IRVIN D. YALOM Λ
-
' /
4
. ) 9 .
I
—
K
■η
^ Λ'
« id .
'
r.T
1
''
)
Λ
■
-
° iL^ *
'
b :
-iir*
i f
V : .' ^
ΚΑΙ
H ΜΑΝΑ TO NOHMA ΤΗΣ ΖΩΗΣ
Α ί)Η Γ Η Μ Α Τ Α
Α ΓΡΑ
Η
ΜΑΝΑ
ΚΑΙ Τ Ο
ΝΟΗΜΑ
ΤΗΣ
ΖΩΗΣ
Τοτ-> i S lou σ χ Ις Ε κ δ ό σ ε ι ς « * Ά γρ α »
Ο Τ Α Ν E K A A 'F E Ο Ν Ϊ Τ 2 Ε 2000
Σ Τ Ο Ν Τ ΙΒ Α Ν Ι 2002
β Ρ Η Σ Κ Ε Ι Α Κ Α Ι Ψ Υ Χ ΙΑ Τ Ρ ΙΚ Η 2003
Ο Δ Η Μ ΙΟ Σ Τ Ο Τ Ε Ρ ίΙΤ Α 2003
Τ Ο ΔΏΡΟ Τ Η Σ ΤΤΧ Ο βΕΡΑ Π ΕΓΑ Χ
2004 H Θ Ε Ρ Α Π Ε ΙΑ Τ Ο Τ Σ Ο Π Ε Ν Α Ο Τ Ε Ρ
200^ *^ΟΛα
σ έ μτβ τοιςρράιτεις Σ^ϋa.γyeλί
Θ Ε Ω Ρ ΙΑ Κ Α Ι I 1 P A S H Τ Η Σ Ο Μ Α Δ ΙΚ Η Σ M n rX O G E P A n E IA S
Λίετάφρα,σι^ Ε -όα γγελία ς ^νό^ιτσάνο%^ - Αέσττοινας KcticctTadie^ Έ:^τι<ττ7}μονΐ}<·ή έ τ τ ι μ έ λ ΐ ΐ α Τ "i d w r j Ζ έ ρ β α
2006
*Εχ ο ιμ -ά ζ ο ν τ ο Ε ί Ύ -Π Α ΡΞ ΙΑ Κ Η Η ^ΓΧ Ο Θ ΕΡΑ Π ΕΙΛ Κ Α Θ Ε Μ Ε Ρ Α ΚΑΤ Π ΙΟ Κ Ο Ν Τ Α Ε Ν Δ Ο Ν Ο Σ Ο Κ Ο Μ Ε ΙΑ Κ Η Ο Μ Α Δ ΙΚ Η ΨΊΕ'ΧΟΘΕΡΑΠΕίΑ
IR V IN D , Y A L O M
H ΜΑΝΑ tCAI
TO N O H M A ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΙΣ Τ Ο Ρ ΙΕ Σ Ψ Υ Χ Ο Θ Ε Ρ Α Π Ε ΙΑ Σ ΜΕΊ^ΑΦΡΑΚΗ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ Α Ν Λ Ρ Π ’Σ Α Ν Ο Υ - Γ ΙΑ Ν Ν Η Σ ΖΕΡΒΑΖ
ε κ δ ο ς
:
ε ι ς
:
α γ ρ α
Η Μ Α Ν Α ΚΑΙ Τ Ο Ν Ο Η Μ Α Τ Η Σ Ζ Ω Η Σ
Τίτλος πρωτοτύπου: χΜΟΜΜΑ AND THE MEANING OF LIFE
ISBN 978 - 960 - 325 - 691 - 5
1999, by IRVIN D. YALOM Used by permission of the William Moms Agency Inc. AH Rights Reserved A' έκδοση: Basic Books, A Member of the Perseus Books Group
γιά τήν ελληνική έκδοση 2007, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΡΑ Α.Ε. ΦωκιανοΟ 7 - Στάδιο, 11635 ’Αθήνα Τηλ. 210.7011.461 - FAX 210.7018.649 http: // WWW.agra.gr, e-mail: info @agra.gr
Στον Saul Spiro, ψυχίατρο, ποιητή, καλλιτέχνη Μέ ευγνωμοσύνη γιά τή σαραντάχρονη φιλία μας σαράντα χρόνια πον μοιραζόμαστε τις ζωές μας, τά βιβλία μας, τά δημιουργικά μας έγχειρηματα καί τόν άταλάντευτο σκετντικισμό μας γιά το νόημα τής δλης υπόθεσης
Π
Ε
Ρ
Ι
Ε
Χ
Ο
Μ
Ε
Ν
Α
Ευχαριστίας
1Ί
1 . Ή Μ ά να κίχΐ τό νόημ,α τ ή ς ζ ω η ς
13
2 , Τ ίχξίδια μ έ τ ή ν Π ώ λ α
29
3,
81
S ou th ern C om fort
4 . Έ φ τ ά μ α θ ή μ α τ α θεραττείας ττένθους γ ιά 7τ:ροχοι>ρημένους Λ ίά θ η μ α Ιο : Το 7τρ(οτο δνρ.ιρο
j 1g i^a
Αίάθ'ημα 2ο: Ό το ίχ ο ς μ έ rd 7ΐτ€ί>μσ.τα.
ίϊ.
ΜάΟημ^ί 3 ο : ΙΤένΟιμ'η ό ρ γη
141
ΜόΒ·ημ*χ 4 ο : Ό μα,νρος βόρβορος
155
Λίάθτ]μα 5ο : Λ ο γ ιπ ή και jtf^oSoaia
1 6 ',a
Μ ά θ η μ α 6 ο : Π ο τ έ μ ^ σ τείλ ε ις νώ μ ά θ εις γ ιά ποιόν χ τ ν η ά ε ι η κ α μ π ά ν α
17S
Μ άθ-ημα 7ο : Α π α γχ ίσ τρ υ ο σ η
193
Δίττλή έκ θ εσ η
2 ΐι
6. 'Η κ α τ ά ρ α χ η ς ο ύ γ γ α ρ έζί.κ η ς γ ά τ α ς
273
Σημείου μ α τοϋ σ ν γγρ α ψ έα
3ίΐ5
Ε ύ χ α ρ ισ τ ιε ς ’Οφείλω πολλές εύχαριστέες σέ δλους έκείνους πού διά βασαν τύ κείμενο, πού Ικαναν προτάσεις ή συνεισέφεραν μέ ούσιαστικύ τρόπο στήν τελική μορφή τοΰ βιβλίου: τή Sara Lippincott, τύν David Spiegel, τον David Vann, τήν Jo Ληη MiUer, τύν Murray Bilmes, τήν Ann Arvin, τύν Ben Yaloni, τύν Bob Berger, τύν Bichard Fumosa και τήν άδελ φή μου Jean Rose. "Οπως κάθε φορά Ιχω χρέος άγάττης στή σύζυγό μου Marilyn Yalom, πολύ περισσότερο άπ’δσο μπορώ νά έκφράσω. Είμαι έπίσης βαθύτατα ύποχρεωμέ νος στήν έπιμελήτριά μου Phoebe Hoss, πού σέ αύτύ τύ βιβλίο, δπως καΐ σέ τόσα άλλα, μοΰ άσκησε άνελέητη ττίεση νά δώσω τύν καλύτερο συγγραφικό μου έαυτό.
I.
Ή Μάνα καΐ τό νόημα της ζωής Χάν νά πεθαίνω* Δ υσοίω νοι ογκοι γύρω ά π ’ τύ χρ εβ ά τι μου. Κ αρδιακά μόνιτορ, φiάλες οξυγό νου, ένδοφλέβιοί όροί ποϊ> σ τάζουν ά ρ γ ά , σ ω λ η νά κ ια κά θε λ ο γ η ς : τά σ ω θικά τοΰ θανάτου. Κ λείνω τ ά μ ά τια και γ λ ι σ τράω στό σκοτάδι. Κ αι τό τε άφήνω μ ’ ^ναν ττί^ο τό κρεβάτι μου κι ά π ’ το δ ω μ ά τιο τοΰ νοσοκομείου βρίσκομαίι ξαφνικά εξω σ το γ^ιόλουστο ασ τραφ τερό λούνα-ττάρκ τοΰ Γκλέν Έ χ ο , έκ εΐ πού πριν άπό πολλές δεκ α ετίες περνούσα τίς Κ υριακές μου κάθε καλοκαίρι. "Ακούω τή μουσική ά π ^ τ ’ αλογάκια. Ε ίσ ττνέω μιά μυρω διά ύγρή καΐ κ α ρ α μ ελ ω μ έν η : π οπ -κόρ ν καΐ ζα χαρω μένα μήλα- Δ έν κάνω «ττάση οΰτε σ τήν καντίνα μέ τήν π ο λ ικ ή αρκούδα γ ιά κρέμα π α γ ω τό , ουτε σ τό Ρ ώ σ ικ ο βουνό μέ τ ή διπ λή κατηφόρα, οΰτε στήν πανύψηλη ρόδα. Π ρο χω ρ ώ κατευθείαν σ τήν ούρά τώ ν εισιτηρίω ν γ ιά τό Τ ρενάκΐ τοΰ τρ ό μου* Π ληρώ νω τό ναΰλο μου κ α ι ττεριμένω, ‘Έ ν α βαγονέτο σ τρ ί βει ά π ’ τή γω ν ία κ α ί φρενάρει μέ θόρυβο μ π ρ ο σ τά μου. Μ π α ί νω μέσα, κ α τεβ ά ζω τή ν μ π ά ρ α κ α ί βολεύομαι στήν ασφάλεια τοΰ καθίσ μ α τός μου. Ρ ίχ ν ω μ ιά τελευτα ία μ α τιά τριγύρ ω κα ι τότε, μέσα σέ μ ιά παρέα άνθρώ πω ν πού σ τέκονται καΐ π α ρ α κολουθοΰν, τ ή βλέπω . Τ ή ς γ νέφ ω μ έ τά δυό μου χέρια καΐ φ ω νάζω δυνατά γ ιά νά μ ’άκούσουν δλοι: « Μ ά ν α ! Μάνα ! w Έ κ ε ίν η τ ή σ τ ιγ μ ή τό βαγονέτο ορμάει μ πρ οσ τά . Π έφ τει π ά νω σ τή δίφυλλη πόρ τα πού ανοίγει δ ιά π λ α τα κ ι άφήνει νά φ α νεί ένα μαΰρο χάος. Τ ρ α β ιέμ α ι π ίσ ω δσο πιό πολύ μ πορώ κα ί πρίν μέ κ α τ α π ιε ί τό σκοτάδι φ ω νάζω π ά λ ι: « Μ άνα ! Π ώ ς τά ττηγα. Μ άνα; Π ώ ς τά π ή γ α ; »
Μ
ΓΣΟΣΚΟΤΑΑΟ.
13
14
H ΜΛΝΑ KAJ TO NOHMA T H I Z tiH L
K ai τ ή σ τιγ μ ή άχ,όμα ττού σήκω να τό κεφάλι άττ’ τό μαξιλάρι καί προσπαθούσα νά τιν ά ξ ω τό όνειρο άπό πάνω μου, οί λέ ξεις εΐχαν μείνει κολλημένες στόν λαιμό μ ο υ : <( Π ώ ς τ ά π ή γ α . Μ άνα; Μ άνα, χ ώ ς τ ά π ή γ α ; )> Ή Μάνα δμ ω ς κείτεται στό χώμα* Έ δ ώ καΐ 5έκα χρόνια νεκρή, π α γω μ ένη , μέσα σ ’ ενα άπλό φέρετρο άπό πεύκο σ ’ ένα εβραϊκό νεκροταφείο στα ττερίχωρα, της Ο ύώ σινγκτον. T t μένει άπό κείνην; Σ κ έτα κόκαλα μάλλον. Ο ι μικροοργανισμοί έχουν σίγουρα ξεπλύνει π ιά άπό πά νω τους και τό τελευταίο κ ο μ μ α τάκι σάρκας, Θ ’ άπομένουν ίσ ω ς άχόμ α μερικές τοΰφες ά π ’τά άδυνατισμένα γκ ρ ίζα μαλλιά τη ς κι ο£ άκρες τώ ν μεγαλύτερω ν οστών, τοΰ μηρού καΐ τής κνήμης, θά συγκρατοΰν άκόμα λίγα ίχνη χόνδρων. '"Α ναί, καΐ τό δαχτυλίδι. Κ άπου μέσα <ττά θρύ“ ψαλα τώ ν οστώ ν θά βρίσκεται φωλιασμένο τό λεπτό ασημένιο δαχτυλίδι αρραβώνων μέ φιλιγκράν πού τη ς άγόρασε 6 π α τ έ ρας μου σ τή Χ έστερ Στρήτ,. λίγο καιρό άφότου έφτασαν στή Νέα *Τόρκη στοιβαγμένοι σ τό κα τά σ τρω μ α του πλοίου άπό τήν άλλη άκρη του κόσμου, άττό ^να ρώ αιχο στέχλ, * Ν αί, ή Μ άνα ττάει πολύς χαιρός πού δέν υπάρχει. Δ έκα χρόνια. Ν εκρή καΐ άποσαθρω μένη. Τ ίπ ο τ α δικό της δέν ά π ο μένει, εξω άπό λ ίγ α μαλλιά, λίγους χόνδρους, κόκαλα κι Ινα ασημένιο θαχτυλίδι αρραβώ νων μέ φ ιλιγκράν. Κ ι ή εικόνα της πού παραμονεύει σ τίς άναμνήσεις μου κ α ΐ στά όνειρά μου. Γ ια τ ί τη ς γνέφ ω μέσα σ τ ’ 6νειρό μ ο υ ; Ε ΐχ α πάψει έδώ καϊ. πάρα πολλά χρόνια νά της κουνάω τό χέρι. Π ό σ α ; Μ πορεΐ καΐ, δεκαετίες. *Ίσως άπό εκείνο τό ά π όγευμ α, πρίν άπό μισό αιώ^ να, δταν ήμουνα ο κτώ χρονώ ν καί μέ π η γ ε στό Συλβάν, στό σινεμά τής γειτονιάς, λίγο π ιό κ ά τω ά π ’τό μ α γα ζί τοΰ π α τ έ ρα μου. "Τ πήρχαν πολλές άδειες θέσεις, δ μ ω ς ή μάνα μου ττηγε καΐ σ τρογγυλοκάθισε δίπλα σ ’ έναν ά π ’ τούς σκληρούς ί,
Σ τ ίτ λ :
( r.r .;..)
Έ ^ ρ α ϊΐίΐις α γροτικός οικισμός - γ χ έ τ ο - στήν τσ α ρ ικ ή Ρω ΐτία,
Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ Ί Ό ΝΟΗΜΑ ΤΗϊ: Ζ ΙίΗ ΐ:
15
της γειτονιάς, ένα αγόρι ενα χρόνο μεγαλύτερο μου. « Π ια σμένη ! )> γρύλισε αύτός. £<Ν αι, καλά, π ια σ μ ένη ! » άπάντησε ή μάνα μου περιφροντ^τικά καΐ βολεύτηκε. « 1 \ά δές τον τυού κρατάει καί θέσεις, ό σπου^ δαϊος άντριχς!» αναφώνησε δυνατά γιά νά τήν άκούσουν δλοι. Προσττάθησα νά εξαφανιστώ μέσα στό κεραμίδι βελούδινο κάθισμα. Ά ργότερα, δταν ή αίθουσα σκοτείνιασε» επισ τράτευ σα τό κουράγιο μου κι Ιστρεψ α άργά τό κεφάλι. Ν ά τον, τ ώ ρα καθόταν μερικές σειρές π ιό ττίσω καί δίπλα του ο φίλος του. Δέν έκανα λάθος, μ ’αγριοκοίταζαν καί μ ’ έδειχναν μέ τό δά χτυλο. 'Ο ενας κούνησε τή γροθιά του κι εΐπε: « Ά ργότερα I » Μοΰ τό κατέστρεψε τό σινεμά ή Μάνα. ΣΙτό έξης τό Συλβάν ά ποτελοΰσ ε εχθρικό έδαφ ος. Ά τταγορευμένη ζώνη» τ ο υ λάχιστον δσο εΖχε φώ ς. ^Αν ήθελα νά μ ή χάνω τίς σειρές του Σ αββάτου ^ ό ν Μ πάκ Ρ ό τζερ ς, τόν Μ πάτμαν, τή ν Π ράσινη μ έλισ σα, το Φ ά ντα σ μ α — ήμουνα ύ ποχρεω μ ένος νά φ τά σ ω μ ετά την έναρξη της προβολής* νά κάτσω στή θέση μου μέσα στό σκοτάδι., στίς ττίσω π ίσ ω σειρές, δσο πιό κοντά γινόταν στήν έξοδο* και νά φ ύγω ττρίν ξανανάψουν τά φώτα. Σ τή γ ει τονιά μου τό τηό σημαντικό π ρ ά γμ α ήταν νά γλιτώ σ εις τή φο βερή συμφορά νά ττέσεις θύμα ξυλοδαρμοΰ. Τ ό να φας μπουνιά, δέν τό σκεφτόσουνα σάν κάτι τρομ ερό: μιά στό σαγόνι, και τέ λος. *Η νά φας σφαλιάρα, χαστούκι» κλοτσιά, να σέ χαρακώ σουν, Ά λλά νά σέ δείξουν — θ εο ύ λ η μον. ΕΙΐναι μιά δυστυχία χω ρίς τέλος. Τ ι σοΰ μένει τό τε; Θ ά ’χεις β γει γιά πάντα ά π ’ τό παιχνίδι, θά κουβαλας γ ιά πά ντα τή ρετσινιά τοΰ δαρμένου. Κ αί τό γνέψιμο σ τή 'Μ ά να ; Γ ια τί της κουνάω τώ ρα τό χέρι, άφοΰ χρόνο μέ τόν χρόνο ζοΰσα μαζί της σέ μιά σχέση άδιάχοπτ)ς εχθρότητας ; Ή μάνα μσΟ ήταν^ματαιόδοξη, ελεγκτική, π α ρεμβατική» καχύποτΓτη, μ^οχθηρή,-τρομερά ισχυρογνωμων καί μέ μιά άβυσσαλέα άγvό^Lα (έξυττνη δμούς - αύτό άκόμα κι έγώ τό έβλεττα ). Π οτέ, οΐίτε ut« <ρορά δέν θυμοΜ«ί νά ζήσαμε οι δυό μας μ.ιά στίγίΐ-π ζεστ&σιο^. Οΰτε. μιά φορά δέν ένιωσα περήφα νος γ ιά κείνην καί ΐϊέν σκέφτηκα πόσο χαίρομαι που εΐναι μάνα
l6
Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΧ ΖΩΗΣ
μου. "^Ηταν φαρμαχόγλω σση xt εΐχε νά π ε ΐ κ ά τι κακό γιά ΰλους ~ έκτός άττ’ τόν πατέρα μου καί τήν άδελφή μου. Έ γ ώ άγαπουοτα τή Θ εία Χάννα, τήν αδελφή του πατέρα μου: τή γλυκύτητά της, τήν άδιάκοττη ζεστασιά της, τά ψητά χ ό τ ντόγκ της ττού τά τύλιγε σε τραγανές φέτες αλλαντικών, τό ασύγκριτο στρουντελ της ( ττο6 ή συνταγή του θά παραμείveL γιά πάντα άττιαστη γιά μένα, άφοΰ ό γιός της άρνεΐται. νά μοϊ5 τή στείλει - άλλά αύτό εΐναι μ ιά άλλη ιστορία). *Ακόμα πιό τυολύ αγαπούσα τή Χάννα τΙς Κυριακές. Τό ντελικατέσεν πού εϊχε ανοίξει κοντά στόν Ναύσταθμο τής Ούώσινγκτον τίς Κυριακές ήταν κλειστό, κι έκείνη μοΰ έβαζε δωρεάν παιχνίδια στό φλιπεράκι και μ ’άφηνε νά π α ίζω μέ τίς ώρες. Π οτέ δέν δυσανασχετούσε πού έχωνα μικρά χαρτονάκια κάτω ά π ’ τά μπροστινά πόδια του μηχανήματος, γ ιά νά κατεβαίνουν πιό άργά οΐ μτυίλιες καΐ νά ττετυχαίνω πιό ψτ)λά σκόρ. Ή λατρεία μου γιά κείνην Ικανέ τή μάνα μου νά εξαπολύει στήν κουνιά δα της μανιώδεις επιθέσεις μοχθηρίας. Ή Μάνα είχε γ ιά τή Χάννα όλόκληρο έξάψίχλμο: πού ήτανε φ τω χή, τυού άποστρεφόταν τή δουλειά στό μ αγαζί, που εΤχε κάνει κακές επιχειρη ματικές επιλογές, πού εΐχε ηλίθιο άντρα, πού δέν εΐχε καμιά περηφάνια και πού δεχόταν ότιδήποτε μεταχειρισμένο. Ό τρόπος πού μιλούσε ή μάνα μου ήταν τρομερός, τά α γ γλικά της εϊχαν μιά ττολύ έντονη ξενική προφορά καί οί μισές λέξεις ήταν γίντις. Π οτέ δέν ερχόταν στό σχολείο μου στήν ήμέρα τώ ν γονέων ή στις συναντήσεις με τούς καθηγητές. Δό ξα τώ Θεω! Μ ’ έπιανε τρεμούλα σ τή σκέψη δτι θ ά ’πρεπε νά τή συστήσω στούς φίλους μου. Τσακωνόμουνα μαζί της, τήν αψηφούσα, της φώναζα, τήν άπέφευγα καΐ τελικά κάπου στά μισά της εφηβείας μου έπαψα π ιά νά της άπευθύνω τόν λόγο. Τό μεγάλο αίνιγμα της παιδικής μου ήλικιας ήταν, Π ώ ς τήν ανέχεται ό Μ π α μ π ά ς; Θυμαμαι μερικές ύττέροχες σ τιγμές τά κυριακάτικα πρωινά πού Ιπ α ιζα μαζί του σκάκι και πού έκεΐνος εβαζε δίσκους μέ ρωσική ή εβραϊκή μουσική καί τραγουδοΰσε χαρω πός, κουνώντας τό κεφάλι στόν ρυθμό τους.
Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ZtlH L
Ι7
Ά ρ γά ή γρήγορα ή πρωινή μελω δία θρυμματιζόταν ά π ’ τή φωνή της Μάνας πού ούρλιαζε άττό π ά ν ω : tt Gevalt^ Gevalt^ άρκβτά! Vay k, mir, φτάνει ή μουσική, φτάνει πιά ή φασα ρία ! ϊ> Χ ωρίς νά πει λέξη, ό πατέρΐχς μου σηκωνότανί έκλεινε τόν φωνόγραφο καί συνέχιζε τό τυαιχνέδι μας σιωπηλός. Π ό σες φορές δέν εύχήθηκα, Σέ παρακαλώ. Μ παμπά, σέ παρα καλώ, μόνο αύτή τή φορά, δώ σ’ της μιά να πέσει αναίσθητη I Γ ια τί λοιπόν τής κουνοΰσα τό χ έ ρ ι; ΚαΙ γιατί τή ρωτούσα, τις τελευταίες ώρες της ζωής μου, « Π ώ ς τά π ή γα . Μ άνα;» Εϊναι δυνατόν -κ ι αύτή ή έκδοχή μέ διαλύει- νά Ιζησα δλη μου τή ζωή έχοντας ώς πρω ταρχικά μου άκροατήριο αύτή τήν άξιοθρήνητη γυναίκα; Ό λ η μου τ ή ζωή πά σχιζα νά ξεφύγω, ν’ άποδράσω ά π ’τό παρελθόν μου — άτυό τό στέτλ, ά π ’ τό κα τάστρωμα τού πλοίου, ά π ’τό γχέτο , άπό τά φυλαχτά, τις ψαλ μωδίες, τις μαύρες καμπαρντίνες, ά π ’τό μπακαλικο. Ό λ η μου τή ζω ή προσπαθούσα να κατακτ^ίσω τ"?]ν ελευθερία καί τήν ω ριμότητα. Είναι δυνατόν νά μήν κατάφερα νά ξεφύγω οΰτε ά π ’τό παρελθόν μου οΰτε ά π ’τή μάνα μου; Π ώ ς ζηλεύω κάποιους φίλους μου πού εΐχαν δμορφες, εύ γε νικές, υποστηρικτικές μτ]τέρες. Κ αι τί παράξενο πού αύτοί δέν εΐναι δεμένοι μέ τις μανάδες τους, οΰτε τούς τηλεφωνούν οΰτε τις επισκέπτονται, οΰτε τις ονειρεύονται οΰτε κάν τις σκέφτονται συχνά. Έ ν ώ έγώ χρειάζεται πολλές φορές τή μ έ ρα νά διώ ξω τή μητέρα μου άπ^τόν νοϋ μου κι άκόμα καί τ ώ ρα, δέκα χρόνια μετά τόν θάνατό της, συχνά άπλώ νω αντανα κλαστικά τό χέρι στό τηλέφωνο νά της τηλεφωνήσω. Ά ναί, σέ λογικό επίπεδο 6λα αύτά τά καταλαβαίνω. "Έχω δώσει καί διαλέξεις γύρω άπό τό φαινόμενο. Ε ξ η γ ώ στούς α σθενείς μου δτι τά κακοποιημένα παιδιά πολλές φορές δυσκο λεύονται νά απεγκλωβιστούν άπό τις δυσλειτουργικές τους οι κογένειες, ένώ τά παιδιά καλών καί στοργικών γονιών μ εγα λώνοντας φεύγουν μέ πολύ μικρότερη σύγκρουση. Αύτό εξάλ λου δέν εΐναι τό καθήκον τοΰ καλοΰ γονιού, νά δώσει στο παιδί. ^ ν ικανότητα νά φύγει άπ το σ π ίτι;
l8
Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
Τό καταλαβαίνω, άλλα δέν μ ο ΰ αρέσει. Δέν μ ^αρέσει τυού ή μητέρα μου μέ έπισκέτττεται κάθε μέρα. Άττεχθά,νομαί. το γεγονος 6tl εχει μπεΤ τοσο βαθιά μέσα στίς αύλακώσεις τοΟ εγκεφάλου μου, ττού δέν 0ά μ πορέσ ω ποτέ νά τήν ξεριζώσω. Καί πάνω ά π ’ δλα άπεχθάνομαι τό γεγονός δτι στό τέλος της ζω ης μου νιώθω ύποχρεωμένος νά ρωτήσω, « Π ώ ς τά π ή γα . Μ άνα;» Σκέφτομαι τήν παραγεμισμένη πολυθρόνα στόν οίκο εύγηρίας πού ζουσε, στήν Ο ύώ σ ινγχτο ν. Σ χεδόν εμ πόδιζε τήν είσοδο στό δωμάτιό της και στά π λ ά γ ιά της εϊχε τυτυσσόμενα τρατυεζάκια μέ στοίβες τά βιβλία πού εΐχα γράψει, σέ τουλά χιστον £να, πολλές φορές καί σέ περισσότερα αντίτυπα, Ά φοΰ εΐχα βγάλει πάνω άπό δέκα βιβλία κι εΐχαν γίνει καί καμιά εικοσιπενταριά μεταφράσεις τους σέ ξένες γλώσσες, οι στοί βες ταλαντεύονταν επικίνδυνα. Σ^^χνά φαντασίωνα δτι Ινας μέτριος σεισμός θ ά ’φτάνε γιά νά θάφτει ή μάνα μου ώ ς τόν λαιμό κάτω άτυό τά βιβλία τοΰ μοναχογιου της. Ό π ο τ ε πήγαινα νά τή δώ, τήν έβρισκα καθισμένη σ ’αύτή τήν πολυθρόνα μέ δυό-τρία βιβλία μου στά γόνατά της. Τά ζύ γιζε^ τά μύριζε, τά χάιδευε - μόνο πού δέν τά διάβαζε. ^Ηταν σχεδόν τυφλή. Ά κόμ α καί πρίν χάσει τήν δράσή της δμω ς, θά της ήταν άδύνατο νά τά κ α τα λ ά β ει: ή μόνη της παιδεία ήταν ενα μάθημα πολιτογράφησης πού εΐχε παρακολουθήσει γιά νά αποκτήσει τήν αμερικανική ύτυηκοότητα. Έ γ ώ είμαι συγγραφέας, κι ή Μ άνα δέν μπορει νά διαβά σει* Κι δμως, σ ’αύτήν στρέφομαι γιά τή σημασία τοΰ ^ργου τής ζω ής μου. Π ώ ς θά τήν υπολογίσει; Ά π ό τή μυρωδιά, άπό τόν δγχο τώ ν βιβλίων μου; Άττό τό σχέδιο τοΰ εξωφύλλου, άπό τή λεία ξηρή υφή της κουβερτούρας; Ό λ η μου τήν εξαν τλητική έρευνα, τά άλματα της έμπνευσης* τή σχολαστική αναζήτηση τής καθαρής σκέψης, τώ ν άπιαστων καλοφτιαγμέ* νων φράσεων: αύτά δέν τά άντιλήφθηκε ποτέ. Π οιό εΐναι τό νόημα τής ζω ή ς; Π οιό εΐναι τό νόημα τής ζω ή ς μ ο ν; Α ύτά τά ϊδια βιβλία πού είναι στοιβαγμένα καί
Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ Ζ Ω Η Σ
ταλαντεύονται στά τραπεζάκια της Μάνας περιέχουν ξ ιπ α σμένες απαντήσεις σέ τέτοια ερωτήματα, ίί Ε ίμ αστε πλάσμα τα πού αναζητούν evg νότιζα μένα νά διαχειριστούν T ^ jugapjE£i.Tii] κατάστασ^η-άτί ρίχτηκαν μέσα σ ’ ένα σύμ,πανπού δέν-έχει, χανένα εγγενές νόημα». Κι "ίξηγώ βτι γιά ν’ άποφύγουμε τέ>ν μηδενισμό, πρέττει νά^τη^οθουμε σ '|ν α ν διπλό στύχο. Π ρώ τα πρέπει νά_ έπι νοήσουμε .ή ν’άνακαλύψουμε Ινα σχέδιο νοήματος άρκετά-στιβαρο γιά νάστηρίξει μιά ζωή. Έ π ε ιτ α πρέπει νά _κατορθώσουμε νά ξεχάσουμε τύ γεγονος δτι εΐναι δική μας Ιτανόηση, καί νά ττείσο^^ με τόν έαυτό μας δτι δέν τό εφεύραμε ά ^ α ανακαλύψαμε - δτι έχει μιά ανεξάρτητη υ π α ρ ξη σ το σύμπαν. ΠΓποκρίνομαι οτι άποδέχομαι τή λύση πού δίνει 6 κάθε άν θρωπος, χωρίς νά τήν κρίνω, κρυφά δμο>ς τήν κατατάσσω σέ μία άπο τις ακόλουθες κατηγορίες: χάλκινη, ασημένια ή χρυσή. Μερικοί άνθρωττοι ζουν, γιατί τούς κεντρίζει ένα βραμα εκδι κητικού θριάμβου, Κάττοιοι, περιτριγυρισμένοι ά π ’ τήν άπύγνωση, τό μόνο ττού δνειρεύοντοα, εΐναι ή γαλήνη, ή αποδέσμευση καΐ ή απελευθέρωση ά π ’ τήν οδύνη. 'Ορισμένοι άφιερώνουν τή ζωή τους στην έτατυχια, τή χλιδή, τήν εξουσία, τήν αλήθεια. Άλλοι άναζητουν τήν ύττέρβαση τοΰ έαυτοΰ και άφοσιώνονται όλοκληρωτικά σ^έναν σκοττο ή σ ’5να άλλο 6ν —σ^ένα άγάττημένο πλάσμα ή σέ κάποια θεϊκή ουσία. ΚαΙ ύπάρχουν κι άλλοι TTOu άνακαλύτΓΓουν τύ δικό τους νόημα σέ μιά ζωή προσφοράς, στήν «ύτοπραγμάτωση ή στή δημιουργική έκφραση. *0 Νίτσε ελεγε, εχουμε άνάγκη την τέχνη, γιά νά μή μας σκοτώσει ή αλήθεια. *Έτσι κι έγώ θεωρώ δτι ή χρυσή οδός cTvKi ή δημιουργικοτγρα, κι ^ ω μετατρέψει όλόκληρη τή ζω ή μου, δλα μου τά βιώματα, δλα τά προϊόντα της φαντασίας μου β ’ ίνα ψυχικό βουναλάκι λίπασμα πού σιγοκαίει, ά π ’τό έποϊο προσπαθώ άπό καιρό σέ καιρό νά σμιλέψω κάτι νέο καί ώραιο. Τό δνειρό μου δμως άλλα λέει. ’Ισχυρίζεται δτι έχω αφιε ρώσει τή ζωή μου σ^Ιναν έντελώς διαφορετικό στόχο ~ στό νά κβρδίσω τήν αποδοχή της πεθαμένης μου μάνας.
a o ________________________________________ H ΜΑΝΑ KAl TO NOHMA THE ΖΩΗΖ
Eivat μιά πολύ δυνατή ι^χταγγ^λία: ττολύ ισχυρή γί,ά νά τήν αγνοήσω, ττολύ συνταρακτική γιά νά τήν ξεχάσω. ’Αλλά ίπ ω ς ίχ ω μάθει, τά ΐίνειρα δέν εΐναι οΰτε άνεξιχνΐαστα οΰτε άμετάλλαχτα. Στό μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου ύττηρξα Ινας τεχνίτης ονείρων. *Έχω μάθει ττώς νά τά Ιξημερώνω, νά τά διαλύω, νά τα άνασυνθέτω, Ξέρ<ί> πώ ς νά τούς άποστυώ τά μυστικά τους. ’Α φήνω λοιττόν το κεφάλι μου νά ξαναττέσει στό μαξιλάρι, μέ ξαναπαίρνει ό ΰττνος και τυλίγω πάλι τήν μτυομττίνα τοΰ ονείρου ώς τό βαγονέτο μέσα στό Τρενάκι του τρόμου.
Τό βαγονέτο σταματάει μ ’ ένα τράνταγμα καί μέ τινάζει π ά νω στήν μττάρα άσφαλείας. Τήν άλλη σ τιγμή ξεκινάει πρός τήν αντίθετη κατεύθυνση kl άργά ξαναπερνάει άπ^τίς ττόρτες πού άνοιγοκλείνουν καί ξαναβγαίνει στόν ήλιο του Γκλέν Έ κ ο . « Μάνα, Μάνα 1» φωνάζω γνέφοντάς της καΐ μέ τά δυά μου χέρια. « Π ώ ς τά τυηγα; » Μ ’ακούει. Τ ή βλέπω ν’άνοίγει δρόμο μέσα στόν κόσμο μοι ράζοντας σττρωξιές δεξιά κι άριστερά. « Ό ι β ι ν \ τί ερώτηση εΐναι α ύ τ ή ;» λέει άνοέγοντας τήν μπάρα άσφαλείας καΐ τραβώντας με ά π ’τό βαγονέτο. Τήν κοιτάζω. Μοιάζει γύρω στά πενήντα ή έξήντα, εΐναι δυνατή καί γεροδεμένη, καί κουβαλάει μιά ξέχειλη κενττ)τή τσάντα γ ιά ψώνια μέ ξύλινες λαβές, χω ρίς νά καταβάλλει κα μία προστεάδεια. Είναι άσχημη άλλά δέν τό ξέρει καΙ περπα τάει μέ τό σαγόνι ψηλά σάν ν ά ’ταν όμορφη. Παρατηρώ τό γνώριμο περίσσευμα σάρκας πού κρέμεται ά π ’τό μπράτσο της καί τις κάλτσες της πού εΐναι τραβηγμένες καί δεμένες άκριβώς πάνω ά π ’τό γόνατο. Μου δίνει ένα μεγάλο ύγρό φι λί. Έ γ ώ υποκρίνομαι 6τι νιώθω τρυφερότητα, «Κ αλά τά πήγες. Ποιός θά μπορούσε νά ζητήσει περισσο ί, Αοά'κή 7Epo
Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ Τ Η Σ ΖΟ Η Σ
Ώ1
τ ε ρ α ; Έ γρα ψ ες τόσα βιβλία* Μ^εκανες περήφανη. Μακάρι νά ζοΰσε ό πατέρας σου νά σέ δει»* « Τ ί Ιννοεϊς καλά τά πηγα, Μ άνα; Π ώ ς τύ ξέρεις; Δέν μπορεΤς νά διαβάσεις αύτά πού εχω γράψει - θέλω νά π ώ , δέν βλέτϊεις ». « Έ γ ώ ξέρω. Κοίτα τί ώραϊα βιβλία )). "Ανοίγει τήν τσάντα της, βγάζει δυύ βιβλία μου κι αρχίζει νά τα χαϊδολογάει τρυ φερά. « Μ εγάλα βιβλία, δμορφα ». Μ*εκνευρίζει πού πιάνει τά βιβλία μου. « Σ η μ α σ ία έχει αύτο πού Ιχουν μέσα τά βιβλία, Μάνα. ΜπορεΤ νά γράφουν σκέτες ανοησίες «*Όιβιν, μή λες ndrrischkeit - σαχλαμάρες. ΕΙν'ώραΤα β ι βλία ! » « Μά νά τά κουβαλάς συνέχεια μέσα σ ’ αύτή τήν τσάντα^ Μάνα» άκόμα καΐ στό λούνα-πάρκ; Τ ά ’χεις κάνει εικόνισμα* Δέν νομίζεις ότι - » « Ό λ ο ι σέ ξέρουν. Ό λ ο ς ό κόσμος. Ή κομμώ τριά μου μου λέει ότι ή κόρη της διδάσκεται τά βιβλία σου στό Πανετυιστήμιο ».
» «Θ έλω μόνο νά π ώ δτι εχουμε κι οι δυό μας μεγαλώσει. Έ χ ω ττεράσει τά έξήντα. "Ισως νά ήρθε τηά ό καιρός νά βλέ πει ο καθένας μας τά δικά του δνειρα». « Συνεχίζεις νά ντρέττεσαι γ ιά μένα ». «Δ έν εΐπα αύτό, Δέν μέ προσέχεις». ί< Π άντα μέ θεωρούσες ανόητη. Π άντα νόμιζες πώ ς δέν καταλαβαίνω γ ρ ύ »).
sa
Η ΜΑΝΑ KAJ TO NOHMA THS ΖΩΗΣ
<ί Δέν εΐπα αύτό. Έ λ ε γ α ΐίτι δέν τά ξέρεις δλα. Φ ταίet ό τρόπος τυού —ό τρόπος σου πού ·™η (£ Ό τρόττος μου π ο ύ ; Γ ιά συνέχισε- Μΐ-ας κι άρχισες, πές το 1 Ξέρω τ ί θά πεις ». « Τ ί θά π ώ ; » « Ό χ L , Ό φ ι ν , έσύ νά τό π εις, Ά ν σ"τό π ώ έγώ* θά τ ’αλλάξεις ». «Ε ΐνα ι πού δέν μ ’άκοΰς, ΕΙΪναι δ τρόπος τυού μιλάς γιά πράγματα γ ιά τά όποϊα §έν ^χεις ιδέα », « Δ έν σ ’άκούω ; Έ γ ώ δέν άχούο) εσένα; Γιά πές μ ο υ ^ Ό ιβιν, έσύ μ "άκοΰς έμένα; Ξέρεις τίπ ο τα γιά μ ένα ;» « Έ χ ε ι ς δίκιο. Μάνα, Κανένας μας δέν ήταν χαλύς σ ’αύτό, στο V*ακούει τόν άλλον». « Έ γ ώ ήμουνα, Ό φ ι ν , έγώ σ ’άκουγα πολύ καλά. Ά κ ο υγα τή σΐιωττή κάθε βράδυ, 6ταν γύριζα ά π ’ τό μ αγαζί, κι έσύ δέν εκανες οΰτε τόν κόπο ν ’ άνέβεις ά π ’τό δωμάτιο δπου μελε τούσες, Δ έν μέ χα ιρ έτα γες κάν. Δ έν μέ ρώ ταγες άν ήτανε δύσκολη ή μέρα μου. Π ώ ς νά σ ’ άκούσω, δταν δέν μου μίλα^ γ ε ς ;» « Κ άτι μέ σταματούσε, Ά νάμεσά μας ύψωνόταν ολόκληρος τοΤχος )>, « Τ ο ίχ ο ς; Ώ ραϊο πράγμα νά λές στή μητέρα σου. Τοίχος, Έ γ ώ τόν ^χτLσα; » « Δ έν εΐπα αύτό, Ε ΐπα μόνο δτι ύπήρχε Ινας τοίχος. Τό ξέ ρω δτι έγώ απομακρύνθηκα άπό σένα. Γ ια τί; Π οΰ νά θύμαμ α ι; "Εχουν περάσει πενήντα χρόνια, Μάνα, δ,τι μοΰ ’λεγες πάντω ς έγώ τό ’νιωθα σάν κάποιου εϊδους επίπληξη ». « Vos 7ι ? *Ετιίκληξη ; » « Έ ννοώ χριτική. Έ π ρ ε π ε νά κρατηθώ μακριά ά π ’τήν κρι^ τική σου. Έ χ εΐν α τά χρόνια ένιωθα: άπό μόνος μου άσχημα γιά τόν εαυτό μου, δέν χρειαζόμουνα χι άλλη κριτική ». « Γ ιά ποιό πράγμ α ένιωθες ά σ χ η μ α ; Τόσα χρόνια δουλεύ αμε ό Μ παμπάς σου κι έγώ στό μαγαζί* γιά νά μπορέσεις έσύ νά σπουδάσεις. Μ έχρι τις δώδεκα τή νύχτα. Κ αί πόσες φορές
Η ΜΑΝΑ ΚΛΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ Τ Η Σ ΖΩΙίΣ ______________________________________________________^
μ ’ έπαιρνες 'τηλέψοίνο νά σοΰ φέρω κάτL γυρνώ ντας; Μολύβια ή χαρτί. Θυμασαι τόν "Άλ πού δούλευε στήν κάβα; ΈκεΤνον πού τοΰ χαρακώσανε τό πρόσωπο σέ μια λ η σ τεία ; )> « Π ώ ς δέν τόν θυμαμαι τόν Ά λ , Μάνα. Ή μύτη του εΐχε μιά ουλή ά π 'τ η μιά άκρη (1>ς τήν άλλη «Λ οιπόν ό Ά λ σήκωνε τό τηλέφωνο καΐ φώναζε ά π 'τ ό βά θος τοΰ μαγαζιοΰ τ ο υ : “ Ό β α σ ιλιά ς! Ό βασιλιάς στό τηλέφω νο I Άσωτον μιά φορά τόν βασιλιά νά πάει ν’ αγοράσει μόνος του τά μολύβια του* Καλό θά του κάνει νά περπατήσει καί λί γο ” , Ό *Αλ σέ ζήλευε, Οί διχοί του γονείς δέν τοΰ χάριζαν τ ί ποτα. Έ γ ώ ποτέ δέν έδινα σημασία σέ 5σα Ιλεγε. ’Αλλά εϊχε δίκιο. Σοϋ φερύμουνα σάν ν ά ’σουνα βασιλιάς. Ό π ο τ ε τηλεφω νούσες, μ έ ρ α ή νύχια , άφηνα τόν Μ παμπά σου μέ τό μ α γ α ζ ί γεμάτο πελάτες κι έτρεχα στό ψιλικατζίδικο τοΰ Μένς, στό άλλο τετράγωνο. Χρειαζόσουνα γραμματόσημα. Και τετράδια, καΐ μελάνι. Κι επειτα στυλό. Ό λ α τ ά ροΰχα σου ήτανε λεκι«“ σμένα μέ μελάνι, Σάν ν ά ’σουνα βασιλιάς. Κ αμιά κριτική». « Μάνα, τώ ρα συζτ^ταμε, κι αύτό εΐναι κοιλό. *Ας μήν αρχί σουμε νά κατηγορούμε ό Ινας τόν άλλον. Ά ς προσπαθήσουμε νά καταλάβουμε. Ά ς ποΰμε 6τι εγώ ^ κ ο θ α σάν νά μοΰ εκανες κριτική. Τό ξέρω δτι έλεγες καλά πρ άγμ ατα γ ιά μένα στούς άλλους. Περηφανευόσουνα γ ιά μένα. Έ μ ένα ίμ ω ς ποτέ δέν μοΰ τά εΐπες. Κ αταπρόσωπο j>, « Δέν ήτανε καί τόσο εΐίκολο νά σοΰ μιλήσω τότε, 'Ό ιβιν, Κι οχι μόνο έγώ , κανένας. Ό λ α τά ήξερες. Ό λ α τά διάβαζες. "^Ισως καί νά σέ φοβόντουσαν λ£γο οί άνθρωποι. "Ισως κι έγώ άκόμα νά σέ φοβόμουνα, yerveys’h^ ? Π οιός ξ έρ ει; Θά σοΰ π ώ κάτι, 6μως, Ό ιβ ιν , έγώ τυερνοΰσα χειρότερα άπό σένα. Π ρώ τα ά π ’ δλα, οΰτε έσύ μοΰ Ιλεγες καμιά καλή κουβέντα. Έ γ ώ έκα να τό νοικοκυριό, σοΰ μαγείρευα. Είκοσι χρόνια έτρω γες τό 1. Παραφθορά στά γίντις τη ς γερμανικής φράσης « W e r i v t A p » ' βλ. χα ΐ σ, 37 τήν έρώτηση « V o s m e i n e n » , άντί γερμανικής W as n i e i n e n » .
ΰ4
Η ΜΑΝΑ ΚΑί Ί Ό ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ Ζί3ΗΣ
φ(χΐ πού σ ο ΰ ’φτίαχνα. Καί το ξέρω ττώς σ ’άρεσε. ’Αλλα ποτέ δέν μοΰ τό ^πες. Οΰτε μLά φορά σ τή ζω ή σου, Έ ; Τ ό ’πες κα μιά φ ορά;» Ν τρέπομαι, σκύβω τό κεφάλι, τ£ άλλο νά κάνω. « Έτυειτα, έγώ ήξερα βτι δεν Ιλεγες ουτε μιά καλή κουβέν τα άπό πίσω μου - τουλάχιστον έσύ αύτό τό εΐχες, Ό ψ ιν , έσύ ήξερες δτι πίσω άπ^τήν πλάτη σου έγώ καμάρωνα γιά σένα μπροστά στούς άλλους. Έ γ ώ δμως ήξερα οτι έσύ ντρεπόσου να γιά μένα. Ντρεπόσουνα κανονικά — καΐ μπροστά μου καί πίσω μου, Ντρεττόσουνα γ ιά τ ’ α γγλικ ά μου, γιά τήν προφορά μου, Γ ιά ΰλ’αύτά πού δέν ήξερα. ΚαΙ γιά τά λάθη πού ^κανα. Ά κ ο υ γα πώ ς μέ κοροϊδεύατε Ισυ κι ot φίλοι σου - ή Τζούλυ, ό Σέλλυ^, δ Τζέρρυ. Ό λ α τ"άκουγα. Τ£ νό μ ιζες;» "Εσκυψα άκόμα πιό χαμηλά τό κεφάλι, α Π οτέ δέν σου ξέ φευγε τίποτα. Μάνα ». « Π ώ ς νά *χω ιδέα τΐ γράφεις στά β φ λ ία σ ο υ ; Ά ν εΐχα πάει σχολείο καί τί δέν θά "χα κάνει μέ τό μυαλό μου, τό saychel μου i Σ τή Ρω σία, στό στέτλ, δέν μποροΰσα νά πά ω σχολεΤο = μόνο τ"αγόρια πήγαιναν». « Τό ξέρω. Μάνα, τό ξέρω. Ξέρω ότι άν σοΰ εΐχε δοθεί ή ευκαιρία θά τά^χες πάει το ιδιο καλά μέ μένα στό σχολείο». « Β γήκαμε ά π ’ τό καράβι μέ τή μάνα μου καί τόν πατέρα μου κι ήμουνα μόνο είκοσι χρονών, Έ π ρ ε π ε νά δουλεύω έξι μέρες τή βδομάδα σ ’ ένα Ιργοστάσιο πού έραβε υφάσματα. Δώδεκα ώρες τή μέρα. Ά π ’ τίς έφ τά το πρωί ώς τις έφτά τό βράδυ, καμιά φορά κι ώ ς τις οχτώ . Κ αι δυό ώρες νωρίτερα, στις πέντε τό πρω ί, έπρεπε νά πά ω μέ τόν πατέρα μου μέ τά πόδια ώ ς τό κιόσκι πού πούλαγε τις εφημερίδες του, νά τόν βοηθήσω νά τΙς ξεπακετάρει. Τ ’ αδέρφια μου δέν βοηθούσανε ποτέ. Ό Σάιμον πήγαινε σέ σχολή λογιστών. Ό Χάυμι οδη γούσε ταξί —οΰτε ερχότανε ποτέ σ πίτι οΰτε ποτέ έστελνε λε φτά. Μ ετά παντρεύτηκα τόν μ π α μ π ά σου καί μετακομίσαμε στήν Ούώσινγκτον και μέχρι πού γέρασα δούλευα πλάι του στό μ αγαζί δώδεκα ώρες τή μέρα καί καθάριζα τό σ πίτι καΐ
κ ΜΑΝΑ KAJ TO ΝΟΗΜΑ ΤΗ ϊ; ΖΟΗΣ]
μαγείρευα. Kt έπειτα έκανα τήν Τ ζήν πού δέν μέ δυσκόλεψε ποτέ. Κ αί μετά έκανα εσένα. Έ σ ύ Χέν ήσουνα καθόλου εΰκολος. Καί ποτέ δέν σταμάτησα νά δουλεύω. έβλεπες I Τό ’ξερεςί Μ ’ άκουγες ν’άνεβοκατεβαίνω τή σκάλα μέσα στή φούρια. Λ έω ψ έμ ατα; » « Τ ό ξέρω, Μ άνα». « Kt "δλα έκεΤνα τά χρόνια, δσο ζούσανε ή Μ πούμπα κι, 6 Ζέυντα, κι αύτούς τούς συντηρουσα. Δέν είχανε τίποτα — τΙς λίγες δεκάρες τυού έβγαζε 6 πατέρας μου ά π ’ τίς εφημερίδες. ‘Α ργότερα του ανοίξαμε ένα μ α γα ζί μέ καραμέλες άλλά δέν μττοροΰσε νά δουλέψει, για τί οΐ άντρες, λέει, έπρεπε νά προσ εύχονται. Τόν θυμάσαι τον Ζέυντα ; » Γνέφω vaL « Θολές αναμνήσεις, Μ άνα», Θ ά ’μουνα τεσσά ρων ή π έν τε.,, μιά λαϊκή πολυκατοικία στό Μπρόνξ πού μύ ριζε ξινίλ α ... έγώ νά πετάω κομματάκια ψωμί καί μπαλάκια άλουμινόχαρτο άπ^τό ττέμτττο πά τω μ α στίς κότες κάτω στήν α υ λ ή ,,. ό παττπούς μου, ντυμένος στα μαΰρα ά π ’ τήν κορφή ώς τά νύχια, ψηλός μέ τή μαύρη γιάμακά^ του, μέ τήν ακα τάστατη λευκή γενειάδα του λεκιασμένη μέ σάλτσες, νά ’χει τά μπράτσα καί τό μέτω πο τυλιγμένα σέ μαΰρα κορδόνια καΐ νά μουρμουράει προσευχές. Δεν μπορούσαμε νά κουβεντιά σουμε —μιλοΰσε μόνο γίντις— άλλά μοΰ τσιμπούσε δυνατά τό μάγουλο. Ό λ ο ι οΐ ύπόλοιττοι -ή Μ πούμπα, ή Μάνα, ή Θεία Λ ένα- νά δουλεύουνε, ν’άνεβοκατεβαίνουν ΰλη μέρα τις σκά λες πρός τό μαγαζί, νά ξέτυλίγουν καί νά τυλίγουν, νά μ αγει ρεύουν, νά ξεπουπουλιάζουν κοτόττουλα, νά ξελεπιάζουν ψά ρια, νά ξεσκονίζουν- Κι ό Ζέυντα νά μήν κουνάει οΰτε τό δα χτυλάκι του. Μόνο νά κάθεται καί νά διαβάζει. Σάν βασιλιάς. ((Κάθε μήνα », συνεχίζει ή Μάνα, c( έπαιρνα τό τρένο γιά τή Νέα *Τόρκη καί τούς έφερνα φαΐ καί λεφτά. Κι άργότερα, δταν ή Μ πούμπα μπήκε στό γηροκομείο, έγώ πλήρωνα τόν
1. Τά μικρά
πού φορούν ΰϊ «ίστο^ Έβf^AtGL.
26
Η ΜΑΝΑ ΚΑΤ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ Z Q H I
λογαριασμο καί ττήγαινα νά τή δώ κάθε δυά βδομάδες — θυμασαι, σ ’Ιπαιρνα καμιά φορά μοίζί μου p i τό τρένο. Ποιός άλλος άττ’τήν οικογένεια βοηθούσε; ΚανέναςI Ό θείος σου 6 Σάιμον ερχότανε κάθε δυο-τρεΐς μήνες καΐ τής έφερνε Ινα μπουκάλι σέβεν-άπ, καΐ τήν έπόμενη φορά πού ττήγαινα, έκεί νη το μόνο ττού έλεγε ήτανε ττόσο καταττληκτική ήτανε ή σέβενάπ τοϋ θείου σου τοϋ Σάιμον, *Ακόμοι κι ΐίτοίν εΐχε τυφλωθεί χαί δέν σηκωνόταν ά π ’ τό κρεβάτι, κρατούσε το άδειο μτυουκάλι «γχαλιά. Και δέν βοήθησα μόνο τήν Μττούμττα άλλά καί δλη τήν ΰττόλοιττη οικογένεια αδέρφια μου, τόν Σάιμον καί τόν Χαυμι, τήν αδερφή μου τή Αένα» τ ή Θεια Χάννα, τόν Θεΐο ημπ, ττού ήτανε άβγαλτος καί τόν έφερα Ιγ ώ ά π ’τή Ρ ω σ ία δλους, όλόκληρη τήν οικογένεια τή συντηρούσε εκείνο τό schnuUzig, τό βρόμικο μττακαλικάκι. Κανένας δέν μέ βοήθησε π ο τ έ ! Κι οΰτε κανένας μου ^ττε ποτέ Ινα εύχαριστώ )>. Παίρνω μιά βαθιά, πολύ βαθιά άνάσα καΐ αρθρώνω τά λό γ ια : « Έ γ ώ σ ’ευχαριστώ. Μάνα. Έ γ ώ σ" ευχαριστώ j>. Ν ά πού δέν εΐναι καί τόσο δύσκολο. Γ ιατί μού πήρε πενήν τα χρόνια; Τήν ττιάνω άττ’τό μπράτσο, ϊσω ς γιά πρώ τη φορά, Ά π ’τή μαλακή σάρκα πάνω ά π ’τόν άγκώνα. Μοϋ φαίνεται άτταλή καί ζεστή, σάν τή ζεστή ζύμη τοϋ κίχελ πού έφτιαχνε, πρίν τό βάλει στόν φοϋρνο, « Θ υμαμαι πού μας έλεγες» σ ’Ιμ ένα yjcd στήν Τζήν» γιά τή σέβεν-άττ τοΰ θειου Σάιμον. Πρέττει ν ά ^ α νε πολύ δύσκολο γιά σένα ». «Δ ύσκολο; Έ μ ένα μοϋ λές. Μερικές φορές ή Μ πούμπα έπινε τή σέβεν-άπ του μ"Ινα κομμάτι ά π ’ τό κίχελ μου ξ έ ρεις πόση δουλειά θελει νά φτιάξεις κ ίχελ - καί τό μόνο πού έλεγε ήτανε, τι ώραία ή σέβεν-άπ». « Εΐναι καλό πού μιλάμε, Μ άνα, Είναι ή π ρ ώ τη φορά, Τσω ς νά τό^Οελα πάντα^ καί γ ι ’αύτό νά παραμένεις στή σκέ ψη μου καΐ στά όνειρά μου. ’Ίσ ω ς άπό δώ και ττέρα νά*ναι α λ λ ιώ ς)). « Π ώ ς α λ λ ιώ ς; » « ’Ίσ ω ς νά μ π ο ρ ώ π ίά νά είμαι ττερισσότερο ό__£ΰιΐ^τό^Ηίίου
Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΖΟΗΣ
27
—να ζω γιά τούς σκοττούς χαί γιά τήν άττίίΓΤτολή :ιρ&ί^^ίί> Im λέγω νά ύπΐ^ρετήαω ». « Θές νά μ,έ ξεφορτω θείς; » « Ό χ ι - δηλαδή, οχι μ ’ αύτή τήν IwoLa, οχι μέ τήν κακή £ννοια. Θέλω καί γιά. σένα το ίδιο. Θέλω κι έσύ νά μπορέσεις ν’άναπαυτεϊς». «Ν *ανα παυτώ ' Μέ εΐδες ποτέ ν ’άνατταύομαι; Ό μπαμπάς σου κοιμότανε κάθε μεσημέρι. Μέ είδες ποτέ έμένα νά κοιμά μαι τδ μεσημέρι;» « Έ ννοώ δτι κι έσύ πρέπει νά Ιχεις τόν δικό σου <τκοπό στή ζωή - δχι α ύ τ ό ν λέω καΐ της δείχνω τήν τσάντα της. « "Οχι τά (ϊφλΐα μ ο υ ! Κι έγώ πρέπει νά ’χ ω τον δικό μου ». « Μά τώρα δέν σοΰ εξήγησ α;» μοΟ λέει καί τραβάει τήν τσάντα, της μακριά μου μέ τδ άλλο χέρι. « Δέν εΐναι μόνο <5ίκά σον αύτά τά βιβλία. Αύτά τά βιβλία εΐναι καί δικά μ ο ν ! » Τό μπράτσο της παγώ νει ξαφνικά στό χέρι μου καί τό άφήνω. <(Τί έννοεΤς», συνεχίζει, « ν ά ’χω τον δικό μου σκοπό; Αύτά τά βιβλία εϊναι 6 δικός μου σκοπός. Έ γ ώ δούλεψα γιά σένα —καί γ ι ’αύτά. Ό λ η μου τή ζω ή δούλευα γ ι ’αύτά τά βι βλία - τά βφ λία Α νοίγει τήν τσάντα της καί βγάζει ίϊλλα δυο. Έ γ ώ σφίγγομαι* φοβάμαι 6τι θά τά ύψώσει στόν άέρα καί θά τά δώσει στή μικρή όμάδα τών θεατών πού έχουν μαζευτεΤ γύρω μας, « Δέν κατοίλαβαίνεις. Μάνα, Πρέττει vol είμαστε χωριστοί νά μήν είμαστε αλυσοδεμένοι ό Ινας μέ τόν άλλον. Αύτδ θά π εΐ νά γίνεσαι ξεχωριστό πρόσωπο. Κι αύτό άκριβώς γράφω σ ’αύτά τά βιβλία. *Έτσι θέλω νά εΐναι τά παιδιά μου - δλα μου τά παιδιά. Α δέσμευτα )>* « Vos meinen — άδέσποτα; » « Ό χ ι , δχι, αδέσμευτα - έννοώ ελεύθερα» άττελευθερωμένα. Δέν μέ πιάνεις. Μάνα* Θά σ ’ τδ π ώ αλλιώ ς: ό κάθε άνθρωπος στόν κόσμο είναι κατά βάση μόνος, Εΐναι σκληρό άλλά ετσι έχουν τά πράγματα, καί πρέπει να συμβιβαστούμε μ ’αύτό.
Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ Τ ϊίΣ ΖΩ Η Ι
F t ’αύτό θέλω να κάνω τίς δικές μου σκέψεις καΐ. ττα δικά μου όνειρα. Kt έσύ πρέπει νά κάνεις τα δικά σου. Μάνα, θέλω να πάψεις νά ^ρχεσα,ι στά δνεφά μ ου». Τό πρόσωπό της συσπαται καΐ σοβαρεύει. "Απομακρύνεται άπό κοντά μου. Βιάζομαι νά προσθέσω: για τί δέν μου άρέσεις άλλα γιατί θέλω τό καλό δλων μας - καί τό δικό μου καί τό δικό σου. Πρέττει κι έσύ ν ά ’χεις τά δικά σου 6νειρα στή ζωή. Εΐμαι σίγουρος o t l αύτό τό καταιλαβαίνεις η. « Ό φ ι ν , άκόμα. π^στεuεις οτι έγώ δέν καταλαβαίνω τίπ ο τα κι δτι έσύ τά καταλαβαίνεις δλα. Μά κι έγώ τήν εξετάζω τή ζωή. Καί τόν θάνατο. Έ γ ώ τόν κατοΛαβαίνω τόν θάνατο — πιό πολύ άπό σένα. Πίστεψέ με. ΚαΙ «αταλαβαίνί*) ΰτι είμα στε μόνοι - ταό πολύ άπό σένα », « Έ σ ύ δμως, Μάνα, δέν συμβιβάζεσαι μέ τή μοναξιά. Μέ νεις μαζι μου. Δέν φεύγεις άπό μένα, Τριγυρνας στις σκέψεις μου. Σ τά δνειρά μου », « Ό χ ι , γιόκα μου ». « Γιόκα μου »: αύτή τήν έκφραση έχω να τήν άκούσω π ε νήντα χρόνια, είχα ξεχάσει δτι έτσι μέ φώναζαν συχνά κι έκείνη κι ό πατέρας μου. « Δέν εΐναι τά π ρ ά γμ α τα έτσι 6πω ς τά νομίζεις, γιόκα μου», συνεχίζει, α *Υπάρχουνε πράματα πού δέν τά καταλα βαίνεις, πού τ ά ’χεις αναποδογυρίσει. Τό θυμασαι έκεινο τό δνειρο πού έγώ στεκόμουνα μέσα στόν κόσμο καί σέ κοιτούσα νά μου κουνάς τό χέρι ά π ’τό βαγονέτο, νά μέ φωνάζεις, νά μέ ρωτάς πώ ς τά πήγες στη ζω ή σου; )> «Να£, βέβαια τό θυμάμαι τ ’ όνειρό μου. Μάνα. Ά π ’ αύτό ξεκίντραν δλα », (ί Τ ’ όνειρό σον\ Αύτό άκριβώς θέλω νά σου πώ . Αύτό εΐναι τό λάθος, Ό ιβ ιν ~ έσύ νομίζεις δτι ήρθα έγώ σ τ ’ δνειρό σον. Έ ^ αύτό τό δνειρο δέν ήτανε δικό σου, γιόκα μου, ’"Ητανε δι κό μον. Τί νομίζεις, καί οί μανάδες βλέπουνε δνειρα».
2 .
Ταξίδια μέ τήν Πώλα ς ΦΟΙΤΗΤΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ διδάχτηκα τή λΕτττή τέχνη νά παρατηρείς, νά άκροασαι καΐ νά ψηλαφείς. Παρατήρησα κατακόχκίνους λαιμούς, έξογκωμ^Λ/α τύμπανα αύτιών καί τά φίδογυριστά ρυάκια τώ ν αρτηριώ ν τοΰ αμφιβληστροειδούς, ’Ακροάστηκα τον συριγμό τώ ν ψιθύρων της μιτροειδούς, τά κελαρυστά ττνευστά τώ ν εντέρων, τήν κακοφωνΐα άπά τούς άναττνευστικούς ρ^γχάζοντ^ς. Ψ ηλάφησα τις γλιστερές παρυ φές σπληνών καΐ συκωτιών* τήν τσιτω μένη επιφάνεια τώ ν κύ-στεων τώ ν ωοθηκών, τή μαρμάρινη σκληρότητα τοΰ καρκίνου τοΰ προστάτη, Ν αί, στήν Ια τρ ικ ή σχολή αύτό μας απασχολούσε —τό πώς μαθαίνουμε γιά τούς άσθενεΐς. Τό π ώ ς μαθαίνει κάνεις όμως άπό τούς άσθενεΐς, αύτό τό κομμάτι της ανώτατης εκπαίδευ σής μου ήρθε πολύ άργότερα, Τ σ ω ς νά ξεκίνησε μέ τόν Τ ζώ ν Ο ύάιτχορν, τόν καθηγητή μου πού ελεγε συχνά: « Ά κοΰτε τούς ασθενείς σας. Α φ ήστε τους νά σας διδάξουν. Γ ιά νά γ ί νετε σοφοί, πρέπει νά παραμείνετε μ α θ η τές». ΚαΙ εννοούσε πολύ περισσότερα άπό τήν τετριμμένη αλήθεια δτι δποιος ξέ ρει ν’ ακούει, μαθαίνει πιό πολλά γ ιά τόν άσθενή. Εννοούσε σέ πλήρη κυριολεξία ΐίτι πρέττει νά επιτρέπουμε στούς άσθενεΐς μας νά μας διδάξουν. Ά ντρας τυττικός, άμήχανος καΐ αριστοκρατικός πού ή γυα λιστερή φαλάκρα του περιβαλλόταν άπό ένα μισοφέγγαρο γκρίζω ν μαλλιών σχολαστικά κουρεμένο, ό Τ ζώ ν Ούάιτχορν ύπήρξε επί τριάντα χρόνια ένας πολύ ξεχωριστός πρόεδρος γιά τό Τ μήμα Ψ υχιατρικής του Πανετηστημίου Τζόνς Χάτυκινς,
Ω
?9
30
Η ΜΑΝΑ ΚΑΤ ΤΟ ΝΟΗΜΛ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
Φορούσε γυαλιά μέ χρτ>σό σκΕλετά καΐ πάνω του δέν εΐχε τ ί ποτα ττεριττό — οΰτε μιά ρυτίδα στο πρόσωτυο, ουτε μιά τσά^ κιση στο καφέ κοστούμι ττου φορούσε κάθε μέρα, δλη τή χρο νιά ( φανταζόμασταν ί τ ι στήν ντουλάπα του θά εΐχε ίίλλα δύοτρ£α πανομοιότυπα κοστούμια). Ο δτε μια τυεριττή έκφραση; δταν δέδασκε, μόνο τά χείλϊ) του κινούνταν. Ό λ α τά υπόλοιπα -χέρ ια , μάγουλα, φρύδια- χατά περίεργο τρόπο παρέμεναν ακίνητα. Σ τόν τρίτο χρόνο της ψυχιατρικής μου ειδικότητας πέντε συμφοιτητές μου κι έγώ περνούσαμε τ ’ απογεύματα τής Π έ μ πτης κάνοντας επίσκεψη μέ τόν καθηγητή Ούάιτχορν, Προη γουμένως τρώ γαμε μεσημεριανό στό γραφείο του, Ινα δω μά τιο μέ δρύινη επένδυση στούς τοίχους. Τ ό φαγητό ήταν άπλό καί δέν εΐχε καμιά ποικιλία - σάντουιτς μέ τόνο, ποικιλία αλλαντικών, κρύες καβουροκροχέτες άλά Τσέσαταχ Μπέυ χαΐ γιά επιδόρπιο φρουτοσαλάτα καΐ μιά άνοστη καρυδόπιτα μέ πεκάν - ήταν δμως σερβιρισμένο μέ νότια φινέτσα: λινό τραττεζομάντιλο, αστραφτεροί άσημένιοι δίσκοι, πορσελάνινα σερ βίτσια. Τήν ώρα τοΰ φαγητού κάναμε μακροσκελείς συζητή σεις χω ρίς καμιά βιασύνη. Έ ν ω δλοι μοες είχαμε νά απαντή σουμε σέ κάποια τηλεφωνήματα και κάποιους άσθενεΐς πού ζη τούσαν έπ ιτα χτιχά τήν προσοχή μας» δέν ύπήρχε τρόπος νά βιάσουμε τόν καθηγητή Ούάιτχορν. Έ τ σ ι άκόμα κι έγώ , ό άν θρωπος μέ τό πιό πυρετώδες πρόγραμμα μέσα στήν όμάδα, έμαθα να βάζω τις ύττοχρεώσεις μου σέ αναμονή. Μέσα σ ’ έκεΐνο τό δίωρο είχαμε τήν ευκαιρία νά τόν ρωτήσουμε ότιδήπ ο τε: θυμάμαι πού τόν ρωτοΰσα λόγου χάρη γιά τή γένεση τής παράνοιας, γ ιά τήν εύθύνη τοΰ θεράποντος γιατρού πρός τόν αύτοκτονικό άσθενή, γιά τήν άσυμ βατότητα μεταξύ ντε τερμινισμού χαΐ Οεραπευτιχής αλλαγής, *Αν καί μοΰ άπαν τοΰσε διεξοδικά, ήταν σαφές πώ ς προτιμούσε άλλα θέματα: τήν άκρίβεια βολής τώ ν Περσών τοξοτών, τήν ποιοτική ανω τερότη τα τοΰ ελληνικού μαρμάρου σέ σύγκριση μέ τό ιστυανικό, τά κυριότερα λάθη πού Ιγινα ν στή μ ά χη του Γ κ έτ-
ΤΑΞίΔΙΑ ME ΤΗΝ ΠΩΑΑ
31
τυσμπεργκ, τόν βελτιωμένο xou περιοδικό τίΐνακα {άρχικά εΐχε σπΟΜ^ά,σει χη μ ικ ό ς). Μ ετά τό φαγητό άρχιζε νά, βλέπει μέσα στό γραφείο του διαδοχικά, τούς τέσσερις τ) πέντε ασθενείς που εϊχε στήν αρμο διότητα του, ένω έμεΐς παρακολουθούσαψ,ε σιωπηλοί. "^Ηταν έντελώς άδύνατο νά προβλέψουμε τή διάρκεια της κάθε συνέν τευξης. Ό ρισμένες κρατούσαν ένα, τέταρτο. Πολλές συνεχί ζονταν γιά; δύο και τρεΐς ώρες. θ υ μ α μ α ι πολύ έντονα τούς κα λοκαιρινούς μήνες, τό δροσερό σκιερό γραφείο, τήν τένττα μέ τίς πορτοκαλιές καί πράσινες ρίγες πού κρατούσε μακριά τόν άγριο ήλιο τής Βαλτιμόρης, τίς άναρριχτϊτικές μανύλιες ττού άγκάλιαζαν τά σιδερένια σ τηρίγματά της και τά σαρκώδη τους λουλούδια τρού κρέμοντι?ίν έξω ά τϊ'τό τζάμ^, *Απ’ τό γω νιακό παράθυρο μπορούσα μόλις νά διακρίνω μιά άκρούλα τοΰ τκραίν τοΰ τεννις πού τϋροοριζότκχν γιά τά προσωπικό τοΰ νο σοκομείου. Ά , κάτι τέτοιες μέρες πόσο λαχταρούσα νά βγώ νά τταίξω! Έ π α ιζ α νευρικά τά δάχτυλά μου καί φανταζόμουν βο λέ, καθώς μέσα στό τεραίν οΐ σκιές μάκραιναν αδυσώπητα- Μό νο δταν τό σούρουπο κατάπινε και τίς τελευταίες άναλαμττές τών απογευματινών αγώνων, έχανα πιά κάθε έλπίδα καί αφιέ ρωνα ολοκληρωτικά τήν προσοχή μου στις συνεντεύξεις του )«αθηγητή Ούάιτχορν. Ό ρυθμός του ΐ ^ ν χαλαρός. Διέθετε άιχειρο χρόνο. Γιά τιΤϊοτα δέν εδειχνε νά εχει τόσο ενδιαφέρον δσο γ ιά τίς άσχολίες καί γιά τά χόμπυ τών άσθενών. Τ ή μιά εβδομάδα ένθάρρυνε ίναν Νοτιοαμερικανό καλλιεργητή νά μιλήσει μιά όλόκληρη ώρα γιά τά δενδρύλλια τοΰ καφέ* Τήν έπόμενη εβδομάδα ισως νά ήταν ένας καθηγητής Ισ το ρ ία ς ττού μιλοΰσε γιά τήν απο τυχία τής Ισ πα νική ς Α ρμάδας. Ε ΐχες τήν εντύπω ση 6τι ό ύττέρτατος σκοτυός του ήταν νά κατανοήσει μέ ποιόν τρόπο ίπηρέαζε τό υψόμετρο τήν ποιότητα τοΰ σττόρου τοΰ καφέ, ή ηοιά ήταν τά πολιτικά κίνητρα πού κρύβονταν τόν δέκατο Ικτο «Εώνα πίσω ά π ’ τήν Ίηπανική ’Αρμάδα. Μέ τόση λετττόΤ7)τα περνοΰσε σέ πιό προσω πικές περιοχές, ώ στε ένιωθα
3^
Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ THE ΖΩΗΣ
κάΒε φορά ^ π λ η ξ η , όταν ενας καχύττοτττος τταρανοϊκός άσθε νής «ρχιζε ξαφνικά νά μιλάει άνοιχτά γ ιά τόν έαυτό του καί γ ιά τόν ψυχω τικό του κόσμο. Ε π ιτρ έπ ο ν τα ς στόν άσθενή νά τόν διδάξει, ό Ούάιτχορν σχετιζόταν μέ τό τιρόσο>πο κι οχι μέ τήν τυαθολογία του συγ^ κεκριμένου άρρωστου. Ή στρατηγική του ένέσχυε τταντοτε Κϋά τόν αύτοσεβασμό τοΰ άσθενοΰς καΐ τήν προθυμία του ν^άποκαλύψει. πρ άγμ ατα γιά τόν εαυτό του. Ε ίχε Ιναν παμπόνηρο, θ ά ’λεγε κανείς, τρόπο νά διεξάγει τή συνέντευξη - κι 6μως 8έν εΐχε κα μ ιά πανουργία. Δέν υπο κρινόταν; εΐχε μιά γνήσια έταθυμία νά διδα χτεί καινούργια πράγματα* ’^Ηταν συλλέκτης, και μέ τόν τρόπο αύτόν εΐχε σ υγ κεντρώσει μέ τά χρόνια εναν έκπληκτικό θησαυρό πρα γμ α το λογικών κομψοτεχνημάτων. « Κ ερδίζετε κι έσεΤς καΐ οι άσθε νεΤς σας », Ιλεγε, « άν τούς επιτρέψετε νά σάς διδάξουν άρκετά πράγμ ατα γ ιά τή ζω ή τους καΐ γ ια τά ενδιαφέροντα τους. Μάθετε γ ιά τή ζω ή τους. Δέν θά εΐναι μόνο επιμορφωτικό γιά σας, άλλά τελικά θά μάθετε ίλ α δσα χρειάζεται νά γνω ρίζετε γ ιά τήν αρρώστια τους ».
