε η Ίζαμπελ. Είχαν φτάσει στην αίθουσα χορού. Ο κόσμος ήταν ακόμα μαζεμένος γύρω από την είσοδο και κανείς δεν έδειξε να τις προσέχει, ευτυχώς. «Θα πούμε απλώς στη θεία σου ότι έχεις πάθει ημικρανία. Μπορείς να εμπιστευτείς την καμαριέρα σου;» «Τι;» Η λαίδη Μάργκαρετ την κοίταξε σαστισμένη. Το καημένο το κορίτσι πιθανόν δεν είχε σκεφτεί πόσο γρήγορα ταξίδευαν τα κουτσομπολιά ανάμεσα στους υπηρέτες. «Τίποτε, άσ’ το. Ξεφορτώσου την καμαριέρα σου αμέσως μόλις σε βοηθήσει να ξεντυθείς. Κλειδώσου στο δωμάτιο και ξεκουράσου.» «Λαίδη Μπέκινχολ, εδώ είστε!» Η φωνή ήταν αρρενωπή και ακούστηκε στο πλάι της Ίζαμπελ. Γύρισε, μισο-εμποδίζοντας τη θέα της λαίδης Μάργκαρετ από τον ομιλητή. Ο κύριος Σέιμουρ στεκόταν δίπλα στον λόρδο Ντ’Αρκέ. Και οι δύο άντρες έδειχναν πολύ σοβαροί. Ο υποκόμης ήταν ακόμα λίγο πράσινος γύρω από το στόμα. Σε αντίθεση, το χρώμα του κυρίου Σέιμουρ ήταν κόκκινο σαν να είχε πυρετό. «Τερατώδης, αυτή η ιστορία. Η εν ψυ-
232
ELIZABETH HOYT
χρώ δολοφονία ενός τζέντλεμαν στην καρδιά του Λονδίνου.» Κοίταξε με περιέργεια τη λαίδη Μάργκαρετ. «Η είδηση θα πρέπει να είναι συγκλονιστική για άτομα με μεγάλη ευαισθησία.» Η Ίζαμπελ έστειλε στον άντρα μια καθησυχαστική ματιά. «Εντελώς. Ακόμα και γι’ αυτούς που έχουν φυσιολογική ευαισθησία. Ο κύριος Φρέιζερ-Μπάρνσμπι ήταν ένας εξαιρετικά ευγενικός τζέντλεμαν και τον συμπαθούσα ιδιαιτέρως. Θα λείψει σε όλους.» Ο λόρδος Ντ’Αρκέ μουρμούρισε κάτι μέσα απ’ τα δόντια του και απότομα απομακρύνθηκε. «Ήταν στενοί φίλοι» είπε ο κύριος Σέιμουρ, γνέφοντας προς την κατεύθυνση του Ντ’Αρκέ. «Προφανώς ήταν μαζί στο σχολείο. Δεν είχα ιδέα. Ο Ντ’Αρκέ δε μιλάει γενικά για τον εαυτό του και ο Ρότζερ ήταν φιλικός με όλους.» Κούνησε το κεφάλι του. «Θα τον βρούμε το δολοφόνο του, μη φοβάστε καθόλου, κυρίες μου. Έχουμε φωνάξει τους δραγόνους και θα πρέπει να ψάχνουν το Σεντ Τζάιλς ήδη τώρα που μιλάμε. Θα τον έχουμε κλείσει στη φυλακή μέχρι την αυγή.» Η Ίζαμπελ τον κοίταξε μπερδεμένη. «Ποιον;» Ο κύριος Σέιμουρ ύψωσε τα φρύδια στην ερώτησή της. «Ποιος σκότωσε τον Ρότζερ Φρέιζερ-Μπάρνσμπι;» ρώτησε η Ίζαμπελ ανυπόμονα. «Ζητώ συγνώμη, λαίδη Μπέκινχολ, αλλά νόμιζα πως το είχατε ακούσει» είπε ευγενικά ο κύριος Σέιμουρ. «Ο Ρότζερ Φρέιζερ-Μπάρνσμπι δολοφονήθηκε από το Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς.»
Κεφάλαιο Έντεκα Η Αληθινή Αγάπη του Αρλεκίνου έχυσε δάκρυα πικρά, αλλά δεν το έβαλε κάτω. Το επόμενο πρωί πήγε να συμβουλευτεί μια σοφή γυναίκα. «Αχ!» είπε η σοφή γυναίκα όταν άκουσε την ιστορία της Αληθινής Αγάπης. «Ο Αρλεκίνος έχει παραδώσει την ψυχή του στον Άρχοντα της Νύχτας και πλέον δεν μπορεί να διαβεί στο φως. Θα περάσει έτσι την αιωνιότητα, χωρίς να βλέπει ή να ακούει πραγματικά όσους είναι γύρω του, με μόνο σκοπό την εκδίκηση. Δεν είναι κάτι που μπορεί να γίνει εύκολα, αλλά αν θέλεις να τον φέρεις πίσω στο φως, πρέπει πρώτα να τον δέσεις με Αγάπη, μετά να πλύνεις τα μάτια του με Λύπη και τέλος να τον κάνεις να αγγίξει την Ελπίδα…» -από το Ο Θρύλος του Αρλεκίνου-Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς
Η σελήνη κρεμόταν χαμηλά στο νυχτερινό ουρανό, μια θεά που οδηγούσε τα βήματά του καθώς ο Γουίντερ Μέικπις πηδούσε από τη μια στέγη στην άλλη μισή ώρα αργότερα. Προσγειώθηκε στα τέσσερα, αλλά σηκώθηκε αμέσως όρθιος,
234
ELIZABETH HOYT
τρέχοντας ελαφρά πάνω στις πλάκες. Τόσο κοντά. Ήταν τόσο κοντά τώρα που μπορούσε να το νιώσει στις φλέβες του. Τα παιδιά που χρειάζονταν τη βοήθειά του ήταν κοντά και θα τα έβρισκε και θα τα έσωζε. Έπρεπε να προσπαθήσει να ξεχάσει τα συναισθήματα που του είχε προκαλέσει η λαίδη Μπέκινχολ. Να προσπαθήσει να ξανασυλλάβει και να χαλιναγωγήσει όσα είχε ελευθερώσει εκείνη μέσα του. Θα γινόταν αυστηρά ο Γουίντερ Μέικπις μαζί της, θα φρόντιζε να μην ξανασυναντηθούν ποτέ με το Φάντασμα. Αν μπορούσε να το κάνει αυτό, τότε ίσως είχε μια ευκαιρία να συνεχίσει τη ζωή του ακριβώς όπως ήταν πριν. Επειδή όσο υπέροχο κι αν ήταν να είναι μαζί της, είχε τάξει τον εαυτό του σε ένα άλλο μονοπάτι. Αυτό. Γι’ αυτό εδώ ήταν φτιαγμένος: να αποδίδει δικαιοσύνη για όσους δεν είχαν δική τους φωνή. Διορθώνοντας τις αδικίες που κατέκλυζαν το Σεντ Τζάιλς. Πήδηξε από τη στέγη σε έναν τοίχο κι από εκεί στην Κάφσχεντ Λέιν. Το νούμερο 10 ήταν μια ξεχαρβαλωμένη πόρτα χωρίς φως απέξω. Δυο πόρτες παρακάτω, μια ταμπέλα χόρευε στον άνεμο, αλλά αν υπήρχε κάτι ζωγραφισμένο πάνω της, ήταν πολύ σκοτεινά για να το δει. Ο Γουίντερ δοκίμασε το χερούλι της πόρτας και όταν αυτό αρνήθηκε να υποχωρήσει, έκανε ένα βήμα πίσω και απλώς την κλότσησε. Οι σκουριασμένοι μεντεσέδες έτριξαν, η πόρτα κοπάνισε στον τοίχο και ξανάκλεισε. Ο Γουίντερ την έσπρωξε και κρυφοκοίταξε μέσα. «Φεύγα!» φώναξε μια τσιριχτή φωνή από μέσα. Ο Γουίντερ προσπάθησε να δει μέσα στο μισοσκόταδο. Μια γυναίκα ήταν καμπουριασμένη εκεί ακριβώς, κρατώντας ένα μαχαίρι στο τρεμάμενο χέρι της. «Μεγαλοδύναμε Θεέ, είν’ ο ίδιος ο διάβολος!» «Πού είναι τα παιδιά;» τη ρώτησε τραχιά ο Γουίντερ. Η γυναίκα τον κοίταξε σαστισμένη. «Παιδιά; Δεν έχει παιδιά εδώ.»
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
235
Ο Γουίντερ προχώρησε μέσα ενώ εκείνη αποτραβιόταν βιαστικά στο βάθος. «Ξέρω πως υπάρχουν παιδιά εδώ. Πού είναι;» Τα τσιμπλιασμένα μάτια της γούρλωσαν. «Ήρθες να με πάρεις στην κόλαση;» Την κάρφωσε με το βλέμμα. Δυο φιγούρες –νεκρές ή λιπόθυμες απ’ το μεθύσι– κείτονταν στη γωνία του μικροσκοπικού δωματίου, αλλά ήταν σίγουρα ενήλικες. Και η γυναίκα μπροστά του δεν έμοιαζε ικανή να διευθύνει ένα εργαστήριο με παιδιά. «Υπάρχει κανένας άλλος εδώ;» Εκείνη γούρλωσε τα μάτια της και το στόμα της μισάνοιξε απορημένα. «Όχι απ’ όταν έφυγε ο ιδιοκτήτης του ενεχυροδανειστήριου. Κι αυτό έγινε πριν από μήνες.» Ο Γουίντερ κινήθηκε σβέλτα προς τη μοναδική πόρτα μέσα στο δωμάτιο και την άνοιξε. Πίσω της υπήρχε ένας γυμνός μικρός χώρος, με το ταβάνι όχι αρκετά ψηλό για να σταθεί όρθος ένας άντρας. Και ήταν εντελώς άδειο. Η απογοήτευση έκανε το στήθος του να σφιχτεί. Αυτό υποτίθεται πως ήταν το μέρος όπου κρατούσαν τα παιδιά. Η διεύθυνση ήταν το μόνο στοιχείο που είχε κατορθώσει να βρει στο υπνοδωμάτιο του Ντ’Αρκέ. Αν ήταν λάθος, τότε ήταν χαμένος. Τα παιδιά ήταν χαμένα. Απέξω ακούστηκε ο ήχος οπλών στο πλακόστρωτο. Ο Γουίντερ βγήκε τρέχοντας απ’ το δωμάτιο. Έξω, μια φάλαγγα από έφιππους άντρες κατέβαινε το δρόμο. Οι δραγόνοι του Τρεβίλιον, κρατώντας υψωμένους πυρσούς. Στο τρεμουλιαστό φως, πρόλαβε να δει την ταμπέλα που κρεμόταν δυο πόρτες παρακάτω καθώς η φάλαγγα πλησίαζε προς το μέρος του. Στην ταμπέλα υπήρχε ένα κερί. «Αλτ!» φώναξε ο λοχαγός. Λοιπόν, δε σκόπευε να κάνει κάτι τέτοιο. Ο Γουίντερ
236
ELIZABETH HOYT
έκανε ένα άλμα, γραπώνοντας τη γωνία του κτιρίου. Άρχισε να σκαρφαλώνει, χρησιμοποιώντας μόνο τα ακροδάχτυλα των χεριών και των ποδιών. Ο τοίχος έσκασε δίπλα στο πρόσωπό του, εκτοξεύοντας κοφτερά κομμάτια τούβλων στη μάσκα του. Κάπως καθυστερημένα, ακολούθησε ο ήχος πυροβολισμού. «Κατέβα κάτω, αλλιώς θα σε πυροβολήσω επί τόπου» φώναξε ο Τρεβίλιον. Ο Γουίντερ άρπαξε την άκρη της υδρορροής και πήδηξε στην ταράτσα τη στιγμή που ένας ακόμα πυροβολισμός χτυπούσε τις πλάκες δίπλα στις φτέρνες του. Έτρεξε χωρίς ανάσα, χωρίς να νοιάζεται πού πατάει, ξέροντας πως τα άλογα τον ακολουθούσαν από κάτω. Έφτασε στην κορυφή της στέγης, πήδηξε από πάνω και συνέχισε στην άλλη πλευρά της γερτής σκεπής, με τις πλάκες να χαλαρώνουν κάτω απ’ τα πόδια του και να πέφτουν με θόρυβο στο έδαφος. Οι δραγόνοι έστριψαν στη γωνία και κάλπασαν στο δρομάκι από κάτω. Το άλμα μέχρι το επόμενο σπίτι ήταν πολύ μεγάλο· δε θα μπορούσε να το καταφέρει χωρίς να πέσει κι αν έπεφτε, αυτό θα ισοδυναμούσε με άμεση σύλληψη. «Παραδώσου!» φώναξε ο Τρεβίλιον. «Σε έχουμε στριμώξει.» Και πράγματι έβλεπε πως οι δραγόνοι βρίσκονταν και στο στενό στα δεξιά του. Υπήρχαν ντουζίνες αυτήν τη φορά. Γιατί είχε αποφασίσει ξαφνικά ο Τρεβίλιον να βγάλει έξω όλους τους άντρες του; Τώρα δεν είχε άλλη επιλογή. Ο Γουίντερ έκανε δυο βήματα πίσω και άρχισε να τρέχει στην άκρη της στέγης, προς το σπίτι που βρισκόταν πιο κοντά. «Δε θα τα καταφέρεις ποτέ, βρε άνθρωπε!» Ένας πυροβολισμός ήχησε στον αέρα και ο Γουίντερ μούγκρισε καθώς πηδούσε. Πολύ μακριά. Πολύ μακριά. Χτύπησε στην κόγχη της στέγης του επόμενου κτιρίου, με την πρόσκρουση να στέλνει έναν καυτό πόνο στο στήθος του.
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
237
Τα μπράτσα του ήταν απλωμένα, τα δάχτυλά του έγδερναν τον τοίχο και μετά άρχισε να πέφτει. Γλίστρησε προς τα πίσω, με το δέρμα των γαντιών να σκίζεται πάνω στις τραχιές πλάκες. Και μετά κατάφερε να πιαστεί. Έμεινε να κρέμεται μόνο μια στιγμή, ψιθυρίζοντας ένα ευχαριστώ στο Θεό κι έπειτα τράβηξε το σώμα του προς τα πάνω, στηρίζοντας τα δάχτυλα των ποδιών στον τοίχο, και σκαρφάλωσε στη στέγη. Αρχίζοντας να τρέχει για να σωθεί. *** Ο ήχος πυροβολισμών έπεσε σαν κεραυνός μέσα στη νύχτα. Η Ίζαμπελ βόγκηξε λες και είχαν χτυπήσει την ίδια. Άνοιξε την πόρτα της άμαξας και κρεμάστηκε από τη δερμάτινη χειρολαβή, βγάζοντας το κεφάλι έξω από το κινούμενο όχημα. «Τρέξε προς τους πυροβολισμούς, Τζον!» Ο αμαξάς της ήταν συνήθως ατάραχος τύπος, αλλά τα λόγια της τον έκαναν να γυρίσει με έκφραση αναστατωμένη. «Είστε σίγουρη, λαίδη μου;» «Ναι, ναι. Κάνε απλώς ό,τι σου είπα.» Η Ίζαμπελ έκλεισε ξανά την πόρτα αλλά έμεινε κοντά στο παράθυρο, να κοιτάζει ανήσυχα έξω. Μόλις είχε ακούσει πως κατηγορούσαν το Φάντασμα για τον φόνο του κυρίου Φρέιζερ-Μπάρνσμπι, ήξερε πως ο Γουίντερ βρισκόταν σε εξαιρετικά μεγάλο κίνδυνο. Είχε φύγει πριν κυκλοφορήσει η είδηση της δολοφονίας κι έτσι δεν ήξερε πως απόψε ειδικά δεν έπρεπε να βγει έξω ως Φάντασμα. Έγειρε το κεφάλι, ακούγοντας ανήσυχη. Οι πυροβολισμοί είχαν πέσει πολύ κοντά. Αν αυτός που πυροβολούσαν ήταν ο Γουίντερ, τότε θα πρέπει να ήταν κάπου τριγύρω. Εκτός αν οι σφαίρες είχαν βρει το στόχο τους… Μια σκιά κινήθηκε μέσα στο σκοτάδι.
238
ELIZABETH HOYT
Η καρδιά της σκίρτησε. Η Ίζαμπελ άνοιξε με φόρα την πόρτα πριν καν αναγνωρίσει τη μάσκα με τη μακριά μύτη. «Γρήγορα! Εδώ.» Εκείνος πήδηξε μέσα στην άμαξα χωρίς να περιμένει να κόψει ταχύτητα. Η Ίζαμπελ έκλεισε με δύναμη την πόρτα και χτύπησε την οροφή. «Σπίτι, Τζον!» Μετά έγειρε στην πλάτη του καθίσματος και τον κοίταξε εξεταστικά. Τα γάντια του είχαν σκιστεί, κατά τα άλλα όμως η στολή του ήταν εντάξει. Ήταν ζωντανός. Ζωντανός, ζωντανός, ζωντανός! Δόξα στο Θεό και όλους τους αγγέλους και κάθε άγιο που έτυχε να βρίσκεται κάπου κοντά. Μεγαλοδύναμε Θεέ, τι ανακούφιση! Τον είδε να βγάζει το πλατύγυρο καπέλο του και να το πετάει στα μαξιλάρια, μετά να αρχίζει να βγάζει τα γάντια σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Σαν να μην είχε πεθάνει η Ίζαμπελ χίλιες φορές ψάχνοντάς τον. Και –και! – αν εξαρτιόταν απ’ αυτόν, δε θα τον έψαχνε καθόλου επειδή δε θα ήξερε πως ήταν το Φάντασμα. Οργή –εκτυφλωτική, καυτή και καθαρή– άρχισε να κοχλάζει μέσα στο στήθος της. «Ηλίθιε άνθρωπε» σφύριξε σιγανά. «Δεν ξέρεις πως όλοι οι στρατιώτες του Λονδίνου ψάχνουν για σένα με διαταγή να σε πιάσουν ζωντανό ή νεκρό;» Εκείνος συνέχισε να κάθεται, ανασαίνοντας λαχανιασμένα, χωρίς να λέει λέξη καθώς τακτοποιούσε τα γάντια στη ζώνη του. Ήθελε να τον ταρακουνήσει. «Γουίντερ!» Έμεινε για μια στιγμή ακίνητος πριν βγάλει τη δερμάτινη μάσκα από το πρόσωπό του και μετά τη μεταξωτή που υπήρχε από κάτω. Η έκφρασή του ήταν αυστηρή, αλλά η Ίζαμπελ μπορούσε να δει τα μάτια του να καίνε ακόμα και μέσα στο μισόφωτο της άμαξας. «Ώστε ξέρεις.» «Δε σκόπευες να μου το πεις ποτέ, σωστά;» Γέλασε θυμωμένα, με υπερβολικά πολλά συναισθήματα να στροβιλίζονται μέσα στο στήθος της. «Φυσικά ξέρω. Νομίζεις πως
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
239
μπορώ να φιλάω έναν άντρα και να μην ξέρω ποιος είναι;» Αν μη τι άλλο, το πρόσωπό του έγινε ακόμα πιο αυστηρό. «Τότε ήξερες νωρίτερα απόψε όταν με…» «Όταν σε γεύτηκα;» Αν σκοπός της ήταν να τον σοκάρει, την απογοήτευσε. Δεν έπαιξε καν το βλέφαρό του. Συνέχισε απλώς να την κοιτάζει με μάτια που δεν μπορούσε να διαβάσει, όσο κι αν προσπαθούσε. Το γέλιο της αυτήν τη φορά άγγιζε την υστερία. «Ζηλέψατε τον εαυτό σας, κύριε Μέικπις, ή μήπως με περάσατε για τόσο ξετσίπωτη που να αναζητώ κυρίους στους χορούς ειδικά για να…» Δεν την άφησε να τελειώσει τη φρικτή φράση. Τινάχτηκε πάνω, την άρπαξε μέσα στα στιβαρά του μπράτσα και κάθισε πίσω πριν εκείνη προλάβει να πάρει ανάσα. Έπεσε πάνω στην αγκαλιά του σαν λάφυρο κάποιου κλέφτη, εντελώς στο έλεός του. Κάτι μέσα της γαλήνεψε. «Μη» της ψιθύρισε, κοιτώντας το στόμα της. «Ορκίστηκα πως δε θα το έκανα αυτό. Έχεις ιδέα τι έχεις κάνει;» Δεν την άφησε ποτέ να απαντήσει· αντίθετα, το στόμα του άρπαξε το δικό της. Το στόμα της τρεμούλιασε και της ξέφυγε ένας λυγμός, μόνο ένας. Για την τρομάρα που της είχε δώσει, για τη θλίψη που υπέφερε η λαίδη Μάργκαρετ, για όλες τις ελπίδες και τα όνειρα που δε θα εκπληρώνονταν ποτέ. Όλα αυτά ήταν πίσω της, όμως. Εδώ, τώρα, υπήρχε μόνο αυτός ο άντρας. Έτσι η Ίζαμπελ έκλεισε το πρόσωπό του στις παλάμες της, αποδεχόμενη το φιλί, ανοίγοντας το στόμα της για να δεχτεί τη γλώσσα του, απολαμβάνοντας την ξαφνική του επιθετικότητα. Ήταν μεγάλος και καυτός από κάτω της, το φιλί του γεμάτο αρσενική ανάγκη. Άναψε μια φωτιά μέσα της. Τον ήθελε αυτόν τον άντρα. Τον ήθελε μέσα της. Τον
240
ELIZABETH HOYT
ήθελε τώρα. Έπιασε το κάτω χείλι του με τα δόντια της και το δάγκωσε απαλά, παίρνοντας σαν επιβράβευση ένα άγριο μουγκρητό από κείνον. Η τραχύτητά του θα έπρεπε να σπέρνει φόβο στην καρδιά της, να την κάνει πιο επιφυλακτική. Αντίθετα, φούντωνε και τις δικές της θηλυκές ανάγκες. Γλίστρησε τα χέρια της πάνω στο γιλέκο του, νιώθοντας τους σκληρούς μύες του στέρνου του κάτω από τα δάχτυλά της. Ήταν σαν νεαρός τίγρης, όλο μύες και πάθος, και ήθελε να τον καβαλικέψει –όχι για να ημερώσει το θηρίο, αλλά για να νιώσει για μια στιγμούλα μόνο όλη τη ζωντάνια του. Κατέβασε το χέρι στο κούμπωμα του παντελονιού του κι εκείνος βόγκηξε και έγειρε το κεφάλι για να τη φιλήσει ακόμα πιο απελπισμένα. Ήταν ήδη ερεθισμένος κάτω από τα δάχτυλά της, ζωντανός και καυτός. Ψαχούλεψε, με τα επιδέξια δάχτυλά της να έχουν γίνει τόσο αδέξια από τον πόθο, που προς στιγμήν σκέφτηκε να σκίσει το ύφασμα, τόσο απεγνωσμένα ήθελε να νιώσει τη γυμνή του σάρκα. Αλλά τα κουμπιά επιτέλους υποχώρησαν και κλαψούρισε μέσα στο στόμα του καθώς αισθανόταν την καυτή επιδερμίδα πάνω στις παλάμες της. Ήταν τόσο σκληρός που ένιωθε σαν να κρατούσε σίδερο τυλιγμένο σε βελούδο: απαλό αλλά αλύγιστο. Χάιδεψε τη σάρκα του, ζουλώντας απαλά. Όταν εκείνος άρχισε να τραβάει βιαστικά τη φούστα της, ανασήκωσε το κορμί της για να τον βοηθήσει να την τραβήξει στο πλάι. Αυτό ήταν τρέλα· ήταν ντελίριο. Ο Γουίντερ βρήκε τους γυμνούς γοφούς της κάτω από τη φούστα και τέντωσε τα χέρια του πάνω τους, με το φιλί του να γίνεται ακόμα πιο άγριο. Ένιωσε τα δάχτυλά του να χαϊδεύουν τα οπίσθιά της, μετά να τυλίγουν τους μηρούς της. Βρίσκονταν σε μια άμαξα, για τ’ όνομα του Θεού. Έπρεπε να βάλει ένα τέλος τώρα. Αλλά δεν ήθελε· έτσι απλά. Ήταν τόσα αυτά που της είχε αρνηθεί η ζωή –τόσο φοβερό ήταν να πάρει ό,τι μπορούσε;
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
241
Σήκωσε το ένα πόδι και καβάλησε πάνω του, μετά πέρασε το χέρι από κάτω και τον βρήκε ξανά. Αυτός τράβηξε το στόμα του απ’ το δικό της. «Περίμενε.» «Όχι.» Τον κοίταξε με ειλικρίνεια κατάματα. «Δε με νοιάζει αν θα τελειώσεις αμέσως. Σε θέλω μέσα μου, τώρα.» Τα πανέμορφα μάτια του γούρλωσαν και μετά στένεψαν. «Δε θα κρατάς πάντα εσύ τα ηνία, λαίδη μου.» Του χαμογέλασε γλυκά. «Όχι βέβαια, αλλά τα κρατάω τώρα.» Και τον ακούμπησε στην είσοδό της. Ήταν ήδη τόσο υγρή, που εκείνος γλίστρησε αμέσως μέσα. Βόγκηξε και τα μάτια του έκλεισαν, το κεφάλι του έγειρε πίσω στο κάθισμα σαν να τον βασάνιζε. Η εικόνα την έκανε να ερεθιστεί ακόμα περισσότερο. Γλίστρησε αργά προς τα κάτω, δαγκώνοντας τα χείλη της, χαμογελώντας με την καθαρή ηδονή της κίνησης, παρατηρώντας το πρόσωπό του καθώς καθόταν εντελώς πάνω του. Εκείνος ξεροκατάπιε, το λαρύγγι του ανεβοκατέβηκε, οι μύες στο λαιμό του φούσκωσαν και διαγράφηκαν σαν ανάγλυφο. Μαλακά, τρυφερά, ανασηκώθηκε, προσέχοντας να τον κρατήσει μέσα της, με την τριβή να της προκαλεί ένα στεναγμό απόλαυσης. «Μη» της ψιθύρισε «θα τελειώσω πολύ γρήγορα.» «Το ξέρω» του μουρμούρισε γλυκά και του έγλειψε το λαιμό. «Αλλά δε θα το ξεχάσεις ποτέ. Δε θα με ξεχάσεις ποτέ.» Τα μάτια του άνοιξαν, το αισθησιακό πάνω χείλι του ανασηκώθηκε σε μια άγρια γκριμάτσα. «Δε θα σε ξεχάσω ποτέ έτσι κι αλλιώς.» Και γραπώνοντας γερά τους γοφούς της, μπήκε με δύναμη μέσα της. Ήταν άπειρος, άκομψος, έντονος και τραχύς –και της άρεσε τρελά. Έριξε πίσω το κεφάλι της και γέλασε ξέπνοα. «Που να σε πάρει» γρύλισε εκείνος, μπαινοβγαίνοντας
242
ELIZABETH HOYT
με δύναμη μέσα της, με τον ανδρισμό του ανελέητο και σκληρό. «Κάν’ το.» Κατέβασε το βλέμμα στο πρόσωπό του, μια υπέρτατη θεά. «Να σε πάρω, εννοείς; Να σε κάνω δικό μου;» Τα μάτια του έγιναν δυο σχισμές. «Κάνε έρωτα. Κάνε μου έρωτα. Τώρα.» Τα σιγανά λόγια του πυροδότησαν την κορύφωσή της. Αναρρίγησε, έχοντας πάψει να γελάει τώρα, παλεύοντας να φτάσει στο τέλος όλο αυτό, όπως κι αν το αποκαλούσε. Έγειρε πάνω του, υψώνοντας τα οπίσθια, κατεβαίνοντας με δύναμη πάνω του, κάνοντάς τον να βογκήσει με την αίσθηση των κορμιών τους να κινούνται μαζί. Ήθελε… λαχταρούσε… κάτι. Ένιωθε να έχει μετατραπεί σε ένα πλάσμα που υπήρχε μόνο για την ηδονή. Η άμαξα τραμπαλιζόταν στους δρόμους, το ίδιο κι αυτή πάνω του, εντείνοντας την κίνηση. Μέχρι που πίσω απ’ τα κλειστά βλέφαρά της άστραψαν αστέρια. Μέχρι που η έξαψη ανέβηκε σαν κύμα απ’ τα λαγόνια της. Μέχρι που βόγκηξε, ανίκανη να πάρει ανάσα, ανίκανη να σκεφτεί, ικανή μόνο να νιώθει. Αυτόν. Μέσα της. Και όταν τον άκουσε να βογκάει, δυνατά και μακρόσυρτα, άνοιξε τα μάτια της για να τον δει να σφίγγει τα δόντια και να την τραβάει βίαια πάνω του. Ο ανδρισμός του φώλιαζε βαθιά μέσα της και θα έπαιρνε όρκο πως ένιωθε τις δονήσεις του, τους καυτούς χυμούς του να την πλημμυρίζουν ως τα μύχια. Ο οργασμός της συνεχίστηκε, έτσι όπως δεν τον είχε ξανανιώσει ποτέ πριν, θαρρείς και εκείνος να της έβαζε το σημάδι του με κάποιον πρωτόγονο τρόπο. Στο τέλος εκείνη άφησε ένα αγκομαχητό, καταφέρνοντας επιτέλους να πάρει ανάσα, και έπεσε πάνω του σαν λουλούδι που το μάρανε η ζέστη. Έγλειψε τα χείλη της, αναστενάζοντας και είπε: «Πιστεύουν πως σκότωσες τον Φρέιζερ-Μπάρνσμπι.»
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
243
Τα μπράτσα του σφίχτηκαν γύρω της. «Είναι νεκρός;» «Ναι.» Στήριξε τις παλάμες της στο στήθος του και ανασηκώθηκε. Το κεφάλι του ήταν ακόμα γερμένο στην πλάτη του καθίσματος. Την κοιτούσε μέσα από μισόκλειστα μάτια. «Ο υπηρέτης του κυρίου Φρέιζερ-Μπάρνσμπι ανακοίνωσε σε όλους στο χορό την είδηση… αφού έφυγες.» Εκείνος δεν κοκκίνισε καν με την έμμεση επίκριση. «Δε δολοφόνησα τον Φρέιζερ-Μπάρνσμπι.» Η Ίζαμπελ έκανε μια γκριμάτσα. «Το ξέρω αυτό. Ήσουν μαζί μου.» Ο Γουίντερ ύψωσε το φρύδι. «Θα πίστευες τα χειρότερα για μένα αν δεν ήμουν;» «Όχι βέβαια» του απάντησε ανυπόμονα. «Δεν είσαι ικανός για φόνο.» «Με ξέρεις τόσο καλά, λοιπόν» παρατήρησε ουδέτερα, παρ’ όλο που ο τόνος του έκρυβε σκεπτικισμό. «Μπορεί να μην τα ξέρω όλα σχετικά μ’ αυτό» πίεσε το δάχτυλο πάνω στη στολή του Φαντάσματος «αλλά νομίζω πως εσένα σε ξέρω αρκετά καλά για να πιστεύω πως δε θα διέπραττες ποτέ φόνο όποια μεταμφίεση κι αν είχες.» «Χμμ» ήταν το μόνο του σχόλιο. «Θα μου πεις;» Το βλέμμα του στράφηκε έξω απ’ το παράθυρο. Πλησίαζαν στο σπίτι της τώρα. «Να σου πω τι;» Χάιδεψε τη στολή του. «Γιατί το κάνεις αυτό;» Η ματιά του γύρισε κοφτή πάνω της. «Ίσως. Αλλά τώρα πρέπει να φύγω πριν η άμαξα φτάσει στο σπίτι σου.» «Τι;» Η Ίζαμπελ βρέθηκε ακουμπισμένη χωρίς πολλές διαδικασίες στο απέναντι κάθισμα. Τον παρακολούθησε άναυδη να φτιάχνει τα ρούχα του με λίγες γρήγορες κινήσεις. «Δε γίνεται να φύγεις! Οι δραγόνοι έχουν βγει και σε ψάχνουν.» Την κοίταξε με ανυπομονησία καθώς έδενε τη μεταξωτή μάσκα του. «Έχω δουλειά να κάνω ακόμα απόψε.»
244
ELIZABETH HOYT
«Είσαι τρελός; » Το στόμα του ανασηκώθηκε κάτω από τη δερμάτινη μάσκα με τη μακριά μύτη. «Ίσως, αλλά πρέπει να το κάνω αυτό.» «Όχι, δεν πρέπει…» άρχισε να του λέει, αλλά εκείνος είχε ήδη ανοίξει την πόρτα της άμαξας και είχε πηδήξει έξω. Η Ίζαμπελ κοίταξε την άδεια άμαξα. Οι χυμοί του κυλούσαν ακόμα από μέσα της, άσκοπα, αλλά πάλι αυτό δεν ήταν κάτι καινούργιο. *** Η Μεγκς καθόταν στο φαρδύ περβάζι του παραθύρου και κοιτούσε έξω τη σκοτεινή νύχτα. Την ατέλειωτη, ατέλειωτη νύχτα. Είχε κλάψει όταν ήρθε στο σπίτι. Είχε κρατηθεί μέχρι να μπορέσει να διώξει τις καμαριέρες και μετά είχε κλάψει. Σιγανά, ασταμάτητα, μέχρι που τα βλέφαρά της έτσουξαν από τα αλμυρά δάκρυα, μέχρι που απόμεινε να κείτεται ξοδεμένη, βουβή, χαμένη. Τώρα είχε αδειάσει από δάκρυα κι από κάθε τι άλλο. Το μυαλό της έκανε ανήσυχους κύκλους σαν φυλακισμένο ζώο. Ο Ρότζερ ήταν νεκρός. Τον είχε δει πριν λίγες μέρες μόνο και ήταν ζωντανός –υπέροχα ζωντανός, δυνατός και έξυπνος και ερωτευμένος. Αλλά τώρα ήταν νεκρός. Ζωντανός και μετά νεκρός. Ίσως είχαν κάνει κάποιο λάθος. Ίσως κάποιος άλλος άντρας –ω, φρικτή σκέψη!– είχε δολοφονηθεί βάναυσα αντί για τον Ρότζερ. Ίσως ο Ρότζερ ήταν απλώς τραυματισμένος και ο υπηρέτης απ’ την τρομάρα του είχε βιαστεί να διαδώσει την είδηση πριν σιγουρευτεί. Αλλά όχι. Είχαν βρει το πτώμα του. Της το είχαν πει οι υπηρέτριές της όταν την έγδυναν. Τα κουτσομπολιά ταξίδευαν τόσο γρήγορα ανάμεσα στους υπηρέτες και οι φωνές τους
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
245
ήταν σχεδόν ενθουσιώδεις καθώς περιέγραφαν πώς είχαν ξαπλώσει τον Ρότζερ, αιμόφυρτο και άψυχο, μέσα στην άμαξα του λόρδου Ντ’Αρκέ και τον είχαν πάει στο σπίτι του. Ο λόρδος Ντ’Αρκέ δε θα είχε μπερδέψει κάποιον άλλο με τον Ρότζερ. Η Μεγκς έπρεπε να παλέψει για να μη χαστουκίσει τις υπηρέτριες –κάτι που δεν είχε ξανακάνει ποτέ πριν. Αντί γι’ αυτό, τις είχε προστάξει να φύγουν υπερβολικά απότομα. Η λαίδη Μπέκινχολ θα το αποδοκίμαζε. Ο τόνος της δεν ήταν διακριτικός και οι υπηρέτριες την είχαν κοιτάξει παραξενεμένα καθώς έφευγαν. Κατά κάποιον τρόπο, η Μεγκς το έβρισκε αδύνατο να τη νοιάξει. Το αριστερό της πόδι είχε μουδιάσει. Μετακινήθηκε, το ξαφνικό τσίμπημα σαν από καρφίτσες και βελόνες ήταν ένα καθόλου ευπρόσδεκτο σημάδι ζωής. Καθώς άλλαζε θέση, κάτι θρόισε. Έβαλε το χέρι της από κάτω και έπιασε ένα γράμμα. Φυσικά. Ήταν από την Ηρώ, τη σύζυγο του αδερφού της, του Γκρίφιν, και το είχε λάβει την ώρα που ντυνόταν για τον αποψινό χορό. Το είχε πετάξει στο κάθισμα του παραθύρου για να το απολαύσει αργότερα. Λοιπόν, τώρα ήταν το αργότερα. Η Μεγκς σηκώθηκε και άναψε ένα κερί από τα κάρβουνα του τζακιού πριν επιστρέψει στο παράθυρο. Συγκεντρώνοντας την προσοχή της, άνοιξε τη σφραγίδα και ξεδίπλωσε το χαρτί. Πολυαγαπημένη μου αδερφή, άρχιζε η Ηρώ. Ήταν μάλλον γλυκό. Μόλις είχε παντρευτεί τον Γκρίφιν, η Ηρώ είχε αρχίσει να απευθύνεται έτσι στη Μεγκς όταν της έγραφε. Η Μεγκς παραλίγο να χαμογελάσει πριν θυμηθεί. Το γράμμα ήταν μακροσκελές και ευανάγνωστο, μιλούσε για μια νέα πτέρυγα στο εξοχικό σπίτι του Γκρίφιν, μια δυσκολία με τη μαγείρισσα και το φύτεμα μηλιών στον κήπο. Η Ηρώ φύλαγε τα νέα που θα πρέπει να την είχαν ενθουσιάσει για το τέλος:
246
ELIZABETH HOYT
...και, αγαπημένη μου, νομίζω πως θα χαρείς πολύ μαθαίνοντας το μυστικό μου: Όσο πάω γίνομαι όλο και πιο τρελά ευτυχισμένη. Ο αδερφός σου πετάει στα ουράνια, αλλά γίνεται αρκετά εκνευριστικός μερικές φορές με την ανησυχία του για την κατάστασή μου. Νομίζω πως μέχρι να έρθει ο χειμώνας θα έχει γίνει ένας περήφανος μπαμπάς. Προς στιγμήν, η Μεγκς απόμεινε απλώς να κοιτάζει το χαρτί στο χέρι της. Χαρούμενη, θα έπρεπε να είναι χαρούμενη για τον αδερφό της και την Ηρώ. Έσκυψε το κεφάλι και έκλαψε. *** Είχε μόλις ζήσει το πιο υπέροχο πράγμα. Ο Γουίντερ γλίστρησε μέσα στις σκιές μιας εισόδου και στάθηκε να κοιτάξει την άμαξα της Ίζαμπελ που χανόταν στη στροφή. Είχε νιώσει κι αυτή το ίδιο; Ήταν τόσο υπέροχο για κείνη όσο ήταν γι’ αυτόν; Ή μήπως ήταν όπως με κάθε άλλο άντρα που είχε ζευγαρώσει στο παρελθόν; Το πάνω χείλι του ανασηκώθηκε σε ένα οργισμένο γρύλισμα πριν καν το συνειδητοποιήσει. Αρνιόταν να είναι άλλος ένας εραστής γι’ αυτήν –εύκολο να τον διώξει, εύκολο να τον ξεχάσει. Μπορεί να ήταν ένας απλός δάσκαλος κι εκείνη μια βαρόνη, αλλά μαζί, μόνο οι δυο τους, αυτός ήταν ένας άντρας κι αυτή μια γυναίκα. Κάποια πράγματα ήταν βασικά. Έσπρωξε στην άκρη το καυτό κύμα ζήλιας. Δε θα του έκανε καλό και είχε άλλα ζητήματα να φροντίσει πριν μπορέσει να αντιμετωπίσει ξανά την Ίζαμπελ. Ο Γουίντερ γύρισε και άρχισε να κατευθύνεται προς το Σεντ Τζάιλς. Δεν αμφέβαλλε ότι οι δραγόνοι θα τον έψαχναν ακόμα –ο φόνος ενός αριστοκράτη ήταν σοκαριστικό γεγονός για εκείνους που είχαν τη δύναμη στο Λονδίνο. Θα έθεταν κάθε στρατιώτη στη διάθεσή τους για να τον κυνη-
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
247
γήσουν. Ο Γουίντερ αναρωτήθηκε ποιος είχε σκοτώσει στην πραγματικότητα τον Φρέιζερ-Μπάρνσμπι, αλλά μετά έβγαλε το ζήτημα απ’ το μυαλό του. Πιθανόν ήταν θύμα ληστείας και το Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς ήταν ο πιο βολικός ύποπτος. Είκοσι λεπτά αργότερα, πλησίασε την Κάφσχεντ Λέιν, κινούμενος προσεκτικά. Προσπέρασε το νούμερο 10 χωρίς να σταθεί. Η ταμπέλα του κηροπωλείου ήταν πιο πέρα. Είχε δει την ταμπέλα με την άκρη του ματιού του τη στιγμή που του επιτίθονταν οι δραγόνοι του Τρεβίλιον. Θα πρέπει να του είχε ξεφύγει στις προηγούμενες έρευνές του στο Σεντ Τζάιλς. Η ταμπέλα ήταν μικρή και ξεθωριασμένη –εύκολο να την παραβλέψεις μέσα στις άπειρες ταμπέλες που κρέμονταν πάνω απ’ τους δρόμους και τα σοκάκια του Σεντ Τζάιλς σαν σμάρι από βρόμικες κουρούνες. Η πόρτα κάτω απ’ την ταμπέλα ήταν στενή και σαραβαλιασμένη, αλλά η κλειδαριά ήταν πιο καινούργια και σε καλύτερη κατάσταση. Ο Γουίντερ δοκίμασε το πόμολο και έκπληκτος είδε την πόρτα να υποχωρεί εύκολα προς τα μέσα. Το δωμάτιο μέσα ήταν θεοσκότεινο. Ο Γουίντερ περίμενε να προσαρμοστούν τα μάτια του, αλλά δεν υπήρχε καθόλου φως. Κλείνοντας ξανά την πόρτα, διέσχισε ξανά το σοκάκι μέχρι ένα μαγαζί όπου κρεμόταν ένα μικρό φανάρι. Πήρε το φανάρι και επέστρεψε στο μικροσκοπικό κηροπωλείο. Αυτήν τη φορά, όταν άνοιξε την πόρτα, το δανεικό φανάρι φώτισε ένα πλατύ αλλά αβαθές δωμάτιο. Στενά ράφια και γάντζοι ήταν τοποθετημένα στην τύχη πάνω στους τοίχους, προφανώς για τα εμπορεύματα του κηροπώλη. Ήταν όλα άδεια όμως και, από τη σκόνη, συμπέρανε πως θα πρέπει να ήταν άδεια εδώ και κάμποσο καιρό. Μια ξαφνική ριπή ανέμου έκανε την πόρτα να τρίξει και κάτι έτρεξε βιαστικά μέσα στις σκιές. Ο Γουίντερ σήκωσε το φανάρι και είδε έναν αρουραίο να τρέχει δίπλα στον τοίχο. Το τρωκτικό δε σταμάτησε καν τη νυχτερινή του βόλτα.
248
ELIZABETH HOYT
Αλλά πίσω από τον αρουραίο, υπήρχε μια άλλη πόρτα. Ο Γουίντερ την πλησίασε και κόλλησε προσεκτικά το αυτί του στο ξύλο. Περίμενε λίγο, ακούγοντας την ανάσα του και το σούρσιμο του ποντικού, αλλά δεν άκουσε τίποτε από την άλλη μεριά. Κάνοντας ένα βήμα πίσω, έβγαλε και τα δύο σπαθιά του και άφησε κάτω το φανάρι, εκεί που θα φώτιζε το δεύτερο δωμάτιο όταν άνοιγε η πόρτα. Μετά έδωσε μια κλωτσιά στην πόρτα. Στάθηκε στο πλάι, μακριά από όποια επίθεση από μέσα, αλλά δεν εμφανίστηκε κανείς. Το δωμάτιο έμοιαζε άδειο. Ο Γουίντερ περίμενε, ακούγοντας. Τίποτα δεν έφτανε στα αυτιά του πέρα από τον άνεμο. Θηκάρωσε προσεκτικά το μακρύ σπαθί του, έπιασε πάλι το φανάρι και προχώρησε μέσα. Υπήρχε μια αμυδρή μπόχα στο δωμάτιο που έκανε τις τρίχες στο σβέρκο του να σηκωθούν: ούρα, εμετός, φόβος. Το μέρος ήταν άδειο, αν εξαιρούσες τα απομεινάρια ενός ψόφιου αρουραίου και μερικά κουρέλια. Κάτι έλαμψε στις χαραμάδες του πατώματος όταν γύρισε απ’ την άλλη, κρατώντας ψηλά το φανάρι. Έσκυψε και εξέτασε το βρόμικο πάτωμα. Μια γυαλιστερή κλωστή ήταν πιασμένη εκεί. Την τράβηξε προσεκτικά με τη μύτη του κοντού σπαθιού του και την κράτησε στο φως. Μια μεταξωτή κλωστή. Άφησε κάτω το φανάρι και τράβηξε το γάντι με τα δόντια του. Μετά έπιασε την κλωστή από τη μύτη του σπαθιού και την έκρυψε μέσα στο γιλέκο του. Δεν υπήρχε τίποτε άλλο εδώ να κάνει. Προφανώς είχαν εγκαταλείψει το μέρος. Είχε κλείσει οριστικά το εργαστήριο ή μήπως είχαν απλώς μετακινήσει τα παιδιά και τη φρικτή τους επιχείρηση; Προς το παρόν δεν είχε σημασία: έτσι κι αλλιώς, είχε αποτύχει γι’ απόψε. Δεν είχε σώσει τα παιδιά. Ο Γουίντερ έπιασε πάλι το φανάρι και έφυγε. Έξω ο
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
249
άνεμος είχε δυναμώσει, στέλνοντας ψιχάλες βροχής στο πρόσωπό του. Έστησε αυτί, αλλά δεν υπήρχε κανένας άλλος ήχος πέρα από το τρίξιμο της ταμπέλας που κρεμόταν από πάνω του. Οι δραγόνοι θα πρέπει να έψαχναν σε κάποιο άλλο τμήμα του Σεντ Τζάιλς. Έβαλε ξανά το φανάρι στη θέση του και μετά έσκυψε το κορμί του κόντρα στον άνεμο, βαδίζοντας γρήγορα. Δυο φορές χώθηκε μέσα σε σοκάκια και κατώφλια για να αποφύγει κάποιον άλλο νυχτερινό διαβάτη και μια φορά αναγκάστηκε να ανεβεί στις στέγες για να αποφύγει τους δραγόνους. Τα έκανε όλα σχεδόν μηχανικά και μόνο όταν στάθηκε μέσα σε έναν όμορφο κήπο στη δυτική πλευρά του Λονδίνου, συνειδητοποίησε ποιο δρόμο είχε πάρει. Στάθηκε έξω από το σπίτι της Ίζαμπελ, κοιτώντας τα παράθυρα της πίσω πλευράς, διερωτώμενος ποιο μπορεί να ανήκε στο υπνοδωμάτιό της. Παράξενο πώς τα πόδια του τον είχαν φέρει ενστικτωδώς εδώ. Εκείνη δεν ανήκε στον κόσμο του. Δε θα του πρόσφερε τσάι και φρυγανιά ψημένη στο τζάκι σαν κλασική νοικοκυρά του Σεντ Τζάιλς. Δε θα καταλάβαινε την απύθμενη τρύπα δυστυχίας που ήταν το Σεντ Τζάιλς ή την ανάγκη που τον οδηγούσε να προσπαθεί να τη γεμίσει. Ή ίσως και να καταλάβαινε. Η Ίζαμπελ είχε αποδειχτεί πιο περίπλοκη γυναίκα απ’ όσο την είχε αρχικά θεωρήσει. Όμως οι διαφορές τους δεν είχαν καμιά σημασία ουσιαστικά όταν αυτό που τους έφερνε κοντά ήταν τόσο παλιό όσο ο Αδάμ και η Εύα. Εκείνη είχε ξυπνήσει το κτήνος, τον είχε κάνει να νιώθει όταν είχε ζήσει όλη του τη ζωή σε έναν παγωμένο, ακίνητο κόσμο. Καμιά άλλη γυναίκα δεν του το είχε κάνει αυτό. Καμιά άλλη δε θα του το έκανε ποτέ ξανά. Ήταν η μόνη γυναίκα γι’ αυτόν τώρα. Ίσως έπρεπε να της το δείξει. Καθώς στεκόταν εκεί, τα σύννεφα άνοιξαν και η βροχή άρχισε να πέφτει ορμητική. Ο Γουίντερ ύψωσε το πρόσωπο,
250
ELIZABETH HOYT
αφήνοντας τη βροχή να ξεπλύνει από πάνω του τις αμφιβολίες και την αποτυχία της βραδιάς. Αφήνοντας τη βροχή να τον καθαρίσει. Ένα φως άρχισε να φέγγει σε κάποιο παράθυρο του ισογείου. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Ίσως μια υπηρέτρια να συγύριζε. Ή ένας υπηρέτης να έπινε ένα παράνομο ποτήρι μπράντι. Ή ίσως η Ίζαμπελ να μην μπορούσε να κοιμηθεί. Σε κάθε περίπτωση, θα το ανακάλυπτε σύντομα.
