Έργα του συγγραφέα που εκδόθηκαν στη σειρά BELL Best Seller: ΩΣ ΣΤΙΒΕΝ ΚΙΝΓΚ Κριστίν Οι Νυχτερίτες Το Πρόσωπο του Φόβου Χρήσιμα Αντικείμενα Μίζερι Αϋπνία Ρόουζ Μάντερ Εφιάλτες και Ονειρότοποι Ντεσπερέισον Το Πράσινο Μίλι ΩΣ ΡΙΤΣΑΡΝΤ ΜΠΑΚΜΑΝ Οι Ρυθμιστές
ΣΑΚΟΣ ΜΕ ΚΟΚΑΛΑ STEPHEN KING Μετάφραση: Γιώργος Μπαρουξής
ΕΚΔΟΣΕΙΣ BELL ΙΠΠΟΚΡΑΤΟΥΣ 57, ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ.: 360.9438 - 362.9723 ISBN 960-450-624-2 Τίτλος πρωτοτύπου: «Bag of Bones» © 1998 by Stephen King. All rights reserved. Για την ελληνική γλώσσα: © 1999 ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ Α. Β.Ε.Ε. Μετάφραση: Γιώργος Μπαρουξής Επιμέλεια: Γιώργος Κυριακόπουλος Διόρθωση: Ευαγγελία Μαλακού, Κυριάκος Μιχελόγκωνας Σχεδιασμός εξωφύλλου: Άγγελος Αναστασιάδης Τυπώθηκε και βιβλιοδετήθηκε στην Ελλάδα.
Για τον συγγραφέα Ο Στίβεν Κινγκ γεννήθηκε το 1947 στο Πόρτλαντ της Πολιτείας του Μέιν. Σπούδασε με υποτροφία στο Πανεπιστήμιο του Μέιν στο Ορόνο, όπου και γνώρισε τη σύζυγο του, τη συγγραφέα Τάμπιθα Κινγκ. Άρχισε να γράφει απ' όταν ήταν εννέα μόλις χρόνων -τον ενθάρρυνε μια θεία του, που του έδινε είκοσι πέντε σεντς κάθε φορά που τέλειωνε μια ιστορία. Δίδασκε αγγλικά στο λύκειο, όταν έγινε δεκτό προς έκδοση το πρώτο μυθιστόρημα του, Κάρι. Από τότε έχει γράψει περισσότερα από τριάντα έργα, που έγιναν όλα μπεστ σέλερ - ανάμεσα τους τα Σάλεμ'ς Λοτ, Η Λάμψη, Οι Νυχτερίτες, Το Αυτό, Κριστίν, Αϋπνία, Το Πρόσωπο του Φόβου, Μίζερι, Χρήσιμα Αντικείμενα, Ρόονζ Μάντερ, Ντεσπερέισον, Το Πράσινο Μίλι και Σάκος με Κόκαλα. Πολλά από τα μυθιστορήματα του έχουν γίνει ταινίες για τον κινηματογράφο, τρεις από τις οποίες -Έκρηξη Οργής (Κάρι), Στάσου Πλάι Μου και Τελευταία Έξοδος: «Ρίτα Χέιγουορθ»- ήταν υποψήφιες για Όσκαρ καλύτερης ταινίας. Σήμερα θεωρείται ως ο κορυφαίος συγγραφέας ιστοριών τρόμου παγκοσμίως. Έχει τιμηθεί με πολλές διακρίσεις για το έργο του, ανάμεσα στις οποίες το Πρώτο Βραβείο Ο. Χένρι, το 1996, για το διήγημα του «Ο Άντρας με το Μαύρο Κοστούμι», και το Βραβείο Ποιητών και Συγγραφέων, το 1997, για την υποστήριξη του στους συγγραφείς, το γράψιμο και το διάβασμα. Από το 1991 παίζει κιθάρα και κάνει φωνητικά στο «λογοτεχνικό» συγκρότημα Ροκ Μπότομ Ριμέιντερς, όπου συμμετέχουν και οι συγγραφείς Ρίντλεϊ Πίρσον, Ρόμπερτ Φάλγκαμ, Ντέιβιντ Μπάρι κ.ά., και πού και πού κάνουν περιοδείες στη χώρα προωθώντας την ανάγνωση και την πνευματική καλλιέργεια. Ο Στίβεν Κινγκ ζει στο Μπάνγκορ του Μέιν με τη σύζυγο του και τα τρία παιδιά τους, και κάθε χρόνο ελπίζει (μάταια μέχρι τώρα) να δει τους Ρεντ Σοξ να κερδίζουν το Παγκόσμιο Κύπελλο.
ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ Ως ένα βαθμό, αυτό το μυθιστόρημα πραγματεύεται τις νομικές πλευρές της κηδεμονίας ανηλίκων στην Πολιτεία του Μέιν. Για να κατανοήσω το συγκεκριμένο θέμα, ζήτησα τη βοήθεια του φίλου μου Γουόρεν Σίλβερ, εξαίρετου δικηγόρου. Ο Γουόρεν με καθοδήγησε με προσοχή, και στην πορεία μου μίλησε επίσης για ένα αλλόκοτο παλιό εξάρτημα που λέγεται Στενομάσκα, την οποία και επιστράτευσα αμέσως για τους δικούς μου μοχθηρούς σκοπούς. Αν έχω κάνει διαδικαστικά λάθη στην ιστορία που ακολουθεί, κατηγορήστε εμένα, όχι το νομικό μου σύμβουλο. Ο Γουόρεν με ρώτησε επίσης -με κάποιο παράπονο, θα έλεγα- αν θα μπορούσα ίσως να βάλω και έναν «καλό» δικηγόρο στο βιβλίο μου. Το μόνο που μπορώ να πω είναι πως έκανα ό,τι περνούσε από το χέρι μου σ' αυτό το σημείο. Ευχαριστώ το γιο μου Όουεν για την τεχνική του υποστήριξη στο Γούντστοκ της Νέας Υόρκης, και το φίλο μου (και μέλος των Ροκ Μπότομ Ριμέιντερς) Ρίντλεϊ Πίρσον για την τεχνική υποστήριξη στο Κέτσαμ του Άινταχο. Ευχαριστώ την Παμ Ντόρμαν για την κατανόηση και την παρατηρητικότητα που έδειξε κατά την ανάγνωση του πρώτου χειρογράφου. Ευχαριστώ τον Τσακ Βέριλ για τη μνημειώδη δουλειά του στην επιμέλεια -είναι η καλύτερη σου, Τσακ. Ευχαριστώ τη Σούζαν Μόλντρου, τη Ναν Γκρέιαμ, τον Τζακ Ρομάνος και την Κάρολιν Ρέιντι στις εκδόσεις Σκρίμπνερ για τη φροντίδα τους και για τα γεύματα. Και ευχαριστώ την Τάμπι, που στάθηκε πάλι στο πλάι μου όταν τα πράγματα δυσκόλεψαν. Σ' αγαπώ, γλυκιά μου. Σ.Κ.
Στη Ναόμι. Ακόμα.
Ναι, Μπάρτλεμπι, μείνε εκεί, πίσω από το παραπέτασμα σου, σκέφτηκα. Δεν θα σε καταδιώξω άλλο. Είσαι ακίνδυνος και αθόρυβος σαν αυτές τις παλιές πολυθρόνες. Με λίγα λόγια, ποτέ δεν νιώθω τόσο μόνος μου όσο όταν ξέρω ότι είσαι εδώ. Μπάρτλεμπι, ΧΕΡΜΑΝ ΜΕΛΒΙΛ
Χτες βράδυ ονειρεύτηκα ότι πήγα στο Μάντερλεϊ ξανά... Καθώς στεκόμουν εκεί, βουβή και ακίνητη, θα 'παιρνα όρκο ότι το σπίτι δεν ήταν ένα άδειο κέλυφος αλλά ότι ζούσε και ανέπνεε όπως παλιά. Ρεβέκκα, ΔΑΦΝΗ ΝΤΥ ΜΟΡΙΕ
Ο Άρης είναι ο Παράδεισος. ΡΕΪ ΜΠΡΑΝΤΜΠΕΡΙ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Μια πολύ ζεστή μέρα τον Αύγουστο του 1994, η γυναίκα μου μού είπε ότι θα πεταγόταν μέχρι το Ντέρι Ράιτ Έιντ για να αγοράσει το φάρμακο που βάζει για την ιγμορίτιδα· αυτά τα πράγματα τα πουλάνε χωρίς συνταγή πια, νομίζω. Είχα τελειώσει το γράψιμο για κείνη τη μέρα και προσφέρθηκα να πάω να της το πάρω εγώ. Μου απάντησε ότι ήθελε να αγοράσει κι ένα κομμάτι ψάρι από το σούπερ μάρκετ δίπλα - μ' ένα σμπάρο δυο τρυγόνια, και όλα αυτά. Μου φύσηξε ένα φιλί από την παλάμη της και βγήκε. Την επόμενη φορά που την είδα ήταν στην τηλεόραση. Έτσι αναγνωρίζεις τους νεκρούς εδώ στο Ντέρι. Δεν έχει πια υπόγειους διαδρόμους με πράσινα πλακάκια στους τοίχους και μακριές λάμπες φθορισμού στο ταβάνι ούτε γυμνά σώματα που τα βγάζουν συρταρωτά μέσα από το ψυγείο - μπαίνεις σε ένα γραφείο, κοιτάς σε μια τηλεόραση και λες ναι ή όχι. Το Ράιτ Έιντ και το Σόπγουελ βρίσκονται σε απόσταση περίπου ενός χιλιομέτρου από το σπίτι, σ' ένα μικρό εμπορικό κέντρο της γειτονιάς, που έχει επίσης ένα βιντεοκλάμπ, ένα βιβλιοπωλείο με μεταχειρισμένα βιβλία που λέγεται «Διάδωσε Το» (τα παλιά μου βιβλία τσέπης πουλάνε πολύ εκεί), ένα κατάστημα ηλεκτρονικών και ένα φωτογραφείο. Είναι στο Απ-Μάιλ Χιλ, στη διασταύρωση της Γουίτσαμ και της Τζάκσον. Παρκάρισε μπροστά από το Μπλοκμπάστερ Βίντεο και μπήκε στο ντράγκστορ, όπου την εξυπηρέτησε ο Τζο Γουάιζερ, που ήταν ο φαρμακοποιός εκείνη την εποχή. Τώρα δουλεύει στο Ράιτ Έιντ του Μπάνγκορ. Στο ταμείο αγόρασε μία από κείνες τις μικρές σοκολάτες που έχουν ζαχαρωτό μέσα. Αυτή είχε σχήμα ποντικιού. Τη βρήκα αργότερα στην τσάντα της. Την ξετύλιξα και την έφαγα, καθισμένος στο τραπέζι της κουζίνας, με το περιεχόμενο της κόκκινης τσάντας της απλωμένο μπροστά μου. Ήταν σαν να κοινώνησα. Όταν την κατάπια, και το μόνο που έμεινε ήταν η
γεύση της σοκολάτας στη γλώσσα και το λαιμό μου, με πήραν τα κλάματα. Καθόμουν εκεί, έχοντας μπροστά μου σκόρπια τα χαρτομάντιλα, τα σύνεργα του μακιγιάζ, τα κλειδιά της και ένα μισοτελειωμένο ρολό καραμέλες, κι έκλαψα σκεπάζοντας τα μάτια μου με τα χέρια, όπως κλαίνε τα παιδιά. Ο εισπνευστήρας για την ιγμορίτιδα ήταν σε μια σακούλα του Ράιτ Έιντ. Έκανε δώδεκα δολάρια και δεκαοχτώ σεντς. Υπήρχε και κάτι άλλο στη σακούλα, κάτι που έκανε είκοσι δύο δολάρια και πενήντα σεντς. Το κοίταζα αυτό το άλλο αντικείμενο για πολλή ώρα, το έβλεπα, αλλά δεν μπορούσα να το καταλάβω. Ξαφνιάστηκα, έμεινα άναυδος ίσως, αλλά η ιδέα ότι η Τζοάνα Άρλεν Νούναν μπορεί να είχε και μια δεύτερη ζωή, μια ζωή για την οποία εγώ δεν είχα ιδέα, δεν μου πέρασε ούτε στιγμή από το μυαλό. Τότε τουλάχιστον. Η Τζο άφησε πίσω της το ταμείο, βγήκε έξω στον δυνατό ήλιο, αλλάζοντας τα κανονικά γυαλιά της με τα γυαλιά ηλίου, και τη στιγμή ακριβώς που ξεπρόβαλε κάτω από τη μικρή μαρκίζα του ντράγκστορ (εδώ δουλεύει λίγο η φαντασία μου, μάλλον, μπαίνω κάπως στη χώρα του συγγραφέα αλλά όχι πολύ, μονάχα ως ένα μικρό βαθμό), ακούστηκε εκείνο το στριγκό ουρλιαχτό από λάστιχα που φρενάρουν στην άσφαλτο και που σημαίνει ή ότι θα γίνει ατύχημα ή ότι θα τη γλιτώσουν παρά τρίχα. Αυτή τη φορά έγινε -ήταν ένα από κείνα τα ατυχήματα που γίνονται σχεδόν μία φορά τη βδομάδα σ' εκείνη την αναθεματισμένη διασταύρωση. Ένα Τογιότα του 1989 έβγαινε από το πάρκινγκ του εμπορικού κέντρου στρίβοντας αριστερά για να μπει στην Τζάκσον Στρητ. Στο τιμόνι ήταν κάποια κυρία Έστερ Ίστερλινγκ από το Μπάρετ'ς Όρτσαρντς. Δίπλα της ήταν η φίλη της, Αϊρίν Ντόρσεϊ, επίσης από το Μπάρετ'ς Όρτσαρντς, που είχε ρίξει μια ματιά στο βιντεοκλάμπ χωρίς να βρει τίποτα να νοικιάσει. Πάρα πολλή βία, είπε η Αϊρίν. Και οι δύο γυναίκες ήταν χήρες, οι άντρες τους θύματα του τσιγάρου. Ήταν αδύνατο να μην είδε η Έστερ το πορτοκαλί φορτηγό δημόσιων έργων που κατέβαινε το λόφο. Αν και το αρνήθηκε αυτό
στην αστυνομία, στην εφημερίδα και σ' εμένα προσωπικά, όταν της μίλησα περίπου δύο μήνες αργότερα, νομίζω ότι το πιθανότερο είναι πως απλώς ξέχασε να κοιτάξει. Όπως έλεγε η μητέρα μου (χήρα κι αυτή από το ίδιο αίτιο), «Τα δύο συχνότερα προβλήματα των ηλικιωμένων είναι η αρθρίτιδα και το ότι ξεχνούν εύκολα. Αλλά δεν μπορείς να τους θεωρήσεις υπεύθυνους ούτε για το ένα ούτε για το άλλο». Το φορτηγό το οδηγούσε ο Γουίλιαμ Φρέικερ, από το Ολντ Κέιπ. Ο Φρέικερ ήταν τριάντα οχτώ χρονών τη μέρα που πέθανε η γυναίκα μου. Οδηγούσε χωρίς το πουκάμισο και σκεφτόταν πόσο θα ήθελε ένα κρύο ντους και μια παγωμένη μπίρα -όχι αναγκαστικά με αυτή τη σειρά. Αυτός και άλλοι τρεις εργάτες είχαν περάσει οχτώ ώρες απλώνοντας άσφαλτο στην προέκταση της Χάρις Άβενιου κοντά στο αεροδρόμιο -αποπνικτική δουλειά για μια μέρα με τέτοια ζέστη. Ο Μπιλ Φρέικερ μου είπε ότι, ναι, μπορεί να πήγαινε λίγο γρήγορα -ίσως με εξήντα πέντε χιλιόμετρα σε μια περιοχή που το όριο ήταν τα πενήντα πέντε. Βιαζόταν να γυρίσει στο γκαράζ, να παραδώσει το φορτηγό και να καθίσει στο τιμόνι του δικού του αυτοκινήτου -ήταν ένα F-150, με αιρ κοντίσιον. Επίσης, τα φρένα του φορτηγού, αν και ήταν αρκετά καλά για να περάσουν τον έλεγχο, δεν ήταν ούτε κατά διάνοια σε άριστη κατάσταση. Ο Φρέικερ πάτησε φρένο αμέσως μόλις είδε το Τογιότα να πετάγεται μπροστά του (πάτησε και κόρνα επίσης), αλλά ήταν πολύ αργά. Άκουσε λάστιχα να στριγκλίζουν - τα δικά του και της Έστερ, που είχε αντιληφθεί έστω και αργά τον κίνδυνο - και είδε το πρόσωπο της για μια στιγμή. «Αυτό ήταν το χειρότερο σημείο, για κάποιο λόγο», μου είπε, εκεί που καθόμαστε στη βεράντα του και πίναμε μπίρες. Είχαμε μπει πια στον Οκτώβρη, και μολονότι ο ήλιος μας ζέσταινε τα πρόσωπα, φορούσαμε και οι δυο πουλόβερ. «Ξέρεις πόσο ψηλά κάθεσαι σ' αυτά τα φορτηγά;» Του έγνεψα καταφατικά. «Λοιπόν, η γριά είχε σηκώσει το κεφάλι και με κοίταζε, και ο ήλιος της φώτιζε το πρόσωπο. Είδα πόσο μεγάλη ήταν. θυμάμαι που σκέφτηκα, "Χριστέ μου, αν δεν προλάβω να σταματήσω, θα
σπάσει σαν γυαλί". Αλλά οι γέροι είναι σκληρόπετσοι τις περισσότερες φορές. Πολύ πιο ανθεκτικοί απ' ό,τι περιμένεις. Είδες πώς ήρθαν τελικά τα πράγματα; Και οι δύο γριούλες ζουν, ενώ η γυναίκα σου...» Σταμάτησε τότε κι έγινε κατακόκκινος. Μου θύμισε αγοράκι που το κοροϊδεύουν τα κορίτσια στην αυλή του σχολείου επειδή το παντελόνι του είναι ξεκούμπωτο. Ήταν κωμικό, αλλά αν χαμογελούσα θα τον μπέρδευα· έτσι, έμεινα σοβαρός. «Κύριε Νούναν, με συγχωρείς. Μερικές φορές ξεχνιέμαι και δεν ξέρω τι λέω». «Δεν πειράζει», του είπα. «Το χειρότερο το έχω ξεπεράσει». Αυτό ήταν ψέμα, αλλά επανέφερε τη συζήτηση στο θέμα μας. «Τέλος πάντων», συνέχισε, «χτυπήσαμε. Ακούστηκε ένα δυνατό "μπανγκ" κι ένας ήχος από σίδερα που τσαλακώνονται -αυτό έγινε όταν μπήκε μέσα η πόρτα του οδηγού. Γυαλιά που έσπαγαν επίσης. Εγώ χτύπησα πάνω στο τιμόνι τόσο δυνατά, που επί μία βδομάδα πονούσα μόλις έπαιρνα ανάσα. Είχα κι ένα μεγάλο μώλωπα εδώ». Έκανε ένα τοξωτό σχήμα ψηλά στο στήθος του. «Το κεφάλι μου κοπάνησε πάνω στο παρμπρίζ κι έσπασε το τζάμι, αλλά απλώς έκανα καρούμπαλο... ούτε μάτωσα ούτε καν μ' έπιασε πονοκέφαλος. Η γυναίκα μου λέει ότι έχω χοντρό κρανίο. Είδα την κυρία που οδηγούσε το Τογιότα, την Έστερ Ίστερλινγκ, να έχει πεταχτεί πάνω στην κονσόλα ανάμεσα στα μπροστινά καθίσματα. Κάποτε σταματήσαμε επιτέλους, τα αυτοκίνητα μαγκωμένα μεταξύ τους στη μέση του δρόμου, και βγήκα για να δω πόσο άσχημα χτύπησαν. Σου λέω, περίμενα να τις βρω και τις δύο σκοτωμένες». Καμιά τους δεν ήταν σκοτωμένη. Δεν είχαν χάσει καν τις αισθήσεις τους, αν και η Έστερ Ίστερλινγκ είχε τρία σπασμένα πλευρά και έναν εξαρθρωμένο γοφό. Η φίλη της, η Αϊρίν Ντόρσεϊ, που καθόταν από την άλλη πλευρά και ήταν πιο μακριά από το σημείο της πρόσκρουσης, έπαθε μόνο μια διάσειση, όταν χτύπησε το κεφάλι της στο παράθυρο δίπλα της. Αυτό ήταν όλο. «Υποβλήθηκε στις απαραίτητες εξετάσεις στο Νοσοκομείο Χόουμ και της επιτράπηκε να επιστρέψει στο σπίτι της», όπως το θέτει
πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις η εφημερίδα της πόλης, η Ντέιλι Νιουζ. Η γυναίκα μου, Τζοάνα Νούναν, το γένος Άρλεν, από το Μάλντεν της Μασαχουσέτης, τα είδε όλα αυτά από το σημείο όπου στεκόταν έξω από το ντράγκστορ, με την τσάντα περασμένη στον ώμο της και τη σακούλα του ντράγκστορ στο ένα χέρι. Όπως και ο Μπιλ Φρέικερ, πρέπει να νόμισε ότι οι επιβάτες του Τογιότα είχαν σκοτωθεί ή τραυματιστεί σοβαρά. Ο ήχος της σύγκρουσης ήταν ένα υπόκωφο, επιβλητικό «μπανγκ», που κύλησε μέσα στον ζεστό απογευματινό αέρα σαν μπάλα του μπόουλινγκ που κατεβαίνει το διάδρομο. Ο ήχος των γυαλιών που έσπαζαν πλαισίωσε τον κρότο σαν οδοντωτή δαντέλα. Τα δυο αυτοκίνητα ήταν κολλημένα το ένα με το άλλο στη μέση της Τζάκσον Στρητ, με το βρόμικο πορτοκαλί φορτηγό να δεσπόζει πάνω από το γαλάζιο Τογιότα σαν αυταρχικός γονιός πάνω από παιδάκι που έχει ζαρώσει. Η Τζοάνα άρχισε να τρέχει μέσα στο πάρκινγκ προς το δρόμο. Άλλοι γύρω της έκαναν το ίδιο. Κάποια Τζιλ Ντάνμπαρι χάζευε στη βιτρίνα του καταστήματος ηλεκτρονικών όταν έγινε το ατύχημα. Είπε ότι θυμόταν μάλλον να περνάει τρέχοντας δίπλα από την Τζοάνα -ήταν αρκετά σίγουρη ότι είχε δει κάποια με κίτρινο παντελόνι-, αλλά δεν έπαιρνε και όρκο. Στο μεταξύ, η Έστερ Ίστερλινγκ ούρλιαζε ότι χτύπησε, χτύπησαν και οι δύο, ζητούσε βοήθεια από τον κόσμο. Στη μέση του πάρκινγκ, κοντά σε δυο τρία αυτόματα μηχανήματα πώλησης εφημερίδων, η γυναίκα μου έπεσε κάτω. Το λουρί της τσάντας έμεινε στον ώμο της, αλλά η σακούλα από το ντράγκστορ της έφυγε από το χέρι και ο εισπνευστήρας μισογλίστρησε έξω. Το άλλο αντικείμενο έμεινε στη θέση του. Κανείς δεν την πρόσεξε εκεί που ήταν πεσμένη δίπλα στα μηχανήματα πώλησης. Όλοι κοίταζαν τα δυο τρακαρισμένα αυτοκίνητα, τις γυναίκες που ούρλιαζαν, μια λιμνούλα που απλωνόταν στην άσφαλτο, νερό και αντιψυκτικό από το σπασμένο ψυγείο του φορτηγού. «Βενζίνη!» φώναξε ο υπάλληλος του φωτογραφείου. «Τρέχει βενζίνη! Προσέξτε μην ανατιναχτεί, παιδιά!»
Μπορεί ένας δυο από τους επίδοξους σωτήρες να πήδησαν από πάνω της νομίζοντας ίσως ότι είχε λιποθυμήσει. Δεν θα ήταν παράλογο να πιστέψουν κάτι τέτοιο μια μέρα που η θερμοκρασία είχε αγγίξει τους τριάντα πέντε βαθμούς. Καμιά εικοσαριά άτομα από το εμπορικό κέντρο μαζεύτηκαν γύρω από τη σκηνή του ατυχήματος. Περίπου άλλοι σαράντα ήρθαν τρέχοντας από το Στρόφορντ Παρκ, όπου γινόταν ένας αγώνας μπέιζμπολ. Φαντάζομαι ότι ειπώθηκαν όλα αυτά που περιμένει να ακούσει κανείς σε τέτοιες περιστάσεις -πολλά από αυτά περισσότερες από μία φορές. Κόσμος θα τριγυρνούσε γύρω από το σύμπλεγμα των αυτοκινήτων. Κάποιος θα έβαλε το χέρι του μέσα από την παραμορφωμένη τρύπα που ήταν κάποτε το παράθυρο του οδηγού για να πιάσει καθησυχαστικά το τρεμάμενο γέρικο χέρι της Έστερ. Όλοι θα άνοιξαν αμέσως δρόμο για να περάσει ο Τζο Γουάιζερ. Σε τέτοιες στιγμές, όποιος φοράει λευκή ιατρική μπλούζα γίνεται αυτομάτως η ωραία του χορού. Στο βάθος, η σειρήνα ενός ασθενοφόρου θα υψώθηκε σαν κυματιστός αέρας πάνω από κλίβανο. Όσο συνέβαιναν όλα αυτά, η γυναίκα μου κειτόταν ακόμη στο πάρκινγκ χωρίς να την έχει προσέξει κανείς, με την τσάντα της ακόμη στον ώμο (και μέσα το σοκολατένιο ποντίκι, τυλιγμένο ακόμη στο χρυσόχαρτο) και την άσπρη σακούλα του φαρμακείου κοντά στο ένα απλωμένο χέρι της. Εκείνος που την είδε τελικά ήταν ο Τζο Γουάιζερ, καθώς γύριζε βιαστικά στο ντράγκστορ για να φέρει μια κομπρέσα για το κεφάλι της Αϊρίν Ντόρσεϊ. Την αναγνώρισε παρ' όλο που ήταν πεσμένη μπρούμυτα. Την αναγνώρισε από τα κόκκινα μαλλιά της, την άσπρη μπλούζα και το κίτρινο παντελόνι. Την αναγνώρισε επειδή την είχε εξυπηρετήσει πριν από δεκαπέντε μόλις λεπτά. «Κυρία Νούναν;» είπε, ξεχνώντας την κομπρέσα για τη σαστισμένη αλλά προφανώς όχι σοβαρά τραυματισμένη Αϊρίν Ντόρσεϊ. «Κυρία Νούναν, είστε καλά;» Ξέροντας ήδη (ή έτσι υποψιάζομαι τουλάχιστον, ίσως κάνω λάθος) ότι δεν ήταν. Τη γύρισε ανάσκελα. Χρειάστηκε να βάλει και τα δυο του χέρια για να τα καταφέρει, και ακόμη και τότε έπρεπε να βάλει
δύναμη, σπρώχνοντας από τη μια και τραβώντας από την άλλη, εκεί, μέσα στο πάρκινγκ, με τη ζέστη να ψήνει από πάνω και από κάτω, μετά την αντανάκλαση στην άσφαλτο. Έχω την αίσθηση ότι οι νεκροί παίρνουν ξαφνικά βάρος. Και στο σώμα τους, και στο δικό μας μυαλό, παίρνουν βάρος. Είχε κόκκινα σημάδια στο πρόσωπο της. Όταν την αναγνώρισα, τα είδα καθαρά ακόμη και στην οθόνη. Πήγα να ρωτήσω το βοηθό ιατροδικαστή που με συνόδευσε σ' εκείνο το δωματιάκι τι είναι, αλλά μετά κατάλαβα. Τέλη Ιουλίου, καυτή άσφαλτος από κάτω, στοιχειώδες, αγαπητέ μου Γουάτσον. Η γυναίκα μου είχε καεί από τον ήλιο. Ο Γουάιζερ σηκώθηκε, είδε ότι είχε φτάσει το ασθενοφόρο κι έτρεξε προς τα εκεί. Πέρασε σπρώχνοντας μέσα από τον κόσμο και άρπαξε έναν από τους νοσοκόμους καθώς κατέβαινε από το κάθισμα του οδηγού. «Υπάρχει μια γυναίκα εκεί πέρα», του είπε, δείχνοντας προς το πάρκινγκ. «Φίλε, εδώ έχουμε δύο γυναίκες κι έναν άντρα», απάντησε αυτός και πήγε να φύγει, αλλά ο Γουάιζερ τον κράτησε. «Άσ' τες αυτές προς το παρόν», είπε. «Βασικά είναι εντάξει. Η γυναίκα εκεί πέρα δεν είναι». Η γυναίκα εκεί πέρα ήταν πεθαμένη, και είμαι σίγουρος ότι ο Τζο Γουάιζερ το ήξερε. Αλλά έδινε τις σωστές προτεραιότητες ο άνθρωπος. Του το αναγνωρίζω αυτό. Και ήταν αρκετά πειστικός για να κάνει τους δυο νοσοκόμους να απομακρυνθούν από το μπέρδεμα του φορτηγού και του Τογιότα, παρά τις κραυγές πόνου της Έστερ Ίστερλινγκ και τα μουρμουρητά διαμαρτυρίας του κόσμου, που έπαιζε ρόλο χορού τραγωδίας. Όταν έφτασαν στη γυναίκα μου, ο ένας νοσοκόμος επιβεβαίωσε πολύ γρήγορα αυτό που είχε υποψιαστεί ο Γουάιζερ. «Θεέ και Κύριε», είπε ο άλλος. «Τι έπαθε;» «Από τη ζέστη, μάλλον», απάντησε ο πρώτος. «Ταράχτηκε και τα 'παίξε η καρδιά της». Αλλά δεν ήταν η καρδιά της. Η νεκροψία έδειξε ένα εγκεφαλικό ανεύρυσμα που μπορεί να πρωτοεμφανίστηκε μέχρι και
πριν από πέντε χρόνια, χωρίς να της δημιουργήσει καμιά ενόχληση. Καθώς άρχισε να τρέχει στο πάρκινγκ προς το χώρο του ατυχήματος, αυτό το αδύνατο αιμοφόρο αγγείο στον εγκεφαλικό φλοιό της έσκασε σαν λάστιχο αυτοκινήτου, πνίγοντας τα εγκεφαλικά κέντρα ελέγχου στο αίμα, πράγμα που τη σκότωσε. Κατά πάσα πιθανότητα, ο θάνατος δεν ήταν ακαριαίος, μου είπε ο βοηθός ιατροδικαστής, αλλά σίγουρα ήταν πολύ γρήγορος -η γυναίκα μου δεν υπέφερε. Μάλλον θα αισθάνθηκε κάτι σαν ένα μεγάλο μαύρο νόβα και όλες οι αισθήσεις και οι σκέψεις της χάθηκαν πριν ακόμη το σώμα της πέσει στην άσφαλτο. «Μπορώ να σας βοηθήσω σε κάτι, κύριε Νούναν;» με ρώτησε ο βοηθός. Ταυτόχρονα με γύρισε μαλακά, για να μη βλέπω άλλο το ακίνητο πρόσωπο και τα κλειστά μάτια στην οθόνη. «Μήπως έχετε ερωτήσεις; θα σας τις απαντήσω, αν μπορώ». «Μόνο μία», είπα. Του εξήγησα τι είχε αγοράσει η γυναίκα μου στο ντράγκστορ πριν πεθάνει. Και μετά έκανα την ερώτηση. Οι μέρες μέχρι την κηδεία, και η ίδια η κηδεία, μοιάζουν σαν όνειρο στη μνήμη μου. Η καθαρότερη ανάμνηση που έχω είναι να τρώω το σοκολατένιο ποντίκι της Τζο και να κλαίω... να κλαίω κυρίως, νομίζω, επειδή ήξερα πόσο γρήγορα θα χανόταν η γεύση του. Έπαθα άλλη μια κρίση θρήνου μερικές μέρες αφού τη θάψαμε· θα σας μιλήσω γι' αυτή σε λίγο. Ευτυχώς που ήρθε η οικογένεια της Τζο, και ιδιαίτερα ο μεγάλος αδερφός της, ο Φρανκ. Ο Φρανκ Άρλεν -πενήντα χρονών, με κόκκινα μάγουλα, σωματώδης και με πυκνά μαύρα μαλλιάοργάνωσε τα πάντα... και τελικά κατέληξε να παζαρεύει με τον ιδιοκτήτη του γραφείου κηδειών. «Δεν μπορώ να το πιστέψω ότι έκανες τέτοιο πράγμα», του είπα αργότερα. Ήμαστε σε ένα τραπέζι στο Τζακ'ς Παμπ και πίναμε μπίρες. «Ήθελε να σε κλέψει, Μάικι», μου είπε. «Δεν τους χωνεύω κάτι τέτοιους τύπους». Έβαλε το χέρι στην πίσω τσέπη του, έβγαλε ένα μαντίλι και σκούπισε αφηρημένα τα μαγουλά του. Δεν είχε σπάσει καθόλου -κανένας από τους Άρλεν δεν έσπασε, τουλάχιστον όσο
ήμουν μαζί τους-, αλλά ο Φρανκ δάκρυζε σταθερά όλη μέρα. Νόμιζες ότι υποφέρει από επιπεφυκίτιδα. Οι Άρλεν ήταν έξι αδέρφια συνολικά, με την Τζο να είναι η μικρότερη και το μοναδικό κορίτσι. Γι' αυτό και τα αδέρφια της την υπεραγαπούσαν. Υποψιάζομαι ότι, αν είχα καμιά σχέση με το θάνατο της, οι πέντε τους θα με έκαναν κομματάκια με τα χέρια τους. Έτσι όπως ήταν τα πράγματα, όμως, σχημάτισαν μια προστατευτική ασπίδα γύρω μου κι αυτό ήταν καλό. Φαντάζομαι ότι θα μπορούσα να τα βγάλω πέρα κουτσά στραβά και χωρίς αυτούς, αλλά δεν ξέρω πώς. Μην ξεχνάτε ότι ήμουν τριάντα έξι χρονών. Δεν μπορείς να το διανοηθείς ότι θα θάψεις τη γυναίκα σου όταν είσαι τριάντα έξι χρονών κι εκείνη είναι δύο χρόνια μικρότερη. Ο θάνατος ήταν το τελευταίο πράγμα που μας απασχολούσε. «Αν πιάσουν κάποιον να βουτάει το κασετόφωνο από το αμάξι σου, θεωρείται κλοπή και τον χώνουν μέσα», είπε ο Φρανκ. «Αν ο ίδιος τύπος προσπαθήσει να πουλήσει σε έναν άνθρωπο που πενθεί ένα φέρετρο των τριών χιλιάδων δολαρίων για τεσσερισήμισι χιλιάδες δολάρια, θεωρείται επιχειρηματικό πνεύμα και τον καλούν να μιλήσει στα γεύματα των Ροταριανών. Βδέλλα, το παλιοκάθαρμα. Αλλά τον κανόνισα καλά, ε;» «Ναι. Τον κανόνισες». «Είσαι εντάξει, Μάικι;» «Είμαι εντάξει». «Σίγουρα;» «Πώς στην οργή θες να ξέρω;» είπα τόσο δυνατά, που γύρισαν μερικά κεφάλια από ένα διπλανό τραπέζι. Και μετά: «Ήταν έγκυος». Το πρόσωπο του έμεινε εντελώς ακίνητο, σαν παγωμένο . «Τι;» Προσπάθησα να κρατήσω χαμηλά τη φωνή μου. «Έγκυος. Έξι ή εφτά εβδομάδων, σύμφωνα με την... ξέρεις, τη νεκροψία. Το ήξερες; Σου είχε πει τίποτα;»
«Όχι! Χριστέ μου, όχι!» Αλλά είχε μια παράξενη έκφραση τώρα, σαν να του είχε πει χάη. «Ήξερα ότι προσπαθείτε, βέβαια... Μου είπε ότι είχες αδύνατο σπέρμα και μπορεί να σας έπαιρνε λίγο καιρό, αλλά ο γιατρός πίστευε ότι μάλλον... αργά ή γρήγορα μάλλον θα...» Η φωνή του έσβησε και κοίταξε τα χέρια του. «Μπορούν να το καταλάβουν αυτό, ε; Το ελέγχουν;» «To καταλαβαίνουν, ναι. Όσο για τον έλεγχο, δεν ξέρω αν τον κάνουν πάντα. Εγώ τους ζήτησα να τον κάνουν». «Γιατί;» «Γιατί πριν πεθάνει δεν αγόρασε μόνο το φάρμακο για την ιγμορίτιδα. Αγόρασε κι ένα τεστ εγκυμοσύνης». «Και δεν είχες ιδέα; Τίποτα απολύτως;» Κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου. Ο Φρανκ μου έσφιξε τον ώμο. «Ήθελε να σιγουρευτεί πρώτα, αυτό είναι όλο. Το καταλαβαίνεις αυτό, έτσι δεν είναι;» Να πάρω φάρμακο για την ιγμορίτιδα κι ένα κομμάτι ψάρι, είχε πει. Και το ύφος της ήταν φυσιολογικό όπως πάντα. Μια γυναίκα που πάει να ψωνίσει. Προσπαθούσαμε να κάνουμε παιδί οχτώ χρόνια τώρα, αλλά το ύφος της ήταν όπως πάντα. «Ναι, μεγάλε», είπα και του χτύπησα καθησυχαστικά το χέρι. «Το ξέρω». Οι Άρλεν -με επικεφαλής τον Φρανκ- ήταν αυτοί που κανόνισαν τα πάντα στην κηδεία της Τζοάνα. Σ' εμένα, σαν συγγραφέας που ήμουν, ανέθεσαν τον επικήδειο. Ο αδερφός μου ήρθε από τη Βιρτζίνια με τη μαμά μου και τη θεία μου και τον έβαλαν να τοποθετεί στη σειρά τον κόσμο που υπέγραφε στο βιβλίο των καλεσμένων. Η μητέρα μου -εξήντα έξι χρονών και σχεδόν τελείως γκαγκά, αν και οι γιατροί δεν παραδέχονταν με τίποτα ότι έχει Αλτσχάιμερ- ζούσε στο Μέμφις με την αδερφή της, που ήταν δύο χρόνια μικρότερη και σχεδόν στην ίδια κατάσταση από μυαλό. Σ' αυτές ανέθεσαν να κόψουν το κέικ και να μοιράσουν τα κομμάτια στον κόσμο.
Όλα τα άλλα τα κανόνισαν οι Άρλεν, από τις ώρες που θα ερχόταν ο κόσμος μέχρι τα μέρη της τελετής. Ο Φρανκ και ο Βίκτορ, ο δεύτερος αδερφός, έβγαλαν σύντομους επικήδειους. Ο μπαμπάς της Τζο είπε μια προσευχή για την ψυχή της κόρης του. Και στο τέλος, ο Πιτ Μπρίντλαβ, ο μικρός που μας έκοβε το γρασίδι το καλοκαίρι και καθάριζε τον κήπο μας από τα ξερά φύλλα το φθινόπωρο, μας έκανε όλους να κλάψουμε ψέλνοντας το Ευλογημένη Προστασία. Ο Φρανκ είπε ότι αυτός ήταν ο αγαπημένος ύμνος της Τζο όταν ήταν μικρή. Τώρα, πώς βρήκε ο Φρανκ τον Πιτ και τον έπεισε να ψάλει στην κηδεία είναι κάτι που δεν το έμαθα ποτέ. Σιγά σιγά την περάσαμε όλη τη διαδικασία -την απογευματινή και τη βραδινή συγκέντρωση την Τρίτη, την κηδεία την Τετάρτη το πρωί, μετά τη μικρή τελετή στο Νεκροταφείο Φερλόουν. Εκείνο που θυμάμαι πιο πολύ από όλα αυτά ήταν ότι σκεφτόμουν πόση ζέστη έκανε, πόσο χαμένος ένιωθα που δεν είχα την Τζο για να της μιλάω και ότι έπρεπε να είχα αγοράσει ένα καινούριο ζευγάρι παπούτσια. Η Τζο θα με άρχιζε στην γκρίνια γι' αυτά που φορούσα -αν ήταν εκεί. Αργότερα μίλησα με τον αδερφό μου, τον Σιντ. Του είπα ότι πρέπει να κάνουμε κάτι για τη μητέρα μας και τη θεία Φρανσίν πριν χαθούν και οι δυο εντελώς στη Ζώνη του Λυκόφωτος. Μόνο που ήταν και οι δυο νέες ακόμη για να τις βάλουμε σε οίκο ευγηρίας. Τι θα συμβούλευε αυτός; Κάτι συμβούλευσε, αλλά π' ανάθεμα με αν θυμάμαι τι ήταν. Συμφώνησα πάντως, γι' αυτό είμαι σίγουρος, αλλά δεν θυμάμαι τι είπε. Αργότερα εκείνη τη μέρα, ο Σίντι, η μαμά και η θεία μας μπήκαν πάλι στο νοικιασμένο αμάξι του Σίντι για να γυρίσουν στη Βοστόνη, όπου θα κοιμούνταν τη νύχτα και μετά θα έπαιρναν το τρένο την επόμενη μέρα. Ο αδερφός μου δεν είχε αντίρρηση να συνοδεύει τις δυο γριούλες, αλλά δεν πετάει με τίποτα, ακόμη κι αν του κάνω τα εισιτήρια. Λέει πως, αν χαλάσει η μηχανή του αεροπλάνου, ο πιλότος δεν μπορεί να το βγάλει από το δρόμο και να το παρκάρει.
Οι περισσότεροι Άρλεν έφυγαν την επόμενη μέρα. Έκανε πάλι τρομερή ζέστη, ο ήλιος έλαμπε ανελέητα σε έναν άσπρο, ομιχλώδη ουρανό και ο καύσωνας σκέπαζε τα πάντα σαν λιωμένος μπρούντζος. Στάθηκαν όλοι μπροστά στο σπίτι μας -το οποίο στο μεταξύ είχε γίνει σπίτι μου-, με τρία ταξί αραδιασμένα στο πεζοδρόμιο πίσω τους, κάτι τύποι μεγαλόσωμοι σαν βουβάλια, που αγκάλιαζαν ο ένας τον άλλο ανάμεσα σε βαλίτσες και βαλιτσάκια και αποχαιρετιούνταν μιλώντας με προφορά της Μασαχουσέτης. Ο Φρανκ έμεινε άλλη μια μέρα. Φτιάξαμε μια μεγάλη ανθοδέσμη μαζεύοντας λουλούδια πίσω από το σπίτι -όχι εκείνα τα απαίσια των θερμοκηπίων με την πνιγηρή μυρωδιά που πάντα τα συνδέεις με εκκλησιαστική μουσική και θάνατο αλλά πραγματικά λουλούδια, αυτά που άρεσαν περισσότερο στην Τζο· τα βάλαμε μέσα σε δυο κουτιά από καφέ που βρήκα στο πίσω κελάρι. Πήγαμε στο Φερλόουν και τα αφήσαμε πάνω στον φρέσκο τάφο. Ύστερα καθίσαμε εκεί για λίγο κάτω από τον καυτό ήλιο. «Η Τζο ήταν πάντα το πιο γλυκό πλάσμα στη ζωή μου», είπε τελικά ο Φρανκ με μια παράξενη, πνιγμένη φωνή. «'Όταν ήμαστε μικροί, την προσέχαμε σαν τα μάτια μας. Όλοι μας. Κανείς δεν τολμούσε να της κάνει τίποτα. Έτσι και της κουνιόταν κανένας, του αλλάζαμε τα φώτα». «Ναι, μου είχε πει πολλές ιστορίες». «Καλές;» «Πολύ καλές». «θα μου λείψει τόσο πολύ». «Και σ' εμένα», είπα. «Φρανκ... δεν μου λες... ξέρω ότι ήσουν ο αγαπημένος της αδερφός. Δεν σου τηλεφώνησε ποτέ, ίσως για να σου πει ότι είχε καθυστέρηση ή ότι ένιωθε ζαλάδες το πρωί; Μπορείς να μου το πεις, δεν θα τσατιστώ». «Όχι, σου λέω. Ειλικρινά. Γιατί, είχε ζαλάδες;» «Δεν είδα ποτέ μου τέτοιο πράγμα». Και αυτό ήταν το θέμα. Δεν είχα καταλάβει τίποτα. Φυσικά έγραφα, και όταν γράφω είναι σαν να πέφτω σε ύπνωση. Αλλά η Τζο ήξερε «πού πηγαίνω» όταν είμαι σ' αυτή την υπνωτική κατάσταση. Μπορούσε να με βρει και να με ταρακουνήσει. Γιατί δεν το έκανε; Γιατί να μου κρύψει ένα
τόσο καλό νέο; Το ότι δεν ήθελε να μου το πει πριν σιγουρευτεί φαινόταν λογικό, αλλά δεν ταίριαζε με το χαρακτήρα της. «Τι ήταν, αγόρι ή κορίτσι;» με ρώτησε ο Φρανκ. «Κορίτσι». Είχαμε διαλέξει όνομα και περιμέναμε, από την αρχή του γάμου μας σχεδόν. Αν ήταν αγόρι, θα το βγάζαμε Άντριου. Αν ήταν κορίτσι, θα το βγάζαμε Κάια. Κάια Τζέιν Νούναν. Ο Φρανκ, είναι έξι χρόνια χωρισμένος και μόνος του τώρα. Καθώς γυρίζαμε στο σπίτι, μου είπε: «Ανησυχώ για σένα, Μάικι. Δεν έχεις και πολλούς συγγενείς, αν χρειαστείς συμπαράσταση, κι αυτοί που έχεις είναι μακριά». «Μην ανησυχείς, είμαι εντάξει». Ο Φρανκ κούνησε το κεφάλι του. «Πάντα αυτό λέμε έτσι κι αλλιώς, ε ;» «Τι εννοείς;» «Εμείς οι άντρες. Έτσι λέμε: "Είμαι εντάξει, είμαι καλά". Κι αν δεν είμαστε, φροντίζουμε να μην το καταλάβει κανείς». Με κοίταξε με τα μάτια του να δακρύζουν ακόμη -και με το μαντίλι στο ένα του μεγάλο ηλιοκαμένο χέρι. «Αν δεν είσαι καλά, Μάικι, και δεν θέλεις να τηλεφωνήσεις στον αδερφό σου -είδα πώς τον κοίταζες-, πες πως είμαι εγώ ο αδερφός σου. Για χάρη της Τζο τουλάχιστον, αν δεν θέλεις να το κάνεις για τον εαυτό σου». «Εντάξει», είπα. Σεβόμουν και εκτιμούσα την προσφορά του, ήξερα όμως επίσης ότι δεν θα έκανα ποτέ μου τέτοιο πράγμα. Δεν τηλεφωνώ σε άλλους να ζητήσω βοήθεια. Δεν είναι ότι με ανέθρεψαν έτσι -ή, τουλάχιστον, δεν νομίζω ότι είναι αυτό. Είναι απλώς ο χαρακτήρας μου. Η Τζοάνα μου είχε πει κάποτε ότι, αν πνιγόμουν στη λίμνη Νταρκ Σκορ, όπου έχουμε ένα εξοχικό σπίτι, θα προτιμούσα να πεθάνω σιωπηλά σε απόσταση δεκαπέντε μέτρων από την παραλία παρά να φωνάξω βοήθεια. Δεν είναι θέμα αγάπης ή στοργής. Μπορώ να τα προσφέρω αυτά και να τα δεχτώ. Και νιώθω πόνο όπως όλοι οι άνθρωποι. Έχω ανάγκη να
αγγίζω και να με αγγίζουν. Αλλά, αν κάποιος με ρωτήσει, «Είσαι καλά;», δεν μπορώ να πω όχι. Δεν μπορώ να πω βοήθησε με. Δύο ώρες αργότερα ο Φρανκ έφυγε για τα νότια της Πολιτείας. Όταν άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου του, συγκινήθηκα βλέποντας ότι το μαγνητοφωνημένο βιβλίο που είχε στο κασετόφωνο ήταν ένα δικό μου. Με αγκάλιασε και μετά με ξάφνιασε με ένα φιλί στο στόμα, ένα καλό, δυνατό φιλί. «Αν χρειαστείς να μιλήσεις, πάρε με», είπε. «Και αν χρειαστείς κόσμο, σήκω κι έλα στο σπίτι μου». Έγνεψα καταφατικά. «Και να προσέχεις». Αυτό με ξάφνιασε. Ο συνδυασμός της ζέστης και της λύπης με έκανε να νιώθω σαν να ζούσα σε όνειρο τις τελευταίες μέρες, αλλά αυτό διαπέρασε τη θολούρα και με άγγιξε. «Τι να προσέχω;» «Δεν ξέρω», μου απάντησε. «Δεν ξέρω, Μάικι». Μετά μπήκε στο αμάξι του -ήταν τόσο μεγαλόσωμος, και το αυτοκίνητο τόσο μικρό, που έμοιαζε σαν να το φοράει- κι έφυγε. Ο ήλιος είχε αρχίσει να πέφτει στο μεταξύ. Ξέρετε πώς πέφτει ο ήλιος στο τέλος μιας καυτής μέρας τον Αύγουστο, όλο πορτοκαλιά χρώματα και κάπως πατικωμένος, σαν να τον ζουλάει από πάνω ένα αόρατο χέρι, και από στιγμή σε στιγμή μπορεί να σκάσει σαν παραφαγωμένο κουνούπι και να ραντίσει με κόκκινο όλο τον ορίζοντα; Ε, κάπως έτσι ήταν. Στην ανατολή, όπου είχε ήδη σκοτεινιάσει, ακούγονταν μπουμπουνητά. Δεν έβρεξε όμως εκείνο το βράδυ· μόνο έπεσε ένα σκοτάδι βαρύ και αποπνικτικό σαν κουβέρτα. Παρ' όλα αυτά, κάθισα μπροστά στον υπολογιστή κι έγραψα για καμιά ώρα. Πήγε καλούτσικα, απ' ό,τι θυμάμαι. Και, ξέρετε, ακόμη και όταν δεν πάει καλά, βοηθάει τουλάχιστον να περάσει η ώρα. Η δεύτερη κρίση θρήνου ήρθε τρεις τέσσερις μέρες μετά την κηδεία. Εκείνη η αίσθηση ότι ζω σε όνειρο συνεχίστηκε -περπατούσα, μιλούσα, απαντούσα στο τηλέφωνο, δούλευα το βιβλίο μου, που ήταν γύρω στα ογδόντα τοις εκατό ολοκληρωμένο όταν πέθανε η Τζο-, αλλά υπήρχε μονίμως μια σαφής αίσθηση αποσύνδεσης, μια αίσθηση ότι όλα συμβαίνουν σε κάποια
απόσταση από τον πραγματικό μου εαυτό και ότι λίγο πολύ του τα αναμεταδίδω τηλεφωνικά. Μου τηλεφώνησε η Ντενίζ Μπρίντλαβ, η μητέρα του Πίτερ, και με ρώτησε αν θα ήθελα να φέρει άλλες δυο φίλες της μια μέρα την επόμενη βδομάδα και να ρίξουν ένα γερό καθάρισμα στο μεγάλο εδουαρδιανό σπίτι όπου τώρα ζούσα μόνος μου, κυλώντας από δωμάτιο σε δωμάτιο σαν το τελευταίο μπιζέλι μέσα σε μια κονσέρβα με μέγεθος εστιατορίου. Μου είπε ότι ήθελαν εκατό δολάρια, από τα οποία θα έπαιρναν ίσο μερίδιο και οι τρεις, και ότι το έκαναν κυρίως επειδή θα ήταν καλό για μένα. Ένα καλό καθάρισμα είναι απαραίτητο ύστερα από ένα θάνατο, μου είπε, ακόμη και αν ο θάνατος δεν έχει συμβεί μέσα στο ίδιο το σπίτι. Της είπα ότι ήταν καλή ιδέα, αλλά ότι θα πλήρωνα αυτή και τις φίλες της με εκατό δολάρια την καθεμία για έξι ώρες δουλειά. Μόλις θα περνούσαν οι έξι ώρες, οι τρεις γυναίκες θα σταματούσαν, είτε είχαν είτε δεν είχαν τελειώσει. «Κύριε Νούναν, είναι πάρα πολλά», μου είπε. «Μπορεί να είναι, μπορεί και να μην είναι· εγώ όμως τά πληρώνω. Σύμφωνοι;» Μου είπε ότι ήταν σύμφωνη, φυσικά ήταν. 'Όπως ήταν φυσικό, πριν έρθουν -το προηγούμενο βράδυ-, κάποια στιγμή άρχισα να τριγυρίζω μέσα στο σπίτι κάνοντας μια «προκαθαριστική» επιθεώρηση. Μάλλον δεν ήθελα να βρουν οι γυναίκες (δύο από τις οποίες μου ήταν τελείως άγνωστες) κάτι που θα έφερνε σε δύσκολη θέση είτε αυτές είτε εμένα: κανένα μεταξωτό σλιπάκι της Τζοάνα χωμένο πίσω από τα μαξιλάρια του καναπέ ίσως («Μας τη δίνει συχνά στον καναπέ, Μάικλ», μου είχε πει κάποτε, «το έχεις προσέξει;») ή τίποτα κουτιά μπίρας κάτω από τον καναπέ της βεράντας ή, ίσως, ακόμη και καμιά λεκάνη τουαλέτας με ατράβηχτο το καζανάκι. Βασικά, δεν μπορώ να σας πω ότι έψαχνα για κάτι συγκεκριμένο. Εκείνη η αίσθηση ότι κινούμαι μέσα σε όνειρο κυριαρχούσε ακόμη ακλόνητη στο νου μου. Οι καθαρότερες σκέψεις που έκανα εκείνες τις μέρες ήταν είτε για το τέλος του μυθιστορήματος που έγραφα (ο ψυχωτικός δολοφόνος είχε καταφέρει να ανεβάσει την ηρωίδα σε ένα ψηλό κτίριο και σκόπευε να την πετάξει από την ταράτσα) είτε για το
τεστ εγκυμοσύνης που είχε αγοράσει η Τζο τη μέρα που πέθανε. Φάρμακο για την ιγμορίτιδα, μου είχε πει. Κι ένα κομμάτι ψάρι για το βραδινό, μου είχε πει. Και τα μάτια της δεν μου είχαν δείξει τίποτ' άλλο που έστω θα με έβαζε σε υποψίες για να ξανακοιτάξω. Προς το τέλος της «επιθεώρησης», κοίταξα κάτω από το κρεβάτι μας και είδα από τη μεριά της Τζο ένα βιβλίο τσέπης ανοιχτό. Δεν είχαν περάσει πολλές μέρες από το θάνατο της, αλλά είναι λίγα τα μέρη των σπιτιών που μαζεύουν πιο πολλή σκόνη από το Υποκρεβάτιο Βασίλειο. Το ανοιχτόγκριζο στρώμα σκόνης που είδα πάνω στο βιβλίο όταν το πήρα μου θύμισε το πρόσωπο και τα χέρια της Τζοάνα μέσα στο φέρετρο -η Τζο στο Υπόγειο Βασίλειο. Μαζεύει σκόνη μέσα στο φέρετρο; Σίγουρα όχι, αλλά... Έδιωξα αμέσως τη σκέψη. Προσποιήθηκε ότι έφυγε, αλλά όλη μέρα ξαναγύριζε ύπουλα, σαν τη λευκή αρκούδα του Τολστόι. Η Τζοάνα κι εγώ είχαμε σπουδάσει αγγλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Μέιν και, όπως και πολλοί άλλοι φαντάζομαι, ερωτευτήκαμε τους ήχους του Σαίξπηρ και τον κυνισμό του Έντουιν Άρλινγκτον Ρόμπινσον. Ωστόσο, ο συγγραφέας που μας έφερε πιο κοντά δεν ήταν κάποιος προσιτός ποιητής ή δοκιμιογράφος αλλά ο Σόμερσετ Μομ, εκείνος ο ηλικιωμένος, κοσμογυρισμένος μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας με το πρόσωπο ερπετού (πάντα μισοκρυμμένο από καπνό τσιγάρου στις φωτογραφίες του) και τη ρομαντική καρδιά. Έτσι, δεν παραξενεύτηκα πολύ που το βιβλίο κάτω από το κρεβάτι της ήταν Το Φεγγάρι και Έξι Πένες. Το είχα διαβάσει κι εγώ λίγο πριν από τα είκοσι, όχι μία φορά αλλά δύο, και είχα ταυτιστεί παθιασμένα με το χαρακτήρα του Τσαρλς Στρίκλαντ. (Φυσικά, εγώ δεν ήθελα να πάω στις Νότιες θάλασσες για να ζωγραφίσω αλλά για να γράψω.) Χρησιμοποιούσε ένα τραπουλόχαρτο από κάποια άχρηστη παλιά τράπουλα για σελιδοδείκτη και, καθώς άνοιξα το βιβλίο, σκέφτηκα κάτι που είχε πει όταν την πρωτογνώρισα. Αυτό έγινε στο μάθημα της βρετανικής λογοτεχνίας του 20ού αιώνα, ίσως το 1980. Η Τζοάνα Άρλεν ήταν μια φλογερή δευτεροετής, εγώ ήμουν τελειόφοιτος και είχα επιλέξει τους Βρετανούς του 20ού αιώνα επειδή είχα περισσευούμενο χρόνο εκείνο το τελευταίο εξάμηνο.
«Σε εκατό χρόνια από τώρα», είχε πει, «η ντροπή των κριτικών των μέσων του εικοστού αιώνα θα είναι ότι αγκάλιασαν τον Λόρενς και αγνόησαν τον Μομ». Αυτό προκάλεσε καλοπροαίρετα περιφρονητικά γέλια (όλοι πίστευαν ακράδαντα ότι το Ερωτευμένες Γυναίκες ήταν ένα από τα καλύτερα βιβλία που γράφτηκαν ποτέ), αλλά εγώ δεν γέλασα. Την ερωτεύτηκα. Το τραπουλόχαρτο ήταν στις σελίδες 102 και 103. Ο Ντερκ Στρεβ μόλις έχει ανακαλύψει ότι η γυναίκα του τον παράτησε για τον Στρίκλαντ, την κατά Μομ εκδοχή του Πολ Γκογκέν. Ο αφηγητής προσπαθεί να δώσει κουράγιο στον Στρεβ. Αγαπητέ μου φίλε, μη στενοχωριέσαι, θα ξαναγυρίσει... «Εύκολο να το λες εσύ», μουρμούρισα στο δωμάτιο, που τώρα ανήκε μόνο σ' εμένα. Γύρισα τη σελίδα και διάβασα αυτό: Η τραυματική ηρεμία του Στρίκλαντ έκανε τον Στρεβ να χάσει τον αυτοέλεγχο του. Μια τυφλή μανία τον κυρίευσε και, χωρίς να ξέρει τι κάνει, όρμησε στον Στρίκλαντ. Αυτός αιφνιδιάστηκε και παραπάτησε, αλλά ήταν πολύ δυνατός ακόμη παρά την αρρώστια του και σε μια στιγμή ο Στρεβ, χωρίς να ξέρει πώς, βρέθηκε πεσμένος στο πάτωμα. «Αστείο ανθρωπάκι», είπε ο Στρίκλαντ. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι η Τζο δεν θα γύριζε ποτέ αυτή τη σελίδα για να ακούσει τον Στρίκλαντ να αποκαλεί αστείο ανθρωπάκι τον αξιολύπητο Στρεβ. Σε μια στιγμή λαμπρής φώτισης που δεν την ξέχασα ποτέ -πώς θα μπορούσα να την ξεχάσω; Ήταν μία από τις χειρότερες στιγμές της ζωής μου-, κατάλαβα ότι δεν ήταν κάποιο λάθος που θα διορθωνόταν ή ένα όνειρο από το οποίο θα ξυπνούσα. Η Τζοάνα ήταν νεκρή. Η θλίψη μου ρούφηξε όλη μου τη δύναμη. Αν δεν ήταν εκεί το κρεβάτι, θα είχα σωριαστεί στο πάτωμα. Κλαίμε από τα μάτια μας· είναι το μόνο που μπορούμε να κάνουμε, αλλά εκείνο το βράδυ ένιωθα σαν να έκλαιγε όλο μου το σώμα. Καθόμουν εκεί, στη δική της πλευρά του κρεβατιού, με το σκονισμένο βιβλίο στο χέρι μου, και θρηνούσα. Νομίζω ότι το προκάλεσε όχι μόνο ο πόνος αλλά και η έκπληξη. Παρ' ότι είχα δει και αναγνωρίσει το πτώμα σε οθόνη υψηλής ανάλυσης, παρ' ότι είχα παρακολουθήσει την κη-
δεία και είχα ακούσει τον Πιτ Μπρίντλαβ που έψαλε το Ευλογημένη Προστασία με μια καθαρή, γλυκιά φωνή τενόρου, παρά την ακολουθία δίπλα στον τάφο με τα «γη ει και εις γην απελεύση», δεν το είχα πιστέψει πραγματικά. Εκείνο το χαρτόδετο Πένγκουιν κατάφερε αυτό που δεν είχε καταφέρει το μεγάλο γκρίζο φέρετρο: μ' έκανε να καταλάβω ότι η Τζοάνα είναι νεκρή. Αστείο ανθρωπάκι, είπε ο Στρίκλαντ. Ξάπλωσα πίσω στο κρεβάτι μας, σταύρωσα τα χέρια μου πάνω από το πρόσωπο κι έκλαιγα μέχρι που με πήρε ο ύπνος, όπως κάνουν τα παιδιά όταν είναι δυστυχισμένα. Είδα ένα απαίσιο όνειρο: ότι ξύπνησα, λέει, είδα το βιβλίο πάνω στο κρεβάτι, δίπλα μου, και αποφάσισα να το βάλω , πάλι κάτω από το κρεβάτι εκεί που το είχα βρει. Ξέρετε ; πόσο μπερδεμένα είναι τα όνειρα -λογική που θυμίζει ρολόγια του Νταλί, που κρέμονται από τα κλαδιά των δέντρων σαν χαλιά. Έβαλα το τραπουλόχαρτο πάλι ανάμεσα στις σελίδες 102 και 103 -που απείχαν ένα γύρισμα του αντίχειρα από το Αστείο ανθρωπάκι, είπε ο Στρίκλαντ τώρα και για πάντα- και μετά γύρισα στο πλάι και κρέμασα το κεφάλι μου από την άκρη του κρεβατιού, σκοπεύοντας να βάλω το βιβλίο ακριβώς εκεί που το είχα βρει. Η Τζο ήταν ξαπλωμένη ανάμεσα στις σκόνες και τα χνούδια. Ένας ιστός αράχνης κρεμόταν από το στρώμα, από πάνω της, και χάιδευε το μάγουλο της σαν φτερό. Τα κόκκινα μαλλιά της φαίνονταν θαμπά, αλλά τα μάτια της ήταν σκούρα και ξύπνια και αγριεμένα στο άσπρο πρόσωπο της. Και όταν μίλησε κατάλαβα ότι ο θάνατος την είχε τρελάνει. «Δώσ' το μου αυτό», είπε με σφυριχτή φωνή. «Είναι ο σκονοσυλλέκτης μου». Μου το άρπαξε από τα χέρια πριν προλάβω να της το δώσω. Για μια στιγμή τα δάχτυλα μας ήρθαν σε επαφή, και τα δικά της ήταν κρύα σαν κλαριά ύστερα από παγετό. Άνοιξε το βιβλίο στη σημειωμένη σελίδα, το τραπουλόχαρτο έπεσε από μέσα πεταρίζοντας, κι έβαλε τον Σόμερσετ Μομ πάνω στο πρόσωπο της -ένα σάβανο από λέξεις. Καθώς σταύρωνε τα χέρια της πάνω στο στήθος κι έμενε ακίνητη, συνειδητοποίησα ότι
φορούσε το γαλάζιο φόρεμα με το οποίο την είχαν θάψει. Είχε βγει από τον τάφο της για να κρυφτεί κάτω από το κρεβάτι μας. Ξύπνησα με μια πνιχτή κραυγή και ένα οδυνηρό τίναγμα που σχεδόν μ' έκανε να κατρακυλήσω από το κρεβάτι στο πάτωμα. Δεν είχα κοιμηθεί πολύ -τα μαγουλά μου ήταν ακόμη υγρά από τα δάκρυα, και τα βλέφαρα μου είχαν εκείνη την παράξενη τεντωμένη όψη που έχουν μετά από το κλάμα. Το όνειρο ήταν τόσο ζωντανό που δεν κρατήθηκα, γύρισα στο πλευρό, κρέμασα το κεφάλι μου και κοίταξα κάτω από το κρεβάτι, όντας βέβαιος ότι θα την έβλεπα εκεί με το βιβλίο πάνω από το πρόσωπο της, και ότι θα άπλωνε τα παγωμένα της δάχτυλα για να με αγγίξει. Δεν υπήρχε τίποτα, φυσικά - τα όνειρα είναι απλώς όνειρα. Παρ' όλα αυτά, την υπόλοιπη νύχτα την πέρασα στον καναπέ του γραφείου μου. Ήταν σωστή η απόφαση, μάλλον, γιατί δεν είδα άλλα όνειρα εκείνο το βράδυ. Μόνο το κενό ενός καλού ύπνου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Στα δέκα χρόνια του γάμου μου δεν είχα ποτέ δυσκολία στο γράψιμο (ή «συγγραφικό μπλοκάρισμα», όπως το λένε συνήθως), ούτε και το έπαθα αμέσως μετά το θάνατο της Τζοάνα. Εδώ που τα λέμε, αυτή η κατάσταση μου ήταν τόσο άγνωστη, ώστε είχε εδραιωθεί πια μέχρι να αρχίσω να υποψιάζομαι ότι κάτι συμβαίνει. Ίσως επειδή κατά βάθος πίστευα ότι τέτοια προβλήματα επηρεάζουν μόνο τους «λογοτεχνίζοντες» τύπους τους οποίους μελετούν, αποδομούν και μερικές φορές απορρίπτουν οι κριτικοί του Νιου Πoγκ Ριβιου οφ Μπανκς. Η συγγραφική μου καριέρα και ο γάμος μου κάλυπταν σχεδόν το ίδιο χρονικό διάστημα. Τελείωσα το πρώτο χειρόγραφο του πρώτου μου μυθιστορήματος, Διπλός Εαυτός, λίγο μετά τον επίσημο αρραβώνα μου με την Τζοάνα (της πέρασα ένα δαχτυλίδι με οπάλι στο τρίτο δάχτυλο του αριστερού χεριού· μου κόστισε εκατόν δέκα δολάρια στο Ντέι'ς Τζούελερς, πολύ περισσότερα από όσα μπορούσα να ξοδέψω εκείνη την εποχή, αλλά η Τζοάνα εκστασιάστηκε με το δώρο), και τελείωσα το τελευταίο μου μυθιστόρημα, με τον τίτλο Πτώση, γύρω στον ένα μήνα μετά το θάνατο της. Αυτό ήταν το βιβλίο με τον ψυχωτικό δολοφόνο που του αρέσουν τα ύψη και εκδόθηκε το φθινόπωρο του 1995. Από τότε έχω εκδώσει κι άλλα μυθιστορήματα -είναι ένα παράδοξο που μπορώ να σας το εξηγήσω-, αλλά το σίγουρο αυτή τη στιγμή είναι ότι δεν πρόκειται να δείτε άλλα βιβλία του Μάικλ Νούναν στους καταλόγους των μπεστ σέλερ στο άμεσο μέλλον. Τώρα ξέρω πολύ καλά τι είναι το συγγραφικό μπλοκάρισμα. Ξέρω πολύ περισσότερα από όσα θα ήθελα. 'Όταν έδειξα διστακτικά στην Τζο το πρώτο χειρόγραφο του Διπλού Εαυτού, αυτή το διάβασε σε ένα βράδυ, μαζεμένη στην
αγαπημένη της πολυθρόνα, φορώντας μόνο ένα σλιπάκι και μια φανέλα με τη μαύρη αρκούδα του Μέιν μπροστά και πίνοντας απανωτά ποτήρια παγωμένο τσάι. Εγώ πήγα έξω στο γκαράζ (εκείνη την εποχή μέναμε με νοίκι σε ένα σπίτι στο Μπάνγκορ, μαζί με ένα άλλο ζευγάρι που είχε κι αυτό τα ίδια οικονομικά προβλήματα... και να σας πω επίσης ότι η Τζο κι εγώ δεν ήμαστε παντρεμένοι τότε, αν και απ' όσο ξέρω δεν έβγαλε ποτέ από το δάχτυλο της εκείνο το δαχτυλίδι με το οπάλι) και άρχισα να τριγυρίζω άσκοπα. Ένιωθα σαν τους τύπους στα καρτούν του Νιου Λορκερ που περιμένουν στην αίθουσα αναμονής του μαιευτηρίου. Απ' ό,τι θυμάμαι, κατέστρεψα ένα απ' αυτά τα κιτ που φτιάχνεις σπιτάκια για πουλιά, μια τόσο απλή κατασκευή που θα μπορούσε να την κάνει ακόμη και μικρό παιδί, και επιπλέον κόντεψα να κόψω το δείκτη του αριστερού μου χεριού. Κάθε είκοσι λεπτά περίπου έμπαινα στο σπίτι και κρυφοκοίταζα την Τζο. Αν με πρόσεξε, δεν έδειξε τίποτα. Το θεώρησα καλό σημάδι αυτό. Καθόμουν στην πίσω βεράντα και κάπνιζα κοιτάζοντας τα άστρα, όταν βγήκε έξω, κάθισε δίπλα μου και με αγκάλιασε από τους ώμους. «Λοιπόν;» είπα. «Είναι καλό», μου απάντησε. «Και τώρα γιατί δεν έρχεσαι μέσα να με πηδήξεις;» Και πριν προλάβω να απαντήσω, το σλιπάκι που φορούσε έπεσε πάνω στα πόδια μου με έναν απαλό ψίθυρο. Μετά, ενώ ήμαστε ακόμη ξαπλωμένοι στο κρεβάτι και τρώγαμε πορτοκάλια (ένα βίτσιο που ξεπεράσαμε αργότερα), τη ρώτησα: «'Όταν λέμε καλό, εννοούμε εκδόσιμο;» «Να σου πω», μου απάντησε, «δεν ξέρω τίποτα για τον λαμπερό κόσμο των εκδόσεων, αλλά διαβάζω για ψυχαγωγία όλη μου τη ζωή -ο Περίεργος Τζορτζ ήταν ο πρώτος μου έρωτας, αν θέλεις να ξέρεις...» «Όχι, δεν θέλω». Έσκυψε και μου έβαλε μια φέτα πορτοκάλι στο στόμα, ενώ το στήθος της, γυμνό και προκλητικό, ακουμπούσε στο μπράτσο μου. «...κι αυτό το βιβλίο το βρήκα πολύ ψυχαγωγικό. Η πρόβλεψη μου
είναι ότι η δημοσιογραφική σου καριέρα στην Ντέρι Νιουζ δεν θα προχωρήσει πέρα από το στάδιο του αρχαρίου. Νομίζω ότι τελικά θα είμαι η γυναίκα ενός συγγραφέα». Τα λόγια της μου έφεραν ανατριχίλα. Όχι, δεν ήξερε τίποτα για τον λαμπερό κόσμο των εκδόσεων, αλλά, αν πίστευε αυτή σ' εμένα, τότε πίστευα κι εγώ... και τελικά αποδείχτηκε ότι αυτό ήταν αρκετό. Βρήκα έναν ατζέντη με τη βοήθεια ενός παλιού μου καθηγητή στο κολέγιο (ο οποίος διάβασε το μυθιστόρημα μου και το καταδίκασε με κάποιον αμυδρό έπαινο, θεωρώντας τις εμπορικές του ιδιότητες σαν κάτι το αιρετικό, νομίζω) και ο ατζέντης πούλησε το Διπλός Εαυτός στον Ράντομ Χάουζ, τον πρώτο εκδοτικό οίκο στον οποίο το υπέβαλε. Η Τζο είχε δίκιο και όσον αφορά τη δημοσιογραφική μου καριέρα. Είχα περάσει τέσσερις μήνες καλύπτοντας ανθοκομικές εκθέσεις, αυτοκινητικούς αγώνες και δημόσια δείπνα με εκατό δολάρια τη βδομάδα, όταν έφτασε η πρώτη μου επιταγή από τον Ράντομ Χάουζ: 27.000 δολάρια, μετά την αφαίρεση της προμήθειας του ατζέντη. Εργαζόμουν τόσο λίγο καιρό ως δημοσιογράφος, ώστε δεν πρόλαβα να πάρω ούτε καν την πρώτη μικρή αύξηση στο μισθό μου· εν τούτοις, μου έκαναν αποχαιρετιστήριο πάρτι. Στο Τζακ'ς Παμπ, μάλιστα, τώρα που το θυμάμαι. Πάνω από τα τραπέζια στο πίσω δωμάτιο κρεμόταν ένα πανό που έγραφε ΚΑΛΗ ΤΥΧΗ ΜΑΪΚ! Αργότερα, όταν φτάσαμε σπίτι, η Τζοάνα μου είπε ότι, αν η ζήλια ήταν οξύ, δεν θα είχε μείνει τίποτα από το σώμα μου πέρα από την αγκράφα της ζώνης μου και τρία δόντια. Αργότερα, στο κρεβάτι, με σβηστά τα φώτα -αφού είχαμε φάει και το τελευταίο πορτοκάλι και είχαμε μοιραστεί και το τελευταίο τσιγάρο-, της είπα: «Δεν πρόκειτ' να το μπερδέψει κανείς με το Γυρνά Σπίτι, Άγγελε μου, έτσι δεν είναι;» Το βιβλίο μου, εννοούσα. Η Τζοάνα ήξερε ότι σχεδόν είχα πάθει κατάθλιψη με την αντίδραση του παλιού μου καθηγητή σχετικά με το Διπλός Εαυτός. «Δεν πιστεύω να αρχίσεις να μου το παίζεις απελπισμένος διανοούμενος τώρα, ε;» μου είπε η Τζοάνα και ανασηκώθηκε στον αγκώνα. «Γιατί, αν έχεις τέτοιο σκοπό, πες το από τώρα, για να αγοράσω κανέναν οδηγό διαζυγίου αύριο πρωί πρωί».
Χαμογέλασα, αλλά ένιωσα και λίγο πληγωμένος. «Είδες το πρώτο δελτίο Τύπου από τον Ράντομ Χάουζ;» Ήξερα ότι το είχε δει. «Σχεδόν με αποκαλούν Β. Σ. Άντριους με πουλί, που να πάρει». «Να σου πω», μου απάντησε, πιάνοντας το περί ου ο λόγος αντικείμενο. «Η αλήθεια είναι ότι έχεις πουλί. Όσο για το τι σε αποκαλούν... Μάικ, όταν ήμουν στην τρίτη δημοτικού, η Πάτι Μπάνινγκ με έλεγε πουτάνα. Αλλά δεν ήμουν». «Το παν είναι πώς σε βλέπουν οι άλλοι». «Τρίχες». Κρατούσε ακόμη το πουλί μου και του έδωσε ένα γερό σφίξιμο που με πόνεσε λίγο και ήταν ταυτόχρονα υπέροχο. Εκείνη την εποχή, το εργαλείο μου δεν ήταν ιδιαίτερα εκλεκτικό στο τι του έκαναν -φτάνει να του το έκαναν πολύ. «Η ευτυχία είναι το παν. Είσαι ευτυχισμένος όταν γράφεις, Μάικ;» «Βέβαια». Το ήξερε ήδη ότι ήμουν ευτυχισμένος. «Και μήπως σε ενοχλεί η συνείδηση σου όταν γράφεις;» «Όταν γράφω, δεν υπάρχει τίποτα που να θέλω περισσότερο από το γράψιμο, εκτός από αυτό εδώ», είπα και έπεσα πάνω της. «Πω, πω», είπε μ' εκείνο το σεμνότυφο ύφος που μ' έκανε πάντα να λύνομαι στα γέλια. «Υπάρχει ένα πέος ανάμεσα μας». Και καθώς κάναμε έρωτα, συνειδητοποίησα ένα δυο υπέροχα πράγματα: ότι το εννοούσε πραγματικά όταν είπε ότι της άρεσε το βιβλίο μου (εδώ που τα λέμε, το είχα καταλάβει ότι της άρεσε μόνο και μόνο από τον τρόπο που καθόταν στην πολυθρόνα όσο το διάβαζε, με μια μπούκλα μαλλιά να πέφτουν στο μέτωπο της και τα γυμνά της πόδια μαζεμένα από κάτω) και ότι δεν χρειαζόταν να ντρέπομαι γι' αυτά που είχα γράψει... δηλαδή, δεν χρειαζόταν να ντρέπομαι απέναντι της τουλάχιστον. Και κάτι άλλο επίσης υπέροχο: ότι ο τρόπος που έβλεπε η Τζο τα πράγματα, σε συνδυασμό με τον τρόπο που τα έβλεπα εγώ, δημιουργούσε τη γνήσια διόφθαλμη όραση που μόνο ο γάμος μπορεί να προσφέρει και ότι αυτή η αντίληψη των πραγμάτων, ήταν η μόνη που είχε σημασία. Ευτυχώς που της άρεσε ο Μομ.
Ήμουν, λοιπόν, η Β. Σ. Άντριους με πουλί για δέκα χρόνια... δεκατέσσερα, αν προσθέσεις και το διάστημα μετά την Τζο. Τα πρώτα πέντε ήμουν στον Ράντομ· μετά ο ατζέντης μου πήρε μια τεράστια προσφορά από τον Πάτναμ και έκανα μεταγραφή. Έχετε δει το όνομα μου σε πολλούς καταλόγους μπεστ σέλερ... αν, δηλαδή, η κυριακάτικη εφημερίδα σας έχει κατάλογο που φτάνει μέχρι το δεκαπέντε, αντί να σταματάει στα δέκα πρώτα. Δεν ήμουν ποτέ ο Κλάνσι, ο Λάντλαμ ή ο Γκρίσαμ, αλλά πουλούσα πολλά βιβλία και μάλιστα σκληρόδετα (κάτι που δεν έκανε ποτέ η Β. Σ. Άντριους, όπως μου είπε κάποτε ο Χάρολντ Ομπλόφσκι, ο ατζέντης μου -η Άντριους ήταν καθαρά ένα φαινόμενο των βιβλίων τσέπης), και μια φορά έφτασα μέχρι την πέμπτη θέση στον κατάλογο των Τάιμς. Αυτό έγινε με το δεύτερο βιβλίο μου, που είχε τον τίτλο Ο άνθρωπος με το Κόκκινο Πουκάμισο. Η ειρωνεία είναι ότι ένα από τα βιβλία που με εμπόδισαν να ανεβώ πιο ψηλά ήταν η Ατσάλινη Μηχανή του Θαντ Μπομόν (που έγραφε με το ψευδώνυμο Τζορτζ Σταρκ). Εκείνη την εποχή, οι Μπομόν είχαν ένα εξοχικό σπίτι στο Καστλ Ροκ, περίπου ογδόντα χιλιόμετρα νότια από το δικό μας εξοχικό σπίτι στη λίμνη Νταρκ Σκορ. Ο Θαντ είναι νεκρός τώρα. Αυτοκτόνησε. Δεν ξέρω αν η αυτοκτονία του είχε καμιά σχέση με συγγραφικό μπλοκάρισμα. Έτσι στεκόμουν ακριβώς έξω από τον μαγικό κύκλο των «μέγα-μπεστ-σέλερ», αλλά ποτέ δεν με ενόχλησε αυτό. Στα τριάντα ένα μου είχαμε δύο σπίτια, εκείνο το υπέροχο παλιό εδουαρδιανό στο Ντέρι, και ένα εξοχικό από κορμούς δέντρων στην όχθη της λίμνης Νταρκ Σκορ, ένα σπίτι που οι ντόπιοι το ονόμαζαν Σάρα Λαφς εδώ και έναν αιώνα σχεδόν. Και τα δύο σπίτια ήταν εξοφλημένα και ολοδικά μας σε μια περίοδο της ζωής μας που πολλά ζευγάρια θεωρούνται τυχερά αν έχουν καταφέρει να πάρουν στεγαστικό δάνειο για το πρώτο τους σπίτι. Ήμαστε υγιείς, πιστοί ο ένας στον άλλο και ξέραμε να απολαμβάνουμε τη ζωή. Δεν ήμουν ο Τόμας Γουλφ (ούτε καν ο Τομ Γουλφ ή ο Τομπάιας Γουλφ), αλλά με πλήρωναν για να κάνω κάτι που μου άρεσε, και δεν υπάρχει καλύτερη φάση απ' αυτή στη ζωή. Είναι σαν να σου έχουν δώσει άδεια να κλέβεις.
Σε γενικές γραμμές, οι κριτικοί δεν καταδέχονταν να ασχοληθούν με ένα συγγραφέα που το συνηθισμένο μοτίβο των έργων του ήταν: «Όμορφη Νέα Γυναίκα Γνωρίζει Συναρπαστικό Ξένο». Πληρωνόμουν καλά, όμως, και είχα εκείνη την ημινόμιμη ανοχή που απολαμβάνουν τα μπορντέλα στη Νεβάδα, με βάση την αντίληψη ότι πρέπει να υπάρχει κάποια διέξοδος για τα πιο ταπεινά ένστικτα των ανθρώπων, και επομένως κάποιος πρέπει να γράφει «Τέτοια Βιβλία». Εγώ έγραφα «Τέτοια Βιβλία» ενθουσιωδώς (και μερικές φορές με την εξίσου ενθουσιώδη συνεργασία της Τζο, αν συναντούσα κάποιο ιδιαίτερα προβληματικό σημείο στην πορεία) και κάποια στιγμή γύρω στην εποχή που βγήκε ο Τζορτζ Μπους ο λογιστής μας μας είπε ότι είμαστε εκατομμυριούχοι. Δεν ήμαστε τόσο πλούσιοι ώστε να έχουμε δικό μας τζετ (όπως ο Γκρίσαμ) ή να είμαστε ιδιοκτήτες επαγγελματικής ομάδας ράγκμπι (όπως ο Κλάνσι), αλλά με τα κριτήρια του Ντέρι είχαμε λεφτά με ουρά. Κάναμε έρωτα χιλιάδες φορές, είδαμε χιλιάδες ταινίες, διαβάσαμε χιλιάδες βιβλία (με την Τζο να αφήνει συνήθως το δικό της κάτω από το κρεβάτι κάθε βράδυ). Και ίσως η μεγαλύτερη ευλογία ήταν ότι δεν ξέραμε πόσο σύντομη θα ήταν αυτή η περίοδος της ευτυχίας. Πολλές φορές αναρωτήθηκα μήπως η διακοπή της τελετουργίας ήταν αυτή που προκάλεσε το συγγραφικό μπλοκάρισμα. Τη μέρα τα απορρίπτω αυτά θεωρώντας τα μεταφυσικές ανοησίες, τη νύχτα όμως δεν είναι τόσο εύκολο. Τη νύχτα οι σκέψεις σου έχουν τη δυσάρεστη συνήθεια να ξεγλιστρούν από τις λαιμαριές τους και να τρέχουν ελεύθερες. Και αν έχεις περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής σου κατασκευάζοντας ιστορίες, τότε σίγουρα αυτές οι λαιμαριές είναι ακόμη πιο χαλαρές και τα σκυλιά δεν έχουν καμιά διάθεση να τις φοράνε. Ποιος ήταν, ο Σο ή ο Όσκαρ Ουάιλντ, που είχε πει ότι συγγραφέας είναι ένας άνθρωπος που έχει μάθει στο νου του να παρεκτρέπεται; Άλλωστε, είναι πραγματικά τόσο παρατραβηγμένη η σκέψη ότι η διακοπή της τελετουργίας μπορεί να έπαιξε κάποιο ρόλο στην ξαφνική μου και απροσδόκητη (για μένα τουλάχιστον)
συγγραφική σιωπή; 'Όταν βγάζεις τον επιούσιο άρτο σου στη χώρα των παραμυθιών, η γραμμή ανάμεσα στο πώς είναι τα πράγματα και το πώς φαίνονται να είναι μοιάζει πολύ πιο λεπτή. Μερικοί ζωγράφοι δεν ζωγραφίζουν ποτέ αν δεν φορούν ένα συγκεκριμένο μπερέ και κάποιοι παίκτες του μπέιζμπολ όταν παίζουν καλά δεν αλλάζουν τις κάλτσες τους. Η τελετουργία άρχισε με το δεύτερο βιβλίο, που ήταν το μοναδικό που μου προκάλεσε νευρικότητα, μάλλον επειδή είχα απορροφήσει πολλές προλήψεις από το κολέγιο -και ειδικά την ιδέα ότι μία επιτυχία μπορεί να είναι τυχαία και επομένως εκείνο που θα μετρήσει θα είναι η δεύτερη προσπάθεια, θυμάμαι έναν λέκτορα στην αμερικανική λογοτεχνία που μας είπε ότι από τους σύγχρονους Αμερικανούς συγγραφείς μόνο η Χάρπερ Λη είχε βρει τον τέλειο τρόπο για να αποφύγει την κατάθλιψη του δεύτερου βιβλίου. 'Όταν έφτασα στο τέλος του Ανθρώπου με το Κόκκινο Πουκάμισο, σταμάτησα στην προτελευταία πρόταση. Σ' εκείνο το σημείο, το εδουαρδιανό σπίτι στην Μπέντον Στρητ του Ντέρι βρισκόταν ακόμη σε απόσταση δύο ετών προς το μέλλον είχαμε αγοράσει όμως το Σάρα Λαφς, το σπίτι στην όχθη της λίμνης Νταρκ Σκορ (δεν είχε ακόμη τη σημερινή του επίπλωση και το στούντιο της Τζο δεν υπήρχε ακόμη, αλλά παρ' όλα αυτά ήταν ωραίο σπίτι), και εκεί ήμαστε τότε. Σηκώθηκα από τη γραφομηχανή -χρησιμοποιούσα ακόμη την παλιά μου IBM Σελέκτρικ εκείνες τις μέρες- και πήγα στην κουζίνα. Ήταν μέσα Σεπτεμβρίου, οι περισσότεροι παραθεριστές είχαν φύγει και οι κραυγές των πουλιών από τη λίμνη έδιναν μια αίσθηση ανείπωτης μοναξιάς. Ο ήλιος έπεφτε και η λίμνη είχε γίνει ένα ακίνητο και ψυχρό πιάτο φωτιάς. Αυτή είναι μια από τις πιο έντονες αναμνήσεις που έχω, τόσο καθαρή μερικές φορές, που νιώθω ότι θα μπορούσα να μπω μέσα της και να την ξαναζήσω. Τι θα έκανα διαφορετικά, άραγε; Μερικές φορές αναρωτιέμαι. Νωρίς εκείνο το βράδυ είχα βάλει ένα μπουκάλι Τέτινγκερ και δυο ποτήρια σαμπάνιας στο ψυγείο. Τώρα τα πήρα, τα έβαλα πάνω σε ένα μεταλλικό δίσκο, που συνήθως τον
χρησιμοποιούσαμε για να μεταφέρουμε καράφες με παγωμένο τσάι ή αναψυκτικά από την κουζίνα στη βεράντα, και τον πήγα στο λίβινγκ ρουμ. Η Τζοάνα ήταν χωμένη στην παλιά της πολυθρόνα και διάβαζε ένα βιβλίο (όχι Μομ εκείνο το βράδυ αλλά Γουίλιαμ Ντένμπροου, έναν από τους σύγχρονους που της άρεσαν). «Ωωω», αναφώνησε, σηκώνοντας το κεφάλι και σημαδεύοντας τη σελίδα της. «Σαμπάνια. Τι γιορτάζουμε;» Καταλαβαίνετε τώρα, λες και δεν ήξερε. «Τελείωσα», είπα. «Mon livre est tout fini». «Α», έκανε χαμογελώντας και πήρε ένα ποτήρι καθώς έσκυβα μπροστά της με το δίσκο. «Πάει κι αυτό, λοιπόν, ε;» Τώρα έχω καταλάβει ότι η ουσία της τελετής -τo μέρος της που ήταν ζωντανό και ισχυρό, σαν τη μία και μοναδική μαγική λέξη σ' ένα συνονθύλευμα από ασυναρτησίες- ήταν αυτή η φράση. Σχεδόν πάντα πίναμε σαμπάνια και σχεδόν πάντα η Τζο ερχόταν μετά μαζί μου στο γραφείο -για το άλλο· αλλά όχι πάντα. Μια φορά, γύρω στα πέντε χρόνια πριν από το θάνατο της, η Τζο έκανε διακοπές στην Ιρλανδία μαζί με μια φίλη της όταν τελείωσα ένα βιβλίο. Ήπια τη σαμπάνια μόνος μου εκείνη τη φορά κι έγραψα και την τελευταία γραμμή επίσης μόνος μου (στο μεταξύ χρησιμοποιούσα ένα Μάκιντος που έκανε γύρω στο ένα δισεκατομμύριο διαφορετικά πράγματα, αλλά εγώ το χρησιμοποιούσα μόνο για ένα), κι αυτό δεν με ενόχλησε καθόλου. Της τηλεφώνησα όμως στο πανδοχείο όπου έμενε με τη φίλη της την Μπριν. Της είπα ότι είχα τελειώσει και την άκουσα να λέει τις λέξεις που περίμενα (γι' αυτό άλλωστε της είχα τηλεφωνήσει)· λέξεις που μπήκαν σε μια ιρλανδέζικη τηλεφωνική γραμμή, ταξίδεψαν σε έναν πομπό μικροκυμάτων, υψώθηκαν σαν προσευχή σε κάποιο δορυφόρο και μετά κατέβηκαν στο αυτί μου: «Πάει κι αυτό, λοιπόν, ε;» , Αυτό το έθιμο άρχισε, όπως είπα, μετά το δεύτερο βιβλίο. Όταν ήπιαμε από δύο ποτήρια σαμπάνια ο καθένας, πήγα στο γραφείο, όπου μια σελίδα χαρτί ξεπρόβαλλε ακόμη από την πράσινη Σελέκτρικ. Στη λίμνη, ένας τελευταίος
κορμοράνος φώναξε μέσα στο σκοτάδι· ήταν ένας ήχος ο οποίος μου θύμιζε πάντα κάτι σκουριασμένο που γυρίζει αργά στον άνεμο. «Είπες ότι τελείωσες», μου είπε. «Τελείωσα· μου μένει η τελευταία γραμμή», απάντησα. «Το βιβλίο, καλό ή κακό, δεν ξέρω, είναι αφιερωμένο σ' εσένα και θέλω να γράψεις εσύ την τελευταία φράση». Δεν γέλασε ούτε διαμαρτυρήθηκε ούτε την έπιασαν οι διαχύσεις· απλώς με κοίταξε για να δει αν μιλάω σοβαρά. Της έγνεψα ότι ναι κι αυτή κάθισε στην καρέκλα μου. Νωρίτερα είχε πάει για κολύμπι και τα μαλλιά της ήταν τραβηγμένα πίσω και πιασμένα με ένα άσπρο ελαστικό πράγμα. Ήταν βρεγμένα και κατά δύο τόνους πιο σκούρα από το συνηθισμένο. Τα άγγιξα. Ήταν σαν να αγγίζεις υγρό μετάξι. «Εσοχή παραγράφου;» με ρώτησε σοβαρά, σαν να ήταν στενογράφος που έπαιρνε υπαγόρευση από το μεγάλο αφεντικό. «Όχι», είπα, «συνεχίζεται από το προηγούμενο». Και μετά είπα τη φράση που είχα στο μυαλό μου από την ώρα που σηκώθηκα για να βάλω τη σαμπάνια. «"Της πέρασε τη χρυσή αλυσίδα στο λαιμό και μετά κατέβηκαν τα σκαλιά και πήγαν στο παρκαρισμένο αμάξι του"». Το έγραψε, μετά γύρισε και με κοίταξε περιμένοντας. «Αυτό είναι», είπα. «Μπορείς να γράψεις και "Τέλος", αν θέλεις». Πάτησε το κουμπί RETURN δύο φορές, κεντράρισε την κεφαλή κι έγραψε «Τέλος» κάτω από την τελευταία γραμμή του βιβλίου, με την μπάλα Κούριερ της IBM (η αγαπημένη μου γραμματοσειρά) να βγάζει τα γράμματα γυρίζοντας με τον υπάκουο χορό της. «Τι είναι αυτή η χρυσή αλυσίδα που της περνάει στο λαιμό;» με ρώτησε. «Θα πρέπει να διαβάσεις το βιβλίο για να το μάθεις αυτό». Έτσι όπως καθόταν στην καρέκλα του γραφείου μου κι εγώ στεκόμουν δίπλα της, ήταν στην κατάλληλη θέση για να βάλει το πρόσωπο της εκεί που το έβαλε. 'Όταν μίλησε το στόμα της ήταν γεμάτο από το πιο ευαίσθητο μέλος μου. Το μόνο που υπήρχε ανάμεσα μας ήταν ένα βαμβακερό σορτς. ·
«Έχουμε τρόπους να σε κάνουμε να μιλήσεις», είπε. «Όσο γι' αυτό, δεν αμφιβάλλω καθόλου, απάντησα. Πάντως, προσπάθησα να ακολουθήσω την τελετουργία τη μέρα που τελείωσα την Πτώση. Την ένιωσα άδεια, σαν ένα τυπικό από το οποίο είχε χαθεί η μαγική ουσία, αλλά το περίμενα αυτό. Δεν το έκανα από πρόληψη αλλά από σεβασμό και αγάπη. Ήταν κάτι σαν μνημόσυνο, αν θέλετε. Ή, αν προτιμάτε, ήταν η πραγματική κηδεία της Τζοάνα, που γινόταν τελικά ένα μήνα αφού τη θάψαμε. Διανύαμε το τελευταίο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου κι έκανε ακόμη ζέστη -ήταν ο πιο ζεστός Σεπτέμβριος που θυμόμουν. Σε όλη την τελική θλιβερή προσπάθεια να τελειώσω το βιβλίο, σκεφτόμουν συνεχώς πόσο μου έλειπε, όμως αυτό δεν επιβράδυνε τη δουλειά μου. Και κάτι άλλο: παρ' όλη τη ζέστη που έκανε στο Ντέρι, τόσο πολλή ώστε δούλευα φορώντας μόνο ένα σορτς, δεν μου πέρασε ούτε μια φορά από το μυαλό η σκέψη να πάω στο σπίτι μας στη λίμνη. Ήταν σαν να είχε σβηστεί εντελώς από το νου μου η ανάμνηση του Σάρα Λαφς. Ίσως επειδή την εποχή που τελείωνα την Πτώση είχα αρχίσει επιτέλους να συνειδητοποιώ την αλήθεια. Αυτή τη φορά, η Τζο δεν έλειπε απλώς στην Ιρλανδία. Το γραφείο μου στη λίμνη είναι μικρό, αλλά έχει ωραία θέα. Το γραφείο στο Ντέρι είναι μακρόστενο, με τοίχους γεμάτους βιβλία και χωρίς παράθυρα. Εκείνο το συγκεκριμένο βράδυ, οι ανεμιστήρες στο ταβάνι - τρεις από δαύτους- ήταν αναμμένοι και κωπηλατούσαν στον πηχτό αέρα. Μπήκα μέσα φορώντας σορτς, φανέλα και σαγιονάρες και κρατώντας ένα μεταλλικό δίσκο με το σήμα της Κόκα Κόλα. Πάνω του ήταν το μπουκάλι της σαμπάνιας και τα δυο παγωμένα ποτήρια. Στο βάθος του δωματίου -έτσι μακρόστενο που είναι μοιάζει με βαγόνι τρένου- από ένα επικλινές ταβάνι τόσο απότομο που σχεδόν πρέπει να μαζευτώ για να μη χτυπήσω το κεφάλι μου όταν σηκώνομαι (όλα αυτά τα χρόνια αντιμετώπιζα τις διαμαρτυρίες της Τζο ότι είχα διαλέξει το χειρότερο δυνατό σημείο του δωματίου για να βάλω το γραφείο μου), η οθόνη του Μάκιντος έλαμπε γεμάτη λέξεις.
Σκέφτηκα ότι μ' αυτά που κάνω πάω γυρεύοντας για μια νέα θύελλα θλίψης, ίσως τη χειρότερη απ' όλες, αλλά το συνέχισα, και τα συναισθήματα μας πάντα μας εκπλήσσουν, έτσι δεν είναι; Δεν είχε ούτε θρήνους ούτε κλάματα εκείνο το βράδυ. Φαίνεται ότι τα είχα βγάλει όλα αυτά από μέσα μου. Υπήρχε μόνο μια βαθιά και οδυνηρή αίσθηση απώλειας -η άδεια πολυθρόνα όπου της άρεσε να κάθεται και να διαβάζει, το άδειο τραπέζι όπου πάντα έβαζε το ποτήρι της, δίπλα, στην άκρη. Έβαλα σαμπάνια σ' ένα ποτήρι, περίμενα να καθίσει ο αφρός και μετά το πήρα. «Τελείωσα, Τζο», είπα καθισμένος εκεί, κάτω από τους ανεμιστήρες. «Πάει κι αυτό, λοιπόν , ε;» Δεν πήρα απάντηση. Αν λάβουμε υπόψη μας όσα έγιναν αργότερα, νομίζω ότι αξίζει να το επαναλάβω αυτό: δεν πήρα απάντηση. Δεν αισθάνθηκα, όπως έγινε αργότερα, ότι δεν ήμουν μόνος μέσα σε ένα δωμάτιο που φαινόταν άδειο. Ήπια τη σαμπάνια, ακούμπησα το ποτήρι στο δίσκο, μετά γέμισα το άλλο. Πήγα στον Μάκιντος, κρατώντας το, και κάθισα εκεί που θα καθόταν η Τζοάνα. Ούτε θρήνοι ούτε κλάματα, αλλά τα μάτια μου με έτσουζαν από τα δάκρυα. Το κείμενο στην οθόνη ήταν αυτό:
σήμερα δεν ήταν τόσο άσχημα τα πράγματα, σκέφτηκε. Εφτασε στο αμάξι της διασχίζοντας το γρασίδι και γέλασε όταν είδε το άσπρο τετράγωνο χαρτί κάτω από τον υαλοκαθαριστήρα. Ο Καμ Ντελάνσει, που δεν έλεγε να παρατήσει τις προσπάθειες, την είχε καλέσει σε ένα ακόμη πάρτι κρασιού απ' αυτά που έδινε κάθε Πέμπτη βράδυ. Πήρε το χαρτί και ετοιμάστηκε να το σκίσει, μετά όμως άλλαξε γνώμη και το έβαλε στην πίσω τσέπη του τζιν της. «Χωρίς εσοχή παραγράφου», είπα, «συνεχίζει από το προηγούμενο». Μετά πληκτρολόγησα τη φράση που είχα στο μυαλό μου από τη στιγμή που σηκώθηκα να πάρω τη σαμπάνια.
Υπήρχε ένας ολόκληρος κόσμος εκεί έξω. Και το πάρτι του Καμ Ντελάνσεϊ ήταν ένα καλό μέρος για να αρχίσει. Σταμάτησα κοιτάζοντας τον μικρό δρομέα που αναβόσβηνε στην οθόνη. Τα δάκρυα με έτσουζαν ακόμη στις άκρες των ματιών μου, αλλά επαναλαμβάνω ότι δεν ένιωσα ούτε παγερά ρεύματα γύρω από τα πόδια μου ούτε εκτοπλασμικά δάχτυλα στο σβέρκο μου. Πάτησα δύο φορές RETURN. Εκανα κλικ με το ποντίκι στο κουμπί CENTER για να κεντράρω την παράγραφο. Εγραψα «Τέλος» κάτω από την τελευταία γραμμή του κειμένου και μετά ύψωσα προς την οθόνη το ποτήρι της σαμπάνιας που κανονικά θα ήταν της Τζο. «Στην υγειά σου, μωρό μου», είπα. «Μακάρι να ήσουν εδώ. Μου λείπεις όσο δεν παίρνει άλλο». Η φωνή μου ταλαντεύτηκε λίγο στις τελευταίες λέξεις, αλλά δεν έσπασε. Ήπια τη σαμπάνια, αποθήκευσα το κείμενο, αντέγραψα όλο το βιβλίο σε δισκέτες, μετά έκανα και αντίγραφα ασφαλείας. Και, αν εξαιρέσουμε κάτι σημειώσεις, μερικούς καταλόγους με ψώνια και κάποιες επιταγές, αυτή ήταν η τελευταία γραμμή που έγραψα για τέσσερα χρόνια.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Ο εκδότης μου δεν το ήξερε, ούτε η επιμελήτρια μου, η Ντέμπρα Γουέινστοκ, ούτε και ο ατζέντης μου, ο Χάρολντ Ομπλόφσκι. Ο Φρανκ Άρλεν δεν το ήξερε επίσης, αν και σε πολλές περιπτώσεις είχα μπει στον πειρασμό να του το πω. Πες πως είμαι εγώ ο αδελφός σου, για χάρη της Τζο τουλάχιστον, αν δεν θέλεις να το κάνεις για τον εαυτό σου, μου είχε πει τη μέρα που γύρισε στο τυπογραφείο του και τη μάλλον μοναχική ζωή του στο Σάνφορντ, μια πόλη του Νότιου Μέιν. Ποτέ δεν είχα σκοπό να ανταποκριθώ στην πρόσκληση του, αλλά του τηλεφωνούσα μια δυο φορές το μήνα. Ξέρετε, αντρικές κουβέντες. Πώς πάει, Καλούτσικα, μας έχει ψοφήσει στο κρύο. Ναι, κι εδώ τα ίδια. Αν θέλεις να πεταχτείς μέχρι τη Βοστόνη μπορώ να βρω εισιτήρια για τους Μπρονινς, Ίσως του χρόνου, έχω πολλή δουλειά αυτό τον καιρό, Ναι, ξέρω, κι εγώ πνίγομαι, θα τα ξαναπούμε, Μάικι, Εντάξει, Φρανκ, κι έχε το νου σού με τις γκόμενες. Αντρικές κουβέντες. Μου φαίνεται ότι μια δυο φορές με ρώτησε αν γράφω κανένα καινούριο βιβλίο και νομίζω ότι του είπα... Φτου, γαμώ το... Λοιπόν, αυτό ήταν ψέμα, εντάξει; Ενα ψέμα που το έχω συνηθίσει τόσο πολύ, ώστε το λέω ακόμη και στον εαυτό μου. Ναι, ο Φρανκ με ρώταγε κι εγώ πάντα του απαντούσα, ναι, γράφω ένα καινούριο και πάει καλά, πολύ καλά. Πολλές φορές μου ήρθε να του πω Δεν μπορώ να γράψω ούτε δυο προτάσεις χωρίς να πάθω πλήρη και ολοκληρωτική νοητική και σωματική παράλυση. Οι χτύποι της καρδιάς μου διπλασιάζονται, μετά τριπλασιάζονται, μου κόβεται η ανάσα και υστέρα αρχίζω να λαχανιάζω, έχω την αίσθηση ότι τα μάτια μου θα πεταχτούν από τις κόγχες τους και θα κρεμαστούν στα μάγουλά μου. Είμαι σαν κλειστοφοβικός μέσα σε υποβρύχιο που βουλιάζει. Ετσι πάει, σ' ευχαριστώ για το ενδιαφέρον, αλλά δεν το έκανα ποτέ. Δεν ζητάω
ποτέ βοήθεια. Δεν μπορώ να ζητήσω βοήθεια. Νομίζω ότι σας το είπα αυτό. Κατά τη δική μου οπωσδήποτε προκατειλημμένη άποψη, οι επιτυχημένοι συγγραφείς -ή ακόμη και οι μετρίως επιτυχημένοι συγγραφείς- βρίσκονται σε καλύτερη μοίρα απ' όλους όσοι ασχολούνται με τις δημιουργικές τέχνες. Είναι αλήθεια ότι ο κόσμος αγοράζει περισσότερα CD από βιβλία, ότι πηγαίνει περισσότερο στον κινηματογράφο και βλέπει πολύ περισσότερη τηλεόραση. Όμως η καμπύλη παραγωγικότητας είναι πιο μεγάλη για τους συγγραφείς, ίσως επειδή οι αναγνώστες είναι λίγο πιο έξυπνοι από τους οπαδούς των «μη συγγραφικών τεχνών» και έτσι έχουν λίγο πιο ανθεκτική μνήμη. Ένας Θεός ξέρει πού βρίσκεται τώρα ο Ντειβιντ Σόουλ, από την τηλεοπτική σειρά Στάρσκι και Χατς, ή εκείνος ο παράξενος λευκός ράπερ, ο Βανίλα Άις, ενώ από την άλλη μεριά, το 1994, ο Χέρμαν Γουκ, ο Τζέιμς Μίτσενερ και ο Νόρμαν Μέιλερ υπήρχαν ακόμη -τότε που οι δεινόσαυροι περπατούσαν στη γη. Ο Άρθουρ Χείλι έγραφε καινούριο βιβλίο (έτσι έλεγαν οι φήμες τουλάχιστον, και αποδείχτηκαν σωστές), ο Τόμας Χάρις μπορεί να έκανε εφτά χρόνια από βιβλίο σε βιβλίο αλλά και πάλι να έβγαζε μπεστ σέλερ και ο Τζ. Ντ. Σάλινγκερ, παρ' όλο που είχε σχεδόν σαράντα χρόνια να ακουστεί, ήταν ακόμη καυτό θέμα για τους φοιτητές της αγγλικής λογοτεχνίας και για τις ανεπίσημες λογοτεχνικές ομάδες των καφενείων. Οι αναγνώστες έχουν μια αφοσίωση στους συγγραφείς που δεν τη βρίσκεις πουθενά αλλού στις δημιουργικές τέχνες, πράγμα που εξηγεί γιατί τόσο πολλοί συγγραφείς που έχουν ξεμείνει από βενζίνη συνεχίζουν να προχωρούν, μπαίνοντας στις λίστες των μπεστ σέλερ χάρη στις μαγικές λέξεις «ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΤΟΥ...» στα εξώφυλλα των βιβλίων τους. Εκείνο που θέλει ο εκδότης, ιδιαίτερα από ένα συγγραφέα που πουλάει εγγυημένα γύρω στα 500.000 σκληρόδετα αντίτυπα και ένα εκατομμύριο ακόμη βιβλία τσέπης, είναι πολύ απλό: ένα βιβλίο το χρόνο. Αυτή είναι η καλύτερη δυνατή συχνότητα, όπως έχουν
εξακριβώσει οι ειδήμονες στη Νέα Υόρκη. Τριακόσιες ογδόντα σελίδες δεμένες με σπάγκο ή κόλλα κάθε δώδεκα μήνες, μια αρχή, μια μέση και ένα τέλος· η ύπαρξη ενός κεντρικού χαρακτήρα που εμφανίζεται συνεχώς, όπως Κίνσεϊ Μίλχοουν ή Κει Σκαρπέτα, προαιρετική αλλά προτιμώμενη. Οι αναγνώστες συμπαθούν πολύ τους χαρακτήρες αυτού του είδους· είναι σαν να ξαναγυρίζουν στην οικογένεια τους. Αν βγάλεις λιγότερο από ένα βιβλίο το χρόνο, καταστρέφεις την επένδυση του εκδότη πάνω σου, δυσκολεύεις το διαχειριστή σου στην προσπάθεια του να καλύπτει όλες τις πιστωτικές σου κάρτες και θέτεις σε κίνδυνο την ικανότητα του ατζέντη σου να πληρώνει έγκαιρα τον ψυχίατρο του. Επίσης, υπάρχει πάντα κάποια απώλεια οπαδών όταν αργείς να γράψεις. Είναι αναπόφευκτο. Όπως, αντίστροφα, όταν εκδίδεις πάρα πολλά βιβλία, κάποιοι αναγνώστες θα πουν, «Ουφ, τον βαρέθηκα πια αυτό τον τύπο, ας διαβάσω τίποτ' άλλο». Σας τα λέω όλα αυτά για να καταλάβετε πώς ήταν δυνατόν να χρησιμοποιώ επί τέσσερα χρόνια τον υπολογιστή μου σαν το ακριβότερο επιτραπέζιο Σκραμπλ του κόσμου χωρίς να πάρει κανείς είδηση. Συγγραφικό μπλοκάρισμα; Ποιο συγγραφικό μπλοκάρισμα; Δεν έχουμε γαμημένα συγγραφικά μπλοκαρίσματα εδώ. Πώς μπορούσε να διανοηθεί κανείς κάτι τέτοιο, αφού κάθε φθινόπωρο έβγαινε ένα καινούριο μυθιστόρημα του Μάικλ Νούναν, ό,τι πρέπει για να περάσετε ευχάριστα τις φθινοπωρινές σας ώρες, κυρίες και κύριοι, και, παρεμπιπτόντως, μην ξεχνάτε ότι έρχονται οι γιορτές και όλοι σας οι συγγενείς θα διάβαζαν ευχαρίστως ένα καινούριο βιβλίο του Νούναν, που μπορείτε να το αγοράσετε στο Μπόρντερς με τριάντα τοις εκατό έκπτωση, φοβερή ευκαιρία, τρέξτε να προλάβετε. Το μυστικό είναι απλό, και δεν είμαι ο μοναδικός συγγραφέας που το ξέρει -αν αληθεύουν οι φήμες, η Ντανιέλ Στιλ (για να αναφέρω μια περίπτωση μόνο) χρησιμοποιεί τη Φόρμουλα Νούναν εδώ και δεκαετίες. Απλούστατα, αν και εξέδιδα ένα βιβλίο το χρόνο αρχίζοντας με το Διπλός Εαυτός το 1984, στην πραγματικότητα
έγραψα δυο βιβλία τα τέσσερα από αυτά τα δέκα χρόνια, οπότε το ένα το έδινα για έκδοση και το άλλο το κρατούσα για καβάτζα. Δεν θυμάμαι να μίλησα ποτέ με την Τζο γι' αυτό το θέμα και επειδή ποτέ δεν με ρώτησε κι αυτή, πάντα θεωρούσα ότι είχε καταλάβει τι κάνω: αποταμιεύω βιβλία. Φυσικά, δεν το έκανα επειδή φοβόμουν μη με πιάσει συγγραφικό μπλοκάρισμα κάποτε. Απλώς την έβρισκα να γράφω. Το Φεβρουάριο του 1995, αφού τα βρήκα μπαστούνια και τα παράτησα με δύο τουλάχιστον καλές ιδέες (αυτή η συγκεκριμένη λειτουργία - το Εύρηκα!, για να το πούμε έτσι - δεν έπαψε ποτέ να υπάρχει κι αυτό δημιουργεί επίσης μια δική του μορφή κόλασης), δεν μπορούσα πια να αρνηθώ το προφανές: είχα το χειρότερο πρόβλημα που μπορεί να αντιμετωπίσει ένας συγγραφέας, αν εξαιρέσουμε κάποιες συμφορές όπως η νόσος Αλτσχάιμερ ή κανένα ολικό εγκεφαλικό. Ωστόσο, είχα, επίσης, τέσσερα χαρτοκούτια με χειρόγραφα στην τραπεζική θυρίδα που νοικιάζω στη Φιντέλιτι Γιούνιον. Απέξω είχαν γραμμένες τις λέξεις Υπόσχεση, Απειλή, Ντάρσι και Πτώση. Γύρω στη μέρα του Αγίου Βαλεντίνου τηλεφώνησε ο ατζέντης μου σχετικά νευρικός -συνήθως του στέλνω το τελευταίο μου αριστούργημα μέχρι τον Ιανουάριο, και αυτή τη φορά είχε περάσει ήδη ο μισός Φεβρουάριος. Το τμήμα παραγωγής έπρεπε να δουλέψει υπερεντατικά για να προλάβει να βγει ο Μάικλ Νούναν αυτής της χρονιάς έγκαιρα για το ετήσιο αγοραστικό όργιο των Χριστουγέννων. Ήθελε να μάθει: πάνε όλα καλά; Αυτή ήταν η πρώτη μου ευκαιρία να του ανακοινώσω ότι όλα πάνε κακά, στραβά κι ανάποδα, αλλά ο Χάρολντ Ομπλόφσκι, Παρκ Άβενιου 225, δεν ήταν από τους ανθρώπους που τους λες τέτοια πράγματα. Πολύ καλός ατζέντης, συμπαθής και μισητός ταυτόχρονα στους εκδοτικούς κύκλους (μερικές φορές για τα ίδια άτομα, την ίδια στιγμή), αλλά δεν του καθόταν καλά όταν έπαιρνε κακά νέα από τα ανήλιαγα και λαδωμένα μηχανοστάσια όπου παράγεται το «προϊόν», θα φρικάριζε και θα έπαιρνε το επόμενο αεροπλάνο για το Ντέρι, έτοιμος να μου εισαγάγει νέους δημιουργικούς χυμούς, ακόμη κι αν χρειαζόταν να μου κάνει
τεχνητή αναπνοή στόμα με στόμα, ανένδοτος στην απόφαση του να μη φύγει αν δεν με έβγαζε από την κατατονική μου κατάσταση. Όχι, τον Χάρολντ τον ήθελα ακριβώς εκεί που ήταν, στο γραφείο του τριακοστού όγδοου ορόφου με την εξοντωτική του θέα προς το Ιστ Σάιντ. Του είπα, τι σύμπτωση, Χάρολντ, τηλεφωνείς ακριβώς τη μέρα που τελείωσα το καινούριο μου βιβλίο, για φαντάσου, βρε παιδί μου, είδες σύμπτωση, θα σου το στείλω με τη Φέντεραλ Εξπρές, αύριο θα το 'χεις στα χέρια σου. Ο Χάρολντ με διαβεβαίωσε τελείως σοβαρά ότι δεν επρόκειτο για σύμπτωση, ότι έχει τηλεπαθητική σύνδεση με τους συγγραφείς του. Μετά μου έδωσε συγχαρητήρια κι έκλεισε. Δυο ώρες αργότερα έλαβα την ανθοδέσμη του -κακόγουστη και μεταξένια κι αυτή όπως και τα φουλάρια Τζίμι Χόλιγουντ που φοράει. Αφού έβαλα τα λουλούδια στην τραπεζαρία, όπου έμπαινα σπανίως αφότου πέθανε η Τζο, πήγα μέχρι την τράπεζα. Χρησιμοποίησα το κλειδί μου, ο διευθυντής χρησιμοποίησε κι αυτός το δικό του, και σε λίγο ήμουν στο δρόμο για τη Φέντεραλ Εξπρές με το χειρόγραφο της Πτώσης υπό μάλης. Πήρα το πιο πρόσφατο βιβλίο, γιατί αυτό ήταν πιο κοντά στο μπροστινό μέρος του κουτιού· αυτό ήταν όλο. Το Νοέμβριο εκδόθηκε ακριβώς την κατάλληλη στιγμή πριν από τον χριστουγεννιάτικο αγοραστικό πυρετό. Το αφιέρωσα στη μνήμη της αγαπημένης μου γυναίκας, της Τζοάνα. Ανέβηκε στον αριθμό έντεκα στον κατάλογο μπεστ σέλερ των Τάιμς και όλοι γύρισαν σπίτια τους ευχαριστημένοι. Ακόμη κι εγώ. Γιατί φυσικά τα πράγματα θα καλυτέρευαν, σωστά; Κανείς δεν παθαίνει ολοκληρωτικό και απόλυτο συγγραφικό μπλοκάρισμα, έτσι δεν είναι; (Ίσως με την πιθανή εξαίρεση της Χάρπερ Λη.) Το μόνο που είχα να κάνω ήταν να χαλαρώσω, όπως είπε και η χορεύτρια στον αρχιεπίσκοπο. Και, δόξα τω θεώ, είχα αποταμιεύσει τα ψιχουλάκια μου σαν το προνοητικό μυρμήγκι. Ήμουν ακόμη αισιόδοξος την επόμενη χρονιά, όταν πήγα στα γραφεία της Φέντεραλ Εξπρές με την Απειλητική Συμπεριφορά υπό μάλης. Αυτό το είχα γράψει το φθινόπωρο του 1991 και ήταν ένα από τα αγαπημένα της Τζο. Η αισιοδοξία είχε ξεφτίσει αρκετά μέχρι
το Μάρτιο του 1997, όταν οδήγησα μέσα σε μια χιονοθύελλα με το θαυμαστή τον Ντάρσι δίπλα μου, αν και, όποτε με ρωτούσαν πώς πάει («Γράφεις τίποτα καλά βιβλία τελευταία;»· αυτή είναι η υπαρξιακή διατύπωση που δίνουν πολλοί στην ερώτηση), εξακολουθούσα να απαντώ, ωραία, μια χαρά, ψώνιο, γράφω ένα σωρό καλά βιβλία τελευταία, τα καλά βιβλία ξεχύνονται από μέσα μου σαν τα σκατά από τον κώλο της αγελάδας. Αφού ο Χάρολντ διάβασε το Ντάρσι και δήλωσε ότι είναι το καλύτερο βιβλίο που έχω γράψει ως τώρα, ένα μπεστ σέλερ που είναι επίσης σοβαρό, έριξα διστακτικά την ιδέα να πάρω ένα χρόνο ρεπό. Αυτός αντέδρασε αμέσως με την ερώτηση που απεχθάνομαι περισσότερο από κάθε άλλη: Είμαι καλά; Βέβαια, του είπα, περδίκι, απλώς σκεφτόμουν να αράξω λίγο. Ακολούθησε μια από κείνες τις πατενταρισμένες σιωπές του Χάρολντ Ομπλόφσκι, που θέλουν να σου δείξουν ότι είσαι και πολύ μαλάκας, αλλά επειδή σε συμπαθεί τόσο πολύ προσπαθεί να βρει τον πιο καλό και ευγενικό τρόπο για να σου το πει. Είναι καλό κόλπο, αλλά τον κατάλαβα για πρώτη φορά πριν από έξι χρόνια και από τότε δεν μασάω. Για την ακρίβεια, τον κατάλαβε η Τζο. «Απλώς κάνει τον συμπονετικό», μου είπε. «Στην πραγματικότητα, είναι σαν τους μπάτσους σ' εκείνες τις παλιές ταινίες νουάρ· δεν μιλάει, για να ταραχτείς και να αρχίσεις να μιλάς εσύ και να τα ξεράσεις όλα». Αυτή τη φορά κράτησα το στόμα μου κλειστό· απλώς μετέφερα το ακουστικό από το δεξί αυτί στο αριστερό και έγειρα λίγο πιο πίσω στο κάθισμα του γραφείου μου. Με αυτή την κίνηση, το βλέμμα μου έπεσε στην κορνιζαρισμένη φωτογραφία πάνω από τον υπολογιστή μου -το Σάρα Λαφς, το σπίτι μας στη λίμνη Νταρκ Σκορ. Είχα αιώνες να πάω εκεί και για μια στιγμή αναρωτήθηκα γιατί. Μετά ακούστηκε πάλι η φωνή του Χάρολντ, επιφυλακτική, παρηγορητική, η φωνή ενός λογικού ανθρώπου που προσπαθεί να συνεφέρει έναν τρελό από τις αυταπάτες του. «Αυτό μπορεί να μην
είναι καλή ιδέα, Μάικ, σε αυτό το στάδιο που βρίσκεται η καριέρα σου». «Η καριέρα μου δεν βρίσκεται σε κάποιο στάδιο», του απάντησα. «Εφτασα σε μια κορυφή το 1991 και από τότε οι πωλήσεις μου ούτε ανεβαίνουν ούτε κατεβαίνουν. Βρίσκομαι σε πλατό, Χάρολντ». «Ναι», είπε αυτός, «και οι συγγραφείς που έχουν φτάσει σε αυτή τη σταθερή κατάσταση ουσιαστικά έχουν μόνο δύο επιλογές από άποψη πωλήσεων: ή θα συνεχίσουν όπως είναι ή θα πέσουν». Ε, και τι έγινε, ας πέσουν, σκέφτηκα να πω... αλλά δεν το είπα. Δεν ήθελα να καταλάβει ο Χάρολντ πόσο βαθύ ήταν το πρόβλημα ή πόσο ασταθές ήταν το έδαφος κάτω από τα πόδια μου. Δεν ήθελα να ξέρει ότι τώρα πάθαινα ταχυκαρδία σχεδόν κάθε φορά που άνοιγα το πρόγραμμα Word 6 στον υπολογιστή και κοίταζα την άδεια οθόνη και το δρομέα που αναβόσβηνε. «Ναι», είπα. «Εντάξει. Το μήνυμα ελήφθη». «Είσαι σίγουρος ότι είσαι καλά;» «Εσύ τι λες, Χάρολντ; Το βιβλίο πώς σου φάνηκε; Δείχνει να μην είμαι καλά;» «Όχι βέβαια, ήταν εξαιρετικό. Σου είπα, το καλύτερο που έχεις γράψει. Διαβάζεται άνετα, αλλά μιλάμε και για σοβαρό έργο, όχι μαλακίες. Αν ο Σολ Μπέλοου έγραφε ρομαντικά θρίλερ, έτσι θα έγραφε. Όμως... δεν πιστεύω να 'χεις προβλήματα με το επόμενο, ε; Ξέρω ότι σου λείπει ακόμη η Τζο, σε όλους μας λείπει...» «Όχι», είπα. «Κανένα απολύτως πρόβλημα». Ακολούθησε άλλη μία από κείνες τις παρατεταμένες σιωπές. Την άντεξα. Τελικά ο Χάρολντ είπε: «Ο Γκρίσαμ θα μπορούσε να μην εκδώσει βιβλίο για μια χρονιά. Ο Κλάνσι επίσης. Όσο για τον Τόμας Χάρις, οι μεγάλες απουσίες είναι μέρος της γοητείας του. Αλλά στη ζώνη που κινείσαι εσύ, Μάικ, η ζωή είναι πιο δύσκολη απ' ό,τι στην κορυφή. Υπάρχουν πέντε συγγραφείς για καθεμιά απ' αυτές τις θέσεις στη λίστα των μπεστ σέλερ και ξέρεις ποιοι είναι -τους περισσότερους τους έχεις γείτονες τρεις μήνες το χρόνο. Μερικοί ανεβαίνουν, όπως ανέβηκε η Πατρίτσια Κόρνγουελ με τα δύο τελευταία βιβλία της, μερικοί κατεβαίνουν και μερικοί μένουν σταθεροί, σαν εσένα.
Αν ο Τομ Κλάνσι εξαφανιζόταν για πέντε χρόνια και μετά ξανάφερνε πίσω τον Τζακ Ράιαν, θα ορμούσαν όλοι να το διαβάσουν, καμιά αντίρρηση. Αν όμως εξαφανιστείς εσύ για πέντε χρόνια, ίσως να μην μπορέσεις να ξαναγυρίσεις. Η συμβουλή μου είναι...» «Να παίξω τώρα που γυρίζει». «Μέσα από το στόμα μου το πήρες». Μιλήσαμε λίγο ακόμη και μετά αποχαιρετιστήκαμε. Μόλις έκλεισα το τηλέφωνο, έγειρα λίγο ακόμη πιο πίσω στο κάθισμα -όχι μέχρι το σημείο ανατροπής αλλά κοντά- και κοίταξα τη φωτογραφία του εξοχικού μας στο Δυτικό Μέιν. Σάρα Λαφς. Μοιάζει λίγο με τον τίτλο εκείνης της πανάρχαιης μπαλάντας των Χόουλ εντ Όουτς. Είναι αλήθεια ότι η Τζο το αγαπούσε περισσότερο αυτό το σπίτι, αλλά κι εγώ δεν πήγαινα πίσω· γιατί, λοιπόν, δεν είχα πάει τόσο καιρό; Ο Μπιλ Ντιν, ο επιστάτης, κατέβαζε τα παντζούρια θυέλλης κάθε άνοιξη και τα ξανάβαζε κάθε φθινόπωρο, βεβαιωνόταν ότι η αντλία δούλευε την άνοιξη και καθάριζε τους σωλήνες το φθινόπωρο, έκανε έλεγχο στη γεννήτρια και φρόντιζε όλες τις συσκευές του σπιτιού, και μετά, στα τέλη Μαϊου, αγκυροβολούσε την πλωτή εξέδρα σε απόσταση δεκαπέντε μέτρων περίπου από το μικροσκοπικό κομμάτι της όχθης που μας ανήκε. Ο Μπιλ είχε καθαρίσει την καμινάδα στις αρχές του καλοκαιριού του '96, αν και δεν είχε ανάψει φωτιά στο σπίτι εδώ και περισσότερο από δυο χρόνια. Τον πλήρωνα ανά τριμηνία, όπως είναι το έθιμο με τους επιστάτες σπιτιών σ' αυτά τα μέρη του κόσμου. Ο Μπιλ Ντιν, παλιός Γιάνκης και απόγονος μιας μεγάλης γραμμής Γιάνκηδων, εξαργύρωνε τις επιταγές μου και δεν ρωτούσε γιατί δεν πήγαινα πια στο σπίτι. Είχα πάει μόνο δυο τρεις φορές από τότε που είχε πεθάνει η Τζο και ποτέ δεν είχα κοιμηθεί εκεί το βράδυ. Ευτυχώς που ο Μπιλ δεν έκανε ερωτήσεις, γιατί δεν ξέρω τι απάντηση θα του έδινα. Βασικά, δεν το είχα σκεφτεί καθόλου το Σάρα Λαφς μέχρι που έκανα αυτή τη συζήτηση με τον Χάρολντ. Μόλις σκέφτηκα τον Χάρολντ, κοίταξα πάλι το τηλέφωνο. Φαντάστηκα να του λέω. Και τι έγινε αν πέσουν οι πωλήσεις μου; Δεν θα 'ρθει το τέλος του κόσμου. δεν έχω ούτε γυναίκα ούτε
οικογένεια να θρέψω -η γυναίκα μου σκοτώθηκε στο πάρκινγκ ενός ντράγκστορ, παρακαλώ, και το παιδί που θέλαμε τόσο πολύ και προσπαθούσαμε τόσο καιρό να αποκτήσουμε χάθηκε μαζί της. Δεν λαχταρώ τη φήμη -αν οι συγγραφείς που πιάνουν τις κάτω θέσεις στη λίστα μπεστ σέλερ των Τάιμς μπορούν να θεωρηθούν φημισμένοι- και τα βράδια δεν ονειρεύομαι τα νούμερα από τις πωλήσεις μου. Γιατί, λοιπόν; Γιατί να μ' ενοχλεί; Αλλά σ' αυτό το τελευταίο μπορούσα να απαντήσω. Επειδή θα ήταν σαν να τα παρατούσα. Επειδή, χωρίς τη γυναίκα μου και τη δουλειά μου, ήμουν άχρηστος, ένας περιττός άνθρωπος που ζει μόνος του σε ένα μεγάλο σπίτι και το μόνο που κάνει είναι να λύνει τα σταυρόλεξα της εφημερίδας την ώρα που τρώει μεσημεριανό. Έτσι, συνέχιζα σπρώχνοντας την υποτιθέμενη ζωή μου. Ξέχασα εντελώς το Σάρα Λαφς (ή κάποιο μέρος του εαυτού μου που δεν ήθελε να πάει εκεί έθαψε την ιδέα) και πέρασα άλλο ένα αποπνικτικό, άθλιο καλοκαίρι στο Ντέρι. Έβαλα ένα πρόγραμμα για σταυρόλεξα στο PowerBook και άρχισα να φτιάχνω δικά μου σταυρόλεξα. Μπήκα για ένα διάστημα στη διοικητική επιτροπή της τοπικής ΧΑΝ και έκανα τον κριτή στο θερινό Διαγωνισμό Τεχνών στο Γουότερβιλ. Έκανα μια σειρά από τηλεοπτικές διαφημίσεις για το άσυλο αστέγων της περιοχής, το οποίο όδευε προς τη χρεοκοπία, και μετά μπήκα και σ' αυτή τη διοικητική επιτροπή για λίγο. (Σε μια δημόσια συνέλευση της εν λόγω επιτροπής, μια γυναίκα αποκάλεσε φίλο των εκφυλισμένων κι εγώ απάντησα, Ευχαριστώ! Το χρειαζόμουν αυτό», πράγμα που προκάλεσε δυνατά χειροκροτήματα, που ακόμη δεν έχω καταλάβει το νόημα τους.) Προσπάθησα να κάνω ψυχοσυμβουλευτική για λίγο, αλλά τα παράτησα ύστερα από πέντε ραντεβού, ξεχνώντας ότι τα προβλήματα του ψυχολόγου ήταν πολύ χειρότερα από τα δικά μου. Έδωσα χρήματα για ένα παιδί από την Ασία και έπαιξα μπόουλινγκ με μια ομάδα. Μερικές φορές προσπαθούσα να γράψω, αλλά πάντα πάθαινα γενικό μπλοκάρισμα. Μια φορά που προσπάθησα να
γράψω με το ζόρι μια δυο προτάσεις (οποιεσδήποτε μια δυο προτάσεις, φτάνει να έβγαιναν φρεσκοψημένες από το ίδιο μου μυαλό), αναγκάστηκα να πάρω αγκαλιά το καλάθι αχρήστων και να ξεράσω μέσα. Ξερνούσα μέχρι που φοβήθηκα ότι θα τα κακαρώσω και τελικά αναγκάστηκα να απομακρυνθώ κυριολεκτικά μπουσουλώντας από το γραφείο και τον υπολογιστή, περπατώντας στα τέσσερα πάνω στο χαλί. 'Όταν έφτασα στην άλλη άκρη του δωματίου, τα πράγματα καλυτέρεψαν. Κατάφερα να γυρίσω και να κοιτάξω την οθόνη πάνω από τον ώμο μου. Εκείνο που δεν μπορούσα ήταν να την πλησιάσω. Αργότερα εκείνη τη μέρα, την πλησίασα με τα μάτια κλειστά και την έσβησα. Όλο και πιο συχνά εκείνες τις μέρες, τέλη καλοκαιριού, σκεφτόμουν τον Ντένισον Κάρβιλ, τον καθηγητή μου στο κολέγιο που με είχε παραπέμψει στον Χάρολντ και είχε καταδικάσει το Διπλός Εαυτός με κάποιους αμυδρούς επαίνους. Ο Κάρβιλ είχε πει κάτι που δεν το ξέχασα ποτέ, αποδίδοντας το στον Τόμας Χάρντι, τον βικτοριανό συγγραφέα και ποιητή. Μπορεί να το είπε όντως ο Χάρντι, αλλά δεν το έχω βρει πουθενά αλλού, ούτε στο Μπάστλετ'ς ούτε στη βιογραφία του Χάρντι που τη διάβασα ανάμεσα στο γράψιμο της Πτώσης και της Απειλητικής Συμπεριφοράς. Εχω μια υποψία ότι ο Κάρβιλ το σκέφτηκε μόνος του και μετά το απέδωσε στον Χάρντι για να του δώσει μεγαλύτερο βάρος. Είναι ένα τέχνασμα που πρέπει να ομολογήσω ότι το έχω χρησιμοποιήσει κι εγώ κάποιες φορές. Όπως και να 'χει το πράγμα, σκεφτόμουν αυτή τη φράση όλο και περισσότερο, καθώς πάλευα με τον πανικό στο σώμα μου και την αίσθηση του παγώματος στο κεφάλι μου, εκείνο το τρομερό συναίσθημα ότι τα πάντα είναι κλειδωμένα. Η φράση συνόψιζε όλη μου την απελπισία και την αυξανόμενη πια βεβαιότητα ότι δεν θα κατάφερνα να ξαναγράψω ποτέ μου (τι τραγωδία, η Β. Σ. Άντριους με πουλί να πέσει θύμα συγγραφικού μπλοκαρίσματος). Η φράση μου έλεγε ότι κάθε προσπάθεια να καλυτερεύσω την κατάσταση μου μπορεί να μην είχε νόημα ακόμη και αν ήταν επιτυχημένη. Σύμφωνα με τον σκυθρωπό Ντένισον Κάρβιλ, ο επίδοξος συγγραφέας πρέπει να καταλάβει από την αρχή ότι οι στόχοι της
μυθιστοριογραφίας θα είναι πάντα μακρινοί και απρόσιτοι, ότι το γράψιμο είναι μια άσκηση ματαιότητας. Ο Χάρντι υποτίθεται πως είπε ότι «Σε σύγκριση με τον πιο βαρετό άνθρωπο που περπατά πραγματικά πάνω στο πρόσωπο της γης και ρίχνει τη σκιά του εκεί, ακόμη και ο λαμπρότερα διαμορφωμένος χαρακτήρας μυθιστορήματος δεν είναι παρά ένα σακί με κόκαλα». Την καταλάβαινα αυτή τη φράση, γιατί έτσι ακριβώς ένιωθα εκείνες τις ατέλειωτες, αφόρητες μέρες: σαν ένα σακί με κόκαλα. Χτες βράδυ ονειρεύτηκα ότι πήγα στο Μάντελεϊ ξανά. Αν υπάρχει καμιά άλλη, ωραιότερη και πιο υποβλητική πρώτη πρόταση στην αγγλική λογοτεχνία, δεν την έχω διαβάσει ακόμη. Και ήταν μια πρόταση που είχα λόγους να σκέφτομαι συχνά το φθινόπωρο του 1997 και το χειμώνα του 1998. Δεν ονειρευόμουν το Μάντερλεϊ, φυσικά, αλλά το Σάρα Λαφς, που η Τζο μερικές φορές το ονόμαζε «η κρυψώνα». Ήταν μάλλον ακριβής χαρακτηρισμός για ένα μέρος που βρίσκεται τόσο ψηλά μέσα στα δάση του Δυτικού Μέιν, ώστε να μην ανήκει καν σε κάποια συγκεκριμένη πόλη, αλλά σε μια ασαφή περιοχή που στους χάρτες ονομάζεται Τι-Αρ-90. To τελευταίο από αυτά τα όνειρα ήταν εφιάλτης, αλλά τα προηγούμενα είχαν μια σουρεαλιστική απλότητα. Ήταν όνειρα που με έκαναν, όταν ξυπνούσα, να θέλω να ανάψω το φως της κρεβατοκάμαρας για να επιβεβαιώσω και πάλι τη θέση μου μέσα στην πραγματικότητα πριν κοιμηθώ ξανά. Ξέρετε πώς είναι ο αέρας πριν από μια καταιγίδα, πώς όλα μοιάζουν ακίνητα και τα χρώματα ξεχωρίζουν με τη λαμπρότητα των εικόνων που βλέπουμε όταν έχουμε ψηλό πυρετό; Τα χειμωνιάτικα όνειρα μου από το Σάρα Λαφς ήταν έτσι, και όλα τους μου άφηναν μια αίσθηση που δεν ήταν ακριβώς αρρωστημένη αλλά κάτι παραπλήσιο. Ονειρεύτηκα ξανά το Μάντερλεϊ, σκεφτόμουν μερικές φορές, και άλλες έμενα ξαπλωμένος στο κρεβάτι με το φως αναμμένο κι άκουγα τον άνεμο απέξω, κοιτάζοντας τις σκιές στις γωνίες του δωματίου και σκεφτόμουν ότι η Ρεβέκκα ντε Γουίντερ δεν είχε πνιγεί σε έναν
κόλπο αλλά στη λίμνη Νταρκ Σκορ. Ότι είχε βουλιάξει χτυπώντας τα χέρια της αλαφιασμένη, με τα παράξενα μαύρα μάτια της γεμάτα νερό, ενώ οι κορμοράνοι έκρωζαν αδιάφορα μέσα στο σούρουπο. Μερικές φορές σηκωνόμουν κι έπινα ένα ποτήρι νερό. Μερικές φορές απλώς έσβηνα πάλι το φως, αφού είχα βεβαιωθεί και πάλι ότι βρίσκομαι στο κρεβάτι μου, γύριζα στο πλάι και ξανακοιμόμουν. Τη μέρα σπανίως σκεφτόμουν το Σάρα Λαφς και μόνο πολύ αργότερα συνειδητοποίησα ότι κάτι δεν πάει καθόλου καλά όταν υπάρχει μια τέτοια διχοτομία ανάμεσα ζωή της μέρας και τα όνειρα της νύχτας. Νομίζω ότι το γεγονός που ενεργοποίησε τα όνειρα ήταν το τηλεφώνημα του Χάρολντ Ομπλόφσκι τον Οκτώβρη του 1997. Φαινομενικά, ο λόγος για τον οποίο τηλεφώνησε ήταν για να με συγχαρεί για την επικείμενη έκδοση του, θαυμαστή του Nτάρσι, που ήταν πολύ ψυχαγωγικό βιβλίο, αλλά περιείχε κιόλας, κατά τον Χάρολντ, και πολλή τροφή για σκέψη, όχι μαλακίες. Είχα την υποψία ότι πρέπει να ήθελε και κάτι άλλο -έτσι συμβαίνει συνήθως με τον Χάρολντ- και δεν έπεσα έξω. Την προηγούμενη μέρα είχε φάει με την Ντέμπρα Γουέινστοκ, την επιμελήτρια μου, και είχαν ανοίξει συζήτηση για το φθινόπωρο του 1998. «Φαίνονται στριμωγμένα τα πράγματα», είπε. Τα «πράγματα» ήταν οι λίστες των μπεστ σέλερ για το φθινόπωρο και πιο συγκεκριμένα οι λίστες των μυθιστορημάτων. «Υπάρχουν και μερικές απροσδόκητες προσθήκες. Ο Ντιν Κουντζ, ας πούμε ...» «Νόμιζα ότι αυτός έβγαινε συνήθως τον Ιανουάριο», είπα. «Ναι, συνήθως, αλλά η Ντέμπρα άκουσε ότι αυτό το βιβλίο του θα καθυστερήσει, θέλει να προσθέσει ένα μέρος ακόμη ή κάτι τέτοιο. Επίσης, υπάρχει ένα του Χάρολντ Ρόμπινς, Τα Αρπακτιχά...» «Σιγά τ' αβγά». «Ο Ρόμπινς έχει ακόμη τους οπαδούς του, Μάικ· έχει ακόμη τους οπαδούς του. Όπως έχεις επισημάνει εσύ ο ίδιος πολλές φορές, οι μυθιστοριογράφοι έχουν μεγάλη καμπύλη». «Ναι». Άλλαξα αυτί στο τηλέφωνο κι έγειρα πίσω στο κάθισμα, με αποτέλεσμα να πάει πάλι το βλέμμα μου στην
κορνιζαρισμένη φωτογραφία του Σάρα Λαφς. Το ίδιο βράδυ θα του έκανα μια πολύ μεγάλη επίσκεψη στα όνειρα μου, αν και δεν το ήξερα αυτό ακόμη. Το μόνο που ήξερα ήταν ότι ήθελα να τελειώνει επιτέλους ο Χάρι και να μπει στο θέμα. «Αισθάνομαι κάποια ανυπομονησία, Μάικλ, αγόρι μου», είπε ο Χάρολντ. «Μήπως σε βρήκα στο γραφείο σου; Γράφεις;» «Μόλις τελείωσα για σήμερα», είπα. «Σκεφτόμουν να πάω για φαγητό». «Δεν θα σε κρατήσω πολύ», μου υποσχέθηκε. «Άκουσε, είναι σημαντικό. Μπορεί να υπάρχουν μέχρι και άλλοι συγγραφείς που δεν περιμέναμε να βγουν το αυτό το φθινόπωρο: ο Κεν Φόλετ... υποτίθεται ότι είναι καλύτερο βιβλίο του μετά το Μάτι της Βελόνας... η Ραντει Πλέιν... ο Τζον Τζέικς...» Κανείς απ' αυτούς δεν παίζει τένις στο δικό μου γήπεδο είπα, αν και ήξερα ότι δεν ήταν αυτό που ανησυχούσε Χάρολντ. Εκείνο που τον ανησυχούσε ήταν ότι υπάρχουν δεκαπέντε θέσεις στον κατάλογο των μπεστ σέλερ. Και η Τζιν Άουελ θα βγάλει το επόμενο έπος περί σεξ στην εποχή των σπηλαίων». Εδώ ανακάθισα. «Η Τζιν Άουελ; Σοβαρά;» «Δεν είναι εκατό τοις εκατό σίγουρο, αλλά φαίνεται πολύ πιθανό. Και, τέλος, υπάρχει κι ένα καινούριο της Μαίρης Χίγκινς Κλαρκ. Ξέρεις, φαντάζομαι, σε ποιο γήπεδο παίζει αυτή». Αν είχα ακούσει τέτοια νέα πριν από έξι ή εφτά χρόνια, που είχα πολύ περισσότερα πράγματα να προστατεύσω, θα άρχιζα να βγάζω αφρούς. Η Μαίρη Χίγκινς Κλαρκ έπαιζε ίσως στο ίδιο γήπεδο μ' εμένα, είχαμε ακριβώς τους ίδιους αναγνώστες και γι' αυτό μέχρι τώρα οι εκδότες μας κανόνιζαν το πρόγραμμα μας ώστε να μην μπλέκουμε ο ένας στα ίια του άλλου... πράγμα που γινόταν μάλλον για να προπορευτώ εγώ παρά αυτή. Αν κοντραριζόμασταν στα ίσια, θα με έκανε σκόνη. Όπως είχε παρατηρήσει τόσο σοφά ο μακαρίτης Τζιμ Κρος, μερικά πράγματα που δεν πρέπει να κάνεις ποτέ σου είναι να τραβήξεις το μανδύα του Σούπερ Μαν, να φτύσεις κόντρα στον άνεμο, να βγάλεις τη μάσκα του Λόουν Ρέιντζερ και να τα βάλεις με τη Μαίρη Χίγκινς
Κλαρκ -αν είσαι ο Μάικλ Νούναν, τουλάχιστον. «Πώς έγινε αυτό;» ρώτησα. Δεν νομίζω ότι ο τόνος μου ήταν ιδιαίτερα απειλητικός, αλλά ο Χάρολντ μου απάντησε κομπιάζοντας και μπερδεύοντας τα λόγια του, σαν άνθρωπος που υποψιάζεται ότι μπορεί να τον απολύσουν ή και να τον αποκεφαλίσουν ακόμη επειδή φέρνει κακά νέα. «Δεν ξέρω. Μάλλον έτυχε να της έρθει μια επιπλέον ιδέα φέτος. Συμβαίνει καμιά φορά αυτό, απ' ό,τι λένε». Φυσικά, ήξερα ότι συμβαίνει, αφού κι εγώ το είχα κάνει αρκετές φορές· έτσι, απλώς ρώτησα τον Χάρολντ τι ήθελε. Αυτός ήταν ο πιο γρήγορος και εύκολος τρόπος να απαλλαγώ απ' αυτόν. Η απάντηση δεν με εξέπληξε: αυτό που ήθελε; και εκείνος και η Ντέμπρα -για να μην αναφερθούμε και σε όλα τα άλλα φιλαράκια μου στον οίκο Πάτναμ- ήταν ένα βιβλίο που να μπορέσουν να το εκδώσουν στα τέλη του καλοκαιριού του '98, ώστε να προλάβουμε την Κλαρκ και τους άλλους ανταγωνιστές κατά μερικούς μήνες. Μετά, το Νοέμβριο, ο Πάτναμ θα έδινε άλλη μια γερή προώθηση στο βιβλίο για τη χριστουγεννιάτικη σεζόν. «Έτσι λένε· δεν ξέρω αν θα το κάνουν όμως», απάντησα. Όπως οι περισσότεροι συγγραφείς (και οι επιτυχημένοι δεν διαφέρουν από τους αποτυχημένους σε αυτό το σημείο, κάτι που δείχνει ότι μπορεί να υπάρχει κάποια αλήθεια σ' αυτή την ιδέα πέρα από μια διάχυτη παράνοια), έτσι κι εγώ δεν είχα καμιά εμπιστοσύνη στις υποσχέσεις των εκδοτών. «Νομίζω ότι μπορείς να τους έχεις εμπιστοσύνη σ' αυτή την περίπτωση, Μάικ. Μην ξεχνάς ότι ο θαυμαστής του Ντάρσι ήταν το τελευταίο βιβλίο με το παλιό σου συμβόλαιο». Ο Χάρολντ ακουγόταν τώρα σχεδόν ευδιάθετος με την προοπτική των επικείμενων διαπραγματεύσεων με την Ντέμπρα Γουέινστοκ και τη Φίλις Γκραν για το νέο συμβόλαιο. «Το θέμα είναι ότι σε θέλουν. Και νομίζω ότι θα σε θέλουν ακόμη περισσότερο αν δουν σελίδες με το όνομα σου πριν από τη Μέρα των Ευχαριστιών».
«Θέλουν να τους παραδώσω το επόμενο βιβλίο μου το Νοέμβριο; Σε ένα μήνα;» Προσπάθησα να βάλω την κατάλληλη δόση κατάπληξης στη φωνή μου, σαν να μην είχα ήδη την Υπόσχεση της Ελεν στη θυρίδα εδώ και έντεκα χρόνια. Ήταν το πρώτο βιβλίο που είχα «αποταμιεύσει» και τώρα ήταν το μόνο που μου έμενε ακόμη. «Όχι, όχι, έχεις περιθώριο μέχρι τις δεκαπέντε Ιανουαρίου τουλάχιστον», είπε ο Χάρολντ, προσπαθώντας να δώσει στη φωνή του έναν τόνο μεγαλοψυχίας. Άρχισα να αναρωτιέμαι πού είχαν φάει με την Ντέμπρα όταν τα συζήτησαν όλα αυτά. Σίγουρα σε κάποιο υπερπολυτελές εστιατόριο. Ίσως στο Φορ Σίζονς. Η Τζοάνα το έλεγε πάντα Φράνκι Βάλι εντ δε Φορ Σίζονς. «Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να σκιστούν για να το προλάβουν μιλάμε για άγριο σκίσιμο, αλλά είναι διατεθειμένοι να το κάνουν. Το ερώτημα εδώ είναι αν εσύ μπορείς να το προλάβεις». «Νομίζω ότι θα μπορούσα, αλλά θα τους στοιχίσει», είπα. «Πες τους ότι είναι σαν να ζητάς στο στεγνοκαθαριστήριο παράδοση την ίδια μέρα». «Α, τους καημένους!» Από τη φωνή του Χάρολντ, κατάλαβα ότι του έτρεχαν τα σάλια μ' αυτή την προοπτική. «Πόσο λες ότι... » «Νομίζω ότι η καλύτερη λύση θα ήταν μια επιβάρυνση στην προκαταβολή», είπε. «Θα μουτρώσουν βέβαια, θα ισχυριστούν ότι αυτή η κίνηση είναι και για το δικό σου συμφέρον -ίσως κυρίως για το δικό σου συμφέρον. Αλλά έχει το επιχείρημα της επιπλέον δουλειάς... των πρόσθετων ωρών που θα πρέπει να εργαστείς... » «Και ας μην ξεχνάμε την ψυχική αγωνία της δημιουργίας... τους πόνους της πρόωρης γέννας...» «Σωστά... σωστά... Νομίζω ότι μια επιβάρυνση δέκα τοις εκατό θα είναι ό,τι πρέπει». Ο τόνος του τώρα ήταν γεμάτος σύνεση· μιλούσε σαν άνθρωπος που προσπαθεί να είναι όσο πιο δίκαιος μπορεί απέναντι σε όλους. Όσο για μένα, αναρωτιόμουν πόσες γυναίκες θα μπορούσαν να γεννήσουν ένα μήνα νωρίτερα αν τις πλήρωνες δυο τρεις χιλιάδες δολάρια επιπλέον. Αλλά μερικά ερωτήματα είναι καλύτερα να μένουν αναπάντητα.
Άλλωστε, τι σημασία είχε; Το αναθεματισμένο το βιβλίο ήταν γραμμένο ήδη. «Λοιπόν, κοίτα αν μπορείς να κλείσεις τη συμφωνία», είπα. «Ναι, αλλά δεν νομίζω ότι θα πρέπει να μιλήσουμε μόνο για ένα βιβλίο εδώ. θα έλεγα...» «Χάρολντ, εκείνο που θέλω αυτή τη στιγμή είναι να πάω να φάω». «Ακούγεσαι λίγο σφιγμένος, Μάικλ. Είναι όλα...» «Όλα είναι μια χαρά. Μίλησε τους για το ένα βιβλίο μόνο προς το παρόν, με ένα επιπλέον ρεγάλο για να επισπεύσω την παραγωγή από τη μεριά μου. Εντάξει;» «Εντάξει», είπε, αφού και πάλι είχε αφήσει να επικρατήσει για λίγο μια σιγή γεμάτη υπονοούμενα. «Ελπίζω όμως να μη σημαίνει αυτό ότι δεν θα εξετάσεις ένα συμβόλαιο για τρία ή τέσσερα βιβλία αργότερα. Μην ξεχνάς: παίξε τώρα που γυρίζει. Το σύνθημα των πρωταθλητών». «Το σύνθημα των πρωταθλητών είναι να περνάς κάθε γέφυρα όταν φτάνεις μπροστά της», είπα, κι εκείνο το βράδυ ονειρεύτηκα ότι πήγα πάλι στο Σάρα Λαφς. Σ' εκείνο το όνειρο -σε όλα τα όνειρα που είδα εκείνο το φθινόπωρο και το χειμώνα- ανεβαίνω τον ανηφορικό δρόμο προς το σπίτι. Ο δρόμος είναι ένας «βρόχος» τριών χιλιομέτρων που περνά μέσα από το δάσος και που οι άκρες του καταλήγουν στον Αυτοκινητόδρομο 68. Εχει δικό του αριθμό και στα δύο άκρα (Οδός 42, αν έχει σημασία), για την περίπτωση που θα χρειαστεί να ειδοποιήσεις την πυροσβεστική υπηρεσία για κάποια πυρκαγιά, αλλά όχι κανονικό όνομα. Ούτε και του δώσαμε ποτέ η Τζο κι εγώ, ούτε καν στις συζητήσεις μεταξύ μας. Είναι στενός, ουσιαστικά ένα διπλό αυλάκι με χόρτα ενδιάμεσα. Όταν τον περνάς με το αμάξι, ακούς τα χόρτα να ψιθυρίζουν σαν σιγανές φωνές χτυπώντας στο κάτω μέρος του αυτοκινήτου. Στα όνειρα δεν είμαι με αυτοκίνητο, όμως. Σ' αυτά τα όνειρα, περπατάω.
Τα δέντρα φυτρώνουν κοντά κοντά, δεξιά κι αριστερά του δρόμου. Από πάνω φαίνεται μόνο μια σχισμή ουρανού, όπου έχει αρχίσει να σκοτεινιάζει. Σε λίγο θα μπορώ να δω τα πρώτα άστρα. Τριγύρω ακούγονται τριζόνια. Στη λίμνη κρώζουν οι κορμοράνοι. Μέσα στο δάσος ακούγονται θροίσματα από τις κινήσεις μικρών ζώων -ίσως σκίουρων. Τώρα φτάνω σε ένα χωματόδρομο που κατηφορίζει το λόφο στα δεξιά μου. Είναι ο δρόμος που οδηγεί στο σπίτι μας, και στην αρχή του υπάρχει μια μικρή ξύλινη επιγραφή: ΣΑΡΑ ΛΑΦΣ. Στέκομαι στο έμπα, αλλά δεν κατεβαίνω. Από κάτω είναι το σπίτι. Είναι όλο φτιαγμένο από κούτσουρα κι έχει πρόσθετες μεταγενέστερες πτέρυγες, με μια μεγάλη βεράντα χωρίς σκεπή στο πίσω μέρος. Δεκατέσσερα δωμάτια συνολικά -γελοίος αριθμός για δωμάτια σπιτιού. Κανονικά θα 'πρεπε να είναι άσχημο, αλλά για κάποιο λόγο δεν είναι. Η Σάρα σου δίνει μια αίσθηση γενναίας χήρας, μιας κυρίας που προχωρεί αποφασιστικά στο εκατοστό της έτος, κάνοντας ακόμη μεγάλες δρασκελιές παρά την αρθρίτιδα στους γοφούς και τα γόνατα της. Το κεντρικό τμήμα του σπιτιού είναι το παλιότερο, από το 1900 περίπου. Τα άλλα κομμάτια του προστέθηκαν στη δεκαετία του '30, του '40 και του '60. Κάποτε ήταν κυνηγετικό περίπτερο και για ένα διάστημα στις αρχές της δεκαετίας '70 υπήρχε εδώ ένα μικρό κοινόβιο των χίπις. Και στις δυο περιπτώσεις, το σπίτι είχε νοικιαστεί. Οι ιδιοκτήτες του στα τέλη της δεκαετίας του '40 μέχρι και το 1984 ήταν οι Χίνγκερμαν, ο Ντάρεν και η Μαρί... και μετά η Μαρί μόνη της, όταν πέθανε ο Ντάρεν το 1971. Η μοναδική ορατή προσθήκη από την περίοδο της δικής μας ιδιοκτησίας είναι η μικρή δορυφορική κεραία στην κορυφή της στέγης. Ήταν ιδέα της Τζοάνα, και δεν πρόλαβε να την απολαύσει. Πίσω από το σπίτι, η λίμνη γυαλίζει στο αμυδρό λυκόφως. Βλέπω ότι ο χωματόδρομος είναι στρωμένος με καφέ πευκοβελόνες και πεσμένα κλαδιά. Οι θάμνοι δεξιά κι αριστερά του έχουν οργιάσει, απλώνουν τα κλαδιά τους ο ένας στον άλλο σαν εραστές πάνω από τη μικρή απόσταση που τους χωρίζει. Αν περάσεις με αμάξι από δω, τα κλαδιά θα γρατσουνούν ενοχλητικά
τα πλαϊνά του. Στο σπίτι βλέπω ότι έχουν φυτρώσει βρύα στα κάτω κούτσουρα, και υπάρχουν τρία μεγάλα λουλούδια, ηλιοτρόπια με πρόσωπα σαν προβολείς, που έχουν φυτρώσει μέσα από τις σανίδες της μικρής βεράντας που υπάρχει από τη μεριά του δρόμου. Το σπίτι δεν σου δίνει την αίσθηση ότι είναι παραμελημένο ακριβώς αλλά ξεχασμένο. Φυσάει μια απαλή αύρα και, καθώς νιώθω το δέρμα μου παγωμένο, συνειδητοποιώ ότι είμαι ιδρωμένος. Στα ρουθούνια μου φτάνει το άρωμα του πεύκου -μια οσμή που είναι ταυτόχρονα ξινή και καθαρή- και η αμυδρή αλλά κατά κάποιον τρόπο κατακλυσμική μυρωδιά της λίμνης. Η Νταρκ Σκορ είναι μια από τις καθαρότερες και βαθύτερες λίμνες του Μέιν. Η Μαρί Χίνγκερμαν μας είχε πει ότι ήταν η μεγαλύτερη μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '30. Μετά, η Γουέστερν Μέιν Ελέκτρικ, με τη συνεργασία των εργοστασίων και των χαρτοβιομηχανιών γύρω από το Ράμφορνι, πήρε έγκριση να φτιάξει φράγμα στον ποταμό Γκίσα. Η Μαρί μας έδειξε επίσης μερικές γοητευτικές φωτογραφίες όπου εικονίζονταν, μέσα σε κανό, κυρίες με κρινολίνα και κύριοι με γιλέκα. Ήταν από την εποχή του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, μας είπε και μας έδειξε μια νέα γυναίκα, παγωμένη αιώνια στα πρόθυρα της Εποχής της Τζαζ, που είχε στα χέρια ένα ανασηκωμένο κουπί το οποίο έσταζε. «Αυτή είναι η μητέρα μου», μας είπε, «και αυτός εκεί, που τον απειλεί με το κουπί, είναι ο πατέρας μου». Κορμοράνοι που κρώζουν, οι κραυγές τους σαν απώλεια. Τώρα βλέπω την Αφροδίτη στον ουρανό που σκοτεινιάζει. Τη βλέπω και κάνω μια ευχή... Σ' αυτά τα όνειρα πάντα εύχομαι να είχα την Τζοάνα. Έχοντας κάνει την ευχή μου, προσπαθώ να κατεβώ στον κατηφορικό χωματόδρομο. Φυσικό είναι. Αυτό δεν είναι το σπίτι μου; Πού αλλού θα πήγαινα παρά στο σπίτι μου, τώρα που σκοτεινιάζει και τώρα που το ύπουλο θρόισμα στο δάσος μοιάζει να πλησιάζει και κατά κάποιον τρόπο να κινείται με κάποιο σκοπό; Πού αλλού μπορώ να πάω; Είναι σκοτάδι και θα είναι τρομακτικό να μπω σ' αυτό το σκοτεινό σπίτι μόνος μου (μπορεί η Σάρα να έχει θυμώσει που την αφήσαμε μόνη τόσο καιρό), αλλά πρέπει. Αν
είναι κομμένο το ρεύμα, θα ανάψω μια από τις λάμπες θυέλλης που έχουμε σε ένα ντουλάπι της κουζίνας. Μόνο που δεν μπορώ να κατεβώ το δρόμο. Τα πόδια μου δεν κινούνται. Είναι λες και το σώμα μου ξέρει κάτι για το σπίτι που ο εγκέφαλος μου το αγνοεί. Η αύρα φυσάει πάλι, με κάνει να ανατριχιάζω και αναρωτιέμαι τι έκανα και ίδρωσα έτσι. Έτρεχα; Και αν ναι, πού ήθελα να πάω τρέχοντας; Ή τι ήθελα να αποφύγω; Τα μαλλιά μου είναι κι αυτά βρεγμένα από τον ιδρώτα. Πέφτουν στο μέτωπο μου σαν μια ενοχλητικά βαριά, υγρή μάζα. Σηκώνω το χέρι μου για να τα παραμερίσω και βλέπω ότι υπάρχει ένα ρηχό κόψιμο, σχετικά πρόσφατο, στο πάνω μέρος του, ακριβώς κάτω από τις αρθρώσεις. Μερικές φορές το κόψιμο είναι στο δεξί μου χέρι, μερικές στο αριστερό. Τότε σκέφτομαι. Αν βλέπω όνειρο, οι λεπτομέρειες είναι καλές. Πάντα η ίδια σκέψη: Αν βλέπω όνειρο, οι λεπτομέρειες είναι καλές. Και είναι αλήθεια. Είναι οι λεπτομέρειες ενός συγγραφέα... αν και στα όνειρα μπορεί όλοι μας να είμαστε συγγραφείς. Που να ξέρεις; Τώρα το Σάρα Λαφς είναι ένας σκοτεινός όγκος από κάτω και συνειδητοποιώ ότι δεν θέλω να κατεβώ εκεί. Είμαι ένας άνθρωπος που έχει εκπαιδεύσει το νου του να παρεκτρέπεται και μπορώ να φανταστώ ένα σωρό πράγματα να με περιμένουν μέσα. Ενα λυσσασμένο ρακούν μαζεμένο σε μια γωνία της κουζίνας. Νυχτερίδες μέσα στο μπάνιο -αν τις ενοχλήσω, θα αρχίσουν να φτεροκοπάνε στον αέρα γύρω μου, να χτυπάνε το πρόσωπο μου με τα σκονισμένα φτερά τους. Ή ίσως ακόμη και κάποιο από τα φημισμένα Πλάσματα από το Υπερπέραν, του Γουίλιαμ Ντένμπροου -μπορεί να είναι κρυμμένο τώρα κάτω από τη βεράντα και να με παρακολουθεί καθώς πλησιάζω, με μάτια που γυαλίζουν στο σκοτάδι, μάτια γεμάτα πύο. «Ε, δεν μπορώ να μείνω εδώ πάνω», λέω, αλλά τα πόδια μου δεν κουνιούνται και απ' ό,τι φαίνεται τελικά θα μείνω εδώ πάνω, στο σημείο όπου ο χωματόδρομος συναντάει την Οδό 42, θα μείνω εδώ είτε μου αρέσει είτε όχι. Τώρα το θρόισμα στο δάσος πίσω μου ακούγεται όχι σαν να προέρχεται από τις κινήσεις μικρών ζώων (άλλωστε, τα
περισσότερα θα έχουν χωθεί στη φωλιά τους για τη νύχτα), αλλά σαν βήματα που πλησιάζουν. Προσπαθώ να γυρίσω και να δω, αλλά δεν μπορώ να κάνω ούτε καν αυτό... ...και σε αυτό το σημείο συνήθως ξυπνούσα. Το πρώτο πράγμα που έκανα πάντα ήταν να γυρίσω στο πλευρό, εδραιώνοντας την επιστροφή μου στην πραγματικότητα με το να δείξω στον εαυτό μου ότι τώρα το σώμα μου υπακούει πάλι το νου μου. Μερικές φορές -τις περισσότερες, εδώ που τα λέμεσκεφτόμουν αυθόρμητα Μάντερλεϊ, ονειρεύτηκα πάλι το Μάντερλεϊ. Υπήρχε κάτι το ανατριχιαστικό σε αυτή τη σκέψη (βασικά, υπήρχε κάτι ανατριχιαστικό στο επαναλαμβανόμενο όνειρο, στη γνώση ότι το υποσυνείδητο μου έσκαβε επίμονα για να ξεθάψει κάτι που δεν έλεγε να ξεκολλήσει από τη θέση του), αλλά θα έλεγα ψέματα αν δεν πρόσθετα ότι κάποιο μέρος του εαυτού μου απολάμβανε την καλοκαιρινή ηρεμία με την οποία με τύλιγε πάντα το όνειρο, και αυτό το μέρος απολάμβανε επίσης τη θλίψη και το κακό προαίσθημα που ένιωθα όταν ξυπνούσα. Το όνειρο είχε κάτι το εξωτικό και παράξενο, κάτι που έλειπε από τη ζωή μου τώρα που ο δρόμος της φαντασίας μου ήταν αποκλεισμένος. Η μόνη φορά που θυμάμαι ότι τρόμαξα πραγματικά (και πρέπει να σας πω εδώ ότι δεν έχω απόλυτη εμπιστοσύνη σε καμιά απ' αυτές τις αναμνήσεις, γιατί για πολύ καιρό έμοιαζαν να μην υπάρχουν καθόλου, τη μέρα τουλάχιστον) ήταν όταν ξύπνησα ένα βράδυ μιλώντας πολύ καθαρά μέσα στο σκοτάδι της κρεβατοκάμαρας: «Κάτι είναι πίσω μου, μην τ' αφήσεις να με πιάσει, κάτι είναι στο δάσος, σε παρακαλώ, μην τ' αφήσεις να με πιάσει». Δεν ήταν τόσο τα λόγια που με τρόμαξαν, όσο ο τόνος που είχε η φωνή μου καθώς τα έλεγα. Ήταν ο τόνος της φωνής ενός ανθρώπου που βρίσκεται στα πρόθυρα του πανικού και δεν έμοιαζε καθόλου με τη δική μου. Δυο μέρες πριν από τα Χριστούγεννα του 1997, πήγα για άλλη μια φορά στην τράπεζα, όπου για άλλη μια φορά ο διευθυντής με συνόδευσε στη θυρίδα μου, στις τραπεζικές κατακόμβες με τις λάμπες φθορισμού. Καθώς κατεβαίναμε τη σκάλα, με διαβεβαίωσε
(για δέκατη φορά τουλάχιστον) ότι η γυναίκα του είναι φανατική αναγνώστρια μου, ότι έχει διαβάσει όλα μου τα βιβλία. Για δέκατη (τουλάχιστον) φορά του απάντησα ότι τώρα πρέπει να τον κάνω κι αυτόν αναγνώστη μου κι εκείνος απάντησε με το συνηθισμένο του γέλιο. Ο κύριος Κουίνλαν έβαλε το κλειδί του στην Υποδοχή Α και το γύρισε. Μετά έφυγε, διακριτικά, σαν νταβατζής που πήγε τον πελάτη του στο κρεβάτι της πουτάνας. Έβαλα κι εγώ το δικό μου κλειδί στην Υποδοχή Β, το γύρισα κι άνοιξα το συρτάρι. Φαινόταν τεράστιο τώρα. Το μοναδικό χειρόγραφο που απέμενε έμοιαζε να έχει ζαρώσει στο βάθος, σαν εγκαταλειμμένο κουταβάκι που ξέρει ότι τα αδερφάκια του τα πήραν και τα καθάρισαν ανελέητα. Πάνω του ήταν γραμμένη η λέξη Υπόσχεση με χοντρά μαύρα γράμματα. Καλά καλά δεν θυμόμουν ούτε την πλοκή του. Άρπαξα αυτό τον ταξιδιώτη του χρόνου από τη δεκαετία του '80 κι έκλεισα το συρτάρι της θυρίδας. Δεν απέμενε τίποτα τώρα μέσα, εκτός από σκόνη. Δώσ' το μου αυτό, είχε πει η Τζο στο όνειρο μου -ήταν η πρώτη, φορά που το θυμόμουν αυτό εδώ και χρόνια. Δώσ' το μου αυτό, είναι ο σκονοσυλλέχτης μου. «Κύριε Κουίνλαν, τελείωσα», φώναξα. Η φωνή μου μου φάνηκε τραχιά και τρεμάμενη, αλλά ο Κουίνλαν δεν έδειξε να πρόσεξε τίποτα το παράξενο -ή ίσως φάνηκε απλώς διακριτικός. Δεν μπορεί να ήμουν ο μοναδικός πελάτης που ταραζόταν από τις επισκέψεις του στην τράπεζα. «Θα διαβάσω οπωσδήποτε ένα από τα βιβλία σας», μου είπε, ρίχνοντας μια ακούσια, γρήγορη ματιά στο κουτί που κρατούσα, (θα μπορούσα ίσως να φέρω ένα χαρτοφύλάκα για να βάλω μέσα το χειρόγραφο, αλλά ποτέ δεν το είχα θυμηθεί σ' αυτές τις επισκέψεις μου.) «Εδώ που τα λέμε, σκέφτομαι να το βάλω κι αυτό στις αποφάσεις μου που θα πάρω στην αρχή του χρόνου». «Ναι, βάλτε το, κύριε Κουίνλαν», είπα. «Βάλτε το». «Μαρκ», μου είπε. «Λέγε με Μαρκ». Μου το είχε πει και τις άλλες φορές αυτό. Είχα γράψει δύο γράμματα, που τα έβαλα κι αυτά μέσα στο κουτί με το χειρόγραφο πριν ξεκινήσω για τη Φέντεραλ Εξπρές. Τα
είχα γράψει στον υπολογιστή, που το σώμα μου μου επέτρεπε να τον χρησιμοποιήσω φτάνει να έγραφα στο πρόγραμμα Note Pad. Μόνο όταν άνοιγα το Word 6 άρχιζε η θύελλα. Ποτέ δεν προσπάθησα να γράψω ένα μυθιστόρημα με το Note Pad, ξέροντας ότι, αν έκανα κάτι τέτοιο, το πιθανότερο ήταν ότι θα έχανα κι αυτή την ευκολία και ίσως και την ικανότητα μου να παίζω Σκραμπλ και να λύνω σταυρόλεξα στον υπολογιστή. Είχα προσπαθήσει μια δυο φορές να γράψω με το χέρι αλλά χωρίς επιτυχία. Το ένα γράμμα ήταν για τον Χάρολντ, το άλλο για την Ντέμπρα Γουέινστοκ. Και στα δύο έλεγα τα ίδια πράγματα πάνω κάτω. Να το καινούριο μου βιβλίο, Η Υπόσχεση της Ελεν, ελπίζω να αρέσει και σ' εσάς όσο μου αρέσει κι εμένα, αν φαίνεται λίγο προχειρογραμμένο είναι επειδή αναγκάστηκα να δουλέψω εντατικά για να το τελειώσω τόσο γρήγορα. Καλά Χριστούγεννα, Ευτυχισμένος ο Καινούριος Χρόνος και όλα τα σχετικά. Στάθηκα σχεδόν μία ώρα σε μια ουρά από πικρόχολους τύπους που έσερναν τα πόδια τους (τα Χριστούγεννα είναι μια τόσο ξένοιαστη περίοδος, χωρίς πιέσεις, γι' αυτό τα αγαπώ τόσο πολύ), με την Υπόσχεση της Ελεν στην αριστερή μου μασχάλη και ένα βιβλίο τσέπης του Νέλσον Ντεμίλ στο δεξί μου χέρι. Είχα διαβάσει σχεδόν πενήντα σελίδες μέχρι να 'ρθει η ώρα να εμπιστευτώ το τελευταίο μου ανέκδοτο μυθιστόρημα σε μια ταλαιπωρημένη υπάλληλο. Όταν της ευχήθηκα Καλά Χριστούγεννα, τη διαπέρασε ένα ρίγος φρίκης και δεν απάντησε.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Όταν μπήκα στο σπίτι, χτυπούσε το τηλέφωνο. Ήταν ο Φρανκ Άρλεν, που με ρώτησε αν ήθελα να κάνω Χριστούγεννα μαζί του -μαζί τους, μάλλον, γιατί θα έρχονταν και όλα τα αδέρφια του με τις οικογένειες τους. Άνοιξα το στόμα μου να πω όχι -το τελευταίο πράγμα που ήθελα αυτή τη στιγμή ήταν να περάσω Χριστούγεννα με ένα σωρό Ιρλανδούς, όπου όλοι θα έπιναν ουίσκι από τις κάνουλες και θα τους έπιαναν τα συναισθηματικά τους για την Τζο, ενώ περίπου δυο ντουζίνες μυξιάρικα θα τριγύριζαν εδώ κι εκεί στο πάτωμα-, αλλά άκουσα τον εαυτό μου να λέει ναι. Ο Φρανκ ακούστηκε να ξαφνιάζεται όσο κι εγώ, αλλά και να χαίρεται ειλικρινά. «Υπέροχα!» φώναξε. «Πότε έρχεσαι ;» Ήμουν στο χολ, με τις γαλότσες μου να στάζουν στα πλακάκια, και από το σημείο όπου στεκόμουν έβλεπα μέσα στο λίβινγκ ρουμ. Δεν υπήρχε χριστουγεννιάτικο δέντρο· δεν είχα κάνει τον κόπο να στολίσω από τότε που πέθανε η Τζο. Το δωμάτιο φαινόταν απαίσιο και τεράστιο... «Ήμουν έξω για κάτι δουλειές», είπα. «Τι θα 'λεγες να ρίξω μερικά εσώρουχα σε ένα σάκο και να ξεκινήσω τώρα που το καλοριφέρ στο αμάξι θα βγάζει ακόμη ζεστό αέρα;» «Αυτός είσαι», είπε ο Φρανκ χωρίς να διστάσει στιγμή. «Μπορούμε να περάσουμε ένα βράδυ σαν λογικοί άνθρωποι δυο μας, πριν πέσει πάνω μας το σόι. Σου βάζω ένα ποτό με το που θα κλείσω το τηλέφωνο». «Τότε καλύτερα να ξεκινήσω», είπα. Ήταν ασυζητητί οι καλύτερες γιορτές που πέρασα από τότε που πέθανε η Τζοάνα. Ή, μάλλον, οι μόνες καλές γιορτές. Επί τέσσερις μέρες ήμουν επίτιμος Άρλεν. Ήπια πάρα πολύ και ούτε που θυμάμαι πόσες προπόσεις έκανα στη μνήμη της Τζοάνα... και ήξερα ότι αν με έβλεπε από κάπου θα χαιρόταν. Δύο μωρά
ξέρασαν πάνω μου, ένα σκυλί ξάπλωσε δίπλα μου στο κρεβάτι στη μέση της νύχτας και η Σούζι Ντόναχιου, η κουνιάδα του Νίκι Άρλεν, μου την έπεσε, θολωμένη ακόμη από τη νύστα το βράδυ μετά τα Χριστούγεννα, όταν με βρήκε μόνο μου στην κουζίνα να φτιάχνω ένα σάντουιτς με γαλοπούλα. Τη φίλησα, γιατί ήταν φανερό ότι ήθελε να τη φιλήσουν, και ένα τολμηρό (ή ίσως θα 'πρεπε να το πω καλύτερα «σκανταλιάρικο») χέρι με χούφτωσε για μια στιγμή στο σημείο το οποίο δεν είχε αγγίξει χέρι ανθρώπου εκτός από το δικό μου εδώ και τριάμισι χρόνια σχεδόν. Ήταν σοκ αλλά όχι εντελώς δυσάρεστο. Δεν προχώρησε παραπέρα το πράγμα -σε ένα σπίτι γεμάτο από Άρλεν και με τη Σούζι Ντόναχιου να μην έχει χωρίσει ακόμη επίσημα (όπως κι εγώ, ήταν επίτιμη Άρλεν εκείνα τα Χριστούγεννα), δεν θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο- και αποφάσισα να φύγω. Αν έμενα, έχω την υποψία ότι θα ήταν περίπου σαν να έτρεχα με αμάξι σε ένα στενό δρόμο που κατά πάσα πιθανότητα τελείωνε σε τοίχο. Έφυγα στις είκοσι εφτά του μηνός, χαρούμενος που είχα έρθει, αφού πρώτα έσφιξα μ' όλη μου τη δύναμη τον Φρανκ, που στεκόταν δίπλα στο αμάξι μου. Επί τέσσερις μέρες δεν σκέφτηκα καθόλου ότι τώρα πια υπήρχε μόνο σκόνη μέσα στη θυρίδα μου στη Φιντέλιτι Γιούνιον και επί τέσσερις νύχτες κοιμόμουν σερί μέχρι τις οχτώ το πρωί. Μερικές φορές ξυπνούσα με ξινίλες και πονοκέφαλο από το μεθύσι, αλλά ούτε μια φορά δεν ξύπνησα με τη σκέψη Ονειρεύτηκα πάλι το Μάντερλεϊ να περνά από το νου μου. Γύρισα στο Ντέρι νιώθοντας φρέσκος και ανανεωμένος. Η πρώτη μέρα του 1998 ξημέρωσε καθαρή, κρύα και όμορφή. Σηκώθηκα, έκανα ντους και μετά στάθηκα στο παράθυρο της κρεβατοκάμαρας πίνοντας καφέ. Ξαφνικά συνειδητοποίησα -με όλη την απλή, βαθιά δύναμη που έχουν οι θεμελιώδεις ιδέες όπως ότι το πάνω είναι πάνω από το κεφάλι σου και το κάτω είναι κάτω από τα πόδια σου- ότι τώρα μπορούσα να γράψω. Ήταν καινούρια χρονιά, κάτι είχε αλλάξει και μπορούσα να γράψω αν το ήθελα. Ο βράχος είχε παραμερίσει από την είσοδο. Πήγα στο γραφείο, κάθισα στον υπολογιστή και τον άναψα. Η καρδιά μου χτυπούσε κανονικά, δεν υπήρχε ιδρώτας στο μέτωπο
και το σβέρκο μου, και τα χέρια μου ήταν ζεστά. Κατέβασα το κύριο μενού, μετά εκείνο που βγαίνει όταν κάνεις κλικ στο μήλο και να ο παλιός μου φίλος, το Word 6. Έκανα κλικ πάνω του. Εμφανίστηκε το λογότυπο με την πένα και την περγαμηνή και όταν το είδα ξαφνικά δεν μπορούσα να ανασάνω. Ήταν σαν να είχε τυλιχτεί γύρω από το στήθος μου μια σιδερένια μέγκενη. Έσπρωξα με δύναμη το γραφείο για να απομακρυνθώ, ενώ ταυτόχρονα τραβούσα το γιακά της μπλούζας μου προσπαθώντας να πάρω ανάσα. Οι τροχοί του καθίσματος πιάστηκαν σε ένα μικρό χαλάκι -ένα από τα ευρήματα της Τζο τον τελευταίο χρόνο της ζωής της- και τουμπάρισα προς τα πίσω. Το κεφάλι μου βρόντηξε στο πάτωμα και είδα έναν πίδακα από αστεράκια να διασχίζει το οπτικό μου πεδίο. Μάλλον ήμουν τυχερός που δεν λιποθύμησα και ακόμη πιο τυχερός που τουμπάρισε έτσι το κάθισμα κι έπεσα πίσω. Νομίζω ότι, αν δεν είχα πέσει και συνέχιζα να κοιτάζω το λογότυπο του Word -και τη φρικτή άδεια οθόνη που το ακολούθησε-, μπορεί να είχα πεθάνει από ασφυξία. Όταν σηκώθηκα με κόπο όρθιος, μπορούσα τουλάχιστον να πάρω ανάσα. Ο λαιμός μου είχε περίπου τη διάμετρο που έχει ένα καλαμάκι και κάθε εισπνοή έβγαζε έναν παράξενο ήχο σαν ουρλιαχτό, αλλά ανάσαινα. Πήγα παραπατώντας στο μπάνιο και ξέρασα μέσα στο νιπτήρα με τέτοια δύναμη, που οι εμετοί πιτσίλισαν τον καθρέφτη. Μετά όλα γκριζάρισαν γύρω μου και τα γόνατα μου λύγισαν. Αυτή τη φορά χτύπησε το μέτωπο μου με δύναμη στην άκρη του νιπτήρα. Το πίσω μέρος του κεφαλιού μου δεν είχε ματώσει από το προηγούμενο χτύπημα (αν και μέχρι το μεσημέρι είχε κάνει ένα καρούμπαλο), όμως το μέτωπο μου μάτωσε και απέκτησε επίσης ένα μοβ σημάδι, για το οποίο φυσικά έλεγα ψέματα σε όποιον με ρωτούσε, ότι είχα πέσει πάνω στην πόρτα του μπάνιου τη νύχτα, ο βλάκας, καλά να πάθω αφού σηκώθηκα μέσα στο σκοτάδι και δεν άναψα φως. 'Όταν ξαναβρήκα τις αισθήσεις μου, ήμουν μαζεμένος στο δάπεδο του μπάνιου. Σηκώθηκα, απολύμανα το τραύμα στο μέτωπο μου και κάθισα στην άκρη της μπανιέρας, με το κεφάλι χαμηλωμένο στα γόνατα μου, μέχρι που αισθάνθηκα λίγο
καλύτερα. Πρέπει να έμεινα καθισμένος έτσι γύρω στα δεκαπέντε λεπτά και σε αυτό το διάστημα κατέληξα στο συμπέρασμα ότι, αν δεν υπολόγιζα το ενδεχόμενο ενός θαύματος, η καριέρα μου είχε πάρει τέλος. Ο Χάρολντ θα έβαζε τις φωνές και η Ντέμπρα θα διαμαρτυρόταν, αλλά σε τελική ανάλυση τι μπορούσαν να μου κάνουν; Να μου στείλουν την Αστυνομία Εκδόσεων; Να με καταδώσουν στην Γκεστάπο της Λέσχης Βιβλίου; Ακόμη και αν μπορούσαν, τι θα κατάφερναν; Δεν μπορείς να βγάλεις χυμό από τούβλα ούτε αίμα από πέτρες. Αν εξαιρέσουμε την περίπτωση μιας θαυματουργής ανάρρωσης, η συγγραφική μου ζωή είχε τελειώσει. Και αν τελείωσε τι γίνεται; ρώτησα τον εαυτό μου. Τι θα κάνεις άλλα σαράντα χρόνια στη ζωή σου, Μάικ; Μπορείς να παίξεις πολύ Σκραμπλ σε σαράντα χρόνια, να λύσεις πολλά σταυρόλεξα, να πιεις πολύ ουίσκι. Φτάνει αυτό όμως; Τι άλλο θα κάνεις στα σαράντα χρόνια που σου μένουν ακόμη; Ωστόσο, δεν ήθελα να τα σκεφτώ όλα αυτά εκείνη τη στιγμή. Τα επόμενα σαράντα χρόνια ας έκαναν ό,τι ήθελαν. Εγώ θα ήμουν ευχαριστημένος να βγάλω την Πρωτοχρονιά του 1998. Όταν αισθάνθηκα ότι είχα βρει κάπως τον αυτοέλεγχο μου, πήγα πίσω στο γραφείο, πλησίασα τον υπολογιστή με τα μάτια καρφωμένα πάντα στα πόδια μου, βρήκα ψηλαφώντας το κουμπί και τον έκλεισα. Μπορεί να κάνεις ζημιά αν σβήσεις έτσι το μηχάνημα χωρίς να κλείσεις πρώτα το πρόγραμμα, αλλά υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες αυτό δεν είχε καμιά σημασία. Εκείνο το βράδυ ονειρεύτηκα πάλι ότι περπατούσα το σούρουπο στην Οδό 42, που οδηγεί στο Σάρα Λαφς. Για άλλη μια φορά ευχήθηκα στον αποσπερίτη καθώς οι κορμοράνοι έκλαιγαν στη λίμνη και για άλλη μια φορά αισθάνθηκα κάτι στο δάσος πίσω μου να πλησιάζει όλο και περισσότερο. Φαίνεται ότι οι χριστουγεννιάτικες διακοπές μου είχαν τελειώσει. Ο χειμώνας ήταν βαρύς και παγερός, με μπόλικο χιόνι, και το Φεβρουάριο μια επιδημία γρίπης καθάρισε πολλούς γέροντες στο Ντέρι. Τους πήρε, όπως ένας δυνατός αέρας ρίχνει τα γέρικα δέντρα ύστερα από μια χιονοθύελλα. Εμένα με προσπέρασε. Εκείνο το χειμώνα ούτε καν έτρεξε η μύτη μου.
Το Μάρτιο, πήγα στο Πρόβιντενς και πήρα μέρος στο Διαγωνισμό Σταυρολέξου της Νέας Αγγλίας. Βγήκα τέταρτος και κέρδισα πενήντα δολάρια. Την επιταγή δεν την εξαργύρωσα -την κορνιζάρισα και την κρέμασα στο λίβινγκ ρουμ. Μια φορά κι έναν καιρό, αυτά τα Πιστοποιητικά θριάμβου (έτσι τα έλεγε η Τζο -τελικά οι καλύτερες φράσεις είναι πάντα της Τζο) τα έβαζα στο γραφείο μου, αλλά εκείνη την εποχή δεν έμπαινα πια πολύ στο γραφείο. Όταν ήθελα να παίξω Σκραμπλ με τον υπολογιστή ή να λύσω κανένα σταυρόλεξο επιπέδου τουρνουά, χρησιμοποιούσα το PowerBook και καθόμουν στο τραπέζι της κουζίνας. Θυμάμαι που κάθισα εκεί μια μέρα, άνοιξα το κύριο μενού του PowerBook, κατέβηκα στα σταυρόλεξα... μετά κατέβασα το δρομέα δυο τρεις θέσεις παρακάτω, μέχρι που έφτασα στον παλιό μου φίλο, το Word 6. Αυτό που με κυρίευσε δεν ήταν ούτε εκνευρισμός ούτε θυμός (είχα νιώσει και τα δύο αυτά συναισθήματα πολλές φορές από τότε που τελείωσα την Πτώση), αλλά θλίψη και απλή λαχτάρα. Έτσι όπως κοιτούσα το εικονίδιο του Word 6 ήταν ξαφνικά σαν να κοίταζα τις φωτογραφίες της Τζο που είχα στο πορτοφόλι μου. Μόλις τις έβλεπα, μερικές φορές σκεφτόμουν ότι θα πουλούσα και την ψυχή μου ακόμη για να την ξαναέχω κοντά μου... Εκείνη τη μέρα του Μαρτίου, σκέφτηκα ότι θα πουλούσα και την ψυχή μου για να μπορούσα να ξαναγράψω. Εμπρός, δοκίμασε τότε, ψιθύρισε μια φωνή. Μπορεί να έχουν αλλάξει τα πράγματα. Μόνο που δεν είχε αλλάξει τίποτα, και το ήξερα. Ετσι, αντί να ανοίξω το Word 6, το πήγα με το δείκτη του ποντικιού στο σκουπιδοτενεκέ, στην κάτω δεξιά γωνία της οθόνης, και το πέταξα μέσα. Αντίο, παλιόφιλε. Η Ντέμπρα Γουέινστοκ μου τηλεφωνούσε συχνά εκείνο το χειμώνα, συνήθως με καλά νέα. Νωρίς το Μάρτιο μου είπε ότι η Υπόσχεση της Ελεν είχε προταθεί από τη Λογοτεχνική Ένωση ως κύρια επιλογή για τον Αύγουστο, μαζί με ένα δικαστικό θρίλερ του Στιβ Μαρτίνι, ενός άλλου βετεράνου των θέσεων οχτώ έως δεκαπέντε της λίστας των μπεστ σέλερ. Επίσης, η Ελεν άρεσε πολύ
στον Βρετανό εκδότη μου, που πίστευε ότι με αυτό το βιβλίο θα αλλάξουν τα πράγματα. (Οι πωλήσεις μου στη Βρετανία ήταν πάντα πεσμένες.) «Η Υπόσχεση κατά κάποιον τρόπο είναι μια νέα κατεύθυνση για σένα», είπε η Ντέμπρα. «Δεν συμφωνείς;» «Κι εγώ το νομίζω αυτό», ομολόγησα και αναρωτήθηκα τι θα έλεγε η Ντέμπρα αν την πληροφορούσα ότι η νέα μου κατεύθυνση είχε γραφτεί πριν από δώδεκα χρόνια σχεδόν. «Είναι... δεν ξέρω... έχει μια νέα ωριμότητα». «Ευχαριστώ». «Μάικ; Νομίζω ότι κάτι έχει η σύνδεση. Η φωνή σου ακούγεται πολύ πνιγμένη». Φυσικό ήταν. Εκείνη τη στιγμή δάγκωνα το χέρι μου για να μην ουρλιάξω από τα γέλια. Έβγαλα επιφυλακτικά το χέρι από το στόμα μου και εξέτασα τα σημάδια από τα δόντια μου. «Είναι καλύτερα τώρα;» «Ναι, πολύ καλύτερα. Για πες μου τώρα, για τι πράγμα θα είναι το καινούριο σου βιβλίο; Δώσε μια ιδέα». «Ξέρεις την απάντηση σ' αυτή την ερώτηση, κορίτσι μου». Η Ντέμπρα γέλασε, «"Θα πρέπει να το διαβάσεις και να δεις, Τζόζεφιν"», είπε. «Σωστά;» «Ακριβώς». «Λοιπόν, συνέχισε να γράφεις. Οι φίλοι σου στον Πάτναμ έχουν ξετρελαθεί έτσι όπως πέρασες στο επόμενο επίπεδο». Την αποχαιρέτησα, έκλεισα το τηλέφωνο και μετά γελούσα υστερικά για δέκα λεπτά περίπου. Γελούσα με που με πήραν δάκρυα. Έτσι είμαι εγώ. Τα τρώω τα επίπεδα με το κουτάλι. Σε αυτό το διάστημα συμφώνησα, επίσης, να παραχώρησα, μια τηλεφωνική συνέντευξη σ' ένα δημοσιογράφο του Νιουζγουικ που θα έγραφε ένα άρθρο για το Νέο Αμερικανική Γοτθικό Κύμα (ό,τι κι αν είναι αυτό -αν βέβαια είναι κάτι παραπάνω από μια φράση που μπορεί να πουλήσει μερικά περιοδικά) και να μιλήσω, επίσης, στο Πάμπλισερς Γουίκλι που θα δημοσιευόταν λίγο πριν
από την έκδοση της Υπόσχεσης της Ελεν. Συμφώνησα επειδή και οι δύο συνεντεύξεις μου φάνηκαν εύκολη υπόθεση, απ' αυτές που μπορείς να τις παραχωρήσεις μέσω τηλεφώνου διαβάζοντας ταυτόχρονα τα γράμματα σου. Και η Ντέμπρα καταχάρηκε, επειδή συνήθως λέω όχι σε κάθε μορφή δημοσιότητας. Το σιχαίνομαι αυτό το μέρος της δουλειάς, πάντα το σιχαινόμουν, ιδιαίτερα εκείνες τις ζωντανές εκπομπές στην τηλεόραση όπου κανείς δεν έχει διαβάσει το αναθεματισμένο το βιβλίο σου και η πρώτη ερώτηση πάντα είναι «Πώς στην ευχή σου έρχονται αυτές οι τρελές ιδέες;» Όλη αυτή η διαδικασία της δημοσιότητας είναι σαν να πηγαίνεις σε ένα μπαρ σούσι, όπου το σούσι είσαι εσύ, και μου άρεσε που αυτή τη φορά μπόρεσα να τελειώνω μ' αυτή την υπόθεση, δίνοντας στην Ντέμπρα μερικά καλά νέα που θα μπορούσε να τα επιδείξει στα αφεντικά της. «Ναι», θα έλεγε, «είναι ακόμη αρνητικός σε κάθε δημοσιότητα, αλλά τον κατάφερα να κάνει ένα δυο πράγματα». Στο μεταξύ, όλο αυτό το διάστημα τα όνειρα μου από το Σάρα Λαφς συνεχίζονταν -όχι κάθε βράδυ αλλά κάθε δεύτερο ή τρίτο-, αν και δεν τα σκεφτόμουν ποτέ τη μέρα. Έλυνα τα σταυρόλεξα μου, αγόρασα μια ακουστική κιθάρα κι άρχισα να μαθαίνω (η αλήθεια είναι ότι δεν θα με καλούσαν ποτέ να παίξω σε περιοδεία με την Πάτι Λάβλες ή τον Άλαν Τζάκσον) και κάθε μέρα κοίταζα τις νεκρολογίες στην Ντέρι Νιουζ μήπως έβλεπα κανένα γνωστό όνομα. Λίγο πολύ κοιμόμουν όρθιος, με άλλα λόγια. Εκείνο που έδωσε τέλος σε όλα αυτά ήταν ένα τηλεφώνημα από τον Χάρολντ Ομπλόφσκι μόλις τρεις μέρες μετά το τηλεφώνημα της Ντέμπρα για τη Λογοτεχνική Ένωση ενώ είχε ξεσπάσει καταιγίδα, μια άγρια κατάσταση, κάτι ανάμεσα σε βροχή και χιόνι, που αποδείχτηκε ότι ήταν το τελευταίο και μεγαλύτερο ξέσπασμα του χειμώνα. Μέχρι το βράδυ θα κοβόταν το ρεύμα σε όλο το Ντέρι, αλλά όταν ξεφώνησε ο Χάρολντ, στις πέντε, μόλις είχαν αρχίσει να αγριεύουν τα πράγματα. «Πριν από λίγο είχα μια πολύ ωραία συζήτηση με την επιμελήτριά σου», μου είπε ο Χάρολντ. «Πολύ διαφωτιστική και πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση. Μόλις τώρα κλείσαμε».
«Ναι, ε;» «Ναι. Μάικλ, στον Πάτναμ επικρατεί η αίσθηση ότι το τελευταίο σου βιβλίο μπορεί να επηρεάσει θετικά τις πωλήσεις σου στην αγορά. Είναι πολύ δυνατό». «Πράγματι», είπα, «πέρασα στο επόμενο επίπεδο». «Τι;» «Τίποτα, Χάρολντ, τίποτα. Συνέχισε». «Α... Λοιπόν, η Ελεν Νίαρινγκ είναι σπουδαία ηρωίδα και ο Σκέιτ είναι ο καλύτερος κακός σου ως τώρα». Δεν είπα τίποτα. «Η Ντέμπρα έθιξε το ενδεχόμενο να γίνει η Υπόσχεση της Ελεν η αρχή για ένα συμβόλαιο τριών βιβλίων. Ένα πολύ επικερδές συμβόλαιο τριών βιβλίων. Όλα αυτά χωρίς καμιά πίεση από μένα. Κανένας εκδότης ως τώρα δεν ήθελε να κλείσει συμβόλαιο για περισσότερα από δύο βιβλία. Μίλησα για εννιά εκατομμύρια δολάρια, τρία εκατομμύρια για κάθε βιβλίο, δηλαδή, περιμένοντας ότι εκείνη θα γελάσει. Από κάπου πρέπει να αρχίσεις σ' αυτές τις διαπραγματεύσεις και πάντα προτιμώ το ψηλότερο έδαφος που μπορώ να βρω. Μάλλον πρέπει να κατάγομαι από Ρωμαίους στρατιωτικούς». Μάλλον από Αιθίοπες εμπόρους χαλιών, σκέφτηκα, αλλά και πάλι δεν μίλησα. Ένιωθα όπως όταν ο οδοντίατρος σου έχει ρίξει λίγη παραπάνω νοβοκαΐνη και μαζί με το δόντι που σε πονά έχουν μουδιάσει και τα χείλια και η γλώσσα σου. Αν πήγαινα να μιλήσω εκείνη τη στιγμή, δεν θα τα κατάφερνα, μόνο θα πετούσα σάλια χωρίς να μπορώ να κουμαντάρω τα χείλια και τη γλώσσα μου. Ο Χάρολντ στο μεταξύ ήταν πανευτυχής. Ένα συμβόλαιο τριών βιβλίων για τον νέο, ώριμο Μάικλ Νούναν. Ζόρικα πράματα. Αυτή τη φορά δεν μου 'ρθε να γελάσω· μου 'ρθε να ουρλιάξω. Ο Χάρολντ συνέχισε, χαρούμενος και αδαής. Δεν ήξερε ότι το βιβλιόδεντρο είχε ξεραθεί. Δεν ήξερε ότι ο νέος Μάικλ Νούναν πάθαινε κατακλυσμική παράλυση και κρίσεις εμετού κάθε φορά που προσπαθούσε να γράψει. «Θέλεις να σου πω τι μου απάντησε, Μάικλ;» «Ριχ' το».
«Μου είπε, "Προφανώς το εννιά είναι πολύ μεγάλο νούμερο, αλλά είναι κι αυτό μια αφετηρία. Πιστεύουμε ότι το καινούριο του βιβλίο είναι ένα μεγάλο βήμα προόδου για τον Μάικλ". Σου λέω, ανήκουστα πράγματα. Ανήκουστα. Δεν της είπα τίποτα, ήθελα να συνεννοηθώ μαζί σου πρώτα, βέβαια, αλλά νομίζω ότι μιλάμε για εφτάμισι εκατομμύρια μίνιμουμ. Εδώ που τα λέμε...» «Όχι». Ο Χάρολντ σταμάτησε. Έμεινε αμίλητος αρκετή ώρα ώστε να συνειδητοποιήσω ότι έσφιγγα το ακουστικό τόσο δυνατά, που είχε αρχίσει να με πονάει το χέρι μου. Χρειάστηκε να κάνω συνειδητή προσπάθεια για να το χαλαρώσω. «Μάικ, περίμενε να ακούσεις τι έχω να σου πω πρώτα...» «Δεν χρειάζεται να σε ακούσω. Δεν θέλω να μιλήσω για άλλο συμβόλαιο». «Με συγχωρείς που θα διαφωνήσω, αλλά δεν θα βρούμε καλύτερη στιγμή. Για όνομα του θεού, σκέψου το λίγο. Μιλάμε για πολλά λεφτά εδώ. Αν περιμένεις να εκδοθεί η Υπόσχεση της Ελεν, δεν θα μπορώ να σου εγγυηθώ την ίδια προσφορά... » «Το ξέρω ότι δεν θα μπορείς. Δεν θέλω εγγυήσεις, δεν θέλω προσφορές, δεν θέλω να μιλήσω για συμβόλαια». «Δεν χρειάζεται να φωνάζεις, Μάικ, σ' ακούω». Φώναζα; Ναι, μάλλον. «Είσαι δυσαρεστημένος με τον Πάτναμ; Η Ντέμπρα θα στενοχωρηθεί πολύ αν το μάθει αυτό. Και πιστεύω επίσης ότι η Φίλις Γκραν θα κάνει ό,τι περνάει από το χέρι της για να σου λύσει όποια προβλήματα μπορεί να έχεις». Μήπως κοιμάσαι με την Ντέμπρα, Χάρολντ; -σκέφτηκα και εντελώς ξαφνικά μου φάνηκε η πιο λογική ιδέα στον κόσμο -ο κοντόχοντρος, πενηντάρης φαλακρός Χάρολντ Ομπλόφσκι πηδιόταν με την ξανθιά, αριστοκρατική, μορφωμένη επιμελήτρια μου. Κοιμάσαι μαζί της και συζητάτε για το μέλλον μου ενώ είστε στο κρεβάτι μαζί, σε κάποιο δωμάτιο στο Πλάζα; Προσπαθείτε οι δυο σας να υπολογίσετε πόσα χρυσά αβγά μπορείτε να βγάλετε, ακόμη από την κουρασμένη χήνα, πριν της στρίψετε τελικά το λαιμό και την κάνετε πατέ; Αυτό είναι το παιχνίδι σας;
«Χάρολντ, δεν μπορώ να το συζητήσω τώρα αυτό -και δεν θα το συζητήσω». «Τι τρέχει; Γιατί είσαι τόσο ταραγμένος; Εγώ νόμιζα ότι θα χαιρόσουν. Νόμιζα ότι θα πήδαγες ως το ταβάνι». «Δεν έχω τίποτα. Απλώς δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για να μιλάω για μακροπρόθεσμα συμβόλαια. Με συγχωρείς, Χάρολντ. Έχω βάλει να ψήσω κάτι στο φούρνο και θα μου καεί». «Μπορούμε τουλάχιστον να το συζητήσουμε αυτό την ερχόμενη βδ... » «Όχι», είπα και του έκλεισα το τηλέφωνο. Νομίζω ότι ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που το έκλεισα σε κάποιον -αν εξαιρέσουμε τους τηλεφωνικούς πλασιέ. Δεν είχα τίποτα στο φούρνο, φυσικά, και ήμουν πολύ ταραγμένος ακόμη και για να σκεφτώ να βάλω τίποτα για ψήσιμο. Πήγα στο λίβινγκ ρουμ, έβαλα ένα ουίσκι και κάθισα στην τηλεόραση. Καθόμουν εκεί σχεδόν τέσσερις ώρες, κοιτάζοντας τα πάντα χωρίς να βλέπω τίποτα. Έξω, η καταιγίδα συνέχιζε να δυναμώνει. Αύριο θα υπήρχαν πεσμένα δέντρα σε όλο το Ντέρι και ο κόσμος θα έμοιαζε σαν γλυπτό από πάγο. Στις εννιά και τέταρτο κόπηκε το ρεύμα, ξανάρθε για τριάντα δευτερόλεπτα περίπου και μετά κόπηκε πάλι για τα καλά. Το θεώρησα αυτό σαν μια σύσταση να σταματήσω να σκέφτομαι το άχρηστο συμβόλαιο του Χάρολντ και το πόσο θα γελούσε η Τζο με την ιδέα των εννιά εκατομμυρίων δολαρίων. Σηκώθηκα, έβγαλα τη σκοτεινή τηλεόραση από την πρίζα για να μην ανάψει πάλι στις δύο τη νύχτα (δεν χρειαζόταν πάντως, αφού το ρεύμα έμεινε κομμένο σχεδόν επί δύο μέρες) και ανέβηκα πάνω. Πέταξα τα ρούχα μου στο πάτωμα, στα πόδια του κρεβατιού, ξάπλωσα χωρίς να κάνω ούτε τον κόπο να πλύνω τα δόντια μου και κοιμήθηκα σε λιγότερο από πέντε λεπτά. Δεν ξέρω έπειτα από πόση ώρα άρχισε ο εφιάλτης. Ήταν το τελευταίο από τα επαναλαμβανόμενα όνειρα που τώρα έχω ονομάσει «σειρά του Μάντερλεϊ». Και μάλλον έγινε
ακόμη χειρότερο από το απίστευτο σκοτάδι που επικρατούσε όταν ξύπνησα. Άρχισε όπως και τα άλλα. Ανεβαίνω στον ανηφορικό δρόμο, ακούγοντας τα τριζόνια και τους κορμοράνους, κοιτάζοντας κυρίως τη φέτα του ουρανού από πάνω μου που όλο και σκοτεινιάζει. Φτάνω στον κατηφορικό χωματόδρομο και βλέπω ότι εδώ κάτι έχει αλλάξει. Κάποιος έχει βάλει ένα μικρό αυτοκόλλητο πάνω στην πινακίδα ΣΑΡΑ ΛΑΦΣ. Σκύβω πιο κοντά και βλέπω ότι είναι διαφημιστικό αυτοκόλλητο ενός ραδιοφωνικού σταθμού. WBLM, γράφει. 102,9 - Ο ΡΟΚ ΕΝΤ ΡΟΛ ΣΤΑΘΜΟΣ ΤΟΥ ΠΟΡΤΛΑΝΤ. Από το αυτοκόλλητο στρέφομαι πάλι στον ουρανό και βλέπω την Αφροδίτη. Κάνω την ευχή μου όπως πάντα, εύχομαι να είχα την Τζοάνα, νιώθοντας την υγρή και κατακλυσμική μυρωδιά της λίμνης στα ρουθούνια μου. Κάτι ακούγεται να κινείται βαριά στο δάσος, ξερά φύλλα που τρίβονται, ένα κλαδί που σπάζει. Ακούγεται μεγάλο. Καλά θα κάνεις να πας εκεί κάτω, μου λέει μια φωνή μέσα στο μυαλό μου. Κάτι έχει κάνει συμβόλαιο για να σε καθαρίσει, Μάικλ. Συμβόλαιο τριών βιβλίων, το χειρότερο που υπάρχει. Δεν μπορώ να κινηθώ, δεν μπορώ ποτέ να κινηθώ, το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να στέκομαι εδώ. Έχω βαδιστικό μπλοκάρισμα. Όμως αυτά είναι λόγια, γιατί μπορώ να περπατήσω. Αυτή τη φορά μπορώ. Αυτό μου φέρνει μεγάλη χαρά. Είναι μια μεγάλη νίκη. Μέσα στο όνειρο σκέφτομαι, Αυτό αλλάζει τα πάντα! Αυτό αλλάζει τα πάντα! Κατεβαίνω το χωματόδρομο, μπαίνοντας όλο και πιο βαθιά στην καθαρή και ξινή μυρωδιά του πεύκου, δρασκελώντας μερικά πεσμένα κλαδιά, κλοτσώντας άλλα από μπροστά μου. Σηκώνω το χέρι μου για να παραμερίσω τα υγρά μαλλιά από το μέτωπο μου και βλέπω τη μικρή γρατσουνιά στο πίσω μέρος του. Σταματώ για να την κοιτάξω, γεμάτος περιέργεια. Δεν έχεις ώρα για τέτοια, λέει η φωνή του ονείρου. Κατέβα εκεί κάτω. Έχεις να γράψεις ένα βιβλίο.
Δεν μπορώ να γράψω, απαντάω. Πάει αυτό, τελείωσε. Είμαι στη δεύτερη φάση τώρα, στο δεύτερο μέρος της ζωής Όχι, λέει η φωνή. Έχει κάτι το ανελέητο που με τρομάζει. Είχες συγγραφικό βάδισμα, όχι συγγραφικό μπλοκάρισμα και, όπως βλέπεις, σου πέρασε. Τώρα βιάσου και κάβα κάτω στο σπίτι. Φοβάμαι, λέω στη φωνή. Φοβάσαι τι; Κι αν εκεί κάτω με περιμένει η κυρια Ντάνβερς; Η φωνή δεν απαντάει. Ξέρει ότι δεν φοβάμαι την οικονόμο της Ρεβέκκας ντε Γουίντερ· αυτή δεν είναι παρά ένας χαρακτήρας από ένα παλιό βιβλίο, δεν είναι παρά ένα σακί με κόκαλα. Ετσι, αρχίζω να περπατάω πάλι. Μοιάζει να μην έχω άλλη επιλογή, αλλά με κάθε βήμα ο τρόμος μου μεγαλώνει και, μέχρι να φτάσω στα μισά του δρόμου για τον σκοτεινό, τεράστιο όγκο του σπιτιού, ο φόβος με έχει ποτίσει ως το μεδούλι σαν πυρετός. Κάτι δεν πάει καλά εδώ, κάτι είναι εντελώς διαστρεβλωμένο. Θα το βάλω στα πόδια, σκέφτομαι, θα γυρίσω πίσω από κει που ήρθα, θα γυρίσω τρέχοντας μέχρι το Ντέρι, αν χρειαστεί, και δεν θα ξανάρθω ποτέ εδώ. Μόνο που ακούω μια βαριά ανάσα πίσω μου μέσα στο σκοτάδι που πυκνώνει, και βήματα. Το τέρας του δάσους έχει φτάσει τώρα στο χωματόδρομο. Αν γυρίσω και το δω, η όψη του θα με χτυπήσει σαν ένα πλαταγιστό γυριστό σκαμπίλι και θα μου πάρει τα λογικά. Κάτι με κόκκινα μάτια, κάτι καμπουριασμένο και πεινασμένο. Το σπίτι είναι η μοναδική μου ελπίδα. Συνεχίζω να περπατώ. Οι θάμνοι με αρπάζουν σαν χέρια. Στο φως της σελήνης που ανατέλλει (μέχρι τώρα δεν είχε εμφανιστεί ποτέ η σελήνη σε αυτό το όνειρο, ίσως επειδή ποτέ δεν είχα μείνει τόσο πολύ ώστε να τη δω), τα φύλλα μοιάζουν σαν σαρκαστικά πρόσωπα. Βλέπω μάτια που ανοιγοκλείνουν και χαμογελαστά στόματα. Από κάτω ξεχωρίζω τα μαύρα παράθυρα του σπιτιού και ξέρω πως όταν μπω μέσα δεν θα έχει ρεύμα, γιατί έχει κοπεί από την καταιγίδα· θα ανεβοκατεβάζω το διακόπτη, πάνω κάτω, πάνω κάτω, μέχρι που κάτι θα με αρπάξει από το χέρι και θα με τραβήξει πιο βαθιά στο σκοτάδι όπως τραβάει ένας εραστής την αγαπημένη του.
Τώρα έχω διανύσει τα τρία τέταρτα του δρόμου. Βλέπω τα σκαλιά από ξύλινα δοκάρια που οδηγούν κάτω στη λίμνη και βλέπω, επίσης, την εξέδρα στο νερό, ένα μαύρο τετράγωνο μέσα στο λαμπύρισμα του φεγγαριού. Ο Μπιλ Ντιν την έχει αγκυροβολήσει στη λίμνη. Βλέπω, επίσης, κάτι μακρόστενο, που είναι πεσμένο στο σημείο όπου ο χωματόδρομος τελειώνει μπροστά στη βεράντα. Δεν υπήρχε ποτέ τέτοιο αντικείμενο εκεί. Τι να είναι; Άλλα δυο τρία βήματα και καταλαβαίνω. Είναι ένα φέρετρο, αυτό που παζάρεψε ο Φρανκ Άρλεν... επειδή, όπως είπε, ο νεκροθάφτης πήγαινε να με γελάσει. Είναι το φέρετρο της Τζο, πεσμένο στο πλάι με το καπάκι μισάνοιχτο, αρκετά ώστε να δω ότι είναι άδειο. Νομίζω ότι θέλω να ουρλιάξω. Νομίζω ότι έχω σκοπό να κάνω μεταβολή και να ανεβώ τρέχοντας το χωματόδρομο. Προτιμάω να το ρισκάρω με το πράγμα που έρχεται πίσω μου. Αλλά, πριν προλάβω να κάνω τίποτα, η πόρτα του Σάρα Λαφς ανοίγει και μια τρομερή φιγούρα πετάγεται έξω στο σκοτάδι που πυκνώνει. Είναι ανθρώπινη αυτή η φιγούρα και ταυτόχρονα δεν είναι. Είναι ένα τσαλακωμένο άσπρο πράγμα με σακουλιασμένα μπράτσα, σηκωμένα ψηλά. Δεν έχει πρόσωπο, όμως παρ' όλα αυτά στριγκλίζει με μια φωνή σαν τους κορμοράνους. Καταλαβαίνω ότι είναι η Τζοάνα. Κατάφερε να ξεφύγει από το φέρετρο, όχι όμως και από το σάβανο της. Είναι μπερδεμένη με το ύφασμα. Πόσο φρικτά γρήγορο είναι αυτό το πλάσμα! Δεν αιωρείται, όπως θα φανταζόταν κανείς ότι κάνουν τα φαντάσματα, αλλά εκτοξεύεται από τη βεράντα προς το χωματόδρομο. Με περίμενε εκεί κάτω σε όλα τα όνειρα, όταν εγώ ήμουν παγωμένος στην αρχή του δρόμου, και τώρα που κατάφερα τελικά να φτάσω εδώ θέλει να με πιάσει, θα ουρλιάξω όταν με τυλίξει με τα χέρια του, φυσικά, θα ουρλιάξω όταν μυρίσω τη σάπια, σκουληκοφαγωμένη σάρκα του και δω τα μαύρα μάτια του να με κοιτάζουν μέσα από το λεπτό ύφασμα, θα ουρλιάξω καθώς θα χάνω τα λογικά μου για πάντα, θα ουρλιάξω... αλλά δεν υπάρχει κανείς εδώ για να με
ακούσει -μόνο οι κορμοράνοι. Ήρθα ξανά στο Μάντερλεϊ κι αυτή τη φορά δεν θα φύγω ποτέ. Το άσπρο πράγμα με έφτασε στριγκλίζοντας και ξύπνησα στο πάτωμα της κρεβατοκάμαρας, όπου ούρλιαζα με μια σπασμένη φωνή γεμάτη φρίκη και χτυπούσα το κεφάλι μου ξανά και ξανά πάνω σε κάτι. Πόση ώρα πέρασε μέχρι να συνειδητοποιήσω ότι δεν κοιμόμουν πια, ότι δεν ήμουν ακόμη στο Σάρα Λαφς; Πόση ώρα πέρασε μέχρι να καταλάβω ότι σε κάποιο σημείο έπεσα από το κρεβάτι και μπουσούλισα μέσα στον ύπνο μου, ότι ήμουν πεσμένος στα τέσσερα σε μια γωνία και χτυπούσα το κεφάλι μου στο σημείο όπου ενώνονται οι τοίχοι, ξανά και ξανά και ξανά, σαν τρελός σε ψυχιατρείο; Δεν ξέρω, δεν μπορώ να ξέρω αφού το ρεύμα ήταν κομμένο και το ηλεκτρικό ρολόι του κομοδίνου δεν δούλευε. Το μόνο που ξέρω είναι ότι στην αρχή δεν μπορούσα να κουνηθώ από τη γωνία, επειδή εκεί ένιωθα πιο ασφαλής από ό,τι αν ήμουν στη μέση του δωματίου, και ξέρω ακόμη ότι η δύναμη του ονείρου με κρατούσε τυλιγμένο για πολλή ώρα αφού ξύπνησα (κυρίως, φαντάζομαι, επειδή δεν μπορούσα να ανάψω το φως και να διαλύσω την επιρροή του). Φοβόμουν ότι, αν απομακρυνόμουν από τη γωνία μου, το άσπρο πράγμα θα πεταγόταν έξω από το μπάνιο στριγκλίζοντας με τη νεκρή φωνή του, ανυπομονώντας να τελειώσει αυτό που είχε αρχίσει. Ξέρω ότι έτρεμα σύγκορμος και ότι κρύωνα και ήμουν βρεγμένος από τη μέση και κάτω γιατί είχα κατουρηθεί πάνω μου. Έμεινα εκεί στη γωνία, αγκομαχώντας και κοιτάζοντας μέσα στο σκοτάδι. Αναρωτιόμουν αν μπορεί κανείς να δει έναν εφιάλτη τόσο τρομακτικό που να τρελαθεί. Νομίζω ότι εκείνη τη νύχτα του Μαρτίου κόντεψα να μάθω την απάντηση. Τελικά κατάφερα να φύγω από τη γωνία. Μόλις προχώρησα λίγο, σταμάτησα και έβγαλα το βρεγμένο παντελόνι της πιτζάμας, αλλά, όταν το έκανα αυτό, αποπροσανατολίστηκα. Ακολούθησαν πέντε σουρεαλιστικά και αγωνιώδη λεπτά (ή μπορεί να ήταν μόνο δύο), κατά τη διάρκεια των οποίων μπουσουλούσα στα τυφλά από
δω κι από κει μέσα στην κρεβατοκάμαρα, πέφτοντας πάνω σε πράγματα και βογκώντας κάθε φορά που χτυπούσα κάτι στα τυφλά με το χέρι μου. Καθετί που άγγιζα νόμιζα στην αρχή ότι ήταν εκείνο το τρομερό λευκό πράγμα. Τίποτα δεν μου φαινόταν γνωστό. Αφού δεν φαίνονταν τα οικεία πράσινα νούμερα του ρολογιού οτο κομοδίνο και αφού είχα χάσει προσωρινά τον προσανατολισμό μου, θα μπορούσα να μπουσουλάω μέσα σε ένα σκοτεινό τζαμί στην Αντίς Αμπέμπα. Επιτέλους, έπεσα με τον ώμο πάνω στο κρεβάτι. Σηκώθηκα, τράβηξα τη μαξιλαροθήκη από το δεύτερο μαξιλάρι και σκουπίστηκα ανάμεσα στα πόδια. Μετά ξάπλωσα πάλι στο κρεβάτι, σκεπάστηκα κι έμεινα εκεί τρέμοντας και ακούγοντας το σταθερό θόρυβο του χιονόνερου πάνω στα παράθυρα. Δεν κοιμήθηκα όλη την υπόλοιπη νύχτα και το όνειρο δεν ξεθώριασε όπως κάνουν τα όνειρα μόλις ξυπνάμε. Ήμουν ξαπλωμένος στο πλάι, με τα ρίγη να κοπάζουν σιγά σιγά, και σκεφτόμουν το φέρετρο εκεί στο δρόμο, σκεφτόμουν ότι είχε μια δική του, τρελή λογική. Η Τζο αγαπούσε το Σάρα Λαφς και αν ήταν να στοιχειώσει κάποιο μέρος θα στοίχειωνε αυτό το σπίτι. Γιατί όμως να θέλει να μου κάνει κακό; Δεν έβρισκα κανένα λόγο. Σιγά σιγά πέρασε η ώρα και κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι ο αέρας είχε πάρει μια σκοτεινή απόχρωση του γκρίζου. Τα σχήματα των επίπλων ξεχώριζαν σαν φρουροί μέσα στην ομίχλη. Τώρα τα πράγματα ήταν λίγο καλύτερα. Αποφάσισα να ανάψω τη στόφα στην κουζίνα και να φτιάξω ένα δυνατό καφέ. Έπρεπε να κάνω ό,τι μπορούσα για να ξεχάσω όσα είδα. Κατέβασα τα πόδια μου από το κρεβάτι και σήκωσα το χέρι μου για να παραμερίσω τα ιδρωμένα μαλλιά μου από το μέτωπο. Πάγωσα, με το χέρι μπροστά στα μάτια μου. Πρέπει να το γρατσούνισα καθώς μπουσουλούσα μέσα στο σκοτάδι προσπαθώντας να βρω το κρεβάτι. Στο πάνω μέρος του, ακριβώς κάτω από τις κλειδώσεις, υπήρχε μια ρηχή γρατσουνιά με πηγμένο αίμα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 Κάποτε στα δεκάξι μου ένα τζετ έσπασε το φράγμα του ήχου ακριβώς πάνω από το κεφάλι μου. Περπατούσα στο δάσος εκείνη την ώρα και σκεφτόμουν κάποια ιστορία που θα έγραφα, ίσως, ή τι ωραία που θα 'ταν αν κατάφερνα την Ντορίν Φουρνιέ να με αφήσει να της βγάλω το σλιπ κάποια Παρασκευή βράδυ εκεί που ήμαστε στο παρκαρισμένο μας αυτοκίνητο στο τέλος της Κάσμαν Ρόουντ. Όπως και να 'χει το πράγμα, περιπλανιόμουν σε κάποιους μακρινούς δρόμους μέσα στο νου μου και όταν ακούστηκε το τρομερό «μπουμ» αιφνιδιάστηκα εντελώς. Έπεσα μπρούμυτα μέσα στα φύλλα, με τα χέρια πάνω από το κεφάλι μου και την καρδιά μου να χτυπάει τρελά, σίγουρος ότι είχε φτάσει το τέλος της ζωής μου (ενώ ήμουν ακόμη παρθένος). Στα σαράντα χρόνια της ζωής μου, αυτή ήταν η μοναδική εμπειρία που μπορούσε να συναγωνιστεί σε τρόμο το τελευταίο όνειρο της «σειράς του Μάντερλεϊ». Ήμουν πεσμένος κάτω και περίμενα να πέσει το τσεκούρι, και όταν πέρασαν γύρω στα τριάντα δευτερόλεπτα και το τσεκούρι δεν έπεσε, άρχισα να συνειδητοποιώ ότι ήταν απλώς κάποιος πιλότος από την αεροπορική βάση του Μπράνσγουικ που ήταν πολύ ανυπόμονος για να περιμένει να φτάσει στον Ατλαντικό πριν πιάσει το ένα Μαχ. Αλλά, Θεέ και Κύριε, ποιος θα το φανταζόταν ότι ο κρότος θα ήταν τόσο δυνατός; Σηκώθηκα αργά αργά και καθώς στεκόμουν εκεί, με την καρδιά μου να ηρεμεί λίγο, κατάλαβα ότι δεν ήμουν το μόνο πλάσμα που είχε τρομοκρατηθεί από τον ξαφνικό κεραυνό εν αιθρία. Για πρώτη φορά, το μικρό εκείνο κομμάτι του δάσους πίσω από το σπίτι μας στο Πράουτ'ς Νεκ ήταν εντελώς σιωπηλό. Στεκόμουν μέσα σε μια δέσμη από ηλιακές ακτίνες, με τη φανέλα
και το παντελόνι μου να έχουν γεμίσει ξερά φύλλα, και αφουγκραζόμουν κρατώντας την ανάσα μου. Δεν είχα ξανακούσει ποτέ μου τέτοια σιωπή. Ακόμη και μια κρύα μέρα του Ιανουαρίου, το δάσος ήταν γεμάτο συζητήσεις. Επιτέλους, κελάηδησε ένας σπίνος. Ακολούθησαν δυο τρία δευτερόλεπτα σιωπής και μετά του απάντησε μια κίσσα. Άλλα δυο τρία δευτερόλεπτα και πετάχτηκε ένα κοράκι. Ενας δρυοκολάπτης άρχισε να σφυροκοπάει κάποιον κορμό. Ενας σκίουρος έτρεξε μέσα στους θάμνους αριστερά μου. Ένα λεπτό αφότου σηκώθηκα όρθιος, το δάσος ήταν πάλι γεμάτο από ήχους. Όλοι συνέχιζαν τη δουλειά τους και συνέχισα κι εγώ τη δική μου. Δεν ξέχασα ποτέ εκείνο τον απρόσμενο βρόντο, όμως, ούτε τη νεκρική σιγή που τον ακολούθησε. Τη σκεφτόμουν συχνά αυτή τη μέρα του Ιουνίου μετά τον εφιάλτη. Δεν ήταν παράξενο αυτό. Τα πράγματα είχαν αλλάξει κατά κάποιον τρόπο ή μπορούσαν να αλλάξουν.. Πρώτα όμως έρχεται η σιωπή καθώς καθησυχάζουμε τον εαυτό μας, βεβαιώνοντας τον ότι δεν έχουμε πάθει τίποτα και ότι ο κίνδυνος -αν υπήρχε κίνδυνος- έχει περάσει. Έτσι κι αλλιώς, το Ντέρι ήταν μισοδιαλυμένο όλη την επόμενη βδομάδα. Ο πάγος και ο δυνατός αέρας είχαν προκαλέσει πολλές ζημιές και μια ξαφνική πτώση δώδεκα βαθμών στη θερμοκρασία έκανε το σκάψιμο δύσκολο και το καθάρισμα αργό. Επιπλέον, η ατμόσφαιρα ύστερα από μια μαρτιάτικη καταιγίδα είναι πάντα σκυθρωπή και γεμάτη απαισιοδοξία. Μας έρχονται κάθε χρόνο τέτοιες καταιγίδες (και δυο τρεις ακόμη τον Απρίλιο, αν είμαστε άτυχοι), αλλά κάθε φορά είναι σαν να μην τις περιμένουμε. Η καταιγίδα μας χτυπάει αλύπητα κι εμείς το παίρνουμε προσωπικά. Στα τέλη εκείνης της βδομάδας, ο καιρός άρχισε επιτέλους να βελτιώνεται. Το εκμεταλλεύτηκα και το πρωί πήγα για έναν καφέ κι ένα γλυκό στο μικρό εστιατόριο που βρίσκεται τρεις πόρτες μετά το Ράιτ Ειντ, όπου η Τζοάνα έκανε την τελευταία της αγορά. Έπινα και μασούσα κι έλυνα το σταυρόλεξο της εφημερίδας, όταν κάποιος ρώτησε:
«Θα μπορούσα να καθίσω, κύριε Νούναν; Έχει πολύ κόσμο σήμερα». Σήκωσα το κεφάλι και είδα ένα γέρο που τον γνώριζα αλλά δεν θυμόμουν από πού. «Ραλφ Ρόμπερτς», μου είπε. «Δουλεύω εθελοντικά στον Ερυθρό Σταυρό μαζί με τη γυναίκα μου, τη Λόις». «Ναι, βέβαια, καθίστε», είπα. Δίνω αίμα στον Ερυθρό Σταυρό κάθε ενάμιση δύο μήνες. Ο Ραλφ Ρόμπερτς ήταν ένας από τους ηλικιωμένους βοηθούς που μοιράζουν χυμό και κουλουράκια μετά και σου λένε να μη σηκωθείς ούτε να κάνεις απότομες κινήσεις αν ζαλίζεσαι. Καθώς καθόταν, κοίταξε την εφημερίδα μου, που ήταν ανοιχτή στο σταυρόλεξο. «Δεν νομίζετε ότι αν λύσετε το σταυρόλεξο στην Ντέρι Νιουζ είναι σαν να κερδίζετε ολόκληρο αγώνα μπέιζμπολ;» με ρώτησε. Γέλασα κι έγνεψα καταφατικά. «Το κάνω για τον ίδιο λόγο που άλλοι ανεβαίνουν στο Έβερεστ, κύριε Ρόμπερτς..- επειδή υπάρχει. Μόνο που με το σταυρόλεξο δεν κινδυνεύεις να πέσεις από κανέναν γκρεμό». «Λέγε με Ραλφ, σε παρακαλώ». «Εντάξει. Μάικ». «Ωραία». Χαμογέλασε, και τα δόντια του ήταν στραβά και λίγο κίτρινα αλλά δικά του. «Δεν άφησε τίποτα όρθιο ο αέρας, ε;» «Ναι», είπα, «αλλά ευτυχώς αρχίζει να ζεσταίνει τώρα». Το θερμόμετρο είχε κάνει ένα από τα συνηθισμένα μαρτιάτικα άλματα του. Από μείον πέντε το προηγούμενο βράδυ είχε ανεβεί στους δέκα βαθμούς σήμερα το πρωί. Το καλύτερο όμως ήταν ότι είχε βγει ήλιος, που τον αισθανόμουν τώρα να μου ζεσταίνει το πρόσωπο. Αυτό με είχε κάνει να βγω από το σπίτι. «Θα έρθει και η άνοιξη σιγά σιγά. Μερικές χρονιές χάνεται λίγο, αλλά τελικά πάντα βρίσκει το δρόμο και ξαναγυρίζει». Ήπιε από τον καφέ του κι άφησε πάλι το φλιτζάνι. «Δεν σ' έχουμε δει στον Ερυθρό Σταυρό τελευταία».
«Κάνω ανακύκλωση», είπα. Αυτό ήταν ψέμα. θα μπορούσα να δώσω μισό λίτρο εδώ και δυο βδομάδες τώρα. Η κάρτα υπενθύμισης ήταν πάνω στο ψυγείο. Απλώς το είχα ξεχάσει. «Την επόμενη βδομάδα σίγουρα». «Το λέω επειδή ξέρω ότι είσαι ομάδα Α και έχουμε πάντα ανάγκη από τέτοιο αίμα». «Κράτα μου ένα κρεβάτι». «Έγινε. Είναι όλα καλά; Ρωτάω επειδή φαίνεσαι κουρασμένος. Αν έχεις αϋπνία, πίστεψε με, σε καταλαβαίνω απόλυτα». Είχε όντως όψη ανθρώπου που υποφέρει από αϋπνία -σαν να ήταν το πρόσωπο του πολύ πλατύ γύρω από τα μάτια. Πρέπει να ήταν όμως γύρω στα εβδομήντα πέντε και δεν είναι δυνατόν να φτάσεις σ' αυτή την ηλικία χωρίς να σου φαίνεται. Η ζωή σου ρίχνει κάθε τόσο μερικά χτυπήματα στο σαγόνι και τα μάτια και, όταν έχεις ζήσει τόσα χρόνια, το μούτρο σου αρχίζει να μοιάζει σαν του Τζέικ Λα Μότα ύστερα από δεκαπέντε δύσκολους γύρους. Άνοιξα το στόμα μου για να πω αυτό που λέω πάντα όταν κάποιος με ρωτάει αν είμαι εντάξει, αλλά μετά αναρωτήθηκα γιατί ένιωθα υποχρεωμένος να παίζω πάντα τον ήρωα, ποιον προσπαθούσα να ξεγελάσω. Τι θα γινόταν αν έλεγα στον τύπο που μου έδινε κουλουράκια στον Ερυθρό Σταυρό ότι δεν νιώθω τελείως καλά; Σεισμός μήπως; Πυρκαγιές και πλημμύρες; Τρίχες κατσαρές. «Όχι», είπα, «δεν είμαι και πολύ καλά, Ραλφ». «Γρίπη; Σέρνεται επιδημία». «Μπα, όχι, αυτή τη φορά τη γλίτωσα από τη γρίπη. Και από ύπνο είμαι εντάξει». Αυτό ήταν αλήθεια· δεν είχε ξαναεμφανιστεί το όνειρο του Σάρα Λαφς, ούτε στην απλή ούτε στη σούπερ εκδοχή με τα πολλά οκτάνια. «Απλώς έχω τις μαύρες μου». «Σου χρειάζονται διακοπές», μου είπε και ήπιε πάλι από τον καφέ του. Όταν με ξανακοίταξε, συνοφρυώθηκε και άφησε το φλιτζάνι του στο τραπέζι. «Τι έγινε; Είπα κάτι που δεν έπρεπε;» Όχι, σκέφτηκα να πω. Απλώς είσαι το πρώτο πουλί που κελαηδάει μέσα στη σιωπή, Ραλφ, αυτό είναι όλο.
«Όχι, δεν έγινε τίποτα», είπα και μετά, επειδή ήθελα. να δω πώς θα ακουγόταν η λέξη από το δικό μου στόμα, την επανέλαβα. «Διακοπές». «Βέβαια», μου είπε χαμογελώντας. «Δεν είναι τίποτα παράξενο. Πολλοί πηγαίνουν συχνά». Πολλοί πηγαίνουν συχνά. Είχε δίκιο σ' αυτό. Ακόμη και άτομα που δεν έχουν τα οικονομικά μέσα πηγαίνουν διακοπές. Όταν κουράζονται. Όταν θολώνουν. Όταν δεν αντέχουν άλλο. Εγώ είχα σίγουρα τα λεφτά για να πάω διακοπές και είχα, επίσης, το χρόνο -δεν μπορώ να πω ότι σκιζόμουν στη δουλειά τελευταία- κι όμως χρειάστηκε να 'ρθει ένας βοηθός του Ερυθρού Σταυρού για να μου θυμίσει κάτι που θα 'πρεπε να είναι αυτονόητο για ένα μορφωμένο τύπο σαν εμένα: ότι δεν είχα κάνει διακοπές από τότε που πήγαμε στη Βερμούδα με την Τζο, το χειμώνα πριν πεθάνει. Το μαγκανοπήγαδο μου είχε πάψει να γυρίζει, εγώ όμως είχα μείνει κολλημένος πάνω του. Μόνο όταν διάβασα τη νεκρολογία του Ραλφ Ρόμπερτς στην Ντέρι Νιουζ εκείνο το καλοκαίρι (τον χτύπησε αυτοκίνητο), συνειδητοποίησα πόσα του χρωστούσα. Εκείνη η συμβουλή που μου έδωσε ήταν πολύ καλύτερη από όλες τις πορτοκαλάδες που μου είχαν σερβίρει ύστερα από αιμοδοσία. Όταν έφυγα από το εστιατόριο, δεν επέστρεψα σπίτι. Άρχισα να περπατάω, με την εφημερίδα διπλωμένη κάτω από τη μασχάλη μου, μέχρι που γύρισα τη μισή πόλη. Περπατούσα μέχρι που πάγωσα, παρ' όλη την άνοδο της θερμοκρασίας. Δεν σκεφτόμουν τίποτα και ταυτόχρονα σκεφτόμουν τα πάντα. Είναι μια σκέψη ιδιαίτερου είδους, που πάντα μου ερχόταν όταν πλησίαζα να γράψω ένα βιβλίο, και, μολονότι είχα χρόνια να σκεφτώ έτσι, τώρα ξαναμπήκα στην παλιά οικεία κατάσταση εύκολα και φυσικά, σαν να μην είχα σταματήσει ποτέ. Είναι σαν να έρχονται μερικοί τύποι με ένα μεγάλο φορτηγό, να σταματάνε μπροστά στο σπίτι σου και να αρχίζουν να κουβαλάνε πράγματα στο υπόγειο. Δεν μπορώ να το εξηγήσω καλύτερα. Δεν βλέπεις τι είναι τα πράγματα, γιατί είναι όλα
τυλιγμένα με προστατευτικό υλικό, αλλά δεν χρειάζεται να τα δεις. Είναι έπιπλα, όλα όσα χρειάζεσαι για να κάνεις το σπίτι σου ακριβώς όπως το θέλεις. Αφού οι τύποι έχουν ξαναμπεί στο φορτηγό τους και έχουν φύγει, κατεβαίνεις στο υπόγειο και τριγυρίζεις ανάμεσα στα πράγματα (έτσι όπως τριγύριζα εγώ στο Ντέρι εκείνο το πρωί, ανεβαίνοντας ανηφόρες και κατεβαίνοντας κατηφοριές με τις παλιές μου γαλότσες), αγγίζοντας μια τυλιγμένη καμπύλη εδώ, μια αμπαλαρισμένη γωνία εκεί. Καναπές είναι αυτό; Κι εκείνο να είναι κομός; Δεν έχει σημασία, είναι όλα εδώ, οι τύποι δεν ξέχασαν τίποτα, και παρ' όλο που θα πρέπει να τα ανεβάσεις πάνω μόνος σου (ζορίζοντας τη μέση σου τις περισσότερες φορές) δεν σε πειράζει. Το σημαντικό είναι ότι η παράδοση ήταν πλήρης. Αυτή τη φορά πίστευα -και ήλπιζα- ότι το φορτηγό είχε φέρει όλα τα πράγματα που μου χρειάζονταν για τη δεύτερη τεσσαρακονταετία της ζωής μου, τα χρόνια που μάλλον ήμουν υποχρεωμένος να περάσω χωρίς να γράφω. Ήρθαν στην πόρτα του υπογείου, χτύπησαν ευγενικά και, όταν ύστερα από μερικούς μήνες δεν είχαν πάρει ακόμα καμιά απάντηση, τελικά πήγαν κι έφεραν έναν πολιορκητικό κριό. ΕΛΠΙΖΩ ΝΑ ΜΗ ΣΕ ΤΡΟΜΑΞΕ ΠΟΛΥ Ο ΘΟΡΥΒΟΣ, ΦΙΛΕ. ΚΑΙ ΜΑΣ ΣΥΓΧΩΡΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ. Δεν μ' ένοιαζε για την πόρτα· μ' ένοιαζε για τα έπιπλα. Μήπως έλειπε τίποτα, μήπως είχε σπάσει τίποτα; Όχι. Τώρα το μόνο που είχα να κάνω ήταν να τα ανεβάσω πάνω, να βγάλω το αμπαλάζ και να τα βάλω στη θέση τους. Γυρίζοντας στο σπίτι, πέρασα μπροστά από το Σέιντ, τον κινηματογράφο του Ντέρι που ευημερεί παρά την επανάσταση του βίντεο (ή ίσως εξαιτίας της). Αυτόν το μήνα έπαιζε κλασικά έργα επιστημονικής φαντασίας από τη δεκαετία του '50, όμως ο Απρίλιος ήταν αφιερωμένος στον Χάμφρεϊ Μπόγκαρκ, τη μεγάλη αγάπη της Τζο. Στάθηκα κάτω από τη μαρκίζα για μερικά λεπτά, κοιτάζοντας ένα από τα πόστερ στην προθήκη ΠΡΟΣΕΧΩΣ. Μετά γύρισα στο σπίτι, διάλεξα στην τύχη ένα ταξιδιωτικό πρακτορείο από τον κατάλογο και είπα στον τύπο ότι θέλω να πάω στο Κη Λάργκο. Στο Κη Γουέστ, θέλετε να πείτε, μου είπε αυτός. Όχι, του
απάντησα, θέλω να πω στο Κη Λάργκο, όπως στην ταινία με τον Μπόγκαρτ και την Μπακόλ. Τρεις βδομάδες. Μετά το ξανασκέφτηκα. Ήμουν πλούσιος, μόνος μου και «συνταξιούχος». Γιατί τρεις βδομάδες; Καν' τες έξι, είπα. Βρες μου ένα σπίτι ή κάτι τέτοιο. Θα κοστίσει, μου είπε. Του απάντησα ότι δεν με νοιάζει. Όταν θα ξαναγύριζα στο Ντέρι, θα ήταν άνοιξη. Στο μεταξύ, είχα κάτι έπιπλα να ξετυλίξω. Στο Κη Λάργκο καταγοητεύτηκα τον πρώτο μήνα και βαρέθηκα μέχρι αηδίας τις τελευταίες δύο βδομάδες. Έμεινα όμως γιατί η πλήξη είναι καλό πράγμα. Οι άνθρωποι με μεγάλη αντοχή στην πλήξη μπορούν να σκεφτούν πολύ. Έφαγα γύρω στο ένα εκατομμύριο γαρίδες, ήπια κάπου χίλιες μαργαρίτες και διάβασα είκοσι τρία μυθιστορήματα του Τζον Μακντόναλντ. Κάηκα, ξεφλούδισα και τελικά μαύρισα. Αγόρασα ένα κασκέτο με μακρύ γείσο που έγραφε πάνω ΚΟΥΦΙΟΚΕΦΑΛΟΣ με γράμματα κεντημένα με πράσινη κλωστή. Περπάτησα στην ίδια παραλία τόσες φορές, που τους ήξερα όλους με τα μικρά τους ονόματα. Και ξετύλιγα έπιπλα. Πολλά δεν μου άρεσαν, αλλά δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ταίριαζαν όλα στο σπίτι. Σκέφτηκα την Τζο και τη ζωή μας μαζί. Σκέφτηκα τότε που της είπα ότι κανείς δεν θα μπέρδευε ποτέ το Διπλός Εαυτός με το Γυρνά Σπίτι, Άγγελε Μου. «Δεν πιστεύω να αρχίσεις να μου το παίζεις απελπισμένος διανοούμενος τώρα, ε;» μου είχε πει... και όλο αυτό το διάστημα που ήμουν στο Κη Λάργκο αυτή η φράση μου ερχόταν ξανά και ξανά στο νου, πάντα με τη φωνή της Τζο. Σκεφτόμουν την Τζο να γυρίζει από το δάσος με ένα καλάθι γεμάτο μανιτάρια και να γελάει θριαμβευτικά. «Κανείς δεν θα φάει καλύτερα από τους Νούναν απόψε!» φώναζε. Τη θυμήθηκα να βάφει τα νύχια των ποδιών της, κουλουριασμένη ανάμεσα στις γάμπες της, σ' εκείνη την παράξενη στάση την οποία μόνο οι γυναίκες που κάνουν αυτή τη συγκεκριμένη δουλειά μπορούν να πάρουν. Τη θυμήθηκα να μου πετάει ένα βιβλίο επειδή γέλασα όταν την είδα για πρώτη φορά αφού είχε κόψει τα μαλλιά της. Τη θυμήθηκα να μαθαίνει ένα τραγούδι στο μπάντζο της και πώς ήταν όταν φορούσε ένα λεπτό πουλόβερ χωρίς σουτιέν από μέσα.