Δ εκαπέντε χρόνια άργότερα, σ τίς άρχές τής δεκαετίας τοΰ 1970, δ δόκτωρ Ούάιτχορν είχε πεθάνει, έγώ εΐχα γίνει καθη γη τή ς Ψ υχιατρικής, καΐ μιά γυναίκα πού λεγόταν Π ώ λα μέ προχωρημένο καρκίνο τοΰ μΰί<5τοΰ Ιμπαινε στή ζω ή μου γιά νά συνεχίσει τήν εκπαίδευσή μου. Μολονότι τότε δέν τό κα^ ταλάβαινα, καΐ μολονότι εκείνη π ο τέ δέν τό παραδέχτηκε, π ι στεύω 6τι ήδη ά π ’ τήν άρχή εΐχε άτΐό μόνη της άναλάβει εναν ρόλο μέντορα άπέναντί μου. "Η Π ώ λα τηλεφώνησε νά κλείσει ραντεβού, μόλις άκουσε άπό μιά κοινωνική λειτουργό της όγκολογικής κλινικής δτι μέ ένδιέφερε νά δημιουργήσω μιά θεραπευτική όμάδα άσθενών μέ θανατηφόρα νόσο. Ό τ α ν πρω τομ πή κε στό γραφεΤο μου, ή εμ φάνισή της άμέσως μέ καθήλωσε: ή άξιοπρέπεια τοΰ παρου-
ΤΑ^ΙΔίΑ ME ΤΗΝ ΠΩΛΑ
33
σιαστικου της, τό αστραφτερό της χαμόγελο πού άμέσως μέ καλωσόρισε, TtJc γυοΛιστερά λευκά μαλλιά της πού ήταν χα μ μένα πολύ κοντά, σ ’ Ινα κεφάτο αγορίστικο κούρεμα. Και κά τι πού μόνο φωτ€ΐνότητα μπορώ νά τό π ώ καί τυού εμοιαζε νά ξεχύνεται ά π ’ τά σοφά καί διαπεραστικά γαλάζια της μάτια. Τά πρώ τα της λόγια μοΰ έκαναν μεγάλη εντύπωστ^: « Λ έ γομαι Π ώλα Ο ύεστ», εϊπε, « £ χω καρκένο σέ τελικό στάδιο. *Αλλά δέν εΐμαι καρκινοπαθής», Και πράγματι, στά « ταξί δια » πού έκανα μαζί της στή διάρκβια πολλών χρόνων δέ'> τήν εΐδα ποτέ σάν άσθενή. "Έπειτα άρχισε νά περιγράφει μέ συν τομία καΐ ακρίβεια τό ιατρικό της ιστορικό: καρκίνος του μα στού πού διαγνώστηκε πρίν άπό ττεντε χρόνια. Χειρουργική αφαίρεση τοΰ συγκεκριμένου μαστού. Έ π ε ιτ α καρκίνος του άλλου μαστοΰ, αφαίρεση και τοΰ δεύτερου. Έ π ε ιτ α ήρθε ή χ η μειοθεραττεία μέ τά γνω στά της φρικτά πα ρεπόμ ενα: ναυτία, έμέτους, πλήρη απώλεια τών μαλλιών. Κι επειτα ακτινοθερα πεία στή μεγαλύτερη έπιτρετττή δόση. Τ ίποτα όμως δέν μ π ό ρεσε νά καθυστερήσει τήν έξάπλωση του καρκίνου - στό κρα νίο, στή σπονδυλική στήλη καί στούς κόγχους τώ ν ματιών της. Ό καρκίνος της απαιτούσε νά τραφεί, καΐ παρά τΙς διά φορες θυσίες πού τοΰ πρόσφεραν οι χειρουργοί —τά στήθη της, τούς λεμφαδένες, τΙς ωοθήκες, τά έπινεφρίδια- παρέμενε αχόρ ταγος. Προσπαθώντας νά φανταστώ τό γυμνό της σώμα εΐδα ενα στήθος πού τό διετρεχαν οι ούλές, χω ρίς μαστούς, χω ρίς σάρ κα και μυς, σάν τά γυμνά μαδέρια στό σκελετό ένός ναυαγισμένου ιστιοφόρου, και πιό χαμηλά μιά έπίσης σημαδεμένη άπό τά χειρουργεία κοιλιά, κι δλα αύτά νά στηρίζονται· σέ δυό φαρδιούς καΐ άχαρους, πρησμένους άπό τά στεροειδή γοφούς. Μέ λίγα λόγια μιά γυναίκα ττενηνταττέντε χρονών χω ρίς στή θη, επινεφρίδια, ωοθήκες, μήτρα καΐ, εΐμαι βέβαιος, χω ρίς λί’ μταντο. Π άντα μοΰ άρεσαν οι γυναίκες πού έχουν σφιχτά ομορφα σώ ματα, μεγάλο στήθος καί εμφανή αισθησιασμό. Κι δμως»
34
Η ΜΑΝΑ ΕίΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
τήν πρώ τη φορά πού εΐδα τήν ΓΤώλα μου συνέβη κάτι πολύ περίεργο: μοΰ φάνηκε βμορφη χαΐ τήν ερωτεύτηκα. P ta μεριχούς μήνες συναντιόμασταν μιά φορά την εβδομά δα σ ’ Ιναν άτυπο διακανονισμό. "Ενας παρατηρητής Οά τύ ελε γε (( ψυχοθεραπεία ϊ), άφοΰ έγώ έγραφα τ^δνομά της στήν άτζέντα τών επαγγελματικώ ν μου ραντεβού, κι έκείνη καθόταν ΐττή θέση τοΰ άσθενοΰς γιά το τυπικό πενηντάλεπτο. Ot ρόλοι μας δμως ήταν πάντα θολοί. Τό ζήτημα της άμοιβής μου, γιά παράδειγμα^ δέν έτέθη ποτέ. Εΐχα ά π ’ τήν άρχή τήν αίσθηση δτι δέν έπρόκειτο γιά Ινα κανονικό επαγγελματικό συμβόλαιο, κι ανακάλυψα δτι ήμουν απρόθυμος νά μιλήσω μπροστά της γιά χρήματα - θ ά ’ταν χυδαίο. Κι οχι μόνο γιά χρήματα, καί γιά άλλα παρόμοια κακόγουστα θέματα δπως ή σαρκική έττιθυμία, ot συζυγικοί συμβιβασμοί ή οί κοινωνικές σχέσεις. Ή ζωή, ό θάνατος, ή ττνευματικόττϊτα, ή γοελήνη, ή ύττερϊα τικ ό τη τα : αύτά ήταν τά θέματα πού συζητούσαμε. Α ύτά και μόνο τά ζη τήμα τα τήν άπασχολοΰσαν. Κυρίως μιλούσαμε γιά τόν θάνατο. Κάθε εβδομάδα στό γραφείο μου συναντιόμα σταν τέσσερα πρόσωπα, δχι δύο — έκείνη κι έγώ , ό θάνατός της κι ό δικός μου. Ή Π ώ λα έγινε ή εταίρα πού μέ μύησε στόν θάνατο: μοΰ τόν σύστησε, μέ δίδαξε πώ ς νά τόν σκέ φτομαι, άκόμα και πώ ς νά τόν κάνω φίλο μου, *^Εφτασα νά καταλάβω δτι δ θάνατος εΐναι παρ εξηγημένος. Π αρότι δέν μπορεΐ κανείς νά βρεΤ σ ’ αύτόν καί πολλή χαρά, κι δμως δέν εϊναι Ινα τερατώδες κακό πού μδίς σέρνει σ ’ εναν άφάνταστα τρομακτικό τόπο. Έ μ α θ α νά τόν άπομυθοποιώ* νά τόν βλέπω γ ι ’ αύτδ πού εΐναι - ενα γεγονός^ gva κοίχαάτι T7jc ί^ωής, αύτό πού σηματοδοτεΤ το τέρμα t , εΐτυε ή Π ώ λα, « πού έχουμε μάθει νά τό χρω ματίζουμε μέ φόβο»* Κάθε εβδομάδα ή Π ώ λα Ιμπαινε στό γραφείο μου, μου χ ά ριζε τό πλατύ αστραφτερό χαμόγελο πού λάτρευα, ^ ω ν ε τό χέ ρι της στή μεγάλη ψάθινη τσάντα της, έβγαζε τό ημερολόγιό της, τό άκουμποΰσε στά γόνατά της καί μοΰ μιλοΰσε γιά τις
ΤΑΞίΔΙΑ ME ΤΗΝ ΓΙΟΛΑ
35
σκέψεις καΐ γιά τά δνεψα της εβδομάδας πού ττέρασε. Έ γ ώ τήν ίικουγα μέ μεγάλη προσοχή xott προσπαθούσα ^^ot ανταπο κρίνομαι μέ τον κατάλληλο τρόπο. Ό π ο τ ε διατύπωνα κάποιες άμφφολίες γιά το κατά πόσο τη βοηθούσα, έκεινη φαινόταν ν’άπορει. Έ π ε ιτ α , ΰστερα άπύ μιά στιγμιαία παύση, χα μ ογε λούσε σάν νά ήθελε νά μέ καθησυχάσει καί ξαναγύριζε στο ήμερολόγιό της. Μ αζί ξαναζήσαμε όλόκληρη τή γνω ριμία της μέ τάν καρ κίνο : τά άρχικά σοκ καί τή δυσπιστία, τον ακρωτηριασμό τοΰ σώματός της, τήν προοδευτική τη ς αποδοχή, το πώ ς συνήθισ€ π ιά νά λέει, « Έ χ ω καρκίνο ». Μου περιέγραφε τή στοργή καϊ τη φροντίδα τοΰ συζύγου της καΐ τών στενών της φίλων, Αύτά εΰκολα το καταλάβαινα: ήταν δύσκολο νά μήν τήν άγα* ττήσεις, (Φ υσικά δέν της δήλωσα ποτέ τήν άγάπη μου, μόνο *7«λΐί άργότερα, μιά έποχή πού τελικά δέν μέ π ίσ τεψ ε.) Έ π ε ιτ α μοΰ περιέγραψε τίς τρομερές μέρες τής επανεμφά νισης τοΰ καρκίνου της. Έ κείνη ή φάση, εϊπε, ήταν ό Γολγο θάς της, καί οί σταθμοί πού £κανε κουβαλώντας τάν σταυρά ήταν οι δοκιμασίες πού περνούν όλοΐ. οι ασθενείς μέ ύττοτροττή; τά δω μάτια της ακτινοθεραπείας μέ τάν μετοίλλικο Ό φθαλμο της Κρίσεως νά κρέμεται άπά πάνω σου, τούς απρόσωπους βιαστικούς τεχνικούς, τούς αμήχανους φίλους, τούς άπομα^ κρους γιατρούς καί, κυρίως, τήν έκχω φαντική σιω πή της μυσηκόττ)τας πού επικρατεί παντού. ’Έ κλαψε τήν ώρα πού μου πιριέγραφ ε πώ ς, δταν τηλεφώνησε στον χειρουργό της, πού ^ α ν είκοσι χρόνια φίλος της, πηρε ά π ’ τή νοσοκόμα του τήν άπάντηση δτι δέν Ιπρόκειτο νά Ιχ ε ι άλλα ραντεβού μαζί του, γκχτί ά γιατράς δέν εΐχε τίποτε άλλο νά προσφέρει, (ί Μά τί συμβαίνει μέ τούς γιατρούς; Γ ιατί δέν συνειδητοποιούν πόσο σημαντική εΐναι καί μόνο ή παρουσία τους \ » μέ ρώτησε. « Γ ιατί δέν μποροΰν νά καταλάβουν δτι ή σ τιγμ ή πού δέν ίχουν τίποτε άλλο νά σοΰ προσφέρουν εΐναι ή σ τιγμή πού τούς έχεις τή μεγαλύτερη ά νά γκ η ; » Ά πά τήν Π ώλα φ α θ α πώς» δταν μαθαίνεις δτι ή άρρώστια
36
Κ ΜΑΝΑ ΚΑί ΤΟ ΝΟΗΜΑ THE ΖΟΗΣ
σου σέ όδηγεΐ στον θάνατο, ή φρίκη πολλαπλασι,άζεται καί έντείνεται ά π ’ την απόσυρση τών (ϊλλων, Ή απομόνωση τοΰ μελλοθάνατου άσθενοΰς όξύνίται άττό τά ανόητα προσχήματα δσων έπιχεφ οΰν να κρύψουν τδ πλησίασμα τοΰ θανάτου, Ά λλά δ θάνατος δεν κρύβεται* Τά ίχνη του StaxpfvovTat τταντοΟ: oc νοσοκόμες μιλούν χαμηλόφωνα, οί γιατροί στήν Ιπίσκ^ψη Sfνουν περισσότερη προσοχή σέ λάθος σημεία του σώματος, οί φοιτητές μπαίνουν στδ θωμάτίο στίς μύτες τών ποδιών τους, ή οικογένεια χαμογελά£ΐ μέ γενναιότητα, οΐ επισκέπτες προσπαθοΰν νά δείξουν χαρω ποί. Κ άποτε μιά άσθενής μέ καρκίνο μοΰ εΐπε οτι κατάλαβε πώ ς δ θάνατος πλησίαζε, δταν δ γ ια τρός της, πού ώς τότε τελείωνε κάθε ιατρική της εξέταση δίνοντάς της ένα παιχνιδιάρικο μ πατσ άκι στον ποπό, τή χαιρέ τησε μέ μιά θερμή χειραψία. Περισσότερο ά π ’ τδν θάνατο αύτδ πού φοβόμαστε εΐναι ή απόλυτη άττομόν6>ση ποί> τδν συνοδεύει. Προσπαθούμε νά περάσουμε τή ζωή μας δυο δυό, ό καθένας μας δμως όφείλει νά ττεθανει μόνος - κανείς δέν μπορει νά πεθάνει τδν δικό μας Οάνατο μαζί μας ή άντί γ ιά μοίς. Τ δ γεγονδς 6 η οί ζωντανοί άττοφεύγουν τούς μελλοθάνατους προοικονομιεΐ τήν τελική άπόλυτη εγκατάλειψη. *Η Π ώλα μοΰ έμαθε πώ ς ή άττομόνωση τοΰ μελλοθάνατου λειτουργεί άμφίδρομα. Ό άσθενής άποκόπτεται άπατούς ζωντανούς, γιατί δέν θέλει νά παρασύρει την οικογέ νεια ή τούς φίλους του στή δική του φρίκη μιλώντας γιά τούς φόβους του καί γ ιά τίς μακάβριες σκέψεις του. Κι οΐ φίλοι σι γά σιγά άποτραβιοΰνται νιώθοντας ανίκανοι, αμήχανοι, αβέ βαιοι γιά τδ τί νά τϊοΰν καί τί νά κάνουν καί άπρόθυμοι νά π ά ρουν άπο ττολύ κοντά μιά πρόγευση τοΰ δικοΰ τους θανάτου.
Ή άπομόνα>ση της Π ώ λα έφτανε 6μω ς τώ ρα στδ τέλος της. Ά ν μή τι άλλο, έγώ ήμουν σταθερός. Έ ν ώ άλλοι τήν είχαν έγκαταλείψει, εγώ δέν θά τήν έγκατέλειπα. Τ ι καλά ττού μέ εΐχε βρει! Π ώ ς μποροΰσα τότε νά φανταστώ 6τι θά ερχόταν
ΤΑΞΪΔΙΑ ME ΤΗΝ ΠΟΛΑ
37
μιά σ τιγμή πού θά μέ θεωρούσε ενα είδος Πέτρου, δ όποιος θά τήν άρνιύταν δχι μία^ άλλά πολλές φορές; Δέν έβρισκε λέξεις κατάλληλες γιά νά τυεριγράψει τήν ττίχρα τής απομόνωσής της» μιά περίοδο τής ζω ής της πού συ χνά τήν ονόμαζε « ό Κ ήπος της Γεθσημανήϊ). Κ άποτε μου Ιφερε μιά λιθογραφία ζω γραφισμένη ά π ’ τήν κόρη της, στήν 6πο£α διαγράφονταν άχνά πολλές (ττυλιζαρισμένες φιγούρες νά πετροβολούν μιά αγία, μιά μικρόοτχοπιχή γυναίχα καθι σμένη άνακούρκουδα πού τά άδύνατα μπράτσα της δέν κατάφβρναν νά τήν προστατέψουν άπό εκείνο τό γρανιτένιο χαλά ζι. Τ ή λιθογραφία αύτή τήν έχω άκόμα στόν τοίχο τοΰ γρα φείου μου κι όποτε τήν κοιτάζω σκέφτομαι τήν Π ώ λα νά λ έει: « Έ γ ώ εΐμαι αύτή ή γυναίκα, άβοήθητη μπροστά στή βίαιη έ π ίθ ε σ η
Ά πό τόν Κήπο τής ΓεθσημΛνή τή βοήθησε νά βγεΤ ένας *Επισκοπικός Ιερέας. "Έχοντας ύπόψη τόν σοφό άφ ορισμό του άντίχριστου Ν ίτσε, « Ό π ο ιο ς διαθέτει ένα “ γ ι α τ ί μ π ο ρ ε ι νά συμβιβαστεί μέ κάθε ‘^ π ώ ς ” », 6 ιερέας άναπλαισίωσε ^ τήν άδύνη της. , τής εΐπε. <( Ή όδύνη σου εϊναι ή πνευματική σου διακονία ». Α ύτή ή διατύπωση —αύτή ή « θε£α φ ώ τ ισ η », δπω ς τήν Λνόμαζε ή Π ώ λ α - άλλαξε τά πάντα. Κ αθώς μοΰ περιέγραφε τήν άποδοχή τής άπο στολής της και τήν αφοσίωσή της στό νά ίλαφρύνει τήν οδύνη άνθρώπων πού εΐχαν χτυττηθεΤ ά π ’ τόν καρκίνο, άρχισα ν’ αντιλαμβάνομαι τόν ρόλο πού εϊχε άποδώ « ι σ ’ έμένα: δέν ήταν ή Π ώ λα δικό μου ζήτημα, έγώ ήμουν όίκό τη ς ζήτημα, ήμουν τό αντικείμενο τής αποστολής της. Μποροΰσα νά τή βοηθήσω^ άλλά δχι μέ τήν υποστήριξη, μέ
L Στήν όρΟόδοξη χρίστια:νιχή πιχράδ^ιση ό Πέτρος άρνεΤτχι τρεις φορέ^ τόν Χριστό. Έ δώ & Γιάλομ άνίκφέρει μόνο μίίχ. ( Σ . τ . μ . ) 2. Refi^aming^ άναπλαισίωση. Η^υχοθεραττευτικός 6ρος πού <τημαίνει τί]ν παροίχιίαση κάποιου τυράγματος ύπο διαφορετική ότττική γωνία* δ£νοντάς τοι> Ircri έναλλακτιπή πημασΐα. ( Σ . τ . μ , )
38
Η ΜΛΝΑ ΚΑΙ ΤΟ NOHM A ΤΗΣ Ζ ί ί Η Σ
τήν ερμηνεία ή εστω μέ τή στοργή ή τήν αφοσίωσή μου. Ό ρόλος μου ήταν να τής επιτρέψω νά μ ’ εκπαιδεύσει Εϊϊναι δυνατόν κάποιος πού οί μέρες του εϊναι μετρημένες, πού τέ> σώμα του διηθείται ά π ’ τον καρκίνο» v i βιώνει μ^ά «χρυσ ή ττερίοδο»; Σ τήν Π ώ λα αύτό συνέβαινε. 'Η Πώλα μέ δίδαξε δτι τά ν’αγκαλιάζεις μέ ειλικρίνεια τόν θάνατο σοΰ επ ι τρέπει νά βιώσεις τή ζω ή μέ τρόπο πιο πλούσιο καϊ. πιό ικα νοποιητικό. Έ γ ώ εΐχα τις αμφιβολίες μου- ^Υττέθετα 6τι τά δσα ελεγε γ ια « χρυσή ττερίοδο )> ήταν παρατραβηγμένα, δτι ήταν ή συνηθισμένη της θρησκευτική ύπερβολή. « Χ ρυσ ή; Τ ι λ έ ς ;’Έ λα τώρα, Π ώλα, τί τό χρυσό έχει ό θάνατος; » «*Ίρβ », μέ πείραζε ή Π ώλα, « ή ερώτησή σου εΐναι λάθος άπό μόνη της! Προσπάθησε να καταλάβεις οτι δέν εΐναι ό θά νατος χρυ<ϊός, χρυσάφι εΐναι τό να ζεΐς πλήρως τή ζω ή σου μπροστά στά φάσμα του θανάτου, Σκέψου πόσο μεγάλη δύνα μη εχει ή τελευταία φορά καΐ πόσο πολύτιμη εΐνα ι: ή τελευ ταία άνοιξη» ή τελευταία φορά πού βλέττεις νά πετουν στόν άέ ρα οί “ κλέφτες τών αγριόχορτων, ή τελευταία φορά πού βλέ πεις τά λουλούδια της γλυσίνας νά φυλλορροοΰν « Ή χρυσή περίοδος έλεγε ή Π ώ λα, « εΐναι και μιά έπο χή μεγάλης απελευθέρωσης — μιά εποχή πού εϊσαι ελεύθερος να πεις οχι σέ δλες τις ασήμαντες υποχρεώσεις, ν’ άφοσιωθείς ολοκληρωτικά σέ ό,τι μετράει γιά σένα περισσότερο στόν κό σμο αύτό ~ στήν παρουσία τών φίλων, στήν άλλαγή τών επο χώ ν, στό πηγοί^νέλα τών κυμάτω ν στή φουσχοθαλασσιά J). Κ α τέκρινε πολύ αυστηρά τήν Έ λ ίζα μ π εθ Κ ύμπλερ-Ρός, τή με~ γάλη ιέρεια τοΰ θανάτου στήν Ια τ ρ ικ ή , ή οποία, μή άναγνωρίζοντας τή χρυσή φάση, άνέπτυξε μιά άρνητική κλινική προσ έγγιση. Τά « σ τά δ ια » τοΰ θανάτου κατά τήν Έ λ ίζα μ π εθ Κ ύ μ π λ ερ -Ρ ό ς -θ υ μ ό ς, άρνηση, δια π ρα γμ ά τευσ η , κατάθλιψ η, άποδοχή- ξεσήκωναν πάντα τήν όργή της Πώλα. Έττέμενε, καΐ εΐμαι βέβαιος πώ ς εΐχε δίκιο, 6τι μιά τόσο άκαμπτη καττ^γοριοποίηση τώ ν συγκινησιακώ ν αντιδράσεων όδηγεΐ σέ μιά άπο ανθρωποποίηση καΐ. του ασθενούς καΐ τοΰ γιατρού.
ΤΑΞΪΔΙΑ ME ΤΗΝ ΙΐΩΛΛ
39
Ή χρυσή περίοδος της Π ώ λα ήτταν μιά έποχή έντονης προ σω πικής εξερεύνησης; Ιβλεπε όνειρα, στά οποΓα ττεριπλανίόταν σέ γιγάντιες αίθουσες, κι ανακάλυπτε μέσα στά σπίτι της καινούργια, άχρησιμοποίητα δωμάτια* '^Ηταν και μιά έττοχή προετοιμασίας; ονειρευόταν 6τι καβάριζε τό σπίτι της ά π ’ το ύπόγειο ώς τή σοφίτα xt αναδιοργάνωνε γραφεία καΐ ντουλά πες. Π ροετοίμαζε τόν άντρα της μέ άττοτελεσματικότητα καί τρυφερότητα, *Τπηρχαν, άς πούμε, φορές πού ενιωθε άρκετή δύναμη γ ιά νά ψωνίσει καΐ νά μαγειρέψει, άλλά επίτηδες συγκρατοΰσε τόν έαυτό της, γιά νά τόν εκπαιδεύσει νά εΐναι πιό αύτάρκης- Μιά φορά μοΰ εΐττε δτι ήταν πολύ περήφανη γιά κείνον, για τί γ ιά πρώ τη φορά εΐττε « δταν τυάρω σύνταξη » κι βχι « όταν πάρουμε σ ύ ν τα ξ η », Κ ά τι τέτοιες σ τιγμ ές έγώ γούρλωνα τά μάτια μέ δυσ πισ τία. Μιλοΰσε είλικρινά; Μά 6ττάρχει τόση αρετή πέρα ά π ’ τόν κόσμο τοΰ Ν τίκενς, τής Π έγκοττυ» τής μικρής Ν τόρριτ, τοΰ Τ όμ ΠΙντς καί τών Μ πόφ ινς’; Οί ψυχιατρικές δοκιμασίες σπάνια ασχολούνται μέ τήν
40
Η ΜΑΝΑ ΚΑ[ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
πίστευε δτι ή 7Γροετοιμ«<τ£α γιά τύν θάνατο ζω τική ση μασία καί α π α ιτεί τήν άμεριστη προσοχή μας. Μόλις εμαθε δτι ο καρχίνος της εξαπλώθηκε στη σπονδυλική της στήλη, προετοίμασε τόν δεκατριάχρονο γιό της γ ιά τόν θάνατό της γράφοντάς του ένα αποχαιρετιστήριο γράμμα τόσο συγκινητι κό, πού δάκρυσα, Σ τήν τελευταία παράγραφο τοΰ θύμιζε δτι στό άνθρώπινο έμβρυο οΰτε οΐ ττνεύμονες ανασαίνουν οδτε τά μ ά τια βλέπουν. Τ ό έμβρυο λοιπόν προετοιμάζεται γ ιά μιά ύπαρξη πού δέν μπορεΐ άκόμα νά τ ή φανταστεί. « Μ ήπως χι έμ ε ϊς )), πρότεινε ή Π ώ λα στόν γιά της, « προετοιμαζόμαστε γ ιά μιά ύπαρξη πέρα ά π ’ οσα γνωρίζουμε, πέρα κι ά π ’ όσα μπορούμε νά όνειρευτουμε; )>
*Η θρησχευτίχή ττίστη μοΰ προχαλοΰσε ανέκαθεν απορία. Ά πο τότε πού θυμαμαι τόν έαυτο μου, θεωρούσα αύτονόητο δτι τά θρησκευτικά συστήματα αναπτύσσονται γ ιά νά προσφέρουν άνακούφιση και γιά ν’ άπαλύνουν τά ά γχη της ανθρώπινης μοί ρας μας. Μιά μέρα, δταν ΐ^ο υ να δώδεκα ή δεκατριών χρονών χαι δούλευα στό μπακάλικο του πατέρα μου, συζήτησα τόν σκεττηκισμό μου γιά τήν ΰτυαρξη τοΰ θεού μ ’ έναν στρατιώτη πού εΐχε τΐίολεμήσει στόν Δεύτερο Π αγκόσμιο πόλεμο χαί εΤχε μόλις γυρίσει άπό το ευρωπαϊκό μέτω πο. "Αντι γι'άτταντηση μοΰ ^ ω σ ε μιά στραπατσαρισμένη και ξεθωριασμένη εικόνα της Π αναγίας και τοΰ Χρίστου πού τήν κουβαλοΰσε μαζί του στήτ\ί άττόβαση της Νορμανδίας. «Γ ύρνα την ά π ’ τήν άλλη»^ εΐττε. «Δ ιάβασε τί γράφει άπό πίσω. Διάβασέ το φω ναχτά». ί( Σ τά χαρακώ ματα δέν ύπάρχουν ά θεο ι», διάβασα, « Α κριβώ ς I Σ τά χαρακώ ματα 5έν ύπάρχουν άθεοι », έπα νέλαβε άργά σειοντας τό δάχτυλό του πρός τό μέρος μου, γιά νά υπογραμμίσει τήν κάθε του λέξη. « Ό θεος τών Χ ριστια νών, ό θεός τών Ε β ρα ίω ν, ό θεός τώ ν Κινέζων, ένας άλλος θεός - πάντω ς, μά τόν Θεό, κάποιος θεός ύπάρχει I Χ ωρίς αύτόν δέν γίνεται )>.
ΤΑΞΙΔΙΑ ME ΤΗΝ ΠίΙΛΑ
41
Μέ συνάρπασε έκείνη ή στρατυατσαρισμέντ] εικόνα πού μου τήν έδωσε Ινας άνθρωττος άτυόλυττα άγνωστός μου. Ε ΐχε σωθεΤ στήν απόβαση τ% Νορμανδίας Κύά τυοι,ός ξέρει σέ πόσες άλλες μάχες. "Ίσως να ήταν ένας οιωνός^ έτσι σκεφτόμουν. "Ισως νά μέ εΐχε τελικά αγγίξει ή θεία πρόνοια, Δυό χρόνια κουβαλοΰσα τήν εικόνα στό πορτοφόλι μου καί κάθε τόσο τήν έβγα ζ α καί τήν παρατηρούσα σκετΓτικός. K l έττειτα μιά μέρα ανα φώνησα : « Καί λοιπόν; Τ£ xl άν εΐναι αλήθεια οτι δέν ύτυάρχουν άθεοι στά χαρακώ ματα; Αύτό ακριβώς στηρίζει τή θέση τοΐί σκεπτικιστή: καΐ βέβαια αυξάνεται ή πίστη τή στιγμή του μεγοώύτερου φόβου. Αύτο άκρφώ ς είναι τό ζήτημα: 6 φόβος γεννάει ττίστη. Έ χο υ μ ε άνάγκη έναν θεό καί τόν έπιθυμοΰμε άλλά ή εύχή μας καί μόνο δέν τόν κάνει νά υπάρξει.. Ή πίστη, ίίσο φλογερή κι δσο αγνή, 6σο άπόλυτη, δέν μάς λέει τίποτα άΤΓολύτως γιά τήν πραγματικότητα της ύπαρξης του Θεού, Τήν Επόμενη μέρα σ^ενα βιβλιοπωλείο έβγαλα ά π ’ τό πορτοφόλι μου τήν εικόνα πού εΐχε πιά χάσει τή δύναμή της καΐ τήν έχω σ α -μ έ προσοχή, γιατί άξιζε τον σεβασμό μου- άνάμεσα στά φύλλα ένός βιβλίου πού λεγόταν Γαλήνη τής ψυχής. Έ κ ε ΐ μπορεΐ νά τήν Ιβρισκε κάποια άλλη ταραγμένη ψυχή, κι ϊσως έκεί νη νά τή χρησιμοποιούσε μέ καλύτερο τρόπο. Παρόλο πού ή ιδέα τοΰ θανάτου μέ γέμιζε άπό πολύ καιρό μέ τρόμο, έφτασα νά προτιμώ τόν ώμο τρόμο άπό μιά πίστη π ο ύ ή κύρια άπήχησή της έγκειται άκριβώς στόν παραλογισμό της. Πάντα άπεχθανόμουν τήν απρόσβλητη διακήρυξη, « Π ιστεύω hteίδή εΐναι παράλογο ». Σάν θεραπευτής βέβαια κρατώ αύτά τά αισθήματα γιά τόν έαυτό μ ο υ : ξέρω δτι ή θρη σκευτική πίστη εΐναι μιά πανίσχυρη πηγή ανακούφισης καί π ο τ έ δέν τά βάζω μέ μιά πίστη, άν δέν διαθέτω καλύτερο ύποκατάστατο, Ό αγνωστικισμός μου πέρασε σπάνιες άμφιταλαντεύσεις. '^Ισως μερικές φορές τήν ώρα τής πρωινής προσευχής στό σχο λειό νά ένιωθα ναυτία βλέποντας δλους τούς δασκάλους καΐ τούς συμμαθητές μου νά ψιθυρίζουν μέ τό κεφάλι σκυμμένο
42
Η ΜΑΝΛ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΙΉΕ Ζ Ω Η Σ
απευθυνόμενοι στόν πατριάρχη πού βρίσκεται πέρα άπο τά σύννεφα, Μά 6λοι τρελάθηκαν καί μόνο έγώ έμεινα; αναρω τιόμουν, Ά ναέ, ήταν κι εκείνες οί φω τογραφίες του λατρεμέ νου μου Φράνκλιν Ντηλέηνο Ρ οΰζβελτ στίς εφημερίδες πού τόν έδειχναν νά πηγαίνει κάθε Κ υριακή στήν εκκλησία - αύτές μου έκοψαν τή φ όρα: τά πιστεύω τοΰ Ρ ούζβελτ οφει,λε κανείς νά τά πάρει πολύ στά σοβαρά. Τέ συνέβαινε βμως μέ τίς απόψεις της Π ώ λ α ; Μέ τό γρά μ μα της στόν γίό της, μέ τήν πίσ τη της σ^έναν σκοπό πού μας περιμένει και πού δέν μπορούμε νά τόν φ ανταστούμε; Ό Φρόυντ θά διασκέδαζε μέ τή μεταφορά της —καί στό ζήτημα της θρησκείας μ ’ έβρισκε πάντα άπόλυτα σύμφωνο. « Ε κ π λ ή ρωση ευχής, καθαρή καΐ απλή θά έλεγε ό Φρόυντ, « Ε υχό μαστε νά υπάρχουμε, φοβόμαστε τή μ ή ντιαρξη καί έτπνοούμε ευχάριστα παραμύθια, ΐίπου δλες οΐ εύχές μας βγαίνουν αλη θινές. Ό άγνω στος σκοπός πού μας περιμένει, ή ψυχή πού ζεΐ αιώνια, ό Παράδεισος, ή αθανασία, ό Θεός^ ή μετενσάρκωση - δλ" αύτά εΐναι αυταπάτες, βλα εΤναι τρόποι νά γλυκάνουμε τήν πικρή γεύση της θνητότητας ». *Η Π ώλα άντιδρουσε ττάντα μέ ήτΏΟ τρόπο στόν σκεπτικισμό μου καί μοΰ ύττενθύμιζε μαλα)ΐά δτι, δσο κι άν θεωρούσα άβάσιμα δλ’ αύτά στά όποια ττίστευε, δέν εΐχα τρόπο να τά διαψεύσω. Παρά τΙς αμφιβολίες μου οι μεταφορές της μου άρεσαν, κι άκουγα τά κηρύγματα rr^ μέ πιό πολλή ανοχή άπ^ δση εΐχα δειξει ποτέ σέ όποιονδήττοτε άλλον. '^Ισως νά μήν ήταν παρά μιά ανταλλαγή, ισως ν"αντάλλασσα ένα μικρό κομμάτι τοΰ σκετττικισμοΰ μου, γιά νά χωθώ λίγο πιό μέσα στήν ευλογία της. Με ρικές φορές άκουγα μάλιστα τόν έαυτό μου νά ξεστομίζει φρά^ σεις δ π ω ς: <( Ποιός ξέρει; (ί ’Άλλωστε ποϋ βρίσκεται ή βεβαιό τητα ;» « Μποροΰμε άραγε νά ξέρουμε τίποτα μέ σιγουριά; )J Ζήλευα τόν γιό της. Συνειδτ^οποιοΰσε άραγε πόσο τυχερός ήταν; Π ώ ς θά ’θελα νά *μουνα γιός μιοίς τέτοιας μάνας. Π ερίπου έκείνη τήν έποχή π ή γα στήν κηδεία της μητέρας ενός φίλου καΐ άκουσα τόν ίερέα νά λέει μιά παρηγορητική
ΤΑΞΙΔΙΑ ME ΤΗΝ Π£1ΛΑ
43
Ιστορία. Περιέγραφε μιά ο-υνάθροΐίϊη άνθρώπων σέ μιά παρα λία πού κουνάνε θλιμμένοι τά χέρια σέ αποχαιρετισμό, καθώς σιχλπάρει ένα πλοίο. Τό πλοίο μικραίνει όλοένα, ώσπου δέν φαί νεται παρά ή κορυφή τοίί καταρτιού του. Ό τα ν εξαφανίζεται κι αύτ<^, οί παριστάμενοι μουρμουρίζουν: τι*Έφυγε»* Έκ^ένη τήν tSia σ τιγμή δμως κάπου πολύ μακριά μιά άλλη όμάδα άνθρώ πω ν πού κοιτάζουν τόν ορίζοντα βλέπουν τήν κορυφή του κα ταρτιού νά εμφανίζεται κι αναφωνούν: « Έ φ τ α σ ε ! » ((’Ανόητη παραβολή )>, θά σάρκαζα ταθανότατα πρίν γνω ρίσω τήν Πώλα. Τώρα δμως ένιωθα λιγότερη συγκαταβατικότητα. Κοιτάζοντας γύρω μου τούς υπόλοιπους πενθοΰντες, έ νιωσα γ ιά μιά Ιλά χισ τη σ τιγμ ή ^να μ "αύτούς, δεμένος μαζί τους στήν αυταπάτη, λουσμένος στη χαρά βλέποντας τήν εΐκόνα τοΰ πλοίου νά πλτ)σιάζει τίς ακτές μιας νέας ζωής. Πριν άπό τήν Π ώ λα ήμουν ό ττρώτος πού κορόιδευε τό ύπερφίαλο καλιφορνέζικο ττνεΰμα, διάσταση τοΰ [New Age δέν εΐχε τελειωμό: ταρό, ϊ-τσίνγκ*, bodyijvork^ μετενσάρκωση* σούφι^, channeling^, αστρολογία, αριθμολογία, βελονισμός, σαϊεντολογία, rolfing^^ όλοτροπική αναπνοή^, θεραττεία μέ ί. Α ρχαίο (τύστημα κοσμολογίας καΐ φιλοσοφίας ποίί βρίοχ.εται στή βάση τοϋ κινεζιΐιοϋ ττολίΏσμοϋ. Σ τή Δώτη ζ '/ ζ ι καταλήγει νά θεωρείται (ϊυ'νήθως ΐίλλη μιά μέθοδος πρόβλεψης καί μαντιχης. ( Σ.τ.μ. ) 2. Αναφορά στή δυτική άπλοτυοίηση τών άρχών τής σουφιστικί^ ψυ χολογίας, ή οποία σέ μερικές τΐερ(.πτώσεις όδηγεΐ και σέ σύγχυσή της μέ τΙς πρακτικές γιόγκα. ( Σ . τ . μ . ) 3. Σχετική μέ τό φαινόμενο της τηλεπάθειας, τό chdTineling είν*! βα σικό συστατικό πολλών πρακτικών χαί πίστεων ίπ ω ς ό σαμανισμός, τό βουντού, τό καντομπλέ κ.ά. ( Σ . τ . μ . ) 4. Μέ0ο3οζ μυοίϊχελετικης « α νά τ α ξη ς» γιά τήν καλύτερη λειτουργία τοΰ οργανισμού, τήν όποία έιτινόησε ή Γερμανίδα "^IvTa Ρόλφ στή δεκαε τία τοΰ '50. { Σ .τ .μ .) 5. Μιά μορφή αύτοεξερεύνησης που χρησιμοποιεί την άναττνοή, τή μουσική και τήν άπελευθέρίι>ίΐη τη ς έστίασμένης ενέργειας, γ ιά να μάς βοηθήσει νά προσεγγίσουμε τόν εσωτερι:ί.ό μας ψυχικό Οερατι;ευτή μέ σκοπό τήν «Λτάκτηση της ολότητας, ( Σ . τ . μ . )
44
ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΕ
3άση τις ττρο'ηγούμενες ζωές. Τ ότε ΐτχεφτόμουν ΐίτι 6 κόσμος εϊχε ττάντα άνάγκη αύτές τΙς άξιοθρήνητες :τ:£στεις» άφοΰ αύτές απαντούν σέ μιά βαθιά λαχτάρα, χι. άφοΰ κάποιοι άν θρωποι εΐναι πολύ άδύναμοι γ ιά νά σταθούν μόνοι τους. *Ας πιστεύουν λο^πον στά τταραμύθια τους, κακόμοιρα π α ιδ ά κ ια ! Τώ ρα ομως εξέφραζα τις άπόψεις μου μέ τρόπο πι^ μαλακό. Πιό ή π ιΐς φράαεις μοΰ άρχονταν στά χείλη: ίί Ποιός μπορεΐ νά τΛ π ε ΐ ; » « Πιθανόν 1» « Ή ζω ή εΐναι σύνθετη και δέν μ π ο ροΰμε νά τά ξέρουμε ολα »*
Ό τ α ν οί συναντήσεις μου μέ τήν Π ώ λα αριθμούσαν ηδη πολ λές εβδομάδες, άρχΐσαμε νά σχεδιάζουμε πολύ συγκεκριμένα νά φτιάξουμε μιά όμάδα γιά μελλοθάνατους άσθενεΐς. Τώ ρα πιά τέτοιου είδους ομάδες εΐναι πολύ συνηθισμένες καΐ. συζη τιούνται πολύ στά περιοδικά καΐ στήν τηλεόραση, τό 1973 δμως δέν ύττηρχε προηγούμενο: στο θέμα τοΰ θανάτου ε π ι κρατούσε εξίσου αυστηρή λογοκρισία δσο και στήν πορνογραφια, "Έτσι ήμασταν υποχρεωμένοι ν ’ αυτοσχεδιάσουμε το κ ά θε μας βήμα. Μιά πολύ μεγάλη δυσκολία ήταν τό ξεκίνημα. Π ώ ς νά ξεκινήσουμε μιά τέτοια όμάδα; Π ώ ς νά στρατολογή σουμε μ έ λ η ; Μέ μικρή α γ γ ε λ ία : « Ζητούνται μελλοθάνατοι »; Τό δίκτυο ομως τώ ν γνω στών της Π ώ λα άττο τήν εκκλη σία, άπό τά ιατρεία του νοσοκομείου κι ά π ’ τούς οργανισμούς πού πρόσφεραν κατ* οϊκον περίθαελψη άρχισε νά παρέχει δυνη τικά μέλη γιά τήν όμάδα μας. Τ ό τμήμα αιμοκάθαρσης νε φρού τοΰ Στάνφορντ μάς παρέμπεμψε τό πρώ το μας μέλος, τόν Τ ζίμ , εναν δεκαεννιάχρονο νεαρό μέ βαριά νεφροπάθεια. Ό μ ω ς ό Τ ζιμ , μολονότι πρέπει νά γνώ ριζε δτι δέν εϊχε πολ λή ζω ή μπροστά του, δέν ένδιαφερόταν νά βαθύνει τή γνω ρι μία του μέ τόν θάνατο. *Απέφευγε νά μάς κοιτάξει στά μάτια, τήν Π ώ λα κι έμένα, καί μέ τόν ϊδιο τρόπο άτυέφευγε κάθε σύν δεσμο μέ όποιονδήποτε. <ί Ε ΐμαι ε'νας άνθρωπος χω ρίς μέλ λον )>, εΐττε. α Π οιός μέ θέλει γιά σύζυγο ή γ ιά φίλο; Γ ια τί νά
ΤΑΞΙΔΙΑ M t ΤΗΝ ΠΩΛΑ
45
(τυνεχέσω να εpχoμα^ άντιμέτωττος μέ τόν πόνο της απόρρι ψης; Φτάνει 6σο μίλησα. Φτάνει, δση απόρριψη εΙσέπραξα, Τ ά καταφέρνω μιά χαρά χω ρίς κανέναν )ϊ . Ή Π ώλα κι έγώ τΐ^ν εί δαμε μόνο δύο φορές, Δέν ήρθε γιά τρίτη συνάντηση. Το συμπέρασμά μας ήταν δτι 6 Τ ζΙμ παραήταν υγιής, Ή αιμοκάθαρση προσφέρει πολύ μεγάλη Ιλπίδα, για τί αναβάλλει τυολύ τόν θάνατο και δίνει τη δυνατότητα στήν άρνηση νά αρ χίσει νά ριζώνει. Ό χ ι , έμεΐς χρειαζόμασταν άνθρώπους κα ταδικασμένους, άνθρώπους ττού φιγουράριζαν στις πρώ τες σει^ ρές της λίστας τοΰ θανάτου, άνθρώπους πού δέν εϊχαν καμιά ελπίδα. Τ ότε πέρασαν τήν πόρτα μας 6 Ρ ομ π καί ό Σ^άλ. Κανείς τους δέν πληρούσε άκριβώς τίς προδιαγραφές μ ας: ό Ρ ό μ π άρνιόταν πολύ συχνά ΰτι ττέθαινε καΐ ό Σ άλ ισχυριζόταν δτι εΐχε ήδη συμβιβαστεί μέ τήν αρρώστια του κι δτι δέν χρεια ζόταν τή βοήθεια μας. Ό Ρ ο μ π ήταν πολύ νέος^ εικοσιεφτά χρονών, καί ζοΰσε ήδη ^ξι μήνες μέ κακοήθη δγκο στόν έγκέ φαλο. Μ παινοβγαίνοντας στήν άρνηση τή μιά σ τιγμή έπέμε νε, « Θά δείτε, σέ δυό μήνες θά κάνω ορειβασία στίς "Αλττεις)) ( έγώ πιστεύω δτι δ καημένος δέν εΐχε ταξιδέψει ποτέ πιό Ανατολικά ά π ’ τή Ν εβ ά δ α ) καί τήν άλλη καταριόταν τά παρά λυτα πόδια του πού δέν τοΰ έπέτρεπαν νά κάνει μιά ερευνά, γιά νά δει τέ προσφέρει ή ασφάλεια ζωής του: «Πρέττει νά άνακαλύψω άν άκυρώνονται τά οφέλη πού θά έχουν ή γυναίκα μου καί τά παιδιά μου, στήν περιτττωση πού αύτοκτονήσω )>. Παρόλο πού εϊχαμε συναίσθηση δτι ή όμάδα δέν ήταν άρ κετά μεγάλη, ξεκινήσαμε μέ τέσσερα μέλη —την Πώλα, τον Σάλ, τόν Ρ ό μ π κι έμένα. Κ αθώς ό Σ άλ κι ή Πώλα δέν χρειάζονταν βοήθεια, κι έγώ ήμουν ό θεραττευτής, ό Ρ ό μ π άντιπροσώπευε τόν λόγο ΰπαρξης της όμάδας, Ό Ρ ό μ π δμως άρνιόταν ττεισματικα νά μας δώσει μεγάλη ΐκανοττοίηση. Προσπαθήσαμε νά τοΰ προσφέρουμε ανακούφιση καΐ καθοδήγηση σεβόμενοι Ο^υγχρόνως τήν επιλογή του ν^άρνειται τήν αλήθεια. Ή ΰποατήριξη της άρνησης δμως εΐναι ^να ε γ χ ε ίρ ιζ α υποκριτικό καί
46
Κ ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΖΛΗΣ
καθόλου ικανοποιητικό, ίδ£ως άφοΰ έκεΤνο ττού θέλαμε έμεΐς ήταν νά τον βοηθήσουμε ν’άττοδεχτεΤ τό γεγονός 6τι ττέθαινε καϊ να χαρεΤ οσο ττερισσότερο μττοροΰσε τή ζω ή πού τοΰ άττέμενε. Κανείς μας δέν περίμενε μέ χαρά τΙς συναντήσεις μας* Έ ττειτα άπό §υό μήνες οΐ ττονοκέφαλοι τοΰ Ρ ό μ π χειροτέρε ψαν καΐ μιά νύχτα πέθανε ήσυχα στόν υττνο του, ’Αμφιβάλλω άν τοΰ προσφέραμε καμιά βοήθεια, Ό Σ ολ ύττοδεχόταν τόν θάνατο μέ πολύ διαφορετικό τρό ττο. Τό ττνεΰμα του διευρυνόταν, καθώ ς ή ζω ή του δδευε πρός τό τέλος της. Ό επικείμενος &ζνατός του πλημμύρισε τή ζω ή του μ ’ ένα νόημα πού δέν τό γνώ ριζε προηγουμένως, Έ π α σ χ ε άπό πολλαπλό μυέλωμα, εναν εξαιρετικά επώ^υνο καρκίνο τώ ν οστών. Ε ίχε ττολλά κατάγμ α τα, καΐ τόν εΐχαν βάλει στόν γύψο ά π ’ τόν λαιμό ώς τούς μ η ρ ο ύ ς . τ α ν τόσο πολλοί οί άν θρωποι πού τόν άγαποΰσαν, ΐϊκΓτε δύσκολα πίστευες πώ ς ήταν μόνο τριάντα χρονών. Ό π ω ς ή Π ώ λα έτσι κι ό Σάλ εΐχε μ ε ταμορφω θεί τή σ τιγμή της μεγαλύτερης απόγνωσης, μπροστά στη συναρπαστική σύλληψη 6τι ό καρκίνος του ήταν ή ττνευματική του άποστολή. Αύτή ή άποκάλυψη πού βίωσε καθόρι
ΤΑΐΙΔΙΑ ME ΤΗΝ Γ1ΩΛΛ
47
σώμα σας; *Έ, τότ£, δώ στε το σ^έμένα / *Αφήστε νά το πάρω έγώ . Έ γ ώ το εχω άνάγκη καί θά τά πάρω - για τί έγώ θέλω *ya ζήσω 1» ’^Ηταν μιά απίστευτη έκκληση. "Οταν τόν άκουγα νά μιλάΙτρεμα σύγκορμος. Ή δύναμη τώ ν λόγων του ένισχυόταν άπο τήν ιδιαίτερη δύναμη πού αποδίδουμε πάντα στά λόγια τών μελλοθάνατων, Οί μαθητές τον άκουγα ν σιωπηλοί νιώθον τας» δπω ς κι έγώ* οτι μιλούσε είλικρινά* δτι δεν εΐχε χρόνο γιά τερτίπια ή γιά προσχήματα ή γ ιά νά φοβηθεί τυχόν συνέτκιες. *Η άφιξη της ’Έ βελυν στήν όμά§α Ιναν μήνα άργότερα ίδω σε στόν Σάλ άλλη μιά ευκαιρία νά εργαστεί γιά τήν άπο στολή του. Ή Έ β ελυν, μιά πικραμένη γυναίκα έξηνταδύο χρονών, βαριά άρρωστη μέ λευχαιμία, μεταφέρθηκε στήν όμάδα μέ αναπηρικό καροτσάκι, ένώ της γινόταν μιά μ ετά γ γιση αίματος. Μίλησε ανοιχτά γιά τήν αρρώστια της. '"Ηξερε δτι πεθαίνει. «Α ύτό μπορώ νά τό δεχτώ », εΐττε» « δέν μέ νοιά ζει πιά. Έ κεινο πού μέ πειράζει εΐναι ή κόρη μου πού δηλη τηριάζει τΙς τελευταίες μέρες της ζω ής μ ο υ ! » Κατηγορούσε τήν κόρη της, μιά κλινική ψυχολόγο, δτι ήταν tf μιά εκδικη τική και άστοργη γυναίκα ». Πρΐ,ν άπό μερικούς μήνες εΐχαν Ιναν πικρό και ανόητο τσακωμό, οταν ή Έ βελυν τής εΐχε αφή σει τή γάτα της νά τή φροντίζει, κι ή κόρη της τήν τάισε λά θος φαγητό. *Από τότε δέν εΐχαν ξαναμιλήσει ή μιά στήν άλλη. Άφοΰ τήν άκουσε, ό Σάλ τής μίλησε άπλά άλλά μέ πάθος. « Ά κουσε τί εχω νά πώ κι έγώ, "Έβελυν. Κι έγώ πεθαίνω. Τί (Τημασία εχει τΐ φαΐ θά φάει ή γάτα σου; Τί στ]μασία εχει ποιά θά ύτυοχωρήσει πρώ τη; Ξέρεις δτι ίέ ν σου μένει πολύς καιρός. *Ας πάψουμε νά υποκρινόμαστε. Ή άγάπη τής κόρης σου εΐναι γιά σένα τό πιό σημαντικό πράγμα στόν κόσμο. Μήν πεθάνεις, βέ παρακαλώ, μήν πεθάνεις χωρίς νά τής τό π ε ις ! ’Α λλιώς αύτό δά δηλητηριάζει συνεχώς τή ζωή της, δέν θά συνέλθει ποτέ καί θά ττεράσει τό δ7}λητηριο και στη δική της κόρη! Σπάσε τόν φοιϋλο κύκλο! Σπάσε τόν φαΰλο κύκλο, Έ β ε λ υ ν ! i)
48
Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
Ή εκκλτίση λειτούργησε. Ή "Έβελυν πέθανε βέβαια σέ λί γες μέρες αλλά οΐ νοσοκόμες του θαλάμου της μας είπαν δτι τά λύγια τοϋ ΣΙάλ τήν έπεισαν κι 6τι συμφιλιώθηκε μέ τήν κύ ρη της σέ μια συζήτϊ)ση ποΐ) συνοδεύτηκε άπό πολύ χλάμα. ’Ή μουνα πολύ περήφανος γιά τόν Σ άλ. ’^Ηταν ό πρώ τος θρί αμβος της δμάδας μ^ς! Σ τή ν ομάδα μπήκαν άλλοι δυό άσθενεΐς, κι επειτα άπό άρχετους μήνες ή Π ώ λα κι έγώ πειστήκαμε δτι είχαμε μάθει άρκετά γ ιά νά ξεκινήσουμε νά δουλεύουμε μέ πιό μεγάλες ομάδες άσθενών- Τ ώ ρα ή Π ώ λα άρχισε πραγματικά νά στρα τολογεί κύσμο* Οί επαφές της μέ τήν Α μερικανική Ε τα ιρ εία γιά τόν Κ α ρ κ ίν ο μας άτΐέφεραν σύντομα πολλές π α ρ α π ο μ π έ ς , Ά φοΰ ττήραμε συνεντεύξεις και δεχτήκαμ ε έφτά νέες άσθενεΐς* ίλ ες γυναίκες μέ καρκίνο τοΰ μαστού, κηρύξαμε επίσημα τήν έναρξη τώ ν εργασιών της όμάδας μας. Σ τήν π ρ ώ τη μας συνάντηση μέ τήν πλήρη όμάδα ή Π ώλα μέ ξάφνιασε, για τί ξεκίνησε τή συνεδρία διαβάζοντάς μας μιά παλιά χασιδική παραβολή: “^Ενας ραβίνος εΐχε μιά συζήτηση μέ τόν Κύριο γιά τόν Πα ράδεισο και τήν Κόλαση. « Θά σοΰ δείξω τήν Κόλαση », του εΐττε ό Κύριος καί τόν όδήγησε σ ’ ένα δωμάτιο πού εΐχε στή μέση Ινα μεγάλο στρογγυλό τραττέζι. Οί άνθρωποι πού κά θονταν γύρω ά π ’ τό τραπέζι ήταν πεινασμένοι καί απελπι σμένοι. Σ τή μέση τοϋ τραπέζιου βρισκόταν ένα τεράστιο κα ζάνι μέ νόστιμο φαγητό πού μύριζε τόσο καταπληκτικά, ώστε τό στόμα τοΰ ραβί νου γέμισε σάλιο. Ό σοι κάθονταν στά τραπέζι κρατούσαν άπό ένα κουτάλι μέ πολύ μακρύ χέ ρι. Παρόλο πού τά κουτάλια έφταναν ϊσα ϊσα τό καζάνι, τά χερούλια τους ήταν tu0 μακριά ά π ’ τά μπράτσα τών άνθρώ πων πού τά κρατούσαν: Ιτσι κανένας τους δέν μποροΰσε νά φάει, γιατί τοΰ ήταν άδύνατο νά φέρει τό φαγητό ώς τά χεί λη του. Ό ραβίνος εΐδε δτι ή δυστυχία τονς ήταν πραγμα τικά τρομερή. «Τ ώ ρα θά σοΰ δείξω τόν Παράδεισο η, εΐπε ό Κύριος^
ΤΑΞΙΛ1Α ME ΤΗΝ ΠΩΛΑ
49
yjxt μπήκαν σ ’ ^νιχ άλλΰ δωμάηο, άκρφώς τό ϊδιο δπωζ τό πρώτο- Kt έκεΤ ύττηρχε τό iSto μεγάλο στρογγυλό τραττέζι^ τό ϊδιο καζάνι μέ φαγητό. Οΐ άνθρωποι έδώ, δπως και οΐ προηγούμενοι, κρατούσαν τά ϊδια κουτάλια μέ μακριά χε ρούλια - έδώ δμως δλοι ήταν χαλοφαγωμένοι καΐ τταχουλοέ, γελούσαν και συζητοοσαν. Ό ραβίνος δέν καταλά|^αινε. ί< Εϊναι άπλό» άλλά άπαιτεΤ μιά συγκεκριμένη ικανότητα J), εΐπε ό Κύριος. « Σ ’αύτό τό δωμάτιο» βλέπεις, έμαθαν νά ταΐζουν ό ενας τόν (ϊλλον». Παρά τό γεγονός δτι ή ανεξάρτητη απόφαση της Πώλα νά ξεκινήσει τή συνεδρία διαβάζοντας τήν παραβολή αύτή, ήταν κάτι τελείίύς διαφορετικό ά π ’ αύτό ποί> σχέδιαζα, τό άφησα ασχολίαστο* Αύτός εΐναι ό τρόπος της, σκέφτηκα, συνειδητο ποιώντας δτι δέν είχαμε άκόμα έπεξεργαστεΐ τούς ρόλους μας και τη συνεργασία μας μέσα στήν ομάδα, ’ΕΙξάλλου ή Ιπιλογή της ήταν άψογη - τό ξεκίνημά της παραμένει ή πιό έμττνευσμένη έναρξη ομάδας πού ^χω δεΐ ποτέ. Πώς νά ονομάσουμε τήν όμάδα; Ή Πώλα πρότεινε Bridge G roup’’ - Ό μάδα-Γέφυρα. Γ ιατί; Γιά δύο λόγους: Πρώτον, ή όμάδα δημιουργούσε μιά γέφυρα ά π ’ τή μία άσθενή μέ καρ κίνο στήν άλλη. Δεύτερον, σ ’αύτή τήν όμάδα 6ά παίζαμε μ ’ άνοιχτά χαρτιά. Γ ι’αύτό και Ό μά δα Μ πριτζ —τυπική πι νελιά της Πώλα. Τό « ποίμνιό « μας, δπως τό έλεγε ή Πώλα, μεγάλωνε γρή γορα. Νέα πρόσωπα, σημαδεμένα ά π ’ τόν τρόμο, εμφανίζον ταν κάθε μιά ή δυό εβδομάδες. Ή Π ώ λα έπαιρνε τά νέα μέλη άπ* τό χέρι, τά προσκαλοΰσε γιά φαγητό, τά δίδασκε, τά γοή τευε και τά οδηγούσε σέ τηό ττνευματικά επίττεδα, Σέ λίγο γ ί ναμε τόσο πολλοί, πού αναγκαστήκαμε νά χωριστούμε σέ δύο όμάδες τών οκτώ ατόμων, κι ετσί εφερα ώς συνθεραπευτές κάποιους ειδικευόμενους ψυχιάτρους. Ό λ α τά μέλη άντιστάθηκαν στή διαίρεση σέ δύο όμάδες - απειλούσε τήν ακεραιό τητα της οικογένειας. Τούς πρότεινα μιά συμβιβαστική λύση:
50
Η ΜΑΝΑ ECA1 ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
θά συναντιόμασταν μία ώρα xt ένα τέταρτο σάν Suo ξεχω ρι στές ομάδες καί στά τελευταία δεκαπέντε λεπτά θά γινόμασταν ενα» γιά νά μττορουν οί όμάδες νά ενημερώσουν ή μία τήν άλλη γιά τίς λετττομιέρειες της συνεδρίας τους. Ot συναντήσεις είχαν μεγάλη δύναμη, καί πιστεύω δτι τά ζητήματα μέ τά όποϊα ασχολούνταν ήταν πολύ ταό οδυνηρά άττό ότϋοιοδήποτε ζήτημα εΐχε ποτέ τολμήσει, ν ’ άντιμετωπίσεί, ώ ς τότε μιά όμάδα. Ά π ό τή μιά συνάντηση στήν αλλη τά μέ λη χουβαλοΰσαν καινούργιες μεταστάσεις, καινούργιες τρ α γω δίες. Και κάθε φορά βρίσκαμε τρόπο νά προσφέρουμε την π α ρουσία μας καΐ τήν παρηγοριά μας στό μέλος πού εΐχε υποστεΤ τό χτύπημα. Μερικές φορές, άν χάττοιος παραήταν αδύ ναμος, τταραήταν κοντά στόν θάνατο γιά νά μπορέσει νά έρθει, κάναμε τή συνάντησή μας στό δω μάτιό του. Δέν ύπήρχε θέμα πού νά δυσκολεύει τήν όμάδα τόσο ώστε νά μήν μπορεΐ νά τό συζητήσει, καΐ ή Π ώλα έπαιζε αποφ α σιστικό ρόλο σέ κάθε σημαντική συζήτηση. Μ ιά συνάντηση, λόγου χάρη, ξεκίνησε μ ’ένα μέλος, τήν Εΰα, νά λέει δτι ζ ή λευε μιά φίλη της πού εΐχε πεθάνει τήν προηγούμενη εβδο μάδα έντελώς ξαφνικά καΐ απροσδόκητα στόν ΰτυνο της άπό έμ φ ραγμ α. « Α ύ τό ς εΐναι ό καλύτερος τρόπος γ ιά νά φύ γ ε ις » , δήλωσε ή Ευα, Ά λλά ή Π ώ λα διαφώνησε μαζί της καί υποστήριξε δτι ό άκαριαΐος θάνατος εΐναι ένας θάνατος τραγικός. Έ νιω σ α άσχημα γιά λογαριασμό της. Μά τί τή σπρώχνει, άναρωτήθηκα άπό μέσα μου, νά υποστηρίζει τόσο γελοίες άπόψεις; Μποροΰσε κανείς νά διαφωνήσει μέ τήν άποψη τής Εΰας^ δτι τό νά πεθάνεις στόν υττνο σου εϊναι ένας καλός τρό πος γιά νά φ ύγεις; Μέ τη συνηθισμένη της διεισδυτικότητα δμως ή Π ώλα ανέλυσε μέ πολύ ώραιο τρόπο τό έπιχείρημά της, πώ ς ό ξαφνικός θάνατος εΐναι ό χειρότερος θάνατος. « Χρειάζεσαι χρόνο, πολύ καί άβίαστο χρόνο », εΐπε, « γιά νά προετοιμάσεις τούς άλλους γιά τόν θάνατό σου - τόν άντρα σου, τούς φίλους σου καΐ κυρίως τ ά παιδιά σου. Π ρέπει νά
ΤΑΞΙΔΙΑ ME ΤΗΝ ΠΩΛΑ
51
άσχοληθεϊς μέ τά πράγματα πού ^χουν μείνει ήμιτελη στή ζω ή σου. Γ ιατί σίγουρα τά σχέδιά σου εϊναι αρκετά σημαν τικά γιά νά μήν παραιτηθείς ά π ’ αύτά σάν νά μή συμβαίνει τ ί ποτα. Τούς αξίζει εϊτε να τά ολοκληρώσεις εϊτε νά τά λύσεις. ‘Αλλιώς τί νόημα έχει ή ζωή σ ο υ ;« « Ε π ιπ λ έ ο ν ϊ)^ κατέληξε* « 6 θάνατος είναι κομ μ ά τι τή ς ζωής. Ά ν σοΰ διαφύγει* άν σέ πιάσει στΐιν ΰπνο, εΐναι σάν νά χάνεις μιά άττ’ τις μεγαλύτερες περιπέτειες της ζω ής )>. T iv τελευταίο λόγο δμως θά τόν ελεγε ή Εΰα, μιά γυναί κα μέ έπίσης εκπληκτική παρουσία; « Λ έγε δ,τι θέλεις, ΓΤώ λα» έγώ συνεχίζω νά ζηλεύω τον ξαφνικό θάνατο της φίλης μου. Έ μ ένα μου άρεσαν πάντα οι έχπλήξεις ». £ύντομ α ή όμάδα έγινε πολύ γνω σ τή στήν κοινότητα τοϋ Στάνφορντ. Εκπαιδευόμενοι -ειδικευόμενοι ψυχίατροι, νοσηλβύτριες, φοιτητές— άρχισαν νά τταρακολουθοϋν τις συνεδρίες ττίσω ά π ’ τόν μονόδρομο καθρέφτη. Μερικές φορές ήταν τόση ή όδύνη μέσα στήν όμάδα, πού οΐ εκπαιδευόμενοι δέν μπο ρούσαν νά τήν άντέξουν κι έβγαιναν τρέχοντας άπ^τό δω μά τιο παρατήρησης ξεσπώντας σέ κλάματα. Π άντα δμως ξαναγόριζαν. Μολονότι συχνά οι ψυχοθεραττευτικές όμάδες έττιτρέ πουν σέ εκπαιδευόμενους νά παρακολουθούν τΙς συνεδρίες τους, δίνουν πάντα μέ άπροθυμία τήν άδειά τους. Α ντίθετα μέ ΐούτη τήν όμάδα; ή δική μας όμάδα χαιρόταν νά ύπάρχει π α ρακολούθηση. Ό π ω ς ή Π ώλα, έτσι καί οι υπόλοιπες γυναίκες ήθελαν νά έχουν τούς μαθητές τους. "Ένιωθαν δτι εΐχαν πολλά νά διδάξουν, και δτι ή θανατική τους καταδίκη τις εϊχε κάνει βοφότερες. Ιδ ίω ς ένα μάθημα τό εΐχαν μάθει πάρα ττολύ κα λά: δτι ή ζω ή δέν αναβάλλεται. Τώρα πρέπει νά τή ζήσεις, ίέ ν μπορεϊς νά τήν αναβάλεις γιά τό Σαββατοκύριακο, γιά τίς ϊία κ ο π ές, γιά τόν καιρό πού τά τταιδιά Οά φύγουν γ ιά να σπουδάσουν, γιά τά συρρικνωμένα χρόνια της σύνταξής σου. Δ ίν ήταν λίγες οι φορές πού άκουγα κάποια τους να θρηνεί, « Τ ί κρίμα ττού εττρεπε νά περιμένω τόσον καιρό, ώσπου τό
52
Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
σώμα μου νά καταφαγωθεΤ ά π ’ τόν καρχίνο, γιά νά μάθω νά ζώ », Έ κ είνη τήν έτυο;^ή άναλωνάμουν στό πώ ς θά π ετύ χω στόν ακαδημαϊκό χώ ρο, καΐ ή φρενίτιδα τοΰ προγράμματός μου -έρευνα, αιτήσεις γ ιά χρηματοδότηση, διαλέξεις, διδασκαλία καί γράψιμο— περιόριζαν τήν έπαφ ή μου μέ τήν Π ώ λα, Μ ή“ πω ς φοβόμουν νά τήν πλησιάσω περισσότερο; ’Ίσ ω ς ή κο σμική της προοπτική, ή αποδέσμευσή της ά π ’ τούς καθημε ρινούς στόχους νά άπειλοΰσε έκ βάθρων τήν άφοσέωσή μου στόν στόχο μου: νά επ ιτύ χω στήν ακαδημαϊκή αγορά. Τήν έβλεπα βέβαια κάθε εβδομάδα στήν όμάδα, οπου έγώ έφερα τόν τίτλο τοΰ θεραπευτή κι έκείνη - τί ήταν άλήθεικ ή Π ώ λα ; οχι συνθεραττευτής, κάτι ά λ λ ο : έκείνη ήταν ό σύνδεσμος πού διευκόλυνε τή διαδικασία. Έ κ ε ίν η ενημέρωνε τά νέα μ έ λη πρίν μπουν στήν όμάδα, φρόντιζε νά γίνουν δεκτά μέ θερ μό τρόπο^ μοιραζόταν τις προσωτακές της έμπειρίες, τηλε φωνούσε στή διάρκεια τής εβδομάδας σέ δλα. τά μέλη, τά έβγαζε γιά φαγητό καί ήταν διαθέσιμη γιά όποιονδήποτε βρι σκόταν σέ κρίση. ■^ϊσως ό καλύτερος χαρακτηρισμός γ ιά νά περιγράψει κ α νείς τόν ρόλο της νά ήταν «πνευμ α τικός σύμβουλος Ή Π ώ λα ανύψωνε τήν όμάδα καί τή βάθαινε. Κάθε φορά πού μιλοΰ* σε, τήν ίίκουγα μέ μεγάλη προσοχή: οΐ συλλογισμοί της διέ θεταν πάντα απρόσμενη ένόραση. Δίδασκε τά μέλη πώ ς νά κάνουν διαλογισμό, πώ ς νά κοιτάζουν βαθιά μέσα τους* πώ ς ν ’ άναχαλύπτουν μέσα τους ένα κέντρο ήρεμίας, πώ ς νά εμ πε ριέχουν τόν πόνο. Μ ιά μέρα, τήν ώρα πού ή συνάντηση πλη σίαζε στό τέλος της, μέ αΐφνίδίασε βγάζοντας ά π ’τήν τσάντα της ένα κερί, τό όποιο άναψε κι άκούμπησε στό πάτω μα. « ’"Ας έρθουμε άκόμα πιό κοντά ή μιά στήν αλλη», εΐπε κι άπλωσε τ ά χέρια στά μέλη πού κάθονταν δεξιά κι άριστερά της. « Κ οιτάξτε τό κερί καί διαλογισ τείτε γιά λίγα λεπτά σ ιω πηλά }>.