Κεφάλαιο Δώδεκα Η Αληθινή Αγάπη σκέφτηκε πολύ τα λόγια της σοφής γυναίκας. Μετά έλυσε τα μακριά, ξανθά μαλλιά της και, ξεριζώνοντας κάμποσες τούφες, άρχισε να πλέκει ένα λεπτό κορδόνι. Και καθώς το έκανε, σκεφτόταν όλες τις ώρες που είχε γνωρίσει τον Αρλεκίνο, όλες τις στιγμές που τον είχε λαχταρήσει, όλα τα χιλιάδες δευτερόλεπτα που τον είχε αγαπήσει… -από το Ο Θρύλος του Αρλεκίνου-Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς
Αυτό ήταν ανοησία. Η Ίζαμπελ κοιτούσε χωρίς πραγματικά να βλέπει την προσεκτικά ταξινομημένη βιβλιοθήκη του Έντμουντ. Ο μακαρίτης σύζυγός της είχε στην κατοχή του μια εξωφρενικά ακριβή συλλογή βιβλίων, παρ’ όλο που δεν είχε διαβάσει σχεδόν κανένα απ’ αυτά. Αναστέναξε και πήρε ένα μικρό βιβλίο με ερωτική ποίηση από το ράφι. Ήταν μάλλον μπανάλ –ο ποιητής έπασχε από υπερβολική αυταρέσκεια– αλλά ίσως αυτό ακριβώς να την έκανε να νυστάξει. Είχε ήδη κάνει ένα ζεστό μπάνιο και είχε πιει ένα ζεστό γάλα κι ένα ποτήρι κρασί. Δεν της είχαν
252
ELIZABETH HOYT
μείνει πολλά ακόμα να δοκιμάσει μήπως και κοιμηθεί λίγο απόψε. Η Ίζαμπελ βολεύτηκε σε μια βαθιά δερμάτινη πολυθρόνα μπροστά στο σβηστό τζάκι, μαζεύοντας τα πόδια κάτω απ’ τη φούστα της. Το δωμάτιο ήταν κάπως παγερό χωρίς φωτιά, αλλά δε θα έμενε τόση ώρα που να άξιζε τον κόπο να το ανάψει. Άνοιξε το βιβλίο, γέρνοντάς το για να πέφτει πάνω του το φως του κεριού, και άρχισε να διαβάζει. Η ποίηση θα πρέπει να έκανε τη δουλειά της, αφού δεν ήξερε πόση ώρα είχε περάσει όταν ξανασήκωσε τα μάτια και αναρωτήθηκε αρχικά μήπως ονειρευόταν. Εκείνος στεκόταν εκεί, μόλις λίγα βήματα μακριά της, φορώντας ακόμη τη στολή του Φαντάσματος με όλα τα εξαρτήματα. Η καρδιά της αναπήδησε από ανόητη χαρά. Μέχρι τώρα αναρωτιόταν αν ήταν μόνο μια φυσική εκτόνωση για κείνον. Όπως το να φάει κάποιος ένα ωραίο γεύμα όταν δεν τον πολυενδιέφερε το φαγητό. Θα χαιρόταν και θα απολάμβανε το γεύμα, αλλά δε θα το ξανασκεφτόταν στην πραγματικότητα μετά. Είχε έρθει ξανά κοντά της απρόσκλητος, όμως. Τουλάχιστον δεν ήταν κάτι σαν κρεατόπιτα για κείνον. «Στάζεις πάνω στο χαλί μου» του είπε. Εκείνος έβγαλε τη μάσκα του, με κινήσεις μάλλον αργές. «Χρειάζεσαι καινούργιες κλειδαριές.» Ύψωσε τα φρύδια της και έκλεισε το βιβλίο. «Οι κλειδαριές μου δεν είναι τόσο παλιές.» «Ναι, αλλά» –τράβηξε τη μεταξωτή μάσκα και την άφησε να πέσει πάνω στο χαλί του τζακιού– «είναι περισσότερο διακοσμητικές παρά χρήσιμες.» Τον παρακολούθησε να αφήνει κάτω το καπέλο του. «Αυτό εξηγεί το πώς μπήκες μέσα;» «Κατά κάποιον τρόπο.» Ξεκούμπωσε τη ζώνη του σπαθιού
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
253
και την ακούμπησε προσεκτικά στα πλακάκια μπροστά στο τζάκι. «Θα είχα μπει μέσα έτσι κι αλλιώς, όσο καλές κι αν ήταν οι κλειδαριές, αλλά δε θα έπρεπε να έχω μπει τόσο εύκολα.» Άρχισε να ξεκουμπώνει το σακάκι του. «Ίσως να μην έχω τίποτα που να αξίζει να το φυλάξω» του είπε κάπως αφηρημένα. Της έριξε μια σπινθηροβόλα ματιά κάτω από τα χαμηλωμένα φρύδια του. «Έχεις τον εαυτό σου.» Πλημμύρισε ευχαρίστηση. Γιατί τα απλά του λόγια να σημαίνουν τόσο πολλά περισσότερα από οποιεσδήποτε περίτεχνες κολακείες είχε εισπράξει στο παρελθόν; Η Ίζαμπελ δάγκωσε τα χείλη της. «Τι γυρεύεις εδώ;» Εκείνος έβγαλε το σακάκι του αλλά δεν μπήκε στον κόπο να την κοιτάξει καθώς καθόταν για να βγάλει τις μπότες του. «Θέλω να μου δείξεις.» «Να σου δείξω τι;» Την κοίταξε, με τη μια μπότα στο χέρι και τα μάτια του να φτάνουν κατευθείαν στην ψυχή της. «Τα πάντα.» Η Ίζαμπελ ξεροκατάπιε, γιατί αυτές οι δυο λέξεις έκαναν τα σωθικά της να συσπαστούν. «Τι σε κάνει να πιστεύεις πως θα μ’ ενδιέφερε να σε διδάξω;» Έμεινε ακίνητος και η ξαφνική και απόλυτη έλλειψη κίνησής του έκανε την καρδιά της να χτυπήσει πιο γρήγορα, σαν να έβλεπε κάποιο αρπακτικό έτοιμο να ορμήσει. «Είναι αυθαίρετο το συμπέρασμά μου;» Έγλειψε τα στεγνά της χείλη. «Όχι.» «Μην παίζεις μαζί μου, Ίζαμπελ.» Έσκυψε για την άλλη μπότα. Τον κοίταξε για μια στιγμή καθώς έβγαζε την μπότα από το πόδι του και μετά άρχιζε να ξεκουμπώνει το πουκάμισό του. «Γιατί κάνεις ό,τι κάνεις;» Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους και τράβηξε το πουκάμισο πάνω απ’ το κεφάλι του, αποκαλύπτοντας ξανά το υπέροχο, μυώδες στήθος του. «Δε λείπουν σε κανέναν.»
254
ELIZABETH HOYT
«Ποιοι;» «Οι φτωχοί, τα παιδιά του Σεντ Τζάιλς.» Έκανε μια παύση, με τα χέρια στο κούμπωμα του παντελονιού του, και την κοίταξε. Η Ίζαμπελ είδε πως μέσα στα μάτια του έκαιγε μια θυμωμένη φλόγα. «Στέλνουν στρατιώτες για το θάνατο ενός αριστοκράτη, όμως δεκάδες παιδιά πεθαίνουν κάθε μήνα χωρίς να νοιάζεται κανείς.» Έκλινε το κεφάλι της στο πλάι, συνειδητοποιώντας πως έπρεπε να μιλήσει προσεκτικά. «Ο Ρότζερ ΦρέιζερΜπάρνσμπι ήταν καλός άνθρωπος.» Της έγνεψε καταφατικά. «Κι αν τυχόν έδερνε τους υπηρέτες του, αποπλανούσε παρθένες και παραμελούσε τους γέρους γονείς του, με την ίδια λύσσα θα κυνηγούσαν και πάλι τον δολοφόνο του.» «Αλήθεια είναι.» Ο θυμός του ήταν πιο φρέσκος τώρα. Κάτι είχε συμβεί απ’ όταν είχε φύγει από την άμαξα. «Τι ακριβώς θα ζήταγες να κάνει η καλή κοινωνία;» «Να νοιάζεται.» Άνοιξε το παντελόνι του και το έβγαλε, μένοντας μόνο με το εσώρουχο. Ο ερεθισμός του τέντωνε το λεπτό ύφασμα. «Θέλω να νοιάζονται τόσο για ένα φτωχό παιδί όσο θα νοιάζονταν για έναν τζέντλεμαν. Θέλω να εξασφαλίσουν πως κάθε παιδί θα έχει φαγητό και ρούχα και στέγη. Θέλω να δουν πως το Λονδίνο δεν μπορεί να συνεχίσει έτσι, με ανθρώπους να πεθαίνουν στα πεζοδρόμια.» «Μιλάς για επανάσταση» μουρμούρισε η Ίζαμπελ. «Κι αν το κάνω, τι;» Τα χέρια του σφίχτηκαν σε γροθιές. «Ίσως χρειαζόμαστε άλλη μια επανάσταση –μια επανάσταση από ανάγκη αντί για θρησκευτικούς λόγους αυτήν τη φορά. Έχω κουραστεί να σώζω ορφανά και εγκαταλελειμμένα παιδιά. Δε θέλω να ξαναφροντίσω άλλο παιδί τη νύχτα και να το δω να πεθαίνει πριν το ξημέρωμα, δε θέλω να ξαναθάψω άλλο μωρό, να ξαναψάξω για εγκαταλελειμμένα παιδιά για να βρω μόνο…» Η φωνή του πνίγηκε ξαφνικά και το βλέμμα του αποτραβήχτηκε.
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
255
Α, πλησίαζαν πιο κοντά σ’ αυτό που τον έκανε τόσο θυμωμένο. Ήθελε να τυλίξει τα χέρια της γύρω του αλλά φοβόταν πως θα απέκρουε μια τέτοια εκδήλωση συμπόνιας. «Τι συνέβη απόψε;» Το στόμα του στράβωσε. «Αναζητούσα το εργαστήρι που έχουν οι απαγωγείς παιδιών οι οποίοι τα βάζουν να δουλεύουν χωρίς λεφτά και για ελάχιστο φαγητό. Πίστευα πως είχα βρει το μέρος –τελικά, μετά από μέρες αναζήτησης– απλώς και μόνο για να ανακαλύψω πως το μαγαζί ήταν άδειο. Τα παιδιά αγνοούνται ξανά, είτε επειδή τα μετακίνησαν σε άλλο μέρος ή επειδή μπορεί και να τα σκότωσαν ακόμα για να μην αφήσουν αποδείξεις.» Η Ίζαμπελ έσκυψε το κεφάλι. Πώς θα μπορούσε να τον βοηθήσει, αυτόν τον άντρα με τα τόσο έντονα συναισθήματα, που κουβαλούσε όλα τα προβλήματα του Σεντ Τζάιλς στους ώμους του; Τι θα μπορούσε να του προσφέρει πέρα από αυτό που του είχε ήδη δώσει –το κορμί της; Ακούμπησε προσεκτικά το βιβλίο της στο τραπεζάκι πλάι στο κερί της. Μετά έπιασε το κηροπήγιο και κατευθύνθηκε προς το τζάκι. Τα κάρβουνα ήταν ήδη εκεί. Γονάτισε και τα άναψε. «Τι κάνεις;» τον άκουσε να ρωτάει πίσω της. Σηκώθηκε και γύρισε να τον αντικρίσει. «Σκέφτηκα πως μπορεί να χρειαστούμε λίγη ζέστη γι’ αυτό που θέλεις.» Άφησε τη ρόμπα της να πέσει στο πάτωμα. Από κάτω φορούσε το νυχτικό της, ένα λεπτεπίλεπτο ρούχο από μετάξι και δαντέλα. Το τράβηξε πάνω απ’ το κεφάλι της και κλώτσησε τα πασούμια από τα πόδια της. Αυτό την άφησε να στέκεται γυμνή μπροστά του σαν μεσήλικη Αφροδίτη. Έριξε πίσω τους ώμους της, χαμογελώντας του με αψηφισιά. Μόνο που το βλέμμα του δεν ήταν καθόλου απογοητευμένο. Στην πραγματικότητα, έμοιαζε μάλλον κάπως θαμπωμένος. Ύγρανε τα χείλη της, παρατηρώντας ότι έτρεμαν λιγάκι,
256
ELIZABETH HOYT
και τον πλησίασε. «Λοιπόν, τι ακριβώς θέλεις να σου δείξω;» «Τα πάντα» επανέλαβε εκείνος. Μια λέξη-πειρασμός, που από κάποιον άλλο άντρα θα μπορούσε να είναι υπερβολή. Από τον Γουίντερ Μέικπις όμως δεν ήταν. «Τότε άγγιξέ με» του είπε βραχνά. Το χέρι του ήταν μεγάλο και ταίριαξε γάντι πάνω στο αριστερό της στήθος. Το άφησε εκεί, καυτό και δυνατό, μετά το ανασήκωσε για να χαϊδέψει απαλά τη θηλή της. «Έτσι;» Τα λόγια του βγήκαν τραχιά, το βλέμμα του καρφωμένο με ένταση σ’ αυτό που άγγιζε το χέρι του. «Ναι, ωραία είναι» του είπε. Τα μάτια του ανέβηκαν στα δικά της. «Ωραία.» Του χαμογέλασε. «Τσίμπησε τη ρώγα μου.» Αυτός την έσφιξε μαλακά –υπερβολικά μαλακά. «Πιο δυνατά.» Τον είδε να συνοφρυώνεται. «Δε θέλω να σε πονέσω.» «Δε θα με πονέσεις» του ψιθύρισε. Το τσίμπημα αυτήν τη φορά έφτασε κατευθείαν στην κοιλάδα της θηλυκότητάς της. Εκείνος έβαλε και τα δύο χέρια πάνω στα στήθη της, χαϊδεύοντας και τσιμπώντας μέχρι που η ανάσα της βάρυνε. Τότε έκανε ένα βήμα πίσω. «Πού πας;» τον ρώτησε λίγο απότομα, γιατί και μόνο το να στέκεται εκεί δεχόμενη τις περιποιήσεις του, ήταν παράξενα ερεθιστικό. «Ξάπλωσε» της είπε. «Θέλω να σε βλέπω ολόκληρη.» Η Ίζαμπελ ξεροκατάπιε αλλά έστρωσε προσεκτικά το μεταξωτό νυχτικό της πάνω στο χαλάκι και ξάπλωσε. Τον παρακολούθησε να βγάζει το εσώρουχό του και να γονατίζει δίπλα της, εντελώς γυμνός. Η λάμψη της φωτιάς έκανε το δέρμα του να λαμπυρίζει, δημιουργώντας φωτοσκιάσεις πάνω στους σκληρούς μύες
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
257
των μπράτσων και του στέρνου του. Τα μαλλιά του ήταν ακόμα δεμένα πίσω, αλλά καθώς στάθηκε ακίνητος κοιτώντας το κορμί της, εκείνη άπλωσε το χέρι και τράβηξε το απλό μαύρο κορδόνι που τα συγκρατούσε. Την κοίταξε ξαφνιασμένος. Του χαμογέλασε, περνώντας τα δάχτυλά της μέσα από τα ίσια καστανά μαλλιά του. Έφταναν μέχρι τους ώμους του και όταν έπεφταν γύρω από το πρόσωπό του, τον έκαναν να μοιάζει λιγότερο πολιτισμένος. «Το σωστό.» Κοκκίνισμα ήταν αυτό που σκούρυνε τα μάγουλά του; «Θέλω να σε αγγίξω» της είπε σιγανά. «Να σε νιώσω και να σε… γευτώ.» Του έγνεψε καταφατικά, με την ανάσα της να κόβεται ξαφνικά. Έσκυψε από πάνω της, στηρίζοντας το ένα μπράτσο δίπλα στο πρόσωπό της, σαν αγριόγατα που ετοιμαζόταν να αρπάξει το θήραμά της. Τον είδε να χαμηλώνει το κεφάλι στο στήθος της και μετά έκλεισε τα μάτια της καθώς η γλώσσα του άγγιζε τη θηλή της. Ήταν ευγενικός, διερευνητικός. Έτσι είχε άραγε αγγίξει ο Αδάμ την Εύα την πρώτη φορά; Με θαυμασμό, με σεβασμό; Έκλεισε ξαφνικά τα δόντια του γύρω απ’ τη θηλή της κάνοντάς τη να βογκήξει. Την άφησε αμέσως, κοιτώντας την μέσα απ’ την κουρτίνα των μαλλιών του. «Σε πόνεσα;» «Όχι.» Δάγκωσε τα χείλη της. «Είμαι… είναι εντάξει.» Την κοίταξε ακόμα μια στιγμή σαν να ανέλυε την αντίδρασή της, μετά έσκυψε πάλι προς το μέρος της. Αυτήν τη φορά χάιδεψε τη θηλή της με μεγάλες, σταθερές κινήσεις της γλώσσας του πριν τραβήξει ξαφνικά την κορυφή της μέσα στο στόμα του. Η Ίζαμπελ χρειάστηκε να σφίξει τις γροθιές της για να μη βγάλει τον παραμικρό ήχο. Αυτό μπορεί να τον έκανε να σταματήσει και ειλικρινά δε θα το ήθελε κάτι τέτοιο.
258
ELIZABETH HOYT
Ο Γουίντερ άφησε απότομα το στήθος της, γέρνοντας πίσω για να την ξανακοιτάξει. «Θέλω να σε ανακαλύψω ολόκληρη.» «Τότε κάν’ το» του είπε, με φωνή σαν χαμηλό γουργούρισμα. Πέρασε απαλά τα ακροδάχτυλά του στην καμπύλη του στήθους της, ακολουθώντας την μέχρι τη μασχάλη και από εκεί στο λαιμό της. Μετά τράβηξε το χέρι της πάνω από το κεφάλι της για να χαϊδέψει το εσωτερικό του μπράτσου της. Εκείνη τινάχτηκε. Της έριξε μια βιαστική ματιά. «Πόνεσε;» «Όχι» του είπε πνιχτά. «Με γαργαλάς!» Η γωνία του στόματός του ανασηκώθηκε και τα χέρια του βούτηξαν ξαφνικά στο ευάλωτο δέρμα της μασχάλης της. «Αχ!» Η Ίζαμπελ στριφογύρισε χαχανίζοντας κι εκείνος έπεσε πάνω της για να μην του ξεφύγει. «Μείνε ακίνητη» της είπε αυστηρά, με το στόμα του να απέχει ελάχιστα απ’ το δικό της. «Τότε σταμάτα να με γαργαλάς» μουρμούρισε αυτή. Κοίταξε τα μάτια του, βαθιά και μυστηριώδη, και ένωσε το σκληρό ερεθισμό του πάνω στην κοιλιά της. Το πρόσωπό του σοβάρεψε ξανά. Έγνεψε καταφατικά και ανασηκώθηκε αργά από πάνω της, σαν να περίμενε να δει αν θα του το έσκαγε. Η Ίζαμπελ άνοιξε διάπλατα τα χέρια της πάνω στο χαλί του τζακιού και χαμογέλασε, παρ’ όλο που τα χείλη της έτρεμαν. Την κοίταξε για μια στιγμή και μετά έκανε πίσω, χαμηλώνοντας το κεφάλι στην κοιλιά της. Εκείνη πήρε μια κοφτή ανάσα. «Γαργαλιέσαι;» μουρμούρισε πάνω στο δέρμα της. «Όχι» του ψιθύρισε. «Μμμ.» Το μουρμουρητό του έστειλε μια δόνηση στα σωθικά της, κάνοντας τα δάχτυλα των ποδιών της να τεντωθούν.
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
259
Ο Γουίντερ διέτρεξε με ανοιχτό το στόμα την περιοχή γύρω από τον αφαλό της και μετά άρχισε να κινείται πιο αργά καθώς η γλώσσα του κατέβηκε να εξερευνήσει πιο χαμηλά. Όταν έφτασε στη μεταξένια τούφα ανάμεσα στα πόδια της, σταμάτησε. «Το δέρμα σου είναι τόσο απαλό» είπε βραχνά. «Δίδαξέ με. Δεν ξέρω τι να κάνω.» Η ανάσα του ζέστανε τις τρίχες της και οι κόμποι των δαχτύλων του πέρασαν απαλά πάνω από το χώρισμά της, κάνοντας εντελώς σαφές τι ακριβώς ήθελε να του διδάξει. Άνοιξε τα πόδια της και πήρε μια βαθιά ανάσα. «Έχει ένα μικροσκοπικό εξόγκωμα, κρυμμένο στην κορυφή της σχισμής μου.» Τα δάχτυλά του βρέθηκαν αμέσως εκεί, ανοίγοντας, ανακαλύπτοντας. «Εδώ;» Έτριψε το σημείο απαλά. Εκείνη έκλεισε τα μάτια ασυναίσθητα. «Ναι. Απλώς… άγγιξέ με εκεί.» Έμεινε ακίνητος και σχεδόν μπορούσε να τον ακούσει να σκέφτεται. Αν τα δάχτυλά του ήταν οπουδήποτε αλλού, μπορεί να είχε χαμογελάσει, αλλά τη συγκεκριμένη στιγμή… αυτό ήταν πάνω και πέρα από τις δυνάμεις της. Περίμενε, ανασαίνοντας και ακούγοντας το σιγανό τρίξιμο της φωτιάς. Τι παράξενο. Την είχαν ξαναγγίξει άντρες εκεί, αλλά ποτέ δεν την είχαν ρωτήσει πώς. Αν ήταν επιδέξιοι, το απολάμβανε· αν δεν ήταν, απλώς τους οδηγούσε κάπου αλλού. Η αντρική περηφάνια ήταν κάτι τόσο λεπτό. Ποτέ δεν είχε σκεφτεί να πει σε κάποιον πώς να την αγγίξει. Να πει τι της άρεσε καλύτερα. Τελικά ο Γουίντερ κινήθηκε, με ένα απαλό σπρώξιμο. Δάγκωσε τα χείλη της. «Θα μπορούσες να… το χαϊδέψεις;» «Έτσι;» Πήρε μια εισπνοή. «Πιο μαλακά.» «Έτσι;»
260
ELIZABETH HOYT
Εκείνη γέλασε, αλλά ο ήχος ήταν γεμάτος απογοήτευση. Το χέρι του ήταν πολύ ψηλά, δεν είχε βρει το σωστό σημείο. Ίσως θα μπορούσε… «Ίζαμπελ» είπε ξαφνικά ανασαίνοντας πλάι στο αυτί της. «Έχω στη διάθεσή μου όλη τη νύχτα. Σίγουρα μέχρι την αυγή μπορώ να το έχω μάθει. Σε παρακαλώ, δείξε μου.» Λοιπόν, αυτό ήταν αρκετά ειλικρινές. Και τι παράξενο, δεν ακουγόταν λες και είχε πληγωθεί η αντρική του περηφάνια. Ακουγόταν απλώς… περίεργος. Αν μπορούσε αυτός να είναι τόσο ειλικρινής, τότε μπορούσε κι αυτή. Στο κάτω-κάτω, υποτίθεται πως αυτή ήταν η πιο έμπειρη, η πιο εξεζητημένη. Σίγουρα κάτι τέτοιο σήμαινε πως ήταν περισσότερο ανοιχτή στην ερωτική εξερεύνηση από εκείνον. Σωστά; Ή ίσως υπήρχε μια ολόκληρη πλευρά στους απλούς διευθυντές σχολείου που η ίδια δεν είχε ξαναδεί. Καθυστέρησε πολύ μέχρι να του απαντήσει. «Ίζαμπελ.» «Απλώς…» Κατέβασε το χέρι της και έπιασε το δικό του, μεγάλο και ικανό. Για μια στιγμή τα δάχτυλά της μπλέχτηκαν στα δικά του. «Δεν είναι πολύ μεγάλο, περίπου όσο ένα μεγάλο ρεβίθι, όμως είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο και πρέπει να χαϊδέψεις στο σωστό σημείο.» Τον καθοδήγησε με προσοχή. «Να εδώ είναι… αν το αγγίξεις απαλά, τρυφερά, δημιουργείται μια πολύ δυνατή αίσθηση. Αν απλώς…» Μετακίνησε το μεσαίο του δάχτυλο να διαγράψει έναν απαλό κύκλο –το άγγιγμα που της άρεσε περισσότερο. Το άγγιγμα που δεν της είχε ξανακάνει ποτέ άλλος άντρας. «Έτσι;» τη ρώτησε σιγανά. Ένιωσε την ανάσα του στο μηρό της. «Ναι, ναι, έτσι ακριβώς…» Ξεροκατάπιε, γιατί η αίσθηση ήταν πραγματικά υπέροχη, έτσι όπως ήταν ξαπλωμένη κι
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
261
εκείνος τη χάιδευε. Αν όμως συνέχιζε… «Μήπως να προχωρήσουμε τώρα.» «Το σωστό» της είπε και στη φωνή του διέκρινε ένα σκοτεινό γέλιο. «Μου αρέσει να σε κοιτάζω. Μου αρέσει να σε μυρίζω.» Μεγαλοδύναμε Θεέ! Τον άφησε να της ανοίξει περισσότερο τα πόδια, ένιωσε το στήθος του να κατεβαίνει ανάμεσά τους, ένιωσε τα μπράτσα του να τυλίγονται γύρω από τις γάμπες της. Το πρόσωπό του θα πρέπει να ήταν ακριβώς πάνω από τη θηλυκότητά της, κοιτώντας καθώς εκείνη… Το στόμα του κατέβηκε πάνω στα χωρισμένα χείλη κι εκείνη άφησε ένα βογκητό, με την ανάσα της κομμένη. Το δάχτυλό του συνέχιζε να τη χαϊδεύει… «Σε πονάω;» «Όχι!» Τον άρπαξε από τα μαλλιά και τον τράβηξε πιο κάτω, αδιαφορώντας για σεμνότητες, λεπτότητες και εκζητήσεις. Κι εκείνος μάθαινε γρήγορα. Την έγλειψε, με τη γλώσσα του να στριφογυρίζει γύρω από το δάχτυλό του, ανοίγοντας τις πτυχές της, φιλώντας τη βαθιά, μέχρι που η θύελλα, άγρια και έντονη, τη σάρωσε κάνοντάς τη να αγκομαχάει, να βογκάει, να χάνει κάθε αίσθηση του εαυτού της και του χρόνου. Κύρτωσε το κορμί από κάτω του, έχοντας την αόριστη αίσθηση ότι εκείνος τη γράπωσε από τους γοφούς για να μην του ξεφύγει και την παρασύρει ο άνεμος. Όταν τελικά άνοιξε τα μάτια της, ο Γουίντερ βρισκόταν ξαπλωμένος δίπλα της, περιμένοντας υπομονετικά, με το χέρι ακουμπισμένο κτητικά πάνω στην κοιλιά της. Άπλωσε το χέρι της και διέτρεξε τις γραμμές γύρω από το στόμα του με θαυμασμό. «Έλα πάνω μου.» Κοίταξε τα πόδια της σαν να τον προσκαλούσε κι εκείνος ανέβηκε πάνω της. Πήρε το σκληρό ανδρισμό του στο χέρι της και τον οδήγησε στην υγρή είσοδό της, παρακολουθώ-
262
ELIZABETH HOYT
ντας κάτω απ’ τα βαριά βλέφαρά της την ένταση στο πρόσωπό του. «Τώρα» του ψιθύρισε «τώρα.» Αυτός ανασηκώθηκε, κινήθηκε πάνω της, μπήκε μέσα της, αλλά ήταν ολοφάνερα συγκρατημένος. Η Ίζαμπελ ανασήκωσε τους γοφούς. «Αφέσου ελεύθερος.» «Δε θέλω να σε πονέσω» της είπε με σφιγμένα δόντια. «Δε θα με πονέσεις» του ψιθύρισε, χαμογελώντας. «Θέλω να σε νιώσω. Κάθε εκατοστό σου.» Και έκλεισε τη ρώγα του ανάμεσα στον αντίχειρα και το δείκτη της. Κάτι φάνηκε να σπάει μέσα του. Τραβήχτηκε πίσω και μπήκε με δύναμη μέσα της, σκληρά και γρήγορα. Τα μάτια του έμεναν καρφωμένα στα δικά της, αποφασιστικά, ακόμα και όταν τον παρέσυρε ο οργασμός, κάνοντας τα χαρακτηριστικά του να συσπαστούν, τους τένοντες στο λαιμό του να πεταχτούν. Μπήκε μέσα της μια τελευταία φορά και έμεινε εκεί, σκληρός πάνω της, θαρρείς και τη διεκδικούσε για πάντα. Το χαμόγελό της τρεμούλιασε. Το ‘για πάντα’ δεν ήταν γι’ αυτούς. *** Για μια σύντομη στιγμή μέσα στο χρόνο, το μυαλό του Γουίντερ σταμάτησε. Όλες του οι έγνοιες και οι ανησυχίες, όλες του οι σκέψεις, απλώς σταμάτησαν να υπάρχουν. Ήταν ξαπλωμένος στο χαλί, με το στήθος του να ανεβοκατεβαίνει έντονα, και το μόνο που ένιωθε ήταν τη χαλάρωση όλων των μυών του. Την υπέροχη θέρμη της γυναίκας που κείτονταν δίπλα του. Απόλυτη γαλήνη. Η Ίζαμπελ πέρασε τα δάχτυλά της πάνω απ’ το στήθος του, γαργαλώντας τον λιγάκι. «Γουίντερ;»
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
263
«Χμμ;» «Πώς έτυχε και έγινες το Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς;» Άνοιξε τα μάτια του, με τις σκέψεις και τις αναμνήσεις να επιστρέφουν τόσο ορμητικά στο άδειο μυαλό του που ήταν σχεδόν οδυνηρό. «Ένας άντρας ονόματι σερ Στάνλεϊ Γκίλπιν με δίδαξε.» Εκείνη στηρίχτηκε στον αγκώνα της, γέρνοντας από πάνω του. Τα στήθη της ταλαντεύτηκαν απαλά με την κίνηση, αιχμαλωτίζοντας προς στιγμήν την προσοχή του. «Τι εννοείς;» Τα μαλλιά της ήταν ακόμα μαζεμένα σε έναν περίτεχνο κότσο και ο Γουίντερ ευχήθηκε να τα άφηνε κάτω. Ποτέ δεν την είχε δει με τα μαλλιά λυτά. «Ο σερ Στάνλεϊ ήταν ένας παλιός φίλος του πατέρα μου και ευεργέτης του ιδρύματος πριν πεθάνει πριν από δύο χρόνια. Ήταν χήρος. Όταν ήταν νέος, είχε έρθει στο σπίτι μας να συζητήσει περί θρησκείας και φιλοσοφίας με τον πατέρα. Ήταν φίλοι από παιδιά, αλλά πολύ διαφορετικοί.» «Με ποιο τρόπο;» Ο Γουίντερ τράβηξε αφηρημένα μια φουρκέτα από τα μαλλιά της καθώς το σκεφτόταν. «Ο πατέρας μου ήταν πολύ σοβαρός.» Του χαμογέλασε. «Σαν εσένα;» Της έγνεψε καταφατικά, βρίσκοντας και αφαιρώντας άλλη μια φουρκέτα. «Ναι, σαν εμένα. Δούλευε σκληρά όλη τη μέρα και τα βράδια διάβαζε τη Βίβλο και του λέγαμε τα μαθήματά μας εγώ και τα αδέρφια μου. Ό,τι περισσευούμενα χρήματα είχε, τα φύλαγε και τελικά τα ξόδεψε για την ίδρυση του ορφανοτροφείου. Πίστευε πως έπρεπε να αφιερώνουμε τη ζωή μας στο να βοηθάμε τους άλλους.» Δίπλωσε τα χέρια της πάνω στο στήθος του και ακούμπησε το πιγούνι της πάνω τους. «Και ο σερ Στάνλεϊ;» «Ο πατέρας μου τον αγαπούσε σαν φίλο αλλά τον θεωρούσε επιπόλαιο. Στον σερ Στάνλεϊ άρεσε να διαβάζει
264
ELIZABETH HOYT
μυθιστορήματα και ποίηση, απολάμβανε το θέατρο και την όπερα, έγραψε μάλιστα και μερικά έργα, παρ’ όλο που οφείλω να πω ότι δεν ήταν πολύ καλά.» «Ακούγεται ωραίο άτομο.» Η Ίζαμπελ χαμογέλασε πλατιά. Ο Γουίντερ κούνησε το κεφάλι του σκεφτικά, με τα χέρια του ακόμα μέσα στα μαλλιά της. Ποτέ δεν είχε περάσει κάτι τέτοιο από το μυαλό του. «Υποθέτω πως ήταν. Όπως και να ’χει, ήταν το ακριβώς αντίθετο του πατέρα και μάλλον τον θαύμαζα όσο ήμουνα αγόρι.» Ένιωσε μια οικεία ενοχή. Ο πατέρας ήταν όλα όσα έπρεπε να είναι ένας καλός άντρας –ευσεβής, εργατικός, γενναιόδωρος. Αντίθετα, ο σερ Στάνλεϊ ήταν φανταχτερός, γεμάτος παράξενες ιδέες, όχι ιδιαίτερα πρακτικός –και παράξενα ελκυστικός για ένα νεαρό αγόρι. «Θα ήταν δύσκολο να μη σε ελκύει ένας τέτοιος άντρας» είπε η Ίζαμπελ μαλακά. Έριξε μια ματιά στο πρόσωπό της. Ήξερε πόσο ένοχος ένιωθε; Κούνησε το κεφάλι του αρνητικά, επιστρέφοντας στην ιστορία. «Ο σερ Στάνλεϊ ήταν ένας πανέξυπνος επιχειρηματίας στα νιάτα του. Έκανε μεγάλη περιουσία επενδύοντας στην Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών. Αργότερα νομίζω έγινε ιδιοκτήτης ενός θεάτρου. Σε κάθε περίπτωση, όταν έγινα δεκαεφτά, βοηθούσα πλέον τον πατέρα στο σπίτι…» Ξαφνικά ανασηκώθηκε στα μπράτσα της. «Άρχισες τόσο μικρός;» Ο Γουίντερ είχε πετύχει να ελευθερώσει μια μακριά μπούκλα της. Την τύλιξε στα δάχτυλά του καθώς κοιτούσε την Ίζαμπελ. «Ναι. Γιατί; Πολλοί έχουν επάγγελμα σ’ αυτήν την ηλικία.» Τα όμορφα φρύδια της έσμιξαν. «Ασφαλώς, αλλά…» Κούνησε το κεφάλι της, συλλογισμένη. «Εσύ ρωτήθηκες καθόλου στην απόφαση να γίνεις ο διευθυντής του ιδρύματος;» «Εννοείς αν σκέφτηκα ποτέ να εγκαταλείψω το σπίτι και όλα τα παιδιά μέσα σ’ αυτό…»
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
265
«Γουίντερ» τον αποπήρε. Εκείνος τράβηξε απαλά την μπούκλα. «Αυτό θα είχε γίνει.» Τον κοίταξε με ύφος επαναστατημένο. Ο Γουίντερ βρήκε άλλη μια φουρκέτα και την τράβηξε. «Αν αυτό σε κάνει να νιώσεις καλύτερα, απολαμβάνω τη δουλειά μου και πάντα την απολάμβανα.» «Κι αν δεν την απολάμβανες;» «Θα την έκανα έτσι κι αλλιώς» είπε μαλακά. «Κάποιος πρέπει να την κάνει.» Εκείνη βούλιαξε πάλι πάνω στο στήθος του. «Μα αυτό ακριβώς είναι το ζήτημα. Γιατί πρέπει πάντα αυτός ο κάποιος να είσαι εσύ;» «Γιατί όχι;» Μια δεύτερη μπούκλα έπεσε στους ώμους της κι εκείνος την τράβηξε για να τη σύρει πάνω στα χείλη του. Τα μαλλιά της μοσχοβολούσαν βιολέτες. «Θέλεις να συνεχίσουμε να διαφωνούμε ή προτιμάς να ακούσεις πώς έγινα το Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς;» Η Ίζαμπελ ζάρωσε αξιολάτρευτα τη μύτη της και μια σπίθα γνήσιας, γλυκιάς ευτυχίας διαπέρασε το στήθος του. «Το Φάντασμα.» Έγνεψε καταφατικά. «Δούλευα στο ίδρυμα για τρεις ή τέσσερις μήνες, όταν συνέβη ένα… περιστατικό.» Συγκεντρώθηκε για μια στιγμή στη φουρκέτα στη βάση του αυχένα της, ξέροντας ότι προσπαθούσε να κερδίσει χρόνο. Εκείνη περίμενε σιωπηλή, χωρίς να κινείται ή να λέει κάτι, και τελικά ο Γουίντερ συνάντησε τα μάτια της. Ξεροκατάπιε. «Με είχαν στείλει να πάρω ένα παιδί για το οποίο μάθαμε πως ορφάνεψε μετά το θάνατο του πατέρα του. Όταν έφτασα στα άθλια δωμάτια όπου έμενε ο μικρός με το γονιό του, ένας προαγωγός τον έβγαζε σε πλειστηριασμό.» Άκουσε το απότομα ρούφηγμα της αναπνοής της. «Μεγαλοδύναμε Θεέ.»
266
ELIZABETH HOYT
Όντως Μεγαλοδύναμε Θεέ. Θυμήθηκε το ερειπωμένο δωμάτιο, τους πάνω-κάτω δέκα ενήλικες που συνωστίζονταν μέσα σ’ αυτό και το έντρομο αγοράκι. Ήταν κοκκινομάλλικο, με τα μαλλιά του να λάμπουν σαν φάρος μέσα σε όλη αυτήν την αθλιότητα. «Τι απόγινε;» ρώτησε, με τη χαμηλή, βραχνή φωνή της να τον τραβάει ξανά στο παρόν. «Προσπάθησα να σταματήσω τον πλειστηριασμό» είπε προσεκτικά, επικεντρώνοντας την προσοχή του στην αίσθηση των μεταξένιων μαλλιών της στα δάχτυλά του. Χοντρές γροθιές. Ο καυτός πόνος σπασμένων πλευρών. Το αυλακωμένο από δάκρυα πρόσωπο του αγοριού καθώς τον έβγαζαν έξω. «Δεν μπόρεσα να σώσω το παιδί.» «Ω Γουίντερ» ψιθύρισε. Ξαφνικά τον φιλούσε, με τα τρυφερά της χέρια να τυλίγουν το πρόσωπό του. «Λυπάμαι. Λυπάμαι. Λυπάμαι.» Η κάθε λέξη ήταν ένα φιλί στο πρόσωπο, στο λαιμό και στα χείλη του. Της κράτησε το κεφάλι ακίνητο για να μπορέσει να τη φιλήσει κανονικά: βαθιά και ειλικρινά. Ο παλιός πόνος ανακατεύτηκε με την τωρινή γλύκα μέχρι που τελικά έσβησε. Λίγο. Αποτραβήχτηκε απρόθυμα, χαϊδεύοντας το μάγουλό της με τον αντίχειρα. «Σ’ ευχαριστώ.» Η έκφρασή της ήταν θυμωμένη. «Ποτέ δε θα ’πρεπε να αντιμετωπίσεις κάτι τέτοιο επειδή ήσουνα τόσο νέος.» «Και το αγοράκι;» τη ρώτησε μαλακά. Έδειξε να θυμώνει ακόμα πιο πολύ. «Ούτε αυτό θα ’πρεπε να το αντιμετωπίσει.» Το χαμόγελό του ήταν μελαγχολικό. Δεν ήξερε ότι αυτά ήταν πράγματα που συνέβαιναν κάθε μέρα στο Σεντ Τζάιλς; «Τελικά, ο σερ Στάνλεϊ έμαθε το γεγονός την επόμενη φορά που επισκέφθηκε τον πατέρα μου. Με πήρε κατά μέρος και με ρώτησε αν ήθελα να μάθω έναν τρόπο να υπερασπίζομαι με εντιμότητα τον εαυτό μου. Είπα ναι.»
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
267
Ο σερ Στάνλεϊ ήταν γύρω στα εξήντα τότε και ο Γουίντερ θυμόταν ότι το πλατύ, κόκκινο πρόσωπό του, συνήθως χαρούμενο και χαμογελαστό, είχε γίνει αρκετά σοβαρό. Τράβηξε την τελευταία φουρκέτα από τα μαλλιά της και πέρασε τα δάχτυλά του μέσα από τις πυκνές μπούκλες, χτενίζοντας και απλώνοντάς τα. «Ο σερ Στάνλεϊ με προσκάλεσε στο σπίτι του και για ολόκληρο τον επόμενο χρόνο με δίδαξε πώς να χρησιμοποιώ τα σπαθιά, όπως επίσης και διάφορα ακροβατικά. Τα είχε μάθει όλα στο θέατρο και ήταν εξαίρετος δάσκαλος.» «Μα ο πατέρας σου δεν έφερε αντίρρηση;» «Δεν ήξερε τι έκανα εκεί.» Ανασήκωσε τους ώμους του. «Ο πατέρας ήταν απασχολημένος με το ζυθοποιείο και το σπίτι. Νομίζω πως χάρηκε που ο σερ Στάνλεϊ είχε δείξει ενδιαφέρον για μένα. Επίσης, ο ίδιος ο σερ Στάνλεϊ μάλλον παραποίησε λίγο την αλήθεια σχετικά με το τι έκανα στο σπίτι του.» Η Ίζαμπελ ύψωσε το φρύδι. «Παραποίησε την αλήθεια; Γουίντερ Μέικπις, είπες ψέματα στον άγιο πατέρα σου;» Ένιωσε το πρόσωπό του να ανάβει. «Ήταν κακό αυτό που έκανα, το ξέρω.» Του χαμογέλασε πλατιά και τον φίλησε στη μύτη. «Νομίζω πως μου αρέσεις πιο πολύ όταν είσαι κακός.» «Αλήθεια;» Έψαξε τα μάτια της. «Ωστόσο εγώ παλεύω κάθε μέρα να ελέγξω την κακή μου πλευρά.» «Γιατί;» «Θα ήθελες να τρέχω στους δρόμους σαν τρελαμένο κτήνος;» «Όχι.» Το μέτωπό της ζάρωσε καθώς έγειρε το κεφάλι στο πλάι για να τον μελετήσει. «Αλλά νομίζω πως δεν υπάρχει κίνδυνος να συμβεί αυτό. Όλοι δεν έχουμε μια μικρή, κακή πλευρά μέσα μας;» Ο Γουίντερ συνοφρυώθηκε. «Ίσως. Αλλά η δική μου είναι σκοτεινή.»
268
ELIZABETH HOYT
Τα μαλλιά της ήταν υπέροχα ελεύθερα πάνω στους ώμους της. «Η σκοτεινή τάφρος που ανέφερες πριν;» «Ναι.» Μόρφασε. «Ίσως. Κάποτε ρώτησες γιατί οι αδερφές μου δεν επηρεάστηκαν όσο εγώ από το Σεντ Τζάιλς. Νομίζω πως υπάρχει κάτι μέσα μου που απορροφάει το κακό του Σεντ Τζάιλς. Υπάρχουν φορές που όταν βλέπω κάποιον να πληγώνεται ή ένα παιδί να κακοποιείται, νιώθω την παρόρμηση να… σκοτώσω.» «Αλλά δεν το κάνεις.» Κούνησε το κεφάλι αρνητικά. «Όχι. Πολεμάω την παρόρμηση και τη νικάω και προσέχω πολύ να βλάπτω μόνο όσους το αξίζουν.» «Έχεις…» Τα φρύδια της έσμιξαν καθώς άπλωσε το χέρι και χάιδεψε με το δάχτυλο το στέρνο του. «Έχεις σκοτώσει ποτέ κανέναν;» «Όχι.» Πήρε μια βαθιά ανάσα κάτω από το άγγιγμά της. «Έχω φτάσει πολύ κοντά, αλλά πάντα καταφέρνω να το αποφύγω.» Τύλιξε το χέρι της στο στήθος του. «Και νομίζω πως πάντα θα το κάνεις. Μπορεί εσύ να φοβάσαι τη σκοτεινή σου πλευρά, αλλά εγώ δεν τη φοβάμαι. Είσαι καλός άνθρωπος, Γουίντερ Μέικπις. Πιστεύω πως απορροφάς το κακό του Σεντ Τζάιλς, όπως είπες, επειδή τα συναισθήματά σου είναι πολύ βαθιά.» Η γωνιά του στόματός του ανασηκώθηκε. «Είναι πολλοί αυτοί που με έχουν κατηγορήσει ότι δεν έχω καθόλου συναισθήματα.» Του έριξε μια ματιά γεμάτη νόημα. «Επειδή έχεις φροντίσει να τα κρύβεις πολύ καλά. Δεν είναι όλα όσα νιώθεις σκοτεινά, ξέρεις. Κάποια μπορεί να είναι μάλιστα αρκετά… όμορφα.» Μήπως είχε δίκιο; Κάρφωσε το βλέμμα του στο ταβάνι της βιβλιοθήκης, συλλογισμένος. Μπορεί και να είχε. Είχε ανακαλύψει ότι η Ίζαμπελ ήταν πολύ διορατική γυναίκα. Αν
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
269
όμως έκανε λάθος, αν αφηνόταν και έχανε τελείως τον έλεγχο… όχι, το ρίσκο ήταν πολύ μεγάλο. «Δε χρειάζεται να αποφασίσεις τώρα» του είπε. «Πες μου για το κοστούμι του αρλεκίνου. Τι σε έκανε να το φοράς;» «Ήταν επινόηση του σερ Στάνλεϊ» απάντησε, ανακουφισμένος με την αλλαγή θέματος. «Βλέπεις, αυτός ήταν το αρχικό Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς στα νιάτα του.» «Τι;» Ανακάθισε ξαφνιασμένη. «Θέλεις να πεις ότι έχουν υπάρξει περισσότερα από ένα Φαντάσματα;» «Ω, ναι.» Χαμογέλασε με το ξάφνιασμά της. «Στην πραγματικότητα… Λοιπόν, αρκεί να σου πω ότι ο θρύλος του Φαντάσματος του Σεντ Τζάιλς υπάρχει εδώ και κάμποσο καιρό. Δεκαετίες, τουλάχιστον. Ίσως και περισσότερο. Ο σερ Στάνλεϊ απλώς πήρε το θρύλο και τον έκανε πράξη. Το θεατρικό του υπόβαθρο του έδωσε την ιδέα για το κοστούμι. Ο κόσμος βλέπει αυτό που θέλει να δει, έτσι μου έλεγε πάντα. Αν τους παρουσιάσεις κάτι που μοιάζει με φάντασμα, με κάτι υπερφυσικό που διαθέτει υπεράνθρωπες δυνάμεις, θα πιστέψουν πως το βλέπουν πραγματικά. Είναι μεγάλο πλεονέκτημα στη μάχη. Μερικές φορές ο αντίπαλος τρομοκρατείται τόσο από τη μάσκα και το κοστούμι που απλώς το βάζει στα πόδια.» «Μμμ» μουρμούρισε καθώς το δάχτυλό της διέγραφε έναν κύκλο γύρω από την αριστερή του θηλή. Ο Γουίντερ ήξερε πως άρχιζε να ερεθίζεται πάλι και αναρωτιόταν μήπως η κατάφωρη λαγνεία του την τρόμαζε. «Κι έτσι τη μέρα διευθύνεις το ορφανοτροφείο και τη νύχτα τριγυρνάς στα σοκάκια του Σεντ Τζάιλς ως Φάντασμα.» Έσμιξε τα φρύδια. Ο τόνος του ήταν προσεκτικά ουδέτερος. «Όχι κάθε νύχτα, φυσικά…» «Ω, φυσικά» είπε εκείνη με φωνή που ακούστηκε σχεδόν σαν γρύλισμα. «Υποθέτω πως πρέπει να κοιμάσαι και κάποιες νύχτες. Τουλάχιστον μια-δυο φορές την εβδομάδα.»
270
ELIZABETH HOYT
Απέμεινε να την κοιτάζει, απορώντας τι ήταν αυτό που την είχε εξαγριώσει. Η Ίζαμπελ αναστέναξε και καβαλίκεψε τους γοφούς του. Η προσοχή του αμέσως αποσπάστηκε, στην αίσθηση της υγρής θηλυκότητάς της τόσο κοντά στον ανδρισμό του. «Και θα το κάνεις πάντα αυτό;» «Ποιο;» Ξανάστρεψε την προσοχή του στο πρόσωπό της. Τον αγριοκοίταζε. «Να τριγυρίζω τις νύχτες στο Σεντ Τζάιλς;» «Και τι γίνεται αν τραυματιστείς;» Έγειρε πάνω του, κολλώντας σχεδόν τη μύτη της στη δική του. Τα στήθη της ταλαντεύτηκαν δελεαστικά και έκλεισε το ένα στην παλάμη του, νιώθοντας το απαλό του βάρος. «Γουίντερ! Τι έγινε μετά που σε έφερα τραυματισμένο στο σπίτι από το Σεντ Τζάιλς;» Ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους του, χαϊδεύοντας με τον αντίχειρα τη θηλή της. «Επέστρεψα στο σπίτι και ξεκουράστηκα, όπως τις άλλες φορές.» «Τις άλλες φορές;» Εκ των υστέρων, συνειδητοποίησε το λάθος του. Η παραδοχή του το μόνο που φάνηκε να κάνει ήταν να φουντώσει ακόμα παραπάνω το θυμό της. «Πόσες φορές έχεις τραυματιστεί;» «Όχι συχνά» την καθησύχασε. Περιέργως, ο θυμός της δε μείωσε τον ερεθισμό του. Στην πραγματικότητα, έκανε ακριβώς το αντίθετο. Αλλά όσο καινούργιος κι αν ήταν στον έρωτα, ο Γουίντερ ήξερε πως θα ήταν πιο πιθανό να επαναλάβουν την προηγούμενη επαφή τους αν εκείνη ήταν πιο μαλακωμένη. «Πόσες φορές;» απαίτησε να μάθει, με απροκάλυπτη οργή. «Τρεις, ίσως τέσσερις φορές» της αποκρίθηκε, προσαρμόζοντας λίγο την απάντησή του. Ουσιαστικά, δεν μπορούσε να μετρήσει πόσες φορές είχε τραυματιστεί ως Φάντασμα. «Γουίντερ!» Έδειχνε αληθινά ταραγμένη. «Πρέπει να βρεις έναν τρόπο να σταματήσεις αυτήν τη δραστηριότητα.»
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
271
Την κοίταξε ανασηκώνοντας ελαφρά τα φρύδια. «Γιατί;» Του έδωσε ένα χαστούκι στο στήθος μάλλον δυνατό. «Δεν το βλέπεις; Τελικά θα πάθεις ζημιά ή μπορεί ακόμα και να σκοτωθείς!» «Ησύχασε.» Της έπιασε το χέρι και το έφερε στα χείλη του, χαϊδεύοντας την παλάμη της. «Είμαι καλά εκπαιδευμένος και το έχω κάνει για πολλά χρόνια πριν σε γνωρίσω, Ίζαμπελ.» «Μην πετάς τις ανησυχίες μου σαν να είναι σκόνη.» τον μάλωσε και άρχισε να κατεβάζει το άλλο χέρι της στο στήθος του εξίσου οδυνηρά. «Ίζαμπελ.» Της έπιασε κι αυτό και απότομα της άνοιξε τα χέρια. «Ουφ!» Χάνοντας την ισορροπία της, έπεσε πάνω του, με τα στήθη της να συνθλίβονται ευχάριστα στο στέρνο του. «Γουίντερ, πρέπει…» Τον είχε κουράσει αυτή η άσκοπη συζήτηση, έτσι την τράβηξε πιο κοντά και τη φίλησε. Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου εκείνη αντιστάθηκε. Μετά με έναν αναστεναγμό, υπέκυψε στη θέλησή του, το στόμα της άνοιξε κάτω από το δικό του, δίνοντάς του αυτό που λαχταρούσε. Ο Γουίντερ έβγαλε έναν ήχο βαθιά απ’ το λαρύγγι του, που ήχησε σχεδόν σαν μουγκρητό. Τον έγδυνε από την πολιτισμένη πλευρά του –από κάθε λογική και θέληση. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να νιώθει και να δρα. Το κτήνος βγήκε βρυχώμενο στο προσκήνιο. Οι γοφοί του κινούνταν ήδη από κάτω της, παροτρύνοντάς την να έρθει πιο κοντά. Ήταν τόσο σκληρός που μπορούσε να νιώσει τον παλμό του, τον πόνο της επιθυμίας, της ερωτικής ανάγκης. Τη χρειαζόταν. Εκείνη, λες και ήξερε, έβγαλε έναν καθησυχαστικό ήχο. Σε κάποιο σημείο είχε αφήσει ελεύθερους τους καρπούς της. Τον χάιδεψε, όπως χαϊδεύει ένα παιδί κάποιο άγριο θηρίο και ένα κομμάτι μέσα του γέλασε στην ιδέα.