Τη θυμήθηκα να κλαίει, να γελάει και να είναι θυμωμένη. Τη θυμήθηκα να μου λέει να πάψω να το παίζω απελπισμένος διανοούμενος. Και σκέφτηκα, επίσης, τα όνειρα, ιδιαίτερα το επαναλαμβανόμενο όνειρο. Μπορούσα να το σκεφτώ εύκολα, γιατί αυτό το όνειρο δεν ξεθώριασε ποτέ από τη μνήμη μου, όπως συμβαίνει συνήθως. Το τελευταίο όνειρο του Σάρα Λαφς και το πρώτο μου όνειρο στο οποίο τελείωσα μέσα στον ύπνο μου (είχα δει ότι συνάντησα μια κοπέλα που ήταν ξαπλωμένη γυμνή σε μια αιώρα κι έτρωγε ένα δαμάσκηνο) είναι τα μόνα που παραμένουν εντελώς νωπά στη μνήμη μου, όσα χρόνια κι αν περάσουν. Τα υπόλοιπα είναι ή θολά αποσπάσματα ή τελείως ξεχασμένα, Υπήρχαν πάρα πολλές καθαρές λεπτομέρειες στα όνειρα του Σάρα Λαφς -οι κορμοράνοι, τα τριζόνια, ο αποσπερίτης και η ευχή μου, για να αναφέρω μερικές μόνο-, αλλά νομίζω ότι οι περισσότερες ήταν απλώς σκηνογραφικά στοιχεία, για να το πω έτσι, και γι' αυτό δεν τους έδινα μεγάλη σημασία. Αφαιρώντας, λοιπόν, αυτές τις λεπτομέρειες, έμεναν τρία κύρια στοιχεία, τρία μεγάλα έπιπλα που έπρεπε να ξετυλίξω. Όπως καθόμουν στην παραλία και κοίταζα τον ήλιο που έδυε ανάμεσα στα γεμάτα άμμο δάχτυλα των ποδιών μου, σκεφτόμουν ότι δεν χρειάζεται να είσαι ψυχίατρος για να δεις πώς ταιριάζουν μεταξύ τους αυτά τα τρία πράγματα. Στα όνειρα του Σάρα Λαφς, τα κύρια στοιχεία ήταν το δάσος πίσω μου, το σπίτι από κάτω και ο Μάικλ Νούναν, παγωμένος κάπου στη μέση. Σκοτεινιάζει και υπάρχει κίνδυνος στο δάσος, θα είναι τρομακτικό να πάω στο σπίτι, ίσως επειδή είναι άδειο τόσο καιρό, αλλά δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία ότι πρέπει να πάω εκεί. Τρομακτικό ή όχι, είναι το μοναδικό καταφύγιο που έχω. Μόνο που δεν μπορώ να πάω. Δεν μπορώ να κινηθώ. Έχω συγγραφικό βάδισμα. Στον εφιάλτη καταφέρνω τελικά να προχωρήσω προς το σπίτι, μόνο που τελικά αποδεικνύεται ότι δεν είναι καθόλου καταφύγιο. Αποδεικνύεται ότι είναι πιο επικίνδυνο από ό,τι θα μπορούσα να φανταστώ ακόμη... ναι, ακόμη και στα πιο τρελά μου
όνειρα. Η νεκρή γυναίκα μου ορμάει έξω ουρλιάζοντας, τυλιγμένη ακόμη στο σάβανο της, για να μου επιτεθεί. Ακόμη και τώρα, πέντε βδομάδες αργότερα και σε απόσταση σχεδόν πέντε χιλιάδων χιλιομέτρων από το Ντέρι, μόλις θυμάμαι αυτό το ταχύτατο άσπρο τάγμα με τα σακουλιασμένα μπράτσα με πιάνει ρίγος και θέλω να κοιτάξω πάνω από τον ώμο μου. Ήταν όμως η Τζοάνα αυτή; Δεν το ήξερα αυτό στα σίγουρα, έτσι δεν είναι; Εκείνο το αηδιαστικό πράγμα ήταν τυλιγμένο με το σάβανο, κι έτσι δεν είδα καθαρά το πρόσωπό του. Είναι αλήθεια ότι το φέρετρο έμοιαζε μ' αυτό στο οποίο τη θάψαμε, αλλά το συγκεκριμένο στοιχείο μπορεί να ήταν παραπλανητικό. Συγγραφικό βάδισμα, συγγραφικό μπλοκάρισμα. Δεν μπορώ να γράψω, είπα στη φωνή στο όνειρο. Η φωνή λέει ότι μπορώ. Η φωνή λέει ότι το συγγραφικό μπλοκάρισμα έχει περάσει και την πιστεύω, γιατί το συγγραφικό βάδισμα έχει περάσει, και αρχίζω να κατεβαίνω το δρόμο, να πηγαίνω προς το καταφύγιο του σπιτιού. Φοβάμαι όμως. Ακόμη και πριν κάνει την εμφάνιση του το άσπρο άμορφο πλάσμα, είμαι τρομοκρατημένος. Λέω ότι φοβάμαι την κυρία Ντάνβερς, αλλά αυτό είναι απλώς ο νους μου που ονειρεύεται και μπερδεύει το Σάρα Λαφς με το Μάντερλεϊ. Φοβάμαι... «Φοβάμαι το γράψιμο», άκουσα τον εαυτό μου να λέει μεγαλόφωνα. «Φοβάμαι ακόμη και να προσπαθήσω». Αυτό έγινε το βράδυ πριν από τη μέρα που θα γύριζα στο Μέιν και ήμουν μισονηφάλιος προς μεθυσμένος. Μέχρι το τέλος των διακοπών μου είχα αρχίσει να πίνω πολύ τα βράδια. «Δεν είναι το μπλοκάρισμα που με τρομάζει, είναι το να απαλλαγώ από το μπλοκάρισμα. Έχω τα χάλια μου, κυρίες και κύριοι. Μιλάμε ότι έχω πολύ μεγάλο χάλι». Ανεξάρτητα από αυτό, όμως, υποψιαζόμουν, επίσης, ότι είχα φτάσει επιτέλους στην ουσία του πράγματος. Φοβόμουν να απαλλαγώ από το μπλοκάρισμα, φοβόμουν ίσως να πιάσω πάλι τα νήματα της ζωής μου και να συνεχίσω χωρίς την Τζο. Εν τούτοις, κάποιο βαθύ μέρος του εαυτού μου πίστευε ότι πρέπει να το κάνω. Αυτό αντιπροσώπευαν οι απειλητικοί θόρυβοι πίσω μου στο
δάσος. Και η πίστη σημαίνει πολλά. Πάρα πολλά, ίσως, ιδιαίτερα αν έχεις ζωηρή φαντασία. 'Όταν ένας ευφάνταστος άνθρωπος μπλέξει σε νοητικά προβλήματα, η γραμμή ανάμεσα στο τι είναι κάτι και στο τι φαίνεται να είναι αρχίζει να εξαφανίζεται.,! Πράγματα στο δάσος -μάλιστα, κύριε. Και είχα ένα τέτοιο πράγμα στο χέρι μου καθώς τα σκεφτόμουν όλα αυτά.| Σήκωσα το ποτό μου και το κράτησα προς τον δυτικό ουρανό. Ο ήλιος που έδυε έμοιαζε να βάζει φωτιά στο ποτήρι. Έπινα πολύ, και αυτό δεν πείραζε τόσο πολύ εδώ, στο Κη Λάργκο -υποτίθεται ότι πρέπει να πίνεις πολύ όταν είσαι σε διακοπές, αυτό είναι σχεδόν νόμος-, αλλά εγώ είχα αρχίσει να πίνω πολύ πριν φύγω ακόμη. Κι αυτή η συνήθεια μπορεί να σου ξεφύγει από τον έλεγχο σε χρόνο μηδέν. Και τότε μπορεί να σε βάλει σε μεγάλους μπελάδες. Πράγματα στο δάσος, και το μοναδικό καταφύγιο που είχα μπροστά μου το φύλαγε ένας τρομακτικός μπαμπούλας που δεν ήταν η γυναίκα μου αλλά ίσως η ανάμνηση της γυναίκας μου. Ήταν λογικό, γιατί το Σάρα Λαφς ήταν πάντα το αγαπημένο μέρος της Τζο. Αυτή η σκέψη οδήγησε σε μια άλλη -μια σκέψη που με έκανε να κατεβάσω τα πόδια μου από τη σεζλόνγκ όπου ήμουν ξαπλωμένος και να ανακαθίσω γεμάτος έξαψη. Το Σάρα Λαφς ήταν, επίσης, το μέρος όπου είχε αρχίσει η τελετουργία... σαμπάνια, τελευταία φράση κι εκείνη η τόσο σημαντική ευλογία: Πάει κι αυτό, λοιπόν, ε; Ήθελα να ξαναγίνουν όλα εντάξει; Το ήθελα πραγματικά; Πριν από ένα χρόνο ή πριν από ένα μήνα μπορεί να μην ήμουν σίγουρος, τώρα όμως ήμουν. Η απάντηση ήταν ναι. Ήθελα να προχωρήσω, να απαγκιστρωθώ από τη μνήμη της νεκρής γυναίκας μου, να επιδιορθώσω την καρδιά μου, να συνεχίσω. Για να το κάνω αυτό, όμως, έπρεπε να γυρίσω πίσω. Πίσω στο εξοχικό. Πίσω στο Σάρα Λαφς. «Ναι», είπα και ανατρίχιασα σύγκορμος. «Ναι, το 'πιασες». Γιατί όχι, λοιπόν; Αυτή η ερώτηση με έκανε να νιώσω εξίσου βλάκας όπως και η παρατήρηση του Ραλφ Ρόμπερτς ότι μου χρειάζονται διακοπές. Αν έπρεπε να γυρίσω στο Σάρα Λαφς τώρα που τελείωναν οι διακοπές
μου, γιατί όχι; Ίσως να ήταν λίγο τρομακτικά για ένα δυο βράδια, από τα υπολείμματα του ονείρου, αλλά το γεγονός και μόνο ότι θα ήμουν εκεί μπορεί να έκανε το όνειρο να διαλυθεί πιο γρήγορα. Επιπλέον (και αυτή τη σκέψη τη στρίμωξα σε μια ταπεινή γωνιά του νου μου), μπορεί όντως να γινόταν κάτι με το γράψιμο μου. Δεν ήταν πιθανό... ούτε όμως ήταν και -δυνατό. Αν δεν υπολόγιζα το ενδεχόμενο ενός θαύματος ''-αυτή δεν ήταν η σκέψη μου που ήρθε στο μυαλό μου την Πρωτοχρονιά, όπως ήμουν καθισμένος στην άκρη της μπανιέρας κρατώντας ένα υγρό πανί πάνω στο κόψιμο στο μέτωπό μου; Ναι. Αν δεν υπολόγιζα το ενδεχόμενο ενός θαύματος. Ακούς για τυφλούς που πέφτουν, χτυπούν το κεφάλι τους και ξαναβρίσκουν την όραση τους. Ακούς για ανάπηρους που πετούν τις πατερίτσες μόλις ανεβούν τη σκάλα της εκκλησίας. Είχα οχτώ με εννιά μήνες ακόμη πριν αρχίσουν ο Χάρολντ και η Ντέμπρα να μου κολλάνε για το επόμενο μυθιστόρημα. Αποφάσισα να περάσω αυτό το διάστημα στο Σάρα Λαφς. θα μου έπαιρνε λίγο καιρό να συμμαζέψω τις δουλειές μου στο Ντέρι και ο Μπιλ Ντιν θα χρειαζόταν κι αυτός ένα διάστημα για να ετοιμάσει το σπίτι, αλλά μπορούσα εύκολα να είμαι εκεί μέχρι την 4η Ιουλίου. Αυτή η ημερομηνία μου άρεσε -όχι μόνο ήταν τα γενέθλια της χώρας μας, αλλά και το τέλος της σεζόν για τα ζωύφια και τα κουνούπια στο Δυτικό Μέιν. Τη μέρα που μάζεψα τα πράγματα μου (τα μυθιστορήματα του Τζον Μακντόναλντ τα άφησα για τον επόμενο ένοικο του μπανγκαλόου), ξύρισα γένια μιας βδομάδας από ένα πρόσωπο τόσο ηλιοκαμένο που δεν το αναγνώριζα και επέστρεψα στο Μέιν, είχα πάρει την απόφαση μου: Θα γύριζα στο μέρος που το υποσυνείδητο μου το θεωρούσε καταφύγιο από τα σκοτάδια, θα γύριζα παρ' όλο που το υποσυνείδητο μου μου είχε δείξει, επίσης, ότι αυτή η επιστροφή δεν ήταν χωρίς κινδύνους. Δεν θα γύριζα περιμένοντας να με θεραπεύσει το Σάρα Λαφς... αλλά θα επέτρεπα στον εαυτό μου να ελπίζει και, όταν θα έβλεπα για πρώτη φορά τον αποσπερίτη να ξεπροβάλλει πάνω από τη λίμνη, θα επέτρεπα στον εαυτό μου να κάνει μια ευχή.
Υπήρχε μόνο ένα πράγμα που δεν ταίριαζε με τη βολική ανάλυση των ονείρων μου και επειδή δεν μπορούσα να το εξηγήσω προσπάθησα να το αγνοήσω. Δεν τα κατάφερα όμως. Ένα μέρος του εαυτού μου εξακολουθεί να είναι συγγραφέας, απ' ό,τι φαίνεται, και συγγραφέας είναι ένας άνθρωπος που έχει μάθει στο νου του να παρεκτρέπεται. Ήταν το κόψιμο στο πάνω μέρος του χεριού μου. Αυτό το κόψιμο υπήρχε σε όλα τα όνειρα, θα 'παιρνα όρκο γι' αυτό... και μετά είχε εμφανιστεί και στην πραγματικότητα. Δεν βρίσκεις τέτοια πράγματα στα έργα του δόκτορα Φρόιντ -τα βρίσκεις μόνο στη Ζώνη του Λυκόφωτος. Απλή σύμπτωση, σκεφτόμουν, καθώς το αεροπλάνο άρχιζε να κατεβαίνει για προσγείωση. Ήμουν στη θέση Α-2 (το ωραίο όταν πετάς στην πρώτη θέση είναι πως, αν πέσει το αεροπλάνο, είσαι ο πρώτος που φτάνει κάτω) και κοίταζα το δάσος καθώς πλησιάζαμε στο αεροδρόμιο του Μπάνγκορ. Το χιόνι είχε λιώσει για άλλο ένα χρόνο. Το είχα γλιτώσει με τις διακοπές. Απλή σύμπτωση. Πόσες φορές έχεις κόψει το χέρι σου στη ζωή σου; Χέρια είναι αυτά, κινούνται συνεχώς από δω κι από κει, πάνε γυρεύοντας να τα γρατσουνίσεις κάπου. Όλα αυτά θα 'πρεπε να ακούγονται σωστά, για κάποιο λόγο όμως δεν με έπειθαν. Ήταν οι τύποι στο υπόγειο. Αυτοί δεν έλεγαν να το χάψουν. Αυτοί δεν το έτρωγαν με τίποτα. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένα τράνταγμα, καθώς οι ρόδες του 737 άγγιξαν το διάδρομο, και έδιωξα όλες αυτές τις σκέψεις από το νου μου. Ενα απόγευμα λίγο μετά την επιστροφή μου στο σπίτι, έψαξα στις ντουλάπες μέχρι που βρήκα τα κουτιά των παπουτσιών με τις παλιές φωτογραφίες της Τζο. Τις ξεδιάλεξα και μετά κάθισα και κοίταξα καλύτερα τις φωτογραφίες από το Σάρα Λαφς. Ήταν πάρα πολλές, επειδή όμως η Τζοάνα ήταν αυτή που είχε μανία με τις φωτογραφίες, δεν υπήρχαν πολλές στις οποίες να εικονίζεται η ίδια. Βρήκα μία όμως, που θυμάμαι ότι την τράβηξα το 1990 ή το '91.
Μερικές φορές ακόμη και ένας φωτογράφος χωρίς ταλέντο μπορεί να τραβήξει μια καλή φωτογραφία -ξέρετε, αν εφτακόσιοι πίθηκοι περάσουν εφτακόσια χρόνια χτυπώντας εφτακόσιες γραφομηχανές και τα λοιπά. Αυτή, λοιπόν, ήταν καλή. Δείχνει την Τζο να στέκεται πάνω στην πλωτή εξέδρα, με τον ήλιο να κατεβαίνει χρυσοκόκκινος πίσω της. Μόλις είχε βγει από το νερό κι έσταζε ολόκληρη. Φορούσε μαγιό ντεπιές, γκρίζο με κόκκινη ρίγα. Την είχα πιάσει να γελά και να παραμερίζει τα βρεγμένα μαλλιά της από το μέτωπο και τους κροτάφους της. Οι ρώγες της προεξείχαν πίσω από το ύφασμα του σουτιέν. Έμοιαζε με ηθοποιό σε αφίσα από κείνες τις ταινίες δεύτερης διαλογής για τέρατα που σκοτώνουν νεαρούς σε κάποιο παραλιακό πάρτι ή για ψυχωτικούς δολοφόνους σε πανεπιστήμια. Η ξαφνική επιθυμία που ένιωσα ήταν σαν γροθιά στο στομάχι. Την ήθελα ακριβώς όπως ήταν στη φωτογραφία, με τα βρεγμένα μαλλιά κολλημένα στα μαγουλά της και το μαγιό να κολλάει στο σώμα της. Ήθελα να ρουφήξω τις ρώγες της μέσα από το μαγιό, να γευτώ το ύφασμα και να τις νιώσω σκληρές πίσω του. Ήθελα να ρουφήξω νερό από το σουτιέν και μετά να της βγάλω το σλιπ και να την πηδήξω μέχρι να εκραγούμε και οι δύο. Με χέρια που έτρεμαν λίγο, έβαλα τη φωτογραφία παράμερα, μαζί με μερικές άλλες που μου άρεσαν (αν και δεν υπήρχαν άλλες που να μου άρεσαν με αυτό τον τρόπο). Είχα μια τεράστια στύση, από κείνες που είναι σαν πέτρα σκεπασμένη με δέρμα. Έτσι και σου 'ρθει τέτοια στύση, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα μέχρι να σου περάσει. Ο πιο γρήγορος τρόπος για να λύσεις ένα τέτοιο πρόβλημα, όταν δεν υπάρχει τριγύρω γυναίκα διατεθειμένη να σε βοηθήσει, είναι να αυνανιστείς, αλλά εκείνη τη φορά ούτε καν μου πέρασε από το μυαλό αυτή η σκέψη. Έτσι, περπατούσα στα πάνω δωμάτια του σπιτιού με τα νεύρα τεντωμένα, ανοιγοκλείνοντας τις γροθιές μου, και με μια τεράστια προεξοχή στο παντελόνι, σαν να είχα χώσει μέσα σιδερολοστό. Ο θυμός είναι ένα φυσικό στάδιο στη διαδικασία του πένθους -κάπου το έχω διαβάσει αυτό-, αλλά δεν είχα θυμώσει ποτέ με την
Τζοάνα μετά το θάνατο της, μέχρι τη μέρα που βρήκα τη φωτογραφία της. Και ξαφνικά, μπαμ! Τριγύριζα με μια στύση που δεν έλεγε να πέσει και ήμουν έξαλλος μαζί της. Η ηλίθια, τι δουλειά είχε να τρέχει με τέτοια ζέστη; Η μαλακισμένη, να με αφήσει μόνο μου σε τέτοια κατάσταση και να μην μπορώ ούτε να δουλέψω. Κάθισα στη σκάλα και αναρωτήθηκα τι να κάνω. Θα πιω ένα ποτό, αυτό θα κάνω, αποφάσισα, και μετά ίσως άλλο ένα για να συμπληρώσει το πρώτο. Είχα σηκωθεί, όταν το ξανασκέφτηκα και αποφάσισα ότι τελικά αυτό δεν είναι καθόλου καλή ιδέα. Έτσι, πήγα στο γραφείο, άναψα τον υπολογιστή κι έλυσα ένα σταυρόλεξο. Εκείνο το βράδυ, καθώς έπεφτα για ύπνο, σκέφτηκα να κοιτάξω πάλι τη φωτογραφία της Τζο με το μαγιό. Μετά όμως κατάλαβα πως ούτε κι αυτό είναι καλή ιδέα -είναι σαν να αρχίζεις να πίνεις ενώ σ' έχει πιάσει θυμός και κατάθλιψη. Απόψε θα ονειρευτώ όμως, σκέφτηκα καθώς έκλεινα το φως. Απόψε θα ονειρευτώ σίγουρα. Δεν ονειρεύτηκα όμως. Τα όνειρα μου με το Σάρα Λαφς φαινόταν ότι είχαν τελειώσει. Αφού το αναμάσησα μια βδομάδα ακόμη, η ιδέα να περάσω τουλάχιστον το καλοκαίρι στη λίμνη μου φαινόταν καλύτερη από ποτέ. Έτσι, ένα Σάββατο απόγευμα στις αρχές Μαΐου, όταν υπολόγιζα ότι ο επιστάτης μου στο Μέιν, σαν Γιάνκης που σέβεται τον εαυτό του, θα ήταν στο σπίτι του και θα έβλεπε τους Ρεντ Σοξ, τηλεφώνησα στον Μπιλ Ντιν και του είπα ότι θα πήγαινα γύρω στις τέσσερις Ιουλίου... και ότι, αν τα πράγματα πήγαιναν όπως ήλπιζα, θα περνούσα εκεί και το φθινόπωρο και το χειμώνα. «Μπράβο», είπε αυτός. «Πολύ καλά νέα. Πολλοί σ' έχουν επιθυμήσει εδώ γύρω, Μάικ. Και πολλοί θέλουν να σε συλλυπηθούν για τη γυναίκα σου... ξέρεις...» Υπήρχε κάποια αμυδρή μομφή στη φωνή του ή ήταν της φαντασίας μου; Σίγουρα η Τζο κι εγώ είχαμε κάνει πολλά στην περιοχή. Είχαμε δώσει σημαντικά ποσά για τη μικρή βιβλιοθήκη που εξυπηρετούσε την περιοχή Μότον-Κασουακαμάκ-Καστλ Βίου και η Τζο ήταν επικεφαλής στην προσπάθεια να συγκεντρωθούν τα
χρήματα για μια κινητή βιβλιοθήκη. Επιπλέον, πήγαινε σε έναν κύκλο κεντήματος με άλλες κυρίες (η ειδικότητα της ήταν οι πλεχτές κουβέρτες) και ήταν μέλος του Συνεταιρισμού Χειροτεχνημάτων της Κομητείας Καστλ. Έκανε επισκέψεις σε αρρώστους... βοηθούσε στην ετήσια αιμοδοσία των πυροσβεστών... αναλάμβανε κάποιον πάγκο στην καλοκαιρινή γιορτή του Καστλ Ροκ... και όλα αυτά δεν ήταν παρά η αρχή. Δεν τα έκανε επιδεικτικά, παριστάνοντας την καλή πλούσια. Ήταν πάντα αθόρυβη και ταπεινή, με το κεφάλι της σκυμμένο (συχνά για να κρύψει ένα μάλλον σαρκαστικό χαμόγελο, ίσως θα 'πρεπε να προσθέσω -η Τζο είχε καυστικό χιούμορ). Χριστέ μου, ίσως ο Μπιλ είχε δίκιο να είναι τσατισμένος μαζί μου, σκέφτηκα. «Τους έχει λείψει...» είπα. «Ναι». «Κι εμένα μου λείπει πολύ. Νομίζω ότι γι' αυτό δεν είχα έρθει στη λίμνη όλο αυτό τον καιρό. Εκεί περάσαμε πολλές καλές στιγμές». «Ναι, το φαντάζομαι. Αλλά θα χαρούμε πολύ να σε δούμε στα μέρη μας. Λοιπόν, θα στρωθώ στη δουλειά αμέσως. Βασικά το σπίτι είναι εντάξει -θα μπορούσες να εγκατασταθείς και σήμερα το απόγευμα αν ήθελες-, αλλά όταν ένα μέρος έχει μείνει άδειο τόσο καιρό μπαγιατεύει». «Ναι, ξέρω». «Θα βάλω την Μπρέντα Μεσέρβ να το καθαρίσει όλο, από πάνω μέχρι κάτω». «Η Μπρέντα είναι λίγο μεγάλη για γερό καθάρισμα, δεν συμφωνείς;» Η εν λόγω κυρία ήταν εξήντα πέντε χρονών, κοντόχοντρη, καλοσυνάτη και το διασκέδαζε να αισχρολογεί. Της άρεσαν ιδιαίτερα τα ανέκδοτα για τον περιοδεύοντα πλασιέ που πέρασε όλη τη νύχτα σαν το κουνέλι, πηδώντας από τρύπα σε τρύπα. Καμία σχέση με την κυρία Ντάνβερς. «Οι κυράδες σαν την Μπρέντα Μεσέρβ δεν είναι ποτέ πολύ μεγάλες για να αναλάβουν την επίβλεψη σε τέτοιες φάσεις», είπε ο Μπιλ. «Θα βάλει δυο τρία κορίτσια να κάνουν το σκούπισμα και να
μετατοπίσουν τα βαριά έπιπλα. θα σου στοιχίσει γύρω στα τριακόσια δολάρια. Πώς σου φαίνεται;» «Κελεπούρι». «Το πηγάδι θέλει μια δοκιμή, και η γεννήτρια, επίσης, αν και είμαι σίγουρος ότι είναι εντάξει και τα δύο. Επίσης, είδα μια σφηκοφωλιά κοντά στο παλιό στούντιο της Τζο και θέλω να την καπνίσω πριν πιάσουν οι ζέστες και στεγνώσει το δάσος. Α, και η στέγη του παλιού σπιτιού -ξέρεις, το μεσαίο κομμάτι- θέλει φτιάξιμο, θα 'πρεπε να σου το είχα πει από πέρυσι, αλλά αφού δεν ερχόσουν εδώ το άφησα. Είσαι μέσα και γι' αυτό;» «Ναι, μέχρι δέκα χιλιάρικα. Αν πάει παραπάνω, τηλεφώνησε μου». «Δεν πάει παραπάνω με τίποτα». «Κάνε μια προσπάθεια να τελειώσουν όλα πριν έρθω, εντάξει;» «Φυσικά, θα θέλεις την ησυχία σου, το ξέρω αυτό..- Να ξέρεις όμως ότι δεν θα έχεις ησυχία αμέσως. Σοκαριστήκαμε όλοι που έφυγε τόσο νέα. Όλοι. Σοκαριστήκαμε και λυπηθήκαμε. Ήταν υπέροχο κορίτσι». «Σ' ευχαριστώ, Μπιλ». Αισθάνθηκα τα μάτια μου να βουρκώνουν. Η λύπη είναι σαν μεθυσμένος επισκέπτης, γυρίζει ξανά και ξανά για να σε αγκαλιάσει άλλη μια φορά. «Και ξέρεις βέβαια ότι θα σου 'ρθουν πολλές καροτόπιτες». Γέλασε, αλλά λίγο αμφίβολα, σαν να φοβόταν μήπως διαπράττει απρέπεια. «Μπορώ να φάω πολλές καροτόπιτες», είπα. «Και αν ο κόσμος το παρακάνει, ο Κένι Όστερ το έχει ακόμη εκείνο το ιρλανδέζικο λυκόσκυλο, έτσι δεν είναι;» «Ναι, αυτό το ζωντανό μπορεί να φάει καρότο μέχρι που να σκάσει!» φώναξε εύθυμα ο Μπιλ. Γελούσε μέχρι που τον έπιασε βήχας. Εγώ περίμενα, χαμογελώντας λίγο. «Και το 'χει βγάλει Μπλούμπερι το σκυλί· δεν μπορώ να καταλάβω γιατί. Απαίσιο πλάσμα». Υπέθεσα ότι μιλούσε για το σκυλί και όχι για το αφεντικό του.
Ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι μου είχαν λείψει αυτοί οι άνθρωποι -ο Μπιλ και η Μπρέντα, ο Μπάντι Τζέλισον, ο Κένι Όστερ και όλοι οι άλλοι που ζούσαν μόνιμα στη λίμνη. Μου έλειπε ακόμη και ο Μπλούμπερι, το ιρλανδέζικο λυκόσκυλο που τριγύριζε παντού με το κεφάλι τεντωμένο ψηλά και σάλια να κρέμονται από τα σαγόνια του. «Πρέπει, επίσης, να πάω να μαζέψω τα κλαριά που έπεσαν όλο το χειμώνα», είπε ο Μπιλ. Ακουγόταν ντροπιασμένος. «Δεν έχει πολλά πράγματα φέτος -ευτυχώς, αυτή η τελευταία θύελλα είχε μόνο χιόνι εδώ στα μέρη μας-, αλλά θέλει κάποια δουλειά. Έπρεπε να το έχω κάνει τόσο καιρό τώρα. Δεν είναι δικαιολογία που δεν μένεις εκεί. Αφού εξαργυρώνω τις επιταγές σου, έπρεπε να το έχω κάνει». Ήταν διασκεδαστικό να ακούς τον Μπιλ να χτυπάει το στήθος του όλο μεταμέλεια. Είμαι σίγουρος ότι η Τζο θα έβαζε τα γέλια αν τον άκουγε. «Αν είναι όλα έτοιμα μέχρι την 4η Ιουλίου, θα είμαι ευχαριστημένος, Μπιλ». «Και βέβαια θα είναι έτοιμα. Έχεις το λόγο μου». Ο Μπιλ ακουγόταν πολύ χαρούμενος κι αυτό μ' έκανε να χαρώ κι εγώ. «Θα έρθεις να γράψεις κανένα βιβλίο; Όπως τον παλιό καιρό; Τα δύο τελευταία σου, πάντως, ήταν φοβερά, η γυναίκα μου δεν μπορούσε να το αφήσει το δεύτερο... » «Δεν ξέρω», απάντησα, και αυτή ήταν η αλήθεια. Μετά μου ήρθε μια ιδέα. «Μπιλ, θα μου κάνεις μια χάρη πριν καθαρίσεις το δρόμο και ξαμολήσεις την Μπρέντα Μεσέρβ στο σπίτι;» «Αν μπορώ, ευχαρίστως», μου απάντησε κι έτσι του είπα τι ήθελα. Τέσσερις μέρες αργότερα, έλαβα ένα μικρό πακέτο. Το άνοιξα κι έβγαλα από μέσα είκοσι φωτογραφίες τραβηγμένες με μια από κείνες τις μικρές κάμερες μίας χρήσεως. Ο Μπιλ είχε τραβήξει το σπίτι από διάφορες γωνίες και οι περισσότερες φωτογραφίες αντανακλούσαν εκείνη την αδιόρατη αίσθηση παραμέλησης που αποκτά ένα σπίτι όταν δεν χρησιμοποιείται αρκετά... ακόμη και ένα μέρος που «επιστατείται» (για να χρησιμοποιήσω την έκφραση του Μπιλ).
Οι φωτογραφίες που με ενδιέφεραν ήταν οι τέσσερις πρώτες. Τις άπλωσα στο τραπέζι της κουζίνας, όπου έπεφτε πάνω τους το φως του ήλιου. Ο Μπιλ τις είχε τραβήξει από την κορυφή του χωματόδρομου. Φαίνονταν τα βρύα που είχαν βγει στους κορμούς όχι μόνο του κεντρικού σπιτιού αλλά και της βόρειας και της νότιας πτέρυγας. Φαίνονταν, επίσης, τα πεσμένα κλαδιά και οι όγκοι από πευκοβελόνες που είχαν μαζευτεί στο δρόμο. Ο Μπιλ πρέπει να μπήκε στον πειρασμό να τα καθαρίσει πριν τραβήξει τις φωτογραφίες, αλλά τελικά δεν το έκανε. Του είχα πει τι ακριβώς ήθελα -«όπως είναι, στα χάλια του», ήταν η φράση μου- και ο Μπιλ εφάρμοσε τις οδηγίες μου κατά γράμμα. Οι θάμνοι δεξιά και αριστερά από το χωματόδρομο είχαν πυκνώσει πολύ. Δεν θα χαρακτήριζα οργιώδη τη βλάστηση, αλλά, ναι, μερικά από τα πιο μακριά κλαδιά, πάνω, απλώνονταν όντως το ένα προς το άλλο σαν χωρισμένοι εραστές. Όμως το σημείο όπου γύριζε το βλέμμα μου ξανά και ξανά ήταν η βεράντα στο τέλος του δρόμου. Οι άλλες ομοιότητες ανάμεσα στις φωτογραφίες και τα όνειρα μου μπορεί να ήταν συμπτωματικές (αποτέλεσμα της συγγραφικής μου φαντασίας), αλλά δεν μπορούσα να εξηγήσω τα ηλιοτρόπια που είχαν φυτρώσει μέσα από τις σανίδες της βεράντας, όπως δεν μπορούσα να εξηγήσω το κόψιμο στο πάνω μέρος του χεριού μου. Γύρισα μία από τις φωτογραφίες ανάποδα. Στο πίσω μέρος, με ένα γραφικό χαρακτήρα όλο λεπτές γραμμές και γωνίες, ο Μπιλ είχε γράψει: Αυτά εδώ έχουν βγει πολύ νωρίς για την εποχή τους... αλλά δεν θα μείνουν για πολύ ακόμη! Γύρισα πάλι τη φωτογραφία από την καλή. Τρία ηλιοτρόπια που βγαίνουν ανάμεσα από τις σανίδες της βεράντας. Όχι δύο, ούτε τέσσερα, αλλά τρία μεγάλα ηλιοτρόπια με πρόσωπα σαν προβολείς. Ακριβώς σαν αυτά που είδα στο όνειρο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 Στις 3 Ιουλίου του 1998, έριξα δυο βαλίτσες και το PowerBook στο πορτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου μου (μια Σεβρολέτ μεσαίου μεγέθους), άρχισα να βγαίνω με την όπισθεν από το δρομάκι του κήπου, μετά σταμάτησα και γύρισα πάλι στο σπίτι. Το ένιωθα άδειο και κατά κάποιον τρόπο απελπισμένο, σαν μια πιστή ερωμένη που την παρατούν και δεν μπορεί να καταλάβει γιατί. Τα έπιπλα δεν ήταν σκεπασμένα, αλλά το σπίτι με τον αριθμό 14 στην Μπέντον Στρητ έδειχνε έρημο. Τα δωμάτια ήταν γεμάτα από έπιπλα και δεν θα 'πρεπε να δημιουργούν ηχώ· εν τούτοις, καθώς τα διέσχιζα άκουγα αντηχήσεις, και όπου είχε φως έβλεπα σωματίδια σκόνης να αιωρούνται στον αέρα. Στο γραφείο μου, ο υπολογιστής ήταν κουκουλωμένος σαν δήμιος. Γονάτισα μπροστά του και άνοιξα ένα από τα συρτάρια του γραφείου. Μέσα υπήρχαν τέσσερις δεσμίδες χαρτί. Πήρα μία και ξεκίνησα να φύγω, μετά το ξανασκέφτηκα και γύρισα πάλι. Είχα βάλει την προκλητική φωτογραφία της Τζο με το μαγιό στο πλατύ κεντρικό συρτάρι. Την έβγαλα, έσκισα το περιτύλιγμα της δεσμίδας των σελίδων και έχωσα τη φωτογραφία ανάμεσα τους, σαν σελιδοδείκτη. Αν κατά τύχη άρχιζα να γράφω πάλι, και αν το γράψιμο προχωρούσε, θα συναντούσα την Τζοάνα γύρω στη σελίδα διακόσια πενήντα. Βγήκα από το σπίτι, κλείδωσα την πόρτα, μπήκα στο αμάξι και ξεκίνησα. Από τότε δεν ξαναγύρισα ποτέ. Είχα μπει αρκετές φορές στον πειρασμό να κατεβώ στη λίμνη για να δω πώς πάει η δουλειά στο σπίτι, η οποία τελικά αποδείχτηκε πολύ πιο εκτεταμένη από ό,τι περίμενε αρχικά ο Μπιλ Ντιν. Εκείνο που με κράτησε ήταν μια αίσθηση όχι εντελώς συνειδητή αλλά πολύ έντονη, ότι δεν έπρεπε να γίνουν έτσι τα
πράγματα. 'Ότι την επόμενη φορά που θα πήγαινα στο Σάρα Λαφς θα ήταν για να μείνω εκεί. Ο Μπιλ προσέλαβε τον Κένι Όστερ για να φτιάξει τη σκεπή και έβαλε τον ξάδερφο του Κένι, τον Τίμι Λάριμπι, να «ξύσει» το σπίτι, μια μορφή καθαρισμού παρόμοια με το τρίψιμο της κατσαρόλας· μερικές φορές εφαρμόζουν αυτή τη μέθοδο στα σπίτια από κορμούς δέντρων. Έβαλε, επίσης, τον υδραυλικό να ελέγξει τους σωλήνες και πήρε την έγκριση μου για να αντικαταστήσει τα πιο παλιά κομμάτια της υδραυλικής εγκατάστασης και την αντλία του πηγαδιού. Ο Μπιλ γκρίνιαζε για τα έξοδα από το τηλέφωνο κι εγώ τον άφηνα. Όταν έχεις να κάνεις με ένα Γιάνκη πέμπτης ή έκτης γενιάς που αναγκάζεται να πληρώνει κόσμο δεξιά αριστερά, το καλύτερο είναι να τον αφήσεις να εκτονωθεί. Οι Γιάνκηδες δεν αντέχουν να σκορπάνε χρήμα· για κάποιο λόγο τους φαίνεται κακό, σαν να πασπατεύεις γυναίκα δημοσίως. Όσο για μένα, δεν με πείραζαν καθόλου τα έξοδα. Ζω οικονομικά συνήθως, όχι για ηθικούς λόγους αλλά επειδή η φαντασία μου, που είναι πολύ ζωηρή από όλες τις άλλες απόψεις, δεν λειτουργεί πολύ καλά στον τομέα των χρημάτων. Για μένα διασκέδαση είναι τρεις μέρες στη Βοστόνη, ένας αγώνας των Ρεντ Σοξ, ένα ταξίδι στο Τάουερ Ρέκορντς Εντ Βίντεο και μια επίσκεψη στο βιβλιοπωλείο Γουόρντγουορθ στο Κέμπριτζ. Όταν ζεις έτσι, δεν τρως και πολλά από τους τόκους και φυσικά ούτε καν αγγίζεις το κεφάλαιο. Είχα βρει και έναν καλό διαχειριστή για τα λεφτά μου, και τη μέρα που κλείδωσα την πόρτα του σπιτιού στο Ντέρι και ξεκίνησα προς τα δυτικά για το Τι-Αρ-90 είχα στην τράπεζα κάτι περισσότερο από πέντε εκατομμύρια δολάρια. Όχι πολλά σε σύγκριση με τον Μπιλ Γκέιτς, αλλά μεγάλο νούμερο γι' αυτή την περιοχή. Έτσι, δεν μου ήταν δύσκολο να αντιμετωπίζω εύθυμα επισκευές στο σπίτι. Εκείνη η περίοδος, τέλη άνοιξης και αρχές καλοκαιριού, ήταν παράξενη για μένα. Εκείνο που έκανα κυρίως ήταν να περιμένω, να τελειώνω τις δουλειές μου στην πόλη, να μιλάω στον Μπιλ Ντιν όταν τηλεφωνούσε για να με ενημερώσει για τον τελευταίο γύρο των προβλημάτων και να προσπαθώ να μη σκέφτομαι. Έδωσα τη
συνέντευξη στο Πάμπλισερς Γουίκλι και όταν ο δημοσιογράφος με ρώτησε αν είχα δυσκολευτεί να ξαναδούλεψω μετά την «πρόσφατη απώλεια μου», απάντησα όχι, με απολύτως πειστική έκφραση. Κατά κάποιον τρόπο ήταν αλήθεια. Το πρόβλημα μου δεν άρχισε παρά μόνο αφού τελείωσα την Πτώση. Μέχρι τότε έγραφα του καλού καιρού. Στα μέσα Ιουνίου συναντήθηκα με τον Φρανκ Άρλεν για φαγητό στο Σταρλάιτ Καφέ. Το Σταρλάιτ είναι στο Λιούιστον, ακριβώς στο μέσο της γεωγραφικής απόστασης ανάμεσα στη δική του πόλη και τη δική μου. Καθώς τρώγαμε επιδόρπιο (το φημισμένο κέικ φράουλα του Σταρλάιτ), ο Φρανκ με ρώτησε αν βλέπω καμιά γυναίκα. Τον κοίταξα έκπληκτος. «Τι με κοιτάς σαν χάνος;» με ρώτησε, ενώ στο πρόσωπο του είχε απλωθεί μια από τις εννιακόσιες περίπου εκφράσεις συναισθημάτων για τα οποία δεν έχουμε σαφή ονομασία -αυτό το συγκεκριμένο βρισκόταν κάπου ανάμεσα στην ευθυμία και τον εκνευρισμό. «Δεν θα θεωρούσα ότι απατάς την Τζο. Τον Αύγουστο κλείνουν τέσσερα χρόνια από το θάνατο της». «Όχι», είπα, «δεν βλέπω καμία». Με κοίταξε σιωπηλός. Τον κοίταξα κι εγώ για μερικά δευτερόλεπτα και μετά άρχισα να σκαλίζω με το κουταλάκι μου τη σαντιγί πάνω στο κέικ. Τα μπισκότα ήταν ακόμη ζεστά από το φούρνο και η σαντιγί έλιωνε. «Έχεις βγει με καμιά γυναίκα όλο αυτό τον καιρό, Μάικ;» «Δεν είμαι σίγουρος αν είναι δική σου δουλειά αυτό». «Ω, για όνομα του Θεού, κόφ' τις μαλακίες. Στις διακοπές σου; Δεν...» Σήκωσα με το ζόρι το κεφάλι μου από τη σαντιγί. «Όχι», είπα. «Δεν». Έμεινε σιωπηλός για μερικές στιγμές ακόμη. Νόμιζα ότι ετοιμαζόταν να περάσει σε κανένα άλλο θέμα, πράγμα που θα το προτιμούσα, αυτός όμως με ρώτησε στα ίσια αν είχα κοιμηθεί καθόλου με γυναίκα μετά το θάνατο της Τζοάνα. Νομίζω ότι θα δεχόταν ένα ψέμα ακόμη κι αν δεν το πίστευε απόλυτα· οι άντρες
λένε συνεχώς ψέματα στο θέμα του σεξ, αλλά του είπα την αλήθεια, και μάλιστα με μια διεστραμμένη ικανοποίηση. «Όχι». «Ούτε μία φορά;» «Ούτε μία φορά». «Δεν πήγες ούτε σε καμιά από κείνες που κάνουν μασάζ; Ξέρεις, τουλάχιστον για να...» «Όχι». Καθόταν εκεί και με κοίταζε, χτυπώντας το κουταλάκι του στην άκρη του μπολ με το γλυκό του. Δεν είχε φάει ούτε μια μπουκιά. Με κοίταζε σαν να ήμουν κανένα καινούριο αηδιαστικό δείγμα εντόμου. Δεν μου άρεσε και πολύ, αλλά εδώ που τα λέμε τον καταλάβαινα. Είχα πλησιάσει στην κατάσταση που στις μέρες μας επονομάζεται «σχέση» σε δύο περιπτώσεις. Καμία από τις δύο δεν ήταν στο Κη Λάργκο, όπου πρέπει να είδα γύρω συς δύο χιλιάδες όμορφες γυναίκες να τριγυρίζουν σχεδόν γυμνές και γεμάτες υποσχέσεις. Η μία ήταν μια κοκκινομάλλα σερβιτόρα, η Κελί, σε ένα εστιατόριο στο Εξτένσιον, όπου τρώω συχνά. Έπειτα από λίγο αρχίσαμε να μιλάμε, να αστειευόμαστε και κάποια στιγμή άρχισε εκείνη η επαφή με τα μάτια, ξέρετε για τι πράγμα μιλάω, βλέμματα που συνεχίζουν λίγο παραπάνω από το κανονικό. Άρχισα να προσέχω τα πόδια της και το πώς τέντωνε η στολή πάνω στο γοφό της όταν έστριβε κι αυτή πρόσεξε ότι το πρόσεξα. Η δεύτερη ήταν μια γυναίκα στο Νιου Γιου, το γυμναστήριο όπου πήγαινα. Ήταν ψηλή, φορούσε συνήθως ροζ μπλουζάκια του τζόγκινγκ και μαύρα ποδηλατικά σορτς. Πολύ όμορφη. Επίσης, μου άρεσαν τα βιβλία που έφερνε για να διαβάζει καθώς έκανε πετάλι στο στάσιμο ποδήλατο, σ' εκείνα τα ατέλειωτα αεροβικά ταξίδια στο πουθενά -όχι το Μαντεμουαζέλ ή το Κοσμοπόλιταν, αλλά μυθιστορήματα από συγγραφείς όπως ο Τζον Ίρβινγκ και η Ελεν Γκίλκριστ. Μου αρέσουν οι άνθρωποι που διαβάζουν πραγματικά βιβλία, και όχι απλώς επειδή κάποτε έγραφα κι εγώ. Αυτοί που διαβάζουν μπορούν να αρχίσουν συζήτηση για τον καιρό όπως
όλοι, αλλά κατά γενικό κανόνα μπορούν να προχωρήσουν και παραπέρα. Η ξανθιά με τα ροζ μπλουζάκια και τα μαύρα σορτς λεγόταν Άντρια Μπάντι. Αρχίσαμε να μιλάμε για βιβλία, καθώς κάναμε πετάλι δίπλα δίπλα προς το άγνωστο, και κάποια στιγμή άρχισα να τη βοηθάω με τα βάρη ένα δυο πρωινά τη βδομάδα. Όταν είσαι βοηθός σε κάποιον που σηκώνει βάρη, δημιουργείται μια παράξενη οικειότητα μεταξύ σας. Παίζει ίσως κάποιο ρόλο το γεγονός ότι αυτός που σηκώνει είναι σε ύπτια θέση (ιδιαίτερα όταν είναι γυναίκα), αλλά δεν είναι αυτό το βασικό. Κυρίως είναι το ότι αυτός ο άνθρωπος στηρίζεται πάνω σου. Αν και ποτέ σχεδόν δεν φτάνουν τα πράγματα σε αυτό το σημείο, ουσιαστικά σου εμπιστεύεται τη ζωή του. Και, σε κάποιο σημείο το χειμώνα του 1996, άρχισαν εκείνα τα βλέμματα, καθώς εκείνη ήταν ξαπλωμένη στον πάγκο κι εγώ στεκόμουν από πάνω της κοιτάζοντας το πρόσωπο της ανάποδα. Τα βλέμματα που συνεχίζονται λίγο παραπάνω από το συνηθισμένο. Η Κελί ήταν γύρω στα τριάντα, η Άντρια ίσως λίγο μικρότερη. Η Κελί χωρισμένη, η Άντρια δεν είχε παντρευτεί ποτέ. Νομίζω ότι και οι δυο θα ήταν διατεθειμένες να κοιμηθούν μαζί μου δοκιμαστικά. Κάτι σαν τεστ ντράιβ. Όμως, εκείνο που έκανα στην περίπτωση της Κελί ήταν να αρχίσω να τρώω σε άλλο εστιατόριο. Και όταν η ΧΑΝ μου έστειλε μια προσφορά για δωρεάν δοκιμή του γυμναστηρίου, άρχισα να πηγαίνω εκεί και δεν ξαναπάτησα στο Νιου Γιου. Γύρω στους έξι μήνες αργότερα, θυμάμαι που συνάντησα την Άντρια Μπάντι στο δρόμο μια μέρα. Τη χαιρέτησα και φρόντισα να μη δω το απορημένο και λίγο πληγωμένο βλέμμα της. Από εντελώς σωματική άποψη, τις ήθελα και τις δύο (εδώ που τα λέμε, θυμάμαι ένα όνειρο όπου τις είχα και τις δύο, στο ίδιο κρεβάτι ταυτόχρονα), αλλά από την άλλη μεριά δεν τις ήθελα. Εν μέρει έφταιγε το γεγονός ότι δεν μπορούσα να γράψω -η ζωή μου ήταν ήδη αρκετά μπερδεμένη, χωρίς να προσθέσω κι άλλες επιπλοκές. Εν μέρει ήταν η δουλειά που χρειάζεται για να βεβαιωθείς ότι η γυναίκα που σου ανταποδίδει τα βλέμματα σου
ενδιαφέρεται για σένα και όχι για τον μάλλον φουσκωμένο τραπεζικό σου λογαριασμό. Νομίζω όμως πως ο βασικότερος λόγος ήταν ότι είχα ακόμη την Τζο στο μυαλό και στην καρδιά μου. Δεν υπήρχε χώρος για άλλη γυναίκα, ακόμη και ύστερα από τέσσερα χρόνια. Ήταν μια θλίψη σαν χοληστερίνη και αν αυτό το βρίσκετε αστείο ή παράξενο είστε τυχεροί. «Φίλους;» είπε ο Φρανκ, αρχίζοντας επιτέλους να τρώει το γλυκό του. «Έχεις φίλους, έτσι δεν είναι;» «Ναι», είπα. «Πολλούς φίλους». Ήταν ψέμα, φυσικά, αλλά τουλάχιστον είχα πολλά σταυρόλεξα να λύσω, πολλά βιβλία να διαβάσω και πολλές ταινίες να δω στο βίντεο το βράδυ. Μπορούσα να απαγγείλω από μνήμης την προειδοποίηση που υπάρχει στην αρχή κάθε κασέτας, πριν ξεκινήσει το έργο. Σε ό,τι αφορά τους ανθρώπους, οι μοναδικοί στους οποίους τηλεφώνησα όταν ετοιμαζόμουν να φύγω από το Ντέρι ήταν ο γιατρός και ο οδοντίατρος μου, και τα περισσότερα γράμματα που έστειλα εκείνο τον Ιούνιο ήταν ειδοποιήσεις για την αλλαγή της διεύθυνσης μου σε περιοδικά όπως το Χάρπερ'ς και το Νάσιοναλ Τζεογκράφικ. «Φρανκ», είπα, «μιλάς σαν υπερπροστατευτική μαμά». «Μερικές φορές όταν είμαι μαζί σου νιώθω σαν υπερπροστατευτική μαμά», μου είπε. «Μια μαμά που πιστεύει στις θεραπευτικές ιδιότητες της κοτόσουπας αντί για τηγανητές πατάτες. Πάντως η φάτσα σου έχει φτιάξει αρκετά. Πήρες λίγο βάρος, νομίζω...» «Παραπάνω απ' όσο έπρεπε». «Τρίχες· όταν ήρθες τα Χριστούγεννα, ήσουν σαν σκελετός. Επίσης, έχεις μαυρίσει λιγάκι». «Περπατάω πολύ». «Έχει φτιάξει η φάτσα σου, λοιπόν -εκτός από τα μάτια σου. Μερικές φορές παίρνεις αυτό το ύφος και ανησυχώ όταν το βλέπω. Νομίζω ότι η Τζο θα χαιρόταν που υπάρχει και κάποιος που ανησυχεί για σένα». «Ποιο ύφος είναι αυτό;» ρώτησα.
«Εκείνο που είναι σαν να κοιτάζεις τον μακρινό ορίζοντα. θέλεις να σου μιλήσω ειλικρινά; Μοιάζεις σαν άνθρωπος που έχει αρπαχτεί από κάτι και δεν μπορεί να το αφήσει». Έφυγα από το Ντέρι στις τρεισήμισι, σταμάτησα στο Ράμφορντ για βραδινό φαγητό και συνέχισα αργά το δρόμο μου μέσα από τους λόφους του Δυτικού Μέιν καθώς χαμήλωνε ο ήλιος. Είχα προγραμματίσει την ώρα αναχώρησης και άφιξης προσεκτικά, αν και όχι εντελώς συνειδητά, και καθώς βγήκα από το Μότον και μπήκα στην περιοχή Τι- Αρ-90 ένιωσα την καρδιά μου να χτυπάει βαριά. Έτρεχε ιδρώτας στο πρόσωπο και στα χέρια μου, παρ' ότι το αιρ κοντίσιον του αυτοκινήτου λειτουργούσε. Στο ραδιόφωνο δεν έβρισκα κανένα σταθμό της προκοπής, όλα τα τραγούδια ήταν γεμάτα ουρλιαχτά, και το έκλεισα. Ήμουν τρομαγμένος -και είχα κάθε λόγο να είμαι. Ακόμη και αν αγνοήσουμε προς στιγμήν την παράξενη διασταύρωση ανάμεσα στα όνειρα μου και τα γεγονότα του πραγματικού κόσμου (κάτι που κατάφερα να κάνω πολύ εύκολα, θεωρώντας ότι το κόψιμο στο χέρι μου και τα ηλιοτρόπια που είχαν φυτρώσει ανάμεσα από τις σανίδες της βεράντας ήταν ή συμπτώσεις ή κάποιο αλλόκοτο ψυχικό μπέρδεμα), είχα λόγους να φοβάμαι. Γιατί τα όνειρα που είχα δει δεν ήταν συνηθισμένα και η απόφαση μου να γυρίσω πίσω στη λίμνη ύστερα από τόσο καιρό δεν ήταν κι αυτή μια συνηθισμένη απόφαση. Δεν αισθανόμουν σαν ένας σύγχρονος άνθρωπος του τέλους της χιλιετίας ο οποίος ξεκινά για μια πνευματική αναζήτηση, με απώτερο σκοπό να αντιμετωπίσει τους φόβους του (είμαι οκέι, είσαι οκέι, αγκαλιαστείτε τώρα όλοι μαζί, ενώ στο βάθος ακούγεται μουσική του Γουίλιαμ Άκερμαν). Ένιωθα περισσότερο σαν τρελός προφήτης της Παλαιάς Διαθήκης που πηγαίνει στην έρημο για να ζήσει με ακρίδες και γλυφό νερό επειδή τον κάλεσε ο Θεός σε ένα όνειρο. Την είχα άσχημα κατά βάση, στη ζωή μου επικρατούσε ένα γενικό χάλι που όδευε ολοταχώς για επιδείνωση και που οφειλόταν μόνο εν μέρει στο γεγονός ότι δεν μπορούσα να γράψω. Δεν είχα φτάσει στο σημείο να βιάζω παιδιά ή να τριγυρίζω στην
Τάιμς Σκουέαρ και να κηρύττω θεωρίες συνωμοσίας με μεγάφωνο, αλλά παρ' όλα αυτά την είχα άσχημα. Είχα χάσει τη θέση μου μέσα στη ζωή και δεν μπορούσα να την ξαναβρώ. Δεν ήταν παράξενο αυτό, βέβαια. Σε τελική ανάλυση, η ζωή δεν είναι βιβλίο. Εκείνο το ζεστό βράδυ του Ιουλίου ξεκινούσα ουσιαστικά για να κάνω θεραπεία ηλεκτροσόκ στον εαυτό μου - πρέπει να μου αναγνωρίσετε τουλάχιστον ένα πράγμα· το ήξερα και το έκανα συνειδητά. Για να φτάσεις στη λίμνη Νταρκ Σκορ ακολουθείς την εξής διαδρομή: παίρνεις τον 1-95 από το Ντέρι για το ΝΚ πορτ, μετά τον Αυτοκινητόδρομο 2 από το Νιούπορτς Μπέθελ (με μια στάση στο Ράμφορντ, μια πόλη που βρωμούσε σαν απόπατος, μέχρι που οι χαρτοποιίες εκεί έκλεισαν σιγά σιγά στη δεύτερη θητεία του Ρίγκαν), μετά τον Αυτοκινητόδρομο 5 από το Μπέθελ στο Γουότερφορντ. Ύστερα προχωρείς στον Αυτοκινητόδρομο 68, την παλιά Κομητειακή Οδό, περνάς από το Καστλ Βιού και μετά από Μότον (όπου το κέντρο της πόλης είναι απλώς ένας παλιός στάβλος που τον έχουν ανακαινίσει και πουλάει βίντεο μπίρες και μεταχειρισμένα τουφέκια). Κατόπιν περνάς μιά ταμπέλα που λέει Τι-Αρ-90 και μετά μια άλλη που λέει «ΔΑΣΟΦΥΛΑΚΑΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΑΛΥΤΕΡΟΣ ΒΟΗΘΟΣ ΣΕ ΕΚΤΑΚΤΗ ΑΝΑΓΚΗ, ΚΑΛΕΣΤΕ 1-800-555GAME Ή * 72 ΑΠΟ ΚΙΝΗΤΟ. Σε αυτή την ταμπέλα κάποιος έχει γράψει από κάτω με σπρέι ΟΙ ΑΕΤΟΙ ΓΑΜΙΟΥΝΤΑΙ. Οχτώ χιλιόμετρα ύστερα απ' αυτή την ταμπέλα, φτάνεις σε ένα στενό δρόμο από τα δεξιά, με μοναδικό διακριτικό μια τετράγωνη μεταλλική ταμπέλα με τον ξεθωριασμένο αριθμό 42. Πάνω από τα δύο νούμερα υπάρχουν δύο τρύπες από σφαίρες των 22, σαν τόνοι. Έστριψα σε αυτόν το δρόμο την ώρα περίπου που είχα προγραμματίσει: 7:16 μ.μ. σύμφωνα με το ρολόι στο ταμπλό της Σεβρολέτ. Και η αίσθηση ήταν ότι γυρίζω στο σπίτι μου. Συνέχισα στο στενό δρόμο για τριακόσια μέτρα, σύμφωνα με το μετρητή του αυτοκινήτου, ακούγοντας τα χόρτα που
φύτρωναν στη μέση να χτυπούν κάτω από το αμάξι, ακούγοντας πότε πότε κάποιο κλαδί να ξύνει την οροφή ή να χτυπά τη δεξιά μεριά σαν γροθιά. Επιτέλους σταμάτησα κι έσβησα τη μηχανή. Βγήκα έξω, πήγα στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου, ξάπλωσα μπρούμυτα κι άρχισα να ξεριζώνω τα χόρτα που άγγιζαν την καυτή εξάτμιση της Σεβρολέτ. Είχε μεγάλη ξηρασία εκείνο το καλοκαίρι και σκέφτηκα ότι καλό θα ήταν να πάρω κάποιες προφυλάξεις. Είχα φτάσει αυτή την ώρα για να επαναλάβω τη σκηνή των ονείρων μου, με την ελπίδα να καταλάβω το νόημα τους ή να μου έρθει καμιά ιδέα για το τι να κάνω -δεν είχα έρθει για να βάλω φωτιά στο δάσος. Αφού τελείωσα το ξερίζωμα, σηκώθηκα και κοίταξα γύρω μου. Τα τριζόνια ακούγονταν όπως και στα όνειρα μου και τα δέντρα ήταν πυκνά δεξιά κι αριστερά του δρόμου, όπως στα όνειρα μου. Από πάνω, φαινόταν μια λωρίδα ουρανού που σκοτείνιαζε. Ξεκίνησα περπατώντας στο δεξιό αυλάκι που είχε δημιουργηθεί στο δρόμο από τους τροχούς. Αρχικά είχαμε ένα γείτονα σ' αυτή τη μεριά του δρόμου, τον γέρο Λαρς Γουόσμπερν, τώρα όμως το δρομάκι που οδηγούσε στο σπίτι του ήταν κλεισμένο από θάμνους και στην αρχή του ήταν απλωμένη μια σκουριασμένη αλυσίδα. Καρφωμένη σε ένα δέντρο αριστερά από την αλυσίδα υπήρχε μια ταμπέλα που έλεγε ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΕΙΣΟΔΟΣ. Στο δεξιό δέντρο, μια άλλη πινακίδα: ΚΤΗΜΑΤΟΜΕΣΙΤΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΝΕΞΤ ΣΕΝΤΣΟΥΡΙ, και ένας τοπικός αριθμός τηλεφώνου. Τα γράμματα ήταν ξεθωριασμένα και δύσκολα διαβάζονταν μέσα στο σούρουπο. Συνέχισα να περπατώ, νιώθοντας πάλι την καρδιά μου να χτυπάει βαριά και ακούγοντας τα κουνούπια να βουίζουν γύρω από το πρόσωπο και τα χέρια μου. Βασικά η σεζόν τους είχε περάσει, αλλά ήμουν ιδρωμένος κι αυτή η μυρωδιά τους αρέσει. Πρέπει να τους θυμίζει αίμα. Πόσο τρομαγμένος ήμουν καθώς πλησίαζα στο Σάρα Λαφς; Δεν θυμάμαι. Υποψιάζομαι ότι ο φόβος, όπως και ο πόνος, σβήνει από τη μνήμη μας όταν περάσει. Εκείνο που θυμάμαι σίγουρα είναι
ένα συναίσθημα που είχα ξανανιώσει και παλιά όταν ήμουν εδώ, ιδιαίτερα όταν περπατούσα σ' αυτόν το δρόμο μόνος μου. Ήταν μια αίσθηση ότι η πραγματικότητα είναι λεπτή. Και όντως είναι λεπτή, ξέρετε, λεπτή όπως ο πάγος στην επιφάνεια μιας λίμνης έπειτα από μερικές ζεστές μέρες. Και γεμίζουμε τη ζωή μας με θόρυβο, φως και κίνηση για να το κρύψουμε αυτό από τον εαυτό μας. Όμως, σε κάτι μέρη όπως η Οδός 42, ανακαλύπτεις ότι τα προπετάσματα καπνού και οι καθρέφτες δεν υπάρχουν πια. Κι εκείνο που απομένει είναι ο ήχος από τα τριζόνια και η θέα των πράσινων φύλλων που σκουραίνουν προς το μαύρο, κλαδιά που φτιάχνουν σχήματα σαν πρόσωπα, ο ήχος της καρδιάς στο στήθος σου, ο χτύπος του αίματος πίσω από τα μάτια σου και η όψη του ουρανού καθώς χάνει το γαλάζιο χρώμα του και γίνεται όλο και πιο σκοτεινός. Εκείνο που έρχεται όταν φεύγει το φως της μέρας είναι μια βεβαιότητα: ότι κάτω από την επιφάνεια υπάρχει ένα μυστικό, ένα μυστήριο μαύρο και λαμπρό ταυτόχρονα. Το νιώθεις αυτό το μυστήριο σε κάθε ανάσα, το βλέπεις σε κάθε σκιά, περιμένεις να βουλιάξεις μέσα του σε κάθε βήμα. Είναι εδώ κι εσύ γλιστράς από πάνω του με κομμένη την ανάσα, σαν παγοδρόμος που προσεύχεται να τον αντέξει κι αυτή τη φορά ο πάγος. Σταμάτησα για μια στιγμή γύρω στα οχτακόσια μέτρα νότια από το σημείο όπου είχα αφήσει το αμάξι και έχοντας μπροστά μου άλλα οχτακόσια μέτρα περίπου μέχρι το δρομάκι που κατηφόριζε προς το σπίτι. Εδώ ο δρόμος κάνει μια απότομη στροφή, και στα δεξιά υπάρχει ένα ξέφωτο που κατηφορίζει απότομα προς τη λίμνη. Οι ντόπιοι το λένε Λιβάδι Τίντγουελ ή, μερικές φορές, Παλιά Κατασκήνωση. Εδώ είχαν χτίσει τις καλύβες τους η Σάρα Τίντγουελ και η παράξενη κομπανία της, σύμφωνα με τη Μαρί Χίνγκερμαν τουλάχιστον. (Πάντως, μια φορά που ρώτησα τον Μπιλ Ντιν, συμφώνησε ότι αυτό είναι το μέρος, αλλά δεν έδειξε διάθεση να συνεχίσει τη συζήτηση, πράγμα που μου φάνηκε λίγο παράξενο τότε.) Στάθηκα εκεί για λίγο, κοιτάζοντας κάτω, προς το βόρειο άκρο της Νταρκ Σκορ. Το νερό ήταν ήρεμο σαν γυαλί και είχε
ακόμη ένα χρώμα σαν ζαχαρωτό από το ηλιοβασίλεμα. Δεν υπήρχε ούτε μια ρυτίδα ούτε ένα σκάφος. Όσοι είχαν βενζινακάτους θα ήταν τώρα στη μαρίνα ή στο Σάνσετ Μπαρ του Γουόρινγκτον, τρώγοντας ρολά αστακό και πίνοντας κοκτέιλ. Αργότερα, μερικοί, ζαλισμένοι από την ταχύτητα και τα μαρτίνι, θα έκαναν κόντρες στη λίμνη με το φως της σελήνης. Αναρωτήθηκα αν θα ήμουν εκεί για να τους ακούσω. Γιατί ήταν αρκετά πιθανό εκείνη την ώρα να είμαι στο δρόμο της επιστροφής για το Ντέρι, είτε τρομοκρατημένος από αυτά που θα έβρισκα είτε απογοητευμένος επειδή δεν θα είχα βρει τίποτα απολύτως. «Αστείο ανθρωπάκι, είπε ο Στρίκλαντ». Δεν το ήξερα ότι θα μιλήσω παρά μόνο όταν βγήκαν οι λέξεις από το στόμα μου -και δεν είχα ιδέα γιατί ήταν αυτές οι συγκεκριμένες λέξεις, θυμήθηκα το όνειρο με την Τζο κάτω από το κρεβάτι και ρίγησα. Ένα κουνούπι βούιξε δίπλα στο αυτί μου. Το χτύπησα και συνέχισα να περπατώ. Τελικά, η άφιξη μου στην αρχή του μικρού χωματόδρομου που οδηγούσε στο σπίτι ήταν άριστα συγχρονισμένη και η αίσθηση ότι ξαναμπήκα στο όνειρο μου σχεδόν ολοκληρωτική. Ακόμη και τα μπαλόνια που ήταν δεμένα στην ταμπέλα που έγραφε ΣΑΡΑ ΛΑΦΣ (ένα άσπρο κι ένα μπλε, που πάνω τους έγραφαν καλώς όρισες, Μάικ! με μαύρο μελάνι) και αιωρούνταν μπροστά στο σκοτεινό φόντο των δέντρων έμοιαζαν να εντείνουν την αίσθηση του ντεζά βυ που είχα προκαλέσει σκόπιμα, γιατί δυο όνειρα δεν είναι ποτέ ακριβώς τα ίδια. Τα πράγματα που συλλαμβάνουμε με το νου μας και τα πράγματα που γίνονται από ανθρώπινα χέρια δεν μπορούν ποτέ να είναι απολύτως ίδια, ακόμη και όταν προσπαθούμε να τα κάνουμε, γιατί δεν είμαστε ποτέ ίδιοι από μέρα σε μέρα ή ακόμη και από στιγμή σε στιγμή. Πλησίασα στην ταμπέλα, νιώθοντας γύρω μου το μυστήριο αυτού του μέρους. Πίεσα τη σανίδα με την παλάμη μου, νιώθοντας την τραχιά της πραγματικότητα, και μετά πέρασα τον αντίχειρα μου πάνω από τα γράμματα, αδιαφορώντας για τις ακίδες και διαβάζοντας με το δέρμα, σαν τυφλός που διαβάζει μπράιγ: Σ, Α, Ρ, Α· Λ, Α, Φ και Σ.
Ο κατηφορικός χωματόδρομος ήταν καθαρισμένος από πευκοβελόνες και κλαδιά, αλλά η λίμνη γυάλιζε σαν ξεθωριασμένο ρόδο όπως και στα όνειρα μου και ο όγκος του σπιτιού ήταν ο ίδιος. Ο Μπιλ είχε αφήσει το φως αναμμένο στην πίσω βεράντα· τα ηλιοτρόπια που είχαν φυτρώσει μέσα από τα σανίδια δεν υπήρχαν πια, όμως όλα τα άλλα ήταν ακριβώς τα ίδια. Κοίταξα πάνω, τη λωρίδα του ουρανού πάνω από το δρόμο. Τίποτα... Περίμενα... Τίποτα... Περίμενα ακόμη.- Και ξαφνικά να το, δεξιά από το σημείο όπου κοίταζα. Τη μια στιγμή υπήρχε μόνο ο ουρανός (με μια λουλακιά απόχρωση να απλώνεται από τις άκρες σαν μελάνι που διαχέεται) και την επόμενη έλαμπε εκεί η Αφροδίτη, αστραφτερή και σταθερή. Ακούς καμιά φορά να λένε κάποιοι ότι· είδαν τα άστρα να βγαίνουν, αλλά νομίζω ότι αυτή ήταν η μοναδική φορά στη ζωή μου που είδα αστέρι να εμφανίζεται. Έκανα την ευχή μου, αλλά αυτή τη φορά ήμουν σε πραγματικό, όχι σε ονειρικό χρόνο και δεν ευχήθηκα να είχα πάλι την Τζο. «Βοήθησε με», είπα κοιτάζοντας το αστέρι, θα έλεγα κι άλλα, αλλά δεν ήξερα τι να πω. Δεν ήξερα τι είδους βοήθεια χρειάζομαι. Αρκετά, είπε ανήσυχα μια φωνή μέσα στο νου μου. Αρκετά για τώρα. Πήγαινε τώρα και πάρε το αμάξι σου. Μόνο που δεν ήταν αυτό το σχέδιο μου. Το σχέδιο ήταν να κατεβώ το χωματόδρομο όπως είχα κάνει στο τελευταίο όνειρο, στον εφιάλτη, και να αποδείξω στον εαυτό μου ότι δεν υπάρχει κανένα σαβανοτυλιγμένο τέρας κρυμμένο μέσα στις σκιές του μεγάλου παλιού σπιτιού. Το συγκεκριμένο σχέδιο βασιζόταν ως ένα μεγάλο βαθμό στο ρητό της Νέας Εποχής που λέει ότι ο καλύτερος τρόπος για να απαλλαγείς από τους φόβους σου είναι να αντιμετωπίσεις αυτό που φοβάσαι. Όμως, καθώς στεκόμουν εκεί και κοίταζα κάτω το φως της βεράντας (φαινόταν πολύ αδύναμο μέσα στο σκοτάδι που πύκνωνε), σκέφτηκα ότι υπάρχει κι άλλο ένα ρητό, που λέει ότι ο καλύτερος τρόπος για να αποφύγεις τους φόβους σου είναι να τα γράψεις όλα, να κάνεις μεταβολή και να το βάλεις στα πόδια. Έτσι όπως στεκόμουν μόνος μέσα στο δάσος,
καθώς το φως άφηνε σιγά σιγά τον ουρανό, το δεύτερο ρητό μου φάνηκε πολύ πιο σοφό. Κοίταξα κάτω και χαμογέλασα καθώς είδα ότι, όλη αυτή την ώρα που σκεφτόμουν, χωρίς να το καταλάβω είχα πάρει ένα από τα μπαλόνια και το είχα λύσει από την πινακίδα. Υψωνόταν γαλήνια από το χέρι μου, στην άκρη του σπάγκου, και οι λέξεις πάνω του δεν διαβάζονταν πια μέσα στο σκοτάδι. Μπορεί να μην έχουν σημασία όλα αυτά. Ίσως να μην μπορώ να κουνηθώ. Μπορεί να μ' έχει πιάσει πάλι συγγραφικό βάδισμα και να μείνω εδώ σαν άγαλμα μέχρι να 'ρθει κάποιος, να με ανεβάσει σε ένα φορτηγό και να με πάρει από δω. Αλλά τώρα ήμουν σε πραγματικό χρόνο, στον πραγματικό κόσμο, και στον πραγματικό κόσμο δεν υπάρχει συγγραφικό βάδισμα. Άνοιξα το χέρι μου αφήνοντας το σπάγκο, πέρασα κάτω από το μπαλόνι που υψωνόταν στον αέρα κι άρχισα να κατεβαίνω το χωματόδρομο. Το ένα πόδι μου ακολουθούσε το άλλο, όπως έκαναν πάντα από τότε που είχα πρωτομάθει το κόλπο το 1959. Έμπαινα όλο και πιο βαθιά στην καθαρή αλλά ξινή μυρωδιά των πεύκων και σε μια στιγμή έπιασα τον εαυτό μου να κάνει μια μεγάλη δρασκελιά για να αποφύγει ένα πεσμένο κλαδί που υπήρχε στο όνειρο αλλά όχι και στην πραγματικότητα. Η καρδιά μου βροντούσε ακόμη δυνατά και ο ιδρώτας κυλούσε ποτάμι από πάνω μου, τραβώντας τα κουνούπια. Σήκωσα το χέρι για να παραμερίσω τα μαλλιά από το μέτωπο μου και σταμάτησα, κρατώντας το με ανοιχτά δάχτυλα μπροστά στα μάτια μου. Σήκωσα και το άλλο δίπλα του. Κανένα από τα δύο δεν είχε σημάδι. Δεν υπήρχαν ούτε καν τα ίχνη της γρατσουνιάς, από τότε που μπουσουλούσα μέσα στην κρεβατοκάμαρα την ώρα της καταιγίδας. «Είμαι εντάξει», είπα. «Είμαι εντάξει». Αστείο ανθρωπάκι, είπε ο Στρίκλαντ, απάντησε μια φωνή. Δεν ήταν δική μου, ούτε της Τζο. Ήταν η φωνή UFO που έκανε την αφήγηση στον εφιάλτη μου, αυτή που με πίεζε να συνεχίσω κάθε φορά που ήθελα να σταματήσω. Η φωνή κάποιου παρείσακτου.
Άρχισα να περπατάω πάλι. Τώρα είχα διανύσει περισσότερο από το μισό δρόμο. Είχα φτάσει στο σημείο όπου, στο όνειρο, είπα στη φωνή ότι φοβάμαι την κυρία Ντάνβερς. «Φοβάμαι την κυρία Ντάνβερς», είπα, δοκιμάζοντας τις λέξεις μεγαλόφωνα μέσα στο σκοτάδι που πύκνωνε. «Τι γίνεται αν η κακή οικονόμος είναι εκεί κάτω;» Ένας κορμοράνος έκρωξε στη λίμνη, αλλά η φωνή δεν απάντησε. Δεν χρειαζόταν να απαντήσει, βέβαια. Δεν υπήρχε καμία κυρία Ντάνβερς, αυτή δεν ήταν παρά ένα σακί με κόκαλα σε ένα παλιό βιβλίο και η φωνή το ήξερε. Άρχισα να περπατάω πάλι. Πέρασα το μεγάλο πεύκο όπου η Τζο είχε χτυπήσει κάποτε το τζιπ μας, καθώς πήγε να το βγάλει από το χωματόδρομο με την όπισθεν. Τι βλαστήμιες που είχε ρίξει! Έβριζε σαν ναύτης! Είχα καταφέρει να μείνω σοβαρός, μέχρι που έφτασε στο «Γαμώ την πουτάνα μου μέσα», και τότε δεν άντεξα άλλο, ακούμπησα στο τζιπ κι άρχισα να γελάω μέχρι που έτρεξαν δάκρυα από τα μάτια μου, ενώ η Τζο με αγριοκοίταζε. Είδα το σημάδι πάνω στον κορμό του δέντρου, σε απόσταση περίπου ενός μέτρου από το έδαφος. Το λευκό του χρώμα έμοιαζε να αιωρείται πάνω από τη σκούρα φλούδα μέσα στο μισοσκόταδο. Σε αυτό ακριβώς το σημείο, η ανησυχία που πλημμύριζε τα άλλα μου όνειρα είχε μετατραπεί σε κάτι πολύ χειρότερο. Ακόμη και πριν πεταχτεί το πράγμα με το σάβανο από το σπίτι, είχα νιώσει ότι κάτι δεν πάει καλά, ότι το ίδιο το σπίτι είχε τρελαθεί. Σε αυτό το σημείο, καθώς περνούσα το χτυπημένο πεύκο, ήθελα να κάνω μεταβολή και να το βάλω στα πόδια. Δεν ένιωθα έτσι τώρα. Φοβόμουν, ναι, αλλά δεν ήμουν τρομοκρατημένος. Πρώτα πρώτα, δεν υπήρχε τίποτα πίσω μου, δεν ακουγόταν καμιά βαριά απειλητική ανάσα. Το χειρότερο που μπορεί να συναντήσει κανείς σ' αυτά τα δάση είναι κανένα εκνευρισμένο ελάφι. Ή, ίσως, αν είσαι πολύ άτυχος, καμιά τσατισμένη αρκούδα. Στο όνειρο υπήρχε φεγγάρι, τουλάχιστον κατά τα τρία τέταρτα γεμάτο, όμως εκείνη τη νύχτα δεν είχε φεγγάρι στον
ουρανό. Ούτε και θα έβγαινε αργότερα. Το πρωί είχα ρίξει μια ματιά στη σελίδα του καιρού στην Ντέρι Νιουζ· θα είχε νέα σελήνη. Ακόμη και το ισχυρότερο ντεζά βυ είναι εύθραυστο και, με τη σκέψη ότι δεν υπάρχει φεγγάρι στον ουρανό, το δικό μου διαλύθηκε. Η αίσθηση ότι ξαναζώ τον εφιάλτη μου έφυγε τόσο ξαφνικά, ώστε αναρωτήθηκα γιατί τα είχα κάνει όλα αυτά, τι ήθελα να αποδείξω ή να πετύχω. Τώρα έπρεπε να κάνω όλο αυτόν το δρόμο πίσω με τα πόδια για να πάρω το αμάξι. Εντάξει, αλλά θα πήγαινα πρώτα να πάρω ένα φακό από το σπίτι, θα υπήρχε σίγουρα ένας φακός μέσα στα... Μια σειρά από απανωτές εκρήξεις ακούστηκαν στην άλλη άκρη της λίμνης· η τελευταία ήταν τόσο δυνατή, που αντήχησε στους λόφους. Σταμάτησα, παίρνοντας μια ξαφνική ανάσα. Πριν από μερικές στιγμές, αυτές οι απροσδόκητες εκρήξεις μάλλον θα με είχαν κάνει να το βάλω στα πόδια πανικόβλητος, τώρα όμως απλώς ξαφνιάστηκα για μια στιγμή. Ήταν πυροτεχνήματα, φυσικά -το τελευταίο και δυνατότερο ίσως ήταν Μ-80. Αύριο ήταν η 4η Ιουλίου και στην απέναντι όχθη της λίμνης τα παιδιά είχαν αρχίσει τον εορτασμό από νωρίς, όπως κάνουν συχνά τα παιδιά. Συνέχισα να περπατώ. Οι θάμνοι άπλωναν ακόμη τα κλαδιά τους σαν χέρια, αλλά φαίνεται ότι ο Μπιλ τους είχε κλαδέψει και δεν ήταν τόσο απειλητικοί. Ούτε χρειαζόταν να ανησυχώ μήπως ήταν κομμένο το ρεύμα στο σπίτι, αφού έβλεπα καθαρά το φως που είχε αφήσει αναμμένο ο Μπιλ Ντιν στην πίσω βεράντα. Άλλωστε, ακόμη και αν κοβόταν το ρεύμα, η γεννήτρια θα έπαιρνε μπροστά αυτομάτως. Παρ' όλα αυτά, ένιωθα ένα δέος βλέποντας πόσα στοιχεία από το όνειρο μου υπήρχαν πραγματικά, ακόμη και αφού είχε διαλυθεί εκείνη η έντονη αίσθηση της επανάληψης -ή της επαναβίωσης. Οι ζαρντινιέρες της Τζο ήταν στο σημείο όπου τις θυμόμουν πάντα, δεξιά κι αριστερά από το μονοπάτι που οδηγεί στη μικρή παραλία του σπιτιού. Φαίνεται ότι η Μπρέντα Μεσέρβ τις βρήκε στο υπόγειο και είπε σε κάποιον από το συνεργείο της να τις βάλει στη θέση τους. Δεν φύτρωνε τίποτα μέσα τους ακόμη, αλλά σε λίγο καιρό θα άρχιζαν να φυτρώνουν διάφορα. Και παρ'
όλο που δεν υπήρχε φεγγάρι όπως στο όνειρο, έβλεπα το μαύρο τετράγωνο στο νερό, γύρω στα πενήντα μέτρα από την παραλία. Η πλωτή εξέδρα. Πάντως, δεν υπήρχε κανένα μακρόστενο αντικείμενο μπροστά στη βεράντα, δεν υπήρχε φέρετρο. Εν τούτοις, η καρδιά μου χτυπούσε πάλι δυνατά και υποψιάζομαι ότι, αν έσκαγαν κι άλλα πυροτεχνήματα στην άλλη μεριά της λίμνης, θα άρχιζα να ουρλιάζω. Αστείο ανθρωπάκι, είπε ο Στρίκλαντ. Δώσ' το μου αυτό, είναι ο σκονοσυλλέκτης μου. Κι αν ο θάνατος μας τρελαίνει; Τι γίνεται αν συνεχίζουμε να υπάρχουμε μετά το θάνατο, αλλά τρελαινόμαστε; Τι γίνεται τότε; Είχα φτάσει στο σημείο όπου, στο όνειρο, άνοιγε η πόρτα και η λευκή μορφή ορμούσε καταπάνω μου με τα χέρια της σηκωμένα. Έκανα άλλο ένα βήμα και σταμάτησα, ακούγοντας τον τραχύ ήχο της ανάσας μου καθώς ρουφούσα τον αέρα με κάθε εισπνοή από το λαιμό μου και μετά τον ξανάβγαζα πάνω από τη στεγνή μου γλώσσα. Τώρα δεν υπήρχε καμιά αίσθηση ντεζά βυ, αλλά για μια στιγμή φοβήθηκα ότι η μορφή θα εμφανιζόταν παρ' όλα αυτά, εδώ, στον πραγματικό κόσμο, στον πραγματικό χρόνο. Στεκόμουν και την περίμενα με τα ιδρωμένα χέρια μου σφιγμένα σε γροθιές. Τράβηξα άλλη μια στεγνή ανάσα κι τη φορά την κράτησα. Ο απαλός παφλασμός του νερού στην όχθη. Μια αύρα που άγγιξε το πρόσωπο μου κι έκανε τους θάμνους να ανασαλέψουν. Ένας κορμοράνος ξεφώνισε στη λίμνη. Γύρω από το φως της βεράντας πετούσαν πεταλούδες. Η πόρτα δεν άνοιξε για να μου ορμήσει κάποιο σαβανωμένο τέρας και από τα παράθυρα δεξιά και αριστερά από την πόρτα δεν έβλεπα τίποτα να κινείται μέσα στο σπίτι, ούτε λευκό ούτε με κανένα άλλο χρώμα. Υπήρχε ένα σημείωμα πάνω από το πόμολο, μάλλον από τον Μπιλ, κι αυτό ήταν όλο. Άφησα την ανάσα μου και διέσχισα τον υπόλοιπο δρόμο μέχρι το Σάρα Λαφς.
Το σημείωμα ήταν όντως από τον Μπιλ Ντιν. Έλεγε ότι η Μπρέντα μου είχε ψωνίσει μερικά πράγματα. Η απόδειξη του σούπερ μάρκετ ήταν πάνω στο τραπέζι της κουζίνας, και θα έβρισκα ένα καλό στοκ από κονσέρβες στο κελάρι. Δεν είχε πάρει πολλά αλλοιώσιμα, υπήρχαν όμως γάλα, βούτυρο, κρέμα για τον καφέ και χάμπουργκερ, η βασική δίαιτα του εργένη. Θα σε δω την ερχόμενη Δευτέρα, είχε γράψει ακόμη ο Μπιλ. Εγώ θα προτιμούσα να είμαι εκεί για να σε υποδεχτώ αυτοπροσώπως, αλλά η γυναίκα μου είπε ότι είναι η σειρά μας να πάρουμε τους δρόμους, χρονιάρα μέρα, κι έτσι θα πάμε στη Βιρτζίνια (άσε, τρομερή ζέστη!!) για να περάσουμε την 4η Ιουλίου με την αδερφή της. Αν χρειάζεσαι τίποτα ή έχεις κανένα πρόβλημα... Είχε γράψει το τηλέφωνο της κουνιάδας του στη Βιρτζίνια και τον αριθμό του Μπουτς Γουίγκινς στην πόλη, που οι ντόπιοι τη λένε απλώς «Τι-Αρ», όπως για παράδειγμα στη φράση, «Εγώ και η μητέρα μου βαρεθήκαμε το Μπέθελ και μετακινήσαμε το τροχόσπιτο στο Τι-Αρ». Υπήρχαν κι άλλα τηλέφωνα: του υδραυλικού, του ηλεκτρολόγου, της Μπρέντα Μεσέρβ, ακόμη και του ηλεκτρονικού από το Χάρισον που είχε επαναπροσανατολίσει τη δορυφορική κεραία για καλύτερη λήψη. Ο Μπιλ ήθελε να καλύψει όλες τις δυνατές περιπτώσεις. Γύρισα το σημείωμα από την πίσω μεριά, με την υποψία ότι θα έβρισκα κάποιο τελικό υστερόγραφο: Α, Μάικ, σε περίπτωση που ξεσπάσει πυρηνικός πόλεμος πριν γυρίσω με την Ιβέτ από τη Βιρτζίνια... Κάτι κινήθηκε ξαφνικά πίσω μου. Γύρισα επιτόπου και το σημείωμα μου ξέφυγε από το χέρι. Έπεσε κυματιστά στις σανίδες της πίσω βεράντας σαν μια λευκή πεταλούδα, μεγαλύτερη από αυτές που κοπανούσαν το κεφάλι τους στο γλόμπο από πάνω. Εκείνη τη στιγμή ήμουν σίγουρος ότι θα ήταν το τέρας με το σάβανο, ένα τρελό φάντασμα μέσα στο σαπισμένο σώμα της γυναίκας μου, Δώσ' μου το σκονοσυλλέκτη μου, δώσ' το εδώ, πώς τολμάς να έρχεσαι εδώ και να ταράζεις τη γαλήνη μου, πώς τολμάς να έρχεσαι πάλι στο Μάντερλέϊ, και τώρα
που είσαι εδώ, πώς θα μπορέσεις να ξεφύγεις; Εξορίζεσαι ατό μυστήριο, αστείο ανθρωπάκι. Εξορίζεσαι στο μυστήριο. Τίποτα. Πρέπει να ήταν η αύρα πάλι, που έκανε τους θάμνους να ανασαλέψουν... μόνο που αυτή τη φορά δεν είχα νιώσει καμιά αύρα πάνω στο ιδρωμένο μου δέρμα. «Πρέπει να φύσηξε, όμως, γιατί δεν υπάρχει τίποτα πίσω μου», είπα. Ο ήχος της φωνής σου όταν είσαι μόνος σου μπορεί είτε να σε τρομάξει είτε να σε καθησυχάσει. Αυτή τη φορά συνέβη το δεύτερο. Έσκυψα, πήρα το σημείωμα του Μπιλ και το έβαλα στην πίσω τσέπη μου. Μετά έβγαλα το μπρελόκ μου κι άρχισα να ψάχνω κάτω από το φως και τις κινούμενες σκιές που έριχναν οι πεταλούδες, μέχρι που βρήκα το κλειδί που ήθελα. Είχε μια περίεργη όψη, σαν να ήταν αχρησιμοποίητο, και καθώς έτριψα τον αντίχειρα μου πάνω στην οδοντωτή του κόψη αναρωτήθηκα πάλι γιατί δεν είχα έρθει καθόλου εδώ -αν εξαιρέσουμε δυο τρεις φορές για κάποιες δουλειές, πάντα τη μέρα- όλους αυτούς τους μήνες και τα χρόνια από τότε που πέθανε η Τζο. Σίγουρα, αν ήταν ζωντανή, θα επέμενε να έρθουμε.- Τότε όμως συνειδητοποίησα κάτι παράξενο: δεν ήταν απλώς από τότε που πέθανε η Τζο. Ήταν εύκολο να το βλέπω έτσι το πράγμα -όλο αυτό τον καιρό στο Κη Λάργκο πάντα έτσι το σκεφτόμουν-, τώρα όμως, έτσι όπως στεκόμουν εδώ κάτω από τις σκιές των πεταλούδων (ήταν σαν να στέκεσαι κάτω από μια αλλόκοτη οργανική μπάλα με καθρέφτες σαν αυτές που έχουν στις ντίσκο) και άκουγα τους κορμοράνους από τη λίμνη, θυμήθηκα ότι, αν και ήταν Αύγουστος του 1994, η Τζοάνα είχε πεθάνει στο Ντερι. Έκανε τρομερή ζέστη στην πόλη, γιατί, λοιπόν, ήμαστε ακόμη εκεί; Γιατί δεν ήμαστε εδώ, στη σκιερή βεράντα του σπιτιού από τη μεριά της λίμνης, να πίνουμε παγωμένο τσάι με τα μαγιό μας, να βλέπουμε τα σκάφη που πηγαινοέρχονταν και να σχολιάζουμε τη φόρμα όσων έκαναν θαλάσσιο σκι; Τι δουλειά είχε να τρέχει σ' εκείνο το αναθεματισμένο το πάρκινγκ του ντράγκστορ, ενώ οποιονδήποτε άλλο Αύγουστο θα ήμαστε εδώ;
Και δεν ήταν μόνο αυτό. Συνήθως μέναμε στο Σάρα Λαφς μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου -ήταν ήσυχα, όμορφα, ζεστά σαν καλοκαίρι. Το '93 όμως είχαμε φύγει την πρώτη βδομάδα του Αυγούστου. Το θυμάμαι, γιατί η Τζοάνα είχε έρθει μαζί μου στη Νέα Υόρκη αργότερα τον ίδιο μήνα για κάποιες εκδοτικές διαπραγματεύσεις και τις συνηθισμένες διαφημιστικές βλακείες που συνόδευαν αυτά τα ταξίδια. Έκανε αφόρητη ζέστη στο Μανχάταν, οι πυροσβεστικοί κρουνοί ράντιζαν το Ιστ Βίλατζ και οι δρόμοι στο κέντρο κόντευαν να πάρουν φωτιά. Ένα βράδυ σε αυτό το ταξίδι είχαμε δει το Φάντασμα της Όπερας και προς το τέλος της παράστασης η Τζο έσκυψε προς το μέρος μου και ψιθύρισε, «Φτου, ρε γαμώ τη μου! Το Φάντασμα μυξοκλαίει πάλι!» Όλη την υπόλοιπη ώρα προσπαθούσα να μη βάλω τα γέλια. Η Τζο ήταν ανελέητη σε κάτι τέτοιες φάσεις. Γιατί είχε έρθει μαζί μου εκείνο τον Αύγουστο; Δεν της άρεσε η Νέα Υόρκη ούτε καν τον Απρίλιο ή τον Οκτώβριο, τότε που είναι κάπως όμορφη. Δεν ήξερα. Δεν μπορούσα να θυμηθώ. Το μόνο για το οποίο ήμουν σίγουρος ήταν ότι η Τζο δεν είχε ξανάρθει στο Σάρα Λαφς μετά τις αρχές Αυγούστου του 1993... και σε λίγο δεν ήμουν σίγουρος ούτε γι' αυτό. Έβαλα το κλειδί στην κλειδαριά και το γύρισα, θα έμπαινα μέσα, θα άναβα το φως της κουζίνας, θα έπαιρνα ένα φακό και θα πήγαινα να φέρω το αμάξι. Αν το άφηνα εκεί, θα έπεφτε πάνω του κανένας μεθυσμένος και θα μου έκανε μήνυση για ένα δισεκατομμύριο δολάρια. Το σπίτι είχε αεριστεί και δεν μύριζε καθόλου κλεισούρα. Αντί για τον ακίνητο, μπαγιάτικο αέρα, υπήρχε το αμυδρό και ευχάριστο άρωμα του πεύκου. Άπλωσα το χέρι για να γυρίσω το διακόπτη δίπλα στην πόρτα κι εκείνη τη στιγμή, κάπου μέσα στο σκοτάδι του σπιτιού, ένα παιδί άρχισε να κλαίει. Το χέρι μου έμεινε ακίνητο και το αισθάνθηκα να παγώνει. Δεν πανικοβλήθηκα ακριβώς, αλλά κάθε λογική σκέψη πέταξε από το νου μου. Ήταν κλάμα, παιδικό κλάμα, και δεν μπορούσα να καταλάβω από πού έρχεται.
Μετά άρχισε να σβήνει. Όχι να γίνεται πιο σιγανό, αλλά να σβήνει, λες και κάποιος είχε πάρει το παιδί και απομακρυνόταν σε ένα μακρύ διάδρομο... Όχι βέβαια ότι υπήρχε κανένας τέτοιος διάδρομος στο Σάρα Λαφς. Ακόμη κι αυτός που εκτεινόταν στο μέσο του σπιτιού, συνδέοντας το κεντρικό τμήμα με τις δύο πτέρυγες, δεν ήταν και τόσο μακρύς. Το κλάμα έσβηνε... έσβηνε όλο και πιο πολύ... μέχρι που χάθηκε σχεδόν. Στεκόμουν στο σκοτάδι, με μια ανεξέλεγκτη ανατριχίλα να διατρέχει το παγωμένο δέρμα μου και το χέρι μου πάνω στο διακόπτη. Κατά βάθος ήθελα να το βάλω στα πόδια, να κάνω μεταβολή και να φύγω από κει μέσα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Ένα άλλο μέρος του εαυτού μου, όμως -το λογικό μέρος-, είχε αρχίσει κιόλας να ξαναπαίρνει τον έλεγχο. Γύρισα το διακόπτη, ενώ ο εαυτός μου που ήθελε να το βάλει στα πόδια έλεγε ξεχνά το, δεν θα γίνει τίποτα, δεν θα ανάψει, είναι το όνειρο, βλάκα, το όνειρο που είδες βγαίνει πραγματικότητα. Αλλά το φως άναψε στο φουαγιέ διώχνοντας τις σκιές και αποκαλύπτοντας τη μικρή συλλογή κεραμικών της Τζο στα αριστερά και τη βιβλιοθήκη δεξιά, πράγματα που είχα να δω τέσσερα χρόνια ή και παραπάνω, αλλά ήταν ακόμη εδώ, ίδια όπως πάντα. Στο μεσαίο ράφι της βιβλιοθήκης είδα τα τρία βιβλία του Ελμορ Λέοναρντ -Η Λεία, Είμαι μια Αδίσταχτη και Μίστερ Ματζέστικ- που είχα βάλει στην άκρη για να διαβάσω αν έπιανε καμιά βροχή. Πρέπει να είσαι έτοιμος για τις βροχές όταν βρίσκεσαι σε εξοχικό σπίτι. Αν δεν έχεις ένα καλό βιβλίο, ακόμη και δύο μέρες βροχή μέσα στο δάσος είναι ικανές να σε τρελάνουν. Ακούστηκε ένας τελευταίος ψίθυρος κλάματος και μετά σιωπή. Διέκρινα το τικ-τακ ενός ρολογιού. Ήταν το ρολόι δίπλα στην ξυλόσομπα, μία από τις σπάνιες κακόγουστες αγορές της Τζο: ο Φήλιξ ο Γάτος, με μεγάλα μάτια που κινούνται δεξιά αριστερά, ενώ η ουρά του είναι εκκρεμές και πηγαίνει κι αυτή πέρα δώθε. Νομίζω ότι υπάρχει σε όλες τις φτηνές ταινίες φρίκης που γυρίστηκαν ποτέ.
«Ποιος είναι εκεί;» φώναξα. Έκανα ένα βήμα προς την κουζίνα, ένα σκοτεινό χώρο πέρα από το φουαγιέ, και μετά σταμάτησα. Μέσα στο σκοτάδι, το σπίτι θύμιζε σπηλιά. Ο ήχος μπορεί να είχε έρθει από οπουδήποτε. Ακόμη και από τη φαντασία μου. «Είναι κανείς εκεί;» Καμιά απάντηση... Δεν νομίζω όμως ότι ο ήχος ήταν στο μυαλό μου. Αν ήταν, τότε το συγγραφικό μπλοκάρισμα αποτελούσε το μικρότερο από τα προβλήματα μου. Στο ράφι της βιβλιοθήκης, αριστερά από τα βιβλία του Ελμορ Λέοναρντ, υπήρχε ένας μακρύς φακός, από κείνους που παίρνουν οχτώ χοντρές μπαταρίες και σε τυφλώνουν προσωρινά αν το φως τους πέσει στα μάτια σου. Τον άρπαξα και όταν τον αισθάνθηκα να γλιστράει από το χέρι μου κατάλαβα ότι ήμουν μούσκεμα στον ιδρώτα, κατάλαβα πόσο τρομαγμένος ήμουν. Άρχισα να ψάχνω να βρω το κουμπί, ενώ η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά καθώς από τη μια περίμενα να αρχίσει πάλι εκείνο το ανατριχιαστικό κλάμα και από την άλλη να πεταχτεί το πράγμα με το σάβανο από το μαύρο λίβινγκ ρουμ και να μου ορμήσει με τα άμορφα χέρια του σηκωμένα ψηλά. Κατάφερα να βρω το διακόπτη και άναψα το φακό. Μια λαμπερή ίσια δέσμη εκτοξεύτηκε στο λίβινγκ ρουμ, δείχνοντας το κεφάλι του ελαφιού πάνω από το πέτρινο τζάκι. Τα γυάλινα μάτια του έλαμπαν σαν δυο φώτα που καίνε κάτω από το νερό. Είδα τις παλιές πολυθρόνες από μπαμπού, τον παλιό καναπέ, το γρατσουνισμένο τραπέζι της τραπεζαρίας, που το ισορροπούσαμε για να μην κουνιέται βάζοντας κάτω από το ένα πόδι ένα διπλωμένο τραπουλόχαρτο ή δύο σουβέρ. Δεν είδα φαντάσματα, αλλά κατέληξα στο σοβαρό συμπέρασμα ότι, είτε υπήρχαν φαντάσματα είτε όχι, αυτή η φάση ήταν «γάμησε τα». Όπως είπε και ο αθάνατος Κόουλ Πόρτερ, ας το ακυρώσουμε καλύτερα το πράμα. Αν ξεκινούσα μόλις έφτανα στο αμάξι μου, θα ήμουν στο Ντέρι τα μεσάνυχτα. Και θα κοιμόμουν στο κρεβάτι μου. Έσβησα το φως του φουαγιέ και στάθηκα, με το φακό να διαπερνά με τη δέσμη του το σκοτάδι. Αφουγκράστηκα το τικ-τακ από κείνο το ηλίθιο ρολόι, που πρέπει να το είχε συνδέσει ο Μπιλ,
και τον γνωστό βόμβο του ψυγείου. Καθώς τα άκουγα, συνειδητοποίησα ότι δεν περίμενα να τα ξανακούσω ποτέ μου, ούτε το ένα ούτε το άλλο. Όσο για το κλάμα... Είχα ακούσει κλάμα; Το είχα ακούσει πραγματικά; Ναι. Κλάμα ή κάτι τέτοιο. Το τι ακριβώς ήταν δεν είχε σημασία πια. Το βασικό ήταν ότι ο ερχομός μου εδώ αποτελούσε μια επικίνδυνη ιδέα και μια βλακώδη πράξη για έναν άνθρωπο που έχει μάθει το νου του να παρεκτρέπεται. Καθώς στεκόμουν στο φουαγιέ χωρίς καθόλου φως, εκτός από το φακό και τη λάμψη που ερχόταν μέσα από τα παράθυρα από το φως της βεράντας, κατάλαβα ότι η γραμμή ανάμεσα στο τι ήξερα ότι είναι πραγματικό και στο τι ήξερα ότι είναι απλώς της φαντασίας μου είχε εξαφανιστεί σχεδόν. Βγήκα από το σπίτι, κλείδωσα την πόρτα και άρχισα να ανεβαίνω το χωματόδρομο, στρίβοντας το φακό δεξιά αριστερά σαν εκκρεμές -σαν την ουρά του Φήλιξ του τρελογάτου στην κουζίνα. Καθώς περπατούσα, συνειδητοποίησα ότι έπρεπε να βρω κάποιο ψέμα να πω στον Μπιλ Ντιν. Δεν μπορούσα βέβαια να του πω, «Κοίτα, Μπιλ, ήρθα στο σπίτι κι άκουσα ένα παιδί να κλαίει μέσα, παρ' ότι ήταν όλα κλειδωμένα, και τρόμαξα τόσο πολύ, που έκανα μεταβολή και το 'βαλα στα πόδια, και γύρισα στο Ντέρι. θα σου στείλω το φακό που πήρα. Βάλ' τον πάλι στο ράφι δίπλα στα βιβλία, εντάξει;» Δεν με έπαιρνε να πω τέτοια πράγματα, γιατί η ιστορία θα μαθευόταν και όλοι θα έλεγαν, «Φυσικό είναι. Να δεις που το 'πάθε από όλα αυτά τα βιβλία που γράφει. Άμα κάνεις αυτή τη δουλειά, φυραίνει το μυαλό σου. Τώρα φοβάται και τη σκιά του. Οι κίνδυνοι του επαγγέλματος, που λένε». Ακόμη κι αν δεν ξαναρχόμουν ποτέ εδώ στη ζωή μου, δεν ήθελα να αφήσω τον κόσμο του Τι-Αρ με αυτή τη γνώμη για μένα, αυτή τη μισοπεριφρονητική αντίληψη του που «είδες τι παθαίνεις άμα σκέφτεσαι πολύ». Είναι μια αντίληψη που έχει πολύς κόσμος για όσους ζουν από φαντασία τους. Θα έλεγα στον Μπιλ ότι αρρώστησα. Από μια άποψη αυτό ήταν αλήθεια. Ή μάλλον... ακόμη καλύτερα, θα του έλεγα ότι κάποιος άλλος αρρώστησε... μια φίλη
μου... κάποια με την οποία έβγαινα στο Ντέρι. «Μπιλ, αρρώστησε μια φίλη μου, μια κυρία που έβλεπα, και όπως καταλαβαίνεις...» | Σταμάτησα ξαφνικά, με το φακό να φωτίζει τη μούρη του αυτοκινήτου. Είχα περπατήσει ενάμισι χιλιόμετρο μέσα στο σκοτάδι χωρίς να προσέξω τους ήχους στο δάσος. Είχα αδιαφορήσει ακόμη και για τους πιο δυνατούς, θεωρώντας ότι ήταν κάποιο ελάφι που βολεύεται για να περάσει τη νύχτα. Δεν είχα γυρίσει για να δω αν με ακολουθεί το πράγμα με το σάβανο (ή ίσως το παιδί που έκλαιγε). Είχα απορροφηθεί από την ιστορία που έφτιαχνα για να πω στον Μπιλ, δημιουργώντας τη στο νου μου και όχι στο χαρτί αυτή τη φορά, αλλά ακολουθώντας όλα τα γνωστά μονοπάτια. Είχα απορροφηθεί τόσο πολύ, που ξέχασα να φοβηθώ. Η καρδιά μου χτυπούσε κανονικά, ο ιδρώτας στέγνωνε και τα κουνούπια είχαν πάψει να βουίζουν στα αυτιά μου. Και καθώς στεκόμουν εκεί μου ήρθε μια σκέψη. Ήταν λες και ο νους μου περίμενε υπομονετικά να ηρεμήσω για να μου υπενθυμίσει κάτι ουσιαστικό. Οι σωλήνες. Ο Μπιλ είχε πάρει την έγκριση μου για να αντικαταστήσει τους πιο παλιούς σωλήνες και το είχε κάνει. «Αέρας στους σωλήνες», είπα, φωτίζοντας το ψυγείο της Σεβρολέτ. «Αυτό άκουσα». Περίμενα να δω αν το βαθύτερο μέρος του νου μου θα μου απαντήσει, επισημαίνοντας ότι αυτό ήταν ένα βλακώδες ψέμα, ότι προσπαθούσα απλώς να βρω μια οποιαδήποτε λογική εξήγηση. Δεν το έκανε όμως... ίσως επειδή μπορεί να ήταν αλήθεια. Ο αέρας στους σωλήνες μπορεί να κάνει παράξενους ήχους, να ακούγεται σαν άνθρωποι που μιλάνε, σαν σκυλιά που γαβγίζουν ή σαν παιδιά που κλαίνε. Μπορεί ο υδραυλικός να είχε κάνει εξαέρωση και αυτό που είχα ακούσει να ήταν κάτι άλλο... μπορεί όμως και να μην είχε κάνει. Το ερώτημα ήταν αν θα έμπαινα στο αμάξι και θα γύριζα στο Ντέρι για έναν ήχο που άκουσα δέκα δευτερόλεπτα (ή ίσως μόνο πέντε), ενώ ήμουν στρεσαρισμένος και ταραγμένος. Αποφάσισα ότι η απάντηση ήταν όχι. Μπορεί αν άκουγα έναν ακόμη περίεργο ήχο να έπαιρνα δρόμο -παραμιλώντας ίσως σαν τους χαρακτήρες στις Ιστορίες από την Κρύπτη-, αλλά ο ήχος που
είχα ακούσει στο φουαγιέ δεν ήταν αρκετός. Κυρίως μάλιστα επειδή αυτή η προσπάθεια να μείνω στο Σάρα Λαφς μπορεί να ήταν τόσο σημαντική. Ακούω φωνές να μιλούν μέσα στο νου μου από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Δεν ξέρω αν είναι κι αυτό μέρος του απαραίτητου εξοπλισμού για να είσαι συγγραφέας. Δεν έχω ρωτήσει ποτέ άλλο συγγραφέα για να μάθω. Ποτέ δεν ένιωσα την ανάγκη, γιατί ξέρω ότι όλες οι φωνές που ακούω είναι πλευρές του εαυτού μου. Παρ' όλα αυτά, συχνά μοιάζουν σαν πολύ πραγματικές πλευρές άλλων ανθρώπων και από αυτές τις φωνές καμία δεν είναι πιο πραγματική για μένα -και πιο γνωστή- από τη φωνή της Τζο. Τώρα ακούστηκε αυτή η φωνή με έναν τόνο που έδειχνε ενδιαφέρον και ευθυμία, ειρωνική αλλά με τρυφερό τρόπο... και επιδοκιμαστική. Θα πολεμήσεις. Mαν; «Ναι», είπα έτσι όπως στεκόμουν στο σκοτάδι και φώτιζα το αμάξι με το φακό. «Έτσι νομίζω, μωρό μου». Τότε, πάει κι αυτό, λοιπόν, ε; Ναι. Ακριβώς. Μπήκα στο αμάξι, έβαλα μπροστά και ξεκίνησα αργά στο δρόμο. 'Όταν έφτασα στον κατηφορικό χωματόδρομο, έστριψα προς το σπίτι. Δεν ακούστηκαν κλάματα τη δεύτερη φορά που μπήκα στο σπίτι. Επισκέφθηκα με αργό βήμα όλα τα δωμάτια του ισογείου, κρατώντας το φακό στο ένα μου χέρι, μέχρι που άναψα όλα τα φώτα που βρήκα. Αν υπήρχε κανείς με σκάφος στη βόρεια άκρη της λίμνης, το Σάρα Λαφς θα του φαινόταν σαν ιπτάμενος δίσκος του Σπίλμπεργκ που αιωρείται πάνω από το νερό. Νομίζω ότι τα σπίτια ζουν τη δική τους ζωή σε μια χρονική ροή που είναι διαφορετική από εκείνη των ιδιοκτητών τους, μια ροή πιο αργή. Σε ένα σπίτι, και ιδιαίτερα σ' ένα παλιό σπίτι, το παρελθόν είναι πιο κοντά. Στην κανονική μου ζωή, η Τζοάνα ήταν νεκρή σχεδόν τέσσερα χρόνια, όμως για το Σάρα Λαφς το χρονικό διάστημα ήτα πολύ πιο μικρό. Μόνο όταν βρέθηκα τελικά μέσα, με όλα τα φώτα αναμμένα και το φακό να βρίσκεται πάλι στη θέση
του στο ράφι με τα βιβλία, συνειδητοποίησα πόσο έτρεμα αυτή τη στιγμή της άφιξης μου. Πόσο φοβόμουν ότι η όψη μου θα ξυπνούσε ξανά από τα σημάδια της Τζοάνα στο σπίτι. Ένα βιβλίο με μια σελίδα τσακισμένη στο τραπέζι κι στην άκρη του καναπέ, όπου η Τζο ξάπλωνε με το νυχτικό της και διάβαζε τρώγοντας δαμάσκηνα. Το χαρτόκουτο με τα κουτιά του Κουάκερ, το μοναδικό πράγμα που έτρωγε για πρωινό, σε ένα ράφι στο κελάρι. Η παλιά πράσινη ρόμπα της κρεμασμένη πίσω από την πόρτα του μπάνιου στη νότια πτέρυγα, που ο Μπιλ την έλεγε ακόμη «η νέα πτέρυγα» παρ' ότι ήταν χτισμένη πριν ακόμη δούμε για πρώτη φορά το Σάρα Λαφς. Η Μπρέντα Μεσέρβ είχε κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι της για να εξαφανίσει αυτά τα ίχνη, αλλά δεν μπορούσε να τα διώξει όλα. Το σετ των μυθιστορημάτων της Ντόροθι Σέιερς με ήρωα τον Πίτερ Γουίμσι βρισκόταν ακόμη σε περίοπτη θέση στη βιβλιοθήκη του λίβινγκ ρουμ. Η Τζο αποκαλούσε Μπάντερ το κεφάλι του ελαφιού πάνω από το τζάκι και μια φορά, για κάποιο λόγο που δεν μπορώ να θυμηθώ, του κρέμασε ένα κουδουνάκι γύρω από τον τριχωτό λαιμό του. Το κουδουνάκι κρεμόταν ακόμη στη θέση του από μια κόκκινη βελούδινη κορδέλα. Η κυρία Μεσέρβ μπορεί να προβληματίστηκε με αυτό, να αναρωτήθηκε αν πρέπει να το βγάλει ή όχι, χωρίς να ξέρει φυσικά πως, όταν η Τζο κι εγώ κάναμε έρωτα στον καναπέ του λίβινγκ ρουμ (ναι, μας την έδινε συχνά κι εκεί), λέγαμε ότι «χτυπάμε το κουδουνάκι του Μπάντερ». Η Μπρέντα Μεσέρβ είχε κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσε, αλλά κάθε καλός γάμος είναι μυστική περιοχή, ένας λευκός χώρος πάνω στο χάρτη της κοινωνίας. Αυτά που δεν ξέρουν οι άλλοι είναι ακριβώς τα στοιχεία που τον κάνουν δικό σου. Τριγύριζα αγγίζοντας πράγματα, κοιτάζοντας αντικείμενα, βλέποντας τα για πρώτη φορά. Έβλεπα παντού την Τζο, και μετά από λίγο πήγα και κάθισα σε μια πολυθρόνα από μπαμπού μπροστά στην τηλεόραση. Το μαξιλάρι σφύριξε από κάτω μου και θυμήθηκα την Τζο να λέει: «Άραξες βλέπω Μάικλ!» Έκρυψα το πρόσωπο μου με τα χέρια κι έκλαψα. Ίσως ήταν τα τελευταία υπολείμματα του πένθους μέσα μου, αλλά αυτό δεν
τα έκανε πιο υποφερτά. Έκλαιγα μέχρι που φοβήθηκα ότι κάτι θα έσπαγε μέσα μου αν δεν σταματούσα. 'Όταν τελικά μου πέρασε, το πρόσωπο μου ήταν μούσκεμα, είχα πάθει λόξιγκα και δεν είχα ξανανιώσει ποτέ τόσο κουρασμένος στη ζωή μου. Με πονούσε όλο μου το σώμα, εν μέρει από το περπάτημα ίσως, αλλά κυρίως από την ένταση της άφιξης μου εδώ... και της απόφασης να μείνω. Να πολεμήσω. Κι εκείνο το αλλόκοτο κλάμα που άκουσα όταν μπήκα στο σπίτι, αν και μου φαινόταν πολύ μακρινό τώρα, δεν είχε βοηθήσει τα πράγματα. Νίφτηκα στο νεροχύτη της κουζίνας και καθάρισα τη βουλωμένη μύτη μου. Μετά κουβάλησα τις βαλίτσες μου στην κρεβατοκάμαρα των ξένων στη βόρεια πτέρυγα. Δεν είχα σκοπό να κοιμηθώ στη νότια πτέρυγα, την κύρια κρεβατοκάμαρα, όπου κοιμόμουν με την Τζο. Φαίνεται ότι η Μπρέντα το είχε προβλέψει αυτό. Στο γραφείο της κρεβατοκάμαρας υπήρχε ένα μπουκέτο φρέσκα αγριολούλουδα και μια κάρτα: ΚΑΛΩΣ ΟΡΙΣΕΣ, ΚΥΡΙΕ ΝΟΥΝΑΝ. Αν δεν ήμουν εξαντλημένος συναισθηματικά, αυτό το μήνυμα με τον καλλιγραφικό χαρακτήρα της Μπρέντα θα μου είχε προκαλέσει νέα κρίση κλάματος. Έχωσα το πρόσωπο μου μέσα στα λουλούδια και ανάσανα βαθιά. Μύριζαν όμορφα, σαν φως του ήλιου. Μετά γδύθηκα, αφήνοντας τα ρούχα μου όπου έπεσαν, και τράβηξα το κάλυμμα από το κρεβάτι. Φρέσκα σεντόνια, φρέσκες μαξιλαροθήκες. Ξάπλωσα και σκεπάστηκα. Έμεινα ξαπλωμένος έτσι, με το πορτατίφ του κομοδίνου αναμμένο, κοιτάζοντας τις σκιές στο ταβάνι. Μου ήταν σχεδόν αδύνατο να πιστέψω ότι βρισκόμουν σε αυτό το μέρος, σε αυτό το κρεβάτι. Δεν με είχε υποδεχτεί κανένα τέρας με σάβανα, βέβαια, αλλά είχα την υποψία ότι μπορεί να με έβρισκε στα όνειρα μου. Μερικές φορές -για μένα τουλάχιστον- υπάρχει ένα μεταβατικό διάστημα ανάμεσα στην εγρήγορση και τον ύπνο. Εκείνη τη νύχτα όμως δεν έγινε έτσι. Αποκοιμήθηκα χωρίς να το καταλάβω και ξύπνησα το πρωί με το φως του ήλιου να μπαίνει από το παράθυρο και το πορτατίφ του κομοδίνου ακόμη αναμμένο. Δεν θυμόμουν να είδα κανένα όνειρο- είχα μόνο μια
αμυδρή εντύπωση ότι κάποια στιγμή είχα ξυπνήσει για λίγο μέσα στη νύχτα και είχα ακούσει ένα κουδουνάκι να χτυπά, έναν πολύ αμυδρό και μακρινό ήχο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 Το κοριτσάκι -ουσιαστικά ήταν σχεδόν βρέφος- περπατούσε στη μέση του Αυτοκινητόδρομου 68, φορώντας κόκκινο μαγιό, κίτρινες πλαστικές σαγιονάρες και κασκέτο του μπέιζμπολ με το σήμα των Ρεντ Σοξ, με το γείσο γυρισμένο πίσω. Μόλις είχα περάσει από το Γενικό Κατάστημα Λέικβιου και το γκαράζ του Ντίκι Μπρουκς, και το όριο ταχύτητας εκεί πέφτει από τα ενενήντα χιλιόμετρα στα πενήντα πέντε. Και ευτυχώς που το τηρούσα εκείνη τη μέρα, γιατί διαφορετικά μπορεί να το σκότωνα. Ήταν η πρώτη μου μέρα στο Τι-Αρ. Είχα ξυπνήσει αργά και πέρασα σχεδόν όλο το πρωί περπατώντας στο δάσος κατά μήκος της όχθης, βλέποντας τι ήταν ίδιο και τι είχε αλλάξει. Η στάθμη του νερού φαινόταν λίγο πιο χαμηλή και τα σκάφη ήταν λιγότερα από ό,τι θα περίμενα, ιδιαίτερα αφού ήταν η μεγαλύτερη γιορτή του καλοκαιριού, κατά τα άλλα όμως ήταν σαν να μην είχα φύγει ποτέ. Είχα ακόμη και την αίσθηση ότι διώχνω τα ίδια ζωύφια από πάνω μου. Γύρω στις έντεκα το στομάχι μου μού υπενθύμισε ότι δεν είχα φάει πρωινό κι αποφάσισα να πεταχτώ μέχρι το Βίλατζ Καφέ. Το εστιατόριο στο Γουόρινγκτον θα ήταν πολύ πιο κυριλέ, αλλά εκεί θα γύριζαν όλοι και θα με κοίταζαν. Στο Βίλατζ Καφέ θα ήταν καλύτερα -αν ήταν ανοιχτό ακόμη'. Ο Μπάντι Τζέλισον ήταν ένα στριμμένο καθίκι, αλλά ήταν επίσης ο καλύτερος ψήστης στο Δυτικό Μέιν κι εκείνο που ήθελε το στομάχι μου ήταν ένα μεγάλο λιπαρό Βίλατζμπέργκερ. Και ξαφνικά είδα μπροστά μου αυτό το κοριτσάκι, να περπατάει πάνω στη λευκή διαχωριστική γραμμή του δρόμου σαν μαζορέτα επικεφαλής μιας αόρατης παρέλασης. Με πενήντα πέντε χιλιόμετρα την ώρα την είδα έγκαιρα, αλλά αυτός ο δρόμος έχει κίνηση το καλοκαίρι και ελάχιστοι κάνουν τον κόπο να κόψουν ταχύτητα επειδή μειώνεται το όριο. Υπάρχουν καμιά δεκαριά περιπολικά σε όλη την Κομητεία και συνήθως δεν
ασχολούνται με το Τι- Αρ, εκτός αν τους καλέσουν ειδικά στην περιοχή. Σταμάτησα στην άκρη του δρόμου, έβαλα τη Σεβρολέτ στο PARK και βγήκα έξω πριν ακόμη αρχίσει να πέφτει η σκόνη. Η μέρα ήταν υγρή και βαριά, τα σύννεφα από πάνω τόσο χαμηλά, που νόμιζες ότι μπορείς να τα αγγίξεις. Το κοριτσάκι -ένα ξανθούλι με μικρή και ανασηκωμένη μύτη και γρατσουνισμένα γόναταστεκόταν στη λευκή διαχωριστική γραμμή στη μέση του δρόμου σαν να ήταν τεντωμένο σκοινί και με κοίταζε άφοβα καθώς το πλησίαζα. «Γεια σου», είπε. «Εγώ πάω παραλία. Μαμά δεν με πάει κι εγώ είμαι χυμωμένη». Χτύπησε κάτω το πόδι της για να μου δείξει πόσο «χυμωμένη» είναι. Τριών με τεσσάρων χρονών το πολύ. Μιλούσε καλά για την ηλικία της και ήταν τρομερά χαριτωμένη, αλλά σίγουρα δεν ήταν πάνω από τέσσερα. «Να σου πω», είπα, «η παραλία είναι καλό μέρος να πας σήμερα, 4η Ιουλίου, αλλά...» «4η Ιουλίου και πυροτεχνήματα κιόλας», συμφώνησε η μικρή, προφέροντας το «κιόλας» με ένα γλυκό, εξωτικό τρόπο, σαν λέξη στα βιετναμέζικα. «...αλλά αν πας περπατώντας έτσι στο δρόμο, είναι πιο πιθανό να καταλήξεις στο νοσοκομείο». Αποφάσισα ότι δεν θα καθόμουν να παίξω τον κύριο Ρότζερς μαζί της στη μέση του δρόμου, με μια στροφή πενήντα μέτρα πιο πίσω, απ' όπου μπορεί να έβγαινε από στιγμή σε στιγμή κανένα αμάξι τρέχοντας με εκατό. Εδώ που τα λέμε, άκουγα ήδη ένα αυτοκίνητο, και μάλιστα γκαζωμένο. Πήρα τη μικρή και την πήγα στο αμάξι μου. Αν και φάνηκε να της αρέσει η αγκαλιά και δεν έδειξε να φοβάται, εγώ αισθάνθηκα σαν παιδεραστής μόλις πέρασα το χέρι μου κάτω από τον πισινό της. Ήξερα ότι, αν καθόταν κανείς στο γραφείο ή στην αίθουσα αναμονής του γκαράζ του Μπρουκς και κοίταζε έξω, θα μ' έβλεπε. Αυτή είναι μια από τις παράξενες πραγματικότητες της γενιάς μου: δεν μπορούμε να αγγίξουμε παιδί που δεν είναι δικό μας χωρίς να φοβόμαστε ότι οι άλλοι θα διακρίνουν κάποια λαγνεία στο άγγιγμα
μας... ή χωρίς να σκεφτούμε, βαθιά μέσα στους υπονόμους της ψυχής μας, ότι ίσως υπάρχει αυτή η λαγνεία. Πάντως, την πήρα από τη μέση του δρόμου· δεν μπορούσα να την αφήσω εκεί. Από κει και πέρα, ας ερχόταν ο Σύλλογος Μητέρων του Δυτικού Μέιν να μου κάνει μήνυση. «Θα με πας παραλία;» ρώτησε το κοριτσάκι. Είχε λαμπερά, χαμογελαστά μάτια. Σκέφτηκα ότι κατά πάσα πιθανότητα θα έμενε έγκυος στα δώδεκα, έτσι κουλ που ήταν με το κασκέτο βαλμένο ανάποδα. «Έχεις το μαγιό σου;» «Βασικά, νομίζω ότι άφησα το μαγιό μου στο σπίτι. Φοβερή ατυχία, ε; Αγάπη μου, πού είναι η μαμά σου;» Σαν να απαντούσε στην ερώτηση μου, το αμάξι που είχα ακούσει πετάχτηκε στο δρόμο από μια πάροδο, από τη μέσα μεριά της στροφής. Ήταν ένα τζιπ Σκάουτ με λάσπες και στις δύο πλευρές μέχρι ψηλά. Η μηχανή μούγκριζε σαν τσατισμένο ζωντανό ανεβασμένο σε δέντρο. Ένα γυναικείο κεφάλι ξεπρόβαλε από το παράθυρο. Η μαμά της μικρής είχε πάθει τέτοιο πανικό, που δεν μπορούσε να καθίσει κάτω. Οδηγούσε μισοόρθια και αν τη στιγμή που πετάχτηκε στον κεντρικό δρόμο έπαιρνε κανένα άλλο αμάξι τη στροφή, η φίλη μου με το κόκκινο μαγιό θα είχε γίνει ορφανό επιτόπου. Το πίσω μέρος του Σκάουτ πήγαινε πέρα δώθε, το κεφάλι ξαναχώθηκε στην καμπίνα και ακούστηκε ένα τρίξιμο από γρανάζια καθώς η μαμά ανέβασε ταχύτητα, προσπαθώντας να πιάσει με το σαραβαλάκι της από μηδέν τα εκατό μέσα σε εννιά δευτερόλεπτα. Πάντως, αν μπορούσε να το προωθήσει με τον τρόμο της και μόνο, σίγουρα θα τα κατάφερνε. «Αυτή είναι η Μέτι», είπε το κοριτσάκι με το μαγιό. «Είμαι χυμωμένη μαζί της. Το έσκασα για να πάω στην παραλία. Αν είναι χυμωμένη, θα πάω στην άσπρη γιαγιά μου». Δεν είχα ιδέα τι έλεγε. Άρχισα να κουνάω το ελεύθερο χέρι μου πάνω από το κεφάλι μου τόσο δυνατά, που ανέμισαν οι ξανθές μπούκλες της μικρής. «Ε!» φώναξα. «Ε, κυρία! Τη βρήκα!»
Το Σκάουτ μας προσπέρασε, επιταχύνοντας ακόμη μ' εκείνο το τσατισμένο μουγκρητό, ενώ η εξάτμιση έβγαζε μπλε καπνούς. Ακούστηκε άλλο ένα φρικτό τρίξιμο από το κιβώτιο ταχυτήτων του Σκάουτ. Ήταν σαν να βλέπεις τηλεπαιχνίδι: «Μέτι, κατάφερες να βάλεις δευτέρα. Και τώρα θα σταματήσεις και θα πάρεις το πλυντήριο ή θέλεις να πας για τρίτη;» Έκανα το μόνο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό: βγήκα στο δρόμο, γύρισα προς το τζιπ, που τώρα απομακρυνόταν ολοταχώς, αφήνοντας πίσω του μια πικρή μυρωδιά από καμένα λάδια, και σήκωσα τη μικρή ψηλά πάνω από το κεφάλι μου, ελπίζοντας ότι η Μέτι θα μας έβλεπε στον καθρέφτη. Τώρα δεν ένιωθα πια σαν παιδεραστής, αλλά σαν απάνθρωπος δημοπράτης σε κινούμενα σχέδια του Ντίσνεϊ, που προσφέρει το πιο χαριτωμένο γουρουνάκι σε όποιον προσφέρει τα πιο πολλά. Το κόλπο έπιασε, όμως. Τα λασπωμένα πίσω φώτα του Σκάουτ άναψαν και ακούστηκε ένα δαιμονισμένο στρίγκλισμα καθώς έπιασαν τα φρένα. Και όλα αυτά ακριβώς μπροστά από το γκαράζ του Μπρούκσι. Αν είχαν πάει τίποτα γερόντια εκεί για να κουτσομπολέψουν, τώρα θα είχαν πολύ ενδιαφέρον θέμα. Σκέφτηκα ότι θα τους άρεσε ιδιαίτερα το σημείο όπου η μαμά θα ούρλιαζε να της δώσω το μωρό της. Όταν γυρίζεις στο εξοχικό σου ύστερα από πολύχρονη απουσία, είναι πάντα ωραίο να κάνεις καλή αρχή. Τα λευκά πίσω φώτα άναψαν και το τζιπ άρχισε να τρέχει με την όπισθεν τουλάχιστον με τριάντα χιλιόμετρα την ώρα. Τώρα το κιβώτιο ταχυτήτων δεν ακουγόταν απλώς τσατισμένο αλλά πανικόβλητο -σε παρακαλώ, έλεγε, σταμάτα, με σκοτώνεις. Ο κώλος του Σκάουτ κουνιόταν δεξιά αριστερά σαν ουρά ευτυχισμένου σκύλου. Το κοίταζα να έρχεται καταπάνω μου υπνωτισμένος, τη μια στιγμή στη δεξιά λωρίδα, την άλλη στην αριστερή, μετά να βγαίνει η μια ρόδα από την άσφαλτο και να σηκώνει σύννεφα σκόνης. «Η Μέτι πάει γρήγορα», είπε η καινούρια μου φιλενάδα σε τόνο φυσιολογικής συζήτησης, σαν να το έβρισκε πολύ ενδιαφέρον. Είχε περάσει το ένα χέρι της από το λαιμό μου. Είχαμε γίνει φιλαράκια.
Αυτό που είπε όμως το παιδί με ξύπνησε. Η Μέτι όντως πήγαινε γρήγορα, πήγαινε πάρα πολύ γρήγορα. Εδώ που τα λέμε, κατά πάσα πιθανότητα θα μου έχωνε μέσα τη Σεβρολέτ. Και έτσι που στεκόμουν εκεί, η μικρή κι εγώ θα καταλήγαμε να γίνουμε σαν οδοντόπαστα ανάμεσα στα δυο αμάξια. Οπισθοχώρησα σε όλο το μήκος της Σεβρολέτ, με το βλέμμα καρφωμένο στο τζιπ. «Κόψε, Μέτι!» φώναξα. «Κόψε!» Αυτό της άρεσε της μικρής. «Κότσε!» φώναξε κι αυτή κι άρχισε να γελάει. «Κότσε, Μέτι, κότσε!» Τα φρένα ούρλιαξαν πάλι με αγωνία και το τζιπ τραντάχτηκε για τελευταία φορά προς τα πίσω, καθώς η Μέτι σταμάτησε χωρίς συμπλέκτη. Αυτό το τελευταίο ταρακούνημα έφερε τον πίσω προφυλακτήρα του Σκάουτ τόσο κοντά στον πίσω προφυλακτήρα της Σεβρολέτ, που θα μπορούσες να γεφυρώσεις την απόσταση με ένα τσιγάρο. Η οσμή των λαδιών στον αέρα έγινε αποπνικτική. Η μικρή άρχισε να κουνάει το χέρι μπροστά στο πρόσωπο της και να βήχει επιδεικτικά. Η πόρτα του οδηγού άνοιξε με δύναμη και η Μέτι εκτοξεύτηκε από μέσα σαν ακροβάτης τσίρκου από κανόνι -αν μπορείς να φανταστείς ακροβάτη τσίρκου να φοράει ένα παλιό εμπριμέ σορτς και βαμβακερή πουκαμίσα. Η πρώτη μου σκέψη ήταν ότι πρέπει να ήταν η μεγάλη αδερφή του μωρού που έκανε την μπέιμπι σίτερ όταν το έσκασε η μικρή και ότι η Μέτι και η μαμά ήταν δυο διαφορετικά πρόσωπα. Ήξερα ότι τα μικρά παιδιά περνούν συχνά ένα στάδιο όπου φωνάζουν τους γονείς τους με τα μικρά τους ονόματα, αλλά αυτή η ξανθή κοπέλα έδειχνε το πολύ δώδεκα ή δεκατεσσάρων χρονών. Κατέληξα στο συμπέρασμα ότι η τρελή οδήγηση με το Σκάουτ δεν ήταν από τον τρόμο (ή μόνο από τον τρόμο) αλλά από άγνοια. Έβγαλα κι άλλο ένα συμπέρασμα εκείνη τη στιγμή. Το λασπωμένο τζιπ, το φαρδύ εμπριμέ σορτς, η πουκαμίσα που ήταν σίγουρα αγορασμένη από προσφορές, τα μακριά ξανθά μαλλιά πιασμένα πίσω με κόκκινα κοκαλάκια και κυρίως η αμέλεια η οποία μπορεί να δώσει την ευκαιρία σε ένα τρίχρονο παιδάκι που προσέχεις να φύγει από το σπίτι... όλα αυτά με οδήγησαν στη
σκέψη ότι η κοπέλα και το μωρό ανήκαν σ' εκείνη την τάξη των εξαθλιωμένων φτωχών που ζουν σε τροχόσπιτα. Ξέρω ότι ακούγομαι προκατειλημμένος, αλλά έχω κάποια βάση γι' αυτό το συμπέρασμα. Επίσης, είμαι Ιρλανδός. Οι προγονοί μου ζούσαν σε τροχόσπιτα την εποχή που τα συγκεκριμένα καταλύματα ήταν άμαξες που τις τραβούσαν άλογα. «Πφφφ! Βοόμα!·» είπε το κοριτσάκι, κουνώντας ακόμη το χέρι μπροστά στο πρόσωπο του. «Ο Σκάουτι βρομάει!» Πού είναι το μαγιουδάκι του Σκάουτι; σκέφτηκα και την επόμενη στιγμή μου άρπαξαν από τα χέρια την καινούρια μου φιλενάδα. Τώρα που η Μέτι ήταν πιο κοντά, είδα ότι τελικά δεν ήταν η μεγάλη αδερφή της πιτσιρίκας. Η Μέτι θα αργούσε πολύ ακόμη για να γεράσει, αλλά δεν ήταν δώδεκα ή δεκατεσσάρων χρονών. Τώρα την υπολόγιζα γύρω στα είκοσι ή ίσως ένα χρόνο μικρότερη. 'Όταν μου άρπαξε το μωρό από τα χέρια, είδα τη βέρα στο χέρι της. Είδα, επίσης, τους μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια της, γκρίζο δέρμα με ένα πασπάλισμα μοβ. Ήταν νέα, αλλά αυτό το πρόσωπο ήταν το τρομοκρατημένο και εξουθενωμένο πρόσωπο μιας μητέρας. Ήμουν σίγουρος ότι θα πλακώσει στο ξύλο τη μικρή, γιατί έτσι αντιδρούν οι μαμάδες των τροχόσπιτων όταν είναι κουρασμένες και τρομαγμένες. 'Όταν θα το έκανε, θα έβρισκα έναν τρόπο για να τη σταματήσω -θα την έκανα να στρέψει το θυμό της πάνω μου ίσως, αν χρειαζόταν, θα πρέπει να προσθέσω ότι δεν υπήρχε τίποτα το ευγενικό και ανώτερο σ' αυτή την απόφαση. Απλώς ήθελα να αναβάλω το ξυλοφόρτωμα, τα τραντάγματα από τους ώμους και τις φωνές ώστε να μη χρειαστεί να τα παρακολουθήσω. Ήταν η πρώτη μου μέρα στο Τι-Αρ και δεν ήθελα να την περάσω παρακολουθώντας μια απρόσεκτη τσούλα να κακοποιεί το παιδί της. Η Μέτι, αντί να ταρακουνήσει τη μικρή και να της φωνάξει, «Πού πήγες, βρομόπαιδο;», πρώτα την αγκάλιασε (και η μικρή την αγκάλιασε επίσης, ενθουσιασμένη, χωρίς να δείξει κανένα φόβο) και μετά σκέπασε το πρόσωπο της με φιλιά.
«Γιατί το έκανες αυτό;» φώναξε. «Πώς σου ήρθε; Όταν είδα ότι είχες φύγει, κόντεψα να πεθάνω». Η Μέτι ξέσπασε σε κλάματα. Το κοριτσάκι την κοίταξε με μια έκφραση που έδειχνε τόσο μεγάλη και ολοκληρωτική κατάπληξη, ώστε κάτω από άλλες συνθήκες θα ήταν κωμική. Μετά, στο πρόσωπο της ζωγραφίστηκε μια έκφραση κατάρρευσης και άρχισε να κλαίει κι αυτή. Εγώ στεκόμουν και τις παρακολουθούσα να κλαίνε αγκαλιασμένες και ντρεπόμουν για τα βιαστικά μου συμπεράσματα. Ένα αυτοκίνητο πέρασε κι έκοψε ταχύτητα. Ένα ηλικιωμένο ζευγάρι μας κοίταξε με φάτσες γεμάτες από ενοχλητική περιέργεια. Τους έκανα ένα ανυπόμονο νόημα και με τα δύο χέρια, αυτό που λέει, τι κοιτάτε, άντε, φύγετε. Απομακρύνθηκαν, αλλά η πινακίδα τους δυστυχώς δεν ήταν από άλλη Πολιτεία, όπως είχα ελπίσει. Ήταν ντόπιοι και η ιστορία θα μαθευόταν γρήγορα παντού: η Μέτι, η ανήλικη μαμά, και το κουτσούβελό της (του οποίου η σύλληψη σίγουρα έγινε στο πίσω κάθισμα κάποιου αυτοκινήτου ή στην καρότσα ενός φορτηγού μερικούς μήνες πριν από το γάμο) να κλαίνε στην άκρη του δρόμου. Μαζί με έναν άγνωστο. Όχι, δεν ήταν άγνωστος. Ήταν ο Μάικ Νούναν, αυτός ο συγγραφέας από τα βόρεια. «Ήθελα να πάω στην παραλία και να κο-κο-κολυμπήσω!» είπε κλαίγοντας το κοριτσάκι, και τώρα ήταν η λέξη «κολυμπήσω» που ακούστηκε εξωτική και παράξενη -ίσως σαν τη βιετναμέζικη λέξη που σημαίνει «έκσταση». «Σου είπα ότι θα πηγαίναμε το απόγευμα». Η Μέτι ρουφούσε τη μύτη της ακόμη, αλλά είχε αρχίσει να ξαναβρίσκει την αυτοκυριαρχία της. «Μην το ξανακάνεις αυτό, φιλενάδα, σε παρακαλώ, μην το ξανακάνεις ποτέ, η μαμά τρόμαξε πολύ». «Δεν θα το ξανακάνω», είπε η μικρή. «Ποτέ, ποτέ, ποτέ». Κλαίγοντας ακόμη, έσφιγγε με δύναμη τη Μέτι, έχοντας ακουμπήσει το κεφάλι στο λαιμό της. Το κασκέτο έπεσε από το κεφάλι της και το σήκωσα, νιώθοντας σαν παρείσακτος. Έβαλα το κασκέτο στο χέρι της Μέτι, μέχρι που αισθάνθηκα τα δάχτυλα της να το πιάνουν.
Ταυτόχρονα συνειδητοποίησα ότι ένιωθα πολύ καλά από τον τρόπο που είχαν εξελιχθεί τα πράγματα και νομίζω ότι είχα το δικαίωμα να νιώθω έτσι. Παρουσίασα το περιστατικό σαν να ήταν διασκεδαστικό, και ήταν, αλλά σίγουρα ανήκε σ' εκείνες τις περιπτώσεις που βλέπεις την αστεία πλευρά τους πολύ αργότερα. Τη στιγμή που συνέβαινε ήταν τρομακτικό. Αν ερχόταν κανένα φορτηγό από την άλλη μεριά; Αν εγώ έτρεχα παραπάνω από όσο έπρεπε στη στροφή; Ένα ακόμη αυτοκίνητο φάνηκε από τη στροφή, ένα φορτηγάκι από κείνα που δεν τα οδηγούν ποτέ τουρίστες. Δύο ντόπιοι πέρασαν κοιτάζοντας κι αυτοί σαν χάνοι. «Κυρία;» είπα. «Μέτι; Εγώ θα πηγαίνω τώρα. Χαίρομαι που το κοριτσάκι σας είναι καλά». Μόλις το είπα, μου ήρθε μια σχεδόν ανεξέλεγκτη τάση να βάλω τα γέλια. Με φαντάστηκα να το λέω αυτό στη Μέτι (ένα όνομα που ήταν σαν να είχε βγει απευθείας από κάποια ταινία όπως Οι Ασυγχώρητοι ή το Αληθινό θράσος), με τους αντίχειρες αγκιστρωμένους στη ζώνη και το καουμπόικο καπέλο μου σπρωγμένο πίσω για να αποκαλύπτει το ευγενικό μου κούτελο. Αισθάνθηκα μια τρελή παρόρμηση να προσθέσω, «Είστε πολύ όμορφη, κυρία. Μήπως είστε η καινούρια δασκάλα του χωριού;» Αυτή γύρισε προς το μέρος μου και είδα ότι πράγματι ήταν όμορφη. Ακόμη και με τους μοβ κύκλους κάτω από τα μάτια και τα ξανθά μαλλιά της να πετάγονται από δω κι από κει γύρω από το κεφάλι της. Και δεν τα πήγαινε καθόλου άσχημα για μια κοπέλα που, κατά πάσα πιθανότητα, δεν ήταν ακόμη αρκετά μεγάλη για να παραγγείλει ένα ποτό σε μπαρ. Τουλάχιστον δεν είχε αρχίσει να δέρνει τη μικρή με τη ζώνη. «Σας ευχαριστώ πάρα πολύ», είπε. «Δεν μου λέτε, περπατούσε μέσα στο δρόμο;» Πες μου ότι δεν έκανε τέτοιο πράγμα, με εκλιπαρούσαν τα μάτια της. Τουλάχιστον, πες μου ότι περπατούσε στην άκρη του δρόμου. «Να σας πω... » «Περπατούσα στη γραμμή», είπε το κοριτσάκι, δείχνοντας την άσπρη διαχωριστική γραμμή στη μέση του δρόμου. «Η γραμμή
είναι σαν τις διαβάσεις με τις γραμμές για τους πεζούς. Εκεί πρέπει να περπατάμε». Το πρόσωπο της Μέτι, που ήταν ήδη άσπρο, άσπρισε ακόμη πιο πολύ. Δεν μου άρεσε που την έβλεπα έτσι και δεν μου άρεσε η ιδέα ότι θα γύριζε στο σπίτι της οδηγώντας σε αυτή την κατάσταση, ιδιαίτερα με ένα παιδί. «Πού μένετε, κυρία;...» «Ντεβόρ», μου απάντησε. «Μέτι Ντεβόρ». Πέρασε το παιδί στο αριστερό της χέρι και άπλωσε το δεξί. Της το έσφιξα. Έκανε ζέστη, που θα γινόταν εντονότερη μέχρι το απόγευμα -καιρός ό,τι πρέπει για παραλία, αλλά τα δάχτυλα της ήταν παγωμένα. «Μένουμε εκεί πέρα». Μου έδειξε τη διασταύρωση απ' όπου είχε πεταχτεί το Σκάουτ και διέκρινα -με έκπληξη- ένα διπλόφαρδο τροχόσπιτο παρκαρισμένο μέσα σε μια συστάδα από πεύκα, σε απόσταση περίπου εξήντα μέτρων από τη μικρή πάροδο. Γουάσπ Χιλ Ρόουντ, αν θυμόμουν καλά. Είχε μήκος γύρω στο ένα χιλιόμετρο, από τον Αυτοκινητόδρομο 68 μέχρι την όχθη της λίμνης, που σε αυτό το σημείο λεγόταν Μιντλ Μπει. Ναι, γιατρέ, άρχισα να τα θυμάμαι όλα τώρα. Τριγυρίζω με το άλογο μου στη λίμνη Νταρκ Σκορ και σώζω μικρά παιδιά. Ευτυχώς που η Μέτι έμενε εκεί κοντά -λιγότερο από πεντακόσια μέτρα από το σημείο όπου τα αυτοκίνητα μας ήταν παρκαρισμένα με τους πίσω προφυλακτήρες να εφάπτονται σχεδόν μεταξύ τους. Και ήταν λογικό βέβαια. Ένα τόσο μικρό παιδί δεν θα μπορούσε να απομακρυνθεί πολύ περπατώντας... αν και το συγκεκριμένο παιδί είχε δείξει ήδη ότι διαθέτει αρκετή αποφασιστικότητα. Σκέφτηκα ότι η ταλαιπωρημένη όψη της Μέτι ήταν απόδειξη της ισχυρογνωμοσύνης της μικρής. Λυπόμουν ήδη τους μελλοντικούς της γκόμενους στο γυμνάσιο και στο κολέγιο. Σίγουρα θα τους έκανε τρομερά καψώνια. Στο γυμνάσιο τουλάχιστον. Γιατί τα κορίτσια που μεγαλώνουν σε τροχόσπιτα συνήθως δεν πηγαίνουν στο κολέγιο, εκτός αν υπάρχει κανένα τεχνικό-επαγγελματικό στην περιοχή. Και θα έκανε καψώνια στα αγόρια μέχρι να εμφανιστεί ο σωστός τύπος (ή, το πιθανότερο, ο λάθος τύπος) στη Μεγάλη Στροφή της Ζωής
και να τη ρίξει, ενώ αυτή δεν θα ήξερε ότι η λευκή διαχωριστική γραμμή και η διάβαση των πεζών είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Και μετά όλος ο κύκλος θα επαναλαμβανόταν από την αρχή. Χριστέ μου, κόφ' το επιτέλους, Νούναν, είπα στον εαυτό μου. Είναι τριών χρονών κι εσύ τη φαντάζεσαι κιόλας με τρία δικά της παιδιά, το ένα καθυστερημένο. «Σας ευχαριστώ πάρα πολύ», επανέλαβε η Μέτι. «Τίποτα», είπα και ζούληξα τη μύτη της μικρής. Παρ' όλο που τα μαγουλά της ήταν μούσκεμα από τα δάκρυα, μου χάρισε ένα φωτεινό χαμόγελο. «Η μικρούλα από δω είναι πολύ όμορφη». «Πολύ όμορφη και πολύ πεισματάρα». Τώρα η Μέτι έδωσε στη μικρή ένα μικρό τράνταγμα, αλλά το παιδί δεν έδειξε κανένα φόβο, δεν αντέδρασε με κανέναν τρόπο που να φανερώνει ότι τα ταρακουνήματα και το ξύλο ήταν στην ημερήσια διάταξη. Αντίθετα, το χαμόγελο της έγινε πιο πλατύ. Η μητέρα της τής χαμογέλασε κι αυτή. Ναι, αν κοίταζες κάτω από την ασουλούπωτη εμφάνιση, ήταν εκπληκτικά όμορφη. Αν της φορούσες μια στολή του τένις και την έβαζες στη Λέσχη Καστλ Ροκ (όπου κατά πάσα πιθανότητα δεν θα πήγαινε ποτέ στη ζωή της, παρά μόνο σαν καμαριέρα ή σερβιτόρα ίσως), θα ήταν κάτι παραπάνω κι από όμορφη. Μια νεαρή Γκρέις Κέλι, ίσως. Η Μέτι με κοίταξε πάρα πολύ σοβαρή. «Κύριε Νούναν, δεν είμαι κακή μητέρα», είπε. Ξαφνιάστηκα ακούγοντας το όνομα μου, αλλά το ξάφνιασμα ήταν στιγμιαίο. Ήταν στην κατάλληλη ηλικία για να διαβάζει τα βιβλία μου, πράγμα που, σε τελική ανάλυση, ήταν καλύτερο από το να περνά τις ώρες της μπροστά στην τηλεόραση. Ή λίγο καλύτερο, τέλος πάντων. «Διαφωνήσαμε για το πότε θα πάμε στην παραλία. Εγώ ήθελα να απλώσω τα ρούχα, να φάμε και να πάμε μετά, το απόγευμα. Η Κάιρα ήθελε...» Σταμάτησε ξαφνικά, κοιτάζοντας με απορημένη. «Τι πάθατε; Είπα τίποτα που...» «Κάια τη λένε; Είναι...» Πριν προλάβω να πω τίποτ' άλλο, συνέβη κάτι απίστευτο: το στόμα μου γέμισε νερό. Γέμισε τόσο πολύ, που αισθάνθηκα ένα στιγμιαίο πανικό, σαν άνθρωπος που
κολυμπά στη θάλασσα και καταπίνει νερό. Μόνο που δεν είχε αλμυρή γεύση. Ήταν κρύο και γλυκό, με μια αμυδρή μεταλλική γεύση, σαν αίμα. Γύρισα στο πλάι κι έφτυσα. Περίμενα να πεταχτεί από το στόμα μου ένας πίδακας νερό, όπως συμβαίνει μερικές φορές όταν αρχίζεις τεχνητή αναπνοή σε κάποιον που κόντεψε να πνιγεί. Αυτό που βγήκε όμως ήταν ό,τι βγαίνει συνήθως αν φτύσεις μια ζεστή μέρα: ένα μικρός λευκός σβόλος σάλιου. Κι εκείνη η παράξενη αίσθηση χάθηκε πριν ακόμη το σάλιο μου φτάσει στο χώμα, χάθηκε ακαριαία, σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ. «Αυτός ο άνθρωπος έφτυσε», είπε απλά το κοριτσάκι. «Με συγχωρείτε», είπα. Ήμουν κι εγώ απορημένος. Τι ήταν αυτό πάλι; «Φαίνεται ότι είχε κάποια καθυστερημένη αντίδραση ο οργανισμός μου». Η Μέτι με κοίταζε ανήσυχη, σαν να ήμουν ογδόντα χρονών και όχι σαράντα. Αλλά, για μια κοπέλα στην ηλικία της, τα σαράντα με τα ογδόντα δεν απέχουν πολύ. «Θέλετε να έρθετε στο σπίτι; Να σας δώσω λίγο νερό... » «Όχι, δεν έχω τίποτα, είμαι μια χαρά τώρα». «Εντάξει. Κύριε Νούναν... ήθελα να πω ότι δεν μου έχει ξανασυμβεί ποτέ τέτοιο πράγμα. Άπλωνα τα σεντόνια... η μικρή ήταν μέσα κι έβλεπε ένα καρτούν του Μάιτι Μάους στο βίντεο... και μετά, όταν πήγα να πάρω κι άλλα μανταλάκια...» Κοίταξε το κορίτσι, που δεν χαμογελούσε πια. Είχε αρχίσει να καταλαβαίνει ότι είχε κάνει κάτι που δεν έπρεπε. Τα μάτια της ήταν πελώρια, έτοιμα να βουρκώσουν. «Είχε φύγει. Για μια στιγμή νόμισα ότι θα πεθάνω από το φόβο μου». Το στόμα της μικρής άρχισε να τρέμει και τα μάτια της όντως βούρκωσαν. Άρχισε να κλαίει. Η Μέτι της χάιδεψε τα μαλλιά, καθησυχάζοντας τη, μέχρι που το κοριτσάκι ακούμπησε το κεφάλι στον ώμο της. «Δεν πειράζει. Κάι», είπε. «Αυτή τη φορά δεν έγινε τίποτα, αλλά δεν πρέπει ποτέ να βγαίνεις στο δρόμο. Είναι επικίνδυνο. Τρέχουν αυτοκίνητα, που μπορεί να πατήσουν τα μικρά
πλασματάκια. Κι εσύ είσαι μικρό πλασματάκι. Το πιο πολύτιμο πλασματάκι του κόσμου». Η μικρή άρχισε να κλαίει ακόμη πιο δυνατά. Ήταν το εξαντλημένο κλάμα του παιδιού που χρειάζεται έναν ύπνο πριν περάσει άλλες περιπέτειες, στην παραλία ή οπουδήποτε αλλού. «Κάια κακή, Κάια κακή», είπε με λυγμούς. «Όχι, αγάπη μου, δεν είσαι κακή, απλώς είσαι μόνο τριών χρονών», είπε η Μέτι, και αν μου είχε μείνει καμιά αμφιβολία ότι μπορεί να είναι κακή μητέρα διαλύθηκε εκείνη τη στιγμή. Ή ίσως να είχε διαλυθεί ήδη -στο κάτω κάτω, το παιδί φαινόταν καλοταΐσμένο, καλοντυμένο και δεν είχε μώλωπες. Σε ένα επίπεδο, έκανα αυτές τις σκέψεις. Σε ένα άλλο, προσπαθούσα ακόμη να καταλάβω την παράξενη αντίδραση μου και το εξίσου απρόσμενο γεγονός ότι αυτό το κοριτσάκι είχε το όνομα που σκοπεύαμε να δώσουμε στο παιδί μας αν ήταν κορίτσι. «Κάια», είπα με απορία και δέος σχεδόν. Χάιδεψα απαλά το κεφαλάκι της, σαν να ήταν τόσο εύθραυστη που το άγγιγμα μου θα μπορούσε να τη σπάσει. Τα μαλλιά της ήταν ζεστά από τον ήλιο και λεπτά. «Όχι», είπε η Μέτι. «Τη λένε Κάιρα, αλλά δεν μπορεί να το πει καθαρά και το λέει Κάια». Με κοίταξε με κάποια αμηχανία. «Το Κάιρα το βρήκα σ' ένα βιβλίο με ονόματα για μωρά. Είναι από μια ελληνική λέξη που σημαίνει "κυρία". Όσο ήμουν έγκυος, έψαχνα συνεχώς για ονόματα». «Είναι πολύ ωραίο όνομα», είπα. «Και δεν νομίζω ότι είσαι κακή μητέρα». Εκείνη τη στιγμή θυμήθηκα μια ιστορία που μας είπε ο Φρανκ Άρλεν στο τραπέζι τα Χριστούγεννα. Ήταν για τον Πίτι, τον μικρότερο αδερφό τους, και ο Φρανκ μας γονάτισε από τα γέλια. Ακόμη και ο Πίτι, που ισχυρίστηκε ότι δεν θυμόταν τίποτα από το περιστατικό, γέλασε τόσο πολύ που έτρεξαν δάκρυα από τα μάτια του. Ένα Πάσχα, είπε ο Φρανκ, όταν ο Πίτι ήταν γύρω στα πέντε, οι γονείς τους οργάνωσαν ένα κυνήγι θησαυρού με πασχαλινά αβγά. Έκρυψαν πάνω από εκατό χρωματιστά σφιχτά αβγά στο
σπίτι το προηγούμενο βράδυ, αφού έστειλαν τα παιδιά στον παππού και τη γιαγιά τους. Τη μέρα του Πάσχα πέρασαν όλοι ένα πολύ διασκεδαστικό πρωί, μέχρι που η Τζοάνα, που μετρούσε τα λάφυρα της, σήκωσε το κεφάλι και στρίγκλισε. Ο Πίτι μπουσουλούσε στο γείσο του πρώτου ορόφου στο πίσω μέρος του σπιτιού, ούτε δύο μέτρα από το κενό. Ο πατέρας τους τον έσωσε, ενώ όλοι οι υπόλοιποι στέκονταν από κάτω πιασμένοι από τα χέρια και παρακολουθούσαν παγωμένοι από φρίκη. Η κυρία Αρλεν επαναλάμβανε το Χαίρε Μαρία ξανά και ξανά («τόσο γρήγορα που δεν καταλάβαινες τι λέει», είπε ο Φρανκ, γελώντας πάντα, μέχρι που ο άντρας της μπήκε στην κρεβατοκάμαρα από το ανοιχτό παράθυρο με τον Πίτι στην αγκαλιά του. Τότε η κυρία Άρλεν λιποθύμησε κι έσπασε τη μύτη της από το πέσιμο στο τσιμέντο. Όταν τον ρώτησαν τι έκανε εκεί πάνω, ο Πίτι τους απάντησε ότι ήθελε να δει μήπως υπήρχαν αβγά στην υδρορροή. Φαντάζομαι ότι κάθε οικογένεια έχει μία τουλάχιστον τέτοια ιστορία. Η επιβίωση των παιδιών που ξανοίγονται σε περιπέτειες σαν του Πίτι και της Κάιρα είναι -για τους γονείς τους, τουλάχιστον- ένα πειστικό επιχείρημα για την ύπαρξη του θεού. «Τρόμαξα τόσο πολύ», είπε η Μέτι και τώρα φαινόταν πάλι δεκατεσσάρων χρονών. Δεκαπέντε το πολύ. «Πάει, πέρασε πια», είπα. «Και η Κάιρα δεν θα ξαναβγεί να περπατήσει στο δρόμο. Έτσι δεν είναι, Κάιρα;» Η μικρή κούνησε αρνητικά το κεφάλι της, χωρίς να το σηκώσει από τον ώμο της μαμάς της. Είχα την υποψία ότι μέχρι να γυρίσουν στο τροχόσπιτο θα είχε αποκοιμηθεί. «Δεν ξέρετε πόσο αλλόκοτο είναι όλο αυτό το περιστατικό για μένα», είπε η Μέτι. «Ένας από τους αγαπημένους μου συγγραφείς εμφανίζεται ως δια μαγείας και σώζει το παιδί μου. Ήξερα ότι είχατε ένα σπίτι εδώ στο Τι-Αρ, εκείνο το μεγάλο από κορμούς που όλοι το λένε Σάρα Λαφς, αλλά ο κόσμος λέει ότι δεν έρχεστε πια εδώ αφότου πέθανε η γυναίκα σας».
«Δεν ερχόμουν για πολύ καιρό», είπα. «Αν το Σάρα Λαφς ήταν γάμος αντί για σπίτι, θα μπορούσες να το πεις δοκιμαστική επανασυμφιλίωση». Η Μέτι χαμογέλασε φευγαλέα και μετά με κοίταξε σοβαρή. «θέλω να σας ζητήσω κάτι. Μια χάρη». «Σε ακούω». «Μην πείτε τίποτα για ό,τι έγινε. Δεν είναι καθόλου καλή στιγμή για την Κάι κι εμένα να μαθευτεί κάτι τέτοιο». «Γιατί;» Δάγκωσε το χείλι της και αναρωτήθηκε μάλλον αν πρέπει να απαντήσει στην ερώτηση -μια ερώτηση που μπορεί να μην την είχα κάνει, αν το ξανασκεφτόμουν-, και μετά κούνησε το κεφάλι της. «Απλώς δεν είναι καλή στιγμή. Και θα σας ήμουν ευγνώμων αν δεν μιλούσατε στην πόλη για το περιστατικό. Δεν φαντάζεστε πόσο σημαντικό είναι για μένα». «Εντάξει, κανένα πρόβλημα». «Σοβαρά μιλάτε;» «Βέβαια. Βασικά, ερχόμουν εδώ μόνο τα καλοκαίρια και τελευταία έχω πολύ καιρό να έρθω... Πράγμα που σημαίνει ότι δεν γνωρίζω και πολύ κόσμο για να του μιλήσω». Υπήρχε και ο Μπιλ Ντιν, βέβαια, αλλά δεν χρειαζόταν να του πω τίποτα. Όχι ότι δεν θα το μάθαινε, βέβαια. Αν η Μέτι νόμιζε ότι οι ντόπιοι δεν θα μάθαιναν για τη μικρή απόδραση της κόρης της, μάλλον προσπαθούσε να ξεγελάσει τον εαυτό της. «Νομίζω όμως ότι μας έχουν προσέξει ήδη. Ρίξε μια ματιά στο γκαράζ του Μπρούκσι. Μια γρήγορη ματιά, μην κοιτάξεις πολύ». Η Μέτι κοίταξε και αναστέναξε. Δυο γέροι στέκονταν στην άσφαλτο, στο σημείο όπου κάποτε υπήρχαν οι αντλίες βενζίνης. Ο ένας κατά πάσα πιθανότητα ήταν ο ίδιος ο Μπρούκσι. Μου φάνηκε ότι διέκρινα κάποια απομεινάρια από κείνα τα πεταχτά κόκκινα μαλλιά που τον έκαναν να θυμίζει τον Μπόζο τον Κλόουν. Ο άλλος ήταν τόσο γέρος, που σε σύγκριση μαζί του ο Μπρούκσι έμοιαζε παλικαράκι, και ακουμπούσε σε ένα μπαστούνι με χρυσή λαβή, με έναν παράξενο τρόπο που θύμιζε όρνεο.
«Δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι' αυτούς», είπε η Μέτι με απελπισμένο ύφος. «Κανείς δεν μπορεί να κάνει τίποτα γι' αυτούς. Μάλλον θα πρέπει να θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που είναι γιορτή σήμερα και υπάρχουν μόνο δύο». «Άλλωστε», πρόσθεσα, «μάλλον δεν είδαν και πολλά πράγματα». Με αυτή την παρατήρηση, όμως, παρέβλεπα δύο γεγονότα: πρώτον, ότι όσο στεκόμασταν εδώ είχαν περάσει μισή ντουζίνα αμάξια και φορτηγάκια και, δεύτερον, ότι όσα δεν είχαν δει ο Μπρούκσι και ο φίλος του θα τα συμπλήρωναν ευχαρίστως με τη φαντασία τους. Η Κάιρα έβγαλε ένα σιγανό ροχαλητό από τον ώμο της Μέτι. Αυτή την κοίταξε και χαμογέλασε. «Λυπάμαι που συναντηθήκαμε κάτω από συνθήκες που με κάνουν να μοιάζω τόσο ανόητη, γιατί είμαι πραγματικά φανατική θαυμάστρια σας. Μου είπαν στο βιβλιοπωλείο στο Καστλ Ροκ ότι θα. εκδώσετε ένα καινούριο αυτό το καλοκαίρι». «Ναι. Λέγεται Η Υπόσχεση της Ελεν». Η Μέτι χαμογέλασε. «Ωραίος τίτλος». «Ευχαριστώ. Καλά θα κάνεις όμως να πας τη μικρή στο σπίτι γιατί θα σου πέσει το χέρι». «Ναι». Υπάρχουν άνθρωποι σ' αυτό τον κόσμο που έχουν ιδιαίτερο ταλέντο να φέρνουν τον άλλο σε δύσκολη θέση με τις ερωτήσεις τους, χωρίς να το κάνουν σκόπιμα. Ανήκω κι εγώ σ' αυτή τη φυλή και, καθώς περπατούσα μαζί της προς το Σκάουτ, βρήκα μια καλή ευκαιρία να τις κάνω. Από την άλλη μεριά, δεν έφταιγα εντελώς, αφού είχα δει τη βέρα στο δάχτυλο της. «Θα το πεις στον άντρα σου;» Το χαμόγελο της δεν έσβησε, αλλά χλόμιασε κατά κάποιον τρόπο. Και σφίχτηκε. Αν ήταν δυνατόν να σβήσεις μια ερώτηση όπως μπορείς να σβήσεις μια γραμμή όταν γράφεις, θα το έκανα. «Ο άντρας μου πέθανε τον περασμένο Αύγουστο». «Μέτι, με συγχωρείς. Μερικές φορές είμαι εντελώς βλάκας».
«Δεν θα μπορούσατε να το ξέρετε. Μια κοπέλα στην ηλικία μου κανονικά δεν είναι παντρεμένη. Και αν είναι, ο άντρας της συνήθως είναι στο στρατό ή κάτι τέτοιο». Στη θέση του συνεπιβάτη του τζιπ υπήρχε ένα ροζ παιδικό κάθισμα. Η Μέτι προσπάθησε να βάλει την Κάιρα στο κάθισμα, αλλά είδα ότι δυσκολευόταν. Πήγα να τη βοηθήσω και για μια στιγμή, καθώς άπλωσα το χέρι μου για να πιάσω ένα παχουλό ποδαράκι, το πίσω μέρος του χεριού μου τρίφτηκε πάνω στο στήθος της. Αδυνατούσε να κάνει πίσω, γιατί μπορεί η Κάιρα να γλιστρούσε από το κάθισμα και να έπεφτε, αλλά την ένιωσα να καταγράφει το άγγιγμα. Φαντάστηκα τι θα σκέφτηκε. Ο άντρας μου έχει πεθάνει, επομένως ο μεγάλος συγγραφέας δεν έχει να φοβηθεί τίποτα και μου βάζει λίγο χέρι. Και τι μπορώ να πω, αφού ο τύπος μάζεψε το παιδί μου από το δρόμο και ίσως του έσωσε τη ζωή; 'Όχι, Μέτι, μπορεί να είμαι σαράντα χρονών και, για σένα, να οδεύω στα εκατό, αλλά δεν ήθελα να σου βάλω χέρι. Μόνο που δεν μπορούσα να το πω αυτό, απλώς θα χειροτέρευα τα πράγματα. Αισθάνθηκα τα μαγουλά μου να κοκκινίζουν λίγο. «Πόσων χρονών είσαι;» ρώτησα, όταν βολέψαμε το μωρό στο κάθισμα και ήμαστε πάλι σε ασφαλή απόσταση μεταξύ μας. Μου έριξε μια ματιά. Κουρασμένη ή όχι, είχε ξαναβρεί την αυτοκυριαρχία της. «Αρκετά μεγάλη για να ξέρω σε τι κατάσταση είμαι». Άπλωσε το χέρι της. «Ευχαριστώ και πάλι, κύριε Νούναν. Ο Θεός σας έστειλε την κατάλληλη στιγμή». «Μπα, όχι, ο Θεός απλώς μου είπε ότι χρειάζομαι ένα χάμπουργκερ από το Βίλατζ Καφέ», της απάντησα. «Ή μπορεί να ήταν ο ομόλογος Του από το απέναντι στρατόπεδο. Ελπίζω το μαγαζί του Μπάντι να υπάρχει ακόμη. Πες μου ότι υπάρχει, σε παρακαλώ». Χαμογέλασε και το πρόσωπο της ζεστάθηκε πάλι. Χάρηκα που το έβλεπα πάλι φωτεινό. «Ο Μπάντι θα είναι ακόμη εκεί όταν τα παιδιά της Κάι θα προσπαθούν να αγοράσουν μπίρες με ψεύτικες ταυτότητες. Εκτός αν περάσει κανένας ξένος από το
μαγαζί του και του ζητήσει γαρίδες κοκτέιλ ή τίποτα τέτοιο. Τότε μπορεί να πάθει καρδιακή προσβολή». «Ναι. Λοιπόν, μόλις μου στείλουν αντίτυπα του νέου βιβλίου, θα σου δώσω ένα». Το χαμόγελο συνέχισε να υπάρχει, τώρα όμως πήρε μια απόχρωση επιφύλαξης. «Δεν χρειάζεται να το κάνετε αυτό, κύριε Νούναν». «Όχι, δεν χρειάζεται, αλλά θα το κάνω. Ο ατζέντης μου μού στέλνει πενήντα δωρεάν αντίτυπα και συνήθως δεν ξέρω τι να τα κάνω». Μπορεί να διέκρινε στον τόνο μου κάτι περισσότερο από ό,τι εννοούσα πραγματικά -συμβαίνει αυτό καμιά φορά. «Εντάξει. Ευχαριστώ». Έριξα άλλη μια ματιά στη μικρή, που κοιμόταν στο παιδικό κάθισμα μ' εκείνο τον παράξενο, ανέμελο τρόπο που έχουν τα παιδιά -το κεφαλάκι της ήταν γερμένο στον ώμο της, τα όμορφα χειλάκια της ήταν σουφρωμένα και η ανάσα της είχε σχηματίσει μια φυσαλίδα από σάλιο πάνω τους. Εκείνο που με σκοτώνει στα μωρά είναι το δέρμα τους -είναι τόσο λείο και στιλπνό, που μοιάζει να μην έχει καθόλου πόρους. Το κασκέτο της έπεφτε στραβά. Η Μέτι με κοίταζε καθώς άπλωσα το χέρι και το έφτιαξα έτσι που το γείσο να σκιάζει τα μάτια της μικρής. «Κάιρα», είπα. Η Μέτι έγνεψε καταφατικά. «Από το "κυρία"». «Το Κάια είναι αφρικανικό όνομα», είπα. «Σημαίνει "η εποχή αρχίζει"». Γύρισα κι έφυγα τότε, κουνώντας της το χέρι μου καθώς πήγαινα να μπω στη Σεβρολέτ. Την ένιωθα να με κοιτάζει με περιέργεια και είχα την αίσθηση ότι θα βάλω τα κλάματα. Αυτή η αίσθηση παρέμεινε για πολλή ώρα αφού το τζιπ χάθηκε από τα μάτια μου. Και την ένιωθα ακόμη όταν έφτασα στο Βίλατζ Καφέ. Σταμάτησα το αμάξι στο πάρκινγκ αριστερά από τις αντλίες βενζίνης και έμεινα έτσι καθισμένος για λίγο. Σκεφτόμουν την Τζο και το τεστ εγκυμοσύνης που είχε κοστίσει είκοσι δύο δολάρια και πενήντα σεντς. Ένα μικρό μυστικό που ήθελε να το
κρατήσει μέχρι να βεβαιωθεί. Αυτό πρέπει να ήταν. Τι άλλο θα μπορούσε να είναι; «Κάια», είπα. «Η εποχή αρχίζει». Αυτό όμως μου έφερε πάλι τη διάθεση να βάλω τα κλάματα· έτσι, βγήκα από το αμάξι και βρόντηξα με δύναμη την πόρτα πίσω μου, σαν να μπορούσα μ' αυτό τον τρόπο να κλείσω μέσα τη θλίψη.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 Ο Μπάντι Τζέλισον δεν είχε αλλάξει καθόλου -τα ίδια άσπρα λερωμένα ρούχα, η ίδια άσπρη λιγδωμένη ποδιά, τα ίδια μαύρα μαλλιά κάτω από ένα χάρτινο σκούφο που ήταν λεκιασμένος ή από αίμα ή από χυμό φράουλας. Μου φάνηκε ότι είχε ακόμη και τα ίδια ψίχουλα από κουλουράκια στο μουστάκι του. Μπορεί να ήταν πενήντα πέντε χρονών, μπορεί και εβδομήντα, αλλά έδειχνε απλώς μεσήλικος. Ήταν πελώριος και άγαρμπος -γύρω στο ένα ενενήντα πέντε και τουλάχιστον εκατόν σαράντα κιλά-, σκυθρωπός και μίζερος όπως και πριν από τέσσερα χρόνια. «Θέλεις μενού ή τα θυμάσαι ακόμη;» γρύλισε, σαν να είχε να με δει από την προηγούμενη μέρα. «Φτιάχνεις ακόμη το Βίλατζ-μπέργκερ Ντελούξ;» «Κουτσουλάνε τα κοράκια στα πεύκα;» Τα κίτρινα μάτια του με κοίταζαν στα ίσια. Δεν είχε σκοπό να μου δώσει συλλυπητήρια, πράγμα που δεν με ενοχλούσε καθόλου. «Πολύ πιθανό, θα πάρω ένα με απ' όλα -Βίλατζ-μπέργκερ, όχι κοράκι- κι ένα μιλκσέικ σοκολάτα. Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω». Άπλωσα το χέρι μου. Φάνηκε να ξαφνιάζεται, αλλά το άγγιξε με το δικό του. Σε αντίθεση με τα ρούχα, την ποδιά και το σκούφο, το χέρι του ήταν καθαρό -ακόμη και τα νύχια του. «Ναι», είπε και μετά γύρισε στη χλομή γυναίκα που έκοβε κρεμμύδια δίπλα στην ψησταριά. «Βίλατζ-μπέργκερ, Όντρεϊ», είπε. «Σύρ' το μέσα στον κήπο». Κανονικά κάθομαι στον πάγκο και τρώω, όμως εκείνη τη μέρα πήγα σε ένα τραπέζι κοντά στον ψύκτη και περίμενα να μου φωνάξει ο Μπάντι ότι είναι έτοιμο -η Όντρεϊ δεν σερβίρει στα τραπέζια. Ήθελα να σκεφτώ και το μαγαζί του Μπάντι είχε ησυχία. Υπήρχαν δυο ντόπιοι μέσα, που έτρωγαν σάντουιτς κι έπιναν αναψυκτικά από το κουτί, και κανείς άλλος. Αυτοί που έμεναν στα εξοχικά της περιοχής δεν θα έτρωγαν στο Βίλατζ Καφέ παρά μόνο αν πέθαιναν της πείνας, αλλά ακόμη και τότε θα 'πρεπε να τους
μπάσεις μέσα με το ζόρι, κλοτσώντας και ουρλιάζοντας. Το πάτωμα ήταν στρωμένο με ξεθωριασμένο πράσινο πλαστικό γεμάτο ανωμαλίες που θύμιζαν λόφους και κοιλάδες και, όπως η στολή του Μπάντι, δεν ήταν και τόσο καθαρό (οι κάτοικοι των εξοχικών που τύχαινε να μπουν στο μαγαζί μάλλον δεν πρόσεχαν τα χέρια του). Η ξύλινη επένδυση ήταν σκούρα και λιγδωμένη και από πάνω της, εκεί που άρχιζε ο σοβάς, υπήρχε μια σειρά από αυτοκόλλητα -η ιδέα του Μπάντι περί διακόσμησης. Η ΚΟΡΝΑ ΕΙΝΑΙ ΧΑΛΑΣΜΕΝΗ. ΤΗΝ ΑΝΤΙΚΑΘΙΣΤΑ ΤΟ ΔΑΧΤΥΛΟ. ΧΑΘΗΚΑΝ ΣΥΖΥΓΟΣ ΚΑΙ ΣΚΥΛΙ. ΔΙΔΕΤΑΙ ΑΜΟΙΒΗ ΓΙΑ ΤΟ ΣΚΥΛΙ. ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΕΘΥΣΤΑΚΑΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ. ΜΕΘΑΜΕ ΟΛΟΙ ΜΕ ΤΗ ΣΕΙΡΑ. Πιστεύω ότι το χιούμορ είναι σχεδόν πάντα μεταμφιεσμένος θυμός και στις μικρές πόλεις η μεταμφίεση συνήθως είναι σχεδόν διαφανής. Τρεις ανεμιστήρες στο ταβάνι έσπρωχναν κουρασμένα τον ζεστό αέρα και αριστερά από το ψυγείο με τα αναψυκτικά κρέμονταν από το ταβάνι δύο λωρίδες από κολλώδες χαρτί για τις μύγες. Ήταν και οι δύο γεμάτες ζουζούνια, που μερικά πάλευαν ακόμη αδύναμα. Αν μπορούσες να τα βλέπεις όλα αυτά και να τρως, σίγουρα είχες καλή χώνεψη. Σκέφτηκα την ομοιότητα των ονομάτων, που σίγουρα ήταν, πρέπει να ήταν, σύμπτωση. Σκέφτηκα μια νέα, όμορφή κοπέλα που είχε γίνει μητέρα στα δεκάξι ή δεκαεφτά και χήρα στα δεκαεννιά ή είκοσι. Σκέφτηκα ότι άγγιξα άθελα μου το στήθος της και το πώς κρίνει ο κόσμος τους σαραντάρηδες που ανακαλύπτουν ξαφνικά τον συναρπαστικό κόσμο των νέων γυναικών και των αξεσουάρ τους. Κυρίως σκέφτηκα αυτό το παράξενο πράγμα που μου συνέβη όταν η Μέτι μου είπε το όνομα της μικρής -εκείνη την αίσθηση ότι το στόμα και ο λαιμός μου γέμισαν ξαφνικά από κρύο νερό με μια παράξενη μεταλλική γεύση. Όταν ετοιμάστηκε το χάμπουργκερ και με φώναξε ο Μπάντι, δεν τον άκουσα την πρώτη φορά και αναγκάστηκε να ξαναφωνάξει. Πήγα στον πάγκο να το πάρω και με ρώτησε: «Γύρισες για να μείνεις ή για να τα μαζέψεις;»
«Γιατί;» είπα. «Σου έλειψα, Μπάντι;» «Όχι, αλλά τουλάχιστον είσαι από την ίδια Πολιτεία. Το ήξερες ότι "Μασαχουσέτη" στη γλώσσα των Ινδιάνων Πισκατάκουα σημαίνει "κωλοτρυπίδα";» «Είσαι αστείος όπως πάντα», είπα. «Ναι. Αφού σκέφτομαι να βγω στο σόου του Λέτερμαν. Να του εξηγήσω γιατί ο θεός έδωσε στους γλάρους φτερά». «Γιατί, Μπάντι;» «Για να προλαβαίνουν να φτάνουν στους σκουπιδότοπους πριν από τους μαλάκες τους Γάλλους». Πήρα μια εφημερίδα από τη σχάρα και ένα καλαμάκι για το μιλκσέικ. Μετά πλησίασα το τηλέφωνο του μαγαζιού, έβαλα την εφημερίδα κάτω από τη μασχάλη μου κι άνοιξα τον τηλεφωνικό κατάλογο. Μπορούσες να τον πάρεις και να πας στο τραπέζι σου αν ήθελες· δεν ήταν δεμένος στο τηλέφωνο. Ποιος θα έκλεβε έναν τηλεφωνικό κατάλογο της Κομητείας Καστλ; Υπήρχαν πάνω από είκοσι Ντεβόρ, πράγμα που δεν με εξέπληξε πολύ. Είναι ένα από κείνα τα ονόματα που τα συναντάς συνεχώς σ' αυτή την περιοχή, όπως Πέλκεΐ ή Μπάουι ή Τουθάκερ. Φαντάζομαι ότι είναι κάτι που συμβαίνει παντού -μερικές οικογένειες κάνουν περισσότερα παιδιά και μετακινούνται λιγότερο, αυτό είναι όλο. Υπήρχε ένας Ντεβόρ με διεύθυνση «Γουάσπ Χιλ Ρόουντ», αλλά το μικρό όνομα δεν ήταν Μέτι, Ματιλντα, Μάρθα ή Μ. Ήταν Λανς. Κοίταξα το εξώφυλλο του καταλόγου και είδα ότι ήταν από το 1997, τότε που ο άντρας της Μέτι βρισκόταν ακόμη στη χώρα των ζωντανών. Ωραία... Υπήρχε και κάτι άλλο όμως· αυτό το όνομα κάτι μου θύμιζε. Ντεβόρ, Ντεβόρ, πού το είχα ξανακούσει; Δεν μπόρεσα να θυμηθώ. Έφαγα το χάμπουργκερ και ήπια το μιλκσέικ, προσπαθώντας να μη βλέπω τι ήταν πιασμένο στο χαρτί για τις μύγες. Ενώ περίμενα να μου δώσει τα ρέστα μου η σιωπηλή Όντρεϊ (μπορείς ακόμη να φας όλη τη βδομάδα με πενήντα δολάρια στο Βίλατζ Καφέ... αν το αντέχουν οι αρτηρίες σου, βέβαια), διάβασα το
αυτοκόλλητο που ήταν κολλημένο στο ταμείο. Ήταν άλλο ένα χαριτωμένο του Μπάντι Τζέλισον: Ο ΚΥΒΕΡΝΟΧΩΡΟΣ ΜΕ ΤΡΟΜΑΞΕ ΤΟΣΟ ΠΟΛΥ ΠΟΥ ΕΚΑΝΑ ΝΤΑΟΥΝΛΟΟΥΝΤ ΣΤΟ ΒΡΑΚΙ ΜΟΥ. Δεν μ' έκανε να σπαρταρίσω από τα γέλια, αλλά μου έδωσε το κλειδί για ένα από τα μυστήρια της μέρας: γιατί μου φάνηκε τόσο γνωστό το όνομα Ντεβόρ. Ήμουν εύπορος ή και πλούσιος με τα κριτήρια πολλών. Υπήρχε όμως τουλάχιστον ένα άτομο που είχε σχέση με το Τι-Αρ και ήταν πάμπλουτος με τα κριτήρια όλων. Αν, βέβαια, ζούσε ακόμη. «Όντρεϊ, ο Μαξ Ντεβόρ ζει ακόμη;» Η Όντρεϊ χαμογέλασε. «Α, ναι. Αλλά δεν τον βλέπουμε συχνά στο μαγαζί». Αυτό μου προκάλεσε το γέλιο που δεν είχαν καταφέρει να μου βγάλουν όλα τα αυτοκόλλητα του Μπάντι. Η Όντρεϊ, που ήταν πάντα κατακίτρινη και τώρα έδειχνε μάλλον να χρειάζεται μεταμόσχευση ήπατος, κάγχασε μαζί μου. Ο Μπάντι μας έριξε μια άγρια ματιά σαν βιβλιοθηκάριος από την άλλη μεριά του πάγκου, όπου διάβαζε ένα διαφημιστικό για τους αγώνες αυτοκινήτων στο Όξφορντ Πλέινς. Γύρισα πίσω από το δρόμο που είχα έρθει. Γενικά δεν είναι καλό να τρως τέτοια χάμπουργκερ μεσημεριάτικα όταν κάνει τόση ζέστη, γιατί σου φέρνουν βάρος και νύστα. Το μόνο που ήθελα τώρα ήταν να γυρίσω στο σπίτι (ήμουν εδώ λιγότερο από είκοσι τέσσερις ώρες και το θεωρούσα ήδη σπίτι μου), να σωριαστώ στο κρεβάτι στη βορινή κρεβατοκάμαρα κάτω από τον ανεμιστήρα και να κοιμηθώ δυο τρεις ώρες. Όταν πέρασα τη Γουάσπ Χιλ Ρόουντ, έκοψα ταχύτητα. Τα ρούχα κρέμονταν ακίνητα από το σκοινί και στην μπροστινή αυλή του τροχόσπιτου ήταν σκορπισμένα διάφορα παιχνίδια, αλλά το Σκάουτ δεν φαινόταν πουθενά. Η Μέτι και η Κάιρα σίγουρα θα είχαν φορέσει τα μαγιό τους και θα είχαν πάει στην όχθη. Τις είχα συμπαθήσει και τις δύο, και πολύ μάλιστα. Ο σύντομος γάμος της Μέτι φαίνεται ότι την είχε συνδέσει κατά κάποιον τρόπο με τον Μαξ Ντεβόρ... όμως, κοιτάζοντας το σκουριασμένο διπλόφαρδο
τροχόσπιτο και ενθυμούμενος τα φτηνά ρούχα της Μέτι, έπρεπε να συμπεράνω ότι αυτή η σύνδεση δεν ήταν πολύ στενή. Στα τέλη της δεκαετίας του '80, ο Μαξ Ντεβόρ είχε αποσυρθεί από τη δουλειά και είχε εγκατασταθεί στο Παλμ Σπρινγκς, όμως μέχρι τότε ήταν ένα από τα σημαντικότερα πρόσωπα της επανάστασης των υπολογιστών. Είναι μια επανάσταση νέων ανθρώπων κυρίως, αλλά ο Ντεβόρ τα πήγε καλά για την ηλικία του. Ήξερε άριστα τον τομέα και τους κανόνες του. Άρχισε την καριέρα του όταν η μνήμη αποθηκευόταν σε μαγνητικές ταινίες αντί για τσιπς και ο τελειότερος υπολογιστής ήταν το UNIVAC, μια αριθμομηχανή με μέγεθος αποθήκης. Ήξερε καλά COBOL και FORTRAN. Καθώς ο τομέας άρχισε να επεκτείνεται σε σημείο που να μην μπορεί να τον παρακολουθήσει και σε βαθμό που άρχισε να καθορίζει τον κόσμο, ο Ντεβόρ αγόρασε τα ταλέντα που του χρειάζονταν για να συνεχίσει να ε ξαπλώνεται. Η εταιρεία του, η Βιζιονς, δημιούργησε προγράμματα σάρωσης που μπορούσαν να μεταφέρουν σχεδόν ακαριαία τα περιεχόμενα μιας σελίδας σε δισκέτες. Δημιούργησε προγράμματα επεξεργασίας γραφικών που έγιναν το κοινά αποδεκτό πρότυπο για τον τομέα. Δημιούργησε το Pixel Easel, που επέτρεπε στους χρήστες φορητών υπολογιστών να ζωγραφίζουν με το ποντίκι. Αυτά τα πιο πρόσφατα προγράμματα δεν ήταν επινόηση του ίδιου του Ντεβόρ. Απλώς ο Ντεβόρ είχε καταλάβει ότι μπορούν να κατασκευαστούν και προσέλαβε τα κατάλληλα άτομα για να αναλάβουν αυτό το έργο. Είχε δεκάδες προσωπικά διπλώματα ευρεσιτεχνίας και αναφερόταν ως συμμέτοχος σε εκατοντάδες ακόμη. Η περιουσία του έφτανε στα εξακόσια εκατομμύρια δολάρια, ανάλογα με τις διακυμάνσεις που είχαν οι τιμές των μετοχών των εταιρειών πληροφορικής από μέρα σε μέρα. Ο κόσμος στο Τι-Αρ έλεγε ότι είναι ιδιότροπος και δυσάρεστος τύπος. Δεν ήταν παράξενο αυτό. Για τους Ναζαρηνούς, δεν μπορεί να βγει τίποτα καλό από τη Ναζαρέτ. Και όλοι έλεγαν ότι είναι εκκεντρικός, φυσικά. Αν ακούσεις τους γέρους που θυμούνται τους πλούσιους και επιτυχημένους στα νεανικά τους χρόνια (και όλοι οι γέροι ισχυρίζονται ότι τους θυμούνται), θα σου
πουν ότι έτρωγαν τις χάρτινες ταπετσαρίες του σπιτιού τους, πηδούσαν το σκύλο και εμφανίζονταν σε δείπνα της εκκλησίας φορώντας μόνο μακριά σώβρακα. Ακόμη και αν όλα αυτά ήταν αλήθεια στην περίπτωση του Ντεβόρ, και ακόμη κι αν ήταν μεγαλύτερος τσιγκούνης από τον Σκρουτζ Μακ Ντακ, αμφιβάλλω αν θα άφηνε δυο κοντινούς συγγενείς του να ζουν σε τροχόσπιτο. Πέρασα το δρόμο πάνω από τη λίμνη και σταμάτησα στην αρχή του κατηφορικού δρόμου που οδηγούσε στο σπίτι, κοιτάζοντας την πινακίδα: ΣΑΡΑ ΛΑΦΣ. Τα γράμματα ήταν σχεδιασμένα με καύση πάνω σε μια βερνικωμένη σανίδα, καρφωμένη σε ένα δέντρο. Έτσι είναι οι ταμπέλες των σπιτιών σ' αυτά τα μέρη. Κοιτάζοντας τη, θυμήθηκα το τελευταίο όνειρο της σειράς του Μάντερλεϊ. Σε αυτό το όνειρο, κάποιος είχε κολλήσει ένα αυτοκόλλητο από ραδιοφωνικό σταθμό πάνω στην πινακίδα. Βγήκα από το αμάξι, πλησίασα την ταμπέλα και την εξέτασα. Δεν υπήρχε αυτοκόλλητο. Τα ηλιοτρόπια υπήρχαν όπως τα είχα δει, φυτρωμένα μέσα από τις σανίδες της βεράντας -είχα ακόμη τη φωτογραφία στη βαλίτσα μου-, όμως αυτοκόλλητο πάνω στην πινακίδα δεν υπήρχε. Και τι ακριβώς αποδείκνυε αυτό; Έλα τώρα, Νούναν, σύνελθε. Πήγα να γυρίσω στο αμάξι -η πόρτα ήταν ανοιχτή και το ραδιόφωνο έπαιζε Μπιτς Μπόις-, όμως άλλαξα γνώμη και ξαναγύρισα στην ταμπέλα. Στο όνειρο, το αυτοκόλλητο ήταν κολλημένο ακριβώς πάνω από το ΡΑ του ΣΑΡΑ και το ΛΑ του ΛΑΦΣ. Ακούμπησα το δάχτυλο μου σ' εκείνο το σημείο και μου φάνηκε ότι κολλούσε λίγο. Φυσικά μπορεί να ήταν το βερνίκι, με τη ζέστη που έκανε. Ή απλώς η φαντασία μου. Κατέβηκα στο σπίτι, παρκάρισα, έβαλα χειρόφρενο (στις πλαγιές γύρω από τη λίμνη Νταρκ Σκορ και τις άλλες λίμνες του Δυτικού Μέιν βάζεις πάντα χειρόφρενο), και άκουσα το υπόλοιπο Don't Worry, Baby, που πάντα το θεωρούσα το καλύτερο τραγούδι των Μπιτς Μπόις, καλύτερο όχι παρά τους ανόητους στίχους αλλά ακριβώς χάρη σ' αυτούς. Αν ήξερες πόσο σ' αγαπώ, μωρό μου, τραγουδάει ο Μπράιαν Γουίλσον, τίποτα δεν θα σου πήγαινε στραβά. Και τι ωραίος που θα 'ταν τότε ο κόσμος.
Καθόμουν εκεί ακούγοντας το τραγούδι. Έριξα μια ματιά στο κιβώτιο που υπήρχε στη δεξιά μεριά της βεράντας. Εκεί μέσα βάζουμε τα σκουπίδια για να μην τα ανακατεύουν τα ρακούν της περιοχής. Ακόμη και οι σκουπιδοτενεκέδες με καπάκια που ασφαλίζουν δεν μπορούν να εμποδίσουν τα ρακούν. Αν είναι πολύ πεινασμένα, καταφέρνουν και τους ανοίγουν με τα χέρια τους. Δεν πιστεύω να κάνεις αυτό που σκέφτεσαι, είπα στον εαυτό μου. Δεν είναι δυνατόν, δηλαδή... Φαίνεται όμως ότι ήταν -ότι θα έκανα τουλάχιστον μια προσπάθεια. 'Όταν οι Μπιτς Μπόις έδωσαν τη θέση τους στους Ρέαρ Ερθ, βγήκα από το αμάξι, άνοιξα το κιβώτιο των σκουπιδιών κι έβγαλα έξω δυο πλαστικούς σκουπιδοτενεκέδες. Υπήρχε ένας τύπος, κάποιος Σταν Προυλξ, που ερχόταν και μάζευε τα σκουπίδια δύο φορές τη βδομάδα (όλα αυτά πριν από τέσσερα χρόνια, βέβαια). Ο Μπιλ Ντιν είχε ένα μεγάλο δίκτυο από τέτοιους «βοηθούς» που έκαναν μικροδουλειές και πληρώνονταν σε μετρητά, αποφεύγοντας τις δοσοληψίες με την εφορία. Ήμουν σίγουρος όμως ότι ο Σταν δεν θα είχε έρθει να μαζέψει τα σκουπίδια σήμερα που ήταν γιορτή, και είχα δίκιο. Υπήρχαν δυο πλαστικές σακούλες σε κάθε σκουπιδοτενεκέ. Τις έβγαλα έξω (βρίζοντας ταυτόχρονα τον εαυτό μου για τη βλακεία που με έδερνε) και έλυσα τις κίτρινες πλαστικές ταινίες. Πάντως, δεν νομίζω ότι ήμουν τόσο βιδωμένος, ώστε να άδειαζα δυο σακούλες υγρά σκουπίδια στη βεράντα μου αν χρειαζόταν (αν και αυτό, ευτυχώς, δεν θα το μάθω ποτέ στα σίγουρα). Δεν υπήρχε τέτοιο πρόβλημα όμως. Μην ξεχνάτε ότι το σπίτι ήταν ακατοίκητο επί τέσσερα χρόνια και τα υγρά σκουπίδια παράγονται όταν ζει κανείς σε ένα σπίτι -από χρησιμοποιημένα φίλτρα καφέ μέχρι σερβιέτες. Αυτές οι σακούλες περιείχαν τα στεγνά σκουπίδια που είχαν μαζέψει από το σπίτι η Μπρέντα Μεσέρβ και το συνεργείο της. Υπήρχαν εννιά σακούλες ηλεκτρικής σκούπας γεμάτες από σκόνη σαράντα οχτώ μηνών, βρόμα και ψόφιες μύγες. Υπήρχαν τσαλακωμένα χαρτιά κουζίνας που μύριζαν γυαλιστικό επίπλων και καθαριστικό υγρό. Υπήρχε ένα μουχλιασμένο στρωσίδι και ένα
μεταξωτό σακάκι που το είχαν φάει οι σκόροι. Δεν λυπήθηκα καθόλου για το σακάκι· ήταν ένα ενδυματολογικό σφάλμα από τα νεανικά μου χρόνια και θύμιζε την εποχή των Μπιτλς. Υπήρχε ένα κουτί γεμάτο σπασμένα γυαλιά... άλλο ένα γεμάτο από μισοχαλασμένα υδραυλικά εξαρτήματα... ένα σκισμένο και βρόμικο κομμάτι χαλί... μισοδιαλυμένες πετσέτες κουζίνας... τα παλιά γάντια κουζίνας που έβαζα όταν έψηνα μπιφτέκια και κοτόπουλο στο μπάρμπεκιου... Το αυτοκόλλητο ήταν στον πάτο της δεύτερης σακούλας. Το ήξερα ότι θα το έβρισκα -το ήξερα από τη στιγμή που αισθάνθηκα την πινακίδα να κολλάει σ' εκείνο το σημείο-, αλλά ήθελα να το δω με τα μάτια μου. Όπως ο Άπιστος Θωμάς ήθελε να βάλει το χέρι του «εις τον τύπον των ήλων». Έβαλα το εύρημα μου πάνω σε ένα σανίδι της βεράντας και το έστρωσα με το χέρι μου. Ήταν λίγο σκισμένο γύρω γύρω. Φαντάζομαι ότι ο Μπιλ θα το έβγαλε με σουγιά. Δεν ήθελε να γυρίσω πίσω ύστερα από τέσσερα χρόνια και να δω ότι κάποιος μεθυσμένος πιτσιρικάς είχε κολλήσει ένα διαφημιστικό ραδιοφωνικού σταθμού στην ταμπέλα του σπιτιού μου. Δεν θα ήταν σωστό. Έτσι, το έβγαλε, το πέταξε στα σκουπίδια και να το τώρα πάλι, άλλο ένα κομμάτι του εφιάλτη μου ξεθαμμένο. Πέρασα από πάνω το δάχτυλο μου. WBLM, 102,9 - Ο ΡΟΚ ΕΝΤ ΡΟΛ ΣΤΑΘΜΟΣ ΤΟΥ ΠΟΡΤΛΑΝΤ. Είπα στον εαυτό μου ότι δεν χρειάζεται να φοβάται. Ότι το αυτοκόλλητο δεν σημαίνει τίποτα, όπως και όλα τα υπόλοιπα δεν σημαίνουν τίποτα. Μετά έβγαλα τη σκούπα από το ντουλάπι, μάζεψα τα σκουπίδια και τα έριξα πάλι στις σακούλες. Το αυτοκόλλητο πήγε κι αυτό μαζί με τα υπόλοιπα. Μπήκα μέσα έχοντας σκοπό να κάνω ένα ντους για να φύγουν η σκόνη και ο ιδρώτας, μετά όμως είδα το μαγιό μου σε μία από τις ανοιχτές βαλίτσες και αποφάσισα να κολυμπήσω. Το μαγιό το είχα αγοράσει στο Κη Λάργκο και είχε χαρούμενο μοτίβο, κάτι φάλαινες που ξεφυσούσαν νερό. Σκέφτηκα ότι θα άρεσε πολύ στη φιλενάδα μου με το κασκέτο των Ρεντ Σοξ. Κοίταξα το ρολόι μου.
Είχαν περάσει σαράντα πέντε λεπτά αφότου έφαγα το Βίλατζμπέργκερ. Ήταν αρκετά για να κάνω ένα μπάνιο, ιδιαίτερα μάλιστα αφού στο μεταξύ είχα κάνει και κάποια γυμναστική παίζοντας το κυνήγι του κρυμμένου θησαυρού μέσα στις σκουπιδοσακούλες. Φόρεσα το μαγιό μου και κατέβηκα τη σκάλα που οδηγεί από το σπίτι στο νερό. Είναι φτιαγμένη με ξύλινες τραβέρσες, απ' αυτές που βάζουν κάτω από τις σιδηροδρομικές γραμμές, και οι σαγιονάρες μου πλατάγιζαν πάνω στο ξύλο. Μερικά καθυστερημένα κουνούπια βούιζαν γύρω από το κεφάλι μου. Η λίμνη άστραφτε μπροστά μου, ήρεμη και δελεαστική κάτω από τον χαμηλό ουρανό. Κατά μήκος της όχθης, σε όλη την ανατολική πλευρά της λίμνης, υπήρχε ένα φαρδύ μονοπάτι (στους τίτλους ιδιοκτησίας του σπιτιού αναφέρεται ότι έχω τη συγκυριότητα αυτού του χώρου), που ο κόσμος στο Τι-Αρ το ονομάζει απλώς ο Δρόμος. Αν στο τέλος της σκάλας στρίψεις αριστερά στο Δρόμο, μπορείς να πας με τα πόδια μέχρι τη μαρίνα της Νταρκ Σκορ, περνώντας από το Σάνσετ Μπαρ του Γουόρινγκτον και το βρόμικο φαγάδικο του Μπάντι Τζέλισον, καθώς και από καμιά πενηνταριά εξοχικά σπίτια κρυμμένα ανάμεσα στα πεύκα στις πλαγιές. Αν στρίψεις δεξιά, μπορείς να πας μέχρι τον Κόλπο Χέιλο, αν και μπορεί να σου έπαιρνε γύρω στη μία μέρα, έτσι όπως έχει κλειστεί ο Δρόμος από τη βλάστηση. Στάθηκα για μια στιγμή στο μονοπάτι και μετά έτρεξα και πήδησα στο νερό. Όσο ήμουν ακόμη στον αέρα, σκέφτηκα ότι την τελευταία φορά που είχα πηδήσει έτσι κρατούσα το χέρι της γυναίκας μου. Η προσθαλάσσωση ήταν σκέτη καταστροφή. Το νερό ήταν παγωμένο και το σοκ μου θύμισε ότι είμαι σαράντα χρονών, όχι δεκαπέντε. Για μια στιγμή η καρδιά μου σταμάτησε. Καθώς με σκέπασε η λίμνη, ήμουν σχεδόν σίγουρος ότι δεν θα ξανάβγαινα πάνω ζωντανός, θα με έβρισκαν να επιπλέω μπρούμυτα ανάμεσα στην πλωτή εξέδρα και τη μικρή παραλία του σπιτιού, θύμα του παγωμένου νερού και ενός λιπαρού Βίλατζ-μπέργκερ. Στην ταφόπετρα μου θα έγραφαν «Η Μαμά Σου Πάντα Σου Έλεγε Να Περιμένεις Τουλάχιστον Μία Ώρα».
Μετά, τα πόδια μου βρήκαν τις πέτρες και τα γλοιώδη φύκια στο βυθό, η καρδιά μου ξαναπήρε μπροστά με ένα τράνταγμα και τινάχτηκα προς τα πάνω σαν παίκτης του μπάσκετ που σκοπεύει να καρφώσει το τελευταίο και νικητήριο καλάθι σε ένα δύσκολο αγώνα. Μόλις ξαναβγήκα στον αέρα, έβγαλα ένα αγκομαχητό και το νερό μπήκε στο στόμα μου. Το ξανάβγαλα βήχοντας κι ακούμπησα ταυτόχρονα το χέρι στο στήθος μου, σε μια προσπάθεια να ενθαρρύνω την καρδιά μου -έλα, μωρό μου, προχώρα, θα τα καταφέρεις. Έπεσα πάλι στο νερό μετά την εκτίναξη και βρέθηκα να στέκομαι μέσα στη λίμνη με το νερό ως τη μέση. Στο στόμα μου υπήρχε εκείνη η παγερή γεύση, γλυκό νερό λίμνης με μια μεταλλική οσμή. Ήταν ακριβώς η γεύση που είχα νιώσει ενώ στεκόμουν στην άκρη του Αυτοκινητόδρομου 68, όταν η Μέτι Ντεβόρ μου είπε το όνομα της κόρης της. Έκανα μια ψυχολογική σύνδεση, αυτό είναι όλο. Από την ομοιότητα των ονομάτων πέρασα στη νεκρή γυναίκα μου και στη λίμνη. Την οποία... «Την οποία έχω γευτεί μια δυο φορές ήδη», είπα μεγαλόφωνα. Σαν να ήθελα να υπογραμμίσω το γεγονός, μάζεψα μια χούφτα νερό -είναι από το πιο καθαρό σε όλη την Πολιτεία, σύμφωνα με τις αναφορές που στέλνουν σε όλους τους κατοίκους της περιοχής κάθε χρόνο- και το κατάπια. Δεν υπήρξε καμιά αποκάλυψη, δεν αισθάνθηκα παράξενες λάμψεις φώτισης στο νου μου. Ήταν απλώς νερό της λίμνης, πρώτα στο στόμα μου και μετά στο στομάχι μου. Πήγα κολυμπώντας στην εξέδρα, ανέβηκα τα τρία σκαλιά στο πλάι και ξάπλωσα στις ζεστές σανίδες. Ξαφνικά ένιωθα χαρούμενος που είχα έρθει. Παρ' όλα όσα είχαν συμβεί. Από αύριο θα άρχιζα να στήνω τη ζωή μου εδώ... ή θα προσπαθούσα, τουλάχιστον. Προς το παρόν μου ήταν αρκετό να είμαι ξαπλωμένος, με το κεφάλι ακουμπισμένο στο μπράτσο μου, έτοιμος να αποκοιμηθώ και σίγουρος ότι οι περιπέτειες της μέρας είχαν τελειώσει. Τελικά αποδείχτηκε ότι δεν ήταν έτσι τα πράγματα.
Το πρώτο μας καλοκαίρι στο Τι-Αρ με την Τζο, ανακαλύψαμε ότι μπορείς να δεις τα πυροτεχνήματα που ρίχνουν στο Καστλ Ροκ από τη βεράντα που βλέπει στη λίμνη. Το θυμήθηκα αυτό καθώς πλησίαζε το βράδυ και σκέφτηκα ότι φέτος θα ήταν προτιμότερο να μείνω μέσα στο λίβινγκ ρουμ και να δω καμιά ταινία στο βίντεο. Δεν θα ήταν καθόλου καλή ιδέα να ξαναζήσω όλες τις προηγούμενες φορές που ήμαστε εδώ την 4η Ιουλίου και είχαμε παρακολουθήσει τα πυροτεχνήματα πίνοντας μπίρες και γελώντας. Ένιωθα ήδη μοναξιά χωρίς να κάνω κάτι τέτοιο, μια μοναξιά που δεν είχα συνειδητοποιήσει ποτέ τόσο έντονα στο Ντέρι. Μετά αναρωτήθηκα για ποιο λόγο είχα έρθει εδώ, αν όχι για να αντιμετωπίσω τελικά την ανάμνηση της Τζοάνα και να μπορέσω να την ξεπεράσω. Και η πιθανότητα να ξαναγράψω δεν μου είχε φανεί ποτέ τόσο μακρινή όσο μου φαινόταν εκείνο το βράδυ. Δεν υπήρχε μπίρα -είχα ξεχάσει να αγοράσω από το γενικό κατάστημα ή από το Βιλατζ Καφέ, υπήρχαν όμως αναψυκτικά χάρη στην προνοητικότητα της Μπρέντα Μεσέρβ. Πήρα ένα κουτί Πέπσι και κάθισα να παρακολουθήσω τα πυροτεχνήματα, ελπίζοντας ότι δεν θα πονούσα πάρα πολύ. Ελπίζοντας, μάλλον, ότι δεν θα κλάψω. Όχι ότι προσπαθούσα να ξεγελάσω τον εαυτό μου. Ήξερα ότι έχω κι άλλα δάκρυα μέσα μου. Απλώς δεν είχε έρθει ακόμη η στιγμή να βγουν. Μόλις είχε γίνει η πρώτη έκρηξη της βραδιάς -ένα ακτινωτό σχήμα από γαλάζιες σπίθες, με τον κρότο να φτάνει αρκετά αργότερα-, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Αναπήδησα τρομαγμένος, κάτι που δεν είχε συμβεί με την αμυδρή έκρηξη από το Καστλ Ροκ. Σκέφτηκα ότι μάλλον πρέπει να ήταν ο Μπιλ Ντιν, που ήθελε να δει αν τα βρήκα όλα εντάξει. Το καλοκαίρι πριν πεθάνει η Τζο, είχαμε αγοράσει ένα ασύρματο τηλέφωνο για να μπορούμε να κινούμαστε όταν μιλάμε, κάτι που άρεσε και στους δυο μας. Μπήκα στο λίβινγκ ρουμ από τη συρόμενη τζαμόπορτα, πήρα τη συσκευή και πάτησα το κουμπί που ανοίγει τη γραμμή. «Εμπρός», είπα, καθώς γύριζα στη σεζλόνγκ στη βεράντα. Στην άλλη άκρη της λίμνης, κάτω από τα χαμηλά σύννεφα που ήταν απλωμένα πάνω από το Καστλ Βίου, φάνηκε μια σειρά από πράσινα
και κίτρινα αστερωτά σχήματα και μετά ακολούθησαν αθόρυβες λάμψεις που ο κρότος τους θα έφτανε ως εμένα ύστερα από λίγο. Για μια στιγμή δεν ακούστηκε τίποτα στο τηλέφωνο. Μετά, μια βραχνή αντρική φωνή -κάποιου ηλικιωμένου, αλλά όχι του Μπιλ Ντιν- είπε: «Ο Νούναν; Ο κύριος Νούναν;» «Ναι;» Ένα τεράστιο χρυσαφένιο αστέρι φώτισε την απέναντι όχθη, χρωματίζοντας στιγμιαία τις άκρες των νεφών. «Ντεβόρ». «Ναι;» είπα πάλι, επιφυλακτικά. «Μαξ Ντεβόρ». Δεν τον βλέπουμε συχνά στο μαγαζί, είχε πει η Όντρεϊ και το είχα θεωρήσει καλαμπούρι· φαίνεται όμως ότι μιλούσε σοβαρά. Παράξενα πράγματα. Ωραία, και τι έκανα τώρα; Δεν μου ερχόταν τίποτα να του πω. Σκέφτηκα να τον ρωτήσω πώς βρήκε τον αριθμό μου, που είναι απόρρητος, αλλά τι σημασία είχε; 'Όταν έχεις περιουσία πάνω από μισό δισεκατομμύριο δολάρια -αν βέβαια μιλούσα στον Μαξ Ντεβόρμπορείς να βρεις όσους απόρρητους αριθμούς θέλεις. Έτσι, συμβιβάστηκα με άλλο ένα «Ναι», αυτή τη φορά χωρίς το ερωτηματικό στο τέλος. Σιωπή πάλι. Αν την έσπαγα κι άρχιζα να του κάνω ερωτήσεις, θα είχε αυτός τον έλεγχο της συζήτησης -αν μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι υπήρχε καμιά συζήτηση σε αυτό το σημείο. Καλό κόλπο η σιωπή, αλλά κι εγώ είχα το πλεονέκτημα της πολύχρονης σχέσης μου με τον Χάρολντ Ομπλόφσκι, που ήταν μαέστρος σε αυτά τα τεχνάσματα. Έμεινα ακίνητος, με το μικρό τηλέφωνο στο αυτί μου, και κοίταζα τα πυροτεχνήματα απέναντι. Κόκκινα αστεράκια που γίνονταν μπλε, πράσινα που γίνονταν χρυσά, στολίζοντας τα σύννεφα με χρωματιστή δαντέλα. «Έμαθα ότι συναντήσατε τη νύφη μου σήμερα», είπε επιτέλους ο Ντεβόρ. Ακουγόταν ενοχλημένος, μάλλον επειδή δεν είχα τσιμπήσει όταν έμεινε αμίλητος. «Μπορεί», είπα, προσπαθώντας να διώξω την έκπληξη από τη φωνή μου, «Μπορώ να ρωτήσω γιατί μου τηλεφωνείτε, κύριε Ντεβόρ;» «Έμαθα ότι έγινε κάποιο περιστατικό».
Λευκά φώτα χόρευαν στον ουρανό -έμοιαζαν με διαστημόπλοια που σκάνε στον αέρα. Και λίγο αργότερα οι κρότοι. Ανακάλυψα το μυστικό της κίνησης μέσα στο χρόνο, σκέφτηκα. Είναι ακουστικό φαινόμενο. Το χέρι μου έσφιγγε πολύ δυνατά το τηλέφωνο και το χαλάρωσα. Ο Μάξγουελ Ντεβόρ. Μισό δισεκατομμύριο δολάρια. Δεν ήταν στο Παλμ Σπρινγκς, όπως νόμιζα, αλλά πολύ πιο κοντά -εδώ στο Τι-Αρ, απ' ό,τι έδειχνε ο χαρακτηριστικός βόμβος στη γραμμή. «Ανησυχώ για την εγγονή μου». Η φωνή του ήταν ακόμη πιο βραχνή τώρα. Ήταν θυμωμένος και φαινόταν. Αυτός ο άνθρωπος δεν είχε υποχρεωθεί να κρύψει τα συναισθήματα του εδώ και πολύ καιρό. «Έμαθα ότι η νύφη μου φάνηκε απρόσεκτη πάλι. Το παθαίνει συχνά αυτό». Μισή ντουζίνα αστερωτά πυροτεχνήματα φώτισαν τη νύχτα, ανθίζοντας σαν λουλούδια σε φιλμ του Ντίσνεϊ για τη φύση. Φαντάστηκα τους θεατές που ήταν μαζεμένοι στο Καστλ Βίου να κάθονται σταυροπόδι σε κουβέρτες, να τρώνε παγωτό χωνάκι, να πίνουν μπίρες και να κάνουν Ωωωωωω όλοι μαζί. Αυτό νομίζω είναι που ξεχωρίζει τα επιτυχημένα έργα τέχνης -το ότι οι θεατές κάνουν Ωωωωωω όλοι μαζί. Τον φοβάσαι αυτό τον τύπο, ε; είπε η Τζο. Και ίσως έχεις δίκιο να τον φοβάσαι. Ένας άνθρωπος που πιστεύει ότι μπορεί να θυμώνει με όποιον θέλει, όποτε θέλει... μπορεί εύκολα να γίνει επικίνδυνος. Και μετά η φωνή της Μέτι: Κύριε Νούναν, δεν είμαι κακή μητέρα. Δεν μου έχει ξανασυμβεί ποτέ τέτοιο πράγμα. Φυσικά αυτό λένε οι περισσότερες κακές μητέρες σε τέτοιες περιπτώσεις... Εγώ όμως την είχα πιστέψει. Επίσης, που να πάρει και να σηκώσει, ο αριθμός μου ήταν απόρρητος. Καθόμουν ήσυχα ήσυχα με το αναψυκτικό μου και κοίταζα τα πυροτεχνήματα χωρίς να ενοχλώ κανέναν κι αυτός ο τύπος... «Κύριε Ντεβόρ, δεν έχω ιδέα τι μου λέτε...» «Αφήστε τα αυτά -με όλο το σεβασμό, αφήστε τα αυτά, κύριε Νούναν. Σας είδαν που μιλούσατε μαζί τους». Τέτοιο τόνο φαντάζομαι ότι πρέπει να είχε ο Τζο Μακάρθι όταν μιλούσε στους
φουκαράδες που είχαν χαρακτηριστεί κομμουνιστές και κατέληγαν μπροστά στην επιτροπή του. Πρόσεχε, Μάικ, είπε η Τζο. Πρόσεχε το ασημένιο σφυρί του Μάξγουελ. «Είδα μια γυναίκα και ένα κοριτσάκι σήμερα το πρωί και τους μίλησα», είπα. «Φαντάζομαι ότι γι' αυτούς μιλάτε». «Όχι, είδατε ένα νήπιο να περπατά στο δρόμο μόνο του·», είπε αυτός. «Και μετά είδατε μια γυναίκα να τρέχει να το βρει. Η νύφη μου, μ' εκείνο το σαράβαλο που οδηγεί. Μπορεί να το είχε χτυπήσει αυτοκίνητο το παιδί. Γιατί προστατεύετε αυτή τη γυναίκα, κύριε Νούναν; Μήπως σας υποσχέθηκε κάτι; Σας βεβαιώνω ότι με τη στάση σας δεν βοηθάτε καθόλου το παιδί». Μου υποσχέθηκε να με πάει στο τροχόσπιτο της και να με ανεβάσει στον έβδομο ουρανό, σκέφτηκα να πω. Μου υποσχέθηκε ότι θα κρατά το στόμα της ανοιχτό αν κρατάω εγώ το δικό μου κλειστό αυτό θέλεις να ακούσεις; Ναι, είπε η Τζο. Είναι πολύ πιθανό να θέλει να ακούσει αυτό. Και είναι πολύ πιθανό αυτό να θέλει να πιστέψει έτσι κι αλλιώς. Μην τον αφήσεις να σε προκαλέσει και να το ρίξεις στις εξυπνάδες και τους σαρκασμούς, Μάικ -μπορεί να το μετανιώσεις. Γιατί ήθελα να προστατεύσω τη Μέτι Ντεβόρ, εδώ που τα λέμε; Δεν ήξερα. Επιπλέον, δεν μπορούσα να υποψιαστώ με τι πήγαινα να μπλέξω. Το μόνο που ήξερα ήταν ότι η Μέτι έδειχνε κουρασμένη και το παιδί δεν ήταν ούτε μωλωπισμένο ούτε τρομαγμένο ούτε σκυθρωπό. «Υπήρχε ένα αμάξι. Ένα παλιό τζιπ», είπα. «Α, τώρα μάλιστα». Ικανοποίηση. Και έντονο ενδιαφέρον. Απληστία σχεδόν. «Και τι...» «Μάλλον υπέθεσα ότι ήταν στο αμάξι μαζί», είπα. Ένιωσα έναν ίλιγγο ικανοποίησης βλέποντας ότι δεν είχα χάσει την ικανότητα της επινόησης. Αισθάνθηκα σαν παίκτης του μπέιζμπολ που δεν μπορεί πια να παίξει σε κόσμο, αλλά ρίχνει ακόμη πολύ καλές μπαλιές παίζει στην αυλή του σπιτιού του. «Το κοριτσάκι μπορεί να κρατούσε μερικές μαργαρίτες». Οι φράσεις μου, πολύ προσεκτικές, γεμάτες «μάλλον» και «μπορεί», σαν κατέθετα σε δικαστήριο αντί να κάθομαι
στη βεράντα σπιτιού μου. Ο Χάρολντ θα ήταν περήφανος για μένα. μάλλον, όχι. Ο Χάρολντ θα έφριττε αν μάθαινε ότι έκανα μια τέτοια συζήτηση. «Υπέθεσα, νομίζω, ότι μάζευαν λουλούδια. Δυστυχώς, δεν θυμάμαι πολύ καθαρά το περιστατικό. Είμαι συγγραφέας, κύριε Ντεβόρ, και όταν οδηγώ συχνά χάνομαι σε δικές μου σκέψεις...» «Λες ψέματα». Ο θυμός είχε εκφραστεί ανοιχτά τώρα, ασυγκράτητος και απροκάλυπτος. Ήταν όπως το είχα υποψιαστεί: δεν χρειάζονταν και πολλά πολλά για να ξεχάσει αυτός ο τύπος τις κοινωνικές αβρότητες και να αγριέψει. «Ντεβόρ», είπα. «Ο Ντεβόρ των υπολογιστών, φαντάζομαι...» «Ακριβώς». 'Όταν θύμωνε η Τζο -και είχε αρκετά ευέξαπτο χαρακτήρα-, ο τόνος της και η έκφραση της γίνονταν όλο και πιο παγερά όσο μεγάλωνε ο θυμός της. Τώρα είδα τον εαυτό μου να τη μιμείται με έναν τρόπο που ήταν πραγματικά απίστευτος. «Κύριε Ντεβόρ, δεν είμαι συνηθισμένος να μου τηλεφωνούν βραδιάτικα άνθρωποι που δεν γνωρίζω και δεν σκοπεύω να παρατείνω τη συζήτηση όταν ο άνθρωπος που μου τηλεφωνεί με αποκαλεί ψεύτη. Αντίο σας, κύριε». «Αν όλα ήταν μια χαρά, τότε γιατί σταμάτησες και τους μίλησες;» «Λείπω καιρό από το Τι-Αρ και ήθελα να ρωτήσω αν είναι ακόμη ανοιχτό το Βίλατζ Καφέ. Α, και κάτι άλλο: δεν ξέρω πώς βρήκατε τον αριθμό μου, αλλά ξέρω πού μπορείτε να τον βάλετε. Καληνύχτα». Έκλεισα τη γραμμή πατώντας το κουμπί με τον αντίχειρα και μετά έμεινα να κοιτάζω το τηλέφωνο σαν να μην είχα ξαναδεί τέτοια συσκευή στη ζωή μου. Το χέρι μου που το κρατούσε έτρεμε. Η καρδιά μου βροντούσε κι ένιωθα τους παλμούς στο λαιμό και στους καρπούς μου. Αναρωτήθηκα αν θα μπορούσα να πω στον Ντεβόρ να βάλει αριθμό μου στον κώλο του, αν δεν είχα κι εγώ μερικά εκατομμύρια σκόρπια στην τράπεζα. Σωστή τιτανομαχία, καλέ μου, είπε η Τζο με την ψύχραιμη φωνή της. Και όλα αυτά για μια πιτσιρίκα σ' ένα τροχόσπιτο. Και να πεις ότι είχε κανένα σπουδαίο στήθος...
Γέλασα δυνατά. Τιτανομαχία; Όχι βέβαια. Κάποιος παλιός μεγιστάνας στις αρχές του αιώνα είχε πει: «Σήμερα αν καταφέρει κάποιος να βγάλει ένα εκατομμύριο δολάρια και νομίζει ότι είναι πλούσιος». Κατά πάσα πιθανότητα, ο Ντεβόρ θα είχε την ίδια γνώμη για μένα, και ουσιαστικά θα είχε δίκιο. Ο δυτικός ουρανός έλαμπε από ένα αφύσικο, παλλόμενο φως. Ήταν το φινάλε. «Τι ήταν όλα αυτά;» ρώτησα. Καμιά απάντηση. Μόνο ένας κορμοράνος έκρωξε στη λίμνη μάλλον διαμαρτυρόταν για όλο αυτόν το θόρυβο στον ουρανό. Σηκώθηκα, μπήκα μέσα κι έβαλα το τηλέφωνο στη θέση του. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι περίμενα να χτυπήσει πάλι, περίμενα ότι ο Ντεβόρ θα άρχιζε να μου πετάει παλιά κλισέ από ταινίες: Αν μπεις στο δρόμο μου θα... ή Σε προειδοποιώ, φίλε, μην τολμήσεις να... ή θα σου δώσω μια συμβουλή πριν αρχίσεις να... Το τηλέφωνο δεν χτύπησε. Ήπια την υπόλοιπη Πέπσι για να υγράνω το κατάστεγνο στόμα μου και αποφάσισα να πάω για ύπνο. Τουλάχιστον δεν είχα ακούσει θρήνους και κλάματα όσο ήμουν στη βεράντα. Ο Ντεβόρ με είχε βγάλει από τις συνηθισμένες ανησυχίες μου και από μια άποψη του ήμουν ευγνώμων γι' αυτό. Πήγα στη βορινή κρεβατοκάμαρα, γδύθηκα και ξάπλωσα. Σκέφτηκα το κοριτσάκι, την Κάιρα, και τη μητέρα που θα μπορούσε να είναι η μεγαλύτερη αδερφή της. Ο Ντεβόρ ήταν τσατισμένος με τη Μέτι, αυτό ήταν φανερό, και αν εγώ ήμουν ένα οικονομικό μηδενικό γι' αυτόν τι ήταν η κοπέλα; Και τι μέσα είχε στη διάθεση της αν ο Ντεβόρ είχε στραφεί εναντίον της; Ήταν άσχημη σκέψη, και αποκοιμήθηκα μ' αυτή. Σηκώθηκα τρεις ώρες αργότερα για να κατουρήσω το αναψυκτικό που είχα κάνει τη βλακεία να πιω πριν κοιμηθώ και καθώς στεκόμουν μπροστά στη λεκάνη, κατουρώντας με το ένα μάτι ανοιχτό, άκουσα το κλάμα πάλι. Ένα παιδί κάπου στο σκοτάδι, χαμένο και τρομαγμένο... ή ίσως απλώς προσποιούνταν ότι είναι χαμένο και τρομαγμένο. «Μη», είπα. Είχα ανατριχιάσει ολόκληρος. «Σε παρακαλώ, μην αρχίζεις αυτές τις μαλακίες πάλι, είναι τρομακτικό».
Το κλάμα μειώθηκε όπως και πριν, έσβησε, λες και κάποιος απομακρύνθηκε κρατώντας το παιδί μέσα σε ένα τούνελ. Πήγα πάλι στο κρεβάτι, γύρισα στο πλευρό κι έκλεισα τα μάτια μου. «Ήταν όνειρο», είπα. «Απλώς άλλο ένα όνειρο του Μάντερλεϊ». Ήξερα ότι δεν ήταν, όμως από την άλλη μεριά ήθελα να ξανακοιμηθώ κι αυτό ήταν το πιο σημαντικό εκείνη τη στιγμή. Καθώς με έπαιρνε ο ύπνος, σκέφτηκα με μια φωνή που ήταν καθαρά δική μου: Είναι ζωντανή. Η Σάρα είναι ζωντανή. Και κατάλαβα κάτι επίσης: ότι μου ανήκε. Την είχα διεκδικήσει. Για καλό ή κακό, είχα γυρίσει στο σπίτι μου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 Στις εννιά το άλλο πρωί, γέμισα ένα πλαστικό μπουκάλι με χυμό γκρέιπφρουτ και ξεκίνησα να κάνω ένα μεγάλο περίπατο στη νότια πλευρά του Δρόμου. Είχε λιακάδα και είχε αρχίσει να κάνει κιόλας ζέστη. Παντού επικρατούσε σιωπή, εκείνη η σιωπή που ακούς ύστερα από γιορτές, που οφείλεται εν μέρει στο γλέντι και το μεθύσι της προηγούμενης βραδιάς. Είδα δυο τρεις βάρκες ψαράδων αγκυροβολημένες βαθιά μέσα στη λίμνη, αλλά δεν κυκλοφορούσε ούτε μία βενζινάκατος και δεν ακουγόταν ούτε μία παρέα παιδιών να φωνάζει και να κολυμπάει. Πέρασα μπροστά από μισή ντουζίνα εξοχικά σπίτια στην πλαγιά από πάνω μου και, παρ' όλο που αυτή την εποχή του χρόνου μάλλον κατοικούνταν όλα, τα μοναδικά ίχνη ζωής που είδα ήταν μερικά μαγιό κρεμασμένα στο κάγκελο της βεράντας στο σπίτι των Πάσεντεϊλ και ένας μισοξεφούσκωτος πράσινος φωσφόριζε ιππόκαμπος στη μικρή προβλήτα των Ράιμερ. Όμως, το μικρό γκρίζο σπίτι των Πάσεντεϊλ ανήκε άραγε ακόμη στους Πάσεντεϊλ; Και το άλλο πιο κάτω ανήκε ακόμη στους Μπάτσελντερ; Άγνωστο. Τέσσερα χρόνια μπορεί να φέρουν πολλές αλλαγές. Περπατούσα χωρίς να κάνω καμιά προσπάθεια να σκεφτώ -ένα παλιό κόλπο από την εποχή που έγραφα. Δουλεύεις το σώμα σου, ξεκουράζεις το νου σου και αφήνεις τα παιδιά στο υπόγειο να κάνουν τη δουλειά τους. Πέρασα από σημεία όπου η Τζο κι εγώ είχαμε πιει τα ποτά μας ή είχαμε κάνει μπάρμπεκιου, ρουφούσα τη σιωπή σαν σφουγγάρι, έπινα το χυμό μου, σκούπιζα τον ίδρωτα από το μέτωπο μου και περίμενα να δω τι σκέψεις μπορεί να μου έρθουν. Η πρώτη ήταν μια παράξενη συνειδητοποίηση: ότι το παιδί που έκλαιγε τη νύχτα έμοιαζε κατά κάποιον τρόπο πιο πραγματικό από το τηλεφώνημα του Μαξ Ντεβόρ. Μου είχε τηλεφωνήσει όντως ένας πάμπλουτος και προφανώς οξύθυμος μεγιστάνας της τεχνολογίας την πρώτη μου μέρα στο Τι-Αρ; Και ο ανωτέρω μεγιστάνας με είχε αποκαλέσει ψεύτη σε κάποιο σημείο; (Βασικά ήμουν, αν λάβουμε
υπόψη μας αυτά που του είχα πει, αλλά αυτό ήταν άλλο θέμα.) Ήξερα ότι είχε συμβεί, αλλά μου ήταν πιο εύκολο να πιστέψω το Φάντασμα της Λίμνης Νταρκ Σκορ, γνωστό επίσης και ως το Μυστηριώδες Παιδί που Κλαίει. Η επόμενη σκέψη μου -αυτή μου ήρθε λίγο πριν τελειώσω το χυμό μου- ήταν ότι πρέπει να τηλεφωνήσω στη Μέτι Ντεβόρ και να της πω τι είχε συμβεί. Αποφάσισα ότι η παρόρμηση μου ήταν φυσική, αλλά η ιδέα γενικά μάλλον κακή. Ήμουν πολύ μεγάλος πια για να πιστεύω σε υπεραπλουστευμένες ιστορίες όπως «Καλή Νύφη Εναντίον Κακού Πεθερού». Άλλωστε, είχα δικές μου δουλειές αυτό το καλοκαίρι και δεν ήθελα να δυσκολέψω τα πράγματα με το να μπλέξω σε μια άσχημη διαμάχη ανάμεσα στον Μίστερ Κομπιούτερ και τη Μις Τροχόσπιτο. Ο Ντεβόρ μου την είχε σπάσει -και μάλιστα πολύ άσχημα-, αλλά κατά πάσα πιθανότητα δεν ήταν κάτι προσωπικό· απλώς, έτσι φερόταν πάντα και σε όλους. Ήθελα να τον κοντράρω γι' αυτόν το λόγο και μόνο; Όχι, δεν ήθελα. Είχα σώσει την πιτσιρίκα, είχα βάλει χέρι κατά λάθος στο μικρό αλλά σφιχτό στήθος της μαμάς, είχα μάθει ότι το Κάιρα προέρχεται από το ελληνικό «κυρία» -αν πήγαινα για περισσότερα, θα ήταν απληστία πια. Σταμάτησα σ' εκείνο το σημείο, πόδια και μυαλό μαζί, καθώς αντιλήφθηκα ότι είχα φτάσει στο Γουόρινγκτον, ένα τεράστιο οικοδόμημα που οι ντόπιοι το ονόμαζαν μερικές φορές «λέσχη». Και ήταν, κατά κάποιον τρόπο. Υπήρχε ένα γήπεδο του γκολφ με έξι τρύπες, ένας στάβλος και διαδρομές ιππασίας, εστιατόριο, μπαρ και χώρος κατάλυσης για τριάντα πέντε άτομα περίπου στο κεντρικό κτίριο και τις οχτώ εννιά καμπίνες γύρω γύρω. Υπήρχε ακόμη και ένα κέντρο μπόουλινγκ με δύο λωρίδες, μόνο που δεν είχε αυτόματα μηχανήματα κι έπρεπε να στήνεις τις κορύνες με το χέρι. Το Γουόρινγκτον είχε χτιστεί γύρω στις αρχές του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, πράγμα που σημαίνει ότι ήταν νεότερο από το Σάρα Λαφς, αν και όχι κατά πολύ. Μια μακριά προβλήτα οδηγούσε σε ένα μικρότερο πλωτό κτίσμα, το Σάνσετ Μπαρ. Εκεί μαζεύονταν οι θερινοί κάτοικοι του Γουόρινγκτον για ποτά στο τέλος της μέρας (και μερικοί απ' αυτούς για Μπλάντι Μαίρη το πρωί). Όταν έριξα μια ματιά προς εκείνη την
κατεύθυνση, είδα ότι δεν ήμουν μόνος πια. Μια γυναίκα στεκόταν στη βεράντα, αριστερά από την πόρτα του πλωτού μπαρ, και με κοίταζε. Πρέπει να πω ότι με τρόμαξε για τα καλά. Τα νεύρα μου δεν ήταν στην καλύτερη κατάσταση τους κι αυτό έπαιξε κάποιο ρόλο, αλλά νομίζω ότι θα με τρόμαζε έτσι κι αλλιώς. Εν μέρει έφταιγε η απόλυτη ακινησία της και το γεγονός ότι ήταν τρομερά αδύνατη. Κυρίως όμως ήταν το πρόσωπο της. Έχετε δει ποτέ εκείνο τον πίνακα του Εντβαρντ Μουνκ, την Κραυγή; Ε, λοιπόν, αν φανταστείτε αυτό το πρόσωπο που ουρλιάζει να έχει κανονική έκφραση, με το στόμα κλειστό και τα μάτια σε επαγρύπνηση, θα έχετε μια καλή εικόνα αυτής της γυναίκας. Αν και το πρώτο όνομα που μου ήρθε στο νου δεν ήταν Εντβαρντ Μουνκ αλλά κυρία Ντάνβερς. Φαινόταν γύρω στα εβδομήντα και φορούσε μαύρο σορτς πάνω από ένα μαύρο ολόσωμο μαγιό. Ο συνδυασμός έδειχνε παράξενα επίσημος, σαν παραλλαγή του κοντού μαύρου φορέματος που συνηθίζεται στα κοκτέιλ πάρτι. Το δέρμα της ήταν κάτασπρο, με εξαίρεση το μέρος πάνω από το στήθος (που ήταν επίπεδο) και τους κοκκαλιάρικους ώμους της. Εκεί ήταν γεμάτο από μεγάλες καφέ κηλίδες της ηλικίας. Το πρόσωπο της θύμιζε σφήνα, με πεταχτά ζυγωματικά νεκροκεφαλής και αρυτίδωτο πεταχτό κούτελο. Από κάτω, τα μάτια της ήταν κρυμμένα μέσα σε σκοτεινές, σκιερές εσοχές. Αραιά λευκά μαλλιά κρέμονταν γύρω από τα αυτιά της, μέχρι το μεγάλο σαγόνι της. Θεέ μου, κοίτα αδύνατη που είναι, σκέφτηκα. Μοιάζει σαν σακί με... Ένα ρίγος με διαπέρασε εκείνη τη στιγμή. Ήταν πολύ έντονο, λες και κάποιος στριφογύρισε ένα σύρμα μέσα στη σάρκα μου. Δεν ήθελα να το προσέξει -θα ήταν σπουδαίος τρόπος για να αρχίσεις τη μέρα σου το να προκαλέσεις σε κάποιον τόση αηδία ώστε να αρχίσει να τρέμει και να κάνει γκριμάτσες μπροστά σου-, έτσι σήκωσα το χέρι μου και το κούνησα. Προσπάθησα να χαμογελάσω κιόλας. Γεια σου, κυρία που στέκεσαι στο πλωτό μπαρ, γεια σου, σακί με κόκαλα, χέστηκα από το φόβο μου μόλις σε είδα, αλλά αυτές τις μέρες φοβάμαι με το παραμικρό και σε συγχωρώ. Πώς πάει, καλά;
Αναρωτήθηκα αν το χαμόγελο μου έμοιαζε με γκριμάτσα, γιατί κάπως έτσι το ένιωθα. Δεν απάντησε στο χαιρετισμό μου. Νιώθοντας εντελώς βλάκας -ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΗΛΙΘΙΟΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ, ΤΟ ΠΑΙΖΟΥΜΕ ΟΛΟΙ ΗΛΙΘΙΟΙ ΜΕ ΤΗ ΣΕΙΡΑ-, κατέβασα το χέρι μου και γύρισα από κει που είχα έρθει. Ύστερα από πέντε βήματα δεν κρατήθηκα άλλο και κοίταξα πάνω από τον ώμο μου. Η αίσθηση ότι με παρακολουθεί ήταν τόσο έντονη, που έμοιαζε σαν να με πιέζει ένα χέρι ανάμεσα στις ωμοπλάτες. Το μέρος όπου στεκόταν ήταν άδειο. Μισόκλεισα τα μάτια για να δω καλύτερα. Στην αρχή ήμουν σίγουρος ότι είχε υποχωρήσει μέσα στις σκιές του μπαρ, αλλά όχι, δεν φαινόταν πουθενά. Σαν να ήταν φάντασμα. Μπήκε στο μπαρ, αγάπη μου, είπε η Τζο. «Ναι, ναι, σωστά», μουρμούρισα και ξεκίνησα πάλι. «Πού θα μπορούσε να πάει;» Μόνο που δεν νομίζω ότι προλάβαινε να φτάσει στο μπαρ. Και δεν νομίζω ότι θα μπορούσε να περπατήσει, ακόμη και ξυπόλυτη, χωρίς να την ακούσω μ' αυτή την ησυχία. Η Τζο πάλι: Μπορεί να περπατάει αθόρυβα. «Ναι», είπα σιγανά. Είχα αρχίσει να μιλάω συνεχώς μόνος μου. «Ναι, μπορεί να περπατάει αθόρυβα». Βέβαια. Σαν την κυρία Ντάνβερς. Σταμάτησα πάλι και κοίταξα πίσω, αλλά στο μεταξύ είχα περάσει μια μικρή στροφή και δεν έβλεπα πια ούτε το Γουόρινγκτον ούτε το Σάνσετ Μπαρ. Για να πω την αλήθεια, καλύτερα. Καθώς γύριζα στο σπίτι, προσπάθησα να φτιάξω έναν κατάλογο με τα παράξενα που έγιναν πριν από την επιστροφή μου στο Σάρα Λαφς και όσα ακολούθησαν: τα επαναλαμβανόμενα όνειρα, τα ηλιοτρόπια, το αυτοκόλλητο του ραδιοφωνικού σταθμού, το κλάμα τη νύχτα. Φαντάζομαι ότι η συνάντηση μου με τη Μέτι και την Κάιρα, καθώς και το επακόλουθο τηλεφώνημα του Ντεβόρ μπορούσαν να χαρακτηριστούν παράξενα, αλλά όχι στην ίδια κατηγορία με το παιδί που άκουγα να κλαίει τη νύχτα.
Ωστόσο, υπήρχαν κι άλλα -όπως το γεγονός ότι ήμαστε στο Ντέρι και όχι στη λίμνη Νταρκ Σκορ όταν πέθανε η Τζοάνα. Έπρεπε να το βάλω κι αυτό στον κατάλογο; Δεν ήξερα. Δεν θυμόμουν καν γιατί είχε γίνει αυτό. Το φθινόπωρο και το χειμώνα του 1993 έγραφα διηγήματα και έπαιζα με ένα σενάριο για τη μεταφορά του Ανθρώπου με το Κόκκινο Πουκάμισο στον κινηματογράφο. Το Φεβρουάριο του '94 άρχισα την Πτώση και το γράψιμο απορρόφησε σχεδόν όλη μου την προσοχή. Άλλωστε, η απόφαση να 'ρθουμε στο Τι-Αρ, στο Σάρα... «Ήταν δουλειά της Τζο», είπα μεγαλόφωνα και μόλις άκουσα τα λόγια μου κατάλαβα πόσο αλήθεια ήταν. Το σπίτι άρεσε και στους δυο μας, αλλά η πρόταση «Ε, Ιρλανδέ, δεν πάμε στο Τι-Αρ για μερικές μέρες;» ήταν πάντα της Τζο. Μόνο που το χρόνο πριν από το θάνατο της δεν την είχε κάνει ούτε μία φορά. Κι εγώ δεν σκέφτηκα ποτέ να τη διατυπώσω στη θέση της. Για κάποιο λόγο είχα ξεχάσει εντελώς το Σάρα Λαφς, ακόμη και όταν ήρθε καλοκαίρι. Ήταν δυνατόν να είχα απορροφηθεί τόσο πολύ από τη δουλειά μου; Δεν μου φαινόταν πιθανό... αλλά ποια άλλη εξήγηση υπήρχε; Κάτι δεν πήγαινε καλά με αυτή την εικόνα, αλλά δεν ήξερα τι είναι. Δεν μπορούσα να καταλάβω με τίποτα. Αυτό το «τίποτα» μου θύμισε τη Σάρα Τίντγουελ και τους στίχους ενός τραγουδιού της. Η ίδια δεν είχε κάνει ποτέ ηχογράφηση, αλλά είχα αυτό το συγκεκριμένο τραγούδι σε απόδοση του Μπλάιντ Λέμον Τζέφερσον. Μια στροφή έλεγε:
Δεν είναι παρά ένας χορός σε στάβλο, μωρό μου Δεν είναι παρά ένας κύκλος που πάει γύρω γύρω Άσε με να φιλήσω τα γλυκά σου χείλη, μωρό μου Εσύ είσαι ό,τι καλό βρήκα. Μου άρεσε αυτό το τραγούδι και αναρωτιόμουν πάντα πώς θα ακουγόταν από το στόμα μιας γυναίκας και όχι από αυτόν το γεροτροβαδούρο με τη φωνή που είχε βραχνιάσει από το ουίσκι, θα ήθελα να το ακούσω από το στόμα της Σάρας Τϊντγουελ. Βάζω στοίχημα ότι τραγουδούσε πολύ όμορφα. Και βάζω επίσης στοίχημα ότι χόρευε εκπληκτικό σουίνγκ.
Είχα φτάσει στο σπίτι μου. Κοίταξα τριγύρω, δεν είδα κανέναν εκεί κοντά (αν και τώρα ακουγόταν η πρώτη βενζινάκατος της μέρας να βουίζει κάπου στη μέση της λίμνης) , έβγαλα το σορτς και τη φανέλα μου, μένοντας με το μποξέρ, και κολύμπησα μέχρι την εξέδρα. Δεν ανέβηκα πάνω, απλώς πιάστηκα με το ένα χέρι από τη σκάλα και κολυμπούσα έτσι, κουνώντας τεμπέλικα τα πόδια μου. Ήταν ωραία, αλλά τι θα έκανα την υπόλοιπη μέρα; Αποφάσισα να καθαρίσω το μέρος όπου δούλευα στον πρώτο όροφο. Αφού θα τελείωνα, μπορεί μετά να πήγαινα να ρίξω μια ματιά στο στούντιο της Τζο. Αν δεν έχανα το κουράγιο μου, δηλαδή. Ξεκίνησα για την όχθη με ένα άνετο κρόουλ, βάζοντας και βγάζοντας το κεφάλι μου από το νερό, που το ένιωθα να κυλά πάνω στο σώμα μου σαν δροσερό μετάξι. Ένιωθα να βρίσκομαι στο στοιχείο μου. Κόντευα να φτάσω στην όχθη, όταν σε μια στιγμή που έβγαλα το πρόσωπο μου από το νερό είδα μια γυναίκα να στέκεται στο Δρόμο και να με κοιτάζει. Ήταν αδύνατη σαν αυτή που είχα δει στο Γουόρινγκτον... μόνο που αυτή εδώ ήταν πράσινη. Και έδειχνε προς τα βόρεια κατά μήκος του μονοπατιού, σαν δρυάδα σε παλιό θρύλο. Μου ξέφυγε άθελα μια φωνή, κατάπια νερό και το ξανάβγαλα βήχοντας. Πάτησα στο βυθό -το νερό μου ερχόταν μέχρι το στήθοςκαι σκούπισα τα μάτια μου. Μετά γέλασα (αν και λίγο αμφίβολα). Η γυναίκα ήταν πράσινη επειδή δεν ήταν γυναίκα, αλλά μια σημύδα φυτρωμένη λίγο βόρεια από το σημείο όπου η σκάλα, η κατασκευασμένη από ξύλινες σιδηροδρομικές τραβέρσες, τελείωνε στο Δρόμο. Ακόμη και αφού καθάρισαν τα μάτια μου από τα νερά, η φιγούρα είχε κάτι το ανατριχιαστικό, καθώς τα φύλλα γύρω από τον κορμό σχημάτιζαν ένα πρόσωπο που έμοιαζε να σε κοιτάζει. Δεν φυσούσε καθόλου κι έτσι το πρόσωπο ήταν εντελώς ακίνητο (εξίσου ακίνητο μ' εκείνο της γυναίκας που φορούσε το μαύρο σορτς και το μαγιό), αλλά, αν έπνεε μια απαλή αύρα, θα έμοιαζε να χαμογελάει ή να συνοφρυώνεται... ή ίσως να γελά. Πίσω από τη σημύδα υπήρχε ένα μισοξεραμένο πεύκο, που ένα κλαδί του προεξείχε προς τα βόρεια. Αυτό το κλαδί είχα νομίσει ότι είναι ένα κοκαλιάρικο χέρι που δείχνει.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που τρόμαζα έτσι. Βλέπω συχνά παράξενα πράγματα. 'Όταν γράφεις για πολύ καιρό, κάθε σκιά στο πάτωμα θυμίζει πατημασιά και κάθε γραμμή στο χώμα μοιάζει με κρυφό μήνυμα. Αλλά αυτή η διαπίστωση, βέβαια, δεν με διευκόλυνε να καταλάβω τι ήταν πραγματικά παράξενο στο Σάρα Λαφς και τι έμοιαζε παράξενο επειδή το δικό μου μυαλό λειτουργούσε παράξενα. Κοίταξα γύρω, είδα ότι ήμουν ακόμη μόνος σ' αυτό το μέρος της λίμνης (αν και όχι για πολύ, αφού ήδη άκουγα μια δεύτερη και μια τρίτη βενζινάκατο να κινούνται με ταχύτητα) και έβγαλα το μουσκεμένο μποξέρ. Το έστυψα, το έβαλα πάνω από το σορτς και τη φανέλα και ανέβηκα γυμνός τη σκάλα μέχρι το σπίτι, κρατώντας τα ρούχα μπροστά μου. Προσποιήθηκα ότι είμαι ο μπάτλερ που φέρνει το πρόγευμα και την πρωινή εφημερίδα στο λόρδο Πίτερ Γουίμσι και μέχρι να φτάσω στο σπίτι χαμογελούσα από το ένα αυτί μέχρι το άλλο σαν βλάκας. Ο πρώτος όροφος ήταν αποπνικτικός παρά τα ανοιχτά παράθυρα, και είδα το γιατί μόλις έφτασα στην κορυφή της σκάλας. Η Τζο κι εγώ μοιραζόμασταν το χώρο εδώ πάνω, αυτή αριστερά (ήταν ένα μικρό δωματιάκι· δεν της χρειαζόταν παραπάνω, αφού είχε το στούντιο στη βόρεια πλευρά του σπιτιού) κι εγώ δεξιά. Στο βάθος του διαδρόμου φαινόταν η σχάρα του τεράστιου αιρ κοντίσιον που είχαμε ( εγκαταστήσει ένα χρόνο μετά την αγορά του σπιτιού. Κοιτάζοντας το, κατάλαβα ότι μου είχε λείψει ο χαρακτηριστικός του βόμβος χωρίς καν να το αντιληφθώ. Υπήρχε ένα σημείωμα κολλημένο πάνω του που έλεγε: Κυριε Νούναν: Χαλασμένο. Όταν το ανάβεις, φυσάει ζεστό αέρα και κάνει ένα θόρυβο σαν να είναι γεμάτο σπασμένα γυαλιά. Ο Ντιν είπε ότι έχει παραγγείλει το εξάρτημα που χρειάζεται στο Γουέστερν 'Οτο, στο Καστλ Ροκ. Όταν το δω, θα το πιστέψω. Μ. Μεσέρβ. Χαμογέλασα μ' αυτό το τελευταίο -ήταν η πολύ χαρακτηριστική νοοτροπία της Μπρέντα- και μετά δοκίμασα το διακόπτη. Η Τζο έλεγε ότι τα μηχανήματα συχνά αντιδρούν θετικά όταν αισθανθούν ότι υπάρχει άνθρωπος εξοπλισμένος με πέος στην περιοχή, αυτή τη
φορά όμως το κόλπο δεν έπιασε. Άκουσα το αιρ κοντίσιον να αλέθει κάτι για πέντε δευτερόλεπτα περίπου και το έκλεισα πάλι. «Τα 'φτύσε το αναθεματισμένο», όπως λένε στο Τι-Αρ. Και μέχρι να διορθωθεί δεν θα μπορούσα ούτε να λύσω σταυρόλεξα εδώ πάνω. Εν τούτοις, έριξα μια ματιά στο γραφείο μου, έχοντας περιέργεια όχι μόνο για το τι θα νιώσω, αλλά και για το τι θα βρω εκεί. Η απάντηση ήταν σχεδόν τίποτα. Υπήρχε το γραφείο όπου είχα τελειώσει τον Άνθρωπο με το Κόκκινο Πουκάμισο, αποδεικνύοντας έτσι στον εαυτό μου ότι η πρώτη μου επιτυχία δεν ήταν συμπτωματική. Υπήρχε η φωτογραφία του Ρίτσαρντ Νίξον, με τα χέρια σηκωμένα ψηλά να κάνει το σήμα τη νίκης και τη λεζάντα ΘΑ ΑΓΟΡΑΖΑΤΕ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ ΑΠΟ ΑΥΤΟ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ; Υπήρχε η κουρελού που μου είχε φτιάξει η Τζο ένα δυο χειμώνες πριν ανακαλύψει τον υπέροχο κόσμο των πλεχτών. Δεν ήταν ακριβώς το γραφείο ενός ξένου, αλλά κάθε αντικείμενο πάνω του (και κυρίως η άδεια επιφάνεια του) έλεγε ότι είναι το γραφείο ενός παλιότερου Μάικ Νούναν. Οι ζωές των ανθρώπων, είχα διαβάσει κάποτε, καθορίζονται από δύο κύριες δυνάμεις: τη δουλειά τους και το γάμο τους. Στη δική μου ζωή, ο γάμος είχε τελειώσει και η καριέρα μάλλον είχε μπει σε κατάσταση μόνιμης αδράνειας. Έτσι, δεν μου φάνηκε παράξενο που τώρα αυτός ο χώρος όπου είχα περάσει τόσο πολλές μέρες, συνήθως σε κατάσταση πραγματικής ευτυχίας καθώς δημιουργούσα διάφορες φανταστικές ζωές, δεν σήμαινε τίποτα για μένα πια. Ήταν σαν να κοιτάζω το γραφείο ενός υπαλλήλου που είχε απολυθεί... ή που είχε πεθάνει ξαφνικά. Γύρισα να φύγω, αλλά σταμάτησα καθώς μου ήρθε μια ιδέα. Η αρχειοθήκη στη γωνία ήταν γεμάτη χαρτιά -αναλυτικές καταστάσεις του λογαριασμού μου από την τράπεζα (οι περισσότερες οχτώ ή δέκα ετών), γράμματα (τα περισσότερα αναπάντητα), μερικά αποσπάσματα διηγημάτων. Δεν βρήκα αυτό που έψαχνα. Πήγα στην ντουλάπα, όπου η θερμοκρασία πρέπει να ήταν τουλάχιστον 43 βαθμοί, και το βρήκα μέσα σε ένα χαρτοκούτι πάνω στο οποίο η κυρία Μεσέρβ είχε γράψει ΣΥΣΚΕΥΕΣ. Ήταν ένα μαγνητόφωνο Σάνυο που μου είχε χαρίσει η Ντέμπρα Γουέινστοκ όταν τελείωσα το πρώτο μου
βιβλίο στον εκδοτικό οίκο Πάτναμ. Μπορούσες να το ρυθμίζεις ώστε να ενεργοποιείται όταν αρχίζεις να μιλάς. 'Όταν σταματούσες για να σκεφτείς, σταματούσε κι αυτό να γράφει. Δεν ρώτησα ποτέ την Ντέμπρα αν απλώς το είδε κάπου και σκέφτηκε, «Κάθε συγγραφέας που σέβεται τον εαυτό του πρέπει να έχει ένα τέτοιο», ή αν ήταν κάτι πιο συγκεκριμένο, μια έμμεση συμβουλή ίσως: φρόντιζε να καταγράφεις τα φαξ που σου στέλνει το υποσυνείδητο σου όσο είναι ακόμη νωπά, Νούναν. Δεν το ήξερα τότε και δεν το ξέρω ούτε τώρα. Το είχα, όμως, ένα επαγγελματικό κασετόφωνο υπαγόρευσης, και υπήρχαν τουλάχιστον μια ντουζίνα κασέτες με μουσική στο αμάξι μου. θα έβαζα μία στο κασετόφωνο απόψε, θα ανέβαζα την ένταση της εγγραφής στο μάξιμουμ και θα ενεργοποιούσα τη λειτουργία της υπαγόρευσης. Ετσι, αν επαναλαμβανόταν το κλάμα που είχα ακούσει τουλάχιστον δύο φορές ως τώρα, θα γραφόταν στην κασέτα, θα το έπαιζα στον Μπιλ Ντιν και θα τον ρωτούσα τι μπορεί να είναι. Κι αν ακούσεις το παιδί να κλαίει απόψε και το κασετόφωνο δεν ενεργοποιηθεί; «Τότε θα καταλάβω κάτι άλλο», είπα στο άδειο γραφείο. Στεκόμουν στο κατώφλι της πόρτας με το κασετόφωνο κάτω από τη μασχάλη και κοίταζα το άδειο γραφείο λουσμένος στον ιδρώτα από τη ζέστη. «Ή, τουλάχιστον, θα το υποψιαστώ». Η γωνιά της Τζο στο βάθος του διαδρόμου ήταν εντελώς άδεια. Το χαλί έλειπε, οι φωτογραφίες της έλειπαν, ακόμη και το γραφείο έλειπε. Κάθε ίχνος της Τζο είχε εξαφανιστεί κι ένιωσα ένα στιγμιαίο παράλογο θυμό για την Μπρέντα Μεσέρβ. Μου ήρθε μια φράση που έλεγε η μητέρα μου όταν έκανα με δική μου πρωτοβουλία κάτι που δεν το ενέκρινε: «Σαν να το παρατράβηξες, δεν νομίζεις;» Αυτό αισθάνθηκα βλέποντας τον μικρό χώρο της Τζο. Αδειάζοντας τον έτσι, η Μπρέντα το είχε παρατραβήξει. Μπορεί να μην τον άδειασε η Μπρέντα, είπε η φωνή UFO. Μπορεί να τον άδειασε η Τζο μόνη της. Το σκέφτηκες αυτό, φίλε; «Αυτό είναι βλακεία», είπα. «Γιατί να κάνει τέτοιο πράγμα; Δεν νομίζω ότι είχε κανένα προαίσθημα για το θάνατο της. Ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη μας ότι μόλις είχε αγοράσει... »
Αλλά δεν ήθελα να το πω δυνατά. Για κάποιο λόγο μου φάνηκε κακή ιδέα. Γύρισα να βγω από το δωμάτιο και μια ξαφνική πνοή δροσερού αέρα, εντελώς απρόσμενη μέσα σ' αυτή τη ζέστη, άγγιξε το πρόσωπο μου. Όχι το σώμα μου, μόνο το πρόσωπο μου. Ήταν εντελώς παράξενη αίσθηση, σαν να με άγγιξαν για μια στιγμή χέρια στα μάγουλα και στο μέτωπο μου. Ταυτόχρονα άκουσα κάτι σαν στεναγμό στα αυτιά μου... όχι, όχι ακριβώς στεναγμό. Ήταν κάτι σαν μουρμουρητό που πέρασε δίπλα στα αυτιά μου, ένα βιαστικό, ψιθυριστά μήνυμα. Γύρισα περιμένοντας να δω τις κουρτίνες στο παράθυρο να κουνιούνται από τον αέρα... αλλά ήταν εντελώς ακίνητες. «Τζο;» είπα και ακούγοντας το όνομα της με διαπέρασε ένα τόσο έντονο ρίγος, που παραλίγο να μου πέσει το κασετόφωνο. «Τζο, εσύ είσαι;» Τίποτα. Ούτε αόρατα χέρια να με αγγίζουν ούτε καμιά κίνηση από τις κουρτίνες... και σίγουρα θα υπήρχε κάποια κίνηση αν αυτό που ένιωσα ήταν ρεύμα αέρα. Όλα ήσυχα. Υπήρχε μόνο ένας άντρας με ιδρωμένο πρόσωπο και ένα κασετόφωνο κάτω από τη μασχάλη του, ο οποίος στεκόταν στην πόρτα ενός άδειου δωματίου... Εκείνη τη στιγμή άρχισα για πρώτη φορά να πιστεύω πραγματικά ότι δεν ήμουν μόνος στο Σάρα Λαφς. Ε, και λοιπόν; είπα στον εαυτό μου. Ακόμη κι αν είναι αλήθεια αυτό, τι έγινε; Τα φαντάσματα δεν μπορούν να κάνουν κακό σε κανέναν. Έτσι νόμιζα τότε. Όταν πήγα στο στούντιο της Τζο μετά το φαγητό, ένιωσα πολύ καλύτερα για την Μπρέντα Μεσέρβ. Δεν το είχε παρακάνει τελικά. Τα λίγα αντικείμενα που θυμόμουν από το μικρό γραφείο της Τζο -το κορνιζαρισμένο πρώτο πλεχτό της, η πράσινη κουρελού, το κορνιζαρισμένο πόστερ με τα αγριολούλουδα του Μέιν- ήταν εδώ, μαζί με όλα σχεδόν τα πράγματα που θυμόμουν. Ήταν λες και η Μπρέντα μου έστελνε ένα μήνυμα: Δεν μπορώ να απαλύνω τον πόνο ή να μειώσω τη θλίψη σου, δεν μπορώ να επουλώσω τα τραύματα
που ίσως ξανανοίξουν με την επιστροφή σου εδώ, αλλά μπορώ να βάλω σε ένα μέρος όλα τα πράγματα που ίσως σε πληγώσουν, ώστε να μη σκοντάφτεις πάνω τους εκεί που δεν το περιμένεις. Αυτό τουλάχιστον μπορώ να το κάνω. Εδώ οι τοίχοι δεν ήταν γυμνοί· ήταν γεμάτοι από το πνεύμα και τη δημιουργικότητα της γυναίκας μου. Υπήρχαν πλεχτά (μερικά κανονικά, άλλα εντελώς εκκεντρικά κατασκευάσματα), μπατίκ, πάνινες κούκλες που ξεπρόβαλλαν μέσα από κολάζ, ένα αφηρημένο τοπίο ερήμου φτιαγμένο από λωρίδες κίτρινο, μαύρο και πορτοκαλί μεταξωτό, οι φωτογραφίες της με τα λουλούδια και πάνω στη βιβλιοθήκη της ένα μισοτελειωμένο έργο: ένα κεφάλι της Σάρας Λαφς φτιαγμένο από οδοντογλυφίδες και ξυλάκια από γλειφιτσούρια. Σε μια γωνία ήταν ο μικρός της αργαλειός και ένα ξύλινο ντουλάπι με την επιγραφή ΣΥΝΕΡΓΑ ΠΛΕΚΤΙΚΗΣ ΤΗΣ ΤΖΟ! ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΕΙΣΟΔΟΣ! κρεμασμένη στο πόμολο. Σε μια άλλη γωνία ήταν το μπάντζο της. Είχε προσπαθήσει να μάθει, αλλά τα παράτησε λέγοντας ότι πονούν τα δάχτυλα της. Σε μια τρίτη υπήρχε ένα κουπί από καγιάκ και ένα ζευγάρι πατίνια Ρόλερμπλεΐντς με γρατσουνισμένες μύτες και κάτι μικρά μοβ πομπόν στις άκρες των κορδονιών. Εκείνο όμως που μου τράβηξε την προσοχή ήταν κάτι που βρισκόταν πάνω στο γραφείο, στη μέση του δωματίου. 'Όταν ερχόμασταν εδώ με την Τζο, καλοκαίρια, φθινόπωρα και χειμωνιάτικα Σαββατοκύριακα, αυτό το γραφείο ήταν γεμάτο κουβαρίστρες, κούκλες νήματος, μαξιλαράκια για καρφίτσες, σκίτσα, ίσως κάποιο βιβλίο για τον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο ή για ράτσες σκυλιών. Η Τζοάνα πολλές φορές με εκνεύριζε, γιατί δεν είχε κανένα σύστημα και καμιά τάξη σε ό,τι έκανε. Η ίδια πάντως λειτουργούσε μια χαρά με αυτό τον τρόπο, έχοντας τα πάντα σκόρπια γύρω της. Τώρα όμως δεν ήταν έτσι τα πράγματα. Ίσως η Μπρέντα να καθάρισε τον κυκεώνα που επικρατούσε συνήθως πάνω στο γραφείο της και να έβαλε το αντικείμενο που υπήρχε τώρα εκεί, αλλά μου ήταν αδύνατο να το πιστέψω αυτό. Γιατί να κάνει κάτι τέτοιο; Ήταν παράλογο.
