ELIZABETH HOYT
Eπικίνδυνα Πάθη
Τίτλος πρωτοτύπου: WICKED INTENTIONS by Elizabeth Hoyt Copyright © 2010 by Nancy M. Finney Translation Copyright © 2012, Compupress S. A. – Anubis Publications Cover Illustration by Alan Ayers Λοχαγού Δεδούση 1 & Μεσογείων 304, 15562 Χολαργός, τηλ.: 2109238672, fax: 2109216847 Web site: www.compupress.gr, e-mail:
[email protected] ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ EKΔOΣHΣ: Aλεξάνδρα Λέτσα ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Ιωάννα Ζαπάντη ΔΙΟΡΘΩΣΗ: Eλίνα Μιαούλη ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ: Έρση Σωτηρίου ΠPOΣAPMOΓH ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: Mαίρη Λυµπέρη www.e-bookshop.gr Aνάπτυξη και διάθεση ψηφιακών βιβλίων Κλάδος της Digital Content A.E. ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΤΟΜΕΑ E-BOOKS: Ιάσων Μανούσος ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ WEB SITE: Digital Content A.E. Digital Content A.E. Λοχαγού Δεδούση 1 & Μεσογείων 304, 155 62 Χολαργός, τηλ.: 2106516888 fax: 2109216847 Web site: www.digicon.gr, e-mail:
[email protected] VENUS FOREVER – 02 ISΒN: 978-960-497-338-5
Όλοι οι χαρακτήρες και τα γεγονότα του βιβλίου είναι φανταστικά. Κάθε οµοιότητα µε πρόσωπα ζωντανά ή µη είναι εντελώς συµπτωµατική. Απαγορεύονται η αναδηµοσίευση και αναπαραγωγή -ολική, µερική ή περιληπτική-, η κατά παράφραση ή διασκευή απόδοση του κειµένου µε οποιονδήποτε τρόπο -µηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο-χωρίς προηγούµενη γραπτή άδεια του εκδότη, καθώς και η κυκλοφορία του σε οποιαδήποτε µορφή, ίδια ή διαφορετική από την παρούσα, στο πρωτότυπο ή σε µετάφραση ή άλλη διασκευή, σύµφωνα µε το Νόµο 2121/1993 και τους Κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, που ισχύουν στην Ελλάδα.
Για την αδερφή µου, Σούζαν, ξανά, παρά το γεγονός πως κοροϊδεύει συχνά τη δεξιότητά µου στους υπολογιστές και πως µια φορά το χρόνο προσπαθεί να µου µάθει πώς δουλεύει το ίντερνετ, κάνοντας το κεφάλι µου να εκραγεί. Σ’ αγαπάω;-)
Κεφάλαιο Ένα Μια φορά κι έναν καιρό, σε µια χώρα ξεχασµένη εδώ και χρόνια, ζούσε ένας πανίσχυρος βασιλιάς, που όλοι τον φοβούνταν και κανείς δεν τον αγαπούσε. Τον έλεγαν βασιλιά Κλειστόκαρδο… – από το Ο Βασιλιάς Κλειστόκαρδος
ΛΟΝΔΙΝΟ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1737 Μια γυναίκα έξω στο δρόµο στο Σεντ Τζάιλς1 τα µεσάνυχτα ήταν ή πολύ ανόητη ή πολύ απελπισµένη. Ή, όπως στη δική της περίπτωση, σκέφτηκε ειρωνικά η Τέµπερανς2 Ντιουζ, ένας συνδυασµός και των δύο. «Λένε ότι κάτι νύχτες σαν κι αυτήν, τις στοιχειώνει το Φάντασµα του Σεντ Τζάιλς» είπε µε φλύαρη διάθεση η Νελ Τζόουνς, η υπηρέτρια της Τέµπερανς, καθώς έκανε στο πλάι, για να αποφύγει µια λακκούβα µε βρόµικο νερό στο στενό δροµάκι. Η Τέµπερανς την κοίταξε µε αµφιβολία. Η Νελ είχε περάσει τρία χρόνια µε έναν περιοδεύοντα θίασο, και µερικές φορές είχε µια έντονη τάση για µελόδραµα. «Δεν υπάρχει φάντασµα που να στοιχειώνει το Σεντ Τζάιλς» απάντησε κοφτά η Τέµπερανς. Η ψυχρή χειµωνιάτικη νύχτα ήταν αρκετά τροµακτική και χωρίς την προσθήκη φαντασµάτων. «Όχι, στ’ αλήθεια, υπάρχει.» Η Νελ ανέβασε το κοιµισµένο µωρό πιο ψηλά στην αγκαλιά της. «Φοράει µια µαύρη µάσκα, και παρδαλό κουστούµι αρλεκίνου, ενώ κρατάει ένα φοβερό σπαθί.» Η Τέµπερανς συνοφρυώθηκε. «Κουστούµι αρλεκίνου; Αυτό δεν ακούγεται και πολύ ταιριαστό για φάντασµα.» «Μια χαρά ταιριαστό είναι όταν πρόκειται για το νεκρό πνεύµα ενός αρλεκίνου-ηθοποιού που επέστρεψε για να στοιχειώσει τους ζωντανούς.» «Επειδή του έκαναν κακές κριτικές, µήπως;» Η Νελ ρουθούνισε περιφρονητικά. «Και είναι και παραµορφωµένος.» «Πώς µπορεί να το ξέρει κανείς αυτό όταν φοράει µάσκα;» Έφταναν σε µια καµπή του στενού δρόµου, και η Τέµπερανς νόµισε πως είδε φως στο βάθος. Σήκωσε πιο ψηλά το φανάρι της και µε το άλλο της χέρι έσφιξε λίγο πιο γερά το όπλο. Ήταν ένα όπλο αρκετά βαρύ για να κάνει το µπράτσο της να πονάει. Θα µπορούσε να είχε πάρει ένα σακίδιο για να το κουβαλήσει, αλλά έτσι θα ακύρωνε το σκοπό του σαν µέσο αποθάρρυνσης. Αν και γεµάτο, το πιστόλι δεν είχε παρά µόνο µία σφαίρα, και για να λέµε την αλήθεια, δεν ήταν και τόσο σίγουρη για το πώς ακριβώς λειτουργούσε. Πάντως, το πιστόλι έδειχνε επικίνδυνο, και η Τέµπερανς ένιωθε ευγνώµων που το είχε. Η νύχτα ήταν κατασκότεινη, ενώ ο άνεµος µούγκριζε παράξενα, φέρνοντας µαζί του τη µυρωδιά περιττωµάτων και σαπισµένων σκουπιδιών. Οι ήχοι του Σεντ Τζάιλς υψώνονταν γύρω τους – φωνές που µάλωναν, βογκητά και γέλια, και πού και πού κάποια αλλόκοτη, ανατριχιαστική κραυγή. Το Σεντ Τζάιλς
µπορούσε άνετα να κάνει και την πιο ατρόµητη γυναίκα να το βάλει στα πόδια. Και χωρίς τα λεγόµενα της Νελ. «Φρικτά παραµορφωµένος» συνέχισε η Νελ, µη δίνοντας σηµασία στη λογική της Τέµπερανς. «Λένε ότι τα βλέφαρα και τα χείλη του είναι τελείως καµένα, σαν να πέθανε σε κάποια φωτιά πριν από πολύ καιρό. Είναι σαν να χαµογελάει µε τα µεγάλα κίτρινα δόντια του καθώς έρχεται να σου βγάλει τα άντερα.» Η Τέµπερανς ζάρωσε τη µύτη. «Νελ!» «Έτσι λένε» είπε η Νελ αθώα. «Το φάντασµα ξεκοιλιάζει τα θύµατά του, και παίζει µε τα εντόσθιά τους πριν χαθεί µέσα στη νύχτα.» Η Τέµπερανς ανατρίχιασε. «Και γιατί το κάνει αυτό;» «Φθόνος» είπε η Νελ µε ύφος όλο σιγουριά. «Νιώθει φθόνο για τους ζωντανούς.» «Εγώ, πάντως, δεν πιστεύω στα φαντάσµατα.» Η Τέµπερανς κράτησε την ανάσα της καθώς έστριβαν σε µια µικρή, άθλια αυλή. Δύο φιγούρες στέκονταν στην απέναντι άκρη, αλλά µόλις τις είδαν να πλησιάζουν, το έβαλαν στα πόδια. Η Τέµπερανς άφησε την ανάσα της να βγει. «Θεέ µου, το µισώ να είµαι έξω τη νύχτα.» Η Νελ χτύπησε απαλά την πλάτη του βρέφους. «Έχουµε µόνο ακόµα µισό χιλιόµετρο. Μετά µπορούµε να βάλουµε τούτη τη µικρούλα στο κρεβάτι, και να στείλουµε για την παραµάνα το πρωί.» Η Τέµπερανς δάγκωσε τα χείλη της καθώς έµπαιναν σκυφτές σε ένα άλλο σοκάκι. «Πιστεύεις πως θα ζήσει µέχρι το πρωί;» Όµως, η Νελ, που συνήθως εξέφραζε αρκετά άνετα τη γνώµη της, έµεινε σιωπηλή. Η Τέµπερανς κοίταξε ερευνητικά στο βάθος και άνοιξε το βήµα της. Το µωρό έδειχνε µόλις µερικών εβδοµάδων και δεν είχε βγάλει άχνα από την ώρα που το είχαν πάρει από τα χέρια της νεκρής του µητέρας. Κανονικά, ένα εύρωστο µωρό έκανε κάµποση φασαρία. Της προκαλούσε τρόµο η σκέψη πως αυτή και η Νελ µπορεί να είχαν κάνει ετούτη την επικίνδυνη νυχτερινή εξόρµηση για το τίποτα. Αλλά και πάλι, µήπως είχαν κι άλλη επιλογή; Όταν έλαβαν µήνυµα στο Σπίτι για Ατυχή Βρέφη και Έκθετα Παιδιά ότι ένα µωρό χρειαζόταν τη βοήθειά τους, ήταν ακόµη µέρα. Η Τέµπερανς ήξερε από πικρή πείρα ότι αν περίµεναν µέχρι το πρωί για να πάρουν το παιδί, αυτό είτε θα είχε πεθάνει στη διάρκεια της νύχτας από έλλειψη φροντίδας είτε θα είχε πουληθεί για να γίνει εργαλείο κάποιου ζητιάνου. Ρίγησε στη σκέψη. Τα παιδιά που αγοράζονταν από ζητιάνους συχνά γίνονταν ακόµα πιο αξιοθρήνητα, για να αποσπούν τη συµπόνια των περαστικών. Μπορεί να τους έβγαζαν ένα µάτι, ή να τους έσπαζαν ένα άκρο, ή να τους παραµόρφωναν ένα χέρι ή πόδι. Όχι, πράγµατι δεν είχε άλλη επιλογή. Το µωρό δεν µπορούσε να περιµένει µέχρι το πρωί. Από την άλλη θα χαιρόταν πραγµατικά όταν έφταναν στο σπίτι. Βρίσκονταν σ’ ένα στενό πέρασµα τώρα, µε ψηλά σπίτια δεξιά κι αριστερά να γέρνουν από πάνω τους δυσοίωνα. Η Νελ ήταν αναγκασµένη να τρέχει πίσω από την Τέµπερανς, αλλιώς ρίσκαρε να γδαρθεί πάνω στους τοίχους των κτηρίων. Μια αποστεωµένη γάτα πέρασε πλάι τους, και µετά ακούστηκε µια κραυγή πολύ κοντά τους. Τα βήµατα της Τέµπερανς ταλαντεύτηκαν. «Κάποιος είναι εκεί» ψιθύρισε η Νελ τραχιά. Άκουσαν το θόρυβο συµπλοκής, κι έπειτα µια ξαφνική, δυνατή κραυγή. Η Τέµπερανς ξεροκατάπιε. Ο δρόµος δεν είχε πλαϊνές διεξόδους. Ή θα γύριζαν πίσω ή θα συνέχιζαν – και ένα πισωγύρισµα σήµαινε άλλα είκοσι λεπτά να προστίθενται στη διαδροµή τους.
Αυτό ήταν καθοριστικό για την απόφασή της. Η νύχτα ήταν παγερή, και το κρύο δεν έκανε καλό στο µωρό. «Μείνε κοντά µου» ψιθύρισε στη Νελ. «Όπως ο ψύλλος στο σκύλο» µουρµούρισε εκείνη. Η Τέµπερανς ίσιωσε τους ώµους και κράτησε το πιστόλι σταθερά µπροστά της. Ο Γουίντερ3, ο µικρότερος αδελφός της, της είχε πει ότι το µόνο που χρειαζόταν να κάνει ήταν να σηµαδέψει και να πυροβολήσει. Δεν µπορεί να ήταν και τόσο δύσκολο αυτό. Το φως του φαναριού ξεχύθηκε µπροστά τους καθώς έµπαιναν σε άλλη µία παραµεληµένη αυλή. Εκεί στάθηκε ακίνητη για ένα µόλις δευτερόλεπτο, µε το φανάρι να φωτίζει τη σκηνή στο βάθος λες και ήταν παντοµίµα. Ένας άντρας ήταν πεσµένος στο έδαφος, µε το αίµα να τρέχει απ’ το κεφάλι του. Όµως, δεν ήταν αυτό που την έκανε να παγώσει – το αίµα, ακόµα και ο θάνατος, ήταν αρκετά συνηθισµένο θέαµα στο Σεντ Τζάιλς. Όχι. Εκείνο που αιχµαλώτισε την προσοχή της ήταν ο δεύτερος άντρας. Ήταν σκυµµένος πάνω από τον πρώτο, µε το µαύρο µανδύα του απλωµένο δεξιά κι αριστερά σαν φτερά µεγάλου αρπακτικού. Κρατούσε ένα µακρύ µαύρο µπαστούνι περίπατου, µε την άκρη του ντυµένη µε ασήµι, να αντανακλά τα µαλλιά του που ήταν κι αυτά ασηµένια. Έπεφταν ίσια και µακριά, γυαλίζοντας κάτω από το φως του φαναριού. Παρόλο που το πρόσωπό του ήταν σχεδόν εξ ολοκλήρου στο σκοτάδι, τα µάτια του έλαµπαν κάτω από το γείσο ενός µαύρου τρίκοχου καπέλου. Η Τέµπερανς µπορούσε να νιώσει το βάρος της µατιάς του ξένου. Ήταν σαν να την άγγιζε σωµατικά. «Ο Κύριος να µας φυλάει απ’ το κακό» µουρµούρισε η Νελ, που για πρώτη φορά ακούστηκε φοβισµένη. «Πάµε να φύγουµε, κυρά µου. Γρήγορα!» Με την προτροπή της, η Τέµπερανς διέσχισε την αυλή, µε τα παπούτσια της να αντηχούν πάνω στο πλακόστρωτο. Χώθηκε βιαστικά σ’ ένα άλλο πέρασµα και άφησε τη σκηνή πίσω της. «Ποιος ήταν αυτός, Νελ;» είπε λαχανιασµένα καθώς έτρεχαν µέσα στο βρόµικο σοκάκι. «Ξέρεις;» Το σοκάκι κατέληγε ξαφνικά σε ένα φαρδύτερο δρόµο, και η Τέµπερανς χαλάρωσε λιγάκι, νιώθοντας πιο ασφαλής χωρίς τους τοίχους να την πιέζουν. Η Νελ έφτυσε, σαν να ήθελε να διώξει µια άσχηµη γεύση από το στόµα της. Η Τέµπερανς την κοίταξε µε περιέργεια. «Ακούστηκες σαν να τον γνώριζες εκείνο τον άντρα.» «Δεν τον γνώριζα, όχι» απάντησε η Νελ. «Αλλά τον έχω ξαναδεί. Ήταν ο Λόρδος Κέιρ. Καλύτερα να µην µπλέκει κανείς µαζί του.» «Γιατί;» Η Νελ κούνησε το κεφάλι, σφίγγοντας τα χείλη της. «Δεν θα ’πρεπε να σου µιλάω καθόλου για την αφεντιά του, κυρά µου.» Η Τέµπερανς άφησε το µυστηριώδες σχόλιο να περάσει. Βρίσκονταν σε έναν καλύτερο δρόµο τώρα – κάποια από τα καταστήµατα είχαν φανάρια κρεµασµένα στις πόρτες τους, που οι ιδιοκτήτες τα είχαν ανάψει. Η Τέµπερανς έστριψε σε άλλη µία γωνία που έβγαζε στη Μέιντεν Λέιν, και το ορφανοτροφείο εµφανίστηκε στο βάθος. Όπως οι γείτονές του, έτσι κι αυτό ήταν ένα ψηλό τούβλινο κτήριο φτηνής κατασκευής. Τα παράθυρα ήταν λιγοστά και πολύ στενά, η είσοδος χωρίς κάποια επιγραφή. Στα δεκαπέντε επισφαλή χρόνια της ύπαρξης του ορφανοτροφείου δεν είχε υπάρξει ποτέ ανάγκη να το διαφηµίσουν. Τα εγκαταλειµµένα και ορφανά παιδιά ήταν ιδιαίτερα συνηθισµένο φαινόµενο στο Σεντ Τζάιλς. «Σπίτι ασφαλείς» είπε η Τέµπερανς καθώς έφταναν στην πόρτα. Ακούµπησε το φανάρι στο φθαρµένο πέτρινο σκαλί και έβγαλε ένα µεγάλο σιδερένιο κλειδί που κρεµόταν από ένα κορδόνι δεµένο
στη µέση της. «Δεν βλέπω την ώρα για ένα καυτό τσάι.» «Πάω να βάλω τούτο το µικρούλι στο κρεβάτι» είπε η Νελ µπαίνοντας στο σκοτεινό χολ. Ήταν πεντακάθαρο, αλλά αυτό δεν κατάφερνε να κρύψει τον πεσµένο σοβά, ή τις ξεχαρβαλωµένες σανίδες στο πάτωµα. «Σ’ ευχαριστώ.» Η Τέµπερανς έβγαλε το µανδύα της, και ετοιµαζόταν να τον κρεµάσει σε ένα καρφί στον τοίχο όταν ένας ψηλός άντρας εµφανίστηκε στην άλλη άκρη του χολ. «Τέµπερανς.» Εκείνη ξεροκατάπιε και γύρισε. «Ω! Γουίντερ, δεν ήξερα πως είχες γυρίσει.» «Προφανώς» είπε ο µικρότερος αδελφός της ξερά. Έγνεψε στην υπηρέτρια. «Καλό βράδυ, Νελ.» «Κύριε.» Η Νελ έκανε µια µικρή υπόκλιση, και το βλέµµα της έπαιξε νευρικά ανάµεσα στα δύο αδέλφια. «Πάω να ρίξω µια µατιά στα, ε, παιδιά, ναι;» Και ανέβηκε σαν σίφουνας τη σκάλα, αφήνοντας την Τέµπερανς να αντιµετωπίσει την αποδοκιµασία του Γουίντερ µόνη. Η Τέµπερανς ίσιωσε τους ώµους και προσπέρασε τον αδελφό της. Το ορφανοτροφείο ήταν ένα µακρόστενο οίκηµα, στριµωγµένο ανάµεσα στα γειτονικά κτήρια. Υπήρχε µόνο ένα δωµάτιο δίπλα στο µικρό χολ. Το χρησιµοποιούσαν σαν τραπεζαρία, και ενίοτε δέχονταν εκεί τους σπάνιους σηµαντικούς επισκέπτες τους. Στο πίσω µέρος του οικήµατος ήταν η κουζίνα, όπου και κατευθυνόταν τώρα η Τέµπερανς. Τα παιδιά είχαν δειπνήσει όλα στις πέντε το απόγευµα, αλλά ούτε αυτή ούτε ο αδελφός της είχαν φάει ακόµη. «Ετοιµαζόµουν να φτιάξω λίγο τσάι» είπε πηγαίνοντας να σκαλίσει τη φωτιά. Ο Σταχτής, ο µαύρος γάτος του σπιτιού, σηκώθηκε απ’ τη θέση του µπροστά στο τζάκι, και τεντώθηκε πριν αποµακρυνθεί σε αναζήτηση ποντικών. «Έχει µείνει λίγο βοδινό από χτες και µερικά φρέσκα ραπανάκια που πήρα σήµερα το πρωί στην αγορά.» Ο Γουίντερ αναστέναξε πίσω της. «Τέµπερανς.» Εκείνη έκανε πως ψάχνει την τσαγιέρα. «Το ψωµί είναι κάπως µπαγιάτικο, αλλά µπορώ να το ψήσω λιγάκι αν θες.» Ο Γουίντερ έµεινε σιωπηλός, και η Τέµπερανς στράφηκε τελικά να αντιµετωπίσει το αναπόφευκτο. Ήταν χειρότερα απ’ ό,τι φοβόταν. Το µακρύ, λεπτό πρόσωπο του Γουίντερ έδειχνε απλά θλιµµένο, κάτι που πάντα την έκανε να νιώθει φρικτά. Το µισούσε να τον απογοητεύει. «Ήταν ακόµη µέρα όταν ξεκινήσαµε» είπε µε σιγανή φωνή. Εκείνος αναστέναξε ξανά, βγάζοντας το στρογγυλό µαύρο καπέλο του και ακουµπώντας το πάνω στο τραπέζι της κουζίνας. «Δεν µπορούσες να περιµένεις να επιστρέψω, αδελφή;» Η Τέµπερανς κοίταξε τον αδελφό της. Ο Γουίντερ ήταν µόνο είκοσι πέντε ετών, αλλά έδινε την εντύπωση άντρα µε τα διπλά του χρόνια. Η έκφρασή του ήταν χαραγµένη από κούραση, οι φαρδιοί του ώµοι έγερναν κάτω από το κακοραµµένο µαύρο παλτό, και τα µακριά του άκρα ήταν υπερβολικά αδύνατα. Τα τελευταία πέντε χρόνια δίδασκε στο µικρό ηµερήσιο σχολείο που ήταν προσαρτηµένο στο ορφανοτροφείο. Με το θάνατο του µπαµπά την περασµένη χρονιά, η δουλειά του Γουίντερ είχε αυξηθεί τροµακτικά. Ο Κόνκορντ4, ο µεγαλύτερος αδελφός τους, είχε αναλάβει το ζυθοποιείο της οικογένειας. Ο Άσα5, ο δεύτερος σε σειρά ηλικίας, ήταν πάντα κάπως απαξιωτικός µε το ορφανοτροφείο και είχε µια µυστηριώδη δική του δουλειά. Και οι δύο αδελφές τους, η Βέριτι6, που ήταν η µεγαλύτερη απ’ όλους, και η Σάιλενς7, η µικρότερη, ήταν παντρεµένες. Έτσι, δεν έµενε κανένας άλλος για να διευθύνει το
ορφανοτροφείο εκτός από τον Γουίντερ. Ακόµα και µε τη βοήθειά της –η Τέµπερανς δούλευε στο σπίτι από το θάνατο του συζύγου της πριν από εννέα χρόνια–, η ευθύνη ήταν υπερβολική για έναν άντρα µόνο του. Πολλές φορές φοβόταν για την υγεία του αδελφού της, αλλά τόσο το ορφανοτροφείο όσο και το σχολείο είχαν ιδρυθεί από τον πατέρα τους. Ο Γουίντερ ένιωθε πως είχε καθήκον σαν γιος να τα διατηρήσει και τα δύο ζωντανά. Αν η υγεία του δεν τον πρόδιδε. Γέµισε την τσαγιέρα µε νερό απ’ την κανάτα. «Αν περιµέναµε, θα είχε σκοτεινιάσει εντελώς χωρίς να έχουµε την παραµικρή σιγουριά πως το µωρό θα ήταν ακόµη εκεί.» Του έριξε µια µατιά καθώς τοποθετούσε την τσαγιέρα πάνω απ’ τη φωτιά. «Εξάλλου, δεν έχεις αρκετά να κάνεις ήδη;» «Αν χάσω την αδελφή µου, πιστεύεις πως θα έχω περισσότερο ελεύθερο χρόνο;» Η Τέµπερανς αποτράβηξε το βλέµµα ένοχα. Η φωνή του αδελφού της γλύκανε. «Κι αυτό δεν περιλαµβάνει την ισόβια θλίψη που θα ένιωθα αν σου είχε συµβεί κάτι απόψε.» «Η Νελ ήξερε τη µητέρα του µωρού – µια κοπελίτσα λιγότερο από δεκαπέντε ετών.» Η Τέµπερανς έβγαλε το ψωµί και άρχισε να το κόβει σε λεπτές φέτες. «Άλλωστε, είχα µαζί µου το πιστόλι.» «Χµµ» είπε ο Γουίντερ πίσω της. «Κι αν σου επιτίθεντο, θα το χρησιµοποιούσες;» «Φυσικά» του απάντησε µε απόλυτη σιγουριά. «Κι αν η βολή σου αστοχούσε;» Ζάρωσε τη µύτη της. Ο πατέρας τους είχε διδάξει σε όλους τους αδελφούς της πώς να υποστηρίζουν τη θέση τους, κι αυτό κάποιες φορές ήταν αρκετά εκνευριστικό. Πήγε τις φέτες του ψωµιού στη φωτιά για να τις ψήσει. «Όπως και να ’χει, δεν συνέβη τίποτα.» «Αυτήν τη φορά.» Ο Γουίντερ αναστέναξε ξανά. «Αδελφή, υποσχέσου µου πως δεν θα ξαναφερθείς τόσο απερίσκεπτα.» «Μµ» µουρµούρισε η Τέµπερανς, συγκεντρώνοντας την προσοχή της στο ψωµί. «Πώς ήταν η µέρα σου στο σχολείο;» Για µια στιγµή σκέφτηκε πως ο Γουίντερ δεν θα ανταποκρινόταν στην αλλαγή θέµατος. Μετά τον άκουσε να λέει: «Καλή, νοµίζω. Ο µικρός των Σάµιουελς θυµήθηκε επιτέλους το µάθηµα των Λατινικών του, και δεν χρειάστηκε να τιµωρήσω κανένα απ’ τα αγόρια.» Η Τέµπερανς τον κοίταξε µε συµπάθεια. Ήξερε πως ο Γουίντερ απεχθανόταν να χτυπάει τις παλάµες των παιδιών µε το χάρακα, πόσω µάλλον τα πισινά τους µε τη βίτσα. Τις φορές που ο Γουίντερ είχε νιώσει ότι έπρεπε να τιµωρήσει κάποιο αγόρι, είχε γυρίσει στο σπίτι µε µαύρη διάθεση. «Χαίροµαι» του είπε απλά. Εκείνος ανασάλεψε στην καρέκλα του. «Επέστρεψα για µεσηµεριανό, αλλά δεν ήσουν εδώ.» Η Τέµπερανς έβγαλε το ψωµί απ’ τη φωτιά και το άφησε στο τραπέζι. «Θα πρέπει να είχα πάει τη Μέρι Φάουντ8 στην καινούργια της δουλειά. Νοµίζω πως θα τα πάει καλά εκεί. Η αφεντικίνα της φαίνεται πολύ ευγενική και πήρε µόνο πέντε λίρες σαν αµοιβή για να µάθει στη Μέρι την τέχνη της καµαριέρας.» «Θεού θέλοντος, θα διδάξει πραγµατικά κάτι στο παιδί, έτσι ώστε να µην ξαναδούµε εδώ τη Μέρι Φάουντ.» Η Τέµπερανς έριξε το καυτό νερό µέσα στη µικρή τσαγιέρα και την έφερε στο τραπέζι. «Ακούγεσαι κυνικός, αδελφέ.»
Ο Γουίντερ πέρασε το χέρι στο µέτωπό του. «Συγχώρα µε. Ο κυνισµός είναι φρικτό ελάττωµα. Θα προσπαθήσω να διορθώσω το χιούµορ µου.» Η Τέµπερανς κάθισε, και σέρβιρε σιωπηλά τον αδελφό της, περιµένοντας. Ήταν σίγουρη πως τον απασχολούσε κάτι περισσότερο από τη νυχτερινή της εξόρµηση. Στο τέλος εκείνος είπε: «Με επισκέφτηκε ο κύριος Γουέτζ την ώρα που έτρωγα το µεσηµεριανό µου.» Ο κύριος Γουέτζ ήταν ο σπιτονοικοκύρης τους. Η Τέµπερανς έµεινε ακίνητη, µε το χέρι στην τσαγιέρα. «Τι είπε;» «Θα µας δώσει άλλες δύο βδοµάδες, και µετά θα αδειάσει δια της βίας το ορφανοτροφείο.» «Θεούλη µου.» Η Τέµπερανς κοίταξε το µικρό κοµµάτι του βοδινού στο πιάτο της. Ήταν σκληρό και γεµάτο ίνες, και δεν ήταν ξεκάθαρο από ποιο µέρος του ζώου προερχόταν, αλλά εκείνη λαχταρούσε να το φάει. Τώρα, η όρεξή της είχε ξαφνικά χαθεί. Το ενοίκιο του ορφανοτροφείου είχε καθυστερήσει να πληρωθεί – δεν είχαν µπορέσει να δώσουν όλο το ποσό τον περασµένο µήνα και τίποτα από τον τρέχοντα. Ίσως δεν έπρεπε να είχε αγοράσει τα ραπανάκια, συλλογίστηκε άκεφα η Τέµπερανς. Όµως, τα παιδιά δεν είχαν φάει τίποτα άλλο πέρα από ζωµό και ψωµί την περασµένη εβδοµάδα. «Αν µας είχε θυµηθεί ο Σερ Γκίλπιν στη διαθήκη του…» µουρµούρισε. Ο Σερ Στάνλεϊ Γκίλπιν ήταν ένας από τους καλούς φίλους του µπαµπά και προστάτης του ορφανοτροφείου. Πρώην ιδιοκτήτης θεάτρου που είχε αποσυρθεί, είχε καταφέρει να κάνει περιουσία µε την Εταιρεία των Νότιων Θαλασσών, και ήταν αρκετά έξυπνος, ώστε να αποσύρει τα κεφάλαιά του πριν σκάσει η περιβόητη φούσκα. Ο Σερ Γκίλπιν ήταν γενναιόδωρος χορηγός του ορφανοτροφείου όσο ζούσε, αλλά µε τον απροσδόκητο θάνατό του πριν από έξι µήνες το σπίτι είχε µείνει στον αέρα. Έκτοτε τα κατάφερναν κουτσά-στραβά, χρησιµοποιώντας όσα χρήµατα είχαν φυλαγµένα, αλλά τώρα βρίσκονταν πλέον σε απελπιστική κατάσταση. «Ο Σερ Γκίλπιν ήταν ασυνήθιστα γενναιόδωρος άνθρωπος, όπως αποδείχτηκε» απάντησε ο Γουίντερ. «Δεν έχω µπορέσει να βρω κάποιον άλλο τζέντλεµαν τόσο πρόθυµο να χρηµατοδοτήσει ένα σπίτι για φτωχά ορφανά.» Η Τέµπερανς τρύπησε µε το πιρούνι το κρέας της. «Τι θα κάνουµε;» «Ο Κύριος θα µας φροντίσει» είπε ο Γουίντερ, σπρώχνοντας στην άκρη το µισοφαγωµένο γεύµα του. Σηκώθηκε από το τραπέζι. «Κι αν όχι, τότε ίσως µπορέσω να αναλάβω να κάνω ιδιαίτερα µαθήµατα τα απογεύµατα.» «Ήδη δουλεύεις πάρα πολλές ώρες» διαµαρτυρήθηκε η Τέµπερανς. «Μετά βίας προλαβαίνεις να κοιµηθείς λίγο έτσι όπως είναι τώρα τα πράγµατα.» Ο Γουίντερ ανασήκωσε τους ώµους. «Πώς θα µπορέσω να ζήσω µε τη συνείδησή µου αν οι αθώοι που προστατεύουµε βρεθούν στο δρόµο;» Η Τέµπερανς κοίταξε το πιάτο της. Δεν είχε απάντηση σ’ αυτό. «Έλα.» Ο αδελφός της τής άπλωσε το χέρι και χαµογέλασε. Τα χαµόγελα του Γουίντερ ήταν τόσο σπάνια, τόσο πολύτιµα. Όταν χαµογελούσε, ολόκληρο το πρόσωπό του φωτιζόταν σαν από µια φλόγα µέσα του, και ένα λακκάκι εµφανιζόταν στο µάγουλό του, κάνοντάς τον να µοιάζει µε νεαρό αγόρι, πολύ πιο κοντά στην πραγµατική ηλικία του. Δεν µπορούσες να µην ανταποδώσεις το χαµόγελο όταν χαµογελούσε ο Γουίντερ. Αυτό έκανε και η Τέµπερανς καθώς ακουµπούσε το χέρι της στο δικό του. «Πού θα πάµε;»
«Πάµε να επισκεφτούµε τις “ευθύνες” µας» είπε, παίρνοντας ένα κερί και οδηγώντας τη στη σκάλα. «Πρόσεξες ποτέ πόσο πολύ µοιάζουν µε αγγελούδια όταν κοιµούνται;» Η Τέµπερανς γέλασε καθώς ανέβαιναν τη στενή ξύλινη σκάλα που έβγαζε στο πάνω πάτωµα. Εκεί υπήρχε ένα µικρό χολ µε τρεις πόρτες. Κοίταξαν µέσα απ’ την πρώτη ενώ ο Γουίντερ κρατούσε ψηλά το κερί. Έξι µικρά κρεβάτια ήταν τοποθετηµένα στη σειρά στους τοίχους του δωµατίου. Τα µικρότερα από τα έκθετα που είχαν πάρει υπό την προστασία τους κοιµόντουσαν εκεί, δύο και τρία σε κάθε κρεβάτι. Η Νελ ήταν ξαπλωµένη σε ένα κρεβάτι σε µέγεθος ενηλίκου πλάι στην πόρτα, ήδη κοιµισµένη. Ο Γουίντερ πλησίασε το κρεβατάκι που ήταν πιο κοντά στη Νελ. Πάνω του ήταν ξαπλωµένα δύο µωρά. Το πρώτο ήταν ένα αγοράκι, κοκκινοµάλλικο και ροδοµάγουλο, που πιπίλαγε τη γροθιά του καθώς κοιµόταν. Το δεύτερο παιδί είχε το µισό µέγεθος του πρώτου, τα µαγουλάκια της ήταν χλωµά και τα µάτια της βουλιαγµένα, ακόµα και στον ύπνο. Μικροσκοπικές µπουκλίτσες από λεπτά µαύρα µαλλιά στεφάνωναν το κεφαλάκι της σαν στέµµα. «Αυτό είναι το µωρό που έσωσες απόψε;» ρώτησε ο Γουίντερ σιγανά. Η Τέµπερανς έγνεψε καταφατικά. Το κοριτσάκι έµοιαζε ακόµα πιο εύθραυστο δίπλα στο στρουµπουλό αγοράκι. Όµως, ο Γουίντερ απλά άγγιξε το χεράκι του µωρού µε το δάχτυλό του. «Πώς σου φαίνεται το όνοµα Μέρι Χόουπ9;» Η Τέµπερανς ξεροκατάπιε για να διώξει τον κόµπο στο λαιµό της. «Είναι πολύ ταιριαστό.» Ο Γουίντερ κούνησε το κεφάλι, και µε ένα τελευταίο χάδι στο µικροσκοπικό βρέφος βγήκαν απ’ το δωµάτιο. Η επόµενη πόρτα οδηγούσε στον κοιτώνα των αγοριών. Τέσσερα κρεβάτια φιλοξενούσαν δεκατρία αγόρια, όλα κάτω των εννέα ετών – ηλικία κατά την οποία έφευγαν για να µάθουν µια τέχνη. Τα αγόρια ήταν ξαπλωµένα χαλαρά, µε πρόσωπα ροδαλά απ’ τον ύπνο. Ο Γουίντερ χαµογέλασε και τράβηξε την κουβέρτα πάνω από τα τρία αγόρια που κοιµόντουσαν δίπλα στην πόρτα, ανεβάζοντας ένα πόδι που κρεµόταν έξω απ’ το κρεβάτι. Η Τέµπερανς αναστέναξε. «Κανείς δεν θα πίστευε ότι περνάνε την ώρα τους στο διάλειµµα του µεσηµεριανού κυνηγώντας ποντικούς στο σοκάκι.» «Μµ» απάντησε ο Γουίντερ, κλείνοντας την πόρτα µαλακά πίσω τους. «Τα µικρά αγόρια γίνονται τόσο γρήγορα άντρες.» «Όντως.» Η Τέµπερανς άνοιξε την τελευταία πόρτα –εκείνην του κοιτώνα των κοριτσιών–, και αµέσως ένα µικροσκοπικό πρόσωπο πετάχτηκε από ένα µαξιλάρι. «Την πήρατε, κυρά;» ψιθύρισε τραχιά η Μέρι Γουίτσαν10. Ήταν το µεγαλύτερο από τα κορίτσια στο ορφανοτροφείο, και είχε πάρει το όνοµά της από την κυριακάτικη γιορτή εννέα χρόνια πριν, όταν την είχαν φέρει στο σπίτι. Μολονότι η Μέρι Γουίτσαν ήταν ακόµη µικρή, η Τέµπερανς αναγκαζόταν καµιά φορά να την αφήνει υπεύθυνη για τα άλλα παιδιά – όπως είχε κάνει εκείνο το βράδυ. «Ναι, Μέρι» της ψιθύρισε. «Η Νελ κι εγώ φέραµε το µωρό στο σπίτι σώο.» «Χαίροµαι» είπε η µικρή µ’ ένα πλατύ χασµουρητό. «Τα πήγες καλά µε τη φροντίδα των παιδιών» ψιθύρισε η Τέµπερανς. «Κοιµήσου τώρα. Μια καινούργια µέρα θα ξηµερώσει σύντοµα.» Η Μέρι Γουίτσαν κούνησε νυσταγµένα το κεφάλι και έκλεισε τα µάτια της. Ο Γουίντερ πήρε ένα κερί από το τραπεζάκι δίπλα στην πόρτα και βγήκε πρώτος από τον κοιτώνα των κοριτσιών. «Θα δεχτώ κι εγώ τη συµβουλή σου, αδελφή, και θα σε καληνυχτίσω.»
Άναψε το κερί µε εκείνο που κρατούσε και το έδωσε στην Τέµπερανς. «Καλό ύπνο» του αποκρίθηκε. «Μάλλον θα πιω ακόµα ένα φλιτζάνι τσάι πριν αποσυρθώ.» «Μη µείνεις ξύπνια πολύ αργά» είπε ο Γουίντερ. Την άγγιξε απαλά στο µάγουλο µε το δάχτυλο – σχεδόν όπως είχε κάνει µε το µωρό– και γύρισε να ανεβεί τη σκάλα. Η Τέµπερανς τον παρακολούθησε να ανεβαίνει, σµίγοντας τα φρύδια στη θέα τού πόσο αργά ανέβαινε τη σκάλα. Ήταν περασµένα µεσάνυχτα, και εκείνος θα σηκωνόταν ξανά πριν τις πέντε για να διαβάσει, να γράψει γράµµατα σε πιθανούς χορηγούς, και να ετοιµάσει τα µαθήµατα της ηµέρας. Θα συµµετείχε στην πρωινή προσευχή, θα έφευγε βιαστικά για τη δουλειά του στο σχολείο, θα δούλευε µέχρι το µεσηµέρι όταν θα σταµατούσε µια ώρα για ένα λιτό γεύµα, και ύστερα θα δούλευε ξανά µέχρι να σκοτεινιάσει. Το βράδυ, τα κορίτσια θα του έλεγαν το µάθηµά τους και θα διάβαζε αποσπάσµατα από τη Βίβλο στα άλλα παιδιά. Παρ’ όλα αυτά, όταν του εξέφραζε τις ανησυχίες της, ο Γουίντερ απλά ανασήκωνε το φρύδι και τη ρωτούσε ποιος θα έκανε τη δουλειά αν όχι εκείνος. Η Τέµπερανς κούνησε το κεφάλι. Θα έπρεπε να βρίσκεται κι αυτή στο κρεβάτι της πια –η µέρα της άρχιζε στις έξι το πρωί–, αλλά αυτές οι στιγµές µοναξιάς τα βράδια ήταν πολύτιµες. Προτιµούσε να θυσιάσει µισή ώρα ύπνου για να καθίσει µόνη µε ένα φλιτζάνι τσάι. Έτσι, πήρε το κερί και κατέβηκε στο ισόγειο. Από συνήθεια, έλεγξε την µπροστινή πόρτα, για να σιγουρευτεί πως ήταν κλειδωµένη και αµπαρωµένη. Ο άνεµος σφύριζε και ταρακουνούσε τα παντζούρια καθώς γύριζε στην κουζίνα, και η πίσω πόρτα κροτάλισε. Την έλεγξε κι αυτήν, και ανακουφίστηκε βλέποντας πως ήταν ακόµη κλεισµένη µε την αµπάρα. Η Τέµπερανς αναρίγησε, χαρούµενη που δεν ήταν πια έξω µια νύχτα σαν κι αυτήν. Ξέπλυνε την τσαγιέρα και τη γέµισε ξανά. Το να φτιάχνει µια τσαγιέρα µε τσάι µόνο για τον εαυτό της ήταν φοβερή πολυτέλεια. Σύντοµα θα την εγκατέλειπε κι αυτήν, αλλά απόψε σκόπευε να απολαύσει το φλιτζάνι της. Δίπλα στην κουζίνα υπήρχε ένα µικροσκοπικό δωµάτιο. Ο αρχικός λόγος ύπαρξής του είχε ξεχαστεί, όµως διέθετε ένα µικρό τζάκι, και η Τέµπερανς το είχε κάνει προσωπικό της καθιστικό. Μέσα υπήρχε µια πολυθρόνα, πολύ φθαρµένη, αλλά καλυµµένη µε ένα κεντηµένο ριχτάρι. Υπήρχαν, επίσης, ένα µικρό τραπεζάκι κι ένα σκαµνί – κι αυτά ήταν όλα όσα χρειαζόταν για να κάθεται µόνη της δίπλα στη θαλπωρή της φωτιάς. Σιγοµουρµουρίζοντας ένα σκοπό, η Τέµπερανς έβαλε την τσαγιέρα και το φλιτζάνι, ένα µικρό πιατάκι µε ζάχαρη και ένα κηροπήγιο πάνω σ’ έναν παλιό ξύλινο δίσκο. Θα ήταν ωραίο να πρόσθετε και λίγο γάλα, αλλά αυτό που είχε περισσέψει το πρωί θα πήγαινε στο αυριανό πρωινό των παιδιών. Έτσι κι αλλιώς, η ζάχαρη ήταν ήδη φρικτή πολυτέλεια. Κοίταξε το µικρό µπολ δαγκώνοντας το χείλι της. Πραγµατικά έπρεπε να τη βάλει πίσω· απλά δεν της άξιζε. Μετά από µια στιγµή έβγαλε το πιατάκι µε τη ζάχαρη από το δίσκο, όµως αυτή η θυσία δεν την έκανε να νιώσει καλύτερα. Αντίθετα αισθάνθηκε µόνο πολύ κουρασµένη. Η Τέµπερανς πήρε το δίσκο, και επειδή και τα δύο της χέρια ήταν γεµάτα, έσπρωξε την πόρτα που έβγαζε στο µικρό καθιστικό της µε την πλάτη. Γι’ αυτό και δεν πρόσεξε, µέχρι που γύρισε, πως το καθιστικό ήταν ήδη κατειληµµένο. Απλωµένος χαλαρά στην πολυθρόνα της σαν ξορκισµένος δαίµονας καθόταν ο Λόρδος Κέιρ. Τα ασηµένια του µαλλιά έπεφταν στους ώµους της µαύρης κάπας του, ένα καπέλο ήταν ακουµπισµένο στο γόνατό του, ενώ το δεξί του χέρι χάιδευε την άκρη του µακριού εβένινου µπαστουνιού του. Από τόσο κοντά, συνειδητοποίησε πως τα µαλλιά του έλεγαν ψέµατα για την ηλικία του. Οι γραµµές γύρω από τα εκπληκτικά γαλάζια µάτια του ήταν ελάχιστες, το στόµα και το σαγόνι του σφιχτά. Δεν µπορεί να ήταν πολύ παραπάνω από τριάντα πέντε. Εκείνος έκλινε το κεφάλι βλέποντάς τη να µπαίνει, και µίλησε µε φωνή βαθιά και καθαρή και
επικίνδυνα απαλή. «Καλησπέρα, κυρία Ντιουζ.» Στεκόταν όρθια, µε µια ήρεµη αυτοπεποίθηση, αυτή η αξιοσέβαστη γυναίκα που ζούσε στον οχετό που ονοµαζόταν Σεντ Τζάιλς. Τα µάτια της είχαν γουρλώσει ελαφρά στη θέα του, αλλά δεν έκανε την παραµικρή κίνηση να το βάλει στα πόδια. Ουσιαστικά, το ότι βρήκε έναν άγνωστο άντρα στο αξιοθρήνητο καθιστικό της δεν φάνηκε να την τροµάζει καθόλου. Ενδιαφέρον. «Είµαι ο Λάζαρους Χάντινκτον, ο Λόρδος Κέιρ» της είπε. «Το ξέρω. Τι κάνετε εδώ;» Έγειρε το κεφάλι του στο πλάι, µελετώντας την. Τον ήξερε, και παρ’ όλα αυτά δεν οπισθοχωρούσε έντροµη; Ναι, θα τα κατάφερνε µια χαρά. «Έχω έρθει να σας κάνω µία πρόταση, κυρία Ντιουζ.» Και πάλι κανένα σηµάδι φόβου, αν και τα µάτια της πέταξαν φευγαλέα στην πόρτα. «Έχετε διαλέξει λάθος άτοµο, λόρδε µου. Η ώρα είναι προχωρηµένη. Παρακαλώ, φύγετε από το σπίτι µου.» Κανένας φόβος και κανένας σεβασµός στον τίτλο του. Όντως, πολύ ενδιαφέρουσα γυναίκα. «Η πρότασή µου δεν είναι, ε, απαγορευµένης φύσης» είπε αργόσυρτα. «Στην πραγµατικότητα είναι αρκετά ευπρεπής. Ή σχεδόν ευπρεπής.» Αναστέναξε και κοίταξε το δίσκο της, και µετά πάλι εκείνον. «Θα θέλατε λίγο τσάι;» Παραλίγο να χαµογελάσει. Τσάι; Πότε ήταν η τελευταία φορά που του είχε προσφέρει κάτι τόσο πεζό µια γυναίκα; Δεν µπορούσε να θυµηθεί. Όµως, απάντησε µε αρκετή σοβαρότητα. «Όχι, ευχαριστώ.» Εκείνη κούνησε το κεφάλι. «Τότε, αν δεν σας πειράζει;» Της έγνεψε µε το χέρι δίνοντάς της την άδεια. Αυτή ακούµπησε το δίσκο στο παµπάλαιο τραπεζάκι και κάθισε στο σκαµνί για να βάλει ένα φλιτζάνι για τον εαυτό της. Την κοίταξε εξεταστικά. Αποτελούσε µια µελέτη στη µονοχρωµία. Το φουστάνι της, το µπούστο, οι κάλτσες και τα παπούτσια ήταν όλα µαύρα. Ένα µαντίλι δεµένο πάνω από την αυστηρή λαιµόκοψη, µια ποδιά κι ένα καπελάκι –χωρίς δαντέλες ή σούρες– ήταν όλα λευκά. Κανένα χρώµα δεν κηλίδωνε την εικόνα της, κάνοντας το πλούσιο κόκκινο των γεµάτων χειλιών της ακόµα πιο εντυπωσιακό. Φορούσε ρούχα καλόγριας, όµως είχε στόµα ηδονίστριας. Η αντίθεση ήταν γοητευτική – και ερεθιστική. «Είστε πουριτανή;» τη ρώτησε. Το όµορφο στόµα της σφίχτηκε. «Όχι.» «Α.» Πρόσεξε ότι δεν είπε ούτε πως ήταν µέλος της Αγγλικανικής Εκκλησίας. Προφανώς ανήκε σε µία από τις πολλές αντικοµφορµιστικές αιρέσεις, αλλά πάλι εκείνος ενδιαφερόταν για τα θρησκευτικά της πιστεύω µόνο στο βαθµό που αυτά θα επηρέαζαν τη δική του αποστολή. Ήπιε µια γουλιά απ’ το τσάι της και τον ρώτησε: «Πώς ξέρετε το όνοµά µου;» Εκείνος ανασήκωσε αδιάφορα τους ώµους. «Η κυρία Ντιουζ και ο αδελφός της είναι πασίγνωστοι για τις αγαθοεργίες τους.» «Αλήθεια;» Ο τόνος της ήταν ξερός. «Δεν είχα υπόψη πως είµαστε τόσο διάσηµοι έξω από τα όρια του Σεντ Τζάιλς.» Μπορεί να έδειχνε σεµνότυφη, αλλά πίσω από τη νοικοκυρίστικη έκφρασή της είχε δόντια. Και
επίσης είχε δίκιο – ο ίδιος ποτέ δεν θα είχε ακούσει γι’ αυτήν αν δεν είχε περάσει τον τελευταίο µήνα παραµονεύοντας τις σκιές του Σεντ Τζάιλς. Παραµονεύοντας άκαρπα, κι αυτός ήταν ο λόγος που την είχε ακολουθήσει στο σπίτι της και καθόταν τώρα µπροστά σε τούτη τη µίζερη φωτιά. «Πώς µπήκατε;» τον ρώτησε. «Πιστεύω πως η πίσω πόρτα ήταν ξεκλείδωτη.» «Όχι, δεν ήταν.» Τα καστανά της µάτια συνάντησαν τα δικά του πάνω απ’ το φλιτζάνι της. Είχαν ένα παράξενα φωτεινό χρώµα, σχεδόν χρυσό. «Γιατί είστε εδώ, Λόρδε Κέιρ;» «Θέλω να σας προσλάβω, κυρία Ντιουζ» της είπε µαλακά. Εκείνη σφίχτηκε, και αµέσως ακούµπησε το φλιτζάνι της στο δίσκο. «Όχι.» «Δεν ακούσατε τη δουλειά για την οποία θέλω να σας προσλάβω.» «Είναι περασµένα µεσάνυχτα, λόρδε µου, και δεν έχω ροπή στα παιχνίδια ακόµα και τη µέρα. Παρακαλώ, φύγετε, αλλιώς θα αναγκαστώ να φωνάξω τον αδελφό µου.» Αυτός ούτε που κουνήθηκε απ’ τη θέση του. «Όχι κάποιο σύζυγο;» «Είµαι χήρα, όπως είµαι σίγουρη πως ήδη γνωρίζετε.» Γύρισε να κοιτάξει τη φωτιά, προσφέροντάς του τη θέα ενός απορριπτικού προφίλ. Τέντωσε τα πόδια του σε όσο χώρο υπήρχε, µε τις µπότες του να αγγίζουν σχεδόν τη φωτιά. «Έχετε απόλυτο δίκιο – πράγµατι το γνωρίζω. Επίσης γνωρίζω ότι εσείς και ο αδελφός σας δεν έχετε πληρώσει το ενοίκιο αυτής της κατοικίας για σχεδόν δύο µήνες.» Η Τέµπερανς δεν είπε τίποτα, απλά ήπιε λίγο ακόµα τσάι. «Θα σας πληρώσω αδρά για το χρόνο σας» µουρµούρισε ο Κέιρ. Τελικά τον κοίταξε, κι εκείνος είδε µια χρυσή φλόγα µέσα στα ανοιχτοκάστανα µάτια της. «Νοµίζετε πως όλες οι γυναίκες εξαγοράζονται;» Έτριψε µε τον αντίχειρά του το πιγούνι του, ενώ συλλογιζόταν την ερώτηση. «Ναι, έτσι νοµίζω. Αν και ίσως όχι αποκλειστικά µε χρήµατα. Και δεν το περιορίζω στις γυναίκες µόνο – και όλοι οι άντρες εξαγοράζονται µε τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Το µόνο πρόβληµα είναι να βρει κανείς το κατάλληλο αντάλλαγµα.» Εκείνη απλά τον κοίταξε µε τα παράξενα µάτια της. Άφησε το χέρι του να πέσει ήσυχα στο γόνατό του. «Εσείς, για παράδειγµα, κυρία Ντιουζ. Θα στοιχηµάτιζα πως το αντάλλαγµα θα ήταν χρήµατα για το ορφανοτροφείο σας, αλλά ίσως κάνω λάθος. Ίσως µε ξεγέλασε το απλό εξωτερικό σας, η φήµη σας της σεµνής χήρας. Ίσως να σας έπειθε πιο εύκολα κάτι όπως η επιρροή, ή η γνώση, ή ακόµα και οι απολαύσεις της σάρκας.» «Ακόµη δεν µου είπατε για τι πράγµα µε θέλετε.» Μολονότι δεν είχε µετακινηθεί, ούτε είχε αλλάξει καθόλου η έκφρασή της, η φωνή της ακούστηκε κάπως τραχιά. Εκείνος το αντιλήφθηκε καθαρά λόγω της πολυετούς εµπειρίας που είχε στο κυνήγι. Τα ρουθούνια του ανοιγόκλεισαν ακούσια, λες και ο κυνηγός µέσα του προσπαθούσε να πιάσει τη µυρωδιά της. Τι απ’ όλα στη λίστα του της είχε ξυπνήσει το ενδιαφέρον; «Για οδηγό.» Τα βλέφαρά του χαµήλωσαν καθώς παρίστανε πως κοίταζε τα νύχια του. «Αυτό µόνο.» Την παρατήρησε κάτω από τα χαµηλωµένα βλέφαρα, και είδε πότε το πλούσιο στόµα της έγινε µια γραµµή. «Οδηγό σε τι;» «Στο Σεντ Τζάιλς.»
«Γιατί χρειάζεστε οδηγό;» Α, εδώ ήταν που το πράγµα µπερδευόταν. «Ψάχνω για… ένα συγκεκριµένο άτοµο στο Σεντ Τζάιλς. Θα ήθελα να µιλήσω µε ορισµένους από τους κατοίκους της περιοχής, αλλά ανακαλύπτω ότι η έρευνά µου περιορίζεται λόγω της άγνοιάς µου για την περιοχή και τους ανθρώπους, και εξαιτίας της διστακτικότητάς τους να µου µιλήσουν. Γι’ αυτό και χρειάζοµαι οδηγό.» Τα µάτια της µισόκλεισαν καθώς τον άκουγε, ενώ τα δάχτυλά της χτυπούσαν ρυθµικά το φλιτζάνι. «Ποιον ψάχνετε;» Εκείνος κούνησε αργά το κεφάλι του. «Όχι αν δεν µου πείτε πως συµφωνείτε να γίνετε οδηγός µου.» «Και αυτό είναι το µόνο που θέλετε; Έναν οδηγό; Τίποτε άλλο;» Έγνεψε καταφατικά κοιτώντας την. Εκείνη έστρεψε το βλέµµα στη φωτιά σαν να τη συµβουλευόταν. Για µια στιγµή, ο µόνος ήχος στο δωµάτιο ήταν το θρυµµάτισµα ενός κάρβουνου που έπεφτε. Περίµενε υποµονετικά, χαϊδεύοντας την ασηµένια λαβή του µπαστουνιού του. Μετά, η Τέµπερανς γύρισε το πρόσωπό της προς το µέρος του. «Έχετε δίκιο. Τα λεφτά σας δεν µε δελεάζουν. Είναι ένα ηµίµετρο που απλά θα καθυστερήσει την τελική µας έξωση.» Αυτός έγειρε το κεφάλι στο πλάι, παρατηρώντας την προσεκτικά να γλείφει εκείνα τα χυµώδη χείλη, προετοιµάζοντας αναµφίβολα τις αντιρρήσεις της. Ένιωσε τον παλµό κάτω απ’ το δέρµα του, την ανταπόκριση του κορµιού του στη θηλυκή ζωντάνια της. «Τι θέλετε, λοιπόν, κυρία Ντιουζ;» Συνάντησε το βλέµµα του µε θάρρος, σχεδόν προκλητικά. «Θέλω να µε συστήσετε στους πλούσιους και στους τιτλούχους του Λονδίνου. Θέλω να µε βοηθήσετε να βρω καινούργιο προστάτη για το ορφανοτροφείο µας.» Ο Λάζαρους κράτησε το πρόσωπό του ανέκφραστο, αλλά µέσα του ένιωσε ένα κύµα θριάµβου καθώς η σεµνή χήρα έπεφτε κατευθείαν στα νύχια του. «Σύµφωνοι.»
Κεφάλαιο Δύο Ο βασιλιάς Κλειστόκαρδος ήταν πολύ περήφανος άντρας. Γιατί παρόλο που είχε γεννηθεί σ’ ένα µικρό και ασήµαντο βασίλειο, µε το κουράγιο, την πονηριά και την τόλµη του είχε νικήσει τις γειτονικές µεγαλύτερες χώρες, µέχρι που έφτασε να ελέγχει ένα τεράστιο και πανίσχυρο βασίλειο. Στο βορρά υπήρχαν βουνά πλούσια σε ορυκτά και πολύτιµα πετράδια. Στην ανατολή χωράφια µε χρυσούς καρπούς και καλοθρεµµένα κοπάδια. Στο νότο µεγάλα δάση µε πλούσια ξυλεία. Και στη δύση ένας ωκεανός ξέχειλος από ασηµένια ψάρια. Ένας άντρας µπορούσε να ξεκινήσει από την πρωτεύουσα και να περπατάει για ένα µήνα σε οποιαδήποτε κατεύθυνση χωρίς να βγει από τα εδάφη που ανήκαν στο βασιλιά Κλειστόκαρδο… – από το Ο Βασιλιάς Κλειστόκαρδος Η Τέµπερανς κράτησε την ανάσα της, νιώθοντας ξαφνικά σαν να είχαν κλείσει δυνατά κι απότοµα τα σαγόνια µιας παγίδας γύρω της. Δεν άφησε τα µάτια της να τρεµοπαίξουν, πάντως. Ο Λόρδος Κέιρ τής είχε επιτεθεί σαν αρπακτικό, και δεν έπρεπε να δείξει φόβο ενώπιόν του. Αντίθετα έγειρε µπροστά, και έβαλε µε ήρεµες κινήσεις άλλο ένα φλιτζάνι τσάι. Πρόσεξε µε µια κάποια περηφάνια ότι τα χέρια της ήταν σταθερά. Αφού πρώτα ήπιε µια γουλιά, τον κοίταξε –εκείνο το εξωτικό πλάσµα που καθόταν χαλαρά µέσα στο φτωχικό καθιστικό της– και ίσιωσε τους ώµους της. «Ας συζητήσουµε, λοιπόν, τις λεπτοµέρειες της συµφωνίας µας, λόρδε µου.» Τα πλατιά, φιλήδονα χείλη του ανασηκώθηκαν σαν να την έβρισκε διασκεδαστική. «Όπως για παράδειγµα, κυρία Ντιουζ;» Εκείνη ξεροκατάπιε. Φυσικά, ποτέ πριν δεν είχε ξανακάνει τέτοια συµφωνία στη ζωή της, αλλά έκανε συχνά παζάρια µε το χασάπη και τον ψαρά, και τους διάφορους εµπόρους µε τους οποίους ερχόταν κανείς σε επαφή όταν διεύθυνε ένα ορφανοτροφείο. Και θεωρούσε πως δεν ήταν και τόσο κακή στα παζάρια. Η Τέµπερανς άφησε κάτω το φλιτζάνι της. «Θα χρειαστώ χρήµατα για τα έξοδα διαβίωσης.» «Έξοδα διαβίωσης;» Τα µαύρα φρύδια του υψώθηκαν στο µέτωπό του. Εκείνη ένιωσε λίγο αγενής που του ζητούσε χρήµατα όταν είχαν ήδη συµφωνήσει πως το δικό του κοµµάτι στη συµφωνία ήταν να τη συστήσει σε πιθανούς χορηγούς. Όµως, η αλήθεια ήταν ότι το σπίτι χρειαζόταν λεφτά. Απελπισµένα. «Ναι» είπε, υψώνοντας το πιγούνι της. «Όπως παρατηρήσατε και ο ίδιος, το νοίκι µας έχει καθυστερήσει. Επιπλέον, τα παιδιά δεν έχουν φάει κανονικό γεύµα εδώ και µέρες. Χρειάζοµαι λεφτά για να αγοράσω κρέας, λαχανικά, ψωµί, τσάι και γάλα. Για να µην αναφέρω κι ότι ο Τζόζεφ Τίνµποξ11 και ο Τζόζεφ Σµιθ12 χρειάζονται καινούργια παπούτσια–» «Τζόζεφ Τίνµποξ;» «Και οι περισσότερες από τις νεαρές Μέρι χρειάζονται καινούργια πουκάµισα» αποτελείωσε η Τέµπερανς προκλητικά.
Για µια στιγµή, ο Λόρδος Κέιρ την κοίταξε µε εκείνα τα µυστηριώδη ζαφειρένια µάτια του. Έπειτα άλλαξε λίγο θέση στην πολυθρόνα. «Ακριβώς πόσα παιδιά φιλοξενείτε σ’ αυτό το σπίτι;» «Είκοσι επτά» είπε αµέσως η Τέµπερανς, και ύστερα θυµήθηκε την αποψινή της εξόρµηση. «Με συγχωρείτε. Είκοσι οχτώ µε την προσθήκη της Μέρι Χόουπ – του µωρού που έφερα στο σπίτι απόψε. Έχουµε, επίσης, δύο βρέφη που τα έχουν στη φροντίδα τους παραµάνες εκτός σπιτιού αυτήν τη στιγµή. Όταν απογαλακτιστούν, θα έρθουν να ζήσουν κι αυτά εδώ. Και φυσικά, στο σπίτι µένω εγώ και ο αδελφός µου, ο Γουίντερ, όπως επίσης η υπηρέτριά µας, η Νελ Τζόουνς.» «Μόνο τρεις ενήλικες για τόσα παιδιά;» «Ναι.» Η Τέµπερανς έγειρε προς το µέρος του µε ζέση. «Βλέπετε γιατί χρειαζόµαστε χορηγό; Αν είχαµε σωστή χρηµατοδότηση, θα µπορούσαµε να προσλάβουµε µία νταντά, ή και δύο· και ίσως µια µαγείρισσα και έναν άντρα υπηρέτη. Θα µπορούσαµε να σερβίρουµε κρέας µεσηµέρι-βράδυ, και όλα τα αγόρια θα φορούσαν γερά παπούτσια. Θα µπορούσαµε να πληρώνουµε τα δίδακτρα για µια καλή επαγγελµατική εκπαίδευση, και να ντύνουµε κάθε παιδί µε καινούργια ρούχα και παπούτσια όταν φεύγουν από το ορφανοτροφείο. Έτσι, θα ήταν πολύ πιο καλά προετοιµασµένα για να βγουν στον κόσµο.» Εκείνος ανασήκωσε το φρύδι. «Μπορώ πολύ εύκολα να συντηρήσω εγώ το σπίτι σας αν επιθυµείτε να επαναδιαπραγµατευτούµε τους όρους της συµφωνίας µας.» Η Τέµπερανς έσφιξε τα χείλη. Δεν τον γνώριζε αυτό τον άντρα. Πώς µπορούσε να ξέρει αν θα αναλάµβανε το ρόλο του χορηγού µε υπευθυνότητα; Ή ότι δεν θα τους εγκατέλειπε µετά από ένα-δυο µήνες; Και φυσικά, υπήρχε κάτι ακόµα πιο σηµαντικό που έπρεπε να λάβει υπόψη. «Ο χορηγός του ορφανοτροφείου πρέπει να είναι ευυπόληπτος.» «Αχά. Κατάλαβα.» Περίµενε πως θα αισθανόταν προσβεβληµένος, αλλά εκείνος απλά ανασήκωσε τους ώµους µε ένα ειρωνικό χαµόγελο. «Πολύ καλά. Θα σας παρέχω τα χρήµατα που χρειάζονται για να πληρώσετε το ενοίκιο του σπιτιού, όπως επίσης και αρκετά από τα ποικίλα έξοδα των παιδιών. Σε ανταπόδοση, όµως, θα περιµένω να είστε έτοιµη να µε οδηγήσετε στο Σεντ Τζάιλς αύριο βράδυ.» Τόσο σύντοµα; «Βεβαίως» απάντησε η Τέµπερανς. «Και» συνέχισε εκείνος µε φωνή επικίνδυνα απαλή. «Θα περιµένω να µε εξυπηρετείτε µέχρις ότου δεν θα έχω πλέον την ανάγκη των υπηρεσιών σας.» Η Τέµπερανς ανοιγόκλεισε τα µάτια, νιώθοντας ανήσυχη. Μήπως τελικά ήταν το άκρο άωτον της ανοησίας να δεσµευτεί µε έναν άγνωστο για αόριστη διάρκεια χρόνου; «Πόσο καιρό υπολογίζετε πως θα πάρει η έρευνά σας;» «Δεν ξέρω.» «Μα, θα πρέπει να έχετε κάποια καταληκτική ηµεροµηνία υπόψη σας, σωστά; Αν δεν βρείτε αυτό που θέλετε, ας πούµε µέσα σε ένα µήνα, θα εγκαταλείψετε την έρευνα;» Εκείνος απλά την κοίταξε µε ένα µικρό χαµόγελο να τρεµοπαίζει στην άκρη των χειλιών του, και αίφνης συνειδητοποίησε –ξανά– ότι δεν ήξερε αυτό τον άντρα. Ουσιαστικά δεν ήξερε τίποτα για εκείνον, πέρα από τη δυσοίωνη προειδοποίηση της Νελ σχετικά µε αυτόν. Προς στιγµήν, η Τέµπερανς ένιωσε ένα ρίγος φόβου να σκαρφαλώνει σαν αράχνη στη ραχοκοκαλιά της. Ίσιωσε το σώµα της. Είχαν κάνει µια συµφωνία, και θα την τιµούσε. Το σπίτι και όλα τα παιδιά εξαρτιόντουσαν από την ίδια. «Πολύ καλά» είπε αργά. «Θα σας βοηθήσω για όσο χρειαστεί. Όµως, θα πρέπει να µε
προειδοποιείτε όταν θα θέλετε να ψάχνουµε στο Σεντ Τζάιλς. Έχω καθήκοντα µέσα στο σπίτι, και θα πρέπει να βρίσκω κάποιον να παίρνει τη θέση µου.» «Εγώ βγαίνω για έρευνα κυρίως τη νύχτα» είπε αργόσυρτα ο Λόρδος Κέιρ. «Αν επιθυµείτε αντικαταστάτρια για τη δουλειά σας στο σπίτι, θα πληρώσω και γι’ αυτήν.» «Πολύ γενναιόδωρο εκ µέρους σας» µουρµούρισε η Τέµπερανς «αλλά αν πρόκειται να βγαίνουµε τη νύχτα, τότε τα παιδιά θα βρίσκονται ήδη στο κρεβάτι. Καλώς εχόντων των πραγµάτων, δεν θα µε χρειάζονται εδώ.» «Ωραία.» «Πόσο σύντοµα θα µπορέσετε να µε πάτε να συναντήσω πιθανούς χορηγούς για το ορφανοτροφείο;» Θα έπρεπε µε κάποιον τρόπο να βρει τουλάχιστον ένα καινούργιο φουστάνι και παπούτσια. Τα συνηθισµένα µαύρα ρούχα εργασίας δεν θα ήταν κατάλληλα για µια συνάντηση µε τους πλούσιους της κοινωνίας. Εκείνος ανασήκωσε τους ώµους. «Σε δύο βδοµάδες; Ίσως περισσότερο. Μπορεί να χρειαστεί να ζητιανέψω για προσκλήσεις στις πιο κοσµικές συγκεντρώσεις.» «Πολύ καλά.» Δύο βδοµάδες δεν ήταν πολύς καιρός, αλλά και πάλι το σπίτι χρειαζόταν άµεση βοήθεια. Δεν είχε περιθώρια να περιµένει περισσότερο. Της έγνεψε καταφατικά. «Τότε, πιστεύω πως οι διαπραγµατεύσεις µας ολοκληρώθηκαν.» «Όχι εντελώς» του είπε. Εκείνος σταµάτησε τη στιγµή που ετοιµαζόταν να φορέσει το καπέλο του. «Αλήθεια, κυρία Ντιουζ; Εσείς η ίδια είπατε ότι ήµουν γενναιόδωρος. Τι παραπάνω χρειάζεστε;» Το αµυδρό χαµόγελο είχε χαθεί απ’ το στόµα του, και έµοιαζε µάλλον τροµακτικός, αλλά η Τέµπερανς ξεροκατάπιε, και ύψωσε το πιγούνι. «Πληροφορίες.» Ο Λόρδος Κέιρ απλά ανασήκωσε το φρύδι. «Πώς λέγεται το άτοµο που ψάχνετε;» «Δεν ξέρω.» Τον κοίταξε ζαρώνοντας το µέτωπο. «Ξέρετε πώς είναι εξωτερικά, ή σε ποια µέρη συχνάζει;» «Όχι.» «Είναι άντρας ή γυναίκα;» Της χαµογέλασε, και στα λεπτά του µάγουλα χαράχτηκαν βαθιές γραµµές. «Δεν έχω ιδέα.» Εκείνη ξεφύσηξε δυνατά, και αρκετά αγανακτισµένα. «Πώς περιµένετε να σας βρω αυτό το άτοµο, τότε;» «Δεν περιµένω αυτό» της απάντησε. «Περιµένω απλά να µε βοηθήσετε να ψάξω. Θεωρώ πως υπάρχουν αρκετές πηγές κουτσοµπολιού στο Σεντ Τζάιλς. Οδηγήστε µε σ’ αυτές, και εγώ θα κάνω τα υπόλοιπα.» «Πολύ καλά.» Είχε ήδη µία ιδέα ως προς το ποιος θα µπορούσε να είναι µια καλή πηγή «κουτσοµπολιού». Η Τέµπερανς σηκώθηκε και του έδωσε το χέρι της. «Δέχοµαι τη συµφωνία µας, Λόρδε Κέιρ.» Για ένα φρικτό δευτερόλεπτο, εκείνος απλά κοίταξε το απλωµένο της χέρι. Ίσως είχε βρει τη χειρονοµία της πολύ αντρική, ή απλά ανόητη. Αλλά αµέσως µετά σηκώθηκε κι αυτός, και µέσα στο µικρό χώρο του δωµατίου η Τέµπερανς αναγκάστηκε να γείρει πίσω το κεφάλι για να τον κοιτάξει καταπρόσωπο. Ξαφνικά συνειδητοποίησε πόσο πιο µεγαλόσωµος από εκείνην ήταν.
Της έπιασε το χέρι µε µια παράξενα παγωµένη έκφραση στο πρόσωπο, το κούνησε βιαστικά, και το άφησε λες και η παλάµη της τον είχε κάψει. Ήταν ακόµη κάπως σαστισµένη µε την παράξενη σύντοµη στιγµή, όταν εκείνος φόρεσε το καπέλο του, έριξε το µανδύα στους ώµους του και κούνησε κοφτά το κεφάλι. «Θα έρθω να σας βρω αύριο βράδυ στο σοκάκι έξω από την πόρτα της κουζίνας στις εννέα ακριβώς. Μέχρι τότε, σας εύχοµαι καληνύχτα, κυρία Ντιουζ.» Και έφυγε. Η Τέµπερανς ανοιγόκλεισε τα µάτια, και µετά έτρεξε βιαστικά στην κουζίνα για να αµπαρώσει την πόρτα. Ο Σταχτής σηκώθηκε από το τζάκι µόλις την είδε να µπαίνει. «Η πόρτα ήταν κλειδωµένη. Το ξέρω» µουρµούρισε στη γάτα. «Πώς µπήκε µέσα;» Όµως, ο γάτος απλά χασµουρήθηκε, και τεντώθηκε τεµπέλικα. Η Τέµπερανς αναστέναξε και επέστρεψε στο καθιστικό για το τσάι της. Καθώς έµπαινε στο δωµάτιο, έριξε µια µατιά στην πολυθρόνα που καθόταν ο Λόρδος Κέιρ. Εκεί, στη µέση του καθίσµατος, υπήρχε ένα µικρό πουγκί. Η Τέµπερανς το άρπαξε και το άνοιξε. Χρυσά νοµίσµατα ξεχύθηκαν στην παλάµη της, κάτι παραπάνω από αρκετά για να πληρώσουν το νοίκι στον κύριο Γουέτζ. Απ’ ό,τι φαινόταν, ο Λόρδος Κέιρ την είχε πληρώσει προκαταβολικά. Στο καφενείο του Μπάσαµ ο θόρυβος ήταν στο φόρτε του την ώρα που µπήκε ο Λάζαρους αργά το επόµενο απόγευµα. Πέρασε δίπλα από το τραπέζι των ηλικιωµένων κύριων µε τις µακριές περούκες που συζητούσαν ζωηρά πάνω από µια εφηµερίδα, και κατευθύνθηκε προς ένα µοναχικό κύριο µε γκρίζα περούκα στη γωνία. Ο άντρας καθόταν κοιτώντας εξεταστικά ένα φυλλάδιο µέσα από τα γυαλιά του σε σχήµα µισοφέγγαρου. «Θα καταστρέψεις τα µάτια σου προσπαθώντας να διαβάσεις αυτό το σκουπίδι, Σεντ Τζον» είπε ο Λάζαρους καθώς καθόταν σε µια καρέκλα απέναντι από τον παλιό του φίλο. «Κέιρ» µουρµούρισε ο Γκόντρικ Σεντ Τζον. Χτύπησε το φυλλάδιο στο τραπέζι. «Η θέση αυτού του συγγραφέα δεν είναι εντελώς εξωπραγµατική.» «Μόνο εν µέρει; Πολύ ανακουφιστικό.» Ο Λάζαρους χτύπησε τα δάχτυλα σε έναν από τους νεαρούς που πηγαινοέρχονταν µε φορτωµένους δίσκους µε καφέδες. «Έναν εδώ.» Γύρισε και βρήκε τον Σεντ Τζον να τον κοιτάζει πάνω από τα γυαλιά του. Με τη σοβαρή περούκα, τα γυαλιά και τα λιτά ρούχα, µερικές φορές κάποιοι τον περνούσαν για παππού. Στην πραγµατικότητα, ο Λάζαρους και ο Σεντ Τζον ήταν συνοµήλικοι – τριάντα τεσσάρων. Με µια πιο προσεκτική εξέταση, έβλεπες, ωστόσο, τα καθαρά γκρίζα µάτια του, το δυνατό σαγόνι και τα µαύρα φρύδια. Μόνο οι αληθινά παρατηρητικοί έβλεπαν τη µόνιµη θλίψη που τύλιγε τον Σεντ Τζον σαν σάβανο. «Σου έχω µια µετάφραση να κοιτάξεις» είπε ο Λάζαρους. Έβγαλε έναν πάκο χαρτιά από την τσέπη του παλτού του και τα έδωσε στον άλλον άντρα. Ο Σεντ Τζον τα κοίταξε. «Κάτουλλος; Αυτό θα κοστίσει πολύ στον Μπέρτζες.» Ο Λάζαρους ρουθούνισε περιφρονητικά. «Ο Μπέρτζες νοµίζει πως είναι ο µεγαλύτερος ειδικός στον Κάτουλλο. Ο άνθρωπος έχει τόσες γνώσεις για τη ρωµαϊκή ποίηση, όσο ο µέσος µυξιάρης µαθητής.» «Μα, φυσικά.» Ο Σεντ Τζον ύψωσε το φρύδι πάνω απ’ τα γυαλιά του, δείχνοντας ελαφρώς να το διασκεδάζει. «Όµως, θα ξεκινήσεις άσχηµο καβγά µ’ αυτό.» «Ω, το ελπίζω» είπε ο Λάζαρους. «Μπορείς να ρίξεις µια µατιά και να µου πεις τη γνώµη σου;» «Βεβαίως.»
Ακούστηκε µια φωνή στο διπλανό τραπέζι, και µια καράφα µε καφέ προσγειώθηκε στο πάτωµα. Ο Λάζαρους γύρισε να κοιτάξει. «Πολιτική ή θρησκεία συζητάνε;» «Πολιτική.» Ο Σεντ Τζον έριξε µια µατιά στους κύριους που διαφωνούσαν µε ψυχραιµία. «Οι εφηµερίδες λένε ότι ο Γουέικφιλντ απαιτεί ακόµα µια φορά περιοριστικό νόµο για το τζιν.» «Θα πίστευε κανείς πως µέχρι τώρα θα είχε µάθει ότι οι περισσότερες περιουσίες των φίλων του εξαρτώνται από τις πωλήσεις του τζιν.» Ο Σεντ Τζον ανασήκωσε τους ώµους. «Τα επιχειρήµατα του Γουέικφιλντ έχουν βάση. Όταν τόσοι φτωχοί φτάνουν να εξασθενούν από το πολύ τζιν, αυτό βλάπτει την ευηµερία του Λονδίνου.» «Ναι, και αναµφίβολα οι χοντροί βαρόνοι της επαρχίας που θα αντιµετωπίσουν το δίληµµα να πουλήσουν τα περίσσια δηµητριακά τους ή να τα αφήσουν να σαπίσουν, θα βάλουν την υγεία του Λονδίνου πάνω από τα λεφτά στις τσέπες τους. Ο Γουέικφιλντ είναι αφελής.» «Είναι ιδεολόγος.» «Και επαναλαµβάνω, αφελής» είπε αργόσυρτα ο Λάζαρους. «Το µόνο που του προσφέρουν τα ιδεώδη του είναι εχθρούς. Πιο καλά θα ήταν να χτύπαγε το κεφάλι του στον τοίχο παρά να προσπαθεί να πείσει τη Βουλή να περάσει έναν περιοριστικό νόµο για το τζιν.» «Θα προτιµούσες να καθίσουµε στα αβγά µας και να αφήσουµε το Λονδίνο να σαπίζει;» ρώτησε ο Σεντ Τζον. Ο Λάζαρους κούνησε το χέρι. «Ρωτάς σαν να υπάρχει άλλη επιλογή. Σε διαβεβαιώνω πως δεν υπάρχει. Ο Γουέικφιλντ και οι όµοιοί του θα ήθελαν να πιστεύουν πως µπορούν να αλλάξουν τη ρότα των πραγµάτων, αλλά πλανώνται. Σηµείωσε καλά αυτό που θα σου πω: πρώτα θα βγάλουν φτερά τα γουρούνια και θα πετάξουν γύρω από το Γουέστµινστερ, και µετά θα απαγορευτεί το τζιν στις κατώτατες τάξεις του Λονδίνου.» «Το βάθος του κυνισµού σου είναι απύθµενο όπως πάντα.» Ένα αγόρι άφησε µια κούπα µε καφέ µπροστά στον Λάζαρους. «Σ’ ευχαριστώ, µικρό ζιζάνιο.» Ο Λάζαρους τού πέταξε µια δεκάρα, και ο µικρός την άρπαξε επιδέξια πριν επιστρέψει στον πάγκο που ετοιµαζόταν ο καφές. Ο Λάζαρους ήπιε µια γουλιά απ’ το καυτό υγρό, και όταν κατέβασε την κούπα του, έπιασε τον Σεντ Τζον να τον εξετάζει σαν έντοµο κάτω από µικροσκόπιο. «Με κοιτάζεις σαν να έχω βγάλει σπυριά από ευλογιά στο πρόσωπο» είπε ο Λάζαρους. «Κάποια µέρα σίγουρα θα βγάλεις» απάντησε ο Σεντ Τζον. «Έχεις πάει µε αρκετές πόρνες.» «Έχω ανάγκες–» «Έχεις ροπή στις ηδονές» τον έκοψε ήσυχα ο Σεντ Τζον «και δεν κάνεις την παραµικρή προσπάθεια να την αναχαιτίσεις.» «Και γιατί να το κάνω;» ρώτησε ο Λάζαρους. «Πενθεί ο λύκος τη χαρά να κατασπαράζει το θήραµά του; Το γεράκι την επιθυµία του να βουτάει από ψηλά για να αρπάξει το λαγό στα νύχια του; Είναι στη φύση τους, ακριβώς όπως οι… ανάγκες µου… είναι στη δική µου.» «Ο λύκος και το γεράκι δεν έχουν συνείδηση, ούτε ψυχή, όπως πολύ καλά γνωρίζεις.» «Οι γυναίκες που χρησιµοποιώ πληρώνονται αρκετά καλά για το χρόνο τους. Οι ανάγκες µου δεν βλάπτουν κανέναν.» «Αλήθεια;» ρώτησε ο Σεντ Τζον µαλακά. «Αναρωτιέµαι µήπως βλάπτουν εσένα, Κέιρ.» Ο Λάζαρους σούφρωσε το πάνω χείλι. «Αυτή είναι µια παλιά µας διαφωνία στην οποία κανείς απ’
τους δυο µας δεν έχει ακόµη νικήσει.» «Αν παραιτηθώ από τη διαφωνία, θα έχω παραιτηθεί κι από σένα επίσης.» Ο Λάζαρους χτύπησε τα δάχτυλα πάνω στη φθαρµένη επιφάνεια του τραπεζιού, µη λέγοντας τίποτα. Να τον έπαιρνε ο διάβολος αν αφηνόταν να υποκύψει στις ανησυχίες του Σεντ Τζον. Οι ανάγκες του ήταν ασυνήθιστες –ακόµα και παράξενες–, αλλά σίγουρα όχι νοσηρές. Φυσικά, ο Σεντ Τζον δεν είχε πρόβληµα να φυτρώνει εκεί που δεν τον έσπερναν. Ο άλλος άντρας κούνησε το κεφάλι και έγειρε πίσω στην καρέκλα του. «Ήσουν έξω χθες βράδυ.» «Μα την πίστη µου! Μήπως έχεις γίνει µάντης; Ή πέρασες απ’ το σπίτι µου το βράδυ και ανακάλυψες πως απουσίαζα;» «Τίποτε από τα δύο.» Ο Σεντ Τζον έσπρωξε τα γυαλιά στο µέτωπό του. «Έχεις την ίδια όψη µε την τελευταία φορά που σε είδα, κάτι σαν–» «Κούραση;» «Ετοιµαζόµουν να πω απελπισία.» Ο Λάζαρους ήπιε µια γουλιά απ’ τον καυτό καφέ του, έχοντας πλήρη επίγνωση ότι προσπαθούσε να κερδίσει χρόνο, αλλά τελικά το µόνο που µπόρεσε να πει ήταν: «Δεν ήξερα πως είχες τέτοια ροπή στο δράµα. Η απελπισία παραείναι υπερβολικός χαρακτηρισµός για τη συγκεκριµένη περίπτωση.» «Δεν το νοµίζω.» Ο Σεντ Τζον κάρφωσε αφηρηµένα το βλέµµα µέσα στη δική του κούπα καφέ. «Έχεις αυτό το ύφος από το θάνατο της Μαρί και µετά. Το αρνείσαι πως αναζητούσες το δολοφόνο της ξανά χθες βράδυ;» «Όχι.» Ο Λάζαρους κάθισε πιο άνετα στην πολυθρόνα του, κοιτώντας τον παλιό του φίλο πίσω απ’ τα χαµηλωµένα βλέφαρά του. «Και λοιπόν;» «Έχεις πάθει εµµονή, άνθρωπέ µου.» Ο Σεντ Τζον είπε τις λέξεις επίπεδα, κάτι που περιέργως τους έδωσε µεγαλύτερη βαρύτητα. «Έχει πεθάνει εδώ και δύο µήνες, κι εσύ έκτοτε περνάς κάθε νύχτα ψάχνοντας το δολοφόνο της. Πες µου, Λάζαρους, πότε θα εγκαταλείψεις το κυνηγητό;» «Εσύ πότε θα εγκατέλειπες αν δολοφονούσαν την Κλάρα;» του αντέτεινε ο Λάζαρους. Το µόνο σηµάδι για το πόσο βαθιά είχε χτυπήσει το βέλος ήταν µια µικρή σύσπαση στο σαγόνι του Σεντ Τζον. «Ποτέ. Αλλά οι δύο περιπτώσεις διαφέρουν.» «Γιατί; Επειδή εσύ είσαι παντρεµένος µαζί της ενώ η Μαρί ήταν απλά ερωµένη µου;» «Όχι» είπε ο Σεντ Τζον µαλακά. «Επειδή εγώ αγαπώ την Κλάρα.» Ο Λάζαρους απέστρεψε το βλέµµα. Όσο κι αν ένα µικρόψυχο κοµµάτι µέσα του ήθελε να αρνηθεί αυτήν τη διαφορά, η αλήθεια ήταν πως δεν µπορούσε να το κάνει. Γιατί ο Σεντ Τζον είχε δίκιο: όντως αγαπούσε την Κλάρα του. Ενώ ο Λάζαρους δεν είχε αγαπήσει ποτέ κανέναν. «Δεν µ’ αρέσει αυτό, κυρά µου. Δεν µ’ αρέσει καθόλου» είπε η Νελ αργά το βράδυ µέσα στην κουζίνα του ορφανοτροφείου. «Έκανες την αποδοκιµασία σου απολύτως ξεκάθαρη» µουρµούρισε η Τέµπερανς καθώς έδενε το µανδύα κάτω απ’ το πιγούνι της. Η Νελ δεν φάνηκε να πτοείται από την υπενθύµιση. «Και τι γίνεται αν έχει πονηρές βλέψεις για την αρετή σου; Αν σε ξελογιάσει και σε εγκαταλείψει; Ή ακόµα χειρότερα – αν σε πουλήσει σε κάποιον προαγωγό; Ω, κυρά µου! Τροµερά πράγµατα θα µπορούσαν να σου συµβούν!»
Η Τέµπερανς κατέπνιξε ένα ρίγος στη σκέψη του Λόρδου Κέιρ να της κάνει «τροµερά πράγµατα». Θα έπρεπε να είναι ένα ρίγος αποστροφής. Αντίθετα, η σκέψη των ερωτικών τάσεων του λόρδου Κέιρ την έκανε αφύσικα περίεργη. Εκείνο το ακόλαστο κοµµάτι του εαυτού της ανασηκώθηκε και ζάρωσε τη µύτη, διψώντας να αφεθεί ελεύθερο. Αυτό δεν µπορούσε να το αφήσει να συµβεί. Κάποτε, πριν από πολύ καιρό, είχε αφήσει τα βασικά της ένστικτα να πάρουν τον έλεγχο και είχε διαπράξει µια ασυγχώρητη αµαρτία. Έκτοτε είχε ζήσει την κάθε µέρα ξέροντας ότι έπρεπε να επανορθώσει και να µην ξαναφήσει ποτέ τους δαίµονές της ελεύθερους. Η Τέµπερανς τράβηξε την κουκούλα στο κεφάλι της. «Πολύ αµφιβάλλω πως ο Λόρδος Κέιρ ενδιαφέρεται να κάνει το οτιδήποτε µαζί µου –τροµερό ή όχι–, και άλλωστε έχω πάνω µου το πιστόλι.» Η Νελ βόγκηξε. «Δεν είναι σαν τους άλλους τζέντλεµαν, κυρά µου.» Η Τέµπερανς ζύγιασε στο χέρι της το µαλακό πουγκί που έκρυβε το πιστόλι. «Έχεις κάνει και άλλοτε µυστηριώδη σχόλια. Πες µου τώρα – µε ποιον τρόπο διαφέρει ο Λόρδος Κέιρ από τους άλλους άντρες;» Η Νελ δάγκωσε το χείλι της, µετακίνησε το βάρος της από το ένα πόδι στο άλλο, και τελικά έκλεισε σφιχτά τα µάτια, λέγοντας βιαστικά: «Στο κρεβάτι.» Η Τέµπερανς περίµενε, αλλά καµία άλλη εξήγηση δεν ήρθε από την υπηρέτρια. Στο τέλος αναστέναξε, κρατώντας σφιχτά το χαλινάρι σ’ εκείνο το κοµµάτι µέσα της που αναπήδησε ακούγοντας τη λέξη κρεβάτι. «Το σπίτι κινδυνεύει να κλείσει. Δεν µπορώ να αφήσω αυτά που κάνει ο Λόρδος Κέιρ στην κρεβατοκάµαρά του να µε εµποδίσουν να δεχτώ τη βοήθειά του.» Τα µάτια της Νελ γούρλωσαν ανήσυχα. «Όµως, κυρά µου–» Η Τέµπερανς άνοιξε την πίσω πόρτα. «Θυµήσου· αν ρωτήσει ο Γουίντερ, πήγα για ύπνο νωρίς. Και αν σε πιέσει, πες του ότι είναι γυναικείο θέµα. Αυτό θα σταµατήσει όλες τις ερωτήσεις.» «Να προσέχεις, κυρά!» φώναξε η Νελ καθώς η Τέµπερανς έκλεινε την πόρτα πίσω της. Ένα ρεύµα αέρα σφύριξε στη γωνία. Η Τέµπερανς ανατρίχιασε και τυλίχτηκε πιο σφιχτά στο µανδύα, γυρνώντας να διασχίσει το δροµάκι. Ένα φαρδύ αρσενικό στήθος εµφανίστηκε ξαφνικά µπροστά της. «Ω!» «Καλησπέρα, κυρία Ντιουζ» είπε αργόσυρτα ο Λόρδος Κέιρ µε το σκοτεινό, δυσοίωνο τρόπο του. Ο µανδύας του στροβιλίστηκε γύρω απ’ τα πόδια του στο φύσηµα του ανέµου. «Σας παρακαλώ, µην το κάνετε αυτό» είπε η Τέµπερανς, µάλλον υπερβολικά κοφτά. Αλλά, εκείνος απλά έδειξε να το διασκεδάζει. «Ποιο;» «Να πετάγεστε µπροστά µου σαν ληστής.» Τον αγριοκοίταξε, κοιτώντας το πλατύ του στόµα που είχε ανασηκωθεί στις γωνίες. Ένιωσε µια γελοία παρόρµηση να του ανταποδώσει το χαµόγελο, όµως την έπνιξε ανελέητα. Απόψε, τα ασηµένια του µαλλιά ήταν δεµένα κάτω από ένα µαύρο καπέλο µε σηκωµένο γείσο. Το στοµάχι της σφίχτηκε, και δεν µπόρεσε να µην αναρωτηθεί µε ποιον ακριβώς τρόπο ήταν διαφορετικός ο Λόρδος Κέιρ στο κρεβάτι. Αλλά εκείνος γύρισε και άρχισε να κατηφορίζει το σοκάκι. «Σας διαβεβαιώνω πως δεν είµαι ληστής, κυρία.» Έριξε µια µατιά πάνω απ’ τον ώµο του, και η Τέµπερανς είδε τη λάµψη στα γαλάζια µάτια του καθώς έτρεχε να τον προλάβει. «Αν ήµουν, θα ήσασταν νεκρή τώρα.» «Δεν µε ενθαρρύνετε καθόλου να σας ακολουθήσω» µουρµούρισε. Ο Λάζαρους σταµάτησε ξαφνικά, κι εκείνη παραλίγο να πέσει πάνω του. «Είστε εδώ, σωστά;» Ο παλιάνθρωπος! «Ναι, είµαι.»
Της έκανε µια υπερβολική υπόκλιση, µε το µπαστούνι στο θεατρικά απλωµένο χέρι του, και το µανδύα να σέρνεται στο βρόµικο έδαφος. «Τότε, οδηγήστε µε, ωραία µου κυρία.» «Χµ.» Η Τέµπερανς κοίταξε αγέρωχα µπροστά και άρχισε να κατεβαίνει το σοκάκι, έχοντας επίγνωση πως την ακολουθούσε κατά πόδας µια µεγάλη σκοτεινή παρουσία. «Πού θα µε πάτε απόψε;» Ήταν η φαντασία της ή όντως ένιωσε την καυτή του ανάσα στο σβέρκο της; «Ήταν αρκετά δύσκολο να αποφασίσω, αφού αρνηθήκατε να µου πείτε πολλά ως προς το ποιον ψάχνουµε.» Περίµενε για µια εξήγηση, αλλά εκείνος δεν σχολίασε τα λόγια της. Η Τέµπερανς αναστέναξε. «Είπατε µόνο πως ψάχνετε κάποιον, κι αυτό, πρέπει να σας πω, λόρδε µου, δεν βοήθησε σχεδόν καθόλου.» «Πάντως διαισθάνοµαι πως έχετε ήδη έναν προορισµό κατά νου» µουρµούρισε ο Λόρδος Κέιρ. «Έχω.» Είχαν φτάσει στο τέρµα του στενοσόκακου, και η Τέµπερανς έσκυψε για να περάσει κάτω από µια ετοιµόρροπη καµάρα σε ένα ακόµα µικρότερο σοκάκι. «Και αυτός είναι;» Υπήρχε µια υποψία γέλιου στη φωνή του Λόρδου Κέιρ. «Ακριβώς εδώ» του είπε µε κάποια ικανοποίηση. Πράγµατι ήταν µάλλον ευχαριστηµένη µε τον εαυτό της που είχε σκεφτεί µια πηγή πληροφοριών για εκείνον παρά τις ελάχιστες πληροφορίες. Στάθηκαν µπροστά σε ένα κτήριο χωρίς καθόλου παράθυρα. Μόνο µια κρεµαστή ξύλινη ταµπέλα µε ένα ζωγραφισµένο κερί πάνω της έδειχνε ότι επρόκειτο για κηροπωλείο. Η Τέµπερανς έσπρωξε την πόρτα. Μέσα το µαγαζί ήταν µικροσκοπικό. Ένας πάγκος διέτρεχε όλη τη µία πλευρά. Τα προϊόντα ήταν τοποθετηµένα εδώ κι εκεί, σε σωρούς και στοίβες, και κρεµασµένα στους τοίχους. Κεριά, τσάγια, τσίγκινα φλιτζάνια, αλάτι και αλεύρι, σπάγκοι και κορδόνια, λαρδί, µερικά µαχαίρια, µια φθαρµένη βεντάλια, µερικές καινούργιες σκούπες, κουµπιά, µια µικρή τάρτα µε δαµάσκηνα, και φυσικά τζιν. Στην πέρα άκρη του πάγκου, δύο γυναίκες ήταν σκυµµένες πάνω απ’ τις κούπες τους. Πίσω από τον πάγκο στεκόταν ο κύριος Χόπερ, ένας µικρόσωµος, µελαχρινός άντρας που µπορεί να είχε αναπτυχθεί µέχρι αυτό ακριβώς το µέγεθος για να χωράει µέσα στο µαγαζί του. Το να πουλάς τζιν χωρίς άδεια ήταν παράνοµο βέβαια, αλλά οι άδειες ήταν εξαιρετικά ακριβές, και ελάχιστοι µπορούσαν να τις αποκτήσουν. Άλλωστε, οι δικαστές βασίζονταν στους πληρωµένους πληροφοριοδότες τους για να φέρνουν όσους πούλαγαν τζιν χωρίς άδεια ενώπιον του δικαστηρίου – όµως, κανένας πληροφοριοδότης δεν θα τολµούσε να πατήσει το πόδι του στο Σεντ Τζάιλς. Ο τελευταίος είχε δεχτεί επίθεση από ένα µικρό όχλο, είχε συρθεί στους δρόµους, είχε ξυλοκοπηθεί άγρια, και τελικά είχε εγκαταλειφθεί στο δρόµο, για να πεθάνει ο κακοµοίρης από τα τραύµατά του. «Τι µπορώ να κάνω για σένα απόψε, κυρία Ντιουζ;» ρώτησε ο κύριος Χόπερ. «Καλησπέρα και σε σας, κύριε Χόπερ» είπε η Τέµπερανς. «Ο φίλος µου ψάχνει για κάποιον, και αναρωτιέµαι µήπως θα µπορούσατε να τον βοηθήσετε.» Ο κύριος Χόπερ έριξε µια καχύποπτη µατιά στο Λόρδο Κέιρ, αλλά είπε αρκετά κεφάτα: «Αµέ, µπορώ. Ποιον ψάχνετε;» «Ένα δολοφόνο» απάντησε ο Λόρδος Κέιρ, και όλα τα κεφάλια µέσα στο δωµάτιο γύρισαν προς το µέρος του. Η Τέµπερανς κράτησε την ανάσα της. Ένα δολοφόνο; Όσοι ήταν εκεί πίνοντας τζιν γλίστρησαν έξω από το µαγαζί. «Σχεδόν δύο µήνες πριν δολοφονήθηκε µια γυναίκα στο διαµέρισµά της στο Σεντ Τζάιλς» συνέχισε
ατάραχος ο Λόρδος Κέιρ. «Λεγόταν Μαρί Χιουµ. Ξέρετε τίποτε γι’ αυτήν;» Αλλά ο κύριος Χόπερ κουνούσε ήδη αρνητικά το κεφάλι του. «Δεν έχω ιδέα για το φόνο. Και θα σε παρακαλούσα να πάρεις αυτό τον κύριο από δω, κυρία Ντιουζ.» Η Τέµπερανς δάγκωσε το χείλι της ρίχνοντας µια µατιά στο Λόρδο Κέιρ. Δεν έµοιαζε ιδιαίτερα αποθαρρυµένος. «Μια στιγµή, παρακαλώ» τον άκουσε να λέει στο µαγαζάτορα. Ο κύριος Χόπερ τον κοίταξε απρόθυµα. Ο Λόρδος Κέιρ χαµογέλασε. «Μπορώ να έχω εκείνη την τάρτα;» Ο µαγαζάτορας γρύλισε και του έδωσε την τάρτα µε τα δαµάσκηνα, βάζοντας στην τσέπη δύο πένες σαν αµοιβή πριν τους γυρίσει επιδεικτικά την πλάτη. Η Τέµπερανς αναστέναξε, νιώθοντας µάλλον εκνευρισµένη. Ήταν φανερό πως έπρεπε να βρει άλλον πληροφοριοδότη για το Λόρδο Κέιρ. «Θα µπορούσατε να µε είχατε προειδοποιήσει» µουρµούρισε έξω από το µαγαζί. Ο άνεµος παρέσυρε τα λόγια της, κι εκείνη ρίγησε, ευχόµενη να βρισκόταν µπροστά στο αναµµένο τζάκι της. Ο Λόρδος Κέιρ έµοιαζε ανεπηρέαστος από το κρύο. «Ποια θα ήταν η διαφορά;» «Καταρχήν, δεν θα είχα διαλέξει τον κύριο Χόπερ.» Διέσχισε µε βαριά βήµατα το δρόµο, προσέχοντας να µην πατήσει τα βρόµικα νερά στο αυλάκι. Εκείνος την πρόλαβε µε ευκολία. «Γιατί όχι;» «Επειδή ο κύριος Χόπερ είναι ευυπόληπτος, και οι έρευνές σου προφανώς δεν είναι» του είπε φουρκισµένη. «Και γιατί, στο καλό, αγόρασες εκείνη την τάρτα;» Ανασήκωσε τους ώµους του αδιάφορα. «Πεινάω» είπε και δάγκωσε το γλυκό µε απόλαυση. Τον παρακολούθησε να γλείφει το σκουρόχρωµο σιρόπι από τη γωνιά του στόµατός του, και άθελά της ξεροκατάπιε. Η τάρτα έδειχνε φοβερά νόστιµη. «Θέλεις µια µπουκιά;» τη ρώτησε µε φωνή βαριά. Εκείνη κούνησε το κεφάλι αποφασιστικά. «Όχι. Δεν πεινάω.» Την κοίταξε γέρνοντας το κεφάλι στο πλάι καθώς κατάπινε άλλη µια µπουκιά. «Λες ψέµατα. Γιατί;» «Λες ανοησίες» του είπε απότοµα και άρχισε να βαδίζει. Μπήκε µπροστά της, αναγκάζοντάς τη να σταµατήσει, αλλιώς θα έπεφτε πάνω του. «Μια τάρτα είναι, κυρία Ντιουζ, όχι πλούτη, ή ποτό, ή κάποια άλλη παρακµιακή αµαρτία. Σε τι µπορεί να βλάψει; Φάε µια µπουκιά.» Και έκοψε ένα κοµµατάκι, φέρνοντάς το µε τα δάχτυλά του στα χείλη της. Η Τέµπερανς µπορούσε να µυρίσει το γλυκό φρούτο, µπορούσε σχεδόν να νιώσει τη γεύση της αφράτης ζύµης, και πριν το καταλάβει, είχε ανοίξει τα χείλη της. Της έβαλε στο στόµα την µπουκιά, µε το δαµάσκηνο γλυκόξινο πάνω στη γλώσσα της, το σιρόπι πηχτό και γλυκό, µια εξαιρετικά απολαυστική µπουκιά µέσα στο σκοτάδι του δρόµου του Σεντ Τζάιλς. «Ορίστε» της ψιθύρισε. «Νόστιµη, ε;» Τα µάτια της άνοιξαν απότοµα –πότε τα είχε κλείσει;– και τον κοίταξε σχεδόν έντροµη. Τα χείλη του συσπάστηκαν σ’ ένα χαµόγελο. «Πού πάµε τώρα, κυρία Ντιουζ; Ή µήπως ο κύριος Χόπερ και το µαγαζί του ήταν η µόνη σου πηγή;» Η Τέµπερανς ύψωσε το πιγούνι. «Όχι. Έχω άλλη µια ιδέα.» Τον προσπέρασε, και άρχισε να προχωράει γρήγορα, µε τη γεύση των δαµάσκηνων ακόµη στη
γλώσσα της. Αυτό το τµήµα του Σεντ Τζάιλς ήταν ένα από τα χειρότερα, και δεν θα είχε τολµήσει ποτέ να πάει εκεί στη διάρκεια της µέρας, πόσω µάλλον της νύχτας, αν δεν υπήρχε η παρουσία του µεγαλόσωµου αρσενικού που την ακολουθούσε σιωπηλά. Είκοσι λεπτά αργότερα, η Τέµπερανς σταµάτησε µπροστά σε µια σαραβαλιασµένη πόρτα, δυο σκαλιά πιο κάτω απ’ το δρόµο. Ο Λόρδος Κέιρ κοίταξε την πόρτα, και τα γαλάζια µάτια του µισόκλεισαν µε ενδιαφέρον. «Τι είναι εδώ;» «Εδώ είναι το µέρος που κάνει τις δουλειές της η Μητέρα Καλόκαρδη» αποκρίθηκε η Τέµπερανς τη στιγµή που η πόρτα άνοιγε. «Δρόµο από δω!» φώναξε άγρια µια ψηλή, λιπόσαρκη γυναίκα. Φορούσε έναν παλιό κόκκινο στρατιωτικό χιτώνα πάνω από ένα δερµάτινο κορσέ, τόσο βρόµικο, που είχε γίνει µαύρος. Από κάτω φορούσε ένα χοντρό µισοφόρι µε κόκκινες και µαύρες ρίγες, και ποδόγυρο βρόµικο και κουρελιασµένο. Πίσω της, το τρεµουλιαστό φως που έπεφτε από µέσα την έκανε να µοιάζει σαν να στέκεται στο στόµα της Κόλασης. «Όχι λεφτά, όχι ποτό. Έξω απ’ το σπίτι µου, λοιπόν!» Το αντικείµενο της οργής της ήταν µια αδύνατη γυναίκα που θα µπορούσε να ήταν νόστιµη αν εξαιρούσες τα µαυρισµένα δόντια της και µια ανοιχτή πληγή στο µάγουλό της. Το αξιολύπητο πλάσµα ζάρωσε, και ύψωσε τα χέρια σαν να προσπαθούσε να φυλαχτεί από ένα χτύπηµα. «Θα σου δώσω µια πένα και µισή αύριο. Δώσε µου λίγο τζιν απόψε.» «Πήγαινε να ’κονοµίσεις τα λεφτά» είπε η Μητέρα Καλόκαρδη και έσπρωξε τη δυστυχισµένη γυναίκα στο δρόµο. Γύρισε και έβαλε τις µεγάλες, κόκκινες γροθιές της στους γοφούς της, κοιτώντας το Λόρδο Κέιρ από πάνω µέχρι κάτω µε άπληστο βλέµµα. «Λοιπόν, τι γυρεύεις εδώ, κυρία Ντιουζ; Απ’ ό,τι ξέρω δεν είναι τα µέρη σου αυτά στο Σεντ Τζάιλς.» «Δεν ήξερα πως το Σεντ Τζάιλς χωρίζεται σε περιοχές» απάντησε σφιγµένα η Τέµπερανς. Η Μητέρα Καλόκαρδη έστρεψε τα µικροσκοπικά σαν χάντρες µάτια της πάνω της. «Αλήθεια;» Η Τέµπερανς καθάρισε το λαιµό της. «Ο φίλος µου θα ήθελε να σου κάνει µερικές ερωτήσεις.» Η Μητέρα Καλόκαρδη χαµογέλασε στο Λόρδο Κέιρ, αποκαλύπτοντας µια σειρά από κενά στα δόντια. «Καλύτερα να ’ρθετε µέσα, τότε, ε;» Δεν ξανακοίταξε την Τέµπερανς, αφού η απληστία της είχε ολοφάνερα εστιαστεί στο Λόρδο Κέιρ. Ωστόσο, εκείνος στάθηκε πιο πίσω, αφήνοντας την Τέµπερανς να µπει πρώτη. Αυτή έσκυψε για να περάσει απ’ τη χαµηλή πόρτα και κατέβηκε τα απότοµα ξύλινα σκαλοπάτια που οδηγούσαν σε ένα κελάρι. Το µπροστινό δωµάτιο ήταν χαµηλοτάβανο, µακρύ και σκοτεινό, φωτισµένο µόνο από µια φωτιά που βρυχιόταν στο βάθος. Τα δοκάρια στο ταβάνι ήταν µαυρισµένα απ’ τον καπνό. Στη µία µεριά, µια τραχιά σανίδα ήταν ριγµένη πάνω σε δύο βαρέλια σχηµατίζοντας έναν πρόχειρο πάγκο. Από πίσω στεκόταν µια µονόφθαλµη κοπέλα, η µοναδική σερβιτόρα. Εδώ η Μητέρα Καλόκαρδη πούλαγε το όνοµά της: τζιν, µία πένα και µισή. Ένα τσούρµο στρατιώτες µε ψηλά καπέλα γελούσαν µεθυσµένα σ’ ένα τραπέζι στη γωνία. Δίπλα τους, δύο σκοτεινοί τύποι κάθονταν µε καµπουριασµένους ώµους σαν να προσπαθούσαν να γίνουν αόρατοι. Ο ένας φορούσε µια τρίγωνη δερµάτινη καλύπτρα για να κρύψει µια κοµµένη µύτη. Στην άλλη άκρη του δωµατίου είχε ξεσπάσει ένας λεκτικός καβγάς ανάµεσα σε τρεις ναυτικούς που έπαιζαν χαρτιά, ενώ λίγο πιο πέρα ένας άντρας µόνος µε µια υπερβολικά µεγάλη περούκα κάπνιζε γαλήνια. Ένας άντρας και µια γυναίκα κάθονταν µαζί στο γυµνό, βρόµικο πάτωµα µε την πλάτη ακουµπισµένη στον τοίχο, κρατώντας από ένα µικρό τσίγκινο κύπελλο στο χέρι. Μπορεί να κοιµόντουσαν απόψε εδώ – αν πλήρωνε ο καθένας από πέντε πένες στη Μητέρα Καλόκαρδη για το
προνόµιο. «Το λοιπόν, πώς µπορώ να βοηθήσω έναν ωραίο τζέντλεµαν σαν και του λόγου σου;» φώναξε η Μητέρα Καλόκαρδη πάνω απ’ τη φασαρία των ναυτικών. Έτριψε τα δάχτυλά της µε νόηµα. Ο Λόρδος Κέιρ έβγαλε ένα πουγκί κάτω απ’ το µανδύα του και το άνοιξε. Χαµογέλασε καθώς έβγαζε µισή κορόνα και την έβαζε στο χέρι της γυναίκας. «Ενδιαφέροµαι για το φόνο µιας γυναίκας στο Σεντ Τζάιλς. Το όνοµά της ήταν Μαρί Χιουµ.» Η Μητέρα Καλόκαρδη είχε χάσει το χαµόγελό της, τα χείλη της είχαν σφιχτεί συλλογισµένα. «Αυτό το είδος πληροφορίας θα σου κοστίσει κάτι παραπάνω, λόρδε µου.» Ήξερε το Λόρδο Κέιρ, ή απλά κολάκευε µια πιθανή πηγή χρηµάτων; Ο Λόρδος Κέιρ ύψωσε τα φρύδια µπροστά στην απαίτησή της, αλλά συγχρόνως ψάρεψε σιωπηλά άλλη µισή κορόνα από το πουγκί του. Πέταξε το νόµισµα στη Μητέρα Καλόκαρδη, κι αυτό εξαφανίστηκε µαζί µε το ταίρι του στο πάνω µέρος του κορσέ. «Κάθισε, λόρδε µου.» Του έδειξε µια άδεια καρέκλα, ένα ετοιµόρροπο ξύλινο πράγµα. «Μια δολοφονηµένη γυναίκα, είπες;» Ο Λόρδος Κέιρ αγνόησε την απόπειρα να φανεί φιλόξενη. «Ήταν περίπου τριάντα ετών, µε ξανθά µαλλιά, ανοιχτόχρωµο δέρµα, και είχε ένα κόκκινο σηµάδι εκ γενετής σε µέγεθος πένας ακριβώς εδώ.» Χτύπησε µε το δάχτυλο την εξωτερική γωνία του δεξιού του µατιού. «Την ξέρεις;» «Κοίτα να δεις, υπάρχουν αρκετές όµορφες κοπελιές τριγύρω, κι ένα σηµάδι µπορεί να κρυφτεί» είπε η γυναίκα. «Τίποτε άλλο πιο ιδιαίτερο;» «Την ξεκοιλιάσανε» είπε ο Λόρδος Κέιρ. Η Τέµπερανς πήρε µια απότοµη ανάσα, ενώ όλες οι προειδοποιήσεις της Νελ ξεχύνονταν στο µυαλό της. Μεγαλοδύναµε Θεέ. Ακόµα και η Μητέρα Καλόκαρδη βλεφάρισε ξαφνιασµένα µε την ωµή επιλογή των λέξεων. «Ξεκοιλιασµένη σαν γουρούνι» µουρµούρισε. «Αυτό το θυµάµαι. Μια µορφονιά ήταν, σωστά; Τη βρήκαν σ’ ένα µικρό δωµάτιο σ’ ένα σπίτι του Τάνερ’ς Κορτ, µε τις µύγες να βουίζουν πάνω απ’ το µαυρισµένο αίµα της.» Αν τα λόγια της Μητέρας Καλόκαρδης είχαν σκοπό να σοκάρουν το Λόρδο Κέιρ, απέτυχαν οικτρά. Η έκφρασή του παρέµεινε περίεργη, λίγο σαν να το διασκέδαζε καθώς έγερνε το κεφάλι. «Ναι. Αυτή είναι.» Η Μητέρα Καλόκαρδη κούνησε το κεφάλι µε προσποιητή θλίψη. «Τότε, δεν µπορώ να σε βοηθήσω, λόρδε µου. Δεν την ήξερα την κοπελιά.» Ο Λόρδος Κέιρ άπλωσε το χέρι. «Δώσε µου πίσω τα νοµίσµατα.» «Μια στιγµούλα, λόρδε µου» είπε η γυναίκα βιαστικά. «Δεν ξέρω για το φόνο, αλλά ξέρω ποιος µπορεί να ξέρει.» Ο Λόρδος Κέιρ έµεινε ακίνητος, µε τα µάτια του να στενεύουν ελαφρά σαν να είχε εντοπίσει κάποιο θήραµα. «Ποιος;» «Η Μάρθα Σουάν.» Η Μητέρα Καλόκαρδη τού έστειλε ένα στραβό, µοχθηρό χαµόγελο και έκρωξε: «Η τελευταία γυναίκα που την είδε ζωντανή.» Ο άνεµος πήρε µακριά την ανάσα της καθώς η Τέµπερανς σκαρφάλωσε τα εξωτερικά σκαλιά του υπόγειου της Μητέρας Καλόκαρδης. Ο Λόρδος Κέιρ ήταν πίσω της, παράξενα σιωπηλός. Ποια ήταν η δολοφονηµένη γυναίκα; Και γιατί ρωτούσε για το φόνο της; Ανατρίχιασε καθώς θυµήθηκε τον τρόπο
που είχε περιγράψει τη γυναίκα σαν «ξεκοιλιασµένη». Μεγαλοδύναµε Θεέ, σε τι είχε µπλέξει; «Είσαι ασυνήθιστα σιωπηλή, κυρία Ντιουζ» παρατήρησε ο Λόρδος Κέιρ µε τη βαθιά του φωνή. «Πώς ξέρετε τι είναι το συνηθισµένο για µένα, λόρδε µου;» τον ρώτησε. «Με γνωρίζετε ελάχιστα.» Εκείνος άφησε ένα αχνό γελάκι πίσω της. «Ωστόσο, διαισθάνοµαι πως είσαι µια οµιλητική γυναίκα όταν βρίσκεσαι µε εκείνους που σε κάνουν να νιώθεις άνετα.» Η Τέµπερανς σταµάτησε, και γύρισε µε τα µπράτσα διπλωµένα στο στήθος για να κρατηθεί ζεστή, αλλά ίσως και για να νιώθει πιο ασφαλής. «Τι είδους παιχνίδι παίζετε µαζί µου;» Σταµάτησε κι αυτός, υπερβολικά κοντά της. Η αλογοουρά του είχε αρχίσει να λύνεται, και ο άνεµος έφερνε µακριές τούφες απ’ τα ασηµένια του µαλλιά στο πρόσωπό του. «Παιχνίδι, κυρία Ντιουζ;» «Ναι, παιχνίδι.» Τον αγριοκοίταξε, αρνούµενη να τον φοβηθεί. «Μου λέτε ότι ψάχνετε για κάποιον στο Σεντ Τζάιλς, αλλά όταν σας πηγαίνω στο µαγαζί του κύριου Χόπερ, τον ρωτάτε για µια δολοφονηµένη γυναίκα· και τώρα στης Μητέρας Καλόκαρδης ρωτάτε για µια ξεκοιλιασµένη δολοφονηµένη γυναίκα.» Ο Κέιρ ανασήκωσε τους φαρδείς του ώµους κάτω από την κάπα. «Δεν σας είπα ψέµατα. Όντως, ψάχνω κάποιον – το δολοφόνο της.» Η Τέµπερανς αναρίγησε καθώς ο άνεµος έστειλε παγωµένες σταγόνες βροχής πάνω στα ξυλιασµένα µάγουλά της. Ευχήθηκε να µπορούσε να δει τα µάτια του, αλλά ήταν κρυµµένα κάτω από το γείσο του καπέλου του. «Τι σας ήταν η γυναίκα;» Το πλατύ, αισθησιακό στόµα του ανασηκώθηκε σ’ ένα λοξό χαµόγελο. Δεν της απάντησε. «Γιατί εµένα;» µουρµούρισε η Τέµπερανς σιγανά, µια ερώτηση που συνειδητοποίησε καθυστερηµένα πως έπρεπε να την είχε κάνει το προηγούµενο βράδυ. «Πώς µε βρήκατε; Γιατί διαλέξατε εµένα;» «Σας έχω δει τριγύρω» της είπε αργά «ενώ έψαχνα στο Σεντ Τζάιλς. Ήσασταν πάντα βιαστική, πάντα ντυµένη στα µαύρα, πάντα τόσο πολύ… αποφασιστική. Όταν σας είδα χθες βράδυ, σας ακολούθησα µέχρι το σπίτι σας.» Τον κοίταξε εξεταστικά. «Αυτό είναι; Με διαλέξατε από µια ιδιοτροπία;» «Είµαι ιδιότροπος άνθρωπος. Κρυώνετε, κυρία Ντιουζ. Ελάτε.» Και ξεκίνησε ξανά, αυτήν τη φορά προχωρώντας µπροστά, µε βήµα σταθερό και σίγουρο. «Πού πηγαίνουµε;» φώναξε ξοπίσω του. «Δεν θέλετε να βρείτε τη Μάρθα Σουάν;» Σταµάτησε και γύρισε προς το µέρος της. «Η Μητέρα Καλόκαρδη είπε πως σύχναζε στο Σοκάκι του Δήµιου. Ξέρετε προς τα πού είναι;» «Ναι, αλλά απέχει µισό µίλι και παραπάνω από δω» είπε δείχνοντας προς τα πίσω. Εκείνος κούνησε το κεφάλι. «Τότε, θα αφήσουµε την κυρία Σουάν για µια άλλη βραδιά. Είναι αργά και είναι ώρα να πάτε σπίτι σας.» Ξεκίνησε πάλι χωρίς να περιµένει την απάντησή της. Η Τέµπερανς έτρεξε πίσω του σαν υπάκουο σκυλάκι. Είχε απαντήσει στις ερωτήσεις της, αλλά µε έναν τρόπο που έκανε να ξεπεταχτούν άλλες στη θέση τους. Υπήρχαν εκατοντάδες γυναίκες στο Σεντ Τζάιλς. Ασφαλώς, πολλές ήταν πόρνες, ή ανακατεµένες σε άλλες παράνοµες δραστηριότητες. Όµως, αν εκείνος το ήθελε, θα µπορούσε να είχε βρει µια ντουζίνα και παραπάνω πρόθυµες γυναίκες να γίνουν οδηγοί του στην περιοχή. Γιατί είχε διαλέξει αυτήν; Η Τέµπερανς συνοφρυώθηκε, και άνοιξε το βήµα της για να τον προλάβει. Μπορεί να ήταν ένας ξένος µε σκοτεινά µυστικά, ωστόσο δεν έπαυε να νιώθει πιο ασφαλής περπατώντας στο πλάι του σε τούτα τα σκοτεινά σοκάκια.
«Δεν ξέρω αν µπορούµε να εµπιστευτούµε τη Μητέρα Καλόκαρδη» είπε, αγκοµαχώντας λιγάκι καθώς ο παγερός άνεµος έπαιρνε τα λόγια της. «Αµφιβάλλεις αν υπάρχει η Μάρθα Σουάν;» «Ω, µάλλον είναι αρκετά πραγµατική» µουρµούρισε η Τέµπερανς. «Αλλά το αν διαθέτει όντως κάποιες πληροφορίες είναι ένα τελείως διαφορετικό ζήτηµα.» «Πώς και γνωρίζεις τη Μητέρα Καλόκαρδη;» «Όλοι τη γνωρίζουν. Το τζιν είναι ο δαίµονας του Σεντ Τζάιλς.» Στράφηκε και της έριξε µια µατιά. «Αλήθεια;» «Το πίνουν νέοι και γέροι. Για κάποιους είναι το µοναδικό τους γεύµα.» Η Τέµπερανς δίστασε. «Όµως, αυτός δεν είναι ο µόνος λόγος που την ξέρω.» «Πες µου.» Σήκωσε το χέρι της και τράβηξε την κουκούλα του µανδύα πιο κοντά στο πρόσωπό της. «Πριν από εννέα χρόνια, όταν πρωτοήρθα στο ορφανοτροφείο, η Μητέρα Καλόκαρδη µάς έστειλε ένα µήνυµα. Είχε ένα µικρό κοριτσάκι, περίπου τριών ετών. Δεν ξέρω από πού το βρήκε, αλλά σίγουρα δεν ήταν δικό της.» «Και;» «Προσφέρθηκε να µας το πουλήσει.» Η Τέµπερανς έκανε µια παύση, γιατί η φωνή της είχε αρχίσει να τρέµει – όχι από φόβο ή θλίψη, αλλά από οργή. Θυµόταν τον καυτό θυµό της, την περιφρόνηση που ένιωσε για τον ιδιοτελή κυνισµό της Μητέρας Καλόκαρδης. «Τι απέγινε;» Η φωνή του Λόρδου Κέιρ ήταν απαλή, αλλά η Τέµπερανς την άκουσε καθαρά. Σχεδόν δονήθηκε µέσα στα κόκαλά της. «Ο Γουίντερ και ο πατέρας ήταν κατά της αγοράς του παιδιού. Είπαν ότι αυτό απλά θα ενθάρρυνε τη Μητέρα Καλόκαρδη να πουλήσει κι άλλα ορφανά.» «Κι εσύ;» Η Τέµπερανς πήρε µια βαθιά ανάσα. «Δεν µου άρεσε καθόλου να την πληρώσω, αλλά εκείνη το ξεκαθάρισε µια και καλή ότι θα έβρισκε άλλον αγοραστή αν δεν της δίναµε αυτά που ζήταγε. Κάποιον που δεν θα τον ενδιέφερε η ευηµερία του παιδιού.» «Έναν προαγωγό.» Του έριξε µια γρήγορη µατιά, αλλά το πρόσωπό του ήταν γυρισµένο προφίλ, ψυχρό και απόµακρο. Είχαν µπει τώρα σε ένα µεγαλύτερο δρόµο, κι έτσι µπορούσε να περπατάει δίπλα του. Δεν ήταν ο δρόµος απ’ τον οποίον είχε πάει το Λόρδο Κέιρ στο κελάρι της Μητέρας Καλόκαρδης. Αναρωτήθηκε αν είχαν χαθεί. Μετά κοίταξε πάλι µπροστά της. «Ναι, έναν προαγωγό, το πιο πιθανό, αν και η Μητέρα Καλόκαρδη ποτέ δεν το είπε ανοιχτά. Απλά άφησε να αιωρείται σαν φρικτό υπονοούµενο.» Το κεφάλι της Τέµπερανς ήταν σκυφτό καθώς θυµόταν την αηδιαστική διαπραγµάτευση. Τότε ήταν ακόµη λιγάκι αφελής. Δεν είχε ιδέα πόσο µαύρη µπορούσε να είναι η ψυχή µιας γυναίκας. Δεν έδινε ιδιαίτερη σηµασία στο δρόµο. Το δάχτυλο του ποδιού της πιάστηκε κάπου, και τα χέρια της απλώθηκαν µπροστά καθώς σκόνταφτε, σε µια προσπάθεια να ξαναβρεί την ισορροπία της. Μεσολάβησε ένα απαίσιο δευτερόλεπτο που ένιωσε την κοιλιά της να βουλιάζει, και κατάλαβε πως τελικά θα έπεφτε στο έδαφος. Και ύστερα, εκείνος την έπιασε, δυο σκληρά χέρια –δυο οδυνηρά χέρια– που την άρπαξαν από τους καρπούς, αλλά κατάφεραν να τη συγκρατήσουν. Σήκωσε τα µάτια και τον είδε να στέκεται ακριβώς µπροστά της, µε τα γαλάζια µάτια του να αστράφτουν σαν του δαίµονα. Την τράβηξε πιο κοντά του,
σχεδόν την αγκάλιασε. Σαν φίλος. Σαν εραστής. Όλες οι χειρότερες επιθυµίες της όρµησαν στην επιφάνεια. Της ψιθύρισε µε την ανάσα του να χαϊδεύει τα χείλη της: «Κι έτσι, αγόρασες το µωρό.» «Ναι.» Τον αγριοκοίταξε, αυτό τον αναίσθητο αριστοκράτη. Γιατί ήθελε να ακούσει την ιστορία της; Γιατί επέµενε να ανοίξει παλιές πληγές; Γιατί αναζητούσε το δολοφόνο µιας νεκρής γυναίκας; «Ναι, της πλήρωσα την τιµή που ζήτησε. Πούλησα το µοναδικό κόσµηµα που είχα –ένα χρυσό σταυρό που µου είχε δώσει κάποτε ο άντρας µου– και αγόρασα το µωρό. Το ονόµασα Μέρι Γουίτσαν από τη γιορτή της ηµέρας που την κράτησα πρώτη φορά στα χέρια µου.» Εκείνος έγειρε το κεφάλι στο πλάι, µε τα γαλάζια µάτια του να της κάνουν την ερώτηση. Η Τέµπερανς άφησε ένα λυγµό, νιώθοντας την οργή και τη θλίψη να ανεβαίνουν σαν κύµα από εκείνο το µέρος µέσα της στο οποίο κρατούσε προσεκτικά φυλαγµένα όλα τα συναισθήµατα που δεν είχε τα περιθώρια να νιώθει. Το σώµα της τρεµούλιασε καθώς πάλεψε να καταπνίξει το πάθος της. Να το παγιδέψει και να το καλύψει. Ο Κέιρ την ταρακούνησε σαν να προσπαθούσε να βγάλει την απάντηση που περίµενε. «Ο Γουίντερ είχε δίκιο» του είπε πνιχτά. «Το κοριτσάκι ήταν ασφαλές, αλλά δύο µήνες µετά η Μητέρα Καλόκαρδη ήρθε σε µας µε άλλο ένα µωρό, ένα αγόρι αυτήν τη φορά. Και η τιµή ήταν διπλάσια από εκείνην που είχε ζητήσει για το κορίτσι.» «Τι έκανες;» «Τίποτα.» Έκλεισε τα µάτια νικηµένη. «Η τιµή ήταν υπερβολικά υψηλή· δεν είχαµε τα λεφτά. Εµείς –εγώ– δεν µπορούσα να κάνω τίποτα. Ικέτεψα, έπεσα στα γόνατα και παρακάλεσα τη σκληρή µάγισσα, όµως εκείνη το πούλησε έτσι κι αλλιώς.» Έσφιξε τις άκρες του µανδύα του στις γροθιές της, ταρακουνώντας τες σαν να ήθελε να του περάσει τη φρίκη της ανάµνησης. «Πούλησε εκείνο το γλυκό αγοράκι, κι εγώ δεν µπόρεσα να κάνω τίποτα.» Τη µια στιγµή έκλαιγε έξαλλη στην αγκαλιά του, και την επόµενη εκείνος χαµήλωσε το κεφάλι κι αιχµαλώτισε το στόµα της. Σκληρά, χωρίς έλεος. Η Τέµπερανς βόγκηξε σοκαρισµένη. Πίεσε το στόµα του πάνω στα τρυφερά της χείλη. Ένιωσε τα δόντια του, γεύτηκε την καυτή γλώσσα του, κι εκείνο το κοµµάτι µέσα της, εκείνο το ακόλαστο, αµαρτωλό, λάθος κοµµάτι ελευθερώθηκε, και ξέφυγε από κάθε έλεγχο. Απολαµβάνοντας τη βαναυσότητά του. Αγαλλιάζοντας µε τον ωµό ερωτισµό του. Απόλυτα ανεξέλεγκτο. Μέχρι που εκείνος ανασήκωσε το κεφάλι και την κοίταξε. Τα χείλη του ήταν υγρά, και ελαφρά κοκκινισµένα, όµως κατά τα άλλα δεν έδειχνε κανένα σηµάδι του καταλυτικού φιλιού. Το συναίσθηµά του δεν θα ήταν περισσότερο αν είχε απλά ανακουφιστεί στη γωνιά του δρόµου. Η Τέµπερανς προσπάθησε να τραβηχτεί απ’ την αγκαλιά του, αλλά τα χέρια του την κρατούσαν γερά. «Είσαι ένα τόσο παθιασµένο πλάσµα» της µουρµούρισε, εξετάζοντάς την κάτω απ’ τα χαµηλωµένα βλέφαρά του. «Τόσο συναισθηµατική.» «Δεν είµαι» ψιθύρισε η Τέµπερανς, έντροµη και µόνο στην ιδέα. «Λες ψέµατα. Αναρωτιέµαι γιατί.» Ύψωσε τα φρύδια διασκεδάζοντας, και την άφησε τόσο απότοµα, που εκείνη παραπάτησε προς τα πίσω. «Ήταν η ερωµένη µου.» «Τι;» «Η δολοφονηµένη γυναίκα, εκείνη που την ξεκοίλιασαν σαν γουρούνι στο σφαγείο. Ήταν ερωµένη µου για τρία χρόνια.»
Τον κοίταξε άναυδη. Ο Κέιρ έκλινε το κεφάλι. «Τα λέµε αύριο βράδυ. Καληνύχτα, κυρία Ντιουζ.» Και αποµακρύνθηκε, βουλιάζοντας µέσα στις σκιές της νύχτας. Η Τέµπερανς γύρισε, µε το µυαλό της να στροβιλίζεται σαν σβούρα, και την είδε, ούτε είκοσι βήµατα µακριά. Την πόρτα του ορφανοτροφείου. Ο Λόρδος Κέιρ την είχε φέρει ασφαλή στο σπίτι, τελικά.
Κεφάλαιο Τρία Ο βασιλιάς Κλειστόκαρδος ζούσε σε ένα µεγαλόπρεπο κάστρο στην κορυφή ενός λόφου. Μέσα στο κάστρο του ζούσαν εκατοντάδες φρουροί, ένα σµάρι αυλικών, και αµέτρητοι υπηρέτες και ερωµένες. Ο βασιλιάς ήταν τριγυρισµένος µέρα και νύχτα από ανθρώπους, κι όµως κανείς δεν ήταν κοντά στην καρδιά του. Στην πραγµατικότητα, το µόνο ζωντανό πλάσµα που ήταν σηµαντικό για εκείνον ήταν ένα µικρό γαλάζιο πουλί. Το πουλί ζούσε σ’ ένα πετραδοστόλιστο χρυσό κλουβί, και µερικές φορές κελαηδούσε ή τιτίβιζε. Τα βράδια, ο βασιλιάς Κλειστόκαρδος τάιζε το πουλί ξηρούς καρπούς µέσα από τα κάγκελα του κλουβιού του… – από το Ο Βασιλιάς Κλειστόκαρδος Ο ήλιος έµοιαζε να µη λάµπει ποτέ στο Σεντ Τζάιλς, σκέφτηκε η Σάιλενς Χόλινµπρουκ το επόµενο πρωί. Έριξε µια µατιά προς τα πάνω και είδε µόνο ένα κοµµατάκι γαλάζιο ανάµεσα στα υψωµένα δίπατα κτήρια, στις ταµπέλες και στις στέγες. Το Σεντ Τζάιλς ήταν υπερβολικά πυκνοκατοικηµένο, τα σπίτια χτισµένα το ένα πάνω στ’ άλλο, και τα δωµάτια χωρισµένα, και µετά ξαναχωρισµένα µέχρι που οι άνθρωποι κατέληγαν να ζουν σαν ποντίκια σε κλουβιά. Η Σάιλενς ανατρίχιασε, χαρούµενη που τα δικά της όµορφα και καθαρά δωµάτια ήταν στο Γουάπινγκ. Το Σεντ Τζάιλς ήταν φρικτό µέρος για να ζει κανείς. Ευχόταν ο µεγαλύτερος αδελφός και η αδελφή της να έβρισκαν ένα άλλο µέρος για το Σπίτι για Ατυχή Βρέφη και Έκθετα Παιδιά. Αλλά πάλι, το Σεντ Τζάιλς ήταν το µέρος στο οποίο είχε ιδρύσει ο πατέρας τους το ορφανοτροφείο, και το Σεντ Τζάιλς ήταν το µέρος που έµεναν οι πιο φτωχοί απ’ τους φτωχούς του Λονδίνου. Σταµάτησε µπροστά στο φθαρµένο πλατύσκαλο και χτύπησε δυνατά τη βαριά ξύλινη πόρτα. Το ορφανοτροφείο διέθετε κουδούνι µέχρι τα περασµένα Χριστούγεννα, όταν κάποιος το είχε κλέψει. Ο Γουίντερ δεν είχε βρει ακόµη την ευκαιρία να το αντικαταστήσει, και µερικές φορές η Σάιλενς έπρεπε να χτυπήσει αρκετά µέχρι να την ακούσουν. Όµως, σήµερα η πόρτα άνοιξε σχεδόν αµέσως. Κοίταξε κάτω και είδε δυο καθαρά ροζ µάγουλα, µαύρα µαλλιά τραβηγµένα πίσω να αποκαλύπτουν ένα πλατύ µέτωπο, και δυο κοφτερά καστανά µάτια. «Καλή σου µέρα, Μέρι Γουίτσαν.» Η Μέρι έκανε µια µικρή υπόκλιση. «Καληµέρα, κυρία Χόλινµπρουκ.» Η Σάιλενς µπήκε στο στενό χολ και κρέµασε το σάλι της. «Είναι εδώ η αδελφή µου;» «Η κυρία είναι στην κουζίνα» είπε η Μέρι. Η Σάιλενς χαµογέλασε. «Πάω να τη βρω, τότε.» Η Μέρι έγνεψε σοβαρά και άρχισε να ανεβαίνει τη σκάλα για να συνεχίσει ό,τι δουλειά είχε διακόψει για να ανοίξει. Η Σάιλενς σήκωσε το καλάθι που είχε φέρει µαζί της και ξεκίνησε για την κουζίνα. «Καληµέρα!» φώναξε καθώς έµπαινε. Η Τέµπερανς γύρισε από τη µεγάλη χύτρα που έβραζε πάνω απ’ τη φωτιά. «Καληµέρα, αδελφή! Τι ευχάριστη έκπληξη. Δεν ήξερα ότι θα ερχόσουν σήµερα.»