272
ELIZABETH HOYT
Ένα άλλο πάλι, ήθελε απλώς να πάρει αυτό που του πρόσφερε. Ευτυχώς η Ίζαμπελ ανασηκώθηκε και τον έπιασε. Ο Γουίντερ έτριξε τα δόντια στο άγγιγμά της και άνοιξε τα μάτια του. Παρατηρούσε το πρόσωπό του καθώς χαμήλωνε πάνω του. «Σσς. Έχω αυτό που χρειάζεσαι.» Τον κορόιδευε; Δεν είχε σημασία. Θα το δεχόταν έτσι κι αλλιώς –είχε ξεπεράσει κατά πολύ το όριο που θα μπορούσε να αρνηθεί είτε αυτήν είτε τη δική του ανάγκη. Εκείνη τύλιξε το χέρι της στην κορυφή του ανδρισμού του και η απόλαυση ήταν τόσο έντονη που παραλίγο να τελειώσει στη στιγμή. Δάγκωσε το μάγουλό του για να αποφύγει το ρεζίλεμα. Για να μην τελειώσει όλο αυτό υπερβολικά γρήγορα. Την κοίταξε και τα μάτια του είχαν γίνει δυο σχισμές. Έμοιαζε χαμένη στη δική της απόλαυση, με το κεφάλι ριγμένο πίσω, τα πανέμορφα μαλλιά της να χύνονται στην πλάτη της. Κάτι άγριο και χωρίς λογική ξύπνησε μέσα του. Αυτόν είχε μέσα της. Το δικό του κορμί την έφτανε σε τέτοια έκσταση. Μπορεί να πίστευε πως η ένωσή της ήταν μόνο σωματική, αλλά αυτός ήξερε καλύτερα. Την έκανε δική του. Την είχε προειδοποιήσει κάποια στιγμή πως αυτή η σωματική πράξη είχε σημασία γι’ αυτόν. Ήταν μια ένωση. Ήταν για πάντα. Αλλά είχε αρκετό μυαλό για να ξέρει πως εκείνη δεν το έβλεπε ακόμα έτσι. Έπρεπε να προχωρήσει αργά. Να κερδίσει χρόνο. Και στο μεταξύ, αν η Ίζαμπελ τον ήθελε μόνο για το σεξ, θα το χρησιμοποιούσε για να τη δέσει μαζί του. Έτσι άπλωσε και τα δύο χέρια και της χάιδεψε τα στήθη με τον τρόπο που ήξερε πως της άρεσε και όταν εκείνη ανταποκρίθηκε με ένα βογκητό, ένιωσε μέσα του μια άγρια χαρά. Αυτή η γυναίκα. Αυτή η γυναίκα ήταν δική του. Το χέρι του διέτρεξε απαλά την κοιλιά της φτάνοντας
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
273
στις μεταξένιες μπούκλες που στόλιζαν τη φωλιά της. Ψαχουλεύοντας, ανακαλύπτοντας το μικρό μπουμπουκάκι που του είχε δείξει. Χαϊδεύοντάς το με ένα απαλό, κυκλικό χάδι. Την άκουσε ξανά να βογκάει και τα γαλάζια μάτια της άνοιξαν με ερωτική πονηριά. «Προσπαθείς να μου κλέψεις τα ηνία;» Ακόμα και με τον ανδρισμό του φωλιασμένο βαθιά μέσα της, ακόμα και απέχοντας ελάχιστες στιγμές απ’ την κορύφωση, το φρύδι του ανασηκώθηκε. «Τα έχεις μόνο επειδή εγώ σου το επιτρέπω.» «Κοίτα.» Έβαλε τα χέρια της πίσω, πάνω στις γάμπες του, με την πλάτη της ελαφρά κυρτωμένη, τη λεκάνη τεντωμένη μπροστά, και ανασηκώθηκε αργά. Η θέση του χάρισε μια υπέροχη θέα του υγρού ανδρισμού του να προβάλει από τις ντελικάτες πτυχές της. Κοίταζε ανίκανος να αποτραβήξει το βλέμμα καθώς εκείνη αντέστρεψε αργά την κίνηση και ο ίδιος βυθίστηκε μέσα στη γλυκιά σχισμή της. «Καλό;» Την άκουσε να γελάει ξέπνοα και ανασήκωσε το βλέμμα. Ήταν αναψοκοκκινισμένη, με ένα λεπτό στρώμα ιδρώτα να κάνει το πρόσωπό της να λάμπει. Ήταν μια θεά. Μια θεά που τον περιγελούσε και που σκόπευε να τον τρελάνει. Κινήθηκε χωρίς να το σκεφτεί, γραπώνοντας τους γοφούς της, ανασηκώνοντας το σώμα, γυρνώντας. Εκείνη βρέθηκε ανάσκελα κι αυτός υψώθηκε από πάνω της, έχοντας μείνει μέσα της παρ’ όλη την αλλαγή θέσης. Στήριξε τα χέρια του δεξιά κι αριστερά από το σαστισμένο πρόσωπό της και χαμογέλασε –παρ’ όλο που σχεδόν τον σκότωνε να χαμογελάει. «Κοίτα.» Το βλέμμα της πήγε εκεί όπου ενώνονταν και τον ένιωσε να τεντώνεται μέσα της. Το κορμί του αποτραβήχτηκε αργά, κάθε εκατοστό μια υπέροχη αγωνία, μέχρι που έμεινε ελά-
274
ELIZABETH HOYT
χιστα μέσα της. Μετά αντέστρεψε την κίνησή του και αργά, αποφασιστικά, βυθίστηκε μέχρι το τέρμα, μέχρι που οι γοφοί του κόλλησαν στους δικούς της. Έσκυψε, το στόμα του να απέχει ελάχιστα απ’ το δικό της. Γλυκά. Προκλητικά. Και ψιθύρισε: «Καλό;» «Ω Θεέ, Γουίντερ» βόγκηξε, με τα γαλάζια μάτια της θολωμένα από το πάθος, «κάν’ το ξανά.» «Πολύ ευχαρίστως» γρύλλισε εκείνος. Και το έκανε. Ξανά. Και ξανά. Και ξανά. Μέχρι που την έκανε να βογκάει με κάθε σπρώξιμο και τράβηγμα. Μέχρι που το στήθος του σφίχτηκε τόσο που νόμιζε πως θα εκραγεί. Μέχρι που τα νύχια της γαντζώθηκαν στους γοφούς του και άρχισε να ικετεύει. Μέχρι που δεν μπορούσε να συγκρατηθεί άλλο. Μέχρι που εκείνος άφησε το κτήνος ελεύθερο και άρχισε να κινείται ανεξέλεγκτα, έχοντας χάσει το μυαλό του από το πάθος. Στο τέλος, όταν η πλάτη του κύρτωσε σε μια κορύφωση μελένιας απόλαυσης, εκείνη τον κοίταξε με υγρά γαλάζια μάτια και άγγιξε τρυφερά το ιδρωμένο μάγουλό του με το ένα της δάχτυλο. Κι εκείνος ήξερε. Μαζί με το σπόρο του, είχε αφήσει μέσα της και την ψυχή του.
Κεφάλαιο Δεκατρία Μετά, η Αληθινή Αγάπη πήρε ένα μικρό φιαλίδιο και κάθισε να σκεφτεί τι σήμαινε ο Αρλεκίνος για εκείνη και πόσο θρήνησε την απώλειά του απ’ τη ζωή της. Καθώς έκανε αυτές τις θλιβερές σκέψεις, δάκρυα έτρεξαν από τα μάτια της και τα μάζεψε προσεκτικά μέσα στο φιαλίδιο… -από το Ο Θρύλος του Αρλεκίνου-Φάντασμα του Σεντ-Τζάιλς
Ήταν ακόμα σκοτάδι όταν η Ίζαμπελ ανέβηκε τις σκάλες για το υπνοδωμάτιό της, αλλά δε θα ήταν για πολύ. Είχε ξαπλώσει πλάι στον Γουίντερ αφού έκαναν έρωτα για δεύτερη φορά, παίρνοντας έναν υπνάκο, απολαμβάνοντας το να είναι τόσο κοντά του. Όταν τελικά εκείνος σηκώθηκε και ντύθηκε, η Ίζαμπελ δεν ήθελε να φύγει από τη βιβλιοθήκη. Το μόνο που την έκανε να κινηθεί ήταν η σκέψη ότι οι υπηρέτες θα το έβρισκαν παράξενο που είχε περάσει τη νύχτα εκεί. Εμπιστευόταν τους υπηρέτες της ―και τους πλήρωνε πολύ καλά― αλλά άνθρωποι ήταν κι αυτοί. Δεν υπήρχε λόγος να τους δώσει περισσότερη τροφή απ’ όση τους είχε ήδη δώσει σχετικά με τις πράξεις της για το Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς.
276
ELIZABETH HOYT
Ήταν πολύ νωρίς για να έχουν σηκωθεί ακόμα και οι υπηρέτριες που φρόντιζαν να μη σβήσουν τα τζάκια, αλλά η Ίζαμπελ κατάλαβε πως δεν ήταν μόνη όταν έφτασε στο υπνοδωμάτιό της. Μια μικροσκοπική φιγούρα ήταν ξαπλωμένη ακριβώς έξω από την πόρτα. Η Ίζαμπελ σταμάτησε και κοίταξε τον Κρίστοφερ μπερδεμένη. Υπήρχε ένα χαλί στο διάδρομο, έστω κι έτσι όμως, το πάτωμα σίγουρα δεν αποτελούσε ένα αναπαυτικό κρεβάτι. Εντούτοις το αγόρι ήταν κουλουριασμένο στο πλάι σαν ποντικάκι, με το στήθος του να ανεβοκατεβαίνει απαλά από βαθύ ύπνο. Έμοιαζε τόσο μικρός έτσι όπως κοιμόταν, σχεδόν μωρό. Είχε τα ξανθά μαλλιά της μητέρας του αλλά καθώς τον κοιτούσε συνειδητοποίησε ότι το πιγούνι και η μύτη ήταν του πατέρα του. Κάποια μέρα μπορεί να έμοιαζε με τον αγαπητό Έντμουντ. Η Ίζαμπελ αναστέναξε. Δεν υπήρχε κανείς τριγύρω και αναμφίβολα η καημένη η Καρούδερς κοιμόταν ακόμα γαλήνια στο κρεβάτι της μέσα στο παιδικό δωμάτιο. Δεν μπορούσε να βρει καμία βοήθεια. Έσκυψε προσεκτικά και σήκωσε το ζεστό κορμάκι στα χέρια της –κάπως αδέξια αφού δεν ήταν συνηθισμένη να το κάνει. Ο μικρός δεν έβγαλε τον παραμικρό ήχο καθώς τον κουβαλούσε στο κρεβάτι της, αλλά της έκανε έκπληξη το πόσο βαρύς ήταν. Τον ακούμπησε μαλακά στο στρώμα και τράβηξε τα σκεπάσματα μέχρι το πιγούνι του. «Είναι εδώ;» Τα νυσταγμένα καστανά μάτια του Κριστοφερ ανοιγόκλεισαν. Τα λόγια του βγήκαν τόσο αργόσυρτα, που δεν ήταν σίγουρη πως είχε ξυπνήσει εντελώς. «Ποιος;» του ψιθύρισε. «Το Φάντασμα» είπε αρκετά καθαρά τώρα. «Ονειρεύτηκα ότι ήρθε και σε έσωσε, λαίδη μου.» Ένιωσε τη γωνία του στόματός της να ανασηκώνεται. «Με έσωσε από τι;» Εκείνος κουλουριάστηκε σαν μπαλίτσα στο πλάι της, με
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
277
μάτια ορθάνοιχτα. «Ονειρεύτηκα ότι έκλαιγες ολομόναχη και το Φάντασμα ήρθε και σε έσωσε.» «Α» είπε η Ίζαμπελ ζαρώνοντας τα φρύδια. Τι περίεργο όνειρο που είδε ο μικρός. «Ένα όνειρο ήταν μόνο, Κρίστοφερ. Είμαι μια χαρά.» Της έγνεψε με ένα πελώριο χασμουρητό να χαράζεται στο πρόσωπό του. «Οπότε πράγματι σε έσωσε.» Ξαφνιάστηκε με τη λογική του, αλλά ο Κρίστοφερ άρχισε ήδη να ροχαλίζει σιγανά. Για μια στιγμή απέμεινε να κοιτάζει ετούτο το παιδί που δε δεχόταν να φύγει μακριά –όσο συχνά και αν το απόδιωχνε. Ετούτο το παιδί που απαιτούσε τη μητρική της αγάπη –όσο μαραμένη και αν ήταν. Τα μάτια της ξαφνικά πλημμύρησαν δάκρυα. Θυμήθηκε τα επαναλαμβανόμενα λόγια τού Γουίντερ: Αν όχι εγώ, τότε ποιος; Ποτέ δε θα γινόταν τόσο αγία όσο εκείνος, αλλά ίσως μπορούσε να κάνει αυτό το ένα μικρό πραγματάκι. Έσκυψε και φίλησε το μέτωπο του Κρίστοφερ πριν ξαπλώσει και η ίδια στο κρεβάτι. *** Ο Γουίντερ χαμήλωσε το βλέμμα στην Πιτς που κοιμόταν και αναρωτήθηκε τι θα ήταν το καλύτερο για τη μικρή Εβραιοπούλα. Δε γνώριζε πολλά για τους Εβραίους του Λονδίνου –μόνο ότι ήταν τυπικά παράνομοι και ως εκ τούτου μια πολύ μυστικοπαθής κοινότητα. Θα μπορούσε ίσως να προσηλυτίσει τη μικρή και να τη μεγαλώσει ως Χριστιανή, αλλά κάτι μέσα του αντιδρούσε στην ιδέα να την αλλάξει σε κάτι τόσο θεμελιώδες. Να τη διδάξει να ψεύδεται για όλη της τη ζωή. Τουλάχιστον έδειχνε καλύτερα απ’ όταν είχε πρωτοέρθει στο σπίτι. Τα μάγουλά της είχαν γεμίσει και είχαν ένα υγιές ρόδινο χρώμα, έμοιαζε μάλιστα και να έχει ψηλώσει, αν κάτι τέτοιο ήταν δυνατόν σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Η
278
ELIZABETH HOYT
Ντόντο ήταν ξαπλωμένη δίπλα της, με το μπράτσο της Πιτς τυλιγμένο προστατευτικά γύρω της. Το μικρό τεριέ τον κοίταξε καχύποπτα, αλλά τουλάχιστον δεν του γρύλιζε πια. Ο Γουίντερ έστρεψε το βλέμμα στο άλλο άτομο που υπήρχε στο στενό κρεβάτι. «Τζόζεφ.» Ο Τζόζεφ Τίνμποξ, που ήταν ξαπλωμένος με το ένα χέρι πάνω από το κεφάλι και το ένα πόδι να κρέμεται έξω από το κρεβάτι, άνοιξε τα μάτια νυσταγμένα. «Τι…» «Τι γυρεύεις στο κρεβάτι της Πιτς;» ρώτησε ο Γουίντερ μαλακά. Το αγόρι ανακάθησε, με τα μαλλιά του να έχουν κολλήσει στο πίσω μέρος του κρανίου και να πετάνε σαν καρφιά μπροστά. «Η Πιτς είδε έναν εφιάλτη.» Ο Γουίντερ ύψωσε το φρύδι ερωτηματικά. «Έναν εφιάλτη.» «Μάλιστα.» Το αγόρι είχε ξυπνήσει εντελώς τώρα και είχε επιστρατεύσει την πιο ειλικρινή του έκφραση. «Δεν μπορούσα να την αφήσω να κοιμηθεί μόνη μετά απ’ αυτό.» «Και άκουσες αυτόν τον εφιάλτη από την άλλη άκρη του διαδρόμου που είναι οι κοιτώνες των αγοριών;» Ο Τζόζεφ άνοιξε το στόμα του και μετά συνειδητοποίησε το πρόβλημα: ήταν απλώς αδύνατον να ακούσεις κάτι λιγότερο από μια δυνατή κραυγή από τους κοιτώνες στην άλλη άκρη του διαδρόμου. Χαμήλωσε το πιγούνι, κοιτώντας τον Γουίντερ μέσα από τα πυκνά του μαλλιά. «Βλέπει συνέχεια εφιάλτες μου είπε.» Εκείνος αναστέναξε. Η προστατευτική τάση του αγοριού ήταν κάτι καλό, αλλά... «Έχεις φτάσει σε μια ηλικία, Τζόζεφ, που δεν είναι πλέον σωστό να κοιμάσαι στο ίδιο κρεβάτι με ένα κορίτσι, όσο ευγενής και αν είναι ο λόγος.» Έβλεπε καθαρά από το σαστισμένο βλέμμα του Τζόζεφ ότι το αγόρι δεν είχε ιδέα για ποιο πράγμα του μιλούσε. Ωστόσο, όσο θλιβερό κι αν ήταν, ο κόσμος έκρινε όχι με τις καλύτερες δυνατότητές σου αλλά με τις χειρότερες σκέψεις που είχαν στην καρδιά τους οι ίδιοι.
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
279
«Έλα, Τζόζεφ. Η Πιτς είναι αρκετά μεγάλη για να κοιμάται μόνη της» είπε ο Γουίντερ απλώνοντας το χέρι. «Στο κάτω-κάτω, έχει την Ντόντο να την προστατεύει.» Ο Τζόζεφ Τίνμποξ του έριξε μια ματιά γεμάτη με πανάρχαια παιδική σοφία. «Η Ντόντο είναι σκυλί, κύριε. Δεν μπορεί να απαντήσει όταν η Πιτς θέλει να μιλήσει για τα πράγματα που της έχουν συμβεί.» «Συγνώμη, έχεις απόλυτο δίκιο» παραδέχτηκε ο Γουίντερ. Έγειρε το κεφάλι του στο πλάι. «Η Πιτς σου λέει όλα όσα της έχουν συμβεί;» Ο Τζόζεφ έγνεψε καταφατικά, με τα χείλη του σφιγμένα. «Κατάλαβα.» Έριξε μια ματιά στο δωμάτιο, σμίγοντας τα φρύδια. «Τότε ίσως πρέπει να υπάρξει ένας συμβιβασμός. Τι θα ’λεγες να κοιμάσαι στο ντιβάνι δίπλα στο κρεβάτι της Πιτς; Έτσι θα μπορείς να την ακούς όταν θέλει να μιλήσει, αλλά θα κοιμόσασταν καλύτερα και οι δύο, πιστεύω.» Ο Τζόζεφ το σκέφτηκε με ύφος σοβαρό σαν δικαστής πριν γνέψει αποφασιστικά πως συμφωνεί. «Αυτό θα είναι τέλειο, νομίζω.» Σκαρφάλωσε στο ντιβάνι και άφησε ένα μεγάλο χασμουρητό. Ο Γουίντερ πήρε το κερί του και γύρισε να φύγει. Σύντομα θα ξημέρωνε. Αλλά ο Τζόζεφ τον σταμάτησε με μία ερώτηση. «Κύριε;» «Ναι;» «Πού πηγαίνετε τις νύχτες;» Ο Γουίντερ έμεινε ακίνητος και κοίταξε πάνω απ’ τον ώμο του. Ο Τζόζεφ τον παρατηρούσε με μάτια πολύ διορατικά για κάποιον τόσο μικρό. Εκείνη τη στιγμή, ο Γουίντερ ένιωσε να έχει κουραστεί από τα ψέματα. «Διορθώνω τις αδικίες.» Περίμενε περισσότερες ερωτήσεις –ο Τζόζεφ συνήθως είχε ένα σωρό και η απάντησή του ήταν υπερβολικά αόρι-
280
ELIZABETH HOYT
στη– αλλά το αγόρι απλώς κούνησε το κεφάλι. «Θα με διδάξετε πώς κάποια μέρα;» Τα μάτια του Γουίντερ γούρλωσαν. Να τον διδάξει να…; Το μυαλό του αμέσως αντέδρασε στην ιδέα να βάλει τον Τζόζεφ σε τέτοιο κίνδυνο. Αλλά αν ήταν να ψάξει έναν μαθητευόμενο για το Φάντασμα, ήξερε από ένστικτο ότι δε θα μπορούσε να βρει κάποιον με περισσότερο θάρρος από ετούτο τον μικρό. Κοντοστάθηκε πριν μιλήσει. «Θα το σκεφτώ.» Το αγόρι χασμουρήθηκε νυσταγμένα. «Σας ευχαριστώ που με αφήνετε να μείνω με την Πιτς, κύριε.» Ένα απρόσμενο συναίσθημα έκανε το στήθος του Γουίντερ να φουσκώσει. «Σε ευχαριστώ που τη φροντίζεις, Τζόζεφ» του ψιθύρισε και μετά έκλεισε την πόρτα. *** «Πού πηγαίνουμε;» ρώτησε ο Κρίστοφερ με έξαψη το επόμενο απόγευμα. «Σε ένα μέρος με πολλά παιδιά» του αποκρίθηκε η Ίζαμπελ. «Μπορεί να βρεις ένα-δυο να παίξετε.» Ο Κρίστοφερ φάνηκε αβέβαιος. «Θα τους αρέσω;» Η Ίζαμπελ ένιωσε μια σουβλιά. Σε μια παρόρμηση, είχε πάρει τον Κρίστοφερ μαζί της να επισκεφθούν το ίδρυμα. Ήταν τόσο χαρούμενος το πρωί όταν ξύπνησε στο δωμάτιό της κι εκείνη δεν τον μάλωσε. Η Ίζαμπελ σκέφτηκε ότι μπορεί να απολάμβανε την παρέα με άλλους συνομήλικους, αλλά τι ήξερε αυτή από παιδιά, εδώ που τα λέμε; Ίσως να έκανε φοβερό λάθος. Ο Κρίστοφερ έδειχνε τόσο φοβισμένος! Είχε ελάχιστη εμπειρία με άλλα παιδιά. Η Λουίζ τον έπαιρνε να την επισκεφθεί μια στο τόσο, αλλά δεν είχε οικογένεια και οι φίλοι της δεν είχαν παιδιά. Ο Κρίστοφερ είχε ζήσει μάλλον απομονωμένα τη μικρή ζωή του.
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
281
Η ίδια δεν ήταν η μητέρα του, αλλά δεν έπαυε να νιώθει ένοχη. Έπρεπε να είχε προσέξει νωρίτερα πόσο μόνο ήταν το αγοράκι. Και ξαφνικά συνειδητοποίησε πως ήταν εξαιτίας του Γουίντερ που είχε αφυπνιστεί. Εκείνος είχε ανοίξει κάτι βαθιά μέσα της. Την έκανε να κοιτάξει τη ζωή της και τον κόσμο με άλλα μάτια. Η σκέψη την έκανε νευρική. Αυτό που είχαν ήταν εκ των πραγμάτων καταδικασμένο να διαρκέσει λίγο. Κάποια μέρα –πιθανόν πολύ σύντομα– θα έπρεπε να φύγει μακριά από τον Γουίντερ. Όμως όσο περισσότερο χρόνο περνούσε μαζί του, τόσο περισσότερο την πλάνευαν τα σοβαρά, σκοτεινά μάτια του. Εκείνα τα μάτια έβλεπαν τον αληθινό της εαυτό όπως δεν τον είχε ξαναδεί ποτέ κανείς. Η Ίζαμπελ αναρρίγησε. Όταν θα άφηνε τον Γουίντερ, θα ήταν σαν να αφαιρούσε ένα στρώμα από το δέρμα της. «Λαίδη μου;» Η ψιλή φωνούλα του Κρίστοφερ την επανέφερε στο παρόν. Τον κοίταξε και του χαμογέλασε καθησυχαστικά. «Δεν ξέρω αν θα αρέσεις στα άλλα παιδιά» απάντησε η Ίζαμπελ «αλλά φαντάζομαι πως αν είσαι ευγενικός μαζί τους, δε θα τους φανεί άσχημο.» Ο Κρίστοφερ έδειξε οριακά καθησυχασμένος και η Ίζαμπελ κοίταξε έξω από το παράθυρο με ένα βουβό αναστεναγμό. Χωρίς αμφιβολία ο Γουίντερ θα τη θεωρούσε ανόητη που είχε φέρει μαζί της τον Κρίστοφερ. Αλλά όταν είδε τον Γουίντερ μισή ώρα αργότερα, εκείνος είχε άλλα ζητήματα στο μυαλό του. Στεκόταν στα σκαλιά του σπιτιού, μιλώντας στον Λοχαγό Τρεβίλιον, τον δραγόνο αξιωματικό. Η Ίζαμπελ σήκωσε τις φούστες της όταν είδε τους δύο άντρες και άνοιξε το βήμα της για το σπίτι. «Καλησπέρα σας, κύριοι» φώναξε καθώς πλησίαζε. Ο Λοχαγός Τρεβίλιον έβγαλε το ψηλό του καπέλο και υποκλίθηκε από τη ράχη του αλόγου του, αλλά ο Γουίντερ
282
ELIZABETH HOYT
έριξε μόνο μια ματιά προς το μέρος της πριν το βλέμμα του πέσει στη μικροσκοπική φιγούρα του Κρίστοφερ δίπλα της· μετά στράφηκε πάλι στο λοχαγό. «Όπως είπα, δεν έτυχε να δω το Φάντασμα χθες βράδυ, Λοχαγέ.» Η καρδιά της Ίζαμπελ σφίχτηκε. Μεγαλοδύναμε Θεέ, είχε υποψίες ο δραγόνος λοχαγός; «Ωστόσο ήσασταν έξω μέχρι αργά, μου λένε τα παιδιά» είπε μειλίχια ο Τρεβίλιον, χειροτερεύοντας τους φόβους της Ίζαμπελ. «Σίγουρα θα πρέπει να ακούσατε τουλάχιστον κάτι.» «Πυροβολισμούς» είπε ο Γουίντερ ήρεμα. «Αλλά έχω τη συνήθεια να απομακρύνομαι από τυχόν βίαιους ήχους, σας διαβεβαιώ, Λοχαγέ.» Ο λοχαγός Τρεβίλιον γρύλισε. «Το Φάντασμα σκότωσε έναν τζέντλεμαν χθες βράδυ, όπως είμαι βέβαιος πως ακούσατε. Να περιμένω ότι θα ειδοποιήσετε εμένα ή τους άντρες μου σε περίπτωση που μάθετε κάτι σχετικό με το ζήτημα;» «Έχετε το λόγο μου» είπε ο Γουίντερ σοβαρά. Ο λοχαγός ένευσε. «Ωραία.» Στράφηκε στην Ίζαμπελ. «Είμαι βέβαιος πως ακούσατε και εσείς την είδηση, λαίδη μου. Το Σεντ Τζάιλς δεν είναι ασφαλές μέρος για να τριγυρίζετε προς το παρόν.» «Το ενδιαφέρον σας μου ζεσταίνει την καρδιά όπως πάντα, Λοχαγέ.» Η Ίζαμπελ χαμογέλασε και έγνεψε προς τον Χάρολντ που στεκόταν από σεβασμό λίγα βήματα πίσω της. «Αλλά έφερα τον υπηρέτη μου μαζί μου.» «Είναι οπλισμένος;» ρώτησε απαιτητικά ο δραγόνος αξιωματικός. «Πάντα» τον διαβεβαίωσε η Ίζαμπελ. «Λοιπόν, φροντίστε να έχετε φύγει από εδώ μέχρι το σούρουπο» την πρόσταξε ο λοχαγός Τρεβίλιον σαν να ήταν ένας από τους στρατιώτες του. Έστριψε το κεφάλι του μεγαλόσωμου μαύρου αλόγου του. «Και έχετε κατά νου την υπόσχεσή σας, κύριε Μέικπις.»
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
283
Χωρίς να περιμένει απάντησή τους, απομακρύνθηκε με ελαφρύ τροχασμό. «Γιατί ήταν θυμωμένος ο στρατιώτης;» ρώτησε ο Κρίστοφερ παρακολουθώντας την αναχώρηση του δραγόνου. Σε όλη τη διάρκεια της συζήτησης κοιτούσε με δέος το μεγάλο άλογο και την εντυπωσιακή στολή του αναβάτη του. «Επειδή εργαζόταν όλη τη νύχτα» είπε ο Γουίντερ ευγενικά, μιλώντας απευθείας στο παιδί. «Πιστεύω πως ο λοχαγός Τρεβίλιον είναι κουρασμένος. Ήρθες να μας επισκεφθείς, Κρίστοφερ;» «Μάλιστα, κύριε.» Το αγόρι έγειρε ντροπαλά μέσα στις φούστες της Ίζαμπελ. «Η λαίδη λέει πως έχει παιδιά για να παίξω εδώ.» «Έτσι είναι.» Ο Γουίντερ έστειλε στην Ίζαμπελ ένα σπάνιο, πλατύ χαμόγελο που έκανε την καρδιά της να καλπάσει. «Χαίρομαι που η λαίδη Μπέκινχολ σκέφτηκε να σε φέρει. Ήρθατε να με διδάξετε καλούς τρόπους, λαίδη μου;» «Όχι σήμερα, παρ’ όλο που φοβάμαι πως τα μαθήματά μας αργούν ακόμα να τελειώσουν.» Έσφιξε τα χείλη της. «Όχι, μετά το χθεσινό βράδυ και την…» Έριξε μια βιαστική ματιά στον Κρίστοφερ. «Την… απώλεια του κυρίου ΦρέιζερΜπάρνσμπι, νομίζω πως ο διαγωνισμός ανάμεσα σε εσάς και τον λόρδο Ντ’Αρκέ θα πρέπει να αναβληθεί προσωρινά. Και ευτυχώς δηλαδή, δεδομένου του ότι εγκαταλείψατε χθες τον χορό χωρίς να μπείτε στον κόπο να χαιρετίσετε κανέναν.» «Η αποστολή σας είναι όντως δύσκολη» μουρμούρισε ο Γουίντερ ανοίγοντας την μπροστινή πόρτα για να τους οδηγήσει μέσα. «Χμφ.» Η Ίζαμπελ σήκωσε τα μάτια ψηλά, αλλά είχε υπερβολικά καλή διάθεση σήμερα για να ξεκινήσει μια διαφωνία περί κοινωνικού πρωτοκόλλου. «Νομίζω πως η μαγείρισσα έχει φτιάξει φρέσκα ψωμάκια το απόγευμα αν δε σας πειράζει να ρίξετε μια ματιά» πρότεινε ο Γουίντερ στον Χάρολντ.
284
ELIZABETH HOYT
«Μάλιστα, σερ.» Ο υπηρέτης κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Ο Κρίστοφερ τον κοίταξε με λαχτάρα. «Ίσως θα έπρεπε να δούμε κι εμείς τι γίνεται με τα ψωμάκια σε λίγο» μουρμούρισε ο Γουίντερ. «Αλλά να δούμε πρώτα τι γίνεται με την τάξη των αγοριών;» Ο Κρίστοφερ έδειξε φοβισμένος και ταυτόχρονα ενθουσιασμένος στην αναφορά των παιδιών. Δεν είπε τίποτα αλλά έπιασε το χέρι που του άπλωσε ο Γουίντερ. Ο Γουίντερ κοίταξε την Ίζαμπελ πάνω από το κεφάλι του μικρού, με βλέμμα ζεστό. Ανέβηκαν τη σκάλα που έβγαζε στον όροφο της τάξης πάνω από τους κοιτώνες. Καθώς πλησίαζαν, η Ίζαμπελ σκέφτηκε πως οι αίθουσες διδασκαλίας ήταν ασυνήθιστα ήσυχες και όταν μπήκαν, κατάλαβε το γιατί: Τα παιδιά έπαιρναν το απογευματινό τσάι. Μακριά τραπέζια είχαν στρωθεί και κάθε παιδί είχε μπροστά του μια αχνιστή κούπα και ένα πιάτο με ένα ψωμάκι πάνω του. «Α, βλέπω πως ήρθαμε τη σωστή ώρα» μουρμούρισε ο Γουίντερ. Όλα τα κεφάλια στράφηκαν στον ήχο της φωνής του και τα παιδιά είπαν εν χορώ –μετά από παρότρυνση της Νελ Τζόουνς– «Καλησπέρα, κύριε Μέικπις.» «Καλησπέρα και σε σας, παιδιά.» Ο Γουίντερ έδειξε μια άδεια θέση σε έναν από τους μακριούς πάγκους, με έκφραση κάπως κεφάτη παρ’ όλο που δε χαμογελούσε. «Θα θέλατε να μας συνοδεύσετε, λαίδη Μπέκινχολ;» Του έριξε ένα βλέμμα που υποσχόταν εκδίκηση και το στόμα του χαλάρωσε σε ένα χαμόγελο. Κάθισε δίπλα της και της σέρβιρε ένα φλιτζάνι δυνατό τσάι, προσθέτοντας γάλα και ζάχαρη πριν της το δώσει. Ο Κρίστοφερ καθόταν σφιγμένος απέναντί τους, χωρίς να πίνει το τσάι του, μολονότι κοιτούσε το ψωμάκι στο πιάτο του πεινασμένα.
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
285
«Η μητέρα σου είναι;» Ένα απ’ τα αγόρια που έμοιαζε συνομήλικο του Κρίστοφερ έσκυψε προς το μέρος του και ψιθύρισε τραχιά την ερώτηση. Ο Κρίστοφερ έριξε ένα επιφυλακτικό βλέμμα στην Ίζαμπελ. «Όχι.» «Έχεις μητέρα;» ρώτησε το αγόρι. «Ναι» είπε ο Κρίστοφερ. «Εσύ δεν έχεις;» «Όχι» είπε το αγόρι. «Κανένας μας δεν έχει. Γι’ αυτό μένουμε εδώ στο σπίτι.» «Ω.» Ο Κρίστοφερ το σκέφτηκε για μια στιγμή, έπειτα έπιασε το ψωμάκι του και έφαγε μια μπουκιά. «Εγώ δεν έχω πατέρα.» Το αγόρι έγνεψε με ύφος περισπούδαστο. «Ούτε κι εγώ. Θες να δεις ένα ποντίκι;» Ο Κρίστοφερ φάνηκε να ενδιαφέρεται. «Ναι, παρακαλώ.» «Χένρι Πούτμαν» είπε ο Γουίντερ χωρίς να σηκώσει τα μάτια. «Μάλιστα, κύριε;» Το αγόρι που μιλούσε στον Κρίστοφερ τον κοίταξε αθώα. «Πιστεύω πως το ποντίκι είναι έξω από το σπίτι, ναι;» Ο Χένρι Πούτμαν ζάρωσε το μέτωπο. Ο Γουίντερ αναστέναξε. «Ίσως μετά το τσάι εσύ και ο Κρίστοφερ μπορείτε να το βγάλετε έξω.» «Μάλιστα, κύριε.» Ο Χένρι Πούτμαν έγνεψε ζωηρά και ήπιε βιαστικά το τσάι του. «Μπορεί να μας βοηθήσει και ο Τζόζεφ Τσανς. Εκείνος είναι που το έσωσε από τον Σουτ.» Ένα τρίτο αγοράκι έγνεψε ζωηρά πάνω από το ψωμάκι του. Πέντε λεπτά αργότερα, η Ίζαμπελ κοιτούσε τον Κρίστοφερ να φεύγει τρέχοντας πλάι στους νεοαποκτηθέντες φίλους του. Τα υπόλοιπα παιδιά τούς ακολούθησαν. Προφανώς αυτή ήταν η προγραμματισμένη ώρα για εξωτερικές δραστηριότητες. «Είσαι τόσο καλός μαζί τους.»
286
ELIZABETH HOYT
«Δεν είναι και τόσο δύσκολο» της είπε. «Το μόνο που έχει να κάνει κανείς είναι να τους φέρεται με σεβασμό και να τα ακούει.» «Εύκολο για σένα, ίσως» του απάντησε. «Εγώ πάντα καταλήγω να ανησυχώ για ό,τι του έχω πει –ή για ό,τι δεν του έχω πει.» Της έγνεψε καταφατικά. «Φαντάζομαι πως όλες οι μητέρες ανησυχούν για το πώς μεγαλώνουν τα παιδιά τους.» Η Ίζαμπελ μόρφασε. «Δεν είμαι η μητέρα του.» «Φυσικά δεν είσαι» μουρμούρισε. «Ωστόσο τον έφερες μαζί σου σήμερα. Την τελευταία φορά που σε είδα με τον Κρίστοφερ, τον πρόσταζες να φύγει από το δωμάτιο. Τι άλλαξε;» «Δεν ξέρω» του είπε. «Ίσως λίγη από την αγιοσύνη σου να πέρασε και σε μένα.» Την κοίταξε, με το ένα φρύδι υψωμένο. Εκείνη αναστέναξε. «Ή ίσως να κουράστηκα να μας πληγώνω και τους δύο, προσπαθώντας να τον απομακρύνω.» Της χαμογέλασε, ξαφνικά και ζεστά κι εκείνη αναρωτήθηκε για μια στιγμή αν θα γελούσε ποτέ μπροστά της. «Όπως και να ’χει, χαίρομαι που τον έφερες.» Ανασήκωσε τους ώμους της αμήχανα, στρέφοντας το βλέμμα στην αίθουσα διδασκαλίας. Πέρα από το μακρύ τραπέζι και τους πάγκους, δεν υπήρχαν και πολλά μέσα στο δωμάτιο. Το μαρμάρινο πάτωμα ήταν γυμνό και ένα μοναχικό ράφι φιλοξενούσε μερικές πλάκες γραφής και ένα βιβλίο –κρίνοντας από το μέγεθός του ήταν μάλλον η Βίβλος. Γύρισε πάλι να τον κοιτάξει. «Αυτό το δωμάτιο είναι πολύ ασκητικό. Σίγουρα τώρα υπάρχουν οι πόροι για να διακοσμήσετε το ίδρυμα.» Ο Γουίντερ ανασήκωσε τα φρύδια λες και δεν περίμενε το σχόλιό της. «Με ποιον τρόπο θα άλλαζες τα πράγματα;» «Όχι ότι μου πέφτει λόγος…» Η φωνή της έσβησε και κούνησε το κεφάλι αρνητικά. «Ένα χαλί, κατ’ αρχήν. Το
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
287
πάτωμα θα είναι πολύ κρύο τον χειμώνα. Μερικές κορνιζαρισμένες αφίσες ή ακόμα και πίνακες για να κοιτάζουν τα παιδιά. Κουρτίνες στα παράθυρα.» Η φωνή της έσβησε ξανά όταν τον είδε να της χαμογελάει. «Γιατί με κοιτάζεις έτσι;» «Θαυμάζω απλώς τον τρόπο που ξέρεις να μετατρέψεις ένα κτίριο σε σπίτι.» Η Ίζαμπελ ρουθούνισε ειρωνικά. «Δεν είναι τόσο δύσκολο.» Βρίσκονταν μόνοι μέσα στην αίθουσα τώρα και ο Γουίντερ την τράβηξε ξαφνικά πάνω του, φιλώντας την γρήγορα και δυνατά. Ανασήκωσε ξανά το κεφάλι του ενώ εκείνη αγκομαχούσε ακόμα. «Θα κάνεις το σπίτι μου… σπιτικό, Ίζαμπελ;» Του έγνεψε καταφατικά, έχοντας χάσει τη μιλιά της, καθώς τον έβλεπε τόσο ικανοποιημένο. Έντρομη αναρωτήθηκε αν τα λόγια του σήμαιναν κάτι παραπάνω. *** Η Ίζαμπελ δεν ήξερε αν έπρεπε να τον περιμένει απόψε. Ο Γουίντερ δεν είχε δείξει το παραμικρό σημάδι –πέρα από εκείνο το μοναδικό καυτό φιλί στην αίθουσα διδασκαλίας– ότι ήθελε να την ξαναδεί. Ήθελε να την ξαναρίξει στο κρεβάτι. Αλλά χωρίς να το καταλάβει, βρέθηκε στη βιβλιοθήκη αργά το βράδυ όταν όλοι οι άλλοι μέσα στο σπίτι είχαν πάει για ύπνο. Τριγύρισε κοιτάζοντας τα ράφια, περνώντας τα δάχτυλά της πάνω από τις δερμάτινες και υφασμάτινες ράχες, πιάνοντας πού και πού ένα βιβλίο, απλώς και μόνο για να το αφήσει πάλι στη θέση του μια στιγμή μετά. Πφ! Ήταν αξιολύπητη σαν καμιά κοπελίτσα που κάνει το ντεμπούτο της και λαχταράει να δει την άμαξα κάποιου υποψήφιου μνηστήρα πίσω από τις κουρτίνες του καθιστικού της μητέρας της.
288
ELIZABETH HOYT
Όταν επιτέλους άκουσε τον ψίθυρο της πόρτας της βιβλιοθήκης που άνοιγε, δεν μπόρεσε καν να προσποιηθεί την αδιάφορη. Έκανε στροφή επί τόπου για να τον δει και μετά η καρδιά της φτερούγισε. Φορούσε τη στολή του Φαντάσματος. «Το θέλεις να σε κρεμάσουν;» τον μάλωσε καθώς έτρεχε προς το μέρος του. «Είναι κάποια παρόρμησή σου να θυσιαστείς για τους κατοίκους του Σεντ Τζάιλς; Δεν αρκεί που δίνεις τον εαυτό σου γι’ αυτούς νύχτα και μέρα; Τώρα πρέπει να δώσεις και την ίδια σου τη ζωή;» «Δεν έχω καμία επιθυμία να γίνω μάρτυρας» είπε ήσυχα καθώς την παρακολουθούσε να πετάει το καπέλο και τη δερμάτινη μάσκα του στο πάτωμα και να λύνει τον μανδύα του. «Έχεις πολύ περίεργο τρόπο να το δείχνεις.» Αγριοκοίταξε τα κουμπιά του σακακιού του –ή αυτό θα έκανε ή θα έβαζε τα κλάματα. «Αν σε πιάσουν, θα σε κρεμάσουν όσο πιο γρήγορα γίνεται, και δε θα υπάρξει σωτηρία της τελευταίας στιγμής όπως έγινε με τον Μίκι Ο’Κόνορ. Εσένα δεν υπάρχει κανείς να σε σώσει.» «Ίζαμπελ.» Έπιασε τα τρεμάμενα χέρια της, κρατώντας τα σφιχτά παρ’ όλο που εκείνη προσπάθησε να τα τραβήξει. «Σώπα. Κανείς δεν πρόκειται να με πιάσει.» Δεν θα έκλαιγε μπροστά του. «Δεν είσαι ανίκητος» ψιθύρισε. «Ξέρω ότι νομίζεις πως είσαι, αλλά δεν είσαι. Είσαι απλώς σάρκα και αίμα, εξίσου ευάλωτος με κάθε άλλον άνθρωπο.» «Μην το παίρνεις τόσο βαριά» της ψιθύρισε, σέρνοντας απαλά το στόμα του στο λαιμό της. «Πώς μπορώ, όταν επιμένεις να ρισκάρεις έτσι τη ζωή σου;» Τη σήκωσε στην αγκαλιά του και την ακούμπησε πάνω στο τραπέζι της βιβλιοθήκης, μπαίνοντας ανάμεσα στα ανοιγμένα πόδια της. «Πρέπει να βρω τα κλεμμένα παιδιά. Με χρειάζονται, Ίζαμπελ.»
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
289
«Όλοι στο Σεντ Τζάιλς σε χρειάζονται.» Τον άρπαξε απ’ τα μαλλιά και με τα δυο της χέρια. «Αν όμως τους χρειαζόσουν εσύ, δε θα έδιναν δεκάρα. Σκέψου, σε κυνήγησαν και σε χτύπησαν όταν έσωσες τον πειρατή!» «Θα ’πρεπε να βοηθάω μόνο όσους είναι αρκετά γενναίοι για να με βοηθήσουν;» μουρμούρισε καθώς μάζευε τις φούστες της στις γροθιές του. «Μήπως να σώζω μόνο όσους περνάνε από κάποια δοκιμασία φιλανθρωπίας;» «Όχι βέβαια.» Άφησε ένα βογκητό καθώς ο Γουίντερ πέρασε τις φαρδιές παλάμες του πάνω από τους μηρούς της. Τον αγριοκοίταξε. «Ακόμα κι αν μπορούσε να φτιαχτεί μια τέτοια δοκιμασία, εσύ θα την αγνοούσες τελείως. Σώζεις κι αυτούς που το αξίζουν κι αυτούς που δεν το αξίζουν χωρίς εξαίρεση. Είσαι ένας αναθεματισμένος άγιος.» Του ξέφυγε ένα κοφτό γελάκι και ένα μέρος του μυαλού της Ίζαμπελ κατέγραψε πως ήταν η πρώτη φορά που άκουγε αυτόν τον ήχο. Μετά τα χέρια του ήταν εκεί και όλες οι σκέψεις έσβησαν απ’ το μυαλό της. Έσκυψε από πάνω της, παρατηρώντας την καθώς τα έξυπνα δάχτυλά του βρήκαν το ευαίσθητο σημείο της και το χάιδεψαν απαλά. «Λυπάμαι που σε κάνω ν’ ανησυχείς. Θα έκανα τα πάντα για να σε δω ευτυχισμένη.» Άνοιξε διάπλατα τα μάτια της και άπλωσε το χέρι να τον χαϊδέψει στο μάγουλο. «Ακόμα και να σταματήσεις να είσαι το Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς;» Όμως δεν της απάντησε –είτε επειδή δεν ήθελε να την απογοητεύσει είτε επειδή τα δάχτυλά της, που πασπάτευαν το κούμπωμα του παντελονιού του, του απέσπασαν την προσοχή. Γύρισε το πρόσωπο προς το μέρος της τη στιγμή που εκείνη έβρισκε το τελευταίο κουμπί και γλιστρούσε το χέρι της μέσα. Ήταν σκληρός και καυτός, όπως ήξερε πως θα ήταν, περιμένοντάς την ανυπόμονα. Τον άδραξε καθώς υπο-
290
ELIZABETH HOYT
δεχόταν τη γλώσσα του στο στόμα της, τα δάχτυλά του στα βάθη της, και βόγκηξε. Ήξερε πως τον μούσκευε, αλλά δεν μπορούσε να κάνει κάτι γι’ αυτό. Ποτέ πριν δεν ήταν έτσι –τόσο έντονο, τόσο σπινθηροβόλα αληθινό. Όλα τα χρώμα του κόσμου γίνονταν ξεκάθαρα στα μάτια της όποτε τον τύλιγε στην αγκαλιά της. Την έκανε να αφυπνίζεται. Την έκανε να ζωντανεύει. Ήταν στο χείλος του γκρεμού, αλλά δεν ήθελε να πέσει χωρίς αυτόν. Διέκοψε το φιλί τους, αγκομαχώντας πάνω στα χείλη του: «Έλα μέσα μου.» Τη φίλησε με το στόμα ανοιχτό, άγρια, γλιστρώντας αργά έξω τα δάχτυλά του. Οι γοφοί του άνοιξαν περισσότερο τους μηρούς της καθώς πλησίαζε στον πυρήνα της. Τραβήχτηκε ελάχιστα πίσω, ίσα για να την κοιτάξει στα μάτια. «Έτσι;» Έσυρε την άκρη του ανδρισμού του πάνω της, κλείνοντας για μια στιγμή τα μάτια της καθώς τον έτριβε απαλά στην κορυφή της. Μετά τον κοίταξε κατάματα και τον έσπρωξε προς τα κάτω, μέχρι που βρέθηκε ακριβώς στην είσοδό της. «Ναι» είπε ξέπνοα. «Έτσι ακριβώς.» Μετά εκείνος μπήκε με δύναμη μέσα της, ανοίγοντάς την, κάνοντας τους μυς της να τεντωθούν, κάνοντας χώρο για τον εαυτό του. Γραπώθηκε απ’ τους ώμους του και τύλιξε τα πόδια της ψηλά πάνω από τους γοφούς του, ισορροπώντας στην άκρη του τραπεζιού, εντελώς ανοιχτή και ευάλωτη στα χέρια του. Την έπιασε από τους γλουτούς, ενώ αποτραβιόταν αργά, με τα μάτια του καρφωμένα στο σημείο όπου η σάρκα του ενωνόταν με τη δική της. Ένιωσε το γλίστρημα του ανδρισμού του, την ελεγχόμενη δύναμή του, και ήξερε πως αν συνέχιζε τόσο αργά, μπορεί να έχανε και το μυαλό της. «Πιο γρήγορα» τον παρότρυνε, σφίγγοντας τους ώμους του. «Πιο γρήγορα.»
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
291
Εκείνος κούνησε το κεφάλι αρνητικά. «Μη βιάζεσαι.» Και αντέστρεψε την κίνησή του, μπαίνοντας αμείλικτα μέσα της, εκατοστό το εκατοστό. Αργά. Πολύ αργά. «Γουίντερ» τον ικέτευσε, στριφογυρνώντας πάνω του, προσπαθώντας να τον παρασύρει, προσπαθώντας να τον κάνει να βιαστεί. Αλλά ξαφνικά εκείνος τη σήκωσε στον αέρα. Η Ίζαμπελ τσίριξε, σφίγγοντάς τον από φόβο ότι θα πέσει. Ο Γουίντερ στάθηκε όρθιος με εκείνη τυλιγμένη γύρω του σαν βεντούζα· μετά πήρε μια αργή, βαθιά ανάσα, με το στέρνο του να ανεβαίνει κάτω απ’ το στήθος της. «Αργά» της ψιθύρισε και κάλυψε το στόμα της με το δικό του. Για μια στιγμή η Ίζαμπελ ξέχασε τα πάντα. Η γλώσσα του ήταν μέσα στο στόμα της, ζεστή και δυνατή, αρρενωπή και επίμονη, και ο ανδρισμός του τόσο βαθιά μέσα της που έκανε τη θηλυκότητά της να τον καλωσορίζει. Την είχε. Είχε τον έλεγχο. Μετά άρχισε να περπατάει, εξακολουθώντας να τη φιλάει, και η κίνηση ήταν απίστευτα σαγηνευτική, ένα αμυδρό σπρώξιμο, ένα γλυκό, ρυθμικό λίκνισμα. Βόγκηξε πάνω στα χείλη του. «Γουίντερ.» «Ναι» της μουρμούρισε. «Ναι.» Μετά η πλάτη της ήταν στον τοίχο και τα πόδια του γερά στηριγμένα στο πάτωμα. Ξαφνικά κινιόταν πάλι μέσα της. Γρήγορα. Δυνατά. Βαθιά. Τέλεια. Τα δόντια του είχαν γυμνωθεί, τα χείλη του είχαν τραβηχτεί πίσω και τα μάτια του γυάλιζαν καθώς την κοιτούσε. «Ναι.» Η Ίζαμπελ το ένιωθε να έρχεται, φοβόταν πως θα έχανε τελείως τον έλεγχο. Άρπαξε το στόμα του και δάγκωσε τα χείλη του, ξεσπώντας σε λυγμούς καθώς κατέρρεε. Ήταν
292
ELIZABETH HOYT
τόσο δυνατός, τόσο μεγάλος, τόσο σωστός. Ποτέ δε θα έβρισκε άλλον άντρα σαν κι αυτόν στη ζωή της. Την κατέστρεφε για κάθε άλλον άντρα και το ευχαριστιόταν αφάνταστα. Ένιωσε τους μύες του να σφίγγονται από κάτω της, τον ένιωσε να μπαίνει με δύναμη μέσα της, κολλώντας τη ραχοκοκαλιά της στον τοίχο. Έμεινε ακίνητος καθώς ο ανδρισμός του παλλόταν μέσα της και το στόμα του μαλάκωνε κάτω απ’ τα χείλη της. Κάτι μουρμούριζε, ψιθύριζε, ψέλλιζε, τη στιγμή που το κορμί του συνέχιζε να συσπάται και ήταν τόσο μεγάλη η δική της ένταση ώστε της χρειάστηκαν κάμποσες στιγμές μέχρι να συνειδητοποιήσει τι είχε πει. Και όταν το συνειδητοποίησε, τραβήχτηκε πίσω, κοιτώντας τον έντρομη. Εκείνος παρέμενε ο ίδιος, σίγουρος για τον εαυτό του, γεμάτος αυτοπεποίθηση. «Σ’ αγαπώ.»
Κεφάλαιο Δεκατέσσερα Τελικά, η Αληθινή Αγάπη του Αρλεκίνου έσκυψε το κεφάλι, σταύρωσε τα χέρια και προσευχήθηκε στους αγίους και στους αγγέλους και στον ίδιο το Θεό για την Ελπίδα που χρειαζόταν για να σώσει τον Αρλεκίνο απ’ τη φρικτή μοίρα στην οποία είχε παγιδευτεί. Προσευχήθηκε μέχρι που βγήκε το φεγγάρι στον ουρανό· μετά, μαζεύοντας το Κορδόνι της Αγάπης, το Φιαλίδιο της Λύπης και τη δική της Ελπίδα, σηκώθηκε και βγήκε στο δρόμο, με κατεύθυνση το Σεντ Τζάιλς… -από το Ο Θρύλος του Αρλεκίνου-Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς
Ο Γουίντερ κατάλαβε αμέσως ότι είχε κάνει ένα λάθος τακτικής. Το μυαλό του αγωνίστηκε να σκεφτεί. Δεν είχε νόημα να δοκιμάσει να καλύψει το λάθος του. Όταν έχεις αποκαλύψει μια αδυναμία σου στη μάχη, κάνε επίθεση, όχι υποχώρηση. Ήταν πολύ νωρίς, το ήξερε αυτό, αλλά δε γινόταν να κάνει πίσω. Πήρε μια βαθιά ανάσα και την κοίταξε στα μάτια. «Θα με παντρευτείς;» Τα μάτια της ήταν ήδη γουρλωμένα από το σοκ, αλλά το
294
ELIZABETH HOYT
γλυκό της σαγόνι κυριολεκτικά έπεσε ακούγοντας τα λόγια του. Αν η κατάσταση δεν ήταν τόσο δύσκολη, θα είχε βάλει τα γέλια. «Έχεις τρελαθεί;» Έτσι όπως πήγαινε το πράγμα, δεν μπόρεσε να εμποδίσει τα χείλη του να ανασηκωθούν. «Κάποιοι δε θα είχαν καμία αμφιβολία ότι είμαι τρελός.» «Δεν μπορώ να σε παντρευτώ!» Το περίμενε το χτύπημα, αλλά και πάλι τον πόνεσε. Η έκφρασή της ήταν τόσο σοκαρισμένη. Τουλάχιστον του είχε φύγει η διάθεση να γελάσει. «Στην πραγματικότητα, μπορείς. Δεν είμαι λογοδοσμένος με άλλη· δεν είσαι λογοδοσμένη με άλλον. Έχω πει πως σ’ αγαπώ και μου έχεις ήδη δοθεί.» Τα κορμιά τους ήταν ακόμα ενωμένα, η διέγερσή του δεν είχε καταλαγιάσει εντελώς. Οπότε της ήταν μάλλον δύσκολο να αρνηθεί τον ισχυρισμό του. Εν τούτοις, το έκανε. «Δε σου δόθηκα» είπε ξεφυσώντας, με πρόσωπο ακόμα αναψοκοκκινισμένο από τον έρωτά τους. «Αυτή ήταν μια στιγμή διασκέδασης, τίποτα παραπάνω.» Ήταν μια γυναίκα με ισχυρή θέληση, μεγαλύτερη σε ηλικία και ανώτερη κοινωνικά από τον ίδιο. Αν την άφηνε, θα τον ποδοπατούσε. Εδώ λοιπόν ήταν που έπρεπε να υψώσει το ανάστημά του, να ρίξει το θεμέλιο για το πώς θα προχωρούσαν στο μέλλον. Γιατί σκόπευε ασυζητητί να είναι μαζί της στο μέλλον –έστω κι αν αυτή δεν το αντιλαμβανόταν ακόμα. Αν την άφηνε να τον απομακρύνει, δε θα ξανάβρισκαν ποτέ αυτόν το δεσμό. Θα γίνονταν αυτό που ήταν και πριν: δυο περιπλανώμενες ψυχές, μόνες και έρημες, αιώνια μακριά από τον κόσμο γύρω τους. Δεν μπορούσε να ζει άλλο έτσι και δε σκόπευε να την αφήσει να επιστρέψει σ’ αυτό το κενό.