ΤΑΞΙΔΙΑ ME ΤΗΝ IJQAA
53
Πρίν να γνΐιΐρίσω τήν Πώλα 'ί^μουν πολύ βαθιά χωμένος στήν ιατρική παράδοση καΐ δέν θά χαριζόμουν καθόλου σε Ιναν θεραπευτή πού θά τελείωνε τίς σuvεδpίες της ομάδας του βάζοντας τά μέλη νά κρατιούνται χέρι χέρι καί νά κοιτάζουν ένα κερί χω ρίς νά μιλάνε. Ή πρόταση της Π ώ λα 6μως φάνη κε τόσο καλή ιδέα καί στά μέλη τής όμάδας καί σ ’ εμένα, πού άπό τότε τελειώναμε δλες μας τίς συναντήσεις μ ’ αύτόν τόν τρόπο. Ε κ είν α τά τελευταία λεϊττά άρχισα νά τά νιώθω ττολύτιμά» κι άν τύχαινε νά κάθομαι δίπλα στήν Π ώ λα, πρίν της άφήσω τό χέρι, τής τό Ισ φ ιγγα μέ θέρμη. Συνήθως ή Πώλα μιλοΰσε καί καθοδηγούσε τόν διαλογισμό αυτοσχεδιάζοντας, ττάντα δμως μέ μεγάλη αξιοπρέπεια. Μοΰ άρεσαν πολύ οι δια λογισμοί της, καί θά τήν άκούω ώς τό τέλος τής ζω ης μου νά μας δίνει όδηγιες μέ τόν ήρεμο τρόπο τη ς: «Ε λ ευ θ ερ ώ σ τε τόν θυμό σας, αφήστε τόν θυμό νά φύγει, άφηστε τόν πόνο νά φύγει, αφήστε τήν αύτολύττηση νά φύγει, Φ τάστε ώς τό κέν τρο σας, ώς τά ήρεμα, γαλήνια βάθη σας καί άνοιχτεΤτε στήν άγάπη, στή συγχώρεση, στόν Θεό », Λ όγια πού φέρνουν ίλιγ γο σέ κάθε τσιτωμένο έμπειριστή μέ ιατρική εκπαίδευση καί ίλεύθερο ττνευμα. Μερικές φορές άναρωτιόμουν άν ή Πώλα εΐχε άλλες άνάγ κες ττέρα ά π ’ τήν άνάγκη της νά βοηθάει τούς άλλους. Π αρό λο πού συχνά τή ρωτοΰσα τί μποροΰσε νά κάνει ή όμάδα γιά χείνην, δέν έπαιρνα ποτέ άπάντηση. Μερικές φορές προβλη ματιζόμουν, για τί λειτουργούσε μ ’ αύτόν τόν ττολυάσχολο ρυθ μό - κάθε μέρα έπισκεπτόταν πολλά άρρωστα μέλη. Τι τήν παρακινεί, άναρωτιόμουν, καί γιατί μιλάει γιά τά προβλήμα τά της μόνο σέ τταρελθοντικό χρ ό νο ; Μάς προσφέρει μόνο τις λύσεις της, δέν μάς αναφέρει ποτέ τ ά άλυτα προβλήματά της. Ποτέ δμως δέν μέ άπασχολοΰσε γ ιά πολύ, Ά λλω σ τε ή Πώλα Ιττασχε άπό προχωρημένο μεταστατικό καρκίνο και εξακο λουθούσε νά ζεΐ ξεπερνώ ντας καί τίς ττιό αισιόδοξες στατιστιχές. '^Ηταν ενεργητική, επαιρνε άττό πολλούς άνθρώπους καί Ιδίνε σέ πολλούς άγάττη, ήταν μιά ττνευματική ττηγή γιά κάθε
54
Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
άνθρωπο πού εΐναι, αναγκασμένος να ζήσει μέ τόν καρκίνο. Τ ί παραπάνω v i της ζητήσει κανείς; Α ύτή ήταν ή χρυσή έτυοχή τών ταξιδιών μου μέ τήν Πώλα. ’Ίσ ω ς έπρεπε νά εΐχα αφήσει τά πρ άγμ ατα σ ’ έκεΤνο τό σημεΤο. Μιά μέρα ΐίμως κοίταξα γύρω μου κι εϊδα πόσο εϊχε με^ γαλώσει τύ εγχείρημά μας - συντονιστές όμάδων, γραμματεια κή υποστήριξη, γ ιά νά μεταγράφονται οί περιλήψεις τών ει<Τ“ αγω γώ ν και τώ ν συναντήσεων, καθηγητές γ ιά νά κάνουν συν αντήσεις μέ τούς έκπαιδευόμένους παρατηρητές. ’Αποφάσισα δτι ένα τέτοιο μέγεθος εΐχε άνάγκη άπύ κεφάλαιο» κι άρχισα ν"άναζ7)τώ ερευνητικά κονδύλια γιά νά κρατήσω τήν ομάδα σέ λειτουργία. Ά φοΰ δέν μοΰ άρεσε νά σκέφτομαι 6τι άνήκω στούς επαγγελματίες πού εξασφαλίζουν τά προς τό ζην άτυό τον θάνατο τών άλλων, δέν εΐχα ποτέ χρεώσει καμιά άπό τΙς ασθενείς οΰτε τίς εΐχα ποτέ ρωτήσει άν εΐχαν κάποια ασφάλι ση, Α φιέρωνα δμως μεγάλη ενέργεια καί χρόνο στήν όμάδα* και εΐχα μιά ήθική υποχρέωση στό Πανεπιστήμιο τοΰ 2 τά νφορντ νά τό βοηθήσω νά καλύψει τόν μισθό πού μοΰ έδινε. "Ένιωθα εξάλλου οτι ή κλινική μου μαθητεία στόν συντονισμό όμάδων ασθενών μέ καρκίνο έφτανε στό τέλος της. ’^Ηταν πιά καιρός νά τό κάνα> κάτι αύτό τό εγχείρημα, νά τό ερευνήσω, •ν’ αξιολογήσω τήν άποτελεσματικότητά του, νά δτ}μοσιεύσω τά άποτελέσματά μας, νά τό δημοσιοποιήσω^ νά ένθαρρύνω παρόμοια προγράμματα σέ άλλες περιοχές τής χώρας. Μέ λί γα λόγια, ήταν πιά καιρός νά υποστηρίξω τό έγχείρημα αύτό καί ν’ αποκτήσω υποστήριξη. Μιά ευνοϊκή συγκυρία προέκυψε» δταν τό Ε θ νικ ό Ιν σ τ ι τούτο γιά τόν Καρκίνο έστειλε μιά πρόσκληση ενδιαφέροντος γιά τήν κοινωνική-συμπεριφορική Ιρευνα γύρω άπό τόν καρ κίνο τοΰ μαστοΰ. "Η αίτησή μου ^ ι ν ε δεκτή, καί τυηρα μιά χρηματοδότηση πού μοΰ εδινε τή δυνατότητα ν’ αξιολογήσω τήν άποτελεσματικότητα της θεραπευτικής μου προσέγγισης στίς άσθενεΤς μέ καρκίνο τοϋ μαστοϋ σέ τελικό στάδιο. ^Ηταν
ΤΑΪΙΔΙΑ ΜΈ ΤΗΝ ΠΩΛΑ
55
Ινα άττλο καΐ ξεκάθαρο πρόγραμμα. "Ένιωθα βέβαιος δτ^ ή θε ραπευτική μου προσέγγκτη βελτίωνε τήν ποιότητα ζωής τών άσθενών σέ τελικά στάδιο καί 6τι τό μόνο πού χρειαζόμουν ήταν ν’ αναπτύξω μιά συνιστώσα αξιολόγησης — νά μοιράζω ερωτηματολόγια πρίν άπό τήν είσοδο τών μελών στήν όμάδα καί σε τακτά χρονικά διαστήματα μετά τήν είσοδό τους. Παρατηρήστε 6τι τώρα αρχίζω να χρησιμοποιώ περισσό τερο τό πρώτο πρόσωπο: ίί άτΐοψάαισα... έκανα α ίτη σ η ,., ή θεραπευτική μον προσέγγιση». Κ αθώς κοιτάζω πρός τά πίσω καί κοσκινίζω τίς στάχτες τής σχέσης μου μέ τήν Π ώλα, υ ποπτεύομαι δτι αύτό τό πρώ το πρόσωπο ήταν έκεινο πού προμήνυε τή φθορά τής άγάπης μας, '^Οταν τή ζοΰσα όμως έχείνη τήν περίοδο* δέν εΐχα καμιά επίγνωση τής παραμικρής φθοράς. Τά μόνο ποΐ) θυμαμαι εΐναι δτι ή Πώλα μέ γέμιζε μέ φώς* κι δτι έγώ ήμουν ό βράχος της* τό λιμάνι πού αναζη τούσε μέχρι τότε, "Ήμασταν κι οΐ δυό τυχεροί πού ε’ί χαμε βρεϊ ό ένας τόν άλλον. Γιά Ινα εΐμαι βέβαιος: τά πράγματα άρχισαν νά στραβώ νουν λίγο καιρό μετά τήν έττίσημη έναρξη της χρηματοδοτού μενης ερευνάς. Σ τή σχέση μας άρχισαν να εμφανίζονται πρώτα μικρές σχισμές, σάν κλωστές, καί Ιπειτα μεγάλες ρωγμές. "Ισως τό πρώτο ξεκάθαρο σημάδι δτι κάτι δέν πήγαινε καλά νά ήταν ή μέρα πού ή Π ώλα μού εϊπε οτι ενιωθε νά γίνεται αντι κείμενο εκμετάλλευσης άπ" τό ερευνητικό πρόγραμμα. Το σχό λιό της μοΰ φάνηκε παράξενο, γ ια τί εΐχα προσπαθήσει μέ δλους τούς δυνατούς τρόπους νά διαμορφώσω τόν ρόλο της μέ σα στό πρόγραμμα άκριβώς δπως τάν εΐχε ζητήσει: έκείνη έπαιρνε συνέντευξη ά π ’τίς καινούργιες υποψήφιες γιά τίς όμά δες, δλες γυναϋίες μέ μεταστατικό καρκίνο τοΰ μαστοΰ, καί βοη θούσε στή διαμόρφωση τών ερωτηματολογίων αξιολόγησης. Ε π ιπ λέο ν τής εΐχα εξασφαλίσει μιά πολύ καλή άμοιβή - πολύ μεγαλύτερη ά π ’ τή μέση άμ οφ ή τοΰ ερευνητικού βοηθοϋ καί ττερισσότερα χρήματα ά π ’ οσα εΐχε ζητήσει ή ίδια. Λ ίγες έβδομάδες άργότερα, σέ μιά συζήτηση πού μέ άνα-
56
Η ΜΑΝΑ ΚΑί ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
στάτωσε, μου εΐττε δτι αισθανόταν τυώς εΐχε κουραστεί ττολύ και ττώς ήθελε νά ^χζι ττερισσότερο χρόνο γ ιά τόν έαυτό της, "Ενιωσα δτι τήν καταλάβαινα καΐ προσπάθησα νά της προτεί νω λύσεις γ ιά νά μειώσει τούς φρενήρεις ρυθμούς της. Λ ίγο αργότερα ύττέβαλα στό Ε θ ν ικ ό ’Ινστιτούτο γιά τόν Καρκίνο τη γρατττή εκθεσή μου γ ιά τήν πρ ώ τη φάση τής έρευνας. Μολονότι φρόντισα νά βάλω τό 6νομά της πρώτο στόν κατάλογο τώ ν συνεργατών τ ^ έρευνας, σέ λίγο έφτασε σ τ ’ αύτιά μου δτι ήταν ^υσαρεστημένη μέ τον τρότυο τυού τήν άνέφερα. Έ κ α ν α τό λάθος να μή δώ σω σημασέα σ ’αύτή τή φ ήμη: μοΰ φαινόταν δτι δέν άντιπροσώτιιευε τήν Ιΐώ λα. Έ ττειτα άπό λίγο καιρό εισήγαγα ώ ς συνθεραττεύτρί,α σέ μιά όμάδα τήν κυρία Κίνγκσλεϋ — μιά νεαρή ψυχολόγο, ή όττοία, τταρά τό γεγονός βτι δέν εΐχε εμπειρία μέ καρκινοπα θείς, ήταν εξαιρετικά έξυτυνη, εΐχε καλές προθέσεις και μ εγά λη αφοσίωση. Π ολύ σύντομα ή Π ώ λ α έψαξε νά μέ βρει. « Αύτή ή γυναίκα », εΐπε μέ ΰφος στριμμένο, ί< εϊναι ό πιό ψυ χρός, ό λίγότερο δοτικός (ίνθρωπος πού έχω συναντήσει. Καί χίλια χρόνια νά περάσουν, δέν θά μττορέσει νά βοηθήσει καμιά ά π ’ τις ασθενείς ». Α ιφνιδιάστηκα ~ και άπό τό πόσο εΤχε παρανοήσει τή νέα συνθεραπεύτρια καΐ ά π ’ τόν πικρό, καταδικαστικό της τόνο* Γ ιατί τόση σκληρότητα* Π ώ λα; σκέφτηκα. Γ ιατί εΐσαι τόσο άσπλαχνη, γιατί έχεις χάσει κάθε χριστιανικό ττνεϋμα; Ή χρηματοδότηση τής ερευνάς απαιτούσε νά οργανώσω μέσα στούς έξι πρώτους μήνες ένα διήμερο εργαστήριο, γιά νά ανταλλάξω απόψεις μέ μία έτητροττή έξι ειδικών στή θεραπεία τοΰ καρκίνου, στόν ερευνητικό σχεδιασμό και στή στατιστική ανάλυση. Προσκάλεσα τήν Π ώ λα κι άλλα τέσσερα μέλη τής όμάδας νά συμμετάσχουν ώ ς σύμβουλοι-ασθενείς* Τό εργα στήριο αύτό ήταν σκέτη βιτρίνα, μιά κατάφωρη απώλεια χρό νου και χρήματος. ’Α λλά έτσι εϊναι ή ζω ή στόν κόσμο της έρευνας πού χρηματοδοτείται άπό δημόσια κονδύλια: άπλώ ς μαθαίνεις νά προσαρμόζεσαι σ ’ αύτά τά προσχήματα. "Η Π ώλα
ΤΑΞ1ΔΤΑ ME ΤΗΝ ΠΩΛΑ
57
δμως θέν εννοούσε νά προσαρμοστεί. *Τπολογίζοντιας τά ττοσά τών χρημάτω ν πού ξοδεύτηκαν γ ιά τή διήμερη συνάντηση (ττερίπου 5.000 δολάρια), καταφέρθηκε εναντίον μου γιά τήν άνηθίκότητα του εργαστηρίου: « Σκέψου πόση βοήθεια θά πρόσ φεραν στούς καρκινοπαθείς 5.000 δολάρια ! » Πώλα, σκέφτηκα* σ ’ άγατιάω, άλλά μερικές φορές τά μπερ δεύεις δλα μές στό κεφάλι σου. « Μά δέν κατοίλα,βαίνεις 3>, της εΐπα, n 6τι είμαστε υποχρεωμένοι vi5c κάνουμε αύτόν τόν συμ βιβασμό ; Δέν υπάρχει τρόπος αύτές ot πέντε χιλιάδες δολάρια νά χρησιμοποιηθούν γιά τήν άμεση φροντίδα τών άσθενών. Καί το σημαντικότερο, άν δέν ακολουθήσουμε τΙς ομοσπον διακές δδτ^γίες τυού άτυαιτοΰν άτυο μας ενα εργαστήριο ανταλ λαγής απόψεων, θά χάσουμε τή χρηματοδότησή μας. Ά ν κα τορθώσουμε νά έπιμεινουμε, νά ολοκληρώσουμε τήν έρευνα καί νά δείξουμε τήν άξία πού εχει ή προσέγγισή μας γιά τούς μελ λοθάνατους άσθενεΐς μέ καρκίνο* θά ωφελήσουμε περισσότε ρους άσθενεΐς, πολύ τυερισσότερους άπ^ οσους μτυορουν νά βοηθηθοΰν άμεσα άτυ^ αύτές τις πέντε χιλιάδες δολάρια. Ά ς μήν είμα στε άκριβοί στά πίτουρα καί φτηνοί σ τ’ άλεύρι, Πώλα, Σέ τυαρακαλώ, συμβιβάσου της ζήττ)σα, « μόνο αύτή τή φορά Έ νιω θ α τήν απογοήτευσή της άττά μένα. Κουνώντας άργά τό κεφάλι μοΰ άπάντησε: ίί Νά συμβιβαστώ αύτή τή μιά φο ρά, "Ίρβ; Ό συμβιβασμός τυοτε δέν εΐναι ένας. *^Ενας συμβιβα σμός γεννάει πολλούς Ό λοι οΐ ειδικοί τυού συμμετείχαν στό εργαστήριο πρόσφε ραν τή συμβολή τους, άκριβώς αύτή γιά τήν οποία εΐχαν προσ κληθεί ( καί εΐχαν πληρωθεί τυολύ κοελά)* Ό ένας μίλησε γιά τίς ψυχολογικές δοκιμασίες μέ τίς όποιες μποροΰμε νά μετρήσου με τήν ϊΐατάθλιψη, τό «γχος, τούς τρόπους διαχείρισης κ«1 τό σημείο ελέγχου. *Ένας άλλος μίλησε γιά τά συίττήματα υγειο νομικής ττερίθαλψης. Έ ν α ς άλλος γ ια τά κοινωνικά μέτρα. Ή Πώλα ρίχτηκε μέ τυάθος στό εργαστήριο. Φαντάζομαι δτι ενιωθε πώ ς δέν μποροΰσε νά πα ίζει παιχνίδια άναμονής μέ τόσο λίγο καιρό πού τής άπέμενε. Α πέναντι στήν εμβριθή
58
Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΖΩ ΗΣ
έπ[τροττή τών ειδικών έπαιξε έναν ράλα σωκρατικής αλογόμυ γας. Ό τα ν , άς ποΰμε, ή Ιπιτροττή συζτ^τοΰσε κάποιους άντικειμενικούς δείχτες αξιολόγησης της δυσπροσαρμοστικής δια χείρισης, δπω ς τό γεγονός δτι ένας άσθενής δέν σηκώνεται άπό τό κρεβάτι, δέν ντύνεται, άποσύρεται καΐ, κλαίει, ή Π ώλα ύτΓοστήριξε δτι γ ιά κείνην καθεμιά άπό τΙς δραστηριότητες αύτές ήταν κατά καιρούς μιά ττερίοδος επώασης, ή όποία τε λικά εισήγαγε μιά νέα φάση πού πολλές φορές ήταν μιά τζερίοδος ώρέμασης. Ά πέρριψε τίς άπόττειρες τών ειδικών νά τήν πεισουν πώς, άν κάνεις χρησίμοποιήΐϊει. ένα άρκετά μεγάλο δείγ μα, αθροίσει τις βαθμολογίες καί βρει μιά όμάδα ελέγχου, οι συλλογκτμοί αύτοί μποροΰν εΰκολα νά προκύφουν (ττατι<ττικά άπό τήν ανάλυση τώ ν δεδομένων, ^Έπειτα ήρθε ή σ τιγμή πού ζητήθηκε ά π ’ τά μέλη πού συμ μετείχαν ΐττό εργαστήριο νά προτείνουν σημαντικές μεταβλη τές τυού θά μπορούσαν νά προβλέψουν τήν ψυχολογική προσ αρμογή ένός ανθρώπου στόν καρκίνο. Ό Δόκτωρ Λ ή, ένας ει δικός καρκινολόγος, εγραφε τούς παράγοντες αύτούς στόν π ί νακα, καθώς τούς άνέφεραν τά μέλη τής επ ιτρ ο π ή ς: συζυγική σταθερότητα, διαθέσιμες περιβαλλοντικές πηγές ύποστήριξης, προφίλ προσ ω πικότητας, οικογενειακό ιστορικό. Ή Π ώλα σήκωσε τό χέρι καΐ εΤπε: « ΚαΙ τό θάρρος; ΚαΙ τό τυνευματικό βάθος;» Ό Δόκτωρ Αή τήν κοίταξε σκόπιμα χω ρίς νά μιλάει πετώ ντας στόν άέρα καΐ ξαναταάνοντας δυο-τρεΤς φορές τήν κ ι μωλία του. Τελικά γύρισε και σημείωσε στόν πίνακα αύτά πού εΐχε προτείνει ή Π ώλα. Παρόλο πού δέν θεωρούσα δτι οι προτάσεις της ήταν παράλογες, άντιλήφθτ)κα -κ α ι άντιλήφθηκα δτι τό άντιλήφθηκα ν καΐ, δλοι οι υπόλοιποι- πώ ς κοιτάζον τας τήν κιμωλία νά περιστρέφεται στόν άέρα 6 Δόκτωρ Λή σκεφτόταν: Έ π ιτέλου ς άς βρεθεί ^νας άνθρωπος νά βγάλει αύτή τή γριά άπό δώ μέσα 1'Αργότερα, τήν ώρα τοΰ φαγητού, χαρακτήρισε μέ περιφρόνηση τήν Π ώ λα ευαγγελίστρια. Παρά τό γεγονός δτι ό Δόκτωρ Λ ή ήταν ενας διακεκριμένος όγκο
ΤΑΞΙΔΙΑ Μΐί ΓΗΝ Ilti^A
59
λόγος, ττου ή ύττοστήριξή του καΐ οί παραπομπές του ήταν έξαψ ετικά αναγκαίες γίά τό πpόγpcχμμά μας, διακινδύνεψα νά του πά ω κόντρα καί τήν υπερασπίστηκα μέ πίσ τη τονίζοντας τόν αποφασιστικό ρόλο πού έπαιζε γιά τόν σχηματισμό καί γιά τή λειτουργία τώ ν όμάδων. Δ έν κατάφερα ν’ άλλάξω τήν εντύπωσή του γ ιά κείνην, ένιωσα 6μως περήφανος γιά τόν εαυτό μου πού στάθηκα στό πλευρό της, Τό ϊδιο βράδυ ή Π ώλα μου τηλεφώνησε. ^Ηταν έξα?Αη. <( Ό λ ο ι αύτοί οΐ ειδικοί που ήρθαν στό εργαστήριο εΐναι σκέ τα αύτόματα, εΐναι απάνθρωπα ρομπότ. ΈμεΤς οί ασθενείς πού παλεύουμε μέ τόν καρκίνο εικοσιτέσσερις ώρες τό εικοσι τετράωρα - έμεΐς τί τούς είμ α σ τε; Θές νά σοΰ π ώ τΐ είμαστε έμεΐς γι"αύτούς; δυσπροσαρμοστικές στρατηγικές διαχείρισης καί τίποτ^άλλο» Τής μίλησα γιά πολλή ώρα καί Ικανα δ,τι μπορούσα γιά νά τη μοιλακώσω. Προσπάθησα νά τής π ώ μέ ήπιο τρόπο να μή βάζει ταμπέλες στούς γιατρούς καί τήν π α ρότρυνα νά κάνει υπομονή. Τονίζοντας τήν άφοσίωσή μου στις άρχές μέ τίς όποιες είχαμε ξεκινήσει τήν όμάδα, κατέληξα: ((Νά θυμασαι^ Π ώλα, δτι τίποτα ά π ’ αύτά δέν παίζει ρόλο, γιατί έγώ έχω τό δικό μου ερευνητικό πλάνο. Δέν πρόκειται ν’ άφήσω νά μέ καθορίσει ή δική τους μηχανιστική οπτική. Έ χ ε μου εμπιστοσύνη I » Ή Π ώ λα ΐίμως δέν μαλάκωνε, καΐ ά π ’ δ,τι φάνηκε έκ τών ύστέρων, δέν μοΐί εΤχε κάν εμπιστοσύνη. Τό εργαστήριο αύτό εΐχε στοιχειώσει τή σκέψη της. Τ ό άναμασοΰσε στό μυαλό της. Ε π α νερχόταν σ ’αύτό γιά πολλές εβδομάδες καί στό τέ λος μέ κατηγόρησε ανοιχτά δτι πουλήθηκα στή γραφειοκρα τία, *Ττΐέβαλε μόνη της μιά αναφορά μειοψηφίας στό Ε θ νικ ό Ινσ τιτούτο γ ιά τόν Καρκίνο, πού δέν της έλειπε ούτε τό μέ νος ούτε τό άχτι. Τέλος, μιά μέρα ήρθε στό γραφείο μου καί μοΰ ανήγγειλε δτι εΐχε αποφασίσει νά φύγει ά π ’ τήν ομάδα. « Γ ια τ ί;» « Τ ίπ ο τα , άπλώ ς μ "Ιχει κουράσει».
6o_____________________________ ^ ________________
H ΜΑΝΑ KAJ T O NOHMA T H i; Z O HE
« Π ώ λα, δέν μόνο αύτό. Ποιός εΐναι ό πραγματικός λ ό γ ο ς; » « Σ ο ΰ εΐπα, μ ’ έχει κουράσει». Ό σο και νά τή ρωτούσα, συνέχιζε να επιμένει σ αύτή τή δικαιολογία, παρόλο πού κι οι δυό μας ξέραμε 5τι ό πραγμ ατικός λόγος ήταν 6τι εΐχε άττογοητευτεϊ άπό μένα- Χρησιμθ7Γθίγ]σοί δλη μου τήν πονηριά (κι έπειτα άπό τόσα χρόνια πού έκανα αύτή τή δουλειά, γνώ ριζα μερικούς τρόπους γ^α νά καταφέρνΐο τούς άνθρώπους ), μάταια δμω ς. Ό λ ε ς μου ot προσπάθειες, άκόμα και μερικοί άποτυχη^ μένοι άστεϊσμοΐ. καΐ οΐ εκκλήσεις στή μακρόχρονη φιλία μας, γίνονταν δεκτές μέ ατσάλινο, παγω μένο βλέμμα. Δέν εΐχα m a καμιά έπαφή μ αζί κι έπρεπε να υτυομείνω τή θλίψη μιας παραπλανητικής συζήτησης. « Ά π λ ώ ς δουλεύω πάρα πολύ. Εϊναι ΰττερβολικό γιά μ έ να », εϊπε. «Λ ύ τό δέν σού ελεγα κι έγώ τόσους μήνες, Π ώ λα; Κόψε 6λες σου τΙς έπισκέψεις και τά τηλεφωνήματα στίς δεκάδες άσθενεΐς που έχεις άναλάβει. ’Έ λ α μόνο στήν όμάδα. *Η όμά δα σέ χρειάζεται. Κι έγώ σέ χρειάζομαι. Μ ιάμιση ώρα τήν εβδομάδα σίγουρα 5έν εΐναι υπερβολικός χρόνος ». « Ό χ ι , δέν μπορώ να κάνω μ ισ ά πράγματα, "Κχω άνάγκη νά ξεκόψω άπ^δλα· Ά λλω σ τε τώ ρα πιά ή όμάδα δέν εϊναι ίπ ω ς τή θέλω, Παραεΐναι επιφανειακή. Έ γ ώ Ιχω άνάγκη νά προχωρήσω τπ,ό βαθιά - να δουλέψω μέ σύμβολα, μέ όνειρα καΐ μέ αρχέτυπα ». «Σ υμ φ ω νώ , Π ώλα», Ε ϊχα τυιά σοβαρευτεί έντελώς, « Κ ι έγώ αύτό θέλω, καΐ μόλις τώ ρα άρχίζουμε να μπαίνουμε σέ αύτά τά έδάφη μέσα στήν όμάδα )>. «*Ό χι, είμαι πολύ κουρασμένη, τυολύ στραγγιγμένη. Κάθε καινούργια άσθενής μ ’ αναγκάζει νά. ξαναζώ τή δική μου ττε ρίοδο κρίσης, τόν δικό μου Γολγοθά. ’Ό χ ι, τό άποφάσισα: τήν άλλη βδομάδα θά Ιρθω γιά τελευταία φορά »ι. Κι έτσι εγινε, Ή Πώλα δέν ξαναγύρισε ποτέ στήν όμάδα. Τ ής
ΤΑΞΙΔΙΑ ME ΤΗΝ ΠΩΑΑ
6ΐ
ζήτησα μοΰ τηλεφωνήσει δποια στιγμή θέλει να χο^βεντιάσουμε. Ά πάντησε δτι κι εγώ μπορούσα νά της ττ)λεφωνήσω- Παρόλο πού δεν τό εΐπε κακοπροαίρετα, ή άττάντησή της μετατόπισε τό πλαίσιο καΐ μέ ττόνεσε έντονα. Δέν μου ξανατηλεφώνησε. Μ εριχές φορές της τηλεφώνησα έγώ και δυό φορές τήν έβγοιλα τό μεσημέρι γιά, φαγητό, Ή πρώ τη {πού ήταν τόσο οδυνηρή, ώστε έκανα πολλούς μήνες νά τής ξανατηλεφωνήσω γιά νά βρεθούμε) ξεκίνησε δυσοίωνα. Βρήκαμε τό εστιατόριο πού είχαμε διαλέξει γεμάτο καί πήγαμ ε άττέναντι στό « Τρόττερ’ς )ϊ , Ινα τεράστιο σπηλαιώδες άχαρο κατα σκεύασμα πού εΐχε περάσει άπό πολλές προηγούμενες ζω έ ς: αντιπροσωπεία της Oldsmobile, μπακάλικο βιολογικών προϊόν των, αίθουσα χοροΰ. Τώρα ήταν εστιατόριο χαί στόν κατάλο γό του εΐχε διάφορα « χορευτικά 5) σάντουιτς - σάντουιτς Βάλς* Τουίστ* Τσάρλεστον. ’Ό χ ι, ή συνάντηση δέν εΐχε ξεκινήσει καλά. Τό πρωτοένιωσα μόλις άκουσα τόν έαυτό μου νά παραγγέλνει ένα σάντουιτς Χούλα-χούπ καΐ βεβαιώθηκα, δταν ή Πώλα άνοιξε τήν τσάν τα της, έβγαλε μιά ττετρα στό μέγεθος ένός μικρού πορτοκα^ λιοΰ καί τήν άκούμπησε στό τραπέζι άνάμεσά μας. « Ή πέτρα τοΰ θυμου μου », εϊπε. Ά πο έκεινη τή στιγμή καί πέρα ή μνήμη μου εΐναι ασυνήθιστα επιλεκτική. Ευτυχώς μετά τήν έξοδό μας κράτησα χάποιες σημειώσεις — οι συζη τήσεις μου μέ τήν Πώλα παραήταν σημαντικές γιά μένα, γιά νά τις εμπιστευτώ στή μνήμη μου, « Πέτρα του θυμοΰ;» Ιπανέλαβα σαστισμένος, καθηλωμέ νος ά π ’τό καλυμμένο μέ λειχήνες βότσαλο πού άκουμποΰσε στό τραττέζι άνάμεσά μας. « Εΐναι τόσο πολλά τά πλήγματα πού δέχτηκα, Ί ρ β , πού μέ κατέκλυσε ό θυμός. Τώρα δμως έμαθα νά τόν βάζο> στήν ά κρη. Σ 'α ύ τ ή τήν ττέτρα, Έ π ρ επ ε νά τή φέρω σήμερα. 'Ή θελα νά τήν έχω μαζί μου, 6ταν θά σέ συναντοΰσα ». « Γιατί εΐσαι θυμο>μένη μαζί μου, Π ώ λα; » « Δέν εΐμαι πιά θυμωμένη. Μοΰ μένει πολύ λίγος καιρός
62
Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΖΟΗΣ
γιά να θυμώνω. ’Α λλα είμαι πληγω μένη. Μ ’ έγκατέλειψες, τή σ τιγμή ττού εΐχα τή μεγαλύτερη άνάγκη γ ιά βοήθεια», « Π οτέ δέν σ*έγκατέλειψα, Π ώ λ α » , εϊπα, άλλα εκείνη Bkv έδειξε νά μ"ακούει καΐ συνέχισε. ic Μ ετά τό έργ<χστήριο ήμουνα καταρρακωμένη. Βλέποντας τόν Δόκτορα Α ή νά στέκεται και. να τυετάει στόν άέρα τήν χ,ιμωλία του, να μέ αγνοεί, ν’ άγνοει τις ανθρώπινες ανησυχίες βλων τώ ν άσθενών» ένιωσα σάν νά ύτΐοχωροΰίτε 6λος ό κόσμος κάτω ά π ’ τά πόδια μου. Οι ά^ίθενεϊς εΐναι άνθρωποι, Ε^ϊμαστε άνθρωποι πού άγωνίζονται. Πολλές φορές ποΛεύουμε μέ μ ε γάλο κουράγιο ενάντια στάν καρκίνο. Αέμε συχνά ^τι κερδί ζουμε ή δτι χάνουμε τή μάχη - ε, γιά μάχη πρόκειται. Κάποιες φορές βυθιζόμαστε στήν άπόγνωση, κάποιες σέ άπόλυ^ τη σωματική εξάντληση κι άλλες ύψωνόμαστε πάνω ά π ’ τόν καρκίνο μας, Δέν είμαστε στρατηγικές διαχείρισης” . Ε ίμ α στε πολύ πολύ ττερισσότερα ά π ’α ύ τό » . <ί Μά, Π ώλα, μιλάς γιά τόν Δόκτορα Αή - έγώ δέν είμαι ετσι. Έ γ ώ δέν ίνιωθα ετσι. Σε υποστήριξα άργότερα πού τοΰ μίλησα, και σοΰ τά εΐπα. Έ π ε ιτ α άπ^ δλη τή δουλειά πού κάνα με μαζί, εΐναι δυνατόν νά πιστεύεις 6τι έγώ δέν σέ θεωρώ τίπο τα τταραπάνω άπά μιά στρατηγχκή διαχείρισης; Αύτή τή γλώ σ σα κι αύτή τήν όπτική γωνία τίς άτίεχθάνομαι 5σο κι έσύΙ η (ί Ξέρεις, πραγματικά δέν πρόκειται νά ξαναγυρίσω στήν όμάδα ». « Δέν εΐναι αύτό τό θέμα, Π ώ λα Κ αΐ πράγματι δέν ήταν, Τό άν θά έπέστρεφε στην όμάδα δέν ήταν μιά ά π ’ τίς επε£^ γουσες άνησυχίες μου. Παρόλο πού μέσα στήν όμάδα ή Π ώ λα αντιπροσώπευε μιά μεγάλη κινητήρια δύναμη, εΐχα κατα λήξει νά ττιστεύω 0τι σχεδόν π α ρ α ^ α ν ισχυρή, και δτι ή εμτίνευση πού πρόσφερε παραήταν μ εγά λη; ή άποχώρτ)σή της εΐχε δώσει τήν ευκαιρία σέ πολλές άλλες άσθενεΐς νά ωριμά σουν καΐ να μάθουν νά έμττνέουν οι ίδιες τόν έαυτό τους, « Τά πιό σημαντικά γιά με να εΐναι νά μου εχεις έμτηστοσύνη καί νά νιώθεις άγάπη γιά μένα».
ΤΑΞΙΔΤΑ ME ΤΗΝ ΠΩΛΑ
63
« Μ ετά τά εργαστήριο, 'Ίρβ, έκλαιγα είκοσι τέσσερις ώρες, Σοΰ τηλεφώνησα. Δέν μέ πήρες τήν tSta μέρα. ’Α ργότερα, δταν μοΰ τηλεφώνησες, δέν μοΰ τυράσφερες καμιά παρηγοριά. Π ήγα στήν εκκλησία νά προσευχηθώ Kt εΐχα μιά τρίωρη συ ζήτηση μέ τάν Π ατέρα Έ λ σ ο ν . Α ν τ δ ς μ ’ ακουσε. Π άντα μ ’ άχούει. Ν ομίζω ^ττ. αύτάς μ^εσωσε»Στά διάολο κι αύτάς ό παττάς! Π ιέστηκα νά θυμηθώ έϊ<εί^ νη τήν ήμέρα πρίν άπο τρεις μήνες. Θυμόμουνα άόριστα δτι της εΐχα μιλήσει στο τηλέφωνο άλλά δέν θυμόμουν νά μοΰ εΐ χε ζητήσει βοήθεια, *^Ημουνα βέβαιος δτι μοΰ εΐχε τηλεφωνή σει γιά νά γχρινιάξει κι άλλο γ ιά τά εργαστήριο, τά οποΤο εΐχα ξανασυζητήσει πολλές φορές μαζί της. Υ περβολικά πολλές φορές. Γ ιατί δέν το καταλάβαινε; Π όσο συχνά Ιπρεπε νά τής λέω δτι δλη αύτή ή ηλίθια υπόθεση δέν είχε κανένα νόημα* δτι εγό} δέν ήμουν ό Δόκτωρ Λή, οτι δέν εΐχα πετάξει έγώ τήν κιμωλία στον άέρα, δτι άργότερα τήν ύποστήριξα άπένοίντί του, δτι έγώ θά συνέχιζα τήν όμάδα μέ τάν Γδιο τρόπο, 5τι τ ί ποτα δέν θ^ΐϊλλαζε εκτάς ά π ’ τό γεγονάς δτι θά ζητούσαμε αϊτό τά μέλη της όμάδας νά συμπληρώνουν κάθε τρεις μήνες κάποια Ιρω τημ α τολόγια; Ναί, μοΰ εΐχε τηλεφωνήσει έκείνη την ήμέρα άλλά οΰτε τότε μοΰ εΐχε ζητήσει βοήθεια οΰτε ποτε άλλοτε. « Π ώλα, άν μοΰ είχες π ε ΐ δτι χρειαζόσουν βοήθεια γ ιά σέ^ να τήν ϊδια, πιστεύεις δτι θά σοΰ τήν άρνιόμουν; » « Έ ν α ολόκληρο εικοσιτετράωρο Ικλαιγα )>. <( Έ γ ώ δμως δέν ξέρω νά διαβάζω τή σκέψη τοΰ άλλου. Μου εΐπες δ η ήθελες νά μιλήσουμε γ ιά τήν ερευνά καί γ ιά τήν άναφορά μειοψηφίας σου », « Έ ν α όλόκληρο εικοσιτετράωρο Ικλαιγα ». Κι έτσι προχώρησε ή συνάντηση. Ό καθένας μιλοΰσε μ ό νος του. "Έκανα δ,τι μποροΰσα γιά νά την άκουμττήσω. Τ ής εΐ^ π α δτι τήν εΐχα άνάγκη - γ ιά μένα, οχι γιά τήν όμάδα. Κ αί πραγματικά τήν εΐχα άνάγκη. Έ κείνη τήν έποχή ύττήρχαν στή ζω ή μου κάποια ζητήματα τά όποΤα μέ άναστάτωναν, καΐ
64
Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΖίΙΗΣ
λαχταρούσα τήν έμπνευση καί τήν κατατυραϋντική της παρου σία. Κ άποτε, πολλούς μήνες ττρίν* της εΐχα τηλεφωνήσει Ινα βράδυ* φαινομενικά γιά νά συζητήσω τά σχέδιά μας γ ιά τήν όμάδα, άλλά στήν π ρ α γ μ α τικ ό τη τα επειδή ή γυναίκα μου ελεΐ7τ:ε ταξίδι κι Ινιωθα άγχος καί μοναξιά. ’Έ π ειτα άπ" τό τη λεφώνημά μας, πού εϊχε κρατήσει πάνω άπο μιά ώρα, ένιωθα ττολύ καλύτερα - Ινιω θα βέβαια και λίγο ένοχος πού εΐχα άποσπάσει τή θεραπεία μου μέ δόλιο τρόπο. Θυμήθηκα τώ ρα έκεινη τή μακροσκελή, ιαματική τηλεφω νική μας συζήτηση. Γ ιατί δέν ήμουνα τηό ειλικρινής; Γ ια τί δέν εΐχα τυεΐ ά π λά : « Ά κ ο υ , Π ώ λα, μπορώ νά σοΰ μιλήσω α π όψ ε; Μ πορεϊς νά μέ βοηθήσεις; —νιώθω άγχος, νιώθω μό νος καΐ τρελαμένος. Δέν μπορώ νά κοιμηθώ ». "Όχι, οχι* αύτό ήταν άδύνατο! Π ροτιμούσα ν ’ άποσπάσω τήν τροφή μου στά κρυφά, Τ£ υποκρισία, επομένως* άπό μέρους μου v’ άπαcτώ άπό κείνην νά μου ζητήσει βοήθεια άνοιχτά, Ή Π ώ λα δηλαδή μοΰ εΐχε ζητήσει συγκαλυμμένα βοήθεια χρησιμ οποιώ ντας γιά προττέτασμα τήν Ιστορία τοΰ εργαστηρίου. Και λοιπόν; Έ π ρ ε πε τότε έγώ νά προσπαθήσω νά τήν ανακουφίσω, χω ρίς νά έπιμένω νά πέσει στά πόδια μου. Κ οιτάζοντας τήν πέτρα του θυμοΰ της συνειδητοποιούσα πόσο λίγες πιθανότητες υπήρχαν νά διασωθεί ή σχέση μας. Σίγουρα τώ ρα δέν είχαμε καιρό γ ιά μισόλογα, Κί ετσι ανοί χτη κα άτυέναντί της βττως δέν εϊχα ανοιχτεί ποτέ στό παρελ θόν, « Σ έ χρ ειά ζο μ α ι)), εΐπα, θυμίζοντάς της, όπως εΐχα κάνει καί ποιλιότερα πολλές φορές, δτι κι οι θεραττευτές έχουν άνάγ κες, <( Και ϊσως π ρ ά γ μ α τ ι», συνέχισα, « νά μήν υπήρξα άρ“ κετά ευαίσθητος στή θλίψη σου. Ό μ ω ς δέν μπορώ νά διαβά σω τή σκέψη σου. Ά λλ ω σ τε, μ ήπω ς δέν άρνιόσουνα γιά χρό νια κάθε προσφορά βοήθειας άπό μέρους μ ο υ ; ϊ) Α ύτό πού ήθελα νά π ώ ήταν: α Δ ώ σ ’ μ^^ άλλη μιά ευκαιρία. Ά κόμα κι άν αύτή τή μιά φορά δέν τήν Ιπ ια σ α τη θλίψη σου, Π ώ λα, μή φεύγεις γιά πάντα ». Έ κεινη τήν ήμέρα δμως τταραεΤχα φτάσει
ΤΑΞΙΔΙΑ ME ΤΗΝ ΠΩΛΑ
65
κοντά στήν ικεσία. Ή Πώλα ήταν άνυποχώ ρττ^ί στήκαμε χω ρίς οΰτε ενα άγγιγμα. Γιά. πολλούς μήνες τήν έβγαλα ά π ’ τό μυαλό μου, ώσπου ή νεαρή ψυχολόγος γιά τήν οποία ή Π ώ λα εΐχε νιώσει παλιότερα μιά τόσο παράλογη αποστροφή, ή κυρία Κίνγκσλεϋ, μου άνέφερε μιά δυσάρεστη συνομιλία πού εΐχε μαζί της. Ή Π ώ λα εΐχε ξαναγυρίσει στήν όμάδα πού συντόνιζε ή κυρία Κ ίνγκσλεϋ {τώρα στό πρόγρΰίμμα λειτουργοΰσαν πολλές όμάδες) καΐ εϊχε μονοπωλήσει τή συνεδρία μ ’εναν μακροσκελή μονόλογο μιλώντας -^ π ω ς εΐπε ή ψυχολόγος- σάν νά ήταν ή « Κυρία Καρκίνος », Τής τηλεφώνησα άμέσως καΐ τήν ξα\«χκάλεσα γ(,ά φαγητόΑ πόρησα μέ τή χαρά πού έδειξε γιά τήν πρόσκλησή μου, άλλά άμέσως μόλις συναντηθήκαμε —αύτή τή φορά στή Λέσχη τοΰ διδακτικού προσωπικού τοΰ Στάνφορντ πού δέν σερβίρει σάντουιτς Χ ούλα-χούπ- ίγινε άμέσως σαφές τί επιδίωκε. Τής ήταν άδύνατο να μιλήσει γιά οτιδήποτε άλλο πέρα ά π ’ τήν κυ ρία Κίνγκσλεϋ. Σύμφωνα μέ τήν Π ώλα, ό συνθεραπευτής τής κυρίας Κίνγκσλεϋ της εϊχε ζητήσει νά πεΐ μερικά πράγματα στήν όμάδα» άλλά άμέσως μόλις ή ΙΙώ λα άρχισε νά μιλάει, ή κυρία Κίνγκσλεϋ τήν κατηγόρησε δτι κατανάλωνε ύπερβολικά πολύ χρόνο. «Π ρέπει νά τής κάνεις παρατήρηση», μοΰ εϊπε πιεστικά, « Τό ξέρεις δτι οΐ καθηγητές μπορει καΐ οφείλουν νά θεωρούνται υπεύθυνοι γιά τήν άντι επαγγελματική συμπερι φορά τών έκπαιδευόμενών τους». ’Α λλά ή κυρία Κίνγκσλεϋ ήταν συνάδελφός μου, δχι έκπαιδευόμενή μου, καί τή γνώ ρι ζα πολλά χρόνια. Ό άντρας της μάλιστα ήταν στενός μου φ ί λος, άλλά κι εγώ εϊχα συντονίσει πολλές όμάδες μαζί τ η ς : ξέ ροντας οτι ήταν θαυμάσια θεραπεύτρια, ήμουνα βέβαιος δτι ό τρόπος μέ τόν όποΐο περιέγραφε τή συμπεριφορά της ή Π ώ λα εΐχε ύποστεΐ μεγάλη διαστρέβλωση. Σ ιγά σιγά, υπερβολικά σιγά» άρχισα νά παίρνω χαμπάρι δτι ή Π ώλα ζήλευε: ζήλευε τήν προσοχή καΐ τήν άγάττη πού εδειχνα στήν κυρία Κ ίνγκσλεϋ: ζήλευε τό γεγονός δτι βρισκό-
66
κ ΜΑΝΛ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ Ttii; ZiJtiX t
μουνα στο ϊδιο στρατόπεΐϊο μαζί της, 6πως xott μέ δλα τά μ έ λη του έρευνητίκοΰ tcpootomxou. ^Ηταν φυσικό πού άντιστάθηκε στό εργαστήριο ανταλλαγής απόψεων. ^Ιΐταν φυσικό νά θέλει, ν’ αποθαρρύνει κάθε συνεργασία μέ άλλους ερευνητές. Θά άντιδρουσε σέ κάθε άλλαγή. Τό μόνο που ήθελε ήταν νά ξαναγυρίσουμε στήν έττοχή δττου ήμασταν οί δυό μας, μόνοι μέ τό μικρό μας ττοίμν^ο. Τί μποροίΗτα να κ ά ν ω ; Ή έπιμονή της νά διαλέξω άνάμε σα σ" έκείνη και στην κυρία Κίνγκσλεϋ μ ’ εβαζε μπροστά σέ Ινα δίλημμα πού δέν εΐχε λύση. « Άγαττάω κι έσένα καΐ τήν κυρία Κίνγκσλεϋ, ΙΙώλα. Π ώ ς μττορώ νά διατηρήσω τήν ακε ραιότητά μου, καί μαζί τή συναδελφική μου (ϊχέση καί τή φι λία ττού έχω μέ τήν κυρία Κίνγκσλεϋ, χωρίς έσύ νά νιώσεις γιά άλλη μιά φορά 0τι σ ’ εγκ α τα λείπ ω ;» Μολονότι προσπα θούσα νά έρθω σ"επαφή μαζί της μέ κάθε δυνατά τρόπο, ή απόσταση άνάμεσά μας μεγάλωνε. Δέν έβρισκα κατάλληλα λόγια. Κανένα θέμα συζήτησης δέν φαινόταν άσφαλές. Δέν εΐχα πιά δικαίωμα νά της κάνω προσωτηκές ερωτήσεις, οΰτε έκείνη εδειξε κανένα ενδιαφέρον γ ιά τή ζωή μου, Σ ’ όλη τή διάρκεια του φαγητοΰ μοΰ ^λεγε διάφορες ιστο ρίες γιά τή φρικτή αντιμετώπιση ττού εΐχε εισπράξει ά π ’ τούς γιατρούς τ η ς : « Περιφρονοΰν τις ερωτήσεις μου, Τ ά φάρμακά τους μοΰ κάνουν περισσότερο κακό παρά καλό », Μέ προειδοποίτϊσε καί γιά έναν ψυχολόγο πού έκανε συζητήσεις μέ με ρικές άσθενεΐς» οι όποιες εΐχαν περάσει ά π 'τή ν όμάδα μας: « Κλέβει τά δικά μας ευρήματα, γ ιά νά τά χρησιμοποιήσει στό δικό του βιβλίο. Καλά θά κάνεις νά προστατέψεις τόν έαυτό σου, "Ίρβ ». ^Ηταν φανερό οτι βρισκόταν σέ μεγάλη αναταραχή, καί ή παράνοιά της μέ ανησύχησε καί μέ στενοχώρησε. Ή στενο χώρια μου πρέπει νά φάνηκε, για τί, καθώς ττηγα νά φύγω, μοΰ ζήτησε νά μείνω λίγο άκόμα, « Σοΰ έχω μιά ιστορία, Ί ρ β , Κάθισε κι άκου τί έχω νά σοΰ πώ γιά τό τσακάλι καί τό τριζόνι ».
ΤΑΞΙΔΙΑ Mfc ΤΙίΝ ! ΚϊΛΑ
07
*^Ηξερε δτι. τρελαινόμουνα για ιστορίες. Ιδ ίω ς γ ια τίς Si>ίές της ιστορίες, Τήν άκουσα γεμά-τΰς προσδοκία. Κάττοτε ήταν Ινα τσακάλι ττού ένιωθε νά τό κατακλύζοι>ν οΐ ΤΓίεσεις της ζωής του. Τό μόνο πού έβλεπε γύρω του ήταν πεινασμένα κουτάβια, κυνηγοί καΐ παγίδες. Μιά μέρα λοιττόν τό *σκασε γιά νά μείνει μόνο του. Ξαφνιχά άκουσε τούς ήχους μιας γλυκι,ας μελωδίας, μιας μελωδίας πού άπεττϊ^εε ευφορία καί γαλήνη. Άκολούθησε τό τραγούδι κι εφτασε σέ ένα ξέφωτο, χι έκεΐ εΐ^ε ένα μεγάλο τριζόνι νά λιάζεται ττά νω σ’ έναν κούφιο κορμό καΐ νά τραγουδάει, « Μάθε μου το τραγούδι σου εϊπε το τσακάλι στό τρι ζόνι, Καμιά άπάντηση, Τό τσακάλι τό ξαναζήτησε. Άλλά τό τριζόνι ^μενε σιωπηλό. Τελικά^ δταν τό τσακάλι, απείλησε να τό κάνει μιά χαψιά» τό τριζόνι δέχτηκε κι ίϊρχισε νά τραγου δάει το γλυκό του τραγούδι ξανά καί ξανά, ώσπου τό τσα κάλι τό ^μαθε απέξω. Μουρμουρίζοντας τό καινούργιο του τραγούδι» τό τσακάλι πήρε τό δρόμο της επιστροφής πρός τήν οικογένεια του. Ξαφνικά ^να κοπάδι χήνες πέταξε άττο πάνω του καί τοΰ τράβηξε τήν προσοχή. Ό τα ν ξαναβρηκς τή συγκέντρωσή του, άνοιξε τό στόμα του νά ξανατραγουδήσει» άλλά ανακάλυψε πώ ς εΐχε ξεχάσει τό τραγούδι. Γύρισε λοιπόν ττίσω στό ηλιόλουστο ξέφωτο. Στό μετ^^ξύ δμως τά τριζόνι εϊχε μαδήσει* εΐχε αφήσει τό άδειο περίβλη μά του νά λιάζεται στάν ιδιο κούφιο κορμό, κι εΐχε πετάξει στό κλαδί ένός δέντρου. Τό τσακάλι δέν εχασε καιρό» φρόντι σε νά κάνει δ,τι έπρεττε γιά νά έχει ταά μόνιμα τό τραγούδι μέσα του. Μέ μιά χαψιά κατάττιε τό περίβλημα τοΰ τριζονιού, νομίζοντας δτι τό τριζόνι βρισκόταν άκόμα έκει μέ^τα. Ξεκινώντας νά γυρίσει στό σττίτι του ανακάλυψε δτι έξαχ,ολουθοΰσε νά μήν ξέρει τό τραγούδι καί κατάλαβε δτι ό τρό πος γιά νά τό μάθει δέν ήταν κατκττίνοντας τό τριζόνι. "Έπρεττε νά βγάλει τό τριζόνι άπό μέσα του καί νά τό αναγκάσει νά τοΰ τό διδάξει. Πήρε λοιπόν ^να μαχαίρι κι άνοιξε τήν κοιλιά του γιά νά τό βγάλει. Κόττηκε 6μως τόσο βαθιά, πού πέθανε.
68
Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ Τ Η Ι ΖΟΗΣ
« Επομένω ς, Τρβ »* ψιθύρισε ή Πώλα σ τ’ αύτέ μου χαρί ζοντας μου το άμορφο άγγελ6κό της χαμόγελο yet, απλώνοντας το χέρι της γιά ν’αγγίξει το δικό μου, «πρέπει νά βρεΤς ίνα δικό σου τραγούδι ϊ). ’Ή μουν ΤΓολυ συγκινημένος: τό χαμόγελό της, τό μυστήριο» ή προσπάθειά της να κατακτήσει τή σοφία - αυτή ήταν ή Πώλα 7Π>ύ άγατΓοΰσα τόσο πολύ. Μοΰ άρεσε ή παραβολή. ταν ή παλιά γνώριμη Πώλα. "Ένιωσα δπως τόν ποΛιό καλό καιρό. Ερμήνευσα τά λόγια της κατά λέξη ^ τ ι θά πρέπει νά τραγουδήσω Ιναν δικό μου σκοπό- καΐ παραμέρισα τούς πιό σκοτεινούς, τούς πιό δυσάρεστους ύπαινιγμούς γιά τή σχέση μου μαζ£ της. ’Α χόμα και σήμερα άρνοΰμαι νά έξετάσω πιό 3αθιά αύτόν τόν μύθο.
Κι ετσί ή Π ώλα κι έγώ τραγουδήσαμε διαφορετικούς σκο πούς. Ή καριέρα μου προχώρησε: διηύθυνα έρευνες, ^ ρ α ψ α πολλά βιβλία, κέρδισα τά ακαδημαϊκά βραβεία καί τΙς προαγω γές πού μέ τόση λαχτάρα επιδίωκα- Πέρασαν δέκα χρόνια. Τό ερευνητικό πρόγραμμα γιά τόν καρκίνο τοΰ μαστού πού εΐχε ξεκινήσει μέ τη βοήθειά της εΐχε όλοκληρωθεΐ έδώ καί πολύ καιρό καί τά ευρήματα πού είχαν προκόψει εΐχαν δημο σιευτεί. Ε ίχαμε προσφέρει ομαδική θεραπεία σέ πενήντα γυ ναίκες μέ μεταστατικό καρκίνο τοΰ μαστοΰ κι εΐχαμε διαπι στώσει δτι, σέ σύγκριση μέ τριαντταεξι άσθενεΐς πού άποτελοΰσαν τήν όμάδα σύγκρισης, ή θεραττευτική όμάδα εΐχε βελ τιώσει πάρα πολύ τήν ποιόττ)τα τ9^ ζωής πού τούς άτυεμενε. (Έττειτα άπό χρόνια, σέ μιά μελέτη μακρας παρακολούθησης πού δημοσιεύτηκε στό Lancet, 6 συνάδελφός μου Δόκτωρ Ντέηβιντ Σπήγκελ, ά π ’ τόν όποΐο εϊχα τότε, παλιά, ζητήσει νά γίνει ό κύριος έρευντγτής τοΰ προγράμματος, απέδειξε τ ε λικά 6τι ή όμάδα εΐχε επιμηκύνει σημαντικά τή ζω ή τών με λών τ η ς .) Ά λλά ή όμάδα ήταν πιά παρελθόν. Και οι τριάντα γυναίκες πού συμμετείχαν στήν άρχική « Ό μάδα-Γέφυρα
ΤΑΞΙΔΙΑ ME ΤΗΝ ΠΩΛΑ
χλΙ
69
οί όγδονταέξι γυναίκες ττού πήραν μέρος στή μελέτη γιά τόν μεταστατικό καρκίνο τοΰ μαστοΰ, εΐχαν ττεθάνει. Ό λ ε ς έκτός άπό μία. Μιά μέρα στόν διάδρομο τοΰ νοσοκο μείου μιά γυναίκα μέ κόκκινα μαλλιά και κατακόκκινο πρό σωπο μέ φώναξε και ε ΐπ ε : ί£ ’Έ χετε πολλούς χαιρετισμούς άπό τήν Π ώ λα Ούέστ))* Τήν Π ώλα ! "^Ηταν δυνατόν; Ζουσε άκόμα ή Π ώ λ α ; Κ ι έγώ οΐ>τε κάν τό ήξερα. "Ανατρίχιασα, για τί σκέφτηκα τΐ άνθρωτϊος εΐχα γ ίν ε ι: Ινας άνθρωπος πού δέν εΐχε ιδέα άν μιά ψυχή σάν τ ^ Π ώλα κατοικούσε άκόμα άνάμεσα στούς ζωντανούς. « Ά π" την Π ώ λ α ; Τ ί κά νει; » τραύλισα. « Ά π ό ποΰ τήν ξέ ρετε ;» « Πρίν άπό δυό χρόνια, δταν οΐ γιατροί διέγνωσαν δτι εχω λύκο, ήρθε νά μ ’ έπισκεφτεΤ καί μέ εισήγαγε στήν όμάδα της, μιά όμάδα αύτο [βοήθειας γιά άσθενεΐς μέ λύκο. Ά πό τότε μέ φροντίζει - Kt έμένα κι όλόκληρη τήν κοινότητα 6σων π ά σχουν άπό λύκο». α Α υπαμαι γιά τήν πάθησή σας. Μά ή Π ώ λα πάσχει άπό λύκο; Δέν εΐχα ιδέα». Τ ί υποκρισία, σκέφτηκα. Π ώ ς Οά μ π ο ροΰσα νά έχω ιδ έα ; Μ ήπως τής εΐχα ποτέ τηλεφω νήσει; « Αέει οτι τόν προκάλεσαν τά φάρμακα πού τής Ιδιναν γιά τόν καρκίνο ». « ΕΙΐναι πολύ άρρω σ τη;» « Μέ τήν Π ώ λα ττοτέ δέν ξέρει κανείς. Σίγουρα ή αρρώστια της δέν τήν Ιχει εμποδίσει νά ξεκινήσει μιά όμάδα υποστήρι ξης γιά τόν λύκο, νά καλεΐ γιά φαγητό δλους τούς καινούρ γιους άσθενεΐς, νά μάς επισκέπτεται δταν είμαστε πολύ χάλια γιά νά Ργοΰμε ά π ’ τό σπίτι, νά όργανώνει διαλέξεις ειδικών, ώστε νά ενημερωνόμαστε γιά τΙς νέες έρευνες γύρω απατόν λύ κο. Και σίγουρα ή αρρώστια δέν τήν εμπόδισε νά κιντ^τοποιήσει τήν επιτροπή ιατρικής δεοντολογίας νά ξεκινήσει μιά δι οικητική εξέταση γιά τά πεπραγμένα τών γιατρών πού τήν κουράριζαν γιά τόν καρκίνο ». Ό ργάνω νε, έκπαίδευε, φρόντιζε, ύποκινοΰσε, δημιουργούσε
70
H ΜΑΝΛ ΚΑΙ ΙΌ ΝΟΗΜΛ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
όμάδες αύτοβοήθειας γιά τον λύκο, τιμωρούσε τούς γιατρούς της - ναί, ήταν ή παλιά γνω στή Π ώ λα. Εύχαρίΐϊτησα τήν κοπέλα κι άργότερα τήν ίδια μέρα σχη μάτισα τον αριθμό τ % ΙΙώ λα τυού τόν θυμόμουν άκόμα α π έ ξω , παρόλο πού εΐχε τυεράσει μιά δεκαετία ά π ’ τήν τελευταία φορά ττού τής εΐχα τηλεφωνήσει, Π εριμένοντας νά σηκώ<ιει τό ακουστικό, μοΰ ήρθε στύ νοΰ μιά πρόσφατη γηριατρική ερευ νά πού έτυισήμαΐνε μιά θετική συσχέτιση άνάμεσα στό εΐ^ος τής προσω πικότητας και στή μακροζω ία: οί εριστικοί ασθε νείς πού εΐναι παρανοϊκοί καί διεκδιχητικοι καΐ βρίσκονται διαρκώς σέ επαγρύττνηση τείνουν νά ζοΰν περισσότερο. Κ αλύ τερα μιά νευρώδης κι έχνευριστική ζωντανή Π ώλα, σκέφτη κα, παρά μιά Π ώ λα καλόβολη άλλά πεθαμένη! ’Έ μοιαζε νά χάρηκε μέ τό τηλεφώνημά μου καί με κάλεσε νά φιάμε στό σπίτι της. Μοΰ εΐπε δτι ό λύκος τής είχε ιτροκαλέσει τόσο μεγάλη εύαισθησία στο φώς τοΰ ήλιου, πού δέν τολμούσε νά β γεϊ Ιξω σ 'έν α εστιατόριο μερα μεσημέρι. Δ έ χτη κ α μετά χαρας, Τήν καθορισμένη μέρα τή βρήκα στόν κήπο τηςΛ Η τα ν τυλιγμένη ά π ’ τήν κορφή ώς τά νύχια μέ λινό ύφασμα, φορούσε ενα τεράστιο ψάθινο καπέλο μέ μεγάλο μπόρ και ξεχορτάριαζε ένα πανέμορφο παρτέρι μέ φουντωτή καϊ- αρωματική ισπανική λεβάντα, « Τ ό πιθανότερο εΐναι 6τι αύτή ή αρρώστια θά μέ σκοτώσει^ μέ τίπ οτα πάντω ς δέν θά της επιτρέψω νά μέ κρατήσει μακριά ά π ’τόν κήπο μ ου», εΐπε πιάνοντάς με ά π ’ τό μπράτσο κι οδηγώντας με μέσα στό σπί τι. Μ Ί β α λ ε νά καθίσω σ ’ Ιναν βαθύ βυσσινή βελούδινο κανα πέ, κάθισε δίπλα μου κι άρχισε άμέσω ς νά μιλάει μέ πολύ σο βαρό υφ ος: « *^Εχει περάσει Ινας αιώνας ά π ’ τήν τελευταία φορά πού σέ εϊδα» *Ίρβ, κι ομως έγώ σέ σκέφτομαι συχνά, Σέ άναφέρω συχνά στίς προσευχές μου ». « Μ ’ άρέσει πού μέ σκέφτεσαι, Π ώ λα. Ώ ς πρός τις προσ ευχές βέβαια, το ξέρεις 6τι σ ’ αύτό τό θέμα εχω κάποια κουσούρια ». « Ναί, ναί, τό ξέρω ΐίτι εΐναι ό μόνος τομέας στόν όποιο
ΤΛΖΙΔΙΑ ME ΤΗΝ ΤΚ1ΛΑ
7^
συνεχίζεις νά εΐσαι στενόμυαλος. Π ράγμα πού μοΰ υπενθυμί ζει », εΐττε χαμογελώντας, « δτι δέν εχω άκόμα όλo>cλ7;pώσεl· τή δουλειά μου μαζί σου. Θυμασαι. τήν τελευταία φορκ πού μιλήσαμε γιά τόν Θεό; Πανε πολλά χρόνια» θυμαμαι δμως πού μοΰ εΐπες δτι. ή αίσθησή μου γ ιά τό θεΐο δέν διέφερε καΙ πολύ άπό μιά νυχτερινή έντερική ενόχληση! » « Έ τ σ ι ξεκάρφωτο άκόμα κι έμενα μοΰ άκούγεται πολύ ωμό. Ό σκοπός μου δμως δέν ήταν νά σέ προσβάλω, Τό μό νο πού έννοοΰσα είναι δτι ενα αίσθημα παραμένει άπλώς ένα αίσθημα. Μιά υποκειμενική κατάσταση δέν μπορεΐ ποτέ νά τεκμηριώσει μιά άντικειμενική αλήθεια. Μιά επιθυμία, Ινας φόβος, μιά αίσθηση δέους, μιά αίσθηση τοΰ ύττερφυσικοΰ δέν σημαίνει δτι - » « Ναί, ναί», μέ διέκοψε ή Πώλα, χαμογελώντας, «τόν ξέ ρω τόν σκληροπυρηνικό υλιστικό σου μονόλογο. Τόν εχω ξα νακούσει πολλές φορές και πάντα μ ’ έντυπωσίαζε πόσο ττάθος, πόση άφοσιωση, πόση πίστη επενδύεις σ ’αύτό. Θυμαμαι τήν τελευταία μας συζήτηση, δπου είπες ότι κανένας στενός σου φίλος, ουτε κανένας άνθρωπος άπ^ οσους έχεις γνωρίσει κι έχεις σέ εκτίμηση τύ μυαλό τους, δέν πιστεύει ένθερμα στη θρτ)σκεία ». Συμφώνησα μέ μιά κίνηση του κεφαλιού. ί( Λοιπόν» νά τί έπρεττε νά σοΰ εϊχα απαντήσει τ ό τ ε : ξεχνάς μιά φίλη σου πού πιστεύει στή θρησκεία - έμ ένα ! Πόσο 0ά ’θελα νά μποροΰσα νά σέ μυήσω στό θεΐο! Κι εΐναι παράξενο πού μοΰ τηλεφώνησες αύτές τίς μέρες, γιατί τόν τελευταίο καιρό σέ σκεφτόμουν ττολύ. Μόλις γύρισα άπό ένα άναχωρητηριο της εκκλησίας στίς Σιέρρας, δπου έμεινα δυό βδομάδες. Μακάρι νά σέ εΤχα πάρει μαζί μου. Κάθισε κι άσε με νά σου μιλήσω γ ι ’αύτό. ((Μιά μέρα μας ζήτησαν νά διαλογιστούμε πάνω σέ κά ποιον άνθρωπο πού εΐχε πεθανει, σέ κάποιο άγαττημένο πρό σωπο πού δέν τό είχαμε σ τ ’αλήθεια αποχωριστεί. Έ γ ώ διά λεξα νά σκεφτώ τόν άδελφό μου πού τόν άγαττουσα πάρα πολύ
7Ώ
Η ΜΑΝΛ ΚΑΙ ΤΟ NOilMA THE ZflHL
καΐ πού πέθανε στά δεκαεφτά του, δταν εγώ ήμουν άκόμα παιδάκι. Μ ας ζήτησαν νά γράψουμε ένα άποχαι,ρετιστήριο γράμμα σ^αύτά τά ίτρόσωττο, μιλώ ντας του γ ιά δλα τά σημαν τικά πράγματα πού Sev του είχαμε π εί ποτέ. 'Έ π ειτα ψάξαμε μεπα στό δάσος νά βρούμε ένα άντι κείμενο πού νά συμβολίζει αύτό τό πρόσωπο γιά μας, Σ τό τέλος έπρεπε νά θάψουμε τό αντικείμενο μαζί μέ τό γράμμα. Έ γ ώ διάλεξα μιά μικρή γρανιτένια πέτρα καΐ τήν έθαψα στή σκιά Ινός άγριου κυπαρισ σιού. Έ τ σ ι ήταν ό αδελφός μου* σάν βράχος - στέρεος, ά τα λάντευτος. "Αν ζοΰσε, θά μέ στήριζε, Δέν Οά μέ παραμελούσε ποτέ », Αέγοντάς τα αύτά μέ κοίταξε ΐΐπα στά μάτια, κι έγώ ττηγα νά δ^αμαρτυρηθαί. Ά λλά άκούμττησε τό δάχτυλό της στά χεί λη μου και σ υνέχισε: « Έ κ είνη τή νύχτα, τά μεσάνυχτα, οί καμπάνες τοΰ μονα στηριού χτύττησαν γιά, τό πρόσωπο πού εΐχε χάσει ό καθένας άπό μας. Σ τό άναχωρητήριο ήμασταν είκοσι τέσσερις άνθρω ποι, καί είκοσι τέσσερις φορές ήχησαν οι καμπάνες. Τήν ώρα πού άκουσα τήν πρώ τη καμπάνα, έτσι 6πω ς καθόμουν στό δω μάτιό μου, εζησα στ^ αλήθεια τόν θάνατο τοΰ άδελφοΰ μου, καΐ μέ κατέκλυσε ένα χύμα άπερίγραπτής θλίψης, καθώς σκε φτόμουν δλα τά πράγμ ατα πού εϊχαμε ζήσει μαζί άλλά κι δσα δέν ζήσαμε. Τότε συνέβη κάτι παράξενο: καθώς συνέχιζαν νά χτυποΰν οί καμπάνες, ό κάθε χτύ π ο ς μοΰ έφερνε στό νοΰ ένα μέλος της Γέφυρας, ενα μέλος τής ομάδας μας πού έχει πεθάνει. Ό τ α ν σταμάτησαν, εΐχα θυμηθεί είκοσιένα μέλη. Καί σ ’ δλη τή διάρκεια της καμπανοκρουσίας έκλαιγα. *Έκλαιγα τόσο πολύ, πού μέ άκουσε μιά κοίλόγρια, ήρθε στό δωμάτιό μου καί μέ κράτησε γιά πολλή ώρα στήν αγκαλιά της, «■^Ιρβ, έσύ τούς θυμασαι; Θ υμάσαι τή Λ ίντα καί τήν Μπάννυ - » « ΚαΙ τήν Εΰα και τή Λίλυ >j . ’Έ νιω θα νά κατεβαίνουν καί τά δικά μου δάκρυα, καθώς θυμόμουν μαζί της τά πρόσωπα, τίς ιστορίες καί τήν οδύνη τών πρώ τω ν μελών τής όμάδας μας.