«Δεν ήταν να έρθω.» Η Σάιλενς ένιωσε τα µάγουλά της να φλογίζονται ένοχα. Είχε να περάσει απ’ το ορφανοτροφείο πάνω από µία βδοµάδα. «Αλλά αγόρασα µερικές σταφίδες στο παζάρι σήµερα το πρωί, και σκέφτηκα να σας φέρω λίγες.» «Ω, τι καλά! Η Μέρι Γουίτσαν τις λατρεύει» είπε η Τέµπερανς. «Τρελαίνεται για σταφιδόψωµο.» «Μµµ.» Η Σάιλενς άφησε το καλάθι πάνω στο παλιό τραπέζι της κουζίνας. «Δείχνει να ψήλωσε ακόµα ένα-δυο πόντους από την τελευταία φορά που την είδα.» «Όντως ψήλωσε.» Η Τέµπερανς σκούπισε τον ιδρώτα απ’ τους κροτάφους της µε την ποδιά της. «Και είναι πολύ όµορφη, παρόλο που δεν το λέω µπροστά της. Δεν θέλω να γίνει µαταιόδοξη.» Η Σάιλενς χαµογέλασε καθώς ξεσκέπαζε το καλάθι. «Ακούγεσαι περήφανη.» «Αλήθεια;» ρώτησε η Τέµπερανς αφηρηµένα. Γύρισε ξανά στην αχνιστή χύτρα. «Ναι.» Η Σάιλενς δίστασε για µια στιγµή πριν συνεχίσει απολογητικά: «Έχει φτάσει σε ηλικία για να βγει να µαθητεύσει κάπου έξω, έτσι δεν είναι;» «Ναι, ουσιαστικά κοντεύει να την περάσει.» Η Τέµπερανς αναστέναξε. «Αλλά είναι τόσο χρήσιµη εδώ στο σπίτι. Δεν έχω αρχίσει ακόµη να ψάχνω για να της βρω κάποια θέση έξω.» Η Σάιλενς έβγαλε τα περιεχόµενα του καλαθιού χωρίς σχόλιο. Η Τέµπερανς ήξερε καλύτερα από εκείνην ότι το να δεθεί υπερβολικά µε τα παιδιά του ορφανοτροφείου θα οδηγούσε µόνο σε πληγωµένα συναισθήµατα. «Δεν έχεις µόνο σταφίδες εκεί» είπε, πλησιάζοντας το τραπέζι. «Έφερα και κάτι κάλτσες που έπλεξα.» Η Σάιλενς παρουσίασε ντροπαλά τις δηµιουργίες της – τρία ζευγάρια µικροσκοπικές κάλτσες. Στην ουσία, καµία δεν ήταν ακριβώς ίδια στο µέγεθος µε κάποιαν άλλη, όµως ταίριαζαν τουλάχιστον στο σχήµα. Λίγο-πολύ. «Έφτιαχνα ένα ζευγάρι για τον Γουίλιαµ, και περίσσεψε λίγο µαλλί.» «Πόπο.» Η Τέµπερανς έβαλε τα χέρια στους γοφούς και τέντωσε την πλάτη της. «Το είχα ξεχάσει εντελώς ότι ο Κάπτεν Χόλινµπρουκ επιστρέφει σύντοµα.» Η Σάιλενς ένιωσε ένα κύµα βουβής χαράς να φουσκώνει µέσα της και µόνο στην αναφορά του ονόµατος του άντρα της. Ο Γουίλιαµ έλειπε στη θάλασσα κάµποσους µήνες, σαν καπετάνιος του Σπίνου, ενός εµπορικού πλοίου που επέστρεφε από τις Δυτικές Ινδίες. Έσκυψε το κεφάλι καθώς απαντούσε στην αδελφή της. «Φτάνει από µέρα σε µέρα. Ήλπιζα πως όταν επιστρέψει, εσύ κι ο Γουίντερ θα ερχόσασταν να φάµε µαζί για να το γιορτάσουµε.» Όταν η Τέµπερανς δεν αποκρίθηκε αµέσως, η Σάιλενς σήκωσε τα µάτια. Η αδελφή της κοιτούσε συνοφρυωµένη ένα σωρό γογγύλια πάνω στο τραπέζι. «Τι συµβαίνει;» ρώτησε η Σάιλενς. «Τι;» Η Τέµπερανς τής έριξε µια βιαστική µατιά µε πρόσωπο πιο ήρεµο. «Α, τίποτα, καλή µου. Ξέρεις πως ο Γουίντερ κι εγώ θα χαιρόµασταν να δειπνήσουµε µε σένα και τον Κάπτεν Χόλινµπρουκ. Είναι µόνο που είµαστε τόσο απασχοληµένοι µε το σπίτι αυτήν τη στιγµή…» Τα λόγια της έσβησαν καθώς περιέφερε το βλέµµα στη µεγάλη κουζίνα. «Ίσως, τότε, να είναι καιρός να προσλάβετε παραπάνω βοήθεια. Η Νελ δουλεύει σκληρά, αλλά είναι µόνο µία γυναίκα.» Η Τέµπερανς γέλασε, όµως ο ήχος του γέλιου της ήταν σκληρός και κοφτός. «Αν είχαµε ένα χορηγό για να µας συντηρεί οικονοµικά, θα το κάναµε. Έτσι όπως έχει το πράγµα, µόλις σήµερα καταφέραµε να πληρώσουµε το νοίκι του τωρινού και του προηγούµενου µήνα. Αν καθυστερήσουµε ξανά, ο κύριος Γουέτζ µπορεί να µας κάνει έξωση.»
«Τι;» Η Σάιλενς βούλιαξε σε µια καρέκλα. «Μου έχει µείνει σχεδόν µία λίρα από τα ψώνια. Θα βοηθούσε καθόλου;» Η Τέµπερανς χαµογέλασε. «Όχι, καλή µου. Ίσως µας βοηθούσε για λίγο µόνο, και δεν θέλω να πάρω τα χρήµατα του Κάπτεν Χόλινµπρουκ. Ξέρω πώς παλεύετε να κάνετε οικονοµίες.» Η Σάιλενς κοκκίνισε λιγάκι. Ο Γουίλιαµ ήταν υπέροχος σύζυγος, αλλά ένας πλοίαρχος εµπορικού δεν έβγαζε τόσο πολλά χρήµατα, ιδίως όταν είχε να συντηρήσει γυναίκα, ηλικιωµένη µητέρα και ανύπαντρη αδελφή. «Και µε τον Κόνκορντ τι γίνεται;» Η Τέµπερανς κούνησε το κεφάλι. «Ο Γουίντερ λέει ότι το ζυθοποιείο έχει χάσει λεφτά από τότε που πέθανε ο πατέρας. Εξάλλου, ο Κόνκορντ έχει τη δική του οικογένεια να φροντίσει.» Η Σάιλενς κούνησε το κεφάλι. Δεν είχε ιδέα ότι ο Κόνκορντ αντιµετώπιζε οικονοµικές δυσκολίες, αλλά πάλι στους άντρες της οικογένειας δεν άρεσε πάντα να συζητάνε τις δουλειές τους µε τις γυναίκες τους. Ο Κόνκορντ και η σύζυγός του, η Ρόουζ, είχαν πέντε αξιολάτρευτα παιδιά και πήγαιναν για το έκτο. Σήκωσε το βλέµµα και ρώτησε: «Και ο Άσα;» Η Τέµπερανς µόρφασε. «Ξέρεις ότι ο Άσα πάντα περιφρονούσε το ορφανοτροφείο. Νοµίζω ότι ο Γουίντερ σιχαίνεται την ιδέα να πάει να τον βρει µε το χέρι απλωµένο.» Η Σάιλενς τράβηξε το γογγύλι προς το µέρος της και έπιασε ένα µαχαίρι για να το καθαρίσει. «Ο Γουίντερ είναι ο λιγότερο υπερόπτης άνθρωπος που ξέρω.» «Ναι, φυσικά, αλλά και οι πιο ταπεινοί άνθρωποι έχουν έστω λίγη περηφάνια. Εξάλλου, ακόµα κι αν ο Γουίντερ το ζητούσε από τον Άσα, εκείνος δεν υπάρχει εγγύηση πως θα βοηθούσε.» Η Σάιλενς ήθελε να διαµαρτυρηθεί ότι και βέβαια θα βοηθούσε ο Άσα αν µπορούσε, όµως η αλήθεια ήταν ότι δεν ένιωθε σίγουρη. Ο Άσα είχε ανέκαθεν τραβήξει µια πορεία δική του µακριά από την οικογένεια, µυστικοπαθή και µοναχική. «Τι θα κάνουµε;» Η Σάιλενς άρχισε να τεµαχίζει το γογγύλι, µε τα κοµµάτια να µοιάζουν περισσότερο µε αφηρηµένους όγκους παρά µε κύβους. Ποτέ δεν ήταν καλή σ’ αυτό. Η Τέµπερανς έπιασε ένα µαχαίρι, αλλά κοντοστάθηκε. «Όσο γι’ αυτό, έχω ήδη ένα σχέδιο.» «Ναι;» «Πρέπει να µου υποσχεθείς πως δεν θα πεις λέξη στους αδελφούς µας.» Η Σάιλενς σήκωσε τα µάτια και την κοίταξε. «Τι;» «Ούτε στη Βέριτι» είπε η Τέµπερανς. Η Βέριτι ήταν η µεγαλύτερη από την οικογένεια Μέικπις. Η Σάιλενς την κάρφωσε µε το βλέµµα. Τι µυστικό ήταν αυτό που ήθελε η Τέµπερανς να κρατήσουν όχι µόνο από τους αδελφούς, αλλά και από την αδελφή τους; Όµως, η έκφραση της Τέµπερανς ήταν ανυποχώρητη. Αν η Σάιλενς ήθελε να µάθει, θα έπρεπε να της υποσχεθεί. «Πολύ καλά.» Η Τέµπερανς άφησε κάτω το µαχαίρι και έσκυψε πιο κοντά για να ψιθυρίσει. «Γνώρισα κάποιον που θα µε συστήσει στους σηµαντικούς και πλούσιους της κοινωνίας του Λονδίνου. Σκοπεύω να βρω έναν καινούργιο χορηγό για το ορφανοτροφείο.» «Ποιον;» Η Σάιλενς έσµιξε τα φρύδια. Η οικογένειά τους ήταν ταπεινή. Ο πατέρας τους ήταν ζυθοποιός, και µετά το θάνατό του ο Κόνκορντ είχε αναλάβει την οικογενειακή επιχείρηση. Ο πατέρας τους είχε βαθιά πίστη στη µόρφωση
και είχε φροντίσει όλοι οι αδελφοί της να αποκτήσουν καλή εκπαίδευση ως προς τη Θρησκεία, τη Φιλοσοφία, τα Ελληνικά και τα Λατινικά. Από µια άποψη θα µπορούσαν να χαρακτηριστούν διανοούµενοι, αυτό δεν σήµαινε, όµως, ότι δεν έπρεπε να δουλεύουν για τα προς το ζην. Το είδος των ανθρώπων για τους οποίους µιλούσε η Τέµπερανς ήταν µια εντελώς άλλη κατηγορία. «Ποιος είναι αυτός ο ισχυρός φίλος;» Η Σάιλενς είδε τη στιγµή που κάτι άλλαξε πίσω απ’ τα µάτια της αδελφής της. Η Τέµπερανς ήταν υπέροχος άνθρωπος, κάτι που πιθανότατα την έκανε φρικτή ψεύτρα. «Τέµπερανς, πες µου.» Η αδελφή της ύψωσε το πιγούνι της. «Ονοµάζεται Λόρδος Κέιρ.» Το µέτωπο της Σάιλενς ζάρωσε απορηµένα. «Ένας αριστοκράτης; Πώς, στην ευχή, βρήκες έναν αριστοκράτη να σε βοηθήσει;» «Στην πραγµατικότητα, εκείνος µε βρήκε.» Η Τέµπερανς έσφιξε τα χείλη, µε τα µάτια καρφωµένα πάνω στον αυξανόµενο σωρό των ψιλοκοµµένων γογγυλιών. «Πιστεύεις πως υπάρχει κανείς που να του αρέσουν στ’ αλήθεια τα γογγύλια;» «Τέµπερανς…» Η Τέµπερανς έχωσε τη µύτη του µαχαιριού της σ’ έναν άσπρο κύβο και τον σήκωσε ψηλά. «Βέβαια, είναι πολύ χορταστικά, αλλά, ειλικρινά, πότε ήταν η τελευταία φορά που άκουσες κάποιον να λέει: “Ω, µ’ αρέσουν τόσο πολύ τα γογγύλια”;» Η Σάιλενς άφησε κάτω το µαχαίρι της και περίµενε. Το καπάκι της χύτρας που ήταν στη φωτιά δονήθηκε, και το µαχαίρι της Τέµπερανς έπεφτε µε ένα γδούπο πάνω στο τραπέζι για µισό λεπτό περίπου πριν εκείνη σπάσει και µιλήσει. «Με ακολούθησε στο σπίτι προχθές το βράδυ.» «Τι;» είπε πνιχτά η Σάιλενς. Όµως, η αδελφή της συνέχιζε να µιλάει βιαστικά. «Ακούγεται χειρότερο απ’ ό,τι είναι. Ήταν εντελώς άκακος, σε διαβεβαιώ. Απλά µου ζήτησε να τον βοηθήσω να κουβεντιάσει µε µερικούς ανθρώπους στο Σεντ Τζάιλς. Σε ανταπόδοση τού ζήτησα να µε συστήσει στους πλούσιους ανθρώπους που ξέρει. Είναι µια πολύ πρακτική συµφωνία, αλήθεια.» Η Σάιλενς κοίταξε την αδελφή της µε σκεπτικισµό. Η εικόνα που της περιέγραφε η Τέµπερανς ήταν υπερβολικά ρόδινη. «Να υποθέσω πως αυτός ο Λόρδος Κέιρ είναι ένας ηλικιωµένος τζέντλεµαν, µε άσπρα µαλλιά και κοκαλιάρικα γόνατα;» Η Τέµπερανς έκανε ένα µορφασµό. «Τα µαλλιά του είναι άσπρα, στην πραγµατικότητα.» «Και τα γόνατά του;» «Ελπίζω να µην πιστεύεις πως θα κοίταζα τα γόνατα ενός κύριου.» «Τέµπερανς…» «Ω, πολύ καλά, είναι ένας νέος, και µάλλον ωραίος άντρας» είπε η Τέµπερανς δύστροπα. Τα µάγουλά της ρόδισαν. «Ύψιστε Θεέ.» Η Σάιλενς κοίταξε την αδελφή της µε ανησυχία. Η Τέµπερανς ήταν µια χήρα είκοσι οχτώ ετών, αλλά µερικές φορές συµπεριφερόταν µε όλη την απερισκεψία µιας ανόητης κοπελίτσας. «Σκέψου. Γιατί θα διάλεγε εσένα ειδικά ο Λόρδος Κέιρ για να τον συνοδέψεις στο Σεντ Τζάιλς;» «Δεν ξέρω, αλλά–» «Πρέπει να το πεις στον Γουίντερ. Αυτή η ιστορία µοιάζει σαν ένα στηµένο σχέδιο για το ξελόγιασµά σου. Ο Λόρδος Κέιρ µπορεί να έχει κακούς σκοπούς για σένα. Τι γίνεται αν σε παρασύρει σε ακολασίες;»
Η Τέµπερανς ζάρωσε τη µύτη της, τραβώντας την προσοχή σε µια µουτζούρα στην άκρη της. «Δεν το νοµίζω. Με έχεις δει καλά πρόσφατα;» Άνοιξε τα χέρια της σαν να ήθελε να δώσει έµφαση στο πόσο γελοία ήταν η ιδέα να θέλει να την αποπλανήσει ένας αριστοκράτης. Η Σάιλενς όφειλε να παραδεχτεί ότι έτσι όπως στεκόταν µέσα στην κουζίνα, µε τα µαλλιά της µισολυµένα και µουτζούρες στη µύτη, η Τέµπερανς σίγουρα δεν έµοιαζε µε κάποια που θα έβαζε σε πειρασµό κάποιον να την αποπλανήσει. Παρ’ όλα αυτά, απάντησε µε αδελφική αφοσίωση. «Είσαι αρκετά όµορφη, και το ξέρεις.» «Δεν ξέρω τίποτα τέτοιο.» Η Τέµπερανς άφησε τα χέρια της να πέσουν. «Εσύ ήσουν πάντοτε η ωραία της οικογένειας. Αν κάποιος ποταπός λόρδος ήταν να διαφθείρει κάποια, αυτή θα ήσουν εσύ.» Η Σάιλενς κοίταξε αυστηρά την αδελφή της. «Προσπαθείς να µε αποπροσανατολίσεις.» Η Τέµπερανς αναστέναξε και βούλιαξε σε µια καρέκλα. «Μην το πεις σε κανέναν, Σάιλενς, σε ικετεύω. Έχω ήδη δεχτεί χρήµατα από το Λόρδο Κέιρ για να πληρωθεί το ενοίκιο – έτσι ξεπληρώσαµε το χρέος µας.» «Όµως, ο Γουίντερ σίγουρα θα το ανακαλύψει στο τέλος. Τι εξήγηση του έδωσες για την πληρωµή του ενοικίου;» «Του είπα ότι πούλησα ένα δαχτυλίδι που µου είχε δώσει ο Μπέντζαµιν.» «Ω, Τέµπερανς!» Η Σάιλενς κάλυψε το στόµα της µε φρίκη. «Είπες ψέµατα στον Γουίντερ;» Η Τέµπερανς κούνησε το κεφάλι αρνητικά. «Ήταν µόνο ένα ψεµατάκι. Κι αυτή είναι η µόνη ελπίδα που έχουµε για το σπίτι. Σκέψου τι θα πάθαινε ο Γουίντερ έτσι κι έκλεινε το ορφανοτροφείο.» Η Σάιλενς έστρεψε το βλέµµα απ’ την άλλη. Απ’ όλα τους τα αδέλφια, ο Γουίντερ ήταν ο πιο αφοσιωµένος στον πατέρα τους και στο φιλανθρωπικό του έργο. Θα απογοητευόταν φρικτά αν το ίδρυµα έκλεινε τώρα που το είχε αναλάβει εκείνος. «Σε παρακαλώ, Σάιλενς» ψιθύρισε η Τέµπερανς. «Για τον Γουίντερ.» «Πολύ καλά» είπε η Σάιλενς µε ένα κοφτό νεύµα. «Δεν θα το πω στους αδελφούς µας–» «Αχ, σ’ ευχαριστώ!» «Εκτός» συνέχισε η Σάιλενς «αν νιώσω πως κινδυνεύεις.» «Δεν θα κινδυνέψω. Αυτό µπορώ να σου το υποσχεθώ.» Ο Λάζαρους ξύπνησε µε µια βουβή κραυγή. Τα µάτια του άνοιξαν διάπλατα, και για µια στιγµή απόµεινε ξαπλωµένος και κοίταζε το δωµάτιο, παλεύοντας να θυµηθεί πού ήταν. Μετά αναγνώρισε το υπνοδωµάτιό του. Οι τοίχοι ήταν σκούροι καφέ, τα έπιπλα παλιά και επιβλητικά, και γύρω από το κρεβάτι του κρέµονταν σκούρες πράσινες και καφέ κουρτίνες. Πριν απ’ αυτόν κοιµόταν εδώ ο πατέρας του, και ο Λάζαρους δεν είχε µπει στον κόπο να αλλάξει το παραµικρό όταν κληρονόµησε τον τίτλο. Ένιωσε κάθε µυ στο σώµα του σιγά-σιγά να χαλαρώνει καθώς έστρεφε το βλέµµα στο παράθυρο. Το φως ήταν ένα αχνό γκρι· η αυγή δεν θα πρέπει να αργούσε πολύ ακόµα – και ποτέ δεν ξανακοιµόταν µετά από έναν εφιάλτη. Τεντώθηκε και σηκώθηκε, γυµνός. Ύστερα πήγε ξυπόλυτος µέχρι την ψηλή συρταριέρα για να ρίξει κρύο νερό στο πρόσωπό του. Φόρεσε µία κίτρινη µπροκάρ ρόµπα και κάθισε στο κοµψό γραφείο από ξύλο κερασιάς στη γωνία – το µόνο έπιπλο στο δωµάτιο που είχε φέρει µαζί του. Ο πατέρας του θα είχε διαφωνήσει µε ζήλο στο να γράφει έτσι ατηµέλητος. Ο Λάζαρους χαµογέλασε µε τη σκέψη. Έπειτα άνοιξε το µελανοδοχείο και καταπιάστηκε µε την τρέχουσα µεταφραστική δουλειά του. Ο Κάτουλλος ήταν ιδιαίτερα καυστικός µε τη Λεσβία σ’ αυτό το ποίηµα. Ήθελε να βρει τη σωστή λέξη –την τέλεια λέξη– που όταν θα την τοποθετούσε σωστά, θα
έλαµπε σαν διαµάντι σ’ ένα σπάνιο δαχτυλίδι. Ήταν µια ακριβής, σχολαστική εργασία, και µπορούσε να τον απορροφά για ώρες ολόκληρες κάθε φορά. Ο προσωπικός του υπηρέτης, ο Σµολ, µπήκε κάποια στιγµή αργότερα, και ο Λάζαρους σήκωσε τα µάτια και κοιτώντας το δωµάτιο τον είδε λουσµένο στο φως του ήλιου. «Με συγχωρείτε, λόρδε µου» είπε ο Σµολ. «Δεν κατάλαβα πως είχατε ξυπνήσει.» «Δεν πειράζει» απάντησε ο Λάζαρους, µε το βλέµµα πίσω στη µετάφραση. Οι λέξεις τον καλούσαν, αλλά δεν είχε βρει ακόµη την απόλυτα σωστή διάταξη. «Να χτυπήσω να φέρουν πάνω το πρωινό σας;» «Μµ.» «Και αν είστε έτοιµος για την τουαλέτα σας;» Μπα! Το είχε χάσει τώρα. Ο Λάζαρους πέταξε την πένα του ανυπόµονα και έγειρε πίσω στην καρέκλα. Ο Σµολ αµέσως ακούµπησε ένα αχνιστό πανί στο κάτω µέρος του προσώπου του. Οι κινήσεις του υπηρέτη ήταν γρήγορες και αποτελεσµατικές, τα χέρια του ντελικάτα σαν γυναίκας. Ο Λάζαρους έκλεισε τα µάτια, χαλαρώνοντας καθώς η υγρή ζέστη διαπέρασε το δέρµα του. Θυµήθηκε τα ανοιχτοκάστανα µάτια της κυρίας Ντιουζ το προηγούµενο βράδυ. Τον τρόπο που τα είχε κλείσει µε απόλαυση όταν την τάιζε την τάρτα. Τον τρόπο που τα είχε µισοκλείσει µε θυµό όταν την είχε ρωτήσει γιατί δεν ήθελε να φάει αρχικά. Για κάποιον σαν κι αυτόν –έναν άντρα που δεν µπορούσε να νιώσει κανένα συναίσθηµα–, οι διαθέσεις της ήταν ακαταµάχητα σαγηνευτικές. Η φλόγα του πάθους της είχε δηµιουργήσει µια κάψα που µπορούσε σχεδόν να τη νιώσει. Τον είχε τραβήξει τόσο έντονα, όσο η ζέστη του τζακιού µια γάτα. Το συναίσθηµά της ήταν ξένο, άγριο και διεγερτικό· και απόλυτα γοητευτικό – και προσπάθησε τόσο πολύ να το κρύψει. Γιατί; Ο Λάζαρους ήθελε να περάσει χρόνο κοντά στην πηγή ενός τόσο ισχυρού συναισθήµατος. Ήθελε να πειραµατιστεί, να ψάξει και να εµβαθύνει, να δει τι άλλο έκανε τα µάγουλά της να φουντώνουν, την αναπνοή της να βγαίνει λαχανιασµένη. Τι θα την έκανε να γελάσει; Τι την τρόµαζε; Πώς θα ήταν τα µάτια της τη στιγµή του οργασµού; Θα προσπαθούσε να συγκρατηθεί, ή η σωµατική απόλαυση θα κατέλυε τις άµυνές της; Η σκέψη ήταν παράξενα ερεθιστική τόσο νωρίς το πρωί. Ποτέ δεν είχε ενδιαφερθεί για την ανταπόκριση κάποιας γυναίκας. Αυτή πάντα αντιπροσώπευε το δοχείο της δικής του ηδονής. Αλλά µε την κυρία Ντιουζ, ήταν η ίδια η γυναίκα που αποτελούσε το ενδιαφέρον κοµµάτι. Ο Σµολ έβγαλε το πανί και πέρασε µε το πινέλο ζεστή σαπουνάδα στο σαγόνι του Λάζαρους. Ο Λάζαρους κράτησε τα µάτια του κλειστά, αρνούµενος να τραβηχτεί στο πρώτο άγγιγµα του ξυραφιού πάνω στο γυµνό του µάγουλο. Έσφιξε κρυφά τα µπράτσα της πολυθρόνας. Το να αφήνει έναν άλλο άνθρωπο να τον αγγίζει ήταν µια αποκρουστική σωµατική δοκιµασία, που ήταν µέρος του λόγου που επέτρεπε αυτή την επαναλαµβανόµενη οικειότητα κάθε πρωί. Του έδινε ένα είδος ικανοποίησης να έρχεται αντιµέτωπος µε τον πιο ενστικτώδη φόβο του, και να τον ξεπερνάει σε καθηµερινή βάση. Ο υπηρέτης αποτελείωσε το αριστερό µάγουλο, και ο Λάζαρους έγειρε το κεφάλι για να δεχτεί το ξυράφι στο δεξί, πνίγοντας ένα ρίγος αποστροφής. Ένιωθε αυτήν τη σιχασιά στο άγγιγµα των άλλων από τότε που θυµόταν τον εαυτό του. Όχι. Αυτό δεν ήταν σωστό. Ο Λάζαρους δεν µπόρεσε να συγκρατήσει ένα µορφασµό όταν ο Σµολ πέρασε το ξυράφι από το πάνω χείλος του. Κάποτε, όταν ήταν πολύ µικρός, υπήρχε ένα άγγιγµα που δεν του προκαλούσε φόβο και σιχασιά και ξεκάθαρο πόνο. Αλλά αυτό ήταν πριν από πολύ καιρό, κι εκείνο το άτοµο είχε πεθάνει. Ο Σµολ σκούπισε τα τελευταία ίχνη σαπουνάδας από το πρόσωπό του, και ο Λάζαρους άνοιξε τα µάτια. «Σ’ ευχαριστώ.» Αν ο υπηρέτης είχε την παραµικρή ιδέα για τον πόνο που είχε προκαλέσει στον κύριό του, αυτή η
επίγνωση δεν φαινόταν στην πράα έκφρασή του. «Τι θα φορέσετε σήµερα, λόρδε µου;» «Το µαύρο µεταξωτό παντελόνι και το ασορτί παλτό µε το ασηµοκέντητο γιλέκο.» Ο Λάζαρους σηκώθηκε και άφησε τη ρόµπα να πέσει στην πολυθρόνα. Ο Σµολ τού έδωσε τα ρούχα κι εκείνος ντύθηκε µόνος του – υπήρχε µια λεπτή διαχωριστική γραµµή µεταξύ καρτερικότητας και αυτοβασανισµού. «Και το µπαστούνι µου, επίσης» είπε ο Λάζαρους καθώς άφηνε τον υπηρέτη να του δέσει πίσω τα µαλλιά µε µια µαύρη βελούδινη κορδέλα. «Βεβαίως, λόρδε µου.» Ο Σµολ κοίταξε µε αµφιβολία το παράθυρο. «Έχετε ραντεβού τόσο νωρίς;» «Θα επισκεφτώ τη µητέρα µου.» Ο Λάζαρους χαµογέλασε χωρίς χιούµορ. «Κι αυτό είναι ένα καθήκον που είναι καλύτερο να γίνει όσο πιο νωρίς γίνεται.» Πήρε το µπαστούνι που του πρόσφερε ο Σµολ, και βγήκε από το δωµάτιο χωρίς να περιµένει την απάντηση του υπηρέτη. Το κύριο υπνοδωµάτιο οδηγούσε σε ένα φαρδύ διάδροµο ντυµένο µε σκούρο, σκαλιστό ξύλο. Αυτό το αστικό σπίτι ανήκε στην οικογένεια Κέιρ από την εποχή του παππού του. Δεν ήταν πλέον το πιο µοντέρνο τµήµα του Λονδίνου, αλλά ήταν µεγάλο και πολυτελές, και κυριολεκτικά µύριζε παλιό χρήµα και δύναµη. Ο Λάζαρους κατέβηκε τη σκάλα, σέρνοντας το χέρι πάνω στη ροζ κουπαστή. Η πέτρα είχε έρθει από την Ιταλία, και είχε λαξευτεί και γυαλιστεί µέχρι που έλαµπε σχεδόν σαν καθρέφτης. Θα έπρεπε να νιώθει κάτι αγγίζοντας την ψυχρή, λεία πέτρα, το ήξερε. Περηφάνια ίσως; Ή νοσταλγία; Αντί γι’ αυτό, όµως, ένιωθε ό,τι πάντα. Απολύτως τίποτα. Έφτασε στο κάτω χολ, και πήρε την κάπα και το τρίκοχο καπέλο του από τον µπάτλερ. Έξω φύσαγε δυνατός αέρας, οι άντρες που κουβαλούσαν το φορείο έτρεµαν λιγάκι καθώς τον περίµεναν. Το φορείο ήταν καινούργιο, ειδικά φτιαγµένο για το ύψος του, µε το εξωτερικό σµαλτωµένο µε µαύρο και ασηµί, το εσωτερικό ντυµένο µε παχιά πορφυρά µαξιλάρια. Ο ένας απ’ τους άντρες κράτησε ανοιχτό το πάνω µέρος για να περάσει ο Λάζαρους πάνω από το κάγκελο και να µπει. Η µπροστινή πόρτα ήταν κλειστή και µανταλωµένη, και το πάνω µέρος κατεβασµένο. Οι άντρες σήκωσαν την καρέκλα, και µετά άρχισαν να διασχίζουν µε ελαφρό τροχάδην τους δρόµους του Λονδίνου. Ο Λάζαρους αναρωτήθηκε τεµπέλικα τι να είχε προκαλέσει την πρόσκληση της µητέρας του. Μήπως θα του ζητούσε περισσότερα χρήµατα; Αυτό φαινόταν µάλλον απίθανο, αφού είχε µια γενναιόδωρη διατροφή από εκείνον, όπως επίσης αρκετά δικά της ακίνητα. Ίσως είχε αρχίσει να παίζει τώρα στα γεράµατα. Ρουθούνισε δυνατά µε τη σκέψη. Οι άντρες σταµάτησαν και ο Λάζαρους κατέβηκε. Το σπίτι που είχε αγοράσει για τη µητέρα του ήταν µικρό, αλλά µοντέρνο. Εκείνη είχε παραπονεθεί –ακόµη παραπονιόταν– όταν την ανάγκασε να µετακοµίσει από την Οικία Κέιρ, αλλά, που να πάρει ο διάβολος, δεν υπήρχε περίπτωση να ζήσει µαζί της. Μέσα, ο µπάτλερ συνόδεψε τον Λάζαρους σε ένα σκανδαλωδώς χρυσοποίκιλτο καθιστικό. Εκεί κάθισε για γεµάτη µισή ώρα, µελετώντας αφηρηµένα τις χρυσές έλικες στην κορυφή των κορινθιακών κιόνων που στέκονταν φρουροί εκατέρωθεν της πόρτας. Θα είχε φύγει, αλλά τότε απλά θα έπρεπε να επαναλάβει αυτήν τη φάρσα µιαν άλλη µέρα. Οπότε, καλύτερα να ξεµπέρδευε το γρηγορότερο. Εκείνη µπήκε στο δωµάτιο όπως έκανε πάντα – σταµατώντας ένα κλάσµα του δευτερολέπτου µέσα από την πόρτα, για να αφήσει την οµορφιά της να πληµµυρίσει µε δέος όποιον βρισκόταν µέσα. Ο Λάζαρους χασµουρήθηκε. Εκείνη γέλασε νευρικά, κι ο ήχος δεν κατάφερε να κρύψει εντελώς το θυµό που υπέβοσκε. «Έχεις
χάσει κάθε αίσθηση ευπρέπειας, γιε µου; Ή µήπως είναι της µόδας τώρα πια να µη σηκώνεσαι όταν µπαίνει µέσα µια κυρία;» Ο Λάζαρους σηκώθηκε µε τόση νωχέλεια, όση να µετατρέψει την κίνηση σε προσβολή, κι έπειτα υποκλίθηκε όσο πιο σύντοµα γινόταν. «Τι θέλετε, κυρία;» Κι αυτό ήταν λάθος, φυσικά. Το να δείξει την ανυποµονησία του της έδινε απλά ένα λόγο παραπάνω να τραβήξει αυτήν τη συνάντηση σε µάκρος. «Ω, Λάζαρους, είναι απαραίτητο να είσαι τόσο αγενής;» Κάθισε προσεκτικά σε έναν από τους περίτεχνα βαµµένους καναπέδες. «Καταντάει κουραστικό. Έχω ειδοποιήσει να µας φέρουν τσάι και βουτήµατα και τα σχετικά» –ανέµισε το χέρι της αόριστα– «συνεπώς, πρέπει να µείνεις τουλάχιστον γι’ αυτό.» «Πρέπει;» τη ρώτησε µαλακά, µε µια αιχµή στη φωνή του που έκανε τη λέξη να γρατζουνάει. Μια φευγαλέα έκφραση αβεβαιότητας χαράχτηκε στο όµορφο πρόσωπό της, αλλά µετά είπε µε σταθερή φωνή: «Ω, έτσι νοµίζω.» Ο Λάζαρους κάθισε πάλι κάτω, υποκύπτοντας προς στιγµήν στην ελκυστική αλλά ανούσια µητέρα του. Την παρατηρούσε όση ώρα περίµεναν το τσάι. Μισούσε το τσάι, πάντοτε. Άραγε, δεν το ήξερε η µητέρα του, ή –το πιο πιθανό– το πρόσφερε απλά και µόνο για να τον προκαλέσει; Η Λαίδη Κέιρ ήταν φηµισµένη καλλονή στα νιάτα της, και ο χρόνος τής είχε φερθεί καλά. Το πρόσωπό της ήταν ένα τέλειο, γαλήνιο οβάλ, ο λαιµός της µακρύς και γεµάτος χάρη. Τα µάτια της ήταν σαν τα δικά του, ένα καθαρό γαλάζιο, αµυδρά ανασηκωµένα στις άκρες. Το µέτωπό της ήταν λευκό και αρυτίδωτο. Τα µαλλιά της είχαν ασπρίσει το ίδιο πρόωρα µε τα δικά του, αλλά αντί να δοκιµάσει να τα βάψει ή να φοράει περούκα, εκείνη επιδείκνυε το ασυνήθιστο χρώµα τους. Προτιµούσε τις σκούρες µπλε τουαλέτες, για να τονίζει το λευκό της δέρµα, ενώ φορούσε µαύρες ή σκούρες µπλε κάπες, στολισµένες µε δαντέλα και πετράδια. Ήξερε πάντα πολύ καλά πώς να τραβάει τα βλέµµατα. «Α, να και το τσάι» είπε η µητέρα του καθώς δύο υπηρέτριες µπήκαν κουβαλώντας δίσκους. Ανακούφιση ήταν αυτό στη φωνή της; Οι υπηρέτριες άφησαν σιωπηλά τους δίσκους, και έφυγαν αθόρυβα. Η Λαίδη Κέιρ ανασηκώθηκε για να σερβίρει. Το χέρι της κοντοστάθηκε πάνω από το φλιτζάνι. «Ζάχαρη;» «Όχι, ευχαριστώ.» «Φυσικά.» Η αυτοπεποίθησή της είχε αποκατασταθεί. Του έδωσε το φλιτζάνι. «Τώρα θυµήθηκα – ούτε ζάχαρη ούτε γάλα.» Εκείνος ύψωσε τα φρύδια και άφησε το φλιτζάνι χωρίς να δοκιµάσει. Τι παιχνίδι του έπαιζε; Φάνηκε να µην παρατηρεί την έλλειψη ενθουσιασµού του Λάζαρους για το τσάι, ξαναπαίρνοντας την προηγούµενη νωθρή πόζα της µε το δικό της φλιτζάνι στο χέρι. «Άκουσα πως σε είδαν µε τη µεγαλύτερη µις Τέρνερ. Έχεις ενδιαφέρον προς αυτή την κατεύθυνση;» Ανοιγόκλεισε τα µάτια του για µια στιγµή, αληθινά ξαφνιασµένος, και στη συνέχεια έβαλε τα γέλια. «Τώρα αποφασίσατε να µου κάνετε την προξενήτρα, κυρία;» Μια ρυτίδα εκνευρισµού εµφανίστηκε ανάµεσα στα φρύδια της. «Λάζαρους–» Όµως, εκείνος τη διέκοψε µε λόγια γρήγορα κι ανάλαφρα, που συγκάλυπταν την αιχµηρότατα που περιείχαν. «Μήπως να ελέγξετε και να εγκρίνετε µια επιλεγµένη οµάδα από κοπέλες, και µετά να τις βάλετε στη σειρά για να τις επιθεωρήσω; Βέβαια, µπορεί να είναι δύσκολο µε τις φήµες που κυκλοφορούν στην κοινωνία του Λονδίνου σχετικά µε τις… τάσεις µου. Με εξαίρεση τις πιο
παραδόπιστες οικογένειες, όλοι οι άλλοι φροντίζουν να κρατάνε τις παρθένες τους µακριά µου.» «Μη γίνεσαι ωµός.» Άφησε το φλιτζάνι της µε µια γκριµάτσα αποδοκιµασίας. «Πρώτα αγενής, µετά ωµός» είπε αργόσυρτα ο Λάζαρους. Η υποµονή του είχε εξαντληθεί. «Ειλικρινά, κυρία, είναι απορίας άξιο πώς αντέχετε τη συντροφιά µου.» Εκείνη µόρφασε στα λόγια του. «Δεν–» «Έχετε ανάγκη χρηµάτων;» «Όχι, δεν–» «Έχετε κάποια άλλα πιεστικά ζητήµατα να συζητήσετε µαζί µου, τότε;» «Λάζαρους–» «Κάποια ανησυχία για τις δουλειές σας;» τη διέκοψε. «Τα κτήµατα ή τους υπηρέτες σας;» Εκείνη απόµεινε απλά να τον κοιτάζει. «Τότε, φοβάµαι ότι πρέπει να φύγω, Λαίδη Κέιρ.» Σηκώθηκε, και υποκλίθηκε χωρίς να την κοιτάξει στα µάτια. «Σας εύχοµαι µια καλή µέρα.» Βρισκόταν ήδη στην πόρτα, όταν την άκουσε να λέει: «Δεν ξέρεις. Δεν ξέρεις πώς ήταν.» Της είχε στραµµένη την πλάτη, και δεν γύρισε να την κοιτάξει πριν κλείσει την πόρτα πίσω του. Η κατάσταση της Μέρι Χόουπ δεν βελτιωνόταν. Η Τέµπερανς παρακολουθούσε αγχωµένη την τροφό, την Πόλι, που προσπαθούσε ακόµα µία φορά να βάλει το βρέφος να θηλάσει. Το µικροσκοπικό, χαλαρό στόµα του µωρού άνοιξε γύρω απ’ τη θηλή, αλλά παρέµεινε απαθές, µε τα µάτια κλειστά. Η Πόλι έκανε ένα δυσαρεστηµένο “τς” και σήκωσε το βλέµµα µε πρόσωπο θλιµµένο. «Δεν ρουφάει, κυρά. Ούτε που τη νιώθω καλά-καλά πάνω µου.» Η Τέµπερανς ίσιωσε την πλάτη, µορφάζοντας στο τράβηγµα που ένιωσε. Καθόταν πάνω από την Πόλι και το µωρό για ώρες. Η καρέκλα ήταν το πιο καλό έπιπλο µέσα στο µικρό νοικιασµένο δωµάτιο – η Τέµπερανς την είχε δώσει στην Πόλι όταν την είχε προσλάβει σαν µία από τις τροφούς του ορφανοτροφείου. Οι τροφοί δεν ζούσαν στο σπίτι. Αντίθετα έπαιρναν τους µικρούς τους ανάδοχους στο δικό τους σπίτι, όπου βρισκόταν αυτό. Μιας και η Τέµπερανς δεν επέβλεπε άµεσα τις τροφούς, ήταν επιτακτική ανάγκη να βρίσκει γυναίκες που µπορούσε να εµπιστευτεί, και η Πόλι ήταν η καλύτερη. Όχι πολύ πάνω απ’ τα είκοσι, η παραµάνα είχε µαύρα µάτια και µαλλιά, και ήταν µάλλον όµορφη. Όµως, η Πόλι είχε τη σύνεση και τον αέρα γυναίκας µε τα διπλά της χρόνια. Ο άντρας της ήταν ναυτικός, ο οποίος ερχόταν στο σπίτι τόσο ώστε να έχει κάνει δύο παιδιά µε τη γυναίκα του. Ανάµεσα στις σποραδικές εµφανίσεις του, η Πόλι έβγαζε η ίδια τα προς το ζην για τον εαυτό της και τη µικρή της οικογένεια. Εκτός από την καρέκλα, το δωµάτιο της Πόλι είχε ένα τραπέζι, ένα κρεβάτι µε κουρτίνα, και ένα φτηνό κάδρο στον τοίχο που παρίστανε µερικές γυναίκες ντυµένες µε φανταχτερά ρούχα. Πάνω από το τζάκι κρεµόταν ένας στρογγυλός καθρέφτης που αντανακλούσε τα αντικείµενα που υπήρχαν στο δωµάτιο. Η Πόλι είχε τοποθετήσει τα λιγοστά της πράγµατα πάνω στο πρέκι του τζακιού: ένα κηροπήγιο, ένα βαζάκι µε αλάτι και ένα µε ξύδι, µια τσαγιέρα κι ένα τσίγκινο φλιτζάνι. Σε µια γωνιά του φτωχικού δωµατίου έπαιζαν τα µωρά της Πόλι, ένα µωρό που µόλις άρχιζε να περπατάει κι ένα που µόλις είχε µάθει να µπουσουλάει. Η Τέµπερανς επανέφερε το βλέµµα στη Μέρι Χόουπ. Το µικρό δωµάτιο της Πόλι µπορεί να ήταν φτωχικό, αλλά ήταν ολοκάθαρο, και η ίδια η Πόλι ήταν παστρική και νηφάλια. Αντίθετα µε πολλές απ’
τις γυναίκες που ζούσαν θηλάζοντας µωρά, δεν έπινε και έµοιαζε να νοιάζεται πραγµατικά για τα µωρά που αναλάµβανε όσο τα είχε µαζί της. Αυτό την έκανε να αξίζει το βάρος της σε χρυσάφι. «Μπορείς να προσπαθήσεις ξανά;» ρώτησε η Τέµπερανς µε αγωνία. «Αµέ, θα τη βάλω στο βυζί, αλλά το αν θα θηλάσει ή όχι…» Η Πόλι άφησε τη φωνή της να σβήσει καθώς τοποθετούσε τη µικρή πάλι στο στήθος της. Είχε λύσει το πάνω τµήµα του κορσέ της και είχε τραβήξει στο πλάι το µάλλινο πουκάµισό της, αποκαλύπτοντας τον ένα µαστό. «Τι θα ’λεγες να της στάξουµε λίγο γάλα στο στόµα;» Η Πόλι αναστέναξε. «Έκανα να στάξει λίγο γάλα στο στόµα της µικρής, αλλά δεν κατάπιε παρά µια-δυο στάλες.» Έκανε µια επίδειξη, κι η Τέµπερανς παρακολούθησε το φρέσκο γάλα να στάζει, και να κυλάει έξω από το στόµα του µωρού. Δύσκολο να καταλάβει αν είχε καταπιεί καθόλου. Το µικρότερο απ’ τα παιδιά της Πόλι είχε µπουσουλήσει κοντά της τώρα, και την τραβούσε από τη φούστα για να σηκωθεί, κλαίγοντας. «Μπορείς να την κρατήσεις µια στιγµούλα για να κοιτάξω το δικό µου;» Η Τέµπερανς ξεροκατάπιε, διστάζοντας λίγο να κρατήσει το εύθραυστο βρέφος, αλλά η Πόλι ακούµπαγε ήδη στα χέρια της τη Μέρι Χόουπ. Η Τέµπερανς την κράτησε σφιγµένα. Το µωρό ήταν ελαφρύ σαν πούπουλο. Είδε την Πόλι να ανεβάζει το µωρό της στην ποδιά της. Το µικρό έπιασε αµέσως τη θηλή, ρουφώντας ευχαριστηµένο µεγάλες γουλιές ενώ εκείνη κρατούσε τεµπέλικα το δαχτυλάκι του παιδιού µε τα παχουλά της δάχτυλα. Η Τέµπερανς κοίταξε µια το ολοφάνερα καλοταϊσµένο µωρό και µια τα βουλιαγµένα µαγουλάκια της Μέρι Χόουπ. Το βρέφος είχε τα µατάκια του ανοιχτά, αλλά κοιτούσε πάνω από τον ώµο της Τέµπερανς µε βλέµµα χαµένο, ενώ οι ζάρες στο πρόσωπό του έκαναν ακόµα πιο έντονη τη διαφορά µε το παχουλό, υγιές µωρό της Πόλι. Η Τέµπερανς αποτράβηξε βιαστικά το βλέµµα, µε το στήθος της να σφίγγεται από ένα συναίσθηµα που αρνήθηκε να αναγνωρίσει. Δεν θα αποκτούσε αισθήµατα για το ετοιµοθάνατο µωράκι, σε καµία περίπτωση. Είχε καεί µια φορά στο παρελθόν, δίνοντας την αγάπη της υπερβολικά απερίσκεπτα, και τώρα την κρατούσε καλά κλεισµένη µέσα στο στήθος της. «Έλα, παπάκι µου, είσαι ευχαριστηµένο τώρα;» µουρµούρισε γλυκά η Πόλι στο παιδί στην αγκαλιά της. Κοίταξε την Τέµπερανς. «Δώσε να προσπαθήσω λίγο ακόµα µε τούτο.» «Εντάξει, αλλά µην παραµελήσεις τα δικά σου» είπε η Τέµπερανς, αφήνοντας ανακουφισµένη τη Μέρι Χόουπ στα χέρια της. Είχε ακούσει για παραµάνες που άφηναν τα δικά τους παιδιά να λιµοκτονούν για να ταΐζουν τα µωρά για τα οποία πληρώνονταν. «Μη φοβάσαι» είπε η Πόλι αποφασιστικά. «Έχω αρκετό για όλα.» Κι έκανε πράξη τα λόγια της, κατεβάζοντας το πουκάµισο από το άλλο της στήθος και βάζοντας εκεί τη Μέρι Χόουπ ενώ παράλληλα άφηνε το δικό της µωρό να συνεχίσει να θηλάζει από το πρώτο. Η Τέµπερανς έγνεψε καταφατικά. «Σ’ ευχαριστώ, Πόλι. Θα σου αφήσω κάτι παραπάνω αυτήν τη βδοµάδα. Κοίτα να τα χαλάσεις σε φαγητό για τον εαυτό σου, σε παρακαλώ.» «Αµέ, αυτό θα κάνω» απάντησε η Πόλι µε το κεφάλι της ήδη σκυµµένο πάνω από το ασθενικό µωρό. Η Τέµπερανς κοντοστάθηκε για µια στιγµή, αλλά τελικά είπε µια καληνύχτα στην Πόλι και έφυγε. Τι άλλο θα µπορούσε να κάνει; Πέρασε µέσα απ’ τα πυκνοκατοικηµένα δωµάτια του σπιτιού στο οποίο νοίκιαζε η Πόλι. Είχε προσλάβει την καλύτερη παραµάνα που υπήρχε, και µάλιστα της είχε δώσει και κάτι παραπάνω, παρά τα ισχνά οικονοµικά του ορφανοτροφείου.
Τα υπόλοιπα ήταν στα χέρια του Θεού. Έξω, το φως άρχιζε να πέφτει καθώς η νύχτα ερχόταν στο Σεντ Τζάιλς. Η Τέµπερανς ανατρίχιασε. Μια γυναίκα την προσπέρασε, ισορροπώντας ένα µεγάλο, πλατύ καλάθι στο κεφάλι της που περιείχε µερικά µύδια και µια χάλκινη κούπα για ζύγι. Ο Γουίντερ τής είχε µηνύσει πως θα δούλευε µέχρι αργά απόψε στο σχολείο, αλλά εκείνη θα έπρεπε και πάλι να φτιάξει το δικό της δείπνο και να βάλει τα παιδιά για ύπνο πριν πάει να συναντήσει το Λόρδο Κέιρ. Μια µεγάλη σκιά κινήθηκε σ’ ένα κατώφλι καθώς περνούσε, και για µια στιγµή η καρδιά της έχασε ένα χτύπο. Μετά, η βαθιά φωνή του Λόρδου Κέιρ έφτασε στα αφτιά της. «Καλησπέρα, κυρία Ντιουζ.» Σταµάτησε, βάζοντας τα χέρια στη µέση µε αγανάκτηση. «Τι, στο καλό, κάνετε εδώ;» Μπορούσε να δει τα µαύρα του φρύδια να ανασηκώνονται κάτω από το γείσο του καπέλου του. «Σας περιµένω.» «Με ακολουθήσατε!» Εκείνος έγειρε το κεφάλι, χωρίς να πτοηθεί στο ελάχιστο από τον επικριτικό της τόνο. «Όντως, κυρία Ντιουζ.» Η Τέµπερανς ξεφύσηξε αγανακτισµένα και άρχισε πάλι να προχωράει. «Θα πρέπει να βαριέστε πάρα πολύ, για να παίζετε τόσο παιδιάστικα παιχνίδια.» Τον άκουσε να αφήνει ένα γελάκι πίσω της, τόσο κοντά της, που νόµισε πως ένιωσε το µανδύα του να ακουµπάει τη φούστα της. «Δεν έχετε ιδέα πόσο.» Θυµήθηκε ξαφνικά το φιλί που της είχε δώσει – σκληρό και καυτό, και καθόλου ευγενικό. Πώς είχε κάνει την καρδιά της να καλπάσει, το δέρµα της να νοτίσει απ’ τον ιδρώτα. Αποτελούσε κίνδυνο για εκείνην και για όλα τα συναισθήµατα που συγκρατούσε µε τόσο αδύναµο έλεγχο. Η φωνή της ήταν κοφτή όταν απάντησε. «Δεν είµαι ένας αντιπερισπασµός για αριστοκράτες που βαριούνται.» «Είπα εγώ ότι είστε;» τη ρώτησε µαλακά. «Ποιον πήγατε να δείτε σε εκείνο το σπίτι;» «Την Πόλι.» Κινείτο τόσο αθόρυβα πίσω της, που θα µπορούσε να είναι φάντασµα. Η Τέµπερανς πήρε µια βαθιά ανάσα. Κάθε άλλος τζέντλεµαν –ειδικά ένας αριστοκράτης– θα είχε παραιτηθεί ακούγοντας τα καυστικά λόγια της, θα είχε γυρίσει, και θα είχε φύγει βράζοντας από αντρική οργή. Ό,τι παιχνίδι κι αν ήταν αυτό που έπαιζε ο Λόρδος Κέιρ, ήταν υποµονετικός. Και εξάλλου, το ίδρυµα εξακολουθούσε να χρειάζεται χορηγό. «Η Πόλι είναι η παραµάνα µας» είπε η Τέµπερανς πιο ήρεµα. «Θα θυµάσαι ότι τη νύχτα που γνωριστήκαµε έφερνα ένα καινούργιο µωρό στο σπίτι. Έδωσα το µωρό, ένα ασθενικό βρέφος, στην Πόλι για να το θηλάζει. Το λένε Μέρι Χόουπ.» «Δείχνεις…» Η φράση του έσβησε σαν να προσπαθούσε να αναλύσει τον τόνο της φωνής της. «Στενοχωρηµένη.» «Η Μέρι Χόουπ δεν ρουφάει γάλα» είπε η Τέµπερανς. «Και όταν η Πόλι τής στάζει λίγο στο στόµα, εκείνη σχεδόν δεν το καταπίνει.» «Τότε, το µωρό θα πεθάνει» της είπε µε φωνή απρόσωπη. Η Τέµπερανς σταµάτησε, και στράφηκε ορµητικά προς το µέρος του. «Ναι! Ναι, η Μέρι Χόουπ θα πεθάνει αν δεν µπορέσει να τραφεί. Γιατί είσαι τόσο αδιάφορος;» «Κι εσύ γιατί νοιάζεσαι τόσο πολύ;» Είχε σταµατήσει µαζί της, πολύ κοντά ως συνήθως, και ο
άνεµος φύσαγε το µανδύα του µπροστά, τυλίγοντας τη φούστα της σαν κάτι ζωντανό. «Γιατί έχεις τόσο έντονα συναισθήµατα για ένα παιδί που σχεδόν δεν ξέρεις; Ένα παιδί που θα πρέπει να ήξερες πως ήταν ασθενικό, πως ίσως ήταν ήδη ετοιµοθάνατο όταν το έφερες στο σπίτι σου;» «Επειδή αυτή είναι η δουλειά µου» είπε αγριεµένα. «Αυτός είναι ο λόγος που σηκώνοµαι το πρωί, ο λόγος που τρώω, ο λόγος που κοιµάµαι – για να προσφέρω ό,τι µπορώ σ’ αυτά τα παιδιά. Για να διατηρήσω το ίδρυµα σε λειτουργία.» «Αυτό είν’ όλο; Δεν αγαπάς το ίδιο το παιδί;» «Όχι, και βέβαια όχι.» Γύρισε και συνέχισε να περπατάει. «Εγώ… νοιάζοµαι για κάθε παιδί, φυσικά και νοιάζοµαι, αλλά το να επιτρέψω στον εαυτό µου να αγαπήσει κάποιο παιδί που πεθαίνει θα ήταν το αποκορύφωµα της βλακείας. Μη νοµίζεις πως δεν το ξέρω αυτό, λόρδε µου.» «Τόσο ανιδιοτελής» είπε εκείνος µε φωνή βαθιά και κοροϊδευτική. «Τόσο µάρτυρας γι’ αυτά τα φτωχά, άµοιρα βρέφη. Μα, εσύ, κυρία Ντιουζ, θα µπορούσες να ήσουν αγία. Το µόνο που σου λείπει είναι το φωτοστέφανο και οι µατωµένες παλάµες.» Μια οργισµένη απάντηση ήρθε στην άκρη της γλώσσας της, αλλά η Τέµπερανς έσφιξε τα χείλη και κατάπιε τις λέξεις. «Ωστόσο» συλλογίστηκε φωναχτά ο Λόρδος Κέιρ ενώ συνέχιζε να βρίσκεται ακριβώς πίσω της «αναρωτιέµαι αν είναι δυνατό να απαγορέψεις στον εαυτό σου να αγαπήσει ένα παιδί. Για κάποιους αυτό µπορεί να είναι εύκολο, αλλά για σένα, κυρία Ντιουζ, πολύ αµφιβάλλω.» Η Τέµπερανς άνοιξε το βήµα της εκνευρισµένη. «Θεωρείτε τον εαυτό σας ειδικό στα συναισθήµατα, λόρδε µου;» «Καθόλου» µουρµούρισε εκείνος. «Σπανίως νιώθω το παραµικρό. Αλλά όπως κι ο άνθρωπος χωρίς πόδια, γοητεύοµαι µοιραία από εκείνους που µπορούν να χορεύουν.» Η Τέµπερανς έστριψε στη γωνία, συλλογισµένη. Τώρα αποµακρύνονταν από το ορφανοτροφείο. «Δεν νιώθετε τίποτα;» «Τίποτα.» Σταµάτησε και τον κοίταξε µε περιέργεια. «Τότε, γιατί περνάτε τόσο χρόνο αναζητώντας το δολοφόνο της ερωµένης σας;» Το στόµα του ανασηκώθηκε κυνικά. «Δεν θα απέδιδα τόση σηµασία σ’ αυτό. Είναι απλά ένα καπρίτσιο.» «Τώρα ποιος λέει ψέµατα;» του ψιθύρισε. Εκείνος αποτράβηξε το βλέµµα σαν να εκνευρίστηκε. «Παρατηρώ πως δεν κατευθυνόµαστε προς το σπίτι σας.» Ένιωσε παράξενα απογοητευµένη µε τον τρόπο που άλλαξε θέµα. Αν όντως δεν ένιωθε κανένα συναίσθηµα, τότε γιατί περνούσε τόσους µήνες αναζητώντας ένα δολοφόνο από «καπρίτσιο»; Μήπως ο Λόρδος Κέιρ ένιωθε περισσότερα απ’ όσα παραδεχόταν; Ή µήπως ήταν στ’ αλήθεια ο ψυχρός, αδιάφορος αριστοκράτης που έλεγε; Παρ’ όλα αυτά, εκείνος παρέµεινε σιωπηλός, περιµένοντας προφανώς την απάντησή της. Η Τέµπερανς αναστέναξε. «Σας πηγαίνω στο Σοκάκι του Δήµιου, εκεί που υποτίθεται πως µένει η Μάρθα Σουάν.» «Δεν θα ανησυχήσει ο αδελφός σας αν δεν επιστρέψετε στο σπίτι;» «Αν µπορούµε να πάµε και να γυρίσουµε µέσα σε µία ώρα, θα πω ότι πέρασα κι από τις άλλες τροφούς» µουρµούρισε η Τέµπερανς, ξεκινώντας ξανά.
«Τς, τς, κυρία Ντιουζ, θα πείτε ψέµατα στον ίδιο σας τον αδελφό;» Αυτήν τη φορά επέλεξε απλά να τον αγνοήσει. Η νύχτα είχε πέσει εντελώς τώρα, οι δρόµοι άδειαζαν καθώς έβγαιναν οι κυνηγοί, και η Τέµπερανς χαιρόταν που είχε φέρει µαζί της το πιστόλι, τακτοποιηµένο µέσα στη θήκη που κρεµόταν κάτω από τις φούστες της. Μισή ώρα µετά µπήκαν στο Σοκάκι του Δήµιου, ένα σηµείο όπου συγκεντρώνονταν ληστές, κλέφτες και πορτοφολάδες. Αναρωτήθηκε αν ο Λόρδος Κέιρ ήξερε πόσο επικίνδυνη ήταν αυτή η περιοχή. Όταν τον κοίταξε µε την άκρη του µατιού της, πρόσεξε ότι περπατούσε µε τη χάρη αρπακτικού, κρατώντας το εβένινο µπαστούνι στη γροθιά του σαν ρόπαλο. Εκείνος έπιασε τη µατιά της. «Τι ωραία συνοικία!» «Χµ.» Αλλά, παρά τον απαξιωτικό της τόνο, η Τέµπερανς ένιωθε ανακούφιση που ο Κέιρ έδειχνε τόσο φοβερός. «Να το.» Έδειξε µια ξεθωριασµένη ταµπέλα που απεικόνιζε ένα παπούτσι. Η Μητέρα Καλόκαρδη είχε πει ότι η Μάρθα Σουάν έµενε πάνω από ένα τσαγκάρικο. Το κτήριο ήταν σκοτεινό, το στενό µπροστά του έρηµο. Η Τέµπερανς τύλιξε πιο σφιχτά το µανδύα γύρω της, ψηλαφώντας κρυφά το όπλο κάτω απ’ τη φούστα της. Έπρεπε να είχαν σταµατήσει για ένα φανάρι. Ο Λόρδος Κέιρ προχώρησε πρώτος και χτύπησε την πόρτα µε το µπαστούνι του. Το χτύπηµα αντήχησε υπόκωφο, αλλά από µέσα δεν υπήρξε η παραµικρή κίνηση. «Αν είναι πορτοφολού ή πόρνη, µπορεί να έχει βγει» είπε η Τέµπερανς. «Αναµφίβολα» απάντησε ο Λόρδος Κέιρ «αλλά µιας και κάναµε τόσο δρόµο, προτείνω να ρίξουµε τουλάχιστον µια µατιά.» Ζάρωσε το µέτωπό της έτοιµη να διαµαρτυρηθεί, αλλά πάνω από τον ώµο του διέκρινε µια κίνηση µέσα στις σκιές. Η ανάσα της πιάστηκε καθώς τρεις φιγούρες εµφανίστηκαν µέσα από ένα σοκάκι, κινούµενες µε βιασύνη. Κινούµενες µε ολοφάνερα κακό σκοπό. Θα είχε φωνάξει µια προειδοποίηση στο Λόρδο Κέιρ, αλλά δεν χρειάστηκε. Τα µάτια του έπεσαν σκληρά στο πρόσωπό της. «Τρέξε!» Και ύστερα έκανε στροφή επί τόπου, βάζοντάς την πίσω του, κοντά στον τοίχο του κτηρίου, καθώς εκείνος ερχόταν αντιµέτωπος µε τους επιτιθέµενους. Εκείνοι άνοιξαν σαν βεντάλια καθώς τον πλησίαζαν, οι δύο ακρινοί έτοιµοι να χτυπήσουν το Λόρδο Κέιρ από τα πλάγια, κι ο µεσαίος κραδαίνοντας ένα µαχαίρι. Ο Κέιρ χτύπησε τον καρπό του µεσαίου µε το µπαστούνι του, αποκρούοντας το µαχαίρι. Τράβηξε ένα κοντό σπαθί απ’ το µπαστούνι του, και µετά ακολούθησε µια βροχή από γρήγορα χτυπήµατα και κλοτσιές, τρεις εναντίον ενός. Ήταν καθαρά ζήτηµα χρόνου µέχρι να πέσει ο Λόρδος Κέιρ, έστω και οπλισµένος. Εκείνη είχε το πιστόλι της. Η Τέµπερανς σήκωσε τη φούστα της και ψαχούλεψε τη θήκη. Τράβηξε το πιστόλι, αφήνοντας τη φούστα να ξαναπέσει. Σήκωσε τα µάτια εγκαίρως για να δει το Λόρδο Κέιρ να γρυλίζει και να µισογυρίζει σαν να είχε χτυπηθεί. Ο ένας άντρας υποχώρησε τρεκλίζοντας, αλλά οι άλλοι δύο ετοιµάστηκαν για καινούργια επίθεση. Η Τέµπερανς σήκωσε το πιστόλι, όµως οι αντίπαλοι ήταν πολύ κοντά. Αν πυροβολούσε, µπορεί να χτυπούσε τον Κέιρ. Και αν δεν πυροβολούσε, µπορεί να τον σκότωναν. Καθώς κοιτούσε, ο ένας άντρας έκανε να χτυπήσει το Λόρδο Κέιρ µε ένα στιλέτο από τη µία µεριά, ενώ ο άλλος ύψωνε το µαχαίρι από την άλλη. Δεν γινόταν να περιµένει άλλο. Θα τον σκότωναν.
Η Τέµπερανς πυροβόλησε.
Κεφάλαιο Τέσσερα Μια φορά το χρόνο, ο βασιλιάς Κλειστόκαρδος συνήθιζε να βγάζει λόγο στο λαό του. Όµως, επειδή ήταν ένας άντρας περισσότερο συνηθισµένος να κρατάει σπαθί παρά πένα, ο βασιλιάς έκανε πρόβα το λόγο του. Έτσι, ένα πρωί, ο βασιλιάς Κλειστόκαρδος βηµάτιζε στο µπαλκόνι του µεγαλόπρεπου παλατιού του, απαγγέλλοντας το λόγο του στο κενό και στο γαλάζιο πουλί µέσα στο κλουβί. «Λαέ µου» είπε µε στόµφο ο βασιλιάς «είµαι περήφανος που είµαι ο ηγέτης σας και ξέρω πως είστε περήφανοι που ζείτε κάτω από την εξουσία µου. Όντως, γνωρίζω ότι µε αγαπάτε, υπήκοοί µου.» Αλλά δυστυχώς σ’ αυτό το σηµείο κάτι διέκοψε το βασιλιά Κλειστόκαρδο – ένα χαχάνισµα… –από το Ο Βασιλιάς Κλειστόκαρδος Η πιστολιά ακούστηκε από πίσω του. Μια άγρια µανία πληµµύρισε το στήθος του Λάζαρους ακούγοντάς την. Δεν µπορούσαν, δεν είχαν το δικαίωµα να κάνουν κακό στη µικρή του οσιοµάρτυρα. Ήταν το δικό του παιχνιδάκι. Επιτέθηκε µε φοβερή οργή στον άντρα που ήταν στα δεξιά του, χώνοντας το σπαθί βαθιά στα σπλάχνα του. Είδε τα µάτια του να γουρλώνουν από το σοκ, και την ίδια στιγµή ο Λάζαρους οσµίστηκε την επίθεση στα αριστερά του. Γύρισε σαν στρόβιλος, αφήνοντας το σπαθί πίσω του, και χτύπησε τον καρπό του αντιπάλου του µε το άλλο µισό του µπαστουνιού. Ο άντρας ούρλιαξε πονεµένα, πιάνοντας το σπασµένο του καρπό καθώς το µαχαίρι ξέφευγε από το χέρι του. Άοπλος τώρα, ο άντρας συνειδητοποίησε πόσο ευάλωτος ήταν. Άφησε µια βλαστήµια, και γυρνώντας την πλάτη το έβαλε στα πόδια. Χάθηκε στο σοκάκι τόσο ξαφνικά όσο είχε εµφανιστεί. Ο Λάζαρους γύρισε προς τον τρίτο άντρα, αλλά είχε κι εκείνος εξαφανιστεί. Ξαφνικά, η νύχτα ήταν και πάλι σιωπηλή. Μόνο τότε κοίταξε πίσω του, τη µικρή του οσιοµάρτυρα. Τη δική του κυρία Ντιουζ. Στεκόταν ακίνητη και ατσαλάκωτη, µ’ ένα πιστόλι να κρέµεται στο πλάι της. Εποµένως δεν ήταν πληγωµένη. Ούτε σκοτωµένη. Δόξα τω Θεώ. «Γιατί, στο διάβολο, δεν έτρεξες;» τη ρώτησε πολύ µαλακά. Εκείνη ανασήκωσε το πιγούνι, η καταραµένη, µε την πεισµατάρικη αξιοπρέπεια οσιοµάρτυρα. Ήταν αρκετά συγκροτηµένη, ούτε µια τρίχα δεν ξέφευγε απ’ τη θέση της – και το στόµα της ήταν κόκκινο και προκλητικό. «Δεν µπορούσα να σ’ αφήσω.» «Ναι» είπε ο Λάζαρους καθώς πήγαινε κοντά της «µπορούσες, και έπρεπε να µ’ αφήσεις. Σε πρόσταξα να τρέξεις.» Φάνηκε εντελώς ανεπηρέαστη απ’ το θυµό του. Έσκυψε και έβαλε το τεράστιο πιστόλι µέσα σ’ ένα αξιολύπητο σακίδιο. «Ίσως να µη δέχοµαι διαταγές από σένα, λόρδε µου.» «Δεν δέχεται διαταγές» είπε εκείνος πλαταγίζοντας τη γλώσσα σαν εκνευρισµένη γριά. Ένα τµήµα του µυαλού του διασκέδαζε µε το πόσο γαϊδουρινά φερόταν, ενώ ένα άλλο θεωρούσε πολύ, πολύ σηµαντικό να της δώσει να καταλάβει πως έπρεπε να τον υπακούει. «Άκου να σου πω–» Έκανε να την πιάσει απ’ το µπράτσο, όµως εκείνη τινάχτηκε προς τα πίσω. Πόνος διαπέρασε τον ώµο του σαν φωτιά. «Διάβολε!»
Το µέτωπό της ζάρωσε. «Τι συµβαίνει;» Εκεί που το ενδιαφέρον του την αποµάκρυνε, η αδυναµία του την έφερε κοντά του. Αντιδραστικό πλάσµα. «Τίποτα.» «Τότε, γιατί φώναξες από πόνο;» Σήκωσε ανυπόµονα τα µάτια από το εσωτερικό του µανδύα του. «Γιατί, κυρία Ντιουζ, όλα δείχνουν πως δέχτηκα µια µαχαιριά.» Τώρα ένιωθε το αίµα να µουσκεύει το σακάκι του. Εκείνη άφησε ένα βογκητό και χλόµιασε. «Ω, Θεέ µου. Αυτό δεν είναι τίποτα! Γιατί δεν το είπες; Ίσως θα έπρεπε να καθίσεις και–» «Ποιος είν’ εκεί;» Στράφηκαν και οι δύο να δουν µια καµπουριασµένη µικροσκοπική γυναίκα να κρυφοκοιτάζει έχοντας βγει από την πόρτα του τσαγκάρικου. Μισόκλεισε τα µάτια και έγειρε το κεφάλι. «Άκουσα µια πιστολιά.» Ο Λάζαρους πήγε προς το µέρος της, αλλά η κίνησή του την έκανε να προσπαθήσει να τραβηχτεί µέσα. Ούτε συζήτηση. Ο Λάζαρους άπλωσε το χέρι πίσω της και έκλεισε βιαστικά την πόρτα, κλείνοντάς της το δρόµο διαφυγής. «Ήρθαµε να δούµε τη Μάρθα Σουάν.» Η γυναίκα ζάρωσε ακούγοντας το όνοµα. «Ποιοι είστε;» φώναξε, κοιτώντας από τον έναν στον άλλον. Προφανώς ήταν τυφλή, ή µισότυφλη. «Δεν ξέρω τι–» Η κυρία Ντιουζ τής έπιασε το χέρι. «Δεν έχουµε κακό σκοπό. Μας είπαν ότι η Μάρθα Σουάν µένει εδώ.» Το άγγιγµα της κυρίας Ντιουζ έδειξε να την καλµάρει, όµως το αδύνατο στήθος της γυναίκας ακόµη ανεβοκατέβαινε αγχωµένα σαν να ετοιµαζόταν να το σκάσει. «Η Μάρθα ζούσε εδώ, ναι.» Η κυρία Ντιουζ έδειξε απογοητευµένη. «Δηλαδή, έχει φύγει;» «Πέθανε.» Η γυναίκα έγειρε πάλι το κεφάλι. «Τη βρήκαν πεθαµένη σήµερα το πρωί.» «Πώς;» Ο Λάζαρους µισόκλεισε τα µάτια. Το µπράτσο του ήταν µούσκεµα στο αίµα τώρα, αλλά του ήταν απαραίτητη η πληροφορία. «Λένε ότι τη σφάξανε» ψιθύρισε η γυναίκα. «Την ανοίξανε από πάνω µέχρι κάτω, µε τα σωθικά της σκορπισµένα παντού.» «Μεγαλοδύναµε Θεέ» είπε πνιχτά η κυρία Ντιουζ. Η λαβή της στο χέρι της γυναίκας θα πρέπει να χαλάρωσε. Εκείνη γύρισε, και ανοίγοντας την πόρτα όρµησε µέσα στο σπίτι. «Περίµενε!» φώναξε η κυρία Ντιουζ. «Άσ’ την» είπε ο Λάζαρους. «Μας είπε ήδη αυτό που θέλαµε να µάθουµε.» Η κυρία Ντιουζ άνοιξε το στόµα της σαν να ετοιµαζόταν να φέρει αντίρρηση, αλλά µετά το έκλεισε σφιχτά. Εκείνος περίµενε µια στιγµή για να δει αν η οργή θα νικούσε τον αυτοέλεγχό της, αλλά αυτή απλά στάθηκε και τον κοίταζε. «Κάποια µέρα θα σπάσεις» της µουρµούρισε. «Και προσεύχοµαι στο Θεό να είµαι εκεί όταν θα συµβεί αυτό.» «Δεν έχω ιδέα τι λες.» «Ναι, έχεις.» Γύρισε και έβαλε την µπότα του στο στήθος του άντρα που είχε καρφώσει. Με ένα πονεµένο γρύλισµα, ο Λάζαρους τράβηξε το κοντό σπαθί από το πτώµα. Ο άντρας κειτόταν ανάσκελα, µε το φως από ένα κοντινό παράθυρο να αντανακλάται στα ανοιχτά, παγωµένα µάτια του. Φορούσε µια δερµάτινη καλύπτρα πάνω από εκεί που θα έπρεπε να βρίσκεται η µύτη του. Άραγε, είχε φανταστεί πως
η µέρα µπορεί να τελείωνε µε εκείνον να κείτεται νεκρός πάνω στα βροµόνερα ενός σοκακιού; Αµφίβολο. Από την άλλη, µόνο ένας ανόητος θα θρηνούσε για το θάνατο του ίδιου του δολοφόνου του. Ο Λάζαρους έσκυψε και σκούπισε τη λεπίδα στο σακάκι του άντρα πριν ξαναβάλει το σπαθί µέσα στο µαύρο µπαστούνι. Έριξε µια µατιά στην κυρία Ντιουζ. Στεκόταν και κοιτούσε τις κινήσεις του µε µάτια γεµάτα έγνοια. «Καλύτερα να σε γυρίσουµε πίσω στη σχετική ασφάλεια του σπιτιού σου, κυρία µου.» Του έγνεψε καταφατικά, αρχίζοντας να περπατάει δίπλα του. Ο Λάζαρους βάδιζε γρήγορα, κρατώντας το µπαστούνι σφιχτά στο δεξί του χέρι. Δεν είχε την παραµικρή διάθεση να γίνει εύκολος στόχος για τους αντιπάλους τους σε περίπτωση που επέστρεφαν – ούτε και για κάποιον άλλο άρπαγα που µπορεί να παραµόνευε στους δρόµους του Σεντ Τζάιλς. Η νύχτα ήταν σκοτεινή σαν κατράµι, µε τα σύννεφα να κρύβουν το φεγγάρι. Προχωρούσε µε οδηγό το ένστικτο, και το σποραδικό φως από τα κτήρια που περνούσαν. Η κυρία Ντιουζ ήταν µια λεπτή σκιά δίπλα του, αλλά το βήµα της δεν τον ανάγκαζε να πάει πιο αργά. Ένιωθε έναν απρόθυµο θαυµασµό για εκείνην. Μπορεί να είχε αρνηθεί την προσταγή του νωρίτερα, αλλά δεν είχε κάνει πίσω ούτε όταν άρχισε η συµπλοκή ούτε όταν της είπε πως είχε πληγωθεί. Στην πραγµατικότητα είχε προβλέψει να φέρει µαζί της όπλο, έστω κι αν είχε αποδειχτεί άχρηστο. «Πρέπει να εξασκηθείς αν σκοπεύεις να κρατάς όπλο πάνω σου για να προστατευτείς» της είπε. Την ένιωσε να σφίγγεται. «Νοµίζω πως ήµουν αρκετά ικανή όταν πυροβόλησα.» «Αστόχησες.» Το πρόσωπό της στράφηκε προς το µέρος του, και παρά το σκοτάδι ο Λάζαρους µπόρεσε να διαισθανθεί την οργή της. «Πυροβόλησα στον αέρα!» «Τι;» Σταµάτησε απότοµα και την έπιασε απ’ το µπράτσο. Εκείνη προσπάθησε πάλι να του ξεφύγει, αλλά µετά φάνηκε να θυµάται το τραύµα του. Το στόµα της έγινε µια λεπτή γραµµή απ’ τον εκνευρισµό της. «Πυροβόλησα στον αέρα, γιατί φοβήθηκα µήπως σε χτυπήσω έτσι και σηµάδευα τους αντιπάλους σου.» «Ανόητη» σφύριξε µέσα απ’ τα δόντια του, µε την καρδιά του να καλπάζει από φόβο. Η ανόητη µικρή οσιοµάρτυρας. «Τι;» «Την επόµενη φορά –αν υπάρξει επόµενη φορά– σηµάδεψε τους αντιπάλους, και στο διάβολο το κόστος.» «Μα–» Της ταρακούνησε το µπράτσο. «Έχεις ιδέα τι θα σου είχαν κάνει έτσι και δεν κατάφερνα να τους διώξω;» Το κεφάλι της έγειρε σαν να µην µπορούσε να τον πιστέψει. «Θα προτιµούσες να πυροβολούσα και να ρίσκαρα να σε σκοτώσω;» «Ναι.» Την άφησε και συνέχισε να προχωράει στο σοκάκι. Ο ώµος του τον πέθαινε στον πόνο τώρα, και το πουκάµισό του είχε αρχίσει να παγώνει απ’ το υγρό αίµα. Εκείνη έτρεχε για να παραµείνει δίπλα του. «Δεν σε καταλαβαίνω.» «Δεν είναι πολλοί αυτοί που µε καταλαβαίνουν.» «Δεν υπάρχει περίπτωση να αξίζει η ζωή µου περισσότερο από τη δική σου.» «Τι σε κάνει να πιστεύεις πως η ζωή µου αξίζει έστω και λίγο;» τη ρώτησε ευγενικά.
Αυτό φάνηκε να την αποστοµώνει, τουλάχιστον προς στιγµήν. Διέσχισαν ένα σοκάκι και βγήκαν σ’ ένα φαρδύτερο δρόµο. «Είναι πολύ παράξενο» ψέλλισε η κυρία Ντιουζ. «Ποιο;» Ο Λάζαρους φρόντιζε να κρατάει το κεφάλι ψηλά µε τα µάτια να σαρώνουν το δρόµο. «Το ότι η Μάρθα Σουάν δολοφονήθηκε µε τον ίδιο ακριβώς τρόπο µε την ερωµένη σου.» «Δεν είναι καθόλου παράξενο αν ο δολοφόνος είναι ο ίδιος.» Περισσότερο ένιωσε παρά είδε τη γρήγορη µατιά της. «Πιστεύεις πως ήταν ο ίδιος δολοφόνος;» Ανασήκωσε τους ώµους του, και ύστερα έπνιξε ένα βογκητό καθώς ο ώµος του ούρλιαξε απ’ τον πόνο. «Δεν ξέρω, αλλά θα ήταν πολύ περίεργο αν υπήρχε παραπάνω από ένας δολοφόνος στο Σεντ Τζάιλς που χρησιµοποιεί την ίδια µέθοδο για να σκοτώνει γυναίκες.» Εκείνη φάνηκε να το σκέφτεται για κάµποσα λεπτά πριν πει αργά: «Η υπηρέτριά µου, η Νελ Τζόουνς, λέει ότι το Φάντασµα του Σεντ Τζάιλς ξεκοιλιάζει τα θύµατά του.» Ο Λάζαρους γέλασε παρά τον αυξανόµενο πόνο στον ώµο του. «Το έχεις δει αυτό το φάντασµα, κυρία Ντιουζ;» «Όχι, αλλά–» «Τότε, νοµίζω πως είναι απλά ένα παραµύθι που το λένε για να τροµάξουν τα παιδάκια τις σκοτεινές νύχτες. Ο άντρας που ψάχνω εγώ είναι από σάρκα και οστά.» Περπάτησαν σιωπηλοί για κάµποση ώρα πριν δουν την πίσω πόρτα του ορφανοτροφείου. Ο Λάζαρους γρύλισε, ανακουφισµένος, και λίγο ζαλισµένος ταυτόχρονα. «Φτάσαµε. Σιγουρέψου πως αµπάρωσες την πόρτα όταν µπεις µέσα.» «Ω, όχι, δεν φεύγεις.» Τον έπιασε απ’ το γερό µπράτσο. Για µια στιγµή, εκείνος κοκάλωσε. Το µανίκι προστάτευε τη σάρκα του απ’ το χέρι της, αλλά κανείς δεν τον άγγιζε χωρίς την άδειά του. Συνήθως αντιδρούσε µε σαρκασµό, µε βία και απόρριψη. Μ’ εκείνη δεν ήξερε τι να κάνει. Ενώ στεκόταν εκεί κατάπληκτος, η κυρία Ντιουζ είχε ακουµπήσει κάτω το σακίδιό της και ξεκλείδωνε την πίσω πόρτα του σπιτιού. «Πρέπει να φροντίσουµε το τραύµα σου.» «Δεν είναι ανάγκη» άρχισε να λέει ξερά. «Τώρα» του είπε, και χωρίς να το καταλάβει, ο Λάζαρους βρέθηκε µέσα στην παλιά κουζίνα. Είχε περάσει σαν κλέφτης µέσα απ’ αυτό το δωµάτιο τις προάλλες, όταν είχε τρυπώσει στο καθιστικό της. Τότε ήταν άδεια και σκοτεινή, αν εξαιρούσες τη θράκα στο τζάκι. Τώρα ήταν φωτισµένη από µια δυνατή φωτιά και κατειληµµένη από πιτσιρίκια όλων των µεγεθών. Και έναν άντρα. «Ω, κυρία, γυρίσατε!» αναφώνησε το µεγαλύτερο κορίτσι. Την ίδια στιγµή, ο άντρας σηκώθηκε απ’ το τραπέζι κοιτώντας την ερωτηµατικά. «Τέµπερανς;» «Γουίντερ, επέστρεψες νωρίς» είπε αφηρηµένα. «Ναι, Μέρι Γουίτσαν, γύρισα σώα και αβλαβής, αλλά πολύ φοβάµαι πως δεν µπορώ να πω το ίδιο και για το λόρδο. Μπορείς, σε παρακαλώ, να γεµίσεις ένα µπολ µε ζεστό νερό από το τζάκι; Τζόζεφ Τίνµποξ, φέρε µου τη σακούλα µε τα πανιά. Μέρι Ίβνινγκ13, µπορείς, σε παρακαλώ, να κάνεις λίγο χώρο στο τραπέζι; Κι εσύ κάθισε εδώ.» Η τελευταία εντολή απευθυνόταν στον Λάζαρους. Εκείνος προτίµησε τη σοφία από το θάρρος, και κάθισε υπάκουα στην καρέκλα που του έδειξε. Ο αδελφός της κυρίας Ντιουζ τον κοίταξε κοφτά, και ο
Λάζαρους έκανε µια προσπάθεια να δείξει αδύναµος, τραυµατισµένος κι αβοήθητος, παρόλο που είχε µια αίσθηση ότι δεν τον έπεισε εντελώς. Η κουζίνα ήταν ζεστή, µε το χαµηλό, σοβαντισµένο ταβάνι να αντανακλά τη ζεστασιά της δυνατής φωτιάς. Είδε τώρα ότι τα παιδιά θα πρέπει να βρίσκονταν στη µέση κάποιου είδους γεύµατος. Υπήρχε µια πελώρια χύτρα πάνω απ’ τη φωτιά, που τη φρόντιζε ένα από τα µεγαλύτερα κορίτσια, και πάνω στο τραπέζι υπήρχε κάτι σαν ζύµη. Όλα τα παιδιά ήταν απασχοληµένα εκτός από ένα αγοράκι που στεκόταν στο ένα πόδι, κοιτώντας τον, µε µια χαλαρή µαύρη γάτα στα χέρια του. Ο Λάζαρους ύψωσε το φρύδι στο πιτσιρίκι, κι αυτό έτρεξε να κρυφτεί πίσω από τις φούστες της κυρίας Ντιουζ, µε τη γάτα και όλα. «Ποιος είναι ο κύριος, Τέµπερανς;» ρώτησε µαλακά ο Γουίντερ Μέικπις. «Ο Λόρδος Κέιρ» είπε η κυρία Ντιουζ καθώς βοηθούσε το κορίτσι που λεγόταν Μέρι Ίβνινγκ να πάρει µια γαβάθα µε αλεύρι απ’ το τραπέζι. Ο µικρός κινείτο µαζί της, πάντα κρυµµένος πίσω από τις φούστες της. «Είναι τραυµατισµένος.» «Αλήθεια;» ρώτησε ο Μέικπις, µόνο λίγο πιο κοφτά. «Και πώς συνέβη αυτό;» Εκείνη δίστασε για ένα κλάσµα του δευτερολέπτου –τόσο στιγµιαία, που ίσως µόνο ο Λάζαρους να το είδε–, και του έριξε µια φευγαλέα µατιά. Της χαµογέλασε, γυµνώνοντας τα δόντια του. Δεν ένιωσε την παραµικρή παρόρµηση να τη βοηθήσει να βγει από το ολοφάνερο δίληµµά της όταν η εξήγηση που θα έδινε µπορεί να ήταν πολύ πιο ενδιαφέρουσα. Η κυρία Ντιουζ έσφιξε τα χείλη. «Ο Λόρδος Κέιρ δέχτηκε επίθεση περίπου ένα τέταρτο του µιλίου από δω.» «Ναι;» Ο Μέικπις έκλινε το κεφάλι σε µια οικεία κίνηση, περιµένοντας την υπόλοιπη εξήγηση από την αδελφή του. «Και τον έφερα σπίτι για να τον φροντίσουµε.» Έστειλε ένα ζωηρό και εκτυφλωτικό χαµόγελο στον αδελφό της. Όµως, εκείνος ήταν πιο συνηθισµένος στα σαγηνευτικά καλοπιάσµατά της από τον Λάζαρους. Το µόνο που έκανε ήταν να υψώσει τα φρύδια. «Κι εσύ απλά έπεσες τυχαία πάνω στο Λόρδο Κέιρ;» «Ε, όχι…» Η κυρία Ντιουζ πραγµατικά θα έπρεπε να είναι ευγνώµων στο Θεό. Το αγόρι που είχε στείλει για να της φέρει τη «σακούλα µε τα πανιά» επέστρεψε εκείνην τη στιγµή, γλιτώνοντάς την από την ανάγκη για εξηγήσεις. «Α, µπράβο, Τζόζεφ Τίνµποξ. Σ’ ευχαριστώ.» Πήρε τη σακούλα και την τοποθέτησε πάνω στο τραπέζι δίπλα από το αχνιστό µπολ µε το νερό που της είχε φέρει το κορίτσι που αποκάλεσε Μέρι Γουίτσαν. Μετά στράφηκε βλοσυρή σε εκείνον. «Βγάλε το.» Ο Λάζαρους ανασήκωσε τα φρύδια, µιµούµενος τον αδελφό της. «Παρακαλώ;» Ω, υπήρχαν θεοί που θα τον τιµωρούσαν για την απόλαυση που ένιωθε. Τα µάγουλά της πήραν ένα σκούρο ροζ χρώµα. «Ε, βγάλτε το πάνω µέρος των ενδυµάτων σας, λόρδε µου» είπε τρίζοντας τα δόντια. Με ένα πλατύ χαµόγελο, έβγαλε το καπέλο του και έσκυψε να ξεκουµπώσει το µανδύα του. Τον έσπρωξε πίσω, και δαγκώθηκε για να συγκρατήσει µια βλαστήµια καθώς µε την κίνηση αυτήν ένιωσε τον πόνο να διαπερνάει τον ώµο του. «Άσε µε να σε βοηθήσω.» Ξαφνικά ήταν δίπλα του, βοηθώντας τον να βγάλει προσεκτικά το σακάκι
και το γιλέκο του. Η εγγύτητά της τον ζάλισε και του προκάλεσε µια παράξενη γλύκα. Ανακάλυψε ότι έγερνε ασυναίσθητα προς το µέρος της έτσι όπως προσπαθούσαν και οι δύο µαζί. Ίσως τον είχε τραβήξει κοντά της η απαλή καµπύλη του λαιµού της κι εκείνο τα αµυδρό άρωµα λεβάντας και γυναίκας. Σήκωσε απρόθυµα τα µπράτσα του, για να την αφήσει να τραβήξει το πουκάµισο απ’ το κεφάλι του, κι έπειτα απόµεινε γυµνός από τη µέση και πάνω. Όταν σήκωσε τα µάτια, ένας κλοιός από περίεργα παιδάκια είχε σχηµατιστεί γύρω του. Ακόµα και το πιτσιρίκι είχε βγει πίσω απ’ τις φούστες της. Το αγοράκι κρατούσε τη γάτα ψηλά στο στήθος του µε τα πόδια της να κρέµονται. Έδειχνε σαν να ήταν ψόφια, αν εξαιρούσες το γεγονός ότι γουργούριζε. «Τον λένε Σταχτή.» «Πολύ ενδιαφέρον» απάντησε ο Λάζαρους. Μισούσε τις γάτες. «Μέρι Γουίτσαν» είπε ο Μέικπις «πάρε, σε παρακαλώ, τα µικρότερα παιδιά στην τραπεζαρία. Καθίστε να απαγγείλετε τους Ψαλµούς σας.» «Μάλιστα, κύριε» είπε η µικρή και οδήγησε το µικρό τσούρµο έξω από το δωµάτιο. Η κυρία Ντιουζ καθάρισε το λαιµό της. «Ίσως θα έπρεπε να πας να τα επιβλέπεις, Γουίντερ. Μπορώ να τα καταφέρω και µόνη µου εδώ.» Ο άντρας χαµογέλασε υπερβολικά καλοσυνάτα. «Η Μέρι Γουίτσαν θα τα καταφέρει αρκετά καλά χωρίς βοήθεια, νοµίζω, αδελφή.» Ο Μέικπις πήρε ξανά θέση στην άλλη πλευρά του τραπεζιού, αλλά καθώς εκείνη του γύριζε την πλάτη για να ψάξει µέσα στο ντουλάπι, εκείνος έριξε µια µατιά στον Λάζαρους – µια µατιά που ο Λάζαρους δεν δυσκολεύτηκε να διαβάσει. Ο Γουίντερ Μέικπις µπορεί να ήταν δέκα χρόνια νεότερός του και να είχε την όψη ευαίσθητου µοναχού, αλλά αν ο Λάζαρους πείραζε την αδελφή του, ο Μέικπις θα έκανε ό,τι µπορούσε για να τον στείλει στην Κόλαση. Η Τέµπερανς επέστρεψε από το ντουλάπι µε ένα βάζο µε αλοιφή στα χέρια της. Προσπάθησε να µη µορφάσει στη θέα της πληγής του λόρδου Κέιρ. Το αίµα έβαφε τον ώµο του και είχε τρέξει µέχρι τον καρπό του, εντυπωσιακά κόκκινο πάνω στο λευκό του δέρµα. Φρέσκο αίµα κυλούσε τώρα στο στήθος του, επειδή η πληγή είχε ανοίξει ξανά όταν έβγαζαν το πουκάµισο. Τα µάτια της ακολούθησαν ανίσχυρα το µατωµένο αχνάρι, από το εκπληκτικά µυώδες στέρνο του, το ελαφρά διάστικτο µε µαύρες τρίχες, στην απρόσµενα σκούρα θηλή του, κι από κει σε µια γραµµή από µαύρες τρίχες η οποία ξεκινούσε από τον αφαλό του και χανόταν µέσα στη ζώνη του παντελονιού του. Μεγαλοδύναµε Θεέ. Τα µάτια της στράφηκαν βιαστικά προς τα πάνω και γύρισε την πλάτη προσπαθώντας να θυµηθεί τι έκανε. Υπήρχε ένα βάζο µε αλοιφή στα χέρια της. Η πληγή του. Σωστά. Έπρεπε να την καθαρίσει και να τη δέσει. Η Τέµπερανς ξεροκατάπιε και έσπευσε στο τραπέζι κρατώντας την αλοιφή. Είδε µε την άκρη του µατιού τον Γουίντερ να αγριοκοιτάζει τον αριστοκράτη. Έστρεψε το βλέµµα απ’ τον έναν άντρα στον άλλον, µισοκλείνοντας τα µάτια. Ο Γουίντερ είχε πάρει µια έκφραση καρτερικής αθωότητας, ενώ ο Λόρδος Κέιρ τής ανταπέδωσε τη µατιά µε το πλατύ του στόµα να χαµογελάει ειρωνικά και µε µια διαβολική λάµψη στα µάτια. Μήπως την είχε δει να κοιτάζει σαν ξελιγωµένη το γυµνό του κορµί; Δεν βαριέσαι. Τώρα δεν ήταν η ώρα για κοριτσίστικες ντροπές. Η Τέµπερανς πήρε µια βαθιά ανάσα για να ηρεµήσει, κρατώντας το βλέµµα της µακριά από το υπνωτιστικό στήθος του λόρδου Κέιρ. «Θα θέλατε λίγο κρασί, λόρδε µου; Αυτή η διαδικασία µπορεί να είναι επώδυνη.»
«Ναι, παρακαλώ. Δεν θα ήθελα να λιποθυµήσω.» Τα λόγια του ήταν αθώα, αλλά το ύφος του έκρυβε ειρωνεία. Τον κοίταξε αποδοκιµαστικά, ενώ ο Γουίντερ σηκωνόταν για να φέρει το µοναδικό µπουκάλι κρασί που φύλαγαν σαν θησαυρό για µια ειδική περίσταση. Ε, λοιπόν, το να περιποιείσαι το τραύµα ενός λόρδου µέσα στην κουζίνα σου ήταν σίγουρα ειδική περίσταση. Η Τέµπερανς βρήκε ένα καθαρό πανί µέσα από τη σακούλα και το µούλιασε στο ζεστό νερό. Γύρισε αποφασιστικά στο Λόρδο Κέιρ. Ο Γουίντερ είχε επιστρέψει και άνοιγε το κρασί. Γέµισε µια κούπα και την έδωσε στον Κέιρ. Εκείνη σκούπισε απαλά το αίµα γύρω από την πληγή, ενώ αυτός έπινε µια γουλιά κρασί. Το δέρµα του λόρδου Κέιρ ήταν ζεστό και λείο. Τον ένιωσε να σφίγγεται κάτω από τα δάχτυλά της και τον είδε να ακουµπάει το ποτήρι µε το κρασί απότοµα κάτω. Έριξε µια φευγαλέα µατιά στο πρόσωπό του. Κοιτούσε κατευθείαν µπροστά, µε µάτια γυάλινα. «Σας πονάω;» ρώτησε µε αγωνία. Δεν είχε αγγίξει ακόµη την πληγή, αλλά κάποιοι άνθρωποι ήταν πιο ευαίσθητοι στον πόνο από άλλους. Ίσως τελικά να µην αστειευόταν για τη λιποθυµία. Μεσολάβησε µια παύση, σχεδόν σαν να µην την είχε ακούσει, και µετά ανοιγόκλεισε τα µάτια. «Όχι. Δεν πονάω.» Η φωνή του ήταν ψυχρή, όλο το χιούµορ είχε χαθεί από τα µάτια του. Κάτι δεν πήγαινε καλά, αλλά η Τέµπερανς δεν µπορούσε να καταλάβει τι. Έστρεψε την προσοχή της πάλι στην πληγή. Είχε µια περίεργη αίσθηση ότι εκείνος κατέβαλλε µεγάλη προσπάθεια για να µην τη σπρώξει πέρα. Πίεσε το πανί πάνω στην πληγή, µισοπεριµένοντας πως θα αντιδρούσε βίαια. Αντίθετα, αυτός φάνηκε να χαλαρώνει λίγο µε τον πόνο. Τι παράξενο! Σήκωσε το πανί και εξέτασε την καθαρή πληγή. Είχε µόνο µερικά εκατοστά µήκος, αλλά ήταν ολοφάνερο πως πήγαινε σε βάθος. Το αίµα συνέχιζε να τρέχει σταθερά και το δέρµα δεν έσµιγε καθόλου. «Θα χρειαστεί να τη ράψω για να κλείσει» είπε, σηκώνοντας το βλέµµα. Εκείνος ήταν πολύ κοντά της, το πρόσωπό του απείχε ελάχιστα απ’ το δικό της. Είδε ένα µικρό µυ δίπλα στο στόµα του να συσπάται νευρικά, και η ακούσια κίνηση ερχόταν σε έντονη αντίθεση µε τη γενικότερη ακινησία του. Κάτι υπέβοσκε βαθιά στα λαµπερά γαλάζια µάτια του. Κάτι που έµοιαζε µε πόνο. Η Τέµπερανς πήρε µια ανάσα, σοκαρισµένη. «Θα σου φέρω το κουτί µε τα ραφτικά» είπε ο Γουίντερ. Η Τέµπερανς τινάχτηκε. Ο αδελφός της ήδη σηκωνόταν από το τραπέζι µε έκφραση γαλήνια. Άραγε, είχε προσέξει κι αυτός τον πόνο στα µάτια του λόρδου Κέιρ; Ή τη µατιά που είχαν ανταλλάξει; Προφανώς όχι. Άφησε την ανάσα της να βγει, ψαχουλεύοντας τη σακούλα µε τα πανιά για να απασχολήσει κάπως τα χέρια της. Έτρεµαν. Είχε ράψει αµέτρητα µικρά κοψίµατα, είχε φροντίσει γδαρσίµατα και καρούµπαλα και πυρετούς, όµως ποτέ δεν είχε προκαλέσει το είδος του πόνου που ήταν γραµµένο στα µάτια του λόρδου Κέιρ. Δεν ήταν καν σίγουρη αν θα µπορούσε να συνεχίσει. «Απλά κάν’ το» µουρµούρισε ο Κέιρ. Τον κοίταξε ξαφνιασµένη. Είχε διαβάσει τις σκέψεις της; Εκείνος την παρατηρούσε µε έκφραση ανήσυχη. «Απλά ράψε το γρήγορα, και ύστερα θα φύγω.» Κοίταξε στην άλλη πλευρά του δωµατίου, όµως ο Γουίντερ ακόµη έψαχνε στο ντουλάπι. Έφερε πάλι το βλέµµα στο Λόρδο Κέιρ. «Δεν θέλω να σε πονέσω.»
Το στόµα του συσπάστηκε, αλλά δεν ήταν σίγουρη αν επρόκειτο για µορφασµό ή για χαµόγελο. «Σας διαβεβαιώ, κυρία Ντιουζ, ό,τι κι αν κάνετε, δεν µπορεί να κάνει τον πόνο µου χειρότερο.» Τον κοίταξε εξεταστικά, και κατάλαβε ότι ο πόνος για τον οποίον µίλαγε δεν είχε καµία σχέση µε την πληγή στον ώµο του. Με τι είχε…; «Είναι όλα στη θέση τους, πιστεύω» είπε ο Γουίντερ ακουµπώντας το κουτί στο τραπέζι. «Τέµπερανς;» «Ναι;» Σήκωσε το κεφάλι και χαµογέλασε στα τυφλά. «Ναι, σ’ ευχαριστώ, αδελφέ µου.» Εκείνος έριξε µια καχύποπτη µατιά σ’ εκείνην και στο Λόρδο Κέιρ, αλλά κάθισε πάλι στην καρέκλα του χωρίς σχόλιο. Η Τέµπερανς άφησε ένα στεναγµό ανακούφισης. Το τελευταίο πράγµα που χρειαζόταν ήταν να αρχίσει ο Γουίντερ τις ερωτήσεις. Άνοιξε το κουτί, ένα µικρό µεταλλικό κουτί όπου φύλαγε µεγάλες βελόνες, άντερο γάτας, ένα λεπτό, µυτερό τσιµπιδάκι, ψαλίδι, και άλλα αντικείµενα που χρησιµοποιούσε για τα χτυπήµατα των µικρών παιδιών τα οποία ήταν αρκετά συχνό φαινόµενο. Χάρηκε βλέποντας ότι τα δάχτυλά της δεν έτρεµαν πια. Περνώντας το ράµµα σε µια χοντρή βελόνα, έσκυψε πάνω από τον ώµο του λόρδου Κέιρ και έσµιξε τις άκρες της πληγής. Έκανε το πρώτο ράµµα. Συνήθως έπρεπε κάποιος να κρατάει τα παιδιά όταν τους έκανε ράµµατα. Μερικά τσίριζαν, ή έκλαιγαν, ή πάθαιναν υστερία, αλλά ο Λόρδος Κέιρ ήταν ολοφάνερα φτιαγµένος από πιο ανθεκτικό υλικό. Πήρε µια κοφτή ανάσα όταν ένιωσε τη βελόνα να του τρυπάει το δέρµα, αλλά πέρα απ’ αυτό, δεν υπήρξε άλλη ένδειξη ότι πονούσε. Στην πραγµατικότητα, τώρα έδειχνε πιο χαλαρωµένος από πριν που του καθάριζε την πληγή. Όµως, η Τέµπερανς δεν µπορούσε να ασχοληθεί µ’ αυτό τώρα. Έσκυψε λίγο πιο κοντά, προσέχοντας να κάνει τα ράµµατα µικρά, καθαρά και γερά. Θα έπρεπε να κρατήσουν τη σάρκα ενωµένη για να επουλωθεί κανονικά, αλλά τα κακοφτιαγµένα ράµµατα µπορούσαν να αφήσουν µια άσχηµη ουλή. Αναστέναξε µε ανακούφιση καθώς έκοβε το τελευταίο ράµµα. «Ορίστε. Σχεδόν τελειώσαµε» µουρµούρισε, περισσότερο στον εαυτό της παρά στον άντρα που φρόντιζε. Εκείνος δεν απάντησε, απλά συνέχισε να κάθεται ακίνητος σαν άγαλµα καθώς η Τέµπερανς άνοιγε το βάζο µε την αλοιφή. Αλλά όταν έβαλε την αλοιφή πάνω στην πληγή –απαλά, µε το ένα δάχτυλο–, είδε να τον διαπερνάει ένα ρίγος. Τράβηξε το χέρι της ξαφνιασµένη, και η µατιά της πέταξε στο πρόσωπό του. Το µέτωπό του γυάλιζε απ’ τον ιδρώτα. «Τελείωσέ το.» Δίστασε, αλλά δεν µπορούσε να αφήσει την πληγή ακάλυπτη. Δαγκώνοντας τα χείλη της, άπλωσε την αλοιφή όσο πιο γρήγορα γινόταν, έχοντας επίγνωση ότι η ανάσα του είχε γίνει πιο γρήγορη. Τράβηξε ένα µεγάλο παλιό πανί από τη σακούλα και το δίπλωσε. Ύστερα άρχισε να τυλίγει µια µακριά λωρίδα ύφασµα γύρω από το στήθος του. Αυτό την ανάγκαζε να σκύψει πολύ κοντά του και να τυλίξει τα χέρια της γύρω από τον κορµό του. Ο Λόρδος Κέιρ πήρε µια ανάσα, και φάνηκε να την κρατάει, αποστρέφοντας το πρόσωπό του, λες και η εγγύτητα τον απωθούσε. Η ολοφάνερη δυσφορία του θα έπρεπε να έχει αµβλύνει την αντίδραση του δικού της σώµατος, αλλά δεν έγινε έτσι. Η θέρµη του δέρµατός του, ο παλµός στο πλάι του λαιµού του, ακόµα και η αρσενική του µυρωδιά, όλα µαζί συνδυάστηκαν για να ξυπνήσουν τους παλιούς της δαίµονες. Η Τέµπερανς έτρεµε ξανά µέχρι να δέσει τον επίδεσµο. Τη στιγµή που αποτραβήχτηκε, ο Λόρδος Κέιρ σηκώθηκε από την καρέκλα του. «Ευχαριστώ, κυρία
Ντιουζ.» Τον κοίταξε σαστισµένη. «Μα, το πουκάµισό σας–» «Είναι άλλο ένα κουρέλι για τη σακούλα σας τώρα.» Έκανε ένα µορφασµό καθώς έριχνε το µανδύα στους γυµνούς ώµους του και έπαιρνε το καπέλο του. «Το ίδιο και το γιλέκο και το σακάκι µου. Και πάλι, σας ευχαριστώ, κυρία Ντιουζ, και σας εύχοµαι καληνύχτα. Κύριε Μέικπις.» Έγνεψε βιαστικά και στους δύο πριν κατευθυνθεί προς την πίσω πόρτα. Η Τέµπερανς ίσιωσε την πλάτη της, µε έναν παράξενο πανικό να της κλείνει το λαιµό. Σίγουρα δεν σκόπευε να κάνει τη διαδροµή για το σπίτι του µε τα πόδια. «Είστε τραυµατισµένος, λόρδε µου, και µόνος. Μήπως να περνούσατε το βράδυ εδώ µαζί µας;» Έκανε στροφή, µε το µαύρο µανδύα του να στροβιλίζεται γύρω από τα πόδια του, και άγγιξε το καπέλο του µε την άκρη του µπαστουνιού του. Η Τέµπερανς πρόσεξε για πρώτη φορά πως η ασηµένια λαβή είχε το σχήµα γερακιού. «Το ενδιαφέρον σας µε κολακεύει, κυρία, αλλά σας βεβαιώνω πως µπορώ να πάω µέχρι το κρεβάτι µου µε ασφάλεια.» Και µ’ αυτό γύρισε την πλάτη κι έφυγε. Η Τέµπερανς άφησε έναν αναστεναγµό, νιώθοντας περίεργα πεσµένη. Μέχρι τη στιγµή, δηλαδή, που ο Γουίντερ στριφογύρισε στην καρέκλα του, κάνοντάς τη να τρίξει. «Νοµίζω πως χρειάζοµαι µια εξήγηση, αδελφή, ως προς το πώς έγινε να γνωριστείς µε το διαβόητο Λόρδο Κέιρ.» Ήταν ένα πλάσµα της νύχτας, που δεν του ταίριαζε η συντροφιά των ανθρώπων. Η ζοφερή νύχτα του Σεντ Τζάιλς τύλιγε τον Λάζαρους καθώς αποµακρυνόταν µε γρήγορο βήµα από τη Μέιντεν Λέιν και το αθώο µικρό ορφανοτροφείο της κυρίας Ντιουζ. Δεν ήταν περισσότερο κατάλληλος γι’ αυτό το µέρος απ’ όσο ένα γεράκι σε περιστερώνα. Πήδηξε πάνω από τα βροµερά απόνερα που έτρεχαν στη µέση του δρόµου και έστριψε σε ένα µικρότερο στενό, τραβώντας δυτικά. Τι να σκεφτόταν, άραγε, εκείνη γι’ αυτόν, ένα άθλιο, διεστραµµένο ζώο που δεν µπορούσε να ανεχτεί ούτε το άγγιγµα των οµοίων του; Μια σκιά κινήθηκε σ’ ένα κατώφλι στο βάθος, και κατευθύνθηκε ορµητικά προς το µέρος της, καλωσορίζοντας την πιθανότητα βίας. Όµως, η σκιά βγήκε απ’ το σκοτάδι, και µια λεπτοκαµωµένη φιγούρα έτρεξε µέσα στη νύχτα. Ο Λάζαρους έκοψε το βήµα του ξανά, αναθεµατίζοντας τη χαµένη ευκαιρία που θα τον αποσπούσε από τις σκέψεις του. Ένιωσε κάτι υγρό να τρέχει στο πλάι του – µε την απότοµη κίνηση είχε ανοίξει πάλι η πληγή. Ωστόσο, δεν ήταν αυτός ο λόγος που αναζητούσε έναν περισπασµό. Ήταν σκληρός, και το σώµα του παλλόταν από τη στιγµή που είχαν αγγίξει το δέρµα του τα λεπτά, κρινένια χέρια της κυρίας Ντιουζ. Το άγγιγµά της δεν του είχε προκαλέσει µόνο απελπισµένο νοητικό πόνο, αλλά και µια ερωτική επιθυµία τόσο σφοδρή, που δεν µπορούσε να τη σβήσει ούτε η παγωνιά της νύχτας. Γέλασε σιγανά. Η µικρή του οσιοµάρτυρας θα ένιωθε αναµφίβολα αηδία αν ήξερε τι του είχε κάνει. Και θα ένιωθε ακόµα µεγαλύτερο αποτροπιασµό αν ήξερε ποια µέθοδο προτιµούσε για να εκτονώνει τις σωµατικές του ανάγκες. Αν το αίµα δεν είχε φτάσει να µουσκεύει το παντελόνι του, θα έβρισκε ένα θηλυκό πρόθυµο να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του. Θα πήγαινε να διαλέξει σε κάποιο από τα κοντινά δωµάτια και… Η εικόνα της τελευταίας του ερωµένης τρύπωσε στο µυαλό του. Η Μαρί. Η Μαρί ήταν νεκρή, µε το σώµα της ανοιγµένο σε ένα γκροτέσκο σωρό από σπλάχνα. Είχε δολοφονηθεί µέσα στο δωµάτιο που νοίκιαζε για εκείνη στο Σεντ Τζάιλς. Η ίδια είχε επιµείνει για το µέρος, και τότε –δυο χρόνια πριν– εκείνος δεν είχε δώσει ιδιαίτερη σηµασία στην περιοχή, πέρα από το γεγονός ότι την έβρισκε µάλλον
άβολη. Όµως, τώρα ήταν φανερό πως το Σεντ Τζάιλς κρατούσε το κλειδί για το φόνο της. Δεν ήταν µόνο λόγω της πληγής του που πήρε το χρόνο να ανακουφίσει τον πόθο που του είχε ανάψει η κυρία Ντιουζ – απόψε είχε γίνει στόχος. Ο δολοφόνος µε τη δερµάτινη καλύπτρα στη µύτη ήταν χθες βράδυ στο κελάρι της Μητέρας Καλόκαρδης. Ίσως ήταν απλά ένας ληστής που είχε σαν στόχο το πουγκί του, αλλά ο Λάζαρους δεν το πολυπίστευε. Κάποιος δεν ήθελε να βρει το φονιά της Μαρί. «Γνωρίζεις το Λόρδο Κέιρ;» είπε η Τέµπερανς κοιτώντας τον αδελφό της. Εκείνος ύψωσε το φρύδι. «Μπορεί να είµαι ένας απλός δάσκαλος, αδελφή, αλλά ακόµα κι εγώ ακούω τα κουτσοµπολιά στο Σεντ Τζάιλς.» «Ω!» Χαµήλωσε το βλέµµα στα χέρια της καθώς καθάριζε και τακτοποιούσε µηχανικά τη βελόνα και το ψαλίδι. Το µυαλό της είχε αδειάσει εντελώς µε µόνη εξαίρεση τη σκέψη ότι όλοι έδειχναν να έχουν ακουστά το Λόρδο Κέιρ εκτός από την ίδια. Ο Γουίντερ αναστέναξε και σηκώθηκε. Πήγε σε ένα ντουλάπι και έβγαλε δύο ποτήρια. Ήταν λεπτεπίλεπτα, και κάποτε ανήκαν στη µητέρα τους, δύο κοµµάτια από το σερβίτσιο των έξι που υπήρχε αρχικά. Τα έφερε στο τραπέζι, και τα γέµισε προσεκτικά µε το κόκκινο κρασί. Στη συνέχεια κάθισε και ήπιε µια γουλιά, κλείνοντας τα µάτια του καθώς κατάπινε. Έγειρε πίσω το κεφάλι, µε τις γραµµές γύρω απ’ το στόµα του να βαθαίνουν. «Αυτό το κρασί είναι φρικτό. Εκπλήσσοµαι που ο Λόρδος Κέιρ δεν το εκσφενδόνισε στον τοίχο.» Η Τέµπερανς έπιασε το δικό της ποτήρι και το δοκίµασε, νιώθοντας το γλυκό, στυφό υγρό να ζεσταίνει την κοιλιά της. Μπορεί το κρασί να ήταν φτηνό, αλλά δεν την ένοιαζε. Πάντα πίστευε πως ήταν λίγο αστείο που ο Γουίντερ, ο πιο ασκητικός απ’ όλα τα αδέρφια, ήταν ο πιο εκλεκτικός µε το κρασί. «Θα µου πεις πού γνώρισες το διαβόητο Λόρδο Κέιρ;» τη ρώτησε ήρεµα, µε τα µάτια του ακόµη κλειστά. Εκείνη αναστέναξε. «Ήρθε να µε επισκεφτεί πριν από δύο βράδια.» Τα µάτια του άνοιξαν ξανά. «Εδώ;» «Ναι.» Ζάρωσε τη µύτη της, αφήνοντας προσεκτικά το ποτήρι της στο τραπέζι. «Εγώ γιατί δεν ξέρω γι’ αυτή την επίσκεψη;» Ανασήκωσε τους ώµους, αποφεύγοντας τα µάτια του. «Κοιµόσουν όταν ήρθε.» Κράτησε την ανάσα της, διερωτώµενη αν θα χρειαζόταν να του εξηγήσει πώς είχε έρθει ο Λόρδος Κέιρ. Αλλά ο Γουίντερ ανησυχούσε για άλλο πράγµα. «Γιατί δεν µε ξύπνησες, Τέµπερανς;» «Ήξερα πως δεν θα το ενέκρινες.» Αναστέναξε ξανά και κάθισε στην καρέκλα που είχε αδειάσει ο Λόρδος Κέιρ. Το κάθισµα ήταν ήδη κρύο. Ήξερε ότι τελικά θα αναγκαζόταν να κάνει αυτήν τη συζήτηση µε τον Γουίντερ, αλλά την ανέβαλλε από δειλία. «Δεν ξέρω για τι ακριβώς είναι διαβόητος, όπως λες, όµως ήξερα πως δεν θα σου άρεσε να τον συναναστραφώ.» «Οπότε, προτίµησες να µου πεις ψέµατα.» «Ναι.» Σήκωσε ανυπότακτα το πιγούνι της, αγνοώντας εσκεµµένα το τσίµπηµα ενοχής µέσα της. «Έκανα µια συµφωνία µαζί του. Θα µε βοηθήσει να βρω ένα χορηγό για το ορφανοτροφείο, κι εγώ σε ανταπόδοση θα τον βοηθήσω να βρει το δολοφόνο της ερωµένης του.» «Αλήθεια;» Η Τέµπερανς πήρε µια βαθιά ανάσα. «Έχω ήδη πληρώσει το νοίκι µε τα χρήµατα που µου
πρόσφερε.» Μεσολάβησε µια σοκαρισµένη σιωπή. Η Τέµπερανς ξεροκατάπιε και κατέβασε τα µάτια, αποφεύγοντας την πονεµένη έκφραση που χαράχτηκε στο πρόσωπο του Γουίντερ. Το έκανε γι’ αυτόν, θύµισε στον εαυτό της. Για τον Γουίντερ και το ίδρυµα. Μετά από µια στιγµή, ο αδελφός της αναστέναξε βαριά. «Πολύ φοβάµαι πως δεν ξέρεις πού έχεις µπλέξει.» «Μη µε πατρονάρεις.» Τον αγριοκοίταξε. «Ξέρω πως το ίδρυµα θα κλείσει ακόµα κι αν δουλέψεις µέχρι να πέσεις νεκρός. Ξέρω πως δεν µπορώ να καθίσω στη γωνιά µου και να το αφήσω να συµβεί. Ξέρω πως µπορώ να βοηθήσω. Ξέρω πως–» «Ο Λόρδος Κέιρ είναι διαβόητος για τις ερωτικές του διαστροφές» είπε ο Γουίντερ, µε τις επίπεδες, ακριβείς λέξεις να διακόπτουν τον ένθερµο λόγο της. Η Τέµπερανς απόµεινε να τον κοιτάζει µε ανοιχτό το στόµα. Αν ήταν µια καλή γυναίκα, µια ηθική και ευσεβής γυναίκα, τα λόγια του θα της είχαν προκαλέσει αποτροπιασµό. Αντίθετα, εκείνη ένιωσε µια έξαψη, υπόκωφη και βαθιά και απαγορευµένη. Μεγαλοδύναµε Θεέ. Ο Γουίντερ συνέχισε. «Πρόσεχε, αδελφή. Δεν µπορώ να σε σταµατήσω, γι’ αυτό και δεν θα προσπαθήσω. Αλλά αν ποτέ νιώσεις πως κινδυνεύεις, θα φέρω το ζήτηµα στον Κόνκορντ.» Εκείνη πήρε µια κοφτή ανάσα, αλλά δεν είπε τίποτα. Τα καστανά µάτια του Γουίντερ, συνήθως τόσο ήρεµα και γεµάτα έγνοια, είχαν γίνει σκληρά και αποφασισµένα. «Και να θυµάσαι αυτό: ο Κόνκορντ µπορεί να σε σταµατήσει.»
Κεφάλαιο Πέντε Κάτω από το µπαλκόνι του βασιλιά Κλειστόκαρδου υπήρχε ένας πέτρινος εξώστης µε µια πόρτα που οδηγούσε µέσα στο κάστρο. Μέσα στο δωµάτιο, γονατισµένη µπροστά στο τζάκι, ήταν µια πολύ µικροσκοπική και πολύ ασήµαντη υπηρέτρια. Το όνοµά της ήταν Μεγκ και δουλειά της να καθαρίζει τις σχάρες στα τζάκια του κάστρου. Ήταν µια βρόµικη δουλειά, αλλά η Μεγκ την έκανε µε κέφι, γιατί χαιρόταν να δουλεύει. Όµως, επειδή η Μεγκ ήταν τόσο ασήµαντη, οι άλλοι ένοικοι του κάστρου ποτέ δεν την πρόσεχαν την ώρα που δούλευε. Έτσι, είχε τύχει να ακούσει κάτι παραπάνω από πολλές συζητήσεις. Όταν, λοιπόν, ο βασιλιάς διακήρυξε απ’ το µπαλκόνι του πόσο αγαπητός ήταν, η Μεγκ δεν µπόρεσε να συγκρατήσει το γέλιο της. Έφερε αµέσως το χέρι πάνω απ’ το στόµα της, αλλά τότε ήταν ήδη πάρα πολύ αργά… –από το Ο Βασιλιάς Κλειστόκαρδος Η Σάιλενς άνοιξε τα µάτια της δύο πρωινά αργότερα και υποδέχτηκε το πιο υπέροχο θέαµα στον κόσµο: το αγαπηµένο πρόσωπο του συζύγου της, του Γουίλιαµ. Εκείνος κοιµόταν µε τα γεµάτα χείλη του ελαφρά ανοιχτά, τα λαµπερά πράσινα µάτια του κλειστά. Μικρές άσπρες γραµµές ξεκινούσαν απ’ τις γωνίες των µατιών του, σε αντίθεση µε το ηλιοκαµένο δέρµα του προσώπου του. Το σκουφί που φόραγε στον ύπνο ήταν κάπως στραβό πάνω στο φρεσκοξυρισµένο κεφάλι του. Μια ανοιχτόχρωµη σκιά από κόκκινα γένια στο σαγόνι του γυάλιζε κάτω από το πρωινό φως. Κόκκινες µπούκλες και διάσπαρτες γκρίζες τρίχες που ξεπετάγονταν από το πάνω µέρος του νυχτικού του δηµιουργούσαν µια απολαυστική αντίθεση µε το δυνατό λαιµό του. Ένιωσε να σφίγγεται µέσα της κοιτώντας τον. Θα ήθελε να µπορούσε να παραµερίσει το γιακά, να φιλήσει τη βάση του λαιµού του, και ίσως να περάσει τη γλώσσα της πάνω από την ελκυστική, καθαρή επιδερµίδα του. Κοκκίνισε µε την ακόλαστη σκέψη. Ο Γουίλιαµ προτιµούσε οι ερωτικές τους δραστηριότητες να γίνονται τη νύχτα µε σβηστά τα κεριά, και είχε δίκιο. Μόνο ένα λάγνο πλάσµα θα ήθελε να κάνει έρωτα στο φως της µέρας, και αφού είχε ικανοποιηθεί πλήρως από τις ενθουσιώδεις προσπάθειες του συζύγου της το προηγούµενο βράδυ. Έτσι, σηκώθηκε, προσέχοντας να µην ξυπνήσει τον Γουίλιαµ. Πλύθηκε µε το νερό της κανάτας που ήταν πάνω στη συρταριέρα και ντύθηκε γρήγορα πριν περάσει αθόρυβα στο διπλανό δωµάτιο. Τα δωµάτια που είχε βρει ο Γουίλιαµ δεν ήταν ιδιαίτερα µεγάλα, αλλά ήταν αρκετά όµορφα και µε καλή διαρρύθµιση. Δίπλα από το µικροσκοπικό υπνοδωµάτιο, είχαν ένα καθιστικό µε τζάκι στο οποίο η Σάιλενς µπορούσε να µαγειρεύει. Στα δύο χρόνια που ήταν παντρεµένοι µε τον Γουίλιαµ, είχε δώσει χρώµα στα δωµάτιά τους προσθέτοντας µικρές πινελιές: µια πορσελάνινη βοσκοπούλα που κρατούσε ένα ροζ αρνάκι στο γείσο του τζακιού, ένα χάλκινο βάζο σε σχήµα αγκινάρας δίπλα της –στη Σάιλενς άρεσε να ρίχνει τα ψιλά της εκεί–, και κουρτίνες στο µοναδικό παράθυρο, που είχε αγοράσει µε τις οικονοµίες της και είχε ράψει η ίδια. Η αλήθεια ήταν πως οι κουρτίνες έγερναν λίγο από τη µία µεριά και δεν έκλειναν εντελώς στη µέση, αλλά είχαν µια γλυκιά ροδακινί απόχρωση που πάντα την έκανε να νιώθει όµορφα όταν καθόταν να πιει το τσάι της. Ήταν ένα συµπαθητικό σπιτικό, και η Σάιλενς αισθανόταν περήφανη γι’ αυτό.
Μουρµουρίζοντας ένα σκοπό, άναψε πάλι τη φωτιά και έβαλε την τσαγιέρα µε το νερό να βράσει. Όταν πια εµφανίστηκε ο Γουίλιαµ από το υπνοδωµάτιο, µ’ ένα χασµουρητό, η Σάιλενς είχε ήδη στρώσει το µικρό τους τραπέζι µε καυτό τσάι και ζεσταµένα ψωµάκια, και βούτυρο. «Καληµέρα» είπε ο Γουίλιαµ ενώ καθόταν στο τραπέζι. «Καληµέρα και σε σένα, άντρα µου.» Η Σάιλενς τού έδωσε ένα φιλί στο µάγουλο πριν του σερβίρει ένα φλιτζάνι τσάι. «Κοιµήθηκες καλά;» «Πολύ καλά» της απάντησε κόβοντας ένα ψωµάκι στα δύο. Τα ψωµάκια είχαν καεί µόνο λίγο στις άκρες, κι εκείνη είχε ξύσει τα χειρότερα σηµεία. «Καταπληκτικό πόσο πιο ευχάριστο είναι να κοιµάσαι σ’ ένα κρεβάτι που δεν κουνάει.» Το χαµόγελό του ήταν σύντοµο και άφησε να φανούν τα άσπρα δόντια του, κάνοντάς τον να µοιάζει τόσο ωραίος, που η Σάιλενς ένιωσε την ανάσα της να πιάνεται. Κοίταξε το δικό της ψωµάκι, συνειδητοποιώντας πως το ζούλαγε µε δύναµη ανάµεσα στα δάχτυλά της. Το ακούµπησε βιαστικά στο πιάτο της. «Τι θα κάνεις σήµερα;» «Πρέπει να επιβλέψω το ξεφόρτωµα του Σπίνου. Θα χάσουµε το µισό φορτίο απ’ τα χαµίνια έτσι και δεν το κάνω.» «Ω. Ω, ναι, βέβαια.» Η Σάιλενς ήπιε µια γουλιά τσάι προσπαθώντας να κρύψει την απογοήτευσή της. Ήλπιζε πως θα µπορούσε να περάσει τη µέρα µαζί της µετά από τόσους µήνες στη θάλασσα, αλλά η επιθυµία της ήταν κουτή. Ο Γουίλιαµ ήταν καπετάνιος σε εµπορικό πλοίο, ένας σηµαντικός άντρας. Συνεπώς, οι υποχρεώσεις του προς το πλοίο έρχονταν πρώτες. Πάντως, δεν µπόρεσε να πνίξει εντελώς µια σουβλιά απογοήτευσης. Εκείνος θα πρέπει να το κατάλαβε. Της έπιασε το χέρι σε µια σπάνια εκδήλωση τρυφερότητας. «Έπρεπε να έχω αρχίσει την εκφόρτωση χθες βράδυ. Κι αν δεν είχα µια τόσο όµορφη νεαρή σύζυγο, θα το είχα κάνει.» Η Σάιλενς ένιωσε τα µάγουλά της να παίρνουν φωτιά. «Αλήθεια;» «Πράγµατι.» Της έγνεψε σοβαρά, αλλά στα πράσινα µάτια του άστραψε µια σπίθα. «Φοβάµαι πως ήµουν απολύτως ανίκανος να αντισταθώ στον πειρασµό.» «Ω, Γουίλιαµ.» Δεν κατάφερε να συγκρατήσει το ανόητο χαµόγελο που απλώθηκε στο πρόσωπό της. Ήταν παντρεµένοι δύο χρόνια τώρα, αλλά πάνω απ’ το µισό καιρό ο άντρας της έλειπε στη θάλασσα. Κάθε φορά που επέστρεφε ήταν σαν να έκαναν καινούργιο µήνα του µέλιτος. Θα άλλαζε ποτέ αυτό; Ήλπιζε πως όχι. Ο Γουίλιαµ τής έσφιξε το χέρι. «Όσο πιο γρήγορα τελειώσω µε τις υποχρεώσεις µου, τόσο πιο γρήγορα θα σε συνοδέψω σ’ ένα πάρκο, ή σε ένα πανηγύρι, ή ακόµα και σ’ έναν κήπο µε θεάµατα.» «Αλήθεια;» «Ναι, βέβαια. Ανυποµονώ να περάσω µια µέρα µε τη γλυκιά µου σύζυγο.» Του χαµογέλασε κοιτώντας τον κατάµατα, νιώθοντας την καρδιά της να φτερουγίζει από ευτυχία. «Τότε, καλύτερα να φας το πρωινό σου, σωστά;» Εκείνος γέλασε και καταπιάστηκε µε το ψωµάκι και το τσάι του. Τέλειωσε υπερβολικά γρήγορα και σηκώθηκε να αποτελειώσει το ντύσιµό του, φορώντας µια λευκή περούκα που του έδινε έναν αέρα αυστηρής εξουσίας. Ο Γουίλιαµ φίλησε τη Σάιλενς στο µάγουλο και έφυγε. Κοίταξε το δωµάτιο γύρω της και αναστέναξε. Υπήρχαν πιάτα για πλύσιµο, και άλλες δουλειές που έπρεπε να γίνουν αν ήθελε να περάσει χρόνο µε τον άντρα της µια ολόκληρη µέρα. Έπιασε δουλειά µε αποφασιστικότητα.
Δύο ώρες µετά, η Σάιλενς καρίκωνε µια τρύπα σε µία από τις άσπρες κάλτσες του Γουίλιαµ, όταν άκουσε βήµατα να διασχίζουν τρέχοντας το διάδροµο απέξω. Σήκωσε το βλέµµα, συνοφρυωµένη. Είχε ήδη σηκωθεί τη στιγµή που ακούστηκε το δυνατό χτύπηµα στην πόρτα. Η Σάιλενς έτρεξε βιαστικά και ξεκλείδωσε. Ανοίγοντας την πόρτα, είδε τον Γουίλιαµ να στέκεται στο κατώφλι, όµως ποτέ δεν είχε ξαναδεί τον άντρα της σε τέτοια κατάσταση. Ήταν χλοµός κάτω απ’ το µαύρισµά του, και τα µάτια του ήταν σαν πεθαµένου. «Τι;» φώναξε µε την καρδιά να κοντεύει να πεταχτεί απ’ το στήθος της. «Τι συνέβη;» « Ο Σπίνος…» Μπήκε τρεκλίζοντας στο δωµάτιο, αλλά µετά στάθηκε ακίνητος µε τα χέρια κολληµένα στα πλευρά, κοιτώντας µε βλέµµα θολό σαν να µην ήξερε τι να κάνει. «Καταστράφηκα.» «Μπράβο, Μέρι Γουίτσαν» είπε η Τέµπερανς καθώς κοιτούσε το κορίτσι να περνάει µια προσεκτική βελονιά στο κέντηµά του. Καθόντουσαν µαζί σε µια γωνιά της κουζίνας ενώ κάποια από τα υπόλοιπα παιδιά ετοίµαζαν βραδινό. Ο τρόπος που η Μέρι κεντούσε ήταν εξαιρετικός, και η Τέµπερανς λάτρευε να τη βοηθάει όποτε είχε χρόνο. Δυστυχώς, σπάνια της περίσσευε χρόνος. «Ίσως πρέπει να σε βάλουµε να µαθητεύσεις δίπλα σε κάποια µοδίστρα. Θα σου άρεσε;» Η Μέρι έσκυψε πιο πολύ πάνω απ’ το εργόχειρό της – ένα διακοσµητικό κέντηµα στο στρίφωµα µιας ποδιάς. «Θα προτιµούσα να µείνω εδώ µαζί σου, κυρία.» Η Τέµπερανς ένιωσε το γνωστό τσίµπηµα στο στήθος ακούγοντας τα ψιθυριστά λόγια του κοριτσιού. Το χέρι της υψώθηκε για να χαϊδέψει τα µαλλιά της Μέρι, αλλά συγκρατήθηκε εγκαίρως, και έκλεισε σφιχτά τα δάχτυλα πριν αποτραβήξει το χέρι της. Ήταν λάθος να δίνει ψεύτικες ελπίδες στο κορίτσι. «Ξέρεις πως αυτό δεν µπορεί να γίνει» είπε έντονα. «Αν κρατούσαµε κάθε παιδί στο σπίτι, σύντοµα δεν θα έφτανε ο χώρος.» Η Μέρι έγνεψε καταφατικά, µε το πρόσωπο κρυµµένο έτσι όπως έσκυβε το κεφάλι, αλλά οι ώµοι της έτρεµαν. Η Τέµπερανς την κοιτούσε νιώθοντας ανίσχυρη. Πάντα ένιωθε πιο κοντά µε τη Μέρι Γουίτσαν απ’ ό,τι µε τα άλλα κορίτσια, αν και ήξερε πως δεν έπρεπε. Η Τέµπερανς είχε έρθει να βοηθήσει δουλεύοντας στο σπίτι µετά το θάνατο του Μπέντζαµιν, του συζύγου της. Ελάχιστο καιρό αργότερα είχε σώσει τη Μέρι Γουίτσαν. Το κοριτσάκι είχε σκαρφαλώσει στην ποδιά της εκείνην τη µέρα κι είχε καθίσει εκεί, ζεστό και απαλό και τρυφερό. Εκείνη την εποχή, η Τέµπερανς είχε ανάγκη να κρατάει κάποιον. Από τότε και µετά ήξερε πως η Μέρι Γουίτσαν ήταν ένα ιδιαίτερο παιδί για εκείνην, όσο κι αν η Τέµπερανς πάλευε να πνίξει αυτό το συναίσθηµα. «Ω, κυρά, δεν θα το µαντέψεις ποτέ» φώναξε η Νελ µπαίνοντας λαχανιασµένη στην κουζίνα. Η Τέµπερανς την κοίταξε και ύψωσε το φρύδι. «Όχι, µάλλον δεν θα το µαντέψω, οπότε καλύτερα να µου πεις.» Η Νελ ανέµισε ένα διπλωµένο τετράγωνο χαρτί το οποίο προφανώς είχε ήδη διαβάσει. «Ο Λόρδος Κέιρ θα σε συνοδέψει σε µια µουσική παράσταση απόψε!» «Τι;» Η Τέµπερανς έπιασε το χαρτί ανοίγοντάς το στα τυφλά. Δεν είχε νέα από το Λόρδο Κέιρ από τη βραδιά του τραυµατισµού του, και ενώ είχε ανησυχήσει τροµερά για την υγεία του, ταυτόχρονα δεν ήταν εντελώς σίγουρη αν θα ήταν σωστό να του στείλει ένα γράµµα για να µάθει. «Δεν…» Η φωνή της έσβησε καθώς διάβαζε τον κοµψό γραφικό του χαρακτήρα. Θα περνούσε να την πάρει στις τέσσερις το απόγευµα. Το βλέµµα της Τέµπερανς πέταξε στο παλιό ρολόι πάνω στο ράφι της κουζίνας. Οι δείκτες έδειχναν δώδεκα και µισή. Συνειδητοποίησε πως στην κουζίνα είχε πέσει ξαφνικά σιωπή, µε όλα τα παιδιά να την κοιτάζουν εξεταστικά.