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
295
Έτσι έγειρε από πάνω της, χρησιμοποιώντας τη μεγαλύτερη δύναμη και το ύψος του για να δώσει έμφαση στα λόγια του. Α, και τη γυμνή σάρκα που ήταν ακόμα μέσα της. Θα τη χρησιμοποιούσε κι αυτή επίσης. Έσπρωξε τους γοφούς του πάνω της, υπενθυμίζοντάς της τι είχαν μόλις κάνει και είπε: «Δεν είχα πάει ποτέ με γυναίκα πριν από σένα. Σ’ το ξεκαθάρισα. Νόμιζες πως θα σε άφηνα να με αποπλανήσεις έτσι απλά; Όχι. Εσύ έκανες μια συμφωνία μαζί μου τη στιγμή που μου επέτρεψες να μπω στο σώμα σου.» «Δεν έκανα καμία τέτοια συμφωνία!» Τα μάτια της ήταν θυμωμένα –και τρομοκρατημένα– αλλά δε θα την άφηνε να τον κάνει να οπισθοχωρήσει. «Ακριβή μου Ίζαμπελ» ψιθύρισε. «Έκανες μια συμφωνία με την καρδιά σου, την ψυχή σου και το κορμί σου και τη σφράγισες με τον οργασμό σου πάνω μου.» Εκείνη τον κοίταξε σαστισμένη. Ποτέ πριν δεν είχε χρησιμοποιήσει τέτοια λόγια, ειδικά μαζί της, αλλά η ευθύτητά τους ήταν αναγκαία. «Δε… δεν μπορώ να σε παντρευτώ» μουρμούρισε σχεδόν από μέσα της. Υπήρχαν δάκρυα στα μάτια της και έμοιαζε παγιδευμένη. Ο Γουίντερ πόνεσε για την αγωνία που της προκαλούσε, αλλά δε γινόταν να την αφήσει να του φύγει. «Δεν είσαι παρά ένας ταπεινός δάσκαλος. Τι σε κάνει να πιστεύεις πως θα σε παντρευτώ;» Τα λόγια της ήταν επώδυνα και δεν του άρεσαν, έτσι η απάντησή του ήταν ωμή και εύστοχη. Τίναξε τη λεκάνη του πάνω στη δική της, γλιστρώντας τον αναγεννημένο ανδρισμό του μέσα στο υγρό της πέρασμα. Η Ίζαμπελ άφησε ένα βογκητό, με τα μάτια της να καρφώνονται στα δικά του, και ο Γουίντερ είδε τη στιγμή που όλα τα επιχειρήματά της κατέρρευσαν. Τη στιγμή που η ελπίδα της να του ξεφύγει εύκολα έσβησε. «Είμαι στείρα.»
296
ELIZABETH HOYT
Οι λέξεις ήταν γυμνές, πικρές. Τις άκουσε και μετά δεν άκουγε τίποτε άλλο για λίγο. Κοίταζε το θλιμμένο πρόσωπό της, σφιγμένο και μοναχικό καθώς μιλούσε. «Μετά την τρίτη αποβολή, ήξερα πως δε θα γεννήσω ποτέ ζωντανό παιδί» έλεγε εκείνη όταν η ακοή του επανήλθε. «Παρά τους τόσους γιατρούς που έφερε ο Έντμουντ. Αλλά η χειρότερη ήταν η τέταρτη αποβολή. Αιμορραγούσα για πολύ καιρό και οι γιατροί είπαν πως ήμουν τυχερή που επέζησα, υπήρχε όμως ένα τίμημα, είπαν. Η ζημιά που είχα υποστεί εσωτερικά ήταν ανεπανόρθωτη.» Το είπε ήρεμα, αλλά ο Γουίντερ ήξερε πως θα πρέπει να είχε ουρλιάξει και σπαράξει στην είδηση, γιατί η δικιά του Ίζαμπελ δεν ήταν καμιά παθητική γυναίκα. Θα είχε παλέψει την ετυμηγορία. Θα είχε πεθάνει προσπαθώντας να κάνει παιδί. Ευτυχώς αυτό ήταν αδύνατον. Ήξερε ότι σύντομα, πολύ σύντομα, θα έπρεπε να πενθήσει για τα παιδιά που δε θα έκανε ποτέ. Προς το παρόν όμως, είχε μόνο ένα στόχο. «Δεν πειράζει» είπε όταν εκείνη σταμάτησε για να πάρει ανάσα. Τον κοίταξε σχεδόν περιφρονητικά. «Φυσικά και πειράζει. Όλοι οι άντρες θέλουν παιδιά που να είναι αίμα τους κι εγώ δεν μπορώ να σου τα προσφέρω. Δεν μπορώ να έχω ποτέ αυτό που οι άλλες γυναίκες έχουν τόσο εύκολα. Ένα μωρό –τα παιδιά– δεν υπάρχουν για μένα.» «Είναι μια απώλεια, συμφωνώ» της είπε, βγαίνοντας απαλά από μέσα της. Άφησε τα πόδια της να αγγίξουν το πάτωμα, αλλά όταν εκείνη πήγε να του φύγει, πολύ εύκολα τη σήκωσε στην αγκαλιά του και πήγε στον καναπέ, αποθέτοντάς την στα πόδια του σαν παιδί. Δεν μπορούσε να μετρήσει τις φορές που είχε ησυχάσει κάποιο παιδί που έκλαιγε, κρατώντας το στην ίδια θέση. «Γουίντερ…» άρχισε να του λέει.
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
297
«Σσς.» Ακούμπησε τα δάχτυλά του στα χείλη της. «Άκουσέ με. Δε θα αρνηθώ πως θα μου άρεσε να κάνω παιδιά μαζί σου. Ένα κοριτσάκι με τα μαλλιά και τα μάτια σου θα ήταν η χαρά της ζωής μου. Αλλά πάνω και πρώτα απ’ όλα θέλω εσένα, όχι υποθετικά παιδιά. Μπορώ να αντέξω την απώλεια κάποιου πράγματος που δεν είχα ποτέ. Αλλά δεν μπορώ να αντέξω να χάσω εσένα.» Ήδη κουνούσε το κεφάλι της αρνητικά, αρνούμενη την επιθυμία του να τον ακούσει. «Είσαι νέος, Γουίντερ Μέικπις. Μπορεί τώρα να νομίζεις πως δε σε νοιάζει να μην κάνεις δικά σου παιδιά, αλλά αυτό θα αλλάξει. Γιατί νομίζεις ότι δεν ξαναπαντρεύτηκα ποτέ; Κάποια μέρα θα με κοιτάς και θα βλέπεις μια στείρα γριά.» Κάτι στη φωνή της τον έκανε να την κοιτάξει πιο προσεκτικά. Τα μάτια της ήταν στοιχειωμένα, το πρόσωπό της γεμάτο ντροπή. «Έτσι σε έβλεπε ο άντρας σου;» «Όχι. Ασφαλώς όχι.» Όμως έκλεισε τα μάτια της σαν να μην μπορούσε να αντέξει κάποιο φοβερό πόνο. «Ο Έντμουντ ήταν πάντα ο απόλυτος τζέντλεμαν.» «Παρ’ όλα αυτά σε άφησε πίσω να μεγαλώσεις το νόθο του. Αλάτι στην πληγή.» Τα μάτια της πετάρισαν, απελπισμένα κι άγρια. Κούνησε το κεφάλι αρνητικά την ίδια στιγμή που έλεγε: «Δε θα γίνω θηλιά στο λαιμό σου εμποδίζοντάς σε να αποκτήσεις αληθινή οικογένεια. Δε θα άντεχα να με κοιτάξει έτσι κανένας άντρας ξανά, και προπαντός όχι... όχι εσύ.» Εκείνο το μικρό τραύλισμα στο τελείωμα της φράσης της έκανε την καρδιά του να φουσκώσει. Τον έκανε να καταλάβει ότι ήταν μόνο θέμα χρόνου και υπομονής. Πιθανόν μεγάλης υπομονής. «Δε θα σε κοιτάξω ποτέ με άλλον τρόπο εκτός από απόλυτο θαυμασμό.» Της χάιδεψε καθησυχαστικά τα μαλλιά. «Ποτέ δε θα γίνεις θηλιά στο λαιμό μου. Πιο σωστά, θα είσαι ο ήλιος που φωτίζει τη μέρα μου.» Σταμάτησε και ξερο-
298
ELIZABETH HOYT
κατάπιε. «Δεν το βλέπεις; Με έχεις φέρει στη μέρα. Έχεις αγκαλιάσει πλευρές μου που δε θα μπορούσα ποτέ να φέρω στο φως. Μη με κάνεις να αποσυρθώ πάλι στη νύχτα.» Έκλεισε τα μάτια της κουρασμένα. «Δε φτάνει αυτό. Μην το κάνεις στον εαυτό σου –σε εμένα. Μετά από ένα-δυο χρόνια, ούτε τα λεφτά μου δε θα σε πείσουν ότι άξιζε τον κόπο που με παντρεύτηκες.» Ο Γουίντερ μόρφασε στα λόγια της. Ο άντρας της την είχε πληγώσει βαθιά και τώρα πάσχιζε να το βάλει στα πόδια, πανικόβλητη. Δε θα τη μετέπειθε αυτήν τη στιγμή. Την ακούμπησε μαλακά στον καναπέ και σηκώθηκε, κουμπώνοντας το παντελόνι του. «Είναι προφανές πως δεν μπορώ να σε πείσω απόψε. Είσαι κουρασμένη και ομολογώ πως το ίδιο είμαι κι εγώ. Ας το αφήσουμε για αύριο.» Φυσικά εκείνη άνοιξε το στόμα της ξανά, αλλά ο Γουίντερ το περίμενε και κάλυψε τα γλυκά της χείλη με το στόμα του, φιλώντας την μέχρι να τη νιώσει να μαλακώνει. Μετά ανασήκωσε το κεφάλι. «Και πρόσεχε, ακριβή μου Ίζαμπελ, να μη με προσβάλλεις πάρα πολύ άσχημα όταν μαλώνουμε, χμμ;» Φρόντισε να φύγει γρήγορα –πριν προλάβει να του πει κάτι άλλο. *** «Λαίδη μου!» Η Ίζαμπελ άνοιξε τα μάτια της και είδε την Πίνκνι να στέκεται διστακτικά δίπλα στο κρεβάτι της. Η καμαριέρα της πρότεινε ένα διπλωμένο χαρτί. «Λαίδη μου, αυτό το σημείωμα ήρθε για εσάς μόλις τώρα. Ο μικρός που το έφερε είπε ότι τον είχαν πληρώσει ένα σελίνι έξτρα για να τρέξει μέχρι εδώ. Νομίζω πως θα πρέπει να είναι σημαντικό, τι λέτε;» Τα γεγονότα της προηγούμενης νύχτας όρμησαν στο
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
299
μυαλό της πριν προλάβει να τα συγκρατήσει. Η πρόταση του Γουίντερ. Η δική της σοκαρισμένη άρνηση. Είχαν απολαύσει τη συνεύρεσή τους. Γιατί ήθελε να τα αλλάξει όλα; Η Ίζαμπελ το μόνο που ήθελε ήταν να χώσει το κεφάλι της κάτω από το μαξιλάρι. Βόγκηξε. «Τι ώρα είναι;» «Μόλις μία το μεσημέρι» είπε η Πίνκνι απολογητικά. Φυσικά. Η καμαριέρα το θεωρούσε αποκορύφωμα της κομψότητας να κοιμάσαι μέχρι το απόγευμα. Όμως η Ίζαμπελ είχε ξυπνήσει τώρα. Ανακάθισε στο κρεβάτι. «Πες να μου φέρουν λίγο καφέ, παρακαλώ. Και δώσε μου να δω το σημείωμα.» Το σημείωμα ήταν διπλωμένο και σφραγισμένο και η Ίζαμπελ έσπασε το κερί καθώς η Πίνκνι πήγαινε στην πόρτα του υπνοδωματίου για να παραγγείλει τον καφέ. Άνοιξε το μήνυμα και διάβασε: Η λαίδη Πενέλοπι συνοδεύει τη λαίδη ντ’Αρκέ στο σπίτι σήμερα το απόγευμα. Νομίζω πως σκοπεύουν να διώξουν τον κύριο Μέικπις. -Α. Γκ. Άρτεμις Γκρέιβς. Η συνοδός της λαίδης ρισκάριζε τη θέση της. Η Ίζαμπελ τσαλάκωνε ήδη το σημείωμα καθώς σηκωνόταν από το κρεβάτι. Είχε πει ότι την αγαπούσε. Δεν μπορούσε να το σκεφτεί τώρα. Όχι αν σκόπευε να βοηθήσει τον Γουίντερ. «Λαίδη μου;» Η Πίνκνι έδειξε ξαφνιασμένη όταν γύρισε και είδε την κυρία της να έχει ήδη σηκωθεί και να ψάχνει τη συρταριέρα με τα εσώρουχά της. «Άσε τον καφέ» είπε η Ίζαμπελ αφηρημένα καθώς έριχνε το σημείωμα στη φωτιά. «Βοήθησέ με να ντυθώ.» Δέκα λεπτά αργότερα –ένα πραγματικό ρεκόρ για την τουαλέτα της, το οποίο κόντεψε να κάνει την Πίνκνι να πά-
300
ELIZABETH HOYT
θει νευρική κρίση– η Ίζαμπελ έμπαινε στην άμαξά της. «Αν είχαμε τουλάχιστον πέντε λεπτά ακόμα, θα μπορούσατε να είχατε φορέσει το καινούργιο πράσινο στρατιωτικό σακάκι σας» κλαψούρισε η Πίνκνι. Η Ίζαμπελ ακούμπησε την πλάτη πίσω, κοιτώντας ανυπόμονα έξω από το παράθυρο. «Μα αυτό ακριβώς είναι το θέμα –δεν είχα άλλα πέντε λεπτά. Το μόνο που ελπίζω είναι ότι η ώρα που χρειαστήκαμε δε μας καθυστέρησε πάρα πολύ.» Οι δρόμοι του Λονδίνου έμοιαζαν ακόμα πιο γεμάτοι απ’ το συνηθισμένο σήμερα. Δυο φορές η άμαξα αναγκάστηκε να σταματήσει τελείως από ζώα στο δρόμο και ακόμα κι όταν κινούνταν, μετά βίας προχωρούσαν πιο γρήγορα απ’ όσο αν περπατούσαν. Η Ίζαμπελ ένιωθε ότι είχαν χρειαστεί ώρες μέχρι να φτάσουν στο Ίδρυμα για Ατυχή Βρέφη και Έκθετα Παιδιά, αλλά ουσιαστικά δεν μπορεί να έκαναν παραπάνω από μισή ώρα. Ωστόσο, η άμαξα του υποκόμη Ντ’Αρκέ ήταν ήδη μπροστά στο σπίτι όταν έφτασαν. «Περίμενε εδώ» είπε η Ίζαμπελ καθώς κατέβαινε βιαστικά από την άμαξά της. Ανέβηκαν τρέχοντας τα σκαλιά και δοκίμασε την εξώπορτα. Κλειδωμένη. Ανασήκωσε το ρόπτρο και το άφησε να πέσει, επαναλαμβάνοντας ξανά και ξανά την κίνηση μέχρι που κάποιος άνοιξε απότομα την πόρτα. Η Μέρι Γουίτσαν κοίταξε έξω με πρόσωπο χλωμό. Μέσα από το σπίτι ακουγόντουσαν υψωμένες φωνές. «Ελάτε γρήγορα, λαίδη μου» είπε αγχωμένα η Μέρι. Χωρίς άλλη λέξη, γύρισε και έτρεξε πάλι μέσα. Η Ίζαμπελ μάζεψε τις φούστες της και την ακολούθησε βιαστικά. Μεγαλοδύναμε Θεέ, για ποιο λόγο φώναζε έτσι ο λόρδος Ντ’Αρκέ; Γιατί ξεχώριζε πως ήταν η δική του φωνή αυτή που ακουγόταν τόσο έντονα.
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
301
Αυτή και η Μέρι μπήκαν στο καθιστικό τη στιγμή που ο υποκόμης Ντ’Αρκέ γύριζε απότομα την πλάτη στο τζάκι. «…ξέρεις αυτόν το δολοφόνο, Μέικπις! Το έχεις ήδη παραδεχτεί. Δώσε μας το όνομά του λοιπόν, αν έχεις την καλοσύνη, αλλιώς θα σε οδηγήσω ενώπιον του δικαστή με την κατηγορία της κάλυψης ενός κλέφτη και δολοφόνου.» Η σκηνή ήταν δραματική. Ο λόρδος Ντ’Αρκέ έμοιαζε να μην έχει κλείσει μάτι από τη στιγμή που έμαθε το φόνο του φίλου του πριν από δυο νύχτες. Το πρόσωπό του ήταν καταβεβλημένο, τα μάτια του γυάλιζαν σαν μανιακού και υπήρχαν κανονικοί λεκέδες στο σακάκι και το παντελόνι του. Δίπλα του, ο κόμης Κέρσο και ο κύριος Σέιμουρ στέκονταν βλοσυροί, ενώ η λαίδη Πενέλοπι έμοιαζε έτοιμη να σκάσει από ενθουσιασμό. Η μις Γκρέιβς, όρθια πίσω από την κυρία της, έριξε στην Ίζαμπελ μια επιφυλακτική ματιά. Σε αντίθεση με την ένταση της μικρής ομάδας, ο Γουίντερ στεκόταν μόνος στη μια μεριά του δωματίου, παρακολουθώντας ακίνητος. Το πρόσωπό του ήταν τόσο κλειστό, που η Ίζαμπελ δεν είχε ιδέα τι μπορεί να σκεφτόταν. Ευχήθηκε να μπορούσε να τον πλησιάσει και να σταθεί στο πλευρό του. Αδύνατον. «Σας έχω ήδη πληροφορήσει» είπε ο Γουίντερ με επικίνδυνα ήρεμη φωνή «ότι παρ’ όλο που έχω δει το Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς, δεν έχω ιδέα ποιος είναι στην πραγματικότητα.» «Ω, μην υπεκφεύγετε, κύριε Μέικπις» αναφώνησε η λαίδη Πενέλοπι. Στράφηκε αργά προς το μέρος της. «Γιατί να κάνω κάτι τέτοιο, λαίδη μου;» «Όντως γιατί» είπε μαλακά ο κύριος Σέιμουρ. «Μήπως επειδή το Φάντασμα είναι… φίλος σας; Ή ίσως κάτι περισσότερο; Απουσιάζατε δύο φορές μέχρι τώρα όταν εμφανίστηκε το Φάντασμα –στην όπερα και προχθές το βράδυ στο χορό των Ντ’Αρκέ.»
302
ELIZABETH HOYT
Καθαρός τρόμος κύλησε στις φλέβες της Ίζαμπελ. Αν ανακάλυπταν τον Γουίντερ, θα τον κρέμαγαν για το φόνο του Ρότζερ Φρέιζερ-Μπάρνσμπι, ανεξάρτητα αν ήταν αθώος ή ένοχος. Έκανε ενστικτωδώς ένα βήμα μπροστά. «Κύριε Σέιμουρ! Τι ανόητη κατηγορία. Μπορεί ο κύριος Μέικπις να άργησε στην όπερα, αλλά με συνόδευσε στην αίθουσα χορού του λόρδου Ντ’Αρκέ όπως μπορεί να σας βεβαιώσει ο ίδιος ο λόρδος. Κατηγορείτε τον κύριο Μέικπις ότι μπορεί να πετάξει από το σπίτι του Ντ’Αρκέ μέχρι το Σεντ Τζάιλς μέσα σε δευτερόλεπτα; Εξάλλου, πολλοί άνθρωποι έχουν δει το Φάντασμα. Θα τους κατηγορούσατε όλους για εξαπάτηση;» Ο λόρδος Κέρσο έκανε μια μικρή υπόκλιση προς το μέρος της. «Πολύ σωστό, λαίδη μου. Εσείς η ίδια είχατε αρκετά τετ-α-τετ με το Φάντασμα, έτσι δεν είναι;» «Κατηγορείτε εμένα, λόρδε μου;» Η Ίζαμπελ χαμογέλασε γλυκά. «Ίσως πιστεύετε πως βοήθησα το Φάντασμα να σκοτώσει τον άτυχο κύριο Φρέιζερ-Μπάρνσμπι από κάποιο καπρίτσιο;» «Φυσικά και όχι» είπε ο λόρδος Κέρσο. «Αλλά τι ευτυχής σύμπτωση να εμφανιστείτε ακριβώς την κατάλληλη στιγμή για να υπερασπιστείτε τον κύριο Μέικπις, λαίδη Μπέκινχολ.» Ύψωσε το φρύδι της, αποφεύγοντας προσεκτικά να κοιτάξει τη μις Γκρέιβς. «Σύμπτωση; Καθόλου. Είχα ένα ραντεβού με τον κύριο Μέικπις για να μου δείξει το σπίτι.» «Ξεφύγαμε από το θέμα, κύριοι» είπε εκνευρισμένα ο υποκόμης. Όλη αυτήν την ώρα, δεν είχε πάρει στιγμή τα μάτια του από τον Γουίντερ. «Μπορείτε τουλάχιστον να μου πείτε πού θα μπορούσα να βρω το Φάντασμα, Μέικπις.» Ο Γουίντερ κούνησε το κεφάλι αρνητικά. «Είμαι στο σκοτάδι όσο κι εσείς, λόρδε μου. Ξέρω πως δε σας αρέσει που το ακούτε, αλλά κατ’ αρχήν δεν είμαι εντελώς σίγουρος πως ο κύριος Φρέιζερ-Μπάρνσμπι δολοφονήθηκε από το Φάντασμα.»
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
303
Το αίμα ανέβηκε στο πρόσωπο του λόρδου Ντ’Αρκέ, δίνοντάς του ένα θυμωμένο κόκκινο χρώμα, αλλά εκείνος που μίλησε ήταν ο κύριος Σέιμουρ. «Ξεχνάτε, Μέικπις. Υπάρχει ένας μάρτυρας. Ο υπηρέτης του Φρέιζερ-Μπάρνσμπι περιέγραψε τον δολοφόνο με λεπτομέρειες.» «Έτσι άκουσα» μουρμούρισε ο Γουίντερ. «Παράξενο που το Φάντασμα δε σκότωσε και τον υπηρέτη ώστε να μην αφήσει πίσω έναν τόσο επιμελή μάρτυρα.» «Δεν έχω χρόνο γι’ αυτό» είπε ο λόρδος Ντ’Αρκέ. «Θα βρω το Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς με ή χωρίς τη βοήθειά σας, Μέικπις. Ο λοχαγός Τρεβίλιον μου λέει ότι οι άντρες του παραλίγο να πιάσουν το Φάντασμα τη νύχτα του φόνου. Είναι απλώς ζήτημα χρόνου να τον πιάσουμε.» Έκανε να φύγει, αλλά η λαίδη Πενέλοπι τον σταμάτησε. «Αλλά δεν είπαμε για το δώρο σας, λόρδε μου.» Ο λόρδος Ντ’Αρκέ σταμάτησε και γύρισε, με ένα παράξενο, άγριο χαμόγελο στο πρόσωπο. «Πώς μπόρεσα να το ξεχάσω; Νομίζω πως είναι προφανές μετά τις τελευταίες μέρες ότι κέρδισα το μικρό μας διαγωνισμό καλών τρόπων, Μέικπις. Μπορούμε να περιμένουμε μέχρι να επιστρέψουν η λαίδη Ηρώ και η λαίδη Κέιρ στην πόλη για να τακτοποιήσουμε το ζήτημα, αλλά μου φαίνεται πως θα ήταν ευκολότερο να παρουσιάσουμε στις κυρίες μια απόφαση τετελεσμένη.» «Σας έχω ήδη πει πως δε θα παραιτηθώ από το σπίτι» είπε ο Γουίντερ ορθά-κοφτά. Ο υποκόμης κατένευσε διακριτικά. «Το θυμάμαι. Αλλά αναρωτιέμαι αν θα μπορούσατε να… πεισθείτε… αν σας πρόσφερα ένα κίνητρο.» Ο Γουίντερ σφίχτηκε. «Αν νομίζετε πως τα χρήματα μπορούν να με επηρεάσουν…» Ο λόρδος Ντ’Αρκέ ανέμισε το χέρι, κόβοντάς τον. «Τίποτε τόσο χονδροειδές. Έχω τις καλύτερες προθέσεις για το ίδρυμα –και τα παιδιά– πάντοτε στο μυαλό μου. Ελπίζω το ίδιο και εσείς.»
304
ELIZABETH HOYT
Ο Γουίντερ απλώς στένεψε τα μάτια. «Τι εννοείτε;» ρώτησε η Ίζαμπελ κοφτά. Δεν της άρεσαν οι γλοιώδεις αοριστίες του λόρδου Ντ’Αρκέ. Ο υποκόμης δούλευε πάντα για τον εαυτό του, κάτι που συνήθως δεν ήταν πρόβλημα, αλλά με τη θλίψη του για τον φόνο του κυρίου Φρέιζερ-Μπάρνσμπι να τον ωθεί, ο Ντ’Αρκέ έμοιαζε εντελώς εκτός ελέγχου. «Τι προτείνετε, λόρδε μου;» Ο λόρδος Ντ’Αρκέ ύψωσε τα φρύδια. «Απλώς επιθυμώ να παρέχω μια θέση στο ναυτικό για το μεγαλύτερο αγόρι του σπιτιού, όποιο κι αν είναι αυτό. Νομίζω πως και εσείς και ο κύριος Μέικπις θα εγκρίνατε μια τέτοια κίνηση.» Η Ίζαμπελ πήρε μια βαθιά ανάσα. Μια θέση στο ναυτικό για ένα αγόρι έπρεπε να αγοραστεί και επομένως πήγαινε συνήθως στους γιους αριστοκρατών ή τιτλούχων. Αν την έδινες σε ένα ορφανό αγόρι, χωρίς καμία ένδοξη καταγωγή... ήταν απλώς ανήκουστο. Τι σκάρωνε ο λόρδος Ντ’Αρκέ; Και μετά το συνειδητοποίησε: το μεγαλύτερο αγόρι ήταν ο Τζόζεφ Τίνμποξ. Ένας μυς τινάχτηκε στο σαγόνι του Γουίντερ. «Είστε εξαιρετικά γενναιόδωρος, λόρδε μου.» Ο υποκόμης έκλινε το κεφάλι. «Σας ευχαριστώ, το ξέρω. Αλλά φυσικά υπάρχει μια προϋπόθεση για αυτήν τη γενναιοδωρία. Μπορώ να δώσω τη θέση μόνο αν αναλάβω τη θέση του διευθυντή του σπιτιού. Θα πρέπει να συμφωνήσετε να αποχωρήσετε με χάρη. Αμέσως τώρα.» Η Ίζαμπελ ήδη έκανε ένα βήμα μπροστά, κουνώντας αρνητικά το κεφάλι. «Ακούστε να σας πω…» Αλλά ο Γουίντερ τη διέκοψε, με επίπεδη φωνή. «Δίνετε το λόγο της τιμής σας ως τζέντλεμαν, λόρδε μου, ότι θα το κάνετε αυτό αμέσως μόλις φύγω;» Ο λόρδος Ντ’Αρκέ φάνηκε σχεδόν έκπληκτος. «Φυσικά.» «Πολύ καλά. Συμφωνώ.»
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
305
«Γουίντερ» ψιθύρισε η Ίζαμπελ, αλλά εκείνος ήδη πήγαινε προς την πόρτα, με έκφραση αποφασιστική. Η Ίζαμπελ στράφηκε προς τον λόρδο Ντ’Αρκέ, τον πλησίασε και στάθηκε στις μύτες των ποδιών για να σφυρίξει μέσα στο αυτάρεσκο πρόσωπό του: «Νομίζω πως σας μισώ αυτήν τη στιγμή.» Μετά έτρεξε πίσω από τον Γουίντερ. *** Ο Γουίντερ είχε ήδη βγάλει ένα μαλακό σάκο και μάζευε τα πράγματά του όταν τον βρήκε η Ίζαμπελ πέντε λεπτά αργότερα μέσα στο φτωχικό του δωματιάκι στην κορυφή της πενταόροφης σκάλας του σπιτιού. Τράβηξε αμέσως έξω τα πουκάμισα που είχε τοποθετήσει μέσα στο σάκο. «Τι νομίζεις ότι κάνεις;» Εκείνος σταμάτησε, με ύφος κουρασμένο και υπομονετικό και μαρτυρικό, ανάθεμά τον. «Μαζεύω τα πράγματά μου.» «Μην τολμήσεις να το παίξεις μάρτυρας σε μένα» του σφύριξε θυμωμένα. «Κάνεις ακριβώς αυτό που θέλει ο λόρδος Ντ’Αρκέ.» «Το ξέρω» της είπε. «Δεν έχει σημασία.» «Φυσικά και έχει!» «Βασίζω την απόφασή μου σ’ αυτό που θεωρώ καλύτερο, όχι στους λόγους για τους οποίους κάνει την προσφορά.» «Μα δεν μπορείς να θεωρείς καλύτερο το να φύγεις από το σπίτι. Το να φύγει μακριά σου ο Τζόζεφ Τίνμποξ και να πάει στη θάλασσα.» Ξαναγύρισε στο γέμισμα του σάκου. «Και όμως το θεωρώ.» Η Ίζαμπελ κοίταξε απελπισμένη το δωμάτιο, ψάχνοντας για κάτι, οτιδήποτε, που θα τον έκανε να αλλάξει γνώμη. Το δωμάτιο ήταν μικρό και λιτά επιπλωμένο, τοποθετημένο
306
ELIZABETH HOYT
κάτω από τη μαρκίζα. Προφανώς προοριζόταν για κάποιο υπηρέτη, όχι για τον διευθυντή του ιδρύματος. Η σκέψη την έκανε να θυμώσει ακόμα πιο πολύ. «Γιατί;» απαίτησε να μάθει. «Γιατί πρέπει πάντα να προσπαθείς να γίνεις μάρτυρας; Ντύνεσαι όσο πιο απέριττα μπορείς, ρισκάρεις τη ζωή σου για εκείνους που θα σε κυνηγούσαν και θα σε σκότωναν αν μπορούσαν, μέχρι που επιλέγεις το πιο ταπεινό υπνοδωμάτιο του σπιτιού για να κοιμάσαι.» Ο Γουίντερ ανασήκωσε τα φρύδια, έκπληκτος. «Τι έχει το υπνοδωμάτιο;» «Είναι δωμάτιο για υπηρέτη και το ξέρεις» του πέταξε εκνευρισμένα. «Και μην προσπαθείς να αλλάξεις θέμα.» Εκείνος γονάτισε για να φτάσει κάτι κάτω απ’ το κρεβάτι. «Ούτε που θα το τολμούσα.» Έβαλε τα χέρια της στους γοφούς, ξέροντας πως έχανε κάθε ίχνος κομψότητας μέσα στη στενοχώρια της. «Ο λόρδος Ντ’Αρκέ πιστεύει πως έχεις κάποια σχέση με το Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς…» «Και έχει δίκιο.» Ο Γουίντερ τράβηξε τη στολή του Φαντάσματος κάτω από το κρεβάτι. «Έχεις τρελαθεί;» του σφύριξε καθώς γύριζε βιαστικά για να κλειδώσει την πόρτα. «Συνέχεια αυτό με ρωτάς» μουρμούρισε ο Γουίντερ. «Και έχω σοβαρούς λόγους!» Έσφιξε τις γροθιές της, επιστρέφοντας στο αρχικό της επιχείρημα. «Το κάνει μόνο για εκδίκηση. Δεν έχει πραγματικό ενδιαφέρον για το ίδρυμα… Είναι ένα καπρίτσιο γι’ αυτόν. Πώς νομίζεις ότι θα το διευθύνει;» «Όχι καλά» είπε ο Γουίντερ διπλώνοντας τη στολή και βάζοντάς τη μέσα στο σάκο. «Αλλά η συζήτηση είναι ακαδημαϊκή: ο ίδιος ο Ντ’Αρκέ είπε πως θα προσλάβει διευθυντή για το ίδρυμα.» «Και πιστεύεις πραγματικά πως οποιοσδήποτε άλλος θα
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
307
μπορούσε να τα καταφέρει τόσο καλά όσο εσύ;» τον ρώτησε απελπισμένη. Της έριξε μια ειρωνική ματιά. «Μου είναι δύσκολο να απαντήσω σ’ αυτό χωρίς να ακουστώ υπερόπτης, αλλά όχι, δε νομίζω πως κάποιος άλλος θα τα καταφέρει εξίσου καλά.» Άνοιξε τα χέρια της με απόγνωση. «Ορίστε. Το παραδέχεσαι κι ο ίδιος –δε γίνεται να αφήσεις το ίδρυμα.» Εκείνος κούνησε το κεφάλι αρνητικά. «Το μόνο που παραδέχομαι είναι ότι ο αντικαταστάτης μου πιθανότατα δε θα τα καταφέρει τόσο καλά όσο εγώ. Αλλά το σπίτι δε θα υποφέρει και πολύ γενικά, νομίζω. Η Νελ Τζόουνς είναι μαζί μας σχεδόν τόσον καιρό όσο κι εγώ. Έχουμε περισσότερους υπηρέτες τώρα, μια μαγείρισσα και το Σύλλογο των Κυριών για να μας καθοδηγεί. Πιστεύω πως το ίδρυμα θα βρει τρόπο να συνεχίσει χωρίς εμένα.» «Το ίδρυμα μπορεί, εσύ όμως;» τον ρώτησε μαλακά. Ο Γουίντερ έκανε παύση και γύρισε αργά να την κοιτάξει. «Τι εννοείς;» «Είναι τα πάντα για σένα, όχι;» Έδειξε με το χέρι το δωμάτιο. «Το έχεις πει ο ίδιος ξανά και ξανά. Το Σεντ Τζάιλς, αυτό το σπίτι, τα παιδιά που ζουν μέσα σ’ αυτό. Είναι ο σκοπός της ζωής σου.» Της έγνεψε καταφατικά. «Όντως. Θα πρέπει να βρω άλλο σκοπό, υποθέτω.» Η καρδιά της φούσκωσε από θλίψη. Γι’ αυτόν. Για όλα όσα δε θα παραδεχόταν. «Πού θα πας, Γουίντερ;» Ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους. «Έχω διεξόδους. Θα βρω ένα άλλο μέρος να μείνω.» «Και θα βρεις ένα άλλο αγόρι όπως ο Τζόζεφ Τίνμποξ;» «Όχι» είπε σιγανά, λυπημένα, καθώς έβαζε τα λιγοστά βιβλία του μέσα στο σάκο και τον έκλεινε. «Όχι, ο Τζόζεφ Τίνμποξ είναι μοναδικός.» «Τον αγαπάς, Γουίντερ» του είπε. «Δεν μπορείς να τον αφήσεις να πάει στη θάλασσα.»
308
ELIZABETH HOYT
Έκλεισε τα μάτια του για μια στιγμή και ξαφνικά στο πρόσωπό του εμφανίστηκαν όλα: όλη η θλίψη, όλος ο πόνος που περίμενε να δει η Ίζαμπελ νωρίτερα. Μετά τα άνοιξε ξανά και το ύφος του ήταν αποφασισμένο. «Επειδή τον αγαπάω, γι’ αυτό θα τον αφήσω να φύγει.»
Κεφάλαιο Δεκαπέντε Η Αληθινή Αγάπη του Αρλεκίνου έμενε στις σκιές καθώς έψαχνε στα στενά σοκάκια του Σεντ Τζάιλς για τον Αρλεκίνο. Δυο φορές έτρεξε να ξεφύγει από επικίνδυνες φάτσες και μία φορά κρύφτηκε σε ένα κατώφλι για κάμποσα λεπτά καθώς μια παρέα μεθυσμένων την προσπέρασε παραπατώντας. Αλλά όσο άγρια κι αν χτυπούσε η καρδιά της απ’ το φόβο, δεν εγκατέλειψε την έρευνά της για τον Αρλεκίνο… -από το Ο Θρύλος του Αρλεκίνου-Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς
Τα νέα ταξιδεύουν γρήγορα μέσα σε ένα ορφανοτροφείο. Υπάρχουν άφθονα αυτιά, άφθονα παρατηρητικά ματάκια, που συλλέγουν πληροφορίες και διψάνε να τις διαδώσουν. Όλα τα αγόρια ήταν στο μάθημα. Τη στιγμή που ο Γουίντερ μπήκε στην αίθουσα διδασκαλίας μισή ώρα αργότερα και είδε τον Τζόζεφ Τίνμποξ, κατάλαβε ότι το αγόρι είχε ακούσει ήδη. «Τζόζεφ Τίνμποξ, μπορώ να σου μιλήσω λίγο;» Τα άλλα αγόρια κοίταζαν τον Τζόζεφ Τίνμποξ σαν να έβλεπαν καταδικασμένο να πηγαίνει στην κρεμάλα. Ο Τζό-
310
ELIZABETH HOYT
ζεφ ξεροκατάπιε και σηκώθηκε από τον πάγκο που καθόταν. Καθώς το αγόρι βάδιζε προς το μέρος του, ο Γουίντερ πρόσεξε πόσο είχε ψηλώσει. Τα μάτια τους ήταν σχεδόν στο ίδιο ύψος. Μόλις πριν ένα χρόνο μετά βίας του έφτανε στον ώμο. Τώρα κόντευε να έχει το ύψος άντρα. Ο Τζόζεφ σταμάτησε μπροστά του και είπε σιγανά για να μην τον ακούσουν τα άλλα αγόρια: «Πρέπει;» Ο ήχος της φωνής του που έσπασε στη λέξη έκανε την καρδιά του Γουίντερ να ραγίσει. «Ναι, πρέπει.» Ο Τζόζεφ κατέβασε το κεφάλι και ακολούθησε τον Γουίντερ έξω από την αίθουσα. Ο Γουίντερ έριξε μια ματιά στον διάδρομο, αμήχανος, πριν οδηγήσει τον Τζόζεφ στο αναρρωτήριο. Ήταν άδειο προς το παρόν –η Πιτς είχε νιώσει αρκετά καλά για να παρακολουθήσει ένα από τα μαθήματα των κοριτσιών. Έκλεισε την πόρτα και κοίταξε το αγόρι. «Το άκουσες, αν κατάλαβα καλά;» Ο Τζόζεφ Τίνμποξ κατένευσε βουβά. «Κάποιος αριστοκράτης θέλει να με στείλει στη θάλασσα.» Ο Γουίντερ κάθισε στο κρεβάτι της Πιτς. «Θέλει να κάνει πολύ περισσότερα απ’ αυτό, Τζόζεφ. Υποσχέθηκε να σου εξασφαλίσει μια θέση στο Βασιλικό Ναυτικό.» Η μεγαλοπρέπεια και μόνο του ονόματος ήταν αρκετή για να κάνει το πρόσωπο του Τζόζεφ να γεμίσει δέος –για ένα δευτερόλεπτο, όχι παραπάνω. Μετά ξαναπήρε την πεισματάρικη έκφραση που είχε όταν μπήκε στο δωμάτιο. «Δε θέλω να πάω.» Ο Γουίντερ έγνεψε καταφατικά. «Φυσικά και δε θες. Δεν έχεις βρεθεί ποτέ στη θάλασσα και δεν έχεις αφήσει ποτέ πίσω όλους –και όλα– όσα ήξερες. Φοβάμαι όμως πως αυτό δεν έχει σημασία. Θα πρέπει να φανείς πιο γενναίος από ποτέ, Τζόζεφ, επειδή πολύ απλά δε γίνεται να αφήσεις μια τέτοια ευκαιρία.» Τα μάτια του Τζόζεφ έπεσαν στο κρεβάτι που καθόταν ο
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
311
Γουίντερ. «Δεν μπορώ. Η Πιτς με χρειάζεται.» Για μια ελάχιστη στιγμή, ο Γουίντερ ήθελε να κλείσει τα μάτια και να αποδεχτεί την ήττα του. Τα περισσότερα παιδιά έρχονταν στο ίδρυμα μόνα –χωρίς κανένα συγγενή και φίλο. Έτσι ήταν διπλά υπέροχο όταν διάλεγαν να κάνουν ένα φίλο. Όταν διάλεγαν να έρθουν κοντά με ένα άλλο παιδί που ήταν μόνο κι έρημο στον κόσμο. Ο Τζόζεφ είχε γίνει, από καθαρό αλτρουισμό, προστάτης… και φίλος της Πιτς. Και ήταν σίγουρα αμαρτία να σπάσεις έναν τέτοιο δεσμό. Αλλά αυτό δεν είχε σημασία. Ο Γουίντερ έσκυψε μπροστά, με τους αγκώνες στα γόνατα. «Τα περισσότερα αγόρια που ζουν εδώ γίνονται μαθητευόμενοι σε τεχνίτες. Το ξέρεις αυτό, έτσι δεν είναι, Τζόζεφ;» Εκείνος κατένευσε επιφυλακτικά. «Αν είναι τυχερά, μετά από χρόνια, μπορεί να γίνουν οι ίδιοι τσαγκάρηδες ή χασάπηδες ή υφαντήδες. Όλα τίμια επαγγέλματα. Όλες αρκετά καλές ζωές.» Ο Γουίντερ άνοιξε τα χέρια. «Αλλά εσύ, Τζόζεφ, εσύ έχεις την ευκαιρία να γίνεις κάτι παραπάνω. Μπορείς να γίνεις ένας τζέντλεμαν. Από τη στιγμή που θα μπεις στο Βασιλικό Ναυτικό –ως αξιωματικός, όχι ως απλός ναυτικός– και αν δουλέψεις σκληρά, είσαι γενναίος και φερθείς έξυπνα, θα μπορέσεις να ανεβείς πολύ πιο ψηλά από κάθε άλλο αγόρι εδώ. Μια μέρα μπορεί να γίνεις καπετάνιος σε δικό σου πλοίο.» Τα μάτια του αγοριού γούρλωσαν πριν δαγκώσει τα χείλη του. «Αλλά η θάλασσα... Τι γίνεται αν δε μου αρέσει η θάλασσα, κύριε;» Ο Γουίντερ χαμογέλασε, γιατί αυτό ήταν το μόνο για το οποίο ήταν σίγουρος. «Θα σου αρέσει. Θα μάθεις πώς να κουμαντάρεις ένα πλοίο, θα ακούσεις ιστορίες από μεγαλύτερα αγόρια και άντρες και θα ταξιδέψεις σε υπέροχα μακρινά μέρη, πολύ μακριά απ’ την Αγγλία. Τζόζεφ, θα είναι η πιο καταπληκτική περιπέτεια της ζωής σου.»
312
ELIZABETH HOYT
Προς στιγμήν ο Γουίντερ πίστεψε πως είχε κερδίσει τη μάχη. Πως είχε πείσει τον Τζόζεφ ότι η απόφαση αυτή ήταν η καλύτερη για τον ίδιο, μακροπρόθεσμα βέβαια. Μετά τα μάτια του Τζόζεφ έπεσαν στο μαξιλάρι, που είχε ακόμα το βούλιαγμα από το κεφάλι της Πιτς. Το κοίταξε για μια στιγμή, με μάτια αβέβαια, και μετά κοίταξε τον Γουίντερ, αποφασισμένος. «Λυπάμαι, κύριε. Ακούγεται πολύ καλό, ειλικρινά, αλλά δεν μπορώ να αφήσω την Πιτς μόνη.» Ο Γουίντερ ξεροκατάπιε. Ένιωσε τόσο κουρασμένος, τόσο εξουθενωμένος να μάχεται ξανά και ξανά χωρίς διακοπή. Χωρίς έστω μια μικρή ανάσα. Αλλά αυτό ήταν καθαρή αυτολύπηση. «Κι εγώ λυπάμαι, Τζόζεφ Τίνμποξ, γιατί φοβάμαι πως κάνεις λάθος.» Σηκώθηκε από το κρεβάτι. «Δε σου ζητάω να πας. Σε διατάζω.» *** Η Ίζαμπελ καθόταν στο μοναχικό της δείπνο αργά εκείνο το βράδυ μέσα στην προσωπική τραπεζαρία της. Μια φωτιά έτριζε στο τζάκι πίσω της, φρέσκα λουλούδια στόλιζαν ένα μικρό πορσελάνινο βάζο στο στρογγυλό τραπέζι και η μαγείρισσα είχε φτιάξει μια εξαιρετική σούπα, αλλά η Ίζαμπελ δεν είχε καθόλου όρεξη. Την είχαν καλέσει σε ένα σουαρέ, αλλά με τον Γουίντερ να φεύγει από το σπίτι και τον κύριο Φρέιζερ-Μπάρνσμπι να έχει δολοφονηθεί, δεν ένιωθε τη διάθεση να βγει. Η καημένη λαίδη Λίτλτον θα είχε αναμφίβολα μικρή προέλευση απόψε –αν πήγαινε κανείς τελικά. «Να φέρω το ψάρι, λαίδη μου;» ρώτησε ο Γουίλ, ο υπηρέτης. «Παρακαλώ» αναστέναξε η Ίζαμπελ αφηρημένα. Ήταν ακόμα ιδιαίτερα αναστατωμένη και από την πρόταση του Γουίντερ και από τη λιποταξία του από το σπίτι.
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
313
Γιατί αυτό ήταν, άσχετα με τους λόγους που είχε ή με το πόσο σωστούς μπορεί να τους θεωρούσε. Είχε εγκαταλείψει το σπίτι για χάρη ενός παιδιού. Αυτό απλά δεν ήταν ηθικό, άσχετα με τις αντιρρήσεις του ή με το τι σήμαινε ο Τζόζεφ Τίνμποξ γι’ αυτόν. Και μετά είχε κι άλλη, μεγαλύτερη ανησυχία: Πού ήταν; Η Πίνκνι της είχε πει όλο ενθουσιασμό νωρίτερα ότι το Φάντασμα είχε θεαθεί να τρέχει στις στέγες του Σεντ Τζάιλς με τους δραγόνους του Τρεβίλιον να τον κυνηγούν. Απ’ όσο ήξερε, μπορεί να κείτονταν θανάσιμα τραυματισμένος κάπου –ή ακόμα χειρότερα, νεκρός. Η Ίζαμπελ έσπρωξε στην άκρη το ποτήρι με το κρασί της. Ξαφνικά ένιωθε ναυτία. «Λαίδη μου, έχετε έναν επισκέπτη» είπε ο Μπάτερμαν με βαθιά επιδοκιμασία από την πόρτα. «Επιμένει να σας δει, διαφορετικά θα τον είχα διώξει. Όπως έχει όμως…» «Δεν υπάρχει πρόβλημα» ήρθε μια αρρενωπή φωνή πίσω από τον μπάτλερ. Ω, δόξα τω Θεώ! Ο Γουίντερ προσπέρασε τον άλλο άντρα. «Σας ευχαριστώ, κύριε Μπάτερμαν.» Ο μπάτλερ σφίχτηκε. «Απλώς Μπάτερμαν, σερ.» Κατένευσε σοβαρά. «Θα φροντίσω να το θυμάμαι.» «Κύριε Μέικπις» είπε η Ίζαμπελ «θα θέλατε να με συνοδέψετε στο δείπνο;» Στράφηκε προς το μέρος της με τα φρύδια του υψωμένα σαν από έκπληξη –τι άλλο περίμενε να κάνει, να τον πετάξει έξω; «Πολύ ευγενικό από μέρους σας, λαίδη Μπέκινχολ» είπε. Τι φοβερά τυπικοί που ήταν, δεδομένου ότι μόλις χθες τη νύχτα μπαινόβγαινε άγρια μέσα της στη βιβλιοθήκη! «Παρακαλώ, πείτε στην κυρία Μπάτερμαν να προσθέσει άλλο ένα σερβίτσιο» ζήτησε η Ίζαμπελ από τον μπάτλερ. Εκείνος έφυγε, κάνοντας με κάποιο τρόπο την πλάτη του
314
ELIZABETH HOYT
να δείχνει σοκαρισμένη καθώς αποχωρούσε –έτσι όπως μόνο ένας πολύ καλός μπάτλερ θα μπορούσε. Τη στιγμή που έκλεισε η πόρτα πίσω του, η Ίζαμπελ έγειρε πάνω στο γυαλισμένο μαόνι του τραπεζιού και σφύριξε αγριεμένα: «Πού ήσουν; Όλο το βράδυ έρχονται αναφορές ότι το Φάντασμα αλωνίζει στο Σεντ Τζάιλς. Δεν ήξερα αν ρισκάριζες το κεφάλι σου –ξανά– ή αν οι αναφορές ήταν όλες ψεύτικες.» «Ω, κάποιες απ’ αυτές ήταν αρκετά αληθινές.» Τράβηξε την καρέκλα απέναντι από τη δική της και βούλιαξε πάνω της. «Το καταδιασκέδασα, προσπαθώντας να αποφύγω τον Τρεβίλιον και τους άντρες του απόψε.» Εξοργιστικός άντρας! Δεν τα παρατούσε –όσο επικίνδυνοι κι αν ήταν οι δρόμοι του Σεντ Τζάιλς γι’ αυτόν τώρα. Η Ίζαμπελ δεν ήξερε αν ήθελε να του πετάξει τα μαχαιροπίρουνα στο κεφάλι ή να πηδήξει πάνω απ’ το τραπέζι και να τον φιλήσει. Ευτυχώς, η κυρία Μπάτερμαν μπήκε φουριόζα στην τραπεζαρία με μια υπηρέτρια να ακολουθεί. Η σιωπή ανάμεσα σε κείνη και τον Γουίντερ έμοιαζε γεμάτη αναμονή, αλλά η οικονόμος δεν έδειξε να προσέχει την ατμόσφαιρα. Μόλις γέμισε με κρασί το ποτήρι του Γουίντερ, η κυρία Μπάτερμαν έγνεψε ευχαριστημένη στον εαυτό της, ρώτησε αν ήθελαν κάτι άλλο και έφυγε από το δωμάτιο. Τώρα ήταν μόνοι, αφού ο Γουίλ δεν είχε επιστρέψει ακόμα –προφανώς περίμενε να φέρει το ψάρι. Η Ίζαμπελ άδραξε την ευκαιρία να ρωτήσει: «Βρήκες το μαγαζί όπου δουλεύουν τα παιδιά;» Ο Γουίντερ κούνησε αρνητικά το κεφάλι, δείχνοντας βαθιά απογοητευμένος καθώς σήκωνε το ποτήρι του. «Μόνο φήμες. Υπάρχουν ιστορίες για παιδιά που ζουν σε μια σοφίτα κάπου, αλλά η πηγή μου –την οποία χρειάστηκε να πληρώσω διπλά για να μιλήσει– ήταν αόριστη σε ό,τι αφορούσε την τοποθεσία. Δοκίμασα ένα πιθανό κτίριο αλλά με
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
315
ανάγκασαν οι δραγόνοι να φύγω από ένα άλλο. Θα πρέπει να δοκιμάσω ξανά ένα άλλο βράδυ.» Το να βγαίνει έξω τη μια νύχτα μετά την άλλη, με τους δραγόνους να τον κοντοζυγώνουν της έκοβε τα γόνατα. «Λυπάμαι» είπε προσεκτικά «αλλά δεν μπορείς τουλάχιστον να περιμένεις ένα-δυο βράδια πριν ξαναβγείς;» Της έριξε μια ανυπόμονη ματιά κάτω από τα σμιγμένα φρύδια του. «Κάθε μέρα που δεν τα βρίσκω, αυτά τα παιδιά κακοποιούνται.» Κούνησε το κεφάλι της και κοίταξε συνοφρυωμένη το πιάτο της, ευχόμενη να μπορούσε να βοηθήσει, όταν απ’ το μυαλό της πέρασε μια άλλη σκέψη. «Και ο Τζόζεφ Τίνμποξ; Πώς πήρε τα νέα για τη θέση στο ναυτικό;» «Όχι καλά.» Ο Γουίντερ ρούφηξε λίγο κρασί, κλείνοντας τα μάτια για να το γευτεί. Μετά τα άνοιξε και την κοίταξε. «Χρειάστηκε να του πω πως δεν είχε άλλη επιλογή απ’ το να δεχτεί την προσφορά. Όταν έφυγα, δεν μου μιλούσε πλέον.» «Ω Γουίντερ.» Έκανε να απλώσει το χέρι να τον αγγίξει όταν ο Γουίλ άνοιξε την πόρτα. Ο Γουίλ σερβίρισε το ψάρι μέσα σε σιωπή, ρίχνοντας νευρικές ματιές πότε στον Γουίντερ και πότε σ’ εκείνη. «Δε θα σε χρειαστώ άλλο» είπε η Ίζαμπελ κοφτά. «Μάλιστα, λαίδη μου» μουρμούρισε ο υπηρέτης καθώς οπισθοχωρούσε προς την πόρτα. Χωρίς αμφιβολία, όλοι οι υπηρέτες της περίμεναν στο διάδρομο για να ακούσουν τι είχε να πει ο Γουίλ. Η Ίζαμπελ αναστέναξε και κοίταξε τον Γουίντερ. Εκείνος ήπιε άλλη μια γουλιά κρασί. «Πολύ καλό. Ιταλικό είναι;» «Ναι, μόλις το παρέλαβα.» Τα μάτια της στένεψαν. «Είσαι ο γιος ενός ζυθοποιού. Πώς και ξέρεις από κρασιά;» Υπήρχε μια υποψία ντροπής στα μάτια του; Ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους του. «Μου αρέσει το κρασί.» «Μόλις αρχίζω να πιστεύω πως σε ξέρω, μου αποκαλύ-
316
ELIZABETH HOYT
πτεις κάτι εντελώς καινούργιο για τον εαυτό σου» του είπε. «Α.» Ακούμπησε κάτω το ποτήρι του. «Εκεί είναι που διαφέρουμε. Εγώ δεν περιμένω πως θα μάθω ποτέ όλα τα μυστικά σου. Αντίθετα, ανυπομονώ –χρόνια μετά– να ανακαλύπτω ακόμα πράγματα για σένα κάθε μέρα.» «Γουίντερ…» Η καρδιά της ράγισε σχεδόν από τη ζεστασιά στα καστανά του μάτια. Δεν μπορούσε να τον αφήσει να πιστεύει πως υπήρχε πιθανότητα να αλλάξει γνώμη. «Ξέρεις πως δεν έχουμε μέλλον μαζί.» Δεν της απάντησε, απλώς έφαγε μια μπουκιά απ’ το ψάρι του. Όμως αυτή καθαυτή η σιωπή του διαλαλούσε το πείσμα του. Η Ίζαμπελ αναστέναξε. «Τι θα κάνεις τώρα;» «Σκέφτηκα να αναλάβω τη διδασκαλία» αποκρίθηκε «κάποιου μικρού αγοριού.» Τα φρύδια της έσμιξαν. «Ποιον γνωρίζεις που έχει μικρό…» Της χαμογέλασε καθώς τα μάτια της γούρλωναν από τη συνειδητοποίηση. «Μα ο Κρίστοφερ είναι μόνο πέντε ετών» διαμαρτυρήθηκε. «Πάρα πολύ μικρός για δάσκαλο.» «Έχω ανακαλύψει ότι είναι καλύτερα η διδασκαλία των παιδιών –ειδικά των αγοριών– να αρχίζει όσο το δυνατόν νωρίτερα» της απάντησε ατάραχος. «Θα αρχίσω τα μαθήματα με τον Κρίστοφερ αύριο.» «Μα… μα…» Προσπάθησε να βρει μια δικαιολογία για να μην αρχίσει ο Γουίντερ μαθήματα με τον Κρίστοφερ, αλλά στην πραγματικότητα ο μικρός αναμφίβολα θα ωφελείτο από λίγη αντρική πειθαρχία. Ένας Θεός ήξερε πόσο ατίθασο ήταν το παιδί, με μόνο την Καρούδερς να προσπαθεί να τον κουμαντάρει. «Ωραία. Χαίρομαι που τακτοποιήθηκε αυτό» είπε ο Γουίντερ σαν να του είχε δώσει την πλήρη και ευγνώμονα συγκατάθεσή της. «Θα πάω τα πράγματά μου επάνω.»