Το αντικείμενο ήταν σκεπασμένο με γκρίζα πλαστική κουκούλα. Πήγα να το αγγίξω, αλλά το χέρι μου σταμάτησε μερικά εκατοστά πριν το φτάσει, καθώς μια ανάμνηση από ένα παλιό όνειρο (δώσ' το μου αυτό είναι ο σκονοσυλλέκτης μου) πέρασε από το νου μου όπως πριν από λίγο είχε περάσει εκείνο το παράξενο ρεύμα από το πρόσωπο μου. Μετά χάθηκε και τράβηξα το πλαστικό κάλυμμα. Από κάτω ήταν η παλιά μου πράσινη IBM Σελέκτρικ, που είχα να τη δω και να τη σκεφτώ χρόνια. Έσκυψα πιο κοντά, ξέροντας ότι η μπάλα με τα γράμματα θα ήταν η Κούριερ, η αγαπημένη μου γραμματοσειρά, πριν ακόμη τη δω. Τι δουλειά είχε εδώ η παλιά μου γραφομηχανή; Η Τζοάνα ζωγράφιζε (αν και όχι πολύ καλά), τραβούσε φωτογραφίες (ορισμένες πραγματικά πολύ καλές) που μερικές φορές τις πουλούσε, έπλεκε με βελόνες και βελονάκι, ύφαινε και έβαφε υφάσματα, και έπαιζε οχτώ δέκα βασικά ακόρντα στην κιθάρα. Μπορούσε να γράφει, φυσικά. Οι περισσότεροι απόφοιτοι της αγγλικής φιλολογίας μπορούν και γι' αυτό ακριβώς σπουδάζουν αγγλική φιλολογία. Αν είχε ξεσπάσματα λαμπρής λογοτεχνικής δημιουργικότητας; Όχι. Ύστερα από μερικά πειράματα ποίησης στο κολέγιο, εγκατέλειψε αυτόν το συγκεκριμένο κλάδο των τεχνών βλέποντας ότι δεν τα κατάφερνε και τόσο καλά. Εσύ θα γράφεις και για τους δυο μας, Μάικ, μου είχε πει κάποτε. Το γράψιμο είναι όλο δικό σου. Εγώ θα πάρω μια γεύση από όλα τα υπόλοιπα. Αν λάβουμε υπόψη μας την ποιότητα των ποιημάτων της σε σύγκριση με την ποιότητα των μεταξωτών, των φωτογραφιών και των πλεχτών της, η απόφαση της ήταν μάλλον συνετή. Να όμως που η παλιά μου IBM ήταν πάνω στο γραφείο της. Γιατί; «Γράμματα», είπα. «Τη βρήκε κάτω στο κελάρι ή κάτι τέτοιο και την έφερε εδώ για να γράφει γράμματα». Μόνο που κι αυτό δεν έστεκε. Η Τζο μου έδειχνε τα περισσότερα γράμματα της και συχνά μου ζητούσε να συμπληρώσω κάποιο δικό μου υστερόγραφο. Συνήθως μου έκανε κανονικό εκβιασμό, προκαλώντας μου τύψεις μ' εκείνη την παλιά παροιμία ότι τα παιδιά του παπουτσή είναι πάντα ξυπόλυτα («και οι φίλοι του
συγγραφέα δεν θα μάθαιναν ποτέ νέα του αν δεν υπήρχε ο Αλεξάντερ Γκράχαμ Μπελ», πρόσθετε συχνά). Δεν είχα δει δακτυλογραφημένα προσωπικά γράμματα της γυναίκας μου όλο το διάστημα που ήμαστε παντρεμένοι -πιστεύω ότι θα το θεωρούσε απαράδεκτο να γράψεις ένα προσωπικό γράμμα στη γραφομηχανή. 'Ήξερε τυφλό σύστημα και μπορούσε να γράψει επιστολές για επιχειρηματικά θέματα, αργά αλλά μεθοδικά, όμως γι' αυτή τη δουλειά χρησιμοποιούσε πάντα τον δικό μου επιτραπέζιο υπολογιστή ή το δικό της PowerBook. «Τι σκάρωνες εδώ, γλυκιά μου;» ρώτησα και μετά άρχισα να ψάχνω στα συρτάρια του γραφείου. Η Μπρέντα Μεσέρβ είχε κάνει κάποια προσπάθεια κι εδώ, αλλά είχε νικηθεί από την αταξία της Τζο. Μια κάποια επιφανειακή τάξη (κουβαρίστρες χωρισμένες σε ομάδες ανάλογα με το χρώμα, για παράδειγμα) έδινε γρήγορα τη θέση της στο γνωστό αξιαγάπητο χάος της γυναίκας μου. Μέσα σ' εκείνα τα συρτάρια βρήκα ένα σωρό πράγματα που με πλήγωσαν με εκατό απρόσμενες αναμνήσεις, αλλά ούτε ένα χαρτί που να ήταν γραμμένο στην παλιά μου IBM. Ούτε μία σελίδα. Όταν τελείωσα το ψάξιμο, έγειρα πίσω στο κάθισμα (στο κάθισμα της Τζο) και κοίταξα τη μικρή κορνιζαρισμένη φωτογραφία στο γραφείο της. Ήταν η πρώτη φορά που την έβλεπα. Κατά πάσα πιθανότητα η Τζο την είχε τυπώσει μόνη της (το πρωτότυπο μπορεί να το είχε βρει σε καμιά σοφίτα της περιοχής) και μετά χρωμάτισε την εικόνα. Το αποτέλεσμα έμοιαζε σαν αφίσα καταζητούμενου. Την πήρα και έτριψα με τον αντίχειρα το τζάμι, κοιτάζοντας την απορημένος. Ήταν η Σάρα Τίντγουελ, η τραγουδίστρια των μπλουζ από τις αρχές του αιώνα, της οποίας ο τελευταίος γνωστός τόπος διαμονής ήταν εδώ στο Τι-Αρ-90. 'Όταν η Σάρα και η κομπανία της μερικοί φίλοι, οι περισσότεροι συγγενείς- έφυγαν από το Τι-Αρ, πήγαν στο Καστλ Ροκ για λίγο και μετά εξαφανίστηκαν εντελώς, σαν σύννεφο στον ορίζοντα ή πρωινή ομίχλη το καλοκαίρι. Χαμογελούσε λιγάκι στη φωτογραφία, αλλά ήταν δύσκολο να ερμηνεύσεις αυτό το χαμόγελο. Τα μάτια της ήταν μισόκλειστα. Στον ώμο της φαινόταν η χορδή -όχι λουρί αλλά χορδή- από την οποία
κρεμόταν η κιθάρα της. Στο βάθος φαινόταν ένας μαύρος που φορούσε στραβά ένα καπέλο με πολύ μάγκικο τρόπο (το έχουν αυτό οι μουσικοί: ξέρουν να φοράνε καπέλα) και στεκόταν δίπλα σε κάτι που έμοιαζε με «μπάσο-σκάφη», δηλαδή μια κανονική σκάφη που της είχαν περάσει από πάνω χορδές και τη χρησιμοποιούσαν σαν μπάσο. Η Τζο είχε χρωματίσει το δέρμα της Σάρας με μια απόχρωση καφέ-ο-λέ, ίσως με βάση άλλες φωτογραφίες που είχε δει (υπήρχαν αρκετές σκόρπιες εδώ γύρω, οι περισσότερες έδειχναν τη Σάρα με το κεφάλι ριγμένο πίσω και τα μαλλιά της να κρέμονται σχεδόν μέχρι τη μέση της καθώς έβγαζε το φημισμένο ανέμελο φωναχτό της γέλιο), αν και καμία δεν ήταν έγχρωμη φυσικά, αφού χρονολογούνταν από τις αρχές του αιώνα. Η Σάρα είχε αφήσει τη σφραγίδα της στην περιοχή, και όχι μόνο σε φωτογραφίες. Ο Ντίκι Μπρουκς, ο ιδιοκτήτης του γκαράζ, μου είπε κάποτε ότι ο πατέρας του είχε κερδίσει ένα αρκουδάκι στη σκοποβολή, στο πανηγύρι της Κομητείας Καστλ, και το έδωσε στη Σάρα Τίντγουελ. Αυτή τον αντάμειψε με ένα φιλί. Και, σύμφωνα με τον Ντέκι, ο γέρος δεν το ξέχασε ποτέ, είπε ότι ήταν το καλύτερο φιλί της ζωής του... αν και αμφιβάλλω αν το έλεγε αυτό μπροστά στη γυναίκα του. Σε αυτή τη φωτογραφία, απλώς χαμογελάει. Σάρα Τίντγουελ, γνωστή και ως Σάρα Λαφς. Τα τραγούδια της δεν ηχογραφήθηκαν ποτέ, αλλά παρ' όλα αυτά έχουν επιζήσει. Ενα από αυτά, το Walk Me Baby, μοιάζει τρομερά με το Walk This Way των Αίροσμιθ. Σήμερα η Σάρα θα θεωρούνταν Αφροαμερικανίδα. Το 1984, όταν αγοράσαμε το σπίτι και αρχίσαμε να ενδιαφερόμαστε για την ιστορία της, θεωρούνταν μαύρη. Στη δική της εποχή θα την αποκαλούσαν νέγρα ή αραπίνα ή μιγάδα ίσως. Το πίστευα ότι είχε φιλήσει τον πατέρα του Ντίκι Μπρουκς -έναν λευκό- μπροστά στη μισή Κομητεία; Όχι βέβαια. Από την άλλη μεριά, όμως, ποιος μπορεί να ξέρει στα σίγουρα; Κανείς. Αυτό είναι που κάνει το παρελθόν τόσο γοητευτικό. «Δεν είναι παρά ένας χορός σε στάβλο, μωρό μου», τραγούδησα, αφήνοντας πάλι τη φωτογραφία στο γραφείο. «Δεν είναι παρά ένας κύκλος που πάει γύρω γύρω». Πήρα το κάλυμμα της γραφομηχανής, μετά όμως αποφάσισα να μην το βάλω. Καθώς στεκόμουν εκεί, το βλέμμα μου πήγε πάλι στη
Σάρα, στα μισόκλειστα μάτια της και τη χορδή που φαινόταν στον έναν ώμο. Το πρόσωπο και το χαμόγελο της πάντα μου θύμιζαν κάτι και ξαφνικά κατάλαβα τι. Είχε μια παράξενη ομοιότητα με τον Ρόμπερτ Τζόνσον, που στις αρχικές ιδέες του βασίστηκαν σχεδόν όλα τα τραγούδια των Λεντ Ζέπελιν και των Γιάρντμπερντς. Τον άνθρωπο που, σύμφωνα με το θρύλο, πήγε σε ένα σταυροδρόμι και πούλησε την ψυχή του στον Σατανά για εφτά χρόνια γρήγορης ζωής με διασκέδαση, ποτό και γυναίκες. Και για να μείνει αθάνατο το όνομα του, φυσικά, έστω και στους καταλόγους των τζουκμπόξ. Και τα είχε αποκτήσει αυτά. Ο Ρόμπερτ Τζόνσον, που υποτίθεται ότι τον δηλητηρίασαν για μια γυναίκα. Αργά το απόγευμα πήγα στο γενικό κατάστημα και είδα ένα καλό κομμάτι ψάρι στον καταψύκτη. Ήταν ό,τι έπρεπε για βραδινό. Αγόρασα κι ένα μπουκάλι άσπρο κρασί για να πιω μαζί και καθώς περίμενα τη σειρά μου στο ταμείο άκουσα πίσω μου μια τρεμάμενη αντρική φωνή. «Απ' ό,τι είδα, έκανες μια καινούρια φίλη χτες». Η γιάνκικη προφορά ήταν τόσο έντονη, που ακουγόταν σχεδόν κωμική... Και δεν είναι μόνο η προφορά, είναι κι εκείνος ο τραγουδιστός τόνος. Όλοι οι γνήσιοι κάτοικοι του Μέιν μιλάνε σαν τους τύπους που κάνουν πλειστηριασμούς. Γύρισα και είδα το γεροντάκι που στεκόταν έξω από το γκαράζ και παρακολουθούσε μαζί με τον Ντίκι Μπρουκς όταν έκανα τη γνωριμία μου με την Κάιρα, τη Μέτι και το τζιπ τους. Κρατούσε πάλι το μπαστούνι με τη χρυσή λαβή και τώρα το αναγνώρισα. Κάπου στη δεκαετία του '50, η Μπόστον Ποστ είχε δωρίσει από ένα τέτοιο μπαστούνι σε όλες τις κομητείες των Πολιτειών της Νέας Αγγλίας. Το μπαστούνι δόθηκε στον γηραιότερο κάτοικο της Κομητείας και έκτοτε περνάει από γέρο σε γέρο. Το αστείο είναι ότι η Ποστ είχε χρεοκοπήσει εδώ και χρόνια. «Δύο καινούριες φίλες», απάντησα, προσπαθώντας να θυμηθώ το όνομα του αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Τον θυμόμουν από την εποχή που ζούσε η Τζο, να ρητορεύει καθισμένος σε μια πολυθρόνα στην αίθουσα αναμονής του Ντίκι, να συζητάει για τον καιρό και την πολιτική, την πολιτική και τον καιρό, μέσα στα σφυροκοπήματα του
γκαράζ. Ήταν μονίμως εκεί και αν συνέβαινε τίποτα στον Αυτοκινητόδρομο 68 δεν υπήρχε περίπτωση να του ξεφύγει. «Απ' ό,τι μου λένε, η Μέτι Ντεβόρ είναι πολύ "εξυπηρετική" κοπέλα», είπε και μου έκλεισε το μάτι με νόημα. Έχω δει πολλά τέτοια κλεισίματα του ματιού, αλλά κανένα δεν ήταν τόσο πρόστυχο. Κοίταξα τη μύτη του, που έμοιαζε με κέρινο ράμφος, και αισθάνθηκα έντονη διάθεση να του δώσω μια μπουνιά. Ο ήχος που θα έκανε η μύτη καθώς θα έφευγε από το μούτρο του θα θύμιζε ξερό κλαδί που σπάει στο γόνατο. «Σου λένε πολλά, γέρο;» ρώτησα. «Α, ναι, ναι!» Τα χείλια του -σκούρα σαν φέτες συκώτι- άνοιξαν και χαμογέλασε πλατιά. Τα ούλα του ήταν γεμάτα από άσπρα σημάδια. Είχε δύο κίτρινα δόντια ακόμη στο πάνω σαγόνι κι άλλα δύο στο κάτω. «Κι έχει κι εκείνη τη μικρή -χαριτωμένο μωρό!» «Τρισχαριτωμένο», απάντησα. Το απαίσιο χαμόγελο του γέρου έγινε πιο πλατύ. «Μόνο που η μάνα του το αφήνει να γυρνάει όπου θέλει». Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα -κάλλιο αργά παρά ποτέ- ότι μισή ντουζίνα άνθρωποι μας κοίταζαν και άκουγαν τη συζήτηση. «Εγώ δεν είδα τίποτα τέτοιο», είπα υψώνοντας λίγο τη φωνή μου. Αυτός συνέχισε να χαμογελά... εκείνο το χαμόγελο του γέρου που λέει: Σε ποιον τα πουλάς αυτά; Ξέρω εγώ. Έφυγα από το μαγαζί ανησυχώντας για τη Μέτι Ντεβόρ. Απ' ό,τι φαίνεται, ήταν πολλοί αυτοί που ασχολούνταν μαζί της. Όταν έφτασα στο σπίτι, πήγα το κρασί στην κουζίνα για να κρυώσει όσο θα έψηνα το ψάρι στο μπάρμπεκιου, στη βεράντα. Άπλωσα το χέρι μου για να ανοίξω την πόρτα του ψυγείου και σταμάτησα πάλι. Πριν φύγω, υπήρχαν πάνω της σκόρπια καμιά πενηνταριά μαγνητάκια -φρούτα, λαχανικά, πλαστικά γράμματα και αριθμοί-, τώρα όμως δεν ήταν πια σκόρπια. Τώρα σχημάτιζαν έναν κύκλο. Κάποιος είχε μπει εδώ μέσα. Κάποιος είχε έρθει και... Και τι; Είχε αλλάξει θέση στα μαγνητάκια του ψυγείου; Αν ήταν διαρρήκτης, σίγουρα δεν ήταν καλά στο μυαλό. Άγγιξα ένα μαγνητάκι διστακτικά, με την άκρη του δαχτύλου μου. Μετά, θυμωμένος ξαφνικά με τον εαυτό μου, τα σκόρπισα πάλι πάνω στην
πόρτα του ψυγείου με τόση δύναμη, ώστε μερικά ξεκόλλησαν κι έπεσαν στο πάτωμα. Δεν τα σήκωσα. Εκείνο το βράδυ, πριν πέσω για ύπνο, έβαλα το κασετόφωνο στο τραπέζι κάτω από τον Μπάντερ, το άναψα και ενεργοποίησα τη λειτουργία της υπαγόρευσης. Μετά έβαλα μέσα μια παλιά κασέτα, μηδένισα το μετρητή και πήγα στο κρεβάτι, όπου κοιμήθηκα οχτώ ώρες χωρίς όνειρα ή άλλες διακοπές. Η μέρα που ξημέρωσε, Δευτέρα, ήταν από εκείνες για τις οποίες έρχονται οι τουρίστες στο Μέιν. Ο αέρας ήταν τόσο καθαρός και φωτεινός, που οι λόφοι στην απέναντι όχθη της λίμνης θαρρείς και ήταν μεγεθυσμένοι. Το όρος Ουάσιγκτον, το ψηλότερο της Νέας Αγγλίας, έμοιαζε να αιωρείται στο βάθος. Έβαλα καφέ και πήγα στο λίβινγκ ρουμ σφυρίζοντας. Όλες μου οι φαντασιώσεις των τελευταίων ημερών μου φαίνονταν αστείες σήμερα το πρωί. Αλλά το σφύριγμα έσβησε σαν από μόνο του. Ο μετρητής του κασετόφωνου, που ήταν στο 000 όταν έπεσα για ύπνο, τώρα έδειχνε 012. Γύρισα την κασέτα στην αρχή, δίστασα για μια στιγμή με το δάχτυλο πάνω από το κουμπί PLAY, είπα στον εαυτό μου (με τη φωνή της Τζο) να μην είμαι βλάκας και το πάτησα. «Ω Μάικ», ψιθύρισε μια φωνή -θρήνησε, σχεδόν- από το κασετόφωνο και χωρίς να το καταλάβω πίεσα το χέρι πάνω στο στόμα μου για να μην ουρλιάξω. Ήταν αυτό που είχα ακούσει μέσα στο γραφείο της Τζο, όταν πέρασε εκείνη η αύρα δίπλα από το πρόσωπο μου, μόνο που τότε είχε ακουστεί πολύ γρήγορα. Τώρα τα λόγια είχαν επιβραδυνθεί αρκετά ώστε να τα καταλάβω. «Ω Mάικ», είπε πάλι. Ακούστηκε ένα αμυδρό κλικ. Το κασετόφωνο είχε κλείσει αυτόματα για κάποιο χρονικό διάστημα. Και μετά, για άλλη μια φορά, ακούστηκε μέσα στο λίβινγκ ρουμ, ενώ εγώ κοιμόμουν στη βορινή κρεβατοκάμαρα: «Ω Μάικ». Και μετά η φωνή χάθηκε.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10 Γύρω στις εννιά η ώρα, ένα φορτηγάκι κατέβηκε το δρόμο για το σπίτι και παρκάρισε πίσω από τη Σεβρολέτ. Ήταν καινούριο -ένα Ντοτζ Ραμ τόσο καθαρό και αστραφτερό, που έμοιαζε να βγήκε μόλις από την αντιπροσωπεία-, αλλά είχε την ίδια σπασμένη λευκή απόχρωση με το προηγούμενο και το σήμα στην πόρτα του οδηγού ήταν όπως το θυμόμουν: ΓΟΥΙΛΙΑΜ «ΜΠΙΛ» ΝΤΙΝ ΕΛΕΓΧΟΣ ΣΠΙΤΙΩΝ ΕΠΙΣΤΑΣΙΑ ΕΛΑΦΡΕΣ ΞΥΛΟΥΡΓΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ, και το τηλέφωνο του. Βγήκα στην πίσω βεράντα για να τον υποδεχτώ, με την κούπα του καφέ στο χέρι. «Μάικ!» φώναξε ο Μπιλ, κατεβαίνοντας από το αμάξι. Οι Γιάνκηδες δεν αγκαλιάζουν άλλους άντρες -αυτό είναι κάτι το αυτονόητο, όπως ότι οι σκληροί άντρες δεν χορεύουν και ότι οι πραγματικοί άντρες δεν τρώνε ζελέ-, έτσι ο Μπιλ μου έσφιξε μόνο το χέρι, αλλά κουνώντας το τόσο δυνατά, που κόντεψε να μου χυθεί ο καφές από τη σχεδόν άδεια κούπα, και μου έδωσε ένα γερό χτύπημα στην πλάτη. Το χαμόγελο του αποκάλυψε μια σειρά δόντια που ολοφάνερα ήταν ψεύτικα, απ' αυτά που παλιότερα τα έλεγαν Ρομπάκερς επειδή τα αγοράζεις από τον ομώνυμο ταχυδρομικό κατάλογο. Βλέποντας τα σκέφτηκα ότι ο ξεμωραμένος συνομιλητής μου από το μαγαζί θα έπρεπε να βάλει μια τέτοια μασέλα -έτσι θα τα κατάφερνε καλύτερα στο μάσημα, ο αδιάκριτος γεροξούρας. «Μάικ, επιτέλους, κάναμε μαύρα μάτια να σε δούμε!» «Χαίρομαι κι εγώ που σε βλέπω», είπα χαμογελώντας. Και δεν ήταν ψεύτικο το χαμόγελο. Εκείνη τη στιγμή ένιωθα εντάξει. Τα πράγματα που έχουν τη δύναμη να σε τρομοκρατήσουν μια νύχτα με κεραυνούς και βροντές στις περισσότερες περιπτώσεις φαίνονται απλώς ενδιαφέροντα στο φως της μέρας. «Φαίνεσαι μια χαρά, φίλε μου». Και ήταν αλήθεια. Ο Μπιλ ήταν τέσσερα χρόνια μεγαλύτερος και λίγο πιο γκριζαρισμένος αλλά κατά τα άλλα ίδιος. Εξήντα πέντε; Εβδομήντα; Δεν είχε σημασία. Δεν υπήρχε εκείνη η κέρινη όψη της αρρώστιας πάνω του ούτε κι εκείνο το «κρέμασμα», κυρίως στα
μάγουλα και γύρω από τα μάτια, που συνοδεύει το πλησίασμα των γηρατειών. «Το ίδιο κι εσύ», είπε, αφήνοντας το χέρι μου. «Λυπηθήκαμε όλοι τόσο πολύ για την Τζο, Μάικ. Όλος ο κόσμος στην πόλη την αγαπούσε. Ήταν μεγάλο σοκ, έτσι νέα που ήταν. Η γυναίκα μου μού ζήτησε να σου δώσω τα συλλυπητήρια της. Η Τζο της έφτιαξε μια πλεχτή κουβέρτα τη χρονιά που έπαθε την πνευμονία και η Ιβέτ δεν το ξέχασε ποτέ». «Ευχαριστώ», είπα και για μερικές στιγμές δεν μπορούσα να κοντρολάρω τη φωνή μου. Φαίνεται ότι η γυναίκα μου δεν ήταν νεκρή για το Τι-Αρ. «Και ευχαρίστησε και την Ιβέτ εκ μέρους μου». «Έγινε. Όλα εντάξει στο σπίτι; Εκτός από το αιρ κοντίσιον, δηλαδή. Το αναθεματισμένο! Στη Γουέστερν Ότο μου είπαν ότι θα είχαν το εξάρτημα την περασμένη βδομάδα και τώρα μου λένε ότι μπορεί να μην έρθει πριν από τον Αύγουστο». «Δεν πειράζει. Έχω φέρει το PowerBook. Αν θέλω να το χρησιμοποιήσω, βολεύομαι μια χαρά στο τραπέζι της κουζίνας». Και θα ήθελα να το χρησιμοποιήσω -υπήρχαν τόσο πολλά σταυρόλεξα και τόσο λίγος χρόνος. «Το ζεστό νερό εντάξει;» «Όλα είναι εντάξει, υπάρχει όμως ένα πρόβλημα». Σταμάτησα. Πώς λες στον επιστάτη του σπιτιού σου ότι υποψιάζεσαι ότι το σπίτι είναι στοιχειωμένο; Κατά πάσα πιθανότητα δεν υπήρχε ανώδυνος τρόπος. Το καλύτερο θα ήταν να του το πω στα ίσια. Είχα ένα σωρό ερωτήσεις, αλλά δεν ήθελα να του μιλήσω έμμεσα και συγκρατημένα. Πρώτα πρώτα, ο Μπιλ θα καταλάβαινε. Μπορεί να είχε αγοράσει τη μασέλα του από ταχυδρομικό κατάλογο, αλλά δεν ήταν βλάκας. «Τι τρέχει, Μάικ; Λέγε». «Δεν ξέρω πώς θα το πάρεις, αλλά...» Χαμογέλασε σαν άνθρωπος που καταλαβαίνει ξαφνικά και σήκωσε το χέρι του για να με σταματήσει. «Μάλλον ξέρω ήδη». «Ξέρεις;» Αισθάνθηκα μια τεράστια ανακούφιση. Δεν έβλεπα την ώρα να τον ρωτήσω τι είχε ακούσει αυτός στο σπίτι, ίσως ενώ έκανε
έλεγχο μήπως είχε καεί καμιά λάμπα ή κοίταζε να δει αν η στέγη άντεχε το χιόνι. «Τι άκουσες;» «Κυρίως αυτά που λένε ο Ρόις Μέριλ και ο Ντίκι Μπρουκς», μου απάντησε. «Πέρα απ' αυτό, δεν ξέρω τίποτ' άλλο. Όπως θα θυμάσαι, εγώ ήμουν στη Βιρτζίνια με την Ιβέτ. Γυρίσαμε χτες το βράδυ, γύρω στις οχτώ. Και πάλι όμως είναι το κύριο θέμα συζήτησης κάτω στο γενικό κατάστημα». Για μια στιγμή είχα μείνει κολλημένος στο Σάρα Λαφς και δεν μπορούσα να καταλάβω τι μου λέει. Ίσως ότι ο κόσμος κουτσομπόλευε για τους παράξενους θορύβους που ακούγονταν στο σπίτι του. Μετά όμως θυμήθηκα το όνομα Ρόις Μέριλ και κατάλαβα. Ο Μέριλ ήταν το ερείπιο που κρατούσε το μπαστούνι με τη χρυσή λαβή. Ο Τετραδόντης. Ο επιστάτης μου δεν μιλούσε για φαντάσματα αλλά για τη Μέτι Ντεβόρ. «Πάμε να σου βάλω έναν καφέ», είπα. «Θέλω να μου πεις με τι πάω να μπλέξω εδώ». Όταν καθίσαμε στη βεράντα, εγώ με γεμάτη την κούπα του καφέ και ο Μπιλ με ένα φλιτζάνι τσάι («Αυτές τις μέρες, ο καφές μου φέρνει κάψιμο και πάνω και κάτω», είπε), του ζήτησα να μου πει πρώτα πώς είχαν περιγράψει ο Μέριλ και ο Μπρουκς τη συνάντηση μου με τη Μέτι και την Κάιρα. Τα πράγματα αποδείχτηκαν καλύτερα από ό,τι περίμενα. Οι δυο γέροι με είχαν δει να στέκομαι στην άκρη του δρόμου με το κοριτσάκι στην αγκαλιά μου και τη Σεβρολέτ παρκαρισμένη, με την πόρτα του οδηγού ανοιχτή, αλλά φαίνεται ότι δεν είχαν δει την Κάιρα να χρησιμοποιεί τη διαχωριστική γραμμή για να κάνει σχοινοβασία. Σαν να ήθελε όμως να αντισταθμίσει αυτή την παράλειψη, ο Ρόις ισχυριζόταν ότι η Μέτι με είχε αγκαλιάσει ενθουσιασμένη και μου είχε δώσει ένα φιλί στο στόμα. «Μήπως είδε και ότι της χούφτωσα τον κώλο και της έχωσα τη γλώσσα μου στο στόμα;» ρώτησα. Ο Μπιλ χαμογέλασε. «Η φαντασία του Ρόις δεν απλώνεται σε τέτοια πράγματα από τότε που πέρασε τα πενήντα, και τούτο έχει γίνει πριν από σαράντα χρόνια περίπου».
«Δεν την άγγιξα καθόλου», είπα. Εντάξει, υπήρχε κι εκείνη η στιγμή που το πάνω μέρος του χεριού μου τρίφτηκε πάνω στο στήθος της, αλλά αυτό έγινε κατά λάθος, ανεξάρτητα από το τι μπορεί να σκέφτηκε η μικρή. «Μάικ, δεν χρειάζεται να μου το πεις εμένα αυτό», είπε ο Μπιλ. «Αλλά...» Είπε το αλλά όπως το έλεγε πάντα η μητέρα μου, αφήνοντας τη φράση του μετέωρη, να κυματίζει σαν ουρά χαρταετού. «Αλλά τι;» «Καλά θα κάνεις να μην την πλησιάζεις», είπε ο Μπιλ. «Είναι καλή κοπέλα -σχεδόν ντόπια, μπορώ να σου πω-, αλλά είναι επίσης επικίνδυνη». Σταμάτησε σαν να το ξανασκέφτηκε. «Όχι, αυτό δεν είναι δίκαιο. Δεν είναι επικίνδυνη, έχει η ίδια μπελάδες, και οι μπελάδες της μπορεί να είναι κολλητικοί». «Ο γέρος θέλει την κηδεμονία του παιδιού, έτσι δεν είναι;» Ο Μπιλ άφησε το φλιτζάνι του πάνω στο κάγκελο της βεράντας και με κοίταξε υψώνοντας τα φρύδια. Οι αντανακλάσεις από τη λίμνη κυμάτιζαν πάνω στα μαγουλά του, δίνοντας του εξωτική όψη. «Πώς το ξέρεις;» «Απλώς το μάντεψα, αλλά είχα κάποια δεδομένα. Ο γέρος μου τηλεφώνησε το Σάββατο το βράδυ, την ώρα που έπεφταν τα πυροτεχνήματα. Βέβαια, δεν μου είπε ξεκάθαρα ποιος είναι ο σκοπός του, αλλά αμφιβάλλω αν ο Μαξ Ντεβόρ θα ερχόταν στο Τι-Αρ-90 μόνο και μόνο για να κάνει κατάσχεση στο τζιπ και το τροχόσπιτο της νύφης του. Λοιπόν, ποια είναι η ιστορία, Μπιλ;» Για μερικές στιγμές απλώς με κοίταζε. Είχε σχεδόν το ύφος ανθρώπου που ξέρει ότι έχεις κολλήσει μια σοβαρή αρρώστια και αναρωτιέται τι πρέπει να σου πει και τι να σου κρύψει. Αυτό μου προκάλεσε μεγάλη ανησυχία. Από την άλλη μεριά, κατάλαβα ότι μπορεί να έφερνα και τον Μπιλ Ντιν σε δύσκολη θέση. Ο Ντεβόρ είχε ρίζες εδώ. Και όσο κι αν με συμπαθούσε ο Μπιλ, εγώ δεν ήμουν ντόπιος. Εντάξει, το πράγμα θα μπορούσε να είναι πολύ χειρότερο -αν ήμουν από τη Μασαχουσέτη ή τη Νέα Υόρκη, για παράδειγμα-, αλλά το Ντέρι, μολονότι βρισκόταν κι αυτό στο Μέιν, ήταν πολύ μακριά.
«Μπιλ; Χρειάζομαι μερικές οδηγίες προς ναυτιλλομένους σ' αυτή την περίπτωση... » «Καλά θα κάνεις να μην μπλέξεις μαζί του», είπε. Το χαμόγελο του είχε σβήσει. «Ο άνθρωπος είναι τρελός». Για μια στιγμή νόμισα ότι ο Μπιλ εννοούσε απλώς ότι ο Ντεβόρ ήταν τσατισμένος μαζί μου, αλλά μετά έριξα άλλη μια ματιά σιο πρόσωπο του. Όχι, δεν εννοούσε τσατισμένος, είχε χρησιμοποιήσει τη λέξη «τρελός» στην κυριολεξία της. «Τρελός; Τι τρελός, δηλαδή; Τρελός σαν τον Τσαρλς Μάνσον; Σαν τον Χάνιμπαλ Λέκτερ;» «Ας πούμε σαν τον Χάουαρντ Χιουζ», είπε. «Έχεις διαβάσει καμιά από τις ιστορίες που κυκλοφορούν για τον Χιουζ; Πώς έφτανε στα άκρα για να πάρει αυτό που ήθελε; Δεν είχε σημασία τι ήταν: ένα χοτ ντογκ που το πουλούσαν μόνο στο Λος Άντζελες ή ένας σχεδιαστής αεροπλάνων που δούλευε στη Λόκχιντ ή στη ΜακντόνελΝτάγκλας. Όταν ήθελε κάτι, δεν σταματούσε πουθενά -έπρεπε να το αποκτήσει. Έτσι είναι και ο Ντεβόρ. Πάντα έτσι ήταν. Ακόμη και στα παιδικά του χρόνια ήταν έτσι ξεροκέφαλος, σύμφωνα με τις ιστορίες που κυκλοφορούν γι' αυτόν στην πόλη. »Μου είχε πει μία και ο πατέρας μου. Όταν ήταν μικρός, ο Μαξ Ντεβόρ έκανε διάρρηξη ένα χειμώνα και μπήκε στην αποθήκη του Σκαντ Λάριμπι, επειδή ήθελε ένα έλκηθρο που είχε αγοράσει ο Σκαντ στο γιο του τον Σκούτερ για τα Χριστούγεννα. Αυτό πρέπει να έγινε γύρω στο 1923. Ο Ντεβόρ έκοψε και τα δύο χέρια του από τα σπασμένα γυαλιά, όπως μου είπε ο πατέρας μου, αλλά πήρε το έλκηθρο. Τον βρήκαν κοντά στα μεσάνυχτα να κατεβαίνει με το έλκηθρο από το λόφο Σούγκαρ Μαπλ, κρατώντας τα χέρια του ψηλά στο στήθος. Τα γάντια και τα ρούχα του ήταν γεμάτα αίματα. Ακούγονται κι άλλες ιστορίες για τα κατορθώματα του Μάξι Ντεβόρ όταν ήταν μικρός -αν ρωτήσεις, θα ακούσεις πενήντα διαφορετικέςκαι μερικές μπορεί να αληθεύουν. Αυτή για το έλκηθρο, όμως, είναι σίγουρα αλήθεια. Βάζω στοίχημα ό,τι θέλεις. Γιατί ο πατέρας μου δεν έλεγε ψέματα. Το απαγόρευε η θρησκεία του». «Βαπτιστής ήταν;» «Όχι, Γιάνκης».
«Έχουν περάσει πολλά φεγγάρια από το 1923, Μπιλ. Μερικές φορές οι άνθρωποι αλλάζουν». «Ναι, αλλά τις περισσότερες φορές δεν αλλάζουν. Δεν έχω δει τον Ντεβόρ από τότε που γύρισε και εγκαταστάθηκε στο Γουόρινγκτον κι έτσι δεν μπορώ να πω στα σίγουρα, αλλά, απ' αυτά που έχω ακούσει, αν έχει αλλάξει είναι προς το χειρότερο. Δεν ήρθε εδώ από την άλλη άκρη της χώρας επειδή ήθελε να κάνει διακοπές, θέλει το παιδί. Γι' αυτόν είναι κάτι σαν το έλκηθρο του Σκούτερ Λάριμπι. Και σε συμβουλεύω να μη γίνεις το τζάμι που τον χωρίζει από τη μικρή». Ήπια μια γουλιά καφέ και κοίταξα προς τη λίμνη. Ο Μπιλ μου έδωσε χρόνο να σκεφτώ, ξύνοντας με την μπότα του μια τεράστια ξεραμένη κουτσουλιά στις σανίδες της βεράντας. Από κοράκι, μάλλον. Μόνο τα κοράκια αμολάνε τέτοιες εντυπωσιακές κουτσουλιές. Ένα πράγμα ήταν βέβαιο: ότι η Μέτι Ντεβόρ την είχε πολύ άσχημα. Δεν είμαι τόσο κυνικός όσο ήμουν στα είκοσι -είναι κανείς μας;-, αλλά ούτε και τόσο αφελής ώστε να νομίζω ότι ο νόμος θα προστάτευε τη Μις Τροχόσπιτο από τον Μίστερ Κομπιούτερ, ιδιαίτερα αν ο Μίστερ Κομπιούτερ αποφάσιζε να παίξει βρόμικα. Όταν ήταν μικρός, βούτηξε το έλκηθρο που ήθελε και έκανε τσουλήθρες μόνος του μέσα στα άγρια μεσάνυχτα, χωρίς να τον νοιάζουν τα χέρια του που αιμορραγούσαν. Τι άνθρωπος να ήταν ως ενήλικος; Και τι άνθρωπος να ήταν τώρα που είχε γεράσει και αποκτούσε όλα τα έλκηθρα που ήθελε εδώ και σαράντα χρόνια; «Ποια είναι η ιστορία με τη Μέτι, Μπιλ; Πες μου». Δεν του πήρε πολλή ώρα. Οι ιστορίες της επαρχίας είναι απλές στις περισσότερες περιπτώσεις. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν είναι και ενδιαφέρουσες. Η Μέτι Ντεβόρ άρχισε τη ζωή της ως Μέτι Στάντσφιλντ, όχι ακριβώς από το Τι-Αρ αλλά από το Μότον, λίγο έξω από τα όρια της περιοχής. Ο πατέρας της ήταν φορτηγατζής, η μητέρα της αισθητικός (που σημαίνει ότι, κατά έναν ιδιαίτερο, απαίσιο τρόπο, αυτός ήταν ο τέλειος επαρχιακός γάμος). Έκαναν τρία παιδιά. Όταν ο
Ντέιβ Στάντσφιλντ έχασε μια στροφή στο Λοβέλ κι έπεσε με το φορτηγό που οδηγούσε μέσα στη λίμνη Κιουαντίν, η χήρα του «έχασε το κουράγιο της», όπως λένε, και πέθανε λίγο αργότερα. Δεν υπήρχε καμία ασφάλεια ζωής, πέρα από αυτή που ήταν υποχρεωμένος να έχει ο Στάντσφιλντ για το φορτηγό του. Κανονικό παραμύθι των Αδερφών Γκριμ, ε; Αφαίρεσε τα παιχνίδια πίσω από το σπίτι, τα δυο σεσουάρ στο υπόγειο που χρησίμευε για κομμωτήριο, το παλιό σκουριασμένο Τογιότα στο γκαράζ και είσαι ακριβώς εκεί: Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε μια φτωχή χήρα με τέσσερα παιδιά. Η Μέτι είναι η πριγκίπισσα της ιστορίας -φτωχή αλλά όμορφη (το ότι ήταν όμορφη μπορούσα να το βεβαιώσω και προσωπικά). Και ξαφνικά εμφανίζεται και ο πρίγκιπας. Σε αυτή την περίπτωση ήταν ένας ψηλόλιγνος, άχαρος κοκκινομάλλης που τραύλιζε και το όνομα του ήταν Λανς Ντεβόρ. Το παιδί των ώριμων χρόνων του Μαξ Ντεβόρ. Όταν ο Λανς γνώρισε τη Μέτι, ήταν είκοσι ενός ετών. Αυτή μόλις είχε κλείσει τα δεκαεφτά. Η συνάντηση έγινε στο Γουόρινγκτον, όπου η Μέτι είχε βρει καλοκαιρινή δουλειά σαν σερβιτόρα. Ο Λανς Ντεβόρ έμενε στο Άπερ Μπει, στην άλλη μεριά της λίμνης, αλλά κάθε Τρίτη βράδυ έπαιζαν μπέιζμπολ στο Γουόρινγκτον, οι ντόπιοι ενάντια στους παραθεριστές, και συνήθως ο Λανς ερχόταν για να παίξει. Το μπέιζμπολ είναι σπουδαίο πράγμα για τους Λανς Ντεβόρ αυτού του κόσμου. Όταν στέκεσαι στο γήπεδο με το ρόπαλο στα χέρια, δεν έχει σημασία αν είσαι άχαρος. Και σίγουρα δεν παίζει ρόλο το ότι τραυλίζεις. «Τους μπέρδευε πολύ εκεί κάτω στο Γουόρινγκτον», είπε ο Μπιλ. «Δεν ήξεραν σε ποια ομάδα ανήκει, στους Ντόπιους ή στους Έξω. Τον Λανς δεν τον ένοιαζε, έπαιζε με όποια ομάδα να 'ταν. Μερικές βδομάδες στη μία, μερικές στην άλλη. Και οι δύο σκίζονταν για να τον πάρουν, γιατί έπαιζε φοβερό μπέιζμπολ. Τον έβαζαν πολύ στην πρώτη βάση επειδή ήταν ψηλός, αλλά ουσιαστικά πήγαινε χαμένος εκεί. Στη δεύτερη βάση, όμως... Εκεί να τον δεις! Πηδούσε και στριφογύριζε σαν αυτό τον τύπο, τον Νοριέγκα». «Μάλλον εννοείς τον Νουρέγιεφ», είπα.
Ανασήκωσε τους ώμους του. «Το θέμα είναι ότι ήταν φοβερός. Και ο κόσμος τον συμπαθούσε. Τα πήγαινε καλά με όλους. Αυτοί που παίζουν είναι κυρίως νέοι, ξέρεις, και γι' αυτούς έχει σημασία το πώς παίζεις, όχι το ποιος είσαι. Άλλωστε, πολλοί απ' αυτούς δεν ήξεραν καν ποιος είναι ο Μαξ Ντεβόρ». «Εκτός αν διάβαζαν τη Γουόλ-Στρητ Τζέρναλ και τα περιοδικά των υπολογιστών», είπα. «Εκεί βλέπεις το όνομα του Ντεβόρ όσο συχνά βλέπεις το όνομα του Θεού στη Βίβλο». «Σοβαρά;» «Για να πω την αλήθεια, στα περιοδικά των υπολογιστών ο Θεός τις περισσότερες φορές λέγεται Γκέιτς, αλλά καταλαβαίνεις τι εννοώ». «Ναι, μάλλον. Ακόμη κι αν είναι έτσι, όμως, είχαν περάσει εξήντα πέντε χρόνια από τότε που ο Μαξ Ντεβόρ ήταν στο Τι-Αρ. Ξέρεις τι έγινε όταν έφυγε, ε;» «Όχι, γιατί να ξέρω;» Με κοίταξε έκπληκτος και είδα κάτι σαν πέπλο να πέφτει μπροστά στα μάτια του. Τα ανοιγόκλεισε και καθάρισαν. «Θα σου πω άλλη φορά. Δεν είναι μυστικό, αλλά πρέπει να είμαι στου Χάριμαν μέχρι τις έντεκα για να κοιτάξω την αντλία του και δεν θέλω να ανοίξουμε άλλη συζήτηση. Το θέμα είναι ότι ο Λανς Ντεβόρ είχε γίνει δεκτός απ' όλους. Ήταν απλώς ένα καλό παιδί που μπορούσε να στείλει την μπάλα στα εκατό μέτρα αν την πετύχαινε σωστά με το ρόπαλο. Και σ' αυτά τα παιχνίδια ήταν όλο νεαροί. Δεν υπήρχε κανείς αρκετά μεγάλος για να θυμάται τον πατέρα του και να τον κρατήσει σε απόσταση γι' αυτό. Ούτε και τους ενοχλούσε που η οικογένεια του είχε λεφτά. Υπάρχουν πολλοί πλούσιοι εδώ τα καλοκαίρια, το ξέρεις αυτό. Κανείς τόσο πλούσιος όσο ο Μαξ Ντεβόρ, αλλά ο πλούτος είναι απλώς θέμα βαθμού». Αυτό δεν ήταν αλήθεια, και είχα αρκετά χρήματα για να το ξέρω από πρώτο χέρι. Ο πλούτος είναι σαν την κλίμακα Ρίχτερ· από τη στιγμή που θα περάσεις ένα ορισμένο σημείο, τα άλματα από το ένα επίπεδο στο επόμενο δεν είναι διπλά ή τριπλά, αλλά κάποιο απίστευτο και τρομακτικό πολλαπλάσιο που δεν θέλεις ούτε να το σκέφτεσαι. Ο Φιτζέραλντ το είχε καταλάβει αυτό, αν και μάλλον δεν
είχε πιστέψει στην ίδια του την ιδέα: ότι οι πολύ πλούσιοι είναι διαφορετικοί από μένα κι εσένα. Σκέφτηκα να το πω στον Μπιλ, αλλά αποφάσισα να μη μιλήσω. Είχε να φτιάξει την αντλία. Οι γονείς της Κάιρα γνωρίστηκαν πάνω από ένα βαρέλι μπίρα που κόλλησε σε μια λακκούβα. Η Μέτι έφερνε το βαρέλι από το κεντρικό κτίριο στο γήπεδο με ένα ειδικό καροτσάκι. Είχε κάνει τον περισσότερο δρόμο χωρίς πρόβλημα, αλλά πριν από μερικές μέρες είχε βρέξει πολύ και σε κάποιο σημείο το καροτσάκι κόλλησε σε μια λακκούβα με λάσπη. Ο Λανς δεν έπαιζε εκείνη την ώρα, καθόταν στον πάγκο και περίμενε να 'ρθει η σειρά του να χτυπήσει. Είδε το κορίτσι με το άσπρο σορτς και το μπλε πόλο να παλεύει με το κολλημένο καρότσι και πήγε να το βοηθήσει. Τρεις βδομάδες αργότερα ήταν αχώριστοι -και η Μέτι ήταν έγκυος. Ύστερα από δέκα βδομάδες παντρεύτηκαν. Ύστερα από τριάντα εφτά βδομάδες ο Λανς Ντεβόρ ήταν σε ένα φέρετρο -τέρμα το μπέιζμπολ και η κρύα μπίρα τα καλοκαίρια, τέρμα τα δάση, τέρμα η καινούρια εμπειρία της πατρότητας, τέρμα η αγάπη του για την όμορφη πριγκίπισσα. Άλλο ένα πρόωρο τέλος, χωρίς «ζήσαμε καλά κι αυτοί καλύτερα». Ο Μπιλ Ντιν δεν μου περιέγραψε τη συνάντηση τους με λεπτομέρειες. Απλώς είπε: «Συναντήθηκαν στο γήπεδο. Αυτή έφερνε την μπίρα κι αυτός τη βοήθησε όταν κόλλησε το καρότσι σε μια λακκούβα». Και η Μέτι ποτέ δεν μου είπε πολλά γι' αυτό το θέμα, έτσι κανονικά δεν θα 'πρεπε να ξέρω πολλά πράγματα -μόνο που ξέρω. Μπορεί μερικές λεπτομέρειες να είναι λάθος, αλλά βάζω στοίχημα ένα δολάριο προς εκατό ότι τις πιο πολλές τις έχω μαντέψει σωστά. Εκείνο το καλοκαίρι ήξερα ένα σωρό πράγματα που δεν είχα καμιά δουλειά να τα ξέρω. Πρώτα πρώτα, κάνει ζέστη. Το '94 είναι το πιο θερμό καλοκαίρι της δεκαετίας και ο Ιούλιος είναι ο πιο ζεστός μήνας του καλοκαιριού. Οι Ρεπουμπλικάνοι ταλαιπωρούν τον Κλίντον. Οι φήμες λένε ότι ο Μπόρις Γέλτσιν ή πεθαίνει από καρδιά ή βρίσκεται σε κλινική για αποτοξίνωση. Οι Ρεντ Σοξ τα πάνε καλύτερα από ό,τι δικαιολογεί η απόδοση τους. Στο Ντέρι, η Τζοάνα Άρλεν Νούναν
αρχίζει ίσως να νιώθει κάποια μικρή ζαλάδα το πρωί. Αν όντως συνέβη αυτό, δεν λέει τίποτα στον άντρα της. Βλέπω τη Μέτι, που φοράει το μπλε πόλο με το όνομα της ραμμένο με λευκά γράμματα πάνω από το αριστερό στήθος. Το άσπρο της σορτς κάνει εντυπωσιακό κοντράστ με τα ηλιοκαμένα πόδια της. Τη βλέπω, επίσης, να φοράει ένα μπλε κασκέτο με το κόκκινο Γ του Γουόρινγκτον πάνω από το γείσο. Τα ξανθοκάστανα μαλλιά της είναι περασμένα μέσα από το άνοιγμα στο πίσω μέρος του κασκέτου και πέφτουν μέχρι το γιακά του πόλο. Τη βλέπω να προσπαθεί να τραβήξει το καρότσι έξω από τη λακκούβα χωρίς να πέσει το βαρελάκι με την μπίρα. Το κεφάλι της είναι σκυμμένο. Η σκιά του γείσου κρύβει όλο το πρόσωπο της εκτός από το στόμα και το μικρό, σφιγμένο πιγούνι της. «Α-α-α-σε ν-ν-α σ-σ-σε βοη-βοηθήσω», λέει ο Λανς κι αυτή σηκώνει το κεφάλι της. Η σκιά του γείσου χάνεται και βλέπει τα μεγάλα γαλάζια μάτια της, που θα τα πάρει και η κόρη της. Ένα βλέμμα σ' εκείνα τα μάτια και ο πόλεμος έχει τελειώσει χωρίς να πέσει ούτε μια τουφεκιά. Ο Λανς της ανήκει. Τα υπόλοιπα, όπως λένε εδώ γύρω, ήταν απλώς φλερτάρισμα. Ο γέρος είχε τρία παιδιά, αλλά έδειχνε να νοιάζεται μόνο για τον Λανς. («Η κόρη είναι θεοπάλαβη», μου είπε ο Μπιλ. «Την έχουν κλεισμένη σε κάποιο τρελοκομείο στην Καλιφόρνια. Νομίζω ότι έπαθε και καρκίνο από πάνω».) Το γεγονός ότι ο Λανς δεν ενδιαφερόταν για τους υπολογιστές μάλλον ικανοποίησε τον πατέρα του. Είχε ήδη έναν άλλο γιο που μπορούσε να διευθύνει την επιχείρηση. Από μια άλλη άποψη, όμως, αυτός ο γιος, που ήταν μεγαλύτερος ετεροθαλής αδερφός του Λανς, δεν τα κατάφερε καθόλου καλά: δεν θα χάριζε ποτέ στον πατέρα του εγγόνια. «Αδερφή», μου εξήγησε ο Μπιλ. «Απ' ό,τι λένε, είναι πολύ της μόδας εκεί στην Καλιφόρνια». Σκέφτηκα ότι το ίδιο έπρεπε να ισχύει ως ένα βαθμό και για το Τι-Αρ, αλλά προτίμησα να μην κάνω μάθημα σεξουαλικής αγωγής στον επιστάτη μου. Ο Λανς Ντεβόρ σπούδαζε δασολογία στο Κολέγιο Ριντ στο Όρεγκον. Ήταν από τους τύπους που του αρέσουν τα πράσινα
φανελένια παντελόνια, οι κόκκινες τιράντες και η θέα ενός κόνδορα τα χαράματα. Ένας ξυλοκοπάς σαν εκείνους των Αδερφών Γκριμ, εδώ που τα λέμε, αν παραμερίσεις τις σπουδές και τα πτυχία. Το καλοκαίρι ανάμεσα στο τρίτο και το τέταρτο έτος του, ο πατέρας του τον κάλεσε στο οικογενειακό συγκρότημα στο Παλμ Σπρινγκς και του έδωσε ένα μεγάλο χαρτοφύλακα γεμάτο χάρτες, αεροφωτογραφίες και νομικά έγγραφα. Δεν υπήρχε καμιά τάξη στο χαρτομάνι, αλλά υποψιάζομαι ότι αυτό δεν ενόχλησε καθόλου τον Λανς. Φανταστείτε ένα συλλέκτη κόμικς που του δίνουν ένα κιβώτιο γεμάτο με σπάνια παλιά αντίτυπα του Ντόναλντ Ντακ. Φανταστείτε ένα συλλέκτη ταινιών που του δίνουν την κόπια μιας ακυκλοφόρητης ταινίας με τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ και τη Μέριλιν Μονρόε. Μετά φανταστείτε πώς αισθάνθηκε αυτός ο παθιασμένος νεαρός δασολόγος όταν συνειδητοποίησε ότι ο πατέρας του είχε στην ιδιοκτησία του όχι απλώς στρέμματα ή τετραγωνικά χιλιόμετρα στα αχανή δάση του Δυτικού Μέιν αλλά τεράστιες, απέραντες εκτάσεις. Ο Μαξ Ντεβόρ είχε φύγει από το Τι-Αρ το 1933, είχε συνεχίσει όμως να ενδιαφέρεται για τον τόπο όπου είχε μεγαλώσει, και για να παρακολουθεί τις εξελίξεις είχε γραφτεί συνδρομητής σε εφημερίδες της περιοχής και αγόραζε περιοδικά όπως το Ντάουνιστ και το Μέιν Τάιμς. Στις αρχές της δεκαετίας του '80, είχε αρχίσει να αγοράζει μεγάλες λωρίδες γης ανατολικά από τα σύνορα Μέιν-Νιου Χαμσάιρ. Υπήρχε μπόλικη γη για πούλημα. Οι χαρτοβιομηχανίες στις οποίες ανήκε είχαν πέσει σε ύφεση και πολλές αποφάσισαν ότι έπρεπε να αρχίσουν να κάνουν περικοπές από τις εγκαταστάσεις τους στη Νέα Αγγλία. Έτσι αυτή η γη, που κλάπηκε από τους Ινδιάνους και υπέστη την ανελέητη εκμετάλλευση των υλοτόμων τη δεκαετία του '20 και του '50, κατέληξε στα χέρια του Μαξ Ντεβόρ. Μπορεί να την αγόρασε απλώς επειδή υπήρχε, επειδή ήταν μια καλή αγορά. Ή ίσως επειδή ήθελε να δείξει στον εαυτό του ότι όχι απλώς επέζησε αλλά θριάμβευσε, αγοράζοντας τον τόπο των παιδικών του χρόνων. Μπορεί, ακόμη, να αγόρασε τη γη σαν παιχνίδι για τον αγαπημένο μικρό του γιο. Τα χρόνια που ο Ντεβόρ έκανε τις μεγάλες αγορές γης στο Δυτικό Μέιν, ο Λανς πρέπει να ήταν μικρό παιδί,
αλλά ίσως αρκετά μεγάλο για να διακρίνει ένας διορατικός πατέρας την κλίση του. Ο Ντεβόρ ζήτησε από τον Λανς να περάσει το καλοκαίρι του 1994 τοπογραφώντας εκτάσεις που, στο μεγαλύτερο μέρος τους, είχαν αγοραστεί πριν από δέκα χρόνια. Ήθελε βασικά να αναλάβει ο γιος του να τακτοποιήσει τα έγγραφα αλλά και κάτι περισσότερο: να βγάλει κάποιο νόημα από την όλη κατάσταση. Δεν του ζήτησε ακριβώς να του συστήσει κάποια χρήση για τη γη, αν και φαντάζομαι ότι θα τον άκουγε αν ο Λανς είχε κάποια πρόταση. Ήθελε απλώς να σχηματίσει μια εικόνα για το τι είχε αγοράσει. Θα μπορούσε να κάνει ο Λανς τις καλοκαιρινές διακοπές του στo Δυτικό Μέιν σχηματίζοντας αυτή την εικόνα; Με ένα μισθό δύο ή τριών χιλιάδων δολαρίων το μήνα; Φαντάζομαι ότι η απάντηση του Λανς ήταν μια πιο ευγενική εκδοχή της φράσης του Μπάντι Τζέλισον, «Κουτσουλάνε τα κοράκια στα πεύκα;» Ο μικρός έφτασε στο Τι-Αρ τον Ιούνιο του 1994 και εγκαταστάθηκε σε ένα αντίσκηνο στην πέρα όχθη της λίμνης Νταρκ Σκορ. Έπρεπε να γυρίσει στο Ριντ στα τέλη Αυγούστου, αλλά αποφάσισε να διακόψει τις σπουδές του για ένα χρόνο, ώστε να συνεχίσει τη δουλειά του εκεί. Αυτό δεν άρεσε στον πατέρα του, που είχε αρχίσει να μυρίζεται «γυναικοδουλειά». «Και είχε δίκιο, αλλά είναι μεγάλη απόσταση από την Καλιφόρνια στο Μέιν για να καταφέρει να το μυριστεί από εκεί κάτω», είπε ο Μπιλ Ντιν, ακουμπώντας πάνω στην πόρτα του αυτοκινήτου του. «Είχε κάποιον πολύ πιο κοντά γι' αυτή τη δουλειά». «Τι εννοείς;» ρώτησα. «Εννοώ τα κουτσομπολιά. Ο κόσμος κουτσομπολεύει δωρεάν και οι περισσότεροι είναι διατεθειμένοι να κουτσομπολέψουν ακόμη περισσότερο αν πληρώνονται». «Κάποιοι σαν τον Ρόις Μέριλ;» «Ο Ρόις μπορεί να είναι ένας», συμφώνησε ο Μπιλ, «αλλά όχι ο μοναδικός. Η κατάσταση εδώ στην περιοχή δεν κυμαίνεται ανάμεσα στο καλό και το κακό. Αν είσαι ντόπιος, τα πράγματα συνήθως είναι κάπου ανάμεσα στα κακά και τα χειρότερα. Έτσι, όταν ένα πρόσωπο
σαν τον Μαξ Ντεβόρ στέλνει εδώ κάποιον με ένα απόθεμα από πενηνταδόλαρα και εκατονταδόλαρα...» «Ποιον; Κάποιον ντόπιο; Δικηγόρο;» Όχι, δεν ήταν δικηγόρος αλλά κτηματομεσίτης, κάποιος Ρίτσαρντ Όσγκουντ («ένας γλοιώδης τύπος», είπε ο Μπιλ Ντιν), από το Μότον. Τελικά ο Όσγκουντ προσέλαβε ένα δικηγόρο από το Κασιλ Ροκ. Η αρχική δουλειά του, όταν τελείωσε το καλοκαίρι του '94 και ο Λανς Ντεβόρ παρέμεινε στο Τι-Αρ, ήταν να μάθει τι συμβαίνει και να το σταματήσει. «Και τι έγινε;» ρώτησα. Ο Μπιλ έριξε μια ματιά στο ρολόι του, άλλη μια ματιά στον ουρανό και μετά με κοίταξε. Ανασήκωσε τους ώμους του με έναν τρόπο σαν να έλεγε, «Είμαστε και οι δύο άνθρωποι του κόσμου, δεν χρειάζεται να κάνεις τέτοιες ανόητες ερωτήσεις». «Εκείνο που έγινε ήταν ότι ο Λανς Ντεβόρ και η Μέτι Στάντσφιλντ παντρεύτηκαν στην εκκλησία των βαπτιστών, στον Αυτοκινητόδρομο 68. Κυκλοφόρησαν διάφορες ιστορίες για το τι μπορεί να έκανε ο Όσγκουντ προκειμένου να τους εμποδίσει. Άκουσα ακόμη και ότι προσπάθησε να δωροδοκήσει τον αιδεσιμότατο Γκουτς για να αρνηθεί να τους παντρέψει, αλλά νομίζω ότι αυτό είναι βλακεία· απλώς θα είχαν πάει κάπου αλλού. Δεν μου αρέσει να επαναλαμβάνω πράγματα που δεν ξέρω σίγουρα ότι είναι αλήθεια». Ο Μπιλ άρχισε να μετράει στα δάχτυλα του χεριού του. «Παντρεύτηκαν στα μέσα Σεπτεμβρίου του 1994, αυτό το ξέρω σίγουρα». Τέντωσε τον αντίχειρα. «Πολλοί ήταν περίεργοι να δουν αν θα εμφανιζόταν ο πατέρας του γαμπρού, αλλά δεν φάνηκε». Τέντωσε το δείκτη. Μαζί με τον αντίχειρα σχημάτιζαν ένα πιστόλι. «Η Μέτι γέννησε τον Απρίλιο του '95, που σημαίνει ότι το μικρό ήταν λιγάκι πρόωρο... όχι αρκετά όμως για να έχει σημασία. Το είδα στο γενικό κατάστημα με τα ίδια μου τα μάτια όταν ήταν μιας βδομάδας και είχε κανονικό μέγεθος». Τέντωσε και το μεσαίο δάχτυλο. «Δεν ξέρω αν ο γέρος του Λανς αρνήθηκε να τους βοηθήσει οικονομικά, ξέρω όμως ότι ζούσαν σ' εκείνο το τροχόσπιτο κοντά στο γκαράζ του Ντίκι και επομένως πρέπει να τα έφερναν δύσκολα βόλτα».
«Ο Ντεβόρ του έκοψε τα λεφτά για να τον στριμώξει», είπα. «Αυτό θα έκανε ένας άνθρωπος που έχει συνηθίσει να γίνεται πάντα το δικό του... Αν όμως αγαπούσε τον Λανς, όπως είπες, μπορεί να άλλαζε στάση τελικά». «Μπορεί ναι, μπορεί και όχι». Κοίταξε πάλι το ρολόι του. «Άσε με να σου τελειώσω και να πάρω δρόμο... Όμως πρέπει να ακούσεις άλλη μια μικρή ιστορία, γιατί αυτή δείχνει πώς έχει η κατάσταση. »Πέρσι τον Ιούλιο, λιγότερο από ένα μήνα πριν πεθάνει, ο Λανς Ντεβόρ εμφανίζεται στο ταχυδρομείο, στο Λέικβιου. Έχει ένα μεγάλο φάκελο που θέλει να τον στείλει, πρώτα όμως θέλει να δείξει στην Κάρλα Ντέκινς τι έχει μέσα. Η Κάρλα έλεγε ότι ήταν αναψοκοκκινισμένος και θολωμένος, όπως γίνονται μερικές φορές οι πατεράδες για τα παιδιά τους». Κούνησα το κεφάλι, χαμογελώντας με την εικόνα ενός κοκαλιάρη Λανς Ντεβόρ να τραυλίζει και να μπερδεύει τα λόγια του. «Ήταν μια φωτογραφία που είχαν τραβήξει στο Ροκ. Έδειχνε τη μικρή... Πώς τη λένε; Καΐλα;» «Κάιρα». «Ναι, όπως θέλεις τα βγάζουν στις μέρες μας, ε; Έδειχνε την Κάιρα να κάθεται σε μια μεγάλη δερμάτινη πολυθρόνα, με ένα ζευγάρι ψεύτικα γυαλιά στη μυτούλα της, και να κοιτάζει μια αεροφωτογραφία από τα δάση πέρα από τη λίμνη στο Τι-Αρ-100 ή το Τι-Αρ-110, μία από τις περιοχές που είχε αγοράσει ο γέρος, τέλος πάντων. Η Κάρλα έλεγε ότι το μωρό είχε μια κατάπληκτη έκφραση, σαν να μην είχε υποψιαστεί ότι μπορεί να υπάρχουν τόσο πολλά δάση στον κόσμο. Είπε ότι ήταν τρομερά χαριτωμένο». «Τρισχαριτωμένο», μουρμούρισα. «Και ο φάκελος -συστημένο εξπρές- πήγαινε στον Μάξγουελ Ντεβόρ, Παλμ Σπρινγκς, Καλιφόρνια». «Πράγμα που σε οδήγησε στο συμπέρασμα ότι ή ο γέρος ξεθύμωσε αρκετά ώστε να ζητήσει μια φωτογραφία του μοναδικού εγγονιού του ή ότι ο Λανς Ντεβόρ σκέφτηκε ότι μια φωτογραφία μπορεί να τον ξεθυμώσει».
Ο Μπιλ κατένευσε ικανοποιημένος, σαν πατέρας που το παιδί του κατάφερε να κάνει μια δύσκολη πρόσθεση. «Δεν ξέρω πάντως αν η φωτογραφία τον ξεθύμωσε», είπε. «Ο Λανς δεν έζησε αρκετά για να δείξει το πράγμα, προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Είχε αγοράσει μια δορυφορική κεραία, σαν αυτή που έχεις εδώ. Τη μέρα που την έβαλε είχε ξεσπάσει καταιγίδα χαλάζι, αέρας, αστραπές. Αυτό έγινε προς το βράδυ. Ο Λανς τοποθέτησε την κεραία το απόγευμα, κανένα πρόβλημα, μόνο που γύρω στην ώρα που άρχισε η καταιγίδα θυμήθηκε ότι είχε αφήσει το γαλλικό κλειδί πάνω στη στέγη του τροχόσπιτου. Ανέβηκε να το πάρει για να μην του σκουριάσει... » «Και τον χτύπησε κεραυνός; Ιησού Χριστέ!» «Έπεσε κεραυνός εκείνη την ώρα, αλλά από την άλλη μεριά του δρόμου. Αν περάσεις από τη διασταύρωση της Γουάοπ Χιλ με τον Αυτοκινητόδρομο 68, θα δεις ό,τι απέμεινε από το δέντρο. Ο Λανς κατέβαινε από την ανεμόσκαλα με το κλειδί στο χέρι εκείνη τη στιγμή. Αν δεν σου 'χει συμβεί ποτέ να πέσει κεραυνός κοντά σου, δεν ξέρεις τι τρομάρα παίρνεις. Είναι σαν να βλέπεις ένα μεθυσμένο οδηγό να περνάει από το αντίθετο ρεύμα στο δικό σου, να 'ρχεται κατευθείαν πάνω σου και την τελευταία στιγμή να ξαναγυρίζει στο δικό του ρεύμα. Άμα είσαι κοντά στο σημείο που χτυπάει ο κεραυνός, σηκώνονται τα μαλλιά σου όρθια -σηκώνεται ακόμη και το πουλί σου όρθιο. Τα σφραγίσματα στα δόντια σου αρχίζουν να πιάνουν ραδιοφωνικούς σταθμούς, τα αυτιά σου βουίζουν και ο αέρας έχει μια γεύση σαν να τον έψησες. Ο Λανς τρόμαξε κι έπεσε από τη σκάλα. Αν πρόλαβε να σκεφτεί τίποτα πριν χτυπήσει κάτω, σίγουρα σκέφτηκε ότι τον είχε χτυπήσει ο κεραυνός. Ο φουκαράς. Του άρεσε το Τι-Αρ, αλλά το μέρος του έφερε ατυχία». «Έσπασε το λαιμό του;» «Ναι. Και με όλους αυτούς τους κεραυνούς, η Μέτι δεν τον άκουσε ούτε να πέφτει ούτε να φωνάζει ούτε τίποτα. Κοίταξε έξω ένα δυο λεπτά αφότου άρχισε το χαλάζι και ο Λανς δεν είχε μπει μέσα ακόμη. Και τον είδε πεσμένο κάτω, να κοιτάζει το χαλάζι με ανοιχτά τα μάτια».
Ο Μπιλ κοίταξε το ρολόι του μια τελευταία φορά, μετά άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου του. «Ο γέρος δεν ήρθε στο γάμο, ήρθε όμως στην κηδεία του γιου του και έμεινε εδώ από τότε. Δεν ήθελε καμία σχέση με την κοπέλα...» «Θέλει όμως το παιδί», είπα. Αισθάνθηκα ένα σφίξιμο στο στομάχι. Μην πείτε τίποτα για ό,τι έγινε, με είχε παρακαλέσει η Μέτι. Δεν είναι καθόλου καλή στιγμή για την Και κι εμένα να μαθευτεί κάτι τέτοιο. «Πόσο έχει προχωρήσει η διαδικασία;» «Είναι στον τρίτο γύρο και μπαίνει στην τελική ευθεία, θα έλεγα, θα γίνει μια συνεδρίαση του δικαστηρίου της Κομητείας Καστλ, ίσως στα τέλη αυτού του μήνα, ίσως τον επόμενο. Ο δικαστής μπορεί να βγάλει τότε την απόφαση ότι η Μέτι πρέπει να δώσει τη μικρή στο γέρο ή μπορεί να το αναβάλει για το φθινόπωρο. Δεν νομίζω ότι έχει σημασία, γιατί εκείνο που δεν πρόκειται να συμβεί με τίποτα είναι να αποφασίσει υπέρ της μητέρας. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, το κοριτσάκι θα μεγαλώσει στην Καλιφόρνια». Έτσι όπως το έθεσε ο Μπιλ, αισθάνθηκα ένα απαίσιο ρίγος. Ο Μπιλ κάθισε στο τιμόνι. «Μην ανακατευτείς, Μάικ», είπε. «Μείνε μακριά από τη Μέτι Ντεβόρ και την κόρη της. Και αν σε καλέσουν να καταθέσεις στο δικαστήριο επειδή τις είδες το Σάββατο, χαμογέλα πολύ και πες όσο λιγότερα γίνεται». «Ο Μαξ Ντεβόρ την κατηγόρησε ότι είναι ακατάλληλη για να αναθρέψει το παιδί». «Ακριβώς». «Μπιλ, την είδα τη μικρή και ήταν μια χαρά». Ο Μπιλ χαμογέλασε πάλι, αλλά αυτή τη φορά το ύφος του ήταν εντελώς άκεφο. «Δεν αμφιβάλλω. Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα. Μην ανακατευτείς σ' αυτή την ιστορία, φίλε Είναι δουλειά μου να σου το πω αυτό. Τώρα που έφυγε η Τζο, μάλλον δεν υπάρχει κανένας άλλος να σε προσέχει». Έκλεισε την πόρτα του αυτοκινήτου, έβαλε μπροστά και άπλωσε το χέρι στο λεβιέ των ταχυτήτων, όμως μετά σταμάτησε σαν να θυμήθηκε κάτι. «Αν βρεις την ευκαιρία, θα 'πρεπε να κοιτάξεις για τις κουκουβάγιες». «Ποιες κουκουβάγιες;»
«Υπάρχουν δυο πλαστικές κουκουβάγιες κάπου στο σπίτι. Μπορεί στο υπόγειο ή στο στούντιο της Τζο. Ήρθαν ταχυδρομικά το φθινόπωρο πριν πεθάνει». «Το φθινόπωρο του 1993;» «Ναι». «Δεν είναι δυνατόν». Δεν είχαμε έρθει καθόλου στο Σάρα Λαφς το φθινόπωρο του 1993. «Είναι. Ήμουν εδώ πέρα και περνούσα τα παντζούρια θυέλλης, όταν εμφανίστηκε η Τζο. Πιάσαμε την κουβέντα για λίγο και κάποια στιγμή έφτασε το φορτηγό της UPS. Κουβάλησα το κουτί στην είσοδο και ήπια έναν καφέ -έπινα ακόμη τότε- κι αυτή έβγαλε τις κουκουβάγιες από το κιβώτιο και μου τις έδειξε. Απαίσια κατασκευάσματα, αλλά έμοιαζαν αληθινές! Δέκα λεπτά αργότερα η Τζο έφυγε. Ήταν σαν να είχε έρθει ειδικά για να κάνει αυτή τη δουλειά, αν και δεν μπορώ να καταλάβω γιατί να κάνει τόσο δρόμο από το Ντέρι μόνο και μόνο για να παραλάβει δυο πλαστικές κουκουβάγιες». «Πότε ακριβώς το φθινόπωρο έγινε αυτό, Μπιλ; Θυμάσαι ;» «Τη δεύτερη βδομάδα του Νοεμβρίου», μου απάντησε αμέσως. «Αργότερα εκείνο το απόγευμα πήγαμε με τη γυναίκα μου στο Λιούιστον, στην αδερφή της Ιβέτ. Ήταν τα γενέθλια της. Γυρίζοντας, σταματήσαμε στο Καστλ Ροκ Αγκγουέι και η Ιβέτ αγόρασε τη γαλοπούλα για τη Μέρα των Ευχαριστιών». Με κοίταξε με περιέργεια. «Δεν ήξερες τίποτα για τις κουκουβάγιες;» «Όχι». «Λίγο παράξενο αυτό, δεν νομίζεις;» «Μπορεί να μου το είπε και να το ξέχασα», είπα. «Δεν έχει σημασία τώρα πια». Όμως, για κάποιο λόγο είχε σημασία. Ήταν κάτι επουσιώδες, αλλά είχε σημασία. «Γιατί να θέλει η Τζο δυο πλαστικές κουκουβάγιες;» «Για να μην κουτσουλάνε τα κοράκια το σπίτι· είδες, η βεράντα είναι γεμάτη κουτσουλιές. Βλέπουν τις πλαστικές κουκουβάγιες και φεύγουν». Έβαλα τα γέλια, παρά την απορία μου -ή ίσως εξαιτίας της. «Σοβαρά; Πιάνει αυτό το κόλπο;»
«Βέβαια, φτάνει όμως να τις μετακινείς κάθε τόσο, για να μην αρχίσουν να υποψιάζονται τα κοράκια. Είναι από τα εξυπνότερα πουλιά που υπάρχουν, ξέρεις. Ψάξε να βρεις τις κουκουβάγιες· θα γλιτώσεις όλο αυτό το κουτσούλημα». «Εντάξει, θα τις βρω», είπα. Πλαστικές κουκουβάγιες για να διώχνουν τα κοράκια. Ήταν απ' αυτές τις σκόρπιες γνώσεις που μάζευε συχνά η Τζο και τις εφάρμοζε χωρίς να κάνει τον κόπο να μου το πει. Ξαφνικά ένιωσα να μου λείπει πάλι τρομερά. «Ωραία. Καμιά μέρα, όταν θα 'χω περισσότερο χρόνο, θα περάσω να κάνουμε μια βόλτα γύρω στο σπίτι. Και στο δάσος, αν θέλεις. Νομίζω ότι θα μείνεις ικανοποιημένος». «Είμαι σίγουρος γι' αυτό. Που μένει ο Ντεβόρ;» Τα φρύδια του Μπιλ υψώθηκαν. «Στο Γουόρινγκτον. Είστε σχεδόν γείτονες. Νόμιζα ότι το ήξερες». Θυμήθηκα τη γυναίκα που είχα δει με το μαύρο μαγιό και το μαύρο σορτς και έγνεψα καταφατικά. «Είδα τη γυναίκα του». Ο Μπιλ άρχισε να γελάει τόσο πολύ, που δάκρυσαν τα μάτια του. Έψαξε στο ταμπλό, βρήκε ένα μαντίλι (ένα τεράστιο εμπριμέ πράγμα με μέγεθος σημαίας) και τα σκούπισε. «Είπα κανένα αστείο;» ρώτησα. «Μια κοκαλιάρα; Με άσπρα μαλλιά; Και μούτρο σαν μάσκα;» Τώρα ήταν η σειρά μου να γελάσω. «Ναι, αυτή ήταν». «Δεν είναι γυναίκα του· είναι... πώς το λένε... η προσωπική του βοηθός ή γραμματέας. Λέγεται Ροζέτ Γουίτμορ. Οι γυναίκες του Ντεβόρ έχουν πεθάνει όλες. Η τελευταία πριν από είκοσι χρόνια». «Τι όνομα είναι αυτό το Ροζέτ; Γαλλικό;» «Καλιφορνέζικο», μου απάντησε και ανασήκωσε τους ώμους, λες και αυτό τα εξηγούσε όλα. «Πολλοί στην πόλη τη φοβούνται». «Σοβαρά;» «Ναι». Ο Μπιλ δίστασε και μετά πρόσθεσε μ' εκείνο το χαμόγελο που χρησιμοποιούμε όταν θέλουμε να καταλάβει ο άλλος ότι ξέρουμε πως αυτό που λέμε είναι ανόητο: «Η Μπρέντα Μεσέρβ λέει ότι είναι μάγισσα». «Και οι δυο τους μένουν στο Γουόρινγκτον σχεδόν ένα χρόνο;»
«Ναι. Η Γουίτμορ πηγαινοέρχεται, αλλά τον περισσότερο καιρό είναι εδώ. Ο κόσμος στην πόλη πιστεύει ότι θα μείνουν μέχρι να τελειώσει η υπόθεση της κηδεμονίας και μετά θα γυρίσουν στην Καλιφόρνια με το ιδιωτικό τζετ του Ντεβόρ. θα αναθέσουν στον Όσγκουντ να πουλήσει το Γουόρινγκτον και...» «Να το πουλήσει; Τι εννοείς να το πουλήσει;» «Νόμιζα ότι το ήξερες», είπε ο Μπιλ, βάζοντας ταχύτητα. «Ο γερο-Χιου Εμερσον είπε στον Ντεβόρ ότι μετά τη Μέρα των Ευχαριστιών φεύγουν οι ένοικοι κι αυτός του απάντησε ότι δεν έχει σκοπό να φύγει. Είπε ότι είχε βολευτεί μια χαρά και σκοπεύει να μείνει». «Και το αγόρασε». Είχα μείνει άναυδος. «Αγόρασε το Γουόρινγκτον για να μην αναγκαστεί να μετακομίσει στο ξενοδοχείο Λουκάουτ Ροκ στο Καστλ Βίου ή να νοικιάσει σπίτι». «Ακριβώς. Εννιά κτίρια, μαζί με το κεντρικό κτίσμα με τα καταλύματα και το Σάνσετ Μπαρ. Σαράντα οχτώ στρέμματα δάσους, ένα γήπεδο του γκολφ με έξι τρύπες και εκατόν πενήντα μέτρα από την όχθη κατά μήκος του Δρόμου. Συν ένα κέντρο του μπόουλινγκ με δυο διαδρόμους και ένα γήπεδο του μπέιζμπολ. Τέσσερα εκατομμύρια διακόσιες πενήντα χιλιάδες δολάρια. Ο φίλος του ο Όσγκουντ έκανε τη συμφωνία και ο Ντεβόρ πλήρωσε με προσωπική επιταγή. Αναρωτιέμαι πού βρήκε χώρο να γράψει όλα αυτά τα μηδενικά. Γεια χαρά, Μάικ». Και μ' αυτά τα λόγια έκανε όπισθεν στο δρόμο, αφήνοντας με να στέκομαι στη βεράντα και να τον κοιτάζω με ανοιχτό το στόμα. Πλαστικές κουκουβάγιες. Ο Μπιλ μου είχε πει καμιά εικοσαριά ενδιαφέροντα πράγματα στην κουβέντα μας, αλλά αυτό που έμεινε στην κορυφή του σωρού ήταν το γεγονός (και το δεχόμουν σαν γεγονός, αφού ήταν πολύ σίγουρος για να το αμφισβητήσω) ότι η Τζο είχε έρθει εδώ για να παραλάβει δυο πλαστικές κουκουβάγιες. Μου το είχε πει; Μπορεί. Δεν θυμόμουν τίποτα τέτοιο και είχα την εντύπωση ότι αν μου το έλεγε δεν θα το ξεχνούσα, αλλά η Τζο ισχυριζόταν πως,
όταν είμαι «στη ζώνη1», είναι ανώφελο να μου πουν οτιδήποτε. Τα λόγια έμπαιναν από το ένα αυτί και έβγαιναν από το άλλο. Μερικές φορές μου καρφίτσωνε πάνω στο πουκάμισο μικρά σημειώματα σχετικά με δουλειές ή με τηλεφωνήματα που έπρεπε να κάνω- σαν να ήμουν παιδάκι της πρώτης δημοτικού. Αλλά, άραγε, δεν θα το θυμόμουν αν μου έλεγε, «Αγάπη μου, πάω στο Σάρα Λαφς· θα μου παραδώσει κάτι η UPS και θέλω να το παραλάβω η ίδια· μήπως θέλεις να μου κάνεις παρέα;» Φυσικά θα το θυμόμουν, και θα πήγαινα. Πάντα πήγαινα στο Τι-Αρ με την παραμικρή δικαιολογία. Μόνο που εκείνη την εποχή δούλευα το σενάριο και ίσως είχα πέσει με τα μούτρα όπως συνήθως... θυμάμαι σημειώματα καρφιτσωμένα στο μανίκι του πουκαμίσου μου... Αν βγεις έξω όταν τελειώσεις, χρειαζόμαστε γάλα και πορτοκαλάδα... Κοίταζα ό,τι είχε απομείνει από τον κήπο της Τζο, νιώθοντας τον ήλιο του Ιουλίου να μου καίει το σβέρκο, και σκεφτόμουν τις κουκουβάγιες -τις πλαστικές κουκουβάγιες. Κι αν η Τζο μου είχε πει ότι θα έρθει στο Σάρα Λαφς; Κι αν εγώ αρνήθηκα να τη συνοδεύσω σχεδόν χωρίς να ακούσω τι μου είχε πει επειδή ήμουν στη συγγραφική ζώνη; Ακόμη και αν τα δεχόμουν αυτά, υπήρχε άλλο ένα ερώτημα: γιατί αποφάσισε να έρθει εδώ κάτω η ίδια, ενώ θα μπορούσε να τηλεφωνήσει σε κάποιον και να του ζητήσει να κάνει την παραλαβή; Ο Κένι Όστερ θα το έκανε ευχαρίστως, το ίδιο και η Μπρέντα. Και ο Μπιλ Ντιν, που ήταν και επιστάτης στο σπίτι, βρισκόταν εδώ την ώρα που ήρθε το φορτηγό. Πράγμα που οδηγούσε σε άλλα ερωτήματα -ένα από αυτά ήταν γιατί δεν είχε πει στη UPS να φέρει τις αναθεματισμένες τις κουκουβάγιες στο Ντέρι. Έτσι, τελικά αποφάσισα ότι δεν μπορούσα να ζήσω χωρίς να δω μια πλαστική κουκουβάγια με τα ίδια μου τα μάτια. Ίσως, σκέφτηκα, μπαίνοντας
1 Έκφραση που προέρχεται από τον αθλητισμό. Συχνά, επαγγελματίες παίκτες λένε ότι, την ώρα που παίζουν, μπαίνουν «στη ζώνη», δηλαδή, σε μια ιδιαίτερη συνειδησιακή κατάσταση που έχει υπερβατικό χαρακτήρα και τους επιτρέπει να έχουν εκπληκτική απόδοση στο γήπεδο, κάνοντας πράγματα που φαίνονται απίστευτα. (Σ.τ.Μ.)-
στο σπίτι, να βάλω μία στην οροφή της Σεβρολέτ όταν είναι παρκαρισμένη έξω από το σπίτι. Να εμποδίσω τους μελλοντικούς «κουτσουλοβομβαρδισμούς». Σταμάτησα στην είσοδο, καθώς μου ήρθε μια ξαφνική ιδέα. Πήγα στο τηλέφωνο και πήρα τον Γουόρντ Χάνκινς, τον τύπο στο Γουότερβιλ που χειρίζεται τα φορολογικά θέματα και τις λίγες οικονομικές μου υποθέσεις που δεν σχετίζονται με τη συγγραφή. «Μάικ», μου είπε εγκάρδια. «Πώς είναι η λίμνη;» «Η λίμνη είναι δροσερή και ο καιρός ζεστός, όπως ακριβώς μας αρέσει», είπα. «Γουόρντ, κρατάς όλα τα χαρτιά που σου στέλνουμε επί πέντε χρόνια, έτσι δεν είναι; Μήπως και αποφασίσει να μας ταλαιπωρήσει η εφορία, σωστά;» «Πέντε χρόνια τα κρατάμε συνήθως, αλλά τα δικά σου τα κρατάω εφτά. Για τους εφοριακούς είσαι μεγάλος καρχαρίας» . Καλύτερα μεγάλος καρχαρίας παρά πλαστική κουκουβάγια, σκέφτηκα. «Πρέπει να έχεις κρατήσει και τα επιτραπέζια ημερολόγια που σου στέλναμε, έτσι δεν είναι; Τα δικά μου και της Τζο μέχρι που πέθανε». «Σίγουρα. Αφού δεν κρατούσατε λογιστικά βιβλία, τα επιτραπέζια ημερολόγια είναι ο καλύτερος τρόπος για να διασταυρώνω τις αποδείξεις και τα έξοδα με... » «Μπορείς να βρεις το ημερολόγιο της Τζο για το 1993 και να μου πεις τι έχει γράψει στη δεύτερη βδομάδα του Νοεμβρίου;» «Ευχαρίστως. Τι ακριβώς ψάχνεις;» Για μια στιγμή θυμήθηκα τον εαυτό μου να κάθεται στο τραπέζι της κουζίνας στο Ντέρι την πρώτη νύχτα της χηρείας μου και να κρατά το κουτί με το τεστ εγκυμοσύνης. Τι ακριβώς έψαχνα τώρα πια; Δεδομένου ότι την αγαπούσα την κοπέλα και ότι ήταν σχεδόν τέσσερα χρόνια πεθαμένη, τι ακριβώς έψαχνα; Εκτός από προβλήματα, δηλαδή... «Ψάχνω για δυο πλαστικές κουκουβάγιες», είπα. Ο Γουόρντ μάλλον νόμισε ότι μιλούσα σ' αυτόν, αλλά δεν είμαι σίγουρος -ίσως απαντούσα απλώς στη δική μου ερώτηση. «Ξέρω ότι είναι λίγο παράξενο, αλλά αυτό ψάχνω. Μπορείς να με ξαναπάρεις;» «Μέσα σε μια ώρα».
«Μπράβο. Ευχαριστώ», είπα κι έκλεισα. Και τώρα οι κουκουβάγιες. Πού ήταν το πιθανότερο μέρος να βάλεις δυο τέτοια ενδιαφέροντα κατασκευάσματα; Το βλέμμα μου πήγε στην πόρτα του υπογείου. Στοιχειώδες, αγαπητέ μου Γουάτσον. Τα σκαλιά του υπογείου ήταν σκοτεινά και μύριζαν υγρασία. Καθώς στεκόμουν στο πλατύσκαλο και ψηλάφιζα στον τοίχο για να βρω το διακόπτη, η πόρτα έκλεισε πίσω μου με τέτοια δύναμη που ξεφώνισα από έκπληξη. Δεν φυσούσε καθόλου, δεν είχε ρεύμα, αλλά η πόρτα είχε κλείσει μόνη της. Συνέχισα να ψάχνω για το διακόπτη μέσα στο σκοτάδι, μυρίζοντας εκείνη τη χαρακτηριστική οσμή υγρασίας που αποκτούν ακόμη και τα καλά τσιμεντένια θεμέλια έπειτα από ένα διάστημα αν δεν αερίζονται. Ο χώρος ήταν πολύ κρύος σε σχέση με το διάδρομο από όπου είχα μπει. 'Ήξερα με βεβαιότητα ότι δεν ήμουν μόνος. Φοβόμουν, θα ήμουν ψεύτης αν έλεγα το αντίθετο... ταυτόχρονα όμως έβρισκα την εμπειρία συναρπαστική. Κάτι ήταν εκεί μέσα μαζί μου. Κάτι ήταν μαζί μου. Τράβηξα το χέρι μου από τον τοίχο με το διακόπτη και περίμενα ακίνητος. Πέρασε κάποιος χρόνος, δεν ξέρω πόσος. Η καρδιά μου βροντούσε σαν τρελή στο στήθος μου. Ένιωθα τους χτύπους της στους κροτάφους μου. Κι έκανε κρύο. «Ποιος είναι;» ρώτησα. Καμιά απάντηση. Άκουγα τον αδύναμο, ακανόνιστο ήχο του νερού που έσταζε από τους σωλήνες κάτω, άκουγα την αναπνοή μου και αμυδρά, σαν από πολύ μακριά, από έναν άλλο κόσμο όπου ήταν μέρα, άκουσα το θριαμβευτικό κρώξιμο ενός κορακιού. Ίσως να είχε μόλις κουτσουλίσει το αμάξι μου. Μου χρειάζεται οπωσδήποτε μια κουκουβάγια, σκέφτηκα. Δεν ξέρω πώς τα έβγαζα πέρα τόσο καιρό χωρίς κουκουβάγιες. «Ποιος είναι;» ρώτησα πάλι. «Μπορείς να μιλήσεις;» Τίποτα. Σάλιωσα τα χείλια μου. Κανονικά θα 'πρεπε να νιώθω σαν βλάκας έτσι όπως στεκόμουν μέσα στο σκοτάδι και μιλούσα στα φαντάσματα. Δεν ένιωθα όμως -δεν ένιωθα καθόλου. Η υγρασία είχε
αντικατασταθεί από ένα έντονο κρύο, και είχα παρέα. Σίγουρα κάποιος ήταν εκεί. «Μπορείς να χτυπήσεις τότε; Αφού μπορείς να κλείσεις την πόρτα, πρέπει να μπορείς και να χτυπήσεις κάτι». Στεκόμουν και άκουγα τις σταγόνες του νερού. Δεν ακουγόταν τίποτ' άλλο. Είχα απλώσει πάλι το χέρι μου για να βρω το διακόπτη, όταν ακούστηκε ένας απαλός, υπόκωφος κρότος από κάτω μου, όχι σε μεγάλη απόσταση. Το υπόγειο του Σάρα Λαφς είναι ψηλοτάβανο και οι τοίχοι, μέχρι περίπου ένα μέτρο από το πάτωμα -δηλαδή, στο ίδιο ύψος με το έδαφος απέξω, όπου πέφτουν χιόνια και βροχές-, είναι ντυμένοι με μεγάλες πλάκες μονωτικού υλικού. Είμαι σίγουρος ότι ο ήχος που άκουσα ήταν μια γροθιά που χτύπησε μια τέτοια πλάκα. Απλώς μια γροθιά που χτύπησε μια τετράγωνη πλάκα, αλλά όλα μου τα σωθικά και όλοι μου οι μύες λύθηκαν. Τα μαλλιά μου ορθώθηκαν. Οι κόγχες των ματιών μου έμοιαζαν να μεγαλώνουν και τα μάτια μου να μικραίνουν, λες και το κεφάλι μου προσπαθούσε να μετατραπεί σε κρανίο. Είχα ανατριχιάσει σύγκορμος. Κάτι ήταν εδώ μέσα μαζί μου. Κάτι νεκρό. Τώρα δεν θα μπορούσα να ανάψω το φως ακόμη κι αν το ήθελα. Δεν είχα ούτε τη δύναμη να σηκώσω το χέρι μου. Προσπάθησα να μιλήσω και επιτέλους μου βγήκε ένας βραχνός ψίθυρος. Η φωνή μου ήταν αγνώριστη: «Είσαι εδώ ;» Μπαμ. «Ποιος είσαι;» Μιλούσα ακόμη μ' εκείνο τον βραχνό ψίθυρο, τη φωνή ενός ανθρώπου που δίνει τις τελευταίες οδηγίες στην οικογένεια του καθώς κείτεται ετοιμοθάνατος στο κρεβάτι. Αυτή τη φορά δεν ακούστηκε τίποτα από κάτω. Προσπάθησα να σκεφτώ τι πρέπει να κάνω, αλλά το μόνο που μου ήρθε ήταν μια ανάμνηση του Τόνι Κέρτις να παίζει τον Χουντίνι σε μια παλιά ταινία. Σύμφωνα με το φιλμ, ο Χουντίνι ήταν ο μεγάλος κυνικός του κυκλώματος των πνευματιστών, ένας άνθρωπος που στον ελεύθερο χρόνο του αναζητούσε ένα τίμιο μέντιουμ. Και είχε παρακολουθήσει μια σεάνς στην οποία οι νεκροί επικοινωνούσαν με μια μέθοδο... «Χτύπα μία φορά για το "ναι" και δύο για το "όχι"», είπα. «Μπορείς να το κάνεις αυτό;» Μπαμ.
Ήταν στη σκάλα από κάτω μου... και όχι πολύ μακριά. Πέντε σκαλιά παρακάτω, έξι, εφτά το πολύ. Όχι αρκετά κοντά για να το αγγίξω, αν άπλωνα το χέρι μου μέσα στο σκοτεινό υπόγειο... μια πράξη που δεν μπορούσα με τίποτα να φανταστώ τον εαυτό μου να την κάνει. «Είσαι...» Η φωνή μου έσβησε. Δεν είχα δύναμη στο διάφραγμα για να σπρώξω τον αέρα και να μιλήσω. Μάζεψα όλη μου τη θέληση και προσπάθησα πάλι. «Είσαι η Τζο;» Μπαμ. Μια απαλή γροθιά πάνω στη μόνωση. Μια παύση και μετά: Μπαμ-μπαμ. Και ναι και όχι. Δεν ξέρω πώς μου ήρθε να κάνω μια τόσο ανόητη ερώτηση: «Είναι εδώ κάτω οι κουκουβάγιες;» Μπαμ-μπαμ. «Ξέρεις πού είναι;» Μπαμ. «Πρέπει να ψάξω να τις βρω;» Μπαμ! Πολύ δυνατά. Τι τις ήθελε η Τζο; θα μπορούσα να ρωτήσω, αλλά το πλάσμα στη σκάλα δεν είχε τρόπο να μου απαντήσει... Ξαφνικά αισθάνθηκα καυτά δάχτυλα να αγγίζουν τα μάτια μου και κόντεψα να ουρλιάξω πριν συνειδητοποιήσω ότι ήταν ιδρώτας. Σκούπισα το πρόσωπο μου με τα χέρια και τα ένιωσα να γλιστρούν πάνω στο δέρμα μου σαν να ήταν αλειμμένο με λάδι. Παρ' όλο το κρύο, ήμουν μούσκεμα στον ιδρώτα. «Είσαι ο Λανς Ντεβόρ;» Μπαμ-μπαμ, αμέσως. «Είμαι ασφαλής εδώ στο Σάρα Λαφς;» Μπαμ. Μια παύση. Και το ήξερα ότι ήταν παύση, ότι το πλάσμα στη σκάλα δεν είχε τελειώσει. Μετά: Μπαμ-μπαμ. Ναι, είσαι ασφαλής. Όχι, δεν είσαι. Σήκωσα το χέρι μου, ψηλάφισα στον τοίχο και επιτέλους βρήκα το διακόπτη. Τον έπιασα χωρίς να τον γυρίσω. Τώρα αισθανόμουν λες και ο ιδρώτας στο πρόσωπο μου είχε αρχίσει να μετατρέπεται σε πάγο. «Είσαι αυτός που κλαίει τη νύχτα;» ρώτησα.
Μπαμ-μπαμ ακούστηκε από κάτω και ανάμεσα στα δύο μπαμ γύρισα το διακόπτη. Τα φώτα κάτω στο υπόγειο άναψαν, το ίδιο και ένας δυνατός γλόμπος -τουλάχιστον εκατόν είκοσι πέντε βατ- πάνω από το πλατύσκαλο. Δεν υπήρχε χρόνος να κρυφτεί κάποιος ούτε να ξεφύγει, αλλά δεν φαινόταν κανείς. Επίσης, η Μπρέντα Μεσέρβ, που είχε κάνει τόσο καλή δουλειά στο σπίτι, είχε ξεχάσει να σκουπίσει τη σκάλα του υπογείου. 'Όταν κατέβηκα στο σκαλί απ' όπου υπολόγιζα ότι έρχονταν οι ήχοι, άφησα ίχνη πάνω στη σκόνη. Αλλά τα δικά μου ήταν τα μοναδικά. Φύσηξα την ανάσα μου και σχηματίστηκε αχνός μπροστά μου. Επομένως, έκανε όντως κρύο, είχε αρχίσει όμως να ζεσταίνει πάλι και μάλιστα πολύ γρήγορα. Φύσηξα άλλη μια φορά και μόλις είδα κάποια ίχνη αχνού. Την τρίτη φορά δεν φάνηκε τίποτα. Χάιδεψα με την παλάμη μου ένα από τα τετράγωνα του μονωτικού υλικού. Εντελώς λείο. Το πίεσα με το δάχτυλο και, παρ' όλο που δεν έβαλα δύναμη, άφησα ένα αποτύπωμα πάνω στην ασημόχρωμη επιφάνεια. Αν κάποιος χτυπούσε με τη γροθιά του εδώ, το μονωτικό υλικό θα είχε βουλιάγματα, ίσως ακόμη να είχε σπάσει η ασημιά επιφάνεια αποκαλύπτοντας το ροζ υλικό από κάτω. Αλλά όλα τα τετράγωνα ήταν λεία. «Είσαι ακόμη εδώ;» ρώτησα. Καμιά απάντηση. Και όμως είχα την αίσθηση ότι ο επισκέπτης μου ήταν εκεί. Κάπου. «Ελπίζω να μη σε πρόσβαλα που άναψα το φως», είπα και τώρα άρχισα να νιώθω λίγο παράξενα που στεκόμουν στη σκάλα του υπογείου και μιλούσα δυνατά, σαν να έκανα κήρυγμα στις αράχνες. «Ήθελα να σε δω αν μπορούσα». Δεν ήξερα αν αυτό ήταν αλήθεια ή όχι. Ξαφνικά -τόσο ξαφνικά, που κόντεψα να χάσω την ισορροπία μου και να κουτρουβαλήσω κάτω στη σκάλα- έκανα μεταβολή, όντας βέβαιος ότι το τέρας με το σάβανο ήταν πίσω μου, ότι αυτό χτυπούσε τόση ώρα, όχι κανένα καλοκάγαθο και ευγενικό φάντασμα αλλά ένα φρικτό πλάσμα από τις άκρες του σύμπαντος. Δεν υπήρχε τίποτα.
Γύρισα πάλι μπροστά, πήρα δυο τρεις βαθιές ανάσες για να συνέλθω και κατέβηκα τα υπόλοιπα σκαλιά. Από κάτω τους υπήρχε ένα κανό σε τέλεια κατάσταση, με το κουπί του. Στη γωνία βρισκόταν η σόμπα του γκαζιού που είχαμε αντικαταστήσει αφού αγοράσαμε το σπίτι. Επίσης, μια παλιά μπανιέρα με σκαλιστά στηρίγματα σε σχήμα ποδιών λιονταριού που η Τζο (παρά τις αντιρρήσεις μου) ήθελε να μετατρέψει σε ζαρντινιέρα. Βρήκα ένα μπαούλο γεμάτο από κάτι τραπεζομάντιλα που τα θυμόμουν αμυδρά, ένα κουτί με μουχλιασμένες κασέτες (γκρουπ όπως οι Ντελφόνικς, οι Φανκαντέλικ και οι 0,38 Σπέσιαλ), κάμποσα χαρτοκιβώτια με παλιά πιατικά. Υπήρχε μια ολόκληρη ζωή εδώ κάτω, που όμως δεν ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα. Σε αντίθεση με τη ζωή που είχα νιώσει στο στούντιο της Τζο, αυτή εδώ δεν είχε κοπεί απότομα, αλλά είχε απορριφθεί μέσα από την εξέλιξη, σαν παλιό δέρμα. Αυτή είναι η φυσική πορεία των πραγμάτων. Υπήρχε ένα φωτογραφικό άλμπουμ σε ένα ράφι με μπιμπελό· το πήρα στα χέρια μου, περίεργος και επιφυλακτικός μαζί. Αυτή τη φορά δεν υπήρχαν δυσάρεστες εκπλήξεις. Σχεδόν όλες οι φωτογραφίες έδειχναν το Σάρα Λαφς όπως ήταν όταν το αγοράσαμε. Βρήκα όμως μια φωτογραφία της Τζο με παντελόνι καμπάνα (και το μαλλί της με χωρίστρα στη μέση και άσπρο κραγιόν στα χείλια της) και μια δική μου με λουλουδάτο πουκάμισο και μακριές φαβορίτες σε στυλ Μπάρι Γουάιτ. Μόλις την είδα αυτή ανατρίχιασα. Πάνω, το τηλέφωνο άρχισε να χτυπάει. Έτρεξα να το σηκώσω και βγαίνοντας από το υπόγειο φρόντισα να περάσω πρώτα έξω και μετά να απλώσω το χέρι μου μέσα και να σβήσω το φως. Από τη μια μεριά το βρήκα διασκεδαστικό και από την άλλη μου φάνηκε εντελώς φυσιολογική συμπεριφορά... όπως το να προσέχεις να μην πατήσεις τις χαραμάδες ανάμεσα στις πλάκες του πεζοδρομίου φαινόταν εντελώς φυσιολογική συμπεριφορά όταν ήμουν παιδί. Και ακόμη κι αν δεν ήταν φυσιολογική, τι σημασία είχε; Ήμουν μόλις τρεις μέρες στο Σάρα Λαφς, αλλά είχα διατυπώσει ήδη τον Πρώτο Νόμο της Εκκεντρικότητας του Νούναν: όταν είσαι μόνος σου, η παράξενη συμπεριφορά δεν φαίνεται καθόλου παράξενη.
Σήκωσα το τηλέφωνο. «Εμπρός;» «Γεια σου, Μάικ. Εδώ Γουόρντ». «Μπράβο, δεν άργησες καθόλου». «Η αρχειοθήκη μου είναι κοντά, λίγο πιο κάτω στο διάδρομο», μου απάντησε. «Λοιπόν, υπάρχει μόνο μια καταχώριση στο ημερολόγιο της Τζο για τη δεύτερη βδομάδα του Νοεμβρίου το 1993. Λέει "Σ-Κ του Μέιν, Φριπ., 11 π.μ." και είναι στην Τρίτη, δεκάξι του μηνός. Σε βοηθάει καθόλου;» «Ναι», είπα. «Σ' ευχαριστώ, Γουόρντ. Με βοηθάει πολύ». Εκλεισα τη γραμμή και άφησα το ακουστικό στην υποδοχή του. Το Σ-Κ του Μέιν σήμαινε Σουπ Κίτσενς του Μέιν, μια φιλανθρωπική οργάνωση, στο διοικητικό συμβούλιο της οποίας ανήκε η Τζο από το 1992 μέχρι το θάνατο της. Το Φριπ. σήμαινε Φρίπορτ. Πρέπει να ήταν συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου. Κατά πάσα πιθανότητα θα ασχολήθηκαν με σχέδια για να θρέψουν τους αστέγους τη Μέρα των Ευχαριστιών... και μετά τη συνεδρίαση η Τζο έκανε γύρω στα εκατόν δέκα χιλιόμετρα μέχρι το Τι-Αρ για να παραλάβει δυο πλαστικές κουκουβάγιες. Αυτό δεν έδινε απάντηση σε όλες τις ερωτήσεις, αλλά πάντα δεν δημιουργούνται αναπάντητα ερωτήματα μετά το θάνατο κάποιου αγαπημένου μας; Και δεν ξέρεις πότε μπορεί να εμφανιστούν αυτά τα ερωτήματα. Τότε μίλησε πάλι η φωνή UFO, όπως την είχα ονομάσει. Μια και είσαι εδώ, δίπλα στο τηλέφωνο, γιατί δεν τηλεφωνείς στην Μπόνι Άμουντσον; Να της πεις ένα γεια, να τη ρωτήσεις πώς πάει; Η Τζο ήταν μέλος των διοικητικών συμβουλίων τεσσάρων φιλανθρωπικών οργανώσεων τη δεκαετία του '90. Η φίλη της η Μπόνι την είχε πείσει να μπει στο συμβούλιο της Σουπ Κίτσενς όταν άδειασε μια θέση. Σε πολλές συνεδριάσεις πήγαιναν μαζί. Δεν μπορεί όμως η Μπόνι, ύστερα από πέντε σχεδόν χρόνια, να θυμόταν τη συγκεκριμένη συνεδρίαση το Νοέμβριο του 1993. Αν όμως κρατούσε τα πρακτικά των συνεδριάσεων.. Τι ακριβώς σκέφτεσαι να κάνεις; ρώτησα τον εαυτό μου. Να τηλεφωνήσεις στην Μπόνι, να της πιάσεις κουβέντα περί ανέμων και υδάτων και μετά να της ζητήσεις να κοιτάξει τα πρακτικά της συνεδρίασης; Και μετά να τη ρωτήσεις αν τα πρακτικά δείχνουν ότι η
γυναίκα σου έλειπε από τη συνεδρίαση; Ή να τη ρωτήσεις αν η Τζο φαινόταν διαφορετική τον τελευταίο χρόνο της ζωής της; Και όταν η Μπόνι σε ρωτήσει γιατί κάνεις όλες αυτές τις ερωτήσεις, τι θα της πεις; Δώσ' το μου αυτό, είχε γρυλίσει η Τζο στο όνειρο. Σ' εκείνο το όνειρο δεν έμοιαζε καθόλου με την Τζο, έμοιαζε σαν άλλη γυναίκα, ίσως σαν εκείνη στο βιβλίο των Παροιμιών στην Αγία Γραφή, τη γυναίκα που τα χείλη της είναι σαν μέλι και η καρδιά της είναι γεμάτη χολή και αψίνθι. Μια γυναίκα με δάχτυλα κρύα σαν κλαριά ύστερα από παγετό. Δώσ' το μου αυτό, είναι ο σκονοσυλλέκτης μου. Πήγα στην πόρτα του υπογείου και άγγιξα το πόμολο. Το γύρισα... μετά το άφησα πάλι. Δεν ήθελα να κοιτάξω εκεί κάτω μέσα στο σκοτάδι, δεν ήθελα να ρισκάρω το ενδεχόμενο να αρχίσει κάτι να χτυπάει πάλι τη μόνωση. Ήταν καλύτερα να αφήσω την πόρτα κλειστή. Εκείνο που ήθελα ήταν να πιω κάτι παγωμένο. Πήγα στην κουζίνα, άπλωσα το χέρι μου για να ανοίξω το ψυγείο και σταμάτησα. Τα μαγνητάκια σχημάτιζαν κύκλο πάλι, αλλά αυτή τη φορά εφτά γράμματα ήταν στο κέντρο του κύκλου, παραταγμένα στη σειρά. Σχημάτιζαν δύο λέξεις. γεια σου Κάτι υπήρχε εδώ. Ακόμη και στο φως του ήλιου δεν είχα πια καμιά αμφιβολία γι' αυτό. Είχα ρωτήσει αν είμαι ασφαλής εδώ και είχα πάρει μια ανάμεικτη απάντηση. Δεν είχε σημασία όμως. Αν έφευγα από το Σάρα τώρα, δεν είχα πουθενά αλλού να πάω. Είχα το κλειδί του σπιτιού στο Ντέρι, αλλά πρώτα έπρεπε να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα εδώ. Το ήξερα αυτό με απόλυτη σιγουριά. «Γεια σου κι εσένα», είπα και άνοιξα το ψυγείο για να πάρω ένα αναψυκτικό. «Όποιος κι αν είσαι, γεια σου».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11 Ξύπνησα νωρίς το επόμενο πρωί, σίγουρος ότι κάποιος ήταν στη βορινή κρεβατοκάμαρα μαζί μου. Ανακάθισα, έτριψα τα μάτια μου και είδα μια σκοτεινή σιλουέτα με φαρδιές πλάτες να στέκεται ανάμεσα σ' εμένα και το παράθυρο. «Ποιος είσαι;» ρώτησα, ενώ σκεφτόμουν ότι δεν θα μου απαντούσε με λόγια, παρά μόνο θα χτυπούσε τον τοίχο. Μία φορά για «ναι», δύο φορές για «όχι» Τι θέλεις, Χουντίνι; Αλλά η φιγούρα δίπλα στο παράθυρο δεν απάντησε τίποτα. Έψαξα με το χέρι μου, βρήκα το κορδόνι που κρεμόταν από το φως πάνω από το κρεβάτι και το τράβηξα. Το στόμα μου είχε παραμορφωθεί σε μια τρομοκρατημένη γκριμάτσα και το στομάχι μου ήταν τόσο σφιγμένο, που, αν με πυροβολούσαν, οι σφαίρες θα εξοστρακίζονταν. «Φτου», είπα, μόλις άναψε το φως. «Ε, γάμησε μας, λοιπόν». Από μια κρεμάστρα που είχα τοποθετήσει στη βέργα της κουρτίνας, κρεμόταν ένα παλιό σακάκι. Το είχα βάλει εκεί καθώς έβγαζα τα πράγματα από τις βαλίτσες και είχα ξεχάσει μετά να το κρεμάσω στην ντουλάπα. Προσπάθησα να γελάσω, αλλά δεν μπορούσα. Στις τρεις η ώρα τη νύχτα δεν μου φαινόταν και τόσο αστείο. Έσβησα το φως και ξάπλωσα πάλι με τα μάτια ανοιχτά, περιμένοντας να χτυπήσει το κουδουνάκι του Μπάντερ ή να αρχίσει το παιδικό κλάμα. Αφουγκραζόμουν ακόμη όταν με πήρε ο ύπνος. Γύρω στις εφτά ώρες αργότερα, καθώς ετοιμαζόμουν να πάω στο στούντιο της Τζο για να δω μήπως οι πλαστικές κουκουβάγιες ήταν στη μικρή αποθήκη εκεί -δεν είχα κοιτάξει την προηγούμενη μέρα-, ένα Φορντ, τελευταίο μοντέλο, κατέβηκε το δρόμο και σταμάτησε μύτη με μύτη με τη Σεβρολέτ. Είχα φτάσει στο μικρό μονοπάτι ανάμεσα στο σπίτι και το στούντιο, αλλά τώρα γύρισα πίσω. Έκανε τρομερή ζέστη και φορούσα μόνο ένα κομμένο τζιν για σορτς και πλαστικές σαγιονάρες.
Η Τζο πάντα έλεγε ότι σε γενικές γραμμές το ντύσιμο στο Κλίβελαντ διακρίνεται σε δύο τύπους: Φουλ Κλίβελαντ και Κλίβελαντ Κάζουαλ. Ο επισκέπτης μου το πρωί εκείνης της Τρίτης ήταν ντυμένος σε στυλ Κλίβελαντ Κάζουαλ, που σημαίνει ότι φοράς χαβανέζικο πουκάμισο με ανανάδες και μαϊμούδες, καφέ παντελόνι φτιαγμένο σε κάποια Μπανανιά και άσπρα παπούτσια. Οι κάλτσες είναι προαιρετικές, αλλά το άσπρο παπούτσι είναι απόλυτα απαραίτητο, όπως και ένα τουλάχιστον φανταχτερό χρυσό κόσμημα. Αυτός ο τύπος ανταποκρινόταν πλήρως στις προδιαγραφές σε αυτό τον τομέα: είχε ένα Ρόλεξ στο χέρι και μια χρυσή αλυσίδα στο λαιμό. Το πίσω μέρος του πουκαμίσου του ήταν έξω από το παντελόνι και υπήρχε ένα ύποπτο εξόγκωμα εκεί. Ήταν ή πιστόλι ή μπίπερ, αλλά φαινόταν κάπως μεγάλο για μπίπερ. Κοίταξα πάλι το αμάξι. Λάστιχα Μπλάκγουολ. Και πάνω στο ταμπλό, για φαντάσου, ένα σκεπασμένο περιστρεφόμενο μπλε φως. Για να σε πλησιάζω πιο εύκολα μένοντας απαρατήρητος, γιαγιά. «Ο Μάικλ Νούναν;» Ήταν όμορφος με ένα στυλ που αρέσει σε ορισμένες γυναίκες -τις γυναίκες που ζαρώνουν όταν κάποιος υψώνει τη φωνή του και που σπάνια καλούν την αστυνομία όταν τα πράγματα είναι άσχημα στο σπίτι, επειδή σε κάποιο βαθύτερο επίπεδο πιστεύουν ότι τους αξίζει να είναι τα πράγματα άσχημα στο σπίτι. Και όταν λέμε άσχημα, μιλάμε για μαυρισμένα μάτια, εξαρθρωμένα χέρια και κανένα κάψιμο με τσιγάρο στο βυζί. «Ναι, είμαι ο Μάικλ Νούναν. Τι συμβαίνει;» Ο τύπος γύρισε, έσκυψε και έπιασε κάτι από το χαρτομάνι που υπήρχε στο δεξί κάθισμα του αυτοκινήτου. Κάτω από το ταμπλό, ένας ασύρματος έβγαλε ένα σύντομο ήχο σαν κρώξιμο και σώπασε πάλι. Ο τύπος γύρισε προς το μέρος μου κρατώντας ένα μακρόστενο καφέ φάκελο στο ένα χέρι. Τον άπλωσε προς το μέρος μου. «Αυτό είναι δικό σου». 'Όταν δεν τον πήρα, αυτός πήγε να μου τον χώσει στο χέρι, νομίζοντας ίσως ότι θα τον έπιανα με μια αντανακλαστική κίνηση. Εγώ αμέσως σήκωσα και τα δύο χέρια στο ύψος των ώμων, σαν να μου είχε πει «ψηλά τα χέρια». Με κοίταξε υπομονετικά. Το πρόσωπο του ήταν ιρλανδέζικο
όπως και των Άρλεν, αλλά δεν είχε την καλοσύνη, την ηρεμία εκείνων. Στη θέση τους υπήρχε ένα ύφος ξινής ευθυμίας, σαν να είχε δει ακόμη και τις πιο σπαστικές συμπεριφορές στον κόσμο, πολλές από αυτές δύο φορές. Ένα από τα φρύδια του είχε μια παλιά ουλή και τα μαγουλά του είχαν μια ροδαλή, σκληραγωγημένη όψη που δείχνει είτε πολύ καλή υγεία είτε βαθύ ενδιαφέρον για τα αλκοολούχα προϊόντα. Φαινόταν άνθρωπος που μπορούσε άνετα να σε πετάξει σε ένα χαντάκι και μετά να καθίσει πάνω σου για να μη σηκωθείς. «Μη δυσκολεύεις τα πράγματα. Ξέρεις ότι θα το παραλάβεις· μην κάνεις τον δύσκολο, λοιπόν». «Να δω καμιά ταυτότητα πρώτα». Αναστέναξε, μετά έβαλε το χέρι στην τσέπη του πουκαμίσου του. Έβγαλε ένα δερμάτινο πορτοφόλι και το άνοιξε. Μέσα υπήρχε ένα σήμα και μια ταυτότητα με φωτογραφία. Ο καινούριος μου φίλος ήταν ο Τζορτζ Φούτμαν, βοηθός σερίφη της Κομητείας Καστλ. Η φωτογραφία ήταν επίπεδη και χωρίς καθόλου σκιές, σαν φωτογραφία κακοποιού σε βιβλίο καταζητούμενων. «Εντάξει;» με ρώτησε. Πήρα το φάκελο που μου πρότεινε πάλι. Αυτός με παρακολουθούσε με το ίδιο ύφος της ξινισμένης ευθυμίας καθώς διάβαζα το έγγραφο. Είχα κλητευθεί να εμφανιστώ στο γραφείο του δικηγόρου Ελμερ Ντέρτζιν στις δέκα το πρωί της 10ης Ιουλίου 1998 δηλαδή, την Παρασκευή. Αυτός ο Ελμερ Ντέρτζιν είχε διοριστεί επίτροπος της ανήλικης Κάιρα Ελίζαμπεθ Ντεβόρ. θα μου έπαιρνε κατάθεση σχετικά με οτιδήποτε μπορεί να γνώριζα για την υγεία και την καλή διαβίωση της Κάιρα Ελίζαμπεθ Ντεβόρ, για λογαριασμό του Ανώτερου Δικαστηρίου της Κομητείας Καστλ και του δικαστή Νομπλ Ράνκορτ. Κατά την κατάθεση θα ήταν παρούσα και μια στενογράφος. «Είναι καθήκον μου να σου υπενθυμίσω τις ποινές εάν δεν...» άρχισε να λέει ο Φούτμαν. «Ευχαριστώ, αλλά ας πούμε ότι μου τις υπενθύμισες. Θα έρθω». Του έκανα νόημα να φύγει. Ένιωθα εντελώς αηδιασμένος, ένιωθα θιγμένος και τσατισμένος. Δεν μου είχαν ξανακάνει κλήτευση και δεν
μου άρεσε καθόλου. Ο Φούτμαν πήγε στο αμάξι του κι ετοιμάστηκε να μπει μέσα, αλλά σταμάτησε με το ένα τριχωτό του χέρι κρεμασμένο πάνω από την ανοιχτή πόρτα. Το Ρόλεξ γυάλιζε στο φως του ήλιου. «Θα σου δώσω μια συμβουλή», είπε κι αυτό ήταν αρκετό για να καταλάβω όλα όσα έπρεπε να ξέρω γι' αυτό τον τύπο. «Μην την μπαίνεις στον κύριο Ντεβόρ». «Γιατί θα με λιώσει σαν ζωύφιο», είπα. «Ε;» «Κανονικά έπρεπε να μου πεις, "Μην την μπαίνεις στον κύριο Ντεβόρ γιατί θα σε λιώσει σαν ζωύφιο"». Είδα από την έκφραση του -είχε περάσει από το στάδιο της απορίας και όδευε προς την τσατίλα- ότι όντως ετοιμαζόταν να μου πει κάτι παρόμοιο. Προφανώς είχαμε δει τις ίδιες ταινίες και κυρίως όλες εκείνες όπου ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο παίζει τον τρελό. Μετά, το σκοτεινιασμένο πρόσωπο του ηρέμησε. «Α, ναι, είσαι ο συγγραφέας», είπε. «Ετσι λένε». «Μπορείς να λες τέτοια επειδή είσαι συγγραφέας». «Σε ελεύθερη χώρα ζούμε, έτσι δεν είναι;» «Τώρα μας έγινες και εξυπνάκιας, ε;» «Πόσο καιρό δουλεύεις για τον Μαξ Ντεβόρ, Φούτμαν; Και το ξέρουν στο γραφείο του σερίφη ότι τα παίρνεις και από αλλού;» «Το ξέρουν, δεν υπάρχει πρόβλημα. Το πρόβλημα μπορεί να το έχεις εσύ, κύριε Εξυπνάκια Συγγραφέα». Σκέφτηκα ότι ήταν ώρα να σταματήσω πριν αρχίσουμε να βριζόμαστε. «Φύγε από το σπίτι μου, σε παρακαλώ, Φούτμαν». Με κοίταξε για μια στιγμή ακόμη. Προφανώς έψαχνε να μου πετάξει την τέλεια ατάκα, αλλά δεν την έβρισκε. Απλώς χρειαζόταν βοήθεια από τον Εξυπνάκια Συγγραφέα. «Θα σε περιμένω την Παρασκευή», είπε. «Θα μου κάνεις και το τραπέζι; Μην ανησυχείς, δεν τρώω πολύ στα ραντεβού μου».
Τα ροδαλά του μάγουλα σκούρυναν κατά ένα βαθμό και είδα πώς θα γινόταν στα εξήντα του αν δεν έκοβε το ποτό. Μπήκε στο αμάξι του και ανέβηκε το δρομάκι με την όπισθεν τόσο γρήγορα, που τα λάστιχα του ούρλιαξαν. Μόλις χάθηκε, ξαναμπήκα στο σπίτι. Σκεφτόμουν ότι η εξωυπηρεσιακή δουλειά του Φούτμαν πρέπει να του άφηνε καλά λεφτά, αφού μπορούσε να αγοράσει ολόκληρο Ρόλεξ. Εκτός αν το είχε βουτήξει από πουθενά. Ηρέμησε, Μάικλ, με συμβούλευσε η φωνή της Τζο. Το κόκκινο πανί έφυγε, δεν το κουνάει κανείς μπροστά από τη μύτη σου πια, γι' αυτό ηρέμησε τώρα. Έδιωξα τη φωνή της για να μην την ακούω. Δεν ήθελα να ηρεμήσω, ήθελα να αγριέψω. Με είχαν ενοχλήσει πάλι. Πήγα στο γραφείο του χολ όπου η Τζο κι εγώ βάζαμε όλα τα έγγραφα των υποθέσεων που εκκρεμούσαν και τοποθέτησα την κλήτευση στον πίνακα ανακοινώσεων. Μετά σήκωσα τη γροθιά μου μπροστά στα μάτια μου, κοίταξα τη βέρα για μια στιγμή και ύστερα τη χτύπησα με δύναμη στον τοίχο δίπλα στη βιβλιοθήκη. Το χτύπημα ήταν τόσο δυνατό, που έκανε μια ολόκληρη σειρά από βιβλία τσέπης να αναπηδήσει. Σκέφτηκα τα φτηνά ρούχα της Μέτι Ντεβόρ και μετά τον πεθερό της που πλήρωσε τέσσερα εκατομμύρια διακόσιες πενήντα χιλιάδες δολάρια για το Γουόρινγκτον. Με προσωπική επιταγή. Σκέφτηκα αυτό που είπε ο Μπιλ Ντιν, ότι το κοριτσάκι θα μεγαλώσει στην Καλιφόρνια. Άρχισα να περπατάω πάνω κάτω μέσα στο σπίτι βράζοντας ακόμη από θυμό, μέχρι που κατέληξα μπροστά στο ψυγείο. Τα μαγνητάκια σχημάτιζαν ακόμη κύκλο, αλλά τα γράμματα στη μέση του κύκλου είχαν αλλάξει. Αντί να λένε γεια σου τώρα έλεγαν βοθισε την. «Βοθισε την;» είπα και μόλις το άκουσα δυνατά κατάλαβα τι εννοούσε. Ανάμεσα στα μαγνητάκια υπήρχε μόνο ένα σετ με τα γράμματα της αλφαβήτου, αλλά ούτε κι αυτό ήταν πλήρες από ό,τι είδα -το ζ και το χ έλειπαν. Επρεπε να αγοράσω κι άλλα. Αφού η πόρτα του ψυγείου μου είχε γίνει τραπεζάκι πνευματιστικών
συγκεντρώσεων, μου χρειαζόταν ένα καλό απόθεμα από γράμματα. Ιδιαίτερα, φωνήεντα. Στο μεταξύ μετατόπισα το η και το έβαλα ανάμεσα στο ο και το θ. Τώρα το μήνυμα έλεγε βοηθισε την Σκόρπισα τα μαγνητάκια κι άρχισα να περπατάω πάλι πάνω κάτω. Είχα αποφασίσει να μην ανακατευτώ σ' αυτή την ιστορία, αλλά με είχαν ανακατέψει έτσι κι αλλιώς. Είχε εμφανιστεί ένας βοηθός σερίφη με ντύσιμο Κλίβελαντ, μπερδεύοντας ακόμη περισσότερο την ήδη μπερδεμένη ζωή μου... και, επιπλέον, τρομάζοντας με και λίγο. Τουλάχιστον όμως αυτός ήταν φόβος για κάτι που έβλεπα και καταλάβαινα. Ξαφνικά αποφάσισα ότι αυτό το καλοκαίρι ήθελα να κάνω κάτι παραπάνω από το να ανησυχώ για φαντάσματα, για παιδιά που κλαίνε και για το τι σκάρωνε η γυναίκα μου πριν από τέσσερα ή πέντε χρόνια -αν όντως σκάρωνε κάτι. Εντάξει, δεν μπορούσα πια να γράψω, αυτό όμως δεν σήμαινε ότι έπρεπε να το ρίξω στην ομφαλοσκόπηση. Βοήθησέ την. Αποφάσισα να προσπαθήσω τουλάχιστον. «Λογοτεχνικό πρακτορείο Χάρολντ Ομπλόφσκι». «Έλα στο Μπελίζ μαζί μου, Νόλα», είπα. «Σε χρειάζομαι. Θα κάνουμε έρωτα τα μεσάνυχτα, όταν η πανσέληνος θα μεταμορφώνει σε φίλντισι την παραλία». «Γεια σας, κύριε Νούναν», είπε η Νόλα. Δεν είχε καθόλου χιούμορ αυτή η κοπέλα. Από μια άποψη, γι' αυτόν ακριβώς το λόγο ήταν η τέλεια γραμματέας για το πρακτορείο του Ομπλόφσκι. «θέλετε να μιλήσετε με τον Χάρολντ;» «Αν είναι εκεί». «Ναι, εδώ είναι. Περιμένετε, παρακαλώ». Το καλό όταν είσαι συγγραφέας με μπεστ σέλερ στο ενεργητικό σου -ακόμη και αν τα βιβλία σου συνήθως εμφανίζονται μόνο στις λίστες που φτάνουν μέχρι το δεκαπέντε- είναι ότι ο ατζέντης σου σχεδόν πάντα τυχαίνει να είναι στο γραφείο του. Ένα άλλο είναι ότι, ακόμη και αν κάνει διακοπές στο Ναντάκετ, μπορείς να τον πάρεις εκεί, και θα εμφανιστεί πάλι. Και ένα τρίτο, ότι συνήθως δεν σε
αφήνει να περιμένεις πολύ στο τηλέφωνο. «Μάικ!» φώναξε. «Πώς είναι η λίμνη; Σε σκεφτόμουν όλο το Σαββατοκύριακο!» Ναι, σκέφτηκα, μαράζωσες να με σκέφτεσαι. «Τα πράγματα είναι μια χαρά γενικά αλλά χάλια σε ένα συγκεκριμένο σημείο, Χάρολντ. Θέλω να μιλήσω με ένα δικηγόρο. Σκέφτηκα να ζητήσω να μου συστήσει κάποιον ο Γουόρντ Χάνκινς, ο φοροτεχνικός μου, αλλά μάλλον χρειάζομαι κάποιον πολύ καλύτερο από αυτούς που μπορεί να ξέρει ο Γουόρντ. Κάποιον με ακονισμένα δόντια, που να του αρέσει η ανθρώπινη σάρκα». Αυτή τη φορά ο Χάρολντ δεν μπήκε στον κόπο να μου κάνει το κόλπο της παύσης. «Τι τρέχει, Μάικ; Έχεις προβλήματα;» Χτύπα μία φορά για ναι, δυο φορές για όχι, σκέφτηκα και για μια στιγμή παραλογισμού μου πέρασε από το μυαλό η ιδέα να το κάνω. Θυμάμαι πως όταν τελείωσα τα απομνημονεύματα του Κρίστι Μπράουν, Μια Ζωή Καθηλωμένος, αναρωτιόμουν πώς θα ήταν να γράψεις ένα ολόκληρο βιβλίο κρατώντας το στυλό με τα δάχτυλα του αριστερού ποδιού σου. Τώρα αναρωτήθηκα πώς θα ήταν να περάσεις μια αιωνιότητα χωρίς να έχεις άλλο τρόπο επικοινωνίας από το να χτυπάς τον τοίχο ενός υπογείου. Και ακόμη και τότε θα σε άκουγαν και θα σε καταλάβαιναν μόνο ορισμένα άτομα... κι αυτά τα ορισμένα άτομα μόνο σε συγκεκριμένες στιγμές. Τζο, εάν ήσουν; Και αν ήσουν, γιατί απάντησες και ναι και όχι; «Μάικ; Μ' ακούς;» «Ναι. Βασικά, το πρόβλημα δεν είναι δικό μου, Χάρολντ, ηρέμησε, λοιπόν. Χρειάζομαι ένα δικηγόρο όμως. Ο βασικός σου είναι ο Γκολντέικερ, σωστά;» «Ναι. θα του τηλεφωνήσω αμέσως...» «Ο Γκολντέικερ όμως ασχολείται κυρίως με συμφωνητικά και τέτοια». Σκεφτόμουν μεγαλόφωνα τώρα και όταν σταμάτησα ο Χάρολντ δεν μίλησε. Μερικές φορές είναι εντάξει τύπος. Τις περισσότερες φορές, βασικά. «Λοιπόν, τηλεφώνησε του από μέρους μου, εντάξει; Πες του ότι θέλω να μιλήσω με ένα δικηγόρο που να είναι ειδικευμένος σε υποθέσεις κηδεμονίας. Πες του να με φέρει σε επαφή με τον καλύτερο που είναι ελεύθερος να αναλάβει μια υ-
πόθεση αμέσως. Κάποιον που να μπορεί να είναι μαζί μου στο δικαστήριο την Παρασκευή, αν είναι απαραίτητο». «Περί τίνος πρόκειται; Κάποιο ζήτημα πατρότητας;» ρώτησε ο Χάρολντ με έναν τόνο που έδειχνε σεβασμό και φόβο μαζί. «Όχι, σου είπα, είναι υπόθεση κηδεμονίας». Σκέφτηκα να του πω να πληροφορηθεί την ιστορία από το δικηγόρο που θα μου έβρισκε ο Γκολντέικερ, αλλά δεν ήθελα να του φερθώ έτσι. Άλλωστε, αργά ή γρήγορα θα ήθελε να ακούσει την ιστορία από μένα, ανεξάρτητα από το τι θα του έλεγε ο δικηγόρος. Του περιέγραψα όσα είχαν γίνει την 4η Ιουλίου, και τον αντίκτυπο τους, μιλώντας μόνο για τους Ντεβόρ και χωρίς να αναφέρω τίποτα για φωνές, παιδιά που κλαίνε ή χτυπήματα στους τοίχους μέσα στο σκοτάδι. Ο Χάρολντ με διέκοψε μόνο μία φορά, όταν συνειδητοποίησε ποιος ήταν ο κακός της ιστορίας. «Το ξέρεις ότι πας γυρεύοντας για μπελάδες, ε;» είπε. «Κάποιους μπελάδες θα τους έχω έτσι κι αλλιώς», είπα. «Απλώς θέλω να του δημιουργήσω κι εγώ μερικούς, αντί να μου δημιουργήσει μόνο αυτός». «Δεν θα έχεις την απαιτούμενη γαλήνη και ηρεμία που χρειάζεται ένας συγγραφέας για να αποδώσει την καλύτερη δυνατή δουλειά του», είπε ο Χάρολντ. Ο τόνος του ήταν τόσο σχολαστικός και δασκαλίστικος που χαμογέλασα. Αναρωτήθηκα πώς θα αντιδρούσε αν του έλεγα ότι δεν πειράζει, αφού δεν είχα γράψει τίποτ' άλλο εκτός από λίστες για το σούπερ μάρκετ από τότε που πέθανε η Τζο, και μπορεί αυτή η υπόθεση να μου άναβε λίγο τα αίματα. Δεν το έκανα όμως. Το σύνθημα των Νούναν: ποτέ μην αφήνεις τον άλλο να καταλάβει ότι ζορίζεσαι. Κάποιος θα 'πρεπε να σκαλίσει τη φράση ΜΗΝ ΑΝΗΣΥΧΕΙΤΕ, ΕΙΜΑΙ ΜΙΑ ΧΑΡΑ στην πόρτα του οικογενειακού μας τάφου. Μετά σκέφτηκα: βοθισε την. «Αυτή η κοπέλα χρειάζεται ένα φίλο», είπα. «Η Τζο θα ήθελε να τη βοηθήσω. Δεν της άρεσε καθόλου όταν τσαλαπατούσαν τους φουκαράδες». «Έτσι λες;» «Ναι».
«Εντάξει, θα δω ποιον μπορώ να βρω. Δεν μου λες, θέλεις να 'ρθω την Παρασκευή γι' αυτή την κατάθεση;» «Όχι». Μου βγήκε πολύ απότομα και μετά ακολούθησε μια σιωπή όχι από τις συνηθισμένες. Αυτή τη φορά ο Χάρολντ δεν μου έκανε κόλπα· είχε πληγωθεί από την αντίδραση μου. «Άκου, Χάρολντ, ο επιστάτης μου μού είπε ότι η δίκη για την υπόθεση κηδεμονίας θα γίνει γρήγορα. Αν θέλεις ακόμη να 'ρθεις όταν θα γίνει, θα σου τηλεφωνήσω. Ξέρεις ότι χρειάζομαι πάντα την ηθική σου συμπαράσταση». «Στη δική μου περίπτωση είναι ανήθικη συμπαράσταση», μου απάντησε και ακουγόταν εύθυμος πάλι. Αποχαιρετιστήκαμε κι έκλεισα. Μετά πήγα πάλι στο ψυγείο και κοίταξα τους μαγνήτες. Ήταν ακόμη σκορπισμένοι εδώ κι εκεί, πράγμα που μου έφερε κάποια ανακούφιση. Ακόμη και τα πνεύματα πρέπει να ξεκουράζονται κάποτε. Πήρα το ασύρματο τηλέφωνο, βγήκα στη βεράντα και κάθισα στη σεζλόνγκ όπου καθόμουν το βράδυ της 4ης Ιουλίου όταν τηλεφώνησε ο Ντεβόρ. Ακόμη και μετά την επίσκεψη του Φούτμαν, δυσκολευόμουν να πιστέψω ότι είχε γίνει πραγματικά αυτή η συζήτηση. Ο Ντεβόρ με είχε αποκαλέσει ψεύτη. Κι εγώ του είχα πει να βάλει τον αριθμό μου στον κώλο του. Είχαμε κάνει σπουδαία αρχή σαν γείτονες. Τράβηξα τη σεζλόνγκ λίγο πιο κοντά στην άκρη της βεράντας. Από κάτω υπήρχε ένα κενό γύρω στα τριάντα μέτρα μέχρι την όχθη που χώριζε το πίσω μέρος του σπιτιού από τη λίμνη. Έψαξα με το βλέμμα μου την «πράσινη γυναίκα» που είχα δει καθώς κολυμπούσα, λέγοντας ταυτόχρονα στον εαυτό μου να μην είμαι τόσο βλάκας, ότι αυτά τα πράγματα τα βλέπεις μόνο από μια ορισμένη γωνία και αν απομακρυνθείς δυο τρία μέτρα προς τη μία ή την άλλη πλευρά δεν βλέπεις τίποτα. Φαίνεται όμως ότι αυτή ήταν μία από τις εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Χαμογέλασα, αν και λίγο ανήσυχα, όταν είδα ότι η σημύδα κοντά στο Δρόμο έμοιαζε σαν γυναίκα όχι μόνο από τη λίμνη αλλά και από τη στεριά. Εν μέρει έφταιγε το πεύκο που υπήρχε ακριβώς πίσω της -εκείνο το γυμνό κλαδί που ξεπρόβαλλε προς τα βόρεια σαν ένα κοκαλιάρικο χέρι που δείχνει.
Δεν ήταν μόνο αυτό όμως. Από το σημείο όπου ήμουν τώρα, τα λευκά κλαδιά και τα στενά φύλλα της σημύδας σχημάτιζαν και πάλι μια γυναικεία φιγούρα και όταν ο άνεμος πήγαινε πέρα δώθε τα κλαδιά, τα πράσινα και ασημί χρώματα κινούνταν σαν μακριά φούστα. Είχα πει όχι στην καλοπροαίρετη πρόταση του Χάρολντ να έρθει εδώ, και μάλιστα απότομα, και καθώς κοίταζα τη δεντρογυναίκα κατάλαβα γιατί: ο Χάρολντ ήταν φαφλατάς και αναίσθητος και μπορεί να έδιωχνε την παρουσία που υπήρχε στο σπίτι. Δεν το ήθελα αυτό. Φοβόμουν, ναι -όταν στεκόμουν στη σκοτεινή σκάλα του υπογείου και άκουγα τα χτυπήματα λίγο πιο κάτω, ήμουν τρομοκρατημένος-, όμως από την άλλη μεριά ένιωθα πραγματικά ζωντανός για πρώτη φορά εδώ και χρόνια. Εδώ στο Σάρα Λαφς είχα αγγίξει κάτι εντελώς πέρα από τα όρια της ως τώρα εμπειρίας μου και αυτό το κάτι το έβρισκα συναρπαστικό. Το ασύρματο τηλέφωνο χτύπησε πάνω στα πόδια μου, κάνοντας με να αναπηδήσω. Το άρπαξα, περιμένοντας να είναι ο Μαξ Ντεβόρ ή ίσως ο Φούτμαν, ο χρυσοστολισμένος λακές του. Τελικά ήταν ένας δικηγόρος, Τζον Στόροου το όνομα του. Από τη φωνή του, θα 'λεγα ότι πρέπει να είχε αποφοιτήσει από τη νομική μάλλον πρόσφατα -την περασμένη βδομάδα ίσως. Όμως, δούλευε στο νομικό γραφείο Ειβερι, Μακλέιν και Μπερνστάιν, στην Παρκ Άβενιου, και η Παρκ Άβενιου είναι πολύ καλή διεύθυνση για δικηγόρο, ακόμη κι αν είναι ακόμη πιτσιρικάς. Αφού ο Χένρι Γκολντέικερ είχε πει ότι ο Στόροου είναι καλός, μάλλον ήταν. Και η ειδικότητα του ήταν οι υποθέσεις κηδεμονίας. «Και τώρα πείτε μου τι συμβαίνει εκεί κάτω», είπε, όταν τελείωσαν οι συστάσεις. Άρχισα να του εξηγώ, νιώθοντας τη διάθεση μου να φτιάχνει λίγο καθώς προχωρούσε η ιστορία. Είναι παράξενο, αλλά όταν μιλάς με ένα νομικό ησυχάζεις αμέσως από τη στιγμή που θα αρχίσει να τρέχει το «ταξίμετρο» και να σε χρεώνει με την ώρα. Εκεί περνάς το μαγικό σημείο στο οποίο κάποιος δικηγόρος γίνεται ο δικηγόρος σου. Ο δικηγόρος σου είναι εγκάρδιος, είναι γεμάτος κατανόηση, κρατάει σημειώσεις και σου γνέφει καταφατικά στα πιο κατάλληλα
σημεία. Οι ερωτήσεις που σου κάνει ο δικηγόρος σου είναι ερωτήσεις που μπορείς να τις απαντήσεις. Και αν δεν μπορείς, ο δικηγόρος σου θα σε βοηθήσει να βρεις έναν τρόπο να τις απαντήσεις. Ο δικηγόρος σου είναι πάντα με το μέρος σου. Οι εχθροί σου είναι και δικοί του εχθροί. Όταν τελείωσα, το πρώτο πράγμα που είπε ο Τζον Στόροου ήταν: «Ουάου. Περίεργο που δεν έχουν πάρει τίποτα μυρουδιά οι εφημερίδες». «Δεν το σκέφτηκα ποτέ αυτό», είπα. Αλλά είχε δίκιο. Τα οικογενειακά προβλήματα του Ντεβόρ δεν ήταν ούτε για τους Νιου Γιορκ Τάιμς ούτε για την Μπόστον Γκλόουμπ, ίσως ούτε καν για την Ντέρι Νιουζ, αλλά σε κάτι φυλλάδες όπως η Νάσιοναλ Iνκουάιερ ή η Ινσάιντ Βιου θα ταίριαζαν γάντι. Αντί για την κοπέλα, ο Κινγκ Κονγκ προσπαθεί να αρπάξει το αθώο παιδί της κοπέλας και να ανεβεί μαζί του στην κορυφή του Εμπάιρ Στέιτ Μπίλντινγκ. Δεν ήταν καμιά ιστορία για την πρώτη σελίδα, δεν υπήρχε ούτε αίμα ούτε νεκρές διασημότητες, αλλά θα ταίριαζε μια χαρά στην ένατη σελίδα. Μου ήρθε αμέσως ένας τίτλος που θα είχε δεξιά κι αριστερά του τις φωτογραφίες του Γουόρινγκτον και του τροχόσπιτου της Μέτι: ΜΕΓΙΣΤΑΝΑΣ ΤΩΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΩΝ ΖΕΙ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΥΤΕΛΕΙΑ ΕΝΩ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙ ΝΑ ΑΡΠΑΞΕΙ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΤΗΣ ΟΜΟΡΦΗΣ ΝΥΦΗΣ ΤΟΥ. Μάλλον παραήταν μεγάλο για τίτλος. Δεν έγραφα πια, αλλά χρειαζόμουν ακόμη επιμελητή. Λυπηρό, αν το καλοσκεφτείς. «Μπορεί σε κάποιο σημείο να φροντίσουμε να μαθευτεί η ιστορία», είπε ο Στόροου με σκεφτικό ύφος. Κατάλαβα ότι αυτό τον τύπο θα μπορούσα να τον συμπαθήσω τελικά, τουλάχιστον με την τωρινή μου διάθεση, στην οποία κυριαρχούσε ο θυμός. Μετά ο τόνος του άλλαξε, έγινε πιο κοφτός και φανέρωνε περισσότερη συγκέντρωση στο θέμα. «Ποιον εκπροσωπώ εδώ, κύριε Νούναν; Εσάς ή την κοπέλα; Θα προτιμούσα την κοπέλα». «Η κοπέλα δεν ξέρει καν ότι σας τηλεφώνησα. Μπορεί να θεωρήσει ότι προχώρησα περισσότερο από όσο έπρεπε. Εδώ που τα λέμε, μπορεί και να μου τα ψάλει». «Γιατί να το κάνει αυτό;» «Επειδή είναι Γιάνκισσα, και μάλιστα από το Μέιν, που είναι το χειρότερο είδος. Μπροστά σ' αυτούς τους
Γιάνκηδες, ακόμη και οι Ιρλανδοί φαίνονται λογικοί άνθρωποι». «Ίσως, αλλά αυτή έχει το στόχο καρφιτσωμένο πάνω της. Θα σας συμβούλευα να της τηλεφωνήσετε και να της το πείτε αυτό». Του υποσχέθηκα να το κάνω. Έτσι κι αλλιώς, ήξερα ότι έπρεπε να έρθω σε επαφή μαζί της από τη στιγμή που μου έδωσε την κλήτευση ο Φούτμαν. «Και ποιος θα εκπροσωπήσει τον Μάικλ Νούναν την Παρασκευή;» Ο Στόροου γέλασε, «θα βρω κανέναν ντόπιο δικηγόρο να το κάνει αυτό. Θα έρθει μαζί σας στο γραφείο αυτού του Ντέρτζιν, θα καθίσει ήσυχα, με το χαρτοφύλακα μπροστά του, και θα ακούει. Μπορεί να έχω έρθει κι εγώ στην πόλη σ' αυτό το σημείο -δεν θα το ξέρω αυτό πριν μιλήσω με την κυρία Ντεβόρ-, αλλά δεν θα είμαι στο γραφείο του Ντέρτζιν. 'Όταν όμως γίνει η δίκη για την κηδεμονία, θα είμαι εκεί». «Ωραία. Τηλεφωνήστε μου να μου πείτε το όνομα του νέου δικηγόρου μου. Του άλλου νέου δικηγόρου μου». «Εντάξει. Στο μεταξύ, μιλήστε στην κοπέλα. Βρείτε μου δουλειά». «Θα προσπαθήσω». «Επίσης, προσπαθήστε να είστε ορατοί όταν βρίσκεστε μαζί της. Αν δώσουμε στους κακούς περιθώρια να αγριέψουν, θα το κάνουν. Δεν τρέχει τίποτα μεταξύ σας, έτσι δεν είναι; Τίποτα το ύποπτο; Με συγχωρείτε που ρωτάω, αλλά πρέπει». «Όχι», είπα. «Έχει περάσει πολύς καιρός από την τελευταία φορά που έκανα κάτι ύποπτο με οποιαδήποτε γυναίκα». «Μπαίνω στον πειρασμό να σας συμπονέσω, κύριε Νούναν, αλλά υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες...» «Μάικ. Λέγε με Μάικ. Ας κόψουμε τις τυπικότητες». «Ωραία. Μ' αρέσει αυτό. Κι εγώ είμαι ο Τζον. Ο κόσμος πάντως θα πει ότι έχετε σχέσεις έτσι κι αλλιώς. Το ξέρεις αυτό, έτσι δεν είναι;» «Φυσικά. Ο κόσμος ξέρει ότι εγώ έχω λεφτά για να σε πληρώσω, θα αρχίσουν να αναρωτιούνται πώς γίνεται να πληρώνω εγώ για δική της υπόθεση. Όμορφη νεαρή χήρα, μεσήλικος χήρος, το σεξ θα τους φανεί η πιθανότερη εξήγηση» . «Ωραία, είσαι ρεαλιστής». «Δεν το νομίζω, αλλά δεν είμαι και τελείως ονειροπαρμένος».
«Το ελπίζω αυτό, γιατί τα πράγματα μπορεί να αγριέψουν. Ετοιμαζόμαστε να τα βάλουμε με έναν τρομερά πλούσιο άνθρωπο». Δεν ακουγόταν τρομαγμένος, όμως, ακουγόταν σχεδόν... άπληστος. Ο τόνος του μου θύμισε αυτό που ένιωσα μέσα μου σε κάποιο επίπεδο όταν είδα ότι τα μαγνητάκια του ψυγείου είχαν ξανασχηματίσει κύκλο. «Ναι, το ξέρω». «Στο δικαστήριο αυτό δεν θα παίξει πολύ μεγάλο ρόλο, γιατί υπάρχουν και κάποια χρήματα από τη δική μας πλευρά. Επίσης, ο δικαστής θα ξέρει ότι η υπόθεση είναι σωστός δυναμίτης κι αυτό μπορεί να μας φανεί χρήσιμο». «Ποιο είναι το μεγαλύτερο πλεονέκτημα μας;» ρώτησα. Σκεφτόμουν το ροδαλό, υγιέστατο πρόσωπο της Κάιρα και το γεγονός ότι δεν έδειχνε κανέναν απολύτως φόβο για τη μητέρα της. Έκανα την ερώτηση πιστεύοντας ότι ο Τζον θα μου απαντούσε πως οι κατηγορίες του Ντεβόρ ήταν σαφώς αβάσιμες, όμως είχα σφάλει. «Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα μας; Η ηλικία του Ντεβόρ. Πρέπει να είναι μεγαλύτερος και από τον θεό». «Με βάση όσα άκουσα αυτό το Σαββατοκύριακο, πρέπει να είναι ογδόντα πέντε χρονών, που σημαίνει ότι ο θεός είναι μεγαλύτερος». «Ναι, αλλά, αν τον δούμε σαν πιθανό μπαμπά, ο Τόνι Ράνταλ μοιάζει έφηβος μπροστά του», είπε ο Τζον εντελώς χαιρέκακα. «Σκέψου το λίγο, Μάικλ. Η μικρή τελειώνει το γυμνάσιο τη χρονιά που ο παππούς κλείνει τα εκατό. Επίσης, υπάρχει μια πιθανότητα ο γέρος να έχει κάνει κάποιες απερίσκεπτες κινήσεις. Ξέρεις τι είναι ο επίτροπος ανηλίκου;» «Όχι». «Ουσιαστικά είναι ένας δικηγόρος που διορίζει το δικαστήριο για να προστατεύσει τα συμφέροντα του παιδιού. Του κόβουν μια αμοιβή από τα έξοδα του δικαστηρίου, αλλά μιλάμε για εξευτελιστικά ποσά. Οι περισσότεροι δικηγόροι που δέχονται να διοριστούν επίτροποι έχουν καθαρά αλτρουιστικά κίνητρα... όχι όλοι όμως. Όπως και να 'χει, ο επίτροπος κάνει τη δική του εισήγηση για την υπόθεση. Ο δικαστής δεν είναι υποχρεωμένος να δεχτεί τη συμβουλή
του, αλλά σχεδόν πάντα τη δέχεται, θα φαινόταν βλάκας αν απέρριπτε τη συμβουλή του ανθρώπου που έχει διορίσει ο ίδιος, και εκείνο που σιχαίνονται πάνω απ' όλα οι δικαστές είναι να φαίνονται βλάκες». «Ο Ντεβόρ θα έχει δικό του δικηγόρο;» Ο Τζον γέλασε. «Στη δίκη; Πες καλύτερα ότι θα έχει περίπου μισή ντουζίνα δικηγόρους». «Σοβαρά μιλάς;» «Κοίτα, ο τύπος είναι ογδόντα πέντε χρονών. Δηλαδή, πολύ μεγάλος για να τρέχει με Φεράρι ή να κάνει ορειβασία στο Θιβέτ ή να παίζει με πόρνες, εκτός αν είναι φαινόμενο στο κρεβάτι. Επομένως, τι του μένει για να ξοδεύει τα λεφτά του;» «Δικηγόροι», είπα σκυθρωπός. «Ακριβώς». «Και η Μέτι Ντεβόρ; Τι θα έχει αυτή στη δίκη;» «Χάρη σ' εσένα, θα έχει εμένα», είπε ο Τζον Στόροου. «Είναι σαν μυθιστόρημα του Τζον Γκρίσαμ, ε; Σκέτο χρυσάφι. Σου έλεγα όμως προηγουμένως για τον Ντέρτζιν, τον επίτροπο. Αν ο Ντεβόρ δεν περίμενε να συναντήσει προβλήματα σ' αυτή την ιστορία, μπορεί να προσπάθησε να δωροδοκήσει τον Ντέρτζιν. Και ο Ντέρτζιν μπορεί να έκανε τη βλακεία να δεχτεί. Αν σκαλίσουμε λίγο, ποιος ξέρει τι μπορεί να βρούμε;» Εγώ όμως ήμουν ακόμη κολλημένος στην προηγούμενη φράση του. «Είπες ότι η Μέτι θα έχει εσένα στη δίκη. Αν δεν ήμουν εγώ να βοηθήσω, τι θα γινόταν; Τι θα είχε;» «Μπούμπχες. Αυτό είναι από τα γίντις. Σημαίνει...» «Ξέρω τι σημαίνει», τον έκοψα. «Είναι απίστευτο όμως». «Όχι, καθόλου. Έτσι είναι η αμερικανική δικαιοσύνη. Ξέρεις εκείνη την κυρία με τη ζυγαριά; Αυτή που έχουν έξω από τα περισσότερα δικαστήρια;» «Ναι». «Λοιπόν, φαντάσου ότι της φοράς χειροπέδες και της περνάς και κολλητική ταινία στο στόμα, εκτός από το μαντίλι που έχει στα μάτια, και μετά τη βιάζεις και την κυλάς στη λάσπη. Σου αρέσει η εικόνα; Εμένα όχι, αλλά είναι μια ακριβής αναπαράσταση του πώς λειτουργεί ο νόμος στις υποθέσεις κηδεμονίας όπου ο ενάγων είναι
πλούσιος και ο εναγόμενος φτωχός. Και η ισότητα των δύο φύλων έχει χειροτερέψει τα πράγματα, γιατί οι μητέρες συνήθως είναι φτωχές, αλλά παρ' όλα αυτά δεν θεωρούνται πια η καλύτερη επιλογή για την κηδεμονία». «Η Μέτι Ντεβόρ σε χρειάζεται οπωσδήποτε, έτσι δεν είναι;» «Ναι», είπε απλώς ο Τζον. «Τηλεφώνησε μου αύριο και πες μου ότι δέχτηκε». «Ελπίζω να τα καταφέρω». «Το ίδιο κι εγώ. Ακου, υπάρχει και κάτι άλλο». «Τι;» «Όταν σου τηλεφώνησε ο Ντεβόρ, του είπες ψέματα». «Τρίχες!» «Όχι, έτσι είναι. Δεν μου αρέσει να διαφωνώ με τον αγαπημένο συγγραφέα της αδερφής μου, αλλά του είπες ψέματα και το ξέρεις. Είπες στον Ντεβόρ ότι μητέρα και παιδί είχαν βγει έξω μαζί, ότι η μικρή μάζευε λουλούδια και όλα ήταν μια χαρά. Το μόνο που έλειπε από την εικόνα ήταν ο Μπάμπι το Ελαφάκι». Είχα ανακαθίσει στη σεζλόνγκ, έκπληκτος με αυτά που άκουγα. Ο Τζον παρέβλεπε τον έξυπνο τρόπο με τον οποίο είχα χειριστεί το τηλεφώνημα. «Περίμενε, περίμενε. Δεν είναι έτσι τα πράγματα. Δεν του είπα τίποτα ξεκάθαρα. Του είπα ότι "υπέθεσα". Χρησιμοποίησα αυτή τη λέξη πάνω από μία φορά. Το θυμάμαι καθαρά». «Ναι. Και αν ο Ντεβόρ μαγνητοφωνούσε τη συζήτηση, θα έχεις την ευκαιρία να μετρήσεις πόσες φορές τη χρησιμοποίησες» . Δεν απάντησα. Σκεφτόμουν τη συζήτηση, προσπαθούσα να θυμηθώ το χαρακτηριστικό βόμβο της τηλεφωνικής γραμμής. Μήπως εκείνο το βράδυ ήταν πιο έντονος; «Ίσως να μαγνητοφωνούσε», είπα απρόθυμα. «Ακριβώς. Και αν ο δικηγόρος του Ντεβόρ πάει την κασέτα στον επίτροπο, πώς νομίζεις ότι θα του φανεί ο τρόπος σου;» «Επιφυλακτικός», είπα. «Ίσως ο τρόπος του ανθρώπου που προσπαθεί να κρύψει κάτι». «Ή του ανθρώπου που λέει παραμύθια. Είσαι καλός σ' αυτό τον τομέα, έτσι δεν είναι; Αυτή είναι η δουλειά σου. Στη δίκη της κηδεμονίας, ο δικηγόρος του Ντεβόρ θα το αναφέρει αυτό. Και αν
μετά βάλει να καταθέσει κάποιος από αυτούς που πέρασαν από εκεί όσο ήσουν με τη Μέτι... κάποιος που θα πει ότι η κοπέλα φαινόταν ταραγμένη και αναψοκοκκινισμένη... πώς νομίζεις ότι θα φανείς τότε;» «Ψεύτης», είπα. «Φτου!» «Μην κάνεις έτσι, Μάικ. Δεν υπάρχει πρόβλημα». «Τι πρέπει να κάνω;» «Θα εξουδετερώσουμε το όπλο τους πριν προλάβουν να το χρησιμοποιήσουν, θα πεις στον Ντέρτζιν ακριβώς αυτά που συνέβησαν. Να γραφτούν στα πρακτικά, θα τονίσεις το γεγονός ότι το κοριτσάκι νόμιζε ότι εκεί που περπατούσε δεν κινδύνευε. Φρόντισε να αναφέρεις κι αυτό που σου είπε για τις διαβάσεις. Πολύ μου άρεσε αυτό». «Αν κάνω κάτι τέτοιο και παίξουν την κασέτα, θα φανεί ότι άλλα λέω στη μία περίπτωση και άλλα στην άλλη». «Δεν νομίζω. 'Όταν μίλησες στον Ντεβόρ, δεν ήσουν ένορκος μάρτυρας, έτσι δεν είναι; Καθόσουν ήσυχα ήσυχα στη βεράντα σου και κοίταζες τη δουλειά σου: παρακολουθούσες τα πυροτεχνήματα. Και ξαφνικά, στα καλά καθούμενα, σου τηλεφωνεί ένας στριμμένος γέρος και αρχίζει να μαίνεται. Δεν του είχες δώσει τον αριθμό σου, έτσι δεν είναι;» «Όχι». «Τον απόρρητο αριθμό σου». «Όχι». «Και μπορεί αυτός να είπε ότι είναι ο Μάξγουελ Ντεβόρ, αλλά θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε, σωστά;» «Σωστά». «Θα μπορούσε να είναι ο σάχης του Ιράν». «Όχι, ο σάχης έχει πεθάνει». «Εντάξει, ο σάχης αποκλείεται, λοιπόν. Μπορεί όμως να ήταν ένας αδιάκριτος και κουτσομπόλης γείτονας... ή ένας φαρσέρ». «Σωστά». «Και είπες ό,τι είπες έχοντας όλα αυτά τα ενδεχόμενα υπόψη σου. Αλλά, τώρα που καταθέτεις στο δικαστήριο, λες την αλήθεια και μόνο την αλήθεια».
«Αυτός είσαι». Εκείνη η ωραία αίσθηση ότι μιλάω με το δικηγόρο μου, που με είχε εγκαταλείψει για λίγο, τώρα ξαναγύρισε ενισχυμένη. «Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα καλύτερο από το να πεις την αλήθεια, Μάικ», μου είπε σοβαρός τώρα. «Εξαιρούνται κάποιες ελάχιστες υποθέσεις, και η δική μας δεν είναι από αυτές. Είμαστε ξεκάθαροι σ' αυτό;» «Ναι». «Εντάξει, λοιπόν, τελειώσαμε, θέλω να μου τηλεφωνήσεις ή εσύ ή η Μέτι Ντεβόρ γύρω στις έντεκα αύριο. Κανονικά πρέπει να μου τηλεφωνήσει αυτή». «Θα προσπαθήσω». «Αν αντιδράσει, ξέρεις τι πρέπει να κάνεις, έτσι δεν είναι;» «Νομίζω, ναι. Σ' ευχαριστώ, Τζον». «Θα τα ξαναπούμε γρήγορα», είπε κι έκλεισε. Έμεινα καθισμένος εκεί που ήμουν για λίγο. Σε μια στιγμή πάτησα το κουμπί που ανοίγει τη γραμμή του τηλεφώνου- μετά την έκλεισα πάλι. Έπρεπε να μιλήσω στη Μέτι, αλλά δεν ήμουν εντελώς έτοιμος ακόμη. Αποφάσισα να κάνω μια βόλτα καλύτερα. Αν αντιδράσει, ξέρεις τι πρέπει να κάνεις, έτσι δεν είναι; Φυσικά. Να της θυμίσω ότι δεν έχει περιθώρια να κάνει την περήφανη. Ότι δεν μπορεί να αρνηθεί την ελεημοσύνη του Μάικλ Νούναν. Να της θυμίσω ότι μπορεί να έχει είτε την περηφάνια της είτε την κόρη της αλλά όχι και τα δύο. Έλα, Μέτι, διάλεξε. Περπάτησα σχεδόν μέχρι το τέλος του δρόμου, σταματώντας στο Λιβάδι Τίντγουελ με την όμορφη θέα του προς τη λίμνη και τα βουνά. Το νερό έμοιαζε να ονειρεύεται κάτω από ένα θολό ουρανό. Όταν έγερνες το κεφάλι σου από τη μια μεριά, φαινόταν γκρίζο· όταν το έγερνες από την άλλη, γαλάζιο. Εκείνη η αίσθηση του μυστηρίου ήταν πολύ έντονη μέσα μου. Εκείνη η αίσθηση του Μάντερλεΐ. Πάνω από σαράντα μαύροι είχαν εγκατασταθεί εδώ στις αρχές του αιώνα -για ένα διάστημα, τουλάχιστον- σύμφωνα με τη Μαρί Χίνγκερμαν (και, επίσης, σύμφωνα με την Ιστορία της Κομητείας
Καστλ και τον Καστλ Ροκ, έναν ογκώδη τόμο που εκδόθηκε το 1977, τη χρονιά που η Κομητεία έκλεισε δύο αιώνες ιστορίας). Και όχι τυχαίοι μαύροι: οι περισσότεροι ήταν ταλαντούχοι, συγγενείς μεταξύ τους, και μέλη ενός μουσικού συγκροτήματος που στην αρχή λεγόταν Ρεντ-Τοπ Μπόις και μετά Σάρα Τίντγουελ και οι Ρεντ-Τοπ Μπόις. Είχαν αγοράσει το λιβάδι και ένα μεγάλο κομμάτι γης δίπλα στη λίμνη από κάποιον Ντάγκλας Ντέι. Είχαν χρειαστεί πάνω από δέκα χρόνια για να μαζέψουν τα λεφτά, σύμφωνα με τον Σόνι Τίντγου- ελ, που έκανε τα παζάρια (στους Ρεντ-Τοπ ο Σόνι έπαιζε κιθάρα, με τον τρόπο που εκείνη την εποχή ονομαζόταν «γρατσουνιστήρι»). Στην πόλη ξέσπασε σάλος γι' αυτή την αγορά, Eγινε μάλιστα και μια συγκέντρωση για να διαμαρτυρηθούν για «αυτή την ορδή των αράπηδων». Τελικά τα πράγματα ηρέμησαν και όλα πήγαν καλά, όπως συμβαίνει στις περισσότερες περιπτώσεις. Οι ντόπιοι περίμεναν ότι στο Ντέι'ς Χιλ (έτσι ονομαζόταν το Λιβάδι Τίντγουελ το 1900, όταν ο σου Τίντγουελ αγόρασε τη γη για λογαριασμό της κομπανίας) θα ξεφυτρώσει ένας οικισμός από παράγκες. Εκείνο που ξεφύτρωσε τελικά ήταν μερικές ωραίες λευκές καμπίνες, γύρω από ένα μεγαλύτερο κεντρικό κτίριο που μπορεί να το ήθελαν για τις συναντήσεις του συγκροτήματος, για πρόβες ή, ίσως, και για παραστάσεις, σε κάποιο σημείο. Η Σάρα και οι Ρεντ-Τοπ Μπόις (μερικές φορές υπήρχαν και κοπέλες στο συγκρότημα, που η σύνθεση του άλλαζε συχνά από παράσταση σε παράσταση) έπαιζαν στο Δυτικό Μέιν πάνω από ένα χρόνο, ίσως δύο σχεδόν. Σε όλες τις πόλεις της Δυτικής Γραμμής Φάρμινγκτον, Σκοουχίγκαν, Μπρίτζτον, Γκέιτς Φολς, Καστλ Ροκ, Μότον, Φράιμπεργκ- βρίσκεις ακόμη παλιές αφίσες από τις παραστάσεις τους σε παζάρια και παλαιοπωλεία. Η Σάρα και οι ΡεντΤοπ άρεσαν στο κοινό και τα πήγαιναν επίσης μια χαρά με τον κόσμο στο Τι-Αρ, πράγμα που δεν ήταν παράξένο. Τελικά ο Ρόμπερτ Φροστ, αυτός ο πρακτικός και συχνά δυσάρεστος ποιητής, είχε δίκιο: στις βορειοανατολικές Πολιτείες πιστεύουμε πραγματικά ότι οι καλοί φράχτες κάνουν τους καλούς γείτονες. Πρώτα τσιρίζουμε και διαμαρτυρόμαστε και μετά κάνουμε μια μίζερη ειρήνη, εκείνη με τα
εχθρικά βλέμματα και τα κατεβασμένα μούτρα. Λέμε «Πληρώνουν τους λογαριασμούς τους»· «Δεν αναγκάστηκα ποτέ να σκοτώσω κανένα από τα σκυλιά τους»· «Δεν έχουν πολλά πολλά με τον κόσμο», σαν να είναι πλεονέκτημα η απομόνωση. Και, φυσικά, η υπέρτατη αρετή: «Δεν δέχονται ελεημοσύνη». Και σε κάποιο σημείο η Σάρα Τίντγουελ έγινε Σάρα Λαφς. Τελικά, όμως, φαίνεται ότι το Τι-Αρ-90 δεν ήταν αυτό που ήθελαν, γιατί, αφού έπαιξαν σε ένα δυο πανηγύρια στα τέλη του καλοκαιριού του 1901, έφυγαν από την περιοχή. Η οικογένεια Ντέι νοίκιαζε τα σπίτια που άφησαν πίσω τους κάθε καλοκαίρι μέχρι το 1933, όταν κάηκαν στις καλοκαιρινές πυρκαγιές που κατέστρεψαν την ανατολική και -τη βόρεια πλευρά της λίμνης. Εδώ τελειώνει η ιστορία. Όχι όμως και η μουσική της, βέβαια. Η μουσική της Σάρας συνέχισε να ζει. Σηκώθηκα από το βράχο όπου καθόμουν, τέντωσα τα χέρια και την πλάτη μου και συνέχισα τη βόλτα μου, τραγουδώντας ένα από τα τραγούδια της.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12 Καθώς γύριζα στο σπίτι από τη βόλτα, προσπαθούσα να μη σκέφτομαι τίποτα απολύτως. Ο πρώτος μου επιμελητής συνήθιζε να λέει ότι το ογδόντα πέντε τοις εκατό από τις σκέψεις ενός συγγραφέα δεν τον αφορούν είναι μια αντιμετώπιση που πιστεύω ότι θα 'πρεπε να έχουμε όλοι απέναντι στις σκέψεις μας. Η λεγόμενη ανώτερη σκέψη συνήθως θεωρείται κάτι το εξαιρετικό χωρίς να είναι. 'Όταν εμφανιστούν προβλήματα και πρέπει να γίνουν κάποιες ενέργειες, είναι γενικά προτιμότερο να αποτραβηχτείς και να αφήσεις τα παιδιά στο υπόγειο να κάνουν τη δουλειά τους. Μιλάμε για χειρωνακτική δουλειά, για τύπους με μπόλικους μυς και τατουάζ, που δεν ανήκουν σε σωματεία. Η ειδικότητα τους είναι το ένστικτο και στέλνουν προβλήματα πάνω για νοητική επεξεργασία μόνο ως τελευταία λύση. Όταν προσπάθησα να τηλεφωνήσω στη Μέτι Ντεβόρ, συνέβη κάτι πολύ παράξενο, που νομίζω όμως ότι δεν είχε καμία σχέση με φαντάσματα. Μόλις πάτησα το κουμπί που ανοίγει τη γραμμή στο ασύρματο τηλέφωνο, δεν άκουσα το κανονικό σήμα. Δεν ακουγόταν τίποτα, σαν να ήταν νεκρή η γραμμή. Μετά όμως, καθώς σκεφτόμουν μήπως δεν είχα βάλει καλά το ακουστικό στη θέση του στη συσκευή της κρεβατοκάμαρας, συνειδητοποίησα ότι δεν ήταν απόλυτη σιωπή. Σαν να μεταδιδόταν ραδιοφωνικά από το διάστημα, μια εύθυμη και στριγκή φωνή που θύμιζε κουρδιστή πάπια, με έντονη προφορά του Μπρούκλιν, τραγουδούσε: «Βάλε το δεξί σου πόδι μέσα, βγάλε το δεξί σου πόδι έξω, βάλε το δεξί σου πόδι μέσα και γύρω γύρω κούνησέ το...» Πήγα να ρωτήσω ποιος είναι, αλλά πριν μιλήσω μια γυναικεία φωνή είπε «Εμπρός;» με απορία. «Μέτι;» Μέσα στη δική μου απορία κι εγώ, ούτε που σκέφτηκα να της απευθυνθώ κάπως πιο τυπικά, λέγοντας, για παράδειγμα, «κυρία Ντεβόρ». Ούτε και μου φάνηκε παράξενο που κατάλαβα ποια
ήταν, βασισμένος σε μία μόνο λέξη, παρ' όλο που η μοναδική προηγούμενη συζήτηση μας ήταν σχετικά σύντομη. Ίσως οι τύποι στο υπόγειο να αναγνώρισαν τη μουσική στο βάθος και να τη συνέδεσαν με την Κάιρα. «Κύριε Νούναν;» Ο τόνος της φωνής της φανέρωνε ακόμη μεγαλύτερη απορία. «Μα δεν έδωσε σήμα ότι χτύπησε!» «Πρέπει να το σήκωσα ακριβώς τη στιγμή που έφτανε η κλήση σου», είπα. «Συμβαίνει πότε πότε αυτό». Πόσες φορές όμως, αναρωτήθηκα, συμβαίνει όταν το άτομο που σου τηλεφωνεί είναι αυτό στο οποίο ετοιμαζόσουν να τηλεφωνήσεις κι εσύ; Ίσως πολύ συχνά, εδώ που τα λέμε. Τηλεπάθεια ή σύμπτωση; Όπως και να 'χει, έμοιαζε να είναι κάτι σχεδόν μαγικό. Κοίταξα στο βάθος του λίβινγκ ρουμ τα γυάλινα μάτια του Μπάντερ και σκέφτηκα: Ναι, αλλά μπορεί το μέρος εδώ να είναι μαγικό τώρα. «Ναι, μάλλον», είπε με αμφιβολία. «Πρώτα πρώτα, με συγχωρείτε για το τηλεφώνημα. Είναι αναίδεια εκ μέρους μου -ξέρω ότι ο αριθμός σας είναι απόρρητος». Α, μην ανησυχείς γι' αυτό, σκέφτηκα. Είτε είναι απόρρητος είτε όχι, απ' ό,τι φαίνεται τον έχουν όλοι. Αφού σκέφτομαι να τον βάλω στον Χρυσό Οδηγό. «Τον πήρα από την κάρτα σας στη βιβλιοθήκη», συνέχισε. Ακουγόταν μάλλον αμήχανη. «Εκεί δουλεύω». Στο βάθος, το Hokey Pokey είχε δώσει τη θέση του στο The Farmer in the Dell. «Δεν πειράζει», είπα. «Ιδιαίτερα μάλιστα αφού είχα σηκώσει το τηλέφωνο για να πάρω εσένα». «Εμένα; Γιατί;» «Προηγούνται οι κυρίες». Άκουσα ένα κοφτό, νευρικό γέλιο. «Ήθελα να σας καλέσω για φαγητό. Δηλαδή, η Και κι εγώ θέλαμε να σας καλέσουμε για φαγητό, θα 'πρεπε να το είχα κάνει πολύ νωρίτερα, ήσαστε πολύ καλός μαζί μας τις προάλλες, θα 'ρθετε;» «Ναι», είπα, χωρίς κανένα δισταγμό. «Με τις ευχαριστίες μου. Έχουμε κάποια πράγματα να συζητήσουμε έτσι κι αλλιώς». Σιωπή. «Μέτι; Μ' ακούς;»
Το ύφος της είχε αλλάξει καθώς μου έλεγε: «Σε ανακάτεψε κι εσένα, ε; Αυτός ο απαίσιος γέρος». Τώρα η φωνή δεν ήταν νευρική αλλά κατά κάποιον τρόπο νεκρή. «Και ναι και όχι. θα μπορούσες να πεις ότι με ανακάτεψε η μοίρα ή οι συμπτώσεις ή ο Θεός. Εκείνο το πρωί δεν ήμουν εκεί λόγω του Μαξ Ντεβόρ· απλώς πήγαινα να φάω ένα Βίλατζ-μπέργκερ». Δεν γέλασε, αλλά η φωνή της ζωήρεψε λίγο και χάρηκα γι' αυτό. Οι άνθρωποι που μιλούν μ' αυτόν το νεκρό, ανέκφραστο τόνο είναι συνήθως τρομοκρατημένοι. «Και πάλι λυπάμαι που σε μπέρδεψα στα δικά μου προβλήματα». Ίσως να άρχιζε να αναρωτιέται ποιος μπερδεύει ποιον αφού θα προσπαθούσα να της πλασάρω τον Τζον Στόροου -ευτυχώς, δεν θα χρειαζόταν να το κάνω από το τηλέφωνο. «Όπως και να 'χει, θα χαρώ πολύ να 'ρθω για φαγητό. Πότε;» «Θα ήταν πολύ νωρίς να πούμε σήμερα;» «Και βέβαια όχι». «Υπέροχα. Πρέπει να φάμε νωρίς όμως, για να μην αποκοιμηθεί η πιτσιρίκα μου μέσα στο γλυκό της. Είναι εντάξει στις έξι;» «Ναι». «Η Κάι θα χαρεί πολύ. Δεν έχουμε συχνά παρέα». «Δεν πιστεύω να εξαφανίστηκε πάλι πουθενά;» Φοβήθηκα ότι μπορεί να ένιωθε προσβεβλημένη, όμως η Μέτι γέλασε. «Αστειεύεσαι; Όλη εκείνη η φασαρία το Σάββατο την τρόμαξε. Τώρα έρχεται μέσα και με ενημερώνει αν πρόκειται να φύγει από την κούνια στην πλαϊνή αυλή για να πάει στην αμμοδόχο πίσω από το σπίτι. Μιλάει πολύ για σένα όμως. Σε λέει "εκείνος ο ψηλός τύπος μ' έπιασε". Νομίζω ότι φοβάται μήπως είσαι θυμωμένος μαζί της». «Πες της ότι δεν είμαι», είπα. «Ή, μάλλον, άσ' το. Θα της το πω μόνος μου. Μπορώ να φέρω κάτι;» «Ενα μπουκάλι κρασί;» ρώτησε με κάποια αμφιβολία. «Μπορεί όμως να είναι πολύ εξεζητημένο, θα ψήσω απλώς χάμπουργκερ στην ψησταριά και θα φτιάξω μια πατατοσαλάτα». «Ωραία, λοιπόν, θα φέρω ένα κρασί που να μην είναι εξεζητημένο».
«Ευχαριστώ», είπε. «Αχ, πολύ μου αρέσει. Δεν έχουμε ποτέ παρέα». Με φρίκη έπιασα τον εαυτό μου έτοιμο να πει ότι κι εμένα μου άρεσε πολύ γιατί θα ήταν το πρώτο μου ραντεβού εδώ και τέσσερα χρόνια. «Σ' ευχαριστώ που με σκέφτηκες» . Καθώς έκλεινα, θυμήθηκα τη συμβουλή του Τζον Στόροου, να φροντίσω να είμαστε ορατοί όταν συναντιόμαστε, για να μη δώσουμε κι άλλη τροφή για κουτσομπολιά. Αφού θα έκανε μπάρμπεκιου, μάλλον θα ήμαστε έξω, όπου όλοι θα έβλεπαν ότι είμαστε ντυμένοι. Βέβαια, κάποια στιγμή θα με καλούσε μέσα, από ευγένεια. Τότε κι εγώ, από ευγένεια, θα πήγαινα, θα θαύμαζα το βελούδινο πορτραίτο του Ελβις στον τοίχο ή οτιδήποτε άλλο είχε για διακόσμηση. θα άφηνα την Κάιρα να μου δείξει το δωμάτιο της και θα την επαινούσα για την εξαιρετική συλλογή της από χνουδωτά ζωάκια και για την όμορφη κούκλα της, αν χρειαζόταν. Υπάρχουν διάφορες προτεραιότητες στη ζωή και μερικές ο δικηγόρος σου μπορεί να τις καταλάβει, υποψιάζομαι όμως ότι υπάρχουν και κάποιες που δεν μπορεί. «Τη χειρίζομαι σωστά αυτή την ιστορία, Μπάντερ;» ρώτησα το ταριχευμένο ελάφι. «Μουγκάνισε μία φορά για ναι και δύο φορές για όχι». Ήμουν στα μισά του διαδρόμου που οδηγεί στη βόρεια πτέρυγα και σκεφτόμουν μόνο ότι ήθελα να κάνω ένα κρύο ντους, όταν από πίσω μου ακούστηκε ένα πολύ απαλό σύντομο κουδούνισμα, από το κουδουνάκι που κρεμόταν από το λαιμό του Μπάντερ. Σταμάτησα με το κεφάλι γερμένο στο πλάι, κρατώντας το πουκάμισο μου στο ένα χέρι και περιμένοντας να δω αν θα χτυπούσε πάλι. Δεν χτύπησε. Συνέχισα το δρόμο μου μέχρι το μπάνιο και άνοιξα το νερό στο ντους. Το Γενικό Κατάστημα Λέικβιου έχει μια αρκετά καλή συλλογή από κρασιά στριμωγμένη σε μια γωνία -δεν υπάρχει μεγάλη ζήτηση από τους ντόπιους ίσως, αλλά οι τουρίστες μάλλον αγοράζουν αρκετά. Διάλεξα ένα μπουκάλι κόκκινο Μοντάβι. Ήταν λίγο πιο ακριβό από ό,τι θα υπολόγιζε ίσως η Μέτι, αλλά μπορούσα να βγάλω την τιμή και να ελπίζω ότι δεν θα καταλάβαινε τη διαφορά. Στο
ταμείο υπήρχε ουρά, κυρίως τύποι με μαγιό, υγρές φανέλες και άμμο κολλημένη στα πόδια τους. Καθώς περίμενα τη σειρά μου, κοίταξα τα ράφια με τα μικροαντικείμενα που έχουν πάντα δίπλα στα ταμεία. Ανάμεσα τους υπήρχαν μερικές πλαστικές σακούλες με την ονομασία ΜΑΓΚΝΑΜΠΕΤ. Πάνω τους είχαν την εικόνα ενός ψυγείου που στην πόρτα του ήταν σχηματισμένο με μαγνητάκια-γράμματα το μήνυμα ΕΠΙΣΤΡΕΦΩ ΑΜΕΣΩΣ. Η σακούλα έγραφε ότι περιέχει δύο σετ συμφώνων ΚΑΙ ΕΠΙΠΛΕΟΝ ΦΩΝΗΕΝΤΑ. Πήρα δύο σακούλες· μετά πρόσθεσα και μια τρίτη με τη σκέψη ότι η μικρή της Μέτι Ντεβόρ ήταν μάλλον στην κατάλληλη ηλικία για κάτι τέτοιο. Η Κάιρα είδε το αμάξι μου να σταματάει στη χορταριασμένη αυλή μπροστά στο τροχόσπιτο και αμέσως πήδησε από τη μικρή κούνια όπου καθόταν, πήγε τρέχοντας στη μαμά της και κρύφτηκε πίσω της. 'Όταν πλησίασα την ψησταριά δίπλα στη σκάλα του τροχόσπιτου, το μόνο που φαινόταν από το κοριτσάκι που μου είχε μιλήσει τόσο άφοβα το Σάββατο ήταν ένα γαλάζιο μάτι που κρυφοκοίταζε και ένα παχουλό χεράκι που έσφιγγε το φόρεμα της μητέρας της. Δύο ώρες όμως έφεραν μεγάλες αλλαγές. Προς το σούρουπο, η Κάιρα ήταν καθισμένη στα πόδια μου στο λίβινγκ ρουμ του τροχόσπιτου και άκουγε προσεκτικά -αλλά και λίγο νυσταγμένακαθώς της διάβαζα το πάντα συναρπαστικό παραμύθι της Σταχτοπούτας. Ο καναπές όπου καθόμασταν ήταν απ' αυτούς τους τυποποιημένους, χρώματος ρε, που πουλάνε στις εκπτώσεις, και γεμάτος εξογκώματα· πέρα απ' αυτό, όμως, ντρεπόμουν για τις προκαταλήψεις μου σχετικά με το τι θα έβλεπα μέσα στο τροχόσπιτο. Στον τοίχο πίσω μας υπήρχε ένα αντίτυπο ενός πίνακα του Εντουαρντ Χόπερ -συγκεκριμένα, εκείνου με τον μοναχικό άδειο πάγκο του φαγάδικου αργά τη νύχτα- και απέναντι, πάνω από το μικρό τραπέζι από φορμάικα στη γωνία της κουζίνας, υπήρχε ένα αντίτυπο από τη σειρά Ηλιοτρόπια του Βαν Γκογκ. Αυτός ταίριαζε ακόμη περισσότερο από τον Χόπερ μέσα στο τροχόσπιτο της Μέτι Ντεβόρ. Δεν ξέρω πώς γίνεται αυτό, αλλά ήταν αλήθεια. «Το γυάλινο γοβάκι θα της κόψει το ποδαράκι», είπε η Και
σκεφτική. «Με τίποτα», απάντησα. «Τα γυάλινα γοβάκια φτιάχτηκαν ειδική παραγγελία στο Βασίλειο του Γκριμουάρ. Είναι άθραυστα, φτάνει να μην τραγουδάς σε πολύ ψηλές νότες όταν τα φοράς». «Θα έχω κι εγώ ένα ζευγάρι;» «Δυστυχώς, δεν γίνεται. Κάι», είπα. «Κανείς δεν ξέρει να φτιάχνει γυάλινα γοβάκια πια. Είναι μια χαμένη τέχνη, όπως το δούλεμα του ατσαλιού στο Τολέδο». Έκανε ζέστη μέσα στο τροχόσπιτο και είχα ιδρώσει στο μέρος όπου ακουμπούσε το σώμα της πάνω μου, αλλά αυτό δεν με ενοχλούσε καθόλου. Είναι ωραίο πράγμα να έχεις ένα παιδί στα πόδια σου. Έξω, η μητέρα της μάζευε τραγουδώντας τα πιάτα από το πτυσσόμενο τραπέζι όπου είχαμε φάει. Ο ήχος του τραγουδιού της ήταν κι αυτός πολύ ωραίο πράγμα. «Διάβαζε, διάβαζε», είπε η Κάιρα, δείχνοντας την εικόνα της Σταχτοπούτας που έτριβε το πάτωμα. Το κοριτσάκι που κοίταζε φοβισμένο πίσω από τη μητέρα του είχε χαθεί πια. Το θυμωμένο κοριτσάκι που ήθελε να πάει σώνει και καλά στην παραλία είχε χαθεί επίσης. Τώρα υπήρχε μόνο ένα νυσταγμένο παιδάκι που ήταν όμορφο, πανέξυπνο και γεμάτο εμπιστοσύνη. «Δεν θα μπορώ να κρατηθώ πολύ ακόμη». «Θέλεις να κάνεις πιπί;» «Όχι», μου απάντησε, ρίχνοντας μου ένα βλέμμα γεμάτο περιφρόνηση. «Έπειτα, αυτό το λέμε "πάω στην τουαλέτα". Κι έχω πάει ήδη. Αν όμως δεν διαβάσεις γρήγορα το παραμύθι, θα με πάρει ο ύπνος». «Δεν μπορείς να διαβάσεις γρήγορα τα παραμύθια που είναι μαγικά, Κάι». «Καλά, τότε διάβασε όσο πιο γρήγορα μπορείς». «Εντάξει». Γύρισα τη σελίδα. Η Σταχτοπούτα πάλι, να προσπαθεί να δείχνει καλή διάθεση καθώς χαιρετάει τις αντιπαθητικές αδερφές της που φεύγουν για το χορό ντυμένες σαν στάρλετ σε ντίσκο. «"Δεν είχε προλάβει η Σταχτοπούτα να αποχαιρετήσει την Τάμι Φέι και τη Βάνα..."» «Ετσι λένε τις αδερφές της;» «Ναι, έτσι τις έβγαλα εγώ. Πειράζει;»
«Όχι». Βολεύτηκε καλύτερα στην αγκαλιά μου και ακούμπησε πάλι το κεφάλι της στο στήθος μου. «"Δεν είχε προλάβει η Σταχτοπούτα να αποχαιρετήσει την Τάμι Φέι και τη Βάνα, όταν ένα λαμπερό φως εμφανίστηκε ξαφνικά στη γωνία της κουζίνας. Μέσα από το φως βγήκε μια όμορφη γυναίκα με ασημένιο στέμμα. Τα πετράδια στα μαλλιά της έλαμπαν σαν άστρα"». «Η νεράιδα, η νονά της», είπε η Κάιρα. «Ναι». Η Μέτι μπήκε μέσα κρατώντας το μισοάδειο μπουκάλι του Μοντάβι και τα μαυρισμένα εργαλεία του μπάρμπεκιου. Το φόρεμα της ήταν κατακόκκινο και στα πόδια της φορούσε χαμηλά αθλητικά παπούτσια τόσο λευκά, που έμοιαζαν να αστράφτουν στο μισοσκόταδο. Τα μαλλιά της ήταν πιασμένα πίσω και παρ' όλο που δεν ήταν η υπέροχη καλλονή των πλούσιων κύκλων που είχα φανταστεί στην προηγούμενη συνάντηση μας, ήταν και πάλι πολύ όμορφη. Κοίταξε την Κάιρα, μετά εμένα, ύψωσε τα φρύδια της και έκανε μια κίνηση με τα χέρια της σαν να σήκωνε κάτι. Κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου, στέλνοντας το μήνυμα ότι δεν ήμαστε ακόμη έτοιμοι. Άρχισα να διαβάζω πάλι, ενώ η Μέτι έτριβε τα μαγειρικά σύνεργα σιγοτραγουδώντας ακόμη. Μέχρι να τελειώσει με τη σπάτουλα, το σώμα της Και είχε χαλαρώσει ακόμη περισσότερο, με τέτοιο τρόπο ώστε κατάλαβα αμέσως ότι είχε αποκοιμηθεί, και μάλιστα βαθιά. Έκλεισα το βιβλίο με τα παραμύθια και το έβαλα στο τραπεζάκι μαζί με ' τα άλλα βιβλία -αυτά που διάβαζε η Μέτι, φαντάζομαι. Την είδα να με κοιτάζει από το κουζινάκι και της έκανα το σήμα της νίκης με τα δάχτυλα. «Ο Νούναν νικητής με τεχνικό νοκάουτ στον όγδοο γύρο», είπα. Η Μέτι σκούπισε το χέρια της με μια πετσέτα και πλησίασε. «Δώσ' τη μου». Σηκώθηκα όρθιος με την Κάιρα στην αγκαλιά μου. «Θα την πάω εγώ. Πού;» «Αριστερά», μου είπε δείχνοντας. Κουβάλησα τη μικρή στο διάδρομο, που ήταν στενός κι έπρεπε να προσέχω να μη χτυπήσω τα πόδια της από τη μια μεριά και το
κεφάλι της από την άλλη. Στο τέλος του διαδρόμου ήταν η τουαλέτα, που λαμποκοπούσε. Στα δεξιά υπήρχε μια κλειστή πόρτα που μάλλον οδηγούσε στην κρεβατοκάμαρα την οποία η Μέτι μοιραζόταν κάποτε με τον Λανς Ντεβόρ και όπου τώρα κοιμόταν μόνη της. Αν υπήρχε κανένας άντρας που κοιμόταν εδώ κάποια βράδια, η Μέτι είχε καταφέρει να εξαφανίσει κάθε ίχνος της παρουσίας του από το τροχόσπιτο. Πέρασα με προσοχή από την πόρτα στα αριστερά μου και κοίταξα γύρω. Ένα μικρό κρεβάτι, σκέπασμα με σχέδια τριαντάφυλλων, ένα τραπέζι με ένα κουκλόσπιτο πάνω, μια εικόνα της Σμαραγδένιας Πόλης στον έναν τοίχο και στον άλλο μια επιγραφή με γυαλιστερά αυτοκόλλητα γράμματα: ΚΑΖΑ ΚΑΪΡΑ. Και ο Ντεβόρ ήθελε να την πάρει από δω, ένα μέρος όπου όλα ήταν μια χαρά. Το Κάζα Κάιρα ήταν το δωμάτιο ενός κοριτσιού που μεγαλώνει σωστά. «Βάλ' τη στο κρεβάτι και μετά πήγαινε να πιεις άλλο ένα κρασί», είπε η Μέτι. «Εγώ θα της φορέσω τις πιτζάμες της και θα 'ρθω. Ξέρω ότι έχουμε να συζητήσουμε». «Εντάξει». Εβαλα την Κάιρα στο κρεβάτι και μετά έσκυψα από πάνω της θέλοντας να της δώσω ένα φιλί στη μύτη. Δίστασα για μια στιγμή, μετά όμως το έκανα. 'Όταν βγήκα από το δωμάτιο η Μέτι χαμογελούσε, οπότε μάλλον δεν πείραζε που τη φίλησα. Εβαλα λίγο κρασί ακόμη, πήγα στο μικροσκοπικό λίβινγκ ρουμ με το ποτήρι και κοίταξα τα δυο βιβλία δίπλα στο βιβλίο με τα παραμύθια της Κάιρα. Είμαι πάντα περίεργος για το τι διαβάζουν οι άλλοι. Ο μοναδικός άλλος τρόπος για να τους καταλάβεις ακόμη καλύτερα είναι να δεις τι υπάρχει στο ντουλαπάκι του φαρμακείου τους, αλλά το να αρχίσεις να ψαχουλεύεις τα φάρμακα του οικοδεσπότη σου είναι κάπως παρατραβηγμένο. Τα δυο βιβλία ήταν τόσο διαφορετικά μεταξύ τους, ώστε να μπορούν να θεωρηθούν ένδειξη σχιζοφρένειας. Το ένα, που είχε ένα τραπουλόχαρτο για σελιδοδείκτη στα τρία τέταρτα περίπου του όγκου του, ήταν ο Σιωπηλός Μάρτυρας τον Ρίτσαρντ Νορθ Πάτερσον σε έκδοση τσέπης. Το επιδοκίμασα ανεπιφύλακτα. Ο Πάτερσον και ο Ντεμίλ είναι ίσως οι καλύτεροι σύγχρονοι
μυθιστοριογράφοι. Το άλλο, ένας σκληρόδετος βαρύς τόμος, ήταν Τα Διηγήματα τον Χέρμαν Μέλβιλ. Δύσκολο να φανταστείς πιο διαφορετικό συγγραφέα από τον Πάτερσον. Σύμφωνα με την ξεθωριασμένη μοβ σφραγίδα στο πλάι των σελίδων, το βιβλίο ανήκε στην Κοινοτική Βιβλιοθήκη Φορ Λέικς. Είναι ένα όμορφο μικρό πέτρινο κτίριο γύρω στα οχτώ χιλιόμετρα νότια από τη λίμνη Νταρκ Σκορ, εκεί όπου ο Αυτοκινητόδρομος 68 περνά το Τι-Αρ και μπαίνει στο Μότον. Μάλλον εκεί δούλευε η Μέτι. Άνοιξα το βιβλίο εκεί όπου είχε τοποθετηθεί ο σελιδοδείκτης, ένα άλλο τραπουλόχαρτο, και είδα ότι διάβαζε τον «Μπάρτλεμπι». «Δεν το καταλαβαίνω αυτό», είπε η Μέτι από πίσω μου. Με τρόμαξε τόσο πολύ, που κόντεψαν να μου πέσουν τα βιβλία. «Μου αρέσει -είναι καλό διήγημα-, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω το νόημα του. Όσο για το άλλο, έχω καταλάβει κιόλας ποιος το έκανε». «Είναι παράξενο ζευγάρι για να τα διαβάζεις ταυτόχρονα», είπα, αφήνοντας τα βιβλία στη θέση τους. «Τον Πάτερσον τον διαβάζω για ψυχαγωγία», είπε η Μέτι. Πήγε στην κουζίνα, κοίταξε για μια στιγμή (και, απ' ό,τι μου φάνηκε, με κάποια νοσταλγία) το μπουκάλι του κρασιού, μετά όμως άνοιξε το ψυγείο κι έβγαλε μια καράφα με αναψυκτικό. Πάνω στην πόρτα του ψυγείου υπήρχαν κιόλας λέξεις που είχε συνθέσει η Κάιρα με τα μαγνητάκια που της είχα φέρει: ΚΑΙ (το όνομα της), ΜΕΤΙ και ΧΟΧΟ (το γέλιο του Αϊ-Βασίλη, υποθέτω), «Δηλαδή, και τα δύο τα διαβάζω για ψυχαγωγία, αλλά τον "Μπάρτλεμπι" πρόκειται να τον συζητήσουμε σε μια μικρή ομάδα στην οποία συμμετέχω. Συναντιόμαστε κάθε Πέμπτη βράδυ στη βιβλιοθήκη. Έχω γύρω στις δέκα σελίδες ακόμη για να το τελειώσω». «Αναγνωστικός κύκλος». «Ναι. Τον είχε οργανώσει η κυρία Μπριγκς, πριν ακόμη γεννηθώ. Είναι η αρχιβιβλιοθηκάριος στο Φορ Λέικς, ξέρεις». «Ναι, ξέρω. Η Λίντι Μπριγκς είναι κουνιάδα του επιστάτη μου». Η Μέτι χαμογέλασε. «Τι μικρός που είναι ο κόσμος, ε;» «Όχι, ο κόσμος είναι μεγάλος, αλλά η πόλη είναι μικρή» . Πήγε να ακουμπήσει στον πάγκο της κουζίνας με το ποτήρι του αναψυκτικού στο χέρι, όμως μετά το ξανασκέφτηκε. «Δεν πάμε να
καθίσουμε έξω; Έτσι, αν περάσει κανείς, θα μπορεί να δει ότι είμαστε ακόμη ντυμένοι και ότι δεν φοράμε κανένα ρούχο ανάποδα». Την κοίταξα ξαφνιασμένος. Κι αυτή μου ανταπέδωσε το βλέμμα με μια έκφραση καλοδιάθετου κυνισμού, που κατά κάποιον τρόπο δεν ταίριαζε στο πρόσωπο της. «Μπορεί να είμαι είκοσι ενός χρονών μόνο, αλλά δεν είμαι ηλίθια», είπε. «Ο Ντεβόρ με παρακολουθεί. Το ξέρω, και μάλλον το ξέρεις κι εσύ. Σε άλλη περίπτωση μπορεί να έμπαινα στον πειρασμό να πω, "Δεν βαριέσαι, αν δεν καταλαβαίνει από αστεία, ας πάει να γαμηθεί", αλλά είναι πιο δροσερά έξω και ο καπνός από την ψησταριά θα διώξει τα περισσότερα ζωύφια. Σε σοκάρισα; Με συγχωρείς». «Όχι, καθόλου». Η αλήθεια ήταν ότι με είχε σοκάρει λίγο. Με τα ποτά μας στα χέρια, κατεβήκαμε τους όχι και τόσο σταθερούς τσιμεντόλιθους που έπαιζαν το ρόλο σκάλας και καθίσαμε δίπλα δίπλα σε δυο πτυσσόμενα καθίσματα κήπου. Αριστερά μας, τα κάρβουνα έλαμπαν μέσα στην ψησταριά με ένα απαλό ρόδινο χρώμα μέσα στο σούρουπο. Η Μέτι έγειρε πίσω, ακούμπησε για λίγο το κρύο ποτήρι της στο μέτωπο της και μετά ήπιε το υπόλοιπο αναψυκτικό, με τα παγάκια να γλιστρούν κουδουνίζοντας μέχρι τα δόντια της. Στο δάσος που υπήρχε πίσω από το τροχόσπιτο και στην απέναντι πλευρά του δρόμου ακούγονταν τριζόνια. Λίγο πιο πάνω στον Αυτοκινητόδρομο 68 έβλεπα τα δυνατά φώτα του βενζινάδικου δίπλα στο Γενικό Κατάστημα Λέικβιου. Το κάθισμα ήταν σακουλιασμένο, οι πλεχτές πλαστικές λωρίδες λίγο ξεφτισμένες και έγερνε πολύ άσχημα προς τα αριστερά, αλλά και πάλι δεν θα ήθελα να κάθομαι πουθενά αλλού εκείνη τη στιγμή. Αυτή η βραδιά είχε αποδειχτεί ένα πραγματικό μικρό θαύμα... ως τώρα, τουλάχιστον. Δεν είχαμε μιλήσει ακόμη για τον Τζον Στόροου. «Χαίρομαι που ήρθες Τρίτη», μου είπε. «Τα βράδια της Τρίτης είναι δύσκολα για μένα. Σκέφτομαι πάντα τον αγώνα κάτω στο Γουόρινγκτον. Τα παιδιά θα τα μαζεύουν τέτοια ώρα -τα ρόπαλα, τα γάντια και τη μάσκα-, θα πίνουν τις τελευταίες μπίρες και θα καπνίζουν τα τελευταία τσιγάρα. Εκεί γνώρισα τον άντρα μου, ξέρεις.
Σίγουρα θα σου τα έχουν πει όλα αυτά». Δεν έβλεπα καθαρά το πρόσωπο της, αλλά διέκρινα μια αμυδρή πικρία στη φωνή της και κατάλαβα ότι είχε ακόμη εκείνη την κυνική έκφραση. Ήταν πολύ νέα για κυνισμούς, αλλά με αυτά που είχε περάσει δεν ήταν παράξενο. Αν δεν το πρόσεχε όμως, μπορεί να ρίζωνε μέσα της και να μεγάλωνε. «Ναι, άκουσα μια εκδοχή της ιστορίας από τον Μπιλ -τον κουνιάδο της Λίντι». «Α, ναι, η ιστορία μας πουλιέται λιανικώς στην πόλη. Μπορείς να τη βρεις στο γενικό κατάστημα, στο Βίλατζ Καφέ ή στο γκαράζ εκείνου του γερο-κουτσομπόλη... το οποίο, παρεμπιπτόντως, ο πεθερός μου το έσωσε από κατάσχεση. Επενέβη την τελευταία στιγμή πριν του το πάρει η τράπεζα. Τώρα ο Ντίκι Μπρουκς και τα φιλαράκια του θεωρούν τον Μαξ Ντεβόρ μεγάλο σωτήρα. Ελπίζω πάντως η εκδοχή που άκουσες από τον Μπιλ Ντιν να είναι πιο δίκαιη απ' αυτή που κυκλοφορεί στο γενικό κατάστημα. Και μάλλον πρέπει να ήταν αλλιώς δεν θα ερχόσουν να φας χάμπουργκερ με την αμαρτωλή». Ήθελα να ξεφύγουμε από αυτή την ατμόσφαιρα· ο θυμός της ήταν φυσικός αλλά ανώφελος. Βέβαια, ήταν εύκολο για μένα να το λέω αυτό -δεν ήθελαν να πάρουν το δικό μου παιδί. «Παίζουν ακόμη μπέιζμπολ στο Γουόρινγκτον; Παρ' όλο που το έχει αγοράσει ο Ντεβόρ;» «Βέβαια παίζουν. Πηγαίνει κι αυτός στο γήπεδο κάθε Τρίτη βράδυ, με το μηχανοκίνητο αναπηρικό του καροτσάκι και παρακολουθεί. Κάποια άλλα πράγματα που έκανε από τότε που ήρθε εδώ ήταν απλώς προσπάθειες να εξαγοράσει την κοινή γνώμη, νομίζω όμως ότι στο μπέιζμπολ πηγαίνει επειδή του αρέσει πραγματικά. Είναι μαζί του κι αυτή η γυναίκα, η Γουίτμορ. Κουβαλάει μια εφεδρική φιάλη οξυγόνου σε ένα μικρό κόκκινο καροτσάκι. Εχει και ένα γάντι του μπέιζμπολ στο καροτσάκι, μήπως και έρθει καμιά μπαλιά στο σημείο όπου κάθεται ο Ντεβόρ. Άκουσα ότι στην αρχή της σεζόν έπιασε μία και τον χειροκρότησαν όλοι, παίκτες και θεατές». «Νομίζεις ότι πηγαίνοντας στους αγώνες νιώθει πως έχει
κάποια επαφή με το γιο του;» Η Μέτι χαμογέλασε σκυθρωπά. «Δεν νομίζω ότι σκέφτεται καθόλου τον Λανς όταν είναι στο γήπεδο. Παίζουν σκληρά στο Γουόρινγκτον -κάνουν βουτιές στο χώμα ή πηδάνε μέσα σε θάμνους γεμάτους αγκάθια για να προλάβουν την μπάλα ή βρίζουν ο ένας τον άλλο όταν κάνουν κάποιο λάθος- και νομίζω ότι αυτό αρέσει στον Ντεβόρ. Γι' αυτό δεν χάνει ποτέ αγώνα κάθε Τρίτη. Του αρέσει να τους βλέπει να κάνουν βουτιές και να σηκώνονται ματωμένοι». «Έτσι έπαιζε και ο Λανς;» Το σκέφτηκε καλά πριν απαντήσει. «Έπαιζε σκληρά, αλλά δεν ήταν μανιακός με το παιχνίδι. Πήγαινε στους αγώνες για να διασκεδάσει. Όπως και εμείς, άλλωστε. Εμείς οι γυναίκες -ποιες γυναίκες, δηλαδή, εμείς τα κορίτσια, η γυναίκα του Μπάρνεϊ Τεριό, η Σίντι, ήταν μόλις δεκάξι χρονών- στεκόμασταν πίσω από το φράχτη από τη μεριά της πρώτης βάσης και καπνίζαμε ή κουνούσαμε αναμμένη ίσκα για να κρατάμε μακριά τα ζωύφια. Επευφημούσαμε τους δικούς μας όταν έκαναν κάτι καλό και γελούσαμε όταν έκαναν καμιά βλακεία. Μοιραζόμασταν κανένα αναψυκτικό ή καμιά μπίρα. Εγώ θαύμαζα τα δίδυμα της Ελεν Γκίαρι κι αυτή φιλούσε την Κάι στο λαιμό μέχρι να την κάνει να γελάσει. Μερικές φορές πηγαίναμε στο Βίλατζ Καφέ μετά και ο Μπάντι μας έφτιαχνε πίτσες, που τις πλήρωναν οι χαμένοι. Μετά το παιχνίδι ήμαστε φίλοι πάλι. Γελούσαμε, φωνάζαμε και φυσούσαμε τα περιτυλίγματα από τα καλαμάκια από δω κι από κει. Μερικοί ήταν μισομεθυσμένοι, αλλά κανείς δεν γινόταν κακός. Εκείνο τον καιρό έβγαζαν όλη την κακία τους στο γήπεδο. Και ξέρεις κάτι; Κανείς τους δεν ήρθε να με δει. Ούτε η Ελεν Γκίαρι, που ήταν η καλύτερη μου φίλη, ούτε ο Ρίτσι Λάτιμορ, που ήταν ο καλύτερος φίλος του Λανς. Οι δυο τους μιλούσαν με τις ώρες για τα πετρώματα, τα πουλιά και τα δέντρα που είχε από την άλλη μεριά της λίμνης. Ήρθαν στην κηδεία, ύστερα για λίγο εμφανίζονταν πότε πότε και μετά τίποτα. Ξέρεις πώς ήταν; Όταν ήμουν μικρή, ξεράθηκε κάποτε το πηγάδι μας. Για ένα διάστημα η βρύση έτρεχε λίγο όταν την άνοιγες, μετά όμως έβγαζε μόνο αέρα. Μόνο αέρα». Ο κυνισμός είχε χαθεί από τη φωνή της και ο τόνος της τώρα φανέρωνε απλώς πόνο. «Είδα την Ελεν τα
Χριστούγεννα και συμφωνήσαμε να συναντηθούμε για τα γενέθλια των παιδιών της, αλλά δεν έγινε τίποτα. Νομίζω ότι φοβάται να με πλησιάσει». «Λόγω του γέρου;» «Για τι άλλο; Αλλά δεν πειράζει, η ζωή συνεχίζεται». Ανακάθισε, αποτελείωσε το αναψυκτικό της και άφησε το ποτήρι στο τραπέζι. «Εσύ τι κάνεις, Μάικ; Ήρθες για να γράψεις κανένα βιβλίο; Θα δώσεις όνομα στο Τι-Αρ;» Αυτή ήταν μια ντόπια έκφραση που μου προκάλεσε μια σχεδόν οδυνηρή νοσταλγία. 'Όταν κάποιος ντόπιος είχε μεγάλα σχέδια, έλεγαν ότι σκοπεύει να δώσει όνομα στο Τι-Αρ. «Όχι», είπα και μετά κατέπληξα τον εαυτό μου προσθέτοντας: «Δεν γράφω πια». Περίμενα ίσως ότι θα πεταγόταν πάνω αναποδογυρίζοντας την καρέκλα της και βγάζοντας μια κραυγή απελπισίας. Πράγμα που δείχνει πολλά και καθόλου κολακευτικά πράγματα για το χαρακτήρα μου. «Σταμάτησες να γράφεις;» με ρώτησε. Ήταν ήρεμη και καθόλου απελπισμένη. «Ή είναι συγγραφικό μπλοκάρισμα ;» «Σίγουρα δεν σταμάτησα επειδή το ήθελα». Η συζήτηση είχε πάρει μια μάλλον διασκεδαστική τροπή. Είχα έρθει κυρίως για να της πλασάρω τον Τζον Στόροου, ή και να της τον επιβάλω με το ζόρι αν χρειαζόταν, και ξαφνικά είχα βρεθεί να συζητάω για πρώτη φορά σχετικά με το γεγονός ότι δεν μπορούσα να γράψω. «Επομένως είναι μπλοκάρισμα». «Έτσι πίστευα κι εγώ, τώρα όμως δεν είμαι τόσο σίγουρος. Μπορεί οι συγγραφείς να έχουν ένα συγκεκριμένο αριθμό από ιστορίες να αφηγηθούν ίσως είναι προγραμματισμένες μέσα τους. Και όταν τελειώσουν αυτές οι ιστορίες, δεν έχουν να γράψουν τίποτ' άλλο». «Αμφιβάλλω», είπε η Μέτι. «Μπορεί να γράψεις τώρα που ήρθες εδώ. Ίσως αυτός ήταν ένας από τους λόγους που γύρισες». «Μπορεί να 'χεις δίκιο». «Φοβάσαι;» «Μερικές φορές. Κυρίως με φοβίζει το τι θα κάνω όλη την υπόλοιπη ζωή μου. Δεν ξέρω να φτιάχνω πλοία μέσα σε μπουκάλια
ούτε τα καταφέρνω με την κηπουρική». «Κι εγώ φοβάμαι», είπε αυτή. «Φοβάμαι πολύ. Σχεδόν συνεχώς τώρα τελευταία». «Ότι ο Ντεβόρ θα κερδίσει τη δίκη για την κηδεμονία; Μέτι, αυτό ήθελα να...» «Η δίκη για την κηδεμονία είναι μόνο ένα μέρος του προβλήματος», με έκοψε. «Φοβάμαι απλώς και μόνο που είμαι εδώ, στο Τι-Αρ. Το πρόβλημα εμφανίστηκε στις αρχές του καλοκαιριού, πολύ πριν μάθω ότι ο Ντεβόρ ήθελε να μου πάρει την Κάι. Και χειροτερεύει. Είναι σαν να παρακολουθείς τα σύννεφα να μαζεύονται πάνω από το Νιου Χαμσάιρ και μετά να πλησιάζουν στη λίμνη. Δεν μπορώ να το εκφράσω καλύτερα... » Σταύρωσε τα πόδια της και μετά κατέβασε το φόρεμα της μέχρι τη γάμπα της. «Τελευταία έχω ξυπνήσει κάμποσες φορές με τη βεβαιότητα ότι δεν είμαι μόνη μέσα στην κρεβατοκάμαρα. Μια φορά είχα τη βεβαιότητα ότι δεν ήμουν μόνη στο κρεβάτι. Μερικές φορές είναι απλώς μια αίσθηση -σαν πονοκέφαλος, μόνο που το νιώθεις στα νεύρα σου- και άλλες φορές μου φαίνεται ότι ακούω ψιθύρους ή ένα κλάμα. Ένα βράδυ έφτιαξα ένα κέικ -αυτό συνέβη πριν από δυο βδομάδες περίπου- και ξέχασα να βάλω το αλεύρι στη θέση του. Το πρωί βρήκα το αλεύρι χυμένο στον πάγκο. Κάποιος είχε γράψει "γεια σου" πάνω του. Στην αρχή νόμισα ότι ήταν η Κάι, αλλά μου είπε ότι δεν έκανε τίποτα τέτοιο. Άλλωστε, δεν ήταν δικά της γράμματα. Δεν ξέρω αν μπορεί καν να γράψει "γεια σου". "Γεια" ίσως, αλλά όχι "γεια σου"... Μάικ, δεν πιστεύω να έχει βάλει κάποιον να με φρικάρει, ε; Αποκλείεται, έτσι δεν είναι;» «Δεν ξέρω», είπα. Σκέφτηκα τα χτυπήματα στη μόνωση ενώ στεκόμουν στη σκάλα μέσα στο σκοτάδι. Σκέφτηκα το «γεια σου» που ήταν γραμμένο με τα μαγνητάκια στην πόρτα του ψυγείου και ένα παιδί που έκλαιγε μέσα στη νύχτα. Παρά τη ζέστη, αισθάνθηκα ένα ρίγος. Πονοκέφαλος στα νεύρα... Πολύ καλή έκφραση· έτσι ακριβώς νιώθεις όταν κάτι περνά το τείχος του πραγματικού κόσμου και σε αγγίζει στο σβέρκο. «Μπορεί να είναι φαντάσματα», είπε η Μέτι και χαμογέλασε με έναν τρόπο που φανέρωνε αβεβαιότητα και φόβο.
Άνοιξα το στόμα μου, έτοιμος να της πω όσα μου είχαν συμβεί στο Σάρα Λαφς, αλλά σταμάτησα. Είχα να κάνω μια επιλογή εδώ: ή θα μπαίναμε σε μια συζήτηση για το υπερφυσικό ή θα ξαναγυρίζαμε στον ορατό κόσμο. Τον κόσμο όπου ο Μαξ Ντεβόρ προσπαθούσε να της πάρει το παιδί. «Ναι», είπα. «Τα πνεύματα είναι έτοιμα να μιλήσουν». «Δεν βλέπω καλά το πρόσωπο σου. Είχες μια παράξενη έκφραση τώρα δα. Τι ήταν;» «Δεν ξέρω», είπα. «Αλλά νομίζω ότι θα ήταν καλύτερα να μιλήσουμε για την Κάιρα, εντάξει;» «Εντάξει». Στην αμυδρή λάμψη από τα κάρβουνα της ψησταριάς, την είδα να βολεύεται καλύτερα στο κάθισμα της, σαν να προετοιμαζόταν να δεχτεί ένα χτύπημα. «Με κλήτευσαν να δώσω κατάθεση στο Καστλ Ροκ την Παρασκευή. Στον Ελμερ Ντέρτζιν, που είναι ο επίτροπος της Κάιρα...» «Αυτός ο βάτραχος δεν είναι ούτε επίτροπος της Κάιρα ούτε τίποτα!» είπε με ένα ξέσπασμα. «Τον έχει στην τσέπη του ο πεθερός μου, όπως και τον Ντίκι Όσγκουντ, αυτό τον κτηματομεσίτη! Ο Όσγκουντ και ο Ντέρτζιν τα έπιναν συχνά μαζί στο Μέλοου Τάιγκερ, μέχρι που άρχισε αυτή η υπόθεση της κηδεμονίας. Μετά φαίνεται ότι κάποιος τους είπε ότι πρέπει να κρατάνε τα προσχήματα και σταμάτησαν». «Την κλήτευση μου την έφερε ένας βοηθός σερίφη, κάποιος Τζορτζ Φούτμαν». «Άλλος ένας από τους συνήθεις υπόπτους», είπε η Μέτι. «Ο Όσγκουντ είναι φίδι, ο Φούτμαν είναι λυσσασμένο σκυλί. Τον έχουν βγάλει σε διαθεσιμότητα δύο φορές ως τώρα. Άλλη μία και θα μπορεί να δουλεύει κανονικά για τον Μαξ Ντεβόρ». «Το θέμα είναι ότι ο Φούτμαν με τρόμαξε. Προσπάθησα να μην του το δείξω, αλλά με τρόμαξε. Και όταν με τρομάζουν θυμώνω. Έτσι τηλεφώνησα στον ατζέντη μου στη Νέα Υόρκη και προσέλαβα ένα δικηγόρο. Ένα δικηγόρο που ειδικεύεται σε υποθέσεις κηδεμονίας». Προσπάθησα να καταλάβω πώς το πήρε αυτό, αλλά δεν μπορούσα, παρ' όλο που καθόμασταν αρκετά κοντά. Είχε ακόμη εκείνη τη σφιγμένη έκφραση, σαν άνθρωπος που περιμένει να δεχτεί
κάποια δυνατά χτυπήματα. Ή ίσως για τη Μέτι τα χτυπήματα να είχαν αρχίσει να πέφτουν ήδη. Σιγά σιγά, χωρίς να βιάζομαι, της αφηγήθηκα τη συζήτηση μου με τον Τζον Στόροου. Της τόνισα αυτό που μου είπε περί ισότητας των δύο φύλων, ότι στη δική της περίπτωση θα λειτουργούσε αρνητικά, διευκολύνοντας το δικαστή Ράνκορτ να της πάρει την Κάιρα. Και υπογράμμισα πολλές φορές ότι ο Ντεβόρ θα είχε όσους δικηγόρους ήθελε, για να μη μιλήσουμε για τους εξυπηρετικούς μάρτυρες, καθώς ο Όσγκουντ τριγύριζε στο Τι-Αρ μοιράζοντας λεφτά. Από την άλλη μεριά, το δικαστήριο δεν ήταν υποχρεωμένο να της προσλάβει δικηγόρο. Και τελείωσα λέγοντας ότι ο Τζον ήθελε να μιλήσει με έναν από τους δυο μας αύριο στις έντεκα και ότι κανονικά θα 'πρεπε να τον πάρει αυτή. Μετά περίμενα. Μέσα στη σιωπή ακούγονταν τα τριζόνια και αμυδρά μαρσαρίσματα από κάποιο αμάξι. Στον Αυτοκινητόδρομο 68 τα φώτα έσβησαν στο βενζινάδικο -το Λέικβιου έκλεινε. Δεν μου άρεσε η σιωπή της Μέτι. Έμοιαζε σαν το πρελούδιο μιας έκρηξης. Έμεινα αμίλητος, όμως, και περίμενα να με ρωτήσει τι δικαίωμα είχα να ανακατεύομαι στις δουλειές της. Όταν μίλησε τελικά, η φωνή της ήταν σιγανή και είχε έναν τόνο υποχώρησης. Ήταν οδυνηρό να την ακούς να μιλάει έτσι αλλά και φυσικό επίσης. Προσπάθησα να μην επηρεαστώ από τον πόνο της. Είναι σκληρός ο κόσμος, Μέτι. Διάλεξε και πάρε. «Γιατί να το κάνεις αυτό;» είπε. «Γιατί να προσλάβεις έναν ακριβό δικηγόρο από τη Νέα Υόρκη για να αναλάβει την υπόθεση μου; Αυτό μου προσφέρεις, έτσι δεν είναι; Γιατί εγώ σίγουρα δεν μπορώ να τον πληρώσω. Πήρα τριάντα χιλιάδες δολάρια από μια ασφάλεια όταν πέθανε ο Λανς και ήμουν τυχερή που πήρα ακόμη κι αυτά τα λεφτά. Είχε κάνει την ασφάλεια σε ένα φίλο του από το Γουόρινγκτον, σχεδόν για αστείο, αλλά χωρίς αυτή θα είχα χάσει το τροχόσπιτο το χειμώνα. Μπορεί η τράπεζα να αγαπάει τον Ντίκι Μπρουκς, όμως δεν δίνει δεκάρα για τη Μέτι Στάντσφιλντ Ντεβόρ. Στη βιβλιοθήκη που δουλεύω παίρνω εκατό δολάρια τη βδομάδα αν αφαιρέσεις τους φόρους. Επομένως προσφέρεσαι να πληρώσεις. Σωστά;» «Σωστά».
«Γιατί; Ούτε καν μας ξέρεις». «Γιατί...» Η φωνή μου έσβησε. Εκείνη τη στιγμή ήθελα να επέμβει η Τζο, περίμενα να ακούσω τη φωνή της στο νου μου να μου δίνει μια απάντηση, που θα την έλεγα μετά στη Μέτι για δική μου. Αλλά η Τζο δεν ήρθε. Πετούσα σόλο. «Γιατί τώρα κάνω κάτι που έχει κάποια σημασία», είπα τελικά και για άλλη μια φορά τα ίδια μου τα λόγια με κατέπληξαν. «Και σας ξέρω. Εφαγα το φαγητό σου, διάβασα στην Κάι παραμύθια και αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά μου... Και μπορεί να της έσωσα τη ζωή τις προάλλες που την έβγαλα από το δρόμο. Δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι, αλλά ίσως να την έσωσα. Και ξέρεις τι λένε οι Κινέζοι γι' αυτές τις περιπτώσεις;» Δεν περίμενα να μου απαντήσει, η ερώτηση ήταν μάλλον ρητορική, αλλά η Μέτι με εξέπληξε για άλλη μια φορά. «'Ότι, αν σώσεις τη ζωή κάποιου, είσαι υπεύθυνος γι' αυτόν». «Ναι. Παίζει κάποιο ρόλο κι αυτό που λέμε "δικαιοσύνη", αλλά νομίζω ότι το βασικό είναι ότι θέλω να κάνω κάτι που θα έχει σημασία. Όταν κοιτάζω αυτά τα τέσσερα χρόνια από το θάνατο της γυναίκας μου, δεν υπάρχει τίποτα. Ούτε καν ένα βιβλίο όπου η Μάρτζορι, η ντροπαλή δακτυλογράφος, γνωρίζει έναν όμορφο άγνωστο». Φάνηκε να το σκέφτεται αυτό, κοιτάζοντας μια νταλίκα φορτωμένη με κορμούς δέντρων να περνά από το δρόμο, με το φως των φαναριών της να διαπερνά το σκοτάδι και τους κορμούς να κουνιούνται πέρα δώθε σαν τους γοφούς παχύσαρκης γυναίκας. «Δεν θέλω οπαδούς», είπε τελικά. Η φωνή της ήταν χαμηλή και απρόσμενα άγρια. «Χρειάζομαι βοήθεια και το ξέρω, αλλά η Κάι κι εγώ δεν είμαστε αγώνας μπέιζμπολ για να καθίσεις στις κερκίδες και να φωνάζεις για μας, όπως φωνάζει αυτός για την ομάδα της βδομάδας στο Γουόρινγκτον. Κατάλαβες;» «Απόλυτα». «Ξέρεις τι θα πουν στην πόλη, έτσι δεν είναι;» «Ναι». «Είμαι πολύ τυχερή κοπέλα πάντως, ε; Πρώτα παντρεύομαι το γιο ενός πολυεκατομμυριούχου και αφού πεθαίνει αυτός με παίρνει
υπό την προστασία του ένας άλλος πλούσιος. Να δεις που σε λίγο θα με σπιτώσει ο Ντόναλντ Τραμπ». «Κόφ' το, Μέτι». «Εδώ που τα λέμε, αυτό θα πίστευα κι εγώ η ίδια αν ήμουν από την άλλη πλευρά. Αναρωτιέμαι όμως αν έχει προσέξει κανείς τους ότι η τυχερή Μέτι ζει ακόμη σε ένα τροχόσπιτο και δεν έχει λεφτά για να κάνει ιατροφαρμακευτική ασφάλεια. Ή ότι το παιδί της κάνει τα εμβόλια του στο ιατρείο της Κομητείας. Οι γονείς μου πέθαναν όταν ήμουν δεκαπέντε χρονών. Έχω έναν αδερφό και μια αδερφή, αλλά είναι και οι δύο πολύ μεγαλύτεροι και ζουν σε άλλη Πολιτεία. Οι γονείς μου ήταν αλκοολικοί. Δεν μας κακοποιούσαν σωματικά, αλλά υπήρχαν διάφορες άλλες μορφές κακοποίησης. Ήταν σαν να μεγαλώνεις σε... σε φτηνό ξενοδοχείο, από κείνα που είναι γεμάτα κατσαρίδες. Ο μπαμπάς μου ήταν φορτηγατζής, η μαμά μου αισθητικός, με μοναδική φιλοδοξία να αποκτήσει κάποτε μια ροζ Κάντιλακ. Ο πατέρας μου πνίγηκε στη λίμνη Κιουαντίν. Η μητέρα μου πνίγηκε μέσα στον ίδιο τον εμετό της ύστερα από έξι μήνες περίπου. Σου αρέσει ως εδώ η ιστορία;» «Όχι πολύ. Λυπάμαι». «Μετά την κηδεία της μαμάς, ο αδερφός μου ο Χίου προσφέρθηκε να με πάρει μαζί του στο Ρόουντ Άιλαντ, αλλά κατάλαβα ότι η γυναίκα του δεν ενθουσιάστηκε με την ιδέα να φιλοξενεί μια κοπέλα δεκαπέντε χρονών και δεν μπορώ να πω ότι την κατηγορώ γι' αυτό. Επίσης, μόλις είχα μπει στην ομάδα των τσιρλίντερ στο γυμνάσιο. Αυτό μπορεί να φαίνεται τρίχες κατσαρές τώρα, όμως τότε ήταν μεγάλη υπόθεση». Φυσικά ήταν μεγάλη υπόθεση, ιδιαίτερα για ένα παιδί αλκοολικών, το μοναδικό που ζούσε ακόμη στο πατρικό σπίτι. Το να είσαι το τελευταίο παιδί και να παρακολουθείς καθώς ο αλκοολισμός καθαρίζει όλη σου την οικογένεια είναι η πιο μοναχική δουλειά στον κόσμο. Και ο τελευταίος να κλείσει την πόρτα. «Τελικά πήγα να ζήσω στη θεία μου τη Φλόρενς, τρία χιλιόμετρα πιο κάτω. Μας πήρε τρεις βδομάδες για να ανακαλύψουμε ότι δεν συμπαθούσαμε πολύ η μία την άλλη, αλλά καταφέραμε να συγκατοικήσουμε για δύο χρόνια. Μετά, το
καλοκαίρι ανάμεσα στη δευτέρα και την τρίτη λυκείου, βρήκα δουλειά στο Γουόρινγκτον και γνώρισα τον Λανς. 'Όταν μου ζήτησε να παντρευτούμε, η θεία Φλόρενς αρνήθηκε να μου δώσει άδεια. 'Όταν της είπα ότι είμαι έγκυος, με απάλλαξε νομικά από την κηδεμονία της ώστε να μη χρειάζομαι την άδεια της». «Και σταμάτησες το σχολείο;» Η Μέτι έκανε μια γκριμάτσα και μετά έγνεψε καταφατικά. «Δεν ήθελα να με παρακολουθούν όλοι να φουσκώνω. Και ο Λανς με υποστήριξε στην απόφαση μου. Μου είπε ότι μπορούσα να δώσω εξετάσεις μετά και να πάρω το απολυτήριο. Έδωσα πέρσι και το πήρα. Ήταν εύκολο. Και τώρα η Κάι κι εγώ είμαστε μόνες μας. Ακόμη και αν η θεία μου ήθελε να με βοηθήσει, τι θα μπορούσε να κάνει; Δουλεύει σε εργοστάσιο και παίρνει γύρω στις δεκάξι χιλιάδες δολάρια το χρόνο». Σκέφτηκα ότι τόση ήταν περίπου η τελευταία επιταγή που πήρα για τα δικαιώματα των βιβλίων μου στη Γαλλία. Η τελευταία τριμηνιαία επιταγή. Μετά θυμήθηκα κάτι που μου είπε η Κάι τη μέρα που τη βρήκα στο δρόμο. «'Όταν πήρα την Κάιρα από το δρόμο, μου είπε ότι, αν εσύ είσαι θυμωμένη, θα πάει στην άσπρη γιαγιά της. Αν οι δικοί σου έχουν πεθάνει, ποια είναι...» Σταμάτησα καθώς κατάλαβα. Ήταν αρκετό να κάνω μια δυο απλές συνδέσεις. «Η άσπρη γιαγιά είναι η Ροζέτ Γουίτμορ; Η βοηθός του Ντεβόρ; Αυτό όμως σημαίνει...» «Ότι η Κάι τους έχει γνωρίσει. Ναι, φυσικά. Μέχρι τα τέλη του περασμένου μηνός την άφηνα πολύ συχνά να πηγαίνει στον παππού της —και στη Ροζέτ αναγκαστικά. Μία ή δύο φορές τη βδομάδα, και μερικές φορές κοιμόταν εκεί το βράδυ. Τον συμπαθεί τον παππού της -ή, τουλάχιστον, τον συμπαθούσε στην αρχή—, αλλά το παράξενο είναι ότι αυτή την ανατριχιαστική γυναίκα τη λατρεύει πραγματικά». Μου φάνηκε ότι η Μέτι ρίγησε μέσα στο μισοσκόταδο, παρ' όλο που η βραδιά ήταν πολύ ζεστή. «Ο Ντεβόρ μου τηλεφώνησε για να μου πει ότι θα ερχόταν στην κηδεία του Λανς και να με ρωτήσει αν μπορούσε να δει την εγγονή του όσο θα ήταν εδώ. Ήταν ευγενέστατος, μάλιστα, λες και δεν είχε προσπαθήσει να με εξαγοράσει όταν ο Λανς του είπε ότι θα
παντρευόμασταν». «Προσπάθησε να σε εξαγοράσει;» «Ναι. Η πρώτη προσφορά ήταν εκατό χιλιάδες δολάρια. Αυτό έγινε τον Αύγουστο του 1994, αφού του τηλεφώνησε ο Λανς και του είπε ότι θα παντρευτούμε στα μέσα Σεπτεμβρίου. Δεν είπα τίποτα, φυσικά. Μια βδομάδα αργότερα η τιμή ανέβηκε στις διακόσιες χιλιάδες δολάρια». «Για τι πράγμα ακριβώς;» «Για να αφήσω ήσυχο το γιο του και να εξαφανιστώ. Αυτή τη φορά το είπα στον Λανς κι αυτός φυσικά έγινε πυρ και μανία. Τηλεφώνησε στον πατέρα του και του είπε ότι θα παντρευτούμε είτε του αρέσει είτε όχι. Του είπε ότι, αν ήθελε να δει το εγγόνι του, καλά θα έκανε να κόψει τις μαλακίες και να καθίσει φρόνιμα». Με έναν άλλο πατέρα, σκέφτηκα, αυτή θα ήταν ίσως η καλύτερη αντίδραση εκ μέρους του Λανς. Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι δεν είχε να κάνει με λογικό άνθρωπο, αλλά με εκείνον που, όταν ήταν μικρός, είχε κλέψει το καινούριο έλκηθρο του Σκούτερ Λάριμπι. «Αυτές τις προσφορές τις έκανε ο ίδιος ο Ντεβόρ, από το τηλέφωνο. Και τις δύο φορές όταν έλειπε ο Λανς. Μετά, γύρω στις δέκα μέρες πριν από το γάμο, είχα μια επίσκεψη από τον Όσγκουντ. Μου είπε να τηλεφωνήσω σε έναν αριθμό στο Ντέλαγουερ, και όταν το έκανα...» Η Μέτι κούνησε το κεφάλι της. «Δεν θα το πιστέψεις. Είναι σαν επεισόδιο από κάποιο βιβλίο σου». «Μπορώ να μαντέψω;» «Αν θέλεις». «Προσπάθησε να αγοράσει το παιδί. Να αγοράσει την Κάιρα». Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα. Στο μεταξύ είχε βγει μια ψιλή φέτα φεγγαριού και στο φως της είδα καθαρά την κατάπληκτη έκφραση της Μέτι. «Πόσα;» ρώτησα. «Από περιέργεια. Πόσα σου πρόσφερε για να γεννήσεις, να αφήσεις το παιδί στον Λανς και να εξαφανιστείς;» «Δύο εκατομμύρια δολάρια», ψιθύρισε η Μέτι. «Θα τα κατέθετε σε όποια τράπεζα ήθελα, φτάνει να ήταν δυτικά του Μισισιπή και να υπέγραφα ένα συμφωνητικό με το οποίο θα δεσμευόμουν να μείνω μακριά από την Κάιρα —και τον Λανς— μέχρι τις 20 Απριλίου του
2016 τουλάχιστον». «Τη μέρα που η Κάι θα κλείσει τα είκοσι ένα». «Ναι». «Και ο Όσγκουντ δεν ξέρει τις λεπτομέρειες· επομένως, ο Ντεβόρ είναι καθαρός εδώ στην πόλη». «Ακριβώς. Και τα δυο εκατομμύρια ήταν μόνο η αρχή. θα μου έδινε από ένα εκατομμύριο ακόμη όταν η Κάι θα έκλεινε τα πέντε, τα δέκα, τα δεκαπέντε και τα είκοσι». Κούνησε το κεφάλι της σαν να μην το πίστευε και η ίδια. «Το πλαστικό δάπεδο έχει φουσκώσει στην κουζίνα, το τηλέφωνο του ντους πέφτει συνέχεια μέσα στην μπανιέρα και όλο το τροχόσπιτο γέρνει από τη μία μπάντα, αλλά εγώ θα μπορούσα να έχω έξι εκατομμύρια στην τράπεζα». Σκέφτηκες ποτέ να δεχτείς την προσφορά, Μέτι; αναρωτήθηκα... Ήταν όμως μια ερώτηση που δεν θα έκανα ποτέ, μια τόσο ανάρμοστη εκδήλωση περιέργειας που δεν της άξιζε απάντηση. «Το είπες στον Λανς;» «Προσπάθησα να μην του το πω. Ήταν ήδη έξω φρενών με τον πατέρα του και δεν ήθελα να χειροτερέψω τα πράγματα. Δεν ήθελα να υπάρχει τόσο πολύ μίσος στην αρχή του γάμου μας, όσο βάσιμοι λόγοι κι αν υπήρχαν γι' αυτό το μίσος... Και δεν ήθελα αργότερα ο Λανς να μου πει... καταλαβαίνεις... » Σήκωσε τα χέρια της και μετά τα άφησε να πέσουν βαριά. Ήταν μια χειρονομία γεμάτη κούραση αλλά και χάρη. «Δεν ήθελες να γυρίσει ύστερα από δέκα χρόνια ο Λανς και να σου πει, "Εσύ με χώρισες από τον πατέρα μου"». «Κάτι τέτοιο. Στο τέλος όμως δεν μπόρεσα να το κρατήσω άλλο μέσα μου. Ήμουν μικρό παιδί τότε, είχα ζήσει όλη μου τη ζωή στην επαρχία, δεν ήξερα τίποτα. Μέχρι τα δεκατρία μου έκανα τα μαλλιά μου πάντα κοτσίδες... νόμιζα ότι όλη η Πολιτεία της Νέας Υόρκης είναι η Νέα Υόρκη, η πόλη... και ξαφνικά έρχεται κάποιος και μου προσφέρει έξι εκατομμύρια δολάρια. Τρομοκρατήθηκα. Τον έβλεπα στον ύπνο μου σαν καλικάντζαρο που έρχεται τη νύχτα και μου κλέβει το παιδί μου από την κούνια. Χωνόταν από το παράθυρο έρποντας σαν φίδι...» «Και σέρνοντας πίσω του και τη φιάλη οξυγόνου, σίγουρα» .