«Μεγαλοδύναµε Θεέ.» Για µια στιγµή έµεινε παγωµένη, µε το µήνυµα τσαλακωµένο στη χούφτα της. «Δεν έχω τίποτα να φορέσω.» Νόµιζε πως θα είχε τουλάχιστον µία βδοµάδα στη διάθεσή της για να βρει ένα καινούργιο φόρεµα! Η Νελ ανοιγόκλεισε τα µάτια, και όρθωσε τους ώµους σαν στρατιώτης που τον καλούν στα όπλα. «Μέρι Ίβνινγκ, εσύ αναλαµβάνεις την κουζίνα. Μέρι Γουίτσαν, Μέρι Σεντ Πολ και Μέρι Λιτλ, ελάτε µαζί µου. Κι εσύ» –η Νελ έστρεψε ένα αλύγιστο δάχτυλο στην Τέµπερανς– «πήγαινε στο µικρό σου καθιστικό και βγάλε το φουστάνι σου.» Η Νελ βγήκε απ’ το δωµάτιο µε τους ακόλουθούς της να παρελαύνουν πίσω της. Η Τέµπερανς κοίταξε το χαρτί που κρατούσε στο χέρι της, ισιώνοντάς το προσεκτικά. Τα λόγια του Λόρδου Κέιρ σχεδόν πηδούσαν έξω απ’ το χαρτί, τολµηρά και κοφτά. Θα τον έβλεπε απόψε. Θα τον συνόδευε σε µια ευυπόληπτη ψυχαγωγική εκδήλωση. Θα κρατιόταν απ’ το µπράτσο του. Ω! Ω, Θεέ! Ένιωθε τα µάγουλά της να φουντώνουν και µόνο στη σκέψη· και ενώ τα συναισθήµατα που επικρατούσαν µέσα της ήταν φόβος και ταραχή, υπήρχε ένα µικρό αλλά πολύ καθαρό κοµµάτι που σκιρτούσε από έξαψη. Η Τέµπερανς άρπαξε ένα κερί και έτρεξε στο µικρό καθιστικό της. Έβγαλε βιαστικά το σάλι, το φόρεµα και τα παπούτσια της. Όταν επέστρεψε η Νελ µε τους στρατιώτες της, η Τέµπερανς στεκόταν όρθια φορώντας µόνο την καµιζόλα και τον κορσέ της. «Το φυλάω πάνω από πέντε χρόνια αυτό εδώ» είπε η Νέλ καθώς έµπαινε µε ένα µπογαλάκι στα χέρια. «Δεν άντεξα να το αποχωριστώ ούτε στην πιο µεγάλη µου απελπισία.» Ακούµπησε το µπογαλάκι σε µια καρέκλα και το ξετύλιξε. Αστραφτερό κόκκινο µετάξι κύλησε πάνω στο µαξιλάρι της πολυθρόνας. Η Τέµπερανς απόµεινε να το κοιτάζει έκθαµβη. Το φόρεµα ήταν υπέροχο – λαµπερό και ζωηρό, και πάρα, πάρα πολύ τολµηρό. «Δεν µπορώ να το φορέσω αυτό» πέταξε βιαστικά πριν προλάβει να σκεφτεί πώς θα ένιωθε η Νελ. Όµως, η Νελ απλά άνοιξε απηυδισµένα τα χέρια. «Και τι άλλο θα µπορούσες να φορέσεις, κυρία Ντιουζ; Μάλλον δεν γίνεται να πας µ’ αυτό.» Αυτό ήταν το συνηθισµένο µαύρο φουστάνι της Τέµπερανς, που τώρα ήταν απλωµένο στην πλάτη της πολυθρόνας. Η Τέµπερανς είχε ακριβώς τρία φουστάνια, και ήταν όλα στο ίδιο πρακτικό µαύρο στιλ. «Εγώ–» άρχισε να λέει, αλλά η Νελ την έκοψε αµέσως περνώντας το κόκκινο φόρεµα πάνω απ’ το κεφάλι της. Πάλεψε όπως-όπως µε τα µανίκια και το κορσάζ, και αναδύθηκε φτύνοντας κλωστές. Η Νελ πέρασε πίσω της και άρχισε να την κουµπώνει. Η Μέρι Γουίτσαν έγειρε το κεφάλι στο πλάι µε βλέµµα κριτικό. «Πολύ ωραίο το χρώµα, κυρία, αλλά το κορσάζ δεν σας έρχεται πολύ καλά.» Η Τέµπερανς κοίταξε προς τα κάτω, συνειδητοποιώντας πως ποτέ πριν στη ζωή της δεν είχε δει το ντεκολτέ της τόσο εκτεθειµένο. Το µπούστο ήταν εξαιρετικά χαµηλό. «Ω, όχι. Δεν µπορώ–» «Όχι, σίγουρα δεν µπορείς.» Η Νελ ήρθε από µπροστά για να την εξετάσει. «Όχι έτσι, πάντως.» Και πιάνοντας το χαλαρό ύφασµα του κορσάζ, το τράβηξε µπροστά, κάνοντας δύο πένσες στο πιο µικρό στήθος της Τέµπερανς. Η Νελ άφησε το µετάξι να πέσει, κι αυτό σακούλιασε. «Μπα, δεν γίνεται. Θα πρέπει να το µαζέψουµε κανονικά.» «Και µε το κάτω µέρος τι γίνεται;» ρώτησε η Μέρι Γουίτσαν. Είχε σκύψει και κοιτούσε τον ποδόγυρο της Τέµπερανς, ο οποίος δυστυχώς απείχε αρκετούς πόντους από το πάτωµα. Η Νελ γρύλισε. «Κι αυτό επίσης. Κυρίες µου, έχουµε ένα γεµάτο απόγευµα µπροστά µας.»
Και ήταν. Όλο το απόγευµα, η Νελ και η παρέα της τράβαγαν και έραβαν και έκοβαν. Σχεδόν τέσσερις ώρες µετά, η Τέµπερανς στάθηκε στη µέση της κουζίνας για µια τελευταία επιθεώρηση. Στο µεσοδιάστηµα, είχε κάνει µπάνιο και είχε λουστεί. Η Νελ τής έφτιαξε τα µαλλιά µε τέχνη, περνώντας ανάµεσά τους µια κατακόκκινη κορδέλα. Το άλικο φόρεµα σχεδόν λαµπύριζε κάτω απ’ το φως του τζακιού καθώς η Τέµπερανς προσπαθούσε να τραβήξει προς τα πάνω το µπούστο. Ήταν ακόµη υπερβολικά χαµηλό για τα γούστα της. «Σταµάτα.» Η Νελ τής χτύπησε το χέρι. «Θα το ξηλώσεις.» Η Τέµπερανς κοκάλωσε. Το τελευταίο πράγµα που ήθελε ήταν να ανοίξει εντελώς το φόρεµα. «Είναι κρίµα που δεν έχετε τα σωστά παπούτσια» είπε η Μέρι Γουίτσαν. Η Τέµπερανς παραµέρισε τη φούστα για να κοιτάξει τα χοντροκοµµένα µαύρα παπούτσια µε τις αγκράφες. «Ε, λοιπόν, θα πρέπει να αρκεστούµε σ’ αυτά. Και µε την προσθήκη της σούρας που έκανε η Νελ στο στρίφωµα, νοµίζω ότι ούτε που θα τα προσέξει κανείς.» Η προσθήκη ήταν από µαύρο µετάξι και ανήκε κάποτε στο καλύτερο παλτό του µπαµπά. «Δείχνει πολύ ωραίο» είπε η Μέρι. Το σώµα της Τέµπερανς τρεµούλιασε. «Σ’ ευχαριστώ, Μέρι Γουίτσαν.» Ήταν απολύτως τροµοκρατηµένη. Μόνο τώρα συνειδητοποιούσε την πλήρη σηµασία της συµφωνίας της µε το Λόρδο Κέιρ. Θα ερχόταν σε επαφή µε την αριστοκρατία – µε εκείνους τους αστραφτερούς ανθρώπους, τους τόσο κοµψούς και έξυπνους, που έµοιαζαν σαν να µην ήταν ανθρώπινοι. Άραγε, θα την έβλεπαν σαν µια αστεία φυσιογνωµία; Πώς θα µπορούσαν να µην τη δουν έτσι; Ε, λοιπόν, ο Λόρδος Κέιρ ήταν σίγουρα αρκετά ανθρώπινος. Η Τέµπερανς ίσιωσε τους ώµους. Τι σηµασία είχε τι θα σκέφτονταν εκείνα τα εξωτικά πλάσµατα γι’ αυτήν; Πήγαινε στη µουσική εκδήλωση για να σώσει το ορφανοτροφείο. Για τον Γουίντερ και τη Νελ και τη Μέρι Γουίτσαν και όλα τα άλλα παιδιά. Για χάρη τους σίγουρα µπορούσε να αντέξει την ταπείνωση µιας βραδιάς. Έτσι, χαµογέλασε στο ακροατήριό της και είπε: «Σας ευχαριστώ όλους. Ήσασταν–» «Κάποιος είναι στην πόρτα!» Ένα απ’ τα αγόρια έτρεξε στην µπροστινή είσοδο. «Τζόζεφ Τίνµποξ.» Η Τέµπερανς έσπευσε πίσω του στο χολ της εισόδου. «Μην τρέχεις. Δεν έχει σηµασία αν–» Αλλά ο Τζόζεφ Τίνµποξ ξεµαντάλωσε την πόρτα εκείνην τη στιγµή και την τράβηξε να ανοίξει, αποκαλύπτοντας όχι το Λόρδο Κέιρ, αλλά τη Σάιλενς. Η Τέµπερανς έµεινε ακίνητη. Το πρόσωπο της αδελφής της ήταν χλοµό, και στο κεφάλι της δεν φορούσε σκουφάκι. Τα όµορφα καστανοκόκκινα µαλλιά της ήταν ανακατεµένα, τα καστανοπράσινα µάτια της µιλούσαν για τραγωδία. Η Σάιλενς δεν κοίταξε καν το πανέµορφο άλικο φόρεµα. «Τέµπερανς.» «Τι συµβαίνει;» ψιθύρισε η Τέµπερανς. Η Σάιλενς έβαλε το χέρι της στο πλαίσιο της πόρτας σαν να ήθελε να στηριχτεί. «Κλάπηκε το φορτίο του Γουίλιαµ.» Ήταν περασµένες τέσσερις την ώρα που η άµαξα του Λάζαρους σταµάτησε στην αρχή της Μέιντεν Λέιν. Ο ίδιος ο δρόµος ήταν πολύ στενός για την άµαξα, οπότε κατέβηκε τα σκαλιά και είπε στον αµαξά να περιµένει, πριν ξεκινήσει για την πόρτα του ορφανοτροφείου της κυρίας Ντιουζ. Το φως του ήλιου δεν είχε πέσει τελείως ακόµη, αλλά φρόντισε να κρατάει γερά τη γροθιά του πάνω στο εβένινο µπαστούνι
του. Έπιασε µια σκιά να κινείται µε την άκρη του µατιού του, µια παράξενη αναλαµπή µαύρου και κόκκινου, αλλά όταν γύρισε, το πλάσµα –ένας άντρας, άραγε;– είχε χαθεί. Μετά από δύο νύχτες ξεκούρασης, ο ώµος του ένιωθε ακόµα πιο χειρότερα απ’ ό,τι το βράδυ που τραυµατίστηκε. Τον ένιωθε να πάλλεται µε ένα βουβό, αδιάκοπο πόνο. Στη θέα της πληγής εκείνο το πρωί, ο Σµολ είχε σπάσει τη συνήθη επιφυλακτική του στάση, για να υποδείξει στον κύριό του πως ήταν µάλλον προτιµότερο να περάσει το απόγευµα κλινήρης – µια υπόδειξη την οποία ο Λάζαρους είχε απορρίψει χωρίς δεύτερη σκέψη. Όφειλε στην κυρία Ντιουζ µια βραδινή έξοδο κατά την οποία θα µπορούσε να αναζητήσει ένα χορηγό για το ορφανοτροφείο. Επιπλέον ένιωθε µια περίεργη προθυµία να τη δει ξανά, µια πνευµατική κατάσταση την οποία µια πιο σκοτεινή πλευρά του µυαλού του έβρισκε απείρως διασκεδαστική. Είχε ξεχάσει τη µουσική εκδήλωση, αλλά µόλις τη θυµήθηκε το πρωί, ήξερε ότι ήταν µία από τις λίγες κοινωνικές συγκεντρώσεις όπου θα µπορούσε να πάει την κυρία Ντιουζ. Οι περισσότερες προσκλήσεις που λάµβανε ήταν σηµαντικά λιγότερο ευπρεπείς από τη µουσική βραδιά. Ο Λάζαρους χρησιµοποίησε τη λαβή του µπαστουνιού του για να χτυπήσει την ξύλινη πόρτα του σπιτιού. Την άνοιξε σχεδόν αµέσως ένα µικροσκοπικό κοριτσάκι µε άφθονες φακίδες στα µάγουλα και ανασηκωµένη µύτη. Έκανε πίσω χωρίς να πει λέξη και τον άφησε να µπει στο άθλιο χολ. Ήταν άδειο µε εξαίρεση τους δυο τους. Κοίταξε το παιδί υψώνοντας το φρύδι. «Πού είναι η κυρία Ντιουζ;» Το κοριτσάκι τού ανταπέδωσε το βλέµµα, έχοντας ολοφάνερα χάσει τη µιλιά του από την παρουσία του στο σπίτι της. Ο Λάζαρους αναστέναξε. «Πώς σε λένε;» Μεσολάβησε άλλη µια αµήχανη σιωπή κατά τη διάρκεια της οποίας το παιδί έβαλε τον αντίχειρα στο στόµα, και µετά ήρθε να τους σώσει ο αντίλαλος από τακούνια που διέσχιζαν το πάτωµα. «Μέρι Σεντ Πολ, σε παρακαλώ, πήγαινε στην κουζίνα και πες στη Νελ ότι πρέπει να αµπαρώσει την πόρτα καλά πίσω µου» είπε η κυρία Ντιουζ. Το φως της κουζίνας τη φώτιζε από πίσω και έµοιαζε να έρχεται προς το µέρος του τυλιγµένη µέσα σε ένα λαµπερό φωτοστέφανο. Φορούσε µια κόκκινη τουαλέτα, ένα απρόσµενα έντονο χρώµα που ερχόταν σε αντίθεση µε την αυστηρότητα της συνηθισµένης ενδυµασίας της. Το µπούστο της κατέβαινε χαµηλά, και το λευκό δέρµα που αποκάλυπτε έµοιαζε σχεδόν να λάµπει. Ο βουβώνας του είχε την αναµενόµενη αντίδραση. Υποκλίθηκε. «Κυρία Ντιουζ.» «Χµ;» Το βλέµµα της εστιάστηκε πάνω του σαν να τον είχε µόλις τώρα προσέξει, και η µαταιοδοξία του αναδύθηκε γεµάτη δυσπιστία. Ίσιωσε το σώµα του, προσφέροντάς της επιδεικτικά το µπράτσο του. Ήταν αναµενόµενο, φυσικά, να προσφέρει κανείς το µπράτσο του σε µια κυρία, µια καθηµερινή κίνηση ευγένειας. Για εκείνον, όµως, µε την παράξενη αποστροφή του προς το άγγιγµα, ήταν πάντα µια πηγή δυσφορίας, και έτσι το απέφευγε αν ήταν δυνατό. Όµως, τη συγκεκριµένη στιγµή ένιωθε να λαχταράει το άγγιγµά της. Περίεργο αυτό. Ακούµπησε τα δάχτυλά της στο µανίκι του. Ο Λάζαρους ένιωσε ένα τίναγµα, παρά το ύφασµα που µεσολαβούσε, αλλά δεν µπορούσε να πει αν ήταν από πόνο, ή από µια πιο απροσδιόριστη αίσθηση. Ενδιαφέρον. «Πάµε;» ρώτησε ρητορικά.
Αλλά εκείνη φάνηκε να διστάζει, ρίχνοντας µια βιαστική µατιά προς την κουζίνα. «Νοµίζω… Ναι, πάµε.» Τον κοίταξε καταπρόσωπο για πρώτη φορά, και του φάνηκε πως διέκρινε ένα αµυδρό κοκκίνισµα ψηλά στα µάγουλά της. «Ευχαριστώ, λόρδε µου.» Έγνεψε καταφατικά και τη συνόδεψε έξω. Η νύχτα ήταν παγερή, κι εκείνη τύλιξε ένα λεπτό σάλι στους ώµους της. Το σάλι ήταν γκρίζο και τραχύ, προφανώς ένα κοµµάτι απ’ τα συνηθισµένα ρούχα της, και έδειχνε ακόµα πιο φτωχό σε σύγκριση µε το κόκκινο µετάξι του φορέµατος. Ο Λάζαρους έσµιξε τα φρύδια, διερωτώµενος πού είχε βρει το φουστάνι. Το είχε από παλιά και το φύλαγε για ειδικές περιστάσεις, ή είχε αναγκαστεί να το αγοράσει για τη συγκεκριµένη βραδιά; Η κυρία Ντιουζ καθάρισε το λαιµό της. «Το γράµµα σας έλεγε πως θα παρακολουθήσουµε µια µουσική εκδήλωση.» Είχαν φτάσει µπροστά στην άµαξα, και ο ένας υπηρέτης είχε ήδη πηδήξει κάτω για να τοποθετήσει το σκαλοπάτι. Ο Λάζαρους έπιασε τα δάχτυλα της κυρίας Ντιουζ µε το γαντοφορεµένο χέρι του, βοηθώντας τη να µπει στην άµαξα. Δεν µπορούσε να καταλάβει αν ήταν ευχαριστηµένος ή όχι τώρα που δεν τον άγγιζε πια. «Η οικοδέσποινα είναι η Λαίδη Μπέκινχολ, µια γνήσια λέαινα της λονδρέζικης κοινωνίας. Θα υπάρχουν πολλοί πλούσιοι καλεσµένοι στο σπίτι της απόψε.» Η κυρία Ντιουζ κάθισε στα µαξιλάρια απέναντί του. Ο Λάζαρους χτύπησε την οροφή και κάθισε κι αυτός. Εκείνη κοιτούσε συνοφρυωµένη την ποδιά της. «Με κάνετε να ακούγοµαι τελείως συµφεροντολόγα.» «Αλήθεια;» Έγειρε στο πλάι το κεφάλι µελετώντας την. Ήταν νευρική και αφηρηµένη εκείνο το βράδυ, αλλά ο Λάζαρους δεν πίστευε ότι έφταιγε το γεγονός πως θα παρευρισκόταν σε µια εκδήλωση της υψηλής κοινωνίας. Τι την είχε αναστατώσει; «Δεν το έκανα σκόπιµα, σας διαβεβαιώ.» Έστρεψε το κεφάλι της προς το σκοτεινό παράθυρο, ίσως κοιτώντας την αντανάκλασή της στο τζάµι. «Υποθέτω πως είµαι συµφεροντολόγα, αλλά είναι για το ίδρυµα.» «Το ξέρω.» Προς στιγµήν ένιωσε µια περίεργη τρυφερότητα για εκείνην, τη µικρή του οσιοµάρτυρα. Μετά τον κοίταξε ξανά. «Πώς γνωρίζετε τη Λαίδη Μπέκινχολ;» Το στόµα του στράβωσε ειρωνικά. «Είναι καλή φίλη της µητέρας µου.» «Της µητέρας σας;» Τα φρύδια της είχαν ανέβει ψηλά στο λευκό της µέτωπο. «Νοµίζατε πως αναδύθηκα πλήρως σχηµατισµένος από το µηρό του πατέρα µου;» «Όχι βέβαια.» Έφερε το χέρι στο στήθος της, και ύστερα το άφησε πάλι να πέσει. «Η µητέρα σας ζει, λοιπόν;» Εκείνος έκλινε το κεφάλι. «Έχετε αδελφούς ή αδελφές;» Ο Λάζαρους θυµήθηκε δύο µεγάλα καστανά µάτια, πολύ σοβαρά για την ηλικία τους, και ένα άγγιγµα που δεν του προκαλούσε ποτέ πόνο. Ανοιγόκλεισε τα µάτια για να διώξει το φάντασµα. «Όχι.» Έγειρε το κεφάλι της κοιτώντας τον δύσπιστα. Εκείνος ανάγκασε τον εαυτό του να χαµογελάσει. «Ειλικρινά. Είµαι ο τελευταίος της οικογένειάς µου, εξαιρουµένης της µητέρας µου.» Του έγνεψε καταφατικά. «Εγώ έχω τρεις αδελφούς και δύο αδελφές.»
«Οι Μέικπις είναι προφανώς ιδιαίτερα γόνιµοι» της απάντησε ξερά. Έσφιξε τα χείλη της σαν να τον αποδοκίµαζε, αλλά συνέχισε. «Έχω µια µικρότερη αδελφή. Τη λένε Σάιλενς.» Ύψωσε τα φρύδια του, αλλά είχε την εξυπνάδα να µην το σχολιάσει. Εκείνη έγειρε λίγο µπροστά, και η κίνησή της έκανε το σάλι να γλιστρήσει αποκαλύπτοντας ένα φιλντισένιο ώµο. Ο Λάζαρους αναρωτήθηκε ξαφνικά αν είχε κάνει την κίνηση επίτηδες. «Η Σάιλενς είναι παντρεµένη µε τον καπετάνιο ενός πλοίου, τον κύριο Γουίλιαµ Χόλινµπρουκ. Επέστρεψε πρόσφατα από ταξίδι. Χθες βράδυ, το φορτίο του πλοίου του κλάπηκε.» Σταµάτησε και τον κοίταξε µε εκείνα τα παράξενα φωτεινά καστανά µάτια της, σαν να περίµενε την αντίδρασή του. Ο Λάζαρους προσπάθησε να σκεφτεί τι θα ήταν το πιο συνηθισµένο να πει, αν η κατάσταση ήταν συνηθισµένη κι αυτός ένας απλός άνθρωπος. «Λυπάµαι;» Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά, αφού η απάντησή του ήταν προφανώς ανεπαρκής. «Αν δεν βρεθεί το φορτίο, τουλάχιστον ένα µέρος του, ο Κάπτεν Χόλινµπρουκ θα καταστραφεί. Η Σάιλενς θα καταστραφεί.» Έτριψε τον αντίχειρά του πάνω στο ασηµένιο γεράκι του µπαστουνιού. «Γιατί; Είχε επενδύσει χρήµατα στο πλοίο;» «Όχι, αλλά προφανώς ο πλοιοκτήτης τον κατηγορεί για συνεργασία µε τους κλέφτες.» Ο Λάζαρους το σκέφτηκε για λίγο. «Δεν ξέρω αν έχω ξανακούσει ποτέ να έχει κλαπεί ολόκληρο το φορτίο κάποιου πλοίου.» «Είναι µάλλον ασυνήθιστο. Προφανώς δεν είναι εξίσου ασυνήθιστο να κλαπεί ένα µέρος του φορτίου, αλλά όλο όσο υπήρχε…» Ανασήκωσε τους ώµους και έγειρε στο µαξιλάρι της πλάτης σαν να ήταν κουρασµένη. Απόµεινε να την κοιτάζει, αυτήν τη γυναίκα από έναν άλλο κόσµο. Δεν ήξερε γιατί είχε διαλέξει εκείνον για να εξοµολογηθεί τις ανησυχίες της, αλλά εντελώς παράλογα τον ευχαριστούσε που ήταν ο αποδέκτης της εκµυστήρευσής της. Το στόµα του στράβωσε ειρωνικά µε την ίδια του τη βλακεία. Εκείνη σήκωσε ξαφνικά τα µάτια. «Συγγνώµη που σας φορτώνω µε όλα αυτά.» «Ούτε λόγος.» Του χαµογέλασε απροσδόκητα, µε τα χείλη της να τρέµουν ελαφρά. «Δεν σας ευχαρίστησα για την αποψινή πρόσκληση.» Ο Λάζαρους ανασήκωσε τους ώµους. «Είναι µέρος της συµφωνίας µας.» «Ωστόσο, εγώ είµαι ευγνώµων για την καλοσύνη σας.» «Μην είστε κουτή» της είπε κοφτά. «Το τελευταίο πράγµα που είµαι είναι καλός.» Εκείνη σφίχτηκε και γύρισε το πρόσωπο από την άλλη. Ανάθεµα, είχε µιλήσει πολύ απερίσκεπτα. Ήθελε να ξαναδεί τα µάτια της, να την ακούσει πάλι να του λέει τα προβλήµατά της. Ο Λάζαρους καθάρισε το λαιµό του, η φωνή του ακούστηκε τραχιά. «Δεν ήθελα να µιλήσω τόσο απότοµα.» Η µία γωνία του στόµατός της ανασηκώθηκε λιγάκι, παρόλο που δεν καταδέχτηκε να του δείξει ολόκληρο το πρόσωπό της. «Μου ζητάτε συγγνώµη, Λόρδε Κέιρ;» «Κι αν σας ζητούσα;» τη ρώτησε µαλακά. «Θα δεχόσασταν την υποταγή µου;»
Εκείνη χαµήλωσε τις βλεφαρίδες. «Δεν έχω την ανάγκη να σας έχω στα πόδια µου.» «Όχι;» της είπε ανάλαφρα. «Τότε, ίσως είναι οι δικές µου ανάγκες που θα µε κάνουν να βρεθώ εκεί.» Την παρακολούθησε στενά καθώς ένα κοκκίνισµα ανέβηκε αργά στο λαιµό της. «Ή ίσως» ψιθύρισε «θα σε ενδιέφερε να γονατίσεις εσύ µπροστά µου.» Εκείνη πήρε µια κοφτή ανάσα σαν να είχε προσβληθεί και τον κοίταξε µε µάτια γουρλωµένα. Ήταν αναµενόµενο – η πρότασή του ήταν χονδροειδής και δεν άρµοζε σε τζέντλεµαν. Έπρεπε να έχει προσβληθεί. Όµως, δεν ήταν η προσβολή αυτή που έκανε την αναπνοή της να γίνει πιο γρήγορη, το γλυκό της στήθος να πιέζεται πάνω στο κορσάζ µε κάθε εισπνοή. Ήταν κάτι πολύ πιο πρωτόγονο. Ο Λάζαρους κατέβασε τα µάτια του καθώς ένιωσε την έξαψη να φουντώνει µέσα στο κορµί του. Είχε κυνηγήσει και άλλοτε έτσι, παρακολουθώντας και περικυκλώνοντας το θύµα του πριν ορµήσει και το αρπάξει στα νύχια του, αλλά αυτό… αυτό ήταν πιο έντονο από κάθε άλλο κυνήγι. «Δεν θα ’πρεπε… δεν θα ’πρεπε να µου µιλάτε µε τέτοιο τρόπο» είπε µε φωνή τρεµάµενη – αλλά χωρίς θυµό. Την κοίταξε κάτω απ’ τα σµιγµένα φρύδια του. «Γιατί όχι; Με διασκεδάζει να συζητάω αυτά τα πράγµατα µαζί σου. Εσένα όχι;» Την είδε να ξεροκαταπίνει. Μπορούσε να διακρίνει καθαρά την κίνηση του λαιµού της στο φως του φαναριού. «Μη.» «Εγώ νοµίζω πως σ’ αρέσει. Νοµίζω πως έχεις την ίδια εικόνα στο µυαλό σου µε µένα. Θέλεις να σου πω τι βλέπω;» Είχε ανεβάσει το χέρι στο λαιµό της, αλλά παρέµενε βουβή, κοιτώντας τον µε µάτια που γυάλιζαν. Άφησε τη µατιά του να κατηφορίσει µε νόηµα στις εκτεθειµένες καµπύλες του στήθους της. «Σε βλέπω µε αυτό το φουστάνι, κυρία, να γονατίζεις µπροστά µου µε τη φούστα σου απλωµένη σαν γυαλιστερή λίµνη από πορφύρα. Βλέπω τον εαυτό µου να στέκεται µπροστά σου. Σηκώνεις το βλέµµα µε τα χρυσαφιά σου µάτια µισόκλειστα όπως τώρα, τα χείλη σου κόκκινα και υγρά από τη γλώσσα σου – ή ίσως από τη δική µου.» «Όχι» βόγκηξε εκείνη µε φωνή τόσο χαµηλή, ώστε το µόνο που κατάφερε ήταν να διακρίνει την κίνηση των χειλιών της. «Βλέπω τον εαυτό µου να παίρνει το χέρι σου και να το βάζει στο κάτω µέρος του παντελονιού µου.» Ο ανδρισµός του είχε σκληρύνει, παλλόταν από τα ίδια του τα λόγια, και τη δική της αντίδραση σ’ αυτά. «Βλέπω τα λεπτά, δροσερά δάχτυλά σου να ανοίγουν προσεκτικά το κάθε κουµπί καθώς σου χαϊδεύω τα πλεγµένα µαλλιά. Βλέπω–» Η άµαξα σταµάτησε απότοµα. Ο Λάζαρους πήρε µια σιγανή ανάσα και άνοιξε τις κουρτίνες για να κοιτάξει έξω. Το σπίτι της λαίδης Μπέκινχολ άστραφτε απ’ τη φωταψία. Άφησε την κουρτίνα να πέσει και κοίταξε την κυρία Ντιουζ. Τα µάτια της ήταν διάπλατα ανοιχτά, τα µάγουλά της κατακόκκινα, και θα στοιχηµάτιζε την ίδια του τη ζωή ότι ήταν υγρή κάτω από εκείνην τη γυαλιστερή άλικη φούστα. Η µία γωνία του στόµατός του ανασηκώθηκε, αλλά δεν ήταν χιούµορ αυτό που ένιωθε. «Φτάσαµε. Να κατεβούµε;» Την παρατηρούσε καθώς ανακτούσε επαφή µε το περιβάλλον, καθώς τα λευκά της δόντια δάγκωναν το ζουµερό κάτω χείλι της. Η φωνή έγινε βαθιά και τραχιά. «Ή µήπως να πω στον αµαξά να συνεχίσει;»
Κεφάλαιο Έξι Ο βασιλιάς Κλειστόκαρδος µούγκρισε στους φρουρούς του να φέρουν µπροστά του τον αιρετικό που είχε το θράσος να γελάσει µαζί του. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, οι φρουροί έσυραν µπροστά του τη Μεγκ, βρόµικη, και πασαλειµµένη µε στάχτες. «Πώς σε λένε;» βρυχήθηκε ο βασιλιάς Κλειστόκαρδος. «Μεγκ, Μεγαλειότατε.» Εκείνος την αγριοκοίταξε. «Και τι ήταν αυτό που βρήκες τόσο αστείο στο λόγο µου;» Οι φρουροί και οι αυλικοί, παρασυρµένοι από τη φασαρία, περίµεναν όλοι τη µικρή υπηρέτρια να πέσει στα πόδια του βασιλιά και να ικετέψει για τη ζωή της. Όµως, η Μεγκ έτριψε την άκρη της γεµάτης στάχτες µύτης της, και αποφάσισε ότι αφού ήταν ήδη καταδικασµένη, δεν έχανε τίποτα να πει την αλήθεια. «Μόνο το ότι νοµίζεις πως σε αγαπάει ο λαός σου, Μεγαλειότατε…» –από το Ο Βασιλιάς Κλειστόκαρδος Αυτός ο άντρας ήταν ο πειρασµός προσωποποιηµένος. Η Τέµπερανς κοίταξε το Λόρδο Κέιρ, νιώθοντας το δυνατό καρδιοχτύπι της, κι έναν πόνο ανάµεσα στους µηρούς της. Είχε αποφύγει τους άντρες τα τελευταία εννέα χρόνια ακριβώς λόγω των αµαρτωλών επιθυµιών της. Και να που τώρα βρισκόταν καθισµένη απέναντι από έναν άντρα πολύ πιο πλάνο από κάθε άλλον που είχε γνωρίσει. Ήξερε ακριβώς πώς να ξυπνήσει τους δαίµονές της, πώς να τη βασανίσει και να την ανάψει µέχρι να φτάσει στο πυρετώδες αποκορύφωµα· και το πιο φρικτό, το πιο απαίσιο ήταν ότι ένα κοµµάτι µέσα της ήθελε –είχε ανάγκη– να παραδοθεί. Να υποκύψει στη σαγήνη των γαλάζιων µατιών του. Να γονατίσει µπροστά του και να αγγίξει το πιο γήινο σηµείο ενός άντρα. Να κάνει το απαγορευµένο, και να τυλίξει το στόµα της γύρω του σε µια πράξη που µε κανέναν τρόπο δεν µπορούσε να οδηγήσει στην αναπαραγωγή. Μια πράξη που ήταν απόλυτα ηδονιστική. Όχι. Η Τέµπερανς έσπασε την επαφή µε το υπνωτιστικό του βλέµµα, παίρνοντας µια τρεµάµενη ανάσα. «Άφησέ µε να βγω.» Για µια στιγµή, εκείνος δεν κινήθηκε, δεν σάλεψε ούτε βλέφαρο, απλά την κοιτούσε µε τα ζαφειρένια µάτια του που έµοιαζαν να καίνε το εκτεθειµένο δέρµα της. Η ανάσα της πιάστηκε στο βλέµµα του και στην πιθανότητα να µην την αφήσει να βγει, να την πάρει και να της κάνει όλα εκείνα τα ακόλαστα πράγµατα που της είχε πει µε τη βαθιά φωνή του. Έπειτα, εκείνος αναστέναξε. «Πολύ καλά, κυρία Ντιουζ.» Σηκώθηκε και άνοιξε την πόρτα της άµαξας, κατεβαίνοντας πρώτος και απλώνοντας το χέρι για να τη βοηθήσει να στηριχτεί. Η Τέµπερανς ακούµπησε τα τρεµάµενα δάχτυλά της στην παλάµη του, και για ένα ατελείωτο δευτερόλεπτο το χέρι του έκλεισε γύρω απ’ το δικό της, καυτό και κτητικό, ακόµα και µέσα από το γάντι. Μετά, τα πόδια της άγγιξαν το έδαφος, και την άφησε, προσφέροντάς της το µπράτσο του. Το έπιασε, παίρνοντας µια βαθιά εισπνοή για να στυλωθεί και έχοντας συναίσθηση ότι εκείνος αναρίγησε κάτω απ’ το άγγιγµά της. Γύρω τους, καλοντυµένες κυρίες έβγαιναν από άµαξες µε ζωγραφισµένα οικόσηµα. Το κατακόκκινο φόρεµα, πάνω στο οποίο όλο το απόγευµα η Νελ είχε δουλέψει τόσο σκληρά για να το ετοιµάσει, ξαφνικά έµοιαζε παλιό και υπερβολικά φανταχτερό, η
κορδέλα στα µαλλιά της απλά άξεστη. Ξεροκατάπιε νιώθοντας ξαφνικά φοβισµένη. Δεν ανήκε εδώ. Ήταν ένα σπουργίτι ανάµεσα σε παγόνια. Ο Λόρδος Κέιρ έγειρε από πάνω της. «Είσαι έτοιµη;» Εκείνη ύψωσε το πιγούνι. «Ναι, φυσικά.» «Γενναία ακόµα κι όταν µπαίνεις στη φωλιά των λιονταριών» µουρµούρισε εκείνος. Μέσα, το σπίτι της λαίδης Μπέκινχολ άστραφτε κυριολεκτικά από τα λευκά µάρµαρα, τις χρυσές διακοσµήσεις και τα κρύσταλλα. Από την οροφή κρεµόταν ένας πολυέλαιος που έλαµπε από το φως εκατοντάδων κεριών. Η Τέµπερανς έδωσε αφηρηµένα το γκρίζο σάλι της σε έναν υπηρέτη, χωρίς να δώσει καν σηµασία όταν εκείνος έκανε µια γκριµάτσα και το έπιασε µε τον αντίχειρα και το δείκτη. Το σπίτι ήταν σαν νεραϊδένιο κάστρο. Διέτρεξε µε το δάχτυλο τη µαρµάρινη κουπαστή της σκάλας καθώς ο Λόρδος Κέιρ την οδηγούσε επάνω. Πόσοι υπηρέτες περνούσαν τις µέρες τους πεσµένοι στα γόνατα για να διατηρήσουν το λευκό µάρµαρο καθαρό; Στην κορυφή της σκάλας, ακολούθησαν το ρεύµα των λαµπροντυµένων ανθρώπων που κατευθύνονταν προς µια µεγάλη αίθουσα, µε έναν τοίχο ντυµένο εξ ολοκλήρου µε καθρέφτες, έτσι ώστε να µοιάζει σαν να υπήρχαν χιλιάδες υπέροχα ντυµένες κυρίες συνοδευόµενες από αµέτρητους κοµψούς καβαλιέρους. Αν ήταν µόνη της, η Τέµπερανς θα είχε γυρίσει και θα το είχε βάλει στα πόδια, αλλά το µπράτσο του Λόρδου Κέιρ ήταν σταθερό και ζεστό κάτω από τα δάχτυλά της. «Κουράγιο» της ψιθύρισε. «Το φόρεµά µου» του είπε ξέπνοα. «Το φόρεµά σου είναι µια χαρά» της ψιθύρισε. «Δεν θα σε είχα αφήσει να έρθεις, διαφορετικά. Το πιο σηµαντικό, δεν έχεις τίποτα να ντραπείς µέσα σ’ αυτό το πλήθος. Είσαι το ίδιο µορφωµένη µε αυτές τις κυρίες και εξίσου έξυπνη. Και έχεις κάτι που δεν έχουν εκείνες: ξέρεις πώς να βρίσκεις το δρόµο σου µέσα στον κόσµο.» «Αυτό συνήθως δεν είναι κάτι για να περηφανεύεσαι» είπε η Τέµπερανς. Της έριξε µια µατιά. «Ίσως θα έπρεπε να είναι. Κράτα το κεφάλι ψηλά.» Μία από τις εξεζητηµένες κυρίες γύρισε στην είσοδό τους και προχώρησε αργά προς το µέρος τους. Το φόρεµά της ήταν ένα βαθύ µπλε, και καθώς ερχόταν πιο κοντά, η Τέµπερανς είδε πως αυτό που στην αρχή είχε περάσει για κεντηµένα λουλούδια στη φούστα ήταν στην πραγµατικότητα ρουµπίνια και σµαράγδια ραµµένα στο ύφασµα. Μεγαλοδύναµε Θεέ. «Λάζαρους» είπε αργόσυρτα το φανταστικό πλάσµα «πόσο απρόσµενο να σε βρω εδώ.» Ήταν εξαιρετικά όµορφη, σαν κάποια θεά που κατέβηκε στη γη για να διασκεδάσει εις βάρος των θνητών. Από τόσο κοντά, η Τέµπερανς µπορούσε να δει ότι φορούσε δύο πανέµορφες καρφίτσες στα µαλλιά της, διαµάντια, σµαράγδια και ρουµπίνια που σχηµάτιζαν δύο πουλιά. Μικρά διαµάντια στην άκρη λεπτού σύρµατος ταλαντεύονταν όποτε η υπέροχη γυναίκα κουνούσε το κεφάλι της. Η Τέµπερανς χρειάστηκε όλες τις δυνάµεις της για να µην την κοιτάξει µε ανοιχτό το στόµα, αλλά ο Λόρδος Κέιρ ήταν φανερό πως δεν ένιωθε το ίδιο δέος για τη συγκεκριµένη κυρία. Έκλινε το κεφάλι κάνοντας µια τόσο σύντοµη υπόκλιση, που καταντούσε προσβλητική. Τα όµορφα χείλη της γυναίκας σφίχτηκαν και το βλέµµα της στράφηκε στην Τέµπερανς. «Και ποιο είναι αυτό το… άτοµο;» «Να σας συστήσω την κυρία Ντιουζ» είπε λακωνικά ο Λόρδος Κέιρ. Η Τέµπερανς πρόσεξε ότι δεν σύστησε την άλλη γυναίκα σε εκείνην.
Προφανώς το πρόσεξε και αυτή. Το πρόσωπό της σφίχτηκε. «Αν έφερες µία από τις πόρνες σου στο σπίτι της Λαίδης Μπέκινχολ…» Ο Λόρδος Κέιρ ύψωσε το φρύδι. «Η φαντασία σας δεν σας τιµά, Λαίδη µου. Σας διαβεβαιώ ότι η κυρία Ντιουζ είναι µάλλον το πιο ευπρεπές άτοµο εδώ µέσα.» Τα µάτια της λαίδης στένεψαν. «Πρόσεχε, Λάζαρους. Κινείσαι στην κόψη.» «Αλήθεια;» «Τι σου είναι αυτή η γυναίκα;» Η Τέµπερανς ένιωσε τα µάγουλά της να παίρνουν φωτιά µπροστά στην ολοφάνερη απόρριψη της λαίδης. Μιλούσε λες και η Τέµπερανς ήταν ένα σκυλί ή µια γάτα, ένα κουτό ζώο ανίκανο να επικοινωνήσει. «Μια φίλη» είπε η Τέµπερανς. «Τι είπες;» Η λαίδη βλεφάρισε σαν να είχε πραγµατικά ξαφνιαστεί µε την ικανότητά της να µιλάει. «Είπα ότι είµαι µια φίλη του Λόρδου Κέιρ» είπε η Τέµπερανς σταθερά. «Και εσείς είστε…;» «Λάζαρους, πες µου πως πρόκειται για φάρσα.» Γύρισε πάλι στο Λόρδο Κέιρ, απαξιώνοντας την Τέµπερανς τόσο εύκολα, όσο αν ήταν κάποια από τις υπηρέτριες. «Δεν είναι φάρσα.» Ο Λόρδος Κέιρ χαµογέλασε ψυχρά. «Θα πίστευα πως εσύ απ’ όλους τους ανθρώπους θα χαιρόσουν που επέλεξα µια ευυπόληπτη κυρία να µε συνοδέψει σ’ αυτήν τη συγκέντρωση.» «Ευυπόληπτη!» Η λαίδη έκλεισε τα µάτια της λες και η λέξη την είχε αηδιάσει. Ύστερα, τα ζαφειρένια µάτια της άνοιξαν απότοµα. «Διώξε την και άφησέ µε να σε συστήσω σε κάποια της δικής σου τάξης. Υπάρχουν αρκετές ανύπαντρες–» Όµως, ο Λόρδος Κέιρ είχε ήδη αρχίσει να αποµακρύνεται µε την Τέµπερανς. «Λάζαρους!» σύριξε πίσω του η γυναίκα. «Είµαι η µητέρα σου.» Ο Λόρδος Κέιρ σφίχτηκε και γύρισε µε ένα σκληρό χαµόγελο στα χείλη του. «Έτσι µου έχουν πει. Κυρία µου.» Έκανε µια ψευτο-υπόκλιση. Μια φευγαλέα έκφραση πέρασε από το πρόσωπο της λαίδης καθώς γυρνούσαν να φύγουν. Κάτι ευάλωτο και ασυνήθιστο. Πόνος ίσως; Και µετά, η έκφρασή της ήταν πάλι ελεγχόµενη και ψυχρή, και εκείνοι είχαν αποµακρυνθεί. Η Τέµπερανς κοίταξε το Λόρδο Κέιρ, έχοντας επίγνωση πως τα µάγουλά της ήταν κατακόκκινα. «Αυτή ήταν η µητέρα σου;» «Δυστυχώς ναι» της απάντησε, και χασµουρήθηκε πίσω από την κοµψή γροθιά του. «Έλα, Θεέ µου!» Ποτέ δεν θα φανταζόταν τη σχέση τους κρίνοντας από την ανοιχτή εχθρότητα που είχε δείξει ο Λόρδος Κέιρ στη γυναίκα. Μισούσε την ίδια του τη µητέρα; Έσµιξε τα φρύδια καθώς θυµήθηκε κάτι άλλο. «Στ’ αλήθεια νόµισε πως ήµουν η–» «Ναι» είπε κοφτά. Την κοίταξε, και η φωνή του γλύκανε. «Μην το αφήνεις να σε ανησυχεί. Οποιοσδήποτε άλλος το µόνο που πρέπει να κάνει είναι απλά να σε κοιτάξει για να καταλάβει ότι ποτέ δεν θα µε άφηνες να σε διαφθείρω.» Η Τέµπερανς αποτράβηξε το βλέµµα, µην µπορώντας να ξεχωρίσει αν την πείραζε ή αν µιλούσε σοβαρά· και τότε ήταν που συνέβη. Καθώς πάταγε το πόδι της, ένιωσε ένα τράβηγµα και άκουσε ένα σκίσιµο. «Ω, όχι.» «Τι είναι;»
Η Τέµπερανς κοίταξε τον ποδόγυρο της τουαλέτας της, ελπίζοντας πως δεν ήταν τόσο φανερό. «Σκίστηκε ο ποδόγυρος.» Σήκωσε τα µάτια πάνω του. «Υπάρχει κάποιο µέρος όπου να µπορώ να το διορθώσω;» Της έγνεψε καταφατικά, και µέσα σε µια στιγµή είχε µάθει από έναν υπηρέτη την κατεύθυνση για το δωµάτιο στο οποίο µπορούσαν να αποσυρθούν οι κυρίες. Το δωµάτιο ήταν στην άκρη ενός µικρού χολ, και η Τέµπερανς ανασήκωσε προσεκτικά τις φούστες της καθώς πήγαινε προς τα εκεί. Κοίταξε γύρω της όταν µπήκε –το δωµάτιο ήταν καλά φωτισµένο, και όµορφα επιπλωµένο µε χαµηλές πολυθρόνες για να µπορεί να ξεκουραστεί λίγο µια κυρία–, αλλά δεν υπήρχε κανείς άλλος µέσα. Στάθηκε αµήχανη για µια στιγµή. Δεν θα έπρεπε να υπάρχουν υπηρέτριες για να βοηθάνε τις κυρίες; Ανασήκωσε τους ώµους και κάθισε για να επιθεωρήσει τη ζηµιά. «Μπορώ να βοηθήσω;» Η Τέµπερανς σήκωσε το κεφάλι, περιµένοντας να δει κάποια υπηρέτρια, όµως στο δωµάτιο είχε µπει µια κυρία. Ήταν ψηλή και χλωµή, το σώµα της είχε µια στάση σωστή σαν βασίλισσας και τα µαλλιά της µια ωραία ανοιχτοκόκκινη απόχρωση. Φορούσε µια υπέροχη τουαλέτα – ένα διακριτικό γκριζοπράσινο, κεντηµένο µε ασηµένια κλωστή. Η Τέµπερανς ανοιγόκλεισε τα βλέφαρα ξαφνιασµένη. Το πρόσωπο της γυναίκας πήρε µια ευγενική έκφραση. «Δεν ήθελα να σας ενοχλήσω…» «Ω, όχι» είπε η Τέµπερανς βιαστικά. «Είναι που περίµενα µια υπηρέτρια ή… ή… τέλος πάντων, όχι κάποια κυρία. Σκίστηκε ο ποδόγυρός µου.» Η κοπέλα ζάρωσε την ίσια µύτη της. «Το απεχθάνοµαι όταν µου συµβαίνει.» Κοίταξε πάνω απ’ τον ώµο της. «Η Λαίδη Κίτσεν έχει πάθει κρίση υστερίας, ή κάτι τέτοιο, νοµίζω. Αναµφίβολα όλες οι υπηρέτριες έχουν πάει εκεί.» «Ω.» Η Τέµπερανς κοίταξε πάλι το µαύρο µετάξι γύρω απ’ τον ποδόγυρο του φορέµατός της. Κρεµόταν αξιολύπητα. Όµως, η κυρία γονάτιζε ήδη µπροστά της, µε την ασηµοπράσινη φούστα της να απλώνεται γύρω της σαν λαµπερό σύννεφο. «Ω, µη, σας παρακαλώ» είπε η Τέµπερανς ενστικτωδώς. Αυτή η γυναίκα ήταν ολοφάνερα αριστοκράτισσα. Τι θα έκανε αν ήξερε πως η Τέµπερανς ήταν η κόρη ενός ζυθοποιού; «Δεν υπάρχει πρόβληµα» είπε η κοπέλα ήρεµα. Δεν είχε προσβληθεί από το ξέσπασµα της Τέµπερανς. «Έχω µερικές καρφίτσες…» Γύρισε επιδέξια το στρίφωµα, καρφίτσωσε το ύφασµα, και το έστρωσε ξανά. Οι καρφίτσες ούτε που φαίνονταν. «Απίστευτο! Το κάνατε τόσο καλά» αναφώνησε η Τέµπερανς. Η νεαρή αριστοκράτισσα σηκώθηκε, και της χαµογέλασε ντροπαλά. «Έχω κάνει εξάσκηση. Οι κυρίες θα έπρεπε να αλληλοϋποστηρίζονται σε τέτοιες κοινωνικές εκδηλώσεις, δεν νοµίζετε;» Η Τέµπερανς τής ανταπέδωσε το χαµόγελο, νιώθοντας για πρώτη φορά λίγη σιγουριά από τη στιγµή που είχε λάβει την πρόσκληση του Λόρδου Κέιρ. «Είστε τόσο καλή. Σας ευχαριστώ. Αναρωτιέµαι–» Η πόρτα άνοιξε µε φόρα και κάµποσες κυρίες µπήκαν στο δωµάτιο, ακολουθούµενες από ανήσυχες υπηρέτριες. Προφανώς ήταν η Λαίδη Κίτσεν µε την υστερία της. Μέσα στη γενική σύγχυση, η Τέµπερανς βρέθηκε µακριά από την καινούργια της φίλη, και όταν πια ξαναβγήκε στο χολ, η άλλη γυναίκα δεν φαινόταν πουθενά. Πάντως, η Τέµπερανς επέστρεψε κοντά στο Λόρδο Κέιρ µε πιο ανάλαφρο βήµα, έχοντας ζεσταθεί
µέσα της από την καλοσύνη της άγνωστης. Τον βρήκε γερµένο σ’ έναν τοίχο, να επιθεωρεί την όλη σύναξη µε ένα κυνικό ύφος. Ίσιωσε το σώµα του όταν την είδε. «Καλύτερα;» Η Τέµπερανς απάντησε ακτινοβολώντας: «Ναι, πολύ.» Τα χείλη του ανασηκώθηκαν σ’ ένα χαµόγελο σαν απάντηση. «Τότε, πάµε να αναζητήσουµε τη λεία µας.» Προχώρησαν µέχρι την άλλη άκρη της αίθουσας, όπου σειρές από χρυσοποίκιλτες καρέκλες είχαν τοποθετηθεί µπροστά από ένα υπέροχα διακοσµηµένο πιάνο. Κανείς δεν είχε πάρει ακόµη θέση. Ο Λόρδος Κέιρ την οδήγησε σε µία τριάδα κύριων που στέκονταν εκεί. «Κέιρ.» Ένας εξαιρετικά αδύνατος άντρας µε µια λευκή περούκα έγνεψε βλέποντάς τους να πλησιάζουν. «Δεν φανταζόµουν πως αυτό είναι το αγαπηµένο σου είδος διασκέδασης.» «Α, µα, τα γούστα µου ποικίλουν.» Τα χείλη του Λόρδου Κέιρ ανασηκώθηκαν σ’ ένα ειρωνικό χαµόγελο. «Μου επιτρέπετε να σας συστήσω την κυρία Ντιουζ; Κυρία Ντιουζ, ο Σερ Χένρι Ίστον.» «Σερ.» Η Τέµπερανς έκανε την καλύτερή της υπόκλιση ενώ ο ηλικιωµένος άντρας υποκλινόταν κι αυτός. «Και από δω ο Λοχαγός Κρίστοφερ Λάµπερτ και ο κύριος Γκόντρικ Σεντ Τζον. Κύριοι, η κυρία Ντιουζ, µαζί µε τον αδελφό της, διευθύνει το Ίδρυµα για Ατυχή Βρέφη και Έκθετα Παιδιά στο Ιστ Εντ, ένα κατ’ εξοχήν χριστιανικό φιλανθρωπικό ίδρυµα.» «Αλήθεια;» Ο Σερ Χένρι ανασήκωσε τα παχιά φρύδια του, κοιτώντας τη µε ενδιαφέρον. Ο Λοχαγός Λάµπερτ είχε επίσης στρέψει το βλέµµα του σ’ αυτήν. Αντιθέτως, ο κύριος Σεντ Τζον, ένας ψηλός άντρας µε γκρίζα περούκα, είχε υψώσει το ένα φρύδι πάνω από τα µισά γυαλιά του προς το Λόρδο Κέιρ. Για µια στιγµή, η Τέµπερανς αναρωτήθηκε τι σχέση υπήρχε ανάµεσα στο Λόρδο Κέιρ και στον κύριο Σεντ Τζον. Τότε ο Σερ Χένρι ρώτησε: «Πόσα έκθετα φιλοξενεί το ίδρυµά σας, κυρία Ντιουζ;» Η Τέµπερανς χάρισε το πιο γοητευτικό της χαµόγελο, σε µια προσπάθεια να κερδίσει τον έναν τουλάχιστον από τους αριστοκράτες κύριους για χάρη του ορφανοτροφείου. «Τι σκαρώνεις, Κέιρ;» σφύριξε ο Σεντ Τζον µε την άκρη του στόµατός του. Ο Λάζαρους κράτησε το βλέµµα καρφωµένο στη µικρή του οσιοµάρτυρα που είχε βάλει σε εφαρµογή όλη τη χριστιανική πονηριά της για να παρασύρει τον Λάµπερτ και τον Ίστον να στηρίξουν το ορφανοτροφείο της. «Δεν έχω ιδέα σε τι αναφέρεσαι.» Ο Σεντ Τζον ρουθούνισε σιγανά και µισογύρισε το πρόσωπο για να τον ακούσει µόνο ο Λάζαρους. «Είναι ολοφάνερα τόσο ευπρεπής, όσο ισχυρίζεσαι, πράγµα που σηµαίνει ότι ή τη χρησιµοποιείς για κάποιο δικό σου σκοπό, ή η ακολασία σου έχει φτάσει στο βιασµό αθώων υπάρξεων.» «Με πληγώνετε, κύριε» είπε αργόσυρτα ο Λάζαρους, φέρνοντας τα δάχτυλά του πάνω στην καρδιά του. Ήξερε ότι έδειχνε ειρωνικός –ακόµα και βαριεστηµένος–, αλλά, περιέργως, µέσα στο στήθος του ένιωθε ένα τσίµπηµα που θα µπορούσε να είναι πόνος. Ο Σεντ Τζον έγειρε πιο κοντά και του ψιθύρισε: «Τι θέλεις απ’ αυτήν;» Ο Λάζαρους στένεψε τα µάτια. «Γιατί; Θα παίξεις το ρόλο του ιππότη της και θα την κλέψεις από τα άθλια χέρια µου;» Ο Σεντ Τζον έγειρε το κεφάλι, µε τα συνήθως ήπια γκρίζα µάτια του να έχουν γίνει σκληρά σαν γρανίτης. «Αν χρειαστεί.»
«Πιστεύεις πραγµατικά πως θα σε άφηνα να µου πάρεις κάτι που θέλω;» «Μιλάς για την κυρία Ντιουζ σαν να είναι παιχνίδι.» Η έκφραση του Σεντ Τζον είχε γίνει ερευνητική. «Θα την έσπαγες σε µια κρίση θυµού;» Ο Λάζαρους χαµογέλασε αχνά. «Αν ήθελα.» «Έλα τώρα» µουρµούρισε ο Σεντ Τζον. «Δεν έχεις χάσει τόσο πολύ την ανθρωπιά σου, όσο σου αρέσει να παριστάνεις.» «Έτσι λες;» Ο Λάζαρους δεν χαµογελούσε πια. Έριξε µια µατιά στην κυρία Ντιουζ, που συζητούσε µε ενθουσιασµό για το ορφανοτροφείο. Αν του είχε δώσει το παραµικρό σηµάδι συναίνεσης στην άµαξα, αυτήν τη στιγµή µπορεί να είχε µέσα στο γλυκό της στόµα αγίας τον ανδρισµό του. Δεν ήταν η διαφθορά µιας αγίας έργο του διαβόλου; Κοίταξε πάλι τον Σεντ Τζον, το µόνο άνθρωπο στον κόσµο που ίσως θα µπορούσε να αποκαλεί φίλο του. Η αίθουσα είχε γίνει αναθεµατισµένα ζεστή και ο ώµος του έστελνε άγριες σουβλιές στο µπράτσο του. «Μια καλή συµβουλή: µη στοιχηµατίζεις στην ανθρωπιά µου.» Ο Σεντ Τζον ύψωσε το φρύδι. «Δεν σκοπεύω να καθίσω στη γωνιά µου και να σε κοιτάζω να πληγώνεις µια αθώα ύπαρξη. Θα την αποµακρύνω από κοντά σου αν θεωρήσω πως χρειάζεται τη βοήθειά µου.» Ο θυµός πληµµύρισε τόσο απότοµα τον Λάζαρους, που γύµνωσε τα δόντια του πριν καν το καταλάβει. Ο Σεντ Τζον θα πρέπει να διέκρινε πόσο δολοφονικό ήταν το βλέµµα του. Έκανε κυριολεκτικά ένα βήµα πίσω. «Κέιρ;» «Μη» σφύριξε ο Λάζαρους µέσα απ’ τα δόντια του. «Μην το λες ούτε για αστείο, Σεντ Τζον. Ασχολήσου µε τη δική σου κυρία. Η κυρία Ντιουζ είναι δική µου, για να την κάνω ό,τι θέλω.» Η µατιά του άλλου άντρα πέταξε από τον Κέιρ στην κυρία Ντιουζ. «Και σ’ εκείνη δεν πέφτει λόγος πάνω σ’ αυτό;» «Όχι» γρύλισε ο Λάζαρους, έχοντας επίγνωση ότι ακούστηκε σαν σκύλος που στεκόταν φρουρός πάνω από ένα κόκαλο. Ο Σεντ Τζον ανασήκωσε τα φρύδια. «Ξέρει τους σκοπούς σου;» «Θα τους µάθει.» Και µ’ αυτό, ο Λάζαρους γύρισε και έπιασε το µπράτσο της κυρίας Ντιουζ, διακόπτοντάς τη στη µέση της φράσης της. «Μας συγχωρείτε, κύριοι. Θέλω να βρω την καλύτερη δυνατή θέση για την κυρία Ντιουζ.» «Φυσικά» ψέλλισε ο Σερ Χένρι, αλλά ο Λάζαρους ήδη την αποµάκρυνε από τους υπόλοιπους. «Τι σκαρώνεις;» Η κυρία Ντιουζ δεν φάνηκε ιδιαίτερα ευχαριστηµένη µε την κίνησή του. «Μόλις άρχιζα να τους µιλάω για τις ποσότητες φρέσκων λαχανικών που πρέπει να αγοράζουµε κάθε µήνα για το σπίτι.» «Ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον θέµα, δεν αµφιβάλλω.» Ένιωθε την ανάγκη να καθίσει, να ξεκουραστεί λίγο. Ανάθεµα το τραύµα στον ώµο του. Το µέτωπό της ζάρωσε. «Τους είχα κάνει να βαρεθούν; Γι’ αυτό παρενέβης;» Το στόµα του συσπάστηκε σαν να διασκέδαζε. «Όχι. Έδειχναν κάτι παραπάνω από πρόθυµοι να ακούνε τη διάλεξή σου για την ένδυση και τη σίτιση ανηλίκων όλο το βράδυ.» «Χµ. Τότε, γιατί µε αποµάκρυνες;»
«Επειδή είναι πάντοτε καλύτερο να αφήνεις τον αγοραστή να θέλει περισσότερα» ψιθύρισε στο αφτί της µέσα από τα µαύρα της µαλλιά. Η ανόητη κόκκινη κορδέλα ήταν πλεγµένη µέσα στις γυαλιστερές µπούκλες, και για µια αχαλίνωτη στιγµή ήθελε να την τραβήξει ελευθερώνοντάς τες. Να δει τα µαλλιά της να κατρακυλάνε λυτά στους ώµους της. Εκείνη γύρισε, και τον κοίταξε τόσο κοντά, που µπορούσε να δει τις χρυσές ανταύγειες µέσα στα ανοιχτοκάστανα µάτια της. «Και έχετε πουλήσει πολλά πράγµατα, Λόρδε Κέιρ;» Τον πείραζε, αυτή η σεµνή χριστιανή. Δεν τον φοβόταν καθόλου; Δεν είχε αντιληφθεί το σκοτάδι που κόχλαζε βαθιά µέσα του; «Όχι τόσο πράγµατα, όσο… ιδέες» είπε αργόσυρτα. Την είδε να γέρνει το κεφάλι µ’ εκείνα τα χρυσαφένια µάτια της γεµάτα περιέργεια. «Έχετε πουλήσει ιδέες;» «Τρόπον τινά» της είπε καθώς την οδηγούσε σε δύο καρέκλες στο τέλος µιας σειράς κοντά στην µπροστινή. «Ανήκω σε αρκετές φιλοσοφικές και επιστηµονικές εταιρείες.» Την έβαλε να καθίσει, και ανοίγοντας το σακάκι του κάθισε δίπλα της. «Όταν κάποιος ισχυρίζεται µια θέση, τότε έχει τη δυνατότητα να την πουλήσει στους ενάντιους, αν µε καταλαβαίνετε.» Δεν ανέφερε το άλλο είδος «πώλησης» που έκανε – το να δελεάζει ερωτικές συντρόφους, ώστε να κάνουν πράγµατα για τα οποία δεν θα συναινούσαν υπό άλλες συνθήκες. «Νοµίζω ότι κατανοώ τι εννοείτε.» Τα µάτια της κυρίας Ντιουζ φωτίστηκαν κεφάτα. «Οµολογώ ότι δεν σας είχα δει στο ρόλο του εµπόρου ιδεών, Λόρδε Κέιρ. Έτσι περνάτε τις µέρες σας; Επιχειρηµατολογώντας µε άλλους µορφωµένους κύριους;» «Και µεταφράζοντας διάφορα ελληνικά και λατινικά κείµενα.» «Όπως;» «Ποίηση, κυρίως.» Της έριξε µια φευγαλέα µατιά. Πραγµατικά το έβρισκε ενδιαφέρον; Όµως, τα χρυσαφιά της µάτια σπίθισαν καθώς έγερνε το κεφάλι της στο πλάι. «Γράφετε ποίηση;» «Τη µεταφράζω – κάτι τελείως διαφορετικό.» «Ουσιαστικά, θα το θεωρούσα παρεµφερές.» «Πώς έτσι;» Ανασήκωσε τους ώµους. «Οι ποιητές δεν πρέπει να βρίσκουν το µέτρο, την οµοιοκαταληξία και τις σωστές λέξεις;» «Έτσι ξέρω.» Τον κοίταξε και χαµογέλασε, κάνοντάς τον να κρατήσει την ανάσα του. «Θα έλεγα πως και ένας µεταφραστής πρέπει να κάνει το ίδιο.» Την κοίταξε έκπληκτος. Πώς το ήξερε αυτή, µια απλή γυναίκα, από ένα τελείως διαφορετικό µονοπάτι της ζωής; Πώς είχε καταφέρει µε µία µόνο πρόταση να εκφράσει το πάθος που έβρισκε εκείνος στις µεταφράσεις του; «Υποθέτω πως έχεις δίκιο.» «Κρύβεις καλά την ψυχή του ποιητή» του είπε. «Ποτέ δεν θα το φανταζόµουν.» Σίγουρα τον πείραζε τώρα. «Α.» Τέντωσε τα πόδια του. «Μα, υπάρχουν πολλά που δεν ξέρετε για µένα, κυρία Ντιουζ.» «Ναι;» Το βλέµµα της έπεσε κάπου πίσω του, και αυτοµάτως ήξερε πως εκείνη κοίταζε τη µητέρα του που συζητούσε µε τη Λαίδη Μπέκινχολ στη γωνία. «Όπως για παράδειγµα;» «Έχω µια αφύσικη αδυναµία στα αµυγδαλωτά.»
Περισσότερο ένιωσε παρά άκουσε το χαχάνισµά της, και ο σιγανός, αθώος ήχος έστειλε ένα κύµα ζεστασιάς να κυλήσει µέσα του. Συνήθως εκείνη έκρυβε τόσο καλά τα συναισθήµατά της, ακόµα και τα συναισθήµατα χαράς. «Δεν έχω φάει αµυγδαλωτό εδώ και αιώνες» µουρµούρισε. Ο Λάζαρους ένιωσε µια αιφνίδια παρόρµηση να της αγοράσει ένα ολόκληρο κουτί µόνο και µόνο για να την κοιτάζει καθώς θα τα τρώει. Τα κόκκινα χείλη της θα γέµιζαν ζάχαρη, και εκείνη θα τα έγλειφε για να τα καθαρίσει. Ο βουβώνας του σφίχτηκε και µόνο στη σκέψη. «Πες µου κάτι ακόµα για τον εαυτό σου. Κάτι αληθινό.» Τον κοίταξε ερευνητικά, µε τα ανοιχτοκάστανα µάτια της γεµάτα µυστήριο. «Πού γεννήθηκες;» «Στο Σρόπσιρ.» Απέστρεψε το βλέµµα και κοίταξε τη µητέρα του που κάτι σχολίαζε στην άλλη γυναίκα. Τα κοσµήµατα στα άσπρα µαλλιά της στραφτάλισαν καθώς κούνησε το κεφάλι. «Η βάση της οικογένειάς µου είναι κοντά στο Σριούζµπερι. Γεννήθηκα στην Οικία Κέιρ, το προγονικό µου σπίτι. Μου είπαν πως ήµουν ένα κλαψιάρικο, αδύναµο βρέφος και ότι ο πατέρας µου µε έδωσε σε µία τροφό, χωρίς πολλές ελπίδες ότι θα έβγαζα τη βδοµάδα.» «Φαίνεται οι γονείς σου ανησυχούσαν για σένα.» «Όχι» είπε επίπεδα, µε µια γνώση παλιά όσο ο ίδιος. «Έµεινα µε την νταντά µου µέχρι πέντε ετών, και έκτοτε οι γονείς µου µε έβλεπαν µόνο µία φορά το χρόνο, κάθε Πάσχα. Το θυµάµαι επειδή ο πατέρας µου µε τροµοκρατούσε.» Δεν είχε ιδέα γιατί της το είπε αυτό· δεν τον έκανε να µοιάζει καθόλου ηρωικός. «Και η µητέρα σου;» τον ρώτησε µαλακά. Την κοίταξε παράξενα. «Συνόδευε τον πατέρα µου, φυσικά.» «Όµως» –το µέτωπό της ζάρωσε ξανά σαν να προσπαθούσε να λύσει ένα γρίφο– «ήταν τρυφερή;» Την κοίταξε αµίλητος. Τρυφερή; Κοίταξε πάλι τη µητέρα του, που τώρα κατευθυνόταν προς ένα κάθισµα. Κινείτο µε χάρη, η ενσάρκωση της ψυχρής κοµψότητας. Η σκέψη της µητέρας του να δείχνει τρυφερότητα στον οποιονδήποτε, πόσω µάλλον στον ίδιο, ήταν από γελοία έως παράλογη. «Όχι» είπε στωικά, σαν να εξηγούσε σε έναν Κινέζο την περιπλοκότητα του νοµισµατικού συστήµατος της Αγγλίας. «Δεν έρχονταν για να εκφράσουν τρυφερότητα. Έρχονταν για να δουν αν ο κληρονόµος τους είχε επαρκή τροφή και στέγη.» «Ω» του είπε µε σιγανή φωνή. «Και η νταντά σου; Εκείνη ήταν τρυφερή µαζί σου;» Η ερώτηση έστειλε ένα απαίσιο κύµα πόνου µέσα του, µια αίσθηση εξαιρετικά άσχηµη, και ένιωσε τον ώµο του να πάλλεται αντανακλαστικά. «Δεν θυµάµαι» είπε ψέµατα. Εκείνη άνοιξε το στόµα της σαν να ήθελε να του κάνει περισσότερες ερωτήσεις, αλλά ο Λάζαρους δεν άντεχε άλλο. «Κι εσείς, κυρία Ντιουζ; Πώς ήταν η δική σας παιδική ηλικία;» Την είδε να σφίγγει τα χείλη της για µια στιγµή, σαν να µη σκόπευε να τον αφήσει να οδηγήσει τη συζήτησή τους σε άλλη κατεύθυνση. Μετά αναστέναξε. «Γεννήθηκα εδώ, στο Λονδίνο, βασικά όχι πολύ µακριά από εκεί που είναι το ορφανοτροφείο. Ο πατέρας ήταν ζυθοποιός. Είµαστε έξι παιδιά στην οικογένειά µου: η Βέριτι· ο Κόνκορντ που έχει αναλάβει τώρα το ζυθοποιείο· ο Άσα· εγώ· ο Γουίντερ· και η µικρότερη αδελφή µου, η Σάιλενς. Ο πατέρας γνώρισε τον Σερ Στάνλεϊ Γκίλπιν όταν ήµουν αρκετά µικρή, και µε τη χορηγία του κατάφερε να ιδρύσει το ορφανοτροφείο.» «Μια όµορφη ιστορία» είπε αργόσυρτα ο Λάζαρους, παρατηρώντας το πρόσωπό της. Είχε απαγγείλει την ιστορία σχεδόν µηχανικά. «Από την άλλη, δεν µου λέει σχεδόν τίποτα για σένα.»
Η Τέµπερανς τον κοίταξε ξαφνιασµένη. «Μα, δεν υπάρχουν πολλά να πω πέρα απ’ αυτά.» «Ω, νοµίζω πως υπάρχουν» της µουρµούρισε µαλακά. Οι καρέκλες γύρω τους άρχιζαν να γεµίζουν, αλλά δεν ήθελε καθόλου να σταµατήσει την κουβέντα τους τόσο σύντοµα. «Δούλευες στο ορφανοτροφείο σαν παιδί; Πήγες σχολείο; Και πού και πότε γνώρισες το σύζυγό σου;» «Πέρασα την παιδική µου ηλικία κυρίως στο σπίτι» του είπε αργά. «Η µητέρα µε δίδασκε µέχρι που πέθανε όταν ήµουν δεκατριών ετών. Από εκεί και µετά, η µεγαλύτερη αδελφή µου, η Βέριτι, ανέλαβε το καθήκον να µεγαλώσει εµάς τους µικρότερους. Τα αγόρια πήγαν σχολείο, φυσικά, αλλά δεν υπήρχαν αρκετά χρήµατα και για τα κορίτσια. Θεωρώ, πάντως, πως η εκπαίδευσή µας ήταν αρκετά ικανοποιητική.» «Δεν αµφιβάλλω» της είπε. «Όµως, δεν έχεις αναφέρει το µακαρίτη κύριο Ντιουζ. Στην πραγµατικότητα δεν σε έχω ακούσει ποτέ να µιλάς για τον άντρα σου.» Η Τέµπερανς αποτράβηξε το βλέµµα, µε πρόσωπο χλωµό, µια αντίδραση που εκείνος βρήκε σαφώς ενδιαφέρουσα. «Ο κύριος Ντιουζ –ο Μπέντζαµιν– ήταν προστατευόµενος του πατέρα µου» είπε ήσυχα. «Ο Μπέντζαµιν είχε σπουδάσει για να γίνει κληρικός, αλλά αποφάσισε να ακολουθήσει τον πατέρα στη δουλειά του βοηθώντας τον µε τα ορφανά του Σεντ Τζάιλς. Τον γνώρισα όταν ήµουν δεκαεπτά, και παντρευτήκαµε λίγο καιρό αργότερα.» «Ακούγεται άγιος άνθρωπος» είπε ο Λάζαρους, µε την ειρωνεία να στάζει από τις λέξεις. Η κυρία Ντιουζ παρέµεινε σοβαρή, όµως. «Ναι, ήταν. Δούλευε απίστευτα πολλές ώρες στο ορφανοτροφείο. Ήταν πάντα ευγενικός και υποµονετικός µε τα παιδιά· ήταν καλός µε όποιον γνώριζε. Κάποτε τον είδα να βγάζει το ίδιο του το σακάκι για να το δώσει σε ένα ζητιάνο που δεν είχε.» Ο Λάζαρους έτριξε τα δόντια, γέρνοντας από πάνω της για να ψιθυρίσει µοχθηρά: «Πείτε µου, κυρία Ντιουζ, έχετε µήπως κάποιο βωµό στα δωµάτιά σας εις µνήµην του νεκρού αγίου σας;» «Τι;» Γύρισε, και τον κοίταξε σοκαρισµένη. Αυτό έκανε απλά ακόµα πιο έντονη την ανάγκη του να την πληγώσει. Να την κάνει να αισθανθεί, έτσι ώστε αυτός να απολαύσει την αντανάκλαση των συναισθηµάτων της. «Γονατίζετε µπροστά στο βωµό και προσκυνάτε; Σας κρατάει ζεστή η µνήµη του τις µοναχικές σας νύχτες στο κρεβάτι; Ή µήπως πρέπει να καταφεύγετε σε άλλα, λιγότερο πνευµατικά, µέσα ικανοποίησης;» «Πώς τολµάς;» Τα µάτια της πέταξαν σπίθες µπροστά στον ωµό του υπαινιγµό. Η διεφθαρµένη του καρδιά αγαλλίασε βλέποντας την οργή που της είχαν προκαλέσει τα λόγια του. Εκείνη πήγε να σηκωθεί, αλλά την έπιασε γερά από το µπράτσο, αναγκάζοντάς τη να παραµείνει καθισµένη. «Σιωπή τώρα» της µουρµούρισε γλυκά. «Η µουσική όπου να ’ναι αρχίζει. Δεν θες να πεταχτείς οργισµένη έξω και να καταστρέψεις όλη την πρόοδο που έκανες νωρίτερα µε το Λοχαγό Λάµπερτ και το Σερ Χένρι, σωστά; Μπορεί να σε περάσουν για επιπόλαιο πλάσµα.» «Σε σιχαίνοµαι.» Πίεσε σφιχτά τα χείλη της, αποστρέφοντας το πρόσωπο, λες και η εικόνα του και µόνο την αηδίαζε. Ωστόσο, παρά τα λόγια της, παρέµεινε δίπλα του, και αυτό ήταν το µόνο που είχε σηµασία τελικά. Δεν τον ένοιαζε καθόλου αν τον σιχαινόταν, ή ακόµα κι αν τον ήθελε νεκρό, απ’ τη στιγµή που ένιωθε κάτι για εκείνον. Απ’ τη στιγµή που µπορούσε να την κρατάει κοντά του.
ΠΩΣ ΤΟΛΜΟΥΣΕ;
Η Τέµπερανς κάρφωσε το βλέµµα στα σφιγµένα χέρια της καθώς πάλευε να µην αφήσει την οργή της να φανεί. Τι είχε προκαλέσει την απαίσια επίθεση του Λόρδου Κέιρ εναντίον της και εναντίον της µνήµης του Μπέντζαµιν; Έκαναν µια απλή συζήτηση για απλά καθηµερινά πράγµατα όταν εκείνος ξαφνικά εξερράγη. Μήπως ήταν τρελός; Ή µήπως ζήλεψε τόσο πολύ ένα φυσιολογικό άντρα –έναν άντρα που µπορούσε να νιώσει καλοσύνη και συµπόνια–, που δεν µπόρεσε να µην ξεσπάσει την κακία του και µόνο στη σκέψη; Το χέρι του Λόρδου Κέιρ άδραξε τον καρπό της, ζεστό και σκληρό, και τον έσφιξε νιώθοντας το ρίγος της. «Ούτε να το σκεφτείς.» Δεν µπήκε στον κόπο να του απαντήσει. Η αλήθεια ήταν πως ένα µέρος του θυµού της είχε καταλαγιάσει όταν σκέφτηκε τα χωρίς αγάπη παιδικά του χρόνια. Όχι βέβαια πως σκόπευε να του το πει αυτό. Η Τέµπερανς κοίταζε από την άλλη, παρακολουθώντας τους προσκεκληµένους να παίρνουν τις θέσεις τους. Η Λαίδη Κέιρ κάθισε δίπλα σε έναν ωραίο κύριο µε µια περούκα µε αλογοουρά. Ο άντρας ήταν φανερά νεότερός της, αλλά τη φρόντιζε ιδιαιτέρως τρυφερά. Η Τέµπερανς αναρωτήθηκε ξαφνικά αν ήταν εραστές. Τι παράξενη ηθική που είχε η αριστοκρατία! Το βλέµµα της περιπλανήθηκε µέχρι που έπεσε στο Σερ Χένρι, ο οποίος καθόταν δίπλα σε µια ευτραφή αρχοντική κυρία, προφανώς η σύζυγός του. Έδειχνε αρκετά συµπαθητική. Η Τέµπερανς έπιασε µια ασηµιά αναλαµπή µε την άκρη του µατιού της, και το κεφάλι της γύρισε για να ακολουθήσει την κίνηση. Η ανάσα της πιάστηκε στο λαιµό της. Η κοµψή νεαρή κυρία από το δωµάτιο των κυριών ερχόταν προς τα καθίσµατα. Έδειχνε να είναι µόνη, µε το ανοιχτοπράσινο φόρεµά της να αποτελεί το τέλειο περιτύλιγµα για τα λαµπερά κόκκινα µαλλιά της και τον κοµψό µακρύ λαιµό της. Όλα τα µάτια έπεσαν πάνω της καθώς πλησίαζε, αλλά εκείνη δεν φάνηκε να το αντιλαµβάνεται καθώς βούλιαζε σε ένα κάθισµα. «Ποια είναι αυτή;» ψιθύρισε η Τέµπερανς, ξεχνώντας προς στιγµήν ότι δεν µιλούσε στο Λόρδο Κέιρ. «Ποια;» είπε αργόσυρτα ο ανυπόφορος άντρας. Πώς γινόταν να µην ξέρει; Η µισή αίθουσα είχε γυρίσει και την κοιτούσε. «Η κοπέλα µε το πράσινο και ασηµί φόρεµα.» Ο Λόρδος Κέιρ γύρισε το λαιµό του για να κοιτάξει, και ύστερα έσκυψε πολύ κοντά της χωρίς να είναι απαραίτητο. Το σώµα του ήταν σαν να εξέπεµπε θερµότητα. «Αυτή, αγαπητή µου κυρία Ντιουζ, είναι η Λαίδη Ηρώ, η αδελφή του Δούκα του Γουέικφιλντ.» «Αδελφή δούκα;» είπε ξέπνοα η Τέµπερανς. Μεγαλοδύναµε Θεέ! Ευτυχώς που δεν είχε ιδέα ποια ήταν όταν η λαίδη τη βοήθησε µε το φουστάνι της. Κάποτε είχε σταθεί όρθια σε µια γωνία για να δει φευγαλέα την άµαξα της Μεγαλειότητάς του να περνάει, αλλά αυτό ήταν πριν από χρόνια. Άλλωστε, το µόνο που είχε δει ήταν η άκρη µιας περούκας που µπορεί να ήταν –ή και να µην ήταν– πάνω στο κεφάλι του βασιλιά. Η Λαίδη Ηρώ βρισκόταν στο ίδιο δωµάτιο µε εκείνην. «Μάλιστα.» Ο Λόρδος Κέιρ φάνηκε να το διασκεδάζει. «Και κόρη δούκα επίσης, ας µην το ξεχνάµε.» Γύρισε και άνοιξε το στόµα για να τον κατσαδιάσει, αλλά εκείνος πρόλαβε κι ακούµπησε το δάχτυλό του στα χείλη της. «Σιωπή. Αρχίζουν.» Και η Τέµπερανς είδε πως είχε δίκιο. Ένας κύριος µε µια υπέροχη λευκή περούκα και ένα σακάκι µε χρυσά τελειώµατα είχε καθίσει µπροστά στο πιάνο. Ένας νεότερος άντρας στεκόταν δίπλα του για να γυρίζει τις σελίδες της παρτιτούρας.
Η Λαίδη Μπέκινχολ στάθηκε στο µπροστινό µέρος της αίθουσας και έκανε κάτι σαν ανακοίνωση, αναµφίβολα συστήνοντας τον πιανίστα, αλλά η Τέµπερανς δεν µπόρεσε να της δώσει σηµασία. Το βλέµµα της είχε καρφωθεί στον άντρα στο πιάνο. Καθόταν ήρεµος, χωρίς να χαµογελάει, ακόµα κι όταν η Λαίδη Μπέκινχολ τού έγνεψε να αρχίσει. Εκείνος έκανε απλά ένα κοφτό νεύµα και την περίµενε να καθίσει. Κοίταξε τα πλήκτρα του πιάνου, σαν να µην έδινε την παραµικρή προσοχή στους καλεσµένους που συνέχιζαν να κουβεντιάζουν µεταξύ τους. Μετά άρχισε απότοµα να παίζει. Η Τέµπερανς κράτησε την ανάσα της, γέρνοντας ελαφρά µπροστά. Το κοµµάτι τής ήταν άγνωστο, αλλά οι υπέροχες συγχορδίες, οι αιωρούµενες νότες έκαναν κάτι µέσα της να ανυψωθεί. Έκλεισε τα µάτια της, απολαµβάνοντας το γλυκό φούσκωµα στο στήθος της. Υγρασία απλώθηκε στα µάτια της. Είχε περάσει τόσος καιρός που δεν είχε ακούσει µουσική σαν κι αυτήν. Τόσος καιρός. Αφέθηκε να ταξιδέψει, µε όλο της το είναι επικεντρωµένο στη µουσική, µέχρι την τελευταία νότα. Μόνο τότε άνοιξε η Τέµπερανς τα µάτια της και αναστέναξε. «Σου άρεσε» είπε µια βαθιά φωνή πλάι της. Ανοιγόκλεισε τα βλέφαρα κοιτώντας το Λόρδο Κέιρ, και συνειδητοποίησε πως το χέρι της κρατούσε το δικό του. Κοίταξε τα µπλεγµένα τους δάχτυλα σαστισµένη. Του είχε πιάσει εκείνη το χέρι ή αυτός το δικό της; Δεν µπορούσε να θυµηθεί. Την τράβηξε µαλακά. «Έλα. Έλα να περπατήσουµε λίγο µαζί.» «Ω, µα…» Έστρεψε τη µατιά της στο πιάνο, αλλά ο πιανίστας είχε ήδη φύγει. Γύρω τους, οι υπόλοιποι καλεσµένοι ήταν όρθιοι ή περιφέρονταν, χωρίς κανείς να δείχνει ιδιαίτερα επηρεασµένος από τη µουσική. Στράφηκε πάλι στο Λόρδο Κέιρ. Τα γαλάζια µάτια του ήταν γεµάτα ένταση, τα ζυγωµατικά του κόκκινα. «Έλα.» Σηκώθηκε, και τον ακολούθησε σιωπηλή, χωρίς να νοιάζεται πού την πήγαινε, µέχρι που άνοιξε µια πόρτα, και την έσπρωξε απαλά µέσα σ’ ένα µικρό καθιστικό, που το φώτιζε ένα αναµµένο τζάκι. Η Τέµπερανς συνοφρυώθηκε. «Τι...;» Όµως, ο Λόρδος Κέιρ έκλεισε την πόρτα πίσω της, και γυρνώντας τον είδε να προχωράει προς το µέρος της. «Σου άρεσε η µουσική.» Τον κοίταξε µπερδεµένη. «Ναι, φυσικά.» «Δεν υπάρχει φυσικά.» Τα ζαφειρένια µάτια του έµοιαζαν να λάµπουν στο φως του τζακιού. «Οι περισσότεροι που έρχονται σε µια µουσική εκδήλωση δίνουν ελάχιστη έως καθόλου σηµασία στη µουσική. Αλλά εσύ… εσύ µαγεύτηκες.» Της µίλησε µε τόση ένταση, που ασυναίσθητα έκανε ένα βήµα πίσω, και τα πόδια της βρήκαν σε έναν καναπέ. Εκείνος ήρθε ακόµα πιο κοντά της, µε την κάψα να ξεχύνεται από µέσα του σαν από καµίνι. «Τι άκουσες; Τι ένιωσες σ’ αυτήν τη µουσική;» «Δεν… δεν ξέρω» τραύλισε η Τέµπερανς. Τι γύρευε από εκείνην; Την έπιασε απ’ τους ώµους. «Ναι, ξέρεις. Πες µου. Περίγραψέ µου τα συναισθήµατά σου.» «Ένιωσα ελεύθερη» ψιθύρισε, µε την καρδιά της να βροντάει. «Ένιωσα ζωντανή.»
«Και;» Το πρόσωπό του έγειρε, µε τα µάτια του να την εξετάζουν. «Και δεν ξέρω!» Ακούµπησε τις παλάµες της στο στήθος του, σπρώχνοντας, αλλά παρόλο που εκείνος σφίχτηκε στο άγγιγµά της, δεν υποχώρησε. «Πώς µπορεί να περιγράψει κανείς τη µουσική; Είναι αδύνατον. Είτε τη νιώθεις είτε όχι.» «Κι εσύ είσαι µία από τους λίγους που τη νιώθουν, σωστά;» «Τι θέλεις από µένα;» του ψιθύρισε. «Τα πάντα.» Το στόµα του βρέθηκε στο δικό της. Καυτό, επίµονο, να κινείται σαν να ήθελε να ρουφήξει από µέσα της ό,τι δεν µπορούσε να του δώσει µε λόγια. Του άρπαξε τα µπράτσα, αδυνατώντας να αµυνθεί απέναντι σ’ αυτήν τη σφοδρή επίθεση µετά την έκσταση της µουσικής. Άνοιξε διψασµένα το στόµα της, θέλοντας να γευτεί, θέλοντας να νιώσει χωρίς ενοχή, µόνο ετούτη τη µία φορά. Έχωσε ορµητικά τη γλώσσα του στο στόµα της, τραβώντας την έξω, και σπρώχνοντας τη µέσα µέχρι που η Τέµπερανς την άρπαξε µε ένα βογκητό κι άρχισε να τη ρουφάει, να γεύεται τη γεύση του κρασιού, τη γεύση τη δική του. Ήθελε να του τραβήξει το σακάκι από τους ώµους, να του σκίσει το πουκάµισο και να νιώσει ξανά το λείο δέρµα από κάτω. Να βάλει το στόµα της στη θηλή του και να τον γλείψει. Μεγαλοδύναµε Θεέ, είχε χάσει το µυαλό της, την ισορροπία της και την ηθική της· και ούτε που την ένοιαζε πια. Ήθελε να είναι πάλι ελεύθερη, να αισθάνεται χωρίς σκέψεις ή φρικτές αναµνήσεις. Ήθελε να ξαναγεννηθεί, αγνή και αναµάρτητη. Πέρασε τα χέρια της στα µπράτσα του, σφίγγοντας, δοκιµάζοντας τους σκληρούς µύες µέχρι που έφτασε στους ώµους του, και τότε... «Κατάρα!» Η λέξη βγήκε σαν µουγκρητό καθώς ο Λόρδος Κέιρ τράβαγε το στόµα του απ’ το δικό της. «Ωχ!» Είχε ξεχάσει τον τραυµατισµένο ώµο του. «Λυπάµαι τόσο πολύ. Σε πόνεσα.» Έκανε να τον αγγίξει, αβέβαιη για το τι ήθελε να κάνει, θέλοντας ίσως να του προσφέρει λίγη ανακούφιση µόνο. Όµως, εκείνος κούνησε το κεφάλι, ενώ σταγόνες ιδρώτα γυάλιζαν στο πάνω χείλι του. «Μην ανησυχείς, κυρία Ντιουζ.» Ίσιωσε το κορµί του που είχε γείρει στη ράχη του καναπέ, αλλά µετά τρέκλισε ελαφρά. «Πρέπει να καθίσεις» είπε η Τέµπερανς. «Μη σ’ απασχολεί» της µουρµούρισε εκνευρισµένα, αλλά η φωνή του ήταν αδύναµη. Κάτι σκούρο λέρωνε τον ώµο του σακακιού του. Η Τέµπερανς ένιωσε την έξαψη του φόβου. Το πρόσωπό του ήταν υπερβολικά κόκκινο, η θέρµη του κορµιού του υπερβολικά έντονη. Ξεροκατάπιε, κρατώντας τη φωνή της ήρεµη. Από την εµπειρία της ήξερε πως οι κύριοι δεν ήθελαν ποτέ να οµολογούν την αδυναµία τους. «Ε… νιώθω κάπως κουρασµένη. Θα σε πείραζε πολύ να φεύγαµε;» Είδε µε ανακούφιση πως εκείνος δεν έφερε αντίρρηση στο προφανές τέχνασµά της. Αντίθετα, ο Λόρδος Κέιρ ίσιωσε το σώµα και της πρόσφερε το µπράτσο του. Την οδήγησε πίσω στην αίθουσα µουσικής. Εκεί πέρασε νωχελικά ανάµεσα στους διάφορους καλεσµένους, σταµατώντας για να ανταλλάξει αστεία µε τους άλλους κύριους, πριν ζητήσει συγγνώµη από την οικοδέσποινα για την πρόωρη αποχώρησή του. Η Τέµπερανς τον παρακολουθούσε µε αγωνία, βλέποντας τον ιδρώτα να γυαλίζει στο µέτωπό του. Όταν πήγαν να πάρουν την εσάρπα της, εκείνος έγερνε βαριά πάνω της. Δεν ήταν καν σίγουρη αν είχε εντελώς τις αισθήσεις του.
«Πες στον αµαξά να πάει στο σπίτι του Λόρδου Κέιρ» είπε στον υπηρέτη που βοηθούσε τον Κέιρ να ανεβεί το σκαλοπάτι της άµαξας. «Πες του να βιαστεί.» «Μάλιστα, κυρία» είπε ο υπηρέτης, και έκλεισε µε δύναµη την πόρτα της άµαξας. «Τι µελόδραµα, κυρία Ντιουζ» είπε αργόσυρτα ο Λόρδος Κέιρ. Το κεφάλι του έγειρε πίσω στα µαξιλάρια και τα µάτια του έκλεισαν. «Δεν θέλεις να επιστρέψεις στο ορφανοτροφείο σου;» «Νοµίζω ότι είναι καλύτερο να σε πάµε στο σπίτι σου το συντοµότερο.» «Ανησυχείς υπερβολικά.» «Ναι.» Η Τέµπερανς κρατήθηκε καθώς η άµαξα έστριβε απότοµα σε µια γωνία. «Ναι, ανησυχώ.» Δάγκωσε το χείλι της. Επειδή παρά τα ανάλαφρα λόγια της, ήξερε πως η ανησυχία της είχε βάση. Πολύ φοβόταν πως η πληγή του Λόρδου Κέιρ είχε µολυνθεί. Και η µόλυνση µπορούσε να σκοτώσει έναν άντρα.
Κεφάλαιο Επτά Στα λόγια της Μεγκ, όλοι µέσα στην αίθουσα άφησαν ένα βογκητό. «Ανοησίες!» βρυχήθηκε ο βασιλιάς. «Όλος ο λαός µου µε αγαπάει. Όλοι µου το λένε αυτό.» Η Μεγκ ανασήκωσε τους ώµους. «Λυπάµαι, Μεγαλειότατε, αλλά σας λένε ψέµατα. Μπορεί να σας φοβούνται, αλλά δεν σας αγαπάνε.» Τα µάτια του βασιλιά µισόκλεισαν θυµωµένα. «Θα σου αποδείξω πως ο λαός µου µε αγαπάει, και όταν θα το κάνω, θα βάλω το κεφάλι σου να διακοσµήσει τις πύλες του Παλατιού µου. Μέχρι τότε µπορείς να παραµείνεις στα µπουντρούµια µου.» Και µε ένα νεύµα του χεριού, οι φρουροί έσυραν τη Μεγκ έξω… –από το Ο Βασιλιάς Κλειστόκαρδος Η µόλυνση µπορούσε να σκοτώσει κάποιον µέσα σε λίγες µέρες – µέσα σε ώρες αν η πληγή άρχιζε να σαπίζει. Η Τέµπερανς δεν µπορούσε να διώξει τη µακάβρια σκέψη απ’ το µυαλό της καθώς η άµαξα του Λόρδου Κέιρ διέσχιζε τους σκοτεινούς δρόµους του Λονδίνου. Δεν ήξερε καν πού έµενε, ή αν απείχαν πολύ ακόµα, ή λίγο. Ίσως έπρεπε να είχε επιµείνει να µείνουν στο σπίτι της Λαίδης Μπέκινχολ, παρά τη φανερή του επιθυµία να κρύψει την ασθένειά του. «Είσαι πολύ ήσυχη, κυρία Ντιουζ» είπε αργά ο Λόρδος Κέιρ απ’ το απέναντι κάθισµα. «Ορκίζοµαι πως µε κάνεις να νιώθω νευρικός. Τι ίντριγκες ετοιµάζεις µέσα σ’ αυτό το πουριτανικό µυαλουδάκι σου;» «Απλά αναρωτιόµουν πόσο σύντοµα φτάνουµε στο σπίτι σου.» Γύρισε το κεφάλι, και µισοκλείνοντας τα µάτια προσπάθησε να δει στο σκοτάδι έξω απ’ το παράθυρο. Μετά από λίγο ξανάκλεισε τα µάτια του. «Δεν µπορώ να καταλάβω πού είµαστε. Στα µισά της διαδροµής για το Μπαθ, αν ρωτάς εµένα. Όµως, µη φοβάσαι, ο αµαξάς είναι άνθρωπος σοβαρός. Θα µας πάει στο σπίτι ασφαλείς.» «Φυσικά.» «Σου αρέσει και ο χορός;» τη ρώτησε ξαφνικά. Παραληρούσε; «Δεν χορεύω.» «Και βέβαια όχι» µουρµούρισε εκείνος. «Οι οσιοµάρτυρες χορεύουν µόνο πάνω σε σταυρούς. Εκπλήσσοµαι που άφησες τον εαυτό σου να απολαύσει κάτι τόσο αθώο όσο η µουσική του πιάνου.» «Είχα ένα µικρό κλαβεσέν όταν ήµουν κοπελίτσα» του είπε αφηρηµένα. Σίγουρα θα πρέπει να κόντευαν να φτάσουν. «Και έπαιζες.» «Ναι.» Θυµήθηκε ξαφνικά την αίσθηση των λείων, ψυχρών πλήκτρων κάτω από τα δάχτυλά της, την ανόθευτη χαρά τού να δηµιουργεί µουσική. Εκείνη η εποχή έµοιαζε τόσο αθώα, και τόσο µακρινή τώρα. Τα µάτια του άνοιξαν λιγάκι. «Αλλά δεν παίζεις πια;» «Πούλησα το κλαβεσέν µετά το θάνατο του άντρα µου.» Περίµενε να τον ακούσει να κάνει κάποιο τσουχτερό σχόλιο για τον Μπέντζαµιν ξανά.
«Γιατί;» Η απλή ερώτηση την ξάφνιασε αρκετά για να την κάνει να τον κοιτάξει. Την παρακολουθούσε µε τα µάτια του δυο σχισµές, και τις γαλάζιες ίριδες να λάµπουν παρά το χαµηλό φωτισµό στο εσωτερικό της άµαξας. «Τι γιατί;» «Γιατί πούλησες το πιάνο που τόσο φανερά λάτρευες; Φοβόσουν πως θα έµπαινες σε πειρασµό λόγω της µικρής απόλαυσης της µουσικής; Ή ήταν κάτι άλλο;» Η Τέµπερανς έσφιξε τις γροθιές της, αλλά η φωνή της παρέµεινε ήρεµη καθώς του έλεγε τη µισή αλήθεια. «Χρειαζόµασταν τα χρήµατα για το ορφανοτροφείο.» «Χωρίς αµφιβολία» µουρµούρισε εκείνος «αλλά δεν νοµίζω ότι αυτός είναι ο λόγος που πούλησες το κλαβεσέν σου. Σε ευχαριστεί να τιµωρείς τον εαυτό σου.» «Τι απαίσιο αυτό που είπες.» Γύρισε το πρόσωπό της από την άλλη, νιώθοντας τα µάγουλά της να καίνε. Προσευχήθηκε να µην µπορούσε να τη δει µέσα στην κακοφωτισµένη άµαξα. «Παρ’ όλα αυτά δεν αρνείσαι την κατηγορία.» Γρύλισε πονεµένα καθώς η άµαξα τραντάχτηκε. Του έριξε µια βιαστική µατιά, και πήρε µια βαθιά εισπνοή καθώς συνάντησε το κοφτερό του βλέµµα. Παρά την κατάστασή του, τον ένιωθε να την τριγυρίζει σαν αρπακτικό. «Για ποια φανταστική αµαρτία τιµωρείς τον εαυτό σου;» τη ρώτησε µαλακά. «Πόθησες το καπελάκι κάποιας άλλης γυναίκας όταν ήσουν παιδί; Καταβρόχθισες πολλά ζαχαρωτά; Ένιωσες µια σκανταλιάρικη έξαψη όταν κάποιος άξεστος τρίφτηκε πάνω σου κατά λάθος στο δρόµο;» Ένας άγριος θυµός, οξύς και απροσδόκητος, τη σάρωσε, κάνοντάς τη να τρέµει. Συγκρατήθηκε µε δυσκολία να µην του βάλει τις φωνές. Αντίθετα πήρε µια βαθιά ανάσα κοιτώντας τις σφιγµένες γροθιές της στην ποδιά της. Το να µιλήσει τώρα θα ήταν το άκρο άωτο της ανοησίας. Θα έλεγε πάρα πολλά, θα αποκάλυπτε πάρα πολλά. Εκείνος ήταν, έτσι κι αλλιώς, επικίνδυνα κοντά στο µυστικό της ντροπής της. «Ή» συνέχισε αργόσυρτα η δυσάρεστα ήρεµη φωνή του Λόρδου Κέιρ «µήπως η αµαρτία σου ήταν πολύ πιο σοβαρή απ’ αυτές που περιγράφω;» Θυµήθηκε την έξαψη που ένιωθε πριν από πολύ καιρό στη θέα ενός συγκεκριµένου άντρα, το λοξό του χαµόγελο που έκανε την καρδιά της να αναπηδάει τόσο αβάσταχτα. Οι αναµνήσεις ήταν τα φαντάσµατα των παλιών αισθηµάτων και επιθυµιών της, που ακόµη παραµόνευαν αν και ο δηµιουργός τους είχε πεθάνει προ πολλού. Η Τέµπερανς σήκωσε το κεφάλι, κοιτώντας τα αµαρτωλά γαλάζια µάτια του, µε το σαγόνι της σφιγµένο. Ένα αχνό χαµόγελο έπαιζε στις άκρες του στόµατός του, αισθησιακό και πλάνο. Άραγε, τη βασάνιζε από περιέργεια; Απολάµβανε να τη βλέπει να πονάει; Η άµαξα σταµάτησε, και ο Λόρδος Κέιρ διέκοψε το κοίταγµά τους. «Α. Φτάσαµε. Ευχαριστώ που µε συνόδεψες στο σπίτι, κυρία Ντιουζ. Μόλις κατέβω, ο αµαξάς θα σε πάει στο δικό σου. Σου εύχοµαι καληνύχτα.» Μπήκε στον πειρασµό να τον αφήσει απλά εκεί και να φύγει. Την είχε βασανίσει και την είχε τσιγκλήσει σαν µικρό παιδί που µπήγει µυτερά κλαδάκια στο κλουβί µιας µαϊµούς, καθαρά για να διασκεδάσει. Και όµως, όταν σηκώθηκε και τρέκλισε, πέφτοντας µε δύναµη πάνω στην πόρτα της άµαξας, η Τέµπερανς πετάχτηκε πάνω. «Σε απεχθάνοµαι, Λόρδε Κέιρ» είπε η Τέµπερανς µέσα απ’ τα σφιγµένα δόντια της καθώς τον έπιανε απ’ το µπράτσο. «Μου το έχεις πει ήδη.»
«Δεν τελείωσα.» Παραπάτησε καθώς εκείνος έγειρε βαριά πάνω της. Ένας νεαρός υπηρέτης άνοιξε την πόρτα της άµαξας, και αµέσως έπιασε το άλλο µπράτσο του Λόρδου Κέιρ για να τον βοηθήσει να κατεβεί. «Είσαι ένας αφόρητα αγενής άνθρωπος, χωρίς ηθική, ή έστω τρόπους, απ’ όσο µπορώ να δω.» «Ω, σταµάτα, σε ικετεύω, κυρία Ντιουζ» γρύλισε ο Λόρδος Κέιρ. «Θα πάρουν τα µυαλά µου αέρα µε τόσες κολακείες.» «Και» συνέχισε η Τέµπερανς, αδιαφορώντας για τα λόγια του «µου συµπεριφέρεσαι αισχρά από την πρώτη στιγµή που γνωριστήκαµε – όταν διέρρηξες το σπίτι µου, θα ήθελα να σου υπενθυµίσω.» Ο Λόρδος Κέιρ είχε καταφέρει να κατεβεί στο δρόµο, όπου σταµάτησε λαχανιασµένος, µε το χέρι του στον ώµο του νεαρού υπηρέτη ο οποίος τους κοίταζε µε ανοιχτό το στόµα. «Υπάρχει κάποιος λόγος για αυτή σου τη διατριβή, ή απλά ξεσπάς το θυµό σου;» «Υπάρχει λόγος» είπε η Τέµπερανς βοηθώντας τον να ανεβεί τα σκαλιά του εντυπωσιακού σπιτιού του. «Παρά τη συµπεριφορά σου απέναντί µου και την ελεεινή σου προσωπικότητα, σκοπεύω να µείνω µαζί σου µέχρι να έρθει να σε δει ένας γιατρός.» «Όσο κι αν κολακεύοµαι από τις παρορµήσεις σου της οσιοµάρτυρα, κυρία Ντιουζ, δεν έχω ανάγκη βοήθειας. Το κρεβάτι µου κι ένα µπράντι σίγουρα θα µε κάνουν καλά.» «Αλήθεια;» Η Τέµπερανς αγριοκοίταξε τον ηλίθιο άντρα, που ταλαντευόταν στο ίδιο του το κατώφλι. Ιδρώτας έσταζε απ’ το κατακόκκινο πρόσωπό του, τα µαλλιά είχαν κολλήσει µουσκεµένα στους κροτάφους του, και ο ίδιος κυριολεκτικά έτρεµε σύγκορµος πάνω της. Με µια σβέλτη κίνηση, η Τέµπερανς τού κατάφερε µια αγκωνιά στον πληγωµένο ώµο. «Να πάρει ο διάβολος!» Ο Λόρδος Κέιρ διπλώθηκε στα δύο αγκοµαχώντας. «Στείλε να φωνάξουν ένα γιατρό» πρόσταξε η Τέµπερανς τον µπάτλερ, που στεκόταν στην πόρτα µε γουρλωµένα µάτια δίπλα από έναν άλλο υπηρέτη. «Ο Λόρδος Κέιρ είναι άρρωστος. Κι εσείς οι δύο» – τίναξε το πιγούνι προς τους δύο υπηρέτες– «βοηθήστε το Λόρδο Κέιρ να πάει στο υπνοδωµάτιό του.» «Είσαι» είπε πνιγµένα ο Λόρδος Κέιρ «µια εκδικητική άρπυια, κυρία µου.» «Δεν χρειάζεται να µ’ ευχαριστείς» του είπε γλυκά η Τέµπερανς. «Κάνω απλά το χριστιανικό µου καθήκον.» Ο ήχος που έκανε ακούγοντας τα λόγια της θα µπορούσε να ήταν γέλιο ή γρύλισµα πόνου· ήταν δύσκολο να το ξεχωρίσει. Σε κάθε περίπτωση, ο Λόρδος Κέιρ δεν εξέφρασε περαιτέρω διαφωνίες καθώς οι δύο υπηρέτες τον βοηθούσαν να ανέβει τη σκάλα για το δωµάτιό του. Η Τέµπερανς τούς ακολούθησε, και µολονότι τα κίνητρά της, να σιγουρευτεί πως ο Λόρδος Κέιρ θα λάµβανε τη σωστή φροντίδα, ήταν αλτρουιστικά, δεν µπόρεσε να µην προσέξει το σπίτι του. Η σκάλα ήταν από µάρµαρο, αλλά ακόµα πιο µεγαλοπρεπής από εκείνη στο σπίτι της Λαίδης Μπέκινχολ. Ανέβαινε κυκλικά στον πάνω όροφο. Τεράστια πορτρέτα αντρών µε πανοπλίες και αριστοκρατικών γυναικών µε υπέροχα κοσµήµατα γέµιζαν τους τοίχους, µε τα µάτια τους να µοιάζουν σαν να κοίταζαν µε αποδοκιµασία την εισβολή της στο σπίτι τους. Κάτω από τα πόδια της, ένα παχύ κόκκινο χαλί κάλυπτε τη σκάλα, πνίγοντας τον ήχο των βηµάτων τους. Στο χολ του πάνω πατώµατος, µια σειρά από αγάλµατα σε φυσικό µέγεθος κρυφοκοιτούσαν παράξενα µέσα από τις κόχες τους κατά µήκος των τοίχων. Ψηλές διπλές πόρτες άνοιξαν διάπλατα καθώς η µικρή ποµπή πλησίασε στον προορισµό της. Ένας µικροκαµωµένος υπηρέτης µέσης ηλικίας στάθηκε αγχωµένος καθώς έµπαιναν στα δωµάτια του Λόρδου Κέιρ. Η Τέµπερανς γύρισε προς το µέρος του τη στιγµή που οι υπηρέτες πήγαιναν το Λόρδο Κέιρ στο πελώριο κρεβάτι στο κέντρο του δωµατίου. «Είσαι ο προσωπικός υπηρέτης του Λόρδου Κέιρ;»
«Μάλιστα, κυρία.» Κοίταξε µία εκείνην και µία το Λόρδο Κέιρ. «Ονοµάζοµαι Σµολ.» «Ωραία.» Η Τέµπερανς στράφηκε στους δύο άλλους υπηρέτες. «Φέρτε λίγο νερό, όσο πιο ζεστό γίνεται, και καθαρά ρούχα, παρακαλώ. Επίσης, ένα µπουκάλι δυνατό αλκοόλ.» Οι υπηρέτες έφυγαν τρέχοντας. «Άφησέ µε ήσυχο, άνθρωπέ µου!» ακούστηκε η δύστροπη φωνή του Λόρδου Κέιρ από το κρεβάτι. Η Τέµπερανς γύρισε, και είδε τον υπηρέτη να οπισθοχωρεί. Ο Λόρδος Κέιρ ήταν καθιστός στο πλάι του κρεβατιού, µε το κεφάλι του να κρέµεται και το κορµί του να γέρνει πάνω στις καφεπράσινες κεντητές κουρτίνες. «Όµως, λόρδε µου…» διαµαρτυρήθηκε ο δύστυχος υπηρέτης. Η Τέµπερανς αναστέναξε. Τι εξοργιστικός άντρας αυτός ο Λόρδος Κέιρ! Πλησίασε αποφασιστικά στο κρεβάτι. «Η πληγή σου έχει κακοφορµίσει, λόρδε µου. Πρέπει να αφήσεις τον Σµολ κι εµένα να σε βοηθήσουµε.» Ο Λόρδος Κέιρ κούνησε αρνητικά το κεφάλι και την αγριοκοίταξε µε την άκρη του µατιού σαν κανένα αγρίµι. «Θα αφήσω εσένα να µε φροντίσεις, αλλά ο Σµολ πρέπει να φύγει απ’ το δωµάτιο. Εκτός κι αν σου αρέσει να έχουµε θεατές.» «Μη γίνεσαι αηδιαστικός» του είπε υπερβολικά ευγενικά καθώς σήκωνε το γερό µπράτσο του και τράβαγε το µανίκι του σακακιού. Έκανε µια γκριµάτσα όταν της ήρθε η µυρωδιά από το δεξί του ώµο. «Αυτό πολύ φοβάµαι πως θα πονέσει.» Ο Λόρδος Κέιρ είχε κλείσει τα µάτια, αλλά χαµογελούσε πονηρά. «Κάθε άγγιγµα µε πονά. Και εξάλλου, δεν αµφιβάλλω πως κάθε πόνος που θα µου προκαλέσεις θα σου προσφέρει τουλάχιστον µεγάλη διασκέδαση.» «Τι φρικτό αυτό που λες.» Η Τέµπερανς ένιωσε απίστευτα πληγωµένη. «Ο πόνος σου δεν µου φέρνει χαρά.» Κατέβασε απαλά το µανίκι από τον ώµο του, αλλά παρά τις προσπάθειές της, εκείνος σύριξε πονεµένα. «Λυπάµαι» του ψιθύρισε καθώς ο Σµολ ξεκούµπωνε επιδέξια το γιλέκο του Λόρδου Κέιρ. Εκείνος φάνηκε να έχει ξεχάσει ότι διέταξε τον υπηρέτη να φύγει, κι η Τέµπερανς ένιωσε ανακούφιση – αν ήταν µόνοι οι δυο τους θα της ήταν πολύ δύσκολο να τον γδύσει. «Μη λυπάσαι» µουρµούρισε ο Λόρδος Κέιρ. «Ο πόνος ήταν πάντα φίλος µου. Μου θυµίζει πότε περιπλανιέµαι πολύ κοντά στα όρια της λογικής.» Ακουγόταν σαν να παραληρούσε. Η Τέµπερανς έσµιξε τα φρύδια όσο εξέταζε τον ώµο του. Η πληγή έτρεχε, και το µολυσµένο υγρό είχε κολλήσει το πουκάµισο στο δέρµα του. Σήκωσε τα µάτια και συνάντησε το βλέµµα του υπηρέτη. Από την αγχωµένη του έκφραση, κατάλαβε πως είχε δει κι αυτός το πρόβληµα. Οι άλλοι δύο υπηρέτες επέστρεψαν µε καυτό νερό και πανιά, ακολουθούµενοι από τον κοντό, γεροδεµένο µπάτλερ. «Αφήστε τα εδώ» τους καθοδήγησε η Τέµπερανς, δείχνοντας το κοµοδίνο πλάι στο κρεβάτι. «Στείλατε για το γιατρό;» «Μάλιστα, κυρία» είπε ο µπάτλερ µε βαρύγδουπη φωνή. Ο Σµολ καθάρισε το λαιµό του, και όταν η Τέµπερανς τον κοίταξε, ψιθύρισε: «Καλύτερα να µην περιµένουµε το γιατρό, κυρία. Είναι λίγο αναξιόπιστος µετά τις εφτά το βράδυ.» Η Τέµπερανς κοίταξε το κοµψό χρυσό ρολόι πάνω στο κοµοδίνο. Πλησίαζε οχτώ. «Γιατί αυτό;»
«Πίνει» τραύλισε ο Λόρδος Κέιρ από το κρεβάτι. «Και τα χέρια του τρέµουν. Δεν ξέρω αν θα τον άφηνα να µε πλησιάσει σε τέτοια κατάσταση.» «Λοιπόν, δεν υπάρχει άλλος γιατρός που µπορούµε να φωνάξουµε;» ρώτησε η Τέµπερανς. Για τ’ όνοµα του Θεού! Ο Λόρδος Κέιρ ήταν πλούσιος. Θα έπρεπε να έχει ένα σωρό ανθρώπους να τον φροντίζουν. «Θα το κοιτάξω, κυρία» είπε ο µπάτλερ και έφυγε. Η Τέµπερανς πήρε ένα από τα λινά πανιά, το βούτηξε στο σχεδόν βραστό νερό και το τοποθέτησε απαλά στον ώµο του Κέιρ. Εκείνος τινάχτηκε λες και του είχε ακουµπήσει καυτό σίδερο στο γυµνό δέρµα. «Για το Θεό, κυρία, σκοπεύεις να βράσεις τη σάρκα µου µέχρι να ξεκολλήσει από τα κόκαλα;» «Καθόλου» απάντησε η Τέµπερανς. «Πρέπει να ξεκολλήσουµε το πουκάµισο από την πληγή, ώστε να µην ανοίξουν τα ράµµατα όταν το βγάζουµε.» Εκείνος ψέλλισε µια µάλλον άσχηµη βρισιά. Η Τέµπερανς επέλεξε να την αγνοήσει. «Είναι αλήθεια αυτό που είπες νωρίτερα;» ρώτησε. «Ότι κάθε άγγιγµα σε πονάει;» Ήταν φρικτό να εκµεταλλεύεται την κατάστασή του για να τον ξεψαχνίσει, αλλά ήταν περίεργη. Εκείνος έκλεισε τα µάτια. «Ω, ναι.» Για µια στιγµή, η Τέµπερανς στάθηκε και τον κοίταζε, αυτό τον πλούσιο, τιτλούχο αριστοκράτη. Πώς ήταν δυνατόν να τον πονάει το άγγιγµα ενός άλλου ανθρώπου; Ίσως, όµως, ο πόνος για τον οποίο µιλούσε να µην ήταν καθαρά σωµατικός. Κούνησε το κεφάλι και κοίταξε τον υπηρέτη του. «Υπάρχει κάποιος που θα έπρεπε να ειδοποιήσουµε; Ένας συγγενής, ή φίλος του Λόρδου Κέιρ;» Ο υπηρέτης έκανε ένα «χµ» µέσα απ’ τα δόντια του, και τα µάτια του την απέφυγαν. «Ε… δεν είµαι σίγουρος…» «Πες της, Σµολ» βρυχήθηκε ο Κέιρ. Τα µάτια του ήταν κλειστά, αλλά τα αφτιά του προφανώς άκουγαν µια χαρά. Ο Σµολ ξεροκατάπιε. «Όχι, κυρία.» Η Τέµπερανς συνοφρυώθηκε, ενώ έστυβε το ύφασµα και το ακούµπαγε πάλι στην πληγή. «Ξέρω πως είσαι αποξενωµένος µε τη µητέρα σου–» «Όχι.» Αναστέναξε. «Σίγουρα κάποιος θα υπάρχει, Κέιρ.» Και οι δύο άντρες έµειναν σιωπηλοί. Περιέργως, ο υπηρέτης φάνηκε να ντρέπεται περισσότερο από το Λόρδο Κέιρ. Ο Κέιρ έδειχνε απλά βαριεστηµένος. «Μήπως υπάρχει, ε» –η Τέµπερανς κράτησε τα µάτια καρφωµένα στο ζεστό πανί που κρατούσε πάνω στον ώµο του, νιώθοντας τα µάγουλά της να φουντώνουν– «µία… µία φίλη µε την οποία είσαι κοντά;» Ο Λόρδος Κέιρ άφησε ένα απαλό γελάκι και άνοιξε τα µάτια του. Έλαµπαν υπερβολικά. «Σµολ, πότε ήταν η τελευταία φορά που είδες κάποια γυναίκα εκτός από την υπηρέτρια να µπαίνει σ’ αυτό το σπίτι;» «Ποτέ.» Τα µάτια του υπηρέτη ήταν καρφωµένα στα παπούτσια του. «Είσαι η πρώτη κυρία που διαβαίνει το κατώφλι µου µέσα σε δέκα χρόνια, κυρία Ντιουζ» είπε
αργόσυρτα ο Κέιρ. «Η τελευταία ήταν η µητέρα µου, τη µέρα που την πέταξα έξω απ’ το σπίτι µου. Εν ολίγοις, νοµίζω ότι θα πρέπει να νιώθεις κολακευµένη, σωστά;» Ο Λάζαρους παρακολούθησε τα µάγουλα της κυρίας Ντιουζ να ροδίζουν. Το χρώµα τής πήγαινε, και παρά την αδυναµία του ένιωσε κάτι να σαλεύει στα σωθικά του, µια λαχτάρα που ήταν κάτι περισσότερο από ερωτική. Για µια στιγµή ένιωσε ένα τσίµπηµα στο στήθος του, µια παράξενη επιθυµία να µπορούσε µε κάποιον τρόπο η ζωή του, ο χαρακτήρας του να ήταν διαφορετικά. Να µπορούσε µε κάποιον τρόπο να είναι άξιος για µια γυναίκα σαν κι αυτήν. Η κυρία Ντιουζ έβγαλε το πανί από τον ώµο του, το έστυψε, και το ακούµπησε ξανά, µε το καυτό άγγιγµά του να τον βγάζει απ’ την ονειροπόλησή του. Το κεφάλι του πονούσε, το κορµί του ήταν αδύναµο και εµπύρετο, και ο ώµος του ήταν σαν να είχε πάρει φωτιά. Ευχήθηκε να τον άφηναν απλά να ξαπλώσει και να κοιµηθεί· κι αν δεν ξυπνούσε ποτέ… ε, λοιπόν, κάτι τέτοιο δεν θα ήταν και καµιά µεγάλη απώλεια για την ανθρωπότητα, σωστά; Όµως, η κυρία Ντιουζ δεν σκόπευε ακόµη να τον αφήσει να δραπετεύσει. «Δεν έχεις κανέναν να σε φροντίσει;» Άγγιξε, είτε κατά λάθος είτε επίτηδες, το χέρι του, κι εκείνος ένιωσε το οικείο κάψιµο του πόνου. Κράτησε το χέρι του ακίνητο εξασκώντας τη δύναµη της θέλησής του. Ίσως αν εκείνη το επαναλάµβανε πολλές φορές, να συνήθιζε τον πόνο του αγγίγµατός της – όπως ένα σκυλί που του δίνουν τόσο συχνά σφαλιάρες, που στο τέλος δεν κλείνει ούτε τα µάτια µπροστά στο χτύπηµα. Ίσως να µάθαινε στο τέλος να του αρέσει η αίσθηση. Ο Λάζαρους γέλασε, ή τουλάχιστον προσπάθησε να γελάσει. Ο ήχος βγήκε απ’ το λαιµό του περισσότερο σαν κρώξιµο. «Στο λόγο µου, κυρία Ντιουζ, κανέναν. Με τη µητέρα µου µιλάµε όσο λιγότερο γίνεται, υπάρχει µόνο ένας άντρας τον οποίο υπολογίζω σαν φίλο – και µ’ αυτόν τα χαλάσαµε λίγο πρόσφατα...» «Ποιος;» Αγνόησε την ερώτησή της – να τον έπαιρνε ο διάβολος αν έστελνε να ειδοποιήσουν τον Σεντ Τζον απόψε. «Και παρά τις ροµαντικές σου ιδέες, ακόµα κι αν είχα αντικαταστήσει ήδη την ερωµένη µου, δεν θα τη φώναζα στο κρεβάτι του πόνου. Οι κυρίες που προσλαµβάνω γι’ αυτόν το λόγο έχουν άλλες, ε, χρησιµότητες. Όπως είπα και νωρίτερα, δεν τις φέρνω στο σπίτι µου.» Εκείνη έσφιξε τα χείλη ακούγοντας την πληροφορία. Την κοίταξε µε ύφος σαρδόνιο. «Είµαι στο έλεός σου, φοβάµαι.» «Κατάλαβα.» Τον κοίταξε κατσούφικα καθώς τράβαγε το πανί και εξέταζε το πουκάµισο από κάτω. Εκείνος άφησε ένα σφυριχτό βογκητό καθώς το ύφασµα τραβήχτηκε από την πληγή. «Πρέπει να βγει» ψιθύρισε στον Σµολ, λες και ο Λάζαρους ήταν κανένα βρέφος που το φρόντιζαν οι δυο τους. Ο υπηρέτης έγνεψε καταφατικά, και του έβγαλαν µαζί το πουκάµισο – µια εξαιρετικά οδυνηρή διαδικασία. Όταν τελείωσαν, ο Λάζαρους είχε λαχανιάσει από τον πόνο. Δεν χρειαζόταν να κοιτάξει το γυµνό του ώµο για να καταλάβει ότι η πληγή είχε µολυνθεί άσχηµα. Την ένιωθε να πάλλεται και να τον καίει. «Κυρία, ο γιατρός» είπε ένας υπηρέτης από την πόρτα. Πίσω του, ο τσαρλατάνος ταλαντεύτηκε, µε τη λιγδιασµένη γκρίζα περούκα του να γέρνει προς το πίσω µέρος του ξυρισµένου κεφαλιού του. «Λόρδε µου, ήρθα όσο πιο γρήγορα γινόταν.»
«Υπέροχα» µουρµούρισε ο Λάζαρους. Ο γιατρός πλησίασε στο κρεβάτι µε την υπερβολικά προσεκτική πόζα ενός µεθυσµένου. «Τι έχουµε εδώ;» «Η πληγή του – µπορείτε να τον βοηθήσετε;» άρχισε να λέει η κυρία Ντιουζ, αλλά ο γιατρός την παραµέρισε για να κοιτάξει από πιο κοντά την πληγή. Η µπόχα του φτηνού κρασιού έπνιξε τον Λάζαρους. Ο γιατρός ίσιωσε απότοµα το σώµα. «Τι έχεις κάνει εδώ, γυναίκα;» Τα µάτια της κυρίας Ντιουζ γούρλωσαν. «Εγώ… ε…» Ο γιατρός άρπαξε το πανί που κρατούσε στο χέρι της. «Παρεµβαίνεις στη φυσική διαδικασία ίασης!» «Μα, το πύον–» έκανε να πει η κυρία Ντιουζ. «Bonum et laudabile. Ξέρεις τι σηµαίνει αυτό;» Η κυρία Ντιουζ κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Καλό και αξιέπαινο» µουρµούρισε ο Λάζαρους. «Πολύ σωστά, λόρδε µου. Καλό και αξιέπαινο!» αναφώνησε ο γιατρός, και παραλίγο να πέσει µε το πλάι από τη φόρα που πήρε. «Είναι γνωστό τοις πάσι ότι το πύον θεραπεύει την πληγή. Δεν πρέπει να το πειράζουµε.» «Μα, ο λόρδος έχει πυρετό» διαµαρτυρήθηκε η κυρία Ντιουζ. Ο Λάζαρους έκλεισε τα µάτια. Δεν είχε καµία σηµασία η µέθοδος θεραπείας φτάνει να τελείωνε γρήγορα. Θα άφηνε τη µικρή του οσιοµάρτυρα και το γιατρό να µαλώσουν µεταξύ τους. «Θα αφήσω να βγει λίγο αίµα, κι έτσι θα κατεβάσω τη θερµοκρασία του σώµατος» ανακοίνωσε ο γιατρός. Ο Λάζαρους άνοιξε τα µάτια για να δει το γιατρό να ψαχουλεύει την τσάντα του. Έβγαλε ένα νυστέρι, και το έστρεψε προς τον Λάζαρους, κρατώντας το κοφτερό όργανο στο τρεµάµενο χέρι του. Ο Λάζαρους βλαστήµησε, παλεύοντας αδύναµα να ανασηκωθεί. Η αφαίµαξη ήταν εντάξει, αλλά το να αφήνεις ένα µεθυσµένο να κραδαίνει ένα µαχαίρι εναντίον σου ισοδυναµούσε µε αυτοκτονία. Ανάθεµα, το δωµάτιο γύριζε γύρω του. «Διώξ’ τον από δω.» Η κυρία Ντιουζ δάγκωσε το χείλι της. «Μα…» «Μπορείς να µε ρίξεις στα λιοντάρια, αν είναι να µε αφήσεις στο έλεός του!» «Ελάτε, λόρδε µου…» Ο γιατρός είχε γίνει διαλλακτικός τώρα. Η κυρία Ντιουζ συνάντησε το βλέµµα του Λάζαρους, µε µάτια ανήσυχα κι αβέβαια. «Σε παρακαλώ.» Ήταν πολύ αδύναµος από τον πυρετό για να επιβάλει τη θέλησή του. Έπρεπε να το κάνει εκείνη για λογαριασµό του. «Θα προτιµούσα να πεθάνω από το δικό σου χέρι παρά από ενός µεθυσµένου τσαρλατάνου.» Εκείνη έγνεψε κοφτά, και ο Λάζαρους βούλιαξε στο κρεβάτι µε ανακούφιση. Η κυρία Ντιουζ έπιασε το µπράτσο του γιατρού, και µε ένα µείγµα σταθερότητας και γλυκιάς σαγήνης τον έβγαλε από το δωµάτιο. Τον παρέδωσε στον µπάτλερ, κι έπειτα επέστρεψε στο πλευρό του Λάζαρους. «Ελπίζω να πήρες τη σωστή απόφαση» του είπε ήσυχα. «Δεν έχω πάρει εκπαίδευση και διαθέτω µόνο την πρακτική εµπειρία µιας γυναίκας που έχει φροντίσει πολλά παιδιά.» Καθώς κοιτούσε τα ασυνήθιστα χρυσαφιά µάτια της, ο Λάζαρους ένιωσε πως θα µπορούσε να εµπιστευτεί τη ζωή του σ’ αυτήν τη γυναίκα.
Ξάπλωσε στο κρεβάτι, µε το στόµα του να συσπάται σ’ ένα ειρωνικό χαµόγελο. «Σου έχω απόλυτη πίστη, κυρία Ντιουζ.» Και παρόλο που τα λόγια του ειπώθηκαν µε το γνωστό σαρκαστικό του ύφος, έκπληκτος ανακάλυψε πως τα εννοούσε ειλικρινά. Η Τέµπερανς κοίταξε το µολυσµένο ώµο του Λόρδου Κέιρ, έχοντας επίγνωση ότι η δήλωση εµπιστοσύνης του είχε κάνει να τη λούσει κρύος ιδρώτας. Ο τελευταίος άνθρωπος που την είχε εµπιστευτεί είχε δει την εµπιστοσύνη του να προδίδεται οικτρά. Αλλά, τώρα δεν ήταν η στιγµή να σκέφτεται το παρελθόν. Η Τέµπερανς ταρακούνησε νοερά τον εαυτό της. Η πληγή ήταν κόκκινη και φουσκωµένη, οι άκρες της πρησµένες και ερεθισµένες, µε κόκκινες γραµµές να τη χαράζουν. «Πες στους υπηρέτες να φέρουν φρέσκο καυτό νερό» µουρµούρισε στον υπηρέτη του λόρδου καθώς έστυβε πάλι το πανί. Αυτήν τη φορά το ακούµπησε κατευθείαν πάνω στην πληγή. Μερικές φορές η µόλυνση µπορούσε να αντιµετωπιστεί µε ζέστη. Ο Λόρδος Κέιρ σφίχτηκε στο άγγιγµά της, αλλά δεν έδωσε άλλο σηµάδι για το µάλλον φρικτό πόνο που θα πρέπει να ένιωσε. «Γιατί σου προκαλεί πόνο το άγγιγµα των άλλων;» τον ρώτησε µαλακά. «Είναι σαν να ρωτάς ένα πουλί γιατί το έλκει ο ουρανός, κυρία µου» είπε ψευδίζοντας. «Απλά έτσι είµαι» «Και τι γίνεται όταν αγγίζεις εσύ κάποιον άλλο;» Ανασήκωσε τους ώµους του. «Δεν υπάρχει πόνος από τη στιγµή που δεν είµαι εγώ ο αποδέκτης.» «Και ήσουν πάντα έτσι;» Κοίταξε συνοφρυωµένη το πανί και το πίεσε πάνω στην πληγή. Παρά τη φιλοσοφία του γιατρού, εκείνη πάντα ακολουθούσε τις διδαχές της µητέρας της για τη θεραπεία των πληγών, και στη µαµά δεν άρεσε το πύον, «bonum» ή όχι. Ο Κέιρ βόγκηξε και έκλεισε τα µάτια. «Ναι.» Έριξε µια γρήγορη µατιά στο πρόσωπό του πριν αφαιρέσει το πανί και σκουπίσει το υγρό που είχε τρέξει απ’ την πληγή. «Είπες πριν πως δεν έχει υπάρξει ποτέ κανείς που να µη σου προκαλούσε πόνο.» Τα λόγια της ήταν µια δήλωση, αλλά στην πραγµατικότητα αποτελούσαν ερώτηση, αφού θυµόταν τον αµυδρό δισταγµό του νωρίτερα. Εκείνος έµεινε σιωπηλός όσο η Τέµπερανς ξέπλενε το πανί στο χλιαρό νερό και το τοποθετούσε πάλι στη θέση του. Προς στιγµήν νόµισε πως δεν θα της µιλούσε. Έπειτα τον άκουσε να ψιθυρίζει: «Είπα ψέµατα. Υπήρξε η Ανελίζ.» Το κεφάλι της τινάχτηκε πάνω, και τον κοίταξε νιώθοντας ένα παράξενο τσίµπηµα που θα µπορούσε να είναι ζήλια. «Ποια είναι η Ανελίζ;» «Ήταν.» «Τι;» Εκείνος αναστέναξε. «Η Ανελίζ ήταν η µικρή µου αδελφή. Πέντε χρόνια µικρότερη. Εξωτερικά έµοιαζε στον πατέρα µας – ένα απλό πλασµατάκι, ούτε όµορφο ούτε άσχηµο, µε ποντικίσια καστανά µαλλιά και µουντά γκριζοκαφέ µάτια. Συνήθιζε να µε ακολουθεί παντού παρόλο που της έλεγα… της είπα…» Η φωνή του έσβησε καθώς ο Σµολ αντικατέστησε σιωπηλά τη λεκάνη µε το νερό µε καινούργιο. Η Τέµπερανς ξέπλυνε το πανί σ’ αυτό. Ήταν τόσο καυτό, που έκανε τα χέρια της να κοκκινίσουν.