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
317
«Κοίτα να δεις…» άρχισε να λέει πριν συνειδητοποιήσει τα τελευταία λόγια του. Μετά σηκώθηκε απότομα πάνω, ανοιγοκλείνοντας σαστισμένη τα βλέφαρα. «Τι;» Το χαμόγελό του έγινε ολοφάνερα λυκίσιο καθώς σηκωνόταν από το τραπέζι. «Ένα από τα καλά τού να είσαι ιδιωτικός δάσκαλος αντί για διευθυντής σχολείου: οι ιδιωτικοί δάσκαλοι μένουν μαζί με την οικογένεια. Τώρα, σε ποιο δωμάτιο θα ήθελες να με βάλεις;» *** Τρεις μέρες αργότερα, ο Γουίντερ καθόταν σε ένα χαμηλό τραπεζάκι στο παιδικό δωμάτιο του σπιτιού της Ίζαμπελ. Ήταν ένα δωμάτιο στον τελευταίο όροφο, αλλά πολύ κατάλληλο για παιδικό. Ψηλά παράθυρα έριχναν άπλετο φως και ήταν προστατευμένα με χαμηλά κάγκελα στο κάτω μέρος για να εμποδίζουν τα όποια ατυχήματα. Ένα εντυπωσιακό σετ από τσίγκινα στρατιωτάκια ήταν παραταγμένο πάνω σε ένα ράφι της βιβλιοθήκης και ένα μάλλον στραπατσαρισμένο πάνινο λιοντάρι αναπαυόταν στην καρέκλα δίπλα στον μαθητή του. Ο Γουίντερ έσπρωξε ένα πιάτο με μικροσκοπικά κέικ στο κέντρο του τραπεζιού. «Λοιπόν, Κρίστοφερ. Η μαγείρισσα είχε την καλοσύνη να μας φτιάξει πολύχρωμα κεκάκια για το τσάι. Πόσα μας έδωσε;» Το αγόρι, καθισμένο απέναντί του στο τραπέζι, στηρίχτηκε στους αγκώνες του για να μελετήσει τα κεκάκια. Είχαν όλα από μια φράουλα στο κέντρο και έδειχναν πολύ νόστιμα. «Δώδεκα!» είπε αφού πέρασε ένα λεπτό κινώντας τα χείλη καθώς μετρούσε. «Πολύ σωστά» είπε ο Γουίντερ. «Αν έπρεπε να μοιράσουμε τα κέικ μεταξύ μας, πόσα θα παίρναμε ο καθένας;» Το μέτωπο του Κρίστοφερ ζάρωσε άγρια καθώς συλλογι-
318
ELIZABETH HOYT
ζόταν την ερώτηση. Ο Γουίντερ γέμισε ένα φλιτζάνι με γάλα και λίγο τσάι και πρόσθεσε μια κουταλιά ζάχαρη, περιμένοντας. «Έξι;» ρώτησε τελικά το αγόρι. «Πράγματι.» Ο Γουίντερ χαμογέλασε επιδοκιμαστικά. «Έξι πολύχρωμα κεκάκια όμως σίγουρα θα κατέληγαν σε πονόκοιλο για σένα και την πιθανότητα ποδάγρας για μένα. Επομένως…» Έγνεψε προς την Ίζαμπελ που έμπαινε στο δωμάτιο «είμαστε πολύ τυχεροί που εμφανίστηκε η λαίδη Μπέκινχολ για να μας συνοδέψει στο τσάι.» Η Ίζαμπελ χαμογέλασε. «Καλησπέρα, κύριε Μέικπις. Κρίστοφερ.» «Κάνουμε μαθηματικά, λαίδη μου!» Ο Κρίστοφερ χοροπήδησε στη θέση του. «Και η μαγείρισσα έφτιαξε πολύχρωμα κεκάκια για το τσάι.» «Θαυμάσια!» Η Ίζαμπελ έστειλε ένα λοξό χαμόγελο στον Γουίντερ καθώς καθόταν. Τις τελευταίες μέρες είχε υπάρξει αισθητή βελτίωση στην άνεση που αισθανόταν κοντά στον Κρίστοφερ. «Τι άλλο συζητήσατε με τον κύριο Μέικπις σήμερα;» Ο Γουίντερ ήπιε μια βιαστική γουλιά απ’ το τσάι του, αποφεύγοντας τα μάτια της. Ο Κρίστοφερ αντίθετα έγειρε προς το μέρος της συνωμοτικά. «Τη μάχη του Χέιστινγκς. Ξέρατε ότι ο Βασιλιάς Χάρολντ σκοτώθηκε από ένα βέλος στο μάτι του;» «Αλήθεια;» Η φωνή της Ίζαμπελ ήχησε κάπως αδύναμη. «Και είναι κατάλληλο αυτό σαν θέμα για μικρά αγόρια, κύριε Μέικπις;» Ο Γουίντερ καθάρισε το λαιμό του. «Βρίσκω πως όταν διδάσκω ιστορία, τα πιο, ε, παραστατικά στιγμιότυπα είναι πιο εύκολο να κρατήσουν την προσοχή ενός αγοριού.» «Χμμ.» Σέρβιρε ένα φλιτζάνι τσάι για τον εαυτό της, προσθέτοντας γάλα και ζάχαρη. «Δεν είχα ιδέα πως η διδασκαλία μικρών αγοριών ήταν τόσο, εμ, δραματική.»
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
319
«Είναι συναρπαστικό επάγγελμα» είπε ο Γουίντερ σοβαρά. «Για παράδειγμα, ο Κρίστοφερ κι εγώ είμαστε έτοιμοι να μιλήσουμε για διαίρεση. Λοιπόν, Κρίστοφερ, πρέπει να μοιράσουμε αυτά τα κεκάκια εξίσου ανάμεσα στη λαίδη Μπέκινχολ, εμένα και εσένα. Πόσα νομίζεις πως θα πάρει ο καθένας μας;» Ο Κρίστοφερ ζάρωσε τη μύτη σκεφτικός. «Πέντε;» «Αχά. Να επαληθεύσουμε την υπόθεσή σου;» Ο Κρίστοφερ έγνεψε ζωηρά. «Τότε μοίρασε σε παρακαλώ τα κεκάκια στα πιάτα εξίσου.» Ο Γουίντερ ήπιε το τσάι του και παρακολούθησε τον Κρίστοφερ να βάζει ένα κεκάκι σε κάθε πιάτο με τη σειρά μέχρι που όλα τα κεκάκια είχαν σερβιριστεί. «Ωραία» είπε ο Γουίντερ. «Τώρα…» «Θα μπορέσουμε να τα φάμε τελικά αυτά τα κεκάκια;» μουρμούρισε η Ίζαμπελ, κοιτώντας το πιάτο της. «Υπομονή, λαίδη Μπέκινχολ. Η γνώση δεν πρέπει να βιάζεται» τη μάλωσε. Του έριξε μια ματιά που υποσχόταν εκδίκηση. «Λοιπόν, Κρίστοφερ, μπορείς να μετρήσεις τώρα τα κεκάκια στο πιάτο σου;» Ο Κρίστοφερ μέτρησε. «Τέσσερα.» «Και είμαστε τρεις» είπε ο Γουίντερ. «Οπότε τρεις φορές το τέσσερα κάνει…;» Τα μάτια του Κρίστοφερ κοίταξαν τα πιάτα πριν ολόκληρο το προσωπάκι του να φωτιστεί. «Δώδεκα! Τρεις φορές το τέσσερα κάνει δώδεκα, κύριε Μέικπις!» «Πολύ σωστά, Κρίστοφερ» του είπε επιδοκιμαστικά. «Και τώρα, λαίδη Μπέκινχολ, μπορούμε να φάμε τα κεκάκια μας.» «Ζήτω!» φώναξε ο Κρίστοφερ, προσπαθώντας να χώσει ένα ολόκληρο κεκάκι στο στόμα του. Τέλος πάντων. Οι καλοί τρόποι στο τραπέζι ήταν κάτι που μπορούσαν να συζητήσουν αργότερα.
320
ELIZABETH HOYT
Παρακολούθησε την Ίζαμπελ να κόβει μια κομψή μπουκιά από το κέικ της, να γλείφει τα ψίχουλα απ’ τη γωνία του στόματός της και ένιωσε τα λαγόνια του να σφίγγονται. Πίστευε πως το έκρυβε καλά, αλλά ζώντας στο ίδιο σπίτι μαζί της, τρώγοντας όλα τα γεύματα μαζί της –όπως εκείνη επέμενε να γίνεται– ακόμα και αναπνέοντας τον ίδιο αέρα μ’ εκείνη ήταν κανονικό μαρτύριο. Ο Γουίντερ έκοψε βλοσυρός μια μπουκιά κέικ και τη μάσησε. Είχε ορκιστεί να μην αναφέρει ξανά το θέμα του γάμου μέχρι να εξοικειωθεί η Ίζαμπελ με την ιδέα. Προφανώς είχε κάνει την πρόταση υπερβολικά νωρίς για τα γούστα της. Τουτέστιν, έπρεπε να παίξει το παιχνίδι της αναμονής, αφήνοντάς την να συνηθίσει σταδιακά την παρουσία του στη ζωή της. Και, είχε αποφασίσει πως ήταν καλύτερα να απέχουν από το σεξ κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Μια απόφαση για την οποία άρχιζε να μετανιώνει. «Θα θέλατε λίγο τσάι ακόμα;» Έσκυψε πάνω από το τραπέζι για να τον σερβίρει, με την κίνησή της να του προσφέρει μια υπέροχη θέα του μπούστου της. «Κύριε Μέικπις;» Σήκωσε πάλι τα μάτια του. Εκείνη ανοιγόκλεισε τα βλέφαρά της αθώα. «Ναι. Ναι, φυσικά.» Αυτή η αναμονή θα μπορούσε κάλλιστα να τον σκοτώσει. Του χαμογέλασε, γεμίζοντας το φλιτζάνι του με τσάι. «Ελπίζω να βρίσκετε το δωμάτιό σας άνετο.» «Πολύ.» Ήπιε μια βιαστική γουλιά τσάι που του έκαψε τη γλώσσα. «Η θέα είναι του γούστου σας;» Είχε θέα σε έναν τούβλινο τοίχο. «Πολύ.» Έπαιξε τις βλεφαρίδες της πάνω από το χείλος του φλιτζανιού της. «Και το κρεβάτι; Είναι μαλακό και… υποχωρητικό;» Ο Γουίντερ παραλίγο να πνιγεί με την μπουκιά που είχε μόλις φάει.
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
321
«Ή μήπως το προτιμάτε πιο σκληρό;» τον ρώτησε γλυκά. «Να αρνείται να υποχωρήσει πολύ γρήγορα;» «Πιστεύω...» Τα μάτια του στένεψαν κοιτώντας την. «...πως ό,τι κι αν είναι το στρώμα που έχω στο κρεβάτι που μου δώσατε, είναι τέλειο. Πείτε μου όμως, λαίδη μου, τι είδους στρώμα προτιμάτε εσείς; Μαλακό και αφράτο ή μήπως λίγο… σκληρότερο;» Έγινε πολύ γρήγορα, αλλά πρόλαβε να το δει: Το βλέμμα της πέταξε στην ένωση των μηρών του και μετά σηκώθηκε ξανά. Αν δεν υπήρχε τίποτα να δει εκεί προηγουμένως, τώρα υπήρχε σίγουρα. «Ω, μου αρέσει το σκληρό στρώμα» γουργούρισε η Ίζαμπελ. «Ζεστό και έτοιμο για να το καβαλήσω.» Τα ρουθούνια του πετάρισαν ακούσια, γιατί θα έπαιρνε όρκο πως μπορούσε να τη μυρίσει –απαλή και έτοιμη γι’ αυτόν. Αν ήταν μόνοι, αν υπήρχε ένα κρεβάτι κάπου κοντά ή έστω… «Γιατί καβαλάτε το στρώμα σας, λαίδη μου;» ρώτησε ο Κρίστοφερ μπουκωμένος. «Εμένα μου αρέσει να κοιμάμαι στο κρεβάτι μου.» «Εμ…» Η Ίζαμπελ μισόκλεισε τα μάτια καθώς προσπαθούσε να βρει μια απάντηση στην αθώα ερώτηση. «Και η λαίδη Μπέκινχολ κοιμάται στο κρεβάτι της, Κρίστοφερ» έσπευσε να απαντήσει ο Γουίντερ χωρίς την παραμικρή έμφαση. «Τώρα θυμήσου ότι δεν πρέπει να μιλάς με το στόμα γεμάτο και πιες λίγο τσάι ακόμα.» Το αγόρι έτεινε χαρούμενα το φλιτζάνι του. Ο Γουίντερ το γέμισε, προσέχοντας να μην κοιτάξει την Ίζαμπελ. Αν μπορούσε να ξεγελάει τις ορέξεις του τόσο εύκολα όσο τον Κρίστοφερ…
Κεφάλαιο Δεκαέξι Επιτέλους κάποια στιγμή η Αληθινή Αγάπη του Αρλεκίνου άκουσε μια κραυγή και τον ήχο ανθρώπινης πάλης. Αντί να τρέξει μακριά από τη βίαιη σκηνή, πλησίασε σιγά-σιγά, κρυφοκοιτώντας από μια γωνία. Εκεί, σε μια μικρή πλατεία, είδε τον Αρλεκίνο να παλεύει με πέντε άντρες ταυτόχρονα. Οι άντρες γύρω του φώναζαν και μούγκριζαν από την ένταση της μάχης, αλλά ο ίδιος ο Αρλεκίνος δεν έβγαζε τον παραμικρό ήχο καθώς έριχνε μεθοδικά στο έδαφος τους αντιπάλους του, τον ένα μετά τον άλλο… -από το Ο Θρύλος του Αρλεκίνου-Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς
Η Ίζαμπελ ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι εκείνη τη νύχτα, με το μεταξωτό πάπλωμα τραβηγμένο μέχρι το πιγούνι της και αναρωτιόταν τι έκανε. Είχε απορρίψει τον Γουίντερ –του είχε πει ορθά-κοφτά ότι δεν μπορούσε να τον παντρευτεί. Για οποιονδήποτε άλλο άντρα, αυτή η άρνηση μπορεί να είχε γίνει δεκτή με ανακούφιση: Θα μπορούσε να συνεχίσει τη λαθραία σχέση τους χωρίς τη δέσμευση του γάμου. Οι επιλογές του θα ήταν είτε να συνεχίσει όπως πριν ή να διακόψει μαζί της.
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
323
Αντίθετα, εκείνος είχε καταφέρει να μετακομίσει στο σπίτι της. Δεν ήταν χαζή. Ο άνθρωπος ήταν πεισματάρης και περήφανος. Δεν είχε παραιτηθεί από τη γελοία ιδέα του να την παντρευτεί. Ίσως την αγαπούσε πραγματικά τελικά. Έκλεισε τα μάτια της μέσα στο σκοτάδι, με την καρδιά της να σφίγγεται οδυνηρά από φόβο. Δεν είχε αφήσει τον εαυτό της να το σκεφτεί μέχρι τώρα. Ήταν απλώς πολύ φοβερό να το φανταστεί. Δεν έμοιαζε μ’ εκείνον, τον άτιμο, που φαινόταν ικανός να νοιάζεται βαθιά για τους άλλους. Ουσιαστικά είχε αποφύγει τα δυνατά συναισθήματα κάθε είδους σε όλη της τη ζωή. Βαθιά στην καρδιά της η Ίζαμπελ ήξερε: Απλώς δεν άξιζε την αγάπη του. Κάποια μέρα ο Γουίντερ θα το ανακάλυπτε και τότε… Δεν ακούστηκε ο παραμικρός ήχος, αλλά ένιωσε μια κίνηση, ένα αμυδρό σάλεμα του αέρα μέσα στο δωμάτιό της, τη ζεστασιά μιας άλλης παρουσίας. Η Ίζαμπελ άνοιξε τα μάτια. Ήταν εκεί, στα πόδια του κρεβατιού της, με ένα κερί στο χέρι, ντυμένος μόνο με το πουκάμισο, το γιλέκο και το παντελόνι του. «Συγχώρεσέ με» ψιθύρισε εκείνος αφήνοντας κάτω το κερί. «Δεν μπορούσα να μείνω μακριά σου.» Η Ίζαμπελ ανασηκώθηκε στους αγκώνες, με το σφυγμό της να αρχίζει να επιταχύνεται καθώς τον κοιτούσε να βγάζει το σακάκι του. «Είναι παράξενο στην πραγματικότητα» είπε, σχεδόν σαν να μιλούσε στον εαυτό του. «Ο αυτοέλεγχός μου είναι μάλλον ισχυρός κατά κανόνα. Έχω καταφέρει να κρατήσω το μυστικό του Φαντάσματος για εννιά χρόνια, από φίλους και συγγενείς. Δε χάνω συχνά την ψυχραιμία μου. Έχω υποστεί τραυματισμούς και ποτέ δεν άφησα είτε με πράξεις είτε με λόγια κάποιον να το καταλάβει, ακόμα κι αν αυτό σήμαινε πως έπρεπε να καθαρίσω και να ράψω την πληγή μόνος μου.»
324
ELIZABETH HOYT
Ξεκούμπωσε το γιλέκο του. «Νομίζω πως αντικειμενικά μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι ο έλεγχός μου είναι καλύτερος από το μέσο όρο. Απείχα στο κάτω-κάτω από το σεξ μέχρι που σε γνώρισα και ένιωθα σχεδόν ευχαριστημένος με αυτήν την κατάσταση.» Δίπλωσε το γιλέκο και το ακούμπησε σε μια καρέκλα. «Αλλά μετά σε γνώρισα και όλα πέταξαν απ’ το παράθυρο, συμπεριλαμβανομένων απ’ ό,τι φαίνεται των καλών μου τρόπων, κάτι το οποίο θεωρώ πως είναι αποκλειστικά δικό σου φταίξιμο.» Αυτό το εξωφρενικό σχόλιο έσπρωξε την Ίζαμπελ να μιλήσει για πρώτη φορά από τη στιγμή που ο Γουίντερ είχε μπει στο υπνοδωμάτιό της. «Δικό μου φταίξιμο;» Της έγνεψε καταφατικά, σοβαρός σαν δικαστής. «Έτσι ακριβώς. Ας δούμε λίγο τα γεγονότα. Έγινες μέλος του Φιλανθρωπικού Συλλόγου Κυριών για το Ίδρυμα για Ατυχή Βρέφη και Έκθετα Παιδιά και αμέσως ξεκίνησες μια εκστρατεία να με βασανίσεις.» Εκείνη ανακάθισε εντελώς, γοητευμένη ταυτόχρονα και από το συλλογισμό του και από το γεγονός ότι τώρα έβγαζε το πουκάμισό του. Ειλικρινά, το στέρνο του ήταν ίσως το πιο αγαπημένο της πράγμα στον κόσμο. Όχι ότι σκόπευε να του το πει. «Να σε βασανίσω;» «Να με βασανίσεις.» Δίπλωσε και το πουκάμισο, με τους μύες στα μπράτσα του να κυματίζουν με έναν πολύ αποπροσανατολιστικό τρόπο. «Οι μικρές ειρωνείες, οι λοξές ματιές που μου έλεγαν πως για άλλη μια φορά θεωρούσες τον εαυτό σου πολύ έξυπνο καθώς μου έριχνες τα βέλη σου, τα χαμηλά, προκλητικά ντεκολτέ…» Η Ίζαμπελ κοίταξε ασυναίσθητα το μπούστο της. «Τα ντεκολτέ μου δεν είναι προκλητικά!» Τουλάχιστον, όχι πάντα. Ο Γουίντερ την κοίταξε με βλέμμα ακλόνητο. «Προκλητικά.» Άνοιξε τα κουμπιά του παντελονιού του κι εκείνη παραλίγο να ξεχάσει τι συζητούσαν. «Και δε μετράω καν
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
325
τα διπλά μηνύματα, τα μαθήματα φλερτ και τα μαθήματα χορού στα οποία δεν έχανες ευκαιρία να μου αγγίξεις τα οπίσθια.» «Εγώ ποτέ, ποτέ» –σχεδόν ποτέ– «δε σου άγγιξα τα οπίσθια. Επίτηδες.» Άνοιξε τα μάτια της όσο πιο διάπλατα γινόταν και του έριξε μια ματιά γεμάτη σοκ και αθωότητα που θα μπορούσε να λιώσει την καρδιά ενός Ιεροεξεταστή. Εκείνος χαμήλωσε τα φρύδια και, κεραυνοβολώντας τη με το βλέμμα, έβγαλε ταυτόχρονα το παντελόνι και το εσώρουχό του, αποκαλύπτοντας τη διέγερσή του που έφτανε μέχρι τον αφαλό του. «Είσαι» είπε σιγανά, απειλητικά, καθώς προχωρούσε προς το κρεβάτι, «μια ακόλαστη πλανεύτρα αθώων νέων, υπερβολικά άπειρων για να ξεφύγουν από τα δίχτυα σου, ακόμα κι αν το ήθελαν.» Ανέβηκε στο κρεβάτι, γέρνοντας από πάνω της τόσο ξαφνικά, με την κάψα του κορμιού του να πέφτει πάνω της, που την έκανε να τσιρίξει. Στήριξε το κορμί του στο ένα μπράτσο και έσυρε το άλλο χέρι του στο λαιμό της, ανάμεσα στα στήθη της, πάνω από την κοιλιά της, στο μικρό λοφίσκο ανάμεσα στα πόδια της, όπου άπλωσε τα δάχτυλα σκεπάζοντάς τον κτητικά. Για μια στιγμή στάθηκε έτσι κοιτάζοντάς την, με το χέρι του να καλύπτει τη θηλυκότητά της. Μετά η ματιά του ανέβηκε να συναντήσει τη δική της και η Ίζαμπελ είδε ότι όλη η διάθεση για πειράγματα είχε χαθεί από τα μάτια του. Είχαν σκουρύνει τόσο πολύ που έμοιαζαν σχεδόν μαύρα. «Πώς θα μπορούσα να αντισταθώ στην αποπλάνησή σου; Πώς θα μπορούσα να μην υποκύψω στα θέλγητρά σου; Είναι να απορεί κανείς που είμαι εδώ απόψε;» Η Ίζαμπελ ξεροκατάπιε, γιατί δεν τον είχε ξαναδεί ποτέ σε τέτοια διάθεση. Συνειδητοποιούσε τώρα πως τα προηγούμενα αστεία του έκρυβαν το γεγονός ότι σχεδόν μνησικακούσε μ’ αυτήν και τα ‘θέλγητρά’ της. «Τι θέλεις;»
326
ELIZABETH HOYT
Τα βλέφαρά του χαμήλωσαν καθώς εξέταζε το στόμα της. «Ω, ξέρεις πολύ καλά τι θέλω.» Δεν περίμενε για την απάντηση ή την άδειά της. Πήρε απλώς το στόμα της, ανοίγοντας το δικό του λες και σκόπευε να την καταπιεί. Λες και σκόπευε να την κάνει δική του. Έγλειφε και δάγκωνε τα χείλη της, χωρίς να την αφήνει να τον τραβήξει πιο βαθιά. Ελέγχοντας και οδηγώντας τον έρωτά τους. Ένιωθε το γυμνό του στέρνο στις παλάμες της, το δυνατό, έντονο χτύπο της καρδιάς του. Η θέρμη και η έντασή του την τύλιγαν, ωστόσο δεν κατάφερνε να τον κάνει να γείρει πάνω της. Να τον αποπλανήσει τραβώντας τη γλώσσα του μέσα στο στόμα της. Κλαψούρισε κάτω από την τυραννική του επίθεση και της φάνηκε πως τον άκουσε να γελάει. Αυτό την έκανε να τινάξει το κεφάλι της πίσω και να χώσει τα νύχια της στο στήθος του. «Όχι» της είπε σταθερά σαν να μιλούσε σε παιδί. «Απόψε έχω εγώ τον έλεγχο, λαίδη μου. Εγώ είμαι αυτός που κρατάει τα ηνία.» Ανασηκώθηκε από πάνω της, αθλητικός και σβέλτος, και πιάνοντας τους γοφούς της τη γύρισε μπρούμυτα. «Ουφ!» Η Ίζαμπελ πάλεψε να στηριχτεί στα χέρια της, αλλά τώρα εκείνος αποφάσισε να ρίξει όλο το μήκος του πάνω της, πιέζοντάς τη στο στρώμα. «Γουίντερ, άσε με να σηκωθώ.» «Όχι» μουρμούρισε στο αυτί της. Η καυτή του ανάσα ανάδεψε τα μαλλιά της καθώς εκείνος έσπρωχνε απαλά στο πλάι τις μπούκλες της. Της χάιδεψε τα μαλλιά σαν να είχε όλο το χρόνο δικό του. Σαν ο ανδρισμός του να μην πίεζε σταθερά τα οπίσθιά της. Φορούσε μόνο ένα μεταξωτό νυχτικό στο κρεβάτι, με ύφασμα λεπτό σαν χαρτί που δεν εμπόδιζε ούτε στο ελάχιστο την αίσθηση του κορμιού του πάνω στο δικό της. Στην
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
327
πραγματικότητα, έμοιαζε περισσότερο να αυξάνει τον αισθησιασμό, επιτρέποντας στον Γουίντερ να γλιστράει πάνω της με μια υπέροχη τριβή σε κάθε του κίνηση. «Λατρεύω τα μαλλιά σου. Το ξέρεις;» της ψιθύρισε. «Τα ονειρευόμουν στο μοναχικό μου κρεβάτι, μακριές καστανοκόκκινες μπούκλες να τυλίγονται γύρω μου μέσα στον ύπνο μου. Ξυπνούσα ερεθισμένος, πονώντας και βλαστημώντας σε.» Έσπρωξε ελαφρά τους γοφούς του πάνω της, με τον ανδρισμό του να γλιστράει γλυκά πάνω της, θαρρείς και ήθελε να δώσει έμφαση στα λόγια του. Ένιωσε τον πυρήνα της να γίνεται καυτός και υγρός, ωστόσο έγλειψε τα χείλη της και τον προκάλεσε. «Δε σε πιστεύω. Ποτέ δε σε έχω ακούσει να βλαστημάς, ακόμα κι όταν πονούσες και μάλιστα, πολύ.» «Το θεωρώ αμαρτία να χρησιμοποιούμε το όνομα του Κυρίου επί ματαίω» της απάντησε, τραβώντας τα μαλλιά της στην άκρη για να γυμνώσει το σβέρκο της. «Όμως με εξωθείς στην αμαρτία.» Το στόμα του άγγιξε την επιδερμίδα της, στο τρυφερό σημείο όπου ο λαιμός συναντούσε τον ώμο της. Την έγλειψε εκεί, σαν να ήθελε να γευτεί την ουσία της, σαν να πειραματιζόταν. Μετά ξαφνικά τη δάγκωσε, με τα δόντια του κοφτερά και σκληρά, κι εκείνη άφησε ένα βογκητό. «Σε πόνεσα;» ρώτησε πάνω στο δέρμα της. «Όχι» του απάντησε τρεμουλιαστά, αφού παρά την επιθετικότητά του, δεν την είχε πονέσει. Ήταν πάντα τρυφερός μαζί της, με πλήρη επίγνωση του μεγαλύτερου μεγέθους και της μεγαλύτερης δύναμής του. «Εσύ με πονάς» της είπε με διάθεση για κουβέντα. «Κάθε μέρα. Κάθε ώρα. Κάθε δευτερόλεπτο.» «Συγνώμη.» Προσπάθησε να γυρίσει, προσπάθησε να πιάσει το πρόσωπό του στα χέρια της και να του πει πως δεν το ήθελε, στ’ αλήθεια δεν το ήθελε. Απλώς έκανε αυτό που θεωρούσε πως ήταν καλύτερο και για τους δύο.
328
ELIZABETH HOYT
Όμως κάπου στην πορεία, ο Γουίντερ είχε χάσει τελικά όλη την απέραντη υπομονή του. «Όχι.» Τη δάγκωσε ξανά, όπως ο επιβήτορας τη φοράδα. «Θα το κάνουμε με το δικό μου τρόπο.» Πέρασε τα χέρια του στα πλάγια της, γλιστρώντας στο μετάξι, μέχρι που βρήκε το τελείωμα του νυχτικού. Το τράβηξε προς τα πάνω, αργά, εκατοστό με εκατοστό, βασανίζοντάς την με την αίσθηση της κάθε δαγκωματιάς του πάνω στο δέρμα της που έμενε γυμνό μέσα στην ψύχρα της νύχτας. Για μια στιγμή οι γοφοί του αποτραβήχτηκαν απ’ τους δικούς της καθώς χούφτωνε τους γλουτούς της, με χέρι σκληρό και καυτό. Ο αντίχειράς του σύρθηκε απαλά, σχεδόν αδιόρατα, πάνω τους κάνοντας τις αισθήσεις της να τρελαθούν, και σταμάτησε εκεί όπου οι γλουτοί ενώνονταν με τους μηρούς της. Μετά έχωσε με μια αστραπιαία κίνηση τα δάχτυλά του ανάμεσα στα πόδια της. «Είσαι υγρή» της είπε, και παρ’ όλο που τα λόγια του ήταν ανάλαφρα, σχεδόν σαν να έκανε μια απλή συζήτηση, δεν μπόρεσε να κρύψει πώς η φωνή του βάρυνε κι έγινε απότομα βραχνή. Ο ερεθισμός της τον ερέθισε. Το κτήνος άρχιζε να υπερισχύει της ανθρώπινης πλευράς. Με τη διαφορά ότι τα κτήνη δεν αισθάνονταν αγάπη. Ούτε μετάνοια ή λύπη. Δε θα το σκεφτόταν τώρα. Τα δάχτυλά του συνέχιζαν να την πειράζουν, κάνοντάς την να ανασηκώσει ικετευτικά τους γοφούς. Ένιωθε εντελώς αχαλίνωτη καθώς εκείνος βύθισε αργά ένα δάχτυλό του μέσα της. Αισθανόταν σφιχτή έτσι όπως διείσδυε και αναρωτήθηκε πώς θα ένιωθε αν ο ανδρισμός του έμπαινε μέσα της απ’ αυτήν τη γωνία. Δάγκωσε τα χείλη της, κλείνοντας τα μάτια, νιώθοντας το δάχτυλό του να γλιστράει μέσα-έξω, με την είσοδό της λεία και γλιστερή σαν το μετάξι του νυχτικού. Για μια στιγμή το χέρι του την εγκατέλειψε. «Μου αρέσει αυτή η μυρωδιά» της είπε και η φωνή του
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
329
ακουγόταν σαν ψίθυρος πάνω στο αυτί της. Έβαλε το χέρι του στο μαξιλάρι δίπλα στο πρόσωπό της και μύρισε κι αυτή: την υγρασία της. Τον ερεθισμό της. «Το άρωμά σου. Εξωτικό, μυστικό, αρχέγονο. Το κορμί μου το θέλει. Χάνω το μυαλό μου όταν σε μυρίζω.» Η Ίζαμπελ βόγκηξε. Τα λόγια του την έκαναν να υγραίνεται όλο και πιο πολύ. Γιατί δεν τη γύριζε ανάσκελα και να την πάρει; Τον ήθελε κι αυτή. Όμως το χέρι του κατέβηκε ξανά προς τα κάτω, τεμπέλικα σχεδόν, βρίσκοντας το πλάι του γοφού της. «Ανασήκωσε το κορμί σου για μένα.» Υπάκουσε κι εκείνος γλίστρησε το χέρι του χαμηλά από κάτω της και άπλωσε τα δάχτυλά του, ψαχουλεύοντας τις πτυχές της. «Υγρή, τόσο υγρή» μουρμούρισε. Άνοιξε τους μηρούς της με τα γόνατά του και πήρε θέση ανάμεσά της έτσι που να την κάνει να νιώσει τον ανδρισμό του, επίμονο και σκληρό, στην είσοδό της. Δεν ήταν σίγουρη αν θα κατάφερνε να μπει μέσα της απ’ αυτήν τη θέση. Ήταν σχεδόν τελείως ξαπλωμένη πάνω στο κρεβάτι. Όμως εκείνος έσπρωξε και τον ένιωσε να διεισδύει, με το μεγάλο ανδρισμό του να χωρίζει τη σάρκα της αμείλικτα, και τους μυς της να τεντώνονται τόσο γλυκά. Εκείνος σταμάτησε, λες και το ξανασκεφτόταν, και μετά έσπρωξε και πάλι δυνατά, κάνοντας χώρο για τον εαυτό του μέσα στη ζεστασιά της. Γράπωσε το μαξιλάρι κάτω από το πρόσωπό της, θέλοντας να ανασηκωθεί στα γόνατα και να σπρώξει κι αυτή. Να πιέσει την κατάσταση προς την αναπόφευκτη κατάληξη. Όμως εκείνος ήταν πολύ δυνατός, πολύ πεισματάρης. Δεν της άφησε κανένα περιθώριο. Τεντώθηκε ξανά και γλίστρησε ακόμα περισσότερο μέσα της. Νόμισε πως τον άκουσε να μουγκρίζει, αλλά ο ήχος πνίγηκε στο κλαψούρισμα του πόθου της. Ο Γουίντερ άνοιξε το
330
ELIZABETH HOYT
στόμα του πάνω στον αυχένα της και ξαφνικά έσπρωξε με δύναμη, μπαίνοντας ολόκληρος μέσα. Η Ίζαμπελ παραλίγο να τελειώσει αμέσως. Προσεκτικά, τρυφερά, τα ακροδάχτυλά του βρήκαν το ευαίσθητο σημείο της και ο δείκτης του έμεινε εκεί. Δε χρειαζόταν να κάνει κάτι παραπάνω –το βάρος της μαζί με το δικό του την πίεζαν πάνω στο δάχτυλό του. Προσπάθησε να στριφογυρίσει τους γοφούς της, να κινηθεί πάνω στο δάχτυλό του, αλλά ήταν καρφωμένη από κάτω του, ακινητοποιημένη στο έλεός του. «Τώρα» της ψιθύρισε και τραβήχτηκε ελάχιστα έξω. Τόσο ελάχιστο, ούτε δυο εκατοστά. Μια τόσο μικρή κίνηση που δε θα έπρεπε να έχει σημασία. Αλλά όταν ξαναμπήκε με δύναμη μέσα της, γρήγορα και άγρια και βίαια σχεδόν, η κίνηση έστειλε τους γοφούς του να τριφτούν πάνω στο χέρι του, το παγιδευμένο ανάμεσα στο κορμί της και στο στρώμα. Την έκανε να αγκομαχήσει για ανάσα καθώς η αίσθηση εκτόξευσε όλες τις νευρικές απολήξεις της σε μια σχεδόν οδυνηρή απόλαυση. «Σ’ αγαπώ» της ψιθύρισε και μπήκε με δύναμη πάλι μέσα της. Και πάλι. Και ξανά. Κάθε κίνησή του ελεγχόμενη. Κάθε μικρή κίνησή του να τη διαλύει. «Σ’ αγαπώ.» Η Ίζαμπελ έχασε κάθε αίσθηση του χρόνου. Έχασε κάθε αίσθηση του χώρου και του περιβάλλοντος. Δεν μπορούσε να θυμηθεί ποιος ήταν –ποια ήταν. Έχασε το μυαλό της. Επειδή η αίσθηση στην κόψη του πόνου ήταν τόσο γλυκιά, τόσο απείρως υπέροχη, που τίποτε άλλο δεν είχε σημασία παρά μόνο να συνεχιστεί. Ο έρωτάς του την αποπλανούσε, την ξεμυάλιζε, τη μεθούσε. Εκείνη τη στιγμή ήταν το μόνο πράγμα που είχε σημασία γι’ αυτήν. Κι εκείνος δε σταμάτησε. Είχε λαχανιάσει τώρα, η ανάσα του έβγαινε τραχιά απ’ τα πνευμόνια του καθώς μπαινόβγαινε μέσα της, με τις κινήσεις του να γίνονται κοφτές. «Έλα, που να σε πάρει» γρύλισε στο αυτί της. «Πνίξε με στα υγρά σου.»
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
331
Κι αυτή η γήινη προσταγή την ξεπέρασε. Το κορμί της συσπάστηκε, παγιδευμένο ανάμεσα στα δάχτυλα και τον ανδρισμό του, απόλυτα παραδομένο στη δύναμή του καθώς αυτός συνέχιζε το ατελείωτο σφυροκόπημα, πέρα από ελπίδα και όνειρα και ανθρώπινη λογική. Ήταν πια μόνο ένας χείμαρρος από αισθήσεις και τίποτ’ άλλο, με την ηδονή να κυλάει σπινθηρίζοντας στις φλέβες της και να κάνει την καρδιά της να βροντάει, τις πατούσες της να μυρμηγκιάζουν. Ο Γουίντερ προκαλούσε τον οργασμό της, κάνοντας τον να διαρκεί ατελείωτα, και ήταν λες και δε σκόπευε να σταματήσει ποτέ να μπαινοβγαίνει μέσα της. Αλλά ήταν κι αυτός θνητός, τελικά. Η Ίζαμπελ ένιωσε τη στιγμή που τον παρέσυρε κι αυτόν η υπέροχη αίσθηση. Τινάχτηκε πάνω της, το δάχτυλό του την πίεσε με δύναμη καθώς ο ανδρισμός του έμπαινε ολόκληρος μέσα της, κι αυτός απόμενε εκεί, να συσπάται, καθώς ο σπόρος του την πλημμύριζε. Τον άκουσε να αφήνει ένα πνιχτό βογκητό πάνω στον ώμο της. Και μετά ένιωσε να αιωρείται, υγρή και απαλή, σχεδόν λιπόθυμη από ευδαιμονία. Ήταν βαρύς έτσι πεσμένος πάνω της, με την ανάσα του καυτή στο αυτί της, αλλά δεν την ένοιαζε. Αισθανόταν σχεδόν άνετα κι απ’ το μυαλό της πέρασε μια τρελή σκέψη να του ζητήσει να μείνει μαζί της όλη τη νύχτα. Τι σημασία είχε αν οι υπηρέτριες τον έβρισκαν εδώ το πρωί; Ήταν το σπίτι της, στο κάτω-κάτω, και ήταν χήρα. Σίγουρα… Εκείνος σηκώθηκε με μια σβέλτη κίνηση και το κορμί της αμέσως πάγωσε χωρίς τη ζεστασιά του να την καλύπτει. Χωρίς να πει λέξη, φόρεσε το παντελόνι του, μάζεψε τα υπόλοιπα ρούχα του και πήρε το κερί. Και βγήκε από το δωμάτιο. ***
332
ELIZABETH HOYT
Ο Γουίντερ γλιστρούσε μέσα στη νύχτα σαν Φάντασμα που ήταν. Είχαν περάσει προ πολλού τα μεσάνυχτα πια και οι δρόμοι του Σεντ Τζάιλς ήταν ζοφεροί και μαύροι, αλλά από τη στιγμή που άφησε την Ίζαμπελ, δεν μπόρεσε να κοιμηθεί. Σκέφτηκε να προσπαθήσει ξανά να βρει τα παιδιά που φημολογείτο ότι ζούσαν σε μια σοφίτα. Είχε ακολουθήσει αυτές τις φήμες και πριν –ξανά και ξανά– μόνο και μόνο για να απογοητευτεί, αλλά αυτό δεν είχε σημασία. Απόψε είχε ανάγκη τη σωματική δραστηριότητα. Απόψε είχε ανάγκη να ξεχάσει. Το κτήνος μέσα του είχε αποδράσει απόψε. Είχε πατήσει τον όρκο του να μείνει μακριά από την Ίζαμπελ επειδή στάθηκε αδύνατον να το κάνει. Και όταν πήγε κοντά της, της έκανε έρωτα σαν ζώο τρελαμένο από πόθο. Ωστόσο εκείνη ήταν υγρή, πανέμορφα, υπέροχα υγρή, οπότε ίσως να μην είχε νιώσει και τόση φρίκη από την πρωτόγονη κτητικότητά του. Δεν τον είχε φοβηθεί κι αυτό ήταν καλό, γιατί το σκοτάδι μέσα του σίγουρα φόβιζε τον ίδιο. Ήταν σαν να είχε ξεκλειδώσει ένα κλουβί μέσα του που από τη στιγμή που άνοιξε δε γινόταν να ξανακλείσει ποτέ. Το κτήνος ήταν έξω τώρα, ελεύθερο και αδάμαστο· και τη λάτρευε. Το πνεύμα της, την ευαίσθητη πλευρά που έκρυβε μέσα της, ακόμα και τον πόνο που της είχε προξενήσει η στειρότητά της. Και ιδιαίτερα το ύφος που έπαιρναν τα καταγάλανα μάτια της όταν την άγγιζε στον πυρήνα της. Ω, στο κτήνος άρεσε ιδιαίτερα αυτό. Γρύλισε σιγανά καθώς πηδούσε ανάμεσα στα κτίρια. Το κενό ήταν πολύ μεγάλο, το άλμα πολύ επικίνδυνο, ωστόσο προσγειώθηκε στην απέναντι μεριά με ευκολία. Ίσως ο ανεκπλήρωτος έρωτας τον είχε κάνει ημίθεο. Βλάσφημη σκέψη. Στάθηκε όρθιος πάνω στη στέγη, με τη σελήνη να ρίχνει το φως της στην πλάτη του και την επικλινή πόρτα της στέγης μπροστά του. Κούνησε το κεφάλι, προσπαθώντας να το καθαρίσει εντελώς από το συναίσθη-
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
333
μα πριν τραβήξει και τα δύο σπαθιά του και κλοτσήσει την πόρτα. Έφυγε προς τα μέσα με τους μεντεσέδες σπασμένους και έσκασε με δύναμη πάνω σε έναν αθέατο τοίχο. Το δωμάτιο που αποκαλύφθηκε δεν είχε φως. Αρκετές σκοτεινές φιγούρες άρχισαν να ανασηκώνονται, αδέξιες από τον ύπνο και το σάστισμα. Τα μάτια του Γουίντερ είχαν ήδη προσαρμοστεί στο σκοτάδι. Είχε το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού και του ότι βρισκόταν ψηλότερα. Πάντα να επιτίθεσαι από ψηλά όταν μπορείς. Η νοερή φωνή του μέντορά του ψιθύρισε στο αυτί του τη στιγμή που ο Γουίντερ πηδούσε στο δωμάτιο. Προσγειώθηκε πάνω στη μεγαλύτερη φιγούρα –έναν άντρα με πελώριους ώμους, που βρόμαγε ιδρωτίλα. Ο άντρας είχε μόλις προλάβει να σηκωθεί στα γόνατα, αλλά το βάρος του Γουίντερ τον έριξε με τη μούρη στο έδαφος. Έμεινε ακίνητος, έτσι ο Γουίντερ στράφηκε στον επόμενο άντρα, χτυπώντας τον στο πλάι του κεφαλιού. ΜΠΑΜ! Ένα όπλο εκπυρσοκρότησε, με τη λάμψη να τους τυφλώνει όλους. Ο Γουίντερ έκλεισε τα μάτια και συνέχισε να παλεύει. Πριν από χρόνια, ο σερ Στάνλεϊ τον είχε βάλει να εξασκείται στο σπαθί με ένα σάκο περασμένο στο κεφάλι ακριβώς γι’ αυτόν το λόγο. Ένιωσε ένα σώμα να σκοντάφτει πάνω του και χτύπησε τον άντρα με τον αγκώνα στο στομάχι. Ακούστηκε ένας γδούπος καθώς ο άντρας έπεφτε στο έδαφος και μετά άκουσε το σούρσιμο ποδιών που έτρεχαν. Ο Γουίντερ άνοιξε τα μάτια. Ο άντρας που είχε μόλις ρίξει κάτω πάλευε να σηκωθεί. Μισή ντουζίνα παράξενες μηχανές σε σχήμα υπερμεγέθους καρέκλας ήταν αραδιασμένες μπροστά στους τοίχους της χαμηλοτάβανης σοφίτας. Πέρα απ’ αυτές, το δωμάτιο ήταν άδειο με εξαίρεση το σώμα του πρώτου άντρα, που κείτονταν ακόμα αναίσθητος από την πτώση του Γουίντερ πάνω του.
334
ELIZABETH HOYT
Απογοήτευση διαπέρασε τον Γουίντερ, κάνοντας το χέρι του να κλείσει πιο άγρια απ’ το συνηθισμένο καθώς τράβαγε τον άντρα να σηκωθεί. «Πού είναι;» ρώτησε, επειδή δεν υπήρχε τίποτε άλλο να κάνει. «Πού είναι τα παιδιά;» Είδε με έκπληξη το θύμα του να γνέφει προς την άλλη άκρη του δωματίου. «Εκεί.» Τα μάτια του Γουίντερ μισόκλεισαν με καχυποψία. Ή ο άντρας προσπαθούσε να τον ξεφορτωθεί ή ήταν παγίδα, σε κάθε περίπτωση όμως έπρεπε να το ελέγξει. Έπιασε τον άντρα απ’ το κολάρο του σακακιού και τον έσυρε μαζί του προς το βάθος του δωματίου. Καθώς πλησίαζε, ο Γουίντερ μπόρεσε να διακρίνει μια μικρή πόρτα στον τοίχο. Η ελπίδα άρχισε να ανθίζει στο στήθος του και την έπνιξε βάναυσα. Είχε ξαναβρεί τέτοιες κρυψώνες. Ήταν όλες άδειες ή κατειλημμένες από ενήλικες. Την πόρτα ασφάλιζε μια χοντρή ξύλινη αμπάρα και ο Γουίντερ τη σήκωσε πριν ανοίξει προσεκτικά την πόρτα. Εδώ ήταν ακόμα πιο σκοτεινά από το εξωτερικό δωμάτιο, ένας μικρός λάκκος απ’ την κόλαση χωρίς φως ή ελπίδα. Ο αέρας έζεχνε από απελπισία. Στην αρχή νόμισε πως το φρικτό δωματιάκι ήταν άδειο. Μετά μια μικροσκοπική φιγούρα κινήθηκε. Κι άλλη μια. Κι άλλη μια. Το προσωπάκι ενός μικρού κοριτσιού αναδύθηκε απ’ το λάκκο, λεπτό και αποστεωμένο. «Σας παρακαλώ» ήταν το μόνο που μπόρεσε να πει. Τα είχε βρει. Επιτέλους τα είχε βρει. *** «Έχετε έναν επισκέπτη, λαίδη μου.» Η Μεγκς σήκωσε αφηρημένα το βλέμμα από το ανοιχτό βιβλίο στην ποδιά της. Δεν μπορούσε να θυμηθεί πόση ώρα καθόταν εκεί στη βιβλιοθήκη με το βιβλίο σαν πρόσχημα,
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
335
αλλά δίπλα στον αγκώνα της ήταν ένα άδειο φλιτζάνι τσάι, οπότε προφανώς ήταν κάμποση ώρα. «Δε δέχομαι επισκέψεις» είπε άχρωμα. «Ω, σίγουρα αυτό δεν ισχύει για μένα.» Η λαίδη Μπέκινχολ μπήκε φουριόζα στη βιβλιοθήκη πίσω από τον μπάτλερ, γνέφοντάς του να πηγαίνει. Εκείνος φάνηκε ανακουφισμένος καθώς έφευγε από το δωμάτιο. «Ήρθα να σε βγάλω έξω» ανακοίνωσε η λαίδη Μπέκινχολ, κοιτώντας μια πελώρια Βίβλο πάνω σε μια βάση. «Έχω πονοκέφαλο.» «Τόσο το καλύτερο, τότε» είπε η λαίδη Μπέκινχολ ζωηρά. «Ο καθαρός αέρας θα κάνει καλό στο κεφάλι σου.» «Συνήθως οι γιατροί συστήνουν ανάπαυση για τον πονοκέφαλο» υπέδειξε η Μεγκς. «Αυτοί συστήνουν ανάπαυση σχεδόν για όλα» είπε η λαίδη Μπέκινχολ κάπως δύσθυμα. Έστρεψε το βλέμμα από τη Βίβλο, με την έκφρασή της να γλυκαίνει. «Σε παρακαλώ; Έχει περάσει σχεδόν μια βδομάδα απ’ όταν έφυγε ο κύριος Μέικπις από το Ίδρυμα. Υπολογίζω ότι η λαίδη Πενέλοπι κοντεύει να το κατεδαφίσει πια. Νομίζω πως θα έπρεπε τουλάχιστον να πάμε να ρίξουμε μια ματιά.» «Ο κύριος Μέικπις έφυγε;» Προς στιγμήν η Μεγκς ένιωσε μια σπίθα ενδιαφέροντος. «Ναι. Δύο μέρες μετά…» Η λαίδη Μπέκινχολ μόρφασε και σταμάτησε, κοιτάζοντας τη Μεγκς ανίσχυρα. Δυο μέρες μετά το θάνατο του Ρότζερ. Η Μεγκς κοίταξε ξανά το βιβλίο στην ποδιά της, με τα λόγια της να βγαίνουν μπερδεμένα. «Δεν μπορώ. Συγνώμη.» Ένιωσε τη λαίδη Μπέκινχολ να πλησιάζει. «Γιατί; Γιατί δεν μπορείς να βγεις;» «Απλώς… δεν μπορώ.» «Τι συμβαίνει;» Η λαίδη Μπέκινχολ ακούμπησε το δρο-
336
ELIZABETH HOYT
σερό της χέρι στο μέτωπο της Μεγκς. «Είσαι στ’ αλήθεια άρρωστη; Έχεις δει γιατρό;» «Όχι!» Η Μεγκς τράβηξε το κεφάλι της στο πλάι. «Δεν είν’ αυτό.» «Τότε τι;» Τα λίγια βγήκαν από το στόμα της πριν προλάβει να τα συγκρατήσει. «Είμαι έγκυος.» Άνοιξε τα μάτια και είδε μια έκφραση στο πρόσωπο της λαίδης Μπέκινχολ που δεν είχε ξαναδεί ποτέ. Η γυναίκα είχε γίνει κυριολεκτικά γκρι, τα μάτια της είχαν γουρλώσει από τρόμο. Ω, υπέροχα. Προφανώς είχε σοκάρει την ασοκάριστη λαίδη Μπέκινχολ. «Λυπάμαι» μουρμούρισε ανόητα η Μεγκς. «Δεν ξέρω τι μ’ έπιασε και σου το είπα. Ξέχασε ότι…» «Σε έπιασε ότι χρειάζεσαι βοήθεια.» Η σοκαρισμένη έκφραση είχε φύγει από το πρόσωπο της λαίδης Μπέκινχολ όσο γρήγορα είχε εμφανιστεί, το χρώμα άρχιζε να ξαναγυρίζει στα μάγουλά της. «Και ευτυχώς, το είπες στο σωστό άτομο.»