Η Μέτι χαμογέλασε. «Δεν ήξερα για το οξυγόνο τότε. Ούτε για τη Ροζέτ Γουίτμορ. θέλω να πω ότι ήμουν μόλις δεκαεφτά χρονών και δεν τα κατάφερνα καλά να κρατάω μυστικά». Κρατήθηκα για να μη χαμογελάσω με τον τρόπο που το είπε —σαν να υπήρχαν τώρα πια ολόκληρες δεκαετίες πείρας ανάμεσα σ' εκείνο το αφελές και τρομαγμένο κοριτσάκι και τη σημερινή ώριμη γυναίκα. «Ο Λανς θύμωσε». «Θύμωσε τόσο πολύ, που αντί να τηλεφωνήσει στον πατέρα του τού έστειλε e-mail. Τραύλιζε, βλέπεις, και όσο πιο ταραγμένος ήταν τόσο χειροτέρευε το τραύλισμα, θα ήταν αδύνατο να του μιλήσει από το τηλέφωνο». Τώρα επιτέλους είχα σχηματίσει μια καθαρή εικόνα. Ο Λανς Ντεβόρ είχε στείλει στον πατέρα του ένα αδιανόητο γράμμα αδιανόητο, δηλαδή, αν ήσουν ο Μαξ Ντεβόρ. Σίγουρα του έγραφε ότι δεν θέλει να τον ξαναδεί ποτέ του, ούτε αυτός ούτε η Μέτι. Δεν θα ήταν ευπρόσδεκτος στο σπίτι τους (το τροχόσπιτο ήταν αρκετά κοντά στη φτωχική καλύβα του ξυλοκόπου από τα παραμύθια των Αδερφών Γκριμ). Να μην τολμήσει να τους επισκεφτεί μετά τη γέννηση του παιδιού τους και αν είχε το θράσος να στείλει στο παιδί κανένα δώρο είτε τώρα είτε αργότερα, θα του το γύριζαν πίσω. Μείνε μακριά από τη ζωή μου, μπαμπά. Αυτή τη φορά το παρατράβηξες, αυτό που έκανες είναι ασυγχώρητο. Αναμφίβολα υπάρχουν κάποιοι διπλωματικοί τρόποι για να επικοινωνήσει ένας πατέρας με το θιγμένο παιδί του, μερικοί από τους οποίους υπαγορεύονται από τη σύνεση και άλλοι βασίζονται στην πανουργία... όμως το θέμα είναι άλλο: ένας πατέρας με διπλωματικό πνεύμα θα εξωθούσε ποτέ τα πράγματα σε αυτό το σημείο; Αν ένας άνθρωπος καταλάβαινε έστω και ελάχιστα την ανθρώπινη φύση, θα πρόσφερε στη μνηστή του γιου του ένα τεράστιο ποσό (ένα ποσό τόσο μεγάλο που σχεδόν δεν είχε νόημα γι' αυτή) για να εγκαταλείψει το παιδί της; Και είχε προτείνει αυτό το παζάρι σε μια κοπέλα που ήταν δεκαεφτά χρονών, δηλαδή βρισκόταν σε μια ηλικία όπου βαραίνει περισσότερο η ρομαντική αντίληψη της ζωής. Αν μη τι άλλο, ο Ντεβόρ έπρεπε να περιμένει λίγο πριν κάνει την τελική προσφορά του. θα πείτε ίσως ότι δεν ήξερε αν
είχε χρονικά περιθώρια για να περιμένει, αλλά αυτό το επιχείρημα δεν είναι πειστικό. Νομίζω ότι η Μέτι είχε δίκιο -βαθιά μέσα σ' αυτό το ζαρωμένο πράγμα που είχε για καρδιά, ο Μαξ Ντεβόρ νόμιζε ότι θα ζήσει αιώνια. Τελικά, δεν μπόρεσε να κρατηθεί άλλο. Έβλεπε το έλκηθρο που ήθελε, το έλκηθρο που ήταν αποφασισμένος να αποκτήσει, πίσω από το παράθυρο. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να σπάσει το τζάμι και να το πάρει. Αυτό έκανε σε όλη του τη ζωή κι έτσι αντέδρασε στο μήνυμα του γιου του, με πονηριά, όπως θα έπρεπε να κάνει ένας άνθρωπος με τα χρόνια και τις ικανότητες του, αλλά και με μανία, όπως θα αντιδρούσε το παιδί αν έβλεπε ότι δεν μπορούσε να σπάσει το τζάμι που τον χώριζε από το έλκηθρο. Ώστε ο Λανς δεν τον ήθελε στη ζωή του; Πολύ ωραία! Ας πήγαινε, λοιπόν, να ζήσει με αυτό το κοριτσάκι σε αντίσκηνο ή σε τροχόσπιτο ή και σε στάβλο ακόμη. Αλλά έπρεπε να ξεχάσει τη βολική δουλειά που του είχε δώσει και να βρει άλλο τρόπο για να ζήσει. Να δει πώς ζει ο υπόλοιπος κόσμος! Με άλλα λόγια, δεν μπορείς να παραιτηθείς, μικρέ. Απολύεσαι . «Δεν πέσαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου στην κηδεία», είπε η Μέτι, «μη νομίζεις κάτι τέτοιο. Αλλά μου φέρθηκε με αξιοπρέπεια — πράγμα που δεν περίμενα— κι έτσι προσπάθησα κι εγώ να του φερθώ με αξιοπρέπεια. Μου πρόσφερε ένα μισθό, που τον αρνήθηκα. Φοβήθηκα ότι μπορεί να υπήρχαν νομικές επιπλοκές». «Αμφιβάλλω, αλλά μου αρέσει που ήσουν τόσο προσεκτική. Τι έγινε όταν είδε την Κάιρα για πρώτη φορά, Μέτι; Θυμάσαι;» «Δεν θα το ξεχάσω ποτέ». Έβαλε το χέρι στην τσέπη του φορέματος της, βρήκε ένα τσαλακωμένο πακέτο τσιγάρα κι έβγαλε ένα. Το κοίταξε με λαιμαργία αλλά και αηδία ταυτόχρονα. «Το έκοψα, γιατί ο Λανς έλεγε ότι δεν έχουμε τα οικονομικά περιθώρια ούτε καν για τέτοιες πολυτέλειες, και είχε δίκιο. Όμως είναι δύσκολο να το κόψεις εντελώς. Καπνίζω μόνο ένα πακέτο τη βδομάδα, αν και ξέρω ότι κι αυτά ακόμη είναι πολλά, αλλά μερικές φορές μου είναι απαραίτητο, θέλεις;» Κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου. Η Μέτι άναψε το τσιγάρο της και στη στιγμιαία λάμψη του σπίρτου το πρόσωπο της ήταν κάτι πολύ περισσότερο από όμορφο απλώς. Από τι είναι φτιαγμένος
αυτός ο γέρος, από πέτρα; αναρωτήθηκα . «Ο Ντεβόρ γνώρισε την εγγονή του δίπλα σε μια νεκροφόρα», είπε η Μέτι. «Ήμαστε στο γραφείο κηδειών του Ντάκιν στο Μότον. Ήταν η "συγκέντρωση" για να δουν τον νεκρό. Ξέρεις πώς γίνεται;» «Α, ναι», είπα και σκέφτηκα την Τζο. «Το φέρετρο ήταν κλειστό, αλλά και πάλι έρχονταν για να τον δουν, υποτίθεται. Παράξενα πράγματα. Βγήκα έξω για να κάνω ένα τσιγάρο. Είπα στην Κάι να καθίσει στα σκαλιά του γραφείου κηδειών για να μην της έρχεται ο καπνός κι εγώ πήγα λίγο πιο κάτω στο πεζοδρόμιο. Ξαφνικά έρχεται και σταματάει μια τεράστια γκρίζα λιμουζίνα. Δεν είχα ξαναδεί ποτέ μου τέτοιο πράγμα παρά μόνο στην τηλεόραση. Κατάλαβα ποιος ήταν. Έβαλα πάλι τα τσιγάρα στην τσάντα μου και είπα στην Κάι να έρθει κοντά μου. Αυτή πλησίασε και μου έπιασε το χέρι. Η πόρτα της λιμουζίνας άνοιξε και βγήκε η Ροζέτ Γουίτμορ. Είχε μια μάσκα οξυγόνου στο ένα χέρι, αλλά ο Ντεβόρ δεν τη χρειάστηκε, τότε τουλάχιστον. Βγήκε μετά από αυτή. Ένας ψηλός άντρας —όχι με το δικό σου ύψος, Μάικ, αλλά αρκετά ψηλός-, με γκρίζο κοστούμι και μαύρα παπούτσια γυαλιστερά σαν καθρέφτες». Σταμάτησε σκεφτική. Είδα το τσιγάρο να ανεβαίνει στο στόμα της, μετά να κατεβαίνει πάλι στο μπράτσο της καρέκλας, μια κόκκινη πυγολαμπίδα μέσα στο αδύναμο φεγγαρόφωτο. «Στην αρχή δεν είπε τίποτα. Η γυναίκα πήγε να του πιάσει το χέρι για να τον βοηθήσει, αλλά αυτός την έδιωξε με μια κίνηση. Έφτασε στο σημείο όπου στεκόμασταν με τις δικές του δυνάμεις, αν και τον άκουγα να αγκομαχάει βαθιά από μέσα του. Ήταν ένας ήχος ο οποίος θύμιζε μηχανή που χρειάζεται λάδι. Δεν ξέρω πόσο μπορεί να περπατήσει τώρα -μάλλον όχι και πολύ. Εκείνα τα λίγα βήματα κόντεψαν να τον ξεκάνουν, κι αυτό έγινε σχεδόν πριν από ένα χρόνο. Με κοίταξε για μια δυο στιγμές και μετά έσκυψε μπροστά ακουμπώντας τα κοκαλιάρικα χέρια του στα γόνατα. Κοίταξε την Κάιρα και η Κάιρα τον κοίταξε επίσης». Ναι, την έβλεπα πολύ καθαρά τη σκηνή, αλλά για κάποιο λόγο όχι έγχρωμη, σαν φωτογραφία. Την έβλεπα σαν ξυλογραφία, σαν μια από εκείνες τις άγριες εικόνες από τα παραμυθία των Αδερφών Γκριμ. Το κοριτσάκι κοιτάζει με διάπλατα μάτια τον πλούσιο γέρο.
Κάποτε ήταν ένα μικρό παιδί που κατέβηκε θριαμβευτικά το λόφο με ένα κλεμμένο έλκηθρο και τώρα, στο τέλος της ζωής του, ένα σακί με κόκαλα. Στη φανταστική μου εικόνα, η Κάι φοράει παλτό με κουκούλα και η μάσκα του παππού Ντεβόρ του πέφτει λίγο στραβά, αφήνοντας να φανεί από μέσα η γούνα του λύκου. Τι μεγάλα μάτια που έχεις, παππού, τι μεγάλη μύτη που έχεις, παππού, και τι μεγάλα που είναι και τα δόντια σου. «Τη σήκωσε στην αγκαλιά του. Δεν ξέρω πόση προσπάθεια του κόστισε, αλλά το έκανε. Και το παράξενο είναι ότι η Και τον άφησε να τη σηκώσει. Πρώτη φορά τον έβλεπε, και οι γέροι συνήθως τρομάζουν τα μικρά παιδιά, αλλά τον άφησε να τη σηκώσει. "Ξέρεις ποιος είμαι;" τη ρώτησε. Αυτή κούνησε το κεφάλι της αρνητικά, αλλά έτσι όπως τον κοίταζε... ήταν σαν να ήξερε σχεδόν. Νομίζεις ότι είναι δυνατόν αυτό;» «Ναι». «Ο Ντεβόρ της είπε, "Είμαι ο παππούς σου". Εκείνη τη στιγμή κόντεψα να του την αρπάξω από τα χέρια, Μάικ, γιατί μου μπήκε μια τρελή ιδέα... δεν ξέρω... » «Ότι θα την έτρωγε ζωντανή;» Το τσιγάρο σταμάτησε μπροστά στο στόμα της. Τα μάτια της ήταν ορθάνοιχτα, ολοστρόγγυλα. «Πώς το ξέρεις αυτό; Πώς είναι δυνατόν να το ξέρεις;» «Το ξέρω, γιατί έτσι όπως φαντάζομαι τη σκηνή μοιάζει με το παραμύθι. Η Κοκκινοσκουφίτσα και ο Κακός Λύκος. Τι έκανε ο Ντεβόρ;» «Την έτρωγε με τα μάτια. Από τότε έχουν γίνει πολλά, βέβαια. Της έμαθε να παίζει ντάμα και τελίτσες. Είναι μόνο τριών χρονών, αλλά της έχει μάθει πρόσθεση και αφαίρεση. Εχει δικό της δωμάτιο στο Γουόρινγκτον, με ένα μικρό υπολογιστή μέσα και ένας θεός ξέρει τι της έχει μάθει να κάνει με δαύτον... Εκείνη την πρώτη φορά, όμως, απλώς την κοίταζε. Ήταν η πιο πεινασμένη έκφραση που έχω δει στη ζωή μου. Και η Κάιρα τον κοίταζε επίσης. Δεν πρέπει να ήταν πάνω από δέκα με είκοσι δευτερόλεπτα, αλλά μου φάνηκε σαν αιωνιότητα. Μετά πήγε να μου τη δώσει. Είχε εξαντλήσει όλες του τις δυνάμεις, όμως, και αν δεν ήμουν δίπλα να την πιάσω νομίζω ότι θα του
έπεφτε το παιδί. Ο Ντεβόρ παραπάτησε λίγο και η Γουίτμορ τον αγκάλιασε για να τον κρατήσει. Αυτός της πήρε τη μάσκα οξυγόνου —ήταν συνδεδεμένη με μια μικρή φιάλη, με έναν ελαστικό σωλήνα— και την έβαλε πάνω από τη μύτη και το στόμα του. Δυο τρεις βαθιές ανάσες και φάνηκε να συνέρχεται. Έδωσε τη μάσκα πίσω στη Ροζέτ και μετά με κοίταξε. Είχα την αίσθηση ότι ήταν η πρώτη φορά που με έβλεπε πραγματικά. "Φάνηκα ανόητος, έτσι δεν είναι;" είπε. "Μάλιστα, κύριε Ντεβόρ, έτσι είναι", του είπα. Μου έριξε ένα σκοτεινό βλέμμα όταν το είπα αυτό. Νομίζω ότι, αν ήταν έστω και πέντε χρόνια νεότερος, μπορεί να με χαστούκιζε». «Δεν ήταν, όμως, και δεν το έκανε». «Όχι. Απλώς είπε, "Θέλω να πάω μέσα. Θα με βοηθήσεις;" Του είπα ότι θα τον βοηθήσω. Ανεβήκαμε τα σκαλιά του γραφείου κηδειών —η Ροζέτ προχωρούσε από τη μια μεριά του Ντεβόρ κι εγώ από την άλλη, ενώ η Κάιρα ερχόταν από πίσω. Ένιωθα κατά κάποιον τρόπο σαν γυναίκα από χαρέμι. Δεν ήταν ευχάριστη αίσθηση. Όταν μπήκαμε στο χολ, κάθισε για να πάρει ανάσα και να εισπνεύσει λίγο οξυγόνο ακόμη. Η Ροζέτ γύρισε στην Κάιρα. Αυτή η γυναίκα έχει απαίσιο μούτρο, μου θυμίζει κάποιον πίνακα...» «Την Κραυγή; Του Μουνκ;» «Ναι, μάλλον αυτός πρέπει να είναι». Πέταξε το τσιγάρο της -το είχε καπνίσει μέχρι το φίλτρο— και το πάτησε, λιώνοντας το με το άσπρο παπούτσι της. «Η Κάι όμως δεν τη φοβόταν καθόλου. Ούτε τότε ούτε και αργότερα. Η Γουίτμορ έσκυψε και της είπε, "Τι κάνει ομοιοκαταληξία με το κυρία;" και η Κάιρα είπε αμέσως "Μαρία!" Από δύο χρονών ακόμη της άρεσαν πολύ οι ομοιοκαταληξίες. Η Ροζέτ έβαλε το χέρι στην τσάντα της κι έβγαλε ένα Χέρσεϊ'ς Κις. Η Κάι με κοίταξε να δει αν επιτρέπεται και της είπα, "Εντάξει, αλλά μόνο ένα, και δεν θέλω να δω τίποτα στο φόρεμα σου". Η Κάι το έφαγε και χαμογέλασε στη Ροζέτ σαν να ήταν παλιές φίλες. Στο μεταξύ ο Ντεβόρ είχε συνέλθει, αλλά φαινόταν κουρασμένος —ο πιο κουρασμένος άνθρωπος που έχω δει ποτέ μου. Μου θύμισε κάτι που λέει στην Αγία Γραφή, πως δεν βρίσκουμε ευχαρίστηση στα χρόνια των γηρατειών μας. Ράγισε η καρδιά μου που τον έβλεπα. Ίσως να το κατάλαβε, γιατί άπλωσε και μου έπιασε το χέρι. "Μη με αποδιώχνεις",
είπε. Κι εκείνη τη στιγμή είδα τον Λανς στο πρόσωπο του. Άρχισα να κλαίω. "Δεν θα σας αποδιώξω, εκτός αν με αναγκάσετε", του είπα». Τους φαντάστηκα στην είσοδο του γραφείου κηδειών, αυτός να κάθεται, αυτή όρθια, το κοριτσάκι να κοιτάζει με μάτια ορθάνοιχτα από απορία καθώς πιπιλούσε το Χέρσεϊ'ς Κις. Μαγνητοφωνημένη μουσική από εκκλησιαστικό όργανο στο βάθος. Ο γερο-Μαξ είχε αποδειχτεί πονηρός στην κηδεία του γιου του, σκέφτηκα. Άκου, «μη με αποδιώχνεις». Προσπάθησα να σε εξαγοράσω και όταν δεν έπιασε η προσφορά ανέβασα τα ποσά και προσπάθησα να αγοράσω το παιδί. Όταν δεν έφερε αποτελέσματα ούτε κι αυτή η προσπάθεια, είπα στο γιο μου ότι εσύ κι αυτός και το εγγόνι μου θα κοιμηθείτε όπως στρώσατε. Κατά κάποιον τρόπο, εγώ φταίω που ήταν σ' εκείνο το συγκεκριμένο σημείο όταν έπεσε κι έσπασε το λαιμό του, αλλά μη με αποδιώχνεις, Μέτι, είμαι ένας φουκαράς γέρος, μη με αποδιώχνεις. «Ήμουν ηλίθια, ε;» «Περίμενες ότι θα ήταν καλύτερος από ό,τι πραγματικά ήταν. Αν αυτό σημαίνει ότι είσαι ηλίθια, Μέτι, μακάρι να υπήρχε περισσότερη τέτοια ηλιθιότητα». «Είχα τις αμφιβολίες μου, βέβαια», μου είπε. «Γι' αυτό και αρνιόμουν να πάρω τα λεφτά του, οπότε τον περασμένο Οκτώβριο σταμάτησε κι αυτός να μου προσφέρει λεφτά. Αλλά τον άφηνα να βλέπει την Κάιρα. Εν μέρει ίσως επειδή κάπου πίστευα ότι μπορεί να υπήρχε κάποιο όφελος για την Κάιρα αργότερα, αλλά σου λέω ειλικρινά ότι δεν ήταν αυτό το καθοριστικό στοιχείο. Κυρίως τον άφησα να τη βλέπει επειδή ήταν ο μοναδικός της δεσμός αίματος με τον πατέρα της. Ήθελα να το ζήσει αυτό, όπως ζουν όλα τα παιδιά την εμπειρία της επαφής με τον παππού τους. Εκείνο που δεν ήθελα όμως ήταν να επηρεαστεί από όλες τις βλακείες που είχαν συμβεί πριν πεθάνει ο Λανς. Στην αρχή τα πράγματα πήγαιναν καλά. Μετά, σιγά σιγά, η κατάσταση άλλαξε. Πρώτα πρώτα, κατάλαβα ότι η Κάι δεν συμπαθούσε πια τόσο πολύ τον παππού της. Τη Ροζέτ τη συμπαθούσε όπως και πριν, αλλά ο Ντεβόρ άρχισε να της προκαλεί μια νευρικότητα που δεν μπορούσα να την καταλάβω και που η Κάι δεν μπορούσε να μου εξηγήσει. Τη ρώτησα μια φορά αν την είχε
αγγίξει ποτέ σε κάποιο σημείο που την έκανε να νιώσει παράξενα. Της έδειξα και τα μέρη που εννοούσα και μου είπε όχι. Την πιστεύω, αλλά..- Δεν ξέρω, ίσως ο Ντεβόρ να είπε ή να έκανε κάτι. Είμαι σχεδόν σίγουρη γι' αυτό». «Μπορεί να μην είναι παραπάνω από τον ήχο της αναπνοής του», είπα. «Αυτός και μόνο είναι αρκετός για να τρομάξει ένα μικρό παιδί. Ή μπορεί να έπαθε καμιά κρίση όσο ήταν εκεί η Κάιρα. Και σ' αυτό το διάστημα, πώς ήταν τα πράγματα μ' εσένα και τον Ντεβόρ, Μέτι;» «Να σου πω... Μια μέρα, το Φεβρουάριο, η Λίντι Μπριγκς μου είπε ότι ο Τζορτζ Φούτμαν είχε έρθει στη βιβλιοθήκη για να ελέγξει τους πυροσβεστήρες και τους ανιχνευτές καπνού. Και ρώτησε τη Λίντι αν είχε βρει τίποτα κουτιά μπίρας ή μπουκάλια από ποτό στα σκουπίδια τον τελευταίο καιρό. Ή γόπες από στριφτά τσιγάρα». «Μαριχουάνα, δηλαδή». «Ακριβώς. Και ταυτόχρονα έμαθα ότι ο Όσγκουντ είχε αρχίσει να επισκέπτεται παλιές μου φίλες. Να τους πιάνει κουβέντα. Ψάχνει για κάτι ύποπτο, φαίνεται». «Υπάρχει τίποτα;» «Ευτυχώς όχι πολλά πράγματα». Ευχήθηκα να είχε δίκιο. Και αν υπήρχε κάτι που δεν ήθελε να μου το πει, ίσως κατάφερνε να της το αποσπάσει ο Τζον Στόροου. «Ενώ γίνονταν όλα αυτά, όμως, εσύ άφηνες ακόμη την Κάι να πηγαίνει και να τον βλέπει». «Τι θα κατάφερνα αν σταματούσα τις επισκέψεις; Σκέφτηκα ότι, αν ο Ντεβόρ συνέχιζε να τη βλέπει, μπορεί τουλάχιστον να μην επιτάχυνε τα όποια σχέδια ίσως είχε». Λογικός αλλά και θλιβερός συλλογισμός. «Όμως, κάποια στιγμή την άνοιξη, άρχισαν να με κυριεύουν ορισμένες φορές κάτι πολύ ανατριχιαστικά και τρομακτικά συναισθήματα». «Ανατριχιαστικά και τρομακτικά; Δηλαδή;» «Δεν ξέρω». Έβγαλε τα τσιγάρα της, τα κοίταξε, μετά τα έβαλε πάλι στην τσέπη της. «Δεν ήταν επειδή ο πεθερός μου έψαχνε για άπλυτα στις ντουλάπες μου. Είχε κάποια σχέση με την Κάι. Άρχισα να
ανησυχώ για την Κάι όσο ήταν μαζί του... ή, μάλλον, μαζί τους. Η Ροζέτ ερχόταν με την Μπε-Εμ-Βε που αγόρασαν ή νοίκιασαν, δεν ξέρω τι, και η Κάι καθόταν στα σκαλιά και την περίμενε. Με ένα σάκο γεμάτο παιχνίδια, αν θα γύριζε το βράδυ, ή με το ροζ βαλιτσάκι Μίνι Μάους αν θα κοιμόταν εκεί. Και πάντα γύριζε έχοντας κάτι παραπάνω από ό,τι είχε όταν έφευγε. Ο πεθερός μου πιστεύει πολύ στα δώρα. Πριν τη βάλει στο αυτοκίνητο, η Ροζέτ με κοίταζε μ' εκείνο το παγερό της χαμόγελο και έλεγε, "Στις εφτά θα τη φέρω πίσω. Θα της βάλουμε να φάει εμείς", ή, "Αύριο στις οχτώ, λοιπόν, θα έχει φάει και πρωινό". Εγώ της έλεγα εντάξει και μετά η Ροζέτ έβαζε το χέρι στην τσάντα της και πρότεινε ένα Χέρσεϊ'ς Κις στην Κάι όπως κρατάς ένα μπισκότο μπροστά σε ένα σκύλο για να τον κάνεις να σου δώσει το χέρι του. Ελεγε μια λέξη και η Κάιρα της έλεγε μια άλλη που έκανε ομοιοκαταληξία. Τότε η Ροζέτ της πετούσε το Κις -γαβ γαβ, καλό σκυλάκι, σκεφτόμουν πάντα- κι έφευγαν. Στις εφτά το απόγευμα ή στις οχτώ το πρωί, η Μπε-Εμ-Βε σταματούσε ακριβώς εκεί που είναι παρκαρισμένο τώρα το αμάξι σου. Μπορούσες να διορθώσεις το ρολόι σου σύμφωνα με τα πήγαιν' έλα αυτής της γυναίκας. Αλλά κάποια στιγμή άρχισα να ανησυχώ». «Να ανησυχείς μήπως βαρεθούν τις νομικές διατυπώσεις και την αρπάξουν για να τελειώνουν;» Αυτό το ενδεχόμενο μου φαινόταν λογικό -τόσο λογικό, που δεν μπορούσα να πιστέψω ότι η Μέτι είχε αφήσει το κοριτσάκι να πηγαίνει στον Ντεβόρ. Στις περιπτώσεις κηδεμονίας, όπως και σε όλα τα πράγματα στη ζωή, η κατοχή είναι συνήθως τα εννιά δέκατα του νόμου και αν η Μέτι έλεγε την αλήθεια για το παρελθόν και το παρόν της, η δίκη για την κηδεμονία μπορεί κάλλιστα να τραβούσε σε μάκρος ακόμη και για τον πλούσιο Ντεβόρ. Μια απαγωγή μπορεί να του φαινόταν πιο αποτελεσματική ως λύση. «Όχι ακριβώς», μου απάντησε. «Φαντάζομαι ότι είναι λογικό, αλλά δεν ήταν αυτό. Απλώς άρχισα να φοβάμαι. Δεν υπήρχε κάτι συγκεκριμένο, που να μπορώ να το προσδιορίσω. Πήγαινε η ώρα έξι και τέταρτο το απόγευμα και άρχιζα να σκέφτομαι, "Αυτή τη φορά δεν θα τη φέρει πίσω η σκύλα. Αυτή τη φορά θα την..." Περίμενα. Όταν η Μέτι δεν μίλησε, τη ρώτησα εγώ: «Αυτή τη
φορά, τι;» «Σου είπα, δεν ξέρω. Αλλά είχα αρχίσει να φοβάμαι για την Κάι από την άνοιξη. Όταν πια μπήκε Ιούνιος, δεν άντεχα πια και τους έκοψα τις επισκέψεις. Από τότε η Κάιρα είναι τσατισμένη κατά διαστήματα μαζί μου. Είμαι σίγουρη ότι γι' αυτό έγινε κυρίως εκείνη η φάση την 4η Ιουλίου. Δεν μιλάει πολύ για τον παππού της, αλλά κάθε τόσο μου λέει, "Τι λες να κάνει τώρα η άσπρη γιαγιά, Μέτι;", ή, "Λες να αρέσει το καινούριο μου φόρεμα στην άσπρη γιαγιά;" Ή έρχεται ξαφνικά και μου λέει, "Γάλα, στάλα, γυάλα, μπάλα", και μου ζητάει να της δώσω σοκολάτα». «Ποια ήταν η αντίδραση από τον Ντεβόρ;» «Εγινε πυρ και μανία. Μου τηλεφώνησε πολλές φορές· στην αρχή με ρωτούσε τι συμβαίνει και μετά άρχισε τις απειλές». «Τι είδους απειλές;» «Περί κηδεμονίας, θα μου πάρει την Κάιρα, θα δείξει σ' όλο τον κόσμο ότι είμαι ανίκανη μητέρα, ότι δεν μπορώ να τα βάλω μαζί του, η μοναδική μου ελπίδα είναι να υποχωρήσω και να τον αφήσω να δει την εγγονή του, που να πάρει». Κούνησα το κεφάλι μου. «Ναι, αυτή η εικόνα του Ντεβόρ ταιριάζει περισσότερο με τον τύπο που μου τηλεφώνησε την ώρα που έβλεπα τα πυροτεχνήματα». «Μου τηλεφώνησε επίσης και ο Όσγκουντ, καθώς και κάμποσοι άλλοι ντόπιοι», συνέχισε η Μέτι. «Ανάμεσα τους και ο παλιός φίλος του Λανς, ο Ρίτσι Λάτιμορ. Ο Ρίτσι μου είπε ότι δεν τιμώ τη μνήμη του Λανς». «Ο Τζορτζ Φούτμαν δεν ανακατεύτηκε;» «Αυτός περνά με το περιπολικό κατά διαστήματα, για να βλέπω ότι με παρακολουθεί. Δεν έχει σταματήσει ποτέ, αλλά και μόνο που βλέπω το περιπολικό στο δρόμο φοβάμαι. Αυτές τις μέρες τα πάντα με φοβίζουν». «Παρ' όλο που έχουν σταματήσει οι επισκέψεις της Κάιρα;» «Ναι. Νιώθω... ότι κάτι πρόκειται να συμβεί. Και κάθε μέρα αυτή η αίσθηση γίνεται πιο δυνατή». «Λοιπόν, θέλεις τον αριθμό του Τζον Στόροου;» Εμεινε αμίλητη για λίγο, κοιτάζοντας κάτω. Μετά σήκωσε το
κεφάλι της κι έγνεψε καταφατικά. «Ναι, δώσ' τον μου. Και σ' ευχαριστώ. Από τα βάθη της καρδιάς μου». Είχα γράψει τον αριθμό σε ένα ροζ χαρτάκι. Το έβγαλα από την τσέπη του πουκαμίσου και της το πρότεινα. Αυτή το έπιασε, αλλά δεν το πήρε αμέσως. Τα δάχτυλα μας άγγιζαν το ένα τ' άλλο και με κοίταζε με μια σταθερότητα που μου έφερε αμηχανία. Ήταν σαν να ήξερε περισσότερα για τα ίδια μου τα κίνητρα από όσα ήξερα εγώ ο ίδιος. «Τι μπορώ να κάνω για να σου το ξεπληρώσω;» ρώτησε. Να το λοιπόν το ζήτημα. «Πες στον Στόροου όλα όσα είπες σ' εμένα». Άφησα το χαρτάκι και σηκώθηκα. «Αυτό μου φτάνει. Και τώρα πρέπει να πηγαίνω, θα τηλεφωνήσεις να μου πεις πώς πήγε;» «Φυσικά». Πήγαμε μέχρι το αμάξι μου και όταν φτάσαμε γύρισα προς το μέρος της. Για μια στιγμή νόμισα ότι θα με αγκάλιαζε —μια χειρονομία ευχαριστίας η οποία ποιος ξέρει πού μπορεί να οδηγούσε με την τωρινή μας διάθεση, στην οποία σχεδόν κυριαρχούσε ο μελοδραματισμός. Ήταν όμως μελοδραματική και η κατάσταση, ένα παραμύθι με καλούς και κακούς και πολύ καταπιεσμένο σεξ και από τις δύο πλευρές. Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκαν τα φανάρια ενός αυτοκινήτου στην κορυφή του λόφου και σάρωσαν το γκαράζ του Μπρουκς. Γύρισαν προς το μέρος μας και το φως τους έγινε πιο δυνατό. Η Μέτι οπισθοχώρησε λίγο κι έπλεξε τα χέρια της πίσω, σαν παιδάκι που το μάλωσαν. Το αμάξι πέρασε αφήνοντας μας πάλι στο σκοτάδι... αλλά η στιγμή είχε περάσει επίσης. Αν είχε υπάρξει στιγμή. «Ευχαριστώ για το φαγητό», είπα. «Ήταν υπέροχο». «Κι εγώ ευχαριστώ για το δικηγόρο. Είμαι σίγουρη ότι θα είναι υπέροχος κι αυτός», είπε η Μέτι και γελάσαμε. Ο ηλεκτρισμός που υπήρχε στην ατμόσφαιρα είχε χαθεί. «Μια φορά μίλησε για σένα, ξέρεις. Ο Ντεβόρ». Την κοίταξα έκπληκτος. «Μου φαίνεται απίστευτο που ξέρει ποιος είμαι. Πριν γίνει ό,τι έγινε, εννοώ». «Σε ξέρει. Και μάλιστα μίλησε για σένα με πραγματική στοργή,
θα έλεγα». «Δεν είναι δυνατόν. Πρέπει να αστειεύεσαι». «Όχι. Είπε ότι ο προπάππος σου και ο προπάππος του δούλευαν στα ίδια μέρη και ήταν γείτονες όταν δεν γύριζαν στο δάσος. Νομίζω ότι είπε πως έμεναν κοντά στο σημείο όπου είναι τώρα η μαρίνα του Μπόιντ. Και το έθεσε πολύ ωραία. "Εχεσαν στον ίδιο λάκκο", είπε. Γοητευτικό, ε; Είπε ότι αφού δυο ξυλοκόποι από το Τι-Αρ κατάφεραν να βγάλουν εκατομμυριούχους, τότε το σύστημα δουλεύει σωστά. "Εστω και αν χρειάστηκαν τρεις γενιές για να γίνουν", είπε. Νομίζω ότι ήταν μια μπηχτή για τον Λανς». «Είναι γελοίο, ό,τι κι αν είχε στο μυαλό του», είπα. «Η οικογένεια μου είναι από τα παράλια, το Πράουτ'ς Νεκ, συγκεκριμένα, στην άλλη μεριά της Πολιτείας. Ο πατέρας μου ήταν ψαράς, το ίδιο και ο δικός του πατέρας. Το ίδιο και ο προπάππος μου. Επιαναν αστακούς κι έριχναν δίχτυα- δεν έκοβαν δέντρα». Όλα αυτά ήταν αλήθεια, όμως ο νους μου προσπαθούσε να εντοπίσει κάτι. Κάποια ανάμνηση που συνδεόταν μ' αυτά που έλεγε η Μέτι. Λίσως, αν το άφηνα, θα μου ερχόταν μόνο του. «Μήπως μιλούσε για κάποιον από την οικογένεια της γυναίκας σου;» «Όχι. Υπάρχουν βέβαια Άρλεν στο Μέιν —είναι μεγάλη οικογένεια-, αλλά οι πιο πολλοί είναι ακόμη στη Μασαχουσέτη. Κάνουν ένα σωρό επαγγέλματα τώρα, αλλά για την εποχή που μιλάει ο Ντεβόρ, το 1880, οι πιο πολλοί ήταν λατόμοι και λιθοξόοι στην περιοχή Μάλντεν-Λιν. Ο Ντεβόρ σε δούλευε, Μέτι». Αλλά ακόμη και τη στιγμή που το έλεγα ήξερα ότι δεν ήταν έτσι. Μπορεί να θυμόταν λάθος κάποιο μέρος της ιστορίας —ακόμη και οι άνθρωποι με μυαλό ξυράφι αρχίζουν να έχουν προβλήματα μνήμης στα ογδόντα πέντε τους—, όμως ο Ντεβόρ δεν ήταν άνθρωπος που θα προσπαθούσε να δουλέψει κάποιον. Μου ήρθε ξαφνικά μια εικόνα από αόρατα καλώδια που απλώνονται κάτω από την επιφάνεια της γης εδώ στο Τι-Αρ, προς όλες τις κατευθύνσεις, αθέατα αλλά πανίσχυρα. Το χέρι μου ήταν ακουμπισμένο στο πάνω μέρος της πόρτας του αυτοκινήτου και η Μέτι το άγγιξε για μια στιγμή. «Μπορώ να σου κάνω άλλη μια ερώτηση πριν φύγεις;
Είναι βλακώδης, σε προειδοποιώ». «Λέγε. Οι βλακώδεις ερωτήσεις είναι η ειδικότητα μου». «Εχεις καθόλου ιδέα τι σημαίνει αυτό το διήγημα, ο "Μπάρτλεμπι";» Μου ήρθε να γελάσω, αλλά με το φως του φεγγαριού ,ίδα ότι μιλούσε σοβαρά και ότι θα την πλήγωνα αν γελούσα. Συμμετείχε στον αναγνωστικό κύκλο της Λίντι Μπριγκς (όπου είχα μιλήσει μια φορά στα τέλη της δεκαετίας του '80), ίσως το νεότερο μέλος του κύκλου κατά μερικές δεκαετίες, και φοβόταν μήπως γελοιοποιηθεί. «Πρέπει να μιλήσω την επόμενη φορά», συνέχισε, «και θα ήθελα να πω κάτι παραπάνω από μια απλή περίληψη του διηγήματος, για να δείξω ότι το έχω διαβάσει. Το σκέφτηκα μέχρι που πονοκεφάλιασα, αλλά δεν μπορώ να το πιάσω. Και δεν νομίζω να είναι από κείνα τα διηγήματα όπου όλα ξεκαθαρίζουν ως δια μαγείας στις τελευταίες σελίδες. Νιώθω ότι θα 'πρεπε να το καταλάβω, ότι είναι κάτι που βρίσκεται μπροστά στη μύτη μου και δεν το βλέπω». Αυτό μου θύμισε πάλι τα καλώδια —που απλώνονται προς όλες τις κατευθύνσεις, ένα υπόγειο δίκτυο που συνδέει ανθρώπους και τόπους. Δεν τα βλέπεις, αλλά τα νιώθεις. Ιδιαίτερα αν προσπαθήσεις να ξεφύγεις. Στο μεταξύ η Μέτι περίμενε, κοιτάζοντας με γεμάτη από ελπίδα και άγχος. «Ωραία, άκου, αρχίζει το μάθημα». «Ακούω. Πίστεψε με». «Οι περισσότεροι κριτικοί πιστεύουν ότι ο Χάχλμπερι Φιν είναι το πρώτο σύγχρονο αμερικανικό μυθιστόρημα, και δεν έχουν άδικο, αλλά αν ο "Μπάρτλεμπι" ήταν εκατό σελίδες μεγαλύτερος νομίζω ότι θα ψήφιζα αυτόν. Ξέρεις τι είναι ο γραμματικός;» «Γραμματέας;» «Όχι ακριβώς, κάτι πολύ πιο ταπεινό. Ενας απλός γραφιάς που αντιγράφει αρχεία. Κάτι σαν τον Μπομπ Κράτσιτ στη Χριστουγεννιάτικη ιστορία του Ντίκενς. Όμως, ο Ντίκενς δίνει στον Μπομπ ένα παρελθόν και μια οικογενειακή ζωή. Ο Μέλβιλ δεν δίνει στον Μπάρτλεμπι ούτε το ένα ούτε το άλλο. Είναι ο πρώτος υπαρξιακός χαρακτήρας στην αμερικανική λογοτεχνία, ένας άνθρωπος χωρίς δεσμούς... χωρίς δεσμούς, ξέρεις...»
Δυο ξυλοκόποι που κατάφεραν να βγάλουν εκατομμυριουχους. Εχεσαν στον ίδιο Λάκκο. «Μάικ;» «Τι;» «Ε ίσαι εντάξει;» «Ναι, ναι». Συγκέντρωσα τη σκέψη μου όσο καλύτερα μπορούσα. «Ο Μπάρτλεμπι συνδέεται με τη ζωή μόνο μέσα από τη δουλειά του. Ετσι είναι ο χαρακτηριστικός τύπος του Αμερικανού του 20ού αιώνα, όχι πολύ διαφορετικός από τον Άνθρωπο με το Γκρίζο Φανελένιο Κοστούμι του Σλόαν Γουίλσον ή -σε μια πιο σκοτεινή εκδοχή— του Μάικλ Κορλεόνε στον Νονό. Μετά, όμως, ο Μπάρτλεμπι αρχίζει να αμφισβητεί ακόμη και τη δουλειά του, τον θεό των μεσοαστών Αμερικανών». Με κοίταζε ενθουσιασμένη τώρα και σκέφτηκα ότι ήταν κρίμα που είχε χάσει τον τελευταίο χρόνο στο γυμνάσιο -και γι' αυτή και για τους καθηγητές της. «Γι' αυτό αρχίζει και λέει "θα προτιμούσα να μην το κάνω";» «Ακριβώς. Φαντάσου τον Μπάρτλεμπι σαν ένα... ένα αερόστατο. Υπάρχει μόνο ένα σκοινί ακόμη που τον δένει στη γη, κι αυτό το σκοινί είναι η δουλειά του γραμματικού. Μπορούμε να μετρήσουμε τη διάβρωση αυτού του τελευταίου σκοινιού από τα πράγματα που ο Μπάρτλεμπι θα προτιμούσε να μην κάνει, τα οποία πληθαίνουν συνεχώς. Τελικά το σκοινί σπάει και ο Μπάρτλεμπι βρίσκεται μετέωρος. Αυτό το διήγημα σε ταράζει κάπου μέσα σου, έτσι δεν είναι;» «Ενα βράδυ τον ονειρεύτηκα», είπε η Μέτι. «Είδα ότι άνοιξα την πόρτα του τροχόσπιτου και τον βρήκα να κάθεται στα σκαλιά με το παλιό μαύρο κοστούμι του. Πολύ αδύνατος, χωρίς πολλά μαλλιά. "Μπορείτε να παραμερίσετε, σας παρακαλώ; Πρέπει να βγω έξω να απλώσω τα ρούχα", του είπα. Κι αυτός μου απάντησε, "θα προτιμούσα να μην το κάνω". Ναι, όντως, είναι διήγημα που σε ταράζει». «Για να τον δεις στον ύπνο σου, σημαίνει ότι το διήγημα εξακολουθεί να λειτουργεί», είπα και μπήκα στο αμάξι μου. «Λοιπόν, τηλεφώνησε μου. Πες μου πώς πήγε με τον Τζον Στόροου».
«Εντάξει, θα σε πάρω. Και αν μπορώ να κάνω κάτι για να σε ξεπληρώσω, απλώς πες το». Απλώς πες το. Πόσο νέος πρέπει να είσαι, πόσο υπέροχα αδαής, για να δίνεις στον άλλο μια τέτοια λευκή επιταγή; Το παράθυρο μου ήταν ανοιχτό. Άπλωσα το χέρι μου και έσφιξα το δικό της. Μου το έσφιξε κι αυτή με δύναμη. «Σου λείπει πολύ η γυναίκα σου, ε;» με ρώτησε. «Φαίνεται;» «Μερικές φορές». Σταμάτησε να μου σφίγγει το χέρι, αλλά μου το κρατούσε ακόμη. «'Όταν διάβαζες στην Και, φαινόσουν ευτυχισμένος και θλιμμένος ταυτόχρονα. Την είχα δει μια φορά -τη γυναίκα σου- ήταν πολύ όμορφη». Σκεφτόμουν το άγγιγμα των χεριών μας, τώρα όμως το ξέχασα εντελώς. «Πότε την είδες; Και πού; Θυμάσαι;» Χαμογέλασε σαν να έβρισκε πολύ ανόητες τις ερωτήσεις μου. «Και βέβαια θυμάμαι. Ήταν στο γήπεδο, το ίδιο βράδυ που γνώρισα τον άντρα μου». Πολύ αργά, τράβηξα το χέρι μου από το δικό της. Απ' όσο ήξερα, ούτε η Τζο ούτε εγώ είχαμε πλησιάσει στο Τι- Αρ το καλοκαίρι του '94... Φαίνεται όμως ότι έκανα λάθος. Η Τζο είχε έρθει μια Τρίτη στις αρχές Ιουλίου. Και είχε πάει μάλιστα σε έναν αγώνα μπέιζμπολ. «Είσαι σίγουρη ότι ήταν η Τζο;» ρώτησα. Η Μέτι κοίταζε προς το δρόμο, θα έβαζα στοίχημα ότι δεν σκεφτόταν τη γυναίκα μου —σκεφτόταν τον Λανς. Ευτυχώς, πάντως. Γιατί, αν σκεφτόταν τον Λανς, μάλλον δεν θα κοίταζε εμένα. Νομίζω ότι δεν μπορούσα να ελέγξω αρκετά την έκφραση του προσώπου μου εκείνη τη στιγμή. Μπορεί η Μέτι να διέκρινε περισσότερα από όσα θα ήθελα να δείξω. «Ναι», μου απάντησε. «Στεκόμουν σε μια άκρη μαζί με την Τζίνα Μακόι και την Ελεν Γκίαρι —αυτό έγινε αφού με βοήθησε ο Λανς όταν κόλλησε το καροτσάκι με την μπίρα στη λάσπη και μετά με ρώτησε αν θα πήγαινα για πίτσα μαζί τους μετά το παιχνίδι—, και η Τζίνα είπε: "Κοίτα, η κυρία Νούναν". Η Ελεν πρόσθεσε: "Είναι η γυναίκα του συγγραφέα, Μέτι. Φοβερή μπλούζα, ε;" Η μπλούζα ήταν γεμάτη μπλε τριαντάφυλλα».
Τη θυμόμουν πολύ καλά αυτή την μπλούζα. Της Τζο της άρεσε επειδή ήταν κάτι σαν αστείο, αφού δεν υπάρχουν μπλε τριαντάφυλλα στη φύση. Μια φορά, όταν τη φορούσε, με αγκάλιασε διαχυτικά, τρίφτηκε πάνω μου και φώναξε ότι είναι το γαλάζιο μου τριαντάφυλλο και πρέπει ν' αρχίσω να τη χαϊδεύω μέχρι να γίνει ροζ. Η ανάμνηση μου προκάλεσε πόνο, και μάλιστα πολύ έντονο. «Ήταν από την πλευρά της τρίτης βάσης, πίσω από το συρματόπλεγμα», είπε η Μέτι, «με κάποιον τύπο που φορούσε ένα σπορ καφέ σακάκι με μπαλώματα στους αγκώνες. Γελούσαν για κάτι και μετά γύρισε το κεφάλι της και κοίταξε κατευθείαν προς το μέρος μου». Εμεινε αμίλητη για μια στιγμή, όρθια δίπλα στο αμάξι με το κόκκινο φόρεμα της. Σήκωσε τα μαλλιά της από το σβέρκο, τα κράτησε για λίγο εκεί και μετά τα άφησε να πέσουν πάλι. «Με κοίταξε καλά καλά. Και είχε μια έκφραση... Προηγουμένως γελούσε, αλλά αυτή η έκφραση ήταν λυπημένη κατά κάποιον τρόπο. Ήταν σαν να με ήξερε. Μετά ο τύπος την αγκάλιασε από τη μέση κι έφυγαν». Σιωπή. Το μόνο που ακουγόταν ήταν τα τριζόνια και ο μακρινός ήχος ενός φορτηγού. Η Μέτι έμεινε ακίνητη για μια στιγμή, σαν να ονειρευόταν με τα μάτια ανοιχτά. Μετά φαίνεται ότι κάτι ένιωσε και με κοίταξε. «Συμβαίνει τίποτα;» «Όχι. Αλλά ποιος ήταν αυτός ο τύπος που αγκάλιασε τη γυναίκα μου;» Η Μέτι γέλασε λίγο αβέβαια. «Πάντως, δεν νομίζω να ήταν εραστής της. Ήταν πολύ μεγαλύτερος. Τουλάχιστον πενήντα χρονών». Ε, και λοιπόν; σκέφτηκα. Εγώ ήμουν σαράντα, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρόσεξα πώς κινιόταν το κορμί της Μέτι κάτω από το φόρεμα ή πώς είχε σηκώσει τα μαλλιά της από το σβέρκο της. «Δεν μπορεί, τώρα αστειεύεσαι, έτσι δεν είναι;» με ρώτησε. «Για να σου πω την αλήθεια, δεν ξέρω. Υπάρχουν πολλά πράγματα που δεν ξέρω αυτές τις μέρες. Όμως η γυναίκα μου έχει πεθάνει, οπότε τι σημασία έχει;» Η Μέτι φαινόταν στενοχωρημένη. «Μάικ, αν έκανα καμιά γκάφα, λυπάμαι». «Ποιος ήταν ο άντρας; Ξέρεις;»
Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Νόμιζα ότι ήταν κάποιος παραθεριστής —μου έδωσε μια τέτοια αίσθηση, ίσως επειδή φορούσε σακάκι παρ' όλο που έκανε ζέστη—, αλλά, αν ήταν, δεν έμενε σιο Γουόρινγκτον. Τους περισσότερους ενοίκους τους ήξερα». «Κι έφυγαν μαζί;» «Ναι», είπε η Μέτι, μάλλον απρόθυμα. «Προς το πάρκινγκ;» «Ναι». Ακόμη πιο απρόθυμα τώρα. Κι αυτή τη φορά έλεγε ψέματα. Το κατάλαβα με μια παράξενη βεβαιότητα που υπερέβαινε τα όρια της διαίσθησης. Ήταν σχεδόν σαν να διάβαζα τη σκέψη της. Άπλωσα το χέρι μου μέσα από το παράθυρο και έπιασα πάλι το δικό της. «Είπες ότι αν υπάρχει κάτι που μπορείς να κάνεις για να μου το ξεπληρώσεις απλώς να σου το ζητήσω. Στο ζητάω, λοιπόν. Πες μου την αλήθεια, Μέτι». Δάγκωσε το χείλι της, κοιτάζοντας το χέρι μου πάνω από το δικό της. Μετά με κοίταξε πάλι στα μάτια. «Ήταν ένας γεροδεμένος τύπος. Το σακάκι του τον έκανε να μοιάζει λίγο με καθηγητή κολεγίου, αλλά μπορεί κάλλιστα να ήταν και ξυλουργός, δεν ξέρω. Τα μαλλιά του ήταν μαύρα. Ήταν ηλιοκαμένος. Γέλασαν μαζί, δυνατά, και μετά η γυναίκα σου με κοίταξε και το γέλιο χάθηκε από το πρόσωπο της. Μετά αυτός την αγκάλιασε από τη μέση κι έφυγαν». Σταμάτησε για μια στιγμή. «Όχι προς το πάρκινγκ, όμως. Προς το Δρόμο». Προς το Δρόμο. Από κει θα μπορούσαν να περπατήσουν μέχρι το Σάρα Λαφς. Και μετά; Ποιος ξέρει; «Δεν μου είπε ποτέ ότι ήρθε εδώ εκείνο το καλοκαίρι». Η Μέτι φάνηκε να δοκιμάζει κάμποσες απαντήσεις, αλλά να μην της αρέσει καμία. Της άφησα το χέρι. Ήταν ώρα να φύγω. Εδώ που τα λέμε, μακάρι να είχα φύγει πέντε λεπτά νωρίτερα. «Μάικ, είμαι σίγουρη...» «Όχι», είπα. «Δεν είσαι. Ούτε κι εγώ είμαι. Αλλά την αγαπούσα πολύ και θα προσπαθήσω να το ξεχάσω αυτό. Μάλλον δεν σημαίνει τίποτα —άλλωστε, τι άλλο μπορώ να κάνω; Σ' ευχαριστώ για το δείπνο». «Παρακαλώ». Είχε ένα ύφος σαν να ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Της έπιασα πάλι το χέρι και το φίλησα.
«Νιώθω σαν ηλίθια», είπε. «Δεν είσαι ηλίθια», της απάντησα. Της έδωσα άλλο ένα φιλί στο χέρι και ξεκίνησα. Αυτό ήταν το ραντεβού μου, το πρώτο εδώ και τέσσερα χρόνια. Γυρίζοντας στο σπίτι, σκεφτόμουν πόσο σωστό είναι αυτό που λένε, ότι ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις αληθινά έναν άλλο άνθρωπο. Είναι εύκολο να το δέχεσαι αυτό ακαδημαϊκά, αλλά από την άλλη μεριά είναι τρομερό σοκ —εξίσου φρικτό και απρόσμενο όσο ένα ξαφνικό κενό αέρα σε μια ήρεμη αεροπορική πτήση— αν ανακαλύψεις ότι ισχύει σαν γεγονός στην ίδια τη ζωή σου. θυμόμουν συνεχώς την επίσκεψη μας σε ένα γιατρό ύστερα από δύο χρόνια ανεπιτυχών προσπαθειων να κάνουμε παιδί. Ο γιατρός μας είπε ότι έχω αδύνατο σπέρμα, όχι τρομερά αδύνατο, αλλά αρκετά ώστε να εξηγείται το γεγονός ότι η Τζο δεν μπορούσε να συλλάβει. «Αν θέλετε παιδί, κατά πάσα πιθανότητα θα αποκτήσετε χωρίς καμιά ειδική βοήθεια», μας είπε ο γιατρός. «Οι πιθανότητες και ο χρόνος είναι ακόμη με το μέρος σας. Μπορεί να συμβεί αύριο ή σε τέσσερα χρόνια από τώρα. Αν θα μπορέσετε να γεμίσετε το σπίτι σας με παιδιά; Μάλλον όχι. Αλλά μπορεί να κάνετε δύο και είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα κάνετε τουλάχιστον ένα αν συνεχίσετε τις προσπάθειες». Η Τζο είχε χαμογελάσει. «Μην ξεχνάτε, η απόλαυση είναι στο ταξίδι», πρόσθεσε ο γιατρός. Και σίγουρα είχαμε βρει μεγάλη απόλαυση, είχαμε χτυπήσει πολλές φορές το κουδουνάκι του Μπάντερ αλλά από παιδιά τίποτα. Μετά η Τζοάνα πέθανε καθώς έτρεχε στο πάρκινγκ ενός εμπορικού κέντρου μια μέρα με μεγάλη ζέστη και στην τσάντα της είχε ένα τεστ εγκυμοσύνης, που δεν μου είχε πει ότι σκόπευε να το αγοράσει. Όπως δεν μου είχε πει και ότι είχε αγοράσει δύο πλαστικές κουκουβάγιες για να μην κουτσουλάνε τα κοράκια τη βεράντα. Τι άλλο δεν μου είχε πει; «Σταμάτα», μουρμούρισα. «Για όνομα του θεού, σταμάτα να το σκέφτεσαι». Αλλά δεν μπορούσα.
Όταν γύρισα στο Σάρα, τα μαγνητάκια με τα φρούτα και τα λαχανικά ήταν πάλι τοποθετημένα σε κύκλο. Στη μέση του κύκλου υπήρχαν τρία γράμματα: Κλα Μετακίνησα το α εκεί που μάλλον έπρεπε να είναι, σχηματίζοντας μια ελλιπή μορφή της λέξης «καλά». Και τι ακριβώς σήμαινε αυτό; «Θα μπορούσα να κάνω κάποιες υποθέσεις, αλλά προτιμώ να μην το κάνω», είπα στο άδειο σπίτι. Κοίταξα τον Μπάντερ, προσπαθώντας να κάνω να χτυπήσει το κουδουνάκι που κρεμόταν από το σκοροφαγωμένο λαιμό του. Δεν έγινε τίποτα όμως, οπότε άνοιξα τα δυο πακέτα με τα μαγνητάκια, κόλλησα τα γράμματα στην πόρτα του ψυγείου και τα άπλωσα. Μετά πήγα στη βόρεια πτέρυγα, γδύθηκα κι έπλυνα τα δόντια μου. Καθώς έδειχνα τα δόντια μου στον καθρέφτη, σκέφτηκα να τηλεφωνήσω πάλι στον Γουόρντ Χάνκινς αύριο το πρωί. Μπορούσα να του πω ότι η ερευνά μου για τις πλαστικές κουκουβάγιες είχε προχωρήσει από το Νοέμβριο του 1993 στον Ιούλιο του 1994. Τι ραντεβού είχε γραμμένα στο ημερολόγιο της η Τζο για αυτόν το μήνα; Τι δικαιολογίες για να φύγει από το Ντέρι; Και αφού θα τελείωνα με τον Γουόρντ, θα μπορούσα να πάρω και τη φίλη της Τζο, την Μπόνι Άμουντσον, και να τη ρωτήσω αν συνέβαινε τίποτα στην Τζο το τελευταίο καλοκαίρι της ζωής της. Γιατί δεν την αφήνεις να αναπαυτεί εν ειρήνη; Ήταν η φωνή UFO. Τι θα βγάλεις ψάχνοντας; Ας υποθέσουμε ότι πετάχτηκε μέχρι το Τι-Αρ υστέρα από μια συνεδρίαση, ίσως επειδή της ήρθε ξαφνικά η διάθεση, συνάντησε τυχαία έναν παλιό φίλο και πήγαν μαζί μέχρι το σπίτι για να φάνε κάτι. Μόνο για να φάνε. Και δεν μου το είπε ποτέ; ρώτησα τη φωνή. Έφτυσα την οδοντόκρεμα κι άρχισα να ξεπλένω τα δόντια μου. Και δεν μου είπε ούτε λέξη; Πώς είσαι σίγουρος ότι δεν σου είπε; ρώτησε η φωνή κι αυτό με πάγωσε τη στιγμή που πήγαινα να βάλω την οδοντόβουρτσα στο ντουλαπάκι. Η φωνή είχε κάποιο δίκιο. Τον Ιούλιο του '94 έγραφα την Πτώση. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να έμπαινε στο γραφείο η Τζο,
να μου έλεγε ότι είχε δει τον Λον Τσένεϊ να χορεύει με τη βασίλισσα της Αγγλίας κι εγώ να της έλεγα «Πολύ ωραία, αγάπη μου», συνεχίζοντας να κάνω διορθώσεις στα δοκίμια. «Τρίχες», είπα στο είδωλο μου στον καθρέφτη. «Αυτά είναι τρίχες». Μόνο που δεν ήταν. 'Όταν δούλευα εντατικά ένα βιβλίο, ήταν σαν να χανόμουν απ' αυτό τον κόσμο. Δεν διάβαζα ούτε καν εφημερίδα, αν εξαιρέσει κανείς μια γρήγορη ματιά στα αθλητικά. Επομένως, ναι, μπορεί η Τζο να μου είχε πει ότι θα πήγαινε στο Τι-Αρ ύστερα από μια συνεδρίαση στο Λιούιστον ή στο Φρίπορτ, μπορεί να μου είχε πει ότι είχε συναντήσει έναν παλιό της φίλο —ίσως ένα συμφοιτητή της από το σεμινάριο φωτογραφίας που είχε παρακολουθήσει στο Μπέιτς το 1991- και μπορεί ακόμη και να μου είπε ότι έφαγαν μαζί στη βεράντα, μανιτάρια που είχε μαζέψει μόνη της αφού έπεσε ο ήλιος. Ήταν δυνατόν να μου τα είπε όλα αυτά κι εγώ να μην άκουσα λέξη. Άλλωστε, ακόμη κι αν ρωτούσα την Μπόνι, μπορούσα να έχω εμπιστοσύνη σ' αυτά που θα μου έλεγε; Ήταν φίλη της Τζο, όχι δική μου, και αν η γυναίκα μου της είχε εκμυστηρευτεί κάποιο μυστικό, μπορεί κάλλιστα να αποφάσιζε ότι δεν έπρεπε να μου πει τίποτα, ακόμη και τώρα. Το τελικό συμπέρασμα ήταν απλό, πλην όμως σκληρό: η Τζο ήταν τέσσερα χρόνια πεθαμένη. Το καλύτερο που είχα να κάνω ήταν να συνεχίσω να την αγαπώ και να ξεχάσω όλα αυτά τα ενοχλητικά ερωτήματα. Ρούφηξα μια τελευταία γουλιά νερό κατευθείαν από τη βρύση, ξέπλυνα άλλη μια φορά το στόμα μου και το έφτυσα. Όταν γύρισα στην κουζίνα για να ρυθμίσω την καφετιέρα για τις εφτά το πρωί, είδα ένα νέο μήνυμα μέσα σε ένα νέο κύκλο από μαγνητάκια. Έλεγε: μπλε ρόδο ψεύτρα χα χα Το κοίταξα για μια στιγμή και αναρωτήθηκα ποιος το είχε γράψει και γιατί.
Αναρωτήθηκα αν ήταν αλήθεια. Άπλωσα το χέρι μου και σκόρπισα τα γράμματα πάνω στην πόρτα. Μετά πήγα για ύπνο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13 Όταν ήμουν οχτώ χρονών, έπαθα ιλαρά και αρρώστησα πολύ βαριά. «Νόμιζα ότι θα πέθαινες», μου είπε κάποτε ο πατέρας μου, και δεν ήταν τύπος που συνήθιζε τις υπερβολές. Μου είπε ότι ένα βράδυ αυτός και η μητέρα μου γέμισαν την μπανιέρα κρύο νερό και με βούτηξαν μέσα. Και οι δύο φοβούνταν ότι το σοκ θα σταματούσε την καρδιά μου, αλλά από την άλλη μεριά ήταν επίσης σίγουροι ότι αν δεν έκαναν κάτι θα καιγόμουν μπροστά στα μάτια τους. Είχα αρχίσει να μιλάω με δυνατή, μονότονη φωνή και να περιγράφω τις φωτεινές φιγούρες που έβλεπα μέσα στο δωμάτιο -η τρομοκρατημένη μητέρα μου ήταν σίγουρη ότι ήταν άγγελοι που είχαν έρθει να με πάρουν. Την τελευταία φορά που μου έβαλε θερμόμετρο ο πατέρας μου πριν με βουτήξουν στο κρύο νερό, ο υδράργυρος είχε ξεπεράσει τους 41 βαθμούς. Μετά δεν τόλμησε να μου το ξαναβάλει. Δεν θυμάμαι φωτεινές φιγούρες, θυμάμαι όμως ένα παράξενο χρονικό διάστημα που ήταν σαν να βρισκόμουν σε έναν παραμορφωμένο χώρο όπου παίζονταν πολλές ταινίες ταυτόχρονα. Ο κόσμος έγινε ελαστικός, προεξέχοντας σε μέρη όπου ποτέ πριν δεν υπήρχαν προεξοχές και κυματίζοντας σε μέρη όπου ήταν πάντα στέρεος. Άνθρωποι, οι περισσότεροι απίστευτα ψηλοί, μπαινόβγαιναν στο δωμάτιο με κάτι πόδια που θύμιζαν ψαλίδια. Τα λόγια τους ακούγονταν σαν βροντές και αντηχούσαν ακαριαία. Κάποιος κούνησε ένα ζευγάρι μωρουδίστικα παπούτσια μπροστά στο πρόσωπο μου. θυμάμαι τον αδερφό μου, τον Σίντι, να βάζει το χέρι κάτω από το πουκάμισο του και να κάνει επανειλημμένα ήχους σαν πορδές με την παλάμη στη μασχάλη του. Η συνέχεια των γεγονότων είχε διασπαστεί. Τα πάντα συνέβαιναν σε κατακερματισμένα τμήματα, παράξενα λουκάνικα περασμένα σε δηλητηριασμένο σπάγκο. Στα χρόνια που πέρασαν από τότε και μέχρι το καλοκαίρι που γύρισα στο Σάρα Λαφς, πέρασα τις συνηθισμένες αρρώστιες και μολύνσεις, αλλά τίποτα δεν έφτασε σε ένταση εκείνο το πυρετικό επεισόδιο των οχτώ μου χρόνων. Ούτε και περίμενα ποτέ να μου
ξανασυμβεί κάτι τέτοιο, πιστεύοντας ίσως ότι αυτές οι εμπειρίες συμβαίνουν μόνο σε παιδιά ή σε ενηλίκους με ελονοσία ή, ίσως, σε άτομα που παθαίνουν νευρικό κλονισμό. Όμως το βράδυ της 7ης προς 8η Ιουλίου, έζησα μια εμπειρία που έμοιαζε τρομερά μ' εκείνο το παιδικό ντελίριο. Το όνειρο, η εγρήγορση, οι κινήσεις μου, είχαν γίνει όλα ένα. θα σας τα περιγράψω όσο καλύτερα μπορώ, αλλά, ό,τι και να πω, αδυνατώ να αποδώσω την παραδοξότητα αυτής της εμπειρίας. Ήταν σαν να βρήκα μια μυστική δίοδο κρυμμένη ακριβώς κάτω από τα τείχη του κόσμου και χώθηκα μπουσουλώντας εκεί μέσα. Πρώτα άκουσα μουσική. Δεν ήταν ακριβώς τζαζ Ντίξιλαντ, γιατί δεν υπήρχαν πνευστά, αλλά έμοιαζε πολύ. Ήταν ένα πρωτόγονο, ζωηρό μπιμπόπ. Τρεις ή τέσσερις ακουστικές κιθάρες, μια φυσαρμόνικα, ένα όρθιο μπάσο (ή, ίσως, δύο). Πίσω από όλα αυτά ακουγόταν ένας σκληρός, εύθυμος ήχος κρουστών, που όμως δεν έμοιαζε να βγαίνει από συνηθισμένα ντραμς. Ήταν σαν να έπαιζε πάνω σε κουτιά κάποιος πολύ ταλαντούχος ντράμερ. Μετά μπήκε μια γυναικεία φωνή —μια φωνή σχεδόν αντρική στη χροιά της, που γινόταν τραχιά στις ψηλές νότες. Ήταν γελαστή, επιτακτική και απειλητική ταυτόχρονα, και κατάλαβα αμέσως ότι άκουγα τη Σάρα Τίντγουελ, που δεν είχε ηχογραφήσει ποτέ δίσκο στη ζωή της. Άκουγα τη Σάρα Λαφς, και, πίστεψε με, φίλε, η γυναίκα ήξερε να τραγουδάει.
«Ξέρεις ότι γυρίζουμε στο Μάντερλει, θα χορέψουμε πάνω στην άμμο, θα τραγουδήσω με την μπάντα, θα γλεντήσουμε όσο μπορούμε —Χόρεψε με, μωρό μου!» Τα μπάσα —ναι, ήταν δυο— ξέσπασαν σε ένα ρυθμό που θύμιζε το ρεφρέν του Baby Let's Play House του Ελβις και μετά ακολούθησε ένα σόλο κιθάρα: ο Σόν Τίντγουελ με το γρατσουνιστήρι του. Μέσα στο σκοτάδι έλαμπαν φώτα και τώρα θυμήθηκα μια άλλη γυναικεία φωνή, την Κλοντίν Κλαρκ από τη δεκαετία του '50: «Βλέπω τα φώτα, βλέπω τα φώτα του πάρτι... κόκκινα μπλε και πράσινα... »
Και να τα, φαναράκια που κρέμονταν στα δέντρα πάνω από τη σκάλα που ήταν φτιαγμένη από ξύλινες τραβέρσες και οδηγούσε από το σπίτι στο νερό. Φώτα του πάρτι που εξέπεμπαν μυστηριώδεις φωτεινούς κύκλους μέσα στο σκοτάδι: κόκκινους μπλε και πράσινους. Πίσω μου, η Σάρα τραγουδούσε το ρεφρέν του τραγουδιού του Μάντερλεϊ -η μαμά θέλει τα άγρια, η μαμά θέλει τα ζόρικα, η μαμά θέλει να γλεντάει όλη τη νύχτα—, αλλά το τραγούδι έσβηνε. Απ' ό,τι μπορούσα να καταλάβω από τον ήχο, η Σάρα και οι Ρεντ-Τοπ Μπόις είχαν στήσει την εξέδρα της μπάντας τους στο δρομάκι μπροστά στο σπίτι, εκεί περίπου που είχε παρκάρει ο Τζορτζ Φούτμαν όταν ήρθε να μου δώσει την κλήτευση του Μαξ Ντεβόρ. Κατέβαινα προς τη λίμνη περνώντας από φωτεινούς κύκλους, από τα φώτα του πάρτι, ενώ γύρω τους πετούσαν πεταλούδες της νύχτας. Μία είχε μπει σε ένα φαναράκι και έριχνε μια τερατώδη σκιά σαν νυχτερίδα πάνω στο τεθλασμένο χαρτί. Οι ζαρντινιέρες που είχε βάλει η Τζο δίπλα στη σκάλα ήταν γεμάτες από τριαντάφυλλα που ανθίζουν τη νύχτα. Κάτω από το φως των φαναριών φαίνονταν μπλε. Τώρα η μουσική της μπάντας είχε γίνει ένα αμυδρό μουρμουρητό. Άκουγα τη Σάρα να τραγουδάει φωναχτά τους στίχους, να τους τραγουδάει γελώντας σαν να ήταν ό,τι πιο αστείο είχε ακούσει ποτέ της, αλλά δεν έβγαζα πια τις λέξεις. Τώρα ακουγόταν πολύ πιο καθαρά ο παφλασμός της λίμνης πάνω στα βράχια στη βάση της σκάλας, ο υπόκωφος κρότος των πλωτήρων κάτω από την εξέδρα και η κραυγή ενός κορμοράνου που πετούσε μέσα στο σκοτάδι. Κάποιος στεκόταν στο Δρόμο, δεξιά μου, στην άκρη της λίμνης. Δεν έβλεπα το πρόσωπο του, είδα όμως το καφέ σπορ σακάκι και το φανελάκι που φορούσε από κάτω. Τα πέτα του σακακιού έκρυβαν μερικά γράμματα από τη φράση που ήταν γραμμένη πάνω στο φανελάκι και φαινόταν μόνο αυτό: ΣΙΟΛΟΓΙ ΛΗΘΟ ΠΕΡΜΑΤ Κατάλαβα αμέσως τι έλεγε —στα όνειρα σχεδόν πάντα καταλαβαίνεις αμέσως. ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΟ ΠΛΗΘΟΣ ΣΠΕΡΜΑΤΟΖΩΑΡΊΩΝ,
ό,τι πρέπει για αυτοκόλλητο στο Βίλατζ Καφέ. Ήμουν στη βορινή κρεβατοκάμαρα και τα ονειρευόμουν όλα αυτά και σε αυτό το σημείο ξύπνησα αρκετά ώστε να καταλάβω ότι ονειρεύομαι... Μόνο που ήταν σαν να ξυπνώ μέσα σε ένα άλλο όνειρο, γιατί το κουδουνάκι του Μπάντερ χτυπούσε τρελά και κάποιος στεκόταν στο χολ. Ο τύπος με το Φυσιολογικό Πλήθος Σπερματοζωαρίων; Όχι, δεν ήταν αυτός. Η σκιά που έπεφτε στην πόρτα δεν ήταν εντελώς ανθρώπινη. Ήταν καμπουριασμένη, με τα χέρια δυσδιάκριτα. Ανακάθισα ακούγοντας το ασταμάτητο κουδούνισμα κι έσφιξα το σεντόνι γύρω από τη γυμνή μου μέση, σίγουρος ότι ήταν το σαβανωμένο τέρας που είχε βγει από τον τάφο του για να με αρπάξει. «Σε παρακαλώ, όχι», είπα με στεγνή και τρεμάμενη φωνή. «Σε παρακαλώ, μη». Η σκιά στην πόρτα ύψωσε τα χέρια της. «Δεν είναι παρά ένας χορός σε στάβλο, μωρό μου!» τραγούδησε η γελαστή, έξαλλη φωνή της Σάρας Τίντγουελ. «Δεν είναι παρά ένας κύκλος που πάει γύρω γύρω!» Ξάπλωσα πάλι πίσω και τράβηξα το σεντόνι πάνω από το πρόσωπο μου -μια παιδιάστικη πράξη άρνησης... Και ξαφνικά βρέθηκα στη μικρή παραλία μπροστά στο σπίτι, φορώντας μόνο το σλιπ. Στεκόμουν μέσα στο νερό, που μου ερχόταν ως τους αστραγάλους. Ήταν ζεστό, όπως γίνεται η λίμνη στα μέσα του καλοκαιριού. Η σκιά μου έπεφτε προς δυο κατευθύνσεις, η μία από τη λεπτή φέτα του φεγγαριού που φαινόταν χαμηλά πάνω από το νερό και η άλλη από το φαναράκι στο οποίο είχε μπει η πεταλούδα. Ο άνθρωπος που στεκόταν στο μονοπάτι είχε χαθεί, αλλά είχε αφήσει μια πλαστική κουκουβάγια στη θέση του, που με κοίταζε με παγωμένα χρυσά μάτια. «Ε, Ιρλανδέ!» Κοίταξα στην πλωτή εξέδρα. Πάνω της στεκόταν η Τζο. Πρέπει να είχε βγει μόλις από το νερό, γιατί έσιαζε ακόμη και τα μαλλιά της ήταν κολλημένα στα μαγουλά της. Φορούσε το μαγιό ντε πιες από τη φωτογραφία που είχα δει, γκρίζο με κόκκινες ρίγες.
«Πάει πολύς καιρός. Ιρλανδέ -τι λες;» «Τι λέω για ποιο πράγμα;» φώναξα. Αλλά ήξερα. «Γι' αυτό!» Εφερε τα χέρια στα στήθη της και τα έσφιξε. Νερό έτρεξε ανάμεσα στα δάχτυλα της και κύλησε στις αρθρώσεις της. «Ελα, Ιρλανδέ», είπε από δίπλα μου και από πάνω μου, «έλα, μπάσταρδε, πάμε». Την αισθάνθηκα να μου βγάζει το σεντόνι, να το τραβάει εύκολα από τα δάχτυλα μου που ήταν μουδιασμένα από τον ύπνο. Εκλεισα τα μάτια μου, αλλά αυτή πήρε το χέρι μου και το έβαλε ανάμεσα σία πόδια της. Καθώς βρήκα εκείνο το βελούδινο αυλάκι κι άρχισα να το ανοίγω τρίβοντας, αυτή άρχισε να με χαϊδεύει στο σβέρκο μου. «Δεν είσαι η Τζο», είπα. «Ποια είσαι;» Αλλά δεν ήταν κανείς εκεί για να μου απαντήσει. Ήμουν μέσα στο δάσος. Ήταν σκοτεινά και στη λίμνη έκρω- ζαν οι κορμοράνοι. Περπατούσα στο μονοπάτι προς το σιούντιο της Τζο. Δΐν ήταν όνειρο. Ενιωθα τον δροσερό αέρα στο δέρμα Λ Ν ΙΝ ) και κάθε τόσο τον πόνο από κάποια πέτρα που χωνόταν στις γυμνές πατούσες μου. Ενα κουνούπι βούισε κοντά στο αυτί μου και το έδιωξα με το χέρι. Φορούσα σλιπ και σε κάθε βήμα το ένιωθα να τεντώνεται πάνω σε μια πελώρια παλλόμενη στύση. «Τι γίνεται εδώ;» ρώτησα, καθώς διέκρινα μπροστά μου το μικρό στούντιο της Τζο μέσα στο σκοτάδι. Κοίταξα πίσω μου και είδα τη Σάρα πάνω στο λόφο της, όχι τη γυναίκα αλλά το σπίτι, ένα μακρύ κτίσμα που προεξείχε προς τη σκοτεινή λίμνη. «Τι μου συμβαίνει;» «Όλα πάνε μια χαρά, Μάικ», είπε η Τζο. Στεκόταν πάνω στην εξέδρα και με κοίταζε καθώς κολυμπούσα προς το μέρος της. Εβαλε τα χέρια πίσω από το λαιμό της σαν μοντέλο σε ημερολόγιο, ανασηκώνοντας τα στήθη της μέσα στο υγρό σουτιέν. Όπως και στη φωτογραφία, έβλεπα τις ρώγες της να ξεπροβάλλουν κάτω από το ύφασμα. Κολυμπούσα με το σλιπ, έχοντας την ίδια τεράστια στύση. «Όλα πάνε μια χαρά, Μάικ», είπε η Μέτι στη βορινή κρεβατοκάμαρα και άνοιξα τα μάτια μου. Καθόταν δίπλα μου στο κρεβάτι, το κορμί της λείο και γυμνό μέσα στην αδύνατη λάμψη του φεγγαρόφωτου. Τα στήθη της ήταν μικρά σαν φλιτζάνια του
τσαγιού, αλλά οι ρώγες ήταν μεγάλες και διογκωμένες. Ανάμεσα στα πόδια της, όπου ήταν ακόμη το χέρι μου, υπήρχε μια τούφα ξανθό μαλλί, λείο σαν πούπουλο. Το σώμα της ήταν τυλιγμένο σε σκιές σαν φτερά από πεταλούδες, σαν ροδοπέταλα. Είχε κάτι το απελπιστικά ελκυστικό έτσι όπως καθόταν εκεί. Ήταν σαν το έπαθλο που ξέρεις ότι δεν θα κερδίσεις ποτέ στο σκοπευτήριο του λούνα παρκ, αυτό που έχουν στο πάνω ράφι. Έβαλε το χέρι της κάτω από το σεντόνι και έπιασε το σηκωμένο όργανο μου πάνω από το ύφασμα. Όλα πάνε μια χαρά, δεν είναι παρά ένας κύκλος που πάει γύρω γύρω, είπε η φωνή UFO καθώς ανέβαινα τη σκάλα του στούντιο της γυναίκας μου. Εσκυψα, βρήκα το κλειδί κάτω από το χαλάκι και το πήρα. Ανέβηκα στη σκάλα της εξέδρας στάζοντας νερά, με το πέος μου να προεξέχει μπροστά μου —αναρωτιέμαι, υπάρχει τίποτα τόσο κωμικό όσο ένας άντρας με στύση; Η Τζο στεκόταν πάνω στην εξέδρα με το μουσκεμένο μαγιό της. Τράβηξα τη Μέτι κοντά μου στο κρεβάτι. Άνοιξα την πόρτα του στούντιο της Τζο. Όλα αυτά συνέβαιναν ταυτόχρονα και μπλέκονταν το ένα με το άλλο σαν νήματα ενός εξωτικού σκοινιού. Η φάση με την Τζο μου έδινε περισσότερο την αίσθηση του ονείρου, η φάση στο στούντιο, όπου διέσχιζα το δωμάτιο κοιτάζοντας την παλιά μου πράσινη IBM, λιγότερο. Και η Μέτι στη βορινή κρεβατοκάμαρα ήταν κάπου ενδιάμεσα. Πάνω στην εξέδρα η Τζο είπε, «Κάνε ό,τι θέλεις». Στη βορινή κρεβατοκάμαρα, η Μέτι είπε, «Κάνε ό,τι θέλεις». Στο στούντιο δεν χρειαζόταν να μου πει κανείς τι να κάνω. Εκεί ήξερα πολύ καλά τι ήθελα. Πάνω στην εξέδρα, έσκυψα κι έβαλα το στόμα μου στο ένα στήθος της Τζο, ρούφηξα τη ρώγα κάτω από το σουτιέν. Αισθάνθηκα τη γεύση του υγρού υφάσματος και του νερού της λίμνης. Αυτή πήγε να μου πιάσει το πέος, αλλά έδιωξα το χέρι της. Αν με άγγιζε, θα τελείωνα αμέσως. Συνέχισα να ρουφάω, πίνοντας νερό από το ύφασμα. Της χάιδεψα τους γλουτούς, μετά της κατέβασα το σλιπ του μαγιό. Της το έβγαλα και η Τζο έπεσε στα γόνατα. Εκανα κι εγώ το ίδιο. Έβγαλα και το δικό μου μουσκεμένο σλιπ και το πέταξα
πάνω από το δικό της. Ήμαστε ο ένας απέναντι στον άλλο τώρα, εγώ γυμνός, αυτή σχεδόν. «Ποιος ήταν αυτός ο τύπος στον αγώνα;» ρώτησα λαχανιασμένος. «Ποιος ήταν, Τζο;» «Δεν ήταν τίποτα το ιδιαίτερο. Ιρλανδέ. Ένας ακόμη σάκος με κόκαλα». Γέλασε και μετά κάθισε πίσω, πάνω στις φτέρνες της, και με κοίταξε. Ο αφαλός της ήταν σαν μια μικρή μαύρη κούπα. Η στάση της είχε κάτι το παράξενο, φιδίσιο και γοητευτικό μαζί. «Τα πάντα εκεί κάτω είναι θάνατος», είπε και πίεσε τις κρύες παλάμες της και τα άσπρα παγερά δάχτυλα της στα μαγουλά μου. Μου γύρισε το κεφάλι και μου το έστριψε προς τα κάτω, έτσι ώστε να κοιτάζω μέσα στη λίμνη. Κάτω από το νερό είδα να περνούν πτώματα σε αποσύνθεση, παρασυρμένα από κάποιο βαθύ ρεύμα. Τα μάτια τους ήταν γυάλινα, οι μύτες τους έχασκαν μισοφαγωμένες από τα ψάρια. Οι γλώσσες τους κινούνταν σαν φύκια ανάμεσα στα άσπρα χείλη τους. Μερικά πτώματα έσερναν πίσω τους έντερα. Μερικά ήταν σκέτοι σκελετοί. Ωστόσο, ακόμη και αυτό το θέαμα δεν μπορούσε να με αποτρέψει από αυτό που ήθελα. Ελευθέρωσα το κεφάλι μου από τα χέρια της, την έσπρωξα κάτω στις σανίδες και επιτέλους δρόσισα το παλλόμενο πέος μου, βυθίζοντας το μέσα της. Τα μάτια της, ασημόχρωμα από το φεγγαρόφωτο, με κοίταζαν, κοίταζαν μέσα από μένα σαν να έβλεπαν πίσω μου, και είδα ότι η μια κόρη ήταν μεγαλύτερη από την άλλη. Ετσι ήταν τα μάτια της στην οθόνη, όταν είχα αναγνωρίσει το πτώμα της στο νεκροτομείο. Ήταν νεκρή. Η γυναίκα μου ήταν νεκρή και πηδούσα το πτώμα της. Αλλά ούτε η συνειδητοποίηση αυτού του γεγονότος μπόρεσε να με σταματήσει. «Ποιος ήταν;» φώναξα, ξαπλωμένος από πάνω της στις υγρές σανίδες. «Ποιος ήταν, Τζο; Πες μου ποιος ήταν!» Στη βορινή κρεβατοκάμαρα τράβηξα τη Μέτι από πάνω μου, απολαμβάνοντας την αίσθηση που μου έδιναν τα μικρά στήθη της καθώς ακουμπούσαν στο στέρνο μου και τα μακριά της πόδια που ήταν πλεγμένα με τα δικά μου. Μετά τη γύρισα στο πλάι. Αισθάνθηκα το χέρι της να πηγαίνει στο πέος μου και το έδιωξα — αν με άγγιζε, θα τελείωνα αμέσως. «Άνοιξε τα πόδια σου, γρήγορα»,
είπα, και το έκανε. Εκλεισα τα μάτια μου, διώχνοντας κάθε άλλη αίσθηση εκτός από αυτή. Πίεσα μπροστά, σταμάτησα. Μετατοπίστηκα λίγο, σπρώχνοντας με το χέρι το διογκωμένο πέος μου, μετά κούνησα τους γοφούς μου και μπήκα μέσα της σαν δάχτυλο σε γάντι με μεταξωτή φόδρα. Με κοίταξε με ορθάνοιχτα μάτια, μετά έβαλε το χέρι της στο μάγουλο μου και μου γύρισε το κεφάλι. «Τα πάντα εκεί έξω είναι θάνατος», είπε, σαν να εξηγούσε κάτι πασιφανές. Στο παράθυρο του δωματίου είδα την Πέμπτη Λεωφόρο ανάμεσα στην Πεντηκοστή και την Εξηκοστή Οδό, όλα εκείνα τα μαγαζιά πολυτελείας, το Μπιζάν και το Μπαλί, το Τίφανι, το Μπέργκντορφ'ς και το Στόιμπεν Γκλας. Και είδα να έρχεται ο Χάρολντ Ομπλόφσκι, κρατώντας το χαρτοφύλακα του (του τον είχαμε κάνει δώρο η Τζο κι εγώ τα Χριστούγεννα πριν από το θάνατο της). Δίπλα του, με μια σακούλα Μπαρνς εντ Νομπλ στο χέρι, ήταν η πληθωρική, όμορφη Νόλα, η γραμματέας του. Μόνο που η ομορφιά της είχε χαθεί. Τώρα ήταν ένας χαμογελαστός σκελετός με ταγέρ Ντάνα Καράν και παπούτσια από δέρμα κροκοδείλου. Τις λαβές της σακούλας δεν τις κρατούσαν χέρια αλλά κόκαλα. Τα δόντια του Χάρολντ προεξείχαν, στο συνηθισμένο χαμόγελο του, που τώρα όμως ήταν χαμόγελο σκελετού. Το αγαπημένο του κοστούμι, ένα σκούρο γκρίζο του Πολ Στιούαρτ, έπλεε πάνω του. Παντού γύρω του, δεξιά κι αριστερά στο δρόμο, περπατούσαν ζωντανοί νεκροί -μητέρες-μούμιες κρατούσαν πτώματα μωρών από το χέρι ή τα έσπρωχναν μέσα σε ακριβά καροτσάκια, πορτιέρηδεςζόμπι περίμεναν μπροστά στις εισόδους των κτιρίων. Εδώ ένας ψηλός μαύρος, με μερικές τελευταίες λωρίδες σάρκας να κρέμονται από το πρόσωπο του, είχε βγάλει βόλτα ένα σκύλο-σκελετό. Οι ταξιτζήδες σάπιζαν ακούγοντας μουσική ράγκα. Τα πρόσωπα που κοίταζαν από τα περαστικά λεωφορεία ήταν κρανία, όλα με ένα χαμόγελο εξίσου απαίσιο με αυτό του Χάρολντ —Ε, πώς πάει, τι κάνει η γυναίκα και τα παιδιά, έγραψες κανένα καλό βιβλίο τελευταία; Οι μικροπωλητές ήταν όρθια πτώματα σε αποσύνθεση. Και όμως, τίποτα απ' αυτά δε με σταματούσε. Καιγόμουν. Έβαλα τα χέρια μου κάτω από τους γλουτούς της, την ανασήκωσα από το σεντόνι (δεν αισθάνθηκα καμιά έκπληξη όταν είδα ότι τα σχέδια
πάνω του ήταν μπλε τριαντάφυλλα), άρχισα να τη δαγκώνω στο λαιμό, στον ώμο, στα στήθη, όπου έφταναν τα δόντια μου. «Πες μου ποιος ήταν!» της φώναξα. «Ξέρεις! Το ξέρω ότι το ξέρεις! Πες μου, σκύλα!» Στο μονοπάτι ανάμεσα στο στούντιο της Τζο και το σπίτι, στεκόμουν μέσα στο σκοτάδι με τη γραφομηχανή στα χέρια κι εκείνη την τεράστια στύση, που ήταν κοινός παρονομαστής σε όλα τα όνειρα, να πάλλεται κάτω από τον μεταλλικό της όγκο. Τότε αισθάνθηκα ότι δεν ήμουν πια μόνος. Το σαβανωμένο τέρας ήταν πίσω μου, κάτι το είχε τραβήξει όπως τα φαναράκια τραβούσαν τις πεταλούδες της νύχτας. Γέλασε ξαφνικά —ήταν ένα αναίσχυντο, βραχνό γέλιο που μόνο σε μια γυναίκα μπορούσε να ανήκει. Δεν είδα το χέρι που απλώθηκε από πίσω και άρπαξε το πέος μου —ήταν στη μέση η γραφομηχανή—, αλλά ήξερα χωρίς να το δω ότι θα ήταν καφέ. Άρχισε να σφίγγει σιγά σιγά, τα δάχτυλα να κουνιούνται. «Τι θέλεις να μάθεις, μωρό μου;» ρώτησε από πίσω μου. Γελώντας ακόμη και συνεχίζοντας να με πειράζει. «Είσαι σίγουρος ότι θέλεις να μάθεις; Θέλεις να μάθεις ή θέλεις να νιώσεις;» «Α, με σκοτώνεις!» φώναξα. Η γραφομηχανή —γύρω στα δεκαπέντε κιλά μέταλλο— έτρεμε πάνω κάτω στα χέρια μου. Ενιωθα τους μυς μου να έχουν τεντωθεί σαν χορδές. «Θέλεις να μάθεις ποιος ήταν, μωρό μου; Εκείνος ο άτιμος ο άντρας;» «Άντε, σκύλα, κάνε με να τελειώσω!» ούρλιαξα. Αυτή γέλασε πάλι —εκείνο το τραχύ γέλιο που έμοιαζε σχεδόν σαν βήχας— και με ζούληξε εκεί που ήθελα. «Μην κουνιέσαι», είπε. «Μην κουνιέσαι, ομορφούλη, γιατί μπορεί να τρομάξω και να σου ξεριζώσω αυτό το πράγμα από...» Τα υπόλοιπα δεν τα άκουσα, καθώς όλος ο κόσμος γύρω μου εξερράγη από έναν οργασμό τόσο βαθύ και δυνατό που νόμισα ότι θα με διέλυε. Εριξα πίσω το κεφάλι σαν άνθρωπος που τον κρεμάνε και εκσπερμάτωσα κοιτάζοντας τα άστρα. Ούρλιαξα, δεν μπορούσα να κρατηθώ, και'από τη λίμνη μου απάντησαν δυο κορμοράνοι. Ταυτόχρονα ήμουν στην εξέδρα. Η Τζο είχε χαθεί και άκουγα αμυδρά τον ήχο της μπάντας —η Σάρα, ο Σόνι και οι Ρεντ-Τοπ Μπόις
έπαιζαν το Black Mountain Rag. Ανακάθισα, ζαλισμένος και εξουθενωμένος, άδειος από τον οργασμό. Δεν έβλεπα τη σκάλα που οδηγούσε στο σπίτι, έβλεπα όμως τα φαναράκια. Το μουσκεμένο σλιπ ήταν δίπλα μου. Το πήρα και πήγα να το φορέσω, γιατί δεν ήθελα να γυρίσω κολυμπώντας στην ακτή μ' αυτό στο χέρι. Καθώς το είχα ανεβάσει στα γόνατα, σταμάτησα κοιτάζοντας τα χέρια μου. Ήταν αλειμμένα με σάπιες σάρκες και στα νύχια ήταν πιασμένες τούφες ξεριζωμένα μαλλιά. «Ω Χριστέ μου», βόγκηξα κι έχασα όλη μου τη δύναμη. Σωριάστηκα κάτω, σε κάτι υγρό. Βρισκόμουν στη βορινή κρεβατοκάμαρα. Η υγρασία από κάτω μου έκαιγε και στην αρχή νόμισα ότι ήταν σπέρμα. Κοιτάζοντας στο αμυδρό φως του φεγγαριού, είδα ότι ήταν πιο σκούρο. Η Μέτι είχε χαθεί και το κρεβάτι ήταν γεμάτο αίματα. Στη μέση αυτής της λίμνης αίματος υπήρχε κάτι που με την πρώτη ματιά το πέρασα για μια μάζα από σάρκες ή κάποιο ανθρώπινο όργανο. Κοίταξα καλύτερα και είδα ότι ήταν ένα παιδικό παιχνίδι, ένα χνουδωτό ζώο με τη γούνα του μουσκεμένη από αίματα. Ήμουν γυρισμένος στο πλάι και το κοίταζα, ήθελα να πεταχτώ από το κρεβάτι και να το βάλω στα πόδια, αλλά δεν μπορούσα. Οι μύες μου είχαν λυθεί. Με ποια είχα κάνει σεξ σ' αυτό το κρεβάτι; Και τι της είχα κάνει; Για όνομα του θεού, τι; «Δεν τα πιστεύω αυτά τα ψέματα», είπα και ξαφνικά ενώθηκα πάλι, με ένα τράνταγμα, λες και αυτή η φράση ήταν ένα ξόρκι. Δεν συνέβη αυτό ακριβώς, αλλά δεν μπορώ να περιγράψω καλύτερα αυτό που πραγματικά έγινε. Υπήρχαν τρεις εαυτοί μου —ένας στην εξέδρα, ένας στη βορινή κρεβατοκάμαρα, ένας στο μονοπάτι- και ένιωσαν και οι τρεις το τράνταγμα, λες και ο άνεμος είχε γίνει γροθιά και με χτύπησε. Ακολούθησε μια ορμητική αίσθηση κίνησης μέσα στο σκοτάδι, ενώ ταυτόχρονα άκουγα το κουδουνάκι του Μπάντερ να χτυπάει σταθερά. Μετά ο ήχος έσβησε, κι έσβησα κι εγώ μαζί του. Για ένα διάστημα δεν ήμουν πουθενά. Συνήλθα ακούγοντας την αδιάφορη φλυαρία των πουλιών και βλέποντας εκείνο το παράξενο κόκκινο σκοτάδι που σημαίνει ότι ο ήλιος σε χτυπάει στα κλειστά σου βλέφαρα. Ο λαιμός μου ήταν πιασμένος, το κεφάλι μου γερμένο σε μια παράξενη γωνία, τα πόδια
μου διπλωμένα από κάτω μου και ζεσταινόμουν. Σήκωσα το κεφάλι μου με ένα μορφασμό πόνου, ξέροντας ήδη καθώς άνοιγα τα μάτια μου ότι δεν ήμουν πια στο κρεβάτι, δεν ήμουν πια στην εξέδρα, δεν ήμουν πια στο μονοπάτι ανάμεσα στο σπίτι και το στούντιο. Από κάτω μου αισθανόμουν σκληρές σανίδες. Το φως ήταν εκτυφλωτικό. Εκλεισα πάλι σφιχτά τα μάτια μου και βόγκηξα σαν άνθρωπος που ξυπνάει από μεθύσι. Εφερα το χέρι μπροστά στα μάτια μου και τα άνοιξα λιγάκι, δίνοντας τους χρόνο να προσαρμοστούν. Μετά τράβηξα το χέρι μου, ανακάθισα και κοίταξα γύρω μου. Ήμουν στο διάδρομο του πάνω ορόφου, ξαπλωμένος κάτω από το χαλασμένο αιρ κοντίσιον. Πάνω του ήταν ακόμη κολλημένο το σημείωμα της Μπρέντα Μεσέρβ. Εξω από την πόρτα του γραφείου μου, στο πάτωμα, ήταν η παλιά πράσινη IBM, με μια σελίδα χαρτί περασμένη στο ρολό. Κοίταξα τα πόδια μου. Ήταν βρόμικα. Στα πέλματα ήταν κολλημένες πευκοβελόνες και το ένα δάχτυλο ήταν γρατσουνισμένο. Σηκώθηκα, παραπάτησα λίγο (το δεξί μου πόδι ήταν μουδιασμένο), μετά ακούμπησα στον τοίχο και σταθεροποιήθηκα. Εσκυψα και κοίταξα το σώμα μου. Φορούσα το σλιπ με το οποίο είχα κοιμηθεί και δεν φαινόταν να έχω πάθει κανένα υδραυλικό ατύχημα όσο το φορούσα. Τράβηξα το λάστιχο και κοίταξα μέσα. Το πουλί μου ήταν όπως πάντα, μικρό και μαλακό, κουλουριασμένο και αποκοιμισμένο μέσα στη φωλιά από τρίχες. Αν είχε νυχτερινές περιπέτειες, δεν φαινόταν κανένα ίχνος τους τώρα. «Πάντως σίγουρα για περιπέτεια μου φάνηκε εμένα», είπα βραχνά. Σκούπισα τον ιδρώτα από το μέτωπο μου. Εκανε αφόρητη ζέστη εδώ μέσα. Τότε θυμήθηκα τα ματωμένα σεντόνια στη βορινή κρεβατοκάμαρα και το χνουδωτό ζωάκι πάνω τους. Μόνο που η ανάμνηση δεν συνοδευόταν από καμιά αίσθηση ανακούφισης, εκείνο το «Ευτυχώς, δεν ήταν παρά ένα όνειρο» που νιώθεις ύστερα από έναν εφιάλτη. Την ένιωθα ακόμη εξίσου πραγματική με όλα εκείνα που είχα ζήσει στο ντελίριο του πυρετού από την ιλαρά... και όλα αυτά ήταν πραγματικά, απλώς είχαν παραμορφωθεί από τον πυρετό. Πήγα παραπατώντας στη σκάλα και την κατέβηκα κου-
τσαίνοντας, ενώ κρατούσα γερά την κουπαστή για την περίπτωση που θα υποχωρούσε το μουδιασμένο πόδι μου. Όταν έφτασα κάτω, κοίταξα ζαλισμένος το λίβινγκ ρουμ σαν να το έβλεπα για πρώτη φορά. Μετά προχώρησα κουτσαίνοντας στο διάδρομο που οδηγούσε στη βόρεια πτέρυγα του σπιτιού. Η πόρτα της κρεβατοκάμαρας ήταν μισάνοιχτη και για μια στιγμή δεν είχα το κουράγιο να την ανοίξω τελείως και να κοιτάξω μέσα. Ήμουν τρομοκρατημένος, καθώς στο νου μου έβλεπα ξανά και ξανά ένα παλιό επεισόδιο της σειράς Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ Παρουσιάζει, εκείνο με τον άντρα που στραγγάλισε τη γυναίκα του ενώ ήταν τύφλα στο μεθύσι. Όταν συνέρχεται, περνάει τη μισή ώρα του επεισοδίου ψάχνοντας να τη βρει και τελικά τη βρίσκει στο κελάρι, πρησμένη και με ανοιχτά τα μάτια. Το μοναδικό παιδί που είχα γνωρίσει πρόσφατα και ήταν σε ηλικία για να παίζει με χνουδωτά ζωάκια ήταν η Κάιρα Ντεβόρ, αλλά όταν έφυγα από το τροχόσπιτο χτες το βράδυ κοιμόταν γαλήνια κάτω από το σκέπασμα με τα τριαντάφυλλα. Ήταν βλακεία να σκέφτομαι ότι μπορεί να είχα πάει με το αμάξι μέχρι τη Γουάσπ Χιλ Ρόουντ, φορώντας ίσως μόνο το σλιπ μου, και να... Και τι; Να βίασα τη Μέτι; Και να έφερα το παιδί εδώ; Μέσα στον ύπνο μου; Εφερα τη γραφομηχανή μέσα στον υπνο μου, έτσι δεν είναι; .Βρίσκεται πάνω αυτή τη στιγμή, στο διάδρομο. Ναι, όμως άλλο πράγμα να κάνεις τριάντα μέτρα μέσα στο δάσος και άλλο να κάνεις οχτώ χιλιόμετρα με το αμάξι για να... Δεν θα στεκόμουν άλλο εδώ να ακούω τις φωνές μέσα στο κεφάλι μου να μαλώνουν. Αν δεν ήμουν τρελός —και νομίζω ότι δεν ήμουν-, θα τρελαινόμουν επιτόπου ακούγοντας και μόνο αυτό τον εσωτερικό καβγά. Εσπρωξα την πόρτα. Για μια στιγμή είδα πραγματικά ένα σημάδι από αίματα πάνω στο σεντόνι -τόσο πραγματικός και συγκεκριμένος ήταν ο τρόμος μου. Εκλεισα σφιχτά τα μάτια, τα άνοιξα και κοίταξα πάλι. Τα σεντόνια ήταν τσαλακωμένα και το κατωσέντονο ήταν σχεδόν βγαλμένο από το στρώμα, αποκαλύπτοντας το καπιτονέ σατέν κάλυμμα. Το ένα μαξιλάρι ήταν στην άλλη άκρη του κρεβατιού. Το
άλλο ήταν στο πάτωμα, μπροστά στο κρεβάτι. Το μικρό χαλάκι -έργο της Τζο— ήταν στραβά πάνω στο πάτωμα και το ποτήρι με το νερό αναποδογυρισμένο στο κομοδίνο. Η κρεβατοκάμαρα είχε τα χάλια της, σαν να είχε γίνει καβγάς εκεί μέσα ή ίσως κανένα όργιο, όχι όμως φόνος. Δεν υπήρχε αίμα ούτε χνουδωτό ζωάκι με μαύρη γούνα. Επεσα στα γόνατα και κοίταξα κάτω από το κρεβάτι. Τίποτα — ούτε καν σκόνη και χνούδια, χάρη στην Μπρέντα Μεσέρβ. Κοίταξα το κατωσέντονο πάλι, περνώντας το χέρι μου από πάνω. Μετά το τράβηξα και πέρασα τις γωνίες με το λάστιχο κάτω από το στρώμα. Σπουδαία εφεύρεση αυτά τα σεντόνια. Αν οι γυναίκες έδιναν βραβεία σε όσους τις απαλλάσσουν από τις αγγαρείες του νοικοκυριού, ο τύπος που τα σκέφτηκε σίγουρα θα το είχε πάρει. Μόλις τέντωσε το σεντόνι, το περιεργάστηκα πάλι. Δεν υπήρχε πουθενά αίμα, ούτε μια σταγόνα. Ούτε και κανένα σημάδι από σπέρμα. Βασικά, αίμα δεν περίμενα να βρω (ή, τουλάχιστον, έτσι είχα αρχίσει να λέω κιόλας στον εαυτό μου) αλλά ούτε σπέρμα; Σίγουρα είχα δει την πιο δημιουργική ονείρωξη του κόσμου —ένα τρίπτυχο όπου είχα πηδήξει δύο γυναίκες και μου είχε τραβήξει μαλακία μια τρίτη, όλα αυτά ταυτόχρονα. Και είχα, επίσης, εκείνη την ιδιαίτερη αίσθηση του επόμενου πρωινού, αυτό που νιώθεις έπειτα από μια βραδιά εκρηκτικού σεξ. Αν όμως είχαν πέσει πυροτεχνήματα, πού ήταν τα ίχνη; «Στο στούντιο της Τζο, κατά πάσα πιθανότητα», είπα στο άδειο, ηλιοφώτιστο δωμάτιο. «Ή στο μονοπάτι ανάμεσα στο σπίτι και το στούντιο. Να χαίρεσαι μόνο που δεν το άφησες μέσα στη Μέτι Ντεβόρ, βλάκα. Το μόνο που δεν σου χρειάζεται αυτή τη στιγμή είναι να μπλέξεις με μια ανήλικη χήρα». Ενα μέρος του εαυτού μου διαφωνούσε. Πίστευε ότι η Μέτι Ντεβόρ ήταν αυτό ακριβώς που μου χρειαζόταν εκείνη τη στιγμή. Όμως, δεν είχα κάνει έρωτα μαζί της χτες το βράδυ, όπως δεν είχα κάνει έρωτα με τη νεκρή γυναίκα μου πάνω στην πλωτή εξέδρα και δεν μου είχε τραβήξει μαλακία η Σάρα Τίντγουελ. Τώρα που είδα πως ούτε είχα σκοτώσει κάποιο μικρό παιδάκι, οι σκέψεις μου γύρισαν πίσω στη γραφομηχανή. Γιατί την είχα φέρει; Γιατί να κάνω όλο αυτό
τον κόπο; Αδερφέ μου, τι ηλίθια ερώτηση. Η γυναίκα μου μπορεί να μου κρατούσε μυστικά, ίσως και να είχε δεσμό με κάποιον. Μπορεί να υπήρχαν φαντάσματα στο σπίτι. Μπορεί να υπήρχε ένας γέρος πλούσιος, ένα χιλιόμετρο νότια, που ήθελε να μου κόψει τον κώλο. Και μπορεί να υπήρχαν και κάποια άπλυτα στη δική μου ταπεινή ντουλάπα, εδώ που τα λέμε. Ετσι όπως στεκόμουν εκεί όμως, μέσα στο δυνατό φως του ήλιου, κοιτάζοντας τη σκιά μου στον απέναντι τοίχο, μόνο μια σκέψη είχε σημασία: είχα πάει στο στούντιο της γυναίκας μου και είχα πάρει την παλιά μου γραφομηχανή, και μόνο ένας λόγος υπήρχε για να κάνω κάτι τέτοιο. Πήγα στο μπάνιο θέλοντας να κάνω ένα ντους για να απαλλαγώ από τον ιδρώτα στο σώμα μου και τα χώματα στα πόδια μου. Άπλωσα το χέρι μου στην κάνουλα του ντους και σταμάτησα. Η μπανιέρα ήταν γεμάτη νερό. Ή την είχα γεμίσει εγώ για κάποιο λόγο ενώ υπνοβατούσα... ή την είχε γεμίσει κάποιος άλλος —ή, μάλλον, κάτι άλλο. Πήγα να πιάσω το μοχλό που ανοίγει την αποχέτευση για να την αδειάσω, αλλά σταμάτησα πάλι καθώς θυμήθηκα εκείνη τη στιγμή στον Αυτοκινητόδρομο 68, τότε που το στόμα μου γέμισε ξαφνικά με τη γεύση κρύου νερού. Κατάλαβα ότι περίμενα να μου συμβεί ξανά. 'Όταν δεν έγινε τίποτα, τράβηξα το μοχλό για να αδειάσει το νερό κι άρχισα να κάνω ντους. Θα μπορούσα να κατεβάσω τη Σελέκτρικ κάτω ή, ακόμη, και να την πάω στη βεράντα, όπου φυσούσε μια αύρα από τη λίμνη, αλλά δεν το έκανα. Μέσα στον ύπνο μου την είχα κουβαλήσει μέχρι την πόρτα του γραφείου μου και επομένως θα δούλευα στο γραφείο μου... αν μπορούσα να δουλέψω. Θα δούλευα εκεί μέσα ακόμη και αν η θερμοκρασία στο δωμάτιο ανέβαινε στους πενήντα βαθμούς... και μέχρι τις τρεις το μεσημέρι μπορεί κάλλιστα να έφτανε ως εκεί. Το χαρτί που ήταν περασμένο στη γραφομηχανή ήταν μια παλιά ροζ απόδειξη από το φωτογραφείο Κλικ στο Καστλ Ροκ, από όπου αγόραζε φωτογραφικά είδη η Τζο όταν ήμαστε στο Τι-Αρ. Το είχα περάσει ανάποδα, με τη λευκή όψη προς τα πάνω, μπροστά στο μπαλάκι με τη γραμματοσειρά Κούριερ. Πάνω του είχα γράψει τα
ονόματα του μικρού μου χαρεμιού, σαν να είχα κάνει μια προσπάθεια να καταγράψω το τρίπτυχο όνειρο μου καθώς εξελισσόταν : Τζο Σάρα Μέτι Τζο Σάρα Μέτι Μέτι Μέτι Σάρα Σάρα Τζο Τζοάνα Σάρα Τζο ΜέτιΣάραΤζο. Και από κάτω, με όλα τα γράμματα πεζά: φυσιολογικό πλήθος σπερματοζωαρίων σπέρμα φυσιολογικό όλα ρόδινα Άνοιξα την πόρτα του γραφείου, κουβάλησα μέσα τη γραφομηχανή και την έβαλα στην παλιά της θέση κάτω από την αφίσα του Ρίτσαρντ Νίξον. Έβγαλα τη ροζ απόδειξη από τον κύλινδρο, την τσαλάκωσα και την πέταξα στο καλάθι των αχρήστων. Μετά έβαλα τη γραφομηχανή στην πρίζα στη βάση του τοίχου. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά και γρήγορα, όπως όταν ήμουν δεκατριών χρονών και είχα ανεβεί στον ψηλότερο βατήρα καταδύσεων στην πισίνα της ΧΑΝ. Είχα ανεβεί τη σκάλα τρεις φορές όταν ήμουν δώδεκα, αλλά είχα ξανακατεβεί ζαρωμένος και ντροπιασμένος χωρίς να βουτήξω. 'Όταν έκλεισα τα δεκατρία, δεν υπήρχαν περιθώρια για υποχωρήσεις —έπρεπε να το κάνω. Θυμήθηκα ότι είχα δει έναν ανεμιστήρα στο βάθος της ντουλάπας, πίσω από το κουτί που έγραφε πάνω ΣΥΣΚΕΥΕΣ. Ξεκίνησα για να τον φέρω, μετά όμως σταμάτησα με ένα κοφτό, τραχύ γέλιο. Είχα νιώσει και παλιότερα την ίδια σιγουριά ότι μπορώ να γράψω, έτσι δεν είναι; Ναι. Και μετά με έσφιγγε η σιδερένια μέγκενη στο στήθος και όλα τελείωναν, θα ήταν βλακεία να φέρω τον ανεμιστήρα και να ανακαλύψω ότι δεν είχα καμιά δουλειά να κάθομαι σ' αυτό το δωμάτιο. «Με το μαλακό», είπα, «ηρέμησε». Δεν μπορούσα όμως να ηρεμήσω, όπως δεν μπορούσε να ηρεμήσει κι εκείνο το αγοράκι με το στενό στήθος και το γελοίο μοβ μαγιό καθώς περπατούσε προς την άκρη του βατήρα, με την πισίνα τόσο πράσινη από κάτω του και τα ανασηκωμένα πρόσωπα των παιδιών τόσο μικρά, τόσο μικρά. Επιασα ένα από τα συρτάρια στη δεξιά μεριά του γραφείου και το τράβηξα τόσο δυνατά, που βγήκε εντελώς από τη θέση του. Πρόλαβα την τελευταία στιγμή να τραβήξω τα γυμνά μου πόδια από το σημείο όπου έπεσε κι έβγαλα ένα δυνατό, άκεφο γέλιο σαν
γάβγισμα. Μέσα στο συρτάρι υπήρχε μισή δεσμίδα χαρτί δακτυλογράφησης. Οι άκρες των σελίδων ήταν λιγάκι κατσαρωμένες, όπως συμβαίνει στο χαρτί όταν έχει περάσει πολύς καιρός. Μόλις το είδα, θυμήθηκα ότι είχα φέρει κι άλλη δεσμίδα, που ήταν πολύ πιο φρέσκια απ' αυτή. Άφησα τις πεσμένες σελίδες εκεί που ήταν και έβαλα πάλι το συρτάρι στη θέση του. Τα χέρια μου έτρεμαν και χρειάστηκα κάμποσες προσπάθειες για να το βάλω σωστά στις εσωτερικές ράγες. Επιτέλους κάθισα στο γραφείο, ακούγοντας τα ίδια γνωστά τριξίματα καθώς έπεσε το βάρος μου πάνω στο κάθισμα και τον ίδιο γνωστό θόρυβο από τις ρόδες καθώς το έσπρωξα μπροστά, βάζοντας τα πόδια μου στο άνοιγμα ανάμεσα στις δυο συρταριέρες. Μετά κοίταξα το πληκτρολόγιο. Ήμουν μούσκεμα στον ιδρώτα, θυμήθηκα πάλι τον ψηλό βατήρα στην πισίνα, πόσο ελαστικό τον αισθανόμουν κάτω από τα γυμνά μου πόδια καθώς διέσχισα όλο το μήκος του, την ηχώ που έκαναν οι φωνές από κάτω, τη μυρωδιά του χλωρίου και το σταθερό, σιγανό βόμβο του κλιματισμού, φουνγκφουνγκ-φουνγκ-φουνγκ, λες και το νερό είχε τη δική του κρυφή καρδιά που χτυπούσε. Είχα σταθεί στην άκρη της σανίδας και αναρωτιόμουν (όχι για πρώτη φορά!) αν είναι δυνατόν να σακατευτείς σε περίπτωση που δεν πέσεις σωστά στο νερό. Μάλλον όχι, αλλά μπορεί να πεθάνεις από φόβο. Υπήρχαν τεκμηριωμένα τέτοια περιστατικά σε μια τηλεοπτική εκπομπή. Τα Απίστευτα του Ρίπλεϊ!, από την οποία αντλούσα τα επιστημονικά μου δεδομένα από τα οχτώ μέχρι τα δεκατέσσερα μου χρόνια περίπου. Προχώρα! φώναξε η φωνή της Τζο. Συνήθως άκουγα τη φωνή της ήρεμη και συγκρατημένη. Αυτή τη φορά ήταν στριγκή, σχεδόν πανικόβλητη. Σταμάτα τις κωλυσιεργίες και προχώρα! Άπλωσα το χέρι στο διακόπτη της IBM, ενώ θυμόμουν τη μέρα που είχα ρίξει το πρόγραμμα Word 6 στα απορρίμματα του PowerBook. Αντίο, παλιόφιλε, είχα σκεφτεί. «Θεέ μου, κάνε να μπορώ», είπα. «Σε παρακαλώ». Πάτησα το διακόπτη. Η μηχανή άναψε και το μπαλάκι με τα γράμματα έκανε μια προκαταρκτική περιστροφή, σαν μπαλαρίνα που στέκεται στα παρασκήνια και περιμένει τη σειρά της για να βγει.
Πήρα μια σελίδα και είδα τα ιδρωμένα δάχτυλα μου να αφήνουν σημάδια πάνω της, αλλά δεν έδωσα σημασία. Την πέρασα στον κύλινδρο, την κεντράρισα, έγραψα Κεφάλαιο Πρώτο και περίμενα να ξεσπάσει η θύελλα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14 Το κουδούνισμα του τηλεφώνου -ή, για την ακρίβεια, ο τρόπος που το άκουσα— ήταν εξίσου οικείος με τα τριξίματα του καθίσματος ή το βόμβο της παλιάς IBM. Εμοιαζε να έρχεται από πολύ μακριά στην αρχή και να πλησιάζει σαν τρένο που φτάνει σφυρίζοντας σε διασταύρωση. Δεν υπήρχε συσκευή στο γραφείο μου ούτε στο γραφείο της Τζο. Το τηλέφωνο του πάνω ορόφου, ένα παλιό με περιστροφικό καντράν, βρισκόταν σε ένα τραπέζι στο διάδρομο ανάμεσα στα δυο γραφεία —στην «ουδέτερη ζώνη», όπως την έλεγε η Τζο. Η θερμοκρασία στο διάδρομο πρέπει να ήταν τουλάχιστον τριάντα πέντε βαθμοί, αλλά ο αέρας μου φάνηκε δροσερός μετά την κόλαση του γραφείου. Όλο μου το σώμα ήταν λαδωμένο από τον ιδρώτα, σε σημείο που να μοιάζω με κάτι μυώδεις τύπους τους οποίους έβλεπα στο γυμναστήριο που πήγαινα (σε ποιο «κοιλαράδικη» έκδοση, βέβαια). «Εμπρός;» «Μάικ; Σε ξύπνησα; Κοιμόσουν;» Ήταν η Μέτι, αλλά μια Μέτι διαφορετική από τη χτεσινοβραδινή. Αυτή δεν ήταν ούτε επιφυλακτική ούτε τρομαγμένη· ακουγόταν πανευτυχής. Ήταν σχεδόν σίγουρα η Μέτι που είχε προσελκύσει τον Λανς Ντεβόρ. «Δεν κοιμάμαι», είπα. «Γράφω λίγο». «Έλα! Νόμιζα ότι είχες σταματήσει». «Ετσι νόμιζα κι εγώ, αλλά ίσως βιάστηκα λίγο. Τι τρέχει; Ακούγεσαι ενθουσιασμένη». «Μόλις μίλησα με τον Τζον Στόροου...» Σοβαρά; Πόση ώρα ήμουν στον πάνω όροφο; Κοίταξα τον καρπό μου, αλλά είδα μόνο ένα χλομό κύκλο στο σημείο όπου φορούσα το ρολόι μου. Η ώρα ήταν πετσί και τέταρτο, όπως λέγαμε όταν ήμαστε μικροί. Το ρολόι μου ήταν κάτω, στην κρεβατοκάμαρα, ίσως μέσα στα χυμένα νερά από το αναποδογυρισμένο ποτήρι μου. «...την ηλικία του και ότι μπορεί να κλητεύσει τον άλλο γιο!» «Ε, σιγά», είπα. «Μπερδεύτηκα. Πιάσ' τα από την αρχή και μίλα
πιο αργά». Δεν της πήρε πολύ για να μου πει τα βασικά στοιχεία. Ο Στόροου θα ερχόταν αύριο με αεροπλάνο, θα έμενε στο ξενοδοχείο Λουκάουτ Ροκ στο Καστλ Βίου. Την Παρασκευή θα συναντιόνταν για να συζητήσουν σχετικά με την υπόθεση. «Α, και βρήκε κι ένα δικηγόρο για σένα», είπε. «Για να σε συνοδεύσει όταν θα δίνεις την κατάθεση. Νομίζω ότι είναι από το Λιούιστον». Όλα αυτά ήταν πολύ θετικά, αλλά εκείνο που είχε ακόμη μεγαλύτερη σημασία ήταν ότι η Μέτι είχε ξαναβρεί τη θέληση της να πολεμήσει. Μέχρι σήμερα το πρωί (αν ήταν πρωί ακόμη -το φως που έμπαινε από το παράθυρο πάνω από το χαλασμένο αιρ κοντίσιον έδειχνε ότι, ακόμη κι αν ήταν, δεν θα έμενε για πολύ) δεν είχα συνειδητοποιήσει πόσο σκυθρωπή ήταν αυτή η κοπέλα με το κόκκινο φόρεμα και τα άσπρα αθλητικά παπούτσια· πόσο πίστευε μέσα της ότι θα έχανε το παιδί της. «Υπέροχα. Χαίρομαι πολύ, Μέτι». «Και όλα αυτά χάρη σ' εσένα. Αν ήσουν εδώ, θα σου έδινα το μεγαλύτερο φιλί της ζωής σου». «Ο Στόροου σου είπε ότι μπορείς να κερδίσεις την υπόθεση, έτσι δεν είναι;» «Ναι». «Και τον πιστεύεις». «Ναι!» Μετά η φωνή της χαμήλωσε λίγο. «Αν και δεν ενθουσιάστηκε όταν του είπα ότι σε κάλεσα για φαγητό χτες το βράδυ». «Ναι», συμφώνησα, «φαντάζομαι ότι δεν θα του άρεσε καθόλου». «Του είπα ότι φάγαμε στην αυλή, αλλά μου απάντησε ότι, ακόμη κι αν μπήκαμε μέσα μαζί για εξήντα δευτερόλεπτα, θα ήταν αρκετά για να αρχίσουν τα κουτσομπολιά». «Θα έλεγα ότι η γνώμη του για το ερωτικό ταμπεραμέντο των Γιάνκηδων είναι προσβλητική, αλλά τι να περιμένεις από ένα Νεοϋορκέζο;» Η Μέτι γέλασε πιο πολύ από ό,τι δικαιολογούσε το μικρό μου αστείο. Μήπως από «ημιυστερική» ανακούφιση, επειδή τώρα είχε
δύο προστάτες; Μήπως επειδή το όλο θέμα του σεξ ήταν μάλλον ευαίσθητο; Προτιμούσα να μην το σκέφτομαι. «Δεν με μάλωσε πολύ, αλλά μου ξεκαθάρισε ότι, αν το ξανακάνουμε, θα μου τα ψάλει για τα καλά. Όταν τελειώσουν όλα αυτά, όμως, θα σε καλέσω για ένα πραγματικό γεύμα, θα σου έχω όλα όσα σου αρέσουν, όπως ακριβώς σου αρέσουν». Όλα όσα σου αρέσουν, όπως ακριβώς σου αρέσουν. Κι έβαζα στοίχημα ότι δεν της περνούσε ούτε στιγμή από το μυαλό ότι αυτά που έλεγε μπορεί να είχαν και κάποιο άλλο νόημα. Έκλεισα τα μάτια μου για μια στιγμή και χαμογέλασα. Και γιατί να μη χαμογελάω; Όλα όσα έλεγε ήταν υπέροχα, ιδιαίτερα αν αφαιρούσες την ερωτική πλευρά την οποία επέμενε να βλέπει το βρόμικο μυαλό μου. Απ' ό,τι έδειχναν τα πράγματα, μπορεί να είχαμε το αναμενόμενο ευτυχισμένο τέλος των παραμυθιών, όλοι έζησαν καλά κι εμείς καλύτερα, φτάνει να κρατούσαμε το κουράγιο μας και να μην ξεφεύγαμε από την πορεία μας. Και φτάνει, επίσης, να κατάφερνα να κρατηθώ και να μην την πέσω σε μια κοπέλα που θα μπορούσε να ήταν κόρη μου... να μην της ριχτώ έξω από τα όνειρα μου, δηλαδή. Αν δεν μπορούσα, θα μου άξιζε ό,τι πάθαινα. Όμως δεν θα της άξιζε της Κάιρα. Καλά θα έκανα να το θυμάμαι αυτό. «Αν ο δικαστής στείλει τον Ντεβόρ σπίτι του με άδεια χέρια, θα σε πάω στο Ρενουάρ Νάιτς στο Πόρτλαντ και θα σε κεράσω εννιά πιάτα γαλλικό φαγητό», είπα. «Και τον Στόροου επίσης. Ακόμη και το δικηγόρο που μου βρήκε για την Παρασκευή. Εντάξει;» «Θα σε ξεπληρώσω για όλα αυτά, Μάικ», είπε και τώρα ακουγόταν σοβαρή. «Τώρα έχω δυσκολίες, αλλά δεν θα τις έχω πάντα. Ακόμη κι αν μου πάρει όλη την υπόλοιπη ζωή μου, θα σε ξεπληρώσω». «Μέτι, δεν χρειάζεται να μου...» «Χρειάζεται, είπε με ήρεμη αλλά παθιασμένη φωνή. «Χρειάζεται. Και θα πρέπει να κάνω και κάτι άλλο σήμερα». «Τι πράγμα;» Μου άρεσε να την ακούω έτσι, τόσο ευτυχισμένη και ανέμελη, σαν φυλακισμένο που ξαφνικά του έδωσαν χάρη και τον άφησαν ελεύθερο, αλλά ήδη κοίταζα με λαχτάρα την πόρτα του γραφείου μου. Δεν μπορούσα να κάνω πολλά πράγματα ακόμη
σήμερα· αν προσπαθούσα, θα ψηνόμουν εκεί μέσα, αλλά ήθελα να προσθέσω τουλάχιστον μια δυο σελίδες ακόμη. Κάνε ό,τι θέλεις, είχαν πει και οι δύο γυναίκες στο όνειρο. Κάνε ό,τι θέλεις. «Πρέπει να αγοράσω στην Κάιρα το μεγάλο αρκουδάκι που έχουν στο εμπορικό κέντρο στο Καστλ Ροκ», μου απάντησε η Μέτι. «Θα της πω ότι της το πήρα επειδή ήταν καλό κορίτσι, γιατί δεν μπορώ να της πω ότι είναι επειδή περπατούσε στη μέση του δρόμου τη στιγμή που περνούσες από εκεί». «Μόνο να μην είναι μαύρο», είπα. Οι λέξεις είχαν βγει από το στόμα μου πριν ακόμη συνειδητοποιήσω ότι τις είχα σκεφτεί. «Τι πράγμα;» με ρώτησε ξαφνιασμένη και μπερδεμένη. «Είπα να μου φέρεις κι εμένα ένα», απάντησα πάλι με τον ίδιο τρόπο, πριν καν προλάβω να σκεφτώ. «Μπορεί να σου φέρω», είπε και από τη φωνή της κατάλαβα ότι πρέπει να χαμογελούσε. Μετά ο τόνος της έγινε πάλι σοβαρός. «Και αν είπα κάτι χτες βράδυ που σε στενοχώρησε έστω και για μια στιγμή, λυπάμαι πολύ. Δεν θα ήθελα ποτέ να... » «Μην ανησυχείς», την έκοψα. «Δεν είμαι στενοχωρημένος. Λίγο μπερδεμένος μόνο, αυτό είναι όλο. Εδώ που τα λέμε, είχα σχεδόν ξεχάσει το μυστηριώδες ραντεβού της Τζο». Ήταν ψέμα αλλά για καλό σκοπό. «Αυτό είναι το καλύτερο. Λοιπόν, δεν θα σε κρατήσω άλλο, συνέχισε τη δουλειά σου. Αυτό ήθελες, έτσι δεν είναι, να πας να δουλέψεις;» Τα έχασα. «Γιατί το λες αυτό;» «Δεν ξέρω, απλώς...» Σταμάτησε. Και ξαφνικά συνειδητοποίησα δύο πράγματα: ότι ήξερα τι ετοιμαζόταν να πει και ήξερα, επίσης, ότι τελικά δεν θα το έλεγε. Σε είδα στον ύπνο μου χτες το βράδυ. Είδα ότι ήμαστε μαζί. Θα κάναμε ερωτά και ο ένας από τους δυο μας είπε, «Κάνε ό,τι θέλεις». Ή μπορείνα το είπαμε και οι δυο, δεν ξέρω. Μερικές φορές ίσως υπάρχουν και ζωντανά φαντάσματα: σκέψεις και επιθυμίες διαχωρισμένες από το σώμα, ξεκλείδωτες παρορμήσεις που αιωρούνται αόρατες. Φαντάσματα από το id, από τα καταγώγια της ψυχής. «Μέτι; Μ' ακούς;»
«Ναι, βέβαια, θέλεις να σε ξαναπάρω; Ή θα μαθαίνεις ό,τι θέλεις από τον Τζον Στόροου;» «Αν δεν με ξαναπάρεις, θα τσατιστώ πολύ άσχημα μαζί σου». Γέλασε. «Εντάξει, θα σε πάρω, λοιπόν. Όχι όταν θα δουλεύεις όμως. Γεια σου, Μάικ. Και σ' ευχαριστώ και πάλι. Σ' ευχαριστώ πολύ πολύ». Την αποχαιρέτησα και μετά απέμεινα να κοιτάζω για λίγο το παλιό τηλέφωνο από βακελίτη, θα μου τηλεφωνούσε για να με ενημερώσει, αλλά όχι όταν θα δούλευα. Και πώς θα ήξερε πότε δούλευα και πότε όχι; Απλώς θα το ήξερε. Όπως κι εγώ ήξερα χτες το βράδυ ότι μου έλεγε ψέματα όταν είπε ότι η Τζο και ο άντρας με το σπορ σακάκι είχαν πάει προς το πάρκινγκ. Την ώρα που μιλούσαμε στο τηλέφωνο, η Μέτι φορούσε άσπρο σορτς και κοντή μπλούζα. Δεν χρειαζόταν φόρεμα ή φούστα σήμερα γιατί ήταν Τετάρτη και τις Τετάρτες η βιβλιοθήκη ήταν κλειστή. Δεν τα ξέρεις όλα αυτά. Απλώς τα βγάζεις από το μυαλό σου. Δεν ήταν έτσι όμως. Αν τα έβγαζα από το μυαλό μου, σίγουρα θα τη φανταζόμουν με κάτι πιο προκλητικό. Αυτή η σκέψη έφερε μια άλλη. Κάνε ό,τι θέλεις, είχαν πει. Και οι δύο. Κάνε ό,τι θέλεις. Και αυτή τη φράση την ήξερα. Όταν ήμουν στο Κη Λάργκο, είχα διαβάσει στο Ατλάντικ Μάνθλι ένα δοκίμιο για την πορνογραφία γραμμένο από μια φεμινίστρια. Δεν θυμάμαι ποια ήταν το μόνο που ξέρω είναι ότι δεν ήταν η Ναόμι Γουλφ ούτε η Καμίλ Παλιά. Η εν λόγω φεμινίστρια ανήκε στη συντηρητική σχολή και είχε χρησιμοποιήσει αυτή τη φράση. Σάλι Τίσντεϊλ ίσως; Μπορεί απλώς να την μπερδεύω με τη Σάρα Τίντγουελ. 'Όποια κι αν ήταν, πάντως, υποστήριζε ότι τα ερωτικά έργα που αρέσουν στις γυναίκες έχουν για βάση το «κάνε αυτό που εγώ θέλω», ενώ η πορνογραφία που αρέσει στους άντρες έχει για βάση της το «κάνε αυτό που εσύ θέλεις». Οι γυναίκες φαντάζονται να λένε την πρώτη φράση στις σεξουαλικές καταστάσεις, ενώ οι άντρες φαντάζονται να τους λέει η γυναίκα τη δεύτερη φράση. Και, σύμφωνα με τη συγγραφέα πάντα, όταν το σεξ στον πραγματικό κόσμο εξελίσσεται σε αρνητική εμπειρία —μερικές φορές γίνεται βίαιο, άλλοτε προκαλεί ντροπή και άλλοτε απλώς είναι αποτυχημένο από την πλευρά της γυναίκας—,
συχνά φταίει εν μέρει και το πορνό. Ο άντρας συχνά γυρίζει θυμωμένος στη γυναίκα και φωνάζει: «Το ήθελες κι εσύ! Κόψε τα ψέματα και παραδέξου το! Το ήθελες να σου το κάνω!» Η συγγραφέας υποστήριζε ότι αυτό ελπίζει κάθε άντρας να ακούσει στην κρεβατοκάμαρα: Κάνε ό,τι θέλεις. Δάγκωσε με, βίασε με, χτύπα με, δεν έχει σημασία. Κάνε ό,τι θέλεις. Η πόρτα είναι κλειστή και είμαστε εδώ, αλλά ουσιαστικά μόνο εσύ είσαι εδώ, εγώ είμαι απλώς μια πρόθυμη προέκταση των δικών σου φαντασιώσεων κι έτσι μόνο εσύ είσαι εδώ. Εγώ δεν έχω δικές μου επιθυμίες, δεν έχω δικές μου ανάγκες, δεν έχω ταμπού. Κάνε ό,τι θέλεις σ' αυτή τη σκιά, σ' αυτή τη φαντασίωση, σ' αυτό το φάντασμα. Όταν διάβασα το άρθρο, σκέφτηκα ότι είναι βλακείες τουλάχιστον κατά πενήντα τοις εκατό. Η αντίληψη ότι ο άντρας μπορεί να βρει πραγματική σεξουαλική απόλαυση μόνο αν μετατρέψει τη γυναίκα σε ένα αξεσουάρ αυνανισμού λέει περισσότερα πράγματα για τη συγγραφέα παρά για τους συμμετέχοντες σε τέτοια παιχνίδια. Αυτή η κυρία ήξερε πολλούς τεχνικούς όρους και είχε αρκετό πνεύμα, αλλά κατά βάθος έλεγε αυτό που ο Σόμερσετ Μομ, ο αγαπημένος συγγραφέας της Τζο, έχει βάλει τη Σάντι Τόμπσον να λέει στη «Βροχή», ένα διήγημα γραμμένο πριν από ογδόντα χρόνια: οι άντρες είναι κτήνη, εγωιστικά κτήνη όλοι τους. Αλλά δεν είμαστε κτήνη κατά κανόνα ή, τουλάχιστον, δεν είμαστε παρά μόνο αν μας εξωθήσουν στα απώτατα άκρα. Και αν συμβεί αυτό, το ζήτημα σπάνια είναι το σεξ. Συνήθως είναι ο ζωτικός χώρος. Εχω ακούσει φεμινίστριες να υποστηρίζουν ότι για τους άντρες το σεξ και ο ζωτικός χώρος είναι το ίδιο πράγμα, αλλά αυτό απέχει πολύ από την αλήθεια. Γύρισα στο γραφείο, άνοιξα την πόρτα και πίσω μου το τηλέφωνο χτύπησε πάλι. Να, λοιπόν, άλλη μία γνωστή αίσθηση, που γύριζε σαν επισκέπτης ύστερα από τέσσερα χρόνια: εκείνος ο θυμός με το τηλέφωνο, η παρόρμηση να το ξεκολλήσω από τον τοίχο και να το πετάξω στην άλλη άκρη του δωματίου. Γιατί μου τηλεφωνούσαν όλοι ενώ έγραφα; Γιατί δεν με άφηναν επιτέλους να... να κάνω αυτό που ήθελα; Γέλασα με δυσκολία και γύρισα στο τηλέφωνο, βλέποντας το
υγρό αποτύπωμα της παλάμης μου πάνω στο ακουστικό. «Εμπρός;» «Σου είπα να μένετε ορατοί όσο είστε μαζί». «Καλημέρα και σ' εσένα, δικηγόρε Στόροου». «Πρέπει να ζεις σε άλλη χρονική ζώνη εκεί πάνω, φίλε. Εγώ εδώ στη Νέα Υόρκη έχω μία και τέταρτο». «Φάγαμε μαζί στο σπίτι της», είπα. «Έξω. Είναι αλήθεια ότι διάβασα στη μικρή ένα παραμύθι και βοήθησα τη Μέτι να τη βάλει για ύπνο, αλλά...» «Τώρα πια η μισή πόλη πιστεύει σίγουρα ότι πηδιέστε και αν αναγκαστώ να την εκπροσωπήσω στο δικαστήριο θα το πιστέψει και η άλλη μισή». Ωστόσο, δεν ακουγόταν θυμωμένος αλλά μάλλον χαρούμενος. «Μπορούν να σε αναγκάσουν να πεις ποιος πληρώνει για τις υπηρεσίες σου;» ρώτησα. «Εννοώ στη δίκη για την κηδεμονία». «Όχι». «Στην κατάθεση που θα δώσω την Παρασκευή;» «Χριστέ μου, όχι. Ο Ντέρτζιν θα έχανε κάθε αξιοπιστία ως επίτροπος αν έκανε κάτι τέτοιο. Επίσης, έχουν πολλούς λόγους να αποφύγουν το θέμα του σεξ. Κυρίως θα προσπαθήσουν να αποδείξουν ότι η Μέτι παραμελεί και ίσως κακομεταχειρίζεται το παιδί. Το να αποδείξουν ότι η μαμά δεν είναι καλόγρια έπαψε να έχει αποτέλεσμα περίπου την εποχή που βγήκε στους κινηματογράφους το Κράμερ Εναντίον Κράμερ. Και δεν είναι αυτό το μοναδικό τους πρόβλημα». Τώρα ακουγόταν να το απολαμβάνει πραγματικά. «Για λέγε». «Ο Μαξ Ντεβόρ είναι ογδόντα πέντε χρονών και χωρισμένος. Δυο φορές χωρισμένος, για την ακρίβεια. Ο νόμος ορίζει ότι, πριν δοθεί η κηδεμονία ανηλίκου σε έναν ανύπαντρο άντρα της ηλικίας του, πρέπει να εξεταστεί το ενδεχόμενο της δευτερεύουσας κηδεμονίας, δηλαδή, να δοθεί η κηδεμονία σε ένα από τα παιδιά του Ντεβόρ. Ουσιαστικά, αυτό είναι το σημαντικότερο ζήτημα, πέρα από τους ισχυρισμούς για παραμέληση και κακοποίηση που προβάλλονται σε βάρος της μητέρας». «Τι ισχυρισμοί είναι αυτοί συγκεκριμένα; Ξέρεις;»
«Όχι. Ούτε η Μέτι ξέρει, γιατί οι ισχυρισμοί είναι ψεύτικοι. Είναι πολύ γλυκό κορίτσι, παρεμπιπτόντως...» «Ναι, είναι». «Και πιστεύω ότι θα είναι σπουδαία μάρτυρας στη δίκη. Ανυπομονώ να τη γνωρίσω από κοντά. Στο μεταξύ, όμως, μη με βγάζεις από το θέμα μας. Μιλούσαμε για τη δευτερεύουσα κηδεμονία, σωστά;» «Σωστά». «Ο Ντεβόρ έχει μια κόρη που έχει χαρακτηριστεί νοητικά ανίκανη και ζει σε ένα ίδρυμα κάπου στην Καλιφόρνια —στο Μοντέστο, νομίζω. Οπότε πάει αυτή η περίπτωση». «Προφανώς». «Ο γιος, ο Ρότζερ, είναι...» Άκουσα ξεφύλλισμα χαρτιών. «Ναι... Είναι πενήντα εννιά χρονών. Δηλαδή, δεν είναι κανένα παλικαράκι κι αυτός. Βέβαια, υπάρχουν πολλοί άντρες που γίνονται πατέρες σ' αυτή την ηλικία σήμερα. Όμως, ο Ρότζερ είναι ομοφυλόφιλος». Θυμήθηκα τον Μπιλ Ντιν. Αδερφή. Απ' ό,τι λένε, είναι πολυ της μόδας εκεί στην Καλιφόρνια. «Είπες ότι το σεξ δεν έχει σημασία. Όλα αυτά περί Κράμερ Εναντίον Κράμερ... Δεν ισχύει και για την άλλη πλευρά το ίδιο;» «Ίσως θα 'πρεπε να πω ότι το ετεροφυλοφιλικό σεξ δεν έχει σημασία. Σε ορισμένες Πολιτείες —και η Καλιφόρνια είναι μία από αυτές— ούτε και το ομοφυλοφιλικό σεξ έχει σημασία... ή δεν έχει τόσο πολλή. Όμως η υπόθεση δεν θα εκδικαστεί στην Καλιφόρνιαθα εκδικαστεί στο Μέιν, όπου ο κόσμος δεν είναι τόσο διαφωτισμένος σχετικά με το πόσο καλά μπορούν δυο παντρεμένοι άντρες —παντρεμένοι μεταξύ τους εννοώ— να μεγαλώσουν ένα κοριτσάκι». «Ο Ρότζερ Ντεβόρ είναι παντρεμένος;» Εντάξει, το παραδέχομαι, τώρα ένιωθα κι εγώ να το απολαμβάνω, ένα μείγμα χαράς και φρίκης μαζί. Ντράπηκα —ο Ρότζερ Ντεβόρ απλώς ζούσε τη ζωή του και μπορεί να μην είχε καμία σχέση με τα τωρινά καμώματα του πατέρα του—, αλλά πρέπει να ομολογήσω ότι έτσι ένιωσα. «Ο Ρότζερ παντρεύτηκε το 1996 με έναν προγραμματιστή
ηλεκτρονικών υπολογιστών, κάποιον Μόρις Ρίντινγκ», είπε ο Τζον. «Αυτό το βρήκα με το πρώτο ψάξιμο στον υπολογιστή. Και αν τελικά ανακύψει στο δικαστήριο, σκοπεύω να το εκμεταλλευτώ όσο πιο πολύ μπορώ. Δεν ξέρω πόσο —σε αυτό το σημείο είναι αδύνατο να το προβλέψω—, αλλά αν μου δοθεί η ευκαιρία να περιγράψω πώς θα είναι τα πράγματα καθώς αυτό το πανέξυπνο χαρούμενο κοριτσάκι θα μεγαλώνει μαζί με δυο ηλικιωμένους ομοφυλόφιλους που μάλλον περνούν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους μπροστά στο κομπιούτερ, συζητώντας μέσω Ίντερνετ με άλλους ομοφυλόφιλους για το τι μπορεί να κάνουν ο Κάπτεν Κερκ και ο Μίστερ Σποκ όταν σβήνουν τα φώτα..- αν μου δοθεί αυτή η ευκαιρία, θα την εκμεταλλευτώ». «Μου φαίνεται λίγο ταπεινή αυτή η μέθοδος», είπα. Είχα έναν τόνο ανθρώπου που περιμένει να του εξηγήσουν ότι έχει άδικο ή ακόμη και να γελάσουν μαζί του, αλλά ο Στόροου με αιφνιδίασε. «Και βέβαια είναι ταπεινή. Είναι σαν να ανεβαίνεις σκόπιμα με το αμάξι σου στο πεζοδρόμιο για να χτυπήσεις δυο αθώους περαστικούς. Ο Ρότζερ Ντεβόρ και ο Μόρις Ρίντινγκ δεν κάνουν εμπόριο ναρκωτικών, δεν εξωθούν μικρά παιδιά στην πορνεία κι ούτε ληστεύουν γριούλες. Αλλά εδώ έχουμε να κάνουμε με υπόθεση κηδεμονίας και αυτές οι υποθέσεις μετατρέπουν τον άνθρωπο σε τέρας, ακόμη πιο πολύ απ' ό,τι τα διαζύγια. Στη δική μας περίπτωση τα πράγματα δεν είναι όσο άγρια θα μπορούσαν να είναι και πάλι όμως είναι αρκετά άσχημα επειδή η υπόθεση είναι εντελώς ξεκάθαρη. Ο Μαξ Ντεβόρ ήρθε στην πόλη για έναν και μοναδικό λόγο: να αγοράσει ένα παιδί. Κι αυτό μου τη δίνει». Χαμογέλασα καθώς μου ήρθε η εικόνα ενός δικηγόρου σαν τον Ελμερ Φαντ, που στέκεται με το δίκαννο έξω από μια λαγότρυπα που γράφει απέξω ΝΤΕΒΟΡ. «Το μήνυμα που θα δώσω στον Ντεβόρ θα είναι πολύ απλό: η τιμή του παιδιού ανέβηκε. Είναι τόσο ψηλή τώρα, που ακόμη κι αυτός ίσως να μην μπορεί να την πληρώσει». «Αν φτάσει η υπόθεση στο δικαστήριο —το είπες μια δυο φορές αυτό ως τώρα—, πιστεύεις ότι υπάρχει πιθανότητα να τα παρατήσει ο Ντεβόρ και να φύγει;»
«Αρκετά μεγάλη πιθανότητα, ναι. Θα έλεγα πολύ μεγάλη, αν δεν ήταν γέρος και αν δεν είχε συνηθίσει να γίνεται πάντα το δικό του. Υπάρχει, επίσης, το ερώτημα αν δουλεύει ακόμη το μυαλό του αρκετά για να καταλάβει ποιο είναι το συμφέρον του. Θα προσπαθήσω να κανονίσω μια συνάντηση μ' αυτόν και με το δικηγόρο του όσο θα είμαι εκεί πάνω, αλλά ως τώρα δεν έχω καταφέρει να προχωρήσω πέρα από τη γραμματέα του». «Τη Ροζέτ Γουίτμορ;» «Όχι, νομίζω ότι η Γουίτμορ είναι ένα σκαλί πιο ψηλά στην ιεραρχία. Δεν έχω μιλήσει ούτε σ' αυτή ακόμη. Αλλά θα μιλήσω». «Δοκίμασε τον Ρίτσαρντ Όσγκουντ ή τον Τζορτζ Φούτμαν», είπα. «Ίσως να μπορούν να σε φέρουν σε επαφή με τον Ντεβόρ ή τον βασικό σύμβουλο του». «Θέλω να μιλήσω μ' αυτή τη Γουίτμορ έτσι κι αλλιώς. Οι άνθρωποι σαν τον Ντεβόρ αρχίζουν σιγά σιγά να εξαρτώνται όλο και περισσότερο από τους βασικούς συμβούλους τους όσο γερνούν κι αυτή μπορεί να είναι το κλειδί στην υπόθεση. Ίσως έχει τη δυνατότητα να τον πείσει να τα παρατήσει. Από την άλλη μεριά, ίσως είναι ένας πρόσθετος πονοκέφαλος για μας. Είναι πιθανό να τον παροτρύνει να πολεμήσει, ίσως επειδή πιστεύει πραγματικά ότι ο Ντεβόρ μπορεί να κερδίσει την υπόθεση ή επειδή θέλει να απολαύσει τη σύγκρουση. Επίσης, επειδή μπορεί να τον παντρευτεί». «Να τον παντρευτεί;» «Γιατί όχι; Δεν αποκλείεται να τη βάλει να υπογράψει ένα προγαμιαίο συμφωνητικό -κάτι που θα μου ήταν αδύνατο να αποκαλύψω στο δικαστήριο, όπως είναι αδύνατο γι' αυτούς να αποκαλύψουν ποιος πληρώνει το δικηγόρο της Μέτι— και να παντρευτούν, πράγμα που θα αυξήσει τις πιθανότητες του». «Τζον, την έχω δει τη γυναίκα. Πρέπει να είναι εβδομήντα χρονών τουλάχιστον». «Είναι όμως επίσης ένας πιθανός παράγοντας σε μια υπόθεση κηδεμονίας και μπορεί να λειτουργήσει σαν ενδιάμεσο σκαλοπάτι μεταξύ του Ντεβόρ και του ζευγαριού των γκέι. Απλώς πρέπει να το έχουμε υπόψη μας αυτό». «Εντάξει». Κοίταξα πάλι την πόρτα του γραφείου αλλά όχι με
τόση λαχτάρα τώρα. Ερχεται κάποια στιγμή που τελειώνει η δουλειά σου για τη μέρα είτε το θέλεις είτε όχι και μάλλον είχα φτάσει σε αυτό το σημείο. Ίσως το βράδυ... «Ο δικηγόρος που σου βρήκα λέγεται Ρόμιο Μπισονέτ». Σταμάτησε για μια στιγμή. «Είναι δυνατόν να είναι πραγματικό αυτό το όνομα;» «Από το Λιούιστον είναι;» «Ναι, πώς το κατάλαβες;» «Γιατί στο Μέιν, και ιδιαίτερα γύρω από το Λιούιστον, υπάρχει αυτό το όνομα. Πρέπει να πάω να τον δω;» Δεν το ήθελα αυτό. Για να φτάσω στο Λιούιστον έπρεπε να διανύσω ογδόντα χιλιόμετρα σ' έναν επαρχιακό δρόμο με δύο μόνο λωρίδες, που αυτή την εποχή θα ήταν γεμάτος κατασκηνωτές και τροχόσπιτα. Εκείνο που ήθελα ήταν να κολυμπήσω και μετά να ρίξω έναν καλό ύπνο. Εναν ύπνο χωρίς όνειρα. «Δεν χρειάζεται. Τηλεφώνησε του και μίλα του λίγο. Ουσιαστικά θα λειτουργεί απλώς σαν δίχτυ ασφαλείας. θα κάνει ενστάσεις αν οι ερωτήσεις ξεφεύγουν από το πρωί της 4ης Ιουλίου. Σχετικά με αυτό το περιστατικό, θα πεις την αλήθεια και μόνο την αλήθεια. Κατάλαβες;» «Ναι». «Καν' του ένα τηλεφώνημα νωρίτερα και την Παρασκευή θα συναντηθείτε στο... Περίμενε... κάπου εδώ το έχω...» Άκουσα τις σελίδες να γυρίζουν πάλι. «Θα συναντηθείτε στο εστιατόριο του Αυτοκινητόδρομου 120 στις εννιά και τέταρτο. Πιείτε έναν καφέ, πείτε τα λίγο, γνωριστείτε, ρίξτε κορόνα-γράμματα για το ποιος θα πληρώσει, ίσως. Εγώ θα είμαι με τη Μέτι, για να συγκεντρώσω τις πληροφορίες που χρειάζομαι. Μπορεί να χρειαστεί να προσλάβουμε ιδιωτικό ντετέκτιβ. Θα στέλνω τους λογαριασμούς στον Γκολντέικερ. Αυτός θα τους στέλνει στον ατζέντη σου και ο ατζέντης σου... » «Όχι», είπα. «Πες στον Γκολντέικερ να τους στέλνει κατευθείαν εδώ. Ο Χάρολντ είναι μεγάλος τσιγκούνης. Πόσο θα μου στοιχίσει όλη η ιστορία;» «Εβδομήντα πέντε χιλιάδες δολάρια τουλάχιστον», μου απάντησε χωρίς δισταγμό και χωρίς κανέναν απολογητικό τόνο στη
φωνή του. «Μην το πεις στη Μέτι». «Εντάξει. Τι γίνεται, Μάικ, άρχισες να το διασκεδάζεις;» «Εδώ που τα λέμε, ναι», απάντησα σκεφτικός. «Με εβδομήντα πέντε χιλιάρικα που θα σκάσεις, καλά θα κάνεις να το διασκεδάσεις κιόλας». Αποχαιρετηθήκαμε και κλείσαμε. Καθώς κατέβαζα το ακουστικό, σκέφτηκα ότι τις τελευταίες πέντε μέρες είχα ζήσει περισσότερα πράγματα από ό,τι τα τελευταία τέσσερα χρόνια μαζί. Αυτή τη φορά το τηλέφωνο δεν χτύπησε και κατάφερα να φτάσω μέχρι το γραφείο μου, ήξερα όμως ότι είχα τελειώσει γι' αυτή τη μέρα. Κάθισα στην IBM, πάτησα το RETURN δυο τρεις φορές και άρχισα να γράφω μερικές σημειώσεις για τη συνέχεια, στο κάτω μέρος της σελίδας που δούλευα. Τι ενοχλητικό πράγμα αυτό το τηλέφωνο τελικά και πόσο σπάνια μας φέρνει καλά νέα! Σήμερα ήταν εξαίρεση, όμως, και μπορούσα να σταματήσω ικανοποιημένος. Είχα αρχίσει να δουλεύω πάλι —είχα αρχίσει να δουλεύω. Κάπου μέσα μου απορούσα ακόμη που μπορούσα να κάθομαι εδώ αναπνέοντας κανονικά, με την καρδιά μου να χτυπάει σταθερά και χωρίς να φαίνεται ίχνος άγχους και πανικού στον προσωπικό μου ορίζοντα. Τελείωσα τη σημείωση: (ΣΥΝΕΧΕΙΑ: Ο Ντρέικ στο Ρέιφορντ. Σταματά σε μανάβικο για να μιλήσει με τον ιδιοκτήτη, παλιό πληροφοριοδότη, να βρω καλό, γραφικό όνομα. Ψάθινο καπέλο, μπλουζάκι της Ντίσνεϊ Γουόρλντ. Μιλάνε για τον Σάκλφορντ.)
Γύρισα τον κύλινδρο μέχρι που η IBM έφτυσε τη σελίδα, την έβαλα πάνω από τις άλλες κι έγραψα ένα τελικό σημείωμα για τον εαυτό μου: «Να τηλεφωνήσω στον Τεντ Ρόζενκριφ για το Ρέιφορντ». Ο Ρόζενκριφ ήταν συνταξιούχος ναυτικός και ζούσε στο Ντέρι. Τον είχα προσλάβει ως βοηθό έρευνας σε αρκετά βιβλία. Σε ένα του ζήτησα να μάθει πώς γίνεται το χαρτί, σε ένα άλλο να βρει τις μεταναστευτικές συνήθειες μερικών πουλιών, σε ένα τρίτο μερικά πράγματα για την αρχιτεκτονική των πυραμίδων. Και πάντα του
ζητούσα να μου βρει «μερικά πράγματα», ποτέ «τα πάντα». Ως συγγραφέας, είχα πάντοτε αυτό το σύνθημα: μη με μπερδεύεις με πολλές λεπτομέρειες. Τα μυθιστορήματα τύπου Άρθουρ Χέϊλι δεν τα καταλαβαίνω —δεν μπορώ ούτε καν να τα διαβάσω και πολύ περισσότερο να τα γράψω. Θέλω να ξέρω μόνο όσα χρειάζομαι για να μπορώ να δίνω μια γενική εικόνα στον αναγνώστη. Ο Ρόζενκριφ το ήξερε αυτό και πάντα συνεργαζόμαστε καλά οι δυο μας. Αυτή τη φορά ήθελα να μάθω μερικά πράγματα για τη φυλακή Ρέιφορντ στη Φλόριντα και πώς είναι ο θάλαμος εκτελέσεων εκεί. Ήθελα, επίσης, λίγα πράγματα για την ψυχολογία των μανιακών δολοφόνων. Σκέφτηκα ότι ο Ρόζενκριφ θα χαιρόταν με το τηλεφώνημα μου, σχεδόν όσο χαιρόμουν κι εγώ για το γεγονός ότι είχα ένα λόγο για να του τηλεφωνήσω. Πήρα ό,τι είχα γράψει, οχτώ σελίδες σε διπλό διάστημα, και τις φυλλομέτρησα, κατάπληκτος ακόμη με την ύπαρξη τους. Τελικά, το μυστικό όλο αυτό τον καιρό ήταν μια παλιά γραφομηχανή IBM κι ένα μπαλάκι Κούριερ; Έτσι έδειχναν τα πράγματα. Αυτά που είχα γράψει ήταν επίσης εκπληκτικά. Αυτά τα τέσσερα χρόνια, μου είχαν έρθει αρκετές ιδέες —δεν υπήρχε συγγραφικό μπλοκάρισμα από αυτή την άποψη. Μία ήταν πραγματικά σπουδαία, από κείνες που σίγουρα μπορούσαν να γίνουν μυθιστόρημα αν ήμουν ακόμη σε θέση να γράφω μυθιστορήματα. Πέντε δέκα ανήκαν στην κατηγορία «αρκετά καλές», που σημαίνει ότι θα μπορούσα να τις χρησιμοποιήσω στην ανάγκη... ή αν από τη μια μέρα στην άλλη γίνονταν πανύψηλες και μυστηριώδεις, σαν τη φασολιά του Τζακ. Μερικές φορές συμβαίνει κι αυτό. Οι περισσότερες ήταν αναλαμπές, μικρά «τι θα γινόταν αν», που έρχονταν κι έφευγαν σαν διάττοντες αστέρες καθώς οδηγούσα ή περπατούσα ή ήμουν ξαπλωμένος τη νύχτα και περίμενα να με πάρει ο ύπνος. Ο Άνθρωπος με το Κόκκινο Πουκάμισο ήταν μια τέτοια ιδέα, του τύπου «τι θα γινόταν αν». Μια μέρα είδα έναν άντρα με κόκκινο πουκάμισο να πλένει τη βιτρίνα ενός μαγαζιού στο Ντέρι, ανεβασμένος σε μια ανεμόσκαλα. Ενα νεαρό ζευγάρι πέρασε κάτω από τη σκάλα, πράγμα που είναι μεγάλη κακοτυχία σύμφωνα με τις
παλιές προλήψεις. Μόνο που αυτοί οι δύο δεν ήξεραν πού βρίσκονται. Ήταν πιασμένοι χέρι χέρι και κοιτάζονταν βαθιά στα μάτια, ερωτευμένοι όσο δεν παίρνει άλλο. Ο άντρας ήταν ψηλός και καθώς παρακολουθούσα η κορυφή του κεφαλιού του μόλις που χώρεσε να περάσει κάτω από τα πόδια του τύπου που καθάριζε τη βιτρίνα. Αν έβρισκε το πόδι του, μπορεί να τον γκρέμιζε κάτω. Όλο το περιστατικό δεν κράτησε πάνω από πέντε δευτερόλεπτα. Το γράψιμο του βιβλίου μου πήρε πέντε μήνες. Μόνο που, στην πραγματικότητα, ολόκληρο το βιβλίο είχε δημιουργηθεί εκείνη τη στιγμή του «τι θα γινόταν αν». Φαντάστηκα ότι το κεφάλι του νεαρού χτύπησε το πόδι του υαλοκαθαριστή και τον έριξε κάτω. Και όλα ακολούθησαν από μόνα τους από κει και πέρα. Η δημιουργία του βιβλίου ήταν απλώς θέμα γραφικής δουλειάς. Η ιδέα που δούλευα τώρα δεν ήταν μία από τις Πολύ Μεγάλες Ιδέες του Μάικ (όπως τις έλεγε η Τζο), αλλά ούτε ήταν και ένα απλό «τι θα γινόταν αν». Επίσης, δεν έμοιαζε πολύ με τα παλιά μου γοτθικά θρίλερ. Η Β. Σ. Άντριους με πουλί δεν φαινόταν πουθενά αυτή τη φορά. Το ένιωθα όμως σαν κάτι στέρεο, κάτι πραγματικό, και μου είχε βγει εντελώς φυσικά, σαν ανάσα. Ο Αντί Ντρέικ ήταν ιδιωτικός ντετέκτιβ στο Κη Λάργκο. Ήταν σαράντα χρονών, χωρισμένος, με ένα κοριτσάκι τριών ετών. Στην αρχή του βιβλίου βρίσκεται στο Κη Γουέστ, στο σπίτι κάποιας Ρεγκίνας Γουάιτινγκ. Η Γουάιτινγκ έχει κι αυτή ένα παιδί, ένα κοριτσάκι πέντε χρονών, και είναι παντρεμένη με έναν πολύ πλούσιο επιχειρηματία, ο οποίος αγνοεί κάτι που γνωρίζει ο Αντί Ντρέικ: ότι μέχρι το 1992 η Ρεγκίνα Τέιλορ Γουάιτινγκ ήταν η Τίφανι Τέιλορ, κολ γκερλ πολυτελείας στο Μαϊάμι. Αυτά είχα γράψει μέχρι τη στιγμή που άρχισε να χτυπάει το τηλέφωνο. Και να τι θα έγραφα από δω και πέρα, να ποια θα ήταν η γραφική δουλειά που θα έκανα στις επόμενες βδομάδες, εφόσον βέβαια μπορούσα ακόμη να γράψω: Μια μέρα η Ρεγκίνα Γουάιτινγκ ήταν στο τζακούζι του κήπου μαζί με την κόρη της, την Κάρεν, τριών ετών τότε. Κάποια στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο. Η Ρεγκίνα σκέφτηκε να πει στον κηπουρό να το σηκώσει, μετά όμως αποφάσισε να το σηκώσει μόνη της. Ο
τακτικός κηπουρός τους ήταν άρρωστος με γρίπη και δεν ένιωθε άνετα να ζητήσει κάτι τέτοιο από έναν άγνωστο. Είπε στην κόρη της να προσέχει και βγήκε από το τζακούζι για να σηκώσει το τηλέφωνο. Η Κάρεν σήκωσε το χέρι της για να μην την πιτσιλίσει η μητέρα της καθώς έβγαινε από την μπανιέρα και της έπεσε η κούκλα που έπλενε. Όταν έσκυψε μέσα στο νερό για να την πάρει, τα μαλλιά της πιάστηκαν σε έναν από τους ισχυρούς απορροφητήρες της μπανιέρας. (Η αρχική ιδέα για το μυθιστόρημα μου είχε έρθει πριν από δυο τρία χρόνια, όταν διάβασα για ένα τέτοιο θανατηφόρο ατύχημα.) Ο κηπουρός, κάποιος ανώνυμος τύπος με χακί πουκάμισο, που τον έχει στείλει μια εταιρεία με συνεργεία συντήρησης, βλέπει τι συμβαίνει. Τρέχει, βουτάει μέσα στην μπανιέρα και τραβάει το κοριτσάκι από το βυθό, ενώ μέσα στον απορροφητήρα μένουν μια τούφα μαλλιά και κάμποσο δέρμα. Μετά της κάνει τεχνητή αναπνοή μέχρι που η Κάρεν αρχίζει να ανασαίνει και πάλι. (Αυτή θα ήταν μια υπέροχη σκηνή γεμάτη σασπένς. Δεν έβλεπα την ώρα να τη γράψω.) Αρνείται όλες τις αμοιβές που του προσφέρει η υστερική μητέρα και τελικά της δίνει τη διεύθυνση του για να μπορέσει να του μιλήσει ο άντρας της. Μόνο που και η διεύθυνση και το όνομα του, Τζον Σάνμπορν, αποδεικνύονται ψεύτικα. Δυο χρόνια αργότερα, το πρώην κολ γκερλ με την ευυπόληπτη δεύτερη ζωή βλέπει τον άνθρωπο που έσωσε το παιδί της στην πρώτη σελίδα των εφημερίδων στο Μαϊάμι. Το όνομα του είναι Τζον Σάκλφορντ και έχει συλληφθεί για το βιασμό και φόνο ενός κοριτσιού εννιά χρονών. Επίσης, συνεχίζει, το άρθρο, θεωρείται ύποπτος για περισσότερους από σαράντα άλλους φόνους, σε πολλούς από τους οποίους τα θύματα ήταν παιδιά. «Πιάσατε το δολοφόνο με το καπέλο του μπέιζμπολ;» θα φώναζε ένας από τους δημοσιογράφους στη συνέντευξη Τύπου της αστυνομίας. «Ο Τζον Σάκλφορντ είναι ο δολοφόνος με το καπέλο του μπέιζμπολ;» «Ετσι πιστεύουν όλοι», είπα καθώς κατέβαινα στο ισόγειο. Άκουγα πολλά κρις κραφτ στη λίμνη σήμερα το απόγευμα και τούτο σήμαινε ότι ήταν αδύνατο να κολυμπήσω γυμνός. Φόρεσα το μαγιό μου, έριξα μια πετσέτα στους ώμους μου κι άρχισα να
κατεβαίνω το μονοπάτι με τις ξύλινες τραβέρσες —αυτό που στο όνειρο μου φωτιζόταν από χρωματιστά φαναράκια- για να ξεπλύνω τον ιδρώτα από τους εφιάλτες μου και την απροσδόκητη πρωινή μου παραγωγή. Υπάρχουν είκοσι τρία σκαλοπάτια από τραβέρσες σιδηροδρομικής γραμμής ανάμεσα στο Σάρα Λαφς και τη λίμνη. Είχα κατεβεί μόνο τέσσερα ή πέντε, όταν συνειδητοποίησα πόσο συνταρακτικό ήταν αυτό που είχε συμβεί. Το στόμα μου άρχισε να τρέμει. Τα χρώματα των δέντρων και του ουρανού αναμείχθηκαν καθώς τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα. Ενας ήχος άρχισε να βγαίνει από μέσα μου, ένα βαθύ, πνιχτό βογκητό. Τα πόδια μου λύγισαν και κάθισα στο σκαλοπάτι. Για μια στιγμή νόμισα ότι μου πέρασε, ότι δεν ήταν τίποτα, μετά όμως άρχισα να κλαίω. Έχωσα μια άκρη της πετσέτας στο στόμα μου, γιατί φοβήθηκα ότι, αν με άκουγαν οι τύποι από τα κρις κραφτ, θα νόμιζαν πως κάποιον σκοτώνουν. Έκλαψα για τα άδεια χρόνια που είχα περάσει χωρίς την Τζο, χωρίς φίλους και χωρίς τη δουλειά μου. Έκλαψα από ευγνωμοσύνη επειδή αυτά τα άδεια χρόνια έμοιαζαν να έχουν τελειώσει. Ήταν πολύ νωρίς ακόμη για να είμαι σίγουρος —ένας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη και οχτώ σελίδες κείμενο δεν φέρνουν την αναγέννηση μιας καριέρας—, αλλά πίστευα πραγματικά ότι ο εφιάλτης είχε τελειώσει. Κι έκλαψα από φόβο, επίσης, όπως γίνεται όταν τελειώνει επιτέλους κάποια απαίσια εμπειρία ή όταν αποφεύγουμε παρά τρίχα ένα τρομερό ατύχημα. Έκλαψα γιατί συνειδητοποίησα ότι από τότε που πέθανε η Τζο περπατούσα πάνω στη λευκή διαχωριστική γραμμή στη μέση του δρόμου. Και ήταν σαν να είχε γίνει κάποιο θαύμα, σαν να με άρπαξε κάτι και με κουβάλησε στην άκρη του δρόμου. Δεν είχα ιδέα ποιος το έκανε αυτό, αλλά δεν είχε σημασία — σ' αυτό το ερώτημα μπορούσα να απαντήσω κάποια άλλη μέρα. Έκλαψα μέχρι που τα έβγαλα όλα από μέσα μου. Μετά κατέβηκα στη λίμνη και μπήκα μέσα. Το δροσερό νερό δεν ήταν απλώς ευχάριστο πάνω μου —ήταν σαν πραγματική ανάσταση.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15 Δηλώστε το όνομα σας για τα πρακτικά». «Μάικλ Νούναν ». «Η διεύθυνσή σας;» «Η μόνιμη διεύθυνση μου είναι στο Ντέρι, Μπέντον Στρητ 14, αλλά έχω επίσης ένα σπίτι στο Τι-Αρ-90, στη λίμνη Νταρκ Σκορ. Η ταχυδρομική διεύθυνση είναι Τ.Θ. 832. Το ίδιο το σπίτι βρίσκεται στην Οδό 42, πάροδο του Αυτοκινητόδρομου 68». Ο Ελμερ Ντέρτζιν, επίτροπος της Κάιρα Ντεβόρ, κούνησε το παχουλό χέρι μπροστά στο πρόσωπο του ή για να διώξει κάποιο ενοχλητικό έντομο ή για να μου δείξει ότι αυτά τα στοιχεία ήταν αρκετά. Συμφωνούσα απόλυτα. Είχα αρχίσει κιόλας να νιώθω σαν το κοριτσάκι στο Η Μικρή μας Πόλη, που είπε ότι η διεύθυνση της είναι Γκρόβερ'ς Κόρνερ, Νιου Χαμσάιρ, Αμερική, Βόρειο Ημισφαίριο, Γη, Ηλιακό Σύστημα, Γαλαξίας, Νους του Θεού. Βασικά, ήμουν νευρικός. Είχα φτάσει σε ηλικία σαράντα χρονών χωρίς να έχω καμία επαφή με δικαστήρια και μολονότι δεν βρισκόμασταν σε αίθουσα δικαστηρίου αλλά στην αίθουσα συνεδριάσεων του δικηγορικού γραφείου Ντέρτζιν, Πίτερς και Τζαρέτ, στην Μπριτζ Στρητ του Καστλ Ροκ, ουσιαστικά επρόκειτο για δικαστική διαδικασία. Υπήρχε και μια παράξενη λεπτομέρεια σε όλη αυτή την ιστορία. Ο στενογράφος δεν χρησιμοποιούσε εκείνες τις συσκευές που μοιάζουν σαν αριθμομηχανές αλλά μια Στενομάσκα, ένα μαραφέτι που προσαρμόζεται στο κάτω μέρος του προσώπου. Είχα ξαναδεί τέτοια πράγματα, αλλά μόνο σε παλιές ασπρόμαυρες αστυνομικές ταινίες, από κείνες όπου ο Νταν Νταρία ή ο Τζον Πέιν τριγυρίζουν με μια Μπιούικ με μικρά πλαϊνά παράθυρα, έχοντας βλοσυρό ύφος και καπνίζοντας Κάμελ. Ήταν ήδη αρκετά παράξενο να κοιτάζεις στη γωνία και να βλέπεις έναν τύπο που έμοιαζε με τον πιο ηλικιωμένο πιλότο καταδιωκτικού στον κόσμο, αλλά ήταν ακόμη πιο παράξενο να ακούς όλα όσα έλεγες να επαναλαμβάνονται από μια πνιχτή, μονότονη φωνή. «Ευχαριστώ, κύριε Νούναν. Η γυναίκα μου έχει διαβάσει όλα τα
βιβλία σας, και είστε ο αγαπημένος της συγγραφέας. Ήθελα να καταγραφεί αυτό στα πρακτικά». Ο Ντέρτζιν γέλασε. Ήταν χοντρός τύπος και τους περισσότερους χοντρούς τους συμπαθώ, γιατί είναι εύθυμοι και διαχυτικοί άνθρωποι. Όμως, υπάρχει μια υποκατηγορία, οι Κακοί Χοντροί, που καλά θα κάνεις να τους προσέχεις. Είναι ικανοί να κάψουν το σπίτι σου και να βιάσουν το σκύλο σου αν τους δώσεις την παραμικρή δικαιολογία και ευκαιρία. Οι περισσότεροι δεν ξεπερνούν το ένα και πενήντα πέντε ύψος (εκεί περίπου ήταν και ο Ντέρτζιν) και πολλοί είναι κάτω από το ένα και πενήντα. Χαμογελούν πολύ αλλά μόνο με το στόμα, όχι με τα μάτια. Οι Κακοί Χοντροί μισούν όλο τον κόσμο. Και κυρίως μισούν τους άντρες που μπορούν να κοιτάζουν κάτω και να βλέπουν τα πόδια τους, χωρίς να τους τα κρύβει η κοιλιά τους. Σε αυτή την κατηγορία ανήκα κι εγώ, με δυσκολία ομολογουμένως. «Ευχαριστήστε τη σύζυγο σας εκ μέρους μου, κύριε Ντέρζιν. Σίγουρα θα μπορεί να σας συστήσει ένα βιβλίο μου για να αρχίσετε». Ο Ντέρτζιν γέλασε. Στα δεξιά του, η βοηθός του —μια όμορφη κοπέλα που έδειχνε να έχει τελειώσει τη νομική πριν από είκοσι λεπτά περίπου— γέλασε κι αυτή. Στα αριστερά μου, ο Ρόμιο Μπισονέτ γέλασε επίσης. Στη γωνία, ο γηραιότερος πιλότος F-111 στον κόσμο συνέχισε να μουρμουρίζει στη Στενομάσκα. «Θα περιμένω να γίνουν ταινίες», απάντησε ο Ντέρτζιν και στα μάτια του άστραψε μια λάμψη κακεντρέχειας. Ήξερε ότι κανένα από τα βιβλία μου δεν είχε γίνει κινηματογραφική ταινία. Μόνο το Διπλός Εαυτός είχε διασκευαστεί ειδικά για την τηλεόραση και η τηλεθέαση που έπιασε ήταν περίπου ίδια με το Εθνικό Πρωτάθλημα Φινιρίσματος Καναπέδων. Ευχήθηκα να τελείωσε επιτέλους τα χαριτωμένα αστειάκια ο ηλίθιος. «Είμαι ο επίτροπος της Κάιρα Ντεβόρ», συνέχισε. «Γνωρίζετε τι σημαίνει αυτό, κύριε Νούναν;» «Νομίζω, ναι». «Σημαίνει», συνέχισε ο Ντέρτζιν, «ότι με έχει διορίσει ο δικαστής Ράνκορτ για να αποφασίσω —αν μπορώ— ποιο είναι το συμφέρον της Κάιρα Ντεβόρ, εάν καταστεί απαραίτητη μια δικαστική απόφαση για την κηδεμονία της. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο δικαστής Ράνκορτ
δεν είναι υποχρεωμένος να βασίσει την απόφαση του στα συμπεράσματα μου, αλλά συνήθως αυτό συμβαίνει σε πολλές περιπτώσεις». Με κοίταξε, με τα δάχτυλα πλεγμένα πάνω σε ένα άδειο σημειωματάριο. Η όμορφη βοηθός δίπλα του έγραφε σαν τρελή. Ίσως δεν είχε εμπιστοσύνη στον πιλότο. Ο Ντέρτζιν είχε ένα ύφος σαν να περίμενε χειροκρότημα. «Ερώτηση ήταν αυτό, κύριε Ντέρτζιν;» ρώτησα και ο Ρόμιο Μπισονέτ δίπλα μου μου έριξε στον αστράγαλο μια ελαφριά κλοτσιά, αποτέλεσμα εξάσκησης. Δεν χρειαζόταν να τον κοιτάξω για να καταλάβω ότι δεν ήταν τυχαία. Ο Ντέρτζιν έσφιξε τα χείλια του. Το δέρμα πάνω τους τέντωσε τόσο πολύ, που έμοιαζε σαν να φορούσε διαφανές γκλος. Πάνω στη γυαλιστερή φαλάκρα του, περίπου δύο ντουζίνες τρίχες ήταν χτενισμένες σε στρωτές καμπύλες. Μου έριξε μια υπομονετική, μετρημένη ματιά. Πίσω της κρυβόταν όλο το αμείλικτο μίσος του Κακού Χοντρού. Οι αβρότητες είχαν πάρει τέλος. «Όχι, κύριε Νούναν, δεν ήταν ερώτηση. Απλώς νόμισα ότι θα θέλατε να ξέρετε γιατί υποχρεωθήκαμε να σας ζητήσουμε να απαρνηθείτε την όμορφη λίμνη σας ένα τόσο ωραίο πρωινό. Φαίνεται ότι έκανα λάθος. Και τώρα, αν...» Ακούστηκε ένα αυταρχικό χτύπημα στην πόρτα και μπήκε μέσα ο καλός μας φίλος, ο Τζορτζ Φούτμαν. Σήμερα, το στυλ Κλίβελαντ Κάζουαλ είχε δώσει τη θέση του σε μια χακί στολή αστυνομικού, με φαρδιά ζώνη και πιστόλι. Έριξε μια αργόσυρτη ματιά στο στήθος της βοηθού, που φούσκωνε μέσα από το μπλε μεταξωτό πουκάμισο, και μετά της έδωσε ένα ντοσιέ κι ένα κασετόφωνο. Πριν φύγει, μου έριξε μια σύντομη ματιά. Σε θυμάμαι εσένα, φίλε, έλεγε το βλέμμα του. Ο εξυπνάκιας συγγραφέας, που δεν τρώει πολύ στα ραντεβού. Ο Ρόμιο Μπισονέτ έγειρε το κεφάλι προς το μέρος μου και κάλυψε με το χέρι του την απόσταση ανάμεσα στο στόμα του και το αυτί μου. «Η κασέτα του Ντεβόρ», είπε. Εγνεψα καταφατικά για να δείξω ότι κατάλαβα και μετά κοίταξα πάλι τον Ντέρτζιν. «Κύριε Νούναν, έχετε συναντηθεί με την Κάιρα Ντεβόρ και τη
μητέρα της, τη Μαίρη Ντεβόρ, έτσι δεν είναι;» Πώς βγαίνει το Μέτι από το Μαίρη; αναρωτήθηκα. Και μετά κατάλαβα, με τον ίδιο τρόπο που ήξερα για το άσπρο σορτς και την κοντή μπλούζα. Όταν η Κάιρα είχε προσπαθήσει για πρώτη φορά να πει Μαίρη, της είχε βγει Μέτι. «Κύριε Νούναν, μήπως θέλετε να κοιμηθείτε και σας ξυπνάμε με τις ενοχλητικές ερωτήσεις μας;» «Δεν υπάρχει λόγος για σαρκασμούς, νομίζω», είπε ο Μπισονέτ. Ο τόνος του ήταν ήπιος, αλλά ο Ελμερ Ντέρτζιν του έριξε μια ματιά που έδειχνε ότι, αν οι Κακοί Χοντροί κατάφερναν να κατακτήσουν τον κόσμο, ο Μπισονέτ θα ήταν στο πρώτο βαγόνι που θα πήγαινε για τα γκούλαγκ. «Με συγχωρείτε», είπα, πριν προλάβει να απαντήσει ο Ντέρτζιν. «Αφαιρέθηκα για μια στιγμή». «Καινούρια ιδέα για μυθιστόρημα;» ρώτησε ο Ντέρτζιν, χαμογελώντας με τα γυαλιστερά τεντωμένα χείλια του. Έμοιαζε σαν βάτραχος με σπορ σακάκι. Γύρισε στον πιλότο, του είπε να σβήσει αυτό το τελευταίο και μετά επανέλαβε την ερώτηση για την Κάιρα και τη Μέτι. Είπα ότι, ναι, τις είχα συναντήσει. «Μία φορά ή περισσότερες;» «Περισσότερες». «Πόσες φορές έχετε συναντηθεί μαζί τους;» «Δύο». «Εχετε μιλήσει, επίσης, στη Μαίρη Ντεβόρ στο τηλέφωνο ;» Οι ερωτήσεις είχαν αρχίσει ήδη να παίρνουν μια κατεύθυνση που δεν μου άρεσε καθόλου. «Ναι». «Πόσες φορές;» «Τρεις». Η τρίτη ήταν την προηγούμενη μέρα, όταν με πήρε για να με καλέσει σε ένα πικνίκ μαζί με τον Τζον Στόροου στο πάρκο του Καστλ Ροκ μετά την κατάθεση μου. Να φάμε μαζί στη μέση της πόλης, μπροστά σε όλο τον κόσμο... Αν και, αφού θα ήταν μαζί και ένας Νεοϋορκέζος δικηγόρος, μάλλον δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα. «Έχετε μιλήσει με την Κάιρα Ντεβόρ στο τηλέφωνο;»
Τι παράξενη ερώτηση! Κανείς δεν με είχε προετοιμάσει για κάτι τέτοιο. Ίσως γι' αυτό την έκανε ο Ντέρτζιν. «Κύριε Νούναν;» «Της έχω μιλήσει μία φορά». «Μπορείτε να μας πείτε ποιος ήταν ο χαρακτήρας αυτής της συζήτησης;» «Εε...» Κοίταξα τον Μπισονέτ, αλλά δεν μπορούσε να με βοηθήσει. Προφανώς, δεν ήξερε ούτε κι αυτός πού το πάει ο Ντέρτζιν. «Η Μέτι...» «Ορίσιε;» Ο Ντέρτζιν έσκυψε όσο πιο μπροστά του επέτρεπε η κοιλιά του. Τα μάτια του είχαν γίνει διαπεραστικά μέσα στις πτυχές της ροζ σάρκας. «Η Μέτι;» «Η Μέτι Ντεβόρ. Η Μαίρη Ντεβόρ». «Την αποκαλείτε Μέτι;» «Ναι», είπα και ένιωσα μια τρελή παρόρμηση να προσθέσω: Στο κρεβάτι! Στο κρεβάτι τη λέω έτσι! «Ω Μέτι, μη σταματάς, μη σταματάς», φωνάζω! «Με αυτό το όνομα μου συστήθηκε. Τη γνώρισα...» «Θα φτάσουμε και σ' αυτό· τώρα όμως με ενδιαφέρει η τηλεφωνική σας συνομιλία με την Κάιρα Ντεβόρ. Πότε έγινε;» «Χτες». «Στις 9 Ιουλίου του 1998». «Ναι». «Ποιος έκανε το τηλεφώνημα;» «Η Μέτ... η Μαίρη Ντεβόρ». τώρα θα με ρωτήσει γιατί μου τηλεφώνησε, σκέφτηκα, κι εγώ θα πω ότι ήθελε να κάνουμε άλλο ένα μαραθώνιο σεξ. «Πώς έγινε να μιλήσετε με την Κάιρα Ντεβόρ;» «Ζήτησε από τη μητέρα της να μου μιλήσει. Την άκουσα να λέει ότι ήθελε κάτι να μου πει». «Και τι ήθελε να σας πει;» «Ότι έκανε το πρώτο της αφρόλουτρο». «Σας είπε, επίσης, ότι έβηξε;» Τον κοίταξα αμίλητος. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα γιατί ο κόσμος μισεί τους δικηγόρους, ιδιαίτερα όταν τους έχει ξεσκονίσει
κάποιος που ξέρει καλά τη δουλειά του. «Κύριε Νούναν, θέλετε να επαναλάβω την ερώτηση;» «Όχι», είπα και αναρωτήθηκα πού είχε βρει αυτή την πληροφορία. Παρακολουθούσαν το τηλέφωνο της Μέτι οι μπάσταρδοι; Ή το δικό μου; Ή και τα δύο; Για πρώτη φορά ίσως κατάλαβα τι σημαίνει να έχεις μισό δισεκατομμύριο δολάρια περιουσία. Με τέτοια λεφτά μπορείς να παρακολουθείς όσα τηλέφωνα θέλεις. «Είπε ότι η μητέρα της της έριξε αφρό στο πρόσωπο και έβηξε. Αλλά ήταν...» «Σας ευχαριστώ, κύριε Νούναν. Και τώρα ας δούμε...» «Αφήστε τον να τελειώσει», είπε ο Μπισονέτ. Είχα την αίσθηση ότι ο Μπισονέτ είχε ήδη συμμετάσχει στη διαδικασία περισσότερο από ό,τι περίμενε, αλλά δεν έδειχνε να τον ενοχλεί αυτό. Ήταν ένας τύπος με το πένθιμο, αξιόπιστο πρόσωπο λαγωνικού και νυσταγμένη έκφραση. «Δεν είμαστε στο δικαστήριο και δεν κάνετε αντεξέταση». «Εμένα με απασχολεί μόνο το καλό του κοριτσιού», είπε ο Ντέρτζιν, με ύφος πομπώδες και ταπεινό ταυτόχρονα, ένας εντελώς αταίριαστος συνδυασμός. «Είναι μια ευθύνη που την παίρνω πολύ σοβαρά. Αν όμως φάνηκα να σας πιέζω, κύριε Νούναν, ζητώ συγνώμη». Δεν έκανα τον κόπο να δεχτώ τη συγνώμη του -δεν θα γινόμουν εξίσου υποκριτής με αυτόν. «Απλώς θα έλεγα ότι η Κάι γελούσε όταν μου το είπε. Μου είπε ότι έκαναν αφροπόλεμο με τη μαμά της. Και όταν το έδωσε μετά πάλι στη μητέρα της, γελούσε κι αυτή». Ο Ντέρτζιν είχε ανοίξει το ντοσιέ που του έφερε ο Φούτμαν και το ξεφύλλιζε γρήγορα καθώς μιλούσα, σαν να μην άκουγε λέξη. «Η μητέρα της... Η Μέτι, όπως τη λέτε». «Ναι, η Μέτι, όπως τη λέω. Πώς ξέρετε τι είπαμε σε μια προσωπική τηλεφωνική συνομιλία;» «Αυτό δεν είναι δική σας δουλειά, κύριε Νούναν». Ο Ντέρτζιν διάλεξε μια σελίδα από το ντοσιέ και το έκλεισε. Την κράτησε ψηλά για λίγο, σαν γιατρός που εξετάζει ακτινογραφία, και είδα ότι ήταν δακτυλογραφημένη, σε μονό διάστημα. «Ας επιστρέψουμε στην αρχική σας συνάντηση με τη Μαίρη και την Κάιρα Ντεβόρ. Εγινε την
4η Ιουλίου, έτσι δεν είναι;» «Ναι». Ο Ντέρτζιν έγνεψε καταφατικά. «Το πρωί της 4ης Ιουλίου. Και συναντήσατε πρώτα την Κάιρα Ντεβόρ». «Ναι». «Τη συναντήσατε πρώτη επειδή η μητέρα της δεν ήταν μαζί της εκείνη τη στιγμή, σωστά;» «Η ερώτηση είναι άσχημα διατυπωμένη, κύριε Ντέρτζιν, αλλά η απάντηση είναι ναι». «Αισθάνομαι κολακευμένος που με διορθώνει ένας άνθρωπος ο οποίος έχει μπει στις λίστες των μπεστ σέλερ», είπε ο Ντέρτζιν χαμογελώντας. Το χαμόγελο έδειχνε ότι θα φρόντιζε να κάθομαι δίπλα στον Ρόμιο Μπισονέτ σ' εκείνο το πρώτο βαγόνι για τα γκούλαγκ. «Μιλήστε μας για τη συνάντηση σας, πρώτα με την Κάιρα Ντεβόρ και μετά με τη Μαίρη Ντεβόρ. Ή τη Μέτι, αν το προτιμάτε». Τους είπα την ιστορία. 'Όταν τελείωσα, ο Ντέρτζιν τοποθέτησε το κασετόφωνο μπροστά του. Τα νύχια του ήταν εξίσου γυαλιστερά με τα χείλια του. «Κύριε Νούναν, θα μπορούσατε να είχατε χτυπήσει την Κάιρα με το αυτοκίνητο σας, έτσι δεν είναι;» «Με τίποτα. Έτρεχα με πενήντα πέντε χιλιόμετρα. Αυτό είναι το όριο ταχύτητας σ' εκείνο το σημείο. Την είδα έγκαιρα και είχα άφθονο χρόνο να σταματήσω». «Ας υποθέσουμε ότι ερχόσασταν από την άλλη κατεύθυνση, όμως. Ότι πηγαίνατε βόρεια αντί για νότια, θα είχατε και τότε άφθονο χρόνο;» Αυτή η ερώτηση ήταν πιο δίκαιη από πολλές άλλες, βασικά. Αν κάποιος ερχόταν από την άλλη μεριά, θα είχε πολύ λιγότερο χρόνο για να αντιδράσει. Και πάλι όμως... «Ναι», είπα. Ο Ντέρτζιν ύψωσε τα φρύδια του. «Είστε σίγουρος γι' αυτό;» «Ναι, κύριε Ντέρτζιν. Μπορεί να χρειαζόταν να πατήσω λίγο πιο δυνατά τα φρένα, αλλά...» «Με πενήντα πέντε χιλιόμετρα την ώρα». «Ναι, με πενήντα πέντε. Σας είπα, αυτό είναι το όριο
ταχύτητας... » «...σ' εκείνο το συγκεκριμένο σημείο του Αυτοκινητόδρομου 68. Ναι, μου το είπατε αυτό. Και έχετε διαπιστώσει ότι οι περισσότεροι οδηγοί τηρούν το όριο ταχύτητας σε αυτό το μέρος του δρόμου;» «Από το 1993 και μετά δεν ερχόμουν σχεδόν καθόλου στο ΤιΑρ, κι έτσι δεν μπορώ...» «Ελάτε τώρα, κύριε Νούναν. Δεν μιλάμε για καμιά σκηνή από τα βιβλία σας. Απλώς απαντήστε στις ερωτήσεις μου, αλλιώς θα φάμε όλο το πρωί εδώ». «Κάνω ό,τι μπορώ, κύριε Ντέρτζιν». Εβγαλε ένα στεναγμό γεμάτο θλίψη. «Το σπίτι στη λίμνη Νταρκ Σκορ το έχετε από τη δεκαετία του '80, έτσι δεν είναι; Και το όριο ταχύτητας σ' εκείνο το κομμάτι του δρόμου, το Γενικό Κατάστημα Λέικβιου, το ταχυδρομείο, το γκαράζ του Ντικ Μπρουκς —το μέρος που ονομάζεται Βόρειο Χωριό-, δεν έχει αλλάξει από τότε, έτσι δεν είναι;» «Όχι», παραδέχτηκα. «Επιστρέφω, λοιπόν, στην αρχική μου ερώτηση: έχετε παρατηρήσει ότι οι περισσότεροι οδηγοί τηρούν το όριο ταχύτητας σε αυτό το μέρος του δρόμου;» «Δεν μπορώ να ξέρω αν είναι οι περισσότεροι, δεν έχω κάνει καμιά σχετική έρευνα· φαντάζομαι όμως ότι είναι πολλοί». «Θα θέλατε να ακούσετε τον κύριο Φούτμαν, βοηθό σερίφη της Κομητείας Καστλ, να καταθέτει πού δίδεται ο μεγαλύτερος αριθμός κλήσεων για υπερβολική ταχύτητα στο Τι-Αρ-90, κύριε Νούναν;» «Όχι», είπα με απόλυτη ειλικρίνεια. «Πέρασαν άλλα οχήματα όσο μιλούσατε πρώτα με την Κάιρα Ντεβόρ και μετά με τη Μαίρη Ντεβόρ;» «Ναι». «Πόσα;» «Δεν ξέρω ακριβώς. Δύο ίσως». «Μπορεί να ήταν τρία;» «Μπορεί». «Πέντε;» «Όχι, πέντε είναι πολλά».
«Δεν ξέρετε ακριβώς, όμως, έτσι δεν είναι;» «Όχι». «Και δεν ξέρετε επειδή η Κάιρα Ντεβόρ ήταν αναστατωμένη» . «Εδώ που τα λέμε, ήταν πολύ συγκροτημένη για ένα παιδί στην... » «Εκλαψε καθόλου μπροστά σας;» «Εε... ναι». «Την έκανε η μητέρα της να κλάψει;» «Αυτή η ερώτηση είναι άδικη». «Εξίσου άδικη, κατά τη γνώμη σας, με το να αφήσεις ένα παιδί τριών χρονών να περπατάει στη μέση ενός πολυσύχναστου δρόμου και μάλιστα σε ημέρα γιορτής ή, ίσως, όχι τόσο άδικη;» «Θεέ και Κύριε, με το μαλακό», είπε ήρεμα ο Μπισονέτ. Εδειχνε να έχει σαστίσει με την τακτική του Ντέρτζιν. «Αποσύρω την ερώτηση», είπε ο Ντέρτζιν. «Ποια απ' όλες;» ρώτησα. Με κοίταξε κουρασμένα, σαν να έλεγε ότι είναι αναγκασμένος να ανέχεται μαλάκες σαν εμένα συνεχώς και έχει συνηθίσει στην απαράδεκτη συμπεριφορά τους. «Πόσα αυτοκίνητα πέρασαν από τη στιγμή που πήρατε το παιδί από το δρόμο και το μεταφέρατε σε ασφαλές μέρος, μέχρι που φύγατε από εκείνο το σημείο;» Δεν μου άρεσε καθόλου αυτό το «μεταφέρατε σε ασφαλές μέρος», αλλά δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Καθώς σκεφτόμουν την απάντηση μου, άκουσα τον τύπο να το μουρμουρίζει στη Στενομάσκα του. Και η αλήθεια ήταν ότι αυτό ακριβώς είχα κάνει. «Σας είπα, δεν ξέρω ακριβώς». «Εντάξει, δώστε μου μια εκτίμηση». «Μπορεί να ήταν τρία». «Στα οποία συμπεριλαμβάνεται και αυτό της Μαίρης Ντεβόρ; Οδηγούσε ένα...» Συμβουλεύτηκε το χαρτί που είχε βγάλει από το ντοσιέ, «...ένα τζιπ Σκάουτ του 1982;» Θυμήθηκα την Κάι να λέει Η Μέτι πάει γρήγορα και κατάλαβα πού το πήγαινε τώρα ο Ντέρτζιν. Αλλά και πάλι δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. «Ναι, συμπεριλαμβάνεται και το Σκάουτ. Δεν ξέρω ποιας χρονολογίας ήταν».
«Τη στιγμή που πέρασε από το σημείο όπου στεκόσαστε κρατώντας την Κάιρα στην αγκαλιά σας, οδηγούσε με ταχύτητα μικρότερη από το νόμιμο όριο; Μήπως οδηγούσε με τη μέγιστη επιτρεπόμενη ταχύτητα; Ή μήπως υπερέβαινε το όριο;» Έτρεχε τουλάχιστον με ογδόντα, αλλά είπα στον Ντέρτζιν ότι δεν ήμουν σίγουρος. Με παρότρυνε να προσπαθήσω —Ξέρω ότι δεν είστε εξοικειωμένος με τον κόμπο της κρεμάλας, κύριε Νούναν, αλλά είμαι σίγουρος ότι θα τον πετυχετε αν προσπαθήσετε—, και αρνήθηκα όσο πιο ευγενικά μπορούσα. Ο Ντέρτζιν πήρε πάλι το χαρτί. «Κύριε Νούναν, θα σας εξέπληττε αν σας έλεγα ότι δύο μάρτυρες —ο Ρίτσαρντ Μπρουκς ο νεότερος, ιδιοκτήτης του Γκαράζ του Ντικ, και ο Ρόις Μέριλ, συνταξιούχος ξυλουργός— υποστηρίζουν ότι η κυρία Ντεβόρ έτρεχε με ταχύτητα πολύ μεγαλύτερη από τα πενήντα πέντε χιλιόμετρα όταν πέρασε από το σημείο όπου στεκόσαστε;» «Δεν ξέρω», είπα. «Είχα συγκεντρώσει την προσοχή μου στο κοριτσάκι». «Θα σας εξέπληττε αν σας έλεγα ότι ο Ρόις Μέριλ υπολόγισε ότι έτρεχε με εκατό χιλιόμετρα την ώρα;» «Αποκλείεται. Αν έτρεχε τόσο πολύ, μόλις φρενάρισε θα γλιστρούσε το αμάξι και θα κατέληγε στο χαντάκι». «Τα ίχνη από το φρενάρισμα που μετρήθηκαν από το βοηθό σερίφη Φούτμαν έδειξαν ότι έτρεχε με ταχύτητα τουλάχιστον ογδόντα χιλιομέτρων την ώρα», είπε ο Ντέρτζιν. Δεν ήταν ερώτηση, αλλά με κοίταξε με ένα σχεδόν εύθυμο βλέμμα, σαν να με προσκαλούσε να αντισταθώ λίγο ακόμη και να βουλιάξω ακόμη πιο βαθιά σ' αυτόν το λάκκο. Δεν είπα τίποτα. Ο Ντέρτζιν έπλεξε τα παχουλά του δάχτυλα και έσκυψε προς το μέρος μου. Το εύθυμο βλέμμα είχε χαθεί. «Κύριε Νούναν, αν δεν είχατε κουβαλήσει την Κάιρα Ντεβόρ στην άκρη του δρόμου —αν δεν την είχατε σώσει—, δεν θα μπορούσε να την πατήσει η ίδια η μητέρα της;» Αυτή η ερώτηση ήταν δυναμίτης. Πώς μπορούσα να την απαντήσω; Ο Μπισονέτ δεν έκανε καμιά προσπάθεια να με βοηθήσει, έστω και με νοήματα. Κοίταζε την όμορφη βοηθό του Ντέρτζιν,
μάλλον προσπαθώντας να την κάνει να τον κοιτάξει κι αυτή. Σκέφτηκα το βιβλίο που διάβαζε η Μέτι μαζί με τον «Μπάρτλεμπι», τον Σιωπηλό Μάρτυρα του Ρίτσαρντ Νορθ Πάτερσον. Σε αντίθεση με τους δικηγόρους του Γκρίσαμ, οι δικηγόροι του Πάτερσον σχεδόν πάντα ήξεραν καλά τη δουλειά τους. Ένσταση, κύριε δικαστά, η ερώτηση απαιτεί τη διατύπωση εικασιών από μέρους του μάρτυρα. Ανασήκωσα τους ώμους. «Λυπάμαι πολύ, δεν μπορώ να απαντήσω —δεν έχω φέρει την κρυστάλλινη σφαίρα μαζί μου». Είδα πάλι εκείνη τη λάμψη κακίας στα μάτια του Ντέρτζιν. «Κύριε Νούναν, σας διαβεβαιώ ότι, αν δεν απαντήσετε σε αυτή την ερώτηση εδώ, είναι πολύ πιθανό να αναγκαστείτε να γυρίσετε από το Μάλιμπου ή από το Φάιαρ Άιλαντ ή από όπου αλλού θα γράψετε το επόμενο αριστούργημα σας, για να απαντήσετε αργότερα». Ανασήκωσα πάλι τους ώμους μου. «Αν κληθώ, θα έρθω. Σας είπα ήδη ότι είχα στρέψει την προσοχή μου στο παιδί. Δεν μπορώ να σας πω με πόσα έτρεχε η μητέρα ούτε πόσο καλή είναι η όραση του Ρόις Μέριλ ούτε καν αν ο βοηθός σερίφη Φούτμαν μέτρησε τα σωστά ίχνη ελαστικών στο δρόμο. Υπάρχουν πάρα πολλά σ' εκείνο το σημείο, ξέρετε. Και ας υποθέσουμε ότι όντως έτρεχε με ογδόντα. Ή ακόμη και με ενενήντα. Είναι είκοσι ενός ετών, Ντέρτζιν. Σε ηλικία είκοσι ενός ετών τα ανακλαστικά είναι αστραπιαία. Κατά πάσα πιθανότητα θα προλάβαινε να στρίψει άνετα για να αποφύγει το παιδί». «Εντάξει, αρκετά». «Γιατί; Επειδή δεν σου λέω αυτά που θέλεις;» Ο Μπισονέτ με κλότσησε πάλι, αλλά τον αγνόησα. «Αν είσαι με το μέρος της Κάιρα, γιατί φέρεσαι σαν να είσαι με το μέρος του παππού της;» Ένα οργισμένο χαμόγελο φάνηκε στα χείλη του Ντέρτζιν. Ένα χαμόγελο που έλεγε. Εντάξει, εξυπνάκια, αφού θέλεις να παίξουμε, θα παίξουμε. Τράβηξε λίγο πιο κοντά του το κασετόφωνο. «Αφού αναφέρατε τον παππού της Κάιρα, τον κύριο Μάξγουελ Ντεβόρ, τι θα λέγατε να μιλήσουμε γι' αυτόν;» «Εσύ κάνεις κουμάντο». «Έχετε μιλήσει ποτέ με τον Μάξγουελ Ντεβόρ;» «Ναι».
«Αυτοπροσώπως ή από το τηλέφωνο;» «Από το τηλέφωνο». Σκέφτηκα να προσθέσω ότι ο Ντεβόρ είχε χρησιμοποιήσει τον απόρρητο αριθμό μου, αλλά μετά θυμήθηκα ότι το ίδιο είχε κάνει και η Μέτι και προτίμησα να μη μιλήσω. «Πότε έγινε αυτό;» «Το βράδυ του Σαββάτου. Το βράδυ της 4ης Ιουλίου. Μου τηλεφώνησε ενώ παρακολουθούσα τα πυροτεχνήματα». «Και το θέμα της συζήτησης σας ήταν η μικρή σας πρωινή περιπέτεια;» Καθώς έκανε την ερώτηση, έβαλε ταυτόχρονα το χέρι στην τσέπη κι έβγαλε μια κασέτα. Η κίνηση του ήταν επιδεικτική· θύμιζε ταχυδακτυλουργό που δείχνει και τις δυο πλευρές ενός μεταξωτού μαντιλιού. Και μπλοφάριζε. Δεν μπορούσα να είμαι σίγουρος γι' αυτό... ταυτόχρονα όμως ήμουν. Ο Ντεβόρ είχε μαγνητοφωνήσει όντως τη συνομιλία μας —ο βόμβος στη γραμμή ήταν πολύ δυνατός και σε κάποιο επίπεδο το είχα αντιληφθεί αυτό ακόμη και την ώρα που του μιλούσα. Η συνομιλία ήταν γραμμένη σε αυτή την κασέτα που έβαζε τώρα ο Ντέρτζιν στο κασετόφωνο….. αλλά και πάλι ήταν μπλόφα. «Δεν θυμάμαι», είπα. Το χέρι του Ντέρτζιν πάγωσε τη στιγμή που έκλεινε το καπάκι του κασετόφωνου. Με κοίταξε σαν να μην πίστευε στα αυτιά του... Αλλά υπήρχε και κάτι άλλο στο πρόσωπο του —νομίζω ότι ήταν θυμός και έκπληξη. «Δεν θυμάστε; Ελάτε τώρα, κύριε Νούναν. Οι συγγραφείς εκπαιδεύουν τον εαυτό τους να θυμούνται συνομιλίες, κι αυτή έγινε πριν από μια βδομάδα μόνο. Πείτε μου για ποιο θέμα μιλήσατε». «Πραγματικά δεν μπορώ να σας πω, δεν θυμάμαι», απάντησα με στωική, άχρωμη φωνή. Για μια στιγμή ο Ντέρτζιν φάνηκε σχεδόν να πανικοβάλλεται. Μετά, τα χαρακτηριστικά του ηρέμησαν. Το ένα του δάχτυλο άρχισε να κινείται ρυθμικά πάνω στα κουμπιά του κασετόφωνου. «Πώς άρχισε ο κύριος Ντεβόρ τη συζήτηση;» με ρώτησε. «Είπε "εμπρός"», απάντησα και ακούστηκε ένας κοφτός, πνιχτός ήχος πίσω από τη Στενομάσκα. Μπορεί ο τύπος να ξερόβηξε για να καθαρίσει το λαιμό του —ή μπορεί να έπνιξε ένα γέλιο.
Τα μάγουλα του Ντέρτζιν είχαν αρχίσει να κοκκινίζουν. «Και μετά το "εμπρός"; Τι είπε;» «Δεν θυμάμαι». «Δεν σας ρώτησε για όσα έγιναν εκείνο το πρωί;» «Δεν θυμάμαι». «Δεν του είπατε ότι η Μαίρη Ντεβόρ και η κόρη της ήταν μαζί, κύριε Νούναν; Δεν του είπατε ότι μάζευαν λουλούδια; Αυτό δεν είπατε σε έναν ανήσυχο παππού όταν σας ρώτησε για το περιστατικό για το οποίο μιλούσε όλη η πόλη την 4η Ιουλίου;» «Ω θεέ μου», είπε ο Μπισονέτ. Σήκωσε το ένα χέρι και άγγιξε την παλάμη του με τα δάχτυλα του άλλου, σχηματίζοντας ένα Τ, όπως οι προπονητές στο μπάσκετ. «Τάιμ άουτ», είπε. Ο Ντέρτζιν τον κοίταξε. Τα μαγουλά του είχαν κοκκινίσει ακόμη περισσότερο και τα χείλια του είχαν τραβηχτεί πίσω, αποκαλύπτοντας τις άκρες των δοντιών του. «Τι θέλεις εσύ;» γρύλισε σχεδόν, λες και ο Μπισονέτ ήταν κανένας πλασιέ που τον ενοχλούσε. «Θέλω να σταματήσεις να καθοδηγείς το μάρτυρα και θέλω, επίσης, να διαγραφεί από τα πρακτικά όλη αυτή η ιστορία για τα λουλούδια», είπε ο Μπισονέτ. «Γιατί;» ρώτησε θυμωμένος ο Ντέρτζιν. «Επειδή προσπαθείς να βάλεις στα πρακτικά ορισμένα πράγματα που ο μάρτυρας δεν είναι διατεθειμένος να πει. Αν θέλεις να σταματήσουμε εδώ για λίγο και να κάνουμε ένα τηλεφώνημα στο δικαστή Ράνκορτ, να πάρουμε τη γνώμη του... » «Εντάξει, αποσύρω την ερώτηση», είπε ο Ντέρτζιν. Με κοίταξε με μια ανήμπορη, σκυθρωπή μανία. «Κύριε Νούναν, θέλετε να με βοηθήσετε να κάνω τη δουλειά μου;» «Θέλω να βοηθήσω την Κάιρα Ντεβόρ, αν μπορώ», είπα. «Πολύ καλά». Κούνησε καταφατικά το κεφάλι του, σαν να μην υπήρχε καμιά διαφορά ανάμεσα σε αυτά τα δύο. «Τότε πείτε μου, σας παρακαλώ, για τι πράγμα μιλήσατε με τον Μάξγουελ Ντεβόρ». «Δεν θυμάμαι». Τον κοίταξα καλά καλά στα μάτια. «Ίσως όμως», πρόσθεσα, «εσείς μπορείτε να μου φρεσκάρετε τη μνήμη». Ακολούθησε μια στιγμή σιωπής, σαν αυτές που επικρατούν μερικές φορές σε ένα παιχνίδι πόκερ με πολλά λεφτά, αφού
ποντάρουν όλοι και πριν ανοίξουν τα χαρτιά τους οι παίκτες. Ακόμη και ο γερο-πιλότος είχε σωπάσει και περίμενε χωρίς καν να ανοιγοκλείνει τα μάτια του πάνω από τη μάσκα. Μετά ο Ντέρτζιν παραμέρισε το κασετόφωνο από μπροστά του (το σφίξιμο στο στόμα του έδειχνε ότι θα ήθελε να του κάνει αυτό που ήθελα να κάνω κι εγώ συχνά στο τηλέφωνο) κι άρχισε να με ρωτάει πάλι για το πρωί της 4ης Ιουλίου. Δεν μου έκανε ούτε μια ερώτηση για το γεύμα μου με τη Μέτι και την Κάι το βράδυ της Πέμπτης και δεν επανήλθε στην τηλεφωνική συνομιλία μου με τον Ντεβόρ —εκείνη στην οποία είχα πει όλα εκείνα τα ψέματα. Συνέχισα να απαντώ στις ερωτήσεις του μέχρι τις εντεκάμισι, αλλά η κατάθεση ουσιαστικά είχε τελειώσει όταν ο Ντέρτζιν παραμέρισε το κασετόφωνο. Το ήξερα και είμαι σίγουρος ότι το ήξερε κι αυτός. «Μάικ! Μάικ, εδώ!» Η Μέτι μου έγνεφε από ένα τραπέζι στην περιοχή του πικνίκ πίσω από τη μουσική εξέδρα του πάρκου. Φαινόταν πανευτυχής. Της κούνησα κι εγώ το χέρι και προχώρησα προς τα εκεί, περνώντας ανάμεσα σε παιδιά που έπαιζαν κυνηγητό, παρακάμπτοντας ένα ζευγάρι νέων που φιλιούνταν στο γρασίδι και σκύβοντας για να αποφύγω ένα φρίσμπι που αμέσως μετά ένα λυκόσκυλο, πηδώντας, το άρπαξε άνετα στον αέρα. Μαζί της ήταν ένας ψηλός κοκαλιάρης κοκκινομάλλης, αλλά δεν πρόλαβα να τον προσέξω καλά. Η Μέτι έτρεξε κοντά μου ενώ ήμουν ακόμη στο χαλικόστρωτο μονοπάτι, με αγκάλιασε σφιχτά και ύστερα με φίλησε με δύναμη στο στόμα. Τραβήχτηκε πίσω και με κοίταξε με έκδηλη χαρά. «Ήταν αυτό το μεγαλύτερο φιλί που σου έχουν δώσει ποτέ;» «Συμβιβάζεσαι με το μεγαλύτερο τα τελευταία τέσσερα χρόνια;» είπα. Και αν δεν ξεκολλούσε από πάνω μου σε μερικά δευτερόλεπτα, θα αισθανόταν και τη σωματική απόδειξη για το αν μου είχε αρέσει το φιλί της. «Μάλλον θα πρέπει να συμβιβαστώ». Γύρισε στον κοκκινομάλλη με ένα περίεργο ύφος ανυπακοής. «Τι λες, ήταν εντάξει;»
«Μάλλον όχι», απάντησε αυτός, «αλλά τουλάχιστον δεν σας βλέπουν οι γερο-κουτσομπόληδες του γκαράζ. Μάικ, είμαι ο Τζον Στόροου. Χαίρομαι που σε γνωρίζω από κοντά». Τον συμπάθησα αμέσως, ίσως επειδή τον βρήκα να φορά τυπικό νεοϋορκέζικο κοστούμι με γιλέκο και να βάζει χάρτινα πιάτα σε ένα τραπέζι του πικνίκ, με τα κόκκινα μαλλιά του να ανεμίζουν στο κεφάλι του σαν φύκια. Το δέρμα του ήταν λευκό και γεμάτο φακίδες, από το είδος που δεν μαυρίζει ποτέ από τον ήλιο, αλλά μόνο ξεφλουδίζει. 'Όταν σφίξαμε τα χέρια, το δικό του έμοιαζε να είναι γεμάτο κλειδώσεις. Πρέπει να ήταν τουλάχιστον τριάντα, αλλά φαινόταν να έχει την ηλικία της Μέτι. Μάλλον θα χρειαζόταν άλλα πέντε χρόνια μέχρι να μπορεί να πίνει στα μπαρ χωρίς να του ζητάνε ταυτότητα. «Κάθισε», μου είπε. «Εδώ έχουμε ένα γεύμα πέντε πιάτων, από το Κασιλ Ροκ Βαράιετι: σάντουιτς, που για κάποιον παράξενο λόγο εδώ τα λένε "ιταλικά"... κριτσίνια με μοτσαρέλα... τηγανητές πατάτες με σκόρδο... και σοκολάτες». «Μα αυτά είναι μόνο τέσσερα πιάτα», είπα. «Για πέμπτο έχουμε τα αναψυκτικά», είπε κι έβγαλε τρία μπουκάλια μπίρα χωρίς αλκοόλ από μια καφέ σακούλα. «Λοιπόν, ας φάμε. Η Μέτι δουλεύει στη βιβλιοθήκη από τις δύο μέχρι τις οχτώ την Παρασκευή και το Σάββατο· καλό θα είναι, λοιπόν, να μην αργήσει». «Πώς πήγε η συνάντηση των μελών του αναγνωστικού κύκλου χτες το βράδυ;» ρώτησα. «Βλέπω ότι η Λίντι Μπριγκς δεν σ' έφαγε ζωντανή». Η Μέτι γέλασε, έσφιξε τα χέρια της και τα σήκωσε πάνω από το κεφάλι της σε μια θριαμβευτική χειρονομία. «Εσκισα! Ήμουν και η πρώτη! Δεν τόλμησα, βέβαια, να τους πω ότι όλη εκείνη την ανάλυση μου την είχες πει εσύ». «Πάλι καλά», είπε ο Στόροου. «Αυτό έλειπε, να τους πεις τέτοιο πράγμα». Είχε αρχίσει να ξετυλίγει ένα σάντουιτς, κοιτάζοντας το με κάποια αμφιβολία και χρησιμοποιώντας μόνο τις άκρες των δαχτύλων του. «Έτσι, τους είπα ότι κοίταξα κάποια βιβλία και βρήκα
πληροφορίες εκεί. Ήταν υπέροχα όμως. Ένιωθα σαν φοιτήτρια κολεγίου». «Ωραία». «Ο Μπισονέτ;» είπε ο Στόροου. «Πού είναι; Δεν έχω ξαναγνωρίσει άνθρωπο που να λέγεται Ρόμιο». «Είπε ότι έπρεπε να γυρίσει κατευθείαν στο Λιούιστον. Λυπάμαι». «Δεν πειράζει. Βασικά είναι καλύτερα να μείνει μικρή η ομάδα, στην αρχή τουλάχιστον». Δάγκωσε το σάντουιτς και με κοίταξε έκπληκτος. «Δεν είναι άσχημο». «Πες μας για την κατάθεση», είπε ο Τζον και, καθώς αυτοί έτρωγαν, τους αφηγήθηκα τι είχε συμβεί. Όταν τελείωσα, έπιασα το δικό μου σάντουιτς και έσπευσα να τους προλάβω. Είχα ξεχάσει πόσο ωραία γεύση έχουν τα ιταλικά σάντουιτς —γλυκιά, ξινή και λαδερή ταυτόχρονα. Φυσικά, όταν κάτι είναι τόσο νόστιμο, αποκλείεται να είναι υγιεινό. Αυτό είναι δεδομένο. Εδώ που τα λέμε, θα μπορούσα ίσως να διατυπώσω έναν παρόμοιο νόμο που να αφορά τις αγκαλιές των νεαρών κοριτσιών με νομικά προβλήματα. «Πολύ ενδιαφέρον», είπε ο Τζον. «Πάρα πολύ ενδιαφέρον». Πήρε ένα κριτσίνι με μοτσαρέλα από τη σακούλα, το έσπασε στη μέση και κοίταξε με κάποια φρίκη το άσπρο τυρί μέσα. «Και τα τρώτε αυτά τα πράγματα εδώ;» ρώτησε. «Στη Νέα Υόρκη τρώτε φούσκες ψαριών», είπα. «Ωμές μάλιστα». «Ναι, βέβαια». Βούτηξε το κριτσίνι στο πλαστικό δοχείο με τη σάλτσα για σπαγγέτι (που σε αυτή την περίπτωση ονομάζεται «τσιζντιπ» στο Δυτικό Μέιν) και το έφαγε. «Λοιπόν;» ρώτησα. «Δεν είναι άσχημο, θα 'πρεπε να είναι πολύ πιο ζεστό, όμως». Σ' αυτό είχε δίκιο. Τα κριτσίνια με μοτσαρέλα είναι αηδία όταν είναι κρύα. «Αν ο Ντέρτζιν είχε την κασέτα, γιατί δεν την έπαιξε;» ρώτησε η Μέτι. «Δεν το καταλαβαίνω αυτό». Ο Τζον τέντωσε τα χέρια του, κροτάλισε τις κλειδώσεις του και την κοίταξε καλοκάγαθα. «Κατά πάσα πιθανότητα, δεν θα μάθουμε ποτέ στα σίγουρα», είπε.
Πίστευε ότι ο Ντεβόρ θα τα παρατήσει —φαινόταν καθαρά από τις κινήσεις του και από τη χροιά της φωνής του. Αυτό ήταν καλό, από την άλλη μεριά όμως ήταν προτιμότερο να μην πιστέψει κάτι τέτοιο και η Μέτι, γιατί μπορεί να απογοητευόταν. Ο Τζον Στόροου δεν ήταν τόσο νέος όσο φαινόταν, ίσως ούτε και τόσο άδολος (έτσι ήλπιζα τουλάχιστον), αλλά ήταν αρκετά νέος. Και ούτε αυτός ούτε η Μέτι ήξεραν την ιστορία για το έλκηθρο του Σκούτερ Λάριμπι. Επίσης, δεν είχαν δει το πρόσωπο του Μπιλ Ντιν όταν την έλεγε. «Θέλετε να ακούσετε μερικές πιθανές εξηγήσεις;» ρώτησε ο Τζον. «Βέβαια», είπα. Άφησε το σάντουιτς, σκούπισε τα δάχτυλα του κι άρχισε να τα διπλώνει ένα ένα με το δάχτυλο του άλλου χεριού. «Πρώτα πρώτα, το τηλεφώνημα το έκανε αυτός. Οι μαγνητοφωνημένες συνομιλίες έχουν πολύ αμφίβολη αξία κάτω από αυτές τις συνθήκες. Δεύτερον, δεν ήταν και ο ίδιος τόσο κύριος στη συζήτηση, έτσι δεν είναι;» «Ετσι είναι». «Τρίτον, τα ψέματα που είπες στη συνομιλία σας εκθέτουν εσένα, Μάικ, αλλά όχι και τόσο πολύ σε τελική ανάλυση, και δεν εκθέτουν καθόλου τη Μέτι. Α, παρεμπιπτόντως, πολύ μου άρεσε εκείνο με τον αφρό στο πρόσωπο της Κάιρα. Αν είναι το πιο δυνατό τους όπλο, καλά θα κάνουν να τα μαζέψουν και να φύγουν από τώρα. Τέλος —και αυτός μάλλον είναι ο πιο πιθανός λόγος-, νομίζω ότι ο Ντεβόρ έχει τη Νόσο του Νίξον». «Τη Νόσο του Νίξον;» ρώτησε η Μέτι. «Η κασέτα που είχε ο Ντέρτζιν δεν είναι η μοναδική που υπάρχει. Δεν μπορεί να είναι. Και ο πεθερός σου φοβάται κάτι που προβλέπει ο νόμος: ότι, αν γίνει δεκτή στο δικαστήριο έστω και μία κασέτα, μπορώ να ζητήσω να κατατεθούν και όλες οι υπόλοιπες τις οποίες έχει, και θα είναι υποχρεωμένος να τις παρουσιάσει. Και σίγουρα θα το κάνω». Τον κοίταξε απορημένη. «Τι μπορεί να περιέχουν αυτές οι κασέτες; Και αν είναι κάτι επικίνδυνο γι' αυτόν, γιατί δεν τις καταστρέφει;» «Ίσως να μην μπορεί», είπα. «Ίσως τις χρειάζεται για άλλους
λόγους». «Δεν έχει σημασία», είπε ο Τζον. «Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι ο Ντέρτζιν μπλοφάριζε». Χτύπησε το χέρι του στο τραπέζι. «Νομίζω ότι ο Ντεβόρ θα τα παρατήσει». «Είναι πολύ νωρίς για να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε έτσι», είπα αμέσως, αλλά παρατηρώντας το πρόσωπο της Μέτι —που έλαμψε ακόμη περισσότερο- κατάλαβα ότι η ζημιά είχε γίνει. «Ενημέρωσε τον για όσα έχεις κάνει», είπε η Μέτι στον Τζον. «Και μετά πρέπει να φύγω για τη βιβλιοθήκη». «Πού στέλνεις την Κάιρα όταν δουλεύεις;» τη ρώτησα. «Στης κυρίας Κάλουμ. Μένει τρία χιλιόμετρα πιο πάνω, στη Γουάσπ Χιλ Ρόουντ. Επίσης, τον Ιούλιο υπάρχει το θερινό κατηχητικό, από τις δέκα μέχρι τις τρεις. Της αρέσει πολύ της Κάι, ιδιαίτερα οι ύμνοι που ψέλνουν και οι ιστορίες για τον Νώε και τον Μωυσή. Το λεωφορείο την αφήνει στης Αρλίν και πηγαίνω να την πάρω γύρω στις εννιά παρά τέταρτο». Χαμογέλασε λίγο μελαγχολικά. «Εκείνη την ώρα συνήθως έχει αποκοιμηθεί στον καναπέ». Ο Τζον άρχισε να μου εξηγεί τι είχε κάνει στο μεταξύ. Μέσα σε λίγες μέρες είχε βάλει μπροστά πολλές διαδικασίες. Κάποιος στην Καλιφόρνια συγκέντρωνε πληροφορίες για τον Ρότζερ Ντεβόρ και τον Μόρις Ρίντινγκ (η έκφραση «συγκεντρώνω πληροφορίες» ακούγεται πολύ καλύτερα από το «κατασκοπεύω»). Ο Τζον ήθελε ιδιαίτερα να μάθει σε τι κατάσταση ήταν οι σχέσεις του Ρότζερ Ντεβόρ με τον πατέρα του και αν ο Ρότζερ είχε οποιαδήποτε ανάμειξη με την προσπάθεια του γέρου να πάρει την κηδεμονία της Κάιρα. Επίσης, είχε αρχίσει μια έρευνα για να μάθει όσο περισσότερα μπορούσε για τις κινήσεις και τις δραστηριότητες του Μαξ Ντεβόρ από τότε που γύρισε στο Τι-Αρ-90. Γι' αυτόν το σκοπό είχε προσλάβει έναν ιδιωτικό ντετέκτιβ που του είχε συστήσει ο Ρόμιο Μπισονέτ. Καθώς μιλούσε ξεφυλλίζοντας ένα μικρό σημειωματάριο, θυμήθηκα κάτι που μου είχε πει για τη Δικαιοσύνη όταν μιλήσαμε στο τηλέφωνο: φαντάσου ότι της φοράς χειροπέδες και της περνάς και κολλητική ταινία στο στόμα, εκτός από το μαντίλι που έχει στα μάτια, και μετά τη βιάζεις και την κυλάς στη λάσπη. Η περιγραφή ήταν ίσως υπερβολική για να χαρακτηρίσει αυτό που κάναμε εκείνη
τη στιγμή, όμως είχα την αίσθηση ότι την ταλαιπωρούσαμε αρκετά τη Δικαιοσύνη. Φαντάστηκα τον καημένο τον Ρότζερ Ντεβόρ στο εδώλιο των μαρτύρων, αναγκασμένο να κάνει ένα ταξίδι πέντε χιλιάδων χιλιομέτρων με το αεροπλάνο για να του θέσουν ερωτήματα δημοσίως γύρω από τις σεξουαλικές του προτιμήσεις. Υπενθύμισα όμως στον εαυτό μου ότι εκείνος που θα τον έφερνε σε αυτή τη θέση ήταν ο πατέρας του και όχι η Μέτι ή εγώ ή ο Τζον Στόροου. «Κατάφερες να κανονίσεις καμιά συνάντηση με τον Ντεβόρ και το νομικό του σύμβουλο;» ρώτησα. «Δεν ξέρω σίγουρα. Εχω ρίξει την πετονιά στο νερό, έχω βάλει την προσφορά σιο τραπέζι και περιμένω. Διάλεξε όποια παρομοίωση θέλεις ή και ανακάτεψε τες αν προτιμάς». «Έχεις βάλει το σίδερο στη φωτιά», είπε σοβαρή η Μέτι. «Έχεις βάλει τα κομμάτια στη σκακιέρα», συμπλήρωσα κι εγώ. Κοιταχτήκαμε και γελάσαμε, ενώ ο Τζον μας κοίταζε με ένα λυπημένο ύφος. Μετά αναστέναξε, πήρε το σάντουιτς κι άρχισε να τρώει πάλι. «Είναι απαραίτητο να μιλήσεις μαζί του παρουσία του δικηγόρου του; Δεν θα μας βόλευε καλύτερα να είναι μόνος του;» ρώτησα. «Πώς θα σου φαινόταν να κερδίζαμε την υπόθεση και μετά να ανακαλύπταμε ότι ο Ντεβόρ μπορεί να ζητήσει νέα εκδίκαση λόγω ανήθικης συμπεριφοράς του συνηγόρου της Μαίρης Ντεβόρ;» είπε ο Τζον. «Χριστέ μου! Μη λες τέτοια πράγματα ούτε για αστείο!» φώναξε η Μέτι. «Δεν είναι καθόλου αστείο», απάντησε ο Τζον. «Ναι, πρέπει να είναι εκεί και ο δικηγόρος του. Δεν νομίζω ότι θα γίνει κάτι τέτοιο, όμως, τουλάχιστον σ' αυτό το ταξίδι μου. Δεν τον έχω δει ποτέ το γέρο και πρέπει να παραδεχτώ ότι έχω μεγάλη περιέργεια να δω πώς είναι». «Αν το θέλεις τόσο πολύ, έλα στο γήπεδο του μπέιζμπολ την Τρίτη το βράδυ», είπε η Μέτι. «Θα είναι εκεί με το μηχανοκίνητο καροτσάκι του, θα γελάει, θα χειροκροτεί και θα ρουφάει το οξυγόνο
του κάθε δέκα λεπτά». «Δεν είναι κακή ιδέα», είπε ο Τζον. «Πρέπει να γυρίσω στη Νέα Υόρκη για το Σαββατοκύριακο, αλλά μπορεί να έρθω την Τρίτη. Μπορεί να φέρω και το γάντι μου». Άρχισε να καθαρίζει το τραπέζι και για άλλη μια φορά τον βρήκα πολύ τυπικό αλλά και συμπαθή μαζί, κάτι σαν τον Σταν Λόρελ με ποδιά. Η Μέτι τον παραμέρισε και ανέλαβε να καθαρίσει αυτή. «Δεν έφαγε κανείς τις σοκολάτες μου», είπε λίγο θλιμμένα . «Παρ' τες στο σπίτι για την κόρη σου», της είπε ο Τζον. «Αστειεύεσαι; Δεν την αφήνω να τρώει τέτοια πράγματα. Τι μητέρα νομίζεις ότι είμαι;» Είδε το ύφος μας, επανέλαβε στο νου της αυτό που είχε πει και ξέσπασε σε γέλια. Αρχίσαμε να γελάμε κι εμείς. Το Σκάουτ της Μέτι ήταν παρκαρισμένο πίσω από το πολεμικό μνημείο, που στο Καστλ Ροκ είναι ένας στρατιώτης του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου με κράνος σαν πιάτο, στολισμένο με μπόλικες κουτσουλιές. Δίπλα του ήταν παρκαρισμένο ένα ολοκαίνουριο Τάουρους με το σήμα της Χερτζ. Ο Τζον το άνοιξε κι έριξε στο πίσω κάθισμα το χαρτοφύλακα του (που ευτυχώς ήταν λεπτός και όχι πολύ επιδεικτικός). «Αν τα καταφέρω να 'ρθω την Τρίτη, θα σου τηλεφωνήσω», είπε στη Μέτι. «Και αν καταφέρω να κλείσω ραντεβού με τον πεθερό σου μέσω αυτού του Όσγκουντ, επίσης θα σου τηλεφωνήσω». «Θα κεράσω εγώ τα ιταλικά σάντουιτς», είπε η Μέτι. Αυτός χαμογέλασε και μετά έπιασε το μπράτσο της με το ένα χέρι και το δικό μου με το άλλο. Εμοιαζε σαν νεο-διορισμένος εφημέριος που ετοιμάζεται να παντρέψει το πρώτο του ζευγάρι. «Εσείς οι δύο θα μιλάτε από το τηλέφωνο αν χρειάζεται», είπε, «χωρίς να ξεχνάτε ποτέ ότι η μία ή και οι δύο γραμμές μπορεί να παρακολουθούνται. Ίσως τύχει να συναντηθείτε στο εμπορικό κέντρο. Εσύ, Μάικ, μπορεί να αισθανθείς την ανάγκη να περάσεις από τη βιβλιοθήκη για να κοιτάξεις ένα βιβλίο». «Μόνο που πρέπει να ανανεώσεις την κάρτα σου πρώτα», είπε η Μέτι με ένα προσποιητά αυστηρό ύφος.
«Τέρμα όμως οι επισκέψεις στο τροχόσπιτο της Μέτι. Το καταλάβατε αυτό;» Εγώ είπα ναι, το ίδιο και η Μέτι, αλλά ο Τζον Στόροου δεν έδειχνε να έχει πεισθεί —πράγμα που με έκανε να αναρωτηθώ μήπως έβλεπε στο πρόσωπο ή στις κινήσεις μας κάτι που δεν θα έπρεπε να υπάρχει. «To αντίπαλο στρατόπεδο είναι αναγκασμένο να ακολουθήσει μια γραμμή επίθεσης που κατά πάσα πιθανότητα δεν θα έχει αποτέλεσμα», είπε. «Γι' αυτό δεν πρέπει να τους δώσουμε την ευκαιρία να αλλάξουν πορεία και να επιτεθούν σε άλλο μέτωπο. Και το άλλο μέτωπο είναι τα υπονοούμενα για σας τους δύο. Είναι, επίσης, τα υπονοούμενα για τον Μάικ και την Κάιρα». Η Μέτι τον κοίταξε τόσο σοκαρισμένη που έδειχνε πάλι δώδεκα χρονών. «Για τον Μάικ και την Κάιρα! Τι είναι αυτά που λες τώρα;» «Κατηγορίες για σεξουαλική κακοποίηση του παιδιού από ανθρώπους τόσο απελπισμένους, που είναι ικανοί να δοκιμάσουν τα πάντα για να κερδίσουν». «Αυτό είναι γελοίο», είπε η Μέτι. «Και αν ο πεθερός μου θέλει να αρχίσει τέτοιο πόλεμο λάσπης... » Ο Τζον κατένευσε. «Ναι, θα υποχρεωθούμε να κάνουμε κι εμείς το ίδιο. Οπότε μπορεί να ακολουθήσει δημοσιότητα στις εφημερίδες όλης της χώρας, ίσως ακόμη και δίκη μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες. Ο Θεός να μας φυλάει. Δεν θέλουμε τέτοια πράγματα αν μπορούμε να τα αποφύγουμε. Είναι ανθυγιεινά για τους μεγάλους και είναι ακόμη πιο ανθυγιεινά για το παιδί και τώρα και αργότερα». Εσκυψε και φίλησε τη Μέτι στο μάγουλο. «Λυπάμαι για όλα αυτά», είπε και ακουγόταν πραγματικά λυπημένος. «Αλλά έτσι είναι τα πράγματα σε υποθέσεις κηδεμονίας». «Νομίζω ότι με προειδοποίησες. Είναι απλώς ότι... Δεν ξέρω... Η ιδέα ότι κάποιος μπορεί να πει τέτοια ψέματα μόνο και μόνο επειδή δεν έχει άλλο τρόπο να κερδίσει... » «Θα σε προειδοποιήσω και πάλι», είπε ο Στόροου. Το πρόσωπο του έγινε όσο πιο βλοσυρό του επέτρεπαν τα νεανικά χαρακτηριστικά του, που τον έκαναν να φαίνεται καλοσυνάτος. «Είμαστε αντιμέτωποι με έναν πολύ πλούσιο άνθρωπο, που όμως
δεν έχει τα νομικά ερείσματα για να πετύχει αυτό που θέλει. Αυτός ο συνδυασμός μπορεί να αποδειχθεί επικίνδυνος, σαν να δουλεύεις με παλιό δυναμίτη». Γύρισα στη Μέτι. «Ανησυχείς ακόμη για την Κάι; Νιώθεις ακόμη ότι κινδυνεύει;» Κατάλαβα ότι σκεφτόταν να απαντήσει με κάποια υπεκφυγή — από γιάνκικη επιφυλακτικότητα, κατά πάσα πιθανότητα—, αλλά τελικά αποφάσισε να μην το κάνει, με τη σκέψη ίσως ότι οι υπεκφυγές ήταν πολυτέλεια κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες. «Ναι. Αλλά είναι απλώς μια αίσθηση· ξέρεις...» Ο Τζον συνοφρυώθηκε. Φαντάζομαι ότι είχε σκεφτεί κι αυτός πως ο Ντεβόρ μπορεί να κατέφευγε σε «εξωδικαστικά» μέσα για να πετύχει αυτό που ήθελε. «Να την προσεχείς όσο περισσότερο μπορείς», είπε. «Προσωπικά, τη σέβομαι τη διαίσθηση. Η δική σου βασίζεται σε κάτι συγκεκριμένο;» «Όχι», απάντησε η Μέτι και με το γρήγορο βλέμμα που έριξε προς το μέρος μου ήταν σαν να μου ζητούσε να κρατήσω το στόμα μου κλειστό. «Τίποτα το συγκεκριμένο». Άνοιξε την πόρτα του Σκάουτ και πέταξε μέσα τη μικρή σακούλα με τις σοκολάτες -τελικά είχε αποφασίσει να τις κρατήσει. Μετά γύρισε στον Τζον και σ' εμένα με μια έκφραση που πλησίαζε το θυμό. «Το θέμα είναι ότι δεν ξέρω πώς μπορώ να ακολουθήσω αυτή τη συμβουλή. Δουλεύω πέντε μέρες τη βδομάδα και τον Αύγουστο που κάνουμε την ενημέρωση των μικροφίλμ θα γίνουν έξι. Αυτή τη στιγμή η Κάι τρώει μεσημεριανό στο κατηχητικό και βραδινό στο σπίτι της Αρλίν Κάλουμ. Τη βλέπω μόνο τα πρωινά. Την υπόλοιπη ώρα...» Ήξερα τι θα έλεγε πριν το πει. Ήταν μια παλιά έκφραση, «...είναι στο Τι-Αρ». «Θα μπορούσα να σε βοηθήσω να βρεις μια μπέιμπι σιτερ», είπα. Σκεφτόμουν ότι αυτή τουλάχιστον θα ήταν πολύ φτηνότερη από τον Τζον Στόροου. «Όχι», είπαν και οι δύο μαζί με τόσο τέλειο συγχρονισμό, που κοιτάχτηκαν και γέλασαν. Αλλά, ακόμη και τη στιγμή που γελούσε, η Μέτι φαινόταν σφιγμένη και ανήσυχη. «Δεν θέλουμε να αφήσουμε ένα σωρό αποδείξεις πληρωμής που θα μπορεί να εκμεταλλευτεί ο Ντέρτζιν ή οι δικηγόροι του Ντεβόρ»,
είπε ο Τζον. «Άλλο πράγμα το ποιος πληρώνει εμένα κι άλλο το ποιος πληρώνει την μπέιμπι σίτερ της Μέτι». «Άλλωστε, έχω δεχτεί ήδη αρκετά λεφτά από σένα», είπε η Μέτι. «Τόσα που δεν με αφήνουν να κοιμηθώ πολύ άνετα. Δεν πρόκειται να δεχτώ κι άλλα μόνο και μόνο επειδή ανησυχώ». Μπήκε στο Σκάουτ κι έκλεισε την πόρτα. Ακούμπησα τα χέρια μου στο ανοιχτό παράθυρο. Τώρα ήμαστε στο ίδιο ύψος και κοιταχτήκαμε βαθιά στα μάτια. «Μέτι, δεν έχω κανέναν άλλο λόγο για να τα ξοδέψω. Αλήθεια σου λέω». «Για την αμοιβή του Τζον, το δέχομαι αυτό. Γιατί η αμοιβή του Τζον αφορά την Κάι». Μου έπιασε το χέρι και το έσφιξε. «Το άλλο όμως αφορά εμένα. Εντάξει;» «Εντάξει. Αλλά πρέπει να πεις σ' αυτή την κυρία που κρατάει την Κάιρα και στους ανθρώπους του κατηχητικού ότι βρίσκεσαι στη μέση μιας υπόθεσης κηδεμονίας που μπορεί να εξελιχθεί σε σκληρή σύγκρουση και ότι η Κάιρα δεν πρέπει να πάει πουθενά με κανέναν, ακόμη και με κάποιον που γνωρίζουν, αν δεν το εγκρίνεις εσύ». Η Μέτι χαμογέλασε. «Το έχω κάνει ήδη, με συμβουλή του Τζον. Μη χαθείς, Μάικ». Σήκωσε το χέρι μου, του έδωσε ένα ηχηρό φιλί κι έφυγε. «Τι λες;» ρώτησα τον Τζον, καθώς κοιτάζαμε το Σκάουτ να απομακρύνεται καίγοντας λάδια. «Θα έλεγα ότι είναι τυχερή που έχει έναν εύπορο προστάτη και έναν έξυπνο δικηγόρο», είπε ο Τζον. Και μετά πρόσθεσε: «Θα σου εξομολογηθώ κάτι, όμως. Για κάποιο λόγο δεν νιώθω να είναι καθόλου τυχερή. Είναι μια αίσθηση που έχω... δεν ξέρω... » «Σαν να υπάρχει γύρω της ένα σύννεφο που δεν μπορείς να το δεις». «Ίσως. Ίσως αυτό να είναι». Πέρασε το χέρι μέσα από την ατίθαση μάζα των μαλλιών του. «Το μόνο που ξέρω είναι ότι πρόκειται για κάτι θλιβερό». Ήξερα πολύ καλά τι εννοούσε, μόνο που στη δική μου περίπτωση υπήρχαν κι άλλα. Όπως το ότι ήθελα να κοιμηθώ μαζί της, αδιαφορώντας για τους κινδύνους και για το αν ήταν σωστό ή όχι. Ήθελα να αισθανθώ τα χέρια της πάνω μου να με χαϊδεύουν.
Ήθελα να μυρίσω το δέρμα της και να γευτώ τα μαλλιά της. Ήθελα να ακουμπήσουν τα χείλη της στο αυτί μου και να αισθανθώ τη ζεστή ανάσα της καθώς θα μου λέει να κάνω ό,τι θέλω, ό,τι θέλω. Γύρισα στο Σάρα Λαφς λίγο μετά τις δύο το μεσημέρι και καθώς προχωρούσα για να μπω το μόνο που σκεφτόμουν ήταν το γραφείο μου και η IBM. Έγραφα πάλι· έγραφα. Δεν μπορούσα να το πιστέψω ακόμη, θα δούλευα μέχρι τις έξι η ώρα ίσως (όχι ότι το ένιωθα σαν δουλειά μετά την υποχρεωτική αργία των τεσσάρων ετών)· θα κολυμπούσα για λίγο στη λίμνη και μετά θα πήγαινα στο Βίλατζ Καφέ για να φάω μία από τις σπεσιαλιτέ του Μπάντι. Τη στιγμή που πέρασα το κατώφλι, το κουδουνάκι του Μπάντερ άρχισε να χτυπάει στριγκά. Σταμάτησα στο χολ, με το χέρι μου ακόμα πάνω στο πόμολο. Το σπίτι ήταν ζεστό και φωτεινό, ούτε μια σκιά πουθενά, αλλά είχα ανατριχιάσει σύγκορμος. «Ποιος είναι;» φώναξα. Το κουδουνάκι σταμάτησε να χτυπά. Ακολούθησε μια στιγμή σιωπής και μετά μια γυναίκα στρίγκλισε. Ο ήχος ερχόταν από παντού, έβγαινε μέσα από τον ηλιόλουστο αέρα σαν ιδρώτας από ζεστό δέρμα. Ήταν ένα ουρλιαχτό θυμού, λύπης... αλλά κυρίως, νομίζω, φρίκης. Ούρλιαξα κι εγώ. Δεν μπόρεσα να κρατηθώ. Είχα τρομάξει όταν στεκόμουν στη σκοτεινή σκάλα του υπογείου και άκουγα την αόρατη γροθιά να χτυπάει τη μόνωση, αλλά τώρα ο φόβος μου ήταν πολύ χειρότερος. Το ουρλιαχτό δεν σταμάτησε. Έσβησε, όπως έσβηνε και το κλάμα του παιδιού, σαν να πήρε κάποιος τη γυναίκα που ούρλιαζε και να απομακρύνθηκε μαζί της τρέχοντας μέσα σε ένα μακρύ διάδρομο. Επιτέλους χάθηκε εντελώς. Ακούμπησα πάνω στη βιβλιοθήκη, πιέζοντας την παλάμη μου στο στήθος, όπου η καρδιά μου κάλπαζε ασυγκράτητα. Αγκομαχούσα και ένιωθα στους μυς μου εκείνη την αλλόκοτη αίσθηση της έκρηξης που σε καταλαμβάνει ύστερα από μια πολύ άσχημη τρομάρα.
Πέρασε ένα λεπτό. Η καρδιά μου ηρέμησε σιγά σιγά, το ίδιο και η αναπνοή μου. Ορθώθηκα, έκανα ένα διστακτικό βήμα και όταν είδα ότι τα πόδια μου με κρατούσαν έκανα άλλα δύο. Πήγα στο κατώφλι της κουζίνας και πριν μπω μέσα κοίταξα στο λίβινγκ ρουμ. Πάνω από το τζάκι, ο Μπάντερ με κοίταζε με τα γυάλινα μάτια του. Το κουδουνάκι κρεμόταν σιωπηλό από το λαιμό του. Ο μόνος ήχος ήταν ο ηλίθιος Φήλιξ ο Γάτος από την κουζίνα. Η σκέψη που ερχόταν ξανά και ξανά στο νου μου εκείνη τη στιγμή ήταν ότι η γυναίκα που ούρλιαξε ήταν η Τζο, ότι το Σάρα Λαφς ήταν στοιχειωμένο από την ίδια τη γυναίκα μου, που πονούσε. Νεκρή ή όχι, πονούσε. «Τζο;» ρώτησα με σιγανή φωνή. «Τζο, εσύ είσαι....» Το κλάμα άρχισε πάλι, ο ήχος του τρομοκρατημένου παιδιού. Ταυτόχρονα το στόμα και η μύτη μου γέμισαν από τη μεταλλική γεύση της λίμνης. Εβαλα το χέρι στο λαιμό μου, νιώθοντας να πνίγομαι, μετά έσκυψα πάνω από το νεροχύτη κι έφτυσα. Ήταν όπως και την προηγούμενη φορά: αντί να πεταχτεί ένας πίδακας νερού, όπως περίμενα, βγήκε μόνο λίγο σάλιο. Η αίσθηση του νερού στο στόμα μου χάθηκε σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ. Εμεινα εκεί που ήμουν, πιασμένος από τον πάγκο και σκυμμένος πάνω από το νεροχύτη. Σίγουρα έμοιαζα με μεθυσμένο που τελείωσε το πάρτι βγάζοντας ό,τι είχε πιει όλο το βράδυ. Εδώ που τα λέμε, κάπως έτσι ένιωθα —σαστισμένος και θολωμένος, σε σημείο που να μην μπορώ πια να καταλάβω πολύ καλά τι συνέβαινε γύρω μου. Επιτέλους σηκώθηκα πάλι, πήρα μια πετσέτα και σκούπισα το πρόσωπο μου. Υπήρχε τσάι στο ψυγείο κι εκείνη τη στιγμή το μόνο που ήθελα ήταν ένα ψηλό ποτήρι με παγωμένο τσάι. Πήγα να πιάσω το χερούλι του ψυγείου και πάγωσα. Τα φρούτα και τα λαχανικά σχημάτιζαν πάλι κύκλο. Και στο κέντρο έγραφε: βοήθεια πνίγομαι Αυτό ήταν, σκέφτηκα. Φεύγω από δω μέσα. αυτή τη στιγμή. Σήμερα. Μία ώρα αργότερα, όμως, ήμουν στο αποπνικτικό γραφείο με
ένα ποτήρι τσάι δίπλα μου (τα παγάκια είχαν λιώσει προ πολλού), φορώντας μόνο το μαγιό μου και χαμένος σε ένα φανταστικό κόσμο δικής μου κατασκευής, τον κόσμο όπου ο ιδιωτικός ντετέκτιβ Αντί Ντρέικ προσπαθούσε να αποδείξει ότι ο Τζον Σάκλφορντ δεν ήταν ο μανιακός δολοφόνος, γνωστός ως ο δολοφόνος με το καπέλο του μπέιζμπολ. Ετσι προχωρούμε στη ζωή μας; μια μέρα τη φορά, ένα γεύμα τη φορά, έναν πόνο, μια ανάσα. Οι οδοντίατροι προχωρούν από σφράγισμα σε σφράγισμα, οι ναυπηγοί προχωρούν από σκάφος σε σκάφος. Αν γράφεις βιβλία, προχωράς από σελίδα σε σελίδα. Γυρίζουμε την πλάτη για να μη βλέπουμε όλα όσα ξέρουμε και φοβόμαστε. Μελετάμε καταλόγους, παρακολουθούμε αγώνες, κάνουμε αγορές. Μετράμε τα πουλιά στον ουρανό και δεν γυρίζουμε από το παράθυρο όταν ακούμε τα βήματα πίσω μας καθώς κάτι πλησιάζει από το χολ. Λέμε, ναι, συμφωνώ ότι τα σύννεφα συχνά μοιάζουν με άλλα πράγματα —ψάρια και μονόκερους και καβαλάρηδες—, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι παρά σύννεφα, και μετά στρέφουμε την προσοχή μας στο επόμενο γεύμα, στον επόμενο πόνο, στην επόμενη ανάσα, στην επόμενη σελίδα. Έτσι προχωράμε.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16 Το βιβλίο ήταν καλό. Όχι απλώς καλό· ήταν πρώτο. Φοβόμουν έστω και να αλλάξω δωμάτια, και πολύ περισσότερο να μαζέψω τη γραφομηχανή και τις λιγοστές σελίδες που είχα γράψει και να επιστρέψω στο Ντέρι. Κάτι τέτοιο θα ήταν τόσο επικίνδυνο, όσο το να βγάλεις ένα βρέφος έξω με θύελλα. Γι' αυτό έμεινα, διατηρώντας πάντα το δικαίωμα να φύγω αν τα πράγματα γίνονταν πολύ αλλόκοτα (όπως οι καπνιστές διατηρούν το δικαίωμα να το κόψουν αν ο βήχας τους γίνει πολύ βαρύς), και πέρασε μία βδομάδα. Συνέβησαν διάφορα εκείνη τη βδομάδα, αλλά μέχρι που συνάντησα τον Μαξ Ντεβόρ στο Δρόμο την επόμενη Παρασκευή —στις 17 Ιουλίου πρέπει να ήταν αυτό—, το σημαντικότερο ήταν ότι συνέχισα να δουλεύω ένα μυθιστόρημα που, αν τελείωνε, θα λεγόταν Ο Παιδικός μου Φίλος. Ίσως θεωρούμε πάντα καλύτερο αυτό που νομίζουμε ότι έχουμε χάσει. Δεν ξέρω σίγουρα. Εκείνο που ξέρω είναι ότι η ζωή μου εκείνη τη βδομάδα αφορούσε κυρίως τον Αντί Ντρέικ, τον Τζον Σάκλφορντ και μια σκοτεινή φιγούρα που έμοιαζε να στέκεται κάπου στο βάθος, τον Ρέιμοντ Γκάρατι, παιδικό φίλο του Τζον Σάκλφορντ. Έναν άνθρωπο που μερικές φορές φορούσε ένα καπέλο του μπέιζμπολ. Εκείνη τη βδομάδα, οι παράξενες εκδηλώσεις στο σπίτι συνεχίστηκαν, αλλά σε χαμηλότερο επίπεδο —δεν έγινε τίποτα σαν εκείνο το ουρλιαχτό που μου πάγωσε το αίμα. Μερικές φορές χτυπούσε το κουδουνάκι του Μπάντερ και μερικές φορές τα φρούτα και τα λαχανικά πάνω στην πόρτα του ψυγείου ξανασχημάτιζαν κύκλο... χωρίς όμως ποτέ να υπάρχουν λέξεις στη μέση. Ένα πρωί σηκώθηκα και το βαζάκι με τη ζάχαρη ήταν αναποδογυρισμένο, θυμήθηκα αυτό που μου είχε πει η Μέτι για το αλεύρι. Δεν ήταν τίποτα γραμμένο πάνω στη χυμένη ζάχαρη, υπήρχε όμως μια κυματιστή γραμμή...