Ακούµπησε το καυτό πανί πάνω στην πληγή και πίεσε, αλλά εκείνος δεν έδειξε καν να το αντιλαµβάνεται τώρα. «Τι της είπες;» «Μµ;» µουρµούρισε ο Λόρδος Κέιρ χωρίς να ανοίξει τα µάτια. Έσκυψε πιο κοντά του, παρατηρώντας τη µακριά µύτη, το αυστηρό, σχεδόν σκληρό στόµα. Σίγουρα ένας τόσο σαρκαστικός, µοχθηρός άντρας δεν µπορούσε να νικηθεί από κάτι τόσο τετριµµένο όσο µια κακοφορµισµένη πληγή. Ο φόβος τής έσφιξε τα σωθικά. «Κέιρ!» «Τι;» ψέλλισε εκείνος εριστικά, µισανοίγοντας τα µάτια του. Η Τέµπερανς ξεροκατάπιε. «Τι είπες στην Ανελίζ;» Κούνησε το κεφάλι του πάνω στα µαξιλάρια. «Με ακολουθούσε, µε κατασκόπευε όταν νόµιζε πως δεν έβλεπα, αλλά ήταν τόσο πιο µικρή από µένα. Και µου έπιανε το χέρι, ακόµα κι όταν της έλεγα να µην το κάνει. Της έλεγα να µη µε αγγίζει. Όµως, το άγγιγµά της ποτέ δεν πονούσε… ποτέ δεν πονούσε…» Η Τέµπερανς άπλωσε το χέρι και έκανε κάτι που δεν θα είχε κάνει αν ήταν µε τα σωστά της: έστρωσε απαλά προς τα πίσω τα πανέµορφα ασηµόλευκα µαλλιά του. Ήταν µαλακά, σχεδόν µεταξένια, κάτω από τα δάχτυλά της. «Και τι της είπες;» Τα ζαφειρένια µάτια του άνοιξαν διάπλατα ξαφνικά, δείχνοντας τόσο διαυγή, τόσο ήρεµα, όσο την ηµέρα πριν τραυµατιστεί. «Της είπα να φύγει, κι εκείνη το έκανε. Σύντοµα αρρώστησε µε πυρετό και πέθανε. Μη µου προσδώσεις ροµαντισµό, κυρία Ντιουζ. Δεν έχω καθόλου.» Εκείνη κράτησε το βλέµµα του για µια στιγµή, θέλοντας να διαφωνήσει, θέλοντας να ανακουφίσει το µικρό αγόρι που είχε χάσει την αδελφούλα του πριν τόσα χρόνια. Ωστόσο, προτίµησε να ανασηκώσει το σώµα της, αποµακρύνοντας το χέρι απ’ τα µαλλιά του. «Θα πλύνω την πληγή σου µε δυνατό αλκοόλ. Θα πονέσει πολύ.» Της χαµογέλασε σχεδόν γλυκά. «Φυσικά.» Και µε κάποιον τρόπο, µε τη βοήθεια του Σµολ, κατάφερε να εκτελέσει την απαίσια δουλειά. Έπλυνε την πληγή µε µπράντι, τη στέγνωσε και την τύλιξε για άλλη µια φορά, έχοντας συνεχώς επίγνωση ότι του προκαλούσε αβάσταχτο πόνο. Όταν πια τελείωσε, ο Λόρδος Κέιρ ανάσαινε βαριά κάτω απ’ τα σκεπάσµατα, έχοντας χάσει τις αισθήσεις του. Ο Σµολ έδειχνε εντελώς τσαλακωµένος και η Τέµπερανς πάλευε να κρατήσει τα µάτια της ανοιχτά. «Τουλάχιστον αυτό έγινε» ψιθύρισε κουρασµένα καθώς βοηθούσε τον υπηρέτη να µαζέψει τα λερωµένα πανιά. «Σας ευχαριστώ, κυρία» είπε ο µικροκαµωµένος υπηρέτης. Έριξε ένα ανήσυχο βλέµµα προς το κρεβάτι, και τον άντρα που κειτόταν σ’ αυτό. «Δεν ξέρω τι θα είχαµε κάνει χωρίς εσάς απόψε.» «Είναι λιγάκι ατίθασος, ε;» «Όντως, κυρία.» Τα λόγια του υπηρέτη βγήκαν µε ζέση. «Θα θέλατε να βάλω τις καµαριέρες να σας ετοιµάσουν ένα δωµάτιο;» «Θα πρέπει να πάω σπίτι.» Η Τέµπερανς κοίταξε το Λόρδο Κέιρ. Το πρόσωπό του ήταν ακόµη κόκκινο, και παρόλο που του είχε πλύνει το µέτωπο, ο ιδρώτας γυάλιζε πάλι πάνω του. «Αν µου επιτρέπετε, κυρία» είπε ο Σµολ. «Μπορεί να σας χρειαστεί τη νύχτα, και σε κάθε περίπτωση είναι πολύ αργά για να ταξιδέψει µόνη της µια κυρία.»
«Είναι, δεν είναι;» µουρµούρισε εκείνη, ευγνώµων για τη δικαιολογία. «Θα πω στο µάγειρα να σας ετοιµάσει ένα δίσκο» είπε ο Σµολ. «Σ’ ευχαριστώ» απάντησε η Τέµπερανς καθώς ο υπηρέτης έβγαινε αθόρυβα από το δωµάτιο. Βυθίστηκε στην ψηλή πολυθρόνα που έφερε κοντά στο κρεβάτι και στήριξε το κεφάλι της στη γροθιά της, σκοπεύοντας να ξεκουράσει απλά τα µάτια της µέχρι να της φέρει το δείπνο ο Σµολ. Όταν ξαναξύπνησε η Τέµπερανς, η φωτιά στο τζάκι κόντευε να σβήσει. Μόνο ένα µισοτελειωµένο κερί στο κοµοδίνο φώτιζε τώρα το δωµάτιο. Τεντώθηκε λιγάκι, µορφάζοντας πονεµένα από το πιάσιµο στο λαιµό και στους ώµους της που της είχε προκαλέσει η άβολη στάση στην οποία είχε αποκοιµηθεί, και κοίταξε το κρεβάτι. Περιέργως δεν ένιωσε έκπληξη ανακαλύπτοντας δύο λαµπερά γαλάζια µάτια να την παρατηρούν. «Πώς ήταν» τη ρώτησε µαλακά ο Λόρδος Κέιρ «ο υποδειγµατικός σου σύζυγος;» Ήξερε πως θα έπρεπε να αρνηθεί να του απαντήσει, πως η ερώτηση ήταν υπερβολικά προσωπική, αλλά µε κάποιον τρόπο, µέσα στα βάθη της νύχτας, της φάνηκε λογική και σωστή. «Ήταν ψηλός µε µαύρα µαλλιά» ψιθύρισε καθώς θυµόταν εκείνο το πρόσωπο απ’ τα παλιά. Κάποτε ήταν τόσο οικείο, και τώρα τόσο αχνό στη µνήµη της. Έκλεισε τα µάτια και προσπάθησε να συγκεντρωθεί. Της φαινόταν τόσο λάθος να ξεχάσει τον Μπέντζαµιν και όλα όσα ήταν. «Τα µάτια του είχαν ένα γλυκό καστανό χρώµα. Είχε ένα σηµάδι στο πιγούνι από ένα πέσιµο όταν ήταν µικρός, και είχε έναν τρόπο να τεντώνει τα δάχτυλά του και να χειρονοµεί όταν µιλούσε που µου φαινόταν κοµψός. Ήταν πολύ έξυπνος, πολύ ευπρεπής και πολύ καλός.» «Τι φρίκη» της είπε. «Ακούγεται εντελώς σεµνότυφος.» «Δεν ήταν.» «Σε έκανε να γελάς;» τη ρώτησε σιγανά, µε φωνή τραχιά από τον ύπνο, ή τον πόνο. «Σου ψιθύριζε στο αφτί πράγµατα που σε έκαναν να κοκκινίζεις; Έστελνε το άγγιγµά του ρίγη στη ραχοκοκαλιά σου;» Η Τέµπερανς πήρε µια κοφτή αναπνοή µε τις ωµές, υπερβολικά προσωπικές ερωτήσεις του. Αλλά αυτός συνέχισε, µε φωνή απίστευτα βαθιά τώρα. «Ένιωθες να υγραίνεσαι όταν σε κοιτούσε;» «Σταµάτα!» φώναξε µε φωνή που αντήχησε δυνατή µέσα στο δωµάτιο. «Σε παρακαλώ, σταµάτα.» Ο Κέιρ απλά συνέχισε να την κοιτάζει µε µάτια γεµάτα γνώση, σαν να ήξερε ότι τώρα ήταν υγρή – αλλά απ’ το δικό του βλέµµα, όχι από την ανάµνηση του συζύγου της. Πήρε µια βαθιά εισπνοή. «Ήταν καλός άνθρωπος –ένας υπέροχος άνθρωπος–, και δεν ήµουν αντάξιά του.» Ο Λόρδος Κέιρ έκλεισε τα µάτια, και για µια στιγµή ήταν σαν να είχε αποκοιµηθεί. Μετά µουρµούρισε: «Δεν έχω παντρευτεί ποτέ, αλλά νοµίζω πως θα ήταν πολύ απαίσιο να πρέπει να είµαι αντάξιος της συντρόφου µου.» Η Τέµπερανς απέστρεψε το βλέµµα. Το θέµα έκανε το στήθος της να πονάει, έφερνε µια βαριά µελαγχολία στο µυαλό της. «Ήσουν ερωτευµένη µαζί του» ρώτησε ο Λόρδος Κέιρ «µ’ αυτό τον άντρα που δεν ήσουν αντάξιά του;» Και είτε επειδή ακόµη ήταν βυθισµένη στα όνειρα είτε επειδή ένιωθε τόσο κοντά του µέσα στο σκοτάδι, απάντησε ειλικρινά. «Όχι. Τον αγαπούσα, αλλά δεν ήµουν ποτέ ερωτευµένη µαζί του.» Το δωµάτιο ξαφνικά φωτίστηκε, σαν µονοµιάς, και η Τέµπερανς συνειδητοποίησε πως είχε φτάσει η αυγή χωρίς να το προσέξει όσο µιλούσαν.
«Είναι µια καινούργια µέρα» είπε κάπως χαζά. «Ναι, είναι» απάντησε ο Λόρδος Κέιρ, και η ικανοποίηση στη φωνή του την έκανε να ανατριχιάσει.
Κεφάλαιο Οκτώ Λοιπόν! Αυτή ήταν µια πολύ ατυχής τροπή των πραγµάτων για τη φτωχή Μεγκ, αφού τα µπουντρούµια του βασιλιά Κλειστόκαρδου δεν ήταν ιδιαίτερα ευχάριστα. Οι τοίχοι έσταζαν δύσοσµο νερό, και ποντίκια και άλλα ζωύφια έτρεχαν στους διαδρόµους. Δεν υπήρχε φως, ούτε ζέστη, και στο βάθος ακούγονταν οι κραυγές των άλλων δυστυχισµένων ενοίκων του φρικτού µέρους. Τα πράγµατα φαίνονταν απελπιστικά, αλλά καθώς η Μεγκ δεν είχε ζήσει καµιά ιδιαίτερα εύκολη ζωή, αποφάσισε να αντιµετωπίσει την κρίση µε όσο περισσότερη γενναιότητα µπορούσε να συγκεντρώσει. Και ορκίστηκε επίσης πως ό,τι κι αν συνέβαινε, αυτή θα έλεγε πάντα µόνο την αλήθεια… –από το Ο Βασιλιάς Κλειστόκαρδος Η Τέµπερανς ξεκίνησε για το σπίτι της µε την άµαξα του Λόρδου Κέιρ καθώς η καινούργια µέρα ξηµέρωνε στο Λονδίνο. Στη διαδροµή αποκοιµήθηκε, και ξύπνησε µόνο όταν η άµαξα σταµάτησε στην άκρη της Μέιντεν Λέιν. Στην πραγµατικότητα ήταν τόσο εξαντληµένη από τη φροντίδα του Κέιρ, ώστε οι συνέπειες που µπορεί να είχε το ότι πέρασε τη νύχτα έξω από το σπίτι δεν είχαν περάσει καθόλου απ’ το µυαλό της µέχρι που έπεσαν στο κεφάλι της σαν µεγάλη βαριά κοτρόνα τη στιγµή που µπήκε στο σπίτι. «Πού ήσουν;» τη ρώτησε ο Κόνκορντ, ο µεγαλύτερος αδελφός της, µε φωνή βαθιά αποδοκιµαστική. Ίσως ήταν άδικο να συγκρίνει τον Κόνκορντ µε µεγάλη κοτρόνα, αλλά βρίσκοντάς τον ακριβώς µέσα από την πόρτα του ορφανοτροφείου ένιωσε µεγάλο σοκ. Σχεδόν γέµιζε το χολ, και η δυσαρέσκειά του ήταν απτή. «Εγώ… ε» τραύλισε η Τέµπερανς, όχι µε ιδιαίτερη ευφράδεια. Ο Κόνκορντ έκανε µια άγρια γκριµάτσα, µε τα γκριζοκάστανα φρύδια του να σµίγουν πάνω από την αυστηρή του µύτη. «Αν σε κράτησε παρά τη θέλησή σου εκείνος ο αριστοκράτης που µας είπε ο Γουίντερ, θα απαιτήσουµε ικανοποίηση.» «Θα του σπάσουµε τα µούτρα, αυτό θα κάνουµε» γρύλισε ο Άσα, ο δεύτερος σε ηλικία αδελφός της, πίσω από τον Κόνκορντ. Η Τέµπερανς ανοιγόκλεισε τα µάτια στη θέα του Άσα. Δεν τον είχε δει εδώ και µήνες. Ω, Θεέ, αυτό δεν ήταν καθόλου καλό. Ο Άσα και ο Κόνκορντ σπάνια συµφωνούσαν στο παραµικρό, και στην πραγµατικότητα είχαν κάνει προσπάθεια να µιλάνε µεταξύ τους όσο λιγότερο γινόταν επί χρόνια. Αυτό το πρωί, όµως, στέκονταν πλάι-πλάι µέσα στο στενό χολ του ορφανοτροφείου, ενωµένοι απ’ την οργή τους ενάντια στον Κέιρ – και στη δυσαρέσκειά τους προς εκείνην. Ο Κόνκορντ ήταν ο πιο ψηλός απ’ τους δύο, µε τα γκριζαρισµένα καστανά µαλλιά του τραβηγµένα πίσω, και, όπως και των άλλων αδελφών του, απουδράριστα. Τα µαλλιά του Άσα, αντίθετα, είχαν ένα βαθύ χρυσοκάστανο χρώµα, το χρώµα του λιονταριού, και παρά το ότι ήταν αρκετούς πόντους πιο κοντός από τον Κόνκορντ, οι φαρδιοί του ώµοι σχεδόν έπιαναν όλο το πλάτος του χολ. Το πουκάµισο και το σακάκι του τεντώνονταν στο στήθος του σαν να έκανε κάποια σκληρή σωµατική εργασία καθηµερινά στη ζωή του. Ωστόσο, κανείς στην οικογένεια δεν ήξερε τι δουλειά ακριβώς έκανε ο Άσα, κι ο ίδιος ήταν πάντα πολύ ασαφής σχετικά µ’ αυτό. Η Τέµπερανς
υποπτευόταν εδώ και καιρό πως οι άλλοι αδελφοί της φοβούνταν να τον πιέσουν πολύ για την περίπτωση που η δουλειά του δεν ήταν εντελώς ευπρεπής. «Ο Λόρδος Κέιρ δεν µε κράτησε παρά τη θέλησή µου» είπε τώρα. Ο Κόνκορντ την αγριοκοίταξε. «Τότε, τι έκανες στο σπίτι του όλη τη νύχτα;» «Ο Λόρδος Κέιρ ήταν άρρωστος. Εγώ απλά έµεινα για να βοηθήσω να τον φροντίσουν.» «Τι εννοείς άρρωστος;» ρώτησε ο Άσα. Η Τέµπερανς έριξε µια µατιά στο χολ προς τη µεριά της κουζίνας. Πού ήταν ο Γουίντερ; «Έπαθε µια µόλυνση» είπε επιφυλακτικά. Τα πράσινα µάτια του Άσα σκλήρυναν. «Μόλυνση σε τι;» «Σε µια πληγή στον ώµο.» Οι αδελφοί της αντάλλαξαν µια µατιά. «Και πώς πληγώθηκε;» βρυχήθηκε ο Κόνκορντ. Η Τέµπερανς µόρφασε. «Δέχτηκε επίθεση πριν από µερικά βράδια από κάτι ληστές. Ο ένας τον µαχαίρωσε στον ώµο.» Για µια στιγµή, οι δύο αδελφοί της απλά στάθηκαν και την κοίταζαν, και µετά ο Κόνκορντ µισόκλεισε τα µάτια. «Πέρασες τη νύχτα µε έναν αριστοκράτη που µπλέκει σε επιθέσεις µε ληστές.» «Δεν έφταιγε καθόλου εκείνος» διαµαρτυρήθηκε η Τέµπερανς. «Μολαταύτα» άρχισε ο Κόνκορντ δασκαλίστικα. Ευτυχώς, ο Άσα τον διέκοψε. «Είναι σαν µισοπεθαµένη, Κον. Ας συνεχίσουµε αυτήν τη συζήτηση στην κουζίνα.» Ο Κόνκορντ αγριοκοίταξε το µικρότερο αδελφό του, και η Τέµπερανς σκέφτηκε πως µπορεί να αρνείτο από καθαρή αντίδραση. Έπειτα, εκείνος έσφιξε τα χείλη. «Πολύ καλά.» Γύρισε, και κατευθύνθηκε µε βαριά βήµατα προς την κουζίνα. Ο Άσα έγνεψε στην Τέµπερανς να περάσει πρώτη. Της ήταν αδύνατο να διαβάσει τα µάτια του. Η Τέµπερανς πήρε µια ανάσα, ευχόµενη να µπορούσε να γίνει αυτή η αντιπαράθεση όταν θα είχε κοιµηθεί λίγο παραπάνω. Η κουζίνα του ορφανοτροφείου συνήθως έσφυζε από ζωή το πρωί –ήταν µόλις περασµένες οχτώ–, αλλά σήµερα υπήρχε µία και µοναδική φιγούρα καθισµένη στο τραπέζι. Η Τέµπερανς σταµάτησε απότοµα στην πόρτα, κοιτάζοντας σαστισµένη τον Γουίντερ. «Γιατί δεν είσαι στο σχολείο;» Της ανταπέδωσε τη µατιά µε τα σκούρα καστανά του µάτια σκοτεινιασµένα. «Έκλεισα το σχολείο για σήµερα, µετά την ολονύχτια έρευνα για σένα.» «Ω, Γουίντερ, συγγνώµη.» Η ενοχή σάρωσε και τα τελευταία ίχνη ζωντάνιας που διέθετε. Η Τέµπερανς βούλιαξε σε µια καρέκλα. «Δεν µπορούσα να τον αφήσω χθες βράδυ, ειλικρινά. Δεν είχε κανέναν άλλο να τον βοηθήσει.» Ο Κόνκορντ ρουθούνισε όχι πολύ ευγενικά. «Ένας αριστοκράτης; Το σπίτι του δεν ήταν γεµάτο υπηρέτες έτοιµους να τον φροντίσουν;» «Υπήρχαν υπηρέτες, ναι, αλλά κανείς να νοι–» Παραλίγο να πει να νοιαστεί γι’ αυτόν, αλλά το τελευταίο δευτερόλεπτο πρόλαβε να συγκρατήσει τις λέξεις. «Να αναλάβει την κατάσταση.» Ο Άσα την κοίταξε συλλογισµένα, σαν να ήξερε τι δεν είπε. Όµως, ο Κόνκορντ απλά τράβηξε το σαγόνι του, µια κίνηση που συνήθιζε όταν ήταν στενοχωρηµένος. «Γιατί βρέθηκες παρέα µε αυτό τον άντρα καταρχήν;»
Το κεφάλι της την πονούσε και βούιζε. Κοίταξε τον Γουίντερ, προσπαθώντας να σκεφτεί κάποια εύσχηµη δικαιολογία για τη φιλία της µε το Λόρδο Κέιρ. Αλλά στο τέλος ήταν απλά πολύ κουρασµένη για να καταφύγει σε υπεκφυγές. «Με πήγε σε µια µουσική εκδήλωση χθες βράδυ» είπε η Τέµπερανς. «Ήθελα να µε συστήσει σε κάποιον που θα µπορούσα να πείσω να γίνει χορηγός του ορφανοτροφείου. Έχουµε ανάγκη χρηµατικών πόρων για να συνεχίσουµε να κρατάµε το ίδρυµα ανοιχτό.» Έριξε µια φευγαλέα µατιά στον Γουίντερ καθώς ολοκλήρωνε την εξήγησή της, και τον είδε να κλείνει τα µάτια του. Το στόµα του Άσα είχε γίνει µια λεπτή γραµµή, ενώ ο Κόνκορντ έµοιαζε έτοιµος να εξαπολύσει κεραυνούς. Μεσολάβησε µια βαριά σιωπή. Ύστερα µίλησε ο Κόνκορντ. «Γιατί δεν µας ενηµερώσατε για τις δυσκολίες σας;» «Επειδή ξέραµε ότι θα ήθελες να βοηθήσεις, αδελφέ, έστω κι αν µετά βίας θα µπορούσες να το κάνεις» είπε ο Γουίντερ ήσυχα. «Κι εµένα;» είπε ο Άσα µαλακά. Ο Γουίντερ τον κοίταξε αµίλητος. Μολονότι είχαν συζητήσει την πιθανότητα να ζητήσουν βοήθεια από τον Κόνκορντ, ουδέποτε είχαν αναφερθεί στο να απευθυνθούν στον Άσα. «Ποτέ δεν έδειξες να ενδιαφέρεσαι για το ορφανοτροφείο» είπε η Τέµπερανς σιγανά. «Όταν ο πατέρας µιλούσε γι’ αυτό, εσύ σχεδόν τον χλεύαζες. Πώς να ξέραµε ο Γουίντερ κι εγώ πως υπήρχε περίπτωση να µας βοηθήσεις;» «Ε, λοιπόν, θα σας βοηθούσα, παρά τα όσα πιστεύετε για µένα, αλλά προς το παρόν είµαι κάπως περιορισµένος από ρευστό. Σε τρεις µήνες ίσως–» «Δεν διαθέτουµε τρεις µήνες» δήλωσε ο Γουίντερ. Ο Άσα κούνησε το κεφάλι, και µια χρυσοκάστανη µπούκλα ξέφυγε από την αλογοουρά του. Πήγε να σταθεί πλάι στη φωτιά, διαχωρίζοντας τον εαυτό του από την υπόλοιπη οικογένεια, όπως έδειχνε να κάνει πάντα. Ο Κόνκορντ στράφηκε πάλι στον Γουίντερ. «Κι εσύ το επέτρεψες;» «Δεν µου άρεσε» απάντησε ο Γουίντερ λακωνικά. «Εντούτοις άφησες την αδελφή σου να εκπορνευτεί για το ορφανοτροφείο.» Η Τέµπερανς άφησε ένα µικρό βογκητό, νιώθοντας λες και ο αδελφός της την είχε χαστουκίσει στο πρόσωπο. Ο Γουίντερ πετάχτηκε πάνω, µιλώντας µε βλοσυρή φωνή στον Κόνκορντ, και ο Άσα άρχισε να φωνάζει, αλλά το µόνο που άκουγε εκείνη ήταν ένα µπερδεµένο βουητό. Στ’ αλήθεια πίστευε ο Κόνκορντ ότι ήταν πόρνη; Τελικά ήταν η µεγαλύτερη ντροπή της γραµµένη στο πρόσωπό της, εκεί όπου την έβλεπαν όλοι; Ίσως γι’ αυτό ο Κέιρ είχε κάνει εκείνα τα προσβλητικά σχόλια. Ίσως είχε δει µε µια και µόνο µατιά πόσο εύκολα µπορούσε να διαφθαρεί. Κάλυψε το στόµα της µε τρεµάµενο χέρι. «Αρκετά!» Ο Άσα είχε υψώσει τη φωνή του για να εξοµαλύνει τη φράση του αδελφού του. «Είτε φταίει ο Γουίντερ είτε όχι, η Τέµπερανς κοντεύει να λιποθυµήσει από την κούραση. Ας τη στείλουµε για ύπνο, όσο θα το συζητάµε. Ό,τι κι αν συµβεί, είναι φανερό πως δεν µπορεί να βλέπει πλέον αυτόν το Λόρδο Κέιρ.» «Σύµφωνοι» είπε ο Γουίντερ, παρόλο που αρνήθηκε να κοιτάξει τον Κόνκορντ. «Φυσικά» είπε ο µεγαλύτερος αδελφός της µε ύφος σοβαρό. Λοιπόν, αυτό ήταν υπέροχο – όλοι οι αδελφοί της για µια φορά συµφωνούσαν. Η Τέµπερανς ένιωσε σχεδόν ένα τσίµπηµα ενοχής. «Όχι.»
«Τι;» είπε ο Άσα κοιτώντας την ερωτηµατικά. Σηκώθηκε από το τραπέζι, ακουµπώντας τις παλάµες της στη λεία επιφάνεια για να στυλωθεί. Κάθε σηµάδι αδυναµίας σ’ αυτό το σηµείο θα ήταν µοιραίο. «Όχι, δεν θα σταµατήσω να βλέπω το Λόρδο Κέιρ. Όχι, δεν θα εγκαταλείψω την προσπάθεια να βρω χορηγό.» «Τέµπερανς» µουρµούρισε προειδοποιητικά ο Γουίντερ. «Όχι.» Κούνησε το κεφάλι της. «Αν η φήµη µου έχει ήδη αµαυρωθεί όπως ισχυρίζεται ο Κόνκορντ, τότε δεν έχει νόηµα να σταµατήσω, σωστά; Το σπίτι έχει ανάγκη από χορηγό για να επιβιώσει. Μπορείτε όλοι να διαµαρτύρεστε σχετικά µε το Λόρδο Κέιρ και την αρετή µου, αλλά δεν µπορείτε να διαφωνήσετε πάνω σ’ αυτό το γεγονός. Επιπλέον, κανείς σας δεν έχει λύση για το πρόβληµα. Έχετε;» Κοίταξε το κουρασµένο πρόσωπο του Γουίντερ, τα άγρυπνα µάτια του Άσα, και τελικά την αποδοκιµαστική έκφραση του Κόνκορντ. «Έχετε;» απαίτησε ξανά µε σιγανή φωνή. Ο Κόνκορντ βγήκε απότοµα από το δωµάτιο. Εκείνη άφησε την ανάσα που κράταγε, νιώθοντας σχεδόν να ζαλίζεται. «Αυτό αρκεί σαν απάντηση, νοµίζω. Τώρα, αν µου επιτρέπετε, πάω για ύπνο.» Γύρισε, έτοιµη να κάνει µια εντυπωσιακή έξοδο, αλλά τη σταµάτησε µια φιγούρα που εµφανίστηκε στην πόρτα. «Χίλια συγγνώµη, κυρία» ψέλλισε η Πόλι. Η τροφός κρατούσε ένα µπογαλάκι στα χέρια της, και η Τέµπερανς κράτησε την ανάσα της βλέποντάς το. Όχι. Όχι, δεν άντεχε άλλον πόνο. Όχι τώρα. «Μεγαλοδύναµε Θεέ» είπε ξέπνοα η Τέµπερανς. «Είναι…;» «Ω, όχι, κυρία» έσπευσε να τη διαβεβαιώσει η τροφός. «Δεν είναι καθόλου.» Ανασήκωσε την άκρη της κουβέρτας, και η Τέµπερανς είδε δύο σκούρα µπλε µάτια να την κοιτάζουν µε περιέργεια. Η ανακούφιση που ένιωσε ήταν τόσο έντονη, που µετά βίας κατάφερε να ακούσει τα λόγια της τροφού. «Ήρθα να σας πω ότι η Μέρι Χόουπ τρώει επιτέλους» είπε η Πόλι. Είχε κάψει το κοµµάτι από µοσχάρι. Η Σάιλενς ανέµισε ένα πανί πάνω από το κρέας που έβγαζε καπνούς, προσπαθώντας να διώξει την έντονη πικρή µυρωδιά. Ηλίθια. Ηλίθια. Ηλίθια. Θα έπρεπε να είναι πιο προσεκτική µε το δείπνο αντί να ατενίζει το κενό ανησυχώντας για το µέλλον, το δικό της και του Γουίλιαµ. Η Σάιλενς δάγκωσε το χείλι της. Το πρόβληµα ήταν ότι ήταν πάρα πολύ δύσκολο να µη σκέφτεται τη φουρτούνα που τους είχε βρει. Η πόρτα άνοιξε και µπήκε ο Γουίλιαµ. Τον κοίταξε µε αγωνία, αλλά είδε µονοµιάς πως δεν είχε καταφέρει να ανακτήσει το φορτίο. Το πρόσωπο του Γουίλιαµ ήταν χαραγµένο από ανησυχία, το χρώµα της επιδερµίδας του γκρι παρά το µαύρισµά του από τους µήνες στη θάλασσα. Το πουκάµισό του ήταν τσαλακωµένο, και το µαντίλι στο λαιµό του χαλαρό, σαν να το τραβούσε από εκνευρισµό. Ο άντρας έδειχνε να έχει µεγαλώσει χρόνια ολόκληρα µέσα στις τελευταίες λίγες µέρες. Η Σάιλενς πήγε βιαστικά κοντά του, παίρνοντας το µανδύα και το καπέλο του, για να τα κρεµάσει στο γάντζο δίπλα στην πόρτα. «Δεν κάθεσαι;» «Ναι» απάντησε ο Γουίλιαµ αφηρηµένα. Πέρασε το χέρι στο κεφάλι του, ξεχνώντας πως φορούσε περούκα. Άφησε µια κατάρα που υπό φυσιολογικές συνθήκες δεν θα άρθρωνε ποτέ µπροστά της, και
έβγαλε την περούκα πετώντας τη θυµωµένα στο τραπέζι. Η Σάιλενς τη µάζεψε, και την ακούµπησε προσεκτικά πάνω σε µια ξύλινη βάση στη συρταριέρα. «Υπάρχει κάποιο νέο;» «Κανένα που να είναι χρήσιµο» µουρµούρισε ο Γουίλιαµ. «Οι δύο ναύτες που άφησα να φυλάνε το πλοίο έχουν εξαφανιστεί – ή είναι νεκροί, ή το έχουν σκάσει µε την αµοιβή τους.» «Λυπάµαι.» Η Σάιλενς στεκόταν άχρηστη δίπλα στον άντρα της µέχρι που η µπόχα του καµένου κρέατος τής υπενθύµισε το δείπνο. Έστρωσε βιαστικά το τραπέζι µε τα τσίγκινα πιατικά τους. Τουλάχιστον το ψωµί ήταν φρέσκο από το φούρνο εκείνο το πρωί, και τα βρασµένα καρότα έδειχναν νόστιµα. Έβαλε µπροστά στον Γουίλιαµ τις αγαπηµένες του πίκλες και του σέρβιρε µπίρα πριν φέρει το µοσχάρι στο τραπέζι. Έκοψε ένα µικρό κοµµάτι και το έβαλε στο πιάτο του αγχωµένη, αλλά εκείνος δεν φάνηκε να προσέχει ότι το κρέας ήταν καψαλισµένο εξωτερικά ενώ µέσα ήταν ακόµη σχεδόν ωµό. Η Σάιλενς αναστέναξε. Ήταν τόσο οικτρή µαγείρισσα. «Ήταν ο Μίκι Ο’Κόνορ» ψέλλισε ξαφνικά ο Γουίλιαµ. Η Σάιλενς σήκωσε τα µάτια. «Τι;» «Ο Μίκι Ο’Κόνορ ήταν πίσω από την κλοπή του φορτίου.» «Μα, αυτό είναι υπέροχο! Αν ξέρεις τον κλέφτη, σίγουρα µπορείς να ενηµερώσεις το δικαστή, σωστά;» Ο Γουίλιαµ γέλασε µ’ ένα τραχύ ήχο. «Κανείς από τους δικαστές του Λονδίνου δεν θα τολµούσε να αγγίξει τον Ωραίο Μίκι.» «Γιατί όχι;» ρώτησε η Σάιλενς µπερδεµένη. «Αν είναι γνωστός κλέφτης, σίγουρα είναι δουλειά τους να τον φέρουν ενώπιον της δικαιοσύνης.» «Οι περισσότεροι δικαστές πληρώνονται από τους κλέφτες και τους άλλους παράνοµους.» Ο Γουίλιαµ κατέβασε το βλέµµα στο πιάτο του. «Προσάγουν σε δίκες µόνο εκείνους που είναι πολύ φτωχοί για να τους δωροδοκήσουν. Και οι υπόλοιποι δικαστές φοβούνται τόσο πολύ τον Ο’Κόνορ, που δεν θα ρισκάριζαν τη ζωή τους για να τον πιάσουν.» «Μα, ποιος είναι; Γιατί τον φοβούνται οι δικαστές;» Ο σύζυγός της έσπρωξε το πιάτο του χωρίς να το αγγίξει. «Ο Ωραίος Μίκι Ο’Κόνορ είναι ο πιο ισχυρός κλέφτης του λιµανιού σε όλο το Λονδίνο. Ελέγχει τους νυχτερινούς καβαλάρηδες – τους κλέφτες που βγαίνουν τη νύχτα. Κάθε πλοίο στις αποβάθρες του Λονδίνου πληρώνει µερίδιο στον Μίκι· το αποκαλεί “δεκάτη”14.» «Αυτό είναι βλασφηµία» ψιθύρισε η Σάιλενς, σοκαρισµένη. Ο Γουίλιαµ έγνεψε καταφατικά, κλείνοντας τα µάτια. «Όντως είναι. Λέγεται πως ζει σε ένα ετοιµόρροπο σπίτι στο Σεντ Τζάιλς, µε τα δωµάτια επιπλωµένα για βασιλιά.» «Κι αποκαλούν αυτό το τέρας ωραίο;» Η Σάιλενς κούνησε απορηµένα το κεφάλι. «Είναι πολύ όµορφος και αρέσει στις κυρίες, έτσι λένε» είπε ο Γουίλιαµ ήσυχα. «Όσοι άντρες διασταυρώνουν το δρόµο τους µε το Μίκι, εξαφανίζονται, ή βρίσκονται να επιπλέουν στον Τάµεση, µε µια θηλιά στο λαιµό.» «Και κανείς δεν τον αγγίζει;» «Κανείς.» Η Σάιλενς κοίταξε το πιάτο της χωρίς να νιώθει πλέον πείνα. «Τι θα κάνουµε, Γουίλιαµ;»
«Δεν ξέρω» απάντησε ο άντρας της. «Δεν ξέρω. Οι ιδιοκτήτες λένε τώρα ότι θα πρέπει να είχα κι εγώ συµµετοχή στην κλοπή.» «Αυτό είναι γελοίο!» Ο Γουίλιαµ ήταν ένας από τους πιο έντιµους ανθρώπους που είχε γνωρίσει η Σάιλενς στη ζωή της. «Γιατί σε κατηγορούν;» Έκλεισε τα µάτια του κουρασµένα. «Έφυγα απ’ το πλοίο νωρίς τη νύχτα που δέσαµε. Το άφησα µε δύο φύλακες µόνο. Λένε ότι θα πρέπει να δωροδοκήθηκα για να βοηθήσω.» Η Σάιλενς έσφιξε τις γροθιές της κάτω από το τραπέζι. Ο Γουίλιαµ είχε φύγει από το πλοίο νωρίς για να έρθει κοντά της. Η ενοχή έκανε το στήθος της να πονέσει. «Φοβάµαι πως χρειάζονται έναν αποδιοποµπαίο τράγο» είπε ο Γουίλιαµ βαριά. «Οι ιδιοκτήτες λένε πως θα µε καταγγείλουν για κλοπή.» «Μεγαλοδύναµε Θεέ.» «Λυπάµαι, αγαπητή µου.» Ο Γουίλιαµ άνοιξε τελικά τα θλιµµένα πράσινα µάτια του. «Εγώ προκάλεσα την καταστροφή µας.» «Όχι, Γουίλιαµ. Ποτέ.» Η Σάιλενς ακούµπησε την παλάµη της πάνω στο χέρι του άντρα της. «Δεν φταις εσύ.» Εκείνος γέλασε ξανά, µε τον ίδιο φριχτό ήχο που άρχιζε η Σάιλενς να µισεί. «Έπρεπε να έχω βάλει περισσότερους να φυλάνε το φορτίο, έπρεπε να έχω µείνει για να σιγουρευτώ πως το φορτίο ήταν ασφαλές. Αν δεν φταίω εγώ, τότε ποιος φταίει;» «Αυτός ο Ωραίος Μίκι, να ποιος φταίει» είπε η Σάιλενς µε ξαφνικό θυµό. «Αυτός είναι που ζει εις βάρος έντιµων ανθρώπων. Αυτός είναι που έκλεψε το φορτίο από απληστία.» Ο Γουίλιαµ κούνησε το κεφάλι, τραβώντας το χέρι του απ’ το δικό της καθώς σηκωνόταν από το τραπέζι. «Μπορεί να είναι έτσι, αλλά δεν υπάρχει τρόπος να διεκδικήσουµε επανόρθωση από το συγκεκριµένο άντρα. Δεν νοιάζεται για µας, ούτε για κανέναν άλλο.» Στάθηκε µια στιγµή όρθιος κοιτώντας την, και για πρώτη φορά η Σάιλενς είδε απελπισία στο πρόσωπό του. «Είµαστε καταδικασµένοι, πολύ φοβάµαι.» Γύρισε και βγήκε απ’ το δωµάτιο, κλείνοντας πίσω του την πόρτα του υπνοδωµατίου. Η Σάιλενς κάρφωσε το βλέµµα στο αξιοθρήνητο δείπνο που είχε ετοιµάσει. Ήθελε να δώσει µία και να πετάξει κάτω τα παλιά πιάτα, το καµένο κρέας και τα παραβρασµένα καρότα. Ήθελε να φωνάξει και να ουρλιάξει, να τραβήξει τα µαλλιά της και να αφήσει τον κόσµο να δει την απελπισία της. Αλλά δεν έκανε τίποτε απ’ όλα αυτά. Καµιά απ’ αυτές τις πράξεις δεν θα βοηθούσε τον άντρα που αγαπούσε. Αν ο Γουίλιαµ είχε δίκιο, κανείς που ήξερε δεν µπορούσε να τους βοηθήσει. Αυτή κι ο Γουίλιαµ ήταν µόνοι. Και αν εκείνη δεν κατάφερνε να βρει έναν τρόπο να πάρουν πίσω το φορτίο από τον Ωραίο Μίκι, τότε ο Γουίλιαµ ή θα πέθαινε, ή θα έµπαινε στη φυλακή, ή θα τον κρεµούσαν σαν κλέφτη. Ο Λάζαρους χρειάστηκε µία βδοµάδα για να αναρρώσει από το τραύµα του. Ή µάλλον, του πήρε µία βδοµάδα µέχρι να νιώσει αρκετά καλά για να αναζητήσει την κυρία Ντιουζ. Είχε σηκωθεί απ’ το κρεβάτι εδώ και κάµποσες µέρες, αλλά να τον έπαιρνε ο διάβολος αν άφηνε τη µικρή του οσιοµάρτυρα να τον ξαναδεί τόσο αδύναµο. Έτσι, είχε σκοτώσει το χρόνο του τρώγοντας υποµονετικά το χυλό που ο Σµολ επέµενε πως ήταν η κατάλληλη τροφή για αρρώστους. Είχαν φέρει άλλον ένα γιατρό, αλλά ο Λάζαρους τού έβαλε τις φωνές όταν εκείνος άρχισε να µιλάει για αφαίµαξη. Ο άνθρωπος αναχώρησε εσπευσµένα, αλλά όχι πριν αφήσει ένα µπουκάλι µε κάποιο φριχτό υγρό ονόµατι «φάρµακο». Ο Λάζαρους πέταξε το µπουκάλι, αδιαφορώντας για το ότι ο γιατρός αναµφίβολα θα του έστελνε αργότερα το λογαριασµό για το συγκεκριµένο ελιξίριο.
Πέρασε το υπόλοιπο διάστηµα του αυτοπεριορισµού του βράζοντας στο ζουµί του για την καθυστέρηση που ήταν αναγκασµένος να υποστεί µέχρι να ξαναδεί την κυρία Ντιουζ. Με κάποιον τρόπο, η γυναίκα αυτή είχε καταφέρει να µπει στο αίµα του όπως το δηλητήριο στην πληγή του. Κατά τη διάρκεια της µέρας αναµασούσε τις συζητήσεις που είχαν κάνει, φέρνοντας στη µνήµη του το πληγωµένο βλέµµα στα χρυσαφιά µάτια της όποτε της είχε πει κάτι ιδιαίτερα προσβλητικό. Ο πόνος που της είχε προκαλέσει γεννούσε µέσα του µια παράξενη τρυφερότητα. Ήθελε να γιατρέψει την πληγή της, και µετά να την πληγώσει ξανά για να τη γιατρέψει πάλι απ’ την αρχή. Ήταν αδύνατο να κρατήσει τη σκέψη της καλοσύνης της, της εξυπνάδας και της καυστικότητάς της έξω απ’ το µυαλό του. Τα όνειρά του τη νύχτα ήταν πιο γήινα. Παρά την αρρώστια του, κάθε πρωί ξυπνούσε µε τη σάρκα ανάµεσα στα πόδια του σκληρή για χάρη της. Τελικά, ίσως έπρεπε να έχει αφήσει τον κοµπογιαννίτη να του κάνει αφαίµαξη. Ίσως τότε το κορµί του να απαλλασσόταν όχι µόνο από το δηλητήριο, αλλά και από την κυρία Ντιουζ. Σκέφτηκε να παραιτηθεί από τη βοήθειά της και να µην την ξαναδεί, αλλά η σκέψη αυτή ήταν φευγαλέα. Τη νύχτα που ο Σµολ θεώρησε πως είχε γίνει καλά, ο Λάζαρους βγήκε να αναζητήσει τη λεία του στο δροµάκι πίσω από το ορφανοτροφείο. Δεν είχε ειδοποιήσει από πριν για να τον περιµένουν, και ένιωθε µια ασυνήθιστη αβεβαιότητα για το πώς θα τον υποδεχόταν. Η νύχτα ήταν σκοτεινή και παγερή, ο άνεµος µαστίγωνε το µανδύα γύρω από τα πόδια του. Ο Λάζαρους στάθηκε διστακτικός στο δύσοσµο σοκάκι. Ακούµπησε το χέρι στην ξύλινη πόρτα της κουζίνας λες και µ’ αυτό τον τρόπο θα µπορούσε να νιώσει τη γυναίκα που ήταν µέσα. Ανοησίες. Σκέφτηκε να µπει κρυφά όπως είχε κάνει παλιότερα, αλλά στο τέλος επικράτησε η λογική, και χτύπησε την πόρτα. Του άνοιξαν σχεδόν αµέσως. Ο Λάζαρους κοίταξε τα φωτεινά καστανά µάτια µε τα χρυσά αστέρια µέσα τους. Η κυρία Ντιουζ έδειξε να ξαφνιάζεται, σαν να µην τον περίµενε στην πόρτα της, και όντως τα µαλλιά της ήταν λυτά στους ώµους της και κατσάρωναν υγρά µέσα στη ζέστη της κουζίνας. «Λουζόσουν» της είπε χαζά. Η σκέψη µιας τόσο καθηµερινής οικειότητας έκανε µια παράξενη λαχτάρα να αναδευτεί όχι µόνο στα λαγόνια του, αλλά και στο στήθος του. «Ναι.» Τα µάγουλά της ρόδισαν. «Είναι πανέµορφα» είπε, επειδή τα µαλλιά της ήταν πανέµορφα, πλούσια, και µακριά σχεδόν µέχρι τη µέση της. Κυµάτιζαν και κατσάρωναν µε µια ατίθαση ανεµελιά. Πόσο θα πρέπει να το µισούσε αυτό. «Ω.» Κατέβασε τα µάτια, και µετά έστρεψε το βλέµµα πίσω της. «Θέλεις να περάσεις µέσα;» Τα χείλη του συσπάστηκαν κεφάτα µπροστά στην αµηχανία της, αλλά της είπε όσο πιο ευγενικά µπορούσε: «Ευχαριστώ.» Η κουζίνα του ορφανοτροφείου ήταν υγρή και ζεστή απόψε. Η φωτιά έκαιγε κάτω από µια µαυρισµένη χύτρα. Η µόνιµη συνοδός της κυρίας Ντιουζ, η Μέρι Γουίτσαν, τον κοίταξε συνοφρυωµένη πάνω από µια λεκάνη µε νερό στο τραπέζι, ενώ δίπλα της στεκόταν ένα µικρό αγόρι. Μια στρουµπουλή νεαρή γυναίκα µε κατακόκκινο πρόσωπο και κατάξανθα µαλλιά καθόταν στη γωνία θηλάζοντας ένα µικροσκοπικό βρέφος. Σήκωσε τα µάτια βλέποντάς τον να µπαίνει, και τράβηξε αδιάφορα ένα µαντήλι πάνω στο εκτεθειµένο στήθος της. «Αυτή είναι η Πόλι, η τροφός µας» είπε η Τέµπερανς αφηρηµένα. «Έφερε τη Μέρι Χόουπ και τα παιδιά της για να περάσουν τη νύχτα εδώ.» «Σκέφτηκα πως ήταν το καλύτερο αφού έχουν µια κηδεία δίπλα στα δωµάτιά µας» είπε η Πόλι.
«Μπορεί ν’ αρχίσουν να φωνάζουν και να οδύρονται.» «Χαίρω πολύ για τη γνωριµία, κυρία µου.» Ο Λάζαρους έκλινε το κεφάλι. Κοίταξε το βρέφος που κλότσαγε τον αέρα. «Το µωρό είναι καλύτερα, λοιπόν;» «Ω, τα πάει µια χαρά, κύριε, µια χαρά.» «Χαίροµαι που το ακούω.» Ο Λάζαρους ακούµπησε στον τοίχο, παρακολουθώντας την κυρία Ντιουζ και το κορίτσι που καθάριζαν το τραπέζι. Όσο εκείνες του είχαν γυρισµένη την πλάτη, το αγοράκι ήρθε διστακτικά πιο κοντά. Το πρόσωπό του ήταν γεµάτο φακίδες, και στο απαίδευτο µάτι του Λάζαρους φάνηκε λίγο κατεργάρης. «Μεγάλο µπαστούνι αυτό» παρατήρησε το αγόρι. «Είναι µπαστούνι-ξίφος» είπε ο Λάζαρους εγκάρδια. Έστριψε τη λαβή και τράβηξε έξω το κοφτερό σπαθί. «Ουάου!» αναφώνησε το αγόρι. «Έχεις σκοτώσει κανέναν µ’ αυτό;» «Δεκάδες» είπε ο Λάζαρους υπεροπτικά. Απώθησε στο µυαλό του την εικόνα του άντρα χωρίς µύτη που τον κοιτούσε µε µάτια άδεια και νεκρά. «Προτιµώ πρώτα να τους ξεκοιλιάζω, κι έπειτα να τους κόβω το κεφάλι.» «Άι!» είπε ο µικρός. Ο Λάζαρους επέλεξε να εκλάβει την παράξενη συλλαβή ως σηµάδι µεγάλης εκτίµησης. «Λόρδε Κέιρ!» Η κυρία Ντιουζ είχε προφανώς ακούσει τι έλεγαν. «Ναι;» Ο Λάζαρους άνοιξε διάπλατα τα µάτια όλο αθωότητα. Το αγόρι το είδε, και χαχάνισε. Η κυρία Ντιουζ αναστέναξε. Η Πόλι έβγαλε το µωρό κάτω από το µαντήλι. «Μπορείτε να την κρατήσετε ένα λεπτό, κυρία, µέχρι να συγυριστώ;» Η τροφός έκανε να της δώσει το κοιµισµένο βρέφος, αλλά η κυρία Ντιουζ οπισθοχώρησε. «Θα το πάρει η Μέρι Γουίτσαν.» Το κοριτσάκι πήρε το µωρό χωρίς δισταγµό. Ούτε αυτή ούτε η Πόλι έδειξαν να θεωρούν την αντίδραση της κυρίας Ντιουζ ασυνήθιστη, αλλά ο Λάζαρους την κοίταξε παραξενεµένος. Η Πόλι έστρωσε τα ρούχα της και σηκώθηκε. «Θα πάρω εγώ τη Μέρι Χόουπ τώρα. Είναι ώρα να κοιµηθεί λιγάκι, νοµίζω.» Και λέγοντας αυτό, έβγαλε το µωρό από την κουζίνα. Η κυρία Ντιουζ έγνεψε στη Μέρι Γουίτσαν. «Πες, σε παρακαλώ, στον κύριο Μέικπις ότι σκοπεύω να βγω απόψε – και πάρε τον Τζόζεφ Τίνµποξ µαζί σου.» Και τα δύο παιδιά έφυγαν υπάκουα από το δωµάτιο. «Ποτέ πριν δεν ενηµέρωσες τον αδελφό σου για τις κινήσεις σου.» Ο Λάζαρους πλησίασε το τζάκι και κοίταξε τη χύτρα. Κάτι σαν σούπα σιγόβραζε στον πάτο της. «Πώς το ξέρεις αυτό;» την άκουσε να ρωτάει πίσω του. Γύρισε εγκαίρως για να τη δει να περνάει µια χτένα µέσα απ’ τα υπέροχα µαλλιά της. «Ποτέ πριν δεν µε κάλεσες µέσα.» Άνοιξε το στόµα να του απαντήσει, αλλά εκείνην τη στιγµή µπήκε στο δωµάτιο ο Γουίντερ. Δεν φάνηκε να εκπλήσσεται βλέποντας τον Λάζαρους, αλλά το θέαµα δεν τον έκανε ούτε να χαρεί.
«Θυµήσου να πάρεις το πιστόλι σου» είπε στην αδελφή του. Η κυρία Ντιουζ έγνεψε καταφατικά, χωρίς να κοιτάξει τον Μέικπις. «Πάω να σηκώσω τα µαλλιά µου.» Γλίστρησε έξω από το δωµάτιο. Ο αδελφός της βρέθηκε ξαφνικά δίπλα στον Λάζαρους. «Σε καθιστώ υπεύθυνο πως δεν θα της συµβεί τίποτα.» Ο Λάζαρους ύψωσε τα φρύδια ακούγοντας την προσταγή του νεότερου άντρα. «Η αδελφή σου δεν έχει πάθει ποτέ κάτι κακό όταν είναι µαζί µου.» Ο Μέικπις γρύλισε, µε ύφος ξινισµένο. «Λοιπόν, φρόντισε η τύχη σου να συνεχίσει έτσι. Η Τέµπερανς πρέπει να είναι πίσω στο σπίτι πριν χαράξει η αυγή.» Ο Λάζαρους έκλινε το κεφάλι. Δεν σκόπευε να κρατήσει την κυρία Ντιουζ έξω στο Σεντ Τζάιλς περισσότερο απ’ όσο ήταν απαραίτητο. Εκείνην τη στιγµή εµφανίστηκε ξανά στην κουζίνα η Τέµπερανς, µε τα µαλλιά της µαζεµένα, και κρυµµένα κάτω από το άσπρο της σκουφάκι. Έριξε µια κοφτερή µατιά από τον Λάζαρους στον αδελφό της, και ο Λάζαρους το µόνο που µπορούσε να κάνει ήταν να ελπίζει πως ο νεότερος άντρας είχε προλάβει να σβήσει την εχθρότητα από το πρόσωπό του. «Είµαι έτοιµη» είπε και έπιασε το µανδύα της. Ο Λάζαρους πήγε δίπλα της και πήρε το κουρελιασµένο ρούχο από τα δάχτυλά της. Της το κράτησε για να το φορέσει. Εκείνη τον κοίταξε αβέβαια πριν φορέσει το ρούχο. Ο Λάζαρους τής άνοιξε την πόρτα. «Να προσέχετε» φώναξε ο Μέικπις πίσω τους. Η νύχτα ήταν υγρή, µια γλοιώδης οµίχλη τύλιξε αµέσως το πρόσωπό του. Ο Λάζαρους τράβηξε το µανδύα πιο καλά γύρω απ’ τους ώµους του. «Μείνε κοντά µου. Χωρίς αµφιβολία, ο αδελφός σου θα µε ξεκοιλιάσει, και µετά θα µε κόψει κοµµατάκια έτσι και σε γυρίσω µε έστω και µία τρίχα απ’ τα µαλλιά σου να έχει φύγει από τη θέση της.» «Ανησυχεί για µένα.» «Μµ.» Ο Λάζαρους κοίταξε πρώτα τριγύρω, και ύστερα εκείνην. «Κι εγώ το ίδιο. Εκείνη η επίθεση που δεχτήκαµε την τελευταία φορά ήταν σκόπιµη.» Τα χρυσαφιά της µάτια άνοιξαν διάπλατα. «Είσαι σίγουρος;» Εκείνος ανασήκωσε τους ώµους του και άρχισε να περπατάει. «Είδα τον έναν από τους δολοφόνους στο καπηλειό της Μητέρας Καλόκαρδης. Αυτό θα ήταν υπερβολική σύµπτωση.» Η Τέµπερανς σταµάτησε ξαφνικά, κάνοντάς τον να σταµατήσει κι εκείνος, ή να ρισκάρει να την πατήσει. «Μα, αυτό σηµαίνει πως κάποιος προσπάθησε να σε σκοτώσει!» «Ναι, έτσι είναι.» Δίστασε, αλλά τελικά πρόσθεσε αργά: «Δύο φορές µέχρι τώρα, νοµίζω. Τη νύχτα που πρωτοσυναντηθήκαµε είχα δεχτεί επίθεση από κάποιους που νόµισα πως ήταν κοινοί ληστές.» «Ο άντρας πάνω από τον οποίον σε είδα να γονατίζεις!» «Ναι.» Την κοίταξε. «Τώρα αναρωτιέµαι αν αυτό που ήθελε δεν ήταν το πουγκί µου, αλλά η ζωή µου.» «Μεγαλοδύναµε Θεέ.» Έστρεψε το βλέµµα στα πόδια της συλλογισµένα. «Αν ο άντρας µε την κοµµένη µύτη ήταν στης Μητέρας Καλόκαρδης, τότε το λογικό συµπέρασµα είναι πως και ο δολοφόνος πρέπει να βρισκόταν εκεί.»
Ο Λάζαρους έγειρε το κεφάλι συµφωνώντας και την παρατήρησε. Εκείνη συνάντησε τη µατιά του χωρίς να δείχνει φοβισµένη. «Τότε, θα έπρεπε να επιστρέψουµε στης Μητέρας Καλόκαρδης και να δούµε αν τον ξέρει.» «Αυτό ελπίζω» της είπε, και ξεκίνησε ξανά. «Αλλά θέλω να σου τονίσω τη σοβαρότητα της κατάστασης. Πριν είχα απλά να αντιµετωπίσω τους καθηµερινούς κινδύνους του Σεντ Τζάιλς. Τώρα φαίνεται ότι µάλλον έχω τραβήξει την προσοχή ενός στυγερού δολοφόνου.» Της έριξε µια λοξή µατιά. «Αν θέλεις να τα παρατήσεις, κυρία Ντιουζ, εγώ θα τηρήσω τη δική µου πλευρά της συµφωνίας.» Η κουκούλα του µανδύα της έκρυβε το µεγαλύτερο µέρος του προφίλ της, αλλά ο Λάζαρους µπορούσε να δει καθαρά τα χείλη της να σφίγγονται. «Δεν θα υπαναχωρήσω στη συµφωνία µας.» Έσκυψε από πάνω της, χαµηλώνοντας το κεφάλι κοντά στο δικό της. «Τότε, καλά θα κάνεις να µείνεις κολληµένη στο πλευρό µου.» «Χµ.» Τον κοίταξε, και ο Λάζαρους είδε τα φρύδια της να σµίγουν. «Σε ποιον είχες µιλήσει τη νύχτα που συναντηθήκαµε – τη νύχτα που δέχτηκες την πρώτη επίθεση;» «Σε µία από τις γειτόνισσες της Μαρί, µια πόρνη.» Τα χείλη του συσπάστηκαν. «Ή τουλάχιστον προσπάθησα να της µιλήσω. Η γυναίκα µού έκλεισε την πόρτα στη µούρη µόλις κατάλαβε τι γύρευα.» «Δεν καταλαβαίνω.» «Τι;» «Θα πρέπει να συνδέονται κάπως –η πόρνη και το µαγαζί της Μητέρας Καλόκαρδης–, αλλά δεν βλέπω πώς.» Ο Λάζαρους ανασήκωσε παραιτηµένα τους ώµους. «Ίσως φταίει απλά η περιοχή – ο δολοφόνος ανακάλυψε ότι έκανα ερωτήσεις στη γειτόνισσα της Μαρί, και επίσης ήξερε πως έχω κάνει ερωτήσεις και στη Μητέρα Καλόκαρδη.» Η Τέµπερανς κούνησε το κεφάλι αρνητικά. «Θα έπρεπε να είναι πολύ φοβητσιάρης τότε, αν έστελνε ένα δολοφόνο εναντίον σου απλά επειδή έκανες ερωτήσεις. Όχι, νοµίζω ότι κάτι πρέπει να έχεις ανακαλύψει.» Τον κοίταξε περιµένοντας. «Αν είναι έτσι, τότε ούτε ο ίδιος δεν ξέρω τι είναι αυτό.» Γέλασε κάπως δύσθυµα. Έκαναν την υπόλοιπη απόσταση µέχρι το καπηλειό της Μητέρας Καλόκαρδης σιωπηλοί. Ο Λάζαρους κρατούσε τα µάτια του άγρυπνα, αλλά δεν είδε κανέναν να τους ακολουθεί, εκτός αν µέτραγε έναν ψωραλέο σκύλο, σκέτο πετσί και κόκαλα, που τους πήρε από πίσω για ένα-δυο λεπτά. Όταν έσκυψαν για να περάσουν το χαµηλό κατώφλι του καπηλειού, η ζέστη και η µπόχα χτύπησαν τον Λάζαρους στο πρόσωπο. Έπιασε το µπράτσο της κυρίας Ντιουζ, σαρώνοντας µε το βλέµµα το γεµάτο κόσµο υπόγειο. Μια φωτιά έκαιγε δυνατή στο τζάκι στο πίσω µέρος και µια παρέα ναυτικών τραγουδούσαν µεθυσµένα σ’ ένα µακρύ τραπέζι. Η µονόφθαλµη σερβιτόρα έτρεχε ανάµεσα στα τραπέζια, αποφεύγοντας όλα τα µάτια, ειδικά τα δικά του. Η Μητέρα Καλόκαρδη δεν φαινόταν πουθενά. Η κυρία Ντιουζ τον τράβηξε απ’ το µπράτσο και σηκώθηκε στις µύτες των ποδιών για να του φωνάξει στο αφτί έτσι που να ακουστεί πάνω από τη φασαρία του δωµατίου. «Δώσε µου µερικά κέρµατα.» Την κοίταξε, ανασηκώνοντας το φρύδι, και στη συνέχεια έβγαλε το πουγκί του και της έριξε µερικά σελίνια στη χούφτα. Του έγνεψε, και χωρίς να πει λέξη άρχισε να περνάει ανάµεσα απ’ τον κόσµο, ακολουθώντας υποµονετικά τη σερβιτόρα. Ο Λάζαρους δεν σκόπευε να φύγει από δίπλα της µέσα σ’ ένα
τέτοιο µέρος. Προχώρησε πίσω της, παρακολουθώντας τις κινήσεις της κι αγριοκοιτάζοντας το ναυτικό που προσπάθησε να της πιάσει το χέρι. Η κυρία Ντιουζ κατάφερε τελικά να στριµώξει τη σερβιτόρα κοντά στο τζάκι. Η κοπέλα γύρισε απρόθυµα, δείχνοντας, ωστόσο, περισσότερο ενδιαφέρον όταν η κυρία Ντιουζ τής έβαλε ένα νόµισµα στην παλάµη. Ακολούθησε ένας ψιθυριστός διάλογος, και η σερβιτόρα αποµακρύνθηκε. Η κυρία Ντιουζ στράφηκε στον Λάζαρους. «Λέει ότι η Μητέρα Καλόκαρδη είναι στο πίσω δωµάτιο.» Ο Λάζαρους κοίταξε την καλυµµένη µε κουρτίνα είσοδο. «Οπότε, πάµε να τη βρούµε.» Σήκωσε την κουρτίνα και πέρασε πρώτος. Πίσω από την είσοδο υπήρχε ένας µικρός, σκοτεινός διάδροµος. Ένας νεαρός ήταν γερµένος στον τοίχο και καθάριζε τα νύχια του µε ένα µυτερό σουγιά. Δεν µπήκε στον κόπο να τους κοιτάξει πριν πει: «Ο χώρος είν’ ιδιωτικός. Πηγαίνετε πίσω στο µπαρ.» «Θέλω να µιλήσω στη Μητέρα Καλόκαρδη» είπε ο Λάζαρους ανέκφραστα. Ο άντρας δεν ήταν ιδιαίτερα µεγαλόσωµος, αλλά έδειχνε ότι µάλλον ήταν σβέλτος. Πριν προλάβει να απαντήσει, η Μητέρα Καλόκαρδη άνοιξε µια πόρτα πίσω του. Μια κοπελίτσα βγήκε έξω, παραπατώντας πάνω στα ψηλά τακούνια της. Κοίταξε το φρουρό υπεροπτικά, και ύστερα έκοψε το βήµα βλέποντας τον Λάζαρους. Εκείνος έκανε στο πλάι για να την αφήσει να περάσει, κι αυτή τον ευχαρίστησε µε ένα πονηρό χαµόγελο κι ένα κλείσιµο του µατιού. Ήταν σίγουρος πως έτσι κι έδειχνε το παραµικρό σηµάδι ενδιαφέροντος, η κοπέλα θα ήταν πρόθυµη για ένα γρήγορο τετ-α-τετ σε µια γωνιά του µαγαζιού. Έριξε µια µατιά στην κυρία Ντιουζ, και είδε χωρίς την παραµικρή έκπληξη ότι τα χείλη της ήταν σφιγµένα. «Κυρία Ντιουζ» φώναξε η Μητέρα Καλόκαρδη από την πόρτα. «Δεν έχετε αρκετές δουλειές να ασχοληθείτε στο µικρό σας ορφανοτροφείο; Έχετε επισκεφτεί δύο φορές µέσα σε δεκαπέντε µέρες τα µέρη µου στο Σεντ Τζάιλς. Και µε το Λόρδο Κέιρ, βλέπω. Δεν σας περίµενα πίσω, λόρδε µου.» Ο Λάζαρους χαµογέλασε. «Επειδή πιστεύατε πως θα µε σκότωναν στο σπίτι της Μάρθα Σουάν;» Η γυναίκα έγειρε το κεφάλι στο πλάι και χαµογέλασε κοκέτικα – ένα θέαµα µάλλον αποκρουστικό. «Το άκουσα πως είχατε µπελάδες εκεί. Καηµένη Μάρθα Σουάν! Είναι επικίνδυνο να διαβαίνεις στους δρόµους.» «Δηλαδή δεν το βρίσκετε ύποπτο που την ξεκοιλιάσανε όπως ακριβώς τη Μαρί Χιουµ;» Ανασήκωσε τους κοκαλιάρικους ώµους της που ήταν φαρδιοί σαν άντρα. «Πολλές κοπελιές έχουν άσχηµο τέλος στο Σεντ Τζάιλς.» Για µια στιγµή, ο Λάζαρους µελέτησε τη γριά µαστροπό. Σίγουρα έπαιζε κάποιο παιχνίδι, αλλά δεν ήταν σίγουρος αν είχε να κάνει µε λεφτά, αν απλά ήθελε να προστατέψει τα δικά της µυστηριώδη συµφέροντα, ή αν ήταν επειδή είχε πιο σκοτεινούς σκοπούς. «Όπως και να ’χει, ο άντρας που µου επιτέθηκε καθόταν στο µαγαζί σου τη νύχτα που ήρθα να σου µιλήσω. Φορούσε µια καλύπτρα πάνω απ’ τη µύτη.» Του έγνεψε καταφατικά. «Α, ναι, τον έχω δει εδώ τριγύρω.» «Ξέρεις ποιος µπορεί να τον προσέλαβε για να µε σκοτώσει; Ποιος δεν θέλει να βρεθεί ο δολοφόνος της Μαρί Χιουµ;» «Να σε σκοτώσει;» Καθάρισε το λαιµό της και έφτυσε στο βρόµικο άχυρο του πατώµατος. «Κοίτα δω, δεν είναι δική µου δουλειά τι κάνουν οι πελάτες όταν φεύγουν απ’ το µαγαζί µου. Μάλλον θα είδε εκείνο το φουσκωµένο πουγκί που κούναγες δεξιά-αριστερά εκείνην τη βραδιά και σκέφτηκε πως ήσουνα εύκολος στόχος.»
«Ξέρεις αν έχει τίποτα φίλους; Άντρες µε τους οποίους έπινε;» «Δεν ξέρω, δεν µε νοιάζει.» Ανασήκωσε ξανά τους ώµους και γύρισε να φύγει. «Έχω δουλειά να κοιτάξω, λόρδε µου.» Ο Λάζαρους στάθηκε και την κοίταζε να κλείνει την πόρτα πίσω της. Η Μητέρα Καλόκαρδη είχε φανεί αρκετά πρόθυµη να πάρει τα λεφτά του την πρώτη βραδιά που είχαν έρθει, αλλά απόψε δεν άφησε καν υπονοούµενο για πληρωµή. Μήπως φοβόταν; Την είχε προειδοποιήσει κάποιος να µείνει απέξω; Η κυρία Ντιουζ αναστέναξε δίπλα του. «Αυτό ήταν, λοιπόν. Δεν νοµίζω ότι θα σου πει τίποτα παραπάνω.» Ο νεαρός που ήταν γερµένος στον τοίχο όλη αυτή την ώρα ξερόβηξε. Ο Λάζαρους τον κοίταξε, αλλά τα µάτια του αγοριού ήταν στραµµένα στην κυρία Ντιουζ. «Θέλεις να µάθεις για τη Μαρί Χιουµ;» Το στόµα του ίσα που κουνήθηκε, οι λέξεις µόλις που ακούστηκαν. Όµως, η κυρία Ντιουζ έγνεψε βουβά και έβαλε τα υπόλοιπα νοµίσµατα που της είχε δώσει ο Λάζαρους στο χέρι του νεαρού. «Υπάρχει ένα σπίτι στην Αυλή του Δροµέα. Το ξέρεις;» Η κυρία Ντιουζ σφίχτηκε, αλλά έγνεψε ναι. «Ζήτα τον Τόµι Πετ και µην πεις σε κανέναν από πού έµαθες τ’ όνοµά του. Κατάλαβες;» «Ναι.» Η κυρία Ντιουζ γύρισε, και βγήκε πάλι στο µπροστινό δωµάτιο. Ο Λάζαρους περίµενε µέχρι να ανεβούν τα σκαλιά και να αρχίσουν να περπατάνε στην παγερή νύχτα. «Ξέρεις το δρόµο γι’ αυτή την Αυλή του Δροµέα;» Πίεσε τα χείλη της σαν να µην ήταν καθόλου ευχαριστηµένη. «Ναι.» Ο Λάζαρους κοίταξε πάνω-κάτω το σκοτεινό δρόµο. «Τον ξέρεις το νεαρό; Μπορούµε να τον εµπιστευτούµε;» «Δεν ξέρω. Δεν τον έχω ξανασυναντήσει ποτέ.» Η κυρία Ντιουζ τύλιξε το µανδύα πιο σφιχτά στους ώµους της. «Πιστεύεις πως είναι παγίδα;» «Ή κυνήγι φαντασµάτων.» Ο Λάζαρους συνοφρυώθηκε. «Μπορεί να του έδωσε εντολή η Μητέρα Καλόκαρδη να µας ψιθυρίσει αυτή την πληροφορία.» «Γιατί να το κάνει αυτό;» «Δεν ξέρω, διάβολε.» Ξεφύσηξε θυµωµένος. «Αυτό είναι το πρόβληµα. Δεν ξέρω τους παίκτες σ’ αυτή την ιστορία. Είµαι υπερβολικά παρείσακτος.» «Ε, λοιπόν, αν βοηθάει, πιστεύω πως ο φόβος του µήπως τον ακούσει ήταν γνήσιος.» Ο Λάζαρους ένιωσε ένα αυθόρµητο χαµόγελο να σχηµατίζεται στα χείλη του. Έκανε µια βαθιά υπόκλιση, βγάζοντας θεατρικά το καπέλο απ’ το κεφάλι του. «Σ’ αυτή την περίπτωση, κυρία Ντιουζ, ξεκινήστε, και σας ακολουθώ.» Εκείνη σχεδόν χαµογέλασε –ο Λάζαρους θα ορκιζόταν στη ζωή του–, αλλά συγκράτησε την έκφρασή της, και ξεκίνησε, περπατώντας ζωηρά, µε τα παπούτσια της να αντηχούν πάνω στο πλακόστρωτο. Ο Λάζαρους ακολουθούσε ακριβώς από πίσω της, έχοντας τα µάτια του ανοιχτά. Η οµίχλη τυλιγόταν στις γωνιές των κτηρίων και θάµπωνε το φως των αναµµένων φαναριών. Ήταν µια καλή νύχτα για ενέδρα, σκέφτηκε ζοφερά. «Όταν επέστρεψα από το σπίτι σου την περασµένη βδοµάδα, µε περίµεναν οι µεγαλύτεροι αδελφοί µου» του είπε ξαφνικά. Το κεφάλι της ήταν γυρισµένο από την άλλη, έτσι δεν µπορούσε να διαβάσει την έκφρασή της.
«Τι είπαν;» «Ότι δεν ήθελαν να ξαναβγώ µαζί σου, φυσικά.» «Και παρ’ όλα αυτά, εσύ είσαι πάλι εδώ.» Έστριψαν σε µια γωνία και βγήκαν σ’ έναν πιο φαρδύ δρόµο. «Να νιώσω κολακευµένος;» «Όχι» του είπε λακωνικά. «Αυτό το κάνω για το σπίτι, για τίποτ’ άλλο.» «Ω, µα, φυσικά.» Μια παρέα από τρεις άντρες βγήκε τρεκλίζοντας από µια πόρτα λίγο πιο κάτω στο δρόµο. Ήταν ολοφάνερα µεθυσµένοι. Ο Λάζαρους άπλωσε το χέρι και την τράβηξε πάνω του, αδιαφορώντας για το ξαφνιασµένο της τσίριγµα. Σταµάτησε στις σκιές, και την τύλιξε µε το µανδύα του µέχρι που δεν φαινόταν σχεδόν καθόλου. Έσκυψε το κεφάλι και της ψιθύρισε στο αφτί: «Το κακό µε το να είσαι ενάρετος είναι πως όταν προσπαθείς να πεις ψέµατα, δεν το πετυχαίνεις και πολύ καλά.» Εκείνη άνοιξε το στόµα, κι ο Λάζαρους είδε τη λάµψη του θυµού στα µάτια της, αλλά οι µεθυσµένοι περνούσαν τώρα από µπροστά τους. «Σιωπή» της ψιθύρισε. Από τόσο κοντά, µπορούσε να µυρίσει τα γλυκά βότανα που είχε χρησιµοποιήσει για να λουστεί. Ήθελε να την τραβήξει ακόµα πιο κοντά του, να την πιέσει στους µηρούς του, να γλείψει το ντελικάτο αφτί της. Όµως, η µεθυσµένη παρέα τούς είχε προσπεράσει, κι έτσι προτίµησε να την αφήσει. Εκείνη αµέσως πήδηξε µακριά του και τον αγριοκοίταξε. «Δεν έχω καµία επιθυµία να είµαι µαζί σου. Αυτό το κάνω µόνο για το σπίτι και τα παιδιά.» «Τι ευγενικό, κυρία Ντιουζ. Ακούγεσαι σαν αγία.» Ένιωσε τον εαυτό του να χαµογελάει, όχι και πολύ ευχάριστα. «Θα µου πεις τώρα τι είναι αυτό το σπίτι στην Αυλή του Δροµέα;» «Είναι το σπίτι της κυρίας Γουάιτσαϊντ» µουρµούρισε εκείνη πριν γυρίσει, κι αρχίσει να βαδίζει βιαστικά. Ο Λάζαρους ένιωσε τα φρύδια του να υψώνονται µε γνήσια έκπληξη καθώς έτρεχε να την προλάβει. Αυτό θα ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρον, πράγµατι. Αφού η κυρία Γουάιτσαϊντ είχε το πιο διαβόητο πορνείο στο Σεντ Τζάιλς.
Κεφάλαιο Εννιά Πολύ νωρίς το επόµενο πρωί, τέσσερις γεροδεµένοι φρουροί ξύπνησαν µε φωνές τη Μεγκ. Την έσυραν πάνω σε µια στριφογυριστή σκάλα µέχρι που βρέθηκε πάλι στην αίθουσα του βασιλιά. Εκείνος καθόταν απλωµένος στο χρυσό του θρόνο, µε τα µαύρα γένια και µαλλιά του να γυαλίζουν κάτω απ’ το πρωινό φως του ήλιου. Μπροστά του στέκονταν κάµποσες ντουζίνες φρουροί σε στάση προσοχής και σε στοιχηµένες σειρές. «Εδώ είσαι, λοιπόν!» είπε απότοµα ο βασιλιάς. «Τώρα θα σου αποδείξω την αγάπη που µου έχει ο λαός µου.» Γύρισε προς τους συγκεντρωµένους φρουρούς. «Φρουροί µου, µε αγαπάτε;» «Μάλιστα, άρχοντα!» φώναξαν οι φρουροί µε µια φωνή. Ο βασιλιάς Κλειστόκαρδος χαµογέλασε ειρωνικά στη Μεγκ. «Το βλέπεις; Παραδέξου τώρα την ανοησία σου, και µπορεί να σου χαρίσω τη ζωή σου…» –από το Ο Βασιλιάς Κλειστόκαρδος Η Τέµπερανς ένιωθε τα µάγουλά της να καίνε καθώς συνέχιζε να προχωράει. Είχε ακουστά για τα περισσότερα κακόφηµα σπίτια του Σεντ Τζάιλς –από εκεί προέρχονταν πολλά από τα παιδιά του ορφανοτροφείου, στο κάτω-κάτω–, αλλά ποτέ δεν είχε πατήσει το πόδι της σε κάποιο αφού είχε πέσει το σκοτάδι. Και το σπίτι της κυρίας Γουάιτσαϊντ ήταν µάλλον διαβόητο για τους διάφορους τύπους διασκέδασης που µπορούσε να βρει κανείς εκεί. «Α» µουρµούρισε ο Λόρδος Κέιρ πίσω της. «Πιστεύω πως ξέρω γι’ αυτό το µέρος.» Εκείνη δάγκωσε το χείλι της. «Τότε, ίσως δεν µε χρειάζεσαι άλλο απόψε.» Την έπιασε ξαφνικά, κάνοντάς τη να αφήσει ένα ξαφνιασµένο βογκητό. «Ορκίστηκες πως δεν θα υπαναχωρήσεις στη συµφωνία µας, κυρία Ντιουζ.» Συνοφρυώθηκε, πραγµατικά σαστισµένη. «Και δεν θα το κάνω, αλλά–» «Οπότε, προχώρα µπροστά.» Η Τέµπερανς µάζεψε τις άκρες του µανδύα της και ξεκίνησε. Ο άνεµος ήταν παγερός απόψε, της µούδιαζε τα µάγουλα. Δεν ήξερε τι να σκεφτεί γι’ αυτό τον άντρα πλέον. Την πείραζε και τη φιλούσε, σκάλιζε να ανακαλύψει τα πιο σκοτεινά της µυστικά, και µετά την κρατούσε πάνω στο ζεστό κορµί του για να τη θωρακίσει και να την προστατέψει. Ακόµη έτρεµε από το άρωµα του λαιµού του, το ατσάλι των µπράτσων του. Διέσχισαν άλλον ένα δρόµο και µπήκαν σ’ ένα πιο µικρό στενό. Ταµπέλες κρέµονταν από πάνω τους, τρίζοντας στο φύσηµα του ανέµου. Άκουσε γέλια, ξαφνικά και κοντινά, που µετά αποµακρύνθηκαν. Προσπέρασαν µια αδύνατη γυναίκα µε φθαρµένο µανδύα που κουβαλούσε έναν κουβά. Η γυναίκα απέφυγε τα µάτια τους καθώς περνούσε βιαστικά πλάι τους. Το δροµάκι φάρδαινε απότοµα, βγάζοντας σε µια αυλή µε ψηλά κτήρια τριγύρω, που έκαναν την πλατεία να µοιάζει µικρή και πνιγµένη. Φως τρεµόφεγγε πίσω από τα παντζούρια σε κάθε πάτωµα, και παράξενοι, πνιχτοί ήχοι έρχονταν από µέσα – ένα κοφτό γέλιο, µια µπερδεµένη λέξη, ρυθµικά χτυπήµατα, και κάτι που έµοιαζε µε βογκητά. Η Τέµπερανς ανατρίχιασε. «Αυτό είναι το σπίτι της κυρίας Γουάιτσαϊντ.» «Μείνε κοντά µου» µουρµούρισε ο Λόρδος Κέιρ πριν σηκώσει το µπαστούνι του για να χτυπήσει τη
µοναδική πόρτα της αυλής. Η πόρτα άνοιξε για να αποκαλύψει έναν ογκώδη πορτιέρη, µε πλατύ, άχαρο πρόσωπο γεµάτο σηµάδια από ευλογιά. Τα µικροσκοπικά του µάτια ήταν τελείως ανέκφραστα. «Αγόρι ή κορίτσι;» «Τίποτε από τα δύο» είπε ο Λόρδος Κέιρ µαλακά. «Θέλω να µιλήσω στον Τόµι Πετ.» Ο άντρας άρχισε να κλείνει την πόρτα. Ο Λόρδος Κέιρ έβαλε το µπαστούνι στο άνοιγµα µε το ένα χέρι και έσπρωξε µε την άλλη παλάµη την πόρτα. Η πόρτα έµεινε ακίνητη, κάνοντας το φρουρό να τα χάσει κάπως. «Παρακαλώ» είπε ο Λόρδος Κέιρ µε ένα σκληρό χαµόγελο. «Τζάκι» ακούστηκε µια τραχιά φωνή πίσω από το φρουρό. «Άσε µε να δω τον επισκέπτη µας.» Ο φρουρός έκανε στο πλάι. Ο Λόρδος Κέιρ µπήκε αµέσως µέσα, τραβώντας την Τέµπερανς πίσω του. Εκείνη κρυφοκοίταξε πάνω από τον ώµο του. Το χολ µέσα ήταν ένας µικρός, τετράγωνος χώρος, που µόλις και µετά βίας επαρκούσε για τη σκάλα, η οποία οδηγούσε στα πάνω πατώµατα. Αµέσως δεξιά υπήρχε µια ανοιχτή πόρτα που άφηνε να φανεί ένα συγυρισµένο καθιστικό. Στην είσοδό του ήταν µια γυναίκα µε ροζ σατέν τουαλέτα, στολισµένη µε κορδέλες και φιόγκους. Το κεφάλι της ίσα που ξεπερνούσε τη µέση του Κέιρ, και το σώµα της ήταν χοντρό και τετράγωνο, το µέτωπό της βαρύ και παραµορφωµένο. Ανοιγόκλεισε τα έξυπνα µάτια της στον Κέιρ. «Λόρδε Κέιρ. Πολλές φορές αναρωτήθηκα πότε θα επισκεπτόσουν το σπίτι µας.» Ο Λόρδος Κέιρ έκανε µια υπόκλιση. «Μιλάω µε την κυρία Γουάιτσαϊντ;» Η γυναίκα-νάνος έριξε πίσω το κεφάλι και γέλασε µε µια φωνή βαριά σαν αντρική. «Τροµάρα µου, όχι! Εγώ απλά εργάζοµαι για την κυρία αυτήν. Μπορείτε να µε λέτε Πάνσι15.» Ο Λόρδος Κέιρ έγνεψε καταφατικά. «Αγαπητή κυρία Πάνσι. Θα σας ήµουν ευγνώµων για µια συζήτηση του λεπτού µε τον Τόµι Πετ.» «Γιατί, αν επιτρέπεται;» «Έχει κάποια πληροφορία που χρειάζοµαι.» Η Πάνσι έσφιξε τα χείλη και έγειρε το κεφάλι στο πλάι. «Γιατί όχι; Τζάκι, πήγαινε να δεις αν είναι ελεύθερος ο Τόµι.» Ο φρουρός έφυγε µε βαρύ βήµα και η Πάνσι έδειξε το καθιστικό πίσω της. «Θα θέλατε να καθίσετε, λόρδε µου;» «Ευχαριστώ.» Μπήκαν στο µικρό καθιστικό, και ο Λόρδος Κέιρ βούλιαξε σε ένα φθαρµένο βελούδινο καναπέ, τραβώντας την Τέµπερανς να καθίσει πλάι του. Απέναντί τους υπήρχε µια φαρδιά, χαµηλή πολυθρόνα, ντυµένη µε πλούσια µοβ και ροζ µαξιλάρια. Η Πάνσι στήριξε το γοφό της και πήδηξε πάνω στην καρέκλα. Τα πόδια της, µέσα στα κοµψά ψηλοτάκουνα γοβάκια, κρέµονταν κάµποσα εκατοστά πάνω από το πάτωµα. Ακούµπησε τα παχουλά χέρια της στα µπράτσα της πολυθρόνας και κοίταξε τον Κέιρ µε ένα χαµόγελο να παίζει στα χείλη της. «Ειλικρινά πρέπει να µείνετε λίγο µαζί µας, λόρδε µου, µόλις τελειώσετε την υπόθεσή σας µε το αγόρι µας, τον Τόµι. Μπορώ να σας κάνω ειδική τιµή.» «Ευχαριστώ, αλλά όχι» είπε ο Κέιρ χωρίς το παραµικρό κυµάτισµα στη φωνή. Η Πάνσι έγειρε το κεφάλι. «Έχουµε ειδικότητα στο να καλύπτουµε τις, ε, ασυνήθιστες απαιτήσεις κύριων όπως εσείς. Και φυσικά, µπορεί να πάρει µέρος και η φίλη σας.»
Τα µάτια της Τέµπερανς γούρλωσαν καθώς η Πάνσι την έδειχνε µε ένα τίναγµα του σαγονιού. Δεν είχε ιδέα ποιες ήταν οι ασυνήθιστες απαιτήσεις του Κέιρ, αλλά ήξερε πως θα έπρεπε να νιώθει αηδιασµένη και µόνο στον υπαινιγµό ότι θα τις απολάµβανε µαζί του. Με τη διαφορά ότι ακόµη προσπαθούσε να ξεκαθαρίσει τα συναισθήµατά της, όταν ένας όµορφος νεαρός µπήκε στο δωµάτιο. Ήταν λεπτός, µε χρυσόξανθα µαλλιά που έπεφταν σε µεταξένια κύµατα στους ώµους του. Κοντοστάθηκε στην είσοδο, κοιτάζοντας ανήσυχα το Λόρδο Κέιρ. Η Πάνσι τού χαµογέλασε. «Τόµι, από δω ο Λόρδος Κέιρ. Πιστεύω–» Ό,τι κι αν ήταν αυτό που ετοιµαζόταν να πει κόπηκε από την κίνηση του Τόµι να φύγει τρέχοντας. Ο Λόρδος Κέιρ σηκώθηκε από τον καναπέ και έτρεξε αθόρυβα πίσω από το αγόρι. Ακούστηκε ένας γδούπος από το χολ, µια γροθιά και µια βρισιά· και µετά ο Λόρδος Κέιρ ξαναµπήκε στο δωµάτιο, κρατώντας τον Τόµι γερά από το γιακά του σακακιού του. «Εντάξει! Εντάξει!» είπε λαχανιασµένα το αγόρι. «Με έπιασες καθαρά και δίκαια. Άσε µε, και θα µιλήσω.» «Δεν το νοµίζω» είπε αργόσυρτα ο Λόρδος Κέιρ. «Προτιµώ να σε κρατάω γερά όσο θα µιλάς.» Η Πάνσι είχε παρακολουθήσει την όλη σκηνή µε µισόκλειστα αλλά καθόλου έκπληκτα µάτια. Τώρα σάλεψε στο κάθισµά της. «Η νύχτα του Τόµι δεν έχει τελειώσει ακόµη, λόρδε µου. Ελπίζω να το έχετε υπόψη για να τον µεταχειριστείτε ανάλογα. Η τιµή του πέφτει όταν έχει µελανιές.» «Δεν έχω σκοπό να βλάψω τον υπάλληλό σας εφόσον µου πει αυτό που θέλω να µάθω» είπε ο Λόρδος Κέιρ. «Και τι είναι αυτό;» ρώτησε η γυναίκα µαλακά. «Η Μαρί Χιουµ» είπε ο Λόρδος Κέιρ. «Τι ξέρεις για το θάνατό της;» Για αγόρι που έβγαζε το ψωµί του σε ένα πορνείο του Σεντ Τζάιλς, ο Τόµι ήταν φρικτός ψεύτης. Απόστρεψε το βλέµµα, έγλειψε τα χείλη του και είπε: «Τίποτα.» Η Τέµπερανς αναστέναξε. Ακόµα κι αυτή µπορούσε να δει ότι ο Τόµι κάτι γνώριζε για το θάνατο της ερωµένης του Λόρδου Κέιρ. Ο Κέιρ απλά ταρακούνησε το αγόρι. «Προσπάθησε ξανά.» Η Πάνσι ύψωσε τα φρύδια. «Πολύ φοβάµαι ότι η χρήση του χρόνου του Τόµι µού κοστίζει µια περιουσία, Λόρδε Κέιρ.» Χωρίς να πει λέξη, ο Λόρδος Κέιρ έβαλε το χέρι στην τσέπη του σακακιού του και τράβηξε ένα µικρό πουγκί. Το πέταξε στην Πάνσι που το έπιασε επιδέξια στον αέρα. Αφού έριξε µια µατιά στο περιεχόµενο, έκλεισε ξανά το πουγκί και το έκρυψε πάνω της. Έγνεψε στον Τόµι. «Αυτό µας καλύπτει µια χαρά. Μίλα τώρα στον κύριο, αρνάκι µου.» Ο Τόµι καµπούριασε. «Δεν ξέρω τίποτα. Ήταν νεκρή όταν τη βρήκα.» Η Τέµπερανς έριξε µια γρήγορη µατιά στον Κέιρ, αλλά εκείνος δεν άφησε να φανεί η παραµικρή έκπληξη στο πρόσωπό του ακούγοντας ότι δεν ήταν η Μάρθα Σουάν αλλά ο Τόµι που είχε βρει τη Μαρί. «Ήσουν ο πρώτος που τη βρήκε νεκρή;» ρώτησε ο Λόρδος Κέιρ. Ο Τόµι τού έριξε ένα σαστισµένο βλέµµα. «Δεν ήταν κανένας άλλος εκεί, αν ρωτάς αυτό.» «Πότε τη βρήκες;» Ο Τόµι σούφρωσε το πρόσωπο. «Πάει κάµποσος καιρός – δύο µήνες, ή και παραπάνω.» «Τι µέρα ήταν;» «Σάββατο.» Ο Τόµι έριξε µια φευγαλέα µατιά στην Πάνσι. «Το Σάββατο πρωί έχω το ρεπό µου.»
«Και τι ώρα έφτασες στα δωµάτια της Μέρι;» Ο Τόµι ανασήκωσε τους ώµους. «Μπορεί στις εννέα; Ή στις δέκα; Πάντως, πριν από το µεσηµέρι.» Ο Λόρδος Κέιρ τον ταρακούνησε ξανά. «Περίγραψέ το.» Ο Τόµι έγλειψε τα χείλη του, κοιτώντας την Πάνσι σαν να περίµενε την άδειά της. Η µικρόσωµη γυναίκα τού έκανε νόηµα µε το κεφάλι να συνεχίσει. Εκείνος αναστέναξε. «Τα δωµάτιά της ήταν στο δεύτερο πάτωµα στο πίσω µέρος του σπιτιού. Δεν ήταν κανείς εκεί όταν ανέβηκα τις σκάλες, εκτός από την παραδουλεύτρα που καθάριζε τα σκαλιά στην είσοδο. Πήγα να χτυπήσω την πόρτα της –της Μαρί–, αλλά άνοιξε µόλις ακούµπησα το χέρι µου. Δεν ήταν µανταλωµένη, έτσι µπήκα µέσα. Το µπροστινό δωµάτιο ήταν στην τρίχα· στη Μαρί άρεσε να κρατάει τα πράγµατά της σε τάξη, αλλά το υπνοδωµάτιο…» Ο Τόµι σταµάτησε την περιγραφή του, καρφώνοντας το βλέµµα στο πάτωµα. Κατάπιε µε κόπο το σάλιο του. «Υπήρχαν αίµατα παντού. Στους τοίχους και στο πάτωµα, ακόµα και στο ταβάνι. Θεέ, δεν έχω ξαναδεί τόσο αίµα στη ζωή µου. Το στρώµα της ήταν µαύρο απ’ το αίµα και η Μαρί…» «Η Μαρί τι;» Η φωνή του Λόρδου Κέιρ ήταν απαλή, αλλά η Τέµπερανς δεν έκανε το λάθος να τη θεωρήσει ευγενική ή συµπονετική. «Ήταν ανοιγµένη από πάνω µέχρι κάτω» είπε ο Τόµι. «Από το λαρύγγι µέχρι τ’ απόκρυφά της. Μπορούσα να δω τα σωθικά της να ξεπετάγονται σαν γκρίζα φίδια.» Ξεροκατάπιε άλλη µια φορά, ενώ το πρόσωπό του είχε γίνει σταχτί. «Ξέρασα ό,τι είχα µέσα µου επί τόπου. Δεν µπόρεσα να κρατηθώ. Η µπόχα ήταν φοβερή.» «Και τι έκανες µετά;» ρώτησε ο Λόρδος Κέιρ. «Μα, έφυγα τρέχοντας απ’ το δωµάτιο» είπε ο Τόµι, όµως τα µάτια του γλίστρησαν στο πλάι ξανά. Ο Λόρδος Κέιρ τον ταρακούνησε. «Δεν σκέφτηκες καθόλου να ψάξεις το δωµάτιο; Είχε κοσµήµατα – µια διαµαντένια καρφίτσα για τα µαλλιά και µαργαριταρένια σκουλαρίκια–, όπως επίσης αγκράφες µε διαµάντια για τα παπούτσια της και ένα δαχτυλίδι µε γρανάτη.» «Εγώ ποτέ–» έκανε να πει ο Τόµι, αλλά ο Λόρδος Κέιρ τον ταρακούνησε τόσο δυνατά, που δεν µπόρεσε να συνεχίσει. «Τόµι, γλυκό µου αρνάκι.» Η Πάνσι αναστέναξε. «Πες την αλήθεια στο Λόρδο Κέιρ, αλλιώς θα µου είσαι άχρηστος.» Ο Τόµι κρέµασε το κεφάλι του παραιτηµένα. «Δεν τα χρειαζόταν πια. Ήταν τελείως πεθαµένη. Και αν τα άφηνα εκεί, θα τα έκλεβε σίγουρα ο σπιτονοικοκύρης της. Είχα περισσότερο δικαίωµα απ’ τον καθέναν.» «Γιατί αυτό;» ρώτησε η Τέµπερανς. Ο Τόµι σήκωσε το κεφάλι, κοιτώντας τη σαν να την έβλεπε για πρώτη φορά. «Γιατί; Επειδή ήµουν ο αδελφός της.» Η Τέµπερανς κοίταξε το Λόρδο Κέιρ. Ήταν ανέκφραστος, αλλά είχε παγώσει από έκπληξη. Έστρεψε πάλι την προσοχή της στον Τόµι. «Ήσουν αδελφός της Μαρί Χιουµ.» «Ναι, αυτό δεν είπα τώρα µόλις;» έφτυσε το αγόρι. «Είχαµε την ίδια µάνα, αµέ, παρόλο που η Μαρί ήταν δέκα και παραπάνω χρόνια µεγαλύτερή µου.» Η Τέµπερανς ζάρωσε το µέτωπο. Έπιασε µια φευγαλέα µατιά ανάµεσα στο Λόρδο Κέιρ και στην Πάνσι. Κάτι δεν έβγαζε νόηµα. Ένιωθε σαν να της διέφευγε κάποια πληροφορία που είχαν όλοι οι άλλοι µέσα στο δωµάτιο. «Δηλαδή την ήξερες καλά;» Ο Τόµι ανασήκωσε τους ώµους αµήχανα. «Αρκετά καλά, φαντάζοµαι.»
«Είχε άλλους επισκέπτες εκτός από το Λόρδο Κέιρ κι εσένα;» ρώτησε η Τέµπερανς. «Όσο γι’ αυτό, δεν ξέρω» είπε ο Τόµι αργά. «Την έβλεπα µονάχα µια φορά την εβδοµάδα.» Η Τέµπερανς έσκυψε πιο µπροστά. «Όµως, δεν µιλούσατε ο ένας στον άλλον για τη ζωή σας; Κάτι θα πρέπει να σου έλεγε για τις µέρες της.» Το αγόρι κοίταξε τα δάχτυλα των ποδιών του. «Εγώ κυρίως της ζητούσα λεφτά.» Η Τέµπερανς ανοιγόκλεισε τα µάτια, νιώθοντας φρίκη µπροστά σε τέτοια έλλειψη αδελφικής αγάπης. Θα πίστευε πως το αγόρι έλεγε ψέµατα για να αποφύγει να δώσει περισσότερες πληροφορίες αν δεν ήταν τόσο φρικτός ψεύτης. «Φαντάζεσαι ποιος µπορεί να τη σκότωσε;» ρώτησε ξαφνικά ο Λόρδος Κέιρ. Τα µάτια του αγοριού γούρλωσαν. «Ήταν δεµένη στο κρεβάτι, µε τα µπράτσα τεντωµένα πάνω απ’ το κεφάλι της, τα πόδια ανοιχτά, και το πρόσωπο καλυµµένο µε µια κουκούλα. Ήξερα αµέσως ποιος την είχε σκοτώσει.» Ο Λόρδος Κέιρ κάρφωσε το αγόρι µε το βλέµµα. «Ποιος;» Ο Τόµι χαµογέλασε, αλλά ο τρόπος που ανασηκώθηκαν τα χείλη του ήταν τέτοιος, που του έκλεψε όλη την οµορφιά. «Μα, εσείς, λόρδε µου. Έτσι δεν σας άρεσε να απολαµβάνετε την αδελφή µου;» Ο Λάζαρους κοίταξε καλά-καλά το όµορφο αγόρι. Πραγµατικά δεν περίµενε αυτή την κατηγορία – παρόλο που θα έπρεπε. Άφησε το αγόρι να φύγει, προσέχοντας να µη στρέψει το βλέµµα του στην κυρία Ντιουζ. Τι θα ένιωθε µε την αποκάλυψη του νεαρού; Τι θα µπορούσε να νιώσει πέρα από φρίκη και αηδία; «Δεν σε χρειάζοµαι άλλο» είπε, διώχνοντας το αγόρι. Μια έκφραση απογοήτευσης πέρασε από το πρόσωπο του Τόµι. Αναµφίβολα περίµενε να διαφωνήσει, ή έστω να πετάξει µια αναστατωµένη άρνηση. Να τον έπαιρνε ο διάβολος αν έδινε τέτοια ικανοποίηση στο αγόρι. Ο Τόµι έριξε µια µατιά στην Πάνσι. Εκείνη του έγνεψε µε το παράξενο πρόσωπό της ανέκφραστο, και ο Τόµι έφυγε. Όταν η πόρτα έκλεισε πίσω του, εκείνη στράφηκε στον Λάζαρους. «Τελειώσατε;» «Όχι.» Πλησίασε το µικρό τζάκι και κάρφωσε το βλέµµα στις φλόγες, προσπαθώντας να σκεφτεί. Η έρευνά του είχε φτάσει σε αδιέξοδο. Αν το αγόρι –ο αδελφός της Μαρί, αν ήταν δυνατόν– δεν ήξερε ποιος την είχε σκοτώσει, πού θα µπορούσε να στραφεί τώρα; Στριφογύρισε αφηρηµένα το µπαστούνι µέσα στη γροθιά του. Και µετά στο µυαλό του άστραψε η συνειδητοποίηση. Ήξερε πως δεν είχε δέσει εκείνος έτσι τη Μαρί· εποµένως, κάποιος άλλος άντρας το είχε κάνει – ένας άντρας µε τον οποίον, σ’ αυτό το θέµα τουλάχιστον, µοιράζονταν τις ίδιες προτιµήσεις. Στράφηκε στην Πάνσι. «Είπες ότι το σπίτι προσφέρει υπηρεσίες για τις ιδιοτροπίες ανθρώπων σαν εµένα.» Η µικροσκοπική γυναίκα ύψωσε τα σκούρα φρύδια της. «Ναι, φυσικά. Θα θέλατε να δείτε µια επιλογή των αγαθών µας;» Είχε ακούσει την κυρία Ντιουζ να παίρνει µια κοφτή ανάσα. Παρόλο που ακόµη δεν την είχε κοιτάξει, ήξερε πως στεκόταν παγωµένη σε µια γωνία του δωµατίου. Ίσως είχε παγώσει από αηδία. Κούνησε το κεφάλι του. «Όχι. Αυτό που θέλω είναι πληροφορίες.» Η Πάνσι έγειρε το υπερβολικά µεγάλο κεφάλι της στο πλάι, µε τα έξυπνα µάτια της να αστράφτουν τώρα µπροστά στην πιθανότητα κέρδους. «Τι είδους πληροφορίες, λόρδε µου;»
«Θέλω να µάθω τα ονόµατα των αντρών που αρέσκονται να χρησιµοποιούν δεσµά και κουκούλες.» Τον κοίταξε µε τα σκούρα µάτια της συλλογισµένα. Έπειτα κούνησε απότοµα το κεφάλι της. «Ξέρετε πως δεν µπορώ να γνωστοποιήσω τα ονόµατα των πελατών µας.» Εκείνος έβγαλε ένα πουγκί από την τσέπη του –µεγαλύτερο από αυτό που της είχε δώσει πριν– και το πέταξε στο τραπέζι πλάι στον αγκώνα της. «Εκεί µέσα υπάρχουν πενήντα λίρες.» Ανασήκωσε τα φρύδια της και έπιασε το πουγκί, αδειάζοντάς το στην ποδιά της για να µετρήσει τα νοµίσµατα ένα-ένα. Έκανε µια παύση όταν τελείωσε σαν να το σκεφτόταν· ύστερα, τα έβαλε πίσω στο πουγκί και το έχωσε στο στήθος της. Έγειρε πίσω στη χαµηλή πολυθρόνα της και τον κοίταξε. «Κάποιοι κύριοι το βρίσκουν ενδιαφέρον να παρακολουθούν το παιχνίδι των άλλων.» Εκείνος ανασήκωσε το φρύδι, περιµένοντας. «Μήπως θα θέλατε να δείτε;» Ο Λάζαρους έκανε ένα καταφατικό νεύµα, µε τον παλµό του να επιταχύνεται. Η Πάνσι ύψωσε τη φωνή. «Τζάκι!» Ο λακές εµφανίστηκε στην πόρτα. Του έκανε νόηµα µε τα δάχτυλα. «Σε παρακαλώ, πάρε τον κύριο στις τρύπες για µπανιστήρι. Νοµίζω πως θα σας ενδιέφερε ιδιαίτερα το δωµάτιο έξι, Λόρδε Κέιρ.» Ο Τζάκι γύρισε χωρίς να πει λέξη, και ο Λάζαρους πήγε και έπιασε την κυρία Ντιουζ από τον καρπό. Εκείνη προσπάθησε να τραβηχτεί, αλλά την κράτησε σφιχτά καθώς την έσερνε προς την πόρτα. «Τι κάνεις; Δεν έχω καµία διάθεση να δω κάποιο “παιχνίδι”.» «Δεν µπορώ να σε αφήσω µόνη» γρύλισε σιγανά. Ήταν η αλήθεια, αλλά όχι ολόκληρη. Ήθελε να της δείξει τι κρυβόταν βαθιά µέσα στην ψυχή του. Θα την αηδίαζε η αλήθεια του, το ήξερε αυτό, αλλά ένιωθε µια νοσηρή ανάγκη να ανακαλύψει ο ίδιος ποια θα ήταν η αντίδρασή της. Να της ξεγυµνώσει τα µυστικά του και να περιµένει την καταδίκη. Ο Τζάκι τούς οδήγησε από µια στενή ξύλινη σκάλα σε ένα µισοφωτισµένο διάδροµο από πάνω. Δεξιά κι αριστερά υπήρχαν πόρτες στη σειρά, που η καθεµιά τους είχε πάνω της ένα άτεχνα χαραγµένο νούµερο. Όµως, αντί να µπουν σε κάποια απ’ αυτές, ο άντρας τούς οδήγησε στο τέλος του διαδρόµου, σε µια πόρτα χωρίς χαρακτηριστικό. Ο Τζάκι άνοιξε την κλειδαριά µε ένα κλειδί και τους έκανε νόηµα να µπουν. «Πηγαίνετε στο τέλος και στρίψτε. Μία ώρα. Όχι παραπάνω.» Και έκλεισε την πόρτα πίσω τους. Η κυρία Ντιουζ στράφηκε αγριεµένη στον Λάζαρους, κι εκείνος ένιωσε το τρέµουλο στο σώµα της. Έσκυψε και της ψιθύρισε στο αφτί: «Ησύχασε. Η πόρτα είναι ξεκλείδωτη. Μπορούµε να φύγουµε όποτε θέλουµε.» «Τότε, πάµε να φύγουµε αµέσως» του σφύριξε µέσα απ’ τα δόντια της. «Όχι.» Η καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή και το χέρι του σφίχτηκε στον καρπό της. Βρίσκονταν µέσα σε ένα χαµηλό, στενό πέρασµα. Ψηλάφισε µε το χέρι του τον τοίχο καθώς προχωρούσαν σύµφωνα µε τις οδηγίες του Τζάκι. Το πέρασµα έκανε µια απότοµη στροφή, και µισόκλεισε τα µάτια για να δει πού έβγαζε. Στην αρχή τού φάνηκε πως ήταν εντελώς σκοτεινά, αλλά µετά τα µάτια του προσαρµόστηκαν, και µπόρεσε να διακρίνει µικρές τρυπίτσες φωτός σε τακτά
διαστήµατα κατά µήκος του τοίχου. Πλησίασε την πρώτη και είδε ότι ήταν µία τρύπα για µπανιστήρι. Από κάτω, µόλις ορατός στο φως του δωµατίου πίσω από τον τοίχο, ήταν ο αριθµός εννέα. Η κυρία Ντιουζ τον τράβηξε απ’ τον καρπό. «Σε παρακαλώ, πάµε να φύγουµε.» Ο Λάζαρους κοίταξε µέσα από την τρύπα και γύρισε προς το µέρος της, τραβώντας την κοντά του. «Όχι. Ρίξε µια µατιά.» Εκείνη κούνησε το κεφάλι, αλλά η αντίστασή της ήταν αδύναµη καθώς την οδηγούσε προς τον τοίχο. Κατάλαβε τη στιγµή που είδε τι ήταν µέσα, γιατί όλο της το σώµα τεντώθηκε. Κόλλησε το πρόσωπο στον τοίχο, µακριά του, κι εκείνος πήγε να σταθεί πίσω της. Έσκυψε το κεφάλι του στο αφτί της. «Τι βλέπεις;» Εκείνη τρεµούλιασε, αλλά παρέµεινε βουβή. Όχι ότι χρειαζόταν τα λόγια της για να καταλάβει τι υπήρχε στο δωµάτιο από την άλλη µεριά. Τα είχε δει όλα όταν είχε κοιτάξει: ένας άντρας και µια γυναίκα, ο άντρας τελείως γυµνός, η γυναίκα φορώντας ακόµη µια πουκαµίσα. Η γυναίκα ήταν γονατισµένη µπροστά στα πόδια του άντρα, µε το εργαλείο του ανάµεσα στα χείλη της. «Σου αρέσει;» της ψιθύρισε. «Σε ερεθίζει;» Την ένιωσε να τρέµει πάνω του, ένας λαγός έτοιµος να πέσει στα νύχια του γερακιού. Ήταν τόσο καθωσπρέπει επιφανειακά, αλλά εκείνος ήξερε, σ’ ένα κοµµάτι µέσα του πέρα από το µυαλό και το πνεύµα, ότι η γυναίκα αυτή είχε ερωτικά βάθη που πάλευε να κρύψει. Ήθελε να τα εξερευνήσει αυτά τα βάθη. Να τα φέρει στο φως της µέρας και να τα απολαύσει. Ήταν κοµµάτι του εαυτού της όσο και οι χρυσές νιφάδες µέσα στα µάτια της, και ο Λάζαρους ποθούσε να χαθεί µέσα στις επιθυµίες της. «Έλα, ας δούµε τι άλλο υπάρχει να δούµε.» Της έπιασε το χέρι, που πρόβαλε λιγότερη αντίσταση τώρα, και την οδήγησε στη δεύτερη τρύπα. Μια γρήγορη µατιά έδειξε πως το δωµάτιο ήταν άδειο. Αλλά το επόµενο σίγουρα δεν ήταν. «Κοίτα» µουρµούρισε, πιέζοντάς την πάνω στον τοίχο µε το κορµί του. «Τι βλέπεις;» Εκείνη κούνησε το κεφάλι, ωστόσο του ψιθύρισε: «Την… παίρνει από πίσω.» «Όπως ο επιβήτορας που καβαλάει τη φοράδα» της είπε σιγανά, µε το κορµί του σκληρό πάνω στο δικό της. Κούνησε το κεφάλι της νευρικά. «Σου αρέσει;» Αλλά σ’ αυτό αρνήθηκε να του απαντήσει. Την τράβηξε πιο πέρα, τσεκάροντας την επόµενη τρυπίτσα, εκείνη που τους είχε στείλει η Πάνσι να κοιτάξουν. Το θέαµα µέσα στο δωµάτιο τον έκανε να ξεροκαταπιεί σπασµωδικά. Γύρισε και οδήγησε την κυρία Ντιουζ στην τρύπα χωρίς λέξη. Ήξερε πότε κατάλαβε εκείνη. Το κορµί της πέτρωσε και το χέρι της έσφιξε δυνατά το δικό του. Ήρθε από πίσω της, καλύπτοντας και πιέζοντας το κορµί της στον τοίχο για να µην υπάρχει περίπτωση να ξεφύγει. Ήταν ζεστή και απαλή κάτω από το δικό του µεγαλύτερο σώµα. «Τι βλέπεις;» είπε ανασαίνοντας στο αφτί της. Εκείνη κούνησε ξανά το κεφάλι αρνητικά, αλλά ο Λάζαρους τής έπιασε και τα δύο χέρια και τα άνοιξε πάνω στον τοίχο, σκεπάζοντάς τα µε τα δικά του. Ένιωσε το όργανό του, σκληρό και παλλόµενο, να πιέζεται στο παντελόνι του, να πιέζεται πάνω στα τρυφερά οπίσθιά της. «Πες µου» απαίτησε.
Ξεροκατάπιε, και ο ήχος ακούστηκε καθαρά µέσα στην ησυχία του σκοτεινού περάσµατος. «Η γυναίκα είναι πολύ όµορφη. Έχει κόκκινα µαλλιά και λευκή επιδερµίδα.» «Και;» «Και είναι γυµνή και δεµένη στο κρεβάτι.» «Πώς;» Πέρασε µαλακά το στόµα του πάνω στο λαιµό της. Το άρωµά της ήταν δυνατό από τόσο κοντά, άρωµα γυναίκας. Ευχόταν να µπορούσε να της βγάλει το αυστηρό άσπρο σκουφάκι που φορούσε, να τραβήξει τις καρφίτσες απ’ τα µαλλιά της και να βυθίσει το πρόσωπό του στις µπούκλες της. «Πες µου πώς.» «Τα χέρια της είναι πάνω απ’ το κεφάλι της, δεµένα µαζί στην κορυφή του κρεβατιού.» Η φωνή της ήταν βραχνή, χαµηλή και αισθησιακή. «Τα πόδια της είναι ανοιχτά, οι αστράγαλοί της δεµένοι στις κολόνες στο κάτω µέρος του κρεβατιού. Είναι σχεδόν γυµνή και το… και το…» Ξεροκατάπιε, ανίκανη να προφέρει τη λέξη. «Το φύλο της;» είπε αργόσυρτα πάνω στο µάγουλό της. Οι γοφοί της κινήθηκαν ενστικτωδώς πάνω της στο άκουσµα της λέξης, σαν να αναζητούσαν το δικό της αντίστοιχο σηµείο. «Ναι, αυτό. Είναι εντελώς εκτεθειµένο.» Κλαψούρισε καθώς της έγλειψε το πλάι του λαιµού. «Και;» την παρότρυνε. «Ω!» Πήρε µια ανάσα για να στυλωθεί. «Έχει ένα µαντήλι δεµένο στα µάτια της.» «Ο άντρας;» «Είναι ψηλός και µελαχρινός, και είναι τελείως ντυµένος· ακόµα και η περούκα του είναι στη θέση της.» Χαµογέλασε µε τα χείλη του πάνω στο δέρµα της, ενώ οι γοφοί του τρίφτηκαν στα οπίσθιά της. Θα της ανασήκωνε τη φούστα επί τόπου, θα αναζητούσε εκείνο το τρυφερό, υγρό σηµείο στο κέντρο της αν δεν ήταν σίγουρος πως έτσι θα την έβγαζε από την έκσταση στην οποία είχε πέσει. «Τι κάνει;» Της δάγκωσε απαλά το αφτί. Εκείνη άφησε ένα σιγανό βογκητό. «Γονατίζει ανάµεσα στα πόδια της και – Ω, Θεέ!» Ο Λάζαρους γέλασε σκοτεινά. «Προσκυνάει, έτσι δεν είναι; Βάζει τη γλώσσα του, τη φιλάει, τη γλείφει ακριβώς µέσα από τα ροζ χείλη, γεύεται τους χυµούς της.» Εκείνη βόγκηξε, και πιέστηκε πάνω του – αλλά όχι για να ξεφύγει. Η στρογγυλάδα της τρίφτηκε πάνω στο σκληρό ανδρισµό του, κι εκείνος ένιωσε το θρίαµβο να φουσκώνει µέσα του. Έβαλε τη γλώσσα του στο αφτί της, γλείφοντας το λεπτεπίλεπτο εξωτερικό του. «Θα σου άρεσε αυτό; Θα ήθελες το στόµα µου στο κέντρο σου, τη γλώσσα µου στο µπουµπούκι σου; Θα σε έγλειφα εκεί, θα σε γευόµουν, θα σε απολάµβανα, µέχρι να σπαρταρίσεις από κάτω µου, αλλά δεν θα σε άφηνα να µου φύγεις. Θα σε κρατούσα κάτω, µε τους µηρούς σου ανοιχτούς, το φύλο σου ανοιχτό σε µένα, και θα σε έγλειφα µέχρι να τελειώσεις ξανά και ξανά.» Εκείνη πάλευε πάνω του, µισογυρίζοντας στην αγκαλιά του, κι ο Λάζαρους έσκυψε και τη φίλησε άγρια, µε το στόµα του να λιώνει το δικό της, βάζοντας τη γλώσσα του µέσα στο στόµα της τόσο βάναυσα, όσο θα ήθελε να µπει στο κορµίτης. Θεέ! Κινδύνευε να τελειώσει επί τόπου, και δεν έδινε δεκάρα. Τελικά έσπαγε η µικρή του οσιοµάρτυρας, και η παράδοσή της ήταν πιο γλυκιά κι από το καλύτερο µέλι. Έχωσε το πόδι του ανάµεσα στα δικά της, ψηλά, ώστε να την αναγκάσει να τον καβαλικέψει. Έπιασε τη φούστα της και την τράβηξε προς τα πάνω, µε ολόκληρο το είναι του επικεντρωµένο σε ένα σκοπό. Δεν τον ένοιαζε πια πού βρίσκονταν, ποια ήταν εκείνη και ποιος ήταν αυτός, και το καταραµένο
παρελθόν του. Το µόνο που ήθελε ήταν τη ζεστή, υγρή σάρκα της γύρω του. Τώρα. Όµως, εκείνη έχωσε τα νύχια της στα µαλλιά του και τα τράβηξε ξαφνικά, κάνοντάς τον να αφήσει µια µικρή κραυγή έκπληξης και πόνου. Ήταν το µόνο που της χρειαζόταν. Ξέφυγε απ’ τα χέρια του, ένας λαγός που το σκάει απ’ το γεράκι, κι άρχισε να τρέχει στο σκοτεινό διάδροµο.
ΤΗΣ ΕΙΧΕ ΚΑΝΕΙ ΜΑΓΙΑ. Η Τέµπερανς έστριψε λαχανιασµένη στη γωνία του σκοτεινού περάσµατος. Ο πανικός ήταν σαν κάτι ζωντανό µέσα στο λαρύγγι της, φτεροκοπώντας, και απειλώντας να την πνίξει. Να την κάνει να χάσει τα λογικά της. Πώς το ήξερε εκείνος; Ήταν η ντροπή της γραµµένη πάνω στο πρόσωπό της, ώστε να τη βλέπουν όλοι οι άντρες; Ή µήπως ήταν ένας µάγος που µπορούσε να διακρίνει τις σαρκικές αδυναµίες των γυναικών; Γιατί είχε γίνει αδύναµη. Τα πόδια της έτρεµαν κάτω από τα δικά του· το κέντρο της είχε γίνει µια υγρή φωτιά από την επαίσχυντη λαχτάρα της. Είχε κοιτάξει µέσα από εκείνην τη φρικτή τρύπα και είχε περιγράψει τη σκηνή µέσα, και, µεγαλοδύναµε Θεέ, της άρεσε. Τα φοβερά λόγια που της είχε ψιθυρίσει στο αφτί καθώς κόλλαγε πάνω της την είχαν αφήσει καυτή, και γεµάτη πόθο. Ήθελε να ανέβει πάνω της σαν ξαναµµένος επιβήτορας, εκεί, µέσα στο άθλιο µικρό πέρασµα ενός πορνείου. Ίσως είχε ήδη χάσει το µυαλό της. Η πόρτα που έβγαζε στο χολ ήταν ξεκλείδωτη. Άνοιξε µε το που την άγγιξε, και µετά η Τέµπερανς άρχισε να κατεβαίνει τρέχοντας τη σκάλα, µε το βαρύ ήχο από τις µπότες του Λόρδου Κέιρ ακριβώς πίσω της. Έφτασε στο µικρό τετράγωνο χολ και τον άκουσε να αφήνει µια βλαστήµια και να σκοντάφτει. Δόξα σοι ο Θεός! Ό,τι κι αν ήταν αυτό που τον είχε καθυστερήσει, της έδωσε µερικά επιπλέον δευτερόλεπτα προβάδισµα. Άνοιξε την πόρτα του πορνείου και όρµησε έξω στη νύχτα. Ο άνεµος τής έκοψε την ανάσα, και κάτι µικρό και µοχθηρό και τετράποδο πέρασε τρέχοντας από µπροστά της. Χώθηκε µέσα σε ένα µικροσκοπικό σκεπαστό σοκάκι, µε τα βήµατά της να αντηχούν πάνω στους παµπάλαιους πέτρινους τοίχους. Έτρεχε χωρίς συγκεκριµένη κατεύθυνση ή σκέψη, µε τον πανικό να της πιέζει το στήθος. Αν την έπιανε, θα τη φιλούσε ξανά. Θα πίεζε το κορµί του πάνω της, κι εκείνη θα γευόταν το στόµα του, θα ένιωθε το άγγιγµά του, και δεν θα µπορούσε να φύγει από κοντά του για δεύτερη φορά. Θα του παραδινόταν, υποκύπτοντας στη δική της αµαρτωλή φύση. Δεν µπορούσε να το αφήσει να συµβεί. Έτσι, όταν τον άκουσε να φωνάζει το όνοµά της κάπου από πίσω της, έκοψε ταχύτητα και ανάγκασε τον εαυτό της να κινηθεί πιο αθόρυβα και µυστικά. Το σκεπαστό σοκάκι άνοιγε σε µια µικρή αυλή. Έριξε µια µατιά πίσω της και το διέσχισε σαν αστραπή. Το στήθος της την έκαιγε, και ήθελε να βογκήξει, αλλά προσπάθησε να ανασαίνει αργά, απαλά, και σταµατώντας κοίταξε πάλι πίσω της. Η αυλή ήταν άδεια. Η φωνή του ακουγόταν µακρινή. Ίσως του είχε ξεφύγει, τελικά. Η Τέµπερανς µπήκε αθόρυβα σε ένα στενό, από κει συνέχισε σκυφτή σε ένα πλαϊνό δροµάκι, και ύστερα έστριψε σε ένα άλλο πέρασµα. Το φεγγάρι είχε βγει, προσφέροντάς της ένα αµυδρό φως. Είχε τρέξει µε τέτοια ταχύτητα και τέτοια ορµή, που τώρα δεν είχε πια ιδέα πού βρισκόταν. Τα κτήρια δεξιά κι αριστερά της ήταν σκοτεινά. Διέσχισε ένα δρόµο, τρέχοντας µε ταχύτητα ξανά, ενώ ένα ρίγος φόβου ανέβαινε στη ραχοκοκαλιά της. Στάθηκε για µια στιγµή στις σκιές ενός σπιτιού, προσπαθώντας να δει πίσω της. Δεν έβλεπε το Λόρδο Κέιρ. Μήπως, τελικά, εκείνος είχε εγκαταλείψει το κυνηγητό; Μόνο που αυτό δεν της φαινόταν πολύ πιθανό– «Ανόητη!» τον άκουσε να σφυρίζει µέσα στο αφτί της.
Τσίριξε, ένας χυδαίος ήχος, αλλά ο Κέιρ την είχε τροµάξει µέχρι θανάτου. Της έπιασε το µπράτσο και την ταρακούνησε, µε τη φωνή του να βράζει από οργή. «Δεν έχεις καθόλου µυαλό; Υποσχέθηκα στον αδελφό σου ότι θα σε προσέχω, και µετά εσύ αρχίζεις να τρέχεις σαν τρελή µέσα στο χειρότερο κοµµάτι του Σεντ Τζάιλς.» Τον κοίταξε µε ανοιχτό το στόµα, κατάπληκτη, µε µόνη σκέψη στο µυαλό της ότι εκείνος ήταν έξαλλος από φόβο γι’ αυτήν. Είχε σκεφτεί πως την κυνηγούσε από ερωτική µανία όταν όλη αυτή την ώρα εκείνος νοιαζόταν για την ασφάλειά της. Η Τέµπερανς δεν µπόρεσε να συγκρατηθεί. Έριξε πίσω το κεφάλι και γέλασε, µε τον άνεµο να παρασύρει τον ήχο από τα χείλη της και να τον στροβιλίζει ψηλά στον αέρα. Ο Λόρδος Κέιρ τής είπε κατσουφιάζοντας: «Σταµάτα. Δεν είναι αστείο.» Κι αυτό, φυσικά, την έκανε απλά να γελάσει ακόµα πιο πολύ. Ο Κέιρ αναστέναξε από απελπισία, και την ταρακούνησε ξανά, αλλά αυτήν τη φορά µε µισή καρδιά. Άρχισε να την τραβάει προς το µέρος του, και οι φόβοι της για την έλξη που αισθανόταν την πληµµύρισαν πάλι, κάνοντάς τη να σοβαρευτεί. Έβαλε τις παλάµες της στο στήθος του σε µια αδύναµη προσπάθεια διαµαρτυρίας. Και µετά εκείνος την έσπρωξε άγρια πίσω του. Η Τέµπερανς παραπάτησε από την απότοµη κίνηση, αλλά πρόλαβε να κρατηθεί, και σήκωσε τα µάτια. Μια οµάδα αντρών είχε µόλις µπει στο στενό, όλοι οπλισµένοι µε ρόπαλα. Ο Κέιρ γύρισε, και άνοιξε το µπαστούνι του. Το κοντό σπαθί ήταν στο δεξί του χέρι και το υπόλοιπο µπαστούνι στο αριστερό· και δεν δίστασε στιγµή πριν ορµήσει ενάντια στους αντιπάλους του. «Τρέξε!» φώναξε δυνατά καθώς έπεφτε πάνω στους άντρες. Εκείνοι δεν περίµεναν µια τόσο απρόσµενη επίθεση. Δύο άντρες έκαναν πίσω, ένας κοντοστάθηκε, αλλά οι άλλοι δύο πλησίασαν µε άγριες διαθέσεις τον Κέιρ. Η Τέµπερανς ψαχούλεψε για το πιστόλι της. Είχε δέσει το σακίδιο στο οποίο το µετέφερε συνήθως γύρω από τη µέση της κάτω από τη φούστα, και τώρα άρχισε να σηκώνει το ύφασµα. Ακούστηκε µια σύντοµη κραυγή που διακόπηκε απότοµα. Σήκωσε τα µάτια και είδε τον έναν από τους επιτιθέµενους στον Κέιρ να πέφτει κάτω, µε το πρόσωπο γεµάτο αίµατα. Ο Κέιρ στροβιλιζόταν µε χάρη, ενώ ο µανδύας αιωρείτο γύρω του, καθώς χτυπούσε τον άλλον άντρα. «Τέµπερανς! Υπάκουσέ µε τώρα! Τρέξε!» Ένα χοντρό µπράτσο τυλίχτηκε στο λαιµό της, πνίγοντας την κραυγή που πήγε να βγει απ’ το στόµα της. «Πέτα το σπαθί σου» είπε µια τραχιά φωνή δίπλα στο αφτί της «αλλιώς της σπάω το λαιµό.» Ο Κέιρ γύρισε µε τα µάτια του να µισοκλείνουν βλέποντάς την, κι έπειτα ο άντρας που κρατούσε την Τέµπερανς γρύλισε και το χέρι του χαλάρωσε. Εκείνη τραβήχτηκε στην άκρη καθώς ο άντρας έπεφτε στο έδαφος. Η Τέµπερανς άφησε ένα βογκητό, και σηκώνοντας τα µάτια είδε… Έναν ίσκιο να περνάει αθόρυβα και αστραπιαία από δίπλα της. Οι επιτιθέµενοι δεν είχαν καν καταλάβει ότι αυτός –αυτό;– ήταν εκεί µέχρι να χτυπήσει τον έναν. Μήπως ονειρευόταν; Μήπως την είχαν σκοτώσει, και δεν το είχε καταλάβει; Γιατί το πλάσµα που τώρα πάλευε σιωπηλά και θανάσιµα δίπλα στον Κέιρ δεν έµοιαζε µε τίποτε απ’ όσα είχε δει. Ήταν ψηλός και λεπτός και φορούσε µια µαύρη και κόκκινη παρδαλή πουκαµίσα. Το παντελόνι, οι ψηλές µπότες και το πλατύγυρο καπέλο του ήταν όλα µαύρα. Μια µαύρη µάσκα κάλυπτε το µισό του πρόσωπο, µε µια αλλόκοτα µακριά µύτη, και παράξενες γραµµές χαραγµένες γύρω από τα µάτια και τα
πεταχτά µάγουλα. Κρατούσε ένα γυαλιστερό σπαθί στο ένα χέρι και ένα µακρύ στιλέτο στο άλλο, και χρησιµοποιούσε και τα δύο χέρια µε θανάσιµη επιδεξιότητα, πηδώντας µε σβελτάδα πάνω στο πλακόστρωτο. Ο Κέιρ στεκόταν πλάτη µε πλάτη µε το φάντασµα, οι δυο φιγούρες να µάχονται ταυτόχρονα µε αµείλικτη ακρίβεια. Ο Κέιρ απέκρουσε ένα χτύπηµα µε το µπαστούνι στο αριστερό του χέρι και συνέχισε µε ένα τίναγµα του σπαθιού µε το δεξί. Οι αντίπαλοι που απέµεναν έκαναν έναν κύκλο γύρω από τους δύο άντρες σαν κοπάδι άγρια σκυλιά. Όµως, ο Κέιρ και ο αρλεκίνος κινήθηκαν µαζί σαν να πάλευαν έτσι όλη τους τη ζωή. Όσο κι αν προσπαθούσαν οι επιτιθέµενοι να σπάσουν την άµυνά τους, δεν µπορούσαν να βρουν κάποιο άνοιγµα. Το φάντασµα έσκισε µε το σπαθί του το στήθος ενός άντρα ενώ την ίδια στιγµή ο Κέιρ κάρφωνε το δικό του στο µηρό ενός άλλου. Ένας από τους αντιπάλους άφησε µια κραυγή, και ξαφνικά το έβαλε στα πόδια, και χάθηκε µέσα στη σκοτεινή νύχτα του Σεντ Τζάιλς. Ακόµα και ο άντρας που την είχε αρπάξει απ’ το λαιµό είχε συνέλθει αρκετά για να το σκάσει. Μέσα στη σιωπή, η Τέµπερανς µπορούσε να ακούσει την ανάσα της να βγαίνει τραχιά απ’ το λαιµό της. Το χέρι της που κρατούσε το πιστόλι έτρεµε ανεξέλεγκτα. Το φάντασµα γύρισε µε χάρη, µε τις µπότες του σαν ψίθυρο πάνω στο πλακόστρωτο. Έβγαλε µε µια θεατρική κίνηση το καπέλο και υποκλίθηκε βαθιά. Ένα άλικο φτερό ανέµισε στο καπέλο του καθώς το έβαζε πάλι στο κεφάλι του. Και µετά έφυγε σαν αστραπή. Η Τέµπερανς κοίταξε τον Κέιρ. «Έχεις τραυµατιστεί άσχηµα; Ποιος ήταν αυτός;» «Δεν έχω ιδέα.» Κούνησε το κεφάλι του σαστισµένος. Τα ασηµένια µαλλιά του είχαν ξεφύγει από τη συνηθισµένη κοτσίδα τους στη διάρκεια της µάχης και ανέµιζαν πάνω στο µαύρο µανδύα του. «Όµως, όλα δείχνουν πως το Φάντασµα του Σεντ Τζάιλς δεν είναι απλή φήµη.»
Κεφάλαιο Δέκα Η Μεγκ κούνησε το κεφάλι. «Αυτό, Μεγαλειότατε, δεν είναι αγάπη.» «Τι;» είπε ο βασιλιάς δυσοίωνα. «Αν δεν είναι αγάπη, τότε τι είναι;» «Υπακοή» είπε η Μεγκ. «Οι φρουροί σου σού λένε αυτό που θέλεις να ακούσεις καθαρά από υπακοή, Μεγαλειότατε.» Λοιπόν! Θα µπορούσες να ακούσεις µια καρφίτσα να πέφτει, στη σιωπή που έπεσε στην αίθουσα του θρόνου. Το µικρό γαλάζιο πουλί τιτίβισε και ο βασιλιάς άφησε έναν αναστεναγµό. «Πηγαίνετέ την πίσω στα µπουντρούµια» πρόσταξε τους φρουρούς. Και πρόσθεσε απευθυνόµενος στη Μεγκ: «Και όταν έρθεις την επόµενη φορά ενώπιόν µου, φρόντισε να έχεις πλυθεί σωστά.» Η Μεγκ υποκλίθηκε. «Για να πλυθώ, θα χρειαστώ νερό, σαπούνι και πανί, αν ευαρεστείται η Μεγαλειότητά Σας.» Ο βασιλιάς σήκωσε το χέρι και έγνεψε λέγοντας: «Φροντίστε να γίνει.» Και οι φρουροί την οδήγησαν έξω από την αίθουσα του θρόνου… –από το Ο Βασιλιάς Κλειστόκαρδος «Το ήξερα πως το Φάντασµα του Σεντ Τζάιλς ήταν πραγµατικό!» αναφώνησε η Νελ αργότερα εκείνο το βράδυ. Η Τέµπερανς γύρισε και κοίταξε την υπηρέτρια, έχοντας επίγνωση ότι ο Γουίντερ, που καθόταν απέναντί της στο τραπέζι, είχε γυρίσει την ίδια στιγµή κι αυτός. Η Νελ κοκκίνισε κάτω από τα συνδυασµένα βλέµµατά τους. «Ε, ναι, λοιπόν, το ήξερα! Είχε µάτια κόκκινα σαν αίµα;» Η Τέµπερανς χαµογέλασε αποκαµωµένα µε τον ενθουσιασµό της Νελ. Ο Κέιρ την είχε συνοδέψει στο σπίτι µετά την επίθεση, και αµέσως µετά είχαν πέσει πάνω της ο Γουίντερ και η Νελ. Είχε περάσει το τελευταίο δεκαπεντάλεπτο απαντώντας στις αποδοκιµαστικές ερωτήσεις του Γουίντερ, που διακόπτονταν περιστασιακά από τα επιφωνήµατα της Νελ. «Δεν µπορούσα να δω καλά τα µάτια του» της απάντησε µε ειλικρίνεια. «Φορούσε µια µαύρη µάσκα στο πάνω µέρος του προσώπου, µε µια µακριά, γαµψή µύτη.» Ο Γουίντερ ρουθούνισε σαρκαστικά. Η Τέµπερανς τον κοίταξε. «Και επίσης φορούσε µια κόκκινη και µαύρη στολή αρλεκίνου.» Ο αδελφός της ύψωσε τα φρύδια σ’ αυτό, δείχνοντας σαν να ενδιαφερόταν κάπως. «Ένα θεατρικό κουστούµι; Εµένα µου µοιάζει για τρελός.» «Ένας τρελός ηθοποιός.» Η Νελ ανατρίχιασε από ευχαρίστηση. «Πάλευε πολύ καλά για τρελός» είπε η Τέµπερανς µε αµφιβολία. «Ίσως είναι απλά ένας ληστής µε ροπή στο δράµα» είπε ο Γουίντερ ξερά. «Ή είναι πραγµατικά φάντασµα, που επέστρεψε για να εκδικηθεί το θάνατό του στο Σεντ Τζάιλς» είπε η Νελ. Η Τέµπερανς κούνησε το κεφάλι. «Δεν ήταν φάντασµα. Ο άντρας που είδα απόψε είχε σάρκα και οστά, ήταν ψηλός και λεπτός.» Χαµογέλασε κάπως παράξενα. «Στην πραγµατικότητα, η φιγούρα του έµοιαζε λίγο µε τη δική σου, αδελφέ µου.»