ΤΑ^ΤΛΙΑ ME ΤΗΝ ΠίΐΛΛ
73
i( ΚαΙ τή Μάντελιν καΐ τήν Γκάμττυ ». «Καΐ. τήν Τζούντυ καί τήν Τζόοιν))* (( ΚαΙ τήν Έ βελυν καί τή Ρόμπιν ». ti Κ αί τόν Σάλ καί τόν Ρ ό μ π ». Αγκαλιασμένοι καί ταλαντευόμενοι άπαλα ίρυνεχ£<τιχμ£ τό ντουέτο μας, τό μοιρολόι μας, ή Π ώ λα κι έγώ, ώσπου ρίξαμε μέσα στήν τεφροδόχο τι^ ονόματα καί τών εικοσιενος μελών της μικρής μας οικογένειας. « Αύτή ή στιγμή εΐναι ιερή, "^ίρβ εΐττε ή Π ώλα κοιτάζον τας με στά μάτια, καθώς τραβιόταν άπό κοντά μου. « Δέν νιώθεις τήν παρουσία τών ψυχών τ ο υ ς ; » « Τοΐ>ς θυμαμαι ολους πάρα πολύ καθαρά, χαΐ νιώθω τή 5tκή σον παρουσίοι, Πώλα, Αύτή ή ιερότητα μοΰ φτάνει ». α ^^ϊρβ, σέ ξέρω καλά. Θυμήσου τ χ λόγια μου —θά ’ρθει μιά μέρα τυου θά συνειδητοποιήσεις πόοο θρήσκος εΐσαι στ^ αλή θεια, Άλλά δέν εΐναι σωστό νά προσπαθώ νά σέ προσηλυτίσω τήν ώρα πού πείνας. Π άω νά φέρω τό φαγητό». « Περίμενε μιά στιγμή, Πώλα, ΠρΙν άπό λίγα λετττά^ οταν είπες δτι ό αδελφός σου ήταν ένας άνθρωπος πού ποτέ δέν θά σέ παραμελούσε, αύτό τό σχόλιο τό προόριζες γιά μ ένα ;» tr Κ ά π ο τε», εΐττε ή Π ώλα, κοιτάζοντάς με μέ μάτια πού άστραφταν, ((μιά φορά πού σέ εΐχα πολύ μεγάλη άνάγκη, έσύ μ ’ έγκατέλειψες. Αύτό βμως ήταν τότε. Πάει, πέρασε. Τώρα ξαναγύρισες Ή μ ουνα βέβαιος 6τι ήξερα ποιό κάποτε εννοούσε - τότε πού ό Δόκτωρ Λή πέταξε τήν κιμω λία του στόν άερα. Πόση ώρα κράτησε ή τϊτήση εκείνης της κ ιμ ω λ ία ς; 'Ένα δευτερόλετττο; Δύο; Έ κεΐνες οι σύντομες σ τιγμές εΐχαν καρφωθεί στή μνήμη της. Θά χρειαζόμουν άξινα γιά νά τΙς στΐάσω, Δέν ήμουν άνότ)τος νά ττροσπαθήσω. Α ντίθετα, ξαναγύρισα στόν άδελφό της. « Αύτό πού είττες γιά τόν άδελφό σου^ δτι ήταν σάν βρά χος, μου θυμίζει έναν άλλο βράχο, τήν ττέτρα τοΰ θυμοΰ σου πού έβαλες κάποτε στό τραπέζι άνάμεσά μας. Τό ξέρεις δτι
74
Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ TC> ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
ποτέ ώ ς σήμερα 5έν μου εΐχες αναφέρει, τόν άδελφό σ ο υ ; Κι. 6 θάνατος του μέ βοηθάει νά καταλάβω μερικά πράγματα γιά μας τούς δύο. Μήττως ήμασταν πάντοτε ένα τρίο - εσύ, έγώ κί ό αδελφός σ ου; Α ναρω τιέμαι μ ή π ω ς ό θάνατός του εΐναι ό λόγος ττού έπέλεξες νά γίνεις έσύ 6 βράχος τοΰ έαυτοΰ σου ό λόγος ττού δεν μοΰ έπέτρεψες π ο τέ νά γίνω έγώ ό βράχος ΐτου; Μ ήπως ό θάνατός του σ ’ επεισε δτι κι οι άλλοι άντρες θά άποδειχνύονταν εύθραυστοι καί αναξιόπιστοι; » Σταμάτ7}σα και περίμενα. Π ώ ς θ ’ άντιδρουσε; Σ ’ 6λα τά χρόνια πού τήν ήξερα, ήταν ή π ρ ώ τη φορά πού της έχανα μιά ερμηνεία γιά τον έαυτό της, Ά λλά ή Π ώ λα δέν μίλησε. Συνέ χισ α : ίί Ν ομίζω πώ ς έχω δίκιο, καί νομίζω οτι ήταν καλο ττού πήγες σ 'α ύ τό το άναχωρητήριο, π ώ ς ήταν καλό πού προσπά θησες ν'άποχαιρετήσεις τόν άδελφό σου, ’Ίσ ω ς τώρα π ιά τα πράγματα άνάμεσά μας νά μποροΰν νά πάρουν εναν διαφορε τικό δρόμο J>. Κι άλλη σιωπή. "Έπειτα σηκώθηκε μ ’ ένα αινιγματικό χ α μόγελο, εΐπε, <ίΤώρα ήρθε ή ώρα νά σέ τ α ΐσ ω », και πήγε στην κουζίνα. Μήττως αύτή ή φράση -<ί Τώρα ήρθε ή ώρα νά σέ ταΐσω » ήταν μιά αναγνώριση ^τΐ μόλις τήν εΐχα ταΐσει έ γ ώ ; Ν ά π ά ρει ή όργή, ήταν τρομερά δύσκολο νά της προσφέρεις τό π α ραμικρό ! Ό τ α ν έπειτα άπό λίγο καθίσαμε στό τραπέζι, μέ κοίταξε κατάματα και εΐτΐε: « ’Ίρ β , εχω πρόβλημα. Θά γίνεις έσύ ό βράχος μου τ ώ ρ α ; ϊ> ((Βέβαια εΐπα, άντιλαμβανόμενος μέ χαρά τήν έκκλησή της σάν μιά άπάντηση στήν ερώτησή μου, « Στηρίξου πάνω μου. Τ ί πρόβλημα έ χ ε ις ;» Ή χαρά δμω ς, πού μοΰ έπέτρεπε έπιτέλους νά τή βοηθήσω, μετα τράπηκε πολύ γρήγορα σέ τρομερή άπογοήτευση, μόλις άρχισε νά μοΰ εξη γεί τό πρόβλη μά της. « "Έχω έκφράσει τόσο ανοιχτά τις άτττόψεις μου γιά τούς γιατρούς, πού νομίζω 0τι μ ’ έχουν βάλει στή μαύρη λίστα. Δέν
ΤΑΞΙΛΐΑ ME ΤΗΝ ΠΙΜΑ
75
είναι τυίά καλή ή ιατρική φροντίδα πού παίρνω. Ό λ ο ι ot για τροί της Κ λινικής Λ άρτσγουντ εΐναι συνεννοημένοι. Δέν μπορώ δμως ν" άλλάξω κλινική - ή άσφάλειά μου μέ υποχρε ώνει. νά ττηγαίνω έκεΐ γιά τήν περίθαλψή μου. Kt ετσι δπ^ας είναι ή ύγεία μου, καμιά αλλη ασφαλιστική εταιρεία δέν θά μέ αναλάμβανε, ""ΕχΐΟ πειστεί δτι ή αντιμετώ πισή τους στήν περίτττωσή μου ήταν Ιντελώς αντιδεοντολογική - ό λύκος που Ιπαθα δφείλεται στήν άγω γή πού μοΰ έδιναν. Εΐναι άπολύτως ϊέβαιο δτι πρόκειται γιά ιατρική ά μ ελ εια ! Γ ι'α ύ το και μέ φοβοΰνται! Στάν φάκελό μου όρισμένες ιατρικές σημειώσεις τΙς γράφουν μέ κόκκινο μελάνι, γιά νά μποροΰν νά τΙς αναγνωρί σουν άμέσως καΐ νά τΙς άφαtpέσoυv άπό κεΐ σέ περίπτω ση πού κληθοΰν στό δικαστήριο. Μέ χρησιμοποιούν σάν πειραματό ζωο. Μέ κράτησαν σκόπιμα χω ρίς στεροειδή, μέχρι πού πιά ήταν πολύ άργά. Κ αι τότε έκαναν κατάχρηση τής δοσολογίας. » Π ραγματικά πιστεύω δτι θέλουν νά μέ βγάλουν άπ^τή μέση w, συνέχισε. « Πέρασα 6λη αύτή τήν εβδομάδα γράφον τας μιά επιστολή πού τούς εκθέτει στόν Ιατρικά Σύλλογο. ’Αλλά δέν τήν ταχυδρόμησα - κυρίως γιατί άρχισα ν"ανησυχώ τί θ ’άπογίνουν οι γιατροί κι οι οικογένειές τους, άν χάσουν τήν άδειά τους. "Από τήν άλλη, δέν μπορώ νά τούς άφήσω νά συνεχίσουν νά βλάτττουν άσθενεΤς. Δέν μπορώ νά κάνω τέτοιους συμβιβασμούς. Θυμάσαι πού σου εΐπα οτι ενας συμβιβασμός δέν Ιρχεται ποτέ μόνος του: πολλαπλασιάζεται, καί πρίν τό καταλάβεις, εχεις χάσει αύτό στό όττοΐο πίστευες μέ τή μεγα λύτερη θέρμη. Κ αί σ ’αύτή τήν περίπτω ση ή σtωπή εΐναι συμ βιβασμός! Προσευχόμουνα λοιπόν νά βρισκόταν κάποιος νά μέ καθοδτ/γήσει». Ή άποκαρδιωσή μου μεγάλωνε. "^Ισως νά ύπήρχε κάποιο μικρό μόριο αλήθειας στίς κατηγορίες της. "^Ισως ό τρόπος της νά εΐχε προκαλέσει τόσο μεγάλη άκέχθεια σέ κάποιους άπό τούς γιατρούς της -δ π ω ς πρίν άπό χρόνια στόν Δόκτορα Α ή -, πού νά μή θέλουν ν’ασχοληθούν μαζί της. ’Αλλά νά σημειώ νουν στόν φάκελό της μέ κόκκινο μελάνι, νά τήν περνάνε άπό
76
Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
δοκιμαΕίίες σάν πειραματόζωο, νά μήν της δίνουν τήν αναγ καία φαρμακευτική ά γ ω γ ή ; Αύτές οι κατηγορίες ήταν παρά λογες, κι ήμουνα σίγουρος πώ ς ήταν ίτημάδι,α παράνοιας. Με ρικούς ά π ’ τούς γιατρούς της τούς γνώ ριζα και πίστευα στήν ακεραιότητά τους. Γ ιά άλλη μιά φορά ή ΙΙώ λα μ ’ εφερνε σέ μιά θέση, δπου επρεπε νά διαλέξω άνάμεσα στά δικά τη ς ισχυρά πιστεύω καί στά δικά μου. Π άνω άπ^δλα δέν ήθελα νά νομίσει οτι τήν έγκατέλειπα, ’Αλλά καΐ πώ ς νά μείνω στό πλευρό τη ς; "Ένιωθα παγιδευμένος. Έ π ιτέλ ο υ ς, έπειτα ά π ’ δλα αύτά τά χρόνια, μου άττηύθυνε μιά άμεση Ι^χκληση, Μόνο έναν τρόπο απάντησης έβ λεπ α : νά θεωρήσω δτι ήταν ενας πολύ διαταραγμένος άνθρωπος και νά τή μεταχειριστώ ανάλογα - νά τή (ΐ μεταχίτιριστώ » μέ τή σκοτεινή καί άνειλικρινή σημασία της λέξης, μέ τη σημασία του « χειρισμού )>. Κι ήταν ά κ ρ φ ώ ς
αύτύ πού προσπαθοΰΐία πάντα ν’άποφύγω μαζί της -καΐ μέ τόν καθένα άλλω στε-, γιατί τό νά « χειρ ίζεσ α ι» τόν άλλον ση μαίνει δτι σχετίζεσαι μαζί του σάν νά εΐναι αντικείμενο, δη λαδή άκριβώς τό αντίθετο του νά είσαι μ α ζί μ ’ αύτόν τόν άνθρωπο. Έ δ ε ιξ α λοιπόν νά συναισθάνομαι τό δίλημμά της. Τήν άκουσα προσεκτικά, διερεύνησα πολύ μβλακά τήν κατάσταση καΐ κράτησα τίς απόψεις μου γιά τόν έαυτό μου. Σ τό τέλος της πρότεινα νά γράψει μιά m 0 ή πια επιστολή πρός τόν Ι α τρικό Σ ύλλογο: « Ειλικρινή μέν, άλλά πιό ήτηα »» τής εΐπα. « Τ ότε οί γιατροί θά ύποστουν μόνο επίπληξη και δέν θά χά= σουν τήν άδειά τους ». Ό λ ’ αύτά βέβαια τά έλεγα μέ κακή π ί στη. Κ αμιά επιτροπή κανενός ιατρικού συλλόγου πο.υθενά στόν κόσμο δέν θά έπαιρνε στά σοβαρά τήν επιστολή της. Κ α νείς δέν θά πίστευε δτι δλοι οί γιατροί τής κλινικής συνωμο τούσαν εναντίον της. Δέν ύπήρχε περίτττωση ούτε επίπληξη νά ψεχτούν οι γιατροί ουτε βέβαια ανάκληση της άδειας τους. Ή Π ώ λα βυθίστηκε σέ σκέψεις ζυγίζοντας τή συμβουλή μου. Π ιστεύω δτι αισθανόταν πώ ς νοιαζόμουν γ ιά κείνην κι
TA3WIA ME ΤΗΝ ΠΟΛΑ
77
^ π ι ζ α νά μήν καταλάβει δτι δέν ήμουνα ειλικρινής. Τελικά συμφώνησε. « Ή συμβουλή πού μοΰ δίνεις, "Ίρβ, είναι τυολύ καλή, ττολύ σωστή. Αύτό άκρφ ώ ς εΐχα άνάγκη >». ’^Ηταν τρα γική ειρωνεία, τόσο πού με πονοΰσ^: μόνο τώρα ττού έγώ φερύμουν μέ κακή πίστη, ή Π ώλα θεωροΰσε δτι τή βοηθούσα κι δτι ήμουν άξιος εμπιστοσύνης. Παρά τήν εύαισθησία της στόν ήλιο έπέμεινε νά περτυατήσει μαζί μου ώς τό αύτοκένητό μου. Φόρεσε τό καττέλο ττ^ς, τυλίχτηκε στό πέπλο καΐ στά λινά της υφάσματα, καΐ τήν ώρα πού έβαζα μπροστά τή μηχανή, εσκυψε μέσα ά π ’ τό παράθυ ρο του αυτοκινήτου καΐ μ ’ άγκάλιασε γιά τελευταία φορά. Κα θώς άπομακρυνόμουν, κοίταξα πίσω μέσα ά π ’ τόν καθρέφτη μου. Μέ τή σιλουέτα της νά διαγράφεται κόντρα στόν ήλιο, μέ τό καπέλο καί μέ τά λινά της σκεπάσματα ν^ αστράφτουν τό φώς εμοιαζε ττυρακτωμένη. Σηκώθηκε άέρας, Τά ρούχα της άνέμισαν. ^Ηταν σάν φύλλο πού Ιτρεμε, ττού στριφογύριζε στόν μίσχο του κι ετοιμαζόταν γιά τήν πτώση.
Σ τά δέκα χρόνια πού προηγήθηκαν αυτής τής συνάντησης εΐχα αφιερώσει τόν έαυτό μου στό γράψιμο* "^Εβγαζα τό ενα βιβλίο μετά το άλλο - μιά παραγω γικότητα πού όφειλόταν σέ μιά άπλή σ τρατηγική : έβαζα τό γράψιμο πρώτο και δέν άφη να τίποτα και κανέναν νά τό εμποδίσει. Διαφυλάσσοντας τόν χρόνο μου μέ τήν αγριότητα πού ή μαμά αρκούδα φυλάει τά μωρά της, άπομάκρυνα δλες τις δραστηριότητες πού δέν ήταν άπολύτως αναγκαίες* Ά κόμα κι ή Π ώ λα έντασσόταν στήν κα τηγορία τών μή αναγκαίων και δέν εΐχα βρει χρόνο νά της ξανατηλεφωνήσω. Μερικούς μήνες άργότερα πέθανε ή μητέρα μου καΐ μέσα στό άεροπλάνο, καθώς πετοΰσα γιά νά ττάω στήν κ7}δεία της, μοΰ ήρθε στόν νοΰ ή Π ώλα. Θυμήθηκα τό αποχαιρετιστήριο γράμμα της στόν νεκρό αδελφό της - τό γράμμα πού περιείχε δλα τά πράγματα πού δέν τοΰ εΐχε π εΐ τυοτέ. Καΐ σκέφτηκα
78
Η ΜΛΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΊΉ Ε Ζ Ώ Η Ι
πόσα π ρ ά γ μ α τα δέν εΐχα π ε ΐ έγ ώ π ο τέ στή μητέρα μου. Σχεδΐίν τά π ά ν τ α ! Ή μητέρα μου κι έγώ , παρόλο πού α γα πιόμασταν, δέν εϊχαμε ττοτέ μιλήσει ανοιχτά, 5έν είχαμε ανοί ξει τΙς καρδιές μας σάν 5υό άνθρωποι πού θέλουν νά έρθουν σ ’ έπαφή μέ τόν άλλον μέ καθαρά χέρια καί καθαρή ψ^χή* Π άντα « χειριζόμασταν » ό ενας τόν άλλον, μιλούσαμε χωρ^ζ να άκούεί ό ενας τον άλλον, kl 6 καθένας μας φοβόταν, έλεγ χε κι έξαπατοΰσε τόν άλλον. Ε ίμαι βέβαιος δτι γ ι ’ αύτό ήθε λα πάντα να μιλάω στήν Πώλα ανοιχτά χαΐ είλικρινά. ΚαΙ γ ι ’ αύτό δέν μοΰ άρεσε καθόλου πού αναγκάστηκα νά τη « χει ριστώ )) μέ τρόπο ανειλικρινή, Τ ή νύχτα μετά τήν κηδεία εΐδα ενα πολύ έντονο ονειρο. 'Η μητέρα μου και πολλοί άτυ* τούς φίλους και τούς σ υγγε νείς της, 6λοι πεθαμένοι, κάθονται πολύ ήσυχοι στά σκαλοτυάτια μιας σκάλας, Ά κούω τή φ<:(>νή της μητέρας μου νά φωνά ζει —νά τσιρίζει— τ ’ όνομά μου. Β λέπω πολύ καθαρά τή θεία μου τή Μίννυ νά κάθεται στό πιό ψηλό σκαλί εντελώς ακίνη τη. Τ ότε δμως άρχίζει νά κινείται, στήν άρχή άργά, έπειτα δλο καί πιό γρήγορα* ώσίτου πάλλεται γρηγορότερα κι άπο χρυσόμυγα, Σ τό μεταξύ δλοι οσοι κάθονται στά σκοιλοπάτία, οΐ μεγάλοι της παιδικής μου ηλικίας, δλοι τους μακαρίτες, αρ χίζουν νά πάλλονται. Ό θείος μου ό *Έημπ άπλώνει τό χέρι και μοΰ τσιμπάει τό μάγουλο χαχανίζοντας « Βρέ τόν γιόκα μας I », οπως τό συνήθιζε. Έ π ε ιτ α κι άλλοι απλώνουν τά χ έ ρια να μοΰ τσιμπήσουν τό μάγουλο. Τά τσιμπήματα, πού στήν άρχή ήταν τρυφερά, γίνονται δλο και πιό άγρια καί επώδυνα. Ξυπνάω έντρομος στις τρεις τό πρ ω ί μέ τά μάγουλά μου νά καίνε. Τ ό δνειρο παρουσίαζε μιά μονομαχία μέ τόν θάνατο. Π ρώ τα μέ φωνάζει ή νεκρή μητέρα μου καί βλέπω δλους τούς νεκρούς της οικογένειας μου νά κάθονται στά σκοίλοπάτια σέ μ ιά απόκοσμη ακινησία. ’Έ π ε ιτ α προσπαθώ ν’ άρνηθώ τήν άκι νησιά του θανάτου εμφυσώ ντας τους τήν κίνηση τής ζωής. Συγκεκριμένα παρατηρώ τή θεία μου τή Μίννυ πού πέθανε
ΤΑΞΙΔΙΑ ME ΤΗΝ ΠΠΑΑ
79
πρίν άπό εναν χρόνο, υστέρα άπό Ινα κατακλυσμικό εγκεφα λικό, τό όποϊο τήν άφησε γιά μήνες έντελώς παράλυτη, νά μήν μπορεΐ νά κουνήσει οΰτε Ιναν μΰ τοΰ <τώματός της - μόνο τά μάτια. Στό όνειρο ή Μίννυ αρχίζει νά κινείται» γρήγορα 0μως βγαίνει έκτός έλέγχου και μπαίνει <τέ μιά φρενίτιδα. Σ τή συν έχεια προσπαθώ νά έλαφρύνω τόν τρόμο μου γιά τους νεκρούς, φανταζόμενος 6τι μοΰ τσιμπούν τρυφερά τό μάγουλο. Άλλά ό τρόμος καταφέρνει, νά βγεΤ καΐ πάλι στήν έπιφάνεια, τά τσ ιμ π ή μ α τα γίνονται άγρι,α καΐ κακόβουλα καΐ μέ κατακλύζει, άγχος θανάτου. Ή είκόνα της θείας μου νά πάλλεται σάν χρυσόμυγα μέ στοίχεΐ6>σε γιά πολλές μέρες. Δέν μποροΰσα νά τήν τινάξω άπό πάνω μου. Σκέφτηκα πώ ς ϊσως νά ήταν Ινα μήνυμα πού μοΰ Ιλεγε δτι ό δικός μου φρενήρης ρυθμός ζωής δέν εΐναι παρά μιά αδέξια άπόπειρα νά καθησυχάσω τό άγχος τοΰ θα νάτου. Μ ήπως τό δνειρο μοΰ λέει νά κόψω ταχύτητα καί νά δώσω προσοχή στά πρ άγμ ατα πού Ιχουν άληθινή άξία γιά μένα; Ή Ιδέα της αξίας μοΰ ξανάφερε στόν νοΰ τήν Πώλα. Γιατί δέν τής εΐχα τηλεφωνήσει; Ή τ α ν μιά γυναίκα πού ήρθε πρό σωπο μέ πρόσωπο μέ τόν θάνατο καί πού τόν εκανε νά χαμ η λώσει αύτός τό βλέμμα. Θυμήθηκα π ώ ς καθοδηγούσε τόν δια λογισμό μας στό τέλος τών συναντήσεων: μέ τά μάτια καρ φωμένα στή φλόγα τοΰ κεριοΰ, με τήν ήχηρή φωνή της νά μάς ττηγαίνει δλους σέ περιοχές βαθύτερες καΐ πιό γαλήνιες. Τής εΐχα π εΐ ποτέ πόσο πολλά σήμαιναν γιά μένα έκεΐνες οί σ τιγ μές ; ’Η ταν τόσα τά πράγματα γιά τά όποΐα δέν της εΐχα μ ι λήσει. Τώ ρα δμως θά τής τά Ιλεγα, Σ τό άεροπλάνο, έπιστρέφοντας ά π ’ τήν κηδεία τής μητέρας μου, άποφάσισα ν’ανανε ώσω τή φιλία μου μαζί της. Ά λλά δέν τό έκανα ποτέ. Ε ΐχα πάρα πολύ τρέξιμ ο: γυναί κα, παιδιά, άσθενεΐς, έκπαιδευόμενους, γράψιμο. ‘Έγραφα τή μία σελίδα μου τήν ήμέρα κι άγνοοΰσα ^λα τά υπόλοιπα - φίλους, ταχυδρομείο, τηλεφωνήματα, προσκλήσεις γιά διαλέξεις. Τά
Η ΜΑΝΑ ΚΑ[ ΤΟ Ν Ο Η Μ Α ΤΗΣ Ζ Ο Ι ΙΣ
So
ρ
πάντα* δλα τ ’ άίλλα κομμάτια της ζω ής μου, έπ ρεπ ε νά π ερ ι μένουν μέχρι νά τελειώσει τί> βιβλίο. Κι ή Π ώ λα το ϊδιο* κι έκεένη Ιπρεττε νά περιμένει. Π ώ λα βέβαια δέν περίμενε. Έ π ε ιτ α άπό λίγους μήνες ελαβα Ινα σημείω μα ά π ’ τόν γιό τη ς - άπό τό αγόρι πού εΐχα ζηλέψει, έπειδή τήν εΐχε μητέρα, Ικεινο τόν γιό, στόν όποΐο πριν άπό τόσα χρόνια εΐχε γράψει μέ τόσο ύπέροχο τρόπο γιά τόν θάνατό της πού πλησίαζε, Μοΰ άγραφε άπλά: <( Ή μητέ^ ρα μου ττέθανε, καΐ εΐμαι βέβαιος δτι θά ήθελε νά τό γνω ρί ζετε ».
S o u th e r n C om i'ort φ ιέ ρ ω σ α t o n XPONO m o t. Γ ιά πέντε χρόνια. Π έντε . χρόνια συντόνιζα σ ’ ένα ψυχιατρικά τμήμα του νοσοκο μείου μιά καθημερινή ψ υχοθεραπευτική ομάδα. Κάθε ττρωί στίς δέκα άφηνα τό αναπαυτικό μου γραφείο μέ τούς γεμ ά τους βιβλία τοίχους στήν Ια τρ ικ ή Σ χο λ ή χοΐ> Στάνφορντ, τυήγαινα μέ τό ποδήλατο ώς τό νοσοκομείο, έμπαινα στό τμήμα, μόρφαζα στήν ττρώττ^ εισπνοή τοΰ πυκνου άέρα πού ^ταν πο^ τισμένος μέ άντι σηπτικό κι Ιβαζα ^ναν καφέ μέ καφεΐνη άπό τήν καφετιέρα του προσωπικού ( στούς άσθενεΤς δέν επιτρεπό ταν ή καφεΐνη, δπω ς άλλωστε κι ό καττνός, τό άλχοόλ καί τό σέξ “ φαντάζομαι πώ ς ^λ’αύτά εντάσσονταν σέ μιά. προσπά θεια άποθάρρυνσής τους, γ ιά νά μή βολευτουν πολύ άνετα καί γιά πολύ καιρό στό νοσοκομεΤο). "Έ πειτα τοποθετούσα σέ κύ^ χλο τις καρέκλες στήν αϊΟουσα πολλαπλών χρήσεων, έβγαζα ά π ’ τήν τσέπη τήν μ πα γκέτα μου καί γιά ογδόντα λεπτά διηύθυνα μιά συνάντηση ομαδικής ψυχοθεραπείας. Τό τμήμα εΐχε είκοσι κρεβάτια άλλά οΐ δικές μου συγκεν τρώσεις ήταν μικρές, ύττηρχαν φορές πού εΐχα μόνο τέσσερις ή πέντε άσθενεΐς. ’Ή μ ουν πολύ σχολαστικός στήν έπιλογή της πελατείας μου καί άνοιγα τήν πόρτα μόνο σέ άσθενεΤς πού εΐχαν άρκετά μεγάλη λειτουργικότητα. Ποιό ήταν τό εισιτή ριο πού άνοιγε τήν π ύ λ η ; ΙΊροσανατολίίΤμός ετιί τ ρ ία : στόν χρόνο, στόν χώ ρο καί στά πρόσωπα. Τά μέλη της όμάδας μου
Α
ί. Λογοτταίγνιο μέ το γνωστό οίνοττυευματώ^εΐ; ττού κατά λέξη (τημαίvcl: τηχρττγορΐά άπ’τον Νότο, {Σ,τ,μ, ) βι
8a
Η ΜΑΝΑ KA! TO NOHMA ΤΗΣ Z O H L
δέν ήταν ΰτΓοχρεωμένα νά ξέρουν παρά μόνο τό πότε, τά ποιοέ ι^ταν και το ποΰ βρίσκονταν. Έ ν ώ δέν εΐχα αντίρρηση νά δε χ τώ ψυχω τικά μέλη (μ έ τήν προϋττόθεση νά μήν τύ εκδηλώ νουν καί νά μήν παρεμποδίζουν τή δουλειά τώ ν υπολοίπω ν), έιτέμενα ολοι οι άσθενεΐς νά εΐναι σέ θέση νά μιλήσουν, νά δώ σουν προσοχή έπΙ ογδόντα λετττά σ ’ αύτό πού γίνεται καί νά παραδεχτοΰν τήν ανάγκη τους γιά βοήθεια. Ό λ ες ot λέσχες μέ κάποιο κύρος έχουν κριτήρια εισόδου. Κι οι άπαιτήσεις μου στο θέμα της εισαγο>γης νέων μελών ϊσως νά έκαναν ττιό έπι0υμϊ]τή τή δική μου θεραττευτική ομάδα - τήν ίί ομάδα της ατζέντας », οπως λεγόταν, γιά λόγους πού θά εξη γήσω σέ λίγο. Ό σ ο ι δέν διέθεταν άδεια εισόδου —οι ττιο διαταραγμένοι και παλινδρομημένοι ά ρρω σ τοι- στέλνονταν ίττήν <( ομάδα ετακοινωνιας », τήν άλλη ομάδα τοΰ τμήματος, ττού Ικ α νέ πιό σύντομει;, τπ,ό δομημένες, λίγότερο απαιτητικές συναντή σεις. Καί ύττηρχαν ττάντα, φυσικά^ κι οι ασθενείς ττού βρίσκονταν σέ κοινωνική εξορία, οι άνθρωποι πού εμφάνιζαν πολύ μεγάλη διανοϊ^τική άναττηρια, διάστταση, έριστικότητα ή μανία, γιά νά μττορέσει κανείς νά τούς βολέψει (τέ όποιαδήποτε ομάδα, Με ρικές φορές επιτρεπόταν σέ κάττοιους κοινωνικά εξόριστους διε γερτικούς άσθενεΐς νά ττάρουν μέρος στήν ομάδα έπικοινωνίας μιά-δυό μέρες μετά, δταν τά φάρμακα τούς εΐχαν πιά ήρεμήσει. « Τ ο ύ ς έπιτρεττόταν νά πάρουν μ έρ ο ς» : μιά φρά<τη πού θά ’κανε καί τόν πιό παραιτημένο άσθενή νά χαμογελάσει, Ό χ ι ! Θέλω νά είμαι ειλικρινής. Π οτέ στή νοσοκομειακή ιστο ρία δέν είδε κανείς διαταραγμένους άσθενεΐς νά κοπανανε τις πόρτες της αϊθουσας δπου γίνεται ή ομαδική ψυχοθεραπεία απαιτώ ντας νά τούς έπι τραπεί ή είσοδος. Πολύ πιό γνώ ριμη σκηνή εΐναι αύτή πού εκτυλίσσεται πρίν άπό τήν ομάδα, ίπ ο υ ένα άπόσπασμα βοηθών καΐ λευκό ντυμένων νοσηλευτών καλ πάζει γύρω γύρω στό τμήμα γ ιά νά ττεριμαζέψει τούς άσθε νεΐς, νά ξετρυπώσει τά μέλη ά π ^τίς κρυψώνες τους -ντουλά^ ττες, τουαλέτες καί ντουσιέρες—καί νά τούς σαλαγίσει σάν κο πάδι στήν αίθουσα δπου γίνεται ή ομάδα.
SOUTHERN COMFORT
8g
Ή ομάδα τ7)ς ατζέντας εΐχε πολυ ιδιαίτερη φ ή μ η : ήταν σκληρή χαΐ δύσκολη καέ, τώ χειρότερο, δέν εΐχε γω νιές — δέν ^Pp^σκeς μέρος νά κρυφτείς, Σ τό τμ ή μ α δέν είχα μ ε πατέ εισβολές άσθενών άττό άλλη ομάδα. 01 ασθενείς μέ τήν υψη λότερη λειτουργικότητα οΰτε πεθαμένοι Βέν θά έμπαιναν στήν ομάδα επικοινωνίας. Κ αμιά φορά συνέβαινε Ινας άσθενής χα μηλότερης λειτουργικότητας να πέσει, μέσα στή σύγχυσή του» πάνω στή συνάντηση της ομάδας ατζέντας, μόλις ομως μά θαινε ποΰ βρισκόταν, τρόμος πάγω νε το βλέμμα του, καί δέν χρειαζόταν νά επιστρατεύσουμε κανέναν γιά νά τόν βγάλει ^ ω . Μολονότι τεχνικά ύττηρχε ή δυνατότητα νά περάσει κα νείς άττ’ τήν πΐώ χαμηλή στήν ανώτερη όμάδα, λίγοι ασθενείς εμεναν στό νοσοκομείο άρκετό καιρό, γιά νά μπορει νά συμβεΐ κάτι τέτοιο. ’Έ τσ ι τό τμήμα εΐχε μιά συγκαλυμμένη διαστρω μάτω ση: 5λοι γνώριζαν τή θέση τους* κανένας ομως δέν μι λούσε ποτέ γ ι ’ αύτό , Πρίν ξεκινήσω νά συντονίζω όμάδες στό νοσοκομείο, θεω ρούσα ττολώ δύσκολες τις όμάδες μέ εξωτερικούς άσθενεΐς. Δέν εΐναι εΰκολο νά συντονίζεις μιά ομάδα εφτά ή όχτώ εξω τε ρικών άσθενών μέ εντονες ανάγκες καί σοβαρά προβλήματα στόν τρόπο πού σχετίζονται μέ τους άλλους. Σ τό τέλος κάθε τέτοιας συνάντησης Ινιωθα κουρασμένος, πολλές φορές μάλι στα εξαντλημένος, καί απορούσα π ώ ς άλλοι θεραπευτές εΐχαν τήν αντοχή νά συντονίσουν άμέσως μετά άλλη μιά συνάντηση όμάδας. Μόλις 6μως άρχισα νά δουλεύω μέ όμάδες νοστ)λευόμενων άσθενών, γύριζα μέ μεγάλη νοσταλγία τό βλέμμα στίς παλιές καλές ήμέρες της ομαδικής θεραπείας μέ εξωτερικούς άσθενεΐς. Φ ανταστείτε μιά ομάδα εξωτερικών άσθενών: μιά συνάν τηση άνθρώπων πού έχουν μεγάλο κίνητρο και εϊναι σύνεργάσιμοι, μιά συνάντηση μέ συνοχή. Κανένας νοσηλευτής δέν σοΰ χτυπάει τήν πόρτα, γιά νά σύρει ^ξω κάποιον άσθενή γιά μιά εργαστηριακή εξέταση ή μιά ιατρική έπίσκεψη. Δέν εχεις αύτοκτονικούς άσθενεΐς μέ μπανταρισμένους καρπούς. Δέν
84
Η ΜΑΝΑ KAJ TO ΝΟΗΜΑ THi: Z ilH l
έχεις άνθρώπους μαστουρωμένους ά π ^τά φάρμακα τυού νά τούς παίρνει ό ΰττνος καί νά ροχαλίζουν μέσα στήν ομάδα. Καί, το m o σημαντικό ά π ’ 6λα, σέ κάθε συνεδρία έχεις τούς ίδιους άσθενεΤς καΐ τών Κδιο συνθερατιιευτή^ εβδομάδα τήν εβδομάδα, μήνα τών μήνα. Τ ί πολυτέλεια ! Ή νιρβάνα τοϋ θεραττευτή, Α ν τίθετα, το τοπίο τών νοσοκομειακών μου ώμάδων ήταν έφιαλτικώ μέ τή συνεχή γοργή εναλλαγή τώ ν μελών, τις συχνές ψυχω τικές εκρήξεις^ τά μέλη πού ήθελαν να μ 'έξαπατησ ουν και νά μέ χειριστούν, μέ κάποιους άσθενεΐς καμένους π ιά άπώ είκοσι χρονιά κατάθλιψης ή σχιζοφρένειας πού δέν έπρόκειτο π ο τέ νά παρουσιάσουν βελτίω ση, μέ γ ιγ ά ν τιες ποσότητες άπόγνωσης μέσα στήν αίθουσα. Αύτώ ΐίμως πού πραγμ ατικά σέ σκότωνε, αύτώ πού σοΰ ’σπαγε τ ’ άρχίδια σ ’αύτή τή δουλειά, ήταν ή γραφειοκρατία του νοσοκομείου και τής ά σ φ α λ ισ τίϊς^ βιομηχανίας. Κάθε μ έ ρα όμάδες επιτήρησης άπο πράκτορες τώ ν ασφαλιστικών τ α μείων παρήλαυναν στά τμήματα, έχω ναν τή μύτη τους στίς καρτέλες καί διέτασσαν τώ εξιτήριο του ένώς ή τοΰ άλλου άσθενοΰς ττού μπορεΐ μέν νά βρισκόταν σέ σύγχι^ση ή σέ άπό γνωση, άλλά τήν προηγούμενη μέρα εΐχε λειτουργήσει σχε τικά καλά* και πού στήν καρτέλα του δέν υπήρχε κανένα ση μείωμα υπογεγραμμένο ά π ’ τών γιατρό, στο όποϊο νά δηλώνε ται ρητά δτι ήταν αύτοκτονικος ή επικίνδυνος. Μά ύττηρξε πραγματικά έκείνη ή έποχή, ^χι πολύ παλιά, οπου το μόνο πού μετρούσε ήτταν ή φροντίδα τοΰ άσθενοΰς; Πού οι γιατροί έβαζαν τούς άρρωστους στο νοσοκομείο και τούς χρατοΰσαν Ικ εϊ ώσττου να για τρευτοΰν; "Ή μήπω ς ήταν μόνο ενα ονειρο; Αέν μιλάω π ιά πολύ γ ι ’αύτό, δέν ρισκάρω πιά να συναντήσω τά συγκαταβατικά χαμόγελα τώ ν έκπαιδευόμενών μου φλυαρώντας γιά κείνη τή χρυσή έποχή, 6που ή δουλειά τοΰ διοικητικού ύποιλλήλου ήταν νά βοηθάει τών γιατρό νά βοηθήσει τον άσθενή. Τ ώ ρα τά γραφειοκρατικά παράδοξα μπορούσαν νά σέ τρε λάνουν. Π άρτε, άς ποΰμε, τήν π ερ ίπ τω σ η τοϋ Τ ζώ ν, ένώς
SOUTHERN COMFORT
85
άσθενοΰς μέσης ηλικίας, παρανοϊχου καί μέ ήπια νοητική ύστέρηση* 'Έ π ειτα άπό μιά φορά πού δέχτηκε έπίθε<τη σέ κά ποιο ίδρυμα γιά άστεγους, άπέφευγε τά καταφύγια πού χρη ματοδοτούσε ή πολί,τεία καΐ κοιμόταν έξω. Ό Τ ζώ ν ήξερε τΙς μαγικές λέξεις πού άνοιγαν τΙς πόρτες τών νοσοκομείων κι ετσι. τις κρύες ή βροχερές νύχτες, συνήθως γύρω στά μεσάνυ χτα , χάραζε έλαφρά τούς καρπούς του μπροστά στά Έττείγοντα κι άτυειλουσε νά προκαλέσει βαθύτερες πληγές, άν τύ κρά τος δέν τοΰ έβρισκε Ιναν χώρο άσφαλή και ιδιωτικό γιά νά κοιμηθεί. Κανένα γραφείο δέν εΐχε δμως τή δικαιοδοσία νά τοΰ δώσ€ΐ εϊκοσι δολάρια γιά νά πληρώσει ενα δω μάτιο ξενο δοχείου, KL άφοΰ ό γιατρός πού εφημέρευε στά Ε π ε ίγ ο ν τα δέν μπορούσε νά εϊναι βέβαιος -ουτε άττό ιατρική οΰτε άπό νομική σκοτπά- δτι ό άνθρωπος αύτός δέν θά έκανε μιά σοβαρή άπόπείρα αυτοκτονίας, άν τόν υποχρέωναν νά κοιμηθεί στό ίδρυ μα, ό Τ ζώ ν καλοπερνοΰσε πολλές νύχτες τόν χρόνο: κοιμόταν σ ’ ενα δω μάτιο νοσοκομείου πού σ το ίχιζε 700 δολάρια τήν ήμέρα μέ τις ευλογίες ένός ανίκανου χαΐ απάνθρωπου συστή ματος ιατρικής άσφάλισης. 'Η σύγχρονη πρακτική της σύντομης ψυχιατρικής νοσηλεί ας λειτουργεί μόνο άν ύπάρχει ένα επαρκές μετανοσηλευτικό πρόγραμμα σέ εξωτερική βάση. Τ ό 1972 ομως ό τότε κυβερ νήτης Ρόναλντ Ρέηγκαν μέ μιά αποφασιστική, Ιδιοφυή μονοκοντυλιά κατάργτϊσε τήν ψυχική ασθένεια στήν Καλιφόρνια, κλείνοντας δχι μόνο τά μεγαλύτερα ψυχιατρικά νοσοκομεία της τΓολιτείας άλλά καί διαγράφοντας τά περισσότερα δημόσια προγράμματα μετανοσηλευτικής ττερίθαλψης. Τό άποτέλεσμα ήταν τό προσωπικό τών νοσοκομείων νά υποχρεωθεί, μέρα μέ τήν ήμέρα, νά ζει τό τσίρκο νά θεραττεύει τούς άσθενεΐς καί νά τούς ξαναστέλνει πίσω στό ϊδιο νοσηρό περιβάλλον πού εΐ χε προκαλέσει τήν αναγκαιότητα της νοσηιλείας τους. Σάν να σοΰ έρχονται τραυματισμένοι στρατιώτες, νά τούς ράβεις πρό χειρα καΐ νά τούς ξαναστέλνει ς στή μάχη. Τό φαντάζεστε, νά σοΰ βγαίνει ή πίστη νά φροντίσεις τούς άσθενεΐς -μ έ ολο τόν
86
Η ΜΑΝΑ ΚΑ: τ ο ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΖΟΗΣ
διαγνωστικό Ιλεγχο, με καθημερινή επίσκεψη, μέ παρουσιά σεις στούς διευθυντές ψυχιάτρους, μ έ συνεδρίες προγραμματι σμού τοΰ προσωπικού, μέ διδασκαλίες φοιτητών ιατρικής, μέ πλήθος εντολές στίς καρτέλες του νοσοκομείου, μέ καθημε ρινές συνεδρίες ψυχοθεραττείας—, ένώ συγχρόνως ξέρεις οτι σέ μιά-δυο μέρες δέν θά εχεις άλλη επιλογή παρά να έπιστρέψεις τούς άσθενεΐς στό tSio κακόηΟες περιβάλλον πού τούς εΐχε ξε ράσει; Π ίσω στίς βίαιες οικογένειες αλκοολικών. Π ίσω στούς Οργισμένους συζύγους πού ή άγά πη καΐ ή υπομονή τους Ιχει στερέψει άπό πολύ καιρό. Π ίσω στά καροτσάκια τοΰ σουπερ μάρκετ τά ξέχειλα άπό κουρέλια. Π ίσ ω στών νυχτερινό ύττνο σέ νεκροταφεία αύτοκινήτων. Π ίσω στήν κοινότητα τών φί λων πού τούς εχει στρίψει ά π ’ τήν κοκαΐνη καί τών ανελέητων ντή|λερ πού τούς περιμένουν εξω ά π ’ τίς ττυλες τοΰ νοσοκο μείου, Έ ρ ώ τη σ η : πώ ς διατηρούμε έμεις οι γιατροί καΐ οΙ θερα πευτές τήν ψυχική μας ύ γ ε ία ; Ά π ά ν τ η σ η : μαθαίνοντας νά καλλιεργούμε τήν υποκρισία. Νά ποΰ αφιέρωνα τόν χρόνο μου λοιπόν. Π ρώ τα Ιμαθα νά συγκαλύπτω τό νοιάξιμό μου - τόν ίδιο τόν φάρο πού μέ όδή γησε σ ’ αύτό τό λειτούργημα. "Έττειτα εκπαιδεύτηκα καλά στούς κανόνες τής επαγγελμ ατικής επ ιβ ίω σ η ς: άπόφυγε νά συνδεθεϊς —μήν άφήσεις τούς άσθενεΐς νά γίνουν ττολύ σημαν τικοί γιά σένα. Θυμήσου δτι αύριο Οά *χουν φύγει, Μή σέ απασχολεί τί προβλέπεται γ ιά μ ετά τή νοσηλεία τους. Νά θυμασαι τό « λίγο καί καλό » - συμβιβάσου μέ τούς μικρούς στόχους, μήν επιχειρείς πάρα πολλά, μή φέρνεις τόν έαυτό σου σέ μιά θέση σίγουρης αποτυχίας. Ά ν οι ασθενείς της θε ραπευτικής όμάδας μάθουν εστω καί μόνο δτϊ τό νά μιλούν τούς βοηθάει, οτι όντας κοντά στούς άλλους νιώθουν ωραία, 5τι μπορει νά φανούν χρήσιμοι στούς διπλανούς τους — αύτό φτάνει καί περισσεύει. Σταδιακά, Ιπ ειτα άτΐό πολλούς άπογοητευτικούς μήνες πού συντόνιζα όμάδες μέ καθημερινές άφίξεις καί εξιτήρια, βρήκα
SOUTHHRN COM FORr
87
τήν άχρη καΐ άνέτττυξα μιά μέθοδο, μέ τήν οποία μπορούσα να εκμεταλλευτώ δσο γινόταν αύτές τις άποίττυασματιχές ομα δικές συναντήσεις. Το πιό ριζοσπαστικό βήμα μου ήταν νά αλλάξω τό χρονικό πλαίσιο πού εΐχα θέσει. *Ερώττ}ση: ποιά εΐναι ή διάρκεια ζωής μιας θεραπευτικής όμάδας στό ψυχιατρικό τμήμα ένός νοσοκομείου; Ά πάντηση; μία συνέδρια. Οι όμάδες εξωτερικών άσθενών διαρκούν πολλούς μήνες, άκόμα και χρόνια. Μερικά προβλήματα χρειάζονται χρόνο γιά νά άναδυθοΰν, γιά νά αναγνωριστούν και γιά νά τροποποιη θούν. Σ τή θεραπεία μακρας διάρκειας υπάρχει χρόνος γιά νά γίνει « θεραπευτική διεργασία » —γ ιά να κυκλώσει κάνεις τά προβλήματα καΐ νά καταπιαστεί μ ’ αύτά ξανά καί ξανά {έξου και ό ευφυής χαρακτηρισμός κνκλοθεραπβία). Ά λλά στίς νο σοκομειακές θεραττευτικές όμάδες δέν υπάρχει σταθερότητα, δέν εχεις τή δυνατότητα νά έπανέλθεις σέ κανένα θέμα, γιατί τά πρόσωπα τοΰ έργου αλλάζουν πάρα πολύ γρήγορα. Σ τά πέντε χρόνια πού δούλευα στό τμήμα αύτό, σπάνια εΐχα τό ϊδιο πλήρωμα μελών σέ δύο διαδοχικές συναντήσεις ^ σέ τρεΐς τΓοτέ! Κι ήταν πολλοί, πάρα πολλοί οι άσθενεΐς πού τούς εβλε πα μόνο μία φορά, οι όποιοι έρχονταν μόνο σέ μία συνεδρία καΐ. τήν επομένη έπαιρναν εξιτήριο* Έ γ ιν α λοιπόν κι έγώ ενας Juhii Stuart Mill, ένας χρησίμοθηριχός ομαδικός θεραπευτής, κι αύτό πού μ ’απασχολούσε στις ό[χάδες μου τής μιάς συνε δρίας ήταν νά προσφέρω τό μεγαλύτερο καλό στόν μεγαλύτε ρο αριθμό ατόμων. 'Ίσ ω ς επειδή μετέτρεψα τή νοσοκομειακή θεραπευτική ομάδα σέ μιά μορφή τέχνης, γ ι ’αύτό μπόρεσα νά μείνω προσ ηλωμένος σ ’ ένα καθήκον πού τό καθιστούσαν αναποτελεσμα τικό δυνάμεις πέρα ά π ’ τόν έλεγχό μου. Πίστευα οτι σμίλευα θαυμάσιες συναντήσεις όμάδας. Ό μ ορ φ ες, καλλιτεχνικές συν αντήσεις. "Έχοντας ανακαλύψει νωρίς στή ζωή μου δτι δέν μπο ροΰσα νά τραγουδήσω, νά χορέψω, νά ζωγραφίσω ή νά παίξω ένα μουσικό οργανο, εΐχα αποδεχτεί τή μοίρα μου δτι ποτέ δέν
88
Η ΜΑΝΑ ΚΑΐ Ι Ό ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
θά γινόμουν καλλιτέχνης. Ά λλαξα 6μως γνώμη^ όταν άρχκϊα να σμιλεύω συναντήσεις ομάδων. Ίσ ω ς τελικά να εΐχα τοιλέντο. ’Ίσω ς το ζήττ^μα νά ήταν άπλω ς νά βρω τό δικό μου ττεδίο. Στούς άσθενεΐς άρεσαν οΐ συναντήσεις. Ή ώρα περνούσε γρήγορα. Ζούσαμε στιγμές τρυφερές καΐ συγκλονιστικές. Δ ί δασκα στούς άλλους δσα εΐχα μάθει. Ot έκτΐαιδευόμενοί παρα τηρητές εντυπωσιάζονταν. "Έδινα διαλέξεις. Έ γρ α ψ α ενα β ι βλίο γι,ά τΙς ένδονοσοκομειακές μotJ όμάδες. Κ αθώς περνούσαν τά χρόνια ΰμως, κάποια στιγμή βαρέθη* κα. Οι συνεδρίες μου φαίνονταν σάν νά επαναλαμβάνονταν. Μ ό νο τόσα μποροΰίτε νά κάνει κάνεις μέσα σέ μια καί μοναδική συνεδρία* Σάν νά είσαι γ ιά πάντα καταδικασμένος νά σταματας στά πρώ τα λεπτά μιας δυνητικά πλούσιας συζήτησης. Λαχταρούσα περισσότερα. ’Ή θελα νά προχωρήσω πιό βαθιά, νά γίνω ταό σημαντικός στή ζωή τώ ν ασθενών μου, ’Έ τσ ι σταμάτησα Ιδώ καί πολλά χρόνια νά συντονίζω όμά δες νοσηλευόμενων άσθενών καΐ επικεντρώθηκα σέ άλλες μορ φές ψυχοθεραπείας. Κάθε τρεΐς μήνες δμως, δταν έρχονταν οι νέοι ειδικευόμενοι^ γιά μιά εβδομάδα έπαιρνα το ποδήλατο ά π ’ τό γραφείο μου στήν ‘Ιατρική Σ χολή καί ττήγαινα στο ψυ χιατρικό τμήμα^ γιά νά τούς διδάξω πώ ς νά συντονίζουν θε ραπευτικές ομάδες νοσηλευόμενων, Γ ι'α ύ τό εΐχα έρθει καί σήμερα, Ά λλά δέν μοΰ ήταν £ύχάριστο, "Ενιωθα βαρύς. ’Έ γλειφ α άχόμα τις πληγές μου. Εΐχαν περάσει μόλις τρεΐς έβδομάδες ά π ’ τήν ήμέρα πού εΐχε πεθάνει ή μητέρα μου^ κι ό θάνατός της εΐχε μιά βαθιά επίδραση στά δσα έπρόκειτο νά συμβουν σ ’έκεινη τή συνάντηση της θεραττευτικής όμάδας-
Μπαίνοντας στήν αίθουσα της όμάδοις κοίταξα γύρω κι εντό πισα άμέσως τά γεμάτα προσμονή νεαρά πρόσωπα τών τριών νέων ειδικευόμενων ψυχιάτρων. Ό ττω ς πάντα, ένιωσα ένα κύ μα στοργής γιά τούς έκπαιδευόμενούς μου καί τύ μόνο πού
ΪΟ υΊΉ ί'Κ Ν COMPORT
89
ήθελα ήταν νά τούς προσφέρω κάτι - μιά καλή επίδειξη, τό είδος τής άφοΓ7ΐωμένης διδασκαλίας και παρουσίας πού εΐχαν προσφέρει άλλοι σέ μένα, δταν ήμουν στήν ήλικία τους. Ε π ι θεωρώντας δμως τήν αίθουσα, ή διάθεσή μοτ> βάρυνε, Δέν ήταν μόνο τά διάφορα ιατρικά συμπράγκαλα -σ τα τό γιά ενδοφλέ βιους ορούς, μόνιμοι καθετήρες κάθε λογής, καρδιακά μόνιτορ, αναπηρικές πολυθρόνες- πού μοΰ θύμισαν δτι τό συγκεκριμέ νο τμήμα ειδικευόταν σέ ψυχιατρικούς ά<τθενεΐς μέ σοβαρές ίατρ*ικές παθήσεις, οι όποιοι επομένως εΐχαν περισσότερες π ι θανότητες νά προβάλουν ιδιαίτερη αντίσταση στήν ομιλητική θεραπεία, ’Ό χ ι, ήταν ή θέα τών ίδιων τών άσθενών. Μέσα στήν αίθουσα βρίσκονταν πέντε άσθενεΤς, καθισμένοι στή σειρά. Ή προϊσταμένη μοΰ εΐχε κάνει μιά σύντομη περι γραφή τής κατάστασής τους ά π ’ τό τηλέφωνο. Π ρώ τα ήταν ό Μάρτιν, ένας ήλικιωμένος άντρας ak αναπηρική πολυθρόνα μέ μιά σοβαρή αρρώστια πού τοΰ κατέτρω γε τούς μυς. ^Ηταν δεμένος στήν πολυθρόνα του καΐ σκεπασμένος ώς τη μέση μέ ένα σεντόνι πού δέν άφηνε παρά μιά χαραμάδα, ά π ’ τήν όττοία εβλεπε κάνεις τά πόδια του —δυό άσαρκα κλαράκια καλυμμέ να μέ δέρμα σκούρο σάν πετσί, Τό ενα του χέρι ήταν μπανταρισμένο μέ πολλούς επιδέσμους καΐ στηριγμένο σέ νάρθηκα: μάλλον εΐχε χαρακώσει τόν καρπό του. (Ά ργότερα ^μαθα δττ. ό γιός του, έξαντλημένος καί πικραμένος ά π ’τη φροντίδα πού του παρείχε δεκατρία χρόνια τώρα, εΐχε απαντήσει στήν άπότυειρα αυτοκτονίας του μέ τά λ ό γ ια : « Μ άλιστα, ούτε αύτό λοιπόν δέν κατάφερες νά τό κά νεις)), ) Δ ίπλα στόν Μάρτιν καθόταν ή Ντόροθυ, μιά γυναίκα πού έδώ κι έναν χρόνο ήταν παραπληγική, άπ*τήν ήμέρα πού προσ πάθησε νά βάλει τέλος στή ζωή της πηδώντας άπό ένα παρά θυρο τοΰ τρίτου ορόφου. Ή Ντόροθυ βρισκόταν σέ τέτοια καταθλιτΓΤΐκή κατατονία, πού μέ δυσκολία σήκωνε τό κεφάλι της. ^Έπειτα ήταν ή Ρόζα και ή Κάρολ, δύο άνορεξικές κοπέ λες, κι οι δυό μέ ορούς στό μπράτσο πού τΙς τάιζαν παρεντε ρικά, γιατί ά π ’ τήν πρόκληση εμετώ ν ή χημική σύσταση τοΰ
90
Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ Ν Ο Η Μ Α ΤΗ Σ ΖΩΗ Σ
αϊματός τους εΐχε χάσει τήν ισορροπία της χαΐ το βάρος τους εΐχε ττέσει επικίνδυνα. Ή εμφάνιση της Κάρολ ήταν πολύ ανη συχητική : τά χαρακτηρκτακά τοΰ προσώπου της ήταν ύπέρο χα ^ σχεδόν τέλεια, άλλά λίγο ελειτυε νά μήν υπάρχει καθόλου σάρκα νά τά σκεπάσει. Κ οιτάζοντας την, τυοτε εβλεπα τό πρό σωπο ένός εκπληκτικά ομορφου τυαιδιοΰ καί πότε τόν μορφα σμό ένός κρανίου. Τελευταία ήταν ή Μ αγνόλία, μιά απεριποίητη παχύσαρκη μαύρη γυναίκα εβδομήντα χρονών, μέ πόδια παράλυτα, πού ή παράλυσή τους ήταν ^να ιατρικό μυστήριο. Τά χοντρά γυαλιά της εΐχαν χρυσό σκελετό κολλημένο μέ σελοτέιπ καί στό κε φάλι της ήταν καρφιτσωμένο £να μικροσκοπικό καί λεπ τεπ ίλετττο σκουφάκίι άπό δαντέλα. Τ ήν ώρα πού συστηνόταν, μέ εντυπώσιασε 6 τρόπος πού άνταποκριθηκε στό βλέμμα μου μέ τά γαλακτερά καστανά της μάτια καί ή αξιοπρέπεια πού διέκρίνε κανείς στή μακρόσυρτη νότια προφορά της, « Χαίρομαι πάρα πολύ πού σέ γνω ρίζω , γιατρέ είπε. <( Ά κούω καλά λό γ ια γ ιά σέvα)J. Οΐ νοσοκόμες μοΰ εΐχαν π εΐ οτι ή Μαγνόλια* πού αύτή τή σ τιγμ ή καθόταν ήσυχα κι υπομονετικά στήν αναπηρική της πολυθρόνα^ βρισκόταν συχνά σέ διέγερση καί τσιμπούσε φανταστικά έντομα πού περπατούσαν στό δέρμα της, Τό πρώ το μου βήμα ήταν νά μετακινήσω τά μέλη σέ κύ κλο καί νά ζητήσω άπατούς τρεϊς ειδικευόμενους νά καθίσουν πίσω ά π ’τούς ασθενείς, έξω ά π ’ τόν άμεσο οπτικό τους ορί ζοντα. Ξεκίνησα τή συνάντηση μέ τόν συνηθισμένο μου τροπο, προσπαθώντας νά δώσω στά μέλη κάποιες πληροφορίες γιά τήν ομαδική θεραπεία. Συστήθηκα, πρότεινα νά μιλάμε στόν ενικό καί τούς ενημέρωσα δτι θά βρισκόμουν έκεϊ γιά τις επό μενες τέσσερις μέρες. « ^^Επειτα ά π ’ αύτό θά συντονίζουν τήν ομάδα οι δύο ειδικευόμενοι» - τούς οποίους ονόμασα και εδειξα- « Ό σκοπός της ομάδας », συνέχισα, « εΐναι να βοηθήσει τόν καθέναν άπό σάς νά μάθει περισ<ϊότερα γιά τις σχέσεις του μέ τούς άλλους», Κ αθώς κοίταζα τήν ανθρώπινη κατάντια
SOUTHERN COMFORT
9I
ττού ζΧχοί μπροστά μου —τά: μαραμένα ττόδια τοΰ Μάρτιν, τή μάΐίχα τοΰ θανάτου στό πράσωπο της Κάρολ, τούς ορούς ποΐ> Ιτρεφαν τη Ρόζα καΐ τήν Κάρολ μέ τά ζω τικά θρετττικά συ στατικά, τά ΌΤΓοΐα άρνοΰνταν νά πάρουν ά π ’ τό στόμα, τό σα* κουλάκι πού κρεμόταν ά π ’την Νταροθυ μέ τά οδρα πού π α ροχετεύονταν άπ*τήν παράλυτη ούροδόχο κύστη της, τά π α ράλυτα πόδια τής Μ αγνόλια-, τά λόγια μου άκούγονταν αστο χα κι ανόητα, Οε άνθρωποι αύτοί εϊχαν τόσο πολλές άνάγκες. Τό «νά τούς βοηθήσει κανείς μέ τΙς σχέσεις το υ ς» εμοιαζε αξιοθρήνητα λιγο. *Αλλά τί νόημα Ο ά'χε νά ύποκριθώ δτι ο! όμάδες μπορούν νά κατορθώσουν περισσότερα ά π ’ ΐίσα έχουν τή δυνατότητα να κάνουν; Μήν ξεχνάς τήν επωδό σου, θύμι ζα στόν έαυτό μου: λίγο καί καλό. Λ ίγο καί καλό - μικροί στόχοι, μικρές έπίτυχίες. Ό νό μ α ζα τήν ομάδα τώ ν νοσηλευόμενων άσθενών μου ί( ομάδα τής ατζέντας »>, επειδή ξεκινούσα πάντα τή συνάντη ση ζητώντας ά π ’τό κάθε μέλος νά διατυπώσει μιά ατζέντα νά προσδιορίσει κάποια πλευρά του έαυτοΰ του πού θά ήθελε ν’αλλάξει. Ή όμάδα λειτουργοΰσε καλύτερα, άν οι ατζέντες τών μελών της άφοροΰσαν δεξιότητες πού εΐχαν νά κάνουν μέ τή δημιουργία σχέσεων - ιδίως μέ κάτι πού θά μποροΰσε νά δουλευτεί στό έδώ -καί-τώ ρα τής όμάδας. Οΐ άσθενεΤς, οΐ όποιοι νοσηλεύονταν γιά μείζονα προβλήματα ζωής, κάθε φορά άποροΰσαν πού ορίζαμε ώς κέντρο βάρους τις σχέσεις καί δέν κατόρθωναν να δοΰν πόσο τούς άφοροΰσε ή άσκτ^ση τής άτζέντας. Έ γ ώ πάντα απαντούσα; « Τό ξέρω δτι ό λόγος τυού νο σηλεύεστε μπορεΐ νά μήν άφορα κάποια προβληματική σας σχέση, άλλά μέ τά χρόνια έχω διαπιστώσει δτι δλοι δσοι ^χουν φτάσει σέ σημαντική ψυχική δυσφορία, ωφελούνται βελτιώ νοντας τόν τρόπο μέ τόν όποιο σχετίζονται μέ τούς άλλους. Σημασία εχει οτι ό καλύτερος τρόπος γιά νά εκμεταλλευτούμε αύτή τή συνάντηση, εΐναι νά εστιάσουμε τήν προσοχή μας στίς σχέσεις, γιατί αντο κάνονν καλύτερα οί ομάδες, Αύτή εΐναι ή αληθινή δύναμη τής ομαδικής ψυχοθεραπείας».
92
Η ΜΑΝΑ ΚΛΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΖΏΗΐ;
Δέν εϊναι εΰκολο νά διατυπώ σ ει κανείς μιά κατάλληλη ατζέντα» γ ί ’ αύτώ τά περισσότερα μέλη της όμάδας πολύ σ πά νια το κατόρθωναν, άκόμα κι άν είχαν ήδη παρακολουθήσει, μερικές συνεδρίες. Τούς ελεγα δμως δτι δέν χρειάζεται νά πολυκουράζονται: « Δουλειά μου εϊναι νά σας βοηθήσω », ΚαΙ πάλι. ή διαδικασία αύτή συνήθως κατανάλωνε τόν μισο περί που χρόνο της συνάντησης. Τόν ύττόλοιπο χρόνο τόν αφιέρω να στό ν^ ασχοληθούμε μέ δσο περισσότερες ατζέντες γινόταν* Τά δρια άνάμεσα στή διατύπωση μιας ατζέντας καί στήν ενα σχόληση μαζι της δέν εΐναι πάντα ξεκάθαρα. Στόν σύντομο χρόνο πού διαθέταμε μαζέ, καΐ μόνο τό νά μάθουν πώ ς νά προσδιορίζουν ένα πρόβλημα και νά ζητάνε βοήθεια άρκοΰσε σάν θεραττεία γιά πολλούς ά π ’ τούς άσθενεΐς. Πρώτες ξεκίνησαν ή Ρόζα καΐ, ή Κάρολ, ot δυό άνορεξικές ασθενείς. Ή Κάρολ ισχυρίστηκε δτι δέν εΐχε προβλήματα κι δτι δέν ήθελε νά βελτιώσει τΙς σχέσεις της. (ί Α ντίθετα είπε μέ έμφαση, «αύτό πού θέλω εΐναι λιγότερη έπαφή μέ τούς άλλους )>. Μόνο οταν σχολίασα δτι δέν εΐχα ποτέ γνωρίσει άνθρωπο πού νά μήν επιθυμεί ν’ άλλάξει κάτι στόν έαυτό του^ εΐπε διστακτικα δτι πολύ συχνά τήν τρομάζει ό θυμός τών άλ λων, ιδίως τών γονιών της πού προσπαθούν να τήν άναγκάσουν νά φάει. Μ ’αύτό σάν βάση διατύπω σε χω ρίς μεγάλη πεποί θηση τήν άτζέντα: « 0 ά προσπαθήσω νά εκφράζω χω ρίς φό βο τή γνώ μη μου έδώ στή συνάντηση». Ο ΰτε ή Ρ όζα ένιωθε καμιά επιθυμία νά βελτιώσει τις σ χέ σεις της. Κι έκείνη ήθελε νά κρατηθεί μακριά ά π ’ τούς άνθρώ πους. Δέν εμπιστευόταν κανέναν: « Ο ι άνθρωποι πάντα μέ παρεξηγουν καί προσπαθούν νά μ ’αλλάξουν». « Θ ά σέ βοη θούσε μήπως », τή ρώτησα προσπαθώντας νά προσθέσω στήν άτζέντα τή διάσταση τοΰ έδώ -καί-τώ ρα, « άν σέ καταλάβαινε αντή ή όμάδα» σήμερα; » « ’Ίσ ω ς », εΐπε ή Ρόζα, άλλά μέ προ ειδοποίησε δτι της ήταν δύσκολο νά μιλήσει ττολύ μέσα σέ μιά ομ ά δα : « Π άντα ένιωθα δτι οι άλλοι εΐναι καλύτεροι άπό μ έ να, πιό σημαντικοί )>.