... που έδινε την εντύπωση ότι κάποιος είχε προσπαθήσει να γράψει κάτι αλλά απέτυχε. Αν ήταν έτσι τα πράγματα, είχε την αμέριστη συμπάθεια μου. Ήξερα τι σημαίνει να έχεις τέτοιο πρόβλημα. Η κατάθεση μου στον φοβερό και τρομερό Ελμερ Ντέρτζιν είχε γίνει την Παρασκευή, δέκα του μηνός. Την επόμενη Τρίτη πήρα το Δρόμο μέχρι το γήπεδο μπέιζμπολ του Γουόρινγκτον, ελπίζοντας κι εγώ να δω τον Μαξ Ντεβόρ. Η ώρα είχε πάει έξι όταν πλησίασα αρκετά ώστε να μπορώ ν' ακούω φωνές, ζητωκραυγές και χτυπήματα της μπάλας με το ρόπαλο. Ακολουθώντας ένα μονοπάτι σημαδεμένο με ρουστίκ επιγραφές (ένα καλλιγραφικό Γ σχεδιασμένο με καυτηριασμό πάνω σε δρύινα σανίδια με σχήμα βέλους), πέρασα δίπλα από ένα εγκαταλειμμένο λεμβοστάσιο, δυο υπόστεγα και ένα κιόσκι μισοπνιγμένο από αναρριχητικά φυτά. Τελικά βγήκα κοντά στο κέντρο του γηπέδου. Ο χώρος τριγύρω ήταν γεμάτος σακούλες από τσιπς, περιτυλίγματα από ζαχαρωτά και σοκολάτες, και κουτιά μπίρας. Φαίνεται ότι παρακολουθούσαν κι άλλοι τους αγώνες από αυτό το σημείο. Δεν μπόρεσα να μη σκεφτώ την Τζο και το μυστηριώδη φίλο της, τον τύπο με το καφέ σπορ σακάκι που την αγκάλιασε από τη μέση κι έφυγαν γελώντας από το γήπεδο για το Δρόμο. Το Σαββατοκύριακο είχα κοντέψει δύο φορές να τηλεφωνήσω στην Μπόνι Αμουντσον, για να προσπαθήσω να μάθω ποιος ήταν αυτός ο άντρας, αλλά είχα σταματήσει και τις δύο. Μην τα ανακατεύεις τα πράγματα, Μάικ, είχα πει στον εαυτό μου. Ασ' τα καλύτερα όπως είναι. Ήμουν μόνος σ' εκείνο το σημείο του γηπέδου και μάλλον ήμουν αρκετά μακριά από το μέρος όπου παρκάριζε το φανταχτερό του καροτσάκι ο Ντεβόρ, κάτι που ήταν μάλλον απαραίτητο, αφού στη μοναδική τηλεφωνική συνομιλία μας αυτός με είχε αποκαλέσει ψεύτη κι εγώ του είχα πει να βάλει τον αριθμό μου εκεί που δεν λάμπει ο ήλιος.
Δεν χρειαζόταν να ανησυχώ, όμως. Ο Ντεβόρ δεν είχε έρθει, ούτε και η αξιολάτρευτη Ροζέτ. Ωστόσο, είδα τη Μέτι πίσω από το συρματόπλεγμα στο ύψος της πρώτης βάσης. Δίπλα της ήταν ο Τζον Στόροου, με τζιν και μπλούζα πόλο, και τα κόκκινα μαλλιά του σχεδόν συμμαζεμένα από ένα κασκέτο του μπέιζμπολ. Παρακολουθούσαν το παιχνίδι και κουβέντιαζαν σαν παλιοί φίλοι για αρκετή ώρα μέχρι να με δουν -και στο μεταξύ εγώ είχα αρχίσει να ζηλεύω τον Τζον. Τελικά κάποιος έριξε μια μακρινή μπαλιά προς το κέντρο, όπου η άκρη του δάσους χρησίμευε για φράχτης του γηπέδου. Ο κεντρικός φίλντερ οπισθοχώρησε λίγο, αλλά η μπάλα θα περνούσε πολύ πάνω από το κεφάλι του. Ερχόταν στο δικό μου ύψος και προς τα δεξιά. Έτρεξα προς τα εκεί χωρίς καν να σκεφτώ, περνώντας με ψηλές δρασκελιές από τους θάμνους που σχημάτιζαν μια ζώνη ανάμεσα στο γρασίδι του γηπέδου και τα δέντρα. Έπιασα την μπάλα με το αριστερό μου χέρι και γέλασα όταν μερικοί από τους θεατές ζητωκραύγασαν. Ο κεντρικός φίλντερ με χειροκρότησε χτυπώντας το γυμνό δεξί του χέρι πάνω στο γάντι, ενώ ο μπάτερ έκανε με την ησυχία του το γύρο των βάσεων, ξέροντας ότι είχε σκοράρει. Πέταξα την μπάλα στον φίλντερ και καθώς γύριζα στην αρχική μου θέση, ανάμεσα στα χαρτάκια και τα κουτιά της μπίρας, έριξα μια ματιά πίσω και είδα τη Μέτι και τον Τζον να με κοιτάζουν. Αν υπάρχει κάτι που επιβεβαιώνει την ιδέα ότι δεν είμαστε παρά ένα ακόμη είδος ζώων, έστω και αν έχουμε μεγαλύτερο εγκέφαλο και πολύ μεγαλύτερη ιδέα για τον εαυτό μας, είναι το πόσο άνετα επικοινωνούμε με χειρονομίες όταν χρειάζεται. Η Μέτι έσφιξε τα χέρια στο στήθος της, έγείρε το κεφάλι αριστερά και ύψωσε τα φρύδια της: Ήρωα μου. Εγώ σήκωσα τα χέρια στο ύψος των ώμων και γύρισα τις παλάμες προς τα πάνω: Δεν βαριέσαι, δεν ήταν τίποτα. Ο Τζον χαμήλωσε λίγο το κεφάλι και έβαλε τα δάχτυλα στο μέτωπο του σαν να τον πονούσε: Παλιοτυχεράκια. Αφού τελείωσε αυτή η μικρή συνομιλία, έδειξα στο σημείο που παρκάριζε ο Ντεβόρ και κούνησα ερωτηματικά τα χέρια. Η Μέτι και ο Τζον ανασήκωσαν τους ώμους. Λίγο αργότερα, ένα αγοράκι γεμάτο φακίδες ήρθε τρέχοντας εκεί που ήμουν, ενώ η τεράστια
φανέλα Μάικλ Τζόρνταν που φορούσε ανέμιζε γύρω από τα πόδια του σαν φόρεμα. «Ο τύπος εκεί κάτω μου έδωσε πενήντα σεντς για να σου πω να του τηλεφωνήσεις αργότερα στο ξενοδοχείο του στο Ροκ», είπε δείχνοντας τον Τζον. «Είπε ότι θα μου δώσεις άλλα πενήντα σεντς αν έχεις απάντηση». «Πες του ότι θα του τηλεφωνήσω γύρω στις εννιάμισι», είπα. «Δεν έχω ψιλά, όμως. Παίρνεις ένα δολάριο;» «Ναι, αμέ. Φίνα». Το άρπαξε, γύρισε να φύγει, μετά στράφηκε πάλι προς το μέρος μου. Χαμογέλασε αποκαλύπτοντας μια σειρά δόντια που θύμιζαν σκόρπια διαδήλωση. «Μου είπε επίσης να σου πω ότι η μπαλιά που 'πιασες ήταν της πλάκας». «Πες του ότι το ίδιο έλεγαν και για τον Γουίλι Μέις». «Ποιον;» Αυτοί οι νέοι, πάντα ίδιοι. «Πες του το εσύ, μικρέ, θα καταλάβει». Παρακολούθησα άλλο ένα γύρο, αλλά στο μεταξύ οι παίκτες είχαν αρχίσει να μεθάνε, ο Ντεβόρ δεν είχε φανεί ακόμη κι έτσι γύρισα στο σπίτι όπως είχα έρθει. Συνάντησα μόνο έναν ψαρά που στεκόταν σε ένα βράχο και έναν νεαρό με μια κοπέλα που περπατούσαν στο Δρόμο πιασμένοι χέρι χέρι. Με χαιρέτησαν και τους χαιρέτησα κι εγώ. Ένιωθα μοναξιά και ικανοποίηση μαζί. Νομίζω ότι αυτό είναι ένα σπάνιο είδος ευτυχίας. Μερικοί κοιτάζουν στον τηλεφωνητή τους για μηνύματα όταν γυρίζουν σπίτι. Εκείνο το καλοκαίρι εγώ κοίταζα την πόρτα του ψυγείου. Άμπρα-κατάμπρα, τα πνεύματα θα μιλήσουν. Εκείνη τη νύχτα όμως δεν μίλησαν, αν και τα φρούτα και τα λαχανικά ήταν τοποθετημένα τώρα σε ένα κυματιστό σχήμα σαν φίδι ή, ίσως, το γράμμα S την ώρα που παίρνει έναν υπνάκο:
Λίγο αργότερα τηλεφώνησα στον Τζον και τον ρώτησα πού ήταν ο Ντεβόρ. Μου επανέλαβε με λόγια αυτό που μου είχε πει ήδη με χειρονομίες. «Είναι ο πρώτος αγώνας που έχασε από τότε που γύρισε», είπε. «Η Μέτι δοκίμασε να ρωτήσει κάποιους αν είναι καλά
και οι περισσότεροι συμφώνησαν ότι μάλλον πρέπει να είναι, παρ' ότι κανείς δεν ήξερε στα σίγουρα». «Τι εννοείς δοκίμασε να ρωτήσει κάποιους;» «Εννοώ ότι αρκετοί αρνήθηκαν να της μιλήσουν. Της γύρισαν την πλάτη κι έφυγαν. Τελικά της μίλησε μια παλιά της φιλενάδα, αλλά απ' ό,τι είδα οι περισσότεροι την κρατάνε σε απόσταση. Αυτός ο Όσγκουντ μπορεί να είναι κτηματομεσίτης της πλάκας, αλλά με τα λεφτά του Ντεβόρ έχει καταφέρει να στρέψει τον κόσμο της πόλης εναντίον της. Αλήθεια, αυτό το πράγμα είναι πόλη, Μάικ; Δεν το έχω καταλάβει ακόμη αυτό». «Είναι απλώς το Τι-Αρ», είπα αφηρημένα. «Βασικά, είναι αδύνατο να σου το εξηγήσω. Καλά, πιστεύεις ότι ο Ντεβόρ έχει δωροδοκήσει τους πάντες; Δηλαδή, καταρρίπτεται η παλιά ιδέα του Γουόρντσγουορθ περί ποιμενικής αθωότητας και καλοσύνης;» «Ο Ντεβόρ μοιράζει λεφτά και χρησιμοποιεί επίσης τον Όσγκουντ —και ίσως και τον Φούτμαν— για να διαδίδει διάφορες ιστορίες. Και ο κόσμος εδώ γύρω μου φάνηκε το ίδιο έντιμος με τους έντιμους πολιτικούς». «Αυτούς που πιστεύουν ότι εντιμότητα σημαίνει να λαδώνεσαι πάντα από τους ίδιους αντί να τα παίρνεις και από τα δύο στρατόπεδα;» «Ακριβώς. Α, ναι, είδα κι έναν από τους πιθανούς μάρτυρες του Ντεβόρ στην Υπόθεση της Μεγάλης Παιδικής Απόδρασης. Ήταν στο παράπηγμα με τα εργαλεία κοντά στο γήπεδο μαζί με μερικούς φίλους του. Τον πρόσεξες;» Απάντησα ότι δεν τον είχα δει. «Ο τύπος πρέπει να είναι πάνω από εκατόν τριάντα χρονών», είπε ο Τζον. «Και έχει ένα μπαστούνι με χρυσή λαβή σε μέγεθος κωλοτρυπίδας ελέφαντα». «Είναι από τα μπαστούνια της Μπόστον Ποστ. Το έχει ο πιο ηλικιωμένος σε κάθε περιοχή». «Δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι το απέκτησε τίμια. Αν οι δικηγόροι του Ντεβόρ τολμήσουν να τον βάλουν στο εδώλιο του μάρτυρα, θα τον ξεκοκαλίσω». Υπήρχε κάτι το παγερό στην εύθυμη σιγουριά του Τζον.
«Δεν αμφιβάλλω», είπα. «Πώς το πήρε η Μέτι που δεν της μιλούσαν οι παλιοί της φίλοι;» θυμήθηκα που μου είχε πει ότι απεχθάνεται τις Τρίτες, απεχθάνεται τη σκέψη ότι οι αγώνες μπέιζμπολ συνεχίζονται όπως πάντα στο γήπεδο όπου είχε γνωρίσει τον άντρα της. «Είναι εντάξει, μάλλον», απάντησε ο Τζον. «Νομίζω ότι το έχει πάρει απόφαση πια για τους περισσότερους». Είχα τις αμφιβολίες μου γι' αυτό -σε αυτή την ηλικία δεν είναι εύκολο να το πάρεις απόφαση ότι κανείς δεν σου μιλάει—, αλλά δεν είπα τίποτα. «Υπομένει και αντέχει. Η Μέτι ήταν τρομοκρατημένη ως τώρα. Νομίζω ότι κάπου μέσα της είχε αρχίσει να πιστεύει ότι θα χάσει την Κάιρα, αλλά τώρα έχει ξαναβρεί την αυτοπεποίθηση της. Κυρίως χάρη σ' εσένα. Φάνηκε εκπληκτικά τυχερή που σε συνάντησε». Ίσως. θυμήθηκα ξαφνικά τον αδερφό της Τζο, τον Φρανκ, να λέει ότι δεν υπάρχει τύχη και τυχαίο, μόνο μοίρα και εμπνευσμένες επιλογές. Και μετά θυμήθηκα εκείνη την εικόνα του Τι-Αρ με το υπόγειο δίκτυο των καλωδίων, των διασυνδέσεων που είναι αόρατες αλλά γερές σαν ατσάλι. «Τζον, τις προάλλες, όταν έδωσα την κατάθεση, ξέχασα να σου κάνω την πιο σημαντική ερώτηση απ' όλες. Αυτή η υπόθεση κηδεμονίας που μας απασχολεί όλους... έχει προγραμματιστεί η εκδίκαση της;» «Όντως καλή ερώτηση. Έλεγξα τα πάντα, το ίδιο και ο Μπισονέτ. Και αν εξαιρέσουμε την περίπτωση να έχουν κάνει κάτι πολύ ύπουλο ο Ντεβόρ και οι δικοί του, όπως το να έχουν καταθέσει την αγωγή σε κάποια άλλη δικαστική περιφέρεια, δεν νομίζω ότι έχει προγραμματιστεί». «Μπορεί να το κάνει αυτό; Να καταθέσει την αγωγή σε άλλη δικαστική περιφέρεια;» «Ίσως. Αλλά όχι χωρίς να το ανακαλύψουμε». «Επομένως, τι σημαίνει αυτό;» «'Ότι ο Ντεβόρ ετοιμάζεται να τα παρατήσει», απάντησε αμέσως ο Τζον. «Αυτή τη στιγμή δεν μπορώ να βρω καμιά άλλη εξήγηση. Φεύγω για Νέα Υόρκη αύριο πρωί πρωί, αλλά θα σου τηλεφωνήσω. Αν συμβεί τίποτα, κάνε κι εσύ το ίδιο».
Συμφώνησα και πήγα για ύπνο. Ευτυχώς, δεν είχα επισκέψεις από γυναίκες στα όνειρα μου. 'Όταν κατέβηκα κάτω για να ξαναγεμίσω το ποτήρι μου με παγωμένο τσάι αργά το πρωί της Τετάρτης, η Μπρέντα Μεσέρβ είχε στήσει την περιστρεφόμενη απλώστρα στην πίσω βεράντα και άπλωνε τα ρούχα μου. Το έκανε όπως την είχε μάθει σίγουρα η μάνα της, τοποθετώντας τα παντελόνια και τα πουκάμισα απέξω και τα εσώρουχα από μέσα, ώστε να μην μπορεί κάποιος αδιάκριτος περαστικός να δει τι φοράς κατάσαρκα. «Μπορείς να τα μαζέψεις γύρω στις τέσσερις», μου είπε η Μπρέντα καθώς ετοιμαζόταν να φύγει. Με κοίταξε μ' εκείνο το κυνικό βλέμμα της γυναίκας που σε όλη της τη ζωή κάνει το νοικοκυριό σε εύπορους άντρες. «Μην τα ξεχάσεις και τα αφήσεις έξω όλη νύχτα —αν μουσκέψουν από τη δροσιά, θα θέλουν πλύσιμο πάλι». Της είπα ταπεινά ότι θα θυμόμουν να μαζέψω τα ρούχα μου. Και μετά τη ρώτησα -νιώθοντας σαν κατάσκοπος που ψάχνει πληροφορίες σε δεξίωση πρεσβείας- αν της φαινόταν εντάξει το σπίτι. «Τι εντάξει, δηλαδή;» με ρώτησε, υψώνοντας το ένα φρύδι της. «Να, έχω ακούσει κάτι παράξενους ήχους μερικές φορές. Το βράδυ». Η Μπρέντα ξεφύσηξε. «Αφού είναι από κορμούς το σπίτι. Τρίζουν οι αρμοί. Αυτό ακούς μάλλον». «Δηλαδή, δεν έχει φαντάσματα;» ρώτησα σαν να ήμουν απογοητευμένος. «Εγώ δεν έχω δει ποτέ», μου απάντησε χωρίς να απορήσει ούτε στιγμή από την ερώτηση. «Η μαμά μου όμως έλεγε ότι υπάρχουν μπόλικα φαντάσματα εδώ πέρα. Έλεγε ότι όλη η λίμνη είναι στοιχειωμένη. Από τους Ινδιάνους Μίκμακ που ζούσαν εδώ μέχρι που τους έδιωξε ο στρατηγός Γουίνγκ, από τους άντρες που σκοτώθηκαν στον πόλεμο Βορείων και Νοτίων —πήγαν πάνω από εξακόσιοι απ' αυτά τα μέρη και γύρισαν λιγότεροι από εκατόν πενήντα... με το σώμα τους τουλάχιστον. Η μαμά μου έλεγε ότι αυτή
η μεριά της Νταρκ Σκορ είναι επίσης στοιχειωμένη από το φάντασμα εκείνου του μικρού νέγρου που πέθανε εδώ, το καημένο. Ήταν με τους Ρεντ-Τοπ, ξέρεις». «Όχι. Ξέρω για τη Σάρα και τους Ρεντ-Τοπ, αλλά αυτό πρώτη φορά το ακούω. Πώς πέθανε; Πνίγηκε;» «Όχι, πιάστηκε σε μια παγίδα για ζώα. Πάλευε μια ολόκληρη μέρα σχεδόν, ούρλιαζε για βοήθεια. Τελικά το βρήκαν. Του έσωσαν το πόδι, αλλά ήταν μάταιος κόπος. Έπαθε σηψαιμία και πέθανε. Αυτό έγινε το καλοκαίρι του 1901. Μάλλον γι' αυτό έφυγαν μετά. Δεν μπορούσαν να μείνουν άλλο εδώ. Αλλά η μαμά μου έλεγε ότι ο μικρός έμεινε. Έλεγε ότι είναι ακόμη στο Τι-Αρ». Αναρωτήθηκα τι θα έλεγε η Μπρέντα αν την πληροφορούσα ότι ο μικρός μάλλον ήταν εδώ και με υποδέχτηκε όταν ήρθα από το Ντέρι, και ότι είχε ξανάρθει αρκετές φορές ακόμη. «Και μετά ήταν ο πατέρας του Κένι Όστερ, ο Νορμάλ», συνέχισε η Μπρέντα. «Την ξέρεις αυτή την ιστορία, ε; Ω, είναι φρικτή ιστορία». Φαινόταν μάλλον ικανοποιημένη, ή επειδή ήξερε μια τόσο φρικτή ιστορία ή επειδή είχε την ευκαιρία να την πει. «Όχι», είπα. «Ξέρω τον Κένι, όμως. Είναι αυτός με το σκύλο, τον Μπλούμπερι». «Ναι, μπράβο. Ασχολείται λίγο με την ξυλουργική και την επιστασία, όπως και ο πατέρας του πριν απ' αυτόν. Ο πατέρας του ήταν επιστάτης σε πολλά από αυτά τα σπίτια, ξέρεις. Λίγο μετά που τελείωσε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Νορμάλ Όστερ έπνιξε τον μικρό αδερφό του Κένι στην πίσω αυλή του σπιτιού τους. Τότε ζούσαν στο Γουάσπ Χιλ, εκεί που χωρίζει ο δρόμος και από τη μια μεριά πηγαίνει στην παλιά αποβάθρα και από την άλλη στη μαρίνα. Δεν τον έπνιξε όμως στη λίμνη τον μικρό. Τον έβαλε στο χώμα κάτω από την τρόμπα του νερού και τον κράτησε εκεί μέχρι που το παιδί γέμισε νερό και πέθανε». Στεκόμουν και την κοίταζα άφωνος, ενώ τα ρούχα πίσω μας πλατάγιζαν από τον αέρα. Σκεφτόμουν εκείνη την αίσθηση του νερού στο στόμα, τη μύτη και το λαιμό μου. Είχε μια μεταλλική γεύση' μπορεί να ήταν νερό της λίμνης αλλά και νερό από πηγάδι. Σκέφτηκα το μήνυμα στο ψυγείο: βοήθεια πνίγομαι.
«Άφησε το μωρό εκεί, κάτω από την τρόμπα. Είχε μια καινούρια Σεβρολέτ· την πήρε και ήρθε εδώ κάτω, στην Οδό 42. Πήρε και την καραμπίνα του μαζί». «Δεν πιστεύω να μου πεις ότι ο πατέρας του Κένι Όστερ αυτοκτόνησε στο σπίτι μου;» «Όχι. Αυτοκτόνησε στη βεράντα του σπιτιού των Μπρίκερ. Κάθισε στην κούνια της βεράντας και τίναξε τα μυαλά του στον αέρα ο παλιάνθρωπος». «Το σπίτι των Μπρίκερ;...» «Ναι, δεν τους ήξερες. Έχουν φύγει από τη λίμνη από το '60. Ήταν από το Ντέλαγουερ, αριστοκράτες. Εσύ μάλλον θα το ξέρεις σαν σπίτι των Γουόσμπερν, αν και έχουν φύγει κι αυτοί τώρα. Το σπίτι είναι άδειο. Κάθε τόσο αυτός ο βλάκας ο Όσγκουντ φέρνει κάποιον και του το δείχνει, αλλά με την τιμή που ζητάει δεν πρόκειται να το πουλήσει ποτέ, να μου το θυμηθείς». Τους Γουόσμπερν τους ήξερα, είχα παίξει και μπριτζ μαζί τους μια δυο φορές. Καλοί άνθρωποι, αν και όχι του τύπου που η Μπρέντα, με τον παράξενο επαρχιακό σνομπισμό της, θα ονόμαζε «αριστοκράτες». Το σπίτι τους ήταν γύρω στα διακόσια μέτρα βόρεια από το δικό μου πάνω στο Δρόμο. Πέρα από εκείνο το σημείο δεν υπάρχουν και πολλά πράγματα. Η όχθη της λίμνης γίνεται πολύ απότομη και το δάσος είναι ένα αδιαπέραστο τείχος από δέντρα και θάμνους. Ο Δρόμος συνεχίζει μέχρι την άκρη του Κόλπου Χέιλο στη βόρεια πλευρά της Νταρκ Σκορ, αλλά από το σημείο όπου η Οδός 42 επιστρέφει στον Αυτοκινητόδρομο 68 και μετά δεν υπάρχουν καθόλου σπίτια. Οι μόνοι που πηγαίνουν σε αυτή την περιοχή είναι όσοι θέλουν να μαζέψουν μούρα το καλοκαίρι ή να κυνηγήσουν το φθινόπωρο. Νορμάλ, σκέφτηκα. Παράξενο όνομα για έναν τύπο που έπνιξε τον ίδιο του το γιο κάτω από την τρόμπα του νερού. «Άφησε κανένα σημείωμα; Καμιά εξήγηση;» «Όχι. Αλλά λέγεται ότι και το δικό του φάντασμα τριγυρίζει στη λίμνη. Εδώ που τα λέμε, οι μικρές πόλεις είναι πάντα γεμάτες φαντάσματα, αν και δεν μπορώ να το βεβαιώσω προσωπικά —δεν είμαι ευαίσθητη σ' αυτά. Το μόνο που ξέρω για το δικό σου σπίτι,
κύριε Νούναν, είναι ότι μυρίζει υγρασία όσο κι αν το αερίσω. Φαντάζομαι ότι φταίνε οι κορμοί. Τα σπίτια από κορμούς δεν τα πάνε καλά με τις λίμνες. Μουσκεύει το ξύλο από την υγρασία». Είχε αφήσει την τσάντα της ανάμεσα στα πόδια της. Τώρα έσκυψε και την πήρε. Ήταν τσάντα επαρχιώτισσας, μαύρη, άμορφη (αν εξαιρέσουμε τους χρυσόχρωμους κρίκους που ήταν περασμένοι στις λαβές) και πρακτική, θα μπορούσε να κουβαλήσει μια ολόκληρη συλλογή από κουζινικά εκεί μέσα αν το ήθελε. «Δεν μπορώ να κάθομαι εδώ και να φλυαρώ όλη μέρα, όμως, όσο κι αν θα το ήθελα. Έχω να πάω σε άλλο ένα σπίτι πριν σταματήσω για σήμερα. Το καλοκαίρι είναι η εποχή της δουλειάς για μας, ξέρεις. Λοιπόν, μην ξεχάσεις να μαζέψεις τα ρούχα πριν σκοτεινιάσει, κύριε Νούναν. Μην τα αφήσεις και γίνουν μούσκεμα από τη δροσιά». «Δεν θα τα ξεχάσω», είπα. Και όντως δεν τα ξέχασα. Όταν όμως βγήκα για να τα μαζέψω, φορώντας το μαγιό μου και λουσμένος στον ιδρώτα από το φούρνο όπου δούλευα (έπρεπε οπωσδήποτε να το φτιάξω αυτό το αιρ κοντίσιον), είδα ότι κάτι είχε αλλάξει τη διαρρύθμιση της Μπρέντα. Τώρα τα τζιν και τα πουκάμισα μου ήταν απλωμένα από μέσα, γύρω από το κεντρικό κοντάρι, και τα εσώρουχα και οι κάλτσες μου απέξω. Ήταν σαν να άκουγα τον αόρατο φιλοξενούμενο μου -ή ίσως έναν από τους αόρατους φιλοξενουμένους μου- να μου λέει «Χα, χα, χα». Την άλλη μέρα πήγα στη βιβλιοθήκη και η πρώτη μου δουλειά ήταν να ανανεώσω την κάρτα μου. Η Λίντι Μπριγκς πήρε αυτοπροσώπως τα τέσσερα δολάρια και με καταχώρισε στον υπολογιστή, αφού πρώτα μου είπε πόσο λυπήθηκε όταν έμαθε για την Τζο. Όπως και στην περίπτωση του Μπιλ, αισθάνθηκα κάποια μομφή στον τόνο της, σαν να έφταιγα εγώ που υποχρεωνόταν να με συλλυπηθεί τόσο καθυστερημένα. Και δεν είχε άδικο. «Λίντι, έχετε καμιά ιστορία της πόλης;» τη ρώτησα όταν τελειώσαμε τις τυπικότητες για τη γυναίκα μου. «Έχουμε δύο», είπε και μετά έγειρε προς το μέρος μου πάνω από το γραφείο της, μια μικρόσωμη γυναίκα με ένα φόρεμα με
εκτυφλωτικά χρώματα, τα μαλλιά της μια γκρίζα φουσκωτή μπάλα γύρω από το κεφάλι της και τα λαμπερά της μάτια μεγεθυσμένα πίσω από τα διπλοεστιακά γυαλιά της. «Καμία από τις δυο δεν είναι πολύ καλή», πρόσθεσε με συνωμοτικό τόνο. «Ποια από τις δύο είναι η καλύτερη;» ρώτησα στον ίδιο τόνο κι εγώ. «Μάλλον του Εντουαρντ Οστίν. Μέχρι τη δεκαετία του '50 ζούσε στην περιοχή τα καλοκαίρια και μετά, αφού πήρε σύνταξη, έγινε μόνιμος κάτοικος. Έγραψε τις Μέρες της Νταρκ .Σκορ το '65 ή το '66. Το εξέδωσε μόνος του γιατί δεν βρήκε εκδοτικό οίκο να το αναλάβει. Ακόμη και οι εκδότες της περιοχής αρνήθηκαν». Η Λίντι αναστέναξε. «Οι ντόπιοι το αγόρασαν, βέβαια, αλλά αυτά δεν είναι και πολλά βιβλία, συμφωνείς;» «Ναι, δεν είναι». «Απλώς δεν έλεγε και πολλά πράγματα σαν συγγραφέας. Ούτε και σαν φωτογράφος, εδώ που τα λέμε —εκείνες οι μικρές ασπρόμαυρες φωτογραφίες του είναι απαίσιες. Πάντως, έχει μερικές καλές ιστορίες μέσα. Η Πορεία των Μίκμακ, το τέχνασμα του στρατηγού Γουίνγκ με το άλογο, ο ανεμοστρόβιλος το 1880, οι φωτιές το 1930...» «Έχει τίποτα για τη Σάρα και τους Ρεντ-Τοπ;» Η Λίντι κατένευσε χαμογελώντας. «Επιτέλους, άρχισες να ψάχνεις την ιστορία του σπιτιού σου, ε; Χαίρομαι που το ακούω. Ο Οστίν είχε βρει μια παλιά φωτογραφία τους· την έχει στο βιβλίο. Πιστεύει ότι πρέπει να τραβήχτηκε στο πανηγύρι του Φράιμπεργκ το 1900. Ο Εντ έλεγε ότι θα 'δίνε πολλά για να ακούσει ένα δίσκο από αυτή την μπάντα». «Το ίδιο κι εγώ, αλλά δεν έγραψαν ποτέ δίσκο». Ξαφνικά θυμήθηκα ένα χάι-κου του Έλληνα ποιητή Γιώργου Σεφέρη: Να 'ναι η φωνή πεθαμένων φίλων μας ή φωνογράφος; «Τι απέγινε ο Οοτίν; Δεν θυμάμαι καθόλου αυτό το όνομα». «Πέθανε ένα δυο χρόνια πριν αγοράσετε το σπίτι στη λίμνη», είπε η Λίντι. «Από καρκίνο». «Είπες ότι υπάρχουν δύο ιστορίες;»
«Την άλλη μάλλον θα την ξέρεις: Ιστορία της Κομητείας Καστλ και τον Καστλ Ροκ. Γράφτηκε για τα διακόσια χρόνια της Κομητείας και είναι στεγνή σαν σκόνη. Το βιβλίο του Εντι Οστίν δεν είναι πολύ καλογραμμένο, δεν είναι όμως και στεγνό, αυτό πρέπει να του το αναγνωρίσω. θα τα βρεις και τα δύο εκεί». Μου έδειξε μερικά ράφια με την επιγραφή: ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΜΕΪΝ. «Μόνο που αυτά δεν βγαίνουν από τη βιβλιοθήκη». Μου χαμογέλασε. «Μπορείς όμως να τα βγάλεις φωτοτυπίες. Έχουμε φωτοτυπικό με κερματοδέκτη -θα σου πάρουμε ευχαρίστως τα ψιλά σου». Η Μέτι καθόταν στο βάθος της αίθουσας, δίπλα σε έναν πιτσιρίκο με κασκέτο φορεμένο με το γείσο προς τα πίσω, και του έδειχνε πώς να χρησιμοποιεί τη συσκευή ανάγνωσης των μικροφίλμ. Με κοίταξε, χαμογέλασε και μου είπε, κουνώντας μόνο τα χείλη της από μακριά: Ωραίο πιάσιμο. Προφανώς αναφερόταν στο τυχερό πιάσιμο που έκανα στο Γουόρινγκτον. Ανασήκωσα με μετριοφροσύνη τους ώμους και γύρισα πάλι στα ράφια με τα βιβλία για το Μέιν. Είχε δίκιο όμως: τυχερό ή όχι, ήταν καλό πιάσιμο. «Τι ψάχνεις να βρεις;» Ήμουν τόσο απορροφημένος από τα δύο ιστορικά βιβλία που είχα βρει, ώστε η φωνή της Μέτι με έκανε να αναπηδήσω. Γύρισα και χαμογέλασα. Ταυτόχρονα αντιλήφθηκα δύο πράγματα: ότι η Μέτι φορούσε ένα ελαφρύ και ευχάριστο άρωμα και ότι η Λίντι Μπριγκς μας παρακολουθούσε από τον κεντρικό γκισέ, ενώ είχε σβηστεί από το πρόσωπο της το χαμόγελο που είχε όταν με καλωσόριζε. «Κάποιες πληροφορίες για την περιοχή», της απάντησα. «Παλιές ιστορίες. Είχα μια συζήτηση με τη γυναίκα που μου καθαρίζει το σπίτι και μου κίνησε το ενδιαφέρον». Κατόπιν πρόσθεσα με πιο χαμηλή φωνή: «Η δασκάλα μας παρακολουθεί. Μην κοιτάξεις». Η Μέτι με κοίταξε ξαφνιασμένη και λίγο ανήσυχη, απ' ό,τι μου φάνηκε. Και όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, είχε δίκιο να ανησυχεί. Χρησιμοποιώντας έναν ιδιαίτερο τόνο στη φωνή της, σιγανό αλλά ταυτόχρονα με μια χροιά που την έκανε να ακουστεί σίγουρα μέχρι τον γκισέ, με ρώτησε αν θέλω να μου ξαναβάλει τα βιβλία στα ράφια. Της τα έδωσα και τα δύο. Καθώς τα έπαιρνε, μου είπε σχεδόν με
ψίθυρο εγγαστρίμυθου: «Εκείνος ο δικηγόρος που ήρθε μαζί σου στην κατάθεση βρήκε για τον Τζον έναν ιδιωτικό ντετέκτιβ. Λέει ότι μπορεί να έχει βρει κάτι ενδιαφέρον σχετικά με τον Ντέρτζιν». Πήγα μαζί της στα ράφια με τα βιβλία για το Μέιν, ενώ μέσα μου ευχόμουν να μην της δημιουργήσω προβλήματα, και τη ρώτησα αν ήξερε τι μπορεί να είναι αυτό το κάτι ενδιαφέρον. Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της, μου χαμογέλασε επαγγελματικά και συγκρατημένα και ύστερα έφυγε. Καθώς γύριζα στο σπίτι, σκεφτόμουν αυτά που είχα διαβάσει, τα οποία πάντως δεν ήταν πολλά. Ο Οστίν ήταν όντως κακός συγγραφέας και είχε τραβήξει μερικές κακές φωτογραφίες. Οι ιστορίες του ήταν γραφικές, αλλά ήταν επίσης πολύ λίγες. Ανέφερε τη Σάρα και τους Ρεντ-Τοπ, αλλά τους χαρακτήριζε «οκτέτο Ντίξιλαντ», και ακόμη κι εγώ ήξερα ότι αυτό ήταν λάθος. Οι Ρεντ-Τοπ μπορεί να έπαιζαν λίγη τζαζ Ντίξιλαντ, αλλά ήταν κυρίως μπάντα μπλουζ (Παρασκευή και Σάββατο βράδυ) και μπάντα γκόσπελ (την Κυριακή το πρωί και το απόγευμα). Η δισέλιδη περίληψη που έδινε ο Οοτίν για την παραμονή των Ρεντ-Τοπ στο Τι-Αρ έδειχνε καθαρά ότι δεν είχε ακούσει κανέναν άλλο πιο πρόσφατο μουσικό να λέει τα τραγούδια της Σάρας. Έγραφε πάντως ότι ένα παιδί είχε πεθάνει από σηψαιμία όταν πιάστηκε το πόδι του σε μια παγίδα για ζώα -μια ιστορία που έμοιαζε με εκείνη της Μπρέντα. Και ήταν φυσικό να μοιάζει, αφού ο Οστίν την είχε ακούσει κατά πάσα πιθανότητα από τον πατέρα ή τον παππού της Μπρέντα. Έγραφε, επίσης, ότι το παιδί ήταν ο μοναχογιός του Σόνι Τίντγουελ και ότι το πραγματικό όνομα του Σόνι ήταν Ρέτζιναλντ. Υποτίθεται ότι οι Τίντγουελ είχαν έρθει στο Μέιν από τη Στόριβιλ, την περίφημη περιοχή των πορνείων στη Νέα Ορλεάνη. Η πιο επίσημη ιστορία της Κομητείας Καστλ δεν ανέφερε καθόλου τη Σάρα και τους Ρεντ-Τοπ, και κανένα από τα δύο βιβλία δεν μιλούσε για τον πνιγμένο μικρό αδερφό του Κένι Όστερ. Λίγο πριν έρθει να μου μιλήσει η Μέτι στη βιβλιοθήκη, είχε περάσει από το μυαλό μου μια τρελή ιδέα: ότι ο Σον Τίντγουελ και η Σάρα Τίντγουελ ήταν αντρόγυνο και ότι το αγοράκι (ο Οστίν δεν ανέφερε το όνομα
του) ήταν γιος τους. Βρήκα τη φωτογραφία που είχε αναφέρει η Λίντι και την εξέτασα με προσοχή. Έδειχνε τουλάχιστον μια ντουζίνα μαύρους να στέκονται σφιγμένοι μπροστά σε μια έκθεση βοοειδών. Στο βάθος φαινόταν ένας τροχός λούνα παρκ. Η φωτογραφία μπορεί όντως να είχε τραβηχτεί στο πανηγύρι του Φράιμπεργκ και μολονότι ήταν παλιά και ξεθωριασμένη, είχε μια απλή, ουσιώδη δύναμη που δεν μπορούσαν να συγκεντρώσουν όλες οι άλλες φωτογραφίες του Οστίν μαζί. Σίγουρα θα έχετε δει φωτογραφίες ληστών από την εποχή της Δύσης ή της οικονομικής κρίσης που έχουν την ίδια παράξενη «αλήθεια»: αυστηρά πρόσωπα πάνω από στενούς λαιμοδέτες και γιακάδες, και τα μάτια να μισοξεχωρίζουν μέσα στις σκιές των καπέλων. Η Σάρα στεκόταν μπροστά και στο κέντρο, με μαύρο φόρεμα και την κιθάρα της στα χέρια. Δεν χαμογελούσε καθαρά σε αυτή τη φωτογραφία, όμως φαινόταν να υπάρχει ένα χαμόγελο στα μάτια της -μου θύμισαν τα μάτια που είχα δει σε κάποια πορτραίτα, που δίνουν την εντύπωση ότι σε ακολουθούν όπου κι αν πας. Μελέτησα τη φωτογραφία, ενώ σκεφτόμουν τη σχεδόν μοχθηρή φωνή της στο όνειρο μου: Τι θέλεις να μάθεις, μωρό μου; Μάλλον ήθελα να μάθω για την ίδια και τους άλλους -ποιοι ήταν, τι σχέση υπήρχε μεταξύ τους όταν δεν έπαιζαν μουσική, γιατί είχαν φύγει, πού είχαν πάει. Τα χέρια της φαίνονταν καθαρά, το ένα πάνω στις χορδές, το άλλο πάνω στα τάστα της κιθάρας, όπου κρατούσε μια συγχορδία του σολ εκείνη την ωραία μέρα του έτους 1900. Τα δάχτυλα της ήταν μακριά, καλλιτεχνικά και χωρίς δαχτυλίδια και βέρες. Αυτό βέβαια δεν σήμαινε αναγκαστικά ότι δεν ήταν παντρεμένη με τον Σον Τίντγουελ. Άλλωστε, ακόμη και αν δεν ήταν παντρεμένοι, το αγοράκι που πιάστηκε στην παγίδα μπορεί να ήταν δικό τους, εξώγαμο. Μόνο που το ίδιο αμυδρό χαμόγελο πλανιόταν στα μάτια του Σον Τίντγουελ. Η ομοιότητα ανάμεσα τους ήταν πολύ έντονη, οπότε μπορεί οι δυο τους να μην ήταν αντρόγυνο αλλά αδέρφια. Τα σκεφτόμουν όλα αυτά καθώς γύριζα στο σπίτι και σκεφτόμουν, επίσης, τα καλώδια που τα νιώθεις αλλά δεν τα βλέπεις... αλλά κυρίως σκεφτόμουν τη Λίντι Μπριγκς, το πώς μου είχε χαμογελάσει στην αρχή και το γεγονός ότι λίγο αργότερα δεν
χαμογελούσε καθόλου όταν με πλησίασε η νεαρή βιβλιοθηκάριος της. Αυτό με ανησυχούσε πολύ. Τελικά έφτασα στο σπίτι κι εκεί το μόνο που με ανησυχούσε ή με απασχολούσε ήταν το βιβλίο μου και οι ήρωες του, σάκοι με κόκαλα που καθημερινά αποκτούσαν όλο και περισσότερη σάρκα. Ο Μάικλ Νούναν, ο Μαξ Ντεβόρ και η Ροζέτ Γουίτμορ έπαιξαν τη φρικτή κωμική σκηνή τους το βράδυ της Παρασκευής. Πριν από αυτό το περιστατικό, συνέβησαν δύο πράγματα που αξίζει να τα αναφέρω. Το πρώτο ήταν ένα τηλεφώνημα από τον Τζον Στόροου την Πέμπτη το βράδυ. Έβλεπα στην τηλεόραση έναν αγώνα μπέιζμπολ να εκτυλίσσεται αθόρυβα μπροστά μου (το κουμπί του τηλεκοντρόλ που κλείνει εντελώς τον ήχο μπορεί να είναι η καλύτερη εφεύρεση του 20ού αιώνα). Σκεφτόμουν πάλι τη Σάρα, τον Σον Τίντγουελ και το παιδί του Σον. Σκεφτόμουν, επίσης, τη Στόριβιλ. Και στο βάθος του μυαλού μου σκεφτόμουν τη γυναίκα μου, που είχε πεθάνει έγκυος. «Εμπρός;» είπα. «Μάικ, έχω υπέροχα νέα», είπε ο Τζον. Ακουγόταν έτοιμος να σκάσει από χαρά. «Το "Ρόμιο Μπισονέτ" είναι αλλόκοτο όνομα, αλλά ο ντετέκτιβ που μου βρήκε είναι το κάτι άλλο. Λέγεται Τζορτζ Κένεντι, όπως ο ηθοποιός. Είναι πολύ καλός και πολύ γρήγορος. Αυτός ο τύπος θα μπορούσε να δουλέψει στη Νέα Υόρκη». «Αν αυτό είναι το μεγαλύτερο κομπλιμέντο που μπορείς να κάνεις σε κάποιον, θα πρέπει να φεύγεις πιο συχνά από την πόλη». Ο Τζον συνέχισε σαν να μη με είχε ακούσει. «Κανονικά ο Κένεντι δουλεύει σε μια εταιρεία σεκιούριτι. Τα υπόλοιπα τα κάνει συμπληρωματικά και, πίστεψε με, αυτό είναι μεγάλη απώλεια. Τις περισσότερες από αυτές τις πληροφορίες τις βρήκε από το τηλέφωνο. Δεν μπορώ να το πιστέψω». «Τι δεν μπορείς να πιστέψεις, συγκεκριμένα;» «Χτυπήσαμε τζάκποτ, αγόρι μου». Είχε πάλι εκείνο τον τόνο της άπληστης ικανοποίησης που τον έβρισκα ανησυχητικό και καθησυχαστικό ταυτόχρονα. «Από τα τέλη Μαΐου και μετά, ο Ελμερ Ντέρτζιν έχει κάνει τα εξής: εξόφλησε το αμάξι του, εξόφλησε ό,τι χρωστούσε σε μια κατασκήνωση που πηγαίνει στο Ρέιντζλι Λέικς,
πλήρωσε διατροφή περίπου ενενήντα ετών την οποία χρωστούσε στη γυναίκα του για τα παιδιά... » «Κανείς δεν χρωστά ενενήντα χρόνια διατροφή», είπα, αλλά απλώς μιλούσα για να εκτονώσω κι εγώ τον δικό μου ενθουσιασμό. «Δεν είναι δυνατόν». «Είναι, αν έχεις εφτά παιδιά», είπε ο Τζον και άρχισε να γελάει. Σκέφτηκα εκείνο το παχουλό, αυτάρεσκο πρόσωπο, το σφιγμένο στόμα, τα νύχια που έμοιαζαν γυαλισμένα. «Μη μου πεις». «Σου λέω», απάντησε ο Τζον, γελώντας ακόμη. Έκανε σαν να τον είχε πιάσει κρίση υστερίας. «Σοβαρά! Με ηλικίες από δδεκατεσσάρων μέχρι τρ-τρ-τριών! Πρέπει να είναι μεγάλος γαμιάς ο τύπος!» Κι άλλα γέλια, που έμοιαζαν περισσότερο με ουρλιαχτά. Τώρα είχα αρχίσει να γελάω κι εγώ· το είχα κολλήσει σαν ιλαρά. «Ο Κένεντι θα μου στείλει φ-φ-φαξ με φ-φωτογραφίες όλης της... οικ-οικογένειας!» Εδώ λυθήκαμε πάλι στα γέλια και οι δύο μαζί. Φαντάστηκα τον Τζον Στόροου να κάθεται μόνος στο γραφείο του στην Παρκ Άβενιου και να γελάει υστερικά, τρομάζοντας τις καθαρίστριες. «Δεν έχει σημασία αυτό, όμως», είπε τελικά, όταν συνήλθε και μπορούσε να μιλήσει πάλι λογικά. «Καταλαβαίνεις ποιο είναι το σημαντικό, έτσι δεν είναι;» «Ναι», είπα. «Πώς είναι δυνατόν να έκανε τέτοια βλακεία;» Μιλούσα για τον Ντέρτζιν αλλά και για τον Ντεβόρ. Και ο Τζον κατάλαβε, νομίζω, ότι αναφερόμουν και στους δύο. «Ο Ελμερ Ντέρτζιν είναι ένας μικροδικηγόρος από μια μικρή πόλη μέσα στα δάση του Δυτικού Μέιν -αυτό είναι όλο. Πού να φανταστεί ότι θα εμφανιζόταν ένας φύλακας- άγγελος που θα είχε τα μέσα να τον ανακαλύψει; Α, παρεμπιπτόντως, αγόρασε και μια βενζινάκατο. Πριν από δύο βδομάδες. Με διπλή εξωλέμβιο μηχανή. Μεγάλο κατασκεύασμα. Τελείωσε η μάχη, Μάικ. Τους πήραμε τα σώβρακα». «Αφού το λες εσύ». Αλλά το χέρι μου άρχισε να κινείται σαν από μόνο του. Έκλεισε σε μια χαλαρή γροθιά και χτύπησε το ξύλινο τραπεζάκι.
«Πάντως, ο αγώνας μπέιζμπολ στο Γουόρινγκτον δεν πήγε τελείως τζάμπα». Ο Τζον μιλούσε ακόμη ανάμεσα σε μικρά ξεσπάσματα χαχανητών. «Δηλαδή;» «Την πάτησα μαζί της». «Μαζί της;» «Με τη Μέτι», απάντησε υπομονετικά. «Τη Μέτι Ντεβόρ». Μια παύση και μετά: «Μάικ; Μ' ακούς;» «Ναι», είπα. «Μου γλίστρησε το τηλέφωνο. Με συγχωρείς». Δεν μου είχε γλιστρήσει το τηλέφωνο, αλλά νομίζω ότι το είπα αρκετά φυσικά. Αλλά και να μην το είπα φυσικά τι σημασία είχε; Για τον Τζον, ήμουν υπεράνω υποψίας σε ό,τι αφορά τη Μέτι. Σαν το υπηρετικό προσωπικό της έπαυλης σε μυθιστόρημα της Αγκάθα Κρίστι. Ο Τζον ήταν είκοσι οχτώ χρονών, ίσως τριάντα. Δεν θα του πέρασε ποτέ από το μυαλό η ιδέα ότι ένας άντρας δώδεκα χρόνια μεγαλύτερος του μπορεί να αισθανόταν σεξουαλική έλξη για τη Μέτι -ή ίσως να του πέρασε για μια στιγμή, την ώρα του πικνίκ μας στο πάρκο, και μετά να την απέρριψε θεωρώντας τη γελοία. Όπως και η Μέτι είχε απορρίψει την ιδέα ότι μπορεί να υπήρχε κάτι ανάμεσα στην Τζο και τον άντρα με το σπορ σακάκι. «Δεν μπορώ να τη φλερτάρω όσο την εκπροσωπώ», συνέχισε ο Τζον, «δεν θα ήταν ηθικό κάτι τέτοιο. Επίσης, θα ήταν επικίνδυνο. Αργότερα όμως... ποιος ξέρει;» «Ναι», είπα, ακούγοντας τη φωνή μου όπως την ακούς μερικές φορές σε στιγμές που έχεις αιφνιδιαστεί εντελώς, σαν να έρχεται από κάποιον άλλο. Κάποιον που μιλάει στο ραδιόφωνο ή από ένα πικάπ ίσως. Να 'ναι η φωνή πεθαμένων φίλων μας ή φωνογράφος; Σκέφτηκα τα χέρια του Τζον, με μακριά και λεπτά δάχτυλα, χωρίς δαχτυλίδια και βέρες. Σαν τα χέρια της Σάρας στην παλιά φωτογραφία. «Ποιος ξέρει». Αποχαιρετιστήκαμε κι εγώ συνέχισα να κοιτάζω το άφωνο παιχνίδι του μπέιζμπολ. Σκέφτηκα να σηκωθώ να πάρω καμιά μπίρα, αλλά το ψυγείο μου φαινόταν πολύ μακριά —το να πάω μέχρι εκεί ήταν σωστό σαφάρι. Εκείνο που ένιωθα ήταν ένας «μουντός» πόνος, που τον ακολούθησε ένα κάπως καλύτερο συναίσθημα: θλιμμένη
ανακούφιση, θα μπορούσα να το πω. Ήταν ο Τζον πολύ μεγάλος για τη Μέτι; Όχι, κάθε άλλο. Ήταν ακριβώς στην κατάλληλη ηλικία. Ο Πρίγκιπας του Παραμυθιού No 2, αυτή τη φορά με νεοϋορκέζικο κοστούμι και γιλέκο. Μπορεί τελικά να είχε αλλάξει η τύχη της Μέτι με τους άντρες και, αν ήταν έτσι τα πράγματα, θα 'πρεπε να χαίρομαι. Και όντως θα χαιρόμουν. Και θα ένιωθα ανακούφιση. Γιατί εγώ είχα να γράψω ένα βιβλίο και καλά θα έκανα να ξεχάσω τα άσπρα αθλητικά παπούτσια να αστράφτουν κάτω από το κόκκινο φόρεμα μέσα στο λυκόφως και τη λάμψη από το τσιγάρο της να χορεύει μέσα στο σκοτάδι. Παρ' όλα αυτά ένιωθα μοναξιά για πρώτη φορά από τη στιγμή που είδα την Κάιρα να περπατάει στη λευκή διαχωριστική γραμμή του Αυτοκινητόδρομου 68 με μαγιό και σαγιονάρες. «Αστείο ανθρωπάκι, είπε ο Στρίκλαντ», είπα ξαφνικά στο άδειο δωμάτιο. Μου βγήκε πριν καν συνειδητοποιήσω ότι θα μιλούσα και με το που το είπα το κανάλι στην τηλεόραση άλλαξε. Από τον αγώνα του μπέιζμπολ πέρασε ξαφνικά σε μια επανάληψη του Η Οικογένεια μας και μετά στο Ρεν και Στίμπι. Κοίταξα το τηλεχειριστήριο. Ήταν ακόμη στο τραπεζάκι, εκεί που το είχα αφήσει. Το κανάλι άλλαξε πάλι κι αυτή τη φορά είδα τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ και την Ίνγκριντ Μπέργκμαν. Φαινόταν ένα αεροπλάνο στο βάθος και ήξερα, χωρίς να χρειαστεί να πάρω το τηλεκοντρόλ και να δυναμώσω τον ήχο, ότι ο Χάμφρεϊ έλεγε στην Ίνγκριντ να ανεβεί στο αεροπλάνο. Η αγαπημένη ταινία της γυναίκας μου. Στο τέλος έβαζε πάντα τα κλάματα. «Τζο;» είπα. «Είσαι εδώ;» Το κουδουνάκι του Μπάντερ χτύπησε μία φορά. Πολύ αμυδρά. Είχα αισθανθεί πολλές παρουσίες μέσα στο σπίτι, όμως απόψε, για πρώτη φορά, ήμουν σίγουρος ότι ήταν η Τζο. «Ποιος ήταν αυτός, αγάπη μου;» ρώτησα. «Ποιος ήταν ο τύπος στο γήπεδο του μπέιζμπολ;» Το κουδουνάκι του Μπάντερ έμεινε σιωπηλό και ακίνητο. Η Τζο ήταν στο δωμάτιο, όμως. Την ένιωθα, μια παρουσία σαν κρατημένη ανάσα.
Θυμήθηκα το περιπαικτικό μήνυμα στην πόρτα του ψυγείου μετά το δείπνο μου με τη Μέτι και την Κάι: μπλε ροδο ψευτρα χα χα. «Ποιος ήταν;» Η φωνή μου ήταν τρεμάμενη, σαν να ήμουν έτοιμος να βάλω τα κλάματα. «Τι έκανες εδώ πέρα με έναν άντρα; Μήπως... Αλλά δεν μπορούσα να τη ρωτήσω αν μου έλεγε ψέματα αν με απατούσε. Μου ήταν αδύνατο, παρ' όλο που η παρουσία την οποία ένιωθα θα μπορούσε κάλλιστα να υπάρχει μόνο στο μυαλό μου. Η τηλεόραση άλλαξε πάλι κανάλι και από την Καζαμπλάνκα πέρασε ξαφνικά στον αγαπημένο δικηγόρο όλων, τον Περί Μέισον, στο Νικ ατ Νάιτ. Ο αντίπαλος του Περί, ο Χάμιλτον Μπέργκερ, ανέκρινε μια ταραγμένη γυναίκα —και ξαφνικά ο ήχος της τηλεόρασης δυνάμωσε, κάνοντας με να αναπηδήσω από την τρομάρα. «Δεν είμαι ψεύτρα!» φώναξε μια παλιά ηθοποιός της τηλεόρασης. Για μια στιγμή φάνηκε να κοιτάζει απευθείας εμένα και μου κόπηκε η ανάσα καθώς είδα τα μάτια της Τζο πάνω σε αυτό το ασπρόμαυρο πρόσωπο από τη δεκαετία του '50. «Ποτέ δεν είπα ψέματα, κύριε Μπέργκερ, ποτέ!» «Κι εγώ λέω ότι είπες!» απάντησε ο Μπέργκερ. Την πλησίασε, με τα χείλια του τραβηγμένα σε ένα μορφασμό που θύμιζε βρικόλακα. «Εγώ λέω...» Η τηλεόραση έκλεισε ξαφνικά. Το κουδουνάκι του Μπάντερ ήχησε μία φορά, δυνατά και κοφτά, και μετά η παρουσία που ήταν στο δωμάτιο, όποια κι αν ήταν, χάθηκε. Ένιωθα καλύτερα όμως. Δεν είμαι ψεύτρα. Ποτέ δεν είπα ψέματα, ποτέ. Μπορούσα να το πιστέψω αν ήθελα. Αν ήθελα. Πήγα για ύπνο και δεν είδα άλλα όνειρα. Φρόντιζα να πιάνω δουλειά νωρίς, πριν γίνει αφόρητη η ζέστη μέσα στο γραφείο. Έπινα λίγο χυμό, έτρωγα ένα τοστ και μετά καθόμουν μπροστά στην IBM μέχρι το μεσημέρι σχεδόν, παρακολουθώντας το μπαλάκι με τα γράμματα να χορεύει και να στριφογυρίζει, καθώς οι σελίδες περνούσαν από τη γραφομηχανή κι
έβγαιναν γραμμένες. Ήταν η ίδια παλιά αίσθηση της μαγείας, τόσο παράξενη και υπέροχη. Ποτέ δεν την ένιωθα σαν δουλειά, παρ' όλο που την έλεγα έτσι. Αισθανόμουν περισσότερο σαν να χοροπηδούσα πάνω σε ένα νοητικό τραμπολίνο, του οποίου οι σούστες εξαφάνιζαν όλο το βάρος του κόσμου για λίγο. Το μεσημέρι έκανα διάλειμμα, πήγαινα στο μαγαζί του Μπάντι Τζέλισον για να φάω κάτι βλαβερό και μετά γύριζα και δούλευα άλλη μια ώρα περίπου. Ύστερα κολυμπούσα λίγο στη λίμνη κι έπαιρνα ένα μεσημεριανό ύπνο στη βορινή κρεβατοκάμαρα. Η κεντρική κρεβατοκάμαρα, στη νότια πλευρά του σπιτιού, παρέμενε αχρησιμοποίητη -μόλις που είχα βάλει το κεφάλι μου μέσα από την πόρτα για να ρίξω μια ματιά- και αν η Μπρέντα είχε απορήσει γι' αυτό, δεν είχε πει τίποτα. Την Παρασκευή 17 του μηνός, καθώς γύριζα στο σπίτι, σταμάτησα στο Γενικό Κατάστημα Λέικβιου, για να βάλω βενζίνη στη Σεβρολέτ. Υπάρχουν αντλίες και στο γκαράζ του Μπρουκς και μάλιστα η βενζίνη εκεί είναι μερικά σεντς φτηνότερη, αλλά δεν μου άρεσε η ατμόσφαιρα σ' εκείνο το μέρος. Σήμερα, καθώς στεκόμουν μπροστά στο μαγαζί και γέμιζα το ντεπόζιτο, το Ντοτζ Ραμ του Μπιλ ήρθε και σταμάτησε από την άλλη μεριά της αντλίας. Κατέβηκε κάτω και μου χαμογέλασε. «Πώς πάει, Μάικ;» «Καλούτσικα». «Η Μπρέντα λέει ότι γράφεις σαν μανιακός». «Ναι», είπα και πήγα να τον ρωτήσω αν έχει μάθει τίποτα καινούριο για την επισκευή του αιρ κοντίσιον, αλλά τελικά δεν μίλησα. Ανησυχούσα ακόμη τόσο πολύ μήπως ξαναχάσω ξαφνικά την ικανότητα να γράφω, ώστε δεν ήθελα να αλλάξω τίποτα στο περιβάλλον όπου έγραφα. Ναι, ήταν βλακεία ίσως, αλλά μερικές φορές τα πράγματα λειτουργούν μόνο και μόνο επειδή νομίζουμε ότι θα λειτουργήσουν. Είναι κι αυτός ένας αρκετά καλός ορισμός της πίστης. «Χαίρομαι που το ακούω. Πραγματικά». Σκέφτηκα ότι μάλλον ήταν ειλικρινής, αλλά για κάποιο λόγο δεν ακουγόταν σαν τον γνωστό Μπιλ. Σίγουρα όχι σαν τον άνθρωπο που με καλωσόρισε όταν πρωτοσυναντηθήκαμε μετά το γυρισμό μου στο Τι -Αρ.
«Ψάχνω κάποιες παλιές ιστορίες για την πλευρά της λίμνης στην οποία βρίσκεται το σπίτι μου», είπα. «Για τη Σάρα και τους Ρεντ-Τοπ; Ναι, θυμάμαι ότι ενδιαφερόσουν από παλιά γι' αυτούς». «Ναι, αλλά όχι μόνο γι' αυτούς. Υπάρχουν πολλές ιστορίες. Μιλούσα με την Μπρέντα και μου είπε για τον Νορμάλ Όστερ, τον πατέρα του Κένι». To χαμόγελο του Μπιλ δεν χάθηκε και σταμάτησε μόνο για μια στιγμή καθώς ξεβίδωνε το καπάκι του ρεζερβουάρ του, όμως παρ' όλα αυτά ένιωσα με βεβαιότητα ότι πάγωσε μέσα του. «Δεν πιστεύω να γράψεις για κάτι τέτοιο, Μάικ, έτσι δεν είναι; Γιατί υπάρχουν πολλοί εδώ στην περιοχή που θα το έπαιρναν άσχημα. Το ίδιο πράγμα είπα και στην Τζο». «Στην Τζο;» Αισθάνθηκα την παρόρμηση να περάσω ανάμεσα από τις δυο αντλίες και να τον αρπάξω από το χέρι. «Τι σχέση έχει η Τζο μ' αυτό;» Με κοίταξε για κάμποσες στιγμές με ένα επιφυλακτικό ύφος. «Δεν σου το είχε πει;» «Τι να μου είχε πει; Τι λες τώρα;» «Σκεφτόταν να γράψει κάτι για τη Σάρα και τους Ρεντ- Τοπ για κάποια τοπική εφημερίδα». Ο Μπιλ μιλούσε πολύ αργά, διαλέγοντας τα λόγια του. Έχω μια πολύ καθαρή ανάμνηση της σκηνής, θυμάμαι πόσο καυτός ήταν ο ήλιος στο σβέρκο μου, πόσο κοφτές οι σκιές στην άσφαλτο. Άρχισε να ρίχνει βενζίνη στο ρεζερβουάρ του και ο ήχος της αντλίας ήταν, επίσης, πολύ έντονος. «Νομίζω μάλιστα ότι ανέφερε το περιοδικό Γιάνκι. Μπορεί να κάνω λάθος σ' αυτό το σημείο, αλλά είμαι σχεδόν βέβαιος». Είχα μείνει άφωνος. Γιατί να μη μου πει τίποτα αν είχε την ιδέα να γράψει κάτι για την ιστορία της περιοχής; Επειδή μπορεί να σκέφτηκε ότι έμπαινε σε δικά μου χωράφια; Αυτό ήταν γελοίο. Ήξερε ότι δεν με ενοχλούσαν τέτοια πράγματα —έπρεπε να το ξέρει. «Πότε κάνατε αυτή τη συζήτηση, Μπιλ; Θυμάσαι;» «Και βέβαια θυμάμαι. Την ίδια μέρα που ήρθε για να παραλάβει τις πλαστικές κουκουβάγιες. Τη ρώτησα εγώ, επειδή κάποιοι μου είχαν πει ότι τριγυρίζει και ρωτάει διάφορα».
«Έχωνε τη μύτη της σε πράγματα που δεν την αφορούσαν;» «Δεν είπα τέτοιο πράγμα», τόνισε ο Μπιλ θιγμένος. «Εσύ το είπες». Ναι, εγώ το είχα πει, αλλά νομίζω ότι αυτό εννοούσε. «Καλά, συνέχισε». «Δεν υπάρχει τίποτ' άλλο. Της είπα ότι υπάρχουν κάποια ευαίσθητα θέματα εδώ κι εκεί στο Τι-Αρ, όπως συμβαίνει παντού, και της ζήτησα να μην ενοχλήσει τον κόσμο αν μπορεί. Μου είπε ότι κατάλαβε. Μπορεί να κατάλαβε, μπορεί και όχι. Το μόνο που ξέρω είναι ότι συνέχισε να κάνει ερωτήσεις. Να ακούει ιστορίες από ηλίθιους γέρους που δεν έχουν κουκούτσι μυαλό στο κεφάλι τους». «Πότε έγινε αυτό;» «Το φθινόπωρο του '93 και το χειμώνα και την άνοιξη του '94. Τριγύριζε σε όλη την πόλη -έφτασε και μέχρι το Μότον και το Χάρλοου— με ένα σημειωματάριο κι ένα κασετόφωνο. Τέλος πάντων, μόνο αυτά ξέρω». Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα κάτι απίστευτο: ο Μπιλ έλεγε ψέματα. Αν με ρωτούσε κανείς μέχρι τότε, θα έβαζα τα γέλια και θα του έλεγα ότι ο Μπιλ Ντιν δεν λέει ποτέ ψέματα. Και μπορεί αυτό να ήταν αλήθεια, γιατί δεν ήταν καθόλου πειστικός. Σκέφτηκα να του το πω στα ίσια, αλλά σε τι θα ωφελούσε; Ήθελα να σκεφτώ και δεν μπορούσα να το κάνω εδώ. Αισθανόμουν το νου μου να βουίζει. Μόλις περνούσε λίγος χρόνος, αυτό το βουητό μπορεί να κόπαζε και να έβλεπα ότι δεν ήταν τίποτα το τρομερό, τίποτα το ιδιαίτερο, αλλά χρειαζόμουν αυτόν το χρόνο. 'Όταν αρχίζεις να ανακαλύπτεις απροσδόκητα πράγματα για ένα αγαπημένο σου πρόσωπο που έχει πεθάνει, συγκλονίζεσαι. Πιστέψτε με, έτσι είναι. Τα μάτια του Μπιλ στράφηκαν αλλού και μετά με κοίταξε πάλι. Τώρα φαινόταν καλοπροαίρετος και -θα 'παιρνα όρκο— λίγο φοβισμένος. «Με ρώτησε και η Τζο για τον μικρό Κένι Όστερ και τούτο είναι ένα παράδειγμα γι' αυτό που σου έλεγα, για τα ευαίσθητα πράγματα που μπορεί να ενοχλήσουν τον κόσμο. Αυτά δεν είναι ιστορίες για εφημερίδες και περιοδικά. Ο Νορμάλ απλώς τρελάθηκε. Κανείς δεν
ξέρει γιατί. Ήταν μια τρομερή τραγωδία, κάτι εξωφρενικό, και υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που μπορεί να πληγωθούν αν κάποιος αρχίσει να την ανασκαλίζει. Στις μικρές πόλεις, θα έλεγε κανείς ότι τα πάντα είναι σαν να συνδέονται κάτω από την επιφάνεια... » Ναι, με καλώδια που δεν φαίνονται. «...και το παρελθόν πεθαίνει πιο αργά. Τώρα, σχετικά με τη Σάρα και τους άλλους, αυτό είναι διαφορετικό. Αυτοί ήταν απλώς... απλώς περιπλανώμενοι... που ήρθαν από μακριά. Η Τζο θα μπορούσε να ασχοληθεί μαζί τους χωρίς να υπάρξει κανένα πρόβλημα. Εδώ που τα λέμε, βέβαια, μπορεί αυτό να έκανε. Γιατί δεν είδα να δημοσιευτεί τίποτα δικό της. Αν έγραψε τίποτα». Ένιωσα ότι εδώ έλεγε αλήθεια. Κατάλαβα όμως και κάτι άλλο, με την ίδια σιγουριά που είχα καταλάβει ότι η Μέτι φορούσε άσπρο σορτς όταν μου είχε τηλεφωνήσει στο ρεπό της. Η Σάρα και οι άλλοι ήταν απλώς περιπλανώμενοι που ήρθαν από μακριά, είχε πει ο Μπιλ, αλλά είχε διστάσει στη μέση της σκέψης του και είχε βάλει τη λέξη περιπλανώμενοι στη θέση της λέξης που του είχε έρθει αρχικά στο νου. Αράπηδες ήταν η λέξη που δεν είπε. Η Σάρα και οι άλλοι ήταν απλώς αράπηδες που ήρθαν από μακριά. Ξαφνικά θυμήθηκα ένα παλιό διήγημα του Ρέι Μπράντμπερι, με τίτλο «Ο Άρης Είναι ο Παράδεισος». Οι πρώτοι αστροναύτες που προσεδαφίζονται στον Άρη ανακαλύπτουν ότι εκεί υπάρχει το Γκριν Τάουν του Ιλινόις και ότι όλοι οι αγαπημένοι φίλοι τους και συγγενείς που έχουν πεθάνει είναι εκεί. Μόνο που οι φίλοι και οι συγγενείς είναι στην πραγματικότητα εξωγήινα τέρατα και τη νύχτα, ενώ οι αστροναύτες κοιμούνται στα κρεβάτια των πεθαμένων συγγενών τους, σε ένα μέρος που θεωρούν πλέον με βεβαιότητα ότι είναι ο Παράδεισος, οι εξωγήινοι τους σφάζουν μέχρι τον τελευταίο. «Μπιλ, είσαι σίγουρος ότι η Τζο ήρθε εδώ μερικές φορές εκτός θερινής σεζόν;» «Ναι. Και δεν ήταν μερικές φορές. Ήταν καμιά δεκαριά φορές τουλάχιστον, μπορεί και παραπάνω. Μονοήμερα ταξίδια όμως· δεν έμενε εδώ το βράδυ». «Είδες ποτέ έναν τύπο μαζί της; Γεροδεμένο, με μαύρα μαλλιά;»
Το σκέφτηκε για λίγο κι εγώ προσπαθούσα να μην κρατάω την ανάσα μου. Επιτέλους κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Τις λίγες φορές που την είδα, ήταν μόνη της. Δεν την είδα όμως όλες τις φορές που ήρθε. Σε μερικές περιπτώσεις το μάθαινα αφού είχε φύγει πια. Την είδα τον Ιούνιο του '94· πήγαινε προς τον Κόλπο Χέιλο με το αυτοκινητάκι της. Με χαιρέτησε από μακριά και τη χαιρέτησα κι εγώ. Αργότερα εκείνο το βράδυ πέρασα από το σπίτι για να δω αν χρειάζεται τίποτα, αλλά είχε φύγει. Δεν την ξαναείδα από τότε. Και όταν πέθανε αργότερα εκείνο το καλοκαίρι πραγματικά σοκαριστήκαμε με την Ιβέτ». Ό,τι κι αν έψαχνε να βρει, φαίνεται ότι δεν είχε γράψει τίποτα σχετικά με αυτό- αλλιώς, κάτι θα είχα ανακαλύψει. Ήταν έτσι όμως τα πράγματα; Η Τζο είχε έρθει πολλές φορές εδώ χωρίς να κάνει καμιά προσπάθεια να κρυφτεί Επιπλέον, σε ένα από τα ταξίδια της μπορεί να τη συνόδευε ένας άγνωστος. Κι εγώ τα είχα μάθει όλα αυτά εκ των υστέρων και εντελώς τυχαία. «Είναι δύσκολη αυτή η κουβέντα», είπε ο Μπιλ, «αλλά, μια και αρχίσαμε με τα δύσκολα, ας σου πω και τα υπόλοιπα. 'Όταν ζεις στο Τι-Αρ, είναι όπως παλιά, τότε που κοιμόμασταν τέσσερα και πέντε άτομα μαζί σε ένα κρεβάτι τον Ιανουάριο, τις βραδιές που έκανε γερό κρύο. Αν όλοι κοιμούνται ήσυχα, δεν υπάρχει πρόβλημα. Αν όμως κάποιος είναι ανήσυχος κι αρχίσει να γυρίζει από δω κι από κει, δεν μπορεί να κοιμηθεί κανείς. Αυτή τη στιγμή εσύ είσαι αυτός που στριφογυρίζει. Έτσι το βλέπει ο κόσμος». Περίμενε να δει τι θα πω. Όταν πέρασαν γύρω στα είκοσι δευτερόλεπτα χωρίς να μιλήσω (ο Χάρολντ Ομπλόφσκι θα ήταν περήφανος για μένα), μετατόπισε το βάρος του από το ένα πόδι στο άλλο και συνέχισε. «Για παράδειγμα, υπάρχουν κάποιοι στην πόλη που ανησυχούν με το ενδιαφέρον που δείχνεις για τη Μέτι Ντεβόρ. Δεν λέω βέβαια ότι συμβαίνει τίποτα ανάμεσα σας -αν και υπάρχουν κάποιοι που το λένε κι αυτό-, αλλά, αν θέλεις να μείνεις στο Τι-Αρ, δυσκολεύεις μόνος σου τα πράγματα για τον εαυτό σου». «Γιατί;»
«Η απάντηση είναι αυτό που σου είπα την προηγούμενη φορά που μιλήσαμε. Ότι είναι επικίνδυνη». «Απ' ό,τι θυμάμαι, Μπιλ, μετά το διόρθωσες και είπες ότι δεν είναι επικίνδυνη αλλά έχει μπελάδες. Και αυτό ακριβώς συμβαίνει. Προσπαθώ απλώς να τη βοηθήσω. Δεν υπάρχει τίποτα ανάμεσα μας πέρα από αυτό». «Κι απ' ό,τι θυμάμαι εγώ, σου είπα επίσης ότι ο Μαξ Ντεβόρ είναι θεότρελος», είπε ο Μπιλ. «Αν τον τσατίσεις, θα την πληρώσουμε όλοι». Η αντλία έκλεισε και ο Μπιλ έβαλε στη θέση του το σωλήνα. Μετά αναστέναξε, σήκωσε τα χέρια του και τα κατέβασε. «Νομίζεις ότι μου είναι εύκολο που σου τα λέω όλα αυτά;» «Κι εσύ νομίζεις ότι είναι εύκολο για μένα να τα ακούω;» «Εντάξει, λοιπόν, είμαστε στην ίδια κατάσταση. Όμως, η Μέτι Ντεβόρ δεν είναι ο μόνος άνθρωπος στο Τι-Αρ που τα φέρνει βόλτα με δυσκολία. Υπάρχουν κι άλλοι που έχουν τα προβλήματα τους. Δεν το καταλαβαίνεις αυτό;» Μπορεί να είδε ότι καταλάβαινα πολύ καλά, γιατί οι ώμοι του έγειραν σαν να απελπίστηκε. «Αν μου ζητάς να καθίσω στην άκρη και να αφήσω τον Ντεβόρ να πάρει το παιδί της Μέτι, ξεχνά το», είπα. «Και ελπίζω να μη μου ζητάς κάτι τέτοιο, γιατί νομίζω ότι θα έκοβα κάθε σχέση με έναν άντρα που θα ζητούσε από έναν άλλο άντρα να το κάνει αυτό». «Δεν θα σου το ζητούσα τώρα έτσι κι αλλιώς», είπε και ο τόνος του είχε γίνει περιφρονητικός. «Θα ήταν πολύ αργά, έτσι δεν είναι;» Μετά το ύφος του μαλάκωσε απροσδόκητα. «Χριστέ μου! Δεν καταλαβαίνεις, ρε φίλε; Εγώ ανησυχώ για σένα. Τα υπόλοιπα ας πάνε στο διάβολο, εντάξει;» Έλεγε ψέματα πάλι, αλλά αυτή τη φορά δεν με πείραξε τόσο πολύ, γιατί νομίζω ότι έλεγε ψέματα πρώτα στον εαυτό του. «Πρέπει να προσέχεις όμως. Όταν σου είπα ότι ο Ντεβόρ είναι τρελός, δεν ήταν σχήμα λόγου. Νομίζεις ότι θα καθίσει να ασχοληθεί με δικαστήρια αν δει ότι έτσι δεν μπορεί να πάρει αυτό που θέλει; Τρεις άνθρωποι πέθαναν παλεύοντας μ' εκείνες τις φωτιές το καλοκαίρι του 1933. Καλοί άνθρωποι. Ο ένας ήταν συγγενής μου. Κάηκε η μισή Κομητεία τότε, και τις φωτιές τις έβαλε ο Ντεβόρ. Αυτό ήταν το αποχαιρετιστήριο δώρο του για το Τι-Αρ. Δεν μπόρεσε να το
αποδείξει κανείς, βέβαια, αλλά ήταν δική του δουλειά. Κι εκείνη την εποχή ήταν νέος και απένταρος, ούτε είκοσι χρονών ακόμη, και δεν είχε τους δικαστές στην τσέπη του. Τι λες να κάνει τώρα;» Με κοίταξε ερωτηματικά. Εγώ πάλι δεν μίλησα. Ο Μπιλ κατένευσε, σαν να είχα μιλήσει. «Σκέψου το. Και να θυμάσαι ένα πράγμα, Μάικ: αν δεν ενδιαφερόμουν για σένα, δεν θα σου μιλούσα έτσι, ξεκάθαρα και ντόμπρα». «Πόσο ντόμπρα μου μίλησες, δηλαδή, Μπιλ;» Αντιλήφθηκα αμυδρά κάποιον τουρίστα να πηγαίνει από το αμάξι του στο μαγαζί και να μας κοιτάζει με περιέργεια και, όταν ξανάπαιξα τη σκηνή αργότερα στο νου μου, κατάλαβα ότι πρέπει να φαινόμασταν σαν άνθρωποι που από στιγμή σε στιγμή θα πιάνονταν στα χέρια, θυμάμαι ότι είχα μια διάθεση να ουρλιάξω από θλίψη και απορία και μια απροσδιόριστη αίσθηση προδοσίας, όμως θυμάμαι, επίσης, ότι ήμουν έξω φρενών μ' αυτό τον ξερακιανό γέρο με το πεντακάθαρο πουκάμισο και τα ψεύτικα δόντια. Έτσι, ίσως να ήμαστε έτοιμοι να πιαστούμε στα χέρια και απλώς δεν το είχα συνειδητοποιήσει εκείνη τη στιγμή. «Όσο πιο ντόμπρα γίνεται», είπε ο Μπιλ και γύρισε για να πάει μέσα να πληρώσει. «Το σπίτι μου είναι στοιχειωμένο», είπα. Σταμάτησε, με την πλάτη γυρισμένη ακόμη προς το μέρος μου και τους ώμους καμπουριασμένους, σαν να προσπαθούσε να συνέλθει από το χτύπημα. Μετά γύρισε αργά. «Το Σάρα Λαφς ήταν πάντα στοιχειωμένο, Μάικ. Απλώς ανατάραξες τα φαντάσματα. Ίσως θα 'πρεπε να γυρίσεις πίσω στο Ντέρι και να τα αφήσεις να ησυχάσουν πάλι. Μπορεί αυτό να είναι το καλύτερο». Σταμάτησε, σαν να επαναλάμβανε αυτή την τελευταία φράση στο μυαλό του, για να δει αν συμφωνεί μαζί της, και μετά έγνεψε καταφατικά, με μια κίνηση εξίσου αργή όσο και όταν γύρισε προς το μέρος μου. «Ναι, αυτό μπορεί να είναι το καλύτερο για όλους». Όταν έφτασα στο σπίτι, τηλεφώνησα στον Γουόρντ Χάνκινς. Και μετά έκανα επιτέλους εκείνο το τηλεφώνημα στην Μπόνι Άμουντσον. Κάπου μέσα μου ευχόμουν να μην είναι στη δουλειά της, σ' ένα
πρακτορείο ταξιδιών στην Ογκάστα, του οποίου ήταν συνιδιοκτήτρια, αλλά τη βρήκα εκεί. Στα μισά της συνομιλίας μου μαζί της, το φαξ άρχισε να βγάζει φωτοαντίγραφα από τις σελίδες του ημερολογίου της Τζο. Στην πρώτη ο Γουόρντ είχε γράψει «Ελπίζω αυτό να σε βοηθήσει». Δεν «προβάρισα» αυτά που θα έλεγα στην Μπόνι. Είχα την αίσθηση ότι, αν έκανα κάτι τέτοιο, θα τα θαλάσσωνα. Της είπα ότι η Τζο έγραφε κάτι —ίσως ένα άρθρο ή μια σειρά από άρθρα— για την πόλη όπου έχουμε το εξοχικό μας σπίτι και ότι μερικοί από τους ντόπιους είχαν τσατιστεί από την περιέργεια της. Μήπως της είχε μιλήσει καθόλου; Μήπως της είχε δείξει ίσως ένα πρώτο δοκίμιο του άρθρου; «Μπα, όχι», απάντησε η Μπόνι και ακούστηκε πραγματικά έκπληκτη. «Συνήθως μου έδειχνε τις φωτογραφίες της και διάφορα δείγματα από βότανα, αλλά δεν μου έδειξε ποτέ κανένα κείμενο της. Εδώ που τα λέμε, θυμάμαι που μου είπε κάποτε ότι είχε αποφασίσει να αφήσει το γράψιμο σ' εσένα κι αυτή απλώς... » «...να πάρει μια γεύση από όλα τα υπόλοιπα, ε;» «Ακριβώς». Σκέφτηκα ότι αυτό ήταν ένα καλό σημείο για να δώσω τέλος στη συζήτηση, αλλά τα παιδιά στο υπόγειο διαφωνούσαν. «Μήπως έβλεπε κανέναν, Μπόνι;» Σιωπή. Με ένα χέρι που έμοιαζε να απέχει τουλάχιστον δέκα χιλιόμετρα από τον ώμο μου, πήρα τις σελίδες του φαξ. Δέκα συνολικά, από το Νοέμβριο του 1993 μέχρι τον Αύγουστο του 1994. Παντού σημειώσεις με τον στρωτό γραφικό χαρακτήρα της Τζο. Είχαμε συσκευή φαξ πριν πεθάνει; Δεν θυμόμουν. Υπήρχαν τόσο πολλά πράγματα που δεν τα θυμόμουν πια. «Μπόνι; Αν ξέρεις κάτι, σε παρακαλώ, πες μου. Η Τζο έχει πεθάνει, εγώ όμως όχι. Μπορώ να τη συγχωρήσω, αν χρειάζεται, αλλά δεν μπορώ να συγχωρήσω κάτι που δεν καταλαβαίνω... » «Με συγχωρείς», είπε αυτή και γέλασε κοφτά και νευρικά. «Απλώς δεν κατάλαβα τι εννοούσες στην αρχή. "Μήπως έβλεπε κανέναν"... Αυτό είναι τόσο... τόσο ξένο... για την Τζο που ήξερα, ώστε δεν κατάλαβα. Σκέφτηκα μήπως εννοούσες κανέναν ψυχίατρο αλλά
όχι. Εννοούσες αν έβλεπε κανέναν άντρα, έτσι δεν είναι; Αν είχε φίλο». «Ναι, αυτό εννοούσα». Ξεφύλλιζα τις σελίδες του φαξ ακόμη. Το χέρι μου δεν είχε επανέλθει στην κανονική του απόσταση από τα μάτια μου, αλλά πλησίαζε. Ένιωθα ανακούφιση με την ειλικρινή απορία της Μπόνι αλλά όχι τόση όση περίμενα. Γιατί το ήξερα ήδη. Δεν χρειαζόταν ούτε καν η γυναίκα στο παλιό επεισόδιο του Πέρι Μέισον. Στο κάτω κάτω, εδώ μιλούσαμε για την Τζο. «Μάικ», είπε η Μπόνι πολύ ήπια, σαν να μιλούσε σε τρελό, «η Τζο σ' αγαπούσε». «Ναι. Μάλλον». Οι σελίδες του ημερολογίου έδειχναν πόσο πολυάσχολη ήταν η γυναίκα μου, πόσο παραγωγική. Σουπ Κίτσενς του Μέιν. Γούμαν Σέλτερς, ένα δίκτυο ασύλων για κακοποιημένες γυναίκες. Τιν Σέλτερς, το ίδιο για κορίτσια εφηβικής ηλικίας. Φίλοι των Βιβλιοθηκών του Μέιν. Είχε δύο με τρεις συνεδριάσεις κάθε μήνα -σε κάποια σημεία δύο με τρεις συνεδριάσεις τη βδομάδα- κι εγώ ούτε που το είχα προσέξει. Ήμουν απασχολημένος με το βιβλίο μου. «Κι εγώ την αγαπούσα, Μπόνι, αλλά τους τελευταίους δέκα μήνες της ζωής της κάτι σκάρωνε. Δεν σου είχε πει τίποτα όταν πηγαίνατε στις συνεδριάσεις μαζί;» Σιωπή πάλι. «Μπόνι;» Πήρα το ακουστικό από το αυτί μου και κοίταξα μήπως είχε ανάψει το κόκκινο φωτάκι που σημαίνει ότι κοντεύει να αδειάσει η μπαταρία. 'Όχι, δεν ήταν αναμμένο. Άκουσα την Μπόνι να λέει το όνομα μου και το έφερα πάλι στο αυτί μου. «Μπόνι, τι συμβαίνει;» «Τους τελευταίους εννιά δέκα μήνες δεν πηγαίναμε σε συνεδριάσεις μαζί. Μιλούσαμε από το τηλέφωνο και θυμάμαι ότι μια φορά φάγαμε στο Γουότερβιλ, αλλά δεν υπήρχαν συνεδριάσεις. Η Τζο είχε παραιτηθεί». Ξεφύλλισα πάλι τις σελίδες του φαξ. Παντού σημειωμένες συνεδριάσεις, ανάμεσα τους και εκείνες της οργάνωσης Σουπ Κίτσενς. «Δεν καταλαβαίνω. Παραιτήθηκε από το διοικητικό συμβούλιο της Σουπ Κίτσενς;»
Άλλη μια στιγμή σιωπής. Μετά η Μπόνι απάντησε, μιλώντας πολύ προσεκτικά: «Όχι, Μάικ. Παραιτήθηκε από όλες τις οργανώσεις. Είχε φύγει από τη Γούμαν Σέλτερς και την Τιν Σέλτερς σία τέλη του '93, με το που τέλειωσε η θητεία της. Από τις άλλες δύο, τη Σουπ Κίτσενς και τους Φίλους... παραιτήθηκε τον Οκτώβριο ή το Νοέμβριο του 1993». Δεκάδες συνεδριάσεις, σημειωμένες σε όλες τις σελίδες που μου είχε στείλει ο Γουόρντ. Και το 1993 και το 1994. Συνεδριάσεις διοικητικών συμβουλίων στα οποία δεν ανήκε πια. Κι εκείνη ερχόταν εδώ. Σε όλες αυτές τις υποτιθέμενες συναντήσεις των οργανώσεων, η Τζο ερχόταν στο Τι-Αρ. θα έβαζα στοίχημα τη ζωή μου. Γιατί όμως;
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17 Ο Ντεβόρ ήταν όντως τρελός, θεότρελος, και δεν θα μπορούσε να με βρει σε χειρότερη στιγμή, πιο αδύναμο και τρομοκρατημένο. Νομίζω ότι όλα όσα έγιναν από εκείνη τη στιγμή και μετά ήταν σχεδόν προκαθορισμένα και αναπόφευκτα. Από τότε μέχρι την τρομερή καταιγίδα για την οποία μιλούν ακόμη σ' αυτό το μέρος του κόσμου, ήρθαν όλα κάτω σαν χιονοστιβάδα που παρασύρει τα πάντα στο πέρασμα της. Ένιωθα μια χαρά όλο το υπόλοιπο απόγευμα της Παρασκευής η συζήτηση μου με την Μπόνι μου άφησε πολλά αναπάντητα ερωτήματα, αλλά παρ' όλα αυτά με τόνωσε. Έφτιαξα ένα μείγμα από τηγανητά λαχανικά (έτσι ώστε να εξιλεωθώ για τις πρόσφατες καταχρήσεις μου στο Βίλατζ Καφέ) και το έφαγα καθώς έβλεπα τα νέα. Από την άλλη μεριά της λίμνης, ο ήλιος κατέβαινε προς τα βουνά πλημμυρίζοντας το λίβινγκ ρουμ με χρυσαφένια χρώματα. Όταν τελείωσαν οι ειδήσεις, αποφάσισα να κάνω μια βόλτα στο Δρόμο, θα πήγαινα όσο πιο βόρεια μπορούσα και σίγουρα θα προλάβαινα να γυρίσω πίσω πριν νυχτώσει. Και καθώς θα περπατούσα θα σκεφτόμουν αυτά που μου είχε πει ο Μπιλ Ντιν και μετά η Μπόνι Άμουντσον. θα τα σκεφτόμουν καθώς θα περπατούσα, όπως σκεφτόμουν μερικές φορές τις διάφορες εξελίξεις της πλοκής στο βιβλίο που δούλευα. Κατέβηκα τη σκάλα προς τη λίμνη νιώθοντας ακόμη πολύ καλά (μπερδεμένος αλλά μια χαρά κατά τ' άλλα) και στο Δρόμο έστριψα βόρεια. Μόλις έκανα μερικά βήματα, σταμάτησα για να κοιτάξω την Πράσινη Γυναίκα. Ακόμη και τώρα που τη φώτιζε ο απογευματινός ήλιος, ήταν δύσκολο να τη δεις όπως πραγματικά ήταν: μια σημύδα με ένα μισοξεραμένο πεύκο πίσω της, που το ένα κλαδί του έμοιαζε με χέρι που δείχνει. Ήταν σαν να έλεγε η Πράσινη Γυναίκα: πήγαινε βόρεια, νέε μου, πήγαινε βόρεια. Δεν ήμουν και τόσο νέος, αλλά μπορούσα σίγουρα να πάω βόρεια, μέχρι κάποια απόσταση τουλάχιστον.
Όμως στάθηκα και την κοίταξα λίγο ακόμη, προσέχοντας με κάποια ανησυχία το πρόσωπο που έβλεπα να σχηματίζεται στα φύλλα της. Δεν μου άρεσε καθόλου ο τρόπος που η αύρα έκανε το «στόμα» να γελάει χλευαστικά. Νομίζω ότι μπορεί να άρχισα να νιώθω λίγο άσχημα τότε, αλλά ήμουν τόσο απασχολημένος, που δεν το πρόσεξα. Άρχισα να περπατάω, ενώ αναρωτιόμουν τι ακριβώς μπορεί να είχε γράψει η Τζο... Διότι στο μεταξύ είχα αρχίσει να πιστεύω ότι μπορεί τελικά να είχε γράψει κάτι. Αλλιώς, γιατί είχα βρει την παλιά μου γραφομηχανή στο στούντιο της; Αποφάσισα να ερευνήσω το σπίτι, θα έψαχνα παντού και... βοήθεια πνίγομαι Η φωνή ήρθε από το δάσος, από το νερό, από τον εαυτό μου. Ένα κύμα ζάλης πέρασε μέσα από τις σκέψεις μου, σκορπίζοντας τες όπως η αύρα τα φύλλα. Σταμάτησα. Εντελώς ξαφνικά, ένιωθα πιο άσχημα απ' όσο είχα νιώσει ποτέ στη ζωή μου. Το στήθος μου σφίχτηκε. Το στομάχι μου θα 'λεγες ότι ζάρωσε κι έγινε σκληρό σαν πέτρα. Τα μάτια μου γέμισαν από παγερό νερό που δεν ήταν δάκρυα και κατάλαβα τι θα ακολουθούσε. Όχι, προσπάθησα να πω, αλλά η λέξη δεν έβγαινε από τα χείλη μου. Το στόμα μου γέμισε από εκείνη τη μεταλλική, παγερή γεύση του νερού της λίμνης και ξαφνικά τα δέντρα άρχισαν να κυματίζουν μπροστά στα μάτια μου, σαν να τα κοίταζα μέσα από ένα διαφανές υγρό, και η πίεση στο στήθος μου έγινε τρομερά εντοπισμένη και πήρε το σχήμα χεριών. Με κρατούσαν κάτω. «Δεν θα σταματήσει να το κάνει αυτό;» ρώτησε κάποιος σχεδόν φώναξε. Δεν υπήρχε κανείς στο Δρόμο, ήμουν μόνος μου, αλλά άκουσα τη φωνή καθαρά. «Δεν θα σταματήσει ποτέ να το κάνει αυτό;» Αυτό που ακολούθησε δεν ήταν κάποια εξωτερική φωνή αλλά ξένες σκέψεις μέσα στο νου μου. Χτυπούσαν στα τοιχώματα του κρανίου μου σαν πεταλούδες παγιδευμένες μέσα σε φωτιστικό... ή μέσα σε χάρτινο φαναράκι.
βοήθεια πνίγομαι βοήθεια πνίγομαι αυτός με το μπλε καπέλο είπε πιάστε τον
αυτός με το μπλε καπέλο είπε δεν μ' αφήνει να φύγω βοήθεια πνίγομαι έχασα τα μούρα μου με περίμεναν στο μονοπάτι αυτός με κρατάει το μούτρο του τρεμοπαίζει και είναι κακό άσε με να σηκωθώ άσε με ω Χριστέ μου άσε με αφήστε με όλοι όλοι αφήστε με ΣΑΣ ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΑΦΗΣΤΕ ΜΕ σταματήστε τώρα ΑΦΗΣΤΕ ΜΕ κι εκείνη φωνάζει το όνομα μου το φωνάζει τόσο ΔΥΝΑΤΑ Έσκυψα πανικόβλητος, άνοιξα το στόμα μου και από μέσα πετάχτηκε ένας παγερός πίδακας από... Από τίποτα. Η φρίκη πέρασε, και ταυτόχρονα δεν πέρασε. Αισθανόμουν ακόμη τρομερό σφίξιμο και ναυτία στο στομάχι, σαν να είχα φάει κάτι που είχε προκαλέσει βίαιη αντίδραση στον οργανισμό μου, κάτι σαν ποντικοφάρμακο ή ίσως κανένα δηλητηριώδες μανιτάρι από αυτά που τα βιβλία της Τζο τα είχαν μέσα σε κόκκινο περίγραμμα. Έκανα πέντ' έξι κλονισμένα βήματα, βήχοντας και αναγουλιάζοντας, σε μια προσπάθεια να αποβάλω από μέσα μου κάτι που δεν υπήρχε. Λίγο πιο κάτω, στο σημείο όπου η όχθη κατέβαινε απότομα στη λίμνη, είχε φυτρώσει μια άλλη σημύδα, με καμπυλωμένο τον λευκό κορμό της πάνω από το νερό, σαν να ήθελε να βλέπει το είδωλο της μέσα στη λίμνη. Αρπάχτηκα από πάνω της σαν μεθυσμένος που αρπάζεται από κολόνα. Η πίεση στο στήθος μου άρχισε να μειώνεται, αφήνοντας πίσω της ένα μουντό πόνο. Έμεινα πιασμένος από το δέντρο, με την καρδιά μου να πεταρίζει, και ξαφνικά αντιλήφθηκα ότι κάτι βρομούσε. Ήταν μια φρικτή, απαίσια δυσωδία μόλυνσης, χειρότερη από φραγμένο βόθρο που σιγοβράζει όλο το καλοκαίρι κάτω από τον καυτό ήλιο. Μαζί της υπήρχε η αίσθηση μιας φρικαλέας
παρουσίας που ανέδιδε αυτή την οσμή, κάτι που θα 'πρεπε να είναι νεκρό και δεν ήταν.
Ω, σταματήστε όλοι, όλοι, αφήστε με τώρα, θα κάνω ό,τι θέλετε, μόνο σταματήστε, προσπάθησα να πω και πάλι δεν μου βγήκε τίποτα. Και μετά η φρίκη χάθηκε. Δεν μύριζα τίποτα τώρα, μόνο τη λίμνη και το δάσος... έβλεπα όμως κάτι: ένα παιδί μέσα στη λίμνη, ένα πνιγμένο μαύρο αγοράκι να επιπλέει ανάσκελα. Τα μαγουλά του ήταν φουσκωμένα. Το στόμα του μισάνοιχτο. Τα μάτια του άσπρα σαν τα μάτια αγάλματος. Το στόμα μου γέμισε πάλι μ' εκείνη την ανελέητη μεταλλική γεύση της λίμνης. Βοηθήστε με, αφήστε με να σηκωθώ, πνίγομαι. Τεντώθηκα πάνω από τα νερά, ουρλιάζοντας μέσα στο νου μου, ουρλιάζοντας στο νεκρό πρόσωπο, και τότε συνειδητοποίησα ότι κοίταζα τον εαυτό μου από κάτω, κοίταζα μέσα από το ρόδινο λαμπύρισμα που είχαν τα νερά από το ηλιοβασίλεμα κι έβλεπα έναν λευκό με μπλουτζίν και κίτρινο πόλο να κρατιέται από μια τρεμάμενη σημύδα και να προσπαθεί να ουρλιάξει, το πρόσωπο του να κυματίζει, τα μάτια του να κρύβονται για μια στιγμή από μια μικρή πέρκα που πέρασε από πάνω μου κυνηγώντας κάποιο γευστικό ζωύφιο· ήμουν ταυτόχρονα το μαύρο παιδί και ο λευκός άντρας, πνιγμένος μέσα στο νερό, ενώ πνιγόμουν και στον αέρα. Έτσι είναι· αυτό μου συμβαίνει; Χτύπα μία φορά για ναι, δύο φορές για όχι. Παρά την αναγούλα, το μόνο που βγήκε από μέσα μου ήταν λίγο σάλιο και με έναν απίστευτο τρόπο κάποιο ψάρι πήδησε και το άρπαξε στον αέρα. Το ηλιοβασίλεμα πηδάνε και αρπάζουν οτιδήποτε περνά πάνω από το νερό. Το ψάρι έπεσε πάλι στη λίμνη, γύρω στα δύο μέτρα από την όχθη, απλώνοντας έναν κυκλικό ασημένιο κυματισμό, και χάθηκε. Η γεύση στο στόμα μου, η φρικτή μυρωδιά, το πνιγμένο πρόσωπο του μαύρου παιδιού να κυματίζει, ενός παιδιού που σχεδόν σίγουρα λεγόταν Τίντγουελ. Κοίταξα στα δεξιά και είδα έναν γκρίζο βράχο να ξεπροβάλλει μέσα από τα σάπια φύλλα και τους θάμνους. Εκεί, ακριβώς εκεί, σκέφτηκα και, σαν να ερχόταν για επιβεβαίωση, εκείνη η φρικαλέα δυσωδία της σήψης με φύσηξε πάλι, δίνοντας μου την αίσθηση ότι έβγαινε από το έδαφος.
Έκλεισα τα μάτια μου, ήμουν ακόμη πιασμένος μ' όλη μου τη δύναμη από τη σημύδα κι ένιωθα αδύναμος και άρρωστος· εκείνη τη στιγμή ο Μαξ Ντεβόρ, ο τρελός, μίλησε από πίσω μου. «Δεν μου λες, ρε νταβατζή, πού είναι η πουτάνα σου;» Γύρισα και να τον μπροστά μου, με τη Ροζέτ Γουίτμορ δίπλα του. Ήταν η μοναδική φορά που συναντήθηκα μαζί του, αλλά μου έφτανε. Πιστέψτε με, έφτανε και περίσσευε. Η αναπηρική του πολυθρόνα δεν έμοιαζε καθόλου με τις συνηθισμένες. Έμοιαζε με διασταύρωση ανάμεσα σε σεληνάκατο και καλάθι τρίκυκλης μοτοσικλέτας. Δεξιά κι αριστερά είχε μισή ντουζίνα χρωμιωμένους τροχούς. Στο πίσω μέρος υπήρχε άλλη μια σειρά από μεγαλύτερες ρόδες -τέσσερις νομίζω. Καμιά τους δεν φαινόταν να είναι στο ίδιο επίπεδο με τις άλλες, και κατάλαβα ότι η καθεμιά είχε δική της ανάρτηση. Ο Ντεβόρ μπορούσε να κινηθεί άνετα ακόμη και σε έδαφος πολύ πιο ανώμαλο από αυτό του Δρόμου. Πάνω από τις πίσω ρόδες πρέπει να υπήρχε η μηχανή, καλυμμένη με κλειστό περίβλημα. Τα πόδια του Ντεβόρ τα έκρυβε ένα κατασκεύασμα από φάιμπεργκλας, μαύρο με κόκκινες ρίγες, που δεν θα ήταν παράταιρο πάνω σε αγωνιστικό αμάξι. Στο κέντρο του υπήρχε ένα μαραφέτι που έμοιαζε με δορυφορική κεραία... μάλλον πρέπει να ήταν κάποιο αυτοματοποιημένο σύστημα αποφυγής εμποδίων. Ίσως και αυτόματος πιλότος. Τα μπράτσα της πολυθρόνας ήταν φαρδιά και γεμάτα κουμπιά. Στην αριστερή πλευρά του μηχανήματος υπήρχε μια θήκη με μια πράσινη φιάλη οξυγόνου, με ύψος ένα μέτρο. Ένας σωλήνας ένωνε τη φιάλη με μια μάσκα που βρισκόταν πάνω στα πόδια του Ντεβόρ. Μου θύμισε τη Στενομάσκα του τύπου στην κατάθεση. Ύστερα από όσα μου είχαν συμβεί, για μια στιγμή νόμισα ότι αυτό το όχημα, που έμοιαζε βγαλμένο από κάποιο μυθιστόρημα του Τομ Κλάνσι, ήταν παραίσθηση. Σήμερα, η γυναίκα που είχα δει έξω από το Σάνσετ Μπαρ του Γουόρινγκτον φορούσε άσπρη μπλούζα με μακριά μανίκια και μαύρο παντελόνι τόσο στενό στο κάτω μέρος, που τα πόδια της έμοιαζαν με σπαθιά μέσα στις θήκες τους. Το στενό πρόσωπο και τα σκαμμένα
μαγουλά της την έκαναν να μοιάζει περισσότερο από κάθε άλλη φορά με τη φιγούρα που ουρλιάζει στον πίνακα του Εντβαρντ Μουνκ. Τα άσπρα μαλλιά της κρέμονταν γύρω από το πρόσωπο της σαν χαλαρή μαντίλα. Τα χείλια της ήταν βαμμένα με ένα τόσο έντονο κόκκινο χρώμα, που νόμιζες ότι έχει αιμορραγία στο στόμα. Ήταν γριά και άσχημη, αλλά φαινόταν μια χαρά σε σύγκριση με τον πεθερό της Μέτι. Καχεκτικός, με μπλε χείλια και με το δέρμα γύρω από τα μάτια και το στόμα του να έχει ένα σκούρο μοβ χρώμα, έμοιαζε με μούμια φαραώ που βρήκε κάποιος αρχαιολόγος σε πυραμίδα, περιτριγυρισμένη από ταριχευμένες γυναίκες και ζώα και στολισμένη με τα αγαπημένα της κοσμήματα. Μερικές τούφες άσπρα μαλλιά κρέμονταν ακόμη από το κρανίο του, και λίγες ακόμη ξεφύτρωναν από δυο τεράστια αυτιά που φαίνονταν να έχουν λιώσει σαν κέρινα γλυπτά που τα άφησαν έξω στον ήλιο. Φορούσε άσπρο βαμβακερό παντελόνι και ένα φουσκωτό μπλε πουκάμισο. Αν του έβαζες κι ένα μικρό μαύρο μπερέ, θα έμοιαζε με Γάλλο ζωγράφο του 19ου αιώνα στο τέλος μιας πολύχρονης ζωής. Πάνω στα πόδια του υπήρχε ένα μπαστούνι από κάποιο μαύρο ξύλο. Τα δάχτυλα που το έσφιγγαν φαίνονταν δυνατά, αλλά ήταν εξίσου μαύρα με το ξύλο. Φαίνεται ότι το κυκλοφοριακό του σύστημα δεν λειτουργούσε πια. Δεν ήθελα ούτε να φανταστώ πώς πρέπει να ήταν τα πόδια του. «Έφυγε η πουτάνα και σ' άφησε, ε;» Προσπάθησα να πω κάτι, αλλά το μόνο που βγήκε από το στόμα μου ήταν ένας ήχος σαν κρώξιμο. Κρατούσα ακόμη τη σημύδα. Την άφησα και προσπάθησα να ορθωθώ, αλλά τα πόδια μου ήταν αδύναμα και δεν με κρατούσαν έτσι, αναγκάστηκα να αρπαχτώ πάλι από το δέντρο. Ο Ντεβόρ πίεσε ένα διακόπτη και η πολυθρόνα ήρθε τρία μέτρα πιο κοντά, μειώνοντας στο μισό την απόσταση ανάμεσα μας. Ο ήχος της έμοιαζε σαν θρόισμα μεταξωτού υφάσματος. Βλέποντας αυτό το πράγμα να κινείται έτσι αθόρυβα, νόμιζες ότι βλέπεις ένα τρομακτικό μαγικό χαλί. Οι πολλές του ρόδες ανεβοκατέβαιναν ανεξάρτητα η μία από την άλλη, αστράφτοντας στον ήλιο που έδυε και είχε αρχίσει να παίρνει μια κοκκινωπή απόχρωση. Καθώς με πλησίασε, ένιωσα την
αίσθηση που απέπνεε. Το σώμα του κόντευε να σαπίσει, αλλά η δύναμη γύρω του ήταν αναμφισβήτητη και τρομακτική, σαν ηλεκτρική καταιγίδα. Η γυναίκα περπατούσε δίπλα του και με κοίταζε χαμογελώντας σιωπηλή. Τα μάτια της είχαν ένα ροζ χρώμα. Τότε είχα υποθέσει ότι ήταν γκρίζα και είχαν πάρει αυτή την απόχρωση από το ηλιοβασίλεμα, τώρα όμως σκέφτηκα ότι μάλλον είχε λευκοπάθεια. «Εμένα πάντα μου άρεσαν οι πουτάνες», είπε, τονίζοντας τη λέξη. «Έτσι δεν είναι, Ροζέτ;» «Μάλιστα, κύριε», απάντησε αυτή. «'Όταν ξέρουν τη θέση τους». «Μερικές φορές η θέση τους ήταν πάνω στα μούτρα μου!» φώναξε ο Ντεβόρ με ένα θυμό τρελού, λες και η Γουίτμορ του είχε φέρει αντίρρηση. «Πού είναι λοιπόν, νεαρέ; Σε ποιανού τα μούτρα κάθεται αυτή τη στιγμή, άραγε; Μήπως σ' εκείνου του έξυπνου δικηγόρου που βρήκες; Α, βέβαια, ξέρω τα πάντα γι' αυτόν, μέχρι και για την Κακή Διαγωγή που πήρε στην τρίτη δημοτικού. Φροντίζω να μαθαίνω ό,τι με ενδιαφέρει. Αυτό είναι το μυστικό της επιτυχίας μου». Με μια τεράστια προσπάθεια, κατάφερα να ορθώσω το σώμα μου. «Τι θέλεις εδώ;» είπα. «Κάνω τη βόλτα μου, όπως κι εσύ. Δεν υπάρχει κανένας νόμος που να το απαγορεύει, έτσι δεν είναι; Ο Δρόμος ανήκει σε όποιον θέλει να τον χρησιμοποιήσει. Δεν ζεις πολύ καιρό εδώ, νεαρέ νταβατζή· θα 'πρεπε να το ξέρεις αυτό. Είναι σαν τον κεντρικό δρόμο σε άλλες πόλεις, όπου τα καλά κουτάβια και τα κοπρόσκυλα μπορούν να περπατούν δίπλα δίπλα». Με το ελεύθερο χέρι του, που δεν κρατούσε το μπαστούνι, πήρε τη μάσκα οξυγόνου, τράβηξε μια βαθιά εισπνοή και την άφησε πάλι στα πόδια του. Χαμογέλασε με ένα φρικτό, πρόστυχο ύφος που αποκάλυψε ούλα στο χρώμα του ιωδίου. «Είναι καλή; Είναι καλή η πουτανίτσα σου; Πρέπει να είναι καλή αφού κατάφερε να κρατήσει το γιο μου φυλακισμένο σ' εκείνο το τροχόσπιτο. Και μετά εμφανίζεσαι εσύ πριν ακόμη φάνε τα
σκουλήκια τα μάτια του παιδιού μου. Δεν μου λες, ρε, το μουνί της ρουφάει;» «Βούλωσε το». Η Ροζέτ Γουίτμορ έριξε πίσω το κεφάλι της και γέλασε. Ήταν ένας ήχος που με έκανε να ανατριχιάσω, σαν ουρλιαχτό κουνελιού που έχει πέσει στα νύχια κουκουβάγιας. Άρχισα να υποψιάζομαι ότι ήταν κι αυτή εξίσου τρελή με τον Ντεβόρ. Ευτυχώς που ήταν γέροι και οι δύο. «Τον χτύπησες εκεί που πονάει, Μαξ», είπε. «Τι θέλεις;» Πήρα μια ανάσα... και μου ήρθε πάλι μια γεύση από κείνη τη σαπίλα. Αναγούλιασα. Δεν ήθελα να κάνω έτσι μπροστά του, αλλά δεν μπορούσα να κρατηθώ. Ο Ντεβόρ ορθώθηκε στην πολυθρόνα και ανάσανε βαθιά, σαν να ήθελε να με κοροϊδέψει. Εκείνη τη στιγμή έμοιαζε με τον Ρόμπερτ Ντιβάλ στο Αποκάλυψη Τώρα, όταν περπατάει στην παραλία και λέει πόσο του αρέσει η μυρωδιά των ναπάλμ το πρωί. Το χαμόγελο του πλάτυνε. «Ωραίο μέρος εδώ ακριβώς που είμαστε, ε; Καλό σημείο για να σταματήσεις και να σκεφτείς, δεν συμφωνείς;» Κοίταξε γύρω του. «Ναι, εδώ έγιναν όλα. Μάλιστα». «Εδώ πνίγηκε το παιδί». Μου φάνηκε ότι το χαμόγελο της Γουίτμορ έδειξε ανησυχία για μια στιγμή. Του Ντεβόρ όχι. Βρήκε τη μάσκα του ψηλαφώντας, με τις χαρακτηριστικές κινήσεις των γέρων, τράβηξε άλλη μια βαθιά ανάσα και την άφησε πάλι στα πόδια του. «Σ' αυτή τη λίμνη έχουν πνιγεί πάνω από τριάντα άτομα και μπορεί να είναι κι άλλοι που ούτε καν τους ξέρουν. Τι σημασία έχει ένα παιδί περισσότερο ή λιγότερο;» «Δεν το καταλαβαίνω. Πέθαναν δυο παιδιά των Τίντγουελ εδώ; Το ένα από σηψαιμία και το άλλο...» «Δεν μου λες, Νούναν, σ' ενδιαφέρει η ψυχή σου; Η αθάνατη ψυχή σου; Η πεταλούδα του Θεού μέσα στο κουκούλι της σάρκας που γρήγορα θα βρομίσει σαν το δικό μου;» Δεν είπα τίποτα. Η κατάπληξη από όσα μου είχαν συμβεί πριν εμφανιστεί ο Ντεβόρ είχε αρχίσει να περνάει και τη θέση της τώρα έπαιρνε ο απίστευτος προσωπικός μαγνητισμός του. Δεν είχα ξανανιώσει τέτοια τεράστια δύναμη σε άνθρωπο, μια δύναμη που
δεν είχε τίποτα το υπερφυσικό. Κάτω από άλλες συνθήκες, σίγουρα θα το έβαζα στα πόδια. Εκείνο που με εμπόδισε δεν ήταν η γενναιότητα. Απλώς τα πόδια μου δεν με κρατούσαν ακόμη και μπορεί να έπεφτα. «Θα σου δώσω μία ευκαιρία για να σώσεις την ψυχή σου», είπε ο Ντεβόρ. Ύψωσε το κοκαλιάρικο δάχτυλο του για να τονίσει το μία. «Φύγε, νεαρέ μου νταβατζή. Αυτή τη στιγμή, με τα ρούχα που φοράς. Μην κάνεις τον κόπο να φτιάξεις βαλίτσες, ούτε καν να κοιτάξεις αν έχεις κλείσει τα μάτια της κουζίνας. Φύγε. Άσε την πουτάνα σου και το πουτανάκι της και φύγε». «Να τις αφήσω σ' εσένα». «Ναι, σ' εμένα. Εγώ θα κάνω αυτά που πρέπει να γίνουν. Οι ψυχές είναι για τους διανοούμενους και τους καλλιτέχνες, Νούναν. Εγώ ήμουν μηχανικός». «Άντε γαμήσου». Η Ροζέτ Γουίτμορ έβγαλε πάλι εκείνο το στριγκό γέλιο. Ο γέρος καθόταν στην πολυθρόνα του με το κεφάλι λίγο σκυφτό και μου χαμογελούσε. Έμοιαζε σαν πεθαμένος. «Είσαι σίγουρος ότι θέλεις να το κάνεις εσύ, Νούναν; Αυτή δεν τη νοιάζει, ξέρεις. Εσύ ή εγώ, το ίδιο της κάνει». «Δεν καταλαβαίνω τι λες». Πήρα άλλη μια βαθιά ανάσα κι αυτή τη φορά ο αέρας είχε φυσιολογική γεύση. Έκανα ένα βήμα μακριά από τη σημύδα και είδα ότι τώρα τα πόδια μου με κρατούσαν. «Αλλά ούτε και με νοιάζει να καταλάβω. Δεν πρόκειται να πάρεις την Κάιρα. Δεν θα αφήσω να γίνει ποτέ κάτι τέτοιο». «Φιλαράκο, θα αφήσεις να γίνουν πολλά», είπε ο Ντεβόρ και χαμογέλασε πάλι δείχνοντας μου τα ούλα του. «Και μέχρι να τελειώσει ο Ιούλιος, θα έχουν συμβεί τόσο πολλά, που θα εύχεσαι να είχες βγάλει τα μάτια σου τον Ιούνιο για να μην τα βλέπεις». «Γυρίζω στο σπίτι μου. Άσε με να περάσω». «Γύρνα στο σπίτι σου, λοιπόν, δεν σε κρατάω εγώ. Ο Δρόμος ανήκει σε όλους». Πήρε τη μάσκα από τα πόδια του και τράβηξε άλλη μια γερή ανάσα. Μετά την άφησε πάλι κάτω και έφερε το αριστερό του χέρι στο μπράτσο της πολυθρόνας.
Έκανα ένα βήμα προς το μέρος του και πριν καταλάβω καλά καλά τι συμβαίνει η πολυθρόνα όρμησε καταπάνω μου. θα μπορούσε να με χτυπήσει και να με τραυματίσει άσχημα —να μου σπάσει το ένα ή και τα δύο πόδια, σίγουρα—, αλλά σταμάτησε την τελευταία στιγμή. Πήδησα πίσω, αλλά μόνο επειδή με άφησε. Άκουσα τη Γουίτμορ να γελάει πάλι. «Τι συμβαίνει, Νούναν;» «Φύγε από το δρόμο μου. Σε προειδοποιώ». «Τρόμαξες, ε;» Έκανα αριστερά για να περάσω από δίπλα του, αλλά έστριψε κι αυτός αμέσως και μου έκοψε το δρόμο. «Φύγε από το Τι-Αρ, Νούναν. Άκου τη συμβουλή μου... » Πετάχτηκα δεξιά, αυτή τη φορά προς τη μεριά της λίμνης, και θα είχα προλάβει να περάσω δίπλα του άνετα, μόνο που εκείνη τη στιγμή μια γροθιά, πολύ μικρή αλλά και πολύ σκληρή, με χτύπησε στην αριστερή πλευρά του προσώπου μου. Η σκύλα φορούσε και δαχτυλίδι, και η πέτρα με έκοψε πίσω από το αυτί. Αισθάνθηκα το τσούξιμο και μετά ζεστό αίμα να κυλά. Γύρισα και την έσπρωξα και με τα δύο χέρια. Η Γουίτμορ έπεσε στο μονοπάτι με μια κραυγή έκπληξης και μανίας. Την επόμενη στιγμή κάτι με χτύπησε στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Μια πορτοκαλιά λάμψη έσβησε όλο το οπτικό μου πεδίο. Οπισθοχώρησα παραπατώντας και κουνώντας τα χέρια μου για να κρατήσω την ισορροπία μου. Ήταν σαν να γίνονταν όλα σε αργή κίνηση. Είδα τον Ντεβόρ να είναι γυρισμένος στην πολυθρόνα του, κρατώντας ακόμη ψηλά το μπαστούνι με το οποίο με είχε χτυπήσει. Αν ήταν δέκα χρόνια νεότερος, σίγουρα θα μου είχε σπάσει το κρανίο αντί να μου προκαλέσει μόνο εκείνη τη στιγμιαία πορτοκαλιά λάμψη. Έτρεξα πάλι στην παλιά μου φίλη, τη σημύδα. Σήκωσα το χέρι στο αυτί μου και κοίταξα το αίμα μη πιστεύοντας στα μάτια μου. Το κεφάλι μου πονούσε από το χτύπημα του Ντεβόρ. Η Γουίτμορ σηκώθηκε τινάζοντας πευκοβελόνες από το παντελόνι της και με κοίταξε με ένα οργισμένο χαμόγελο. Τα μαγουλά της είχαν κοκκινίσει. Τα βαμμένα χείλη της είχαν τραβηχτεί
πίσω, αποκαλύπτοντας μια σειρά από μικρά δόντια. Μέσα στο φως του ήλιου που έδυε, τα μάτια της έμοιαζαν να καίνε. «Φύγε από το δρόμο μου», είπα, αλλά η φωνή μου ήταν σιγανή και αδύνατη. «Όχι», είπε ο Ντεβόρ και ακούμπησε το μαύρο μπαστούνι πάνω στο κάλυμμα που σκέπαζε τα πόδια του. Τώρα έβλεπα στο πρόσωπο του το παιδί που ήθελε να κλέψει οπωσδήποτε το έλκηθρο, αδιαφορώντας για το αν θα έκοβε τα χέρια του. «Όχι, ρε πούστη, δεν φεύγω». Πάτησε πάλι το διακόπτη και η πολυθρόνα όρμησε αθόρυβα καταπάνω μου. Αν είχα μείνει εκεί που ήμουν, θα με διαπερνούσε με το μπαστούνι του. Μπορεί να έσπαγε τα εύθραυστα κόκαλα του δεξιού του χεριού και να εξάρθρωνε τον ώμο του από τη σύγκρουση, αλλά αυτός ο άνθρωπος δεν έδινε ποτέ σημασία σε τέτοιες λεπτομέρειες. Αν είχα διστάσει από το σοκ ή επειδή δεν πίστευα ότι θα έκανε κάτι τέτοιο, είμαι σίγουρος ότι θα με σκότωνε. Μόλις τον είδα όμως να έρχεται καταπάνω μου, πήδησα αριστερά. Τα παπούτσια μου γλίστρησαν για μια στιγμή πάνω στις πευκοβελόνες που σκέπαζαν το ανάχωμα. Μετά έχασαν την επαφή τους με το έδαφος και άρχισα να πέφτω. Έπεσα στο νερό άτσαλα και πολύ κοντά στην όχθη. Το αριστερό μου πόδι πιάστηκε σε μια ρίζα στον πυθμένα και στραμπουλίστηκε. Ο πόνος ήταν τρομερός και για μερικές στιγμές έσβησε τα πάντα, όπως μια βροντή σβήνει κάθε άλλο ήχο. Άνοιξα το στόμα μου για να ουρλιάξω, αλλά γέμισε αμέσως νερό -ήταν η ίδια εκείνη κρύα, μεταλλική, σκοτεινή γεύση, αλλά αυτή τη φορά την ένιωθα στην πραγματικότητα. Άρχισα να βήχω πετώντας νερά από το στόμα και τη μύτη μου, ενώ ταυτόχρονα απομακρυνόμουν από το σημείο όπου είχα πέσει. Μια αλλόκοτη σκέψη πέρασε από το νου μου: Το παιδί, το πνιγμένο παιδί είναι έχει κάτω, μπορεί να με αρπάξει. Γύρισα κουνώντας αδέξια τα χέρια μου και βήχοντας. Το παντελόνι κολλούσε στα πόδια μου και... ήταν παράλογο, αλλά εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα το πορτοφόλι μου. Δεν με ένοιαζε για τις
πιστωτικές κάρτες ή το δίπλωμα οδήγησης, αλλά είχα μέσα δύο καλές φωτογραφίες της Τζο και θα χαλούσαν από το νερό. Είδα ότι ο Ντεβόρ κόντευε να πέσει κι αυτός στη λίμνη μαζί με τη μηχανοκίνητη πολυθρόνα του. Το μπροστινό μέρος της προεξείχε πάνω από το σημείο όπου είχα πέσει (είδα και τα ίχνη των παπουτσιών μου αριστερά από τις ρίζες της σημύδας). Οι μπροστινές ρόδες πατούσαν ακόμη στο έδαφος, το οποίο όμως είχε αρχίσει να υποχωρεί σε μερικά σημεία και μικρά κομμάτια χώματος κατρακυλούσαν στα νερά της λίμνης. Η Γουίτμορ είχε πιάσει το πίσω μέρος της πολυθρόνας και την τραβούσε, αλλά ήταν πολύ βαριά. Αν ήθελε να σωθεί ο Ντεβόρ, έπρεπε να τα καταφέρει μόνος του. Έτσι όπως στεκόμουν μέσα στη λίμνη, με το νερό να μου έρχεται μέχρι τη μέση και τα ρούχα μου να επιπλέουν γύρω μου, ευχόμουν να πέσει μέσα. Ύστερα από μερικές προσπάθειες, το χέρι του έπιασε πάλι το διακόπτη στο μπράτσο της πολυθρόνας. Τον τράβηξε προς τα πίσω κι έτσι η πολυθρόνα έκανε όπισθεν και απομακρύνθηκε από το ανάχωμα, προκαλώντας μια τελευταία βροχή από χώματα και πέτρες. Η Γουίτμορ πήδησε στο πλάι για να μην της πατήσει τα πόδια. Ο Ντεβόρ γύρισε την πολυθρόνα προς το μέρος μου, εκεί όπου στεκόμουν μέσα στο νερό, σε απόσταση περίπου δύο μέτρων από τη σημύδα, και μετά την κίνησε προς τα εμπρός μέχρι που έφτασε στην άκρη του Δρόμου, προσέχοντας όμως να μην πλησιάσει στην επικίνδυνη άκρη του αναχώματος. Η Γουίτμορ μας είχε γυρίσει την πλάτη και ήταν σκυμμένη κάτω, με τον πισινό της να προεξέχει προς το μέρος μου. Δεν θυμάμαι αν εκείνη τη στιγμή αναρωτήθηκα τι κάνει -αν το έκανα, μάλλον θα σκέφτηκα ότι προσπαθεί να συνέλθει από την προσπάθεια. Ο Ντεβόρ ήταν σε καλύτερη κατάσταση από όλους μας -δεν χρειαζόταν ούτε καν να κάνει εισπνοές από τη μάσκα. Το φως της δύσης τον χτυπούσε στο πρόσωπο και τον έκανε να μοιάζει με παραμορφωμένη αποκριάτικη μουτσούνα που την περίχυσαν με βενζίνη και της έβαλαν φωτιά. «Πώς σου φαίνεται το μπάνιο σου; Σου αρέσει;» είπε και γέλασε.
Κοίταξα γύρω, ελπίζοντας να δω κανένα ζευγάρι που είχε βγει βόλτα ή, ίσως, κανέναν ψαρά που έψαχνε κάποιο σημείο για να ρίξει την πετονιά του άλλη μια φορά πριν νυχτώσει... και ταυτόχρονα ευχόμουν να μη δω κανέναν. Ήμουν θυμωμένος, τραυματισμένος και τρομαγμένος, όμως πάνω απ' όλα ντρεπόμουν. Με είχε πετάξει στη λίμνη ένας άνθρωπος ογδόντα πέντε χρονών... ο οποίος μάλιστα, απ' ό,τι έδειχναν τα πράγματα, είχε σκοπό να καθίσει εκεί και να συνεχίσει να παίζει μαζί μου. Άρχισα να περπατάω μέσα στο νερό προς τα δεξιά —προς νότο, για να επιστρέψω στο σπίτι μου. Το νερό μου ερχόταν μέχρι τη μέση και ήταν δροσερό τώρα που το είχα συνηθίσει. Τα αθλητικά παπούτσια μου έβγαζαν ένα ρουφηχτό ήχο καθώς πατούσα πάνω σε πέτρες και κομμένα κλαδιά δέντρων. Ο αστράγαλος μου με πονούσε ακόμη, αλλά τουλάχιστον μπορούσα να στηριχτώ πάνω του. Το αν θα συνέχιζε να με στηρίζει όταν θα έβγαινα από τη λίμνη ήταν άλλο θέμα. Ο Ντεβόρ κάτι έκανε πάλι στους διακόπτες και η πολυθρόνα γύρισε κι άρχισε να προχωράει αργά στο Δρόμο, παρακολουθώντας τη δική μου κίνηση. «Ξέρεις, δεν σου σύστησα τη Ροζέτ, έτσι δεν είναι;» είπε. «Ήταν φοβερή αθλήτρια στο κολέγιο. Η ειδικότητα της ήταν το μπέιζμπολ και το χόκεϊ και σε πληροφορώ ότι έχει διατηρήσει ακόμη μερικές από τις ικανότητες της. Ροζέτ, δείξε τις ικανότητες σου στον νεαρό». Η Γουίτμορ πέρασε δίπλα από την κινούμενη πολυθρόνα και για μερικές στιγμές ήταν κρυμμένη πίσω της. Όταν την ξαναείδα, παρατήρησα επίσης ότι κρατούσε κάτι. Δεν είχε σκύψει για να συνέλθει από την προσπάθεια, λοιπόν. Πλησίασε χαμογελαστή στην άκρη του αναχώματος, με το αριστερό της χέρι κολλημένο πάνω στην κοιλιά της. Πάνω του ήταν οι πέτρες που είχε μαζέψει από το δρόμο. Διάλεξε μία που είχε περίπου μέγεθος μπάλας του γκολφ, έφερε πίσω το χέρι της και, μου την πέταξε με δύναμη. Πέρασε σφυρίζοντας δίπλα από τον αριστερό μου κρόταφο και έπεσε με έναν παφλασμό στο νερό πίσω μου.
«Ε!» φώναξα, περισσότερο ξαφνιασμένος παρά φοβισμένος. Παρ' όλα όσα είχαν γίνει ήδη, δεν μπορούσα ακόμη να πιστέψω αυτά που συνέβαιναν. «Τι έπαθες, Ροζέτ;» ρώτησε ο Ντεβόρ θυμωμένος. «Εσύ ποτέ δεν πετούσες σαν κοριτσάκι. Χτύπα τον!» Η δεύτερη πέτρα πέρασε πέντε πόντους πάνω από το κεφάλι μου. Η τρίτη παραλίγο να μου σπάσει τα δόντια, αλλά τη χτύπησα με το χέρι μου βγάζοντας μια κραυγή γεμάτη οργή και τρόμο, χωρίς να προσέξω, παρά μόνο αργότερα, ότι μου είχε κάνει μώλωπα στην παλάμη. Το μόνο που αντιλαμβανόμουν εκείνη τη στιγμή ήταν το απαίσιο χαμογελαστό της πρόσωπο —το πρόσωπο μιας γυναίκας που έχει δώσει δύο δολάρια στο σκοπευτήριο του λούνα παρκ και είναι αποφασισμένη να κερδίσει το μεγάλο αρκουδάκι ακόμη κι αν χρειαστεί να πετάει πέτρες όλη νύχτα. Και πετούσε πολύ γρήγορα. Οι πέτρες έπεφταν βροχή γύρω μου, σηκώνοντας πίδακες νερού δεξιά ή αριστερά μου. Άρχισα να οπισθοχωρώ. Φοβόμουν να γυρίσω και να απομακρυνθώ κολυμπώντας· ήμουν σίγουρος ότι, αν της γύριζα την πλάτη, θα με πετύχαινε. Έπρεπε όμως να βγω από την απόσταση βολής αυτής της σκύλας. Στο μεταξύ, ο Ντεβόρ γελούσε βγάζοντας ένα σφυριχτό, ασθματικό ήχο, με το μούτρο του ζαρωμένο, αυτή τη φορά σαν τσαλακωμένη αποκριάτικη μουτσούνα. Μια πέτρα με χτύπησε δυνατά στον ώμο και αναπήδησε ψηλά στον αέρα. Ούρλιαξα από τον πόνο κι έκανε κι αυτή το ίδιο, φωνάζοντας «Χάι!» σαν αθλητής του καράτε που πέτυχε μια καλή κλοτσιά. Δεν είχα πια περιθώρια για τακτικές υποχωρήσεις. Γύρισα κι άρχισα να κολυμπώ προς τα βαθιά, κι εκείνη τη στιγμή η σκύλα με πέτυχε στο κεφάλι. Οι δύο πρώτες πέτρες που έριξε έπεσαν δεξιά κι αριστερά μου, σαν να ήταν δοκιμαστικές βολές. Ακολούθησε μια παύση και τότε σκέφτηκα Τα κατάφερα, έχω βγει από την εμβέλεια... όμως εκείνη τη στιγμή κάτι με χτύπησε στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου, με έναν κουδουνιστό ήχο, ένα κλονκ!, όπως διαβάζει κανείς και στα κόμικς του Μπάτμαν.
Η επιφάνεια της λίμνης, από πορτοκαλιά, έγινε σκούρα κόκκινη. Άκουσα αμυδρά τον Ντεβόρ να φωνάζει θριαμβευτικά και τη Γουίτμορ να γελάει μ' εκείνο το στρίγκλισμα. Το στόμα μου γέμισε για άλλη μια φορά από κείνο το νερό με τη μεταλλική γεύση και ήμουν τόσο ζαλισμένος, που χρειάστηκε να υπενθυμίσω στον εαυτό μου να το φτύσει και όχι να το καταπιεί. Τα πόδια μου ήταν τόσο βαριά που δεν μπορούσα να κολυμπήσω και τα παπούτσια μου ζύγιζαν έναν τόνο. Προσπάθησα να σηκωθώ όρθιος, αλλά δεν βρήκα το βυθό. Ήμουν στα βαθιά, δεν πατούσα. Κοίταξα προς την όχθη. Το θέαμα ήταν εντυπωσιακό· το ηλιοβασίλεμα την έκανε να μοιάζει με σκηνικό ταινίας φωτισμένο με πορτοκαλί και κόκκινους προβολείς. Πρέπει να απείχα γύρω στα έξι μέτρα από την όχθη. Ο Ντεβόρ και η Γουίτμορ ήταν πάντα στο Δρόμο και με παρακολουθούσαν. Ο Ντεβόρ είχε βάλει ξανά τη μάσκα και ανέπνεε, αλλά πίσω από το διαφανές πλαστικό της μάσκας τον έβλεπα να χαμογελάει. Η Γουίτμορ χαμογελούσε κι αυτή. Το στόμα μου γέμισε πάλι νερό. Το πιο πολύ το έφτυσα, αλλά μια ποσότητα την κατάπια και με έπιασε βήχας. Άρχισα να βουλιάζω και πολέμησα με όλες μου τις δυνάμεις για να ξανανεβώ στην επιφάνεια. Δεν κολυμπούσα τώρα, απλώς χτυπούσα αλαφιασμένος τα χέρια μου, καταναλώνοντας δέκα φορές περισσότερη ενέργεια από αυτή που χρειαζόμουν για να επιπλέω. Ο πανικός έκανε την πρώτη του εμφάνιση. Συνειδητοποίησα ότι άκουγα έναν ψιλό, γλυκό βόμβο. Πόσα χτυπήματα είχε δεχτεί το καημένο το κεφάλι μου; Ένα από τη γροθιά της Γουίτμορ... ένα από το μπαστούνι του Ντεβόρ... ένα από την πέτρα... ή ήταν δύο πέτρες; Δεν θυμόμουν. Σύνερθε, για όνομα του θεού, είπα στον εαυτό μου. Δεν θα τον αφήσεις να σε νικήσει, έτσι δεν είναι; Να σε πνίξει σαν εκείνο το παιδί; 'Όχι, δεν θα τον άφηνα. Άρχισα να κολυμπάω επιτόπου και ταυτόχρονα ψηλάφισα το πίσω μέρος του κεφαλιού μου με το αριστερό χέρι. Λίγο πάνω από το σβέρκο υπήρχε ένα καρούμπαλο σε μέγεθος αβγού, που φούσκωνε ακόμη. Το πίεσα λίγο και ο πόνος μου προκάλεσε τάση για εμετό και λιποθυμία ταυτόχρονα. Δάκρυα έτρεξαν από τα μάτια μου. Όταν κοίταξα τα δάχτυλα μου, είχαν μερικά ίχνη αίματος μόνο, αλλά είναι
δύσκολο να καταλάβεις πόσο αιμορραγεί ένα τραύμα όταν είσαι μέσα στο νερό. «Μοιάζεις σαν βρεγμένη γάτα, Νούναν!» Η φωνή του Ντεβόρ ήταν σαν να ερχόταν από πολύ μακριά. «Γαμήσου!» φώναξα, «θα σε στείλω φυλακή γι' αυτό που έκανες!» Ο Ντεβόρ κοίταξε τη Γουίτμορ. Τον κοίταξε κι αυτή με την ίδια ακριβώς έκφραση και ξέσπασαν και οι δύο σε γέλια. Αν μου έβαζε κάποιος ένα Ούζι στα χέρια εκείνη τη στιγμή, θα τους σκότωνα και τους δύο χωρίς δισταγμό και μετά θα ζητούσα και δεύτερο γεμιστήρα για να γαζώσω τα πτώματα. Μια και δεν είχα Ούζι, όμως, άρχισα να κολυμπάω αδέξια με κατεύθυνση προς τα νότια, προς το σπίτι μου. Αμέσως άρχισαν να προχωρούν κι αυτοί στο Δρόμο. Ο Ντεβόρ καθισμένος στην πολυθρόνα του που τσουλούσε αθόρυβα και η Γουίτμορ περπατώντας δίπλα του σοβαρή σαν καλόγρια, ενώ σταματούσε κάθε τόσο για να μαζέψει καμιά καλή πέτρα. Δεν είχα κολυμπήσει τόσο πολύ ώστε να κουραστώ, όμως ήμουν καταπονημένος, ίσως από το σοκ. Τελικά, κάποια στιγμή, πήγα να πάρω μια ανάσα σε λάθος χρόνο και με κυρίευσε πλήρως ο πανικός. Γύρισα και κολύμπησα προς την όχθη για να φτάσω σε μέρος που να πατάω, αλλά η Γουίτμορ άρχισε να μου πετάει πέτρες αμέσως, ρίχνοντας πρώτα αυτές που είχε απλωμένες στο αριστερό της χέρι και μετά τις άλλες που είχε στοιβάξει πάνω στην πολυθρόνα του Ντεβόρ. Είχε ζεσταθεί τώρα και δεν πετούσε πια σαν κοριτσάκι. Το σημάδι της ήταν φονικό, οι πέτρες έπεφταν βροχή γύρω μου. Παραμέρισα άλλη μία πέτρα με το χέρι μου —μια μεγάλη που θα μου είχε ανοίξει το μέτωπο αν με είχε βρει-, αλλά η αμέσως επόμενη με χτύπησε στο χέρι και μου άφησε μια μακριά γρατσουνιά. Αρκετά, δεν άντεχα άλλο. Γύρισα ανάσκελα και κολύμπησα πάλι προς τα βαθιά, βγαίνοντας από την εμβέλεια της. Αγκομαχούσα πια και προσπαθούσα να κρατήσω το κεφάλι μου πάνω από το νερό παρά τον πόνο που εντεινόταν συνεχώς. 'Όταν βγήκα από την ακτίνα βολής της Γουίτμορ, άρχισα να κολυμπάω επιτόπου κοιτάζοντας τους. Η Γουίτμορ είχε προχωρήσει
στην άκρη του αναχώματος για να μικρύνει όσο γινόταν την απόσταση. Ο Ντεβόρ ήταν παρκαρισμένος πίσω της με την πολυθρόνα του. Χαμογελούσαν και οι δύο, και τώρα τα μούτρα τους ήταν κατακόκκινα, σαν πρόσωπα δαιμόνων στην κόλαση. Άλλα είκοσι λεπτά και θα σκοτείνιαζε. Μπορούσα όμως να κρατήσω το κεφάλι μου πάνω από το νερό για είκοσι λεπτά; Μάλλον ναι, αν δεν με κυρίευε πάλι ο πανικός, αλλά όχι για πολύ περισσότερο. Φαντάστηκα να πνίγομαι μέσα στο σκοτάδι, να κοιτάζω πάνω και να βλέπω την Αφροδίτη λίγο πριν βουλιάξω για τελευταία φορά, και ο πανικός άρχισε πάλι να μεγαλώνει. Αυτό το αίσθημα ήταν χειρότερο από τη Γουίτμορ και τις πέτρες της, πολύ χειρότερο. Αλλά ο Ντεβόρ μπορεί να ήταν ακόμη χειρότερος. Κοίταξα το Δρόμο και προς τις δύο μεριές. Δεν με ένοιαζε πια μήπως ντροπιαστώ, αλλά δεν είδα κανέναν. Θεέ και Κύριε, πού είχαν χαθεί όλοι; Είχαν πάει στο Φράιμπεργκ για πίτσα ή στο Βίλατζ Καφέ για μιλκσέικ; «Τι θέλεις;» φώναξα στο γέρο. «Θέλεις να σου πω ότι θα πάψω να ανακατεύομαι στις δουλειές σου; Εντάξει, λοιπόν!» Ο Ντεβόρ γέλασε. «Φαίνομαι για βλάκας, Νούναν;» Εντάξει, δεν περίμενα ότι θα έπιανε. Ακόμη και αν έλεγα αλήθεια, δεν θα με πίστευε. «θέλουμε απλώς να δούμε πόση ώρα μπορείς να κολυμπήσεις ακόμη», είπε η Γουίτμορ και πέταξε άλλη μια πέτρα. Ήταν μια ψηλοκρεμαστή, τεμπέλικη βολή που έπεσε γύρω στο ενάμισι μέτρο μπροστά μου. Θέλουν να με σκοτώσουν, σκέφτηκα. Σκοπεύουν να με σκοτώσουν. Ναι. Και, επιπλέον, μπορεί και να το κατάφερναν. Μια τρελή ιδέα πέρασε από το μυαλό μου, λογική και παράλογη μαζί. Φαντάστηκα τη Ροζέτ Γουίτμορ να βάζει μια ανακοίνωση στον πίνακα ανακοινώσεων έξω από το Γενικό Κατάστημα Λέικβιου. ΑΡΕΙΑΝΟΙ TOY TI-AP-90, ΣΑΣ ΧΑΙΡΕΤΟΥΜΕ! Ο κύριος ΓΟΥΙΛΙΑΜ ΝΤΕΒΌΡ, ο αγαπημένος Αρειανός όλων. θα δώσει σε κάθε κάτοικο του Τι-Αρ από ΕΚΑΤΟ
ΔΟΛΑΡΙΑ αν δεν περάσει κανείς από το Δρόμο το ΒΡΑΔΥ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ, 17 ΙΟΥΛΙΟΥ, από τις ΕΦΤΑ μέχρι τις ΕΝΝΕΑ Μ.Μ. Κρατήστε και τους «ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟΥΣ ΜΑΣ ΦΙΛΟΥΣ» μακριά! Και μην ξεχνάτε: οι ΚΑΛΟΙ ΑΡΕΙΑΝΟΙ είναι σαν τις ΚΑΛΕΣ ΜΑΪΜΟΥΔΕΣ: δεν ΒΛΕΠΟΥΝ το κακό, δεν ΑΚΟΥΝ το κακό, δεν ΜΙΛΟΥΝ για το κακό! Δεν μπορούσα να το πιστέψω πραγματικά, ούτε καν στην τωρινή μου κατάσταση... και ταυτόχρονα δεν μου φαινόταν αδύνατο. Πώς αλλιώς να εξηγήσω την απίστευτη τύχη του Ντεβόρ, να μην εμφανιστεί ούτε ένας άνθρωπος τόση ώρα; Ήμουν κουρασμένος, και τα παπούτσια έμοιαζαν να βαραίνουν όλο και περισσότερο στα πόδια μου. Προσπάθησα να βγάλω το ένα, αλλά το μόνο που κατάφερα ήταν να καταπιώ άλλη μια γουλιά νερό. Οι δυο τους στέκονταν εκεί και με παρακολουθούσαν, και ο Ντεβόρ κάθε τόσο έπαιρνε τη μάσκα και τραβούσε μια αναζωογονητική ανάσα. Δεν μπορούσα να περιμένω να σκοτεινιάσει. Ο ήλιος πέφτει απότομα εδώ στο Δυτικό Μέιν —όπως και σε όλες τις ορεινές περιοχές—, αλλά το λυκόφως κρατάει πολλή ώρα. Μέχρι να σκοτείνιαζε αρκετά ώστε να μπορώ να κινηθώ χωρίς να με δουν, θα έβγαινε το φεγγάρι. Άρχισα να φαντάζομαι τη νεκρολογία μου στους Νιου Υορκ Τάιμς. Ο τίτλος θα ήταν: ΓΝΩΣΤΟΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΡΟΜΑΝΤΙΚΩΝ ΘΡΙΛΕΡ ΠΝΙΓΕΤΑΙ ΣΤΟ ΜΕΪΝ. Η Ντέμπρα Γουέινστοκ θα τους έδινε τη φωτογραφία μου από το υπό έκδοση βιβλίο μου, Η Υπόσχεση της Ελεν. Ο Χάρολντ Ομπλόφσκι θα έλεγε αυτά που έπρεπε να πει και θα θυμόταν να βάλει και μια σεμνή (αλλά όχι μικρή) ανακοίνωση στο Πάμπλισερς Γουίκλι. θα την πλήρωνε μισά μισά με τον Πάτναμ και... Ξαφνικά βούλιαξα, κατάπια νερό και μ' έπιασε ξανά βήχας. Άρχισα να κουνάω τα χέρια μου πανικόβλητος, αλλά ανάγκασα τον εαυτό μου να ηρεμήσει πάλι. Από την όχθη άκουσα το γέλιο της Ροζέτ Γουίτμορ. Σκύλα, στέφτηκα. Άτιμη σκύλα... Mάικ, είπε η Τζο.
Η φωνή της ήταν μέσα στο μυαλό μου, αλλά δεν ήταν αυτή που δημιουργώ μόνος μου, όταν φαντάζομαι τι θα έλεγε σε ένα νοητικό διάλογο που κάνω, ή όταν απλώς μου λείπει και έχω την ανάγκη να την αναπλάσω για λίγο. Ξαφνικά, σαν να ήρθε για να υπογραμμίσει αυτή τη σκέψη, κάτι πάφλασε δυνατά στα δεξιά μου. Όταν κοίταξα προς αυτή την κατεύθυνση, δεν είδα την παραμικρή ρυτίδα στην επιφάνεια του νερού. Είδα όμως κάτι άλλο: την πλωτή εξέδρα μας, αγκυροβολημένη σε απόσταση περίπου εκατό μέτρων μέσα στο ροδόχρωμο νερό. «Δεν μπορώ να κολυμπήσω τόσο μακριά, μωρό μου», είπα βραχνά. «Είπες τίποτα, Νούναν;» φώναξε ο Ντεβόρ από την όχθη. Είχε βάλει κοροϊδευτικά το χέρι του στο τεράστιο αυτί του. «Δεν σε ακούω! Μου φαίνεται ότι έχεις λαχανιάσει!» Κι άλλα γέλια από τη Γουίτμορ. Μπορείς, Θα σε βοηθήσω εγώ. Κατάλαβα ότι η εξέδρα ίσως ήταν η μοναδική μου ελπίδα. Δεν υπήρχε άλλη σε αυτή την πλευρά της λίμνης, και απείχε τουλάχιστον δέκα μέτρα από το βεληνεκές της Γουίτμορ. Άρχισα να κολυμπάω προς τα εκεί, ενώ τώρα αισθανόμουν τα χέρια μου εξίσου βαριά με τα πόδια μου. Κάθε φορά που ένιωθα ότι το κεφάλι μου κόντευε να βουλιάξει, σταματούσα και κολυμπούσα επιτόπου, λέγοντας στον εαυτό μου να ηρεμήσει, ότι τα πάω καλά, ότι, αν δεν πανικοβληθώ, δεν κινδυνεύω. Η γριά σκύλα και ο γερομπάσταρδος άρχισαν να προχωρούν στο δρόμο, αλλά είδαν πού πήγαινα και τα γέλια τους σταμάτησαν, όπως και τα πειράγματα. Για πολλή, πολλή ώρα είχα την αίσθηση ότι δεν πλησίαζα καθόλου στην εξέδρα. Σκεφτόμουν ότι αυτό οφειλόταν απλώς στο γεγονός ότι ελαττωνόταν το φως, και το νερό γινόταν από κόκκινο μοβ, και μετά σχεδόν μαύρο σαν τα ούλα του Ντεβόρ, αλλά η ιδέα αυτή μου φαινόταν όλο και λιγότερο πειστική, καθώς η ανάσα μου κοβόταν και τα χέρια μου γίνονταν πιο βαριά. 'Όταν έφτασα σε απόσταση τριάντα μέτρων από την εξέδρα, με έπιασε κράμπα στο αριστερό πόδι. Γύρισα στο πλάι σαν ιστιοφόρο που πλαγιάζει στο νερό, προσπαθώντας να φτάσω τον πιασμένο μυ.
Ξαφνικά κατάπια νερό. Προσπάθησα να βήξω, να το βγάλω, αλλά πνίγηκα και βούλιαξα, με το στομάχι μου να αναγουλιάζει, ενώ το χέρι μου έψαχνε ακόμη για την κράμπα πάνω από το γόνατο. Πνίγομαι, σκέφτηκα, και ήμουν παράξενα ήρεμος. Έτσι είναι να πνίγεσαι, αυτό είναι. Τότε ένα χέρι με άρπαξε από τα μαλλιά, από πίσω, και ο πόνος καθώς μου τα τράβηξε γύρω από το καρούμπαλο με επανέφερε αστραπιαία στην πραγματικότητα, καλύτερα και από ένεση αδρεναλίνης. Άλλο ένα χέρι μου έσφιξε το αριστερό πόδι και αισθάνθηκα ένα σύντομο αλλά τρομερά έντονο κύμα ζέστης. Η κράμπα λύθηκε και βγήκα στην επιφάνεια κολυμπώντας — κολυμπώντας πραγματικά αυτή τη φορά, όχι έτσι όπως τσαλαβουτούσα ως τώρα. Μου φάνηκε ότι δεν είχαν περάσει παρά μερικά δευτερόλεπτα όταν πιάστηκα από τη σκάλα της εξέδρας, ανασαίνοντας με μεγάλα αγκομαχητά και περιμένοντας να δω αν είμαι εντάξει ή αν η καρδιά μου θα εξερρήγνυτο σαν χειροβομβίδα στο στήθος μου. Επιτέλους τα πνευμόνια μου άρχισαν να καλύπτουν το έλλειμμα οξυγόνου στο σώμα μου —και όλα άρχισαν να ηρεμούν. Περίμενα ένα δυο λεπτά ακόμη και μετά ανέβηκα στην εξέδρα ενώ κόντευε να σκοτεινιάσει εντελώς. Στάθηκα διπλωμένος στα δύο για λίγο, με τα χέρια μου στα γόνατα, στάζοντας στις σανίδες. Μετά γύρισα, σκοπεύοντας να κάνω μια αισχρή χειρονομία στα δυο καθάρματα που προσπάθησαν να με πνίξουν, αλλά δεν υπήρχε κανείς στο Δρόμο. Ο Ντεβόρ και η Γουίτμορ είχαν φύγει. Ίσως να είχαν φύγει. Υπήρχαν πολλά μέρη του Δρόμου που δεν φαίνονταν από την εξέδρα. Κάθισα σταυροπόδι στα σανίδια μέχρι που βγήκε το φεγγάρι, προσέχοντας μήπως διακρίνω καμιά κίνηση, θα περίμενα μισή ώρα ή σαράντα πέντε λεπτά ίσως. Κοίταξα το ρολόι μου, αλλά αυτό δεν με βοήθησε. Είχε πάρει νερό και είχε σταματήσει στις 7:30 μ.μ. Σε όλες τις άλλες ζημιές που μου είχε κάνει ο Ντεβόρ, μπορούσα τώρα να προσθέσω και την καταστροφή ενός Τάιμεξ Ίντιγκλο —κατέβαινε 29,95 δολάρια, παλιοπούστη.
Κάποια στιγμή κατέβηκα επιτέλους τη σκάλα της εξέδρας, γλίστρησα στο νερό και κολύμπησα προς την όχθη όσο πιο αθόρυβα μπορούσα. Ήμουν ξεκούραστος, το κεφάλι μου είχε σταματήσει να πονά (αν και το καρούμπαλο πάνω από το σβέρκο μου παλλόταν ακόμη σταθερά) και δεν ένιωθα πια σαστισμένος και σοκαρισμένος. Από μια άποψη, αυτό ήταν το χειρότερο, το ότι είχα να αντιμετωπίσω όχι μόνο την εικόνα του πνιγμένου παιδιού, τις πέτρες και τη λίμνη, αλλά και την επίμονη αίσθηση ότι δεν ήταν δυνατόν να συμβαίνουν όλα αυτά, ότι οι πλούσιοι γέροι μεγιστάνες δεν προσπαθούν να πνίξουν συγγραφείς στα καλά καθούμενα. Ήταν όμως η αποψινή περιπέτεια κάτι που συνέβη στα καλά καθούμενα; Μια συμπτωματική συνάντηση και τίποτα παραπάνω; Το γεγονός ότι ο Ντεβόρ είχε εμφανιστεί ξαφνικά πίσω μου έδειχνε ότι αυτή η εξήγηση ήταν μάλλον αφελής. Το πιθανότερο ήταν ότι είχε βάλει να με παρακολουθούν από την 4η Ιουλίου και μετά, ίσως κάποιοι με ισχυρά κιάλια από την άλλη μεριά της λίμνης. Σε άλλη περίπτωση μπορεί να τα θεωρούσα παρανοϊκές βλακείες όλα αυτά ίσως πριν προσπαθήσουν οι δυο τους να με πνίξουν στη λίμνη. Σκέφτηκα ότι σε τελική ανάλυση δεν με ενδιέφερε ποιος μπορεί να με παρακολουθούσε από την άλλη μεριά της λίμνης. Ούτε με ενδιέφερε αν οι δυο τους ήταν ακόμη στο Δρόμο, κρυμμένοι ίσως πίσω από τα δέντρα. Κολύμπησα μέχρι που αισθάνθηκα φύκια να αγγίζουν τους αστραγάλους μου. Τότε σηκώθηκα, μορφάζοντας καθώς ο αέρας χτύπησε τα βρεγμένα ρούχα μου. Βγήκα κουτσαίνοντας στην όχθη, με το ένα χέρι σηκωμένο για να προστατευτώ από μια νέα πιθανή βροχή από πέτρες, που ευτυχώς όμως δεν ήρθε. Με τα ρούχα μου να στάζουν, κοίταξα για μια στιγμή το Δρόμο, πρώτα από τη μία μεριά, μετά από την άλλη. Μάλλον ήμουν μόνος. Τέλος, κοίταξα πίσω στο νερό, όπου το αδύναμο φως του φεγγαριού σχημάτιζε μια γραμμή από τη μικρή παραλία του σπιτιού μέχρι την πλωτή εξέδρα. «Ευχαριστώ, Τζο», είπα και μετά άρχισα να ανεβαίνω τα ξύλινα σκαλιά προς το σπίτι. Είχα φτάσει στα μισά περίπου, όταν αναγκάστηκα να σταματήσω και να καθίσω κάτω. Ποτέ δεν είχα νιώσει τόσο ολοκληρωτικά εξουθενωμένος στη ζωή μου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 18 Ανέβηκα τη σκάλα της βεράντας αντί να κάνω τον κύκλο και να μπω από την μπροστινή πόρτα. Περπατούσα αργά, νιώθοντας ακόμη τα πόδια μου να έχουν διπλάσιο βάρος από το κανονικό. Όταν μπήκα στο λίβινγκ ρουμ, κοίταξα γύρω μου με τα αλαφιασμένα μάτια ενός ανθρώπου που λείπει μια δεκαετία και γυρίζοντας βρίσκει τα πάντα όπως τα είχε αφήσει. Ο Μπάντερ στον τοίχο, η Μπόστον Γκλόουμπ στον καναπέ, μια συλλογή σταυρόλεξων στο τραπεζάκι, ένα πιάτο με τα υπολείμματα των τηγανητών λαχανικών στον πάγκο. Κοιτάζοντας αυτά τα καθημερινά πράγματα, συνειδητοποίησα πλήρως τι μου είχε συμβεί: είχα βγει για μια βόλτα, αφήνοντας αυτή τη συνηθισμένη μικροακαταστασία πίσω μου, και στη βόλτα κόντεψαν να με δολοφονήσουν. Άρχισα να τρέμω. Πήγα στο μπάνιο της βόρειας πτέρυγας, έβγαλα τα βρεγμένα ρούχα μου και τα πέταξα στην μπανιέρα σπλατς. Μετά, τρέμοντας ακόμη, γύρισα και κοιτάχτηκα στον καθρέφτη του νιπτήρα. Ήμουν σαν να είχα φάει ξύλο σε καβγά. Στο ένα χέρι μου, κάτω από τον αγκώνα, υπήρχε ένα μακρύ σκίσιμο με πηγμένο αίμα από πάνω. Ένας μοβ μώλωπας απλωνόταν στην αριστερή μεριά του στήθους μου. Και υπήρχε ένα ματωμένο αυλάκι στο λαιμό και πίσω από το αυτί μου, εκεί όπου η αξιολάτρευτη Ροζέτ με είχε χτυπήσει με την πέτρα του δαχτυλιδιού της. Πήρα τον καθρέφτη του ξυρίσματος και κοίταξα το πίσω μέρος του κεφαλιού μου. «Δεν μπορεί να το χωρέσει το χοντρό σου το κεφάλι;» φώναζε η μητέρα μου σ' εμένα και τον Σιντ όταν ήμαστε μικροί, και τώρα ευχαρίστησα τον Θεό που η μαμά είχε δίκιο για το πάχος του κρανίου μου. Το μέρος όπου με είχε χτυπήσει ο Ντεβόρ με το μπαστούνι έμοιαζε με κρατήρα από ηφαίστειο που έσβησε πρόσφατα. Η πετριά της Γουίτμορ είχε προκαλέσει ένα κόκκινο τραύμα που θα χρειαζόταν ράμματα για να μην αφήσει σημάδι. Ο σβέρκος μου κάτω από τα μαλλιά ήταν γεμάτος ξεραμένα αίματα με ένα χρώμα σαν σκουριά. Ποιος ξέρει πόσο αίμα είχα χάσει από το τραύμα όσο ήμουν μέσα στη λίμνη.
Έριξα οξυζενέ στη χούφτα μου, πήρα μια βαθιά ανάσα και το έριξα πάνω στο τραύμα σαν να ήταν αφτερσέιβ. Το τσούξιμο ήταν τρομερό, αναγκάστηκα να σφίξω τα δόντια μου για να μην ξεφωνίσω. 'Όταν ο πόνος άρχισε να υποχωρεί, μούσκεψα μερικά κομμάτια βαμβάκι με οξυζενέ και καθάρισα τα άλλα μου τραύματα. Έκανα ντους, φόρεσα μια φανέλα και ένα τζιν και πήγα στο χολ για να τηλεφωνήσω στο σερίφη. Δεν χρειαζόταν να ψάξω τον αριθμό. Το τηλέφωνο της αστυνομίας ήταν σε μια ειδική κάρτα πάνω στη συσκευή, μαζί με τον αριθμό της Πυροσβεστικής, των Πρώτων Βοηθειών και ένα νούμερο όπου, με ενάμισι δολάριο, σου έδιναν τρεις απαντήσεις από το σημερινό σταυρόλεξο των Τάιμς. Πήρα τα τρία πρώτα ψηφία γρήγορα, μετά όμως άρχισε να μου κόβεται η φόρα. Έφτασα μέχρι το 955-960 και μετά σταμάτησα εντελώς. Στεκόμουν στο χολ με το ακουστικό κολλημένο στο αυτί μου και άρχισα να φαντάζομαι έναν άλλο τίτλο εφημερίδας, αυτή τη φορά όχι από τους ευπρεπείς Τάιμς αλλά από την παρδαλή Νιου Γιορκ Ποστ. ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΠΡΟΣ ΓΕΡΟ-ΜΕΓΙΣΤΑΝΑ: «ΨΕΥΤΟΠΑΛΙΚΑΡΑ!» Και, δίπλα δίπλα, μια δική μου φωτογραφία, στην οποία εικονίζομαι περίπου στη σημερινή μου ηλικία, και μια φωτογραφία του Μαξ Ντεβόρ, στην οποία φαίνεται σχεδόν εκατόν έξι χρόνων. Η Ποστ θα το διασκέδαζε εξηγώντας στους αναγνώστες της ότι ο Ντεβόρ (μαζί με τη βοηθό του, μια ηλικιωμένη κυρία που μπορεί να ζύγιζε γύρω στα σαράντα κιλά βρεγμένη) ρεζίλεψε ένα συγγραφέα με τη μισή ηλικία, έναν τύπο που στη φωτογραφία του φαινόταν λεπτός και γυμνασμένος. Το τηλέφωνο κουράστηκε να περιμένει το έβδομο ψηφίο του αριθμού και έκλεισε. Απομάκρυνα το ακουστικό από το αυτί μου, το κοίταξα για μια στιγμή και μετά το άφησα στην υποδοχή της συσκευής. Δεν μπορώ να πω ότι φοβάμαι τα μέσα ενημέρωσης, με την άλλοτε εκκεντρική και άλλοτε εχθρική συμπεριφορά τους· τα αντιμετωπίζω όμως με επιφυλακτικότητα, όπως θα αντιμετώπιζα ένα κακότροπο, επικίνδυνο ζώο. Η Αμερική έχει μετατρέψει τους ανθρώπους που την ψυχαγωγούν σε πόρνες πολυτελείας και τα μέσα ενημέρωσης σαρκάζουν όποιον επώνυμο τολμήσει να
παραπονεθεί για τον τρόπο με τον οποίο τον μεταχειρίζονται. «Άσε την γκρίνια!» φωνάζουν οι εφημερίδες και οι τηλεοπτικές εκπομπές που ειδικεύονται στο κουτσομπολιό (και ο τόνος τους εκφράζει ένα μείγμα θριαμβευτικής χαράς και αγανάκτησης). «Μήπως νόμισες ότι σε πληρώνουμε τόσα λεφτά μόνο και μόνο για να λες ένα τραγούδι ή να παίζεις μπέιζμπολ; Κάνεις λάθος, παλιομαλάκα! Σε πληρώνουμε για να μπορούμε να μένουμε κατάπληκτοι όταν το κάνεις καλά —ό,τι κι αν είναι αυτό το συγκεκριμένο που κάνεις— και, επίσης, επειδή μας αρέσει να σε βλέπουμε όταν τα σκοτώνεις. Η αλήθεια είναι ότι είσαι αναλώσιμο είδος. Αν πάψεις να μας διασκεδάζεις, μπορούμε πάντα να σε σκοτώσουμε και να σε φάμε». Δεν μπορούν να σε φάνε πραγματικά, βέβαια. Μπορούν να δημοσιεύουν φωτογραφίες σου που σε δείχνουν γυμνό από τη μέση και πάνω και να λένε ότι έχεις αρχίσει να χοντραίνεις, μπορούν να μιλάνε για το πόσο πίνεις και πόσα χάπια παίρνεις ή να καγχάζουν για κείνη τη βραδιά σε κάποιο κέντρο που έβαλες μια στάρλετ να καθίσει στα πόδια σου και προσπάθησες να χώσεις τη γλώσσα σου στο αυτί της —αλλά δεν μπορούν να σε φάνε. Έτσι, εκείνο που με έκανε να κατεβάσω το τηλέφωνο δεν ήταν ο φόβος μήπως η Ποστ με αποκαλέσει κλαψιάρη ή μήπως με περιλάβει ο Τζέι Λένο στο μονόλογο του. Ήταν η συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι δεν είχα αποδείξεις. Κανείς δεν μας είχε δει. Και ήξερα ότι δεν υπήρχε πιο εύκολο πράγμα στον κόσμο για τον Μαξ Ντεβόρ και τη Γουίτμορ από το να βρουν ένα άλλοθι για κείνες τις ώρες. Υπήρχε και κάτι άλλο ακόμη, το κερασάκι στην τούρτα: φαντάστηκα το σερίφη να μου στέλνει τον Τζορτζ Φούτμαν για να μου πάρει κατάθεση, οπότε θα έπρεπε να του εξηγήσω πώς αυτός ο κακός γέρος έσπρωξε τον καημενούλη τον μικρό Μάικ μέσα στη λίμνη. Γέλια που θα 'καναν μετά οι τρεις τους! Έτσι, τελικά τηλεφώνησα στον Τζον Στόροου, γιατί ήθελα να τον ακούσω να μου λέει ότι πήρα τη σωστή απόφαση, ότι έκανα το μόνο που μπορούσα να κάνω. Ήθελα να μου υπενθυμίσει ότι μόνο οι απελπισμένοι άνθρωποι καταφεύγουν σε τέτοιες απεγνωσμένες ενέργειες σαν αυτές του Ντεβόρ (θα αγνοούσα, προς το παρόν τουλάχιστον, ότι οι δυο τους γελούσαν σαν να διασκέδαζαν όσο ποτέ
άλλοτε στη ζωή τους) και ότι τίποτα δεν είχε αλλάξει σε σχέση με την Κάι Ντεβόρ. Η προσπάθεια του παππού της να πάρει την κηδεμονία ήταν ακόμη καταδικασμένη σε αποτυχία. Στο σπίτι του Τζον μου απάντησε ο τηλεφωνητής και άφησα ένα μήνυμα. Απλώς να τηλεφωνήσει στον Μάικ Νούναν, δεν είναι τίποτα επείγον, αλλά μπορεί να με πάρει μέχρι αργά. Μετά δοκίμασα στο γραφείο του, με βάση το κατά Τζον Γκρίσαμ ευαγγέλιο: οι νεαροί δικηγόροι δουλεύουν μέχρι αργά τη νύχτα. Μου απάντησε ο τηλεφωνητής της εταιρείας. Ακολούθησα τις οδηγίες του και πάτησα στο τηλέφωνο μου τα γράμματα ΣΤΟ, τα τρία πρώτα ψηφία του επωνύμου του Τζον. Ακούστηκε ένα «κλικ» και μετά η φωνή του —αλλά δυστυχώς ήταν πάλι τηλεφωνητής. «Γεια σας, εδώ Τζον Στόροου. Έχω πάει στη Φιλαδέλφεια για το Σαββατοκύριακο, να δω τους γονείς μου. θα είμαι στο γραφείο μου τη Δευτέρα. Την υπόλοιπη βδομάδα θα είμαι εκτός Νέας Υόρκης για δουλειά. Από την Τρίτη μέχρι την Παρασκευή θα μπορείτε μάλλον να με βρείτε στον αριθμό...» Ο αριθμός άρχιζε με 207-955, τον κωδικό του Καστλ Ροκ. Μάλλον πρέπει να ήταν το ξενοδοχείο όπου είχε μείνει και την προηγούμενη φορά. «Μάικ Νούναν», είπα. «Τηλεφώνησε μου, αν μπορείς. Άφησα μήνυμα και στον τηλεφωνητή του σπιτιού σου». Πήγα στην κουζίνα για να πάρω μια μπίρα, αλλά σταμάτησα μπροστά στο ψυγείο κι άρχισα να παίζω με τους μαγνήτες. Νταβατζή, με είχε αποκαλέσει: Δεν μου λες, ρε νταβατζή, που είναι η πουτάνα σου; Και λίγο αργότερα προσφέρθηκε να σώσει την ψυχή μου. Πολύ αστείο, εδώ που τα λέμε. Σαν αλκοολικός που προσφέρεται να προσέχει το ντουλάπι με τα ποτά στο σπίτι σου. Μίλησε για σένα με πραγματική στοργή, είχε πει η Μέτι. Ο προπάππος σου και ο προπάππος τον έχεσαν στον ίδιο λάκκο. Απομακρύνθηκα από το ψυγείο χωρίς να πάρω μπίρα, πήγα στο λίβινγκ ρουμ και τηλεφώνησα στη Μέτι. «Γεια σας», είπε άλλη μία μαγνητοφωνημένη φωνή. Ήμουν πολύ τυχερός σήμερα. «Εγώ είμαι, αλλά ή λείπω ή δεν μπορώ να έρθω στο τηλέφωνο αυτή τη στιγμή. Αφήστε μήνυμα, εντάξει;» Μια παύση, ένα θρόισμα στο ακουστικό, ένας μακρινός ψίθυρος και μετά η φωνή της
Κάιρα, τόσο δυνατή που κόντεψε να με ξεκουφάνει: «Αφήστε χαρούμενο μήνυμα!» Ακολούθησαν γέλια και από τις δύο, που κόπηκαν από το «μπιπ». «Γεια σου, Μέτι, είμαι ο Μάικ Νούναν», είπα. «Ήθελα απλώς να...» Δεν ξέρω πώς θα αποτελείωνα τη φράση μου, και δεν χρειάστηκε. Ακούστηκε ένα «κλικ» και μετά η φωνή της Μέτι. «Γεια σου, Μάικ». Υπήρχε τόσο μεγάλη διαφορά ανάμεσα σε αυτή τη βαριά, τσακισμένη φωνή και την εύθυμη φωνή του μηνύματος, που για μια στιγμή δεν μίλησα. Μετά τη ρώτησα τι συμβαίνει. «Τίποτα», μου απάντησε και ύστερα άρχισε να κλαίει. «Τα πάντα. Έχασα τη δουλειά μου. Η Λίντι με απέλυσε». Φυσικά, η Λίντι δεν το είχε χαρακτηρίσει απόλυση αλλά «περικοπή εξόδων», αλλά ήταν απόλυση φυσικά και ήξερα ότι, αν έψαχνα τις χρηματοδοτήσεις της βιβλιοθήκης, θα ανακάλυπτα πως ο Μαξ Ντεβόρ ήταν ένας από τους βασικούς δωρητές. Και θα συνέχιζε να είναι, φτάνει να του έκανε τα χατίρια η Λίντι Μπριγκς. «Δεν έπρεπε να μας δει να μιλάμε στη βιβλιοθήκη», είπα, ξέροντας ότι ακόμη κι αν δεν είχα πάει καθόλου εκεί η Μέτι θα έχανε και πάλι τη δουλειά της. «Και μάλλον έπρεπε να το προβλέψουμε ότι θα συμβεί αυτό». «Ο Τζον Στόροου το είχε προβλέψει». Έκλαιγε ακόμη, αλλά τώρα προσπαθούσε να κρατηθεί. «Μου είπε ότι ο Μαξ Ντεβόρ θα ήθελε να με στριμώξει όσο πιο πολύ μπορούσε μέχρι να γίνει η δίκη για την κηδεμονία, θα τον βόλευε πολύ να απαντήσω "Είμαι άνεργη", όταν θα με ρωτούσε ο δικαστής πού δουλεύω. Κι εγώ του είπα ότι η κυρία Μπριγκς δεν θα έκανε ποτέ κάτι τόσο ταπεινό, ιδιαίτερα σε μια κοπέλα που έκανε μια τόσο βαθιά ανάλυση του "Μπάρτλεμπι". Ξέρεις τι μου είπε;» «Όχι». «Μου είπε, "Είσαι πολύ νέα". Μου φάνηκε πολύ συγκαταβατικό, αλλά τελικά είχε δίκιο, έτσι δεν είναι;» «Μέ τι...»
«Τι θα κάνω τώρα, Μάικ; Τι θα κάνω;» Φαίνεται ότι ο πανικός είχε εξαπλωθεί και στη Γουάσπ Χιλ Ρόουντ. Σκέφτηκα, εντελώς ψυχρά: Γιατί δεν γίνεσαι ερωμένη μου; Ο επίσημος τίτλος σου θα είναι «βοηθός ερευνών», ένα απόλυτα αποδεχτό επάγγελμα για την εφορία, θα έχεις ρούχα, μια δυο πιστωτικές κάρτες ένα σπίτι —αποχαιρέτα το σκουριασμένο τροχόσπιτο στη Γουάσπ Χιλ Ρόουντ— και δεκαπέντε μέρες διακοπές: πώς σου φαίνεται να περάσεις το Φεβρουάριο στο Μαόνι; Συν τη μόρφωση της Και, φυσικά, και ένα γερό μπόνους σε μετρητά στο τέλος του χρόνου, θα είμαι λεπτός και διακριτικός. Μόνο μία ή δυο φορές τη βδομάδα και πάντα αφού θα έχει κοιμηθεί η μικρή. Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να πεις ναι και να μου δώσεις ένα κλειδί. Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να μου ανοίγεις την αγκαλιά σου όταν έρχομαι στο κρεβάτι σου. Να με αφήνεις να κάνω ό,τι θέλω, όλη τη νύχτα να με αφήνεις να σε αγγίζω όπου θέλω, να μη λες ποτέ όχι, να μη λες ποτέ στοπ. Έκλεισα τα μάτια μου. «Μάικ; Μ' ακούς;» «Ναι, βέβαια», είπα. Άγγιξα το παλλόμενο καρούμπαλο στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου κι έκανα ένα μορφασμό πόνου. «Μην ανησυχείς, Μέτι. Δεν υπάρχει πρόβλημα . θα...» «Χρωστάω ακόμη για το τροχόσπιτο!» φώναξε αυτή. «Έχω δύο απλήρωτους λογαριασμούς τηλεφώνου και μου έστειλαν ειδοποίηση ότι θα το κόψουν! Το κιβώτιο ταχυτήτων του τζιπ κάτι έχει, το ίδιο και ο πίσω άξονας! Μπορώ μάλλον να πληρώσω την τελευταία βδομάδα του κατηχητικού της Κάι -η κυρία Μπριγκς μου έδωσε τρεις βδομάδες αποζημίωση—, αλλά πώς θα της αγοράσω παπούτσια; Μεγαλώνει τόσο γρήγορα, που μέσα σε μερικούς μήνες δεν της χωράει τίποτα... Όλα τα σορτς της έχουν τρυπήσει, το ίδιο και τα περισσότερα εσώρουχα της... » Άρχισε να κλαίει πάλι. «Θα σας φροντίσω εγώ μέχρι να ξανασταθείς στα πόδια σου», είπα. «Όχι, δεν μπορώ να σε αφήσω...»
«Μπορείς. Και θα δεχτείς για χάρη της Κάιρα. Αργότερα, αν το θέλεις, μπορείς να μου τα δώσεις πίσω. Θα γράφουμε τα πάντα, μέχρι το τελευταίο δολάριο, αν θέλεις. Αλλά θα σας φροντίσω εγώ». Και δεν θα γδυθείς ποτέ μπροστά μου. Αυτή είναι η υπόσχεσή μου και σκοπεύω να την κρατήσω. «Μάικ, δεν είσαι υποχρεωμένος να το κάνεις αυτό». «Μπορεί να μην είμαι, αλλά θα το κάνω. Για δοκίμασε να με σταματήσεις». Είχα τηλεφωνήσει για να της πω τι μου είχε συμβεί — προβάλλοντας τη χιουμοριστική όψη του επεισοδίου—, αλλά τώρα μου φάνηκε ότι αυτό θα ήταν πολύ κακή ιδέα. «Αυτή η ιστορία με την κηδεμονία θα τελειώσει πριν καλά καλά το καταλάβεις και, αν δεν βρίσκεις κανέναν αρκετά γενναίο για να σου δώσει δουλειά εδώ, θα βρω εγώ κάποιον στο Ντέρι. Άλλωστε, πες μου την αλήθεια, δεν έχεις αρχίσει να νιώθεις ότι ίσως είναι ώρα για αλλαγή περιβάλλοντος;» Κατάφερε να γελάσει λιγάκι. «Μάλλον ναι». «Είχες νέα από τον Τζον σήμερα;» «Έχει πάει στους γονείς του στη Φιλαδέλφεια, αλλά μου έδωσε τον αριθμό του εκεί και του τηλεφώνησα». Μου είχε πει ότι «την έχει πατήσει» μαζί της. Μπορεί να την είχε «πατήσει» κι αυτή μαζί του. Είπα στον εαυτό μου ότι αυτό το μικρό αγκάθι που ένιωθα να με τρυπά ήταν της φαντασίας μου. Προσπάθησα να το πω, μάλλον. «Τι σου είπε για τη δουλειά σου;» «Το ίδιο που μου είπες κι εσύ. Αλλά δεν με έκανε να νιώσω καλύτερα. Εσύ με έκανες. Δεν ξέρω γιατί». Εγώ το ήξερα. Ήμουν πιο μεγάλος, και αυτό είναι που τραβάει περισσότερο τις νεαρές γυναίκες στους ηλικιωμένους: ότι τις κάνουμε να νιώθουν ασφάλεια, «θα 'ρθει πάλι την Τρίτη το πρωί. Του είπα να φάμε μαζί». Ήρεμα, χωρίς κανένα δισταγμό ή τρέμουλο στη φωνή μου, είπα: «Ίσως θα μπορούσα να 'ρθω κι εγώ». Η Μέτι έδειξε να ενθουσιάζεται, πράγμα που, για κάποιον παράδοξο λόγο, με έκανε να νιώσω τύψεις. «Σπουδαία ιδέα! Λοιπόν, θα του τηλεφωνήσω και θα του πω να 'ρθετε και οι δύο εδώ, εντάξει; Θα ετοιμάσω πάλι κάτι στην ψησταριά. Και μπορεί να κρατήσω την Κάι εδώ, δεν πειράζει αν χάσει το κατηχητικό μια μέρα, και να
είμαστε και οι τέσσερις, θέλει να της διαβάσεις κι άλλο παραμύθι. Της άρεσε πολύ την προηγούμενη φορά». «Ωραία», είπα, και το εννοούσα. Το γεγονός ότι θα ήταν και η Κάιρα εκεί έκανε την κατάσταση πιο φυσική —δεν ένιωθα πια ότι ενοχλώ. Επίσης, δεν θα είχε τη μορφή ραντεβού από τη δική τους πλευρά. Κανείς δεν θα μπορούσε να κατηγορήσει τον Τζον ότι δείχνει ανήθικο ενδιαφέρον για την πελάτισσα του. Τελικά μάλλον θα με ευχαριστούσε από πάνω. «Νομίζω ότι η Κάι είναι έτοιμη να προχωρήσει στον "Χάνσελ και την Γκρέτελ". Εσύ πώς είσαι, Μέτι; Εντάξει;» «Πολύ καλύτερα από ό,τι πριν τηλεφωνήσεις». «Ωραία. Μην ανησυχείς, όλα θα πάνε καλά». «Υποσχέσου το». «Νομίζω ότι μόλις τώρα αυτό έκανα». Έγινε μια μικρή παύση. «Εσύ είσαι καλά, Μάικ; Ακούγεσαι λίγο... δεν ξέρω... λίγο παράξενα». «Εντάξει είμαι», είπα, και σίγουρα ήμουν αν λάβουμε υπόψη μας ότι πριν από μια ώρα είχα κοντέψει να πνιγώ. «Μπορώ να σου κάνω μια ερώτηση πριν κλείσω; Γιατί κοντεύω να τρελαθώ». «Φυσικά». «Το βράδυ που ήρθα και φάγαμε, μου είπες ότι, σύμφωνα με τον Ντεβόρ, ο προπάππος του και ο δικός μου γνωρίζονταν. Και πολύ καλά μάλιστα». «Ναι. Είπε ότι έχεσαν στον ίδιο λάκκο. Πολύ γραφική έκφραση». «Σου είπε τίποτ' άλλο; Προσπάθησε να θυμηθείς». Προσπάθησε, αλλά δεν της ήρθε τίποτα. Της είπα να μου τηλεφωνήσει αν θυμόταν κάτι από κείνη τη συζήτηση, ή αν ένιωθε μόνη ή φοβισμένη ή αν άρχιζε να ανησυχεί για οτιδήποτε. Δεν ήθελα να πω πάρα πολλά, αλλά είχα αποφασίσει ήδη να μιλήσω στον Τζον για την τελευταία μου περιπέτεια. Ίσως έπρεπε να πούμε σ' εκείνο τον ντετέκτιβ από το Λιούιστον τον Τζορτζ Κένεντι— να βάλει ένα δυο άτομα στο Τι-Αρ να έχουν το νου τους στη Μέτι και την Κάιρα. Ο Μαξ Ντεβόρ ήταν τρελός, όπως μου είχε πει ο Μπιλ. Δεν τον είχα καταλάβει τότε, όμως τώρα ήξερα πολύ καλά τι εννοούσε. Και αν
κάποια στιγμή άρχιζα να αμφιβάλλω, δεν είχα παρά να αγγίξω το πίσω μέρος του κεφαλιού μου για να μου φύγει κάθε αμφιβολία. Γύρισα στο ψυγείο και για άλλη μια φορά ξεχάστηκα εκεί χωρίς να το ανοίξω. Τα χέρια μου πήγαν στους μαγνήτες και άρχισα να τους μετατοπίζω από δω κι από κει, κοιτάζοντας τις λέξεις που σχηματίζονταν, διαλύονταν και άλλαζαν. Η διαδικασία μου θύμιζε πολύ αυτό που πάθαινα όταν έγραφα. Είχα αρχίσει να πέφτω σε ύπνωση. Αυτή η ημιυπνωτική κατάσταση είναι το βασικό χαρακτηριστικό της συγγραφικής εργασίας. Την καλλιεργείς μέχρι που μπορείς πια να την «ανοίγεις» και να την «κλείνεις» κατά βούληση... τουλάχιστον όταν όλα πάνε καλά. Έτσι, όταν αρχίζεις να δουλεύεις, το διαισθητικό μέρος του νου σου ξεκλειδώνεται και ανεβαίνει σε ένα ύψος γύρω στα δύο μέτρα (μπορεί και τρία τις καλές μέρες). Όταν φτάσει εκεί, απλώς αιωρείται, εκπέμποντας μαγικά μηνύματα και λαμπερές εικόνες. Όλη την υπόλοιπη μέρα, αυτό το μέρος του νου σου είναι κλειδωμένο για τα άλλα συστήματα και συνεχίζει να λειτουργεί σχεδόν ξεχασμένο... Εκτός από ορισμένες περιπτώσεις όπου ελευθερώνεται μόνο του και βγαίνεις απροσδόκητα από την υπνωτική κατάσταση· και τότε ο νους σου κάνει συνειρμούς που δεν έχουν καμία σχέση με τη λογική σκέψη, και γεμίζει από απρόσμενες εικόνες. Αυτό είναι από μια πλευρά το πιο παράξενο μέρος της δημιουργικής διαδικασίας. Οι μούσες είναι φαντάσματα και μερικές φορές έρχονται απρόσκλητες. Το σπίτι μου είναι στοιχειωμένο. Το Σάρα Λαφς ήταν πάντα στοιχειωμένο... απλώς ανατάραξες τα φαντάσματα. ανατάραξες, έγραψα πάνω στο ψυγείο. Αλλά δεν μου φαινόταν σωστό, γι' αυτό σχημάτισα έναν κύκλο γύρω του χρησιμοποιώντας μαγνήτες με φρούτα και λαχανικά. Έτσι ήταν πολύ καλύτερα. Στάθηκα εκεί για μια στιγμή, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, όπως τα σταυρώνω στο γραφείο μου όταν κολλάω σε μια λέξη ή μια φράση. Μετά διέλυσα το ανατάραξες και έβαλα στη θέση του τη λέξη στοιχειωμένο.
«Είναι στοιχειωμένο μέσα στον κύκλο», είπα και μόλις που άκουσα το κουδουνάκι του Μπάντερ να χτυπάει σιγανά, σαν να συμφωνούσε. Διέλυσα πάλι τη λέξη, ενώ ταυτόχρονα σκεφτόμουν πόσο παράξενο ήταν να έχω ένα δικηγόρο που λέγεται Ρόμιο... (έγραψα ρομιο μέσα στον κύκλο) ...και έναν ντετέκτιβ που λέγεται Τζορτζ Κένεντι. (έγραψα τζορτζ πάνω στο ψυγείο) Αναρωτήθηκα αν ο Κένεντι μπορούσε να με βοηθήσει με τον Αντι Ντρέικ... (ντρεικ στο ψυγείο) ...ίσως να μου δώσει μερικές ιδέες. Δεν είχα ξαναγράψει για ιδιωτικούς ντετέκτιβ και οι μικρολεπτομέρειες... (διέλυσα το ντρεικ κι έγραψα στη θέση του λεπτομέρειες) ...κάνουν τη διαφορά. Από κει πήγα κάπου αλλού. Δεν ξέρω πού ακριβώς, γιατί ήμουν σε ύπνωση· το διαισθητικό μέρος του νου μου είχε ανεβεί τόσο ψηλά, που είναι απορίας άξιο πώς επικοινωνούσα ακόμη μαζί του. Στεκόμουν μπροστά στο ψυγείο και έπαιζα με τα γράμματα, καταγράφοντας μικρές σκέψεις χωρίς καν να τις σκέφτομαι. Ίσως να μην πιστεύετε ότι είναι δυνατόν κάτι τέτοιο, αλλά κάθε συγγραφέας ξέρει ότι είναι. Εκείνο που με έφερε πίσω ήταν ότι είδα φώτα αυτοκινήτου από τα παράθυρα του χολ. Κοίταξα και είδα ένα αμάξι να έρχεται και να σταματάει πίσω από το δικό μου. Το στομάχι μου σφίχτηκε από τρόμο. Εκείνη τη στιγμή θα έδινα τα πάντα για ένα όπλο. Γιατί ήταν ο Φούτμαν. Δεν μπορεί να ήταν κανένας άλλος. Ο Ντεβόρ του τηλεφώνησε όταν γύρισε στο Γουόρινγκτον και του είπε ότι ο Νούναν αρνείται να παίξει τον καλό Αρειανό, γι' αυτό πήγαινε μέχρι το σπίτι του και κανόνισε τον. Όταν άνοιξε η πόρτα του οδηγού και άναψε το φως στο εσωτερικό του αυτοκινήτου, πήρα μια επιφυλακτική ανάσα ανακούφισης. Δεν ήξερα ποιος είναι, όμως σίγουρα δεν ήταν ο Φούτμαν. Αυτός ο τύπος δεν θα μπορούσε να σκοτώσει ούτε μύγα με
τυλιγμένη εφημερίδα... Αν και, εδώ που τα λέμε, πολλοί είχαν κάνει το ίδιο λάθος όσον αφορά τον Τζέφρει Ντάμερ. Πάνω στο ψυγείο υπήρχαν κάμποσα αεροζόλ με εντομοκτόνο, όλα τους παλιά και κατά πάσα πιθανότητα καθόλου οικολογικά. Ευτυχώς που είχαν ξεφύγει από την Μπρέντα. Πήρα το πρώτο που βρήκα, έβγαλα το καπάκι και το έχωσα στην πίσω τσέπη του τζιν μου. Μετά πήγα στα συρτάρια δεξιά από το νεροχύτη. Το πάνω είχε ασημικά. Το δεύτερο είχε αυτά που η Τζο ονόμαζε «κουζινομαραφέτια», από θερμόμετρα για γαλοπούλες μέχρι εκείνα τα πράγματα που καρφώνεις στα καλαμπόκια για να τα πιάνεις χωρίς να καείς. Το τρίτο ήταν σχεδόν γεμάτο από διάφορα παράταιρα μαχαίρια. Πήρα ένα, το έβαλα στη δεξιά μπροστινή τσέπη του παντελονιού μου και πήγα στην πόρτα. Ο άγνωστος που στεκόταν μπροστά στην εξώπορτα αναπήδησε τρομαγμένος όταν άναψα το έξω φως και μετά με κοίταξε μέσα από την τζαμαρία ανοιγοκλείνοντας τα μάτια σαν μυωπικό κουνέλι. Ήταν γύρω στο ένα και εξήντα, αδύνατος και χλομός. Είχε καστανά μάτια, κρυμμένα πίσω από ένα ζευγάρι γυαλιά με σκελετό ταρταρούγας και φακούς που φαίνονταν λιγδωμένοι. Τα χέρια του κρέμονταν στα πλευρά του. Στο ένα κρατούσε ένα χαρτοφύλακα και στο άλλο ένα μικρό άσπρο παραλληλόγραμμο. Δεν πίστευα ότι ήταν γραφτό μου να με σκοτώσει ένας άνθρωπος που κρατούσε την κάρτα του στο χέρι, κι έτσι άνοιξα την πόρτα. Ο τύπος χαμογέλασε μ' εκείνο το αγχωμένο χαμόγελο που έχουν όλοι στις ταινίες του Γούντι Άλεν. Και φορούσε επίσης ρούχα τύπου Γούντι Άλεν -ξεθωριασμένο καρό πουκάμισο λίγο κοντό στους καρπούς, χακί παντελόνι λίγο φαρδύ στον καβάλο. Κάποιος πρέπει να του είπε για την ομοιότητα και γι' αυτό ντύνεται έτσι, σκέφτηκα. «Ο κύριος Νούναν;» «Ναι;» Μου έδωσε την κάρτα που κρατούσε. ΚΤΗΜΑΤΟΜΕΣΙΤΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΝΕΞΤ ΣΕΝΤΣΟΥΡΙ, έγραφε με ανάγλυφα χρυσά γράμματα και από κάτω, με πιο σεμνά, μαύρα γράμματα, το όνομα του.
«Ρίτσαρντ Όσγκουντ», είπε, σαν να μην ήξερα να διαβάζω, και άπλωσε το χέρι του. Η ανάγκη του Αμερικανού να απαντήσει σε αυτή την κίνηση απλώνοντας κι αυτός το δικό του χέρι είναι βαθιά χαραγμένη μέσα του, αλλά εκείνο το βράδυ της αντιστάθηκα. Κράτησε το χέρι του έτσι μια στιγμή ακόμη και μετά το κατέβασε και σκούπισε νευρικά την παλάμη του πάνω στο παντελόνι του. «Έχω ένα μήνυμα για σας. Από τον κύριο Ντεβόρ». Περίμενα. «Μπορώ να περάσω;» «Όχι», είπα. Έκανε ένα βήμα πίσω, σκούπισε πάλι το χέρι του στο παντελόνι του και φάνηκε να ξαναβρίσκει την αυτοκυριαρχία του. «Δεν νομίζω ότι υπάρχει λόγος να είστε αγενής, κύριε Νούναν». Δεν ήμουν αγενής. Αν ήθελα να φανώ αγενής, θα του έριχνα κατσαριδοκτόνο στα μούτρα. «Ο Μαξ Ντεβόρ και η φίλη του προσπάθησαν να με πνίξουν στη λίμνη σήμερα το βράδυ. Αν οι τρόποι μου σου φαίνονται λίγο απότομοι, μάλλον αυτός είναι ο λόγος». Το σοκαρισμένο ύφος του Όσγκουντ ήταν ειλικρινές, νομίζω. «Φαίνεται ότι δουλεύετε πολύ εντατικά στο τελευταίο σας βιβλίο, κύριε Νούναν. Ο Μαξ Ντεβόρ θα κλείσει τα ογδόντα έξι στα επόμενα γενέθλια του —αν ζήσει μέχρι τότε, πράγμα που φαίνεται λίγο αμφίβολο. Ο καημένος δεν μπορεί καλά καλά να περπατήσει από την πολυθρόνα στο κρεβάτι του πια. Όσο για τη Ροζέτ...» «Εντάξει, κατάλαβα», είπα. «Τον είδα Πως ήταν πριν από μισή ώρα. Καλά καλά δεν μπορώ να το πιστέψω κι εγώ κι ας το είδα με τα ίδια μου τα μάτια. Δώσε μου τώρα ό,τι έχεις να μου δώσεις». «Ωραία», είπε σφιγμένα, με έναν τόνο που έλεγε: «Ωραία, λοιπόν, αφού θέλεις να το παίξεις έτσι». Άνοιξε το φερμουάρ μιας τσέπης στο χαρτοφύλακα του κι έβγαλε ένα μεγάλο άσπρο φάκελο, σφραγισμένο. Τον πήρα, ελπίζοντας να μην καταλάβει ο Όσγκουντ πόσο δυνατά χτυπούσε η καρδιά μου. Ο Ντεβόρ έκανε πολύ γρήγορες κινήσεις για έναν άνθρωπο που ζούσε με μια φιάλη οξυγόνου δίπλα του. Το ερώτημα ήταν: τι σόι κίνηση έκανε τώρα;
«Ευχαριστώ», είπα κι άρχισα να κλείνω την πόρτα. «θα σου έδινα πουρμπουάρ, αλλά άφησα το πορτοφόλι μου στο κομοδίνο». «Περίμενε! Πρέπει να το διαβάσεις και να μου δώσεις μια απάντηση». Σήκωσα τα φρύδια μου. «Δεν ξέρω πώς του μπήκε του Ντεβόρ η ιδέα ότι μπορεί να μου δίνει διαταγές, αλλά δεν έχω σκοπό να αφήσω τις ιδέες του να επηρεάζουν τη συμπεριφορά μου. Πάρε δρόμο τώρα». Οι άκρες των χειλιών του γύρισαν προς τα κάτω σχηματίζοντας βαθιά λακκάκια και ξαφνικά δεν έμοιαζε καθόλου με τον Γούντι Άλεν. Έμοιαζε με έναν πενηντάρη κτηματομεσίτη που είχε πουλήσει την ψυχή του στο διάβολο και τώρα δεν άντεχε να βλέπει κάποιον άλλο να τραβάει τη διχαλωτή ουρά του αφεντικού του. «Θα σου δώσω μια φιλική συμβουλή, κύριε Νούναν. Καλά θα κάνεις να προσέχεις. Ο Μαξ Ντεβόρ δεν είναι άνθρωπος που μπορείς να παίξεις μαζί του». «Ευτυχώς για μένα, δεν παίζω». Έκλεισα την πόρτα και στάθηκα στο χολ, κρατώντας το φάκελο και κοιτάζοντας τον κτηματομεσίτη. Έδειχνε τσατισμένος και μπερδεμένος μαζί. Φαίνεται ότι κανείς δεν του είχε δώσει τα παπούτσια στο χέρι τελευταία. Αυτό μπορεί να του έκανε καλό. Να έφερνε τη ζωή του στη σωστή της προοπτική. Να του θύμιζε ότι, ανεξάρτητα από το ποιος ήταν ο Μαξ Ντεβόρ, ο Ρίτσι Όσγκουντ δεν θα ξεπερνούσε ποτέ το ένα και εξήντα, ακόμη και με καουμπόικες μπότες. «Ο κύριος Ντεβόρ θέλει μια απάντηση!» φώναξε πίσω από την κλειστή πόρτα. «Θα του τηλεφωνήσω», του απάντησα και μετά σήκωσα το μεσαίο δάχτυλο του χεριού μου, στην αισχρή χειρονομία που ήθελα να κάνω στον Ντεβόρ και τη Ροζέτ νωρίτερα. «Στο μεταξύ, μπορείς να του διαβιβάσεις το μήνυμα μου». Για μια στιγμή μου φάνηκε ότι θα έβγαζε τα γυαλιά του και θα έτριβε τα μάτια του —του ήταν αδύνατο να πιστέψει αυτό που έβλεπε. Τελικά όμως έκανε μεταβολή και γύρισε στο αμάξι του, πέταξε μέσα το χαρτοφύλακα και ύστερα μπήκε κι αυτός. Τον παρακολουθούσα μέχρι που βγήκε με την όπισθεν από το δρόμο του
σπιτιού και χάθηκε. Μετά πήγα στο λίβινγκ ρουμ και άνοιξα το φάκελο. Μέσα υπήρχε μια σελίδα χαρτί, ανεπαίσθητα μυρωμένη με το άρωμα που φορούσε η μητέρα μου όταν ήμουν μικρός. Γουάιτ Σόλντερς λέγεται, νομίζω. Πάνω πάνω, με καλλιτεχνικά, λιγάκι ανάγλυφα γράμματα, έλεγε ΡΟΖΕΤ Ν. ΓΟΥΙΤΜΟΡ Από κάτω ήταν το μήνυμα, γραμμένο με έναν κάπως τρεμάμενο γυναικείο γραφικό χαρακτήρα: 8:30 μ.μ. Αγαπητέ κύριε Νούναν, Ο Μαξ μου ζήτησε να σας διαβιβάσω τη μεγάλη του χαρά από τη συνάντηση μαζί σας! Πρέπει να πω ότι κι εγώ χάρηκα εξίσου. Είστε εξαιρετικά διασκεδαστικός άνθρωπος! Απολαύσαμε τόσο πολύ τα καμώματα σας. Και τώρα στο θέμα μας. Ο Μαξ σας προτείνει μια πολύ απλή συμφωνία: αν εσείς πάψετε να κάνετε ερωτήσεις γι' αυτόν και τερματίσετε όλους τους νομικούς ελιγμούς —αν υποσχεθείτε να τον αφήσετε να αναπαυθεί εν ειρήνη, για να το πούμε έτσι—, τότε ο κύριος Ντεβόρ υπόσχεται να διακόψει τις προσπάθειες τον να αναλάβει την κηδεμονία της εγγονής ταυ. Αν δέχεστε, είναι αρκετό να πείτε απλώς στον κύριο Όσγκονντ «Συμφωνώ». Αυτός θα διαβιβάσει το μήνυμα! Ο Μαξ ελπίζει να επιστρέψει στην Καλιφόρνια με ιδιωτικό τζετ πολύ σύντομα. Έχει δουλειές που δεν μπορεί να αναβάλει άλλο, αν και του άρεσε πολύ η διαμονή του εδώ, και εσάς ιδιαίτερα σας βρήκε πολύ ενδιαφέροντα.
Mου
ζήτησε
να
σας
υπενθυμίσω
ότι
η
κηδεμονία έχει τις ευθύνες της και σας ζητά να μην ξεχάσετε ότι σας το τόνισε αυτό. Ροζέτ
Υ.Γ. Μου υπενθύμισε επίσης ότι δεν απαντήσατε στην ερώτηση του: ρουφάει το μουνί της; Ο Μαξ είναι πολύ περίεργος πάνω σε αυτό το σημείο. Ρ. Διάβασα το σημείωμα και δεύτερη φορά, μετά και τρίτη. Πήγα να το αφήσω στο τραπέζι, αλλά ύστερα το διάβασα ξανά. Ήταν σαν να μην μπορούσα να πιάσω το νόημα του. Συγκρατήθηκα για να μην τρέξω στο τηλέφωνο και πάρω τη Μέτι. Τελείωσαν όλα, Μέτι, θα της έλεγα. Η απόλυση σου και το να με πετάξει εμένα στη λίμνη ήταν οι δύο τελευταίοι πυροβολισμοί του πολέμου. Τα παρατάει. Όχι. Πρώτα έπρεπε να βεβαιωθώ. Έτσι τηλεφώνησα στο Γουόρινγκτον, όπου μου απάντησε ο τέταρτος τηλεφωνητής της βραδιάς. Ο Ντεβόρ και η Γουίτμορ δεν είχαν κάνει τον κόπο να μαγνητοφωνήσουν κάποιο ζεστό και εγκάρδιο μήνυμα. Μια φωνή ψυχρή σαν παγωνιέρα σε μοτέλ μου είπε να μιλήσω μετά το «μπιπ». «Είμαι ο Νούναν», είπα. Πριν προλάβω να συνεχίσω, ακούστηκε ένα «κλικ» καθώς σήκωσαν το ακουστικό από την άλλη άκρη. «Σου άρεσε το κολύμπι σου;» ρώτησε η Ροζέτ Γουίτμορ με βραχνή, κοροϊδευτική φωνή. Αν δεν την είχα δει πώς είναι, μπορεί να φανταζόμουν κάποια στον τύπο της Μπάρμπαρα Στάνγουικ στο πιο παγερά γοητευτικό της στυλ, μαζεμένη πάνω σε κόκκινο βελούδινο καναπέ με σομόν μεταξωτή ρόμπα, με το ακουστικό στο ένα χέρι και φιλντισένια πίπα στο άλλο. «Αν σας είχα μπροστά μου, κυρία Γουίτμορ, θα σας έδειχνα πόσο πολύ μου άρεσε». «Ουουουου», έκανε αυτή κοροϊδευτικά. «Ανατρίχιασαν τα μπούτια μου». «Σε παρακαλώ, μη μιλάς για τα μπούτια σου, η εικόνα και μόνο μου φέρνει αναγούλα». «Τον κακό σου τον καιρό, Νούναν», είπε. «Σε τι οφείλουμε την ευχαρίστηση του τηλεφωνήματος;» «Έδιωξα τον Όσγκουντ χωρίς απάντηση».
«Ο Μαξ το περίμενε. Μου είπε, "Ο νεαρός νταβατζής μας πιστεύει στην αξία των προσωπικών απαντήσεων. Το καταλαβαίνεις αυτό και μόνο που τον βλέπεις"». «Του τη δίνει άσχημα όταν χάνει, ε;» «Ο κύριος Ντεβόρ δεν χάνει». Η θερμοκρασία της φωνής της έπεσε τουλάχιστον κατά σαράντα βαθμούς και όλη η κοροϊδευτική καλή διάθεση της εξατμίστηκε. «Μπορεί να αλλάζει τους στόχους του, αλλά δεν χάνει. Εσύ φαινόσουν χαμένος απόψε, Νουναν, έτσι που τσαλαβουτούσες και φώναζες μέσα στη λίμνη. Φοβήθηκες, ε;» «Ναι. Πάρα πολύ». «Και είχες δίκιο. Αναρωτιέμαι αν ξέρεις πόσο τυχερός είσαι». «Μπορώ να σου πω κάτι;» «Και βέβαια, Μάικ. Μπορώ να σε λέω Μάικ;» «Προτιμάω το "κύριε Νουναν". Λοιπόν, ακούς;» «Με κρατημένη την ανάσα». «Ο Ντεβόρ είναι γέρος, είναι παλαβός, και υποψιάζομαι ότι δεν μπορεί πια ούτε να παίξει τρίλιζα, πόσο μάλλον να χειριστεί μια αγωγή για κηδεμονία. Έχει χάσει εδώ και μια βδομάδα». «Θέλεις να καταλήξεις κάπου;» «Ναι, και άκου καλά: αν ξαναδοκιμάσετε ποτέ κάτι τέτοιο, θα 'ρθω και θα βρω αυτό το χούφταλο και θα του χώσω τη μάσκα οξυγόνου τόσο βαθιά στον κώλο του, που θα μπορεί να αερίζει τα πνευμόνια του από κάτω. Και αν σε ξαναδώ εσένα στο Δρόμο, θα σου αλλάξω τα φώτα. Κατάλαβες;» Σταμάτησα, ανασαίνοντας βαριά, κατάπληκτος αλλά και μάλλον αηδιασμένος με τον εαυτό μου. Ποτέ δεν φανταζόμουν ότι θα μπορούσα να μιλήσω έτσι. Ακολούθησε σιωπή. «Γουίτμορ; Μ' ακούς;» «Σ' ακούω», μου απάντησε, θα ήθελα να είναι έξαλλη, αλλά αυτή ακουγόταν μάλλον σαν να το διασκέδαζε. «Ποιανού του την έχει δώσει τώρα, Νουναν;» «Εμένα, και μην το ξεχάσεις ποτέ αυτό, σκύλα». «Ποια είναι η απάντηση σου για τον κύριο Ντεβόρ;»
«Είμαστε σύμφωνοι. Εγώ το βουλώνω, οι δικηγόροι το βουλώνουν κι αυτός φεύγει από το Μέιν και από τη ζωή της Κάιρα. Αν όμως συνεχίσει να...» «Ξέρω, ξέρω, θα τον τσακίσεις. Να δω τι θα λες για όλα αυτά σε μια βδομάδα, αλαζονικό και ηλίθιο πλάσμα». Πριν προλάβω να απαντήσω —ήμουν έτοιμος να της πω ότι εξακολουθούσε να πετάει πέτρες σαν κοριτσάκι—, μου το έκλεισε. Έμεινα εκεί με το ακουστικό στο χέρι για μερικές στιγμές· μετά το έκλεισα κι εγώ. Μήπως ήταν κανένα κόλπο; Αυτή την αίσθηση είχα, ότι ήταν κάποιο κόλπο και ταυτόχρονα ότι δεν ήταν. Επρεπε να ενημερώσω τον Τζον για όλα αυτά. Δεν είχε αφήσει το τηλέφωνο των γονιών του στον τηλεφωνητή, αλλά το είχε η Μέτι. Αν όμως της τηλεφωνούσα πάλι, θα ήμουν υποχρεωμένος να της πω τι είχε συμβεί. Ίσως θα ήταν προτιμότερο να αναβάλω για αύριο όποια άλλα τηλεφωνήματα ήθελα να κάνω. Να κοιμηθώ πρώτα και μετά. Εβαλα το χέρι στην τσέπη μου και κόντεψα να το καρφώσω πάνω στο μαχαίρι που είχα χώσει εκεί. Το είχα ξεχάσει εντελώς. Το έβγαλα και το πήγα πίσω στη θέση του, στο συρτάρι της κουζίνας. Μετά έβγαλα από την πίσω τσέπη το αεροζόλ με το εντομοκτόνο και το 'βαλα κι αυτό μαζί με τα άλλα πάνω στο ψυγείο. Ξαφνικά έμεινα ακίνητος. Μέσα στον κύκλο των φρούτων και των λαχανικών υπήρχε ένα νέο μήνυμα: 19 Κ πασ τ ω Μήπως το είχα γράψει εγώ; Είχα χαθεί τόσο πολύ σ' εκείνη την ημιυπνωτική κατάσταση ώστε να έχω βάλει ένα μήνυμα στην πόρτα του ψυγείου χωρίς να το θυμάμαι; Και αν ήταν έτσι, τι σήμαινε; Μπορεί να το έγραψε κανένας άλλος, σκέφτηκα. Ένας από τους αόρατους συγκατοίκους μου. «19 κάτω πασ», είπα. Άπλωσα το χέρι και άγγιξα τα γράμματα. Τι σήμαινε αυτό; Να πάω στο 19 κάτω; Θύμιζε λίγο σταυρόλεξο. Μερικές φορές στα σταυρόλεξα γράφουν απλώς Βλέπε το 19
οριζοντίως ή Βλέπε το 19 καθέτως. Αν ήταν αυτό το νόημα, όμως, σε ποιο σταυρόλεξο έπρεπε να κοιτάξω; «Θα ήθελα λίγη βοήθεια εδώ», είπα, αλλά δεν πήρα απάντηση, ούτε από το αστρικό επίπεδο ούτε από το δικό μου κεφάλι. Τελικά έβγαλα από το ψυγείο την μπίρα που είχα αναβάλει τόσες φορές ως τώρα να πάρω και πήγα στον καναπέ. Κοίταξα το σταυρόλεξο που έλυνα αυτές τις μέρες. Το 19 καθέτως ήταν «Λατίνων... πράγμα», που όπως γνωρίζουν όσοι ξέρουν λατινικά ή λύνουν σταυρόλεξα είναι «ΡΕΞ». Δεν υπήρχε τίποτα στο σταυρόλεξο που να συνδεόταν με ό,τι συνέβαινε στη ζωή μου -ή, αν υπήρχε, δεν μπορούσα να το βρω. Κοίταξα μερικά άλλα σταυρόλεξα από τη συλλογή, ελέγχοντας το 19 καθέτως. Εργαλείο γλύπτη (ΣΜΙΛΗ). Κλειστή κοινωνική τάξη (ΚΑΣΤΑ). Είναι η αιθανόλη και ο διμεθυλαιθέρας (ΙΣΟΜΕΡΗ). Πέταξα το βιβλίο αηδιασμένος. Και πού ήξερα αν ήταν σ' αυτή τη συγκεκριμένη συλλογή; Μπορεί να υπήρχαν άλλες πενήντα μέσα στο σπίτι, τέσσερις πέντε στο συρτάρι του ίδιου του τραπεζιού όπου είχα ακουμπήσει την μπίρα μου. Έγειρα πίσω στον καναπέ κι έκλεισα τα μάτια μου. Εμένα πάντα μου άρεσαν οι πουτάνες... μερικές φορές η θέση τους ήταν πάνω στα μούτρα μου. Εδώ τα καλά κουτάβια και τα κοπρόσκυλα μπορούν να περπατούν δίπλα δίπλα. Δεν υπάρχει μεθύστακας στην πόλη, μεθάμε όλοι με τη σειρά. Ναι, εδώ έγιναν όλα. Μάλιστα. Αποκοιμήθηκα και ξύπνησα ύστερα από τρεις ώρες με πιασμένο λαιμό και έναν τρομερό παλλόμενο πόνο στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου. Ακούγονταν μακρινές βροντές από τα Λευκά Όρη, και το σπίτι ήταν τρομερά ζεστό. Σηκώθηκα από τον καναπέ και προχώρησα προς τη βορινή κρεβατοκάμαρα σέρνοντας τα πόδια μου σαν γεροντάκι. Όταν είδα τα βρεγμένα ρούχα μου, σκέφτηκα να τα πάω στο πλυντήριο, μετά όμως κατάλαβα ότι αν έσκυβα τόσο πολύ μπορεί να έσπαγε το κεφάλι μου. «Φροντίστε το εσείς, τα φαντάσματα», μουρμούρισα. «Αφού μπορείτε να αλλάζετε τα παντελόνια και τα σώβρακα στην απλώστρα, μπορείτε να βάλετε και τα ρούχα μου στο καλάθι».
Πήρα τρεις ασπιρίνες κι έπεσα για ύπνο. Σε κάποιο σημείο ξύπνησα για δεύτερη φορά και άκουσα το παιδί να κλαίει πάλι. «Σταμάτα», του είπα. «Σταμάτα, Κάι, δεν πρόκειται να σε πάει κανείς πουθενά. Είσαι ασφαλής». Και μετά ξανακοιμήθηκα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 19 Χτυπούσε το τηλέφωνο. Αισθάνθηκα να ανεβαίνω προς τα πάνω πλησιάζοντας τον ήχο, βγαίνοντας από ένα όνειρο όπου πνιγόμουν και δεν μπορούσα να πάρω ανάσα. Άνοιξα τα μάτια μου. Ήταν νωρίς το πρωί. Κατέβασα τα πόδια μου από το κρεβάτι και μόρφασα από τον πόνο στο κεφάλι μου. Το τηλέφωνο θα σταματούσε πριν το σηκώσω, σχεδόν πάντα έτσι γίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις, και μετά θα ξάπλωνα πάλι και θα περνούσα δέκα άκαρπα λεπτά με το να αναρωτιέμαι ποιος να ήταν πριν αποφασίσω να σηκωθώ πάλι, αυτή τη φορά για τα καλά. Ντριιιν... ντριιιν... ντριιιν... Πόσες φορές είχε χτυπήσει; Δέκα; Δώδεκα; Είχα χάσει το λογαριασμό. Όποιος κι αν τηλεφωνούσε ήταν πολύ επίμονος. Ευχήθηκα να μην ήταν κανένα κακό νέο, όμως ήξερα από πείρα ότι κανείς δεν επιμένει τόσο πολύ όταν έχει να σου πει καλά νέα. Άγγιξα ανάλαφρα το πίσω μέρος του κεφαλιού μου. Πονούσε πολύ, αλλά τουλάχιστον είχε περάσει εκείνος ο διάχυτος μουντός πόνος. Και όταν κοίταξα τα δάχτυλα μου, δεν είχαν αίμα πάνω τους. Βγήκα στο χολ και σήκωσα το τηλέφωνο. «Εμπρός;» «Λοιπόν, τώρα τουλάχιστον δεν χρειάζεται να ανησυχείς μήπως σε καλέσουν να καταθέσεις στη δίκη για την κηδεμονία του παιδιού». «Μπιλ, εσύ είσαι;» «Ναι». «Πώς ήξερες ότι...» Ξεπρόβαλα το κεφάλι μου από τη γωνία και κοίταξα το ενοχλητικό γάτο-ρολόι. Ήταν εφτά και είκοσι και είχε αρχίσει κιόλας να κάνει τρομερή ζέστη. Να σκάει ο τζίτζικας, όπως λέμε εμείς οι Αρειανοί του Τι-Αρ. «Πώς το ξέρεις ότι αποφάσισε...» «Δεν ξέρω τίποτα για τις δουλειές του». Ο Μπιλ ακουγόταν τσατισμένος. «Δεν μου τηλεφώνησε ποτέ για να ζητήσει τη συμβουλή μου κι εγώ δεν του τηλεφώνησα ποτέ για να του την προσφέρω». «Τι έγινε; Τι συμβαίνει;» «Δεν έχεις ανοίξει ακόμη τηλεόραση;»
«Δεν έχω ανοίξει ούτε την καφετιέρα ακόμη». Η ιδέα να μου ζητήσει συγνώμη που με ξύπνησε δεν πέρασε καν απ' το μυαλό του. Ο Μπιλ πίστευε ότι αυτοί που σηκώνονται μετά τις έξι το πρωί καλά παθαίνουν ό,τι παθαίνουν. Τώρα είχα ξυπνήσει, όμως. Και είχα μια πολύ έντονη υποψία για το τι θα μου έλεγε. «Ο Ντεβόρ αυτοκτόνησε χτες το βράδυ, Μάικ. Μπήκε σε μια μπανιέρα με ζεστό νερό και πέρασε μια πλαστική σακούλα στο κεφάλι του. Δεν πρέπει να του πήρε πολύ στην κατάσταση που ήταν τα πνευμόνια του». Πράγματι, δεν θα του πήρε πολύ, σκέφτηκα. Παρά την καλοκαιρινή ζέστη που απλωνόταν κιόλας στο σπίτι, με διαπέρασε ένα ρίγος. «Ποιος τον βρήκε; Η γυναίκα;» «Ναι». «Τι ώρα;» «"Λίγο πριν από τα μεσάνυχτα", είπαν στις ειδήσεις». Την ώρα που ξύπνησα στον καναπέ και πήγα στο κρεβάτι, με άλλα λόγια. «Είναι μπλεγμένη κι αυτή;» «Εννοείς αν έπαιξε τον Κεβορκιάν; Δεν είπε τίποτα τέτοιο στις ειδήσεις. Κάτω στο Λέικβιου θα 'χει μπει μπροστά ο μύλος με τα κουτσομπολιά, αλλά δεν πέρασα ακόμη να ακούσω τι λένε. Αν τον βοήθησε αυτή πάντως, δεν νομίζω να έχει προβλήματα, δεν συμφωνείς; Ήταν ογδόντα πέντε χρονών και όχι καλά στην υγεία του». «Ξέρεις αν θα τον θάψουν στο Τι-Αρ;» «Στην Καλιφόρνια. Είπε ότι η κηδεία θα γίνει στο Παλμ Σπρινγκς την Τρίτη». Αισθάνθηκα πολύ παράξενα καθώς συνειδητοποίησα ότι το αίτιο των προβλημάτων της Μέτι μπορεί να βρισκόταν σε ένα παρεκκλήσι γεμάτο λουλούδια την ίδια ώρα περίπου που τα μέλη του Συλλόγου Φίλων της Κάιρα Ντεβόρ θα χώνευαν το φαγητό τους και θα ετοιμάζονταν να αρχίσουν να παίζουν φρίσμπι. θα γίνει σωστό πανηγύρι, σκέφτηκα με απορία. Δεν ξέρω τι θα κάνουν στο Παρεκκλήσι των Μιχσοτσιπ στο Παλμ Σπρινγκς, αλλά στη Γουάοπ Χιλ
Ρόουντ θα χορεύουν, θα σηκώνουν τα χέρια ψηλά και θα φωνάζουν Δοξασμένος ο Κύριος. Δεν είχα χαρεί ποτέ στη ζωή μου μαθαίνοντας ότι πέθανε κάποιος, σίγουρα όμως χάρηκα μόλις έμαθα για το θάνατο του Ντεβόρ. Λυπήθηκα για την αντίδραση μου, αλλά έτσι ήταν. Ο γερομπάσταρδος με πέταξε μέσα στη λίμνη... όμως αυτός ήταν που πνίγηκε τελικά πριν ακόμη τελειώσει η νύχτα. Πνίγηκε μέσα σε μια πλαστική σακούλα, καθισμένος μέσα σε μια μπανιέρα με χλιαρό νερό. «Ξέρεις πώς το έμαθαν τόσο γρήγορα τα κανάλια;» Δεν ήταν εξαιρετικά γρήγορα, αφού είχαν περάσει εφτά ώρες από τη στιγμή που βρέθηκε το πτώμα μέχρι τις ειδήσεις των εφτά, αλλά τα τηλεοπτικά συνεργεία έχουν μια τάση να τεμπελιάζουν. «Τους τηλεφώνησε η Γουίτμορ. Έδωσε συνέντευξη Τύπου στο σαλόνι του Γουόρινγκτον στις δύο το πρωί. Και απάντησε στις ερωτήσεις τους καθισμένη σ' εκείνο τον καφέ καναπέ, αυτόν που η Τζο έλεγε ότι θα 'πρεπε να είναι σε ελαιογραφία ενός σαλούν με μια γυμνή πάνω του. Θυμάσαι ποιον λέω;» «Ναι». «Είδα δυο βοηθούς σερίφη της Κομητείας να περπατάνε στο βάθος της εικόνας, καθώς και έναν τύπο από το. γραφείο κηδειών του Τζακάρντ στο Μότον». «Λίγο αλλόκοτο, δεν νομίζεις;» «Ναι, το πτώμα να βρίσκεται ακόμη πάνω, κατά πάσα πιθανότητα, και η Γουίτμορ να μιλάει στους δημοσιογράφους... Αλλά ισχυρίστηκε ότι ακολουθούσε τις οδηγίες του αφεντικού της. Είπε ότι ο Ντεβόρ άφησε μια κασέτα όπου λέει ότι το έκανε την Παρασκευή το βράδυ για να μην επηρεαστεί η τιμή της μετοχής της εταιρείας, και ζητάει από τη Ροζέτ να παραχωρήσει συνέντευξη Τύπου αμέσως και να διαβεβαιώσει τον κόσμο ότι η εταιρεία στέκεται γερά στα πόδια της, ότι με το γιο του και το διοικητικό συμβούλιο όλα είναι μέλιγάλα. Και μετά είπε για την κηδεία στο Παλμ Σπρινγκς». «Αυτοκτονεί και μετά δίνει συνέντευξη Τύπου στις δύο τη νύχτα μέσω αντιπροσώπου για να καθησυχάσει τους μετόχους». «Ναι. Και η αλήθεια είναι ότι ήταν πάντα τέτοιος τύπος» .
Έπεσε σιωπή στη γραμμή. Προσπαθούσα να σκεφτώ, αλλά δεν μπορούσα. Το μόνο που ήξερα ήταν ότι ήθελα να ανεβώ πάνω και να δουλέψω, έστω κι αν με πονούσε το κεφάλι μου. Ήθελα να ξαναβρώ τον Αντί Ντρέικ, τον Τζον Σάκλφορντ και τον παιδικό φίλο του, τον απαίσιο Ρέι Γκάρατι. Υπήρχε τρέλα στην ιστορία μου, αλλά τουλάχιστον ήταν μια τρέλα που την καταλάβαινα. «Μπιλ», είπα τελικά, «είμαστε ακόμη φίλοι;» «Τι είναι αυτά που λες τώρα; Και βέβαια είμαστε», απάντησε αμέσως. «Αλλά αν κάποιοι εδώ γύρω σου το παίξουν ψυχροί, ξέρεις ποιος θα 'ναι ο λόγος, ε;» Και βέβαια ήξερα. Πολλοί θα έριχναν σ' εμένα το φταίξιμο για το θάνατο του γέρου, θα ήταν παράλογο να πιστεύουν ότι είχα φταίξει εγώ, δεδομένου ότι η υγεία του Ντεβόρ ήταν σε τόσο άσχημη κατάσταση· όσοι θα σκέφτονταν κάτι τέτοιο δεν θα αποτελούσαν την πλειοψηφία, αλλά η ιδέα θα έβρισκε κάποιο έδαφος, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα. Το ήξερα αυτό, όσο καλά ήξερα και την αλήθεια για τον παιδικό φίλο του Τζον Σάκλφορντ. Λοιπόν, παιδάκια, μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια χήνα που γύρισε πίσω στη μικρή πόλη όπου είχε ζήσει σαν χηνόπουλο. Άρχισε να γεννάει ωραία χρυσά αβγά παντού και οι κάτοικοι της πόλης μαζεύτηκαν για να θαυμάσουν και να πάρουν το μερίδιο τους. Τώρα όμως η χήνα είχε ψηθεί και σε κάποιον έπρεπε να φορτώσουν το φταίξιμο. Θα μου το φόρτωναν εμένα σε κάποιο βαθμό, αλλά ακόμη περισσότερο στη Μέτι - τη γυναίκα που είχε το θράσος να παλέψει για το παιδί της αντί να το παραδώσει αδιαμαρτύρητα στον Ντεβόρ. «Κοίτα να μην πολυκυκλοφορείς για μερικές βδομάδες», είπε ο Μπιλ. «Έτσι λέω εγώ. Εδώ που τα λέμε, αν είχες καμιά δουλειά και αναγκαζόσουν να φύγεις από το Τι-Αρ μέχρι να ηρεμήσουν τα πράγματα, αυτό θα ήταν ακόμη καλύτερο». «Καταλαβαίνω τι μου λες, αλλά δεν μπορώ. Γράφω ένα βιβλίο. Αν τα μαζέψω και φύγω, μπορεί να το χάσω μέσα από τα χέρια μου, να μου φύγει η έμπνευση. Μου 'χει ξανασυμβεί και δεν θέλω να το πάθω πάλι». «Είναι καλή ιστορία, ε;»
«Δεν είναι κι άσχημη, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα. Είναι... Τέλος πάντων, ας πούμε ότι αυτό το βιβλίο είναι σημαντικό για μένα, για άλλους λόγους». «Δηλαδή, δεν μπορεί να ταξιδέψει ούτε μέχρι το Ντέρι;» «Δεν μου λες, Γουίλιαμ, προσπαθείς να με ξεφορτωθείς;» «Απλώς θέλω να σε προφυλάξω. Και μη μου πεις ότι δεν σε προειδοποίησα. Η κυψέλη θα βουίξει. Κυκλοφορούν δύο ιστορίες για σένα, Μάικ. Η μία είναι ότι τα 'χεις με τη Μέτι Ντεβόρ. Και η άλλη είναι ότι γύρισες για να γράψεις κάτι δυσφημιστικό για το Τι-Αρ. 'Ότι θέλεις να βγάλεις όλα τα άπλυτα της περιοχής στη φόρα». «Να τελειώσω αυτό που άρχισε η Τζο, με άλλα λόγια. Ποιος τις διαδίδει αυτές τις ιστορίες, Μπιλ;» Σιωπή από τον Μπιλ. Είχαμε μπει πάλι σε σεισμογενή περιοχή και τώρα το έδαφος ήταν πιο επικίνδυνο από κάθε άλλη φορά. «Το βιβλίο που γράφω είναι ένα μυθιστόρημα», είπα. «Και εκτυλίσσεται στη Φλόριντα». «Ναι;» Δεν θα φανταζόμουν ποτέ ότι μια λέξη θα μπορούσε να εκφράζει τόση ανακούφιση. «Μήπως μπορείς να το διαδώσεις αυτό;» «Μπορώ. Και αν το πεις και στην Μπρέντα Μεσέρβ, θα διαδοθεί ακόμη πιο γρήγορα και θα φτάσει πιο μακριά». «Εντάξει, θα της το πω. Όσο για τη Μέτι...» «Μάικ, δεν χρειάζεται να μου πεις...» «Δεν τα 'χω μαζί της. Δεν υπήρξε ποτέ τέτοιο θέμα μεταξύ μας. Απλώς ήταν σαν να περπατάς σε ένα δρόμο, να στρίβεις σε μια γωνία και να βλέπεις έναν πελώριο τύπο να δέρνει έναν καχεκτικό φουκαρά». Σώπασα για μια στιγμή. «Η Μέτι και ο δικηγόρος της θα κάνουν ένα μπάρμπεκιου στο σπίτι της, την Τρίτη το μεσημέρι. Και σκοπεύω να πάω κι' εγώ. Θα πει ο κόσμος ότι χορεύουμε πάνω στον τάφο του Ντεβόρ;» «Μερικοί θα το πουν. Ο Ρόις Μέριλ. Ο Ντίκι Μπρουκς. Γριούλες με παντελόνια, όπως τους λέει η Ιβέτ». «Να πάνε να γαμηθούν, τότε. Όλοι τους». «Καταλαβαίνω πώς νιώθεις, αλλά πες της να μην μπαίνει στη μύτη του κόσμου», είπε ο Μπιλ σχεδόν ικετευτικά. «Καν' το αυτό,
Μάικ. Δεν θα πάθει τίποτα αν πάει την ψησταριά πίσω από το τροχόσπιτο, έτσι δεν είναι; Τουλάχιστον έτσι, όποιος κοιτάξει από το γενικό κατάστημα ή το γκαράζ θα δει μόνο τον καπνό». «Εντάξει, θα της το πω. Και αν πάω κι εγώ, θα τη μεταφέρω μόνος μου την ψησταριά στο πίσω μέρος». «Καλά θα κάνεις να μείνεις μακριά απ' αυτή την κοπέλα και το παιδί της», είπε ο Μπιλ. «Μπορείς να μου πεις να μη χώνω τη μύτη μου στις δουλειές σου, αλλά σου μιλάω για το καλό σου». Μου ήρθε μια αστραπιαία εικόνα από κείνο το όνειρο που είχα δει, η υπέροχη μεταξένια αίσθηση καθώς έμπαινα μέσα της. Τα μικρά της στήθη με τις σκληρές ρώγες. Η φωνή της μέσα στο σκοτάδι, να μου λέει να κάνω ό,τι θέλω. Το σώμα μου ανταποκρίθηκε σχεδόν ακαριαία. «Ναι, το ξέρω», είπα. «Εντάξει». Ακούστηκε μάλλον ανακουφισμένος που δεν τον μάλωσα. «Και τώρα θα σ' αφήσω να φας το πρωινό σου». «Σ' ευχαριστώ που τηλεφώνησες, πάντως». «Παραλίγο να μη σε πάρω. Η Ιβέτ με έπεισε. Μου είπε, "Πάντα συμπαθούσες τον Μάικ και την Τζο Νούναν περισσότερο από όλους τους πελάτες σου. Μην ψυχρανθείς μαζί του τώρα που γύρισε πίσω"». «Πες της ότι το εκτιμώ ιδιαίτερα», είπα. Έκλεισα το τηλέφωνο και το κοίταξα σκεφτικός. Οι σχέσεις μας είχαν αποκατασταθεί μάλλον... αλλά είχα την αίσθηση ότι δεν ήμαστε ακριβώς φίλοι. Σίγουρα όχι έτσι όπως ήμαστε παλιά. Αυτό είχε αλλάξει όταν κατάλαβα ότι ο Μπιλ μου έλεγε ψέματα για μερικά πράγματα και μου έκρυβε κάποια άλλα. Και όταν κατάλαβα επίσης ότι κόντεψε να αποκαλέσει αράπηδες τη Σάρα και τους Ρεντ-Τοπ. Δεν μπορείς να καταδικάσεις έναν άνθρωπο για κάτι που μπορεί να μην ήταν τίποτ' άλλο από ένα αποκύημα της δικής σου φαντασίας. Σωστά· θα προσπαθούσα να μην κάνω κάτι τέτοιο... αλλά ήμουν σίγουρος ότι δεν επρόκειτο για αποκύημα της φαντασίας μου. Πήγα στο λίβινγκ ρουμ, άναψα την τηλεόραση, μετά την έκλεισα πάλι. Η δορυφορική κεραία έπιανε γύρω στα πενήντα με εξήντα διαφορετικά κανάλια, αλλά κανένα δεν ήταν τοπικό. Υπήρχε όμως
μια φορητή στην κουζίνα και, αν έστριβα τις κεραίες της προς τη λίμνη, μάλλον θα μπορούσα να πιάσω το WMTW, το κανάλι του Μέιν που συνεργάζεται με το ABC. Πήρα το σημείωμα της Ροζέτ, πήγα στην κουζίνα και άναψα τη μικρή Σόνι που ήταν χωμένη κάτω από τα ντουλάπια μαζί με την καφετιέρα. Είχε το Καλημέρα Αμερική, αλλά σε λίγο θα έκαναν διάλειμμα για τα τοπικά νέα. Στο μεταξύ άρχισα να κοιτάζω πάλι το σημείωμα, αυτή τη φορά προσέχοντας τις εκφράσεις αντί για το μήνυμα, στο οποίο είχα δώσει όλη την προσοχή μου χτες το βράδυ. Ελπίζει να επιστρέψει στην Καλιφόρνια με ιδιωτικό τζετ πολύ σύντομα, έγραφε. Έχει δουλειές που δεν μπορεί να αναβάλει άλλο. Αν υποσχεθείτε να τον αφήσετε να αναπαυθεί εν ειρήνη. Ήταν σημείωμα αυτοκτονίας, το αναθεματισμένο. «Το ήξερες», είπα, περνώντας τον αντίχειρα μου πάνω από τα ανάγλυφα γράμματα του ονόματος. «Το ήξερες όταν το έγραψες αυτό, αλλά και όταν μου πετούσες πέτρες, κατά πάσα πιθανότητα. Γιατί όμως;» Η κηδεμονία έχει τις ευθύνες της, έγραφε. Μην ξεχάσετε ότι σας το τόνισε αυτό. Ωστόσο, το θέμα της κηδεμονίας είχε τελειώσει, έτσι δεν είναι; Ακόμη κι ένας αγορασμένος δικαστής δεν θα μπορούσε να δώσει την κηδεμονία ενός παιδιού σε ένα νεκρό. Το Καλημέρα Αμερική έδωσε τη θέση του στις τοπικές ειδήσεις, όπου το πρώτο θέμα ήταν η αυτοκτονία του Μαξ Ντεβόρ. Η εικόνα είχε χιόνια, αλλά είδα τον καναπέ που μου είχε πει ο Μπιλ και τη Ροζέτ Γουίτμορ να κάθεται με τα χέρια της πλεγμένα πάνω στα πόδια της. Νομίζω ότι ένας από τους αστυνομικούς στο βάθος της εικόνας ήταν ο Τζορτζ Φούτμαν, αλλά η εικόνα είχε πολύ χιόνι και δεν είμαι απόλυτα σίγουρος. Τους τελευταίους οχτώ μήνες, ο κύριος Ντεβόρ έλεγε συχνά ότι θέλει να δώσει τέλος στη ζωή του, είπε η Γουίτμορ. Δεν ήταν καθόλου καλά στην υγεία του. Της είχε ζητήσει να βγουν μαζί το προηγούμενο βράδυ και τώρα πια καταλάβαινε ότι ο κύριος Ντεβόρ ήθελε να δει για τελευταία φορά το ηλιοβασίλεμα. Και ήταν υπέροχο
ηλιοβασίλεμα, πρόσθεσε. Αυτό μπορούσα να το επιβεβαιώσω κι εγώ. Το θυμόμουν πολύ καλά, αφού είχα κοντέψει να πνιγώ εκείνη την ώρα. Η Ροζέτ διάβαζε τη δήλωση του Ντεβόρ όταν το τηλέφωνο χτύπησε πάλι. Ήταν η Μέτι κι έκλαιγε με λυγμούς. «Οι ειδήσεις», είπε, «Μάικ, είδες... ξέρεις...» Στην αρχή δεν κατάφερε να πει τίποτ' άλλο. Της είπα ότι το ξέρω, ότι μου είχε τηλεφωνήσει ο Μπιλ Ντιν και τώρα έβλεπα τις ειδήσεις. Προσπάθησε να απαντήσει, αλλά δεν μπορούσε. Τύψεις, ανακούφιση, φρίκη, ακόμη και ιλαρότητα -Λυπήρχαν όλα αυτά στο κλάμα της. Τη ρώτησα πού είναι η Κάι. Καταλάβαινα πολύ καλά πώς ένιωθε η Μέτι -μέχρι να ανοίξει την τηλεόραση σήμερα το πρωί πίστευε ότι ο Μαξ Ντεβόρ είναι ο χειρότερος εχθρός της-, αλλά δεν μου άρεσε η ιδέα ότι ένα παιδάκι τριών χρονών μπορεί να έβλεπε τη μητέρα του να καταρρέει μπροστά στα μάτια του. «Από πίσω», κατάφερε να πει. «Μόλις έφαγε πρωινό και τώρα κάνει π-π-πικνίκ με τις κου-κουκ...» «Με τις κούκλες της. Ναι, κατάλαβα. Ωραία. Κλάψε, τότε. Άσ' το να βγει από μέσα σου». Έκλαιγε τουλάχιστον επί δύο λεπτά, ίσως και παραπάνω. Κι εγώ στεκόμουν με το ακουστικό στο αυτί, ιδρώνοντας μέσα στη ζέστη του Ιουλίου, προσπαθώντας να είμαι υπομονετικός. θα σου δώσω μία ευκαιρία για να σώσεις την ψυχή σου, μου είχε πει ο Ντεβόρ, αλλά σήμερα το πρωί ήταν νεκρός και η δική του ψυχή ήταν όπου ήταν. Ο Ντεβόρ νεκρός, η Μέτι ελεύθερη κι εγώ έγραφα, θα 'πρεπε να αισθάνομαι υπέροχα, αλλά δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο. Τελικά η Μέτι άρχισε να ξαναβρίσκει την αυτοκυριαρχία της. «Με συγχωρείς. Δεν είχα ξανακλάψει έτσι -δεν είχα κλάψει πραγματικά- από τότε που πέθανε ο Λανς». «Είναι φυσικό, και δεν απαγορεύεται». «Έλα να φάμε μαζί το μεσημέρι», είπε. «Σε παρακαλώ, Μάικ. Η Κάι θα είναι σε μια φίλη της που γνώρισε στο κατηχητικό και θα μπορούμε να μιλήσουμε. Χρειάζομαι να μιλήσω με κάποιον... Θεέ μου, το κεφάλι μου γυρίζει. Σε παρακαλώ, πες ότι θα 'ρθεις».
«Θα το ήθελα πολύ, αλλά δεν είναι καλή ιδέα. Ιδιαίτερα αν λείπει και η Κάι». Της αφηγήθηκα περιληπτικά τη συζήτηση που είχα με τον Μπιλ Ντιν. Με άκουσε με προσοχή και όταν τελείωσα νόμισα ότι θα αντιδρούσε με ένα ξέσπασμα οργής, όμως είχα ξεχάσει κάτι απλό: ότι η Μέτι Στάντσφιλντ Ντεβόρ ζούσε εδώ όλη της τη ζωή και ήξερε πολύ καλά πώς σκέφτεται ο κόσμος. «Καταλαβαίνω ότι τα πράγματα θα εξομαλυνθούν πιο γρήγορα αν κρατάω τα μάτια μου χαμηλά, το στόμα μου κλειστό και τα πόδια μου επίσης», είπε, «και θα κάνω ό,τι μπορώ για να συμμορφωθώ, αλλά υπάρχει κάποιο όριο και στη διπλωματία. Ο γέρος ήθελε να μου πάρει το παιδί μου, δεν το καταλαβαίνουν αυτό οι ηλίθιοι;» «Εγώ το καταλαβαίνω». «Το ξέρω. Γι' αυτό ήθελα να σου μιλήσω». «Τι θα 'λεγες να τρώγαμε το απόγευμα στο πάρκο του Καστλ Ροκ; Στο ίδιο μέρος που φάγαμε την Παρασκευή; Ας πούμε κατά τις πέντε;» «Θα πρέπει να φέρω και την Και...» «Ωραία. Φέρ' την. Πες της ότι ξέρω το "Χάνσελ και Γκρέτελ" απέξω κι ανακατωτά και θέλω να της το πω. Θα τηλεφωνήσεις και στον Τζον στη Φιλαδέλφεια; Να του δώσεις τις λεπτομέρειες;» «Ναι. θα περιμένω καμιά ώρα ακόμη, Θεέ μου, είμαι τόσο ευτυχισμένη. Το ξέρω ότι δεν είναι σωστό, αλλά είμαι τόσο ευτυχισμένη που κοντεύω να σκάσω!» «Το ίδιο κι εγώ». Ακολούθησε μια παύση, και την άκουσα να παίρνει μια βαθιά, τρεμάμενη ανάσα. «Μέτι; Είσαι καλά;» «Ναι. Αλλά πώς λες σε ένα παιδάκι τριών χρονών ότι πέθανε ο πάππους του;» Πες της ότι ο γερο-μαλάκας γλίστρησε κι έπεσε με το κεφάλι μέσα σε μια σακούλα, σκέφτηκα και πίεσα το χέρι μου στο στόμα για να σταματήσω τα παλαβά γέλια που μου ήρθαν. «Δεν ξέρω», της απάντησα, «αλλά θα πρέπει να της το πεις αμέσως μόλις μπει μέσα». «Γιατί;» «Γιατί θα σε δει. Θα το δει στο πρόσωπο σου».
Άντεξα δύο ώρες ακριβώς στο γραφείο του πάνω ορόφου και μετά η ζέστη μ' έβγαλε έξω. Το θερμόμετρο στη βεράντα έδειχνε τριάντα πέντε βαθμούς στις δέκα το πρωί. Στον πρώτο όροφο πρέπει να είχε τουλάχιστον πέντε βαθμούς παραπάνω. Ελπίζοντας ότι δεν ήταν λάθος αυτό που έκανα, έβγαλα την IBM από την πρίζα και την κατέβασα κάτω. Δούλευα χωρίς πουκάμισο, και καθώς διέσχιζα το λίβινγκ ρουμ κρατώντας τη γραφομηχανή, το πίσω μέρος της γλίστρησε πάνω στον ιδρώτα της κοιλιάς μου και κόντεψε να μου πέσει στα πόδια. Αυτό μου θύμισε τον αστράγαλο μου, που τον είχα στραμπουλίξει όταν έπεσα στη λίμνη, και άφησα τη γραφομηχανή για να τον κοιτάξω. Ήταν μωλωπισμένος αλλά όχι πολύ πρησμένος. Φαίνεται ότι το δροσερό νερό της λίμνης είχε περιορίσει το πρήξιμο. Ακούμπησα τη γραφομηχανή στο τραπέζι της βεράντας, βρήκα μια μπαλαντέζα, την έβαλα στην πρίζα κάτω από την άγρυπνη επιτήρηση του Μπάντερ και κάθισα έχοντας απέναντι μου την γκριζογάλανη επιφάνεια της λίμνης. Περίμενα μήπως με πιάσει καμιά από τις παλιές κρίσεις άγχους, το σφίξιμο στο στομάχι, οι παλμοί στα μάτια και κυρίως εκείνη η αίσθηση μιας αόρατης μέγκενης να μου συμπιέζει το στήθος κόβοντας μου την ανάσα. Δεν συνέβη τίποτα τέτοιο. Οι φράσεις μου έβγαιναν εξίσου εύκολα εδώ όσο και πάνω, και κάθε τόσο φυσούσε μια υπέροχη αύρα από τη λίμνη. Ξέχασα τον Μαξ Ντεβόρ, τη Μέτι Ντεβόρ, την Κάιρα Ντεβόρ. Ξέχασα την Τζο Νούναν και τη Σάρα Τίντγουελ. Ξέχασα ακόμη και τον εαυτό μου. Επί δύο ώρες ήμουν στη Φλόριντα. Η εκτέλεση του Τζον Σάκλφορντ πλησίαζε. Ο Αντί Ντρέικ έκανε κούρσα με το χρόνο. Εκείνο που με έφερε πίσω ήταν το τηλέφωνο, και περιέργως δεν με ενόχλησε. Αν δεν με διέκοπτε κάτι, μπορεί να συνέχιζα να γράφω μέχρι να λιώσω και να μετατραπώ σε μια ιδρωμένη μάζα στο πάτωμα. Ήταν ο αδερφός μου. Μιλήσαμε για τη μαμά —κατά τη γνώμη του Σιντ, είχε αρχίσει να τα χάνει για τα καλά— και για την αδερφή της, τη Φρανσίν, που είχε σπάσει το γοφό της τον Ιούνιο. Ο Σιντ με ρώτησε πώς πάω και του είπα ότι πάω μια χαρά, ότι είχα κάποιες δυσκολίες στην αρχή με το καινούριο βιβλίο αλλά τώρα
προχωρούσα κανονικά (στην οικογένεια μου, δεν επιτρέπεται να συζητάς για τα προβλήματα σου παρά μόνο αφού έχουν περάσει). Κι αυτός πώς τα πήγαινε; Τζάμι, μου απάντησε, και υπέθεσα ότι αυτό σήμαινε ότι είναι μια χαρά. Ο Σιντ έχει ένα γιο δώδεκα χρονών κι έτσι η αργκό του είναι πάντα ενημερωμένη. Η καινούρια λογιστική επιχείρηση είχε αρχίσει να πιάνει, αν και στην αρχή ο Σιντ είχε τρομοκρατηθεί για λίγο (πρώτη φορά το άκουγα αυτό, φυσικά). Δεν ήξερε πώς να με ευχαριστήσει για τα λεφτά που του είχα δανείσει το Νοέμβριο. Του απάντησα ότι ήταν το λιγότερο που μπορούσα να κάνω. Και ήταν αλήθεια, δεδομένου ότι αυτός ασχολιόταν πολύ περισσότερο με τη μητέρα μας, και αυτοπροσώπως και από το τηλέφωνο. «Λοιπόν, θα σ' αφήσω», μου είπε ο Σιντ, αφού είπαμε μερικά πράγματα ακόμη. Ποτέ δεν λέει «γεια» ή «θα τα πούμε» όταν μιλάει στο τηλέφωνο· πάντα λέει «Λοιπόν, θα σ' αφήσω», σαν να σε κρατάει όμηρο. «Και κοίτα να βρεις κανένα δροσερό μέρος να χωθείς, Μάικ. Στις ειδήσεις είπαν ότι αυτό το Σαββατοκύριακο θα κάνει στη Νέα Αγγλία πιο πολλή ζέστη απ' ό,τι και στην κόλαση ακόμη». , «Αν τα πράγματα γίνουν ζόρικα, υπάρχει η λίμνη. Δεν μου λες, Σιντ...» «Τι πράγμα;» «Οι δικοί μας κατάγονται από το Πράουτ'ς Νεκ, έτσι δεν είναι; Εννοώ από την πλευρά του μπαμπά». Η μαμά ήταν από έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο, όπου οι άντρες τριγυρίζουν με Λακόστ και οι γυναίκες φοράνε πάντα κομπινεζόν κάτω από το φόρεμα. Γνώρισε τον πατέρα μου στο Πόρτλαντ, όπου είχε πάει για ένα διαγωνισμό τσιρλίντερ. Η μαμά ήταν από την αριστοκρατία του Μέμφις και πάντοτε φρόντιζε να το υπενθυμίζει σε όλους. «Μάλλον», απάντησε ο Σιντ. «Αλλά μην αρχίσεις να μου κάνεις ερωτήσεις για το οικογενειακό μας δέντρο, Μάικ. Καλά καλά δεν ξέρω ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στα ανίψια και τα ξαδέρφια. Το ίδιο είπα και στην Τζο». «Αλήθεια;» Ξαφνικά όλα μέσα μου έμειναν εντελώς ακίνητα, αλλά δεν μπορώ να πω ότι ξαφνιάστηκα. Είχα αρχίσει να το συνηθίζω πια.