Η Νελ έπνιξε ένα γελάκι. Ο Γουίντερ απλά αναστέναξε. «Πάντως, όποιος κι αν είναι» είπε η Τέµπερανς βιαστικά «εγώ του χρωστάω τη ζωή µου.» «Κι αυτός είναι ο λόγος που το µόνο συνετό είναι να µην ξαναδείς το Λόρδο Κέιρ» απάντησε ο Γουίντερ. Η Τέµπερανς µόρφασε, ξέροντας ότι εκείνη του είχε δώσει τα όπλα γι’ αυτό το επιχείρηµα. Μακάρι να µην ήταν τόσο τροµερά κουρασµένη! Έτριψε τον κρόταφό της. «Γουίντερ, σε παρακαλώ, µπορούµε να αφήσουµε αυτήν τη συζήτηση για αύριο;» Την κοίταξε για µια στιγµή µε τα θλιµµένα, καστανά του µάτια συλλογισµένα· έπειτα έγνεψε καταφατικά και σηκώθηκε. «Θα σε απαλλάξω απ’ τη συζήτηση γι’ απόψε, αδελφή, αλλά ένας νυχτερινός ύπνος δεν θα µου αλλάξει γνώµη. Η συναναστροφή σου µ’ αυτό τον άντρα σε έχει βάλει σε κίνδυνο, σε έχει κάνει να παραµελήσεις τα καθήκοντά σου στο σπίτι και στα παιδιά, και, πολύ φοβάµαι, θέτει σε κίνδυνο τη λογική και την αρετή σου. Δεν θέλω να ξαναδείς το Λόρδο Κέιρ.» Έγνεψε ευγενικά και βγήκε από την κουζίνα. Η Τέµπερανς άφησε το κεφάλι της να βουλιάξει στα χέρια της. Η Νελ καθάρισε το λαιµό της µετά από µια στιγµή σιωπής. «Ένα φλιτζάνι τσάι πάντα µε φέρνει στα ίσα µου, ειδικά πριν πάω για ύπνο.» Η Τέµπερανς χρειάστηκε να ανοιγοκλείσει τα µάτια για να διώξει τα δάκρυα που είχαν µαζευτεί στα µάτια της. «Σ’ ευχαριστώ.» Ποτέ πριν δεν είχε ανταλλάξει θυµωµένα λόγια µε τον Γουίντερ. Ο Άσα και ο Κόνκορντ µπορούσαν να την τρελάνουν µε την πεισµατική άρνησή τους να δουν την πλευρά του άλλου, όµως ο Γουίντερ δεν της είχε υψώσει καν τη φωνή µέχρι σήµερα. Ήταν ένας στοχαστικός άντρας, που ο θυµός του δεν φούντωνε εύκολα, και η συνειδητοποίηση ότι εκείνη του είχε κάνει ακριβώς αυτό απόψε της προκάλεσε µεγάλη στεναχώρια. Η Νελ έβαλε την τσαγιέρα στο τραπέζι µαζί µε δύο φλιτζάνια και κάθισε απέναντί της. Σερβίρισε το αχνιστό τσάι στο ένα φλιτζάνι. «Ο κύριος Μέικπις δεν το εννοούσε που ήταν τόσο… τόσο… ε…» Η φωνή της Νελ έσβησε, αφού προφανώς δεν µπορούσε να βρει µια λέξη που δεν θα υποτιµούσε το αφεντικό της. Η Τέµπερανς χαµογέλασε πικραµένα. «Το εννοούσε.» «Ω, µα–» «Και έχει δίκιο.» Η Τέµπερανς άπλωσε το χέρι και έπιασε το γεµάτο φλιτζάνι, τραβώντας το προς το µέρος της. «Δεν θα έπρεπε να τον αφήνω, για να τριγυρίζω άσκοπα στο Ιστ Εντ µε το Λόρδο Κέιρ. Παραµελώ τα καθήκοντά µου.» Η Νελ γέµισε το δεύτερο φλιτζάνι σιωπηλά, προσθέτοντας ένα µεγάλο κύβο ζάχαρη. Ήπιε µια προσεκτική γουλιά, και ύστερα άφησε εξίσου προσεκτικά το φλιτζάνι στο τραπέζι, µε τα µάτια καρφωµένα στο τσάι. «Ο Λόρδος Κέιρ είναι πολύ… ωραίος άντρας, εύκολο να αρέσει, πιστεύω.» Η Τέµπερανς την κοίταξε. Η Νελ δάγκωσε το χείλι της. «Φταίνε τα µαλλιά, νοµίζω, τόσο µακριά και πυκνά και λαµπερά. Και ασηµένια! Είναι πολύ εντυπωσιακά.» «Εµένα µου αρέσουν τα µάτια του» οµολόγησε η Τέµπερανς. «Αλήθεια;» Πάνω στο τραπέζι είχε πέσει µια σταγόνα τσάι, και η Τέµπερανς έβαλε πάνω το δάχτυλό της και σχηµάτισε έναν κύκλο. «Δεν έχω ξαναδεί τόσο γαλάζια µάτια. Και οι βλεφαρίδες του είναι τόσο µαύρες
σε αντίθεση µε τα µαλλιά του.» «Έχει και πολύ ωραία µύτη» είπε η Νελ σκεφτικά. «Και τα χείλη του είναι πλατιά, και ανασηκωµένα στις άκρες. Το έχεις προσέξει;» Η Νελ αναστέναξε, κι αυτό ήταν αρκετό σαν απάντηση. Η Τέµπερανς δάγκωσε το χείλι της. «Και είναι τόσο σφιχτά, και συγχρόνως τόσο απαλά. Κυριολεκτικά µου κόβουν την ανάσα.» Συνειδητοποίησε ότι µάλλον είχε πει πάρα πολλά µ’ αυτή την τελευταία εξοµολόγηση, και ήπιε βιαστικά µια γουλιά τσάι. Όταν άφησε το φλιτζάνι πάλι στο τραπέζι, η Νελ την κοιτούσε συλλογισµένα. «Δείχνει να έχει ιδιαίτερο… ενδιαφέρον για σένα.» Τα µάτια της Τέµπερανς χαµήλωσαν ξανά στο τραπέζι. Ο κύκλος που είχε διαγράψει είχε στεγνώσει. «Πώς το λες αυτό; Ούτε καν τον έχεις συναντήσει.» «Α, µα, έχω ακούσει απ’ τα παιδιά και την Πόλι» είπε η Νελ. «Η Πόλι λέει ότι ο τρόπος που σε κοιτάζει την κάνει κι ανατριχιάζει.» Πώς την κοίταζε; Μήπως η Νελ µπέρδευε τον πόθο µε το ενδιαφέρον; Και γιατί αυτό είχε τόση σηµασία για εκείνην; Η Τέµπερανς κούνησε το κεφάλι, ακουµπώντας αποφασιστικά τα χέρια στο τραπέζι. «Οι επιθυµίες του είναι αφύσικες. Αλλά ακόµα κι αν δεν ήταν, τι είδους γυναίκα θα ήµουν εγώ αν άφηνα τις ορµές µου να µε οδηγούν;» «Ίσως µια συνηθισµένη γυναίκα» είπε η Νελ µαλακά. Η Τέµπερανς έµεινε σιωπηλή καθώς θυµόταν την κοκκινοµάλλα µε το µαντήλι στα µάτια. Καθώς θυµόταν πόση έξαψη της είχε προκαλέσει αυτή η εικόνα. Είχε τόσο κουραστεί να προσπαθεί να συγκρατήσει τις ορµές της, και ιδού ο Λόρδος Κέιρ που δεν προσπαθούσε να τις συγκρατήσει καθόλου. Αντίθετα έµοιαζε να παραδίδεται σ’ αυτές. Η Νελ καθάρισε το λαιµό της. «Κάποτε είχα ένα φίλο που του άρεσε λίγη περιπέτεια στην κρεβατοκάµαρα.» «Αλήθεια;» Η Νελ δεν µιλούσε σχεδόν ποτέ για το παλιό της επάγγελµα. Η Νελ έγνεψε καταφατικά. «Ήταν ένας συνηθισµένος κύριος κατά τα άλλα – στην κρεβατοκάµαρα, όµως, του άρεσε να δένει την κυρία µε την οποία ήταν.» Η Τέµπερανς κράτησε το βλέµµα της προσεκτικά εστιασµένο στο σηµείο του τραπεζιού ανάµεσα στα χέρια της, έστω κι αν ένιωθε τα µάγουλά της να παίρνουν φωτιά. Το να κάνει αυτήν τη συζήτηση ήταν φοβερά αµήχανο, αλλά το να την κάνει έχοντας το Λόρδο Κέιρ στο µυαλό… ω, Θεέ! «Σε…» Η Τέµπερανς σταµάτησε και έγλειψε τα χείλη της. «Σε πόναγε;» «Ω, όχι, κυρά» είπε η Νελ. «Μην τα µπερδεύεις. Υπάρχουν άντρες που θέλουν να πονάνε τις κοπέλες που είναι µαζί τους, αλλά ο δικός µου κύριος δεν ήταν απ’ αυτούς. Απλά έδειχνε να απολαµβάνει το όλο πράγµα περισσότερο όταν δεν µπορούσα να κουνηθώ.» «Ω» είπε η Τέµπερανς µε µια ξέπνοη φωνούλα. Δεν θα έπρεπε να το σκέφτεται καθόλου· ξύπναγε τα χειρότερα ένστικτα µέσα της. Όµως, ένιωθε κάτι να επαναστατεί στο στήθος της. Ήταν τόσο φοβερό απλά να φαντάζεται µια ερωτική ένωση µε τον Κέιρ; Να αναρωτιέται πώς θα ένιωθε µε το µαντήλι; Να προσπαθεί να µαντέψει τι θα της έκανε πρώτο αν ήταν δεµένη, αβοήθητη, και ανοιχτή σε εκείνον; Να φαντάζεται πως παραδίνεται στις ορµές της χωρίς ενοχή – µε τον τρόπο που έµοιαζε να το κάνει ο Λόρδος Κέιρ;
Έπνιξε ένα ρίγος. «Νόµιζα πως δεν ενέκρινες το Λόρδο Κέιρ.» «Δεν τον ξέρω» είπε η Νελ προσεκτικά. «Ξέρω µόνο τη φήµη που έχει ανάµεσα στις κυρίες της νύχτας στο Σεντ Τζάιλς.» Η Τέµπερανς ζάρωσε το µέτωπο. «Το γεγονός και µόνο ότι έχει την όποια φήµη ανάµεσα σ’ αυτές τις κυρίες θα έπρεπε να αποτελεί επαρκή λόγο για να µην τον εγκρίνεις.» «Υποθέτω πως έχεις δίκιο» είπε η Νελ αναστενάζοντας. «Ξέρω πως ένας άντρας θα έπρεπε να παραµένει αγνός όσο είναι ανύπαντρος. Δεν θα έπρεπε να επισκέπτεται πόρνες όταν έχει ανάγκη.» Η Τέµπερανς κούνησε το κεφάλι νευρικά. Και βέβαια όχι. Η ερωτική συνεύρεση έξω από τα δεσµά του γάµου ήταν αµαρτία. «Το ζήτηµα είναι, κυρά…» είπε η Νελ σιγανά. «Απλά δεν βλέπω σε τι βλάπτει αυτό.» Η Τέµπερανς σήκωσε τα µάτια ξαφνιασµένη. «Τι εννοείς;» Η Νελ ανασήκωσε τους ώµους. «Το παιχνίδι στο κρεβάτι. Απ’ όσο ξέρω, αρέσει σε όλους τους άντρες και σε όλες τις γυναίκες, ακόµα και εκτός γάµου. Γιατί, λοιπόν, είναι τόσο κακό;» Η Τέµπερανς την κοίταξε, αδυνατώντας να απαντήσει. Η Νελ έσκυψε προς το µέρος της. «Αν το παιχνίδι στο κρεβάτι φέρνει χαρά, ακόµα και για λίγο, γιατί το καταδικάζουµε;» Ο Σεντ Τζον ήταν στο σπουδαστήριό του το επόµενο πρωί, κοιτώντας προβληµατισµένα µια οµιλία του Κικέρωνα, όταν ο Μόλντερ καθάρισε το λαιµό του φλεγµατικά στην πόρτα. «Ο Λόρδος Κέιρ ζητά να σας δει, κύριε.» Θα µπορούσε ίσως να του ζητήσει να ισχυριστεί πως δεν ήταν σπίτι, αλλά ο Κέιρ, ανάθεµά τον, στεκόταν ακριβώς πίσω από τον µπάτλερ. Ο Σεντ Τζον έσφιξε το σαγόνι, άφησε κάτω την πένα του και έκανε νόηµα στον Κέιρ να µπει. Ο Κέιρ µπήκε κρατώντας στο χέρι ένα τεράστιο µπουκέτο µαργαρίτες. «Δεν θα µε πιστέψεις ποιον συνάντησα χθες βράδυ στο Σεντ Τζάιλς.» «Καµιά πόρνη;» τον ρώτησε ο Σεντ Τζον καυστικά. «Όχι. Ε, ναι.» Ο Κέιρ έξυσε το πηγούνι του. «Δηλαδή υποθέτω πως ήταν πόρνες, αλλά αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο. Όχι, έκανα τη γνωριµία µου µε το περιβόητο Φάντασµα του Σεντ Τζάιλς.» «Τι λες; Αλήθεια;» Ο Σεντ Τζον έκανε πως τακτοποιούσε τα χαρτιά πάνω στο γραφείο του. Όταν σήκωσε το βλέµµα, ο Κέιρ τον κοιτούσε συλλογισµένα. Άφησε το µπουκέτο στο τραπέζι. «Ήταν ένας άντρας µε χιτώνιο αρλεκίνου, ένα µαλακό καπέλο µε κόκκινο φτερό, και µια µισή µαύρη µάσκα. Ω, και κρατούσε ένα µακρύ κι ένα κοντό σπαθί. Μάλλον υπερβολικά επιδεικτικός, κατά τη γνώµη µου.» Ο Σεντ Τζον ρουθούνισε. «Λες και είσαι εσύ σε θέση να κριτικάρεις την επιδεικτικότητα των άλλων.» Ο Κέιρ τον αγνόησε. «Νοµίζω ότι το κόκκινο φτερό ήταν υπερβολή.» Ο Σεντ Τζον αναστέναξε. «Και τι έκανε το Φάντασµα;» «Μου έσωζε το τοµάρι, αν θες να ξέρεις.» «Τι;» «Δέχτηκα επίθεση από πέντε τραµπούκους χθες βράδυ. Το φάντασµα παρενέβη µάλλον τυχαία.» «Ήταν και η κυρία Ντιουζ µαζί σου;» ρώτησε µαλακά ο Σεντ Τζον.
Ο Κέιρ στράφηκε, και τον κοίταξε σιωπηλός. «Διάβολε!» Ο Σεντ Τζον έσπρωξε πίσω την καρέκλα του. «Γιατί επιµένεις να την κυνηγάς; Τη βάζεις σε κίνδυνο.» «Ούτε κι εµένα µου αρέσει αυτό. Έχω αποφασίσει ότι δεν µπορώ να την παίρνω πλέον µαζί µου στο Σεντ Τζάιλς χωρίς κάποιου είδους σωµατοφύλακα.» Κούνησε το κεφάλι του. «Δεν έχω αποφασίσει ακόµη πώς θα συνεχίσω τις έρευνές µου µαζί της.» «Θα έπρεπε να την αφήσεις τελείως ήσυχη.» Το στόµα του Κέιρ συσπάστηκε χωρίς χιούµορ. «Βρίσκω πως δεν µπορώ.» «Γιατί; Δεν είναι καν ο τύπος σου.» «Και ποιος είναι ο τύπος µου;» Ο Σεντ Τζον απέστρεψε το βλέµµα. Και οι δύο ήξεραν αρκετά καλά ποιο είδος γυναικών προτιµούσε ο Κέιρ. «Οι πόρνες;» ρώτησε ο Κέιρ µαλακά. «Οι γυναίκες που µπορούν να αγοραστούν µε κοσµήµατα;» Ο Σεντ Τζον τον κοίταξε παραιτηµένα. Ο Κέιρ άρχισε να βηµατίζει στο δωµάτιο. «Ίσως να µε κούρασε ο τύπος µου. Ίσως να θέλω να είµαι µε ένα διαφορετικό είδος γυναίκας.» Ο Σεντ Τζον έσκυψε µπροστά και του είπε µε φωνή σιγανή και γεµάτη ένταση: «Ναι, αλλά γιατί αυτήν; Υπάρχουν αµέτρητες κυρίες της δικής σου κοινωνικής τάξης, έξυπνες, πνευµατώδεις και όµορφες, οι οποίες θα χαίρονταν και µε το παραπάνω να ασχοληθείς µαζί τους.» «Και που η καθεµιά τους θα άρχιζε αµέσως να κάνει νοερούς υπολογισµούς του ετήσιου εισοδήµατος και της καταγωγής µου.» Ο Κέιρ χαµογέλασε κάπως µελαγχολικά. «Ίσως θέλω µια γυναίκα που να µην τη νοιάζει κανένα από τα δύο. Ίσως θέλω µια γυναίκα η οποία, όταν µε κοιτάζει, να βλέπει µόνο έναν άντρα.» Ο Σεντ Τζον τον κοίταξε εξεταστικά. «Υπάρχει κάτι πάνω της» είπε ο Κέιρ σιγανά. «Νοιάζεται για όλους τους ανθρώπους γύρω της, όµως παραµελεί τον εαυτό της. Θέλω να είµαι εκείνος που θα νοιάζεται γι’ αυτήν.» «Θα την καταστρέψεις» είπε ο Σεντ Τζον. «Αλήθεια; Η κυρία, πάντως, δεν είναι απρόθυµη, όσο κι αν διαµαρτύρεσαι. Σταµάτα να το κάνεις, Γκόντρικ. Γιατί σε ενοχλεί τόσο πολύ;» Ο Σεντ Τζον έµεινε σιωπηλός, µε µια µακρόχρονη θλίψη να φουσκώνει στο στήθος του. «Σου θυµίζει την Κλάρα, έτσι δεν είναι;» ρώτησε ο Κέιρ ήσυχα. «Πού να πάρει.» Τα µάτια του Σεντ Τζον τον έτσουζαν. «Εσένα σου θυµίζει την Κλάρα;» «Όχι.» Ο Κέιρ άγγιξε το µπουκέτο τις µαργαρίτες µε το ακροδάχτυλό του. «Η Κλάρα ήταν πάντοτε δική σου, από την πρώτη στιγµή. Ποτέ δεν τη σκέφτηκα σαν κάτι άλλο από αγαπηµένη φίλη. Οµολογώ ότι δεν µπορώ να πω το ίδιο για την κυρία Ντιουζ.» Ο Σεντ Τζον κάρφωσε το βλέµµα στα χέρια του, που ήταν σφιγµένα πάνω στο γραφείο. «Συγγνώµη.» «Γιατί;» «Νοµίζω πως αντέδρασα έτσι από ζήλια.» Ο Σεντ Τζον έκλεισε τα µάτια. «Έχεις µια υγιή, δυνατή κυρία.» «Όχι, εγώ πρέπει να σου ζητήσω συγγνώµη. Το φορτίο σου είναι βαρύ.»
Ο Σεντ Τζον έσκυψε το κεφάλι, αδυνατώντας να µιλήσει. «Ξέρεις πως θα έδινα την ίδια µου τη ζωή αν µπορούσα να της πάρω την αρρώστια» ψιθύρισε ο Κέιρ. Τα βήµατα του Κέιρ αποµακρύνθηκαν, και ο Σεντ Τζον άκουσε την πόρτα να κλείνει µαλακά. Πήρε µια βαθιά ανάσα, ανοίγοντας τα µάτια. Ήταν υγρά, και τα σκούπισε εκνευρισµένα στο µανίκι του. Μετά σηκώθηκε και πήγε στα λουλούδια που είχε φέρει ο Κέιρ. Ήταν τουλάχιστον δυο ντουζίνες, ζωηρές λευκές και χρυσαφιές µαργαρίτες. Τις πήρε στα χέρια του και βγήκε απ’ το γραφείο. Οι µαργαρίτες ήταν τα αγαπηµένα λουλούδια της Κλάρα. Ήταν αργά το απόγευµα όταν ξεκίνησε η Σάιλενς. Αν αυτός ο Ωραίος Μίκι ήταν ένας κλέφτης που δούλευε τη νύχτα, το λογικό θα ήταν να µην είναι στα καλύτερά του το πρωί. Και η Σάιλενς ήθελε να τον δει όταν θα είχε καλή διάθεση. Κατέβαινε βιαστικά το στενό δρόµο, φροντίζοντας να µη συναντάει τα µάτια των άλλων ανθρώπων που κινιούνταν σ’ αυτή την περιοχή του Λονδίνου. Οι περισσότεροι ήταν πλανόδιοι πωλητές, που γύριζαν στα σπίτια τους µετά από µια ατελείωτη µέρα προσπάθειας να πουλήσουν την πραµάτεια τους σε πιο εύπορες συνοικίες. Έσπρωχναν καρότσια µε µαραµένα λαχανικά, ή κουβαλούσαν δίσκους, άδειους τώρα από πίτες και φρούτα. Αυτούς τους ανθρώπους δεν τους φοβόταν. Αλλά υπήρχαν άλλοι που φοβόταν – κοντοί άντρες µε µοχθηρά, αεικίνητα µάτια. Γυναίκες µε φανταχτερά φορέµατα που στέκονταν σε κατώφλια και σοκάκια, ανασηκώνοντας τη µια µεριά της φούστας τους όταν περνούσε κάποιος άντρας, για να διαφηµίσουν το επάγγελµά τους. Αυτές οι δύο οµάδες έκαναν τη Σάιλενς να τρέχει για να τις αποφύγει. Είχε πλήρη επίγνωση ότι η απλή µάλλινη φούστα της και το λευκό δαντελένιο σκουφάκι της ήταν πολύ καλύτερης ποιότητας απ’ αυτά που φορούσαν οι άλλοι γύρω της. Ήταν ντυµένη νοικοκυρεµένα γι’ αυτήν τη συνάντηση, θέλοντας να εντυπωσιάσει χωρίς να τραβάει την προσοχή, αλλά ακόµα και η δεύτερη καλύτερη φούστα της τράβαγε τα βλέµµατα από τις πόρνες στις γωνίες. Τύλιξε πιο σφιχτά το µανδύα γύρω της και έσκυψε το κεφάλι, περπατώντας γρήγορα. Άρχιζε να αναρωτιέται αν το να κρατήσει αυτή την αποστολή κρυφή από τον άντρα της ήταν καλή ιδέα. Όµως, τι άλλη επιλογή είχε; Δεν µπορούσε να καθίσει στην άκρη και να βλέπει τον Γουίλιαµ να µπαίνει στη φυλακή. Αυτή ήταν η µόνη δυνατή αντίδραση, και από τη στιγµή που ήταν σίγουρη πως εκείνος δεν θα την ενέκρινε, δεν έβλεπε το λόγο να του το πει από πριν. Η Σάιλενς πήρε µια βαθιά ανάσα καθώς έστριβε στην τελευταία γωνία. Το κτήριο στο οποίο κατευθυνόταν ήταν ένα παλιό οίκηµα, ψηλό και στενό, µε την τούβλινη φάτσα του φθαρµένη. Βρισκόταν ανάµεσα σε ένα παπουτσίδικο και σε έναν ξενώνα, και δεν ξεχώριζε σχεδόν καθόλου απ’ τα γειτονικά του κτήρια. Με µόνη διαφορά τους δύο γεροδεµένους, µεγαλόσωµους άντρες που κοντοστέκονταν έξω από την είσοδο, ενώ ένας τρίτος βηµάτιζε στο δρόµο απέναντι από το κτήριο. Η Σάιλενς προχώρησε αποφασιστικά µέχρι την πόρτα, µε ώµους τεντωµένους και σαγόνι υψωµένο. Κράτησε το αγαπηµένο πρόσωπο του Γουίλιαµ σταθερά στο µυαλό της καθώς κοιτούσε τους φρουρούς. «Έχω έρθει για να δω τον κύριο Ο’Κόνορ.» Ο ένας απ’ τους άντρες την αγνόησε εντελώς, κάνοντας σαν να µην την είχε ακούσει, ή δει να στέκεται ακριβώς κάτω απ’ τη µύτη του. Ωστόσο, ο δεύτερος άντρας, εκείνος µε τη µεγάλη, βουλιαγµένη µύτη και το υπερβολικά στενό πράσινο σακάκι, έδειξε να διασκεδάζει µε τη δήλωσή της. Την κοίταξε από πάνω µέχρι κάτω µε έναν πολύ οικείο αλλά όχι αγενή τρόπο. «Δεν είσ’ ο τύπος
του, αγαπούλα.» «Αναµφίβολα.» Η Σάιλενς πίεσε τον εαυτό της να µη δείξει ότι ντράπηκε από το ωµό σχόλιο του άντρα. «Αλλά πρέπει να του µιλήσω, έτσι κι αλλιώς.» «Όµως, βλέπεις, αυτό µάλλον δεν γίνεται, ε;» απάντησε η Σπασµένη Μύτη. Ο σύντροφός του µίλησε για πρώτη φορά, αποκαλύπτοντας µια σειρά δόντια που έλειπαν από την πάνω γνάθο του. «Τι κρατάς;» Η Σάιλενς βλεφάρισε σαστισµένη. «Παρακαλώ;» Η Σπασµένη Μύτη έδειξε µε το κεφάλι τον άλλον άντρα. «Θέλει να ξέρει πόσα θα µας πληρώσεις, αγαπούλα.» «Ω!» Η Σάιλενς έβγαλε το µικροσκοπικό πουγκί που κρεµόταν στη µέση της µέσα από ένα άνοιγµα στη φούστα. Το άνοιξε, και µετά κοίταξε τους δύο άντρες. «Δύο πένες στον καθέναν;» Ο Ξεδοντιάρης ρουθούνισε. «Με τίποτα κάτω από µισή κορόνα ο καθένας.» Η Σάιλενς πήρε µια βαθιά ανάσα, αλλά πριν προλάβει να διαµαρτυρηθεί, η Σπασµένη Μύτη γύρισε στον άλλον. «Μισή κορόνα; Έχεις τρελαθεί, Μπερτ;» «Όχι, δεν έχω, Χάρι» απάντησε ο Μπερτ. «Κατά τη γνώµη µου, µισή κορόνα είναι αρκετά δίκαιο.» «Άµα είναι η Κόµισσα του Σάφολκ αυτοπροσώπως, θες να πεις» ξέσπασε ο Χάρι. «Σου µοιάζει εσένα για την Κόµισσα του Σάφολκ;» «Για µισό λεπτό» άρχισε να λέει ο Μπερτ φουντωµένος. «Με συγχωρείτε!» είπε η Σάιλενς µάλλον δυνατά, αφού φοβόταν πως οι δύο άντρες ήταν έτοιµοι να έρθουν στα χέρια. Ο Χάρι και ο Μπερτ γύρισαν ταυτόχρονα τα πρόσωπα προς το µέρος της, αλλά εκείνος που µίλησε ήταν ο Χάρι: «Ορίστε;» «Ένα σελίνι ο καθένας είναι εντάξει;» Ο Μπερτ ρουθούνισε ξανά, δυνατά, και µε ολοφάνερη περιφρόνηση για την προσφορά της, αλλά ο Χάρι φάνηκε πιο γενναιόδωρος. «Ένα σελίνι ο καθένας είναι δίκαιο.» Ο Μπερτ µουρµούρισε µέσα απ’ τα δόντια του κάτι για τρυφερές καρδιές και τρυφερά µυαλά, όµως άπλωσε το χέρι του πρόθυµα όταν η Σάιλενς άνοιξε το πουγκί της. «Είν’ η αδυναµία σου» είπε στον Χάρι. «Καλύτερα να την πας εσύ στην αφεντιά του.» Ο Χάρι έγνεψε πως συµφωνούσε. «Μάλλον αυτό είν’ το καλύτερο. Από δω, µις.» Της κράτησε την πόρτα για να περάσει. Η Σάιλενς µπήκε στο σπίτι, και σχεδόν αµέσως σταµάτησε, κοιτάζοντας γύρω της µε ανοιχτό το στόµα. Πίσω της, ο Χάρι χασκογέλασε. «Λιγάκι απρόσµενο, δεν είναι;» Κι εκείνη το µόνο που µπόρεσε να κάνει ήταν να κουνήσει το κεφάλι µουδιασµένα. Οι τοίχοι ήταν ντυµένοι µε χρυσό. Το χολ δεν ήταν φαρδύ, αλλά κατέληγε ψηλά σε µια καµάρα, και ο χρυσός ανέβαινε από το πάτωµα ως το ταβάνι. Κάτω από τα πόδια της ήταν ένα µωσαϊκό από µαρµάρινα πλακάκια στα χρώµατα του ουράνιου τόξου, στρωµένα στην τύχη. Από πάνω, κρυστάλλινοι πολυέλαιοι κρέµονταν από το χρυσό ταβάνι, και τα φώτα αντανακλούσαν στο υπέροχο κίτρινο µέταλλο ξανά και ξανά, φτιάχνοντας µια εκθαµβωτική εικόνα οµορφιάς και πλούτου.
«Δεν φοβάται τους κλέφτες;» πέταξε χωρίς να το σκεφτεί. Μεγαλοδύναµε Θεέ, δεν είχε ξανακούσει για κάτι τόσο υπερβολικό όσο αυτό το χολ. Ακόµα και ο ίδιος ο βασιλιάς σίγουρα δεν είχε χρυσούς τοίχους! Όµως, ο Χάρι γέλασε. «Θα ήταν πραγµατικά τρελός εκείνος που θα δοκίµαζε να κλέψει απ’ τον Ωραίο Μίκι, µις. Κάποιος που δεν θα τον πείραζε να συναντήσει το δηµιουργό του την επόµενη µέρα.» Η Σάιλενς ξεροκατάπιε. «Ω.» Ο Χάρι σοβάρεψε. «Είσαι σίγουρη πως θες να δεις τον Ωραίο Μίκι, µις; Μπορώ να σε βγάλω απ’ αυτή την πόρτα, κι ούτε γάτα ούτε ζηµιά.» «Όχι.» Η Σάιλενς ίσιωσε τους ώµους. «Δεν φεύγω µέχρι να τον δω.» Ο Χάρι ανασήκωσε τους µεγάλους ώµους του σαν να ήθελε να πει πως εκείνος ένιπτε τας χείρας του. Γύρισε χωρίς άλλες αντιρρήσεις και την οδήγησε µέσα στο µεγαλόπρεπο χολ. Στο πίσω µέρος υπήρχε µια στριφογυριστή σκάλα, φτιαγµένη από το ίδιο πολύχρωµο µάρµαρο µε το πάτωµα, σαν κάτι βγαλµένο από το όνειρο ενός αυτοκράτορα. Ο Χάρι άρχισε να ανεβαίνει πρώτος –δεν υπήρχε χώρος για δύο µαζί στα σκαλιά– και την οδήγησε στο πάνω πάτωµα. Εδώ, δύο µεγάλες διπλές πόρτες υψώνονταν ακριβώς απέναντι από το κεφαλόσκαλο. Ο Χάρι χτύπησε τη µία. Ένα µικροσκοπικό τετράγωνο παραθυράκι άνοιξε σε ένα από τα διακοσµητικά πλαίσια της πόρτας και ένα µάτι τούς κοίταξε ερωτηµατικά. «Ναι;» «Μια κυρία για να δει την αφεντιά του» είπε ο Χάρι. Το µάτι γύρισε να κοιτάξει τη Σάιλενς. «Την έψαξες την κοπελιά;» Ο Χάρι αναστέναξε. «Σου φαίνεται εσένα για δολοφόνος, Μποµπ;» Ο Μποµπ βλεφάρισε. «Μπορεί. Καλύτερος δολοφόνος είν’ εκείνος που δεν τον περνάς για δολοφόνο, αν µε πιάνεις.» Ο Χάρι απλά κοίταξε το µάτι. «Εντάξει, τότε» είπε ο Μποµπ το Μάτι µετά από µια άβολη σιωπή. «Αλλά το φταίξιµο στο δικό σου το κεφάλι έτσι και δοκιµάσει τίποτα.» Ο Χάρι κοίταξε τη Σάιλενς. «Μη δοκιµάσεις τίποτα, ακούς;» Εκείνη έγνεψε σιωπηλά. Η συνειδητοποίηση αυτού που επρόκειτο να κάνει είχε κάνει το λαιµό της να κλείσει. Οι µεγάλες χρυσές πόρτες άνοιξαν από τον Μποµπ, που αποδείχτηκε ένας κοκαλιάρης άντρας ο οποίος φορούσε µια κακοβαλµένη άσπρη περούκα. Είχε µια σειρά πιστόλια περασµένα στη φαρδιά, φθαρµένη ζώνη πάνω απ’ το σακάκι του. Παρ’ όλα αυτά, η Σάιλενς σχεδόν δεν πρόσεξε τον πορτιέρη. Το µεγαλειώδες πολύχρωµο µάρµαρο συνεχιζόταν στο πάτωµα του µεγάλου τετράγωνου δωµατίου, αλλά οι χρυσοί τοίχοι είχαν αντικατασταθεί από αστραφτερό λευκό µάρµαρο. Η Σάιλενς κοίταξε πιο προσεκτικά και άφησε ένα βογκητό. Στο λευκό µάρµαρο υπήρχαν ένθετα πετράδια. Από πάνω, το ταβάνι ήταν χρυσό, και µια ποικιλία από κρυστάλλινα φώτα κρεµόταν κάνοντας το δωµάτιο να λάµπει σαν να ήταν µέρα. Και κάθε γωνία, κάθε εκατοστό αυτού του δωµατίου ήταν γεµάτο µε πλούτη. Τόπια από λαµπερό µετάξι ήταν αραδιασµένα πάνω σε µαρµάρινα τραπέζια. Πλουµιστά γραφεία ήταν τοποθετηµένα πάνω σε µαονένιους µπουφέδες. Κιβώτια γεµάτα άχυρο αποκάλυπταν πορσελάνινα πιάτα και λεπτοφτιαγµένα αγαλµατίδια. Εξωτικά αρώµατα σε ανατολίτικα σεντούκια µύρωναν την ατµόσφαιρα και υπέροχα µαρµάρινα αγάλµατα ατένιζαν απαθή το σκηνικό. Στην πιο µακρινή πλευρά του υπέροχου δωµατίου µε τους θησαυρούς υπήρχε ένα βάθρο µε µια πελώρια πολυθρόνα µε ψηλή
πλάτη. Ήταν ντυµένη µε κόκκινο βελούδο, µε µπράτσα σκαλιστά και επίχρυσα· στην πραγµατικότητα θα µπορούσε κανείς να την αποκαλέσει θρόνο. Κάτι που θα έκανε τον άντρα που καθόταν πάνω της βασιλιά – Βασιλιά των Πειρατών. Ήταν µισοξαπλωµένος τεµπέλικα, µε το ένα πόδι περασµένο στο µπράτσο της πολυθρόνας. Τα µαύρα του µαλλιά ήταν ατίθασες, γυαλιστερές µπούκλες που έπεφταν στους ώµους και στο µέτωπό του. Φορούσε ένα λινό πουκάµισο, ξεκούµπωτο, µε µια υπέροχη δαντέλα να πλαισιώνει το γυµνό µελαχρινό στήθος του. Το παντελόνι του ήταν από µαύρο βελούδο και το ντύσιµό του ολοκλήρωναν ένα ζευγάρι γυαλιστερές µαύρες µπότες που έφταναν µέχρι το µέσο του µηρού του. Θα µπορούσε να είχε γελάσει µε µια τόσο γελοία φανταχτερή φιγούρα αν δεν ήταν φανερό πως οι άντρες γύρω του τον έπαιρναν πολύ σοβαρά. Στα δεξιά του στεκόταν ένας αδύνατος, µικρόσωµος άντρας χωρίς περούκα, µε το γυµνό κεφάλι του σχεδόν τελείως φαλακρό και µικρά στρογγυλά γυαλιά στα µάτια. Στα αριστερά του υπήρχαν περίπου µισή ντουζίνα σκληροτράχηλοι άντρες, που χάζευαν µεταξύ τους, ο καθένας οπλισµένος σαν αστακός. Στον αγκώνα του στεκόταν ένα µικρό αγόρι που κρατούσε έναν ασηµένιο δίσκο µε γλυκά. Και ακριβώς µπροστά στον Ωραίο Μίκι, ένας ογκώδης άντρας ήταν γονατισµένος και έµοιαζε σαν να φοβόταν για τη ζωή του. «Συγγνώµη!» Ο άντρας έσφιξε τις πελώριες γροθιές του πάνω στους µηρούς του. «Μάρτυράς µου ο Θεός, λυπάµαι, κύριε!» Ο αδύνατος άντρας στα δεξιά του Ωραίου Μίκι έσκυψε και κάτι ψιθύρισε στο αφτί του πειρατή του ποταµού. Εκείνος κούνησε το κεφάλι και κοίταξε τον ικέτη µπροστά του. «Θα πρέπει να µε καταλάβεις, Ντικ, αν δεν βρίσκω την απολογία σου πιο σπουδαία από µια κουράδα σκύλου.» Ο µεγαλόσωµος άντρας κυριολεκτικά τρεµούλιασε. Ο Ωραίος Μίκι τον κοίταξε για µια στιγµή συλλογισµένα, µε το δεξί του αγκώνα να ακουµπάει στο µπράτσο της πολυθρόνας, τρίβοντας τεµπέλικα τον αντίχειρα µε το µεσαίο δάχτυλο. Βαριά δαχτυλίδια µε πολύτιµες πέτρες σπινθήριζαν στα δάχτυλά του. Μετά χτύπησε τα δάχτυλα καλώντας δύο απ’ τους άντρες του. Αµέσως εκείνοι πλησίασαν, ενώ ο γονατισµένος άντρας άρχισε να ουρλιάζει. «Όχι! Θεέ µου, όχι! Σε ικετεύω, έχω παιδιά. Η γυναίκα µου περιµένει το τρίτο µας!» Ο άντρας ούρλιαζε καθώς τον έσερναν έξω από µια πόρτα στο βάθος. Η πόρτα έκλεισε, και οι κραυγές του σταµάτησαν απότοµα. Η ξαφνική ησυχία αντιλάλησε µέσα στη µεγάλη αίθουσα. Η Σάιλενς ένιωσε την ανάσα να φεύγει απ’ τα πνευµόνια της. Μεγαλοδύναµε Θεέ, σε τι είχε µπλέξει; Ο Χάρι την έπιασε απ’ τον αγκώνα, και µαζί άρχισαν να προχωράνε προς το θρόνο. Καθώς πλησίαζαν, ο Χάρι τής σφύριξε στο αφτί µε την άκρη του στόµατός του: «Μη δείξεις φόβο. Σιχαίνεται τους δειλούς.» Και µετά βρέθηκε όρθια µπροστά στον Ωραίο Μίκι Ο’Κόνορ, στο ίδιο ακριβώς σηµείο που είχε γονατίσει ο άτυχος Ντικ λίγα µόλις δευτερόλεπτα πριν. Ο Ωραίος Μίκι έκανε νόηµα στο αγόρι που κρατούσε το δίσκο µε τα γλυκά. Το αγόρι τού τον πρόσφερε. Το γεµάτο δαχτυλίδια χέρι του Ωραίου Μίκι αιωρήθηκε για λίγο πάνω από το δίσκο καθώς έκανε την επιλογή του – ένα ροζ ζαχαρωτό. Κράτησε το ζαχαρωτό ανάµεσα στα κοµψά του δάχτυλα και το εξέτασε. «Ποια είν’ αυτή;» Ο Χάρι κούνησε το κεφάλι, µένοντας ατάραχος στην απότοµη ερώτηση. «Μια κυρία που θέλει να
σου µιλήσει.» Τα µάτια του Ωραίου Μίκι υψώθηκαν, και η Σάιλενς είδε ότι ήταν τόσο σκούρα καστανά, που θα µπορούσαν να είναι µαύρα. «Αυτό το βλέπω και µόνος µου, Χάρι, αγαπούλα. Εκείνο που ρωτάω έχει περισσότερο να κάνει µε το γιατί είναι στην αίθουσα του θρόνου µου.» Η Σάιλενς έριξε µια µατιά στον Χάρι, που έδειχνε για πρώτη φορά ανήσυχος, και αποφάσισε να παρέµβει για λογαριασµό του υποστηρικτή της. «Βρίσκοµαι εδώ για το σύζυγό µου, τον Κάπτεν Γουίλιαµ Χόλινµπρουκ, και για το φορτίο που έκλεψες από το πλοίο του, το Σπίνο.» Δίπλα της, ο Χάρι πήρε µια κοφτή ανάσα. Το αγόρι που κρατούσε το δίσκο έκανε ένα µορφασµό και ο αδύνατος άντρας πλάι στον Ωραίο Μίκι την κοίταξε ερευνητικά πάνω απ’ τα στρογγυλά γυαλιά του. Η Σάιλενς αναρωτήθηκε µήπως έπρεπε να είχε µιλήσει µε περισσότερο τακτ. Αλλά τώρα πια ήταν αργά. Τα µαύρα µάτια του Ωραίου Μίκι στάθηκαν πάνω της, εξετάζοντάς τη λεπτοµερώς. Έριξε το ροζ ζαχαρωτό στο στόµα του, και το µάσησε αργά, µε τους µύες του σαγονιού του να τεντώνονται και να χαλαρώνουν καθώς τα βλέφαρά του χαµήλωναν µε απόλαυση. Κατάπιε και χαµογέλασε, και ξαφνικά η Σάιλενς κατάλαβε γιατί του είχαν δώσει το παρατσούκλι «ωραίος». Όταν χαµογελούσε, ο Μίκι ήταν ο πιο ωραίος άντρας που είχε δει ποτέ. Δεν ήταν µε τίποτα πάνω από τριάντα ετών, το δέρµα του ήταν λείο και σταρένιο, τα µαύρα φρύδια του ανέβαιναν ελαφρά προς τα πάνω στις εξωτερικές γωνίες. Η µύτη του ήταν µακριά, και σχεδόν αριστοκρατική, τα χείλη του γεµάτα και καµπυλωτά και κοµψά. Ένα λακκάκι έπαιζε στο µάγουλό του, κοντά στο στόµα. Όταν χαµογελούσε, ο Ωραίος Μίκι έµοιαζε σχεδόν αθώος. Με τη διαφορά ότι η Σάιλενς ήξερε πως δεν γινόταν να πέσει σ’ αυτή την παγίδα. Άσχετα µε το τι έλεγε το χαµόγελό του, αυτός ο άντρας δεν ήταν αθώος. «Το “έκλεψες” είναι µια τόσο άσχηµη λέξη» είπε αργόσυρτα ο Ωραίος Μίκι. Η ιρλανδέζικη προφορά του έκανε τις λέξεις να ακούγονται σχεδόν σαν χάδι. «Πρέπει να σε προειδοποιήσω, κυρία Χόλινµπρουκ, ότι δεν αφήνω πολλούς να την προφέρουν ενώπιόν µου.» Η Σάιλενς κατάπιε την παρόρµηση να ζητήσει συγγνώµη. Οι πράξεις αυτού του άντρα είχαν βάλει σε κίνδυνο το σύζυγό της. Ο Μίκι έγειρε το κεφάλι του στο πλάι, και µια µακριά µεταξένια µπούκλα σαν έβενος γλίστρησε στον ώµο του. «Τι µπορεί να θέλεις από µένα, γλυκιά µου;» Η Σάιλενς ύψωσε το πηγούνι της. «Θέλω να επιστρέψεις το φορτίο.» Ο Μίκι βλεφάρισε σαν να είχε χαθεί στις σκέψεις του. «Και γιατί, στο καλό, θα έκανα κάτι τόσο ανόητο;» Η καρδιά της χτυπούσε τόσο δυνατά, που φοβόταν ότι εκείνος µπορεί να την άκουγε, αλλά κατάφερε να πει σταθερά: «Επειδή το να επιστρέψεις το φορτίο είναι το σωστό. Αυτό που είναι χριστιανικό. Αν δεν το κάνεις, ο άντρας µου θα µπει φυλακή.» Ο Μίκι ύψωσε το ένα µαύρο φρύδι κοιτώντας τη µε ύφος σατανικό. «Το ξέρει ο άντρας σου πως είσαι εδώ, αγαπούλα;» Η Σάιλενς δάγκωσε το χείλι της. «Όχι.» «Αχά.» Έγνεψε πάλι στο παιδί µε τα γλυκά, και διάλεξε άλλο ένα. Η Σάιλενς πήγε να ανοίξει το στόµα της, αλλά ο Χάρι τη σκούντηξε, και πιάνοντας την προειδοποίηση, το ξανάκλεισε. Ο Μίκι έφαγε το γλυκό αργά, ενώ εκείνοι που βρίσκονταν στην αίθουσα του θρόνου περίµεναν. Η Σάιλενς πρόσεξε ότι λίγο πιο πίσω του υπήρχε το άγαλµα µιας Ρωµαίας θεάς από µαύρο µάρµαρο.
Φορούσε µια τιάρα, και µακριές σειρές µαργαριτάρια ήταν τυλιγµένες στο γυµνό κόρφο της. «Λοιπόν, άκου πώς έχει το πράγµα, αγαπούλα» είπε ο Μίκι τόσο ξαφνικά, που η Σάιλενς αναπήδησε. Χαµογέλασε ξανά µ’ εκείνο το αθώο χαµόγελο. «Ο ιδιοκτήτης του πλοίου στο οποίο είναι καπετάνιος ο σύζυγός σου και εγώ είχαµε µια µικρή διαφωνία. Εκείνος θεωρεί ότι είναι καλό και σωστό να µη µου πληρώσει την κανονική δεκάτη για το φορτίο, κι εγώ… λοιπόν, δεν µπορώ να συµφωνήσω µε αυτή την τακτική. Δείχνει έλλειψη σεβασµού, κατά την ταπεινή µου γνώµη. Έτσι, πήρα το θάρρος να κατάσχω ολόκληρο το φορτίο του Σπίνου, τρόπον τινά για να τραβήξω την προσοχή του πλοιοκτήτη. Θα µπορούσες να το αποκαλέσεις δραστικό µέτρο, και εγώ θα πρέπει να συµφωνήσω, αλλά αυτό δεν αλλάζει κάτι. Ο άνθρωπος έστρωσε το κρεβάτι του µόνος του, και τώρα όπως έστρωσε, πρέπει να κοιµηθεί.» Και ο Ωραίος Μίκι ανασήκωσε τους ώµους µε χάρη σαν να έλεγε ότι το ζήτηµα δεν ήταν στα δικά του χέρια. Αυτό ήταν, λοιπόν. Η ακρόασή της είχε λάβει τέλος. Ο Χάρι είχε ακουµπήσει το χέρι του στο µπράτσο της για να την οδηγήσει έξω και ο Ωραίος Μίκι ήδη έγερνε το κεφάλι για να ακούσει κάτι που του ψιθύριζε ο αδύνατος άντρας. Όµως, εκείνη δεν σκόπευε να παραιτηθεί. Έπρεπε να προσπαθήσει τουλάχιστον άλλη µία φορά. Για τον Γουίλιαµ. Η Σάιλενς πήρε µια βαθιά ανάσα, και την ίδια στιγµή ένιωσε το χέρι του Χάρι να σφίγγεται στο µπράτσο της προειδοποιητικά. «Παρακαλώ, κύριε Ο’Κόνορ. Είπες ο ίδιος πως το παράπονό σου είναι για τον πλοιοκτήτη, όχι για το σύζυγό µου. Δεν µπορείς να επιστρέψεις το φορτίο για χάρη του; Για χάρη µου;» Ο Μίκι γύρισε αργά το κεφάλι προς το µέρος της, χωρίς να χαµογελάει τώρα. Τα µαύρα µάτια του ήταν παράξενα απαθή, και χωρίς το χαµόγελο το στόµα του έδειχνε κάπως σκληρό. «Πρόσεχε, γλυκιά µου. Σε άφησα να παίσεις στα νύχια µου µια φορά και να ξεφύγεις σώα. Αν ξαναπέσεις σ’ αυτά, το φταίξιµο θα είναι όλο δικό σου.» Η Σάιλενς ξεροκατάπιε. Η ψιθυριστή του προειδοποίηση έκανε τις τρίχες στο σβέρκο της να σηκωθούν. Και για πρώτη φορά συνειδητοποίησε ότι αντιµετώπιζε πραγµατικά θανάσιµο κίνδυνο. Το µόνο που ήθελε ήταν να γυρίσει την πλάτη και να το βάλει στα πόδια. Αλλά δεν το έκανε. «Σε παρακαλώ. Σε εκλιπαρώ. Αν δεν το κάνεις για χάρη του συζύγου µου ή δική µου, κάνε το για δική σου. Για χάρη της αθανασίας της ψυχής σου. Κάνε µου αυτήν τη χάρη, και σου υπόσχοµαι πως δεν θα το µετανιώσεις ποτέ.» Ο Ωραίος Μίκι την κάρφωσε µε το βλέµµα του, ψυχρός, απόµακρος και ανέκφραστος. Το δωµάτιο ήταν τόσο σιωπηλό, που η Σάιλενς άκουγε κάθε ανάσα της να αντιλαλεί στα αφτιά της. Δίπλα της, ο Χάρι είχε σταµατήσει να ανασαίνει εντελώς. Και τότε ο Μίκι χαµογέλασε αργά. «Θα πρέπει να τον αγαπάς πολύ αυτό τον Κάπτεν Χόλινµπρουκ, τον υπέροχο σύζυγό σου.» «Ναι» είπε η Σάιλενς µε περηφάνια. «Ναι, τον αγαπώ.» «Και σ’ αγαπάει κι αυτός το ίδιο, αγαπούλα;» Τα µάτια της Σάιλενς άνοιξαν διάπλατα από έκπληξη. «Φυσικά.» «Αχά» µουρµούρισε ο Ωραίος Μίκι «τότε ίσως υπάρχει ένας άλλος τρόπος να λύσουµε αυτό το ζήτηµα προς συµφέρον και των δύο µας, δικό σου και δικό µου.» Δίπλα της, ο Χάρι σφίχτηκε. Η Σάιλενς ήξερε. Ήξερε πως ό,τι κι αν πρότεινε ο Ωραίος Μίκι, θα ήταν πολύ κακό. Ήξερε ότι µπορεί να µην έφευγε απ’ αυτό το δωµάτιο, απ’ αυτό το υπέροχο σπίτι, µε την ψυχή της εντελώς άθικτη.
«Αυτό, φυσικά» µουρµούρισε ο Μίκι, ίδιος ο διάβολος «αν πραγµατικά αγαπάς το σύζυγό σου.» Ο Γουίλιαµ ήταν τα πάντα για εκείνην. Δεν υπήρχε τίποτα που δεν θα έκανε για να τον σώσει. Η Σάιλενς κοίταξε το διάβολο κατάµατα και είπε: «Τον αγαπώ.»
Κεφάλαιο Έντεκα Η Μεγκ πέρασε την υπόλοιπη µέρα πλένοντας ευχαριστηµένη τον εαυτό της, έτσι ώστε όταν έπεσε να κοιµηθεί το βράδυ, ένιωθε πολύ πιο νοικοκυρεµένη. Το επόµενο πρωί την έφεραν µπροστά στο βασιλιά Κλειστόκαρδο. Εκείνος φάνηκε κάπως ξαφνιασµένος όταν την είδε – ίσως δεν την αναγνώρισε χωρίς το στρώµα της στάχτης;– αλλά το συνηθισµένο του συνοφρύωµα σύντοµα επέστρεψε. Μπροστά του στεκόταν µια οµάδα αυλικών, ντυµένοι µε πλούσιες γούνες, βελούδα και κοσµήµατα. Ρώτησε τους συγκεντρωµένους αξιωµατούχους: «Με αγαπάτε;» Λοιπόν, οι αυλικοί δεν µίλησαν µε µια φωνή όπως είχαν κάνει την προηγούµενη µέρα οι εκπαιδευµένοι φρουροί, αλλά οι απαντήσεις τους ήταν ίδιες: ναι! Ο βασιλιάς κοίταξε υπεροπτικά τη Μεγκ. «Ορίστε! Παραδέξου τώρα την ανοησία σου.»… –από το Ο Βασιλιάς Κλειστόκαρδος «Δηλαδή σκοπεύεις να τον ξαναδείς;» ρώτησε ήρεµα ο Γουίντερ εκείνο το βράδυ. «Ναι.» Η Τέµπερανς αποτελείωσε την πλεξούδα της Μέρι Λιτλ16 και χαµογέλασε στο κοριτσάκι. «Ορίστε, έτοιµη. Τώρα πήγαινε γρήγορα στο κρεβάτι σου.» «Ευχαριστώ, κυρία.» Η Μέρι Λιτλ έκανε µια υπόκλιση όπως την είχαν µάθει, και βγήκε χοροπηδώντας από την κουζίνα. Αργότερα, όταν όλα τα παιδιά θα είχαν πέσει στα κρεβάτια τους, ο Γουίντερ θα ανέβαινε να ακούσει τις προσευχές τους. «Τώρα εσύ, Μέρι Τσερτς17.» Το κοριτσάκι γύρισε την πλάτη, και η Τέµπερανς έπιασε τη βούρτσα, συγκεντρώνοντας την προσοχή της στην τιθάσευση των πυκνών, καστανών µαλλιών χωρίς να τα τραβάει πολύ δυνατά. Οι υπόλοιπες τρεις Μέρι κάθονταν µπροστά στη φωτιά µε τις πουκαµίσες τους, έχοντας σκύψει για να στεγνώσουν τα µαλλιά τους. Η ηµέρα του λουτρού ήταν πάντα κουραστική, αλλά η Τέµπερανς δεν έπαυε να την απολαµβάνει. Υπήρχε κάτι υπέροχα χαλαρωτικό στο να βλέπει όλα µαζί τα παιδιά καθαρά και συγυρισµένα. Ή τουλάχιστον αυτήν τη φορά θα έπρεπε να είναι χαλαρωτικό. Αναστέναξε. «Πρέπει να πάω απόψε.» Όλα τα κορίτσια µπορούσαν να ακούσουν τη διαφωνία τους, παρόλο που και αυτή και ο Γουίντερ προσπαθούσαν να κρατήσουν τις φωνές τους ήρεµες κι ευγενικές. Ωστόσο, το παιδί για το οποίο ανησυχούσε κυρίως ήταν η Μέρι Γουίτσαν. Αυτή η Μέρι καθόταν δίπλα της, χτενίζοντας τις µπούκλες της δίχρονης Μέρι Σουίτ18. Η Μέρι Γουίτσαν κρατούσε τα µάτια της καρφωµένα στη δουλειά της, αλλά ανάµεσα στα φρύδια της είχε σχηµατιστεί µια µικρή ρυτίδα. Η Τέµπερανς αναστέναξε ξανά. Κρίµα που δεν µπορούσαν να κάνουν αυτήν τη συζήτηση ιδιαιτέρως, όµως αν ήθελε να παρευρεθεί στο χορό που της είχε υποσχεθεί να την πάει απόψε ο Κέιρ, έπρεπε να βάλει όλα τα παιδιά για ύπνο, και ύστερα να τρέξει να φορέσει τη δανεική τουαλέτα της Νελ. Ευχήθηκε να ήταν µόνο για το ίδρυµα που ανυποµονούσε τόσο γι’ αυτήν τη βραδιά. Ήδη η καρδιά της χτυπούσε πιο γρήγορα στη σκέψη πως θα ξανάβλεπε τον Κέιρ. Κοίταξε ανήσυχη το παλιό ρολόι πάνω
απ’ το τζάκι. Μόλις και µετά βίας προλάβαινε έτσι όπως πήγαινε το πράγµα. «Λυπάµαι, αλλά ελπίζω να δω ένα συγκεκριµένο τζέντλεµαν απόψε.» Ο Γουίντερ τράβηξε το βλέµµα απ’ τη φωτιά και την κοίταξε. «Ποιον;» Η Τέµπερανς ζάρωσε το µέτωπο πάνω από µια µπερδεµένη τούφα στα µαλλιά της Μέρι Τσερτς. «Είναι ένας τζέντλεµαν που ο Κέιρ µού σύστησε στη µουσική εκδήλωση, ο Σερ Χένρι Ίστον. Έδειξε αρκετό ενδιαφέρον για το ορφανοτροφείο – µε ρώτησε πώς στέλνουµε τα αγόρια να µαθητεύσουν σε κάποια τέχνη και πώς τους προµηθεύουµε ρούχα. Τέτοια πράγµατα. Ελπίζω πως θα τον πείσω να µας βοηθήσει.» Ο Γουίντερ κοίταξε τα κορίτσια, που άκουγαν άπληστα τα λόγια της. «Αλήθεια; Και τι εγγύηση έχεις πως θα κάνει αυτό που ελπίζεις;» «Καµία.» Η Τέµπερανς τράβηξε κάπως δυνατά τα µαλλιά της Μέρι Τσερτς, και η µικρή τσίριξε. «Συγγνώµη, Μέρι Τσερτς.» «Τέµπερανς–» άρχισε να λέει ο Γουίντερ. Όµως, τον πρόλαβε, λέγοντας γρήγορα και µε χαµηλή φωνή: «Δεν έχω εγγυήσεις, αλλά πρέπει να πάω, ούτως ή άλλως. Δεν το βλέπεις, αδελφέ; Πρέπει να αδράξω τουλάχιστον την ευκαιρία, ακόµα κι αν αποδειχτεί µάταια.» Τα λεπτά χείλη του Γουίντερ σφίχτηκαν. «Πολύ καλά. Αλλά φρόντισε να µείνεις στο πλευρό του Λόρδου Κέιρ. Δεν µου αρέσει η σκέψη ότι θα πας σε έναν απ’ αυτούς τους χορούς της αριστοκρατίας. Έχω ακούσει» –έριξε µια µατιά στα κορίτσια, και φάνηκε να τροποποιεί τη φράση του– «για διάφορα γεγονότα που συµβαίνουν σε τέτοιους χορούς. Να προσέχεις, σε παρακαλώ.» «Φυσικά.» Η Τέµπερανς χαµογέλασε στον Γουίντερ, κι έπειτα έστρεψε το χαµόγελό της στη Μέρι Τσερτς. «Έτοιµη.» «Ευχαριστώ, κυρία.» Η Μέρι Τσερτς έπιασε τη Μέρι Σουίτ απ’ το χέρι, που ήταν κι αυτή χτενισµένη κι έτοιµη, και την οδήγησε έξω από την κουζίνα. «Λοιπόν, µόνο τρία κεφαλάκια και έξι µικρές πλεξούδες, και τελειώσαµε.» Ο Γουίντερ χαµογέλασε στις µικρές που περίµεναν µπροστά στο τζάκι. Αυτές χαχάνισαν. Ενώ ο Γουίντερ ήταν πάντα ευγενικός, δεν µίλαγε συχνά µε τόσο ανάλαφρο ύφος. «Θα πάω επάνω και θ’ αρχίσω να διαβάζω τους Ψαλµούς για το βράδυ» είπε ο Γουίντερ. Η Τέµπερανς κούνησε το κεφάλι. «Καληνύχτα.» Ένιωσε το χέρι του να ακουµπάει φευγαλέα στον ώµο της καθώς περνούσε πλάι της, και µετά άφησε ένα στεναγµό ανακούφισης. Η δική του αποδοκιµασία την πείραζε πολύ περισσότερο απ’ όσο των άλλων αδελφών της. Ο Γουίντερ ήταν εκείνος ο αδελφός που ήταν πιο κοντά στην ηλικία της, και είχαν δεθεί ακόµα πιο πολύ επειδή διεύθυναν µαζί το ορφανοτροφείο. Κούνησε το κεφάλι στεναχωρηµένα και αποτελείωσε βιαστικά τις πλεξούδες των υπόλοιπων κοριτσιών στέλνοντάς τα πάνω, µέχρι που έµεινε µόνο η Μέρι Γουίτσαν. Ήταν κάτι σαν ιεροτελεστία ανάµεσά τους να µένει πάντα τελευταία η Μέρι Γουίτσαν για να της πλέξει τα µαλλιά. Καµία απ’ τις δύο δεν µίλησε όσο τη χτένιζε, και η Τέµπερανς συνειδητοποίησε ξαφνικά πως αυτό το έκανε εδώ και εννέα χρόνια – από τότε που η Μέρι είχε έρθει στο σπίτι. Όµως, σύντοµα θα της έβρισκαν µια δουλειά για να µαθητεύσει, και οι βραδιές τους πλάι στη φωτιά µε την Τέµπερανς να της πλέκει τα µαλλιά θα τελείωναν. Το στήθος της πόνεσε στη σκέψη αυτήν.
Έδενε µια µικρή κορδέλα στην πλεξούδα της Μέρι όταν άκουσε την µπροστινή πόρτα να χτυπάει. Η Τέµπερανς σηκώθηκε. «Ποιος µπορεί να είναι;» Ήταν ακόµα πολύ νωρίς για το Λόρδο Κέιρ. Έτρεξε βιαστικά να δει, µε τη Μέρι Γουίτσαν στο κατόπι της, και άνοιξε την αµπάρα. Στο σκαλοπάτι στεκόταν ένας υπηρέτης µε λιβρέα, κρατώντας ένα µεγάλο σκεπασµένο καλάθι. «Για εσάς, µις» είπε, και το έβαλε στα χέρια της πριν γυρίσει να φύγει. «Περίµενε!» φώναξε η Τέµπερανς. «Τι είναι αυτό;» Ο υπηρέτης βρισκόταν ήδη κάµποσα µέτρα µακριά. Μισογυρνώντας προς το µέρος της, είπε: «Ο κύριός µου λέει να το φορέσετε απόψε.» Και µετά έφυγε. Η Τέµπερανς έκλεισε και αµπάρωσε την πόρτα, και µετά πήγε το καλάθι στην κουζίνα. Το ακούµπησε πάνω στο τραπέζι και τράβηξε το απλό λινό ύφασµα που το κάλυπτε. Από κάτω υπήρχε µια ζωηρόχρωµη τιρκουάζ µεταξωτή τουαλέτα κεντηµένη µε κίτρινα, κόκκινα και µαύρα µπουκετάκια. Η Τέµπερανς κράτησε την ανάσα της. Η τουαλέτα έκανε το κόκκινο φόρεµα της Νελ να µοιάζει µε σακί συγκριτικά. Κάτω από την τουαλέτα υπήρχε ένας λεπτοδουλεµένος µεταξωτός κορσές, µια φίνα πουκαµίσα, κάλτσες και κεντηµένα γοβάκια. Φωλιασµένο µέσα στο µετάξι ήταν ένα µικρό κουτί κοσµηµατοπώλη. Η Τέµπερανς το έπιασε µε τρεµάµενα δάχτυλα, χωρίς να τολµάει να το ανοίξει ακόµη. Σίγουρα δεν µπορούσε να δεχτεί τέτοιο δώρο. Από την άλλη, όµως, αν ήταν να πάει σε ένα µεγαλόπρεπο χορό µε το Λόρδο Κέιρ, δεν ήθελε να τον ντροπιάσει µε τη µετριότητα του ντυσίµατός της. Αυτό ήταν που την έκανε να πάρει την απόφασή της. Γύρισε στη Μέρι Γουίτσαν που κοίταζε µε γουρλωµένα µάτια. «Φώναξε τη Νελ, σε παρακαλώ. Πρέπει να ντυθώ για το χορό.» Ο Λάζαρους ένιωσε τις τριχούλες στο σβέρκο του να σηκώνονται όταν µπήκε στην αίθουσα του χορού εκείνο το βράδυ µε την Τέµπερανς στο µπράτσο του. Ήταν υπέροχη µε την τιρκουάζ τουαλέτα που της είχε στείλει. Τα µαύρα της µαλλιά ήταν σηκωµένα στην κορυφή του κεφαλιού της, και στερεωµένα µε τις καρφίτσες µε τα ανοιχτοκίτρινα τοπάζια που είχε συµπεριλάβει στο καλάθι. Τα στήθη της πίεζαν το αστραφτερό µετάξι του κορσάζ, στρογγυλά και δελεαστικά. Ήταν πανέµορφη και επιθυµητή, και κάθε άντρας στο δωµάτιο την πρόσεξε. Και εκείνος είχε πλήρη επίγνωση ότι οι άλλοι άντρες την είχαν προσέξει. Στην πραγµατικότητα ένιωθε ένα γρύλισµα να ανεβαίνει στο λαρύγγι του, σαν να σκόπευε να σταθεί φρουρός από πάνω της όπως ο πεινασµένος σκύλος πάνω απ’ το κόκαλο. Τι ανόητος που ήταν. «Πάµε;» της µουρµούρισε. Είδε το λαιµό της να κινείται καθώς ξεροκατάπινε νευρικά. «Ναι, παρακαλώ.» Έγνεψε και άρχισε την περιήγησή τους µέσα στην υπερβολικά στολισµένη αίθουσα. Η λεία της Τέµπερανς ήταν στα παράθυρα στο βάθος, αλλά δεν θα ήταν καλό να πλησιάσουν πολύ βιαστικά. Κάθε επίσηµο πρόσωπο που διέµενε αυτή την εποχή στο Λονδίνο βρισκόταν εδώ, συµπεριλαµβανοµένης αναπόφευκτα και της µητέρας του. Η Κόµισσα του Στάνγουικ ήταν γνωστή για τους πολυδάπανους χορούς της, κι αυτήν τη φορά είχε κυριολεκτικά ξεπεράσει τον εαυτό της. Ένας λόχος από υπηρέτες, ντυµένοι µε πορτοκαλί και µαύρες λιβρέες, φρόντιζαν τους καλεσµένους, µε τον καθέναν να επικυρώνει πως άξιζε και τα λεφτά και το χρόνο που χρειάστηκαν για τη φανταχτερή στολή. Άνθη θερµοκηπίου στόλιζαν κάθε επιφάνεια, έχοντας αρχίσει ήδη να µαραίνονται από τη µεγάλη ζέστη που επικρατούσε στην αίθουσα. Το άρωµα των τριαντάφυλλων και των κρίνων
ανακατευόταν µε εκείνο του κεριού για τα έπιπλα, των ιδρωµένων κορµιών και των γυναικείων αρωµάτων, δηµιουργώντας µια ατµόσφαιρα βαριά και αποπνικτική. «Σκοπεύω να σου επιστρέψω την τουαλέτα µετά το χορό» είπε η Τέµπερανς, συνεχίζοντας το διαπληκτισµό που είχαν αρχίσει στην άµαξα. «Κι εγώ σου είπα ήδη ότι απλά θα βάλω να την κάψουν αν το κάνεις» της απάντησε γλυκά, γυµνώνοντας τα δόντια του σε έναν κύριο που κοιτούσε το µπούστο της. Κανείς τους δεν θα την είχε προσέξει µε τα συνηθισµένα µαύρα ρούχα της. Ήταν ανόητος που την είχε βγάλει από την αφάνειά της και την είχε φέρει σε επαφή µ’ αυτούς τους παραστολισµένους λύκους. «Πρέπει να οµολογήσω την απογοήτευσή µου για το κακό σου γούστο, κυρία Ντιουζ.» «Είσαι ανυπόφορος» του πέταξε µέσα απ’ τα δόντια της χαµογελώντας σε µια ηλικιωµένη κυρία που περνούσε. «Μπορεί να είµαι ανυπόφορος, αλλά κατάφερα να εξασφαλίσω την είσοδό σου στον πιο σηµαντικό χορό της σεζόν.» Μεσολάβησε µια σύντοµη σιωπή καθώς προσπερνούσαν ένα κοπάδι από ηλικιωµένες κυρίες µε υπερβολικά βαµµένα µάγουλα. Έπειτα, εκείνη του είπε µαλακά: «Το έκανες όντως, και σ’ ευχαριστώ.» Της έριξε µια σύντοµη λοξή µατιά. Τα µάγουλά της ήταν ροζ, αλλά το χρώµα δεν προερχόταν από την πουδριέρα. «Δεν χρειάζεται να µ’ ευχαριστείς. Τηρώ απλά τη συµφωνία µας.» Τον κοίταξε µε τα χρυσαφιά της µάτια µυστηριώδη και υπερβολικά σοφά. «Έχεις κάνει κάτι παραπάνω απ’ αυτό για µένα. Μου έδωσες την πανέµορφη τουαλέτα, τις καρφίτσες για τα µαλλιά, τα γοβάκια και τον κορσέ. Γιατί δεν θα έπρεπε να σ’ ευχαριστήσω;» «Επειδή σε έφερα µέσα σ’ αυτήν τη λυκοφωλιά.» Ένιωσε περισσότερο παρά είδε την ξαφνιασµένη της µατιά. «Κάνεις έναν απλό χορό να ακούγεται εξαιρετικά επικίνδυνος, ακόµα και για κάποια άπειρη όπως εγώ.» Εκείνος ρουθούνισε σαρκαστικά. «Από πολλές απόψεις, αυτή η οµήγυρη είναι εξίσου επικίνδυνη µε τους ανθρώπους που έχουµε συναντήσει στους δρόµους του Σεντ Τζάιλς.» Τον κοίταξε µε σκεπτικισµό. «Εκεί πέρα» –έδειξε διακριτικά µε το πηγούνι του– «είναι ένας τζέντλεµαν –χρησιµοποιώ τη λέξη µόνο µε την κοινωνική της σηµασία– ο οποίος τον τελευταίο χρόνο έχει σκοτώσει δύο άντρες σε µονοµαχία. Δίπλα του είναι ένας παρασηµοφορηµένος στρατηγός. Έχασε τους περισσότερους άντρες του σε µια µάταια και ανόητη επίθεση. Φηµολογείται πως η οικοδέσποινά µας χτύπησε κάποτε µια υπηρέτρια τόσο άσχηµα, που χρειάστηκε να την πληρώσει πάνω από χίλιες λίρες για να αποσιωπήσει το ζήτηµα.» Έριξε µια µατιά στην κυρία Ντιουζ, περιµένοντας να τη δει σοκαρισµένη, αλλά εκείνη του ανταπέδωσε το βλέµµα µε έκφραση ανοιχτή και ειλικρινή, αλλά και λίγο λυπηµένη. «Απλά αποδεικνύεις πως τα χρήµατα και τα προνόµια δεν πάνε χέρι-χέρι µε τη λογική και την αρετή. Αυτό, νοµίζω, το ξέρω ήδη.» Εκείνος υποκλίθηκε, νιώθοντας τα µάγουλά του να κοκκινίζουν. «Συγγνώµη που σε κάνω να βαριέσαι.» «Ποτέ δεν µε κάνεις να βαριέµαι, όπως πολύ καλά γνωρίζεις, λόρδε µου» του απάντησε. «Το µόνο που ήθελα να τονίσω ήταν πως ενώ τα χρήµατα δεν µπορούν να αγοράσουν αυτές τις αρετές, µπορούν να αγοράσουν φαγητό για το στοµάχι και ρούχα για το σώµα.»
«Δηλαδή πιστεύεις πως οι άνθρωποι εδώ είναι πιο ευτυχισµένοι από εκείνους στο Σεντ Τζάιλς;» «Θα έπρεπε.» Ανασήκωσε τους ώµους της. «Η πείνα και το κρύο κάνουν φοβερά πράγµατα στη διάθεση.» «Και πάλι, όµως» συλλογίστηκε ο Κέιρ «είναι οι πλούσιοι εδώ µέσα πιο ευτυχισµένοι από ένα φτωχό ζητιάνο στο δρόµο;» Τον κοίταξε σαν να µην µπορούσε να πιστέψει τα λόγια του. Της χαµογέλασε. «Ειλικρινά πιστεύω πως ο άνθρωπος µπορεί να βρει την ευτυχία –ή τη δυστυχία– άσχετα µε το αν το στοµάχι του είναι γεµάτο ή όχι.» «Αν ισχύει αυτό, είναι πολύ θλιβερό» του είπε. «Θα έπρεπε να είναι πιο ευτυχισµένοι, αφού έχουν όλες τις ανάγκες τους καλυµµένες.» Εκείνος κούνησε το κεφάλι. «Ο άνθρωπος είναι ένα αλλοπρόσαλλο, αχάριστο πλάσµα, φοβάµαι.» Αυτό την έκανε να χαµογελάσει – επιτέλους! «Δεν νοµίζω ότι µπορώ να καταλάβω τους ανθρώπους της τάξης σου.» «Καλύτερα» της είπε ανάλαφρα. «Εσύ, για παράδειγµα» µουρµούρισε. «Δεν είµαι σίγουρη πως µε χρειάζεσαι πια µαζί σου στο Σεντ Τζάιλς, ωστόσο συνεχίζεις να µε παίρνεις. Γιατί;» Ο Κέιρ κοίταξε τριγύρω, εξετάζοντας το πλήθος, παρατηρώντας τους άλλους άντρες που την παρατηρούσαν. «Εσύ γιατί νοµίζεις;» «Δεν ξέρω.» «Δεν ξέρεις;» Η Τέµπερανς δίστασε, και παρόλο που εκείνος δεν την κοιτούσε, αντιλαµβανόταν την κάθε της κίνηση. Τα αεικίνητα δάχτυλά της που ταξίδευαν στο άνοιγµα του ντεκολτέ της, το σφυγµό της που φτερούγιζε στο λαιµό της, τη στιγµή που άνοιξε ξανά τα χείλη της. Έγειρε προς το µέρος της και επανέλαβε ψιθυριστά: «Δεν ξέρεις;» Την είδε να παίρνει µια ανάσα πριν πει: «Στο σπίτι της κυρίας Γουάιτσεϊντ µε ανάγκασες να παρακολουθήσω…» «Ναι;» Βρίσκονταν µέσα σε µια διαβολεµένα γεµάτη αίθουσα, µε τα κορµιά να πιέζονται σχεδόν ασφυκτικά. Κι όµως, την ίδια στιγµή ένιωθε σαν να βρίσκονταν κλεισµένοι µέσα σε µια γυάλινη σφαίρα, εντελώς µόνοι. «Γιατί;» τον ρώτησε επιτακτικά. «Γιατί µε έβαλες να παρακολουθήσω; Γιατί εµένα;» «Επειδή» µουρµούρισε σιγανά «µε τραβάς. Επειδή είσαι γλυκιά, αλλά δεν είσαι µαλθακή. Επειδή όταν µε αγγίζεις, ο πόνος είναι γλυκόπικρος. Επειδή κρύβεις ένα απελπισµένο µυστικό στον κόρφο σου, σαν να κρατάς µια οχιά στην αγκαλιά σου, και δεν την αφήνεις έστω κι αν σου κατατρώει την ίδια σου τη σάρκα. Θέλω να πετάξω αυτή την οχιά από την αγκαλιά σου. Να βυζάξω τη µατωµένη και σκισµένη σου σάρκα. Να πάρω µέσα µου τον πόνο σου και να τον κάνω δικό µου.» Την ένιωσε να τρέµει δίπλα του· ένιωσε τα ρίγη της µέσα απ’ το µπράτσο της που ακουµπούσε πάνω του. «Δεν έχω κανένα µυστικό.» Έσκυψε, και ψιθύρισε µέσα στα µαλλιά της: «Γλυκιά αγαπηµένη ψεύτρα.» «Δεν–» «Σώπα τώρα.» Ένα ρίγος ανέβηκε στη ραχοκοκαλιά του, και ήξερε χωρίς να γυρίσει ότι πλησίαζε η µητέρα του. Είχαν φτάσει κοντά στο Σερ Χένρι, που στεκόταν όρθιος µαζί µε άλλους δύο κύριους.
Έβαλε επιδέξια την Τέµπερανς µέσα στον κύκλο τους, ζήτησε µια συγγνώµη, και γύρισε ακριβώς τη στιγµή που η Λαίδη Κέιρ τον χτύπαγε µάλλον δυνατά στο µπράτσο. «Λάζαρους.» «Κυρία.» Έκλινε το κεφάλι του. «Βλέπω ότι ακόµη συνοδεύεις εκείνην τη γυναίκα.» «Χαίροµαι τόσο που η µνήµη σας παραµένει άθικτη» είπε ο Λάζαρους µειλίχια. «Είναι τόσο πολλοί αυτοί που τα χάνουν µεγαλώνοντας.» Μεσολάβησε µια µικρή, παγερή σιωπή, και για µια στιγµή ο Λάζαρους ήταν σίγουρος πως είχε πει αρκετά για να την κάνει να φύγει. Κοίταξε την Τέµπερανς που έγερνε προς το µέρος του σερ Χένρι και τα µάτια του άντρα που έπεσαν στον κόρφο της. Εκείνην τη στιγµή, η Λαίδη Κέιρ πήρε µια τρεµουλιαστή ανάσα. «Τι έκανα για να αξίζω αυτήν τη φρικτή γνώµη που δείχνεις να έχεις για µένα;» Γύρισε πάλι να την κοιτάξει, ανοιγοκλείνοντας έκπληκτος τα µάτια µε την ειλικρίνειά της. «Μα, τίποτα.» Εκείνη αναστέναξε. «Τότε, γιατί αυτή η µόνιµη εχθρότητα; Γιατί αυτή–» Κάτι έσπασε µέσα του. Έκανε ένα βήµα προς το µέρος της, χρησιµοποιώντας το ύψος του για να υψωθεί απειλητικά πάνω από τη µικρότερη φιγούρα της. «Μην κάνετε ερωτήσεις όταν δεν θέλετε στ’ αλήθεια να µάθετε τις απαντήσεις, κυρία.» Τα γαλάζια µάτια της, ολόιδια µε τα δικά του, άνοιξαν διάπλατα. «Λάζαρους.» «Δεν έκανες τίποτα» είπε χαµηλόφωνα και σκληρά. «Όταν ο πατέρας µε εγκατέλειψε στην τροφό, δεν έκανες τίποτα. Όταν επέστρεψε πέντε χρόνια αργότερα και µε πήρε µε τη βία από την αγκαλιά της, δεν έκανες τίποτα. Όταν µε µαστίγωνε, επειδή έκλαιγα ζητώντας τη µόνη µητέρα που ήξερα, δεν έκανες τίποτα. Και όταν η Ανελίζ κειτόταν ετοιµοθάνατη από τον πυρετό–» Σταµάτησε απότοµα, κοιτώντας στα τυφλά προς το µέρος της Τέµπερανς. Ο Σερ Χένρι είχε το χέρι του ακουµπισµένο στο µπράτσο της, και ανάµεσα στα φρύδια της υπήρχε µια µικρή ρυτίδα δυσφορίας. Η µητέρα του ακούµπησε το χέρι της στο µπράτσο του. «Νοµίζεις πως εγώ δεν θρηνώ για το θάνατο της Ανελίζ;» Γύρισε πάλι προς το µέρος της, µε το στόµα του να παραµορφώνει µια χλευαστική γκριµάτσα. «Όταν η Ανελίζ πέθαινε από τον πυρετό και ο καταραµένος ο πατέρας µου αρνείτο να φέρει γιατρό, επειδή µια πεντάχρονη θα έπρεπε να διδαχτεί να είναι δυνατή, τι έκανες εσύ;» Εκείνη απλά τον κοίταξε, κι ο Λάζαρους πρόσεξε για πρώτη φορά τις λεπτές γραµµές που ξεκινούσαν ακτινωτά απ’ τα γαλάζια µάτια της. «Θα σου πω εγώ τι έκανες. Τίποτα.» Με την άκρη του µατιού του είδε το Σερ Χένρι να τραβάει την Τέµπερανς µακριά από τους άλλους άντρες. Προς το πίσω µέρος της αίθουσας. «Το τίποτα είναι αυτό που πάντα κάνετε, κυρία. Μην εκπλήσσεστε, λοιπόν, όταν εγώ, µε τη σειρά µου, δεν νιώθω τίποτα για σας.» Έπιασε το χέρι της που ακουµπούσε στο µανίκι του και το τίναξε πέρα. Ο Λάζαρους γύρισε γρήγορα απ’ την άλλη, αλλά η Τέµπερανς και ο Σερ Χένρι είχαν εξαφανιστεί. Διάβολε! Άρχισε να διασχίζει την αίθουσα, κατευθυνόµενος προς το πίσω µέρος, εκεί που την είχε δει τελευταία φορά. Δεν έπρεπε να την έχει αφήσει ούτε στιγµή µόνη µ’ αυτό τον άντρα. Δεν έπρεπε να έχει αφήσει την προσοχή του να αποσπαστεί. Κάποιος τον έπιασε από το µπράτσο καθώς περνούσε, αλλά τίναξε το χέρι από πάνω του και άκουσε ένα επιφώνηµα έκπληκτης δυσαρέσκειας· ύστερα βρέθηκε στο
σηµείο που την είχε δει τελευταία φορά. Έσπρωξε στην άκρη µια πυραµίδα από µισοµαραµένα λουλούδια, περιµένοντας να βρει ένα πέρασµα ή µια εσοχή για εραστές. Αλλά δεν υπήρχε τίποτα. Μόνο ο άδειος τοίχος πίσω απ’ τα λουλούδια. Ο Λάζαρους έκανε µια ολόκληρη περιστροφή, ψάχνοντας την αίθουσα χορού για κάποια αστραπή από τιρκουάζ µετάξι, για το περήφανο ανασήκωµα του κεφαλιού της. Όµως, είδε µόνο τα ηλίθια πρόσωπα της αφρόκρεµας του Λονδίνου. Η Τέµπερανς είχε εξαφανιστεί. Η Τέµπερανς κατάλαβε σχεδόν αµέσως ότι είχε κάνει ένα ατυχές λάθος στην κρίση της για το χαρακτήρα του Σερ Χένρι. Καθώς την οδηγούσε σ’ ένα σκοτεινό δωµάτιο, η καρδιά της χτυπούσε τροµαγµένη, αλλά η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία. Αν έκανε λάθος, αν ο Σερ Χένρι ενδιαφερόταν πραγµατικά για το ορφανοτροφείο, θα ήταν ανόητη να τον προσβάλει. Από την άλλη, αν εκείνος δεν ενδιαφερόταν καθόλου για το ορφανοτροφείο, τότε διέτρεχε µεγάλο κίνδυνο. Κι αυτός ήταν ο λόγος που έβαλε µια µεγάλη πολυθρόνα ανάµεσά τους καθώς έµπαιναν στο δωµάτιο. «Συµφωνώ µε τον Κέιρ για την ανάγκη σας για αποµόνωση, σερ» είπε όσο πιο γλυκά µπορούσε «αλλά δεν νοµίζετε πως θα ήταν καλύτερα να βρούµε ένα δωµάτιο µε λίγο πιο δυνατό φως, τουλάχιστον;» «Ποτέ δεν είσαι σίγουρος, αγαπητή µου» απάντησε ο Σερ Χένρι χωρίς να καθησυχάσει καθόλου την Τέµπερανς µε τα λόγια του. «Δεν µου αρέσει να συζητάω τις υποθέσεις µου εκεί που µπορεί να µε ακούσουν.» Έκλεισε την πόρτα πίσω του, κάνοντας το δωµάτιο ακόµα πιο σκοτεινό. Η Τέµπερανς πήρε µια βαθιά ανάσα. «Ναι, λοιπόν, όσο γι’ αυτό. Το Ίδρυµα για Ατυχή Βρέφη και Έκθετα Παιδιά έχει µόνο τρία άτοµα προσωπικό αυτήν τη στιγµή: εµένα, τον αδελφό µου, τον κύριο Γουίντερ Μέικπις, και την υπηρέτριά µας, τη Νελ Τζόουνς.» «Ναι;» είπε ο Σερ Χένρι, και η φωνή του ακούστηκε πιο κοντά. Η Τέµπερανς σκέφτηκε ότι ήταν πιο συνετό να εγκαταλείψει την πολυθρόνα και να µετακινηθεί λιγάκι στ’ αριστερά και πιο κοντά στην πόρτα. «Ναι. Αλλά αν είχαµε επαρκείς πόρους, θα µπορούσαµε να προσλάβουµε περισσότερο προσωπικό, κι εποµένως να βοηθάµε περισσότερα παιδιά.» «Μου το έσκασες, ποντικάκι µου» είπε τραγουδιστά ο Σερ Χένρι µε µια εµετική φωνή. «Σερ Χένρι, ενδιαφέρεστε καθόλου για το ορφανοτροφείο µου;» ρώτησε η Τέµπερανς αγανακτισµένη. «Και βέβαια ενδιαφέροµαι» της απάντησε, από κάπου υπερβολικά κοντά. Έκανε µια ξαφνιασµένη κίνηση προς τα δεξιά, και δύο αντρικά µπράτσα έκλεισαν αµέσως γύρω της. Αηδιαστικά υγρά χείλη γλίστρησαν στο µάγουλό της. «Το ορφανοτροφείο θα είναι η τέλεια κάλυψη για να σε συναντώ.» Και µετά τα χείλη του έλιωσαν τα δικά της πάνω στα δόντια της. Δυστυχώς, το πρώτο πράγµα που ένιωσε η Τέµπερανς σ’ αυτή την επίθεση ήταν µάλλον απογοήτευση παρά οργή. Όλο το διάστηµα από τη µουσική εκδήλωση κι έπειτα φανταζόταν πώς θα µπορούσε να ωφεληθεί το ίδρυµα από τη χορηγία του Σερ Χένρι. Τώρα θα έπρεπε να αρχίσει όλη την αναθεµατισµένη διαδικασία εξεύρεσης χορηγού για το σπίτι απ’ την αρχή. Αηδιασµένη, έσπρωξε δυνατά το στήθος του, αλλά φυσικά εκείνος δεν υποχώρησε ούτε εκατοστό. Αντίθετα προσπάθησε να
βάλει τη χοντρή του γλώσσα µέσα στο στόµα της, µια προοπτική εντελώς αποκρουστική. Η Τέµπερανς τιθάσευε αρσενικά εδώ και έξι χρόνια τώρα. Η αλήθεια ήταν πως τα αρσενικά µε τα οποία είχε να κάνει ήταν συνήθως πιο κοντά και λιγότερο τριχωτά από το Σερ Χένρι, αλλά οι βασικές αρχές ήταν σίγουρα λίγο-πολύ ίδιες. Σήκωσε το χέρι, έπιασε γερά το αριστερό του αφτί και το έστριψε µε δύναµη. Ο Σερ Χένρι τσίριξε σαν κορίτσι. Την ίδια στιγµή, η πόρτα του δωµατίου άνοιξε µε φόρα. Κάποιος που κινείτο µε ταχύτητα όρµησε µέσα, σπρώχνοντας την Τέµπερανς στο πλάι και πέφτοντας πάνω στο Σερ Χένρι. Οι δύο άντρες κυλίστηκαν στο πάτωµα. Η Τέµπερανς µισόκλεισε τα µάτια για να µπορέσει να δει στο σκοτάδι. Άκουσε το γδούπο από γροθιές, και µετά την πνιγµένη κραυγή του Σερ Χένρι. Έπειτα παύση. Ο Κέιρ την έπιασε από το µπράτσο και τη συνόδεψε έξω. Η Τέµπερανς βλεφάρισε σαστισµένη καθώς την έσερνε πίσω του στο διάδροµο. Όπως πλησίαζαν την αίθουσα χορού, ο ήχος του πλήθους µέσα δυνάµωσε. Προσπάθησε να τραβήξει το µπράτσο της απ’ το χέρι του. «Κέιρ.» «Τι, στο διάβολο, σκεφτόσουν όταν πήγες σ’ ένα σκοτεινό δωµάτιο µ’ αυτό τον κόπανο; Δεν έχεις καθόλου µυαλό;» Τον κοίταξε. Υπήρχε µια κοκκινίλα στο σαγόνι του και έδειχνε ξαναµµένος. «Λύθηκαν τα µαλλιά σου.» Εκείνος σταµάτησε ξαφνικά, σπρώχνοντάς την πάνω στον τοίχο του διαδρόµου. «Ποτέ µην ξαναπάς πουθενά µε κάποιον άντρα που δεν ανήκει στην οικογένειά σου.» Η Τέµπερανς ύψωσε τα φρύδια. «Ούτε µε σένα;» «Με µένα; Εγώ είµαι πολύ, πολύ χειρότερος από το Σερ Χένρι.» Έγειρε πιο κοντά, µε την ανάσα του να χαϊδεύει το µάγουλό της. «Δεν πρέπει να ξαναβρεθείς ποτέ κοντά µου. Θα ’πρεπε ήδη να το έχεις βάλει στα πόδια.» Τα λαµπερά γαλάζια µάτια του πέταγαν φλόγες κι ένας µυς στο σκληρό σαγόνι του συσπάστηκε. Έµοιαζε πραγµατικά τροµακτικός. Η Τέµπερανς στάθηκε στις µύτες των ποδιών και πέρασε τα χείλη της πάνω απ’ το σηµείο που τρεµόπαιζε νευρικά. Εκείνος τινάχτηκε, και µετά έµεινε ακίνητος. Ένιωσε το µυ στο σαγόνι του να συσπάται άλλη µια φορά κάτω από το στόµα της, και ύστερα να υποχωρεί. Γλίστρησε τα χείλη της προς το στόµα του. «Τέµπερανς» γρύλισε. «Σώπα» του ψιθύρισε και τον φίλησε. Ήταν παράξενο. Ένας άλλος άντρας την είχε µόλις φιλήσει στο στόµα, αλλά αυτή η επαφή µε τον Κέιρ ήταν τελείως διαφορετική. Το στόµα του ήταν σφιχτό και ζεστό, τα χείλη του πεισµατικά κλειστά κάτω από τα δικά της. Έβαλε τα χέρια της πάνω στους φαρδείς του ώµους για να στηριχτεί και έγειρε ακόµα πιο κοντά του. Μπορούσε να µυρίσει ένα εξωτικό άρωµα στο δέρµα του –ίσως το είχε βάλει µετά το ξύρισµα–, και το στόµα του είχε τη γεύση µεθυστικού κρασιού. Έγλειψε το χώρισµα των χειλιών του, µια φορά, απαλά. Εκείνος άφησε ένα βογκητό. «Άνοιξε» ψιθύρισε ξέπνοα πάνω στα χείλη του, κι αυτός υπάκουσε. Έσπρωξε απαλά τη γλώσσα της, γλείφοντας το εσωτερικό των χειλιών του, πάνω απ’ τα δόντια του,
µέχρι που βρήκε τη γλώσσα του. Την άγγιξε, και τραβήχτηκε. Εκείνος ακολούθησε τη γλώσσα της µέσα στο στόµα της, κι αυτή τον ρούφηξε µαλακά, φέρνοντας τις παλάµες της πάνω στα λεπτά µάγουλά του. Κάτι µέσα της κλονίστηκε, σαν να διαλύθηκε, και να σχηµατίστηκε ξανά σ’ ένα καινούργιο και υπέροχο σχήµα. Δεν ήξερε τι σχήµα ήταν αυτό, αλλά ήθελε να το κρατήσει. Να µείνει εδώ σ’ αυτό το µισοφωτισµένο διάδροµο και να φιλάει τον Κέιρ για πάντα. Το µουρµουρητό από φωνές έφτασε από το βάθος του χολ, πλησιάζοντας όλο και περισσότερο. Ο Κέιρ σήκωσε το κεφάλι, κοιτώντας προς την αίθουσα χορού. Μια πόρτα άνοιξε κι έκλεισε, και οι φωνές σταµάτησαν. Την έπιασε απ’ το χέρι. «Έλα.» «Μια στιγµή.» Γύρισε να την κοιτάξει µε το ένα φρύδι υψωµένο, αλλά εκείνη πέρασε βιαστικά πίσω του. Η µαύρη βελούδινη κορδέλα κόντευε να φύγει απ’ τα µαλλιά του. Την έλυσε προσεκτικά, και χτένισε τις ασηµένιες τούφες µε τα δάχτυλά της πριν την ξαναδέσει. Όταν ήρθε πάλι µπροστά του, εκείνος είχε ακόµη υψωµένο το φρύδι. «Ικανοποιηµένη;» «Για τώρα.» Τον έπιασε απ’ το µπράτσο, και εκείνος την οδήγησε πίσω στην αίθουσα. «Θα χρειαστεί να αρχίσω πάλι απ’ την αρχή» είπε καθώς άρχιζαν να περιφέρονται. «Έτσι φαίνεται.» Του έριξε µια µατιά. «Είσαι πρόθυµος να µε πας σε κάποιον άλλο χορό ή µουσική εκδήλωση;» «Ναι.» Του έγνεψε καταφατικά. Το είχε πει ορθά-κοφτά, σαν να µην υπήρχε ποτέ αµφιβολία. «Και πότε θα ξαναπάµε στο Σεντ Τζάιλς;» Περίµενε πως θα της απαντούσε αµέσως, αλλά εκείνος έµεινε σιωπηλός για µια στιγµή καθώς προχωρούσαν. Τον κοίταξε. Τα φρύδια του ήταν ελαφρώς σµιγµένα. «Δεν ξέρω» είπε τελικά. «Ανησυχώ που µας έχουν επιτεθεί δύο φορές µέχρι τώρα. Από τη µία, αυτό πρέπει να σηµαίνει πως πλησιάζω όλο και πιο πολύ στο δολοφόνο της Μαρί. Από την άλλη δεν θέλω να σε βάλω σε κίνδυνο. Θα πρέπει να σκεφτώ το ζήτηµα και να αποφασίσω ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να συνεχίσω τις έρευνες.» Η Τέµπερανς χαµήλωσε το βλέµµα, στρώνοντας µε το χέρι την όµορφη τιρκουάζ τουαλέτα της. Ποτέ δεν είχε αγγίξει ύφασµα τόσο εκλεκτό, και είχε αφήσει µια πνιχτή φωνή όταν είχε δει την εικόνα της στο µικρό καθρέφτη του δωµατίου της. Ο Κέιρ έδειχνε τόσο κυνικός, αλλά µε πολλούς τρόπους οι πράξεις του έδειχναν ευαισθησία. Πήρε µια βαθιά ανάσα. «Την αγαπούσες;» Ο Κέιρ σταµάτησε, αλλά εκείνη δεν τον κοίταξε. Δεν µπορούσε. «Δεν έχω αγαπήσει ποτέ» είπε. Αυτό την έκανε να σηκώσει τα µάτια. Κοιτούσε κατευθείαν µπροστά, σφιγµένος. «Κανέναν;» Κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Όχι από το θάνατο της Ανελίζ και µετά.» Η καρδιά της σφίχτηκε ακούγοντας την οµολογία του. Πώς µπορούσε κανείς να περάσει τη ζωή του χωρίς καθόλου αγάπη; «Μα, έχεις περάσει µήνες αναζητώντας το δολοφόνο της Μαρί» είπε µαλακά. «Κάτι θα πρέπει να σήµαινε για σένα.» «Ίσως τον αναζητώ επειδή θα έπρεπε η Μαρί να σηµαίνει κάτι. Επειδή θα έπρεπε να την έχω αγαπήσει.» Έκανε µια γκριµάτσα. «Ίσως κυνηγάω το φάντασµα ενός συναισθήµατος. Ίσως απλά κοροϊδεύω τον εαυτό µου.»
Η Τέµπερανς ένιωσε µια έντονη παρόρµηση να τον τυλίξει στην αγκαλιά της, να ανακουφίσει αυτό τον ψυχρό, αποµονωµένο άντρα. Αντίθετα του ζούληξε το µπράτσο. Αυτή η επαφή µπορεί να του προκαλούσε πόνο, αλλά κανένας άνθρωπος δεν µπορούσε να επιβιώσει χωρίς το άγγιγµα κάποιου άλλου, ούτε καν αυτός. Σταµάτησαν στην άκρη της πίστας, και κοίταξε τις όµορφες φιγούρες που περνούσαν από µπροστά τους. Η Λαίδη Ηρώ, η αδελφή του δούκα του Γουέικφιλντ, ήταν εντυπωσιακή µέσα στην ασηµί ανάερη τουαλέτα της. «Θα ήθελες να χορέψεις;» ρώτησε ο Κέιρ. Εκείνη κούνησε το κεφάλι. «Δεν ξέρω.» Της έριξε µια λοξή µατιά. «Αλήθεια;» «Δεν υπάρχουν και πολλές ευκαιρίες για χορό µέσα σε ένα ορφανοτροφείο.» «Έλα.» Ξεκίνησε τραβώντας την πίσω του. «Πού µε πηγαίνεις;» «Όχι σε κάποιο σκοτεινό δωµάτιο, σε διαβεβαιώ.» Έφτασαν στην πίσω άκρη της αίθουσας, όπου µια διπλή µπαλκονόπορτα ήταν µισάνοιχτη για να αφήνει να µπαίνει λίγος παγωµένος αέρας. Ο Κέιρ την έσπρωξε µαλακά έξω και την τράβηξε µαζί του σε ένα µακρύ µπαλκόνι που διέτρεχε όλο το µήκος του πίσω µέρους του σπιτιού. «Λοιπόν.» Ο Κέιρ στάθηκε δίπλα της και σήκωσε τα ενωµένα χέρια τους. «Ω.» Ξαφνικά η Τέµπερανς κατάλαβε τι σκόπευε να κάνει. «Όχι εδώ.» «Γιατί όχι εδώ;» τη ρώτησε. «Δεν υπάρχει κανείς.» Αυτό ήταν αλήθεια. Η νύχτα ήταν πολύ ψυχρή για να βγει κάποιος άλλος στο µπαλκόνι. Δάγκωσε το χείλι της, νιώθοντας χαζή που δεν είχε µάθει ποτέ να χορεύει όταν όλοι οι άλλοι µπορούσαν να χορέψουν µε την ίδια ευκολία που ανάσαιναν. «Μα…» Της χαµογέλασε ξαφνικά, τόσο όµορφος και πονηρός. «Φοβάσαι µήπως δω πόσο αδέξια είσαι;» Του έβγαλε τη γλώσσα. «Πρόσεχε» της είπε µε φωνή χαµηλή, αν και το χαµόγελο εξακολουθούσε να παίζει στα χείλη του. «Μπορεί να εγκαταλείψω αυτό το µάθηµα για ένα άλλο, πολύ περισσότερο του γούστου µου.» Τα µάτια της άνοιξαν διάπλατα καθώς δεν ήταν καθόλου σίγουρη πώς να πάρει το πείραγµά του. «Έλα, δεν είναι τόσο δύσκολο.» Η φωνή του ήταν ευγενική τώρα – κι αυτός ήταν υπερβολικά διορατικός. Η Τέµπερανς πήρε µια βαθιά ανάσα και απόστρεψε το βλέµµα, συγκινηµένη από την τρυφερότητά του. Της έπιασε το χέρι. «Το βασικό είναι να φαίνεσαι πάντα σαν να έχεις µπαστούνι στον» –της έριξε µια πλάγια µατιά– «ε, στην πλάτη. Παρακολούθησε.» Και πολύ υποµονετικά τής έκανε µια επίδειξη των βηµάτων του χορού, παροτρύνοντάς τη να τον ακολουθήσει καθώς η µουσική ξεχυνόταν από τις ανοιχτές µπαλκονόπορτες. Η Τέµπερανς µελέτησε τις γεµάτες χάρη κινήσεις του, προσπαθώντας να τις µιµηθεί, αλλά αυτό που έµοιαζε έµφυτο σε εκείνον ήταν µια σειρά από µπερδεµένα βήµατα γι’ αυτήν. «Ω, ποτέ δεν θα µπορέσω να το κάνω αυτό» ξέσπασε µετά από κάµποσα λεπτά. «Τόσο µελοδραµατική» µουρµούρισε ο Κέιρ. «Τα καταφέρνεις αρκετά καλά, νοµίζω.» «Όµως, συνέχεια µπερδεύω τα βήµατα» του είπε. «Εσύ το κάνεις να φαίνεται τόσο φυσικό.»
«Είναι φυσικό – για µένα» της είπε επίπεδα. «Έχω περάσει ώρες και ώρες κάνοντας εξάσκηση σ’ αυτά τα βήµατα σαν παιδί. Όταν έκανα λάθος, ο δάσκαλος του χορού είχε ένα µπαστούνι µε το οποίο µου κοπάναγε τα κότσια. Πολύ γρήγορα έµαθα να µη χάνω τα βήµατα.» «Ω» είπε µάλλον αδύναµα. Ο κόσµος του ήταν τόσο διαφορετικός απ’ το δικό της. Ενώ εκείνη µάθαινε να µαγειρεύει, να µαντάρει και να µαζεύει δεκάρες σαν παιδί, αυτός µάθαινε πώς να χορεύει σωστά αυτά τα ανόητα, περίπλοκα βήµατα. Τον φαντάστηκε, ένα περήφανο αγοράκι να χορεύει ολοµόναχο µέσα σε µια µεγάλη, κοµψή αίθουσα χορού, µε µόνη συντροφιά το σκληρό δάσκαλο. Ανατρίχιασε. Τα φρύδια του έσµιξαν. «Κρυώνεις. Έλα να πάµε µέσα.» Συµφώνησε µε ευγνωµοσύνη. Μπήκαν ξανά στην αίθουσα, που έδειχνε ακόµα πιο γεµάτη από πριν. «Θα ήθελες λίγο παντς;» ρώτησε ο Κέιρ. Η Τέµπερανς έγνεψε ναι. Βρήκε µια άδεια καρέκλα κοντά σε ένα πελώριο βάζο µε λουλούδια και κάθισε ενώ εκείνος έφυγε για να φέρει τα ποτά. Η ώρα ήταν περασµένη πια και το άρωµα των µισοκαµένων κεριών πότιζε το δωµάτιο. Η Τέµπερανς είδε αρκετές κυρίες µε ανοιχτές τις βεντάλιες, και ευχήθηκε να είχε κι αυτή µία. Μετά µάλωσε τον εαυτό της που ήθελε περισσότερα όταν ο Κέιρ τής είχε ήδη δώσει τόσο πολλά γι’ αυτήν τη βραδιά. Ίσως είχε δίκιο τελικά: ίσως όσα κι αν είχε κανείς, να µπορούσε να είναι ακόµη ανικανοποίητος. Μια κίνηση που έπιασε µε την άκρη του µατιού της τράβηξε την προσοχή, και είδε το Σερ Χένρι να περιφέρεται ανάµεσα στον κόσµο. Ω, Θεέ! Πόσο αµήχανο θα ήταν αν την έβλεπε. Η Τέµπερανς γύρισε το κεφάλι από την άλλη και έφερε το χέρι στα µαλλιά της σαν να έλεγχε αν ήταν οι καρφίτσες ακόµη στη θέση τους. «Σας έπεσε κάτι;» ρώτησε µια γυναικεία φωνή δίπλα της. Η Τέµπερανς σήκωσε τα µάτια ξαφνιασµένη και συνάντησε τα γκρίζα µάτια της Λαίδης Ηρώ. Είχε πιάσει τη διπλανή καρέκλα, και παρόλο που δεν χαµογελούσε, η έκφρασή της ήταν αρκετά ευχάριστη. Η Τέµπερανς συνειδητοποίησε πως την κοιτούσε καλάκαλά, και θυµήθηκε πως της είχε κάνει µια ερώτηση. «Ω. Ω, όχι, λαίδη µου.» «Κάποιος σας είπε ποια είµαι» είπε η Λαίδη Ηρώ. «Ναι.» «Α.» Η Λαίδη Ηρώ κοίταξε την ποδιά της. «Θα έπρεπε να το περιµένω, υποθέτω.» Σήκωσε τα µάτια και κοίταξε κατάµατα την Τέµπερανς, χαµογελώντας κάπως λοξά. «Έχω ανακαλύψει πως οι άνθρωποι µού φέρονται διαφορετικά όταν ξέρουν το όνοµά µου.» «Ω.» Η Τέµπερανς δεν ήταν σίγουρη πώς να απαντήσει σ’ αυτό, επειδή, φυσικά, η Λαίδη Ηρώ είχε απόλυτο δίκιο: αλλιώς φερόσουν στην κόρη ενός δούκα. «Είµαι η Τέµπερανς Ντιουζ.» Η Λαίδη Ηρώ χαµογέλασε πιο πλατιά. «Χάρηκα.» Από τόσο κοντά, η Τέµπερανς µπορούσε να δει µια σειρά αχνές φακίδες πάνω στη µύτη της. Το µόνο που έκαναν ήταν να τονίζουν το λείο, λευκό δέρµα της λαίδης. Ο Σερ Χένρι διάλεξε εκείνην τη στιγµή να περάσει από µπροστά τους. Συνάντησε τα αµήχανα µάτια του πριν εκείνος προλάβει να τα τραβήξει. Η Λαίδη Ηρώ ακολούθησε το βλέµµα της. «Αυτός ο άνθρωπος είναι άτιµος.» «Παρακαλώ;» Η Τέµπερανς ανοιγόκλεισε τα βλέφαρα. Σίγουρα δεν είχε ακούσει καλά. Άραγε, οι
κόρες των δουκών αποκαλούσαν τους κύριους άτιµους; Προφανώς το έκαναν. Η Λαίδη Ηρώ κούνησε το κεφάλι. «Ο Σερ Χένρι Ίστον, ναι; Δείχνει αρκετά ευγενικός, σας βεβαιώ, αλλά έχει σίγουρα άτιµες διαθέσεις.» Τα φρύδια της έσµιξαν ελαφρά. «Δεν σας έχει κάνει τίποτα, σωστά;» «Όχι.» Η Τέµπερανς ζάρωσε τη µύτη. «Ε, λοιπόν, ναι. Προσπάθησε να µε φιλήσει.» Η Λαίδη Ηρώ µόρφασε. «Φρικτό.» «Ήταν, πραγµατικά. Και µάλλον απογοητευτικό, επίσης. Βλέπετε, νόµιζα πως µπορεί να ενδιαφερόταν για το ορφανοτροφείο µου, αλλά δεν ήταν έτσι. Πολύ φοβάµαι πως φέρθηκα µάλλον κουτά.» «Α» είπε η Λαίδη Ηρώ, µε ύφος σοφό. «Δεν νοµίζω πως θα έπρεπε να ρίχνετε το φταίξιµο στον εαυτό σας, ξέρετε. Οι άτιµοι άντρες γενικά προσπαθούν να φιλήσουν τις κυρίες χωρίς να υπάρξει πρόκληση. Ή τουλάχιστον αυτό έχω καταλήξει να πιστεύω. Κανένας τζέντλεµαν δεν έχει προσπαθήσει ποτέ να επιβάλει τους ανεπιθύµητους σκοπούς του σε µένα, φυσικά. Κόρη δούκα, και τα λοιπά.» Η Λαίδη Ηρώ ακούστηκε λιγάκι απογοητευµένη. Η Τέµπερανς χαµογέλασε. Ποτέ δεν θα περίµενε πως θα έκανε τόσο ευχάριστη συζήτηση η κόρη ενός δούκα. «Όµως, µιλήστε µου για το ορφανοτροφείο σας» είπε η Λαίδη Ηρώ. «Δεν έχω ξανασυναντήσει κυρία που να διευθύνει ορφανοτροφείο.» «Ω!» Η Τέµπερανς ένιωσε ένα ευχάριστο σάστισµα. «Λοιπόν, το Ίδρυµα για Ατυχή Βρέφη και Έκθετα Παιδιά είναι στο Σεντ Τζάιλς, και έχουµε στη φροντίδα µας είκοσι οχτώ παιδιά αυτήν τη στιγµή, όµως θα µπορούσαµε να αναλάβουµε πολύ περισσότερα αν βρίσκαµε χορηγό για το σπίτι.» Οι ώµοι της καµπούριασαν. «Γι’ αυτό έτρεφα τόσες ελπίδες για το Σερ Χένρι.» Η Λαίδη Ηρώ κούνησε το κεφάλι µε κατανόηση. «Λυπάµαι. Έχετε και αγόρια και κορίτσια στο ορφανοτροφείο σας;» «Ναι, τα κοιµίζουµε σε χωριστά δωµάτια, φυσικά, αλλά δεχόµαστε όλα τα παιδιά µέχρι εννέα ετών. Σ’ αυτή την ηλικία βγαίνουν για να µαθητεύσουν σε κάποια τέχνη.» «Αλήθεια;» είπε η Λαίδη Ηρώ. Τα χέρια της ήταν διπλωµένα µε χάρη πάνω στη φούστα της, και δεν έκανε καµία κίνηση, αλλά έµοιαζε µε έναν περίεργο τρόπο το ενδιαφέρον της να είναι γνήσιο. «Μα, τότε, πώς – ω, να πάρει η ευχή!» Η µατιά της έπεσε πίσω από τον ώµο της Τέµπερανς. Η Τέµπερανς κοίταξε στα γρήγορα και είδε µια µάλλον γεροδεµένη κυρία να γνέφει αγέρωχα. «Είναι η εξαδέλφη Μπατίλντα» είπε η Λαίδη Ηρώ. «Μάλλον µε θέλει για να πάµε µαζί για φαγητό, και αν κάνω πως δεν την είδα, θα εκνευριστεί περισσότερο.» «Τότε, καλύτερα να πάτε.» «Φοβάµαι πως ναι.» Η Λαίδη Ηρώ έκλινε το κεφάλι. «Ήταν χαρά µου που σας γνώρισα, δεσποινίς Ντιουζ.» «Κυρία» είπε η Τέµπερανς βιαστικά. «Έχω χηρέψει.» «Κυρία Ντιουζ, τότε.» Η Λαίδη Ηρώ σηκώθηκε. «Πραγµατικά ελπίζω να ξανασυναντηθούµε.» Η Τέµπερανς την παρακολούθησε να ανοίγει δρόµο προς την «ξαδέλφη Μπατίλντα». Όταν γύρισε, είδε το Λόρδο Κέιρ να στέκεται µπροστά της µε ένα ποτήρι παντς στο χέρι. «Είχες πολύ υψηλή συντροφιά κατά την απουσία µου.» Η Τέµπερανς τού χαµογέλασε. «Δεν θα το πίστευες πόσο ευχάριστη είναι.»
Ο Κέιρ κοίταξε προς την κατεύθυνση της λαίδης, και ύστερα πάλι πίσω σ’ εκείνην, µε έκφραση επιεική. «Αλήθεια; Έλα, πιες το παντς σου, και µετά θα σε ταΐσω ένα σκανδαλωδώς παρακµιακό δείπνο πριν σε πάω σπίτι. Ο αδελφός σου σίγουρα θα καταλήξει να πηγαινοέρχεται στην πόρτα περιµένοντας.» Πράγµατι πέρασε σχεδόν µία ώρα µέχρι να µπουν στην άµαξα. Η Τέµπερανς χασµουριόταν πλατιά µετά το πλούσιο φαγητό και το ακόµα πιο πλούσιο κρασί. Ο Κέιρ την έβαλε να καθίσει, χτύπησε την οροφή της άµαξας, κι έπειτα κάθισε δίπλα της, τραβώντας τη στην αγκαλιά του. Έριξε µια γούνα πάνω τους, και η Τέµπερανς σύντοµα άρχισε να παρασύρεται σε µια κατάσταση µεταξύ ύπνου και ξύπνιου καθώς η άµαξα κυλούσε στους δρόµους του Λονδίνου. Ήταν σαν όνειρο. Ένιωθε τόσο ασφαλής και ζεστή µέσα στα µπράτσα του, και µπορούσε να ακούει το δυνατό χτύπο της καρδιάς του κάτω από το αφτί της. Ήταν διαφορετικός από εκείνην, ένας αριστοκράτης µεγαλωµένος στα πλούτη, αλλά η καρδιά του χτύπαγε ίδια µε κάθε άλλου. Η σκέψη την ησύχασε. Το επόµενο που κατάλαβε ήταν την άµαξα να σταµατάει κι εκείνον να τη σκουντάει απαλά στον ώµο. «Ξύπνα, ωραία κοιµωµένη µου.» Άνοιξε τα µάτια της και χασµουρήθηκε. «Ξηµέρωσε;» Ο Κέιρ κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο. «Σύντοµα θα ξηµερώσει. Έχω ένα προαίσθηµα πως ο αδελφός σου θα µε γδάρει αν δεν σε έχω πάει σπίτι πριν φωτίσει η αυγή.» Αυτό την ξύπνησε λίγο παραπάνω. Ανασηκώθηκε και έπιασε τον κότσο της για να δει αν ήταν ακόµη στη θέση του. «Ω, έχασα το ένα γοβάκι µου.» Έσκυψε για να ψάξει στο πάτωµα, αλλά εκείνος είχε ήδη γονατίσει και έψαχνε κάτω από το κάθισµα. «Να το.» Της έπιασε το πόδι και γλίστρησε µαλακά το γοβάκι στη θέση του. Εκείνη κοίταξε ζαλισµένη τα ασηµένια του µαλλιά. Θα πρέπει να ένιωσε το βλέµµα της, γιατί ανασήκωσε το κεφάλι µε µάτια σκοτεινιασµένα. Όµως, απλά είπε: «Έτοιµη;» Κούνησε µόνο το κεφάλι, γιατί δεν εµπιστευόταν τη φωνή της. Τη βοήθησε να κατεβεί από την άµαξα και τη συνόδεψε µέχρι την πόρτα του ορφανοτροφείου. Το φως είχε αρχίσει να γίνεται γκρίζο καθώς πλησίαζαν, αλλά τίποτα δεν κινείτο ακόµη στο δρόµο. Φτάνοντας στην πόρτα, γύρισε, και ακούµπησε το χέρι της στο στήθος του. «Κέιρ…» Δεν ήταν σίγουρη τι ετοιµαζόταν να του πει, αλλά δεν είχε και τόσο σηµασία. Εκείνος έσκυψε και έσυρε απαλά τα χείλη του πάνω στα δικά της, µουρµουρίζοντας: «Καληνύχτα, κυρία Ντιουζ.» Γύρισε κι άρχισε να αποµακρύνεται. Στάθηκε και παρακολούθησε τη φαρδιά του πλάτη να γίνεται ένα µε την γκρίζα οµίχλη· µετά άνοιξε την πόρτα µε το κλειδί της. Χασµουρήθηκε καθώς αµπάρωνε την πόρτα πίσω της, και ύστερα χοροπήδησε πρώτα στο ένα πόδι και µετά στο άλλο καθώς έβγαζε τα γοβάκια της. Έπειτα κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Τέσσερα αντρικά κεφάλια στράφηκαν στην είσοδό της. Η Τέµπερανς απόµεινε να κοιτάζει. Σίγουρα δεν την περίµεναν οι αδελφοί της άγρυπνοι όλη τη νύχτα. Αλλά κάτι δεν πήγαινε καλά. Γιατί το τέταρτο κεφάλι ήταν του γαµπρού της, του Γουίλιαµ· και τα µάτια του ήταν κόκκινα. Το βλέµµα της πέταξε στον Γουίντερ. «Η Σάιλενς.» Ο Γουίντερ έδειχνε τσακισµένος, και πολύ µεγαλύτερος απ’ την πραγµατική του ηλικία. «Η
Σάιλενς έχει εξαφανιστεί από χθες το απόγευµα.» Της είπε να ξεκουµπώσει το µπούστο της και να λύσει τα µαλλιά της, κι αυτό είχε κάνει. Η Σάιλενς βγήκε από το υπνοδωµάτιο του Ωραίου Μίκι Ο’Κόνορ µε τα µαλλιά της να πέφτουν χαµηλά στην πλάτη της. Το υπνοδωµάτιό του ήταν έναν όροφο πιο πάνω από την αίθουσα του θρόνου, και στο χολ απέξω συνάντησε µια υπηρέτρια – το πρώτο άτοµο γένους θηλυκού που είχε δει να δουλεύει εδώ. Η γυναίκα την κοίταξε, και µετά απόστρεψε βιαστικά το βλέµµα και συνέχισε να γυαλίζει το πολύχρωµο µαρµάρινο πάτωµα. Για µια στιγµή, η Σάιλενς αναρωτήθηκε αν η υπηρέτρια είχε καθόλου βοήθεια στις δουλειές, ή αν αυτή ήταν ίσως η µόνη δουλειά που έκανε. Γυάλιζε, άραγε, πόντο-πόντο το καταπληκτικό πάτωµα; Αν ναι, ήταν µια δουλειά για την οποία δεν τη ζήλευε. «Από δω, µις» της φώναξε µια αντρική φωνή. Σήκωσε τα µάτια και είδε τον Χάρι να την περιµένει. Τα µάτια του ήταν γεµάτα οίκτο. Η Σάιλενς ίσιωσε τους ώµους. «Ευχαριστώ.» Ο φρουρός κοντοστάθηκε. «Θέλετε να συγυριστείτε λίγο;» Κράτησε το βλέµµα του σταθερά µακριά από το πάνω µέρος του στήθους της, που αποκάλυπτε το ανοιχτό της µπούστο. «Όχι» ψιθύρισε η Σάιλενς. «Όχι, ευχαριστώ.» Ο Ωραίος Μίκι τής το είχε ξεκαθαρίσει πως δεν επιτρεπόταν να συγυριστεί. Ο Χάρι την κοίταξε ανίσχυρα για µια στιγµή, και µετά έγνεψε καταφατικά. Γύρισε και την οδήγησε στην κυκλική µαρµάρινη σκάλα. Κι άλλοι είχαν σηκωθεί τώρα, αφού είχε ξηµερώσει πια για τα καλά, και οι εκφράσεις τους όταν την έβλεπαν ήταν ποικίλες. Κάποιοι την κοιτούσαν µε οίκτο, όπως ο Χάρι. Μερικοί –γυναίκες κυρίως– την κοιτούσαν µε φθόνο. Αλλά η πλειοψηφία την κοιτούσε απλά µε περιφρόνηση· ένας πιο θρασύς τύπος, µάλιστα, τόλµησε να της κλείσει το µάτι πριν ο Χάρι τον σπρώξει µε δύναµη στον τοίχο. Μετά απ’ αυτό, οι περισσότεροι γύριζαν το πρόσωπο από την άλλη καθώς περνούσε. Έφτασαν στην µπροστινή πόρτα, και ο Χάρι τής άνοιξε να βγει. «Αν χρειάζεστε τίποτα, µις, απλά ζητήστε το» µουρµούρισε καθώς περνούσε από µπροστά του. «Ευχαριστώ» του απάντησε ευγενικά «αλλά έχω όλα για τα οποία ήρθα.» Και µ’ αυτό, βγήκε έξω στο λαµπερό, ανελέητο φως της µέρας. Ο Ωραίος Μίκι ήταν αρκετά συγκεκριµένος στις οδηγίες του, έτσι η Σάιλενς έβαλε το ένα πόδι µπροστά απ’ το άλλο και άρχισε να προχωράει µέσα στη µέση της οδού Σεντ Τζάιλς, µε τον άνεµο να φυσάει τα µακριά µαλλιά της. Δεν κοίταζε ούτε δεξιά ούτε αριστερά, αλλά κρατούσε τα µάτια της εστιασµένα µπροστά, ακόµα και όταν οι πόρνες που γύριζαν στα σπίτια τους άρχισαν να της φωνάζουν αισχρά λόγια. Έκλεισε τα αφτιά και την καρδιά της, και δεν άκουγε τίποτα, δεν έβλεπε τίποτα, µέχρι που ακριβώς µπροστά της είδε το πρόσωπο της Τέµπερανς, αυλακωµένο από δάκρυα. Τότε η Σάιλενς άφησε ένα µικρό βογκητό και ένιωσε δάκρυα να αναβλύζουν και στα δικά της µάτια. Αλλά µέχρι εκείνην τη στιγµή είχε καταφέρει να φτάσει στο τέρµα του δρόµου, οπότε όλα ήταν εντάξει. Είχε ακολουθήσει τις οδηγίες, είχε κάνει όλα όσα της είχε πει, και τώρα εκείνος θα τιµούσε τη δική του πλευρά της συµφωνίας. Μόνο που η ζωή της δεν θα ήταν ποτέ πια η ίδια.
Κεφάλαιο Δώδεκα Η Μεγκ αναστέναξε. «Αυτό δεν είναι αγάπη, Μεγαλειότατε.» Ο βασιλιάς Κλειστόκαρδος πάγωσε τη στιγµή που ετοιµαζόταν να δώσει ένα κοµµατάκι γλυκό στο µικρό γαλάζιο πουλί. «Και τότε, τι είναι;» «Φόβος» είπε η Μεγκ απλά. «Οι αυλικοί σας σάς φοβούνται, Μεγαλειότατε.» Ο βασιλιάς γρύλισε και έδειξε συλλογισµένος. «Πάρτε την πίσω στα µπουντρούµια» πρόσταξε τους φρουρούς. «Και, Μεγκ;» «Μεγαλειότατε;» «Φρόντισε να χτενίσεις τα µαλλιά σου την επόµενη φορά που θα σε δω.» «Μα, χρειάζοµαι χτένα και φουρκέτες για να χτενίσω τα µαλλιά µου» είπε η Μεγκ απαλά. Ο βασιλιάς έγνεψε απλά ανυπόµονα, και άλλη µια φορά οι φρουροί πήραν έξω τη Μεγκ… –από το Ο Βασιλιάς Κλειστόκαρδος Η Τέµπερανς κράτησε τη Σάιλενς κοντά της και έδεσε ευγενικά τα κορδόνια του µπούστου της καθώς η νοικιασµένη άµαξα κροτάλιζε στο πλακόστρωτο καθ’ οδόν για το Γουάπινγκ. Η Σάιλενς καθόταν ακίνητη σαν πεθαµένη, αλλά η ανάσα της ήταν τραχιά, και η Τέµπερανς µπορούσε να νιώσει τα δάκρυα να στάζουν στα δάχτυλά της καθώς της έφτιαχνε το ρούχο. «Χρειάζεσαι γιατρό;» ρώτησε τελικά η Τέµπερανς. «Όχι. Όχι, εντάξει είµαι» ψιθύρισε η Σάιλενς. Αυτό ήταν τόσο φανερό πως δεν ίσχυε, που έκανε καινούργια δάκρυα να ανεβούν στα µάτια της Τέµπερανς. Τα σκούπισε αποφασιστικά µε τον καρπό της. Τώρα δεν ήταν η στιγµή για να υποκύψει στη δική της φρίκη και οργή. Έπρεπε να φανεί δυνατή για χάρη της Σάιλενς. «Τι» –χρειάστηκε να σταµατήσει και να πάρει µια βαθιά εισπνοή– «τι σου έκανε, καλή µου;» «Τίποτε απολύτως» είπε η Σάιλενς άτονα. «Ούτε καν µε άγγιξε.» Η Τέµπερανς πήγε να διαµαρτυρηθεί, αλλά συγκρατήθηκε. Ήταν προφανές ότι ο Ωραίος Μίκι είχε κάνει κάτι στη Σάιλενς, όπως ήταν εξίσου προφανές πως εκείνη δεν µπορούσε να το κουβεντιάσει αυτήν τη στιγµή. Για τα επόµενα λεπτά, η Τέµπερανς συγκεντρώθηκε στο να χτενίσει µε τα δάχτυλά της τα µακριά κόκκινα µαλλιά της αδελφής της. Τα χώρισε και τα έπλεξε, και χρησιµοποιώντας µερικές απ’ τις δικές της φουρκέτες τα τύλιξε σαν στέµµα γύρω απ’ το κεφάλι της. Η Σάιλενς ακούµπησε πάνω στο στήθος της Τέµπερανς ενώ εκείνη της χάιδευε το µέτωπο σαν να ήταν παιδάκι. Η Τέµπερανς έσπασε τη σιωπή µετά από λίγο. «Καλή µου, γιατί πήγες σ’ αυτό τον άνθρωπο;» Η Σάιλενς αναστέναξε, ηχώντας χαµένη και µόνη. «Έπρεπε να σώσω τον Γουίλιαµ.» «Όµως, γιατί δεν ήρθες πρώτα σε µένα; Θα µπορούσαµε να το έχουµε συζητήσει, και ίσως να βρίσκαµε έναν άλλο τρόπο να βοηθήσεις τον Γουίλιαµ.» Η Τέµπερανς προσπάθησε να κρατήσει τη φωνή της επίπεδη, αλλά ήξερε ότι δεν κατάφερε να κρύψει εντελώς την απελπισία της. «Ήσουν τόσο απασχοληµένη» είπε ήσυχα η Σάιλενς. «Με το σπίτι, µε τα παιδιά, µε το Λόρδο Κέιρ και την αναζήτηση καινούργιου χορηγού.» Οι λέξεις ήταν σαν µαχαιριές στο στήθος της Τέµπερανς. Πώς είχε µπλέξει τόσο πολύ µε άλλα πράγµατα, ώστε η ίδια της η αδελφή να µην µπορεί να έρθει σε εκείνη για βοήθεια;
«Δεν θα είχε αλλάξει τίποτα, έτσι κι αλλιώς» ψιθύρισε η Σάιλενς κλείνοντας τα µάτια. «Έπρεπε να πάω στον Ωραίο Μίκι µόνη. Έπρεπε να κάνω τη συµφωνία που έκανα µαζί του µόνη. Και δούλεψε, ξέρεις.» «Ποιο δούλεψε, καλή µου;» µουρµούρισε η Τέµπερανς. «Το ότι πήγα στον Ωραίο Μίκι. Η συµφωνία µου µαζί του. Λέει ότι θα επιστρέψει το κλεµµένο φορτίο του Σπίνου.» Η Τέµπερανς έκλεισε κι αυτή τα µάτια. Ήλπιζε πως ο πειρατής θα κρατούσε το λόγο του, αλλά ακόµα κι αν συνέβαινε το θαύµα και το έκανε, αυτό δεν θα άλλαζε τα πράγµατα για τη Σάιλενς. Η µικρή της αδελφή είχε καταστραφεί – τώρα και για πάντα. Ο Λάζαρους είχε µόλις σηκωθεί όταν ξέσπασε ο καβγάς έξω από την πόρτα του υπνοδωµατίου του εκείνο το απόγευµα. Σήκωσε τα µάτια από το γραφείο του, στο οποίο ήταν καθισµένος φορώντας µόνο τη ρόµπα και το παντελόνι του, και είδε την πόρτα του να ανοίγει µε φόρα. Η Τέµπερανς µπήκε σαν σίφουνας στο δωµάτιο. Πίσω της ακολουθούσε ο Σµολ. Ο Λάζαρους έριξε µια µατιά στο δακρυσµένο πρόσωπο της Τέµπερανς και φώναξε στον υπηρέτη του: «Άφησέ µας.» Ο Σµολ έκανε µια υπόκλιση και βγήκε κλείνοντας την πόρτα. Ο Λάζαρους σηκώθηκε αργά. «Τι συνέβη;» Εκείνη τον κοίταξε, µε τα χρυσαφιά µάτια της να µιλάνε για τραγωδία. «Η Σάιλενς… Ω, Θεέ µου, Λάζαρους. Η Σάιλενς.» Παρατήρησε αφηρηµένα ότι ποτέ πριν δεν του είχε απευθυνθεί µε το µικρό του όνοµα. «Πες µου.» Έκλεισε τα µάτια της σαν να προσπαθούσε να πάρει κουράγιο για να του πει. «Αποφάσισε να προσπαθήσει να πάρει πίσω η ίδια το φορτίο του Γουίλιαµ, του άντρα της. Πήγε στον αρχηγό των συµµοριών του λιµανιού, έναν άντρα ονόµατι Μίκι Ο’Κόνορ…» Είχε ακούσει αόριστες φήµες για ένα φανταχτερό κλέφτη του λιµανιού στις περιπλανήσεις του στο Σεντ Τζάιλς. Ο άνθρωπος ήταν επικίνδυνος. Ο Κέιρ συνοφρυώθηκε. «Και;» Ένα ασηµένιο δάκρυ κύλησε κάτω από το βλέφαρό της και έσταξε στο πάτωµα, αστράφτοντας κάτω απ’ το απογευµατινό φως. «Συµφώνησε να επιστρέψει το φορτίο… µε ένα αντίτιµο.» Μια ζωή κυνισµού τον έκανε να καταλάβει αµέσως ποιο ήταν το αντίτιµο, παρ’ όλα αυτά ρώτησε: «Τι ήταν;» Εκείνη άνοιξε τα µάτια της, δυο χρυσοκάστανες λάµψεις. «Την ανάγκασε να περάσει τη νύχτα µαζί του.» Ο Λάζαρους άφησε την ανάσα του να βγει απότοµα στην επιβεβαίωση της υποψίας του. Δεν είχε συναντήσει ποτέ τη Σάιλενς, δεν ήξερε τίποτε για εκείνην, και ακόµα κι αν ήξερε, πιθανότατα δεν θα έδινε δεκάρα. Μόνο που ήταν αδελφή της Τέµπερανς. Και αυτό έκανε όλη τη διαφορά. Ήταν κάτι το παράξενο, αυτό το αίσθηµα συµπόνιας. Δεν το είχε βιώσει ποτέ ξανά. Συνειδητοποίησε πως ό,τι πονούσε αυτήν τη γυναίκα, πονούσε κι εκείνον, ό,τι τη µάτωνε, προκαλούσε µια αιµορραγία πόνου µέσα στην ψυχή του. Της άπλωσε τα χέρια. «Έλα εδώ.» Εκείνη βούτηξε στην αγκαλιά του, κι ο Λάζαρους την έσφιξε στο στήθος του, ενώ ο πόνος διαπέρασε
το γυµνό του δέρµα, εκεί που άνοιγε η ρόµπα και τον άφηνε εκτεθειµένο. Μύριζε τόσο γλυκά, αυγή και γυναίκα. «Λυπάµαι» την παρηγόρησε, και τα λόγια ακούστηκαν ξένα στη γλώσσα του. «Λυπάµαι τόσο πολύ.» Εκείνη άφησε ένα λυγµό. «Όταν έφτασα στο σπίτι το πρωί, ο Γουίλιαµ είπε ότι η Σάιλενς δεν είχε γυρίσει το βράδυ. Υποψιαζόταν πως είχε πάει στον Ο’Κόνορ, αλλά ήταν πολύ επικίνδυνο να µπει στην περιοχή του αρχικακοποιού µέσα στη νύχτα.» Ο Λάζαρους σκέφτηκε σιωπηλά πως αν ήταν η Τέµπερανς, κι εκείνος ήξερε πως βρισκόταν στο ληµέρι των κλεφτών, µε το σώµα και την ψυχή της σε κίνδυνο, θα είχε πάει να την πάρει µε κάθε κόστος. «Περιµέναµε µέχρι να φωτίσει, και µετά νοικιάσαµε µια άµαξα» ψιθύρισε κολληµένη στον ώµο του. Η ανάσα της έστειλε ρίγη αγωνίας στο δέρµα του. «Το σπίτι του Ο’Κόνορ είχε µόλις φανεί στο βάθος, όταν είδαµε να βγαίνει από µέσα η Σάιλενς.» Της χάιδεψε τα µαλλιά. Φορούσε ακόµη τις καρφίτσες µε τα τοπάζια που της είχε αγοράσει παρόλο που είχε αλλάξει φόρεµα. Η Τέµπερανς ανατρίχιασε στην ανάµνηση. «Τα µαλλιά της ήταν λυτά, Κέιρ, και το µπούστο της ξεκούµπωτο. Την ανάγκασε να περπατήσει έτσι στο δρόµο, λες και ήθελε να τη µαρκάρει σαν πόρνη. Όταν µε είδε, άρχισε να κλαίει.» Ο Λάζαρους έκλεισε τα µάτια του, απορροφώντας τον πόνο της, και επανέλαβε το µόνο πράγµα που ήξερε να πει. «Λυπάµαι.» «Είπε πως δεν συνέβη τίποτα, πως ο Ο’Κόνορ την υποχρέωσε να µείνει τη νύχτα στο υπνοδωµάτιό του, αλλά δεν την άγγιξε. Ω, Κέιρ, οι διαµαρτυρίες της ήταν τόσο θλιβερές, που δεν τόλµησα να την πιέσω για την αλήθεια. Το µόνο που µπόρεσα ήταν να την αγκαλιάσω.» Εκείνος έσφιξε τα µπράτσα του γύρω της. «Λυπάµαι.» Έκανε λίγο πίσω και τον κοίταξε στα µάτια. «Όµως, το χειρότερο ήταν όταν επέστρεψε στο ορφανοτροφείο. Ο Γουίλιαµ µάς περίµενε–» «Δεν σας συνόδεψε στην άµαξα;» είπε ο Λάζαρους ζαρώνοντας το µέτωπο. Η Τέµπερανς κούνησε το κεφάλι αρνητικά. «Είπε πως αν τον έβλεπαν κοντά στο σπίτι του Ο’Κόνορ, θα το χρησιµοποιούσαν σαν απόδειξη για τον ισχυρισµό τους ότι ήταν συνεννοηµένος µε τον πειρατή.» Ο Λάζαρους πέρασε το χέρι του καθησυχαστικά στην πλάτη της χωρίς σχόλιο. Ο Χόλινµπρουκ ήταν ανόητος. «Και όταν φτάσαµε, έριξε µια µατιά στη Σάιλενς και γύρισε το πρόσωπό του από την άλλη. Ω, Κέιρ» –τα µάτια της έκλεισαν κουρασµένα– «ράγισε η καρδιά µου.» Έσκυψε το κεφάλι, επειδή δεν µπορούσε να αντισταθεί. Τα χείλη του χάιδεψαν απαλά τα δικά της. «Λυπάµαι τόσο πολύ.» Το κεφάλι της έγειρε κουρασµένα στον ώµο της καθώς δεχόταν το φιλί του. Τα χείλη της ήταν απαλά και είχαν γεύση από δάκρυα. Πέρασε το στόµα του τρυφερά στα µάγουλά της, γεύτηκε κι εκεί τη γεύση από τα δάκρυά της, ήπιε τη θλίψη της. «Κέιρ» είπε ξέπνοα η Τέµπερανς. «Μµ;» «Είµαι τόσο κουρασµένη» του είπε, σχεδόν σαν κοριτσάκι. Ο Λάζαρους υπέθετε πως δεν είχε κοιµηθεί καθόλου απ’ όταν την άφησε σπίτι της τη νύχτα.