SOUTHERN COMFORT
93
Ή Ντόροθυ, μέ το σάλιο νά τρέχει άπ^τήν άκρη τώ ν χείλιών της, μέ τύ κεφάλι σκυμμένο χαμηλά γιά ν^άτυοφύγεί όττοιαδήττοτε έτταφή μέ τό βλέμμα τώ ν άλλων, μίλησε μ Ιναν απεγνωσμένο ψίθυρο καΐ δεν μοΰ Ιδω σε τίποτα. Εΐττε 6τι ήταν πολυ καταθλιτυτική γιά νά πάρει μέρος στήν ομάδα καΐ 6τι οΐ νοσοκόμες τής εΐχαν πεΤ δτι άρκοΰοε καΐ μύνο νά καθίσει νά άκούσει. Συνειδητοποίτ^σα δτι δέν εΐχα τίπ οτα πού νά μττοροΰσα νά τό δουλέψω μαζί της και στράφηκα στους άλλους δύο ασθενείς* « Έ γ ώ δέν περιμένω ττιά νά μοΰ συμβεΐ τίποτα κ α λ ό », εΐττε ό Μάρτιν. Σ ιγά σιγά άλλά σταθερά τό σώμα του τρω γόταν. "Η γυναίκα του εΐχε πεθάνει, το ίδιο κι 6λοι οΐ παλιοΕ του γνώριμοι. Ε ΐχε πολλά χρόνια νά μιλήσει σέ φίλο* Ό γιύς του είχε βαρεθεί πιά νά του κάνει τή νοσοκόμα. « Γιατρέ, έχεις καλύτερα πράγματα νά κάνεις* Μ ή χάνεις τόν καιρό <του», μοΰ εϊπε. « Π ρέπει νά τό παραδεχτοΰμε - δέν παίρνω π ιά άπό βοήθεια. Κάττοτε ήμουνα καλός ιστιοπλόος* Π άνω σ 'ένα σκά φος ήμουνα ικανός νά κάνω οτιδήποτε, Έ π ρ ε π ε νά μ* έβλεπες πώ ς σκαρφάλωνα στό κατάρτι. Ό λ α μποροΰσα νά τά κάνω έκεΐ μέσα. Ό λ α τά ήξερα. Ά λλά τώ ρα τί μπορει νά μοΰ δώ σει κά νεις; Κι εγώ τί μπορώ νά δώ σω σέ κανέναν; ί) Ή Μαγνόλια διατύπωσε αύτή την άτζέντα: « Θ ά ’θελα σέ αύτή τήν ομάδα νά μάθω ν ’ άκούω καλύτερα. Δέν νομίζεις δτι θάπτανε καλό αύτό, γιατρέ; Ή μάνα μου πάντα μοΰ^λεγε δτι εΐναι σημαντικό νά ξέρεις ν’ άκοΰς ». Θεέ μου! Προμηνυόταν μιά άτελείω τη, κοτηαστική συνε δρία. Π ώ ς θά γέμ ιζα τήν ώρα πού μας εμενε; Προσπαθούσα νά διατηρήσω τήν ψυχραιμία μου, σ ιγά σιγά δμως ένιωθα νά τρυπώνει μέσα μου ό πανικός. Ώ ρ α ία επίδειξη θά ’ταν γιά τούς ειδικευόμενους! Δ είτε μέ τί ήμουν ύποχρεωμένος νά δου λέψω: ή Ντόροθυ δέν έπρόκειτο νά μιλήσει καθόλου. Ή Μαγ* νόλια ήθελε νά μάθει ν’ ακούει. Ό Μάρτιν, πού ή ζωή του ήταν τελείως άδεια άπό άνθρώπους^ ενιωθε δτι δέν εϊχε τίπ ο τα νά προσφέρει σέ κανέναν. {Αύτό τό κράτησα: έδώ υπήρχε
94
Η ΜΑΝΛ ΚΑ: ΤΟ ΝΟΗΜΑ Τ Η Ι Z iJH l
μ[·ά αδιόρατη ευκαιρία ν’ ανοίξει ενα παράθυρο,) Ή άτζέντα της Κάρολ νά μιλάει χω ρίς φό[ϊο καΐ νά μήν τήν τρομάζει, ή σύγκροιχτη “ί^μουνα βέβαιος πώ ς ήταν άδεια. Ά π λ ώ ς παρίσταve τή συνεργάΐϊίμη. Εξάλλου» γ ιά νά ένθαρρύνω όποιονδήποχε άνθρωπο νά γίνει πιό διεκδικητικός, χρειαζόμουν μιά δραστή ρια ομάδα, δπου θά μποροΰσα νά προτρέψω μερικούς ασθενείς νά δοκιμάσουν νά ζτ^τήσουν λίγο χρόνο ά π ’ τήν ομάδα ή νά μ ι λήσουν ανοιχτά και θαρραλέα. Σήμερα δέν φαινόταν νά ύπάρ χουν πολλά πράγμ ατα πού θά μπορούσαν νά δώσουν στήν Κ ά ρολ τήν ευκαιρία ν*ασκήσει τή διεκδικητικότητά της, Μιά έλάχιστη άχτίδα ελπίδας μοΰ έδωσε ή Ρ όζα - μέ τήν π επ οί θησή της ί τ ι οι άλλοι τήν παρεξηγοΰσαν κι 6τι ήταν κα τώ τε ρη τους. ’Ίσ ω ς νά μποροΰσα νά πιαστώ ά π ’ αύτό. Τό σημείω σα κι αύτό στό μυαλό μου. Ξεκίνησα ά π ’ τόν φόβο της Κάρολ νά μιλήσει ανοιχτά, ζη τώντας της νά έκφράσει κάποια κριτική, 0σο έλάχιστη κι άν ήταν, γιά τόν τρόπο μέ τόν όποιο διηύθυνα ώς τώρα αύτή τή συνάντηση. Έ κ είνη δμως στύλωσε τά πόδια χαί μέ διαβεβαίωσε δτι πίστευε πώ ς ήμουν εξαιρετικά συμπαθής καί ικανός. Στράφηκα στή Ρόζα. Δέν υπήρχε άλλος. Τ ής πρότεινα νά μάς πεΤ τυερισσότερα γιά τό τ£ έκανε τούς άλλους νά είναι πιό σημαντικοί άπό κείνην, καί μάς διηγήθηκε πώ ς είχε κα τα στρέψει τά πάντα — « τήν εκπαίδευσή μου, τις σχέσεις μου, κάθε ευκαιρία πού εΐχα στή ζωή μ ου». Προσπάθησα νά φέρω τά σχόλιά της στό έδώ -καί-τώ ρα ( κάτι πού πάντα ενισχύει τή δύναμη της θεραπείας). « Κ οίτα γύρω σου μέσα στήν α ίθ ο υ σ α π ρ ό τ ε ιν α , « καί προσπάθησε νά περιγράφεις άπό ποιά άποψη εΐναι πιό σημαν τικά τά άλλα μέλη άπό σένα». « Θά ξεκινήσω ά π ’ τήν Κάρολ »* εΐπε ή Ρόζα, αρχίζοντας να ζεσταίνεται μ ’ αύτό ττού εΐχε νά κάνει, α Εΐναι πανέμορφη. Ό λ ο τήν κοιτάζω . Εΐναι σάν νά βλέπεις έναν ύπέροχο πίνα κα. Καί ζηλεύω τό σώ μα της. Εΐναι, τελείως επίπεδο, εχει τ έ λειες αναλογίες, ένώ έγώ — κοιτά ξτε πώ ς εΐμαι* χοντρή καί
SOUTHERN COMFORT
95
πρησμένη. Κ οιτάξτε έδώ », Καί λέγοντας αύτά τσίμπησε τήν κοιλιά της γιά νά μας δείξει, μιά διπλίτσα σάρ>ςας άνάμεσα στον άντΐχειρα καί στόν δείκτη της, οχι μεγαλύτερη άπό δι^ό χιλιοστά. "Ήτανε σκέτος άνορεξικός παραλογκτμός* Ή Ρ όζα, οπως πολλοί άνορεξίκοί^ ^ ε ρ ε να τυλίγεται τόσο επιδέξια μέ ττολλά στρώματα ρούχων, πού εύκολα ξεχνούσε κανείς πόσο άποσκελετωμένη ήταν. Δέν ζύγιζε ούτε σαράντα κιλά. Καί εξίσου π α ράλογο ήταν να θαυμάζει την Κάρολ ττού ήταν άχόμα πιό αδύ νατη. Πρίν άττό ένα μήνα μέ φώναξαν μιά φορά ττού εφτ^μέρευα, επειδή ή Κάρολ είχε λιποθυμήσει, κι εΐχα φτάσει στο τμήμα άκριβώς τή στιγμή πού τήν κουβοίλοΰσαν οί νοσοκόμες ττίσω στο κρεβάτι ττ}ς. "Έτσι οπως εΐχε ανοίξει ή ρόμπα τοΰ νοσοκο μείου, φαίνονταν οι γλουτοί της και ξεπρόβαλλαν οι κεφαλές τών μηριαίων οστών, έτοιμες νά τρυπήσουν τό δέρμα, Μοΰ θύ μισε μακάβριες φωτογραφίες άνθρώπων πού επιβίωσαν άπ^τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Δεν εΐχε νόημα ομως ν’άντικρούσω τή δήλωση της Ρόζας δτι ήταν /οντρή. Ot διαστρεβλώσεις της σωματικής εικόνας πού κάνουν οι άνορεξικοί ασθενείς είναι ττολύ βαθιά ριζωμένες —πάρα πολλές φορές μέσα σέ πολλές ο μάδες εΐχα φέρει πολλούς ά π ’ αύτούς άνη,μέτωπους μέ τήν αλήθεια στό ζήτημα αύτό, καί ήξερα 0τι ήταν μιά επιχειρη ματολογία πού δέν ύττηρχε τηθανότητα νά τήν κερδίσω. "Η Ρ όζα συνέχισε τΙς συγκρίσεις της. Ό Μάρτιν κι ή Ν τό ροθυ εϊχαν να παλέψουν ττολύ πιό σημαντικά προβλήματα άπό τά δικά τ η ς : « Μερικές φορές εΐττε, « εύχομαι νά ^χα Ινα πρό βλημα πού ν ά ’ταν ορατό, ΰπως ή παράλυση. Τ ότε θά ένιωθα πιό δικαιολογημένη », Αύτό εκανε τήν Ντόροθυ νά κινηθεί, νά σηκώσει τό κεφάλι καί νά κάνει τό πρώτο της ( καΐ τελικά τό μοναδικό τ η ς ) σχόλιο στήν όμ άδα: α Θές παράλυτα π ό δ ια ; » ψιθύρισε βραχνά. « Π ά ρ ’ τά δικά μ ο υ » . Πρός μεγάλη μου έκπληξη μπήκε στη μέση ό Μ άρτιν νά υπερασ πιστεί τή Ρ ό ζ α : « Ό χ ι , ό χι, Ντόροθυ — σω στά τό εΐπ α ; Ντόροθυ δέν εΐναι τ*6νομά σου; Ή Ρ όζα δέν εννοούσε
g6
Η ΜΑΝΑ ΚΛΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ Ζ«Η Σ
αύτά. Έ γ ώ καταλαβαίνω δτι δέν θ ά ’θελε ν ά ’χει τά πόδια σου οΰτε τά δικά μου. Κ οίτα τά πόδια μου, κοιτάξτε τα. Ποιός λογικός άνθρωπος θά ’θελε τέτοιο π ρ ά γ μ α ;» Μέ τό μοναδικό του καλό χέρι ό Μάρτιν τράβηξε τό σεντόνι και τά έδειξε. Φ ρικτά παραμορφωμένα κατέληγαν σέ δυό ή τρεις ατροφικούς ρόζους. Τ ά υπόλοιπα δάχτυλά του εΐχαν σαπίσει κι εΐχαν έξαφανιστεΤ, Ο ΰτε ή Ντόροθυ οΰτε κανείς άλλος μττόρεσε νά τά κοιτάξει γ ιά πολύ, Ά κ ό μ α χα ΐ σ ’ έμένα προκάλεσαν αηδία παρά τήν ιατρική μου -πείρα. « Ή Ρ όζα μιλούσε άπλώ ς μεταφορικά συνέχισε ό Μάρτιν. « Τ ο μόνο πού εννοούσε ήταν 6τι θά "θελε ν ά ’χει κάποια πιό προφανή αρρώστια, κάτι πού νά μπορεϊς νά τό δεις. Δέν ήθελε να υποβαθμίσει τή δική μας κατάσταση. Έ τ σ ι δέν εΐναι Ρ ό ζ α ; Ρόζα^ καλά δέν σέ λέω ; » Μέ έξέπληξε ο Μάρτιν, Ε ΐχα επιτρέψει στήν παραμόρφω σή του νά καλύψει στά μάτια μου τήν οξύνοιά του. Ά λλά δέν εΐχε τελειώσει. ί< Σέ πειράζει νά σοΰ κάνω μιά έρώτηση, Ρ ό ζ α ; Δέν θέλω νά γίνω αδιάκριτος, γι^αύτό άμα δέν θέλεις, μήν απαντήσεις». « Π ές τ ο !» άπάντησε ή Ρόζα, « Μ πορεΐ δμως καΐ νά μήν απαντήσω £ί Π οιά εϊναι ή δική σου κατάσταση; Εννοώ» ποιό εΐναι τό πρόβλημά σ ο υ ; Εΐσαι πολύ αδύνατη, άλλά δέν δείχνεις άρρω^ στη. Γ ια τί παίρνεις αύτόν τόν ορό; » ρώτησε δείχνοντάς τον. « Δ έν τρώ ω . Μ ’αύτό μέ ταΐζουν». « Δέν τ ρ ώ ς ; Δέν σ ’ αφήνουν νά φ α ς ;» « Ό χ ι , οι άλλοι θέλουνε να τρώ ω . Έ γ ώ δέν θέλω ». Κι ή Ρόζα τϊέρασε τό χέρι της ά π 'τ ά μαλλιά της, σάν ν ά ’θελε νά δείξει πιό περιποιημένη. α Δέν πείνας ; » έπέμεινε ό Μάρτιν. « Ό χ ι ». Ό διάλογος μέ εΐχε συνεπάρει. Ό λ ο ι κινούνται πάντα τόσο προσεκτικά γύρω ά π ’ τούς ασθενείς μέ διαταραχή διατροφής ( πού εΐναι τόσο άμυντικοί, τόσο εΰθραυστοι, μέ τόση άρνη
SOUTHERN COMFORT
97
σ η ), κ«1 δέν εΐχα ξανα^εΤάνθρωπο ν"αντιμετω πίζει άνορε^κό άσθενή μέ τόση τόλμη, « Έ γ ώ πάντα ττεινάω», είπε 6 Μ άρτιν. (( Ποΰ νά*βλεττΕ< τί έφαγα σήμερα γ ιά πρω ινό: γύρω σ τίς δώ δεκα τηγα νίτες, αυγά, δυό χυμούς πορτοκάλι». "Έχανε μιά παύση, δίστασε. «Δ έν τρώς, έ; Π οτέ δέν εΐχες δ ρ εξ η ;» « Ό χ ι . Ά π ό τότε πού θυμαμαι τόν έαυτό μου. Δέν μ ’ αρέ σει νά τ ρ ώ ω )). « Δ έν αρέσει νά τρώ ς; η Έ β λ ε π α τόν Μ άρτιν νά π α σ χ ίζει νά συλλάβει αύτό τό πράγμα, Τοΰ προκαλοΰσε γνήσια απορία — σάν ν ά 'χ ε μόλις συναντήσει κάποιον πού δέν τοΰ άρεσε ν ’αναπνέει. « Έ γ ώ ττάντα έτρω γα πολύ. Π άντα μ ’ άρεσε να τρώω. Ό τ α ν μέ πή γα ι ναν οι γονείς μου βόλτα μέ τ ν ύ τ ο χ ίν η τ ο , παίρνανε πάντα μαζί φιστίκια καί πατατάκια. Μ άλιστα αύτό ήταν καΐ τό χα ϊ δευτικό μου », « Π ο ιό ;» ρώτησε ή Ρόζα, πού εϊχε στρέψει τό κάθισμά της έλαφρά πρός τό μέρος του*
98
Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ Τ Η ϊ; ΖΠΗΣ
Έκεένη τή σ τιγμ ή μίλησε ή Μ αγνόλια πού, πισ τή στήν άτζέντα της, άκουγε τόν Μ άρτιν μέ μεγάλη προσ οχή: « Ρόζα, κοριτσάκι μου» τώρα θυμήθηκα δταν εΐχα μικρύ τών Νταρνέλ μου. Κι αύτώς ήτανε φορές πού δέν ετρω γε. Και ξέρεις τί έκα να έγ ώ ; Του άλλαζα ΐτκηνικό! Μ παίναμε σ τ’ αμάξι καί τνηγαιναμε στήν Τ ζόρτζια —ζούσαμε άκριβώς στά όρια. Κι ΙχεΤ ετρω γε. Που νά έβλεπες πώ ς Ιτρ ω γε στήν Τ ζόρτζια ! Κι δλοι τον πειράζαμε πού εΐχε τέτοια όρεξη στήν Τζόρτζια* Ά γά π η μου)> -εΐπ ε ή Μαγνόλια γέρνοντας πρώς τή Ρ όζα καί χα μ η λώνοντας τή φωνή της σ^ίναν δυνατά ψίθυρο-, « γ ιά νά φας, μπορει νά πρέπει νά φύγεις ά π ’ τήν Καλιφόρνια». Προσπαθώντας ν^άντλήσω άπό τή συζήτηση κάτι θεραπευ τικό, σταμάττ^σα τή δράση ( πρότεινα ^ναν « έλεγχο διαδικα σίας », δπω ς λέμε στή δική μας ορολογία) καί ζήτησα ά π ’ τά μέλη νά κάνουν κάποιες σκέψεις γιά τήν αλληλεπίδρασή τους. « Ρόζα, πώ ς νιώθεις σέ σχέση μέ τά δσα συμβαίνουν τώρα στήν όμάδα καί μέ τις ερωτήσεις πού σοΰ κάνουν έ Μάρτιν καί ή Μ αγνόλια; » « Δ έν εχω πρόβλημα μέ τις ερωτήσεις — δέν μ ’ενοχλούν. Κι ό Μάρτιν μοΰ εϊναι πολύ συμπαθής - » « Μ πορεις να μιλήσεις άπευθείας στόν ιδ ιο ; » ρώτησα. Ή Ρ όζα στράφηκε στόν Μ άρτιν. « Σέ συμπαθώ πολύ. Δέν ξέρω γ ια τ ί» . "Ε πειτα ξαναγύρκϊε προς τό μέρος μου: « Ό Μ άρτιν εΐναι εδώ μιά βδομάδα, άλλά σήμερα εΐναι ή πρώ τη φορά πού τοϋ μιλάω, έδώ στήν όμάδα. Φαίνεται σάν νά έχου με πολλά κοινά οι δυό μας, άν καί τό ξέρω δτι δέν έχουμε ». « Ν ιώθεις οτι οι άλλοι σέ καταλαβαίνουν; »
«Ό τι μέ καταλαβαίνουν; Δέν ξέρω. Έ , ναί, κατά κάποιον περίεργο τρόπο έτσι νιώθω. ’Ίσ ω ς αύτό νά εΐναι». (( Έ γ ώ αύτό εΐδα. Εΐδα τόν Μ άρτιν νά προσπαθεΤ δσο μπορει νά σέ καταλάβει* Καί δέν επιχειρούσε νά κάνει κάτι άλλο " δέν τόν άκουσα νά προσπαθεί νά σέ χειριστεί ή νά σοΰ τυεΐ τί να κάνεις, ουτε κάν νά σοΰ τυεΐ τι θά ’πρεπε νά τρώ ς ». (ί Καλό εΐναι πού δέν προσπάθησε κάτι τέτοιο. Δέν θά ώφε-
SOUTHERN COM FOR I
gg
λοϋσε σέ τίπ οτα ». Σ τό σημεΤο αύτο ή Ρόζα γύρισε ττρός τήν Κάρολ καί αντάλλαξαν ισχνά χαμόγελα συνένοχης. Α ύτή ή άτΓοκρουστι,κή συνωμοσία δέν μοΰ άρεσε καθόλου. "Ήθελα νά τΙς ταρακουνήσω τόσο δυνατά, ττού νά κουδουνίσουν τά κόκα λά τους, ’Ή θελα νά φ ω νάξω : ΐ( Σ τα μ α τή σ τε να πίνετε Κόκα Κόλα Α ά ιτί Μακριά άττ’τά ττοδήλατα γυμναστικής! Δέν είναι αστείο, Δ υύ-τρία κιλά δλα κ(. δλα σας χωρίζουν άπ* τόν θάνα το, κι δταν θ ά ’σαστε πιά πεθαμένες, όλόκληρη ή ζωή σας θά συνοψίζεται σέ δυό λέξεις που θά γραφτοΰν στόν τάφο σ α ς ; Π έθανα άδννατη ». Α ύτά τά συναισθήματα τά κράτησα φυσικά γιά τόν έαυτό μου, Τό μόνο ττού θά κατάφερνα θ ά ’ταν νά σπάσω τΐ,ς δττοιες αδύναμες κλωστές σχέσης είχα αρχίσει να εχω μαζί τους. *Αντίθετα εΐπα στή Ρ όζα; ffTo συνειδητοποιείς δτι μέσα άπ^τή συζήτησή σου μέ τόν Μάρτιν έχεις ή^η εκπληρώσει ^να μέρος τής σημερινής σου α τζέν τα ς; Ε ΐπες πώ ς ήθελες νά νιώσει ς δτι κάποιος σέ καταλαβαίνει, κι ο Μ άρτιν φαίνεται νά έκανε άκριϊώ ς αύτό ». ’Έ π ειτα στράφηκα στόν Μάρτιν. « Έ σ ύ πώ ς νιώθεις γ ι ’ αύ το ; » Ό Μάρτιν καθόταν καΐ μέ κοιτούσε. Σκέφτηκα πώ ς ό διά λογος αύτός ήταν ή πιό ζωντανή αλληλεπίδραση μέ άνθρωπο πού είχε ζήσει τά τελευταία χρόνια. « Θυμήσου », τοΰ εΐπα, « δτι ξεκίνησες αύτή τή συνάνττ^η λέγοντας δτι δέν εχεις πιά νά προσφέρεις τίποτα σέ κανέναν. Ά κουσα τή Ρόζα νά λέει δτι έκείνη τή βοήθησες. Έ σ ύ τό άκουσες;» Ό Μ άρτιν κούνησε καταφατικά τό κεφάλι. Εΐδα δτι τά μά τια του γυάλιζαν καί δτι ήταν πολύ συγκινημένος γιά νά ττεΤ περισσότερα. Κι αύτό πάντω ς ήταν αρκετό. Μ ’ ^να ελάχιστο παραθυράκι εΐχα κάνει πολύ 3ΐαλή δουλειά μέ τόν Μάρτιν καΐ τή Ρόζα. Τουλάχιστον δέν θά φεύγαμε μ ’ άδεια χέρια (κ ι ομο λογώ δτι ώ ς πρός αύτό μέ άπασχολοΰσαν εξίσου οι ειδικευό μενοι δσο καΐ οΐ άσθενεΐς).
ΙΟΟ
Η ΜΑΝΛ ΚΑί ΊΌ Ν Ο Η Μ Α ΤΗΣ ΖΟΗΣ
Ξαναγύρισα στή Ρόζα. « Π ώ ς νιώθεις σέ σχέση μ ’αύτά πού σοϋ λέει σήμερα ή Μ αγνόλια; Δέν ξέρω άν γίνεται νά φύ γεις ά π ’ τήν Κοιλιφόρνια, γιά ν ’αρχίσεις νά τρώς, αύτό πού εΐδα δμως ήταν 6τί ή Μαγνόλια Ιχανε μιά προσπάθεια νά σέ βοηθήσει», « Π ροσπάθεια; ’Απορώ πού τό λέτε αύτό ιι, εΐττε ή Ρόζα. « Δέν μπορώ νά φανταστώ τή Μ αγνόλια να κάνει προσπάθεια. Γ ιά τή Μαγνόλια τό να προσφέρει εΐναι κάτι φυσικό, δπω ς τό ν’ άναττνέει. Είϊναί ψυχούλα* Μακάρι νά μττοροΰσα νά τήν π ά ρω στο σ πίτι μου μαζ( μου ή νά π ά ω νά μείνω στό δικό της « Άγάττη μου », ^ΐπε ή Μαγνόλια χαρίζοντας στή Ρ όζα ένα τεράστιο χαμόγελο όλο δόντια, u σ το δικό μου σπίτι δέν θά ’θελες ν ά ’ρθεις. Ό ,τ ι χαΐ νά κάνω* εΐναι αδύνατο νά τό άπολυμάνω* Ό λ ο εμφανίζονται αύτά: τά πράματα η. Μιλούσε προ φανώς γ ιά τις ψευδαισθήσεις πού εΤχε μέ τά Ιντομα. ο Πρέττει νά τήν προσλάβετε έδώ τή Μ αγνόλια», εΐπε ή Ρ όζα γυρνώντας πρός τό μέρος μου. « Α ύτή εΐναι ό ^ίνθρωπος πού κυρίως μέ βοηθάει. Κι οχι μόνο έμένα. Ό λους. Ά κόμα κι οι νοσοκόμες, στή Μαγνόλια πανε νά πουν τά προβλήματα τους ». « Τ ά παραλές, κοριτσάκι μου* Έ σ ύ τί έχεις; Έ τ σ ι αδύνα τη πού εΐσαι, εΐναι εΰκολο νά σοΰ δώσει κανείς πράματα. Κι Ιχεις μεγάλη καρδιά. Κάνεις τούς άλλους νά θέλουν νά σοΰ δώσουνε. Ά μ α βοηθάς τούς άνθρώπους, νιώθεις καλά. Γ ιά μ έ να αύτό εΐναι τό καλύτερο φάρμακο »* Γιά μερικές σ τιγμές δέν μποροΰσα να π ώ λέξη. Ή Μαγ^ νόλια μέ εΐχε μαγέψει —μέ τά σοφά της μάτια, μέ τό γλυκό της χαμόγελο, μέ τήν πλούσια περιφέρειά της. Καί μέ τά μπράτσα της - μπράτσα ιδια μέ τής μάνας μου, μ" εκείνες τις γενναιόδωρες δίπλες σάρκας πού κατρακυλούσε και έκρυβε τούς αγκώνες της. Π ώ ς θά ήταν άραγε νά σ *άγκοελιάζουν καί νά σέ λικνίζουν αύτά τά μπράτσα πού έμοιαζαν μέ σοκολατέ νια μαξιλάρια; Σκέφτηκα 0λα τά πράγμ ατα πού ένιωθα νά μέ πιέζουν στή ζω ή μου - τό γράψιμο, τή διδασκαλία, τή συμ
SOUTHERN COMFORT
lO l
βουλευτική, τούς ασθενείς, τή γυναίκα μου, τά τέσίίερα παι διά μου» τΙς οικονομικές μου υποχρεώσεις, τΙς επενδύσεις μου την επένδυση τώ ν χρημάτω ν μου καΐ τώ ρα τών θάνατο της μάνας μου. Χ ρειάζομαι παρηγοριά, σκέφτηκα^ παρηγοριά a ro μιά Μαγνόλια - αύτο έχω ανάγκη, λίγη άπό κείνη την παρη γοριά πού μπορούν νά προσφέρουν τά μεγάλα της μπράτσα. Μου ήρθε στών νοϋ τά ρεφραίν άπό Ινα παλιό τραγούδι της Τ ζούντυ Κ όλλίνς: « Τ ό σ ες π ικ ρ ές σ τ ιγ μ έ ς .,, τόσες κακές σ τ ιγ μ έ ς ,.. "Αλλά άν γ ιν ό τ α ν .,. νά μαζέψεις τις πίκρες σου καί νά τις δώσεις ΐίλες σ ’ε μ έ ν α . θ ά φεΰγαν άπό σ ένα ,.. άσ’ τες σέ μ έν α ,.. δω σ ’ τες 6λες σ ’ έμένα w, Ε ΐχα πάρα πολύ καιρό να τό θυμηθώ αύτό τό τραγού&. Π ριν άπό χρόνια, δταν εΐχα πρωτακούσει τή μελωδική φωνή της Τζούντυ Κόλλινς νά τραγουδάει « νά μαζέψεις τις πίκρες σου καΐ, νά τις δώσεις δλες σ^έμένα»» ξύτυνησε μέσα μου μιά έτπθυμία, *Ήθελα νά μ π ω μέσα στό ραδιόφωνο νά βρώ αύτή τή γυναίκα καϊ ν'άδειάσω τις στενοχώριες μου στήν ποδιά της. Ή Ρ όζα μ ’ Ιβγαλε άπότομα ά π ’ τήν ονειροπόλησή μου: « Κύριε Γιάλομ» ρωτήσατε νω ρίτερα γ ια τί πισ τεύω 6τι οΐ άλλοι εΐναι καλύτεροι άπό μένα. Ν ά, τώρα βλέπετε τΐ έννοώ. Βλέπετε πόσο σημαντική εϊναι ή Μαγνόλια. Κ αι ό Μάρτιν. Κι οί δυό τους νοιάζονται γιά τούς άνθρώπους. Έ μ ένα οι άλλοι -ο ί γονείς μου, οΐ αδελφές μ ου- πάντα μου ’λεγαν δτι εΐμαι έγωίστρια. Κι έχουν δίκιο. Δέν απλώ νω τά χέρι νά κάνω τ ί ποτα γιά κανέναν. Δέν Ιχ ω τίποτα νά προσφέρω. Τό μόνο πού θέλω πραγματικά εΐναι νά μ ’άφήσουν ήσυχη», Έ Μαγνόλια εγειρε πρός τό μέρος μου. « Αυτό τό κορίτσι είναι τόσο ικανό»» εϊπε. « Τ κ α ν ό » — παράξενη λέξη. Π ερίμενα νά καταλάβω τί έwoo υσε. ((Ά ν βλέπατε τί ώραία κουβέρτα κεντάει γιά μένα στήν έργοθεραπεία. Σ τή μέση Ιχ ε ι δυά τριαντάφυλλα καΐ γύρω τους κεντάει κάτι μικρές μικρές βιολέτες, θ ά ’ ναι πάνω άπό είκοσι.
10-2
Η ΜΑΝΑ ΚΑ[ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
XL ά π ’ εξω φτιάχνει ένα ρέλι μ ’Ινα πολύ φίνο κόκχινο σχέδιο. Ά γά π η μου», εΐπε ή Μαγνόλια τώ ρα στή Ρόζα, « θ ά φέρεις την κουβέρτα αΰριο στήν ομάδα; K t εκείνη τή ζωγραφιά πού ζω γράφ ισ ες; )> Ή Ρόζα κοκκίνισε άλλά Ιγνεψε καταφατικά, Ό χρόνος περνούσε* Ξαφνικά συνειδητοποίησα 6τι δέν εΐχα διερευνήσει τί μποροΰσε νά προσφέρει ή όμάδα στή Μαγνόλια. Μέ εΐχε μαγέψει ύττερβολικά ή υπόσχεση της άπλοχεριας της κι ή άνάμνηση εκείνου του ρεφραιν: « θά φευγαν άττο σ ένα... ά σ ’τες σέ μένα», «Ξ έρεις, Μ αγνόλια, πρέττει νά ττάρεις κι έσύ κάτι άπ*τήν όμάδα. Ξεκίνησες τή συνάντηση λέγοντας δτι αύτό πού θέλεις άττ^τήν όμάδα είναι νά μάθεις ν ’ άκοΰς. Μ ’ εχει δμως εντυπω σιάσει, και μάλιστα πολύ, τό πόσο καλά ξέρεις ήδη νά άκοΰς, ΚαΙ νά τταρατηρεΤς: δές πόσες λεπτομέρειες θυμάσαι γιά τήν κουβέρτα τής Ρόζας, Δέν νομίζω λοιπόν δτι χρειάζεσαι καΐ ττολλή βοήθεια, γιά νά γίνεις καλή άκροάτρια. Π ώ ς άλλιώς μπορούμε νά σέ βοηθήσουμε σ^αύτη τήν όμ ά δα ;» « Δέν ξέρω πώ ς μπορεΤ νά μέ βοηθήσει ή όμάδα ((Ά κουσα νά λέγονται πολλά καλά πρ άγμ ατα γιά σένα σή μερα. Π ώ ς νιώθεις γ ι'α ύ τ ό ; » « Έ , μ ’αρέσει βέβαια». {(Ό μ ω ς , Μαγνόλια, έχω τήν υποψία δτι αύτό τό ’χεις ξανα κούσει —δτι οι άνθρωττοι πάντα σ ’ άγαποϋσαν γιά δλ’αύτά πού τούς εδινες. Ά κριβώ ς αύτό τό πράγμα έλεγαν κι οί νοσοκόμες, πριν ξεκινήσει σήμερα ή όμάδα - δτι μεγάλωσες έναν γιό καί δεκαττέντε θετά παιδιά κι δτι ποτέ δέν σταματάς νά δίνεις. » Αύτό πού θέλω νά π ώ , Μ αγνόλια, εΐναι δτι μάλλον δέν βοηθάει καΐ πολύ νά σοΰ λένε οι άλλοι γ ιά τόν έαυτό σου πράγματα πού τά ξέρεις ήδη. Γ ιά νά μττορέσουμε νά σέ βοηΛ / ΐ^ y ^ y ^ -ί ■'! οησουμε εόω, πρεττει να^ σου όωσουμε κατι αλλο. Ισως να' πρέπει νά σέ βοηθήσουμε νά μάθεις καινούργια πράγματα γιά σένα, νά σοΰ ποΰμε πώ ς νιώθουμε γ ιά κάτυοια τυφλά σου σημεΤα, γ ιά πράγματα πού ϊσως Ισύ νά μήν τά καταλαβαίνεις)).
SOUTHERN COMFORT
103
« Μ ά σας τό Vot κιόλας. Έμενα, μέ βοτ)θάει νά βοηθάω τούς άλλους ». «Α ύτό τό ξέρω, xt είναι ε>>α άπό τά πράγμ ατα πού μ ’ αρέ σουν σέ σένα. Ξέρεις ίμ ω ς , ολοι νιώθουν δμορφα δταν βοηθάνε τούς άλλους, Ό π ω ς ό Μ άρτιν - εΐδες πόσο σημαντικό ήταν γιά κείνον πο6 μπόρεσε νά βοηθήσει, τή Ρ ό ζα μέ τήν κατα νόηση πού της εδειξε ». « Είναι καταπληκτικός ό Μ άρτιν. ’Ίσ ω ς νά μήν μπορεΐ \α περπατήσειJ τό μυαλό του 0μως εϊναι γερό» πολύ γερό ». « Έ σ ύ πραγμ ατικά βοηθάς τούς άλλους xl εΐσαι χαλή σέ αύτό. Είσαι ύττέροχη^ και συμφωνώ μέ τή Ρ όζα 6τι τό νοσο κομείο θά *πρεπε νά σέ προσλάβει. Ό μ ω ς , Μ αγνόλια», έκανα μιά παύση γ ιά νά έχουν τά λόγια μου μεγαλύτερο αντίχτυπο, « θά εκανε καλό στούς άλ?.ονς νά μπορέσουν νά βοηθήσουν κι αντοι εσένα, 'Ό ντας πάντα τόσο άπόλυτα δοτί,χή, δέν τούς α φήνεις νά βοηθηθοΰν βοηθώντας σε. Ό τ α ν ή Ρ όζα εΐπε 6τι θά ’θελε νά έρθει στό σπίτι σου, σκεφτόμουνα πόσο καταπλη κτικό θά ήταν νά σ ’ Ιχει συνέχεια νά τήν παρηγορεΐς. Κι έμέ να θά μ ’ άρεσε αύτό. Θά τρελαινόμουν γιά κάτι τέτοιο. Κ αθώς τό ξανασκέφτηκα ομως, συνειδητοποίησα ότι δέν θά ήμουνα ποτέ σέ θέση ν* ανταποδώσω τή βοήθεια σου, νά βοηθήσω έγώ εσένα, για τί έσύ δέν εκφράζεις ποτέ χανένα παράπονο. Π οτέ δέν ζήτας τίποτα. Γ ιά τήν ακρίβεια», έχανα πάλι ένα μικρό σταμάτημα, «0έν 0ά ένιωθα π ο τέ τήν ευχαρίστηση 0τι κάτι σον ττρόσψβρα». « Π οτέ δέν τό σκέφτηκα ετσι )>, Ή Μαγνόλια χούνησε τό κεφάλι της σκεφτική. Τά χαμόγελό της εΐχε εξαφανιστεί. <ΐ Είναι αλήθεια δμως» δέν εΐνα ι; ’Ίσ ω ς αύτό πού πρέττει νά κάνουμε έδώ, σ ’ αύτή τήν όμάδα, εϊναι νά σέ βοηθήσουμε νά μάθεις νά εκφράζεις τά παράπονά σου. *Ίσως νά έχεις άνάγκη νά ζήσεις πώ ς εΐναι ν’ άχούει κάποιος έσένα», ((‘Η μάνα μου έλεγε πάντα 6τι έβαζα τόν έαυτό μου τε λευταΤο ». « Δ έν συμφωνώ πάντα μέ τΙς μητέρες, Γ ιά τήν ακρίβεια,
ΐ£34
Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΊΌ ΝΟΗΜΑ ΊΉ ίΙ ΖΩΗΣ
οννήβως διαφωνώ μαζί τους, άλλά σ ’ αύτή τήν περέτυτωση τηστεύω 6τι ή μητέρα σου εΐχε δίκιο. Γ ια τί λοιττον δέν έξασχεισαΐι λίγο στο νά εκφράζεις τά παράπονά σου; Π ές μας, τί σέ πονά ει; Τ ί θέλεις ν’ αλλάξεις στον έαυτό σ ο υ ; » (ί Ή ύγεία μου δέν εΐναι και πολύ κ α λ ή ... αύτά τά πράμ α τα πού περπατάνε πάνω μου. Ουτε καί τά πύδια μου πάνε κα λά- Δέν μπορώ νά τά κουνήσω ί( Αύτό εΐναι μιά άρχή* Μαγνόλια. ΚαΙ ξέρω οτι τώ ρα αύτά εΐναι τά πραγματικά προβλήματα στή ζω ή σου. Μακάρι νά μπορούσαμε νά κάνουμε κάττ. γι^αύτά έδώ στήν δμάδα, δυσ τυχώ ς δμως αύτό εΐναι κάτι πού δέν μπορούν νά τό κάνουν οί όμάδες. Προσπάθησε νά τταραπονεθεΐς γιά πρ άγμ ατα μέ τά όποια θά μπορούΐταμε νά σέ βοηθήσουμε». « Δέν μ ’ αρέσει τό σ πίτι μου. Ε]ϊναι βρόμικο. Δέν μπορούνε νά τό άπολυμάνουνε, ισως καί νά μ ή θέλουνε νά τ^άπολυμά” νουνε σωστά. Δέν θέλω νά ξαναπάω στυίτι μου ». « Τό ξέρω δτι νιώθεις άσχημα γιά τό σπίτι σου καΐ γιά τά πόδια σου και γ ιά τά πράγματα πού ττερπατάνε στό δέρμα σου. Ό λ ’αύτά δμως δέν εϊναι έσύ, Εΐναι μόνο κάποια πράγματα πού σέ αφορούν, δχ^ ή πραγματική έσυ, δχι ή ούσία σου, Γιά κοίταξε βαθιά στό κέντρο σου. ΈκεΤ τί θέλεις ν’ αλλάξεις; » f( Λοιπόν^ δέν είμαι πολύ ικανοποιημένη ά π ’ τή ζωή μου. Έ χ ω μετανιώσει γιά πολλά πράματα. Αύτό εννοείς, γιατρέ ρ> « Α κ ρ ιβ ώ ς» . Κούνησα μέ Ιμφαση τό κεφάλι. Ή Μαγνόλια συνέχισε: « Έ χ ω άπογοητευτεΐ ά π ’ τόν έαυ τό μου. Π άντα ήθελα νά γίνω δασκάλα. Α ύτό ήτανε τ ’ όνειρό μου. Α λλά δέν έγινα ποτέ. Μερικές φορές μέ παίρνει άπό κά τω καί νομίζω δτι δέν έκανα ποτέ μου τίπ οτα ». « Ό μ ω ς , Μ α γνόλια », εΐπε ή Ρ ό ζα μέ ικετευτικό τόνο, ((κοίταξε πόσα εχεις κάνει γ ιά τόν Νταρνέλ καί γιά δλα σου τά θετά παιδιά. Τ ίποτα τό λές έσύ α ύ τό ; >» « Μερικές φορές νιώθω Ινα τίπ οτα . Ό Νταρνέλ δέν θά χ ά νει τίποτα στή ζω ή του, δέν πάει πουθενά. Εΐναι ϊδιος ό π α τέρας του »,
SOUTHERN COMFORT
105
Ή Ρόζα τή δΐ-έκοψε. Έμοιαζε ανήσυχη —οί κόρες τίον μα τιών της εΐχαν διασταλεΐ. Μοΰ μίλησε σάν νά ήτανε συνήγο ρος κι έγώ δικαστής στήν υπόθεση τής Μαγνόλια. « Μχγνόλια δέν μπόρεσε ποτέ νά μορφΐοθεΐ, κύριε Γιάλομ. Oocv ήτανε στήν έφηβεία, πέθανε 6 πατέρας της καΐ ή μητέρα της εξαφανίστηκε γιά δεκαπέντε χρόνια». Ξαφνικά μπήκε στή συζήτηση ή Κάρολ κι απευθύνθηκε κι έκείνη σ^έμενα; « Ά ναγκάστηκε να μεγαλώσει τά έφτά αδέλ φια της σχεδόν ολομόναχη ». ί£ “^Οχι ολομόναχη. ΕΙχα βοήθεια — απατόν πάστορα, αχό τήν εκκλησία, άπο ένα σωρό καλούς άνθρώπους ». Α γνοώ ντας τή διάψευση ή Ρόζα ξαναμίλησε σ ’ έμένα: « Τή Μαγνόλια τή γνώρισα πρίν άπό έναν χρόνο περίπου, τυού ήμα σταν κι οί δυό πάλι στό νοσοκομείο, καί μιά φορά, άφοΰ πή ραμε κι οί δυό εξιτήριο, τήν πήρα Ινα όλόκληρο άπόγευμα καί κάναμε μ^ά βόλτα μέ τ ’ αύτοκίντ)τα - γύρω στό Πάλο Ά λτο , στό Στάνφορντ, στό Μένλο Πάρκ κι ^ ε ι τ α ανεβήκαμε στούς λόφους, Ή Μαγνόλια μέ ξεναγούσε, Μοΰ Ιδειχνε τά πάντα, δχι μόνο τά μέρη πού είναι τώρα σπουδαία άλλά καί τό πώ ς ήταν όλη αύτή ή περιοχή παλιότερα κι όλα τά πρ άγμ ατα πού συνέβησαν πρίν άπό τριάντα-σαράντα χρόνια σέ κάθε συγκε κριμένο μέρος. ’^Ηταν ή ώραιότερη βόλτα πού εχω κάνει πο τέ »,
« Πώς νιώθεις γ ι’αύτό πού εϊπε ή Ρόζα, Μαγνόλια;» 'Η Μ αγνόλια μαλάκωσε ξανά, « Καλό εΐναι, καλό είναι. Αύτό τό κοριτσάκι ξέρει πώ ς τ ’ α γ α π ά ω » . « Ε π ο μ ένω ς, Μαγνόλια )>, εΐπα, c( φαίνεται πώ ς παρά τΙς δυσκολίες, παρά τις αντιξοότητες πού εΐχαν συσσωρευτεί στό δρόμο σου, εγινες τελικά δασκάλα ! Και μάλιστα καλή δασκά λα ». Τώρα ή όμάδα είχε πάρει μπρός. Έ ρ ιξ α μιά τυερήφανη μα τιά στούς ειδικευόμενους. Τό τελευταίο μου σχόλιο —ένα ώραιότατο παράδειγμα άναπλαισίωσης—ήταν σκέτο κόσμημα. "Ή λπιζα νά τό εΐχαν άκούσει.
lo 6
Η ΜΑΝίΑ KAJ τ ο Ν Ο Η Μ Α Τ Η Ι ΖίΙΗΣ
Ή Μ αγνόλια πάντω ς τά άκουσε. "Έμοιαζε βαΒιά συγκινημένη κι εκλαψε γ ιά άρκετά λεπτά. Ot υπόλοιποι σεβαστήκα με τή σ τιγμή και καθίσαμε σέ μιά ευλαβική σιω πή. Άλλά τά επόμενα λόγια της μέ κλόνισαν* Προφανώς δέν τήν εΐχα άκούσει δσο προσεκτικά επρεπε. « Έ χ ε ις δίκιο^ γιατρέ. Έ χ ε ις δίκιο». Κ αΐ μετά πρόσθεσε: « ’Έ χ ε ις δίκιο άλλά καΐ δέν εχεις δίκιο, Έ γ ώ εΐχα ένα ονειρο. Ηθελα να γίνω δασκάλα, νά πληρώνομαι δσα πληρώνουνε τις δασκάλες, νά "χω πραγματικούς μαθητές, νά μέ φωνάζουνε Κυρία Κλαίυ. Α ύτό έννοώ », « Ν αί, Μ αγνόλια», έπέμεινε ή Ρ όζα, « δές δμως κι ολα αύτά πού Ικανές —σκέψου τόν Νταρνέλ και τά δεκαπέντε θετά παιδιά πού σέ φωνάζουνε μαμά ». «Α ύτό δέν εχει καμιά σχέση μ ^εκείνο πού ήθελα έγώ , μέ τά δνειρά μου >ϊ, εΐπε ή Μ αγνόλια, κι ή φωνή της εΐχε μιά οξύ τητα καί μιά δύναμη, « Ε ΐχα κι εγώ όνειρα, οπως εχουνε οί λευκοί. Κι οί μαΰροι Ιχουνε βνειρα 1 Κι απογοητεύτηκα τυάρα πολύ ά π ’τόν γάμο μου. ’Ή θελα εναν γάμο ττού να κρατήσει δλη μου τή ζωή^ καί τό μόνο πού κατάφερα ήτανε νά κρατή σει δεχατέσσερις μήνες. "Ήμουνα ανόητη. Διάλεξα λάθος άν τρα. Α ύτός προτιμούσε τό ποτό άττό μένα », « Μάρτυρας μου ό Θεός », συνέχισε γυρίζοντας πρός τό μ έ ρος μου, ίί ποτέ δέν ^χω π εΐ κακό γ ιά τόν άντρα μου - μέχρι σήμερα, έδώ σ ’ αύτή τή συνάντηση. Δέν θέλω ό Νταρνέλ νά άκούσει ποτέ κακή κουβέντα γιά τόν πατέρα του. ’Α λλά εχεις δίκιο, γιατρέ. Έ χ ε ις δίκιο. Έ χ ω παράπονα. Πολλά πράματα πού ήθελα, δέν τ ά ’κανα ποτέ. Π οτέ δέν Ικανα αύτδ πού ονει ρεύτηκα. ΕΙΐναι φορές πού νιώθω μεγάλη πίκρα Δάκρυα κυλοΰσαν στά μάγουλά της, καΐ την τάραζαν σ ιω πηλά αναφιλητά. Έ π ε ιτ α τράβηξε τό βλέμμα της ά π ^ ή ν ό μάδα, κοίταξε εξω ά π ’ τό παpάθupo κι άρχισε νά ξύνεται, στήν άρχή σιγά σιγά κι Ιπειτα μέ 6λο καί πιά βαθιές καί μα κριές χαρακιές, « Μ εγάλη πίκρα, μεγάλη πίκρα », έπανέλαβε. Έ νιω σ α δτι δέν ήξερα ποΰ βρίσκομαι. ’Ανησύχησα κι έγώ .
iiOUTHERN COMFORT
107
δπω ς ή Ρόζα. "Ήθελα να ξαναγυρίσει ή παλιά Μαγνόλια. ΚαΙ τό γδάρσίμό της μου ττροκαλουσε εκνευρισμό. Τ ί προστταθοί)σε νά δ ιώ ξ ε ι; Τ ά έντομα; *Η το γεγονός δτι ήταν μαύρη ; “Ή θελα νά τήν πιάσω άπατούς καρπούς καΐ ν ’άκινητοττοίήσω τά χέρια της, πριν κάνει τό δέρμα τη ς κομμάτια. "Έγινε μιά μεγάλη παύση κι έττειτα ε ΐπ ε : « Εΐναι κι (5£λλα πράματα πού θά μποροΰσα νά πώ , άλλά εΐναι πολύ προσω πι κά )>. Καταλάβαινα οτι ήταν έτοιμη. Δέν άμφέβαλλα δτι μέ τήν παραμικρή προτροπή θά μάς έλεγε τά πάντα. Γ ιά μάς δμ α ς τούς υπόλοιπους άρκοΰσε ώς έκεΐ ττού εΐχε προχωρήσει. Παραήτανε μεγάλη ή δόση. Τ ά αλαφιασμένα μάτια τής Ρόζας μου έλεγαν; « Σ ά ς παρακαλώ, σάς παρακαλώ, φτάνει! Σ τα ματήστε τη ν !» 'Αλλά καί γιά μένα ήτανε πάρα πολύ. Εΐχα ανοίξει τό καπάκι άλλά γιά π ρ ώ τη φορά δέν ήθελα νά δώ τί κρυβόταν άπό κάτω . *Έπειτα άπό δυό-τρία λετττά ή Μ αγνόλια σταμάτησε νά κλαίει καί νά ξύνεται. Σ ιγά σιγά τό χαμόγελό της ξαναγύρισε κι ή φωνή της μαλάκωσε. « Μ ετά σκέφτομαι δτι ό καλός Θεούλης έχει τούς λόγους του πού μάς έδωσε στόν καθέναν τό φορτίο του. Δέν θ ά ’τανε άλαζονικά νά προσπαθήσω έγώ να κατοίλάβω τούς δικούς του λόγους; )) Τ ά μέλη τής όμάδας σώπαιναν. Έ μ φ α νώ ς αμήχανα κοίτα ζαν άλλΰΰ, έξω ά π ’ τό παράθυρο —άκόμα κι ή Ντόροθυ. Έ γ ώ συνέχιζα νά προσπαθώ νά πείσω τόν έαυτό μου 0τι αύτό ή τα νε καλή ψυχοθεραπεία: ή Μ αγνόλια ήρθε άντιμέτω πη μέ με ρικούς ά π ’τούς δαίμονες της καί τώ ρα μοιάζει να βρίσκεται στά πρόθυρα σημαντικής θερατΐευτικής δουλειάς. Συγχρόνως δμως ένιωθα δτι τήν εΐχα βεβηλώσει* ’Ίσ ω ς καί τά υπόλοιπα μέλη νά ένιωθαν τό ϊδιο. Δέν μιλούσαν δμως. Μιά βαριά σιωττή πλάκωνε τήν όμάδα. Διαδοχικά διασταύρω σα τό βλέμμα μου μέ τά βλέμματα δλων τώ ν μελών καΐ σιωττηρά τούς προέτρεψα νά μιλήσουν. "Ίσως νά εΐχα υπερβάλει διαβάζοντας τή Μ αγνόλια ώς μητέρα-γή. ’Ίσ ω ς μόνο έγώ νά
lo 8
Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜ Α THE Z i l H I
εΐχα χάσει, ενα είδωλο. ’Aywvicrr/jxja νά διατυττώσΐο αύτή τήν αίσθηση της βεβήλωσης μέ λόγια, γιά να τήν κάνω χρή<τιμη γιά τήν όμάδα. Τ ίποτα δέν μ ο ΰ ’ρχόταν. Τό μυ<χλό μou σώτταινε xl αυτό. Π αραιτηθηχα ά π ’ τήν προσπάθεια καΐ συμβιϊά σ τη χα μ^ένα κουρασμένο χαΐ βεβιασμένο σχόλιο ποί> τό εΐχα ξανακάνει πολλές φορές στό ποιρελθόν σέ αμέτρητες συν αντήσεις όμ άδω ν: « Ή Μαγνόλια εΐπε πάρα τυολλά. Τί αισθή ματα άνακινουν τά λόγια της στόν καθέναν άπό σ α ς ; )> Σιχαινόμουν αύτο πού ^λεγα, σιχαινόμουν τήν κοινοτοπία του, τό πόσο μπανάλ ήταν άπό τεχνική άποψη. Νιώθοντας ντροπή γ ιά τόν έαυτό μου βούλιαξα στό κάθισμά μου. ’Ή ξερ α πώ ς άκριβώς θ ’άντιδροΰσαν τά μέλη της ομάδας καΐ περίμε να σκυθρωπός τίς στερεότυττες απαντήσεις τους: «Ν ιώ θ ω 6τι τώ ρα σέ γνω ρίζω πραγματικά, Μ αγνόλια». « Τ ώ ρ α αισθάνομαι ττολύ πιό κ.οντά σου». « Τώ ρα σέ βλέπω σάν άληθινό άνθρωπο ». Α κόμα κι ένας ειδικευόμενος άποτόλμησε μιά έξοδο άπό τον ρόλο του σιωττηλου τταρατηρηττ} καΐ παρενέβη στή συζή τηση : <ί Κι Ιγ ώ τό ϊδιο, Μαγνόλια. Σ έ βλέπω σάν ένα πλήρες ττρόσωπο, σάν έναν άνθρωπο μέ τον όποΐο μπορώ νά σ χετι στώ. Τ ώ ρα σέ νιώθω τρισδιάστατη». Ό χρόνος μας εΐχε τελειώσει. *Έπρεπε νά συνοψίσω κάπω ς τή συνεδρία καΐ διατύπωσα τήν προφανή καΐ υποχρεωτική ερ μηνεία: ίί Αοιπόν, Μαγνόλια, ή συνάντηση αύτή ήταν σκληρή άλλά πολύ πλούσια. Αύτό πού αντιλαμβάνομαι εΐναι δτι κάνα με ένα ξεκίνημα στό ζήτημα 0τι δέν μπορεϊς νά εκφράσεις τά παράπονά σου, δτι ϊσως νά νιώθεις πώ ς δέν έχεις τό dtxatojμα νά τά εκφράσεις. Ή δουλειά ττού έκανες σήμερα σ ’έκανε να νιώσεις δυσάρεστα, σημαίνει 0μω ς δτι τώ ρα ξεκινάει ή αληθινή πρόοδος, Τό θέμα εϊναι οτι μέσα σου έχεις πολύ π ό νο XI άν μπορέσεις νά μάθεις νά τόν εκφράζεις και νά τόν αντιμετω πίζεις άμίίσα, όπως έκανες σήμερα, τότε δέν θά έχεις άνάγκη νά τόν εκφράζεις μέ εμμεσονς τρόπους - γιά παρά δειγμα, μέ προβλήματα πού έχουν νά κάνουν μέ τό σπίτι σου.
SOUTHERN COMFORT
109
μέ τά ττόδια σου, ϊσως άκόμα καΐ μέ τις αισθήσεις πού ίχ α ς γιά τά έντομα ποί) περττατανε τυάνω σου »* Ή Μαγνόλια $έν άπάντησε, Μέ κοίταξε μόνο κατάματα, τά §ικά της μάτια άκόμα Ιτοιμ α να ξεχειλίσουν δάκρυα, « Καταλαβαίνεις τΐ έννοώ, Μ αγνόλια; » « Κατοιλαβαίνω, γιατρέ. Κ αταλαβαίνω πολύ καλά ». Σκού πισε τά μάτια της μ"ενα μικροσκοπικύ μαντίλι. ίίΛυτυαμαι πού κλαίω τόσο ττολύ. Δέν σας τό ’πα προηγουμένως, ίσως εττρεττε νά τό *χα ττει, άλλά αΰριο εΐναι η μέρα πού πέθανε ή μανούλα μου. Πέρσι τέτοια μ έρα». « Ξέρω πω ς νιώθεις, Μαγνόλια, έχασα κι έγώ τή μητέρα μου τόν περασμένο μήνα ». ’Απόρησα μέ τόν έαυτό μου. Κανονικά δέν θα μιλούσα τόσο προσωτηκά σ ’ έναν άσθενή πού δέν τόν ήξερα σχεδόν καθόλου. Ν ομίζω 6τι προσπαθούσα νά της δώσω κάτι. Ά λλά ή Μ αγ νόλια δέν εδειξε ν’ άντιλαμ[Χάνεται τό δώρο μου. Ή όμάδα άρ χισε νά διαλύεται. Οΐ πόρτες άνοιξαν, Οΐ νοσοκόμες μπήκαν γιά νά βοηθήσουν τούς άσθενεΐς να φυγουν. Παρακολούθησα τή Μαγνόλια νά ξύνεται, καθώς τήν έπαιρναν μέ τήν άναπηρική πολυθρόνα.
Σ τή συζήτηση πού άκολούθησε τή συνάντηση της ομάδας άττόλαυσα τού<; καρπούς τών κόπων μου- Οί ειδικευόμενοι ήταν 6λο εγκώμια. Πάνω ά π ’ ολα τούς εΐχε εντυπωσιάσει δεόντως τό γ ε γονός οτι τταρακολούθησαν πράγματα ν’ αναδύονται άττο κάτι πού έμοιαζε σάν ένα τίττοτα. Παρά τό άνετταρκές ύλικό και τό ελάχιστο κίνητρο τών άσθενών ή όμάδα εΐχε παραγάγει σημαν τική διάδραση: στό τέλος της συνάντησης κάποια μέλη πού προηγουμένως σχεδόν δέν εΐχαν κάν άντιληφθεϊ o n ύπηρχαν κι άλλοι άσθενεΐς στό τμήμα, εΐχαν άττοκτήσει σύνδεσμο κι εΐχαν νοιαστεί τό ένα γιά τό άλλο. 01 ειδικευόμενοι εΐχαν έττίσης εντυπωσιαστεί άπό τή δύναμη τής καταληκτικής ερμηνείας που εΐχα κάνει στή Μαγνόλια: ^τι άν ζητούσε ξεκάθαρα βοήθεια,
no
Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜ Α ΤΗΣ Ζ Ω Η Σ
αύτά αποδυνάμωνε τά συμπτώ ματά της πού δέν ήταν παρά συμβολικές, εμμεσες κραυγές γιά βοήθεια. Π ώ ς το κάνατΕ; άποροΰσαν* Σ τήν άρχή τής συνάντησης ή Μαγνόλια έμοιαζε τόσο αδιαπέραστη. Δέν ήταν δύσκολο, τούς εΐπα. Δέν εχει κανείς παρά νά βρει το σωστό κλειδί και τότε μπορεΐ ν’άνοιξει τήν πόρτα πού όδηγεΐ στόν πόνο τοΰ καθενός. Γ ιά τή Μ αγνόλια τό κλειδί αύτό ήταν ή έκκληση σέ μιά ά π ’ τις βαθύτερες άξίες της —στήν επιθυμία της νά υπηρετή σει τούς άλλους άνθρώπους. Π είθοντάς την δτι θά μπορούσε νά βοηθήσει τούς (ί^ ο υ ς , άν τούς έπέτρεπε νά βοηθήσουν έκείνη, εΐχα πολύ γρήγορα υπονομεύσει τήν αντίστασή της. Καθώς μιλούσαμε, έχω σε τό κεφάλι στό άνοιγμα τής πόρ τας ή Σάρα, ή προϊστάμενη, γ ιά νά μ ’ ευχαριστήσει πού εΐχα ^ρθει. «"Έκανες πάλι τά μαγικά σου, "Ίρβ. Θές νά δεις κάτι πού θά κάνει τήν καρδιά σου νά χα ρ εΐ; Πρίν φύγεις, ρίξε μιά ματιά στούς ασθενείς πού τρώνε τό μεσημεριανό τους καΐ Οά δεις τά κεφάλια τους νά γέρνουν τό ^να πρός τό άλλο. Καί τ£ έκανες στήν Ν τόροθυ; Τό πιστεύεις δτι κουβεντιάζει μέ τόν Μάρτιν καί τή Ρ ό ζ α ; » Τ ά λόγια της άντηχοϋσαν σ τ ’ αύτιά μου, τήν ώρα πού γυρ^ νούσα στό γραφείο μου μέ τό ποδήλατο* "Ήξερα ότι είχα κά θε λόγο νά είμαι ικανοποιημένος μέ τή δουλειά πού εΐχα κά νει τό πρω ί. Οί ειδικευόμενοι εΐχαν δίκιο: ήταν πραγμ ατικά μιά καλή συνάντηση -μ ιά καταπληκτική συνάντηση—, για τί όχι μόνο ένΟάρρυνε τά μέλη νά βελτιώσουν τις σχέσεις πού Ικαναν στή ζω ή τους, άλλά, όπως άττοδείκνυε καΐ ή περιγραφή τής Σάρας, τούς ενέπλεξε πολύ πιό ολοκληρωμένα σέ 0λες τις πλευρές του θεραπευτικού προγράμματος τού τμήματος. Τό κυριότερο ήταν δτι είχα δείξει π^ις δέν υπάρχει ασθενής ^ ρ ε τ ό ς ή άδειος - οΐίτε βαρετή ή άδεια όμάδα. Μέσα σέ κάθε άσθενή καΐ μέσα σέ κάθε κλινικό περιστατικό κρύβεται ή χρυ σαλλίδα ένός πλούσιου ανθρώπινου δράματος. Ή τέχνη της ψυ χοθεραπείας έγκειται στήν ενεργοποίηση αυτού του δράματος. Γ ιατί όμως αύτή ή καλή δουλειά μου έδινε τόσο λίγη
SOUTHERN COMFORT
111
προσωπική ικανοποίηση; ""Ενιωθα ενοχές - σάν νά είχα κάνΐΐ κώτΓΟία απάτη. Τά εγκώμια, ττοΐ> τόσο συχνά τά έπ^δί-ώκοο, έκείνη τήν ήμέρα δέν μ ’έκαναν νά νί,ώθω καλά. Οί έκτται,δευόμενο(. {ύπογείως παρακινημένοι άπό μένα τόν ϊδ ιο ) μοΰ απέ διδαν μεγάλη σοφία. Σ τά μάτια τους ήμουν ό θεραττευτής ποΐ) διατύπωνε « δυνατές )) έρμηνεΤες, πού « έκανε τά μαγικά του πού συντόνιζε τήν όμάδα μέ σίγουρο χέρι γνωρίζοντας άπί> πρίν τις άπαντήσεις. Έ γ ώ δμως ήξερα τήν αλήθεια: δτι στή διάρκεια τής συνάντησης εΐχα κολυμπήσει και αυτοσχεδιάσει αγρίως. Ε κπαιδευόμενοι καΐ άσθενεΐς μ 'έβ λ επ α ν σάν κάτι πού δέν ήμουν, σάν κάτι περισσότερο ά π ’αύτύ πού ήμουνοε, περισσότερο ά π ν ύ τ ό πού θά μπορούσα να εΐμαι. Συνειδητο ποίησα δτι ά π ’αύτη τήν άποψη είχαμε πολλά κοινά μέ τή Μαγνόλια, τήν άρχετυπική μητέρα-γή, ^Τπενθύμισα στον έαυτό μου τά « λ ίγο >νχΙ καλό». Ή δου λειά μου ήταν νά συντονίσω μια και μόνη συνάντηση τής ομά δας καΐ νά τήν κάνω δσο γίνεται πιο βοηθητική γιά οσο γίνε ται περισσότερα άπο τά μέλη της. Αύτά άκριβώς δέν έκανα; 'Έ κανα μιά αναδρομή στή συνεδρία άπά τήν οπτική γωνία τοΰ καθενός άπο τά πέντε μέλη. Μέ τάν Μάρτιν και τή Ρ όζα ; Ν αι, εΐχε γίνει καλή δουλειά, Γ ι’ αύτούς ήμουνα βέβαιος. Οι ατζέντες τους γιά τή συνάντη ση εΐχαν εκπληρωθεί σέ μεγάλο βαθμό: ή άποχαρδίωση τοΰ Μάρτιν καί ή πεποίθησή του δτι δέν εΐχε τίποτα αξιόλογο νά προσφέρει εΐχαν διαψευστει αποτελεσματικά. Ή πίστη τής Ρόζας δτι οποιοσδήποτε διαφορετικός άπό κείνην -δηλαδή οποιοσδήποτε μή άνορεξικός- θά τήν παρεξηγοΰσε καΐ θά προσπαθοΰσε νά τή χειριστεί, εΐχε έπίσης άνασχευαστεΐ. Ή Ντόροθυ κι ή Κάρολ; Παρόλο πού ήταν άδρανεις, φά νηκαν πάντω ς νά συνδέονται, "Ισως νά εΐχαν ώφεληθεΤ άπά αύτο πού λέμε « θεραττεία θεατή »: συχνά ενας άσθενής προε τοιμάζεται νά χάνει χαλή θεραττευτιχή δουλειά στο μέλλον παρακολουθώντας κάποιον άλλον νά δουλεύει αποτελεσματικά στήν ψυχοθεραπεία.
1ί ί
Η ΜΑΝΑ KAJ ΤΟ ΝΟΗΜ Α ΤΗΣ Ζ ΙΙΗ Σ
Ή Μ αγνόλια; Έ δ ώ ήταν το πρόβλημα, Τήν είχα βοηθή σει; ’^Ηταν ή Μ αγνόλια ικανή νά βοηθηθεΤ; Άττό τήν ενημέ ρωση ττού μοΰ εΐχε κάνει ή προϊσταμένη εΐχα μάθει 6 η δέν εΐχε άνταποκριθεΐ σέ μιά εύρεια ττοΕκιλία ψυχοτρόπων φαρμά κων καί οτι οί πάντες, άκόμα καί ή κοινωνική λειτουργός ττού τήν εΐχε άναλάβει έδώ καί πολλά χρόνια, εΐχαν άπο καιρύ π α ραιτηθεί ά π ’τήν προσπάθεια να τήν έμπλέξουν σέ όποιαδήπο τε έναισθητική ψυχοθεραπεία. Γ ια τί λοιπόν έγώ είχα αποφα σίσει νά κάνω άλλη μιά προσπάθεια; Τήν εΐχα βοηθήσει; Άμφέβαλλα, Παρόλο τυού οί ειδικευόμε νοι θεωρούσαν u ττολύ δυνατή » τήν τελική μου έρμτ^νεία, καί πραγματικά τά λόγια μου άκούγονταν ττολύ ισχυρά τήν ώρα ττού τά έλεγα, βαθιά μέσα μου ήξερα <5τι αύτό ήταν μιά έττΐφαση: στήν ττραγματικότητα ή ερμηνεία μου δέν εΐχε πολλές τιιθανότητες να ωφελήσει τή Μαγνόλια. Τ ά συμτττώματά της —ή άνεξ ή γ ι ^ παράλυση .τών ποδιών της, οι ψευδαισθήσεις εντόμων πού περπατούσαν στό δέρμα της* τό παροιλήρημα 6τι πίσω ά π ’ τά έντομα πού λυμαίνονταν τό στυίτι της ύττηρχε μιά συνω μοσία—ήταν ττολύ σοβαρά καί ξεττερνουσαν κατά πολύ τά ίρια στά όποια φτάνει ή ψυχοθεραπεία. Ά κόμα καί κάτω άττό τις τπ,ό ευνοϊκές συνθήρΐες -σ ε άττεριόριστο χρόνο καί μ^ Ιναν ίκανό θε ραττευτή- τό πιθανότερο ήταν δτι ή ψυχοθερ αττεία θά της πρόσφερε λίγα πράγματα. Κι έδώ δέν ύττηρχε οΰτε μιά ευνοϊκή συγ κυρία: ή Μαγνόλια δέν εΐχε χρήματα οΰτε άσφάλεια καί σίγου ρα τό νοσοκομείο θά τήν τταρέττεμπε σέ κάποιο υποτυπώδες γ η ροκομείο ^ JC^pW καμιά πιθανότητα νά της παρασχεθεί ττεραιτέρω ψυχοθεραττεία. Τό σκεπτικό μου ^τι ή ερμηνεία μου θά τήν προετοίμαζε γιά μελλοντική δουλειά ήταν σκέτη αυταπάτη, Μέ τΙς συνθήκες αύτές, πόσο <( δυνατή ΐ) ήταν τελικά ή ερμηνεία μ ο υ ; ΚαΙ δυνατή άπό ποιά ά π ο ψ η ; Μόνο μιά επίφ α ση δύναμης υπήρχε. Γ ιά τήν άκρίβεια, ή πειστική μου ρητόρική δέν άπευθυνόταν στίς δυνάμεις πού άλυσόδεναν τή Μ αγ νόλια άλλά στό άκροατήριο τών εκπαιδευόμενων μου. Ε ΐχε πέσει θύμα τής ματαιοθοξίας μου.
SOUTHERN COMFORT
113
Τώρα βρισκόμουνα τπ,ό κοντά στήν αλήθεια. Κι 6μως» ή ανη συχία μου έπέμενε. Στράφηκα στό έρώτημα, γ^ατί εΐχα δείξει τόσο έλλειμματι,κή κρίση. Ε ΐχα τυαραβεΐ Ιναν θεμελιώδη xiitvoνα τ ϊ^ ψυχοθερατυείας: μή στερείς άττό Ιναν άσβενή τις άμυνές του, άν δέν Ιχε^ς τίποτα καλύτερο νά τοΰ ττροσφέρεις στή θέση τους, ΚαΙ ττοιά δύναμη εύθυνόταν γ ιά τις ττράξείς μου; Γ ιατί ή Μαγνόλια εΐχε άττοκτήσει τόσο μεγάλη στρ-ασέα γιά μ ένα ; 'Τ ποπτεύθηκα δτι θά 'β ρισ κα τήν άπάντηση στό έρώ τημα αύτό στήν άντίδρασή μου στόν θάνατο της μητέρας μου. ’'Ε κ α να αλλη μιά άνασκόπηση της πορεέας τής συνάντησης. Π ότε άρχισαν τά πράγματα νά μ*έπηρεάζουν τόσο προσω πικά; Τ ή σ τιγμ ή πού πρω τοεϊδα τή Μ αγνόλια: εκείνο τό χαμόγελο, έκεϊνα τά μπράτσα της πού ήταν σάν μαξιλάρια,. Τ ά μττράτσα τ ^ μητέρας μου. Π ώ ς μέ τραβούσαν εκείνα τά μαλακά, ζυμαρένια μπράτσα 1 Π ώ ς ήθελα να μέ τυλίξουν και νά μέ π α ρηγορήσουν. Και πώ ς πάει έκεινο τό τραγούδι, τό τραγούδι της Τζούντυ Κόλλινς \ *^Εψαξα νά θυμηθώ τά λόγια. Ά ντι γιά τούς στίχους τοΰ τραγουδιοΰ δμως μοΰ ήρθε στόν νοΰ Ινα άπόγευμα πού τό εΐχα άττό πολύ καιρό ξεχάσει. Ό τα ν ήμουνα όκτώ-έννιά χρονών καΐ ζοΰσα στήν Ούώσινγκτον, τά άττογεύματα τοΰ Σαββάτου ττήγαινα συχνά μέ τό ποδήλατο γιά πίκ-νίκ μέ τόν φίλο μου τάν Ρότζερ σ ’ Ινα ττάρκο πού τό ελεγαν « Τ ό παλιό Σ πίτι του Σ τρατιώ τη». Μ ιά μέρα, άντί νά φτιάξου με χότ ντόγκ, άττοφασίσαμε νά κλέψουμε ένα ζωντανό κοτόττου λο άπό ένα σττίτι πού βρισκόταν στά δρια τοΰ ττάρκου, ν ’άνάψουμε μιά φωτιά σ ’ένα ηλιόλουστο ξέφωτο καΐ νά τό ψήσουμε. Π ρώ τα δμως επρεπε να γίνει ό φόνος - ή μύησή μου στήν τελετουργία του θανάτου. Ό Ρότζερ ττηρε τήν πρωτοβουλία και συνέτριψε τό θύμα μέ μιά τεράστια πέτρα. Γεμάτο αίμ α τα και μέ τό κεφάλι θρυμματισμένο εκείνο συνέχισε νά π α λεύει για τή ζωή του, Έ νιω σ α τρομερή φρίκη. Έ σ τρεψ α άλ λου τό πρόσωπο, δέν άντεχα νά τό βλέπω, τό κακόμοιρο πλά σμα, Τ ά πράγματα εΐχαν πάρει άσχημη τρ ο π ή /Ή θ ελ α νά κ ά νω κάτι και νά τά γυρίσω δλα π ίσ ω , σάν νά μήν εΐχαν γίνει.