«Ναι, βέβαια». «Τι σε ρώτησε;» «Να της πω όλα όσα ξέρω. Που δεν είναι και πολλά. Μπορούσα να της πω για τον προ-προ-προπάππο της μαμάς, αυτόν που τον σκότωσαν οι Ινδιάνοι, αλλά δεν την ενδιέφερε η πλευρά της μαμάς». «Πότε έγινε αυτό; Πότε σε ρώτησε;» «Έχει σημασία;» «Μπορεί να έχει». «Λοιπόν, για να δούμε. Νομίζω ότι ήταν την εποχή που έκανε εγχείριση σκωληκοειδίτιδας ο Πάτρικ. Ναι, σίγουρα. Δηλαδή, Φεβρουάριος του '94. Μπορεί να ήταν και Μάρτιος, αλλά όχι, ήταν μάλλον Φεβρουάριος». Έξι μήνες πριν πεθάνει. Δεν πρέπει να ήταν έγκυος τότε. Έκανε καθημερινά ταξίδια στο Τι-Αρ. Έκανε ερωτήσεις και μερικές από αυτές έφερναν σε δύσκολη θέση τον κόσμο, σύμφωνα με τον Μπιλ Ντιν... Αλλά αυτή συνέχισε να ρωτάει. Ναι. Γιατί όταν άρχιζε να ασχολείται με κάτι η Τζο δεν σταματούσε με τίποτα. Μήπως έκανε ερωτήσεις και στον άνθρωπο με το καφέ σπορ σακάκι; Και ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος; «Ναι, βέβαια, ο Πάτρικ ήταν στο νοσοκομείο. Ο γιατρός μας είχε πει ότι πάει μια χαρά, αλλά όταν χτύπησε το τηλέφωνο όρμησα να το σηκώσω. Φοβήθηκα ότι θα ήταν ο γιατρός και θα μας έλεγε ότι ο Πάτρικ έπαθε καμιά επιπλοκή ή κάτι τέτοιο». «Για όνομα του Θεού, πώς σου έχει κολλήσει αυτή η αίσθηση της επερχόμενης καταστροφής, Σιντ;» «Δεν ξέρω, φίλε, αλλά υπάρχει. Τέλος πάντων, δεν είναι ο γιατρός, είναι η Τζο. θέλει να μάθει αν είχαμε κανέναν πρόγονο Λιρέϊς ή τέσσερις γενιές πριν- που ζούσε στην περιοχή όπου είσαι τώρα ή στις γύρω πόλεις. Της είπα ότι δεν ξέρω, αλλά μπορεί να ξέρεις εσύ. Μου είπε ότι δεν ήθελε να σε ρωτήσει για να σου κάνει έκπληξη. Σου έκανε;» «Και μεγάλη μάλιστα», είπα. «Λοιπόν, ο μπαμπάς ήταν ψαράς...» «Μην το ξαναπείς αυτό. Ο μπαμπάς ήταν καλλιτέχνης. Έτσι λέει η μαμά», είπε ο Σιντ, και δεν αστειευόταν εντελώς.
«Πλάκα μου κάνεις τώρα; Ο μπαμπάς ήταν ψαράς, μέχρι που τον έπιασαν τόσο άσχημα οι ρευματισμοί του που δεν μπορούσε να βγει για ψάρεμα και τότε άρχισε να πουλάει στους τουρίστες τραπεζάκια φτιαγμένα από παγίδες για αστακούς». «Εγώ το ξέρω αυτό, αλλά η μαμά έχει κάνει μοντάζ στο γάμο της σαν να είναι ταινία για την τηλεόραση». Εδώ είχε δίκιο. Η δική μας έκδοση της Μπλανς Ντιμπουά. «Λοιπόν, ο μπαμπάς ήταν ψαράς στο Πράουτ'ς Νεκ. Και το πρώτο του σκάφος το είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του, έτσι δεν είναι;» «Ναι», συμφώνησε ο Σιντ. «Το Λέιζι Μπίτι τον Τζακ Νούναν. Αρχικός ιδιοκτήτης ο Πολ Νούναν. Επίσης από το Πράουτ'ς Νεκ. Το σκάφος κόντεψε να διαλυθεί από τον τυφώνα Ντόνα το 1960». Δύο χρόνια μετά τη γέννηση μου. «Και ο μπαμπάς το πούλησε το '63». «Ακριβώς. Δεν ξέρω τι απέγινε τελικά, αλλά αρχικά ήταν του παππού Πολ. θυμάσαι πόση αστακόσουπα είχαμε φάει όταν ήμαστε μικρά, Μάικι;» «Αν θυμάμαι, λέει. Με τους τόνους», απάντησα. Όπως και τα περισσότερα παιδιά που έχουν μεγαλώσει στην παραλία του Μέιν, δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου να παραγγέλλει αστακό σε εστιατόριο. Αυτά είναι για τους στεριανούς. Σκεφτόμουν τον παππού Πολ, που γεννήθηκε' γύρω στα 1890. Ο γιος του, ο Τζακ Νούναν, ήταν ο πατέρας μας. Και, ουσιαστικά, δεν ήξερα τίποτ' άλλο, πέρα από το γεγονός ότι όλοι οι Νούναν είχαν μεγαλώσει πολύ μακριά από το Τι -Αρ. Έχεσαν στον ίδιο λάκκο. Ο Ντεβόρ έκανε λάθος, αυτό ήταν όλο. Οι Νούναν, αν εξαιρέσεις τους αριστοκράτες προγόνους της μαμάς από το Μέμφις, ήταν όλοι από το Πράουτ'ς Νεκ. Άλλωστε, ήταν απίθανο ο προπάππος του Ντεβόρ και ο δικός μου να είχαν κάποια σχέση μεταξύ τους. Ο Ντεβόρ είχε τη διπλάσια ηλικία από τη δική μου και επομένως δεν ταίριαζαν οι γενιές. Αν όμως ο Ντεβόρ έκανε λάθος, τότε τι ήταν αυτό που ανασκάλιζε η Τζο;
«Μάικ;» είπε ο Σιντ. «Μ' ακούς;» «Ναι». «Είσαι εντάξει; Γιατί δεν σ' ακούω και πολύ καλά». «Είναι από τη ζέστη», είπα. «Για να μην προσθέσω και τη δική σου αίσθηση της επικείμενης καταστροφής. Σ' ευχαριστώ για το τηλεφώνημα, Σιντ». «Κι εγώ σ' ευχαριστώ για τη βοήθεια, Μάικ». «Τζάμι», είπα. Πήγα στην κουζίνα για να βάλω ένα ποτήρι κρύο νερό. Καθώς το γέμιζα, άκουσα τα μαγνητάκια πάνω στο ψυγείο να κινούνται. Γύρισα αστραπιαία, χύνοντας το μισό νερό πάνω στα γυμνά μου πόδια χωρίς σχεδόν να το προσέξω. Ένιωσα σαν μικρό παιδί που πιστεύει ότι μπορεί να δει τον Αΐ-Βασίλη πριν φύγει από την καμινάδα. Μόλις που πρόλαβα να δω εννιά πλαστικά γράμματα να μπαίνουν μέσα στον κύκλο ξεκινώντας από διαφορετικές κατευθύνσεις. ΚΑΡΛΑΝΤΙΝ, έγραφαν... αλλά μόνο για μια στιγμή. Μια παρουσία, τρομερή αλλά αόρατη, πέρασε ορμητικά από δίπλα μου. Δεν κουνήθηκε ούτε τρίχα από τα μαλλιά μου, όμως παρ' όλα αυτά είχα μια έντονη αίσθηση ότι κάτι με ταρακούνησε, όπως ο αέρας από ένα περαστικό τρένο εξπρές όταν στέκεσαι στην άκρη της αποβάθρας. Μου ξέφυγε μια φωνή έκπληξης και άφησα το ποτήρι με το νερό στον πάγκο, όμως δεν το ακούμπησα καλά και χύθηκε. Πάντως, δεν μου χρειαζόταν πια κρύο νερό, γιατί ξαφνικά η θερμοκρασία μέσα στην κουζίνα του Σάρα Λαφς έπεσε κατακόρυφα. Φύσηξα την ανάσα μου και είδα αχνό, όπως τις κρύες μέρες του Ιανουαρίου. Άλλο ένα φύσημα, ίσως δύο, και μετά χάθηκε. Την πρώτη φορά όμως υπήρχε αχνός σίγουρα και για πέντε δευτερόλεπτα περίπου ήταν σαν να είχε μετατραπεί σε πάγο ο ιδρώτας πανό στο σώμα μου. Η λέξη ΚΑΡΛΑΝΤΙΝ διαλύθηκε, τα γράμματα εκτοξεύτηκαν προς όλες τις κατευθύνσεις. Ήταν σαν να βλέπεις μοντέλο ατόμου να διαλύεται σε καρτούν. Μαγνητικά γράμματα, φρούτα και λαχανικά εκσφενδονίστηκαν από την πόρτα του ψυγείου και σκορπίστηκαν
παντού στην κουζίνα. Για μια στιγμή, η μανία που τα είχε σκορπίσει ήταν σχεδόν απτή, σαν μυρωδιά από μπαρούτι. Κάτι υποχώρησε μπροστά σ' αυτή τη μανία κι έφυγε με ένα θλιμμένο ψίθυρο σαν στεναγμό που τον είχα ξανακούσει: «Ω Μάικ. Ω Μάικ». Ήταν η φωνή που είχα γράψει στο κασετόφωνο και, παρ' όλο που τότε δεν ήμουν σίγουρος, τώρα γνώριζα με βεβαιότητα ότι ήταν η φωνή της Τζο. Ποιος ήταν η άλλη παρουσία όμως; Ποιος είχε σκορπίσει τα γράμματα; Κάρλα Ντιν. Όχι η γυναίκα του Μπιλ. Αυτή λεγόταν Ιβέτ. Η μητέρα του; Η γιαγιά του; Άρχισα να περπατώ αργά στην κουζίνα, μαζεύοντας τα μαγνητάκια και κολλώντας τα πάλι στην πόρτα του ψυγείου. Τίποτα δεν μου τα άρπαξε από τα χέρια. Τίποτα δεν πάγωσε τον ιδρώτα στο σβέρκο μου. Το κουδουνάκι του Μπάντερ δεν χτύπησε. Εν τούτοις, ήξερα ότι δεν ήμουν μόνος. ΚΑΡΛΑΝΤΙΝ. Μια πληροφορία που μου έστειλε η Τζο. Κάτι όμως δεν ήθελε να μάθω. Κάτι πέρασε δίπλα μου σαν μπάλα κανονιού, για να σκορπίσει τα γράμματα πριν προλάβω να τα διαβάσω. Η Τζο ήταν εδώ. Ένα παιδί που έκλαιγε τη νύχτα ήταν επίσης εδώ. Και τι άλλο; Τι άλλο μοιραζόταν το σπίτι μου μαζί μου;
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 20 Δεν τους είδα στην αρχή, και ήταν φυσικό, θα 'λεγες ότι το μισό Καστλ Ροκ ήταν στο πάρκο εκείνο το μεσημέρι του Σαββάτου. Ο αέρας ήταν σχεδόν θολός από το καλοκαιρινό φως και τη ζέστη. Η παιδική χαρά ήταν γεμάτη παιδιά, κάμποσοι ηλικιωμένοι κύριοι με κατακόκκινα γιλέκα —από κάποια λέσχη, ίσως— έπαιζαν σκάκι, και μερικοί νεαροί ήταν ξαπλωμένοι στο γρασίδι και άκουγαν ένα φίλο τους να παίζει κιθάρα και να τραγουδά ένα κομμάτι που θυμόμουν. Ήταν μια εύθυμη μελωδία από έναν παλιό δίσκο του Ίαν και της Σίλβια:
«Την αγάπη της η Ελλα Σπιντ χανόταν, Μα από μια σφαίρα του Τζον Mαρτιν θα χανόταν...» Δεν είδα κανέναν να κάνει τζόγκινγκ, ούτε και σκυλιά να κυνηγούν φρίσμπι. Έκανε τρομερή ζέστη. Γύρισα να κοιτάξω την εξέδρα της μπάντας, όπου ετοιμαζόταν να παίξει μια οκταμελής ορχήστρα, οι Καστλ Ρόκερς, όταν ένα παιδί έπεσε πάνω μου, από πίσω, και με άρπαξε από τα πόδια, λίγο πιο ψηλά από τα γόνατα. Κόντεψα να πέσω κάτω. «Σ' έπιασα!» φώναξε χαρούμενο. «Κάιρα!» φώναξε η Μέτι, γελαστή και εκνευρισμένη μαζί. «Θα τον ρίξεις κάτω, τον άνθρωπο!» Γύρισα, άφησα τη σακούλα από τα Μακντόναλντ'ς που κρατούσα και σήκωσα το παιδί στην αγκαλιά μου. Ήταν μια κίνηση απόλυτα φυσική και υπέροχη. Δεν μπορείς να φανταστείς το βάρος ενός παιδιού μέχρι να το σηκώσεις στην αγκαλιά σου ούτε μπορείς να καταλάβεις τη ζωή που τα διαπερνάει σαν ένα λαμπερό φωτεινό σύρμα. Δεν πνίγηκα από συγκίνηση («Μη βάλεις τα κλάματα, Μάικ», μου ψιθύριζε μερικές φορές ο Σιντ όταν ήμαστε μικροί στον κινηματογράφο και βούρκωνα σε κάποια θλιβερή σκηνή), αλλά σκέφτηκα την Τζο. Και το παιδί που είχε μέσα της όταν έπεσε σ' εκείνο το ηλίθιο πάρκινγκ —ναι, το σκέφτηκα κι αυτό.
Η Κάι στρίγκλιζε και γελούσε, με τεντωμένα τα χέρια. Τα μαλλιά της ήταν πιασμένα σε δυο κοτσίδες με ασορτί μπαρέτες. «Μην κάνεις τάκλιν στον δικό σου παίκτη!» της φώναξα γελώντας κι αμέσως μου το φώναξε κι αυτή: «Μην κάνεις τάκλιν στον δικό σου παίκτη! Μην κάνεις τάκλιν στον δικό σου παίκτη!» Την άφησα κάτω ενώ γελούσαμε και οι δύο. Η Κάι έκανε ένα βήμα πίσω, σκόνταψε κι έπεσε με τον πισινό στο χορτάρι, γελώντας ακόμη πιο δυνατά. Μου ήρθε μια κακή σκέψη τότε, σύντομη αλλά πολύ σαφής: αν έβλεπε εκείνη η γέρικη σαύρα τι είχε χάσει... Πόσο είχαμε λυπηθεί για το θάνατο του. Η Μέτι πλησίασε, και σήμερα ήταν όπως την είχα μισοφανταστεί όταν την πρωτογνώρισα. Σαν εκείνα τα όμορφα προνομιούχα παιδιά που βλέπεις στις λέσχες των πλουσίων, ή να κάνουν πλάκα με τους φίλους τους ή να γευματίζουν σοβαρά με τους γονείς τους. Φορούσε άσπρο φόρεμα χωρίς μανίκια και χαμηλοτάκουνα παπούτσια, τα μαλλιά της έπεφταν ελεύθερα στους ώμους της και στα χείλια της είχε ένα ίχνος κραγιόν. Τα μάτια της είχαν μια λάμψη που δεν υπήρχε πριν. Όταν με αγκάλιασε, μύρισα το άρωμα της κι ένιωσα την πίεση από τα μικρά σφιχτά στήθη της. Τη φίλησα στο μάγουλο. Μου έδωσε κι εκείνη ένα σκαστό φιλίο ήχος του κουδούνισε στο αυτί μου. «Πες μου ότι τα πράγματα θα καλυτερέψουν τώρα», μου ψιθύρισε, κρατώντας με ακόμη. «Θα καλυτερέψουν, και πολύ μάλιστα», της απάντησα και με έσφιξε πιο δυνατά. Μετά έκανε πίσω. «Πιστεύω να 'φερες πολύ φαΐ, γιατί εμείς πεινάμε πολύ, ε, Κάιρα;» «Έκανα τάκλιν στον δικό μου παίκτη», είπε η Κάι, μετά έγειρε πίσω στους αγκώνες της και κοίταξε τον ουρανό γελώντας. «Έλα», είπα και τη σήκωσα από τη μέση. Την κουβάλησα έτσι μέχρι ένα κοντινό τραπέζι, ενώ η Κάι κλοτσούσε και κουνούσε τα χέρια της γελώντας. Την έβαλα να καθίσει στον πάγκο, αλλά αυτή γλίστρησε στο έδαφος σαν χέλι και χώθηκε κάτω από το τραπέζι γελώντας ακόμη. «Κάιρα», είπε η Μέτι. «Βγες από κει και δείξε μας την άλλη πλευρά σου».
«Καλό κορίτσι, καλό κορίτσι», είπε η Κάι και κάθισε δίπλα μου. «Αυτή είναι η άλλη πλευρά μου, Μάικ». «Σίγουρα», είπα. Μέσα στη σακούλα είχα χάμπουργκερ και πατάτες για μένα και τη Μέτι. Για την Κάι είχα πάρει ένα πακέτο με παιδικό γεύμα. «Μέτι, ο Μάικ μου έφερε παιδικό γεύμα! Έχει παιχνίδι μέσα!» «Κοίτα τι είναι». Η Κάιρα άνοιξε το κουτί, έψαξε μέσα και το πρόσωπο της φωτίστηκε από ένα χαμόγελο. Έβγαλε έξω κάτι χνουδωτό. Για μια φρικτή στιγμή βρέθηκα πίσω σ' εκείνο το όνειρο όπου είχα δει την Τζο κάτω από το κρεβάτι με το βιβλίο πάνω στο πρόσωπο της. «Δώσ' το μου αυτό·», είχε πει. «Είναι ο σκονοσυλλέκτης μου». Και κάτι άλλο επίσης, κάποιος άλλος συνειρμός ίσως από κάποιο άλλο όνειρο. Δεν μπορούσα να θυμηθώ. «Μάικ;» είπε η Μέτι. Ο τόνος της φανέρωνε περιέργεια, που πλησίαζε στα όρια της ανησυχίας. «Είναι σκυλάκι!» είπε η Κάι. «Κέρδισα σκυλάκι!» Ναι, φυσικά. Ένα σκυλί. Ένα χνουδωτό ζωάκι. Και ήταν γκρίζο, όχι μαύρο... Αν και δεν ήξερα γιατί με απασχολούσε τόσο πολύ το χρώμα. «Ωραίο σκυλάκι», είπα και το πήρα. Ήταν μαλακό αλλά ευτυχώς γκρίζο. Ένιωσα ανακούφιση. Παράλογο αλλά αληθινό. Της το έδωσα και χαμογέλασα. «Πώς το λένε;» ρώτησε η Κάι, κουνώντας το σκυλάκι, κάνοντας το να πηδά δεξιά αριστερά πάνω από το πακέτο με το φαγητό της. «Πώς το λένε το σκυλάκι, Μάικ;» Χωρίς να σκεφτώ, απάντησα, «Στρίκλαντ». Περίμενα να απορήσει, αλλά έκανα λάθος. Η Κάι ενθουσιάστηκε. «Στρίκεν!» είπε, κάνοντας όλο και πιο μεγάλα άλματα με το σκύλο δεξιά κι αριστερά από το πακέτο. «Στρίκεν! Στρίκεν! Το σκυλάκι μου ο Στρίκεν!» «Ποιος είναι αυτός ο Στρίκλαντ;» ρώτησε η Μέτι χαμογελώντας. Είχε αρχίσει να ξετυλίγει το χάμπουργκερ.
«Ένας χαρακτήρας από κάποιο βιβλίο που είχα διαβάσει», είπα, κοιτάζοντας την Κάι που έπαιζε με το χνουδωτό ζωάκι. «Δεν είναι πραγματικό πρόσωπο». «Ο παππούς μου πέθανε», είπε η Κάι πέντε λεπτά αργότερα. Ήμαστε ακόμη στο τραπέζι του πάρκου, αλλά το φαγητό είχε τελειώσει σχεδόν. Ο Στρίκλαντ, ο χνουδωτός σκύλος, είχε πάρει την κατάλληλη θέση για να φρουρεί τις υπόλοιπες τηγανητές πατάτες. Στο μεταξύ εγώ κοίταζα κάθε τόσο τον κόσμο και αναρωτιόμουν αν υπήρχε εδώ κανείς από το Τι-Αρ που μας παρακολουθούσε και δεν έβλεπε την ώρα να γυρίσει πίσω για να ανακοινώσει τα νέα. Δεν είδα κανένα γνωστό πρόσωπο, αλλά αυτό δεν σήμαινε και πολλά πράγματα, αφού είχα λείψει πολύ καιρό από την περιοχή. Η Μέτι άφησε το χάμπουργκερ και κοίταξε την Κάι κάπως ανήσυχη. Νομίζω όμως ότι η μικρή ήταν εντάξει. Απλώς είχε ανακοινώσει ένα νέο, δεν είχε εκφράσει στενοχώρια ή θλίψη. «Ναι, το ξέρω», είπα. «Ο παππούς ήταν πολύ γέρος». Η Κάι έπιασε δυο τηγανητές πατάτες με τα δάχτυλα. Τις έβαλε στο στόμα της και τις κατάπιε σχεδόν αμάσητες. «Είναι με τον Χριστούλη τώρα. Μάθαμε για τον Χριστούλη στο κατηχητικό». Ναι, Κάι, σκέφτηκα. Τώρα ο παππούς μάλλον θα δείχνει στον Χριστούλη πώς να χρησιμοποιεί το Pixel Easel και τον ρωτάει μήπως υπάρχει καμιά πόρνη πρόχειρη; «Ο Χριστούλης περπατούσε πάνω στο νερό και άλλαξε το κρασί σε μακαρόνια». «Ναι, κάτι τέτοιο», είπα. «Είναι κρίμα όταν πεθαίνει κάποιος, ε;» «Θα ήταν κρίμα αν πέθαινε η Μέτι ή αν πέθαινες εσύ, αλλά ο παππούς ήταν πολύ γέρος». Μου το εξήγησε σαν να μην είχα καταλάβει καλά την πρώτη φορά που μου το είπε. «Στον ουρανό θα τον ξαναφτιάξουν και θα είναι πάλι εντάξει». «Είναι καλό να τα βλέπεις έτσι τα πράγματα, αγάπη μου», είπα. Η Μέτι έσκυψε να φτιάξει τις μπαρέτες της Κάι, με ύφος αφηρημένο αλλά γεμάτο αγάπη. Μου φάνηκε πως έλαμπε στο καλοκαιρινό φως, το δέρμα της λείο και ηλιοκαμένο σε έντονη
αντίθεση με το λευκό φόρεμα που σίγουρα είχε αγοράσει στις προσφορές και κατάλαβα ότι την αγαπούσα. Και ίσως να μην ήταν κακό αυτό. «Μου λείπει η άσπρη γιαγιά, όμως», είπε η Και κι αυτή τη φορά φαινόταν θλιμμένη. Πήρε το σκυλί, προσπάθησε να το ταΐσει με μια τηγανητή πατάτα και μετά το άφησε πάλι. Το μικρό, όμορφο πρόσωπο της ήταν σκεφτικό τώρα κι έβλεπα κάποια ίχνη του παππού της πάνω του. Ήταν πολύ μακρινά αλλά υπήρχαν, ένα ακόμη φάντασμα. «Η μαμά λέει ότι η άσπρη γιαγιά πήγε στην Καλιφόρνια με το σωρό του παππού». «Τη σορό, μωρό μου», είπε η Μέτι. «Αυτό σημαίνει το σώμα του». «Θα ξανάρθει να με δει η άσπρη γιαγιά, Μάικ;» «Δεν ξέρω». «Παίζαμε ένα παιχνίδι με λέξεις». Τώρα φαινόταν ακόμη πιο σκεφτική. «Ναι, μου το είπε η μαμά σου». «Δεν θα ξανάρθει», είπε η Κάι, απαντώντας μόνη της στην ερώτηση της. Ένα μεγάλο δάκρυ κύλησε στο δεξιό της μάγουλο. Πήρε τον «Στρίκεν», τον έστησε στα πίσω πόδια για λίγο και μετά τον έβαλε πάλι φύλακα δίπλα στις πατάτες. Η Μέτι την αγκάλιασε, αλλά η Κάι δεν φάνηκε να το προσέχει. «Η άσπρη γιαγιά δεν με αγαπούσε αλήθεια. Έκανε πως με αγαπά. Αυτή ήταν η δουλειά της». Κοιταχτήκαμε με τη Μέτι. «Γιατί το λες αυτό;» τη ρώτησα. «Δεν ξέρω», απάντησε η Κάι. Κοντά στο μέρος όπου έπαιζε ο νεαρός κιθάρα, είχε εμφανιστεί ένας ζογκλέρ με το πρόσωπο βαμμένο άσπρο και άρχισε να πετά μισή –ντουζίνα πολύχρωμες μπάλες. Η Κάιρα χαμογέλασε. «Μαμάκα, μπορώ να πάω να δω εκείνο τον άσπρο άνθρωπο;» «Τελείωσες το φαγητό σου;» «Ναι, χόρτασα». «Ευχαρίστησε τον Μάικ». «Μην κάνεις τάκλιν στον δικό σου παίκτη», μου είπε και μετά γέλασε για να μου δείξει ότι αστειεύεται. «Ευχαριστώ, Μάικ».
«Δεν κάνει τίποτα», είπα. Αυτό μου φάνηκε κάπως παλιομοδίτικο, έτσι πρόσθεσα:«Τζάμι». «Θα πας μέχρι εκείνο το δέντρο αλλά όχι πιο μακριά», είπε η Μέτι. «Και ξέρεις γιατί». «Για να μπορείς να με βλέπεις. Εντάξει». Πήρε τον Στρίκλαντ και ξεκίνησε να φύγει, μετά όμως σταμάτησε και με κοίταξε πάνω από τον ώμο της. «Νομίζω ότι ήταν τα ανθρωπάκια στο ψυγείο», είπε και μετά διόρθωσε τη φράση της πολύ προσεκτική και σοβαρή. «Τα ανθρωπάκια στο ψυγείο, είπε και η καρδιά μου βρόντηξε στο στήθος μου. «Τι ήταν τα ανθρωπάκια στο ψυγείο, Κάι;» ρώτησα. «Αυτά είπαν ότι η άσπρη γιαγιά δεν με αγαπάει στ' αλήθεια». Μετά γύρισε κι έτρεξε προς τον ζογκλέρ. Η Μέτι την κοίταξε για λίγο και μετά γύρισε σ' εμένα. «Δεν έχω μιλήσει σε κανέναν για τα ανθρωπάκια του ψυγείου. Ούτε κι αυτή, μέχρι τώρα. Όχι ότι υπάρχουν ανθρωπάκια. Απλώς τα γράμματα μοιάζουν να κουνιούνται από μόνα τους. Όπως στον πίνακα Ουίγια που χρησιμοποιούν στις πνευματιστικές συγκεντρώσεις». «Και σχηματίζουν λέξεις;» Δεν είπε τίποτα για αρκετή ώρα. Τελικά έγνεψε καταφατικά. «Όχι πάντα αλλά μερικές φορές». Άλλη μια παύση. «Τις περισσότερες φορές, εδώ που τα λέμε. Η Κάι λέει ότι είναι μηνύματα από τα ανθρωπάκια του ψυγείου». Χαμογέλασε, αλλά τα μάτια της ήταν λίγο τρομαγμένα. «Λες να έχουν κάτι ιδιαίτερο τα μαγνητικά γράμματα; Ή μήπως τριγυρίζει κανένα φάντασμα στη λίμνη και παίζει μαζί μας;» «Δεν ξέρω. Λυπάμαι που σας τα έφερα, αν δημιουργούν πρόβλημα». «Μη λες ανοησίες. Της τα έκανες δώρο εσύ και είσαι τρομερά σημαντικός για την Κάι αυτή τη στιγμή. Μιλάει συνέχεια για σένα. Σήμερα την ενδιέφερε πολύ περισσότερο να διαλέξει κάτι ωραίο για να φορέσει στο πικνίκ μας παρά ο θάνατος του παππού της. Επέμεινε να φορέσω κι εγώ κάτι ωραίο. Συνήθως δεν κάνει έτσι με τον άλλο κόσμο. Ασχολείται μαζί τους όταν είναι μπροστά της και παύει να
ενδιαφέρεται όταν φεύγουν. Ξέρεις, μερικές φορές σκέφτομαι ότι δεν είναι άσχημο να είναι έτσι ένα κορίτσι». «Είστε και οι δύο ντυμένες πολύ ωραία», είπα. «Αυτό είναι σίγουρο». «Ευχαριστώ». Κοίταξε με αγάπη την Κάι, που στεκόταν δίπλα στο δέντρο και παρακολουθούσε τον ζογκλέρ, που είχε αφήσει τις μπάλες και είχε πιάσει τις κορύνες. Μετά γύρισε και με κοίταξε. «Τελειώσαμε το φαγητό;» Έγνεψα καταφατικά και άρχισε να μαζεύει τα χαρτιά και να τα βάζει μέσα στη σακούλα. Τη βοήθησα, και όταν αγγίχτηκαν τα δάχτυλα μας μου έπιασε το χέρι και το έσφιξε. «Σ' ευχαριστώ», είπε. «Για όλα όσα έκανες. Σ' ευχαριστώ πολύ πολύ». Της έσφιξα κι εγώ το χέρι· μετά, το άφησα. «Ξέρεις», μου είπε, «κάποια στιγμή σκέφτηκα μήπως μετακινεί τα γράμματα στο ψυγείο η Κάιρα. Εννοώ νοητικά». «Τηλεκίνηση;» «Ναι, νομίζω ότι αυτός είναι ο τεχνικός όρος. Όμως η Και ξέρει να γράφει μόνο "γάτα", "μήλο" και δυο τρεις άλλες λέξεις». «Και τι λέξεις σχηματίζονται στο ψυγείο;» «Ονόματα κυρίως. Μια φορά ήταν το δικό σου. Μια άλλη φορά το όνομα της γυναίκας σου». «Τζο;» «Όχι, ολόκληρο: ΤΖΟΑΝΑ. Και ΓΙΑΓΙΑ. Η Ροζέτ, φαντάζομαι. To TZAPENT έχει εμφανιστεί μερικές φορές, και το ΜΠΡΙΤΖΕΤ. Αυτά τα δύο συνήθως εμφανίζονται μαζί. Μια φορά έλεγε ΚΑΪΤΟ». «Κάιτο», είπα, και σκέφτηκα: Kάιρα, Κάια, Κάιτο. Τι γίνεται εδώ; «Τι λες να είναι, όνομα αγοριού;» «Ναι. Είναι στα σουαχίλι και σημαίνει "πολύτιμο παιδί". Το κοίταξα στο βιβλίο με τα παιδικά ονόματα». Κοίταξε το δικό της πολύτιμο παιδί καθώς πηγαίναμε στο κοντινότερο καλάθι απορριμμάτων. «Θυμάσαι τίποτ' άλλο;» Σκέφτηκε λίγο. «To PETZ έχει εμφανιστεί μερικές φορές. Και μια φορά το ΚΑΡΛΑ. Καταλαβαίνεις, βέβαια, ότι κατά κανόνα η Κάι δεν
μπορεί ούτε καν να διαβάσει αυτά τα ονόματα. Ρωτάει εμένα να της πω τι λένε τα γράμματα». «Έχεις σκεφτεί ότι η Κάιρα μπορεί να τα αντιγράφει από κανένα βιβλίο ή περιοδικό; Ότι μαθαίνει να γράφει χρησιμοποιώντας τα μαγνητικά γράμματα πάνω στο ψυγείο αντί για μολύβι και χαρτί;» «Μπορεί...» Δεν έδειχνε να το πιστεύει όμως. Και δεν ήταν παράξενο. Ούτε κι εγώ το πίστευα. «Θέλω να πω, δεν έχεις δει ποτέ με τα μάτια σου τα γράμματα να κινούνται μόνα τους πάνω στο ψυγείο, έτσι δεν είναι;» ρώτησα, ελπίζοντας ότι η φωνή μου δεν πρόδιδε την ανησυχία μου. Η Μέτι γέλασε λίγο νευρικά, «Θεέ μου, όχι!» «Τίποτ' άλλο;» «Μερικές φορές τα ανθρωπάκια του ψυγείου αφήνουν μηνύματα όπως ΓΕΙΑ ΣΟΥ ή ΑΝΤΙΟ ή ΚΑΛΟ ΚΟΡΙΤΣΙ. Χτες υπήρχε ένα που το έγραψα για να σ' το δείξω. Μου το ζήτησε η Κάιρα. Αυτό είναι όντως πολύ παράξενο». «Τι είναι;» «Καλύτερα θα ήταν να σου το δείξω, αλλά το άφησα στο ντουλαπάκι του τζιπ. Θύμισε το μου όταν θα φεύγουμε». Ναι, σίγουρα θα της το θύμιζα. «Τρομακτικές ιστορίες αυτές, σενιόρ», μου είπε. «Όπως το γράψιμο πάνω στο αλεύρι εκείνη τη φορά». Σκέφτηκα να της πω ότι είχα κι εγώ ανθρωπάκια στο ψυγείο μου, αλλά δεν το έκανα. Αρκετά προβλήματα είχε, δεν χρειαζόταν να της προσθέσω κι άλλα... Σταθήκαμε δίπλα δίπλα στο γρασίδι, κοιτάζοντας την Κάι που παρακολουθούσε τον ζογκλέρ. «Τηλεφώνησες στον Τζον;» τη ρώτησα. «Βέβαια». «Η αντίδραση του;» Με κοίταξε, γελώντας με τα μάτια. «Τραγούδησε μια στροφή από το Η Μάγισσα Πέθανε». «Λάθος φύλο αλλά σωστό συναίσθημα». Έγνεψε καταφατικά, ενώ το βλέμμα της πήγε πάλι στην Κάιρα. Σκέφτηκα πάλι πόσο όμορφη ήταν, το σώμα της λεπτό με το λευκό φόρεμα, τα χαρακτηριστικά της καθαρά και τέλεια.
«Τον πείραξε που αυτοπροσκλήθηκα στο γεύμα;» ρώτησα. «Όχι, του άρεσε πολύ η ιδέα να κάνουμε πάρτι». Πάρτι. Και του άρεσε η ιδέα. Άρχισα να νιώθω μάλλον μικρός. «Πρότεινε μάλιστα να καλέσουμε και το δικηγόρο που ήρθε στην κατάθεση σου την Παρασκευή. Μπισονέτ τον έλεγαν; Και τον ιδιωτικό ντετέκτιβ που του σύστησε ο Μπισονέτ. Σε πειράζει;» «Καθόλου. Εσύ όμως πώς τα πας, Μέτι; Είσαι καλά;» «Καλά», μου απάντησε και με κοίταξε. «Αν και είχα κάμποσα τηλεφωνήματα σήμερα. Ξαφνικά έγινα πολύ δημοφιλής» . «Οχ». «Στα περισσότερα το έκλειναν μόλις το σήκωνα, όμως ένας κύριος με αποκάλεσε πουτάνα πριν το κλείσει και μια κυρία με πολύ έντονη γιάνκικη προφορά μου είπε, "Ορίστε, σκύλα, τον σκότωσες. Είσαι ικανοποιημένη τώρα;" Και το έκλεισε κι αυτή πριν προλάβω να της πω ότι, ναι, είμαι πολύ ικανοποιημένη, ευχαριστώ πολύ». Αλλά δεν φαινόταν ικανοποιημένη. Φαινόταν δυστυχισμένη και ένοχη, λες και τον είχε όντως σκοτώσει αυτή. «Λυπάμαι», της είπα. «Δεν είναι τίποτα. Σοβαρά μιλάω. Η Κάιρα κι εγώ ήμαστε μόνες μας εδώ και πολύ καιρό και κατά το μεγαλύτερο μέρος αυτού του διαστήματος ήμουν τρομοκρατημένη. Τώρα, ευτυχώς, έχω αποκτήσει μερικούς φίλους. Αν το τίμημα που πρέπει να πληρώσω είναι μερικά ανώνυμα τηλεφωνήματα, θα το αντέξω». Ήταν πολύ κοντά μου, και με κοίταζε- δεν μπόρεσα να κρατηθώ. Ρίχνω το φταίξιμο στο καλοκαίρι, στο άρωμα της και στα τέσσερα χρόνια που είχα περάσει χωρίς γυναίκα —μ' αυτή τη σειρά. Την αγκάλιασα από τη μέση και θυμάμαι με απόλυτη ακρίβεια την υφή του φορέματος κάτω από τα δάχτυλα μου, το μικρό εξόγκωμα στην πλάτη, στο σημείο όπου ήταν το φερμουάρ, θυμάμαι την αίσθηση του υφάσματος που κινήθηκε πάνω στο γυμνό δέρμα. Μετά τη φίλησα, πολύ απαλά αλλά και με πολύ πάθος —ό,τι αξίζει να το κάνεις αξίζει να το κάνεις καλά- και ανταποκρίθηκε κι αυτή με το ίδιο ακριβώς συναίσθημα, χωρίς κανένα φόβο. Τα χείλη της ήταν ζεστά και λεία, με μια αμυδρή, γλυκιά γεύση. Ροδάκινο, νομίζω.
Σταματήσαμε ταυτόχρονα και τραβηχτήκαμε λίγο πίσω. Τα χέρια της ήταν ακόμη στους ώμους μου. Τα δικά μου αγκάλιαζαν τη μέση της, πάνω από τους γοφούς της. Το πρόσωπο της ήταν μάλλον ήρεμο, αλλά τα μάτια της ήταν πιο φωτεινά από κάθε άλλη φορά και υπήρχαν δυο κόκκινες βούλες στα μαγουλά της. «Πω, πω», είπε. «Το ήθελα πολύ αυτό. Το ήθελα από τη στιγμή που σε άρπαξε η Κάιρα και τη σήκωσες στην αγκαλιά σου». «Του Τζον δεν θα του άρεσε και πολύ να φιλιόμαστε δημοσίως», είπα. Η φωνή μου δεν ήταν πολύ σταθερή και η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Πέντε δευτερόλεπτα όλα κι όλα, ένα φιλί, και όλα τα συστήματα του οργανισμού μου είχαν χτυπήσει κόκκινο. «Εδώ που τα λέμε, του Τζον δεν θα του άρεσε και πολύ να φιλιόμαστε γενικώς. Του αρέσεις, ξέρεις». «Ναι, το ξέρω, αλλά εμένα μου αρέσεις εσύ». Γύρισε να κοιτάξει την Κάι, που στεκόταν ακόμη υπάκουα δίπλα στο δέντρο και παρακολουθούσε τον ζογκλέρ. Ποιος μπορεί να παρακολουθούσε εμάς, όμως; Αυτό που κάναμε ήταν τρέλα. Τράβηξα τα χέρια μου από τη μέση της. «Μέτι, κανονικά θα 'πρεπε να βάλουν τη φωτογραφία μας δίπλα στη λέξη "αδιακρισία" στο λεξικό». Κατέβασε τα χέρια της από τους ώμους μου κι έκανε πίσω ένα βήμα, αλλά τα λαμπερά μάτια της δεν άφησαν τα δικά μου. «Το ξέρω. Μπορεί να είμαι νέα, αλλά δεν είμαι εντελώς ηλίθια». «Δεν εννοούσα...» Σήκωσε το χέρι της και με σταμάτησε. «Η Κάι πέφτει για ύπνο γύρω στις εννιά —συνήθως δεν αποκοιμιέται αν δεν σκοτεινιάσει. Έλα απόψε, αν θέλεις. Μπορείς να παρκάρεις από πίσω». Χαμογέλασε. Ήταν γλυκό χαμόγελο -και, επίσης, ήταν απίστευτα σέξι. «Μόλις πέσει το φεγγάρι, όλα θα γίνουν με διακριτικότητα». «Μέτι, είσαι τόσο μικρή, που θα μπορούσες να είσαι κόρη μου». «Ίσως, αλλά δεν είμαι. Και μερικές φορές οι άνθρωποι γίνονται τόσο διακριτικοί που βλάπτουν τον εαυτό τους». Το σώμα μου ήξερε πολύ καλά τι ήθελε. Αν ήμαστε στο τροχόσπιτο της εκείνη τη στιγμή, δεν υπήρχε περίπτωση να το σκεφτώ. Σχεδόν ήμουν έτοιμος να ορμήσω ακόμη κι εδώ που
βρισκόμασταν, σε δημόσιο χώρο. Μετά όμως θυμήθηκα κάτι που είχα σκεφτεί για τους προγόνους του Ντεβόρ και τους δικούς μου: ότι οι γενιές δεν ταιριάζουν. Δεν ίσχυε το ίδιο κι εδώ; Επιπλέον, δεν πιστεύω ότι οι άνθρωποι έχουν αυτομάτως το δικαίωμα να αποκτούν αυτά που θέλουν, όσο πολύ κι αν τα επιθυμούν. Δεν είναι απαραίτητο να ικανοποιείται κάθε δίψα. Μερικά πράγματα απλούστατα δεν είναι σωστά -αυτό προσπαθώ να πω μάλλον. Αλλά δεν ήμουν σίγουρος αν σε αυτά τα πράγματα συγκαταλεγόταν η Μέτι, και την ήθελα πολύ. Πάρα πολύ. Σκεφτόμουν συνεχώς πώς είχε γλιστρήσει το φόρεμα της όταν την έπιασα από τη μέση και τη ζεστή αίσθηση του δέρματος της από κάτω. Και, όχι, δεν ήταν κόρη μου. «Μου είπες ευχαριστώ», της είπα με ξερή φωνή. «Αυτό φτάνει. Πραγματικά». «Νομίζεις ότι το κάνω από ευγνωμοσύνη;» Γέλασε σιγανά, σφιγμένη. «Είσαι σαράντα χρονών, Μάικ, όχι ογδόντα. Δεν είσαι ο Χάρισον Φορντ, αλλά είσαι όμορφος άντρας. Ταλαντούχος και ενδιαφέρων, επίσης. Και μου αρέσεις τόσο πολύ. Θέλω να είσαι μαζί μου. Θέλεις να σε παρακαλέσω; Ωραία, λοιπόν. Σε παρακαλώ, σε θέλω μαζί μου». Ναι, δεν ήταν από ευγνωμοσύνη —νομίζω ότι το ήξερα ήδη αυτό. Όπως ήξερα ότι φορούσε άσπρο σορτς και κοντή μπλούζα όταν μου τηλεφώνησε τη μέρα που άρχισα να δουλεύω πάλι. Μήπως ήξερε κι αυτή τι φορούσα την ώρα που μιλούσαμε στο τηλέφωνο; Μήπως είχε δει κι αυτή στον ύπνο της τους δυο μας, να πηδιόμαστε μέχρι να εξαντληθούμε, ενώ έλαμπαν τα φώτα του πάρτι και η Σάρα Τίντγουελ έλεγε το τραγούδι του Μάντερλεϊ; Μήπως είχε ονειρευτεί ότι μου έλεγε να κάνω αυτό που ήθελε; Άλλωστε, υπήρχαν και τα ανθρωπάκια του ψυγείου. Ήταν κι αυτό ένα άλλο κοινό σημείο, διαφορετικού είδους, πιο απόκοσμο και παράξενο. Δεν είχα το θάρρος να της πω για τα δικά μου ανθρωπάκια, αλλά μπορεί να το ήξερε κιόλας. Βαθιά μέσα της, κάτω στο υπόγειο του νου της, όπου οι φορτοεκφορτωτές κινούνται στη ζώνη. Οι δικοί μου φορτοεκφορτωτές και οι δικοί της ανήκαν ίσως στο ίδιο παράξενο σωματείο. Και ίσως δεν ανέκυπτε ζήτημα ηθικής στην προκειμένη περίπτωση. Απλώς υπήρχε κάτι στην όλη
κατάσταση, στο ενδεχόμενο μιας σχέσης ανάμεσα μας, που μου έδινε μια αίσθηση κινδύνου. Αλλά, επίσης, μου άρεσε τόσο πολύ. «Χρειάζομαι χρόνο να σκεφτώ», είπα. «Εδώ το πράγμα δεν έχει σχέση με τη σκέψη. Το θέμα είναι τι νιώθεις για μένα». «Τόσο πολλά που τρομάζω». Πριν προλάβω να πω τίποτ' άλλο, στα αυτιά μου έφτασε μια γνωστή σειρά από ακόρντα. Γύρισα προς τον νεαρό με την κιθάρα. Μέχρι τώρα έπαιζε ένα ρεπερτόριο από παλιά τραγούδια του Ντίλαν, τώρα όμως άρχισε κάτι ρυθμικό και γρήγορο, κάτι που σε έκανε να θέλεις να χαμογελάσεις και να χτυπήσεις παλαμάκια στο ρυθμό.
«Θες να ψαρέψεις εδώ στην τρυπά που 'χω για ψάρεμα; Λέω, θες να ψαρέψεις λίγο, μωρό μου, στην τρύπα που 'χω για ψάρεμα; Αν θες να ψαρέψεις στη λίμνη μου, μωρό μου, πρέπει να 'χεις μεγάλο και μακρύ καλάμι». To Fishin Blues, το Μπλουζ του Ψαρέματος. Γραμμένο από τη Σάρα Τίντγουελ, αρχική εκτέλεση από τη Σάρα και τους Ρεντ-Τοπ. Αργότερα ξαναπαίχτηκε από όλους, από τη Μα Ρέινι μέχρι τους Λάβιν Σπούνφουλ. Τα τραγούδια με πρόστυχους στίχους και φανερά υπονοούμενα ήταν η ειδικότητα της. Πριν προλάβει ο μικρός να μπει στην επόμενη στροφή, που έλεγε, νομίζω, ότι πρέπει να κουνιέσαι πέρα δώθε και μπρος πίσω, και να βάλεις το καλάμι μέχρι κάτω, οι Καστλ Ρόκερς έριξαν μια ομοβροντία από πνευστά που έλεγε, «Σκασμός όλοι, σας την πέσαμε». Ο μικρός σταμάτησε να παίζει κιθάρα. Ο ζογκλέρ άρχισε να πιάνει τις κορύνες και να τις πετάει μπροστά του στη σειρά. Οι Ρόκερς άρχισαν να παίζουν ένα απαίσιο στρατιωτικό μαρς του Σούσα, μουσική να σε εμπνέει για αλλεπάλληλους φόνους, και η Κάιρα γύρισε τρέχοντας κοντά μας. «Ο τζολέρ τελείωσε, θα μου πεις το παραμύθι, Μάικ; Τον Χάνσελ και την Πάνζελ;»
«Χάνσελ και Γκρέτελ», είπα. «Και βέβαια θα σου το πω. Αλλά πάμε κάπου πιο ήσυχα, εντάξει; Αυτή η μπάντα μου έφερε πονοκέφαλο». «Η μουσική σου πόνεσε το κεφαλάκι σου;» «Λιγάκι». «Πάμε κοντά στο αμάξι της Μέτι τότε». «Καλή ιδέα». Η Κάιρα έτρεξε πρώτη για να πιάσει ένα παγκάκι στην άκρη του πάρκου. Η Μέτι με κοίταξε με ένα παρατεταμένο ζεστό βλέμμα και μετά μου άπλωσε το χέρι της. Το πήρα. Τα δάχτυλα μας πλέχτηκαν σαν να κρατιόμασταν από το χέρι εδώ και χρόνια. Σκέφτηκα, θα ήθελα να το κάνουμε αργά, να μην κουνιόμαστε σχεδόν καθόλου, στην αρχή τουλάχιστον. Κι εγώ θα έφερνα το καλύτερο, το πιο μακρύ μου καλάμι. Και μετά θα μιλούσαμε. Ίσως μέχρι να αρχίσουμε να διακρίνουμε τα έπιπλα με το πρώτο πρωινό φως. Όταν είσαι στο κρεβάτι με κάποιον που αγαπάς, ιδιαίτερα την πρώτη φορά, στις πέντε το πρωί η ώρα είναι σχεδόν ιερή. «Χρειάζεσαι διακοπές από τις σκέψεις σου», είπε η Μέτι. «Βάζω στοίχημα ότι οι περισσότεροι συγγραφείς χρειάζονται πότε πότε». «Αυτό είναι μάλλον αλήθεια». «Μακάρι να ήμαστε σπίτι», είπε με σχεδόν άγρια φωνή. Δεν μπορούσα να καταλάβω αν ήταν πραγματική ή προσποιητή, «θα σε φιλούσα μέχρι που όλη αυτή η συζήτηση θα γινόταν περιττή. Και αν άρχιζες να το ξανασκέφτεσαι, τουλάχιστον θα το ξανασκεφτόσουν στο κρεβάτι μου». Γύρισα και κοίταξα το κόκκινο φως του ήλιου που χαμήλωνε. «Είτε εδώ είτε εκεί, τέτοια ώρα η Κάι θα ήταν ακόμη ξύπνια». «Ναι, σωστά», είπε, και ήταν ασυνήθιστα σκυθρωπή. «Σωστά». Η Κάιρα έφτασε σε ένα παγκάκι κοντά στο πάρκινγκ και κάθισε, κρατώντας πάντα το σκυλάκι, το δώρο της από το παιδικό γεύμα. Καθώς πλησιάσαμε, πήγα να τραβήξω χέρι μου, αλλά η Μέτι μου το κράτησε. «Δεν υπάρχει πρόβλημα, Μάικ. Στο κατηχητικό περπατούν χέρι χέρι με τους φίλους τους όπου κι αν πάνε. Οι μεγάλοι είναι αυτοί που το έχουν κάνει θέμα». Σταμάτησε και με κοίταξε.
«Θέλω να ξέρεις κάτι. Μπορεί να μην έχει σημασία για σένα, όμως για μένα έχει. Δεν είχε υπάρξει κανείς πριν από τον Λανς, ούτε υπήρξε κανένας μετά. Αν έρθεις, θα είσαι ο δεύτερος. Και κάτι άλλο. Δεν πρόκειται να σου ξαναμιλήσω γι' αυτό το θέμα. Το να σε παρακαλέσω δεν ήταν πρόβλημα, αλλά δεν πρόκειται να ικετέψω». «Δεν θέλω να... » «Υπάρχει μια γλάστρα με ντοματιές δίπλα στα σκαλιά του τροχόσπιτου, θα αφήσω ένα κλειδί από κάτω. Μη σκέφτεσαι. Απλώς έλα». «Όχι απόψε, Μέτι. Δεν μπορώ». «Μπορείς», μου απάντησε. «Ελάτε, λοιπόν, αργοκίνητα καράβια!» φώναξε η Κάιρα, αναπηδώντας στο παγκάκι. Αυτός είναι αργοκίνητο καράβι!» της φώναξε η Μέτι και μου έδωσε μια αγκωνιά στα πλευρά. Μετά, με πολύ πιο σιγανή φωνή: «Πράγματι, είσαι». Τράβηξε το χέρι της από το δικό μου κι έτρεξε στην κόρη της· τα ηλιοκαμένα πόδια της κινούνταν με χάρη κάτω από το λευκό φόρεμα. Στη δική μου απόδοση του «Χάνσελ και Γκρέτελ», η κακιά μάγισσα λεγόταν Ντεπράβια. Η Κάιρα με κοίταζε με πελώρια μάτια όταν έφτασα στο σημείο όπου η Ντεπράβια ζητά από τον Χάνσελ να βγάλει έξω το δάχτυλο του για να δει αν έχει παχύνει. «Μήπως σε τρομάζει πολύ;» ρώτησα. Η Κάι κούνησε εμφατικά το κεφάλι της για να μου δείξει ότι δεν φοβόταν. Έριξα μια ματιά στη Μέτι για να βεβαιωθώ. Αυτή μου έκανε νόημα να συνεχίσω κι έτσι τελείωσα το παραμύθι. Η Ντεπράβια κατέληξε στο φούρνο και η Γκρέτελ βρήκε τη μυστική της κρυψώνα όπου είχε κρυμμένα τα χαρτάκια της λοταρίας που κέρδιζαν. Τα δυο παιδιά αγόρασαν ένα τζετ σκι κι έζησαν αυτά καλά κι εμείς καλύτερα στην ανατολική όχθη της λίμνης Νταρκ Σκορ. Στο μεταξύ, οι Καστλ Ρόκερς είχαν αρχίσει να σκοτώνουν τον Γκέρσουιν και το ηλιοβασίλεμα πλησίαζε. Κουβάλησα την Κάιρα στο Σκάουτι, την έβαλα στο κάθισμα της και της πέρασα τη ζώνη.
Θυμήθηκα την πρώτη φορά που είχα βοηθήσει να τη βάλουμε στο κάθισμα και την επαφή του χεριού μου με το στήθος της Μέτι. «Ελπίζω να μη δεις κανένα κακό όνειρο από το παραμύθι», είπα χωρίς να ξέρω γιατί. «Δεν θα δω κακά όνειρα», είπε η Κάιρα με σιγουριά. «Θα τα διώξουν τα ανθρωπάκια του ψυγείου». Μετά διόρθωσε με προσοχή τη φράση της: «Του ψυγείου». Γύρισε στη Μέτι. «Δείξ' του το στραβόλεξο, μαμάκα». «Σταυρόλεξο λέγεται. Πάντως, σ' ευχαριστώ· θα το είχα ξεχάσει». Άνοιξε το ντουλαπάκι του αυτοκινήτου κι έβγαλε ένα διπλωμένο χαρτί. «Αυτό ήταν πάνω στο ψυγείο σήμερα το πρωί. Το έγραψα επειδή η Κάι είπε ότι εσύ θα ξέρεις τι σημαίνει. Μου είπε ότι λύνεις σταυρόλεξα. Δηλαδή, μου είπε στραβόλεξα, αλλά κατάλαβα». Είχα πει στην Κάιρα ότι έλυνα σταυρόλεξα; Σχεδόν σίγουρα όχι. Μου προκάλεσε έκπληξη που το ήξερε; Καθόλου. Πήρα το χαρτί, το ξεδίπλωσα και κοίταξα τι ήταν γραμμένο: κ α ενενηντα2 ω «Είναι στραβόλεξο, Μάικ;» ρώτησε η Κάιρα. «Μάλλον. Ένα πολύ απλό σταυρόλεξο. Αλλά, αν σημαίνει κάτι, δεν ξέρω τι είναι. Μπορώ να το κρατήσω αυτό;» «Ναι», είπε η Μέτι. Την πήγα στην πλευρά του οδηγού και της έπιασα πάλι το χέρι πριν φτάσουμε στην πόρτα. «Δώσε μου λίγο χρόνο ακόμη. Ξέρω ότι αυτό κανονικά το λένε τα κορίτσια, αλλά...» «Τον έχεις το χρόνο», μου είπε. «Μόνο να μην είναι πολύς». Βασικά δεν ήθελα να περιμένω καθόλου, και αυτό ήταν το πρόβλημα. Το σεξ θα ήταν υπέροχο, το ήξερα αυτό. Μετά όμως τι θα γινόταν; Σε αυτή την περίπτωση, όμως, μπορεί κάλλιστα να υπήρχε και «μετά». Το ήξερα, και το ήξερε κι αυτή. Με τη Μέτι, το «μετά» ήταν ένα πραγματικό, υπαρκτό ενδεχόμενο. Η ιδέα ήταν λίγο τρομακτική, λίγο υπέροχη.
Τη φίλησα στην άκρη των χειλιών της. Αυτή γέλασε και με έπιασε από το αυτί. «Μπορείς να τα καταφέρεις και καλύτερα», είπε και μετά έριξε μια ματιά στην Κάι που μας κοίταζε με ενδιαφέρον. «Αυτή τη φορά θα σε συγχωρήσω, όμως». «Φιλάκι στην Κάι!» φώναξε η Κάιρα, ανοίγοντας την αγκαλιά της· έτσι, έκανα τον κύκλο πάλι και τη φίλησα. Καθώς γύριζα στο σπίτι, φορώντας τα γυαλιά μου για να μη με θαμπώνει ο ήλιος που έδυε, σκέφτηκα ότι θα μπορούσα ίσως να γίνω ο πατέρας της Κάιρα Ντεβόρ. Αυτή η ιδέα μου άρεσε σχεδόν όσο και το να κοιμηθώ με τη μητέρα της, πράγμα που έδειχνε πόσο βαθιά είχα μπλέξει. Και πήγαινα να μπλέξω ακόμη βαθύτερα ίσως. Ακόμη βαθύτερα. Το σπίτι έμοιαζε πολύ άδειο μετά την αγκαλιά της Μέτι. Κοίταξα τα γράμματα στο ψυγείο, είδα ότι ήταν ακόμη σκορπισμένα στην τύχη και πήρα μια μπίρα από μέσα. Βγήκα στη βεράντα να την πιω παρακολουθώντας τις τελευταίες στιγμές της δύσης. Προσπάθησα να σκεφτώ τα ανθρωπάκια του ψυγείου και τις λέξεις που είχαν εμφανιστεί και στα δύο ψυγεία: «πας 19 κάτω» στο δικό μου σπίτι και «κάτω ενενήντα δύο» στο σπίτι της Μέτι. Τι ήταν αυτά; Διαφορετικές αποστάσεις από τη στεριά προς τη λίμνη; Διαφορετικά σημεία στο Δρόμο; Να πάρει η ευχή, πού να ξέρω; Προσπάθησα να σκεφτώ τον Τζον Στόροου και το πόσο θα στενοχωριόταν αν ανακάλυπτε —όπως το είχε πει η Σάρα Λαφς, που έγραψε αυτόν το στίχο πολύ πριν από τον Τζον Μέλενκαμπ— ότι υπήρχε ένα άλλο μουλάρι που κλοτσούσε μέσα στο στάβλο της Μέτι Ντεβόρ. Αλλά κυρίως σκεφτόμουν τη στιγμή που την αγκάλιασα και τη φίλησα για πρώτη φορά. Κανένα ανθρώπινο ένστικτο δεν είναι ισχυρότερο από τη σεξουαλική ορμή όταν διεγερθεί πλήρως, και οι εικόνες που την ξυπνούν μοιάζουν με τατουάζ δεν φεύγουν ποτέ από πάνω μας. Για μένα, αυτή η εικόνα ήταν η αίσθηση του απαλού γυμνού δέρματος της μέσης της κάτω από το φόρεμα. Εκείνο το γλίστρημα του υφάσματος… Γύρισα απότομα και διέσχισα το σπίτι σχεδόν τρέχοντας και βγάζοντας τα ρούχα μου. Άνοιξα το κρύο νερό στο ντους και
στάθηκα από κάτω επί πέντε λεπτά, τρέμοντας. 'Όταν βγήκα έξω, ένιωθα σαν κανονικός άνθρωπος και όχι σαν τεντωμένη χορδή. Και καθώς σκουπιζόμουν θυμήθηκα κάτι άλλο. Κάποια στιγμή ο νους μου είχε πάει στον αδερφό της Τζο, τον Φρανκ. Είχα σκεφτεί ότι αν υπήρχε κάποιος άλλος που θα μπορούσε να νιώσει την παρουσία της Τζο μέσα στο σπίτι ήταν αυτός. Δεν τον είχα καλέσει να έρθει να με δει και τώρα δεν ήμουν σίγουρος αν θα το ήθελα. Είχα καταλήξει να νιώθω μια παράξενη κτητικότητα για όσα συνέβαιναν εδώ. Αν όμως η Τζο έγραφε κάτι στα κρυφά, ο Φρανκ μπορεί να το ήξερε. Φυσικά, δεν του είχε πει τίποτα για το τεστ εγκυμοσύνης, αλλά..- Κοίταξα το ρολόι μου. Εννιά και τέταρτο. Στο τροχόσπιτο κοντά στη διασταύρωση της Γουάσπ Χιλ Ρόουντ και του Αυτοκινητόδρομου 68, η Κάιρα μάλλον θα είχε αποκοιμηθεί ήδη... και η μητέρα της μπορεί να είχε βάλει κιόλας το εφεδρικό κλειδί κάτω από τη γλάστρα κοντά στα σκαλιά. Τη σκέφτηκα με το λευκό φόρεμα, τις καμπύλες των γοφών της κάτω από τα χέρια μου και την οσμή από το άρωμα της, όμως μετά έδιωξα αυτές τις εικόνες. Δεν μπορούσα να περάσω όλη τη νύχτα κάνοντας κρύα ντους. Εννιά και τέταρτο. Ήταν ακόμη αρκετά νωρίς για να τηλεφωνήσω στον Φρανκ Αρλεν. Το σήκωσε με το δεύτερο κουδούνισμα. Χάρηκε πολύ που με άκουσε και από τη φωνή του κατάλαβα ότι μάλλον πρέπει να είχε «χτυπήσει» τρεις τέσσερις μπίρες παραπάνω από μένα. Ανταλλάξαμε τα συνηθισμένα τυπικά λόγια —σε κάποια στιγμή αισθάνθηκα ένα μικρό σοκ καθώς συνειδητοποίησα ότι τα περισσότερα δικά μου ήταν ψέματα- και μετά μου είπε ότι ένας διάσημος γείτονας μου τα είχε τινάξει, απ' ό,τι έλεγαν οι ειδήσεις. Τον ήξερα; Ναι, απάντησα, ενώ θυμόμουν τον Ντεβόρ να ορμάει καταπάνω μου με την πολυθρόνα του. Ο Φρανκ με ρώτησε τι τύπος ήταν. Δύσκολο να σου πω, του απάντησα. Ο φουκαράς ήταν καρφωμένος σε μια αναπηρική πολυθρόνα και είχε εμφύσημα. «Άρρωστος και ανήμπορος, ε;» ρώτησε ο Φρανκ συμπονετικά. «Ναι», είπα. «Άκου, Φρανκ, κάτι ήθελα να σε ρωτήσω για την Τζο. Είχα πάει στο στούντιο της και βρήκα τη γραφομηχανή μου εκεί. Από τότε μου μπήκε η ιδέα ότι μπορεί να έγραφε κάτι. Ίσως να το άρχισε σαν ένα μικρό άρθρο για το σπίτι και μετά να επεκτάθηκε.
Ξέρεις, το σπίτι έχει πάρει το όνομα του από τη Σάρα Τίντγουελ, την τραγουδίστρια των μπλουζ». Μια μεγάλη παύση. Μετά ο Φρανκ είπε: «Ξέρω». Η φωνή του ήταν σοβαρή, βαριά. «Τι άλλο ξέρεις, Φρανκ;» «Ότι η Τζο φοβόταν. Νομίζω ότι βρήκε κάτι που την τρόμαξε. Και το πιστεύω αυτό κυρίως επειδή...» Εκείνη τη στιγμή είδα επιτέλους το φως. Κανονικά θα 'πρεπε να το είχα καταλάβει από την περιγραφή της Μέτι —και θα το είχα καταλάβει αν δεν είχα αναστατωθεί τόσο πολύ. «Εσύ είχες έρθει εδώ μαζί της, έτσι δεν είναι; Τον Ιούλιο του 1994. Πήγατε μαζί στο γήπεδο του μπέιζμπολ και μετά ξαναγυρίσατε στο σπίτι από το Δρόμο». «Πώς το ξέρεις αυτό;» είπε σαστισμένος ο Φρανκ. «Σας είδε κάποιος. Μια φίλη μου». Προσπαθούσα να διώξω τον τόνο οργής από τη φωνή μου, αλλά δεν τα κατάφερνα. Ήμουν έξω φρενών, αλλά με είχε κυριεύσει ένας θυμός ανακατεμένος με ανακούφιση, αυτό που νιώθεις όταν το παιδί σου μπαίνει στο σπίτι με ένα ντροπιασμένο χαμόγελο τη στιγμή που ετοιμάζεσαι να τηλεφωνήσεις στην αστυνομία. «Κόντεψα να σου το πω μια δυο μέρες μετά την κηδεία. Ήμαστε στο παμπ, θυμάσαι;» Στο Τζακ'ς Παμπ, τότε που ο Φρανκ είχε αναγκάσει τον τύπο από το γραφείο κηδειών να ρίξει την τιμή του φέρετρου. Και βέβαια το θυμόμουν, θυμόμουν ακόμη και την έκφραση στα μάτια του όταν του είπα ότι η Τζο ήταν έγκυος όταν πέθανε. Πρέπει κάτι να ένιωσε στη σιωπή μου, γιατί η φωνή του ακούστηκε γεμάτη ανησυχία. «Μάικ, ελπίζω να μη σκέφτηκες ότι... » «Τι; Να μη σκέφτηκα ότι συνέβαινε κάτι ύποπτο; Νόμισα ότι είχε παράνομο δεσμό· πώς σου φαίνεται αυτό; Μπορεί να το πεις εξωφρενικό, αλλά είχα τους λόγους μου. Μου είχε κρύψει πολλά πράγματα. Εσένα τι σου είπε;» «Σχεδόν τίποτα». «Το ήξερες ότι είχε παραιτηθεί από όλα τα διοικητικά συμβούλια και τις επιτροπές; Χωρίς να μου πει λέξη;»
«Όχι». Δεν νομίζω ότι έλεγε ψέματα. Γιατί να το κάνει τώρα πια; «Χριστέ μου, Μάικ, αν το ήξερα αυτό...» «Τι έγινε τη μέρα που ήρθες εδώ κάτω; Πες μου». «Ήμουν στο τυπογραφείο στο Σάνφορντ. Η Τζο μου τηλεφώνησε από... δε θυμάμαι, νομίζω από ένα πάρκινγκ κοντά στα διόδια». «Ανάμεσα στο Ντέρι και το Τι-Αρ;» «Ναι. Μου είπε ότι πήγαινε στο Σάρα Λαφς και ήθελε να έρθω κι εγώ. Μου είπε να παρκάρω μπροστά στο σπίτι αν έφτανα πρώτος, αλλά να μην μπω μέσα -και μπορούσα να μπω, ξέρω πού βάζετε το κλειδί». Και βέβαια ήξερε, στο κονσερβοκούτι κάτω από τη βεράντα. Εγώ του το είχα δείξει. «Σου είπε γιατί να μην μπεις μέσα;» «Θα σου φανεί τρελό». «Όχι, πίστεψε με». «Είπε ότι το σπίτι ήταν επικίνδυνο». Για μια στιγμή η φράση του έμεινε να αιωρείται. Μετά τον ρώτησα: «Κι έφτασες πρώτος;» «Ναι». «Και περίμενες έξω;» «Ναι». «Είδες ή αισθάνθηκες τίποτα επικίνδυνο;» Ο Φρανκ έμεινε αμίλητος για λίγο. Τελικά είπε: «Υπήρχε πολύς κόσμος στη λίμνη —κρις κραφτ, τύποι που έκαναν θαλάσσιο σκι, ξέρεις πώς είναι-, αλλά όλος ο θόρυβος από τις μηχανές και τα γέλια έμοιαζε να... να σταματάει επιτόπου μόλις πλησίαζες στο σπίτι. Έχεις προσέξει ότι εκεί γύρω φαίνεται να έχει ησυχία ακόμη και όταν σε όλη την περιοχή γίνεται φασαρία;» Και βέβαια το είχα προσέξει. Η Σάρα έμοιαζε να υπάρχει σε μια δική της ζώνη σιωπής. «Εντάξει, το ένιωσες να είναι επικίνδυνο όμως;» «Όχι», μου απάντησε, σχεδόν απρόθυμα. «Όχι για μένα, τουλάχιστον. Αλλά ούτε και το ένιωσα να είναι άδειο. Αισθανόμουν... πώς να σ' το πω... σαν να με παρακολουθούσαν. Κάθισα σιη σκάλα
και περίμενα την Τζο. Τελικά ήρθε. Παρκάρισε πίσω από το αμάξι μου και με αγκάλιασε... αλλά το βλέμμα της ήταν συνεχώς καρφωμένο στο σπίτι. Τη ρώτησα τι σκαρώνει και μου απάντησε ότι δεν μπορούσε να μου πει. Και πως δεν έπρεπε να σου αποκαλύψω ότι ήρθαμε εδώ. Είπε και κάτι άλλο. "Αν το μάθει μόνος του, τότε είναι γραφτό. Έτσι κι αλλιώς, αργά ή γρήγορα θα αναγκαστώ να του το πω. Αλλά δεν μπορώ τώρα, γιατί χρειάζομαι όλη του την προσοχή και δεν θα την έχω όσο δουλεύει"». Αισθάνθηκα το πρόσωπο μου να κοκκινίζει. «Αυτά ήταν τα λόγια της, ε;» «Ναι. Μετά μου είπε ότι έπρεπε να μπει στο σπίτι για να κάνει κάτι και μου ζήτησε να περιμένω έξω. Μου είπε ότι, αν φώναζε, θα έπρεπε να μπω μέσα τρέχοντας. Αλλιώς, να μείνω εκεί που είμαι». «Ήθελε να είναι κάποιος εκεί για την περίπτωση που θα είχε κανένα πρόβλημα». «Ναι, αλλά κάποιος που δεν θα της έκανε ερωτήσεις στις οποίες εκείνη δεν ήθελε να απαντήσει. Κι αυτός ήμουν εγώ. Πάντα εγώ». «Ύστερα τι έκανε;» «Μπήκε μέσα. Εγώ κάθισα στο καπό του αυτοκινήτου και κάπνιζα. Δεν το είχα κόψει ακόμη τότε. Και ξέρεις κάτι; Άρχισα όντως να νιώθω ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Σαν να ήταν κάποιος μέσα στο σπίτι, που δεν την ήθελε ή δεν τη συμπαθούσε. Ίσως κάποιος που ήθελε να της κάνει κακό. Μπορεί αυτό να μου το μετέδωσε απλώς η Τζο —επειδή τα νεύρα της ήταν τόσο τεντωμένα, επειδή κοίταζε συνεχώς το σπίτι πάνω από τον ώμο μου ακόμη και όταν με αγκάλιαζε—, αλλά δεν ήταν μόνο τούτη η αίσθηση· έμοιαζε να υπάρχει και κάτι άλλο. Σαν... δεν ξέρω...» «Σαν μια δόνηση». «Ναι!» φώναξε σχεδόν ο Φρανκ. «Μια δόνηση. Αλλά όχι καλή δόνηση· ήταν κάτι κακό». «Και τι έγινε;» «Καθόμουν εκεί και περίμενα. Κάπνισα μόνο δύο τσιγάρα, οπότε δεν πρέπει να έλειψε πάνω από είκοσι λεπτά με μισή ώρα, αλλά μου φάνηκε ότι ήταν περισσότερο. Πρόσεχα συνεχώς ότι οι ήχοι από τη λίμνη έμοιαζαν να ανεβαίνουν μέχρι το λόφο και μετά... δεν ξέρω... να
σβήνουν. Επίσης, παρατήρησα ότι δεν υπήρχαν πουλιά γύρω από το σπίτι, παρά μόνο πιο μακριά. »Κάποια στιγμή πρέπει να βγήκε έξω. Άκουσα την πόρτα της βεράντας να χτυπάει και μετά τα βήματα της στη σκάλα από την άλλη πλευρά. Της φώναξα, τη ρώτησα αν είναι εντάξει και μου είπε ότι είναι μια χαρά και να μείνω εκεί που είμαι. Ακουγόταν κάπως λαχανιασμένη, σαν να κουβαλούσε κάτι ή να είχε κάνει κάτι κουραστικό». «Πήγε στο στούντιο της ή κάτω στη λίμνη;» «Δεν ξέρω. Έλειψε άλλα δεκαπέντε λεπτά περίπου -πρόλαβα και κάπνισα άλλο ένα τσιγάρο— και μετά ξαναβγήκε από την μπροστινή πόρτα. Την κλείδωσε και με πλησίασε. Φαινόταν να είναι πολύ καλύτερα. Ανακουφισμένη. Όπως είναι κάποιος όταν κάνει μια βρόμικη δουλειά που την ανέβαλλε για καιρό και καταφέρνει επιτέλους να ξεμπερδέψει μαζί της. Μου είπε να περπατήσουμε στο Δρόμο μέχρι εκείνο το συγκρότημα που είναι εκεί κάτω... » «Το Γουόρινγκτον». «Ναι, αυτό. Μου είπε ότι θα με κεράσει μια μπίρα κι ένα σάντουιτς. Και με κέρασε, σ' εκείνο το πλωτό μπαρ». Το Σάνσετ Μπαρ, εκεί όπου είδα για πρώτη φορά τη Ροζέτ. «Και μετά πήγατε να δείτε τον αγώνα του μπέιζμπολ». «Αυτό ήταν ιδέα της Τζο. Είχε πιει τρεις μπίρες, εγώ μόνο μία, και επέμενε. Είπε ότι κάποιος θα έστελνε την μπάλα στα δέντρα, ότι είχε ένα προαίσθημα». Τώρα είχα μια καθαρή εικόνα για όσα είχε δει η Μέτι. Ό,τι κι αν ήταν αυτό που είχε κάνει η Τζο, ένιωθε τεράστια ανακούφιση. Πρώτα πρώτα, είχε τολμήσει να μπει στο σπίτι. Είχε αψηφήσει τα πνεύματα για να κάνει κάτι που ήθελε, και είχε επιζήσει. Ήπιε τις τρεις μπίρες για να το γιορτάσει και έκανε κάτι όχι και τόσο διακριτικό: πήγε στο γήπεδο με τον Φρανκ. 'Όχι βέβαια ότι κρυβόταν στα προηγούμενα ταξίδια της στο Τι-Αρ. Είχε πει στον Φρανκ ότι, αν το ανακάλυπτα μόνος μου, τότε ήταν γραφτό —que sera sera, ό,τι είναι να γίνει θα γίνει. Αυτή δεν ήταν στάση κάποιου που προσπαθεί να κρύψει έναν παράνομο δεσμό και τώρα αντιλαμβανόμουν ότι όλη η συμπεριφορά
της έδειχνε άνθρωπο που κρατούσε βραχυπρόθεσμα ένα μυστικό. θα μου το έλεγε όταν θα τελείωνα το ηλίθιο το βιβλίο μου, αν ζούσε. Αν. «Είδατε τον αγώνα για λίγο και μετά γυρίσατε στο σπίτι από το Δρόμο». «Ναι», είπε ο Φρανκ. «Ξαναμπήκε μέσα η Τζο; Ή εσύ;» «Όχι. Μέχρι να φτάσουμε στο σπίτι είχε συνέλθει από τις μπίρες και είδα ότι μπορούσε να οδηγήσει. Στο γήπεδο γελούσε συνεχώς, αλλά όταν φτάσαμε στο σπίτι δεν γελούσε καθόλου. Το κοίταξε και είπε: "Τελείωσα πια με δαύτο. Δεν θα ξαναπεράσω ποτέ αυτή την πόρτα, Φρανκ"». Με διαπέρασε μια ανατριχίλα. «Τη ρώτησα τι συμβαίνει, τι είχε ανακαλύψει. Ήξερα ότι έγραφε κάτι, μου το είχε πει...» «Το είχε πει σε όλους εκτός από μένα», επισήμανα αλλά χωρίς μεγάλη πικρία. Ήξερα επιτέλους ποιος ήταν ο άνθρωπος με το καφέ σπορ σακάκι και η όποια πικρία ή ο θυμός που μπορεί να ένιωθα — θυμός απέναντι στην Τζο ή απέναντι στον εαυτό μου- υποχωρούσε μπροστά στην ανακούφιση αυτής της ανακάλυψης. Μέχρι τώρα, δεν είχα συνειδητοποιήσει πόσο με βάραινε η σκέψη αυτού του «αγνώστου». «Πρέπει να είχε τους λόγους της», είπε ο Φρανκ. «Το καταλαβαίνεις αυτό, έτσι δεν είναι;» «Δεν σου είπε όμως ποιοι ήταν». «Το μόνο που ξέρω είναι πως, ό,τι κι αν ήταν αυτό, άρχισε με μια έρευνα που έκανε για ένα άρθρο. Ήταν κάτι που ξεκίνησε για πλάκα. Είμαι σίγουρος ότι στην αρχή δεν σου το είπε για να σου κάνει έκπληξη. Διάβαζε βιβλία, αλλά κυρίως μιλούσε με κόσμο. Άκουγε τις ιστορίες τους από τον παλιό καιρό και τους ζητούσε παλιά γράμματα, ημερολόγια... Νομίζω ότι τα κατάφερνε καλά σε τέτοια πράγματα· πολύ καλά. Δεν ξέρεις τίποτα απ' όλα αυτά;» «Όχι», είπα βαριά. Η Τζο δεν είχε παράνομο δεσμό, αλλά θα μπορούσε να έχει αν το ήθελε, θα μπορούσε να κάνει δεσμό με τον Τομ Σέλεκ και να τους γράψουν οι εφημερίδες και τα περιοδικά, ενώ εγώ θα συνέχιζα να χτυπάω τα πλήκτρα του PowerBook μέσα στη μακαριότητα της άγνοιας.
«Ό,τι κι αν βρήκε», είπε ο Φρανκ, «νομίζω ότι ήταν απλώς μια τυχαία ανακάλυψη». «Και δεν μου είπες τίποτα. Τέσσερα χρόνια τώρα, και δεν είπες λέξη». «Αυτή η συνάντηση ήταν η τελευταία φορά που ήμουν μαζί της», είπε ο Φρανκ και τώρα ο τόνος του δεν ήταν ούτε απολογητικός ούτε φανέρωνε αμηχανία. «Και το τελευταίο πράγμα που μου ζήτησε ήταν να μη σου πω ότι πήγαμε στο σπίτι. Μου είπε ότι θα σου τα έλεγε όλα μόνη της όταν θα ήταν έτοιμη, αλλά πέθανε. Μετά δεν φαντάστηκα ότι είχε σημασία. Μάικ, ήταν αδερφή μου και της είχα δώσει το λόγο μου». «Εντάξει, καταλαβαίνω». Και όντως καταλάβαινα, αλλά, ίσως, όχι απόλυτα. Τι είχε ανακαλύψει η Τζο; Ότι ο Νορμάλ Όστερ έπνιξε το γιο του, βρέφος ακόμη, κάτω από την τρόμπα του νερού; Ότι γύρω στις αρχές του αιώνα κάποιοι άφησαν μια παγίδα για ζώα σε ένα μέρος απ' όπου ήξεραν ότι θα περνούσε ένα νεγράκι και θα την πατούσε; Ότι ένα άλλο νεγράκι, ίσως καρπός του αιμομεικτικού έρωτα του Σον και της Σάρας Τίντγουελ, είχε πνιγεί στη λίμνη; Ότι το είχε πνίξει ίσως η ίδια του η μάνα ξεσπώντας σ' εκείνο το βραχνό, τρελό γέλιο της καθώς το κρατούσε κάτω από το νερό; Πρέπει να κουνιέσαι πέρα δώθε και πάνω κάτω, μωρό μου, και να κρατήσεις τον μικρό βαθιά. «Αν πιστεύεις ότι πρέπει να σου ζητήσω συγνώμη, Μάικ, θεώρησε ότι σου ζητώ». «Όχι, δεν χρειάζεται. Φρανκ, θυμάσαι τίποτ' άλλο που είπε εκείνη τη μέρα; Οτιδήποτε;» «Ναι. Μου είπε ότι ήξερε πώς βρήκες το σπίτι». «Τι πράγμα;» «Είπε πως, όταν το σπίτι θέλει κάποιον, τον καλεί». Στην αρχή δεν μπορούσα να απαντήσω, γιατί ο Φρανκ Άρλεν είχε γκρεμίσει ολοκληρωτικά μια από τις βασικές παραδοχές μου για τον έγγαμο βίο μου —μια παραδοχή από εκείνες που σου φαίνονται τόσο θεμελιώδεις και αυτονόητες που δεν σκέφτεσαι ποτέ να τις αμφισβητήσεις. Η βαρύτητα κρατάει τα πράγματα κάτω. Με το φως βλέπουμε. Η βελόνα της πυξίδας δείχνει βόρεια. Τέτοια πράγματα.
Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη παραδοχή, η Τζο ήταν αυτή που ήθελε να αγοράσουμε το Σάρα Λαφς την εποχή που πήραμε τα πρώτα ικανοποιητικά ποσά από τα βιβλία μου, επειδή απλούστατα τα σπίτια ήταν ειδικότητα της Τζο, όπως ο δικός μου τομέας ήταν τα αυτοκίνητα. Και πράγματι, αυτό ακριβώς ίσχυε: η Τζο είχε διαλέξει όλα τα διαμερίσματα όπου είχαμε μείνει όσο καιρό δεν είχαμε λεφτά για δικό μας σπίτι. Η Τζο κρεμούσε έναν πίνακα εδώ και μου ζητούσε να βάλω ένα ράφι εκεί. Η Τζο ήταν αυτή που ερωτεύτηκε το σπίτι στο Ντέρι και τελικά έκαμψε τις δικές μου αντιρρήσεις, ότι το σπίτι είναι πολύ μεγάλο και παλιό, ότι η περιοχή έχει πολλή κίνηση. Όταν το σπίτι θέλει κάποιον, τον καλεί. Κατά πάσα πιθανότητα, αυτό συνέβαινε τελικά. Ή μάλλον όχι· αν δεν σταματούσα στις εύκολες απαντήσεις και στις αναμνήσεις που επέλεγα ο ίδιος, θα έπρεπε να πω ότι ακριβώς αυτό συνέβαινε. Ενώ το σπίτι ήταν ο τομέας της Τζο, εγώ ήμουν αυτός που είχε ρίξει πρώτος την ιδέα να αγοράσουμε ένα εξοχικό στο Δυτικό Μέιν. Εγώ ήμουν αυτός που μάζεψε πακέτα μπροσούρες από κτηματομεσιτικά γραφεία και τις κουβάλησε στο σπίτι. Εγώ άρχισα να αγοράζω περιοδικά της περιοχής και πάντα ξεκινούσα το ξεφύλλισμα από πίσω, εκεί όπου είναι οι διαφημίσεις των κτηματομεσιτικών γραφείων. Εγώ είδα πρώτος μια φωτογραφία του Σάρα Λαφς σε ένα φυλλάδιο, εγώ τηλεφώνησα αρχικά στον κτηματομεσίτη και μετά στη Μαρί Χίνγκερμαν, αφού πίεσα τόσο πολύ το μεσίτη, ώστε τον ανάγκασα να μου δώσει το όνομα της. Η Τζοάνα είχε γοητευτεί κι αυτή από το Σάρα Λαφς. Νομίζω ότι ο καθένας θα γοητευόταν αν το έβλεπε για πρώτη φορά κάτω από το φως του φθινοπωρινού ήλιου, με τα δέντρα να υψώνονται κιτρινοκόκκινα γύρω του και πολύχρωμα φύλλα να παρασέρνονται στο Δρόμο από το αεράκι. Εγώ όμως ήμουν εκείνος που το βρήκε. Αλλά όχι, κι αυτό ήταν εύκολη απάντηση και επιλεγμένη ανάμνηση. Η πραγματικότητα ήταν ότι το σπίτι με είχε βρει . Και γιατί δεν το είχα καταλάβει ως τώρα; Πώς οδηγήθηκα εδώ μέσα σε πλήρη και μακάρια άγνοια; Η απάντηση και στις δυο ερωτήσεις ήταν η ίδια. Ήταν, επίσης, η απάντηση σε μια άλλη ερώτηση, δηλαδή, στο πώς ήταν δυνατόν να
ανακάλυψε η Τζο κάτι σοβαρό για το σπίτι, τη λίμνη, ίσως για όλο το Τι-Αρ, ενώ εγώ δεν πήρα είδηση τίποτα. Απλούστατα, δεν ήμουν εκεί, «έλειπα». Ήμουν στη ζώνη, σε ύπνωση, γιατί έγραφα ένα από τα ηλίθια βιβλία μου. Είχα υπνωτιστεί από τις φαντασιώσεις που περνούσαν από το μυαλό μου, και έναν υπνωτισμένο άνθρωπο είναι εύκολο να τον οδηγήσεις όπου θέλεις. «Μάικ; Μ' ακούς;» «Σ' ακούω, Φρανκ. Αλλά δεν μπορώ να καταλάβω τι μπορεί να την τρόμαξε τόσο πολύ». «Θυμάμαι ότι ανέφερε και ένα άλλο όνομα: Ρόις Μέριλ. Είπε ότι αυτός θυμάται τα περισσότερα, επειδή είναι τόσο μεγάλος. Και μου είπε επίσης, "Δεν θέλω να του μιλήσει ο Μάικ. Φοβάμαι ότι ο γέρος θα τα ξεράσει όλα, θα του πει περισσότερα από όσα πρέπει να ξέρει". Έχεις ιδέα τι μπορεί να εννοούσε;» «Να σου πω... Υπάρχει το ενδεχόμενο να είχε καταλήξει εδώ ένα παρακλάδι από το οικογενειακό μου δέντρο. Όμως οι συγγενείς της μητέρας μου είναι από το Μέμφις. Οι Νούναν είναι από το Μέιν αλλά όχι από αυτό το μέρος». Ωστόσο, αυτό δεν το πίστευα πια απόλυτα. «Μάικ, τι έχεις; Ακούγεσαι σχεδόν άρρωστος». «Καλά είμαι. Καλύτερα από ό,τι ήμουν, βασικά». «Και καταλαβαίνεις γιατί δεν σου είπα τίποτα; θέλω να πω, αν ήξερα τις ιδέες που θα περνούσαν από το μυαλό σου... αν είχα υποψιαστεί το παραμικρό... θα σου τα έλεγα». «Νομίζω ότι καταλαβαίνω. Δεν έπρεπε να μπουν στο νου μου τέτοιες ιδέες, αλλά από τη στιγμή που θα αρχίσουν να σε ζώνουν υποψίες αυτού του είδους... » «Όταν γύρισα πίσω στο Σάνφορντ εκείνο το βράδυ, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι όλα αυτά ήταν από κείνες τις παραξενιές της Τζο, ξέρεις, "Φτου, υπάρχει μια σκιά στη σελήνη, να μη βγει κανένας έξω μέχρι αύριο". Ήταν πάντα προληπτική. Χτυπούσε ξύλο, αν της χυνόταν αλάτι έπαιρνε μια πρέζα και την πετούσε πάνω από τον ώμο της, φορούσε εκείνα τα σκουλαρίκια με τα τετράφυλλα τριφύλλια... » «Ή αν φορούσε κατά λάθος κανένα πουλόβερ το μέσα έξω, μετά δεν το έβαζε», είπα. «Έλεγε ότι σου γυρίζει ανάποδα όλη τη μέρα».
«Και δεν σου τη γυρίζει;» ρώτησε ο Φρανκ, και κατάλαβα ότι χαμογελούσε. Ξαφνικά θυμήθηκα την Τζο, την ξανάφερα στο μυαλό μου ολοκληρωτικά, με κάθε λεπτομέρεια· είδα μέχρι και τα μικρά χρυσαφένια στίγματα στο αριστερό της μάτι, και δεν ήθελα καμιά άλλη. Καμιά άλλη δεν μου έφτανε. «Πάντως, πίστευε ότι υπάρχει κάτι κακό στο σπίτι», είπε ο Φρανκ. «Αυτό το ξέρω σίγουρα». Τράβηξα ένα χαρτί μπροστά μου κι έγραψα πάνω Κάια. «Ναι. Και στο μεταξύ μπορεί να είχε αρχίσει να υποψιάζεται ότι είναι έγκυος. Μπορεί να φοβόταν... τις επιρροές». Και σίγουρα υπήρχαν επιρροές εδώ. «Πιστεύεις ότι τα περισσότερα απ' αυτά τα έμαθε από τον Ρόις Μέριλ;» «Όχι, αυτό ήταν απλώς ένα όνομα που ανέφερε. Μάλλον μίλησε με δεκάδες άτομα. Ξέρεις κάποιον Κλόστερ; Γκλόστερ; Κάπως έτσι;» «Όστερ», είπα. Κάτω από το Κάια το μολύβι μου έκανε μια σειρά από χοντρούς διαδοχικούς κύκλους σαν θηλιές. «Κένι Όστερ;» «Ναι, μάλλον αυτός πρέπει να είναι. Τέλος πάντων, ξέρεις πώς ήταν η Τζο όταν άρχιζε να ασχολείται με κάτι. Δεν το παρατούσε με τίποτα». Ναι. Με τίποτα. «Μάικ; Μήπως πρέπει να έρθω εκεί;» Όχι. Τώρα ήμουν σίγουρος. Ούτε ο Χάρολντ Ομπλόφσκι ούτε ο Φρανκ. Ένιωθα ότι βρισκόταν σε εξέλιξη μια διαδικασία, κάτι λεπτό και οργανικό όπως το φούσκωμα του ψωμιού μέσα σε ζεστό δωμάτιο. Ο Φρανκ μπορεί να διέκοπτε τη διαδικασία... ή να πάθαινε κανένα κακό. «Όχι, απλώς ήθελα να ξεκαθαρίσω τα πράγματα. Άλλωστε, αυτό τον καιρό γράφω, και όταν γράφω δεν μπορώ να έχω κόσμο γύρω μου». «Θα μου τηλεφωνήσεις αν μπορώ να σε βοηθήσω σε τίποτα;» «Σίγουρα», είπα. Έκλεισα το τηλέφωνο, ξεφύλλισα τον κατάλογο και βρήκα τον αριθμό του Ρόις Μέριλ στην Ντιπ Μπει Ρόουντ.
Τηλεφώνησα, περίμενα να χτυπήσει καμιά δεκαριά φορές και τελικά το έκλεισα. Ο Ρόις δεν είχε μοντέρνα μηχανήματα, αυτόματους τηλεφωνητές και τέτοια. Αναρωτήθηκα που να είναι. Ήταν ενενήντα πέντε χρονών, λίγο μεγάλος για να πάει να χορέψει, ιδιαίτερα με τέτοια ζέστη. Κοίταξα το χαρτί όπου είχα γράψει Κάια. Κάτω από τις θηλιές έγραψα Κάιρα και θυμήθηκα ότι την πρώτη φορά που άκουσα την Κάι να λέει το όνομα της νόμισα ότι είπε «Κάια». Κάτω από το Κάιρα έγραψα Κάιτο, δίστασα για μια στιγμή και μετά έγραψα Κάρλα. Έβαλα αυτά τα ονόματα σε ένα τετράγωνο. Δίπλα τους έγραψα Τζοάνα, Μπρίτζετ και Τζάρεντ. Τα ανθρωπάκια του ψυγείου. Αυτοί που ήθελαν να πάω κάτω δεκαεννιά και ενενήντα δυο. «Εμπρός, Μωυσή, κατέβα, σε περιμένει η Γη της Επαγγελίας», είπα στο άδειο σπίτι. Κοίταξα γύρω μου. Ήμουν μόνο εγώ, ο Μπάντερ και το γατορολόι... Ή, μάλλον, όχι ακριβώς. Υπήρχαν κι άλλοι εδώ μέσα. Όταν θέλει κάποιον, τον καλεί. Σηκώθηκα και πήρα άλλη μια μπίρα. Τα φρούτα και τα λαχανικά είχαν σχηματίσει κύκλο πάλι. Στη μέση, ήταν γραμμένο τώρα αυτό το μήνυμα: πάντα τεφρά Τι ήταν αυτό; Όπως ψέλνουν στις κηδείες —Πάντα χόνις, πάντα τέφοα, πάντα σκιά. Κοίταζα αυτά τα γράμματα για πολλή ώρα. Μετά θυμήθηκα ότι η IBM ήταν ακόμη έξω στη βεράντα. Την έφερα μέσα, την ακούμπησα στο τραπέζι του καθιστικού κι άρχισα να δουλεύω το ηλίθιο βιβλίο μου. Σε δεκαπέντε λεπτά είχα χαθεί μέσα στην πλοκή και τους χαρακτήρες του. Μόλις που αντιλαμβανόμουν τις βροντές κάπου πάνω από τη λίμνη και το κουδουνάκι του Μπάντερ που χτυπούσε πότε πότε. Όταν ξαναπήγα στο ψυγείο ύστερα από μια ώρα περίπου για να πάρω άλλη μια μπίρα, οι λέξεις μέσα στον κύκλο τώρα έλεγαν τα πάντα τεφρά
Μόλις που το πρόσεξα. Εκείνη τη στιγμή δεν με ένοιαζαν ούτε οι στάχτες ούτε οι σκιές. Ο Τζον Σάκλφορντ είχε αρχίσει να θυμάται το παρελθόν του, και ένα παιδί που δεν είχε φίλους εκτός από τον Τζον. Τον παραμελημένο Ρέι Γκάρατι. Έγραφα μέχρι τα μεσάνυχτα. Στο μεταξύ οι κεραυνοί είχαν σταματήσει, αλλά η ζέστη ήταν ακόμη αποπνικτική. Έσβησα την IBM και πήγα για ύπνο. Απ' ό,τι θυμάμαι, δεν σκεφτόμουν απολύτως τίποτα -ούτε καν τη Μέτι, που θα ήταν ξαπλωμένη στο δικό της κρεβάτι μερικά χιλιόμετρα πιο κάτω. Το γράψιμο είχε εξαφανίσει όλες τις σκέψεις του πραγματικού κόσμου, τουλάχιστον προσωρινά. Νομίζω ότι, τελικά, αυτή είναι η βασική του χρησιμότητα. Είτε είναι καλό είτε κακό, περνάει η ώρα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 21 Περπατούσα προς τα βόρεια στο Δρόμο. Δεξιά κι αριστερά υπήρχαν πολύχρωμα φαναράκια, αλλά ήταν όλα σβηστά γιατί ήταν μέρα. Η ζέστη και η υγρασία του Ιουλίου είχαν χαθεί και ο ουρανός είχε εκείνη τη βαθιά ζαφειρένια απόχρωση που είναι αποκλειστικό γνώρισμα του Οκτωβρίου. Η λίμνη είχε σκούρο γαλάζιο χρώμα και λαμπύριζε εδώ κι εκεί από τον ήλιο. Τα δέντρα είχαν τα φθινοπωρινά τους χρώματα, που τα έκαναν να μοιάζουν με αναμμένους δαυλούς. Φυσούσε νοτιάς, που παρέσερνε τα φύλλα στο δρόμο με ριπές από ξερά κροταλίσματα και κουνούσε τα φαναράκια. Από κάπου μπροστά μου άκουγα μουσική. Η Σάρα και οι Ρεντ-Τοπ. Η Σάρα τα έδινε όλα, τραγουδούσε τους στίχους γελώντας όπως πάντα... μόνο που πώς είναι δυνατόν ένα γέλιο να μοιάζει τόσο πολύ με μουγκρητό; «Λευκέ, εγώ δεν θα σκότωνα ποτέ δικό μου παιδί. Αν είναι δυνατόν να σκεφτείς τέτοιο πράγμα!» Γύρισα, περιμένοντας να τη δω πίσω μου, αλλά δεν υπήρχε κανείς. Αν και… Ναι, υπήρχε η Πράσινη Γυναίκα, μόνο που το φύλλωμα της είχε το φθινοπωρινό του χρώμα και είχε γίνει Κίτρινη Γυναίκα. Το γυμνό κλαδί του πεύκου από πίσω της έδειχνε πάντα το δρόμο: πήγαινε βόρεια, νεαρέ, πήγαινε βόρεια. Λίγο πιο κάτω στο Δρόμο υπήρχε μια άλλη σημύδα, εκείνη που άρπαξα για να κρατηθώ όταν μου ήρθε πάλι εκείνη η τρομερή αίσθηση του πνιγμού. Περίμενα να νιώσω πάλι το ίδιο, να γεμίσουν το στόμα και ο λαιμός μου με τη μεταλλική γεύση του νερού της λίμνης, αλλά δεν έγινε τίποτα. Κοίταξα προς τα πίσω, την Κίτρινη Γυναίκα, και ακόμη πιο πίσω, το Σάρα Λαφς. Το σπίτι υπήρχε, αλλά ήταν πολύ μικρότερο: δεν είχε τη βόρεια και τη νότια πτέρυγα ούτε τον πρώτο όροφο. Κανένα ίχνος από το στούντιο της Τζο στο πλάι. Δεν είχαν χτιστεί ακόμη όλα αυτά. Φαίνεται ότι η Κίτρινη Γυναίκα είχε ταξιδέψει πίσω
στο χρόνο μαζί μου, το ίδιο και η άλλη σημύδα, από την οποία είχα πιαστεί. Κατά τα άλλα όμως... «Πού είμαι;» ρώτησα την Κίτρινη Γυναίκα και τα φαναράκια. Μετά μου ήρθε μια καλύτερη ερώτηση. «Σε ποια εποχή είμαι;» Καμιά απάντηση. «Είναι όνειρο, σωστά; Είμαι στο κρεβάτι μου κι ονειρεύομαι». Κάπου πάνω από τη λαμπερή γαλάζια επιφάνεια της λίμνης, ένας κορμοράνος έκρωξε. Δύο φορές. Κράξε μία φορά για ναι, δύο φορές για όχι, σκέφτηκα. Όχι, δεν είναι όνειρο, Μάικλ. Δεν ξέρω τι ακριβώς είναι —πνευματικό ταξίδι μέσα στο χρόνο, ίσως—, αλλά δεν είναι όνειρο. «Δηλαδή, συμβαίνει πραγματικά;» ρώτησα τη μέρα και από κάπου μέσα από τα δέντρα, όπου ένα μονοπάτι που πολύ αργότερα θα ονομαζόταν Οδός 42 συναντούσε ένα χωματόδρομο που πολύ αργότερα θα ονομαζόταν Αυτοκινητόδρομος 68, έκρωξε ένα κοράκι. Μία φορά. Πήγα στη σημύδα που μισοκρεμόταν πάνω από τη λίμνη, πέρασα το χέρι μου γύρω από τον κορμό της (τότε ζωντάνεψε μια πολύ σύντομη ανάμνηση, η στιγμή που περνούσα τα χέρια μου στη μέση της Μέτι, νιώθοντας το φόρεμα να γλιστρά πάνω στο δέρμα της) και κοίταξα μέσα στο νερό. Ήθελα να δω το πνιγμένο παιδί και ταυτόχρονα φοβόμουν μήπως το δω. Δεν υπήρχε παιδί εδώ, αλλά είδα κάτι άλλο στο βυθό της λίμνης, εκεί που ήταν το παιδί, ανάμεσα σε βράχια, ρίζες και φύκια. Προσπάθησα να διακρίνω τι είναι κι εκείνη τη στιγμή ο αέρας σταμάτησε για λίγο, όπως και οι κυματισμοί του νερού. Ήταν ένα μπαστούνι με χρυσή λαβή. Ένα μπαστούνι της Μπόστον Ποστ. Γύρω του ήταν τυλιγμένες δυο κορδέλες, άσπρες με κατακόκκινο σιρίτι στο πλάι. Βλέποντας το μπαστούνι του Ρόις τυλιγμένο έτσι, θυμήθηκα τις αποφοιτήσεις στο γυμνάσιο και την μπαγκέτα που κουνάει ο αρχηγός της τάξης καθώς οδηγεί τους τελειόφοιτους στις θέσεις τους. Τώρα κατάλαβα γιατί δεν είχε σηκώσει το τηλέφωνο ο γέρος. Ούτε και θα το ξανασήκωνε ποτέ του. Το ήξερα αυτό. 'Ήξερα, επίσης, ότι βρισκόμουν σε μια εποχή πριν ακόμη γεννηθεί ο Ρόις. Η Σάρα Τίντγουελ ήταν εδώ, την άκουγα να τραγουδάει. Και όταν
γεννήθηκε ο Ρόις το 1903, η Σάρα είχε φύγει από την περιοχή, δυο χρόνια νωρίτερα, μαζί με τους Ρεντ-Τοπ Μπόις. «Εμπρός, Μωυσή, κατέβα», είπα στο μπαστούνι μέσα στο νερό. «Σε περιμένει η Γη της Επαγγελίας». Προχώρησα προς τον ήχο της μουσικής, αναζωογονημένος από τον δροσερό αέρα. Τώρα άκουγα και φωνές, πολλές φωνές, συζητήσεις και γέλια. Ανάμεσα τους ξεχώριζε η φωνή ενός κράχτη, να ανεβοκατεβαίνει σαν πιστόνι: «Για περάστε, παιδιά, για περάστε, για περάστε? Έχουμε απ' όλα, περάστε, αλλά γρήγορα, η παράσταση αρχίζει σε δέκα λεπτά! Δείτε την Αντζελίνα, τη Γυναίκα-Φίδι, που κουλουριάζεται και γλιστρά, θα σας μαγέψει τα μάτια και θα σας κλέψει την καρδιά, αλλά μην την πλησιάσετε, γιατί τα δόντια της έχουν δηλητήριο! Δείτε τον Χάντο, το Παιδί με το Σκυλίσιο Πρόσωπο, τον τρόμο των Νότιων θαλασσών! Δείτε τον Ανθρώπινο Σκελετό! Δείτε το Ανθρώπινο Τέρας, από μια εποχή που ξέχασε ακόμη και ο Θεός! Δείτε τη Γυναίκα με τη Γενειάδα και τους Τρομερούς Αρειανούς! Τα 'χουμε όλα, για περάστε, για περάστε!» Άκουγα το ατμοκίνητο κατασκεύασμα που έπαιζε μουσική καθώς τα αλογάκια γύριζαν γύρω γύρω· άκουσα και το χτύπημα του κουδουνιού στην κορυφή του στύλου, όταν κάποιος ξυλοκοπάς κέρδισε ένα παιχνίδι για την αγαπημένη του. Αν έκρινα από τις ενθουσιώδεις γυναικείες κραυγές, φαίνεται ότι το χτύπημα του ήταν τόσο δυνατό, που κόντεψε να πετάξει το βαρίδι πάνω από το στύλο. Ακούγονταν πυροβολισμοί από τουφέκια των 22 από το σκοπευτήριο και το μουγκάνισμα κάποιας βραβευμένης αγελάδας... Και τώρα άρχισαν να φτάνουν στα ρουθούνια μου οσμές που θυμόμουν από πανηγύρια των παιδικών μου χρόνων: γλυκιά τηγανητή ζύμη, ψητά κρεμμύδια και πιπεριές, μαλλί της γριάς, κοπριά, άχυρο. Άρχισα να περπατάω πιο γρήγορα, ενώ ο ήχος από τις κιθάρες και τα μπάσα γινόταν πιο δυνατός. Τώρα η καρδιά μου χτυπούσε πιο γρήγορα. θα τους έβλεπα να παίζουν, θα έβλεπα τη Σάρα Λαφς και τους Ρεντ-Τοπ Μπόις ζωντανούς στη σκηνή. Αυτό εδώ δεν ήταν κάποιο τρελό όνειρο από το παραλήρημα του πυρετού. Συνέβαινε τούτη τη στιγμήγια περάστε, λοιπόν, για περάστε.
Το σπίτι των Γουόσμπερν (που θα ήταν πάντα το σπίτι των Μπρίκερ για την Μπρέντα Μεσέρβ) δεν υπήρχε. Πέρα από το σημείο όπου θα χτιζόταν στο μέλλον, στην απότομη πλαγιά από την ανατολική μεριά του Δρόμου, υπήρχε μια πλατιά ξύλινη σκάλα. Εδώ τα φαναράκια ήταν αναμμένα παρ' όλο που ήταν μέρα και η μουσική ήταν ακόμη πιο δυνατή. Η Σάρα τραγουδούσε το Jimmy Crack Corn. Ανέβηκα τη σκάλα, πλησιάζοντας στο χώρο απ' όπου έρχονταν τα γέλια και οι φωνές, η μουσική από τους Ρεντ-Τοπ και από τα περιστρεφόμενα αλογάκια, η μυρωδιά από τις τηγανίτες και τα ζώα. Πάνω από τη σκάλα υπήρχε μια ξύλινη αψίδα με την επιγραφή: ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΑΤΕ ΣΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ ΤΟΥ ΦΡΑΪΜΠΕΡΓΚ ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΑΤΕ ΣΤΟΝ 20ο ΑΙΩΝΑ Καθώς κοίταζα, ένα αγοράκι με κοντό παντελόνι και μια γυναίκα με μπλούζα και με μια φούστα που έφτανε μέχρι τους αστραγάλους πέρασαν κάτω από την αψίδα με κατεύθυνση προς το μέρος μου. Αμέσως η εικόνα τους άρχισε να τρεμοσβήνει, να γίνεται διαφανής. Για μια στιγμή είδα τους σκελετούς τους και τα κοκάλινα χαμόγελα των κρανίων τους κάτω από τα γελαστά τους πρόσωπα. Άλλη μια στιγμή ακόμη και η εικόνα τους έσβησε εντελώς. Δύο γεωργοί —ο ένας φορούσε ψάθινο καπέλο, ο άλλος χειρονομούσε ζωηρά κρατώντας μια πίπα από καλαμπόκι— εμφανίστηκαν από την άλλη μεριά της αψίδας με τον αντίστροφο τρόπο -δύο αχνές εικόνες που «στερεοποιήθηκαν». Κατάλαβα ότι υπήρχε ένα «φράγμα» ανάμεσα στο Δρόμο και το πανηγύρι. Όμως είχα την υποψία ότι αυτό το φράγμα δεν θα με επηρέαζε εμένα. Εγώ ήμουν η εξαίρεση. «Έτσι είναι;» ρώτησα. «Μπορώ να μπω μέσα;» To κουδούνι στην κορυφή του Στύλου της Δύναμης χτύπησε δυνατά και καθαρά. Χτύπα μία φορά για ναι, δύο για όχι. Συνέχισα να ανεβαίνω τη σκάλα. Μερικά σκαλιά ακόμη και είδα έναν τροχό λούνα παρκ να γυρίζει με φόντο τον λαμπερό ουρανό· ο τροχός που φαινόταν στο βάθος της φωτογραφίας των Ρεντ-Τοπ Μπόις στο βιβλίο του Οστίν. Ο σκελετός του ήταν μεταλλικός, αλλά οι πολύχρωμες γόνδολες ήταν ξύλινες. Για να φτάσεις στον τροχό, περνούσες από έναν πλατύ
διάδρομο με ατραξιόν, στρωμένο με πριονίδι. Το πριονίδι είχε το σκοπό του —σχεδόν όλοι οι άντρες μασούσαν ταμπάκο. Σταμάτησα για μερικές στιγμές στην κορυφή της σκάλας, χωρίς να περάσω την αψίδα. Φοβόμουν τι μπορεί να συνέβαινε αν περνούσα από κάτω. Φοβόμουν μήπως πεθάνω ή εξαφανιστώ, ναι, αλλά κυρίως φοβόμουν μήπως δεν μπορέσω ποτέ να γυρίσω πίσω και καταδικαστώ να ζω αιώνια σαν επισκέπτης στο πανηγύρι του Φράιμπεργκ στις αρχές του αιώνα. Έμοιαζε με διήγημα του Ρέι Μπράντμπερι. Τελικά, εκείνο που με τράβηξε σ' αυτό τον άλλο κόσμο ήταν η Σάρα Τίντγουελ. Ήθελα να τη δω με τα μάτια μου. Ήθελα να τη δω να τραγουδάει. Αισθάνθηκα μια ανατριχίλα καθώς πέρασα κάτω από την αψίδα, και ταυτόχρονα ακούστηκε ένας αναστεναγμός που έμοιαζε σαν να έβγαινε από εκατομμύρια στήθη, από ανθρώπους πολύ μακριά. Αναστεναγμός ανακούφισης ή φόβου; Δεν ήξερα. Το μόνο που ήξερα σίγουρα ήταν ότι από την άλλη πλευρά της αψίδας τα πράγματα διέφεραν —ήταν η διαφορά ανάμεσα στο να κοιτάζεις κάτι μέσα από ένα παράθυρο και στο να είσαι πραγματικά δίπλα του, η διαφορά ανάμεσα στο να βλέπεις και στο να συμμετέχεις. Τα χρώματα ήταν τρομερά έντονα, έμοιαζαν να αναπηδούν μέσα από τα πράγματα. Οι μυρωδιές, που ήταν γλυκές και με γέμιζαν νοσταλγία όταν στεκόμουν από την άλλη μεριά της αψίδας, τώρα είχαν γίνει τραχιές και αισθησιακές· πρόζα αντί για ποίηση. Μύριζα λουκάνικα, τηγανητό βοδινό και το σκοτεινό άρωμα της βραστής σοκολάτας. Δύο παιδιά πέρασαν δίπλα μου τρώγοντας μαλλί της γριάς μέσα από ένα χάρτινο χωνάκι. Και τα δύο κρατούσαν δεμένα μαντίλια μέσα στα οποία είχαν βάλει κέρματα. «Ε, παιδιά!» τους φώναξε ένας κράχτης με σκούρο μπλε πουκάμισο. Φορούσε ελαστικούς μανικοδέτες στα μπράτσα. «Ρίξτε κάτω τα μπουκάλια με το γάλα και κερδίστε το βραβείο! Δεν έχει χάσει κανείς από το πρωί!» Πιο κάτω, οι Ρεντ-Τοπ Μπόις άρχισαν να παίζουν το Fishin Blues. Εκείνος ο μικρός με την κιθάρα στο πάρκο του Καστλ Ροκ ήταν πολύ καλός, αλλά αυτό που άκουγα τώρα έκανε το τραγούδι του να μοιάζει παλιό, αργό και άσχετο. Δεν ήταν χαριτωμένο κομμάτι, σαν
παλιός πίνακας με κυρίες που χορεύουν κόσμια κρατώντας τις φούστες τους ανεβασμένες στα γόνατα, με τις άκρες από τις φουφούλες τους να διακρίνονται από κάτω. Δεν ήταν ένα κομμάτι που είχε συλλέξει ο Άλαν Λόμαξ μαζί με τα άλλα λαϊκά της εποχής, μία ακόμη σκονισμένη πεταλούδα μέσα σε μια γυάλα γεμάτη από τέτοια δείγματα. Αυτό το τραγούδι ήταν σκέτη αισχρολογία, με όση επιφανειακή κάλυψη χρειαζόταν για να μην πάει στη φυλακή όλη η μπάντα για προσβολή της δημοσίας αιδούς. Η Σάρα Τίντγουελ τραγουδούσε για το βρόμικο μπούγκι, και ήμουν σίγουρος ότι όλοι αυτοί οι γεωργοί με τις φόρμες, τα ψάθινα καπέλα, τον ταμπάκο στο στόμα και τα ροζιασμένα χέρια που στέκονταν μπροστά στη σκηνή και την άκουγαν ονειρεύονταν να το κάνουν μαζί της, να φτάσουν μέχρι εκεί που πτυχώνει η σάρκα, η κάψα γίνεται πιο έντονη και αρχίζει να μισοφαίνεται το ροζ. Άρχισα να περπατώ προς τα εκεί, ακούγοντας αγελάδες να μουγκανίζουν και πρόβατα να βελάζουν στους στάβλους της έκθεσης. Πέρασα μπροστά από το σκοπευτήριο, τους κρίκους και τη λιμνούλα με τα ψεύτικα παπάκια. Πέρασα μπροστά από μια σκηνή όπου δύο Κόρες της Αντζελίνα χόρευαν έναν αργό φιδίσιο χορό με τα χέρια τους ενωμένα, ενώ ένας τύπος με τουρμπάνι στο κεφάλι και βερνίκι παπουτσιών στο πρόσωπο έπαιζε μια φλογέρα. Η εικόνα που ήταν ζωγραφισμένη πάνω στο τεντωμένο καραβόπανο άφηνε να εννοηθεί ότι σε σύγκριση με την Αντζελίνα —που μπορούσες να τη δεις μέσα μόνο με δέκα σεντς-, αυτές οι δύο δεν ήταν τίποτα. Πέρασα μπροστά από την Αλέα των Τεράτων, ένα λάκκο όπου έψηναν καλαμπόκια και το Στοιχειωμένο Σπίτι, όπου σε άλλα τεντωμένα καραβόπανα, εικονίζονταν φαντάσματα να βγαίνουν από σπασμένα παράθυρα και μισογκρεμισμένες καμινάδες. Τα πάντα εκεί μέσα είναι θάνατος, σκέφτηκα... Από το εσωτερικό του σπιτιού, όμως, ακούγονταν παιδιά να γελούν και να στριγκλίζουν καθώς έπεφταν πάνω σε πράγματα μέσα στο σκοτάδι. Τα μεγαλύτερα ανάμεσα τους σίγουρα θα έδιναν κλεφτά φιλιά. Πέρασα το Στύλο της Δύναμης, όπου οι διαβαθμίσεις που οδηγούσαν στο μπρούντζινο κουδούνι στην κορυφή έλεγαν ΒΥΖΑΝΙΑΡΙΚΟ, ΜΑΜΜΟΘΡΕΦΤΟ, ΔΟΚΙΜΑΣΕ ΠΑΛΙ, ΑΝΤΡΑΣ, ΑΝΤΡΑΚΛΑΣ, και κάτω από το κουδούνι, με κόκκινο,
ΗΡΑΚΛΗΣ! Στη μέση ενός μικρού πλήθους, ένας νεαρός με κόκκινα μαλλιά έβγαζε το πουκάμισο του, αποκαλύπτοντας ένα μυώδες κορμί. Ένας τύπος με πούρο στο στόμα του έδωσε ένα σφυρί. Πέρασα το μπέιζμπολ και ένα αντίσκηνο όπου καθόταν κόσμος σε πάγκους και έπαιζε Μπίνγκο. Τα πέρασα όλα σχεδόν χωρίς να τα προσέξω. Ήμουν στη ζώνη, σε ύπνωση, «θα πρέπει να του ξανατηλεφωνήσεις», έλεγε μερικές φορές η Τζο στον Χάρολντ. «Ο Μάικλ βρίσκεται στη Χώρα της Φαντασίας». Μόνο που τώρα τίποτα δεν έμοιαζε φανταστικό, και το μόνο πράγμα που με ενδιέφερε ήταν η εξέδρα στη βάση του τροχού. Υπήρχαν οχτώ μαύροι εκεί πάνω, ίσως και δέκα. Μπροστά μπροστά, η Σάρα Τίντγουελ έπαιζε μια κιθάρα που είχε κρεμασμένη στον ώμο της. Ήταν ζωντανή. Ήταν στην ακμή της. Έγειρε πίσω το κεφάλι της και γέλασε στον ουρανό. Εκείνο που με έβγαλε από τη ζάλη ήταν μια κραυγή από πίσω μου: «Περίμενε, Μάικ! Περίμενε!» Γύρισα και είδα την Κάιρα να τρέχει προς το μέρος μου, περνώντας ανάμεσα στον κόσμο, με τα ποδαράκια της να κινούνται σαν έμβολα. Φορούσε άσπρο ναυτικό φόρεμα με κόκκινο σιρίτι και ψάθινο καπέλο με σκούρα μπλε κορδέλα στο μπορ. Στο ένα χέρι της κρατούσε τον Στρίκλαντ και όταν έφτασε κοντά μου έκανε μια βουτιά μπροστά, όντας σίγουρη ότι θα την πιάσω στον αέρα και θα τη σηκώσω ψηλά. Την έπιασα, και όταν πήγε να της πέσει το καπέλο το έπιασα κι αυτό και της το έβαλα πάλι στο κεφάλι . «Έκανα τάκλιν στον δικό μου παίκτη», είπε και γέλασε . «Πάλι». «Βέβαια», είπα. «Έχεις γίνει φοβερή στο τάκλιν». Εγώ φορούσα αγροτική φόρμα (από την μπροστινή τσέπη του στήθους ξεπρόβαλλε ένα μπλε μαντίλι ξεθωριασμένο από το πλύσιμο) και εργατικές μπότες λερωμένες από κοπριά. Κοίταξα τις άσπρες κάλτσες της Κάιρα και είδα ότι ήταν φτιαγμένες από μια τοπική βιοτεχνία. Και ήξερα ότι, αν της έβγαζα το ψάθινο καπέλο και κοίταζα μέσα, δεν θα έβρισκα καμιά ετικέτα που να λέει Made in Mexico ή Made in China. Αυτό το καπέλο κατά πάσα πιθανότητα είχε φτιαχτεί στο Μότον, από κάποια αγρότισσα με κοκκινισμένα χέρια και δάχτυλα παραμορφωμένα από την αρθρίτιδα. «Και, πού είναι η Μέτι;»
«Στο σπίτι, μάλλον. Δεν μπορούσε να έρθει». «Εσύ πώς ήρθες εδώ;» «Ανέβηκα τη σκάλα. Ήταν μεγάλη. Έπρεπε να με περιμένεις. Να με πιάσεις, όπως και την άλλη φορά. θέλω να ακούσω τη μουσική». «Κι εγώ. Ξέρεις ποια είναι αυτή, Κάιρα;» «Ναι», μου απάντησε η Κάιρα. «Η μαμά του Κάιτο. Κάνε γρήγορα, αργοκίνητο καράβι!» Προχώρησα προς τη σκηνή, ενώ σκεφτόμουν ότι μάλλον θα αναγκαζόμασταν να σταθούμε πίσω από τον κόσμο που ήταν μαζεμένος, όμως όλοι έκαναν τόπο για να περάσουμε μόλις τους φτάσαμε· εγώ κρατούσα την Κάιρα στην αγκαλιά μου, ένα γλυκό βάρος στα χέρια μου, με το κομψό ναυτικό φορεματάκι της και το ψάθινο καπέλο με την κορδέλα. Είχε περάσει το χέρι της γύρω από το λαιμό μου, και ο κόσμος άνοιγε για να διαβούμε όπως είχε ανοίξει η Ερυθρά θάλασσα για τον Μωυσή. Επιπλέον, δεν γύρισαν να μας κοιτάξουν. Ακολουθούσαν το ρυθμό με φωνές, με παλαμάκια και χτυπώντας τα πόδια τους, εντελώς απορροφημένοι από τη μουσική. Έκαναν τόπο ασυναίσθητα, σαν να λειτουργούσε κάποιος μαγνητισμός —ο δικός μας θετικός, ο δικός τους αρνητικός. Οι λίγες γυναίκες που υπήρχαν μέσα στον κόσμο κοκκίνιζαν ακούγοντας τους στίχους, αλλά ήταν φανερό ότι τους άρεσε. Μια γελούσε τόσο δυνατά, που έτρεχαν δάκρυα από τα μάτια της. Δεν πρέπει να ήταν πάνω από είκοσι δύο ή είκοσι τριών χρονών. Η Κάιρα την έδειξε και είπε: «Ξέρεις το αφεντικό της Μέτι στη βιβλιοθήκη; Αυτή είναι η γιαγιά της». Η γιαγιά της Λίντι Μπρινκς, φρέσκια σαν μαργαρίτα, σκέφτηκα, θεέ και Κύριε. Οι Ρεντ-Τοπ Μπόις ήταν σκορπισμένοι στη σκηνή κάτω από γιρλάντες με κόκκινες, άσπρες και μπλε σημαίες. Τους αναγνώρισα όλους από τη φωτογραφία στο βιβλίο του Οστιν. Οι άντρες φορούσαν άσπρα πουκάμισα, μανικοδέτες στα μπράτσα, σκουρόχρωμα γιλέκα και παντελόνια. Ο Σον Τίντγουελ, στην άλλη άκρη της σκηνής, φορούσε το ψηλό καπέλο που είχε και στη φωτογραφία. Η Σάρα όμως...
«Γιατί αυτή η κυρία φοράει το φόρεμα της Μέτι;» ρώτησε η Κάιρα κι άρχισε να τρέμει. «Δεν ξέρω, αγάπη μου. Δεν ξέρω». Και δεν μπορούσα να φέρω αντίρρηση· ήταν όντως το άσπρο φόρεμα που φορούσε η Μέτι στο πάρκο. Πάνω στη σκηνή, η μπάντα έκανε ένα διάλειμμα ινστρουμένταλ. Ο Ρέτζιναλντ «Σον» Τίντγουελ πλησίασε τη Σάρα με αργές δρασκελιές" τα χέρια του ήταν δυο καφετιές σκιές πάνω στις χορδές και τα τάσια της κιθάρας· η Σάρα γύρισε προς το μέρος του. Ακούμπησαν τα μέτωπα τους, αυτή γελαστή, εκείνος σοβαρός. Κοιτάχτηκαν στα μάτια και άρχισαν μια κόντρα με τις κιθάρες τους, ενώ ο κόσμος ζητωκραύγαζε και χειροκροτούσε. Οι υπόλοιποι ΡεντΤοπ έπαιζαν γελώντας. Βλέποντας τους έτσι μαζί, κατάλαβα ότι είχα δίκιο: ήταν αδέρφια. Η ομοιότητα ήταν πολύ έντονη. Εκείνο που κοίταζα κυρίως, όμως, ήταν πώς κουνιόταν ο πισινός της Σάρας μέσα σ' εκείνο το άσπρο φόρεμα. Η Κάιρα κι εγώ φορούσαμε ρούχα των αρχών του αιώνα, όμως τα ρούχα της Σάρας ήταν σύγχρονα. Ούτε φουφούλες ούτε μισοφόρια ούτε βαμβακερές κάλτσες. Κανείς δεν έδειχνε να έχει προσέξει ότι το φόρεμα της έφτανε πάνω από τα γόνατα της, ότι ήταν σχεδόν γυμνή με τα δεδομένα της εποχής. Και κάτω από το φόρεμα της Μέτι είχε βάλει εσώρουχα που δεν είχαν δει ποτέ αυτοί οι άνθρωποι: σουτιέν από λίκρα και σλιπάκι πολύ κοφτό στα πλαϊνά. Αν ακουμπούσα τα χέρια μου στη μέση της, το φόρεμα δεν θα γλιστρούσε πάνω σε ένα σκληρό κορσέ αλλά πάνω σε μαλακό γυμνό δέρμα. Καστανό δέρμα, όχι λευκό. Τι θέλεις, μωρό μου; Η Σάρα τραβήχτηκε πίσω από τον Σον, κουνώντας τον πισινό της και γελώντας. Αυτός γύρισε στο σημείο όπου στεκόταν προηγουμένως κι εκείνη στράφηκε στον κόσμο καθώς η μπάντα έμπαινε πάλι στο τραγούδι. Τραγούδησε την επόμενη στροφή κοιτάζοντας κατευθείαν εμένα.
«Πριν αρχίσεις το ψάρεμα δοκίμασε την πετονιά σου. Είπα, πριν αρχίσεις να ψαρεύεις, μωρό μου, δοκίμασε την πετονιά σου. Θα τραβήξω τη δική σου, γλύκα μου, κι εσύ τράβα τη δική μου».
Ο κόσμος ξεφώνισε ενθουσιασμένος. Η Κάιρα έτρεμε ακόμη περισσότερο τώρα. «Φοβάμαι, Μάικ», είπε. «Δεν μου αρέσει αυτή η κυρία, είναι τρομακτική. Κι έκλεψε το φόρεμα της Μέτι. θέλω να γυρίσω στο σπίτι». Ήταν σαν να την άκουσε η Σάρα, παρ' όλη τη φασαρία με τη μουσική. Τίναξε προς τα πίσω το κεφάλι της, τα χείλια της τραβήχτηκαν και άνοιξαν, και γέλασε προς τον ουρανό. Τα δόντια της ήταν μεγάλα και κίτρινα. Έμοιαζαν με δόντια πεινασμένου ζώου, και σκέφτηκα ότι συμφωνούσα με την Κάιρα: η Σάρα ήταν τρομακτική κυρία. «Εντάξει, μωρό μου», μουρμούρισα στο αυτί της Κάι. Φεύγουμε από δω». Αλλά, πριν προλάβω να κουνηθώ, η αίσθηση της Σάρας —δεν ξέρω πώς αλλιώς να το περιγράψω— έπεσε πάνω μου και με κράτησε στη θέση μου. Τώρα κατάλαβα τι είχε περάσει σαν τρένο δίπλα μου μέσα στην κουζίνα για να διαλύσει τα γράμματα που έλεγαν ΚΑΡΛΑΝΤΙΝ. Ήταν η ίδια παγερή αίσθηση. Ήταν σχεδόν σαν να γνωρίζεις κάποιον από τον ήχο των βημάτων του. Οδήγησε την μπάντα στην επόμενη στροφή, η οποία, όμως, δεν υπήρχε σε καμιά γραπτή μορφή του τραγουδιού:
«Δεν θα της κάνω κακό, γλυκέ μου, ούτε για όλους τους θησαυρούς του κόσμου. Είπα, δεν θα έκανα κακό στο μωρό σου, ακόμα κι αν μου 'διναν διαμάντια ή πέρλες. Μόνο ένας μαυρόψυχος μπάσταρδος θα τολμούσε ν' αγγίξει αυτό το κοριτσάκι». Ο κόσμος ξέσπασε σε γέλια, λες κι αυτό ήταν το πιο αστείο πράγμα που είχαν ακούσει ποτέ τους, όμως η Κάιρα άρχισε να κλαίει. Η Σάρα το είδε και άρχισε να χτυπάει τα στήθη της —πολύ μεγαλύτερα από της Μέτι— και μετά να τα κουνάει κοροϊδευτικά, γελώντας με τον χαρακτηριστικό της τρόπο. Η κίνηση της είχε κάτι το παγερό... ένα κενό και μια θλίψη. Όμως δεν μπορούσα να νιώσω συμπόνια γι' αυτή τη γυναίκα. Ήταν σαν να είχε καεί η καρδιά της και η θλίψη που απέμενε δεν ήταν παρά ένα ακόμη φάντασμα, η ανάμνηση της αγάπης που στοιχειώνει τα οστά του μίσους.
Και πόσο κοροϊδευτικό ήταν το γέλιο της. Η Σάρα σήκωσε ψηλά τα χέρια της κι αυτή τη φορά κούνησε προκλητικά όλο το κορμί της από πάνω μέχρι κάτω. Ήταν σαν να διάβασε τις σκέψεις μου και τις κορόιδευε. Η σκιά της ταλαντευόταν πάνω στο φόντο του καραβόπανου, όπου ήταν ζωγραφισμένο το Φράιμπεργκ, και καθώς την κοίταζα κατάλαβα ότι είχα βρει τη σαβανοφορεμένη Μορφή από τα όνειρα του Μάντερλεϊ. Ήταν η Σάρα. Αυτή ήταν πάντα, από την αρχή. Όχι, Μάικ. Έπεσες κοντά, αλλά δεν είναι ακριβώς έτσι. Είτε ήταν έτσι είτε όχι, δεν θα καθόμουν άλλο εκεί. Γύρισα, ενώ ταυτόχρονα έπιασα το κεφάλι της Κάι από πίσω και το πίεσα πάνω στο στήθος μου. Τώρα είχε περάσει και τα δυο της χέρια στο λαιμό μου και με έσφιγγε πανικόβλητη. Νόμισα ότι θα αναγκαζόμουν να περάσω σαν μαινόμενος ταύρος μέσα από τον κόσμο. Όταν ερχόμουν με είχαν αφήσει να περάσω, μπορεί όμως να μην ήταν τόσο εξυπηρετικοί τώρα που ήθελα να φύγω. Μην τα βάζετε μαζί μου, παιδιά, σκέφτηκα. Δεν σας παίρνει. Δεν έκαναν τίποτα. Στη σκηνή, ο Σον Τίντγουελ είχε περάσει την μπάντα από μι σε σολ χωρίς την παραμικρή παύση. Κάποιος άρχισε να χτυπά ένα ντέφι και η Σάρα πέρασε από το Fishin Blues στο Dog My Cats επίσης χωρίς παύση. Κάτω από τη σκηνή, ο κόσμος άνοιξε πάλι για να περάσω μαζί με την Κάιρα, χωρίς να μας κοιτάξουν ούτε να χάσουν το ρυθμό στα παλαμάκια τους. Ένας νεαρός με ένα κόκκινο σημάδι στο πρόσωπο άνοιξε το στόμα του -ήταν είκοσι χρονών, αλλά του έλειπαν κιόλας τα μισά τον δόντια— κι έβγαλε μια ενθουσιώδη κραυγή, Γιιι-χοο!, για να αρχίσει μετά να μασά πάλι τον ταμπάκο του. Κατάλαβα ότι ήταν ο Μπάντι Τζέλισον από το Βίλατζ Καφέ... Ένας Μπάντι Τζέλισον που είχε μετατραπεί ως δια μαγείας σε νεαρό, από εξήντα οχτώ χρονών σε είκοσι. Μετά όμως είδα ότι τα μαλλιά του είχαν άλλη απόχρωση -ήταν ανοιχτοκάστανα και όχι μαύρα (παρ' όλο που πλησίαζε τα εβδομήντα, και του φαινόταν από κάθε άλλη άποψη, ο Μπάντι δεν είχε ούτε μία άσπρη τρίχα στο κεφάλι του). Αυτός ήταν ο παππούς του Μπάντι, ή και ο προπάππος
του ίσως, αλλά δεν έδινα δεκάρα, ό,τι κι αν ήταν. Το μόνο που ήθελα ήταν να φύγω από κει. «Με συγχωρείτε», είπα περνώντας δίπλα του. «Δεν υπάρχει μεθύστακας στην πόλη, παλιοκάθαρμα», είπε, χωρίς να με κοιτάξει και χωρίς να χάσει το ρυθμό στα παλαμάκια του. «Μεθάμε όλοι με τη σειρά». Τελικά είναι όνειρο, σκέφτηκα. Αυτό αποτελεί απόδειξη τι είναι όνειρο. Αλλά η μυρωδιά του ταμπάκου στην ανάσα του δεν ήταν όνειρο, η μυρωδιά του πλήθους δεν ήταν όνειρο, και το βάρος του τρομοκρατημένου παιδιού στην αγκαλιά μου δεν ήταν επίσης όνειρο. Το πουκάμισο μου έκαιγε και ήταν υγρό στο σημείο όπου ήταν κολλημένο το πρόσωπο της Κάιρα. Έκλαιγε. «Ε, Ιρλανδέ!» φώναξε η Σάρα από τη σκηνή και η φωνή της έμοιαζε τόσο πολύ με της Τζο που μου ήρθε να ουρλιάξω. Ήθελε να γυρίσω —ένιωθα τη θέληση της να πιέζει το πρόσωπό μου σαν ένα πραγματικό χέρι— αλλά αρνήθηκα. Πέρασα δίπλα από τρεις αγρότες που έπιναν από ένα γυάλινο μπουκάλι, ο ένας μετά τον άλλο, και βρέθηκα έξω από το πλήθος. Μπροστά μου ήταν ο χώρος με τις ατραξιόν, φαρδύς σαν την Πέμπτη Λεωφόρο, και στην άκρη ήταν η αψίδα, η σκάλα, ο Δρόμος, η λίμνη. Αν κατάφερνα να βγω με την Κάιρα στο Δρόμο, θα ήμαστε ασφαλείς. Ήμουν σίγουρος γι' αυτό. «Κοντεύω να τελειώσω. Ιρλανδέ!» στρίγκλισε η Σάρα πίσω μου. Ακουγόταν θυμωμένη, όχι τόσο πολύ όμως ώστε να μη γελάσει, «θα πάρεις αυτό που θέλεις, μωρό μου, αλλά άσε με να τελειώσω τη δουλειά μου. Μ' άκουσες, νεαρέ; Μην ανακατεύεσαι! Άκου τι σου λέω!» Άρχισα να προχωρώ πιο γρήγορα προς την αψίδα, χαϊδεύοντας το κεφάλι της Κάι και κρατώντας το πρόσωπο της κολλημένο πάνω μου. Το ψάθινο καπέλο της έπεσε και όταν πήγα να το αρπάξω μου έμεινε στο χέρι μόνο η κορδέλα, που ελευθερώθηκε από το μπορ. Δεν είχε σημασία όμως, έπρεπε να φύγουμε από κει. Αριστερά μας ήταν το γήπεδο του μπέιζμπολ, και ένα αγοράκι έλεγε συνεχώς, «Ο Γουιλι την έστειλε πάνω από το φράχτη, μαμά! Ο Γουιλι την έστειλε πάνω από το φράχτη!» με δυνατή, μονότονη
εκνευριστική φωνή. Περάσαμε το Μπίνγκο, όπου κάποια γυναίκα ούρλιαξε ότι κέρδισε τη γαλοπούλα. Στον ουρανό, ένα σύννεφο είχε κρύψει τον ήλιο και η μέρα έγινε γκρίζα. Οι σκιές μας χάθηκαν. Η αψίδα στην άκρη της διαδρομής πλησίαζε με εκνευριστική βραδύτητα. «Φτάσαμε;» ρώτησε η Κάι και ακούστηκε σαν να βογκούσε. «Θέλω να πάω σπίτι, Μάικ, σε παρακαλώ, πήγαινε με στο σπίτι, στη μαμά μου». «Θα σε πάω», είπα. «Μην ανησυχείς, θα σε πάω». Περνούσαμε το Στύλο της Δύναμης, όπου ο νεαρός με τα κόκκινα μαλλιά ξαναφορούσε το πουκάμισο του. Με κοίταξε με μια αδιάφορη αντιπάθεια —η ενστικτώδης καχυποψία του ντόπιου για τον παρείσακτο, ίσως— και κατάλαβα ότι τον ήξερα κι αυτόν, θα αποκτούσε έναν εγγονό που θα τον ονόμαζαν Ντίκι, ο οποίος, προς τα τέλη του αιώνα στον οποίο ήταν αφιερωμένο αυτό το πανηγύρι, θα είχε το γκαράζ στον Αυτοκινητόδρομο 68. Μια γυναίκα σταμάτησε και με έδειξε με το δάχτυλο, ενώ το πάνω χείλι της ανασηκώθηκε σαν του σκυλιού όταν γρυλίζει. Το ήξερα κι αυτό το πρόσωπο· από πού όμως; Από κάπου στην πόλη. Δεν είχε σημασία —ή, ακόμη κι αν είχε, δεν μ' ενδιέφερε. «Δεν έπρεπε να έρθουμε εδώ», κλαψούρισε η Και. «Σε καταλαβαίνω απόλυτα», είπα. «Αλλά δεν νομίζω ότι μπορούσαμε να κάνουμε αλλιώς, μωρό μου. Μάλλον...» Βγήκαν από την Αλέα των Τεράτων, γύρω στα είκοσι μέτρα μπροστά μας. Τους είδα και σταμάτησα. Ήταν εφτά συνολικά, ψηλοί άντρες, αλλά οι τέσσερις δεν μετρούσαν! —ήταν ξεθωριασμένοι και άσπροι, σαν φαντάσματα. Ήταν άρρωστοι, ίσως νεκροί, και ακίνδυνοι σαν δαγεροτυπίες. Οι άλλοι τρεις όμως ήταν πραγματικοί —ή όσο πραγματικό ήταν κι αυτό το μέρος. Ο αρχηγός τους ήταν ένας ηλικιωμένος άντρας με ξεθωριασμένο μπλε πηλήκιο του στρατού των Βορείων. Με κοίταξε με μάτια που τα γνώριζα. Μάτια που με είχαν αναμετρήσει πάνω από μια διαφανή μάσκα οξυγόνου. «Μάικ; Γιατί σταματάμε;» «Μην ανησυχείς. Κάι. Κράτα το κεφάλι σου κάτω. Όλα αυτά είναι ένα όνειρο. Το πρωί θα ξυπνήσεις στο κρεβάτι σου».
«Εντάξει». Οι τύποι απλώθηκαν μπροστά μας, μπότα με μπότα, ώμο με ώμο, για να μας κόψουν το δρόμο προς την αψίδα. Ο γέρος με το μπλε πηλήκιο ήταν στη μέση. Οι άλλοι δεξιά κι αριστερά του ήταν πολύ νεότεροι, μερικοί μέχρι ίσως και κατά μισό αιώνα. Δύο από τους χλομούς, αυτούς που ήταν σχεδόν ανύπαρκτοι, στέκονταν δίπλα δίπλα στα δεξιά του γέρου, και αναρωτήθηκα αν θα μπορούσα να πάρω φόρα και να περάσω από μέσα τους. Δεν πρέπει να είχαν περισσότερη σάρκα από εκείνο το πράγμα που χτυπούσε τη μόνωση στο κελάρι... Αν έκανα λάθος όμως; «Δώσ' τη μας, νεαρέ», είπε ο γέρος. Η φωνή του ήταν σφυριχτή και ανελέητη. Άπλωσε τα χέρια του. Ήταν ο Μαξ Ντεβόρ, είχε γυρίσει, ακόμη και νεκρός προσπαθούσε να πάρει την κηδεμονία. Ταυτόχρονα όμως δεν ήταν αυτός. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του ήταν κάπως διαφορετικά, τα μαγουλά του πιο βαθουλωμένα, τα μάτια πιο γαλανά. «Πού είμαι Εγώ;·» του φώναξα, τονίζοντας με ιδιαίτερη έμφαση την τελευταία λέξη, και μπροστά στη σκηνή της Αντζελίνα ο άντρας με το τουρμπάνι (Ινδός με καταγωγή από το Σαντούσκι του Οχάιο, ίσως) άφησε τη φλογέρα και παρακολουθούσε. Οι δυο γυναίκες σταμάτησαν κι αυτές να χορεύουν και μας κοίταζαν, αγκαλιάζοντας η μία την άλλη από φόβο. «Πού είμαι εγώ, Ντεβόρ; Αν οι προπαππoύδες μας έχεσαν στον ίδιο λάκκο, πού είμαι εγώ;» «Δεν είμαι εδώ για να απαντήσω στις ερωτήσεις σου. Δώσ' τη μου». «Θα του την πάρω εγώ, Τζάρεντ», είπε ένας από τους νεαρούς —από κείνους που ήταν πραγματικά εκεί. Κοίταζε τον Ντεβόρ με μια δουλοπρέπεια που με αηδίασε, κυρίως επειδή ήξερα ποιος ήταν: ο πατέρας του Μπιλ Ντιν. Ένας άνθρωπος που, μεγαλώνοντας, έγινε ένας από τους πιο ευυπόληπτους και σεβαστούς πολίτες της Κομητείας Καστλ σχεδόν έγλειφε τις μπότες του Ντεβόρ. Μην τον κατηγορείς, ψιθύρισε η Τζο. Μην κατηγορείς κανέναν τους. Ήταν πολύ νέοι. «Δεν χρειάζεται να κάνεις τίποτα», είπε ο Ντεβόρ. Η φωνή του φανέρωνε εκνευρισμό, και ο Φρεντ Ντιν φάνηκε ντροπιασμένος, «θα
μας τη δώσει μόνος του. Και αν δεν μας τη δώσει, θα την πάρουμε μαζί». Κοίταξα τον πρώτο νεαρό από τα αριστερά, τον τρίτο από αυτούς που έμοιαζαν εντελώς πραγματικοί, να βρίσκονται όντως σ' αυτό το μέρος. Μήπως ήμουν εγώ αυτός; Δεν έμοιαζε μ' εμένα. Υπήρχε κάτι στο πρόσωπο του που μου φαινόταν γνωστό, αλλά... «Δώσ' την, Ιρλανδέ», είπε ο Ντεβόρ. «Τελευταία ευκαιρία». «Όχι». Ο Ντεβόρ έγνεψε καταφατικά, σαν να έλεγε ότι αυτή ακριβώς την απάντηση περίμενε. «Τότε θα την πάρουμε. Αυτή η ιστορία πρέπει να τελειώσει. Ελάτε, παιδιά». Άρχισαν να προχωρούν καταπάνω μου και τότε συνειδητοποίησα ποιον μου θύμιζε αυτός στα αριστερά, ο νεαρός με τις καλαφατισμένες μπότες και το φανελένιο παντελόνι του ξυλοκόπου: τον Κένι Όστερ, που το σκυλί του ήταν ικανό να τρώει κέικ μέχρι να σκάσει. Τον Κένι Όστερ, που ο πατέρας του έπνιξε τον αδερφό του κάτω από την τρόμπα. Κοίταξα πίσω μου. Οι Ρεντ-Τοπ Μπόις έπαιζαν ακόμη, η Σάρα γελούσε κουνώντας τους γοφούς της με τα χέρια υψωμένα στον ουρανό και ο κόσμος έφραζε ακόμη την ανατολική άκρη του πανηγυριού. Αλλά έτσι κι αλλιώς δεν μπορούσα να πάω από κει. Αν πήγαινα, θα κατέληγα να μεγαλώνω ένα κοριτσάκι στα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα, προσπαθώντας να βγάλω το ψωμί μου γράφοντας διηγήματα για φτηνοφυλλάδες της εποχής. Αυτό μπορεί να μην ήταν και τόσο κακό, μόνο που υπήρχε μια γυναίκα σε απόσταση χιλιομέτρων και ετών από δω στην οποία θα έλειπε η Κάι. Μπορεί μάλιστα να της λείπαμε και οι δύο. Γύρισα πίσω και είδα ότι οι νεαροί σχεδόν με είχαν φτάσει. Μερικοί ήταν πιο «παρόντες» από τους άλλους, πιο συμπαγείς, αλλά όλοι τους ήταν νεκροί. Όλοι τους καταραμένοι. Κοίταξα τον ξανθό πρόγονο του Κένι Όστερ και τον ρώτησα: «Τι κάνατε; Για όνομα του Θεού, τι κάνατε όλοι εσείς;»
Αυτός άπλωσε τα χέρια του. «Δώσ' την. Ιρλανδέ. Αυτό είναι το μόνο που έχεις να κάνεις εσύ. Μετά μπορείς να κάνεις κι άλλα με τη γυναίκα. Όσα θέλεις. Είναι νέα, θα γεννάει σαν κουνέλα». Ήμουν σαν υπνωτισμένος, και θα μου την έπαιρναν μέσα από τα χέρια εκείνη τη στιγμή αν δεν ήταν η Κάιρα. «Τι γίνεται;» ούρλιαξε, με το κεφάλι χωμένο πάντα στο στήθος μου. «Κάτι μυρίζει! Κάτι μυρίζει τόσο απαίσια! Ω Μάικ, κάν' το να σταματήσει!» Και τότε συνειδητοποίησα ότι μου μύριζε κι εμένα. Σάπιο κρέας και αέρια από βάλτο. Πρησμένες σάρκες και βρομισμένα έντερα. Ο Ντεβόρ ήταν ο πιο ζωντανός απ' όλους, είχε εκείνο τον ισχυρό μαγνητισμό που είχα νιώσει και από τον δισέγγονο του, αλλά ταυτόχρονα ήταν εξίσου νεκρός με τους υπόλοιπους: καθώς πλησίασε είδα τα μικροσκοπικά ζωύφια που έτρωγαν μέσα στα ρουθούνια και στις κόκκινες άκρες των ματιών του. Όλα εδώ κάτω είναι βάνατος, σκέφτηκα. Δεν μου το είπε η ίδια η γυναίκα μου; Άπλωσαν τα χέρια τους για να πάρουν την Κάι. Οπισθοχώρησα ένα βήμα, κοίταξα δεξιά μου και είδα άλλα φαντάσματα από κει — μερικά να βγαίνουν από σπασμένα παράθυρα, άλλα να γλιστρούν από γκρεμισμένες καμινάδες. Σφίγγοντας την Κάιρα στην αγκαλιά μου, έτρεξα στο Στοιχειωμένο Σπίτι. «Πιάστε τον!» φώναξε ο Τζάρεντ Ντεβόρ ξαφνιασμένος. «Πιάστε τον, παιδιά! Πιάστε τον αλήτη! Να πάρει!» Ανέβηκα τρέχοντας την ξύλινη σκάλα, νιώθοντας αμυδρά κάτι μαλακό να τρίβεται πάνω στο μάγουλο μου –το σκυλάκι που κρατούσε ακόμη η Κάι στο ένα χέρι της. Ήθελα να κοιτάξω πίσω, να δω πόσο κοντά ήταν, αλλά δεν τόλμησα. Αν γλιστρούσα... «Ε!» ξεφώνισε η γυναίκα που έκοβε τα εισιτήρια. Είχε σύννεφα από πυρρόξανθα μαλλιά και βάψιμο που πρέπει να το είχε βάλει με το μυστρί, αλλά ευτυχώς δεν έμοιαζε με κανένα γνωστό πρόσωπο. Απλώς δούλευε εδώ, περαστική από αυτή την περιοχή. Η τυχερή. «Ε, κύριος, πρέπει να πάρεις εισιτήριο!» Δεν προλαβαίνω, κυρά μου, δεν προλαβαίνω. «Σταματήστε τον!» φώναξε ο Ντεβόρ. «Είναι κλέφτης! Το παιδί δεν είναι δικό του! Σταματήστε τον!» Αλλά κανείς δεν προσπάθησε να με σταματήσει και
χώθηκα μέσα στο σκοτεινό Στοιχειωμένο Σπίτι με την Κάι στην αγκαλιά μου. Αμέσως μετά την είσοδο υπήρχε ένας διάδρομος τόσο στενός, που έπρεπε να γυρίσω στο πλάι για να περάσουμε. Μάτια μας κοίταζαν φωσφορίζοντας μέσα στο σκοτάδι. Από μπροστά μας ακουγόταν κάτι σαν μπουμπουνητό από ξύλα και από κάτω ένας μεταλλικός ήχος που έμοιαζε να προέρχεται από αλυσίδα. Πίσω μας το βαρύ, αδέξιο ποδοβολητό από καλαφατισμένες μπότες ξυλοκόπων που ανέβαιναν στην ξύλινη σκάλα απέξω. Η γυναίκα τους φώναζε ότι αν σπάσουν τίποτα θα το πληρώσουν. «Μ' ακούτε, παλιοχωριάτες;» φώναξε. «Εδώ είναι για παιδιά, όχι για τα μούτρα σας!» Το μπουμπουνητό ακουγόταν ακριβώς μπροστά μας. Κάτι περιστρεφόταν. Στην αρχή δεν μπορούσα να ξεχωρίσω τι είναι. «Άσε με κάτω, Μάικ!» φώναξε η Κάιρα ενθουσιασμένη. «Θέλω να περάσω μόνη μου!» Την άφησα κάτω και μετά κοίταξα νευρικά πάνω από τον ώμο μου. Το δυνατό φως από την είσοδο είχε μπλοκαριστεί καθώς προσπαθούσαν να μπουν μέσα. «Βλάκες!» φώναξε ο Ντεβόρ. «Όχι όλοι μαζί! Χριστέ μου!» Ακούστηκε ένας κρότος σαν σκαμπίλι και κάποιος ξεφώνισε. Γύρισα μπροστά και μόλις πρόλαβα να δω την Κάιρα να χώνεται στο βαρέλι που κυλούσε, έχοντας τα χέρια της απλωμένα για ισορροπία. Ήταν απίστευτο, αλλά γελούσε. Την ακολούθησα, έφτασα μέχρι τα μισά και μετά έπεσα κάτω με ένα δυνατό γδούπο. «Ουπς!» φώναξε η Κάιρα από το βάθος- μετά έβαλε τα γέλια καθώς προσπάθησα να σηκωθώ, έπεσα κάτω και το βαρέλι με αναποδογύρισε. Το μαντίλι έπεσε από την μπροστινή τσέπη της φόρμας. Από μια άλλη τσέπη έπεσε ένα ζαχαρωτό. Γύρισα πίσω για να δω αν είχαν καταφέρει να περάσουν από το στενό διάδρομο και το βαρέλι με γύρισε άλλη μία φορά. Τώρα ήξερα πώς αισθάνονται τα ρούχα μέσα στο πλυντήριο.
Έφτασα στην άκρη του βαρελιού έρποντας, σηκώθηκα, πήρα το χέρι της Κάι και την άφησα να με οδηγήσει πιο βαθιά μέσα στο Στοιχειωμένο Σπίτι. Μόλις είχαμε κάνει δέκα βήματα, όταν κάτι λευκό απλώθηκε παντού γύρω μας και η Κάι ούρλιαξε. Κάποιο ζώο που ακουγόταν σαν τεράστιο αιλουροειδές έβγαλε μια βαριά, σφυριχτή ανάσα. Τρόμαξα και ήμουν έτοιμος να την τραβήξω πίσω και να την πάρω πάλι στην αγκαλιά μου, όταν ακούστηκε πάλι το σφύριγμα. Αισθάνθηκα ζεστό αέρα στους αστραγάλους, και το φόρεμα της Και ανασηκώθηκε πάλι. Αυτή τη φορά γέλασε αντί να ουρλιάξει. «Πάμε, Κάι!» ψιθύρισα. «Γρήγορα». Ξεκινήσαμε πάλι, αφήνοντας πίσω μας τον αγωγό του ατμού. Μπήκαμε σε ένα διάδρομο με καθρέφτες, που μας έδειξαν πρώτα σαν κοντόχοντρους νάνους και μετά σαν κοκαλιάρικα πλάσματα με μακρόστενα πρόσωπα, σαν βρικόλακες. Είπα πάλι στην Κάιρα να προχωρήσει, γιατί ήθελε να κάνει γκριμάτσες στον καθρέφτη. Πίσω μας άκουσα τους ξυλοκόπους να βλαστημάνε καθώς περνούσαν το κυλιόμενο βαρέλι. Διέκρινα επίσης τη φωνή του Ντεβόρ, που βλαστημούσε κι αυτός, αλλά τώρα δεν ακουγόταν πια τόσο επιβλητικός. Βρήκαμε ένα κοντάρι απ' όπου γλιστρούσες κάτω και προσγειωθήκαμε σ' ένα μεγάλο μαξιλάρι από καραβόπανο, που έκανε έναν ήχο σαν πορδή όταν πέσαμε πάνω του. Η Και έβαλε τα γέλια πάλι μέχρι που έτρεξαν δάκρυα από τα μάτια της. Άρχισε να κυλάει στο μαξιλάρι κλοτσώντας τα πόδια της ψηλά. Την έπιασα από τις μασχάλες και τη σήκωσα. «Μην κάνεις τάκλιν στον δικό σου παίκτη», μου είπε και γέλασε πάλι. Ο φόβος της είχε χαθεί εντελώς. Μπήκαμε σε έναν άλλο στενό διάδρομο. Μύριζε πεύκo, από το ξύλο που ήταν φτιαγμένος. Πίσω από έναν τοίχο, δυο «φαντάσματα» βροντούσαν τις αλυσίδες τους μηχανικά, σαν άνθρωποι που δουλεύουν σε γραμμή παραγωγής, και συζητούσαν για το πού θα πάνε τα κορίτσια τους απόψε και ποιος θα φέρει το ουίσκι. Δεν άκουγα πια κανέναν πίσω μας. Η Κάιρα προχωρούσε πρώτη γεμάτη σιγουριά, τραβώντας με από το χέρι. Φτάσαμε σε μια πόρτα πάνω στην οποία ήταν ζωγραφισμένες μεγάλες φλόγες και υπήρχε η
επιγραφή ΕΙΣΟΔΟΣ ΤΟΥ ΑΔΗ. Την άνοιξε χωρίς κανένα δισταγμό. Πάνω από το διάδρομο υπήρχαν διαφανή χρωματιστά φύλλα σαν φεγγίτες. Έδιναν μια ρόδινη λάμψη που μου φάνηκε πολύ ευχάριστη για να έχει σχέση με τον Άδη. Συνεχίσαμε να περπατάμε και κάποια στιγμή κατάλαβα ότι δεν άκουγα πια τη μουσική από τα περιστρεφόμενα αλογάκια ούτε τον δυνατό ήχο του κουδουνιού από το Στύλο της Δύναμης ούτε τη Σάρα και τους Ρεντ-Τοπ Μπόις. Και δεν ήταν παράξενο. Πρέπει να είχαμε προχωρήσει τουλάχιστον πεντακόσια μέτρα. Ήταν δυνατόν να είναι τόσο μεγάλο το Στοιχειωμένο Σπίτι; Τότε φτάσαμε σε τρεις πόρτες, μία αριστερά, μία δεξιά και μία στο τέλος του διαδρόμου. Στη μία υπήρχε πάνω ζωγραφισμένο ένα μικρό κόκκινο τρίκυκλο. Στην απέναντι πόρτα ήταν ζωγραφισμένη η πράσινη IBM. Η ζωγραφιά στην τρίτη πόρτα φαινόταν πιο παλιά, ξεθωριασμένη και μουντή. Ήταν ένα παιδικό έλκηθρο. Αυτό είναι το έλκηθρο του Σκούτερ Λάριμπι, σκέφτηκα. Εκείνο που έκλεψε ο Ντεβόρ. Μια ανατριχίλα απλώθηκε στα χέρια και στην πλάτη μου. «Λοιπόν», είπε χαρούμενη η Κάιρα, «να τα παιχνίδια μας». Σήκωσε τον Στρίκλαντ για να δει το κόκκινο τρίκυκλο. «Ναι», είπα. «Σ' ευχαριστώ που με πήρες από κει», πρόσθεσε η Κάιρα. «Εκείνοι οι άντρες με τρόμαξαν, αλλά το Στοιχειωμένο Σπίτι ήταν ωραίο. Καληνύχτα. Ο Στρίκεν λέει κι αυτός καληνύχτα». Πριν προλάβω να πω τίποτα, άνοιξε την πόρτα με το τρίκυκλο και μπήκε μέσα. Η πόρτα έκλεισε αμέσως πίσω της κι εκείνη τη στιγμή είδα την κορδέλα από το καπέλο της. Κρεμόταν από την μπροστινή τσέπη της φόρμας που φορούσα. Την κοίταξα για μια στιγμή και μετά δοκίμασα να γυρίσω το πόμολο της πόρτας απ' όπου είχε περάσει. Δεν γύριζε, και όταν χτύπησα με δύναμη το ξύλο ήταν σαν να χτυπούσα κάποιο σκληρό και τρομερά πυκνό μέταλλο. Έκανα ένα βήμα πίσω, μετά αφουγκράστηκα προς την κατεύθυνση από όπου είχαμε έρθει. Τίποτα. Απόλυτη σιωπή. Εδώ είναι ο ενδιάμεσος χρόνος, σκέφτηκα. Όταν κάποιοι λένε ότι «γλίστρησαν μέσα από τις ρωγμές», αυτό εννοούν στην πραγματικότητα. Αυτό είναι το μέρος όπου καταλήγουν.
Καλά θα κάνεις να προχωρήσεις, μου είπε η Τζο. Αν δεν θέλεις να παγιδευτείς εδώ, ίσως για πάντα, προχώρα. Δοκίμασα να ανοίξω την πόρτα με τη γραφομηχανή. Το πόμολο γύρισε αμέσως. Πίσω από την πόρτα άρχιζε ένας άλλος στενός διάδρομος. Ξύλινοι τοίχοι πάλι, και η μυρωδιά του πεύκου. Δεν ήθελα να μπω εκεί μέσα, μου θύμιζε ένα μακρύ φέρετρο, αλλά δεν μπορούσα να κάνω τίποτ' άλλο, δεν μπορούσα να πάω πουθενά αλλού. Μπήκα, και η πόρτα έκλεισε με βρόντο πίσω μου. Χριστέ μου, είπα από μέσα μου. Είμαι στο σκοτάδι, σε κλειστό χώρο. . Ό,τι πρέπει για μία ακόμη από τις φημισμένες κρίσεις πανικού του Μάικλ Νούναν. Αλλά δεν αισθάνθηκα καμιά μέγγενη να μου σφίγγει το στήθος και, παρ' όλο που η καρδιά μου χτυπούσε γοργά και οι μύες μου ήταν ακόμη σφιγμένοι από την αδρεναλίνη, είχα την αυτοκυριαρχία μου. Επίσης, συνειδητοποίησα ότι δεν ήταν τελείως σκοτεινά. Έβλεπα λιγάκι, όσο χρειαζόταν για να ξεχωρίζω τους τοίχους και το σανιδένιο πάτωμα. Τύλιξα την κορδέλα από το καπέλο της Κάι στον καρπό μου και πέρασα την άκρη της κάτω από το τυλιγμένο κομμάτι για να μη φύγει. Μετά άρχισα να περπατάω. Προχωρούσα πολλή ώρα, και ο διάδρομος έστριβε πότε από δω και πότε από κει σε σημεία που φαίνονταν τυχαία. Ένιωθα σαν μικρόβιο που προχωρεί μέσα σε ένα τεράστιο έντερο. Τελικά έφτασα σε δύο ξύλινες τοξωτές πόρτες. Στάθηκα μπροστά τους και αναρωτήθηκα ποια είναι η σωστή. Τότε άκουσα αμυδρά το κουδούνι του Μπάντερ από την αριστερή. Πήγα από κει και καθώς προχωρούσα το κουδούνισμα δυνάμωνε σταθερά. Σε κάποιο σημείο, μαζί με το κουδούνισμα, άρχισα να ακούω μπουμπουνητά. Το φθινοπωρινό κρύο είχε χαθεί και ο αέρας ήταν πάλι ζεστός, αποπνικτικός. Κοίταξα κάτω και είδα ότι η φόρμα και τα βαριά παπούτσια που φορούσα είχαν χαθεί. Τώρα φορούσα μακριά εσώρουχα και μάλλινες κάλτσες που μου έφερναν φαγούρα. Δύο φορές ακόμη ο διάδρομος διακλαδώθηκε, και κάθε φορά ακολουθούσα την κατεύθυνση από όπου άκουγα το κουδούνι του Μπάντερ. Καθώς στεκόμουν μπροστά στο δεύτερο ζευγάρι από πόρτες, άκουσα μια φωνή κάπου μέσα στο σκοτάδι να λέει πολύ
καθαρά: «Όχι, η σύζυγος του Προέδρου δεν χτυπήθηκε. Το αίμα στις κάλτσες της ήταν δικό του». Συνέχισα να περπατώ, αλλά λίγο πιο κάτω σταμάτησα, καθώς κατάλαβα ότι δεν με έτρωγαν πια τα πόδια μου και ότι οι μηροί μου δεν ίδρωναν μέσα στα μακριά εσώρουχα. Φορούσα το σλιπ με το οποίο κοιμόμουν συνήθως. Μόλις σήκωσα το κεφάλι μου, είδα ότι ήμουν μέσα στο λίβινγκ ρουμ του σπιτιού μου και περπατούσα με προσοχή γύρω από τα έπιπλα, όπως προχωρεί κανείς στο σκοτάδι για να μη χτυπήσει πουθενά το πόδι του. Τώρα έβλεπα λίγο καλύτερα. Ένα αμυδρό, θολό φως έμπαινε από τα παράθυρα. Έφτασα στο πάσο που χωρίζει το λίβινγκ ρουμ από την κουζίνα και κοίταξα το γατο-ρολόι. Ήταν πέντε και πέντε. Πήγα στο νεροχύτη και άνοιξα το νερό. Όταν άπλωσα το χέρι μου για να πάρω ένα ποτήρι, είδα ότι είχα ακόμη τυλιγμένη στον καρπό μου την κορδέλα από το ψάθινο καπέλο της Και. Την ξετύλιξα και την άφησα στον πάγκο, ανάμεσα στην καφετιέρα και τη φορητή τηλεόραση. Μετά έβαλα λίγο κρύο νερό, το ήπια και προχώρησα με προσοχή στο διάδρομο της βόρειας πτέρυγας με τη χλομή κίτρινη λάμψη από το νυχτερινό φως του μπάνιου. Κατούρησα («πήγες στην τουαλέτα», άκουσα να λέει η Κάι) και μπήκα στην κρεβατοκάμαρα. Τα σεντόνια ήταν ανακατεμένα, αλλά το κρεβάτι δεν είχε εκείνη την οργιαστική εμφάνιση όπως το πρωί μετά το όνειρο με τη Σάρα, τη Μέτι και την Τζο. Και ήταν φυσικό, αφού είχα σηκωθεί και είχα υπνοβατήσει. Βλέποντας ένα τρομερά ζωηρό όνειρο από το πανηγύρι του Φράιμπεργκ. Όνειρο; Τρίχες. Αυτό δεν ήταν όνειρο, και όχι απλώς επειδή είχα την μπλε μεταξωτή κορδέλα από το καπέλο της Κάι. Όσα είχαν συμβεί δεν μου έδιναν την αίσθηση που σου προκαλούν τα όνειρα όταν ξυπνάς, όπου ό,τι φαινόταν φυσικό στο όνειρο τώρα γίνεται εξωφρενικά παράλογο και όλα τα χρώματα, ανοιχτά και σκούρα, ξεθωριάζουν αμέσως. Σήκωσα τα χέρια μου και τα μύρισα. Πεύκο. Και όταν κοίταξα με προσοχή, είδα ένα μικρό λεκέ από ρετσίνι στο ένα δάχτυλο. Κάθισα στο κρεβάτι και σκέφτηκα να υπαγορεύσω στο κασετόφωνο αυτά που είχα ζήσει, όμως μετά έπεσα πίσω στα
μαξιλάρια. Ήμουν πολύ κουρασμένος. Ακούστηκαν μπουμπουνητά. Έκλεισα τα μάτια μου κι άρχισε να με παίρνει ο ύπνος, όταν ένα ουρλιαχτό διαπέρασε το σπίτι. Ανακάθισα ξεφωνίζοντας από φόβο και σφίγγοντας το στήθος μου. Ήταν η Τζο. Δεν την είχα ακούσει ποτέ να ουρλιάζει έτσι όσο ζούσε, όμως ήξερα ότι ήταν αυτή. «Σταμάτα να την πονάς!» φώναξα μέσα στο σκοτάδι. «Όποιος κι αν είσαι, σταμάτα να την πονάς!» Η Τζο ούρλιαξε πάλι. Ήταν σαν να υπήρχε κάτι που της έκανε βασανιστήρια. Αυτή τη φορά το ουρλιαχτό έμοιαζε να έχει έρθει από πιο μακριά. Το τρίτο, αν και ήταν εξίσου αγωνιώδες όσο και τα άλλα δύο, ήταν ακόμη μακρύτερα. Τα ουρλιαχτά έσβηναν, σαν τους λυγμούς του παιδιού. Ένα τέταρτο ουρλιαχτό ακούστηκε μέσα στο σκοτάδι και μετά απλώθηκε σιωπή. Το σπίτι ανάσαινε γύρω μου, ζωντανό μέσα στη ζέστη και τον μακρινό ήχο των μπουμπουνητών.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 22 Κατάφερα επιτέλους να μπω στη ζώνη, αλλά μόλις βρέθηκα σ' αυτή την κατάσταση δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Συνήθως έχω δίπλα μου ένα μπλοκ για να κρατάω σημειώσεις —καταλόγους με χαρακτήρες, αριθμούς σελίδων, ημερομηνίες- και τώρα άρχισα να κάνω αφηρημένα σχέδια. Η σελίδα στην IBM όμως παρέμενε λευκή. Η καρδιά μου χτυπούσε ομαλά και ανάσαινα κανονικά —δεν είχα πάθει κρίση άγχους, με άλλα λόγια—, όμως, από την άλλη, δεν μπορούσα να γράψω. Ο Αντί Ντρέικ, ο Τζον Σάκλφορντ, ο Ρέι Γκάρατι, η όμορφη Ρεγκίνα Γουάιτινγκ... στέκονταν με τις πλάτες γυρισμένες και αρνούνταν να μιλήσουν ή να κινηθούν. Οι δακτυλογρα-φημένες σελίδες ήταν στη συνηθισμένη τους θέση, αριστερά από τη γραφομηχανή, με ένα όμορφο κομμάτι χαλαζία πάνω τους για να μην τις παίρνει ο αέρας, αλλά δεν γινόταν τίποτα. Μηδέν. Διέκρινα μια ειρωνεία της τύχης στην προκειμένη περίπτωση, ή ίσως και ένα δίδαγμα. Εδώ και χρόνια απέφευγα τα προβλήματα του πραγματικού κόσμου καταφεύγοντας σε διάφορους φανταστικούς κόσμους δικής μου επινόησης. Τώρα όμως ο πραγματικός κόσμος είχε γεμίσει με παράξενους θάμνους, υπήρχαν επικίνδυνα πλάσματα με δόντια, αλλά η διέξοδος ήταν κλειστή και κλειδωμένη. Kάιρα, είχα γράψει στο σημειωματάριο, βάζοντας το όνομα της μέσα σε ένα αχιβαδωτό σχήμα που υποτίθεται ότι ήταν τριαντάφυλλο σαν εκείνα που είχαν τα σκεπάσματα της στο τροχόσπιτο. Από κάτω είχα σκιτσάρει ένα κομμάτι ψωμί με έναν μπερέ βαλμένο στραβά πάνω στην κόρα. Εικονική απόδοση του γαλλικού τοστ. Μετά, τα γράμματα A.M. περιτριγυρισμένα από φιοριτούρες. Μια φανέλα με μια μικρή πάπια ζωγραφισμένη πάνω. Δίπλα της είχα γράψει ΚΟΥΑΚ ΚΟΥΑΚ. Κάτω από το ΚΟΥΑΚ ΚΟΥΑΚ, πρέπει να φύγει «Καλό Ταξίδι». Σε ένα άλλο σημείο της σελίδας είχα γράψει Ντιν Όστερ και Ντεβόρ. Αυτοί ήταν οι πιο υπαρκτοί στο όνειρο, και οι πιο επικίνδυνοι. Επειδή είχαν απογόνους; Σίγουρα όμως και οι εφτά πρέπει να είχαν απογόνους. Εκείνη την εποχή οι οικογένειες έκαναν
πολλά παιδιά. Κι εγώ πού ήμουν; Αυτό είχα ρωτήσει τον Ντεβόρ, αλλά δεν μου είχε απαντήσει. Ήταν Κυριακή πρωί, εννιά και μισή, κι έκανε ήδη ζέστη, αλλά ακόμη και τώρα τα γεγονότα της νύχτας δεν μου φαίνονταν σαν όνειρο. Οπότε τι άλλο μπορεί να ήταν; Οράματα; Ταξίδι στο χρόνο; Και αν είχε κάποιο σκοπό αυτό το ταξίδι, ποιος ήταν; Ποιο ήταν το μήνυμα και ποιος προσπαθούσε να το στείλει; θυμήθηκα καθαρά τι είχα πει λίγο πριν ξυπνήσω από το όνειρο όπου είχα υπνοβατήσει μέχρι το στούντιο της Τζο και είχα φέρει τη γραφομηχανή μου: Δεν τα πιστεύω αυτά τα ψέματα. Ούτε και τώρα θα τα πίστευα. Αν δεν κατάφερνα να διακρίνω ένα μέρος τουλάχιστον από την αλήθεια, θα ήταν προτιμότερο να μην πιστέψω τίποτα. Στο πάνω μέρος της σελίδας μπροστά μου, με έντονα πατημένα γράμματα, έγραψα τη λέξη ΚΙΝΔΥΝΟΣ! και την έκλεισα σε έναν κύκλο. Από τον κύκλο έκανα ένα βέλος μέχρι το όνομα της Κάιρα. Από το όνομα της έφτιαξα ένα άλλο βέλος μέχρι τη φράση Πρέπει να φύγει «Καλό Ταξίδι», και πρόσθεσα: ΜΕΤΙ. Κάτω από το ψωμί με τον μπερέ σχεδίασα ένα μικρό τηλέφωνο. Από πάνω του σχημάτισα ένα μπαλόνι και μέσα έγραψα ΝΤΡΙΙΙΝ! Μόλις το τελείωσα, χτύπησε το ασύρματο τηλέφωνο. Ήταν πάνω στο κάγκελο της βεράντας. Έκανα έναν κύκλο γύρω από τη λέξη ΜΕΤΙ και σήκωσα το ακουστικό. «Μάικ;» Ακουγόταν χαρούμενη. Ευτυχισμένη. Ανακουφισμένη. «Ναι», είπα. «Πώς είσαι;» «Σπουδαία!» μου απάντησε, και έκανα έναν κύκλο γύρω από τα γράμματα Λ.Μ. στο σημειωματάριο. «Μου τηλεφώνησε η Λίντι Μπριγκς πριν από δέκα λεπτά. Μόλις κλείσαμε. Μάικ, μου ξανάδωσε πίσω τη δουλειά μου! Δεν είναι υπέροχο;» Βέβαια. Και το πιο υπέροχο ήταν ότι αυτό θα την κρατούσε στην πόλη. Διέγραψα το Πρέπει να φύγει «Καλό Ταξίδι», ξέροντας ότι η Μέτι δεν θα έφευγε. Όχι τώρα. Πώς θα της ζητούσα τέτοιο πράγμα; Σκέφτηκα για άλλη μια φορά: Αν ήξερα κάτι περισσότερο για το τι συμβαίνει... «Μάικ; Είσαι...»
«Ναι, είναι υπέροχο», είπα. Μέσα στο νου μου την είδα να στέκεται στην κουζίνα του τροχόσπιτου και να παίζει με το σπιράλ καλώδιο του τηλεφώνου· τα πόδια της ψηλά και λεπτά κάτω από το σορτς της. Είδα τη φανέλα που φορούσε, άσπρη με μια κίτρινη πάπια να περπατάει μπροστά. «Ελπίζω τουλάχιστον η Λίντι να είχε το φιλότιμο να ακούγεται ντροπιασμένη». Έκανα έναν κύκλο γύρω από τη φανέλα με το παπάκι που είχα ζωγραφίσει. «Ναι. Και ήταν τόσο ειλικρινής που... να, με αφόπλισε. Είπε ότι στις αρχές της προηγούμενης βδομάδας ήρθε και τη βρήκε η Γουίτμορ. Της μίλησε πολύ ανοιχτά. Της είπε να με απολύσει. Αν το έκανε, η βιβλιοθήκη θα συνέχιζε να παίρνει τα χρήματα, τους υπολογιστές και τα προγράμματα που έστελνε ο Ντεβόρ. Αν δεν με έδιωχνε, όλες οι δωρεές θα σταματούσαν αμέσως. Μου είπε ότι έπρεπε να ζυγίσει το καλό της πόλης από τη μια μεριά και μια ανήθικη συμπεριφορά από την άλλη... Μου είπε ότι ήταν μια από τις πιο δύσκολες αποφάσεις που έχει αναγκαστεί ποτέ να πάρει... » «Α». Το χέρι μου άρχισε να κινείται πάλι πάνω στο σημειωματάριο σαν από μόνο του. Έγραψε τις λέξεις ΣΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ, ΜΑΜΑ ΣΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ. «Μπορεί αυτό να είναι αλήθεια ως ένα βαθμό, Μέτι· όμως, τι μισθό νομίζεις ότι παίρνει η Λίντι;» «Δεν ξέρω». «Βάζω στοίχημα ότι είναι παραπάνω από όσα παίρνουν τρεις βιβλιοθηκάριοι μαζί σε οποιαδήποτε μικρή πόλη της Πολιτείας του Μέιν». Στο βάθος άκουσα την Κάι: «Μπορώ να μιλήσω κι εγώ, Μέτι; Μπορώ να μιλήσω στον Μάικ; Σε παρακαλώ, μαμά, σε παρακαλώ». «Μια στιγμή, αγάπη μου». Μετά, σ' εμένα: «Ίσως. Το μόνο που ξέρω είναι ότι έχω πάλι τη δουλειά μου, και είμαι διατεθειμένη να ξεχάσω όσα έγιναν». Στη σελίδα, έφτιαξα ένα βιβλίο. Μετά σχημάτισα μια σειρά από αλληλένδετους κύκλους που πήγαινε από το βιβλίο στη φανέλα με το παπάκι. «Η Κάι θέλει να σου μιλήσει», είπε η Μέτι γελώντας. «Λέει ότι χτες το βράδυ πήγατε μαζί στο πανηγύρι του Φράιμπεργκ».
«Πω, πω! Θες να πεις ότι είχα ραντεβού με ένα όμορφο κορίτσι και δεν πήρα τίποτα είδηση;» «Έτσι φαίνεται. Είσαι έτοιμος;» «Έτοιμος». «Ορίστε, πάρε την πολυλογού μου». Ακούστηκε το τηλέφωνο να αλλάζει χέρια και μετά η Κάι. «Σου έκανα τάκλιν στο πανηγύρι, Μάικ! Έκανα τάκλιν στον δικό μου παίκτη!» «Αλήθεια;» ρώτησα. «Ήταν φοβερό όνειρο, όμως, δεν συμφωνείς. Κάι;» Ακολούθησε σιωπή. Φαντάστηκα τη Μέτι να αναρωτιέται τι είχε πάθει η πολυλογού της. Τελικά η Κάι είπε διστακτικά: «Ήσουν κι εσύ εκεί. Είδαμε τις φιδογυναίκες που χόρευαν... το στύλο με το κουδούνι πάνω... μπήκαμε στο σπίτι με τα φαντάσματα... κι έπεσες μέσα στο βαρέλι! Δεν ήταν όνειρο... ήταν;» Θα μπορούσα να την πείσω ότι επρόκειτο για όνειρο, αλλά ξαφνικά είχα την αίσθηση ότι αυτό δεν θα ήταν καλή ιδέα, ότι έκρυβε κάποιους παράξενους κινδύνους. «Φορούσες ένα όμορφο φόρεμα κι ένα όμορφο καπέλο», είπα. «Ναι!» είπε η Κάι με τρομερή ανακούφιση. «Κι εσύ φορούσες... » «Κάιρα, σταμάτα. Άκουσε με». Σταμάτησε αμέσως. «Θα είναι καλύτερα να μη μιλάς πολύ γι' αυτό το όνειρο, νομίζω. Ούτε στη μαμά σου ούτε σε κανέναν άλλο, εκτός από μένα». «Εκτός από σένα». «Ναι. Και το ίδιο για τα ανθρωπάκια του ψυγείου. Εντάξει;» «Εντάξει. Μάικ, ήταν και μια κυρία με τα ρούχα της Μέτι». «Ναι, το ξέρω», είπα. Ήμουν σίγουρος ότι μπορούσε να μιλήσει ελεύθερα, ότι η Μέτι δεν ήταν εκεί κοντά, αλλά ρώτησα για να βεβαιωθώ: «Πού είναι η Μέτι, Κάι;» «Έξω, ποτίζει τα λουλούδια. Έχουμε πολλά λουλούδια, ένα εκατομμύριο τουλάχιστον. Κι εγώ πρέπει να καθαρίσω το τραπέζι. Αυτή είναι η δική μου δουλειά. Δεν με νοιάζει όμως, μου αρέσουν οι δουλειές. Φάγαμε γαλλικό τοστ. Πάντα τρώμε γαλλικό τοστ τις Κυριακές. Είναι πολύ ωραίο, ιδιαίτερα με σιρόπι φράουλα».
«Ναι, ξέρω», είπα κι έκανα ένα βέλος μέχρι το ψωμί με τον μπερέ. «Το γαλλικό τοστ είναι πολύ ωραίο. Και, είπες στη μαμά σου για την κυρία που φορούσε το φόρεμα της;» «Όχι. Σκέφτηκα ότι μπορεί να τρομάξει». Χαμήλωσε τη φωνή της. «Έρχεται η μαμά!» «Ας σταματήσουμε, λοιπόν... και μην ξεχνάς ότι οι δυο μας έχουμε ένα μυστικό, εντάξει;» «Ναι». «Τώρα μπορώ να μιλήσω πάλι στη Μέτι;» «Ναι». Η φωνή της απομακρύνθηκε λίγο. «Μαμάκα, ο Μάικ θέλει να σου μιλήσει». Ύστερα ακούστηκε πάλι κοντά. «Θα 'ρθεις να μας κάνεις επίσκεψη σήμερα; Μπορούμε να κάνουμε πάλι πικνίκ». «Δεν μπορώ σήμερα. Και. Πρέπει να δουλέψω». «Η Μέτι δεν δουλεύει τις Κυριακές». «Όταν ετοιμάζω ένα βιβλίο, γράφω κάθε μέρα, γιατί αλλιώς υπάρχει πιθανότητα να ξεχάσω την ιστορία. Μπορεί να κάνουμε πικνίκ την Τρίτη, όμως. Μπάρμπεκιου στο σπίτι σας». «Είναι πολλές μέρες μέχρι την Τρίτη;» «Όχι πολλές. Είναι μεθαύριο». «Σου παίρνει πολλές μέρες να γράψεις ένα βιβλίο;» «Αρκετές». Άκουσα τη Μέτι να της ζητάει το τηλέφωνο. «Τώρα, θα σου το δώσω, μια στιγμή ακόμη μόνο. Μάικ;» «Ναι, Κάι». «Σ'αγαπώ». Συγκινήθηκα και τρομοκρατήθηκα μαζί. Για μια στιγμή μου φάνηκε ότι θα μ' έσφιγγε η μέγγενη στο στήθος, όπως παλιά όταν πήγαινα να γράψω. Μετά η αίσθηση χάθηκε. «Κι εγώ σ' αγαπώ, Κάι». Ακούστηκε πάλι το τηλέφωνο να αλλάζει χέρια και μετά η φωνή της Μέτι. «Λοιπόν, το θυμήθηκες τώρα το ραντεβού με την κόρη μου, κύριε;» «Το βασικό είναι ότι το θυμήθηκε αυτή». Υπήρχε μια σύνδεση ανάμεσα σ' εμένα και τη Μέτι, αλλά ήμουν σίγουρος ότι δεν ήταν τόσο ισχυρή ώστε να καταλάβει ότι κάτι της κρύβω.
Γέλασε. Μου άρεσε έτσι όπως την άκουγα σήμερα το πρωί και δεν ήθελα να της χαλάσω το κέφι -από την άλλη μεριά, όμως, δεν ήθελα επίσης να συγχέει τη λευκή διαχωριστική γραμμή στη μέση με διάβαση πεζών. «Μέτι, πρέπει ακόμη να προσέχεις, εντάξει; Το γεγονός ότι η Λίντι Μπριγκς σου έδωσε πίσω τη δουλειά σου δεν σημαίνει ότι όλοι έγιναν ξαφνικά φίλοι σου». «Το ξέρω αυτό», μου απάντησε. Σκέφτηκα πάλι να της ζητήσω να πάρει την Κάι και να πάνε στο Ντέρι για λίγο. Μπορούσαν να μείνουν στο σπίτι μου όλο το καλοκαίρι αν χρειαζόταν, μέχρι να εξομαλυνθούν τα πράγματα εδώ. Μόνο που δεν θα δεχόταν. Όταν προσφέρθηκα να πληρώσω έναν ακριβό δικηγόρο από τη Νέα Υόρκη, δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Σε αυτή την περίπτωση, όμως, μπορούσε. Ή νόμιζε ότι μπορούσε. Και πώς θα της άλλαζα γνώμη; Δεν είχα κανένα λογικό επιχείρημα, κανένα δεδομένο. Το μόνο που είχα ήταν ένα αόριστο σκοτεινό σχήμα, σαν ένα αντικείμενο κρυμμένο κάτω από είκοσι πόντους πάγο. «Θέλω να προσέχεις ιδιαίτερα δύο ανθρώπους», είπα. «Ο ένας είναι ο Μπιλ Ντιν. Ο άλλος είναι ο Κένι Όστερ. Αυτός είναι που έχει...» «Ξέρω, εκείνο το μεγάλο σκυλί με το μαντίλι στο λαιμό. Είναι...» «Αυτός είναι ο Μπούμπερι!» φώναξε από μέσα η Και. «Ο Μπούμπερι με έγλειψε στο πρόσωπο μια φορά!» «Πήγαινε έξω να παίξεις, γλυκιά μου», είπε η Μέτι. «Καθαρίζω το τραπέζι». «Μπορείς να τελειώσεις αργότερα. Πήγαινε έξω τώρα». Για λίγο επικράτησε σιγή, καθώς η Μέτι κοίταζε την Κάι που βγήκε έξω παίρνοντας μαζί της τον Στρίκλαντ. Παρ' όλο που η μικρή είχε βγει από το τροχόσπιτο, η Μέτι μίλησε με χαμηλή φωνή. «Προσπαθείς να με τρομάξεις;» «Όχι», είπα και σχημάτισα απανωτούς κύκλους γύρω από τη λέξη ΚΙΝΔΥΝΟΣ. «Αλλά θέλω να προσέχεις. Ο Μπιλ και ο Κένι μπορεί να ήταν άνθρωποι του Ντεβόρ, όπως ο Φούτμαν και ο Όσγκουντ. Μη με ρωτήσεις γιατί το υποψιάζομαι αυτό, επειδή δεν έχω ικανοποιητική απάντηση. Είναι απλώς μια αίσθηση, αλλά από τότε
που γύρισα στο Τι-Αρ αυτά τα προαισθήματα συχνά βγαίνουν σωστά». «Τι θες να πεις;» «Αυτή τη στιγμή φοράς μια φανέλα με ένα παπάκι πάνω;» «Πώς το ξέρεις; Σου το είπε η Κάι;» «Τώρα που βγήκε έξω η Κάι, πήρε μαζί της και το σκυλάκι από το παιδικό γεύμα που της έφερα στο πικνίκ;» Μια μεγάλη παύση. Ύστερα η Μέτι είπε, «Θεέ μου», με τόσο σιγανή φωνή που σχεδόν δεν την άκουσα. Και μετά: «Μα πώς...» «Δεν ξέρω πώς. Δεν ξέρω αν είστε ακόμη σε... σε άσχημη κατάσταση, ούτε για ποιο λόγο μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο, αλλά νιώθω ότι είστε. Και οι δύο», θα μπορούσα να της πω περισσότερα, αλλά φοβήθηκα ότι θα με έπαιρνε για τρελό. «Μα είναι νεκρός!» είπε η Μέτι ξεσπώντας. «Ο γέρος είναι νεκρός! Γιατί δεν μας αφήνει ήσυχες πια;» «Μπορεί να σας έχει αφήσει ήσυχες. Μπορεί να κάνω λάθος για όλα αυτά. Αλλά δεν βλάπτει να προσέχεις, έτσι δεν είναι;» «Όχι», είπε. «Συνήθως δεν βλάπτει». «Συνήθως;» «Γιατί δεν έρχεσαι να με δεις, Μάικ; Ίσως θα μπορούσαμε να πάμε οι δυο μας στο πανηγύρι». «Μπορεί να πάμε το φθινόπωρο. Και οι τρεις». «Θα το ήθελα αυτό». «Στο μεταξύ, σκέφτομαι εκείνο το κλειδί». «Η σκέψη είναι το μισό σου πρόβλημα, Μάικ», μου είπε και γέλασε πάλι θλιμμένα, νομίζω. Και καταλάβαινα τι εννοούσε. Εκείνη όμως δεν καταλάβαινε ότι το άλλο μισό πρόβλημα είναι το συναίσθημα. Αυτά τα δύο είναι σαν να σχηματίζουν μια σφεντόνα, και νομίζω ότι τελικά αυτή η σφεντόνα μας ταλαιπωρεί με τις πετριές της μέχρι να πεθάνουμε. Πήγα πάλι την IBM μέσα στο σπίτι κι άφησα πάνω της το χειρόγραφο. Είχα τελειώσει με δαύτο, προς το παρόν τουλάχιστον. Τέρμα ο Αντί Ντρέικ και ο Τζον Σάκλφορντ μέχρι να λήξει αυτή η υπόθεση. Καθώς ντυνόμουν, φορώντας μακρύ παντελόνι και
πουκάμισο για πρώτη φορά εδώ και αρκετές μέρες, συνειδητοποίησα ότι ίσως κάτι —κάποια δύναμη— προσπαθούσε να με ναρκώσει με το βιβλίο που έγραφα. Με το γεγονός ότι μπορούσα να δουλέψω πάλι. Ήταν λογικό. Η δουλειά ήταν πάντα το αγαπημένο μου ναρκωτικό, πολύ καλύτερο από το ποτό ή από τα υπνωτικά χάπια που έχω ακόμη στο ντουλαπάκι του μπάνιου. Ή, ίσως, η δουλειά να είναι απλώς το σύστημα χορήγησης, μια ένεση γεμάτη όνειρα. Μπορεί το πραγματικό ναρκωτικό να είναι η ίδια η ζώνη. Το να είσαι στη ζώνη, το να τη νιώθεις, όπως ακούς να λένε μερικές φορές οι παίκτες του μπάσκετ. Ήμουν στη ζώνη και την ένιωθα. Πήρα τα κλειδιά της Σεβρολέτ από τον πάγκο της κουζίνας και ταυτόχρονα έριξα μια ματιά στο ψυγείο. Οι μαγνήτες σχημάτιζαν πάλι κύκλο. Στη μέση υπήρχε ένα μήνυμα που είχα ξαναδεί και που τώρα ήταν απόλυτα σαφές και κατανοητό χάρη στα πρόσθετα γράμματα που είχα αγοράσει: βοήθησε την «Κάνω ό,τι μπορώ», είπα και βγήκα έξω. Σε απόσταση πέντε χιλιομέτρων προς τα βόρεια στον Αυτοκινητόδρομο 68 -στο σημείο εκείνο ο δρόμος παλιότερα λεγόταν Καστλ Ροκ Ρόουντ—, υπάρχει ένα θερμοκήπιο με ένα μαγαζί στο μπροστινό μέρος. Η Τζο συνήθιζε να περνά πολλή ώρα εδώ, αγοράζοντας κηπουρικά σύνεργα ή απλώς κουβεντιάζοντας με τις δυο γυναίκες που έχουν το κατάστημα. Η μία ήταν η Ελεν Όστερ, η γυναίκα του Κένι. Σταμάτησα μπροστά στο φυτώριο στις δέκα το πρωί της Κυριακής (ήταν ανοιχτό, φυσικά —στην τουριστική σεζόν, όλοι σχεδόν οι μαγαζάτορες του Μέιν γίνονται ειδωλολάτρες) και παρκάρισα δίπλα σε ένα Μπίμερ με πινακίδες της Νέας Υόρκης. Περίμενα μια στιγμή για να ακούσω και το υπόλοιπο μετεωρολογικό δελτίο από το ραδιόφωνο —η ζέστη και η υγρασία θα συνεχίζονταν για άλλες σαράντα οχτώ ώρες τουλάχιστον— και βγήκα έξω. Μια γυναίκα με μαγιό και ένα γιγαντιαίο κίτρινο καπέλο βγήκε από το μαγαζί κρατώντας στην αγκαλιά της ένα μικρό σακί με τύρφη. Μου χάρισε ένα χαμόγελο και της το ανταπέδωσα με δεκαοχτώ τοις
εκατό τόκο. Ήταν από τη Νέα Υόρκη κι αυτό σήμαινε ότι δεν ήταν Αρειανή. Μέσα στο μαγαζί έκανε ακόμη περισσότερη ζέστη απ' ό,τι έξω. Η Λίλα Προυλξ, η συνιδιοκτήτρια, μιλούσε στο τηλέφωνο. Δίπλα στο ταμείο υπήρχε ένας μικρός ανεμιστήρας και στεκόταν μπροστά του κουνώντας το μπροστινό μέρος της μπλούζας της. Με είδε και με χαιρέτησε κουνώντας τα δάχτυλα. Έκανα κι εγώ το ίδιο, νιώθοντας σαν να είμαι κάποιος άλλος. Παρ' όλο που δεν δούλευα, ήμουν ακόμη στη ζώνη. Άρχισα να γυρίζω μέσα στο μαγαζί, παίρνοντας μερικά πράγματα σχεδόν στην τύχη και παρακολουθώντας τη Λίλα με την άκρη του ματιού μου. Περίμενα να κλείσει το τηλέφωνο για να της μιλήσω... και στο μεταξύ ο προσωπικός μου υπερπροωθητήρας δούλευε πάντα στο φουλ, κρατώντας με στη ζώνη. Επιτέλους έκλεισε και πλησίασα στο ταμείο. «Μάικλ Νούναν, πόσο χαίρομαι που σε βλέπω!» είπε κι άρχισε να χτυπάει στην ταμειακή μηχανή τις τιμές των πραγμάτων που είχα αγοράσει. «Λυπήθηκα τόσο πολύ για την Τζοάνα. Ήταν σπουδαίος άνθρωπος». «Ευχαριστώ, Λίλα». «Παρακαλώ. Δεν χρειάζεται να πούμε τίποτ' άλλο. Σε τέτοια θέματα, ό,τι έχεις να πεις πρέπει να το λες κατευθείαν. Έτσι λέω εγώ. Κατευθείαν. Τι γίνεται, θα το ρίξεις στην κηπουρική;» «Αν κόψει λίγο αυτή η ζέστη». «Αχ, ναι! Τρομερή ζέστη, ε;» Κούνησε πάλι το μπροστινό μέρος της μπλούζας της για να μου δείξει πόσο τρομερή είναι. Μετά έδειξε ένα από τα αντικείμενα που είχα ακουμπήσει πάνω στον πάγκο. «Να το βάλω σε ειδική σακούλα αυτό; Πρέπει πάντα να παίρνεις τα μέτρα σου μ' αυτά τα πράγματα». Της έγνεψα καταφατικά, μετά κοίταξα τον μικρό πίνακα που είχε δίπλα στο ταμείο. ΦΡΕΣΚΑ ΒΑΤΟΜΟΥΡΑ1, έγραφε με κιμωλία.
1
Μπλούμπερι, στα αγγλικά. (Σ.τ.Μ.)
«Θα πάρω και μισό κιλό βατόμουρα», είπα. «Αρκεί να μην είναι από την Παρασκευή». «Ήταν πάνω στο θάμνο χτες· είσαι ευχαριστημένος;» «Και με το παραπάνω», είπα. «Μπλούμπερι λέγεται ο σκύλος του Κένι, έτσι δεν είναι;» «Ναι. Αστείο σκυλί, ε; Εμένα μου αρέσουν πολύ τα μεγάλα σκυλιά, αρκεί να είναι φρόνιμα». Πήρε μισό κιλό βατόμουρα από το μικρό ψυγείο της και τα έβαλε σε μια άλλη σακούλα. «Πού είναι η Έλεν;» ρώτησα. «Έχει ρεπό;» «Αυτή να πάρει ρεπό;» είπε η Λίλα. «Αν είναι στην πόλη, δεν ξεκολλάει με τίποτα από το μαγαζί. Πήγε με τον Κένι και τα παιδιά στο Ταξατσούσετς. Κάθε καλοκαίρι νοικιάζουν ένα σπίτι στην παραλία μαζί με την οικογένεια του αδερφού της. Πήγαν όλοι μαζί. Ο Μπλούμπερι θα κυνηγάει γλάρους μέχρι να πέσει ξερός». Γέλασε. Ήταν ένα δυνατό και χαρούμενο γέλιο που μου θύμισε τη Σάρα Τίντγουελ. Ή, ίσως, τη θυμήθηκα βλέποντας πώς με κοίταζε η Λίλα. Τα μάτια της δεν γελούσαν, ήταν μικρά και καχύποπτα, γεμάτα από μια παγερή περιέργεια. Σταμάτα επιτέλους, είπα στον εαυτό μου. Δεν είναι δυνατόν να είναι όλοι μέσα στο κόλπο, Μάικ! Γιατί να μην είναι δυνατόν, όμως; Αυτό που λέμε «συνείδηση μιας πόλης» υπάρχει σίγουρα —όποιος αμφιβάλλει δεν έχει βρεθεί ποτέ σε συνέλευση των κατοίκων κάποιας πόλης της Νέας Αγγλίας. Εφόσον υπάρχει συνείδηση, δεν υπάρχει συνήθως και υποσυνείδητο; Και αν η Κάιρα κι εγώ είχαμε μια τέτοια νοητική σύνδεση, δεν θα μπορούσαν να την έχουν και άλλοι στο Τι-Αρ, ίσως χωρίς καν να το ξέρουν; Μοιραζόμασταν όλοι τον ίδιο αέρα και την ίδια γη. Μοιραζόμασταν τη λίμνη και το υπόγειο στρώμα του νερού που απλωνόταν κάτω από όλη την περιοχή -ένα νερό με μεταλλική γεύση από τα ορυκτά. Μοιραζόμασταν και το Δρόμο επίσης, το μέρος όπου καλά κουτάβια και κοπρόσκυλα μπορούν να περπατούν δίπλα δίπλα. Καθώς έφευγα με τα πράγματα που αγόρασα μέσα σε μια πάνινη τσάντα με χερούλια, η Λίλα είπε: «Τι κρίμα για τον Ρόις Μέριλ, ε; Τα έμαθες;» «Όχι», είπα.
«Έπεσε από τη σκάλα στο υπόγειο του σπιτιού του χτες το βράδυ. Τι δουλειά είχε ένας άνθρωπος της ηλικίας του να κατεβαίνει εκείνη την απότομη σκάλα; Αλλά φαντάζομαι πως όταν φτάσει κανείς στην ηλικία του, έχει τους δικούς του λόγους για ό,τι κάνει». Πέθανε; πήγα να ρωτήσω, αλλά μετά άλλαξα τη φράση μου. Δεν διατυπώνεται έτσι αυτή η ερώτηση εδώ στο Τι- Αρ. «Τον χάσαμε, λοιπόν;» «Όχι ακόμη. Τον πήγαν στο Γενικό Νοσοκομείο· είναι σε κώμα. Αλλά πιστεύουν ότι δεν πρόκειται να ξυπνήσει ποτέ ο καημένος. Ενα ολόκληρο κομμάτι της ιστορίας μας θα πεθάνει μαζί του». «Ναι, έτσι είναι». Καιοός ήταν, σκέφτηκα. «Εχει παιδιά;» «Όχι. Στο Τι-Αρ υπάρχουν Μέριλ εδώ και διακόσια χρόνια. Ενας πέθανε στο Σεμετέρι Ριτζ. Αλλά όλες οι παλιές οικογένειες χάνονται τώρα. Καλή σου μέρα, Μάικ». Χαμογέλασε, αλλά τα μάτια της παρέμειναν ψυχρά και καχύποπτα. Μπήκα στη Σεβρολέτ, έβαλα την τσάντα με τα πράγματα στο κάθισμα του συνοδηγού και μετά κάθισα έτσι για λίγο, αφήνοντας το αιρ κοντίσιον να δροσίσει το πρόσωπο και το λαιμό μου. Ο Κένι Όστερ ήταν στο Ταξατσούσετς. Αυτό ήταν καλό. Ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Υπήρχε όμως ακόμη ο επιστάτης μου. «Ο Μπιλ δεν είναι εδώ», είπε η Ιβέτ. Στεκόταν στην πόρτα, κλείνοντας τη θέα προς το εσωτερικό του σπιτιού όσο καλύτερα μπορούσε (δεν είναι δυνατόν να κάνεις και πολλά πράγματα από αυτή την άποψη όταν έχεις ύψος ένα και εξήντα και ζυγίζεις γύρω στα σαράντα πέντε κιλά). Με κοίταζε με ένα διαπεραστικό βλέμμα, σαν πορτιέρης σε νάιτ κλαμπ που δεν αφήνει έναν μεθυσμένο να ξαναμπεί στο μαγαζί αφού τον έχουν πετάξει ήδη μια φορά έξω οι μπράβοι. Ήμουν στη βεράντα του σπιτιού του Μπιλ, στην κορυφή του λόφου Πίμποντι, απ' όπου έβλεπες μέχρι το Νιου Χαμσάιρ και το Βερμόντ. Οι παράγκες με τα εργαλεία του Μπιλ ήταν παραταγμένες αριστερά από το σπίτι, όλες βαμμένες στην ίδια γκρίζα απόχρωση, και η καθεμία με τη δική της επιγραφή: ΕΠΙΣΤΑΣΙΕΣ ΝΤΙΝ, No I, No 2 και No 3. Μπροστά στη No 2 ήταν παρκαρισμένο το Ντοτζ Ραμ του
Μπιλ. Το κοίταξα και μετά στράφηκα πάλι στην Ιβέτ. Τα χείλια της σφίχτηκαν ακόμη περισσότερο. Άλλο ένα κλικ και θα χάνονταν τελείως. «Πήγε στο Νορθ Κόνγουεϊ με τον Μπουτς Γουίγκινς», είπε. «Πήγαν με το αμάξι του Μπουτς. Για να πάρουν...» «Δεν χρειάζεται να λες ψέματα για μένα, καλή μου», είπε ο Μπιλ από πίσω της. Δεν ήταν ακόμη ούτε έντεκα το πρωί, και μάλιστα Κυριακή, αλλά δεν είχα ξανακούσει ποτέ μου τόσο κουρασμένη φωνή. Διέσχισε το χολ και, καθώς έβγαινε από τις σκιές στο φως —ο ήλιος είχε αρχίσει επιτέλους να διαπερνά τα σύννεφα—, είδα ότι ο Μπιλ έδειχνε καθαρά την ηλικία του και ίσως δέκα χρόνια μεγαλύτερος απ' όσο ήταν στην πραγματικότητα. Φορούσε το συνηθισμένο χακί παντελόνι και πουκάμισο, αλλά οι ώμοι του ήταν καμπουριασμένοι, σαν να είχε περάσει όλη τη βδομάδα κουβαλώντας μεγάλα βάρη. Το πρόσωπο του είχε αρχίσει να γερνά —διέκρινα εκείνη την απροσδιόριστη αλλαγή που κάνει τα μάτια να φαίνονται πολύ μεγάλα, το σαγόνι πεταχτό και το στόμα χαλαρό. Φαινόταν γέρος. Δεν είχε παιδιά που να συνεχίσουν τη δουλειά του. Όλες οι παλιές οικογένειες χάνονται, είχε πει η Λίλα Προυλξ. Και ίσως αυτό να ήταν καλό. «Μπιλ...» άρχισε να λέει η Ιβέτ, όμως αυτός σήκωσε το χέρι του και τη σταμάτησε. Τα δάχτυλα του, γεμάτα ρόζους, έτρεμαν ανεπαίσθητα. «Πήγαινε στην κουζίνα για λίγο», της είπε. «Πρέπει να μιλήσω με το φίλο μου από δω. Δεν θα αργήσουμε». Η Ιβέτ τον κοίταξε και μετά κοίταξε πάλι εμένα. Τα χείλια της είχαν όντως χαθεί και το μόνο που φαινόταν ήταν μια μαύρη γραμμή που έμοιαζε να είναι φτιαγμένη με μολύβι. Είδα πολύ καθαρά ότι με μισούσε. «Κοίτα μην τον κουράσεις», μου είπε. «Δεν κοιμάται καλά. Φταίει η ζέστη». Μπήκε στο σπίτι σφιγμένη, με τους ώμους ψηλά, και χάθηκε μέσα στις σκιές, όπου σίγουρα είχε περισσότερη δροσιά. Έχετε προσέξει ότι τα σπίτια των γέρων είναι πάντα δροσερά;
Ο Μπιλ βγήκε στη βεράντα κι έβαλε τα χέρια του στις τσέπες, χωρίς να ανταλλάξει χειραψία μαζί μου. «Δεν έχω τίποτα να σου πω. Εμείς οι δυο τελειώσαμε». «Γιατί, Μπιλ; Γιατί τελειώσαμε;» Κοίταξε δυτικά, εκεί όπου οι λόφοι χάνονταν μέσα στην καταχνιά, και δεν είπε τίποτα. «Προσπαθώ να βοηθήσω μια κοπέλα». Μου έριξε ένα βλέμμα με την άκρη των ματιών του και κατάλαβα πού θα το πήγαινε. «Ναι. Θα τη βοηθήσεις για να την πηδήξεις. Βλέπω άντρες που έρχονται από τη Νέα Υόρκη και το Νιου Τζέρσεϊ με πιτσιρίκες στην ηλικία της. Οι άντρες που πηγαίνουν με μικρά κορίτσια έχουν πάντα την ίδια φάτσα· βλέπεις τη γλώσσα τους να κρέμεται έξω ακόμη και όταν έχουν κλειστό το στόμα τους. Και τώρα έχεις γίνει κι εσύ έτσι». Θύμωσα και ντράπηκα μαζί, αλλά αντιστάθηκα στην παρόρμηση να τον κυνηγήσω προς αυτή την κατεύθυνση. Αυτό ήθελε. «Τι έγινε εδώ;» τον ρώτησα. «Τι έκαναν οι πατεράδες σας, οι παππούδες σας και οι προπαππούδες σας στη Σάρα Τίντγουελ και την οικογένεια της; Δεν τους διώξατε απλώς, έτσι δεν είναι;» «Δεν χρειάστηκε», είπε ο Μπιλ, κοιτάζοντας πίσω μου, τους λόφους. Τα μάτια του ήταν υγρά, σχεδόν βουρκωμένα, αλλά το σαγόνι του σφιγμένο και σκληρό. «Έφυγαν μόνοι τους. Έτσι είναι οι αράπηδες· τους αρέσει να τριγυρίζουν, έλεγε ο πατέρας μου». «Ποιος έστησε την παγίδα που σκότωσε το γιο του Σον Τίντγουελ; Ο πατέρας σου ήταν, Μπιλ; Ο Φρεντ;» Τα μάτια του κινήθηκαν, όμως το σαγόνι του έμεινε εντελώς ακίνητο. «Δεν ξέρω τι μου λες». «Τον ακούω να κλαίει μέσα στο σπίτι μου. Ξέρεις τι είναι να ακούς ένα νεκρό παιδί να κλαίει μέσα στο σπίτι σου; Κάποιο κάθαρμα τον παγίδεψε σαν νυφίτσα και τον ακούω να κλαίει μέσα ατό σπίτι μου, γαμώ το!» «Θα χρειαστείς καινούριο επιστάτη», είπε ο Μπιλ. «Δεν μπορώ να δουλέψω άλλο για σένα. Δεν θέλω. Εκείνο που θέλω είναι να φύγεις από τη βεράντα μου».
«Τι συμβαίνει; Βοήθησε με, για όνομα του Θεού». «Θα σε βοηθήσω με μια κλοτσιά στον πισινό αν δεν φύγεις μόνος σου». Τον κοίταξα λίγο ακόμη, προσέχοντας τα υγρά μάτια και το σφιγμένο σαγόνι του. Η μάχη που γινόταν μέσα του φαινόταν στο πρόσωπο του. «Έχασα τη γυναίκα μου, κάθαρμα», είπα. «Μια γυναίκα που έλεγες ότι την αγαπάς». Το σαγόνι του κουνήθηκε επιτέλους. Με κοίταξε έκπληκτος και πληγωμένος. «Αυτό δεν έγινε εδώ», είπε. «Αυτό δεν είχε καμία σχέση με το Τι-Αρ. Μπορεί να είχε φύγει από το Τι-Αρ επειδή... Τέλος πάντων, μπορεί να είχε τους λόγους της που έφυγε από το Τι-Αρ... αλλά απλώς έπαθε εγκεφαλικό, θα μπορούσε να συμβεί οπουδήποτε». «Δεν το πιστεύω αυτό. Ούτε κι εσύ το πιστεύεις. Κάτι την ακολούθησε μέχρι το Ντέρι, ίσως επειδή ήταν έγκυος...» Τα μάτια του Μπιλ άνοιξαν διάπλατα. Του έδωσα την ευκαιρία να μιλήσει, αλλά δεν είπε τίποτα. «... ή ίσως επειδή ήξερε πολλά». «Έπαθε εγκεφαλικό». Η φωνή του Μπιλ δεν ήταν σταθερή. «Διάβασα τη νεκρολογία μόνος μου. Έπαθε εγκεφαλικό». «Τι ανακάλυψε; Μίλα μου, Μπιλ. Σε παρακαλώ». Ακολούθησε μια μεγάλη παύση. Μέχρι να τελειώσει, είχα επιτρέψει στον εαυτό μου να νομίζει ότι ο Μπιλ μπορεί να μιλούσε. «Μόνο ένα πράγμα έχω να σου πω, Μάικ. Μην ανακατεύεσαι . Για χάρη της αθάνατης ψυχής σου, μην ανακατεύεσαι. Άσε τα πράγματα να τραβήξουν το δρόμο τους. Αυτό θα κάνουν έτσι κι αλλιώς, είτε ανακατευτείς εσύ είτε όχι. Αυτό το ποτάμι κοντεύει να φτάσει στη θάλασσα. Δεν μπορείς εσύ να το εμποδίσεις. Μην ανακατεύεσαι, Μάικ. Για όνομα του θεού». Δεν μου λες, Νούναν, σ' ενδιαφέρει η ψυχή σου; Η αθάνατη ψυχή σου; Η πεταλούδα ταυ Θεού μέσα στο κουκούλι της σάρκας· που γρήγορα θα βρομίσει σαν το δικό μου; Ο Μπιλ γύρισε και πήγε στην πόρτα. Τα τακούνια από τις μπότες του χτυπούσαν πάνω στα βαμμένα σανίδια.
«Μην πλησιάσεις τη Μέτι και την Κάι», είπα. «Αν τολμήσεις να πλησιάσεις στο τροχόσπιτο...» Γύρισε, και το φως του ήλιου γυάλισε πάνω στα ίχνη από τα δάκρυα που κυλούσαν στα μαγουλά του. Έβγαλε ένα μαντίλι από την πίσω τσέπη του και τα σκούπισε. «Δεν πρόκειται να το κουνήσω απ' αυτό το σπίτι. Εύχομαι στον Θεό να μην είχα γυρίσει από τις διακοπές μου, αλλά να που γύρισα —κυρίως εξαιτίας σου, Μάικ. Οι δυο τους δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν από μένα. Όχι από μένα». Μπήκε μέσα κι έκλεισε την πόρτα. Απέμεινα να την κοιτάζω για λίγο, νιώθοντας σαν να βλέπω όνειρο. Δεν είναι δυνατόν να είχα μια τέτοια θανάσιμη συζήτηση με τον Μπιλ Ντιν... Τον Μπιλ που με μάλωσε επειδή δεν άφησα τον κόσμο να μοιραστεί μαζί μου τη θλίψη του για το θάνατο της Τζο, τον Μπιλ που με είχε υποδεχτεί τόσο εγκάρδια..- Τότε άκουσα ένα μεταλλικό κλακ. Μπορεί να μην είχε κλειδώσει την πόρτα του σπιτιού του σ' όλη του τη ζωή, αλλά την κλείδωσε τώρα. Το κλακ ακούστηκε πολύ καθαρά μέσα στην καλοκαιρινή ησυχία. Και αυτός ο ήχος μου είπε όλα όσα ήθελα να ξέρω για την πολύχρονη φιλία μου με τον Μπιλ Ντιν. Πήγα στο αμάξι μου με κατεβασμένο κεφάλι. Και δεν γύρισα να κοιτάξω όταν άκουσα ένα παράθυρο να ανοίγει πίσω μου. «Μην ξανάρθεις ποτέ εδώ, κάθαρμα!» φώναξε η Ιβέτ Ντιν. «Του ράγισες την καρδιά! Μην ξαναπατήσεις ποτέ εδώ! Ποτέ!» «Σε παρακαλώ», είπε η Μπρέντα Μεσέρβ. «Μη μου κάνεις άλλες ερωτήσεις, Μάικ. Δεν θέλω να με γράψει στα μαύρα κατάστιχα ο Μπιλ Ντιν. Όπως και η μαμά μου δεν ήθελε να τη γράψουν στα μαύρα κατάστιχα ο Νορμάλ Όστερ ή ο Φρεντ Ντιν». Πέρασα το ακουστικό στο άλλο αυτί μου. «Το μόνο που θέλω να μάθω είναι... » «Σ' αυτά τα μέρη, οι επιστάτες κουμαντάρουν τα πάντα, Μάικ. Αν πουν σε έναν παραθεριστή ότι πρέπει να προσλάβει τον τάδε ξυλουργό ή τον τάδε ηλεκτρολόγο, αυτόν θα προσλάβει. Ή αν ο επιστάτης πει ότι ο τάδε πρέπει να απολυθεί γιατί δεν είναι αξιόπιστος, απολύεται. Και ό,τι ισχύει για τους υδραυλικούς, τους κηπουρούς και τους ηλεκτρολόγους ισχύει διπλά για τις
καθαρίστριες. Αν θέλεις να σε συστήνουν, πρέπει να τα έχεις καλά με ανθρώπους σαν τον Φρεντ και τον Μπιλ Ντιν ή τον Νορμάλ και τον Κένι Όστερ. Δεν καταλαβαίνεις;» Σχεδόν με ικέτευε. «Όταν ανακάλυψε ο Μπιλ ότι σου είπα τι είχε κάνει ο Νορμάλ Όστερ, έγινε πυρ και μανία μαζί μου». «Τον αδερφό του Κένι —αυτόν που έπνιξε ο Νορμάλ κάτω από την τρόμπα— τον έλεγαν Κερί;» «Ναι. Ξέρω πολλούς που δίνουν παρόμοια ονόματα στα παιδιά τους· το βρίσκουν χαριτωμένο. Να φανταστείς, στο σχολείο είχα συμμαθητές δυο αδέρφια, τον Ρόλαντ και τη Ρολάντα Τεριό. Νομίζω ότι ο Ρόλαντ είναι στο Μάντσεστερ τώρα και η Ρολάντα παντρεύτηκε εκείνον το νεαρό από... » «Μπρέντα, απάντησε μου σε μία μόνο ερώτηση ακόμη. Δεν θα το πω πουθενά. Σε παρακαλώ, θα μου απαντήσεις;» Περίμενα κρατώντας την ανάσα μου, σίγουρος ότι θα μου κλείσει το τηλέφωνο. Τελικά όμως είπε μία λέξη μόνο, με σιγανή, σχεδόν λυπημένη φωνή. «Τι;» «Ποια ήταν η Κάρλα Ντιν;» Περίμενα πάλι αρκετά, παίζοντας στο χέρι μου την κορδέλα από το καπέλο της Κάι. «Δεν θα πεις πουθενά ότι σου είπα τίποτα», μου τόνισε τελικά. «Εννοείται». «Η Κάρλα ήταν δίδυμη αδερφή του Μπιλ. Πέθανε πριν από εξήντα πέντε χρόνια, τότε με τις πυρκαγιές». Τις πυρκαγιές που ο Μπιλ είχε ισχυριστεί ότι τις έβαλε ο παππούς της Κάι —το αποχαιρετιστήριο δώρο του για το Τι-Αρ. «Δεν ξέρω πώς έγινε, ο Μπιλ δεν μιλάει ποτέ γι' αυτό. Αν του πεις ότι σου το είπα, δεν θα ξαναστρώσω άλλο κρεβάτι στο Τι-Αρ, θα φροντίσει να μην ξαναβρώ δουλειά». Και μετά, με απελπισμένη φωνή, πρόσθεσε: «Μπορεί να το ξέρει ήδη». Με βάση τις δικές μου εμπειρίες και τα συμπεράσματα, ήξερα ότι μπορεί να είχε δίκιο. Αλλά, ακόμη και αν ο Μπιλ φρόντιζε να μην ξαναδούλεψει πουθενά, θα έπαιρνε από μένα μια επιταγή κάθε μήνα για όλη την υπόλοιπη ζωή της. Αυτό όμως δεν είχα σκοπό να της το πω από το τηλέφωνο· θα της έθιγα το γιάνκικο φιλότιμο. Έτσι,
απλώς την ευχαρίστησα, διαβεβαιώνοντας την ξανά ότι δεν θα μιλούσα πουθενά, και κατέβασα το ακουστικό. Έμεινα καθισμένος για μια στιγμή στο τραπέζι, κοιτάζοντας τον Μπάντερ. Ύστερα από λίγο είπα: «Ποιος είναι εδώ;» Καμιά απάντηση. «Έλα, λοιπόν», είπα, «Μην ντρέπεσαι. Ας πάμε κάτω δεκαεννιά ή ας πάμε κάτω ενενήντα δυο. Αν δεν γίνεται αυτό, ας μιλήσουμε». Καμιά απάντηση και πάλι. Ούτε ένα μικρό τρεμούλιασμα από το κουδουνάκι στο λαιμό του Μπάντερ. Είδα κάτι που είχα γράψει στο σημειωματάριο δίπλα στο τηλέφωνο καθώς μιλούσα με τον Φρανκ, τον αδερφό της Τζο, και τράβηξα το μπλοκ πιο κοντά. Ήταν τα ονόματα Κάια, Κάιρα, Κάιτο και Κάρλα κλεισμένα σε ένα πλαίσιο. Μουντζούρωσα την κάτω πλευρά του πλαισίου και πρόσθεσα το όνομα Κερί. Ξέρω πολλούς που δίνουν παρόμοια ονόματα στα παιδιά τους, είχε πει η Μπρέντα. Το βρίσκουν χαριτωμένο. Εγώ δεν το έβρισκα χαριτωμένο, το έβρισκα ανατριχιαστικό. Σκέφτηκα ότι δύο τουλάχιστον από αυτά τα παιδιά με τα παρόμοια ονόματα είχαν πνιγεί —ο Κερί Όστερ κάτω από μια τρόμπα, η Κάια Νούναν μέσα στο σώμα της μητέρας της όταν δεν ήταν μεγαλύτερη από έναν ηλιόσπορο. Και είχα δει το φάντασμα ενός τρίτου πνιγμένου παιδιού στη λίμνη. Ο Κάιτο; Αυτός ήταν άραγε ο Κάιτο; Ή μήπως το παιδί που είχε πεθάνει από σηψαιμία; Δίνουν παρόμοια ονόματα στα παιδιά τους· το βρίσκουν 'χαριτωμένο. Πόσα παιδιά με παρόμοια ονόματα να υπήρχαν αρχικά; Και πόσα είχαν απομείνει; Σκέφτηκα ότι η απάντηση στο πρώτο ερώτημα δεν είχε σημασία και ότι την απάντηση στο δεύτερο την ήξερα ήδη. Αυτό το ποτάμι κοντεύει να φτάσει στη θάλασσα, είχε πει ο Μπιλ. Κάρλα, Κερί, Κάιτο, Κάια... Όλα είχαν σκοτωθεί. Μόνο η Κάιρα Ντεβόρ είχε απομείνει. Σηκώθηκα τόσο απότομα, που πέταξα κάτω την καρέκλα, και ο κρότος από την πτώση της μέσα στη σιωπή με έκανε να ξεφωνίσω τρομαγμένος, θα έφευγα αυτή τη στιγμή. Τέρμα τα τηλεφωνήματα, τέρμα οι έρευνες σε στυλ ιδιωτικού ντετέκτιβ Αντί Ντρέικ, τέρμα οι
καταθέσεις, τα ηλίθια φλερταρίσματα με την ωραία κυρία. Έπρεπε να είχα ακολουθήσει το ένστικτο μου και να είχα φύγει από την πρώτη νύχτα, θα 'φευγα τώρα, όμως· θα έμπαινα στη Σεβρολέτ και θα γύριζα στο Ντέρι... Το κουδουνάκι του Μπάντερ άρχισε να χτυπάει έξαλλα. Γύρισα και το είδα να αναπηδάει κάτω από το λαιμό του σαν να το κουνούσε πέρα δώθε ένα αόρατο χέρι. Η συρόμενη πόρτα που οδηγούσε στη βεράντα άρχισε να ανοίγει και να κλείνει ξανά και ξανά, σαν να την είχαν δεμένη σε τροχαλία. Το βιβλίο με τη συλλογή των σταυρόλεξων στο τραπεζάκι και το πρόγραμμα των δορυφορικών καναλιών άνοιξαν κι άρχισαν να γυρίζουν οι σελίδες τους. Από το πάτωμα ακούστηκαν απανωτά τραντάγματα, σαν να σερνόταν κάτι τεράστιο προς το μέρος μου χτυπώντας τις γροθιές του στα σανίδια. Ένα ρεύμα αέρα —όχι κρύο αλλά ζεστό, σαν αυτό που αισθάνεται κανείς στην αποβάθρα του μετρό τα καλοκαιρινά βράδια— πέρασε δίπλα μου και με ταρακούνησε. Μέσα του άκουσα μια παράξενη φωνή που έμοιαζε να λέει Μπάι-ΜΠΑΪ, μπάι-ΜΠΑΪ, μπάι-ΜΠΑΪ, σαν να μου ευχόταν καλό ταξίδι. Μετά, τη στιγμή που συνειδητοποίησα ότι η φωνή στην πραγματικότητα έλεγε Κάι-Κάι, Κάι-Κάι, Κάι- Κάι, κάτι με χτύπησε και με πέταξε μπροστά. Ένιωσα σαν να δέχτηκα μια μεγάλη, μαλακή γροθιά. Διπλώθηκα πάνω από το τραπέζι και αρπάχτηκα όπως όπως για να μην πέσω, αναποδογυρίζοντας τον περιστρεφόμενο δίσκο με την αλατιέρα και την πιπεριέρα, τη θήκη για τις χαρτοπετσέτες και το μικρό βάζο που η Μπρέντα Μεσέρβ είχε γεμίσει με μαργαρίτες. Το βάζο κύλησε από το τραπέζι κι έσπασε. Ξαφνικά η τηλεόραση της κουζίνας άναψε με τη φωνή στη διαπασών, κάποιος πολιτικός έλεγε ότι ο πληθωρισμός αυξάνεται επικίνδυνα πάλι. Μετά άρχισε να παίζει το CD, πνίγοντας τη φωνή του πολιτικού. Ήταν οι Ρόλινγκ Στόουνς σε μια διασκευή του I Regret You, Baby, της Σάρας Τίντγουελ. Από τον πάνω όροφο άκουσα να ανάβει ένας συναγερμός καπνού, μετά ένας δεύτερος, μετά ένας τρίτος. Μια στιγμή αργότερα άρχισε να χτυπάει και ο
συναγερμός της Σεβρολέτ. Μια εκκωφαντική κακοφωνία από παντού. Κάτι καυτό, μεγάλο και μαλακό άρπαξε τον καρπό μου. Το χέρι μου πετάχτηκε μπροστά σαν πιστόνι και έπεσε με δύναμη πάνω στο σημειωματάριο. Παρακολουθούσα παγωμένος καθώς το χέρι μου γύρισε αδέξια τις σελίδες μέχρι που βρήκε μια άδεια· μετά άρπαξε το μολύβι που υπήρχε δίπλα. Το έσφιξε σαν να ήταν στιλέτο και στη συνέχεια αυτή η δύναμη άρχισε να γράφει με το χέρι μου. Αρχικά οι κινήσεις ήταν αργές, γίνονταν σχεδόν στα τυφλά, όμως σιγά σιγά επιταχύνθηκαν μέχρι που έγιναν αστραπιαίες, σκίζοντας σχεδόν τη σελίδα:
2
Κόντευα να φτάσω στο κάτω μέρος της σελίδας, όταν έπεσε πάλι το κρύο, εκείνο το τρομερό κρύο που ήταν σαν χιονόνερο τον Ιανουάριο, παγώνοντας το δέρμα μου και κάνοντας την ανάσα μου ν' αχνίζει. Το χέρι μου σφίχτηκε και το μολύβι έσπασε στα δύο. Πίσω μου, το κουδουνάκι του Μπάντερ χτύπησε μανιασμένα για μια τελευταία φορά και σταμάτησε. Επίσης, από πίσω μου ακούστηκε ένας παράξενος διπλός κρότος, σαν να προερχόταν από το άνοιγμα δυο μπουκαλιών σαμπάνιας. Μετά όλα σταμάτησαν. Ό,τι κι αν ήταν —και όσοι κι αν ήταν— η παράσταση είχε τελειώσει. Ήμουν μόνος ξανά.
2
(βοήθησέ τη μη φεύγεις βοήθησέ τη μη φεύγεις μη μη παρακαλώ μη φεύγεις
βοήθησέ τη βοήθησέ τη)
Έκλεισα το CD πλέιερ την ώρα που ο Μικ και ο Κιθ είχαν αρχίσει να ουρλιάζουν σαν λύκοι· μετά έτρεξα πάνω και απενεργοποίησα το συναγερμό καπνού. Όσο ήμουν εκεί πάνω, έσκυψα από το παράθυρο του δωματίου των ξένων, σημάδεψα με το κοντρόλ του συναγερμού τη Σεβρολέτ και πάτησα το κουμπί. Ο συναγερμός του αυτοκινήτου σταμάτησε. Ο πολύς θόρυβος είχε πάψει και τώρα άκουγα μόνο την τηλεόραση από την κουζίνα. Κατέβηκα στο ισόγειο, την έσβησα και πάγωσα με το χέρι μου πάνω στο κουμπί, κοιτάζοντας το ενοχλητικό γατο-ρολόι της Τζο. Η ουρά του είχε σταματήσει να πηγαίνει πέρα δώθε και τα μεγάλα πλαστικά μάτια του ήταν πεσμένα στο πάτωμα. Είχαν εκτοξευτεί από τις θέσεις τους. Πήγα στο Βίλατζ Καφέ για φαγητό και πριν καθίσω να φάω στον πάγκο πήρα την τελευταία κυριακάτικη Τέλεγκραφ από το αυτόματο μηχάνημα πώλησης (Ο ΜΕΓΙΣΤΑΝΑΣ ΤΩΝ ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΩΝ ΝΤΕΒΟΡ ΑΠΕΒΙΩΣΕ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΟΥ ΔΥΤΙΚΟΥ ΜΕΪΝ ΟΠΟΥ ΜΕΓΑΛΩΣΕ, έλεγε ο τίτλος). Δίπλα στο άρθρο υπήρχε μια φωτογραφία του Ντεβόρ βγαλμένη σε στούντιο, στην οποία έδειχνε τριάντα χρονών περίπου. Και χαμογελούσε. Οι περισσότεροι άνθρωποι το κάνουν φυσικά αυτό. Στο πρόσωπο του Ντεβόρ το χαμόγελο έμοιαζε σαν δεξιότητα που την είχε μάθει με μεγάλο κόπο. Παρήγγειλα τα φασόλια που είχαν μείνει από το σαββατόβραδο. Ο πατέρας μου δεν συνήθιζε να λέει αποφθέγματα —στην οικογένεια μου, οι σοφίες ήταν δουλειά της μαμάς—, αλλά όταν ο μπαμπάς ζέσταινε την Κυριακή το απόγευμα τα φασόλια που είχαν μείνει από το Σάββατο, έλεγε πάντα ότι τα φασόλια και η σούπα από βοδινό έχουν καλύτερη γεύση την επόμενη μέρα. Η μοναδική άλλη πατρική σοφία που θυμάμαι είναι ότι πρέπει να πλένεις πάντα τα χέρια σου αφού χέσεις σε σταθμό λεωφορείων. Καθώς διάβαζα το άρθρο για τον Ντεβόρ, ήρθε η Όντρεϊ και μου είπε ότι ο Ρόις Μέριλ είχε αποδημήσει χωρίς να ξαναβρεί τις αισθήσεις του. Η κηδεία θα γινόταν την Τρίτη το απόγευμα στην εκκλησία των βαπτιστών, θα πήγαινε όλη η πόλη σχεδόν, αρκετοί μόνο και μόνο για να δουν την Άιλα Μεσέρβ να παίρνει το μπαστούνι της Μπόστον Ποστ. Θα πήγαινα κι εγώ; Όχι, είπα, μάλλον όχι.
Σκέφτηκα ότι καλό θα ήταν να μην προσθέσω ότι θα ήμουν στο πάρτι της νίκης στο τροχόσπιτο της Μέτι Ντεβόρ την ώρα που θα γινόταν η κηδεία του Ρόις λίγο πιο κάτω. Καθώς έτρωγα, γύρω μου πηγαινοερχόταν η συνηθισμένη πελατεία της Κυριακής· παράγγελλαν χάμπουργκερ, φασόλια, σάντουιτς με κοτοσαλάτα, μπίρες. Μερικοί ήταν από το Τι-Αρ, μερικοί όχι. Τους περισσότερους δεν τους πρόσεξα καν, και κανείς δεν μου μίλησε. Δεν ξέρω ποιος τοποθέτησε τη χαρτοπετσέτα πάνω στην εφημερίδα μου, αλλά όταν άφησα τις σελίδες που διάβαζα και πήγα να πάρω το ένθετο των αθλητικών την είδα. Καθώς άπλωνα το χέρι μου για να την παραμερίσω, είδα τι ήταν γραμμένο από πίσω με μεγάλα μαύρα γράμματα: ΦΥΓΕ ΑΠΟ ΤΟ ΤΙ-ΑΡ. Δεν έμαθα ποτέ ποιος την άφησε. Φαντάζομαι ότι μπορεί να ήταν οποιοσδήποτε από όλους αυτούς που πέρασαν όσο ήμουν εκεί.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 23 Η καταχνιά ξαναγύρισε δίνοντας μια παρακμασμένη ομορφιά στο σούρουπο. Ο ήλιος έγινε κόκκινος καθώς κατέβαινε προς τους λόφους και όλος ο δυτικός ουρανός κοκκίνισε μαζί του. Καθόμουν στη βεράντα και κοίταζα τα χρώματα, προσπαθώντας να λύσω ένα σταυρόλεξο χωρίς μεγάλη επιτυχία. Όταν χτύπησε το τηλέφωνο, πέταξα τη συλλογή των σταυρόλεξων πάνω στο χειρόγραφο μου καθώς πήγαινα να το σηκώσω. Είχα βαρεθεί να βλέπω τον τίτλο του βιβλίου μου κάθε φορά που περνούσα. «Εμπρός;» «Τι τρέχει εκεί κάτω;» ρώτησε ο Τζον Στόροου. Δεν έκανε τον κόπο να με χαιρετήσει. Δεν ακουγόταν θυμωμένος πάντως, ακουγόταν τελείως σπινταρισμένος. «Έχω χάσει όλη τη σαπουνόπερα, μου φαίνεται!» «Προσκάλεσα και τον εαυτό μου για φαγητό την Τρίτη», είπα. «Ελπίζω να μη σε πειράζει». «Όχι, καλά έκανες· όσο περισσότεροι τόσο το καλύτερο». Μάλλον μιλούσε ειλικρινά. «Τι καλοκαίρι κι αυτό, ε; Τι καλοκαίρι! Έγινε τίποτα τελευταία; Σεισμοί; Καταποντισμοί; Εκρήξεις ηφαιστείων; Μαζικές αυτοκτονίες;»; «Όχι, δεν είχαμε μαζικές αυτοκτονίες, αλλά πέθανε ο Ρος», είπα. «Τι μου λες τώρα, όλος ο κόσμος ξέρει ότι τα τίναξε ο Μαξ Ντεβόρ. Κατάπληξε με, Μάικ! Άφησε με ξερό! Κάνε με να πάθω πλάκα!» «Όχι ο Ντεβόρ· ο άλλος γέρος. Ο Ρόις Μέριλ». «Δεν ξέρω ποιον... Α, περίμενε. Αυτός με το χρυσό μπαστούνι που έμοιαζε σαν έκθεμα από το Τζουράσικ Παρκ;» «Ακριβώς». «Τι λες, ρε παιδί μου. Κατά τα άλλα;...» «Κατά τα άλλα, όλα είναι υπό έλεγχο», είπα, όμως μετά σκέφτηκα τα πεταγμένα μάτια του ρολογιού και παραλίγο να βάλω τα γέλια. Εκείνο που με σταμάτησε ήταν μια βεβαιότητα ότι όλη αυτή η ευθυμία του Τζον ήταν προσποιητή και ότι στην πραγματικότητα
είχε τηλεφωνήσει για να με ρωτήσει αν τρέχει τίποτα ανάμεσα σ' εμένα και τη Μέτι. Και τι θα του έλεγα τότε; Τίποτε ακόμη; Ένα φιλί, μια ακαριαία στύση και θα δούμε τι θα προκύψει; Δεν ήξερα τι θα του απαντούσα, αλλά δεν χρειάστηκε να το βρω. Τον Τζον τον απασχολούσαν άλλα πράγματα. «Άκου, Μάικλ, τηλεφώνησα γιατί έχω κάτι να σου πω. Και νομίζω ότι θα χαρείς και θα μείνεις ξερός». «Πολύ μου αρέσει αυτό», είπα. «Για λέγε». «Μου τηλεφώνησε η Ροζέτ Γουίτμορ και... Α, για πες μου, δεν της έδωσες εσύ τον αριθμό των γονιών μου, έτσι δεν είναι; Είμαι στη Νέα Υόρκη, αλλά μου τηλεφώνησε στη Φιλαδέλφεια». «Δεν τον έχω τον αριθμό των γονιών σου. Δεν τον είχες αφήσει σε κανέναν από τους τηλεφωνητές». «Α, ναι, σωστά». Ούτε που ζήτησε συγνώμη για το λάθος του· ήταν πολύ ενθουσιασμένος για να τον απασχολήσουν τέτοιες λεπτομέρειες. Άρχισα να ενθουσιάζομαι κι εγώ κι ας μην ήξερα ακόμη τι στην οργή συνέβαινε. «Τον έδωσα στη Μέτι όμως. Λες να τηλεφώνησε η Γουίτμορ στη Μέτι και να τον πήρε; Θα της τον έδινε η Μέτι;» «Να σου πω... Προσωπικά νομίζω ότι, αν η Μέτι έβρισκε τη Ροζέτ να έχει αρπάξει φωτιά στο δρόμο, δεν είναι σίγουρο αν θα κατουρούσε πάνω της για να τη σβήσει». «Χυδαίο, Μάικλ, πολύ χυδαίο». Αλλά γελούσε. «Ίσως η Ροζέτ να τον βρήκε όπως ο Ντεβόρ τον δικό σου». «Μάλλον», είπα. «Δεν ξέρω τι θα συμβεί σε μερικούς μήνες, αλλά είμαι σίγουρος ότι αυτή τη στιγμή έχει πρόσβαση στο κέντρο ελέγχου των επιχειρήσεων του Ντεβόρ. Και αν κάποιος ξέρει ποια κουμπιά να πατήσει, μάλλον είναι αυτή. Από πού σου τηλεφώνησε; Από το Παλμ Σπρινγκς;» «Ναι. Είπε ότι μόλις είχε βγει από μια προκαταρκτική σύσκεψη με τους δικηγόρους του Ντεβόρ σχετικά με τη διαθήκη του γέρου. Και σύμφωνα με τη Ροζέτ, ο παππούς άφησε στη Μέτι Ντεβόρ ογδόντα εκατομμύρια δολάρια». Βουβάθηκα. Δεν είχα αρχίσει να χαίρομαι ακόμη, όμως σίγουρα είχα μείνει ξερός.
«Να παθαίνεις πλάκα, ε;» είπε χαρούμενα ο Τζον. «Θες να πεις ότι τα άφησε στην Κάιρα», είπα τελικά. «Τα κληρονόμησε η Κάιρα». «Όχι, αυτό ακριβώς είναι που δεν έκανε. Ρώτησα τη Γουίτμορ τρεις φορές, αλλά την τρίτη είχα αρχίσει να καταλαβαίνω. Υπάρχει μέθοδος σε αυτή την τρέλα. Όχι πολλή, αλλά υπάρχει. Βλέπεις, υφίσταται ένας όρος. Αν άφηνε τα λεφτά στο παιδί που είναι ανήλικο και όχι στη μητέρα, ο όρος δεν θα είχε κανένα βάρος. Και είναι αστείο αν σκεφτείς ότι και η Μέτι δεν έχει πολλά χρόνια που ενηλικιώθηκε». «Πράγματι, αστείο», συμφώνησα και σκέφτηκα το φόρεμα της να γλιστρά πάνω στη μέση της. θυμήθηκα, επίσης, αυτό που είπε ο Μπιλ Ντιν, ότι όσοι πηγαίνουν με κοπέλες αυτής της ηλικίας έχουν την ίδια φάτσα, τους κρέμεται η γλώσσα έξω ακόμη και όταν έχουν κλειστό το στόμα τους. «Και ποιος είναι ο όρος;» «Ότι η Μέτι πρέπει να μείνει στο Τι-Αρ επί ένα χρόνο μετά το θάνατο του Ντεβόρ, δηλαδή, μέχρι τις 17 Ιουλίου 1999. Μπορεί να φεύγει για ημερήσια ταξίδια, αλλά πρέπει να πέφτει για ύπνο στο κρεβάτι της στο Τι-Αρ κάθε βράδυ στις εννιά η ώρα, γιατί αλλιώς χάνει την κληρονομιά. Έχεις ξανακούσει μεγαλύτερη μαλακία στη ζωή σου; Αν εξαιρέσουμε κάτι παλιές ταινίες του Τζορτζ Σάντερς, δηλαδή». «Όχι», είπα. θυμήθηκα την επίσκεψη μου στο πανηγύρι του Φράιμπεργκ με την Κάιρα. Ακόμη και νεκρός προσπαθεί να πάρει την κηδεμονία, είχα σκεφτεί. Φυσικά, κι το που γινόταν τώρα ήταν το ίδιο πράγμα. Ήθελε να τους κρατήσει εδώ. Ακόμη και νεκρός ήθελε να τους κρατήσει στο Τι-Αρ. «Δηλαδή, δεν στέκει ο όρος;» «Και βέβαια δεν στέκει. Ο ηλίθιος ο τρελάρας είναι σαν να της έβαλε όρο ότι θα της δώσει τα ογδόντα εκατομμύρια δολάρια αν χρησιμοποιεί μπλε ταμπόν για ένα χρόνο. Τα ογδόντα εκατομμύρια θα τα πάρει όμως. Είμαι απολύτως σίγουρος. Μίλησα ήδη με τρεις από τους ανθρώπους μας που ειδικεύονται στα κληρονομικά και... Δεν μου λες, μήπως θα έπρεπε να φέρω και έναν απ' αυτούς μαζί μου
την Τρίτη ή όχι; Ο Γουίλ Στίβενσον θα είναι ο βασικός σε ό,τι αφορά την κληρονομιά, αν συμφωνήσει η Μέτι». Μάλλον φλυαρούσε μόνος του. Βάζω στοίχημα ότι δεν είχε πιει τίποτα, αλλά είχε μεθύσει από τις δυνατότητες και μόνο. Γι' αυτόν, είχαμε φτάσει στο τέλος του παραμυθιού, εκεί όπου ζουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Η Σταχτοπούτα γυρίζει στο σπίτι από το χορό μέσα σε μια βροχή από χρήματα. «...βέβαια, ο Γουίλ είναι λιγάκι μεγάλος», έλεγε ο Τζον, «τριακοσίων χρονών πάνω κάτω, που σημαίνει ότι δεν θα είναι και πολύ διασκεδαστική παρέα στο πάρτι, αλλά...» «Τότε γιατί δεν τον αφήνεις σπίτι;» είπα. «Έχουμε χρόνο μπροστά μας για να βάλετε στο χέρι τη διαθήκη του Ντεβόρ. Και δεν νομίζω ότι η Μέτι πρόκειται να παραβεί αυτόν το βλακώδη όρο στο άμεσο μέλλον. Μόλις της ξανάδωσαν πίσω τη δουλειά της». «Ναι. Ο άσπρος βούβαλος πεθαίνει και όλο το κοπάδι σκορπάει!» είπε ενθουσιασμένος ο Τζον. «Έχει πέσει πανικός! Και η νέα πολυεκατομμυριούχος ξαναγυρίζει στη δουλειά της και αρχειοθετεί βιβλία! Εντάξει, λοιπόν, την Τρίτη μόνο θα γιορτάσουμε». «Ωραία». «Θα γιορτάσουμε μέχρι να ξεράσουμε». «Εμείς οι πιο ηλικιωμένοι μπορεί να γιορτάσουμε μέχρι να πάθουμε μια σχετική ναυτία. Πειράζει;» «Καθόλου. Τηλεφώνησα ήδη στον Ρόμιο Μπισονέτ και θα φέρει και τον Τζορτζ Κένεντι, τον ιδιωτικό ντετέκτιβ που βρήκε όλες εκείνες τις ξεκαρδιστικές μαλακίες για τον Ντέρτζιν. Ο Μπισονέτ μου είπε ότι ο Κένεντι γίνεται φοβερός τύπος έτσι και κατεβάσει ένα δυο ποτά. Σκέφτηκα να φέρω μερικές μπριζόλες από του Πίτερ Λούγκερ, σου το είπα αυτό;» «Όχι, δεν νομίζω να μου το είπες». «Οι καλύτερες μπριζόλες του κόσμου. Μάικλ, συνειδητοποιείς τι συνέβη σ' αυτή τη γυναίκα; Ογδόντα εκατομμύρια δολάρια!» «Θα μπορέσει να αντικαταστήσει το Σκάουτι». «Ε;» «Τίποτα, θα έρθεις αύριο βράδυ ή την Τρίτη;»
«Τρίτη πρωί, γύρω στις δέκα, στο αεροδρόμιο της Κομητείας. Με τη Νιου Ίνγκλαντ Αιρ. Μάικ, είσαι καλά; Ακούγεσαι λίγο παράξενα». «Καλά είμαι. Βρίσκομαι εκεί που πρέπει. Νομίζω». «Τι θα πει αυτό;» Είχα βγει έξω στη βεράντα. Στο βάθος ακούγονταν μπουμπουνητά κι έκανε τρομερή ζέστη, δεν κουνιόταν ούτε φύλλο. Το ηλιοβασίλεμα είχε δώσει τη θέση του σε ένα καταθλιπτικό λυκόφως. Ο ουρανός στη δύση έμοιαζε σαν ασπράδι από κοκκινισμένο μάτι. «Δεν ξέρω», είπα, «αλλά έχω την υποψία ότι η κατάσταση θα ξεκαθαρίσει από μόνη της. Θα σε περιμένω στο αεροδρόμιο». «Εντάξει», είπε και μετά συνέχισε με μια σιγανή, σχεδόν ευλαβική φωνή: «Απίστευτο... Ογδόντα εκατομμύρια αμερικανικά δολάρια». «Ναι, μιλάμε για πολύ μαρουλόφυλλο», συμφώνησα και του ευχήθηκα καληνύχτα. Το επόμενο πρωί ήπια σκέτο καφέ κι έφαγα φρυγανισμένο ψωμί στην κουζίνα παρακολουθώντας το δελτίο καιρού στην τηλεόραση. Ο εκφωνητής —όπως συμβαίνει με πολλούς αυτές τις μέρες— είχε ένα κάπως τρελό βλέμμα, σαν να τον είχαν οδηγήσει στα όρια της παραφροσύνης όλες εκείνες οι εικόνες από τους μετεωρολογικούς δορυφόρους. «Έχουμε άλλες τριάντα έξι ώρες κακοκαιρίας μπροστά μας και μετά ό καιρός θα αλλάξει», είπε και έδειξε ένα σκοτεινό γκρίζο σύννεφο που καραδοκούσε πάνω από τις μεσοδυτικές Πολιτείες. Μικροσκοπικές αστραπές χόρευαν μέσα του σαν σπίθες από ελαττωματικά μπουζί. Πέρα από το σύννεφο και τους κεραυνούς, η Αμερική φαινόταν καθαρή μέχρι την έρημο και οι θερμοκρασίες πάνω στο χάρτη ήταν γύρω στους δέκα βαθμούς χαμηλότερες. «Θα δούμε θερμοκρασίες γύρω στους 35 βαθμούς σήμερα και δεν πρέπει να περιμένουμε βελτίωση απόψε ή αύριο το πρωί. Αύριο το απόγευμα, όμως, το συγκεκριμένο μέτωπο θα φτάσει στο Δυτικό Μέιν και γι' αυτό καλά θα κάνετε να ενημερώνεστε για τις καιρικές
συνθήκες. Πριν απολαύσουμε και πάλι λίγη δροσιά και αίθριο καιρό την Τετάρτη, μάλλον θα δούμε σφοδρές θύελλες, πυκνές βροχοπτώσεις ή και χαλάζι σε μερικά μέρη. Οι ανεμοστρόβιλοι είναι σπάνιοι στο Μέιν, αλλά μερικές πόλεις στο δυτικό και το κεντρικό μέρος της Πολιτείας μπορεί να τους αντιμετωπίσουν αύριο. Επιστροφή σ' εσένα, Ερλ». Ο Ερλ, ο παρουσιαστής του πρωινού δελτίου ειδήσεων, ήταν ένας τύπος με αθώο βλέμμα βοδιού που δυσκολευόταν λίγο να διαβάσει από το Τηλεπρόμτ. «Ουάου», αναφώνησε. «Ώστε θα 'χουμε μεγάλη κακοκαιρία, Βινς. Ακόμη και ανεμοστρόβιλους». «Ουάου», έκανα κι εγώ. «Πες πάλι "ουάου", Ερλ. Ψοφάω να σ' ακούω». «Απίστευτο, ε;» είπε ο Ερλ μόνο και μόνο για να μου τη σπάσει, κι εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο. Πήγα να το σηκώσω, ρίχνοντας μια ματιά στο γατο-ρολόι καθώς περνούσα. Η προηγούμενη νύχτα ήταν ήρεμη —ούτε λυγμοί, ούτε ουρλιαχτά ούτε νυχτερινές περιπέτειες—, αλλά το ρολόι μου προκαλούσε μια επίμονη ανησυχία. Κρεμόταν εκεί στον τοίχο σταματημένο και χωρίς μάτια, σαν ένα μήνυμα , γεμάτο κακά νέα. «Εμπρός;» «Κύριε Νούναν;» Την ήξερα τη φωνή, αλλά για μια στιγμή δεν μπορούσα να καταλάβω ποιος είναι. Ο λόγος ήταν ότι με είχε αποκαλέσει «κύριο Νούναν». Η Μπρέντα Μεσέρβ με έλεγε παντα Μάικ εδώ και δεκαπέντε χρόνια. «Μπρέντα, εσύ είσαι; Τι...» «Πήρα να σου πω ότι δεν μπορώ να δουλέψω άλλο για σένα», είπε μιλώντας γρήγορα. «Λυπάμαι που δεν σε ειδοποίησα νωρίτερα —ποτέ δεν σταμάτησα να δουλεύω για κάποιον χωρίς προειδοποίηση, ούτε καν για κείνον το γερο-μεθύστακα, τον Κρόιντεν-, αλλά δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Κατάλαβε με, σε παρακαλώ». «Έμαθε ο Μπιλ ότι σου τηλεφώνησα; Μπρέντα, σου ορκίζομαι, δεν είπα λέξη σε κανέναν...»