«Τότε, ξάπλωσε µαζί µου για λίγο» της ψιθύρισε. Τη σήκωσε στην αγκαλιά του σαν να ήταν παιδάκι και την πήγε στο άστρωτο ακόµη κρεβάτι του, αφήνοντάς τη µαλακά εκεί πριν ξαπλώσει δίπλα της. Την τράβηξε κοντά του µέχρι που το κεφάλι της χώθηκε στο στήθος του, κάνοντάς τον να νιώσει µικρά τρυπήµατα που άγγιζαν τα όρια του πόνου. Εκείνη αναστέναξε ξανά. «Είναι περίεργο.» «Ποιο;» µουρµούρισε ο Λάζαρους, περνώντας απαλά τα δάχτυλά του µέσα απ’ τα µαλλιά της. Έβγαλε από τον κότσο της τις καρφίτσες µε τα τοπάζια, και τις ακούµπησε στο κοµοδίνο. «Ο Γουίλιαµ έστειλε µήνυµα. Αφού πήγε σπίτι µε τη Σάιλενς. Αφού οι αδελφοί µου καβγάδισαν και ο Άσα έφυγε έξαλλος.» «Τι έλεγε;» Έβγαζε µία-µία τις µικρές φουρκέτες από τα µαλλιά της, ελευθερώνοντας τις µπούκλες της και χτενίζοντάς τες µε τα δάχτυλά του. «Το φορτίο. Ο Μίκι Ο’Κόνορ κράτησε το λόγο του. Ήταν όλο πίσω στο πλοίο σήµερα το πρωί. Σαν να µην είχε εξαφανιστεί ποτέ.» Ο Λάζαρους κάρφωσε το βλέµµα στον ουρανό του κρεβατιού του και αναλογίστηκε την ατιµία ενός κλέφτη και την τιµή του, και το τίµηµα που µπορεί να πληρώσει µια γυναίκα για τον άντρα που αγαπάει. Όταν κατέβασε ξανά τα µάτια, είδε την Τέµπερανς να ανασαίνει αργά και σταθερά πάνω του, µε το αισθησιακό στόµα της ελαφρά ανοιχτό. Τα εβένινα µαλλιά της ήταν απλωµένα σαν µεταξωτή κουβέρτα πάνω στον ώµο του και στο κρεβάτι, και η εικόνα αυτή του έδωσε µια βαθιά ικανοποίηση στην ψυχή. Έπιασε µια µπούκλα και την κοίταξε να τυλίγεται αξιολάτρευτα γύρω απ’ τα δάχτυλά του. Χαµογέλασε. Πώς µπορούσε να ξεγελάει ένας άντρας τον εαυτό του µε µια τέτοια εικόνα! Μετά άφησε το χέρι του να πέσει. Την τράβηξε λίγο πιο κοντά στο στήθος του και έκλεισε τα µάτια του. Και κοιµήθηκε. Η Τέµπερανς ξύπνησε µέσα σ’ ένα σκοτεινό δωµάτιο, µε την επίγνωση πως κάτι φρικτό την περίµενε µόλις θα άνοιγε τα βλέφαρά της. Έτσι δεν τα άνοιξε. Αφέθηκε, χωρίς να σκέφτεται, χωρίς να ξυπνάει, προσπαθώντας να κρατηθεί στη γαλήνη του ύπνου. Δίπλα της υπήρχε ένα άλλο σώµα, µεγάλο και ζεστό και ανακουφιστικό, και συγκεντρώθηκε σ’ αυτό. Άκουγε τη βαθιά του ανάσα σαν να κοιµόταν ακόµη, και της άρεσε ο απαλός ήχος της εκπνοής. Σήµαινε πως δεν ήταν µόνη. Ευχήθηκε να µπορούσε να µείνει έτσι για πάντα, µέσα στην γκρίζα θαλπωρή του µισόυπνου. Μοιραία, όµως, το ξύπνηµα και η επίγνωση µπήκαν απρόσκλητα, και την έκαναν να ανοίξει τα µάτια της µε ένα πονεµένο αγκοµαχητό. Το µπράτσο του Κέιρ σφίχτηκε γύρω της. Έστρεψε το πρόσωπό της προς το µέρος του, ρουφώντας τη µυρωδιά του, νιώθοντας ντροπή για τα δάκρυα που ακόµη απειλούσαν να αναβλύσουν. Η Σάιλενς ήταν η µικρότερη, η πιο αθώα της οικογένειας, και η πτώση της έµοιαζε πολύ βαριά για να την αντέξει, λες και όλο το φως είχε χαθεί απ’ τον κόσµο. Εκείνος αναστέναξε βαριά, µε το ένα χέρι του να κατεβαίνει από την πλάτη στα οπίσθιά της και να τα αγκαλιάζει. «Τέµπερανς.» Έκαιγε ολόκληρος. Γλίστρησε το µπράτσο της στην πλάτη του, νιώθοντας ελαφρά έκπληκτη στη
συνειδητοποίηση πως µόνο µια λεπτή στρώση µετάξι χώριζε τα δάχτυλά της από το γυµνό του δέρµα. «Κέιρ.» Το στόµα του βρήκε το δικό της, νωχελικό από τον ύπνο. Τη φίλησε, κι αυτή ένιωσε όµορφα µέσα στο σκοτάδι. Αυτήν τη στιγµή δεν ήταν η Τέµπερανς· ούτε εκείνος ήταν ένας αριστοκράτης λόρδος πολύ πιο ψηλά απ’ την ίδια. Εδώ, κλεισµένοι στο δικό τους κουκούλι ανάµεσα στη µέρα και στη νύχτα, ήταν απλά ένας άντρας και µια γυναίκα. Και σαν γυναίκα, άνοιξε το στόµα της κάτω απ’ το δικό του. Ένας ήχος ικανοποίησης βγήκε βαθιά απ’ το στήθος του, και η γλώσσα του τρύπωσε στο στόµα της, διεκδικώντας την. Του δόθηκε, τραβώντας τον βαθιά. Αυτήν τη στιγµή δεν ήθελε να αντιµετωπίσει τον κόσµο που βρισκόταν έξω από αυτό το υπνοδωµάτιο. Ήθελε µόνο να νιώσει. Να αφεθεί και να νιώσει όπως δεν είχε κάνει εδώ και χρόνια. Η επιθυµία την πληµµύρισε, άγρια και ξαφνική. Πάντα ήταν ιδιαίτερα ευάλωτη στο σωµατικό πόθο. Πάντα έπρεπε να θωρακίζεται απ’ αυτόν στην καθηµερινή της ζωή, για να µην καταλάβουν οι άλλοι πόσο την έλεγχε. Τώρα τον άφησε ελεύθερο. Άνοιξε τα χέρια της πάνω στην πλάτη του, νιώθοντας το λείο µετάξι να γλιστράει κάτω από τις παλάµες της. Ήταν µυώδης, οι ώµοι του φαρδιοί και η κοιλότητα της ραχοκοκαλιάς του πολύ καθαρή. Ο Κέιρ διέκοψε το φιλί τους µε ένα βογκητό, αρπάζοντας το κορσάζ της. «Βγάλ’ το.» Ήταν παράξενα µέσα στο σκοτάδι, αλλά εκείνη πάλεψε να το βγάλει, και όταν ο κορσές βρέθηκε κοντά στη µέση της, αυτός απλά έβαλε τα δάχτυλά του κάτω από τα κορδόνια και τα ξήλωσε από τις τρύπες. Κάθε κορδόνι έκανε έναν ξερό ήχο καθώς ελευθερωνόταν από τη φυλακή του, κι η Τέµπερανς ένιωσε τα στήθη της να αναπηδούν ελεύθερα. Αυτός τράβηξε το διαλυµένο κορσέ απ’ το κορµί της, και ύστερα της έβγαλε την πουκαµίσα. Και µετά ήταν γυµνή. «Βγάλε την» του ψιθύρισε, τραβώντας τη ρόµπα. «Δεν µπορώ. Συγγνώµη» µουρµούρισε, κι αυτή θυµήθηκε την ευαισθησία του. Συνάντησε τα µάτια του. Την κοίταζαν θλιµµένα. «Θα πονέσεις;» «Δεν θα πονέσω.» Έσυρε τα χείλη του στην άκρη του στόµατός της. «Δεν είναι πόνος πια µαζί σου. Μόνο… ενόχληση. Κι αυτό µόνο όταν αγγίζεις το γυµνό µου δέρµα.» «Κι αν αγγίξεις εσύ το δικό µου γυµνό δέρµα;» Της χαµογέλασε. «Αυτό, σε διαβεβαιώ, δεν θα µου προκαλέσει καθόλου πόνο.» Ένιωσε µια µικρή απογοήτευση, αλλά µετά πήγε πιο κοντά του, τρίβοντας τα στήθη της πάνω του, νιώθοντας το µετάξι στις θηλές της. Εκείνος γρύλισε απλώνοντας το χέρι να την αγγίξει, κι η Τέµπερανς ελευθερώθηκε απ’ τα δεσµά που τη συγκρατούσαν. Πέρασε το πόδι της από πάνω του και έσυρε τη γυµνή της γάµπα στο πόδι του. Ένιωσε το τραχύ ύφασµα του παντελονιού του πάνω στο δέρµα της πριν φτάσει στο κάτω µέρος του ποδιού του που έµενε γυµνό. Τον αισθάνθηκε να σφίγγεται. Ήξερε ότι του προκαλούσε δυσφορία, αλλά δεν µπορούσε να σταµατήσει. Απολάµβανε την αντίθεση ανάµεσα στη δική της απαλότητα και στη δική του σκληρή δύναµη. Με µια ξαφνική κίνησή του, την έφερε από κάτω του. «Ναι» βόγκηξε η Τέµπερανς. «Ναι.» Όµως, αυτός δεν έκανε το αναµενόµενο. Αντίθετα της αιχµαλώτισε τα χέρια, πιέζοντάς τα πάνω απ’ το κεφάλι της, και έριξε το βάρος του πάνω της µέχρι που να µην µπορεί να κινηθεί σχεδόν καθόλου.
«Σε παρακαλώ, τώρα» του είπε λαχανιασµένα. Δεν ήθελε να βγει απ’ αυτήν τη ναρκωµένη κατάσταση, να επιστρέψει στην κανονική ζωή και στην ενοχή και στη θλίψη. «Δεν υπάρχει βιασύνη» µουρµούρισε ο Κέιρ πάνω στο λαιµό της. «Ναι» του απάντησε θυµωµένα «υπάρχει.» Αλλά, εκείνος απλά γέλασε, µε την ανάσα του να γαργαλάει το δέρµα της καθώς το στόµα του εξερευνούσε την κλείδα της. Γιατί καθυστερούσε; Δεν είχε τις ίδιες ανάγκες µε τους άλλους άντρες; Εκείνο το κοµµάτι του –αυτό που τον έκανε άντρα– σίγουρα ενδιαφερόταν, και µάλιστα πολύ. Πιεζόταν στην κοιλιά της, σκληρό και καυτό µέσα από το παντελόνι του, γλιστρώντας στο γοφό της καθώς αυτός άρχισε να κατεβαίνει πιο χαµηλά. Ήταν θολωµένη, ζαλισµένη και µπερδεµένη, µε την προσοχή της διασπασµένη ανάµεσα στο στόµα του που περιπλανιόταν και στον ανδρισµό του που τώρα πίεζε τη γυναικεία φύση της. Προσπάθησε να ανασηκώσει τους γοφούς της, να πιεστεί πάνω του, αλλά εκείνος άφησε ένα µικρό γελάκι, και µετακίνησε το µηρό του για να την κρατήσει ακίνητη. «Τι κάνεις;» του φώναξε σαστισµένη. «Μα, κυρία Ντιουζ» της είπε αργόσυρτα «νόµιζα πως είχατε υπάρξει παντρεµένη.» «Ήµουν παντρεµένη» είπε τσαντισµένα. Το τελευταίο πράγµα που ήθελε να σκεφτεί αυτήν τη στιγµή ήταν ο πεθαµένος σύζυγός της. «Τότε, θα περίµενα να είστε κάπως εξοικειωµένη µε τη διαδικασία» της ψιθύρισε ένα δευτερόλεπτο πριν πάρει τη θηλή της µέσα στο καυτό στόµα του. Το µυαλό της άδειασε, και µετά ένα κύµα αισθησιασµού την έκανε κυριολεκτικά να τρέµει. Μεγαλοδύναµε Θεέ, είχε περάσει τόσος καιρός που δεν την είχε αγγίξει άντρας εκεί. Που δεν είχε νιώσει αυτό το δυνατό ρούφηγµα. Ο ερωτισµός ήταν σχεδόν καταλυτικός. Ο Κέιρ ανασήκωσε τεµπέλικα το κεφάλι του για να γλείψει το άλλο της στήθος, µε κάθε νωθρό χτύπηµα της υγρής γλώσσας του να τη στέλνει όλο και πιο ψηλά. «Πρέπει να οµολογήσω ότι είµαι κι εγώ πρωτάρης σ’ αυτό» είπε αργόσυρτα. «Τι;» Βλεφάρισε ξαφνιασµένη µέσα στο σκοτάδι. «Τι εννοείς;» «Στο να κάνω έρωτα» της είπε ορθά-κοφτά και δάγκωσε απαλά την άλλη της θηλή. Εκείνη άφησε ένα λυγµό, νιώθοντας µια ευχαρίστηση που έφτανε στα όρια του πόνου να φουντώνει όλο και πιο πολύ στο κέντρο της. Ο Κέιρ δεν έκανε την παραµικρή κίνηση να την ανακουφίσει. Αντίθετα άρχισε να µιλάει. «Μου έχουν πει πως είναι εξαιρετική εµπειρία» είπε ήρεµα «αλλά θα πρέπει να µε συγχωρήσεις αν δείχνω κάπως αβέβαιος. Έχω πάει µε πολλές γυναίκες, αλλά δεν έχω κάνει ποτέ αυτό που λένε έρωτα. Εδώ, νοµίζω, η ειδικός είσαι εσύ.» Η φωνή του έκρυβε ένα αµυδρό ερώτηµα, αλλά ακόµα κι αν είχε το µυαλό να του απαντήσει, η Τέµπερανς δεν θα είχε κάνει κανένα σχόλιο. Γιατί έπαιζε αυτό το παιχνίδι µαζί της όταν το µόνο που ήθελε εκείνη ήταν τη σάρκα του ανάµεσα στους µηρούς της; «Ήρεµα» της ψιθύρισε µε σιγανή φωνή, µαλώνοντάς τη για το βογκητό απογοήτευσης που βγήκε απ’ τα χείλη της. Της άνοιξε τους µηρούς και πήρε θέση ανάµεσά τους. «Να! Καλύτερα τώρα;» Δεν ήταν το τέλειο, αλλά ήταν σαφώς καλύτερα. Η σκληράδα του πίεσε τις υγρές πτυχές της, και το ύφασµα του παντελονιού την ερέθισε υπέροχα. Έκλεισε τα µάτια χαµένη στην απόλαυση της φωτιάς του, της ελαφριάς, αλλά όχι αρκετής πίεσης. «Να» επανέλαβε µαλακά. «Τι θα ’λεγες αν πρόσθετα κι αυτό;»
Και πήρε τη θηλή της ξανά στο στόµα του, µε τα δόντια του να τη γδέρνουν απαλά καθώς ρουφούσε. Ήθελε κι αυτή να τον αγγίξει, να περάσει τα δάχτυλά της µέσα από τις τριχούλες του στήθους του, να γαντζωθεί απ’ τους ώµους του και να βάλει το χέρι µέσα από το παντελόνι του για να µαλάξει τους γλουτούς του. Αλλά τα χέρια του κρατούσαν ακόµη δέσµια τα δικά της, κι έτσι ήταν αναγκασµένη απλά να περιµένει. Να υποτάσσεται. «Άνοιξε πιο πολύ τα πόδια σου» της ψιθύρισε, µε φωνή βαθιά και καθαρή µέσα στο σκοτάδι. Συµµορφώθηκε. «Σήκωσέ τα λίγο.» Υπάκουσε. Εκείνος γρύλισε µε έναν ήχο που έδειχνε απόλαυση. Η κίνησή της τον είχε κάνει να έρθει πιο κοντά της, να κολλήσει σε όλο του το µήκος πάνω στην ευαίσθητη φύση της. Ξεροκατάπιε, περιµένοντας την επόµενη κίνησή του. «Ναι, έτσι.» Εκείνος µετακινήθηκε λίγο, φέρνοντας το χέρι του ανάµεσά τους για να ανοίξει το παντελόνι του. Όταν έριξε πάλι το βάρος του πάνω της, ο γυµνός του ανδρισµός τρίφτηκε στην κλειτορίδα της, και ενώ η προσοχή της είχε εστιαστεί εκεί, έφερε το στόµα του στο δικό της. Τη φίλησε µε το στόµα ανοιχτό, και η κίνησή του είχε µια σχεδόν υπερβολική εγγύτητα µέσα στο σκοτάδι. Ξάπλωσε πάνω της –το στέρνο του πίεσε τα ευαίσθητα, γυµνά στήθη της, ο ανδρισµός του βυθίστηκε µέσα στις τρυφερές πτυχές της– και άρχισε να τη φιλάει επίµονα, αλλά και νωχελικά. Έπιασε το κάτω χείλι της στα δόντια του, δαγκώνοντάς το απαλά, κι έπειτα ψιθύρισε πάνω στο στόµα της: «Άνοιξε.» Υποδέχτηκε την ορµητική γλώσσα του στο στόµα της, ρουφώντας τη για µια ατέλειωτη στιγµή. Το φιλί ήταν τόσο ερωτικό, που σχεδόν δεν κατάλαβε ότι εκείνος άρχισε να εισχωρεί µέσα της. Έµεινε ακίνητη, µε την προσοχή της εστιασµένη εξ ολοκλήρου στο πώς εκείνο το µέρος του σώµατός του γινόταν ένα µε το δικό της. Μέχρι που τη δάγκωσε ελαφρά στην άκρη του στόµατος. «Δώσε προσοχή.» Η φωνή του ήταν τραχιά τώρα. Κάτι άγριο και θηλυκό αγαλλίασε µ’ αυτή την τραχύτητα, µε τη γνώση πως τον επηρέαζε παρά τα απαιτητικά του γούστα. Άνοιξε το στόµα της κάτω απ’ το δικό του, δαγκώνοντάς τον, κι ακούγοντάς τον να παίρνει µια κοφτή αναπνοή. Μετά, το στόµα του έλιωσε το δικό της, άγρια, σχεδόν ανεξέλεγκτα, το κυρίαρχο αρσενικό που εξουσίαζε το θηλυκό. Το δικό του θηλυκό. Μετακινήθηκε ξανά, αποτραβήχτηκε λίγο έξω, βρίσκοντας ξανά την είσοδό της και µπαίνοντας πάλι µέσα της. Ανασήκωσε ελάχιστα το κεφάλι του για να της ψιθυρίσει: «Τώρα.» Έσπρωξε µε δύναµη. Η σκληράδα του διαπέρασε τα τρυφερά βάθη της, χωρίζοντας και διαπερνώντας, εισβάλλοντας εκεί που είχε µείνει άδεια για χρόνια. Εκείνη άφησε ένα βογκητό στην κίνησή του, στην αίσθηση πως ήταν σωµατικά και νοητικά µαζί, αλλά το στόµα του βρέθηκε πάλι πάνω στο δικό της, ρουφώντας την ανάσα της. Έσπρωξε µε δύναµη ξανά και ξανά, µέχρι που βρέθηκε ολόκληρος µέσα της, µε τους µηρούς της ανοιγµένους διάπλατα, τους γοφούς του σκληρούς ανάµεσά τους. Η Τέµπερανς ένιωσε ένα στιγµιαίο πανικό. Ποιος ήταν αυτός ο άντρας; Γιατί ήταν από κάτω του, αφήνοντας το χειρότερο κοµµάτι του εαυτού της να υπαγορεύει τις πράξεις της; Έπειτα, ο Κέιρ άρχισε να κινείται µέσα της, και όλες οι σκέψεις πέταξαν απ’ το µυαλό της. Κινείτο σαν ένα κύµα που έσκαγε στην ακτή, σαν τον άνεµο που σαρώνει το λιθόστρωτο, σαν ένας άντρας πάνω σε µια γυναίκα. Ήταν η πιο παλιά, η πιο συνηθισµένη κίνηση στην Ιστορία· και την ίδια στιγµή ήταν κάτι καινούργιο και αγνό.
Επειδή ήταν αυτός και αυτή, και δεν το είχαν ξανακάνει ποτέ µαζί. Κύρτωσε το κορµί της από κάτω του, νιώθοντας τη σάρκα του να γίνεται ένα µε τη δική της καθώς συνέχιζε να τη φιλάει βαθιά στο στόµα. Πέρασε τα χείλη του πάνω απ’ το µάγουλό της, χωρίς να διακόψει στιγµή το ρευστό, αργό ρυθµό του, και της ψιθύρισε στο αφτί: «Τύλιξε τα πόδια σου στους γοφούς µου.» Το έκανε, και έτσι βρέθηκαν ενωµένοι ακόµα πιο σφιχτά. Έσπρωξε λίγο προς τα πάνω, κι εκείνη βόγκηξε. Με κάθε ώθησή του προς τα µέσα, µε κάθε αργό τράβηγµα προς τα έξω, έτριβε τη σάρκα του πάνω στο φύλο της. Γύρισε το κεφάλι της στο πλάι, νιώθοντας ξαφνικά πολύ εκτεθειµένη, πολύ ευάλωτη, παρά το σκοτάδι, αλλά αυτός την ακολούθησε, πιέζοντας το στόµα του απαλά στη γωνία των χειλιών της. Ήταν αβάσταχτη αυτή η αργή, ελεγχόµενη, επαναλαµβανόµενη εισβολή, αυτή η απόλυτη επίθεση στις αισθήσεις της. Ήθελε να ουρλιάξει, να τον κάνει να σταµατήσει. Να τον παροτρύνει να κινηθεί πιο γρήγορα. Κι εκείνος σαν να κατάλαβε την αγωνία της, αύξησε το ρυθµό του, φτάνοντας µέχρι τον πυρήνα της µε ένα δυνατό τέµπο. Ξετρελαίνοντάς την. Τράβηξε το στόµα της απ’ το δικό του, λαχανιασµένη, µε τους καρπούς της να συστρέφονται κάτω απ’ το χέρι του. «Σταµάτα.» «Όχι» της ψιθύρισε, αόρατος µέσα στο σκοτάδι. «Αφέσου.» «Δεν µπορώ.» «Μπορείς.» Έσπρωξε το σώµα του λίγο πιο πάνω, και άρχισε ένα αργό στριφογύρισµα των γοφών καθώς έµπαινε µέσα της, και µε κάποιον τρόπο η πίεση, η απόλαυση, η έξαψη και η προσµονή, ελευθερώθηκαν όλα µονοµιάς. Ένιωσε να πετάει, υπέροχα ελεύθερη, χωρίς µυαλό, χωρίς ψυχή, µόνο ένα παλλόµενο σηµείο λαµπερής οµορφιάς. Άκουσε αµυδρά την ανάσα του να πιάνεται, τον ένιωσε να τινάζεται, και µετά ξαφνικά να χάνει τον έλεγχο. Μπαινόβγαινε βίαια µέσα στο κορµί της καθώς εκείνη αιωρείτο, και η κίνησή του την έστειλε ακόµα πιο ψηλά. Η αναπνοή του βγήκε τραχιά. Το κορµί του έκανε ακόµα µια-δυο ωθήσεις, και ύστερα σταµάτησε, µε το κεφάλι του να χαµηλώνει για να τη φιλήσει τρυφερά. Η Τέµπερανς ένιωσε µια άγρια παρόρµηση να πει κάτι εντελώς ανάρµοστο. Να του πει τι σήµαινε όλο αυτό για εκείνην. Της ελευθέρωσε τους καρπούς, αλλά η Τέµπερανς ήταν πολύ εξαντληµένη για να κατεβάσει τα χέρια της. «Εξαιρετικό, όντως» µουρµούρισε ο Κέιρ µε φωνή ήρεµη και βαθιά, και ελαφρά λαχανιασµένη. Εκείνη ήξερε πως θα έπρεπε να το αναλύσει αυτό, να δώσει µια απάντηση. Αντί γι’ αυτό, αποκοιµήθηκε. Ποτέ πριν δεν είχε ξυπνήσει δίπλα σε µια γυναίκα. Ήταν η πρώτη σκέψη που έκανε ο Λάζαρους το επόµενο πρωί. Οι συνήθεις ερωµένες του ήταν εξ ορισµού περισσότερο επαγγελµατικοί συνεργάτες. Πουλούσαν ένα αγαθό· αυτός το αγόραζε. Απλά, καθαρά και απρόσωπα. Τόσο απρόσωπα, ώστε µερικές φορές δεν ήξερε τα πραγµατικά τους ονόµατα, ακόµα κι εκείνων όπως η Μαρί, που την είχε κρατήσει σαν ερωµένη για χρόνια. Η Μαρί στο όνοµα της οποίας αναζητούσε ένα δολοφόνο στο Σεντ Τζάιλς. Ωστόσο, ποτέ δεν είχε κοιµηθεί δίπλα στη Μαρί. Ποτέ δεν είχε νιώσει τη γλυκιά ζεστασιά της δίπλα
του, ποτέ δεν είχε ακούσει την απαλή εκπνοή της ενώ κοιµόταν. Άνοιξε τα µάτια του και έστρεψε το κεφάλι για να κοιτάξει την Τέµπερανς. Ήταν ξαπλωµένη µε τα χέρια ακόµη απλωµένα πάνω απ’ το κεφάλι της. Τα χείλη της είχαν ένα βαθύ κόκκινο χρώµα, τα µάγουλά της ήταν ξαναµµένα, και ο ήλιος που ανέτελλε έδινε µια χρυσή γυαλάδα στην επιδερµίδα της. Ήταν σχεδόν υπερβολικά όµορφη έτσι όπως κειτόταν δίπλα του για να είναι αληθινή. Μόνο η µπερδεµένη µάζα των µαλλιών της την έσωζε από την τελειότητα. Ευτυχώς. Είχε αγοράσει και χρησιµοποιήσει την τελειότητα στο παρελθόν, και πλέον δεν τον ενδιέφερε. Το αίµα του έβραζε τώρα για µια αληθινή γυναίκα. Μια ατηµέλητη µπούκλα έπεφτε στο µάγουλό της, κατέβαινε στο λαιµό της, κολλώντας λίγο απ’ τον ιδρώτα, και καµπύλωνε πάνω στο γυµνό στήθος της. Στρογγυλό και γεµάτο, µε τη θηλή ένα απαλό ροζ. Άγγιξε τη θηλή της, απορώντας µε τη βελούδινη υφή της επιδερµίδας της, την άµεση αντίδραση της κορυφής της. Εκείνη άφησε ένα µικρό βογκητό, και το βλέµµα του πέταξε στο δικό της. Τον κοίταζε απορηµένα, σαν να είχε εκπλαγεί ανακαλύπτοντας τον εαυτό της ξαπλωµένο στο κρεβάτι του. Ίσως και να είχε. «Καληµέρα» της είπε. Κοινότυπο ίσως, αλλά τι, στο διάβολο, άλλο θα έπρεπε να πει; Όµως, εκείνη παραµέρισε απότοµα τα σκεπάσµατα και πετάχτηκε απ’ το κρεβάτι σαν τροµαγµένο ελαφάκι. «Πού είναι η πουκαµίσα µου;» Ο Λάζαρους έδεσε τα χέρια πίσω απ’ το κεφάλι του. «Δεν έχω ιδέα.» Γύρισε και τον αγριοκοίταξε – εντελώς γοητευτική αφού ήταν γυµνή. «Εσύ µου την έβγαλες. Θα έπρεπε να ξέρεις.» «Είχα, ε, άλλα ζητήµατα στο µυαλό µου.» Κρίµα. Δεν ήταν ανάγκη να κοιτάξει προς τα κάτω για να µάθει πως το σώµα του θα ήταν κάτι παραπάνω από ευχαριστηµένο να επαναλάβει τις δραστηριότητες της προηγούµενης νύχτας. Την κοίταξε. Ήταν γονατιστή, µε τα οπίσθιά της υψωµένα, καθώς έψαχνε κάτω από την πολυθρόνα προφανώς για τη χαµένη πουκαµίσα. Η θέα ήταν εκθαµβωτική, αλλά ο Λάζαρους είχε την αίσθηση πως εκείνη δεν είχε ανάλογη διάθεση. Και πράγµατι, όταν ξαφνικά ανασηκώθηκε και τον είδε να την κοιτάζει, του έριξε µια άγρια µατιά. «Πρέπει να πάω σπίτι. Είπα στον Γουίντερ πως ερχόµουν να σε δω, αλλά δεν περίµενα να περάσω εδώ όλη τη νύχτα! Θα ανησυχεί.» «Φυσικά» της είπε µε µια φωνή που ήλπιζε να ήχησε καθησυχαστική. «Αλλά µόλις χάραξε. Σίγουρα θα µπορείς να µείνεις λίγο ακόµα για να φάµε πρωινό.» «Όχι. Πρέπει να πάω σπίτι» µουρµούρισε η Τέµπερανς. «Δεν µπορώ να αφήσω τους αδελφούς µου να σκεφτούν πως είµαστε εραστές.» Άνοιξε το στόµα του, αλλά ένα ένστικτο επιβίωσης τον έκανε να συγκρατηθεί και να µην πει πως ήταν εραστές. Αντίθετα της είπε υποµονετικά: «Θα καλέσω την υπηρέτρια να σε βοηθήσει–» «Ω, όχι!» Έπιασε στα χέρια της τα αποµεινάρια του κορσέ της. Εκείνος µόρφασε. «Α. Επίτρεψέ µου να στείλω µία από τις υπηρέτριες να σου αγοράσουν έναν καινούργιο.» «Αυτό θα πάρει ώρες!» Είχε αρχίσει πάλι να τον αγριοκοιτάζει. Ο Λάζαρους αναστέναξε. Ποτέ δεν του άρεσε ιδιαίτερα το πρωινό ξύπνηµα, αλλά ήταν φανερό πως
δεν γινόταν να παραµείνει ξαπλωµένος ετούτο το πρωί. Πέταξε τα σκεπάσµατα και σηκώθηκε, επιτρέποντας στον εαυτό του µια στιγµιαία ικανοποίηση όταν εκείνη έριξε µια µατιά στο τεντωµένο παντελόνι του, και κοκκίνισε άγρια. Πλησίασε το κορδόνι και το τράβηξε για να ειδοποιήσει τον Σµολ. Μετά από µια ψιθυριστή συνοµιλία στην πόρτα του δωµατίου –η Τέµπερανς είχε ξαναγυρίσει στο κρεβάτι–, ο υπηρέτης πήρε έναν κορσέ από µία υπηρέτρια, και σε µισή ώρα η κυρία Ντιουζ ήταν ντυµένη ευπρεπώς ξανά. Ο Λάζαρους την παρακολουθούσε ξαπλωµένος σε µια πολυθρόνα καθώς εκείνη έδενε το µανδύα της σφιχτά κάτω από το πιγούνι της. Κάθε τρίχα των µαλλιών της ήταν στη θέση της, ένα λευκό σκουφάκι καθόταν κοµψά στο κεφάλι της, και έδινε από τα νύχια ως την κορφή την εικόνα της ευπρεπούς διευθύντριας ορφανοτροφείου. Το µισούσε αυτό το στιλ. «Περίµενε» είπε καθώς εκείνη έβαζε το χέρι της στο πόµολο της πόρτας. Γύρισε γεµάτη ανυποµονησία, αλλά το ύφος της έγινε ανήσυχο καθώς τον είδε να την πλησιάζει. «Πρέπει να κάνω κάποιες έρευνες απόψε» είπε. «Χθες βράδυ, όταν επέστρεψα στο σπίτι, µου µίλησαν για έναν άντρα στον οποίο θα πρέπει να κάνω κάποιες ερωτήσεις.» Δάγκωσε τα χείλη της. «Φυσικά.» Κούνησε το κεφάλι του. «Τότε, να είσαι έτοιµη στις οχτώ.» «Μα…» Έσκυψε, και τη φίλησε άγρια, µε το στόµα του να αναγκάζει το δικό της να ανοίξει και µε τη γλώσσα του να τρυπώνει µέσα καθώς εκείνη υποχωρούσε. Όταν σήκωσε ξανά το κεφάλι του, εκείνη τον κοιτούσε αναστατωµένη. Της χαµογέλασε. «Καλή σας ηµέρα, κυρία Ντιουζ.» Και απόµεινε να την κοιτάζει καθώς αυτή γύρισε και βγήκε απ’ το υπνοδωµάτιο. Η ραχοκοκαλιά της ήταν ίσια, και δεν γύρισε ούτε στιγµή να κοιτάξει πίσω της. Ίσως είχε ήδη αποφασίσει να αφήσει την αποψινή νύχτα µαζί του πίσω της. Αν ήταν έτσι, τη λυπόταν. Γιατί σκόπευε οπωσδήποτε να την ξαναρίξει στο κρεβάτι του.
Κεφάλαιο Δεκατρία Η Μεγκ πέρασε την υπόλοιπη µέρα ξεµπερδεύοντας χαρούµενη τους κόµπους από τα µακριά ξανθά της µαλλιά. Νωρίς το επόµενο πρωί, τα έκανε πλεξούδες και τα τύλιξε γύρω από το κεφάλι της σαν χρυσό στέµµα. Μόλις που είχε προλάβει να βάλει την τελευταία φουρκέτα, όταν εµφανίστηκαν οι φρουροί για να την πάνε στο βασιλιά. Αυτήν τη φορά, η αίθουσα του θρόνου ήταν γεµάτη µε µια κουστωδία από ωραίες κυρίες. Η καθεµιά ήταν πιο µεγαλόπρεπη από την άλλη, µε τα πρόσωπά τους βαµµένα περίτεχνα για να αναδεικνύεται η εκθαµβωτική τους οµορφιά. Στο µέσον αυτής της θηλυκής κουστωδίας καθόταν νωχελικά ο βασιλιάς, µεγαλόσωµος και µυώδης και µοναχικός. Το βλέµµα του πήγε αµέσως στη Μεγκ. Χωρίς περιττούς προλόγους, ρώτησε: «Με αγαπάτε, παλλακίδες µου;» Με ένα στόµα, οι κυρίες γύρισαν, και παίρνοντας διάφορες ναζιάρικες εκφράσεις είπαν: «Ναι!» –από το Ο Βασιλιάς Κλειστόκαρδος Τι είχε κάνει; Η Τέµπερανς κοίταξε στα τυφλά έξω από την άµαξα του Λόρδου Κέιρ καθώς αυτή κυλούσε µέσα στη λαµπερή λιακάδα του λονδρέζικου πρωινού. Είχε υποκύψει στους πειρασµούς της σάρκας, είχε κοιµηθεί µε έναν άντρα που δεν ήταν ο σύζυγός της – για δεύτερη φορά στη ζωή της. Έπρεπε να νιώθει ενοχή και θλίψη, και ίσως λίγο πανικό, και τα ένιωθε όντως όλα αυτά. Όµως, ταυτόχρονα υπήρχε µια σπίθα χαράς βαθιά µέσα στο στήθος της που αρνείτο επίµονα να σβήσει παρά τις αµφιβολίες της. Είχε κοιµηθεί µε τον Κέιρ, και ήταν χαρούµενη γι’ αυτό. Από την άλλη έπρεπε να ατσαλώσει τον εαυτό της για να αντιµετωπίσει την αποδοκιµασία του Γουίντερ όταν η άµαξα σταµάτησε µπροστά στο ορφανοτροφείο. Και πράγµατι, όταν κατέβηκε, είδε τον Γουίντερ να στέκεται έξω από την είσοδο του σπιτιού. Ω, Θεέ. Την κοίταζε να πλησιάζει, µε τα σκουροκάστανα µάτια του γεµάτα ένταση, αλλά όταν έφτασε κοντά του, απλά της είπε: «Έλα µέσα, αδελφή.» Η Τέµπερανς τον ακολούθησε, µε το κεφάλι χαµηλωµένο. Περίµενε πως θα άρχιζε να τη ρωτάει για τη νυχτερινή της απουσία, αλλά το µόνο που έκανε εκείνος ήταν να την οδηγήσει στην κουζίνα. Εκεί, η Νελ επέβλεπε την προετοιµασία του πρωινού, µε τη Μέρι Γουίτσαν να παρακολουθεί. Η Νελ ύψωσε τα µάτια στο ταβάνι βλέποντας την Τέµπερανς να µπαίνει, γεµάτη προφανώς µε ερωτήσεις που δεν µπορούσε να κάνει αυτήν τη στιγµή. Ο Γουίντερ γύρισε σαν να ετοιµαζόταν να φύγει, αλλά η Τέµπερανς ακούµπησε το χέρι της στο µπράτσο του. «Η Σάιλενς;» Κούνησε το κεφάλι του στρέφοντας το πρόσωπο απ’ την άλλη. «Ούτε αυτή ούτε ο Γουίλιαµ επικοινώνησαν µαζί µας από τότε που εκείνος µας έστειλε το µήνυµα ότι το φορτίο επιστράφηκε.» Η Τέµπερανς άφησε την ανάσα της να βγει. «Και ο Άσα;» «Δεν ξέρω. Αυτός κι ο Κόνκορντ δεν µιλάνε. Πολύ φοβάµαι ότι έχει εξαφανιστεί πάλι.» Του έγνεψε σκεφτικά. Η οικογένειά τους είχε διαλυθεί µέσα σε λίγες µόνο µέρες. «Πρέπει να πάω στο σχολείο» είπε ο Γουίντερ.
«Φυσικά» του απάντησε, κατεβάζοντας το χέρι της. Εκείνος κοντοστάθηκε. «Είσαι σίγουρα καλά, αδελφή; Ανησυχώ για σένα.» Η Τέµπερανς έγνεψε καταφατικά µε τα µάτια της καρφωµένα στο πάτωµα. Τι να σκεφτόταν, άραγε, γι’ αυτήν; Ένιωσε το χέρι του να χαϊδεύει τα µαλλιά της, ανάλαφρα και καθησυχαστικά, και µετά ο Γουίντερ έφυγε. «Μας λείψατε χθες το βράδυ, κυρία» είπε η Μέρι Γουίτσαν µαλακά. Ανακάτευε το χυλό πάνω απ’ τη φωτιά και δεν σήκωνε τα µάτια να κοιτάξει την Τέµπερανς. Η Τέµπερανς αναστέναξε και σκέφτηκε µήπως ήταν καλύτερα να απέφευγε το θέµα. Αλλά αυτό δεν ήταν δίκαιο ούτε για τη Μέρι Γουίτσαν ούτε για την ίδια. «Συγγνώµη, παραµέλησα κι εσένα και τα άλλα παιδιά. Δεν έπρεπε να έχω φύγει έτσι απότοµα χθες το βράδυ.» Η Μέρι τής έριξε µια ανεξιχνίαστη µατιά, πολύ µεγαλύτερη για την ηλικία της. «Δεν πειράζει, κυρία.» Η Τέµπερανς µόρφασε. «Είναι µόνο που…» Η Μέρι ανακάτευε το χυλό τόσο αργά, που η ξύλινη κουτάλα έµοιαζε σχεδόν να µην κινείται µέσα στη χύτρα. «Ο κύριος Μέικπις είπε ότι µια κυρία έψαχνε για µια µικρή µαθητευόµενη χθες το απόγευµα. Είπε ότι µπορεί να ήταν µια καλή θέση για µένα.» Η καρδιά της Τέµπερανς σφίχτηκε. Δεν ήταν έτοιµη να αφήσει τη Μέρι Γουίτσαν να φύγει, αλλά έπρεπε να αντιµετωπίσει την πραγµατικότητα. «Κατάλαβα.» Ανακάλυψε πως ο λαιµός της είχε κλείσει. Χαµογέλασε ζωηρά για να καλύψει την παύση. «Λοιπόν, αυτά είναι καλά νέα, σωστά; Θα το συζητήσω µε τον κύριο Μέικπις, και θα δούµε αν η θέση αυτή είναι καλή για σένα, Μέρι.» Η Μέρι έσκυψε το κεφάλι, µε τους µικρούς της ώµους να καµπουριάζουν. «Μάλιστα, κυρία.» Και η Τέµπερανς χρειάστηκε να γυρίσει από την άλλη, για να κρύψει τη γυαλάδα των δακρύων στα µάτια της. Η υπόλοιπη µέρα πέρασε µε τις συνηθισµένες δουλειές του σπιτιού – µαγείρεµα, καθάρισµα, να βάλει τα παιδιά σε τάξη, να τα µαλώσει µαλακά όποτε χρειαζόταν. Το απόγευµα, η Τέµπερανς ήταν εξαντληµένη, και ταυτόχρονα σε υπερένταση περιµένοντας να ξαναδεί τον Κέιρ. Ωστόσο, όταν ήρθε το χτύπηµά του στην πόρτα της κουζίνας, δεν ήταν ακόµη έτοιµη να τον δει. Η Τέµπερανς άνοιξε την πόρτα και τον κοίταξε, να στέκεται εκεί στο αµυδρό φως του σούρουπου. Τα ασηµένια του µαλλιά ήταν τραβηγµένα σε µια κοµψή κοτσίδα, αλλά τα δάχτυλά της θυµόντουσαν πόσο µεταξένιες ήταν οι µπούκλες του. Τα ζαφειρένια µάτια του την κοιτούσαν κάτω από το γύρο του τρίκοχου καπέλου του. Φορούσε τον κλασικό µαύρο µανδύα του, αλλά τώρα εκείνη ήξερε πώς ήταν να τον έχει ξαπλωµένο ανάµεσα στους µηρούς της. Ήξερε πώς βάθαιναν οι γραµµές γύρω απ’ το στόµα του όταν έφτανε στην κορύφωση. Ήξερε πώς αναπηδούσε και τιναζόταν ο ανδρισµός του µέσα της καθώς την πληµµύριζε το σπέρµα του. Πήρε µια ανάσα, παλεύοντας να διατηρήσει την ευγενική, καθηµερινή της έκφραση. Η µια γωνία των αισθησιακών χειλιών του ανασηκώθηκε ελαφρά, σαν να ήξερε περίπου τι µάχη γινόταν µέσα της. «Κυρία Ντιουζ. Πώς είστε σήµερα;» «Πολύ καλά, λόρδε µου» του απάντησε, ίσως λιγάκι κοφτά. Ένιωθε µια καταλυτική ανάγκη να τον αγγίξει, και από την άλλη δεν µπορούσε. Το στόµα του έκρυβε ένα ξεκάθαρο χαµόγελο τώρα, και αυτή η εικόνα την έκανε από τη µία να
θέλει να του κλείσει την πόρτα στη µούρη και από την άλλη να τον αρπάξει και να τον φιλήσει. Ήταν µια µάλλον ανατρεπτική αίσθηση. Καθάρισε το λαιµό της. «Θα θέλατε να περάσετε µέσα για ένα τσάι πριν φύγουµε;» «Όχι, ευχαριστώ» της απάντησε µε το ίδιο τυπικό ύφος. «Η δουλειά που έχω απόψε δεν µπορεί να περιµένει.» «Πολύ καλά.» Ο µανδύας της ήταν έτοιµος, και τον τύλιξε γύρω της πριν γνέψει στη Νελ, που έκανε πως δεν κρυφάκουγε απ’ το τραπέζι της κουζίνας. Ο Κέιρ ξεκίνησε αµέσως. Έτρεξε βιαστικά να τον προλάβει, αλλά δεν είχαν κάνει ούτε δέκα βήµατα όταν εκείνος την τράβηξε ξαφνικά σ’ ένα σκοτεινό κατώφλι. «Τι–» Το στόµα του έκοψε το ξαφνιασµένο επιφώνηµά της. Τη φίλησε παθιασµένα και κτητικά πριν σηκώσει ξανά το κεφάλι του. «Καλύτερα τώρα.» Ακούστηκε πολύ ικανοποιηµένος µε τον εαυτό του. «Χµ.» Ξεκίνησε πάλι, πιο συγκρατηµένα αυτήν τη φορά. Αντίθετα µε τα άλλα βράδια τους στο Σεντ Τζάιλς, εκείνη δεν ήξερε πού πήγαιναν. Αυτός που οδηγούσε ήταν ο Κέιρ. Διέσχισαν το σοκάκι που έβγαζε στη διασταύρωση, και η Τέµπερανς είδε την άµαξά του να τους περιµένει. Του έριξε µια µατιά, ξαφνιασµένη. «Πού πηγαίνουµε;» «Να επισκεφτούµε τον άντρα που είδαµε στο σπίτι της κυρίας Γουάιτσαϊντ» της είπε ορθά-κοφτά. Η Τέµπερανς σταµάτησε. «Ω, µα, σίγουρα δεν µε χρειάζεσαι µαζί σου γι’ αυτό.» «Δεν έχεις ιδέα µε πόσους τρόπους σε χρειάζοµαι» µουρµούρισε και τη βοήθησε να µπει στην άµαξα. Λοιπόν, δεν είχε και πολλά περιθώρια επιλογής. Τουλάχιστον αυτό είπε στον εαυτό της η Τέµπερανς καθώς καθόταν στα µαξιλάρια της άµαξας. Ίσως η αλήθεια να ήταν πως της άρεσε να είναι µαζί του µε οποιοδήποτε πρόσχηµα. Τον είδε να κάθεται απέναντί της, και έπνιξε ένα τσίγκλισµα τύψης. Η άµαξα ξεκίνησε, και η Τέµπερανς κατέβασε τα µάτια στα χέρια της, έχοντας επίγνωση πως το βλέµµα του ήταν καρφωµένο πάνω της. «Είσαι εντάξει;» τη ρώτησε µαλακά µετά από λίγο. «Μια χαρά» του απάντησε. «Εννοώ µετά το ζευγάρωµά µας χθες βράδυ.» «Ω.» Ένιωσε τα µάγουλά της να φουντώνουν. Και βέβαια θα συζητούσαµε το ζήτηµα ωµά! «Είµαι καλά. Ευχαριστώ.» «Και η αδελφή σου;» Ζάρωσε το µέτωπο, µε τα δάκρυα πολύ κοντά στην επιφάνεια. «Δεν είχαµε άλλα νέα της.» «Α.» Κρυφοκοίταξε µέσα από τις βλεφαρίδες της, προσπαθώντας να διαβάσει την έκφρασή του µέσα στο µισόφωτο της άµαξας. Ακουγόταν σαν να ανησυχούσε για εκείνην. Μήπως σκόπευε να επαναλάβει τα όσα συνέβησαν το προηγούµενο βράδυ; Ή µήπως ήταν κάτι που έγινε µια φορά, και καλύτερα να το ξεχνούσαν; Όµως, σίγουρα αν δεν ενδιαφερόταν γι’ αυτήν, δεν θα την είχε σύρει µαζί του απόψε. Η Τέµπερανς ένιωσε τη ζέστη να συγκεντρώνεται χαµηλά στην κοιλιά της στη σκέψη των χεριών του να
χαϊδεύουν πάλι τα στήθη της. Ή των χειλιών του στο λαιµό της. Η άµαξα σταµάτησε, και σήκωσε βιαστικά το βλέµµα της. «Πού–» Δεν της δόθηκε ο χρόνος να τελειώσει την ερώτησή της, επειδή εκείνην τη στιγµή η πόρτα άνοιξε και ένας ψηλός άντρας µε γκρίζα περούκα και µισά γυαλιά µπήκε στην άµαξα. «Κυρία Ντιουζ, θυµάστε το φίλο µου, τον κύριο Σεντ Τζον;» ρώτησε ο Κέιρ ευγενικά. «Φυσικά» του αποκρίθηκε, προσπαθώντας να κρύψει το σάστισµά της. Ο κύριος Σεντ Τζον έγειρε το κεφάλι. «Κυρία µου.» «Ο Σεντ Τζον είχε την ευγενή καλοσύνη να συµφωνήσει να µας συνοδεύσει στις έρευνές µας απόψε» είπε ο Κέιρ. Ο Σεντ Τζον ρουθούνισε απαλά, κάνοντας την Τέµπερανς να αναρωτηθεί τι είδους ευγενής συµφωνία είχε γίνει µεταξύ τους. Κοίταξε µε περιέργεια τους δύο άντρες. Ο Κέιρ και ο Σεντ Τζον δεν έµοιαζαν να ταιριάζουν για φίλοι. Ο Κέιρ ήταν τόσο χαλαρός –αλλά µε µια αύρα κινδύνου πάνω του–, ενώ ο Σεντ Τζον έδειχνε σοβαρός και λόγιος. «Μπορώ να ρωτήσω πώς γίνατε φίλοι εσείς οι δύο;» ρώτησε. Αυτός που απάντησε ήταν ο Κέιρ. «Με τον Σεντ Τζον γνωριστήκαµε στην Οξφόρδη, όπου εγώ περνούσα τον καιρό µου πίνοντας φτηνό κρασί κι αυτός προσπαθούσε να µεταφράσει δυσνόητους Έλληνες φιλόσοφους και λογοµαχούσε περί πολιτικής µε άλλους βαρετούς τύπους.» Ο Σεντ Τζον παρενέβη µε άλλο ένα ειρωνικό ρουθούνισµα, αλλά ο Κέιρ συνέχισε, αδιαφορώντας για τη διακοπή. «Μια νύχτα τον συνάντησα τυχαία ενώ βρισκόταν ανάµεσα σε µια οµάδα έξι σκληρών τύπων που τον γρονθοκοπούσαν σαν να ήθελαν να τον κάνουν πουρέ. Φοβάµαι πως θίχτηκα προσωπικά µε την ενασχόληση που είχαν επιλέξει.» Η Τέµπερανς περίµενε, αλλά οι δύο άντρες απλά την κοίταξαν λες και η ιστορία είχε ολοκληρωθεί. Ανοιγόκλεισε τα βλέφαρα. «Δηλαδή συναντηθήκατε σε έναν καβγά σε ταβέρνα;» Ο Κέιρ κοίταξε την οροφή συλλογισµένος. «Περισσότερο καβγά στο δρόµο, θα το έλεγα.» «Ή ίσως συµπλοκή» είπε ο Σεντ Τζον ανασηκώνοντας τους ώµους. «Και γίνατε φίλοι» αποτελείωσε εκείνη για λογαριασµό τους. «Ναι» είπε ο Κέιρ, ενώ ο Σεντ Τζον ανασήκωσε πάλι τους ώµους λες και το συµπέρασµα ήταν αυταπόδεικτο. «Δεν καταλαβαίνω» µουρµούρισε η Τέµπερανς µέσα απ’ τα δόντια της. Ο Κέιρ θα πρέπει να είχε εξαιρετικά καλή ακοή. «Νοµίζω ότι έφταιξε το χτύπηµα που δέχτηκε ο Σεντ Τζον στο κεφάλι» είπε ευγενικά. «Ο τόπος γέµισε αίµατα. Αυτό είναι κάτι που µπορεί να σε δέσει µε τον άλλον.» Αυτή του η προπέτεια έπεσε βαριά στον Σεντ Τζον. «Είχε σπασµένη µύτη και δύο µαυρισµένα µάτια» είπε µε ένα ύφος που έµοιαζε πολύ µε ικανοποίηση. «Και το χείλι του είχε πρηστεί τόσο πολύ, που µίλαγε ψευδά για ένα µήνα.» «Μία βδοµάδα» παρενέβη ο Κέιρ. «Έξι βδοµάδες τουλάχιστον» τον αντέκρουσε ο Σεντ Τζον χωρίς ζέση. «Ψεύδιζες ακόµη την Πρωτοµαγιά όταν, ε…» «Κατεβήκαµε κωπηλατώντας τον Ίσις την αυγή, τύφλα στο µεθύσι» είπε ο Κέρι. «Με τον κλεµµένο µολοσσό του κοσµήτορα.» «Ακριβώς» µουρµούρισε ο Σεντ Τζον.
Τα µάτια της Τέµπερανς γούρλωσαν. «Ω.» Το στόµα του Κέιρ συσπάστηκε σ’ ένα λοξό χαµόγελο. «Καταλαβαίνεις, λοιπόν, γιατί τον έφερα µαζί µας όταν σκέφτηκα ότι µπορεί να χρειαστούµε άλλον έναν.» «Ω, ναι» είπε η Τέµπερανς αδύναµα. «Πέρασα τα επόµενα δύο χρόνια στην Οξφόρδη προσπαθώντας να τον κάνω να πίνει περισσότερο και να µελετάει λιγότερο» συµπλήρωσε ο Κέιρ. «Κι εγώ πέρασα αυτά τα δύο χρόνια προσπαθώντας να σε συγκρατήσω για να µην υποκύψεις στις χειρότερες παρορµήσεις σου» είπε ο Σεντ Τζον λιγότερο ανάλαφρα. Έριξε µια µατιά στον Κέιρ. «Σε κάποιο σηµείο ήµουν σίγουρος πως ήθελες να πεθάνεις.» «Μπορεί και να ήθελα» ψιθύρισε ο Κέιρ. «Μπορεί και να ήθελα.» Η άµαξα σταµάτησε µε ένα απότοµο τίναγµα. Ο Κέιρ κοίταξε έξω από το παράθυρο, και συνήλθε αµέσως. «Φτάσαµε.» Μετά από την τελευταία επίθεση που δέχτηκαν στο Σεντ Τζάιλς, ο Λάζαρους είχε ορκιστεί να µην ξαναβάλει ποτέ την κυρία Ντιουζ σε κίνδυνο. Ωστόσο, την ίδια στιγµή, χρειαζόταν µια δικαιολογία που να απαιτούσε τη συνεχή παρουσία της στη ζωή του. Οι έρευνές του, µολονότι επικίνδυνες, αποτελούσαν την τέλεια δικαιολογία. Εξ ου και η εµφάνιση του Σεντ Τζον απόψε. Ο Λάζαρους παραδέχτηκε ειρωνικά µέσα του ότι µια αρσενική συνοδός –την οποία µάλιστα προµήθευσε ο ίδιος– έκανε το κυνήγι της Τέµπερανς κατά κάποιον τρόπο κωµικό. Αλλά δεν σκόπευε να διαπραγµατευτεί ούτε την ασφάλειά της ούτε το… κόρτε που της έκανε. Η λέξη τον έκανε να σταµατήσει. Αυτό ήταν; Κόρτε; Ίσως. Ήταν η πρώτη φορά που κυνηγούσε µια γυναίκα χωρίς το δέλεαρ των χρηµάτων. Ήταν µια σκέψη που τον έκανε να νιώσει παράξενα ταπεινός: εκείνη είχε έρθει σ’ αυτόν χωρίς να ενδιαφερθεί για το τι θα µπορούσε να της δώσει. Κι ο Λάζαρους έπρεπε να χρησιµοποιήσει τη γοητεία του και µόνο. Κι αυτή συχνά δεν του περίσσευε. «Ποιος είναι αυτός που θα συναντήσουµε απόψε;» ρώτησε ο Σεντ Τζον καθώς κατέβαιναν από την άµαξα. Μπορεί να ήταν λόγιος, αλλά ο Λάζαρους ήξερε από την εποχή που ήταν µαζί στην Οξφόρδη ότι αν χρειαζόταν, µπορούσε να παλέψει. «Ο Τζορτζ Έπινχαµ, Λόρδος Φολκ» είπε ο Λάζαρους, κοιτώντας το ετοιµόρροπο σπίτι µπροστά τους. Βρίσκονταν στο Γουέστµινστερ. Η περιοχή ήταν κάποτε της µόδας, αλλά τώρα οι περισσότεροι από τους πλούσιους πρώην κατοίκους της είχαν φύγει. «Του αρέσει να δένει τα µάτια µε µαντήλια.» Ο Λάζαρους ένιωσε τη γρήγορη µατιά του Σεντ Τζον, αλλά την αγνόησε καθώς χτυπούσε την πόρτα. Ακολούθησε µια µεγάλη παύση. «Πώς τον βρήκες;» ρώτησε σφιγµένα ο Σεντ Τζον. Ο Λάζαρους χαµογέλασε ανόρεχτα. «Μου τον σύστησε η µαντάµ ενός πορνείου.» Έπιασε τον Σεντ Τζον να µελετάει την Τέµπερανς, αλλά πριν προλάβει να διατυπώσει µια πιθανή ανησυχία του, η πόρτα του σπιτιού άνοιξε. Μια απεριποίητη υπηρέτρια στάθηκε, κοιτώντας τους µε ανοιχτό το στόµα. «Μπορούµε να δούµε τον κύριό σου;» ρώτησε ο Λάζαρους. Εκείνη ξεροκατάπιε, έξυσε το µπράτσο της, και τους γύρισε την πλάτη χωρίς να απαντήσει. Η
υπηρέτρια τούς οδήγησε µέσα σε ένα σπίτι που ήταν ολοφάνερο πως είχε δει καλύτερες µέρες. Το φθαρµένο ξύλινο πάτωµα ήταν θαµπό. Σκόνη ήταν µαζεµένη στις σκοτεινές γωνίες. Ένα δωµάτιο ήταν στην άκρη του χολ, κι εκείνη άνοιξε την πόρτα χωρίς προειδοποίηση. Ο Φολκ ήταν καθισµένος πίσω από ένα γραφείο, ντυµένος µε µια ξεφτισµένη ρόµπα, και ένα σκουφάκι για να κρατάει το ξυρισµένο κεφάλι του ζεστό. Φορούσε γάντια µε κοµµένα δάχτυλα για να µπορεί να γράφει, και ο Λάζαρους πρόσεξε πως η φωτιά στο τζάκι ήταν αδύναµη. Στην πραγµατικότητα, όλο το σπίτι ήταν παγωµένο. «Ποιος είναι, Σάλι;» ρώτησε ο Φολκ πριν σηκώσει τα µάτια. Τους κοίταξε για µια στιγµή, και ο Λάζαρους κατάλαβε πως το βλέµµα του πάγωσε. «Δεν έχω χρήµατα να σας δώσω.» Ο Λάζαρους ύψωσε το φρύδι. «Δεν είµαστε εισπράκτορες.» «Α.» Ο Φολκ δεν έδειξε να ντράπηκε. «Τότε, τι θέλετε, αν επιτρέπεται;» «Ήθελα να σας ρωτήσω κάποια πράγµατα για µια κοινή µας φίλη.» Ο Φολκ ύψωσε κι αυτός το φρύδι. Ήταν νεότερος απ’ όσο είχε νοµίσει αρχικά ο Λάζαρους – ίσως όχι παραπάνω από σαράντα. Ήταν αρκετά ωραίος, αλλά η λαγνεία ή οι καταχρήσεις είχαν χαράξει το πρόσωπό του, και το σαγόνι του είχε κρεµάσει. Σε άλλον ένα χρόνο το πολύ, η οµορφιά του θα είχε χαθεί τελείως. «Ξέρεις τη Μαρί Χιουµ;» «Όχι» απάντησε πρόθυµα ο Φολκ. Το βλέµµα του δεν τρεµόπαιξε καθόλου, αλλά το χέρι του έγινε γροθιά πάνω στο γραφείο. «Μια ξανθιά γυναίκα, µε ένα στρογγυλό κόκκινο σηµάδι εκ γενετής δίπλα στο δεξί µάτι;» ρώτησε ο Λάζαρους ευγενικά. «Βρέθηκε νεκρή στο Σεντ Τζάιλς πριν από δύο µήνες περίπου.» «Πολλές πόρνες πεθαίνουν στο Σεντ Τζάιλς» είπε ο Φολκ. «Ναι» είπε ο Λάζαρους «αλλά εγώ ποτέ δεν είπα πως ήταν πόρνη.» Η έκφραση του Φολκ πάγωσε. Στη σιωπή που ακολούθησε, ο Λάζαρους έπιασε το µπράτσο της Τέµπερανς και την τράβηξε να καθίσει δίπλα του σε έναν καναπέ που έγερνε. Ο Σεντ Τζον παρέµεινε όρθιος δίπλα στην πόρτα. Ο Φολκ έριξε µια φευγαλέα µατιά στην Τέµπερανς, και µετά στον Σεντ Τζον, και φάνηκε να τους παραβλέπει. «Περί τίνος πρόκειται;» ρώτησε τον Λάζαρους. «Η Μαρί ήταν φίλη µου» απάντησε ο Λάζαρους. «Ενδιαφέροµαι να βρω τον άνθρωπο που τη δολοφόνησε.» Η γκριζωπή επιδερµίδα του Φολκ έγινε κάτωχρη. «Δολοφονήθηκε;» Μπορούσε, άραγε, κάποιος να αλλάξει επίτηδες χρώµα; Ο Λάζαρους δεν το πίστευε. «Βρέθηκε δεµένη στο κρεβάτι, µε την κοιλιά της ανοιγµένη µε µαχαίρι.» Ο Φολκ τον κοίταξε καλά-καλά, κι έπειτα έριξε απότοµα το βάρος του πίσω στην καρέκλα. «Δεν το ήξερα.» «Την έβλεπες;» ρώτησε ο Λάζαρους. Ο Φολκ έγνεψε καταφατικά. «Πέντε-έξι φορές, ίσως και παραπάνω. Αλλά δεν ήµουν ο µόνος άντρας που ψυχαγωγούσε.» Ο Λάζαρους περίµενε χωρίς να πει τίποτα. Το χρώµα του Φολκ –όσο υπήρχε– άρχισε να επιστρέφει στο πρόσωπό του. «Είχε αρκετούς επισκέπτες. Ήταν πρόθυµη να κάνει, ε, ασυνήθιστα πράγµατα.»
Κοίταξε µε νόηµα τον Λάζαρους, σαν να µοιράζονταν ένα βρόµικο µυστικό. Μόνο που ο Λάζαρους κουβαλούσε το «µυστικό» του τόσο πολλά χρόνια, που είχε πλέον χάσει κάθε ντροπή που µπορεί να ένιωθε κάποτε γι’ αυτό. Κοίταξε µε ύφος παγερό τον Φολκ. «Ξέρεις τα ονόµατα των άλλων επισκεπτών της;» «Ίσως.» Ο Λάζαρους µελέτησε για µια στιγµή τον άντρα, και ύστερα είπε χωρίς να κοιτάξει τον Σεντ Τζον: «Πήγαινε την κυρία Ντιουζ στην άµαξα, σε παρακαλώ.» Η Τέµπερανς σφίχτηκε, αλλά ακολούθησε χωρίς διαµαρτυρία τον Σεντ Τζον έξω από το δωµάτιο. Εκείνος έκλεισε την πόρτα πίσω τους. Όλη αυτή την ώρα, ο Λάζαρους δεν είχε πάρει τα µάτια του από τον Φολκ. «Τώρα πες µου.» «Κάνουµε καλά που τον αφήνουµε µόνο µ’ αυτό τον άντρα;» ψιθύρισε η Τέµπερανς µε αγωνία στον Σεντ Τζον. Εκείνος δεν ελάττωσε το βήµα του καθώς κατέβαινε τα σκαλιά του σπιτιού. «Ο Κέιρ ξέρει τι κάνει.» «Αν, όµως, ο Λόρδος Φολκ φωνάξει κι άλλους υπηρέτες; Αν επιτεθούν όλοι µαζί στο Λόρδο Κέιρ;» Ο κύριος Σεντ Τζον τής έδωσε το χέρι για να µπει στην άµαξα, και µετά κάθισε απέναντί της. «Πιστεύω πως ο Κέιρ µπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Εξάλλου, ο Φολκ δεν µου φάνηκε να έχει άλλους υπηρέτες πέρα από εκείνην τη χαζή κοπέλα.» Η Τέµπερανς κοίταξε νευρικά έξω από το παράθυρο, χωρίς να έχει πειστεί εντελώς από αυτή την αόριστη διαβεβαίωση. «Ανησυχείς γι’ αυτόν» είπε ο Σεντ Τζον µαλακά. Εκείνη τον κοίταξε έκπληκτη. «Μα, φυσικά ανησυχώ γι’ αυτόν.» Κατάλαβε ξαφνικά από την ικανοποίηση στο πρόσωπό του ότι η λέξη ανησυχώ είχε ένα πιο σηµαντικό νόηµα γι’ αυτόν. Κοίταξε τα χέρια της και επανέλαβε πιο ήπια: «Φυσικά και ανησυχώ γι’ αυτόν.» «Χαίροµαι» είπε ο Σεντ Τζον. «Κανείς δεν έχει ανησυχήσει γι’ αυτόν εδώ και πάρα πολύ καιρό.» «Εκτός από εσάς» του είπε ήσυχα. Εκείνος συνοφρυώθηκε ελαφρά, και η Τέµπερανς πρόσεξε για πρώτη φορά ότι τα σκεπτικά γκρίζα µάτια του ήταν µάλλον όµορφα, µε ένα δικό τους τρόπο. «Εγώ όντως ανησυχώ γι’ αυτόν, αλλά δεν είναι το ίδιο, σωστά; Έχω τη δική µου οικογένεια.» Ανοιγόκλεισε ξαφνικά τα µάτια, και το κεφάλι του τινάχτηκε σαν κάτι να θυµήθηκε. «Ή, τουλάχιστον, είχα.» Μεσολάβησε µια παράξενη σιωπή, αφού εκείνος ήταν φανερό πως υπέφερε από κάποιον καηµό, όπως εξίσου φανερό ήταν πως δεν σκόπευε να το συζητήσει. Μετά από λίγο, η Τέµπερανς είπε: «Ακόµη δεν βγήκε.» Ο Σεντ Τζον δίπλωσε τα µπράτσα του. «Θα βγει.» «Την ξέρατε;» τον ρώτησε ξαφνικά. «Τη Μαρί;» Στα ζυγωµατικά του Σεντ Τζον, ψηλά και έντονα, εµφανίστηκαν δύο µικρές ροζ κηλίδες. «Όχι, δεν τη συνάντησα ποτέ.» Το χρώµα έγινε πιο βαθύ. «Ο Κέιρ κρατούσε –κρατάει– αυτό το κοµµάτι της ζωής του καλά κρυµµένο.» «Και δεν έχει παντρευτεί ποτέ;» «Όχι.» Συνοφρυώθηκε συλλογισµένος. «Απ’ όσο ξέρω, δεν έχει καν ενδιαφερθεί ποτέ για κάποια
αξιοπρεπή γυναίκα.» Σήκωσε τα µάτια και την κοίταξε. «Τουλάχιστον µέχρι τώρα.» Ήταν η σειρά της να κατεβάσει το βλέµµα στα χέρια ενώ τα µάγουλά της φλογίζονταν. Περισσότερο ένιωσε παρά είδε τον Σεντ Τζον να έρχεται λίγο πιο µπροστά στο κάθισµά του. «Κοιτάξτε. Μπορεί να δείχνει σκληρός και κυνικός, και, ας πούµε, ωµός καµιά φορά. Αλλά να θυµάστε, υπάρχει ένα κοµµάτι µέσα του που είναι ευάλωτο. Μην τον πληγώσετε.» Το κεφάλι της τινάχτηκε, αφού και µόνο η σκέψη τής προκάλεσε φρίκη. «Ποτέ δεν θα τον πλήγωνα.» Όµως, εκείνος ήδη κουνούσε το κεφάλι του. «Αυτό το λέτε τώρα, φυσικό είναι, αλλά κρατήστε το καλά στην καρδιά σας. Ο Κέιρ µπορεί να µατώνει. Μην τον µατώσετε.» Η άµαξα ταρακουνήθηκε καθώς ο Λόρδος Κέιρ άνοιξε την πόρτα και µπήκε. Ο Σεντ Τζον τής έριξε µια προειδοποιητική µατιά, και στη συνέχεια έγειρε πίσω στα µαξιλάρια. «Πήρες αυτό που ήθελες;» «Ναι.» Ο Κέιρ χτύπησε την οροφή και κάθισε δίπλα στον Σεντ Τζον. «Ο Φολκ ξέρει τουλάχιστον άλλους τρεις άντρες.» Ο Σεντ Τζον ανασήκωσε τα φρύδια του µε αµφιβολία. «Δεν είναι και πολλά αυτά για να προχωρήσεις.» «Είναι, όµως, περισσότερα απ’ όσα είχα πριν» απάντησε ο Κέιρ. Ο Σεντ Τζον έκανε µια ειρωνική γκριµάτσα. «Και πώς σκοπεύεις να ανακαλύψεις αυτούς τους τύπους;» «Ερευνώντας» είπε ο Κέιρ υπεροπτικά. «Μεγαλοδύναµε Θεέ, ερευνώντας.» Λογοµαχούσαν, αλλά η Τέµπερανς είχε την αίσθηση πως οι δύο άντρες το απολάµβαναν, αν και πίστευε πως θα προτιµούσαν χίλιες φορές να πεθάνουν παρά να το παραδεχτούν. Κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο, και η σκέψη της ταξίδεψε σ’ αυτά που της είχε πει νωρίτερα ο Σεντ Τζον. Σίγουρα έκανε λάθος. Πώς µπορούσε ένας άντρας σαν τον Κέιρ να είναι ευάλωτος; Τον κοίταξε κάτω από τα χαµηλωµένα βλέφαρά της. Η προσοχή του ήταν σε κάποιο επιχείρηµα που εξηγούσε στον Σεντ Τζον, ωστόσο έπιασε τη µατιά της. Τα βλέφαρά του χαµήλωσαν και η µία γωνία του στόµατός του ανασηκώθηκε αισθησιακά, ενώ ταυτόχρονα συνέχιζε να διαφωνεί µε το φίλο του. Η Τέµπερανς κράτησε την ανάσα της και γύρισε βιαστικά το βλέµµα αλλού. Μεγαλοδύναµε Θεέ. Αν µπορούσε να την επηρεάζει µε µια απλή µατιά του, σίγουρα αυτή ήταν που χρειαζόταν προειδοποίηση; Σταµάτησαν έξω από το σπίτι του Σεντ Τζον πριν περάσει πολλή ώρα. «Καληνύχτα, Κέιρ, κυρία Ντιουζ.» Ο Σεντ Τζον έκανε ένα νεύµα. Η Τέµπερανς έκλινε το κεφάλι. «Καληνύχτα και ευχαριστώ» είπε ο Κέιρ. Ο Σεντ Τζον ανασήκωσε τους ώµους. «Δεν κάνει τίποτα.» Η πόρτα έκλεισε πίσω του, και µετά η άµαξα ξεκίνησε πάλι. Η Τέµπερανς µισοπερίµενε πως ο Κέιρ θα ερχόταν να καθίσει δίπλα της, αλλά εκείνος έδειχνε ευχαριστηµένος απλά να την κοιτάζει από απέναντι. Έπαιξε νευρικά µε τα δάχτυλά της για µια στιγµή, κι έπειτα δεν µπόρεσε να συγκρατήσει µια ερώτηση που τριγυρνούσε στο πίσω µέρος του µυαλού της εδώ και µέρες. «Ήξερες πως έβλεπε άλλους άντρες;» Η ερώτηση ήταν απότοµη, το ήξερε, αλλά ο Κέιρ δεν είχε πρόβληµα να απαντήσει. «Όχι.»
«Όµως» –κοίταξε συνοφρυωµένη τις πτυχές του µανδύα της, τρίβοντας ένα σηµάδι στην άκρη– «ήταν η ερωµένη σου. Δεν περίµενες να σου είναι πιστή;» «Ναι.» «Λοιπόν;» Η φωνή της βγήκε κάπως στριγκή, αλλά δεν προσπάθησε να τη µετριάσει. Πώς γινόταν να µην τον νοιάζει; «Ήταν η πληρωµένη ερωµένη µου» είπε ψυχρά «τίποτα παραπάνω.» «Για πόσο καιρό;» «Σχεδόν δύο χρόνια.» «Και πόσο συχνά την έβλεπες;» Εκείνος κουνήθηκε ανυπόµονα. «Συνήθιζα να την επισκέπτοµαι δύο φορές την εβδοµάδα.» Τον κοίταξε εξεταστικά, µε ένα παράξενο συναίσθηµα να φουσκώνει στο στήθος της σαν κύµα, απειλώντας να σπάσει το φράγµα της σιωπής της. «Έβλεπες τη Μαρί δύο φορές την εβδοµάδα για δύο χρόνια. Της έκανες έρωτα εκατοντάδες φορές–» «Αυτό που κάναµε δεν ήταν έρωτας» την έκοψε απότοµα. Η Τέµπερανς κούνησε το χέρι σαν να µην είχε σηµασία η διακοπή του. «Κάποτε είπες πως δεν την αγαπούσες, αλλά κάτι θα πρέπει να ένιωθες γι’ αυτήν.» Ο Κέιρ απλά την κοίταξε. «Έχεις µπει σε περιπέτειες και έχεις ρισκάρει τη ζωή σου παραπάνω από µία φορά για να βρεις το δολοφόνο της.» Χτύπησε την παλάµη της στο κάθισµα. «Θα πρέπει να σήµαινε κάτι παραπάνω απ’ ό,τι µια απλή ερωµένη για σένα.» «Δηλαδή πιστεύεις πως θα πρέπει να την αγαπούσα;» ρώτησε ο Κέιρ ήρεµα. Έγειρε προς το µέρος του, εξοργισµένη χωρίς προφανή λόγο. «Πιστεύω ότι ήθελες να αγαπήσεις τη Μαρί –ότι σε σαγήνευε η ιδέα της αγάπης–, αλλά δεν ξέρεις τι είναι η αγάπη. Νοµίζω πως αυτό ψάχνεις να βρεις στο Σεντ Τζάιλς – µια πηγή συναισθήµατος, µια αµυδρή ιδέα τού τι πραγµατικά είναι το ανθρώπινο συναίσθηµα.» «Πόσο απίστευτα παρατηρητική είστε, κυρία Ντιουζ» της είπε αργόσυρτα. «Με ξέρετε λιγότερο από ένα µήνα και έχετε ήδη εντρυφήσει στα βάθη της ψυχής µου.» Όλος ο θυµός της την εγκατέλειψε αυτόµατα. «Λάζαρους…» «Τι;» Ένας µυς τινάχτηκε στο σαγόνι του. «Τι θέλεις να πω;» Έκλεισε τα µάτια της. «Κάτι. Οτιδήποτε. Πες µου ότι ήταν ο έρωτας της ζωής σου. Εξήγησέ µου πώς γίνεται να ήταν η ερωµένη σου, αλλά να µην είχες ιδέα πως έβλεπε κι άλλους άντρες, ή πως είχε αδελφό. Πες µου κάτι, Κέιρ. Νιώσε κάτι.» «Ίσως δεν υπάρχει τίποτα να πω» µουρµούρισε, ολοφάνερα ασυγκίνητος. «Ίσως οι πράξεις µου να είναι µόνο ένα καπρίτσιο. Ίσως να µην έχω αγαπήσει ποτέ άλλη ανθρώπινη ύπαρξη στη ζωή µου. Ίσως να µην µπορώ.» Απόµεινε να τον κοιτάζει, νιώθοντας πληγωµένη, νιώθοντας κουρασµένη. «Δεν σε πιστεύω. Όλοι οι άνθρωποι µπορούν να αγαπήσουν.» Εκείνος έριξε πίσω το κεφάλι, και γέλασε, αλλά καθόλου ευχάριστα. «Όλοι; Τι παιδιάστικο αυτό που λες. Αγαπάνε οι πόρνες; Οι δολοφόνοι; Πες µου, αγαπάει ο άντρας που βίασε την αδελφή σου;» Η Τέµπερανς βρέθηκε στην άλλη πλευρά της άµαξας πριν προλάβει να το σκεφτεί, τυλίγοντας τα χέρια της στο λαιµό του, στους ώµους του, στο πρόσωπό του, όπου µπορούσε να τον αγγίξει. «Σταµάτα!
Σταµάτα! Σταµάτα!» Ο Κέιρ έπιασε επιδέξια τους καρπούς της. «Συγγνώµη. Ξέρω τι θέλεις να πω, αλλά δεν µπορώ να σου το δώσω. Μπορώ να σου δώσω µόνο αυτό.» Και τυλίγοντας γύρω της το µαύρο µανδύα του σαν φτερούγες πουλιού, τη φίλησε.
Κεφάλαιο Δεκατέσσερα Ο βασιλιάς Κλειστόκαρδος στράφηκε στη Μεγκ µε τα φρύδια υψωµένα προκλητικά. Όµως, η Μεγκ είπε απλά: «Αυτό δεν είναι αγάπη.» «Και τι είναι, τότε, ωραία Μεγκ;» Τα χείλη της Μεγκ συσπάστηκαν για να κρύψουν ένα χαµόγελο. «Πόθος, Μεγαλειότατε. Οι παλλακίδες σου σε ποθούν.» Ο βασιλιάς βλαστήµησε δυνατά, κάνοντας το γαλάζιο πουλί να φτερουγίσει τροµαγµένο στο κλουβί. «Πήγαινε, Μεγκ. Και φρόντισε να φοράς ένα φόρεµα πιο κατάλληλο για την αίθουσα του θρόνου την επόµενη φορά που θα σε καλέσω.» Η Μεγκ έκανε µια υπόκλιση. «Λυπάµαι, Μεγαλειότατε, αλλά έχω µόνο τα ρούχα που φοράω και τίποτ’ άλλο.» «Φροντίστε να ντυθεί σωστά» πρόσταξε ο βασιλιάς Κλειστόκαρδος τους φρουρούς του, και η Μεγκ, για άλλη µια φορά, οδηγήθηκε στα µπουντρούµια… –από το Ο Βασιλιάς Κλειστόκαρδος Η Τέµπερανς πάλευε ενάντια στον Λάζαρους την ίδια στιγµή που εκείνος τρύπωνε τη γλώσσα του στο στόµα της. Η οργή της ήταν απελπισµένη, γεµάτη σύγχυση, και ήθελε να ουρλιάξει και να κλάψει την ίδια στιγµή. Γιατί δεν µπορούσε να νιώσει; Γιατί δεν µπορούσε να αγαπήσει; Γιατί δεν µπορούσε να της δώσει αυτό που χρειαζόταν; Όµως, το στόµα του ήταν βαρύ πάνω στο δικό της, τα χείλη του τη ρουφούσαν. Βρέθηκε να είναι γαντζωµένη πάνω του αντί να προσπαθεί να ελευθερωθεί. Αφού δεν την άφηνε, τότε κι αυτή θα έπαιρνε από αυτόν όπως έπαιρνε εκείνος από εκείνην. Του πέταξε το καπέλο στο πάτωµα της άµαξας και πέρασε τα δάχτυλά της µέσα από τα ασηµένια του µαλλιά, βγάζοντας την κορδέλα. Λάτρευε τα µαλλιά του, αγαλλίαζε να χαϊδεύει τις µεταξένιες τούφες. Έκλεισε τα µαλλιά του στις γροθιές της, τραβώντας πίσω το κεφάλι του. Εκείνος βόγκηξε καθώς το φιλί τους διακόπηκε, και µετά βόγκηξε ξανά όταν η Τέµπερανς γλίστρησε το ανοιχτό της στόµα στο λαιµό του. Δεν την ένοιαζε αν του προκαλούσε πόνο. Το δέρµα του ήταν δροσερό από το νυχτερινό αεράκι, αλµυρό και γλυκό µαζί. Τον έγλειψε, τον γεύτηκε, θέλοντας να τον δαγκώσει. Θέλοντας να καταβροχθίσει αυτό τον άντρα που δεν µπορούσε ούτε να αφήσει ούτε να έχει ολοκληρωτικά. Άνοιξε το στόµα της πάνω στον τένοντα στο πλάι του λαιµού του, και δάγκωσε δυνατά. Εκείνος έβρισε, κι ο ήχος ακούστηκε δυνατά µέσα στην άµαξα. Έπιασε το κεφάλι της ανάµεσα στις παλάµες του σαν να ήθελε να την ξεκολλήσει µε τη βία, αλλά µετά εγκατέλειψε την προσπάθεια. Αντί γι’ αυτό, τα χέρια του κατέβηκαν ξαφνικά στη φούστα της, σπρώχνοντας, σηκώνοντας το ύφασµα ψηλά καθώς συνέχιζε να βρίζει σταθερά. Αυτή γραπώθηκε απ’ τους ώµους του για να κρατήσει την ισορροπία της καθώς τη σήκωνε και έφερνε τα πόδια της δεξιά κι αριστερά στους γοφούς του. Η Τέµπερανς ένιωσε τη φούστα της να ανεβαίνει στη µέση της, αλλά είχε τα µάτια της κλειστά, απολαµβάνοντας τη γεύση της σάρκας του στο στόµα της. Ο Λάζαρους έβαλε το χέρι του ανάµεσα στα κορµιά τους, πασπατεύοντας το γυµνό εσωτερικό των µηρών της, και µια γωνίτσα του µυαλού της αναρωτήθηκε αν εκείνος πίστευε πραγµατικά πως θα µπορούσε να καταφέρει κάτι µέσα σε ένα τόσο στενό χώρο. Και ύστερα ένιωσε τη γυµνή του στύση πάνω της.
Άνοιξε τα µάτια της και τραβήχτηκε προς τα πίσω, κοιτώντας τον σοκαρισµένη. Την παρακολουθούσε µε τα µάτια του σιωπηλά καρφωµένα στα δικά της καθώς έβρισκε το δρόµο του. Η Τέµπερανς τον ένιωσε να τρίβεται πάνω της, τον ένιωσε να βρίσκει την είσοδο του κορµιού της, τον ένιωσε να µπαίνει µέσα της. Τον ένιωσε να µένει ακίνητος. Τον κοίταξε, ισορροπώντας πάνω στον ανδρισµό του, που είχε µπει ελάχιστα µέσα της. Ήταν άδεια, και περίµενε. «Καν’ το εσύ» της είπε τραχιά. Ανοιγόκλεισε τα βλέφαρά της, σαν να έβγαινε από µια παραζάλη, και κοίταξε γύρω της. Βρίσκονταν µέσα σε µια κινούµενη άµαξα, για τ’ όνοµα του Θεού. «Όχι.» Ακούµπησε τη µία παλάµη του στο µάγουλό της γυρνώντας της το πρόσωπο για να τον βλέπει. «Είναι πάρα πολύ αργά για αµφιβολίες. Μείνε µαζί µου. Βάλε µε µέσα σου.» «Μα…» Γλίστρησε το χέρι του προς τα πάνω µέχρι που τα δάχτυλά του άγγιξαν τη γυναικεία σάρκα της. Τα µάτια της γούρλωσαν. Κράτησε το βλέµµα της καθώς εκείνος έκανε έναν αργό κύκλο πάνω στο σηµείο της που τον κρατούσε, κι έπειτα κινήθηκε πιο ψηλά και τσίµπησε µε τον αντίχειρα και το δείκτη του την ευαίσθητη περιοχή της. Η Τέµπερανς άφησε µια πνιχτή κραυγή. «Τέµπερανς» της ψιθύρισε, ένας σκοτεινός, ερωτιάρης διάβολος. «Τέµπερανς, κάνε µου έρωτα.» Εκείνη κύρτωσε την πλάτη της, νιώθοντάς τον µέσα της, µεγάλο και επίµονο, µε τα δάχτυλά του σίγουρα και ανυποχώρητα. Αυτό ήταν λάθος, τόσο λάθος, αλλά το ένιωθε τόσο, µα τόσο καλό. «Τέµπερανς» της ψιθύρισε ξανά, γλιστρώντας τον αριστερό του αντίχειρα πάνω απ’ το στόµα της καθώς έτριβε το δεξιό στην κλειτορίδα της. Άνοιξε το στόµα της και έγλειψε τον αντίχειρά του. «Τέµπερανς.» Οι γοφοί της κινήθηκαν έντονα, µία φορά, δύο φορές. Το κεφάλι της έπεσε πίσω καθώς µούσκευε τον ανδρισµό του µε τον οργασµό της. Άνοιξε τα µάτια της τη στιγµή που τελείωνε, κοιτώντας τον κάτω από τα βαριά της βλέφαρα. Το πρόσωπό του ήταν τραβηγµένο, το στόµα του µια σφιχτή, βασανισµένη γραµµή. «Μη µε κρατάς σε αγωνία» της είπε. Όµως, εκείνη τώρα είχε ξεφύγει, είχε γίνει ένα πλάσµα χωρίς άλλη σκέψη πέρα από την ικανοποίηση των επιθυµιών της. Τον κοιτούσε χαµογελώντας ελαφρά καθώς στριφογύριζε τους γοφούς της, βασανίζοντας κι αυτόν και τον εαυτό της. Ο Λάζαρους άφησε ένα βογκητό. «Τέµπερανς.» Η άµαξα αναπήδησε σε ένα αυλάκι του δρόµου, και η κίνηση την κατέβασε µε µεγαλύτερη δύναµη πάνω του, αφήνοντάς τον να εισχωρήσει ακόµα πιο βαθιά. Αλλά µετά εκείνη ανασηκώθηκε αµέσως, έτσι που µόνο η άκρη του άγγιζε τις πτυχές της. Τον άκουσε να αφήνει µια βρισιά, ενώ στο πάνω χείλος του είδε να γυαλίζουν σταγόνες ιδρώτα. Και γέλασε σιγανά, µε έναν ήχο που δεν έµοιαζε µε κανέναν άλλον απ’ όσους είχε βγάλει στη ζωή της. Είχε τρελαθεί, εδώ, µέσα στο µισόφωτο της άµαξας, ταξιδεύοντας ανάµεσα στους κόσµους, σ’ ένα
ταξίδι χωρίς ξεκάθαρο προορισµό. Κύρτωσε την πλάτη, φέρνοντάς τον ξανά µέσα της, λίγο µόνο, κι έπειτα αφήνοντάς τον να γλιστρήσει εντελώς έξω απ’ το κορµί της. «Διάβολε, Τέµπερανς.» Η φωνή του, συνήθως ψυχρή και απαθής, ακούστηκε διαλυµένη. Του χαµογέλασε και έγειρε µπροστά, τρίφτηκε πάνω του χρησιµοποιώντας τη σκληρή, καυτή σάρκα του για να ερεθιστεί. Λύγισε το κορµί, ανασηκώνοντας τους γοφούς της, και έπιασε το χείλι του ανάµεσα στα δόντια της. Μπορεί και να έβρισε εκείνην τη στιγµή –τα λόγια του ήταν ακατάληπτα–, όµως ο σκοπός του ήταν σίγουρα ξεκάθαρος. Την άρπαξε µε σταθερό χέρι απ’ τους γοφούς και την έφερε πάνω του, σπρώχνοντας µε το άλλο χέρι του τον ανδρισµό του µέσα της και κατεβάζοντάς τη µε δύναµη πάνω του. Ω, τι έκσταση! Τη γέµισε ολοκληρωτικά σ’ αυτήν τη στάση. Η αίσθηση ήταν µοναδική. Τον άρπαξε από τους ώµους και άρχισε να τρίβεται, αλλά εκείνος ήθελε κάτι διαφορετικό. Της χαστούκισε τα οπίσθια πάνω από τη φούστα. «Καβαλίκεψέ µε.» Φούσκωσε ναζιάρικα τα χείλη της. «Όχι.» Της άρεσε αυτό, αυτή η απαλή κίνηση, αυτό το υπέροχο τρίψιµο. «Καβαλίκεψέ µε, διάβολε.» Πίεσε τον αντίχειρά του πάνω της, και για µια στιγµή εκείνη έχασε το φως της. Μετά τον τράβηξε ξανά. «Όοοχι» του φώναξε δυνατά. «Τότε, καβαλίκεψέ µε. Σε παρακαλώ.» Κατέβασε τα µάτια στο πρόσωπό του και τον κοίταξε, αυτό τον αριστοκράτη, αυτό το λόρδο που την εκλιπαρούσε να του χαρίσει ηδονή – και αποφάσισε ότι θα έδειχνε έλεος. Ανασηκώθηκε στα γόνατά της, µε το µήκος του να γλιστράει από µέσα της, και µετά κατέβασε πάλι το κορµί της πάνω του. Εκείνος την παρακολουθούσε, αγγίζοντάς την κάτω από τη φούστα καθώς κάλπαζε πάνω του, στριφογυρνώντας, λαχανιάζοντας, καβαλικεύοντάς τον όσο η άµαξα χοροπηδούσε µέσα στους σκοτεινούς δρόµους. Με κάθε άγριο τράνταγµα, µε κάθε λίκνισµα να δυναµώνει το ρυθµό της µέχρι που έφτασε να κινείται πάνω του γρήγορα και δυνατά, µε το στόµα ανοιχτό να παλεύει για αέρα. Καλπάζοντας προς το τέρµα. Το πρόσωπό του γυάλιζε απ’ τον ιδρώτα, το στόµα του ήταν τραβηγµένο. Οι µύες του λαιµού του είχαν γίνει σαν τεντωµένα κορδόνια και το καρύδι του ανεβοκατέβηκε καθώς πιεζόταν πάνω της. Ήθελε να του πει –να του φωνάξει δυνατά– πόσα σήµαινε γι’ αυτήν. Αλλά µετά έχασε το ρυθµό της, ταλαντεύτηκε, κι έπεσε πάνω του µε το κορµί της να συσπάται ανεξέλεγκτα. Συνειδητοποιούσε αµυδρά πως τώρα την είχε πιάσει σφιχτά απ’ τους γοφούς και µε τα δύο χέρια ενώ τιναζόταν από κάτω της, µπαίνοντας ολόκληρος ξανά και ξανά στην ανοιχτή της σάρκα. Άφησε ένα λυγµό πάνω στον ώµο του, περιµένοντας, µε τους µύες της να έχουν γίνει τελείως ρευστοί, το κέντρο της καυτό σαν ηφαίστειο. Τον ένιωσε να µπαίνει µέσα της χωρίς έλεος, γύρισε το κεφάλι και τον είδε τη στιγµή που έστρεψε το πρόσωπο προς τα πάνω, µε το στόµα ανοιχτό, τα δόντια γυµνωµένα σε µια βουβή κραυγή. Το σπέρµα του ξεχύθηκε µέσα της. Η πλάτη του ήταν τεντωµένη, οι γοφοί του ανασηκωµένοι, τα γόνατά της σχεδόν έξω από το κάθισµα καθώς κρατιόταν από πάνω της, αφήνοντας µέσα της την ουσία του. Και µετά ξαφνικά τον ένιωσε να χαλαρώνει. Τα γόνατά της χτύπησαν πάλι στη ράχη του καθίσµατος. Τα µπράτσα του σηκώθηκαν αργά, σαν να ήταν εντελώς εξαντληµένος, και τυλίχτηκαν γύρω της, κρατώντας την κοντά του. Ήταν ακόµη
ενωµένοι, µε τη σάρκα του µέσα της καθώς εκείνη ακούµπαγε το κεφάλι στον ώµο του και άκουγε τους ήχους του νυχτερινού Λονδίνου να περνάνε απ’ έξω. Η Τέµπερανς ήταν ένα ζεστό βάρος πάνω του, που κρατούσε ακόµη µέσα στο απαλό, υγρό κορµί της τον ανδρισµό του. Ο Λάζαρους έκλεισε τα µάτια, εισπνέοντας το άρωµα του ζευγαρώµατός τους. Ήταν ένα άρωµα γήινο, µια µυρωδιά ταπεινή, κάτι που θα συσχέτιζε πάντα µαζί της. Πέρασε την παλάµη του πάνω απ’ την πλάτη της, νιώθοντας το τραχύ µάλλινο ύφασµα του µανδύα που εκείνη φορούσε ακόµη. Είχαν κάνει έρωτα µέσα σε µια άµαξα. Το στόµα του ανασηκώθηκε µε τον παραλογισµό τους. Δεν ήταν κανένας ασήµαντος νεαρός λόρδος που παραδινόταν σε τολµηρές περιπέτειες, αλλά η Τέµπερανς έµοιαζε να τον ερεθίζει όπου κι αν βρίσκονταν. Σήκωσε το κεφάλι της και προσπάθησε να τραβηχτεί, αλλά εκείνος την κράτησε ακόµα λίγο. «Σώπα.» «Όπου να ’ναι φτάνουµε» του ψιθύρισε. Είχε δίκιο, αλλά ήταν απρόθυµος να την αφήσει. Να χωριστούν. Όµως, η σάρκα του ήταν αδύναµη. Η Τέµπερανς κινήθηκε ξανά, και ο Λάζαρους ένιωσε να γλιστράει από µέσα της. Αναστέναξε και έλυσε τα χέρια του. Κατέβηκε από την αγκαλιά του, και παρά λίγο να πέσει καθώς η άµαξα έστριβε σε µια γωνία. «Πρόσεχε.» Τη συγκράτησε µε το ένα χέρι, αλλά σύντοµα εκείνη πέρασε στην απέναντι µεριά της άµαξας και κάθισε. Το βλέµµα της ήταν στραµµένο έξω. Α! Η κυρία Ντιουζ, η σεµνή διευθύντρια, είχε επιστρέψει. Ακούµπησε το κεφάλι του κουρασµένα στη ράχη του καθίσµατος. «Πρέπει να συγυριστείς» του είπε δείχνοντας την ποδιά του χωρίς να κοιτάζει. Λες και το θέαµα την πρόσβαλλε. Εκείνος κοίταξε προς τα κάτω. Λοιπόν, σίγουρα δεν ήταν στα επάνω του, έτσι χαλαρός και υγρός που έπεφτε έξω από το παντελόνι του. «Σε παρακαλώ» µουρµούρισε. «Έχεις ένα µαντήλι;» τη ρώτησε ευγενικά. Ψάρεψε µέσα στο µανίκι της, και βγάζοντας ένα του το έτεινε. Το πήρε, τύλιξε αργά το λινό ύφασµα γύρω από το µέλος του και σκουπίστηκε. Μετά της έδωσε πίσω το µαντήλι. «Ευχαριστώ.» Το στόµα της άνοιξε, µε τόση φρίκη, όση αν τον είχε δει να ουρεί στο Γουέστµινστερ. Θα έβαζε τα γέλια αν η κατάσταση δεν ήταν περισσότερο τραγική από αστεία. Γιατί έπρεπε να είναι τόσο επαρχιώτισσα στη στάση της απέναντι στην πράξη του έρωτα; Μισόκλεισε τα µάτια του. Ίσως ο σύζυγός της να ήταν σεµνότυφος, ή ανεπαρκής µε κάποιον τρόπο. Σκέφτηκε ξαφνικά πως σπάνια τον ανέφερε, παρόλο που δήλωνε πως τον είχε αγαπήσει. Άνοιξε το στόµα του να τη ρωτήσει για το νεκρό άντρα της, αλλά εκείνην τη στιγµή η άµαξα σταµάτησε. Έριξε µια µατιά έξω από το παράθυρο και είδε πως είχαν φτάσει στην άκρη της Μέιντεν Λέιν. Εκείνη ήδη σηκωνόταν για να φύγει. Σηκώθηκε κι αυτός. «Δεν υπάρχει λόγος» του είπε βιαστικά. «Μπορώ να βγω και µόνη µου.»
Ο Λάζαρους τέντωσε τα χείλη του σ’ ένα άτονο χαµόγελο. «Δεν αµφιβάλλω πως µπορείς, αλλά σκοπεύω να σε συνοδεύσω µέχρι την πόρτα σου.» «Ω, µα…» Η διαµαρτυρία της έσβησε όταν είδε το πρόσωπό του. «Ω.» Μετά κατέβηκε από την άµαξα ήσυχα. Την έπιασε από το µπράτσο µε το που βγήκε στο δρόµο, µη νιώθοντας καθόλου σίγουρος πως εκείνη δεν θα το έβαζε στα πόδια. Περπάτησαν σιωπηλοί µέχρι την πόρτα της, και όταν πια έφτασαν, ο Λάζαρους ένιωθε µια απίστευτη οργή παρόλο που δεν µπορούσε να καθορίσει ακριβώς το γιατί. Εκείνη γύρισε µόλις βρέθηκαν µπροστά στο σπίτι, σκοπεύοντας προφανώς να µπει χωρίς καν να τον καληνυχτίσει. Κάτι έσπασε µέσα του. Ψέλλισε µια κατάρα πριν την αρπάξει και κολλήσει το στόµα του στο δικό της. Αυτό ήθελε· αυτό ηµέρωνε το κτήνος µέσα του: τα τρυφερά της χείλη, ο σιγανός ήχος του βογκητού της καθώς τα έγλειφε. Υπήρχε µια απελπισµένη, ζωώδης ανάγκη µέσα του, κάτι που δεν µπορούσε να αναγνωρίσει εντελώς. Κάτι που δεν µπορούσε να καταλάβει µε τη λογική. Τον ξέσκιζε από µέσα προς τα έξω αυτή η ανάγκη. Την ήθελε –ήθελε κάτι απ’ αυτήν– παρόλο που δεν ήξερε ακριβώς τι. Το µόνο που ήξερε ήταν πως αν αυτή η τροµερή ανάγκη δεν καταλάγιαζε, υπήρχε φόβος να χάσει κάτι από τον εαυτό του. Ήταν µια σκέψη που τον σάστισε, και καθώς σήκωνε το κεφάλι του, είδε ότι και το δικό της πρόσωπο φανέρωνε σάστισµα. Ίσως κι αυτή να ήταν πιασµένη στην αρπάγη µιας ανάγκης που δεν µπορούσε να καθορίσει. Άνοιξε το στόµα της σαν να ήθελε κάτι να του πει. Αλλά τελικά γύρισε να φύγει χωρίς να πει λέξη. «Τέµπερανς» την ικέτεψε, αν και δεν ήταν σίγουρος για τι. Εκείνη σταµάτησε µε την πλάτη γυρισµένη. «Δεν… δεν µπορώ. Καληνύχτα.» Και χτύπησε την πόρτα του σπιτιού. Μα το άγιο σώµα του Χριστού! Γύρισε να φύγει κλοτσώντας τις πλάκες που προεξείχαν στο δρόµο. Δεν µπορούσαν να συνεχίσουν έτσι. Ο ένας απ’ τους δύο θα έσπαγε, και δεν ήταν σίγουρος ποιο θα ήταν χειρότερο: να σπάσει αυτός, ή αυτή; Η διαδροµή της επιστροφής µε την άµαξα ήταν µεγάλη και κουραστική. Την ώρα που έφτασε πια στο σπίτι του, τα ρολόγια είχαν ήδη χτυπήσει µεσάνυχτα. Έδωσε το µανδύα, το καπέλο και το µπαστούνι του στον µπάτλερ, και κατευθυνόταν ήδη προς τη σκάλα, όταν άκουσε έναν άντρα να ξεροβήχει. «Λόρδε µου, έχετε µια επίσκεψη.» Ο Λάζαρους γύρισε και κοίταξε τον µπάτλερ. Εκείνος υποκλίθηκε. «Η Λαίδη Κέιρ είναι στη βιβλιοθήκη.» Ο Λάζαρους ξεκίνησε για τη βιβλιοθήκη, µε µια απροσδιόριστη ανησυχία να κάνει την καρδιά του να χτυπάει πιο γρήγορα. Άνοιξε την πόρτα και την είδε αµέσως. Ήταν καθισµένη στον καναπέ µε τη γαλάζια φούστα της απλωµένη γύρω της και το κεφάλι γερµένο στον ώµο της. Την είχε πάρει ο ύπνος περιµένοντάς τον. Πλησίασε τον καναπέ πατώντας στις µύτες των ποδιών, νιώθοντας έναν παράξενο δισταγµό να την ξυπνήσει. Πότε ήταν η τελευταία φορά που την είχε παρατηρήσει µε την ησυχία του; Πριν χρόνια ίσως, µπορεί και δεκαετίες. Ήταν πανέµορφη· πάντοτε ήταν και πάντα θα συνέχιζε να είναι. Τα οστά του προσώπου της ήταν λεπτά και αριστοκρατικά, αλλά πρόσεξε µια ελαφριά χαλάρωση στο πιγούνι της, ένα µικρό κρέµασµα στα βλέφαρά της. Έσκυψε πιο κοντά για να δει αν υπήρχαν κι άλλες αλλαγές, και εισέπνευσε το άρωµα πορτοκαλιού. Το άρωµά της. Πάντα αυτό φορούσε, και του έφερε αναµνήσεις από
όταν ήταν παιδάκι. Από τότε που ερχόταν να τον επισκεφθεί όταν έπαιρνε το τσάι του, εφτά µε οχτώ ετών. Από τότε που τον φιλούσε στο µάγουλο πριν φύγει. Εκείνη ανασάλεψε, και ο Λάζαρους έκανε βιαστικά ένα βήµα πίσω. «Λάζαρους.» Άνοιξε εκείνα τα κοφτερά γαλάζια µάτια. «Θα σε ρωτούσα πού ήσουν αν δεν φοβόµουν να ακούσω την απάντηση.» «Κυρία.» Ακούµπησε τον ώµο του στο περβάζι του τζακιού. «Σε τι οφείλω την επίσκεψη;» Του χαµογέλασε, πονηρά και φιλάρεσκα, όµως του φάνηκε πως είδε τα χείλη της να τρέµουν. «Δεν µπορεί µια µητέρα να περάσει να δει το γιο της;» «Είµαι κουρασµένος. Αν έχετε έρθει µόνο για να παίξετε, θα µε συγχωρήσετε αν προτιµήσω να πάω στο κρεβάτι µου.» Στράφηκε προς την πόρτα, αλλά η φωνή της τον σταµάτησε. «Λάζαρους. Σε παρακαλώ.» Την κοίταξε. Το χαµόγελο είχε σβήσει τώρα και τα χείλη της έτρεµαν φανερά. Την είδε να παίρνει µια ανάσα σαν να ήθελε να στυλωθεί. «Έχεις λίγο κρασί;» Την κοίταξε εξεταστικά για µια στιγµή ακόµα, και µετά αναστέναξε. Ίσως έφταιγε η προχωρηµένη ώρα ή η κούρασή του, αλλά κι αυτός χρειαζόταν ένα ποτό, αν και όχι κρασί. Πήγε εκεί που ήταν ακουµπισµένη η καράφα µε το µπράντι και σερβίρισε δύο ποτήρια. «Θυµάµαι ότι προτιµάτε αυτό περισσότερο.» Της έδωσε το ένα ποτήρι. «Αλήθεια;» Έπιασε το ποτήρι και µε τα δύο χέρια, δείχνοντας ξαφνιασµένη. «Πώς το ήξερες;» Εκείνος ανασήκωσε τους ώµους και κάθισε σε µια πολυθρόνα απέναντί της. «Νοµίζω πως σας είδα ένα βράδυ στο γραφείο του πατέρα.» Ανασήκωσε τα φρύδια της, αλλά δεν το σχολίασε. Για λίγο έµειναν σιωπηλοί πίνοντας το ποτό τους. Τελικά, η µητέρα του καθάρισε το λαιµό της και είπε: «Πήγες εκείνην τη γυναίκα στο χορό της Λαίδης Στάνγουικ.» Την κοίταξε πάνω από το χείλος του ποτηριού. Ο τόνος της ήταν πολύ ουδέτερος. «Τη λένε Τέµπερανς Ντιουζ. Διευθύνει ένα ορφανοτροφείο στο Σεντ Τζάιλς.» «Ένα ορφανοτροφείο;» Σήκωσε τα µάτια αιφνιδιασµένη. «Για παιδιά;» «Ναι.» «Μάλιστα.» Τώρα ατένιζε το ποτήρι της µε σφιγµένα χείλη. «Για ποιο λόγο ήρθες, µητέρα;» τη ρώτησε µαλακά. Περίµενε το συνηθισµένο δραµατικό της ξέσπασµα. Ίσως έναν αιχµηρό σαρκασµό. Αντίθετα, εκείνη έµεινε σιωπηλή για λίγο. Μετά είπε: «Την αγαπούσα, ξέρεις.» Και ο Λάζαρους ήξερε πως µιλούσε για την Ανελίζ, που είχε πεθάνει πριν από ένα τέταρτο του αιώνα. «Απέβαλα τρεις φορές» είπε η µητέρα του µε χαµηλή φωνή. «Μία φορά πριν γεννηθείς εσύ και δύο πριν γεννηθεί η Ανελίζ.» Την κοίταξε έντονα. «Δεν το ήξερα.» Του έγνεψε καταφατικά. «Φυσικά και δεν το ήξερες. Ήσουν παιδάκι, και δεν ήµασταν καµιά ιδιαίτερα δεµένη οικογένεια.» Δεν µπήκε στον κόπο να της απαντήσει σ’ αυτό. Εκείνη συνέχισε. «Έτσι, όταν γεννήθηκε η Ανελίζ, της είχα µεγάλη αδυναµία. Ο πατέρας σου,
φυσικά, δεν είχε ανάγκη από κόρη, αλλά από µια µεριά αυτό ήταν καλύτερο.» Του έριξε µια βιαστική µατιά, κι έπειτα κατέβασε πάλι το βλέµµα στο ποτήρι της. «Εσένα σε είχε πάρει από κοντά µου όταν ήσουν µωρό ακόµη, σε έκανε δικό του, όπως είχαν τα πράγµατα. Κληρονόµο του. Έτσι, εγώ έκανα δική µου την Ανελίζ. Η παραµάνα της ζούσε µέσα στο σπίτι, και την επισκεπτόµουν κάθε µέρα. Αρκετές φορές την ηµέρα αν µπορούσα.» Ήπιε µια µεγάλη γουλιά µπράντι, κλείνοντας τα µάτια της. Ο Λάζαρους δεν είπε τίποτα. Δεν το θυµόταν αυτό, αλλά πάλι εκείνος ήταν παιδί και τον ενδιέφεραν µόνο όσα είχαν επίδραση στο δικό του µικρόκοσµο. «Όταν αρρώστησε…» Σταµάτησε και καθάρισε το λαιµό της. «Όταν η Ανελίζ αρρώστησε εκείνη την τελευταία φορά, ικέτεψα τον πατέρα σου να φωνάξουµε γιατρό. Όµως, ήταν ανυποχώρητος… και ήταν ο πατέρας σου. Θυµάσαι πώς ήταν.» Ω, ναι, θυµόταν καλά πώς ήταν ο πατέρας του. Σκληρός. Κακός. Εντελώς βέβαιος πως ήταν ανίκητος, αλλά και σωστός. Και ψυχρός, πολύ ψυχρός. «Τέλος πάντων» είπε η µητέρα του µαλακά. «Πίστευα πως έπρεπε να ξέρεις.» Τον κοίταξε σαν να περίµενε κάτι, κι εκείνος της αντιγύρισε τη µατιά, βουβός, επειδή δεν ήταν σίγουρος αν ήταν έτοιµος –αν θα ήταν ποτέ έτοιµος– να της το δώσει. «Λοιπόν.» Η µητέρα του στράγγιξε το ποτήρι της και το ακούµπησε στο τραπεζάκι πριν σηκωθεί. Του χάρισε ένα λαµπερό χαµόγελο. «Είναι πολύ αργά, και πρέπει να επιστρέψω στο σπίτι. Αύριο έχω πρόβα για µια καινούργια τουαλέτα, και µετά το απόγευµα θα πάω σε ένα τσάι, και πρέπει να κοιµηθώ λιγάκι αν θέλω να δείχνω στα καλύτερά µου.» «Φυσικά» της είπε αργόσυρτα. «Καληνύχτα, Λάζαρους.» Στράφηκε προς την πόρτα, αλλά κοντοστάθηκε και τον κοίταξε πάνω από τον ώµο της. «Σε παρακαλώ, να θυµάσαι ότι απλά και µόνο επειδή δεν εκφράζει κάποιος την αγάπη του, δεν σηµαίνει και πως δεν τη νιώθει.» Βγήκε από το δωµάτιο πριν µπορέσει να της απαντήσει. Ο Λάζαρους κάθισε ξανά και άρχισε να χαζεύει τους κύκλους που έκανε το µπράντι µέσα στο ποτήρι, ενώ θυµόταν τα καστανά µάτια ενός µικρού κοριτσιού και το άρωµα πορτοκαλιού. Δεν µπορούσε να συνεχίσει έτσι. Η Σάιλενς παρίστανε την κοιµισµένη καθώς παρακολουθούσε τον άντρα της να σηκώνεται. Είχαν κοιµηθεί στο ίδιο κρεβάτι το προηγούµενο βράδυ, αλλά ήταν σαν να κοιµόντουσαν σε διαφορετικά σπίτια. Ο Γουίλιαµ είχε µείνει ακίνητος σαν πτώµα στην άλλη πλευρά του κρεβατιού, τόσο κοντά στην άκρη, που η Σάιλενς είχε σκεφτεί πως µπορεί να έπεφτε τη νύχτα. Όταν είχε πλησιάσει προσεκτικά για να τον αγγίξει µέσα στο σκοτάδι, όλο του το σώµα είχε σφιχτεί, και φοβούµενη πως πραγµατικά θα έπεφτε, κύλησε στη δική της πλευρά, πληγωµένη. Όµως, της είχε πάρει πολλές ώρες µέχρι να καταφέρει τελικά να κοιµηθεί. Τώρα τον έβλεπε να ξυρίζεται και να ντύνεται χωρίς καν να κοιτάζει προς το µέρος της. Κάτι µαράζωσε και πέθανε µέσα της. Το φορτίο του πλοίου είχε επανεµφανιστεί το ίδιο ξαφνικά όπως είχε εξαφανιστεί. Ο πλοιοκτήτης ήταν καταχαρούµενος, ο Γουίλιαµ δεν κινδύνευε πια να πάει φυλακή για κλοπή, και είχε επιτέλους εισπράξει την πληρωµή του. Θα έπρεπε να είναι ευτυχισµένοι. Αντίθετα, στο µικρό τους σπιτικό αιωρείτο η δυστυχία σαν ύπουλη οµίχλη.
Ο Γουίλιαµ κούµπωσε τις αγκράφες στα παπούτσια του και βγήκε από το υπνοδωµάτιο, κλείνοντας µαλακά την πόρτα πίσω του. Η Σάιλενς περίµενε µια στιγµή, και ύστερα σηκώθηκε κι αυτή, περπατώντας στις µύτες των ποδιών για να ντυθεί. Την προηγούµενη ηµέρα ο Γουίλιαµ είχε φύγει χωρίς να της πει ούτε αντίο. Και πράγµατι, όταν βγήκε από το υπνοδωµάτιο, εκείνος ήδη είχε φορέσει το καπέλο του. «Ω» είπε η Σάιλενς. Τον είδε να πηγαίνει προς την πόρτα. «Ή… ήλπιζα να σου φτιάξω πρωινό» του είπε βιαστικά. Εκείνος κούνησε το κεφάλι αρνητικά χωρίς να την κοιτάξει. «Δεν χρειάζεται. Άλλωστε, έχω δουλειά σήµερα το πρωί.» Ήταν στη θάλασσα για πάνω από έξι µήνες. Κατά πάσα πιθανότητα είχε όντως δουλειές, αλλά στις εφτά το πρωί; «Ποτέ δεν µε άγγιξε» είπε σιγανά. «Σου ορκίζοµαι στα κόκαλα της µητέρας µου, ποτέ δεν µε άγγιξε. Σου ορκίζοµαι… σου ορκίζοµαι στο…» Κοίταξε άγρια τριγύρω στο δωµάτιο για να βρει το Ευαγγέλιο που της είχε δώσει ο πατέρας της όταν ήταν κοριτσάκι. «Γουίλιαµ, σου ορκίζοµαι στο–» «Μη.» Με δυο δρασκελιές βρέθηκε δίπλα της, τελικά. Πήρε ευγενικά από τα χέρια της τη Βίβλο. «Μη.» Τον κοίταξε ανίσχυρα. Του το είχε πει ξανά και ξανά, αλλά κάθε φορά εκείνος απλά απόστρεφε το βλέµµα. «Είναι η αλήθεια» είπε µε τρεµάµενη φωνή. «Με πήγε στο υπνοδωµάτιό του και µου είπε πως αν περνούσα τη νύχτα στο κρεβάτι του, το πρωί θα επέστρεφε το φορτίο. Υποσχέθηκε πως δεν θα µε άγγιζε, και πράγµατι δεν το έκανε. Δεν µε άγγιξε, Γουίλιαµ! Κοιµήθηκε στην πολυθρόνα δίπλα στο τζάκι όλη τη νύχτα.» Σταµάτησε να µιλάει, παροτρύνοντάς τον σιωπηλά να την πιστέψει, να γυρίσει και να τη φιλήσει, να τη χτυπήσει χαϊδευτικά στο µάγουλο και να της πει πόσο ανόητη παρεξήγηση ήταν όλο αυτό. Να γίνει ξανά ο Γουίλιάµ της. Αντί γι’ αυτό, εκείνος έστρεψε το πρόσωπο από την άλλη. «Ω, γιατί δεν µπορείς να µε πιστέψεις;» του φώναξε. Κούνησε το κεφάλι του, µε ένα κουρασµένο ύφος που ήταν πιο παγερό απ’ το θυµό. «Ο Μίκι Ο’Κόνορ είναι ένα διαβόητο κάθαρµα χωρίς ίχνος ευπρέπειας ή ευσπλαχνίας, Σάιλενς. Δεν σε κατηγορώ. Απλά εύχοµαι να είχες αφήσει εµένα να το διαχειριστώ.» Στο τέλος την κοίταξε, και η Σάιλενς είδε µε φρίκη ότι τα µάτια του κολυµπούσαν στα δάκρυα. «Εύχοµαι στο Θεό να µην είχες πάει ποτέ εκεί.» Πήγε στην πόρτα και την άνοιξε µε δύναµη. «Με ρώτησε αν µε αγαπούσες» του φώναξε. Εκείνος σταµάτησε, ακίνητος και σιωπηλός. «Του είπα πως ναι» ψιθύρισε. Ο Γουίλιαµ βγήκε χωρίς να απαντήσει και έκλεισε την πόρτα πίσω του. Η Σάιλενς απόµεινε να κοιτάζει τα χέρια της, και µετά το µικρό, παλιό δωµάτιο. Κάποτε το θεωρούσε σπίτι της. Τώρα της φαινόταν απλά ζοφερό. Κάθισε απότοµα σε µια καρέκλα µε ίσια πλάτη. Όταν είχε πει στον Ωραίο Μίκι πως ο άντρας της πράγµατι την αγαπούσε, εκείνος είχε χαµογελάσει
και είχε απαντήσει: Αν σ’ αγαπάει, θα σε πιστέψει. Τι ανόητη που ήταν. Τι ανόητη. Ποτέ δεν είχε επιτρέψει πραγµατικά στον εαυτό του να εξετάσει τους λόγους που αναζητούσε το δολοφόνο της Μαρί, αναλογίστηκε ο Λάζαρους καθώς βάδιζε στους µισοσκότεινους δρόµους το επόµενο βράδυ. Ο Σεντ Τζον τού είχε πει πως είχε πάθει εµµονή, και η Τέµπερανς τον είχε κατηγορήσει πως πίστευε ότι ήταν ερωτευµένος µε τη Μαρί όταν εκείνος δεν είχε ιδέα τι ήταν η αγάπη, αλλά είχε κάποιος από τους δυο δίκιο; Ίσως ήταν απλά µια δονκιχωτική αναζήτηση για κάποιον ακαθόριστο λόγο. Ίσως η ζωή του να ήταν τόσο άδεια, που ένας βίαιος θάνατος µιας ερωµένης να αποτελούσε µια ευπρόσδεκτη διέγερση. Καταθλιπτική σκέψη. Έβλεπε άλλους άντρες ενώ ζούσε µε δικές του δαπάνες. Η γνώση θα έπρεπε να τον έχει σοκάρει, να τον έχει θυµώσει, αλλά το µόνο του συναίσθηµα ήταν περιέργεια: χρειαζόταν, άραγε, περισσότερα χρήµατα από το γενναιόδωρο επίδοµά της; Ή µήπως χρειαζόταν το ερωτικό ζευγάρωµα; Πέρασε πλάι από ένα σχεδόν αποσκελετωµένο άντρα, λιπόθυµο, ή ίσως πεθαµένο, στη µέση του δρόµου. Πλησίαζε το Σεντ Τζάιλς. Ο δρόµος γινόταν πιο στενός, πιο βρόµικος και άθλιος. Το κανάλι στο µέσο του δρόµου ήταν φραγµένο από βροµερά σκουπίδια, η µπόχα ένα µίασµα που κόλλαγε στο δέρµα. Είχε ήδη βρει έναν από τους άντρες που είχε ονοµάσει ο Φολκ, έναν αδύνατο τύπο σαν νυφίτσα που ποτέ δεν τον κοίταζε στα µάτια όταν µιλούσαν. Δεν µπόρεσε να µη σκεφτεί ότι ο άντρας χρειαζόταν να δένει τις γυναίκες του για να βρει το κουράγιο να του σηκωθεί. Η σκέψη ήταν εµετική. Αυτό ήταν κι ο ίδιος; Ένας δειλός, ανίκανος να κοιτάξει µια γυναίκα στα µάτια την ώρα που την έριχνε στο κρεβάτι; Μόνο που την Τέµπερανς µπορούσε να την κοιτάζει στα µάτια. Δεν χρειαζόταν σκοινιά και κουκούλα µαζί της. Αυτή ήταν κάτι σαν απελευθέρωση για εκείνον. Ένα ευχάριστο είδος κανονικότητας. Ίσως γι’ αυτό τα πόδια του τον οδηγούσαν σε εκείνην ακόµα και τώρα. Η νύχτα είχε πέσει για τα καλά, µαύρη και δυσοίωνη, όταν µπήκε στην περιοχή του Σεντ Τζάιλς. Ο Λάζαρους έσφιξε το µπαστούνι στο χέρι του, έχοντας επίγνωση πως του είχαν ήδη επιτεθεί τρεις φορές εδώ. Είχε επικεντρωθεί στο κυνήγι, στο να ακολουθεί το αχνάρι του αίµατος, αλλά ίσως θα έπρεπε να κοιτάξει περισσότερο το πού και πότε του είχαν επιτεθεί. Το γιατί του είχαν επιτεθεί. Στο βάθος, µια οµάδα τραµπούκων έστριψε στη γωνία. Ο Λάζαρους τρύπωσε σε ένα πλαϊνό σοκάκι και τους κοίταζε ανήσυχος να πλησιάζουν. Καβγάδιζαν µεταξύ τους για ένα χρυσό ρολόι και µια κατσαρή περούκα – προφανώς είχαν ήδη ληστέψει κάποιον άτυχο τζέντλεµαν απόψε. Ο Λάζαρους περίµενε λίγο ακόµα αφότου οι φωνές έσβησαν µέσα στη νύχτα, κι έπειτα συνέχισε την πορεία του. Δέκα λεπτά αργότερα στεκόταν έξω από την πόρτα της κουζίνας της Τέµπερανς. Η ώρα ήταν προχωρηµένη. Δίστασε για µια στιγµή, τεντώνοντας το αφτί για να ακούσει κάποιον ήχο από µέσα. Όταν δεν µπόρεσε να ξεχωρίσει τίποτα, άνοιξε το µπαστούνι και έβγαλε το κοντό σπαθί του. Έχωσε τη λεπίδα στη χαραµάδα ανάµεσα στην πόρτα και στο πρεβάζι. Με µια προσεκτική µανούβρα ανασήκωσε την αµπάρα.
Ανοίγοντας µαλακά την πόρτα, γλίστρησε µέσα και την κλείδωσε ξανά. Η φωτιά της κουζίνας ήταν χαµηλωµένη για τη νύχτα. Μπορούσε να ανεβεί κρυφά τις σκάλες, αλλά δεν είχε ιδέα ποιο δωµάτιο ήταν το δικό της. Το ρίσκο να ξυπνήσει όλο το σπίτι ήταν πολύ µεγάλο. Εξάλλου, µια τσαγιέρα ήταν ακουµπισµένη στο τραπέζι, µε ένα αξιολύπητο τενεκεδένιο κύπελλο δίπλα του. Ίσως να σκόπευε να ξανάρθει για ένα µεταµεσονύχτιο φλιτζάνι τσάι. Μπήκε στο µικρό καθιστικό όπως είχε κάνει την πρώτη βραδιά που τη συνάντησε. Η σχάρα στο τζάκι ήταν κρύα, και ο Λάζαρους γονάτισε για να ανάψει φωτιά, επιστρέφοντας για µια στιγµή στην κουζίνα για ένα προσάναµµα. Ύστερα κάθισε και περίµενε σαν ερωτοχτυπηµένος θαυµαστής. Ο Λάζαρους γέλασε πνιχτά. Αυτό δεν ήταν; Ένας υποψήφιος µνηστήρας µε την πικρή ελπίδα πως η κυρία θα τον ευεργετούσε µε την παρουσία της; Δεν ήταν καν για το σεξ. Απλά ήθελε να είναι µαζί της. Να κοιτάζει τις εκφράσεις που περνούσαν φευγαλέα µέσα από εκείνα τα ασυνήθιστα χρυσά µάτια της. Να ακούει τη φωνή της. Ω, ήταν αξιολύπητος. Άκουσε ένα θρόισµα απ’ την κουζίνα και έγειρε το κεφάλι, κλείνοντας τα µάτια για να προσηλωθεί. Αυτή ήταν; Έτσι φανταζόταν, βλέποντάς τη µε τα µάτια του µυαλού του να τραβάει τη χύτρα απ’ το τζάκι και να ρίχνει νερό πάνω στα φύλλα του τσαγιού. Καθόταν νωθρός και την καλούσε σιωπηλά, µε ολόκληρο το κορµί του να τη λαχταράει. Η πόρτα έτριξε, και ανοίγοντας τα µάτια την είδε να τον κοιτάζει. Χαµογέλασε σαν ανόητος· δεν µπόρεσε να συγκρατηθεί. «Ω» είπε εκείνη, ολοφάνερα σαστισµένη. «Τι κάνεις εδώ;» «Σε επισκέπτοµαι» απάντησε. «Φοβάµαι πως πρέπει να πάω στο Σεντ Τζάιλς απόψε, και σε χρειάζοµαι µαζί µου.» Τον κοίταξε για µια στιγµή, και µετά ξαναπήγε στην κουζίνα. Την ακολούθησε για να τη δει να φοράει το µανδύα της. «Γιατί µε χρειάζεσαι;» «Επειδή σκοπεύω να ξαναπάω στης Μητέρας Καλόκαρδης.» «Γιατί;» Τον κοίταξε κατσουφιάζοντας ενώ έδενε τα κορδόνια του µανδύα της. «Πήγαµε εκεί δυο φορές· σίγουρα µάθαµε όλα όσα υπήρχαν να µάθουµε.» «Έτσι φάνηκε.» Πέρασε το δάχτυλο πάνω στο φθαρµένο ξύλο του τραπεζιού. «Μόνο που πήγα να δω έναν από τους εραστές της Μαρί. Λέει ότι γνώρισε τη Μαρί στο καπηλειό της Μητέρας Καλόκαρδης.» «Τι;» Τον κοίταξε ξαφνιασµένη. «Μα, η Μητέρα Καλόκαρδη έκανε σαν να µην είχε δει ποτέ τη Μαρί.» «Και ίσως να µην την είχε δει.» Ανασήκωσε τους ώµους. «Πάντως, το βρίσκω πολύ περίεργο να σύχναζε η Μαρί στο καπηλειό της. Η Μαρί έβγαινε µόνο µε κύριους. Αν µε είχες ρωτήσει πριν πεθάνει, θα είχα πει πως ούτε πεθαµένη δεν θα έµπαινε σε ένα µέρος σαν το µαγαζί της Μητέρας Καλόκαρδης.» «Είναι πολύ περίεργο.» Πήγε στη βάση της σκάλας και φώναξε σιγανά: «Μέρι Γουίτσαν.» Ένας γδούπος, και ύστερα το χτύπηµα ποδιών που κατέβαιναν. «Κι έπειτα είναι και η Μάρθα Σουάν» είπε ο Λάζαρους. Τον κοίταξε ερωτηµατικά. Εκείνος χαµογέλασε παράξενα. «Ξέρω ότι θα ακουστεί τρελό, αλλά όλο σκέφτοµαι: γιατί µας επιτέθηκαν στο σπίτι της Μάρθα Σουάν;» Η Τέµπερανς ανασήκωσε τους ώµους. «Για να µας εµποδίσουν να της µιλήσουµε.»
«Μα, ήταν ήδη νεκρή.» Τα φρύδια της έσµιξαν, αλλά εκείνην τη στιγµή εµφανίστηκε η Μέρι Γουίτσαν µε το νυχτικό της. «Κυρία;» Το κορίτσι κοίταξε αβέβαια µία τον Λάζαρους και µία την Τέµπερανς. «Αµπάρωσε την πόρτα πίσω µου, σε παρακαλώ» είπε στη µικρή. «Και µετά πήγαινε για ύπνο.» Το κοριτσάκι έγνεψε καταφατικά, και µέσα σε λίγα δευτερόλεπτα οι δυο τους βρέθηκαν στο σοκάκι. Ο άνεµος σήκωσε την άκρη του µανδύα της Τέµπερανς στέλνοντάς τον να τυλιχτεί γύρω της. «Αν όχι για να µας εµποδίσουν να µιλήσουµε µε τη Μάρθα Σουάν, τότε γιατί η επίθεση;» «Δεν ξέρω.» Άρχισε να περπατάει γρήγορα αφού πρώτα βεβαιώθηκε πως εκείνη βρισκόταν κοντά του. «Ίσως κάποιος στης Μητέρας Καλόκαρδης να µας είδε εκεί. Κάποιος που δεν ήθελε να σκαλίσουµε τα πράγµατα. Ίσως η Μαρί να γνώρισε αυτό τον άνθρωπο, όποιος κι αν είναι, στο µαγαζί της Μητέρας Καλόκαρδης.» Του έριξε µια µατιά γεµάτη αµφιβολία. «Ή ίσως όλα αυτά να είναι απλά µια σύµπτωση.» Έκαναν την υπόλοιπη διαδροµή σιωπηλοί. Ο Λάζαρους είχε πλήρη επίγνωση της παρουσίας της Τέµπερανς δίπλα του, του πόσο ευάλωτη ήταν. Ίσως δεν έπρεπε να την έχει πάρει µαζί του, αλλά όσο περισσότερο το σκεφτόταν, τόσο πιο βέβαιος ένιωθε: η απάντηση, µε κάποιον τρόπο, βρισκόταν στο καπηλειό της Μητέρας Καλόκαρδης. Και η Τέµπερανς ήταν το κλειδί για να κάνει τους ανθρώπους εκεί να µιλήσουν. Δεκαπέντε λεπτά αργότερα, µπήκαν στο σκοτεινό υπόγειο, και στην αρχή το µαγαζί τούς φάνηκε ίδιο µε τις άλλες δύο φορές που είχαν πάει. Το καπηλειό ήταν γεµάτο κόσµο και ζεστό, η καµινάδα στο τζάκι δεν τράβαγε, και ο καπνός κρεµόταν από τα µαυρισµένα δοκάρια. Ο Λάζαρους άρχισε να ανοίγει δρόµο προς το πίσω µέρος της αίθουσας, εκεί που βρίσκονταν τα δωµάτια της Μητέρας Καλόκαρδης. Η Τέµπερανς τον έπιασε απ’ το µπράτσο συγκρατώντας τον. Έσκυψε από πάνω της, για να µπορέσει να του ψιθυρίσει: «Κάτι δεν είναι εντάξει. Το δωµάτιο παραείναι ήσυχο.» Σήκωσε το κεφάλι του, και είδε πως είχε δίκιο. Δεν υπήρχαν µεθυσµένα τραγούδια από το τραπέζι των ναυτικών στη γωνία, ούτε καβγάδες, ή δυνατές συζητήσεις από τους υπόλοιπους θαµώνες. Στην πραγµατικότητα, οι πελάτες ήταν όλοι σκυφτοί. Κανείς δεν τον κοίταζε στα µάτια. Ο Λάζαρους γύρισε στην Τέµπερανς. «Τι έγινε;» Εκείνη κούνησε το κεφάλι, µε τα πανέµορφα χρυσαφιά της µάτια απορηµένα. «Δεν ξέρω.» Η µονόφθαλµη σερβιτόρα βγήκε πίσω από την κουρτίνα του χολ. Πριν ξαναπέσει η κουρτίνα, ο Λάζαρους µέτρησε τρεις άντρες στο χολ. Τι είχε κάνει τη Μητέρα Καλόκαρδη να τριπλασιάσει τη φρουρά της; Το κεφάλι του κοριτσιού ήταν χαµηλωµένο, το πρόσωπό της δακρυσµένο. Τους είδε, και έσκυψε πιο πολύ, γλιστρώντας στο πλάι. Η Τέµπερανς έτρεξε κοντά της χωρίς να χρειαστεί την παρότρυνση του Λάζαρους. Την κοίταζε να µιλάει στην κοπέλα σαν να την παρακαλούσε, ακολουθώντας την καθώς εκείνη κουνούσε αρνητικά το κεφάλι και γύριζε να φύγει. Η Τέµπερανς ακούµπησε το χέρι στη σερβιτόρα, κι εκείνη το τίναξε πέρα, λέγοντας κάτι κοφτό. Η Τέµπερανς ίσιωσε απότοµα την πλάτη, µε τα µάτια της να ανοίγουν διάπλατα. Ο Λάζαρους βρέθηκε δίπλα της στη στιγµή. «Τι είναι;» Εκείνη κούνησε το κεφάλι. «Όχι εδώ.» Τον οδήγησε πάλι έξω από το καπηλειό, κοιτώντας φοβισµένη τριγύρω. Την τράβηξε κοντά του, κάτω από το µανδύα του, τυλίγοντάς τη στα µπράτσα του. «Πες µου.» Σήκωσε τα µάτια να τον κοιτάξει µε πρόσωπο χλωµό. «Δεν δέχτηκε καν να συζητήσει για τη Μαρί. Έγινε άλλος ένας φόνος – µια πόρνη. Βρέθηκε δεµένη στο κρεβάτι της, και η κοιλιά της…» Βόγκηξε
σιγανά, αδυνατώντας να ολοκληρώσει τη φράση. «Σσς.» Η καρδιά του χτυπούσε γρήγορα, οι αισθήσεις του ήταν σε ετοιµότητα για την παραµικρή κίνηση, για τον παραµικρό ήχο τριγύρω τους. «Πρέπει να σε πάω στο σπίτι.» Εκείνη γαντζώθηκε πάνω του. «Λένε πως ήταν το Φάντασµα του Σεντ Τζάιλς.» «Τι;» «Κάποιοι πιστεύουν πως είναι φάντασµα, άλλοι πως είναι πραγµατικός άνθρωπος, αλλά, όπως και να ’χει, όλοι πιστεύουν πως αυτός είναι ο δολοφόνος.» Κούνησε το κεφάλι του και άρχισε να περπατάει. «Γιατί;» «Δεν ξέρουν. Υπάρχουν διάφορες εικασίες· ότι αναζητάει εκδίκηση, ότι έχει έρθει να τιµωρήσει τους αµαρτωλούς, ή ότι απλά του αρέσει να σκοτώνει.» Ανατρίχιασε ξανά. «Δεν βγάζει νόηµα, σωστά; Αν ήταν αυτός ο δολοφόνος, αν µας ήθελε νεκρούς, δεν θα σε είχε βοηθήσει να αντιµετωπίσεις εκείνους που µας επιτέθηκαν.» «Όχι» µουρµούρισε ο Λάζαρους «δεν βγάζει νόηµα.» Πέρασαν άλλα δέκα λεπτά πριν φτάσουν πάλι στην πόρτα της, και ο Λάζαρους ποτέ δεν είχε νιώσει τόσο χαρούµενος βλέποντας το ορφανοτροφείο. Όταν εκείνη ξεκλείδωσε, την ακολούθησε στην κουζίνα. Την είδε να γεµίζει τη µικρή της τσαγιέρα, και να την κρεµάει στο τζάκι πριν σκαλίσει τη φωτιά. «Τι αποδείξεις υπάρχουν πως το Φάντασµα είναι ο δολοφόνος; Είπε η σερβιτόρα;» Του έριξε µια προβληµατισµένη µατιά καθώς ετοίµαζε το δίσκο. «Δεν φάνηκε να ξέρει. Απλά επαναλάµβανε αυτά που έλεγαν όλοι.» «Χµ.» Χτύπησε τα δάχτυλά του στο τραπέζι. «Αναρωτιέµαι µήπως υπάρχει κάποιος που διαδίδει αυτές τις φήµες.» «Ποιος, όµως;» Κούνησε το κεφάλι. «Σε κάθε περίπτωση, δεν γίνεται να σε ξαναπάρω µαζί µου στο Σεντ Τζάιλς. Όχι όσο κυκλοφορεί ελεύθερος ο δολοφόνος.» Του έγνεψε σιωπηλά, µε τα φρύδια της σµιγµένα ακούγοντας τη δήλωσή του. Ήταν τόσο υπάκουη, ή θα παράκουγε την εντολή του µετά; Η σκέψη τον έκανε νευρικό – ότι δεν είχε, δηλαδή, πραγµατική εξουσία πάνω σ’ αυτήν τη γυναίκα. Μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε άσχετα µε το τι πίστευε ή πόσο ανησυχούσε εκείνος. Το νερό στη χύτρα έβρασε, και η Τέµπερανς γέµισε την τσαγιέρα. Την ακολούθησε στο µικρό της καθιστικό, και κάθισε στις φτέρνες για να σκαλίσει τη φωτιά καθώς εκείνη πήγαινε να καθίσει στο σκαµνί της. Έπειτα ξάπλωσε χαλαρά στην πολυθρόνα και την κοιτούσε, γελοία ευχαριστηµένος, να βάζει τσάι στο φλιτζάνι της και να προσθέτει µια κουταλιά ζάχαρη. Του πέρασε η σκέψη πως δεν θα τον ενοχλούσε να περνάει έτσι κάθε βράδυ για την υπόλοιπη ζωή του, κοιτώντας τη να πίνει την πρώτη γουλιά απ’ το καυτό τσάι της, παρατηρώντας τον τρόπο που µισόκλεινε τα µάτια της καθώς χαλάρωνε. «Πώς είναι η αδελφή σου;» τη ρώτησε µετά από λίγο. Τον κοίταξε µάλλον έκπληκτη, κι αυτό τον εκνεύρισε. Ανασήκωσε τα φρύδια του. «Σάιλενς, αν δεν κάνω λάθος; Έχει συνέλθει από την αναµέτρησή της µε τον Ο’Κόνορ;» «Δεν ξέρω» αναστέναξε η Τέµπερανς. «Δεν έχω πάρει καθόλου νέα της. Ο Γουίντερ δεν µου µιλάει· απλά κάνει τη δουλειά του χωρίς να συζητάει τίποτα. Ο Κόνκορντ είναι αρκετά θυµωµένος – ή µάλλον αποδοκιµαστικός είναι η πιο σωστή λέξη.» «Και τα παιδιά;» τη ρώτησε. «Είναι καλά;»
Η Τέµπερανς αγκάλιασε το φλιτζάνι και µε τα δύο χέρια. «Λίγο-πολύ δείχνουν τα ίδια, ως συνήθως. Η Μέρι Γουίτσαν µε ακολουθεί σε όλο το σπίτι σαν σκιά µου, σαν να φοβάται πως θα εξαφανιστώ έτσι και µε χάσει από τα µάτια της.» Εκείνος κούνησε το κεφάλι µην ξέροντας τι να πει σε όλα αυτά. Η εµπειρία του µε τις οικογένειες – ουσιαστικά, µε τα συναισθήµατα– ήταν οικτρά ανεπαρκείς. Η Τέµπερανς πήρε µια βαθιά ανάσα. «Κι εσύ; Πώς είναι ο ώµος σου;» «Σχεδόν καινούργιος.» Έµειναν σιωπηλοί για κάµποσα δευτερόλεπτα, και µετά τον ρώτησε σιγανά: «Γιατί πιστεύεις πως η Μαρί δεν σου µίλησε ποτέ για τον αδελφό της;» «Ίσως επειδή ποτέ δεν τη ρώτησα για την οικογένειά της.» Ανασήκωσε τους ώµους. «Το ζήτηµα είναι πως σπανίως µιλούσαµε. Δεν υπήρχε τέτοια ανάγκη στη σχέση µας.» «Άρα, όταν την έβλεπες, απλά κάνατε…» «Σεξ. Ναι.» Την κοίταξε περιµένοντας να δει αποστροφή. «Δεν ήθελα, ούτε χρειαζόµουν κάτι άλλο απ’ αυτήν.» «Κι από εµένα;» ψιθύρισε η Τέµπερανς. Ο Λάζαρους πήρε µια εισπνοή. «Από εσένα θέλω πολύ, πολύ περισσότερα.»