Κεφάλαιο Δεκαεπτά Όταν ο Αρλεκίνος σκότωσε και τον τελευταίο άντρα, η Αληθινή Αγάπη του Αρλεκίνου έτρεξε προς το μέρος του, αλλά καθώς το έκανε, εκείνος γύρισε και το έβαλε στα πόδια, γρήγορος σαν ελάφι. Για πολλές ώρες, η Αληθινή Αγάπη κυνήγησε τον Αρλεκίνο, χωρίς να τον χάνει ποτέ από τα μάτια της, μέχρι που εκείνος έφτασε σε ένα αδιέξοδο. Γρήγορη σαν αστραπή, η Αληθινή Αγάπη έτρεξε καταπάνω του και έριξε το κορδόνι που είχε πλέξει με τα ίδια της τα μαλλιά στο κορμί του, δένοντάς το σφιχτά έτσι ώστε τα μπράτσα του να παγιδευτούν στα πλευρά του. Μ’ αυτόν τον τρόπο τον έδεσε με την αγάπη της… -από το Ο Θρύλος του Αρλεκίνου-Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς
Η Ίζαμπελ μπήκε στην όμορφη μικρή τραπεζαρία της και στάθηκε ακίνητη. Αυτή και η λαίδη Μάργκαρετ δεν είχαν κάνει ποτέ τη βόλτα μέχρι το ορφανοτροφείο. Αντίθετα, η Ίζαμπελ είχε γράψει και είχε στείλει ένα γράμμα για λογαριασμό της λαίδης Μάργκαρετ και τώρα ήταν έτοιμη να γευματίσει. Αλλά στο τραπέζι από ροδόξυλο ήταν καθισμένος ο
338
ELIZABETH HOYT
Γουίντερ, με μόνο ένα φλιτζάνι τσάι μπροστά του. Περίεργο. Εκείνος έτρωγε συνήθως σκανδαλωδώς νωρίς το πρωινό του και μετά πήγαινε στην παιδική πτέρυγα ή σε ένα γραφείο που του είχε παραχωρήσει. Ωστόσο ήταν ακόμα εδώ, ώρες αφότου θα έπρεπε να έχει αρχίσει τα μαθήματα με τον Κρίστοφερ. «Τι συμβαίνει;» τον ρώτησε χωρίς προλόγους. Η ματιά του δεν υψώθηκε από το φλιτζάνι του. «Τα βρήκα.» Η Ίζαμπελ έριξε μια βιαστική ματιά στον υπηρέτη που στεκόταν στη γωνία προσποιούμενος πως δεν άκουγε. «Πες στη μαγείρισσα πως θα είμαστε δύο στο γεύμα.» Περίμενε μέχρι να φύγει ο υπηρέτης πριν ρωτήσει τον Γουίντερ: «Ποια βρήκες;» «Τα παιδιά.» Η φωνή του ήταν σβησμένη. Ζάρωσε το μέτωπο ξαφνιασμένη. «Μα αυτά είναι καλά νέα, σωστά;» Η ματιά του υψώθηκε τελικά να συναντήσει τη δική της και η Ίζαμπελ είδε ότι τα μάτια του ήταν κατακόκκινα και βουλιαγμένα. Αναθεώρησε την προηγούμενη σκέψη της: Δεν ήταν ότι είχε σηκωθεί αργά σήμερα το πρωί. Δεν είχε πάει καθόλου για ύπνο. Τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε. «Πες μου.» Άπλωσε τα χέρια μπροστά του και κοίταξε τις παλάμες του σαν να προσπαθούσε να καταλάβει το παρελθόν ή το μέλλον του. «Βρίσκονταν σε μια σοφίτα ενός σπιτιού χωρισμένου και ξαναχωρισμένου σε ένα λαβύρινθο από δωμάτια. Δεκαπέντε κορίτσια όλα μαζί κλεισμένα σε ένα δωμάτιο χωρίς παράθυρα, χωρίς εξαερισμό και με ένα ταβάνι που το ψηλότερο σημείο του δεν ξεπερνούσε το ύψος του ώμου μου. Κανένα δε χαμογέλασε από χαρά ή έστω από ανακούφιση όταν άνοιξα την αμπαρωμένη πόρτα και τα έσωσα. Νομίζω πως είχαν εγκαταλείψει κάθε ελπίδα.» Έκλεισε τα μάτια της, θρηνώντας για εκείνα τα παιδιά
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
339
που ζούσαν σε απομόνωση και εκμετάλλευση. Θρηνώντας για τον πόνο του Γουίντερ. «Αλλά τα βρήκες. Θα μάθουν ξανά να χαμογελάνε.» «Θα μάθουν;» τη ρώτησε κι εκείνη άνοιξε τα μάτια για να τον δει να κουνάει με αμφιβολία το κεφάλι. «Δεν ξέρω.» «Πού είναι τώρα;» «Τα πήγα στο ίδρυμα. Χτύπησα την πόρτα και περίμενα στις σκιές μέχρι να ανοίξει η πόρτα και να βρεθούν μέσα, σώα και ασφαλή. Δεν κινήθηκαν, δεν προσπάθησαν να το σκάσουν όσο περίμεναν.» Ο υπηρέτης επέστρεψε ακολουθούμενος από δύο συναδέλφους του που κουβαλούσαν δίσκους με κρύα κρέατα, τυριά, ψωμί και φρούτα. «Αφήστε τα εδώ» είπε η Ίζαμπελ, δείχνοντας το τραπέζι. «Θα σερβιριστούμε μόνοι μας.» Περίμενε μέχρι να ξαναβγούν από το δωμάτιο, πριν γεμίσει το πιάτο του Γουίντερ με μια ποικιλία από ό,τι υπήρχε στο τραπέζι. «Έλα, φάε αυτό.» Αυτός κοίταξε το φαγητό σαν να ήταν κάτι που δεν είχε ξαναδεί. «Υπήρχαν ενήλικες στο μπροστινό δωμάτιο όταν πρωτοέφτασα εκεί, αλλά οι περισσότεροι το έσκασαν. Πρόλαβα να κρατήσω έναν, αλλά δείχνει να μην πολυκαταλαβαίνει. Δεν μπορούσε να μου πει ποιος κρύβεται πίσω από το εργαστήριο. Ποιος είναι ο αριστοκράτης που βγάζει λεφτά πάνω στις πλάτες μικρών παιδιών. Ίσως να μην είδε ποτέ τον Ντ’Αρκέ.» Η Ίζαμπελ σερβίριζε φρέσκο τσάι στο φλιτζάνι του, αλλά η κίνησή της έμεινε στη μέση. «Το λόρδο Ντ’Αρκέ;» «Ναι.» Πέρασε ανυπόμονα το χέρι μέσα απ’ τα μαλλιά του. «Σου είπα: βρήκα εκείνο το σκισμένο χαρτί με τη σφραγίδα του μέσα στο χέρι ενός παιδιού που έσωσα απ’ αυτούς τους ανθρώπους.» Ανασήκωσε το φρύδι της και είπε μαλακά: «Μου είπες ότι βρήκες το χαρτί στο χέρι ενός μικρού αγοριού στο Σεντ
340
ELIZABETH HOYT
Τζάιλς. Ποτέ δεν είπες ότι το αγοράκι συνδεόταν με τους ανθρώπους του εργαστηρίου που έψαχνες.» «Δεν το είπα;» Έσμιξε τα φρύδια, δείχνοντας φοβερά κουρασμένος. «Λοιπόν, συνδεόταν. Ο κόσμος στο Σεντ Τζάιλς τους αποκαλεί ‘κλέφτες κοριτσιών’, αφού προφανώς προτιμάνε τα κορίτσια για τη δουλειά τους. Τα κοριτσάκια έχουν μικρότερα δάχτυλα και είναι πιο επιδέξια με τις λεπτοδουλειές.» Η Ίζαμπελ ζάρωσε το μέτωπο. «Δε βλέπω όμως πώς συνδεέται ο λόρδος Ντ’Αρκέ μ’ αυτό.» Ο Γουίντερ της έριξε μια ζηλιάρικη ματιά. «Και αναγνώρισα τον οδηγό της άμαξας του Ντ’Αρκέ σαν έναν από τους κλέφτες κοριτσιών.» Αυτό την έκανε να κοντοσταθεί για μια στιγμή. «Μίλησες στον αμαξά;» «Ναι.» Ο Γουίντερ μόρφασε. «Είπε πως δεν ήταν ο Ντ’Αρκέ.» «Τότε λοιπόν…» «Και μετά το έβαλε στα πόδια και δεν μπόρεσα να μάθω τίποτ’ άλλο απ’ αυτόν. Απ’ όσο ξέρω, θα μπορούσε κάλλιστα να καλύπτει το αφεντικό του.» «Ή ίσως έλεγε την αλήθεια» είπε η Ίζαμπελ. «Ξέρω πως δε συμπαθείς τον υποκόμη και παραδέχομαι ότι μπορεί να γίνεται πολύ εκνευριστικός, αλλά αυτό δεν τον κάνει εγκληματία. Δεν τον κάνει το είδος του ανθρώπου που θα άφηνε μικρά κοριτσάκια να υποφέρουν για τα λεφτά.» Ο Γουίντερ κούνησε το κεφάλι. «Νομίζω πως είσαι προκατειλημμένη.» Η Ίζαμπελ θυμήθηκε το ύφος στο πρόσωπό του όταν ο λόρδος Ντ’Αρκέ την είχε φλερτάρει στο χορό της δούκισσας του Άρλινγκτον. «Νομίζω πως κι εσύ μπορεί να είσαι προκατειλημμένος.» Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους δύσθυμα, χωρίς να μιλήσει.
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
341
Η Ίζαμπελ βρήκε την ευκαιρία να βάλει στο πιάτο της λίγο τυρί και φρούτα. «Γιατί δε δείχνεις στο λόρδο Ντ’Αρκέ το κομμάτι το χαρτί; Ρώτησέ τον σε ποιον το έγραψε.» Της έριξε μια ειρωνική ματιά αλλά παρέμεινε σιωπηλός. Αυτή έβαλε ένα φλιτζάνι τσάι για τον εαυτό της, προσθέτοντας μια σταγόνα γάλα και μια κουταλιά ζάχαρη πριν πιει. «Τι έφτιαχναν τελικά σ’ αυτό το εργαστήριο; Δε μου είπες.» «Κάλτσες» της απάντησε πικρόχολα. «Το φαντάζεσαι; Έβαζαν εκείνα τα κοριτσάκια να δουλεύουν μέχρι θανάτου για να φτιάχνουν δαντελένιες κάλτσες με κεντημένα ρολογάκια στους αστραγάλους σύμφωνα με τη γαλλική μόδα για ανόητες κυρίες.» Το στήθος της Ίζαμπελ σφίχτηκε από ξαφνικό τρόμο. Άφησε κάτω το φλιτζάνι της. «Έχεις δει τις κάλτσες;» «Μόλις χθες το βράδυ» της απάντησε. «Άφησαν ένα κουτί με τελειωμένα ρολογάκια για να ραφτούν πάνω στις μεταξωτές κάλτσες αργότερα.» Ήταν μόνοι μέσα στο δωμάτιο του πρωινού. Η Ίζαμπελ σηκώθηκε και έκανε το γύρο του τραπεζιού για να πάει δίπλα του. Εκείνος την κοίταξε ερωτηματικά μέχρι που την είδε να βάζει το πόδι της πάνω στη διπλανή καρέκλα και να ανασηκώνει τη φούστα της. «Έτσι έμοιαζαν τα ρολογάκια;» είπε σιγανά. Εκείνος πάγωσε, κοιτάζοντας το λεπτεπίλεπτο ροζ, χρυσαφί και γαλάζιο κέντημα στον αστράγαλό της. Ήταν ραμμένο πάνω σε μια κάλτσα που η λευκή δαντέλα της ξεκινούσε από την πατούσα και ανέβαινε μέχρι πάνω από το γόνατο. Λεπτή, απίστευτα ακριβή δαντέλα, σε τιμή πολύ χαμηλότερη από όσο θα κόστιζε αλλού. Είχε πιαστεί κορόιδο. Μετά τα μάτια του ανέβηκαν στα δικά της. «Η καμαριέρα μου, η Πίνκνι, τις πήρε. Δεν είμαι σίγουρη από πού, αλλά ξέρω πως είχε ενθουσιαστεί με την τιμή.» Το στόμα του σφίχτηκε βλοσυρά. «Μπορείς να τη φωνάξεις εδώ, σε παρακαλώ;»
342
ELIZABETH HOYT
«Φυσικά» του απάντησε κρατώντας τον τόνο της ήρεμο καθώς πήγαινε στην πόρτα και έδινε εντολή στον υπηρέτη που στεκόταν απέξω. Ο Γουίντερ ήταν φοβερά θυμωμένος, το έβλεπε. Ανόητες κυρίες. Τη θεωρούσε μια από τις ανόητες κυρίες για τις οποίες είχε μιλήσει; Εκείνες που δε νοιάζονταν ποτέ ποιος έφτιαχνε τις κάλτσες τους αρκεί να ακολουθούσαν την τελευταία λέξη της μόδας; Ε λοιπόν, ήταν μία από αυτές τις κυρίες, σωστά; Βούλιαξε στην καρέκλα της, περιμένοντας την Πίνκνι. Εκείνος δεν είπε τίποτε άλλο, αντίθετα κάρφωσε το βλέμμα στο τραπέζι ανάμεσα στα χέρια του, με μια βαθιά ρυτίδα να χαράζεται ανάμεσα στα φρύδια του. Η πόρτα άνοιξε και στο δωμάτιο του πρωινού μπήκε η καμαριέρα. «Ζητήσατε να με δείτε, λαίδη μου;» «Ναι.» Η Ίζαμπελ έδεσε τα χέρια πάνω στα πόδια της. «Θέλω να μάθω για τις δαντελένιες κάλτσες που μου αγοράζεις.» Το όμορφο μέτωπο της Πίνκνι ζάρωσε. «Κάλτσες, λαίδη μου;» «Από πού τις πήρες;» τη ρώτησε ο Γουίντερ, με σκοτεινή φωνή. Τα γαλάζια μάτια της Πίνκνι άνοιξαν διάπλατα, ένα μείγμα σαστίσματος και φόβου μέσα τους. Ο Γουίντερ έδειχνε ιδιαίτερα βλοσυρός αυτήν τη στιγμή. «Ε… εγώ… δηλαδή, υπάρχει ένα μικρό μαγαζί στην οδό Μπέικερς, λαίδη μου. Ο μαγαζάτορας έχει τις δαντελένιες κάλτσες στο πίσω μέρος. Πρέπει να ξέρει κανείς για να τις ζητήσει.» «Κι εσύ πώς το ήξερες;» τη ρώτησε η Ίζαμπελ. Η Πίνκνι ανασήκωσε τους ώμους ανίσχυρα. «Ακούς τις φήμες για κάτι τέτοια, λαίδη μου. Πού να βρεις τα τελευταία γάντια από μαλακό δέρμα, ποιος τσαγκάρης φτιάχνει τα καλύτερα ψηλοτάκουνα γοβάκια και ποιος έχει μεταξωτές κάλτσες σύμφωνα με τις τελευταίες επιταγές της γαλλικής μόδας στη χαμηλότερη τιμή. Αυτή είναι η δουλειά μου, λαίδη μου.»
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
343
Η Πίνκνι τους κοίταξε με ένα παράξενο ύφος αξιοπρέπειας, αφού είχε απόλυτο δίκιο –ήταν η δουλειά της και την έκανε καλά. «Σ’ ευχαριστώ, Πίνκνι. Δε θα σε χρειαστώ άλλο» είπε η Ίζαμπελ ήσυχα. Η καμαριέρα έκανε μια μικρή υπόκλιση. «Μάλιστα, λαίδη μου.» Γύρισε να βγει από το δωμάτιο. «Περίμενε.» Η Ίζαμπελ ανασήκωσε ξανά τη φούστα της και κατέβασε και τις δύο κάλτσες, βγάζοντάς τες. Έτεινε το ξεχειλωμένο μετάξι στην καμαριέρα. «Κάψ’ τες μαζί με τις άλλες, σε παρακαλώ.» Το στόμα της Πίνκνι είχε μείνει ανοιχτό όταν η κυρία της σήκωσε τη φούστα της μπροστά στον Γουίντερ. Τώρα το έκλεισε απότομα. «Ασφαλώς, λαίδη μου.» Πήρε τις κάλτσες και εξαφανίστηκε. «Γιατί την έδιωξες;» ρώτησε ο Γουίντερ κοφτά. «Μπορεί να ήξερε περισσότερα αν της είχαμε κάνει ερωτήσεις.» «Αμφιβάλλω.» Η Ίζαμπελ κούνησε το κεφάλι. «Είναι εξαιρετική καμαριέρα, αλλά νομίζω πως οι λεπτομέρειες της θέσης της –τα πράγματα που μόλις απαρίθμησε– απορροφούν κάθε διαθέσιμο κομμάτι του μυαλού της.» Ανασήκωσε τους ώμους απολογητικά. «Δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για οτιδήποτε άλλο πέρα από τη μόδα.» Ο Γουίντερ σηκώθηκε. «Τότε θα πάω να επισκεφθώ το μαγαζί στην οδό Μπέικερς. Ίσως ο μαγαζάτορας μου δώσει περισσότερες πληροφορίες.» «Αλλά τι θα γίνει με τον Κρίστοφερ;» ρώτησε η Ίζαμπελ. «Δεν έχεις να του κάνεις μαθήματα σήμερα;» Ο Γουίντερ γύρισε και την κοίταξε από την πόρτα. «Έχω, αλλά φαίνεται πως η μητέρα του έχει άλλα σχέδια. Μου είπαν πως τον πήρε μαζί της για κάποια δουλειά νωρίς σήμερα το πρωί.» «Τι…» άρχισε να λέει η Ίζαμπελ, αλλά εκείνος είχε ήδη φύγει.
344
ELIZABETH HOYT
Περίεργο. Η Λουίζ επισκεπτόταν τον Κρίστοφερ μόνο μια φορά το μήνα –και αν– και συνήθως μόνο τα απογεύματα. Σπανίως ξυπνούσε πριν από το μεσημέρι, πόσο μάλλον να σηκωθεί από το κρεβάτι. Αναστενάζοντας η Ίζαμπελ έφαγε το μεσημεριανό της. Μήπως έπρεπε να ελέγχει όλα τα ρούχα που της έφερνε η Πίνκνι; Να σιγουρεύεται πως ήταν φτιαγμένα σε νόμιμα εργαστήρια; Ή μήπως έπρεπε απλώς να παραιτηθεί από τις ωραίες μεταξωτές κάλτσες, τα ψηλοτάκουνα γοβάκια από χρυσό ύφασμα, τις τουαλέτες που χρειάζονταν μήνες για να κεντηθούν; Μπορούσε να αρχίσει να ντύνεται σαν καλόγρια, να εξορκίσει κάθε χρώμα από τη ζωή της… και να τρελαθεί μέσα σε μια βδομάδα. Της άρεσαν οι υπερβολικές τουαλέτες, τα όμορφα εσώρουχα, οι κεντημένες κάλτσες και όλα τα άλλα μικροπράγματα τα οποία ο Γουίντερ σίγουρα θα επέκρινε. Δεν μπορούσε να σταματήσει να τα φοράει, όπως δε θα μπορούσε ένα παγώνι να πετάξει τα φτερά του. Να λοιπόν ακόμα ένας λόγος που δε γινόταν να παντρευτούν. Ακόμα κι αν ο Γουίντερ την αγαπούσε πραγματικά, δε γινόταν να μην περιφρονεί την αδυναμία της στα ακριβά ρούχα και τα κοσμήματα. Άλλο ένα καρφί στο φέρετρο της σχέσης τους. Δεν ταίριαζαν από καμία άποψη. Η Ίζαμπελ σούφρωσε τη μύτη της και έλιωσε το τυρί που απέμενε στο πιάτο με το πιρούνι της. Θα έπρεπε να χαίρεται που βρήκε άλλον ένα λόγο να του δώσει ως προς το γιατί δεν έπρεπε, δεν μπορούσαν, δε γινόταν να παντρευτούν, ωστόσο το μόνο που ένιωθε ήταν ένα φοβερό κάψιμο στο στομάχι. Το μυαλό της ήταν πεπεισμένο, η καρδιά της όμως επαναστατούσε. Η πόρτα άνοιξε και η Ίζαμπελ γύρισε, χαρούμενη με τον αντιπερισπασμό που την έβγαζε από τις ζοφερές σκέψεις της. Η Λουίζ μπήκε βιαστικά μέσα, με μάγουλα ροδαλά, μά-
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
345
τια που άστραφταν, τα χρυσόξανθα μαλλιά της στολισμένα με μια ροζ υφασμάτινη ροζέτα και –αν η Ίζαμπελ δεν έκανε λάθος– φορώντας καινούργιο φουστάνι. «Ω, Ίζαμπελ, έχει συμβεί κάτι το υπέροχο! Βρήκα έναν προστάτη και μου έδωσε ένα σπίτι. Μέχρι το τέλος της βδομάδας μπορώ να πάρω τον Κρίστοφερ να ζήσει μαζί μου.» Το στόμα της Ίζαμπελ άνοιξε, αλλά δε βγήκε καμία λέξη. Η Λουίζ συνέχισε να πολυλογεί για τον καινούργιο της προστάτη και το σπίτι που σύντομα θα είχε, αλλά λες και η φωνή της ερχόταν από μακριά. Η Ίζαμπελ είχε αποδεχτεί την ευθύνη του Κρίστοφερ με δισταγμό και μόνο επειδή δεν υπήρχε άλλος να τον φροντίσει. Ο μικρός ήταν βάρος, μια αθώα υπενθύμιση της απιστίας του Έντμουντ και της δικής της στειρότητας. Θα έπρεπε να χαίρεται τώρα που η Λουίζ είχε επιτέλους βρει έναν τρόπο να τον φροντίσει η ίδια. Ένα παιδί χρειαζόταν τη μητέρα του και η Λουίζ, άσχετα με τα ελαττώματά της, ήταν η μητέρα του Κρίστοφερ. Κι αν ένιωθε μια μικρή απογοήτευση που έφευγε, αυτό ήταν αναμενόμενο. Σιγά-σιγά το είχε… αγαπήσει αυτό το αγοράκι. «Θα έρθω να τον πάρω αύριο, εντάξει;» είπε η Λουίζ. Η Ίζαμπελ έγνεψε καταφατικά. «Ναι. Ναι, φυσικά. Μια χαρά είναι.» Ήταν μια χαρά, δεν ήταν; *** Αργά εκείνη τη νύχτα, ο Γουίντερ άνοιξε την πόρτα του δωματίου του στο σπίτι της Ίζαμπελ, κουρασμένος σωματικά και πνευματικά. Η θέα που αντίκρισε έκανε όλες τις αισθήσεις του να ξυπνήσουν, όμως: η Ίζαμπελ ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι του και απ’ όσο μπορούσε να δει, δε φορούσε τίποτα.
346
ELIZABETH HOYT
Έκλεισε την πόρτα πίσω του. Το δωμάτιο που του είχε δώσει ήταν πολύ πιο ωραίο από το προηγούμενο δωμάτιό του στο ορφανοτροφείο. Όντας στο ίδιο πάτωμα με το δικό της υπνοδωμάτιο, ο Γουίντερ υποψιαζόταν πως ήταν ξενώνας και όχι δωμάτιο για υπηρέτη. Το κρεβάτι ήταν μεγάλο και άνετο και υπήρχαν αρκετά έπιπλα για να κάνουν το δωμάτιο ευχάριστο: μια πολυθρόνα δίπλα στο τζάκι, μια συρταριέρα και μια τουαλέτα με λεκάνη και κανάτα για το πλύσιμο. Εκείνη είχε φροντίσει, ήταν σίγουρος γι’ αυτό, να του δώσει ένα δωμάτιο που θα το έβρισκε όμορφο χωρίς να είναι υπερβολικά φανταχτερό. «Τι γυρεύεις εδώ;» τη ρώτησε. Οι βλεφαρίδες της χαμήλωσαν και ένα χαμόγελο έπαιξε στις γωνίες του αισθησιακού στόματός της. «Μα, κύριε Μέικπις, ξέρω πως τα μαθήματά μας ήταν σύντομα, αλλά νομίζω πως κάλυψα αρκετή ύλη ώστε να είστε σε θέση να καταλάβετε γιατί μπορεί να είμαι εδώ.» Ο εύθραυστος τόνος της φωνής της έκανε τον Γουίντερ αμέσως να ανησυχήσει. «Τι έχει συμβεί;» Σούφρωσε τα χείλη της. «Πρέπει να έχει συμβεί κάτι για να είμαι εδώ;» «Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ναι.» Πλησίασε στο κρεβάτι με το βλέμμα καρφωμένο πάνω της. «Πες μου, Ίζαμπελ.» Έστρεψε το πρόσωπό της στο πλάι, χωρίς να πει τίποτα, αλλά τα γλυκά της χείλη τρεμούλιασαν. Ο Γουίντερ δεν άντεχε να το βλέπει. Ανέβηκε στο κρεβάτι όπως ήταν με τα ρούχα και τράβηξε τη ζεστή μικροσκοπική φιγούρα της στην αγκαλιά του, στρώνοντας τα υπέροχα μαλλιά της. «Ίζαμπελ.» Η ανάσα της βγήκε τραχιά. «Θυμάσαι όταν πρωτοήρθες εδώ και συνάντησες τον Κρίστοφερ;» «Ναι» μουρμούρισε μέσα στα μαλλιά της, διερωτώμενος πού το πήγαινε.
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
347
«Ήμουν αρκετά ψυχρή μαζί του» είπε. «Ίζαμπελ» διαμαρτυρήθηκε εκείνος. Κούνησε το κεφάλι. «Όχι, ήμουν. Δεν είναι παρά ένα μικρό αγόρι και δεν έφταιγε αυτός, αλλά μου θύμιζε όλα όσα δεν έχω –όλα όσα δεν μπορώ να έχω ποτέ– και απλώς δεν άντεχα να τον βλέπω. Με έκανε να νιώθω πάρα πολλά. Παλιότερα ευχόμουν απελπισμένα να τον πάρει η Λουίζ. Να βρει άλλο σπίτι γι’ αυτόν.» Γέλασε και μετά σιώπησε ξανά. «Θα γελάσεις με αυτό που θα σου πω, αλλά η ευχή μου τελικά πραγματοποιήθηκε.» Ο Γουίντερ έκλεισε τα μάτια λυπημένος. Είχε μόλις αρχίσει να ανοίγει την καρδιά της στο αγοράκι. Είχε μόλις αρχίσει να επιτρέπει στον εαυτό της να αισθανθεί τη χαρά της σχέσης τους. Το να της παίρνουν τώρα τον Κρίστοφερ ήταν φοβερό χτύπημα. «Λυπάμαι» της είπε. «Πού σκοπεύει να τον πάει;» Στριφογύρισε τα δάχτυλά της στα πέτα του σακακιού του. «Βρήκε έναν προστάτη –έναν πλούσιο εισαγωγέα αγαθών. Εκεί ήταν σήμερα το πρωί: Είχε πάρει τον Κρίστοφερ για να ψωνίσουν και οι δύο καινούργια ρούχα με έξοδά του. Τη λατρεύει, λέει η Λουίζ, και της έχει νοικιάσει ένα ωραίο σπίτι στην πόλη.» Εκείνος έκανε μια γκριμάτσα πάνω από το κεφάλι της. «Δεν ακούγεται το καλύτερο μέρος για να ζει και να μεγαλώνει ο μικρός.» Η Ίζαμπελ έμεινε ακίνητη. «Το ίδιο σκέφτηκα κι εγώ, αλλά φοβάμαι πως η αδυναμία που του έχω θολώνει την κρίση μου. Θέλω να είναι ευτυχισμένος ο Κρίστοφερ. Σίγουρα θα είναι πιο ευτυχισμένος με τη μητέρα του, κάνω λάθος;» Η φωνή της έκρυβε ελπίδα και ταυτόχρονα φόβο καθώς έκανε την ευαίσθητη ερώτηση. Ο Γουίντερ αναστέναξε. «Δεν ξέρω. Το μόνο που ξέρω είναι ότι μοιάζει αρκετά ευτυχισμένος εδώ. Κι εσύ μοιάζεις αρκετά ευτυχισμένη που τον έχεις στο σπίτι σου.»
348
ELIZABETH HOYT
«Ναι, αλλά αυτά που σκέφτομαι και νιώθω εγώ δεν έχουν σημασία» είπε με ζέση. «Θα έπρεπε να σκέφτομαι μόνο τον Κρίστοφερ και το συμφέρον του. Πρέπει να κάνω το σωστό.» Ακούμπησε το κεφάλι του στο δικό της, εισπνέοντας το άρωμά της, ικανοποιημένος και μόνο που την κρατούσε. «Μερικές φορές το να κάνεις το σωστό δεν είναι θυσία.» *** Η Ίζαμπελ ήταν γερμένη πάνω στο μάλλινο σακάκι του Γουίντερ, με το πάπλωμα τραβηγμένο στους ώμους της, ακούγοντας την ανάσα του κάτω από το αυτί της. «Υπάρχουν κι άλλα.» Η φωνή του βγήκε σαν κραδασμός κάτω από το μάγουλό της. «Εκτός από τον Κρίστοφερ, έτσι δεν είναι;» Εκείνη κούρνιασε στη ζεστασιά του. Δεν ήθελε να το αντιμετωπίσει, δεν ήθελε καν να το σκεφτεί. Δεν μπορούσε να της κάνει έρωτα και να την κάνει να ξεχαστεί; Όμως αυτός της χάιδεψε τα μαλλιά. Κανείς δεν το είχε ξανακάνει και για μια στιγμή σκέφτηκε πως ίσως να νοσταλγούσε όλη της τη ζωή τα χέρια του στα μαλλιά της όταν θα χώριζαν. «Πες μου» της είπε. Έκλεισε σφιχτά τα μάτια σαν κοριτσάκι, λες κι αν δεν τον έβλεπε θα της ήταν πιο εύκολο. «Είδα… μια φίλη σήμερα, μια αγαπημένη φίλη και μου εξομολογήθηκε πως περιμένει παιδί.» Το χέρι έμεινε ακίνητο προς στιγμήν πάνω στα μαλλιά της πριν συνεχίσει. «Λυπάμαι.» Η φωνή του ήταν ένας βαθύς ψίθυρος. «Ξέρω πως θα πρέπει να σου ήταν δύσκολο να το ακούσεις.» «Δε θα ’πρεπε» επέμεινε εκείνη, κουλουριάζοντας τα δάχτυλά της στα πέτα του και τραβώντας τα. «Θα ’πρεπε να
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
349
μπορώ να ακούω ευχάριστα νέα και να τα γιορτάζω με μια φίλη. Δε θα ’πρεπε να είμαι τόσο μικροπρεπής, τόσο απορροφημένη στα δικά μου προβλήματα. Θα ’πρεπε να είμαι καλύτερος άνθρωπος.» Το στήθος του κινήθηκε κάτω από το μάγουλό της καθώς ανασήκωνε τους ώμους. «Όλοι θα ’πρεπε να είμαστε.» «Εσύ δε χρειάζεται» του ψιθύρισε. «Είσαι τέλειος όπως ακριβώς είσαι.» «Απέχω πολύ απ’ το να είμαι τέλειος» μουρμούρισε εκείνος. «Πίστευα πως θα το ήξερες πια.» Όχι, όσο περισσότερο τον γνώριζε, τόσο πιο τέλειος γινόταν: αλτρουιστής, δυνατός, ευγενικός, καλός… η λίστα ήταν ατελείωτη. Σε αντίθεση, εκείνη ένιωθε μικροπρεπής και κακιά και ανάξια να αγαπηθεί. «Δεν ξέρεις το χειρότερο» του είπε. «Τότε πες μου.» Πήρε μια βαθά ανάσα για να βρει το κουράγιο για την εξομολόγησή της. «Η φίλη μου δεν είναι παντρεμένη. Το παιδί που κουβαλάει είναι εκτός γάμου. Φυσικά είναι αναστατωμένη. Δεν ξέρει τι να κάνει. Μέσα στην απελπισία της, έκλαιγε καθώς μου εκμυστηρευόταν τα βάσανά της κι εγώ το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν…» Ήταν πολύ φρικτό· δεν μπορούσε να αρθρώσει τις λέξεις. Αλλά αυτός τις ήξερε έτσι κι αλλιώς. «Ευχόσουν το μωρό να ήταν δικό σου.» «Γιατί;» Τραβήχτηκε απότομα από την αγκαλιά του αλλά συνέχισε να σφίγγει τα πέτα του. «Γιατί; Γιατί να έχει εκείνη ένα παιδί που θα της καταστρέψει τη ζωή ενώ εγώ… εγώ δεν μπορώ…» Δεν μπόρεσε να συνεχίσει. Ο λαιμός της είχε κλείσει από όλα τα δάκρυα που συγκρατούσε τόσα χρόνια. Τύλιξε τα μπράτσα του γύρω της και για μια στιγμή εκείνη αντιστάθηκε. Οι φόβοι της, η μικρόψυχη ζήλια της, το κλάμα της, ήταν όλα τόσο απαίσια. Τόσο αποκρουστικά.
350
ELIZABETH HOYT
Θα έπρεπε να τη μισεί ή τουλάχιστον να την οικτίρει και ο οίκτος ήταν το τελευταίο που ήθελε απ’ αυτόν. Δεν ήταν δίκαιο που αυτός απ’ όλους τους άντρες ήταν ο μόνος που έβλεπε κάτω από την προστατευτική της μάσκα. Αλλά στο τέλος ενέδωσε γιατί αυτός ήταν ο Γουίντερ και τις τελευταίες μέρες είχε συνειδητοποιήσει πως ποτέ δεν μπορούσε να του αντισταθεί για πολύ. Με κάποιον τρόπο είχε γίνει κάτι παραπάνω από εραστής, κάτι παραπάνω από φίλος. Δεν μπορούσε να περιγράψει με λέξεις αυτό που ήταν για κείνη, αλλά πολύ φοβόταν πως ήταν κάτι μόνιμο και παντοτινό, σαν να είχε μπει μέσα στην ίδια της τη σάρκα. Προσευχόταν να μην το ανακάλυπτε ποτέ. Γύρισε το πρόσωπό της και τον φίλησε σαν άβγαλτη κοπελίτσα, με τα χείλη της απαλά και κλειστά, το πρόσωπό της υγρό από τα δάκρυα. Τα μάτια της ήταν κλειστά καθώς τον φιλούσε και μπορούσε να νιώσει τα μπράτσα του να σφίγγονται. Εκείνος αποτραβήχτηκε. «Ίζαμπελ, δε θα ’πρεπε, όχι όταν νιώθεις έτσι.» Όντως τη λυπόταν –το καταλάβαινε από το ύφος στο πρόσωπό του. Σκόπευε να την παραμερίσει, να την αφήσει επειδή δεν μπορούσε πλέον να την αντιμετωπίσει. Πέταξε πέρα τα σκεπάσματα και έπεσε πάνω του, ρίχνοντάς τον στο κρεβάτι και σκαρφαλώνοντας πάνω του. «Μη, Ίζαμπελ» της είπε, αλλά η φωνή του είχε ήδη γίνει πιο βαριά, πιο τραχιά και η Ίζαμπελ ήξερε πως σύντομα θα τον είχε δικό της. Ένιωσε το ύφασμα του παντελονιού και του σακακιού του πάνω στο γυμνό δέρμα της. Έκλεισε το πρόσωπό του ανάμεσα στα χέρια της και τον φίλησε ξανά, με το στόμα ανοιχτό και διψασμένο –γιατί τον είχε ανάγκη, περισσότερο απ’ όσο ο Γουίντερ θα καταλάβαινε ποτέ. Εκείνος μούγκρισε κάτω απ’ το στόμα της, γέρνοντας το κεφάλι για να διευκολύνει τη γλώσσα της. Είχε τη γεύση κρασιού και άντρα και πόθου. Είχε τη γεύση όλων
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
351
εκείνων που η Ίζαμπελ δεν είχε σκεφτεί ποτέ πως ήθελε, αλλά που κατά βάθος πάντοτε τα χρειαζόταν. Είχε τη γεύση του Γουίντερ. «Ίζαμπελ» ψιθύρισε, με τα δάχτυλά του να ψηλαφίζουν τα μάγουλά της. «Ίζαμπελ, όχι.» «Γιατί όχι;» μουρμούρισε, δαγκώνοντας τα χείλη του, χαϊδεύοντας το σαγόνι του. «Σε έχω ανάγκη τώρα. Έχω ανάγκη να ξεχάσω.» Τα μάτια του ήταν θλιμμένα. «Ίσως να έχεις, αλλά όχι μ’ αυτόν τον τρόπο. Δε θα σ’ αφήσω να με χρησιμοποιήσεις σαν αρσενική πόρνη, αγαπημένη μου Ίζαμπελ, αξίζεις πολύ περισσότερα απ’ αυτό.» Το κεφάλι της τινάχτηκε πίσω σαν να την είχε χαστουκίσει. «Πώς το ξέρεις;» τον ρώτησε με κακία, ενώ τραβιόταν μακριά του. «Μπορεί να μη σε βλέπω σαν κάτι περισσότερο από μια αρσενική πόρνη. Μπορεί να μην είμαι καλύτερη απ’ αυτό.» Βρέθηκε από πάνω της τόσο γρήγορα που δεν πρόλαβε ούτε να βογκήξει. Τύλιξε τα μπράτσα του γύρω της, παγιδεύοντας τα χέρια της, κρατώντας την ακίνητη, και όταν σήκωσε τα μάτια να τον κοιτάξει, στο πρόσωπό του περίμενε να δει θυμό. Αντί γι’ αυτό, είδε συμπόνια. Ήταν πάρα πολύ για να το αντέξει. Πήρε μια ανάσα που έκαψε το στήθος της, έσπασε την καρδιά της, άφησε να χυθεί έξω όλη η οργή και ο φόβος και η απογοήτευσή της. Έκλαψε, με δυνατούς, γοερούς λυγμούς, τυφλωμένη από τα ίδια της τα δάκρυα, με το στόμα ανοιχτό σε ένα σιωπηλό θρήνο. Την τράβηξε ακόμα πιο κοντά του, με το πρόσωπό του πάνω στο δικό της, και την κούνησε απαλά μέσα στα χέρια του σαν νεογέννητο μωρό. Όμως η καλοσύνη του το μόνο που έκανε ήταν να ρίξει
352
ELIZABETH HOYT
λάδι στη φωτιά της απόγνωσής της. Στριφογύρισε, χτυπώντας τους ώμους του με τις γροθιές της, με το κορμί της να συγκλονίζεται από θλίψη. Κι αυτός απλώς την κράτησε ακόμα πιο σφιχτά, μουρμουρίζοντάς της καθησυχαστικά καθώς εκείνη έκλαιγε για το γάμο που δεν είχε ανταποκριθεί στα όνειρά της, για τις αποβολές και για τα παιδιά που δε θα μπορούσε ποτέ να έχει. Όλος ο πόνος ξεχύθηκε σαν λάβα από μέσα της, καυτός και άσχημος, καταπιεσμένος για πάρα πολύ καιρό, απωθημένος για πάρα πολύ καιρό. Έκλαιγε μέχρι που τα μαλλιά της κόλλησαν απ’ τον ιδρώτα, μέχρι που τα μάτια της πρήστηκαν, μέχρι που οι λυγμοί της έσβησαν και μπορούσε να ακούσει τι έλεγε ο Γουίντερ καθώς την κουνούσε σαν μωρό. «Τόσο γενναία» μουρμούριζε μέσα στα μαλλιά της, χαϊδεύοντάς τα. «Τόσο όμορφη και γενναία.» «Δεν είμαι όμορφη» είπε βραχνά. «Δε θα ’πρεπε να με δεις έτσι.» Θα πρέπει να έδειχνε σαν παλιόγρια και ο τρόμος για το άξεστο ξέσπασμά της και τη γυμνή τρωτότητά της την έκανε να κρύψει το πρόσωπό της στον ώμο του. Αλλά ο Γουίντερ έβαλε μαλακά την παλάμη του κάτω από το πιγούνι της και της γύρισε το πρόσωπο για να τον βλέπει. «Είναι προνόμιο για μένα να σε δω έτσι» είπε με μάτια άγρια. «Φόρα την κοινωνική σου μάσκα στους χορούς και τις δεξιώσεις και όταν επισκέπτεσαι τους φίλους σου εκεί έξω, αλλά όταν είμαστε μόνοι, εμείς οι δύο μόνο εδώ μέσα, υποσχέσου μου αυτό: ότι θα μου δείχνεις μόνο το αληθινό σου πρόσωπο, άσχετα με το πόσο άσχημο μπορεί να το νομίζεις. Αυτή είναι η αληθινή μας επαφή, όχι το σεξ, αλλά η ικανότητα να είμαστε ο εαυτός μας όταν είμαστε μαζί.» Τον κοίταξε κατάπληκτη και ακούμπησε την παλάμη της στο μάγουλό του, τραχύ από τα γένια της ημέρας. «Πώς μπορεί να είσαι τόσο σοφός;» Κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Όχι εγώ. Εσύ ήσουν
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
353
αυτή που το άρχισε. Εσύ ήσουν αυτή που μου έδειξε το δρόμο.» Της απέδιδε περισσότερα απ’ όσα άξιζε, αλλά ήταν πολύ κουρασμένη για να διαμαρτυρηθεί. Εκείνος γύρισε ανάσκελα και την τράβηξε πάνω του. «Κοιμήσου.» Έκλεισε τα μάτια της και υπάκουσε, αλλά καθώς την έπαιρνε ο ύπνος, συνειδητοποίησε κάτι: Τον αγαπούσε αυτόν τον άντρα, τώρα και για πάντα.
Κεφάλαιο Δεκαοχτώ Ο Αρλεκίνος είχε δεθεί με την αγάπη, αλλά ακόμα κοιτούσε με δυο άσπρα μάτια που δεν έβλεπαν. Η Αληθινή Αγάπη του Αρλεκίνου άνοιξε προσεκτικά το γυάλινο φιαλίδιο με τα δάκρυα και, στέκοντας στις μύτες των ποδιών, έγειρε το φιαλίδιο πάνω από τα μάτια του. Με την πρώτη σταγόνα που έπεσε στο μάτι του, ο Αρλεκίνος βρυχήθηκε, τινάζοντας το κεφάλι μπρος-πίσω, αλλά η Αληθινή Αγάπη επέμεινε, λούζοντας και τα δυο του μάτια με τα δάκρυα της θλίψης της. Όταν το φιαλίδιο άδειασε, έκανε ένα βήμα πίσω και είδε πως τα μάτια του ήταν πάλι καστανά και έβλεπαν… -από το Ο Θρύλος του Αρλεκίνου-Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς
Ο Γουίντερ ξύπνησε πριν από την αυγή το επόμενο πρωί. Η Ίζαμπελ ήταν ξαπλωμένη δίπλα του, ανασαίνοντας βαθιά μέσα στον ύπνο της, αναδίδοντας τη μυρωδιά απαλής, ζεστής γυναίκας. Σκέφτηκε αυτά που της είχε πει χθες βράδυ: Καμιά φορά το να κάνουμε το σωστό δεν είναι θυσία. Ίσως είχε έρθει η ώρα να πάρει στα σοβαρά τα ίδια του τα λόγια.
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
355
Αν ήταν να παντρευτεί την Ίζαμπελ, θα έπρεπε να παραιτηθεί από το να είναι το Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς. Από την αρχή, η ιδέα κλωθογύριζε στο πίσω μέρος του μυαλού του: Δεν μπορούσε να έχει και την Ίζαμπελ και το Φάντασμα. Στο κάτω-κάτω, αυτός ήταν ο λόγος που είχε παραμείνει μόνος τόσα πολλά χρόνια: Το Φάντασμα ήταν πολύ απαιτητική δουλειά. Ένας παντρεμένος άντρας, από την άλλη, έπρεπε να βάλει σε προτεραιότητα την οικογένειά του κι ο ίδιος δε σκόπευε να κάνει τίποτα λιγότερο για την Ίζαμπελ. Αλλά πριν το Φάντασμα εξαφανιστεί για τελευταία φορά, χρειαζόταν να τελειώσει το κυνήγι των κλεφτών κοριτσιών και του αριστοκράτη που βρισκόταν πίσω τους. Χρειαζόταν να αντιμετωπίσει τον Ντ’Αρκέ και είτε να ανακαλύψει πως αυτός ήταν ο εν λόγω αριστοκράτης ή να τον αποκλείσει από τον κατάλογο. Και υπήρχε άλλο ένα πράγμα που έπρεπε να κάνει. Σηκώθηκε αθόρυβα, ντύθηκε και έβαλε μερικά πράγματα στο σακίδιό του. Κοίταξε την Ίζαμπελ. Κοιμόταν βαθιά, με το ένα χέρι κουλουριασμένο κάτω απ’ το σαγόνι της σαν παιδάκι. Ένιωσε την παρόρμηση να τη φιλήσει προτού φύγει, αλλά στο τέλος την έπνιξε –δεν ήθελε να την ξυπνήσει. Έξω, το Λονδίνο μόλις άρχιζε να ξυπνάει. Μια νυσταγμένη υπηρέτρια ήταν γονατισμένη στο σκαλί του διπλανού σπιτιού, γυαλίζοντας την πόρτα, χωρίς να σηκώσει καν τα μάτια για να τον κοιτάξει που περνούσε. Μια γαλατού τον φώναξε τσαχπίνικα καθώς περνούσε κι αυτός της έγνεψε μια καλημέρα. Μέχρι να φτάσει στο Σεντ Τζάιλς, ο ήλιος είχε ανεβεί για τα καλά στον ουρανό, αλλά ο ουρανός ήταν τόσο βαρύς από σύννεφα που έμοιαζε με απόγευμα. Τύλιξε τον μακρύ μανδύα γύρω του, ευχαριστημένος που είχε αποφασίσει να τον φορέσει σήμερα. Αν δεν έκανε λάθος, θα άρχιζε να βρέχει πριν απ’ το μεσημέρι. Όλοι στο ίδρυμα θα είχαν ξυπνήσει φυσικά. Το μοναδι-
356
ELIZABETH HOYT
κό παράθυρο της κουζίνας ήταν φωτισμένο. Χτύπησε μαλακά την πίσω πόρτα. Η κυρά Μεντίνα άνοιξε την πόρτα, με το συνήθως τακτοποιημένο σκουφάκι της στραβό. Ύψωσε τα φρύδια στη θέα του. «Επέστρεψες στο σπίτι λοιπόν, κύριε Μέικπις;» «Λυπάμαι, αλλά όχι» αποκρίθηκε ο Γουίντερ. «Έδωσα το λόγο μου ότι θα φύγω και το κάνω. Αναρωτιέμαι όμως αν θα μπορούσα να μιλήσω λίγο στον Τζόζεφ Τίνμποξ εδώ έξω.» Έδειξε το δρομάκι. Τα χείλη της κυράς Μεντίνα σφίχτηκαν. «Δε μου φαίνεται σωστό, με τίποτα, να μην μπορείς να μπεις μέσα στο σπίτι. Και ένας Θεός ξέρει πόσο σε χρειαζόμαστε.» Ξαναμπήκε μέσα πριν προλάβει να της απαντήσει. Μια σειρά από γδούπους ήρθε από μέσα και αμέσως μετά, μια θυμωμένη κραυγή. Ο Γουίντερ ύψωσε το φρύδι ερωτηματικά προς την πόρτα. Έμοιαζε λες και είχε ξεσπάσει πόλεμος στο εσωτερικό. Ένα λεπτό αργότερα, ήρθε έξω ο Τζόζεφ Τίνμποξ. Τα μαλλιά του ήταν κάτω αντί να είναι δεμένα κανονικά πίσω και το γιλέκο του είχε έναν λεκέ που έμοιαζε να έχει γίνει πολύ πριν το πρωινό. Το αγόρι κάρφωσε το βλέμμα στα πόδια του, με τις γωνίες του στόματός του κατεβασμένες. «Τι θέλετε;» «Ήρθα να σε αποχαιρετήσω, Τζόζεφ» είπε ο Γουίντερ καλοσυνάτα. «Πρόκειται να παρουσιαστείς στο πλοίο αύριο, έτσι δεν είναι;» Ο Τζόζεφ κατένευσε βουβά. Ο Γουίντερ τράβηξε το βλέμμα από το κατσουφιασμένο πρόσωπό του, νιώθοντας ξαφνικά να γεμίζει τύψεις. Ίσως αυτό δεν ήταν το σωστό για τον Τζόζεφ. Ίσως το αγόρι να τον μισούσε για την υπόλοιπη ζωή του, κατηγορώντας τον που τον έστειλε στη θάλασσα και στη σκληρή ζωή του ναυτικού. Αλλά δε θα γινόταν απλώς ναυτικός. Θα γινόταν αξιωματικός. Η θέση άνοιγε πολλές πιθανότητες για καριέρα,
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
357
για καλά λεφτά αν όχι για πλούτο, για ένα μεγάλο σπίτι στην εξοχή κάποια μέρα. Αυτή η υποτροφία θα άλλαζε ολόκληρη τη ζωή του Τζόζεφ με έναν τρόπο που τίποτε άλλο δε θα μπορούσε να την αλλάξει: θα του έδινε την ελευθερία ενός τζέντλεμαν. Ο Γουίντερ κοίταξε ξανά το αγόρι. «Ελπίζω πως θα γράφεις, Τζόζεφ. Αν όχι σε μένα, τότε στην Πιτς και τη Νελ και σε όλα τα άλλα παιδιά στο σπίτι.» Τα χείλη του αγοριού τρεμούλιασαν, αλλά κατάφερε να ψελλίσει: «Μάλιστα, κύριε.» «Για να τελειώσω, έχω κάτι για σένα» είπε ο Γουίντερ. Άφησε κάτω το μαλακό σακίδιο και έβγαλε από μέσα ένα ξύλινο κουτί. Η περιέργεια ήταν πάντα ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του Τζόζεφ. Έσκυψε να δει το κουτί. «Τι είναι αυτό, κύριε;» Ο Γουίντερ άνοιξε το κούμπωμα και σήκωσε το επίπεδο σκέπασμα του κουτιού. Μέσα υπήρχε ένα μικρό γυάλινο μελανοδοχείο, χαρτιά, μερικά καινούργια μολύβια και ένα μικροσκοπικό σουγιαδάκι. «Είναι ένα ταξιδιωτικό κουτί γραψίματος. Ο πατέρας μου συνήθιζε να το παίρνει μαζί του όταν πήγαινε στην επαρχία για να αγοράσει λυκίσκο. Βλέπεις; Όλα είναι τοποθετημένα έτσι που να μην μετακινούνται ή να μην χαλάνε αν ταρακουνηθεί το κουτί.» Ξανακούμπωσε το κουτί, σηκώθηκε και το έδωσε στον Τζόζεφ. «Θα ήθελα να το πάρεις.» Τα μάτια του μικρού γούρλωσαν σαν πιατάκια του καφέ και το στόμα του άνοιξε, αλλά από μέσα δε βγήκε λέξη. Φαίνεται ότι ο Γουίντερ είχε καταφέρει να τον αφήσει άναυδο. Ο Τζόζεφ πήρε το κουτί και απόμεινε να το κοιτάζει. Πέρασε τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού απαλά πάνω από την πολυκαιρισμένη επιφάνεια και ύψωσε το βλέμμα του στον Γουίντερ. «Σας ευχαριστώ, κύριε.» Ο Γουίντερ κούνησε το κεφάλι. Για μια στιγμή έμεινε
358
ELIZABETH HOYT
αμίλητος με το καρύδι του να ανεβοκατεβαίνει. Όταν βγήκε η φωνή του, ακούστηκε τραχιά. «Τζόζεφ, θα ήθελες να δώσουμε τα χέρια;» Το χείλι του αγοριού τρεμούλιασε. «Ναι, κύριε.» Άπλωσε το χέρι του. Ο Γουίντερ το έπιασε και μετά έκανε κάτι που δεν είχε ξανακάνει ποτέ σε κανένα από τα παιδιά του σπιτιού. Έσκυψε αμήχανα και αγκάλιασε το αγόρι, μαζί με το κουτί και με όλα. Το ελεύθερο χέρι του Τζόζεφ τυλίχτηκε στο λαιμό του και έσφιξε με δύναμη. Ο Γουίντερ χαμήλωσε το κεφάλι και μύρισε μαρμελάδα και αγορίστικο ιδρώτα. Έτσι είναι να νιώθεις με όλη σου την ψυχή. Ο Γουίντερ έκανε ένα βήμα πίσω, ανοιγοκλείνοντας τα βλέφαρα. «Να προσέχεις, Τζόζεφ.» Τα μάτια του αγοριού σπίθιζαν. «Θα προσέχω, κύριε.» Μπήκε τρέχοντας στο σπίτι, αλλά ένα δευτερόλεπτο μετά έβγαλε πάλι το κεφάλι έξω από την πόρτα. «Και θα σας γράψω, κύριε. Το υπόσχομαι.» Μετά έφυγε και ο Γουίντερ έμεινε να ατενίζει την πόρτα, με το λαιμό κλεισμένο, διερωτώμενος πότε θα ξανάβλεπε τον Τζόζεφ Τίνμποξ. Άραγε το αγόρι θα τον ευχαριστούσε που το έστειλε στη θάλασσα; Ή θα τον καταριόταν; Ο Γουίντερ έριξε πίσω το κεφάλι, νιώθοντας τις πρώτες παγωμένες σταγόνες βροχής να πέφτουν στο πρόσωπό του. Έτσι κι αλλιώς, την ίδια απόφαση θα έπαιρνε αν χρειαζόταν να το ξανακάνει. «Νόμιζα πως είχα το λόγο σου ότι θα φύγεις από το σπίτι, Μέικπις.» Η φωνή του υποκόμη Ντ’Αρκέ ακούστηκε από πίσω του. «Τον έχετε, λόρδε μου.» Ο Γουίντερ γύρισε αργά, δείχνοντας την κλειστή πόρτα της κουζίνας. «Θα προσέξατε ότι είμαι έξω από το ίδρυμα.» Ο Ντ’Αρκέ στεκόταν μαζί με τους φίλους του, τον κόμη Κέρσο και τον κύριο Σέιμουρ στο δρομάκι πίσω του.