«Όχι. Δεν έχω μιλήσει καθόλου μαζί του. Απλώς δεν μπορώ να ξανάρθω στο Σάρα Λαφς. Είδα ένα κακό όνειρο χτες το βράδυ. Ένα τρομερό όνειρο. Είδα ότι... ότι κάτι έχει θυμώσει πολύ μαζί μου. Αν ξανάρθω εκεί, μπορεί να πάθω κανένα ατύχημα. Δηλαδή, θα φαίνεται για ατύχημα, αλλά... δεν θα είναι». Τι ανοησίες είναι αυτές, Μπρέντα, ήθελα να πω. Σ’ αυτή την ηλικία και πιστεύεις σε ιστορίες με φαντάσματα; Αλλά φυσικά δεν μπορούσα να πω τέτοιο πράγμα. Αυτά που συνέβαιναν στο σπίτι μου δεν ήταν «ιστορίες με φαντάσματα». Το ήξερα, όπως το ήξερε κι αυτή. «Μπρέντα, αν σου δημιούργησα προβλήματα, λυπάμαι πολύ». «Φύγε, κύριε Νούναν... Μάικ. Γύρνα στο Ντέρι και μείνε εκεί για λίγο. Είναι το καλύτερο που μπορείς να κάνεις». . Άκουσα τα γράμματα να γλιστρούν πάνω στο ψυγείο και γύρισα. Αυτή τη φορά είδα να σχηματίζεται ο κύκλος από τα μαγνητάκια με τα φρούτα και τα λαχανικά. Από πάνω έμεινε ανοιχτός, για να γλιστρήσουν μέσα πέντε γράμματα. - Μετά, ένα μικρό πλαστικό λεμόνι έκλεισε τον κύκλο.
ενιεμ έλεγαν τα γράμματα και μετά μπήκαν σε αντίστροφη σειρά:
μείνε Ύστερα διαλύθηκαν, και ο κύκλος και η λέξη. «Μάικ, σε παρακαλώ». Η Μπρέντα έκλαιγε. «Αύριο είναι η κηδεία του Ρόις. Όλοι οι γέροντες του Τι-Αρ θα είναι εκεί». Ναι, φυσικά θα πήγαιναν. Οι γέροντες, οι σάκοι με κόκαλα που ήξεραν σημαντικά πράγματα και τα κρατούσαν για τον εαυτό τους. Μόνο που μερικοί είχαν μιλήσει στη γυναίκα μου. Ακόμη και ο ίδιος ο Ρόις είχε μιλήσει. Και τώρα ήταν νεκρός. Το ίδιο και η Τζο. «Θα ήταν καλύτερα να έφευγες. Ίσως μπορείς να πάρεις και την κοπέλα με το κοριτσάκι της μαζί σου». Μπορούσα όμως; Για κάποιο λόγο είχα την αίσθηση ότι δεν ήταν τόσο εύκολο. Ένιωθα ότι οι τρεις μας θα μέναμε στο Τι-Αρ μέχρι να τελειώσει αυτή η ιστορία... και είχα αρχίσει να έχω μια ιδέα για το πότε θα τελείωνε. Ερχόταν θύελλα. Καλοκαιρινή θύελλα. Ίσως και ανεμοστρόβιλος.
«Μπρέντα, σ' ευχαριστώ που μου τηλεφώνησες. Και δεν θεωρώ ότι παραιτήθηκες. Ας πούμε απλώς ότι πήρες μια άδεια, εντάξει;» «Εντάξει... όπως θέλεις, θα το σκεφτείς τουλάχιστον αυτό που σου είπα;» «Ναι. Στο μεταξύ, όμως, λέω να μην πω σε κανέναν ότι μου τηλεφώνησες, εντάξει;» «Όχι βέβαια!» είπε σοκαρισμένη. Και μετά: «Αλλά θα το ξέρουν. Ο Μπιλ και η Ιβέτ... ο Ντίκι Μπρουκς στο γκαράζ... ο γερο-Άντονι Γουέιλαντ και ο Μπάντι Τζέλισον και όλοι οι άλλοι... θα το ξέρουν. Αντίο, κύριε Νούναν. Λυπάμαι πολύ. Για σένα και για τη γυναίκα σου. Την καημένη τη γυναίκα σου. Λυπάμαι τόσο πολύ». Ύστερα έκλεισε. Έμεινα με το ακουστικό στο χέρι για πολλή ώρα. Μετά, νιώθοντας σαν να ονειρεύομαι, το άφησα στη θέση του, διέσχισα το δωμάτιο και κατέβασα το αόμματο ρολόι από τον τοίχο. Το πέταξα στα σκουπίδια και πήγα στη λίμνη να κολυμπήσω, ενώ θυμόμουν το διήγημα «Αυγουστιάτικη Ζέστη» του Χάρβεϊ, εκείνο που τελειώνει με τη φράση: «Η ζέστη μπορεί να σε τρελάνει». Δεν είμαι κακός κολυμβητής όταν δεν μου πετάνε πέτρες, αλλά η πρώτη μου διαδρομή από την όχθη στην εξέδρα και μετά πάλι στην όχθη ήταν χωρίς ρυθμό και οι κινήσεις μου διστακτικές — κολύμπησα απαίσια, εδώ που τα λέμε—, γιατί συνεχώς φοβόμουν ότι κάτι θα απλώσει το χέρι του από το βυθό και θα με αρπάξει. Το πνιγμένο παιδί, ίσως. Η δεύτερη διαδρομή ήταν καλύτερη, και στην τρίτη πια είχα αρχίσει να απολαμβάνω τον γρήγορο χτύπο της καρδιάς μου και τη μεταξένια δροσιά του νερού πάνω μου. Στα μισά της τέταρτης διαδρομής, ανέβηκα από τη σκάλα στην εξέδρα και σωριάστηκα στα σανίδια. Ένιωθα καλύτερα από κάθε άλλη φορά μετά τη συνάντηση μου με τον Ντεβόρ και τη Ροζέτ Γουίτμορ το απόγευμα της Παρασκευής. Ήμουν ακόμη στη ζώνη και, επιπλέον, χάρη στο κολύμπι, αισθανόμουν μια υπέροχη ευφορία —είχα φτιαχτεί από τις ενδορφίνες. Σε αυτή την κατάσταση, ακόμη και η στενοχώρια που με έπιασε όταν μου είπε η Μπρέντα ότι παραιτείται άρχισε να υποχωρεί, θα ξαναρχόταν για δουλειά όταν θα τελείωναν
όλα αυτά· σίγουρα θα ξαναρχόταν. Στο μεταξύ, μάλλον ήταν καλύτερα να μην πλησιάζει στο σπίτι. Κάτι έχει θυμώσει πολύ μαζί μου. Μπορεί να πάθω κανένα ατύχημα. Σίγουρα, θα μπορούσε να τραυματιστεί. Ή να πέσει από τη σκάλα του υπογείου της. Ή, ακόμη, να πάθει κανένα εγκεφαλικό καθώς θα τρέχει σε ένα πάρκινγκ μέσα στη ζέστη. Ανακάθισα και κοίταξα το σπίτι πάνω στο λόφο, τη βεράντα που προεξείχε πάνω από τη λίμνη, τη σκάλα από τραβέρσες σιδηροδρομικής γραμμής. Είχαν περάσει μερικά λεπτά μόνο αφότου βγήκα από το νερό, αλλά ήδη η ζέστη τυλιγόταν αποπνικτική γύρω μου, διαλύοντας την ευφορία μου. Το νερό ήταν ήρεμο σαν καθρέφτης. Στην επιφάνειά του καθρεφτιζόταν καθαρά το σπίτι και στο είδωλό του μέσα στο νερό τα παράθυρα έμοιαζαν με μάτια που με παρακολουθούσαν. Σκέφτηκα ότι η εστία όλων των φαινομένων - το επίκεντρο— ήταν μάλλον στο Δρόμο, ανάμεσα στο σπίτι και το είδωλο του. Εδώ έγιναν όλα, είχε πει ο Ντεβόρ. Και οι γέροντες; Οι περισσότεροι μάλλον ήξεραν ήδη αυτό που ήξερα κι εγώ: ότι ο Ρόις Μέριλ είχε δολοφονηθεί. Και μπορεί αυτό που τον σκότωσε να ερχόταν ανάμεσα τους καθώς ήταν καθισμένοι στα στασίδια της εκκλησίας ή αργοί ιερά, όταν θα μαζεύονταν γύρω από τον τάφο. Μπορεί να ερχόταν για να κλέψει ένα μέρος από την ενέργεια τους, τις τύψεις τους, τις αναμνήσεις τους, το χαρακτήρα τους, για να τελειώσει τη δουλειά του. Ένιωθα ανακούφιση που θα ήταν και ο Τζον στο τροχόσπιτο αύριο, και ο Ρόμιο Μπισονέτ, αλλά και ο Τζορτζ Κένεντι, που ήταν φοβερός τύπος όταν έπινε ένα δυο ποτά. Ευτυχώς, δεν θα ήμουν μόνο εγώ, η Μέτι και η Κάι όταν θα μαζεύονταν οι γέροντες για να αποχαιρετήσουν για τελευταία φορά τον Ρόις Μέριλ. Δεν με ένοιαζε πια τόσο πολύ τι συνέβη στη Σάρα και τους Ρεντ-Τοπ Μπόις, ούτε καν ποια φαντάσματα στοίχειωναν το σπίτι μου. Εκείνο που ήθελα ήταν να βγάλουμε την αυριανή μέρα, εγώ, η Μέτι και η Κάι. Θα τρώγαμε πριν αρχίσει η βροχή και μετά θα περιμέναμε τις
επερχόμενες θύελλες. Πίστευα ότι, αν τις αντέχαμε, η ζωή μας και το μέλλον μας μπορεί να ξεκαθάριζαν όπως και ο καιρός. «Έτσι είναι;» ρώτησα. Δεν περίμενα απάντηση -από τότε που είχα γυρίσει εδώ είχα αποκτήσει αυτή τη συνήθεια, να μιλάω μόνος μου—, αλλά κάπου μέσα στο δάσος, ανατολικά από το σπίτι, έκρωξε μια κουκουβάγια. Μόνο μία φορά, σαν να έλεγε ότι έτσι είναι, βγάλε την αυριανή μέρα και τα πράγματα θα ξεκαθαρίσουν. Η κραυγή της μου έφερε και κάτι άλλο στο νου, κάποιο συνειρμό τον οποίο τελικά δεν μπόρεσα να προσδιορίσω. Προσπάθησα μια δυο φορές, αλλά το μόνο που μου ήρθε στο μυαλό ήταν ο τίτλος ενός υπέροχου παλιού μυθιστορήματος —Άκουσα την Κουκουβάγια να Φωνάζει το Όνομα μου. Βούτηξα από την εξέδρα στο νερό μαζεύοντας τα πόδια στο στήθος μου και πιάνοντας τα γόνατα μου, όπως πηδάνε τα παιδιά. Έμεινα κάτω όσο πιο πολύ μπορούσα, μέχρι που άρχισα να αισθάνομαι τον αέρα στα πνευμόνια μου σαν καυτό εμφιαλωμένο υγρό, και τότε πετάχτηκα στην επιφάνεια. Κολύμπησα επιτόπου σε απόσταση περίπου τριάντα μέτρων από την όχθη μέχρι να μου περάσει το λαχάνιασμα και μετά κάρφωσα το βλέμμα μου στην Πράσινη Γυναίκα και άρχισα να κολυμπάω προς την όχθη. Βγήκα έξω κι άρχισα να ανεβαίνω τα ξύλινα σκαλοπάτια, όμως μετά σταμάτησα και ξαναγύρισα στο Δρόμο. Στάθηκα εκεί για μια στιγμή, επιστρατεύοντας το κουράγιο μου, και μετά πήγα στο σημείο όπου η σημύδα καμπυλωνόταν πάνω από το νερό. Πιάστηκα από τον λευκό κορμό όπως είχα κάνει το απόγευμα της Παρασκευής και κοίταξα στο νερό. Ήμουν σίγουρος ότι θα έβλεπα το παιδί, με τα νεκρά του μάτια να με κοιτάζουν από το πρησμένο καφέ πρόσωπο του, και ότι το στόμα και ο λαιμός μου θα γέμιζαν πάλι από τη μεταλλική γεύση της λίμνης: βοήθεια πνίγομαι, άσε με να σηκωθώ, ω Χριστέ μου, αφήστε με να σηκωθώ. Αλλά δεν υπήρχε τίποτα. Ούτε νεκρό παιδί ούτε μπαστούνι της Μπόστον Ποστ τυλιγμένο με κορδέλες ούτε η παράξενη γεύση στο στόμα μου. Γύρισα και κοίταξα τον γκρίζο βράχο που ξεπρόβαλλε από τους θάμνους. Έχει, ακριβώς έχει, είπα από μέσα μου, αλλά δεν ήταν παρά μια συνειδητή σκέψη, η επανάληψη μιας ανάμνησης. Η μυρωδιά της
σαπίλας και η βεβαιότητα ότι κάτι τρομερό είχε συμβεί εκεί δεν υπήρχαν. Όταν γύρισα στο σπίτι και πήγα να πάρω ένα αναψυκτικό, ανακάλυψα ότι η πόρτα του ψυγείου ήταν άδεια. Όλοι οι μαγνήτες, γράμματα, φρούτα και λαχανικά, είχαν χαθεί. Δεν τους ξαναβρήκα ποτέ. Μπορεί να τους έβρισκα αν είχα περισσότερο χρόνο, αλλά εκείνη τη Δευτέρα ο χρόνος κόντευε να τελειώσει. Ντύθηκα και μετά τηλεφώνησα στη Μέτι. Μιλήσαμε για το πάρτι, για το πόσο χαρούμενη ήταν η Κάι, για το πόσο νευρική ένιωθε η Μέτι που θα ξανάπιανε δουλειά την Παρασκευή. Φοβόταν ότι οι ντόπιοι θα της φέρονταν με κακία, αλλά, με τον γυναικείο χαρακτήρα της, εκείνο που την τρόμαζε ακόμη περισσότερο ήταν μήπως της φερθούν ψυχρά, μήπως τη σνομπάρουν. Μιλήσαμε για τα χρήματα και γρήγορα κατάλαβα ότι δεν πίστευε πως θα τα έπαιρνε πραγματικά. «Ο Λανς έλεγε ότι ο πατέρας του ήταν από τους τύπους που δείχνουν ένα κομμάτι κρέας σ' ένα πεινασμένο σκυλί και μετά το τρώνε μόνοι τους», μου είπε. «Αλλά, αφού έχω πάλι τη δουλειά μου, δεν θα πεινάσω ούτε εγώ ούτε η Κάι». «Αν όμως υπάρχουν πραγματικά αυτά τα λεφτά... » «Θα τα πάρω μέχρι να πεις κύμινο», είπε γελώντας. «Λες να είμαι τόσο τρελή που να μην τα θέλω;» «Όχι βέβαια. Α, αλήθεια, τι γίνεται με τα ανθρωπάκια του ψυγείου της Κάι; Έγραψαν τίποτα καινούριο;» «Θα σου πω κάτι πολύ παράξενο», είπε η Μέτι. «Χάθηκαν» . «Τα ανθρωπάκια;» «Δεν ξέρω για τα ανθρωπάκια, όμως σίγουρα χάθηκαν τα μαγνητικά γράμματα που της έδωσες. Όταν ρώτησα την Κάι τι τα έκανε, άρχισε να κλαίει και μου είπε ότι τα πήρε ο Αλαμαγκουσαλάμ. Μου είπε ότι τα έφαγε τη νύχτα, όταν κοιμόμασταν, για κολατσιό». «Ο Αλαμα-ποιος·;» «Αλαμαγκουσαλάμ», είπε η Μέτι με χαμογελαστή αλλά κουρασμένη φωνή. «Άλλη μια κληρονομιά από τον παππού της. Είναι παραφθορά μιας λέξης των Ινδιάνων Μίκμακ που σημαίνει "μπαμπούλας" ή "δαίμονας". Το κοίταξα στο λεξικό της βιβλιοθήκης.
Η Κάιρα είχε πολλούς εφιάλτες με δαίμονες και κυρίως με τον Αλαμαγκουσαλάμ στα τέλη του χειμώνα και την άνοιξη». «Τι καλός παππούς που ήταν», είπα συγκινημένος. «Ναι, σκέτη γλύκα. Η Κάι στενοχωρήθηκε πολύ που χάθηκαν τα γράμματα. Μόλις που κατάφερα να την καλμάρω πριν περάσει το λεωφορείο για το κατηχητικό. Α, ναι, μου είπε να σε ρωτήσω αν θα έρθεις στις τελικές εξετάσεις. Θα παίξει την ιστορία του Μωυσή μαζί με το φίλο της, τον Μπίλι Τέρτζιον». «Δεν θα τις χάσω με τίποτα», είπα... Αλλά φυσικά τις έχασα. Όλοι τις χάσαμε. «Έχεις καμιά ιδέα για το πού μπορεί να πήγαν τα γράμματα, Μάικ;» «Όχι». «Τα δικά σου είναι εντάξει;» «Μια χαρά, αλλά, φυσικά, τα δικά μου δεν σχηματίζουν λέξεις», είπα κοιτάζοντας την άδεια πόρτα του ψυγείου. Το μέτωπο μου ήταν λουσμένο στον ίδρωτα. Τον ένιωθα να κυλάει μέσα στα φρύδια μου σαν λάδι. «Μήπως... δεν ξέρω... μήπως ένιωσες τίποτα;» «Εννοείς αν άκουσα τον κακό γραμματοκλέφτη καθώς έμπαινε από το παράθυρο;» «Ξέρεις τι εννοώ». «Ναι, μάλλον». Μια παύση. «Μου φάνηκε ότι άκουσα κάτι τη νύχτα, εντάξει; Γύρω στις τρεις η ώρα. Σηκώθηκα και βγήκα στο διάδρομο. Δεν είδα τίποτα. Αλλά... είδες πόση ζέστη κάνει τελευταία;» «Ναι». «Ε, λοιπόν, χτες το βράδυ μέσα στο τροχόσπιτο είχαμε άλλο καιρό εμείς. Έκανε κρύο σαν να ήσουν μέσα σε ψυγείο. Σου ορκίζομαι ότι η ανάσα μου έβγαζε αχνούς». Την πίστεψα, φυσικά. Είχα δει και τη δική μου να κάνει το ίδιο. «Τα γράμματα ήταν πάνω στο ψυγείο όταν σηκώθηκες;» «Δεν ξέρω. Από το σημείο που ήμουν στο διάδρομο δεν φαινόταν η κουζίνα. Έριξα μια ματιά τριγύρω και μετά ξαναπήγα στο κρεβάτι. Ή, μάλλον, έτρεξα στο κρεβάτι. Μερικές φορές νιώθεις πιο ασφαλής εκεί, ξέρεις». Γέλασε νευρικά. «Είναι παιδιάστικη αντίληψη. Τα σκεπάσματα είναι κρυπτονίτης για τον μπαμπούλα. Μόνο που,
στην αρχή, όταν ξάπλωσα... δεν ξέρω... ένιωσα σαν να ήταν ήδη κάποιος ξαπλωμένος στο κρεβάτι. Σαν να ήταν κρυμμένος από κάτω και όταν... όταν βγήκα στο διάδρομο... χώθηκε στο κρεβάτι. Δεν ήταν καθόλου ευχάριστη αίσθηση». Δώσ' μου το σκονοσυλλέχτη μου, σκέφτηκα και ρίγησα. «Τι;» ρώτησε απότομα η Μέτι. «Τι είπες;» «Ρώτησα ποιος νομίζεις ότι ήταν. Ποιο ήταν το πρώτο όνομα που σου ήρθε στο νου;» «Ο Ντεβόρ», μου απάντησε. «Αυτός. Αλλά δεν υπήρχε κανείς μέσα στο δωμάτιο». Μια παύση. «Μακάρι να ήσουν εσύ μαζί μου». «Ναι, μακάρι». «Χαίρομαι που θα το ήθελες κι εσύ. Μάικ, έχεις καμιά ιδέα για το τι είναι όλα αυτά που συμβαίνουν; Γιατί είναι πολύ τρομακτικά». «Νομίζω ότι ίσως... » Νομίζω ότι ίσως για μια στιγμή ήμουν έτοιμος να της πω τι έγινε με τα δικά μου γράμματα. Αλλά, αν άρχιζα να μιλάω, πού θα σταματούσα; Και πόσα απ' αυτά θα πίστευε η Μέτι; «...τα γράμματα τα πήρε η Κάι. Μπορεί να υπνοβάτησε και να τα πέταξε κάτω από το τροχόσπιτο ή κάπου αλλού. Τι λες, μπορεί να συνέβη κάτι τέτοιο;» «Λέω ότι η ιδέα να υπνοβατεί η Κάι μου αρέσει ακόμη λιγότερο από την ιδέα να κυκλοφορούν φαντάσματα με παγωμένη ανάσα που παίρνουν γράμματα από το ψυγείο», είπε η Μέτι. «Παρ' τη μαζί σου στο κρεβάτι απόψε», είπα και αισθάνθηκα τη σκέψη της να γυρίζει σ' εμένα σαν βέλος: θα προτιμούσα να πάρω εσένα. Εκείνο που είπε τελικά, ύστερα από μια μικρή παύση, ήταν: «θα περάσεις από δω σήμερα;» «Δεν νομίζω», απάντησα. Η Μέτι έτρωγε γιαούρτι με γεύση φρούτων καθώς μιλούσαμε, παίρνοντας μικρές ποσότητες με τη μύτη του κουταλιού, «θα ιδωθούμε αύριο, όμως , στο πάρτι». «Ελπίζω να προλάβουμε να φάμε πριν έρθει η θύελλα. Είπαν ότι θα έχει πολύ κακό καιρό». «Σίγουρα θα προλάβουμε», είπα.
«Δεν μου λες, το σκέφτεσαι ακόμη; Ρωτάω γιατί σε είδα στον ύπνο μου όταν αποκοιμήθηκα τελικά χτες το βράδυ. Είδα ότι με φιλούσες». «Ναι, το σκέφτομαι ακόμη», απάντησα. «Το σκέφτομαι πολύ». Στην πραγματικότητα, όμως, δεν θυμάμαι να σκεφτόμουν τίποτα εκείνη τη μέρα. Εκείνο που θυμάμαι είναι ότι έμπαινα όλο και πιο βαθιά στη ζώνη, εκείνη την παράξενη κατάσταση που εξήγησα τόσο άσχημα. Προς το σούρουπο πήγα μια μεγάλη βόλτα παρά τη ζέστη. Έφτασα μέχρι τη διασταύρωση της Οδού 42 με το Δρόμο. Καθώς γύριζα, σταμάτησα στο Λιβάδι Τίντγουελ, παρακολουθώντας το φως να ξεθωριάζει από τον ουρανό και ακούγοντας τα μπουμπουνητά κάπου πάνω από το Νιου Χαμσάιρ. Για άλλη μια φορά ένιωθα πόσο λεπτή είναι η πραγματικότητα, όχι μόνο εδώ αλλά παντού. Είναι τεντωμένη σαν δέρμα πάνω από το αίμα και τους ιστούς ενός σώματος που δεν μπορούμε να γνωρίσουμε ποτέ καθαρά σε αυτή τη ζωή. Κοίταζα τα δέντρα και έβλεπα χέρια. Κοίταζα τους θάμνους κι έβλεπα πρόσωπα. Φαντάσματα, είχε πει η Μέτι. Φαντάσματα με παγωμένη ανάσα. Αλλά και ο χρόνος δεν είναι παρά μια λεπτή μεμβράνη. Η Κάι κι εγώ είχαμε πάει πραγματικά στο πανηγύρι του Φράιμπεργκ -ή σε κάποια εκδοχή του, τέλος πάντων. Είχαμε επισκεφθεί πραγματικά το έτος 1900. Και στο λιβάδι που απλωνόταν μπροστά μου, οι Ρεντ-Τοπ Μπόις ήταν σχεδόν εδώ τώρα, όπως ήταν κάποτε, με τα μικρά τους σπίτια. Σχεδόν άκουγα τις κιθάρες τους, τους ψιθύρους και τα γέλια τους. Σχεδόν έβλεπα τη λάμψη από τα φανάρια τους και μύριζα το βοδινό και το χοιρινό που τηγάνιζαν. «Μωρό μου με θυμάσαι;» λέει ένα από τα τραγούδια τους. «Ε, λοιπόν, δεν είμαι η αγάπη σου όπως ήμουν παλιά». Κάτι ακούστηκε στους θάμνους αριστερά μου. Γύρισα, περιμένοντας να δω τη Σάρα να βγαίνει από το δάσος με το φόρεμα της Μέτι και τα λευκά αθλητικά της παπούτσια. Μέσα στο μισοσκόταδο, θα φαίνονταν σχεδόν να κινούνται από μόνα τους μέχρι να φτάσει κοντά μου…. Δεν υπήρχε κανείς εκεί, φυσικά· σίγουρα θα ήταν καμιά μαρμότα που γύριζε στη φωλιά της ύστερα από μια μέρα σκληρής
δουλειάς στο δάσος. Δεν ήθελα όμως να μείνω άλλο εδώ, παρακολουθώντας το φως να στραγγίζει από τον ουρανό και την ομίχλη να αναδύεται από το έδαφος. Ξεκίνησα για το σπίτι μου. Αντί να μπω στο σπίτι όταν έφτασα, πήρα το μονοπάτι που οδηγεί στο στούντιο της Τζο, όπου δεν είχα ξαναπατήσει μετά από κείνο το βράδυ, τότε που πήρα την IBM και την έφερα στο σπίτι, μέσα στο όνειρο μου. Ο δρόμος μου φωτιζόταν κάθε τόσο από αστραπές. Μέσα στο στούντιο έκανε ζέστη, αλλά ο αέρας δεν μύριζε κλεισούρα. Στη μύτη μου ήρθε ένα ευχάριστο, πιπεράτο άρωμα και αναρωτήθηκα μήπως ήταν κάποιο από τα βότανα της Τζο. Υπήρχε αιρ κοντίσιον εδώ, και δούλευε. Το άναψα και μετά στάθηκα μπροστά του για λίγο. Τόσος κρύος αέρας στο ιδρωμένο σώμα μου μάλλον δεν θα μου έκανε καλό, αλλά η αίσθηση ήταν υπέροχη. Πάντως κατά τα άλλα δεν ένιωθα και τόσο ωραία. Κοίταξα γύρω μου με ένα συναίσθημα πολύ βαρύ για να είναι απλώς θλίψη. Έμοιαζε περισσότερο με απελπισία. Το στοιχείο που την προκάλεσε, νομίζω, ήταν η αντίθεση ανάμεσα στο πόσο λίγα ίχνη της Τζο είχαν απομείνει στο Σάρα Λαφς και στο πόσο έντονη ήταν ακόμη η παρουσία της εδώ. Φαντάστηκα το γάμο μας σαν ένα κουκλόσπιτο όπου μόνο τα μισά πράγματα ήταν στερεωμένα κάτω —από μικρούς μαγνήτες ή από κρυφά καλώδια. Κάτι ήρθε κι έπιασε το κουκλόσπιτο μας από την άκρη —ήταν πολύ εύκολο, και ίσως θα 'πρεπε να είμαι ευγνώμων που αυτό το κάτι δεν αποφάσισε να τραβήξει πίσω το πόδι του και να ρίξει μια κλοτσιά στο καημένο το κουκλόσπιτο, αναποδογυρίζοντας το. Απλώς σήκωσε τη μία άκρη. Τα δικά μου πράγματα έμειναν στη θέση τους, αλλά τα πράγματα της Τζο γλίστρησαν... Έπεσαν έξω από το σπίτι και κατέληξαν εδώ. «Τζο;» είπα και κάθισα στη θέση της. Δεν πήρα απάντηση. Ούτε χτυπήματα στον τοίχο ούτε κοράκια ή κουκουβάγιες να κρώζουν στο δάσος. Ακούμπησα το χέρι μου στο γραφείο, εκεί που ήταν η γραφομηχανή, και πέρασα την παλάμη μου από πάνω, μαζεύοντας ένα στρώμα σκόνης. «Μου λείπεις, αγάπη μου», είπα κι άρχισα να κλαίω.
Όταν τελείωσαν τα δάκρυα —πάλι—, σκούπισα το πρόσωπο μου με την άκρη της φανέλας μου σαν μικρό παιδί και μετά απλώς κοίταξα γύρω. Υπήρχε η φωτογραφία της Σάρας Τίντγουελ στο γραφείο, και μια άλλη φωτογραφία, που δεν τη θυμόμουν, στον τοίχο. Αυτή η δεύτερη ήταν παλιά, με απόχρωση σέπια, και έδειχνε ένα δάσος. Το κεντρικό σημείο της εικόνας ήταν ένας σταυρός από ξύλο σημύδας με ύψος ανθρώπου σε ένα μικρό ξέφωτο κάποιας πλαγιάς πάνω από τη λίμνη. Το ξέφωτο μάλλον πρέπει να είχε χαθεί πια, να είχε γεμίσει δέντρα. Κοίταξα τα βαζάκια με τα βότανα και τις διατομές των μανιταριών, τις αρχειοθήκες της, τα πλεχτά της. Την πράσινη κουρελού στο πάτωμα. Πάνω στο γραφείο, το ποτήρι με τα μολύβια, που τα είχε αγγίξει και χρησιμοποιήσει. Πήρα ένα και το κράτησα πάνω από μια άδεια σελίδα για μια δυο στιγμές, αλλά δεν έγινε τίποτα. Είχα μια αίσθηση ζωής μέσα σε αυτό το δωμάτιο, και ένιωθα ότι με παρακολουθούν... αλλά όχι ότι κάτι είναι διατεθειμένο να με βοηθήσει. «Ξέρω μερικά πράγματα, αλλά δεν είναι αρκετά», είπα. «Από όλα αυτά που δεν ξέρω, εκείνο που έχει τη μεγαλύτερη σημασία ίσως είναι το ποιος έγραψε "βοήθησε την" στο ψυγείο. Εσύ ήσουν, Τζο;» Καμιά απάντηση. Κάθισα λίγο ακόμη —ελπίζοντας σε κάποιο θαύμα, μάλλον—, μετά σηκώθηκα, έσβησα το αιρ κοντίσιον και τα φώτα και γύρισα στο σπίτι με τις λάμψεις από τις αστραπές. Κάθισα στη βεράντα για λίγο, κοιτάζοντας έξω τη νύχτα. Σε κάποιο σημείο συνειδητοποίησα ότι είχα βγάλει την μπλε μεταξωτή κορδέλα από την τσέπη μου και την τύλιγα ανάμεσα στα δάχτυλα μου. Προερχόταν αλήθεια από το 1900 αυτή η κορδέλα; Η ιδέα φαινόταν εντελώς τρελή και απολύτως λογική ταυτόχρονα. Η νύχτα ήταν ζεστή και ήσυχη. Φαντάστηκα τους γέροντες σε όλο το Τι-Αρ —ίσως ακόμη και στο Μότον και το Χάρλοου- να βγάζουν από τις ντουλάπες τα καλά τους ρούχα για την κηδεία αύριο. Στο τροχόσπιτο της Γουάσπ Χιλ Ρόουντ, η Και ήταν καθισμένη στο πάτωμα κι έβλεπε το Βιβλίο της Ζούγκλας σε βιντεοταινία -ο Μπαλού και ο Μόγλης τραγουδούσαν το The Bare Necessities. Η Μέτι ήταν ξαπλωμένη στον καναπέ και διάβαζε το
καινούριο βιβλίο της Μαίρης Χίγκινς Κλαρκ τραγουδώντας κι αυτή. Φορούσαν και οι δύο πιτζάμες, της Κάι ήταν ροζ και της Μέτι άσπρες. Ύστερα από λίγο έχασα την εικόνα τους. Έσβησε όπως τα ραδιοφωνικά σήματα αργά τη νύχτα. Πήγα στη βορινή κρεβατοκάμαρα, γδύθηκα και ξάπλωσα πάνω από το σεντόνι στο άστρωτο κρεβάτι μου. Αποκοιμήθηκα σχεδόν αμέσως. Ξύπνησα στη μέση της νύχτας, νιώθοντας ένα καυτό δάχτυλο να ανεβοκατεβαίνει στη ραχοκοκαλιά μου. Γύρισα και με το φως μιας αστραπής είδα μια γυναίκα στο κρεβάτι δίπλα μου. Ήταν η Σάρα Τίντγουελ. Χαμογελούσε, και τα μάτια της δεν είχαν κόρες. «Ω μωρό μου, κοντεύω να γυρίσω», ψιθύρισε μέσα στο σκοτάδι. Είχα την αίσθηση ότι άπλωσε το χέρι της πάλι προς το μέρος μου, αλλά όταν ήρθε η επόμενη αστραπή το κρεβάτι ήταν άδειο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 24 Η έμπνευση δεν χρειάζεται πάντα φαντάσματα που κινούν μαγνήτες πάνω σε πόρτες ψυγείων, και το πρωί της Τρίτης μου ήρθε μία που ήταν εκπληκτική. Συνέβη την ώρα που ξυριζόμουν. Δεν σκεφτόμουν τίποτα ιδιαίτερο, πέρα από το να μην ξεχάσω να πάρω μπίρες για το πάρτι. Και όπως όλες οι καλές εμπνεύσεις, ήρθε εντελώς απρόσμενα. Πήγα σχεδόν τρέχοντας στο λίβινγκ ρουμ, ενώ ταυτόχρονα σκούπιζα με μια πετσέτα τους αφρούς από το πρόσωπο μου. Έριξα μια ματιά στη συλλογή των σταυρόλεξων που βρισκόταν πάνω στο χειρόγραφο του βιβλίου. Εκεί είχα ψάξει αρχικά σε μια προσπάθεια να αποκρυπτογραφήσω το «19 κάτω» και το «κάτω ενενήντα δύο». Δεν ήταν παράλογη αφετηρία, αλλά τι σχέση είχε ένα βιβλίο με σταυρόλεξα με το Τι-Αρ-90; Είχα αγοράσει το βιβλίο από το Ντέρι, και από τα τριάντα σταυρόλεξα που είχα λύσει τα είκοσι πέντε περίπου τα είχα τελειώσει στο Ντέρι. Ήταν λίγο δύσκολο, λοιπόν, να ενδιαφερθούν τα φαντάσματα του Τι-Αρ για τα σταυρόλεξα του Ντέρι. Ο τηλεφωνικός κατάλογος από την άλλη μεριά.. Τον άρπαξα από το τραπέζι της τραπεζαρίας. Αν και κάλυπτε όλο το νότιο τμήμα της Κομητείας Κασιλ -Μότον, Χάρλοου, Κασουακαμάκ και Τι-Αρ-, ήταν σχετικά λεπτός. Το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να κοιτάξω τις άσπρες σελίδες για να δω αν υπήρχαν τουλάχιστον ενενήντα δύο. Υπήρχαν. Τα τελευταία γράμματα του αλφαβήτου βρίσκονταν στη σελίδα ενενήντα εφτά. Αυτή ήταν η λύση. Πρέπει να ήταν. «Το βρήκα, έτσι δεν είναι;» ρώτησα τον Μπάντερ. «Αυτό είναι». Καμιά απάντηση. Ούτε ένα κουδουνισματάκι. «Άντε γαμήσου· τι ξέρουν τα ταριχευμένα ελάφια από τηλεφωνικούς καταλόγους;»
Το μήνυμα ήταν «19 κάτω». Γύρισα στη σελίδα δεκαεννιά του καταλόγου, όπου υπήρχε το γράμμα Φ3. Άρχισα να μετράω ονόματα, αλλά, καθώς κατέβαινε το δάχτυλο μου, ο ενθουσιασμός μου έσβηνε. Το δέκατο ένατο όνομα στη δέκατη ένατη σελίδα ήταν Χάρολντ Φέιλς. Δεν μου έλεγε τίποτα. Υπήρχαν επίσης Φέλτον και Φένερ, ένας Φίλκερσαμ και κάμποσοι Φίνεϊ, μισή ντουζίνα Φλάερτι και ολόκληρη θάλασσα από Φος. Το τελευταίο όνομα στη δέκατη ένατη σελίδα ήταν Φράμιγχαμ. Ούτε κι αυτό μου έλεγε τίποτα, αλλά... Φράμιγχαμ, Κένεθ Π. Το κοίταξα για μια στιγμή, αρχίζοντας να συνειδητοποιώ κάτι. Δεν είχε καμία σχέση με τα μηνύματα του ψυγείου. Δεν βλέπεις αυτό που νομίζεις ότι βλέπεις, σκέφτηκα. Είναι όπως όταν αγοράζεις μια μπλε Μπιουικ... «Και βλέπεις παντού μπλε Μπιούικ», είπα. «Ξαφνικά γεμίζει ο κόσμος από μπλε Μπιούικ. Ναι, αυτό είναι». Αλλά τα χέρια μου έτρεμαν καθώς γύριζα στη σελίδα ενενήντα δύο. Εδώ ήταν το Τ της νότιας Κομητείας Καστλ. Δεν έκανα τον κόπο να κοιτάξω το ενενηκοστό δεύτερο όνομα της σελίδας. Είχα καταλάβει ότι ο τηλεφωνικός κατάλογος δεν ήταν η λύση για τα «μαγνητικά σταυρόλεξα». Από την άλλη μεριά, όμως, έδειχνε κάτι απίστευτο. Έκλεισα τον κατάλογο, τον κράτησα κλειστό για μια στιγμή (στο εξώφυλλο είχε κάτι χαρούμενους τύπους με τσουγκράνες) και μετά τον άνοιξα στην τύχη. Αυτή τη φορά έπεσα στα Μ. Και από τη στιγμή που ήξερες τι ψάχνεις να βρεις, ήταν ολοφάνερο . Όλα αυτά τα Κ. Εντάξει, υπήρχαν και Στίβεν και Τζον και Μάρθες. Υπήρχε Μεσέρβ Γ., και Μεσιέ Β., και Μονρό Τ. Όμως, ξανά και ξανά έβλεπα το αρχικό Κ. Υπήρχαν τουλάχιστον τριάντα πέντε μικρά ονόματα που άρχιζαν από Κ, μόνο στη σελίδα πενήντα. Όσο για τα ίδια τα ονόματα...
3
To F στα αγγλικά είναι το έκτο γράμμα του αλφαβήτου. (Σ.τ.Μ.)
Υπήρχαν δώδεκα Κένεθ σε αυτή την τυχαία σελίδα, ανάμεσα τους τρεις Κένεθ Μουρ και δυο Κένεθ Μάντερ. Υπήρχαν έξι Κάθριν. Υπήρχε μία Κέισι, μία Κιάνα και Κίφερ. «Ιησού Χριστέ, είναι σαν έκλυση ραδιενέργειας», ψιθύρισα. Ξεφύλλισα τον κατάλογο και δεν μπορούσα να πιστέψω στα μάτια μου. Κένεθ, Κάθριν και Κιθ παντού. Κίμπερλι, Κιμ και Κεν. Κάμι, Κάια (ναι, και νομίζαμε ότι η επιλογή μας ήταν τόσο πρωτότυπη), Κέντρα, Καέλα, Κιλ και Κάιλ. Κέρμπι και Κερκ. Υπήρχε μια γυναίκα που λεγόταν Κίσι Μπάουντεν, και ένας άντρας Κάιτο Ρένι —Κάιτο, το ίδιο όνομα με ένα από τα ανθρωπάκια του ψυγείου της Κάιρα. Και παντού, ξεπερνώντας κατά πολύ τα άλλα κοινά αρχικά, όπως το Σ, το Γ και το Α, υπήρχαν Κ. Είχε πήξει το μάτι μου στο Κ. Γύρισα να κοιτάξω το ρολόι —δεν ήθελα να στήσω τον Τζον Στόροου στο αεροδρόμιο-, αλλά δεν υπήρχε ρολόι. Φυσικά. Ο Τρελογάτος τα είχε τινάξει λόγω ψυχικών διαταραχών. Έβγαλα ένα δυνατό γέλιο σαν γάβγισμα που με τρόμαξε λίγο -δεν μπορώ να πω ότι ήταν τελείως λογικό. «Σύνελθε, Μάικ», είπα. «Πάρε μια βαθιά ανάσα, αγόρι μου». Την πήρα την ανάσα. Την κράτησα. Την άφησα να βγει. Κοίταξα το ψηφιακό ρολόι στο φούρνο μικροκυμάτων. Οχτώ και τέταρτο. Είχα πολύ χρόνο μέχρι να φτάσει ο Τζον. Γύρισα πάλι στον κατάλογο κι άρχισα να τον ξεφυλλίζω στα γρήγορα. Μου ήρθε μια δεύτερη έμπνευση —δεν είχε ισχύ μεγατόνων όπως η πρώτη, αλλά ήταν πολύ πιο ακριβής, όπως αποδείχτηκε. Το Δυτικό Μέιν είναι σχετικά απομονωμένη περιοχή, αλλά υπάρχει πάντα μια μικρή εισροή από ξένους («καμπίσιους», όπως τους ονομάζουν οι ντόπιοι όταν θέλουν να εκφράσουν την περιφρόνηση τους), και τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια είχαν έρθει πολλοί συνταξιούχοι που ήθελαν να περάσουν την υπόλοιπη ζωή τους κάνοντας σκι και ψαρεύοντας. Με τον τηλεφωνικό κατάλογο, μπορείς να δεις ποιοι είναι οι καινούριοι και ποιοι οι παλιοί κάτοικοι της περιοχής. Μπαμπίκι, Παρέτι, Ο' Κουίνλαν, Ντόναχιου, Σμόλνακ, Ντβόρακ, Μπλα'ίντερμέγιερ -όλοι αυτοί είναι από άλλα μέρη. Καμπίσιοι. Τζάλμπερτ, Μεσέρβ, Πίλσμπουρι, Σπρους, Τεριό, Περό, Στάντσφιλντ, Στάρμπερντ, Ντιμπέι —όλοι από την Κομητεία Καστλ.
Καταλάβατε τι εννοώ, έτσι δεν είναι; Όταν βλέπεις μια ολόκληρη στήλη γεμάτη από Μπάουι στη σελίδα δώδεκα, καταλαβαίνεις ότι αυτοί οι τύποι ζουν εδώ αρκετό καιρό ώστε να μεταδώσουν σε μεγάλη έκταση τα γονίδια των Μπάουι. Υπήρχαν μερικά ονόματα που άρχιζαν από Κ ανάμεσα στους Παρέτι και τους Σμόλνακ, αλλά δεν ήταν πολλά. Τα πολλά Κ τα έβλεπες στις οικογένειες που ζούσαν εδώ πολύ καιρό και είχαν απορροφήσει την ατμόσφαιρα. Είχαν αναπνεύσει τη ραδιενέργεια. Μόνο που δεν ήταν ακριβώς ραδιενέργεια· ήταν... Ξαφνικά μου ήρθε η εικόνα μιας μαύρης ταφόπετρας που ήταν πιο ψηλή και από το ψηλότερο δέντρο της περιοχής, ενός μονόλιθου που σκέπαζε με τη σκιά του τη μισή Κομητεία. Αυτή η εικόνα ήταν τόσο καθαρή και τόσο τρομερή, που σκέπασα τα μάτια μου, αφήνοντας τον κατάλογο να πέσει πάνω στο τραπέζι. Οπισθοχώρησα τρέμοντας. Μόλις έκλεισα τα μάτια μου, η εικόνα είχε ενισχυθεί ακόμη περισσότερο: μια ταφόπετρα τόσο μεγάλη που έκρυβε τον ήλιο. Το Τι-Αρ-90 απλωνόταν στα πόδια της σαν ανθοδέσμη σε κηδεία. Ο γιος της Σάρας Τίντγουελ είχε πνιγεί στη λίμνη Νταρκ Σκορ... ή τον είχαν πνίξει στη λίμνη, αλλά η Σάρα είχε σημαδέψει το χώρο όπου πέθανε. Είχε υψώσει ολόκληρο μνημείο. Αναρωτήθηκα αν το είχε προσέξει κανένας άλλος στην πόλη αυτό. Δεν ήταν πολύ πιθανό. Όταν ανοίγεις έναν τηλεφωνικό κατάλογο, συνήθως ψάχνεις ένα συγκεκριμένο όνομα· δεν κάθεσαι να διαβάσεις ολόκληρες σελίδες γραμμή γραμμή. Αναρωτήθηκα αν το είχε προσέξει η Τζο, αν ήξερε ότι όλες σχεδόν οι παλιές οικογένειες της περιοχής είχαν δώσει εν μέρει σε ένα τουλάχιστον από τα παιδιά τους το όνομα του νεκρού γιου της Σάρας Τίντγουελ. Η Τζο δεν ήταν χαζή. Μάλλον το είχε προσέξει. Γύρισα στο μπάνιο, άπλωσα στο πρόσωπο μου αφρό κι άρχισα πάλι το ξύρισμα. Όταν τελείωσα, πήγα στο τηλέφωνο και σήκωσα το ακουστικό. Πάτησα τρία ψηφία, αλλά μετά σταμάτησα κοιτάζοντας έξω στη λίμνη. Η Μέτι και η Κάι είχαν σηκωθεί και ήταν στην κουζίνα. Φορούσαν και οι δύο ποδιές και ήταν ενθουσιασμένες, θα έκαναν πάρτι! Θα φορούσαν όμορφα καλοκαιρινά ρούχα και θα έβαζαν CD να παίξουν στο στερεοφωνικό της Μέτι! Η Κάι βοηθούσε τη Μέτι να
φτιάξει κουλουράκια και όσο αυτά θα ψήνονταν εκείνες θα έφτιαχναν τις σαλάτες. Αν τηλεφωνούσα στη Μέτι και της έλεγα Φτιάξε δυο βαλίτσες, εσύ και η Κάι θα περάσετε μια βδομάδα στην Ντίσνεϊλαντ, η Μέτι θα νόμιζε ότι αστειεύομαι και μετά θα μου έλεγε να βιαστώ για να είμαι στο αεροδρόμιο όταν θα προσγειωνόταν ο Τζον. Αν την πίεζα, θα μου υπενθύμιζε ότι η Λίντι της είχε ξαναδώσει τη δουλειά της, αλλά σίγουρα θα την απέλυε πάλι αν η Μέτι δεν εμφανιζόταν στο πόστο της την Παρασκευή. Αν συνέχιζα να την πιέζω, απλώς θα μου έλεγε όχι. Γιατί δεν ήμουν μόνο εγώ στη ζώνη, έτσι δεν είναι; Δεν ήμουν ο μόνος που την ένιωθε. Άφησα πάλι το ακουστικό στη θέση του και πήγα στη βορινή κρεβατοκάμαρα. Μέχρι να τελειώσω με το ντύσιμο, το καθαρό πουκάμισο είχε αρχίσει να μουσκεύει κάτω από τις μασχάλες. Εκείνο το πρωί είχε ίσως περισσότερη ζέστη απ' ό,τι όλη την προηγούμενη βδομάδα. Ποτέ μου δεν είχα λιγότερη διάθεση για πάρτι, αλλά θα πήγαινα. Έτσι είμαι εγώ, πάντα στο καθήκον. Κι όπου μας βγάλει. Ο Τζον δεν μου είχε πει τον αριθμό της πτήσης του, αλλά στο αεροδρόμιο της Κομητείας Καστλ δεν χρειάζονται τέτοιες μικρολεπτομέ-ρειες. Αυτό το πολύβουο κέντρο μεταφορών αποτελείται από τρία υπόστεγα και μια αίθουσα υποδοχής, που παλιά ήταν σταθμός ανεφοδιασμού. Υπάρχει ένας διάδρομος προσγειώσεως. Την ασφάλεια του αεροδρομίου την έχει αναλάβει η Λάσι, το γέρικο κόλεϊ του Μπρεκ Πέλεριν, που περνά τις μέρες της σωριασμένη στο πάτωμα του γραφείου, γυρίζοντας το ένα αυτί προς το ταβάνι κάθε φορά που προσγειώνεται ή απογειώνεται αεροπλάνο. Έβαλα το κεφάλι μου μέσα στο γραφείο του Πέλεριν και τον ρώτησα αν η πτήση των δέκα από τη Βοστόνη θα ερχόταν στην ώρα της. Μου απάντησε ναι και πρόσθεσε ότι το άτομο που περίμενα καλά θα έκανε ή να γυρίσει πίσω πριν από το απόγευμα ή να μείνει εδώ τη νύχτα, γιατί ερχόταν μεγάλη κακοκαιρία. Ηλεκτρική θύελλα, τη χαρακτήρισε. Κατάλαβα πολύ καλά τι εννοούσε –τον ένιωθα ήδη τον ηλεκτρισμό στο νευρικό μου σύστημα.
Βγήκα από την αίθουσα υποδοχής και κατευθύνθηκα προς τη μεριά του διαδρόμου· κάθισα σε ένα παγκάκι που διαφήμιζε την Αγορά του Κόρμιερ (ΤΑ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΚΡΕΑΤΑ ΤΟΥ ΜΕΪΝ). Ο ήλιος έμοιαζε με ασημί κουμπί κολλημένο σε ένα σχεδόν άσπρο ουρανό. Καιρός που σου φέρνει πονοκέφαλο, έλεγε η μητέρα μου, αλλά οι συνθήκες θα άλλαζαν σε λίγο. Μόνη μας ελπίδα ήταν αυτή η αλλαγή. Στις δέκα και δέκα άκουσα ένα βουητό σφήκας από το νότο. Στις δέκα και τέταρτο, ένα δικινητήριο αεροπλάνο εμφανίστηκε μέσα από την καταχνιά, χαμήλωσε, χοροπήδησε μερικές φορές στο διάδρομο και τροχοδρόμησε προς την αίθουσα υποδοχής. Υπήρχαν μόνο τέσσερις επιβάτες, και ο Τζον Στόροου ήταν ο πρώτος που κατέβηκε. Όταν τον είδα, δεν μπόρεσα να μη χαμογελάσω. Φορούσε μια μαύρη φανέλα που έγραφε πάνω ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΡΩΤΑΘΛΗΤΕΣ και χακί σορτς από το οποίο ξεπρόβαλλαν δυο άσπρα κοκαλιάρικα καλάμια. Ήταν φορτωμένος με μια βαλίτσα και ένα δοχείο από φελιζόλ. Του πήρα το δοχείο περίπου στα τέσσερα δευτερόλεπτα πριν του πέσει. «Μάικ!» φώναξε και σήκωσε το χέρι του με την παλάμη μπροστά. «Τζον!» του απάντησα στο ίδιο πνεύμα και του χτύπησα την παλάμη με τη δική μου. Χαμογέλασε πλατιά και αισθάνθηκα μέσα μου ένα μικρό νυγμό τύψεων. Η Μέτι δεν είχε εκφράσει καμιά προτίμηση για τον Τζον - τo αντίθετο, μάλιστα— και ουσιαστικά ο Τζον δεν της είχε λύσει τα προβλήματα της. Αυτό το είχε κάνει ο ίδιος ο Ντεβόρ, πεθαίνοντας πριν προλάβει να κάνει τίποτα ο Τζον για λογαριασμό της. Εν τούτοις, αισθάνθηκα εκείνον το νυγμό. «Έλα», μου είπε, «πάμε να φύγουμε απ' αυτή τη ζέστη. Φαντάζομαι ότι έχεις αιρ κοντίσιον στο αμάξι σου». «Φυσικά». «Μήπως έχεις και κασετόφωνο; Γιατί, αν έχεις, θα σου βάλω ν' ακούσεις κάτι πολύ φαιδρυντικό». «Δεν νομίζω να έχω ακούσει ποτέ αυτή τη λέξη σε συζήτηση, Τζον».
Το χαμόγελο άστραψε πάλι και πρόσεξα πόσες φακίδες είχε. «Είμαι δικηγόρος. Χρησιμοποιώ λέξεις που δεν έχουν εφευρεθεί ακόμη. Έχεις κασετόφωνο;» «Φυσικά έχω». Σήκωσα το δοχείο. «Μπριζόλες;» «Ναι. Από του Πίτερ Λούγκερ. Είναι...» «Οι καλύτερες στον κόσμο. Μου το είπες». Μόλις μπήκαμε στην αίθουσα υποδοχής, κάποιος είπε, «Μάικλ;» Ήταν ο Ρόμιο Μπισονέτ, ο δικηγόρος που με είχε συνοδεύσει στην κατάθεση. Στο ένα του χέρι κρατούσε ένα κουτί τυλιγμένο με μπλε χαρτί και δεμένο με άσπρη κορδέλα. Δίπλα του σηκωνόταν από μια καρέκλα ένας ψηλός τύπος με λίγα γκρίζα μαλλιά γύρω γύρω στο κρανίο του. Φορούσε καφέ κοστούμι, μπλε πουκάμισο και λαιμοδέτη πιασμένο με μια καρφίτσα σε σχήμα μπαστουνιού του γκολφ. Έμοιαζε περισσότερο με αγρότη που έχει πάει σε πλειστηριασμό, παρά με τύπο που γίνεται φοβερός όταν τον ποτίσεις ένα δυο ποτά, αλλά δεν είχα αμφιβολία ότι αυτός ήταν ο ιδιωτικός ντετέκτιβ. Δρασκέλισε τη Λάσι που ήταν όπως πάντα ξαπλωμένη κάτω σε κωματώδη κατάσταση και μου έσφιξε το χέρι. «Τζορτζ Κένεντι, κύριε Νούναν. Χαίρομαι που σε γνωρίζω. Η γυναίκα μου έχει διαβάσει όλα σου τα βιβλία». «Ευχαρίστησε την εκ μέρους μου». «Εντάξει. Ξέρεις, έχω ένα στο αυτοκίνητο... ένα βιβλίο σου...» Είχε αμηχανία, όπως παθαίνουν πολλοί όταν θέλουν να ζητήσουν κάτι. «Αναρωτιέμαι αν θα μπορούσες να της το υπογράψεις κάποια στιγμή». «Ευχαρίστως», είπα. «Καλύτερα να το κάνω τώρα αμέσως, για να μην το ξεχάσω». Κοίταξα τον Μπισονέτ. «Χαίρομαι που σε βλέπω, Ρόμιο». «Ρόμι», με διόρθωσε. «Κι εγώ χαίρομαι που σε βλέπω». Μου πρότεινε το κουτί. «Ο Τζορτζ κι εγώ τσοντάραμε για να σου πάρουμε ένα δωράκι. Σου αξίζει, αφού βοήθησες την κοπέλα». Ο Κένεντι τώρα έδειχνε όντως για άνθρωπος που μπορεί να γινόταν διασκεδαστικός έπειτα από μερικά ποτά. Από τους τύπους που μπορεί να ανεβούν στο κοντινότερο τραπέζι, να φορέσουν το
τραπεζομάντιλο για σκοτσέζικη φούστα και να χορέψουν. Κοίταξα τον Τζον, που ανασήκωσε τους ώμους του σαν να έλεγε, «Μη ρωτάς εμένα, δεν έχω ιδέα». Έλυσα το φιόγκο της κορδέλας, έβαλα το δάχτυλο μου κάτω από το σελοτέιπ που συγκρατούσε το χαρτί και μετά σταμάτησα και τους κοίταξα. Έπιασα τον Ρόμι Μπισονέτ τη στιγμή που σκουντούσε τον Κένεντι. Τώρα χαμογελούσαν και οι δύο πλατιά. «Δεν μου λέτε, ρε παιδιά, δεν πιστεύω να έχετε βάλει εδώ μέσα τίποτα που θα πεταχτεί απάνω μου και θα μου κάνει "μπου", ε;» «Αστειεύεσαι τώρα;» είπε ο Ρόμι, αλλά το χαμόγελο του έγινε πιο πλατύ. Σίγουρα κάτι είχαν σκαρώσει αυτοί οι δύο, αλλά αποφάσισα να μην τους χαλάσω το χατίρι. Ξετύλιξα το πακέτο, άνοιξα το άσπρο κουτί που υπήρχε μέσα και σήκωσα ένα τετράγωνο κομμάτι βαμβάκι που σκέπαζε το δώρο. Όλη αυτή την ώρα χαμογελούσα, όμως τώρα αισθάνθηκα το χαμόγελο να σβήνει από τα χείλια μου. Μια ανατριχίλα διαπέρασε τη ραχοκοκαλιά μου και νομίζω ότι παραλίγο να πετάξω το κουτί όπως ήταν. Το δώρο ήταν η μάσκα οξυγόνου που είχε ο Ντεβόρ πάνω στα πόδια του όταν συναντηθήκαμε στο Δρόμο και τη χρησιμοποιούσε κάθε τόσο καθώς προσπαθούσε να με πνίξει μαζί με τη Γουίτμορ. Ο Ρόμι Μπισονέτ και ο Τζορτζ Κένεντι μου την είχαν φέρει σαν τρόπαιο, σαν το σκαλπ ενός νικημένου εχθρού, και υποτίθεται ότι αυτό ήταν αστείο... «Μάικ;» είπε ανήσυχος ο Ρόμι. «Μάικ, είσαι καλά; Είπαμε να κάνουμε μια πλάκα... » Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου και είδα ότι δεν ήταν μάσκα οξυγόνου τελικά —πώς στην ευχή την πάτησα έτσι; Πρώτα πρώτα, αυτό το πράγμα ήταν μεγαλύτερο από τη μάσκα του Ντεβόρ. Κι έπειτα, το πλαστικό δεν ήταν διαφανές . Ήταν... Γέλασα συγκρατημένα. Αυτό φάνηκε να ανακουφίζει τρομερά τον Ρόμι. To ίδιο και τον Τζορτζ Κένεντι. Ο Τζον απλώς παρακολουθούσε απορημένος.
«Πολύ αστείο», είπα. «Σαν λαστιχένιο δεκανίκι». Τράβηξα το μικρόφωνο μέσα από τη μάσκα και το άφησα να αιωρηθεί. Κρεμόταν από το καλώδιο και κουνιόταν πέρα δώθε· μου θύμισε την ουρά του γατο-ρολογιού. «Τι είναι αυτό το πράγμα;» ρώτησε ο Τζον. «Δικηγόρος της Παρκ Άβενιου», είπε ο Ρόμι στον Τζορτζ. «Δεν έχεις ξαναδεί τέτοιο πράγμα, ε; Βέβαια, φαίνεται. Είναι Στενομάσκα. Ο στενογράφος που κρατούσε τα πρακτικά στην κατάθεση του Μάικ φορούσε μια τέτοια. Και ο Μάικ τον κοίταζε συνεχώς...» «Πράγματι, φρικάρισα», είπα. «Ήταν πολύ παράξενο να βλέπεις ένα γεροντάκι να κάθεται σε μια γωνία και να μουρμουρίζει μέσα στη Μάσκα του Ζορό». «Ο Τζέρι Μπλις έχει κάνει πολλούς να φρικάρουν», είπε ο Κένεντι. Είχε πολύ μπάσα φωνή. «Είναι ο τελευταίος εδώ στην περιοχή που φοράει τέτοια μάσκα. Έχει καμιά δεκαριά ακόμη από δαύτες στην αποθήκη του σπιτιού του. Το ξέρω, γιατί αυτή εδώ την αγόρασα απ' αυτόν». «Ελπίζω να σ' έγδαρε», είπα. «Σκέφτηκα ότι θα ήταν ωραίο ενθύμιο», είπε ο Ρόμι, «αλλά για μια στιγμή νόμισα ότι σου είχα δώσει το κουτί με το κομμένο χέρι — μου τη σπάει όταν μπερδεύω έτσι τα κουτιά με τα δώρα μου. Λοιπόν, τι έγινε; Τι έπαθες;» «Ήταν δύσκολη και ζεστή μέρα», είπα. «Μάλλον αυτό φταίει». Σήκωσα τη Στενομάσκα από το λουρί της και την άφησα να κρέμεται έτσι. «Η Μέτι είπε να είμαστε εκεί στις έντεκα», μας είπε ο Τζον. «Θα πιούμε μπίρες και θα παίξουμε φρίσμπι». «Τα καταφέρνω καλά και στα δύο αυτά», είπε ο Τζορτζ Κένεντι. Έξω στο μικροσκοπικό πάρκινγκ, ο Τζορτζ πήγε σε ένα σκονισμένο Άλτιμα, έψαξε στο πίσω κάθισμα και γύρισε με ένα στραπατσαρισμένο αντίτυπο του Ανθρώπου με το Κόκκινο Πουκάμισο. «Με έβαλε η Φρίντα να το φέρω», είπε. «Έχει και τα πιο πρόσφατα, αλλά αυτό είναι το αγαπημένο της. Με συγχωρείς για τα χάλια του· το 'χει διαβάσει γύρω στις έξι φορές».
«Κι εμένα είναι το αγαπημένο μου», είπα, και ήταν αλήθεια. «Επιπλέον, μου αρέσει να βλέπω ένα βιβλίο να 'χει κάνει χιλιόμετρα». Κι αυτό ήταν αλήθεια. Άνοιξα το βιβλίο, κοίταξα επιδοκιμαστικά ένα λεκέ από σοκολάτα στο κάλυμμα και μετά έγραψα: Για τη Φρίντα Κένεντι, που ο άντρας της μας βοήθησε όταν χρειάστηκε. Σ' ευχαριστώ που μας τον δάνεισες, και σ' ευχαριστώ που διαβάζεις, Mάικ Νούναν. Δεν συνήθιζα να γράφω τόσο μεγάλες αφιερώσεις- συνήθως έγραφα απλώς Με τις καλύτερες ευχές μου ή Καλή τύχη, αλλά ήθελα να επανορθώσω για το ξινισμένο ύφος μου όταν άνοιξα το δώρο τους. Καθώς έγραφα, ο Τζορτζ με ρώτησε αν ετοίμαζα κανένα καινούριο μυθιστόρημα. «Όχι», είπα. «Προς το παρόν επαναφορτίζω τις μπαταρίες». Του έδωσα το βιβλίο. «Δεν θα της αρέσει αυτό της Φρίντα». «Ναι. Αλλά υπάρχει πάντα το Κόκκινο Πουκάμισο». «Λοιπόν, θα σε ακολουθήσουμε», είπε ο Ρόμι, και από τη δύση ακούστηκε ένα μπουμπουνητό. Δεν ήταν πιο δυνατό από εκείνα που ακούγονταν κατά διαστήματα όλη τη βδομάδα, αλλά αυτό δεν ήταν «στεγνό», προμήνυε βροχή. Το καταλάβαμε όλοι και γυρίσαμε να κοιτάξουμε προς εκείνη την κατεύθυνση. «Λες να προλάβουμε να φάμε πριν από την καταιγίδα;» με ρώτησε ο Τζορτζ. «Ναι, αλλά με δυσκολία». Καθώς έβγαινα από το πάρκινγκ στο δρόμο, κοίταξα δεξιά για να δω αν έρχεται άλλο αυτοκίνητο, και είδα τον Τζον να με κοιτάζει συλλογισμένος. «Τι έγινε;» «Τίποτα, απλώς η Μέτι μου είχε πει ότι γράφεις. Τι έγινε, τα 'φτύσε το βιβλίο σου ή κάτι τέτοιο;» Ο Παιδικός μου Φίλος ήταν ολοζώντανος, βασικά... αλλά δεν θα τελείωνε ποτέ. Το είχα συνειδητοποιήσει αυτό σήμερα το πρωί, όπως είχα καταλάβει ότι έρχεται βροχή. Τα παιδιά στο υπόγειο είχαν αποφασίσει για κάποιο λόγο να το πάρουν πίσω. Και μπορεί να μην
ήταν πολύ καλή ιδέα να τους ρωτήσω γιατί —οι απαντήσεις μπορεί να ήταν δυσάρεστες. «Κάτι τέτοιο. Δεν είμαι σίγουρος τι ακριβώς συνέβη». Βγήκα στο δρόμο, κοίταξα πίσω με τον καθρέφτη και είδα τον Ρόμι και τον Τζορτζ να ακολουθούν με το μικρό Άλτιμα. Η Αμερική έχει γίνει μια χώρα γεμάτη μεγαλόσωμους άντρες μέσα σε μικρά αυτοκίνητα. «Τι θέλεις να μου βάλεις να ακούσω; Αν είναι καραόκι, άσ' το καλύτερα. Δεν θα αντέξω να σ' ακούσω να τραγουδάς». «Α, όχι, είναι κάτι καλύτερο —πολύ καλύτερο». Άνοιξε το χαρτοφύλακα του, έψαξε μέσα κι έβγαλε μια κασέτα με την ένδειξη 20/7/98 —χτεσινή ημερομηνία. «Άκου, είναι φοβερό», είπε. Άναψε το κασετόφωνο κι έβαλε την κασέτα στην υποδοχή. Ήλπιζα ότι είχαν τελειώσει οι άσχημες εκπλήξεις για σήμερα, αλλά έκανα λάθος. «Με συγχωρείς, είχα ένα τηλεφώνημα στην άλλη γραμμή», είπε ο Τζον από τα ηχεία της Σεβρολέτ με την πιο επιβλητική, δικηγορίστικη φωνή του. Ακούστηκε ένα γέλιο, βραχνό και τραχύ, και το στομάχι μου έγινε κόμπος μόλις το άκουσα, θυμήθηκα που την είδα για πρώτη φορά να στέκεται έξω από το Σάνσετ Μπαρ, φορώντας μαύρο σορτς πάνω από μαύρο μαγιό. Έμοιαζε σαν δραπέτης από την κόλαση. «Θες να πεις ότι ήθελες να βάλεις μπροστά το μαγνητόφωνο», είπε, και τώρα θυμήθηκα πώς το νερό είχε αλλάξει χρώμα όταν κόντεψε να με πνίξει μ' εκείνη την πέτρα που μου έριξε στο κεφάλι. Από πορτοκαλί είχε γίνει σκούρο κόκκινο. Και μετά είχα αρχίσει να πίνω τη λίμνη. «Δεν έχει σημασία. Μαγνητοφώνησε ό,τι θέλεις». Ο Τζον έσκυψε ξαφνικά και σταμάτησε το κασετόφωνο. «Δεν χρειάζεται να το ακούσεις», είπε. «Δεν είναι τίποτα ουσιώδες. Νόμιζα ότι μπορεί να γελούσες με τις μπούρδες της, αλλά, αδερφέ μου, εσύ έχεις τα χάλια σου. θέλεις να οδηγήσω εγώ; Έχεις γίνει κάτασπρος σαν το πανί». «Όχι, μπορώ να οδηγήσω», είπα. «Δεν υπάρχει πρόβλημα, παίξε την κασέτα. Μετά θα σου πω για μια μικρή περιπέτεια που είχα την Παρασκευή το απόγευμα... Αλλά δεν θα πεις τίποτα. Δεν χρειάζεται να μάθουν τίποτα αυτοί», είπα, δείχνοντας με τον αντίχειρα το
Άλτιμα που μας ακολουθούσε, «και σίγουρα δεν χρειάζεται να το μάθει η Μέτι. Ιδιαίτερα η Μέτι». Ο Τζον πήγε να ανοίξει πάλι το κασετόφωνο, αλλά δίστασε. «Είσαι σίγουρος;» «Ναι, απλώς αιφνιδιάστηκα που την άκουσα έτσι ξαφνικά. Και η φωνή της... Είναι πολύ καλή η εγγραφή». «Στο γραφείο χρησιμοποιούμε μόνο τα καλύτερα μηχανήματα. Και έχουμε πολύ αυστηρούς κανονισμούς για το τι επιτρέπεται να μαγνητοφωνήσουμε και τι όχι. Το λέω για την περίπτωση που αναρωτιόσουν». «Ούτε που το σκέφτηκα. Φαντάζομαι ότι έτσι κι αλλιώς οι κασέτες δεν γίνονται δεκτές στις δίκες, έτσι δεν είναι;» Σε ορισμένες σπάνιες περιπτώσεις ο δικαστής μπορεί να δεχτεί μια κασέτα, αλλά δεν είναι αυτός ο λόγος που μαγνητοφωνούμε κάποιες συνομιλίες. Μια τέτοια κασέτα έσωσε τη ζωή ενός ανθρώπου πριν από τέσσερα χρόνια, περίπου τότε που με προσέλαβαν στο γραφείο. Ο τύπος είναι στο Πρόγραμμα Προστασίας Μαρτύρων τώρα». «Εντάξει, παίξ' την». Έσκυψε και πάτησε το κουμπί του κασετόφωνου. Τζον: «Πώς είναι η έρημος, κυρία Γουίτμορ;» Γουίτμορ: «Ζεστή». Τζον: «Οι διαδικασίες προχωρούν κανονικά; Ξέρω πόσο δύσκολες είναι αυτές οι στιγμές... » Γουίτμορ: «Δεν ξέρεις τίποτα, άκου που σου λέω. Μπορούμε να κόψουμε τις μπούρδες;» Τζον: «Πες ότι τις κόψαμε κιόλας». Γουίτμορ: «Διαβίβασες τους όρους της διαθήκης του κυρίου Ντεβόρ στη νύφη του;» Τζον: «Ναι». Γουίτμορ: «Και η απάντηση της;» Τζον: «Δεν υπάρχει απάντηση προς το παρόν. Μπορεί να υπάρξει αφού επικυρωθεί η διαθήκη του κυρίου Ντεβόρ. Σίγουρα
όμως ξέρεις ότι τέτοιοι όροι σπάνια γίνονται δεκτοί από τα δικαστήρια». Γουίτμορ: «Θα το δούμε αυτό, αν αποφασίσει η μικρή να φύγει από την πόλη, έτσι δεν είναι;» Τζον: «Μάλλον ». Γουίτμορ: «Πότε είναι το πάρτι της νίκης;» Τζον: «Ορίστε;» Γουίτμορ: «Έλα τώρα, έχω εξήντα διαφορετικά ραντεβού για σήμερα, συν να θάψω αύριο το αφεντικό μου. θα πας εκεί πάνω για να γιορτάσεις μ' αυτή και την κόρη της, έτσι δεν είναι; Το ήξερες ότι κάλεσε και το συγγραφέα; Το γαμιά της;» Ο Τζον γύρισε σ' εμένα χαμογελώντας. «Ακούς πόσο τσατισμένη είναι; Προσπαθεί να το κρύψει, αλλά δεν μπορεί. Την τρώει σαν σαράκι!» Μόλις που τον άκουσα. Είχα βρεθεί ατή ζώνη ακούγοντας αυτά που έλεγε η Γουίτμορ... (το συγγραφέα το γαμιά της) ...και αυτά που υπήρχαν κάτω από ό,τι έλεγε. Κάτι που διέκρινα κάτω από τις λέξεις, θέλουμε απλώς να δούμε πόση ώρα μπορείς να κολυμπήσεις, μου είχε φωνάξει. Τζον: «Δεν νομίζω ότι είναι δική σου δουλειά το τι κάνω εγώ ή οι φίλοι της Μέτι, κυρία Γουίτμορ. Εσύ κάνε πάρτι με τους φίλους σου και άσε τη Μέτι Ντεβόρ να κάνει πάρτι με τους...» Γουίτμορ: «Δώσ' του ένα μήνυμα». Μιλούσε για μένα. Μετά κατάλαβα ότι ήταν ακόμη πιο προσωπικό: μιλούσε σε εμένα. Η ίδια μπορεί να ήταν στην άλλη άκρη της χώρας, αλλά η φωνή της και το μίσος της ήταν μέσα στο αμάξι, μαζί μας. Το ίδιο και η θέληση του Ντεβόρ. Ο γερο-μπάσταρδος ήταν νεκρός όσο και ο Δαμοκλής, αλλά σίγουρα προσπαθούσε ακόμη να πάρει την κηδεμονία. Τζον: «Να δώσω σε ποιον ένα μήνυμα, κυρία Γουίτμορ;»
Γουίτμορ: «Πες του ότι δεν απάντησε στην ερώτηση του κυρίου Ντεβόρ». Τζον: «Ποια ερώτηση;» (Ρουφάει το μουνί της;) Γουίτμορ: «Πες του το εσύ. Θα καταλάβει». Τζον: «Αν εννοείς τον Μάικ Νούναν, μπορείς να του το πεις μόνη σου. Θα τον δεις στο δικαστήριο της Κομητείας Καστλ, στην επικύρωση της διαθήκης το φθινόπωρο». Γουίτμορ: «Δεν το νομίζω. Η διαθήκη του κυρίου Ντεβόρ συντάχθηκε και υπογράφηκε εδώ». Τζον: «Παρ' όλα αυτά θα επικυρωθεί στο Μέιν, όπου πέθανε. Το έχω αποφασίσει. Και όταν φύγεις από την Κομητεία Καστλ την επόμενη φορά, Ροζέτ, θα έχω φροντίσει να σου διευρύνω τις γνώσεις στα νομικά θέματα». Για πρώτη φορά ακούστηκε θυμωμένη. Η φωνή της έγινε σαν κρώξιμο. Γουίτμορ: «Αν νομίζεις ότι...» Τζον: «Δεν νομίζω. Ξέρω. Αντίο, κυρία Γουίτμορ». Γουίτμορ: «Καλά θα κάνεις να μην πλησιάσεις...» Ακούστηκε ένα «κλικ», μετά ο βόμβος της ανοιχτής γραμμής και μετά μια μαγνητοφωνημένη φωνή να λέει «Εννιά και σαράντα προ μεσημβρίας... Είκοσι... Ιουλίου». Ο Τζον πάτησε το κουμπί, η κασέτα βγήκε από το κασετόφωνο και την έβαλε πάλι στο χαρτοφύλακα του. «Της το 'κλεισα». Είχε ένα ύφος σαν να διηγιόταν την πρώτη φορά που έκανε ελεύθερη πτώση με αλεξίπτωτο. «Της έκλεισα το τηλέφωνο. Της την έδωσε άσχημα όμως, ε; Δεν συμφωνείς ότι ήταν άσχημα τσατισμένη;» «Ναι». Το είπα επειδή ήθελε να το ακούσει, αν και δεν το πίστευα. Τσατισμένη ναι. Άσχημα τσατισμένη, ίσως όχι. Γιατί στην πραγματικότητα δεν την απασχολούσε το αν θα έμενε η Μέτι στην πόλη. Ο πραγματικός σκοπός της ήταν να μιλήσει σ' εμένα. Να μου πει ότι με σκέφτεται. Να μου ξαναθυμίσει πώς είναι να προσπαθείς να κολυμπήσεις με κεφάλι σου να τρέχει αίματα. Να με κάνει να φρίξω και τα είχε καταφέρει.
«Ποια ήταν αυτή η ερώτηση που δεν απάντησες;» με ρώτησε ο Τζον. «Δεν ξέρω τι εννοούσε μ' αυτό», είπα, «μπορώ όμως να σου πω γιατί πάνιασα μόλις την άκουσα. Αν υποσχεθείς να είσαι διακριτικός, και αν θέλεις να ακούσεις». «Έχουμε τριάντα χιλιόμετρα μπροστά μας. Λέγε». Του είπα τι έγινε την Παρασκευή. Δεν ανέφερα τίποτα για οράματα και ψυχικά φαινόμενα. Του είπα απλώς ότι πήγα μια βόλτα στο Δρόμο την ώρα που έδυε ο ήλιος. Στεκόμουν δίπλα σε μια σημύδα και κοίταζα τον ήλιο να χαμηλώνει, όταν εμφανίστηκαν πίσω μου. Από το σημείο όπου ο Ντεβόρ μου επιτέθηκε με την πολυθρόνα του μέχρι το σημείο που ξαναπάτησα στο στέρεο έδαφος σχεδόν όλα ήταν αλήθεια. Όταν τελείωσα, ο Τζον έμεινε εντελώς βουβός. Αυτό έδειχνε καθαρά πόσο σοκαρισμένος ήταν. Κάτω από κανονικές συνθήκες, δεν σταματούσε να μιλάει. «Λοιπόν;» είπα. «Σχόλια; Ερωτήσεις;» «Σήκωσε τα μαλλιά σου να δω πίσω από το αυτί σου». Τα σήκωσα, αποκαλύπτοντας ένα μεγάλο τραυμαπλάστ που σκέπαζε ένα εξίσου μεγάλο καρούμπαλο. Ο Τζον έσκυψε για να το δει από κοντά, σαν παιδί που κοιτάζει το τραύμα του φίλου του στο διάλειμμα, «Θεέ και Κύριε!» είπε τελικά. Τώρα ήταν η σειρά μου να μη μιλήσω. «Τα παλιοκαθίκια πήγαν πραγματικά να σε πνίξουν». Δεν είπα τίποτα. «Προσπάθησαν να σε πνίξουν επειδή βοήθησες τη Μέτι». Παρέμεινα σιωπηλός. «Και δεν το κατήγγειλες;» «Ήμουν έτοιμος να το κάνω», είπα, «όμως μετά κατάλαβα ότι θα γινόμουν ρεζίλι. Ούτε και θα με πίστευαν». «Πόσα λες να ξέρει ο Όσγκουντ;» «Για το ότι προσπάθησαν να με πνίξουν; Τίποτα. Ο Όσγκουντ είναι ένας απλός αγγελιαφόρος». Λίγη ακόμη ασυνήθιστη ησυχία από τον Τζον. Μετά άπλωσε το χέρι του και άγγιξε το καρούμπαλο στο κεφάλι μου.
«Αού!» «Με συγχωρείς». Παύση. «Χριστέ μου. Και μετά γύρισε στο Γουόρινγκτον και αυτοκτόνησε. Χριστέ μου, Μάικλ, αν το ήξερα, δεν θα σου είχα βάλει την κασέτα». «Δεν πειράζει. Μην κάνεις κανένα αστείο, όμως, και πεις τίποτα στη Μέτι. Γι' αυτό έχω ρίξει έτσι τα μαλλιά μου πάνω από το αυτί». «Θα της το πεις ποτέ; Τι λες;» «Ίσως. Κάποια μέρα που θα έχει περάσει πολύς καιρός και θα μπορούμε να γελάσουμε που κολύμπησα με τα ρούχα». «Αυτή η μέρα μπορεί να αργήσει αρκετά», είπε. «Ναι, μπορεί». Μείναμε σιωπηλοί για λίγο. Ένιωθα τον Τζον να αναζητεί τρόπο για να επαναφέρει την εορταστική ατμόσφαιρα και πολύ τον συμπάθησα γι' αυτό. Άναψε το ραδιόφωνο και βρήκε κάτι δυνατό και σκληρό από τους Γκανς εν' Ρόουζες —καλώς ήρθες στη ζούγκλα, μωρό μου, έχουμε πολλά παιχνίδια για να διασκεδάσεις. «Θα το γιορτάσουμε μέχρι να ξεράσουμε», είπε. «Εντάξει;» Χαμογέλασα. Δεν ήταν εύκολο, ένιωθα τη φωνή της γριάς να είναι κολλημένη ακόμη πάνω μου σαν γλίτσα, αλλά τα κατάφερα. «Αν επιμένεις», είπα. «Επιμένω», μου απάντησε. «Σίγουρα επιμένω». «Τζον, είσαι καλός άνθρωπος για δικηγόρος». «Κι εσύ δεν είσαι κακός για συγγραφέας». Αυτή τη φορά το χαμόγελο μου ήταν πιο φυσικό και κράτησε περισσότερο. Περάσαμε την πινακίδα που έλεγε Τι-Αρ-90 κι εκείνη τη στιγμή ο ήλιος διαπέρασε την καταχνιά και γέμισε τη μέρα με φως. Έμοιαζε σαν οιωνός για καλύτερες μέρες, μέχρι που κοίταξα στη δύση. Είδα τα σύννεφα να μαζεύονται πάνω από τα Λευκά Όρη, κατάμαυρα μέσα στο φως.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 25 Για τους άντρες, νομίζω, ο έρωτας αποτελείται από ίσα μέρη λαγνείας και κατάπληξης. Οι γυναίκες καταλαβαίνουν την πλευρά της κατάπληξης. Την πλευρά της λαγνείας απλώς νομίζουν ότι την καταλαβαίνουν. Πολύ λίγες -ίσως μία στις είκοσι— έχουν μια αμυδρή ιδέα για το τι πραγματικά είναι και πόσο βαθιά λειτουργεί. Και ίσως είναι καλύτερα έτσι, για την προσωπική τους γαλήνη και για να μπορούν να κοιμούνται ήσυχα τα βράδια. Και δεν μιλώ για τη λαγνεία των σατύρων και των βιαστών. Μιλώ για τη λαγνεία που κινεί τους απλούς ανθρώπους, τους υπαλλήλους και τους γυμνασιάρχες. Για να μην πούμε τίποτα για τους συγγραφείς και τους δικηγόρους. Μπήκαμε στην αυλή της Μέτι στις έντεκα παρά δέκα και καθώς παρκάριζα τη Σεβρολέτ δίπλα στο σκουριασμένο τζιπ, η πόρτα του τροχόσπιτου άνοιξε και βγήκε η Μέτι στο πάνω σκαλοπάτι. Πήρα ασυναίσθητα μια απότομη, βαθιά ανάσα και δίπλα μου άκουσα τον Τζον να κάνει το ίδιο. Ήταν ίσως η ομορφότερη γυναίκα που είχα δει στη ζωή μου έτσι όπως στεκόταν εκεί με το ροζ σορτς και την ασορτί μπλούζα της. Το σορτς δεν ήταν τόσο κοντό ώστε να γίνεται φτηνό (όπως θα έλεγε η μάνα μου), αλλά αρκετά κοντό για να είναι προκλητικό. Η μπλούζα έδενε με κορδόνια στους ώμους και έδειχνε όσο ηλιοκαμένο δέρμα χρειαζόταν για να μπορείς μετά να το ονειρεύεσαι. Τα μαλλιά της ήταν λυτά στους ώμους της. Χαμογελούσε και κουνούσε το χέρι της. Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα: Τα κατάφερε. Παρ' την έτσι όπως είναι και βάλ' τη στην τραπεζαρία μιας αριστοκρατικής λέσχης και θα σβήσει όλες τις άλλες γυναίκες. «Θεούλη μου», είπε ο Τζον. Η φωνή του μαρτυρούσε φόβο και λαχτάρα μαζί. «Πάει, χαθήκαμε». «Δεν λες τίποτα», είπα. «Βάλε τα μάτια σου στη θέση τους, αγόρι μου».
Έκανε ότι μαζεύει τα μάτια του με τις χούφτες και τα ξαναβάζει στις κόγχες τους. Στο μεταξύ, ο Τζορτζ είχε σταματήσει με το Άλτιμα δίπλα μας. «Έλα», είπα, ανοίγοντας την πόρτα μου. «Πάμε να γιορτάσουμε». «Δεν μπορώ να την αγγίξω, Μάικ», είπε ο Τζον. «Θα λιώσω». «Έλα, λοιπόν, σαχλαμάρα». Η Μέτι κατέβηκε τη σκάλα και πέρασε τη γλάστρα με την ντοματιά. Η Κάι ήταν πίσω της· φορούσε ένα σύνολο παρόμοιο με της μητέρας της, μόνο που το δικό της ήταν σε σκούρο πράσινο χρώμα. Την είχαν πιάσει οι ντροπές της πάλι, απ' ό,τι έβλεπα. Είχε το ένα χέρι της στο πόδι της Μέτι και τον αντίχειρα του άλλου στο στόμα της. «Ήρθαν τα παιδιά! Ήρθαν τα παιδιά!» φώναξε η Μέτι γελώντας κι έπεσε στην αγκαλιά μου. Με έσφιξε δυνατά και με φίλησε στην άκρη των χειλιών μου. Την έσφιξα κι εγώ και τη φίλησα στο μάγουλο. Μετά πήγε στον Τζον, διάβασε τι έγραφε η φανέλα του, χτύπησε παλαμάκια και τον αγκάλιασε. Την αγκάλιασε κι αυτός, και τα κατάφερε μια χαρά για άνθρωπος που φοβόταν ότι θα λιώσει. Τη σήκωσε στον αέρα και την έκανε έναν κύκλο ενώ αυτή κρεμόταν γελώντας από το λαιμό του. «Είσαι πλούσια, πλούσια, πλούσια!» είπε ο Τζον και την άφησε κάτω. «Είμαι ελεύθερη, ελεύθερη, ελεύθερη!» του απάντησε αυτή. «Χέσ' το το "πλούσια"!» Πριν προλάβει να της απαιτήσει, του έδωσε ένα γερό φιλί στο στόμα. Τα χέρια του σηκώθηκαν για να την αγκαλιάσουν, αλλά αυτή έκανε πίσω πριν προλάβει να την πιάσει. Γύρισε στον Ρόμι και τον Τζορτζ, που στέκονταν δίπλα δίπλα κι έμοιαζαν με πλασιέ. Έκανα ένα βήμα μπροστά για να τους συστήσω, αλλά με πρόλαβε ο Τζον, και το ένα χέρι του πέτυχε τελικά την αποστολή του -την αγκάλιασε από τη μέση καθώς την πήγαινε προς τους άλλους. Στο μεταξύ ένα μικρό χέρι χώθηκε μέσα στο δικό μου. Κοίταξα κάτω και είδα την Κάι να με κοιτάζει. Το πρόσωπο της ήταν σοβαρό, χλομό και εξίσου όμορφο με της μητέρας της. Τα ξανθά μαλλιά της,
φρεσκολουσμένα και λαμπερά, ήταν πιασμένα πίσω με ένα βελούδινο λαστιχάκι. «Φαίνεται ότι τα ανθρωπάκια του ψυγείου δεν με αγαπούν πια», είπε. Το γέλιο και η ανεμελιά είχαν χαθεί, εκείνη τη στιγμή τουλάχιστον. Φαινόταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα. «Όλα μου τα γράμματα έφυγαν». Τη σήκωσα στην αγκαλιά μου όπως εκείνη τη μέρα που την είχα βρει να περπατάει στη μέση του δρόμου με το μαγιό της. Τη φίλησα στο μέτωπο και μετά στην άκρη της μύτης της. Το δέρμα της ήταν τέλειο μετάξι. «Το ξέρω», είπα. «Θα σου αγοράσω άλλα». «Μου το υπόσχεσαι;» Τα σκούρα γαλάζια μάτια της ήταν καρφωμένα στα δικά μου γεμάτα αμφιβολία. «Σου το υπόσχομαι. Και θα σου μάθω και παράξενες λέξεις. Ξέρω πολλές παράξενες λέξεις». «Πόσες;» «Εκατόν ογδόντα». Από τη δύση ακούστηκαν μπουμπουνητά. Δεν ήταν πιο δυνατά από τα προηγούμενα, αλλά έμοιαζαν πιο «εστιασμένα». Η Κάι κοίταξε προς τα εκεί και μετά στράφηκε πάλι σ' εμένα. «Φοβάμαι, Μάικ». «Φοβάσαι; Τι φοβάσαι;» «Δεν ξέρω. Την κυρία με το φόρεμα της Μέτι. Τους άντρες που είδαμε». Κοίταξε πάνω από τον ώμο μου. «Έρχεται η μαμά». Είχε ένα ύφος παρόμοιο μ' εκείνο των μεγάλων όταν λένε: Όχι μπροστά στα παιδιά. Κουνήθηκε ανήσυχα στην αγκαλιά μου. «Κατέβασε με». Την κατέβασα. Η Μέτι, ο Τον, ο Ρόμι και ο Τζορτζ πλησίασαν. Η Κάι έτρεξε στη Μέτι, που τη σήκωσε στην αγκαλιά της και μετά μας κοίταξε σαν στρατηγός που επιθεωρεί το στρατό του. «Έφερες μπίρα;» με ρώτησε. «Βέβαια. Ένα κιβώτιο Μπαντ και μια ντουζίνα ανάμεικτα αναψυκτικά. Και λεμονάδα». «Ωραία. Κύριε Κένεντι...» «Τζορτζ, κυρία Ντεβόρ». «Τζορτζ, λοιπόν. Και αν με ξαναπείς κυρία, θα σου δώσω γροθιά στη μύτη. Είμαι η Μέτι. Μπορείς να πας στο Γενικό Κατάστημα
Λέικβιου...» Έδειξε τον Αυτοκινητόδρομο 68, γύρω στο ένα χιλιόμετρο απόσταση, «...και να φέρεις πάγο;» «Έγινε». «Κύριε Μπισονέτ...» «Ρόμι». «Στη βόρεια μεριά του τροχόσπιτου υπάρχει ένας κήπος, Ρόμι. Μπορείς να βρεις δυο καλά μαρούλια;» «Και βέβαια». «Τζον, να βάλουμε το κρέας στο ψυγείο. Όσο για σένα, Μάικλ...» Έδειξε την ψησταριά. «Οι μπριγκέτες είναι απ' αυτές που ανάβουν μόνες τους. Ρίξε μέσα ένα σπίρτο και τραβήξου πίσω μην καείς. Κάνε το καθήκον σου». «Μάλιστα, καλή μου κυρία», είπα και γονάτισα μπροστά της. Αυτό έκανε επιτέλους την Κάι να γελάσει. Η Μέτι, γελώντας επίσης, μου έπιασε το χέρι και με σήκωσε. «Έλα, σερ Γκάλαχαντ», είπε. «Θέλω όταν βρέξει να είμαστε μέσα, πρησμένοι από το φαΐ». Στην πόλη, τα πάρτι αρχίζουν με χαιρετούρες στην πόρτα, κρέμασμα των παλτών και μ' εκείνα τα παράξενα φιλιά στον αέρα (πότε ακριβώς άρχισε αυτό το έθιμο;). Στην εξοχή, αρχίζουν με δουλειές. Φέρνεις, κουβαλάς, ψάχνεις για πράγματα όπως η τσιμπίδα της ψηστιέρας και τα γάντια της κουζίνας. Η οικοδέσποινα επιστρατεύει δυο άντρες για να μετακινήσουν το τραπέζι, μετά αποφασίζει ότι ήταν καλύτερα εκεί που βρισκόταν αρχικά και τους λέει να το ξαναβάλουν στη θέση του. Και σε κάποιο σημείο ανακαλύπτεις ότι διασκεδάζεις. Στοίβαξα κάμποσες μπριγκέτες μέχρι που έμοιαζαν, , κατά προσέγγιση, με την πυραμίδα που εικονιζόταν πάνω στο σάκο, και μετά άγγιξα μία με ένα αναμμένο σπίρτο. Άρπαξαν αμέσως κι έκανα πίσω, σκουπίζοντας το μέτωπο μου. Έκανε ακόμη τρομερή ζέστη. Ο ήλιος είχε καταφέρει να διαπεράσει την καταχνιά και η μέρα ήταν εκτυφλωτικά φωτεινή, αλλά στη δύση συνέχιζαν να συσσωρεύονται πυκνά μαύρα σύννεφα. «Μάικ;»
Κοίταξα την Κάιρα. «Τι, αγάπη μου;» «Θα με φροντίζεις;» «Ναι», είπα, χωρίς τον παραμικρό δισταγμό. Για μια στιγμή κάτι φάνηκε να την προβληματίζει στην απάντηση μου —ίσως απλώς το ότι ήταν τόσο γρήγορη—, όμως μετά χαμογέλασε. «Εντάξει», είπε. «Κοίτα, έρχεται ο κύριος με τον πάγο!» Ο Τζορτζ είχε γυρίσει από το κατάστημα. Παρκάρισε και βγήκε έξω. Πλησιάσαμε μαζί με την Κάιρα, που μου κρατούσε το χέρι και το κουνούσε κτητικά μπρος πίσω. Ο Ρόμι ήρθε κι αυτός, πετώντας τρία μαρούλια στον αέρα σαν ζογκλέρ —δεν νομίζω ότι μπορούσε να απειλήσει τον τύπο που είχε γοητεύσει την Κάι στο πάρκο του Καστλ Ροκ το Σάββατο. Ο Τζορτζ άνοιξε την πίσω πόρτα του Άλτιμα κι έβγαλε δυο σακούλες με πάγο. «Το μαγαζί ήταν κλειστό», είπε. «Είχε μια ταμπέλα που έλεγε ΑΝΟΙΓΟΥΜΕ ΣΤΙΣ 5 Μ.Μ. Είπα να μην περιμένω τόση ώρα κι έτσι πήρα τον πάγο και έριξα τα χρήματα μέσα στο γραμματοκιβώτιο». Φυσικά, είχαν κλείσει για την κηδεία του Ρόις Μέριλ. Προτίμησαν να χάσουν πελατεία μιας ολόκληρης μέρας σχεδόν, στη μέση της τουριστικής περιόδου, για να θάψουν το γέροντα. Ήταν συγκινητικό. Ήταν, επίσης, λίγο ανατριχιαστικό. «Μπορώ να κουβαλήσω κι εγώ λίγο;» ρώτησε η Κάιρα. «Μάλλον, αλλά κοίτα μην ξεπαγιάσεις», είπε ο Τζορτζ κι έβαλε με προσοχή μια σακούλα πάγο στα απλωμένα χέρια της Κάι. «Ξεπαγιάζω», είπε η Κάιρα γελώντας. Ξεκίνησε προς το τροχόσπιτο, όπου η Μέτι μόλις έβγαινε έξω. Ο Τζον ήταν πίσω της και την κοίταζε με μάτια αφοσιωμένου σκύλου. «Μαμά, κοίτα! Ξεπαγιάζω!» Πήρα την άλλη σακούλα. «Ξέρω ότι ο καταψύκτης είναι έξω από το μαγαζί, αλλά δεν τον έχουν κλειδωμένο με λουκέτο;» «Είμαι φίλος με τα περισσότερα λουκέτα», είπε ο Τζορτζ. «Α, κατάλαβα». «Μάικ! Πιάσε!» Ο Τζον μου πέταξε ένα κόκκινο φρίσμπι. Ήρθε προς το μέρος μου αλλά ψηλά. Πήδησα και το έπιασα στον αέρα, και
ξαφνικά μου ήρθε στο νου ο Ντεβόρ: Τι έπαθες, Ροζέτ; Εσύ ποτέ δεν πετούσες σαν κοριτσάκι. Χτύπα τον! Κοίταξα κάτω και είδα την Κάι να με παρατηρεί. «Μη σκέφτεσαι λυπημένα πράγματα», μου είπε. Της χαμογέλασα και της πέταξα το φρίσμπι. «Εντάξει, όχι λυπημένα πράγματα. Εμπρός, γλυκιά μου. Πέτα το στη μαμά σου. Για να δούμε αν μπορείς». Μου χαμογέλασε κι αυτή, γύρισε και με μια γρήγορη κίνηση πέταξε το φρίσμπι με ακρίβεια στη μητέρα της. Η βολή ήταν τόσο δυνατή, που παραλίγο να μην το πιάσει η Μέτι. Η Κάιρα Ντεβόρ θα γινόταν σίγουρα πρωταθλήτρια του φρίσμπι. Η Μέτι πέταξε το φρίσμπι στον Τζορτζ, που γύρισε, με την ουρά του σακακιού του να ανεμίζει, και το έπιασε επιδέξια πίσω από την πλάτη του. Η Μέτι γέλασε και χειροκρότησε, ενώ το στρίφωμα της μπλούζας της μισοέκρυβε τον αφαλό της. «Φιγουρατζή!» φώναξε ο Τζον από τη σκάλα. «Η ζήλια είναι πολύ άσχημο συναίσθημα», είπε ο Τζορτζ στον Ρόμι Μπισονέτ και του πέταξε το φρίσμπι. Ο Ρόμι το πέταξε στον Τζον, αλλά αστόχησε και το φρίσμπι χτύπησε πάνω στο τροχόσπιτο. Καθώς ο Τζον κατέβαινε τη σκάλα για να το πιάσει, η Μέτι γύρισε σ' εμένα. «Πάνω στο τραπεζάκι του λίβινγκ ρουμ είναι το CD πλέιερ και μια στοίβα CD. Τα περισσότερα είναι πολύ παλιά αλλά τουλάχιστον είναι μουσική, θα τα φέρεις έξω;» «Έγινε». Μπήκα μέσα, όπου έκανε ζέστη παρ' όλο που υπήρχαν τρεις στρατηγικά τοποθετημένοι ανεμιστήρες που δούλευαν υπερωρίες. Κοίταξα τα φτηνά έπιπλα και τη γενναία προσπάθεια της Μέτι να δώσει κάποιο χαρακτήρα στο χώρο: το αντίγραφο του Βαν Γκογκ που δεν θα 'πρεπε να ταιριάζει σε μια κουζίνα τροχόσπιτου αλλά ταίριαζε, τα Νυχτοπούλια του Εντουαρντ Χόπερ πάνω από τον καναπέ, τις μπατίκ κουρτίνες που θα έκαναν την Τζο να γελάσει. Υπήρχε μια γενναιότητα εδώ που με έκανε να νιώσω λύπη γι' αυτή και, ξανά, θυμό για τον Ντεβόρ. Βέβαια, ήταν νεκρός, αλλά εγώ ήθελα ακόμη να τον πλακώσω στις κλοτσιές.
Πήγα στο λίβινγκ ρουμ και είδα το καινούριο βιβλίο της Μαίρης Χίγκινς Κλαρκ στο τραπεζάκι, με ένα σελιδοδείκτη να ξεπροβάλλει από τις σελίδες του. Δίπλα του υπήρχαν δυο κορδέλες για τα μαλλιά. Κάτι μου θύμισαν, παρ' όλο που δεν είχα δει ποτέ την Κάιρα να τις φοράει. Τις κοίταξα για λίγο ακόμη συνοφρυωμένος, μετά πήρα το στερεοφωνικό και τα CD και βγήκα έξω. «Ε, μάγκες», φώναξα. «Ώρα για γλέντι». Ήμουν εντάξει μέχρι που χόρεψε η Μέτι. Δεν ξέρω αν έχει σημασία για σας, όμως έχει για μένα. Ήμουν εντάξει μέχρι που χόρεψε. Μετά χάθηκα. Πήγαμε με το φρίσμπι πίσω από το τροχόσπιτο, εν μέρει για να μην τη σπάμε με τα γέλια μας σε όσους πήγαιναν στην κηδεία, αλλά κυρίως επειδή η πίσω αυλή ήταν καλύτερο μέρος για παιχνίδι επίπεδο έδαφος και χαμηλό χορτάρι. Αφού της ξέφυγε δυο τρεις φορές το φρίσμπι, η Μέτι έβγαλε τα καλά παπούτσια που φορούσε, έτρεξε ξυπόλυτη στο τροχόσπιτο και ξαναβγήκε φορώντας τα αθλητικά. Από κει και πέρα τα πήγαινε πολύ καλύτερα. Παίξαμε φρίσμπι, φωνάξαμε προσβολές ο ένας στον άλλο, ήπιαμε μπίρα και γελάσαμε πολύ. Η Κάι δεν τα κατάφερνε πολύ καλά στο πιάσιμο, όμως στο πέταγμα είχε τρομερό χέρι για παιδί τριών χρονών κι έπαιξε με κέφι. Ο Ρόμι έβαλε το στερεοφωνικό στην πίσω σκάλα του τροχόσπιτου και από κει μας συνόδευσε με μουσική από τα τέλη της δεκαετίας του '80 και τις αρχές της δεκαετίας του '90: U2, Τίαρς φορ Φίαρς, Γιουρίθμικς, Κράουντιντ Χάουζ, Ε Φλοκ οφ Σίγκαλς, Αχά, Μπανγκλς, Μελίσα Εθεριντζ, Χιούι Λιούις εντ δε Νιουζ. Ήξερα όλα τα λόγια, όλες τις μελωδίες. Τρέξαμε και ιδρώσαμε στο μεσημεριάτικο φως. Κοιτάζαμε τα μακριά ηλιοκαμένα πόδια της Μέτι και ακούγαμε το κελαρυστό γέλιο της Κάιρα. Σε μια στιγμή ο Ρόμι Μπισονέτ έπεσε ανάσκελα και πετάχτηκαν όλα τα ψιλά από τις τσέπες του. Ο Τζον γέλασε τόσο πολύ που λύγισαν τα πόδια του και κάθισε κάτω κι αυτός, ενώ δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του. Η Κάι τον πλησίασε και κάθισε με έναν πήδο στην ανυπεράσπιστη κοιλιά του, οπότε ο Τζον σταμάτησε
να γελάει επιτόπου. «Γκκκμμμ!» έκανε, κοιτάζοντας εμένα, με πονεμένα μάτια, καθώς τα μωλωπισμένα μπαλάκια του προσπαθούσαν να ξαναμπούν στο σώμα του. «Κάιρα!» φώναξε η Μέτι, κοιτάζοντας ανήσυχη τον Τζον. «Έκανα τάκλιν στον δικό μου παίκτη!» είπε περήφανα η Κάιρα. Ο Τζον της χαμογέλασε αδύναμα και σηκώθηκε όρθιος τρικλίζοντας. «Ναι», είπε. «Αυτό να λέγεται. Και ο διαιτητής έδωσε φάουλ για αντικανονικό ζούληγμα περιουσιακών στοιχείων». «Είσαι εντάξει, δικέ μου;» ρώτησε ο Τζορτζ. Φαινόταν ανήσυχος, αλλά πίσω από τη φωνή του διακρινόταν το γέλιο. «Μια χαρά», είπε ο Τζον και του πέταξε αδύναμα το φρίσμπι. «Εμπρός, πέτα. Για να δούμε αν τραβάει το χέρι σου». Ακούστηκαν κι άλλα, πιο ηχηρά μπουμπουνητά, αλλά τα μαύρα σύννεφα ήταν ακόμη μαζεμένα στα δυτικά και ο ουρανός από πάνω μας παρέμενε καταγάλανος. Πουλιά κελαηδούσαν ακόμη και ακούγονταν τζίτζικες από τα χόρτα. Ο αέρας κυμάτιζε πάνω από την ψησταριά -σε λίγο θα ήταν ώρα να βάλουμε πάνω τις νεοϋορκέζικες μπριζόλες του Τζον. Το φρίσμπι πετούσε ακόμη, κόκκινο πάνω στο πράσινο των δέντρων και της χλόης, και στο γαλάζιο του ουρανού. Ήμουν ακόμη φουντωμένος από λαγνεία, αλλά και πάλι όλα ήταν εντάξει -οι άντρες φουντώνουν από λαγνεία σχεδόν συνεχώς, και δεν λιώνουν οι πάγοι των πόλων. Κάποια στιγμή όμως η Μέτι χόρεψε και τότε άλλαξαν όλα. Ήταν ένα παλιό τραγούδι του Ντον Χένλεϊ, με πολύ δυνατό ρεφρέν. «Ω Θεέ μου, πώς μ' αρέσει αυτό το τραγούδι», φώναξε η Μέτι. Εκείνη τη στιγμή της ήρθε το φρίσμπι. Το έπιασε, το έριξε κάτω και πάτησε πάνω του, σαν να ήταν το κόκκινο φως ενός προβολέα πάνω στη σκηνή κάποιου νάιτ κλαμπ, κι άρχισε να χορεύει σέικ. Στην αρχή έβαλε τα χέρια της πίσω από το λαιμό της και μετά στους γοφούς της και πίσω από την πλάτη της. Χόρεψε μένοντας στο ίδιο σημείο, πατώντας με τις μύτες των παπουτσιών της πάνω στο φρίσμπι. Χόρεψε χωρίς να κινείται. Χόρεψε όπως λέει εκείνο το τραγούδι — σαν ένα κύμα στον ωκεανό.
«Η κυβέρνηση έβαλε κοριούς στις αντρικές τουαλέτες της ντίσκο,
Κι αυτή το μόνο που θέλει είναι να χορεύει, να χορεύει... Για να εμποδίσει τ' αγόρια να πουλάνε όσα όπλα καταφέρνουν να βουτήξουν, Κι αυτή το μόνο που θέλει, το μόνο που θέλει είναι να χορεύει». Οι γυναίκες είναι σέξι όταν χορεύουν -απίστευτα σέξι—, αλλά βασικά δεν ήταν αυτό που με μάγεψε. Με τη λαγνεία μπορούσα να τα βγάλω πέρα, όμως αυτό το άλλο ήταν κάτι παραπάνω από λαγνεία, και αδυνατούσα να το αντιμετωπίσω. Ήταν κάτι που μου τράβηξε όλο τον αέρα από μέσα μου και μ' άφησε να νιώθω ότι είμαι στο έλεος της. Εκείνη τη στιγμή ήταν το ομορφότερο πλάσμα που είχα δει ποτέ μου, όχι μια όμορφη γυναίκα με σορτς που χόρευε επιτόπου πάνω σε ένα φρίσμπι αλλά η ίδια η Αφροδίτη. Ήταν όλα όσα είχα χάσει αυτά τα τελευταία τέσσερα χρόνια, όταν ήμουν σε τέτοια χάλια ώστε δεν καταλάβαινα καν ότι έχανα κάτι. Εκείνη τη στιγμή διαλύθηκαν και οι τελευταίες άμυνες που μπορεί να είχα. Η διαφορά ηλικίας δεν είχε σημασία. Αν κρεμόταν η γλώσσα μου ακόμη και όταν είχα το στόμα μου κλειστό, τότε ας κρεμόταν —δεν μ' ένοιαζε. Αν έχανα την αξιοπρέπεια μου, την περηφάνια μου, την αίσθηση του εαυτού μου, πάλι δεν μ' ένοιαζε. Αυτά τα τέσσερα χρόνια που είχα περάσει μόνος μου με είχαν μάθει ότι μπορεί κανείς να χάσει και χειρότερα πράγματα. Πόση ώρα χόρεψε πάνω στο φρίσμπι; Δεν ξέρω. Κατά πάσα πιθανότητα δεν ήταν πολύ, ούτε καν ένα λεπτό, και μετά κατάλαβε ότι την κοιτάζαμε συνεπαρμένοι -γιατί σε κάποιο βαθμό όλοι έβλεπαν αυτό που έβλεπα και ένιωθαν ό,τι κι εγώ. Για εκείνο το λεπτό, ή όσο ήταν τέλος πάντων, δεν νομίζω ότι καταναλώσαμε πολύ οξυγόνο οι τέσσερις μας. Κατέβηκε από το φρίσμπι γελώντας και κοκκινίζοντας, λίγο σαστισμένη ίσως αλλά όχι αμήχανη. «Με συγχωρείτε», είπε. «Μου αρέσει πολύ αυτό το τραγούδι». «Το μόνο που θέλει είναι να χορεύει», είπε ο Ρόμι. «Ναι, μερικές φορές αυτό είναι το μόνο που θέλει», είπε η Μέτι, και κοκκίνισε ακόμη περισσότερο. «Με συγχωρείτε, πρέπει να πάω στην τουαλέτα». Μου πέταξε το φρίσμπι κι έτρεξε στο τροχόσπιτο.
Πήρα μια βαθιά ανάσα, προσπαθώντας να επανέλθω στην πραγματικότητα, και είδα τον Τζον να κάνει το ίδιο πράγμα. Ο Τζορτζ Κένεντι είχε μια έκφραση παραζάλης, σαν να του είχε δώσει κάποιος υπνωτικό χάπι και άρχιζε τώρα να τον πιάνει. Κι άλλα μπουμπουνητά. Αυτή τη φορά ακούστηκαν πιο κοντά. Πέταξα το φρίσμπι στον Ρόμι. «Τι λες;» τον ρώτησα. «Λέω ότι είμαι ερωτευμένος», είπε και μετά φάνηκε να δίνει ένα μικρό νοητικό ταρακούνημα στον εαυτό του για να συνέλθει —ήταν κάτι που φάνηκε στα μάτια του. «Λέω, επίσης, ότι είναι καιρός να βάλουμε μπροστά τις μπριζόλες αν θέλουμε να φάμε έξω. Θα με βοηθήσεις;» «Βέβαια». «Θα βοηθήσω κι εγώ», είπε ο Τζον. Μπήκαμε στο τροχόσπιτο, αφήνοντας τον Τζορτζ να παίζει φρίσμπι με την Κάιρα. Η Κάιρα τον ρωτούσε αν είχε πιάσει ποτέ κανέναν εγκληματία. Μέσα στην κουζίνα, η Μέτι στεκόταν δίπλα στο ανοιχτό ψυγείο και στοίβαζε μπριζόλες σε μια πιατέλα. «Ευτυχώς που ήρθατε. Ήμουν έτοιμη να καταβροχθίσω την μπριζόλα μου έτσι άψητη. Είναι το ωραιότερο πράγμα που έχω δει ποτέ μου». «Το ωραιότερο πράγμα που έχω δει εγώ είσαι εσύ», είπε ο Τζον. Ήταν απόλυτα ειλικρινής, αλλά το χαμόγελο της Μέτι όταν τον κοίταξε ήταν κάπως αφηρημένο και σαστισμένο. Κράτησα μια νοητική σημείωση εκείνη τη στιγμή: ποτέ μη λες σε μια γυναίκα πόσο όμορφη είναι όταν κρατάει ωμές μπριζόλες στα χέρια της. Για κάποιο λόγο δεν πιάνει τόπο. «Πώς είσαι στο ψήσιμο;» με ρώτησε. «Πες την αλήθεια, γιατί αυτές οι μπριζόλες είναι απίθανες· δεν θέλω να τις χαλάσουμε». «Μάλιστα», είπα. «Ο κύριος Κένεντι έχει κερδίσει επίσης Όσκαρ για την ερμηνεία του σε μια ταινία που λέγεται Ο Μεγάλος Δραπέτης·». «Λίγο πολύ τα βγάζω πέρα». «Εντάξει, προσλαμβάνεσαι. Τζον, θα τον βοηθήσεις κι εσύ. Ρόμι, βοήθησε με να ετοιμάσω τις σαλάτες». «Ευχαρίστως».
Ο Τζορτζ και η Κάι είχαν έρθει στο μπροστινό μέρος του τροχόσπιτου και είχαν καθίσει σε δυο καρέκλες σαν παλιοί φίλοι σε λέσχη του Λονδίνου. Ο Τζορτζ έλεγε στην Κάι για τη μάχη που είχε κάνει με τον Ρολφ Νεντό και την Πολύ Κακή Συμμορία στη Λίσμπον Στρητ το 1993. «Τζορτζ, τι έπαθε η μύτη σου;» ρώτησε ο Τζον. «Έχει αρχίσει να μακραίνει». «Σε παρακαλώ πολύ», είπε ο Τζορτζ. «Έχω συζήτηση με τη φίλη μου εδώ». «Ο κύριος Κένεντι έχει πιάσει πολλούς κακούς εγκληματίες», είπε η Κάιρα. «Έπιασε και την Πολύ Κακή Συμμορία και τους έβαλε φυλακή». «Αυτό είναι αλήθεια», είπε ο Τζορτζ. «Εγώ και ο Πολ Νιούμαν. Είμαστε φίλοι κολλητοί». «Έχουμε τη σάλτσα του για τα σπαγκέτι», είπε σοβαρή η Κάι κι αυτό έκανε τον Τζον να βάλει τα γέλια πάλι. Εμένα δεν μου φάνηκε τόσο αστείο, αλλά το γέλιο είναι κολλητικό. Ήταν αρκετό να δω τον Τζον για να ξεσπάσω κι εγώ ύστερα από μερικά δευτερόλεπτα. Ουρλιάζαμε από τα γέλια σαν βλάκες καθώς ρίχναμε τις μπριζόλες στην ψησταριά. Είναι απίστευτο πώς δεν κάψαμε τα χέρια μας. «Γιατί γελάνε;» ρώτησε η Κάι τον Τζορτζ. «Γιατί είναι ανόητοι άνθρωποι, με μικροσκοπικό μυαλό», είπε ο Τζορτζ. «Που λες, λοιπόν Κάι, τους είχα πιάσει όλους εκτός από τον Τρελάρα. Αυτός πήδησε στο αμάξι του, και πήδησα κι εγώ στο δικό μου. Το κυνηγητό ήταν τρομερό, δεν κάνει να ακούν τέτοια πράγματα τα μικρά κοριτσάκια... » Παρ' όλα αυτά ο Τζορτζ της αφηγήθηκε τις λεπτομέρειες, ενώ ο Τζον κι εγώ κοιταζόμασταν χαμογελώντας πάνω από την ψησταριά της Μέτι. «Είναι σπουδαία, ε;» είπε ο Τζον κι έγνεψα καταφατικά. Η Μέτι βγήκε έξω με καλαμπόκια τυλιγμένα σε αλουμινόφυλλο· την ακολούθησε ο Ρόμι, που κρατούσε ένα μεγάλο μπολ με σαλάτα στην αγκαλιά του και κατέβηκε τα σκαλιά με προσοχή, κοιτάζοντας δίπλα από το μπολ.
Καθίσαμε στο τραπέζι, ο Τζορτζ και ο Ρόμι από τη μια μεριά και εγώ με τον Τζον στην άλλη, δεξιά κι αριστερά από τη Μέτι. Η Κάι κάθισε στην κορυφή του τραπεζιού, πάνω σε μια στοίβα από παλιά περιοδικά που βάλαμε στην καρέκλα. Η Μέτι της έδεσε μια πετσέτα στο λαιμό· επρόκειτο για έναν εξευτελισμό τον οποίο η Κάι ανέχθηκε επειδή (α) φορούσε καινούρια ρούχα και (β) η πετσέτα δεν είναι σαλιάρα για μωρά, τουλάχιστον από τυπική άποψη. Φάγαμε του σκασμού: σαλάτα, μπριζόλες (και ο Τζον είχε δίκιο, ήταν όντως οι καλύτερες που είχα φάει ποτέ), ψητά καλαμπόκια, και κέικ φράουλα για επιδόρπιο. Μέχρι να φτάσουμε στο κέικ, τα σύννεφα είχαν πλησιάσει αρκετά και φυσούσε ένας ζεστός αέρας με απότομες, κοφτές ριπές. «Μέτι, δεν είναι υπερβολή να πω ότι αυτό ήταν το καλύτερο γεύμα της ζωής μου», είπε ο Ρόμι. «Σ' ευχαριστώ πολύ που με κάλεσες». «Εγώ σας ευχαριστώ», είπε. Τα μάτια της είχαν βουρκώσει. Έπιασε το χέρι μου από τη μια μεριά και το χέρι του Τζον από την άλλη και τα έσφιξε. «Σας ευχαριστώ όλους. Αν ξέρατε πώς ήταν τα πράγματα για την Κάι κι εμένα μόλις την προηγούμενη βδομάδα... » Κούνησε το κεφάλι της, μετά μας έσφιξε άλλη μια φορά τα χέρια και τα άφησε. «Όλα αυτά τελείωσαν όμως». «Κοιτάξτε το μωρό», είπε ο Τζορτζ χαμογελώντας. Η Κάι είχε σωριαστεί πίσω στην καρέκλα της και μας κοίταζε με θολά μάτια. Τα μαλλιά της είχαν ξεφύγει από το λαστιχάκι κι έπεφταν σε μπούκλες πάνω στα μαγουλά της. Είχε λίγη σαντιγί στη μύτη της και ένα κίτρινο σπυρί καλαμπόκι κολλημένο στο μάγουλο της. «Πέταξα το φρίσμπι έξι χιλιάδες φορές», είπε η Κάιρα, με έναν απόμακρο αλλά στομφώδη τόνο. «Κουράστηκα». Η Μέτι ετοιμάστηκε να σηκωθεί, αλλά τη σταμάτησα. «Να την πάρω εγώ;» Χαμογέλασε. «Αν θέλεις». Πήρα την Κάιρα αγκαλιά και την πήγα στο τροχόσπιτο. Ακούστηκε πάλι μπουμπουνητό, ένα αργόσυρτο, βαθύ ρολάρισμα που έμοιαζε σαν γρύλισμα ενός πελώριου σκυλιού.
Κοίταξα πάνω τα σύννεφα και μια κίνηση μου τράβηξε το μάτι. Ήταν ένα παλιό μπλε αμάξι που κατέβαινε τη Γουάσπ Χιλ Ρόουντ προς τα δυτικά, προς τη λίμνη. Ο μόνος λόγος που το πρόσεξα είναι ότι είχε στον προφυλακτήρα ένα από εκείνα τα ηλίθια αυτοκόλλητα από το Βίλατζ Καφέ: Η ΚΟΡΝΑ ΕΙΝΑΙ ΧΑΛΑΣΜΕΝΗ. ΤΗΝ ΑΝΤΙΚΑΘΙΣΤΑ ΤΟ ΔΑΧΤΥΛΟ. Μπήκα στο τροχόσπιτο γυρίζοντας στο πλάι για να μη χτυπήσω το κεφάλι της Κάι στην πόρτα. «Να με φροντίζεις», είπε μέσα στον ύπνο της. Είχε μια θλίψη η φωνή της που με πάγωσε. Ήταν σαν να ήξερε ότι ζητάει κάτι αδύνατο. «Να με φροντίζεις, είμαι μικρή, η μαμά λέει ότι είμαι πιτσιρίκα». «Θα σε φροντίζω», είπα και φίλησα πάλι εκείνο το μεταξένιο σημείο ανάμεσα στα μάτια της. «Μην ανησυχείς, Κάι, κοιμήσου». Την πήγα στο δωμάτιο της και την έβαλα στο κρεβάτι. Στο μεταξύ, είχε αποκοιμηθεί εντελώς. Σκούπισα τη σαντιγί από τη μύτη της και πήρα το σπυρί του καλαμποκιού από το μάγουλο της. Μετά κοίταξα το ρολόι μου. Ήταν δύο παρά δέκα. Θα είχαν αρχίσει να μαζεύονται στην εκκλησία. Ο Μπιλ Ντιν φορούσε γκρίζα γραβάτα. Ο Μπάντι Τζέλισον φορούσε καπέλο. Στεκόταν πίσω από την εκκλησία μαζί με μερικούς άλλους που κάπνιζαν πριν μπουν μέσα. Γύρισα. Στην πόρτα στεκόταν η Μέτι. «Μάικ», είπε. «Έλα εδώ, σε παρακαλώ». Πήγα κοντά της. Αυτή τη φορά δεν υπήρχε ύφασμα ανάμεσα στη μέση της και στα χέρια μου. Το δέρμα της ήταν ζεστό και μεταξένιο, σαν της κόρης της. Με κοίταξε, με τα χείλη της μισάνοιχτα. Οι γοφοί της με πίεσαν και όταν αισθάνθηκε κάτι σκληρό εκεί κάτω σφίχτηκε πιο δυνατά πάνω του. «Μάικ», είπε πάλι. Έκλεισα τα μάτια μου. Ένιωθα σαν άνθρωπος που βρίσκεται στην πόρτα ενός δωματίου με δυνατά φώτα, το οποίο είναι γεμάτο κόσμο που μιλάει και γελά. Και χορεύει. Γιατί μερικές φορές αυτό είναι το μόνο που θέλουμε να κάνουμε. Θέλω να μπω μέσα, σκέφτηκα. Αυτό θέλω να κάνω εγώ, το μόνο που επιθυμώ. Άσε με να κάνω αυτό που θέλω. Άσε με...
Κατάλαβα ότι μιλούσα, ότι το ψιθύριζα γρήγορα στο αυτί της καθώς την κρατούσα στην αγκαλιά μου και τα χέρια μου ανεβοκατέβαιναν στην πλάτη της, τα δάχτυλα μου χάιδευαν τη ραχοκοκαλιά της, άγγιζαν τις ωμοπλάτες της, μετά έρχονταν μπροστά για να πιάσουν τα μικρά της στήθη. «Ναι», είπε. «Αυτό θέλουμε και οι δύο. Ναι. Έτσι». Σήκωσε αργά τα χέρια της και με τους αντίχειρες σκούπισε τα υγρά μαγουλά μου. Τραβήχτηκα πίσω. «Το κλειδί...» Χαμογέλασε. «Ξέρεις πού είναι». «Θα έρθω απόψε». «Ωραία». «Ήμουν...» Ο λαιμός μου είχε κλείσει, αναγκάστηκα να τον καθαρίσω. Κοίταξα την Κάιρα, που κοιμόταν βαθιά. «Είχα μεγάλη μοναξιά. Δεν νομίζω ότι το ήξερα, αλλά έτσι είναι». «Κι εγώ το ίδιο. Και το ήξερα και για τους δυο μας. Φιλάκι, σε παρακαλώ». Τη φίλησα. Νομίζω ότι οι γλώσσες μας άγγιξαν η μια την άλλη, όμως δεν είμαι σίγουρος. Εκείνο που θυμάμαι πιο καθαρά είναι η ζωντάνια της. Ήταν σαν μια σβούρα που γύριζε ανάλαφρα στην αγκαλιά μου. «Ε!» φώναξε απέξω ο Τζον και τιναχτήκαμε και οι δύο πίσω. «Δεν έρχεστε να μας βοηθήσετε λίγο; Θα βρέξει!» «Σ' ευχαριστώ που το αποφάσισες τελικά», μου είπε σιγανά. Γύρισε κι έτρεξε στον στενό διάδρομο του τροχόσπιτου. Την επόμενη φορά που μου μίλησε δεν νομίζω ότι ήξερε σε ποιον μιλάει ή πού βρίσκεται. Την επόμενη φορά που μου μίλησε πέθαινε. «Μη φωνάζεις, θα ξυπνήσεις το μωρό», την άκουσα να λέει στον Τζον. Κι αυτός: «Ω, με συγχωρείς, με συγχωρείς». Στάθηκα εκεί για λίγο ακόμη, για να ξαναβρώ την ανάσα μου, και μετά μπήκα στο μπάνιο κι έριξα κρύο νερό στο πρόσωπο μου. Θυμάμαι ότι καθώς γύρισα για να πάρω την πετσέτα είδα μια μπλε πλαστική φάλαινα μέσα στην μπανιέρα, θυμάμαι να σκέφτομαι ότι μάλλον έβγαζε φουσκάλες από την τρύπα του φυσητήρα πάνω από το κεφάλι της και θυμάμαι ακόμη να μου έρχεται μια στιγμιαία ιδέα
για ένα παιδικό διήγημα σχετικά με μια φάλαινα. Πώς θα την ονόμαζα; Φάνι; Όχι, πολύ απλοϊκό. Φαρλάντα. Αυτό ακουγόταν ωραία, μεγαλόπρεπο και διασκεδαστικό ταυτόχρονα. Η Φάλαινα Φαρλάντα. Θυμάμαι το βρόντο των κεραυνών από τον ουρανό, το πόσο ευτυχισμένος ήμουν, έχοντας πάρει επιτέλους την απόφαση και περιμένοντας τώρα με ανυπομονησία τη νύχτα. Θυμάμαι το μουρμουρητό από τις συζητήσεις των αντρών και τη φωνή της Μέτι καθώς τους έλεγε πού να βάλουν τα πράγματα. Μετά τους άκουσα να ξαναβγαίνουν όλοι μαζί. Κοίταξα κάτω και είδα ότι το εξόγκωμα στο παντελόνι μου είχε μικρύνει, θυμάμαι να σκέφτομαι ότι δεν υπάρχει πιο γελοίο θέαμα από έναν άντρα σε σεξουαλική διέγερση, και συνειδητοποίησα ότι είχα ξανακάνει αυτή τη σκέψη, ίσως σε κάποιο όνειρο. Βγήκα από το μπάνιο, έριξα πάλι μια ματιά στην Κάιρα -ήταν γυρισμένη στο πλευρό και κοιμόταν βαθιά— και διέσχισα το διάδρομο. Ούτε για μια στιγμή δεν πέρασα τον ήχο για κεραυνό. Για λίγο προσπάθησα να τον αποδώσω στην εξάτμιση κάποιου οχήματος -καμιάς μοτοσικλέτας ίσως-, αλλά μετά κατάλαβα. Κάπου μέσα μου περίμενα να συμβεί κάτι... αλλά περίμενα φαντάσματα· όχι πυροβολισμούς. Ένα μοιραίο λάθος. Ήταν το γρήγορο πα! πα! πα! ενός αυτόματου όπλου —Γκλοκ των εννιά χιλιοστών, όπως αποδείχτηκε. Η Μέτι ούρλιαξε -ένα ψιλό, διαπεραστικό ουρλιαχτό που μου πάγωσε το αίμα. Άκουσα τον Τζον να ξεφωνίζει από πόνο και τον Τζορτζ Κένεντι να φωνάζει, «Κάτω, κάτω! Για όνομα του Θεού, ρίξτε την κάτω!» Κάτι χτύπησε το τροχόσπιτο σαν ριπή από χαλάζι, ένα κροτάλισμα από διατρητικούς ήχους που έτρεξε από τα δυτικά προς τα ανατολικά. Κάτι διέσχισε τον αέρα μπροστά στα μάτια μου -το άκουσα να σφυρίζει. Ακούστηκε ένα σχεδόν μελωδικό σπρόνγκ, σαν να σπάζει μια χορδή κιθάρας. Πάνω στο τραπέζι της κουζίνας, το μπολ της σαλάτας που κάποιος είχε φέρει μέσα έγινε συντρίμμια. Έτρεξα στην πόρτα και κόντεψα να κουτρουβαλήσω στα σκαλοπάτια. Είδα την ψησταριά αναποδογυρισμένη και τα κάρβουνα να ανάβουν κιόλας μικρές φωτιές στο αραιό χορτάρι της αυλής. Είδα
τον Ρόμι Μπισονέτ να κάθεται κάτω με τα πόδια τεντωμένα μπροστά του και να κοιτάζει ηλίθια τον αστράγαλο του, που ήταν μουσκεμένος από το αίμα. Η Μέτι ήταν πεσμένη στα τέσσερα δίπλα στην ψησταριά, με τα μαλλιά να κρέμονται μπροστά στο πρόσωπο της. Ήταν σαν να ήθελε να μαζέψει τα κάρβουνα πριν προκαλέσουν κανένα σοβαρό πρόβλημα. Ο Τζον προχώρησε τρεκλίζοντας προς το μέρος μου, απλώνοντας το χέρι του. Το μπράτσο του ήταν γεμάτο αίματα. Είδα και το αμάξι που είχα παρατηρήσει προηγουμένως, εκείνο το μπλε με το αυτοκόλλητο. Είχε ανεβεί το δρόμο -οι επιβάτες μέσα έκαναν ένα πρώτο πέρασμα για να ελέγξουν την κατάσταση- και μετά έστριψε και γύρισε πίσω. Αυτός που είχε ρίξει ήταν ακόμη σκυμμένος έξω από το μπροστινό παράθυρο του συνοδηγού. Είδα ένα κοντόκαννο όπλο να καπνίζει στα χέρια του. Είχε συρμάτινο υποκόπανο. Τα χαρακτηριστικά του ήταν μια μπλε επιφάνεια που την έσπαγαν δυο τεράστιες κόγχες —φορούσε μάσκα του σκι. Από πάνω, ο κεραυνός εξαπέλυσε ένα μακρόσυρτο, προειδοποιητικό μουγκρητό. Ο Τζορτζ Κένεντι περπατούσε προς το αμάξι χωρίς να βιάζεται, κλοτσώντας αναμμένα κάρβουνα από το δρόμο του, χωρίς να δίνει σημασία στον κόκκινο λεκέ που απλωνόταν ψηλά στο δεξί μπατζάκι του, φέρνοντας το χέρι πίσω του· δεν βιάστηκε ακόμη και όταν ο εκτελεστής χώθηκε μέσα και φώναξε «Πάμε πάμε πάμε!» στον οδηγό, που φορούσε επίσης μπλε μάσκα· όχι, ο Τζορτζ δεν βιαζόταν καθόλου, και πριν ακόμη δω το πιστόλι στο χέρι του είχα καταλάβει γιατί δεν έβγαλε ούτε στιγμή το γελοίο σακάκι που φορούσε, γιατί έπαιξε ακόμη και φρίσμπι φορώντας το. Το μπλε αμάξι (αποδείχτηκε ότι ήταν ένα Φορντ του 1987, που ανήκε στην κυρία Σόνια Μπελιβό από το Όμπερν και είχε κλαπεί την προηγούμενη μέρα) είχε κόψει ταχύτητα στην άκρη του δρόμου. Τώρα οι ρόδες σπινάρισαν, τινάζοντας χώματα, ενώ το πίσω μέρος του αυτοκινήτου πήγαινε πέρα δώθε, γκρέμισε το γραμματοκιβώτιο της Μέτι και το πέταξε στο δρόμο. Ο Τζορτζ και πάλι δεν βιάστηκε. Ένωσε τα χέρια του, κρατώντας το πιστόλι με το δεξί και στηρίζοντας το με το αριστερό.
Έριξε πέντε πυροβολισμούς. Οι δύο πρώτες σφαίρες χτύπησαν το πορτ μπαγκάζ —είδα να εμφανίζονται οι τρύπες. Η τρίτη έσπασε το πίσω παράθυρο του Φορντ που απομακρυνόταν και άκουσα κάποιον να φωνάζει από μέσα. Η τέταρτη δεν ξέρω πού πήγε. Η πέμπτη τρύπησε το πίσω αριστερό λάστιχο. Το Φορντ έστριψε προς τα αριστερά. Ο οδηγός σχεδόν κατάφερε να το επαναφέρει, όμως μετά έχασε εντελώς τον έλεγχο. Το αμάξι βούτηξε μέσα στο χαντάκι, τριάντα μέτρα πίσω από το τροχόσπιτο της Μέτι, και γύρισε στο πλευρό. Ακούστηκε ένα χουμφ! και το πίσω μέρος τυλίχτηκε στις φλόγες. Οι πυροβολισμοί του Τζορτζ πρέπει να είχαν χτυπήσει το ντεπόζιτο της βενζίνης. Αυτός που είχε ρίξει πάλευε να βγει από το παράθυρο. «Την Κάι... πάρε την Κάι... από δω». Μια βραχνή, ψιθυριστή φωνή. Η Μέτι ερχόταν με τα τέσσερα προς το μέρος μου. Η μια πλευρά του κεφαλιού της —η δεξιά— ήταν ακόμη εντάξει, όμως η αριστερή ήταν διαλυμένη. Ένα ζαλισμένο γαλάζιο μάτι κοίταζε ανάμεσα από ματωμένα μαλλιά, θρύμματα από το κρανίο της ήταν κολλημένα στον ηλιοκαμένο ώμο της σαν κομμάτια σπασμένου κεραμικού. Πόσο θα ήθελα να μπορούσα να σας πω ότι δεν θυμάμαι τίποτα απ' αυτά, πόσο θα ήθελα να σας έλεγε κάποιος άλλος ότι ο Μάικλ Νούναν πέθανε πριν το δει αυτό. Δεν μπορώ όμως. Αλίμονο, δεν μπορώ. «Κάι... Μάικ... πάρε την Κάι ...» Γονάτισα και την αγκάλιασα. Πάλεψε να μου ξεφύγει. Ήταν νέα και δυνατή και, παρ' όλο που το μυαλό της ξεπρόβαλλε από το σπασμένο κρανίο, αγωνιζόταν να μου ξεφύγει, φώναζε για την κόρη της, ήθελε να την πάρει από κει, να την προστατεύσει. «Μέτι, μην ανησυχείς», είπα. Κάτω στην εκκλησία των βαπτιστών, στην άλλη άκρη της ζώνης μέσα στην οποία ήμουν τώρα, έψελναν το Ευλογημένη Προστασία... αλλά τα μάτια των περισσοτέρων ήταν το ίδιο άδεια με το μάτι που με κοίταζε τώρα μέσα από τα ματωμένα μαλλιά. «Μέτι, σταμάτα, μην κάνεις έτσι, ησύχασε». «Την Κάι... πάρε την Κάι... μην τους αφήσεις... » «Δεν θα την πειράξουν, Μέτι, σου το υπόσχομαι».
Με έσπρωξε, γλιστρούσε σαν ψάρι, και ούρλιαξε το όνομα της κόρης της, απλώνοντας τα ματωμένα χέρια της προς το τροχόσπιτο. Το ροζ σορτς και η μπλούζα ήταν κατακόκκινα. Αίμα πεταγόταν στο γρασίδι καθώς χτυπιόταν και έσπρωχνε. Από το δρόμο ακούστηκε μια υπόκωφη έκρηξη καθώς εξερράγη το ντεπόζιτο του Φορντ. Μαύρος καπνός υψώθηκε προς τον μαύρο ουρανό. Ακούστηκε μια βροντή, αργόσυρτη και δυνατή, λες και ο ουρανός έλεγε, Ώστε θέλετε θόρυβο, ε; Τώρα θα δείτε! «Πες μου ότι είναι καλά, Μάικ!» φώναξε ο Τζον με σπασμένη φωνή. «Για όνομα του θεού, πες μου ότι η Μέτι είναι... » Έπεσε στα γόνατα δίπλα μου και τα μάτια του γύρισαν προς τα πάνω μέχρι που φαίνονταν μόνο τα ασπράδια. Άπλωσε το χέρι του, αρπάχτηκε από τον ώμο μου και μετά κόντεψε να μου σκίσει το πουκάμισο καθώς έχασε τη μάχη να κρατήσει τις αισθήσεις του κι έπεσε με το πλευρό δίπλα στη Μέτι. Άσπρος αφρός βγήκε από την άκρη των χειλιών του. Τέσσερα μέτρα πιο κάτω, κοντά στην αναποδογυρισμένη ψησταριά, ο Ρόμι προσπαθούσε να σηκωθεί όρθιος, σφίγγοντας τα δόντια του από τον πόνο. Ο Τζορτζ στεκόταν στη μέση της Γουάσπ Χιλ και ξαναγέμιζε το πιστόλι του από ένα σακουλάκι που είχε στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του, παρακολουθώντας καθώς ο εκτελεστής προσπαθούσε να βγει από το αναποδογυρισμένο αμάξι πριν τον φτάσουν οι φλόγες. Ολόκληρο το δεξί μπατζάκι του παντελονιού του Τζορτζ ήταν κατακόκκινο. Μπορεί να ζήσει, αλλά δεν θα ξαναφορέσει αυτό το κοστούμι, σκέφτηκα. Έσφιξα τη Μέτι. Ακούμπησα το πρόσωπο μου στο δικό της, έφερα το στόμα μου κοντά στο αυτί που υπήρχε ακόμη και είπα: «Η Κάιρα είναι εντάξει. Κοιμάται. Είναι μια χαρά». Η Μέτι φάνηκε να καταλαβαίνει. Σταμάτησε να παλεύει και σωριάστηκε στο γρασίδι τρέμοντας. «Κάι... Κάι...» Αυτές ήταν οι τελευταίες λέξεις της. Το ένα της χέρι απλώθηκε στα τυφλά, άρπαξε μια τούφα χόρτα και τα ξερίζωσε. «Εδώ», άκουσα να λέει ο Τζορτζ. «Έλα εδώ, παλιοπούστη. Μην τολμήσεις ούτε να μου γυρίσεις την πλάτη».
«Είναι πολύ άσχημα;» ρώτησε ο Ρόμι, ενώ πλησίαζε κουτσαίνοντας. Το πρόσωπο του ήταν άσπρο σαν το χαρτί. Και πριν προλάβω να απαντήσω: «Ω Χριστέ μου. Υπεραγία Θεοτόκε, πρέσβευε υπέρ ημών των αμαρτωλών και συγχώρησιν των πταισμάτων ημών αίτησαι. Ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας Σου. Νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν. Ω, όχι, Μάικ, όχι». Ξανάρχισε πάλι, αυτή τη φορά μιλώντας στη γαλλική διάλεκτο του Λιούιστον, εκείνη που οι γέροι ονομάζουν Λα Παρλ. «Σταμάτα», του είπα και σώπασε. Ήταν σαν να περίμενε να του το πει κάποιος. «Πήγαινε μέσα να δεις την Κάιρα. Μπορείς;» «Ναι». Κατευθύνθηκε προς το τροχόσπιτο, κρατώντας το πόδι του και κουτσαίνοντας. Κάθε φορά που το πατούσε, βογκούσε από τον πόνο, αλλά συνέχισε. Μου μύριζαν οι τούφες του χόρτου που καίγονταν. Μου μύριζε η ηλεκτρική βροχή στον άνεμο που δυνάμωνε. Και μέσα στα χέρια μου αισθανόμουν το στροβιλισμό της σβούρας να επιβραδύνεται καθώς η Μέτι έσβηνε. Τη γύρισα, την κράτησα στην αγκαλιά μου και άρχισα να την κουνάω μπρος πίσω. Στην εκκλησία, ο εφημέριος διάβαζε τώρα τον Ψαλμό 139 για τον Ρόις: «Και το σκοτάδι ακόμα για σένα δεν θα 'ναι σκοτεινό, και η νύχτα σαν τη μέρα θα φωτίζει». Ο εφημέριος διάβαζε και οι Αρειανοί άκουγαν. Την κουνούσα μπρος πίσω στην αγκαλιά μου κάτω από τα μαύρα σύννεφα, θα ερχόμουν να τη βρω απόψε, θα άνοιγα με το κλειδί που έκρυβε κάτω από τη γλάστρα. Είχε χορέψει με τις μύτες των άσπρων παπουτσιών της πάνω στο κόκκινο φρίσμπι, είχε χορέψει σαν κύμα στον ωκεανό, και τώρα πέθαινε στην αγκαλιά μου, ενώ το χορτάρι καιγόταν και ο άνθρωπος που την ήθελε όσο κι εγώ κειτόταν αναίσθητος δίπλα της, με το δεξί του χέρι βαμμένο κόκκινο, από το κοντό μανίκι της φανέλας με την επιγραφή ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΡΩΤΑΘΛΗΤΕΣ μέχρι τον κοκαλιάρικο, γεμάτο φακίδες καρπό του. «Μέτι», είπα. «Μέτι, Μέτι, Μέτι». Την κουνούσα και περνούσα το χέρι μου πάνω στο μέτωπο της, που στη δεξιά πλευρά, σαν από θαύμα, δεν είχε ούτε μια πιτσιλιά από το αίμα που την είχε μουσκέψει ολόκληρη. Τα μαλλιά της έπεφταν πάνω από τη διαλυμένη
αριστερή μεριά του προσώπου της. «Μέτι», είπα. «Μέτι, Μέτι, ω Μέτι». Άστραψε ένας κεραυνός -ήταν η πρώτη λάμψη που έβλεπα. Φώτισε τον δυτικό ουρανό σε ένα λαμπερό γαλάζιο βολταϊκό τόξο. Η Μέτι τρεμούλιασε στα χέρια μου, από το λαιμό μέχρι τα πόδια της. Τα χείλια της σφίχτηκαν. Το μέτωπο της ρυτιδώθηκε, σαν να συγκεντρωνόταν. Σήκωσε το χέρι της και για μια στιγμή αρπάχτηκε από το σβέρκο μου, όπως κάποιος που πέφτει από έναν γκρεμό μπορεί να αρπαχτεί στα τυφλά από οτιδήποτε για να κρατηθεί λίγο ακόμη. Μετά το χέρι της έπεσε κι έμεινε ακίνητο στο χορτάρι, με την παλάμη προς τα πάνω. Τινάχτηκε για άλλη μια φορά -όλο το ντελικάτο βάρος της τρεμούλιασε στην αγκαλιά μου— και μετά έμεινε ακίνητη.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 26 Από κείνη τη στιγμή και μετά, μέχρι που έκανα ό,τι έκανα, ήμουν σχεδόν συνεχώς στη ζώνη. Βγήκα μερικές φορές —όταν έπεσε μέσα από ένα παλιό μου σημειωματάριο εκείνο το χαρτί με το γενεαλογικό δέντρο, για παράδειγμα-, αλλά αυτά τα διαλείμματα ήταν σύντομα. Κατά κάποιον τρόπο, ήταν σαν εκείνο το όνειρο με τη Μέτι, την Τζο και τη Σάρα. Από μια άλλη άποψη, θύμιζε εκείνο τον τρομερό πυρετό που είχα περάσει μικρός, όταν κόντεψα να πεθάνω από ιλαρά. Ουσιαστικά όμως δεν έμοιαζε με τίποτ' άλλο εκτός από τον εαυτό του. Ήταν απλώς η ζώνη. Την ένιωθα. Και μακάρι να μην την είχα νιώσει ποτέ. Ο Τζορτζ πλησίασε έχοντας μπροστά του τον άντρα με την μπλε μάσκα. Ο Τζορτζ κούτσαινε άσχημα τώρα. Μου μύριζαν λάδια, βενζίνη και λάστιχα που καίγονται. «Είναι νεκρή;» ρώτησε ο Τζορτζ. «Η Μέτι;» «Ναι». «Ο Τζον;» «Δεν ξέρω», είπα και τότε ο Τζον βόγκηξε και τα μέλη του συσπάστηκαν. Ήταν ζωντανός, αλλά είχε χάσει πολύ αίμα. «Μάικ, άκου», άρχισε να λέει ο Τζορτζ, αλλά εκείνη τη στιγμή άρχισε ένα τρομερό ουρλιαχτό από το αμάξι που καιγόταν στο χαντάκι. Ήταν ο οδηγός που ψηνόταν εκεί μέσα. Ο εκτελεστής πήγε να γυρίσει προς τα εκεί, αλλά ο Τζορτζ σήκωσε το πιστόλι. «Αν κουνηθείς, θα σε σκοτώσω». «Δεν μπορείς να τον αφήσεις να πεθάνει έτσι», είπε ο εκτελεστής πίσω από τη μάσκα του. «Δεν θα άφηνες ούτε σκυλί να πεθάνει έτσι». «Είναι ήδη νεκρός», είπε ο Τζο. «Δεν μπορείς να πλησιάσεις ούτε στα τρία μέτρα από το αμάξι χωρίς στολή αμιάντου». Ταλαντεύτηκε στα πόδια του. Το πρόσωπο του ήταν άσπρο σαν εκείνο το κομματάκι σαντιγί που είχα σκουπίσει από τη μύτη της Κάι. Ο εκτελεστής έκανε μια κίνηση σαν να ετοιμαζόταν να του ριχτεί και ο Τζορτζ σήκωσε ψηλότερα το πιστόλι. «Την επόμενη φορά που θα κι-
νηθείς, μη σταματήσεις», του είπε. «Γιατί εγώ δεν θα σταματήσω. Σου το εγγυώμαι. Και τώρα βγάλε τη μάσκα». «Όχι». «Τελείωσαν τα παιχνιδάκια, Τζέσε. Πες χαιρετίσματα στον Θεό». Ο Τζορτζ τράβηξε πίσω τον κόκορα του περιστρόφου. «Χριστέ μου», είπε ο εκτελεστής κι έβγαλε τη μάσκα του. Ήταν ο Τζορτζ Φούτμαν. Δεν μου προκάλεσε μεγάλη έκπληξη αυτό. Από πίσω του, ο οδηγός έβγαλε μια τελευταία στριγκλιά από το Φορντ και μετά έπεσε σιωπή. Ο καπνός υψωνόταν σε μαύρα σύννεφα. Νέα μπουμπουνητά και κεραυνοί. «Μάικ, πήγαινε μέσα και βρες κάτι να τον δέσουμε», είπε ο Τζορτζ Κένεντι. «Μπορώ να τον κρατήσω άλλο ένα λεπτό —δύο αν χρειαστεί—, αλλά χάνω πολύ αίμα. Ψάξε για κολλητική ταινία συσκευασίας. Αυτό το πράγμα θα κρατούσε και τον Χουντίνι». Ο Φούτμαν στεκόταν ακίνητος στη θέση του, κοιτάζοντας από τον Κένεντι σ' εμένα και από μένα στον Κένεντι. Μετά κοίταξε στον Αυτοκινητόδρομο 68, που ήταν άδειος. Δεν ήταν παράξενο αυτό. Όλοι είχαν ακούσει το μετεωρολογικό δελτίο. Οι τουρίστες και οι παραθεριστές θα ήταν κρυμμένοι στα σπίτια τους. Όσο για τους ντόπιους..- Οι ντόπιοι... μας παρακολουθούσαν. Ο εφημέριος μιλούσε για τον Ρόις Μέριλ, μια ζωή που ήταν μακρόχρονη και γόνιμη, έναν άνθρωπο που υπηρέτησε τη χώρα του και στην ειρήνη και στον πόλεμο, αλλά οι γέροντες δεν τον άκουγαν. Αυτοί άκουγαν εμάς, όπως μαζεύονταν παλιά γύρω από ένα βαρέλι στο Γενικό Κατάστημα Λέικβιου και άκουγαν τους αγώνες μποξ στο ραδιόφωνο. Ο Μπιλ Ντιν κρατούσε τον καρπό της Ιβέτ τόσο δυνατά που τα νύχια του ήταν κάτασπρα. Την πονούσε, όμως αυτή δεν παραπονιόταν. Ήθελε να την κρατά έτσι. Γιατί; «Μάικ!» Η φωνή του Τζορτζ ήταν αισθητά πιο αδύναμη. «Σε παρακαλώ, βοήθησε με. Αυτός ο τύπος είναι επικίνδυνος». «Άσε με να φύγω», είπε ο Φούτμαν. «Αυτό είναι το καλύτερο» . «Ούτε να το σκέφτεσαι, παλιοπούστη», είπε ο Τζορτζ. Σηκώθηκα, πέρασα δίπλα από τη γλάστρα με το κλειδί από κάτω, ανέβηκα τους τσιμεντόλιθους-σκαλοπάτια. Μια αστραπή φώτισε τον ουρανό και αμέσως ακολούθησαν δυνατές βροντές.
Μέσα, ο Ρόμι ήταν καθισμένος σε μια καρέκλα στο τραπέζι της κουζίνας. Το πρόσωπο του ήταν πιο άσπρο και από του Τζορτζ. «Το παιδί είναι εντάξει», είπε, μιλώντας με δυσκολία. «Αλλά φαίνεται έτοιμο να ξυπνήσει... Δεν μπορώ να περπατήσω άλλο. Ο αστράγαλος μου είναι διαλυμένος». Πήγα στο τηλέφωνο. «Μην κάνεις τον κόπο», είπε ο Ρόμι. Η φωνή του ήταν τραχιά κι έτρεμε. «Το δοκίμασα. Είναι νεκρό. Η θύελλα χτύπησε κάποια κολόνα, φαίνεται. Χριστέ μου, δεν έχω ξαναπονέσει έτσι στη ζωή μου». Πήγα στα συρτάρια της κουζίνας κι άρχισα να τα ανοίγω ένα ένα, αναζητώντας κολλητική ταινία, σκοινί για τα ρούχα, οτιδήποτε. Αν ο Κένεντι λιποθυμούσε από την αιμορραγία όσο ήμουν εδώ μέσα, ο Φούτμαν θα του έπαιρνε το όπλο, θα τον σκότωνε και μετά θα σκότωνε και τον Τζον, που ήταν ακόμη αναίσθητος. Αφού θα τους είχε ξεφορτωθεί αυτούς, θα ερχόταν εδώ και θα σκότωνε τον Ρόμι κι εμένα. Και θα τελείωνε με την Κάιρα. «Όχι», είπα μεγαλόφωνα, «θα την αφήσει ζωντανή». Κι αυτό μπορεί να ήταν ακόμη χειρότερο. Στο πρώτο συρτάρι υπήρχαν ασημικά. Στο δεύτερο σακούλες για σάντουιτς και για σκουπίδια και δεσμίδες κουπόνια από σούπερ μάρκετ. Στο τρίτο γάντια της κουζίνας και... «Μάικ, πού είναι η Μέτι μου;» Γύρισα με ένα ένοχο ύφος, σαν άνθρωπος που τον έπιασαν να κοιτάζει πρόστυχες φωτογραφίες ή να φτιάχνει ναρκωτικά. Η Κάιρα στεκόταν στο διάδρομο, με τα μαλλιά της να πέφτουν γύρω από τα κόκκινα μαγουλά της. Το βελούδινο λάστιχο ήταν περασμένο γύρω από τον καρπό της σαν μπρασελέ. Τα μάτια της ήταν ορθάνοιχτα και γεμάτα πανικό. Δεν την είχαν ξυπνήσει οι πυροβολισμοί· κατά πάσα πιθανότητα, δεν την είχε ξυπνήσει ούτε το ουρλιαχτό της μητέρας της. Την είχα ξυπνήσει εγώ. Με τις σκέψεις μου. Τη στιγμή που το συνειδητοποίησα, προσπάθησα να τις κρύψω με κάποιον τρόπο, αλλά ήταν πολύ αργά. Η Κάιρα είχε διαβάσει τη σκέψη μου για τον Ντεβόρ, όταν μου είπε να μη σκέφτομαι θλιβερά πράγματα, και τώρα διάβασε αυτά που είχαν συμβεί στη μητέρα της πριν προλάβω να την κρατήσω έξω από το νου μου.
Το στόμα της άνοιξε. Τα μάτια της έγιναν τεράστια. Στρίγκλισε σαν να της είχε πιαστεί το χέρι σε μέγγενη κι έτρεξε προς την πόρτα. «Όχι, Κάιρα, όχι!» Έτρεξα να την προλάβω, πέφτοντας σχεδόν πάνω στον Ρόμι (με κοίταζε με τη θολή απορία του ανθρώπου που κοντεύει να χάσει τις αισθήσεις του), και την άρπαξα την τελευταία στιγμή. Καθώς την έπιανα, είδα στο νου μου τον Μπάντι Τζέλισον να φεύγει από την εκκλησία από μια πλαϊνή πόρτα. Τον ακολούθησαν δύο από τους άντρες που κάπνιζαν προηγουμένως μαζί του. Τώρα κατάλαβα γιατί ο Μπιλ κρατιόταν έτσι από την Ιβέτ, και τον συμπάθησα πάλι... τους συμπάθησα και τους δύο. Κάτι τον έσπρωχνε να πάει με τον Μπάντι και τους άλλους... αλλά ο Μπιλ δεν πήγαινε. Η Κάιρα χτυπιόταν στην αγκαλιά μου, τιναζόταν με δύναμη προς την πόρτα, παίρνοντας ανάσα με αγκομαχητά και μετά ουρλιάζοντας πάλι. «Άσε με, θέλω να δω τη μαμά, άσε με, θέλω να δω τη μαμά, άσε με...» Φώναξα το όνομα της με τη μοναδική φωνή που ήξερα ότι θα άκουγε εκείνη τη στιγμή, τη νοητική φωνή που μπορούσα να χρησιμοποιήσω μόνο μαζί της. Χαλάρωσε στα χέρια μου σιγά σιγά και γύρισε σ' εμένα. Τα μάτια της ήταν πελώρια, σαστισμένα και γυάλιζαν από δάκρυα. Με κοίταξε για μια στιγμή ακόμη και μετά φάνηκε να καταλαβαίνει ότι δεν έπρεπε να πάει έξω. Την άφησα κάτω. Έμεινε εκεί για λίγο και κατόπιν οπισθοχώρησε μέχρι που η πλάτη της κόλλησε στο πλυντήριο πιάτων. Γλίστρησε πάνω στη λεία άσπρη επιφάνειά του και κάθισε στο πάτωμα. Και μετά άρχισε να θρηνεί γοερά. Ήταν οι τρομερότεροι ήχοι θλίψης που έχω ακούσει ποτέ. Γιατί, βλέπετε, είχε καταλάβει πολύ καλά. Έπρεπε να της δείξω αρκετά για να την κάνω να μείνει μέσα· δεν γινόταν αλλιώς... και επειδή ήμαστε στη ζώνη μαζί, μπορούσα να της τα δείξω. Ο Μπάντι και οι φίλοι του ήταν μέσα σε ένα φορτηγάκι και έρχονταν προς τα εδώ. Πάνω στην πόρτα έγραφε ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΜΠΑΜ. «Μάικ!» φώναξε ο Τζορτζ Κένεντι. Ακουγόταν πανικόβλητος. «Κάνε γρήγορα!» «Κρατήσου!» του φώναξα. «Κρατήσου, Τζορτζ!»
Νωρίτερα, η Μέτι και οι άλλοι είχαν αρχίσει να στοιβάζουν τα πιάτα δίπλα στο νεροχύτη, αλλά είμαι σχεδόν σίγουρος ότι ο πάγκος πάνω από τα συρτάρια ήταν καθαρός όταν έτρεξα να προλάβω την Κάιρα. Τώρα όμως δεν ήταν. Το βάζο της ζάχαρης ήταν αναποδογυρισμένο. Και πάνω στη χυμένη ζάχαρη διάβασα αυτό το μήνυμα: 1
«Μη μου πεις», μουρμούρισα και κοίταξα στα υπόλοιπα συρτάρια. Ούτε ταινία ούτε σκοινί. Μετά μου ήρθε μια ιδέα και κοίταξα στο ντουλάπι κάτω από το νεροχύτη. Όταν βγήκα πάλι έξω, ο Τζορτζ Κένεντι ταλαντευόταν μπρος πίσω και ο Φούτμαν τον κοίταζε με την αυτοσυγκέντρωση αρπακτικού. «Βρήκες ταινία;» ρώτησε ο Τζορτζ Κένεντι. «Όχι, βρήκα κάτι καλύτερο», είπα. «Δεν μου λες, Φούτμαν, ποιος σε πλήρωσε; Ο Ντεβόρ ή η Γουίτμορ; Ή δεν ξέρεις;» «Άντε γαμήσου», είπε. Είχα το δεξί μου χέρι πίσω από την πλάτη μου. Ξαφνικά έδειξα με το αριστερό και προσπάθησα να πάρω έκπληκτο ύφος. «Τι στην οργή κάνει ο Όσγκουντ εκεί; Πες του να φύγει!» Ο Φούτμαν κοίταξε προς τα εκεί —ήταν μια ενστικτώδης κίνηση— και τον χτύπησα στο πίσω μέρος του κεφαλιού με το σφυρί που είχα βρει στο κουτί με τα εργαλεία κάτω από το νεροχύτη της Μέτι. Ο ήχος ήταν φρικτός, ο πίδακας του αίματος που τινάχτηκε από τα μαλλιά του ήταν απαίσιος, αλλά το χειρότερο απ' όλα ήταν η αίσθηση του κρανίου του να υποχωρεί, ένα βούλιαγμα που το αισθάνθηκα μέσα από τη λαβή στα δάχτυλα μου. Ο Φούτμαν σωριάστηκε κάτω σαν σακί κι εγώ πέταξα το σφυρί αηδιασμένος. «Εντάξει», είπε ο Τζορτζ. «Λίγο άσχημο, αλλά ήταν το καλύτερο που μπορούσες να κάνεις κάτω... κάτω από... » Δεν έπεσε σαν τον Φούτμαν το δικό του πέσιμο ήταν πιο αργό και «ελεγχόμενο», γεμάτο χάρη σχεδόν, αλλά ήταν κι αυτός
1
Φύγε τώρα
λιπόθυμος. Πήρα το περίστροφο, το κοίταξα και μετά το πέταξα στο δάσος, στην άλλη μεριά του δρόμου. Δεν μου χρειάζονταν όπλα αυτή τη στιγμή. Ένα πιστόλι θα μου δημιουργούσε μεγαλύτερους μπελάδες. Είδα άλλους δύο άντρες να βγαίνουν από την εκκλησία. Ένα αυτοκίνητο με κυρίες ντυμένες με μαύρα φορέματα και μαύρα καπέλα επίσης. Έπρεπε να βιαστώ. Έλυσα τη ζώνη του Τζορτζ και του κατέβασα το παντελόνι. Η σφαίρα είχε διαπεράσει το μηρό του, αλλά το αίμα πάνω στο τραύμα φαινόταν να πήζει. Το μπράτσο του Τζον όμως ήταν διαφορετική περίπτωση —εκτόξευε ακόμη αίμα σε τρομακτικές ποσότητες. Του έβγαλα τη ζώνη και την έδεσα γύρω από το μπράτσο του όσο πιο σφιχτά μπορούσα. Μετά τον χαστούκισα. Τα μάτια του άνοιξαν και με κοίταξε θολά, χωρίς να με αναγνωρίζει. «Άνοιξε το στόμα σου, Τζον!» Με κοίταξε χωρίς να αντιδρά. Έσκυψα μέχρι που οι μύτες μας σχεδόν ήρθαν σε επαφή και ούρλιαξα, «ΑΝΟΙΞΕ ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΣΟΥ! ΑΝΟΙΞΕ ΤΟ ΑΜΕΣΩΣ ΤΩΡΑ!» Το άνοιξε σαν παιδί που η νοσοκόμα του λέει να κάνει «αααα». Του έβαλα την άκρη της ζώνης ανάμεσα στα δόντια. «Κλείσ' το!» Το έκλεισε. «Και τώρα κράτα το εκεί», είπα. «Ακόμη κι αν λιποθυμήσεις, κράτα το». Δεν είχα χρόνο να δω αν με είχε καταλάβει. Σηκώθηκα και κοίταξα πάνω καθώς όλος ο κόσμος άστραψε από ένα εκτυφλωτικό γαλάζιο φως. Για μια στιγμή ήταν σαν να βρισκόσουν μέσα σε επιγραφή με νέον. Υπήρχε ένα ολόκληρο κατάμαυρο ποτάμι πάνω στον ουρανό, με πλοκάμια που κουλουριάζονταν και, συσπειρώνονταν, σαν ένα καλάθι γεμάτο φίδια. Δεν είχα ξαναδεί ποτέ μου τόσο άγριο Έτρεξα και μπήκα πάλι στο τροχόσπιτο. Ο Ρόμι είχε σωριαστεί μπροστά στο τραπέζι, με το πρόσωπο μέσα στα διπλωμένα χέρια του. θα έμοιαζε σαν παιδί του νηπιαγωγείου που το πήρε ο ύπνος στο θρανίο, αν δεν ήταν το σπασμένο μπολ της σαλάτας και τα κομματάκια του μαρουλιού στα μαλλιά του. Η Κάιρα ήταν ακόμη καθισμένη μπροστά στο πλυντήριο κι έκλαιγε υστερικά.
Τη σήκωσα και κατάλαβα ότι είχε κατουρηθεί πάνω της. «Πρέπει να φύγουμε τώρα, Κάι». «Θέλω τη Μέτι! Θέλω τη μαμά μου! Θέλω τη Μέτι μου, κάνε να μην είναι πληγωμένη! Κάνε να μην είναι πεθαμένη!» Διέσχισα το τροχόσπιτο με την Κάιρα στην αγκαλιά. Καθώς περνούσα από το τραπεζάκι πάνω στο οποίο ήταν το βιβλίο της Μαίρης Χίγκινς Κλαρκ, είδα πάλι τις μπερδεμένες κορδέλες των μαλλιών. Ίσως τις είχαν δοκιμάσει πριν από το πάρτι και τελικά προτίμησαν το βελούδινο λάστιχο. Ήταν άσπρες, με κατακόκκινο σιρίτι στις πλευρές. Πολύ όμορφες. Τις άρπαξα χωρίς να σταματήσω και τις έβαλα στην τσέπη του παντελονιού μου· μετά, πέρασα την Κάιρα στο άλλο χέρι. «Θέλω τη Μέτι! θέλω τη μαμά! Καν' τη να γυρίσει πίσω!» Άρχισε να με χτυπάει για να με κάνει να σταματήσω, μετά να κλοτσάει και να τινάζεται στην αγκαλιά μου. Με χτύπησε με τις γροθιές της στο κεφάλι. «Άσε με κάτω! Κάτω! Άσε με!» «Όχι, Κάιρα». «Άσε με, σου λέω! Άσε με κάτω! ΑΣΕ ΜΕ ΚΑΤΩ! ΑΣΕ ΜΕ ΚΑΤΩ!» Είχα αρχίσει να τη χάνω, αλλά μόλις βγήκαμε στην πόρτα του τροχόσπιτου σταμάτησε ξαφνικά να παλεύει. «Δώσε μου τον Στρίκεν! Θέλω τον Στρίκεν!» Στην αρχή δεν ήξερα τι μου λέει, αλλά όταν κοίταξα εκεί που έδειχνε κατάλαβα. Στο μονοπάτι της αυλής, κοντά στη γλάστρα με το κλειδί από κάτω, ήταν το σκυλάκι από το παιδικό γεύμα που της είχα φέρει. Ο Στρίκλαντ έδειχνε πολύ πιο «μεταχειρισμένος» τώρα —η ανοιχτή γκρίζα γούνα του είχε γίνει σκούρα από τη σκόνη-, αλλά, αν ήταν να την καλμάρει, θα της τον έδινα. Δεν ήταν ώρα τώρα να ανησυχώ για χώματα και μικρόβια. «Θα σου δώσω τον Στρίκλαντ αν υποσχεθείς να κλείσεις τα μάτια σου και να μην τα ανοίξεις μέχρι να σου πω. Το υπόσχεσαι;» «Το υπόσχομαι», είπε. Έτρεμε στα χέρια μου και κάτι μεγάλα σφαιρικά δάκρυα —από κείνα που βλέπεις στα εικονογραφημένα παραμύθια και ποτέ στην πραγματικότητα- κυλούσαν στα μαγουλά της. Μου μύρισε χόρτο που καίγεται και καρβουνιασμένο κρέας. Για
μια τρομερή στιγμή μου φάνηκε ότι θα ξερνούσα, αλλά μετά συνήλθα. Η Κάι έκλεισε τα μάτια. Δύο ακόμη δάκρυα κύλησαν στα μαγουλά της και από κει στο χέρι μου. Ήταν καυτά. Άπλωσε το ένα χέρι της στα τυφλά, περιμένοντας το παιχνίδι. Κατέβηκα τα σκαλιά, πήρα το σκύλο, αλλά δίστασα. Πρώτα οι κορδέλες, τώρα το σκυλί. Οι κορδέλες ήταν εντάξει μάλλον, αλλά μου φάνηκε ότι ήταν λάθος να της δώσω το σκυλί, να την αφήσω να το πάρει μαζί της. Μου φαινόταν λάθος, αλλά... Είναι γκρίζο, Ιρλανδέ, ψιθύρισε η φωνή UFO. Δεν χρειάζεται να ανησυχείς, γιατί είναι γκρίζο. Το παιχνίδι στο όνειρό σου ήταν μαύρο. Δεν ήξερα τι ακριβώς εννοούσε η φωνή, και δεν είχα χρόνο να ασχοληθώ άλλο. Έβαλα το παιχνίδι στο ανοιχτό χέρι της Κάιρα. Αυτή το έφερε στο πρόσωπο της και φίλησε τη σκονισμένη γούνα του, με τα μάτια της ακόμη κλειστά. «Μπορεί ο Στρίκεν να κάνει τη μαμά καλύτερα, Μάικ. Ο Στρίκεν είναι μαγικό σκυλί». «Κράτα τα μάτια σου κλειστά. Μην τα ανοίξεις αν δεν σου πω». Έχωσε το πρόσωπο της μέσα στο λαιμό μου και την κουβάλησα έτσι στο αμάξι μου. Την έβαλα στη θέση του συνοδηγού και η Κάι ξάπλωσε πάνω στο κάθισμα με τα χέρια πάνω από το κεφάλι της, κρατώντας ακόμη το βρόμικο σκυλί. Της είπα να μείνει έτσι όπως είναι, ξαπλωμένη. Δεν έδειξε να με άκουσε, ήξερα όμως ότι είχε ακούσει. Έπρεπε να βιαστούμε γιατί έρχονταν οι γέροντες. Οι γέροντες ήθελαν να τελειώσει αυτή η ιστορία, να φτάσει το ποτάμι στη θάλασσα. Και υπήρχε μόνο ένα μέρος όπου μπορούσαμε να πάμε, μόνο ένα μέρος όπου μπορεί να ήμαστε ασφαλείς: το Σάρα Λαφς. Πρώτα όμως έπρεπε να κάνω κάτι. Είχα μια κουβέρτα στο πορτ μπαγκάζ, παλιά αλλά καθαρή. Την πήρα, διέσχισα την αυλή και την άπλωσα πάνω στη Μέτι Ντεβόρ. Το εξόγκωμα που σχηματίστηκε μόλις τη σκέπασα ήταν αξιολύπητα μικρό. Έριξα μια ματιά γύρω και είδα τον Τζον να με κοιτάζει. Τα μάτια του ήταν θολά από το σοκ, αλλά μάλλον είχε συνέλθει λίγο.
Κρατούσε ακόμη τη ζώνη σφιγμένη με τα δόντια του. Έμοιαζε σαν πρεζάκι που ετοιμάζεται να κάνει ένεση. «Δεν είναι δυνατόν», είπε. Δεν είναι δυνατόν. Τον καταλάβαινα απόλυτα. «Σε μερικά λεπτά θα έρθει βοήθεια. Κρατήσου. Εγώ πρέπει να φύγω». «Που πας;» Που πας; Δεν του απάντησα. Δεν είχα χρόνο. Πήγα στον Τζορτζ Κένεντι και βρήκα το σφυγμό του. Αργός αλλά δυνατός. Δίπλα του, ο Φούτμαν ήταν ακόμη αναίσθητος, αλλά μουρμούριζε. Τελικά δεν είχε πάθει μεγάλη ζημιά. Κάτι τέτοιοι τύποι δεν σκοτώνονται τόσο εύκολα. Ο αέρας έφερε πάνω μου καπνό από το αναποδογυρισμένο αμάξι και τώρα, εκτός από τις καρβουνιασμένες μπριζόλες, μου μύρισε καμένη ανθρώπινη σάρκα. Το στομάχι μου σφίχτηκε πάλι. Έτρεξα στη Σεβρολέτ, κάθισα στο τιμόνι και βγήκα με την όπισθεν από το δρομάκι που οδηγούσε στο τροχόσπιτο. Έριξα άλλη μια ματιά στο πτώμα που είχα σκεπάσει με την κουβέρτα, στους τρεις πεσμένους άντρες, στο τροχόσπιτο με τις τρύπες από τις σφαίρες στα τοιχώματα του και την ανοιχτή πόρτα. Ο Τζον είχε ανασηκωθεί στον καλό του αγκώνα, κρατώντας ακόμη την άκρη της ζώνης στα δόντια του, και με κοίταζε χωρίς να καταλαβαίνει. Μια αστραπή έλαμψε τόσο εκτυφλωτικά, που προσπάθησα να προστατεύσω τα μάτια μου, αλλά μέχρι να σηκώσω το χέρι η λάμψη είχε σβήσει και η μέρα ήταν σκοτεινή σαν σούρουπο. «Μείνε κάτω. Κάι», είπα. «Όπως είσαι τώρα». «Δεν σ' ακούω», είπε με μια φωνή τόσο βραχνή και πνιγμένη από δάκρυα, που μόλις κατάφερα να διακρίνω τις λέξεις. «Η Κάι κοιμάται με τον Στρίκεν». «Εντάξει», είπα. «Ωραία». Πέρασα δίπλα από το Φορντ που καιγόταν και κατέβηκα στην κατηφόρα προς τους πρόποδες του λόφου. Εκεί σταμάτησα μόλις έφτασα στο Στοπ. Ήταν σκουριασμένο και γεμάτο τρύπες από σφαίρες. Κοίταξα δεξιά και είδα το φορτηγάκι παρκαρισμένο στην άκρη του δρόμου. Στην πόρτα έγραφε ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΜΠΑΜ. Τρεις άντρες ήταν στριμωγμένοι στο εσωτερικό του και με
παρακολουθούσαν. Ο ένας, δίπλα στο παράθυρο του συνοδηγού, ήταν ο Μπάντι Τζέλισον. Τον γνώρισα από το καπέλο του. Πολύ αργά και επιδεικτικά, σήκωσα το δεξί μου χέρι και τους έκανα μια αισχρή χειρονομία με το δάχτυλο. Κανείς τους δεν αντέδρασε, και τα πέτρινα πρόσωπα τους δεν άλλαξαν, αλλά το φορτηγάκι άρχισε να προχωρεί αργά προς το μέρος μου. Έστριψα αριστερά στον Αυτοκινητόδρομο 68 και ξεκίνησα για το Σάρα Λαφς κάτω από έναν κατάμαυρο ουρανό. Τρία χιλιόμετρα πριν από το σημείο όπου αρχίζει η Οδός 42 από τον Αυτοκινητόδρομο 68 και κατεβαίνει δυτικά προς τη λίμνη, υπήρχε ένας παλιός εγκαταλειμμένος στάβλος. Πάνω του ξεχώριζε ακόμη μια ξεθωριασμένη επιγραφή: ΓΑΛΑΚΤΟΚΟΜΕΙΟ ΝΤΟΝΚΑΣΤΕΡ. Καθώς πλησιάζαμε στο στάβλο, όλος ο ουρανός ανατολικά άστραψε από ένα μοβ-άσπρο φως. Ξεφώνισα και η κόρνα της Σεβρολέτ χτύπησε από μόνη της —είμαι σχεδόν σίγουρος γι' αυτό. Ένας κεραυνός πετάχτηκε σαν αγκάθι από τη λάμψη και κτύπησε το στάβλο. Για μια στιγμή συνέχισε να υπάρχει, λάμποντας σαν να ήταν ραδιενεργός, και μετά διαλύθηκε και τα κομμάτια του πετάχτηκαν προς όλες τις κατευθύνσεις. Δεν είχα δει ποτέ μου τέτοιο πράγμα έξω από τον κινηματογράφο. Η βροντή που ακολούθησε ήταν σαν ήχος βίδας. Η Κάιρα ούρλιαξε και γλίστρησε στο δάπεδο του αυτοκινήτου βουλώνοντας τα αυτιά της με τα χέρια. Στο χέρι έσφιγγε ακόμη το σκυλί. Ένα λεπτό αργότερα πέρασα τη ράχη Σούγκαρ. Η Οδός 42 διαχωρίζεται από τον Αυτοκινητόδρομο 68 προς τα αριστερά στους πρόποδες της βόρειας πλευράς της ράχης από την κορυφή που ήμουν τώρα, έβλεπα ένα μεγάλο τμήμα του Τι-Αρ-90 —δάση και χωράφια, στάβλους και αγροκτήματα, ακόμη και μια σκοτεινή λάμψη από τη λίμνη. Ο ουρανός ήταν μαύρος σαν καρβουνόσκονη και φωτιζόταν σχεδόν συνεχώς από εσωτερικές αστραπές. Ο αέρας είχε μια λάμψη σαν ώχρα και κάθε ανάσα που έπαιρνα είχε γεύση που θύμιζε μπαρούτι. Η περιοχή κάτω από τη ράχη ξεχώριζε με μια σουρεαλιστική διαύγεια που δεν μπορώ να ξεχάσω. Εκείνη η αίσθηση του μυστηρίου πλημμύρισε πάλι την καρδιά και το νου μου, η
αίσθηση ότι ο κόσμος είναι μια λεπτή επιδερμίδα απλωμένη πάνω σε ένα σώμα που δεν μπορούμε να αντιληφθούμε. Κοίταξα στον καθρέφτη και είδα ότι εκτός από το φορτηγάκι υπήρχαν τώρα άλλα δύο αυτοκίνητα. Το ένα είχε πινακίδες αναπήρου πολέμου. 'Όταν έκοβα ταχύτητα, έκοβαν κι αυτοί. 'Όταν επιτάχυνα, έκαναν κι εκείνοι το ίδιο. Είχα όμως την υποψία ότι δεν θα μας ακολουθούσαν άλλο από τη στιγμή που θα έστριβα στην Οδό 42. «Κάι; Είσαι καλά;» «Κοιμάμαι», μου απάντησε χωμένη ακόμη στο χώρο για τα πόδια του συνοδηγού. «Εντάξει», είπα, και το αμάξι άρχισε να κατεβαίνει το λόφο. Μόλις είχα αρχίσει να διακρίνω τα κόκκινα φωσφορούχα σήματα που υπήρχαν στη στροφή προς την Οδό 42, όταν άρχισε να ρίχνει χαλάζι. Κάτι μεγάλα κομμάτια λευκού πάγου άρχισαν να πέφτουν από τον ουρανό, δέρνοντας τη σκεπή του αυτοκινήτου σαν πέτρες και αναπηδώντας στο καπό. Το χαλάζι άρχισε αμέσως να στοιβάζεται στην υποδοχή όπου κρύβονται οι υαλοκαθαριστήρες. «Τι γίνεται;» φώναξε η Κάιρα. «Πέφτει χαλάζι», είπα. «Μην ανησυχείς, δεν μπορεί μας κάνει τίποτα». Δεν είχα προλάβει να τελειώσω τη φράση μου, όταν ένας χαλαζόκοκκος με μέγεθος μικρού λεμονιού χτύπησε το παρμπρίζ από τη δική μου μεριά και αν πήδησε ψηλά στον αέρα, αφήνοντας στο τζάμι ένα θολό σημάδι απ' όπου ξεκινούσαν κάμποσες μικρές ρωγμές. Και ο Τζον με τον Τζορτζ Κένεντι ήταν ξαπλωμένοι και ανήμποροι μέσα σ' αυτή τη θεομηνία; Έστρεψα το νου μου προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά δεν μπόρεσα να δω τίποτα. 'Όταν έστριψα αριστερά και μπήκα στην Οδό 42, το χαλάζι ήταν τόσο πυκνό που σχεδόν δεν έβλεπα. Τα αυλάκια από τις ρόδες των αυτοκινήτων στο χωματόδρομο ήταν γεμάτα πάγο, αλλά το λευκό χρώμα που διέκρινα στο δρόμο ξεθώριαζε κάτω από τα δέντρα. Προχώρησα προς αυτό το καταφύγιο, ανάβοντας ταυτόχρονα τα φανάρια, που σχημάτισαν δυο φωτεινούς κώνους μέσα στο ραγδαίο χαλάζι.
Καθώς φτάναμε κάτω από τα δέντρα, ο ουρανός έλαμψε πάλι εκτυφλωτικά και ο καθρέφτης έγινε τόσο φωτεινός, που ήταν αδύνατο να τον κοιτάξεις. Ακούστηκε ένας τρομερός κρότος, σαν ξέσκισμα και κροτάλισμα μαζί. Η Κάιρα ούρλιαξε πάλι. Κοίταξα πίσω και είδα ένα πελώριο γέρικο έλατο να πέφτει αργά, εγκάρσια στο δρόμο, ενώ τα απομεινάρια του κορμού του στο έδαφος άρπαζαν φωτιά. Πέφτοντας, παρέσυρε και τα καλώδια του ηλεκτρικού. Τώρα είμαστε εγκλωβισμένοι εδώ, σκέφτηκα. Αποκλεισμένοι απ' αυτή τη μεριά και κατά πάσα πιθανότητα και από την άλλη. Είμαστε εδώ. Για καλό ή για κακό, είμαστε εδώ. Τα δέντρα σκέπαζαν την Οδό 42 σαν θόλος, εκτός από το σημείο όπου ο δρόμος περνά δίπλα από το Λιβάδι Τίντγουελ. Ο ήχος που έκανε το χαλάζι στο δάσος ήταν ένα απέραντο, ασταμάτητο κροτάλισμα. Δέντρα ολόκληρα σκίζονταν στα δύο ή έχαναν τα κλαδιά τους. Ήταν το πιο καταστροφικό χαλάζι που έπεσε ποτέ σε αυτό το μέρος του κόσμου και παρ' όλο που διήρκεσε μόνο δεκαπέντε λεπτά, ήταν αρκετό για να καταστρέψει όλες τις σοδειές. Αστραπές έλαμπαν από πάνω μας. Κοίταξα προς τον ουρανό και είδα ένα μεγάλο πορτοκαλή σφαιρικό κεραυνό και από πίσω του να τρέχει ένας μικρότερος σαν να τον κυνηγούσε. Πέρασαν μέσα από τα δέντρα αριστερά μας, βάζοντας φωτιά σε μερικά ψηλά κλαδιά. Ύστερα από λίγο φτάσαμε στο Λιβάδι Τίντγουελ κι εκείνη τη στιγμή το χαλάζι μετατράπηκε σε καταρρακτώδη βροχή. Δεν θα μπορούσα να συνεχίσω να οδηγώ αν δεν είχαμε ξαναμπεί σχεδόν αμέσως κάτω από τα δέντρα, παρ' ότι η προστασία που μας πρόσφεραν μετά βίας αρκούσε για να προχωρώ σχεδόν σημειωτόν, σκυμμένος πάνω από το τιμόνι και προσπαθώντας να δω μέσα από την ασημόχρωμη κουρτίνα της βροχής που φωτιζόταν από τα φανάρια. Οι βροντές ήταν ασταμάτητες, και τώρα άρχισε να δυναμώνει και ο αέρας, περνώντας με ορμητικό βουητό ανάμεσα από τα δέντρα. Μπροστά μου, ένα μεγάλο κλαδί έπεσε στο δρόμο. Πέρασα από πάνω του και το άκουσα να χτυπάει και να ξύνει το κάτω μέρος της Σεβρολέτ. Σε παρακαλώ, ας μην πέσει τίποτα μεγαλύτερο, σκέφτηκα... ή ίσως προσευχήθηκα. Σε παρακαλώ, ας προλάβουμε να μπούμε στο σπίτι. Σε παρακαλώ, ας προλάβουμε να μπούμε μέσα.
Όταν έφτασα στην αρχή της στενής κατηφοριάς που κατέβαινε στο σπίτι, ο άνεμος είχε γίνει ανεμοστρόβιλος. Τα δέντρα σφάδαζαν γύρω μας και η βροχή σφυροκοπούσε τα πάντα, έτσι που νόμιζες ότι όλος ο κόσμος από στιγμή σε στιγμή θα καταρρεύσει και θα μετατραπεί σε έναν άμορφο χυλό. Το κατηφορικό δρομάκι μπροστά μου είχε μετατραπεί σε ποτάμι, αλλά προχώρησα με προσοχή το αμάξι χωρίς να διστάσω. Δεν μπορούσαμε να μείνουμε εδώ έξω. Αν έπεφτε κανένα μεγάλο δέντρο πάνω στο αμάξι, θα μας έλιωνε. Ήξερα ότι ήταν αδύνατο να χρησιμοποιήσω τα φρένα - το αμάξι θα γλιστρούσε πλαγιαστά και μπορεί να παρασυρόταν προς τη λίμνη κατρακυλώντας. Έβαλα μικρή ταχύτητα, τράβηξα κατά δύο κλικ το χειρόφρενο και άφησα τη μηχανή να μας οδηγήσει κάτω, ενώ η βροχή έπεφτε σε συμπαγή σχεδόν στρώματα πάνω στο παρμπρίζ και μετέτρεπε τον όγκο του σπιτιού σε φάντασμα. Ήταν απίστευτο, αλλά μερικά φώτα ήταν ακόμη αναμμένα και έλαμπαν σαν φινιστρίνια βαθυσκάφους κάτω από τρία μέτρα νερό. Η γεννήτρια δούλευε ακόμη, λοιπόν... προς το παρόν τουλάχιστον. Ένας κεραυνός εκτοξεύτηκε σαν λόγχη πάνω από τη λίμνη, μια πρασινογάλαζη φωτιά η οποία φώτισε ένα μαύρο πηγάδι νερού που η μανιασμένη επιφάνεια του ήταν γεμάτη αφρούς. Ένα από τα αιωνόβια πεύκα στα αριστερά της σκάλας που κατέβαινε στη λίμνη ήταν πεσμένο, το μισό μέσα στο νερό και το άλλο μισό απέξω. Κάπου πίσω μας ένα ακόμη δέντρο έπεσε με τρομερό κρότο. Η Κάιρα σκέπασε τα αυτιά της. «Μη φοβάσαι, μωρό μου», είπα, «Φτάσαμε, τα καταφέραμε» . Έσβησα τη μηχανή και τα φώτα. Χωρίς τα φανάρια του αυτοκινήτου έβλεπα ελάχιστα. Ήταν σκοτεινά, σαν νύχτα σχεδόν. Προσπάθησα να ανοίξω την πόρτα, αλλά στην αρχή ήταν αδύνατο. Έσπρωξα πιο δυνατά και η πόρτα όχι απλώς άνοιξε, αλλά μου έφυγε από το χέρι εξαιτίας του αέρα. Βγήκα έξω και στο φως μιας αστραπής είδα την Κάιρα να έρπει πάνω στο κάθισμα προς το μέρος μου- το πρόσωπο της κάτασπρο από τον πανικό, τα μάτια της πελώρια και γεμάτα τρόμο. Η πόρτα κινήθηκε αντίστροφα και με χτύπησε στον πισινό τόσο δυνατά που με πόνεσε. Προσπάθησα να μη δώσω σημασία, πήρα την Κάιρα στην αγκαλιά μου και γύρισα.
Παγερή βροχή μας μούσκεψε αμέσως. Για την ακρίβεια, αυτό το πράγμα δεν θύμιζε βροχή. Ήταν σαν να στεκόσουν κάτω από καταρράκτη. «Το σκυλάκι μου!» στρίγκλισε η Κάι -και παρ' ότι είχε βάλει όλη της τη δύναμη, μόλις που την άκουσα. Είδα το πρόσωπο της, όμως, και τα άδεια χέρια της. «Ο Στρίκεν! Μου 'πεσε ο Στρίκεν!» Κοίταξα γύρω και είδα το σκυλί να κατεβαίνει επιπλέοντας την κατηφόρα, περνώντας κιόλας δίπλα από τη βεράντα. Λίγο πιο κάτω, το νερό χυνόταν από το δρομάκι στην πλαγιά. Αν ο Στρίκλαντ ακολουθούσε τη ροή, μάλλον θα κατέληγε κάπου στο δάσος. Ή και στη λίμνη. «Ο Στρίκεν!» φώναξε η Κάι κλαίγοντας. «ΤΟ ΣΚΥΛΑΚΙ ΜΟΥ!» Ξαφνικά δεν είχε τίποτα σημασία και για τους δυο μας εκτός από κείνο το ηλίθιο παιχνίδι. Το κυνήγησα, με την Κάι στα χέρια μου, αδιαφορώντας για τη βροχή, τον άνεμο και τις εκτυφλωτικές αστραπές. Αλλά το νερό έτρεχε πολύ γρήγορα και ήταν αδύνατο να το προλάβω. Τελικά ο Στρίκλαντ, λίγο πριν πέσει από το δρόμο στην πλαγιά, σκάλωσε σε τρία ηλιοτρόπια που χτυπιούνταν μανιασμένα από τον άνεμο. Έμοιαζαν σαν εκστασιασμένοι πιστοί σε θρησκευτική συγκέντρωση. Επίσης, μου φάνηκαν κάπως γνωστά. Φυσικά, ήταν αδύνατο να είναι τα ίδια τρία ηλιοτρόπια που είχαν φυτρώσει ανάμεσα από τις σανίδες της βεράντας στο όνειρο μου (και στη φωτογραφία που είχε τραβήξει ο Μπιλ Ντιν πριν γυρίσω στο Τι-Αρ)· εν τούτοις, ήταν αυτά. Πέρα από κάθε αμφιβολία ήταν αυτά. Τρία ηλιοτρόπια σαν τις τρεις μάγισσες στον Μάχβεβ, τρία ηλιοτρόπια με πρόσωπα σαν προβολείς. Είχα γυρίσει στο Σάρα Λαφς. Ήμουν στη ζώνη. Είχα επιστρέψει στο όνειρο μου, κι αυτή τη φορά με είχε κυριεύσει. «Ο Στρίκεν!» Η Κάι έσκυβε και τεντωνόταν για να πιάσει το παιχνίδι και έτσι όπως γλιστρούσαμε και οι δύο μπορεί να μου ξέφευγε από στιγμή σε στιγμή. «Σε παρακαλώ, Μάικ, σε παρακαλώ!» Μια βροντή έσκασε από πάνω μας σαν δυναμίτης και ουρλιάξαμε και οι δύο. Έπεσα στο ένα γόνατο και άρπαξα το σκυλάκι. Η Κάιρα το έσφιξε στα χέρια της και το σκέπασε με φιλιά. Σηκώθηκα
τρεκλίζοντας καθώς ακούστηκε άλλη μια βροντή. Αυτή φάνηκε να διασχίζει τον αέρα σαν υγρό μαστίγιο. Κοίταξα τα ηλιοτρόπια, και έμοιαζαν να με κοιτάζουν κι αυτά: Γεια σου, Ιρλανδέ, πάει πολύς καιρός, τι λες; Βόλεψα πάλι την Κάι στην αγκαλιά μου όσο καλύτερα μπορούσα, γύρισα και άρχισα να προχωρώ προς το σπίτι. Δεν ήταν εύκολο. Το νερό που κατέβαινε στην πλαγιά μου ερχόταν τώρα ως τους αστραγάλους και ήταν γεμάτο από χαλαζόκοκκους που έλιωναν. Ένα κλαδί πέρασε δίπλα μας και προσγειώθηκε περίπου στο σημείο όπου είχα γονατίσει για να σηκώσω τον Στρίκλαντ. Ακούστηκε ένας πάταγος και μια σειρά γδούποι, καθώς ένα μεγαλύτερο κλαδί έπεσε στη στέγη και κατρακύλησε προς το έδαφος. Ανέβηκα τρέχοντας στην πίσω βεράντα, περιμένοντας ίσως να πεταχτεί η Μορφή έξω για να μας καλωσορίσει, υψώνοντας τα σακουλιασμένα χέρια της σε μια χειρονομία μακάβριας εγκαρδιότητας, αλλά δεν υπήρχε καμία Μορφή. Υπήρχε μόνο η θύελλα, κι αυτή ήταν αρκετή. Η Κάι έσφιγγε δυνατά το σκύλο και είδα χωρίς καμία απολύτως έκπληξη ότι, τώρα που είχε βραχεί, ο Στρίκλαντ είχε γίνει μαύρος. Τελικά ήταν το παιχνίδι που είχα δει στο όνειρο μου. Ήταν πολύ αργά τώρα πια. Δεν είχαμε πουθενά αλλού να πάμε, δεν υπήρχε άλλο καταφύγιο από τη θύελλα. Άνοιξα την πόρτα και μπήκα στο Σάρα Λαφς μαζί με την Κάιρα Ντεβόρ. Το κεντρικό τμήμα του σπιτιού —η καρδιά του Σάρα Λαφς υπήρχε εδώ και έναν αιώνα σχεδόν και είχε γνωρίσει πολλές θύελλες. Αυτή που σάρωσε την περιοχή των λιμνών εκείνο το απόγευμα του Ιουλίου μπορεί να ήταν η χειρότερη, αλλά αμέσως μόλις μπήκαμε μέσα, αγκομαχώντας και δύο σαν άνθρωποι που γλίτωσαν παρά τρίχα από πνιγμό, κατάλαβα ότι το σπίτι μάλλον θα την άντεχε κι αυτή. Οι τοίχοι, φτιαγμένοι από κούτσουρα, ήταν τόσο χοντροί, που ήταν σχεδόν σαν να μπαίνεις μέσα σε αμπρί. Η μανία της θύελλας έγινε ένας δυνατός βόμβος που διακοπτόταν από βροντές και κατά διαστήματα από ένα δυνατό γδούπο καθώς κάποιο κλαδί έπεφτε στη στέγη. Κάπου —στο υπόγειο, νομίζω— μια πόρτα είχε ξεμανταλωθεί και ανοιγόκλεινε βροντώντας. Νόμιζες ότι άκουγες
πιστόλι αφέτη. Το παράθυρο της κουζίνας είχε σπάσει από ένα πεσμένο μικρό δέντρο. Η κορυφή του ξεπρόβαλλε πάνω από την ηλεκτρική κουζίνα, ρίχνοντας σκιές στον πάγκο και τις εστίες της κουζίνας καθώς ταλαντευόταν. Σκέφτηκα να το σπάσω, αλλά τελικά δεν το έκανα. Τουλάχιστον έκλεινε την τρύπα. Πήγα την Και στο λίβινγκ ρουμ και κοιτάξαμε έξω στη λίμνη· σκοτεινό νερό και μανιασμένα κύματα κάτω από έναν κατάμαυρο ουρανό. Αστραπές έλαμπαν σχεδόν συνεχώς, αποκαλύπτοντας ένα δάσος που χόρευε και ταλαντευόταν φρενιασμένα γύρω από τη λίμνη. Όσο στέρεο κι αν ήταν το σπίτι, βογκούσε στα βάθη του καθώς ο άνεμος το γρονθοκοπούσε σαν να προσπαθούσε να το σπρώξει στην κατηφοριά. Μέσα στον αχό της θύελλας, ακουγόταν ένα απαλό, σταθερό κουδούνισμα. Η Κάιρα σήκωσε το κεφάλι της από τον ώμο μου και κοίταξε γύρω. «Έχεις ένα ελάφι», είπε. «Ναι. Το λένε Μπάντερ». «Δαγκώνει;» «Όχι, αγάπη μου, δεν δαγκώνει. Είναι σαν... σαν κούκλα, ας πούμε». «Γιατί χτυπάει το κουδουνάκι του;» «Χαίρεται που ήρθαμε. Χαίρεται που τα καταφέραμε». Την είδα να θέλει να χαρεί κι αυτή και μετά να συνειδητοποιεί ότι δεν ήταν εδώ η Μέτι για να μοιραστεί τη χαρά της. Είδα να περνάει από το νου της η ιδέα ότι η Μέτι δεν θα ήταν ποτέ πια κοντά της... και την ένιωσα να σπρώχνει μακριά αυτή τη σκέψη. Πάνω από τα κεφάλια μας κάτι τεράστιο έπεσε με πάταγο στη στέγη. Τα φώτα τρεμόπαιξαν και η Και άρχισε να κλαίει πάλι. «Όχι, αγάπη μου», είπα και έτσι όπως την κρατούσα στην αγκαλιά μου άρχισα να περπατάω πάνω κάτω. «Όχι, μωρό μου, όχι. Κάι, μη. Μη, αγάπη μου, μη». «Θέλω τη μαμά μου! Θέλω τη Μέτι μου!·» Την έκανα βόλτες έτσι όπως κάνεις τα μωρά όταν έχουν κολικό. Καταλάβαινε πάρα πολλά για ένα παιδάκι τριών χρονών, και ο πόνος της ήταν πολύ πιο τρομερός από όσο θα μπορούσε να αντέξει
ένα παιδί στην ηλικία της. Έτσι, την κρατούσα στην αγκαλιά μου και περπατούσα πάνω κάτω, με το σορτς της υγρό από τα ούρα και το νερό της βροχής, τα χέρια της γύρω από το λαιμό μου να καίνε σαν να είχε πυρετό, τα μαγουλά της γεμάτα δάκρυα και μύξες, τα μαλλιά της μούσκεμα από τη σύντομη έξοδο μας στη νεροποντή· η ανάσα της ήταν ξινή, το παιχνίδι της ένα στραγγαλισμένο μαύρο πράγμα απ' όπου κυλούσε βρόμικο νερό στα δάχτυλα της. Περπατούσα πάνω κάτω μέσα στο λίβινγκ ρουμ του Σάρα Λαφς, στο αμυδρό φως που έριχνε το φωτιστικό στο ταβάνι και ένα πορτατίφ. Το ρεύμα της γεννήτριας δεν είναι ποτέ εντελώς σταθερό- μοιάζει να ανασαίνει και να αναστενάζει. Πήγαινα πέρα δώθε, μέσα στο ακατάπαυστο σιγανό κουδούνισμα από το λαιμό του Μπάντερ, που έμοιαζε με μουσική από κείνο τον κόσμο που μερικές φορές τον αγγίζουμε αλλά ποτέ δεν βλέπουμε πραγματικά. Πέρα δώθε μέσα στους ήχους της θύελλας. Νομίζω ότι της τραγούδησα κιόλας, και θυμάμαι σίγουρα ότι την άγγιξα με το νου μου και αρχίσαμε να μπαίνουμε όλο και πιο βαθιά στη ζώνη μαζί. Από πάνω μας τα σύννεφα άδειαζαν βροχή, σβήνοντας τις φωτιές που είχαν προκαλέσει οι κεραυνοί στο δάσος. Το σπίτι βογκούσε και από το σπασμένο παράθυρο της κουζίνας έμπαιναν ριπές ανέμου, αλλά παρ' όλα αυτά υπήρχε μια αίσθηση θλιβερής ασφάλειας. Μια αίσθηση ότι είμαστε σπίτι μας. Επιτέλους τα δάκρυα της άρχισαν να λιγοστεύουν. Ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο μου και όταν κοιτάξαμε από τα παράθυρα που βλέπουν στη λίμνη είδα τα μάτια της να παρατηρούν την ασημόμαυρη θύελλα, ορθάνοιχτα, χωρίς να βλεφαρίζουν καθόλου. Στο είδωλο μας μέσα στο τζάμι την κρατούσε ένας ψηλός άντρας με αραιά μαλλιά. Συνειδητοποίησα ότι, μέσα από τα σώματα μας, έβλεπα το τραπέζι της τραπεζαρίας. Τα είδωλα μας είναι ήδη φαντά* άμαχα, σκέφτηκα. «Κάι; Μπορείς να φας κάτι;» «Δεν πεινάω». «Μπορείς να πιεις ένα ποτήρι γάλα;» «Όχι γάλα, κακάο. Κρυώνω». «Ναι, φυσικά κρυώνεις. Και έχω κακάο».
Πήγα να την αφήσω κάτω, αλλά αρπάχτηκε από το λαιμό μου και μ' έσφιξε πανικόβλητη. Αισθάνθηκα τα ποδαράκια της να με χτυπούν σαν έμβολα καθώς προσπαθούσε να σκαρφαλώσει πάλι πάνω μου. Τη σήκωσα, τη στήριξα στο γοφό μου και ηρέμησε. «Ποιος είναι εδώ;» ρώτησε. Είχε αρχίσει να τρέμει. «Ποιος είναι εδώ εκτός από μας;» «Δεν ξέρω». «Είναι ένα αγόρι», είπε. «Τον είδα εκεί». Έδειξε με τον Στρίκλαντ προς τη συρόμενη τζαμόπορτα που έβγαζε στη βεράντα (όλες οι πολυθρόνες έξω ήταν αναποδογυρισμένες και σφηνωμένες στις γωνίες —η μία έλειπε· φαίνεται ότι ο αέρας την είχε πετάξει πάνω από τα κάγκελα). «Ήταν μαύρο, όπως σ' εκείνη την αστεία εκπομπή που βλέπουμε με τη Μέτι. Είναι κι άλλοι μαύροι εδώ. Μια κυρία με μεγάλο καπέλο. Ένας άντρας με μπλε παντελόνι. Οι άλλοι δεν φαίνονται καλά. Αλλά μας παρακολουθούν. Δεν τους βλέπεις;» «Δεν μπορούν να μας κάνουν τίποτα». «Είσαι σίγουρος; Τελείως σίγουρος;» Δεν απάντησα. Βρήκα ένα κακάο σοκολάτα κρυμμένο πίσω από το αλεύρι. Άνοιξα ένα από τα φακελάκια και το άδειασα σε ένα φλιτζάνι. Μια βροντή έσκασε από πάνω. Η Κάι αναπήδησε στην αγκαλιά μου κι άρχισε να θρηνεί αργόσυρτα, με απέραντη θλίψη. Την αγκάλιασα και τη φίλησα στο μάγουλο. «Μη μ' αφήσεις κάτω, Μάικ, φοβάμαι». «Δεν θα σ' αφήσω κάτω. Είσαι το κοριτσάκι μου». «Φοβάμαι το αγόρι και τον άντρα με το μπλε παντελόνι και την κυρία. Νομίζω ότι είναι η κυρία που φορούσε το φόρεμα της Μέτι. Είναι φαντάσματα;» «Ναι». «Είναι κακοί, σαν αυτούς που μας κυνήγησαν στο πανηγύρι; Είναι;» «Δεν ξέρω σίγουρα. Κάι, αλήθεια σου λέω». «Αλλά θα το μάθουμε». «Ε;» «Αυτό σκέφτηκες. "Αλλά θα το μάθουμε"».
«Ναι», είπα. «Μάλλον αυτό σκέφτηκα. Κάτι τέτοιο». Την πήγα στην κεντρική κρεβατοκάμαρα όσο ζεσταινόταν το νερό στο τσαγιερό· σκεφτόμουν ότι πρέπει να είχε μείνει κάποιο ρούχο της Τζο για να της φορέσω. Όμως όλα τα συρτάρια στο κομό της Τζο ήταν άδεια. Το ίδιο και η δική της πλευρά της ντουλάπας. Έβαλα την Κάι όρθια πάνω στο διπλό κρεβάτι όπου δεν είχα ξαπλώσει καθόλου από τότε που γύρισα, την έγδυσα, την κουβάλησα στο μπάνιο και την τύλιξα με μια πετσέτα. Η Και την έσφιξε γύρω της τρέμοντας. Τα χείλη της ήταν μπλαβιά. Πήρα μια δεύτερη πετσέτα και της σκούπισα τα μαλλιά όσο καλύτερα μπορούσα. Όλη αυτή την ώρα, η Κάιρα δεν είχε αφήσει καθόλου το σκυλάκι. Η γούνα του είχε ξηλωθεί σε μερικά σημεία και έβγαινε από μέσα η γέμιση. Άνοιξα το ντουλαπάκι του φαρμακείου, έψαξα λίγο και στο πάνω ράφι βρήκα αυτό που αναζητούσα: το Μπεναντρίλ που είχε η Τζο για την αλλεργία της. Σκέφτηκα να κοιτάξω την ημερομηνία λήξεως στο κάτω μέρος του κουτιού και μετά κόντεψα να βάλω τα γέλια. Τι σημασία είχε; Έβαλα την Κάι να καθίσει στο κλειστό σκέπασμα της λεκάνης και, ενώ είχε ακόμη τυλιγμένα τα χέρια της στο λαιμό μου, έβγαλα τέσσερα χάπια από το κουτί. Ξέπλυνα το ποτήρι με την οδοντόκρεμα και το γέμισα κρύο νερό. Καθώς το έκανα αυτό, είδα μια κίνηση μέσα στον καθρέφτη της τουαλέτας, απ' όπου φαινόταν ο διάδρομος και η κεντρική κρεβατοκάμαρα. Είπα στον εαυτό μου ότι είναι απλώς οι σκιές από τα δέντρα που τα κουνάει ο άνεμος. Έδωσα τα χάπια στην Κάι. Άπλωσε το χέρι της να τα πάρει, αλλά μετά δίστασε. «Έλα», της είπα. «Είναι φάρμακο». «Τι φάρμακο;» με ρώτησε. Το μικρό της χέρι ήταν ακόμη ακίνητο πάνω από τις κάψουλες. «Φάρμακο για τη λύπη», είπα. «Ξέρεις να καταπίνεις χάπια. Κάι;» «Βέβαια. Ξέρω από δύο χρονών». Δίστασε για μια στιγμή ακόμη, ενώ με κοίταζε -κομίζω ότι κοίταζε μέσα μου—, για να βεβαιωθεί ότι της έλεγα κάτι που το πίστευα πραγματικά. Φαίνεται ότι αυτό που είδε ή ένιωσε της ήταν αρκετό, γιατί πήρε τις κάψουλες και τις έβαλε στο στόμα της, τη μία
μετά την άλλη. Τις κατάπιε με μικρές γουλιές νερό. «Νιώθω ακόμη λύπη, Μάικ», είπε μετά. «Θέλουν λίγη ώρα για να πιάσουν». Έψαξα μέσα στο συρτάρι όπου έβαζα τις φανέλες και βρήκα μια παλιά με το σήμα της Χάρλεϊ-Ντάβιντσον που είχε «μπει» στο πλύσιμο. Και πάλι της ερχόταν χιλιόμετρα μακριά, αλλά όταν έδεσα έναν κόμπο από τη μια μεριά της έπεφτε κάπως σαν σαρόνγκ, και γλιστρούσε συνεχώς από τον έναν ώμο της. Ήταν σχεδόν χαριτωμένο. Συνήθως έχω μια χτένα στην πίσω τσέπη μου. Την έβγαλα και της χτένισα τα μαλλιά προς τα πίσω από το μέτωπο και τους κροτάφους της. Είχε αρχίσει να φαίνεται σουλουπωμένη ξανά, αλλά και πάλι κάτι έλειπε. Κάτι που μέσα στο νου μου το είχα συνδέσει με τον Ρόις Μέριλ. Αυτό ήταν τρελό όμως... Τι σχέση μπορεί να έχει... «Μάικ; Ποιο μπαστούνι; Ποιο μπαστούνι σκέφτεσαι;» Και τότε θυμήθηκα. «Ένα μπαστούνι - ζαχαρωτό», είπα. «Απ' αυτά με τις γυριστές ρίγες». Έβγαλα από την τσέπη μου τις δυο άσπρες κορδέλες. Το κόκκινο σιρίτι στις πλευρές τους θύμιζε κάτι ωμό μέσα στο αβέβαιο φως. «Σαν αυτές». Της έδεσα τα μαλλιά πίσω σε δυο μικρές κοτσίδες. Τώρα είχε τις κορδέλες της, είχε και το μαύρο σκυλί της, και τα ηλιοτρόπια είχαν μεταφερθεί μερικά μέτρα παραπέρα, αλλά υπήρχαν. Όλα ήταν λίγο πολύ όπως έπρεπε να είναι. Ένας ακόμη κεραυνός, ένα δέντρο έπεσε εκεί κοντά και τα φώτα έσβησαν. Ύστερα από πέντε δευτερόλεπτα μέσα σε μαυρόγκριζες σκιές, άναψαν πάλι. Πήγα την Κάι πίσω στην κουζίνα και καθώς περνούσαμε μπροστά από το υπόγειο κάτι γέλασε πίσω από την πόρτα. Το άκουσα· το άκουσε και η Κάι. Το είδα στα μάτια της. «Να με φροντίζεις», είπε. «Να με φροντίζεις γιατί είμαι πιτσιρίκα. Μου το υποσχέθηκες». «Θα σε προσέχω». «Σ' αγαπώ, Μάικ». «Κι εγώ σ' αγαπώ Κάι». To τσαγιερό άρχισε να σφυράει. Γέμισα το κύπελλο μέχρι τη μέση με ζεστό νερό και συμπλήρωσα το υπόλοιπο με γάλα, για να κρυώσει και να γίνει πιο χορταστικό. Πήγα την Κάιρα στον καναπέ.
Καθώς περνούσαμε από την τραπεζαρία, έριξα μια ματιά στη γραφομηχανή και το χειρόγραφο με το βιβλίο των σταυρόλεξων πάνω του. Όλα αυτά τα πράγματα μου φαίνονταν κάπως ανόητα και θλιβερά τώρα, σαν μαραφέτια που ποτέ δεν δούλευαν πολύ καλά και τώρα δεν λειτουργούσαν καθόλου. Μια αστραπή φώτισε όλο τον ουρανό, απλώνοντας ένα μοβ φως στο δωμάτιο. Μέσα σε αυτή τη λάμψη, τα δέντρα έμοιαζαν με δάχτυλα, και καθώς το φως αντανακλάστηκε στην τζαμόπορτα είδα μια γυναίκα να στέκεται πίσω μας, δίπλα στην ηλεκτρική κουζίνα. Φορούσε όντως ένα ψάθινο καπέλο με τεράστιο γείσο σε μέγεθος ρόδας από άμαξα. «Το ποτάμι κοντεύει να φτάσει στη θάλασσα; Τι εννοείς;» ρώτησε η Κάι. Κάθισα και της έδωσα το κύπελλο. «Έλα, πιες το». «Γιατί εκείνοι οι άνθρωποι έκαναν κακό στη μαμά μου; Δεν ήθελαν να χαίρεται;» «Έτσι φαίνεται», είπα. Άρχισα να κλαίω. Την κρατούσα στην αγκαλιά μου, καθισμένη στα πόδια μου, και σκούπιζα τα δάκρυα με τη ράχη του χεριού μου. «Έπρεπε να πάρεις κι εσύ μερικά χάπια για τη λύπη», είπε η Κάι. Μου πρόσφερε το κακάο της. Οι κορδέλες, που τις είχα δέσει αδέξια σε μεγάλους φιόγκους, χόρευαν σε κάθε της κίνηση. «Να, πιες λίγο». Ήπια. Από τη βόρεια μεριά του σπιτιού ακούστηκε άλλος ένας πάταγος, ανάμεικτος με τριξίματα και κροταλίσματα. Ο σιγανός βόμβος της γεννήτριας σταμάτησε και το σπίτι έγινε γκρίζο πάλι. Σκιές έτρεχαν πάνω στο μικρό πρόσωπο της Κάι. «Κουράγιο», της είπα. «Προσπάθησε να μη φοβάσαι. Μπορεί να ξανάρθουν τα φώτα». Μια στιγμή αργότερα όντως άναψαν πάλι, αν και τώρα άκουγα μια τραχιά νότα στο βουητό της γεννήτριας και τα φώτα τρεμόσβηναν πιο έντονα. «Πες μου ένα παραμύθι», είπε η Κάιρα. «Πες μου τη Σταχτοκούτα». «Σταχτοπούτα». «Ναι, αυτή». «Εντάξει, αλλά οι παραμυθάδες πληρώνονται». Σούφρωσα τα χείλια μου και έκανα πως ρουφάω.
Μου κράτησε το κύπελλο και ήπια. Το κακάο ήταν γλυκό και ζεστό. Η αίσθηση ότι μας παρακολουθούσαν ήταν βαριά και καθόλου γλυκιά, αλλά άσ' τους να παρακολουθούν. Άσ' τους να παρακολουθούν τώρα που μπορούν. «Ήταν, λοιπόν, ένα όμορφο κορίτσι που το έλεγαν Σταχτοπούτα... » «Μια φορά κι έναν καιρό! Έτσι αρχίζει! Έτσι αρχίζουν όλα!» «Ναι, σωστά, το ξέχασα. Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα όμορφο κορίτσι που το έλεγαν Σταχτοπούτα και είχε μια κακιά μητριά. Η μητριά είχε δυο κακές κόρες, που τις έλεγαν... θυμάσαι;» «Τάμι Φέι και Βάνα». «Μπράβο. Αυτές, λοιπόν. Οι Βασίλισσες της Λακ. Αυτές έβαζαν τη Σταχτοπούτα να κάνει όλες τις δουλειές, να σκουπίζει το τζάκι και να καθαρίζει το κουτί με την άμμο του σκύλου στην αυλή. Εκείνες τις μέρες όμως ένα διάσημο συγκρότημα ροκ, οι θέισις, θα έδινε μια συναυλία στο παλάτι, και παρ' όλο που είχαν καλέσει και τις τρεις αδερφές ...» Έφτασα μέχρι το σημείο όπου η νεράιδα νονά της Σταχτοπούτας πιάνει τα ποντίκια και τα μετατρέπει σε λιμουζίνα Μερσεντές, όταν επέδρασε το Μπεναντρίλ. Ήταν πραγματικά φάρμακο για τη λύπη. 'Όταν κοίταξα κάτω, η Κάι κοιμόταν βαθιά στην αγκαλιά μου, με το κύπελλο να γέρνει επικίνδυνα από τη μία μεριά. Της το πήρα από το χέρι και το έβαλα στο τραπεζάκι· μετά της παραμέρισα τα μαλλιά από το μέτωπο. «Κάι;» Τίποτα. Είχε πάει στη χώρα του Υπνούλη. Μάλλον βοήθησε και το γεγονός ότι ο απογευματινός της ύπνος τελείωσε σχεδόν πριν αρχίσει. Τη σήκωσα και την πήγα στη βορινή κρεβατοκάμαρα, με τα πόδια της να κουνιούνται στον αέρα. Την ξάπλωσα στο κρεβάτι και τη σκέπασα με το πάπλωμα μέχρι το σαγόνι. Οι βροντές έπεφταν σαν βολές πυροβολικού, αλλά η Κάι δεν έπαιρνε τίποτα είδηση. Η εξάντληση, η θλίψη, το Μπεναντρίλ την είχαν στείλει βαθιά, σε ένα μέρος πέρα από φαντάσματα και λύπες, κι αυτό ήταν καλό.
Έσκυψα και τη φίλησα στο μάγουλο, που επιτέλους είχε αρχίσει να δροσίζει, «θα σε προσέχω», της είπα. «Σου το υποσχέθηκα και θα το κάνω». Η Κάι, σαν να με άκουσε, γύρισε στο πλευρό, έβαλε το χέρι που κρατούσε τον Στρίκλαντ κάτω από το σαγόνι της κι αναστέναξε. Οι βλεφαρίδες της ήταν κατάμαυρες σαν καπνιά πάνω στα μαγουλά της, μια παράξενη αντίθεση με τα ξανθά μαλλιά της. Κοιτάζοντας την ένιωσα να με πλημμυρίζει αγάπη, να κλονίζομαι από αυτό το συναίσθημα όπως κλονίζεται κανείς από μια αρρώστια. Να με φροντίζεις, είμαι πιτσιρίκα. «Θα σε φροντίζω Κάι, μωρό μου», είπα. Πήγα στο μπάνιο κι άρχισα να γεμίζω την μπανιέρα, όπως είχα κάνει κάποτε στον ύπνο μου. Θα κοιμόταν και δεν θα καταλάβαινε τίποτα, αν προλάβαινα να βγάλω αρκετό ζεστό νερό πριν χαλάσει εντελώς η γεννήτρια. Έπρεπε να είχα ένα παιχνίδι για το μπάνιο, να της το δώσω σε περίπτωση που θα ξυπνούσε, κάτι σαν τη Φάλαινα Φαρλάντα, αλλά θα είχε το σκύλο της -άλλωστε, κατά πάσα πιθανότητα δεν θα ξυπνούσε. Δεν θα έβαζα την Κάιρα κάτω από το παγωμένο νερό μιας τρόμπας. Δεν ήμουν απάνθρωπος, ούτε τρελός. Στο ντουλάπι του φαρμακείου είχα μόνο ξυραφάκια μιας χρήσεως, δεν έκαναν για τη δουλειά που είχα μπροστά μου. Δεν θα ήταν αποτελεσματικά. Όμως ένα από τα μαχαίρια της κουζίνας, αυτό για τις μπριζόλες, θα ήταν ό,τι πρέπει. Αν γέμιζα την μπανιέρα με πολύ ζεστό νερό, δεν θα ένιωθα τίποτα. Ένα Τ σε κάθε χέρι, με την πάνω χαρακιά κάθετα στους καρπούς... Για μια στιγμή βγήκα από τη ζώνη. Μια φωνή —η δική μου, που μιλούσε σαν ένας συνδυασμός των φωνών της Τζο και της Μέτι— ούρλιαξε: Τι σκέφτεσαι να χάνεις; Ω Mαν,, για όνομα τον Θεού, τι σκέφτεσαι να χάνεις; Οι κεραυνοί βρόντηξαν, τα φώτα τρεμόπαιξαν και η βροχή άρχισε να πέφτει πάλι, ενώ ο άνεμος λυσσομανούσε. Ξαναγύρισα σ' εκείνο το μέρος όπου όλα ήταν καθαρά, όπου η πορεία μου ήταν αδιαμφισβήτητη. Ας τελειώσουν όλα -η θλίψη, ο πόνος, ο φόβος. Δεν ήθελα να σκέφτομαι πια πώς χόρευε η Μέτι με τις μύτες των παπουτσιών πάνω στο φρίσμπι σαν να ήταν το φως ενός προβολέα. Δεν
ήθελα να είμαι εδώ όταν θα ξυπνούσε η Κάιρα, δεν ήθελα να δω τη δυστυχία να γεμίζει πάλι τα μάτια της. Δεν ήθελα να περάσω αυτή τη νύχτα, και τη μέρα που θα ακολουθούσε, και την επόμενη μετά απ' αυτή. Ήταν όλες σαν βαγόνια του ίδιου φρικιαστικού τρένου. Η ζωή ήταν μια αρρώστια, θα της έκανα ένα ωραίο ζεστό μπάνιο και θα τη γιάτρευα. Σήκωσα τα χέρια μου. Μέσα στον καθρέφτη του μπάνιου μια σκοτεινή φιγούρα —μια Μορφή— σήκωσε τα δικά της σε έναν αστείο χαιρετισμό. Η Μορφή ήμουν εγώ. Εγώ από την αρχή, κι αυτό δεν με πείραζε πια. Δεν με πείραζε καθόλου. Γονάτισα στο ένα πόδι και έβαλα το χέρι μου στο νερό. Ήταν μια χαρά, ζεστό ζεστό. Ωραία. Ακόμη και αν χαλούσε τώρα η γεννήτρια, το νερό θα ήταν εντάξει. Η μπανιέρα ήταν παλιά, από κείνες τις πολύ βαθιές. Καθώς πήγαινα στην κουζίνα για να πάρω το μαχαίρι, σκέφτηκα να μπω κι εγώ μέσα με την Κάιρα, αφού θα είχα κόψει τις φλέβες μου μέσα στο πιο καυτό νερό του νιπτήρα. Αλλά όχι. Μπορεί αυτό να παρερμηνευόταν από εκείνους που θα έρχονταν εδώ αργότερα, από ανθρώπους με πονηρό μυαλό και ακόμη πιο πονηρές σκέψεις. Αυτούς που θα έρχονταν όταν θα περνούσε η θύελλα και θα καθάριζαν τους δρόμους από τα δέντρα. Όχι· μετά το μπάνιο της θα τη σκούπιζα και θα την έβαζα πάλι στο κρεβάτι, με τον Στρίκλαντ στο χέρι της. Θα καθόμουν απέναντι της, στην κουνιστή πολυθρόνα, δίπλα στα παράθυρα της κρεβατοκάμαρας. Θα άπλωνα μερικές πετσέτες στα πόδια μου για να απορροφήσουν ένα μέρος από το αίμα και τελικά θα με έπαιρνε κι εμένα ο ύπνος. Το κουδουνάκι του Μπάντερ χτυπούσε ακόμη. Πολύ πιο δυνατά τώρα. Είχε αρχίσει να μου δίνει στα νεύρα. Αν συνέχιζε έτσι, μπορεί να ξυπνούσε το μωρό. Αποφάσισα να το κατεβάσω και να το σταματήσω για τα καλά. Καθώς διέσχιζα το δωμάτιο, μια δυνατή ριπή αέρα πέρασε δίπλα μου. Δεν ήταν το ρεύμα από το σπασμένο παράθυρο της κουζίνας. Ήταν εκείνος ο ζεστός άνεμος πάλι, σαν τον αέρα στο μετρό. Πέταξε το βιβλίο με τα σταυρόλεξα στο πάτωμα, αλλά το πρεσπαπιέ που είχα βάλει πάνω στο χειρόγραφο κράτησε τις σελίδες στη θέση τους. Καθώς κοίταζα προς εκείνη την κατεύθυνση, το κουδουνάκι του Μπάντερ σώπασε.
Μια φωνή αναστέναξε μέσα στο μισοσκότεινο δωμάτιο. Λόγια που δεν μπορούσα να διακρίνω. Και τι σημασία είχε; Τι σημασία μπορεί να είχε μία ακόμη μεταφυσική εκδήλωση, μία ακόμη ριπή ζεστού αέρα από το Υπερπέραν; Νέοι απανωτοί κεραυνοί, και μετά πάλι ο αναστεναγμός. Αυτή τη φορά, καθώς η γεννήτρια σταμάτησε και τα φώτα έσβησαν, βυθίζοντας το δωμάτιο σε γκρίζες σκιές, άκουσα καθαρά μια λέξη: Δεκαεννιά. Έστριψα αργά, επιτόπου, μέχρι που έκανα σχεδόν έναν πλήρη κύκλο. Κατέληξα να κοιτάζω το χειρόγραφο του Παιδικού μου Φίλου στο βάθος του δωματίου. Και ξαφνικά είδα το φως. Ξαφνικά κατάλαβα. Όχι στο βιβλίο με τα σταυρόλεξα. Ούτε και στον τηλεφωνικό κατάλογο. Στο δικό μου βιβλίο. Στο χειρόγραφο. Το πλησίασα, ενώ ταυτόχρονα αντιλαμβανόμουν αμυδρά ότι το νερό είχε σταματήσει να τρέχει στην μπανιέρα, στη βορινή κρεβατοκάμαρα. Όταν έσβησε η γεννήτρια, σταμάτησε και η αντλία. Δεν πειράζει όμως, το νερό θα ήταν ήδη αρκετά βαθύ. Και ζεστό, θα έκανα στην Κάιρα το μπάνιο της, όμως πρώτα έπρεπε να κάνω κάτι άλλο. Έπρεπε να πάω κάτω δεκαεννιά, και μετά ίσως να πάω κάτω ενενήντα δύο. Και μπορούσα να το κάνω αυτό, γιατί το χειρόγραφο ήταν πάνω από εκατόν είκοσι σελίδες. Πήρα μια λάμπα με μπαταρίες από το πάνω μέρος της ντουλάπας όπου είχα ακόμη μερικές εκατοντάδες δίσκους βινιλίου, την άναψα και την έβαλα πάνω στο τραπέζι. Έριχνε ένα λευκό φωτεινό κύκλο πάνω στο χειρόγραφο — μέσα στο μισοσκόταδο το φως έμοιαζε δυνατό σαν προβολέας. Στη σελίδα δεκαεννιά του Παιδικού μου Φίλου, η Τίφι Τέιλορ τo κολ γκερλ που ζούσε τώρα με την ταυτότητα της Ρεγκίνας Γουάιτινγκ— καθόταν στο στούντιο της με τον Αντί Ντρέικ και ξαναζούσε τη μέρα που ο Τζον Σάνμπορν (το ψεύτικο όνομα με το οποίο ζούσε ο Τζον Σάκλφορντ) έσωσε την τρίχρονη κόρη της, την Κάρεν. Αυτό είναι το κομμάτι που διάβασα καθώς έπεφταν βροντές και οι βροχή γάζωνε τη συρόμενη τζαμόπορτα της βεράντας:
ΦΙΛΟΣ, Νούναν/Σελ. 19 γιατί ήταν εκεί, ήμουν σίγουρη», είπε. «Έψαξα λίγο, αλλά η Κάρεν δεν φαινόταν πουθενά, και τότε αποφάσισα να κοιτάξω στην μπανιέρα. Δεν υποψιαζόμουν ούτε στο ελάχιστο τι με περίμενε, και μόλις την είδα κόντεψα να ουρλιάξω. Ενώ εγώ την έψαχνα στον κήπο, εκείνη πνιγόταν. Είχε σηκώσει το χέρι απέξω, τεντωνόταν και κλοτσούσε... Πρέπει να βούτηξα στο νερό, αλλά δεν θυμάμαι σίγουρα. Τα είχα χαμένα. Από κείνο το σημείο και μετά όλα είναι σαν όνειρο, δεν ωφελεί όσο κι αν προσπαθώ να θυμηθώ τι έγινε. Αποκλείεται πάντως να την έσωζα μόνη μου· σίγουρα θα πνιγόταν. Ευτυχώς, ο κηπουρός, ο Σάνμπορν, όρμησε στην μπανιέρα και βούτηξε χωρίς να διστάσει στιγμή. Με κλότσησε στο λαιμό καθώς πάλευε να τραβήξει την Κάρεν. Δεν μπορούσα να μιλήσω ούτε να καταπιώ επί μία βδομάδα. Αργούσε όμως· δεν υπήρχαν άλλα περιθώρια· σηκώθηκε όρθιος μέσα στο νερό και άρπαξε με δύναμη το χέρι της. Παραλίγο να της το βγάλει από τον ώμο. Και την τράβηξε έξω». Ίσα που πρόλαβε, σκέφτηκε ο Ντρέικ. «Νόμιζα ότι είχε πεθάνει», είπε η Ρεγκίνα κλαίγοντας. Κατάλαβα αμέσως, όμως παρ' όλα αυτά πήρα το σημειωματάριο και το έβαλα δίπλα στο αριστερό περιθώριο της σελίδας για να βλέπω καλύτερα. Διάβασα προς τα κάτω, όπως θα διάβαζες μια λέξη στα «καθέτως» ενός σταυρόλεξου. Από τα πρώτα γράμματα των αράδων σχηματιζόταν ένα μήνυμα που υπήρχε εκεί σχεδόν από την αρχή του βιβλίου: γλαυκες κάτω Από στουντ ο Και αν αγνοούσα την εσοχή της παραγράφου στην προτελευταία αράδα: γλαυκες κάτω Από στούντιο. Οι περίφημες κουκουβάγιες. Ο Μπιλ Ντιν, ο επιστάτης μου, κάθεται στο τιμόνι του αυτοκινήτου του. Έχει πετύχει τους δυο σκοπούς για τους οποίους ήρθε εδώ: να με καλωσορίσει στο Τι-Αρ και να με προειδοποιήσει να μείνω μακριά από τη Μέτι Ντεβόρ. Τώρα είναι έτοιμος να φύγει. Μου χαμογελάει, δείχνοντας εκείνα τα μεγάλα ψεύτικα δόντια. «Αν βρεις την ευκαιρία, θα 'πρεπε να κοιτάξεις για τις κουκουβάγιες», μου λέει. Τον ρωτάω για ποιο λόγο μπορεί να ήθελε η Τζο δυο πλαστικές
κουκουβάγιες και μου απαντάει ότι δεν αφήνουν τα κοράκια να κουτσουλάνε τη βεράντα. Το δέχομαι αυτό, με απασχολούν άλλα πράγματα, και πάλι όμως... «Ήταν σαν να ήρθε ειδικά γι' αυτό», μου λέει. Δεν περνάει ούτε στιγμή από το νου μου η σκέψη —τότε τουλάχιστον— ότι στους ινδιάνικους θρύλους οι κουκουβάγιες έχουν κι έναν άλλο σκοπό: διώχνουν τα κακά πνεύματα. Αν η Τζο ήξερε ότι οι πλαστικές κουκουβάγιες θα διώχνουν τα κοράκια, σίγουρα θα ήξερε και για τα πνεύματα. Ήταν από αυτές τις σκόρπιες πληροφορίες που μάζευε από παντού και τις καταχώριζε στο μυαλό της. Η γυναίκα μου, με την περιέργεια και την επιμονή της. Νέοι κεραυνοί. Αστραπές που εξαφάνιζαν τα σύννεφα. Στεκόμουν δίπλα στο τραπέζι, με το χειρόγραφο στα τρεμάμενα χέρια μου. «Χριστέ μου», ψιθύρισα. «Τι ανακάλυψες, Τζο;» Και γιατί δεν μου το είπες; Αλλά μάλλον ήξερα την απάντηση. Δεν μου το είχε πει επειδή για κάποιο λόγο ήμουν σαν τον Μαξ Ντεβόρ. Ο προπάππος του και ο προπάππος μου είχαν χέσει στον ίδιο λάκκο. Δεν έβγαζε νόημα, αλλά έτσι ήταν. Και δεν το είχε πει ούτε καν στον αδερφό της. Αισθάνθηκα μια παράξενη παρηγοριά απ' αυτό. Άρχισα να ξεφυλλίζω το κείμενο, ενώ με διαπερνούσαν απανωτές ανατριχίλες. Τα μάτια του Αντί Ντρέικ δεν ήταν γαλάζια, ήταν γλαυκά. Πριν έρθει στη Φλόριντα, ο Τζον Σάκλφορντ έμενε στο Στούντιο Σίτι στην Καλιφόρνια. Η πρώτη συνάντηση του Ντρέικ με τη Ρεγκίνα Γουάιτινγκ έγινε στο στούντιο της. Η τελευταία γνωστή διεύθυνση του Ρέι Γκάρατι ήταν στο Συγκρότημα Διαμερισμάτων Στούντιο, στο Κη Λάργκο. Η καλύτερη φίλη της Ρεγκίνας Γουάιτινγκ ήταν η Στέφι Άντεργουντ2. Ο άντρας της Στέφι ήταν ο Τόουλ Άντεργουντ3 —αυτό ήταν καλό, δύο στην τιμή του ενός. Γλαύκες κάτω από στούντιο. 2
Underwood: κατά λέξη «κάτω από ξύλο». (Σ.τ.Μ.). 3
Towl Underwood. Owl: κουκουβάγια. (Σ.τ.Μ.)
Το μήνυμα ήταν παντού, σε όλες τις σελίδες, σαν τα ονόματα που άρχιζαν από Κ στον τηλεφωνικό κατάλογο. Ένα είδος μνημείου κι αυτό, φτιαγμένο —ήμουν σίγουρος γι' αυτό— όχι από τη Σάρα Τίντγουελ αλλά από την Τζοάνα Άρλεν Νούναν. Η γυναίκα μου περνούσε μηνύματα πίσω από την πλάτη του φύλακα και προσευχόταν με όλη την καρδιά της ότι θα έβλεπα και θα καταλάβαινα. Στη σελίδα ενενήντα δύο ο Σάκλφορντ μιλούσε με τον Ντρέικ στο θάλαμο επισκέψεων της φυλακής. Καθόταν με τα χέρια ανάμεσα στα γόνατα, κοιτάζοντας την αλυσίδα που ήταν δεμένη στους αστραγάλους του, χωρίς να σηκώνει καθόλου το βλέμμα του στον Ντρέικ. ΦΙΛΟΣ, Νούναν/Σελ. 92 για την αλήθεια. Τα υπόλοιπα είναι τρίχες. Στο λόγο μου. Η ζωή είναι ένα παιχνίδι κι εγώ έπαιξα αλλά έχασα. Και τώρα έρχεσαι και με πρήζεις, κι ύστερα θες να σου πω αν έβγαλα από μια μπανιέρα ένα κοριτσάκι που πνιγόταν, κι αν όντως τελικά του έσωσα τη ζωή. Ναι, το έκανα, αλλά μη βγάζεις λάθος συμπεράσματα. Δεν είμαι ήρωας ούτε άγιος, ούτε και κάθισα να το φιλοσοφήσω. Είδα τι γινόταν και αντέδρασα ενστικτωδώς, όπως θα έκανε ο καθένας…. Υπήρχαν κι άλλα, όμως δεν χρειαζόταν να τα διαβάσω. Το μήνυμα, γλαύκες κάτω από στούντιο, σχηματιζόταν καθέτως στο περιθώριο, όπως και στη σελίδα δεκαεννιά. Όπως ίσως και σε πολλές άλλες σελίδες, θυμήθηκα πόσο ευτυχισμένος ήμουν όταν ανακάλυψα ότι το μπλοκάρισμα είχε χαθεί και μπορούσα να γράψω πάλι. Είχε χαθεί, ναι, αλλά όχι επειδή κατάφερα τελικά να το νικήσω ή να βρω έναν τρόπο για να το παρακάμψω. Η Τζο το είχε νικήσει, και το έκανε παρ' όλο που δεν την ενδιέφερε τόσο πολύ αν θα συνέχιζα την καριέρα μου ως συγγραφέας θρίλερ δεύτερης διαλογής. Όπως στεκόμουν εκεί μέσα στις ρυθμικές λάμψεις των αστραπών, νιώθοντας τους αόρατους ενοίκους του σπιτιού να στροβιλίζονται γύρω μου, θυμήθηκα την κυρία Μόραν, τη δασκάλα μου στην πρώτη δημοτικού. Όταν δεν τα κατάφερνες να γράψεις τόσο καλά τα γράμματα του αλφαβήτου, έπιανε το χέρι σου με το δικό της και σε βοηθούσε.
Έτσι με είχε βοηθήσει και η Τζο. Ξεφύλλισα το κείμενο και είδα τις λέξεις-κλειδιά παντού. Σε μερικά σημεία ήταν σε διαδοχικές αράδες η μία κάτω από την άλλη· έτσι, μπορούσες να διαβάσεις όλη τη φράση. Πόση προσπάθεια είχε κάνει για να μου μεταδώσει αυτό το μήνυμα... και δεν είχα σκοπό να κάνω τίποτ' άλλο αν δεν έβρισκα πρώτα το λόγο. Πέταξα το χειρόγραφο πάλι στο τραπέζι, αλλά, πριν προλάβω να βάλω πάνω του το πρεσπαπιέ, μια μανιασμένη ριπή παγωμένου αέρα πέρασε δίπλα μου, σκορπίζοντας παντού τις σελίδες σαν κυκλώνας. Αν αυτή η δύναμη μπορούσε να τις σκίσει, είμαι σίγουρος ότι θα το έκανε. 'Όχι! φώναξε, καθώς έπιανα τη λαβή της λάμπας. Όχι, τελείωσε τη δουλειά! Απανωτές ριπές αέρα άρχισαν να φυσούν στο πρόσωπο μου. Ήταν σαν να στεκόταν μπροστά μου κάποιος που δεν φαινόταν και ανάσαινε στα μούτρα μου, οπισθοχωρώντας καθώς εγώ προχωρούσα, εισπνέοντας και ξεφυσώντας σαν τον κακό λύκο έξω από τα σπίτια όπου έμεναν τα τρία γουρουνάκια. Κρέμασα τη λάμπα από το μπράτσο μου, σήκωσα τα χέρια μου και τα χτύπησα απότομα και δυνατά μπροστά μου. Οι κρύες ριπές σταμάτησαν. Τώρα υπήρχε μόνο το τυχαίο στροβίλισμα του αέρα που έμπαινε από το σπασμένο παράθυρο της κουζίνας. «Κοιμάται», είπα στο πλάσμα που ήξερα ότι είναι ακόμη εκεί και παρακολουθεί σιωπηλά. «Υπάρχει χρόνος». Βγήκα έξω από την πίσω πόρτα και ο αέρας με άρπαξε αμέσως. Παραπάτησα προς το πλάι και κόντεψα να πέσω. Μέσα στα δέντρα που ταλαντεύονταν έβλεπα πράσινα πρόσωπα, τα πρόσωπα των νεκρών. Ήταν εκεί ο Ντεβόρ, και ο Ρόις, και ο Σον Τίντγουελ. Αλλά πιο πολύ έβλεπα τη Σάρα. Παντού η Σάρα. Όχι! Γυρνά πίσω! Δεν χρειάζεται να ασχολείσαι με κουκουβάγιες, μωρό μου! Γύρνα πίσω! Τελείωσε τη δουλειά! Κάνε αυτό που ήρθες να χάνεις! «Δεν ξέρω τι ήρθα να κάνω», είπα. «Και μέχρι να το μάθω, δεν θα κάνω τίποτα».
Ο άνεμος ούρλιαξε σαν να θίχτηκε και ένα πελώριο κλαδί κόπηκε από το πεύκο δεξιά από το σπίτι. Έπεσε πάνω στη Σεβρολέτ, βουλιάζοντας τη σκεπή πριν κυλήσει και πέσει κάτω. Το να χτυπήσω τα χέρια μου εδώ έξω, όπως είχα κάνει μέσα στο σπίτι, θα ήταν εξίσου αποτελεσματικό όσο και η διαταγή του βασιλιά Κανούτου, που είπε στην παλίρροια να σταματήσει. Αυτός ήταν ο δικός της κόσμος, όχι ο δικός μου... και μάλιστα μόνο οι παρυφές του κόσμου της. Κάθε βήμα που έκανα προς το Δρόμο και τη λίμνη με έφερνε πιο κοντά στην καρδιά αυτού του κόσμου, όπου ο χρόνος ήταν ανεπαίσθητος και κυβερνούσαν τα πνεύματα. Θεέ μου, τι είχε συμβεί για να τα προκαλέσει όλα αυτά; Το μονοπάτι που οδηγούσε στο στούντιο της Τζο είχε μετατραπεί σε ποταμάκι. Είχα κάνει καμιά δεκαριά βήματα, όταν μια πέτρα γύρισε κάτω από το πόδι μου κι έπεσα βαριά στο πλάι. Μια αστραπή σαν τεθλασμένη γραμμή χάραξε τον ουρανό και ακούστηκε ο κρότος ενός ακόμη κλαδιού που έσπαζε. Το αισθάνθηκα να πέφτει προς το μέρος μου. Σήκωσα τα χέρια για να προστατεύσω το πρόσωπο μου και κύλησα δεξιά, βγαίνοντας από το μονοπάτι. To κλαδί έπεσε παφλάζοντας στο μονοπάτι ακριβώς πίσω μου κι εγώ κατρακύλησα μέχρι τα μισά της πλαγιάς, που ήταν ολισθηρή από τις βρεγμένες πευκοβελόνες. Επιτέλους κατάφερα να σηκωθώ όρθιος. Το κλαδί ήταν ακόμη μεγαλύτερο από αυτό που είχε πέσει πάνω στο αμάξι. Αν με είχε χτυπήσει, σίγουρα θα μου έσπαγε το κεφάλι. Γύρνα πίσω! Ένας σφυριχτός, μοχθηρός άνεμος περνούσε ανάμεσα στα δέντρα. Τελείωσε το! Η υγρή, βαριά φωνή της λίμνης που πάφλαζε πάνω στους βράχους και την όχθη κάτω από το Δρόμο. Κοίτα τη δουλειά σου! Αυτό ήταν το ίδιο το σπίτι, που βογκούσε από τα θεμέλια. Κοίτα τη δουλειά σου κι άσε με να κοιτάξω κι εγώ τη δική μου! Αλλά η Κάιρα ήταν η δουλειά μου. Η Κάιρα ήταν κόρη μου. Σήκωσα το φανάρι. Η θήκη είχε ραγίσει, αλλά το λαμπάκι έφεγγε δυνατά και σταθερά —ένας πόντος για την ομάδα μας. Σκυμμένος κόντρα στον άνεμο που ούρλιαζε, με το χέρι σηκωμένο
για να αποκρούσω τυχόν άλλα κλαδιά, κατέβηκα γλιστρώντας και σκοντάφτοντας την πλαγιά προς το στούντιο της νεκρής γυναίκας μου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 27 Από την αρχή η πόρτα δεν άνοιγε. Το πόμολο γύριζε, επομένως δεν ήταν κλειδωμένη, αλλά μπορεί να είχε φουσκώσει το ξύλο από τη βροχή... ή μήπως είχαν βάλει τίποτα πίσω από την πόρτα; Τραβήχτηκα, πήρα φόρα και τη χτύπησα με τον ώμο μου. Αυτή τη φορά υποχώρησε λιγάκι. Ήταν εκείνη. Η Σάρα. Στεκόταν πίσω από την πόρτα και την κρατούσε για να μην μπω στο στούντιο. Πώς το έκανε αυτό, όμως; Αφού ήταν φάντασμα! Σκέφτηκα το φορτηγάκι με το σήμα ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΜΠΑΜ... και αμέσως στο νου μου σχηματίστηκε η εικόνα του. Ήταν παρκαρισμένο στον Αυτοκινητόδρομο 68, μπροστά στη στροφή προς την Οδό 42. Πίσω του ήταν παρκαρισμένο το αμάξι με τις γριές, και τρία ή τέσσερα αμάξια ακόμη από πίσω. Όλα με τους υαλοκαθαριστήρες να πηγαίνουν πέρα δώθε και με τα φανάρια τους να σχηματίζουν αδύναμους φωτεινούς κώνους μέσα στην καταρρακτώδη βροχή. Ήταν παραταγμένα στην άκρη του δρόμου σαν να βρίσκονταν σε μάντρα για πώληση". Στο εσωτερικό των αυτοκινήτων, κάθονταν σιωπηλοί οι γέροντες και οι γριές. Ήταν στη ζώνη, όπως κι εγώ, και έστελναν τις δονήσεις τους. Η Σάρα αντλούσε ενέργεια από αυτούς. Τους έκλεβε ενέργεια. Είχε κάνει το ίδιο πράγμα και με τον Ντεβόρ -και μ' εμένα, φυσικά. Πολλά από τα ψυχικά φαινόμενα που είχα δει από τότε που γύρισα στο σπίτι είχαν δημιουργηθεί από τη δική μου ψυχική ενέργεια. Ήταν αστείο, αν το καλοσκεφτόσουν. Ή ίσως «τρομακτικό», θα ήταν μια πιο σωστή λέξη. «Τζο, βοήθησέ με», είπα μέσα στη βροχή. Μια αστραπή έλαμψε, δίνοντας για μια στιγμή στους καταρράκτες του νερού ένα λαμπερό ασημί χρώμα. «Αν με αγάπησες ποτέ, βοήθησε με τώρα». Τραβήχτηκα πίσω και χτύπησα πάλι την πόρτα με τον ώμο μου. Αυτή τη φορά δεν αντιμετώπισα αντίσταση και βρέθηκα μέσα στο δωμάτιο. Από τη φόρα που είχα, χτύπησα το καλάμι μου στο
κούφωμα κι έπεσα στα γόνατα. Ευτυχώς, όμως, η λάμπα δεν μου έφυγε από το χέρι. Ακολούθησε μια στιγμή σιωπής, κι ένιωσα δυνάμεις και παρουσίες να συγκεντρώνονται. Εκείνη τη στιγμή είχα την αίσθηση ότι δεν κινείται τίποτα, αν και πίσω μου, στο δάσος που άρεσε τόσο πολύ στην Τζο, η βροχή συνέχιζε να πέφτει και ο άνεμος να ουρλιάζει, σαν ανελέητος κηπουρός που ξεριζώνει δέντρα και σπάζει κλαδιά. Μετά η πόρτα έκλεισε πίσω μου και άρχισε το πανηγύρι. Έβλεπα τα πάντα στη λάμψη του φαναριού, αλλά στην αρχή δεν καταλάβαινα τι ακριβώς βλέπω, πέρα από το γεγονός ότι ένα φάντασμα κατέστρεφε τα αγαπημένα χειροτεχνήματα της γυναίκας μου. Το κορνιζαρισμένο πλεχτό βγήκε από τον τοίχο και εκτοξεύτηκε από τη μια άκρη του δωματίου στην άλλη. Η μαύρη κορνίζα του διαλύθηκε. Οι πάνινες κούκλες που ήταν κολλημένες πάνω στο κολάζ τραντάχτηκαν και τα κεφάλια τους πετάχτηκαν από τη θέση τους σαν φελλοί σαμπάνιας. Το φωτιστικό που κρεμόταν από την οροφή διαλύθηκε και με περιέλουσε με κομμάτια γυαλιού. Ένας κρύος άνεμος άρχισε να φυσάει και σχεδόν αμέσως μετά άλλος ένας, που ήταν ζεστός, σχεδόν καυτός. Οι δυο τους άρχισαν να στροβιλίζονται σαν κυκλώνας μέσα στο δωμάτιο. Τους αισθάνθηκα να περνούν δίπλα μου σαν να ήταν μια απομίμηση της θύελλας απέξω. Το κεφάλι της Σάρας Τίντγουελ πάνω στη βιβλιοθήκη, αυτό που ήταν φτιαγμένο από οδοντογλυφίδες και ξυλαράκια από γλειφιτσούρια, τινάχτηκε στον αέρα σκορπίζοντας παντού μικρά κομμάτια ξύλου. Το κουπί του καγιάκ που ήταν ακουμπισμένο στον τοίχο σηκώθηκε, κινήθηκε για λίγο στον αέρα, σαν να έσπρωχνε νερό, και μετά εκτοξεύτηκε καταπάνω μου σαν λόγχη. Έκανα βουτιά πάνω στην πράσινη κουρελού για να το αποφύγω και αισθάνθηκα γυαλιά από το σπασμένο φωτιστικό να χώνονται στο χέρι μου. Αισθάνθηκα και κάτι άλλο, μια μακρόστενη προεξοχή κάτω από το χαλί. Το κουπί χτύπησε στον τοίχο πίσω μου τόσο δυνατά που έσπασε στα δύο. Το μπάντζο που δεν είχε καταφέρει ποτέ να μάθει η Τζο σηκώθηκε στον αέρα, περιστράφηκε δύο φορές και έπαιξε μια
χαρούμενη σειρά από νότες. Παρ' όλο που ήταν ξεκούρδιστο, αναγνώρισα τη μελωδία —θα 'θελα να ήμουν στη χώρα του βαμβακιού, οι παλιοί καιροί εκεί δεν ξεχνιούνται. Η μελωδία τελείωσε με έναν άγριο μεταλλικό κρότο καθώς έσπασαν και οι πέντε χορδές. Το μπάντζο στριφογύρισε για τρίτη φορά, ενώ η μεταλλική τοστιέρα του έστελνε αντανακλάσεις στους τοίχους, και μετά χτύπησε με δύναμη στο πάτωμα και διαλύθηκε. Τα κλειδιά του κουρδίσματος έσπασαν ένα ένα σαν να ήταν δόντια. Ο ήχος του κινούμενου αέρα άρχισε να... πώς να το εκφράσω αυτό;... να εστιάζεται, θα έλεγες, μέχρι που δεν ήταν πια ήχος αέρα αλλά φωνές -φωνές που αγκομαχούσαν, εξωκοσμικές, γεμάτες μανία. Αν είχαν φωνητικές χορδές να ουρλιάξουν, θα το έκαναν. Σκόνη στροβιλιζόταν στο φως του φαναριού, σχηματίζοντας ελικοειδείς μορφές που χόρευαν μαζί και μετά χωρίζονταν πάλι. Για μια στιγμή άκουσα τη φωνή της Σάρας να γρυλίζει: «Φύγε από δω, σκύλα! Δεν έχεις καμιά δουλειά να...» Και μετά ένας παράξενος «αυλός» γδούπος, λες και ένα ρεύμα αέρα είχε συγκρουστεί με ένα άλλο. Μετά ακολούθησε ένα ουρλιαχτό που το αναγνώρισα. Το είχα ξανακούσει στη μέση της νύχτας. Η Τζο ούρλιαζε. Η Σάρα την πονούσε επειδή είχε τολμήσει να ανακατευτεί, και η Τζο ούρλιαζε. «Όχι!» φώναξα και σηκώθηκα όρθιος. «Άσ' την ήσυχη! Άσ' την ήσυχη!» Προχώρησα μέσα στο δωμάτιο, κουνώντας το φανάρι μπροστά μου σαν να μπορούσα να χτυπήσω μ' αυτό τη Σάρα και να τη διώξω. Μπουκάλια σηκώθηκαν από τα ράφια και εκτοξεύτηκαν προς το μέρος μου, μερικά με ξερά λουλούδια, άλλα με μανιτάρια κομμένα εγκάρσια, μερικά με βότανα. Προσέκρουαν στον απέναντι τοίχο και γίνονταν θρύψαλα με έναν κουδουνιστό ήχο που έμοιαζε να βγαίνει από ξυλόφωνο. Κανένα δεν με βρήκε. Ήταν σαν να τα οδηγούσε μακριά μου ένα αόρατο χέρι. Μετά, το γραφείο της Τζο υψώθηκε στον αέρα. Πρέπει να ζύγιζε τουλάχιστον εκατόν ογδόντα κιλά με τα συρτάρια του φορτωμένα με διάφορα πράγματα, όμως παρ' όλα αυτά αιωρήθηκε σαν φτερό, γέρνοντας πότε από τη μία μεριά και πότε από την άλλη μέσα στα συγκρουόμενα ρεύματα του αέρα.