Κεφάλαιο Δεκαπέντε Η Μεγκ καθόταν ολοµόναχη µέσα στο µικροσκοπικό κελί των µπουντρουµιών εκείνη την ηµέρα, αφού κανείς δεν είχε πάει να την επισκεφθεί. Για να περάσει η ώρα της, άρχισε να συγυρίζει το κελί, κι έπειτα πλύθηκε κι η ίδια µε τον κουβά το νερό, και χτένισε τα µακριά χρυσά µαλλιά της. Ήταν σχεδόν έτοιµη να πέσει για ύπνο, όταν ακούστηκε ένα χτύπηµα στην πόρτα του κελιού της. Και ξάφνου µπήκαν τρεις υπηρέτριες και µια πολύ κοµψή κοµµώτρια, και πριν το καλοκαταλάβει, η Μεγκ βρέθηκε ντυµένη µε µια αστραφτερή γαλάζια τουαλέτα, τα µαλλιά της στολισµένα µε µαργαριτάρια, και λεπτοδουλεµένα γοβάκια µε τακούνι στα πόδια. «Μα, τι σηµαίνουν όλα αυτά;» αναφώνησε έκπληκτη. Η κοµµώτρια υποκλίθηκε και απάντησε: «Απόψε θα δειπνήσεις µε το Βασιλιά αυτοπροσώπως.»… –από το Ο Βασιλιάς Κλειστόκαρδος Η Τέµπερανς κοιτούσε αυτό το εξωτικό πλάσµα, αυτό τον άντρα από έναν άλλο κόσµο, να λέει ότι ήθελε περισσότερα από εκείνην. Πόσα περισσότερα; Ήθελε να τον ρωτήσει, αλλά φοβόταν την απάντηση. Έτσι, αντί γι’ αυτό, άφησε κάτω το φλιτζάνι της. «Πολύ καλά.» Της έγνεψε καταφατικά κοιτώντας τις φλόγες στο τζάκι. Έδειχνε ικανοποιηµένος µε τη συµφωνία τους, όποια κι αν ήταν αυτή, αλλά η Τέµπερανς ένιωθε µια φωτιά να φουντώνει στα σπλάχνα της. Ήθελε κι αυτή περισσότερα. «Δεν µου έχεις µιλήσει για την οικογένειά σου.» Ο Λάζαρους κούνησε το κεφάλι του εκνευρισµένα. «Αυτό δεν είναι αλήθεια. Σου έχω πει για την αδελφή µου, για τη µητέρα µου.» «Αλλά όχι για τον πατέρα σου» του είπε µε σιγανή φωνή. Δεν ήξερε από πού ερχόταν αυτή η ξαφνική της ανάγκη να µάθει όλα του τα µυστικά. Ίσως ήταν η επίγνωση πως ο δολοφόνος παραµόνευε στους δρόµους του Σεντ Τζάιλς· ίσως ήταν η έµµεση επαφή µε το θάνατο. Το µόνο που ήξερε ήταν πως ήθελε να τον µάθει, αυτό τον άντρα που είχε δεχτεί µέσα στο κορµί της. Εκείνος σφίχτηκε. «Ο πατέρας µου ήταν ένας αριστοκράτης. Δεν υπάρχει τίποτε άλλο να πω γι’ αυτόν.» Έγειρε το κεφάλι της στο πλάι, παρατηρώντας τον. Τα µάτια του είχαν στραφεί ξανά στη φωτιά, και ήταν ολοφάνερο πως υπήρχαν πολλά περισσότερα να πει. «Πώς ήταν εξωτερικά;» Την κοίταξε αιφνιδιασµένος. «Ήταν… µεγαλόσωµος.» «Πιο ψηλός από σένα;» «Ναι.» Έσµιξε τα φρύδια του. «Όχι, αυτό δεν είναι αλήθεια. Ήµουν πιο ψηλός από εκείνον όταν γύρισα από την Οξφόρδη. Απλά έµοιαζε… µεγάλος.» «Γιατί;» «Δεν θέλω να το συζητήσω άλλο» της είπε απότοµα.
«Όµως, θέλεις περισσότερα από µένα» του είπε. «Δεν θα έπρεπε κι εγώ µε τη σειρά µου να θέλω περισσότερα από σένα;» Της χαµογέλασε λοξά. «Κάνεις σκληρό παζάρι, κυρία Ντιουζ. Τι θες να µάθεις για µένα;» «Μπορεί να θέλω να µάθω τα πάντα» του απάντησε τολµηρά. «Α, µπορεί, άραγε, κανείς να µάθει τα πάντα για κάποιον άλλον;» «Πιθανόν όχι» είπε η Τέµπερανς και σηκώθηκε. Έµεινε ακίνητος να την κοιτάζει καθώς έκανε δυο βήµατα για να έρθει να σταθεί µπροστά του. «Μάλλον παραµένουµε χωριστά, µοναχικά πλάσµατα για όλη µας τη ζωή» µουρµούρισε κουρνιάζοντας στο απλωµένο του γόνατο. Άγγιξε τις πτυχές του λαιµοδέτη του, και ύστερα άρχισε να τον λύνει. «Δεν µπορούµε ποτέ να γνωρίσουµε τον άλλον αληθινά. Αυτό δεν είναι που θέλεις να πω;» Εκείνος καθάρισε το λαιµό του. «Δεν το είχα σκεφτεί πραγµατικά.» «Και βέβαια το έχεις σκεφτεί» του είπε πειραχτικά. «Είσαι ένας διανοούµενος τζέντλεµαν, και µάλιστα πολύ κυνικός. Νοµίζω πως περνάς υπερβολικά πολύ χρόνο σκεπτόµενος τον κόσµο και το πόσο µόνος είσαι µέσα σ’ αυτόν.» Ο Λάζαρους ξεροκατάπιε, και το καρύδι του κινήθηκε κάτω από τα δάχτυλά της. «Δεν είµαι;» «Ίσως.» Του έριξε µια φευγαλέα µατιά, κι έπειτα συγκεντρώθηκε στο να του βγάλει το λαιµοδέτη. «Γι’ αυτό τις δένεις;» «Ποιες;» «Τς. Ποτέ δεν φαντάστηκα πως είσαι δειλός, Λάζαρους.» Εκείνος αναστέναξε και έκλεισε τα µάτια του. «Μπορεί. Δεν ξέρω.» Άρχισε να του ανοίγει τα κουµπιά του γιλέκου του. «Δεν ξέρεις γιατί τις δένεις, ή δεν θέλεις να το οµολογήσεις;» «Πόσο αµείλικτη είστε, κυρία.» Η φωνή του έκρυβε µια υποψία προειδοποίησης. «Ναι.» Του έγνεψε καταφατικά, µε τα µάτια της στραµµένα στο έργο της. «Αλλά νοµίζω πως διαφορετικά δεν θα πάρω καµιά απάντηση από σένα. Σου προκαλεί πόνο η εγγύτητά τους; Η σκέψη τού πόσο µακριά είσαι απ’ αυτές –από όλους– σου προκαλεί την ίδια αγωνία που νιώθεις όταν σε αγγίζουν οι άλλοι;» «Η διαίσθησή σου µε τροµοκρατεί.» Τη βοήθησε να του βγάλει το γιλέκο. «Δεν ξέρω γιατί αισθάνοµαι πόνο.» «Ο πόνος είναι σωµατικός ή νοητικός;» «Και τα δύο.» Κούνησε το κεφάλι της κι άρχισε να του ξεκουµπώνει το πουκάµισο. Ένιωθε τη θέρµη της επιδερµίδας του, και οι σκούρες τριχούλες στο στήθος του σχηµάτιζαν µια σκιά κάτω από το εκλεκτό λινό. Ένιωσε τα σωθικά της να σφίγγονται. «Τότε, ίσως τις δένεις για να µη σου προκαλέσουν πόνο.» «Ίσως.» «Ή» –σήκωσε τα µάτια της για να συναντήσει τα δικά του– «ίσως τις δένεις για να µη χρειάζεται να παραδεχτείς την ανθρώπινη υπόστασή τους.» Ο Λάζαρους ύψωσε το φρύδι. «Κάτι τέτοιο δεν θα µε έκανε να είµαι ο διάβολος;» «Θα σε έκανε;» τον ρώτησε απαλά. Τα µάτια του ξεγλίστρησαν απ’ τα δικά της. «Φοβάσαι το βλέµµα τους; Γι’ αυτό τους δένεις τα µάτια; Για να µην τα βλέπεις;»
«Ίσως να µη θέλω να βλέπουν εκείνες τα δικά µου µάτια.» «Γιατί;» «Ίσως δεν θέλω να δουν τη µαυρίλα στον πυρήνα της ψυχής µου.» Η Τέµπερανς κάρφωσε το βλέµµα της στα εκπληκτικά γαλάζια µάτια του για µια στιγµή, και εκείνος την άφησε σαν να της έλεγε σιωπηλά κάτι. Μετά, εκείνη αποτράβηξε το βλέµµα της. «Εµένα δεν µε δένεις.» Ένιωσε το σφυγµό της να επιταχύνεται. Ήθελε να του βγάλει το πουκάµισο, από την άλλη, όµως, δεν ήθελε να του προκαλέσει πόνο. Πέρασε απαλά τα χέρια της πάνω στο λινό, νιώθοντας τους ζεστούς µύες από κάτω. Είχε υπέροχο στήθος, φαρδύ και όµορφο, µε τους ώµους να κατεβαίνουν λείοι προς τους µύες των µπράτσων. «Όχι, δεν σε δένω.» «Είναι επειδή είµαι περισσότερο σηµαντική από εκείνες, ή επειδή είµαι λιγότερο;» «Περισσότερο. Σαφώς περισσότερο.» Η Τέµπερανς έγνεψε κοιτώντας τα χέρια της πάνω του. Η σκέψη πως ήταν σηµαντική για εκείνον της έφερε δάκρυα στα µάτια. «Εγώ είµαι πιο σηµαντικός για σένα;» τη ρώτησε σιγανά. Και βέβαια ήταν. Όµως, απέφυγε να απαντήσει στην ερώτηση. Την ενδιέφεραν οι δικές του ευαισθησίες, όχι οι δικές της. «Αυτό σε πονάει; Αν σε αγγίζω πάνω από το ύφασµα;» «Όχι.» Έσκυψε λίγο και φίλησε απαλά τον ώµο του. «Χαίροµαι.» «Εγώ απαντάω στις ερωτήσεις σου, αλλά εσύ δεν απαντάς στις δικές µου.» Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Δεν µπορώ. Όχι ακόµη. Μη µε πιέζεις.» «Τι–» Η ερώτησή του κόπηκε καθώς εκείνη έσκυψε και έγλειψε απαλά τη µία θηλή του πάνω απ’ το πουκάµισο. Ο Λάζαρους πήρε µια απότοµη ανάσα. «Κάποια µέρα θα πρέπει να µάθω.» «Ίσως.» Η γλώσσα της σχηµάτισε έναν κύκλο γύρω από τη θηλή του. Το υγρό ύφασµα είχε γίνει σχεδόν διάφανο, και µπορούσε να δει την καφετιά θηλή κάτω από το πουκάµισο. «Αχ.» Χαµογέλασε µε το στόµα της πάνω στο πουκάµισο. «Τέµπερανς.» «Μη µε πιέζεις.» Κράτησε το πουκάµισο κολληµένο πάνω στο στήθος του για να µπορεί να τη δει πιο καθαρά. Η ερεθισµένη θηλή του σχηµάτιζε µια µικροσκοπική κορφή. «Όπως µε πιέζεις εσύ;» «Σε πιέζω;» «Αναµφίβολα.» Του τράβηξε µια τούφα απ’ τα µαλλιά σαν επίπληξη. Εκείνος γρύλισε. «Αναρωτιέσαι γιατί έχεις την ανάγκη να µε πιέσεις;» «Όχι.» Τα χέρια της ταξίδεψαν προς τα κάτω για να ακουµπήσουν στην κοιλιά του. Ήταν σκληρή και ζεστή. «Μήπως θα έπρεπε;»
«Χµ.» Η προσοχή της αποσπάστηκε για µια στιγµή από τη ζώνη του παντελονιού του, και το κούµπωµα από κάτω. «Τέµπερανς…» «Όχι.» Γλίστρησε από την αγκαλιά του και γονάτισε ανάµεσα στα πόδια του. Άνοιξε τα κουµπιά του παντελονιού του. «Τώρα νιώθεις πόνο;» «Μµ;» µουρµούρισε. Έµοιαζε υπνωτισµένος από την εικόνα των χεριών της που πάλευαν να ανοίξουν το παντελόνι του. Από κάτω, η στύση του τέντωνε το ύφασµα. Το στόµα της είχε στεγνώσει από την προσµονή. Όµως, δεν θα τον άφηνε να της ξεφύγει τόσο εύκολα. «Λάζαρους; Σε πονάω;» «Κι αν µε πονάς, το κάνεις θεσπέσια.» «Ωραία» του είπε καθώς άνοιγε εντελώς το παντελόνι του. Ο ανδρισµός του είχε υψώσει το εσώρουχο. «Λάζαρους…» «Ναι;» της απάντησε. «Αχ…» Τύλιξε το χέρι της γύρω του πάνω από το εσώρουχο. Τον κοίταξε κάτω από τις βλεφαρίδες της. «Θα ήθελες να µε δέσεις κάποια φορά;» Εκείνος ανοιγόκλεισε τα βλέφαρα σαν να ξυπνούσε από λήθαργο, µε τα µάτια του να γίνονται επιφυλακτικά. «Όχι. Όχι βέβαια.» «Τώρα ποιος λέει ψέµατα;» µουρµούρισε σφίγγοντάς τον απαλά, δοκιµάζοντας τη σκληράδα του. «Θα πονούσες αν το έβγαζα έξω και το ακουµπούσα;» «Νοµίζω πως θα µπορούσα να το αντέξω.» «Θα µπορούσες;» «Σε παρακαλώ.» Η βραχνή ικεσία του την έκανε να πάρει την απόφαση. Προσεκτικά, µε κινήσεις λεπτές, ξεκούµπωσε το εσώρουχο και το άνοιξε. Και µετά, απλά απόµεινε να κοιτάζει. Ήταν πραγµατικά µεγαλειώδης έτσι όπως καθόταν στη φθαρµένη πολυθρόνα. Το γεγονός ότι φορούσε ακόµη το πουκάµισο και το παντελόνι του, τις κάλτσες και τα παπούτσια, έκανε το µαύρο τρίχωµα και το βαθυκόκκινο µέλος του πιο ερεθιστικά. Η εικόνα είχε µια οικειότητα που σοκάριζε. Έµοιαζε σαν βασιλιάς, υπεροπτικός, και σίγουρος για τη δύναµή του. «Λατρεύω να σε κοιτάζω» του είπε. «Αλήθεια;» ψιθύρισε µε φωνή σαν βαθύ αρρενωπό γουργούρισµα. Του έριξε µια µατιά, και την ίδια στιγµή τύλιξε το χέρι της γύρω του. «Είσαι σίγουρος πως δεν θα µε ήθελες απλωµένη πάνω στο κρεβάτι σου; Ανίσχυρη, αβοήθητη, έρµαιο στις επιθυµίες σου;» Τα µάτια του είχαν µισοκλείσει, τα µάγουλά του είχαν αναψοκοκκινίσει από ερωτική πείνα. «Ε… ε… ίσως.» «Ίσως;» µουρµούρισε µε την προσοχή της στραµµένη στο έπαθλο που κρατούσε στα χέρια της. Η αλήθεια ήταν πως το ενδιαφέρον της γι’ αυτό το παιχνίδι είχε ελαττωθεί. «Δεν σε ήξερα αβέβαιο ως προς τα θέλω σου. Τις επιθυµίες σου.» Τον έσφιξε πολύ προσεκτικά, νιώθοντας την απαλότητα της επιδερµίδας του, την ατσάλινη σκληράδα από κάτω. Εκείνος βόγκηξε, ανασηκώνοντας τους γοφούς του, έτσι ώστε να κινηθεί µε δύναµη µέσα στα χέρια της. «Διάβολε. Βάλε τον στο στόµα σου.»
Η Τέµπερανς δάγκωσε τα χείλη της, λίγο σοκαρισµένη. Ποτέ δεν είχε ξανακάνει κάτι τέτοιο. Πέρασε το δάχτυλό της στην κορυφή του, εκεί που είχε τρέξει µια µικρή σταγόνα σαν δάκρυ. Τι γεύση θα είχε, άραγε, αυτή η σταγόνα στο στόµα της; «Τέµπερανς» της είπε µε φωνή βαριά και καθαρή µέσα στο ήσυχο δωµάτιο. «Ρούφηξέ µε.» Έσκυψε από πάνω του και έβγαλε διστακτικά τη γλώσσα της. Και έγλειψε. Ζάρωσε τη µύτη. Η γεύση του ήταν αλµυρή και γήινη, όχι δυσάρεστη, αλλά ούτε και αυτό που περίµενε. Εκείνος µούγκρισε. «Σε παρακαλώ.» Ω, όταν τον άκουγε να ικετεύει. Υπήρχε κάτι µέσα της, κάτι λίγο διεστραµµένο και πρωτόγονο που αναπηδούσε από χαρά ακούγοντας την ικεσία στη φωνή του. Άνοιξε το στόµα της και τον τράβηξε µέσα. Και ρούφηξε. Οι γοφοί του τινάχτηκαν, σπρώχνοντας τον ανδρισµό του πιο βαθιά µέσα στο στόµα της. Εκείνη παρά λίγο να κάνει πίσω, αλλά µετά τον κράτησε πιο σφιχτά και τύλιξε τη γλώσσα της γύρω του, ρουφώντας απαλά. Τα χέρια του ανέβηκαν κι άρχισαν να χαϊδεύουν τα µαλλιά της. Ένιωσε τις φουρκέτες της να πέφτουν, τα χέρια του να τυλίγονται στις µπούκλες της, να τις τραβάνε µαλακά. Δεν ήταν σίγουρη αν εκείνος ήξερε τι έκανε. Έγειρε λίγο πίσω, αφήνοντάς τον να βγει λίγο από το στόµα της, για να µπορέσει να τον κοιτάξει στο πρόσωπο. Την παρακολουθούσε. Η συνειδητοποίηση την έκανε να υγρανθεί. Ακούµπησε πάλι τη γλώσσα της πάνω του, καρφώνοντας τα µάτια της στα δικά του, γλείφοντάς τον κυκλικά. «Χριστέ µου.» Το σαγόνι του σφίχτηκε, και τεντώθηκε στο φως της φλόγας του τζακιού. Τον χάιδεψε µέχρι κάτω και άνοιξε τα χείλη της γύρω του, ρουφώντας απαλά την άκρη. Το πρόσωπό του ήταν τεντωµένο, οι µύες στα µπράτσα του σφιγµένοι. «Πάρ’ τον πιο βαθιά.» Και το έκανε, καταπίνοντάς τον σχεδόν, µε τα µάτια της ακόµη στα δικά του, ενώ οι γοφοί του κινιούνταν πάνωκάτω. Της κάλυψε το χέρι µε το δικό του, για να τη βοηθήσει να τον χαϊδέψει πιο γρήγορα. Τώρα βογκούσε, τα µάγουλά του ήταν ρουφηγµένα, το πρόσωπό του αναψοκοκκινισµένο. «Το θέλεις;» τη ρώτησε ψιθυριστά. «Σταµάτα τώρα αν δεν το αντέχεις.» Η Τέµπερανς δεν µπορούσε να µιλήσει –το στόµα της ήταν γεµάτο–, αλλά ήθελε να το δει αυτό. Ήθελε να τον φτάσει στο αναπόφευκτο τέλος. Τον κοιτούσε, και ένιωθε τον ανδρισµό του να διαστέλλεται µέσα στο στόµα της. Τον κοιτούσε καθώς το χέρι του ανεβοκατέβαινε µε δύναµη σ’ όλο του το µήκος. Τον κοιτούσε καθώς γύµνωνε τα δόντια του. «Α, Θεέ!» Γεύτηκε αλάτι και ζεστασιά. Ένιωσε δάκρυα στα µάτια της βλέποντάς τον να τινάζεται ανίσχυρος. Ήταν µεγάλος και δυνατός, αλλά εκείνη τον είχε φέρει σ’ αυτό το σηµείο. Τον έγλειψε καθώς γινόταν πιο µαλακός, νιώθοντας τρυφερή µαζί του, νιώθοντας λίγο χαµένη. «Έλα εδώ» την πρόσταξε και την τράβηξε στην αγκαλιά του. Έφερε το κεφάλι της κάτω από το πιγούνι του, και έµειναν εκεί για κάµποση ώρα, ενώ της χάιδευε τα µαλλιά. Έπειτα άρχισε να της ανεβάζει τη φούστα. Χωρίς λόγια, ανυποχώρητος, αποκάλυψε τα πόδια της µέχρι που απόµεινε γυµνή πάνω του, µε το ύφασµα της φούστας τυλιγµένο στη µέση της. Την κοίταξε, κι εκείνη ακολούθησε το βλέµµα του. Οι σκούρες µπούκλες της έκαναν έντονη αντίθεση µε τη λευκότητα της επιδερµίδας της. Δεν ήταν συνηθισµένη σ’ αυτό, σε έναν άντρα να εξετάζει το κορµί της στη λάµψη της φωτιάς, έτσι άρχισε να τραβάει τη φούστα της προς τα κάτω για
να καλύψει τη γύµνια της. «Μη.» Της έπιασε το χέρι, µε τα µάτια του να την κοιτάζουν επιτακτικά. «Θέλω να σε δω.» Εκείνη κούνησε το κεφάλι, αλλά η κίνησή της ήταν αδύναµη. Έφερε το χέρι του στην ένωση των µηρών της, και η Τέµπερανς γύρισε το κεφάλι, κρύβοντας το πρόσωπό της στον ώµο του. Τον ένιωσε να τη χαϊδεύει απαλά ανάµεσα απ’ τις µπούκλες της. «Άνοιξε τα πόδια σου» της είπε σιγανά. Υπάκουσε, ξεροκαταπίνοντας, ενώ περίµενε το άγγιγµά του. Ήταν τόσο απαλό, που σχεδόν δεν το κατάλαβε. Πέρασε το χέρι του στο εσωτερικό των µηρών της, φτάνοντας πολύ κοντά στο σηµείο που τον περίµενε να αγγίξει. Αλλά τότε ο Λάζαρους πέρασε πιο πάνω το χέρι του, αγγίζοντας µόνο τις άκρες. «Κοίτα» της είπε. Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Δεν µπορώ.» «Μπορείς.» Πήρε µια ανάσα και σήκωσε το κεφάλι της. Το µεγάλο χέρι του ήταν ακουµπισµένο πάνω της, τα δάχτυλά του απλωµένα κτητικά. «Μην κοιτάξεις αλλού, γιατί θα σταµατήσω» της ψιθύρισε. Ξεροκατάπιε ξανά, παρακολουθώντας τα δάχτυλά του να γλιστράνε προς τα µέσα. Την άνοιξε απαλά, αποκαλύπτοντας το κρυµµένο της τριαντάφυλλο, και την υγρασία που την έκανε να ντραπεί. «Τόσο απαλό» είπε και πέρασε το δείκτη του ανάµεσα στις πτυχές της. Τώρα, η Τέµπερανς ανάσαινε λαχανιασµένα βλέποντας το δάχτυλό του να φτάνει στο ευαίσθητο σηµείο της και να το χαϊδεύει µε τρυφερές κυκλικές κινήσεις. Της έδωσε µερικά απαλά χτυπήµατα µε τον αντίχειρα. «Σου αρέσει;» της ψιθύρισε. Ήθελε να κουνήσει το κεφάλι αρνητικά, να κοιτάξει αλλού, αλλά αν το έκανε, εκείνος θα σταµατούσε, και στην ιδέα και µόνο ένιωσε πως αν συνέβαινε αυτό, θα πέθαινε. «Τέµπερανς» ψιθύρισε µε φωνή βαθιά και τρυφερή «πες µου αν σου αρέσει αυτό.» Πίεσε απαλά, όχι όσο δυνατά χρειαζόταν. «Τέµπερανς;» «Πιο δυνατά» του είπε ξέπνοα. «Τι;» Ξεροκατάπιε. «Πιο δυνατά. Άγγιξε µε πιο δυνατά.» Την πίεσε ξανά. «Έτσι;» Ω, τι αγαλλίαση! Οι γοφοί της ανασηκώθηκαν σαν από µόνοι τους. Έγνεψε απελπισµένα. Τη χάιδεψε πάλι κυκλικά, ασκώντας ακριβώς όση πίεση χρειαζόταν. «Τώρα κοίτα. Κράτα τα µάτια σου ανοιχτά και πάνω στο χέρι µου, αλλιώς θα σταµατήσω. Κατάλαβες;» Του έγνεψε ξανά, υπνωτισµένη από εκείνο το δάχτυλο που γινόταν όλο και πιο γλιστερό από τη δική της υγρασία. Συνέχισε να της χαρίζει απόλαυση µέσα στο µικρό καθιστικό, µε µόνους ήχους την τραχιά της αναπνοή και τους µικρούς υγρούς θορύβους που έκανε το χέρι του πάνω στη σάρκα της. Την έτριβε όλο και πιο δυνατά µέχρι που τα βλέφαρά της βάρυναν, µέχρι που χρειαζόταν ηράκλεια προσπάθεια για να τα κρατήσει ανοιχτά. Είχε πάρει φωτιά. Έξαψη και γλυκιά ηδονή έβγαιναν σαν κύµα από τον πυρήνα της. Και ξαφνικά το χέρι του γύρισε.
Τα µάτια της άνοιξαν διάπλατα καθώς τον κοίταζε να βάζει δυο δάχτυλα βαθιά µέσα της, και βόγκηξε µε την αίσθηση και το θέαµα. Ο Λάζαρους κατέβασε τον αντίχειρά του πάνω της την ίδια στιγµή, κι εκείνη κατέρρευσε. Η φωτιά απλώθηκε σε όλο της το σώµα, το κεφάλι της έπεσε πίσω, η όρασή της θόλωσε ενώ συνέχιζε ακόµη να τον παρακολουθεί να ερεθίζει τη σάρκα της. Μεγαλοδύναµε Θεέ, ποτέ δεν είχε νιώσει τόσο αχαλίνωτη. Έτρεµε µέσα στην αγκαλιά του, τα πόδια της τεντώνονταν, κι εκείνος συνέχιζε να σπρώχνει τα δάχτυλά του µέσα της, ανοίγοντάς τα, στριφογυρνώντας τα. Το άλλο του χέρι της γύρισε το κεφάλι, και ξαφνικά βρέθηκε να τη φιλάει. Το στόµα του άνοιξε υγρό καθώς τα επιδέξια δάχτυλά του άρχιζαν να κινούνται πιο αργά. «Τέµπερανς» βόγκηξε πάνω στο στόµα της. «Σε χρειάζοµαι. Σε χρειάζοµαι τώρα.» Την ανασήκωσε, πέρασε τα πόδια της γύρω του, την έβαλε να καθίσει σαν πάνινη κούκλα πάνω του για τη δική του απόλαυση, γιατί εκείνη σίγουρα δεν µπορούσε πλέον να κινηθεί. Ο Λάζαρους σηκώθηκε κρατώντας την και αντέστρεψε τη θέση τους, ξαπλώνοντάς τη στη µεγάλη πολυθρόνα, µε τους γλουτούς της στην άκρη του καθίσµατος, τα πόδια της στο πάτωµα. Γονάτισε µπροστά της, κι εκείνη είδε την πελώρια στύση του. Τον είδε να έρχεται ανάµεσα στα πόδια της. Έχωσε τους ώµους του κάτω από τα ανοιχτά της πόδια και ανασήκωσε το σώµα του, φέρνοντάς την ψηλά, έτσι που να τυλιχτεί ανίσχυρη γύρω του. Έβαλε τον ανδρισµό του στην είσοδό της, µε το στόµα ανοιχτό και την ανάσα λαχανιασµένη, κι εκείνη τον κοίταζε καθώς έµπαινε µέσα της. Το κεφάλι του έγειρε προς τα πίσω σαν να υπέφερε από έναν πόνο αβάσταχτο. Σαν να ήταν έτοιµος να πεθάνει. «Ω, Θεέ» είπε ασθµαίνοντας. «Δεν µπορώ… Δεν µπορώ…» Και άρχισε να µπαίνει µε δύναµη µέσα της, σπρώχνοντάς τη στην πολυθρόνα, σφίγγοντας τα πόδια της στο στήθος του για να µην µπορεί να του ξεφύγει, να µην µπορεί να αµυνθεί απέναντί στην επίθεσή του. Όχι πως θα το ήθελε. Η αίσθησή του µέσα της, λίγες µόλις στιγµές µετά την υπέροχη εκτόνωση που της προσέφερε το χέρι του, έκανε τη φωτιά να ανάψει πάλι στο κορµί της. Παράδερνε στα συνεχόµενα κύµατα ηδονής που τη χτυπούσαν, κατακλύζοντας τις αισθήσεις της. Τον ένιωσε αµυδρά να σηκώνεται στα γόνατά του, κολληµένος ακόµη πάνω της, φέρνοντας τους γλουτούς της εντελώς έξω από το κάθισµα καθώς έµπαινε µε βία µέσα της. Με τα µεγάλα χέρια του στα οπίσθιά της, να την ανοίγουν και να τη συγκρατούν. Να χάνεται στο κορµί της σαν να µην µπορούσε να τη χορτάσει, σαν να ήθελε να µείνει ενωµένος µαζί της για πάντα. Όµως, πόσο µπορούσε να αντέξει ένας άνθρωπος; Έγειρε µπροστά, καταφέρνοντας µε κάποιον τρόπο να την ακουµπήσει απαλά στην πολυθρόνα. Κατέβασε τρυφερά τα πόδια της από τους ώµους του, και µετά ακούµπησε το κεφάλι του δίπλα στο δικό της. «Τέµπερανς» µουρµούρισε, µεγάλος και βαρύς και χορτασµένος πάνω της. «Τέµπερανς.» Εκείνη κοίταξε το ταβάνι του µικρού καθιστικού της, και ήξερε πως έπρεπε να βρει τις λέξεις για να του πει τι σήµαινε γι’ αυτήν. Ήξερε πως θα τον έχανε αν δεν άφηνε τις λέξεις να βγουν απ’ τα χείλη της, όσο οδυνηρό και σκληρό κι αν ήταν γι’ αυτήν. Στεκόταν σ’ ένα σταυροδρόµι, και το να µην πάρει καµία απόφαση ισοδυναµούσε µε το να χάσει τα πάντα. Αύριο. Αύριο θα έβρισκε τον τρόπο. Απόψε απλά έκλεισε τα µάτια της. Η Τέµπερανς ξύπνησε νωρίς το επόµενο πρωί και απόµεινε να κοιτάζει το ταβάνι του µικρού µοναχικού υπνοδωµατίου της. Δεν ήθελε να σηκωθεί. Το δωµάτιό της ήταν κάτω από τη µαρκίζα του σπιτιού. Εδώ
πάνω υπήρχαν µόνο τρία δωµάτια – το δικό της, του Γουίντερ, και εκείνο στο οποίο κοιµόταν η Νελ όταν δεν είχε νυχτερινή βάρδια στο βρεφοκοµείο. Τα δωµάτια είχαν χαµηλές, γερτές σκεπές. Όταν έβρεχε, η γωνία του δωµατίου της έσταζε. Το χειµώνα έκανε κρύο και το καλοκαίρι αβάσταχτη ζέστη. Μεγαλοδύναµε Θεέ, µερικές φορές ευχόταν να µπορούσε απλά να πετάξει µακριά. Ίσως γι’ αυτό είχε παραδοθεί σ’ εκείνα τα επικίνδυνα διαλείµµατα µε τον Κέιρ, ρισκάροντας όχι µόνο µια εγκυµοσύνη και ένα νόθο παιδί, αλλά και την ίδια της την ψυχή. Ήταν ένας πειρασµός που όλα έδειχναν πως δεν είχε τις άµυνες να τον αντιµετωπίσει. Ίσως µετά από όλα αυτά τα χρόνια που πολεµούσε ενάντια στην ίδια της τη φύση, να είχε φτάσει τελικά σε αδιέξοδο. Ίσως να µη γινόταν εξαρχής να κερδίσει σε έναν τέτοιο αγώνα. Ίσως– Ένας γδούπος ακούστηκε από το διπλανό δωµάτιο – το δωµάτιο του Γουίντερ. Η Τέµπερανς συνοφρυώθηκε και έκανε να σηκωθεί. Κάτι ακούστηκε να σπάει δίπλα. Βγήκε τρέχοντας απ’ το δωµάτιό της. Η πόρτα του Γουίντερ ήταν κλειστή φυσικά, έτσι τη χτύπησε. «Αδελφέ;» Καµία απάντηση. Χτύπησε πιο δυνατά, και όταν εξακολούθησε να µην ακούει το παραµικρό από µέσα, έκανε το χέρι της γροθιά κι άρχισε να κοπανάει. «Γουίντερ! Είσαι καλά;» Δοκίµασε το πόµολο, αλλά η πόρτα ήταν κλειδωµένη. Το υπνοδωµάτιό του ήταν το µόνο δωµάτιο του σπιτιού στο οποίο ο Γουίντερ έβρισκε λίγη ησυχία και αποµόνωση. Η Τέµπερανς είχε αρχίσει να αναρωτιέται µήπως έπρεπε να σπάσει την πόρτα, όταν εκείνη υποχώρησε ξαφνικά προς τα µέσα. «Όλα καλά.» Ο Γουίντερ στάθηκε στο κατώφλι, αλλά παρά τα καθησυχαστικά του λόγια, όλα έδειχναν φανερά πως δεν ήταν καλά. Αίµα κυλούσε στο ωχρό του πρόσωπο, από ένα σκίσιµο στο µέτωπό του, και ο ίδιος ταλαντευόταν επικίνδυνα. Η Τέµπερανς τύλιξε τα χέρια της γύρω από τη µέση του αδελφού της για να µην τον αφήσει να πέσει. «Τι σου συνέβη;» Έφερε τα χέρια του στο πρόσωπό του, και µετά φάνηκε να ξαφνιάζεται όταν είδε το αίµα στα δάχτυλά του. «Ε… νοµίζω ότι έπεσα.» Ο διστακτικός του τόνος την ανησύχησε ακόµα πιο πολύ. «Δεν ξέρεις;» «Δεν µπορώ να…» Η φωνή του έσβησε καθώς κοιτούσε γύρω του, στο µικροσκοπικό σαν κελί δωµάτιο. «Ίσως πρέπει να καθίσω.» Τον βοήθησε να καθίσει στο κρεβάτι του –δεν υπήρχε χώρος ούτε έστω για µια καρέκλα–, και ύστερα στάθηκε από πάνω του αγχωµένη. «Είσαι άρρωστος; Πότε ήταν η τελευταία φορά που έφαγες;» Προσπάθησε να ακουµπήσει το χέρι της στο µέτωπό του, αλλά ο Γουίντερ το έσπρωξε µε ασυνήθιστο εκνευρισµό. «Είµαι απολύτως εντάξει· απλά–» «Έπεσες, και δεν θυµάσαι πώς και γιατί;» του είπε εξοργισµένη. «Τι έφαγες για βραδινό;» Το µέτωπό του ζάρωσε. «Ε…» «Ω, Γουίντερ! Έφαγες τίποτα, τελικά;» «Ίσως λίγο ζωµό» της είπε χωρίς να την κοιτάζει στα µάτια. Η Τέµπερανς αναστέναξε. Ο Γουίντερ δεν είχε µάθει ποτέ να λέει ψέµατα. «Μείνε εδώ, και θα σου φέρω κάτι να φας, και έναν επίδεσµο.» «Όµως, το σχολείο» είπε εκείνος δυσανασχετώντας. «Πρέπει να το ανοίξω.»
«Όχι.» Τον έσπρωξε πίσω στο κρεβάτι όταν προσπάθησε να σηκωθεί. «Το σχολείο µπορεί να µείνει κλειστό για µια µέρα.» «Θα χάσουµε τα δίδακτρα» της είπε. Η Τέµπερανς τον κοίταξε. Αυτό ήταν αλήθεια· αν το σχολείο δεν άνοιγε, τότε οι µαθητές δεν θα πλήρωναν δίδακτρα για εκείνην τη µέρα. «Σίγουρα µπορούµε να αντέξουµε να µείνει µια µέρα κλειστό.» Ο Γουίντερ κούνησε το κεφάλι αρνητικά, µε το χρώµα της επιδερµίδας του σχεδόν τόσο άσπρο, όσο το µαξιλάρι του. «Έχουµε χαλάσει σχεδόν όλα τα χρήµατα που µας έδωσε ο Λόρδος Κέιρ.» «Τι;» τον ρώτησε σοκαρισµένη. «Χρωστάγαµε στο χασάπη και στο φούρναρη» ψιθύρισε «και δεν είχαµε πληρώσει τον τσαγκάρη για τα παπούτσια που πήραµε στα αγόρια τον Νοέµβρη.» Η Τέµπερανς κοίταξε το µικρό δωµάτιο, αλλά δεν υπήρχε κανένας άλλος να πάρει την απόφαση για λογαριασµό της. «Θα είµαστε µια χαρά. Απλά µην προσπαθήσεις να σηκωθείς. Μου το υπόσχεσαι, Γουίντερ;» «Ναι.» Κούνησε το κεφάλι, και τα µάτια του είχαν ήδη κλείσει µέχρι να βγει η Τέµπερανς απ’ το δωµάτιο. Μεγαλοδύναµε Θεέ, ήξερε πως είχαν µεγάλες δυσκολίες, αλλά δεν είχε ιδέα πόσο απελπιστική ήταν η κατάσταση. Κατέβηκε βιαστικά τις σκάλες προσπαθώντας να βάλει σε µια σειρά τις προτεραιότητές της, αλλά το µυαλό της συνέχεια επέστρεφε στο γεγονός πως ο Γουίντερ ήταν άρρωστος και εκείνη δεν µπορούσε να διευθύνει το σπίτι µόνη. Μπήκε στη µεγάλη παλιά κουζίνα, µε το µυαλό της να βουίζει, αλλά σταµάτησε όταν είδε ποιος ήταν µέσα. Η Πόλι στεκόταν δίπλα στη Νελ, και τα πρόσωπα των δύο γυναικών ήταν γεµάτα φόβο. Η Μέρι Γουίτσαν ήταν κουλουριασµένη σε µια γωνιά, µε το µικρό της προσωπάκι κατάχλωµο. Η Πόλι κρατούσε ένα µπογαλάκι στα χέρια. «Τι έγινε;» ψιθύρισε η Τέµπερανς. «Λυπάµαι» είπε η Πόλι. «Βύζαινε µια χαρά, και ξαφνικά χθες βράδυ…» Τράβηξε την άκρη της κουβερτούλας. Μέσα ήταν η Μέρι Χόουπ µε το µικροσκοπικό της πρόσωπο κόκκινο και βουτηγµένο στον ιδρώτα. Η Πόλι σήκωσε τα µάτια µε πρόσωπο ωχρό. «Έχει ανεβάσει πυρετό.»
Κεφάλαιο Δεκαέξι Εκείνο το βράδυ, η Μεγκ οδηγήθηκε σε µια µεγαλοπρεπή τραπεζαρία. Πάνω στο τραπέζι υπήρχε και του πουλιού το γάλα, όµως ο µόνος που καθόταν στο τραπέζι ήταν ο βασιλιάς, µε το µικρό γαλάζιο πουλί στο χρυσό κλουβί ακουµπισµένο πλάι του. Ο βασιλιάς έδιωξε τους φρουρούς και της έδειξε µια καρέκλα στα δεξιά του. «Έλα να καθίσεις δίπλα µου, Μεγκ.» Η Μεγκ κάθισε πολύ προσεκτικά, για να µην τσαλακώσει το πανέµορφο φουστάνι της. «Λοιπόν, Μεγκ» είπε ο βασιλιάς Κλειστόκαρδος παίρνοντας ένα χρυσό πιάτο και βάζοντας µέσα κρέας και ζαχαρωµένα φρούτα. «Έχω να σου κάνω µια ερώτηση.» «Τι ερώτηση, Μεγαλειότατε;» Ο βασιλιάς ακούµπησε µπροστά της το πιάτο που είχε γεµίσει µε τα ίδια του τα χέρια. «Θέλω να µου πεις τι είναι η αγάπη.» … –από το Ο Βασιλιάς Κλειστόκαρδος «Το πιο ανοιχτόχρωµο ξύλο, νοµίζω» είπε ο Λάζαρους σκεφτικά νωρίς εκείνο το απόγευµα. «Με τις φιλντισένιες ψηφίδες.» Βρισκόταν στο γραφείο του µαζί µε τον κύριο Κερκ, τον κατασκευαστή πιάνων. Ο κύριος Κερκ είχε φέρει µισή ντουζίνα διαφορετικά δείγµατα ξύλου, το καθένα περίτεχνα διακοσµηµένο. Ο Λάζαρους πέρασε το χέρι πάνω από το δείγµα που είχε διαλέξει. Ήταν θηλυκό χωρίς να είναι υπερβολικά στολισµένο. Σαν την Τέµπερανς. «Εξαιρετική επιλογή, λόρδε µου.» Ο κύριος Κερκ µάζεψε τα υπόλοιπα δείγµατα και τα τοποθέτησε µέσα σε µια ειδικά φτιαγµένη θήκη. «Πιστεύω πως έχουµε κάτι σχεδόν έτοιµο. Να σας το παραδώσω σε ένα δεκαπενθήµερο;» «Όχι. Είναι δώρο. Θα σας δώσω εγώ τη διεύθυνση που θα το παραδώσετε.» «Όπως επιθυµείτε, λόρδε µου.» Ο Κερκ υποκλίθηκε, και έφυγε από το δωµάτιο δουλοπρεπώς. Ο Λάζαρους έγειρε στην πολυθρόνα του νιώθοντας παράξενα ανάλαφρος, σχεδόν ανέµελος. Είχε δώσει δώρα και σ’ άλλες γυναίκες –σαν πληρωµή για υπηρεσίες που του παρείχαν–, αλλά ποτέ δεν είχε µπει στον κόπο να διαλέξει το δώρο ο ίδιος. Ειλικρινά, δεν είχε σηµασία ούτε για αυτόν, αλλά ούτε και για την εκάστοτε γυναίκα, η οποία θα έπαιρνε τα µπιχλιµπίδια και τα κοσµήµατα σαν ασφάλεια ενάντια στην αναπόφευκτη στιγµή που οι δρόµοι τους θα χώριζαν, τότε που θα µπορούσε να τα µετατρέψει εύκολα σε χρήµα. Ήλπιζε ότι η Τέµπερανς θα δεχόταν το δώρο του σαν κάτι µόνιµο, σαν κάτι που θα έλεγε πως ίσως µια µέρα η σχέση τους να γινόταν– Η ονειροπόλησή του διακόπηκε όταν η πόρτα του γραφείου του άνοιξε ξανά. Ο Λάζαρους σήκωσε τα µάτια, και για µια στιγµή αναρωτήθηκε µήπως οι σκέψεις του είχαν κάνει την Τέµπερανς να υλοποιηθεί ως δια µαγείας. Σηκώθηκε όρθιος. «Τέµπερανς. Τι κάνεις εδώ;» «Εγώ…» Κοίταξε το γραφείο σαστισµένη. «Ε… Σκέφτηκα να σε επισκεφθώ.» Τα φρύδια του έσµιξαν. «Είσαι εντάξει;» «Ναι, απολύτως.» Όµως, το κάτω χείλι της έτρεµε.
Γιατί του έλεγε ψέµατα; «Θέλεις να καθίσεις; Θα ειδοποιήσω να µας φέρουν λίγο κρασί–» «Όχι!» τον έκοψε. «Όχι, σε παρακαλώ. Μη φωνάξεις κανέναν. Θέλω απλά να είµαι µαζί σου.» Το πρόσωπό της ήταν χλοµό. Το πλατύγυρο καπέλο που κρατούσε στο ένα χέρι έπεσε στο πάτωµα καθώς ήρθε προς το µέρος του. «Πώς ήρθες µέχρι εδώ;» «Περπάτησα» του είπε ξέπνοα. «Από το Σεντ Τζάιλς;» Κούνησε το κεφάλι του. «Τέµπερανς, πρέπει να µου πεις τι συµβαίνει. Εγώ–» «Όχι.» Έπιασε το πρόσωπό του στα χέρια της. «Δεν θέλω. Δεν θέλω να σκέφτοµαι τίποτα για λίγο. Δεν θέλω να σκέφτοµαι.» Και τράβηξε το κεφάλι του κάτω και τον φίλησε. Το στόµα της ήταν απελπισµένο πάνω στο δικό του, όχι τρυφερό ή σαγηνευτικό, αλλά καυτό και πεινασµένο. Το κορµί του αντέδρασε σαν να ήταν εκπαιδευµένο για να υπηρετεί εκείνην και µόνο εκείνην. Βρέθηκε µε τα µπράτσα του τυλιγµένα γύρω της, τη γλώσσα του ήδη στο στόµα της. Την άκουσε να βγάζει έναν ήχο ικανοποίησης κάτω απ’ τα χείλη του καθώς την πήγαινε προς το γραφείο. Τα χέρια του ήταν στις φούστες της, ανεβάζοντάς τες την ίδια στιγµή που το µυαλό του τού υπενθύµιζε πως δεν υπήρχε κλειδαριά στην πόρτα του γραφείου. «Διάβολε.» Τράβηξε το στόµα του απ’ το δικό της και τη σήκωσε στα µπράτσα του. Τη µετέφερε βιαστικά έξω από το γραφείο, προσπέρασε το σαστισµένο µπάτλερ και ανέβηκε τη σκάλα για το υπνοδωµάτιό του. Ο Σµολ ήταν µέσα όταν άνοιξε την πόρτα µε µια κλοτσιά. «Έξω» είπε ο Λάζαρους µε µια φωνή που δεν αναγνώρισε σαν δική του. Ο υπηρέτης εξαφανίστηκε χωρίς λέξη. Ο Λάζαρους ακούµπησε την Τέµπερανς στο κρεβάτι, και ύστερα ανέβηκε δίπλα της. «Όχι» του είπε ξεψυχισµένα. Εκείνος έµεινε ακίνητος, κοιτώντας την. «Θέλω…» Έγλειψε τα χείλη της. «Θέλω να το κάνουµε µε το δικό σου τρόπο.» Παρά τα συγκαλυµµένα της λόγια, εκείνος κατάλαβε αµέσως τι εννοούσε. Η ζωώδης επιθυµία τον διαπέρασε σαν τυφώνας, κάνοντάς τον να ερεθιστεί σε σηµείο οδυνηρό. Μεγαλοδύναµε Θεέ, ναι. Μέσα σ’ ένα δευτερόλεπτο είχε γίνει µισότρελος και µόνο µε τη σκέψη. Μπορούσε να την πάρει όπως του άρεσε περισσότερο· του το είχε ζητήσει η ίδια. Αλλά ένα µικρό κοµµάτι του εαυτού του αποσύρθηκε, κουνώντας το κεφάλι αποδοκιµαστικά. Η Τέµπερανς ήταν διαφορετική. Δεν µπορούσε να τη χρησιµοποιήσει µε τέτοιο τρόπο. «Είσαι σίγουρη;» απαίτησε να µάθει. «Ναι.» Έγειρε από πάνω της, ένα γεράκι που φυλάει το θήραµά του πριν ορµήσει. «Θέλω να είσαι σίγουρη. Μόλις περάσουµε ένα συγκεκριµένο σηµείο, δεν θα µπορώ να κάνω πίσω. Και εσύ δεν θα είσαι σε θέση να µε αναγκάσεις.» Το λαρύγγι της ανεβοκατέβηκε καθώς ξεροκατάπινε. «Σε παρακαλώ. Θέλω να ξέρω τι κάνεις. Θέλω να το νιώσω.» Την κοίταξε ερευνητικά για άλλη µια στιγµή, προσπαθώντας να διαβάσει το µυαλό της, πριν σηκωθεί ξανά από το κρεβάτι. Τα χέρια του έτρεµαν. «Πολύ καλά.» Έκανε ένα βήµα πίσω, φοβούµενος να την αγγίξει. Φοβούµενος µήπως χάσει τον
έλεγχο. «Βγάλε τα ρούχα σου.» Πήρε µια ανάσα, µε τα µάγουλά της να κοκκινίζουν, αλλά τα χέρια της ανέβηκαν στα κορδόνια του κορσάζ της αρκετά πρόθυµα. Την παρατηρούσε, µε τα δάχτυλά του να τεντώνονται, καθώς έβγαζε τον κορσέ, και µετά τη φούστα και τα παπούτσια της. Όταν άπλωσε το λεπτό της πόδι και άρχισε να κατεβάζει αργά την κάλτσα της, ο Λάζαρους άρχισε να πιστεύει πως τον τυραννούσε. Όταν τράβηξε την πουκαµίσα όλο χάρη πάνω από το κεφάλι της και την πέταξε στο πάτωµα, ήξερε. Σήκωσε τα χέρια της και άρχισε να βγάζει τις φουρκέτες από τα µαλλιά της, τινάζοντάς τα και χτενίζοντάς τα µε τα δάχτυλά της. Κάθισε στο κρεβάτι, εντελώς γυµνή, µε τα στήθη της στητά και περήφανα, καθισµένη πάνω στο ένα πόδι, και απλά τον κοίταξε, περιµένοντας την επόµενη εντολή του. Ο Λάζαρους κατάπιε µε δυσκολία. Θεέ. Μπορούσε να το κάνει αυτό; Αλλά εκείνη το ήθελε. Του το είχε ζητήσει. Γύρισε πριν προλάβει να αλλάξει γνώµη και πήγε βιαστικά στη συρταριέρα. Μέσα στο πάνω συρτάρι υπήρχε µια στοίβα από λαιµοδέτες, τακτικά διπλωµένους. Άρπαξε µια χούφτα και επέστρεψε στο κρεβάτι. «Ξάπλωσε» είπε µε φωνή βαριά. Τον υπάκουσε, φέρνοντας τους καρπούς της πάνω απ’ το κεφάλι της χωρίς προτροπή, κοντά στο κεφαλάρι. Την έδεσε εκεί, προσπαθώντας να κρατήσει τα µάτια του µακριά από τα στήθη της, που είχαν ανασηκωθεί από τα υψωµένα µπράτσα της, µακριά από το µισάνοιχτο στόµα της. «Άνοιξε τα πόδια σου.» Άνοιξε τους µηρούς της, απλώνοντας τα πόδια στα πλάγια, γιατί το κρεβάτι του δεν ήταν στενό. Της έδεσε έναν αστράγαλο σε κάθε παραστάτη. Ίσιωσε το κορµί του, κοιτώντας την, ενώ στο χέρι του κρατούσε τον τελευταίο λαιµοδέτη. Ήταν σαν έτοιµη για θυσία σε κάποιο θεό. Το κορµί της ροδαλό και λευκό πάνω στο πράσινο και καφέ της κουβέρτας, τα µαλλιά της µακριά και µεταξένια, απλωµένα στο µαξιλάρι. Τα µάτια της δεν ήταν φοβισµένα, αλλά ήταν διάπλατα ανοιχτά. Πήγε στο προσκέφαλο του κρεβατιού, ισιώνοντας το µαντίλι ανάµεσα στα δάχτυλά του. «Και τώρα θα σου δέσω τα µάτια.» Η Τέµπερανς παρακολουθούσε καθώς ο Κέιρ έσκυβε από πάνω της µε το µαντίλι. Το πρόσωπό του ήταν σοβαρό, τα αισθησιακά του χείλη σφιγµένα από την ένταση, και τα ζαφειρένια µάτια του κόντευαν να γίνουν µαύρα από το πάθος. Ήξερε πως θα έπρεπε να νιώθει φόβο, αλλά το µόνο που ένιωθε ήταν προσµονή. Υπέροχη προσµονή. Πέρασε το απαλό πανί πάνω από τα µάτια της, και όλα µαύρισαν. Άκουσε τον ήχο της αναπνοής της, λίγο πιο δυνατό κατά έναν περίεργο τρόπο, ενώ ένιωθε το µαντίλι να τυλίγεται σφιχτά. Τα χέρια του την άφησαν, και η Τέµπερανς ανασήκωσε το κεφάλι, ακούγοντας προσεκτικά τις κινήσεις του. Είχε βηµατίσει γύρω από το κρεβάτι, σκέφτηκε, κοντά στα πόδια, αλλά σταµάτησε. Άγγιξε νευρικά µε τα δάχτυλά της το σκάλισµα στο κεφαλάρι του κρεβατιού. Τι έκανε ο Λάζαρους; Τι περίµενε; Οι µηροί της ήταν διάπλατα ανοιχτοί, ο αέρας κρύωνε το πιο ευαίσθητο σηµείο της. «Είσαι τόσο ποθητή.» Η βαθιά φωνή του ακούστηκε κοντά στο αριστερό αφτί της και την έκανε να τιναχτεί. «Σσς» της µουρµούρισε, και η Τέµπερανς ένιωσε κάτι –ένα ακροδάχτυλο;– πάνω στον αριστερό της ώµο. Το άγγιγµα ήταν τόσο ελαφρύ, που δεν ήταν σίγουρη αν ήταν πραγµατικό.
«Το δέρµα σου είναι σαν µεταξωτό βελούδο» της είπε, κοντά στο αφτί της. Το δάχτυλό του κατέβηκε στο στήθος της, διαγράφοντας έναν αργό κύκλο. «Ένα ροζ µαργαριτάρι, τόσο εξαίσιο, τόσο γλυκό.» Τράβηξε το δάχτυλό του από το δέρµα της, και για µια στιγµή την άφησε ανέγγιχτη. Έπειτα, κάτι ακούµπησε τη θηλή της. Πήρε µια ανάσα ξαφνιασµένη. Ήταν η γλώσσα του, αυτή θα πρέπει να ήταν, αλλά ήταν και το µόνο σηµείο του που την άγγιζε. Κύκλωσε τη θηλή της, και ύστερα έκλεισε το στόµα του, ρουφώντας την. Αισθησιακά ρίγη διέτρεξαν ολόκληρο το κορµί της µέχρι που συγκεντρώθηκαν στον πυρήνα της. Στριφογύρισε ασυναίσθητα, αλλά οι δεµένοι καρποί και αστράγαλοί της δεν της επέτρεπαν να κινηθεί. Έπρεπε απλά να περιµένει, και να υποκύπτει στις περιποιήσεις του. Να υποκύπτει σε αυτό που ήθελε εκείνος να της κάνει. Αυτό ήταν το δέλεαρ, λοιπόν; Αυτή η ανίσχυρη επιθυµία, αυτή η εναγώνια προσµονή; Ξαφνικά, εκείνος άφησε τη θηλή της, και η Τέµπερανς τον ένιωσε να φυσάει ψυχρό αέρα πάνω στο υγρό δέρµα της. Ανατρίχιασε, µε τις δύο θηλές της να έχουν σκληρύνει τώρα. «Τόσο γλυκιά» ψιθύρισε ο Λάζαρους, και ένιωσε την ανάσα του πάνω στην κοιλιά της. Το κρεβάτι βούλιαξε ανάµεσα στα ανοιχτά πόδια της, και συνειδητοποίησε ότι αυτός θα πρέπει να βρισκόταν εκεί κάτω, καθιστός ή ξαπλωµένος, τόσο κοντά στο σηµείο που είχε µουσκέψει. Μεσολάβησε µια στιγµή σιωπής, και τον φαντάστηκε απλά να την κοιτάζει, εκτεθειµένη και έτοιµη. Ένιωσε ακόµα πιο υγρή. «Αναρωτιέµαι» –το ακροδάχτυλό του κατέβηκε ανάλαφρα ακριβώς πίσω από το δεξί της γόνατο– «είσαι παντού γλυκιά;» Η ανάσα της πιάστηκε καθώς το άγγιγµά του περιπλανήθηκε στο µηρό της, απαλά, φαινοµενικά χωρίς καµιά βιασύνη. «Να δοκιµάσω;» τη ρώτησε τεµπέλικα. Δάγκωσε το χείλι της, προσπαθώντας να πάρει ανάσα, παρόλο που δεν έκανε καµιά σωµατική προσπάθεια. «Τέµπερανς;» τη ρώτησε µε φωνή βαριά. «Να δοκιµάσω;» Μεγαλοδύναµε Θεέ, αν το µαντίλι δεν ήταν ήδη πάνω στα µάτια της, θα είχε κρύψει το πρόσωπό της. Ο Λάζαρους ήθελε να του το ζητήσει. «Ίσως εδώ» ψιθύρισε καθώς έτριβε το φύλο της µε ένα δάχτυλο. «Ή µήπως εδώ;» Έκανε έναν κύκλο γύρω από την κλειτορίδα της. «Σε παρακαλώ» του είπε πνιχτά. «Ορίστε;» τη ρώτησε ευγενικά, µε το δάχτυλό του να την αγγίζει ακόµη ανάλαφρα. «Είπες κάτι;» «Σε παρακαλώ, δοκίµασε» ψέλλισε. «Βεβαίως. Ό,τι θέλεις.» Και µετά ένιωσε τη γλώσσα του, υγρή και σίγουρη, και, Θεέ, τόσο σφιχτή. Την έγλειφε µε δυνατές κινήσεις. Δεν του ξέφυγε κανένα σηµείο καθώς γευόταν την τρεµάµενη, ευαίσθητη σάρκα της. Όταν επιτέλους έφτασε στην κλειτορίδα της και ακούµπησε πάνω της τη γλώσσα του, η Τέµπερανς κόντεψε να χάσει το µυαλό της. Άρχισε να στριφογυρίζει, κοντανασαίνοντας, και ψελλίζοντας άγνωστο τι, νιώθοντας την έξαψη µέσα της να συσσωρεύεται µέχρι που έγινε µια καυτή λάβα και ξεχύθηκε στις φλέβες της. Κύρτωσε το κορµί της, πιέζοντας τη λεκάνη της ξεδιάντροπα στο πρόσωπό του, αναζητώντας περισσότερα· κι εκείνος της τα έδωσε, βάζοντας δύο δάχτυλα µέσα της καθώς η γλώσσα του συνέχιζε να την χαϊδεύει.
Είχε χορτάσει –είχε τελειώσει–, αλλά εκείνος δεν σταµάτησε. Πήρε τη µικροσκοπική σάρκα στο στόµα του, και τη ρούφηξε µέχρι που η Τέµπερανς ούρλιαξε την παράδοσή της, µε το κορµί της να συγκλονίζεται από τις εκρήξεις της απόλαυσης. Ήταν αδύναµη και ζεστή, και ακόµη δεµένη, παραδοµένη στο έλεος και στις επιθυµίες του. «Νοµίζω» της είπε µε φωνή τραχιά και χαµηλή καθώς φυσούσε την υγρασία της «νοµίζω πως είσαι έτοιµη για µένα τώρα.» Τραβήχτηκε από πάνω της, και µετά ένιωσε το παντελόνι του να τρίβεται στο εσωτερικό των µηρών της, το βάρος του κορµιού του και τη διείσδυση του πέους του. Ήταν λείο και σκληρό στην είσοδό της. Εκείνος στριφογύρισε λίγο στην υγρασία της, και ύστερα µε µια δυνατή ώθηση βρέθηκε µέσα της. Ένιωσε το στρώµα να βουλιάζει δεξιά κι αριστερά απ’ τους ώµους της, λες και εκείνος στήριζε το πάνω µέρος του κορµιού του µε τα µπράτσα του. Μετά το στόµα του βρέθηκε πάνω στην αριστερή θηλή της ενώ άρχιζε να κινείται µε ένα νωχελικό ρυθµό. Μπαινόβγαινε σταθερά, αλλά χωρίς βιασύνη, σαν να είχε όλο το χρόνο του κόσµου στη διάθεσή του. Σαν να ήταν το προσωπικό του παιχνίδι µε το οποίο µπορούσε να διασκεδάσει για όση ώρα ήθελε. Η γλώσσα του τυλίχτηκε στη θηλή της, ύστερα στράφηκε στην άλλη, ενώ ταυτόχρονα κινείτο µέσα της ακατάπαυστα. Την τρέλαινε. Προσπάθησε να τον σπρώξει, αλλά τα δεσµά την εµπόδιζαν. «Σε παρακαλώ» κλαψούρισε. «Τι είναι;» της ψιθύρισε σαν διάβολος στο αφτί της. «Σε παρακαλώ.» «Πες µου.» Της φίλησε το αφτί. «Πιο δυνατά.» Μεσολάβησε µια απειροελάχιστη παύση, και στη συνέχεια ακολούθησε µια χαµηλή, πνιχτή κατάρα. Ανέβηκε πιο ψηλά πάνω της, και µετά µπήκε µέσα της µε δύναµη, σαν να είχε χάσει κάθε έλεγχο. Γρήγορα και δυνατά, όπως του είχε ζητήσει, και ήταν αληθινός παράδεισος. Ένα λευκό φως εξερράγη πίσω από τα βλέφαρά της, καυτό και εκτυφλωτικό, και θα είχε φωνάξει δυνατά αν εκείνος δεν είχε καλύψει το στόµα της µε το δικό του. Της έδωσε ένα βαθύ φιλί καθώς συνέχιζε να µπαινοβγαίνει δυνατά µέσα της, αντλώντας ηδονή από το ανίσχυρο κορµί της. Και όταν τινάχτηκε και διέκοψε το φιλί, τρίβοντας το πρόσωπό του στο λαιµό της, η Τέµπερανς κατάλαβε πως βρήκε κι εκείνος τον Παράδεισο. Μπήκε ακόµα µια φορά µέσα της, και ξανά· κι έπειτα σωριάστηκε πάνω της µε όλο του το βάρος. Για µια στιγµή απόµειναν έτσι, και αργότερα ένιωσε το µαντήλι να φεύγει από το πρόσωπό της. Ανοιγόκλεισε τα βλέφαρα κοιτώντας κατευθείαν µέσα στα ζαφειρένια µάτια του. «Τώρα θα µου πεις τι συµβαίνει;» τη ρώτησε. Το να κάνει έρωτα στην Τέµπερανς ήταν σαν ένα όνειρο που έβγαινε αληθινό. Αλλά κάτι έλειπε. Κάτι µικρό, που τον τσίγκλαγε στο πίσω µέρος του µυαλού του· και τη στιγµή που ο Λάζαρους τράβηξε το µαντήλι από το πρόσωπό της, κατάλαβε τι ήταν: τα µάτια της Τέµπερανς. Ήθελε να βλέπει τα χρυσά αστέρια µέσα στα µάτια της όταν έκαναν έρωτα. Και ήθελε να βλέπει κι αυτή τα δικά του µάτια. Να βλέπει αυτόν. Εκείνα τα µοναδικά χρυσαφιά µάτια της τραβήχτηκαν απ’ τα δικά του τώρα. «Δεν καταλαβαίνω τι λες.» Θα έπρεπε να νιώσει θυµό µε την ολοφάνερη υπεκφυγή της, αντίθετα, όµως, αυτό που ένιωσε ήταν
να τον πληµµυρίζει τρυφερότητα. Έσπρωξε τα µαλλιά από το πρόσωπό της. «Κόφ’ το, Τέµπερανς. Πες µου.» Τράβηξε τα µαντήλια στους καρπούς της. «Λύσε µε.» Έχωσε τη µύτη του στο µάγουλό της. «Όχι µέχρι να µου πεις.» Έκλεισε τα µάτια της και ψιθύρισε: «Η Μέρι Χόουπ, το µωρό που έφερα στο σπίτι το πρώτο βράδυ που συναντηθήκαµε, πεθαίνει.» Η ανακούφιση ξεχύθηκε σαν υγρό φως µέσα στο στήθος του. Του είχε πει· τον είχε αφήσει να µπει λίγο στον κόσµο της. «Λυπάµαι.» «Είναι τόσο µικρή, τόσο αδύναµη. Θα έπρεπε να το ξέρω πως δεν θα τα καταφέρει. Αλλά πάλι πήγε τόσο καλά για λίγο, και ήλπιζα πως…» Εκείνος έµεινε σιωπηλός, απορροφώντας τον πόνο της. Η Τέµπερανς άφησε ένα λυγµό και κούνησε το κεφάλι. «Πεθαίνει εκεί στο σπίτι. Δεν άντεχα να τη βλέπω να παλεύει για µια ανάσα, έτσι άφησα τη Νελ να τη φροντίσει.» «Δεν πειράζει.» Ανασήκωσε το κεφάλι του για να την κοιτάξει. «Κουβαλάς ήδη πάρα πολλά.» «Όχι.» Έκανε µια γκριµάτσα σαν να πονούσε σωµατικά. «Δεν κουβαλάω αρκετά. Ο Γουίντερ κατέρρευσε σήµερα το πρωί. Το ορφανοτροφείο τον σκοτώνει, φοβάµαι. Δεν έπρεπε να έχω φύγει σήµερα. Δεν έπρεπε να έχω έρθει εδώ.» «Όχι, µάλλον δεν έπρεπε να έχεις φύγει, αλλά όλοι χρειάζονται µια στιγµή ξεκούρασης καµιά φορά. Μην ανησυχείς τόσο πολύ.» Εκείνη απλά κούνησε το κεφάλι. Τη φίλησε στο µέτωπο, συλλογισµένος. Ένα άβολο συναίσθηµα που δεν µπορούσε να προσδιορίσει ακριβώς µεγάλωνε µέσα στο στήθος του. «Αυτό το σπίτι είναι σαν φυλακή για σένα.» Τα µάτια της άνοιξαν απότοµα. «Τι;» Άπλωσε το χέρι και άρχισε να λύνει τους καρπούς της. «Αναρωτιέµαι εδώ και λίγο καιρό γιατί επιµένεις να δουλεύεις εκεί. Σου αρέσει; Την απολαµβάνεις τη δουλειά;» «Τα παιδιά–» «Δεν υπάρχει αµφιβολία πως σαν δουλειά είναι αξιοθαύµαστη» της είπε. «Αλλά την απολαµβάνεις;» Δεν του απάντησε, κι εκείνος έσκυψε και την κοίταξε. Είχε καρφώσει τα µάτια της πάνω του. Ο Λάζαρους είχε καταφέρει να τη σοκάρει τόσο που να την αφήσει άναυδη, προφανώς. «Σου αρέσει;» τη ρώτησε µαλακά. «Το αν µου αρέσει δεν έχει καµία σχέση.» «Δεν έχει;» «Όχι. Φυσικά όχι. Το ορφανοτροφείο είναι φιλανθρωπία. Δεν είναι απαραίτητο να απολαµβάνεις τη φιλανθρωπία που κάνεις.» Της έστειλε ένα λοξό χαµόγελο. «Τότε, δεν είναι ντροπή να παραδεχτείς πως δεν σου αρέσει.» «Ποτέ δεν το σκέφτηκα έτσι. Μου αρέσουν τα παιδιά, φυσικά, και µερικές φορές νιώθω ικανοποιηµένη όταν βάζουµε κάποιο σε µια καλή θέση. Πρέπει να το απολαµβάνω, δεν πρέπει; Θα ήµουν τέρας αν δεν το απολάµβανα.» Απευθύνθηκε σε εκείνον σαν να µην µπορούσε να απαντήσει την ερώτηση η ίδια. Ο Λάζαρους ανασήκωσε τους ώµους. «Δεν είναι ούτε καλό ούτε κακό –το πώς νιώθεις για το
ορφανοτροφείο και τη δουλειά σου εκεί–, απλά είναι.» «Ναι, φυσικά, αλλά–» «Όχι» της είπε ανυποχώρητα. «Πες µου χωρίς ψέµατα και υπεκφυγές.» «Δεν λέω ψέµατα!» Της χαµογέλασε τρυφερά. «Ω, µικρή µου οσιοµάρτυρα, λες ψέµατα κάθε µέρα, προ παντός στον εαυτό σου, πολύ φοβάµαι.» «Δεν ξέρω τι εννοείς» ψιθύρισε. «Δεν ξέρεις;» Άφησε τα µαντήλια στη θέση τους προς στιγµήν· έτσι κι αλλιώς έδειχνε αρκετά άνετα. «Αρνείσαι να παραδεχτείς ότι αγαπάς τη Μέρι Γουίτσαν, ή ακόµα και τη µικρούλα Μέρι Χόουπ –σε έχω δει να αρνείσαι να αγγίξεις το µωρό. Συγκρατείς τον εαυτό σου, αρνείσαι την ευχαρίστησή σου–, εκτός αν σε πιέσουν. Βάζεις τον εαυτό σου να δουλεύει σε µια ανέλπιδη δουλειά που σε σκοτώνει, και όλα αυτά για κάποια γελοία αίσθηση ευτέλειας. Είσαι η πιο άγια γυναίκα που ξέρω, και παρ’ όλα αυτά θεωρείς τον εαυτό σου αµαρτωλή.» Ξαφνικά, το στόµα της άσπρισε. «Μη…» Πάλεψε να πάρει ανάσα. «Μην τολµήσεις να µου ξαναπείς πως είµαι αγία. Πως δεν ξέρω τι σηµαίνει αµαρτία.» Ήταν πραγµατικά θυµωµένη· το έβλεπε. Τράβηξε µε µανία τα δεσµά της. «Εξηγήσου» απαίτησε ο Λάζαρους. «Λύσε µε!» «Όχι.» «Δεν µε ξέρεις!» ούρλιαξε. Το στόµα της είχε γίνει πελιδνό και τα µάτια της είχαν γεµίσει δάκρυα. «Δεν είµαι καλή· δεν είµαι αγία. Έχω ανάγκη να δουλεύω στο ορφανοτροφείο.» Πίεσε τη µύτη του στη δική της. «Γιατί;» «Επειδή είναι κάτι καλό και αληθινό. Δεν έχει την παραµικρή σηµασία πώς νιώθω γι’ αυτό.» «Εκτίεις ποινή µετάνοιας, σωστά;» της ψιθύρισε. Κούνησε το κεφάλι της, κατακόκκινη τώρα, µε τα δάκρυα να κυλάνε στα µαλλιά της. «Δεν µου αξίζει–» Έγειρε πιο κοντά της, αιχµαλωτίζοντας το πρόσωπό της ανάµεσα στις παλάµες του. «Πες µου.» Έκλεισε τα µάτια της µε ένα βογκητό. «Όταν πέθανε ο άντρας µου… όταν πέθανε ο Μπέντζαµιν…» Ο Λάζαρους περίµενε υποµονετικά καθώς εκείνη έκλαιγε µε λυγµούς. Ήξερε πως υπήρχε κάτι εκεί. Μήπως δεν αγαπούσε τον άντρα της; Μήπως κατά βάθος ευχόταν να πεθάνει; Ήταν προετοιµασµένος για οποιαδήποτε τέτοια εξοµολόγηση, αλλά όχι γι’ αυτό που βγήκε από το στόµα της. «Ήµουν µε έναν άλλον άντρα.» Ανοιγόκλεισε τα µάτια τόσο ξαφνιασµένος, που την άφησε να ξεφύγει. «Αλήθεια;» Εκείνη έγνεψε νευρικά. «Ήταν… Δεν έχει σηµασία ποιος ήταν, αλλά αφέθηκα να µε αποπλανήσει. Ήµουν στο δωµάτιό του, ήµουν µαζί του ερωτικά, ακριβώς τη στιγµή που πάτησε τον Μπέντζαµιν το κάρο ενός ζυθοποιού. Ήρθα σπίτι, προσπαθώντας να αποφασίσω πώς θα του κρύψω την αµαρτία µου, κι αυτός ήταν νεκρός.» Τα µάτια της ξαφνικά άνοιξαν. «Ήταν νεκρός.» Απόµεινε να την κοιτάζει για µια στιγµή, καθώς µία φρικτή συνειδητοποίηση άρχιζε να σχηµατίζεται στο πίσω µέρος του µυαλού του. Σηκώθηκε απότοµα και πήγε στο γραφείο του για να βρει ένα χαρτοκόπτη.
«Πόσο καιρό γνώριζες τον εραστή σου;» τη ρώτησε καθώς έκοβε τα δεσµά στους αστραγάλους της. «Τι;» Ζάρωσε το µέτωπο σαστισµένη. «Όχι πολύ. Ήταν η πρώτη φορά που πήγαινα µαζί του. Τι σηµασία έχει αυτό;» Ο Λάζαρους γέλασε κοφτά, όµως το γέλιο του δεν ήταν χαρούµενο. «Έχει σηµασία µόνο για την τραγική ειρωνεία, υποθέτω. Την πρώτη φορά που αµάρτησες, τιµωρήθηκες υπερβολικά σκληρά, νοµίζω.» Ελευθέρωσε τους καρπούς της. Εκείνη τον κοίταζε ερευνητικά. «Δεν καταλαβαίνεις; Αυτή δεν είναι µια απλή παράβαση. Δεν είναι σαν να έφαγα πολλά γλυκά ή να επιθύµησα το καπελάκι µιας άλλης γυναίκας. Κοιµήθηκα µε έναν άντρα που δεν ήταν ο σύζυγός µου. Διέπραξα µοιχεία.» Εκείνος αναστέναξε, νιώθοντας ξαφνικά κουρασµένος. «Και περιµένεις να σε υποτιµήσω εγώ για µια ανθρώπινη αδυναµία.» «Δεν ήταν αδυναµία.» Ανακάθισε και τυλίχτηκε µε το κάλυµµα του κρεβατιού. Ήταν πανέµορφη – ο Λάζαρους µπορούσε να το δει αυτό µε έναν απαθή τρόπο–, η πιο όµορφη γυναίκα που είχε γνωρίσει. «Πρόδωσα το σύζυγό µου.» «Και τον εαυτό σου» της είπε ήσυχα. Εκείνη ανοιγόκλεισε τα βλέφαρα. «Ναι, και τον εαυτό µου.» «Η συνουσία ήταν η πτώση σου» της είπε. «Η συνουσία µε έναν άντρα που δεν ήταν ο σύζυγός σου ήταν το χειρότερο πράγµα που είχες κάνει στη ζωή σου.» «Ναι» ψιθύρισε. Έκλεισε τα µάτια του για µια στιγµή, ευχόµενος εντελώς παράλογα να µην την είχε πιέσει. «Ποτέ δεν θα συγχωρήσεις τον εαυτό σου γι’ αυτό, έτσι δεν είναι;» «Ε…» Φάνηκε να τα χάνει µε τη χωρίς συναίσθηµα περιγραφή του διλήµµατός της. «Η συνουσία είναι η πιο ασυγχώρητη αµαρτία για σένα» της είπε. «Και όταν αποφάσισες πως έπρεπε να τιµωρήσεις τον εαυτό σου, χρησιµοποίησες τη χειρότερη αµαρτία σου.» Άνοιξε τα µάτια του και την κοίταξε, τόσο όµορφη, τόσο δυνατή. Όλα, συνειδητοποίησε ξαφνικά, όλα όσα ήθελε σε µια γυναίκα, όσα είχε ποτέ ευχηθεί, και τελικά αναγνώρισε το συναίσθηµα στην καρδιά του. Πόνος. Τον είχε πονέσει τόσο βαθιά, όσο αν είχε καρφώσει ένα βέλος στο στήθος του. «Με χρησιµοποίησες για να τιµωρήσεις τον εαυτό σου, σωστά;» Είδε τη συνειδητοποίηση να χαράζεται στο πρόσωπό της, µια επιβεβαίωση πιο κατηγορηµατική από κάθε λέξη που θα µπορούσε ποτέ να πει· και το βέλος χώθηκε πιο βαθιά στο στήθος του. Παρ’ όλα αυτά, έπρεπε να κάνει και την τελευταία ερώτηση. «Είµαι για σένα κάτι άλλο εκτός από τιµωρία;»
Κεφάλαιο Δεκαεπτά Η Μεγκ κοίταξε τον πιο ισχυρό άντρα σε όλο το βασίλειο. «Μεγαλειότατε, µπορώ να ρωτήσω γιατί θέλετε να µάθετε τι είναι η αγάπη;» Ο βασιλιάς συνοφρυώθηκε. «Ξέρω πώς είναι να αντιµετωπίζεις το θάνατο στη µάχη. Ξέρω πώς να κυβερνάω ένα τεράστιο βασίλειο, πώς να αποδίδω δικαιοσύνη και να δείχνω έλεος, αλλά, παρ’ όλα αυτά, δεν ξέρω τι είναι η αγάπη. Μπορείς να µου πεις;» Η Μεγκ σκέφτηκε την ερώτησή του όσο έτρωγε. Πώς να εξηγούσε την αγάπη σε ένα βασιλιά; Στο τέλος σήκωσε τα µάτια και είδε το βασιλιά να ταΐζει ένα χουρµά στο µικρό γαλάζιο πουλί. «Ανοίξτε την πόρτα του κλουβιού» είπε… –από το Ο Βασιλιάς Κλειστόκαρδος «Τιµωρία;» είπε η Τέµπερανς κοιτώντας τον Κέιρ. Αυτός ήταν ντυµένος ενώ εκείνη εντελώς γυµνή. Δεν είχε βγάλει ούτε το σακάκι του για να της κάνει έρωτα. Ένιωθε σε απίστευτα µειονεκτική θέση. Του είχε µόλις πει τη µεγαλύτερη ντροπή της –ένα πράγµα που δεν είχε πει σε κανέναν άλλο άνθρωπο, ούτε καν στη Σάιλενς–, και αυτός την είχε κατηγορήσει για… τι; Κούνησε το κεφάλι της µπερδεµένη. «Δεν σε βλέπω σαν τιµωρία.» «Όχι;» Ήταν πιο ήσυχος απ’ όσο τον είχε δει ποτέ, αποσυρµένος από κοντά της µε κάποιον τρόπο. «Τότε, εξήγησέ µου την ξαφνική σου παράκληση να σε δέσω.» Τράβηξε πάνω της το κάλυµµα, για να κρύψει τους γυµνούς της ώµους από το βλέµµα του. «Εγώ… σκέφτηκα απλά πως ήταν κάτι που σου άρεσε. Κάτι για το οποίο ήµουν περίεργη. Δεν ξέρω γιατί το ζήτησα απόψε.» «Ξέρω εγώ.» Της είχε γυρίσει την πλάτη και είχε δέσει τα χέρια πίσω του. «Ήταν εξευτελιστικό για σένα, σωστά;» «Όχι!» αναφώνησε χωρίς καν να χρειαστεί να το σκεφτεί. Όµως, εκείνος δεν την άκουγε. «Ήθελες –χρειαζόσουν– σεξ, αλλά είναι αµαρτία για σένα, ναι; Η χειρότερη απ’ όλες τις αµαρτίες. Ο µόνος τρόπος για να προσεγγίσεις την πράξη ήταν κάνοντάς την κάτι βρόµικο.» «Όχι!» Πάλεψε µε τα σκεπάσµατα, αδιαφορώντας τώρα για τη γύµνια της. Πώς µπορούσε να φαντάζεται– «Κάτι εξευτελιστικό.» Γύρισε και την κοίταξε, κι εκείνη πάγωσε, έχοντας µισοσηκωθεί. «Επειδή διαφορετικά δεν θα ήταν τίποτε άλλο από απόλαυση, σωστά; Και αυτό δεν µπορούσες να το επιτρέψεις στον εαυτό σου.» Κάθισε αργά πίσω, χωρίς καν να υπερασπίζεται τον εαυτό της πλέον. Ήταν αλήθεια, άραγε; Τον είχε πραγµατικά χρησιµοποιήσει µε τόσο ποταπό τρόπο; «Δεν θα είχε σηµασία για µένα» της είπε µε απάθεια. «Αυτό που νιώθεις. Στο κάτω-κάτω, ποτέ δεν σκέφτηκα τα συναισθήµατα των συντρόφων µου στο παρελθόν. Για να είµαι απόλυτα ειλικρινής, τα συναισθήµατά τους δεν είχαν την παραµικρή σηµασία στις δοσοληψίες µας. Κατά έναν περίεργο τρόπο, όµως, αυτό που νιώθεις εσύ έχει σηµασία για µένα.»
Έκανε µια παύση, κοιτώντας τα χέρια του, και µετά γύρισε πάλι προς το µέρος της, µε το πρόσωπο εκτεθειµένο στο βλέµµα της τώρα, θλιµµένος και πληγωµένος και παραιτηµένος. Η εικόνα του έκανε κάτι µέσα στο στήθος της να κλοτσήσει –την έκανε να θέλει να πει κάτι–, αλλά ακόµη δεν µπορούσε να κάνει τον εαυτό της να µιλήσει. «Εσύ έχεις σηµασία για µένα» της είπε. «Και µολονότι από πολλές απόψεις είµαι ένα αηδιαστικό πλάσµα, µολονότι έχω ανάγκες που δεν είναι συνηθισµένες, ίσως µάλιστα να είναι διεφθαρµένες, πιστεύω πως δεν µου αξίζει να µε χρησιµοποιούν µε τέτοιο τρόπο. Μπορεί να είµαι ένας άντρας χωρίς συνείδηση, αλλά εσύ, αγαπητή µου οσιοµάρτυρα, είσαι καλύτερη απ’ αυτό που έκανες.» Γύρισε και βγήκε απ’ το δωµάτιο, κλείνοντας αθόρυβα την πόρτα πίσω του. Για µια στιγµή, η Τέµπερανς απόµεινε να κοιτάζει ακίνητη την πόρτα. Ήθελε να τρέξει πίσω του, να του ζητήσει συγγνώµη, να του εξηγήσει, να πει τα λόγια που δεν µπορούσε να πει πριν, αλλά ήταν γυµνή. Κοίταξε το κάλυµµα που είχε πέσει στους µηρούς της. Σηκώθηκε βιαστικά και άρχισε να ντύνεται, αλλά η πουκαµίσα µπλέχτηκε στο κεφάλι της, και δεν µπορούσε να βρει τη δεύτερη κάλτσα της. Όταν πια κατάφερε να βάλει αρκετές φουρκέτες για να κρατήσει τα µαλλιά της ψηλά, είχε περάσει µισή ώρα, κι εκείνος δεν είχε επιστρέψει ακόµη. Η Τέµπερανς άνοιξε την πόρτα και βγήκε επιφυλακτικά στο διάδροµο. Το σπίτι ήταν παράξενα σιωπηλό, και συνειδητοποίησε πως δεν είχε ιδέα πού µπορεί να είχε πάει ο Λάζαρους. Μήπως στο γραφείο του; Είχε, άραγε, ένα ιδιαίτερο καθιστικό ή µια βιβλιοθήκη; Άρχισε να προχωράει στο χολ, κρυφοκοιτάζοντας στα διάφορα δωµάτια. Τελικά κατάλαβε ότι η βιβλιοθήκη θα ήταν σίγουρα σε άλλο πάτωµα, κι έτσι άρχισε να κατεβαίνει τη σκάλα. Στο κεντρικό χολ υπήρχε φως, και µπαίνοντας είδε τον Σµολ να στέκεται δίπλα στον µπάτλερ. «Είδατε το Λόρδο Κέιρ;» ρώτησε, ξέροντας πως το πρόσωπό της είχε κοκκινίσει. Τι θα νόµιζαν οι υπηρέτες γι’ αυτήν – µια γυναίκα µόνη, µε τα µαλλιά µισοχτενισµένα, µέσα στο σπίτι ενός ανύπαντρου τζέντλεµαν; Αλλά η ντροπή της χάθηκε ακούγοντας την απάντηση του Σµολ. «Ο λόρδος βγήκε, κυρία.» «Ω.» Η Τέµπερανς κοίταξε σαν χαµένη. Είχε σιχαθεί τόσο πολύ τη συντροφιά της, που αναγκάστηκε να φύγει από το ίδιο του το σπίτι; «Ο Λόρδος Κέιρ άφησε οδηγίες να επιστρέψει η άµαξα για εσάς, κυρία.» Το πρόσωπο του Σµολ ήταν η ανέκφραστη µάσκα του καλού υπηρέτη, αλλά τα µάτια του ήταν γεµάτα συµπόνια. Η Τέµπερανς ένιωσε µια ξαφνική παρόρµηση να κλάψει. Αυτό ήταν, λοιπόν; Είχε τελειώσει ό,τι είχε υπάρξει ανάµεσα σε εκείνην και στον Κέιρ; Δάγκωσε το µάγουλό της. Δεν θα κατέρρεε – τουλάχιστον, όχι τώρα. «Ευχαριστώ. Πολύ… ευγενικό από µεριάς του Λόρδου Κέιρ.» Ο Σµολ υποκλίθηκε σαν να επρόκειτο για αληθινή λαίδη αντί για την κόρη ενός ζυθοποιού που την είχε µόλις ξεφορτωθεί ένας αριστοκράτης εραστής. Βγήκε έξω στο φως του προχωρηµένου απογεύµατος, και κατέβηκε τα µπροστινά σκαλοπάτια του σπιτιού του Κέιρ µε όση αξιοπρέπεια µπόρεσε να µαζέψει. Μέσα στη µεγάλη άµαξα, όµως, αφού είχε κλείσει η πόρτα και είχε µείνει µόνη, χωρίς περίεργα µάτια να την κοιτάζουν, η ραχοκοκαλιά της λύγισε. Κουλουριάστηκε σε µια γωνία του καθίσµατος κι αφέθηκε να κουνιέται ρυθµικά πάνω στο µαλακό δέρµα καθώς η άµαξα διέσχιζε τους δρόµους του Λονδίνου. Όλη της τη ζωή θεωρούσε τον εαυτό της έναν καλό άνθρωπο κατά βάση. Η πτώση της µε τον άντρα που την είχε αποπλανήσει ήταν ένα σοκ. Ήξερε πως είχε παραστρατήσει εξαιτίας ενός ελαττώµατος που υπήρχε µέσα της, και πίστευε πως αυτό το ελάττωµα ήταν η ροπή της στις ισχυρές της ερωτικές
ορµές. Αλλά µήπως αυτό ήταν απλά ένα σύµπτωµα µιας πολύ µεγαλύτερης αµαρτίας; Μήπως το αληθινό της ελάττωµα ήταν η περηφάνια; Κοίταζε το Λονδίνο να περνάει απέξω χωρίς πραγµατικά να βλέπει, και σκεφτόταν το γάµο της, τόσο καιρό πριν. Ο Μπέντζαµιν ήταν προστατευόµενος του πατέρα της, ένας ήσυχος άντρας, πολύ πιο σοβαρός από την ηλικία του. Κάποτε µελετούσε για να γίνει κληρικός, αλλά όταν συνάντησε τον πατέρα της, ο Μπέντζαµιν ήταν ένας πάµφτωχος δάσκαλος. Ο πατέρας τού είχε προσφέρει δουλειά στο ορφανοτροφείο και ένα δωµάτιο στο σπίτι τους. Η Τέµπερανς ήταν δεκάξι τότε – τόσο µικρή! Ο Μπέντζαµιν ήταν ώριµος και µε ευχάριστο πρόσωπο, και ο πατέρας τον ενέκρινε. Φαινόταν απλά φυσικό να παντρευτούν. Ήταν αρκετά ευτυχισµένη στο γάµο της, δεν ήταν; Σίγουρα ήταν, γιατί ο Μπέντζαµιν ήταν καλός και συµπαθητικός άνθρωπος. Και είχε υπάρξει ιδιαίτερα ευγενικός στο συζυγικό κρεβάτι – τις λίγες φορές που είχε εκδηλώσει πάθος. Ο Μπέντζαµιν πίστευε πως ο σωµατικός έρωτας ήταν µια ιερή πράξη ανάµεσα σε έναν άντρα και στη σύζυγό του. Κάτι που έπρεπε να γίνεται µε περίσκεψη και όχι πολύ συχνά. Στην πραγµατικότητα, η µόνη φορά που έφτασε πολύ κοντά στο να ακουστεί ενοχληµένος µαζί της ήταν όταν εκείνη πρότεινε πως ίσως θα µπορούσαν να εξασκούν τα σωµατικά τους καθήκοντα πιο συχνά. Της το είχε ξεκαθαρίσει απόλυτα πως µια γυναίκα που αποζητούσε το σεξ ήταν αξιολύπητη. Η Τέµπερανς ήξερε από τότε πως κάτι δεν πήγαινε καλά µε την ηθική της. Ότι είχε ορµές για τις οποίες έπρεπε να επαγρυπνά. Και από την άλλη, όταν έκανε την εµφάνισή του ο πειρασµός, είχε πέσει σχεδόν αµαχητί. Ο Τζον ήταν ένας νεαρός δικηγόρος που νοίκιαζε ένα δωµάτιο δίπλα στο σπίτι τους. Η Τέµπερανς έκανε µια γκριµάτσα. Τώρα, όταν προσπαθούσε να τον φέρει στη µνήµη της, το µόνο που µπορούσε να θυµηθεί ήταν πόσο τριχωτές ήταν οι ράχες των χεριών του. Τότε, στο νεαρότερο εαυτό της, αυτό είχε φανεί σαν ένα συναρπαστικό σηµάδι αρρενωπότητας. Είχε πιστέψει πως ήταν τρελά ερωτευµένη µαζί του, µε µια τραγικότητα που τότε την κατέτρωγε και τώρα τη θυµόταν µόνο αµυδρά. Το απόγευµα που είχε υποκύψει, η Τέµπερανς θυµόταν πως πίστευε ότι θα πέθαινε –θα αρρώσταινε σωµατικά και θα πέθαινε–, αν δεν κοιµόταν µε τον Τζον. Έτσι, το είχε κάνει, και η ζωή της είχε γίνει συντρίµµια. Είχε επιστρέψει από το σκοτεινό δωµάτιο που νοίκιαζε ο Τζον για να βρει τον Μπέντζαµιν –το σοβαρό, όµορφο Μπέντζαµιν– να αφήνει την τελευταία του πνοή. Το στήθος του είχε διαλυθεί από τους τροχούς του τεράστιου κάρου ενός ζυθοποιού. Δεν είχε ξαναβρεί τις αισθήσεις του πριν πεθάνει. Η Τέµπερανς δεν θυµόταν πολλά µετά απ’ αυτό. Η οικογένειά της είχε φροντίσει για την κηδεία του Μπέντζαµιν, την είχε νοιαστεί και την είχε παρηγορήσει. Βδοµάδες αργότερα, ανακάλυψε ότι ο Τζον είχε αφήσει τα δωµάτια που νοίκιαζε χωρίς να της πει ούτε ένα αντίο. Δεν την είχε νοιάξει καθόλου. Έκτοτε είχε δουλέψει σκληρά για να κρύψει την αµαρτία της – και τον πειρασµό της λαγνείας. Μήπως στην πορεία είχε γίνει µια υποκρίτρια; Είχε θελήσει την απόλαυση στην αγκαλιά του Κέιρ, αλλά ήταν τόσο παγιδευµένη στους δικούς της δαίµονες, που δεν είχε καν σκεφτεί τα δικά του συναισθήµατα. Ο Κέιρ είχε δίκιο. Τον είχε χρησιµοποιήσει. Η σκέψη την έκανε να τιναχτεί, να θέλει να ξεσπάσει – να ρίξει το φταίξιµο στον Γουίντερ που κατέρρευσε, στον Τζον που την αποπλάνησε πριν τόσο καιρό, στη Σάιλενς για την ανόητη γενναιότητά της, στον Κέιρ για τις προτάσεις του· ουσιαστικά, σε όλους εκτός από τον εαυτό της. Μισούσε την επίγνωση πως ήταν τόσο ποταπή. Εκείνος είχε δίκιο. Τον είχε χρησιµοποιήσει για την ερωτική της ευχαρίστηση και δεν είχε το κουράγιο να το οµολογήσει ούτε στον εαυτό της.
Και µε κάποιον τρόπο, ενώ τον χρησιµοποιούσε, τον είχε πληγώσει τόσο πολύ, που τον είχε κάνει να πιστέψει πως θεωρούσε το σεξ µαζί του εξευτελιστικό. Αλλά πάλεψε να πνίξει όλες τις υπεκφυγές, τα ψέµατα και τις εκλογικεύσεις της. Ορκίστηκε στον εαυτό της δύο πράγµατα: πρώτον, ότι θα έσωζε το ορφανοτροφείο. Και δεύτερον, ότι θα έβρισκε έναν τρόπο να γιατρέψει την πληγή που είχε προκαλέσει στον Λάζαρους. Θα έβρισκε έναν τρόπο να του ανοιχτεί, ακόµα και ρισκάροντας να πληγωθεί η ίδια, επειδή αυτό του το χρώσταγε. Επειδή αν δεν το έκανε, δεν θα κατάφερνε ποτέ να τον έχει πίσω. Μπορούσε να του παραδεχτεί τι ένιωθε για εκείνον; Δεν ήταν πλέον σίγουρη. Η σκέψη και µόνο να εκφράσει δυνατά τα αισθήµατά της έκανε να τη λούζει κρύος ιδρώτας. Αλλά υπήρχε κάτι που ήξερε πως έπρεπε να κάνει. Η Τέµπερανς σηκώθηκε και χτύπησε δυνατά την οροφή της άµαξας. «Σταµατήστε! Σταµατήστε, παρακαλώ! Θέλω να πάω σε διαφορετική διεύθυνση. Θέλω να επισκεφθώ τον κύριο Σεντ Τζον.» Ο Λάζαρους δεν είχε σκεφτεί ποτέ τον εαυτό του ως αξιαγάπητο. Εποµένως, δεν θα έπρεπε να νιώθει καθόλου σοκαρισµένος που η Τέµπερανς στην πραγµατικότητα δεν τον αγαπούσε. Όχι, όχι σοκαρισµένος… αλλά θα ήταν ωραίο αν έτρεφε έστω ένα µικρό συναίσθηµα για εκείνον. Ο Λάζαρους συλλογίστηκε τη δική του αρρωστηµένη λαχτάρα καθώς οδηγούσε το µαύρο άλογο µέσα από το πρωινό πλήθος του Λονδίνου την επόµενη µέρα αφότου είχε αφήσει την Τέµπερανς. Επίσης, όλα έδειχναν πως τα συναισθήµατα που γεννιόντουσαν µέσα του είχαν προκαλέσει µια καινούργια επιθυµία: τη λαχτάρα να αγαπηθεί. Τι µπανάλ! Κι από την άλλη, µπανάλ ή όχι, δεν µπορούσε να αλλάξει τον τρόπο που ένιωθε η καρδιά του. Η γωνία του στόµατός του ανασηκώθηκε ειρωνικά. Φαίνεται ότι τελικά ήταν όπως όλοι οι άντρες. Το άλογο κοντοστάθηκε και ο Λάζαρους σήκωσε τα µάτια. Η διεύθυνση που έψαχνε αυτό το πρωί δεν ήταν πολύ µακριά από το σπίτι του. Η πλατεία στην οποία οδηγούσε τώρα το άλογο ήταν καινούργια, τα σπίτια αριστοκρατικά, και τόσο κοµψά, που θα πρέπει να κόστιζε µια περιουσία να νοικιάσεις κάποιο. Ο Λάζαρους κατέβηκε από το άλογο και έδωσε τα χαλινάρια στο µικρό που περίµενε, µαζί µε ένα σελίνι για τον κόπο του. Ανέβηκε τα ολοκάθαρα άσπρα σκαλοπάτια και χτύπησε. Πέντε λεπτά αργότερα, ο Λάζαρους οδηγήθηκε σε ένα γραφείο που ήταν ταυτόχρονα πολυτελές και άνετο. Οι πολυθρόνες ήταν αρκετά φαρδιές για το σώµα ενός άντρα, και καλυµµένες µε βαθυκόκκινο δέρµα. Τα βιβλία ήταν αρκετά ακατάστατα, για να υποδηλώνουν πως πραγµατικά τα χρησιµοποιούσαν, και το πελώριο έπιπλο του γραφείου, που έπιανε µια ολόκληρη γωνία του δωµατίου, γυάλιζε από το τρίψιµο. Ο Λάζαρους έκανε µια βόλτα µέσα στο δωµάτιο όσο περίµενε τον οικοδεσπότη. Όταν τελικά άνοιξε η πόρτα, στα χέρια του κρατούσε ένα αντίγραφο των λόγων του Κικέρωνα. Ο άντρας που µπήκε φορούσε µια µακριά λευκή περούκα. Οι εξωτερικές γωνίες των µατιών του, τα χείλη και το σαγόνι του, όλα έγερναν προς τα κάτω σαν να τα τραβούσε κάποιο αόρατο κορδόνι, δίνοντάς του τη συµπαθητική όψη κυνηγόσκυλου. Κοίταξε τον Λάζαρους, ανασήκωσε ένα παχύ γκρίζο φρύδι βλέποντας το βιβλίο στα χέρια του και είπε: «Μπορώ να σας βοηθήσω, κύριε;» «Το ελπίζω.» Ο Λάζαρους έκλεισε το βιβλίο και το ακούµπησε στο ράφι. «Μιλάω µε το Λόρδο Χάντλεϊ;» «Όντως.» Ο Χάντλεϊ έκανε µια σύντοµη υπόκλιση, και σηκώνοντας την ουρά του σακακιού του κάθισε βαριά σε µία από τις δερµάτινες πολυθρόνες.
Ο Λάζαρους έκλινε ευγενικά το κεφάλι πριν καθίσει απέναντι από τον οικοδεσπότη του. «Είµαι ο Λάζαρους Χάντινγκτον, Λόρδος Κέιρ.» Ο Χάντλεϊ ανασήκωσε το φρύδι, περιµένοντας. «Ήλπιζα πως θα µπορούσατε να µε βοηθήσετε» είπε ο Λάζαρους. «Έχουµε –ή µάλλον είχαµε– µια κοινή γνωστή: τη Μαρί Χιουµ.» Η έκφραση του Χάντλεϊ δεν άλλαξε. Ο Λάζαρους έγειρε το κεφάλι στο πλάι. «Μια ξανθιά κυρία που ειδικευόταν σε συγκεκριµένους τρόπους ψυχαγωγίας.» «Τι τρόπους;» «Δέσιµο.» «Αχά.» Ο Χάντλεϊ δεν φάνηκε να νιώθει την παραµικρή αµηχανία µε τη στροφή που πήρε η συζήτηση. «Γνωρίζω την κυρία. Αποκαλούσε τον εαυτό της Μαρί Πετ όταν ήταν µαζί µου. Είχα την εντύπωση πως πέθανε.» Ο Λάζαρους έγνεψε καταφατικά. «Δολοφονήθηκε σε ένα σπίτι στο Σεντ Τζάιλς πριν από τρεις µήνες περίπου.» «Θλιβερό» είπε ο Χάντλεϊ «αλλά δεν βλέπω σε τι µε αφορά.» Ο Λάζαρους έκλινε ελαφρά το κεφάλι. «Επιθυµώ να ανακαλύψω το δολοφόνο.» Ο Χάντλεϊ έδειξε το πρώτο σηµάδι συναισθήµατος από τη στιγµή που είχε φτάσει ο Κέιρ: περιέργεια. Έβγαλε ένα µικρό σµαλτωµένο κουτάκι από την τσέπη του, πήρε µια πρέζα ταµπάκο, τη ρούφηξε, και φταρνίστηκε. Φύσηξε τη µύτη του και κούνησε το κεφάλι καθώς έβαζε στην τσέπη το µαντήλι του. «Γιατί;» Ο Λάζαρους ύψωσε τα φρύδια. «Τι γιατί;» «Γιατί θέλετε να βρείτε το δολοφόνο της;» «Ήταν ερωµένη µου.» «Και;» Ο Χάντλεϊ πέρασε το δάχτυλο πάνω από το κουτάκι µε το ταµπάκο που κρατούσε ακόµη στο χέρι του. «Ξέρετε σε τι ειδικευόταν, εποµένως συµπεραίνω πως τη χρησιµοποιούσατε για τον ίδιο λόγο µε µένα. Θλιβερό, όπως είπα, το ότι είναι νεκρή, αλλά υπάρχουν άλλες γυναίκες για να καλύψουν αυτές τις ιδιαίτερες ανάγκες σας. Γιατί µπαίνετε στον κόπο να αναζητήσετε το δολοφόνο της;» Ο Λάζαρους ανοιγόκλεισε σαστισµένος τα βλέφαρα. Κανείς δεν του είχε κάνει αυτή την ερώτηση διατυπωµένη µε τέτοιο τρόπο. «Εγώ… πέρασα κάποιο διάστηµα µαζί της. Με τη Μαρί.» «Την αγαπούσατε;» «Όχι, ποτέ δεν αγάπησα τη Μαρί. Αλλά ήταν ένας άνθρωπος. Αν δεν βρω το δολοφόνο της, αν δεν ζητήσω εκδίκηση για το θάνατό της, αυτό σηµαίνει πως κανείς δεν της είχε κάποια εκτίµηση. Και τότε…» Και τότε τι; Αλλά ο Χάντλεϊ ολοκλήρωσε τη φράση για λογαριασµό του. «Και αν δεν είχε κανείς κάποια εκτίµηση για τη Μαρί, τότε ίσως δεν έχει κανείς κάποια εκτίµηση για σας; Κανείς δεν έχει εκτίµηση για εµάς. Είµαστε απλώς µοναχικά πλάσµατα που εκτελούµε τις δικές µας περίεργες µορφές ανθρώπινης επικοινωνίας χωρίς κανείς να ενδιαφέρεται στο ελάχιστο για εµάς.» Ο Λάζαρους κοίταξε τον άλλον άντρα, κάπως έκπληκτος. Το στόµα του Χάντλεϊ ανασηκώθηκε, δηµιουργώντας µια σειρά από ρυτίδες στα µάγουλά του.
«Είχα λίγο περισσότερο καιρό να το σκεφθώ από εσάς.» Ο Λάζαρους κούνησε το κεφάλι. «Ξέρετε κάποιον άλλον που να την επισκεπτόταν;» «Εκτός από το σκουλήκι που αποκαλούσε αδελφό;» «Τον Τόµι;» «Μάλιστα, τον Τόµι.» Ο Χάντλεϊ έσφιξε τα χείλη του, µια έκφραση όχι ιδιαίτερα ελκυστική γι’ αυτόν. «Ο Τόµι ήταν εκεί, παραφύλαγε τριγύρω, σχεδόν κάθε φορά που επισκεπτόµουν την ωραία Μαρί. Κάποτε ήρθε µαζί µε µια µεγαλύτερη γυναίκα που φορούσε ένα κόκκινο στρατιωτικό χιτώνιο. Έδειχνε κακιά, αλλά, όπως είπα, δεν έδινα ιδιαίτερη σηµασία στην προσωπική ζωή της Μαρί.» «Αλήθεια;» Ο Λάζαρους συνοφρυώθηκε. Ο αδελφός είχε πει πως επισκεπτόταν τη Μαρί σπάνια. Προφανώς είχε πει ψέµατα. Και πώς εµπλεκόταν σε όλο αυτό η Μητέρα Καλόκαρδη; Αυτή και το µαγαζί της έδειχναν να ξεπετάγονται µπροστά του σε κάθε στροφή. «Βοηθάει αυτό;» ρώτησε ο Χάντλεϊ ευγενικά. «Ποτέ δεν συνάντησα κάποιον από τους άλλους πελάτες της.» «Βοηθάει.» Ο Λάζαρους σηκώθηκε. «Σας ευχαριστώ, λόρδε µου, για το χρόνο και την ειλικρίνειά σας.» Ο Χάντλεϊ ανασήκωσε τους ώµους. «Δεν ήταν κόπος. Θα θέλατε να µείνετε για ένα ποτήρι κρασί;» Ο Λάζαρους υποκλίθηκε. «Σας ευχαριστώ, αλλά έχω µια άλλη συνάντηση σήµερα το πρωί. Ίσως κάποιαν άλλη φορά;» Ήταν απλά µια ευγενική χειρονοµία, το ήξεραν και οι δύο. Ένα φευγαλέο συναίσθηµα πέρασε από το πρόσωπο του Χάντλεϊ, αλλά χάθηκε πριν ο Λάζαρους προλάβει να το αποκρυπτογραφήσει. «Φυσικά.» Ο Χάντλεϊ σηκώθηκε. «Καλή σας ηµέρα, σερ.» Ο Λάζαρους υποκλίθηκε ξανά, πηγαίνοντας στην πόρτα του γραφείου. Αλλά µια σκέψη τον έκανε να σταµατήσει εκεί. Γύρισε να κοιτάξει τον ηλικιωµένο άντρα. «Μπορώ να σας κάνω άλλη µία ερώτηση;» Ο Χάντλεϊ κούνησε το χέρι σαν να του έδινε την άδεια. «Είστε παντρεµένος;» Η ίδια έκφραση άστραψε στο πρόσωπο του Χάντλεϊ, κάνοντας κάθε ρυτίδα να βαθύνει. «Όχι, σερ. Δεν έχω παντρευτεί ποτέ.» Ο Λάζαρους υποκλίθηκε για άλλη µια φορά, γνωρίζοντας πως είχε υπερβεί τα όρια της ευγένειας. Βγήκε από το κοµψό, ακριβό σπίτι. Αλλά καθώς έβγαινε έξω στον πρωινό ήλιο, αναρωτήθηκε: είχε, άραγε, αφήσει η µοναξιά τη σφραγίδα της και στα δικά του χαρακτηριστικά; Η Σάιλενς στάθηκε µπροστά στο ορφανοτροφείο το επόµενο πρωί και χαµογέλασε. Όχι, αυτό δεν ήταν τελείως σωστό. Κοίταξε τα πόδια της και προσπάθησε ξανά, νιώθοντας τους µύες του προσώπου της να κινούνται. Τι παράξενο. Κάτι τόσο φυσικό πριν λίγες µέρες όσο το χαµόγελο, τώρα ήταν τόσο ξένο, που δεν ένιωθε σίγουρη ότι µπορούσε να το κάνει σωστά. «Έχετε πονόδοντο, κυρία;» Η Σάιλενς σήκωσε τα µάτια και είδε το µάλλον άπλυτο πρόσωπο ενός από τα ορφανά. Ο Τζόζεφ Σµιθ ήταν; Ή µήπως ο Τζόζεφ Τζόουνς; Για το Θεό! Γιατί είχαν διαλέξει ο αδελφός κι η αδελφή της να ονοµάζουν όλα τα αγόρια Τζόζεφ Τάδε και όλα τα κορίτσια Μέρι Δείνα; Είχαν τρελαθεί εντελώς; Όµως, το αγόρι συνέχιζε να την κοιτάζει, έχοντας ένα βρόµικο δάχτυλο στο στόµα.
«Μην το κάνεις αυτό» του είπε κοφτά, ξαφνιάζοντας και το µικρό και τον εαυτό της. Ποτέ δεν είχε επιπλήξει κάποιο από τα παιδιά, κοφτά ή όχι. Το παιδί έβγαλε αµέσως το δάχτυλο απ’ το στόµα, κοιτώντας τη µάλλον φοβισµένα τώρα. Η Σάιλενς αναστέναξε. «Πώς σε λένε;» «Τζόζεφ Τίνµποξ.» Η Σάιλενς ζάρωσε τη µύτη. «Γιατί, στο καλό, σε ονόµασαν έτσι;» «Επειδή» είπε το αγόρι «όταν µε έφεραν εδώ, είχα ένα τσίγκινο κουτάκι δεµένο στον καρπό µου.» «Φυσικά» µουρµούρισε η Σάιλενς, παραιτούµενη µια και καλή από το χαµόγελο. «Λοιπόν, Τζόζεφ Τίνµποξ, έχω έρθει να δω την κυρία Ντιουζ. Μήπως ξέρεις πού είναι;» «Μάλιστα» απάντησε ο Τζόζεφ. Γύρισε και άνοιξε την πόρτα του σπιτιού –ξεκλείδωτη, προφανώς, σήµερα το απόγευµα–, και την οδήγησε µέσα. Από την κουζίνα ακουγόταν µεγάλη φασαρία, και όταν µπήκε η Σάιλενς, είδε την Τέµπερανς, µε τα µαλλιά της να έχουν λυθεί σχεδόν, να προσπαθεί να διευθύνει το απόλυτο χάος. Μια οµάδα αγοριών στέκονταν στη γωνία, τραγουδώντας εναλλάξ µε λεπτές, αγγελικές φωνές και τσιγκλίζοντας το ένα το άλλο µόλις η Τέµπερανς ή η Νελ γύριζαν την πλάτη τους. Η Νελ επιτηρούσε το εβδοµαδιαίο πλύσιµο, ενώ τρία µικρά κορίτσια πρόσεχαν µια µεγάλη χύτρα που άχνιζε πάνω από το τζάκι. Η Τέµπερανς γύρισε ακριβώς τη στιγµή που µπήκε η Σάιλενς µέσα και έσπρωξε µια µπούκλα πίσω από το αφτί της. «Σάιλενς! Ω, δόξα τω Θεώ. Πραγµατικά, µου χρειάζεται λίγη βοήθεια σήµερα.» «Ω.» Η Σάιλενς έριξε µια µατιά στην κουζίνα µάλλον ζαλισµένη. «Αλήθεια;» «Ναι, αλήθεια» είπε η Τέµπερανς σταθερά. «Ο Γουίντερ είναι ακόµη άρρωστος. Μπορείς να του ανεβάσεις αυτό το δίσκο;» «Ο Γουίντερ είναι άρρωστος;» «Ναι.» Η Τέµπερανς κοίταξε κατσουφιάζοντας τα αγόρια που τραγουδούσαν. «Πάλι από την αρχή, παρακαλώ. Και, Τζόζεφ Σµιθ, σταµάτα να σπρώχνεις τον Τζόζεφ Λιτλ. Ναι» είπε πάλι, γυρνώντας προς τη Σάιλενς. «Ξέχασα να σου το πω, ε; Ω, έχουν συµβεί τόσα πολλά από χθες. Απλά πήγαινέ του επάνω το δίσκο, και σε καµία περίπτωση µην τον αφήσεις να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι.» Το βλέµµα της Τέµπερανς ήταν αρκετά αυστηρό, και η Σάιλενς µπήκε στον πειρασµό να χαιρετίσει στρατιωτικά, παρόλο που την τελευταία στιγµή επικράτησε η λογική, και δεν το έκανε. Αντί γι’ αυτό βγήκε βιαστικά από την κουζίνα και ανέβηκε στο δωµάτιο του Γουίντερ. Μάλλον η Τέµπερανς είχε κάποια προαίσθηση, γιατί καθώς η Σάιλενς έσπρωχνε την πόρτα να ανοίξει, έπιασε τον Γουίντερ να φοράει το παντελόνι του. Ή να προσπαθεί να το φορέσει, τέλος πάντων. Ο αδελφός της ήταν χλοµός και ιδρωµένος, και έπεσε στο κρεβάτι καθώς η Σάιλενς έκλεινε την πόρτα πίσω της. «Δεν µπορεί ένας άνθρωπος να µείνει λίγο µόνος του µέσα σ’ αυτό το σπίτι;» είπε ο Γουίντερ µε ασυνήθιστη επιθετικότητα. «Όχι όταν προσπαθείς να το σκάσεις.» Η Σάιλενς ακούµπησε το δίσκο στο µικρό κοµοδίνο δίπλα στο κρεβάτι, ισορροπώντας τον επικίνδυνα πάνω σε µια στοίβα βιβλία. «Συγγνώµη.» «Σου το είπε, ε;» ρώτησε ο Γουίντερ µε ύφος σκοτεινό. «Ότι είσαι άρρωστος; Ναι.»
Η Σάιλενς ζάρωσε τη µύτη της συµπονετικά. Η Τέµπερανς γινόταν µάλλον δεσποτική µερικές φορές, παρόλο που σ’ αυτή την περίπτωση η Σάιλενς συµφωνούσε απόλυτα µαζί της. Ο Γουίντερ φαινόταν χάλια. Είχε βγάλει το νυχτικό του για να ντυθεί, και η Σάιλενς µπορούσε να µετρήσει τα πλευρά του. Έσκυψε να µαζέψει το νυχτικό του από το πάτωµα, κι εκείνη κράτησε την ανάσα της. Εκείνος ίσιωσε την πλάτη του βιαστικά, αλλά η Σάιλενς είχε ήδη δει το µακρύ κόψιµο στην πλάτη του. «Μεγαλοδύναµε Θεέ! Πού το έπαθες αυτό;» Ο Γουίντερ πέρασε το νυχτικό απ’ το κεφάλι του. Όταν εµφανίστηκε ξανά το πρόσωπό του, έκανε µια γκριµάτσα. «Δεν είναι τίποτα, σοβαρά. Σε παρακαλώ, µην το πεις στην Τέµπερανς· απλά θα ανησυχήσει πιο πολύ.» Η Σάιλενς συνοφρυώθηκε. «Μα, πού το έπαθες; Μοιάζει µε µαχαιριά.» «Καµία σχέση. Έπεσα.» Πήρε ένα ύφος δειλό. «Στο δρόµο τις προάλλες. Φοβάµαι πως έπεσα πάνω σ’ έναν τροχό κάρου, και το τσέρκι µε έκοψε µέσα απ’ το παλτό.» «Τι παράξενο. Μοιάζει ακριβώς σαν κάποιος να σε έκοψε µε µαχαίρι – ή µε σπαθί, µάλλον.» Η Σάιλενς προσπάθησε να κοιτάξει πάνω απ’ τον ώµο του, αλλά ο Γουίντερ έγειρε πίσω στο µαξιλάρι µε ένα µικρό µορφασµό. «Το καθάρισες;» «Είναι εντάξει. Αλήθεια.» Της χαµογέλασε, λοξά και αγαπησιάρικα. «Παραδέχοµαι πως µπορεί να άφησα την πληγή απεριποίητη αρχικά, και ίσως γι’ αυτό να λιποθύµησα, αλλά τώρα θρέφει κανονικά.» «Μα–» «Αλήθεια, Σάιλενς» της είπε. «Τώρα. Πες µου πώς πάνε τα πράγµατα µε σένα.» «Ω.» Ακούµπησε προσεκτικά το δίσκο στα πόδια του, φροντίζοντας να τον στηρίξει σωστά για να µη γείρει. «Λοιπόν, ο Γουίλιαµ µπαρκάρισε πάλι.» Ο Γουίντερ τής έριξε µια µατιά πάνω απ’ το κουτάλι µε τη σούπα. «Τόσο σύντοµα;» Απέφυγε το βλέµµα του, κάνοντας πως ίσιωνε τα σεντόνια. «Ήταν ένα πλοίο που ο καπετάνιος του αρρώστησε ξαφνικά. Ο Γουίλιαµ µε διαβεβαίωσε πως θα τον πλήρωναν πολύ καλά, επειδή επέστρεψε στη θάλασσα τόσο γρήγορα.» «Α» είπε ο Γουίντερ αόριστα. «Και πήγα στο σπίτι του Κόνκορντ για δείπνο τις προάλλες, και ήταν αρκετά ψυχρός. Υποτίθεται πως θα ήταν και ο Άσα, αλλά τελικά δεν ήρθε. Δεν έστειλε καν µια ειδοποίηση να πει πως λυπάται.» Η Σάιλενς έπιασε ένα µαξιλάρι να το αφρατέψει. «Δεν θα το πιστέψεις, είµαι σίγουρη, αλλά ο Κόνκορντ άφησε να εννοηθεί ότι µε αποπλάνησε ο κύριος Ο’Κόνορ, ακόµα και αφού του είπα ότι απλά δεν έγινε έτσι. Δεν νοµίζω πως µε πιστεύει, Γουίντερ. Δεν νοµίζω πως µε πιστεύει ούτε η Τέµπερανς.» Θα πρέπει να χτύπησε το µαξιλάρι πολύ δυνατά, γιατί ένα συννεφάκι από πούπουλα πετάχτηκε από µία γωνία του. «Μάλιστα» είπε ο Γουίντερ αργά, κοιτώντας το χαλασµένο µαξιλάρι. «Συγγνώµη.» Η Σάιλενς έβαλε το µαξιλάρι πίσω στο κρεβάτι και το χτύπησε απαλά. «Όµως, εσύ µε πιστεύεις, έτσι δεν είναι; Ξέρεις ότι ο κύριος Ο’Κόνορ δεν µε άγγιξε ποτέ, ότι µου ζήτησε µόνο να περάσω τη νύχτα µαζί του. Και το έκανα. Πέρασα όντως τη νύχτα στο δωµάτιό του, αλλά τίποτα – απολύτως τίποτα!– δεν συνέβη. Με πιστεύεις, Γουίντερ;» Στάθηκε µε τα χέρια σταυρωµένα προστατευτικά µπροστά στο στήθος της και τον κοίταξε µε αγωνία. «Πιστεύω» είπε ο Γουίντερ αργά «πως είσαι η αδελφή µου, και ό,τι κι αν συνέβη, εγώ θα συνεχίσω να σε αγαπάω και να είµαι δίπλα σου.»
«Ω» ψιθύρισε η Σάιλενς, και ανόητα δάκρυα ανάβλυσαν από τα µάτια της. Γιατί ήταν το πιο γλυκό πράγµα που θα µπορούσε να της πει – και επίσης το πιο φρικτό. Προφανώς δεν την πίστευε ούτε αυτός. «Σάιλενς…» «Ωραία, λοιπόν» είπε χωρίς να τον κοιτάξει· δεν µπορούσε, γιατί αλλιώς µπορεί να έβαζε τα κλάµατα, ή να τον χτυπούσε, και κανένα από τα δύο δεν θα ήταν πολύ καλό. «Θα κατέβω κάτω τώρα να δω µήπως η Τέµπερανς χρειάζεται τη βοήθειά µου στην κουζίνα.» «Σάιλενς» φώναξε καθώς εκείνη έφτανε στην πόρτα. Δεν γύρισε. Κατέβασε τα µάτια στο χέρι της που ακουµπούσε στο πόµολο και είπε απότοµα: «Τι;» «Έχεις σκεφτεί ποτέ να µας βοηθάς εδώ σε πιο µόνιµη βάση;» Η ερώτηση ήταν τόσο αιφνιδιαστική, που έκανε τη Σάιλενς να γυρίσει να κοιτάξει τον Γουίντερ. Το βλέµµα του τη ζύγιζε µε σοβαρότητα. «Θα ήταν καλή η βοήθειά σου, ξέρεις.» «Γιατί;» του ψιθύρισε. Ανοιγόκλεισε ξαφνιασµένος τα µάτια, και µετά τα έστρεψε στη σούπα του. «Νοµίζω πως µπορεί να έκανε καλό και σε σένα και σε εµάς.» Ο Γουίντερ πίστευε πως ήταν κατεστραµµένη. Η συνειδητοποίηση ήταν ξαφνική, και τόσο απόλυτα ανεπιθύµητη, που έκανε τη Σάιλενς να µείνει βουβή. Ο Γουίντερ έστρεψε τα µάτια του πάνω της, δυο µάτια γεµάτα απογοήτευση και λύπη. «Σε παρακαλώ, σκέψου το τουλάχιστον.» Του έγνεψε σαν χαµένη και έφυγε βιαστικά χωρίς να απαντήσει. Δεν µπορούσε. Κανείς δεν πίστευε πως είχε φύγει από το υπνοδωµάτιο του Μίκι Ο’Κόνορ ανέγγιχτη. Ούτε οι γείτονες που ψιθύριζαν όταν περνούσε. Ούτε οι µαγαζάτορες που γυρνούσαν την πλάτη και παρίσταναν τους απασχοληµένους όταν έµπαινε στα µαγαζιά τους. Ούτε ο Γουίλιαµ που είχε µείνει βουβός όταν τον κοιτούσε να ετοιµάζει τη βαλίτσα του και να φεύγει. Ούτε ο Άσα, ή ο Κόνκορντ, ή η Βέριτι, ή έστω η Τέµπερανς, ή ο Γουίντερ. Ακόµα και η ίδια της η οικογένεια πίστευε πως έλεγε ψέµατα για να καλύψει µια φοβερή αµαρτία. Κανείς στον κόσµο δεν την πίστευε.
Κεφάλαιο Δεκαοκτώ Ο βασιλιάς Κλειστόκαρδος έδειξε να σαστίζει. «Μα, αν ανοίξω την πόρτα του κλουβιού, το πουλί θα πετάξει και θα φύγει.» «Αν θέλετε να µάθετε τι είναι η αγάπη, πρέπει να ανοίξετε την πόρτα» είπε η Μεγκ. Έτσι, ο βασιλιάς άνοιξε την πόρτα του κλουβιού του µικρού γαλάζιου πουλιού. Αµέσως, το πουλί άνοιξε τα φτερά και πέταξε έξω από το ανοιχτό παράθυρο της αίθουσας. Ο βασιλιάς κοίταξε τη Μεγκ υψώνοντας το φρύδι. «Νοµίζω ότι το µόνο που έµαθα είναι πώς να χάνω ένα πουλί.» «Αλήθεια;» τον ρώτησε. «Τι νιώθετε;» Ο βασιλιάς έσµιξε τα φρύδια. «Απώλεια. Κενό.»… –από το Ο Βασιλιάς Κλειστόκαρδος «Δηλαδή πιστεύετε πως µπορείτε να το κάνετε;» Η κυρία Ντιουζ έσκυψε προς το µέρος του µε το πρόσωπο να λάµπει και τα ασυνήθιστα καστανά µάτια της γεµάτα λαχτάρα. Ο Σεντ Τζον έγνεψε καταφατικά, έκθαµβος από τη ζωτικότητά της. Πώς να µην έµενε; Ήταν τόσο έντονη η αντίθεση µε την ακίνητη µορφή της Κλάρα στον πάνω όροφο. Παραµέρισε την απαίσια σκέψη και εστιάστηκε στο να της απαντήσει. «Ναι. Φυσικά. Έχω ήδη βάλει το γραµµατέα µου να στείλει τις προσκλήσεις για το ορφανοτροφείο.» Η κυρία Ντιουζ δάγκωσε το χείλι της. «Πόσους προσκαλέσατε;» «Κάτι παραπάνω από εκατό άτοµα.» «Ω!» Κάθισε εντελώς ακίνητη, µε τα µάτια της γουρλωµένα, αλλά το χέρι της απλώθηκε κρυφά για να πιάσει τον καρπό της υπηρέτριάς της, µιας γυναίκας ονόµατι Νελ. Ο Σεντ Τζον είχε µείνει έκπληκτος µε την παρουσία της υπηρέτριας σ’ αυτήν τη δεύτερη επίσκεψη της κυρίας Ντιουζ στο σπίτι του. Την πρώτη φορά είχε φτάσει µόνη της, και δονείτο σχεδόν από την έξαψη για την ιδέα της: να ανοίξει το Ίδρυµα για Ατυχή Βρέφη και Έκθετα Παιδιά στο κοινό, ελπίζοντας να τραβήξει το ενδιαφέρον ενός πιθανού χορηγού. Ήταν ένα τολµηρό σχέδιο, αλλά ήταν επίσης και πολύ έξυπνο. Το να βλέπει κανείς τους δυστυχείς της ζωής, είτε στις φυλακές, είτε στα νοσοκοµεία, είτε στα τρελοκοµεία, ήταν της µόδας στο Λονδίνο αυτή την εποχή. Οι περισσότεροι έρχονταν απλά για να κοιτάξουν, και να γελάσουν νευρικά µε τις παραξενιές αυτών των δύσµοιρων ψυχών, αλλά πολλοί έδιναν επίσης χρήµατα για φιλανθρωπία σ’ εκείνους που επισκέπτονταν. «Πολύς κόσµος είναι» είπε η κυρία Ντιουζ, αφήνοντας τον καρπό της υπηρέτριας. «Ναι, αλλά ανήκουν όλοι στις καλύτερες οικογένειες – σ’ εκείνες για τις οποίες η φιλανθρωπία είναι µόδα αυτό τον καιρό.» Ο Σεντ Τζον ανασήκωσε το φρύδι µε νόηµα. «Ναι, φυσικά.» Η κυρία Ντιουζ ίσιωσε τη µαύρη φούστα της µε το ένα χέρι. Έτρεµε ελαφρά, και ο Σεντ Τζον ένιωσε µια άγρια παρόρµηση να διασχίσει το δωµάτιο και να την καθησυχάσει. «Πιστεύετε πως θα είστε έτοιµοι εγκαίρως;» ρώτησε, σφίγγοντας τα χέρια στην πλάτη του. «Έτσι νοµίζω» του είπε, δείχνοντας κάπως ανακουφισµένη µε την αλλαγή του θέµατος. «Έχουµε ήδη τρίψει τους τοίχους και τα πατώµατα, ο Γουίντερ παρακολουθεί τα παιδιά να απαγγέλλουν διάφορα ποιήµατα απέξω, και η Νελ ασχολείται µε το µαντάρισµα των ρούχων των παιδιών.» «Ωραία, ωραία. Θα βάλω το µάγειρά µου να φτιάξει µια ποσότητα παντς και λίγο κέικ την
προηγούµενη, και θα σας τα παραδώσουν νωρίς το πρωί.» «Ω, µα, έχετε κάνει ήδη τόσο πολλά» διαµαρτυρήθηκε η κυρία Ντιουζ. «Δεν θέλω να µπείτε σε έξοδα για λογαριασµό µου.» «Είναι για τα παιδιά» της υπενθύµισε ευγενικά ο Σεντ Τζον. «Θα ένιωθα εντελώς ανόητος αν δεν συνέβαλα στο µικρό µας σχέδιο. Παρακαλώ, µην το σκέφτεστε.» «Σ’ αυτή την περίπτωση…» Του χαµογέλασε ντροπαλά, µε µάτια τόσο ζωντανά. Αδυνατούσε να καταλάβει πώς µπόρεσε ο Κέιρ να αφήσει αυτήν τη γυναίκα να ξεγλιστρήσει µέσα απ’ τα χέρια του. Γύρισε βιαστικά από την άλλη, προσποιούµενος πως κοιτούσε το πορσελάνινο ρολόι πάνω από το τζάκι. «Αυτά, λοιπόν, για σήµερα;» «Ω! Ναι, φυσικά» είπε εκείνη πίσω του, ηχώντας λίγο πληγωµένη. «Δεν ήθελα να καταχραστώ το χρόνο σας, κύριε Σεντ Τζον. Ήσαστε πολύ µεγάλη βοήθεια για εµένα και το σπίτι µας.» Έσφιξε το σαγόνι του για να µην αρχίσει τις απολογίες. Αντί γι’ αυτό υποκλίθηκε κάπως σφιγµένα. «Καλή σας ηµέρα, κυρία Ντιουζ.» Εκείνη αποχώρησε µε µια υπόκλιση γεµάτη χάρη, και µόνο η υπηρέτρια τού έριξε ένα περίεργο βλέµµα πάνω απ’ τον ώµο της. Περίµενε µέχρι να κλείσει η πόρτα της βιβλιοθήκης πριν πάει στο παράθυρο που έβλεπε στο δρόµο από κάτω. Την παρατηρούσε καθώς διέσχιζε το δρόµο, µε βήµα ανάλαφρο και χαριτωµένο, και το ένα χέρι στο καπελάκι, γιατί ο αέρας ήταν δυνατός. Η υπηρέτρια περπατούσε δίπλα της αντί από πίσω της, και έµοιαζαν να συζητάνε. Η µαυροντυµένη φιγούρα της γινόταν όλο και πιο µικρή µέχρι που χάθηκε µέσα στο πλήθος του Λονδίνου. Ο Σεντ Τζον άφησε την κουρτίνα να πέσει. Έριξε µια µατιά στη βιβλιοθήκη, αλλά παρά τα βιβλία και τις εφηµερίδες και τα διάφορα αντικείµενα έδειχνε άδεια και µοναχική µετά την επίσκεψή της. Βγήκε από το δωµάτιο κι ανέβηκε τις σκάλες, ανεβαίνοντας δυο πατώµατα πιο πάνω. Δεν επισκεπτόταν συχνά την Κλάρα αυτή την ώρα· εκείνη συνήθως κοιµόταν µετά από µια αµετάβλητα ανήσυχη νύχτα. Αλλά σήµερα ένιωσε πως δεν µπορούσε να µην το κάνει. Στο πίσω µέρος του µυαλού του ήξερε ότι θα ερχόταν µια µέρα –ίσως πολύ σύντοµα– που δεν θα άντεχε πια να ανεβαίνει τις σκάλες για να τη δει. Ο Σεντ Τζον χτύπησε σιγανά την πόρτα, και ύστερα την άνοιξε µια χαραµάδα. Η ηλικιωµένη υπηρέτρια που ήταν η µόνιµη συντροφιά της Κλάρα σήκωσε τα µάτια από την καρέκλα της δίπλα στο κρεβάτι, µετά σηκώθηκε και πήγε να σκαλίσει τη φωτιά. Ο Σεντ Τζον πλησίασε το κρεβάτι και κοίταξε. Η Κλάρα θα πρέπει να είχε µόλις λούσει τα µαλλιά της, γιατί ήταν απλωµένα σαν φωτεινό λάβαρο πάνω στο λευκό µαξιλάρι. Οι µπούκλες της είχαν ένα βαθύ καστανό χρώµα µε λίγο κόκκινο ανάµεσά τους, που τώρα το χάραζαν γκρίζες γραµµές. Ασυναίσθητα άρχισε να της χαϊδεύει τα µαλλιά. Κάποτε του είχε πει πως ήταν το καλύτερο χαρακτηριστικό της, κι εκείνος είχε εκπλαγεί που οι γυναίκες κατηγοριοποιούσαν έτσι τον εαυτό τους. Εκπλαγεί και διασκεδάσει. «Γκόντρικ» του ψιθύρισε. Την κοίταξε ξανά και είδε τα καστανά µάτια της να τον παρατηρούν. Κάποτε ήταν όµορφα σαν της κυρίας Ντιουζ. Τώρα ήταν πάντα γεµάτα πόνο. Έσκυψε και της έδωσε ένα φιλί στο φαρδύ της µέτωπο. «Κλάρα.» Του χαµογέλασε µε τα χλοµά της χείλη να ανασηκώνονται ελάχιστα. «Σε τι οφείλω αυτή την επίσκεψη;» Της ψιθύρισε στο αφτί: «Σε µια βαθιά και ανυποχώρητη λαχτάρα να δω την πιο όµορφη γυναίκα
του κόσµου.» Εκείνη γέλασε, αλλά µετά ο ήχος µετατράπηκε σε ένα δυνατό βήχα που τη συντάραξε. Η νοσοκόµα έσπευσε στο πλευρό της. Ο Σεντ Τζον έκανε πίσω, κοιτώντας µε οδυνηρή υποµονή το σπασµό της Κλάρα να υποχωρεί σταδιακά. Όταν τελείωσε, ο ιδρώτας είχε µουσκέψει τα µαλλιά της, και το πρόσωπό της ήταν πιο άσπρο από το µαξιλάρι, αλλά τον κοίταξε και του χαµογέλασε. Ξεροκατάπιε, για να διώξει τον κόµπο απ’ το λαιµό του. «Λυπάµαι που σε αναστάτωσα. Ήθελα απλά να ξέρεις πως σ’ αγαπώ.» Του άπλωσε το τρεµάµενο χέρι της. Ο Σεντ Τζον το έπιασε, και την κοίταξε καθώς προσπαθούσε να του πει: «Το ξέρω.» Πίεσε τον εαυτό του να της χαµογελάσει πριν γυρίσει και βγει από το υπνοδωµάτιο της γυναίκας του. Ήταν αργά το απόγευµα σχεδόν µία βδοµάδα µετά, όταν η Τέµπερανς χτύπησε την πόρτα της Πόλι. Τώρα που ο Γουίντερ είχε αναρρώσει, αυτή και η Μέρι Γουίτσαν έτρεχαν σε διάφορα θελήµατα για την προετοιµασία του σπιτιού, αλλά ήταν σηµαντικό να περάσει από τα δωµάτια της Πόλι εκείνη την ηµέρα. Η Πόλι άνοιξε την πόρτα µε µια νυσταγµένη Μέρι Χόουπ στην αγκαλιά της και ένα σάλι ριγµένο στον ώµο της. «Ελάτε µέσα, κυρία Ντιουζ, Μέρι Γουίτσαν. Χαίροµαι τόσο που σας βλέπω.» «Είναι καθόλου καλύτερα η Μέρι Χόουπ;» Η Τέµπερανς έκανε την ερώτηση ψιθυριστά καθώς έµπαινε µέσα στο µικρό δωµάτιο. Μια µατιά τής έδειξε ότι τα µωρά της Πόλι κοιµόντουσαν µαζί στο κρεβάτι. Η Μέρι Γουίτσαν πήγε στις µύτες των ποδιών να φτιάξει τα σκεπάσµατα που είχε κλοτσήσει το ένα από τα παιδιά. «Ναι, είναι.» Η παραµάνα ακτινοβολούσε κοιτώντας το µωρό. «Ο πυρετός έπεσε, και ρουφάει δυνατά. Νοµίζω ότι µπορεί και να ζήσει, κυρία.» «Ω, δόξα τω Θεώ.» Η Τέµπερανς έκλεισε τα µάτια από ανακούφιση. Τα µωρά πέθαιναν τόσο συχνά. Ήταν µια ευπρόσδεκτη αλλαγή να ανακαλύψει ένα που πάλεψε και νίκησε τον πυρετό κι ας ήταν τόσο µικρό. Όχι ότι η Μέρι Χόουπ την είχε σκαπουλάρει εντελώς ακόµη. «Και τα δικά σου µωρά;» «Δεν ανέβασαν καθόλου πυρετό, δόξα να ’χει ο Κύριος» απάντησε η Πόλι. «Υγιή σαν κουτάβια είναι.» «Σ’ ευχαριστώ, Πόλι.» Η Τέµπερανς κράτησε µια νοερή σηµείωση να ανταµείψει την τροφό. «Θα την κρατήσετε λίγο;» ρώτησε η Πόλι. «Μόλις που αποκοιµήθηκε, και δεν έχω προλάβει να συγυριστώ.» Της έτεινε το µωρό, και η Τέµπερανς θυµήθηκε τα λόγια του Λάζαρους – ότι την είχε δει να αρνείται να αγγίξει το µωρό. Δίστασε µόνο για ένα δευτερόλεπτο πριν πάρει το µικρό ζεστό µπογαλάκι στα χέρια της. Η Μέρι Γουίτσαν ανασηκώθηκε στις µύτες των ποδιών για να κοιτάξει, και οι δυο τους απόµειναν να παρατηρούν µε δέος τα µικρά λεπτεπίλεπτα δαχτυλάκια που ήταν ανοιγµένα πάνω στο ροδαλό µάγουλο. Τα µάτια της Τέµπερανς έτσουξαν απ’ τα δάκρυα. «Είστε εντάξει, κυρία;» ρώτησε µε ενδιαφέρον η Πόλι όσο στερέωνε το σάλι στο κορσάζ της. «Ναι» ψέλλισε η Τέµπερανς καθώς σκούπιζε το µάγουλό της στον ώµο της. «Είναι που έφτασε τόσο κοντά.»