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
359
Ο υποκόμης γρύλισε με καχυποψία. «Λοιπόν, φρόντισε να μείνεις μακριά. Μπορώ πάντα να ανακαλέσω αυτήν τη συμφωνία.» «Όχι, δεν μπορείτε» είπε ο Γουίντερ ευχάριστα. «Δώσατε το λόγο σας ως τζέντλεμαν. Ανακαλέστε και θα φροντίσω η είδηση ότι δεν κρατήσατε το λόγο σας να κυκλοφορήσει σε κάθε τραπεζαρία μέχρι αύριο το μεσημέρι.» Ο Ντ’Αρκέ έδειξε να τα χάνει με το ξαφνικό ατσάλι στη φωνή του Γουίντερ. Ωραία. Καιρός ήταν να μάθει πως δεν μπορούσε να παίζει με ανθρώπινες ζωές. Ο κύριος Σέιμουρ καθάρισε το λαιμό του. «Αν δεν ήρθατε για να επισκεφθείτε το ίδρυμα, κύριε Μέικπις, τότε γιατί είστε εδώ;» «Πιστεύω πως θα μπορούσα να σας ρωτήσω το ίδιο» είπε ο Γουίντερ. «Παρατηρώ ότι και εσείς και ο λόρδος Κέρσο συχνάζετε αρκετά εδώ τελευταία.» Ο λόρδος Κέρσο σφίχτηκε, ολοφάνερα προσβεβλημένος από τον τόνο οικειότητας του Γουίντερ, αλλά ο κύριος Σέιμουρ απλώς χαμογέλασε μειλίχια. «Θα πρέπει να μας συγχωρήσετε που είμαστε αργόσχολοι, κύριε Μέικπις. Ένα ορφανοτροφείο είναι αρκετά ενδιαφέρον από μόνο του. Εξάλλου, ακούσαμε ότι το Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς παρέδωσε ένα τσούρμο άγρια παιδιά εδώ προχθές τη νύχτα. Ο Κέρσο κι εγώ σκεφτήκαμε να δούμε περί τίνος επρόκειτο.» «Α, τότε η αποστολή σας δεν είναι και πολύ διαφορετική από τη δική μου» απάντησε ο Γουίντερ. «Ενδιαφέρομαι να ανακαλύψω ποιος κρατούσε αυτά τα παιδιά. Γι’ αυτόν το λόγο, σκέφτηκα να ξαναψάξω στο μέρος όπου τα βρήκε το Φάντασμα.» «Αλήθεια;» Ο κύριος Σέιμουρ φάνηκε πρόθυμος να ακούσει περισσότερα. «Ξέρετε πού τα βρήκε το Φάντασμα;» Ο Γουίντερ έγνεψε καταφατικά, παρατηρώντας τον άλλο άντρα. Μόνο ο Σέιμουρ φάνηκε να ενδιαφέρεται για το παράνομο εργαστήριο. Ο Κέρσο χασμουριόταν και ο Ντ’Αρκέ
360
ELIZABETH HOYT
κοιτούσε κάπου αόριστα λες και σκεφτόταν κάτι άλλο. «Τότε με την άδειά σας θα ήθελα να σας συνοδεύσω και να ερευνήσουμε το μέρος μαζί» είπε ο κύριος Σέιμουρ. Ο Γουίντερ συνοφρυώθηκε. «Είχα σκεφτεί να πάω μόνος…» «Όμως δύο ζευγάρια μάτια είναι καλύτερα από ένα, δε νομίζετε;» ρώτησε ο κύριος Σέιμουρ. «Όντως.» Ο Γουίντερ κοίταξε τους άλλους δύο τζέντλεμεν. «Θα ήθελε και κάποιος άλλος να συμμετέχει στην έρευνά μας;» Με ύφος βαριεστημένο και ανυπόμονο, ο Ντ’Αρκέ κούνησε αρνητικά το κεφάλι. Ο λόρδος Κέρσο ύψωσε αλαζονικά τα φρύδια. «Δε νομίζω.» Ο Γουίντερ κατένευσε και στράφηκε στον Σέιμουρ. «Τότε να πηγαίνουμε;» *** «Όχι» είπε η Ίζαμπελ με όλο το ύφος εξουσίας που μπόρεσε να επιστρατεύσει, που στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν αρκετό. Ήταν νωρίς –πάρα πολύ νωρίς για επισκέψεις– αλλά η Λουίζ είχε φτάσει μόλις η Ίζαμπελ σηκώθηκε από το κρεβάτι. Τα όμορφα μάτια της Λουίζ άνοιξαν διάπλατα. «Μα είμαι η μητέρα του Κρίστοφερ. Θα έπρεπε να είναι μαζί μου.» «Ναι, αυτό σκέφτηκα κι εγώ αρχικά» μουρμούρισε η Ίζαμπελ σερβίροντας το τσάι. Είχε προσκαλέσει τη Λουίζ στο καθιστικό της για να μιλήσουν για το παιδί. «Αλλά ξανασκέφτηκα το ζήτημα και κατέληξα στο συμπέρασμα πως αυτό δεν είναι εντελώς αλήθεια.» Η Λουίζ ανοιγόκλεισε τα βλέφαρά της ξαφνιασμένη. «Δεν μπορεί να εννοείς πως δεν είμαι η μητέρα του.» «Κατά κάποιον τρόπο, ναι, το εννοώ.» Η Ίζαμπελ της έτεινε το φλιτζάνι και η άλλη γυναίκα το πήρε αφηρημένα.
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
361
«Βλέπεις, ο Κρίστοφερ έχει ζήσει μαζί μου από τότε που ήταν μωρό. Τον ανέλαβα, φρόντισα για το ντύσιμο και την τροφή του και του παρείχα μια ικανή νταντά· και πρόσφατα έχω απολαύσει τη συντροφιά του. Εσύ από την άλλη, τον βλέπεις μια φορά το μήνα, και αν, και δεν έχεις σκεφτεί ποτέ να ρωτήσεις πόσο καλά είναι.» «Ήμουν… ήμουν απασχολημένη.» Το στόμα της Λουίζ έδειξε να επαναστατεί. «Και βέβαια ήσουν» τη μαλάκωσε η Ίζαμπελ. Το παρακάτω θα ήταν κάπως δύσκολο. «Αλλά αυτό είναι και το θέμα, δεν το βλέπεις; Έχεις μια πολυάσχολη κοινωνική ζωή με τόσα πολλά πράγματα να κάνεις. Θέλεις στ’ αλήθεια ένα αγοράκι μέσα στα πόδια σου;» Το μέτωπο της Λουίζ ζάρωσε. «Κι εγώ…» Η Ίζαμπελ ανέμισε το χέρι, δείχνοντας το σπίτι της. «Έχω αυτό το μεγάλο άδειο σπίτι. Δεν είναι πιο λογικό να κρατήσω τον Κρίστοφερ και να τον μεγαλώσω; Εξάλλου, τον έχω αγαπήσει.» Το μέτωπο της Λουίζ καθάρισε. «Λοιπόν, εφόσον το θέτεις έτσι…» «Ω ναι, το θέτω» μουρμούρισε η Ίζαμπελ. «Πιες λίγο τσάι ακόμα.» «Σ’ ευχαριστώ.» Η Λουίζ κάρφωσε το βλέμμα στο φλιτζάνι της, δείχνοντας πολύ νέα. «Θα μπορώ ακόμα να τον επισκέπτομαι, έτσι δεν είναι;» Η Ίζαμπελ χαμογέλασε, ανακουφισμένη και τόσο χαρούμενη που της ήρθε ν’ αρχίσει να στροβιλίζεται μέσα στο δωμάτιο. Αντί γι’ αυτό, είπε: «Είμαι σίγουρη πως ο Κρίστοφερ θα το θέλει.» Δεκαπέντε λεπτά αργότερα, η Ίζαμπελ κοιτούσε τον Μπάτερμαν να κλείνει την πόρτα πίσω από τη Λουίζ. Στράφηκε στον μπάτλερ. «Έχει ειδοποιηθεί η άμαξά μου;» «Μάλιστα, λαίδη μου.»
362
ELIZABETH HOYT
«Ωραία. Ενημέρωσε την Πίνκνι ότι θέλω να βγω.» Άρχισε να βηματίζει ανυπόμονα μέχρι να εμφανιστεί η καμαριέρα της και μετά μπήκε βιαστικά στην άμαξα. Η διαδρομή για το Σεντ Τζάιλς ήταν χωρίς απρόοπτα, κάτι που την έκανε ακόμα πιο ανυπόμονη όταν επιτέλους έφτασαν. Κατέβηκε από την άμαξα έξω από το σπίτι και βρέθηκε να κοιτάζει τριγύρω για τον Γουίντερ. Ανόητη! Απλώς και μόνο επειδή δεν ήταν στο σπίτι της –είχε βγει χωρίς να της πει λέξη, στην πραγματικότητα– αυτό δε σήμαινε πως την είχε παρατήσει. Φυσικά, έλειπε και ο σάκος του, αλλά δε χρειαζόταν να πανικοβάλλεται κανείς γι’ αυτό. Είχε αφήσει τα ρούχα του –αυτά τα λίγα που είχε– και σίγουρα ένας τόσο οικονόμος άντρας δε θα εγκατέλειπε ρούχα που μπορούσαν να φορεθούν. Θα τα εγκατέλειπε; Πήρε μια βαθιά ανάσα, για να στυλωθεί πριν ανέβει τα σκαλιά του σπιτιού. Ο Χάρολντ ακολούθησε σε διακριτική απόσταση πίσω της. Είχε σκεφτεί πως έφτασαν σε μια καινούργια διάσταση χθες βράδυ, αλλά ίσως να έκανε λάθος. Ίσως, παρά τις διαμαρτυρίες του, να τον είχε απομακρύνει με τις κλάψες της. Απαίσια σκέψη! Ε λοιπόν, θα μπορούσε τουλάχιστον να επιθεωρήσει το ίδρυμα μιας και βρισκόταν εδώ. Η λαίδη Ηρώ, η Αμέλια και η λαίδη Κέιρ έλειπαν ακόμα· η λαίδη Φοίβη ήταν κοπελίτσα και δεν μπορούσε να αναλάβει δράση μόνη. Αυτό άφηνε την ίδια να ελέγξει αν η λαίδη Πενέλοπι έντυνε τα αγόρια με ροζ σακάκια ή αν έκανε τα παιδιά να παρελαύνουν σε κύκλους ή αν έβαζε σε εφαρμογή όποια άλλη ιδέα ερχόταν στο σκόρπιο μυαλό της. Η Ίζαμπελ χτύπησε την εξώπορτα. Συνήθως της άνοιγαν αμέσως, αλλά σήμερα το πρωί χρειάστηκε να περιμένει αρκετά. Η Ίζαμπελ χτύπησε ρυθμικά το πόδι, κοιτώντας τον ουρανό για να δει αν επρόκειτο να βρέξει, και ξαφνιάστηκε όταν άκουσε κάτι να σπάει μέσα.
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
363
Ύψωσε τα φρύδια μπροστά στην ακόμα κλειστή πόρτα. Η οποία όμως άνοιξε ξαφνικά. Ένα από τα μικρότερα κορίτσια –περιέργως, αλλά με το νυχτικό ακόμα– στεκόταν εκεί με τον αντίχειρα στο στόμα, ατενίζοντας την Ίζαμπελ βουβό. Η Ίζαμπελ καθάρισε το λαιμό της. «Πού είναι όλοι, αγαπούλα μου;» Το παιδί έδειξε το διάδρομο πίσω του. Μάλιστα. Η Ίζαμπελ σήκωσε τις φούστες της και ετοιμάστηκε να μπει. «Να μείνω εδώ έξω, λαίδη μου;» ρώτησε ο Χάρολντ ανήσυχος. Η Ίζαμπελ κοίταξε πρώτα αυτόν και μετά μέσα στο σπίτι απ’ όπου ακούστηκε ένα περίεργο στρίγκλισμα. «Νομίζω πως είναι καλύτερα να έρθεις μαζί μου. Κι εσύ το ίδιο, Πίνκνι.» Η καμαριέρα είχε κοντοσταθεί κοντά στη βάση της σκάλας αλλά τώρα την ανέβηκε διστακτικά. Ο διάδρομος έδειχνε αρκετά φυσιολογικός –αν δε λάμβανες υπόψη τη μακριά κηλίδα από κάτι πράσινο στο ύψος ενός παιδιού. Η Ίζαμπελ κοίταξε πιο προσεκτικά. Η κηλίδα έμοιαζε ύποπτα με μπιζελόσουπα. Το καθιστικό ήταν άδειο –εκτός από ένα σπασμένο μπολ στο πάτωμα– και η κουζίνα έμοιαζε αρκετά κανονική αν εξαιρούσες την οργισμένη κυρά Μεντίνα που μουρμούριζε. Κάτι βρόντηξε στο ταβάνι από πάνω τους και η Ίζαμπελ μάζεψε τις φούστες της και έτρεξε βιαστικά στη σκάλα. Κόντευε να φτάσει στην κορυφή όταν ο Σουτ πέρασε σαν σίφουνας από δίπλα της, ακολουθούμενος κατά πόδας από την Ντόντο, με μια μακριά κόκκινη κορδέλα να σέρνεται τυλιγμένη στο λαιμό της. Κουτρουβάλησαν τη σκάλα και μετά η Ίζαμπελ άκουσε το γδάρσιμο από σκυλίσια και γατίσια νύχια πάνω στο μαρμάρινο πάτωμα του ισογείου πριν ακολουθήσει μια κραυγή και κάτι να σπάει στην κουζίνα.
364
ELIZABETH HOYT
Ω Θεέ. Ανέβηκε τρέχοντας τις υπόλοιπες σκάλες και συνέχισε μέχρι την πρώτη αίθουσα διδασκαλίας, σταματώντας στο κατώφλι και προλαβαίνοντας στο δευτερόλεπτο να σκύψει για να αποφύγει έναν μικρό βλήμα που πέρασε πάνω από το κεφάλι της. Δυστυχώς, ο Χάρολντ δεν ήταν τόσο γρήγορος. «Άου!» Ο Χάρολντ μάζεψε κάτι από το πάτωμα. «Πετάνε καρύδια, τα ζιζάνια!» Η Πίνκνι έφερε τα χέρια πάνω στο στόμα της για να κρύψει ένα χαχάνισμα. «Ω, λυπάμαι, Χάρολντ» ψέλλισε η Ίζαμπελ ξεψυχισμένα, γιατι τώρα κοίταζε με τρόμο μέσα στην αίθουσα. Ποιος να το περίμενε ότι τόσο ευγενικά, γλυκά παιδιά θα μπορούσαν να κάνουν… κάτι σαν αυτό. Στη μια πλευρά, μια άγρια μάχη διεξαγόταν ανάμεσα στα μικρότερα αγόρια, προφανώς χωρίς καθόλου κανόνες, αφού χρησιμοποιούσαν σφεντόνες, μαξιλάρια και κάτι που έμοιαζε με τα απομεινάρια του πρωινού χυλού τους. Στην άλλη μεριά του δωματίου, βασίλευε σχετική ησυχία καθώς τα μωρά που μόλις είχαν περπατήσει έβαφαν εντατικά τον τοίχο με τον υπόλοιπο χυλό και κάτι που έμοιαζε με μαρμελάδα. Στο μέσον, μια ομάδα κοριτσιών είχε φτιάξει ένα λαβύρινθο από τραπέζια και πάγκους και τώρα πηδούσαν από τον ένα στον άλλο, στριγκλίζοντας με όλη τους τη δύναμη. Και στη μέση όλων αυτών, στεκόταν η λαίδη Πενέλοπι, με το πρόσωπό της μια μάσκα κατάπληκτης απορίας. «Παιδιά» ικέτευε. «Παιδιά, σας παρακαλώ.» Καθώς η Ίζαμπελ κοιτούσε, ένας σβόλος χυλού χτύπησε τα όμορφα μαλλιά της λαίδης Πενέλοπι και κόλλησε πάνω τους, γλιστρώντας λίγο πάνω από το αριστερό της αυτί. Όπως ήταν φυσικό, η Ίζαμπελ έκανε να μπει μέσα, έτοιμη να κατάσχει σφεντόνες, να τραβήξει τα κορίτσια κάτω απ’ τα τραπέζια και να πλύνει ένα τσούρμο μωρά. Άνοιξε το
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
365
στόμα της για να δώσει μια αυστηρή προσταγή… και μετά σκέφτηκε τι πήγαινε να κάνει. Αν έσωζε τώρα τη λαίδη Πενέλοπι, αν τη βοηθούσε να διευθύνει το ίδρυμα και να πειθαρχήσει τα παιδιά, τότε δε θα υπήρχε ανάγκη να ζητήσουν από τον Γουίντερ να επιστρέψει. «Ω, λαίδη Μπέκινχολ!» Η λαίδη Πενέλοπι την είχε δει. Έτεινε τα κομψά λευκά χέρια της απελπισμένα. «Εσείς σίγουρα ξέρετε από παιδιά. Έστειλα την Άρτεμις να φέρει τον λόρδο Ντ’Αρκέ ή τη Νελ ή τη μαγείρισσα ή τις υπηρέτριες ή κάποιον –οποιονδήποτε– αλλά δεν έχει επιστρέψει. Δεν πιστεύετε πως την αιχμαλώτισαν, ε; Την έδεσαν και την έχωσαν κάτω από ένα κρεβάτι;» Η λαίδη Πενέλοπι έκανε μια απόπειρα να γελάσει που όμως ήχησε περισσότερο σαν τρομαγμένο χαχανητό. Η Ίζαμπελ την κοίταξε σοβαρά. «Είμαι σίγουρη πως δεν έχω πείρα με τα παιδιά, λαίδη μου, αλλά σε κάθε περίπτωση δε θα μπορούσα να βοηθήσω. Ο κύριος Μέικπις ήταν ο μόνος ο οποίος κατάφερνε να ελέγχει τα συγκεκριμένα παιδιά. Δεν το ξέρατε; Προέρχονται από το Σεντ Τζάιλς.» «Μα… μα…» Η λαίδη Πενέλοπι σήκωσε τα χέρια στο κεφάλι της και ευτυχώς βρήκε τον χυλό που ήταν κολλημένος εκεί. Άφησε μια κραυγή που προς στιγμήν έκανε όλα τα παιδιά να κοκαλώσουν. Η Ίζαμπελ βγήκε οπισθοχωρώντας έξω. «Ω Θεέ. Μάλλον πρέπει να πάω να βρω τη μις Γκρέιβς, σωστά;» Έκανε στροφή επί τόπου και βρισκόταν ήδη στα μισά της σκάλας όταν άκουσε τη γοερή κραυγή της λαίδης Πενέλοπι. «Περιμένετεεε!» Η Ίζαμπελ κατέβηκε τη σκάλα πολύ πιο ήρεμα απ’ ό,τι την ανέβηκε, με τον Χάρολντ και την Πίνκνι να την ακολουθούν σιωπηλά. Δοκίμασε πρώτα το καθιστικό και μετά πάλι την κουζίνα. Η μις Γκρέιβς καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας μαζί με τη μαγείρισσα, με μια τσαγιέρα ανάμεσά τους. Η μις Γκρέ-
366
ELIZABETH HOYT
ιβς πετάχτηκε όρθια στη θέα της Ίζαμπελ. «Ω λαίδη μου. Εγώ απλώς… απλώς…» «Πίνατε λίγο τσάι, απ’ ό,τι βλέπω» είπε η Ίζαμπελ καθησυχαστικά. «Δε θα έλεγα ούτε εγώ όχι σε ένα φλιτζάνι. Χάρολντ, μπορείς να βρεις το λόρδο Ντ’Αρκέ και να του ζητήσεις να έρθει να μου μιλήσει;» Ο υπηρέτης έγνεψε καταφατικά και έφυγε από την κουζίνα. «Λοιπόν.» Η Ίζαμπελ κάθισε και έβαλε τσάι σε ένα φλιτζάνι πριν κοιτάξει τη μαγείρισσα και τη μις Γκρέιβς. «Από πότε συμβαίνει αυτό;» Η μις Γκρέιβς άφησε ένα στεναγμό. Η μαγείρισσα έκανε ένα μορφασμό. «Σχεδόν αμέσως μόλις έφυγε ο κύριος Μέικπις. Γίνεται κανονικός χαμός εδώ μέσα. Τα τερατάκια δε δίνουν την παραμικρή προσοχή σε κανέναν. Ένα απ’ όλα πέτυχε το λόρδο Ντ’Αρκέ στο κεφάλι με ένα καρύδι.» Η κυρά Μεντίνα ακούστηκε σχεδόν ευχαριστημένη. «Η λαίδη Πενέλοπι προσπάθησε πάντως» είπε με ζέση η μις Γκρέιβς. «Έφερε κεράσια θερμοκηπίου για τα παιδιά τη δεύτερη μέρα, αλλά…» «Τζίφος» πέταξε η κυρά Μεντίνα χαιρέκακα. «Για να μην πούμε για τους λεκέδες απ’ τα ζουμιά που γέμισαν τον κόσμο. Αυτό κι ένας χαζός το ξέρει!» «Νομίζω ότι θα έπρεπε να έχει δώσει πίσω το ίδρυμα μετά απ’ αυτό» μουρμούρισε η μις Γκρέιβς «αν δεν ήταν στη μέση η επιμονή του λόρδου Ντ’Αρκέ να το κρατήσουν. Δεν έχει μπει καν στον κόπο να βρει έναν διευθυντή.» «Μα γιατί;» ρώτησε η Ίζαμπελ. «Επειδή» εξήγησε τότε ο λόρδος Ντ’Αρκέ από την πόρτα «εκνευρίζει τον Μέικπις να είμαι εδώ. Γι’ αυτό. Εξάλλου είμαι στα χωράφια του Φαντάσματος εδώ. Αν εμφανιστεί, θα είμαι ο πρώτος που θα το μάθει.» Η μις Γκρέιβς τσίριξε στην είσοδό του και βιάστηκε να
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
367
βγει από το δωμάτιο. Η κυρά Μεντίνα σηκώθηκε από το τραπέζι της κουζίνας, με την υπερβολική ραθυμία της να είναι σχεδόν προσβλητική. Ευτυχώς, ο λόρδος Ντ’Αρκέ δεν ήταν σε κατάσταση να το προσέξει. Έγειρε στο κούφωμα της πόρτας, σχεδόν σε μια παρωδία ξενοιασιάς, ολοφάνερα μεθυσμένος. «Με μισείτε ακόμα;» «Ω ναι» είπε η Ίζαμπελ με ειλικρίνεια. Άσχετα με το λόγο που το είχε κάνει –αν υπήρχε λόγος– είχε πληγώσει τον Γουίντερ πολύ άσχημα. Η πίστη της ήταν δηλωμένη. «Αλλά έχω έρθει με μια ερώτηση για σένα, έτσι κι αλλιώς.» Ο λόρδος Ντ’Αρκέ ανασηκώθηκε από το κούφωμα της πόρτας και προχώρησε ιδιαίτερα προσεκτικά προς το μέρος της. «Τον παράτησες; Ήρθες για έναν αληθινό εραστή;» Η Ίζαμπελ σούφρωσε τη μύτη της. «Δε σε είχα για χοντράνθρωπο μέχρι τώρα.» Εκείνος βούλιαξε μάλλον απότομα σε μια καρέκλα απέναντί της. «Συγνώμη.» Τον μελέτησε. Κάτι βασάνιζε ολοφάνερα την ψυχή του. Ίσως ο Γουίντερ να είχε δίκιο. Αυτός ο Ντ’Αρκέ θα μπορούσε κάλλιστα να κάνει κάτι σκοτεινό και ανήθικο. «Θέλω να σε ρωτήσω για τον αμαξά σου.» «Τον αμαξά μου;» Ο υποκόμης ανοιγόκλεισε τα μάτια του λες και αυτό ήταν το τελευταίο που περίμενε. «Μη μου πεις πως είναι μπλεγμένος σε μπελάδες… τον προσέλαβα μόλις προχθές.» Ήταν η σειρά της Ίζαμπελ να δείξει ξαφνιασμένη. «Νόμιζα πως τον είχες εδώ και μήνες.» Ο λόρδος Ντ’Αρκέ σήκωσε τα μάτια στο ταβάνι. «Όχι, αυτός ήταν ο παλιός. Εξαφανίστηκε όταν ήμασταν στην όπερα. Αναθεματισμένη αναποδιά. Έπρεπε να βάλω έναν από τους υπηρέτες να με γυρίσει στο σπίτι και ο άνθρωπος δεν είχε ξανακρατήσει χαλινάρια στη ζωή του, απ’ ό,τι κατάλαβα.»
368
ELIZABETH HOYT
Η Ίζαμπελ ζάρωσε το μέτωπο, συλλογισμένη. Μήπως είχε σκοτώσει κάποιος τον αμαξά για να τον εμποδίσει να μιλήσει στον Γουίντερ; Αν ήταν έτσι, αυτό μάλλον δεν αθώωνε τον λόρδο Ντ’Αρκέ. Έβγαλε το σκισμένο χαρτί με τη σφραγίδα από την τσέπη της. «Δικό σου είναι αυτό;» Εκείνος έσκυψε να κοιτάξει το χαρτί, με τα φρύδια του σμιχτά. «Είναι η σφραγίδα μου, σίγουρα, όπως επίσης και ο γραφικός μου χαρακτήρας.» Γύρισε το χαρτί από την άλλη μεριά, κοιτώντας τις ανορθόγραφες λέξεις. «Φαίνεται ότι κάποιος ξαναχρησιμοποίησε το χαρτί για να γράψει ένα σημείωμα.» Ανασήκωσε τους ώμους και ίσιωσε το κορμί. «Πού το βρήκες;» «Βρέθηκε στο Σεντ Τζάιλς» του είπε. «Και πολύ θα ήθελα να μάθω τι γύρευε εκεί.» «Πού να ξέρω;» Η Ίζαμπελ έσφιξε τα χείλη ανυπόμονα. «Δικό σου είναι το γράμμα.» «Εσύ θυμάσαι όλους στους οποίους γράφεις;» «Στην πραγματικότητα, ναι» του απάντησε. «Επειδή οι άνθρωποι στους οποίους γράφω είναι συνήθως προσωπικοί φίλοι.» Την κοίταξε εξεταστικά για μια στιγμή. «Για να το ξαναδώ.» Του έδωσε το χαρτί. Το κοίταξε για λίγο, γυρνώντας το από την άλλη. «Λοιπόν, γράφει Οκτώβριος…» Ξαφνικά σήκωσε το βλέμμα. «Γιατί θέλεις να μάθεις σε ποιον το έγραψα, τέλος πάντων;» «Γιατί έτσι» του είπε με ένα σκληρό χαμόγελο. «Εσύ γιατί θέλεις να κρύψεις σε ποιον το έγραψες;» «Δεν είναι έτσι.» Ανασήκωσε ξανά τους ώμους και άφησε το χαρτί να πέσει στο τραπέζι. «Γράφω στη γιαγιά μου όταν είναι εκτός πόλης… αλλά τον Οκτώβριο ήταν εδώ. Μπορεί να το έχω γράψει σε κάποια ερωμένη ή…» Συνοφρυώθηκε, συλλογισμένος.
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
369
«Ή σε ποιον;» ψιθύρισε εκείνη. «Έγραψα ένα σημείωμα για κάποια επαγγελματική υπόθεση στον Σέιμουρ τον Οκτώβρη.» Η καρδιά της έχασε ένα χτύπο. «Τι υπόθεση;» Κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Ήταν λεπτό ζήτημα. Έδωσα το λόγο μου να μην το αποκαλύψω.» «Άνταμ!» Της χαμογέλασε ξαφνικά με λίγη από τη συνηθισμένη του γοητεία. «Πραγματικά μου αρέσει ο τρόπος που λες το όνομά μου.» «Δεν έχω καιρό για τέτοια» του είπε αυστηρά. Εκείνος αναστέναξε. «Ω, εντάξει. Ο Σέιμουρ είχε ένα σχέδιο για πολλά λεφτά στο οποίο ήθελε να επενδύσω. Αρνήθηκα με ένα γράμμα.» «Γιατί αρνήθηκες;» «Έχω ανακαλύψει ότι τα σχέδια για πολλά λεφτά είναι ένας καλός τρόπος να χάσεις όλο σου το παραδάκι.» Χαμογέλασε, έκλυτα και γοητευτικά. «Και παρά το εξωτερικό μου στιλ όσα-πάνε-κι-όσα-έρθουν, έχω ψυχή συντηρητικού τσιγκούνη.» «Χμμ.» Η Ίζαμπελ το σκέφτηκε για μια στιγμή. Είχε άραγε το σχέδιο του Σέιμουρ κάποια σχέση με το εργαστήρι κατασκευής δαντελένιων καλτσών; Ή μήπως το όλο πράγμα ήταν λάθος μονοπάτι; «Τι ήταν αυτό το σχέδιο του Σέιμουρ;» «Δεν ξέρω.» «Τι;» Ο υποκόμης ανασήκωσε κομψά τους ώμους. «Ποτέ δε φτάσαμε στις λεπτομέρειες. Αρνήθηκα εξ αρχής.» Η Ίζαμπελ έκανε μια γκριμάτσα. «Πολύ καλά, θα ρωτήσω τον ίδιο. Θα επισκεφθώ τον κύριο Σέιμουρ στο σπίτι του.» Η Ίζαμπελ σηκώθηκε, γνέφοντας στον Χάρολντ, αλλά ο λόρδος Ντ’Αρκέ κουνούσε ξανά αρνητικά το κεφάλι του. «Δεν είναι εκεί. Συναντήσαμε τον Μέικπις όταν ήρθαμε εδώ. Αυτός και ο Μέικπις έφυγαν μαζί για κάποιο μέρος
370
ELIZABETH HOYT
όπου το Φάντασμα έσωσε όλα εκείνα τα κοριτσάκια προχθές τη νύχτα.» Η ανησυχία έκανε τα χέρια της Ίζαμπελ να τρέμουν, αλλά ανάγκασε τον εαυτό της να ρωτήσει ήρεμα: «Πήγε κανένας άλλος μαζί τους;» «Όχι, πήγαν μόνοι. Γιατί;» Ο υποκόμης την κοιτούσε παραξενεμένος. «Μάλλον δεν είναι τίποτα.» Η Ίζαμπελ προσπάθησε να σκεφτεί. Τον κοίταξε. «Πώς έγινε και προσέλαβες τον προηγούμενο αμαξά σου, αλήθεια;» «Τι παράξενες ερωτήσεις που κάνεις σήμερα» μουρμούρισε ο λόρδος Ντ’Αρκέ. Άνοιξε τα χέρια με απόγνωση βλέποντας την άγρια ματιά της. «Εντάξει! Μου τον σύστησε ο Σέιμουρ, στην πραγματικότητα.» Ω Θεέ! Ο κύριος Σέιμουρ θα πρέπει να ήταν ο αριστοκράτης πίσω από τα εργαστήρια και ο Γουίντερ είχε φύγει μαζί του μόνος. Για ποιον άλλο λόγο θα το έκανε αυτό ο κύριος Σέιμουρ, αν όχι επειδή είχε αντιληφθεί ότι ο Γουίντερ ήταν το Φάντασμα και ήθελε να τον σκοτώσει; Πώς θα μπορούσε να προλάβει να ενημερώσει εγκαίρως τον Γουίντερ; Έσφιξε τα χέρια της σε ανίσχυρες γροθιές. «Δεν ξέρω καν πού έχουν πάει. Δεν ξέρω πού είναι το εργαστήριο.» «Λοιπόν, αυτό τακτοποιείται εύκολα» είπε αργόσυρτα ο υποκόμης. «Ξέρω εγώ.» Το στόμα της άνοιξε από το ξάφνιασμα. «Ξέρεις εσύ;» Της χαμογέλασε, μοιάζοντας σχεδόν σαν αγοράκι. «Ο Μέικπις μας είπε πού είναι το μέρος πριν φύγει με τον Σέιμουρ.» *** Ο Γουίντερ σταμάτησε δίπλα σε ένα ψηλό σπίτι, κοιτώντας προς τα πάνω. Τέσσερα πατώματα, συν τη σοφίτα. Αυτό ήταν το κτίριο όπου είχε βρει τα παιδιά την προχθεσινή νύχτα.
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
371
Χαμήλωσε το βλέμμα στον σύντροφό του. «Αυτό είναι.» «Είστε σίγουρος;» Ο Σέιμουρ κοίταξε με αμφιβολία το κτίριο. «Μοιάζει σαν όλα τα άλλα εδώ τριγύρω.» «Είμαι σίγουρος» είπε ο Γουίντερ. «Θέλετε να περάσετε πρώτος;» «Ω, όχι» είπε ο Σέιμουρ. Χαμογέλασε και έτεινε το χέρι. «Μετά από εσάς, κύριε Μέικπις.» Ο Γουίντερ ένευσε καταφατικά και μπήκε στο κτίριο. Ήταν χωρισμένο σε πολλά μικρά δωμάτια, καθένα προς ενοικίαση, κάποια υπενοικιασμένα, και μερικά με κρεβάτια που νοικιάζονταν μέσα σ’ αυτά. Ένα τυπικό σπίτι του Σεντ Τζάιλς. Ευτυχώς οι σκάλες ήταν εδώ στο μπροστινό μέρος και δε χρειαζόταν να διασχίσουν το λαβύρινθο των δωματίων για να τις βρουν. Ο Γουίντερ άρχισε να ανεβαίνει. «Εξεπλάγην βλέποντας εσάς και τον λόρδο Κέρσο στο Σεντ Τζάιλς σήμερα.» «Αλήθεια;» Η φωνή του Σέιμουρ αντιλάλησε παράξενα πάνω στους γυμνούς τοίχους. «Μμμ.» Ο Γουίντερ έστριψε σε μια γωνία. «Γιατί ήσασταν εδώ;» «Ήρθαμε να βοηθήσουμε τον Ντ’Αρκέ να βρει τον δολοφόνο του Φρέιζερ-Μπάρνσμπι» είπε ο Σέιμουρ. «Το Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς. Εξακολουθείς να μην ξέρεις τίποτα γι’ αυτόν;» Η φωνή του ήρθε ξαφνικά από πολύ κοντά. Ο Γουίντερ σταμάτησε και γύρισε, καθόλου έκπληκτος που είδε τον Σέιμουρ μόλις ένα σκαλοπάτι πιο κάτω. «Κινείστε πολύ αθόρυβα, κύριε Σέιμουρ.» Ο άλλος άντρας δε χαμογελούσε πλέον. «Το ίδιο κι εσείς. Παρατήρησα στη διαδρομή μας εδώ ότι είστε σαν στο σπίτι σας στο Σεντ Τζάιλς.» Ο Γουίντερ χαμογέλασε αμυδρά. «Έχω ζήσει εδώ για εννιά χρόνια. Και, όχι, δεν ξέρω τίποτα για το Φάντασμα.» «Είστε σίγουρος;»
372
ELIZABETH HOYT
«Απόλυτα.» Ο Γουίντερ άρχισε πάλι να ανεβαίνει τα σκαλοπάτια, έχοντας επίγνωση ότι ο άλλος άντρας τον ακολουθούσε κατά πόδας. Το σπίτι ήταν παλιό και έκανε παράξενους θορύβους –τριξίματα και βογκητά. Αυτήν την ώρα της ημέρας ήταν σχεδόν άδειο. Οι ένοικοι ήταν έξω, πασχίζοντας για τα λιγοστά χρήματα που θα μπορούσαν να κερδίσουν ή να κλέψουν ώστε να μπορούν να πληρώσουν για να κοιμηθούν απόψε σ’ αυτό το άθλιο μέρος. Αν δέχονταν επίθεση, πιθανότατα δε θα τους άκουγε κανείς. Και αν τους άκουγε κάποιος, ήταν μάλλον απίθανο να κάνει κάτι γι’ αυτό. Ο κόσμος κοίταζε τη δουλειά του στο Σεντ Τζάιλς από καθαρή ανάγκη. Ερημιά παντού, λες και βάδιζαν μέσα σε κάποια έρημο της Αφρικής. «Εξεπλάγην που ξέρατε για τα παιδιά τα οποία το Φάντασμα έφερε στο ίδρυμα» είπε ο Σέιμουρ. Πλησίαζαν στο τελευταίο πάτωμα τώρα. Α, επιτέλους. «Αλήθεια;» «Φάνηκε να το ξέρετε πριν το μάθει οποιοσδήποτε άλλος έξω από το σπίτι. Σχεδόν ταυτόχρονα με το ίδιο το Φάντασμα.» «Έχω τις πηγές μου» είπε ο Γουίντερ χαλαρά. Η ανάβαση τον είχε κάνει να ζεσταθεί και έριξε πίσω την άκρη του μανδύα του. «Οι πηγές σας θα πρέπει να είναι εξίσου καλές με εκείνες του Φαντάσματος.» «Ίσως.» Ο Γουίντερ σταμάτησε έξω από μια μικρή πόρτα. «Το εργαστήριο είναι εδώ. Θα θέλατε να περάσετε πρώτος;» «Παρακαλώ, κύριε Μέικπις» είπε ο Σέιμουρ. Ο Γουίντερ τον κοίταξε μια στιγμή και μετά άνοιξε την πόρτα. Το εξωτερικό δωμάτιο της σοφίτας ήταν ακόμα πιο μικρό στο φως της μέρας. Το ξύλο της σπασμένης πόρτας ήταν στο πάτωμα πάνω σ’ ένα παχύ στρώμα σκόνης. Περιέργως, οι μηχανές είχαν όλες εξαφανιστεί.
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
373
Πίσω του, η πόρτα της σοφίτας έκλεισε. Ο Γουίντερ ένιωσε τη σπίθα της προειδοποίησης να τον διαπερνάει. Μια στιγμή πιο αργά απ’ όσο έπρεπε. Όταν γύρισε, ο Σέιμουρ είχε ήδη τραβήξει το σπαθί του. «Νομίζω πως καλύτερα να γονατίσετε μπροστά μου, κύριε Μέικπις. Ή μήπως προτιμάτε να σας αποκαλώ Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς;»
Κεφάλαιο Δεκαεννέα Τώρα ο Αρλεκίνος μπορούσε να δει, αλλά ήταν ακόμα μουγκός και ακίνητος μπροστά στην Αληθινή Αγάπη του. Έτσι για άλλη μια φορά εκείνη σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών, αυτήν τη φορά φιλώντας τον στο μάγουλο, πριν ψιθυρίσει. «Θυμάσαι πώς κοιμηθήκαμε κάποτε μαζί, αγάπη μου; Θυμάσαι που γίναμε εραστές και κάναμε όνειρα για ένα μέλλον; Αυτό το μέλλον είναι ζωντανό και είναι εδώ.» Και παίρνοντας το χέρι του, το ακούμπησε απαλά πάνω στη φουσκωμένη κοιλιά της, εκεί όπου μεγάλωνε μια καινούργια ζωή. Έτσι τον έκανε να αγγίξει την Ελπίδα… -από το Ο Θρύλος του Αρλεκίνου-Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς
Τον είχε σπρώξει μακριά της ξανά και ξανά, αλλά ποτέ δεν είχε πιστέψει πως θα έφευγε. Πάντα θα ήταν στη ζωή της, πάντα θα ήταν σ’ αυτόν τον κόσμο, ζώντας τη δική του ζωή, ίσως παντρεμένος, να διευθύνει το ίδρυμα… ευτυχισμένος, που να πάρει. Ο Γουίντερ Μέικπις δε θα πέθαινε. Το μυαλό της Ίζα-
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
375
μπελ απλώς δεν μπορούσε να χωρέσει την ιδέα. Ήταν πολύ αθλητικός, πολύ νέος, πολύ ζωντανός. Όχι όπως οι άλλοι άντρες. Την προκάλεσε. Είδε όλα τα ελαττώματά της –και ήταν χιλιάδες– και είπε πως την αγαπούσε έτσι κι αλλιώς. Αν η Ίζαμπελ ζούσε χίλιες ζωές, ποτέ δε θα ξανάβρισκε άλλον άντρα σαν αυτόν –ούτε και ήθελε να βρει. Αγαπούσε τον Γουίντερ Μέικπις και κανέναν άλλο. Η σκέψη της προκάλεσε ζάλη. Κυριολεκτικά παραπάτησε μέσα στο βρόμικο, φρικτό σοκάκι του Σεντ Τζάιλς. «Είστε εντάξει, λαίδη μου;» ρώτησε ο Χάρολντ πιάνοντάς την από το μπράτσο. «Ναι, ναι» είπε λαχανιασμένα. «Πρέπει να βιαστούμε.» Ο δρόμος για τη διεύθυνση που της είχε δώσει ο λόρδος Ντ’Αρκέ ήταν πολύ στενός για την άμαξά της. Εξάλλου, κανείς μετακινιόταν πιο γρήγορα με τα πόδια στο Σεντ Τζάιλς –τα σοκάκια και οι δρόμοι είχαν πάρα πολλές στροφές για άμαξα και άλογα. Έτσι είχε κάνει όλη τη διαδρομή τρέχοντας. Είχαν αφήσει το λόρδο Ντ’Αρκέ πίσω, γιατί ήταν πολύ πιο μεθυσμένος απ’ όσο είχε φανεί στην αρχή. Ο Χάρολντ έτρεχε χαλαρά δίπλα της, παρ’ όλο που τον είχε προστάξει να φύγει μπροστά. Είχε αρνηθεί σθεναρά, λέγοντας ότι το Σεντ Τζάιλς ήταν υπερβολικά επικίνδυνο για μια κυρία μόνη. Που ήταν και σωστό, αλλά αυτό δε θα έσωνε τον Γουίντερ αν ο Τσαρλς Σέιμουρ του κάρφωνε αυτήν τη στιγμή ένα στιλέτο στην πλάτη. Ένα ψηλό σπίτι εμφανίστηκε μπροστά τους. «Αυτό είναι» βόγκηξε η Ίζαμπελ. «Γρήγορα!» Ο Χάρολντ άνοιξε την πόρτα και άρχισαν να ανεβαίνουν μια εφιαλτικά στριφογυριστή σκάλα. Ανέβαιναν και ανέβαιναν, χωρίς να τη βλέπουν να τελειώνει και όση ώρα η Ίζαμπελ σκαρφάλωνε τα σκαλοπάτια, είχε το νου της μήπως ακούσει πυροβολισμό. Την κραυγή ενός πληγωμένου άντρα. Φωνές υψωμένες από θυμό.
376
ELIZABETH HOYT
Και δεν άκουσε τίποτα. Επιτέλους έφτασαν στην τελευταία στροφή και βγήκαν στο επίπεδο της σοφίτας. Ευθεία μπροστά ήταν μια μικρή άσχημη πόρτα και η Ίζαμπελ την άνοιξε με φόρα καθώς ο Χάρολντ άπλωνε το χέρι για να τη συγκρατήσει. Η πόρτα άνοιξε με δύναμη και η φόρα της Ίζαμπελ την έστειλε ορμητικά μέσα στο δωμάτιο –και πάνω στην πλάτη ενός άντρα. Δυνατά χέρια τυλίχτηκαν γύρω της και για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου όλα ήταν ήσυχα. Μετά μια φωνή μίλησε από πάνω της. «Α, Μέικπις, πιστεύω πως μόλις έφτασε η αγαπημένη σου.» *** Ο Γουίντερ ένιωσε τον ιδρώτα να κυλάει χαμηλά στην πλάτη του. Είχε υποπτευθεί ότι ο Σέιμουρ ήταν ο ‘αριστοκράτης’ τη στιγμή που προσφέρθηκε να τον συνοδεύσει στο εργαστήριο. Ο Σέιμουρ ήταν ο μόνος από τους τρεις ευγενείς που είχε δείξει ενδιαφέρον για το τι γνώριζε ο Γουίντερ για την τοποθεσία του εργαστηρίου –κάτι που θα μπορούσε να γνωρίζει μόνο αν ήταν το Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς. Όταν ο Γουίντερ είχε δει το σπαθί του άλλου άντρα, τον είχε πλημμυρίσει μια αίσθηση θριάμβου που το προαίσθημά του ήταν σωστό, αλλά την επόμενη στιγμή είχε ορμήσει μέσα η Ίζαμπελ. Τώρα ο Σέιμουρ κρατούσε την Ίζαμπελ σφιχτά πάνω στο στήθος του, με το μπράτσο τυλιγμένο στο λαιμό της. Ο Γουίντερ είχε νιώσει στο παρελθόν την έξαψη της μάχης, είχε νιώσει το ρίγος του κινδύνου και τον πόνο του τραυματισμού. Αλλά ποτέ δεν είχε νιώσει φόβο. Ο Σέιμουρ έριξε μια βιαστική ματιά στον Χάρολντ, ο οποίος στεκόταν διστακτικά στην πόρτα. «Πέτα το πιστόλι σου, παρακαλώ, αλλιώς θα σκοτώσω την κυρία σου.» Ο Χάρολντ πέταξε κάτω το πιστόλι που κρατούσε.