Η Τζο ούρλιαξε πάλι, αυτή τη φορά όχι από πόνο αλλά από θυμό, και οπισθοχώρησα τρεκλίζοντας, μέχρι που ακούμπησα στην κλειστή πόρτα πίσω μου. Ξαφνικά ένιωθα σαν να είχα αδειάσει ολόκληρος. Η Σάρα δεν ήταν η μόνη που μπορούσε να κλέψει ενέργεια από τους ζωντανούς. Ένα λευκό υλικό —εκτόπλασμα, φαντάζομαι— ξεχύθηκε από όλα τα ανοίγματα του γραφείου και το έπιπλο πετάχτηκε από τη μια άκρη του δωματίου στην άλλη τόσο γρήγορα, που σχεδόν δεν προλάβαινες να το ακολουθήσεις με το μάτι. Αν στεκόταν κανείς μπροστά του, θα τον έκανε λιώμα. Ακούστηκε μια εκκωφαντική στριγκλιά αγωνίας και πόνου —η Σάρα αυτή τη φορά, ήμουν σίγουρος— και μετά το γραφείο χτύπησε στον τοίχο και τον τρύπησε, αφήνοντας να μπουν μέσα η βροχή και ο αέρας. Το συρταρωτό κάλυμμα βγήκε από τη θέση του και έμεινε να αιωρείται για λίγο στον αέρα σαν γλώσσα. Όλα τα συρτάρια πετάχτηκαν έξω; Από μέσα εκτοξεύτηκαν κουβαρίστρες, κούκλες μαλλιού, βιβλία μικρά και μεγάλα, δαχτυλήθρες, σημειωματάρια, βελόνες του πλεξίματος, ξεραμένοι πια μαρκαδόροι -όλα τα πράγματα της γυναίκας μου. Σκόρπισαν παντού σαν κόκαλα και μαλλιά που σκορπίζουν από διαλυμένο φέρετρο. «Σταματήστε», φώναξα βραχνά. «Σταματήστε και οι δύο. Αρκετά». Αλλά δεν χρειαζόταν να τους το πω. Αν εξαιρέσουμε τη μανία της θύελλας, ήμουν μόνος μέσα στο μισοκατεστραμμένο πλέον στούντιο της γυναίκας μου. Η μάχη είχε τελειώσει. Προς το παρόν τουλάχιστον. Γονάτισα και δίπλωσα την πράσινη κουρελού, μαζεύοντας όσο μπορούσα μέσα τα σπασμένα γυαλιά. Από κάτω υπήρχε μια καταπακτή που οδηγούσε σε μια τριγωνική αποθήκη που σχηματιζόταν από την πλαγιά του λόφου και από το δάπεδο του στούντιο. Η μακρόστενη προεξοχή που είχα αισθανθεί ήταν ένας από τους μεντεσέδες της καταπακτής. Ήξερα γι' αυτόν το χώρο και ήθελα να κοιτάξω κι εδώ για τις κουκουβάγιες, όμως μετά άρχισαν να συμβαίνουν διάφορα παράξενα και το ξέχασα.
Πάνω στην καταπακτή υπήρχε ένας χωνευτός κρίκος. Τον έπιασα με δύναμη, προετοιμασμένος να συναντήσω πάλι αντίσταση, αλλά η καταπακτή σηκώθηκε εύκολα. Η μυρωδιά που αναδύθηκε από μέσα με έκανε να παγώσω. Δεν μύριζε υγρασία και σαπίλα, στην αρχή τουλάχιστον, αλλά Ρεντ, το αγαπημένο άρωμα της Τζο. Η μυρωδιά αιωρήθηκε γύρω μου για μια στιγμή και μετά χάθηκε. Τη θέση της πήρε μια οσμή από βροχή, ρίζες και υγρό χώμα. Όχι ευχάριστη, αλλά είχα μυρίσει πολύ χειρότερα στη λίμνη, κοντά σ' εκείνη την αναθεματισμένη τη σημύδα. Φώτισα από κάτω τα τρία απότομα σκαλοπάτια. Είδα ένα κοντόχοντρο σχήμα που αποδείχτηκε ότι ήταν ένα παλιό τραπεζάκι —θυμήθηκα αμυδρά τον Μπιλ και τον Κένι Όστερ να το βάζουν εδώ κάτω το '90 ή το '91. Υπήρχαν μεταλλικά κουτιά —αρχειοθήκες— τυλιγμένα σε πλαστικό και στοιβαγμένα πάνω σε τετράγωνες ξύλινες πλατφόρμες. Παλιοί δίσκοι και χαρτιά. Ένα παλιό κασετόφωνο τυλιγμένο σε πλαστικό. Ένα παλιό βίντεο δίπλα του, αμπαλαρισμένο κι αυτό. Και στη γωνία... Κάθισα στο πάτωμα κρεμώντας τα πόδια μου μέσα στην καταπακτή και αισθάνθηκα κάτι να αγγίζει τον αστράγαλο που είχα στραμπουλίξει στη λίμνη. Έριξα το φως ανάμεσα στα γόνατα μου και για μια στιγμή είδα ένα μαύρο παιδί. Δεν ήταν αυτό που είχε πνιγεί στη λίμνη όμως. Αυτό εδώ ήταν μεγαλύτερο και πολύ πιο μεγαλόσωμο. Δώδεκα χρονών, ίσως δεκατεσσάρων. Το πνιγμένο δεν ήταν πάνω από οχτώ. Το φάντασμα γύμνωσε τα δόντια του και έβγαλε ένα σφυριχτό ήχο σαν θυμωμένη γάτα. Τα μάτια του δεν είχαν κόρες. Ήταν εντελώς λευκά, σαν τα μάτια αγάλματος. Και κουνούσε το κεφάλι του. Μην κατεβείς εδώ κάτω, Λευκέ. Άσε τους νεκρούς να αναπαυθούν εν ειρήνη. «Δεν βλέπω να αναπαύεστε εν ειρήνη, όμως», είπα και έριξα πάνω του το φως. Για μια στιγμή είδα κάτι πραγματικά φρικτό· είδα μέσα του: τα σάπια υπολείμματα της γλώσσας στο στόμα του, τα μάτια στις κόγχες τους, το μυαλό μέσα στο κρανίο του. Μετά χάθηκε και το μόνο που φαινόταν πια ήταν σκόνη να στροβιλίζεται στον αέρα.
Κατέβηκα κρατώντας ψηλά τη λάμπα. Από κάτω, οι σκιές χόρευαν και έμοιαζαν να απλώνονται για να με αρπάξουν. Τετράγωνες ξύλινες πλατφόρμες ήταν στρωμένες στην αποθήκη η μία δίπλα στην άλλη, για να μην έρχονται τα πράγματα σε άμεση επαφή με το χώμα. Τώρα το νερό κυλούσε κάτω από τις πλατφόρμες σαν ποτάμι και είχε ποτίσει τόσο πολύ το χώμα, που τα ξύλα κινούνταν επικίνδυνα όπου πατούσα. Η μυρωδιά του αρώματος είχε χαθεί εντελώς. Τη θέση της είχε πάρει μια απαίσια οσμή που θύμιζε ποτάμι και -ήταν απίστευτο κάτω από αυτές τις συνθήκες, το ξέρω, αλλά υπήρχε— μια αμυδρή μυρωδιά από φωτιά και στάχτες. Είδα αυτό που είχα έρθει να βρω. Οι κουκουβάγιες που είχε παραλάβει η Τζο το Νοέμβριο του 1993 ήταν στη βορειανατολική γωνία, όπου ο χώρος ανάμεσα στις ξύλινες πλατφόρμες και το δάπεδο του στούντιο δεν ήταν πάνω από μισό μέτρο. Απαίσια κατασκευάσματα, αλλά έμοιαζαν αληθινές, είχε πει ο Μπιλ, και είχε δίκιο. Μέσα στο φως της λάμπας έμοιαζαν με αληθινά πουλιά τυλιγμένα σε διαφανές πλαστικό. Τα μάτια τους ήταν χρυσαφένια δαχτυλίδια γύρω από μεγάλες μαύρες κόρες. Τα πλαστικά φτερά τους ήταν βαμμένα με σκουροπράσινη μπογιά και η κοιλιά τους με μια μουντή απόχρωση του πορτοκαλί. Πλησίασα έρποντας πάνω στις πλατφόρμες που μετατοπίζονταν, ενώ το φως της λάμπας πήγαινε πάνω κάτω, προσπαθώντας να μη σκέφτομαι ότι εκείνο το παιδί μπορεί να ήταν πίσω μου. 'Όταν έφτασα στις κουκουβάγιες, πήγα να σηκώσω το κεφάλι μου και το κοπάνησα πάνω στη μόνωση του δαπέδου. Χτύπα μια για ναι, δυο για όχι, ηλίθιε, σκέφτηκα. Γάντζωσα τα δάχτυλα μου σε μια πτυχή του πλαστικού και τράβηξα τις κουκουβάγιες προς το μέρος μου. Ήθελα να βγω από εκεί μέσα. Η αίσθηση του νερού που έτρεχε από κάτω μου ήταν παράξενη και δυσάρεστη. Το ίδιο και η μυρωδιά της φωτιάς, που μου φαινόταν πιο δυνατή τώρα, παρά την υγρασία. Κι αν είχε πάρει φωτιά το στούντιο;
Ήταν δυνατόν η Σάρα να είχε καταφέρει με κάποιο τρόπο να του βάλει φωτιά; Θα ψηνόμουν εδώ κάτω, με τα πόδια και την κοιλιά μου μουσκεμένα από τα λασπόνερα. Είδα ότι μία από τις κουκουβάγιες στεκόταν σε μια πλαστική βάση —για να μπορείς να τη στήνεις στη βεράντα σου και να τρομάζει τα κοράκια, ίσως-, όμως η βάση της άλλης έλειπε. Οπισθοχώρησα προς την καταπακτή κρατώντας στο ένα χέρι τη λάμπα και σέρνοντας με το άλλο την πλαστική σακούλα με τις κουκουβάγιες, ενώ από πάνω συνέχιζαν να πέφτουν κεραυνοί και βροντές σαν να βομβαρδιζόταν ανελέητα ολόκληρη η περιοχή. Δεν είχα διανύσει μεγάλη απόσταση, όταν η κολλητική ταινία που κρατούσε το πλαστικό έσπασε. Η κουκουβάγια που δεν είχε βάση έγειρε αργά προς το μέρος μου, με τα χρυσόμαυρα μάτια της να κοιτάζουν εκστατικά τα δικά μου. Ένας στροβιλισμός του αέρα, μια αμυδρή οσμή από άρωμα Ρεντ. Έπιασα την κουκουβάγια από τις αγκιστρωτές προεξοχές στο μέτωπο της, την τράβηξα έξω από τη σακούλα και την αναποδογύρισα. Στο κάτω μέρος, εκεί που προσαρμοζόταν η βάση, υπήρχαν τώρα μόνο δύο καβίλιες και ένας κούφιος χώρος ανάμεσα τους. Μέσα στην τρύπα είδα ένα μικρό μεταλλικό κουτί που το αναγνώρισα πριν ακόμη χώσω το χέρι μου στην κοιλιά της κουκουβάγιας για να το βγάλω έξω. Έριξα το φως πάνω του, ξέροντας τι θα δω: ΤΑ ΜΙΚΡΟΠΡΑΓΜΑΤΑ ΤΗΣ ΤΖΟ -οι λέξεις γραμμένες με χρυσαφένια καλλιγραφικά γράμματα. Είχε βρει αυτό το κουτί σε ένα μαγαζί με αντίκες. Το κοίταξα, νιώθοντας την καρδιά μου να χτυπάει δυνατά. Η ατμόσφαιρα τρανταζόταν από τις βροντές. Η καταπακτή ήταν ανοιχτή, αλλά είχα ξεχάσει την προηγούμενη διάθεση μου, να φύγω από εκεί μέσα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Είχα ξεχάσει τα πάντα, εκτός από το μεταλλικό κουτί που κρατούσα στο ένα χέρι. Είχε το μέγεθος θήκης για πούρα. Έπιασα το καπάκι και το άνοιξα. Πάνω πάνω υπήρχαν διπλωμένα χαρτιά και από κάτω δύο μπλοκ από κείνα με το συρμάτινο σπιράλ, που χρησιμοποιούσα για σημειώσεις και καταλόγους χαρακτήρων. Αυτά ήταν πιασμένα μεταξύ τους με ένα λαστιχάκι. Πάνω από όλα αυτά, υπήρχε ένα
γυαλιστερό μαύρο τετράγωνο. Μόνο όταν το πήρα και το κράτησα κοντά στη λάμπα κατάλαβα ότι ήταν το αρνητικό μιας φωτογραφίας. Την κοίταξα στο φως και είδα αμυδρά, και με αντεστραμμένα τα χρώματα, την Τζο με το γκρίζο μαγιό ντε- πιές. Στεκόταν πάνω στην εξέδρα με τα χέρια πίσω από το κεφάλι της. «Τζο», είπα και ο λαιμός μου έφραξε από έναν κόμπο. Τα μάτια μου είχαν βουρκώσει. Συνέχισα να κρατώ το αρνητικό για μια στιγμή, δεν ήθελα να χάσω την επαφή μαζί του, και μετά το έβαλα ξανά στο κουτί με τα χαρτιά και τα σημειωματάρια. Γι' αυτά τα πράγματα είχε έρθει η Τζο στο Τι-Αρ τον Ιούλιο του 1994. Για να τα μαζέψει και να τα κρύψει όσο καλύτερα μπορούσε. Είχε κατεβάσει τις κουκουβάγιες από τη βεράντα (ο Φρανκ είχε ακούσει την πόρτα να χτυπά) και τις είχε κουβαλήσει εδώ. Τη φαντάστηκα να βγάζει τη βάση της μιας κουκουβάγιας και να τοποθετεί το μεταλλικό κουτί μέσα στο πλαστικό σώμα της, να τις τυλίγει και τις δύο με νάιλον και να τις κατεβάζει στην αποθήκη, ενώ ο αδερφός της καθόταν στο καπό του αυτοκινήτου του και κάπνιζε, νιώθοντας τις δονήσεις. Τις κακές δονήσεις. Μάλλον δεν θα μάθω ποτέ όλους τους λόγους που την οδήγησαν σε αυτή την απόφαση... αλλά σχεδόν σίγουρα πίστευε ότι κάποια στιγμή θα έψαχνα στην αποθήκη και θα τις έβρισκα. Αλλιώς, γιατί να αφήσει εδώ το αρνητικό της φωτογραφίας; Οι διπλωμένες σελίδες ήταν κυρίως φωτοαντίγραφα από αποκόμματα της Καστλ Ροκ Κολ και της Γουίκλι Νιουζ, της εφημερίδας που έβγαινε στην περιοχή πριν από την Καστλ Ροκ Κολ. Οι ημερομηνίες ήταν σημειωμένες με τον στρωτό γραφικό χαρακτήρα της Τζο. Το παλιότερο απόκομμα ήταν από το 1865 και είχε τίτλο ΑΛΛΟΣ ΕΝΑΣ ΒΕΤΕΡΑΝΟΣ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ. Ο βετεράνος ήταν ο Τζάρεντ Ντεβόρ, ηλικίας τριάντα δύο χρονών. Ξαφνικά κατάλαβα ένα από τα πράγματα που με μπέρδευαν, το γεγονός ότι δεν ταίριαζαν οι ηλικίες και οι γενιές. Μου ήρθε στο νου ένα τραγούδι της Σάρας Τίντγουελ, έτσι όπως ήμουν μαζεμένος πάνω στις πλατφόρμες, με τη λάμπα να φωτίζει το φωτοαντίγραφο της παλιάς εφημερίδας. Ήταν εκείνο που λέει... Το κάνουν οι γέροι, και οι νέοι επίσης Και οι γέροι δείχνουν στους νέους τι να κάνουν ακριβώς...
Όταν εμφανίστηκε η Σάρα Τίντγουελ και οι Ρεντ-Τοπ και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή που θα ονομαζόταν Λιβάδι Τίντγουελ, ο Τζάρεντ Ντεβόρ πρέπει να ήταν εξήντα εφτά ή εξήντα οχτώ χρονών. Γέρος, αλλά καλοστεκούμενος ακόμη. Βετεράνος του πολέμου Βορείων και Νοτίων. Ένας γέρος που οι νέοι της περιοχής θα τον σέβονταν. Και το τραγούδι της Σάρας είχε δίκιο: οι γέροι δείχνουν στους νέους ακριβώς τι να κάνουν. Το θέμα όμως ήταν, τι είχαν κάνει ακριβώς; Τα αποκόμματα που μιλούσαν για τη Σάρα και τους Ρεντ - Τοπ δεν έλεγαν τίποτα. Τα διάβασα στα πεταχτά, αλλά παρ' όλα αυτά με ενόχλησε το ύφος τους. θα μπορούσα να το περιγράψω ως εγκάρδια περιφρόνηση. Οι Ρεντ-Τοπ ήταν «τα μαυροπούλια μας από το Νότο» και «οι ρυθμικοί μας νέγροι». Διασκέδαζαν τον κόσμο με τις «μαύρες μελωδίες τους». Η Σάρα ήταν «μια υπέροχη επιβλητική αραπίνα με πλατιά μύτη και μεγάλα χείλη» που «γοητεύει άντρες και γυναίκες με τη ζωντάνια της, το αστραφτερό της χαμόγελο και το βραχνό γέλιο της». Ήταν κριτικές. Καλές κριτικές, αν δεν σε πειράζει να σε λένε «ρυθμικό μαύρο». Έψαξα γρήγορα τα αποκόμματα, αναζητώντας κάποιο που να μιλά για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έφυγαν τα «μαυροπούλια μας του Νότου» από την περιοχή. Δεν υπήρχε τίποτα. Βρήκα όμως ένα απόκομμα της Κολ με ημερομηνία 19 Ιουλίου 1933 (79 κάτω, σκέφτηκα). Ο τίτλος ήταν ΒΕΤΕΡΑΝΟΣ ΕΠΙΣΤΑΤΗΣ ΔΕΝ ΚΑΤΑΦΕΡΝΕΙ ΝΑ ΣΩΣΕΙ ΤΗΝ ΚΟΡΗ ΤΟΥ. Σύμφωνα με το άρθρο, ο Φρεντ Ντιν πάλευε να σβήσει τις πυρκαγιές στην ανατολική πλευρά του Τι-Αρ μαζί με διακόσιους άλλους άντρες, όταν ο άνεμος άλλαξε ξαφνικά, απειλώντας τη βόρεια πλευρά της λίμνης που μέχρι εκείνη τη στιγμή όλοι τη θεωρούσαν ασφαλή. Εκείνη την εποχή, πολλοί ντόπιοι είχαν μικρά εξοχικά σπίτια εκεί πάνω, όπου έμεναν όταν πήγαιναν για κυνήγι ή για ψάρεμα. Αυτός ο εξοχικός οικισμός είχε ένα γενικό κατάστημα και δικό του όνομα: Κόλπος Χέιλο. Η γυναίκα του Φρεντ, η Χίλντα, ήταν εκεί με τα δίδυμα παιδιά τους, τον Γουίλιαμ και την Κάρλα, ηλικίας τριών ετών, ενώ ο άντρας της βοηθούσε στις
προσπάθειες της πυρόσβεσης. Μαζί της ήταν και πολλές άλλες γυναίκες με τα παιδιά τους. Η πυρκαγιά προχώρησε πολύ γρήγορα όταν άλλαξε ο άνεμος, έλεγε η εφημερίδα —«σαν στρατιωτική προέλαση». Πέρασε τη μοναδική αντιπυρική ζώνη που είχαν δημιουργήσει οι άντρες προς αυτή τη μεριά και κατευθύνθηκε προς την άλλη άκρη της λίμνης. Στον Κόλπο Χέιλο δεν υπήρχαν άντρες για να αναλάβουν τον έλεγχο. Οι γυναίκες πανικοβλήθηκαν κι έτρεξαν να φορτώσουν στα αυτοκίνητα τους παιδιά και πράγματα, φράζοντας τον μοναδικό στενό δρόμο με τα οχήματα τους. Τελικά, ένα από τα αυτοκίνητα χάλασε και ακινητοποιήθηκε και καθώς η πυρκαγιά πλησίαζε, καταβροχθίζοντας ένα δάσος που δεν είχε δει βροχή από τον Απρίλιο, ο μοναδικός δρόμος διαφυγής των γυναικών μπλοκαρίστηκε. Οι εθελοντές πυροσβέστες έφτασαν έγκαιρα για να τις σώσουν, αλλά όταν ο Φρεντ Ντιν βρήκε τη γυναίκα του, που μαζί με μερικές άλλες προσπαθούσαν να βγάλουν σπρώχνοντας από το δρόμο το χαλασμένο αυτοκίνητο, διαπίστωσε κάτι τρομερό. Ο Μπίλι κοιμόταν στο αμάξι των Ντιν, στο δάπεδο του πίσω καθίσματος, αλλά η Κάρλα έλειπε. Η Χίλντα είχε βάλει και τα δύο παιδιά στο αμάξι —είχαν καθίσει στο πίσω κάθισμα πιασμένα χέρι χέρι όπως πάντα. Σε κάποιο σημείο όμως, όταν ο αδερφός της ξάπλωσε στο δάπεδο του αυτοκινήτου και αποκοιμήθηκε, και ενώ η Χίλντα έβαζε μερικά τελευταία πράγματα στο πορτ μπαγκάζ, φαίνεται ότι η Κάρλα θυμήθηκε κάποιο παιχνίδι ή κάποια κούκλα και γύρισε στο σπίτι για να το πάρει. Ενώ η Κάρλα ήταν ακόμη στο σπίτι, η Χίλντα βγήκε έξω, μπήκε στο παλιό Ντεσότο και έφυγε χωρίς να ξανακοιτάξει για να δει αν ήταν μέσα και τα δύο παιδιά. Η Κάρλα Ντιν ή ήταν ακόμη στο σπίτι, στον Κόλπο Χέιλο, ή ερχόταν από το δρόμο με τα πόδια. Και στις δύο περιπτώσεις, θα την προλάβαινε η φωτιά. Ο δρόμος ήταν τόσο στενός, που δεν υπήρχε τρόπος να γυρίσει ένα αυτοκίνητο προς την άλλη κατεύθυνση. Έτσι ο Φρεντ Ντιν, ήρωας όπως ήταν, ξεκίνησε τρέχοντας προς τους καπνούς που σκέπαζαν τον ορίζοντα, μέσα από τους οποίους είχαν αρχίσει κιόλας
να ξεχωρίζουν πορτοκαλιές φλόγες. Η φωτιά, σπρωγμένη από τον άνεμο, ερχόταν να τον συναντήσει. Ήμουν γονατισμένος πάνω στις πλατφόρμες και τα διάβαζα όλα αυτά με το φως της λάμπας, όταν ξαφνικά η μυρωδιά της φωτιάς έγινε πολύ πιο έντονη. Έβηξα... και ο βήχας πνίγηκε από τη μεταλλική γεύση του νερού στο στόμα και το λαιμό μου. Για άλλη μια φορά, γονατισμένος στην αποθήκη κάτω από το στούντιο της γυναίκας μου, ένιωθα σαν να πνιγόμουν. Για άλλη μια φορά έσκυψα μπροστά και άνοιξα το στόμα μου βέβαιος ότι θα ξεχυθεί νερό, αλλά βγήκε μόνο λίγο σάλιο. Γύρισα και είδα τη λίμνη. Οι κορμοράνοι ούρλιαζαν πάνω στη θολή επιφάνεια, πετούσαν προς το μέρος μου, σε σειρά, χτυπώντας τα φτερά τους πάνω στο νερό. Το γαλάζιο του ουρανού ήταν κρυμμένο από τους καπνούς. Ο αέρας μύριζε κάρβουνο και μπαρούτι. Στάχτες είχαν αρχίσει να πέφτουν από τον ουρανό. Η ανατολική όχθη της Νταρκ Σκορ ήταν τυλιγμένη στις φλόγες και κάθε τόσο άκουγα πνιχτούς κρότους καθώς έσκαζαν κούφια δέντρα. Ο ήχος θύμιζε εκρήξεις από βόμβες βυθού. Κοίταξα κάτω για να ξεφύγω από αυτό το όραμα, ξέροντας ότι σε μερικές στιγμές δεν θα ήταν πια ένα μακρινό όραμα, αλλά εξίσου πραγματικό όσο και το ταξίδι που έκανα με την Κάιρα στο πανηγύρι του Φράιμπεργκ. Αντί για μια πλαστική κουκουβάγια με χρυσόμαυρα μάτια, βρέθηκα να κοιτάζω ένα κοριτσάκι με γαλάζια μάτια. Καθόταν σε ένα τραπέζι για πικνίκ στο ύπαιθρο κι έκλαιγε με απλωμένα τα παχουλά του χέρια. Την είδα όσο καθαρά βλέπω το πρόσωπο μου στον καθρέφτη κάθε πρωί που ξυρίζομαι. Είδα ότι ήταν στην ηλικία της Κάιρα αλλά πολύ πιο παχουλή, και τα μαλλιά της είναι μαύρα αντί για ξανθά. Η απόχρωση τους είναι αυτή που θα έχουν και τα μαλλιά του αδερφού της μέχρι που θα αρχίσουν να γκριζάρουν το απίστευτα μακρινό καλοκαίρι του 1998, μια χρονιά που η Κάρλα δεν θα δει ποτέ αν δεν έρθει κάποιος να την πάρει απ' αυτή την κόλαση. Φοράει άσπρο φόρεμα και κόκκινες κάλτσες μέχρι το γόνατο. Απλώνει τα χέρια προς το μέρος μου και φωνάζει μπαμπά, μπαμπά. Κάνω να προχωρήσω προς το μέρος της και τότε αισθάνομαι μια έκρηξη ανυπόφορες ζέστης παν με διαλύει για μια στιγμή.
Συνειδητοποιώ ότι εδώ το φάντασμα είμαι εγώ και ότι ο Φρεντ Ντιν μόλις πέρασε τρέχοντα? από μέσα μου. Μπαμπά, φωνάζει η μικρή, αλλά σ' αυτόν, όχι σ' εμένα. Μπαμπά! και τον αγκαλιάζει αδιαφορώντας για την καπνιά που λερώνει το άσπρο μεταξωτό της φόρεμα και το παχουλό της πρόσωπο καθώς ο Φρεντ τη φιλά. Από τον ουρανό συνεχίζουν να πέφτουν στάχτες, και οι κορμοράνοι φτεροκοπούν κρώζοντας στριγκά σαν να θρηνούν. Μπαμπά, έρχεται η φωτιά! φωνάζει η Κάρλα, καθώς ο Φρεντ τη σηκώνει στην αγκαλιά του. Το ξέρω, κουράγιο, της λέει. θα τα καταφέρουμε, μωρό μου, αλλά πρέπει να κάνεις κουράγιο. Η φωτιά δεν έρχεται, έχει έρθει ήδη. Όλη η ανατολική πλευρά του Κόλπου Χέιλο είναι τυλιγμένη στις φλόγες, που τώρα έρχονται προς αυτή την κατεύθυνση, καταπίνοντας ένα ένα τα μικρά εξοχικά σπίτια. Πίσω από το σπίτι του Αλ Λερού, τα ρούχα που είχε απλώσει η Μαργκερίτ το πρωί καίγονται' παντελόνια, φορέματα και εσώρουχα αρπάζουν φωτιά κρεμασμένα από σκοινιά που καίγονται κι αυτά. Ένα κάρβουνο πέφτει στο λαιμό της Κάρλα, που ξεφωνίζει από πόνο. Ο Φρεντ το διώχνει καθώς την κουβαλάει στην κατηφορική πλαγιά προς τη λίμνη. Μην το κάνεις! ουρλιάζω. Ξέρω ότι δεν έχω τη δύναμη να αλλάξω τίποτε από όλα αυτά, αλλά δεν παύω να ουρλιάζω, σε μια προσπάθεια να τα αλλάξω. Αντιστάσου! Για όνομα του Θεού, πολέμησε το! Μπαμπά, ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος; ρωτάει η Κάρλα και δείχνει εμένα, καθώς η στέγη του σπιτιού των Ντιν αρπάζει φωτιά. Ο Φρεντ κοιτάζει εκεί που τον δείχνει και στο πρόσωπο τον βλέπω μια σύσπαση ενοχής. Ξέρει τι κάνει, αυτό είναι το τρομερό, βαθιά μέσα του ξέρει πολύ καλά τι κάνει εδώ στον Κόλπο Χέιλο όπου τελειώνει ο Δρόμος. Ξέρει και φοβάται μην τον δει κανείς. Αλλά δεν βλέπει τίποτα. Ή μήπως βλέπει; Τα μάτια τον ανοίγουν διάπλατα για μια στιγμή καθώς διακρίνει κάτι —ίσως ένα στρόβιλο αέρα. Ή μήπως με νιώθει; Αυτό είναι; Αισθάνεται ένα στιγμιαίο κρύο ρεύμα μέσα σε όλη αυτή τη ζέστη; Ένα ρεύμα που το αισθάνεται σαν χέρια που πάνε να
τον εμποδίσουν, που θα τον κρατούσαν αν δεν ήταν άυλα; Μετά γυρίζει αλλού. Συνεχίζει να κατεβαίνει προς τη λίμνη και σε λίγο περπατά μέσα στο νερό, δίπλα στη μικρή προβλήτα μπροστά στο σπίτι του. Φρεντ! ουρλιάζω. Για όνομα του Θεού, άνθρωπε, κοίταξε τη! Νομίζεις ότι η γυναίκα σου της φόρεσε το άσπρο μεταξωτό φόρεμα τυχαία; Είναι δυνατόν να φόρεσε στο παιδί τέτοιο φόρεμα για να το στείλει να παίξει; Μπαμπά, γιατί μπαίνουμε μέσα στο νερό; ρωτάει η Κάρλα. Για να ξεφύγουμε από τη φωτιά, μωρό μου. Μπαμπά, δεν ξέρω κολύμπι! Δεν χρειάζεται να κολυμπήσεις, της απαντάει, κι αυτό με παγώνει! Γιατί δεν είναι ψέμα. Όντως δεν θα χρειαστεί να κολυμπήσει, ούτε τώρα ούτε ποτέ. Τουλάχιστον, ο τρόπος του Φρεντ είναι λιγότερο απάνθρωπος από αυτόν που θα χρησιμοποιήσει ο Νορμάλ Όστερ όταν έρθει η σειρά του —καλύτερη η λίμνη από τα γαλόνια τον παγωμένου νερού της τρόμπας. Το άσπρο φόρεμα της επιπλέει γύρω της σαν νούφαρο. Οι κόκκινες κάλτσες της διακρίνονται μέσα στο νερό. Σφίγγει δυνατά το λαιμό του πατέρα της καθώς βρίσκονται ξαφνικά ανάμεσα σε κορμοράνους που πετούν για να απομακρυνθούν από τη φωτιά. Χτυπάνε το νερό με τα δυνατά φτερά τους σηκώνοντας αφρούς και κοιτάζοντας τον άντρα και το κορίτσι με τα κόκκινα τρομαγμένα μάτια τους. Ο αέρας είναι γεμάτος καπνό, ο ουρανός δεν φαίνεται πια. τους πλησιάζω προχωρώντας μέσα στη λίμνη —αισθάνομαι το κρύο νερό, παρ' όλο που τα πόδια μου κουνιούνται χωρίς να ταράζουν την επιφάνεια του. Η ανατολική και η βόρεια πλευρά της λίμνης καίγονται. Γύρω μας πλησιάζει το στεφάνι της πυρκαγιάς, καθώς ο Φρεντ Ντιν προχωράει, πιο βαθιά στο νερό με την κόρη του, σαν να πρόκειται να εκτελέσει μια τελετουργία βαπτίσματος. Και εξακολουθεί να λέει στον εαυτό του ότι προσπαθεί να τη σώσει, απλώς να τη σώσει, όπως και η Χίλντα σε όλη της τη ζωή θα λέει στον εαυτό της ότι το παιδί γύρισε μόνο του στο σπίτι για να βρει κάποιο παιχνίδι, όχι ότι το άφησε η ίδια σκόπιμα, με το λευκό του φόρεμα και τις κόκκινες κάλτσες, για να το βρει ο πατέρας του, που
κάποτε έκανε κάτι ακατονόμαστο. Εδώ είμαστε στο παρελθόν, κι εδώ οι αμαρτίες των γονιών παιδεύουν τα παιδιά μέχρι και την έβδομη γενιά, που δεν έχει έρθει ακόμη. Την πηγαίνει πιο βαθιά και η Κάρλα αρχίζει να ουρλιάζει. Τα ουρλιαχτά της ανακατεύονται με τις κραυγές των πουλιών, μέχρι που ο Φρεντ τη σταματάει με ένα φιλί στο τρομαγμένο στόμα της. «Σ' αγαπώ· ο μπαμπάς αγαπά το μωράκι του», λέει και μετά την κατεβάζει μέσα στο νερό. θα είναι σαν βάπτιση, μόνο που δεν θα την αφήσει να ξαναβγεί στην επιφάνεια. Η Κάρλα παλεύει μανιασμένα μέσα στο λευκό περίβλημα του φορέματος της θυσίας και ο Φρεντ δεν αντέχει να τη βλέπει άλλο. Κοιτάζει στην απέναντι όχθη της λίμνης, στα δυτικά, όπου δεν έχει φτάσει η φωτιά (και δεν θα φτάσει ποτέ), εκεί οπού ο ουρανός είναι ακόμη γαλάζιος. Η στάχτη πέφτει γύρω τον σαν μαύρη βροχή και τα δάκρυα κυλούν από τα μάτια του καθώς η Κάρλα παλεύει κάτω από τα χέρια του, προσπαθεί να ελευθερωθεί, και ο Φρεντ λέει στον εαυτό του, Ήταν ατύχημα, ένα τρομερό ατύχημα, την πήγα στη λίμνη γιατί μόνο εκεί μπορούσα να την πάω, το μόνο μέρος που είχε απομείνει, κι αυτή πανικοβλήθηκε, άρχισε να παλεύει, ήταν βρεγμένη και γλιστρούσε, και κάποια στιγμή μου ξέφυγε και... Ξεχνώ ότι είμαι φάντασμα. Ουρλιάζω «Κάια! Κρατήσου, Κάι!» και βουτάω στο νερό. Φτάνω κοντά της, βλέπω το τρομοκρατημένο πρόσωπο της, τα γουρλωμένα γαλάζια μάτια της, το στόμα της που βγάζει μια ασημόχρωμη γραμμή από φυσαλίδες προς την επιφάνεια, όπου ο Φρεντ στέκεται με το νερό μέχρι το λαιμό του και την κρατάει κάτω, ενώ λέει στον εαυτό του ξανά και ξανά ότι προσπαθούσε να τη σώσει, ήταν ο μόνος τρόπος, προσπαθούσε να τη σώσει, ήταν ο μόνος τρόπος. Απλώνω τα χέρια για να την πιάσω, τα απλώνω ξανά και ξανά, το παιδί μου, η κόρη μου, η Κάια (είναι όλα τα παιδιά Κάια, τα αγόρια και τα κορίτσια, κόρες μου όλα), και κάθε φορά τα χέρια μου περνούν από μέσα της. Και το χειρότερο — ω, πολύ χειρότερο— είναι ότι τώρα απλώνει κι αυτή τα χέρια της σ' εμένα, τα παχουλά της χέρια τεντώνονται, εκλιπαρούν να τη σώσω. Αλλά περνούν από μέσα μου. Δεν μπορούμε να αγγίξουμε ο ένας τον άλλο γιατί τώρα είμαι εγώ το φάντασμα, και καθώς οι κινήσεις της
εξασθενούν καταλαβαίνω ότι δεν μπορώ δεν μπορώ δεν μπορούσα να αναπνεύσω —πνιγόμουν. Διπλώθηκα στα δύο, άνοιξα το στόμα μου κι αυτή τη φορά πετάχτηκε από μέσα ένας πίδακας από νερό της λίμνης, μουσκεύοντας την πλαστική κουκουβάγια ανάμεσα στα γόνατα μου. Εσφιξα το μεταλλικό κουτί της Τζο στο στήθος μου για να μη βραχούν τα χαρτιά και η κίνηση μου προκάλεσε άλλη μια αναγούλα. Αυτή τη φορά βγήκε κρύο νερό από το στόμα και από τη μύτη μου μαζί. Πήρα μια βαθιά ανάσα και άρχισα να βήχω, μέχρι που βγήκε όλο. «Πρέπει να τελειώσει αυτή η ιστορία», είπα, αλλά φυσικά η ιστορία ήταν στο τέλος της έτσι κι αλλιώς. Γιατί η Κάιρα ήταν η τελευταία. Ανέβηκα τη σκάλα της αποθήκης και κάθισα στο πάτωμα του στούντιο για να πάρω ανάσα. Έξω οι βροντές συνεχίζονταν και η βροχή έπεφτε αδιάκοπα, αλλά είχα την αίσθηση ότι η θύελλα είχε περάσει το αποκορύφωμα της μανίας της. Ή ίσως απλώς το ήλπιζα. Όπως καθόμουν με τα πόδια μου να κρέμονται μέσα στην καταπακτή —δεν υπήρχαν πια φαντάσματα για να αγγίξουν τους αστραγάλους μου, δεν ξέρω πώς ήμουν τόσο σίγουρος, αλλά ήμουν-, ξετύλιξα το λαστιχάκι που συγκρατούσε τα δύο σημειωματάρια μαζί. Άνοιξα το πρώτο, το ξεφύλλισα και είδα ότι ήταν σχεδόν γεμάτο από σημειώσεις με τα γράμματα της Τζο και μερικές διπλωμένες δακτυλογραφημένες σελίδες. Ήταν ο καρπός όλων εκείνων των κρυφών ταξιδιών στο Τι-Αρ το 1993 και το 1994. Αποσπασματικές σημειώσεις στο μεγαλύτερο μέρος τους, και το κείμενο συζητήσεων που είχε μαγνητοφωνήσει σε κασέτες και που μπορεί να ήταν κάπου εδώ κάτω κι αυτές. Ίσως μαζί με το βίντεο ή το κασετόφωνο. Αλλά δεν τις χρειαζόμουν. Όταν ερχόταν η ώρα —αν ερχόταν η ώρα-, σίγουρα θα έβρισκα το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας εδώ. Τι είχε συμβεί, ποιος το είχε κάνει, πώς το συγκάλυψαν μετά. Αυτή τη στιγμή δεν με ένοιαζε όμως. Αυτή τη στιγμή το μόνο που ήθελα ήταν να βεβαιωθώ ότι η Κάιρα ήταν ασφαλής και ότι θα παρέμενε ασφαλής. Και υπήρχε μόνο ένας τρόπος για να το κάνω αυτό. Τα πάντα τέφρα.
Πήγα να περάσω το λαστιχάκι γύρω από τα σημειωματάρια κι εκείνο που δεν είχα κοιτάξει γλίστρησε από το βρεγμένο χέρι μου κι έπεσε στο πάτωμα. Ένα κομμάτι πράσινο χαρτί ξέφυγε από μέσα. Το πήρα και είδα το εξής:
Για μια στιγμή βγήκα από κείνη την παράξενη και έντονη συνειδησιακή κατάσταση της ζώνης στην οποία ζούσα τελευταία. Ο κόσμος απέκτησε πάλι τις συνηθισμένες διαστάσεις του. Τα χρώματα όμως ήταν όλα πολύ έντονα, όπως και η παρουσία των αντικειμένων. Ένιωσα σαν στρατιώτης σε ένα πεδίο μάχης που ξαφνικά φωτίζεται από μια λευκή φωτοβολίδα που αποκαλύπτει τα πάντα. Η οικογένεια του πατέρα μου καταγόταν από το Νεκ, είχα δίκιο σ' αυτό. Ο προπάππος μου, σύμφωνα με αυτό το χαρτί, ήταν ο Τζέιμς Νούναν, και δεν είχε χέσει ποτέ στον ίδιο λάκκο με τον Τζάρεντ Ντεβόρ. Ο Μαξ Ντεβόρ είτε έλεγε ψέματα όταν το είπε αυτό στη Μέτι, είτε είχε εσφαλμένες πληροφορίες ή απλώς είχε μπερδευτεί, όπως παθαίνουν συχνά όσοι φτάνουν στα ογδόντα. Ακόμη κι ένας άνθρωπος σαν τον Ντεβόρ, που είχε πάντα κοφτερό μυαλό, δεν μπορούσε να ξεφύγει από αυτό τον κανόνα. Από την άλλη μεριά, βέβαια, δεν είχε πέσει πολύ έξω. Γιατί, σύμφωνα με αυτό το μικρό γενεαλογικό δέντρο, ο προπάππος μου είχε μια μεγαλύτερη αδερφή, την Μπρίτζετ. Και η Μπρίτζετ είχε παντρευτεί τον Μπέντον Όστερ.
Το δάχτυλο μου πήγε στην παρακάτω γραμμή, στον Χάρι Όστερ. Γεννημένος το 1885, γιος του Μπέντον Όστερ και της Μπρίτζετ Νούναν. «Χριστέ μου», ψιθύρισα. «Ο προπάππος του Κένι Όστερ είχε παντρευτεί την αδερφή του δικού μου προπάππου. Και ο παππούς του ήταν ένας απ' αυτούς. Ό,τι κι αν έκαναν, ο Χάρι Όστερ ήταν ένας απ' αυτούς. Αυτή είναι η σύνδεση». Σκέφτηκα την Κάιρα νιώθοντας ένα ξαφνικό κύμα τρόμου. Την είχα αφήσει μόνη στο σπίτι σχεδόν μία ώρα. Πώς έκανα τέτοια βλακεία; Θα μπορούσε να έρθει οποιοσδήποτε και να την πάρει όσο εγώ ήμουν στο στούντιο. Η Σάρα θα μπορούσε να βάλει κάποιον... Κατάλαβα ότι αυτό δεν ήταν αλήθεια. Οι δολοφόνοι και τα παιδιά-θύματα είχαν πάντα συγγένεια αίματος, και τώρα αυτό το αίμα είχε αραιώσει, το ποτάμι κόντευε να φτάσει στη θάλασσα. Υπήρχε ο Μπιλ Ντιν, αλλά αυτός δεν θα πλησίαζε στο Σάρα Λαφς. Υπήρχε ο Κένι Όστερ, αλλά ο Κένι είχε πάει με την οικογένεια του στο Ταξατσούσετς. Και οι πιο κοντινοί συγγενείς της Κάι -η μητέρα της, ο πατέρας της, ο παππούς της— ήταν νεκροί. Μόνο εγώ είχα μείνει. Μόνο εγώ ήμουν συγγενής της. Μόνο εγώ μπορούσα να το κάνω. Εκτός... Γύρισα στο σπίτι τρέχοντας όσο πιο γρήγορα μπορούσα, γλιστρώντας από τα νερά που κατέβαιναν ακόμη το μονοπάτι, τρέχοντας για να βεβαιωθώ ότι η Κάιρα είναι καλά. Δεν πίστευα ότι η Σάρα μπορούσε να κάνει κακό στην Κάιρα μόνη της, όση ενέργεια κι αν έκλεβε από τους γέροντες... αν έκανα λάθος όμως; Αν έκανα λάθος;
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 28 Η Κάι κοιμόταν βαθιά όπως την είχα αφήσει, γυρισμένη στο πλευρό και με το βρόμικο σκυλί σφιγμένο κάτω από το σαγόνι της. Της είχε αφήσει ένα λεκέ στο λαιμό, αλλά δεν μου έκανε καρδιά να της το πάρω. Μέσα από την ανοιχτή πόρτα του μπάνιου πίσω της και αριστερά, άκουγα το σταθερό πλινκ-πλονκ-πλινκ από το νερό που έσταζε από τη βρύση μέσα στην μπανιέρα. Ένας κρύος αέρας φύσηξε γύρω μου, απαλός σαν μετάξι, χαϊδεύοντας τα μαγουλά μου, στέλνοντας ένα καθόλου δυσάρεστο ρίγος στη σπονδυλική μου στήλη. Μέσα στο λίβινγκ ρουμ, το κουδουνάκι του Μπάντερ χτύπησε για μια στιγμή. Το νερό είναι ακόμη ζεστό, μωρό μου, ψιθύρισε η Σάρα. Γίνε εσύ ο φίλος της, γίνε ο μπαμπάς της. Πήγαινε τώρα και καν' το. Κάνε αυτό που θέλω. Κάνε αυτό που θέλουμε εκαι οι δύο. Και ήθελα να το κάνω -ίσως γι' αυτό η Τζο προσπάθησε στην αρχή να με κρατήσει μακριά από το Τι-Αρ και το Σάρα Λαφς. Γι' αυτό δεν μου είχε πει ότι μπορεί να είναι έγκυος, επίσης. Ήταν σαν να είχα ανακαλύψει ένα βρικόλακα μέσα μου, ένα πλάσμα χωρίς καμιά ηθική συνείδηση. Το μόνο που ήθελε αυτό το πλάσμα ήταν να πάει την Κάι στο μπάνιο, να τη βουτήξει μέσα στην μπανιέρα με το ζεστό νερό και να την κρατήσει εκεί, κοιτάζοντας τις ασπροκόκκινες κορδέλες να λαμπυρίζουν μέσα στο νερό, όπως λαμπύριζε το άσπρο φόρεμα και οι κόκκινες κάλτσες της Κάρλα Ντιν ενώ καιγόταν το δάσος ολόγυρα. Ένα μέρος μου ήθελε ευχαρίστως να πληρώσει την τελευταία δόση σε αυτό τον παλιό λογαριασμό. «Θεέ μου», μουρμούρισα και σκούπισα το πρόσωπο μου με τρεμάμενα χέρια. «Ξέρει τόσο πολλά κόλπα. Και είναι τόσο δυνατή». Η πόρτα του μπάνιου πήγε να κλείσει πριν προλάβω να μπω μέσα, αλλά την έσπρωξα και άνοιξε σχεδόν χωρίς καμία αντίσταση. Η πόρτα του ντουλαπιού δίπλα στον καθρέφτη άνοιξε διάπλατα και το τζάμι της έσπασε καθώς χτύπησε στον τοίχο. Τα πράγματα που ήταν μέσα πετάχτηκαν καταπάνω μου, αλλά η επίθεση δεν ήταν τόσο επικίνδυνη. Αυτή τη φορά, τα περισσότερα «βλήματα» ήταν σωληνά-
ρια οδοντόπαστας, οδοντόβουρτσες, πλαστικά μπουκαλάκια και μερικά παλιά Βικς Ινχέιλερ. Αμυδρά, πολύ αμυδρά, την άκουσα να φωνάζει μανιασμένη, καθώς τράβηξα το πώμα της μπανιέρας και το νερό άρχισε να αδειάζει γουργουρίζοντας. Αρκετοί πνιγμοί είχαν γίνει στο Τι-Αρ επί έναν αιώνα. Και όμως, για μια στιγμή αισθάνθηκα μια απίστευτα δυνατή τάση να βάλω το πώμα πάλι στη θέση του όσο το νερό ήταν ακόμη αρκετά βαθύ για να κάνω τη δουλειά. Αντί γι' αυτό, το ξεκόλλησα με ένα τράβηγμα από την αλυσίδα και το πέταξα στο διάδρομο. Η πόρτα του ντουλαπιού έκλεισε πάλι με δύναμη και τα υπόλοιπα γυαλιά έπεσαν από πάνω της. «Πόσα παιδιά έχεις σκοτώσει;» τη ρώτησα. «Πόσα εκτός από την Κάρλα Ντιν, τον Κερί Όστερ και τη δική μας Κάια; Δύο ακόμη; Τρία; Πέντε; Και πόσα θέλεις να σκοτώσεις μέχρι να σταματήσεις;» Όλα τους! ήρθε αμέσως η απάντηση. Και δεν ήταν μόνο η φωνή της Σάρας· ήταν και η δική μου μαζί. Είχε καταφέρει να μπει μέσα μου, είχε γλιστρήσει απαρατήρητη από το υπόγειο σαν διαρρήκτης... και ήδη σκεφτόμουν ότι, ακόμη κι αν αδειάσει η μπανιέρα και η αντλία του νερού δεν δουλεύει προσωρινά, υπάρχει πάντα η λίμνη. Όλα τους! φώναξε πάλι η φωνή. Όλα τους, μωρό μου! Φυσικά, δεν είχε σκοπό να αρκεστεί σε τίποτα λιγότερο. Και μέχρι να το καταφέρει αυτό, δεν θα υπήρχε ανάπαυση για τη Σάρα Λαφς. «Θα σε βοηθήσω εγώ να αναπαυθείς», είπα. «Αυτό σου το υπόσχομαι». Το τελευταίο νερό άδειασε από την μπανιέρα... αλλά υπήρχε πάντα η λίμνη, υπήρχε πάντα η λίμνη, αν άλλαζα γνώμη. Βγήκα από το μπάνιο και κοίταξα πάλι την Κάι. Δεν είχε κουνηθεί καθόλου. Η αίσθηση ότι η Σάρα ήταν κάπου κοντά μου είχε χαθεί, το κουδουνάκι του Μπάντερ είχε σωπάσει... παρ' όλα αυτά, όμως, ένιωθα μια ανησυχία, δεν ήθελα να την αφήσω μόνη. Ωστόσο, έπρεπε, αν ήθελα να τελειώσω τη δουλειά μου, και καλά θα έκανα να μην αργώ. Κάποια στιγμή θα ερχόταν η αστυνομία, ξεπερνώντας το εμπόδιο των πεσμένων δέντρων, όσο κι αν μαινόταν η θύελλα. Ναι, αλλά..-
Βγήκα στο χολ και κοίταξα ανήσυχος τριγύρω. Οι κεραυνοί συνεχίζονταν, όμως η ένταση τους είχε μειωθεί λίγο. Το ίδιο και η δύναμη του ανέμου. Εκείνο που δεν έλεγε να υποχωρήσει ήταν η αίσθηση ότι κάτι με παρακολουθεί, κάτι που δεν είχε σχέση με τη Σάρα. Περίμενα μερικές στιγμές ακόμη, προσπαθώντας να πείσω τον εαυτό μου ότι αυτό οφειλόταν απλώς στο ότι τα νεύρα μου ήταν τεντωμένα, και μετά διέσχισα το διάδρομο μέχρι την είσοδο. Άνοιξα την πόρτα και κατόπιν γύρισα απότομα και κοίταξα πάλι πίσω μου, σαν να περίμενα να δω κάποιον ή κάτι να κρύβεται πίσω από τη βιβλιοθήκη. Μια Μορφή, ίσως. Κάτι που ήθελε ακόμη το σκονοσυλλέκτη του. Αλλά εγώ ήμουν η μόνη Μορφή που είχε απομείνει, τουλάχιστον σ' αυτό το μέρος του κόσμου, και η μοναδική κίνηση που είδα ήταν οι κυματιστές σκιές από τις στάλες της βροχής που κυλούσαν στα τζάμια. Ήταν ακόμη τόσο δυνατή, που με μούσκεψε πάλι μέχρι να πάω από τη βεράντα στο αυτοκίνητο, αλλά δεν έδωσα σημασία. Μόλις είχα δει ένα κοριτσάκι να πνίγεται και είχα κοντέψει να πνιγώ κι εγώ ο ίδιος πριν από μερικές μέρες· έτσι, μια βροχή δεν μπορούσε να με σταματήσει από αυτό που έπρεπε να κάνω. Πέταξα το κλαδί από την οροφή της Σεβρολέτ και άνοιξα την πίσω πόρτα. Τα πράγματα που είχα αγοράσει από το θερμοκήπιο ήταν ακόμη στο πίσω κάθισμα, μέσα στην πάνινη τσάντα που μου είχε δώσει η Λίλα Προυλξ. Το σκαλιστήρι και το κλαδευτήρι φαίνονταν μέσα στην τσάντα, όμως το τρίτο αντικείμενο ήταν μέσα σε μια πλαστική σακούλα. Να το βάλω σε ειδική σακούλα αυτό; με είχε ρωτήσει η Λίλα. Πρέπει πάντα να παίρνεις τα μέτρα σου μ' αυτά τα πράγματα. Και αργότερα, καθώς έφευγα, είχε πει ότι ο Μπλούμπερι, ο σκύλος του Κένι, θα κυνηγούσε γλάρους, και είχε γελάσει δυνατά, χαρούμενα. Τα μάτια της όμως δεν ήταν γελαστά. Ίσως έτσι μπορείς να ξεχωρίσεις τους Αρειανούς από τους Γήινους: οι Αρειανοί δεν μπορούν να γελάσουν με τα μάτια τους. Είδα στο μπροστινό κάθισμα το δώρο του Ρόμι και του Τζορτζ: τη Στενομάσκα, που στην αρχή την είχα περάσει για τη μάσκα οξυγόνου του Ντεβόρ. Τα παιδιά στο υπόγειο μίλησαν εκείνη τη στιγμή —ή, τουλάχιστον, μουρμούρισαν— και έσκυψα μπροστά για
να πιάσω τη μάσκα από το ελαστικό λουρί της, χωρίς να έχω ιδέα γιατί το κάνω αυτό. Την έριξα μέσα στην πάνινη τσάντα κι αυτή, έκλεισα την πόρτα του αυτοκινήτου κι άρχισα να κατεβαίνω τα ξύλινα σκαλοπάτια προς τη λίμνη. Στο δρόμο σταμάτησα κι έσκυψα κάτω από τη βεράντα, όπου είχαμε πάντα μερικά εργαλεία. Δεν υπήρχε αξίνα, βρήκα όμως ένα φτυάρι που έδειχνε ότι θα άντεχε για ένα σκάψιμο τάφου. Μετά, ακολούθησα για τελευταία φορά την πορεία του ονείρου μου μέχρι κάτω στο Δρόμο. Δεν χρειαζόταν να μου δείξει η Τζο το σημείο. Το έδειχνε η Πράσινη Γυναίκα όλο αυτό τον καιρό. Ακόμη όμως και αν δεν υπήρχε η σημύδα, ακόμη και αν η Σάρα Τίντγουελ δεν βρομούσε από μακριά, νομίζω ότι θα το έβρισκα και πάλι, οδηγημένος από τη δική μου στοιχειωμένη καρδιά. Ένας άντρας στεκόταν ανάμεσα σ' εμένα και το μέρος όπου ο γκρίζος βράχος φρουρούσε το μονοπάτι και, καθώς σταμάτησα στο τελευταίο σκαλοπάτι, με χαιρέτησε με μια βραχνή φωνή που ήξερα πολύ καλά. «Δεν μου λες, ρε νταβατζή, που είναι η πουτάνα σου;» Στεκόταν στο Δρόμο μέσα στην καταρρακτώδη βροχή, αλλά τα ρούχα του ξυλοκόπου που φορούσε -πράσινο φανελένιο παντελόνι και καρό μάλλινο πουκάμισο— και το ξεθωριασμένο γαλάζιο κασκέτο του στρατού των Βορείων ήταν στεγνά, γιατί η βροχή περνούσε από μέσα του. Έμοιαζε στερεός, αλλά δεν ήταν πιο πραγματικός από τη Σάρα. Το υπενθύμισα αυτό στον εαυτό μου καθώς κατέβηκα στο Δρόμο για να τον αντιμετωπίσω, αλλά η καρδιά μου είχε αρχίσει να χτυπάει δυνατά στο στήθος μου. Φορούσε τα ρούχα του Τζάρεντ, αλλά δεν ήταν ο Τζάρεντ, ήταν ο δισέγγονος του, ο Μαξ, που είχε αρχίσει την καριέρα του κλέβοντας ένα έλκηθρο και την είχε τελειώσει με μια αυτοκτονία... αφού όμως πρώτα είχε βάλει να δολοφονήσουν τη νύφη του, η οποία είχε το θράσος να του αρνηθεί αυτό που ήθελε. Προχώρησα καταπάνω του κι αυτός μετακινήθηκε στη μέση του Δρόμου για να με σταματήσει. Τον αισθάνθηκα να εκπέμπει κύματα ψύχους, με την ίδια ένταση που εκπέμπονται κύματα ζέστης από ένα φούρνο. Και, ναι, ήταν όντως ο Μαξ Ντεβόρ, αλλά ντυμένος
σαν ξυλοκόπος σε πάρτι μεταμφιεσμένων και με την όψη που πρέπει να είχε την εποχή που γεννήθηκε ο γιος του ο Λανς. Γέρος αλλά καλοστεκούμενος. Ένας άνθρωπος που θα τον σέβονταν οι νεότεροι. Και τώρα, σαν να τους κάλεσε η σκέψη μου, είδα και τους υπόλοιπους να υλοποιούνται πίσω του ο ένας δίπλα στον άλλο, κλείνοντας το δρόμο. Ήταν οι ίδιοι νεαροί που είχα δει μαζί με τον Τζάρεντ στο πανηγύρι του Φράιμπεργκ, και τώρα ήξερα ποιοι είναι μερικοί από αυτούς. Ο Φρεντ Ντιν, φυσικά, μόλις δεκαεννιά χρονών το 1901, τριάντα χρόνια πριν πνίξει την κόρη του. Και αυτός που μου είχε θυμίσει τον εαυτό μου ήταν ο Χάρι Όστερ, ο πρωτότοκος γιος της αδερφής του προπάππου μου. Πρέπει να ήταν δεκάξι χρονών, αμούστακο παιδί ακόμη, αλλά αρκετά μεγάλος για να δουλεύει στο δάσος με τον Τζάρεντ. Αρκετά μεγάλος για να χέσει στον ίδιο λάκκο με τον Τζάρεντ. Και να νομίσει ότι το δηλητήριο του Τζάρεντ ήταν σοφία. Ένας από τους άλλους έγειρε λίγο το κεφάλι του και ταυτόχρονα μισόκλεισε τα μάτια του. Το είχα ξαναδεί κάπου αυτό το τικ. Πού όμως; Το θυμήθηκα: στο Γενικό Κατάστημα Λέικβιου. Αυτός ο νεαρός ήταν ο πατέρας του μακαρίτη του Ρόις Μέριλ. Τους άλλους δεν τους ήξερα. Ούτε και ήθελα να τους γνωρίσω. «Δεν θα περάσεις», είπε ο Ντεβόρ και σήκωσε και τα δύο του χέρια. «Μη διανοηθείς να δοκιμάσεις. Δεν έχω δίκιο, παιδιά;» Ακούστηκαν μουρμουρητά και γρυλίσματα συμφωνίας —σαν αυτά που θα άκουγες από μια σημερινή συμμορία, φαντάζομαι-, αλλά οι φωνές τους ήταν απόμακρες και περισσότερο θλιμμένες παρά απειλητικές. Ο άνθρωπος με τα ρούχα του Τζάρεντ Ντεβόρ είχε κάποια παρουσία, ίσως επειδή όσο ζούσε είχε τρομερή ζωτικότητα ή, ίσως, επειδή είχε πεθάνει τόσο πρόσφατα, όμως οι άλλοι δεν ήταν παρά εικόνες. Προχώρησα μπροστά, μπαίνοντας μέσα στο ψύχος που εξέπεμπε, εισχωρώντας στην οσμή του -την ίδια οσμή σήψης η οποία τον τύλιγε την προηγούμενη φορά που τον είχα συναντήσει εδώ. «Πού νομίζεις ότι πας;» φώναξε. «Κάνω τη βόλτα μου», του απάντησα. «Δεν υπάρχει κανένας νόμος που να το απαγορεύει. Ο Δρόμος είναι το μέρος όπου τα καλά κουτάβια και τα κοπρόσκυλα μπορούν να περπατάνε δίπλα δίπλα».
«Δεν καταλαβαίνεις», είπε ο Μαξ-Τζάρεντ. «Ποτέ δεν θα καταλάβεις. Δεν είσαι από κείνο τον κόσμο. Εκείνος ο κόσμος ήταν δικός μας». Σταμάτησα και τον κοίταξα με περιέργεια. Δεν υπήρχε χρόνος· ήθελα να τελειώνω μ' αυτή την ιστορία... από την άλλη μεριά, όμως, ήθελα και να μάθω, και ο Ντεβόρ ήταν έτοιμος να μου πει. «Τότε χάνε με να καταλάβω», είπα. «Πείσε με ότι αυτός ο κόσμος ήταν δικός σας». Κοίταξα αυτόν και μετά τις διάφανες φιγούρες που τρεμόπαιζαν πίσω του. «Πες μου τι κάνατε». «Ήταν όλα διαφορετικά τότε», είπε ο Ντεβόρ. «Όταν ήρθες εσύ εδώ κάτω, Νούναν, μπορούσες να περπατήσεις μέχρι και πέντε χιλιόμετρα βόρεια από τον Κόλπο Χέιλο και να δεις μόνο μια ντουζίνα ανθρώπους στο Δρόμο. Μετά το Σεπτέμβριο μπορεί να μην έβλεπες κανέναν. Απ' αυτή την πλευρά της λίμνης πρέπει να περάσεις μέσα από θάμνους και πεσμένα δέντρα, γιατί σήμερα ο κόσμος δεν μαζεύεται για να καθαρίζει τον τόπο όπως παλιά. Στην εποχή μας όμως! Το δάσος ήταν μεγαλύτερο τότε, Νούναν, οι αποστάσεις μεγαλύτερες, και στηριζόσουν στο γείτονά σου, όπως κι αυτός στηριζόταν σ' εσένα. Συχνά αυτό μπορεί να σου έσωζε τη ζωή. Εκείνη την εποχή, αυτός εδώ ήταν πραγματικά δρόμος. Καταλαβαίνεις;» Ναι, καταλάβαινα. Αν κοίταζα μέσα από τις ημιδιάφανες φιγούρες του Φρεντ Ντιν, του Χάρι Όστερ και των άλλων, μπορούσα να καταλάβω. Γιατί δεν ήταν απλώς φαντάσματα. Ήταν παράθυρα προς μια άλλη εποχή. Είδα ένα καλοκαιρινό απόγευμα του... 1898; Ίσως του 1902 ή του 1907. Δεν έχει σημασία. Είναι μια περίοδος όπου ο χρόνος μοιάζει να έχει σταματήσει. Είναι η περίοδος που οι παλιοί θυμούνται σαν χρυσή εποχή. Η Χώρα του Παρελθόντος, το Βασίλειο του 'Οταν-Ήμουν-Παιδί. Ο ήλιος φωτίζει τα πάντα με το χρυσαφένιο φως της ατέλειωτης μέρας του Ιουλίου. Η λίμνη είναι γαλάζια σαν όνειρο, διάστικτη από ένα δισεκατομμύριο φωτεινούς σπινθηρισμούς από τον ήλιο. Και ο Δρόμος! Είναι στρωμένος με γρασίδι σαν χλοοτάπητας και φαρδύς σαν λεωφόρος. Είναι λεωφόρος, είναι η καρδιά της κοινότητας, ο κύριος αγωγός επικοινωνίας, το κεντρικό καλώδιο σε μια πόλη που έχει ένα ολόκληρο δίκτυο παρόμοιων καλωδίων. Είχα νιώσει την ύπαρξη αυτών των καλωδίων πριν από πολύ καιρό.
Ακόμη και όταν ζούσε η Τζο τα ένιωθα κάτω από την επιφάνεια, και εδώ είναι το σημείο απ' όπου προέρχονται. Κόσμος κάνει βόλτες στο Δρόμο. Στην ανατολική πλευρά της Νταρκ Σκορ βολτάρουν σε μικρές παρέες, γελώντας και συζητώντας κάτω από έναν καλοκαιρινό ουρανό· από εδώ, λοιπόν, ξεκινούν όλα τα καλώδια. Κοιτάζω και συνειδητοποιώ πόσο λάθος έκανα που τους θεωρούσα «Αρειανούς», σκληρούς και υστερόβουλους σαν εξωγήινους. Στα ανατολικά αυτού του φωτεινού δρόμου αρχίζει το σκοτάδι του δάσους, ξέφωτα και κοιλώματα όπου μπορεί να καραδοκεί οποιοσδήποτε κίνδυνος, από το κάψιμο ενός ποδιού σε υλοτομικό ατύχημα μέχρι έναν τοκετό στον οποίο πεθαίνει η μητέρα πριν προλάβει να έρθει ο γιατρός από το Καστλ Ροκ με το αμαξάκι του. Αυτοί είναι άνθρωποι χωρίς ηλεκτρικό, χωρίς τηλέφωνα, χωρίς σωστικά συνεργεία. Δεν έχουν κανέναν να στηριχτούν παρά μόνο τον διπλανό τους και ένα Θεό που μερικοί έχουν αρχίσει κιόλας να μην εμπιστεύονται. Ζουν στο δάσος και στις σκιές του δάσους, αλλά τα όμορφα καλοκαιρινά απογεύματα βγαίνουν στην άκρη της λίμνης. Βγαίνουν στο Δρόμο, όπου μιλούν και γελούν μαζί, και τότε είναι πραγματικά μέρος τον ΤιΑρ, μπαίνουν σ' εκείνη την ιδιόμορφη κατάσταση που έχω ονομάσει «ζώνη». Δεν είναι Αρειανοί. Είναι απλώς μικροί, αδύναμοι άνθρωποι που ζουν στην άκρη του σκότους, αυτό είναι όλο. Βλέπω παραθεριστές από το Γουόρινγκτον· οι άντρες είναι ντυμένοι με λευκά φανελένια ρούχα, και δυο γυναίκες με μακριά φορέματα του τένις κρατούν ακόμη τις ρακέτες τους. Κάποιος που οδηγεί ένα τρίκυκλο ποδήλατο με τεράστια μπροστινή ρόδα περνά ανάμεσα τους. Η παρέα των παραθεριστών έχει σταματήσει να μιλήσει με μια παρέα ντόπιων νεαρών. τους ζητούν να παίξουν στον αγώνα μπέιζμπολ στο Γονόρινγκτον την Τρίτη το βράδυ. Ο Μπεν Μέριλ, ο μελλοντικός πατέρας του Ρόις, λέει Ναι, αλλά δεν θα σας χαριστούμε επειδή είστε από τη Νέα Υόρκη. Οι νεαροί γελάνε, το ίδιο και τα κορίτσια με τη στολή του τένις. Λίγο πιο κάτω, δυο αγόρια παίζουν με μια αυτοσχέδια μπάλα του μπέιζμπολ. Πίσω τους φαίνεται μια παρέα από νεαρές μητέρες που μιλούν για τα μωρά τους, δίπλα τους ένας κύκλος από καροτσάκια συγκεντρωμένα κι αυτά σαν παρέα. Άντρες με φόρμες
μιλούν για τον καιρό και τη σοδειά, την πολιτική και τη σοδειά, τους φόρους και τη σοδειά. Ένας καθηγητής από το γυμνάσιο κάθεται πάνω στον γκρίζο βράχο που ξέρω τόσο καλά και κάνει υπομονετικά μάθημα σε ένα μαντρωμένο παιδί που θα ήθελε να ήταν κάπου αλλού και να κάνει κάτι άλλο. Νομίζω ότι, μεγαλώνοντας, θα γίνει ο πατέρας του Μπάντι Τζέλισον. Η κόρνα είναι χαλασμένη, την αντικαθιστά το δάχτυλο, σκέφτομαι. Κατά μήκος του δρόμου, άλλοι ντόπιοι ψαρεύουν, και πιάνουν μπόλικο ψάρι. Η λίμνη είναι γεμάτη πέρκες, πέστροφες και λούτσους. Ένας ζωγράφος —παραθεριστής κι αυτός, αν κρίνει κανείς από την πουκαμίσα και τον αδερφίστικο μπερέ που φορά— έχει στήσει το καβαλέτο του και ζωγραφίζει τα βουνά, ενώ δύο κυρίες παρακολουθούν με σεβασμό. Περνά μια παρέα κοριτσιών -γελούν πνιχτά και συζητούν ψιθυριστά για αγόρια, για ρούχα και για το σχολείο. Υπάρχει ομορφιά εδώ, και γαλήνη. Ο Ντεβόρ έχει δίκιο που λέει ότι είναι ένας κόσμος που δεν γνώρισα ποτέ. Πράγματι είναι «Πολύ όμορφα», είπα, επιστρέφοντας πίσω με προσπάθεια. «Ναι, το βλέπω. Πού θέλεις να καταλήξεις, όμως;» «Πού θέλω να καταλήξω;» Ο Ντεβόρ έδειξε σχεδόν κωμική έκπληξη. «Νόμιζε ότι μπορούσε κι αυτή να περπατάει εκεί όπως όλοι οι άλλοι, εκεί θέλω να καταλήξω! Νόμιζε ότι μπορούσε να περπατάει σαν λευκή κυρία! Αυτή, με το μαύρο μούτρο της και τα τεράστια βυζιά της και τη βρομιά της. Νόμιζε ότι κάποια είναι, αλλά εμείς τη βάλαμε στη θέση της. Πήγε να με παραμερίσει και να περάσει, η σκύλα, και όταν δεν τα κατάφερε ακούμπησε τα βρομόχερά της πάνω μου και με πέταξε κάτω. Αλλά δεν πειράζει, εμείς της μάθαμε τρόπους. Έτσι δεν είναι, παιδιά;» Γρυλίσματα συμφωνίας, αλλά μου φάνηκε ότι μερικοί απ' αυτούς -ο νεαρός Χάρι Όστερ, για παράδειγμα- έδειχναν άρρωστοι. «Τη βάλαμε στη θέση της», είπε ο Ντεβόρ. «Της μάθαμε ότι δεν ήταν παρά μια αράπισσα. Αυτή τη λέξη τους λέει ξανά και ξανά όταν είναι στο δάσος εκείνο το καλοκαίρι, το καλοκαίρι του 1901, τότε που η Σάρα και οι Ρεντ-Τοπ γίνονται η μεγάλη μουσική ατραξιόν σε αυτή την περιοχή. Μέχρι που κάλεσαν αυτή και τον αδερφό της και όλους τους άλλους αράπηδες στο Γουόρινγκτον να παίξουν για τους
παραθεριστές. Τους τάισαν στρείδια και τους πότισαν σαμπάνια... έτσι λέει τουλάχιστον ο Τζάρεντ Ντεβόρ στη μικρή σχολή των αφοσιωμένων οπαδών του, καθώς τρώνε το δικό τους απλό φαγητό, ψωμί, κρέας και αλατισμένα αγγούρια από κουβάδες που τους έχουν δώσει οι μανάδες τους (κανείς από τους νεαρούς δεν είναι παντρεμένος, αν και ο Όρεν Πιμπλς είναι αρραβωνιασμένος). Όμως δεν είναι η φήμη τους που ενοχλεί τον Τζάρεντ Ντεβόρ. Δεν είναι το γεγονός ότι η αράπισσα πήγε στο Γουόρινγκτον. Δεν δίνει δεκάρα που αυτή και ο αδερφός της κάθισαν και έφαγαν με λευκούς, πήραν ψωμί από το ίδιο καλάθι με τα βρόμικα, αράπικα δάχτυλά τους. Στο κάτω κάτω, αυτοί εκεί στο Γουόρινγκτον είναι καμπίσιοι, και ο Ντεβόρ λέει στους σιωπηλούς νεαρούς ότι έχει ακούσει πως σε μέρη όπως η Νέα Υόρκη και το Σικάγο Λευκές γυναίκες μερικές φορές πηδιούνται με αραπάδες. Αποκλείεται! λέει ο Χάρι Όστερ και κοιτάζει γύρω του νευρικά, σαν να περιμένει κάμποσες λευκές γυναίκες να πεταχτούν από το δάσος εδώ πάνω, στο Μπάουι Ριτζ. Δεν υπάρχει περίπτωση να γαμηθεί με αράπη μια λευκή! Τι λες τώρα! Ο Ντεβόρ του ρίχνει μόνο μια ματιά, που λέει όταν φτάσεις στην ηλικία μου... Άλλωστε, δεν τον νοιάζει τι γίνεται στη Νέα Υόρκη και το Σικάγο. Είδε ένα σωρό καμπίσιους στον πόλεμο... και θα τους πει και κάτι άλλο, ότι δεν πήγε να πολεμήσει για να ελευθερώσει τους καταραμένους τους σκλάβους. Μπορούν να κρατήσουν τους σκλάβους τους εκεί κάτω στη χώρα του βαμβακιού μέχρι την αιωνιότητα, δεν τον νοιάζει καθόλου. Όχι- πήγε να πολεμήσει για να μάθει σ' αυτά τα καθίκια του Νότου ότι δεν μπορείς να σηκωθείς και να φύγεις από το παιχνίδι μόνο και μόνο επειδή δεν σου αρέσουν μερικοί κανόνες. Πήγε να τους αλλάξει τον αδόξαστο. Ακούς εκεί να θέλουν να φύγουν από τις Ηνωμένες Πολιτείες! Καλά έπαθαν ό,τι έπαθαν, λοιπόν! Όχι, δεν τον νοιάζουν οι σκλάβοι, ούτε ο Νότος ούτε οι αραπάδες που τραγουδάνε πρόστυχα τραγούδια και μετά τους κερνάνε από πάνω σαμπάνια και στρείδια, σαν πληρωμή για τις αισχρολογίες τους. Δεν τον νοιάζει τίποτα, φτάνει να κρατάνε τη θέση τους και να τον αφήνουν να κρατάει κι αυτός τη δική του.
Αλλά αυτή η σκύλα δεν ξέρει ποια είναι η θέση της. Η φαντασμένη η σκύλα του έχει μπει στη μύτη. Την έχουν προειδοποιήσει να μην κυκλοφορεί στο Δρόμο, αλλά αυτή δεν ακούει. Βγαίνει και περπατάει με το άσπρο της φόρεμα σαν να είναι λευκή, μερικές φορές με το γιο της, που έχει ένα αράπικο, αφρικάνικο όνομα, αλλά δεν έχει πατέρα. Ο πατέρας του σίγουρα πέρασε μια νύχτα με τη μάνα του σε κανέναν αχυρώνα κάτω στην Αλαμπάμα κι αυτή τώρα τριγυρνάει με το μπάσταρδο, η ξετσίπωτη. Περπατάει στο Δρόμο λες κι έχει το δικαίωμα να είναι εκεί, παρ' όλο που δεν της μιλάει κανείς... «Δεν είναι αλήθεια όμως αυτό, σωστά;» ρώτησα τον Ντεβόρ. «Αυτό είναι που δεν μπορούσε να χωνέψει ο προπάππος σου, ε; Γιατί της μιλούσαν. Είχε έναν αέρα —εκείνο το γέλιο, ίσως. Οι άντρες της μιλούσαν για τις σοδειές και οι γυναίκες της έδειχναν τα μωρά τους. Όχι μόνο της τα έδειχναν. Της τα έδιναν να τα κρατήσει και όταν τους γελούσε της γελούσαν κι αυτά. Τα κορίτσια ζητούσαν τη συμβουλή της για τα αγόρια. Όσο για τα αγόρια... αυτά μόνο κοίταζαν. Αλλά πώς κοίταζαν, ε; Την έτρωγαν με τα μάτια τους και οι πιο πολλοί αυτή σκέφτονταν όταν πήγαιναν στο αποχωρητήριο και γέμιζαν τη χούφτα τους». Ο Ντεβόρ με αγριοκοίταζε. Γερνούσε μπροστά στα μάτια μου, οι ρυτίδες γίνονταν όλο και πιο βαθιές στο πρόσωπο του. Γινόταν ο άνθρωπος που με είχε πετάξει μέσα στη λίμνη επειδή δεν άντεχε να του πηγαίνουν κόντρα. Και καθώς γερνούσε, άρχισε να ξεθωριάζει. «Αυτό ήταν που σιχαινόταν περισσότερο ο Τζάρεντ, έτσι δεν είναι; Ότι δεν την περιφρονούσαν, δεν της γύριζαν την πλάτη. Περπατούσε στο Δρόμο και κανείς δεν την αντιμετώπιζε σαν αράπισσα. Της φέρονταν σαν να ήταν γειτόνισσα». Ήμουν στη ζώνη, βαθύτερα από κάθε άλλη φορά, εκεί κάτω όπου το ασυνείδητο της πόλης έμοιαζε να κυλά σαν υπόγειο ποτάμι. Μπορούσα να πιω απ' αυτό το ποτάμι όσο ήμουν στη ζώνη, μπορούσα να γεμίσω το στόμα μου, το λαιμό και την κοιλιά μου με την παγερή, μεταλλική γεύση του. Όλο εκείνο το καλοκαίρι ο Ντεβόρ τους μιλούσε. Δεν ήταν απλώς το συνεργείο του, ήταν τα παιδιά του: ο Φρεντ, ο Χάρι, ο
Μπεν, ο Όρεν, ο Τζορτζ Αρμπρούστερ και ο Ντρέιπερ Φίνεϊ, που θα έσπαγε το λαιμό του και θα πνιγόταν το επόμενο καλοκαίρι προσπαθώντας να κάνει βουτιά στο Ιντζ Κουάρι ενώ ήταν μεθυσμένος. Μόνο που ήταν από κείνα τα ατυχήματα που είναι κάπως σκόπιμα. Ο Ντρέιπερ Φίνεϊ έπινε πολύ από τον Ιούλιο του 1901 μέχρι και τον Αύγουστο του 1902, γιατί μόνο έτσι μπορούσε να κοιμηθεί. Μόνο έτσι μπορούσε να διώξει εκείνο το χέρι από το νου του, εκείνο το χέρι που ξεπρόβαλλε από το νερό, τα δάχτυλα που σφίγγονταν και ξεσφίγγονταν μέχρι που σου ερχόταν να ουρλιάξεις Δεν θα σταματήσει, δεν θα σταματήσει ποτέ να το κάνει αυτό. Όλο εκείνο το καλοκαίρι ο Τζάρεντ Ντεβόρ τους έλεγε συνεχώς για την αράπισσα, τη σκύλα, την ξετσίπωτη. Όλο το καλοκαίρι τους έλεγε για τις ευθύνες που έχουν σαν άντρες, για το καθήκον τους να κρατάνε την πόλη καθαρή, και ότι πρέπει να διακρίνουν αυτά που δεν βλέπουν οι άλλοι και να κάνουν αυτά που αρνούνται να αποτολμήσουν οι δειλοί. Ήταν Κυριακή μεσημέρι, Αύγουστος μήνας, μια ώρα που σχεδόν κανείς δεν κυκλοφορούσε στο Δρόμο. Αργότερα, κατά τις πέντε περίπου, άρχιζε πάλι η κίνηση, και από τις έξι μέχρι τη δύση η πλατιά οδός δίπλα στη λίμνη γέμιζε κόσμο. Τώρα όμως, στις τρεις το μεσημέρι, τα πάντα ερήμωναν. Οι μεθοδιστές είχαν την απογευματινή τους λειτουργία στο Χάρλοου. Στο Γουόρινγκτον, οι καμπίσιοι παραθεριστές έτρωγαν το βαρύ μεσημεριανό τους, ψητό κοτόπουλο ή χοιρινό. Σε όλη την πόλη, οι οικογένειες έτρωγαν κι αυτές το κυριακάτικο μεσημεριανό τους. Εκείνοι που είχαν τελειώσει ήδη το είχαν ρίξει στον ύπνο —σε αιώρα όποιοι μπορούσαν, για τη ζέστη. Η Σάρα την αγαπούσε αυτή την ήσυχη ώρα. Είχε περάσει πολλά χρόνια της ζωής της σε περιοδεύοντες θιάσους και σε φτηνά καταγώγια, ξεφωνίζοντας τα τραγούδια της για να ακουστεί πάνω από τις φωνές των μεθυσμένων, και παρ' όλο που ένα μέρος της αγαπούσε την έξαψη και τις εκπλήξεις αυτής της ζωής, ένα άλλο μέρος της αγαπούσε τη γαλήνη αυτών των περιπάτων. Ίσως να άρχιζαν να την παίρνουν τα χρόνια. Είχε κιόλας ένα παιδί που ήταν αρκετά μεγάλο. Εκείνη τη συγκεκριμένη Κυριακή πρέπει να της φάνηκε ότι ο Δρόμος παραήταν έρημος. Είχε περπατήσει ενάμισι
χιλιόμετρο νότια από το λιβάδι χωρίς να δει ψυχή. Ακόμη και ο Κάιτο είχε σταματήσει στο δρόμο να μαζέψει βατόμουρα και δεν φαινόταν πουθενά. Ήταν λες και όλη η πόλη είχε ερημώσει. Ξέρει ότι γίνεται ένα γεύμα της Ίστερν .Σταρ στο Κασουακαμάκ· έχει στείλει μάλιστα και μια μανιταρόπιτα επειδή έπιασε φιλίες με μερικές από τις κυρίες της Ίστερν Σταρ. θα είναι τώρα όλες εκεί κάτω και θα ετοιμάζονται για φαγητό. Εκείνο που δεν ξέρει είναι ότι σήμερα θα γίνει επίσης ο καθαγιασμός της καινούριας εκκλησίας των βαπτιστών, της πρώτης πραγματικής εκκλησίας που έχει χτιστεί στο Τι-Αρ. Έχουν πάει πολλοί ντόπιοι, βαπτιστές αλλά και άλλοι. Από την απέναντι μεριά της λίμνης ακούει αμυδρά τους μεθοδιστές να ψέλνουν. Ο ήχος είναι γλυκός και όμορφος, η απόσταση και η ηχώ κάνουν ακόμη και τις φάλτσες φωνές να ακούγονται μελωδικές. Δεν έχει αντιληφθεί τους άντρες —οι περισσότεροι είναι πολύ νέοι, από κείνους που κάτω από κανονικές συνθήκες δεν τολμούν να την κοιτάξουν παρά μόνο με την άκρη του ματιού τους—, μέχρι που μιλάει ο μεγαλύτερος ανάμεσα τους. «Για κοιτάτε! Μια μαύρη πουτάνα με άσπρο φόρεμα και κόκκινη ζώνη! Σαν πολύ χρώμα να 'πέσε ξαφνικά. Τι τρέχει μ' εσένα, πουτάνα; Δεν καταλαβαίνεις όταν σου λένε κάτι;·» Γυρίζει προς το μέρος του. Φοβάται, αλλά δεν το δείχνει. Έχει ζήσει τριάντα έξι χρόνια σ' αυτή τη γη και από τα έντεκα ξέρει τι έχει ο άντρας και που θέλει να το βάλει, και ξέρει πως όταν οι άντρες είναι έτσι μαζεμένοι και επιπλέον πιωμένοι (της μυρίζει το ποτό) παύουν να σκέφτονται και γίνονται σαν αγέλη από σκυλιά. Αν δείξεις φόβο, θα πέσουν πάνω σου σαν σκυλιά και θα σε ξεσκίσουν. Και φαίνεται ότι την περίμεναν. Δεν εξηγείται αλλιώς το ότι εμφανίστηκαν έτσι ξαφνικά. «Τι δεν καταλαβαίνω, μωρό μου;» ρωτάει, χωρίς να υποχωρήσει. Που έχουν πάει όλοι; Που μπορεί να είναι; Να πάρει! Στην απέναντι όχθη της λίμνης, οι μεθοδιστές αρχίζουν να ·ψέλνουν το Εμπιστοσύνη και Υπακοή, έναν πολύ βαρετό ύμνο. «Ότι δεν έχεις καμιά δουλειά να περπατάς εκεί που περπατάνε οι λευκοί», λέει ο Χάρι Όστερ. Η εφηβική φωνή του σπάει και γίνεται στριγκή στην τελευταία λέξη και η Σάρα γελάει. Ξέρει πόσο
επικίνδυνο είναι αυτό, αλλά δεν μπορεί να κρατηθεί. Ποτέ δεν καταφέρνει να κρατήσει το γέλιο της, όπως δεν μπορεί να κάνει τους άντρες να σταματήσουν να κοιτάνε το στήθος και τον πισινό της. Τι να γίνει, έτσι την έχει φτιάξει ο Θεός. «Περπατάω όπου θέλω», λέει. «Μου είπαν ότι ο Δρόμος είναι για όλους και κανείς δεν έχει δικαίωμα να με σταματήσει. Κανείς δεν μ' έχει σταματήσει. Έχεις δει κανέναν να πει τίποτα;» «Βλέπεις εμάς τώρα», λέει ο Τζορτζ Αρμπρούστερ, προσπαθώντας να ακούγεται σκληρός. Η Σάρα τον κοιτάζει με μια καλοσυνάτη περιφρόνηση που κάνει τον Τζορτζ να ζαρώσει. Τα μαγουλά του γίνονται κατακόκκινα. «Γιε μου», του λέει, «βγήκατε εδώ μπροστά μου μόνο και μόνο επειδή ο καθώς πρέπει κόσμος είναι κάπου αλλού. Γιατί αφήνεις αυτόν το γέρο να σου λέει τι να κάνεις; Δείξε ευγένεια κι άσε με να περάσω· μην ξεχνάς ότι είμαι γυναίκα». Τα βλέπω όλα. Ο Ντεβόρ ξεθωριάζει όλο και περισσότερο και στο τέλος γίνεται μόνο δυο μάτια κάτω από ένα γαλάζιο κασκέτο μέσα στη βροχή (από μέσα του διακρίνω τα τσακισμένα υπολείμματα της πλωτής εξέδρας να χτυπούν πάνω στο ανάχωμα της όχθης), και βλέπω τα πάντα. Την παρακολουθώ καθώς αρχίζει να περπατάει πάλι, πηγαίνοντας κατευθείαν πάνω στον Ντεβόρ. Αν καθίσει εδώ κι αρχίσει να μιλάει μαζί τους, κάτι κακό θα συμβεί. Το νιώθει, και δεν αμφισβητεί ποτέ τα συναισθήματα της. Και αν πάει πάνω σε κάποιον από τους άλλους, ο γέρος θα της ριχτεί από το πλάι, παρασέρνοντας και τους υπόλοιπους. Ο γέρος με το μπλε κασκέτο είναι ο αρχηγός της αγέλης, αυτός τον οποίο πρέπει να κοντράρει. Και μπορεί να το κάνει. Ξέρει ότι ο γέρος είναι δυνατός, αρκετά δυνατός για να κάνει αυτά τα παιδιά να τον υπακούουν έτσι, αλλά δεν έχει τη δική της δύναμη, τη δική της αποφασιστικότητα, τη δική της ενέργεια. Από μια άποψη, της αρέσει αυτή η σύγκρουση. Ο Ρετζ την είχε προειδοποιήσει να προσέχει, να μην πιάσει πολύ γρήγορα σχέσεις με τον κόσμο στην περιοχή μέχρι να εκδηλωθούν οι ρατσιστές - να φανεί πόσοι είναι και πόσο επικίνδυνοι μπορούν να γίνουν—, αυτή όμως ακολουθεί τη δική της πορεία, εμπιστεύεται το ένστικτο της. Και να
τους τώρα, μόλις εφτά άτομα, αλλά στην πραγματικότητα ένα, ο γέρος. Είμαι πιο δυνατή από σένα, γέρο, σκέφτεται και περπατάει καταπάνω του. Καρφώνει τα μάτια της στα δικά του και δεν τα χαμηλώνει. Τελικά ο γέρος είναι αυτός που κοιτάζει κάτω και το στόμα του συσπάται αδιόρατα στην άκρη, η γλώσσα του βγαίνει γοργά —σαν τη γλώσσα της σαύρας— για να γλείψει τα χείλια του και όλα πάνε καλά... πάνε ακόμη καλύτερα όταν ο γέρος κάνει ένα βήμα πίσω. Τότε οι άλλοι συγκεντρώνονται σε δυο ομάδες των τριών και ανάμεσα τους να ο δρόμος της για να περάσει. Ακούει αμυδρά τη γλυκιά μελωδία των μεθοδιστών, που φτάνει ως εδώ πάνω από τη γαλήνια επιφάνεια της λίμνης. Βαρετός ύμνος, ναι, αλλά τόσο γλυκός απ' αυτή την απόσταση. Όταν βαδίζουμε με τον Κύριο, στο φως του λόγου Του, πόση δόξα στέλνει στο δρόμο μας... Είμαι πιο δυνατή από σένα, μωρό μου —αυτό είναι το μήνυμα που του εκπέμπει—, είμαι πιο σκληρή από σένα, μπορεί εσύ να είσαι ο ταύρος της παρέας, όμως εγώ είμαι βασίλισσα-μέλισσα κι αν δεν θέλεις να δεις το κεντρί μου, άνοιξε μου δρόμο να περάσω. «Σκύλα», λέει ο γέρος, αλλά η φωνή του είναι αδύναμη. Σκέφτεται ήδη ότι δεν είναι σήμερα η κατάλληλη μέρα, ότι αυτή η πόρνη έχει κάτι που δεν το είχε προσέξει μέχρι που την είδε από κοντά, κάποια αράπικη μαγεία που μόνο τώρα την αισθάνθηκε· είναι καλύτερα να περιμένει για μια άλλη μέρα, καλύτερα... Τότε σκοντάφτει σε μια ρίζα ή ένα βράχο (μπορεί να είναι ο ίδιος βράχος πίσω από τον οποίο θα αναπαυθεί τελικά η Σάρα) και σωριάζεται κάτω. Του πέφτει το πηλήκιο, αποκαλύπτοντας τη στρογγυλή φαλάκρα στη μέση του κεφαλιού του. Το παντελόνι του ξηλώνεται από πάνω μέχρι κάτω. Και η Σάρα κάνει ένα κρίσιμο λάθος. Ίσως να υποτιμά τη σημαντική προσωπική δύναμη του Τζάρεντ Ντεβόρ ή, ίσως, απλώς δεν μπορεί να κρατηθεί —ο ήχος από το παντελόνι του που ξηλώνεται είναι σαν δυνατή πορδή. Όπως και να 'χει το πράγμα, η Σάρα γελάει —εκείνο το βραχνό γέλιο που
είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα της. Και το γέλιο της γίνεται η καταδίκη της. Ο Ντεβόρ αντιδρά αστραπιαία, χωρίς να σκεφτεί. Την κλοτσάει από κει που έχει πέσει- τα μεγάλα πόδια του με τις χοντρές μπότες του ξυλοκόπου τινάζονται μπροστά σαν έμβολα. Τη χτυπά στους αστραγάλους. Η Σάρα ξεφωνίζει από το σοκ και τον πόνο καθώς ο αριστερός της αστράγαλος σπάει. Σωριάζεται κάτω και της φεύγει από το χέρι η ομπρέλα του ήλιου που κρατά. Παίρνει ανάσα να ουρλιάξει και ο Τζάρεντ λέει από κει που είναι ακόμη πεσμένος: «Μην την αφήσετε! Μην την αφήσετε να φωνάξει!» Ο Μπεν Μέριλ πέφτει πάνω της, ενενήντα κιλά βάρος. Η ανάσα που είχε πάρει για να ουρλιάξει βγαίνει από μέσα της σαν ξεφύσημα, σχεδόν σαν σιωπηλός στεναγμός. Ο Μπεν, που δεν έχει ούτε καν χορέψει ποτέ του με γυναίκα, διεγείρεται αμέσως καθώς την αισθάνεται να παλεύει από κάτω του. Τρίβεται πάνω της γελώντας, και όταν αυτή του αυλακώνει την πλάτη με τα νύχια της ούτε καν το νιώθει. Είναι όλος συγκεντρωμένος στο πέος του. Όταν η Σάρα προσπαθεί να τον σπρώξει από πάνω της και να ελευθερωθεί, ο Μπεν κυλάει μαζί της, την αφήνει να έρθει από πάνω και αιφνιδιάζεται όταν η Σάρα τον χτυπάει με το κούτελο της στο κεφάλι. Βλέπει άστρα, αλλά είναι δεκαοχτώ χρονών, πολύ δυνατός, και δεν χάνει ούτε τις αισθήσεις του ούτε τη στύση του. Ο Όρεν Πιμπλς αρπάζει το φόρεμα της από πίσω και της το σκίζει γελώντας. «Γουρουνογαμήσι», λέει με ένα λαχανιασμένο ψίθυρο και πέφτει από πάνω της. Τώρα τρίβεται αυτός από πάνω της, και ο Μπεν τρίβεται από κάτω, σαν τράγος, ενώ το αίμα τρέχει στους κροτάφους του από το τραύμα που του έχει ανοίξει στο μέτωπο· η Σάρα ξέρει ότι, αν δεν καταφέρει να ουρλιάξει, είναι χαμένη. Αν τα καταφέρει και την ακούσει ο Κάιτο, θα τρέξει να φέρει βοήθεια, θα τρέξει να φέρει τον Ρετζ... Αλλά πριν προλάβει να κάνει τίποτα, ο γέρος γονατίζει δίπλα της και της δείχνει ένα μαχαίρι με μακριά λεπίδα. «Έτσι και βγάλεις άχνα, θα σου κόψω τη μύτη», λέει και τότε η Σάρα παραδίδεται. Τη νίκησαν τελικά, εν μέρει επειδή γέλασε σε λάθος στιγμή, αλλά κυρίως από δική της κακοτυχία και μόνο. Τώρα δεν θα τους σταματήσει
τίποτα, και καλύτερα να μην πλησιάσει ο Κάιτο —μακάρι να μείνει εκεί που είναι· είχε βρει ένα καλό μέρος με μπόλικα βατόμουρα, που πρέπει να τον κρατήσει απασχολημένο για μια ώρα ή και παραπάνω. Του αρέσει να μαζεύει βατόμουρα, και σε μια ώρα θα 'χουν τελειώσει αυτοί εδώ. Ο Χάρι Όστερ της τραβάει το κεφάλι προς τα πίσω από τα μαλλιά, της σκίζει το φόρεμα από τον ώμο και αρχίζει να τη ρουφάει στο λαιμό. Ο γέρος είναι ο μόνος που δεν έχει πέσει πάνω της. Στέκεται πιο πίσω και κοιτάζει δεξιά κι αριστερά στο Δρόμο, τα μάτια του δυο σχισμές γεμάτες ανησυχία. Ο γέρος μοιάζει σαν ψωριάρης λύκος που κατάφερε να περάσει όλες τις παγίδες και να φάει όλα τα πουλερικά στο κοτέτσι. «Ε, Ιρλανδέ, σταμάτα λίγο», λέει στον Χάρι και μετά κοιτάζει και τους άλλους. «Πηγαίνετέ τη στους θάμνους, ηλίθιοι. Πηγαίνετέ τη μέσα, βαθιά». Δεν τον ακούν όμως. Δεν μπορούν να σταματήσουν. Την τραβάνε όπως όπως από τα χέρια, τη φέρνουν πίσω από τον γκρίζο βράχο και αυτό τους φτάνει. Η Σάρα δεν προσεύχεται εύκολα· τώρα όμως προσεύχεται να την αφήσουν να ζήσει, να μην έρθει ο Κάιτο, να συνεχίσει να γεμίζει τον κουβά του αργά αργά, τρώγοντας κάθε τρίτη χούφτα. Προσεύχεται, αν του έρθει η ιδέα να την προλάβει, να δει τι συμβαίνει και χωρίς να βγάλει άχνα να τρέξει όσο πιο γρήγορα μπορεί να βρει τον Ρετζ. «Βάλ' το στο στόμα σου, λέει λαχανιασμένος ο Τζορτζ Αρμπρούστερ. «Και κοίτα μη με δαγκώσεις, σκύλα». Την παίρνουν από πάνω κι από κάτω, από μπροστά και από πίσω, δύο και τρεις μαζί. Την παίρνουν εκεί όπου αν περάσει χάνεις δεν μπορεί παρά να τους δει, και ο γέρος στέκεται λίγο παραπέρα και πότε κοιτάζει τους λαχανιασμένους νεαρούς που είναι μαζεμένοι γύρω της, γονατισμένοι με τα παντελόνια τους κάτω και τα πόδια τους γρατσουνισμένα από τους θάμνους, πότε γυρίζει για να κοιτάξει στο Δρόμο με τα τρελά, ανήσυχα μάτια του. Είναι απίστευτο, αλλά ένας απ' αυτούς —είναι ο Φρεντ Ντιν— λέει, «Με συγχωρείτε, κυρία», αφού χύνει, λες και την κλότσησε κατά λάθος στο καλάμι καθώς σταύρωνε τα πόδια του.
Το μαρτύριο δεν τελειώνει. Σπέρμα τρέχει στο λαιμό της και στον κώλο της, και ο πιο μικρός της έχει δαγκώσει τόσο δυνατά το αριστερό βυζί που τρέχει αίμα. Το μαρτύριο δεν σταματάει. Είναι νέοι και μέχρι να τελειώσει ο τελευταίος, ο πρώτος, ω Θεέ μου, ο πρώτος είναι πάλι έτοιμος. Απέναντι οι μεθοδιστές ψέλνουν τώρα το «Ευλογημένη Προστασία, ο Ιησούς Είναι Μαζί μου», και καθώς την πλησιάζει ο γέρος σκέφτεται. Κοντεύει να τελειώσει, αυτός είναι ο τελευταίος, κρατήσου και θα τελειώσει. Ο γέρος κοιτάζει τον κοκαλιάρη κοκκινομάλλη και τον άλλο με το τικ, που μισοκλείνει τα μάτια του και γέρνει το κεφάλι του στο πλάι, και τους λέει να έχουν το νου τους στο Δρόμο. Τώρα που τη δάμασαν οι νεαροί, είναι η σειρά του. Λύνει τη ζώνη του, ξεκουμπώνει το παντελόνι του, κατεβάζει το μακρύ σώβρακο —μαύρο από τη βρόμα στα γόνατα και κίτρινο από τη βρόμα στον καβάλο— και καθώς γονατίζει με τα πόδια του δεξιά κι αριστερά της, η Σάρα βλέπει ότι το εργαλείο του γέρου είναι ψόφιο σαν φίδι με σπασμένο λαιμό και, πριν προλάβει να σταματήσει, ξεσπάει πάλι από μέσα της εκείνο το βραχνό γέλιο —ακόμη και τώρα, έτσι που κείτεται σκεπασμένη με το σπέρμα των βιαστών της, δεν μπορεί να μη δει την αστεία πλευρά. «Σκάσε!» γρυλίζει ο Ντεβόρ, και της δίνει μια γροθιά στο πρόσωπο, σπάζοντας της τη μύτη και το ζυγωματικό. «Σκάσε, ακούς;» «Μπας και θα σου σηκωθεί καλύτερα αν στηθεί κανένα από τα αγοράκια σου εδώ, με το ροδαλό του το κωλαράκι τουρλωμένο στον αέρα, μωρό μου;» τον ρωτάει και μετά η Σάρα γελάει για τελευταία φορά. Ο Ντεβόρ τραβάει πίσω το χέρι του για να τη χτυπήσει πάλι, με τα γυμνά λαγόνια του κολλημένα στα δικά της και το πέος του ένα πλαδαρό σκουλήκι ανάμεσα τους. Αλλά, πριν προλάβει να κατεβάσει το χέρι του, ακούγεται μια παιδική φωνή που λέει, «Μαμά! Τι σου κάνουν, μαμά; Αφήστε τη μαμά μου, μπάσταρδοι!» Η Σάρα ανακάθεται παρά το βάρος του Ντεβόρ· το γέλιο της σβήνει, τα αλαφιασμένα μάτια της ψάχνουν τον Κάιτο και τον βρίσκουν, ένα λεπτό αγοράκι οχτώ χρονών που στέκεται στο Δρόμο,
ντυμένο με φόρμα, ψάθινο καπέλο και ολοκαίνουρια πάνινα παπούτσια, και με ένα μεταλλικό κουβά στο ένα χέρι. Τα χείλια του είναι μπλε από τα βατόμουρα. Τα μάτια του είναι γουρλωμένα από τρόμο. «Τρέχα, Κάιτο!» ουρλιάζει. «Φύγε αγ...» Μια κόκκινη έκρηξη μέσα στο κεφάλι της. Πέφτει πίσω στους θάμνους, ενώ η φωνή του γέρου ακούγεται σαν να φτάνει από πολύ μακριά: «Πιάστε τον. Μη σας ξεφύγει». Και μετά η Σάρα χάνεται σε μια σκοτεινή πλαγιά, χάνεται στο διάδρομο ενός Στοιχειωμένου Σπιτιού που οδηγεί όλο και πιο βαθιά μέσα σε ένα μαύρο λαβύρινθο. Και ενώ πέφτει και χάνεται, τον ακούει, ακούει το μωρό της, το ακούει να ουρλιάζει. Τον άκουσα να ουρλιάζει καθώς γονάτιζα δίπλα στον γκρίζο βράχο, με την πάνινη τσάντα κοντά μου, και δεν είχα ιδέα πώς είχα φτάσει εδώ —δεν θυμόμουν να περπάτησα πάντως. Έκλαιγα από το σοκ, τη φρίκη και τον οίκτο. Ήταν τρελή η Σάρα; Ε, λοιπόν, φυσικό ήταν. Φυσικό. Η βροχή συνεχιζόταν σταθερά, αλλά δεν ήταν πια καταρρακτώδης. Κοίταξα τα άσπρα χέρια μου πάνω στον γκρίζο βράχο για μερικές στιγμές και μετά κοίταξα γύρω μου. Ο Ντεβόρ και οι άλλοι είχαν χαθεί. Τα ρουθούνια μου γέμισαν από μια αφόρητη δυσωδία σαπίλας. Έψαξα μέσα στην τσάντα, βρήκα τη Στενομάσκα, που μου είχαν χαρίσει για πλάκα ο Ρόμι και ο Τζορτζ, και την πέρασα πάνω από το στόμα και τη μύτη μου νιώθοντας τα δάχτυλα μου μουδιασμένα, έχοντας την αίσθηση ότι βρίσκονται μακριά μου. Πήρα μια σύντομη, δοκιμαστική ανάσα. Ήταν καλύτερα έτσι. Όχι πολύ, αλλά αρκετά για να μην το βάλω στα πόδια, πράγμα που σίγουρα ήθελε η Σάρα. «Όχι!» φώναξε από κάπου πίσω μου καθώς άρπαξα το φτυάρι και το έχωσα στο χώμα. Με την πρώτη φτυαριά άνοιξε μια μεγάλη τρύπα στο έδαφος, και κάθε επόμενη την πλάταινε και τη βάθαινε. Το χώμα ήταν μαλακό, γεμάτο λεπτές ρίζες που κόβονταν εύκολα από το φτυάρι. «Όχι! Μην τολμήσεις!» Δεν γύρισα να κοιτάξω πίσω μου· δεν θα της έδινα την ευκαιρία να με σταματήσει. Ήταν πιο ισχυρή εδώ κάτω, ίσως επειδή είχαν γίνει
όλα εδώ. Ήταν δυνατόν αυτό; Δεν ήξερα και δεν μ' ένοιαζε. Το μόνο που μ' ένοιαζε ήταν να τελειώνω. Όπου έβρισκα πιο χοντρές ρίζες, τις έκοβα με το κλαδευτήρι. «Άσε με ήσυχη!» Αυτή τη φορά κοίταξα πίσω, τόλμησα να ρίξω ένα γρήγορο βλέμμα, γιατί η φωνή της συνοδευόταν από κάτι αφύσικους κροταλιστούς ήχους -ή, μάλλον, η φωνή της έμοιαζε να σχηματίζεται από αυτούς τους ήχους. Η Πράσινη Γυναίκα είχε χαθεί. Η σημύδα κατά κάποιον τρόπο είχε γίνει η Σάρα Τίντγουελ. Μέσα από το πλέγμα των κλαδιών και τα λαμπερά φύλλα ξεχώριζε το πρόσωπο της Σάρας. Αυτό το πρόσωπο, μουσκεμένο από τη βροχή, ταλαντευόταν, διαλυόταν, σχηματιζόταν ξανά, έλιωνε και εμφανιζόταν πάλι. Για μια στιγμή, αποκαλύφθηκε μπροστά μου όλο το μυστήριο που είχα αισθανθεί σε σχέση με αυτό το δέντρο. Τα μάτια ήταν εντελώς ανθρώπινα και με κοίταζαν με μίσος και ικεσία. «Δεν τελείωσα!» φώναξε μ' εκείνη την κροταλιστή, σπαστή φωνή. «Ήταν ο χειρότερος, δεν καταλαβαίνεις; Ήταν ο χειρότερος και η μικρή έχει το αίμα του, και δεν θα ησυχάσω αν δεν της το βγάλω!» Ακούστηκε ένας φρικιαστικός ήχος, σαν να ξεσκιζόταν κάτι. Η Σάρα είχε μπει μέσα στο δέντρο, το είχε κάνει σώμα της, και προσπαθούσε να ελευθερώσει τις ρίζες από το χώμα. θα ερχόταν και θα με άρπαζε με το δέντρο, θα με σκότωνε αν μπορούσε, θα με στραγγάλιζε με τα κλαδιά, θα με γέμιζε φύλλα μέχρι που να μοιάζω με χριστουγεννιάτικη διακόσμηση. «Όσο τέρας κι αν ήταν αυτός, η Κάιρα δεν είχε καμία σχέση με το τι έκανε», είπα. «Και δεν θα τη σκοτώσεις». «Θα τη σκοτώσω!» ούρλιαξε η Πράσινη Γυναίκα. Οι κρότοι του ξύλου ακούγονταν πιο κοντά τώρα. Και μαζί τους ακουγόταν κάτι σαν σφύριγμα και κροτάλισμα μαζί. Δεν κοίταξα πάλι πίσω. Δεν τολμούσα να κοιτάξω. Άρχισα να σκάβω πιο γρήγορα. «Ναι, θα τη σκοτώσω!» φώναξε, και τώρα ακουγόταν από πιο κοντά. Ερχόταν να με αρπάξει, αλλά αρνήθηκα να γυρίσω. Όταν έχω να κάνω με δέντρα και θάμνους που περπατάνε, προτιμώ τον Μάκβεθ. «Θα τη σκοτώσω! Σκότωσε το παιδί μου και θα σκοτώσω το δικό του!»
«Φύγε», είπε μια άλλη φωνή. Κόντεψε να μου πέσει το φτυάρι από τα χέρια. Γύρισα και είδα την Τζο να στέκεται δεξιά μου. Κοίταζε τη Σάρα, που είχε υλοποιηθεί με μια μορφή που έμοιαζε με παραίσθηση τρελού —ένα τερατώδες πρασινόμαυρο πράγμα που γλιστρούσε σε κάθε του βήμα καθώς προσπαθούσε να περπατήσει στο Δρόμο. Είχε βγει από τη σημύδα, αλλά με κάποιον τρόπο είχε πάρει τη ζωτικότητα της —το ίδιο το δέντρο ήταν πίσω της, μαύρο και ζαρωμένο. Το πλάσμα που είχε γεννηθεί απ' αυτή τη διασταύρωση έμοιαζε με τη Νύφη του Φρανκενστάιν φτιαγμένη από τον Πικάσο. Μέσα του ξεχώριζε το πρόσωπο της Σάρας, να σχηματίζεται και να χάνεται ξανά και ξανά. Η Μορφή, σκέφτηκα ψυχρά. Ήταν πάντα πραγματική... και αν ήμουν εγώ από την αρχή σημαίνει ότι ήταν επίσης κι αυτή. Η Τζο ήταν ντυμένη με άσπρο πουκάμισο και το κίτρινο παντελόνι που φορούσε τη μέρα που πέθανε. Δεν μπορούσα να δω τη λίμνη πίσω της, όπως την έβλεπα μέσα από τον Ντεβόρ και τους φίλους του. Είχε υλοποιηθεί ολοκληρωτικά. Αισθάνθηκα μια περίεργη αίσθηση αποστράγγισης στο πίσω μέρος του κρανίου μου και κατάλαβα πώς. «Φύγε από δω, σκύλα!» γρύλισε το πρασινόμαυρο πράγμα. Σήκωσε τα χέρια του προς την Τζο, όπως τα είχε σηκώσει σ' εμένα στους χειρότερους εφιάλτες μου. «Με τίποτα». Η φωνή της Τζο παρέμεινε ήρεμη. Γύρισε προς το μέρος μου. «Κάνε γρήγορα, Μάικ. Πρέπει να τελειώνεις. Δεν είναι πραγματικά η Σάρα πια. Άφησε να μπει μέσα ένας Εξώφερτος και αυτοί είναι πολύ επικίνδυνοι». «Τζο, σ' αγαπώ». «Σ' αγαπώ κι...» Η Σάρα στρίγκλισε και μετά άρχισε να στροβιλίζεται. Φύλλα και κλαδιά ενώθηκαν κι έχασαν τη μορφή τους. Ήταν σαν να παρακολουθείς κάτι να υγροποιείται μέσα σε μπλέντερ. Η οντότητα, που αρχικά απλώς έμοιαζε λίγο με γυναίκα, τώρα πέταξε εντελώς τη μεταμφίεση από πάνω της. Μέσα από το στρόβιλο αναδύθηκε κάτι σαν στοιχειό, με αλλόκοτη ζωώδη μορφή. Όρμησε στη γυναίκα μου. Όταν τη χτύπησε, η Τζο έχασε το χρώμα και τη στερεότητα της.
Ήταν σαν να την είχε χτυπήσει ένα πελώριο χέρι. Έγινε ένα ημιδιαφανές φάντασμα που πάλευε με το τέρας· αυτό στρίγκλιζε μανιασμένα και τη χτυπούσε με λύσσα. «Γρήγορα, Μάικ!» ούρλιαξε η Τζο. «Κάνε γρήγορα!» Έσκυψα κι άρχισα να σκάβω πάλι. Το φτυάρι χτύπησε κάτι που δεν ήταν χώμα, ούτε πέτρα ούτε ξύλο. Παραμέρισα τα χώματα και είδα ένα βρόμικο, μουχλιασμένο κομμάτι καραβόπανο. Άρχισα να σκάβω σαν τρελός, θέλοντας να αποκαλύψω όσο το δυνατόν περισσότερο το θαμμένο αντικείμενο. Πίσω μου, η Μορφή μούγκρισε με μανία και η γυναίκα μου ούρλιαξε από πόνο. Η Σάρα είχε παραχωρήσει ένα μέρος του παλιού εαυτού της για να πάρει την εκδίκηση που ήθελε, είχε αφήσει να μπει κάτι που η Τζο το ονόμασε Εξώφερτος. Δεν είχα ιδέα τι μπορεί να ήταν αυτό, ούτε και ήθελα να μάθω. Το μόνο που ήξερα ήταν ότι η Σάρα ήταν ο αγωγός και αν κατάφερνα να την κανονίσω έγκαιρα... Έβαλα τα χέρια μου μέσα στο λάκκο και παραμέρισα το βρεγμένο χώμα από το καραβόπανο. Πάνω του ξεχώρισα μια αμυδρή επιγραφή: ΠΡΙΟΝΙΣΤΗΡΙΟ Τ. Μ. ΜΑΚΕΡΝΤΙ. Το πριονιστήριο του Μακέρντι είχε καεί στις πυρκαγιές του '33. Είχα δει κάπου μια φωτογραφία στην οποία εικονιζόταν να είναι τυλιγμένο στις φλόγες. Καθώς έπιασα το καραβόπανο, τα δάχτυλα μου το τρύπησαν και από μέσα αναδύθηκε ένα νέο σύννεφο από αέρια που βρομούσαν αφόρητα. Ταυτόχρονα άκουσα γρυλίσματα. Άκουσα τον Ντεβόρ. Είναι ξαπλωμένος πάνω της και γρυλίζει σαν γουρούνι. Η Σάρα είναι μισοαναίσθητη και μουρμουρίζει κάτι ακατανόητο μέσα από τα ματωμένα χείλια της. Ο Ντεβόρ κοιτάζει πάνω από τον ώμο τον τον Ντρέιπερ Φίνεϊ και τον Φρεντ Ντιν, που έπιασαν το παιδί και το έφεραν πίσω, αλλά αυτό δεν σταματάει να φωνάζει, θα ξεσηκώσει όλο τον κόσμο στο πόδι. Αφού ακούν εδώ τους μεθοδιστές να ψέλνουν το «Πόσο μου Αρέσει να Λέω την Ιστορία», σημαίνει ότι κι αυτοί θα ακούνε τον αράπη που σκούζει. Ο Ντεβόρ λέει, «Ρίχτε τον στο νερό, κάντε τον να το βουλώσει». Μόλις το λέει αυτό, λες και τα λόγια ήταν μαγικά, το πέος του αρχίζει να σκληραίνει. «Τι θες να πεις;» ρωτάει ο Μπεν Μέριλ.
«Ξέρεις πολύ καλά τι θέλω να πω», λέει ο Τζάρεντ. Μιλάει λαχανιασμένα, τινάζοντας τους γοφούς του μπρος πίσω. Ο στενός πισινός του γυαλίζει στο μεσημεριανό φως. «Ο μικρός μας είδε! Θέλεις να του κόψεις το λαιμό, να γεμίσεις αίματα; Εγώ δεν έχω πρόβλημα. Ορίστε, πάρε το μαχαίρι μου!» «Ό-όχι, Τζάρεντ!» φωνάζει ο Μπεν με φρίκη και μοιάζει να ζαρώνει μόλις βλέπει το μαχαίρι. Επιτέλους, ο Τζάρεντ είναι έτοιμος. Απλώς χρειάζεται λίγο παραπάνω χρόνο, αυτό είναι όλο, δεν είναι παιδί πια, σαν τους άλλους. Τώρα όμως... Τώρα είναι έτοιμος! Δεν τον νοιάζει πια η ειρωνεία της, δεν τον νοιάζουν το θράσος και το γέλιο της, δεν τον νοιάζει όλη η πόλη. Ας έρθουν να παρακολουθήσουν αν θέλουν. Της τον βάζει μέσα, της 'κάνει αυτό που ήθελε η ξετσίπωτη από την αρχή, αυτό που θέλουν όλες οι πουτάνες. Της τον χώνει βαθιά. Συνεχίζει να δίνει διαταγές καθώς τη βιάζει. Ο κώλος του ανεβοκατεβαίνει σαν ουρά γάτας. «Κανονίστε τον μπάσταρδο! Ή μήπως θέλετε να σαπίσετε σαράντα χρόνια στη φυλακή για έναν αράπη;» Ο Μπεν πιάνει τον Κάιτο Τίντγονελ από το ένα χέρι, ο Όρεν Πιμπλς από το άλλο, όμως μέχρι να τον σύρουν ως το ανάχωμα στην όχθη της λίμνης έχουν χάσει το κουράγιο τους. Άλλο πράγμα να βιάσεις μια ξετσίπωτη νέγρα που είχε το θράσος να γελάσει με τον Τζάρεντ όταν έπεσε και του ξηλώθηκε το παντελόνι κι άλλο να πνίξεις ένα τρομαγμένο παιδί σαν γατί... Εντελώς άλλο πράγμα. Χαλαρώνουν το σφίξιμο στα χέρια του μικρού και κοιτάζονται. Τα μάτια τους είναι γεμάτα φόβο. Ο Κάιτο τους ξεφεύγει. «Τρέχα, αγάπη μου!» φωνάζει η Σάρα. «Τρέχα και φέρε... » Ο Τζάρεντ βάζει το χέρι του στο λαιμό της κι αρχίζει να την πνίγει. Το παιδί σκοντάφτει στον κουβά με τα βατόμουρα και πέφτει κάτω. Ο Χάρι και ο Ντρέιπερ τον ξαναπιάνουν εύκολα. «Τι θα κάνεις;» ρωτάει ο Ντρέιπερ. Η φωνή του είναι ένα απελπισμένο κλαψούρισμα. Και ο Χάρι απαντάει «Ό,τι πρέπει να κάνω». Αυτό του απάντησε, και τώρα θα έκανα κι εγώ ό,τι έπρεπε —παρά τη δυσωδία, παρά τη Σάρα, παρά τα ουρλιαχτά της νεκρής γυναίκας μου. Τράβηξα το καραβόπανο και το έβγαλα από το λάκκο. Τα σκοινιά που το
κρατούσαν δεμένο στις δυο άκρες δεν κόπηκαν, αλλά το ίδιο το πανί σκίστηκε στη μέση με ένα φρικτό ήχο σαν ρέψιμο. «Γρήγορα!» φώναξε η Τζο. «Δεν μπορώ να το κρατήσω άλλο. '» Το τέρας μούγκριζε, βρυχιόταν, γάβγιζε σαν σκυλί. Ακούστηκε ένας δυνατός κρότος σαν από ξύλο, σαν να βροντάς μια πόρτα τόσο δυνατά ώστε να τη σπάσεις, και η Τζο έσκουξε. Άρπαξα το σάκο από το θερμοκήπιο και τον άνοιξα καθώς ο Χάρι —οι άλλοι τον λένε Ιρλανδό επειδή έχει κατακόκκινα μαλλιά— αρπάξει το παιδί που συνεχίζει να παλεύει, το σφίγγει αδέξια πάνω του και πηδά μαζί του μέσα στη λίμνη. Ο μικρός αρχίζει να παλεύει ακόμη πιο δυνατά. Το ψάθινο καπέλο του πέφτει από το κεφάλι και απομακρύνεται επιπλέοντας στο νερό. «Πιάσ' το!» φωνάζει ο Χάρι. Ο Φρεντ Ντιν γονατίζει και βγάζει το καπέλο από το νερό. Τα μάτια του Φρεντ είναι θολά, έχει την όψη πυγμάχου που με μερικά χτυπήματα ακόμη θα σωριαστεί στο καναβάτσο. Πίσω τους, η Σάρα Τίντγονελ έχει αρχίσει να βγάζει ένα ρόγχο βαθιά από το στήθος και το λαιμό της. Αυτοί οι ήχοι, όπως και η εικόνα του χεριού του Κάιτο, θα κυνηγούν του Ντρέιπερ Φίνεϊ μέχρι τη στιγμή που θα κάνει την τελευταία του βουτιά στο Ιντζ Κουάρι. Ο Τζάρεντ χώνει ακόμη πιο βαθιά τα δάχτυλά του στο λαιμό της Σάρας, γαμώντας και στραγγαλίζοντας ταυτόχρονα, και είναι λουσμένος στον ιδρώτα. Όσο κι αν πλύνει τα ρούχα του δεν θα μπορέσει να τους βγάλει τη μυρωδιά αυτού του ιδρώτα και, όταν θα αρχίσει να σκέφτεται ότι είναι «ιδρώτας φόνου», θα κάψει τα ρούχα του για να απαλλαγεί απ' αυτόν. Ο Χάρι Όστερ θέλει να απαλλαγεί απ' όλα. Να μην τους ξαναδεί ποτέ όλους αυτούς, και κυρίως του Τζάρεντ Ντεβόρ, που τώρα σκέφτεται ότι πρέπει να είναι ο ίδιος ο Σατανάς. Ο Χάρι δεν μπορεί να γυρίσει στο σπίτι του και να αντικρίσει τον πατέρα τον αν δεν τελειώσει και θαφτεί αυτός ο εφιάλτης. Και τη μητέρα του! Πώς θα μπορέσει να αντικρίσει ποτέ την αγαπημένη του μητέρα, την Μπρίτζετ Όστερ με το στρογγυλωπό, γλυκό ιρλανδέζικο πρόσωπο της, με τα γκρίζα μαλλιά και τον παρήγορο μπούστο, την Μπρίτζετ που είχε πάντα έναν καλό λόγο γι' αυτόν, που είναι πιστή και αφοσιωμένη χριστιανή, την Μπρίτζετ Όστερ που αυτή τη στιγμή
σερβίρει πίτες στο πικνίκ που κάνουν για την καινούρια εκκλησία; Πώς θα μπορέσει να την αντικρίσει —και πώς θα τον αντικρίσει κι αυτή—, αν δικαστεί για το βιασμό και τον ξυλοδαρμό μιας γυναίκας, έστω και μιας μαύρης; Γι' αυτό σφίγγει το παιδί· ο Κάιτο τον γρατσουνάει —θα έχει μια μικρή αμυχή στο πλάι του λαιμού, και το ίδιο βράδυ ο Χάρι θα πει στη μαμά τον ότι γρατσουνίστηκε από ένα θάμνο και η μητέρα του θα τον το φιλήσει για να περάσει γρήγορα. Βουτάει το αγόρι μέσα στη λίμνη. Ο Κάιτο τον κοιτάζει μέσα από το νερό, με το πρόσωπο τον να κυματίζει, και ο Χάρι βλέπει ένα μικρό ψάρι να περνάει από δίπλα τον. Μια πέρκα, μάλλον. Για μια στιγμή αναρωτιέται τι να βλέπει το παιδί, έτσι όπως κοιτάζει μέσα από το νερό το πρόσωπο τον ανθρώπου που τον κρατάει κάτω, τον ανθρώπου που τον πνίγει, αλλά μετά διώχνει αυτή τη σκέψη. Δεν είναι παρά ένας αράπης, υπενθυμίζει απελπισμένα στον εαυτό του. Αυτό είναι όλο, ένας αράπης. Δεν είναι συγγενής σου. Το χέρι του Κάιτο βγαίνει από το νερό —ένα καφέ χέρι που στάζει. Ο Χάρι τραβιέται πίσω για να μην τον γρατσουνίσει πάλι, αλλά το χέρι δεν προσπαθεί να τον φτάσει, απλώς μένει έτσι ίσιο, προς τα πάνω. Τα δάχτυλα μαζεύονται σε γροθιά. Ανοίγουν. Μαζεύονται. Ανοίγουν. Μαζεύονται. Το παιδί παύει σιγά σιγά να σφαδάζει, τα πόδια σταματούν να κλοτσούν, τα μάτια που κοιτάζουν τον Χάρι παίρνουν μια παράξενη, ονειρική έκφραση, αλλά εκείνο το καφέ χέρι συνεχίζει να είναι σηκωμένο ψηλά, συνεχίζει να ανοίγει και να κλείνει, να ανοίγει και να κλείνει. Ο Ντρέιπερ στέκεται στην όχθη και κλαίει, σίγουρος ότι τώρα θα έρθει κάποιος, θα εμφανιστεί κάποιος και θα δει αυτό το φρικτό πράγμα που έκαναν —αυτό το φρικτό πράγμα που κάνουν ακόμη. Να είστε βέβαιοι ότι οι αμαρτίες σας θα σας βρουν, λέει η Αγία Γραφή. Να είστε βέβαιοι. Ανοίγει το στόμα τον για να πει στον Χάρι να σταματήσει, ίσως δεν είναι αργά ακόμη, να αφήσει το παιδί να σηκωθεί, να το αφήσει να ζήσει, αλλά δεν βγαίνει κανένας ήχος από το στόμα του. Πίσω του, η Σάρα ξεψυχάει. Μπροστά του, το χέρι του γιού της που πνίγεται ανοίγει και κλείνει, ανοίγει και κλείνει, το είδωλο του χεριού κυματίζει πάνω στο νερό, και ο Ντρέιπερ σκέφτεται Δεν θα σταματήσει να το κάνει
αυτό; Δεν θα σταματήσει ποτέ να το κάνει αυτό; Και σαν να ήταν μια προσευχή στην οποία κάτι αποφασίζει τώρα να απαντήσει, ο τεντωμένος αγκώνας τον παιδιού αρχίζει να λυγίζει και το χέρι του χαμηλώνει. Τα δάχτυλα πάνε να κλείσουν πάλι σε γροθιά και μετά σταματάνε. Για μια στιγμή το χέρι ταλαντεύεται και μετά χτύπησα το μέτωπο μου με το χέρι μου για να διώξω αυτές τις εικόνες. Πίσω μου ακούγονταν δυνατοί κρότοι στους υγρούς θάμνους, καθώς η Τζο και αυτό το πλάσμα που συγκρατούσε συνέχιζαν να παλεύουν. Έχωσα τα χέρια μου μέσα στο σκισμένο καραβόπανο σαν γιατρός που ανοίγει ένα τραύμα. Τράβηξα με δύναμη και το πανί σκίστηκε από πάνω μέχρι κάτω. Μέσα ήταν ό,τι είχε απομείνει από τη Σάρα και τον Κάιτο —δυο κιτρινισμένα κρανία, ακουμπισμένα μέτωπο με μέτωπο σαν να συζητούσαν, μια ξεθωριασμένη κόκκινη δερμάτινη γυναικεία ζώνη, μουχλιασμένα ρούχα... ένας σωρός κόκαλα. Δυο θώρακες, ένας μεγάλος κι ένας μικρός. Δυο ζεύγη ποδιών, το ένα μακρύ, το άλλο κοντό. Τα απομεινάρια της Σάρας και του Κάιτο Τίντγουελ, θαμμένα εδώ δίπλα στη λίμνη εδώ και εκατό σχεδόν χρόνια. Το μεγαλύτερο από τα δύο κρανία γύρισε. Με κοίταξε άγρια με τις άδειες κόγχες του. Τα δόντια του κροτάλισαν σαν να ήθελε να με δαγκώσει και τα κόκαλα από κάτω τους άρχισαν να κινούνται. Μερικά διαλύθηκαν αμέσως. Ήταν όλα μαλακά και φθαρμένα. Η κόκκινη ζώνη άρχισε να σαλεύει και η σκουριασμένη αγκράφα ανασηκώθηκε σαν κεφάλι φιδιού. «Μάικ!» ούρλιαξε η Τζο. «Γρήγορα, γρήγορα!» Τράβηξα τη σακούλα από την πάνινη τσάντα του θερμοκηπίου και έπιασα το πλαστικό μπουκάλι που ήταν μέσα. Τα πάντα τέφρα, έλεγαν τα γράμματα στο ψυγείο. Άλλο ένα μήνυμα που η Τζο είχε περάσει πίσω από την πλάτη του ανυποψίαστου φρουρού. Η Σάρα Τίντγουελ ήταν τρομερό πλάσμα, αλλά είχε υποτιμήσει την Τζο... και είχε υποτιμήσει, επίσης, την τηλεπάθεια που αναπτύσσεται στις μακρόχρονες σχέσεις. Είχα πάει στο φυτώριο, είχα αγοράσει ένα μπουκάλι καυστική ποτάσα και τώρα το άνοιξα και το άδειασα, έτσι όπως κάπνιζε, πάνω στα κόκαλα της Σάρας και του γιου της.
Ακούστηκε ένας σφυριχτός ήχος σαν αυτόν που ακούς όταν ανοίγεις ένα μπουκάλι μπίρα. Η αγκράφα της ζώνης έλιωσε. Τα κόκαλα άσπρισαν και ζάρωσαν σαν να ήταν φτιαγμένα από ζάχαρη. Στο μυαλό μου ήρθε μια εφιαλτική εικόνα: μεξικανόπουλα να τρώνε σκελετούς από ζάχαρη περασμένους σε μακριά ξυλάκια την Ημέρα των Νεκρών. Οι κόγχες στο κρανίο της Σάρας πλάτυναν, καθώς το καυστικό υγρό γέμισε τη σκοτεινή κοιλότητα όπου έδρευαν κάποτε ο νους, το εκπληκτικό της ταλέντο και η γελαστή ψυχή της. Το κρανίο είχε μια έκφραση που αρχικά έμοιαζε να φανερώνει έκπληξη και μετά θλίψη. Το σαγόνι ξεκόλλησε κι έπεσε. Τα υπολείμματα των δοντιών έλιωσαν τσιτσιρίζοντας. Το πάνω μέρος του κρανίου βούλιαξε. Οστά δαχτύλων ανοιγμένα κινήθηκαν σπασμωδικά και μετά έλιωσαν. «βωωωωωω...» Ήταν ένας ψίθυρος ανάμεσα στα μουσκεμένα δέντρα, σαν άνεμος, μόνο που άνεμος δεν υπήρχε καθώς ο υγρός αέρας έμοιαζε να κρατάει την ανάσα του πριν από την επόμενη επίθεση. Ήταν ένας ήχος ανείπωτης θλίψης, λαχτάρας και παράδοσης. Δεν υπήρχε πια μίσος μέσα της. Το μίσος είχε χαθεί, είχε καεί από το διαβρωτικό που είχα αγοράσει στο μαγαζί της Ελεν Όστερ. Ο τελευταίος στεναγμός της Σάρας έδωσε τη θέση του στη λυπημένη, σχεδόν ανθρώπινη κραυγή ενός πουλιού, κι αυτή με ξύπνησε από το χώρο όπου βρισκόμουν, με έβγαλε οριστικά και ολοκληρωτικά από τη ζώνη. Σηκώθηκα τρέμοντας, στράφηκα και κοίταξα στο Δρόμο. Η Τζο ήταν ακόμη εκεί, μια αμυδρή μορφή μέσα από την οποία έβλεπα τώρα τη λίμνη και τα σκοτεινά σύννεφα πάνω από τα βουνά. Κάτι κινήθηκε πίσω της -ίσως ήταν εκείνο το πουλί, που τόλμησε να ξεμυτίσει από το καταφύγιο του για να ρίξει μια ματιά στο αναδιαμορφωμένο περιβάλλον-, αλλά σχεδόν δεν το αντιλήφθηκα. Ήθελα να δω μόνο την Τζο, την Τζο που ένας Θεός ήξερε από πόσο μακριά είχε έρθει και τι είχε υποφέρει για να με βοηθήσει. Φαινόταν εξαντλημένη, τσακισμένη, μειωμένη κατά κάποιο θεμελιώδη τρόπο. Αλλά το άλλο πλάσμα —ο Εξώφερτος- είχε φύγει. Η Τζο στεκόταν μέσα σε μια ζώνη από φύλλα σημύδας που έμοιαζαν σαν καμένα. Γύρισε προς το μέρος μου και χαμογέλασε.
«Τζο! Τα καταφέραμε!» Τα χείλη της κινήθηκαν. Άκουσα τους ήχους, αλλά οι λέξεις έμοιαζαν να έρχονται από τόσο μακριά, που ήταν αδύνατο να τις διακρίνω. Στεκόταν πολύ κοντά μου, αλλά ήταν σαν να βρισκόταν στην άλλη πλευρά ενός τεράστιου φαραγγιού. Παρ' όλα αυτά, την κατάλαβα. Διάβασα τα λόγια της από τα χείλη της, αν προτιμάτε τη λογική εξήγηση, ή τα διάβασα από το νου της, αν προτιμάτε τη ρομαντική. Προσωπικά, προτιμώ τη δεύτερη. Ο γάμος είναι κι αυτός μια ζώνη, ξέρετε. Ο γάμος είναι μια ζώνη. -Πάει κι αυτό, λοιπόν, ε; Κοίταξα κάτω, στο ανοιχτό καναβάτσο, και είδα μόνο μισοδιαλυμένα πράγματα να ξεπροβάλλουν από έναν αηδιαστικό πολτό. Μου ήρθε μια μυρωδιά που μου προκάλεσε βήχα, παρ' ότι φορούσα τη Στενομάσκα, και με έκανε να οπισθοχωρήσω. Δεν ήταν η σαπίλα αλλά η καυστική ποτάσα. Όταν κοίταξα πάλι την Τζο, κόντευε να εξαφανιστεί. «Τζο! Περίμενε!» -Δεν μπορώ να βοηθήσω. Δεν μπορώ να μείνω. Λόγια που έμοιαζαν να έρχονται από άλλο αστρικό σύστημα. Τώρα δεν ήταν παρά δυο μάτια που έμοιαζαν να αιωρούνται στο λιγοστό φως του απογεύματος, μάτια που έμοιαζαν φτιαγμένα από τη λίμνη που απλωνόταν πίσω τους. —Βιάσου... Και χάθηκε. Έτρεξα γλιστρώντας και σκοντάφτοντας στο σημείο όπου στεκόταν, αλλά τα χέρια μου έπιασαν μόνο αέρα. Πρέπει να φαινόμουν εντελώς ανόητος, μουσκεμένος μέχρι το κόκαλο, με μια Στενομάσκα στραβοβαλμένη μπροστά από το στόμα μου, να προσπαθώ να αγκαλιάσω τον υγρό γκρίζο αέρα. Μου ήρθε μια αμυδρή μυρωδιά από άρωμα Ρεντ... και μετά μόνο η οσμή της υγρής γης και της λίμνης, και η διαπεραστική μυρωδιά της ποτάσας. Τουλάχιστον είχε χαθεί η μυρωδιά της σαπίλας. Αν και αυτή ουσιαστικά δεν ήταν πραγματική, όπως άλλωστε δεν ήταν πραγματικό και..- Και ποιο; Ποιο; Ή ήταν όλα πραγματικά ή τίποτα δεν ήταν πραγματικό. Αν τίποτα από όλα αυτά δεν ήταν πραγματικό, τότε ήμουν τρελός και έτοιμος για το άσυλο. Κοίταξα πάνω από τον γκρίζο βράχο και είδα το σάκο με τα κόκαλα
που είχα βγάλει από την υγρή γη σαν σαπισμένο δόντι. Ίνες καπνού υψώνονταν ακόμη από μέσα. Αυτό τουλάχιστον ήταν πραγματικό. Το ίδιο και η Πράσινη Γυναίκα, που τώρα είχε γίνει Μαύρη, στο χρώμα της καπνιάς. Γυναίκα -νεκρή όσο και το ξερόκλαδο πίσω της, εκείνο που έμοιαζε να δείχνει σαν χέρι. Δεν μπορώ να βοηθήσω... δεv μπορώ να μείνω... βιάσου. Δεν μπορεί να με βοηθήσει σε τι; Τι άλλη βοήθεια χρειαζόμουν; Αφού είχαν τελειώσει όλα, έτσι δεν είναι; Η Σάρα είχε φύγει: το πνεύμα ακολουθεί τα οστά, κυρίες και κύριοι, καληνύχτα σας. Πάντα τέφρα, πάντα κόνις, πάντα σκιά. Και όμως, κάτι σαν τρόμος έμοιαζε να αναδύεται από τον αέρα σαν ιδρώτας, κάτι που μου θύμιζε τη μυρωδιά της σαπίλας που έβγαινε από το έδαφος. Το όνομα της Κάιρα άρχισε να χτυπάει ρυθμικά στο κεφάλι μου, Κάι-Κάι, Κάι- Κάι, Κάι-Κάι, σαν το κάλεσμα ενός εξωτικού τροπικού πουλιού. Άρχισα να ανεβαίνω τα ξύλινα σκαλιά προς το σπίτι και, παρ' όλο που ήμουν εξουθενωμένος, στα μισά της σκάλας άρχισα να τρέχω. Ανέβηκα τη σκάλα της βεράντας και μπήκα από κει. Τίποτα δεν φαινόταν να έχει αλλάξει στο σπίτι —αν εξαιρέσουμε το σπασμένο δέντρο που ξεπρόβαλλε από το παράθυρο της κουζίνας, το Σάρα Λαφς είχε αντέξει πολύ καλά τη θύελλα-, αλλά κάτι δεν πήγαινε καλά. Υπήρχε κάτι που μπορούσα σχεδόν να το μυρίσω... και ίσως να ήταν όντως μια μυρωδιά, πικρή και ανεπαίσθητη. Μπορεί η τρέλα να έχει τη δική της δυσωδία. Είναι κάτι που θα προτιμούσα να μη μάθω ποτέ μου. Στο μπροστινό χολ σταμάτησα και κοίταξα κάτω μια στοίβα βιβλία τσέπης που ήταν πεσμένα στο πάτωμα, του Ελμορ Λέοναρντ και του Εντ Μακ Μπέιν τα περισσότερα. Σαν να τα είχε πετάξει από το ράφι ένα περαστικό χέρι. Ένα χέρι που πάλευε να αρπαχτεί από κάπου, ίσως. Είδα και τα ίχνη μου κάτω, αυτά που άφησα καθώς έμπαινα και καθώς έβγαινα. Είχαν αρχίσει να στεγνώνουν κιόλας. Κανονικά θα 'πρεπε να είναι τα μοναδικά. Την Κάι την κρατούσα στα χέρια μου όταν είχα μπει. θα 'πρεπε να είναι τα μοναδικά, αλλά δεν ήταν. Τα άλλα ήταν πιο μικρά, αν και όχι τόσο μικρά ώστε να τα πάρω για πατημασιές παιδιού.
Έτρεξα στο διάδρομο προς τη βορινή κρεβατοκάμαρα φωνάζοντας το όνομα της, αλλά ήταν εξίσου μάταιο όσο κι αν φώναζα Μέτι ή Τζο ή Σάρα. Το όνομα της Κάιρα, έτσι όπως έβγαινε από το στόμα μου, ακουγόταν σαν όνομα νεκρού. Το πάπλωμα ήταν πεταμένο στο πάτωμα. Αν εξαιρέσουμε το μαύρο σκυλί, που ήταν ακριβώς στο σημείο όπου το είχα δει στο όνειρο μου, το κρεβάτι ήταν άδειο. Η Κάι είχε χαθεί.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 29 Αναζήτησα την Κάι με εκείνο το μέρος του νου μου που τις τελευταίες βδομάδες ήξερε τι φοράει η μικρή, σε ποιο δωμάτιο του τροχόσπιτου βρίσκεται και τι κάνει εκεί. Δεν ένιωσα τίποτα όμως — αυτή η σύνδεση είχε κοπεί. Φώναξα την Τζο —νομίζω ότι τη φώναξα—, αλλά είχε φύγει κι αυτή. Ήμουν μόνος μου. Μόνο ο Θεός μπορούσε να με βοηθήσει. Να μας βοηθήσει και τους δύο. Ένιωσα τον πανικό να προσπαθεί να με τυλίξει και τον πολέμησα. Έπρεπε να κρατήσω το νου μου καθαρό. Αν δεν μπορούσα να σκεφτώ, η Κάι θα έχανε όποιες πιθανότητες σωτηρίας μπορεί να είχε ακόμη. Γύρισα γρήγορα από το διάδρομο στο φουαγιέ, προσπαθώντας να μην ακούσω την απελπισμένη φωνή μέσα μου που έλεγε ότι η Κάι ήταν ήδη χαμένη, ήδη νεκρή. Δεν ήταν σίγουρο αυτό, και δεν μπορούσα να βεβαιωθώ τώρα που είχε κοπεί η σύνδεση μεταξύ μας. Κοίταξα τη στοίβα των βιβλίων στο πάτωμα και μετά την πόρτα. Τα καινούρια χνάρια έδειχναν ότι κάποιος είχε μπει από δω και είχε βγει πάλι από δω. Αστραπές αυλάκωναν τον ουρανό και βροντές τράνταζαν το σπίτι. Ο άνεμος είχε αρχίσει να δυναμώνει πάλι. Πήγα στην πόρτα, άπλωσα το χέρι μου για να πιάσω το πόμολο και σταμάτησα. Κάτι ήταν πιασμένο στη χαραμάδα ανάμεσα στην πόρτα και το κούφωμα, κάτι λεπτό και ελαφρύ σαν ιστός αράχνης. Μια άσπρη τρίχα. Την κοίταξα χωρίς καμιά έκπληξη, θα 'πρεπε να το είχα φανταστεί, φυσικά. Και αν δεν ήταν τα διαδοχικά σοκ αυτής της τρομερής μέρας, θα το είχα καταλάβει από την κασέτα που μου είχε βάλει να ακούσω ο Τζον το πρωί, ένα χρονικό διάστημα που μου φαινόταν κιόλας σαν να ανήκε στη ζωή κάποιου άλλου. Πρώτα πρώτα, υπήρχε η ώρα που τελείωσε το τηλεφώνημα, όταν ο Τζον της έκλεισε το τηλέφωνο. Εννιά και σαράντα προ μεσημβρίας, είχε πει η αυτόματη φωνή, πράγμα που σημαίνει ότι η Ροζέτ είχε τηλεφωνήσει στις έξι και σαράντα το πρωί —αν, βέβαια,
τηλεφωνούσε πραγματικά από το Παλμ Σπρινγκς. Φυσικά, μπορεί όντως να είχε τηλεφωνήσει από κει. Αν με είχε παραξενέψει το θέμα της ώρας καθώς πηγαίναμε από το αεροδρόμιο στο τροχόσπιτο της Μέτι, θα έλεγα στον εαυτό μου ότι η Ροζέτ μπορεί να υποφέρει από αϋπνίες. Υπήρχε όμως κάτι άλλο που δεν εξηγούνταν τόσο εύκολα. Σε κάποιο σημείο ο Τζον σταμάτησε την κασέτα. Το έκανε επειδή όταν την άκουσα έγινα άσπρος σαν το πανί, όπως είπε. Κι εγώ του είπα να την ξαναβάλει και να παίξει και την υπόλοιπη —απλώς είχα ξαφνιαστεί που ξανάκουσα τη φωνή της. Είναι πολύ καλή η εγγραφή. Μόνο που το θέμα δεν ήταν η ποιότητα της εγγραφής. Στην πραγματικότητα, τα παιδιά στο υπόγειο, οι συνωμότες του υποσυνειδήτου μου, είχαν αντιδράσει στην κασέτα του Τζον. Και δεν ήταν η φωνή της που με τρόμαξε τόσο πολύ ώστε να γίνω κάτασπρος. Ήταν ο βόμβος. Εκείνος ο χαρακτηριστικός βόμβος που έχουν όλα τα τηλεφωνήματα στο Τι-Αρ. Η Ροζέτ Γουίτμορ δεν είχε φύγει ποτέ από το Τι-Αρ- 90. Αν το γεγονός ότι δεν το αντιλήφθηκα αυτό το πρωί επρόκειτο να στοιχίσει στην Κάι Ντεβόρ τη ζωή της, δεν θα μπορούσα να συγχωρήσω τον εαυτό μου. Αυτό έλεγα στον Θεό ξανά και ξανά καθώς κατέβαινα τρέχοντας τη σκάλα προς το Δρόμο, μέσα στη μανία της θύελλας που δυνάμωνε και πάλι. Είναι απορίας άξιο πώς κατάφερα να σταματήσω και δεν πετάχτηκα πέρα από το ανάχωμα μέσα στη λίμνη. Η μισή πλωτή εξέδρα είχε προσαράξει σ' εκείνο το σημείο και μπορεί να καρφωνόμουν σε κανένα από τα σπασμένα ξύλα της· θα πέθαινα σφαδάζοντας σαν βρικόλακας πάνω σε κανένα παλούκι. Πολύ ευχάριστη σκέψη. Το τρέξιμο δεν κάνει καλό όταν βρίσκεσαι στα πρόθυρα του πανικού. 'Όταν πιάστηκα από ένα πεύκο στο τέλος της σκάλας για να σταματήσω, κόντευα να χάσω εντελώς την ικανότητα της λογικής σκέψης. Το όνομα της Κάι χτυπούσε ξανά και ξανά στο κεφάλι μου, τόσο δυνατά, ώστε δεν υπήρχε χώρος για τίποτ' άλλο. Εκείνη τη στιγμή, ένας κεραυνός εκτοξεύτηκε από τον ουρανό και χτύπησε ένα τεράστιο έλατο στα δεξιά μου, που μπορεί να
υπήρχε ακόμη την εποχή που ζούσαν η Σάρα και ο Κάιτο. Αν το κοίταζα εκείνη τη στιγμή, θα τυφλωνόμουν. Παρ' όλο που το κεφάλι μου ήταν μισογυρισμένο από την άλλη, ο κεραυνός άφησε στο οπτικό μου πεδίο μια τεράστια μπλε λάμψη σαν μετείκασμα από ένα γιγάντιο φλας. Ακούστηκε ένα τρομερό τρίξιμο καθώς το έλατο, ύψους εξήντα μέτρων, έπεσε αργά στη λίμνη. Τα νερά τινάχτηκαν δεξιά κι αριστερά του σαν κουρτίνα, που φάνηκε σαν να αιωρείται για λίγο ανάμεσα στον γκρίζο ουρανό και την γκρίζα λίμνη πριν πέσει πάλι. Το απομεινάρι του κορμού είχε αρπάξει φωτιά και καιγόταν μέσα στη βροχή, σαν καπέλο μάγισσας. Ο κεραυνός ήταν σαν χαστούκι, που καθάρισε το κεφάλι μου και μου έδωσε μια τελευταία ευκαιρία να χρησιμοποιήσω το μυαλό μου. Πήρα μια ανάσα και ανάγκασα τον εαυτό μου να σκεφτεί. Πρώτα πρώτα, γιατί είχα έρθει από δω; Γιατί ήμουν τόσο σίγουρος ότι η Ροζέτ είχε φέρει την Κάιρα στη λίμνη, στο σημείο μάλιστα όπου ήμουν πριν από λίγο, αντί να την ανεβάσει στην Οδό 42; Μη λες βλακείες. Ναι, από δω ήρθε γιατί από το Δρόμο θα γυρίσει πίσω στο Γουόρινγχτον, εκεί όπου κρυβόταν μόνη της από τότε που έστειλε το πτώμα του Ντεβόρ πίσω στην Καλιφόρνια με το ιδιωτικό του τζετ. Είχε μπει κρυφά στο σπίτι ενώ εγώ ήμουν κάτω από το στούντιο της Τζο, όπου ανακάλυψα το μεταλλικό κουτί στην κοιλιά της κουκουβάγιας και μελέτησα το χαρτί με το γενεαλογικό μου δέντρο, θα είχε αρπάξει την Κάι τότε αν της είχα αφήσει το χρονικό περιθώριο, αλλά γύρισα αμέσως πίσω. Με είχε πιάσει φόβος ότι κάτι δεν πάει καλά, ότι κάποιος μπορεί να προσπαθεί να αρπάξει το παιδί... Μήπως η Ροζέτ την είχε ξυπνήσει; Μήπως η Κάι την είδε και προσπάθησε να με προειδοποιήσει, αλλά μετά την πήρε πάλι ο ύπνος; Μήπως αυτό με έκανε να γυρίσω στο σπίτι τρομοκρατημένος; Ίσως. Ήμουν ακόμη στη ζώνη τότε, υπήρχε ακόμη η σύνδεση ανάμεσα μας. Η Ροζέτ σίγουρα ήταν μέσα στο σπίτι όταν γύρισα από το στούντιο της Τζο. Μπορεί να ήταν κρυμμένη στην ντουλάπα της κρεβατοκάμαρας και να με κοίταζε από τη χαραμάδα της πόρτας. Και ένα μέρος του εαυτού μου το ήξερε. Ένα μέρος του εαυτού μου
την είχε νιώσει, είχε αντιληφθεί ότι με παρακολουθούσε κάτι που δεν ήταν η Σάρα. Και μετά έφυγα πάλι. Άρπαξα την πάνινη τσάντα και ήρθα εδώ κάτω. Έστριψα δεξιά, προς βορρά. Πήγα στη σημύδα, στο βράχο, στο σακί με τα κόκαλα. Έκανα αυτό που έπρεπε να κάνω, και εκείνη την ώρα η Ροζέτ κατέβασε την Κάιρα από τη σκάλα πίσω μου κι έστριψε αριστερά στο Δρόμο, προς το Γουόρινγκτον. Ένιωσα το στομάχι μου να σφίγγεται καθώς συνειδητοποίησα ότι μάλλον είχα ακούσει την Κάι... ίσως και να την είχα δει ακόμη. Εκείνη η κραυγή πουλιού που είχα ακούσει τη στιγμή που έσβησε ο θρήνος της Σάρας δεν ήταν αυτό που νόμισα αρχικά. Η Κάι ήταν ξύπνια, με είχε δει —ίσως να είχε δει και την Τζο— και προσπάθησε να φωνάξει. Πρόλαβε να βγάλει μόνο εκείνη τη φωνούλα πριν της σκεπάσει το στόμα η Ροζέτ. Πόση ώρα είχε περάσει; Έμοιαζε αιώνας, αλλά είχα την υποψία ότι στην πραγματικότητα δεν ήταν πάνω από πέντε λεπτά, ίσως και λιγότερο. Αλλά δεν χρειάζεται πολλή ώρα για να πνίξεις ένα παιδί. Ήρθε στο νου μου η εικόνα του χεριού του Κάιτο να βγαίνει από το νερό - τα δάχτυλα να ανοίγουν και να κλείνουν, να ανοίγουν και να κλείνουν, σαν να προσπαθούσαν να αναπνεύσουν εκείνα αντί για τους πνεύμονες του. Την έδιωξα μακριά. Καταπίεσα επίσης την παρόρμηση να αρχίσω να τρέχω προς το Γουόρινγκτον. Αν το έκανα αυτό, σίγουρα θα με κυρίευε ο πανικός. Όλα τα χρόνια που είχαν περάσει από το θάνατο της, δεν είχα ξαναλαχταρήσει ποτέ την Τζο με την ένταση που ένιωθα εκείνη τη στιγμή. Αλλά είχε φύγει, δεν ένιωθα ούτε έναν ψίθυρο δικό της. Έτσι, καθώς δεν είχα να στηριχτώ σε κανέναν άλλο πέρα από τον εαυτό μου, άρχισα να περπατώ προς τα νότια στο Δρόμο, που ήταν γεμάτος από πεσμένα δέντρα. Όποια μπορούσα τα παρέκαμπτα, και εκείνα που έκλειναν όλο το πλάτος του Δρόμου τα περνούσα έρποντας από κάτω. Μόνο αν ήταν αδύνατο πηδούσα από πάνω, κι αυτό γιατί έτσι έσπαζα αναπόφευκτα μερικά κλαδιά που έκαναν θόρυβο. Καθώς προχωρούσα, έκανα όλες τις στάνταρ προσευχές γι' αυτές τις περιπτώσεις, αλλά είχα την αίσθηση ότι καμία δεν κατάφερε να σβήσει την εικόνα που κυριαρχούσε στο νου μου: το πρόσωπο της Ροζέτ Γουίτμορ να ουρλιάζει ανελέητα.
Θυμάμαι ότι σκέφτηκα Είναι σαν το Στοιχειωμένο Σπίτι αλλά στο ύπαιθρο. Σίγουρα το δάσος μου φαινόταν στοιχειωμένο καθώς προχωρούσα σε ένα δρόμο μετ' εμποδίων. Δέντρα που είχαν ταρακουνηθεί με το πρώτο κύμα της θύελλας τώρα έπεφταν κατά δεκάδες με αυτό το νέο ξέσπασμα. Ο θόρυβος που έκαναν ήταν σαν πατημασιές ενός γίγαντα μέσα στο δάσος και δεν χρειαζόταν να ανησυχώ για τον ήχο των δικών μου βημάτων. Όταν πέρασα από την καμπίνα των Μπάτσελντερ, ένα κυκλικό προκατασκευασμένο κτίσμα πάνω σε ένα βράχο που έμοιαζε σαν καπέλο πάνω σε σκαμνί, είδα ότι ολόκληρη η οροφή είχε ισοπεδωθεί από ένα δέντρο. Ένα χιλιόμετρο νότια από το Σάρα Λαφς είδα μια από τις λευκές κορδέλες της Κάι στο Δρόμο. Τη μάζεψα, ενώ σκεφτόμουν πόσο θυμίζει αίμα αυτό το κόκκινο σιρίτι. Την έβαλα στην τσέπη μου και συνέχισα. Πέντε λεπτά αργότερα έφτασα σε ένα γέρικο πεύκο που είχε πέσει κάθετα στο Δρόμο. Συνδεόταν ακόμη με τα υπολείμματα του κορμού του από έναν όγκο τεντωμένων και μισοσπασμένων ξύλων και έτριζε σαν σκουριασμένος μεντεσές καθώς τα κύματα ανεβοκατέβαζαν το πάνω μέρος του, που επέπλεε τώρα μέσα στη λίμνη. Υπήρχε ένα μέρος από όπου μπορούσα να περάσω από κάτω και όταν γονάτισα εκεί είδα κι άλλα ίχνη από γόνατα, που άρχιζαν να γεμίζουν νερό. Είδα επίσης και κάτι άλλο: τη δεύτερη κορδέλα. Την έβαλα στην τσέπη μου μαζί με την πρώτη. Είχα μισοπεράσει κάτω από το πεύκο, όταν άκουσα άλλο ένα δέντρο να πέφτει, αυτό πολύ πιο κοντά. Μετά τον πάταγο της πτώσης ακολούθησε ένα ουρλιαχτό —όχι πόνου ή φόβου αλλά έκπληξης και θυμού. Και μετά, παρ' όλο το βουητό του ανέμου και της βροχής, άκουσα τη φωνή της Ροζέτ: «Έλα δω! Μην πας εκεί πέρα, είναι επικίνδυνο!» Πέρασα και το υπόλοιπο σώμα μου κάτω από το δέντρο, χωρίς σχεδόν να αισθανθώ ένα σπασμένο κλαδί που μου αυλάκωσε την πλάτη, σηκώθηκα όρθιος κι άρχισα να τρέχω στο Δρόμο. 'Όταν έβρισκα πεσμένα δέντρα, αν ήταν μικρά πηδούσα από πάνω τους χωρίς να κόψω ταχύτητα και αν ήταν μεγαλύτερα σκαρφάλωνα χωρίς να δίνω σημασία στα κλαδιά που προεξείχαν. Ακούστηκε μια
τρομερή βροντή και ακολούθησε μια εκτυφλωτική αστραπή. Μέσα στη λάμψη της, είδα τον γκρίζο όγκο μιας αποθήκης ανάμεσα στα δέντρα. Τη μέρα που είδα για πρώτη φορά τη Ροζέτ, το κτίριο του Γουόρινγκτον μόλις που διακρινόταν από εδώ, όμως τώρα το δάσος που το έκρυβε είχε σχεδόν ισοπεδωθεί. Η περιοχή θα χρειαζόταν πολλά χρόνια για να αρχίσει να επανέρχεται στην προηγούμενη κατάσταση. Το μισό κτίριο, συγκεκριμένα το πίσω μέρος του, είχε διαλυθεί σχεδόν από δυο πελώρια δέντρα που είχαν πέσει πάνω του. Ήταν διασταυρωμένα μεταξύ τους, σχηματίζοντας ένα Χ πάνω στο μισογκρεμισμένο οικοδόμημα. Ξαφνικά άκουσα τη φωνή της Κάι, πού ξεχώρισε μέσα στο μουγκρητό της θύελλας επειδή ήταν στριγκή από τον τρόμο: «Φύγε! Δεν σε θέλω, άσπρη γιαγιά! Φύγε!» Αισθάνθηκα φρίκη ακούγοντας αυτή τη χροιά του τρόμου, αλλά ταυτόχρονα ένιωσα και υπέροχα που άκουγα τη φωνή της. Γύρω στα δέκα μέτρα από το σημείο απ' όπου είχε ακουστεί η κραυγή της Ροζέτ, ένα ακόμη δέντρο ήταν πεσμένο κάθετα στο Δρόμο. Η Ροζέτ είχε ανέβει πάνω του και είχε απλωμένο το χέρι προς την Κάι. Το χέρι της έσταζε αίμα, αλλά μόλις που το πρόσεξα. Όλη μου η προσοχή ήταν συγκεντρωμένη στην Κάι. Η προβλήτα που οδηγούσε από το Δρόμο στο Σάνσετ Μπαρ είχε μεγάλο μήκος, είκοσι μέτρα τουλάχιστον, ίσως και τριάντα —για να μπορείς ένα όμορφο καλοκαιρινό βράδυ να κάνεις εκεί τη βόλτα σου πιασμένος χέρι χέρι με την αγαπημένη σου και να σου μείνει η ανάμνηση. Η θύελλα δεν την είχε ξηλώσει —όχι ακόμη, τουλάχιστον—, αλλά ο αέρας την είχε στρίψει σαν κορδέλα, θυμάμαι κάποια «Επίκαιρα» που είχα δει στον κινηματογράφο όταν ήμουν μικρός, στην απογευματινή προβολή του Σαββάτου. Έδειχναν μια κρεμαστή γέφυρα να χορεύει σε έναν ανεμοστρόβιλο. Έτσι ήταν τώρα και η προβλήτα ανάμεσα στο Γουόρινγκτον και το Σάνσετ Μπαρ. Χοροπηδούσε πάνω κάτω στα κύματα, τρίζοντας σε όλες τις αρθρώσεις της σαν ξύλινο ακορντεόν, θυμήθηκα ότι είχε μια κουπαστή —ίσως για να πιάνονται όσοι τα κοπανούσαν γερά στο μπαρ και να βγαίνουν ασφαλείς στην όχθη-, αλλά τώρα δεν υπήρχε πια. Η Κάιρα βρισκόταν στα μισά περίπου της προβλήτας κι έβλεπα
τρία τουλάχιστον μαύρα ορθογώνια ανάμεσα στην όχθη και το σημείο όπου στεκόταν, μέρη όπου είχαν σπάσει οι σανίδες. Κάτω από τα ξύλα ακουγόταν ένα επίμονο, δυνατό κλανγκ-κλανγκ-κλανγκ από τα άδεια μεταλλικά βαρέλια στα οποία στηριζόταν. Αρκετά από αυτά τα βαρέλια είχαν φύγει από τη θέση τους και απομακρύνονταν μέσα στα κύματα. Η Κάι είχε απλωμένα τα χέρια της για να κρατάει ισορροπία, σαν σκοινοβάτης σε τσίρκο. Η μαύρη φανέλα ΧάρλεϊΝτάβιντσον πλατάγιζε γύρω από τα γόνατα της. «Έλα δω!» φώναξε η Ροζέτ. Τα μαλλιά της χόρευαν γύρω από το κεφάλι της και το γυαλιστερό μαύρο αδιάβροχο που φορούσε κυμάτιζε από τον αέρα. Είχε απλώσει και τα δύο χέρια της τώρα, το ένα ματωμένο, το άλλο όχι. Είχα την υποψία ότι την είχε δαγκώσει η Κάι. «'Όχι, άσπρη γιαγιά!» Η Κάι κούνησε δυνατά το κεφάλι της για να δώσει έμφαση στην άρνηση, και ήθελα να της πω: Μην το κάνεις αυτό, Κάι, αγάπη μου, μην κουνάς έτσι το κεφαλάκι σου, είναι πολύ κακή ιδέα. Παραπάτησε, το ένα χέρι της υψώθηκε προς τον ουρανό και το άλλο κατέβηκε προς τα κάτω, και για μια στιγμή έμοιαζε με αεροπλάνο που παίρνει απότομη στροφή. Αν η προβλήτα ανασηκωνόταν άξαφνα εκείνη τη στιγμή, η Κάι θα έπεφτε στο νερό. Κατάφερε όμως να ξαναβρεί την ισορροπία της, αν και μου φάνηκε ότι είδα τα γυμνά της πόδια να γλιστρούν λίγο στις υγρές σανίδες. «Φύγε, άσπρη γιαγιά, δεν σε θέλω! Πήγαινε να κοιμηθείς, είσαι κουρασμένη!» Η Κάι δεν με έβλεπε· όλη της η προσοχή ήταν προσηλωμένη στην άσπρη γιαγιά. Ούτε και η άσπρη γιαγιά με έβλεπε. Έπεσα μπρούμυτα και πέρασα έρποντας κάτω από το δέντρο. Μία ακόμη βροντή διαπέρασε τον αέρα πάνω από τη λίμνη με έναν ήχο που θύμιζε τεράστια μαονένια μπάλα που κυλά σε πάτωμα, και ο πάταγος αντήχησε μέχρι τα βουνά. Όταν σηκώθηκα πάλι στα γόνατα, είδα τη Ροζέτ να προχωρεί αργά προς την αρχή της προβλήτας. Με κάθε βήμα που έκανε μπροστά, η Κάιρα έκανε ένα τρεμάμενο, επικίνδυνο βήμα πίσω. Η Ροζέτ είχε απλωμένο το καλό της χέρι και για μια στιγμή νόμισα ότι είχε αρχίσει κι αυτό να αιμορραγεί. Όμως αυτό το πράγμα που έτρεχε από τα δάχτυλα της
ήταν πολύ σκούρο για να είναι αίμα, και όταν άρχισε να μιλά με μια φρικτή, γαλίφικη φωνή, που με έκανε να ανατριχιάσω, κατάλαβα ότι ήταν σοκολάτα που έλιωνε. «Έλα να παίξουμε το παιχνίδι μας, Κάι», γουργούριζε η Ροζέτ. «Θέλεις να αρχίσεις εσύ;» Έκανε ένα βήμα. Η Κάι έκανε κι αυτή ένα βήμα προς τα πίσω, τρέκλισε, αλλά ξαναβρήκε την ισορροπία της. Η καρδιά μου σταμάτησε, μετά άρχισε να χτυπάει πάλι σαν τρελή. Άρχισα να μειώνω την απόσταση που με χώριζε από τη Ροζέτ όσο πιο γρήγορα μπορούσα, αλλά χωρίς να τρέξω. Ήθελα να μην καταλάβει τίποτα παρά μόνο όταν θα έβρισκε πάλι τις αισθήσεις της. Αν τις έβρισκε. Δεν με ένοιαζε καθόλου αν θα ξανασυνερχόταν ποτέ. Αφού κατάφερα να σπάσω το κρανίο του Τζορτζ Φούτμαν με ένα σφυρί, σίγουρα θα κατόρθωνα να αφήσω αναίσθητο και αυτό το φρικτό πλάσμα. Καθώς προχωρούσα, έπλεξα τα δάχτυλα των χεριών μου σχηματίζοντας μια μεγάλη διπλή γροθιά. «Όχι; Δεν θέλεις ν' αρχίσεις εσύ; Με ντρέπεσαι, μωρό μου;» Η φωνή της Ροζέτ έσταζε μέλι και καθώς την άκουγα μου ερχόταν να κάνω εμετό. «Εντάξει, λοιπόν, θα αρχίσω εγώ. Φιλάκια! Τι κάνει ομοιοκαταληξία με τα φιλάκια, Κάι, αγάπη μου; Πουλάκια... και νανάκια... Έκανες νανάκια σου όταν ήρθα και σε ξύπνησα. Και σοκολατάκια... θέλεις να σου δώσω σοκολάτες, γλυκιά μου; θα καθίσεις στα πόδια μου και θα δίνουμε η μία στην άλλη σοκολατάκια όπως κάναμε... θα σου πω κι ένα καινούριο φοβερό αστείο...» Άλλο ένα βήμα. Είχε φτάσει στην αρχή της προβλήτας. Αν το σκεφτόταν, θα μπορούσε απλώς να αρχίσει να πετάει πέτρες στην Κάιρα, όπως είχε κάνει μ' εμένα, μέχρι να την πετύχει και να τη ρίξει στη λίμνη. Αλλά νομίζω πως ούτε καν της πέρασε η ιδέα από το νου. Από τη στιγμή που η τρέλα ξεπερνά ένα ορισμένο σημείο, το μυαλό σου δεν δουλεύει κανονικά. Και η Ροζέτ είχε άλλα σχέδια για την Κάιρα. «Έλα, Κάι, καλή μου, παίξε το παιχνιδάκι με την άσπρη γιαγιά». Άπλωσε πάλι τη μισολιωμένη σοκολάτα. Το βλέμμα της Κάιρα στράφηκε προς το μέρος μου και με είδε. Κούνησα το κεφάλι μου, της έκανα νόημα να μη μιλήσει, αλλά ήταν ανώφελο. Μια έκφραση
χαρούμενης ανακούφισης απλώθηκε στο πρόσωπο της. Φώναξε το όνομα μου και είδα τη Ροζέτ να τινάζεται έκπληκτη. Διήνυσα τρέχοντας τα τρία τελευταία μέτρα και σήκωσα τα ενωμένα χέρια μου σαν ρόπαλο, αλλά γλίστρησα λίγο στο υγρό χώμα την πιο κρίσιμη στιγμή και η Ροζέτ πρόλαβε να σκύψει λίγο. Αντί να τη χτυπήσω στο σβέρκο όπως υπολόγιζα, τα χέρια μου τη βρήκαν στον ώμο. Παραπάτησε, έπεσε στο ένα γόνατο, αλλά σηκώθηκε πάλι σχεδόν αμέσως. Τα μάτια της ήταν σαν βολταϊκά τόξα που εκτόξευαν μανία αντί για ηλεκτρισμό. «Εσύ!·» βρυχήθηκε με μια φωνή γεμάτη μίσος που έκανε τη λέξη να ακουστεί σαν αρχαία κατάρα. Πίσω μας η Κάιρα φώναξε το όνομα μου, παραπατώντας στα υγρά σανίδια και κουνώντας τα χέρια της σε μια προσπάθεια να μην πέσει στη λίμνη. Ένα κύμα έσκασε πάνω στην προβλήτα και το νερό της σκέπασε τα πόδια. «Κρατήσου, Κάι!» φώναξα. Η Ροζέτ είδε ότι μετατοπίστηκε η προσοχή μου και δεν άφησε ανεκμετάλλευτη την ευκαιρία. Γύρισε κι άρχισε να τρέχει πάνω στην προβλήτα προς την Κάι. Στάθηκα πίσω της και την άρπαξα από τα μαλλιά —αλλά μου έμειναν στο χέρι. Όλα. Έμεινα εκεί, στην άκρη της λίμνης, με τα άσπρα μαλλιά να κρέμονται από το χέρι μου σαν σκαλπ. Η Ροζέτ κοίταξε πάνω από τον ώμο της γρυλίζοντας. Έμοιαζε σαν γέρικο φαλακρό ξωτικό μέσα στη βροχή και βλέποντας τη σκέφτηκα, Είναι αυτός, ο Ντεβόρ, δεν πέθανε· με κάποιο τρόπο αυτός και η γυναίκα άλλαξαν ταυτότητες, αυτή αυτοκτόνησε, το δικό της σώμα μετέφερε στην Καλιφόρνια το τζετ... Αλλά καθώς η Ροζέτ γύρισε μπροστά κι άρχισε να τρέχει πάλι προς την Κάι, κατάλαβα ότι έκανα λάθος. Ναι, η γυναίκα μπροστά μου ήταν η Ροζέτ, αλλά αυτή η φρικτή ομοιότητα της με τον Ντεβόρ ήταν απόλυτα δικαιολογημένη. Η αρρώστια της δεν την έκανε να χάσει μόνο τα μαλλιά της, τη γέρασε κιόλας. Μου φαινόταν γύρω στα εβδομήντα, όμως στην πραγματικότητα πρέπει να ήταν τουλάχιστον δέκα χρόνια μικρότερη. Ξέρω πολλούς που δίνουν παρόμοια ονόματα στα παιδιά τους, μου είχε πει η Μπρέντα Μεσέρβ. Το βρίσκουν χαριτωμένο. Φαίνεται ότι ο Μαξ Ντεβόρ το είχε βρει κι αυτός χαριτωμένο, γιατί είχε
ονομάσει το γιο του Ρότζερ και την κόρη του Ροζέτ. Μπορεί το επώνυμο, Γουίτμορ, να ήταν επίσης δικαιολογημένο -ίσως είχε παντρευτεί στα νιάτα της-, αλλά από τη στιγμή που βγήκε η περούκα η καταγωγή της ήταν αναμφισβήτητη. Η γυναίκα που έτρεχε παραπατώντας στην υγρή προβλήτα για να τελειώσει τη δουλειά ήταν η θεία της Κάιρα. Η Κάι άρχισε να οπισθοχωρεί γρήγορα, χωρίς να προσέχει πια πού πατάει, θα έπεφτε στη λίμνη, ήταν αδύνατο να μείνει πάνω στην προβλήτα. Πριν προλάβει να πέσει όμως, ένα κύμα χτύπησε την προβλήτα μπροστά στη Ροζέτ, σε ένα σημείο όπου τα βαρέλια είχαν φύγει και ο ξύλινος διάδρομος είχε μισοβυθιστεί ήδη στη λίμνη. Τα αφρισμένα νερά πετάχτηκαν ψηλά και άρχισαν να στροβιλίζονται, σχηματίζοντας μία από κείνες τις ελικοειδείς μορφές που είχα ξαναδεί να δημιουργούνται από σωματίδια σκόνης. Η Ροζέτ σταμάτησε επιτόπου, ενώ τα νερά που περνούσαν πάνω από την προβλήτα έφταναν μέχρι τους αστραγάλους της, κι εγώ σταμάτησα γύρω στα τριάμισι μέτρα πίσω της. Η μορφή στερεοποιήθηκε και πριν ακόμη διακρίνω το πρόσωπο αναγνώρισα το φαρδύ σορτς με τα ξεθωριασμένα χρώματα και την πουκαμίσα. Μόνο σε προσφορές μπορείς να βρεις τέτοιες ασουλούπωτες πουκαμίσες. Ήταν η Μέτι. Μια γκρίζα Μέτι, που κοίταζε βλοσυρά τη Ροζέτ. Η Ροζέτ σήκωσε τα χέρια της, παραπάτησε, πήγε να γυρίσει. Εκείνη τη στιγμή ένα κύμα φούσκωσε κάτω από την προβλήτα και την έκανε να ανεβοκατεβεί σαν τρενάκι του λούνα παρκ. Η Ροζέτ έπεσε στα νερά. Πίσω της, μέσα από τις κουρτίνες της βροχής, είδα την Κάι πεσμένη στη βεράντα του Σάνσετ Μπαρ. Αυτό το τελευταίο κύμα την είχε εκτοξεύσει εκεί σαν να ήταν μπαλάκι. Η Μέτι με κοίταζε, τα χείλη της κινούνταν, το βλέμμα της ήταν καρφωμένο στα μάτια μου. Είχα καταλάβει τι μου έλεγε η Τζο, όμως αυτή τη φορά δεν τα κατάφερα. Έβαλα τα δυνατά μου, αλλά δεν μπόρεσα να καταλάβω. «Μαμά! Μαμά!»
Η μορφή δεν γύρισε· περιστράφηκε ολόκληρη -έμοιαζε να μην υπάρχει καν από το φαρδύ σορτς και κάτω. Προχώρησε προς το μπαρ, όπου στεκόταν τώρα η Κάι με ανοιχτή αγκαλιά. Κάτι με άρπαξε από το πόδι. Κοίταξα κάτω και είδα ένα φρικτό μούτρο να πνίγεται μέσα στα αφρισμένα νερά. Δυο σκοτεινά μάτια με κοίταζαν από το φαλακρό κρανίο. Η Ροζέτ έβηχε κι έφτυνε νερά μέσα από χείλια που ήταν μοβ σαν δαμάσκηνα. Το ελεύθερο χέρι της κουνιόταν αδύναμα προς το μέρος μου. Τα δάχτυλα άνοιξαν... έκλεισαν... άνοιξαν... έκλεισαν. Γονάτισα στο ένα πόδι και της έπιασα το ελεύθερο χέρι. Αυτή μου το έσφιξε αμέσως σαν μέγγενη και με τράβηξε με δύναμη, προσπαθώντας να με ρίξει στο νερό. Τα μοβ χείλια τραβήχτηκαν πίσω, αποκαλύπτοντας κίτρινα φαγωμένα δόντια που μου θύμισαν το κρανίο της Σάρας. Ναι, η Ροζέτ γελούσε. Έκανα πίσω για να βάλω κόντρα και την τράβηξα πάνω με δύναμη. Ήταν μια τελείως ενστικτώδης αντίδραση. Ήμουν τουλάχιστον πενήντα κιλά βαρύτερος, και το σώμα της Ροζέτ αναδύθηκε κατά τα τρία τέταρτα από το νερό, σαν μια γιγάντια φρικτή πέστροφα. Ούρλιαξε, τίναξε το κεφάλι της μπροστά και έχωσε τα δόντια της στον καρπό μου. Ο πόνος ήταν τρομερός. Τίναξα το χέρι μου ακόμη ψηλότερα και μετά το κατέβασα κάτω, όχι προσπαθώντας να τη χτυπήσω, αλλά μόνο και μόνο για να απαλλαγώ από τα δόντια της. Την ίδια στιγμή άλλο ένα κύμα χτύπησε τη μισοβουλιαγμένη προβλήτα. Ένα σπασμένο ξύλο υψώθηκε σαν ακόντιο και καρφώθηκε στο πρόσωπο της Ροζέτ. To ένα μάτι της πετάχτηκε από την κόγχη. Μια μακριά σκλήθρα χώθηκε στη μύτη της σαν στιλέτο. Και μετά η λίμνη την τράβηξε μακριά. Είδα για μια στιγμή ακόμη το κατακρεουργημένο πρόσωπο της να επιπλέει στην επιφάνεια, γυρισμένο προς την καταρρακτώδη βροχή, μουσκεμένο και αγνώριστο. Μετά γύρισε μπρούμυτα, με το μαύρο αδιάβροχο να απλώνεται γύρω της σαν σάβανο. 'Όταν στράφηκα πάλι προς το Σάνσετ Μπαρ, είδα άλλη μια εικόνα από αυτές που κρύβονται κάτω από την επιδερμίδα αυτού του κόσμου, αλλά πολύ διαφορετική από το πρόσωπο της Σάρας πάνω στην Πράσινη Γυναίκα ή την άγρια μορφή του Εξώφερτου που
είχα δει για μια στιγμή. Η Κάιρα στεκόταν στη φαρδιά ξύλινη βεράντα μπροστά στο μπαρ, ανάμεσα σε αναποδογυρισμένα ψάθινα έπιπλα. Μπροστά της υπήρχε ένας στρόβιλος νερού μέσα στον οποίο διακρινόταν ακόμη πολύ αμυδρά η μορφή μιας γυναίκας. Ήταν γονατισμένη και είχε ανοιχτή την αγκαλιά της. Προσπάθησαν να αγκαλιαστούν, και τα χέρια της Κάι πέρασαν μέσα από τη Μέτι και το νεροστρόβιλο. «Μαμά, δεν μπορώ να σε πιάσω!» Η γυναίκα μέσα στο νερό μιλούσε, έβλεπα τα χείλη της να κινούνται. Η Κάι την κοίταζε εκστατική. Μετά, για μια στιγμή η Μέτι γύρισε προς το μέρος μου. Τα βλέμματα μας συναντήθηκαν τα μάτια της έμοιαζαν να είναι φτιαγμένα από το νερό της λίμνης. Ήταν η Νταρκ Σκορ, που υπήρχε εδώ πολύ πριν έρθω και θα εξακολουθήσει να υπάρχει για πολύ καιρό αφότου θα έχω φύγει. Έφερα τα χέρια στο στόμα μου, φίλησα τις παλάμες μου και τα άπλωσα προς το μέρος της. Ημιδιαφανή χέρια απλώθηκαν σαν να ήθελαν να πιάσουν τα φιλιά μου. «Μαμά, μη φέγγεις!·» φώναξε η Κάιρα και όρμησε να αγκαλιάσει το νεροστρόβιλο. Μουσκεύτηκε αμέσως και οπισθοχώρησε βήχοντας, με τα μάτια της κλεισμένα σφιχτά. Μπροστά της δεν υπήρχε πια κανείς, παρά μόνο νερό που έτρεχε πάνω στις σανίδες και χυνόταν από τις ρωγμές για να επιστρέψει στη λίμνη, η οποία δημιουργείται από βαθιές πηγές μέσα στα πετρώματα κάτω από το Τι-Αρ και από όλο αυτό το μέρος του κόσμου μας. Προχωρώντας με προσοχή, σαν σκοινοβάτης τώρα κι εγώ, πέρασα την προβλήτα που κλυδωνιζόταν κι έφτασα στο Σάνσετ Μπαρ. Πήρα την Κάιρα στην αγκαλιά μου κι αυτή με έσφιξε μ' όλη της τη δύναμη. Άκουγα τα δόντια της να χτυπούν και μύριζα την οσμή της λίμνης στα μαλλιά της. «Ήρθε η Μέτι», μου είπε. «Ναι, την είδα». «Η Μέτι έκανε την άσπρη γιαγιά να φύγει». «Το είδα κι αυτό. Κάι, τώρα πρέπει να μείνεις ακίνητη για λίγο. θα γυρίσουμε στη στεριά, αλλά δεν πρέπει να κουνιέσαι, γιατί θα πέσουμε μέσα στη λίμνη».
Έκανε ό,τι της είπα. Όταν φτάσαμε πάλι στο Δρόμο και πήγα να την αφήσω κάτω, σφίχτηκε πάλι με δύναμη στο λαιμό μου. Αυτό δεν με πείραζε καθόλου. Σκέφτηκα να την πάω στο Γουόρινγκτον, αλλά δεν το έκανα, θα υπήρχαν πετσέτες εκεί, ίσως και στεγνά ρούχα, αλλά είχα την υποψία ότι μπορεί να υπήρχε και μια μπανιέρα γεμάτη ζεστό νερό. Άλλωστε η βροχή είχε κόψει πάλι λίγο και αυτή τη φορά ο ουρανός φαινόταν πιο φωτεινός στα δυτικά. «Τι σου είπε η Μέτι, αγάπη μου;» ρώτησα καθώς περπατούσαμε στο Δρόμο. Η Κάι μου επέτρεπε να την αφήνω στο έδαφος όταν χρειαζόταν να περάσουμε κάτω από τα πεσμένα δέντρα, αλλά μετά σήκωνε τα χέρια της για να την πάρω πάλι αγκαλιά. «Να είμαι καλό κορίτσι και να μην είμαι λυπημένη. Εγώ είμαι λυπημένη όμως. Είμαι πολύ λυπημένη». Άρχισε να κλαίει και της χάιδεψα τα μουσκεμένα μαλλιά της. Μέχρι να φτάσουμε στη σκάλα με τα ξύλινα δοκάρια, είχε βγάλει όλο το κλάμα από μέσα της... και πάνω από τα βουνά στα δυτικά φαινόταν ένα μικρό αλλά πολύ λαμπερό γαλάζιο κομμάτι ουρανού. «Όλα τα δέντρα έπεσαν κάτω», είπε η Κάι κοιτάζοντας γύρω. Τα μάτια της είχαν ανοίξει διάπλατα. «Όχι όλα αλλά πολλά». Στα μισά της σκάλας σταμάτησα αγκομαχώντας, αλλά δεν ρώτησα την Κάι αν μπορώ να την αφήσω κάτω. Δεν ήθελα να την αφήσω κάτω· απλώς ήθελα να πάρω μια ανάσα. «Μάικ;» «Η Μέτι μου είπε κάτι». «Τι;» «Μπορώ να σου το ψιθυρίσω;» «Αν θέλεις, βέβαια». Έσκυψε κοντά μου, έβαλε τα χείλια της στο αυτί μου και μου το ψιθύρισε. 'Όταν τελείωσε, έγνεψα καταφατικά, τη φίλησα στο μάγουλο, την έβαλα στο άλλο χέρι και την ανέβασα μέχρι το σπίτι. Δεν ήταν αυτή η θύελλα του αιώνα, φίλε. Δεν ήταν με τίποτα. Έχουν δει εμάς τα μάτια μας...
Έτσι έλεγαν οι γέροντες, καθισμένοι μπροστά στο μεγάλο ιατρικό αντίσκηνο του στρατού που είχε πάρει τη θέση του Γενικού Καταστήματος Λέικβιου από τη μέρα της θύελλας και μέχρι το φθινόπωρο. Μια πελώρια φτελιά είχε πέσει εγκάρσια στον Αυτοκινητόδρομο 68 και είχε τσακίσει το μαγαζί σαν να ήταν σαρδελοκούτι. Επιπλέον, η φτελιά είχε κατεβάσει και ένα μάτσο ηλεκτρικά καλώδια, τα οποία έβαλαν φωτιά στο προπάνιο μιας ραγισμένης φιάλης και τινάχτηκαν όλα στον αέρα. Το αντίσκηνο ήταν καλό υποκατάστατο για την καλοκαιρινή σεζόν, όμως, και όλο αυτό το διάστημα πολλοί στο Τι-Αρ έλεγαν ότι θα πάνε στο MASH για ψωμί και μπίρες —αυτό επειδή φαινόταν ακόμη ένας ξεθωριασμένος κόκκινος σταυρός και από τις δύο πλευρές στο πάνω μέρος της σκηνής. Οι γέροντες κάθονταν σε πτυσσόμενες καρέκλες μπροστά στον έναν πάνινο «τοίχο» και κουνούσαν το χέρι σε άλλους γέροντες όταν περνούσαν με τα σκουριασμένα αμάξια τους (όλοι οι γνήσιοι γέροντες έχουν ή Φορντ ή Σεβρολέτ, οπότε απ' αυτή την πλευρά είμαι ήδη προετοιμασμένος), αλλάζοντας τις βαμβακερές φανέλες με μάλλινες, καθώς άρχιζε να κρυώνει ο καιρός, και παρακολουθώντας την πόλη να ξαναχτίζεται γύρω τους. Και καθώς παρακολουθούσαν, μιλούσαν για τη χιονοθύελλα του περασμένου χειμώνα, εκείνη που έκοψε το ηλεκτρικό και ισοπέδωσε ένα εκατομμύριο δέντρα από το Κίτερι μέχρι το Φορτ Κεντ. Μιλούσαν για τους κυκλώνες που σάρωσαν την περιοχή τον Αύγουστο του 1985 και για τον ανεμοστρόβιλο του 1927. Αυτές ήταν θύελλες, έλεγαν. Αυτές μάλιστα, ήταν πραγματικές θύελλες. Είμαι σίγουρος ότι έχουν κάποιο δίκιο, και δεν τους φέρνω αντιρρήσεις —σπάνια κερδίζεις σε μια διαφωνία με ένα γνήσιο γέροντα Γιάνκη και ποτέ αν η διαφωνία είναι για τον καιρό-, όμως για μένα η θύελλα της 21ης Ιουλίου του 1998 θα είναι πάντα η θύελλα. Και ξέρω ένα κοριτσάκι που αισθάνεται το ίδιο. Μπορεί να ζήσει μέχρι τα εκατό, με τις προόδους που κάνει η ιατρική, αλλά νομίζω ότι για την Κάιρα Ελίζαμπεθ Ντεβόρ αυτή θα είναι πάντα η θύελλα. Τότε που η νεκρή της μητέρα ήρθε κοντά της ντυμένη με τα νερά της λίμνης.
'Όταν έφτασε το πρώτο όχημα στο Σάρα Λαφς, κόντευε έξι η ώρα. Τελικά δεν ήταν περιπολικό της αστυνομίας όπως περίμενα, αλλά ένας κίτρινος εκσκαφέας με κίτρινα φώτα που αναβόσβηναν πάνω από την καμπίνα· στο τιμόνι καθόταν ένας τύπος με αδιάβροχο της Εταιρείας Ηλεκτρισμού. Ο τύπος στο άλλο κάθισμα όμως ήταν αστυνομικός, και μάλιστα ο Νόρις Ρίτζγουικ, ο ίδιος ο σερίφης της Κομητείας. Ήρθε στην πόρτα μου με το πιστόλι στο χέρι. Η αλλαγή του καιρού που υποσχέθηκε το μετεωρολογικό δελτίο είχε αρχίσει κιόλας. Τα σύννεφα και η θύελλα παρασύρθηκαν προς τα ανατολικά από ένα δυνατό, παγερό αέρα. Δέντρα συνέχιζαν να πέφτουν μέσα στο δάσος τουλάχιστον επί μία ώρα αφότου σταμάτησε η βροχή. Γύρω στις πέντε έφτιαξα σάντουιτς με ψημένο τυρί και ντοματόσουπα... φαγητό της παρηγοριάς, θα το έλεγε η Τζο. Η Κάιρα δεν είχε όρεξη, αλλά έφαγε, και ήπιε πολύ γάλα. Της είχα φορέσει μια άλλη φανέλα μου και είχε δέσει μόνη της τα μαλλιά της πίσω. Της πρόσφερα τις άσπρες κορδέλες της, αλλά αυτή κούνησε αποφασιστικά το κεφάλι της και προτίμησε ένα λαστιχάκι. «Δεν μου αρέσουν πια αυτές οι κορδέλες», είπε. Κατάλαβα πως ούτε κι εμένα μου άρεσαν, και τις πέταξα. Η Κάι με παρακολούθησε χωρίς να φέρει αντίρρηση. Μετά πήγα στη σόμπα στο λίβινγκ ρουμ. «Τι κάνεις;» με ρώτησε η Κάι. Αποτελείωσε το δεύτερο ποτήρι γάλα, κατέβηκε από την καρέκλα της και με πλησίασε . «Ανάβω φωτιά. Κρυώνω λίγο. Φαίνεται ότι όλες αυτές οι ζέστες που είχαμε αραίωσαν το αίμα μου. Έτσι θα έλεγε η μητέρα μου». Με κοίταζε σιωπηλή καθώς έπαιρνα τη μια σελίδα μετά την άλλη από τη στοίβα που είχα μεταφέρει πάνω στη σόμπα από το τραπέζι. Τσαλάκωνα τις σελίδες και τις έχωνα μέσα στη σόμπα. 'Όταν είδα ότι ήταν αρκετές, άρχισα να βάζω προσανάμματα από πάνω. «Τι είναι γραμμένο σ' αυτές τις σελίδες;» ρώτησε η Και . «Τίποτα το σπουδαίο». «Είναι μια ιστορία;» «Όχι ακριβώς. Ήταν μάλλον... δεν ξέρω... Ένα σταυρόλεξο, ίσως. Ή ένα γράμμα». «Πολύ μεγάλο γράμμα», είπε και μετά ακούμπησε το κεφάλι της στο πόδι μου, σαν να ήταν κουρασμένη.
«Ναι», είπα. «Τα ερωτικά γράμματα συνήθως είναι μεγάλα, αλλά δεν είναι καλή ιδέα να τα κρατάς για πολύ καιρό». «Γιατί;» «Γιατί...» Μπορεί να στοιχειώσουν, μου ήρθε η απάντηση, αλλά δεν το είπα. «Γιατί μπορεί να σε φέρουν σε δύσκολη θέση αργότερα στη ζωή σου». «Α». «Άλλωστε», πρόσθεσα, «από μια άποψη, αυτά τα χαρτιά είναι σαν τις κορδέλες σου». «Δεν σου αρέσουν πια». «Ακριβώς». Τότε είδε το κουτί —το μεταλλικό κουτί που έγραφε μπροστά ΤΑ ΜΙΚΡΟΠΡΑΓΜΑΤΑ ΤΗΣ ΤΖΟ. Ήταν στον πάγκο ανάμεσα στο λίβινγκ ρουμ και το νεροχύτη, όχι μακριά από το σημείο όπου κάποτε κρεμόταν το γατο-ρολόι στον τοίχο. Δεν θυμόμουν να έφερα μαζί μου το κουτί από το στούντιο, αλλά ίσως να το είχα ξεχάσει. Ή μπορεί να ήρθε... ας πούμε, μόνο του. Τώρα πιστεύω σ' αυτά τα πράγματα. Έχω σοβαρούς λόγους να τα πιστεύω. Τα μάτια της Κάιρα φωτίστηκαν όπως δεν είχαν ξαναφωτιστεί από τη στιγμή που ξύπνησε από ένα μεσημεριανό ύπνο και έμαθε ότι η μητέρα της ήταν νεκρή. Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών για να πιάσει το κουτί και μετά πέρασε τα δαχτυλάκια της πάνω στα χρυσά γράμματα. Σκέφτηκα πόσο σημαντικό είναι για ένα παιδί να έχει ένα μεταλλικό κουτί. Σου χρειάζεται για να βάζεις μέσα τα μυστικά σου πράγματα: το καλύτερο παιχνίδι, το ομορφότερο κομμάτι δαντέλα, το πρώτο σου κόσμημα. Ή μια φωτογραφία της μαμάς σου, ίσως. «Είναι τόσο... ωραίο», είπε με απαλή φωνή, γεμάτη δέος. «Μπορείς να το κρατήσεις αν δεν σε πειράζει που λέει ΤΑ ΜΙΚΡΟΠΡΑΓΜΑΤΑ ΤΗΣ ΤΖΟ και όχι ΤΑ ΜΙΚΡΟΠΡΑΓΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΑΙ. Έχει μέσα κάτι χαρτιά που θέλω να τα διαβάσω, αλλά μπορώ να τα βάλω κάπου αλλού». Με κοίταξε για να βεβαιωθεί ότι δεν αστειεύομαι και είδε ότι όντως το εννοούσα. «Θα το ήθελα πολύ», είπε με την ίδια απαλή, γεμάτη δέος φωνή.
Της πήρα το κουτί, έβγαλα από μέσα τα μπλοκ, τις σημειώσεις και τα αποκόμματα, και της το ξανάδωσα. Αυτή έβγαλε και ξανάβαλε μερικές φορές το καπάκι, για να δει πώς γίνεται. «Μάντεψε τι θα βάλω εδώ μέσα», είπε. «Μυστικούς θησαυρούς;» «Ναι!» μου απάντησε και χαμογέλασε για μια στιγμή. «Ποια ήταν η Τζο, Μάικ; Την ξέρω; Την ξέρω, έτσι δεν είναι; Ήταν ένα από τα ανθρωπάκια του ψυγείου». «Ήταν...» Μου ήρθε μια σκέψη τότε. Έψαξα μέσα στα κιτρινισμένα αποκόμματα. Τίποτα. Για μια στιγμή φοβήθηκα ότι την είχα χάσει τη φωτογραφία κάπου, όμως μετά είδα την άκρη της να ξεπροβάλλει μέσα από ένα σημειωματάριο. Την έβγαλα και την έδωσα στην Και. «Τι είναι;» «Μια ανάποδη φωτογραφία. Κοίτα τη στο φως». Την κοίταζε για πολλή ώρα, απορροφημένη. Έβλεπα κι εγώ στο χέρι της αμυδρά την εικόνα της γυναίκας που στεκόταν πάνω στην πλωτή εξέδρα με το μαγιό της. «Αυτή είναι η Τζο», είπα. «Είναι όμορφη. Χαίρομαι που θα 'χω το κουτί της για τα πράγματα μου». «Κι εγώ χαίρομαι, Κάι», είπα και τη φίλησα στην κορυφή του κεφαλιού της. 'Όταν ο σερίφης Ρίτζγουικ βρόντηξε δυνατά την πόρτα με τη γροθιά του, σκέφτηκα ότι καλό θα ήταν να του ανοίξω με τα χέρια ψηλά. Φαινόταν κουρντισμένος. Εκείνο που εκτόνωσε την κατάσταση ήταν μια απλή, αυθόρμητη ερώτηση από μέρους μου. «Τι κάνει ο Άλαν Πάνγκμπορν, σερίφη; Τον βλέπεις καθόλου;» «Είναι στο Νιου Χαμσάιρ», απάντησε ο Ρίτζγουικ και χαμήλωσε λιγάκι το πιστόλι (ένα δυο λεπτά αργότερα το ξανάβαλε στη θήκη του αφηρημένα, χωρίς να δείχνει ότι καταλαβαίνει τι κάνει). «Είναι μια χαρά, κι αυτός και η Πόλι. Δηλαδή, αν δεν υπολογίσουμε την αρθρίτιδα που την ταλαιπωρεί. Υποφέρει, αλλά έχει και τις καλές της μέρες. Μπορείς να αντέξεις πολλά αν έχεις μια καλή μέρα πότε πότε,
αυτό πιστεύω εγώ. Κύριε Νούναν, ξέρεις ότι έχω να σου κάνω πολλές ερωτήσεις, ε;» «Ναι». «Πρώτη και κυριότερη: έχεις το παιδί; Την Κάιρα Ντεβόρ;» «Ναι». «Πού είναι;» «Ευχαρίστως να σου δείξω». Τον πήγα στο διάδρομο της βόρειας πτέρυγας, και σταθήκαμε έξω από την πόρτα της κρεβατοκάμαρας, κοιτάζοντας μέσα. Η Κάιρα ήταν σκεπασμένη με το πάπλωμα μέχρι το σαγόνι της και κοιμόταν βαθιά. Το ένα της χέρι ήταν τυλιγμένο γύρω από το σκυλάκι της βλέπαμε μόνο τη λασπωμένη ουρά του να ξεπροβάλλει από τη μια μεριά και τη μύτη του από την άλλη. Στεκόμασταν εκεί για πολλή ώρα, χωρίς να λέμε τίποτα, κοιτάζοντας τη να κοιμάται μέσα στο απογευματινό φως. Στο δάσος, τα δέντρα είχαν πάψει να πέφτουν, αλλά φυσούσε ακόμη. Ο άνεμος σφύριζε πάνω στις μαρκίζες του Σάρα Λαφς, βγάζοντας έναν ήχο σαν αρχαία μουσική.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ Τα Χριστούγεννα είχαμε ήπια χιονόπτωση -το χιόνι έφτασε περίπου τα δεκαπέντε εκατοστά-, η οποία έκανε τις παρέες που έλεγαν τα κάλαντα στους δρόμους του Σάνφορντ να μοιάζουν σαν να έχουν βγει από χριστουγεννιάτικη ταινία. Όταν γύρισα στο σαλόνι αφού είχα πάει να δω για τρίτη φορά αν είναι εντάξει η Κάιρα, η ώρα ήταν μία και τέταρτο τη νύχτα και το χιόνι είχε σταματήσει. Το φεγγάρι, γεμάτο αλλά χλομό, κρυφοκοίταζε μέσα από τα σύννεφα. Έκανα πάλι Χριστούγεννα με τον Φρανκ, και ήμαστε οι τελευταίοι που είχαμε μείνει ξύπνιοι. Τα παιδιά, και η Κάι μαζί, είχαν πέσει ξερά στα κρεβάτια τους, εξουθενωμένα από την κραιπάλη του φαγητού και των δώρων. Ο Φρανκ ήταν στο τρίτο του ουίσκι -αυτή ήταν σίγουρα ιστορία των τριών ουίσκι—, αλλά εγώ μόλις που είχα αγγίξει το πρώτο μου. Νομίζω ότι θα το είχα ρίξει στο ποτό πολύ άσχημα αν δεν ήταν η Κάι. Τις μέρες που την παίρνω, συνήθως δεν πίνω ούτε ένα ποτήρι μπίρα. Και τώρα να την έχω τρεις μέρες στη σειρά... αλλά, που να πάρει, αν δεν μπορείς να περάσεις τα Χριστούγεννα με το παιδί σου, τι σόι Χριστούγεννα είναι; «Είσαι εντάξει;» ρώτησε ο Φρανκ, όταν κάθισα πάλι και ήπια μία ακόμη μικρή συμβολική γουλιά από το ποτήρι μου. Χαμογέλασα. Δεν ρώτησε αν είναι εντάξει η Κάι, αλλά αν είμαι εγώ. Ο Φρανκ σίγουρα δεν είναι βλάκας. «Έπρεπε να με έβλεπες όταν το Τμήμα Κοινωνικών Υπηρεσιών με άφησε να την κρατήσω ένα Σαββατοκύριακο τον Οκτώβριο. Πριν πέσω για ύπνο, πρέπει να πήγα καμιά δεκαριά φορές να κοιτάξω αν είναι ήρεμη... και αφού έπεσα συνέχισα να σηκώνομαι για να δω. Πήγαινα και κρυφοκοίταζα από την πόρτα, αφουγκραζόμουν την ανάσα της. Δεν κοιμήθηκα ούτε λεπτό την Παρασκευή το βράδυ. Το Σάββατο μπορεί να κοιμήθηκα γύρω στις τρεις ώρες. Οπότε, αυτό που βλέπεις τώρα είναι μεγάλη βελτίωση. Όμως, Φρανκ, έτσι και σου ξεφύγουν ποτέ αυτά που σου είπα —αν μάθουν ότι είχα γεμίσει την μπανιέρα πριν χαλάσει η γεννήτρια από τη θύελλα-, δεν θα έχω πια την παραμικρή ελπίδα να την υιοθετήσω. Σίγουρα θα με βάλουν να
συμπληρώσω αιτήσεις εις τριπλούν για να με αφήσουν να παρακολουθήσω την τελετή της αποφοίτησης της από το γυμνάσιο». Δεν είχα σκοπό να πω στον Φρανκ για τη φάση με την μπανιέρα, αλλά από τη στιγμή που άρχισα να μιλάω μου βγήκαν σχεδόν όλα. Εδώ που τα λέμε, κάπου έπρεπε να τα πω για να μπορέσω μετά να συνεχίσω τη ζωή μου. Αρχικά πίστευα ότι εκείνος που θα άκουγε αυτή την εξομολόγηση θα ήταν ο Τζον Στόροου, αλλά ο Τζον δεν ήθελε να μιλά γι' αυτά τα γεγονότα. Οι συζητήσεις μας περιορίζονταν μόνο σε νομικά θέματα, τα οποία αυτό τον καιρό αφορούσαν την Κάιρα Ελίζαμπεθ Ντεβόρ. «Μην ανησυχείς, δεν θα πω τίποτα. Πώς πάει η μάχη της υιοθεσίας;» «Η εξέλιξη είναι αργή, πολύ αργή. Έχω σιχαθεί ολόκληρο το δικαστικό σύστημα του Μέιν και το Τμήμα Κοινωνικών Υπηρεσιών. Αν πάρεις ένα ένα τα άτομα που υπηρετούν όλη αυτή τη γραφειοκρατία, θα διαπιστώσεις ότι είναι μια χαρά άνθρωποι στην πλειονότητα τους, αλλά έτσι και τους βάλεις όλους μαζί... » «Άσ' τα να πάνε, ε;» «Μερικές φορές νιώθω σαν χαρακτήρας στο Σκοτεινό Σπίτι. Είναι εκείνο το μυθιστόρημα του Ντίκενς που λέει ότι στο δικαστήριο δεν κερδίζει κανείς εκτός από τους δικηγόρους. Ο Τζον μου λέει να είμαι υπομονετικός και να βλέπω τα πράγματα από τη θετική τους πλευρά, ότι κάνουμε εκπληκτική πρόοδο αν λάβεις υπόψη σου ότι είμαι το πιο αναξιόπιστο από όλα τα πλάσματα, ένας ανύπαντρος λευκός μεσήλικος, αλλά η Κάι έχει πάει δοκιμαστικά σε δύο οικογένειες από τότε που πέθανε η Μέτι και...» «Καλά, δεν έχει κανένα συγγενή σε καμιά από τις γειτονικές πόλεις;» «Υπάρχει η θεία της Μέτι. Αλλά δεν ήθελε να έχει καμιά σχέση με την Κάι τότε που ζούσε η Μέτι και τώρα δεν θέλει ακόμη περισσότερο. Ιδιαίτερα αφού...» «Αφού η Κάι δεν είναι πλούσια». «Ακριβώς». «Τελικά η Γουίτμορ έλεγε ψέματα για τη διαθήκη του Ντεβόρ, ε;»
«Φυσικά. Ο Ντεβόρ άφησε τα πάντα σε ένα ίδρυμα που υποτίθεται ότι θα προωθήσει την επιμόρφωση του κόσμου στους υπολογιστές σε παγκόσμια κλίμακα. Με όλο το σεβασμό που έχω στους κομπιουτεράδες όλου του κόσμου, δεν θα μπορούσα να φανταστώ πιο άσπλαχνη φιλανθρωπία». «Ο Τζον πώς είναι;» «Έχει συνέλθει σε γενικές γραμμές, αλλά το δεξί του χέρι θα έχει πάντα πρόβλημα. Κόντεψε να πεθάνει από αιμορραγία». Ο Φρανκ είχε καταφέρει πολύ επιδέξια —ιδιαίτερα για έναν άνθρωπο που ήταν στο τρίτο ουίσκι του— να με απομακρύνει από το πονεμένο θέμα της Κάι και της υιοθεσίας. Αλλά κι εγώ δεν είχα αντίρρηση να το ξεχάσω. Δεν άντεχα να σκέφτομαι τις ατέλειωτες μέρες και τις ακόμη πιο δύσκολες νύχτες που περνούσε η Κάι σ' εκείνα τα σπίτια όπου το Τμήμα Κοινωνικών Υπηρεσιών αποθηκεύει τα παιδιά σαν να είναι μπιμπελό που δεν τα θέλει κανείς. Η Και δεν ζούσε σε αυτά τα μέρη, απλώς υπήρχε, χλομή και απαθής, σαν καλοταϊσμένο κουνέλι σε κλουβί. Κάθε φορά που έβλεπε το αμάξι μου να έρχεται ζωντάνευε, κουνούσε τα χέρια της και χόρευε σαν τον Σνούπι πάνω στο σκυλόσπιτο. Το Σαββατοκύριακο που περάσαμε μαζί τον Οκτώβριο ήταν υπέροχο (παρά την ακατάσχετη ανάγκη μου να πηγαίνω για να δω αν είναι εντάξει ανά μισή ώρα αφότου έπεσε για ύπνο), και τα Χριστούγεννα ήταν ακόμη καλύτερα. Η επίμονη επιθυμία της να είναι μαζί μου βοηθούσε στο δικαστήριο περισσότερο από καθετί άλλο... παρ' όλα αυτά, όμως, οι τροχοί γύριζαν αργά. Ίσως το Μάιο, Μάικ, μου έλεγε ο Τζον. Ήταν ένας νέος Τζον αυτές τις μέρες, χλομός και σοβαρός. Εκείνος ο αλαζονικός, υπερενθουσιώδης δικηγόρος που ήθελε τόσο πολύ να συγκρουστεί με τον Μαξ Ντεβόρ δεν υπήρχε πια. Ο Τζον είχε μάθει κάτι για τη ζωή και το θάνατο στις 21 Ιουλίου, και κάτι για τη βλακώδη απανθρωπιά του κόσμου επίσης. Ο άνθρωπος που είχε μάθει να ανταλλάσσει χειραψία με το αριστερό χέρι αντί με το δεξί δεν ενδιαφερόταν πια να γιορτάσει μέχρι να ξεράσει. Έβλεπε μια κοπέλα στη Φιλαδέλφεια, την κόρη μιας φίλης της μητέρας του. Δεν ήξερα αν είναι κάτι σοβαρό· ο «θείος Τζον» της Κάι δεν μιλούσε πολύ γι' αυτή
την πλευρά της ζωής του, αλλά όταν ένας νέος βλέπει με τη θέληση του την κόρη μιας φίλης της μητέρας του συνήθως σημαίνει ότι ενδιαφέρεται σοβαρά γι' αυτή. Ίσως την άνοιξη. Αυτό μου έλεγε συνεχώς όλο αυτό τον καιρό από το καλοκαίρι. Τι λάθος κάνω και δεν προχωράει η υπόθεση; τον ρώτησα μια φορά -ήταν λίγο μετά τη Μέρα των Ευχαριστιών και μόλις είχε ανακύψει ένα ακόμη πρόβλημα. Τίποτα, μου απάντησε. Οι υιοθεσίες από ανύπαντρα άτομα προχωρούν πάντα αργά, και όταν ο υποψήφιος γονιός είναι άντρας τα πράγματα είναι ακόμη 'χειρότερα. Σε αυτό το σημείο της συζήτησης, ο Τζον έκανε μια αισχρή χειρονομία με το μεσαίο δάχτυλο του αριστερού του χεριού. Αυτό είναι κατάφωρη διάκριση ανάμεσα στα δύο φυλά. Ναι, αλλά συνήθως είναι δικαιολογημένη. Μπορεί να φταίνε όλοι εκείνοι οι ανώμαλοι μαλάκες που κάποια στιγμή θεώρησαν ότι έχουν το δικαίωμα να κατεβάσουν το βρακί κάποιον μικρού παιδιού. Μπορεί να φταίει η γραφειοκρατία. Σε τελική ανάλυση, όμως, δεν έχει σημασία. Η διαδικασία είναι αργή, αλλά τελικά θα νικήσεις. Έχεις καθαρό μητρώο, έχεις την Κάιρα να λέει «θέλω να είμαι με τον Μάικ» σε όλους τους δικαστές και τους κοινωνικούς λειτουργούς που βλέπει, έχεις αρκετά λεφτά για να συνεχίσεις να τους πιέζεις όσο κι αν στριφογυρίζουν και όσες διατυπώσεις κι αν βάζουν στο δρόμο σου... και πάνω απ' όλα, φίλε, έχεις εμένα. Είχα και κάτι άλλο επίσης. Αυτό που μου είχε ψιθυρίσει η Κάι στο αυτί καθώς σταμάτησα για να πάρω ανάσα στα σκαλιά. Δεν το είχα πει ποτέ στον Τζον αυτό, και ήταν ένα από τα λίγα πράγματα που δεν είπα ούτε στον Φρανκ. Η Μέτι είπε ότι είμαι η πιτσιρίκα σου τώρα, μου είχε ψιθυρίσει. Η Μέτι λέει ότι θα με φροντίζεις εσύ. Και αυτό προσπαθούσα να κάνω, στο βαθμό που με άφηναν εκείνοι οι ηλίθιοι του Τμήματος Κοινωνικών Υπηρεσιών. Αλλά η αναμονή ήταν δύσκολη. Ο Φρανκ πήρε το μπουκάλι με το ουίσκι και μου το έδειξε κοιτάζοντας με ερωτηματικά. Αρνήθηκα. Η Κάι μου είχε ζητήσει να φτιάξουμε χιονάνθρωπο το πρωί και ήθελα να αντιμετωπίσω τη
λάμψη του πρωινού ήλιου πάνω στο χιόνι χωρίς να με πιάσει πονοκέφαλος. «Φρανκ, πόσα πιστεύεις από όλα αυτά που σου είπα;» Έβαλε ουίσκι στο ποτήρι του και μετά έμεινε αμίλητος για λίγο, κοιτάζοντας σκεφτικός το τραπέζι. 'Όταν σήκωσε πάλι το κεφάλι του χαμογελούσε. Το χαμόγελο του έμοιαζε τόσο πολύ με εκείνο της Τζο που μου σφίχτηκε η καρδιά. «Κοίτα», είπε, «είμαι ένας μισομεθυσμένος Ιρλανδός που μόλις άκουσε τη μεγαλύτερη ιστορία φαντασμάτων το βράδυ των Χριστουγέννων. Τα πιστεύω όλα, βρε βλάκα». Γελάσαμε και οι δυο από τη μύτη, όπως κάνουν συνήθως οι άντρες όταν είναι αργά, τα έχουν κοπανήσει λίγο και δεν θέλουν να ξυπνήσουν όλο το σπίτι. «Έλα τώρα, μιλάω σοβαρά, πόσα πιστεύεις;» «Όλα», μου επανέλαβε. «Επειδή τα πίστευε και η Τζο. Και εξαιτίας της Κάι». Έδειξε με το κεφάλι του προς τη σκάλα. «Δεν έχω ξαναδεί ποτέ μου τέτοιο παιδί. Είναι γλυκό κορίτσι, βέβαια, αλλά υπάρχει κάτι στα μάτια της. Στην αρχή νόμιζα ότι είναι επειδή έχασε έτσι τη μητέρα της, αλλά τελικά δεν είναι αυτό. Υπάρχει κάτι παραπάνω, έτσι δεν είναι;» «Ναι», συμφώνησα. «Και αυτό το κάτι υπάρχει και σ' εσένα. Σας άγγιξε και τους δύο». Σκέφτηκα το βρυχώμενο τέρας που κατάφερε να συγκρατήσει η Τζο καθώς εγώ έριχνα το καυστικό υγρό μέσα στο σάπιο καναβάτσο. Τον Εξώφερτο, όπως τον είχε αποκαλέσει. Δεν είχα προλάβει να τον παρατηρήσω, και αυτό ήταν καλό ίσως. Μάλλον ήταν πολύ καλό. «Μάικ;» Ο Φρανκ με κοίταζε ανήσυχος. «Τι έπαθες; Τρέμεις». «Δεν έχω τίποτα», είπα. «Είμαι εντάξει». «Πώς είναι τα πράγματα στο σπίτι τώρα;» με ρώτησε. Ζούσα ακόμη στο Σάρα Λαφς. Το είχα καθυστερήσει μέχρι τις αρχές του Νοεμβρίου και μετά είχα δώσει το σπίτι του Ντέρι για πούλημα. «Ήσυχα». «Εντελώς ήσυχα;»
Έγνεψα καταφατικά, αν και αυτό δεν αλήθευε απολύτως. Σε δυο τρεις περιπτώσεις είχα ξυπνήσει μ' εκείνη την αίσθηση που μου είχε περιγράψει κάποτε η Μέτι, ότι υπάρχει κάποιος στο κρεβάτι δίπλα μου. Δεν ήταν όμως επικίνδυνη παρουσία. Μια δυο φορές ακόμη μου μύρισε (ή νόμισα ότι μου μύρισε) άρωμα Ρεντ. Και μερικές φορές, ακόμη και όταν δεν φυσάει καθόλου, το κουδουνάκι του Μπάντερ τρεμοπαίζει βγάζοντας μερικές σκόρπιες νότες. Είναι σαν να έρχεται για να με χαιρετήσει κάτι που νιώθει μοναξιά. Ο Φρανκ έριξε μια ματιά στο ρολόι και μετά με κοίταξε πάλι με σχεδόν απολογητικό ύφος. «Έχω μερικές ερωτήσεις ακόμη, εντάξει;» «Αν δεν μπορείς να ξενυχτήσεις το βράδυ των Χριστουγέννων», είπα, «πότε μπορείς; Σε ακούω». «Τι είπες στην αστυνομία;» «Δεν χρειάστηκε να τους πω πολλά πράγματα. Ο Φούτμαν τα ξέρασε όλα —είπε τόσο πολλά, που έφερε σε δύσκολη θέση τον Νόρις Ρίτζγουικ. Ομολόγησε ότι έκανε την επίθεση μαζί με τον Όσγκουντ —αυτός ήταν που οδηγούσε το αμάξι—, επειδή ο Ντεβόρ απείλησε ότι αν δεν συμμορφωθούν θα τους εκδικηθεί. Επίσης, ανάμεσα στα πράγματα του Ντεβόρ στο Γουόρινγκτον, η αστυνομία βρήκε το αντίγραφο μιας εντολής για μεταφορά δύο εκατομμυρίων δολαρίων σε ένα λογαριασμό στο Γκραντ Κέιμαν. Το όνομα που ήταν γραμμένο πάνω στο αντίγραφο της εντολής ήταν Ράντολφ Φούτμαν. Το πλήρες όνομα του Φούτμαν είναι Τζορτζ Ράντολφ Φούτμαν. Και αυτή τη στιγμή βρίσκεται στη φυλακή». «Και η Ροζέτ;» «Η Ροζέτ... Τελικά το "Γουίτμορ" ήταν το πατρικό όνομα της μητέρας της. Είχε λευχαιμία, η διάγνωση έγινε το 1996. Σε άτομα της ηλικίας της -παρεμπιπτόντως ήταν μόλις πενήντα εφτά ετών όταν πέθανε— είναι θανατηφόρα σε δύο περιπτώσεις από τις τρεις, όμως αυτή έκανε χημειοθεραπεία. Γι' αυτό και η περούκα». «Γιατί προσπάθησε να σκοτώσει την Κάιρα; Δεν το καταλαβαίνω αυτό. Αφού εξουδετέρωσες την επιρροή της Σάρας Τίντγουελ πάνω στο γήινο πεδίο όταν διέλυσες τα οστά της, η κατάρα θα 'πρεπε να... Γιατί με κοιτάς έτσι;»
«Θα καταλάβαινες αν είχες γνωρίσει τον Ντεβόρ», είπα. «Μιλάμε για τον άνθρωπο που έβαλε φωτιά σε ολόκληρο το Τι-Αρ σαν αποχαιρετιστήριο δώρο όταν έφυγε - για την Καλιφόρνια. Αυτός μου ήρθε στο νου τη στιγμή που της έβγαλα την περούκα· νόμισα ότι είχαν αλλάξει ταυτότητες με κάποιο τρόπο. Αλλά μετά σκέφτηκα, Όχι, αυτή είναι, η Ροζέτ, απλώς έχει χάσει τα μαλλιά της για κάποιο λόγο». «Και είχες δίκιο. Τα είχε χάσει από τη χημειοθεραπεία». «Είχα δίκιο, και ταυτόχρονα είχα άδικο. Τώρα ξέρω περισσότερα πράγματα για τα φαντάσματα, Φρανκ. Και ίσως το πιο σημαντικό είναι το πρώτο πράγμα που βλέπεις, το πρώτο που σκέφτεσαι... Συνήθως αυτό είναι και το σωστό. Αυτός ήταν εκείνη τη μέρα. Ο Ντεβόρ. Τελικά είχε γυρίσει πίσω. Είμαι σίγουρος γι' αυτό. Τελικά, η ουσία δεν ήταν η επιρροή της Σάρας, στη δική του περίπτωση τουλάχιστον. Δεν ήταν ούτε καν η Κάιρα και η κηδεμονία. Τελικά η ουσία ήταν το έλκηθρο του Σκούτερ Λάριμπι». Σιωπή από τον Φρανκ. Επικράτησε μια σιγή που για μερικές στιγμές ήταν τόσο βαθιά, ώστε άκουγα το σπίτι να αναπνέει. Ξέρετε, αυτό είναι δυνατόν να το ακούσει κανείς. Αν αφουγκραστεί πραγματικά, μπορεί να το ακούσει. Είναι κι αυτό ένα από τα πράγματα που έμαθα τώρα. «Χριστέ μου», είπε τελικά ο Φρανκ. «Δεν νομίζω ότι ο Ντεβόρ ήρθε από την Καλιφόρνια στο Τι-Αρ για να σκοτώσει την Κάιρα», είπα. «Δεν ήταν αυτό το αρχικό του σχέδιο». «Ποιο ήταν τότε; Να γνωρίσει την εγγονή του; Να αποκαταστήσει τις σχέσεις του με τη νύφη του;» «'Όχι βέβαια. Δεν καταλαβαίνεις ακόμη τι ήταν αυτός ο τύπος». «Πες μου εσύ τότε». «Ήταν ένα ανθρώπινο τέρας. Ήρθε στο Τι-Αρ για να αγοράσει την Κάιρα, αλλά η Μέτι δεν ήθελε να την πουλήσει. Μετά, τον έβαλε στο χέρι η Σάρα και ο Ντεβόρ άρχισε να σχεδιάζει το θάνατο της Κάιρα. Υποψιάζομαι ότι η Σάρα δεν είχε ξαναβρεί ποτέ της πιο πρόθυμο "όργανο"». «Πόσα άτομα σκότωσε συνολικά η Σάρα;» ρώτησε ο Φρανκ.
«Δεν ξέρω σίγουρα. Και, βασικά, ούτε θέλω να μάθω. Με βάση τις σημειώσεις της Τζο και τα αποκόμματα, θα έλεγα ότι είχαν γίνει ίσως άλλοι τέσσερις... πώς να τους πούμε... κατευθυνόμενοι φόνοι... Από το 1901 μέχρι το 1998. Όλα τα θύματα ήταν παιδιά, όλα με ονόματα που άρχιζαν από Κ, και όλα είχαν στενή συγγένεια με τους ανθρώπους που τα σκότωσαν». «Θεέ μου!» «Δεν νομίζω ότι ο Θεός είχε μεγάλη σχέση με όλα αυτά... Αλλά, τελικά, η Σάρα τους έκανε να πληρώσουν ακριβά». «Τη λυπάσαι, έτσι δεν είναι;» «Ναι. θα ήμουν ικανός να την κάνω κομμάτια με τα χέρια μου αν πήγαινε να βλάψει την Κάι, αλλά φυσικά τη λυπάμαι. Τη βίασαν και τη σκότωσαν. Έπνιξαν το παιδί της την ώρα που πέθαινε. Θεέ μου, εσύ δεν τη λυπάσαι;» «Ναι, μάλλον. Μάικ, ξέρεις ποιο ήταν το άλλο παιδί; Αυτό που έκλαιγε στο σπίτι; Ήταν αυτό που πέθανε από σηψαιμία;» «Οι περισσότερες σημειώσεις της Τζο αφορούσαν αυτό το θέμα. Από κει άρχισε να ψάχνει. Ο Ρόις Μέριλ ήξερε καλά την ιστορία. Το παιδί που έκλαιγε ήταν ο Ρετζ Τίντγουελ ο νεότερος, ο γιος του Σόνι Τίντγουελ. Εδώ πρέπει να καταλάβεις κάτι. Μέχρι το Σεπτέμβριο του 1901, όταν οι Ρεντ-Τοπ έπαιξαν για τελευταία φορά στην Κομητεία Καστλ, σχεδόν όλο το Τι-Αρ ήξερε ότι η Σάρα και το παιδί της είχαν δολοφονηθεί και σχεδόν όλοι υποψιάζονταν ποιοι το είχαν κάνει. Όλο τον Αύγουστο, ο Ρετζ Τίντγουελ πίεζε το σερίφη της Κομητείας, κάποιον Νεεμάια Μπάνερμαν. Στην αρχή του ζητούσε να στείλει ανθρώπους για να τους βρουν ζωντανούς, μετά για να βρουν τα πτώματα τους και τελικά για να βρεθούν οι δολοφόνοι τους..- γιατί από τη στιγμή που δέχτηκε ότι ήταν νεκροί δεν αμφέβαλλε ούτε στιγμή ότι είχαν δολοφονηθεί. Ο Μπάνερμαν ήταν θετικός στην αρχή. Όλοι ήταν θετικοί στην αρχή. Το Τι-Αρ είχε φερθεί υπέροχα στους Ρεντ-Τοπ -αυτό άλλωστε είχε εξοργίσει περισσότερο τον Τζάρεντ— κι έτσι δεν ήταν παράξενο που ο Σον Τίντγουελ έκανε ένα κρίσιμο λάθος». «Τι λάθος;»
Του μπήκε η ιδέα ότι ο Άρης είναι ο Παράδεισος, σκέφτηκα. Το Τι-Αρ πρέπει να είχε φανεί σε όλους σωστός παράδεισος, μέχρι τη στιγμή που η .Σάρα και ο Κάιτο πήγαν για μια βόλτα και δεν ξαναγύρισαν. Είχαν νομίσει ότι βρήκαν επιτέλους ένα μέρος οπού θα τους άφηναν να αναπνέουν, παρ' όλο που ήταν μαύροι. «Νόμισε ότι θα τους αντιμετώπιζαν σαν κανονικούς ανθρώπους και στα δύσκολα, μόνο και μόνο επειδή τους αντιμετώπιζαν σαν κανονικούς ανθρώπους όταν όλα πήγαιναν καλά. Τελικά, ο κόσμος του Τι-Αρ ενώθηκε εναντίον τους. Κανείς βέβαια δεν συμφωνούσε με αυτό που έκανε ο Τζάρεντ και η παρέα του, αλλά όταν άρχισαν να ζορίζουν τα πράγματα... » «Κοιτάς να προστατεύσεις τους δικούς σου και να καθαρίσεις τα άπλυτα σου με κλειστή την πόρτα», είπε ο Φρανκ και αποτελείωσε το ποτό του. «Ακριβώς. Την εποχή που οι Ρεντ-Τοπ έπαιξαν στο πανηγύρι της Κομητείας, η μικρή τους κοινότητα κοντά στη λίμνη είχε αρχίσει να διαλύεται. Όλα αυτά, σύμφωνα με τις σημειώσεις της Τζο, βέβαια. Οι ιστορίες της περιοχής δεν αναφέρουν απολύτως τίποτα. »Στις αρχές του Σεπτεμβρίου είχαν αρχίσει να παρενοχλούν τους Ρεντ-Τοπ ανοιχτά. Έτσι είπε ο Ρόις Μέριλ στην Τζο. Η πίεση γινόταν λίγο πιο έντονη κάθε μέρα, αλλά ο Σον Τίντγουελ αρνιόταν να φύγει αν δεν μάθαινε πρώτα τι είχε συμβεί στην αδερφή του και τον ανιψιό του. Όπως φαίνεται, είχε κρατήσει και όλους τους άλλους συγγενείς εκεί στο λιβάδι, παρ' όλο που τα άλλα μέλη της μπάντας είχαν φύγει για πιο φιλικές περιοχές. Και τότε κάποιος έστησε την παγίδα. Υπήρχε ένα ξέφωτο στο δάσος, περίπου ενάμισι χιλιόμετρο από την περιοχή που τώρα λέγεται Λιβάδι Τίντγουελ. Είχε και μια μεγάλη σημύδα στη μέση -η Τζο είχε μια φωτογραφία της στο στούντιο. Εκεί έκαναν τις λειτουργίες τους οι μαύροι, αφότου τους έκλεισαν τις πόρτες οι εκκλησίες της περιοχής. Ο μικρός, ο Ρετζ, πήγαινε συχνά εκεί για να προσευχηθεί ή για να καθίσει απλώς και να σκεφτεί. Υπήρχαν πολλοί που ήξεραν τις συνήθειες του. Κάποιος έστησε μια παγίδα στο μονοπάτι που ακολουθούσε ο μικρός και τη σκέπασε με φύλλα».
«Χριστέ μου!» είπε ο Φρανκ. Ακουγόταν σαν να τον είχε πιάσει ναυτία. «Πάντως, κατά πάσα πιθανότητα δεν την έβαλε ο Τζάρεντ Ντεβόρ ούτε οι ξυλοκόποι του. Αυτοί δεν ήθελαν να έχουν καμία σχέση με τους Ρεντ-Τοπ μετά τους φόνους· φρόντιζαν να μην τους πλησιάζουν. Μπορεί να μην ήταν καν κάποιος φίλος των νεαρών. Τότε πια δεν είχαν και πολλούς φίλους. Όμως, το γεγονός παρέμενε ότι οι μαύροι πήγαιναν να σηκώσουν κεφάλι, σκάλιζαν πληγές που ήταν καλύτερο να ξεχαστούν και δεν έλεγαν να σταματήσουν. Έτσι, κάποιος έβαλε την παγίδα. Νομίζω ότι δεν είχαν σκοπό να σκοτώσουν το παιδί, παρά μόνο να το σακατέψουν. Ίσως να του κόψουν το πόδι και να γυρίζει με δεκανίκι σε όλη του τη ζωή. Υποψιάζομαι ότι μέχρι εκεί είχε φτάσει η φαντασία τους. Όπως και να 'χει, το κόλπο τους έπιασε. Το παιδί πάτησε την παγίδα... αλλά άργησαν πολύ να το βρουν. Ο πόνος πρέπει να ήταν φρικτός. Και μετά έπαθε σηψαιμία και πέθανε. Τότε ο Σον τα παράτησε. Είχε κι άλλα παιδιά που έπρεπε να τα προστατεύσει, καθώς και άτομα από την μπάντα που είχαν μείνει μαζί του. Μάζεψαν τα πράγματα τους και τις κιθάρες τους κι έφυγαν. Η Τζο ανακάλυψε ότι κάποιοι πήγαν στη Βόρεια Καρολίνα, όπου ζουν ακόμη πολλοί απόγονοι τους. Και στις πυρκαγιές του 1933, αυτές που έβαλε ο Μαξ Ντεβόρ, κάηκαν και τα σπίτια τους». «Δεν καταλαβαίνω όμως γιατί δεν βρέθηκαν ποτέ τα πτώματα της Σάρας και του γιου της», είπε ο Φρανκ. «Εντάξει, ξέρω ότι εκείνη η δυσωδία που μύρισες, η σαπίλα, δεν υπήρχε στο υλικό επίπεδο. Αλλά ύστερα από τόσο καιρό... και αφού κυκλοφορούσε τόσος κόσμος στο Δρόμο όπως λες...» «Αρχικά τουλάχιστον, ο Ντεβόρ και οι άλλοι δεν τους έθαψαν εκεί που τους βρήκα εγώ. Απλώς τράβηξαν τα πτώματα πιο βαθιά μέσα στο δάσος, ίσως μέχρι το σημείο όπου είναι τώρα η βόρεια πλευρά του Σάρα Λαφς. Τα σκέπασαν με θάμνους και ξαναγύρισαν εκείνο το βράδυ -πρέπει να ήταν το ίδιο βράδυ, γιατί, αν τα άφηναν εκεί, θα τα ξέσκιζαν τα σαρκοφάγα του δάσους. Τα πήγαν, λοιπόν, κάπου αλλού και τα έθαψαν μέσα σ' εκείνο το καναβάτσο. Η Τζο δεν ήξερε πού, όμως εγώ υποψιάζομαι ότι πρέπει να ήταν στο Μπάουι
Ριτζ, όπου έκοβαν ξύλα το καλοκαίρι. Είναι απομονωμένο σημείο. Τέλος πάντων, το θέμα είναι ότι τα έθαψαν κάπου· ας πούμε ότι ήταν εκεί». «Τότε όμως πώς... γιατί... » «Ο Ντρέιπερ Φίνεϊ δεν ήταν ο μόνος που βασανιζόταν από αυτό που έκαναν, Φρανκ. Όλους τους κατέτρυχε. Με εξαίρεση τον Τζάρεντ Ντεβόρ, ίσως. Αυτός έζησε άλλα δέκα χρόνια και, απ' ό,τι φαίνεται, δεν ίδρωσε το αυτί του. Οι νεαροί όμως έβλεπαν εφιάλτες, έπιναν πολύ, καβγάδιζαν συνεχώς, αγρίευαν όταν κάποιος ανέφερε τους Ρεντ- Τοπ... » «Ήταν σαν να τριγύριζαν φορώντας μια ταμπέλα που έλεγε ΚΛΟΤΣΑΤΕ ΜΑΣ, ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΝΟΧΟΙ», είπε ο Φρανκ. «Ακριβώς. Επιπλέον, πέρα από τις δικές τους τύψεις, δεν τους μιλούσε σχεδόν κανείς στην περιοχή. Μετά ο Φίνεϊ σκοτώθηκε —ή αυτοκτόνησε, νομίζω— και τότε μπήκε μια ιδέα στους υπόλοιπους. Διαδόθηκε από τον ένα στον άλλο σαν κρυολόγημα -μόνο που δεν ήταν ακριβώς ιδέα· έμοιαζε περισσότερο με ακατανίκητη παρόρμηση. Σκέφτηκαν ότι, αν ξέθαβαν τα πτώματα και τα ξανάθαβαν στο σημείο όπου έγινε το κακό, τα πράγματα θα ξαναγύριζαν στο φυσιολογικό». «Και δέχτηκε ο Τζάρεντ αυτή την ιδέα;» «Σύμφωνα με τις σημειώσεις της Τζο, οι νεαροί δεν τον ξαναπλησίασαν ύστερα από όσα έγιναν. Και ξανάβαψαν το σάκο με τα κόκαλα -χωρίς τη βοήθεια του Τζάρεντ Ντεβόρ— στο σημείο όπου τα βρήκα εγώ τελικά. Αυτό πρέπει να έγινε το φθινόπωρο ή το χειμώνα του 1902, νομίζω». «Η Σάρα ήθελε να τη βάλουν εκεί, έτσι δεν είναι; Για να μπορεί να τους επηρεάζει πιο εύκολα». «Ναι. Κι αυτούς και όλη την περιοχή. Το ίδιο πίστευε και η Τζο. Και το πίστευε τόσο πολύ, ώστε όταν ανακάλυψε μερικά από αυτά τα πράγματα δεν ήθελε να ξαναγυρίσει στο Σάρα Λαφς. Ιδιαίτερα όταν άρχισε να υποψιάζεται ότι είναι έγκυος. Όταν αρχίσαμε τις προσπάθειες να κάνουμε παιδί κι εγώ πρότεινα το όνομα Κάια, πόσο πρέπει να τρόμαξε! Κι εγώ δεν κατάλαβα τίποτα».
«Η Σάρα πίστευε ότι μπορούσε να χρησιμοποιήσει εσένα για να σκοτώσει την Κάιρα, αν ο Ντεβόρ πέθαινε πριν προλάβει να τελειώσει τη δουλειά. Ήταν γέρος και άρρωστος. Και η Τζο το ρισκάρισε πιστεύοντας ότι δεν θα τη σκότωνες, αλλά θα την έσωζες. Αυτό πιστεύεις, έτσι δεν είναι;» «Ναι». «Και είχε δίκιο τελικά». «Δεν θα τα κατάφερνα ποτέ μόνος μου. Από τη νύχτα που ονειρεύτηκα τη Σάρα να τραγουδάει, η Τζο ήταν συνεχώς δίπλα μου και με βοηθούσε. Η Σάρα δεν κατάφερε να την κάνει να τα παρατήσει». «Όχι, η Τζο δεν τα παρατούσε ποτέ», συμφώνησε ο Φρανκ και σκούπισε το μάτι του. «Τι ξέρεις για την αδερφή του προπάππου σου, αυτή που παντρεύτηκε τον Όστερ; » «Την Μπρίτζετ Νούναν Όστερ», είπα. «Μπριτζ για τους φίλους της. Ρώτησα τη μητέρα μου και μου ορκίστηκε σε ό,τι έχει ιερό ότι δεν ξέρει τίποτα, ότι η Τζο δεν τη ρώτησε ποτέ για την Μπριτζ, αλλά μπορεί να λέει ψέματα. Η Μπριτζ ήταν σαφώς το μαύρο πρόβατο της οικογένειας. Το καταλαβαίνω και μόνο από τον τόνο που παίρνει η φωνή της μητέρας μου όταν κάποιος αναφέρει αυτό το όνομα. Δεν ξέρω πώς μπορεί να γνώρισε τον Μπέντον Όστερ. Ας πούμε ότι ο Όστερ είχε πάει στο Πράουτ'ς Νεκ για να επισκεφθεί κάποιους φίλους του και άρχισε να φλερτάρει μαζί της σε κάποιο τραπέζι. Αυτό είναι ένα ενδεχόμενο. Τότε, το 1884, η Μπριτζ ήταν δεκαοχτώ χρονών και ο Μπέντον Όστερ είκοσι τριών. Παντρεύτηκαν εσπευσμένα. Ο Χάρι, αυτός που έπνιξε τελικά τον Κάιτο Τίντγουελ, γεννήθηκε έξι μήνες αργότερα». «Δηλαδή, δεν ήταν ούτε δεκαεφτά χρονών όταν έγινε το κακό», είπε ο Φρανκ. «Θεέ και Κύριε!» «Και στο μεταξύ η μητέρα του είχε πάθει κρίση θρησκοληψίας. Ο τρόμος του μήπως μάθει ποτέ η μητέρα του τι είχε συμβεί ήταν ένας από τους λόγους που τον έσπρωξαν να κάνει ό,τι έκανε. Καμιά άλλη ερώτηση, Φρανκ; Γιατί έχει αρχίσει να με παίρνει ο ύπνος όρθιο».
Έμεινε αμίλητος για λίγο. Είχα αρχίσει να πιστεύω ότι τελειώσαμε, όταν είπε: «Δύο ερωτήσεις ακόμη. Σε πειράζει ;» «Μιλάμε τόσες ώρες· σε δυο ερωτήσεις θα κολλήσουμε; Ποιες είναι;» «Αυτή η Μορφή που είπες, ο Εξώφερτος. Αυτός με ανησυχεί». Δεν είπα τίποτα. Με ανησυχούσε κι εμένα. «Πιστεύεις ότι υπάρχει περίπτωση να ξαναγυρίσει;» «Πάντα ξαναγυρίζει», είπα. «Κινδυνεύω ίσως να φανώ πομπώδης, αλλά ο Εξώφερτος ξαναγυρίζει στο τέλος για όλους μας, έτσι δεν είναι; Γιατί είμαστε όλοι σάκοι με κόκαλα. Και ο Εξώφερτος... Φρανκ, ο Εξώφερτος θέλει αυτό που είναι μέσα στο σάκο». Το σκέφτηκε αυτό για λίγο και μετά κατέβασε όλο το υπόλοιπο ουίσκι μονορούφι. «Είχες άλλη μία ερώτηση;» «Ναι», είπε. «Άρχισες να γράφεις πάλι;» Ανέβηκα πάνω μερικά λεπτά αργότερα, έριξα μια ματιά στην Κάι, έπλυνα τα δόντια μου, έριξα άλλη μια ματιά στην Κάι και μετά έπεσα στο κρεβάτι. Από το σημείο όπου ήμουν, έβλεπα από το παράθυρο το φεγγάρι που φώτιζε το χιόνι. Άρχισες να γράφεις πάλι; Όχι. Αν εξαιρέσουμε μια μάλλον μεγάλη γραπτή αφήγηση για το πώς πέρασα τις καλοκαιρινές μου διακοπές, που μπορεί να τη δείξω στην Κάιρα κάποτε στο μέλλον, δεν έχω γράψει τίποτα. Ξέρω ότι ο Χάρολντ έχει αρχίσει να ανησυχεί σοβαρά και αργά ή γρήγορα θα πρέπει να του τηλεφωνήσω και να του πω αυτό που μαντεύει ήδη: ότι η μηχανή που δούλευε τόσο καλά για τόσο καιρό σταμάτησε. Δεν είναι χαλασμένη —αυτή η αφήγηση μου βγήκε άνετα, χωρίς αγκομαχητά και καρδιοχτύπια—, αλλά παρ' όλα αυτά έχει σταματήσει. Υπάρχει βενζίνη στο ρεζερβουάρ, τα μπουζί σπινθηρίζουν και η μπαταρία δίνει ρεύμα, αλλά το όλο μαραφέτι μένει εκεί ακίνητο στη μέση του κεφαλιού μου. Του έχω ρίξει ένα μουσαμά από πάνω. Με έχει υπηρετήσει καλά, βλέπετε, και δεν θέλω να σκονιστεί.
Το πρόβλημα έχει σχέση εν μέρει με τον τρόπο που πέθανε η Μέτι. Κάποια στιγμή αυτό το φθινόπωρο συνειδητοποίησα ότι έχω περιγράψει παρόμοιους θανάτους σε δύο τουλάχιστον από τα βιβλία μου —και γενικά τα θρίλερ είναι γεμάτα από παρόμοια παραδείγματα. Δημιούργησες στο βιβλίο σου ένα ηθικό δίλημμα που δεν ξέρεις πώς να το λύσεις; Μήπως, ας πούμε, ο ήρωας αισθάνεται σεξουαλική έλξη για μια γυναίκα που είναι πολύ μικρή γι' αυτόν; Χρειάζεσαι μια εύκολη και γρήγορη λύση; Δεν υπάρχει πιο εύκολο πράγμα. «Όταν η πλοκή αρχίζει να χαλάει, φέρνεις τον άνθρωπο με το πιστόλι». Αυτό, ή κάτι παρόμοιο, το είχε πει ο Ρέιμοντ Τσάντλερ. Ο φόνος είναι το χειρότερο είδος πορνογραφίας, είναι το άκρον άωτο του «άσε με να κάνω ό,τι θέλω». Πιστεύω ότι ακόμη και ο φανταστικός φόνος είναι κάτι που πρέπει να το παίρνουμε στα σοβαρά. Ίσως να είναι κι αυτό μια από τις ιδέες που μου ήρθαν το περασμένο καλοκαίρι. Ίσως να μου ήρθε την ώρα που η Μέτι πάλευε στην αγκαλιά μου, με το αίμα να χύνεται από το διαλυμένο κεφάλι της, και φώναζε την κόρη της καθώς ξεψυχούσε. Η σκέψη ότι μπορεί να είχα περιγράψει έναν τέτοιο «βολικό» φόνο σε κάποιο βιβλίο μου με αρρωσταίνει. Ή ίσως ήθελα απλώς να υπήρχε λίγο περισσότερος χρόνος. Θυμάμαι που είπα στην Κάι ότι είναι καλύτερα να μην αφήνεις τριγύρω ερωτικά γράμματα. Εκείνο που σκέφτηκα αλλά δεν της είπα είναι ότι μπορεί να σε στοιχειώσουν. Εγώ είμαι στοιχειωμένος έτσι κι αλλιώς... αλλά δεν θα στοιχειώσω τον εαυτό μου με τη θέληση μου κι όταν έκλεισα το βιβλίο των ονείρων μου το έκανα με ελεύθερη βούληση. Νομίζω ότι θα μπορούσα να περιχύσω κι αυτά τα όνειρα με καυστική ποτάσα, αλλά συγκράτησα το χέρι μου. Είδα πράγματα που δεν περίμενα ποτέ να δω και ένιωσα πράγματα που δεν περίμενα ποτέ να νιώσω -ανάμεσα τους και αυτά που νιώθω για το παιδί που κοιμάται στο διπλανό δωμάτιο. Είναι η πιτσιρίκα μου τώρα κι εγώ έχω αναλάβει να τη φροντίζω, και μόνο αυτό έχει σημασία. Όλα τα άλλα δεν είναι και τόσο σημαντικά. Ο Τόμας Χάρντι, που υποτίθεται ότι είπε πως ακόμη και ο λαμπρότερα διαμορφωμένος χαρακτήρας μυθιστορήματος δεν είναι
παρά ένα σακί με κόκαλα, σταμάτησε να γράφει μυθιστορήματα όταν τελείωσε το Τζουντ ο Αφανής, ενώ βρισκόταν στο αποκορύφωμα των δημιουργικών του ικανοτήτων. Συνέχισε να γράφει ποιήματα για άλλα είκοσι χρόνια, και όταν κάποιος τον ρώτησε γιατί είχε πάψει να γράφει πεζά απάντησε ότι δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί είχε ασχοληθεί με την πεζογραφία τόσο καιρό. Εκ των υστέρων, του φαινόταν ανόητο, είπε. Ανώφελο. Καταλαβαίνω πολύ καλά τι εννοούσε. Στο διάστημα που θα περάσει μέχρι τη στιγμή που θα με θυμηθεί ο Εξώφερτος και θα αποφασίσει να ξαναγυρίσει, πρέπει να υπάρχουν άλλα πράγματα να κάνω, πράγματα που να έχουν μεγαλύτερη σημασία από αυτές τις σκιές, θα μπορούσα να επιστρέψω στην παλιά μου ασχολία, να βροντάω αλυσίδες πίσω από τους τοίχους του Στοιχειωμένου Σπιτιού, αλλά δεν μ' ενδιαφέρει. Δεν μου κάνουν κέφι πια τα στοιχειά. Μ' αρέσει να φαντάζομαι ότι η Μέτι σκέφτεται τον Μπάρτλεμπι στο διήγημα του Μέλβιλ. Έχω αφήσει κάτω την πένα του γραφιά. Αυτές τις μέρες προτιμώ να μη γράφω. Σέντερ Λόβελ, Μέιν 25 Μαΐου 1997 - 6 Φεβρουαρίου 1998