1 14
Η ΜΑΝΑ KAJ TO ΝΟΗΜΑ THE ΖίϋΗΞ
Έ χ α σ α Im τόττου τό ενδιαφέρον μου νά φανώ ενήλικος. "Η θε λα τή μητέρα μου, 'Ή θελα νά πάίο σ πίτι νά χω θώ στην άγκαλιά της, "Ήθελα νά γυρίσω τόν χρόνο πίσω , νά τά σβήσω ΐίλα, νά ξαναρχίσω τή μέρα ά π ’ τήν άρχή* ’Α λλά §έν ύπήρχε ε π ι στροφή, καΐ τό μόνο πού μποροΰσα νά κάνω ήταν νά βλέπω τόν Ρότζερ νά πιάνει τό κοτόπουλο άπ* τό λιωμένο κεφάλι του καΐ νά τό στριφογυρίζει σάν σφύρα, ώσπου επιτέλους επαψε νά κινείται. Θά πρέπει νά τό ξεπουπουλιάσαμε, νά τό καθαρί σαμε, νά τό ττεράσαμε σέ κάποιου είδους σούβλα, Θά πρέπει νά τό ψήσαμε πάνω ά π ’ τη φω τιά και νά τό φάγαμε. *Ίσως και νά τό απολαύσαμε. Ό μ ω ς ενώ θυμαμαι μέ εξω πραγματική καθαρότητα πώ ς ευχόμουνα νά ξεγινόταν αύτή δλη ή κατα στροφή, δέν εχω κα μ ιά άνάμνηση γιά τό τΐ κάναμε στήν πραγματικότητα. Τώ ρα μέ αιχμαλώτισε ή άνάμνηση εκείνου τοΰ απογεύμα τος, καΐ άτυελευθερώθηκα ρω τώ ντας τόν έαυτό μου γιατί ν’ άναδυθεϊ τώρα, έπειτα άπό τόσο πολλές δεκαετίες πού κοιμόταν στήν πιό βαθιά αποθήκη, Τ ί συνέδεε τήν αίθουσα τής όμάδας, έδώ στό νοσοκομείο, και τις αναπηρικές της πολυθρόνες μέ τά γεγονότα πού έκτυλίχθηκαν τόσο πϊχλιά γύρω ά π ’ τη φω τιά σέ ένα δασύλλιο τοΰ πάρκου τοΰ « Παλιού Σ πιτιού τοΰ Σ τρ α τιώ τη »; ’Ίσ ω ς ή ιδέα δτι κι έκεϊ τό παρατράβηξα - 6πως τό π α ρατράβηξα και τώρα μέ τή Μ αγνόλια. "Ίσως ένας βαθύτερος φόβος γιά τή μή αναστρέψιμο τητα τοΰ χρόνου. ’Ίσ ω ς ή δια καής επιθυμία, ή λαχτάρα ν ά ’χα μιά μάνα νά μέ προστατέψει ά π ’ τά ώμά δεδομένα της ζωής καΐ τοΰ θανάτου. Ή γεύση πού μοΰ εΐχε αφήσει ή συνάντηση της όμάδας έξακολουθουσε νά εΐναι πικρή, τώ ρα δμως ένιωθα πιό κοντά στήν πηγή τ η ς : ήταν βέβαιο 5τι ή βαθιά μου επιθυμία γιά μ η τρική παρηγοριά, πού τήν εΐχε αναζωπυρώσει ό θάνατος τής μητέρας μου, συντονίστηκε πολύ ισχυρά μέ τήν εικόνα τής Μαγνόλιας ώς μητέρας-γης. Μ ήπως τής είχα άφαιρέσει αύτή τήν εικόνα, μήπω ς την εΐχα απομυθοποιήσει, μήπω ς εΐχα ακυ ρώσει τή δύναμή της πασχίζοντας νά καταστειλω τή δική μου
SOUTHERN COMFORT
tig
λαχτάρα γιά τταριτ^γοριά; Ά ρ χ ιζα ν τώ ρα νά μου έρχονται σιγά σιγά κομμάτια στίχω ν άτυό κεΐνο τό τραγούδι — τό τραγούδι της μ η τέρ α ς-γή ς: « άν γ ινό τα ν,.. νά μαζέψεις τ ις ττικρες σου καΐ νά τΙς δώ σεις δλες σ ’ έ μ έ ν α . θ ά φεύγαν άπό σ ένα ,., άσωτες σέ μ έ ν α ..,» Α νόητα, τταιδ(.άστικα λόγια. Μόνο ττολύ άμυδρά θυμόμουνα ττόσο απλόχερα άσφαλές καΐ ζεστό ήταν τό μέρος ΰπου κάττοτε μέ οδηγούσαν. Τώρα Sev λειτουργούσαν πιά. Προσπάθησα νά γυρίσω τό μυαλό μου πίσω σ'έκεΤνο τό μέρος, δπω ς ανοιγοκλείνω τά μ άτια μπροστά σέ μιά οπτική απάτη τοΰ Βαζαρελύ ή τοΰ Έ σ ε ρ , γ ιά νά επαναφέρω τήν εναλλακτική εικόνα —μάταια βμως. Μποροΰσα νά ζήσω χω ρίς αύτή τήν αυταπάτη; Ό λ η μου τή ζω ή ζητοΰσα παρηγοριά σέ διάφορες μορφές τής μητέραςγης. Τ ις ξανοίεΐδα τώρα νά παρελαύνουν μπροστά μου: τήν ετοιμοθάνατη μητέρα μου πού, άκόμα καΐ τή σ τιγμ ή πού έτϋχιρνε μέ κόπο τΙς τελευταίες της ανάσες, Ιγ ώ κάτι ήθελα άπό κείνην - δέν ξέρω τ ί. Τ Ις πολλές καΐ στοργικές μαΰρες καθαρί στριες τυού μέ κράτησαν στήν άγκαλιά τους ώς βρέφος καΐ ώς παιδί, και πού τά όνόματά τους εΐχαν σβηστεΐ έδώ και πολλά, χρόνια ά π ’τή μνήμη μου. Τήν αδελφή μου, πού ένώ κι έκείνη δέν εΤχε άγαττηθεΐ καλά^ μοΰ πρόσφερε μερικά ψίχουλα ά π ’τό δικό της πιάτο. Τϊ,ς βιαστικές δασκάλες ττού μέ ξεχώριζαν και μ ’ εγκωμίαζαν. Τήν πρώτη μου άναλύτρια πού καθόταν τρία ολόκληρα χρόνια μαζί μου άφοσιωμένη —καΐ σιωττηλή. Τώρα καταλάβαινα πιό καθαρά ττώς δλ’αύτά τά συναισθή ματα πας τά ονομάσουμε « άντιμεταβίβαση )>- άττέκλειαν τή δυνατότητα νά προσφέρω στή Μ αγνόλια θεραπευτική βοήθεια χω ρίς συγκρούσεις. Ά ν τήν εΐχα αφήσει στήν ησυχία της, άν εΐχα άφεθει νά μέ ζεστάνει κι έμένα ό ήλιος της, οπω ς έκανε ή Ρόζα* άν εΐχα συμβιβαστεί μέ μικρούς στόχους, τότε θά κ α ταμαρτυρούσα στόν έαυτό μου δτι χρησιμοποΐϊ)σα τήν άσθενή μου γιά δική μου άνακούφίίΐη. Τώ ρα εΐχα αμφισβητήσει τήν άμυντική της δομή καί πλέον καταμαρτυρούσα στόν έαυτό μου μιά μεγαλομανία και τό γεγονός δτι τή θυσίασα γιά χάρη μιάς
I l6
H ΜΑΝΑ KAl TO N O H M A ΤΗΣ ΖΏΗΣ
διδακτικής έτϋίδβιξης. Α ύτο ττού δέν μττόρεσα νιχ κάνο), ή Siv έκανα, ήηαν να βάλω δλα τά δικά μου συναισθήματα σέ π α ρένθεση καΐ νά ^χω μιά πρ α γμ α τική γνωριμία μέ τή Μ αγνό λια - τή Μαγνόλια μέ σάρκα καΐ οστά, δχι τήν εικόνα πού εΐχα εγώ έτηβάλ^ι πάνω της.
Τήν έττόμιενη ήμέρα ή Μαγνόλια πήρε εξιτήριο άπό τό νοσο κομεΤο καί έτυχε νά τή δώ νά ττεριμένει στόν διάδρομο* πλάι στό παράθυρο του φαρμακείου. Ά ν έξαιρέσουμε τό μικροσκοπικό καΐ λεπτεπίλετττο δαντελένιο σκουφάκι της καί τή γαλά ζια κεντητή κουβέρτα ( τό δώρο τη ς Ρ ό ζ α ς ) ττοό σκέπαζε τά πόδια της στήν αναπηρική ττολυθρόνα, εμοιαζε πολΐ> συνηθι σμένη - κουρασμένη, απεριποίητη, αξεχώ ριστη άπό τή μ α κριά γκρίζα σειρά τών ικετών πού εκτεινόταν μπροστά της καί πίσω της. Τής έγνεψα άλλά δέν μέ εΐδε, και συνέχισα τόν δρόμο μου, "Έπειτα άπό λίγα λεπτά τό ξανασκέφτηκα και γ ύ ρισα πίσω να τή βρώ. ”Η ταν άκόμα στό παράθυρο, εβαζε τά φάρμακα πού τής εΐχαν δώσει άπ^τό νοσοκομείο σ ’Ινα τριμ μένο κεντητό τσαντάκι πού άκουμποΰσε στά γόνατά της, Τήν παρακολούθησα, καθώ ς οδηγούσε τήν πολυθρόνα της στήν έξοδο. Έ κ ε ι σταμάτησε, άνοιξε τήν τσάντα της, ττηρε άπό μ έ σα ένα μαντιλάκι καΐ βγάζοντας τά χοντρά γυαλιά της σκούττισε μαλακά τά δάκρυα πού έτρεχαν στά μάγουλά της. Π ήγα κοντά της. « Καλημέρα, Μαγνόλια, Μέ θυμ ασ αι; » £( ‘Η φωνή σου μοΰ φαίνεται πολύ γνω στή », εΐπε ξαναφορώντας τά γυοιλιά της. α Γ ιά κάτσε μιά σ τιγμή νά σου ρίξω μιά μ α τ ιά » , Μέ κοίταξε καλά άνοιγοκλείνοντας δυό-τρεΤς φορές τά μάτια καί επειτα μου εσκασε ^να ζεστό χαμόγελο. « Κύριε Γιάλομ, βέβαια καί σας θυμαμαι. Ε υχαριστώ πού ήρθατε νά μέ δεΤτε. "Ήθελα νά σας μιλήσω, πιό προσωτπ,κά δηλαδή». Μοΰ εδειξε μιά καρέκλα στά βάθος τοΰ διαδρόμου. « ΈκεΤ κάτω βλέπω ένα κάθισμα γ ιά σας, Έ γ ώ κουβαλάω τό δικό μου μαζί μου. Μέ π α τε μέχρι έκεΤ;»
SOUTHERN COMFORT
i<7
O m v φτάσαμε >ct κφοΰ κάθισα xt έγώ , ή Μ αγνόλια ε ϊπ ε: (ί Μόνο θά πρέττει νά μή δώσετε σημασία στά δάκρυα μου. Σήμερα δέν μπορώ νά σταματήσω τα κλάματα »* Π ροσπαθώντας νά καταπνίξο> τόν αύξανόμενΰ φό(ϊο μου δτι ή συνεδρία της όμάδας εϊχε π ρ ά γμ α τι άποβεϊ καταστροφιχή γιά κείνην, εΐπα μ α λα κ ά : ΐί Μ αγνόλια, έχουν καμιά σχέ ση τά δάκρυα σου μέ τή συνάντηση τής όμάδας πού κάναμε χ θ ε ς ;» « Τ ής όμ ά δα ς; » Μέ κοίταξε μέ δυσπιστία. « Κύριε Γιά λομ, ξεχάσατε τί σας εΐπα στό τέλος της συνάντησης; Σήμε ρα εΐναι ή μέρα πού πέθανε ή μανούλα μου —πέρσι τέτοια μέ ρα α Ά , ναί, βέβαια. Μέ συγχω ρεϊς, σήμερα είμαι λίγο αργός. Μάλλον συμβαίνουν πολλά καΐ στή δική μου ζωή, Μ αγνόλια ιι. ‘Ανακουφισμένος, άλλαξα γρήγορα τα χύ τη τα επιβτρέφοντχς στά επαγγελματικό μου πρόσωπο. « Σοΰ λείτιει πολύ, ε ; » « Πολύ. ΚαΙ θυμασαι πού ή Ρ ό ζα εΐττε δτι ή μανούλα μου έφυγε δταν ήμουνα μικρή - κι εμφανίστηκε ετσι ξαφνικά μιά μέρα, έττειτα άπό δεκαπέντε χρόνια πού ελ ειπ ε;» <( Ό τ α ν δμως γύρισε, σέ φ ρόντισε; Σοΰ εδοκτε πολλή μη τρική παρττγοριά;» « Ή μάνα εΐναι μάνα. Μόνο μ ια τήν έχουμε. Νά σοΰ πώ , βέβαια, γιατρέ, ή μάνα μου δέν μέ φρόντισε καί πολύ ^ ό αντίθετο εγινε-, ενενήντα χρονών ήτανε δταν πέθανε, "Όχι, δέν εΐχε νά κάνει καθόλου μ^αύτύ - τά θέμα ήτανε δτι άπλώς ύπήρχε. Δέν ξ έ ρ ω ,,. νομίζω 6τι αντιπροσώπευε κάτι, κάτι πού τ ό 'χ α άνάγκη. Καταλαβαίνεις τί θέλω νά π ώ ;» « Κ αταλαβαίνω ά κ ρ φ ώ ς τί θέλεις νά π εις, Μ αγνόλια. Π ραγματικά καταλαβαίνω ». <( Μ πορεΐ νά μήν εΐναι δική μου δουλειά νά τό πώ , γιατρέ, άλλά μοϋ φαίνεται δτι εΐσαι κι έσύ σάν κι έμένα —σοΰ λείπει κι έσένα ή μανούλα σου. Κι οι γιατροί έχουν άνάγκη τΙς μανοΰλες τους, δπω ς κι οΐ μανοΰλες έχουν άνάγκη τις μανουλες τους )>.
118
H ΜΑΝΑ ΚΛΙ T O ΝΟΗΜΑ ΤΗ Σ Ζ ίίΗ Σ
δίκιο, Μαγνόλια* Έ χ ε ις ττολύ καλή Ικτη αίσθηση —δττως εϊπε ή Ρόζα, Ε ίπες βμ,ως δττ ήθελες νά μοΰ μιλήσεις η. « N at, αύτό πού εΐπα — αύτό ήτανε, δτι σοΰ λείπει ή μα-* νούλα σου. Αύτό ήτανε τό ένα, Kotl μετά, γ ιά τή συνάντηση τής όμάδας, *Ήθελα νά σ ’ εύχαριστήσω — αύτό μόνο. Πήρα πολλά άπ^ αύτή τή συνάντηση », « Μπορεϊς νά μοϋ πεϊς τί ττήρες ; » ί( ’Έ μ αθα yaStrt πού εΐναι επεΤγον, ’Έ μ αθα δτι τέλειωσα πιά μέ τό μεγάλω μα τών παιδιών. Τέλειω σα πιά - γιά π ά ν τ α ...» Ή φωνή της Ισβησε καΐ κοίταξε άλλου, στό βάθος του δια δρόμου. "ΕτιεΤγον; Γ ιά τιάντα; - τά απρόσμενα λόγια της μου προ κάλεσαν μεγάλο ενδιαφέρον. "Ήθελα νά συνεχίσω νά τής μ ι λάω καί απογοητεύτηκα πού τήν άκουσα νά λ έει; « Ά* νά, ερχεται ή Κ λώντια νά μέ π ά ρ ε ι». Ή Κλώντια έσπρωξε τή Μαγνόλια ώ ς τό φορτηγάκι πού θά τήν πήγαινε στό γηροκομείο, οπου τήν έστελνε τό νοσοκο μείο. Π ήγα μαζί τους ώ ς τή στροφή και παρακολούθησα τό άναβατόριο στό πισω μέρος τοΰ φορτηγού νά τή <ϊηκώνει μαζί μέ τήν πολυθρόνα της. « Γειά σου, κύριε Γ ιάλομ», εϊττε και μοΰ κούνησε τό χέρι. « Νά φροντίζεις τόν έαυτό σου ». Παράξενο, σκέφτηκα βλέποντας τό φορτηγάκι ν’άπομακρύνεται, παράξενο, έγώ , πού έχω αφιερώσει τή ζωή μου στό νά κατανοήσω τόν κόσμο τοΰ άλλου* νά μήν έχω καταλάβει ώς τώρα, ώς τή γνο ρ ιμ ία μου μέ τή Μαγνόλια, δτι οΐ άνθρω ποι τούς οποίους μετατρέπουμε σέ μύθο κατατρώ γονται άπό αύτόν τόν μύθο. Νιώθουν άπόγνωση. Πενθούν τόν θάνατο μιάς μητέρας. ’Α ναζητούν τό θειο. Κι αυτοί εξοργίζονται μέ τή ζω ή κι ισως έχουν άνάγκη τελικά ν^αύτοακρωτηριαστοΰν, γιά νά ξεμπερδέψουν μιά γιά πάντα μέ τήν προσφορά.
4 .
Έφτά μαθήματα θεραπείας πένθους γιά προχωρημένους
π
AJVE ΠΟΛΛΑ ΧΡΟΝΙΑ ποΐ> 6 ""Ερλ, ένίχς π α λιό ς >cal στενός
φίλος, μοΰ τηλεφώνϊ)σε γιά νά μοΰ ττεΓ δτι ot γιατροί εΐχοίν μόλις διαγνώσει δτι ό Τ ζά κ , έ καλύτερός του φίλος* έπασχε άπό έναν κακοήθη (5γκο <ττόν Ιγχέφαλο πού δέν σή κωνε χειρουργείο. Πρίν προλάβω νά τοΟ π ώ πόσο λυτταμαι» ε ΐπ ε : « Ά κου, 'Ίρβ, δέν σού τηλεφωνώ γιά μένα — γιά ιίίλλον σέ παίρνω. Θέλω μιά χάρη πού Ιχ ει πολύ μεγάλη σημασία γ[ά μένα, Μπορεις νά δεΤς τή γυναίκα τοΰ Τ ζάκ, τήν Ά ιρήν; "Ο Τ ζάκ θά πάει άπό άσχημο θάνατο —ϊσως τόν χειρότερο θάνα το πού μπορει νά σοΰ λάχει στή ζω ή. Ή Ά ιρήν εΐναι χειρουρ γός, πράγμα πού δέν βοηθάει καθόλου τήν κατά σ τα σ η : θά ξέ ρει πάρα πολλά καί θά *ναΐ τρομερά βασανιστικό γιά κείνην νά κάθεται αβοήθητη νά παρακολουθεί τόν καρκίνο νά τοΰ κατα τρώει τόν έγχέφαλο. Κι έπειτα θά μείνει μόνη της μέ μιά μι κρή κόρη κι ένα φορτωμένο ιατρεΤα. Τήν ιτεριμένει ένας σκέ τος εφιάλτης ». Ά κούγοντας τήν παράκληση τοΰ Έ ρ λ ήθελα νά βοηθήσω. "Ήθελα νά προσφέρω αύτό πού ζητούσε άπό μένα. ^Τπήρχαν δμως ορισμένα προβλήματα. Ή καλή ψυχοθεραπεία άπαιτεΐ ξεκάθαρα 6ρια* κι έγώ γνώ ριζα καΐ τόν Τ ζάκ καί τήν Άιρήν. "Οχι καλά, εϊναι άλήθεια, άλλά είχαμε βρεθεί μερικές φορές σέ τραπέζια στό σπίτι τοΰ Έ ρ λ . Μιά φορά εΐχα παρακολουθήσει μαζί μέ τόν Τ ζά κ έναν αγώνα στό πρω τάθλημα τοΰ Super Bowl και δυό-τρεΐς φορές είχαμε παίξει μαζί τέννις. Τ ά εΐπα ολ’ αύτά στόν Έ ρ λ καί χατέληξα: « Ό τ α ν βλέπεις σέ θεραπεία κάποιον πού τόν γνωρίζεις κοινωνικά, δέν ύτιάρχει 119
l a o _________________________________________Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ Ζ ί ί Η ΐ
περίπτω σ η νά μήν μπλεχτούν τά πράγματα. Ό καλύτερος τρόπος γ^ά να βοηθήσω, εϊναι νά βρώ τήν καλύτερη δυνατή παραπομπή —κάποιον πού δέν γνύαρίζει. τήν οικογένεια ». « Τό ήξ^ρα δτι αύτό θά πεϊς )>, άπάντησε ό "Έρλ,
ΕΦΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΠΕΝΘΟΥΣ ΓΙΑ ΠΡΟΧΩΡΗΜ ΕΝΟΥΣ
:a ι
βραχεΤες θεραπευτικές όμάδες τώ ν ο χτώ ατόμων, Ή έρευ\ητική μας όμάδα είχε παρακολουθήσει τήν πρόοδό τους γιά Ιναν χρόνο, εΐχε συλλέξει ένα βουνό πληροφορίες καΐ εΐχε δη μοσιεύσει άρκετά άρθρα σέ επισ τη μ ονικά περιοδικά. Εΐ)^α π εισ τεί βτι λίγοι άνθρωποι γνώ ριζαν περισσότερα άπό μένα γύρω άπό αύτό τό θέμα. Ώ ς σττεσιαλίστας του πένθους πώς μποροΰσα μέ καθαρή συνείδηση νά στερήσω τόν έαυτό μου άπό τήν *Αιρήν; Ε ξά λ λο υ εΐχε ττεϊ τΙς μαγικές λέξεις —δτι ήμουνα ό μόνος άρκετά έξυττνος γιά νά τήν άναλάβει. ΕΠχε συνδέσει τό ιδανικό βύσμα στήν πρίζα της ματαιοδοξίας μου.
Μάθημα Ιο: Το τιρώχο δνειρο Α ίγες μέρες αργότερα συναντήθηχα μαζί της γιά τήν πρώ τη μας συνεδρία. Θά σας π ώ εύθυς εξαρχής ή Ά ιρήν άποδεί χτηκε μιά ά π ’ τις πιό ένίϊίαφέρουσες, τις πι,ό εξυπνες, τις πιό πεισματάρες, τις πιό αγωνιώδεις, τις πιό ευαίσθητες, τις πιό αυταρχικές, τις πιό κομψές, τις πιό εργατικές^ τις πιό εφευ ρετικές, τΙς πιό αλύγιστες* τΙς πιό γενναίες, τις πιό γοητευτι κές, τΙς πιά περήφανες, τις πιο παγερές, τΙς πιό ρομαντικές και τις ταό εξοργιστικές γυναίκες πού γνώρισα ποτέ, Σ τά μισά τής πρώ της συνεδρίας περιέγραψε ^να όνειρο πού εΐχε δει τήν προηγούμενη ν ύ χ τ α : Έξακολονθω νά εΐμαι χ£ίρον{)γός, άλλά σνγχρόνως είμαι τελειόφοι τος τ^ς Α γγλικής Φιλολογίας. Γιά νά προετοιμαστώ γιά ^ α μάθη μα χρειάζεται να μελεττ^σα> όνο διαφορετικά κείμενα^ άρχαΐο κι σύγχρονο, πον καΐ τά 6ύο εχονν το ιδιο ονομα. Είμαι άπροετοί” β4>αστη γιά το σεμινάριο, γιατί δεν ^χιο διαβάσει κανένα άπ τά δνο. Κνρίιος dkf^ δχο^ διαβάσει το παλιό, τδ πρώτο κείμενο^ πον θά μέ είχε προετοιμάοει γιά το δεύτερο. « Τ ι άλλο θυμασαι, Α ιρ ή ν ;» τή ρώτησα μόλις σταμάτησε. « Αές ότι και τά δυό κείμενα εΐχαν τό ιδιο δνομα. Ξέρεις ποιό ήταν αύτό τό ονομα;» U*Α ναί, τό θυμάμαι καθαρά. Κ αι τά δυό βιβλία, και τό π α λιό και τό καινούργιο, εΐχαν τίτλο Ό Θάνατος τ'ής άθίυότΐ]τας », Ά κούγοντάς τη βυθίστηκα σέ μιά ονειροπόληση. Τό ονειρο
ΕΦΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ fciEPAllElAZ ΙΙΕΝ Θ Ο ΥΣ ΓΙΑ ΠΡΟΧΩΡΗΜ ΕΝΟΥΣ
123
αύτό ήταν καθαρό χρυΐϊάφι, ήταν αμβροσία γιά τά πνεύμα δώρο θεόσταλτο, Ό ,τ ι ονειρεύεται ϊίάθε ντετέ)ίτιβ της Ά ντα μ ο φ ή γιά τήν υπομονή, εξόφληση αμέτρητω ν μονότονων θεραπευτικών απαντοχών μέ άνεσταλμένους μηχανολόγους. ^Ηταν ένα δνειρο που θά ^ α ν ε άκομα και τον πιό ευερέθι στο, τον m o γκρινιάρη θεραπευτή να γουργουρίσει άπά εύχαρίστηση. Το ιδιο έκανα κι έγώ . Δύο κείμενα - ένα αρχαίο κι ^να νέο, Γούρ, γούρ. Τό άρχαΐο κείμενο ήταν άναγκαϊο γ ιά νά καταλάβει τά καινούργιο. Γούρ γούρρ. Κι ό τίτλος, V9 Θάνατος τής αθω ότητας, Γούρρρ, γούρρρ, γούρρρ. Δέν ήταν μόνο δτι τό δνειρο της Ά ιρήν υποσχόταν ίνα δίΛνοητικό κυνήγι θησαυρού πολύ ΰψηλοΰ επιπέδου, άλλά ήτΰίν καί τό τιρώτο ονειρο. Ά πό τό 1911 πού ό Φρόυντ άναφέρθη>ςε πρώ τη φορά σ ’ αύτό, μιά μυστηριακή αίγλη περιβάλλει τό αρ χικό δνειρο πού φέρνει ό άσθενής στήν ψυχανάλυση. Ό Φρόυντ πίστευε δτι αύτό τό πρώ το δνειρο εΐναι άνεπεξέργαστο καΐ έξαιρετικά άποκαλυττπκό, για τί στό ξεκίνημα οΐ ασθενείς εΐ ναι άκόμα άθώοι καί δέν έχουν προλάβει νά ύψώσουν τις άμυ νες τους, Ά ργότερα μέσα στή θεραττεία, οταν εχει γίνει φανερό δτι ό θεραπευτής διαθέτει πολύ έξασκημένες ικανότητες ερμη νείας τώ ν ονείρων, ο όνειροπλόκος πού κατοικεί στό άσυνείδητό μας άρχίζει νά γίνεται προσεκτικός, βρίσκεται σέ πλήρη επιφυλακή καί στό έξης φροντίζει νά κατασκευάζει όνειρα πιό σύνθετα καί πιά συσκοτιστικά, ’Ακολουθώντας τή σκέψη τοΰ Φρόυντ^ φανταζόμουν συχνά τόν όνειροπλόχο σάν ένα στρουμπουλό καί χαρω πό ανθρωπά κι πού ζεΐ γλυκιά ζω ή μέσα σ ’ ενα δάσος άπό δενδρίτες καί νευράξονες. Τήν ήμέρα κοιμάται, τή νύχτα δμω ς, ξαπλω μέ νος σ ’ ενα μαξιλάρι άπό συνάψεις πού ζουζουνίζουν, πίνει γλυ κό νέκταρ καί υφαίνει τεμπέλικα μέ τήν άνέμη του ονειρικές ακολουθίες γιά τάν σπιτονοικοκύρη πού τόν φιλοξενεί, Τ ή νύ™ χτα πριν ά π ’ τήν πρώ τη επίσκεψη στόν ψυχοθεραπευτή ό σ π ι τονοικοκύρης αύτός ά π οκοίμ ιέτα ι γεμ ά το ς συγκρουσιακές σκέψεις γ ιά τή θεραπεία πού έρ χετα ι, κι δπω ς συνήθως, τό
124
Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ Ν Ο Η Μ Α ΙΉ Σ ΖΩΗ Σ
ανθρωπάκι κάνει τή νυχτερινή δουλειά του ύφαίνοντας ανέμε λα τούς φόβους καί τΙς Ιλττίδες αύτές σ ’ ενα άπλό, διάφανο όνειρο. Τ ότε ^μω ς, πρός μεγάλη του ανησυχία, τό ανθρωπάκι αντιλαμβάνεται οτι ό θεραττευτηζ ερμήνευσε ΐτολύ επιδέξια τύ όνειρό του. Β γάζει μέ χάρη το καπέλο σ ’αύτόν τόν άξιο άντίποελο —τύν θεραπευτή πού έσπασε τόν ονειρικό του κώδικα—, άλλά άπό έκείνη τή σ τιγμή καί πέρα φροντίζει να θάβει τό νόημα τοΰ ονείρου όλοένα πιό βαθιά σέ μιά νυχτερινή μ ετα μ φίεση. Α νόητο παραμύθι. Τυπικός ανθρωπομορφισμός του δέκα^ του ένατου αιώνα. Τό ευρέως διαδεδομένο σφάλμα νά συγκε κριμενοποιούμε τις άφηρημένες νοητικές δομές τοΰ Φρόυντ σέ αυτόνομα δαιμόνια μέ δική τους βούληση. Μακάρι νά μήν τό πίστευα J Γ ιά πολλές δεκαετίες πολλοί θεωρούσαν τό πρώ το δνειρο ένα ντοκουμέντο άνυπολόγιστης άξίας πού αντιπροσωπεύει τή μετάφραση ολόκληρου τοΰ ττεριεχομένου της νεύροχτης στήν ονειρική γλώσσα, Ό Φρόυντ έφτασε μάλιστα στό σημείο νά εΐσηγηθεϊ δτι ή πλήρης ερμηνεία ένός αρχικού ονείρου θά συν έπιπτε μέ τήν ολοκλήρωση της ανάλυσης τοΰ άσθενοΰς, Τ ό πρώ το ονειρο της δικής μου ανάλυσης εΐναι σφηνωμένο στό μυαλό μου μέ δλη τή φρεσκάδα καί τή λεπτομέρεια καί τό συναίσθημα της ήμέρας πού τό ονειρεύτηκα, πριν άπό σα ράντα χρόνια, λίγο καιρό άφότου ξεκίνησα τήν ψυχιατρική μου ειδικότητα, Εΐμαι ξαπλωμένος στην έξεταστικ^ κλίνη ενός γιατρόν. Το σεντόνι τταραεΐναι μικρό γιά νά με σχετιάσει καλά. Βλέπω μιά νοσοκόμα νά μ πή γει μιά βελόνα στό τιόόι μον —στό· καλάμι. Ξαφνικά άκούγεται ενας έχρηχτιχός σνριστικός 9^χος και μαζί ενα κεΧάρνσμα — ΧΟ ΥΟ ΥΟ ΥΟ ΥΣΣΣ.
Τό κέντρο τοΰ ονείρου —τό δυνατό χονονονςςς— μοΰ ήταν άμέσως σαφές. Ό τ α ν ήμουνα τυαιδί μέ βασάνιζε μιά χρόνια
ΕΦΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ 0ΕΡΑΠΕ1ΑΙ ΠΕΝΘΟΥΣ ΓίΑ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟΥΣ
^«5
ιγμορίτιδα, και κάθε χειμώ να ή μητέρα μου μέ πήγαινε στ6ν Δρα Ν τέηβις, γιά να μου καθαρίσει καί να μου στραγγίξεϊ. τά ίγμόρεια. Με άηδίαζαν τά κίτρινα δόντια του καΐ τό ψαρίσ^ο μάτι του, πού μέ κοίταζε μέσα άπ* τό κέντρο τοΰ στρογγυλοΰ καθρέφτη πού ήταν στερεωμένος στό κεφάλι του, δπω ς συνή θιζαν νά φοράνε τότε οι ωτορινολαρυγγολόγοι. Κ αθώς μιά κάνουλα στό τρήμα τοΰ ιγμορείαυ μου, ένιωθα έναν οξύ πύνο κι επειτα άκουγα ενα εκκωφαντικό χούουουουςςςς, καθώς ό φυσιολογικός όρός πού μοΰ εκσφενδόνιζε μοϋ ξέπλενε τό ίγμόρειο. Κ οιτάζοντας τό παλλόμενο άτ)διαατικό πράγμα π?ιύ εβγαινε στό άνοξίδωτο νεφροειδές δοχεΤο, σκεφτόμουν μαζί μέ τό πύον καί τή βλέννα εΐχε χυθεϊ Ιξ ω κι ένα κομμά τι τοΰ εγκεφάλου μου. Ό π ω ς εΐχε υποστηρίξει 6 Φρόυντ, τό πρώ το μου δνειρο προοικονομοΰσε πολλά χρόνια αναλυτικής δουλειάς, σέ αλλε πάλληλα εττίττεδα: τούς φόβους μου ΰτι θά εκτεθώ, 6τι θά τρε λαθώ, δτι θά μοϋ κάνουν πλύση εγκεφάλου, δτι θά πάθαινα έναν σοβαρό τραυματισμό ( ξεφούσκ,ωμα) ένός μακριού καί στιβαροΰ μέρους του σώματός μου (πού στό δνειρο απεικονι ζόταν ώς οστό της κ νή μ η ς). Ό Φρόυντ καί πολλοί κατοπινοί άναλυτές έχουν προειδο ποιήσει οτι δέν εΐναι καλό να βουτάμε πολύ πρόωρα στη ση μασία τοϋ πρώτου ονείρου, για τί υπάρχει κίνδυνος ή πρώιμη ερμηνεία καί έπαφή μέ τό άσυνείδητο ύλικό νά κατακλύσουν τούς άσθενεΐς καί νά άκίνητοποιήσουν έντελώς τό όνειροπλόκο ανθρωπάκι μας. Κάτι τέτοιες νουθεσίες έγώ θεωρούσα δ η δέν στόχευαν τόσο στήν αύξηση τή ς άποτελεσματικότητας της θεραπείας, δσο στη στενοκέφαλη αυτοπροστασία τοϋ ψυχαναλυτικοϋ κλάδου, και πάντα άντιδροΰσα σ*αύτές. Ά πό τή δεκαετία τοΰ 1940 ώ ς τή δεκαετία τοΰ I960 κυριαρχοϋσε στή θεραπεία μιά προσέγγιση πολύ προσεκτική, « μή σπάσουμε τ ’ αυγά )>. Ή ακριβής, λεπτή διατύπωση τών παρεμβά<τεων άποτελοΰσε τό θέμα ατελείω τω ν δυσνόητων συ ζητήσεων μέσα στά ψυχαναλυτικά ινστιτούτα. Οι αρχάριοι
126
Η ΜΑΝΛ ΚΑΙ Τ Ο ΝΟΗΜΑ Τ Η Ι ΖΟΗΣ:
θεραπευτές βομβαρδίζονταν ά π ’τήν προπαγάνδα ΐίτι οί ερμη νείες etvat άναγκαΤο νά γίνονται τήν άπόλυτα ένδεί,χνυόμενϊ} χρονική σ τιγμή καΐ μέ εξαιρετικά προσεγμένη διατύπωση, xl ετσι, γεμάτοι δέος καί φόβο, νυχοπατοΐκταν προσεκτικά σ τή δtάpκε^α τής θεραττείας κατατΓνίγοντας τόν αυθορμητισμό τους - καΐ τήν άποτελεσματικάτητά τους. Έ γ ώ διαπίστωσα δτι Ινας τέτοιος φορμαλισμός ήταν άντι παραγωγικός, γιατί παρεμ πόδιζε τόν υπέρτερο στόχο πού ήταν ή εγκατάσταση μ ιας ένσυναισθητικής, αυθεντικής σχέσης μέ τόν άσθενή. Ή προ ειδοποίηση τοΰ Φρόυντ νά μή δουλεύεις πάνω στά δνειρα ώσπου νά εγκατασταθεί μιά στέρεη θερατ^υτική συμμαχία, μοΰ φαίνεται πώ ς κάνει μιά παράξενη αντιστροφή: το νά δου λεύεις μαζί μέ τον άσθενή πάνω σ ’ ένα δνειρο εΐναι ένας εξαι ρετικός τρόπος γιά νά χτίσεις τή θεραπευτική συμμαχία.
Γ ι’ αύτό κι έγώ βούτηξα κατευθείαν στό ονειρο τής Άιρήν. « Αέν είχες λοιπόν διαβάσει κανένα ά π ’ τά δύο κείμενα », άρχισα, « κ α ί ίόίως δέν εΐχες διαβάσει τό πα λιό», « Ναί, ναί, τό περίμενα δτι θά τδ ρωτούσατε αύτό. Φ υσι κά, δέν βγάζει νόημα, Τό ξέρω. Ά λλά ετσι άκριβώς ήταν στό δνειρο. Δέν εΐχα διαβάσει αύτό πού Ιπρεπε νά προετοιμάσω δέν εΐχα διαβάσει κανένα ά π ’ τά δύο κείμενα, άλλά ίόίως δέν εΐχα διαβάσει τό άρχαΐο». « ΈκεΤνο πού θά σέ προετοίμαζε γιά τά καινούργιο. Έ χ ε ις καμιά υποψία γιά τό νόημα αύτών τώ ν δύο κειμένων στή ζω ή σου;» « Δέν θά τήν έλεγα υποψία », άπάντησε ή Άιρήν. u Ξέρω άκριβώς τί σημαίνουν Περίμενα δτι θά συνέχιζε» άλλά έκείνη καθόταν σιωπηλή και κοίταζε έξω άπό τό παράθυρο. Δέν εΐχα άκόμα γνωρίσει τό έκνευριστικό της χαρακτηριστικό, νά μήν προσφέρεται πο τέ νά μοΰ άνακοινώσει τό συμπέρασμά της, άν δέν τής τό ζη τούσα ρητά.
ΕΦΤΑ ΜΑ€>ΗΜΑΤΑ ©Et^AllElAi; ΠΙΕΝΘΟΥΣ Ι'ΙΛ ΠΡΟΧηΡΗΜΕΝΟΥΧ
1S7
’Ενοχλημένος άφησα τη σιω πή νά. διαρκέσει ενα-δυό λ®πτά. Τελικά της Ικανα τή χάρη: « Και ή σημασία αύτών τών δύο κειμένων, Άιρήν, εΐναι - ττοιά ; w « Ό θάνατος τοΰ άδελφοΰ μου, οταν ήμουνα είκοσι χρονών, ήταν το άρχαΐο κείμενο, Κι 6 θάνατος τοΰ άντρα μου» πού πρόκειται να Ιρθει, εΐναι το σύγχρονο κείμενο». ίί Ε πομένω ς τό ονειρο μας λέει 6τι ίσως νά μήν μπορέσεις ν’ αντιμ ετω πίσ εις τον θάνατο τοΰ συζύγου σου, (ϊ>σπου νά μπορέσεις πρώ τα ν’άντιμετωττίσεις τόν θάνατο τοΰ άδελφοΰ σου ». <ί Τό κατάλαβες, Αύτό άκριβώς ». Ή εξέταση αύτοΰ τοΰ άρχικοΰ ονείρου προ οικονόμησε οχι μόνο τό περιεχόμενο τής θεραπείας άλλά καΐ τή διαδικασία της, δηλαδή τή φύση τής σχέσης θεραπευτή και θεραττευόμενης. Γιά, παράδειγμα, ή Α ιρήν μοϋ άπαντοΰσε πάντα καί σέ ^άθος. Δέν ύττηρχε περίπτω ση νά της κάνω μιά έρώτηση καΐ νά μήν πάρω μιά πρω τότυπη καί ττεριεκτική άπάντηση. Μή πω ς γνώριζε τούς τίτλους τώ ν δύο κειμένω ν; Βέβαια τούς γνώριζε. Μ ήπως εΐχε κάποιες υποψίας, για τί χρειαζόταν νά διαβάσει τό άρχαιο κείμενο, γιά νά καταλάβει το νέο \ Φυσι κά. "Ηξερε άκριβώς τΐ σήμαινε αύτό. Ά κόμα καί ερωτήσεις ρουτίνας Τ ί σκέφτεσαι γ ι ’ α ύ τό ; » ή (ί Ποΰ πηγαίνει τώρα ή σκέψη σου, Ά ιρ ή ν ; >»— απέδιδαν κάθε φορά, μέσα σέ ττέντε χρόνια θεραπείας, μιά πλούσια σοδειά. Πολλές φορές οΐ άτταντήσεις της μοΰ προκαλοϋσαν εκνευρισμό: παραήταν γρήγορες» παραήταν ακριβείς. Μοΰ Ιφερναν στόν νοΰ τή Μις Φέρνΰίλντ, τή δασκάλα μου στήν πέμτττη δημοτικοϋ, ττού ελεγε, ft Γ ιά ττροχώρα, "Ιρβιν», χτυπώ ντας μέ ανυπομονησία τό πόδι της στό πάτω μα καί μετρώντας τόν χρόνο, περιμένοντας νά στα ματήσω νά ονειροπολώ καί νά λύσω κι έγώ τήν άσκηση πού εΐχε δώσει στήν τάξη. Έ δ ιω ξ α τή ΜΙς Φέρναλντ άττ'τό μυαλό μου καί συνέχισα: α Καί Ή σημασία εχει γιά σένα "Ο θάνατος τή ς αθωότητας \ » ((Φαντάσου τί σήμαινε γιά μένα, μιά κοπέλα είκοσι χρο-
138
Η ΜΑΝΑ ΚΑί ΤΟ ΝΟΗΜΑ Τ Η Ι Ζ Ο Η Σ
νών, νά. χάσω σέ τροχαίο τάν άδεληρό μου πού ττεριμενα δτι θά μέ συντρόφευε σ ’ 6λη μου τή ζω ή. Τότε γνώρισα τον Τζάκ.. ΚαΙ φαντάσου τί σημαίνει τώ ρα πού εΐμαι ααρανταττέντε χρονών να χάσω κι αύτόν. Φαντάσου πώ ς εϊναι νά ζοΰν οΐ γ ο νεΤς μου στά εβδομήντα τους, ό αδελφός μου νά πεθανει κι ό άντρας μου νά πεθαίνει. Ό χρόνος εχει έξαρθρωθεΤ. Οΐ νέοι τυεθαίνουν π ρ ώ το ι». Ή Ά ιρήν μοΰ μίλησε γιά τήν ευτυχισμένη σχέση πού εΐχε με τον άδελφό της, τάν Ά λλεν, πού ήταν δυό χρόνια μιεγαλύτερός της. Σ τή διάρκεια της εφηβείας της ήταν ό προστάτης, ό Ιμττίστος, ό μέντορας πού ονειρεύεται κάθε κορίτσι. Κι εττειτα* μέσα σέ μιά σ τιγμή, μ ’ ενα στρίγκλισμα φρένων σέ έναν δρόμο της Βοστόνης ό Ά λλεν ήταν νεκρός. Μοΰ εΐπε πώ ς της τηλεφώνησε ή ’Α στυνομία, στο μικρά σ πίτι πού μοιραζόταν μέ τΙς συγκατοίκους της άπ* τά κολέγιο, πώ ς ή κάθε λετυτομέρεια εκείνης της ήμέρας εΐχε σφηνωθεί γ ιά πάντα στά μυαλό της. « Θυμαμαι τά π ά ν τ α : το τηλέφωνο πού χτυποΰσε στά κά τω πάτω μα, τό μπουρνούζι μου μέ τις σειρές σειρές ροζ καΐ άσπρες φουντίτσες, τάν ήχο πού έκαναν οΐ χνουδωτές παντό φλες μου τήν ώρα πού κατέβαινα τή σκάλα, γιά νά πάω στήν εσοχή πλάι στήν κουζίνα, δπου ήταν στερεωμένο στόν τοίχο το ττ^λέφωνο, τήν ξύλινη κουπαστή πού ήταν τόσο άπαλή μ έ σα στό χέρι μου. Θ υμαμαι ότι σκέφτηκα πώ ς τό ξύλο εΐχε εΐχε γίνει, τόσο άπαλό ά π ’ τούς φοιτητές τοΰ Χάρβαρντ και του Ράντκλιφ πού το εΐχαν γυαλίσει πρίν άπό μένα. Κι έτυει™ τα τή φωνή ένός άντρα, ενος ξένου πού προσπαθοΰσε ν’ άκούγετα ι συμπονετικός, τή σ τιγμ ή πού μοΰ ελεγε οτι ό Ά λλεν ήταν νεκρός, ’^Ωρες καθόμουν και κοιτούσα εξω ά π ’ τό ρα βδωτά τζάμ ι της εσοχής. Σάν νά βλέπω άκόμα μπροστά μου τούς σωρούς τοΰ βρόμικου χιονιοΰ πού έλαμπαν μέ τά χρώ ματα τής ίριδας στήν πλαϊνή μεριά τής αυλής ϊϊ. Σ ’ αύτό τό ονειρο μέ τά δύο κείμενα Ιπρόκειτο νά επιστρέ φουμε αμέτρητες φορές στή διάρκεια τής θεραπείας, όπως καί στή σημασία τοΰ θανάτου τήζ αθω ότητας, Ό χαμός του άδελ-
ΕΦΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΠΕΝΘΟΥΣ Π Α ΠΡΟΧΟΡΗΜΕΝΟΥΣ
120
φοΰ της τή σημάδεψε γι,ά δλη της τή ζωή. Ό θάνατος διέλυ σε γιά πάντα τήν άθωότητά της, O t μύθοι τής παιδικής ήλι^ κίας }^άθηκαν: δτι ό κόσμος εΐναι δίκαιος καί προβλέψιμος, ίτ ι υπάρχει μιά φιλάνθρωπη θεόττ)τα, 6tc υπάρχει μιά φυσική τά ξη στά πράγματα, δτι οΐ γονείς σέ προστατεύουν, 6τι τό σ π ί τι σοΰ παρέχει ασφάλεια. Μόνη και απροστάτευτη μπροστά στις ιδιοτροπίες της ύπαρξης, ή Ά ιρήν αγω νίστηκε νά κα τα κτήσει τήν ασφάλεια. Π ίστευε δτι 6 Ά λλεν ϊσως νά ζοΰσε, άν εΐχε τή σωστή ιατρική άντιμετώ πιση στά επείγοντα. Ά ρ χισ ε νά τής γνέφει ή ιατρική — της πρόσφερε τή μόνη ελπίδα δτι μπορεΤ κανείς νά κυριαρχήσει στόν θάνατο. "^Ετσι στήν κτ^δεία του Ά λλεν αποφάσισε ξαφνικά νά κάνει αίτηση στήν Ια τρ ικ ή σχολή και νά γίνει χειρουργός. Μ ιά άλλη άτυόφαση πού πήρε στήν άγρυττνία τοΟ Ά λλεν έπράκειτο νά έττηρεάσει ττάρα πολύ τή δουλειά μας στή θεραπεία. «Β ρή κα εναν τρόπο γιά ν’άποφύγω να ξαναπληγω θώ : άν δέν άφηνα κΛνέναν νά γίνει σημαντικός γ ιά μένα, 5έν θά ξα ναζούσα ποτέ μιά τέτοια απώλεια >ι. « Καί πώ ς εφάρμοσες τήν απόφαση αύτή στή ζωή σ ο υ ; » « Γιά τά επόμενα δέκα χρόνια δέν δημιούργησα δεσμεύ’ σεις, δέν ττηρα κανένα ρίσκο. Γνώρισα πολλούς άντρες, άλλα πάντα διέκοπτα νωρίς τή σχέση - πρίν άρχίσουν να έχουν σο βαρές προθέσεις καί πρίν νιώσω έγ ώ κάτι γ ι ’αύτούς ». « ’Έ π ειτα δμως κάτι άλλαξε. Παντρεύτηκες. Αύτό πώ ς συν έβη ; » « Τ ό ν Τ ζά κ τόν ξέρω ά π ’ τήν τετάρτη δημοτικού, καί δέν ξέρω γιατί* πάντα σκεφτόμουνα δτι αύτος θά εΐναι ό άντρας της ζω ής μου, Ά κόμα κι δταν εξαφανίστηκε ά π 'τ ή ζω ή μου καΐ παντρεύτηκε μιά άλλη γυναίκα, εγώ ήξερα δτι θά ξαναγυρίσει, Ό αδελφός μου τόν γνώ ριζε καί τόν εκτιμούσε. Θά μποροΰσε ϊσω ς νά πεΤ >ιανεις δτι 6 αδελφός μου εΐχε δώσει στόν Τ ζά κ τό χρίσμα », « Δηλαδή τό γεγονός δτι ό Ά λλεν αποδεχόταν τόν Τ ζά κ σου έττέτρεψε νά πάρεις τό ρίσκο νά πα ντρευτείς; »
130
Η Μ Α Ν Α ΚΑΙ Τ Ο N O U M A Τ Η Σ Ζ Ω Ι ίΣ
« Δ έν 9)χαν τόσο άπλό. Μου πήρε πάρα πολύ καιρό, άρνιόμ.ουν νά τόν παντρευτώ, ώσπου μου ύποσχέθτ 3κε δτι δέν θά πεθάνει νέος, πρίν άπό μένα ». Ε κ τίμ η σ α τήν ειρωνεία της καΐ σήκωσα χαμογελαστός τά μάτια γιά νά συναντήσω τό δικό της χαμόγελο. Χ αμόγελο δμως δέν ύπήρχε. Δ έν εΐχε άστειευτει. Μιλούσε άπολύτως σο βαρά. Ί'ό ιδιο σενάριο θά ξετυλιγόταν ξανά καΐ ξανά στή διάρκεια τής συνεργασίας μας. Έ γ ώ ήμουν έκεΐνος πού είχε προσδιορι στεί ώς ή φωνή τής λογικής. Κι έπεφτα πολλές φορές στήν παγίδα: τής ύποδείκνυα τόν παραλογισμό της, επιχειρηματο λογούσα, έκανα έκκληση στή δική της λογική, προσπαθούσα ν ’ απευθυνθώ στήν ακριβή καΐ έτηστημονικά ακονισμένη σκέ ψη της. Τό άποτέλεσμα δμως ήταν πάντα τό ιδιο: ή Άιρήν δέν ξεκουνιόταν ούτε ένα εκατοστό. Δ έν έγκατέλειπε ποτέ τή θέ ση της. Κι έγώ δέν συνήθισα ποτέ τή διπλή της φύση, τήν εξαιρετική της διαύγεια πού τήν πλαγιοκοπουσε ένας έξωφρενικός παραλογισμός.
Μάθημα δεύτερο:
τοίχος με τά πτώματα
Ά ν τό αρχικό ονεψο ττης Ά ιρήν τυρό οικονομούσε τή φύση τής μελλοντικής μας σχέσης^ ενα ονεψο τυού εΐδε τόν δεύτερο χρό νο τής θεραπείας έκανε τό αντίθετο - ήταν μια αχτίδα φωτός τυού κατευθυνάταν πρός τά πίσω καΐ φώ τιζε τό μονοπάτι πού εϊχαμε ήδη ταξιδέψει μαζί. Ε ΐμαι σ'α ντο εδώ τό γραφείο^ α,ντή τή ν πολυθρόνα.. Άλλ,ά σ τή μ έ ση τον δω ματίου άνάμεσά μας υπάρχει ενας παράξενος τοίχος. Σ τήν άρχή dkv μπορώ νά τόν δώ καθαρά. Είναι ακανόνιστος, μ έ πολλές σχισμές και εξογκώματα.. Βλέπο^ μικρό κομμάτι ΰψασμα, κόκ κινο καρό, ’^Επειτα ξεχιορίζα* ενα χέρι. Έ π ε ιτα ενα πόδι κι ενα γό νατο. Τώρα ξέρω τ ί εΐναι — εΐναι ενας τοίχος άπό π τώ μ α τα στοι βαγμένα τό ^ α πάνω στ’ άλλο,
ί< Κ αι τί συναίσθημα έχεις στό ονειρο, Ά ιρ ή ν ;» Σχεδόν πάντα αύτή εΐναι ή π ρ ώ τη μου έρώτηση. Τό συναίσθημα πού επικρατεί σ ’ ενα ονειρο τις περισσότερες φορές όδηγεΐ στόν τΛιρήνα τής σημασίας του,
«Δυσάρεστο, φάβος. Τό πιό έντονο συναίσθημα τό εΐχα στήν άρχή - μόλις εϊδα τόν τοίχο κι ένιωσα σάν χαμένη. Μό νη, χαμένη —τρομαγμένη». « Μίλησε μου γιά τόν τοίχο ». ((Τώ ρα πού τό περιγράφω άκούγεται άνατριχιαστικό - σάν ένας σωρός άπό π τώ μ α τα στό Ά ο υ σ β ιτς. Κι εκείνο τό κομ μάτι κόκκινο καρώ ΰφασμα - τό ξέρω τό σχέδιο, ήταν οι τπ.ζάμες πού φοροΰσε ό Τ ζά κ τή νύχτα πού πέθανε. Κι δμως κατά περίεργο τρόπο 6 το ίχο ς δέν εΐναι άνα τριχια σ τικός, 13Α
133
Η ΜΑΝΛ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜ Α ΤΗΣ ΖΩΗΣ
άπλώ ς βρίσκεται έκεΤ, clvoct κάττ ττού τό εξετάζω καΐ τό μ ε λετάω, *Ίσως μάλιστα νά έχει καταπραόνεί κάπω ς τόν φόβο μου ». «"Ε νας τοίχος άπό τΐτώματα άνάμεσά μας - γ ι ’ αύτό τί σκέφτεσαι, Ά φ ή ν ;» « ’Εδώ δέν υπάρχει μυστήριο. Κανένα μυστήριο δέν υπάρ χει σ ’ όλόκληρο τό Svetpo. Λέει άπλώ ς πώ ς Ινιω θα 6λο αύτό τό διάστημα. Τό όνειρο λέει δτι έξαιτίας δλων αυτών τών νε κρών σωμάτων, δλων αύτών τώ ν θανάτων* δέν μπορεϊς νά μέ δεις σ τ ’ αλήθεια, Είναι κάτι πού έσύ Sev μπορεΤς νά τό φαν ταστείς. Έ σ ένα δέν σοΰ εχει συμβεΐ ποτέ τίπ οτα I Δεν Ιζησες καμιά τραγωδία στή ζω ή σου». Οΐ απώλειες εΐχαν αύξηθεΤ στή ζωή της* Π ρώ τα ό αδελ φός της. "Επειτα ό άντρας της πού πέθανε στό τέλος του πρώ του χρόνου τής θεραπείας μας. Λ ίγους μήνες άργότερα ό π α τέρας της διαγνώστηκε μέ προχωρημένο καρκίνο τοΟ προστά τη, καί πολύ σύντομα άκολούθησε ή καταβύθιση της μητέρας της στή νόσο τοΰ Ά λτσχάιμερ. Κι επειτα, μόλις φαινόταν νά αρχίζει νά προχω ρεί στή θεραπεία, ό βαφτισιμιός της “τό μο ναδικό παιδί τής ξαδέλφης της, μέ τήν οποία συνδεόταν πολύ στενά άπό τότε πού γεννήθηκε-, ένα παιδί είκοσι χρονών, π ν ί γηκε σ ’ Ινα ναυτικό δυστύχημα. Μέσα στήν πίκρα της καΐ στήν άπόγνοκτή της γ ι ’ αύτή τήν τελευταία απώλεια ήταν πού ονειρεύτηκε τόν τοΤχο μέ τά πτώ μ ατα. « Συνέχισε, Λιρήν. Σ ’ ακούω». ίί Έννοώ* πώ ς νά μπορέσεις νά μέ καταλάβεις; Ή δική σου ζω ή εΐναι εξω πραγματική —ζεστή, ήρεμη, αθώα. Σαν αύτό τό γραφεΤο». Έ δ ειξ ε τις παραφορτωμένες βιβλιοθήκες πίσω της καΐ τήν κατακόκκινη γιαπω νέζικη σημύδα πού λαμποκοπούσε έξω α π ’^τό παράθυρο, ((Τό μόνο πού λείττει εΐναι μερικά μα^ ξιλαρια, ένα τζάκι και μιά ώραία φωτιά, Ή οικογένειά σου σέ περιβάλλει - ζεΐτε δλοι στήν ϊδια πόλη. Έ ν α ς άρρηκτος οικο γενειακός κύκλος. Τί μπορεΐ νά ξέρεις πραγματικά γιά τήν απώ λεια; Ν ομίζεις δτι έσύ θά τήν αντιμετώ πιζες καλύτερα;
ΕΦΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ Π ΕΝ Θ Ο ΥΣ ΓΙΑ 1ΙΡΟΧΩΡΚΜ ΕΝΟΥΣ
133
Kt άν αύτή τή σ τιγμή ττέθαινε ή γυναίκα σου ή ένα ά π ’τά παιδιά σ ο υ ; Τ£ θά ’κ ά ν ες; Ά κόμ α κι αύτό τά αυτάρεσκο ριγέ πουκάμισο πού φοράς - κι αύτό τό μισώ . Κάθε φορά πού τό φοράς, ανατριχιάζω . Μίσώ αύτό πού λέει I » « Τ ί λ έ ε ι; » if Λ έει, “ δλα μου τά προβλήματα εΐναι λυμένα. Μίλτι;σέ μου γιά τά δικά σου ». « Έ χ ε ις ξαναψι,ιλήσει γ ι ’ αύτά τ ά συναισθήματα, Σήμερα δμως έχουν πολύ μεγάλη ^νταστ). Γ ια τί τώ ρα; Κι αύτό τό δνειρο, για τί τό εΐδες τώ ρ α ; » ((Σου εΐπα δτι θά μιλούσα μέ τόν ’Έ ρ ικ και χθες τό βράδυ φάγαμ£ μαζί )>. « Κ α ΐ; >ϊ Τήν παρότρυνα, επειτα άπό άλλη μιά άπό έκεΤνες τις έκνευριστικές της παύσεις πού υπονοούσαν δτι θ ά ’πρεπε νά είμαι σέ θέση νά κάνω τή σύνδεση άνάμεσα στόν Έ ρ ικ καΐ στό δνειρο. Τόν άντρα αύτόν τόν είχζ αναφέρει μόνο μιά φορά* λέγοντας δτι εΐχε χάσει τή γυναίκα του πρίν άπό ^έκα χρόνια κι δτι τόν εΐχε γνωρίσει σέ μιά διάλεξη γ ιά τό πένθος. CCΚι επιβεβαίωσε 6λα δσα σοΰ λέω κι εγώ . Λέει δτι κάνεις τρομερό λάθος πού νομίζεις δτι θά ξεπεράσω τόν θάνατο τοΰ Τ ζάκ, ΕΙΐναι κάτι πού δέν ξεπερνιέται* Γϊού ποτε δέν τελειώ νει, Ό Έ ρ ικ Ιχει μιά καινούργια σύζυγο καί μιά κόρη πέντε χρονών, άλλά ή πλτ^γή του άκόμα ματώ νει. Μιλάει κάθε μέρα μέ τήν πεθαμένη γυναίκα του. Α ύτός μέ καταλαβαίνει. Και τώρα π ιά εΐμαι βέβαιη δτι μόνο οι άνθρωποι πού Ιχουν περάσει τά ιδια μπορούν νά καταλάβουν, "Τπάρχει μιά σιωπηρή υπόγεια κοινωνία -») « *Τπόγεια κοινω νία; » τή διέκοψα. « Α νθρώ πω ν πού ξέρουν π ρ α γμ α τικ ά τί σημαίνει - δλοι δσοι έπέζησαν, δλοι δσοι πενθουν. Έ σ ύ δλο αύτό τό διάστημα μέ προτρέπεις ν’ άττοκολληθώ ά π ’ τόν Τ ζάκ, νά στραφώ πρός τή ζωή, νά κάνω μιά καινούργια ερ6ατική σχέση —κι αύτά δλα εΐναι λάθος. "Ενα αυτάρεσκο λάθος πού τό κάνουν δλοι οΐ άν θρωποι ττού δέν έχασαν ποτέ κανέναν, δπως έσύ ».
134
Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜ Α ΤΗΣ ΖΩΗ Σ
«Δ ηλαδή μόνο οσοι έχουν πενθήσει μπορούν νά θεραπεύ σουν οσους ττενθοΰν;» « Κάποιος πού νά ’χει περάσει τά ίδια ». « Αύτο τ ’ άκούω ά π ’ τή μέρα πού ξεκίνησα αύτή τή δου λ ειά ! » ξέσπασα. « Δηλαδή μόνο αλκοολικοί μποροΰν νά θεραττεύσουν αλκοολικούς; ’*Η εθισμένοι εθισμένους; Μ ήπως πρέτυει ν ά ’χεις διαταραχή διατροφήςj γ ιά νά βλέπεις άνθρώπους μέ ανορεξία, ή νά ^χεις κατάθλιψη ή μανία γιά νά θεραπεύσεις τΙς συναισθηματικές δια τα ρ α χές; Και άρα πρέπει νά είσαι σχιζοφρενής γιά νά βλέττεις σχιζοφ ρενείς;» Ή Ά ιρήν ήξερε νά μοΰ πατάει τον κάλο. Ε ϊχε απίστευτο ταλέντο στύ νά εντοπίζει καΐ νά βάζει στο στόχαστρο όλα τά πράγματα πού μέ εξόργιζαν. (ΐ "Όχι βέβαια, δέν χρειάζεται I » άντεπιτέθηκε. « Στό Ράντχλιφ ήμουν ή αρχηγός τής όμάδας ρητορικής τοΰ Ιΐανεπιστημ£ου καί τήν ξέρω αύτή τή στρατηγική - reductio ad absurdum ! "Έτσι πάντω ς δέν πρόκειται νά μέ πείσεις* Παραδέξου το, τό ξέρεις βτι ισχύει αύτό πού λ^ω », « Ό χ ι . Διαφωνώ. Π αραβλέπεις εντελώς τήν εκπαίδευση τών θεραπευτών! Ή εκπαίδευση αντό σοΰ εξασφαλίζει στή δική μας δουλειά: ν ’αποκτήσεις εύαισθησία, ενσυναίσθηση νά εΐσαι σέ θέση νά μττεΐς στόν κόσμο τοΰ άλλου, νά βιώσεις αύτό πού βιώνει ό άσθενής ». Ε ΐχα πραγματικά νευριάσει. Κι εΐχα μάθει να μήν τό συγκρατώ. Μέ τήν Ά ιρήν δουλεύαμε πολύ καλύτερα, όταν άφηνα ελεύθερα τά συναισθήματά μου. Έ κ είνη ερχόταν στό γραφεΤο μου τόσο καταθλιπτική, πού δέν μποροΰσε σχεδόν νά μιλήσει. Μόλις δμως αρχίζαμε νά συγκρουόμαστε γιά κάτι, άμέσως ζων τάνευε. ΚαΙ συνειδητοποιώ δτι σ ’αύτό τό σημείο άναλάμβανα τόν ρόλο τοΰ Τ ζάκ. Ό Τ ζάκ ήταν ό μόνος άνθρωπος πού τής αντιμιλούσε. Ή παγερή της συμπεριφορά τττοοΰσε τούς άν θρώπους ( οι ειδικευόμενοί της τήν άποκαλοΰσαν « ή Βασίλισ σα » ), ό Τ ζάκ όμως ποτέ δέν υποχωρούσε μπροστά της. Ή Ά ι ρήν μου ’χε πεΤ 0τι ποτέ του δέν εμτταινε στόν κόπο νά κρύψει
ΕΦΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ Π ΕΝ Θ Ο ΥΣ ΓΙΑ ΠΡΟΧΙίΡΗΜ ΕΝΟΥΣ
135
τά συναισθήματα του κι οτι συχνά: Ιβγαινε άιτ’ τό δωμάτιο μουρμουρίζοντας, « Δέν ^χω χρόνο γιά τέτοιες αηδίες », Δέν μέ νευρίαζε μόνο ή επιμονή της 5τι αποκλειστικά οΐ θεραπευτές πού ^χουν χάσει χάποιον άνθρωπό τους μποροΰν νά θερατυεύσουν άσθενεΐς σέ πένθος, άλλά εΐχα θυμώσει και μέ τόν *Έριχ πού ενίσχυε τήν άποψή της o tl τό πένθος δέν τελ ϊΐ’ ώνει ποτέ. Α ύτή ή ι5έα ήταν μέρος μιας διαρκούς έπιχειρη*ματολογίας άνάμεσά μας. Έ γ ώ ύποστήριζα μιά στέρεη καί καλά τεκμηριωμένη θέση, δτι δτ)λαδή ή λειτουργία τοΰ πέν θους συνίσταται στή σταδιακή αποκόλληση τοΰ ατόμου άπό τόν άνθρωπο πού πέθανε καί στή μετατόπιση τής ένέργειάς του πρός άλλους άνθρώπους- Ό πρώ τος πού επεξεργάστηκε αυτόν τόν τρόπο έρμηνείας τοΰ πένθους ήταν ό Φρόυντ τό 1915 στό Πενβος και μ ελα γχολία , κι άπό τότε ή προσέγγιση αύτή εχει τεκμηριω θεί άπό τήν κλινική παρατήρηση και τήν έμττειρική έρευνα. Σ τή δική μου έρευνα, πού είχε όλοκληρωθεΐ άμέσως πρίν άναλάβω τό περιστατικό της Α ιρήν, 6λοι ανεξαιρέτως οί χήροί και οί χήρες πού μελέτησα προοδευτικά άποκολλήθηκαν άπό τόν νεκρό σύζυγο καί έπανεπένδυσαν σέ κάτι ή σε κάποιον άλ λον* Κι αύτό ί'σχυε άκόμα καί γιά κείνους τούς άνθρώπους πού ό γάμος τους ήταν γεμά τος άγάπη. Γιά τήν άκρίβεια, τά στοι χεία πού συγκεντρώσαμε εδειχναν μέ τρόπο πολύ πειστικό δτι πολλές ά π ’ τις χήρες πού ό γά μ ος τους εΐχε υπάρξει πολύ καλός ττερνοΰσαν τη διαδικασία τοΰ πένθους καί τής άποκόλ^ λησης πιό εΰκολα άπό άλλες πού οι γάμοί τους ήταν γεμάτοι βαθιές συγκρούσεις. (*Η έξήγηση τοΰ παράδοξου αύτοΰ Ιχω τήν εντύπωση βτι βρίσκεται στίς (t τύψεις »: γ ιά τις γυναίκες πού εΐχαν περάσει τή ζω ή τους παντρεμένες μέ τόν λάθος άνθρωπο τό πένθος ήταν πιό περιπεπλεγμένο, γιατί πενθούσαν συγχρόνως καί γιά τόν έαυτό τους, γιά τά πολλά χρόνια πού εΐχαν χα ρ α μ ίσ ει.) Κ αθώς ό γάμος της Ά ιρήν μοΰ φαινόταν εξαιρετικά αγαπημένος και υποστηρικτικός, άρχικά προέβλεπα ενα πένθος μάλλον χω ρίς έπιπλοκές.