«Έτσι είναι» είπε η τροφός παίρνοντας πάλι το µωρό. «Δεν γίνεται να µην τα αγαπάµε, σωστά;» ψιθύρισε η Τέµπερανς. Έριξε µια µατιά στη Μέρι Γουίτσαν που ήταν ακόµη µαγεµένη µε το πρόσωπο του µωρού. «Ναι, νοµίζω πως είναι κουτό ακόµα και να το προσπαθήσουµε» απάντησε η Πόλι. «Μια µατιά στα προσωπάκια τους, και είµαστε χαµένοι, ε;» «Όντως.» Η Τέµπερανς καληνύχτισε την Πόλι και έκλεισε την πόρτα του δωµατίου προσεκτικά πίσω της. Όταν σήκωσε τα µάτια, είδε τη Μέρι Γουίτσαν να την παρατηρεί. «Θα ζήσει το µωρό, κυρία;» Η Τέµπερανς χαµογέλασε. «Έτσι νοµίζω, Μέρι.» «Πολύ χαίροµαι» είπε η Μέρι σοβαρά. Κατέβηκαν την ετοιµόρροπη σκάλα και βγήκαν από το κτήριο που έµενε η Πόλι. Η Τέµπερανς σήκωσε ανήσυχα το βλέµµα στον ουρανό. Ο ήλιος άρχιζε να βασιλεύει. «Πρέπει να βιαστούµε να γυρίσουµε στο σπίτι πριν σκοτεινιάσει.» Η Μέρι άρχισε να περπατάει πιο γρήγορα πλάι της. «Είναι αλήθεια ότι όταν πέσει το σκοτάδι, βγαίνει το Φάντασµα του Σεντ Τζάιλς και κυνηγάει κοπέλες;» «Πού το άκουσες αυτό;» Η Μέρι έσκυψε το κεφάλι. «Απ’ το αγόρι του χασάπη. Είναι αλήθεια;» Η Τέµπερανς συνοφρυώθηκε. «Μερικά κορίτσια έχουν πάθει κακό, ναι. Αλλά δεν χρειάζεται να ανησυχείς εφόσον µένεις µέσα στο σχολείο, ειδικά τη νύχτα.» «Εσείς θα µείνετε σπίτι;» Η Τέµπερανς κοίταξε τη Μέρι. Το κοριτσάκι είχε τα µάτια καρφωµένα στο έδαφος καθώς περπατούσαν. «Πρέπει να κάνω κάποια θελήµατα, φυσικά–» «Αν, όµως, χρειαστεί κάποιο άλλο µωρό βοήθεια τη νύχτα;» Η Μέρι δάγκωνε τα χείλη της. «Δουλειά µου είναι να βοηθάω τα ορφανά του Σεντ Τζάιλς» είπε η Τέµπερανς µαλακά. «Πού θα ήταν η Μέρι Χόουπ αν δεν είχα πάει να την πάρω;» Η Μέρι δεν είπε τίποτα. «Ωστόσο, σπάνια αναγκάζοµαι να βγω νύχτα» συµπλήρωσε η Τέµπερανς. «Αλήθεια, δεν υπάρχει λόγος να ανησυχείς.» Η Μέρι έγνεψε καταφατικά, αλλά ακόµη έδειχνε αναστατωµένη. Η Τέµπερανς αναστέναξε, ευχόµενη να µπορούσε να καθησυχάσει τελείως τη Μέρι, αλλά όσο ο δολοφόνος κυκλοφορούσε ελεύθερος, θα ήταν δύσκολο να το κάνει αυτό. Όταν έφτασαν στο σπίτι, την περίµενε κι άλλη δουλειά. Έτσι, η Τέµπερανς έστειλε τη Μέρι Γουίτσαν να επιβλέπει τα υπόλοιπα κορίτσια που καθάριζαν τους τοίχους του χολ. Έστριψε στη γωνία της ξεχαρβαλωµένης σκάλας, εξετάζοντας το κάγκελο. Ήθελε γυάλισµα, αλλά αν το έκαναν να δείχνει πιο ωραίο, κάτι τέτοιο θα έπειθε έναν πιθανό χορηγό ότι το σπίτι είχε πραγµατική ανάγκη χρηµατοδότησης; Αυτό ήταν το δίληµµα µε όλες τις αποφάσεις που έπαιρνε για το σουλούπωµα και το καθάρισµα του σπιτιού. Κάθε απόφασή της την ξανασκεφτόταν, ακόµα και όταν ο Γουίντερ τής έλεγε µε την ήρεµη φωνή του ότι έκανε εξαιρετική δουλειά και δεν χρειαζόταν να ανησυχεί τόσο πολύ. Και κάτω από όλες τις ανησυχίες της υπήρχε µια θλίψη που την έτρωγε. Πιο απλά, της έλειπε ο Κέιρ. Ανακάλυπτε τον εαυτό της να αναρωτιέται τι γνώµη θα είχε εκείνος για τις
αποφάσεις της, να θέλει να κουβεντιάσει τα προβλήµατα και τις µικροχαρές µαζί του. Ήθελε να είναι µαζί του. Αλλά µάλλον τα είχε κάνει θάλασσα, σωστά; Οι ώµοι της έπεσαν µ’ αυτήν τη σκέψη καθώς ανέβαινε την τελευταία στροφή της παλιάς σκάλας, φτάνοντας στο τελευταίο πάτωµα του σπιτιού. Εκείνος πίστευε πως τον ήθελε µόνο για µια ωµή ερωτική σχέση, και ενώ σίγουρα λαχταρούσε να τον αγκαλιάσει ξανά, υπήρχαν τόσα περισσότερα συναισθήµατα µέσα της. Σταµάτησε απότοµα στην κορυφή της σκάλας, µε ένα µοναχικό κερί να τρεµοπαίζει στο χέρι της για να τη φωτίζει, καθώς τελικά παραδέχτηκε αυτό που ένιωθε εξ αρχής. Ένιωθε πολύ περισσότερα πράγµατα από πόθο για τον Κέιρ. Ένας λυγµός ανέβηκε στο λαιµό της πριν προλάβει να τον πνίξει. Ήταν τόσο µόνη πριν µπει εκείνος στη ζωή της. Η απουσία του τώρα απλά τόνιζε το πόσο µόνη ήταν. Ω, είχε τους αδελφούς και τις αδελφές της, τα παιδιά και τη Νελ, αλλά ακόµα και µε τη δική της οικογένεια ήταν απόµακρη. Μόνο µε τον Κέιρ ήταν ο εαυτός της, µε τα ελαττώµατα και µε όλα. Εκείνος διέκρινε την ερωτική της ανάγκη, τις ενίοτε µη χριστιανικές ορµές της και τα συναισθήµατα, και, ω του θαύµατος, του άρεσε το ίδιο. Την ήθελε το ίδιο. Ήταν τόσο απελευθερωτικό, να είναι απλώς µαζί του! Ξέροντας ότι µπορούσε να είναι ο εαυτός της –ολόκληρος ο εαυτός της– κι ότι αυτός δεν θα την αποστρεφόταν. Κοίταξε γύρω της στο µισοσκότεινο, άθλιο χολ. Μόνη. Ήταν τόσο µόνη. Η ξενάγηση στο ορφανοτροφείο είχε αρχίσει πριν µισή ώρα, όταν η Τέµπερανς αποφάσισε πως το πράγµα πήγαινε αρκετά καλά, µέσα σε λογικά πλαίσια. Είχαν µια µάλλον ταραχώδη αρχή όταν οι πρώτοι επισκέπτες –µια κυρία µε ένα πελώριο φτερό στα µαλλιά, συνοδευόµενη από έναν κοντόχοντρο κύριο µε µακριά περούκα, βαµµένη αταίριαστα κατάµαυρη πάνω από το ηλικιωµένο πρόσωπό του– έφτασαν λίγο νωρίς, µόλις πριν τις πέντε, δηλαδή. Ο Τζόζεφ Τίνµποξ ήταν ο µόνος που άκουσε το χτύπηµα στην πόρτα, και όταν την άνοιξε, αρνήθηκε αρχικά να τους βάλει µέσα µε το σκεπτικό ότι ήταν «πολύ νωρίς και έπρεπε να φύγουν και να ξαναγυρίσουν τη σωστή ώρα». Ευτυχώς, η Νελ είχε βγει να ψάξει τον Τζόζεφ Τίνµποξ εκείνην τη στιγµή, και τον βρήκε έτοιµο να διώξει τους επισκέπτες. Άφθονες συγγνώµες και δύο κούπες από το παντς του κύριου Σεντ Τζον είχαν καταπραΰνει την αγανάκτηση του ζεύγους. Μετά από αυτό, είχε ακολουθήσει µια σταθερή ροή εκλεκτών επισκεπτών. Τόσο πολλών, στην πραγµατικότητα, που σε κάποιο σηµείο οι άµαξές τους µπλόκαραν εντελώς την είσοδο στη Μέιντεν Λέιν, προς µεγάλο ενδιαφέρον των κατοίκων της γειτονιάς. Κάποιοι, µάλιστα, είχαν βγάλει καρέκλες έξω και κάθονταν στο δρόµο παρακολουθώντας την παρέλαση της αριστοκρατίας. Ναι, όλα πήγαιναν αρκετά καλά, και αν το παντς δεν τελείωνε και η Τέµπερανς κατάφερνε να συγκρατήσει τον Γουίντερ που είχε ήδη εµπλακεί σε µια πολιτική συζήτηση µε ένα µάλλον κραυγαλέο νεαρό τζέντλεµαν που φορούσε ένα φρικτό κίτρινο σακάκι και ο οποίος επέµενε να λέει τα πιο ηλίθια πράγµατα, µπορεί τελικά να είχαν ένα αίσιο τέλος. Η Τέµπερανς χαµογέλασε και έδωσε το χέρι σε µια κοτσονάτη ηλικιωµένη κυρία µε βυσσινί φόρεµα καθώς εκείνη αναφωνούσε βλέποντας τα «φτωχά άθλια µικρά». Έφευγε, και παρά τη µάλλον ατυχή επιλογή λέξεων έδειχνε γνήσια συγκινηµένη µε το ορφανοτροφείο. «Ποια είναι αυτή;» µουρµούρισε η Νελ πίσω από την Τέµπερανς. «Δεν ξέρω, αλλά είναι ιδιαίτερα ενθουσιώδης» ψιθύρισε η Τέµπερανς. «Όχι. Όχι αυτή. Αυτή.»
Η Τέµπερανς κοίταξε πάνω από το κεφάλι της επισκέπτριας για να δει τη Λαίδη Κέιρ να διασχίζει προσεκτικά το πλακόστρωτο, µε µια έκφραση αηδίας χαραγµένη στο στόµα. Φορούσε ένα εντελώς ακατάλληλο χρυσό και γαλάζιο µπροκάρ φόρεµα και κρατούσε το χέρι ενός κύριου µε πυρρόξανθη περούκα και µοβ σακάκι. Οι θεατές της Μέιντεν Λέιν είχαν εντυπωσιαστεί µαζί της και σκούνταγαν ο ένας τον άλλον καθώς περνούσε από µπροστά τους. Ευτυχώς, ο κύριος Σεντ Τζον την είχε δει αµέσως και παρενέβη, επισηµαίνοντάς της προφανώς τη µάλλον θλιβερή αρχιτεκτονική του σπιτιού. Δεν µπορούσε, όµως, να την κρατήσει για πάντα. «Ω, όχι!» βόγκηξε η Τέµπερανς. «Τι; Τι;» σφύριξε η Νελ ανυπόµονα. «Είναι η Λαίδη Κέιρ» µουρµούρισε η Τέµπερανς. «Είναι αρκετά απαίσια.» Ένα πνιχτό χάχανο ακούστηκε πίσω τους. Η Τέµπερανς γύρισε και είδε µε φρίκη ότι δεν ήταν µόνες. Η Λαίδη Ηρώ, µε ένα εντυπωσιακό ασηµογάλανο φόρεµα, είχε µπει, χωρίς να την αντιληφθούν στο χολ, και, το χειρότερο, την είχε ολοφάνερα ακούσει. «Ω, λυπάµαι» µουρµούρισε η Τέµπερανς, αρχίζοντας να κάνει µια υπόκλιση, και ύστερα αλλάζοντας γνώµη στα µισά και ανασηκώνοντας το σώµα της υπερβολικά γρήγορα. «Δεν εννοούσα… δηλαδή… ε…» «Είναι µάλλον απαίσια» είπε η Λαίδη Ηρώ, χαµογελώντας αµυδρά. «Αλλά αν µε πιστεύετε, την έχω ακούσει να συζητάει για τα βάσανα των φτωχών παιδιών και παλιότερα.» «Αλήθεια;» ρώτησε η Τέµπερανς δειλά. Έριξε άλλο ένα βιαστικό βλέµµα στο δρόµο. Η Λαίδη Κέιρ είχε σταµατήσει για να συζητήσει κάτι µε το συνοδό της. Η Τέµπερανς στράφηκε ξανά στη Λαίδη Ηρώ. «Οπότε, µπορεί να ενδιαφέρεται πράγµατι για το ορφανοτροφείο µας;» «Νοµίζω πως ναι. Όπως κι εγώ» είπε η Λαίδη Ηρώ σχεδόν άτολµα. «Έµεινα ορφανή σε ηλικία οχτώ ετών, ξέρετε.» «Λυπάµαι, δεν το ήξερα.» Η Λαίδη Ηρώ έκανε ένα νεύµα σαν να έλεγε ότι δεν πειράζει. «Έχει περάσει πολύς καιρός από τότε. Αλλά υπάρχουν πάρα πολλές κυρίες που ενδιαφέρονται στον έναν ή στον άλλο βαθµό για την ευηµερία των φτωχών παιδιών.» «Ω» ήταν η όχι και πολύ εύγλωττη απάντηση της Τέµπερανς. Δεν της είχε περάσει απ’ το µυαλό να αναζητήσει γυναίκα χορηγό. Ασυναίσθητα σκεφτόταν µονίµως ένα χορηγό που θα ήταν σαν το Σερ Στάνλεϊ Γκίλπιν –ηλικιωµένος, πλούσιος και άντρας– όταν ίσως θα έπρεπε να είχε εστιαστεί µόνο στο πλούσιος.Χαµογέλασε στη Λαίδη Ηρώ. «Υπέροχα!» Η Λαίδη Ηρώ τής ανταπέδωσε το χαµόγελο. «Θα θέλατε ίσως να µε ξεναγήσετε λίγο στο σπίτι σας;» «Φυσικά» είπε η Τέµπερανς, αλλά εκείνην τη στιγµή κατέβηκε τη σκάλα ο Γουίντερ. «Αδελφή, έχεις δει τη Μέρι Γουίτσαν;» Ο Γουίντερ είχε µια ρυτίδα χαραγµένη ανάµεσα στα φρύδια. «Όχι, έχω να τη δω από το πρωί.» Γύρισε και κοίταξε τη Νελ. Η υπηρέτρια ανασήκωσε τους ώµους. «Να πάω να την ψάξω;» «Αν δεν σε πειράζει, Νελ» είπε ο Γουίντερ. Η Νελ ανέβηκε βιαστικά τις σκάλες. «Εσείς θα πρέπει να είστε ο κύριος Μέικπις» είπε η Λαίδη Ηρώ. «Από δω η Λαίδη Ηρώ Μπάτεν, Γουίντερ» είπε η Τέµπερανς.
«Τιµή µου που σας γνωρίζω, κυρία.» Ο Γουίντερ υποκλίθηκε. «Μόλις έλεγα στην κυρία Ντιουζ–» άρχισε να λέει η Λαίδη Ηρώ, αλλά ξαφνικά επέστρεψε φουριόζα η Νελ. Κρατούσε τον Τζόζεφ Τίνµποξ από το µπράτσο. «Πες αυτό που µου είπες» απαίτησε η Νελ. «Πες της πού πήγε η Μέρι Γουίτσαν!» «Έφυγε» είπε ο Τζόζεφ επιγραµµατικά. Τα καστανά του µάτια ήταν γουρλωµένα, το πρόσωπό του τόσο χλοµό, που ξεχώριζαν οι φακίδες. «Είπε πως δεν πείραζε. Είπε πως ήταν όλοι πολύ απασχοληµένοι.» Η Τέµπερανς ένιωσε το στήθος της να παγώνει. «Πολύ απασχοληµένοι για ποιο πράγµα;» «Ήρθε µια γυναίκα και είπε πως υπήρχε ένα µωρό που έπρεπε να µαζέψουµε» είπε ο Τζόζεφ. «Η Μέρι πήγε µαζί της.» Η Τέµπερανς κοίταξε έξω από την πόρτα. Ο ουρανός είχε αρχίσει ήδη να σκοτεινιάζει, η νύχτα τρύπωνε στο Σεντ Τζάιλς σαν αλητόγατα. Μεγαλοδύναµε Θεέ. Η Μέρι Γουίτσαν ήταν έξω στους δρόµους του Σεντ Τζάιλς ενώ νύχτωνε και ένας τρελός δολοφόνος κυκλοφορούσε ελεύθερος. Ο Λάζαρους περιπλανιόταν το σούρουπο µέσα στους δρόµους του Σεντ Τζάιλς. Ο ήλιος έδυε πια, οι αµυδρές ακτίνες του υποχωρούσαν γρήγορα πίσω από τα ψηλά κτήρια, τις γερτές µαρκίζες, και τις άπειρες ταµπέλες που ταλαντεύονταν στο φύσηµα του ανέµου. Ο Λάζαρους πήδηξε πάνω από µια ψόφια γάτα στο ρείθρο και συνέχισε το δρόµο του. Ήταν κοντά, πολύ κοντά, στην ανακάλυψη του δολοφόνου της Μαρί. Επέστρεφε ξανά και ξανά στο Σεντ Τζάιλς και ένιωθε πως αυτή η φορά θα µπορούσε να είναι η τελευταία – έτσι κι αλλιώς. Εδώ παραµόνευε ο κίνδυνος, ακονίζοντας τα νύχια του, περιµένοντάς τον να κάνει τη λάθος κίνηση. Κίνδυνος ή όχι, κάτι βαθιά µέσα του ένιωθε πως ήταν κάτι παραπάνω από σωστό να ισορροπήσει τη ζυγαριά. Είχε ανάγκη να δει το δολοφόνο της Μαρί να τιµωρείται πριν µπορέσει να προχωρήσει µε την Τέµπερανς. Και είχε ανάγκη να ξαναδεί την Τέµπερανς. Έντονη ανάγκη. Δεν είχε αµφιβολία πως η ανάσα θα σταµάταγε στο στήθος του αν δεν µπορούσε πια να την αγγίζει, να της µιλάει και να κοιτάζει εκείνα τα υπέροχα χρυσά µάτια να αντανακλούν τα συναισθήµατά της. Αλλά πρώτα έπρεπε να βρει το δολοφόνο της Μαρί. Γι’ αυτό το λόγο είχε προσπαθήσει να µιλήσει µε τον Τόµι Πετ τρεις φορές την περασµένη εβδοµάδα – το αγόρι θα πρέπει να ήξερε κάτι για τη σχέση ανάµεσα στη Μητέρα Καλόκαρδη και στην αδελφή του. Αλλά κάθε φορά που ο Λάζαρους είχε επισκεφθεί το σπίτι της κυρίας Γουάιτσαϊντ, ο Τόµι ήταν αδικαιολόγητα απών. Ίσως µε µια επίσκεψη αργά το απόγευµα να τον πετύχαινε. Μετά από άλλα δεκαπέντε λεπτά έστριψε στην Οδό του Δροµέα, ακολουθώντας τις καµπές και τις στροφές της µέχρι που τον έβγαλε στην αυλή όπου βρισκόταν το πορνείο της κυρίας Γουάιτσαϊντ. Καθώς πλησίαζε, όµως, άκουσε φασαρία και υψωµένες φωνές. Τα τελευταία του βήµατα τα έκανε τρέχοντας. Η εικόνα που τον υποδέχτηκε στην αυλή ήταν πραγµατικά περίεργη: οι κυρίες –και τα αγόρια– της νύχτας, όλοι έδειχναν να έχουν κατεβεί στην αυλή, πολλοί κρατώντας κεριά ή φανάρια. Κάποιοι µίλαγαν, κάποιοι έκλαιγαν και κάποιοι απλά στέκονταν σαν κεραυνόπληκτοι. Εκείνην τη στιγµή βγήκε από το πορνείο η Πάνσι µε τον ογκώδη µπράβο, τον Τζάκι, πίσω της. Ο Λάζαρους άρχισε να σπρώχνει µέσα από το πλήθος την ίδια στιγµή που ο Τζάκι σήκωσε ψηλά τα χέρια και τα χτύπησε δυνατά, κάνοντας αµέσως το πλήθος στην αυλή να σωπάσει. «Το σπίτι ερευνήθηκε. Δεν υπάρχει κανείς κρυµµένος µέσα. Ο κίνδυνος πέρασε» είπε η Πάνσι µε τη
βαριά της φωνή. «Τώρα θέλω να γυρίσετε όλες και όλοι µέσα.» Ο Τζάκι χτύπησε ξανά τα χέρια, και µία-µία οι πόρνες άρχισαν να ξαναµπαίνουν διστακτικά στο σπίτι. Μια µεγαλόσωµη γυναίκα µε µοβ µεταξωτό φόρεµα έβαλε τα χέρια στους γοφούς και είπε: «Και πού ξέρουµε εµείς πως είναι ακίνδυνα εκεί µέσα;» Η Πάνσι τής έριξε ένα αυστηρό βλέµµα. «Επειδή το λέω εγώ.» Η γυναίκα γύρισε αναψοκοκκινισµένη και µπήκε στο σπίτι. Ο Λάζαρους βγήκε µπροστά, και η Πάνσι τον είδε. Τίναξε επιθετικά το σαγόνι. «Δεν είστε ευπρόσδεκτος εδώ.» Ο Λάζαρους δεν πτοήθηκε. Ευπρόσδεκτος ή όχι, είχε την αίσθηση πως αυτό που υπήρχε µέσα στο πορνείο ήταν σηµαντικό για εκείνον. «Τι συνέβη;» ρώτησε. «Τίποτε που να χρειάζεται να ανησυχείς» µουρµούρισε η Πάνσι και γύρισε απ’ την άλλη σαν να ετοιµαζόταν να αποµακρυνθεί. Χωρίς να το σκεφτεί, την έπιασε απ’ τον ώµο πριν προλάβει να µπει στο σπίτι, κι έπειτα περισσότερο ένιωσε παρά είδε τον Τζάκι να στρέφεται εναντίον του. Ο σωµατοφύλακας ήταν µεγαλόσωµος, αλλά είχε και τη βραδύτητα που συνόδευε το µέγεθός του. Ο Λάζαρους εύκολα έσκυψε κάτω από τη γροθιά του και τον χτύπησε µε δύναµη στην κοιλιά. Ο Τζακ έπεσε βαριά στα γόνατα. Η Πάνσι άφησε µια τροµαγµένη κραυγή και τύλιξε τα µικροσκοπικά µπράτσα της γύρω από τους ώµους του µεγαλόσωµου άντρα. «Σταµάτα!» Ο Λάζαρους έκανε ένα βήµα πίσω, αλλά κράτησε τα χέρια του σφιγµένα σε γροθιές. Δεν θα ήταν έξυπνο να υποτιµήσει τον Τζάκι. Η Πάνσι αναστέναξε, µε το παραµορφωµένο της πρόσωπο να έχει πάρει ένα γκρίζο χρώµα. «Έτσι κι αλλιώς δεν γλιτώνω. Πάµε µέσα.» Ο Τζάκι σηκώθηκε µε κόπο, ρίχνοντας ένα µοχθηρό βλέµµα στον Λάζαρους, αλλά έκανε στο πλάι για να τον αφήσει να περάσει. Ο Λάζαρους µπήκε στο σπίτι µε τις τρίχες στον αυχένα του όρθιες. Ο σωµατοφύλακας δεν θα δίσταζε να τον σκοτώσει. Μόνο η επιθυµία της Πάνσι θα τον εµπόδιζε να επιτεθεί. Εκείνη δεν έκανε άλλο σχόλιο, απλά άρχισε να ανεβαίνει πρώτη τη σκάλα. Μερικές πόρνες στέκονταν ακόµη στους διαδρόµους, κουτσοµπολεύοντας, αλλά στη θέα της µατρόνας, εξαφανίστηκαν στα δωµάτιά τους. Η Πάνσι σταµάτησε σε µια πόρτα στα µισά του πάνω διαδρόµου και έριξε ένα ανεξιχνίαστο βλέµµα στον Λάζαρους πριν την ανοίξει. Η µυρωδιά ήταν το πρώτο που τον χτύπησε, µια µπόχα από σπλάχνα και αίµα. Το πτώµα πάνω στο κρεβάτι ήταν ξεκοιλιασµένο – ακριβώς σαν τη Μαρί. Πλησίασε προσέχοντας να µην πατήσει τις σκούρες κηλίδες στο πάτωµα και κοίταξε το κέρινο πρόσωπο. Ήταν ο Τόµι, µε πρόσωπο αλλόκοτα γαλήνιο πάνω από το κατακρεουργηµένο του κορµί. Ο Λάζαρους κοίταξε την Πάνσι. Εκείνη είχε καρφωµένα τα µάτια στη φρικαλέα εικόνα πάνω στο κρεβάτι, αλλά αντιλαµβανόµενη το βλέµµα του, γύρισε τινάζοντας το πιγούνι. «Πάµε κάτω. Χρειάζοµαι ένα φλιτζάνι τσάι.» Έκλεισε την πόρτα πίσω της, και όλοι µαζί κατέβηκαν σιωπηλά τη σκάλα και µπήκαν στο µικρό της καθιστικό. Η Πάνσι κάθισε στην ειδική πολυθρόνα της, κάνοντας νόηµα στον Λάζαρους να καθίσει απέναντι.
«Τσάι, Τζάκι.» Όταν ο µεγαλόσωµος άντρας δεν κουνήθηκε από τη θέση του, έγνεψε κουρασµένα. «Είναι εντάξει. Ο Λόρδος Κέιρ δεν θα µε πειράξει.» Ο σωµατοφύλακας γρύλισε και βγήκε απ’ το δωµάτιο. «Δολοφονήθηκε µε τον ίδιο τρόπο µε τη Μαρί και τις άλλες πόρνες» είπε ο Λάζαρους µαλακά. «Θα πρέπει να ήξερε το δολοφόνο.» «Μµ.» Η Πάνσι έδειχνε να είναι σε διάθεση περισυλλογής, µε το πιγούνι ακουµπισµένο πάνω στη γροθιά της. «Κυρία Πάνσι.» Αναστέναξε βαριά, σηκώνοντας τα µάτια. «Ναι. Ναι, φυσικά ήξερε το δολοφόνο.» Ο Λάζαρους µισόκλεισε τα µάτια. «Όπως τον ξέρεις κι εσύ.» Εκείνη συνάντησε το βλέµµα του στα ίσια. «Όπως τον ξέρω κι εγώ.» «Ποιος είναι, Πάνσι;» Σήκωσε το χέρι της κάνοντάς του νόηµα να περιµένει καθώς είδε την πόρτα να ανοίγει. Στο δωµάτιο µπήκε ο Τζάκι, κουβαλώντας ένα λεπτεπίλεπτο δίσκο µε τσάι στα πελώρια χέρια του. Η Πάνσι τού χαµογέλασε, κι εκείνος άφησε το δίσκο στο τραπεζάκι. «Σ’ ευχαριστώ, Τζάκι. Μπορείς, σε παρακαλώ, να φυλάς την πόρτα για µένα;» Ο µεγαλόσωµος άντρας έριξε ένα καχύποπτο βλέµµα στον Λάζαρους και βγήκε. Η Πάνσι περίµενε µέχρι που έκλεισε η πόρτα. Μετά κοίταξε τον Λάζαρους. «Είναι η ιδιοκτήτρια αυτού του σπιτιού. Ελέγχει όλες τις πόρνες στη µικρή της γωνιά στο Σεντ Τζάιλς. Η κάθε µία πρέπει να της πληρώνει ένα µερτικό από τα κέρδη της, ακόµα κι αν πρόκειται για λίγες δεκάρες. Η Μαρί αρνήθηκε. Και ο Τόµι, αυτός ο ανόητος…» Κούνησε το κεφάλι απηυδισµένη και σέρβιρε λίγο τσάι στο φλιτζάνι της. Ο Λάζαρους ανάγκασε τον εαυτό του να καθίσει, και να περιµένει υποµονετικά. Εκείνη πήρε το γεµάτο φλιτζάνι, αλλά µετά απλά απόµεινε να το κοιτάζει χωρίς να πιει. «Νοµίζω πως προσπάθησε να την εκβιάσει. Νοµίζω ότι αυτό ήταν που την έκανε έξαλλη. Ήταν εδώ απόψε, για να δει τον Τόµι, και έφυγε βιαστικά. Ο Τόµι θα πρέπει να ήξερε εξ αρχής ποιος ήταν ο δολοφόνος της αδελφής του, και µόλις άρχισες να του κάνεις ερωτήσεις, σκέφτηκε πως εκείνη θα τον πλήρωνε για να κρατήσει το µυστικό της φυλαγµένο. Ήταν ωραίος, αλλά όχι ιδιαίτερα έξυπνος.» Ο Λάζαρους έκλεισε τα µάτια. Βρισκόταν τόσο κοντά. «Ποια, Πάνσι;» «Η Μητέρα Καλόκαρδη.» Ένιωσε το σφυγµό του να αρχίζει να καλπάζει. Επιτέλους. «Η γριά που διευθύνει το καπηλειό;» Τα χείλη της Πάνσι έκαναν µια σύσπαση. «Είναι κάτι πολύ παραπάνω απ’ αυτό. Είναι η πιο ισχυρή γυναίκα σε τούτο το κοµµάτι του Σεντ Τζάιλς. Και η πιο επικίνδυνη. Είδες τον Τόµι. Το έκανε αυτό µέσα σ’ ένα σπίτι γεµάτο κόσµο. Είναι εντελώς τρελαµένη αυτήν τη στιγµή. Καίει τις γέφυρες πίσω της.» «Μα, γιατί να σκοτώσει τη Μαρί και τις άλλες πόρνες µε τόσο δραµατικό τρόπο;» Η Πάνσι ανασήκωσε τους ώµους. «Για να τροµοκρατήσει τους ανταγωνιστές της, τους συµµάχους της, τις πόρνες – οποιονδήποτε και όλους, ουσιαστικά.» Ο Λάζαρους συνοφρυώθηκε. «Βρίσκεσαι σε κίνδυνο.» «Θα µε σκοτώσει πριν βγει η βδοµάδα, νοµίζω» είπε η Πάνσι µε απάθεια, και ήπιε τελικά µια γουλιά τσάι. «Εµένα και όποιον άλλον νοµίζει πως την έχει προδώσει, ή στέκεται στο δρόµο της.
Καλύτερα να προσέχεις τα νώτα σου. Έχει σκοτώσει ήδη τον Τόµι, για να τον εµποδίσει να σου µιλήσει – σ’ εσένα και στην κυρία Ντιουζ.» Ο Λάζαρους ύψωσε τα φρύδια µε την ανησυχία του να αυξάνεται. «Την κυρία Ντιουζ;» Η Πάνσι άφησε προσεκτικά το φλιτζάνι στο δίσκο. «Νοµίζω πως η Μητέρα Καλόκαρδη βλέπει την κυρία Ντιουζ λίγο σαν ανταγωνίστρια στον έλεγχο του Σεντ Τζάιλς. Δεν της αρέσει που η κυρία Ντιουζ σώζει τα παιδιά που η ίδια θα προτιµούσε να πουλήσει – ή να εκπορνεύσει.» «Πιστεύεις πως θα κυνηγήσει την Τέµπερανς Ντιουζ;» «Ήδη το έχει κάνει.» «Τι;» Ο Λάζαρους ένιωσε τους µύες του να σφίγγονται από πανικό. Η Πάνσι τον κοίταξε µε µια φρικτά µοιρολατρική τραγικότητα στα µάτια. «Ένα από τα κορίτσια του σπιτιού έφερε µια µικρούλα χθες εδώ – εκείνην που η κυρία Ντιουζ λατρεύει.» «Τη Μέρι Γουίτσαν.» «Ναι. Η Μητέρα Καλόκαρδη πήρε το κορίτσι µαζί της όταν έφυγε.» Ο Λάζαρους πετάχτηκε πάνω, ορµώντας στην πόρτα ενώ τα τελευταία λόγια της Πάνσι αιωρούνταν ακόµη πίσω του. «Και νοµίζω πως η Μητέρα Καλόκαρδη σκοπεύει να χτυπήσει την κυρία Ντιουζ µέσω του κοριτσιού.»
Κεφάλαιο Δεκαεννιά «Αυτό που νιώθεις είναι η θλίψη της απώλειας» είπε η Μεγκ. «Αυτό που νιώθεις είναι η αγάπη. Και» συνέχισε καθώς το µικρό γαλάζιο πουλί επέστρεφε πετώντας στην αίθουσα και καθόταν πάνω στο χέρι του βασιλιά «αυτό είναι επίσης αγάπη.» «Δεν καταλαβαίνω» είπε ο βασιλιάς. «Τι νιώθεις τώρα;» ρώτησε η Μεγκ. Ο βασιλιάς Κλειστόκαρδος έσµιξε τα φρύδια καθώς χάιδευε τρυφερά το κεφάλι του µικρού πουλιού. «Χαρά. Ευτυχία.» «Αυτή είναι η χαρά της αγάπης.» Η Μεγκ χαµογέλασε. «Για να βιώσεις την αγάπη σου για το πουλί, έπρεπε να είσαι πρόθυµος να το αφήσεις να φύγει. Και σε αντάλλαγµα, το πουλί εκδηλώνει την αγάπη του για σένα επιστρέφοντας.»… –από το Ο Βασιλιάς Κλειστόκαρδος Μεγαλοδύναµε Θεέ. Η Τέµπερανς ένιωσε τα γόνατά της να λυγίζουν από τρόµο. Όχι η Μέρι Γουίτσαν. Όχι η λατρεµένη της Μέρι Γουίτσαν. Ένιωσε τη Νελ να τυλίγει το µπράτσο γύρω της για να τη στηρίξει. Η Λαίδη Ηρώ έδειχνε ανήσυχη. Ο κύριος Σεντ Τζον οδήγησε τη Λαίδη Κέιρ και το συνοδό της µέσα, και µετά από µερικά σύντοµα λόγια µε τον Γουίντερ, έριξε στην Τέµπερανς ένα δυσοίωνο βλέµµα πριν οδηγήσει τη λαίδη επάνω. Ο Γουίντερ πήρε τους υπόλοιπους στην κουζίνα. Η Τέµπερανς βούλιαξε σε µια καρέκλα. Έπρεπε να σώσει τη Μέρι, αλλά πώς µπορούσε όταν δεν ήξερε καν πού είχε πάει; «Πρέπει να την ψάξουµε» έλεγε ο Γουίντερ. «Πού ήταν το µωρό που θα πήγαινε να φέρει η Μέρι;» Κάποιος άρχισε να χτυπάει µε δύναµη την πόρτα της κουζίνας. «Τέµπερανς!» Ήταν η φωνή του Κέιρ. Η Τέµπερανς πετάχτηκε πάνω και έτρεξε σαν αστραπή στην πόρτα, παλεύοντας να ανοίξει την αµπάρα µε χέρια που έτρεµαν. Άνοιξε διάπλατα την πόρτα και έπεσε στην αγκαλιά του Λάζαρους, και για µια στιγµή απλά στάθηκε εκεί, τρέµοντας µέσα στα µπράτσα του. Ήταν τόσο µεγάλος, τόσο ζεστός, και ήταν εδώ τη στιγµή που τον χρειαζόταν περισσότερο. Εκείνος την έσφιξε στο στήθος του. «Είσαι καλά;» «Όχι.» Κούνησε το κεφάλι πάνω του. «Έχει χαθεί η Μέρι Γουίτσαν.» Της ανασήκωσε το πιγούνι. «Το ξέρω. Την έχει η Μητέρα Καλόκαρδη.» «Τι;» «Έρχοµαι κατευθείαν από το σπίτι της κυρίας Γουάιτσαϊντ. Η Μητέρα Καλόκαρδη είναι η κυρία Γουάιτσαϊντ. Φαίνεται πως παρέσυρε τη Μέρι Γουίτσαν εκεί µε τη βοήθεια µιας από τις πόρνες της.» «Πρέπει να πάµε αµέσως να τη βρούµε.» Η Τέµπερανς άρπαξε το µανδύα της, που κρεµόταν σ’ ένα καρφί δίπλα στην πόρτα. «Περίµενε. Υπάρχει και κάτι άλλο.» Ο Κέιρ την έπιασε απ’ το µπράτσο, αλλά απευθύνθηκε στον Γουίντερ. «Η Μητέρα Καλόκαρδη είναι ο δολοφόνος.» Η Τέµπερανς τον κοίταξε σαν χαµένη. «Ο δολοφόνος της Μαρί; Εκείνος που έχει…;» Της έγνεψε καταφατικά.
Η Τέµπερανς άφησε ένα λυγµό πριν καταφέρει να συγκρατηθεί. «Τότε, το ζήτηµα είναι ακόµα πιο επείγον.» «Ναι» της είπε µαλακά «αλλά υπάρχει επίσης η πιθανότητα να είναι παγίδα. Η Μητέρα Καλόκαρδη τρέφει µια ιδιαίτερη αντιπάθεια για σένα, απ’ ό,τι φαίνεται.» Ο Γουίντερ σάλεψε νευρικά. «Τότε, δεν πρέπει να πάει.» Η Τέµπερανς γύρισε και τον κοίταξε έξαλλη. «Να µην πάω; Μιλάµε για τη Μέρι Γουίτσαν! Δεν µπορώ να την αφήσω στα χέρια αυτής της γυναίκας, παγίδα-ξεπαγίδα.» Ο Γουίντερ έκανε να διαµαρτυρηθεί, αλλά ο Κέιρ τον κοίταξε. «Θα τη συνοδεύσω εγώ και θα την κρατήσω ασφαλή.» «Το υπόσχεσαι;» «Στη ζωή µου.» «Μπορείς να πάρεις µαζί και τους υπηρέτες µου.» Στράφηκαν όλοι να κοιτάξουν τη φωνή που είχε µιλήσει. Ήταν η Λαίδη Κέιρ που είχε µπει στη µικρή κουζίνα µαζί µε το συνοδό της. Δύο γεροδεµένοι υπηρέτες στέκονταν πίσω της. Κοίταξε κατάµατα τον Λάζαρους για µια στιγµή. Εκείνος έγνεψε καταφατικά. «Σ’ ευχαριστώ.» Ο Κέιρ έπιασε το χέρι της Τέµπερανς, και µετά βγήκαν από την πόρτα µέσα στη νύχτα µε τους υπηρέτες να ακολουθούν. «Τι θέλει από τη Μέρι Γουίτσαν;» είπε λαχανιασµένα η Τέµπερανς καθώς προχωρούσαν βιαστικά. Ο Κέιρ κούνησε το κεφάλι. «Μπορεί να τη χρησιµοποιεί απλά σαν δόλωµα. Σε κάθε περίπτωση, µάλλον δεν κινδυνεύει.» Η Τέµπερανς ανατρίχιασε. «Όµως, η Μητέρα Καλόκαρδη µε µισεί, είπες.» «Σύµφωνα µε τα λεγόµενα της Πάνσι.» Κοντοστάθηκε, ρίχνοντας µια µατιά γύρω τους καθώς έστριβαν σε µια γωνία. «Έχει ήδη σκοτώσει τον Τόµι Πετ.» «Ω, Θεέ.» Η Τέµπερανς προσπάθησε να ελέγξει τον αυξανόµενο πανικό της. Γιατί δεν είχε πει ποτέ στη Μέρι Γουίτσαν πόσο την αγαπούσε; Γιατί την είχε κρατήσει σε απόσταση; «Τότε, µπορεί να τη σκοτώσει και µόνο από άχτι για µένα.» Ο Λάζαρους δεν απάντησε, απλά της έσφιξε το χέρι. Η διαδροµή φάνηκε να πήρε ώρες, αλλά ήταν µόνο λίγα λεπτά αργότερα που έφτασαν µαζί µε τους δύο υπηρέτες στο καπηλειό της Μητέρας Καλόκαρδης. Ο Λάζαρους κοίταξε την πόρτα και άνοιξε το µπαστούνι του στα δύο. «Μείνε πίσω µου» είπε στην Τέµπερανς. «Εσείς οι δύο» – έδειξε µε το πιγούνι τους υπηρέτες– «δεξιά κι αριστερά µου.» Η Τέµπερανς ακολούθησε κοιτώντας τον καθώς έσπρωχνε την πόρτα µε το πόδι του. Η εικόνα µέσα στο καπηλειό ήταν παράξενη. Το µαγαζί ήταν σχεδόν άδειο, αλλά τα αναποδογυρισµένα τραπέζια και οι σπασµένες καρέκλες µίλαγαν για άγρια πάλη. Δύο πτώµατα κείτονταν στο πάτωµα – οι σωµατοφύλακες της Μητέρας Καλόκαρδης. Η µονόφθαλµη σερβιτόρα ήταν κουλουριασµένη κάτω από τα συντρίµµια ενός τραπεζιού. Στο κέντρο του δωµατίου στεκόταν το Φάντασµα του Σεντ Τζάιλς µε τη µύτη του σπαθιού του στο λαρύγγι του τελευταίου σωµατοφύλακα. Με το που µπήκαν, το Φάντασµα τούς έριξε µια µατιά πίσω από τη µαύρη µάσκα του, αλλά δεν έκανε άλλη κίνηση, ούτε κάποιον ήχο.
«Δεν ξέρω πού είναι!» ψέλλισε τροµαγµένος ο φρουρός. «Η Μητέρα Καλόκαρδη άκουσε ότι ερχόσαστε, και το έσκασε από την πίσω πόρτα. Μπορεί να είναι οπουδήποτε τώρα.» Το Φάντασµα απλά πίεσε το σπαθί στο λαρύγγι του άντρα. Ο σωµατοφύλακας ξεφώνισε, και µια στάλα αίµα κύλησε στο λαιµό του. «Μη!» φώναξε η σερβιτόρα. «Ω, µην πειράξεις τον Ντέιβι!» Οι υπηρέτες κοίταξαν ανήσυχοι τον Κέιρ. «Πες του πού είναι η Μητέρα Καλόκαρδη, τότε» είπε ο Λάζαρους µε ήρεµη φωνή. Η Τέµπερανς είδε το Φάντασµα να χαµογελάει σαρδόνια σαν να ενέκρινε. «Πήγε να σε βρει.» Το κορίτσι έδειξε την Τέµπερανς. «Πού;» ρώτησε η Τέµπερανς. «Στο σπίτι σου» απάντησε η σερβιτόρα. «Είπε ότι θα φρόντιζε να φύγεις από το Σεντ Τζάιλς µια και καλή.» Η Τέµπερανς έσµιξε τα φρύδια, ανταλλάσσοντας µια απορηµένη µατιά µε τον Λάζαρους. «Ήταν µόνη; Είχε ένα κοριτσάκι µαζί της;» «Είχε µία απ’ τις κοπελιές σου» είπε η σερβιτόρα. «Τώρα αφήστε τον Ντέιβι µου ήσυχο. Δεν είν’ εδώ, σας λέω!» «Καλύτερα να γυρίσουµε στο σπίτι» είπε ο Λάζαρους απότοµα. «Μα, τι σχεδιάζει να κάνει;» ξέσπασε η Τέµπερανς. Το γεγονός ότι η Μητέρα Καλόκαρδη είχε πάρει µαζί της τη Μέρι όταν έφυγε έστειλε ένα παγωµένο ρίγος στη ραχοκοκαλιά της. «Δεν ξέρω.» Ο Λάζαρους κοίταξε το Φάντασµα. «Είσαι µαζί µας;» Ο αρλεκίνος έγνεψε καταφατικά, και µε ένα όλο χάρη στροβίλισµα βγήκε απ’ την πόρτα, και διέσχισε το δρόµο σαν αστραπή. «Βιαστείτε!» φώναξε ο Κέιρ στους υπηρέτες. Της έπιασε το χέρι, και έφυγαν για το ορφανοτροφείο. Η νύχτα είχε πέσει για τα καλά πια. Οι ταµπέλες χόρευαν πάνω απ’ τα κεφάλια τους, τρίζοντας παράξενα στο φύσηµα του ανέµου. Πού και πού µπορούσαν να δουν το φεγγάρι να φέγγει πίσω από τα σύννεφα γεµάτο και αδύναµο µαζί. Το Φάντασµα έτρεχε µπροστά, µε τα βήµατά του σχεδόν αθόρυβα. Καθώς πλησίαζαν στο σπίτι, η Τέµπερανς άρχισε να διακρίνει µια πορτοκαλιά λάµψη πάνω από τις στέγες των σπιτιών, παιχνιδιάρα και ντροπαλή, που, όµως, όλο και δυνάµωνε. Και µετά µύρισε τον καπνό. «Μεγαλοδύναµε Θεέ!» Δεν µπορούσε καν να δώσει λόγια στο φόβο της. Έστριψαν στη γωνία και το είδαν. Το σπίτι είχε πάρει φωτιά. Για µια φρικτή στιγµή, όλοι οι ήχοι φάνηκαν να σβήνουν στα αφτιά της Τέµπερανς, και το µόνο που µπορούσε να ακούσει ήταν σαν να τρέχει ένα ορµητικό ποτάµι. Περιέργως, η προσοχή της εστιάστηκε στη Λαίδη Κέιρ που στεκόταν µόνη στη µέση της Μέιντεν Λέιν. Η µητέρα του Λάζαρους είχε το ένα χέρι πάνω απ’ το στόµα και κοιτούσε ψηλά – στην κορυφή του ορφανοτροφείου. Αυτή η εικόνα ήταν που επανέφερε την Τέµπερανς ξαφνικά και απότοµα πίσω στην πραγµατικότητα. Κόσµος φώναζε. Η Νελ ήταν εκεί, κουνώντας το χέρι· και τώρα µπορούσε να µυρίσει τον καπνό, µια απαίσια υπόδειξη για το χάος που επικρατούσε µέσα. «Έχουν βγει;» φώναξε στη Νελ. Τα παιδιά είχαν µαζευτεί σαν σµάρι γύρω της. «Έχουν βγει όλα τα παιδιά;» «Δεν ξέρω!» απάντησε η Νελ.
«Πρέπει να τα µετρήσουµε!» φώναξε η Τέµπερανς. Η Μέιντεν Λέιν ήταν ένα χάος. Ο κόσµος ούρλιαζε, και έτρεχε πέρα-δώθε, οι αριστοκράτες που είχαν έρθει να δουν το σπίτι είχαν γίνει ένα µε τους απλούς ανθρώπους του Σεντ Τζάιλς. Μια γραµµή ανθρώπων µε κουβάδες για το σβήσιµο της φωτιάς είχε ήδη σχηµατιστεί. Ο ρακένδυτος τσαγκάρης που έµενε στο κελάρι δίπλα τους έδινε έναν κουβά µε νερό σε έναν υπηρέτη µε λιβρέα που τον έδινε στη γυναίκα του ψαρά που τον έδινε σε ένα λόρδο µε κατάλευκη περούκα, και πάει λέγοντας. Ήταν ένα αλλόκοτο θέαµα. Η Τέµπερανς γύρισε και κοίταξε το σπίτι πίσω της. Και της κόπηκε η ανάσα. Φλόγες τινάζονταν από τα παράθυρα των πάνω ορόφων, καπνός τύλιγε το κτήριο µέσα σε ένα µαύρο σύννεφο. Εκείνην τη στιγµή, βγήκαν από το σπίτι ο Γουίντερ και ο Σεντ Τζον. «Γουίντερ!» φώναξε η Τέµπερανς. Στα χέρια του κρατούσε ένα µικρό αγόρι. «Δεν είναι κανείς άλλος στους κοιτώνες. Νοµίζω τα βγάλαµε όλα τα παιδιά. Τα µετρήσατε;» Η Τέµπερανς γύρισε στη Νελ. «Είκοσι έξι – όλα εκτός από τη Μέρι Γουίτσαν.» Η Τέµπερανς έσφιξε άγρια το µπράτσο του Λάζαρους. «Πού είναι; Πού µπορεί να την έχει πάει η Μητέρα Καλόκαρδη;» Αλλά όταν τον κοίταξε, εκείνος είχε καρφώσει το βλέµµα ψηλά στο φλεγόµενο κτήριο. «Μα το αίµα του Χριστού.» Ακολούθησε το βλέµµα του. Πάνω στην κορυφή της στέγης, µια ψηλή, λιπόσαρκη γυναίκα µε ένα κουρελιασµένο κόκκινο αµπέχονο περπατούσε προσεκτικά στα κεραµίδια. Ο αρλεκίνος εµφανίστηκε αθόρυβα δίπλα τους και εξαφανίστηκε µέσα στο σπίτι που ήταν δίπλα στο ορφανοτροφείο. «Πού είναι η Μέρι Γουίτσαν;» Η Τέµπερανς ανέβασε τη σφιγµένη γροθιά της στο στήθος της. Όχι, δεν ήταν δυνατόν. Κανείς δεν θα ήταν τόσο κακός, ώστε να αφήσει ένα παιδί µέσα σ’ αυτή την κόλαση. Όµως, η Μητέρα Καλόκαρδη ήταν ολοφάνερα µόνη. Η Τέµπερανς ξέσπασε σε δάκρυα. Μεγαλοδύναµε Θεέ, η Μέρι Γουίτσαν ήταν µέσα σ’ ένα φλεγόµενο κτήριο, ετοιµοθάνατη. «Μα το άγιο αίµα του Θεού» µουρµούρισε ο Κέιρ, και πριν εκείνη προλάβει να µιλήσει, έφυγε από δίπλα της. Και µπήκε µέσα στο φλεγόµενο σπίτι. Τα κάτω πατώµατα ήταν σχετικά εντάξει, αλλά καθώς ο Λάζαρους ανέβαινε την ξύλινη σκάλα, ο καπνός άρχισε να γίνεται γρήγορα πιο πυκνός. Έριξε το µανδύα πάνω απ’ το κεφάλι του κρατώντας µιαν άκρη για να καλύψει το στόµα του, αλλά ελάχιστα τον προφύλαξε από τον καπνό. Ένιωσε να πνίγεται, και πάλεψε την έντονη παρόρµηση να επιστρέψει έξω στον καθαρό αέρα. Μεγαλοδύναµε Θεέ, δεν µπορούσε ούτε να δει, πόσω µάλλον να αναπνεύσει. Όλα ήταν γκρίζα απ’ τον καπνό. Κοίταξε στο πάτωµα που κοιµόντουσαν τα παιδιά. «Μέρι!» Η κραυγή του µετατράπηκε σε δυνατό βήχα και χάθηκε µέσα στο βρυχηθµό της φωτιάς. Η µικρή µπορεί να µην ήταν καν εδώ. Ο Λάζαρους µπορεί να ήταν σε µια άσκοπη αποστολή αυτοκτονίας. Όµως, η εικόνα της απελπισίας της Τέµπερανς ήταν κάτι που δεν άντεχε. Αν το παιδί ήταν εδώ, θα το έβρισκε.
Η πύρινη κόλαση ήταν σαν κάτι ζωντανό, παραµόνευε ύπουλα στο πάνω πάτωµα – στο πάτωµα που είχαν τα δωµάτιά τους η Τέµπερανς κι ο αδελφός της. Μισόκλεισε τα µάτια του που έτσουζαν για να βλέπει µέσα απ’ τον καπνό καθώς ανέβαινε την ετοιµόρροπη σκάλα. Αν επιζούσε απ’ αυτή την κόλαση, να τον έπαιρνε ο διάβολος αν δεν σιγουρευόταν ότι το σπίτι θα ήταν καλύτερα χτισµένο την επόµενη φορά. Δάκρυα κυλούσαν στο πρόσωπό του, αλλά εξατµίζονταν σχεδόν αµέσως µέσα στη λάβα που τον τύλιγε. Ο πάνω διάδροµος έβραζε απ’ τον καπνό. Πού θα έκρυβε µια τρελή ένα παιδί; Ο Λάζαρους έπεσε στα γόνατα και άρχισε να µπουσουλάει, µε τα δάκρυα να του θολώνουν την όραση. Αν το κορίτσι ήταν στο τέλος του διαδρόµου, θα ήταν ήδη νεκρό, όµως το δωµάτιο της Τέµπερανς δεν είχε τυλιχτεί στις φλόγες ακόµη. Έπρεπε τουλάχιστον να το ελέγξει. Άπλωσε το χέρι να γυρίσει το πόµολο, σπρώχνοντας την πόρτα µε τον ώµο. «Μέρι!» Μια αδύναµη κραυγούλα. Τώρα ήταν τελείως τυφλός, οπότε άρχισε να προχωράει ψηλαφώντας µε τα χέρια, ώσπου βρήκε και γράπωσε ένα µικροσκοπικό πόδι. Ήταν δεµένη, πεσµένη στο πάτωµα δίπλα στο κρεβάτι. Κόλλησε πάνω του λες και θα µπορούσε να χώσει το µικρό κορµί της µέσα στο δικό του, κι ο Λάζαρους ένιωσε τη γούνα της γάτας που κρατούσε. Άνοιξε το µπαστούνι του στα δύο, και µε το σπαθί έκοψε το σκοινί στα πόδια και στα χέρια της. Μετά την έβαλε κάτω απ’ τη µασχάλη του και την έσυρε προς τη σκάλα. Οι φλόγες τον χτύπαγαν στο πρόσωπο, έγλειφαν το λαιµό του, προσπαθώντας να τον λαµπαδιάσουν από µέσα. Τα πνευµόνια του πονούσαν. Στα αφτιά του έφτασε ένα τροµερό βουητό, και κατάλαβε ξαφνικά και αναπόφευκτα πως το σπίτι κατέρρεε. Η γάτα πήδηξε απ’ τα χέρια του παιδιού. Η Τέµπερανς αγαπούσε αυτό το παιδί, έστω κι αν δεν το παραδεχόταν. Έσπρωξε το κορµάκι της Μέρι µπροστά απ’ αυτόν. Μεγαλοδύναµε Θεέ, άσε τουλάχιστον αυτή να ζήσει. «Τρέχα! Τρέχα τώρα!» Μπορεί να έλεγε κι άλλα, όµως εκείνην τη στιγµή άνοιξαν οι πύλες της κόλασης και τον κατάπιαν. Το σπίτι πέθαινε, και ο Κέιρ και η Μέρι Γουίτσαν ήταν ακόµη µέσα. Η Τέµπερανς κοιτούσε καθώς ένα κοµµάτι της στέγης ξαφνικά γλίστρησε, και έπεσε µε ορµή πάνω στο πλακόστρωτο. Για µια στιγµή, δυο φιγούρες διαγράφτηκαν µέσα στις φλόγες: η κάτισχνη µορφή της Μητέρας Καλόκαρδης και η σβέλτη σκιά του Φαντάσµατος του Σεντ Τζάιλς. Μετά χάθηκαν και οι δύο. Η Τέµπερανς δεν µπορούσε να µαζέψει αρκετή ενέργεια για να αναρωτηθεί τι τους είχε συµβεί. Όλη της η θέληση, όλες της οι ελπίδες και οι προσευχές ήταν επικεντρωµένες στον Λάζαρους και στη Μέρι. Γλώσσες φωτιάς ξεπήδησαν από ένα σπασµένο παράθυρο, µε το δωµάτιο από µέσα εντελώς παραδοµένο στις φλόγες να λάµπει σαν χρυσό. Το πλήθος είχε σωπάσει από δέος καθώς ο βρυχηθµός της φωτιάς όσο πήγαινε και δυνάµωνε. Η γραµµή µε τους κουβάδες πάλευε ακόµη ηρωικά, αλλά οι προσπάθειές τους δεν είχαν ορατό αποτέλεσµα. Ξάφνου ακούστηκε µια δυνατή στριγκλιά, και η Τέµπερανς είδε τελείως αποκοµµένη συναισθηµατικά το Φάντασµα του Σεντ Τζάιλς να σέρνει τη Μητέρα Καλόκαρδη έξω από το γειτονικό σπίτι. Ήταν ένα αλλόκοτο θέαµα. Η γυναίκα πάλευε σαν λυσσασµένος λύκος, αλλά το Φάντασµα είχε το χέρι του περασµένο σαν µέγγενη στο µπράτσο της και τη συγκρατούσε µε ευκολία. Την έσπρωξε µε δύναµη προς τον Σεντ Τζον, δείχνοντας µε ένα γαντοφορεµένο δάχτυλο πρώτα το φλεγόµενο σπίτι και µετά τη γυναίκα που ούρλιαζε, λες και χρειαζόταν κανείς τους εξήγηση. Το πρόσωπο του Σεντ Τζον σκλήρυνε και φώναξε δυο υπηρέτες να τον βοηθήσουν να κρατήσει τη φόνισσα.
Μετά, το Φάντασµα του Σεντ Τζάιλς απλά αποµακρύνθηκε µέσα στο πλήθος. Κανείς δεν προσπάθησε να τον εµποδίσει. Την Τέµπερανς ούτε καν την ένοιαζε. «Πρέπει να µπω µέσα» είπε χωρίς να απευθύνεται συγκεκριµένα σε κάποιον, και ξεκίνησε να βαδίζει προς το σπίτι για να βρεθεί απότοµα µε τον Γουίντερ να της κρατά γερά το µπράτσο. «Άφησέ µε.» Γύρισε το πρόσωπό της προς το µέρος του ικετευτικά. Είδε δάκρυα στα µάτια του. «Όχι, αδελφή. Πρέπει να παραµείνεις εδώ.» «Μα, θα καεί» ψιθύρισε, στρεφόµενη πάλι προς τη φωτιά. «Ο Λάζαρους θα καεί, και δεν ξέρω αν µπορώ να το αντέξω.» Ο Γουίντερ δεν είπε τίποτε άλλο, ακόµα και όταν εκείνη έπεσε στα γόνατα. Ένιωθε σαν να έχανε τα πάντα, εδώ, πάνω στο λασπωµένο πλακόστρωτο, παρακολουθώντας την αγάπη της να πεθαίνει. Γιατί εκείνος ήταν η αγάπη της, το ήξερε πια, µόνο που ήταν πολύ αργά για να του το πει. Ο Κέιρ ήταν ταυτόχρονα ο πιο δυνατός και ο πιο ευάλωτος άντρας απ’ όσους είχε γνωρίσει ποτέ. Είδε τα ελαττώµατά της, είδε το θυµό και την ερωτική της ανάγκη, και την προσποίησή της πως ήταν κάποια καλύτερη απ’ αυτό που πραγµατικά ήταν, και δεν τον ένοιαξε. Ήταν παράξενο· πάντοτε πίστευε πως θα ερωτευόταν κάποιον που θα έβλεπε µόνο το καλύτερο µέσα της όταν όλο αυτό το διάστηµα ήταν ο άντρας που τα έβλεπε όλα –τα καλά και τα άσχηµα–, εκείνος τον οποίον αγαπούσε. Και τώρα ήταν πολύ αργά. Ο λαιµός της έκαιγε, και η Τέµπερανς συνειδητοποίησε ότι ούρλιαζε, προσπαθώντας να συρθεί µπροστά ενώ ο Γουίντερ την εµπόδιζε. Και µετά εµφανίστηκε µια µικροσκοπική µορφή, που βγήκε µέσα απ’ τους καπνούς και τις φλόγες. Η Μέρι Γουίτσαν βγήκε από το φλεγόµενο σπίτι σαν ένα µικρό θαύµα. Η Τέµπερανς την έκλεισε στην αγκαλιά της, κλαίγοντας και φιλώντας της το πρόσωπο, σφίγγοντάς την από θλίψη και χαρά µαζί. Μέχρι που η Μέρι Γουίτσαν σήκωσε το αυλακωµένο από τα δάκρυα προσωπάκι της και είπε: «Είναι ακόµη µέσα ο Λόρδος Κέιρ. Ήρθε να µε βρει, αλλά µε έσπρωξε να κατέβω τη σκάλα. Εκείνος είναι ακόµη µέσα.» Κάτι έτριξε, και ύστερα κατέρρευσε, και ολόκληρο το µπροστινό µισό του σπιτιού σωριάστηκε στο έδαφος.
Κεφάλαιο Είκοσι Ο βασιλιάς Κλειστόκαρδος ήταν πολύ ευχαριστηµένος µε αυτή την επίδειξη. Για να ανταµείψει τη Μεγκ, της πρότεινε να της δώσει ό,τι του ζητήσει – οτιδήποτε. Η Μεγκ χαµογέλασε. «Ευχαριστώ, Μεγαλειότατε, αλλά το µόνο που θέλω είναι ένα άλογο, κι ένα σακίδιο µε προµήθειες, γιατί λαχταράω να δω πώς είναι ο κόσµος.» Ο βασιλιάς συνοφρυώθηκε ακούγοντάς την, γιατί είχε µάλλον αρχίσει να του αρέσει η Μεγκ. Αλλά άσχετα µε το πόσο προσπάθησε να τη µεταπείσει, η Μεγκ ήταν ανένδοτη: θα έφευγε αύριο, για να εξερευνήσει τον κόσµο. Αυτό χάλασε τελείως τη διάθεση του βασιλιά, που έγινε τροµερά απότοµος µαζί της για το υπόλοιπο υπέροχο δείπνο. Η Μεγκ από τη µεριά της ήταν χαρούµενη, αδιαφορώντας για τα πιο σαρκαστικά σχόλια του βασιλιά. Και στο τέλος της βραδιάς, άφησε το βασιλιά να κάθεται ολοµόναχος µέσα στην τραπεζαρία… –από το Ο Βασιλιάς Κλειστόκαρδος Η βροχή έπεφτε ψιλή στην αρχή. Άγγιζε το έδαφος τόσο απαλή, όσο το φιλί της µητέρας στο κοιµισµένο της παιδί. Η Τέµπερανς δεν πρόσεξε τις σταγόνες που έπεφταν από ψηλά µέχρι που άρχισε να τσιτσιρίζει η φωτιά. Και τότε, µονοµιάς όλα τα σύννεφα του ουρανού άνοιξαν, αδειάζοντας τη βροχή σαν καταρράκτη, µε τις σταγόνες τόσο χοντρές, που αναπηδούσαν πάνω στο πλακόστρωτο, πιτσιλίζοντας δυνατά καθώς έσκαγαν κάτω. Η φωτιά πάλεψε µε το νερό, συρίζοντας και φτύνοντας σαν άµυνα, και εκτοξεύοντας µεγάλα κύµατα ατµού προς τα πάνω. Αλλά η βροχή ήταν πιο δυνατή, πιο αδυσώπητη, και οι φλόγες άρχισαν να χαµηλώνουν. Και εν µέσω όλων αυτών, µια φιγούρα µε µαύρο µανδύα που ανέµιζε αναδύθηκε µέσα από το σύννεφο του ατµού, κουτσαίνοντας, αλλά προχωρώντας σταθερά. Η Τέµπερανς σηκώθηκε στα πόδια της, πνίγοντας µια κραυγή. Τα ασηµένια του µαλλιά ήταν λερωµένα απ’ τον καπνό, αλλά ήταν εκείνος. Ήταν ο Κέιρ. Αποσπάστηκε από το χέρι του Γουίντερ και έτρεξε, γλιστρώντας πάνω στις πλάκες, τυφλωµένη απ’ τη βροχή κι από τα δάκρυά της, όρµησε προς τα εκεί που ήταν η καρδιά της. Καθώς πλησίαζε, µια µαύρη καψαλισµένη γάτα πάλεψε να ξεφύγει κάτω απ’ το µανδύα του, και έφυγε σαν αστραπή για τη Μέρι Γουίτσαν. Ο Κέιρ έβηξε. «Μισώ τις γάτες.» Η Τέµπερανς άφησε άλλον ένα λυγµό. Την άρπαξε στην αγκαλιά του, τραβώντας την κάτω απ’ το µανδύα του, φιλώντας τη µε το γεµάτο καπνό στόµα του, εκεί, κάτω απ’ τη βροχή, ενώπιον όλων. «Σ’ αγαπώ» του είπε κλαίγοντας κι έτριψε τα χέρια της στο πρόσωπό του, στα µαλλιά του, στο στήθος του, σαν να ήθελε να σιγουρευτεί πως ήταν γερός και πραγµατικός. «Σ’ αγαπώ, και νόµισα πως είχες πεθάνει. Δεν µπορούσα να το αντέξω. Νόµιζα πως θα πέθαινα κι εγώ.» «Θα πέρναγα µέσα από τη φωτιά για χάρη σου» της είπε βραχνά, µε φωνή τραχιά και σπασµένη. «Πέρασα µέσα από τη φωτιά για χάρη σου.» Εκείνη έπνιξε ένα γέλιο, κι αυτός τη φίλησε ξανά, µε το στόµα του σκληρό και άγριο στο δικό της, και µε τη γεύση του καπνού και της φωτιάς πάνω του· κι εκείνη ποτέ ξανά δεν είχε γευτεί κάτι τόσο υπέροχο, επειδή ήταν ζωντανός.
Ήταν ζωντανός. Ο Λάζαρους διέκοψε πρώτος το φιλί τους, ακουµπώντας το µέτωπό του στο δικό της. «Σ’ αγαπώ, Τέµπερανς Ντιουζ, περισσότερο κι από την ίδια τη ζωή.» Θα είχε πει κι άλλα, όµως εκείνη τον φίλησε ξανά, απαλά αυτήν τη φορά, προσπαθώντας να του µεταδώσει όλα όσα ένιωθε µόνο µε τα χείλη της. «Αχέµ.» Κάποιος καθάρισε το λαιµό του λίγο πιο κει. Ο Λάζαρους αποτραβήχτηκε απ’ το φιλί αρκετά για να µουρµουρίσει: «Ναι, µητέρα;» Η Τέµπερανς βλεφάρισε και γύρισε το κεφάλι. Η Λαίδη Κέιρ στεκόταν δίπλα τους, µε την κοµψή λευκή κόµµωσή της ανεπαρκώς προστατευµένη από ένα σακάκι που είχε ρίξει πάνω απ’ το κεφάλι της ο τρεµάµενος σύντροφός της. Έδειχνε βρεγµένη και παγωµένη και πληγωµένη. «Κέιρ» ψιθύρισε η Τέµπερανς. Σήκωσε το κεφάλι του για να κοιτάξει τη µητέρα του. «Τι είναι;» «Αν τελείωσες µε το να γίνεσαι δηµόσιο θέαµα» είπε η Λαίδη Κέιρ «τα παιδιά χρειάζονται φροντίδα, και υπάρχει µια τρελή γυναίκα η οποία, σύµφωνα µε τα λεγόµενα του Γκόντρικ Σεντ Τζον, είναι αυτή που έβαλε τη φωτιά και δολοφόνησε τρεις γυναίκες.» «Το ενδιαφέρον σας είναι συγκινητικό όπως πάντα» άρχισε ο Κέιρ, αλλά η Τέµπερανς τον τσίµπησε στο αφτί. «Άουτς.» Γύρισε και την κοίταξε. Θεέ, οι αριστοκράτες ήταν ηλίθιοι µερικές φορές! «Η µητέρα σου ανησύχησε πολύ για σένα.» Ο Κέιρ ανασήκωσε το φρύδι. «Σ’ αγαπώ, Λάζαρους.» Η φωνή της Λαίδης Κέιρ ήταν καθαρή και σίγουρη. Αλλά ύστερα το κάτω χείλι της τρεµούλιασε. «Είσαι ο γιος µου. Μπορεί να µην εκφράζω αποτελεσµατικά την αγάπη µου, αλλά αυτό δεν σηµαίνει πως δεν σε αγαπώ.» Γύρισε το κεφάλι του, και την κοίταξε έκπληκτος. Και θα συνέχιζε κατά πάσα πιθανότητα να την κοιτάζει, σαν κεραυνοχτυπηµένος, αν η Τέµπερανς δεν τον τσίµπαγε ξανά. «Όου.» Της έριξε µια άγρια µατιά. Εκείνη ύψωσε το φρύδι µε νόηµα. «Μητέρα.» Ο Κέιρ έσκυψε προσεκτικά και φίλησε το µάγουλο της µητέρας του. «Μια σοφή γυναίκα µού είπε κάποτε ότι απλά και µόνο επειδή δεν εκφράζει κάποιος την αγάπη του, δεν σηµαίνει και πως δεν τη νιώθει.» Τα µάτια της Λαίδης Κέιρ πληµµύρισαν δάκρυα. «Αυτό σηµαίνει πως µε αγαπάς κι εσύ;» Μια γωνία στο στόµα του Κέιρ ανασηκώθηκε. «Νοµίζω πως έτσι πρέπει να είναι.» «Δεν πίστευα πως µε άκουγες.» «Κάθε λέξη που έχεις ποτέ προφέρει» ψιθύρισε ο Κέιρ «είναι χαραγµένη πάνω στην καρδιά µου.» Η Λαίδη Κέιρ έκλεισε τα µάτια σαν να είχε δεχτεί ευλογία. Και τότε τα µάτια της άνοιξαν απότοµα. «Ναι, λοιπόν. Τι θα κάνουµε µε όλα αυτά τα παιδιά;» Η Τέµπερανς έριξε µια µατιά στο σπίτι. Η φωτιά έµοιαζε να κοντεύει πια να σβήσει, αλλά δεν είχε αποµείνει τίποτε άλλο πέρα από συντρίµµια που κάπνιζαν. Μεγαλοδύναµε Θεέ. Μόλις τώρα της πέρασε απ’ το µυαλό πως δεν είχαν πουθενά να πάνε είκοσι εφτά παιδιά, και παρόλο που το πρωί είχε βάλει πλώρη να βρει χορηγό, τώρα δεν είχε πλέον ούτε σπίτι. «Ίσως µπορούν να έρθουν στο σπίτι µου» άρχισε διστακτικά ο Κέιρ. Η µητέρα του ρουθούνισε υπεροπτικά. «Στο σπίτι ενός εργένη τζέντλεµαν; Δεν το νοµίζω. Η
πλειοψηφία θα έρθει στο δικό µου σπίτι προς το παρόν.» «Κι εγώ µπορώ να βρω µέρος για µερικά, επίσης.» Η Λαίδη Ηρώ είχε πλησιάσει αθόρυβα. «Ο αδελφός µου έχει ένα σπίτι που µένει σχεδόν άδειο. Βρίσκεται στην επαρχία για το καλοκαίρι.» «Ω, σας ευχαριστώ!» Η Τέµπερανς δεν ήξερε σχεδόν τι να πει µπροστά σε τόση γενναιοδωρία. «Εγώ µπορώ να βοηθήσω µε τα µικρά» είπε η Μέρι Γουίτσαν. Το κάτω χείλη της τρεµούλιασε. «Μέχρι να βρω µια θέση σαν µαθητευόµενη, δηλαδή.» Η Τέµπερανς ακούµπησε το χέρι της τρυφερά στα γεµάτα στάχτες µαλλιά της Μέρι. «Τι θα έλεγες να παρέµενες στο σπίτι –όπου και αν είναι το σπίτι– και να βοηθάς για όσο καιρό θα ήθελες;» Τα µάτια της Μέρι Γουίτσαν έλαµψαν. «Θα µου άρεσε αυτό, κυρία.» «Ωραία.» Η Τέµπερανς ανοιγόκλεισε τα µάτια, για να διώξει τα καινούργια δάκρυα. Η Λαίδη Ηρώ χαµογέλασε στις δυο τους. Τα φωτεινά κόκκινα µαλλιά της έπεφταν υγρά και µπερδεµένα στους ώµους της, ωστόσο συνέχιζε να δείχνει ευπρεπής και αδελφή δούκα από τα νύχια ως την κορφή. «Όταν τακτοποιηθείτε, θα ήθελα να συζητήσουµε το κτίσιµο ενός καινούργιου σπιτιού.» «Κι εγώ το ίδιο» είπε η Λαίδη Κέιρ. Για µια στιγµή, οι δυο κυρίες αλληλοκοιτάχτηκαν επιφυλακτικά. «Μεγαλύτερο, δεν νοµίζετε;» µουρµούρισε η Λαίδη Ηρώ. «Οπωσδήποτε.» «Και µε ένα δωµάτιο για να παίζουν τα παιδιά;» «Ω, ασυζητητί» απάντησε αποφασιστικά η Λαίδη Κέιρ και χαµογέλασε στη νεότερη γυναίκα. Φάνηκαν να έχουν καταλήξει σε ένα είδος σιωπηλής συµφωνίας. «Σας ευχαριστώ» είπε η Τέµπερανς ζαλισµένη. «Την έπαθες τώρα» µουρµούρισε ο Κέιρ µε θράσος στο αφτί της. «Με τη µητέρα µου και την κόρη ενός δούκα να φροντίζουν τις υποθέσεις σου.» Όµως, εκείνη αγνόησε το πείραγµά του, αγκαλιάζοντάς τον µε αγαλλίαση. Το σπίτι δεν θα είχε µία αλλά δύο χορηγούς! «Και αν δεν σας πειράζει, θα ήθελα να συνεισφέρω κι εγώ για το σπίτι.» Το ύφος του ήταν παράξενα άτολµο. Τον κοίταξε και είπε: «Σ’ ευχαριστώ. Θα είναι τιµή µας να είσαι κι εσύ χορηγός µας.» Ο Κέιρ τής έδωσε ένα γρήγορο φιλί, και ύστερα αναστέναξε. «Εγώ πρέπει να φροντίσω αυτό.» Έδειξε µε το κεφάλι προς τα εκεί που στεκόταν ο Σεντ Τζον κρατώντας τη Μητέρα Καλόκαρδη µαζί µε δύο υπηρέτες. «Θα µείνεις εδώ;» Η Τέµπερανς τού χαµογέλασε. «Όχι.» Εκείνος αναστέναξε ξανά. «Αν µας επιτρέπετε, µητέρα, λαίδη µου.» Έκανε µια σύντοµη υπόκλιση και στις δύο κυρίες. «Βεβαίως» είπε η Λαίδη Ηρώ. «Νοµίζω πως πρέπει να οργανώσουµε τα παιδιά.» Ανασήκωσε τα φρύδια κοιτώντας τη Λαίδη Κέιρ. Εκείνη κατένευσε, και οι δυο µαζί έκαναν στροφή επί τόπου και κατευθύνθηκαν προς τη Νελ και την οµάδα των παιδιών. Ο Κέιρ έκανε πως ανατρίχιασε απ’ το φόβο του. «Αυτές οι δύο θα είναι φοβερό και τροµερό ντουέτο.» «Και ακριβώς αυτό που χρειαζόµαστε» είπε η Τέµπερανς µε ικανοποίηση.
Την αγκάλιασε φέρνοντάς τη στο πλάι του καθώς πλησίαζαν τον Σεντ Τζο, και τη Μητέρα Καλόκαρδη που ακόµη πάλευε. Ο Σεντ Τζον κοίταξε τον Κέιρ. «Τι συµβαίνει; Γιατί έβαλε φωτιά στο σπίτι αυτή η γυναίκα;» «Αυτή σκότωσε τη Μαρί» είπε ο Κέιρ βλοσυρά. «Και τον αδελφό της Μαρί όταν δοκίµασε να την εκβιάσει. Κατάλαβε ότι πλησιάζαµε να την ανακαλύψουµε και ήρθε εδώ για να σκοτώσει την κυρία Ντιουζ, πιστεύω.» Η Τέµπερανς κοίταξε την αδύνατη γυναίκα µε περιφρόνηση. «Μέσα στο σπίτι ήταν και όλα τα παιδιά. Θα είχε σκοτώσει πολύ περισσότερους από εµένα.» «Ναι. Δεν την ένοιαζε.» Ο Κέιρ έγνεψε στον Σεντ Τζον. «Αν ψάξουµε στο µαγαζί της, µπορεί να βρούµε αποδείξεις για τους φόνους.» «Δεν χρειάζεται» απάντησε ο Σεντ Τζον. Άνοιξε το φθαρµένο κόκκινο χιτώνιο της Μητέρας Καλόκαρδης. Από κάτω, κηλίδες στο χρώµα της σκουριάς ήταν απλωµένες στο κορσάζ του φορέµατος και στη φούστα. «Μεγαλοδύναµε Θεέ» ψιθύρισε η Τέµπερανς, καλύπτοντας το στόµα µε το χέρι της. Αυτό ήταν προφανώς πάρα πολύ για να το αντέξει η Μητέρα Καλόκαρδη. Επιτέθηκε, στριγκλίζοντας, και εκτοξεύοντας βρισιές σαν τρελή, που µάλλον και ήταν. Οι δύο υπηρέτες παρασύρθηκαν από τη δύναµη της επίθεσής της. Ο Κέιρ τράβηξε την Τέµπερανς πίσω του και οπισθοχώρησε κάµποσα βήµατα, έτσι ώστε να είναι εκτός του πεδίου βολής της. «Θα τη µεταφέρω στη φυλακή µε την άµαξά µου» φώναξε ο Σεντ Τζον, για να ακουστεί πάνω από το παραλήρηµα της γυναίκας. Ο Κέιρ κούνησε το κεφάλι. «Δέσε την καλά.» «Αυτό θα κάνω» απάντησε ο Σεντ Τζον. «Δεν το ρισκάρω να δραπετεύσει.» Οι άντρες καταπιάστηκαν µε το δυσάρεστο έργο τους. «Έλα» ψιθύρισε ο Κέιρ στο αφτί της Τέµπερανς. «Είσαι βρεγµένη και παγωµένη, το ίδιο κι εγώ. Πάµε να βρούµε µια άµαξα να µας πάει στο σπίτι.» «Μα, ο Γουίντερ…» Η Τέµπερανς κοίταξε τριγύρω, και εντόπισε τον αδελφό της να βοηθάει να µαζευτούν τα παιδιά. Ο Γουίντερ έπιασε το βλέµµα της και σήκωσε το χέρι, τρέχοντας προς το µέρος τους. «Θα βοηθήσω τη Λαίδη Ηρώ και τη Λαίδη Κέιρ να τακτοποιήσουν τα παιδιά, ειδικά τα αγόρια. Θα µείνουν στο σπίτι του Δούκα του Γουέικφιλντ, και κάποιος θα πρέπει να τα επιβλέπει.» «Πρέπει να βοηθήσω» άρχισε η Τέµπερανς. Ο Γουίντερ ακούµπησε το χέρι του στον ώµο της. «Δεν χρειάζεται. Με τους υπηρέτες, τη Νελ κι εµένα είµαστε αρκετά άτοµα.» Ο Κέιρ τού έγνεψε πάνω από το κεφάλι της. «Θα την πάω σπίτι να κάνει ένα ζεστό µπάνιο.» Ο Γουίντερ έριξε µια αυστηρή µατιά στον Κέιρ χωρίς να µιλήσει. Και µετά του έδωσε το χέρι. «Σ’ ευχαριστώ.» Ο Κέιρ τού έσφιξε το χέρι θερµά. «Δεν υπάρχει λόγος να µε ευχαριστείς.» Ο Γουίντερ κοίταξε πρώτα τον Κέιρ και µετά την Τέµπερανς µε το φρύδι υψωµένο, αλλά είπε απλά: «Να τη φροντίσεις καλά.» Ο Κέιρ κατένευσε. «Θα το κάνω.» Ο Γουίντερ φίλησε την Τέµπερανς στο µάγουλο, και ύστερα έκανε µια γκριµάτσα. «Διάβολε,
ξέχασα να ευχαριστήσω τον Σεντ Τζον που έπιασε τη Μητέρα Καλόκαρδη.» «Μα, δεν την έπιασε αυτός» αναφώνησε η Τέµπερανς. Ο Κέιρ γύρισε και την κοίταξε. Κι εκείνη δεν µπόρεσε να συγκρατήσει το γέλιο της· ήταν τόσο χαζό µετά από όσα είχαν συµβεί. «Εµφανίστηκε το Φάντασµα του Σεντ Τζάιλς όσο ήσουν µέσα στο σπίτι.» «Τι, ενώπιον όλων;» «Ναι. Πήγε κατευθείαν στον Σεντ Τζον και του παρέδωσε τη Μητέρα Καλόκαρδη. Νοµίζω ότι ήµασταν όλοι πολύ κατάπληκτοι για να τον σταµατήσουµε.» «Και ο Σεντ Τζον ήταν εκεί την ίδια στιγµή;» «Ναι» είπε και τον κοίταξε περίεργα. Ο Κέιρ κούνησε το κεφάλι. «Μακάρι να ήµουν κι εγώ εκεί. Πολύ θα µου άρεσε να ανακαλύψω ποιος κρύβεται πίσω από εκείνην τη µάσκα.» Η Τέµπερανς τύλιξε το χέρι της στη µέση του καθώς ξεκίνησαν για τις άµαξες. «Νοµίζω πως αυτό το µυστήριο θα πρέπει να το αφήσουµε για µια άλλη µέρα.» Η Τέµπερανς θα είχε αποκοιµηθεί µέσα στην άµαξα για το σπίτι του Κέιρ αν δεν ήταν τόσο νευρική από την προσδοκία. Είχε πει στον Λάζαρους ότι τον αγαπούσε, αλλά υπήρχε κάτι ακόµα – έπρεπε και να του το δείξει. Έτσι, όταν η άµαξα σταµάτησε έξω από το σπίτι του, τον έπιασε από το χέρι και τον οδήγησε σιωπηλά µέσα. «Μυρίζω κάπνα» διαµαρτυρήθηκε εκείνος καθώς ανέβαιναν µαζί τη µεγαλειώδη σκάλα. «Δεν µε νοιάζει» απάντησε. «Παρά λίγο να σε χάσω σήµερα.» Η καρδιά της χτύπαγε στο στήθος της τόσο βίαια, που νόµιζε πως θα λιποθυµήσει. Είχε µια δεύτερη ευκαιρία. Μεγαλοδύναµε Θεέ, ο Κέιρ τής έδινε µια δεύτερη ευκαιρία. Ό,τι κι αν έκανε, δεν έπρεπε να τα θαλασσώσει. Έκλεισε προσεκτικά την πόρτα του υπνοδωµατίου πίσω τους, και µετά στάθηκε µπροστά του. «Θέλω να… όχι, έχω ανάγκη να σου δείξω πόσο σ’ αγαπώ» µουρµούρισε. «Το σκεφτόµουνα συνέχεια την τελευταία εβδοµάδα. Ότι νόµισες πως ένιωθα ότι ταπείνωνα τον εαυτό µου κάνοντας έρωτα µαζί σου.» Ο Λάζαρους πήγε να µιλήσει, αλλά εκείνη έβαλε το δάχτυλό της στα χείλη του. Ύψωσε απορηµένα τα φρύδια του. «Άφησέ µε.» Πήρε µια ανάσα για να ενισχύσει το κουράγιο της και έσυρε επίτηδες το δάχτυλό της πάνω στα χείλη του, στο σαγόνι του και στο λαιµό του. «Σε παρακαλώ, άφησέ µε.» Έµεινε τελείως ακίνητος, σχεδόν κρατώντας την ανάσα του. Η Τέµπερανς ήξερε πως αυτό του προκαλούσε πόνο, αλλά το έκανε, έτσι κι αλλιώς. Χρειαζόταν να του µάθει πως το άγγιγµα –ειδικά το δικό της άγγιγµα– δεν ήταν απαραίτητο να του προκαλεί πόνο, ότι θα µπορούσε να είναι και ευχάριστο, και ο µόνος τρόπος για να του διδάξει αυτό το µάθηµα ήταν δείχνοντάς του. «Θέλω να δω αν µπορώ να βρω έναν τρόπο» –κράτησε το βλέµµα του καθώς του έλυνε το µανδύα– «να το κάνω αυτό χωρίς να σε πονέσει.» Εκείνος κούνησε το κεφάλι. «Δεν έχει σηµασία.» «Για µένα έχει.»
Το κορδόνι θρόισε απαλά καθώς γλιστρούσε και λυνόταν. Τράβηξε το µανδύα από τους ώµους του, τοποθετώντας τον προσεκτικά µαζί µε το καπέλο του δίπλα στο κερί πάνω στην καρέκλα. Όταν γύρισε πάλι προς το µέρος του, αυτός στεκόταν ακόµη ακίνητος, παρατηρώντας τη µε περιέργεια. Δεν είχε κάνει την παραµικρή κίνηση να βγάλει κάποιο από τα υπόλοιπα ρούχα του. «Εσύ µε γιάτρεψες.» Η Τέµπερανς ξεροκατάπιε και ακούµπησε τα χέρια της στους ώµους του. Το τίναγµά του αυτήν τη φορά ήταν πιο µαλακό, ή σαν να πάλευε να αντέξει, ή σαν να είχε υποχωρήσει λίγο ο πόνος. Ήλπιζε πως ήταν το τελευταίο. «Με έκανες ξανά ολόκληρη µετά από τόσα χρόνια που υπέφερα. Θα ήθελα να κάνω το ίδιο για σένα.» Αργά, τρυφερά, του έβγαλε το σακάκι, το γιλέκο και το λαιµοδέτη. Όταν άρχισε να του ξεκουµπώνει το πουκάµισο, µπορούσε να τον νιώσει να ριγεί κάτω απ’ τα δάχτυλά της. Για µια στιγµή, το κουράγιο της πήγε να την εγκαταλείψει. Μήπως αν του επέβαλλε το άγγιγµά της, τον έκανε απλά πιο υπερευαίσθητο; Μήπως του προκαλούσε περισσότερο πόνο; Μετά τον κοίταξε στο πρόσωπο. «Πολύ καλά» της είπε. «Αλλά µην απογοητευτείς αν δεν λειτουργήσει. Θα εξακολουθώ να σε αγαπάω όποιο κι αν είναι το αποτέλεσµα.» Η Τέµπερανς ένιωσε δάκρυα να ανεβαίνουν στα µάτια της ακούγοντας την ήρεµη αποδοχή του για εκείνην και γι’ αυτό που ήθελε να του κάνει. Ό,τι κι αν συνέβαινε, ήταν µαζί, και αυτό τουλάχιστον την έκανε να νιώθει καλύτερα. Λίγο-λίγο, ένα ρούχο τη φορά, τον έγδυσε µέσα σε σχεδόν απόλυτη σιωπή. Όταν πια έφτασαν στα εσώρουχά του, η Τέµπερανς είχε λαχανιάσει και ο Λάζαρους ήταν ήδη ερεθισµένος. Τα χέρια της έτρεµαν καθώς του έβγαλε και το τελευταίο ρούχο. Έκανε λίγο πίσω και τον κοίταξε. Ήταν υπέροχος γυµνός. Τα ασηµένια του µαλλιά έπεφταν στους ώµους του, αρκετά µακριά για να αγγίζουν τις σκούρες θηλές του. Σε αντίθεση, οι τρίχες στο σώµα του ήταν σχεδόν κατάµαυρες. Μαύρες κατσαρές τρίχες σχηµάτιζαν ένα σχέδιο σαν διαµάντι ανάµεσα στις θηλές. Το σφιχτό στοµάχι του ήταν άτριχο, αλλά ακριβώς κάτω από τον αφαλό, οι σκούρες τρίχες άρχιζαν ξανά, σε µια λεπτή γραµµή που κατέβαινε µέχρι τις µπούκλες γύρω από τον ανδρισµό του. Τα πόδια του ήταν µακριά και δυνατά, οι ώµοι του φαρδείς και µυώδεις. Και τα µάτια του –Θεέ µου, τα µάτια του!– την κοιτούσαν σιωπηλά, αστράφτοντας σαν ζαφείρια, καθώς περίµενε την επόµενη κίνησή της. «Πες µου αν το παρατραβήξω» του ψιθύρισε. «Αν πονάει πάρα πολύ, αν θελήσεις να σταµατήσω.» Τα βαθιά ζαφειρένια µάτια του την κοίταζαν µε εµπιστοσύνη. «Θα σου πω.» Ακούµπησε τις παλάµες της πάνω στο γυµνό του στήθος σταθερά και τον έσπρωξε µαλακά να καθίσει στο κρεβάτι. Περίµενε να τον δει να µορφάζει σ’ αυτό το σηµείο, αλλά δεν υποχώρησε. Κράτησε τα χέρια της πάνω στο ζεστό του δέρµα καθώς εκείνος έπαιρνε µια βαθιά εισπνοή. Όταν τελικά κάθισε, η Τέµπερανς γλίστρησε τις παλάµες της αργά στο κορµί του, νιώθοντας την απαλότητα της επιδερµίδας του, το απαλό γδάρσιµο απ’ τις τρίχες του. Είδε τα µάτια του να σκουραίνουν παίρνοντας το µπλε της νύχτας· σταµάτησε για λίγο, και µετά γλίστρησε τα χέρια της πάλι πάνω στο στήθος του. «Είσαι τόσο όµορφος» µουρµούρισε. «Λαχταρούσα τόσο καιρό να δω το γυµνό κορµί σου.» Το στόµα του ανασηκώθηκε, αλλά δεν έκανε σχόλιο. Πήρε µια ανάσα, και το στήθος του ανεβοκατέβηκε κάτω απ’ τις παλάµες της. Ήταν τόσο ζωντανός, τόσο σφριγηλός, κι αυτή την ώρα ήταν όλος δικός της. Τον έσπρωξε απαλά, αναγκάζοντάς τον να ξαπλώσει στο κρεβάτι.
Τα µάτια του στένεψαν, αλλά παρέµεινε πειθήνιος. Η Τέµπερανς πήγε στη συρταριέρα του και έψαξε µέχρι που βρήκε µια σειρά καλοδιπλωµένα µαντήλια. Έβγαλε πέντε και επέστρεψε στο µεγάλο κρεβάτι. «Όταν µε έδεσες, αναγκάστηκα να δεχτώ τον έρωτα που µου έκανες χωρίς να µπορώ να ανταποδώσω. Τώρα θα ήθελα να κάνεις εσύ το ίδιο για µένα.» Τα µάτια του γούρλωσαν, αλλά έκανε ένα κοφτό καταφατικό νεύµα. Άρχισε να του δένει το δεξί αστράγαλο στην κολόνα στο κάτω µέρος του κρεβατιού. Τελείωσε µε το ένα πόδι και τον κοίταξε. Ο Λάζαρους ανάσαινε πιο γρήγορα, αλλά το βλέµµα του ήταν ήρεµο. Του έδεσε και το άλλο πόδι, κι έπειτα τους δύο καρπούς. Οι κόµποι ήταν χαλαροί, και για κάθε ενδεχόµενο ήταν σχεδόν σίγουρη πως µπορούσε να λυθεί απ’ τα δεσµά του αν πραγµατικά το ήθελε. Αλλά αυτό δεν είχε σηµασία. Το θέµα ήταν ουσιαστικά να τον κάνει να βιώσει το αίσθηµα της ανισχυρότητας. Και γι’ αυτόν το λόγο πλησίασε το κρεβάτι κρατώντας το τελευταίο µαντήλι ανάµεσα στα δάχτυλά της. Τα ζαφειρένια µάτια του γυάλισαν καθώς η Τέµπερανς άπλωσε το µαντήλι πάνω τους και το έδεσε σφιχτά στο πίσω µέρος του κεφαλιού του. Πέρασε τα δάχτυλά της απαλά πάνω απ’ το µάγουλό του. «Είσαι εντάξει;» Ο Λάζαρους καθάρισε το λαιµό του. «Ω, ναι.» Η φωνή του ακούστηκε αισθησιακή. Γεµάτη προσµονή. Εκείνη έκανε λίγο πίσω και θαύµασε το έργο της. Το κορµί του γέµιζε το πελώριο κρεβάτι. Είχε δέσει τους καρπούς του στη µία κολόνα του κρεβατιού. Οι γροθιές του ήταν τεντωµένες πάνω απ’ το κεφάλι του, µε τους µύες να φουσκώνουν στα µπράτσα του. Το µαντήλι κάλυπτε το πρόσωπό του από το µέτωπο µέχρι τα µισά της µύτης. Τα χείλη του µισάνοιξαν καθώς περίµενε την επόµενη κίνησή της, το πρόσωπό του γύρισε προς το µέρος της σαν να παρακολουθούσε τις κινήσεις της από τον ήχο. Η Τέµπερανς ανατρίχιασε στη θύµηση τού πώς είχε νιώσει όταν της είχε δέσει τα µάτια – πώς είχαν οξυνθεί οι αισθήσεις της στο σκοτάδι. Τα φαρδύ του στήθος φούσκωσε. Ο ανδρισµός του έκανε µια έντονη αντίθεση πάνω στο πιο ανοιχτόχρωµο δέρµα της κοιλιάς του. Μεγαλοδύναµε Θεέ, ένιωθε να υγραίνεται και µόνο που τον κοιτούσε. Για πρώτη φορά στη ζωή της καλωσόριζε τον ερεθισµό της. Μισόκλεισε τα µάτια, αγαλλιάζοντας µε την αίσθηση του στήθος της που βάραινε, των µηρών της που σφίγγονταν. Αυτή ήταν, είτε της άρεσε είτε όχι, µια γυναίκα που ήθελε και χρειαζόταν το σεξ. Που λάτρευε το σεξ. Και απόψε θα χρησιµοποιούσε αυτή την πλευρά του εαυτού της –την πλευρά που πάντα περιφρονούσε– για να γιατρέψει τον άντρα που αγαπούσε. Έβγαλε αθόρυβα τα ρούχα της, µπούστο, κορσέ, φόρεµα, µεσοφόρι, κάλτσες και παπούτσια. Όταν έβγαλε και την πουκαµίσα της, τα ρουθούνια του ανοιγόκλεισαν. Μπορούσε, άραγε, να µυρίσει τον ερεθισµό της; Εκείνη µπορούσε να τον µυρίσει, αµυδρό και αψύ. Συνήθως ντρεπόταν τροµερά µε τη µυρωδιά και την υγρασία του ίδιου της του κορµιού, αλλά τώρα παραµέρισε αποφασιστικά την ντροπή. Έπρεπε να είναι τολµηρή και χωρίς φόβο για να το κάνει αυτό. Για µια στιγµή στάθηκε δίπλα στο κρεβάτι χωρίς να τον αγγίζει, χωρίς να κινείται, απλά ανασαίνοντας, νιώθοντας το κορµί της, παρατηρώντας το δικό του. Μετά άγγιξε µε το δάχτυλό της τη θηλή του – όπως είχε κάνει κάποτε εκείνος σ’ αυτήν. Το στήθος του ανασηκώθηκε στο άγγιγµα, αλλά παρέµεινε βουβός. «Σ’ αγαπώ.» Διέγραψε έναν κύκλο γύρω από τη θηλή του, µικρή και σκούρα πάνω στο χλοµό του δέρµα. Τον είδε να σφίγγεται. Η Τέµπερανς πήρε µια βαθιά ανάσα, νιώθοντας το στήθος της σφιγµένο ξαφνικά. Αυτός ο δυνατός, µοναχικός άντρας ήταν στο έλεός της, σωµατικά και συναισθηµατικά. Αν
έκανε τη λάθος κίνηση, µπορεί να τον πλήγωνε φρικτά, αφού τώρα ήξερε ότι µπορούσε να τον πληγώσει, και η επίγνωση αυτή ήταν υπέροχη, αλλά και παράξενη. Με κάποιο θαυµατουργό τρόπο είχε γίνει σηµαντική γι’ αυτόν. «Ολόκληρο.» Έσκυψε και ακούµπησε το στόµα της στο στήθος του, φιλώντας τον, χαϊδεύοντάς τον µε τα χείλη της, προσπαθώντας να του µεταδώσει όσα ένιωθε. Έγλειψε τη θηλή του, την κύκλωσε µε τη γλώσσα της, γεύτηκε τον άντρα, γεύτηκε τον Κέιρ. Πήρε το µικρό κοµµατάκι σάρκας ανάµεσα στα χείλη της και το δάγκωσε απαλά, προσεκτικά, ακούγοντας την ανάσα του να επιταχύνεται. «Νοµίζω πως σε αγάπησα από εκείνη την πρώτη νύχτα που µε ξάφνιασες µε την παρουσία σου στο καθιστικό µου.» Και η δική της ανάσα έγινε πιο γρήγορη, αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό. Σκαρφάλωσε στο κρεβάτι και καβάλησε τους γοφούς του, αλλά όταν εκείνος ανασηκώθηκε πιέζοντάς την, τον αγνόησε, γλιστρώντας πιο χαµηλά, µε τα πόδια της δεξιά κι αριστερά απ’ τους µηρούς του. «Ή ίσως ήταν τότε που µου µίλησες τόσο ξεδιάντροπα µέσα στην άµαξα την πρώτη φορά.» Ξάπλωσε πάνω του, µε τα στήθη της κολληµένα πάνω στον καυτό ανδρισµό του, τα µπράτσα της στα πλάγια του, αγγίζοντάς τον όσο έφτανε το κορµί της. «Θυµάσαι;» «Ν-ναι» είπε µέσα απ’ τα δόντια του. Ένιωσε το κορµί του να αναριγεί, ήξερε πως τον πονούσε έστω και µ’ αυτό το απαλό άγγιγµα, αλλά δεν έκανε πίσω. Έγλειψε το στήθος του, νιώθοντας δάκρυα να ανεβαίνουν στα µάτια της καθώς αισθάνθηκε τους χτύπους της καρδιάς του κάτω απ’ τα χείλη της. Του προξενούσε πόνο, και το µισούσε αυτό, αλλά ταυτόχρονα τον πονούσε µε όλη την αγάπη του κόσµου. «Θυµάσαι τι µου έλεγες; Την περιγραφή σου για το πώς θα γονάτιζα µπροστά σου;» Τον διαπέρασε ένα ρίγος. Έλυσε τα µαλλιά της, αφήνοντάς τα να απλωθούν πάνω στο στήθος του καθώς τον φιλούσε γύρω από τον αφαλό. Ένας απαλός ήχος βγήκε απ’ τα χείλη του, ίσως ένα σιγανό βογκητό, αλλά η Τέµπερανς δεν σταµάτησε. Έφτασε µε τη γλώσσα της σε εκείνο το σηµείο του βουβώνα του όπου έσµιγε ο µηρός µε το γοφό του, γλείφοντας σαν γάτα. Σύρθηκε πιο χαµηλά, απλώνοντας τα πόδια της σ’ όλο το µήκος των δικών του, µε τα στήθη της να ακουµπάνε τώρα πάνω στους σκληρούς µηρούς του. «Και τι θα έκανα όταν θα γονάτιζα µπροστά σου;» Ολόκληρο το κορµί του σφίχτηκε. Προσεκτικά, σχολαστικά, έγλειψε το σκληρό του ανδρισµό, νιώθοντάς τον να τινάζεται κάτω από τη γλώσσα της. Τον τύλιξε µε τη γλώσσα της, αλλά δεν τον έβαλε µέσα στο στόµα της. Η ανάσα του είχε γίνει τραχιά τώρα, κι εκείνη δεν καταλάβαινε αν ήταν από ερεθισµό ή από πόνο. Ίσως να µην είχε πλέον σηµασία. «Είχα ανάψει τόσο πολύ µε τα λόγια σου» του ψιθύρισε. «Ένιωθα τόση ντροπή και µαζί τόση έξαψη. Άνοιγες έναν καινούργιο κόσµο µπροστά µου. Έναν κόσµο στον οποίον θα µπορούσα να είµαι ελεύθερη. Θέλω να είσαι κι εσύ ελεύθερος.» Ακούµπησε το κεφάλι της στους µηρούς του και τον φίλησε, απαλά, τρυφερά, εισπνέοντας τη µυρωδιά του αρσενικού. Μετά γύρισε το κεφάλι της και πέρασε τη γλώσσα της πάνω από τον ένα µηρό του, µετά από τον άλλον, χωρίς να αφήσει κανένα σηµείο ανέγγιχτο, χωρίς να αφήσει καθόλου σάρκα που να µην την αγαπήσει. Όταν πια έφτασε χαµηλά στα πόδια του –µεγάλα, αλλά απρόσµενα κοµψά–, είχε µουσκέψει από την ίδια της την ανάγκη. Εκείνος δεν έτρεµε πια, αλλά όταν κοίταξε προς τα πάνω, είδε τις γροθιές του να σφίγγουν την κολόνα του κρεβατιού µε τόση ένταση, που φοβήθηκε πως µπορεί να έσπαγε.
Τώρα. Κύλησε πάνω του, στηρίζοντας το ένα της χέρι στον ώµο του, χρησιµοποιώντας το άλλο για να τον οδηγήσει µέσα της. Βόγκηξαν ταυτόχρονα τη στιγµή της διείσδυσης. «Σ’ αγαπώ» του είπε αναστενάζοντας. Τα δάκρυά της ξεχείλισαν καθώς τον έπαιρνε βαθιά µέσα της. Ύστερα απλώθηκε πάνω του σαν κουβέρτα, καλύπτοντας όσο περισσότερη σάρκα του µπορούσε µε τη δική της. Ανακάλυψε πως έπρεπε να κουλουριάσει τα πόδια της δίπλα στους γοφούς του για να τον κρατήσει κλεισµένο βαθιά µέσα της, αλλά ότι µπορούσε να απλωθεί σχεδόν ολόκληρη πάνω στον κορµό του. Μετά έµεινε ακίνητη, µε το κεφάλι της στο στήθος του, νιώθοντάς τον καυτό µέσα της, ακούγοντας το άτακτο καρδιοχτύπι του κάτω από το αφτί της. Εκείνος βόγκηξε από κάτω της. Ανασήκωσε το κεφάλι της λιγάκι και έσυρε τα χείλη της στο εκτεθειµένο σαγόνι του, προσπαθώντας να τον ανακουφίσει. «Είσαι εντάξει;» Όµως, εκείνος δεν της απάντησε. Τα χέρια του ήταν ακόµη σφιγµένα σε γροθιές, οι µύες στα µπράτσα του φουσκωµένοι από τη φυλακισµένη δύναµη. Κοίταξε τα χέρια του να τεντώνονται γύρω από το µαντήλι, περιµένοντας να δει αν θα ελευθερωνόταν, νιώθοντας όλο το σκληρό µήκος του µέσα της, να πάλλεται από ζωή. Όταν µετά από κάποιο διάστηµα εκείνος συνέχιζε να την αφήνει ξαπλωµένη πάνω του, η Τέµπερανς κινήθηκε. Ένα απαλό κυκλικό σάλεµα των γοφών της, ένα απλό ανασήκωµα και χαµήλωµα, σαν κύµατα πάνω σε ένα µεγάλο βράχο. Του έγλειψε το λαιµό, µουρµουρίζοντας γλυκά πάνω του, παρηγορώντας τον την ίδια στιγµή που του έκανε έρωτα. Εκείνος δεν κινείτο σχεδόν καθόλου µέσα της. Κι αυτή ήθελε –είχε ανάγκη– να το κάνει να κρατήσει. Την ίδια ώρα, η επιθυµία της γιγαντωνόταν. Τρίφτηκε πάνω του, χρησιµοποιώντας το κορµί του για την απόλαυσή της, ενώ παράλληλα προσπαθούσε να του µεταδώσει όλα όσα σήµαινε για εκείνην. Τον άκουσε να βγάζει έναν ήχο, ίσως ένα λυγµό, και έκλεισε τα µάτια της, τρίβοντας το υγρό της πρόσωπο στο σαγόνι του. «Τέµπερανς.» Μετακίνησε το πρόσωπό του, αιχµαλωτίζοντας τα χείλη της. «Θεέ µου, Τέµπερανς!» Τον φίλησε µε χαρά, αφήνοντάς τον να βάλει τη γλώσσα του µέσα στο στόµα της, αφήνοντάς τον να πάρει τον έλεγχο µ’ αυτόν το µικρό τρόπο. Οι κινήσεις της έγιναν πιο αργές µέχρι που κατέληξε απλά να πάλλεται πάνω του, επικεντρωµένη στη σάρκα του που τη γέµιζε απόλυτα, στους γοφούς του πάνω στο εσωτερικό των µηρών της, στη γλώσσα του µέσα στο στόµα της. Και σταδιακά, τελείως φυσικά, σαν την ανατολή του ήλιου, µια ζεστασιά άρχισε να απλώνεται στο κέντρο της, κι από κει σε όλο της το σώµα. Σχεδόν δεν το πρόσεξε µέχρι που ένιωσε να συσπάται µέσα της, βογκώντας βουβά πάνω στο στόµα του. Τον ένιωσε να τινάζεται µέσα της, αισθάνθηκε όλους τους µύες του να τεντώνονται από κάτω της. Ήξερε πως έφτανε στην κορύφωση κι αυτός, και συνέχισε να τον φιλάει. Απαλά. Τρυφερά. Λέγοντάς του όλα όσα ένιωθε µόνο µε τη γλώσσα του κορµιού της. Ο Λάζαρους χαλάρωσε, µε το πάθος του ξοδεµένο πια, ενώ εκείνη συνέχιζε να είναι ξαπλωµένη πάνω του, µε τη σάρκα της υγρή από τους χυµούς και των δύο. Είχε ακόµα λίγο µυαλό για να απλώσει το χέρι και να του λύσει τα δικά του. Έπειτα έβαλε το κεφάλι της κάτω από το πηγούνι του κι έµεινε ακίνητη, έχοντάς τον ακόµη µέσα
της. Και του ψιθύρισε: «Σ’ αγαπώ, Λάζαρους Χάντινγκτον. Σ’ αγαπώ.» «Πονάς ακόµη όταν σ’ αγγίζω;» ρώτησε η Τέµπερανς λίγη ώρα αργότερα. Η Τέµπερανς και ο Κέιρ είχαν κάνει µπάνιο και είχαν δειπνήσει και είχαν κάνει έρωτα ξανά· και τώρα ήταν ξαπλωµένοι γυµνοί στο κρεβάτι του. Ήταν κουλουριασµένη πλάι του, µε τα πόδια της µπλεγµένα στα δικά του και την παλάµη της να του χαϊδεύει το στήθος. Δεν χόρταινε να τον αγγίζει. Ο Κέιρ γύρισε το κεφάλι, και τα ζαφειρένια µάτια του συνάντησαν τα δικά της. «Όχι, το άγγιγµά σου δεν µε πονάει πια. Νοµίζω πως πραγµατικά µε γιάτρεψες. Με µυρµηγκιάζει λίγο, αλλά η αίσθηση δεν είναι οδυνηρή.» Της έπιασε το χέρι, τρίβοντας τα δάχτυλά της στη θηλή του. «Θα έλεγα πως ισχύει το ακριβώς αντίθετο.» Η ευτυχία ξεχύθηκε µέσα της σαν χρυσό φως, αλλά κράτησε το πρόσωπό της σοβαρό. «Είσαι σίγουρος; Ίσως θα έπρεπε να διερευνήσουµε την αντοχή σου λίγο παραπάνω.» Τα χείλη του ανασηκώθηκαν µάλλον πονηρά, και φέρνοντας τα δάχτυλά της στο στόµα του τα φίλησε ένα-ένα, αργά και προσεκτικά µέχρι που η Τέµπερανς άρχισε να στριφογυρνάει. «Με προκαλείτε, κυρία;» Χαµήλωσε τις βλεφαρίδες της σεµνότυφα, µε την καρδιά της να χτυπάει σαν ταµπούρλο από την προσµονή. «Μπορεί.» «Τότε, θα προσπαθήσω να µη σας απογοητεύσω.» Η φωνή του είχε γίνει σοβαρή, και όταν τον κοίταξε ξανά, το πρόσωπό του είχε χάσει το προηγούµενο πειρακτικό ύφος. «Δεν θέλω να σε απογοητεύσω ποτέ.» «Δεν θα µε απογοητεύσεις» του ψιθύρισε. Ο Κέιρ έκλεισε τα µάτια του σαν να πονούσε. «Δεν είµαι ο άντρας που θα επέλεγες από µόνη σου, νοµίζω.» Η Τέµπερανς ακούµπησε την παλάµη της στο µάγουλό του. «Γιατί το λες αυτό;» Τα µάτια του άνοιξαν, και ξαφνικά γύρισε και την έφερε από κάτω του. «Επειδή είµαι εγωιστής και µαταιόδοξος και ιδιοτελής – δηλαδή, καθόλου σαν εσένα ή τους άντρες στην οικογένειά σου. Μη νοµίζεις πως δεν αναγνωρίζω αυτό το γεγονός. Δεν σου αξίζω, Τέµπερανς, αλλά δεν έχει σηµασία. Μου έχεις πει πως µ’ αγαπάς, και δεν θα σε αφήσω να αλλάξεις γνώµη, ούτε τώρα ούτε ποτέ.» Έπεσε βαριά πάνω της, µε τα πόδια του ανάµεσα στους ανοιγµένους της µηρούς, κι εκείνη ένιωσε πως ήταν ερεθισµένος και έτοιµος πάλι. Ήταν µια θέση κυριαρχίας, µια θέση που σκοπό είχε να επιβάλει τη θέλησή του. Όµως, τον κοίταξε και του χαµογέλασε γλυκά. «Τι σε κάνει να πιστεύεις πως δεν σε επέλεξα;» Τα µαύρα φρύδια του έσµιξαν. «Τι;» Πέρασε τα δάχτυλά της µέσα από τα υπέροχα ασηµένια µαλλιά του. «Είσαι ακριβώς αυτό που θέλω, ακριβώς αυτό που χρειάζοµαι. Είσαι έντιµος και δυνατός και άφοβος, και µε κάνεις να νιώθω κι εγώ άφοβη. Δεν µε αφήνεις να κρυφτώ πίσω από δικαιολογίες και υπεκφυγές· µε κάνεις να κοιτάζω µε ανοιχτά µάτια τον εαυτό µου, αλλά και εσένα. Σ’ αγαπώ, Λάζαρους. Σ’ αγαπώ.» «Τότε, παντρέψου µε» της είπε µε πάθος. Η Τέµπερανς ένιωσε την ανάσα της να πιάνεται στην προοπτική µιας ευτυχίας που έµοιαζε τόσο κοντά, ώστε να µπορεί σχεδόν να την αγγίξει. «Μα… και η µητέρα σου;» Εκείνος ανασήκωσε υπεροπτικά το φρύδι. «Τι η µητέρα µου;» Η Τέµπερανς δάγκωσε το χείλι της. «Δεν είµαι αριστοκράτισσα – ούτε κατά προσέγγιση. Ο πατέρας
µου ήταν ζυθοποιός. Σίγουρα η µητέρα σου και οι υπόλοιποι της κοινωνικής σου τάξης θα αποδοκιµάσουν ένα γάµο µεταξύ µας. Μετά τη φωτιά δεν έχω καν κάτι στο όνοµά µου πέρα από τα ρούχα που φοράω!» «Λοιπόν, αυτό δεν είναι εντελώς αλήθεια» είπε αργόσυρτα εκείνος, και τα ζαφειρένια µάτια του έλαµψαν µέσα στη σκιά που δηµιουργούσαν οι κλειστές κουρτίνες του κρεβατιού. «Έχεις ένα πολύ εξαιρετικό πιάνο.» «Αλήθεια;» «Αλήθεια» είπε και τη φίλησε στη µύτη. «Το παρήγγειλα µόλις δύο εβδοµάδες πριν σαν δώροέκπληξη, και αφού δεν σου το παρέδωσαν πριν από την πυρκαγιά – δεν σου το παρέδωσαν, σωστά;» «Όχι.» «Ορίστε, λοιπόν» της είπε µε ύφος. «Έχεις ένα πιάνο και ένα πλήρες σύνολο ενδυµασίας, και αυτά αποτελούν επαρκή προίκα για να µε παντρευτείς.» «Όµως, το πιάνο µού το πήρες εσύ!» Η Τέµπερανς δεν µπόρεσε να συγκρατήσει το χαµόγελο που απλώθηκε στο πρόσωπό της. Ένα πιάνο; Ο Λάζαρους µπορεί να αποκαλούσε τον εαυτό του εγωιστή, αλλά αυτό ήταν το πιο γλυκό δώρο που της είχαν κάνει ποτέ. «Η προέλευση του πιάνου δεν έχει απολύτως καµία σηµασία, κυρία Ντιουζ» απάντησε ο Λάζαρους. «Το γεγονός είναι πως σας ανήκει. Όσο για την κοινωνική µου τάξη, µπορεί να πάει να πνιγεί. Πάω στοίχηµα πως εκείνο µε το οποίο θα σκανδαλιστούν περισσότερο οι κουτσοµπόλες είναι το ότι βρήκα µια κυρία που δέχεται να γίνει σύζυγός µου.» «Και η µητέρα σου;» «Και η µητέρα µου δεν υπάρχει αµφιβολία πως θα νιώσει εξαιρετικά ευτυχής που τελικά παντρεύοµαι.» «Μα–» Τρύπωσε µέσα στις υγρές πτυχές της, και η Τέµπερανς ξέχασε κάθε αντίρρηση που ετοιµαζόταν να φέρει. «Ω!» Τον κοίταξε, και είδε πως ήταν τόσο κοντά της, ώστε τα ασηµένια µαλλιά του έπεφταν σαν κουρτίνα γύρω από το πρόσωπό της. «Θα µε παντρευτείτε, κυρία Ντιουζ» της ψιθύρισε «για να µε σώσετε από µια ζωή µοναξιάς και απάθειας;» «Θα σας παντρευτώ αν µε τη σειρά σας µε σώσετε από µια ζωή γεµάτη µόνο µε δουλειά και καθήκοντα.» Τα γαλάζια µάτια του πέταξαν φλόγες, και µετά τη φίλησε παθιασµένα. Τραβήχτηκε µόνο για να της πει: «Θα µε παντρευτείς, δηλαδή, γλυκιά µου κυρία Ντιουζ;» «Ναι» του είπε γελώντας. «Ναι, θα σε παντρευτώ, και θα σε αγαπώ µέχρι το τέλος της ζωής µας, αγαπηµένε µου Λόρδε Κέιρ.» Και ύστερα δεν είπε τίποτε άλλο, αφού ο Λάζαρους άρχισε να τη φιλάει ξανά, και τίποτα δεν είχε σηµασία. Το µόνο που είχε σηµασία ήταν ότι την αγαπούσε και τον αγαπούσε. Και ότι είχαν βρει ο ένας τον άλλον.
Επίλογος Ένας χρόνος πέρασε, και σ’ αυτό το διάστηµα ο βασιλιάς Κλειστόκαρδος γινόταν όλο και πιο δύσθυµος. Τον έναν µετά τον άλλον, είχε διώξει τους περισσότερους αυλικούς του µέχρι που απόµειναν κοντά του ελάχιστοι σοφοί άντρες. Είχε κουραστεί και από τις παλλακίδες του, έτσι τις έδιωξε κι αυτές, όσο κι αν έκλαψαν. Καθόταν µόνος µέσα στη µεγαλόπρεπη χρυσή αίθουσα του θρόνου, πάνω στο βελουδένιο θρόνο του, και αναρωτιόταν γιατί ένιωθε έτσι. Το µόνο που είχε αποµείνει για να του κρατάει συντροφιά ήταν το µικρό γαλάζιο πουλί, όµως ένα πουλί δεν µπορεί ούτε να γελάσει ούτε να µιλήσει. Μια µέρα, ένα σιγανό χτύπηµα ακούστηκε στην πόρτα της αίθουσας του θρόνου, και όταν ο βασιλιάς πρόσταξε να µπει αυτός που χτύπαγε, δεν ήταν άλλος από τη Μεγκ, την υπηρέτρια! Ε, λοιπόν, ο βασιλιάς ανακάθισε αµέσως, αλλά σύντοµα οι ώµοι του βούλιαξαν ξανά, και την κοίταξε µε ύφος βλοσυρό. «Πού ήσουν;» «Ω, πότε εδώ και πότε εκεί και παντού» είπε η Μεγκ χαρούµενα. «Πέρασα υπέροχα.» «Τότε, να υποθέσω πως θα ξαναφύγεις;» ρώτησε ο βασιλιάς. «Μπορεί ναι. Μπορεί και όχι» είπε η Μεγκ καθώς καθόταν στα πόδια του. «Πώς ένιωσες εσύ όταν έφυγα;» «Χαµένος. Άδειος» είπε ο βασιλιάς. «Και τώρα που γύρισα;» «Ευτυχισµένος. Χαρούµενος» γρύλισε ο βασιλιάς Κλειστόκαρδος καθώς τραβούσε τη Μεγκ στην αγκαλιά του και τη φιλούσε µε πάθος. «Ξέρεις τι είν’ αυτό;» ρώτησε η Μεγκ ψιθυριστά. «Αγάπη» απάντησε ο βασιλιάς. «Αυτό είν’ αγάπη, αληθινή και αιώνια, γλυκιά µου Μεγκ. Θα γίνεις η βασίλισσά µου;» «Ω, ναι» είπε η Μεγκ. «Γιατί σε λάτρεψα από την πρώτη στιγµή που πρόσταξες να µε σύρουν µπροστά σου. Θα παντρευτούµε, και θα ζήσουµε ευτυχισµένοι για πάντα.» Και αυτό έκαναν!
ΤΡΕΙΣ ΕΒΔΟΜΑΔΕΣ ΜΕΤΑ… Τα πρωινά ήταν οι πιο δύσκολες ώρες, ανακάλυψε η Σάιλενς. Έµοιαζε να µην υπάρχει λόγος να σηκωθεί. Έµενε ξαπλωµένη στο κρεβάτι και ατένιζε το ταβάνι. Ο Γουίλιαµ είχε φύγει, φυσικά. Βρισκόταν τέσσερις εβδοµάδες τώρα στη θάλασσα, κι ακόµη δεν είχε στείλει γράµµα. Αυτό δεν ήταν ασυνήθιστο, αλλά το προαίσθηµα πως δεν θα της έγραφε καθόλου σ’ αυτό το ταξίδι ήταν. Ο Κόνκορντ δεν της µιλούσε, µε εξαίρεση ένα µικρό επικριτικό γράµµα το οποίο έκαψε, επειδή θα µπορούσε να καταστρέψει κάθε αδελφικό συναίσθηµα που είχε γι’ αυτόν έτσι και το διάβαζε ολόκληρο. Κανείς δεν είχε νέα του Άσα. Η Σάιλενς αναστέναξε και γύρισε στο πλάι, κοιτώντας αδιάφορα µια µύγα να βουίζει στο τζάµι του παραθύρου της κρεβατοκάµαρας. Η Τέµπερανς θα χαιρόταν αν την είχε κοντά της να τη βοηθάει στις ετοιµασίες του γάµου της, αλλά το θλιβερό ήταν πως η ευτυχία της Τέµπερανς µε το Λόρδο Κέιρ έκανε µια καταθλιπτικά έντονη αντίθεση µε την αποξένωση της Σάιλενς από τον Γουίλιαµ. Και η ζήλια για την ίδια της την αδελφή έκανε τη Σάιλενς να νιώθει µικροπρεπής, άσχηµη και πικρόχολη. Ο Γουίντερ είχε περάσει δυο φορές για να τη ρωτήσει µε το χαλαρό, υποµονετικό τρόπο του αν µπορούσε να βοηθήσει στο ορφανοτροφείο, αλλά– Ένα χτύπηµα ακούστηκε στην πόρτα. Η Σάιλενς γύρισε προς τη µεριά του εξωτερικού δωµατίου. Το χτύπηµα ήταν αρκετά δυνατό, αφού κατάφερε να ακουστεί στο υπνοδωµάτιο. Ποιος να ήταν; Δεν χρώσταγε σε κάποιον έµπορο και δεν
περίµενε κανέναν. Μπορεί να ήταν ο Γουίντερ που θα είχε έρθει για να την καλοπιάσει πάλι. Έκανε στην άκρη τα σκεπάσµατα. Αν όντως ήταν ο Γουίντερ, δεν ήθελε να τον δει. Είχε µόλις αποφασίσει να κάνει πως δεν ήταν σπίτι, όταν το άκουσε: ένα αµυδρό κλαψούρισµα. Περίεργο. Είχε έρθει κάποια γάτα στην πόρτα της; Σηκώθηκε και πήγε ξυπόλητη µέχρι την πόρτα, ανοίγοντάς τη µία χαραµάδα µόνο, επειδή ήταν ακόµη µε την πουκαµίσα της. Κανείς δεν ήταν έξω – ή τουλάχιστον έτσι νόµισε µέχρι που άκουσε ξανά τον ήχο και έσκυψε να κοιτάξει. Ένα µωρό ήταν αφηµένο στα πόδια της µέσα σ’ ένα καλάθι, όπως του Μωυσή, αλλά χωρίς τα βούρλα. Το κοίταξε κατσουφιάζοντας, κι εκείνο της ανταπέδωσε το κατσούφιασµα, χώνοντας µια στρουµπουλή γροθιά στο µικρό του στόµα και αρχίζοντας να κοκκινίζει. Η Σάιλενς δεν ήξερε πολλά από µωρά, αλλά ήξερε πότε κάποιο ετοιµαζόταν να αρχίσει τα κλάµατα. Έσκυψε βιαστικά, µάζεψε το καλάθι και έκλεισε την πόρτα πίσω της. Άφησε το καλάθι πάνω στο τραπέζι και σήκωσε το µωρό για να το δει καλύτερα – ή µάλλον για να τη δει καλύτερα, αφού το µωρό, όπως αποδείχτηκε, ήταν κορίτσι. Φορούσε ένα φουστανάκι και ένα µικροσκοπικό κορσέ, και ήταν αρκετά όµορφη, µε µαύρα µάτια, και γυαλιστερές µαύρες µπουκλίτσες που ξέφευγαν από το σκουφάκι της. «Δεν δέχοµαι επισκέψεις πριν από τις δύο το µεσηµέρι» µουρµούρισε η Σάιλενς στο κοριτσάκι, αλλά εκείνο απλά ανέµισε τη γροθιά του, πετυχαίνοντάς τη σχεδόν στη µύτη. Η Σάιλενς κοίταξε µέσα στο καλάθι και βρήκε ένα παλιό ασηµένιο µενταγιόν σε σχήµα καρδιάς. «Δικό σου είναι αυτό;» ρώτησε το µωρό καθώς το άνοιγε µε το ένα χέρι. Μέσα υπήρχε ένα µικρό χαρτί µε τη λέξη αγαπούλα γραµµένη πάνω του. Αυτό ήταν όλο. Έψαξε µέσα στο καλάθι, έβγαλε µάλιστα την κουβερτούλα και την τίναξε, αλλά δεν υπήρχαν άλλα στοιχεία σχετικά µε την ταυτότητα της µικρής. «Γιατί θα άφηνε κανείς ένα µωρό στο κατώφλι µου;» αναρωτήθηκε δυνατά καθώς το µωρό έβαζε τη γροθιά του στο στόµα. Το κοριτσάκι έδειχνε αρκετά ευχαριστηµένο τώρα που το κρατούσε η Σάιλενς στην αγκαλιά της. Μήπως η άµοιρη µητέρα του ήξερε για τη σχέση της µε το ορφανοτροφείο; «Λοιπόν, καλύτερα να σε πάω στον Γουίντερ, τότε» είπε η Σάιλενς αποφασιστικά. Ξαφνικά είχε ένα λόγο να σηκωθεί από το κρεβάτι της αυτό το πρωί. Ένιωσε σχεδόν ενθουσιασµό. «Και αφού εγώ σε βρήκα, το µόνο δίκαιο είναι εγώ και να σε βαφτίσω.» Το µωρό ανασήκωσε τα φρύδια σαν να αναρωτιόταν τι θα του έλεγε. Η Σάιλενς χαµογέλασε και είπε: «Μέρι Ντάρλινγκ19.»
1 Saint Giles: Άγιος Γίλης. (Σ.τ.Ε.) 2 Temperance: Εγκράτεια. (Σ.τ.Μ.) 3 Winter: Χειµώνας. (Σ.τ.Μ.) 4 Concord: Αρµονικός. (Σ.τ.Μ.) 5 Asa: Σύµφωνος. (Σ.τ.Μ.) 6 Verity: Φιλαλήθεια. (Σ.τ.Μ.) 7 Silence: Σιωπή. (Σ.τ.Μ.) 8 Found: Αυτή που βρέθηκε. (Σ.τ.Μ.) 9 Hope: Ελπίδα. (Σ.τ.Μ.) 10 Whitsun: Πεντηκοστή. (Σ.τ.Μ.) 11 Tinbox: Τσίγκινο Κουτί. (Σ.τ.Μ.) 12 Smith: Σιδεράς. (Σ.τ.Μ.) 13 Evening: Απόβραδο. (Σ.τ.Μ.) 14 Εκκλησιαστικός φόρος που παίρνει το ένα δέκατο από κάθε αγαθό, εµπόρευµα, ή κέρδος. (Σ.τ.Μ.) 15 Pansy: Πανσές. (Σ.τ.Μ.) 16 Little: Μικρή. (Σ.τ.Μ.) 17 Church: Εκκλησία. (Σ.τ.Μ.) 18 Sweet: Γλυκιά. (Σ.τ.Μ.) 19 Darling: Αγαπούλα. (Σ.τ.Μ.)