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
377
Ο Σέιμουρ χαμογέλασε στον Γουίντερ. «Τώρα. Είναι γνωστό ότι το Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς έχει πάντα δύο σπαθιά πάνω του. Η αλήθεια είναι πως δεν είσαι ντυμένος σαν Φάντασμα αυτήν τη στιγμή, αλλά, σε παρακαλώ, κάνε μου τη χάρη. Άνοιξε το μανδύα σου, Φάντασμα.» Ο Γουίντερ άνοιξε το μανδύα του και κράτησε ψηλά τις άκρες, κοιτώντας τα γουρλωμένα, γαλάζια μάτια της Ίζαμπελ. Ήταν έντρομη. Αυτό και μόνο υπέγραψε τη μοίρα του Σέιμουρ. «Είναι πολύ ευγενικό που ήρθατε ξανά να με σώσετε, λαίδη μου, παρ’ όλο που θα περίμενα από τον Χάρολντ να έχει περισσότερο μυαλό.» Πίσω της, ο Χάρολντ ανασήκωσε τους ώμους. Εκείνη έγλειψε τα χείλη της. «Σ’ αγαπώ. Ό,τι κι αν συμβεί, σ’ αγαπώ, Γουίντερ. Αν…» «Αρκετά.» Ο Σέιμουρ τράβηξε με δύναμη πίσω το λαιμό της, κόβοντάς τη. «Νομίζω πως βλέπω μια λαβή να προεξέχει από τη ραφή. Άφησε και τα δύο σπαθιά κάτω –αργά– και γλίστρησέ τα προς το μέρος μου.» Το στήθος του Γουίντερ ήταν πλημμυρισμένο από τη χαρά του για την αγάπη της Ίζαμπελ –αλλά δεν μπορούσε να ασχοληθεί με αυτό τώρα. Έκανε αυτό που ο Σέιμουρ τον πρόσταξε. «Τώρα γονάτισε.» Ο Γουίντερ κούνησε το κεφάλι μαλακά. «Όχι. Αν γονατίσω θα με σκοτώσεις και μετά θα σκοτώσεις τη λαίδη Μπέκινχολ. Ειλικρινά δε βλέπω το λόγο να το κάνω.» Προς στιγμήν, ο Σέιμουρ φάνηκε να τα χάνει και ο Γουίντερ το εκμεταλλεύτηκε για να πάει πιο κοντά. «Θα… θα τη σκοτώσω» τραύλισε ο Σέιμουρ. Ο Γουίντερ κούνησε το κεφάλι. «Αν τη σκοτώσεις, θα σε σκοτώσω κι εγώ με σπαθιά ή χωρίς. Δε θα υπάρχει τίποτα να με συγκρατήσει. Είναι ζήτημα λογικής.» «Αν είναι ζήτημα λογικής» είπε ο Σέιμουρ στάζοντας σαρκασμό «τότε τι μου προτείνεις να κάνω;»
378
ELIZABETH HOYT
Ο Γουίντερ έγειρε το κεφάλι. «Να παλέψεις μαζί μου άντρας προς άντρα.» «Όχι!» Η Ίζαμπελ τεντώθηκε πάνω στο μπράτσο που ήταν τυλιγμένο στο λαιμό της. «Δεν είσαι οπλισμένος, Γουίντερ! Μην είσαι ανόητος.» Ο Σέιμουρ χαμογέλασε πλατιά. «Πολύ καλά.» Έσπρωξε πέρα την Ίζαμπελ με μια ξαφνική κίνηση που την έριξε στο πάτωμα και όρμησε στον Γουίντερ, με το σπαθί να στοχεύει την καρδιά του. *** Η Ίζαμπελ προσγειώθηκε οδυνηρά στα χέρια και τα γόνατα. Γουίντερ! Άφησε ένα λυγμό καθώς γυρνούσε για να δει αν τον είχε σκοτώσει το πρώτο χτύπημα του Σέιμουρ. Για να δει αν πέθαινε αυτήν τη στιγμή, αν το αίμα χυνόταν απ’ το κορμί του. Αλλά ο Γουίντερ είχε τυλίξει το μανδύα του στο ένα μπράτσο, χρησιμοποιώντας τον για να αμυνθεί ενώ κινιόταν προς τα σπαθιά του. Καθώς παρακολουθούσε, η Ίζαμπελ είδε τον κύριο Σέιμουρ να χτυπάει ξανά και ξανά, με την αιχμή του ξίφους του να πέφτει κάθε φορά πάνω στον χοντρό μανδύα. Όμως το τίμημα μιας τέτοιας άμυνας ήταν φανερό: Μια σκούρα, κόκκινη κηλίδα απλωνόταν πάνω στον μανδύα που ήταν τυλιγμένος γύρω από το μπράτσο του Γουίντερ. Μεγαλοδύναμε Θεέ, αν τον σακάτευε, όλα θα τελείωναν πριν φτάσει τα δικά του σπαθιά. Η Ίζαμπελ κοίταξε αλλόφρων τριγύρω και είδε το πιστόλι του Χάρολντ. Ήταν ακουμπισμένο στον τοίχο πίσω από τον Σέιμουρ. Άρχισε να σέρνεται προς τα εκεί. Εκείνη τη στιγμή, ο Γουίντερ έκανε μια βουτιά για τα σπαθιά του, με το δεξί χέρι απλωμένο. Ο κύριος Σέιμουρ ακολούθησε, τρυπώντας με εκδικητική μανία.
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
379
Ο Γουίντερ κύλησε στο πλάι, με το μακρύ σπαθί του στο δεξί χέρι, την ίδια στιγμή που το σπαθί του Σέιμουρ καρφωνόταν στις ξύλινες σανίδες, στο σημείο που βρισκόταν μόλις πριν. Ο Γουίντερ πετάχτηκε με χάρη πάνω και επιτέθηκε στον κύριο Σέιμουρ. Η Ίζαμπελ έπιασε το πιστόλι και το κράτησε και με τα δύο χέρια, σηκώνοντας το βαρύ αντικείμενο και στρέφοντάς το προς τους άντρες που πάλευαν. Όμως ο κύριος Σέιμουρ και ο Γουίντερ βρίσκονταν τώρα στην ίδια ευθεία σε σχέση με κείνη. Αν πυροβολούσε και αστοχούσε, ρισκάριζε να χτυπήσει τον Γουίντερ και να τον σκοτώσει. Τράβηξε την προσοχή του Χάρολντ κι εκείνος πήγε να πλησιάσει, αλλά του έγνεψε να μείνει πίσω. Ό,τι προσπαθούσε να κάνει, θα τον έφερνε πιο κοντά στους μαχόμενους άντρες –και στη δική της γραμμή πυρός. Κράτησε το πιστόλι ίσιο και σημάδεψε τον κύριο Σέιμουρ, περιμένοντας τη σωστή στιγμή. Ο Σέιμουρ απέκρουσε ένα κεραυνοβόλο χτύπημα του Γουίντερ. «Υποτίθεται πως θα ήσουν άοπλος. Αυτό δεν είναι δίκαιο.» «Ω, εσείς οι αριστοκράτες» σφύριξε ο Γουίντερ, κάνοντας άλλη μια επίθεση, «φτιάχνετε τους δικούς σας κανόνες που θα πρέπει να ακολουθήσουν όλοι, με μόνο σκοπό το συμφέρον σας.» Ο κύριος Σέιμουρ κάγχασε, στέλνοντας στο πλάι το μακρύ σπαθί του Γουίντερ. «Είναι η φυσική τάξη των πραγμάτων να κυβερνούν οι ισχυροί τους αδύναμους. Αν δε σου αρέσει, τότε πες τις αντιρρήσεις σου στο Θεό.» Και χτύπησε, με την ταχύτητα και τη μοχθηρία οχιάς, χαράζοντας ένα μεγάλο σκίσιμο στο γιλέκο του Γουίντερ. Η Ίζαμπελ βόγκηξε, σιγανά και τρομοκρατημένα. Το γιλέκο του Γουίντερ άρχισε αμέσως να σκουραίνει και καθώς κινιόταν, αίμα έσταξε στο πάτωμα και από το αριστερό του μπράτσο και από τα πλευρά του. Ύψιστε Θεέ, έχανε τόσο
380
ELIZABETH HOYT
πολύ αίμα! Θα έχανε τις δυνάμεις του αν όλο αυτό δεν τελείωνε σύντομα. Αλλά οι άντρες ήταν ακόμα πολύ κοντά για να μπορέσει να πυροβολήσει. «Είσαι καλός» είπε λαχανιασμένα ο Γουίντερ, πηδώντας πίσω για να αποφύγει ακόμα ένα χτύπημα. «Αλλά βέβαια, εσείς οι αριστοκράτες συχνά είστε καλοί… Τι άλλο έχετε να κάνετε από το να εξασκείστε ατελείωτα στην ξιφασκία;» «Μπορείς να μάθεις την τέχνη του σπαθιού» σάρκασε ο Σέιμουρ «αλλά είναι σαν να μιλάει ένας παπαγάλος: απλώς μιμείται κάτι που δεν καταλαβαίνει πραγματικά.» Επιτέθηκε και ο Γουίντερ απέκρουσε με το δικό του σπαθί, με τις λεπίδες να στριγκλίζουν η μια πάνω στην άλλη και τους άντρες να ρίχνουν όλο τους το βάρος και τη δύναμη ο καθένας στον αντίπαλο. Το αίμα του Γουίντερ έβαφε το πάτωμα και η πίσω μπότα του γλίστρησε πάνω του, αναγκάζοντάς τον να πατήσει στο πλάι για να αποφύγει την αιχμή του σπαθιού του κυρίου Σέιμουρ. Ο Σέιμουρ χαμογέλασε με μοχθηρία. «Αραιό πράγμα το αίμα των κοινών θνητών. Θα βάψω τους τοίχους μ’ αυτό όταν τελειώσω μαζί σου.» Ο Γουίντερ ύψωσε τα φρύδια ακούγοντας τη θεατρική απειλή. «Βγάζεις λεφτά στην πλάτη μικρών κοριτσιών. Μη νομίζεις πως θα σε αφήσω να νικήσεις.» «Ίσως να μην έχεις άλλη επιλογή» γρύλισε ο Σέιμουρ. Τινάχτηκε στην αντίθετη μεριά του Γουίντερ. Επιτέλους! Η Ίζαμπελ τράβηξε τη σκανδάλη. Το πιστόλι εκπυρσοκρότησε με ένα εκκωφαντικό ΜΠΑΜ! και το τίναγμα την έριξε κάτω. Πάλεψε να σηκωθεί και για μια στιγμή απόμεινε να κοιτάζει με τρόμο. Οι δυο άντρες ήταν τόσο κοντά που έμοιαζαν σαν αγκαλιασμένοι. Μεγαλοδύναμε Θεέ, είχε πυροβολήσει και τους δύο; Μετά ο Σέιμουρ γλίστρησε σαν πάνινη κούκλα από τον εναγκαλισμό και ο Γουίντερ σήκωσε τα μάτια.
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
381
«Ω Γουίντερ!» Η Ίζαμπελ δεν ήξερε πώς έφτασε εκεί, αλλά ξαφνικά ήταν μέσα στην αγκαλιά του, φιλώντας τον παράξενα, με δάκρυα να κυλάνε στα μάγουλά της. Παραλίγο να τον χάσει. Αν δεν είχε πυροβολήσει όταν το έκανε, ο Γουίντερ θα είχε… Χαμήλωσε το βλέμμα στον κύριο Σέιμουρ και συνοφρυώθηκε. «Μα πού είναι η πληγή από τη σφαίρα;» Ο Χάρολντ καθάρισε το λαιμό του. «Αστοχήσατε, λαίδη μου.» Έδειξε μια μεγάλη τρύπα στον τοίχο. «Αστόχησα;» Σήκωσε τα μάτια και πρόλαβε να δει τον Γουίντερ να αγριοκοιτάζει τον υπηρέτη. Αμέσως της χαμογέλασε. «Όμως ήταν πολύ κοντά. Είμαι σίγουρος ότι αν είχες το χρόνο να σκοπεύσεις, θα τον είχες πετύχει στην καρδιά.» «Χμφ.» Την καλόπιανε εξωφρενικά, αλλά κάτω από τις παρούσες συνθήκες, δύσκολα θα μπορούσε να διαμαρτυρηθεί. «Τότε πώς πέθανε;» Ο Γουίντερ ύψωσε το σπαθί του. Ήταν βαμμένο με αίμα. Το δικό του πρόσωπο ήταν άσπρο. «Άφησα το κτήνος να βγει.» «Ω.» Άπλωσε το χέρι να τον αγγίξει· ήταν τόσο ήρεμος, τόσο συγκρατημένος. Σχεδόν μπορούσε να τον δει να κλείνεται πάλι στον εαυτό του. «Χριστέ μου!» ήρθε η φωνή του λόρδου Ντ’Αρκέ από την πόρτα. «Τι συνέβη εδώ;» Κοιτούσε μέσα στο δωμάτιο με φρίκη. Η Ίζαμπελ κοκάλωσε. Αν ο Ντ’Αρκέ επέλεγε να κατηγορήσει τον Γουίντερ για φόνο, τότε η ίδια θα δυσκολευόταν πολύ να τον υπερασπιστεί. Ήταν ένας κοινός θνητός που είχε μόλις σκοτώσει έναν αριστοκράτη. «Ο φίλος σου ο Σέιμουρ επιτέθηκε στη λαίδη Μπέκινχολ» είπε με σκληρή φωνή ο Γουίντερ πριν εκείνη προλάβει να μιλήσει. Ο υποκόμης έχασε το χρώμα του. «Επιτέθηκε; Ύψιστε Θεέ, λαίδη μου, ελπίζω να είστε εντάξει.»
382
ELIZABETH HOYT
«Ναι.» Η Ίζαμπελ άγγιξε προσεκτικά το λαιμό της, μορφάζοντας με το μελανιασμένο δέρμα, ανακουφισμένη που εκείνος είχε σοκαριστεί τόσο από την πράξη του κυρίου Σέιμουρ. «Χάρις στον κύριο Μέικπις και τον υπηρέτη μου. Ρισκάρισαν και οι δύο τη ζωή τους για να με σώσουν.» Ο λόρδος Ντ’Αρκέ κοίταξε το άψυχο κορμί του κυρίου Σέιμουρ. «Όταν είπες πως ο κύριος Μέικπις κινδύνευε από τον Σέιμουρ, σκέφτηκα πως η φαντασία σου είχε ξεφύγει.» «Ωστόσο δε δίστασες να με ακολουθήσεις» είπε η Ίζαμπελ μαλακά. «Ο Σέιμουρ φερόταν πολύ περίεργα απ’ όταν βρέθηκαν τα κορίτσια» είπε αργά ο λόρδος Ντ’Αρκέ. «Όποτε ανέφερα πως θα έκανα ερωτήσεις στα κορίτσια, έβρισκε κάτι να μου αποσπάσει την προσοχή. Και μετά είχε πάθει εμμονή με τον Μέικπις. Συνέχεια έλεγε πως ήταν το Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς και είχε σκοτώσει τον Ρότζερ.» «Είχα την εντύπωση πως το ίδιο πιστεύατε κι εσείς» μουρμούρισε ο Γουίντερ. Ο λόρδος Ντ’Αρκέ τον κοίταξε. «Ίσως για λίγο, αλλά είναι πολύ εξωπραγματικό –ένας διευθυντής σχολείου να μασκαρεύεται σε τρελό. Και γιατί να σκοτώνατε τον Ρότζερ έτσι κι αλλιώς;» «Σωστά» είπε ο Γουίντερ σοβαρά. «Δεν ξέρω ποιος σκότωσε το φίλο σας, λόρδε μου. Μακάρι να το ήξερα.» Ο λόρδος Ντ’Αρκέ έγνεψε καταφατικά, αποτραβώντας το βλέμμα για μια στιγμή. «Να υποθέσω πως ο Σέιμουρ ήταν αυτός που κρυβόταν πίσω από αυτήν τη φρικτή επιχείρηση με τα σκλαβωμένα κορίτσια; Αυτό ήταν το σχέδιό του με τα πολλά λεφτά;» «Ναι» είπε η Ίζαμπελ. «Σκόπευε να μας σκοτώσει για να μην αποκαλυφθεί το μυστικό του.» «Φοβερό.» Ο υποκόμης πέρασε το χέρι από το μέτωπό του. «Να κάνεις λεφτά μ’ αυτόν τον τρόπο… βάζοντας μικρά κορίτσια να δουλεύουν σαν είλωτες σε ένα τέτοιο φρικαλέο
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
383
μέρος.» Κοίταξε ένα γύρο το ερειπωμένο δωμάτιο, μετά πάλι αυτούς. «Δεν μπορώ να βρω οίκτο στην καρδιά μου για τον Σέιμουρ. Του άξιζε με το παραπάνω η μοίρα του, αλλά η σύζυγός του είναι μια μάλλον καλή γυναίκα, ξέρετε. Το σκάνδαλο, όταν αποκαλυφθεί, θα τη σκοτώσει.» «Τότε μην το αφήσετε να αποκαλυφθεί» είπε ο Γουίντερ. Χαμογέλασε ζοφερά. «Μπορούμε να πούμε ότι το Φάντασμα είχε άλλο ένα θύμα.» Ο λόρδος Ντ’Αρκέ κατένευσε. «Αφήστε το πάνω μου.»
Κεφάλαιο Είκοσι Για μια στιγμή, ο Αρλεκίνος-Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς στάθηκε ακίνητος, κοιτώντας την Αληθινή Αγάπη, με τις παλάμες του πάνω στην κοιλιά της όπου μεγάλωνε το παιδί τους. Η Αληθινή Αγάπη κράτησε την ανάσα της, γιατί αυτή ήταν η μοναδική της ευκαιρία. Αν δεν την αναγνώριζε, αν δεν επέστρεφε στο σήμερα και στον κόσμο των ζωντανών, δε θα είχε άλλον τρόπο να τον ξυπνήσει από τα μάγια. Έτσι περίμενε, παρατηρώντας τον, καθώς ο ήλιος άρχιζε να ανατέλλει πάνω από το Σεντ Τζάιλς… -από το Ο Θρύλος του Αρλεκίνου-Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς
ΜΙΑ ΒΔΟΜΑΔΑ ΜΕΤΑ… «Έχω ένα γράμμα για σένα, Πιτς.» Ο Γουίντερ έτεινε το χαρτί με την προσεκτικά τυπωμένη διεύθυνση στο μικρό κορίτσι. Η Πιτς, που καθόταν με την Ντόντο στο κρεβάτι, παίζοντας με τη σβούρα της, σήκωσε τα μάτια. Πήρε το χαρτί με επισημότητα, το στριφογύρισε στα χέρια της και του το έδωσε πίσω. «Παρακαλώ, κύριε, τι λέει;»
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
385
Ο Γουίντερ είχε πάρει αναφορές από όλους τους δασκάλους του σπιτιού απ’ όταν επέστρεψε στη θέση του σαν διευθυντής και δεν εξεπλάγη με την παράκλησή της. Προφανώς η Πιτς δεν είχε μάθει ποτέ να διαβάζει. Ένα ζήτημα που σκόπευε να φροντίσει σύντομα. Αλλά προς το παρόν, ο Γουίντερ κάθισε στο κρεβάτι, δίπλα στο κοριτσάκι. Της είχαν δώσει ένα κρεβάτι και ένα μικρό μπαούλο για τα πράγματά της στον κοιτώνα των μεγάλων κοριτσιών, γιατί μετά από κάμποσες ερωτήσεις, η Πιτς είχε ομολογήσει πως ήταν οχτώ ετών. «Βλέπεις το όνομά σου εδώ;» Ο Γουίντερ έδειξε τη διεύθυνση. «Π-Ι-Τ-Σ» διάβασε προσεκτικά ένα-ένα τα γράμματα η μικρή. «Μπράβο.» Ο Γουίντερ χαμογέλασε στο κοριτσάκι και άνοιξε το γράμμα. Έγειρε στο πλάι για να μπορεί να βλέπει κι αυτή και περνώντας το δάχτυλο κάτω από τις λέξεις, άρχισε να διαβάζει: Αγαπητή Πιτς, Σου γράφω αυτό εδώ το Γράμμα πριν το Πλοίο μου φύγει από το Λονδίνο. Το λένε Τεριέ και είναι Υπέροχο! Όταν επιστρέψουμε στο Λονδίνο, θα σε φέρω να Το δεις. Θα κοιμάμαι σε ένα κρεβάτι-αιώρα. Οι μεγαλύτεροι εδώ λένε ότι μπορεί να πάρει λίγο καιρό μέχρι να το συνηθίσω. Όπως και να ’χει, ελπίζω εσύ και η Ντόντο να είστε καλά. Να ακούς τη Μις Τζόουνς και την κυρά Μεντίνα και τους υπόλοιπους, και αν τυχόν γυρίσει πίσω ο Κύριος Μέικπις, να Ακούς και αυτόν. Είναι… Ο Γουίντερ χρειάστηκε να σταματήσει και να καθαρίσει το λαιμό του σ’ αυτό το σημείο. Η Πιτς τον κοίταξε με περι-
386
ELIZABETH HOYT
έργεια. «Τι λέει;» Ο Γουίντερ ανοιγόκλεισε ταραγμένος τα βλέφαρά του και συνέχισε: Είναι ο Καλύτερος Άνθρωπος στον Κόσμο. Ο φίλος σου, Τζόζεφ Τίνμποξ Ο Γουίντερ έδωσε το γράμμα στην Πιτς. Το κοριτσάκι κοίταξε το γραφικό χαρακτήρα για λίγο πριν αναστενάξει και το διπλώσει προσεκτικά. «Πάω στοίχημα πως θα μπορείς να το διαβάζεις μόνη σου μέχρι να πέσει το πρώτο χιόνι» είπε ο Γουίντερ μαλακά. «Αλήθεια;» Η Πιτς ζωήρεψε για μια στιγμή, μετά φάνηκε να αμφιβάλλει. «Ο χειμώνας είναι πολύ μακριά.» «Θα έρθει πιο σύντομα απ’ όσο νομίζεις.» Ο Γουίντερ σηκώθηκε αλλά μετά κάθισε παρορμητικά στα κότσια του μπροστά απ’ το κοριτσάκι, παίρνοντας το χεράκι της στο δικό του. «Θα γράψω ένα γράμμα στον Τζόζεφ σύντομα. Θα ήθελες να συμπεριλάβω κι ένα δικό σου σημείωμα;» «Μα δεν ξέρω να γράφω.» «Μπορώ να σε βοηθήσω εγώ.» Η Πιτς τον κοίταξε ντροπαλά. «Ναι, θα το ήθελα.» «Α, εδώ είσαι» φώναξε η Τέμπερανς από την πόρτα. «Αδερφή.» Ο Γουίντερ σηκώθηκε, πήγε κοντά της και την τράβηξε στην αγκαλιά του. «Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω.» «Γουίντερ!» Εκείνη τραβήχτηκε κοιτώντας τον παραξενεμένη. «Τι ήταν αυτό;» «Χαίρομαι που σε βλέπω.» Ανασήκωσε τους ώμους του. «Μα…» Έριξε μια ματιά στο γεμάτο παιδιά δωμάτιο, που τους κοίταζαν όλα με περιέργεια και τον τράβηξε έξω στο χολ. «Μα… εσύ δεν κάνεις ποτέ αγκαλιές. Και είδα καλά ότι κρατούσες τα χέρια εκείνης της μικρής;» Ανοιγόκλεισε τα βλέφαρα σαστισμένος. «Ναι;»
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
387
Ακούμπησε το χέρι της στο μέτωπό του. «Αισθάνεσαι καλά;» «Φυσικά.» Της έσπρωξε το χέρι και της χαμογέλασε. «Πώς ήταν η δεξίωση στο σπίτι σου;» «Φρικτή!» «Αλήθεια;» «Δηλαδή, όχι ακριβώς» αναστέναξε εκείνη. «Ορισμένες από τις κυρίες ήταν στην πραγματικότητα αρκετά καλές και υπήρχαν κάποια ερείπια εκεί κοντά να εξερευνήσω, κάτι που απόλαυσα.» «Οπότε η εμπειρία δεν ήταν τόσο άσχημη όσο περίμενες.» «Σκοπεύεις να μου πεις πως μου το είχες πει;» τον ρώτησε καχύποπτα. «Καθόλου.» Την κοίταξε για μια στιγμή, συλλογισμένος. «Τι είναι;» Η Τέμπερανς άγγιξε νευρικά τη μύτη της. «Έχω κάτι;» «Όχι, αλλά κάτι είναι διαφορετικό» της είπε. «Ω!» Τα μάγουλά της, που έμοιαζαν κάπως πιο στρογγυλεμένα, ρόδισαν. «Υποτίθεται δεν πρέπει να το μάθεις ακόμα.» «Τι να μάθω;» «Περιμένω τον πελαργό το χειμώνα» του είπε σεμνά. «Αλήθεια;» Προς στιγμήν ένιωσε μια μικρή σουβλιά κάπου κοντά στην καρδιά του: η Ίζαμπελ δε θα βίωνε ποτέ αυτήν τη συγκεκριμένη χαρά. Και μετά ένα πλατύ χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό του. «Τι υπέροχο νέο!» «Σ’ ευχαριστώ.» Δάγκωσε τα χείλη της αλλά δεν μπόρεσε να συγκρατήσει περισσότερο ένα δικό της χαμόγελο. «Ω, είμαι τόσο ενθουσιασμένη, Γουίντερ. Δεν έχεις ιδέα πόσο!» «Και ο Κέιρ;» Ξεφύσηξε αγανακτισμένα. «Είναι τόσο αγχωμένος που θα νόμιζε κανείς πως είναι αυτός που κυοφορεί το μωρό. Αλλά αυτός είναι εν μέρει ο λόγος που ήρθα εδώ. Θέλω να σου ζητήσω μια χάρη.»
388
ELIZABETH HOYT
Ο Γουίντερ ύψωσε το φρύδι. Η Τέμπερανς έδεσε τα χέρια μπροστά της. «Αναρωτιόμουν αν θα μπορούσα να σας πάρω τη Μέρι Γουίτσαν. Αν θα μπορούσε να έρθει να ζήσει μαζί μας. Ο Κέιρ θέλει κάποια να με βοηθάει αν τυχόν νιώσω αδιάθετη και αφού έρθει το μωρό, θα χρειαστούμε νταντά. Είναι τέλεια γι’ αυτό και εξάλλου, μου έχει λείψει τρομερά απ’ όταν έφυγα από το σπίτι. Σε παρακαλώ;» «Μα φυσικά» απάντησε ο Γουίντερ, όλο χαρά. «Πιστεύω πως θα αρέσει πολύ και στη Μέρι Γουίτσαν αυτό.» «Ω, θαυμάσια!» Η Τέμπερανς τον κοίταξε λάμποντας από χαρά. «Υποθέτω, τώρα που κανονίστηκε αυτό, θα πρέπει να γυρίσω πίσω.» Την κοίταξε ξαφνιασμένος. «Πίσω, πού;» «Στο Φιλανθρωπικό Σύλλογο Κυριών για το Ίδρυμα για Ατυχή Βρέφη και Έκθετα Παιδιά» είπε η Τέμπερανς με μια υποψία τραχύτητας στη φωνή. «Δεν ήξερες πως έχουμε συνάντηση στο καθιστικό του ισογείου;» «Τώρα;» Ένιωσε ένα κύμα ενέργειας να κυλάει στις φλέβες του. Αν γινόταν συνάντηση του Συλλόγου Κυριών, τότε θα πρέπει η Ίζαμπελ να ήταν εδώ. Είχε να τη δει μια βδομάδα –από τότε δηλαδή που σκότωσε τον Σέιμουρ. Όλο αυτό το διάστημα, ήταν απασχολημένος γιατί είχε αναλάβει ξανά τα καθήκοντά του στο ίδρυμα και είχε να προσφέρει βοήθεια στα τραυματισμένα κοριτσάκια που είχαν χρησιμοποιηθεί στο εργαστήριο, αλλά αυτός δεν ήταν ο κύριος λόγος που είχε μείνει μακριά από την Ίζαμπελ. Το σκοτάδι μέσα του είχε βγει στο προσκήνιο εκείνο το βράδυ. Είχε σκοτώσει έναν άνθρωπο –κάτι που δεν είχε κάνει ποτέ πριν. Το να αφαιρέσεις μια ζωή δεν ήταν κάτι που μπορούσες να κάνεις με ευκολία. Είχε προσευχηθεί γι’ αυτό, είχε σκεφτεί μάλιστα μήπως έπρεπε να αφήσει την Ίζαμπελ να φύγει για το δικό της καλό. Αλλά υπήρχε και μια άλλη πλευρά
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
389
στο σκοτάδι του· πάντα το ήξερε. Όταν το είχε αφήσει ελεύθερο, είχε αφήσει επίσης ελεύθερη την ικανότητά του να αγκαλιάσει την Τέμπερανς. Να πάρει τα χεράκια του κοριτσιού στα δικά του για να το καθησυχάσει. Τώρα ήξερε ότι ποτέ δε θα μπορούσε να γίνει ο διευθυντής που ήταν ο πατέρας του: απόμακρος, συγκρατημένος, αλλά ευγενικός. Αντίθετα, αυτός θα νοιαζόταν πολύ, θα ανησυχούσε πολύ, θα θλιβόταν πολύ όταν χανόταν ένα παιδί. Και όταν πετύχαινε ένα παιδί; Όταν προόδευε ή σωζόταν; Τότε μάλλον θα χαιρόταν πολύ. Δεν μπορούσε να το αλλάξει αυτό στον εαυτό του, ακόμα κι αν το ήθελε. Πολύ απλά, αυτό ήταν το είδος του διευθυντή που έμελλε να είναι και πίστευε πως πλέον μπορούσε να ζήσει συμφιλιωμένος με αυτό το γεγονός. Αλλά υπήρχε ένα άτομο –μια αξιαγάπητη, πεισματάρα, ακόλαστη λαίδη– χωρίς την οποία δεν μπορούσε να ζήσει και η οποία προφανώς καθόταν κάτω αυτήν ακριβώς τη στιγμή. Μια βδομάδα ήταν απίστευτα πολύς καιρός. «Με συγχωρείς» μουρμούρισε στην αδερφή του. «Πού πηγαίνεις;» φώναξε η Τέμπερανς πίσω του. «Να συναντήσω το πεπρωμένο μου» της απάντησε. *** «Μα δε σκέφτηκες καθόλου;» Η Ίζαμπελ παρακολουθούσε διασκεδάζοντας καθώς η λαίδη Αμέλια Κέιρ ύψωνε ένα πατρικιανό φρύδι με αυστηρότητα στη λαίδη Πενέλοπι. Η Αμέλια είχε επιστρέψει μόλις χθες το βράδυ στην πόλη, προφανώς εξαιτίας του γράμματος που της είχε στείλει η λαίδη Μάργκαρετ μερικές βδομάδες πριν. «Είμαι σίγουρη πως είχα μόνο το συμφέρον των παιδιών στην καρδιά μου.» Η λαίδη Πενέλοπι άνοιξε τα μενεξελιά μάτια της παρακλητικά. «Και η Άρτεμις είπε πως ήταν καλή ιδέα.»
390
ELIZABETH HOYT
Η μις Γκρέιβς, που εκείνη τη στιγμή είχε μόλις ρουφήξει μια γουλιά τσάι, πνίγηκε. «Απ’ ό,τι κατάλαβα, ο κύριος Μέικπις κατάσχεσε τριάντα τρεις σφεντόνες» είπε η λαίδη Ηρώ συλλογισμένα. «Δεν είμαι σίγουρη αν έχω δει τόσες πολλές σφεντόνες μαζεμένες στη ζωή μου.» «Επίσης, αναγκαστήκαμε να βάψουμε όλες τις αίθουσες διδασκαλίας από την αρχή» είπε η Αμέλια. «Και τέσσερα κρεβάτια έπρεπε να αντικατασταθούν.» «Η μαγείρισσα βρήκε κι άλλα κουκούτσια από κεράσια σήμερα το πρωί» παρενέβη ζωηρά η λαίδη Φοίβη. «Μέσα στο αλεύρι, στην κουζίνα.» Όλες οι κυρίες κοίταξαν τα χωνάκια στα πιάτα τους. Η λαίδη Ηρώ άφησε προσεκτικά το πιάτο της στην άκρη, δείχνοντας κάπως πράσινη. «Λοιπόν, πίστευα πως ήταν ένα πείραμα που άξιζε να δοκιμάσουμε» είπε σταθερά η λαίδη Πενέλοπι. «Αν δεν είχα φέρει τον λόρδο Ντ’Αρκέ, ποτέ δε θα μαθαίναμε πως δεν πρέπει να δίνουμε στα παιδιά κεράσια θερμοκηπίου σαν σπέσιαλ δώρο.» Κοίταξε γύρω της σαν να είχε πετύχει κάτι πολύ σημαντικό. Η Αμέλια αναστέναξε και η Ίζαμπελ τη συμπόνεσε. Άσχετα με το πόσο ελαφρόμυαλη ήταν η λαίδη Πενέλοπι, εξακολουθούσε να διαθέτει το πιο χοντρό πορτοφόλι από όλες τις υπόλοιπες μαζί και θα έπρεπε να μάθουν να την ανέχονται. «Νομίζω πως θα πρέπει να θεσπίσουμε ένα νόμο ότι ο κύριος Μέικπις θα είναι ο ένας και μοναδικός διευθυντής του Ιδρύματος για Ατυχή Βρέφη και Έκθετα Παιδιά» είπε η Αμέλια. «Όσες είστε υπέρ, παρακαλώ σηκώστε το χέρι σας.» Αρκετά ήταν τα χέρια που σηκώθηκαν. Η λαίδη Πενέλοπι σήκωσε το δικό της μέχρι το ύψος του ώμου, κάτι που,
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
391
κατά τη γνώμη της Ίζαμπελ, δεν έπαυε να μετράει. Η λαίδη Μάργκαρετ πάντως, συνέχισε απλώς να έχει καρφωμένο το βλέμμα στα πόδια της –όπως έκανε από την αρχή της συγκέντρωσης μέχρι τώρα. «Μεγκς;» ψιθύρισε ευγενικά η λαίδη Ηρώ. «Τι;» Η λαίδη Μάργκαρετ ανασήκωσε τα μάτια. «Α, ναι.» Και ύψωσε κι αυτή το χέρι της, κάνοντας την ψηφοφορία ομόφωνη. Η Ίζαμπελ είχε την αίσθηση ότι η λαίδη Μάργκαρετ δεν είχε ιδέα για τι πράγμα είχε μόλις ψηφίσει. Η Αμέλια έγνεψε καταφατικά, ικανοποιημένη, και άρχισε να σερβίρει ένα δεύτερο φλιτζάνι τσάι για όλες τις κυρίες. Η Ίζαμπελ βρήκε την ευκαιρία να σκύψει κοντά στη λαίδη Ηρώ που καθόταν δίπλα της. «Χαίρομαι τόσο που επιστρέψατε στην πόλη, λαίδη μου.» Η λαίδη Ηρώ χαμογέλασε. «Ήμασταν έτοιμοι να επιστρέψουμε από την εξοχή.» «Τότε σας συνόδευσε και ο σύζυγός σας;» μουρμούρισε η Ίζαμπελ. «Ω, ναι. Έχει πολύ επείγουσες υποθέσεις στο Λονδίνο.» Η λαίδη Ηρώ έριξε μια ματιά στη λαίδη Μάργκαρετ. Η Ίζαμπελ κατένευσε, ευχαριστημένη που κάποιος φρόντιζε την κατάσταση. «Ελπίζω να στεφθούν με επιτυχία.» Η λαίδη Ηρώ χαμογέλασε μάλλον θλιμμένα. «Ο λόρδος Γκρίφιν είναι συνηθισμένος να πετυχαίνει –ακόμα και σε ζητήματα που μοιάζουν να μην μπορούν να έχουν αίσια κατάληξη.» Κάτι που η Ίζαμπελ υπέθετε πως ήταν το καλύτερο που θα μπορούσαν να ελπίζουν. Η πόρτα του καθιστικού άνοιξε. Η Ίζαμπελ γύρισε να κοιτάξει και η ανάσα της πιάστηκε. Στην πόρτα στεκόταν ο Γουίντερ, με πρόσωπο αρκετά αυστηρό. Σχεδίαζε να τον ξεμοναχιάσει μετά τη συγκέντρωση.
392
ELIZABETH HOYT
Είχε περάσει μια βδομάδα αποφεύγοντάς την και η Ίζαμπελ είχε κουραστεί να περιμένει. Αλλά φαίνεται πως είχε αλλάξει πορεία. Η υπόκλισή του ήταν κοφτή και δεν κοίταξε καμία άλλη κυρία πέρα από εκείνη. «Θα μπορούσα να σας μιλήσω λίγο;» Εκείνη ξεροκατάπιε. «Ε… είμαι σίγουρη πως όταν η συνάντηση…» «Τώρα, Ίζαμπελ.» Ω Θεέ. Ένιωσε το αναψοκοκκίνισμα στα μάγουλά της καθώς σηκωνόταν βιαστικά πριν ο Γουίντερ προλάβει να πει κάτι άλλο που θα τους καταδίκαζε. Όπως και να ’χε, οι άλλες κυρίες παρέμειναν ύποπτα σιωπηλές. Βγήκε έξω στο χολ. «Τι συμβαίνει;» Ο Γουίντερ την κοίταξε και η Ίζαμπελ είδε στο πρόσωπό του όλα όσα σήμαινε για εκείνον. Η καρδιά της σφίχτηκε. Τώρα; Ήθελε να το κάνει αυτό τώρα; Ο πανικός της τελευταίας στιγμής της γράπωσε τα σωθικά. «Ποτέ δε θα κάνω παιδιά» σφύριξε όσο πιο σιγανά μπορούσε, μιας και θα πρέπει να ήταν διάλειμμα, αφού όλα τα παιδιά κατέβαιναν τσούρμο τις σκάλες. «Είμαι πάρα πολύ μεγάλη, πάρα πολύ πλούσια, πάρα πολύ πάνω από την κοινωνική σου θέση, πάρα πολύ…» Την έκανε να σωπάσει με τον πιο απλό τρόπο: φιλώντας την. Εκεί, μέσα στο χολ του ορφανοτροφείου, μπροστά σε ολόκληρο τον Σύλλογο Κυριών και ίσως στα περισσότερα παιδιά, που σύντομα θα ήταν όλα τα παιδιά, αφού όποιο δεν ήταν εκεί να παρακολουθήσει το αγκάλιασμά τους, τα υπόλοιπα φρόντισαν να το φωνάξουν επειγόντως… Και δεν την ένοιαζε καθόλου. Τύλιξε τα χέρια της γύρω του και τον φίλησε κι αυτή, άγρια, με χαρά, ετούτο τον άντρα που την αγαπούσε με όλα τα ελαττώματα και τις ατέλειές της.
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
393
Ο Γουίντερ αποτραβήχτηκε, τόσο όσο για να ψιθυρίσει πάνω στα χαμογελαστά χείλη της: «Αυτήν τη φορά με έχετε εκθέσει για τα καλά, λαίδη Μπέκινχολ. Νομίζω πως πρέπει να σώσετε την καημένη την υπόληψή μου και να με παντρευτείτε.» Κοίταξε τα ζεστά, δυναμικά, λατρεμένα μάτια του και άρθρωσε την τελευταία της αμφιβολία. «Δε θα αποκτήσεις ποτέ παιδιά αν με παντρευτείς.» Κι αυτός έκανε το πιο παράξενο πράγμα. Ο Γουίντερ Μέικπις, ο άντρας που δε γελούσε ποτέ, έριξε πίσω το κεφάλι και ξεκαρδίστηκε στα γέλια. Μετά την κοίταξε ξανά και χαμογέλασε, ανοίγοντας τα χέρια και δείχνοντας τη σκάλα, που τώρα ήταν γεμάτη με παιδιά κάθε είδους και ηλικίας. «Ω, ακριβή μου Ίζαμπελ, αυτά είναι τα παιδιά μου… τα παιδιά της καρδιάς μου, τα παιδιά του έργου της ζωής μου. Είμαι ο πατέρας δεκάδων παιδιών και στο μέλλον σκοπεύω να γίνω ο πατέρας εκατοντάδων. Έλα. Πες το ναι, γίνε η γυναίκα μου και βοήθησέ με να τα μεγαλώσω.» «Ναι» ψιθύρισε η Ίζαμπελ και όταν μερικά παιδιά έσκυψαν πιο μπροστά, γιατί δεν μπόρεσαν να ακούσουν, φώναξε δυνατά: «Ναι!» Ο Γουίντερ έσκασε ένα πλατύ χαμόγελο και τη φίλησε στο στόμα, ένα έντονο, γρήγορο φιλί. Έπειτα γύρισε στα παιδιά που περίμεναν και είπε: «Παιδιά, είναι μεγάλη μου τιμή να σας ανακοινώσω ότι η λαίδη Μπέκινχολ δέχτηκε να με παντρευτεί.» Προς στιγμήν επικράτησε μια γεμάτη δέος σιωπή και μετά ο αέρας σείστηκε από μια δυνατή κραυγή: «ΖΗΤΩ!» Ο Γουίντερ γέλασε ξανά και σήκωσε την Ίζαμπελ ψηλά στον αέρα, στροβιλίζοντάς την. «ΖΗΤΩ!» ξαναφώναξαν τα παιδιά, ξετρελαμένα από χαρά. «Νελ!» φώναξε ο Γουίντερ στην οικονόμο που στεκόταν
394
ELIZABETH HOYT
ανάμεσα στα παιδιά. «Νομίζω πως αυτό επιβάλλει χωνάκια για όλους στο τσάι.» Αυτό προκάλεσε τη μεγαλύτερη ζητωκραυγή απ’ όλες και μετά ένα ξέφρενο σαματά καθώς τα παιδιά άρχισαν να παραβγαίνουν ποιο θα βρει πρώτο κάθισμα για το τσάι. Η Νελ έλαμπε από χαρά καθώς τα ακολουθούσε και ακόμα και η κυρά Μεντίνα σκούπιζε τα μάτια με την ποδιά της καθώς πήγαινε βιαστικά προς την κουζίνα. «Αγαπητή μου, ελπίζω να μην κατέστρεψες έναν εξαίρετο διευθυντή ορφανοτροφείου» είπε η Αμέλια από την πόρτα του καθιστικού. Μετά η έκφρασή της μαλάκωσε. «Αλλά σου εύχομαι κάθε δυνατή ευτυχία.» «Ευχαριστώ.» Τα μάτια της Ίζαμπελ θόλωσαν και όλες οι κυρίες με τη σειρά της έδωσαν ένα συγχαρητήριο φιλί, ακόμα και η λαίδη Πενέλοπι, που έμοιαζε αρκετά σοκαρισμένη. «Έλα να σε συνοδέψω στην άμαξά σου» μουρμούρισε ο Γουίντερ στο αυτί της Ίζαμπελ. Του έγνεψε καταφατικά, αφού κι αυτή ήθελε να μείνει λίγα λεπτά παραπάνω μόνη μαζί του. Αλλά καθώς πλησίαζαν την πόρτα, πίσω τους ακούστηκε ο ήχος ποδιών. Γύρισαν και είδαν την κυρά Μεντίνα, να προσφέρει ένα μικρό κλειδί στον Γουίντερ. Του έκλεισε το μάτι. «Παραλίγο να το ξεχάσω μέσα στη φούρια της περασμένης βδομάδας. Μάλλον θα θέλετε πίσω το κλειδί, κύριε. Δε θα θέλετε όλες εκείνες τις σφεντόνες να βρεθούν έξω ξανά.» Έξω, το σούρουπο άρχιζε να πέφτει. Η Ίζαμπελ περίμενε μέχρι να κλείσει η πόρτα πίσω τους. «Τι ήταν αυτό;» Ο Γουίντερ πήρε ένα ύφος κάπως ένοχο. «Να, όταν έφυγα από το σπίτι μετά από εντολή του Ντ’Αρκέ, έδωσα το κλειδί στην κυρά Μεντίνα.» Η Ίζαμπελ κοίταξε το αθώο κλειδάκι και ξαφνικά κατάλαβε. «Και είναι το κλειδί που…»
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
395
«Που ξεκλειδώνει το ντουλάπι που φυλάμε όλες τις σφεντόνες τις οποίες έχω κατάσχει από τα αγόρια.» Κούνησε το κεφάλι και χαμογέλασε. «Στην πραγματικότητα, έχω μια αρκετά μεγάλη συλλογή. Μαζεύω σφεντόνες εδώ και εννέα χρόνια, βλέπεις…» Η Ίζαμπελ χαχάνισε στην ιδέα της κυράς Μεντίνα να οπλίζει όλα τα αγοράκια στο σπίτι. Φτωχή λαίδη Πενέλοπι! Δεν είχε ποτέ την παραμικρή ελπίδα. Ο Γουίντερ τύλιξε πιο σφιχτά την κάπα γύρω της. «Είσαι ευχαριστημένη;» «Πετάω.» Του χαμογέλασε. Ένιωθε τόσο ελεύθερη ξαφνικά, σαν να είχε φύγει ένα τεράστιο βάρος απ’ τους ώμους της. «Ας κάνουμε σύντομο αρραβώνα. Θέλω να μετακομίσω στο σπίτι αμέσως μόλις τελειώσω τη διακόσμηση.» «Τη διακόσμηση;» Τα φρύδια του υψώθηκαν κεφάτα. «Τη διακόσμηση» του είπε ακλόνητα. «Παραείναι αυστηρό για τα παιδιά. Θέλω να φέρω τον κύριο και την κυρία Μπάτερμαν, τον Γουίλ και τον Χάρολντ και φυσικά την Πίνκνι. Παρ’ όλο που είναι πολύ πιθανόν να πεθάνει από το σοκ που θα της προκαλέσει το να ζει σε ένα ορφανοτροφείο. Και φυσικά θα φέρω τον Κρίστοφερ και την Καρούδερς.» Ο Γουίντερ σταμάτησε ξαφνικά και την κοίταξε. «Ο Κρίστοφερ δεν έφυγε με τη μητέρα του;» Δεν είχαν μιλήσει από εκείνη τη νύχτα που έγιναν όλα τόσο βιαστικά. «Όχι.» Σήκωσε τα μάτια στο πρόσωπό του, απίστευτα ευγνώμων για όσα είχε φέρει εκείνος στη ζωή της. «Ακολούθησα τη συμβουλή σου και είπα στη Λουίζ πως ήθελα ο Κρίστοφερ να μείνει μαζί μου. Απ’ ό,τι φάνηκε, αυτό την έκανε να νιώσει μεγάλη ανακούφιση –ένα μικρό αγόρι δε δένει πολύ καλά με ένα ρομάντζο.» Οι γωνίες του στόματός του ανασηκώθηκαν. «Εξαρτάται από το είδος του ρομάντζου, νομίζω.» Μετά άρχισε να τη φιλάει ξανά, με το στόμα του τόσο
396
ELIZABETH HOYT
ζεστό και τόσο γεμάτο ζωή που την έκανε να ξεχάσει εντελώς πού ήταν και να του ανταποδώσει το φιλί με απόλυτο ενθουσιασμό. «Αλήθεια σ’ αγαπώ» του ψιθύρισε καθώς αποτραβιόταν. «Τώρα και για πάντα. Το συνειδητοποίησα όταν σκέφτηκα πως μπορεί να πέθαινες από το χέρι του Σέιμουρ.» «Δεν υπήρχε ποτέ περίπτωση να γίνει αυτό» μουρμούρισε ο Γουίντερ. «Όταν είχα μια ζωή να ζήσω μαζί σου.» «Αλλά…» Η φωνή της έσβησε και τα μάτια της γούρλωσαν καθώς το βλέμμα της έπεσε κάπου πάνω απ’ τον ώμο του. Ο Γουίντερ γύρισε να κοιτάξει. Ένας άντρας στεκόταν ούτε δέκα βήματα πιο πέρα, ντυμένος με στολή αρλεκίνου, μαύρες ψηλές μπότες και μια μάσκα με μακριά μύτη. Καθώς η Ίζαμπελ τον κοίταζε με ανοιχτό το στόμα, εκείνος έγνεψε και άγγιξε το μαύρο, πλατύγυρο καπέλο του πριν πηδήξει σε ένα χαμηλό μπαλκόνι κι από κει σε μια στέγη και εξαφανιστεί. Η Ίζαμπελ σήκωσε τα μάτια στον Γουίντερ. «Τι…; Πώς…; Ποιος…;» Αυτός της χαμογέλασε και έσκυψε να τη φιλήσει στη μύτη πριν της ψιθυρίσει: «Σου είπα πως ήμουν το Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς, αλλά ποτέ δεν είπα πως δεν υπάρχουν κι άλλα.»
Επίλογος Καθώς ο ουρανός φώτιζε στην ανατολή, ο Αρλεκίνος-Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς ανατρίχιασε. Όταν οι πρώτες ακτίνες της αυγής άγγιξαν το πρόσωπό του, ένα ρίγος τον συγκλόνισε. Και όταν επιτέλους ο ουρανός έγινε γαλάζιος και ο ήλιος κίτρινος πάνω απ’ το κεφάλι του, έκλαψε. «Συγχώρεσέ με, Αληθινή Αγάπη» είπε πνιχτά καθώς έπεφτε στα γόνατα. «Συγχώρεσέ με, γιατί ήμουν σ’ ένα μέρος σκοτεινό, ούτε σ’ αυτόν τον κόσμο ούτε στον άλλο, και ξέχασα ποιος ήμουν και τι σήμαινες για μένα.» «Σε συγχωρώ» είπε η Αληθινή Αγάπη και φίλησε τα χείλη του. «Γιατί είσαι το φως της ζωή μου. Σ’ αγαπώ πιο πολύ κι από την ίδια τη ζωή.» «Κι εγώ σ’ αγαπώ το ίδιο» είπε ο Αρλεκίνος. Ακούμπησε την παλάμη του πάνω στην κοιλιά της Αληθινής Αγάπης του και την κοίταξε. «Ας φύγουμε από τούτο το μέρος κι ας παντρευτούμε για να μπορέσουμε να φέρουμε την Ελπίδα μας στον κόσμο μαζί.» Και έτσι έκαναν. Ο Αρλεκίνος και η Αληθινή Αγάπη του παντρεύτηκαν και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα… Προσέξτε όμως, αγαπητοί μου! Γιατί λένε πως
398
ELIZABETH HOYT
παρά την ευτυχισμένη, καινούργια του ζωή, ο Αρλεκίνος μερικές φορές γίνεται ανήσυχος τις νύχτες με φεγγάρι. Υπάρχουν κάποιοι που λένε πως επιστρέφει για να κυνηγήσει στους δρόμους του Σεντ Τζάιλς, φορώντας την κουρελιασμένη στολή του Αρλεκίνου και κραδαίνοντας δυο κοφτερά σπαθιά. Και όταν το κάνει, οι κλέφτες και οι φονιάδες, εκείνοι που βλάπτουν αθώους κι εκείνοι που οι κακές τους πράξεις γίνονται στο σκοτάδι, τρέμουν στην αναφορά του Φαντάσματος του Σεντ Τζάιλς! -από το Ο Αρλεκίνος-Φάντασμα του Σεντ Τζάιλς Ο Γκόντρικ Σεντ Τζον πήδηξε αθόρυβα στον κήπο του σπιτιού του και μετά κουλουριάστηκε κάτω ακίνητος και περίμενε για ένα ολόκληρο λεπτό. Η προφύλαξη ήταν μάλλον περιττή. Από το θάνατο της Κλάρα και μετά –και για πολύ καιρό πριν εκείνη πεθάνει– κανείς δεν είχε νοιαστεί για τα πηγαινέλα του. Ακόμα. Ήταν καλό να συνεχίζει να προσέχει. Όταν τίποτα και κανείς δεν κινήθηκε, ο Γκόντρικ σηκώθηκε αργά όρθιος. Γλίστρησε από σκιά σε σκιά, πηγαίνοντας προς την πόρτα στο πίσω μέρος του σπιτιού του, που έβγαζε στη βιβλιοθήκη. Η αποψινή νύχτα είχε πάει σχεδόν χαμένη. Είχε κυνηγήσει έναν κλέφτη και τον είχε χάσει μέσα στο λαβύρινθο των σοκακιών, είχε τρομάξει έναν πιθανό ληστή, κάνοντάς τον να αφήσει ήσυχο ένα γυρολόγο που επέστρεφε στο σπίτι του –ο δε γυρολόγος ούτε που είχε καταλάβει τον κίνδυνο στον οποίο βρισκόταν– και είχε δει τον Γουίντερ Μέικπις να φιλάει τη λαίδη Μπέκινχολ μέσα στη μέση της Μέιντεν Λέιν. Αυτό σήμαινε σχεδόν βέβαιο γάμο –όσο αταίριαστο κι αν έμοιαζε το ζευγάρι– και την απόσυρση του Γουίντερ από τη μικρή τους… ενασχόληση.
ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΠΑΘΟΥΣ
399
Ο Γκόντρικ γρύλλισε καθώς άνοιγε την πόρτα της βιβλιοθήκης του. Ένα Φάντασμα λιγότερο σήμαινε… «Καλησπέρα, κύριε Σεντ Τζον.» Η φωνή ήρθε μέσα από τις σκιές που έκρυβαν την παλιά δερμάτινη πολυθρόνα κοντά στο τζάκι. Ο Γκόντρικ έκανε μια στροφή προς τα εκεί και χαμήλωσε το σώμα, με τα σπαθιά του ήδη τραβηγμένα και έτοιμα. Η αόριστη φιγούρα στη γωνία έκανε ένα τς, τς. «Ελάτε τώρα, κύριε Σεντ Τζον, δεν υπάρχει λόγος για βία, σας διαβεβαιώ.» «Ποιος είσαι;» ψιθύρισε ο Γκόντρικ. Ο άντρας έσκυψε μπροστά, στο αμυδρό φως που έριχναν τα κούτσουρα της φωτιάς. «Ονομάζομαι Γκρίφιν Ρίντινγκ.» Ο Γκόντρικ μπορούσε να δει τώρα ότι ο άλλος άντρας είχε στηριγμένο τον αγκώνα στο μπράτσο της πολυθρόνας και κάτι κρεμόταν από το ένα του δάχτυλο. Ο Γκόντρικ πλησίασε και το αντικείμενο έγινε καθαρό, αποκαλύπτοντας πως ήταν μια μάσκα: με μακριά μύτη, δερμάτινη, μαύρη. Στην πραγματικότητα, ακριβώς ίδια με αυτή που φορούσε στο πρόσωπό του. Ακριβώς ίδια με τη δεύτερη μάσκα που θα έπρεπε να είναι κρυμμένη στο υπνοδωμάτιό του. Και που προφανώς δεν ήταν. Ο Γκόντρικ κοίταξε το λόρδο Γκρίφιν. Ο οποίος του χαμογέλασε χωρίς το παραμικρό χιούμορ. «Έχω μια πρόταση να σας κάνω.»