136
Η ΜΑΝΑ KAJ TO ΝΟΗΜ Α Τ Η Ι ΖίΙΗΣ
’Αλλά ή Ά ιρήν επέκρινε αύστηρά τΙς περισσότερες παραδο σιακές απόψεις γιά τό πένθος. Ά πεχθανόταν τά 6σα ^λεγα περί αποκόλλησης καΐ άττέρριπτε ολοσχερώς τήν έρευνά μου: ((Έ μ ε ΐς πού ττενθοϋμε εχουμε μάθει, νά δίνουμε τΙς απαντή σεις πού θέλουν ot ερευνητές. *Έχουμε μάθει οτι ό κόσμος θέ λει άπό μας νά γίνουμε σύντομα καλά, κι. δτι χάνει την υπομο νή του μέ ίσους μένουν γιά πολύ καιρό προσηλ<Α>μένοι στούς άνθρώπους πού έχασαν». Έ νιω θ ε βαθιά απέχθεια γιά τήίν προτροπή μου ν’ αφήσει τόν Τ ζά κ νά φύγει: δυό χρόνια μ ετά τόν θάνατό του τά προσωτακά του αντικείμενα βρίσκονταν άκόμα στά συρτάρια τοΰ γραφείου του, φωτογραφίες του κρέμονταν σέ δλα τά σημεία του σπιτιού, τά άγατπί^μένα του περιοδικά καί βιβλία βρίσκον ταν δλα στις συνηθισμένες θέσεις τους, κι Ικείνη συνέχιζε νά κάνει μακροσκελείς καθημερινές συζητήσεις μαζί του. Ά νησυχουσα 6τι ή κουβέντα της μέ τόν ’Έ ρ ικ Οά πήγαινε την ψυχο θεραπεία της πολλούς μήνες ττίσω, για τί τής ένίσχυε τήν ιδέα οτι δλα δσα Ιλεγα ήταν εντελώς λανθασμένα* Τώρα γινόταν άκόμα πιό δύσκολο νά τήν πείσω δτι τελικά θά συνερχόταν άπ^τό πένθος της. Ό σ ο γιά τήν ανόητη πίστη της οτι υπάρ χει μιά σιωπηρή μυστική κοινωνία πενθούντων πού δλοι τους συμφωνοΰσαν μαζί της, ήταν άλλη μιά ά π ’ τίς αμέτρητες π α ράλογες σκέψεις της. Δέν εΐχε νόημα ν’ απαντήσω, γιατί ^τσι ή ιδέα αύτή θά κέρδιζε έδαφος. Ό π ω ς ττάντα δμως κάποια ά π ’ τά λόγια της βρήκαν τόν στόχο τους. Λένε μιά ιστορία γιά τόν Ε λ β ετό γλύπτη Ά λμπέρτο Τ ζιακομέττι ττού έσπασε τό πόδι του σ ’ένα τροχαίο ατύχημα. Πεσμένος στόν $ρόμο» τήν ώρα πού περίμενε τό ασθενοφόρο, άκούστηκε νά λ έει: « Έ π ιτέλ ο υ ς, έπιτέλους μοΰ συνέβη κ ά τ ι! » Κ αταλαβαίνω πολύ καλά τί εννοούσε. Ή Ά ιρήν μέ εΐχε πιάσει πολύ καλά* ΕΙΪμαι ένας άνθρωπος πού δίδαξε στό Στάνφορντ περισσότερα άπό τριάντα χρόνια, ^ζησα στό ιδιο σπίτι, εΐδα τά παιδιά μου νά πηγαίνουν στά ίδια σχολεία και ποτέ δέν αναγκάστηκα νά ερθω αντιμέτω πος μέ τό σκο
ΕΦΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΠΕΝΘΟΥΣ ΓΙΑ ΠΡΟΧίΙΡΗΜΕΝΟνΣ
137
τάδι. Δέν εζησα σκληρούς θανάτους πριν άπό τήν ώρα το^ς: ό τυατέρας μου κι ή μητέρα μου ττέθαναν ηλικιωμένοι* έκεΤνος εβδομήντα, Ικείνη στά ενενήντα της. Ή άδελφή μου, έφτά χρό νια μεγαλύτερή μου, εΐναι καλά στήν ύγεία της. Δέν εχω χά σει στενούς φίλους, καί τά τέσσερα παιδιά μου ζοΐ>ν σέ κον τινές αποστάσεις καΐ τά έχουν καταφέρει καλά στή ζωή τους. Γ&ά έναν στοχαστή πού έχει άσπαστεΐ Ινα υπαρξιακό πλχίσιο αναφοράς, μιά τόσο καλοήθης προστατευμένη ζω ή άττοτελεΐ μειονέκτημα. Πολλές φορές λαχτάρησα να δοκιμάσω τήν τύχη μου έξω άπο τάν αλαβάστρινο πύργο τοΰ πανεταστημίου καί να ζήσω τούς μόχθους του πραγματικού κόσμου. Πο?Αά χρόνια φαντασίωνα πω ς θά ήταν, αν ττερνουσα ένα διάστημα της εκπαιδευτικής μου άδειας δουλεύοντας σάν απλός έργάττ^ς, ϊσο^ς οδηγός ασθενοφόρου στό Ν τητρόιτ ή μάγειρας σέ φάστ-φούντ στο Μπάουερι ή παρασκευαστής σάντουιτς σ ’ ένα ντελικατέσσεν τοΰ Μανχάτταν, Δέν τό έκανα ομως ποτε. 01 σειρήνες ήταν ακα ταμ άχητες: τό διαμέρισμα ένός συναδέλφου στή Βενετία ή μιά υποτροφία γιά τό Μπελλάτζιο στή λίμνη Κόμο. Δέν εΐχα κάν τήν έμπειρία ώριμασης πού αντιπροσω πεύει ένας συζυγικός χωρισμός καί πού θά μ ’έφερνε άντιμέτωττο μέ τή μοναξιά του ενηλίκου. Γνώρισα τή γυναίκα μου, τή Μαίριλυν* οταν ήμουνα δεκαπέντε χρονών xt άποφά(ίΐσα επί τόπου δτι αύτή ήταν ή γυναίκα πού μοΰ ταίριαζε. ( Μάλι στα έβαλα στοίχημα πενήντα δολάρια μέ τόν καλύτερό μου φίλο 6τι Οά τήν παντρευόμουν - καί οχτώ χρόνια άργότερα άναγκάστηκε να μέ πληρώ σει.) Ό γάμος μας δέν ήταν πάντα γαλήνιος -ευτυχώ ς είχαμε καί αρκετή θ ύελλα και "Ορμή / σέ όλόκληρη τή διάρκεια της ζω ής μου πάντως ή Μαίριλυν έχει υπάρξει μιά πολύ στοργική σύντροφος πού βρίσκεται συν εχώ ς στό πλευρό μου. Μερικές φορές ζηλεύω κρυφά κάποιους άσθενεΤς μου πού 1, Αναφορά στο γερμανικό κίντίμα τοϋ -18ου ΛίώνΛ Sturm und Drang, κατά λέξτ} Θύελλαι xtxi. Όρμή. ( Σ .τ ,μ . )
Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜ Α ΤΗΣ 2ί3ΗΧ
ζουν στήν κόψη τοΰ ζυριχφιοΰ, πού ^χουν τύ κουράγιο νά αλ λάξουν ριζικά τή ζωή τους, πού μετακομίζουν, πού αφήνουν δουλειές, πού αλλάζουν επά γγελμα, πού παίρνουν διαζύγιο, πού ξαναρχίζουν ά π ’ τήν άρχή. ’Ανησυχώ μήπω ς είμαι κάτι σάν ήδονοβλεψίας κι άναρωτιέμαι μήπω ς συγκαλυμμένα τούς ένθαρρύνω νά κάνουν έκεΤνοί τύ ήρωικά άλμα γιά λογαριασμό μου. Ό λ ’αύτά τά λέω στήν Άιρήν. Δ έν παραλείπω τίποτα. Τ ής λέω δτι ^χει δίκιο γιά τή ζωή μου - ώς ενα σημείο βέβαια, « Δέν εχεις δίκιο ομως δταν λές 6τι δέν εχω έμττειρια τρα γω δίας, Κάνω δ,τι μπορώ γιά νά φέρω τήν τραγωδία πιό κον τά μου. Κ ρατώ πάντα μπροστά στά μάτια μου τόν θάνατό μου. Ό τ α ν είμαί. μαζί σου πολύ συχνά φαντάζομαι πώ ς θά *ταν άν ή γυναίκα μου έπασχε άπό μιά θανατηφόρα αρρώστια, καΐ κάθε φορά αύτο μέ γεμίζει απερίγραπτη θλίψη. "Έχω επ ί γνωση, Ιχω πλήρη επίγνω ση firt ερχεται κι ή δική μου σειρά, δτι εχω ήδη περάσει σέ μιά άλλη φάση ζωής. Ή πρόωρη σύν ταξη πού πήρα ά π ’τό Στάνφορντ είναι Ινα βήμα μή αναστρέ ψιμο. Ό λ α τά σημάδια τών γηρατειώ ν —οι κατεστραμμένοι χόνδροι στά γόνατά μου, ή δράσή μου πού έξασθενεΐ» οι πόνοι στή μέση μου, οι γεροντικές μου δερματικές κηλίδες, τό μού σι καί τά μαλλιά μου πού γκριζάρουν, τά όνειρα πού βλέπω γιά τόν θάνατό μου—μοΰ λένε οτι βαδίζω πρός το τέλος της ζω ής μου. α Γ ιά δέκα χρόνια, Ά ιρήν, έπέλεξα νά δουλεύω μέ ασθενείς πού πεθαιναν άπό καρκίνο ελπίζοντας δτι θά μέ οδηγούσαν πιό κοντά στόν τραγικό πυρήνα της ζωής. Λύτό πράγματι συν έβη καί γ ι ’ αύτό ξαναμπήκα σέ ψυχοθεραπεία, πήγαινα τρία χρόνια στόν Ρόλλο Μαιυ, πού τό βιβλίο του '^Υπαρξη εΐχε π α ί ξει τόσο σημαντικό ρόλο γιά μένα, δταν έκανα τήν ψυχιατρι κή μου εκπαίδευση. Ή θεραπεία έκείνη δέν έμοιαζε μέ καμιά άλλη δουλειά πού εΐχα κάνει ώς τότε πάνω στόν έαυτό μου καί βυθίστηκα βαθιά στό βίωμα τοΰ ίδιου μου τοΰ θανάτου». Ή Ά ιρήν κούνησε τό κεφάλι. Λ υτή τήν κίνηση τήν ήξερα
ΕΦΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΘΕΡΑΠΕΙΑΝ ΠΕΝΘΟΥΧ ΓίΑ ΙΙΡΟΧΩΡΗΜ ΕΝΟΥΧ
139
- αυτή τή χαρακτηριστική δέσμη κινήσεων» ένα άττότομ,ο τ£ναγμα τοΰ τυιγουνιοΰ κι άμέσως δυά-τρια σιγανά άνεβοκατεβάσματα τοΰ κεφαλιού, 6 σω ματικός της κώ δικας Μάρς ττού σήμαινε δτι εΐχα δώσει μιά άρκετά ικανοποιητική άπάντηση. Εΐχα περάσει τις εξετάσεις - πρός τό παρόν. Δέν εΐχα βμως τελειώσει μέ τό 6νειρό της. « Ά ιρήν, νο죓 ζω δτι τό όνειρό σου λέει πιό πολλά ». Συμβουλεύτηχα τΙς ση μειώσεις μου (σχεδόν οι μόνες σημειώσεις πού κρατώ στή διάρκεια τής συνεδρίας αφορούν τά, fiveipa, επειδή λόγω τοΰ εφήμερου χαρακτήρα τους οί άσθενεΐς πολλές φορές τά άπω θουν ή τά διαστρεβλώνουν ά μ έσ ω ς) καΐ διάβασα δυνατά τό πρώτο μέρος τοΰ ονείρου τη ς: « Ε ίμ α ι α* αύτο εδά} το γραφείο j σ ’ αντή τήν πολυθρόνα. *Λλλά σ τή μέστ) τον δω ματίου άνάμεσά μα ς υπάρχει ^ α ς παράξενος τοίχος. Δεν σέ βλέπω », UΑύτό πού μοΰ κάνει εντύπωση συνέχισα, « εΐναι αύτή ή τελευταία πρόταση. Σ τό ονειρο έσύ δέν μπορεις νά δεις εμέ να. Κι όμως σ* όλόκληρη τή σημερινή συνεδρία συζτ)ταμε τό αντίστροφο - 6τι εγώ δέν βλέπω έσένα. Θά ’θελα νά σε ρωτή σω κά τι: πρίν άπό λιγο, δταν εΐπα ότι γερνάω, οταν σοΰ μί λησα, θυμάσαι, γιά τήν επέμβαση στό γόνατο, γιά τά μάτια μου - » « Ναι, ναί, τ ’ άκουσα 6λ’ αύτά », φώναξε ή Ά ιρήν βιάζοντας με νά συνεχίσω. ' « Τ ’άκουσες άλλά, ώς συνήθως, ^ποτε άναφέρω κάτι σχε τικό μέ τήν ύγεία μου, τά μάτια σου έχασαν τή λάμψη τους. Ό π ω ς τότε πού εΐχα κάνει έκείνη τήν επέμβαση στά μάττα μου καΐ φοροΰσα μαΰρα γυαλιά κι ήταν σαφές δτι δέν ήμουνα καλά, άλλά έσύ ποτέ δέν ρώτησες γ ιά τήν επέμβαση ούτε θέ λησες νά μάθεις πώ ς τά πήγαινα ». ΐΐ Δέν χρειάζεται νά ξέρω πώ ς είναι ή ύγεία σου. Έ γ ώ εί μαι ή άσθενής Ιδώ μέσα η, « Ά 6χtJ δέν εΐναι μόνο αύτό, εΐναι κάτι ττολύ παραπάνω, εΐναι κάτι ττερισσότερο άπό έλλειψη ενδιαφέροντος, ξεπερνάει τό γεγονός ότι έσύ εΐσαι ή άσθενής κι έγώ 6 γιατρός. Μέ
140
Η Μ Α Ν Α ΚΑΙ Τ Ο Ν Ο Η Μ Α Τ Η Σ Ζ Ω Η Σ
αποφεύγεις, Άιρήν. Ε μ π ο δ ίζεις τόν έαυτό σου νά μάθει οτι δήποτε γιά μένα. ’Ιδίως δ,τι μέ κάνει μέ όποιονδήποτε τρόπο να φαίνομαι λιγότερος. *Απ’ τήν άρχή άρχή σου εΐπα δτι δέν μποροΰσα νά σοΰ κρυφτώ, λόγω τής προτ^γούμενης κοινω νικής μας σχέσης κι έττειδή έχουμε κοινούς φίλους, τόν "“Ερλ καΐ τήν "Εμιλυ. Κι δμως έσύ ούτε μιά φορά δέν έξέφρασες τό παραμικρό ενδιαφέρον νά μάθεις οτιδήποτε γιά μένα. Δ έν σοΰ φαίνεται παράξενο α ύ τό; » « Ό τ α ν άρχισα νά έρχομαι έδώ, ήμουν άποφασισμένη νά μήν ξαναρισκάρω νά χάσω πάλι κάποιον πού θά μοΰ εΐναι ση μαντικός. Αύτό μοΰ ήταν άδύνατο νά τό ξαναζήσω. *Έτσι λοιπόν μόνο δύο έτυιλογές εΐχα —» Έ δώ ή Άιρήν σταμάτησε, δπως έκανε πολύ συχνά, σάν νά έπρεττε έγώ νά μπορώ νά μαντέψω τή συνέχεια της φράσης της. Παρόλο πού δέν ήθελα νά τής δίνω έγώ τήν ώθτ)ση, πρός τό παρόν ήταν κοιλύτερα νά διατηρήσω τή ροή τής συζήτησης. « ΚαΙ ποιές ήταν αύτές οί δύο έτηλογές; » « Ή μιά ήταν νά μή σ ’ άφήσω νά γίνεις σημαντικός γιά μένα —άλλά αύτό ήταν άδύνατο. *Π νά μή σέ βλέπω σάν αλη θινό άνθρωπο μέ άφηγημαηκή διάσταση ». « Άφ7]γηματική διάσταση; » « Ναί, μέ μιά άφήγηση ζωής —πού προχωρεί άπό μιά άρχή πρός ένα τέλος. Θέλω νά σέ κρατήσω έξω ά π ’ τόν χρόνο». « Σήμερα, δπως συνήθως, μττήκες στό γραφείο μου καΐ π ή γες κατευθείαν στή θέση σου, χωρίς νά μέ κοιτάξεις. ΚαΙ πάν τα άποφεύγεις τό βλέμμα μου. Αύτό έννοεΤς “ έξω ά π ’ τόν χρόνο ” ; » Συμφώνησε. « Ά ν σέ κοίταζα, θά γινόσουνα πολύ πραγμα τικός )). « Κι οί πραγματικοί άνθρωποι εΐναι άναγκασμένοι νά π εθάνουν)). «Τ ώ ρ α κατάλαβες».
Μάθημα 3ο: Πένθιμη όργη « Μόλις έμαθα, Ά φ ή ν », ξεκίνησα έγώ ^να άττόγευμα -τή συνε δρία, « δτι ττρίν άπά λέγες ώρες πέθανε ό γαμπρός μου. Ξ αφ νικά, άπο άνακοττή. Εΐναι φανερό νομίζω 6τι εΐμαι ταραγμέ νος κι δτι δέν νιώθω δλες μου τις δυνάμεις » -άκουσα τή φω νή μου νά τρέμ ει- « άλλά θά κάνω ο,τι μπορώ γιά νά παρα μείνω παρών έδώ μαζι σου». Μοΰ ήταν δύσκολο να τό πώ , δύσκολο νά τό κάνω, άλλ.ά ένιωθα δ-τι δέν εΐχα άλλη έτπλογή. 'Ο Μόρτον, ό άντρας της μοναδικής μου αδελφής, εΐχε υ πάρξει αγαπημένος φίλος καί σημαντική παρουσία στή ζω ή μου άπό τότε πού ήμουνα δεκαπέντε χρονών, Τό μεσημεριανό τηλεφώνημα τής αδελφής μου μέ κλόνισε κι εκλεισα άμέσως θέση στήν έπόμενη τττήση γιά Ο ύώ σινγχτον, γ ιά να βρεθώ κοντά της, ’Α ρχίζοντας ν’ακυρώνω τ ά ραντεβού τώ ν επόμενων δυό-τριών ημερών διαπίστω σα δτι σέ δύο ώρες εΐχα νά δώ τήν Άιρήν* καί δτι αύτό μου Ιπέτρεπε νά φτάσω Ιγκαίρω ς στήν τυτήση μου. Μ ήπως Ιπρεττε αύτό τό ραντεβού νά τό κ ρ α τή σ ω ; Σ τά τρία χρόνια πού είχαμε περάσει μαζι ή Ά ιρήν δέν εΐχε έρθει ποτέ της καθυστερημένη σέ ραντεβού, ούτε εΐχε χάσει κανένα, άκόμα καί τήν τυερίοδο τής φρίκης, δταν ό δγκος τοΰ Τ ζά κ διέλυε τόν έγκέφαλο καί τήν προσω πικότητά του. Παρά τόν έφιάλτη πού περνούσε παρακολουθώντας τήν αμείλικτη αποσύνθεση του συζύγου της* είχε δείξει ά π ’τήν άρχή μ εγά λη αφοσίωση στή δουλειά μας. Κι έγώ τό ϊδιο. Α πό τήν π ρ ώ τη μας συνεδρία, δταν της ύποσ χέθηκα; « Θά προχωρήσω μα ζί σου ώς τό τέλος », εΐχα άφιερ<ΐ>σει τόν έαυτό μου στό νά 141
142
Η ΜΛΝΑ ΚΑΙ ΙΌ ΝΟΗΜΑ ΤΗ Σ ΖΠ Η Σ
συνδεθω μαζί της οσο πιό αυθεντικά μπορούσα, Ή έτηλογή μου επομένως έκείνη την ήμέρα τοΰ πένθους εμοιαζε ξεκάθα ρ η : θά τη συναντοΰσα καί θά *ί^μουν ειλικρινής, Ή Ά ιρήν 6μως δέν άνταποκρίθηκε. Ά φοΰ καθίσαμε μερικά λετττά σιωπηλοί, τήν τσίγκλησα: « Ποΰ ταξιδεύουν οΐ σκέψεις σου; )> « Αναρωτιόμουν πόσων χρονών ήταν )). <( Ε βδομ ήντα. Ό ,τ ί έπρόκειτο νά κλείσει τό ιατρείο του καί νά πάρει σύνταξη », Σ ταμάτησα και περέμενα. T t πρά γ μα ; "Ίσως καί μόνο τή συνήθη ευγένεια μιάς σύντομης συλλυττητήριας φράσης, *Η άκόμα κι ένα ευχαριστώ γιά τήν ττροθυμέα μου να τή δώ παρά τό πένθος μου. Σ ιω πή. Ή Ά φ ή ν καθόταν αμίλητη μέ τά μάτια καρφω μέ να, ά π 'δ ,τ ι φαινόταν, cf’ ^vav μικρό άχνό λεκέ άπό καφέ πάνω στό χαλί. « Αιρήν, τ£ συμβαίνει στόν μεταξύ μας χώρο σήμερα;» Τήν έρώτηση αύτή τήν έκανα όπωσδήτΐοτε σέ κάθε συνεδρία, ακο λουθώντας τήν πεποίθησή μου δτι τίπ ο τα δέν ήταν πιό σημαν τικό άπό τή διερεύνηση της σχέσης μας. « Θ ά πρέπει νά ήταν συμπαθητικός άνθρωπος )ΐ, εΐπε* χ ω ρίς νά κουνήσει καθόλου τά μάτια. « Α λλιώ ς δέν θά ένιωθες τόσο άσχημα ». α Έ λ α τώρα, Άιρήν, Π ές τήν αλήθεια. Τί συμβαίνει μέσα σου; » Ξαφνικά σήκωσε τά μάτια της, κι Ιβγαζαν φλόγες. ί< Ό άν τρας μου πέθανε στά σαρανταττεντε του, κι άν έγώ μπορώ νά πηγαένω κάθε μέρα στό χειρουργείο καί νά χειρουργώ τους ασθενείς μου καί νά λειτουργώ τό γραφείο μου καί νά διδά“ σκω τούς φοιτητές μου* τότε εΐναι σαφές δτι κι έσύ μπορεΤς ν ά ’ρθεις έδώ νά δεΤς έμένα 1» Δέν ήταν τά λόγια της πού μ έ άφησαν άναυδο άλλά ό ήχος τους. Α ύτή ή βραχνή μπάσα χροιά δέν ήταν δική της. Δέν ήταν ή φωνή της. Έ μ ο ια ζ ε μ έ τήν υπερφυσική λαρυγ γ ικ ή φωνή τοΰ κοριτσιού στόν Έ ξο ρ κ ισ τή . Π ρίν προλάβω
ΕΦΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΘΕΙ^ΑΠΕίΑί^ ίΙΕΝΘΟΥΣ ΓΙΑ llPOXDPHMENOVi;
143
νά το έττΓίσημάνοο, ή Ά ιρήν έσκuψε νά πιάσει τήν τσάντα της. ((Φ εύ γ ω ! » εΐπε. Οΐ μύες τών ποδιών μου σφίχτηκαν - νομίζω οτι ήμουν έ τοιμος νά της βάλω τρικλοποδιά, «ν ήθελε νά τό σκάσει άπό τήν πόρτα. « Ά οχι, δέν φεύγεις, Ό χ ι μ ετά ά π ’ αύτό. Θ ά μεί νεις έδώ πού εΐσαι και θά τό συζητήσουμε ». «Δ έν μπορώ. Δέν μπορώ να δουλέψω, δέν μπορώ νά μεί νω εδώ μαζί σου, Δέν εΐμαι σέ θέση νά είμαι μέ κανέναν». «Μ όνο ένας κανόνας ύπάρχει εδώ, μέσα σ ’ αύτό τό γρα φείο: νά λές ακριβώς αύτό πού έχεις στό μυαλό σου. Κάνεις ακριβώς τή δουλειά πού πρέπει. Σήμερα καλύτερα άπό κάθε άλλη φορά ». Α φήνοντας τήν τσάντα της νά πέσει στό π ά τω μ α ή Ά ιρήν ξαναβούλιαξε στήν πολυθρόνα της. « Σοΰ εΐπα οτι άπό τότε πού ττέθανε ό αδελφός μου τελείωνα πάντα τις σχέσεις μου μέ τούς άντρες μέ τόν ϊδιο τρόπο ». « Π ώ ς; Π ές το μου πάλι ». « Μόλις τούς συνέβαινε κάτι κακό, μόλις εΐχαν κάποιο πρό βλημα ή άρρώσταιναν, έγώ γινόμουνα κακιά και τούς ξέκοβα άπ^τή ζω ή μου. Μιά γρήγορη χειρουργική τομή! Κόβω τε λείως, ΚαΙ βαθιά ». « Ε π ε ιδ ή συνέκρινες τό πρόβλημά τους μέ τό τεράστιο γ ε γονός τής απώλειας τοΰ *Άλλεν; Α ύτό σ ’ έκανε νά γίνεσαι π ι κρόχολη ; » "^Εγνεψε δτι συμφωνούσε. « Ναί, κυρίως αύτό, εΐμαι σχεδάν σίγουρη. Έ π ίσ η ς 6τι δέν ήθελα καθόλου νά μοΰ γίνουν σημαν τικοί. Δέν ήθελα ν’ άκούω τά άσήμαντα προβλήματά τους». « ΚαΙ μαζί μου σήμερα; )> « Είδα κόκκινο I Μ ’ έπιασε λύσσα 1 "Ήθελα νά σου πετάξω κάτι 1» « Ε π ε ιδ ή ενιωσες σάν νά συνέκρινα τή δική μου απώλεια μέ τή δική σου; » ((Ναί, Kt έπειτα σκέφτηκα πώ ς 6ταν θά τελειώσουμε τή συνεδρία μας, θά πάρεις τήν άπύ'ϊλειά σου και θά τήν πας μέσα
144
Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜ Α ΤΗΣ ΖΩΗ Σ
ά π ’ τό μονοπατάκι τοϋ κήπου σου στή γυναίκα σου, πού θά είναι έκεΐ καΐ θά σέ περιμένει μ α ζί μέ τήν υπόλοιπη τακτο ποιημένη, βολική ζω ή σου. Έ κ είν η τή σ τιγμ ή θόλωσα »Τό γραφείο μου, μόνο μερικές δεκάδες μέτρα μακριά άτυό τό σπίτι μου, εΐναι ενα άνετο σπιτάκι μέ κόκκινα κεραμίδια, τυλιγμένο μέσα στά οργιώδη πράσινα καί βιολετιά τοΰ λυκί σκου, της γλυσίνας, τοΰ φραντζιπάνι καί της Εσπανίκης λεβάν τας. Έ ν ω τής άρεσε ή γαλήνη τοΰ γραφείου μου, ή Ά ιρήν έκανε πολλές φορές σαρκαστικά σχόλια γιά τή ζωή μου πού έμοιαζε μέ εικόνα άπό φ6>τογραφικό λεύκωμα. <( Δέν νιώθω θυμωμένη μόνο μαζί σου συνέχισε. « Εΐμαι θυμωμένη μέ ΐ>λους 6σοι έχουν μιά ζω ή πού δέν τής λείπει τ ί ποτα. Μοΰ ’χεις μιλήσει γιά κάποιες χήρες τϊού δέν θέλουν νά ζοΰν χω ρίς νά έχουν έναν ρόλο, πού σιχαίνονται να εΐναι ό τ ε λευταίος τροχός τής άμάξης στις διάφορες συνεστιάσεις. Γιά μένα 5μως τό σημαντικό δέν εΐναι ό ρόλος οΰτε 0τι εΐμαι ό τε™ λευταιος τροχος της άμάξης: εΐναι δτι μισώ δλους έκείνους τους άνθρώπους πού ^χουν τή ζωή τους. Εϊναι ό φθόνος* Εϊναι ή τηκρία πού μέ γεμίζει. Ν ομίζεις 6τι μ* αρέσει πού νιώθω έ τ σ ι;» « Πρίν άπό λίγο, δταν ετοιμαζόσουν νά φύγεις άπο δώ μέ~ σα, εΐπες δτι εσύ δέν κάνεις γιά νά είσαι μέ κανέναν », α Μά κ ά νω ; Έ σ ύ θέλεις νά είσαι μέ κάποιον πού σέ μισεί* επειδή ζει ή γυναίκα σ ο υ ; *Τπάρχει κάνεις πού νά θέλει κοντά του έναν τέτοιον άνθρω πο; Ό μαΰρος βόρβορος — θυμ άσ αι; Κανείς δέν θέλει νά τόν άγγίξει* ετσι δέν εϊνα ι; )> « Έ γ ώ σέ σταμάτησα καί σ ’ έκανα νά μή φύγεις, έτσι δέν εΐνα ι; » Κ αμιά άπάντηση. ((Σκέφτομαι πόσο ίλιγγο θά σοΰ προκαλεΐ τό νά είσαι τό σο θυμωμένη μαζί μου καί συγχρόνως τόσο κοντά μου, τόσο ευγνώμων Κούνησε καταφατικά τό κεφάλι. « Α ίγο πιο δυνατά* Άιρήν. Δέν σ ’ άκούω».
ΕΦΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΠΕΝΘΟΥΣ ΓΙΑ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟΥΣ
145
<( ’'Έίτσι Xt αλλιώς μοΰ προκάλεσε ίλιγγο ή σκέψη για τί σή μερα μοΰ είπες γιά τόν γαμπρό σου ». ΐ( Φαίνεσαι χαχύποτττη ι>. « Π ολύ»,
146
Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜ Α ΤΗ Σ ΖΩΗΣ
'Αργότερα στή συνεδρία, ακριβώ ς πρίν τελειώσουμε, μοΰ ζήτησε συγγνώ μη γιά το σχόλιό της, Τήν επόμενη εβδομάδα μοΰ εΐπε δτι εΐχε τυεριγράψει αύτό πού συνέβη σέ μιά φίλη της» ή όποία εΐχε μεένει άναυδη άττ'τή σκληρότητά της άτυέ,ναντί μου, καί γιά άλλη μιά φορά μοΰ ζήτησε συγγνώμη. <( Δέν χρειάζεται νά μοΰ ζήτας συγγνώμη », την χαθησύ^ χασα χα ί τύ εννοούσα, π ρ α γμ α τικ ά τό εννοούσα. Γ ιά τήν άχριβεια, κατά έναν ττερέεργο τρόπο μοΰ άρεσε ττού μοΰ εΐχε τυεΐ δτι εκείνη τήν ήμέρα κατάφερα σ τ ’αλήθεια νά τή δίύ. "Ήταν κάτι αναζωογονητικό, ήταν πραγματικό. Αύτύ μ ’ έφε^ ρε τηό χοντά τηςΛ Η τα ν ή αλήθεια γ ιά τύ ττώς ένιωθε άπέναν τί μου. Ινα μέρος τής άλήθειας —κι έλπιζα δτι θά ερχόταν ή σ τιγμή ν ’άχούσω καΐ τήν ύπόλοιττη. Ή οργή τής Ά ιρήν, πού τήν πρωτοσυνάντησα τύν δεύτερο μήνα τής θεραπείας μας, ήταν βαθιά καί διάχυτη. Παράτί λί γες φορές ξεσποΰσε άνοιχτά, βρυχιαταν συνεχώς κάτω ά π ’ τήν επιφάνεια. Στήν άρχή δέν εΐχα θορυβηθεί. Ή ερευνά μου μέ εΐχε διαβεβαιώσει δτι ό θυμός αύτός δέν ήταν πιό ανησυχη τικός ά π ’ τήν επέμονη ένοχή* άπ^τίς τύψεις ή άπ^τήν άρνηση καί δτι σύντομα θά διαλυόταν. Σ ’ αύτή τήν περίπτω ση ομως, οπως συνέβαινε συχνά στή δουλειά μου μέ τήν Ά ιρήν, ή έρευ να λειτούργησε αποπροσανατολιστικά. Έ χ ω διαταστώσει έπανειλημμένως δτι ή αλήθεια πού εΐναι « στατιστικά σημαντι κή )) ( χαί στήν όποια συχνά* γιά στατιστικούς λόγους, δέν συν υπολογίζονται οι ακραίες εξαιρέσεις ) έχει πολύ λίγη σχέση μέ τήν αλήθεια τής μοναδικής μου συνεύρεσης μέ τό πρόσωπο πού βρίσκεται άπέναντί μου μέ σάρκα και οστά. Στόν τρίτο χρόνο της θεραπείας μας ρώτησα σέ μιά συνε δρία τήν Ά ιρ ή ν : ί< Τί συναισθήματα εΐχες γυρίζοντας στό σπί τι άπό τήν προηγούμενη μας συνεδρία; ’Έ κανες κάποιες σκέ ψεις γιά μένα στή διάρκεια της εβδομ άδας;» Εΐναι μιά έρώ τηση πού τήν κάνω συχνά ώς μέρος της επιμονής μου γιά τόν έστιασμό τής θεραπευτικής προσοχής στό έδώ -καί-τώ ρα — στή συνεύρεση άνάμεσα σ ’ έμένα καί στόν άσθενή.
ΕΦΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ βΕΡΑΠΕΙΑΣ ΠΕΝΘΟΥΣ ΓΙΑ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟΥΣ
147
'Η Ά ιρήν κάθισε γιά λίγη ώρα σιωπηλή* επειτα ρώτησε: (( Έ σ ύ μέ σκέφτεσαι έμένα άνάμεσα στίς συνεδρίες;» Ή έρώ τηση αύτή άπό έναν θεραπευόμενο, μιά έρώττ]ση πού τρομο κρατεί τούς τυερισσότερους θεραπευτές, εΐναι άρχ£τά συχνή, γ ιά κάποιο λόγο όμως έγώ δέν τήν περίμενα ά π ’ τήν Άιρήν. “Ίσ ω ς δέν περίμενα δτι ή Ά ιρήν νοιαζόταν γιά μένα, ή τουλά χιστον ότι αναγνώριζε πώ ς νοιαζόταν. « Έ - έ - ε , σκέφτομαι συχνά τήν περίπτω σή σου», τραύλι σα. Λάθος α π ά ντη σ η ! Έ μ ε ιν ε γ ιά λίγο καθιστή, Ιπ ε ιτ α σηκώθηκε. fi Φ εύγω )>» εϊπε και βγήκε μέ μεγάλα βήματα ά π ’ τό γραφείο, χω ρίς να παραλείψει νά βροντήσει τήν πόρτα πίσ ω της. Τήν εΐδα ά π ’ τό παράθυρο νά βηματίζει στόν κήπο καττνί’ ζοντας Ινα τσιγάρο. Κάθισα καΐ περίμενα. Πόσο εύκολο εϊναι γιά τούς θεραπευτές πού δέν εΐναι διαδρασηκοί, σκέφτηκα, νά έχτρέψουν αύτή τήν ερώτηση πού μου Ικανέ ή Ά ιρήν μέ τ ε χνάσματα όποις : (ΐ Γιατί ρωτοις; » ή « Γ ιατί τ ώ ρ α ; » ή « Ποιές εϊναι οι φαντασιώσεις ή οί επιθυμίες σου γ ι ’ α ύ τό ;» Γ ιά τούς θεραπευτές πού εϊναι, 0πω ς έγώ , άφοσιωμένοι σέ μιά διάφα νη σχέση πιό ισότιμη καΐ πιά αμοιβαία δέν εΐναι τόσο εύκολο. 'Ίσ ω ς επειδή ή έρώτηση αύτή αποκαλύπτει τά όρια τής θερα πευτικής αυθεντικότητας: δσο γνήσιοι κι άν προσπαθούν νά εϊναι οΐ θεραπευτές, δσο στενά συνδεδεμένοι μέ τόν άσθενή, δσο ειλικρινείς, παραμένει Ινα αγεφύρω το χάσμα, μιά θεμε λιώδης ανισότητα άνάμεσα στόν θεραπευτή καί στόν θεραπευ-όμενο* Καταλάβαινα πώ ς ή Ά ιρήν άπεχθανόταν τό γεγονός δτι τή θεωρούσα μιά « π ερ ίπ τω σ η » - δπο>ς επίσης καί τό γεγονός δτι μου εΐχε έτυιτρέψει νά γίνω τόσο σημαντικός γιά κείνην. Θά μπορούσα βέβαια νά εΐχα δείξει μεγαλύτερη ευαισθησία καί νά εΐχα χρησιμοποιήσει μιά πιό ζεστή και προσω πική λέ ξη άπό τή λέξη περίπ-τω(τη. Π ιστεύω δμως οτι καμιά σωστή άπάντηση άπό μέρους μου δέν θά της εΐχε δώσει αύτό πού ή θελε. Ή Άιρήν ήθελε w: κάνω άλλες σκέψεις - σκέψεις αγάπης.
I 4S
^ ΜΑΝΑ KA] TO NOHM A THE ZOHE
θαυμασμοί), σεξουαλικές ή ίσω ς σκέψεις αφοσίωσης. Ναί, άψοσίο}ση - αύτή εΐναι ή σωστή λέξη. Ό τ α ν τελείωσε το τσιγάρο ττ}ς, ξαναμπηκε στο γραφείο μέ μεγάλη αταραξία καΐ κάθισε στή θέση της, σάν νά μήν εΐχε συμβεΐ τίπ οτα ασυνήθιστο. Έ γ ώ συνέχισα, κάνοντας έκκληση στήν αίσθησή της της πραγματικότητας* It Είναι φυσικό », επισήμανα σάν κάτι δεδομένο, « οι θερατυευόμενοι να σκέφτονται πιά συχνά τούς θεραπευτές τους άπό 6,τι σκέφτονται οι θεραπευτές τούς θεραπευόμενους. "Άλλωστε ένας θεραπευτής εχει πολλούς άσθενεΐς, ένώ Ινας άσθενής εχει μόνο έναν θεραπευτή- Το ιδιο ϊσχυε καΐ γιά μένα οταν ήμουν σέ θεραπεία, άλλα μήπω ς δέν ισχύει καΐ γιά τούς δικούς σου χειρουργικούς άσθενεΐς καΐ γιά τούς εΐδικευόμενούς σου; Δέν καταλαμβάνεις εσυ μεγαλύτερη θέση στώ μυαλό τους ά π ’ β,τι εκείνοι στό δικό σ ου; » Τ ά πράγματα βέβαια δέν εΐναι και τόσο ξεκάθαρα. Δέν ά νέφερα τό γεγονός 5τι οΐ θεραττευτές πρά γμ α τι σκέφτονται κά ποιους θεραπευόμενους άνάμεσα σ τις συνεδρίες — Εδιως τούς προβληματικούς, οί όποιοι, μέ τόν εναν ή τόν ίίλλο τρόπο, τούς προκαλοΰν κάποια ανησυχία. Οΐ θεραπευτές μπορεΐ νά σταθ μίζουν τις έντονες συγκινησιακές τους αντιδράσεις άττέναντι σέ έναν άσθενή ή νά ττροβληματίζονται γιά τό ττοιά εΐναι ή κ α λύτερη τεχνική προσέγγιση. (Έ ν α ς θεραπευτής βέβαια πού βρίσκεται υπερβολικά έμπλ^γμένος σέ φαντασιώσεις θυμοϋ, εκδίκησης, άγάττης ή έρωτα μέ κάποιον θεραττευόμενο πρέ πει να έττιδιώξει νά τό συζητήσει μ "Ιναν συνάδελφο καΐ φίλο, μέ κάποιον ειδικό σύμβουλο ή μέ τόν ττροσωπικό του θερα πευτή, ) Φυσικά δέν εΐπα στήν Ά ιρήν δτι έγώ τή σκεφτόμουν συχνά άνάμεσα σέ δύο συνεδρίες, Μέ προβλημάτιζε, Ά νησυχουσα γιά κείνην. Γ ιατί δέν βελτιω νόταν; Οί περισσότερες χήρες πού εΐχα δεΐ σέ θεραπεία άρχιζαν νά βελτιώνονται μετά τόν πρώ το χρόνο. Ό λ ες εδειχναν σημαντική ττρόοδο στό τέλος τοΰ δεύτερου χρόνου. Έ Ά ιρήν 6μως οχι. Ή άπόγνωση κι ή άπελ-
ΕΦΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΠΕΝΘΟΥΣ ΓΙΑ ΠΡΟΧΠΡΗΜΕΝΟΥΣ
149
τησία της συνέχιζαν νά [βαθαίνουν. Δέν βίωνε καμιά χαρά στή ζω ή της. Κάθε βράδυ £βαζε τήν κόρη της γιά ΰτη/ο κι ετυειτα καθόταν κι Ικλαιγε. Εξακολουθούσε να κάνει μακροσκελείς συζητήσεις μέ τον τυεθαμένο άντρα της. Άττέρρίτττε δλες τις προσκλήσεις νά γνωρίσει καινούργιους άνθρώπους κί άρνιόταν άκόμα καΐ να σκεφτει τήν 7ηθανόττ)τα μιας άλλης σημαντικής σχέσης μέ ίιντραΕ ΐμ αι ένας ανυπόμονος θεραπευτής καΐ ή ματαίω σή μου μεγάλωνε. Τό ϊδιο κι ή ανησυχία μου γ ιά κείνην: το μέγεθος τής όδύνης της άρχιζε νά μού προκαλεΐ άγωνια, "Ανησυχούσα μήπ€ος αύτοκτονήσει —κι είμαι [βέβαιος βτι 6ά τό εΐχε χάνει, άν δέν υπήρχε ή κόρη της. Δυό φορές τήν έστειλα σέ κάποιους συναδέλφους γιά μιά επίσημη συμβουλευτική* Παρόλο πού οί μεγάλες εκρήξεις της» εκρήξεις πένθιμης οργής, μέ καταπονούσαν, άκόμα περισσότερο δυσκολευόμουν ν" ά ν τιμ ετω π ισ ω τΙς πιό ήπιες άλλά πιό διά χυ τες εκφρά σεις οργής της. *0 κατάλογος τώ ν παραπόνων πού εΐχε άπό μένα ήταν μακρύς καί συνέχιζε νά μεγαλώ νει, καί πολύ σ π ά νια φτάναμε στό τέλος της ώρας χω ρίς κάποια εκδήλωση θυ μού. Θύμωνε μαζί μου, επειδή προσπαθούσα νά τή βοηθήσω νά άποκολληθει απατόν Τ ζά κ καί νά κατευθύνει τήν ενέργεια της άλλου καί επειδή τήν ένθάρρυνα νά γνωρίσει άλλους άντρες. Θύμωνε επίσης επειδή εγώ δέν ήμουνα ό Τ ζάκ. Κ αθώς εϊ^αμε εναν βαθύ σύνδεσμο, κάναμε στενές προσωπικές συνομιλ£ες, καβγαδίζαμε καί νοιαζόμασταν ό ένας γιά τόν άλλον, μα ζί μου προσ έγγιζε περισσότερο τά συναισθήματα πού εΐχε νιώσει μέ τόν άντρα της. Κι έτσι στό τέλος τής ώρας δέν τής άρεσε καθόλου πού έπρεπε νά γυρίσει σέ μιά ζωή, 6που δέν εΐχε οΰτε έμένα οΰτε τόν Τ ζάκ. Α ύτό ήταν πού Ικανέ τόσο επεισοδιακό τά τέλος της κάθε συνεδρίας, Δέν τής άρεσε κ α θόλου ή ΰττενθύμιση 0τι ή σχέση μας εΐχε κάποια τυπικά 6ρια, καί μέ 6ποιον τρόπο κι άν έπισήμαινα ^τι είχαμε φτάσει στά τέλος τής ώρας μας* ή Ά ιρήν συχνά ξέσπαγε: « Κ ι αύτό τό
150
Η ΜΑΝΑ KAJ TO ΝΟΗΜ Α ΤΗΣ ΖΟΗΣ
λές έοτύ π ρ α γμ α τικ ή σ χ έ σ η ; Α ύτό δέν δΐναί π ρ α γ μ α τ ικ ό ! Κ οιτάς τό ρολόι σου χαί ξαφνικά μοΰ δίνεις μιά καΐ μέ διώ χνεις, μέ πετας έξω 1» Μερικές φορές στό τέλος της ώρας έξακολουθοΐΐσε να κ ά θεται πετώ ντας φλόγες xt άρνιόταν να κουνηθεί. Κάθε επ ί κληση στή λογική — ή επισήμανση 0τι ήταν αναγκαίο νά υπάρχει ένα ωράριο» 6τι κι εκείνη προγραμμάτιζε τους ασθε νείς της, οΙ προτάσεις μου νά παρακολουθεί εκείνη τό ρολόι καΐ νά τελειώνει εκείνη τή συνεδρία, οί επαναλαμβανόμενες δηλώσεις μου δτι τό γεγονός πώ ς προσδιόριζα τό τέλος της ώρας δέν ήταν σημάδι απόρριψης — δλα αύτά πήγαιναν στοΟ κουφοΰ την πόρτα. Τ Ις περισσότερες φορές έφευγε άπ^τό γραφεΤο μου θυμωμένη, Μοΰ θύμωνε επειδή ήμουνα σημαντικός γ ιά κείνην και επειδή δέν ^κανα χάποια πράγματα πού έχανε ό Τζάκ* Π α ραδείγματος χάρη, δέν εγκω μίαζα 6λες τΙς χ<χλές της πλευρές - τήν εμφάνισή της, τήν έφευρετικότητά της, τήν εύφυΐα της. Έ γ ώ ένιωθα δτι κάνοντάς της φιλοφρονήσεις θά τής φερόμουν σάν νά ’ταν μικρό παιδί, άλλά ήταν χά τι πού τό τόνιζε τόσο πολύ καί τόσο πολύ εττεμενε <τ"αύτό, ώστε πολλές φορές τής έκανα τη χάρη. Τ ή ρωτούσα τί ήθελε νά της π ώ καί ουσια στικά επαναλάμβανα τά δικά της λόγια, προΓϊτταθώντας κάθε φορά νά συμπεριλάβω καί κάποια πρω τότυπη παρατήρηση. Κι αύτό πού έμένα μου φαινόταν σάν ένα αλλόκοτο μιμητικό παιχνίδι, ανύψωνε πάντα τό ηθικό της. Μόνο ομως παροδικά: ot τσέπες της ήταν τρύπιες, και στήν έπόμενη συνεδρία έπέ μενε νά τό ξανακάνω. Θύμωνε πού θεωρούσα δτι τήν καταλάβαινα. Ά ν προσπαθοΰσα νά καταπολεμήσω τήν απαισιοδοξία της θυμίζοντάς της δτι βρισκόταν στή μέση μιας διαδικασίας πού εΐχε άρχή και τέλος καΐ άναφέροντας ορισμένα αποτελέσματα τής έρευνας μου, γ ιά νά τήν καθησυχάσω, άπαντοΰσε θυμ ω μ ένη : « Με άποπροσωποποιεις. Παραβλέττεις τά μοναδικά δεδομένα αύτοΰ πού ζώ » .
ΕΦΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΘΕΡΑΠΕΙΑΙ [1ΕΝΘΟΥΣ ΓΙΑ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟΥΣ
Λ^ι
Κάθε αισιοδοξία πού εξέφραζα γιά τήν ανάρρωσή της, εκεί νη τή μετέστρεφε πάντοτε καί μέ μεμφόταν 6τι ήθελα να την κάνω νά ξεχάσει τόν Τ ζάκ. Ό ποιαδήποτε αναφορά στήν πιθανότητα νά γνωρίσει Ivotv άλλον άντρα ήταν σκέτο ναρκοπέδιο, ΤΙς περί,<τσΛτερες φορές εδειχνε περιφρόντ^ση γιά τούς άντρες πού γνώριζε καί θύμωνε μαζί μου τυού τής ττρότεινα νά διερευνήσει τήν έπικριτική της στάση. Κάθε πρακτική συμβουλή πού τής πρόσφερα οδηγούσε σέ μεγάλη έκρηξη. « Ά ν θελήσω νά β γω μέ άντρα», ελεγε μαι,νόμενη, « θ ά βρώ τρόπο νά τό κάνωΙ Ποιός ό λόγος νά σέ πληρώνω τόσα λεφτά γ ιά νά μου δίνεις συμβουλές πώ ς νά ϊγ ώ ραντεβού* δταν τό ϊδιο άκριβώ ς μποροΰν νά κάνουν κι οι φίλες μ ο υ ;)) Θύμωνε άν τής πρότεινα συγκεκριμένους τρόπους δράσης γιά ό τίδή π οτε: ί( Σ ταμ άτα νά προσπαθείς νά διορθώσεις τά πράγματα I» ^λεγε. « Τ ό ϊδιο εκανε κι ό πατέρας μου <τ"ολη μου τή ζω ή », Θύμωνε μέ τήν ανυπομονησία ττού εδειχνα γιά τήν αργή ττρόοδό της» καί επειδή δέν αναγνώριζα τις προσπάθειες πού εΐχε κάνει γιά νά βοηθήσει τόν έαυτό της* ( τις όποΤες ΰμως ποτέ δέν μοΰ άνέφερε). *ϋ Ά ιρήν ήθελε νά είμαι δυνατός καί υγιής, Ό ποιαδήποτε αδυναμία —μιά όσφυαλγια, Ινας τραυματισμός στό γόνατο πού χρειαζόταν εγχείρηση μηνίσκου, ένα κρυολόγγ^μα, μιά γρίτττ^τής προκαλοϋσαν πολύ έντονη δυσαρέσκεια. Το ήξερα 6τι συγχρόνως τήν τρόμαζαν, αύτό ΰμω ς τό κρατούσε πολύ καλά κρυμμένο. Κυρίως ήταν θυμωμένη μαζί μου επειδή έγώ ήμουνα ζω ν τανός, ένώ ό Τ ζάκ εΐχε πεθάνει. Τ ίποτα άπ^δλ’ αύτά δέν μοΰ ήταν εύκολο. Π οτέ δέν μοΰ άρεσαν οΐ θυμωμένες αντιπαραθέσεις, και στήν προσω πική μου ζω ή συνήθως αποφεύγω τούς θυμωμένους άνθρώπους. Ε π ε ιδ ή έχω πρό πολλοΰ αποφασίσει νά εΐμαι στοχαστής και συγγραφέας - εχω αποφασίσει ν’άφοσιωθώ στόν στοχασμό
153
Η ΜΑΝΑ ΚΑΤ ΤΟ ΝΟΗΜΑ Τ Κ Ε ΖΟ Η Σ
καί στή συγγραφή, καί ή αντιπαράθεση τείνει νά καθυστερεί τή σκέψη μου, σ^ όλόκληρη τήν καριέρα μου άρνιόμουν τις δημόσιες αντιπαραθέσεις καΐ άτυοθάρρυνα δλους δσοι κατά καιρούς μου ζήτησαν νά γίνω πρόεδρος κάποιου πανεπισ τη μιακού τμήματος. Π ώ ς διαχειρίστηκα λοιπόν τόν θυμό της Ά ιρήν; Π ρώ τα ά π ’ δλα στηρίχτηκα στό παλιό θεραπευτικό ρητό ότι πρέπει νά διαχωρίζουμε τόν ρόλο ά π ’ τό πρόσωπο. Συχνά μεγάλο μ έ ρος τοΰ θυμοϊΐ ένός θεραττευόμενου πρός εναν θεραπευτή εχει να κάνει μέ τόν ρόλο του, οχι μέ τό πρόσωπό του. ((Μήν τό παίρνετε προσωπικά », διδάσκουμε τούς νέους θεραπευτές. τουλάχιστον, μήν τά παίρνετε δλα προσω πικά. Κ άντε μιά προσπάθεια νά διακρίνετε τί αφορά τό πρόσωπό σας καΐ τί τόν ρόλο σας. Έ μ ο ια ζε αύτονόητο 0τι μεγάλο μέρος τοΰ θυμοΰ της Ά ιρήν αφορούσε άλλους —τή ζω ή, τή μοίρα, τόν Θεό, τή συμπαντική αδιαφορία- κι άπλώ ς τόν έξαιτέλυε πάνω στόν πιό κοντινό της στόχο; εμένα, τόν θεραπευτή της. 'Η Ά ιρήν κα ταλάβαινε δτι ό θυμός της μέ καταπίεζε καί μοΰ τό καθι στούσε σαφές μέ πολλούς τρόπους. Μιά μέρα, λόγου χάρη, δταν τής τηλεφώνησε ή γραμματέας μου γιά ν ’ αλλάξουμε τήν ώρα τοΰ ραντεβού μας, έττειδή επρεττε νά πάω στόν οδοντο γιατρό, ή Ά ιρήν άπάντησε: « Ά , βέβαια, γιά κεΐνον εΐναι μάλλον πιό εύχάριστο νά πάει στόν οδοντογιατρό τυαρά νά δεΐ εμένα )>. "Ίσως όμως ό κυριότερος λόγος ττού ή οργή της δέν μέ κα τέβαλε ήταν δτι εΐχα πάντα ύπόψη μου πώ ς πίσω της κρυβό ταν ή βαθιά της θλίψη, ή άπόγνωση κ ι,ό φόβος. Ό τ α ν εξέ φραζε θυμό άτυένέ^^τΐ μου, μερικές φορές άντιδροΰσα μέ αντα νακλαστικό εκνευρισμό καί ανυπομονησία, συχνότερα δμως μέ συμπόνια. Πολλές ά π ’ τις εικόνες καί τις φράσεις της μέ στοίχειωναν. Μία ιδίως έγκαταστάθηκΕ όριστικά στή σκέψη μου καί κάθε φορά κατόρθωνε να μαλακώσει τόν τρόπο μέ τον όττοΐο βίωνα τήν πένθιμη όργή της. ’^Ηταν μιά εικόνα άπό ένα άπ^τά συνηθισμένα της όνειρα άεροδρομίων (τά δύο πρώ τα
ΕΦΤΛ ΜΑΘΙ ΙΜΛΤΑ θΕΡΑίΙΗίΑΐ Ι ΙΕΝΘΟΥΣ ΠΛ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟΥΣ
153
χρόνια μετά τόν θάνατο του άντρα τη ς Ιβλεπε συχνά στά όνει ρά της 6τι περιτιλανιέται μέσα, σέ αεροδρόμια). Ύ^ρμάο) τρέχοντας μέσα σ^ άεροδρόμω. Ψάχνο) τόν Τζάκ, Δεν ξέροΛ ττοιά εϊναι η άεροτιορική τον εταιρεία. Δ έν ξέρ(ΐ> τόν άριβμα της τιτήσης. Είμαι άηε?σιιαμένη. . , ψάχνα> τις λίστες τών πτήσεω ν μ ή πως βρώ κάποίο στοιχείο —τίποτα 6μο)ς β γά ζει νόημα —δλοι οί ττροορισμοι εΐναι γραμμένοι μ έ ακατάληπτες συλλαβές. Τότε εμφα νίζεται ή ελπίδα — μπορώ νά όιαβάσα* τήν πινακίδα πάνω άπό μιΔ ^ξοδο άναχώρησης: «Μ ικάδο»^ γράψει. Τρέχω στήν ^ξοδο. Εΐναι δμως πολν άργά, Τό άεροπλάνο εχει μόλις φ ύγει Ttai ξ^>πνάω κλαίγοντας.
« Αύτός ό ιτροορισμός —Μικάδο ] Τ ί συνειρμούς κάνεις γιά τό Μ ικάδο; » ρώτησα. « Δέν έχω ανάγκη να κάνω συνειρμούς», εΐττε πετώ ντας μονομιάς στά άχρηΐίτα τήν ερώτησή μου. « Ξέρω πολύ καλά γιατέ ονειρεύτηκα τό Μικάδο. Ό τ α ν ήμουνα παιδί τραγου δούσα οπερέτες. Εΐναι ένας στίχος ττού δέν λέει να μοΰ φ ύ γει: Μ πορεΐ ή ννχτα νά 'ρθει πιο νο>ρις "Ομως τό άκόγενμά μας θά κρατήσει χρόνια και χρόνια
‘Η Ά ιρήν σταμάτησε καΐ μέ κοίταξε, μέ τά μάτια νά γυα λίζουν αϊτό τά δάκρυα. Δέν εΐχε νόημα να π εΐ περισσότερα. Ουτε γιά κείνην. Ο ύτε γιά μένα. Δέν έπαιρνε άπό παρηγοριά. Ά πό εκείνη τήν ήμέρα 6 στίχος « τό απόγευμά μας θά κρατή σει χρόνια και χρόνια» επανερχόταν στό μυαλό μου. Ό Τ ζάκ καΐ ή Ά ιρήν δέν εΐχαν ζήσει ποτέ τά απογεύματα πού τούς άναλογοΰίταν, καί γ ι ’ αύτό μποροΰσα νά τής συγχω ρήσω τά πάντα.
Τό τρίτο μάθημά μου γ ιά προχωρημένους» ή πένθιμη οργή, άποδείχτηκε πολύτιμο σέ άλλα κλινικά περιστατικά, Έ κ ε ι
154
Η Μ ΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ Ν Ο Η Μ Α ΤΗ Σ ΖίΙΗ Σ
πού στό παρελθόν άλλαζα πολύ γρήγορα κατεύθυνση κι απο μακρυνόμουν ά π ’ τόν θυμό, έπιχειρώ ντας να τόν κατανοήσω καΐ νά τόν έπιλύσω 6σο πιό γοργά γινόταν, τώ ρα μάθαινα πώ ς νά τόν εμπεριέχω , π ώ ς νά τόν αναζητώ καΐ νά βουτάω μέσα του. ΚαΙ ποιό ήταν τό ειδικό δχημα τοΰ μ α θ ή μ α το ς; Σ τό ση μείο αύτό μπαίνει στό παιχνίδι ό μαύρος βόρβορος.
Μάθημα 4 ο : *0 μαύρος βόρβορος Τ ότε πού είχε ττεθάνει ό γαμπρός μου, δταν ή Ά ιρήν άττειλοΰσε νά φύγει καΐ μέ ρωτούσε άν ήθελα νά είμαι μέ κάποιαν πού μέ μισούσε έπειδή ζούσε ή γυναίκα μου, εΐχε μιλήσει γιά μαΰρο βόρβορο. « Θ υμ ασ αι; » μέ είχε ρωτήσει. « Κάνεις δέν θέλει νά τόν άγγίξει ό βόρβορος, έτσι δέν εΐνα ι;» "*Ήταν μιά μεταφορά πού τήν έπικαλοΰνταν στις περισσότερες συνεδρίες μας στά δύο πρώ τα χρόνια τής θεραπείας. Τ ί ήταν ό μαύρος βόρβορος; Ή Ά ιρήν άγω νιζόταν κάθε τόσο νά βρει τΙς σωστές λέξεις. « Εΐναι μιά μαύρη, φρικιαστι κή, καυστική ούσία πού ξεπηδάει άπό μέσα μου κι έξαπλώνεται γύρω μου σάν λίμνη. Ό μαύρος βόρβορος εΐναι σιχαμερός και δύσοσμος. Α π ω θ εί καΐ εξαγριώνει δποιον μέ πλησιάζει. Τούς λεκιάζει κι αύτούς, τούς βάζει σέ μεγάλο κίνδυνο». Παρόλο πού ό μαύρος βόρβορος εΐχε πολλές σημασίες, πρώ τα και κύρια σηματοδοτούσε τήν πένθιμη όργή της. Γ ι’ αύτό καΐ μέ μισούσε πού ή γυναίκα μου ήταν ζωντανή. Τό δίλτ^μμά της ήταν τρομερό: μπορούσε νά παροφιείνει σιωττηλή, νά ττνίγεται άπ* τήν ιδια της τή λύσσα και νά νιώθει άπελπιστικά μόνη. *Η μπορούσε νά ξεσπάσει τήν όργή της διώχνοντοις τούς πάντες άπό κοντά της καΐ νά νιώθει πάλι άττελταστικά μόνη. Ά φού ή εικόνα τοΰ μαύρου βόρβορου εΐχε χα ρ α χτεί βαθιά στό μυαλό της, καΐ καμιά λογική καΐ καμιά ρητορεία δέν μ π ο ροΰσε νά τή μετακινήσει, χρησιμοποίησα αύτή τή μεταφορά γιά νά κατευθύνω τή θεραπεία μου. Γιά νά τή διαλύσω χρεια ζόμουν δχι τή θεραπευτική λέξη άλλά τή Θεραπευτική πράξη. Έ τ σ ι προσπάθησα νά παραμείνω κοντά της στήν όργή της. 155
L50
Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ Ν Ο Η Μ Α ΤΗΣ ΖΛ Η Σ
νά κοιτάξω κατάματα τον θυμό της —οττως εκανε κι 6 Τ ζάκ. 'Έττρεπε νά έμπλακώ μαζί της, νά παλέψω μέ τή λύσσα της, νά μήν της έτη τρέψω νά μέ σπρώξει μακριά της. 'Ο θυμός της έπαιρνε πολλές μορφές - μου έστηνε ατελείωτες δοκιμασίες καΐ παγίδες. Μιά ιδιαίτερα ύπουλη τέτοια πα γίδα πρόσφερε μιά ευνοϊκή εύκαιρία γ ιά θεραπευτική πράξη. 'Έ π ειτα άπό πολλούς μήνες έντονης ταραχής καΐ απογοή τευσης, μιά μέρα ή Ά ιρήν έφτασε στό γραφεΤο μου ανεξήγη τα ήρεμη καΐ ικανοποιημένη. ίί Εΐναι ύτυέροχο νά σέ βλέπω τόσο γαλήνια », παρατήρησα, « Τί συνέβη;)) « Μόλις ττηρα μιά απόφαση-ορόσημο ϊ>, εΐττε. « Μόλις πέταξα άπο πάνω μου κάθε προσδοκία γιά προσωπική ευτυχία ή αυτοπραγμάτω ση. Δέν έχω πιά κοιμιά έττιθυμία γιά άγάπη^ γιά σέξ, γιά συντροφικόττ^τα, γιά χοιλλιτεχνιχή δημιουργία. Ά π ό δώ καί τϊέρα θ ’ άφοσιωθώ ολοκληρωτικά στό νά π ρ α γ ματώ σω τις δουλειές πού έχω άναλάβει “ νά είμαι μητέρα και χειρουργός ». Ό λ α αύτά τά εΐττε με ΰφος μεγάλου αυτοελέγ χου καί καλής διάθεσης. Τ Ις προηγούμενες έβδομάδες ή Ινταση καί ή αδιαλλαξία τής απόγνωσής της μέ εΐχαν ανησυχήσει πάρα πολύ κι ανα ρωτιόμουν πόσο θ ’ άντεχε άκόμα. *^Ετσι, παρά τήν παράδοξα αιφνίδια άλλαγή της^ ήμουν τόσο ευγνώμων πού εΐχε βρεϊ κά ποιον τρόπο, δποιος κι άν ήταν, γ ιά νά ελαττώσει τόν πόνο της, ώστε έττέλεξα νά μήν εξετάσω ττερισσότερο άπό που προερχόταν. Τό ττηρα αντίθετα σάν ένα ευλογημένο συμβάν —κά τι σάν τή γαλήνη πού κατακτούν τυολλοΐ βουδιστές, οί όποιοι ανακουφίζουν τήν οδύνη άπομακρύνοντας συστηματικά μέ τόν διαλογισμό τόν έαυτό τους άπό κάθε προσωτακή έτηθυμια. Γ ιά νά είμαι ειλικρινής, δέν περίμενα δτι ή μεταμόρφωση τής Ά ιρήν θά διαρκοΰσε πολύ, έλπιζα δμως δτι άκόμα καΐ μιά τταροδική άνάτταυλα ά π ’ τόν ασταμάτητο πόνο της μπορεΤ νά εΐσήγαγε έναν πιό θετικό κύκλο σ τή ζωή της. Ά ν μιά κα τά σταση ηρεμίας της έπέτρεττε νά πάψει νά βασανίζει τόν έαυτό
ΕΦΙ A MA0HMATA ΘΕΡΛΙΙΕΙΑΣ ΠΕΝΘΟΥΣ ΓΙΑ ΠΡΟ^ίΩΡΗΜΕΝΟΥΣ
157
της, να πάρει προσαρμοστικές αποφάσεις» νά κάνει καινούρ γιους φίλους, ϊσω ς άχόμα καΐ νά γνωρίσει Ιναν άντρα κατάλλτίλο γ ιά κείνην, τότε πίστευα δτ(. δέν είχε μεγάλη σημαΐϊία μέ ποιόν τρόπο εΐχε άρχικά φτάσει σ ’ αύτή τη διάθεση: άρκουσε νά υψώσει τή σκάλα καΐ ν^άνέβει στό επόμενο επίπεδο. Τήν έτΓΟμένη ίίμως μοΰ τηλεφώντ^σε σέ εξοίλλη κατάσταση: « Συνειδητοποιείς τ£ Ικα νές; Τ£ είδους θερατυευτής είσαι έσύ; Και τό δτι νοιάζεσοα γιά μένα εΐναι σκέτη ύτίοκρισία I ‘Υποκρι σία ! Ή άλήιθεια εΐναι οτι είσαι πρόθυμος νά μήν κάνεις τίποτα καΐ να μέ παρακολουθείς ήσυχος νά παραιτούμαι ά π ’ δλα τά ζω τικά πρ άγμ ατα στή ζω ή μου — άπό κάθε α γά πη , χαρά, ενθουσιασμό —άπ^δλα I *Όχι, οχι, δέν εΐναι μόνο δτι δέν κάνεις τίτΓΟτα, Θέλεις νά γίνεις συνεργός στήν αύτοδολοφονία μ ο υ !» Γιά άλλη μιά φορά απείλησε νά έγκαταλείψει τή θερατυεια, άλλά τελικά τήν Ιττεισα νά Ιρθει στό έπόμενο ραντεβού. Τ ις επόμενες δυό-τρεις μέρες άναμασούσα συνεχώς τή σειρά τώ ν γεγονότων. Ό σ ο περισσότερο τό σκεφτόμουνα, τό σο πιό πολύ θύμωνα. Ε ΐχα γιά άλλη μιά φορά παίξει τόν ρό λο του χαζοβιόλη Τσάρλυ Μπράουν πού προσπαθεί νά κλο τσήσει τήν μπάλα, ένώ ή Λούσυ τήν τραβάει κάθε φορά άπό μπροστά του τήν τελευταία σ τιγμ ή . Ό τ α ν π ιά εφτασε ή ώρα γ ιά τήν επόμενη συνεδρία μας, ό θυμός μου εϊχε φτάσει σέ με γέθη ανάλογα μέ τής Άιρήν. Ε κ ε ίν η ή συνεδρία Ιμοιαζε λιγό“ τερο μέ ψ υχοθεραπεία και περισσότερο μέ αγώ να πάλης. ^Ηταν δ πιό σοβαρός καβγάς πού είχαμε κάνει. Οί κατηγορίες ξεπηδούσαν ποτάμι άπό μέσα τ η ς : « Μ ’ εχεις έγκατοιλείψει! Θέλεις νά μέ κάνεις νά συμβιβαστώ σκοτώνοντας ζω τικά κομ μάτια τοΰ έαυτοΰ μου ] » Δέν ύποκριθηκα δτι τή συναισθανόμουν ή δτι καταλάβαινα τή θέση της. Τής ε ΐπ α : « Βαρέθηκα π ιά τά ναρκοπέδιά σου. Βαρέθηκα τις δοκιμασίες πού μου στήνεις, και στίς όποιες τις περισσότερες φορές αποτυγχάνω . Κ ι ά π ’ δλες τις δοκιμασίες» ετούτη εΐναι ή πιό βρόμικη» ή πιό ΰπουλη « ’Έ χουμ ε πάρα πολλή δουλειά νά κάνουμε» Ά ιρήν », κατέ
15 S
Η MAiJA ΚΑΙ TO Ν Ο Η Μ Α ΤΗΣ ZfJH l
ληξα, καί χρησιμοποίησα μιά ατάκα τοΰ νεκρού συζύγου της. « Δ έν έχουμε χρόνο γι,*αύτές τις ά ηδίες». Ή τ α ν μιά ά π ’ τις καλύτερές μας φορές. Ό τ α ν τελείωσε (ετυειτα, βέβαί.α, άπο αλλη μιά: άψιμαχέα γιά τό κανονικό τ έ λος της συνεδρίας, δπου μέ κατηγόρησε S tl τήν π ετά ω Ιξω ά π ’ τό γραφείο μ ο υ ), ή θεραπευτική μας συμμαχία ήταν πιο ισχυρή άπό ποτέ, Οίίτε στά θεωρητικά β φ λ ία μου οΰτε στίς έποτττεΐες οΰτε στή διδασκαλία μου μέσα στήν τάξη δέν θά σκεφτόμουν ποτέ νά συμβουλέψω εναν εκπαιδευόμενο νά μπει σέ μιά θυμωμένη λογομαχια μέ άσθενή. Κι δμως μιά τέτοια συνεδρία πάντα οδηγούσε τήν Ά ιρήν ένα βήμα μπροστά, Ή μεταφορά του μαύρου βόρβορου ήταν αύτή πού καθοδη γούσε κάτι τέτοιες προσπάθειες μου. Δημιουργώντας επαφή, συγκινησιακή έπαφή, παλεύοντας μαζί της (μ ίλώ μεταφορι κά, μολονότι ύττηρχαν κάποιες φορές πού ένιωθα δτι λίγο ελειπε νά φτώσουμε στή σω ματική π ά λ η ), άποδείκνυα ξανά καΐ ξανά δτι ό μαύρος βόρβορος ήταν ένας μύθος πού οΰτε μέ μόλυνε οΰτε μέ άπωθοΰσε οΰτε μ ’ έβαζε σέ κανέναν κίνδυνο- Ή Ά ιρήν ήταν τόσο προσκολλημένη σ ’ αύτή τή μεταφορά, ώστε ήταν πεπεισμένη δτι κάθε φορά πού πλησίαζα τήν όργή της, ή θά τήν έγκατέλειπα ή θά πέθαινα. Τέλος, σέ μιά προσπάθεια νά τής αποδείξω μιά γ ιά πάντα δτι ό θυμός της οΰτε θά μέ κατέστρεφε οΰτε θά μ*1διωχνε* έθεσα έναν καινούργιο βασικό θεραπευτικό κανόνα; «Κ άθε φορά πού ξεσποίς πραγματικά πάνω μου, θά προγραμματί ζουμε αύτομάτως ένα έκτακτο ραντεβού τήν ίδια εβδομάδα Α ύτή ή πράξη άποδείχτηκε εξαιρετικά αποτελεσματική. Έ κ τώ ν υστέρων τή θεωρώ εμπνευσμένη. Ή μεταφορά τοϋ μαύρου βόρβορου ήταν ιδιαίτερα ισχυρή, γ ια τί εΐχε πάρα πολλές σημασίες: ήταν μιά εικόνα πού ικανο ποιούσε και εξέφραζε πολλά διαφορετικά ασυνείδητα δυναμι κά. Μιά καίρια σημασία ήταν ή πένθιμη όργή. Ύ τϊήρχαν δμως κι άλλες. Γ ιά παράδειγμα, ή πεποίθηση δτι ήταν δηλητηριώ δης, μολυσμένη, δτι έφερνε θανάσιμη γρουσουζιά. « Ό π ο ιο ς
ΕΦΤΑ ΜΑ0ΗΜΑΤΑ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΠΕΝΘΟΥΣ Π Α ΠΡΟΧΏΡΗΜΕΝΟΥΧ
159
πατάει μέσα στόν μαΰρο βόρβορο μοΰ εΐπε σέ μιά συνεδρία, « υπογράφει τή θανατική του καταδίκη ». « Έπομένΐας δέν τολμάς νά ξαναγαπήσεις» γιατί το μόνο πού εχεις να προσφέρεις εΐναι μιά άγάττη Μέδουσας πού θά καταστρέψει ίποιον σέ πλησ ιάσ ει; » « Ό λ ο ι οι άντρες πού αγάπησα πέθαναν - ό άντρας μου, ό πατέρας μου^ 6 αδελφός μου, 6 βαφτισιμιός μου καΐ 6 Σάντυ, γιά τον όποϊο δέν σοΰ εχω μιλήσει, άκόμα - ένα παιδί μέ τό όποιο τά εΐχα* πού ήταν ψυχικά διαταραγμένο κι αύτοκτόνησε πριν άττό είκοσι χρόνια ». « Ά λ λ η μιά σύμπτω ση! Πρέπει να πάψεις νά τό σκέφτε σαι !)) επέμεινα. « ’^Ηταν μιά κακή συγκυρία* δέν σημαίνει τ ί ποτα γιά τό μέλλον. Τ ά ζάρια δέν έχουν μνήμη ϊ>. <( Συγκυρία, συγκυρία - ή άγαττημένη σου έκφραση 1» σάρ κασε, ίί Ή σωστή λέξη εΐναι κάρμα καΐ μου λέει καθαρά δτι δεν πρέπει ν*αγαπήσω άλλον άντρα». 'Η εικόνα τής γρουσουζιάς πού εΐχε γιά τον έαυτό της μοΐί θύμιζε τόν Τζό Μ πφστπλκ, ένα πρόσωπο άπ* τό κόμικ Ό μ ι κρός ΙΛμπνΐρ, πού πάνω άπ^ τό κεφάλι του κρέμεται αιωνίως ενα δυσοίωνο μαύρο σύννεφο. Π ώ ς 6ά κατόρθωνα νά υπονο μεύσω τήν πίστη τής Ά ιρήν σ ’ ένα καταραμένο κάρμα; Τελικά προσέγγισα κι αύτό τό θέμα ττερίπου 6πως προσέγγισα τήν όργή της. Χρειαζόταν κάτι παραττάνω άπο λόγια; έπρεπε νά προσφέρω μιά θεραπευτική πράξη* κι αύτή ήταν ν’ αγνοήσω τις προειδοποιήσεις της, νά έξακολουθώ νά τήν πλησιάζω, νά μ πω στήν καταραμένη, τοξική περιοχή και νά παραμείνω ζω ν τανός και υγιής. Μιά άλλη σημασία τοΰ μαύρου βόρβορου συνδεόταν στό μυαλό της μ ’ένα δνειρο πού εΐχε δεΤ κάποτε, μιά πανέμορφη γυναίκα μέ μαΰρα μάτια πού φοροΰσε ένα κόκκινο τριαντά φυλλο στά μαλλιά κι ήταν ξαπλωμένη σ ’ έναν καναπέ. Καθώς ττληαιάζω π€ρισ<χ6τερο, συνειδητοποιώ ort ή γυναίκα δεν εΐναι αντο πον φαινόταν: 6 καναπές της είναι νεκροκρέβατο, τά μά-
l6 o
Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜ Α Τ Η Ι ΖΩΗ Σ
τια της εϊναι μαΰρα, δχι επείδη είναι δμορφα άλλά εττειδγ^ εχονν μ έ σα τονς τον θάνατο, καΙ το κόχκινο τριαντάφυλλο όέν είναι λουλού δι άλλά μιά ματωμένη βανατηφάρα πλτ}γή.
<( Τό ξέρω δτί έγώ είμαι αύτή ή γυναίκα, κι ΐίττοιος μ,έ π λ η σιάσει θά συναντήσει αύτόματα τον θάνατό του ~ άλλος ένας λόγος γιά νά μήν πλησιάζω πολύ κανέναν». Ή εικόνα της γυναίκας μέ τό πορφυρό τριαντάφυλλο στά μαλλιά μοΰ θύμισε τήν πλοκή ένός εξαιρετικού φουτουριστιχοΰ μυθιστορήματος τοΰ Φ ίλιπ Ν τικ μέ τίτλο Ό άντρας στόν λαβύρινθο^ 6που στέλνουν έναν άντρα σ ’ έναν κόσμο πού μόλις έχει ανακαλυφθεί, γ ιά νά έρθει σ ’ έπαφή μέ πλάσματα μιάς πολύ προχωρημένης φυλής. Παρόλο πού χρησιμοποιεί κάθε έπικοινωνιακό μηχανισμό πού μπορει κανείς νά φανταστεί —γεω μετρικά σύμβολα, μαθηματικές σταθερές, μουσικά θέμα τα , χαιρετισμούς, φωνές, χειρονομίες-, οΕ άλλοι τόν άγνοοΰν άπολύτως. Οι προσπάθειες του ίμ ω ς έχουν διαταράξει τή γ α λήνη τών δντων αύτών πού δέν αφήνουν άτιμώ ρητη τήν ΰβρη του. Πρίν φύγει γιά νά γυρίσει πίσω στή Γη, τοΰ κάνουν μιά μυστηριώδη νευροχειρουργική έττέμβαση. Μόνο πολύ αργότε ρα καταλαβαίνει ποιά εΐναι ή τιμω ρία του t ή επέμβαση τόν εμ ποδίζει νά συγκρατήσει τό υπαρξιακό του άγχος. Ό χ ι μόνο π λή ττετα ι συνεχώς ά π ’ τόν τρόμο τοΰ άπλούστερου απρόο πτου καΙ τοΰ αναπόφευκτου θανάτου του, άλλά εΐναι καΐ κα ταδικασμένος στήν απομόνωση, άφοΰ όποιος τόν πλησιάσει σέ ακτίνα εκατοντάδων μέτρω ν ύφίσταται τις ίδιες παραλυτικές έκρήξεις ύτυαρξιακοΰ τρόμου. Ό σ ο καΐ νά έτΐέμενα στήν Άιρήν οτι ό μαΰρος βόρβορος ήταν ένας μύθος, ή αλήθεια είναι δτι κί, έγώ τυιανόμουν συχνά στήν παγίδα του. Σ τή δουλειά μου μαζί της ύττέφερα τή μοίρα έκεί^ νων πού πλησίαζαν τυολύ τόν ήρωα τοΰ Φ ίλιπ Ν τίκ; μέ σφυρο κοποΰσαν οΐ δικές μου υπαρξιακές αλήθειες* Ot συνεδρίες μας μ ’ έφερναν πάλι και πάλι σ ’ επαφή μέ τόν ϊδιο μου τόν θάνατο.
ΕΦΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ©ΕΡΑΠΕΙΑΐ: ΠΕΝΘΟΥΣ ΓΙΑ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟΥΣ
ι6 ι
Παρόλο πού πάντα ήξερα δτι ό θάνατος εΐναι έκεΤ καΐ καραδο κεί φτεροκοπώντας άμυδρά κάτω άπό τή μεμβράνη της ζωής μου, συνήθως κατόρθωνα νά τόν βγάλω ά π ’ τό μυαλό μου. Βέβαια τό νά σκέφτεσαι σταθερά τόν θάνατό σου έ'χει καΐ μερικά σωτήρια άποτελέσματα. Μ πορώ νά καταλάβω πώ ς, ένώ τό γεγονός ( ή φυσική π ρ α γ μ α τικ ό τη τα ) του θανάτου μάς καταστρέφει, ή ιδέα του θανάτου μπορεΤ νά μάς σώσει. Είναι μιά παλιά σοφία: γ ι ’ αύτό γιά πολλούς αιώνες οί μοναχοί εΐ χαν κρανία μέσα στά κελιά τους καΐ γ ι ’αύτό ό Montaigne συμ βούλευε νά μένουμε σ ’ Ινα δω μάτιο μέ θέα τό νεκροταφεΤο. Ή επίγνω ση τοΰ θανάτου εΐχε συμβάλει γιά πολύ καιρό στήν άναζωογόνγ^ση της ζω ής μου, μέ εΐχε βοηθήσει νά μή θεωρώ σημαντικά τά άσήμαντα και νά δίνω άξία σέ δ,τι εΐναι άληθινά πολύτιμο. Ναί, αύτά τά πράγματα τά γνώ ριζα διανοητι κά, γνώ ριζα δμως καΐ δτι δέν μποροΰσα νά ζώ μονίμως σέ έπαφή μέ τή λευκή φλόγα τοΰ φόβου τοΰ θανάτου. Έ τ σ ι στό παρελθόν συνήθως κρατοΰσα τις σκέψεις τοΰ θα νάτου στό πίσω μέρος τοΰ συνειδητού. Ή δουλειά μου μέ τήν Ά ιρήν δμως δέν μοΰ τό έπέτρεπε πιά. Οι ώρες πού περνούσα μαζί της ένέτειναν συνεχώς δχι μόνο τήν εύαισθησία μου άπέναντι στόν θάνατο και τήν αίσθησή μου δτι ή ζω ή εΐναι πολύ τιμη, άλλά καΐ τό άγχος θανάτου μου. Βρέθηκα νά μελαγχολώ πολύ πιό συχνά άπό άλλοτε, ά π ’ δσο θυμάμαι, και νά σκέφτο μαι τό γεγονός δτι ό άντρας της χτυττήθηκε ά π ’ τόν θάνατο στά σαρανταπέντε του κι δτι έγώ δέν πρόκειται νά ξαναγυρίσω στά έξήντα μου χρόνια. Τό ξέρω δτι βρίσκομαι στή ζώνη τών μελλοθάνατων, σέ μιά φάση ζωής πού θά μποροΰσα άνά πάσα σ τιγμ ή ν’ άφανιστώ. Ποιός εΐττε δτι οί θεραττευτές πληρώνονται ύττερβολικά ποσά;
Μ άθημα 5ο: Λ ο γικ ή και προδοσία Κ αθώς ή συνεργασία μας έμπαινε στόν τρίτο της χρόνο, έχα να δλο καΐ περισσότερο τό κουράγιο μου. Ή θεραπεία είχε βαλτώσει απελπιστικά. Ή Ά ιρήν ήταν τόσο βαθιά χω μένη στόν βούρκο τής κατάθλιψης, πού δέν μποροΰσα να τή βγάλω άπό κεΐ. Οΰτε νά τήν π λ η σ ιά σ ω : δταν τή ρωτοΰσα πόσο κον τά ή πόσο μακριά μου ένιωθε σέ μιά συνεδρία, άπαντοΰσε: « Ε κα τοντά δες χιλιόμετρα μακριά —οΰτε σέ βλέπω σχεδόν ». « Ά ιρήν, τό ξέρω δτι ίσως νά ’χεις κουραστεί νά τ* άκοΰς αύτό, άλλά είναι άπόλυτα άπαραίτητο νά σκεφτοΰμε πολύ σο βαρά νά ξεκινήσεις κάποιο άντικαταθλιπτικό. Πρέτυει νά κα ταλάβουμε καΐ νά έταλύσουμε τό για τί είσαι τόσο άμετακίνητη στήν άντίθεσή σου νά πάρεις φάρμακα ». c<Κι οι δυό ξέρουμε τί σημαίνει φάρμακο ». « Μ π ά ;» « Σημαίνει δτι έσύ παραιτεισαι, δτι άποσύρεσαι ά π ’τήν ψυ χοθεραπευτική μας δουλειά. Δέν μ ’ ένδιαφέρει νά μοΰ κάνεις μιά γρήγορη έπιδιόρθωση ». « Μιά γρήγορη έτηδιόρθωση; Σ έ τρία χρ όνια ; » ((Ε ννο ώ , δέν είναι λύση νά μέ κάνεις νά νΐίόσω καλύτερα. Έ τ σ ι άπλώ ς άναβάλλω ν’ άντιμετω πίσω τις άπώλειές μου ». Ό ,τ ι έτηχειρήματα καΐ νά χρησιμοποιούσα, δέν μποροΰσα νά τή μ εταπείσω , τελικά δμως μοΰ έκανε τή χάρη καΐ μοΰ έττέτρεψε νά τής γράψω κάποια άντικαταθλιτττικά. Τό αποτέ λεσμα ήταν τό ιδιο δπω ς στήν προηγούμενη δοκιμή πού είχα με κάνει, πριν άπό δύο χρόνια. Τρία διαφορετικά φάρμακα δχι μόνο ήταν αναποτελεσματικά άλλά τής προκάλεσαν δυσάρεi6a
ΕΦΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΠΕΝΘΟΥΣ ΓΙΑ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟΥΣ
163
στες παρενέργειες: σοβαρή ύττνηλία, τυαράξενα καί τρομακτι κά δνείρα, απώλεια κάθε σεξουαλικότητας και αίσθησιακότητας, μιά. τρομακτική αίσθηση δτι τίπ ο τα δέν ίχ ε ι νόημα, δτι τήν άπομακρύνουν ά π ’ τόν έαυτό τη ς καΐ τά προβλήματα της. Ό τ α ν πρότεινα νά πάρει τή γνώ μη ένός ψυχοφαρμακολόγου* άρνήθηκε κατηγορτ}ματικά. Σε απόγνωση, εθεσα τελικά ένα τελεσίγραφο: « Π ρ έπ ει νά δεις τόν ψυχοφαρμακολόγο και νά Ακολουθήσεις τήν άγω γή πού θά σοϋ συστήσει, αλλιώς δέν συν εχίζω νά δουλεύω μαζί σου». Ή Ά ιρήν μέ κοίταξε μέ σταθερό βλέμμα. Α κριβής καΐ συγκρατημένη οπως συνήθως, δέν παρο^χώρησ^ τίπ οτα παραπάνω σέ όμιλία ή σέ χειρονομία. « Θά τό σκεφτώ καί θά σου απαν τήσω στήν έπόμενη συνεδρία)), εΐπε. Ά λλά στήν επόμενη συνάντησή μας δέν άπάντησε εύθέως στό τελεσίγραφο. Α ντίθετα μοΰ Ιδοχτε νά δώ ένα τεύχος τοΰ N ew Yorker^ πού ήταν ανοιγμένο σ ’ Ινα άρθρο τοΰ Ρώσου ποιητή Γιόζεφ Μπρόντσκυ μέ τίτλο « Π ερί πένθους καί λο γικής ϊ>, « 'Ε δ ώ μέσα», εΐπε, « θά βρείς τό κλειδί τοϋ τι έχει πάει στραβά στήν ψυχοθεραπεία μου. Α λλιώ ς, άν τό διαβάσεις καΐ δέν βρεΤς τήν άπάντηση, τότε θά πά ω στόν γιατρό πού λές ϊ). Πολλές φορές μου ζγ}τοΰν οΐ θεραπευόμενοι νά διαβάσω κάτι πού τούς Ιχει προκαλέσει τό ενδιαφέρον —κάποιο βιβλίο αύτοβοήθειας, ένα άρθρα γιά μιά καινούργια θεραττεία ή θεω ρία, Ινα λογοτεχνικό κομμάτι πού αγγίζει, κάτι παρόμοιο μέ τήν περίτττωσή τους. Κ αί αρκετοί άνάμεσά τους πού είναι συγγράφεις* μοΰ έχουν δώσει εκτενή χειρόγραφα λέγοντας: «Δ ιαβάζοντας αύτό, θά μάθεις πάρα πολλά γιά μένα». Α ύτή ή φράση άποδεικνύεται μονίμω ς ά κ υ ρ η : δλες τ ις φορές ό άσθενής θά μποροΰσε νά μοΰ εΐχε παρουσιάσει λεκτικά τό ιδιο ύλικό σέ πολύ λίγότερο χρόνο, Ο ΰτε θέλουν άπό μένα μιά ειλι κρινή γνώ μη γιά τό γραπτό τους - συνήθως παραεΐμαι σημαν τικός γ ιά κείνους, γιά νά μπορώ νά έκφράσω ελεύθερα έναν άντικειμενικό σχολιασμό. Προφανώς κάτι άλλο ζητούν — τήν
164
Η ΜΑΝΑ KAJ TO ΝΟΗΜ Α ΤΗΣ ΖΩΗ Σ
άτΓοδοχή μου ή τον θαυμασμό μου — ένας θεραπευτής ΟέτΕί πολύ ττιό ευθείς καί άττοτελεσματικούς τρόττους γιά νά αντιμετω πίσει τήν ανάγκη αύτή, άττ’τό να σπαταλήσει ατε λείωτες ώρες διαβάζοντας Ινα χειρόγραφο. Συνήθως λοιττόν ψάχνω νά βρώ Ιναν εΰσχημο τρόπο ν’ απαντήσω αρνητικά: σέ ένα τέτοιο αίτημα —ή τό ττολύ ττολύ να δεχτώ νά: τοΰ ρίξω μιά γρήγορη ματιά. Θεωρώ ττολύτιμο τόν προσωτηκό χρόνο πού διαθέτω γιά ανάγνωση καΐ τόν προστατεύω. Καθώς ομως α ρ χίσ α νά διαβάζω τό ίίρθρο ττού μου εϊχε δώσει ή Ά ιρήν, δέν ένιωθα δτι μέ επιβάρυνε. Ε κτιμ ούσ α ττάρα ττολύ δχι μόνο τό γούστο της άλλά καί τή διαύγεια τοΰ ττνεύματός της, κι άν πίστευε τό άρθρο αύτό περ:εϊχ$ τό κλειδί πού θά μας έβγαζε άπ^ τό αδιέξοδο, τήν εμπιστευόμουν δτι ό χρόνος πού θά ξόδευα σ^αύτό θά ήταν μιά καλή έττένδυση. Φυσικά θά ττροτιμοΰσα μ ιά πιό ευθεία επικοινωνία* άλλά μέ τόν καιρό εΐχα μάθει να δέχομαι τον ττλάγ^ο καί συ χνά ποιητικό τρόπο της νά συνδιαλέγεται - μιά γλώσσα πού τήν εΐχε μάθει ά π ’ τή μητέρα της. Α ντίθετα ά π ’ τόν πατέρα της, ό όποιος δίδασκε Φυσική σ ’ Ινα μικρό γυμνάσιο σέ κάττοια μεσοδτ>τική πολιτεία κι ήταν υπόδειγμα νηφάλιου ορθο λογισμού, ή μητέρα της ήταν καλλιτέχνης κι έπικοινωνοΰσε πάντα μέ τρόπο έμμεσο, *Η Ά ιρήν μάθαινε τις διαθέσεις τής μητέρας της μέ ττλάγιους τρόττους- Τ ις καλές μέρες, άς ποΰμε, ή μητέρα της έλεγε, « Λ έω νά βάλω μερικές ίριδες στό γαλάζιο βάζο ϊ>, ή μετέδιδε τή διάθεσή της μέσα ά π ’ τόν τρόπο πού τακτοποιούσε τό πρω ί τις κοΰκλες στό κρεβάτι τής Άιρήν. Τό άρθρο ξεκινούσε μέ μιά ανάλυση άτΐό τόν Γιόζεφ Μπρόντ σκυ τώ ν δύο πρώ τω ν στροφών τοΰ ποιήματος τοΰ Ρ όμ περτ Φρόστ « *Έλα » ':
1.
C o m e in
στο πρωτότυπο.
(Σ .τ .μ . )
ΕΦΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΠΕΝΘΟΥΣ] ΓίΑ ΠΡΟΧΟΡΗΜΕΝΟΥΖ
165
Φτάνοντας στήν ακιαη τον όάσονς, Μονσικη άπο τσίχL·ς —δίίου/ Τώρα άν εξω ήταν σούρουπο Μ ίση ^τανε σκοτάδι, Στό δάσος ^μαν σκοτεινά γιά τό πονλί Με TTjr ταχυδακτυλουργία τοϋ φτερον του Νά Ηοιμάσει τή φωλιά τον γιά τη νύχτα, Μποροΰσε ομως νά τραγουδάει άκόμα. Θεωρούσα ττάντα το « *^Ελα » ενα ομορφο καΐ, άπλί) ποίημα της φύσης, τό εΐχα μάθει απέξω στήν εφηβεία μου καί τό άττήγγελλα φωναχτά κάνοντας ποδήλατο στήν Ούώσινγκτον, στό (ί rTaXL0 Σ π ίτι τοΰ Σ τρατιώ τη )>. Έ δ ώ δμως, σέ μιά ευ φυή ανάλυση, στίχο στίχο^ λέξη λ^ξη, ό Μπρόντσκυ εδειχνε δτι τό ποίημα εχεί ένα νόημα πιό σκοτεινό. Παραδείγματος χ ά ρη, οητήν πρώ τη στροφή υπάρχει κάτί δυσοίωνο στό γεγονός δτι ή τσίχλα ( ό ποιητής, ό ίδιος ό βάρδος) φτάνει στήν άχρη τοΰ δάσους καί ατενίζει τά σκοτεινά εσωτερικό. 'Αλλά και ή δεύτερη στροφή δέν μοιάζει νά λέει τυολύ περισσότερα άτυό μιά λυρίχή μελω δία; Π ραγματικά, τί εννοεί ό ποιητής λέγοντας δτι μέσα στό δάσος τταραειναι σκοτεινά γιά έναν ποιητήν γιά νά ετοιμάσει « μέ τήν ταχυδακτυλουργία τοΰ φτεροΰ » τή φ ω λιά του γιά τή ν ύ χ τα ; Μ ήπως ή ((ταχυδακτυλουργία τοΰ φτε ρού» άναφέρεταί σέ κάποια θρησκευτική τελετουργία, ϊσως στά νεκρικά έθιμα; Μήτιως ό Φ ρόστ θρηνεί 6τι εϊναι ττολύ άργά, ^Tt είναι υποψήφιος γιά τήν αιώνια κ α τα δίκ η ; Ή αλή θεια είναι 6τί οί στροφές πού άκολουθοΰν επιβεβαιώνουν αύτή τήν άποψη. Μέ λίγα λόγια, ό Μ πρόντσκυ υποστηρίζει ττολύ πειστικά οχι μόνο δτι τό ποίημα εΐναι τελικά ένα σκοτεινό τυοίημα άλλά και οτι ό Φρόστ εϊναι ένας ττοιητής πολύ πιό σκο τεινός ά π ’ όσο νομίζουν οί περισσότεροι. Ε ΐχ α συγκλονιστεί. Ή παρουσίαση αύτή φώ τιζε τό για τί αύτό τό ποίημα, δπως καί πολλά άλλα έργα τοΰ Φ ρόστ πού εΐχαν μιά απατηλή απλότητα, μέ εΐχε τόσο συνεπάρει οταν
106
Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ Ν Ο Η Μ Α ΤΗΣ ΖΩ Η Σ
ήμουν νεαρός* Π ώ ς συνδεόταν δμω ς μέ τήν Ά ψ ή ν ; Μέ ττοιόν τρόπο ήταν τό κλειδί ττού θά Ιλυνε τά προβλήματα τής θε ραπείας μας, όπω ς μοΰ εΐχε ΰποοτ/εθεΐ; Συνέχισα νά διαβά ζω . Σ τή συνέχεια ό Μ πρόντσκυ ανέλυε ένα μακρύ άφητγηματιχό ποίημα^ τί> θανατερό βουκολικό « Τ αφ ή στό σττίτι». Τό ποίημα, πού εκτυλίσσεται στήν εσω τερική σκάλα ένός μικροΰ αγροτόσπιτου, εΐναι £νας διάλογος, μιά σειρά άπό κινήσεις, Ινα μπαλέτο ανάμεσα σ 'ένα ν χω ρικό καΐ στή γυναίκα του. ( Ό νους μου βέβαια πή γε άμέσω ς στούς γονεΤς τής Ά ιρήν πού ζουσαν σ*ένα μεσοδυτικό α γρόκ τη μ α, καθώ ς καί στή σκάλα μέ τήν ξύλινη κουπαστή πού εΐχε κατέβει ή Ά ιρήν σχεδόν πρίν άπό τρεΐς δεκαετίες* γ ιά νά σηκώσει τό τηλέφω νο πού της έφερνε τό νέο γιά τόν θάνατο τοΰ*Ά λλεν.) Τό ποί^ ημα ξεκινά ει: Τήν εϊΐί άπ* τό πάττ^μα τής σχάλα,ς Ω ρίν τόν δ εΐ εχείνη. Ε τοιμαζόταν νά χαχέβει.
Καί χοιτονσε niaoi oji τόν ώ/ίο ττ}ς σάν χ ά η vii τή φόβιζε. Ό χωρικός προχωρεΤ πρός τή γυναίκα του καΐ ρω τάει: « Τ ί βλέττεις; Τ£ βλέτυεις πάντα άπό κει π ά ν ω ; —για τί θέλω νά ξέ ρω Παρόλο πού ή γυναίκα του εϊναι τρομοκρατημένη και άρνεΐται νά απαντήσει, εΐναι βέβαιη δτι εκείνος ποτέ δέν θά δεΤ αύτό ττού βλέτυει έκείνη και τόν αφήνει ν’ άνέβει τά σκαλοττάτια. Φτάνοντας στό παράθυρο του ορόφου ό χωρικός κοιτά ζει εξω κι ανακαλύπτει τι ήταν αύτό πού κοίταζε ή γυναίκα του. Ά π ο ρ εϊ πού δέν τό εϊχε προσέξει ποτέ <5>ς τώρα. <1"7ο μιι>ίρό ΗΟίμΎ^τ-ήρι τιού άναυιαύονται οι δικοί μον! Τόσο μικρό ττον ολόκληρο χωράει στό κάδρο τον παραΘνρον. Σχεδόν δέν είναι τΐώ μεγάλο άτΐό μιά κάμαρα, γιά δες, Τρεΐς στήλες άττό σχιστόλιθο icai μ ία μαρμάρινη^ Φαρόνστερνες μικρές πλάκες μέσα στόν ήλιο Έτιάνω σττρτ πλαγιά. Δ έν έχουμε νά φοβηθονμε ά π ’ αντές.
ΕΦΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΠΕΝΘΟΥΣ ΓΙΑ ΠΡΟΧίίΡΗΜΕΝΟΥΣ
167
Μ ά ναί, καχαλαβαίναύ: 6hf εϊναι ο ί ηέτρΕς^
Είναι 6 τύμβος του ησ.ώων - » « Μ ή , μ ή , μή,
ψ<χ)νάζΕΐ έκείνη.
Λ έγοντας αύτά ή γυναίκα του τον προσπερνάει, κατεβαίνει κάτω , γυρίζει, τόν κοιτάζει « μέ τέτοιο βλέμμα τρομερό « καϊ πάει νά βγεΤ ά π ' τό σπίτι. ’Απορημένος ό άντρας τή ρ ω τά ει: « Δέν μπορεΐ ένας άντρας νά μιλήσει γιά τό ιδιο τό παιδί του που εχα σ ε; j> if ’Ό χ ι ε σ ύ ! » απαντάει ή γυναίκίχ του. Kt ϊσως κανένας άν τρας* προσθέτει, κι απλώνει τό χέρι νά πάρει τό καπέλο της. Ό χω ρικός, ζητώ ντας νά τοϋ επιτρέψει νά εισχωρήσει στό πένθος της, συνεχίζει μ ’ αύτά τά ά τυχή λόγια: <<Έγώ νομίζω, πάντως, δτι λίγο υπερβάλλεις, Τί σέ κάνει νά πιστεύεις δτι elvat στΐονδαϊο Νά πάρεις σάν μητέρα τό χαμο τοϋ πρώτον σον παιόίοϋ Τόαο απαρηγόρητα —μπροστά ΰτήν αγάπη, Ή μνημη τον μ π ο ρεΐ νά ήταν ικανοποιημένη —»
Ό τ α ν ή γυναίκα του μένει άναυδη, έκεΐνος αναφω νεί: <ί Θεέ μου, τΐ γυναίκα εΐν’αύτήΐ Κ αί νά ποΰ φτάσαμε, / βνας άντρας νά μήν μτυορεΐ νά μιλήσει γιά τό ιδιο τό παιδί του πού ττέθανε ». Ή γυναίκα τοΰ άπαντάει δτι δέν ξέρει πώ ς να μιλήσει, δέν Ιχει αισθήματα. Τόν παρακολουθούσε ά π 'τ ό παράθυρο, τότε πού έκεΐνος Ισκαβε μέ κοφτές κινήσεις τόν τάφο τοΐί γιου τους, « κάνοντας τά χαλίκια νά χορεύουν, νά ττηδοΰν στόν άέ ρα ». Κι όταν τελείωσε τό σκάψιμο, ό άντρας της μπήκε στήν κουζίνα, Ή γυναίκα θυμ ά τα ι: «: Μπορούσες νά κάθεσαι εκεΐ μέ τά παπονταια λεραψένα Ά π ό το φρέσκο χώμα^ άπ’ τόν τάφο τοϋ ϊδιου σου τον μωροϋ Και νά μιλάς για καθημερινά προβλήματα. Εϊχες στηρίξει τό φτνάρι όρθιο στόν τοϊχο ^Εξ(ο στήν είσοδο^ τό εΐδα».
i6 8
Η ΜΛΝΑ KAJ TO NOHMA ΤΗ Σ ΖΩ Η Σ
'Η γυναίκα επιμένει δτι δέν θέλει νά μεταχειρίζονται τό πένθος της μ ’ αύτόν τόν τρόπο, Οί>τε νά τό αφήσει νά διαλυ θεί έτσι έλαφρά. «^Οχι, 05Ϊ* τήν ώρα που έΐναι 6 άνϋρωπος αρρω<ίτος τον βανάτον^ Είναι μόνος^ καί ττ^θαίνΐι τιιό μόνος. Οί φίλοι ν^^οκρίνονται δτι σ* όί?ίθλονθονν μέχρι τόν τάφο, Προτον μηεΐς δμως μέαα, τΰ μναλό τονς κάνει στροφή Καί ΐρέχονν ρά βρεθοϋρ ξα,νά <ττή ?ci άνάμεαα ΰτοϊίς ζίοντανούς^ καί ίττώ π ρά γμ α τα πον καταλαβαίνονν. ^Αλλά δ κούμος είναί κακός. Ε γ ώ bhv θέλίχ) τέχοιο Τϊένϋος ^Αν μτιορώ νά τσ άλλάζοΛ, '^Οχι, όέν 9έλ(υ^ δέν τό θ έλω !»
Ό άντρας άπαντα μέ ΰφος παντογνώ στη οτι εΐναι βέβαιος πώ ς τώρα ποΰ τά εΐπ£ αύτά ή γυναίκα του θά νιώσει πολύ κ α λύτερα. Τής λέει πώ ς εΐναι πιά καιρός νά βάλει τέλος στό πέν θος. « ‘Η καρδιά σου εχει φύγει π ιά ά π ’ αύτό: Γιατί τό συνε χίζεις ; ϊί Τό ποίημα τελειώνει μέ τή γυναίκα ν’ ανοίγει τήν πόρτα γιά νά φύγει. Ό άντρας της προσπαθεί νά τήν εμποδίσει; «Ποϋ Μχεις ακοπο νά ηάς; Πρώτα αντο πες μον. Θά άκσλονθήσα> καί Οά σέ φ-έρν^ πίσω μβ τή βία. Ναί, Θά τό κάνω! - » Συνεπαρμένος, διάβασα τό ποίημα μονορούφι καί στό τέλος χρειάστηκε νά υπενθυμίσω στόν έαυτό μου γιά ποιόν λόγο τό διάβαζα. Ποιό κλειδί περιέκλειε πού θά μάς οδηγούσε στόν εσωτερικό κόσμο της Ά ιρ ή ν ; Σ κέφ τηκα πρώ τα τό αρχικό της δνειρο, δπου άπρεπε νά εΤχε διαβάσει ενα πρώ το κείμενο^ γιά νά μπορέσει νά διαβάσει τό τωρινό. Προφανώς εϊχαμε νά κ ά νουμε κι άλλη δουλειά πάνω στόν χαμό τοΰ άδελφοΰ της, Ε ΐχα ήδη μάθει δτι ό θάνατός του εϊχε φέρει πολλές άλλες α π ώ λειες, σάν ντόμινο. Τό σ πίτι της δέν ξανάγινε ποτέ τό ϊδιο; ή
ΕΦΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΠΕΝΘΟΥΣ ΓΙΑ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟΥΣ
169
μητέρα της δέν συνήλθε ποτέ ά π ’ τόν θάνατο τοΰ γιοΰ της καΐ τταρέμεινε σέ χρόνια κατάθλιψη. Ή σχέση τώ ν γονιών της έπαψε γ ιά πάντα νά εΐναι αρμονική. ■Ίσως τό ποίημα νά ήταν μιά γυμνή άτΐεικόνιση τώ ν ^σων θά πρέπει νά συνέβαίναν στό σ πίτι τής Ά ιρήν μετά τόν θάνα το τοΰ άδελφοΰ της, ιδίως τής σύγκρουσης άνάμεσα στόν π α τέρα καΐ στή μητέρα της, καθώς προσπαθούσαν νά δίαχεψ ΐ" στοΰν τήν άπώλ^ίά τους μέ άντιδί-αμετρικούς τρόπους. Μιά τέτοια κατάσταση εΤναι πολυ συχνή μετά τόν θάνατο ένός π α ιδιο ΰ : οΐ δύο σύζυγοι πενθούν μέ διαφορετικούς τρόπους (πού άκολουθοΰν χαρακτηριστικά τά στερεότυπα τοΰ φύλου: τΙς τυερισσότερες φορές ή γυναίκα πενθεί ανοιχτά καί συγκι νησιακά, ένώ ο άντρας διαχειρίζεται τό ττενθος μέσα ά π ’τήν απώθηση χαί τόν ενεργό αντιπερισπασμό). Γ ιά πολλά ζευγά ρια τά δύο αύτά μοτίβα παρενοχλοΰν δραστικά τό ένα τό άλλο ™κι αύτός άκριβώς εΐναι ό λόγος πού τόσο πολλοί, γάμοι δια λύονται επειτα ά π ’ τόν χαμό ένός παιδιού, Σ χέφ τηκα τόν σύνδεσμο τής Ά ιρήν χαΐ μέ άλλες εικόνες ά π ’ τήν « Ταφή στό σ πίτι >» τοΰ Φρόστ. Ή μεταβαλλόμενη εικόνα τοΰ μεγέθους τοΰ κοιμητηρίου ήταν μιά καταπληκτική μ εταφ ορά: γιά τόν χωρικό ήταν άπό τή μιά στό μέγεθος μιας κάμαρας κι άπό τήν άλλη τόσο μικρό πού χωρούσε στό >ίάδρο τοΰ παραθύρου, Γιά τή μητέρα ήταν τόσο μεγάλο, ώστε δέν εβλεπε τίποτα άλλο. "^Ηταν καί τά παράθυρα. Τήν Ά ιρήν τήν τραβούσαν τά παράθυρα. « Θ ά ’θελα νά τελειώσω τή ζωή μου σ ’ ένα διαμέρισμα σέ κάποιο ψηλό π ά τω μ α κοιτώ ντας εξω ά π ’ τό παράθυρο εΐχε πεΤ μιά φορά. *Η φανταζόταν με τακόμιζε σ'" ένα μεγάλο βικτωριανό σπίτι κοντά στή θάλασσα, δπου <( θά μοιράζω τή ζωή μου κοιτώ ντας τόν ωκεανό ά π ’ τό παράθυρο καί βηματίζοντας σάν χήρα στήν ταράτσα >». 'Ο πικρόχολος τρόπος μέ τόν όποΐο ή γυναίκα τοΰ χωρικού άπορριτυτει τούς φίλους, πού άφοΰ κάνουν μιά πολύ σύντομη επίσκεψη στόν τάφο, άμέσως επιστρέφουν στις καθημερινή τους ζω ή, ήταν ένα γνώριμο μοτίβο στή θεραπεία τής Άιρήν.
IJO
Η MAMA ΚΑΙ T O NOHMA T H I Ζ Ω Η Ι
Mlol φορά, γιά να το κάνει άκόμα πιό ανάγλυφο, εΐχε φέρει μιά λιθογραφία τής Π τώ σ η ς τον 'Ίκαρον τοΰ Π ιτερ Μτυρύγκελ. <( Κ οίταξε αύτούς τούς χω ριάτες ΐ), εΐττ©, κ μόνο δουλεύ ουν καί δέν γυρίζουν καν νά δουν τό αγόρι ττού πέφτει απατόν ουρανό », Ε ίχε μάλιστα φέρει και μιά ποιητική περιγραφή τοΰ πίνακα άπό τ ό ν ν τ ε ν: Στον’Ίτίίχρο τον Μπρύγκελ, γιά παράδειγμα: πώς ολα άποστρίφονν Το βλέμμα άβιαστα ΰϋτό τήν καταστροφή' ό γεωργός Γ(Τα>ς Νά άκονσε τόν παφλασμό, τή μοιραία κρανγη Γί,ά κείνον δμως δεν ήταν σπουδαία ζημ ιά ' 6 ήλιος άστραφτε Ώ ς όψΕίλε πάνω στά λενκά πόδια πον εξαφανίζονταν ατά πράσινα νερά' καΐ τό πανάκριβο φίνο καράβι πον πρέπει νά εΙΆε κάτι έκπληκτικό, ^ α άγόρι νά πέφτει άπό τόν ουρανός εϊχε K0Jtov νά φτάσβι >^αι σννέχιαε γαΑηνιο τήν πορεία τον. Ά λλ ες πλευρές της Ά ιρήν στήν « Τ α φ ή στό σπ£τι» τοΰ Φρόστ; 'Η προσκόλληση της μητέρας στό πένθος καϊ, ό πρα^ κτικός τρόπος κι ή ανυπομονησία τοΰ πατέρα απέναντι της, πού δέν άφηνε τό πένθος νά φ ύ γ ε ι: κι αύτό τήν εΐχα άκούσει να τό τυεριγράφει γιά τήν οιχογένειά της. Αύτές δμως οί παρατηρήσεις, δσο γραφικές καί ένημερωτικές κι άν ήταν, δέν εξηγούσαν επαρκώς γιατί τό εΐχε θεω ρήσει τόσο σημαντικό να διαβάσω αύτό τό άρθρο. « Τό κλειδί γ ιά τό τ£ Ιχει πάει στραβά στην ψυχοθεραπεία μου »: αύτά ήταν τά λόγια της, αύτό υποσχόταν. "Ένιωθα δτι μέ εΐχε άπογοητεύσει, "^ϊσως νά την εΐχα υπερτιμήσει, σκέφτηκα. Π ρώ τη φορά πού αστοχούσε.
Στην έπόμενη συνεδρία μας μπήκε στό γραφείο μου κι δπω ς πάντα μέ προσπέρασε μέ μεγάλα βήματα και κάθισε στήν πο λυθρόνα της, χω ρίς νά μέ κοιτάξει. Βολεύτηκε, άκούμπησε τήν τσάντα της στό π ά τω μ α πλά ι της» κι επειτα -ά ν τι νά
ΕΦΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ Π ΕΝ Θ Ο ΥΣ Π Α ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟΥΣ
IJi
κοιτάξει, έξω ά π ’ τό παράθυρο <ϊ(.ωπηλή γιά μερικά λε-χτά, οπως έκανε κάθε φορά- γύρισε αμέσως σ ’ εμένα καί ρώ τησε: ίί Διάβασες τό άρθρο; » « Ναί, τό διάβασα, εϊναι καταπληκτικό κομμάτι. Σ ’ εύχαριστώ πού μοΰ τό Ιφερες « Κ α ί; » μέ τσίγκλησε. ίίΚ αΙ μέ συνεπήρε. Σ ’ εχω άκούσει νά μιλάς γιά τή ζω ή τών γονιών σου μετά τόν θάνατο τοΰ *Άλλεν» άλλά το ποίημα μ ’ ^κανε νά τό νιώσω μέ εξαιρετική ένταση. Τώρα καταλα βαίνω πολύ πιό καθαρά για τί δέν μποροΰσες μέ τίπ οτα νά γ υ ρίσεις νά ζήσεις πάλι μαζί τους και πόσο στενά ταυτίστηκες μέ τόν τρόπο τής μητέρας σου καΐ μέ τήν πάλη της μέ τόν πατέρα σου καΐ - » ^Ηταν αδύνατο νά συνεχίσω. Ή έκφραση της αυξανόμενης δυσπιστίας στό πρόσωπο τής Ά ιρήν μ ’ έκανε νά τό βουλώσω. Τ ό έκπληκτο βλέμμα της εμοιαζε μέ το βλέμμα μιας δασκά λας μπροστά σ ’ ^ναν μπουμπού να μαθητή, καθώς αναρωτιέται πώ ς τά κατάφερε καΐ προβιβάστηικε στήν τάξη της. Τέλος, μέσα άπό τά σφιγμένα δόντια της σφύριξε: « Ό χωρικός κι ή γυναίκα του σ^αύτό τό ποίημα δέν εΐναι ή μη τέρα μου καϊ. ό πατέρας μου. Ε ίμ α σ τε έμεΐς — έσν κι ε γ ώ ». Έ κ α ν ε μιά παύση, ξαναβρήκε τήν αύτοκυριαρχία ττ]ς καΐ σέ λίγο πρόσθεσε μέ ταό χαμηλή φ ω νή : κ Θέλω νά π ώ , ϊσως νά *χουν κάτΓοια χαραχτηρκττικά τώ ν γονιών μουι άλλά ουσια στικά ό χω ρικός κι ή γυναίκα του εϊμαστε εσν xt εγώ αντό έδώ τό όίομάτιο ». Τό μυαλό μου άρχισε νά παίρνει στροφές, Μά βέβαια 1 Μά βέβαια 1 Ά μέσ ω ς ό κάθε στίχος της £<Ταφής στό σπίτι » άττέκτησε καινούργιο νόημα. Ξεκίνησα εναν μανιώδη αγώνα δρό μου. Π οτέ πρίν καΐ ποτέ μετά δέν δούλεψε tuo γρήγορα 6 εγκέφαλός μου. ΐί Ε π ομ ένω ς, εγώ είμαι αύτός πού φέρνει τό βρόμικο φτυά ρι μέσα στο σ π ίτ ι; » Ή Ά ιρήν κούνησε κοφτά τό κεφάλι.
172
Η ΜΑΝΑ ΚΑί ΤΟ Ν Ο Η Μ Α ΤΗΣ ΖΟ Η Σ
« Κ(, ey(h είμαι αύτος πού μπαίνει στήν κουζίνα μέ λασπω μένα παπούτσια άτυ’ τον τά φ ο ; » Ή *Αιρήν συμφώνησε ξανά. Α ύτή τή φορά ττιό φιλεύσπλα χνη. 'Ίσ ω ς τΐ» γεγονός δτι ΐτυνερχόμουν ταχύτατα νά μποροΰσε άκόμα νά μέ εξιλεώσει,. <ί Κι έγώ εΐμαι πού σέ μαλώνω γιατί μένεις προσκολλημέ νη στό π ένθ ο ς; Πού σοΰ λέω 5τι ύττερβάλλεις, πού σέ ρωτώ, “ Γ ια τί συνεχίζεις, άφοΰ ή μνήμη του πρέπει π ιά νά έχει ικα ν ο π ο ιη θ εί;” Έ γ ώ σκάβω τόσο άπότομα τόν τάφο πού χορο πηδάνε τά χαλίκια στόν άερα. ^Εγώ πού τά λόγια μου πάντα ΐτέ θίγουν. Κι εγα> είμαι αύτός πού προσπαθεί νά χωθεΤ μέ τή βια άνάμεσα σ ’ έσένα καί στό πένθος σου. Κ αι σίγουρα έγώ εΐμαι πού σ^ εμποδίζω έκει στήν πόρτα καΐ πού προσπαθώ νά σοΰ χώιτω μέ τή β£α στό λαρύγγι φάρμακα γ ιά τό πένθος », Δάκρυα γέμιζαν τά μάτια της >ΐαΙ κυλοΰσαν στά μάγουλά της, ένώ κουνοΰσε καταφ ατικά το κεφάλι. ^Ηταν ή πρώ τη φορά στά τρία χρόνια της απόγνω σής της πού εκλαιγε άνοι~ χτά μπροστά μου. Τής έδωσα ενα χαρτομάντιλο. Και πηρα κι ενα γιά μένα. Ά π λ ω σ ε τό χέρι τη ς νά πιάσει τό δικό μου. Ε ίχα μ ε ξαναβρεθει.
Π ώ ς είχαμε καταφέρει ν*απομακρυνθούμε τόσο πολύ; Κ οι τώ ντας πρός τά πίσω βλέπω 6τι στήν ευαισθησία μας ύττηρχε μιά θεμελιώδης ασυμφωνία: έγώ ήμουν ενας υπαρξιακός όρθολογιστής. Έ κ ε ίν η ένας άνθρωπος ρομαντικός, χτυπημένος ά π ’ τό πένθος, "^ίσως τό χάσμα νά ήιταν άναπόφευκτο. '^Ισως οι τρόποι μας νά διαχειριζόμαστε τήν τραγω δία νά ήταν έγγενώ ς άντΐθετοι. Π ρα γμ ατικά, ποιός εΐναι ό καλύτερος τρόπος γιά ν ’ α ντιμ ετω π ίσ ει κανείς τά ω μά υπαρξιακά δεδομένα τή ς ζω ή ς; Π ιστεύω δτι κατά βάθος ή Ά ιρήν ένιωθε οτι υπήρχαν μόνο δύο στρατηγικές, εξίσου α π ε χ θ ε ίς : νά υιοθετήσει κάποια μορφή άρνησης ή νά ζήσει μέ μιά αβάσ ταχτα αγωνιώδη ε π ί γνωση. Σ ’ αύτό τό δίλημμα δέν έδωσε φωνή ό Θερβάντες μέσα
ΕΦΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ©ΕΡΛΠΕΙΑί; Π ΕΝ Θ Ο ΥΣ Π Α ΠΡΟΧΩΡΗΜ ΕΝΟΥΣ
173
άττό τήν άθάναττ] έρώτηΓτη τοϋ Δόν Κίχώτη, « Τι ττροτιμας; Σοφή τρέλα, ή ανόητη λογική; » ;
μιά προκατάληψη πού εττηρεάζει δραστικά τή θερα πευτική μου προσέγγι<ϊη: δέν πίστεψ α ποτέ 6τι ή επίγ/ω ΐτη οδηγεί στήν τρέλα κι ή άρνηση στήν ψυχική ύγεέα, Ά πό π α λιά θεωρούσα δτι 6 εχθρός εϊναι ή άρνηση, καΐ σ*έ κάθε εύκαιρία τήν υποσκάπτω , καΙ στήν ψυχοθεραπεία καΐ στήν προσω πική μου ζωή. Ό χ ι μόνο εχω προσπαθήσει ν ’ άποβάλω δλες τΙς προσωτϊΐκές αυταπάτες πού περιορίζουν τήν δράσή μου και ενισχύουν τή μικρότητα καΐ τήν εξάρτηση, άλλά και ενθαρρύ νω τούς ασθενείς μου να κάνουν τό ίδιο. Ε ΐμαι πεπεισμένος δτι, άν καΐ ή ειλικρινής αντιπαράθεση μέ τήν υπαρξιακή κ α τάσταση τοΰ ανθρώπου μπορεΤ να προκαλέσει φόβο καΐ τρό μο, στό τέλος εΐναι ιαματική καί σέ πλουτίζει. Ή ψυχοθερα πευτική μου προσέγγιση λοιπόν μπορει νά συνοψιστεΤ μέ τή φράση τοΰ Τόμας Χ άρντυ: « Ά ν υπάρχει οδός ττρός τό Καλύ τερο, αύτή άπαιτεΤ μιά πλήρη θέαση του Χειρότερου», Κι ετσι ά π 'τ ό ξεκίνημα κιόλας τής θεραπείας μιλούσα στήν Ά ιρήν μέ τή φωνή της λογικής. Τήν ένθάρρυνα να κάνει μαζί μου μιά πρόβα τώ ν γεγονότω ν πού θά περιέβοίλλαν καΐ θ^ακολουθούσαν τόν θάνατο τοΰ συζύγου της: « Π ώ ς θά μάθεις γιά τόν θάνατό τ ο υ ;» « Θά εΐσαι μαζί του τήν ώρα πού θά πεθα ίνει; » « Π ώ ς θά νιώ θεις; j> « Σέ ποιόν θά τηλεφω νήσεις; » Καΐ μέ τόν ιδιο τρόπο προβάραμε μαζί τήν κηδεία του. Τ ή ς εΐπα δτι θά πήγαινα στήν κηβεια κι δτι, άν δέν έμεναν αρκετή ώρα οι φίλοι της πλάι στόν τάφο μαζί της, εγώ οπω σ δή π οτε θά έμενα. Ά ν οι άλλοι παραήταν φοβισμένοι γιά ν ’ άκούσουν τις μακάβριες σκέψεις της, έγώ θά τήν ένθάρρυνα νά μοΰ τις πεΤ. Προσπάθησα ν’ άφαιρέσω τόν τρόμο ά π ’ τούς εφιάλτες της, Ό π ο τ ε έμπαινε σέ παράλογες περιοχές, ήταν σίγουρο δτι έγώ θά τήν άντεκρουα. Ά ς πάρουμε γιά παράδειγμα τήν ενοχή
1 74
^ ΜΑΝΑ ΚΑΙ τ ο ΝΟΗΜΑ T H E ΖΟ Η Σ
ττ)ς» επειδή χαιρόταν να βρίσκεται χοντά σ ’ έναν άλλον άντρα. Θεωρούσε οποιαδήποτε άττόλαυση στή ζω ή προδοσία τοΰ Τ ζά χ, *Αν πήγαινε μέ κάποιον άντρα σέ μιά παραλία ή σέ ένα εστιατόριο, δπου εΐχε ξαναπάει κάποτε μέ τόν Τζάκ* ενιωθε ότι τόν πρόδινε παραβLάζoντας τήν ιδιαιτερότητα της αγάπης τους. "Από τήν άλλη, δταν πήγαινε σ ’ ένα εντελώς καινούργιο μέρος, ένωθε ένοχή πού ήταν ζω ντα νή : t< Γ ιατί νά ζώ έγώ καί νά χαίρομαι καινούργιες εμπειρίες, δταν ό Τ ζά κ έχει πεθάν ε ι; » ’Έ νιω θε επίσης ένοχη για τί δέν εΐχε υπάρξει άρκετά καλή σύζυγος. Χάρη στήν ψυχοθεραπεία της συνέβησαν πολ λές αλλαγές: έγινε πιό γλυκιά, σκεφτόταν πιό πολύ τις ανάγ κες τώ ν άλλων καί ήταν πιό σ τοργική, « Τ£ αδικία γ ιά τόν Τ ζ ά κ » , έλεγε, « νά είμαι σέ θέση νά δώ σω περισσότερα σ ’ έναν άλλον άντρα ά π ’ δσα έδωσα σ ’εκείνον». Τέτοιες δηλώσεις έγώ τΙς άντέκρουα συνεχώς. « Ποΰ βρί σκεται τώ ρα ό Τ ζ ά κ ;» ρωτοΰσα. Έ κ είν η πάντα άπαντοΰσε, « Πουθενά —μόνο στή μνήμη » —τ ή δική της χαί τών άλλων. Δέν εΐχε θρησκευτική πίσ τη καί π ο τέ δέν υποστήριζε οΰτε δτι ή συνείδηση συνεχίζεται μετά τόν θάνατο οΰτε όποιαδήποτε άλλη μορφή μετά θάνατον ζω ής. Γ ι ’ αΰτό κ; έγώ τή βομβάρ διζα μέ τή λογική: (f"Av 6 Τ ζά κ 5έν εχει συνείδηση καί δέν παρακολουθεί τΙς πράξεις σου, τότε πώ ς είναι δυνατόν νά πλη γω θεί πού έσύ εΐσαι μ ’ εναν άλλον άντρα; » Τής θύμιζα άλλω στε δτι ό Τ ζάκ, πρίν πεθάνει, είχε έκφράσει άνοιχτά τήν επ ι θυμία του νά εΐναι ή Ά ιρήν εύτυχισμένη καΐ νά ξαναπαντρευ τεί. « Θά τ ό ’θελε ό Τ ζά κ έσύ κι ή κόρη του νά ττνιγειτε μέσα σ τή θλίψη; Ά κόμα δηλαδή χι άν εξακολουθούσε νά έχει συ νείδηση, δέν 0ά ένιωθε προδομένος, θά χαιρόταν πού συνέρχε σαι. ΚαΙ οΰτως ή ά λλω ς», ολοκλήρωνα, « είτε ή συνείδηση τοΰ Τ ζά κ εξακολουθεί είτε δέν εξακολουθεί νά ύφίσταται, έννοιες δπω ς ή άόιχία καί ή προδοΐτία δέν έχουν κανένα νόη μα », Κ ατά καιρούς ή Ά ιρήν έβλεπε πολύ ζω ηρά όνειρα οτι ό Τ ζ ά κ ήταν ζω ντανός -σ υχνό φαινόμενο στή διάρκεια τοΰ
ΕΦΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΘΕΡΑΠΕΙΑΕ Π ΕΝ Θ Ο ΥΣ ΓΙΑ ΠΡΟΧίΙΡΗΜ ΕΝΟΥΣ
175
πένθους- άλλά ξυτυνοΰσε άπότομα καΐ συνειδητοποιούσε 6τι δέν ήταν παρά ένα ονειρο. Ά λ λ ες φορές έχλαιγε πικρά, έττει5ή έχεΤνος βρισκόταν « κάπου μ α κ ρ ιά » και ύπέφερε. Ό ρ ι σμένες φορές, δταν πήγαινε στό νεκροταφείο* εκλαιγε στήν «τρομερή σκέψη)» δτι ήταν κλειδωμένος σ^ένα ψυχρό φέρε^ τρο. Ό νειρευόταν οτι άνοιγε τόν καταψ ύκτη της κι έβρισκε μέσα μιά μινιατούρα τού Τ ζά κ μέ τά μ άτια ανοιχτά, νά τήν κοιτάζει, Μεθαδικά και άκατάπαυσ τα τής ύτυενθύμιζα τή δι κή της πεποίθηση δτι ό Τ ζά κ δέν ‘^ τα ν κάπου μακριά, δτι 5έν ύπήρχε π ιά ώ ς άνθρώπινο πλάσμα μέ συνείδηση. Τ ής θύμι ζα καί τήν έττιθυμία της νά μπορούσε ό Τ ζά κ νά τήν παρα τηρεί. Ά π ό τήν εμπειρία μου, δλοι οι σύζυγοι πού χήρεψαν ύποφέρουν γ ια τί αισθάνονται δτι ή ζω ή τους περνάει πιά απαρατήρητη. Ή Ά ιρήν έξακολουθουσε νά φυλάει πολλά προσωπικά αντι κείμενα τοΰ Τ ζάκ, κι έψαχνε συχνά τά συρτάρια τοΰ γραφεί ου του, γ ιά νά βρει νά χαρίσει στήν κόρη της σάν δώρο γενε θλίων κάποιο ενθύμιο άπό κείνον, "^Ηταν τόσο περιτριγυρισμέ νη άπά υλικά ενθυμήματα του Τ ζά κ, πού άνησυχουσα δτι θά κατέληγε σάν τή Μις Χάβισαμ άπ*τις Μεγόίλες προσδοκίας τοΰ Ντίκενς, μιά γυναίκα τόσο άπορροφημένη στή θλίψη της (ό γαμπρός τήν εΐχε έγκαταλείψει στήν εκκλησία), πού ζοΰσε γιά χρόνια μέσα στούς άραχνιασμένους Ιστούς τής απώλειας, δέν εϊχε βγάλει ποτέ τό νυφικό κι οΰτε είχε ξεστρώσει τό τρα πέζι πού είχε στρωθεί γιά τή γαμήλια δεξίωση. Ά π^τήν άρχή λοιπόν της θεραττείας έγώ πίεζα τήν Ά ιρήν ν ’άποστρέψει το βλέμμα άπά τό παρελθόν, νά ξαναγυρίσει στή ζωή, νά χαλα ρώσει τούς δεσμούς της μέ τόν Τ ζά κ ; « Κρύψε μερικές ά π ’ τίς φωτογραφίες του. Ά λλαξε τή διακόσμηση τοΰ σπιτιού σου. Α γόρασε καινούργιο κρεβάτι. Καθάρισε τά συρτάρια τοΰ γρα φείου, π έτα πράγματα, ΙΙήγαινε ταξίδι σ ’ ένα καινούργιο μέ ρος. Κάνε κάτι πού δέν τ ό ’χεις ξανακάνει, Σ ταμάτα νά τοΰ μιλάς τόσο πολύ », Αύτό πού έγώ δμως ονόμαζα λογική, ή Ά ιρήν τά ονόμαζε
] 76
Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ Τ Ο ΝΟΗΜΑ ΤΗ Σ ΖΩ Η Σ
προδοσία* ^ Αύτό ττού εγώ ονόμαζα επιστροφή στή ζω ή, έκεί νη τό έλεγε προδοσία του έρωτα. Α ύτό πού έγώ ονόμαζα απο κόλληση ά π ’ τούς νεκρούς, έκείνη τό ονόμαζε εγκατάλειψη τής άγάττη^ς της, Έ γ ώ νόμιζα πώ ς ήμουν ό όρθολογιστής, τόν όποϊο εΐχε ανάγκη. Έ κ είνη πίστευε δτι μόλυνα τήν αγνότητα του πόνου της. Έ γ ώ νόμιζα 6τι τήν οδηγούσα πίσω στη ζωή. Έ κείνη τΐΐστευε 5τι τήν υποχρέωνα νά γυρίσει τήν πλάτη στόν Τ ζάκ. Έ γ ώ νόμιζα δτι τήν εμψύχωνα, γιά να γίνει μιά ήρωιδα τής ύπαρξης. Έ κείνη πίστευε 0τι έγώ ήμουν ενας βολεμένος θε ατής πού παρακολουθοΰσε τήν τραγω δία της άπο άσφαλή θέ ση στήν εξέδρα τών επισήμων. ^ Τό πείσμα της μέ εΐχε έκπλήξει. Μά γιατί δέν μπορεΐ νά τό καταλάβει; αναρωτιόμουν. Γ ιατί δέν τό καταλαβαίνει δτι ό Τ ζάκ εΐναι σ τ’ αλήθεια νεκρός, δτι ή συνείδησή του Ιχει έξαφανιστεϊ; Ό τ ι τό φταίξιμο δέν εΐναι δικό ττ)ς; Ό τ ι δέν εΐναι κατα ραμένη, δτι δέν πρόκειται νά προκαλέσει τόν θάνατό μου ούτε τόν θάνατο του επόμενου άντρα πού θ’ άγαττήσει; Ό τ ι δέν εΐναι προορισμένη νά ζεΐ πάντα μιά τρ α γω δ ία ; Ό τ ι προσκολλατοα σέ διαπτρεβλωμένες απόψεις, έττειδή φοβαται τόσο πολύ τήν άλλη έκδοχή : φοβάται ν* αναγνωρίσει δτι ζεϊ σ ’ ένα ΐτύμπαν άπόλυτα αδιάφορο άττέναντι στήν ευτυχία ή στή δυστυχία ττ}ς. Κι εκείνη άναρωτιόταν γιά τή βραδύνοιά μου. Γ ιατί δέν τό καταλαβαίνει ό "Ιρ β ; Γ ιατί δέν βλέπει δτι μοΰ αμαυρώνει τήν άνάμνηση τοΰ Τ ζά κ, δτι βεβηλώνει τόν πόνο μου φέρνοντας μέσα μέ τά παπούτσια του λάσπη άπ^τό μνήμα κι αφήνοντας τό φτυάρι στήν κουζίνα; Γ ιατί δέν μπορεΐ νά καταλάβει οτι έγώ τό μόνο πού θέλω εΐναι νά κοιτάζω εξω α π ' τό παράθυρο τόν τάφο τοΰ Τ ζ ά κ ; Ό τ ι γίνομαι έξαλλη δταν προσπαθεί νά μέ ξεκολλήσει μέ τή βία α π ' αύτό πού αισθάνομαι βαθιά μέσα μου; Ό τ ι ύπάρχουν σ τιγμές πού, π α ρ ’ δλη τήν ανάγκη πού ί. Αμετάφραστο λογοτϊαΐγνιο: λογιχή reofion i ττροδοίϊία tTeason. ( Σ .τ.μ ,)
ΕΦΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ Π ΕΝ Θ Ο ΥΣ ΓΙΑ ΠΡΟΧΩΡΗΜ ΕΝΟΥΣ
] ηη
νιώ θω γι.’ αύτά'ΐί, πρέττει όττωσδήτΐοτε ν ’ άττομακρυνθώ άτυύ κείνον, νά τόν σπρώξω καΐ vit τόν προσπεράσω στή σκάλα, ν’ άναπνεύσω καθαρό αέρα; Ό τ ι π νίγο μ α ι, ΰτι κρατιέμαι ά π ’ τό ναυάγιο της ζωής μου, κι εκείνος συνεχώς προσπαθεί νά μοΰ ανοίξει τά δάχτυλα καΐ νά τό χάσω ά π ’ τά χέρια μ ^ υ ; Γιατί δέν τό καταλαβαίνει οτι ό Τ ζά κ πεθανε* επειδή ή αγάπη μου ήταν δηλτ]τηριασμένη;
Έ κεινο τό βράδυ* καθώς ξανάφερνα τή συνεδρία στό μυαλό μου, μοΰ ήρθε στόν νου μιά άλλη άσθενής πού εβλεπα μερικές δεκαετίες νωρίτερα, Στήν εφηβεία της ή κοττέλα αύτή εΐχε παγιδευτεί σέ μιά μακριά και πικρή διαμάχη μέ τόν μονίμως αρνητικό πατέρα της. Ό τ α ν έφυγε γιά πρώ τη φορά άπ^τό σπίτι, τήν ττήγε έκεΤνος μέ τό αυτοκίνητό του στό κολέγιο καΐ τής κατέστρεψε 6λη τή διαδρομή μέ τόν γνωστό του τρόπο γκρινιάζοντας συνέχεια γιά τό άσχημο και γεμάτο σκουπίδια ρυάκι πού κυλουσε πλάι στό δρόμο. Έ κεινη αντίθετα εβλεπε |ν « ομορφο, γραφικό, άμόλυντο ποταμάκι. Πολλά χρόνια αρ γότερα, μετά τόν θάνατο τοΰ πατέρα της, Ιτυ χε νά ξανακάνει τή διαδρομή μόνη της καΐ τότε τυαρατήρησε 6τι υττηρχαν δύο ρυάκια, Ινα στήν κάθε μεριά του δρόμου. « Αύτή τή φορά οδη γούσα Ιγ ώ » , εΐπε θλιμμένα, <( καΐ τό ρυάκι πού έβλεπα ά π ’τό παράθυρο τοΰ όδηγοΰ ήταν άκριβώς δπω ς τό εΐχε περιγράψει ό πατέρας μου, άσχημο καΐ μολυσμένο ». Ό λ α τά συστατικά αύτοΰ τοΰ μαθήματος —τό αδιέξοδό μου μέ τήν Ά ιρήν, ή επιμονή της νά διαβάσω τό ποίημα τοΰ Φρόστ, ή ανάμνηση της ιστορίας τής ασθενούς μου γιά τή δια δρομή μέ τό αυτοκίνητο- ήταν πολύ εποικοδομητικά. Τώρα πιά καταλάβαινα μέ εκπληκτική καθαρότητα ^τι εΐχε φτάσει ή ώρα ν’ άκούσω, νά βάλω στήν άκρη τήν προσωπική μου κο σμοθεωρία» νά πάψω νά επιβάλλω τό ύφος καΐ τις απόψεις μου πάνω στή θεραπευόμενή μου, Ε ΐχε ερθει πιά ή ώρα νά κοιτάξω ά π ’ τό παράθυρο τής Ά ιρήν,
Μάθημα 6ο: Ποτε μη ατείλεις νά μάθεις γιά ποιόν χτυπάει ή καμπάνα Στόν τέταρτο χρόνο της θεραπείοίς ή Ά ιρήν ήρθε μιά μέρα κρατώντας έναν μεγάλο χαρτοφύλακα. Τον άκούμττησε στό πάτωμα^ τόν άνοιξε άργά κι έβγαλε άπό μέσα έναν μεγάλο μουσαμά κρατώντας τον μέ τήν τυλάτη σ ’ έμένα γιά νά μήν μττορώ νά τόν δώ. ίί Σου εϊττα 0τι <ϊρχισα μαθήματα ζω γρα φ ική ς;» ρώτησε μέ ασυνήθιστα παιχνιδιάρικο ΰφος. « Ό χ ι . Π ρώτη φορά τ ’ άκούω. Τό θεωρώ δμως πολυ σπου δαίο ». ΚαΙ πρ α γμ α τικά τό θεωρούσα. Δέν Ινοχλήθηκα πού τό άνέφερε ^τσι τυχαία. Ό λ ο ι οι θεραπευτές συνηθίζουν τελικά τό γεγονός πώ ς οι άσθενεΤς τους ξεχνούν ν ’αναφέρουν τά καλά πράγματα πού τούς συμβαίνουν στη ζωή. ’Ίσ ω ς καί νά όφείλεται άπλώ ς σέ παρεξήιγηση, σέ μιά λανθασμένη υπόθεση πού κάνουν 6τι, άφοΰ ή ψυχοθεραπεία ένδιαφέρεται γιά τήν παθο λογία, οι θεραπευτές θέλουν ν ’ άκουνε μόνο τά ττροβλήματά τους. Ά λλοι πάλι άσθενεΤς πού εΐναί εξαρτημένοι άπό τή θε ραπεία, επιλέγουν νά κρύψουν τις θετικές εξελίξεις, μήν τυχόν οί θεραπευτές τους συμπεράνουν &τΐ δέν Ιχουν πιά ανάγκη άπό βοήθεια. Παίρνοντας βαθιά άνάσα, ή Ά ιρήν γύρισε τόν μουσαμά. Μ προστά μου άστραφτε μιά νεκρή φύση, Ινα άπλό ξύλινο μπώ λ μ ’ ^να λεμόνι, ένα πορτοκάλι κι ένα αβοκάντο. Έ ν ώ μέ εντυπώσιασαν οι ζω γραφικές της ικανότητες^ τό θέμα της μέ απογοήτευσε, ήταν τόσο ρηχό καί χω ρίς νόημα. Ε ΐχα ελπίσει 17^
ΕΦΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΠΕΝΘΟΥΣ ΓίΑ ΠΡΟΧΩΡΗΜ ΕΝΟΥΣ
*7 9
δτι θά μοΰ έδειχνε χάτί m 6 αχετικδ μέ τή δουλειά μας. Ύχοκρίθηκα δμως δτι μ^ένδιέφερε κι ήμουνα πείστικος στον εν θουσιασμό καί στούς έτταίνους μου. Τελικά δχι καί τόσο πειστικός^ δπω ς θά μάθαινα σύντομα, Στήν επόμενη συνεδρία ή "Αιρήν δή λ ω σ ε: u Θά γραφτώ ίττή ζω γραφική γιά άλλο ένα εξάμηνο ϊ>. « Αύτό εΐναι θαυμάσιο, Μέ τόν tSio δάσκαλο;))
« Ναί, Εδιο δάσκαλο* ϊδιο μάθημα ». « Ε ννοείς ένα μάθημα πού διδάσκει νεκρές φύσεις \ » «ΤΕχω τήν εντύπωση 6τι εΰχεσαι νά μήν τό κάνω* Π ρο φανώς ύτΐάρχει κ ά η ττού δέν μ π ο ρ ε ϊς νά τ ό μ ο ψ α σ τ ε ι ς μ α ζ ί μου ». ί£ Σαν τ ί ; ϊ) Ά ρ χ ιζα νά νιώθω δυσάρεστα, (ί Τ ί υπονοείς ; » « Β λέπω δτι κάτι ά γγιξα ». Ή Ά ιρήν χαμογέλασε. (( Πολύ στυάνια χρησιμοποιείς τήν παραδοσιακή εύχολία τώ ν ψυχιά τρων ν ’ άπαντας σέ μιά έρώτηση μέ έρώ τηση». « Τ ίπ ο τα δέν σου ξεφ^εύγει, Ά ιρήν. Ε ν τ ά ξ ε ι, ή αλήθεια εΐναι δτι εΐχα δυό πολύ διαφορετικά συναισθήματα γιά τόν π£~ νακά σου », Έ δ ώ χρησιμοποίησα μιά πρακτική πού τή διδά σκω πάντα στούς εκπαιδευόμενούς μου: δταν δύο άντικρουόμενα συναισθήματα σας φέρνουν σέ δίλημμα, ή καλύτερη λύ ση εΐναι νά Ικφράσετε καί τά συναισθήματα καί τό δίλημμα. t£ Π ρώ τα, δπω ς εΐπα, ένιωσα μεγάλο θαυμασμό, Έ γ ώ δέν έχω κανένα άττολύτως καλλιτεχνικό ταλέντο κι εκτιμώ πάρα πολύ μιά δουλειά, τέτοιας ποιότ7)τας )>* Λίστασα, και ή Ά ιρήν μέ π α ρακίνησε : « Ά λ λ ά ;» £ί Ά λλά - I , χ μ - χαίρομαι τόσο πολύ πού άντλείς εύχαρί“ στηση ά π ’ τή ζωγραφική, ώστε φοβαμαι ν’ άκουστώ άκόμα κι ελάχιστα επικριτικός. Μάλλον δμω ς Ιλπ ιζα 6τι μέ τήν τέχνη σου θά έφτιαχνες κάτι πού μττορεϊ νά βρισκόταν —ε, πώ ς να τό π ώ ;- σέ μεγαλύτερο συντονισμό μέ τή θεραττεία μ α ς» . « Σ υντονισμό;» « Έ ν α πράγμ α πού μ ’ άρέσει σ τή δουλειά πού κάνουμε
l8 o
Η ΜΑΝΑ KA] TO Ν ΟΗΜ Α T H I Z f l i i l
μαζί εΐναί δτι κάθε φορά πού σέ ρω τάω τί ττερνάει άττ" τό μυα λό σου, δίνεις πάντα ούσίαστικίς απαντήσεις. Κάποιες φορές εΐναι μιά (τκέψη, συνήθως 6μως ττερι,γράφεις μιά ψυχική εικό να. Μέ τήν εξαιρετική εικαστική αίσθηση πού διαθέτεις έλπι ζα οτι θά μποροΟσες νά παντρέψεις τήν τέχνη σου καΐ τή θε ραπεία μ ’ Ιναν πιό συνδυαστικό τρόπο, Δέν ξέρω “ ισως έλπι ζα δτι 6 ττΐνακας θά ήταν πιό έξπρεσιονιστικός, ή m o καθαρ τικός ή πιό διαφω τιστικός. *Ίσως θά μπορούσες νά επεξεργα στείς πάνω στόν μουσαμά και κάποια άπ* τά θέματα πού σέ πονάνε. Ά λλά ή νεκρή φύση, ενώ άπό τεχνική άποψη „εΐναι εξαιρετική, εΐναι τό σ ο ... τόσο γαλήνια, τόσο απομακρυσμένη ά π ’ τή σύγκρουση καΐ τόν πόνο», Βλέποντάς τη νά γυρίζει μέ άπόγνωση τά μάτια της στό ταβάνι πρόσθεσα: « Μέ ρώτησες ποιά ήταν τά συναισθήματά μου, ορίστε* αύτά ήταν. Δέν τά υποστηρίζω, Γιά τήν ακρίβεια, υποπτεύομαι δτι κάνω λάθος νά εκφέρω κρίση γιά όττοιαδήποτε δραστηριότητα σου παρέχει Ινα διάλειμμα ήρεμίας «"Ίρβ, μοΰ φαίνεται δτι δέν ξέρεις καΐ πολλά άπό ζω γρα φική, Ξέρεις πώ ς τή λένε οΐ Γάλλοι τή νεκρή φ ύση; ^» Έ γνεψ α αρνητικά. ΗNature marten. , ίί Φύση νεκρή ». ΐ<Χωστά. Τό νά ζω γραφίζεις μιά νεκρή φύση σημαίνει 6τι διαλογίζεσαι πάνω στόν θάνατο και στή φθορά. Ό τ α ν έγώ ζω γραφίζω φρούτα, δέν μπορώ νά μήν παρατηρήσω πώ ς π ε θαίνουν καΐ αποσυντίθενται μέρα μέ τή μέρα τά μοντέλα της νεκρής μου φύσης. Ό τ α ν ζω γραφίζω εΐμαι πολύ κοντά στή θεραπεία μας, εχω πολύ έντονη επίγνω ση τοΰ περάσματος τοΰ
1. Δυστυχώς, κι έδώ ή άγγλική γλώσσα εχει μιά στ^μαντ^χή δηλωτική διαφορά άπό τή\ι έλληνική: still life (6 είκ^στικώς δρος γιά τΙς « νεκρές φύσεις « στά α γγλικ ά ) σημαίνει κατά λέξη « ακίνητη, άσάλευτη, ζίοή », ένώ στά έλληνιχά εξαρχής δηλώνεται αύτό που συνδέει τήν Άιρήν μέ τόν πίνακα της : ή <( νεκρή » τοί^ς ιδιότητα. Βλ. τταραϊΐάτΐιύ στό κείμενο. ( Σ . τ . μ . )
ΕΦΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ Π ΕΝ Θ Ο ΥΣ ΠΑ ΠΡΟΧΩΡΗΜ ΕΝΟΥΣ
ΐ8 ϊ
Τ ζά κ ά π ’ τή ζωή στά χώ μα, ετίίνειδητοποιώ ττολύ έντονα τήν παρουσία τοΰ θανάτου καΐ τή μυρωδιά της φθοράς σέ οτιδή ποτε ζω ντανό». « Σ έ οτιδήττοτε; » ρίσκαρα μιά έρώτηση. Έ γνεψ ε καταφατικά. <ί Κ αι σ ’ εσένα; Καί σ ’ έμ ένα ; » <ΐΣέ δλα», απάντησε. « Ι δ ίω ς έμένα». Ε π ιτέλ ο υ ς! Αύτή τήν τελευταία φράση της Αιρήν, ή κάτι πού νά τής έμοιαζε, τήν περίμενα και τήν έτηδίωκα ά π ’ το ξε κίνημα τής δουλειάς μας. Π ροανήγγελλε μιά νέα φάση στή θεραττεία, δπω ς αναγνώρισα κι άπά το πολύ έντονο δνειρο πού εφερε επειτα άπο δυο-τρεις εβδομάδες.
Κ άθ ο μ α ισ * τ ρ α η έζ ι— σάντ ρ α τ ΐε ζ ι .σ ν μ β ο ν λ ίω νμ ι α ςε τ α ι ρ ε ία ς, Κ Ι ν α ιict άλ λ ο ιίκέί, κ α ισ τ ήνκ ε φ α λ ήτ ο ντ ρ α τ ι ε ζ ι ο νκ άθ ε σ α ιε σ ν , "Ο λ ο ιδ ο υ λ ε ύο υ μ επάνωσέκ άτ ι— ^σως νάε ξ ε τ άζ ο ν μ εα ι τ ήσ ε ι ςχ ρ η μ α τοδότΎ}σης. Μονζτβάς νά σοϋφ έρ α ^κ άπ ο ι αχ α ρ τ ι ά. Τ οόωμάτιο ε ΐν α ιμ ι κ ρ όκ α ίγ ι ά νά φτάσωσ*έσέναπ ρ έτ τ ε ινά π ε ρ άσ ο αδ ίπ λ αοέ μ ι άσ ε ι ρ άπ α ρ άθ υ ρ απ ο νε ίν α ια ν ο ι χ τ άκ α ίψ τ άν ο ν νώς τό τ ι άτ ία μ α . θά\α:ν π ο λ νε ν κ ο λ ονά πέσωαπ'εξωκ α ίξ ύπ ν τ ι σ αμέ μιά πολύ έν τ ο ν ησκέψη: Πώς μπόρεσες νά μέ εκθέσεις σέ τόσο μεγάλο κίν δυνο ; Αύτό τό γενικό μοτίβο —τό γεγονός δτι έκείνη κινδύνευε κι. έγώ δεν κατόρθωνα νά τήν π ρο σ τα τέψ ω - σύντομα απέκτησε μεγαλύτερες διαστάσεις. Μερικές νύχτες αργότερα ή Ά ιρήν εΐδε δύο συντροφικά όνειρα, το ένα άκριβώς μετά τό άλλο, (Τ ά συντροφικά δνειρα μπορούν νά μεταφέρουν τό ιδιο μήνυ μα. Ό φίλος μας, τό ανθρωπάκι πού δημιουργεί τά όνειρα, συ χνά διασκεδάζει συνθέτοντας διάφορες παραλλαγές πάνω σέ ενα ιδιαίτερα ενδιαφέρον θ έ μ α .) Ί η\ ^ _ Ο πρώ το;
Κ Ι σ α ι6 άρχτ^γός μ ι α ς όμάόας. Κάποιος κ ίν δ ν ν ο ςκ α ρ α δ ο κ ε ί— δ έν ε ίμ α ιβ έβ α ι ητί^ άλλά έα νο δ η γ ε ίς τήνομάδασ*ε ν απ ι ό άσφαλές
l8 a
Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ Τ Ο ΝΟΗΜΑ ΤΗ Σ Ζ ίΙΗ Σ
μέρος μΑαα στό δάσος. ’7 / τονλάχιστον ^ σ ι θά ^τιρεπε νά χάνεις. Αλλά τό μονοπάτι άπ’ τό οποω μάς περνάς γίνεται ολο καί πώ χαχοτράχαλο^ δλο καί πιό στενό καί πιο σκοτεινό. Μετά χάνεται hn:eAa>Q. Έσν εξαφανίζεσαι, κι έμεΐς ^χονμε χαθεί καΐ φοβόμαστε πάρα πολν.
Τό δεύτερο: Είμαστε δλοι ϊδια όμάδοτ- α' ^ α όωμάτιο ξενοδοχείου^ κι έδ& πάλι υπάρχει κάποιος κίνδννος. Κά^ιοιοι εισβολείς ή ενας χνκλ<ίΐνας. Ξανά μάς οδηγείς μακριά άπ’ τόν κίνόννο. Μάς βγάζεις σε μιά έξο δο κινδύνουy άπ* τήν όποια ξεκινάει μιά σκάλα μέ μαϋρα μεταλλικά σκαλιά, 'Ανεβαίνουμε σννεχώς κι δλο ανεβαίνουμε, άλλά ή σκάλα όδηγεΐ πουθενά. Τελειώνει στό ταβάνι, και πρέπει νά ξαναχατέβονμε όλοι κάτω.
’Ακολούθησαν κι άλλα δνειρα. Σ ’£να άπ’αύτά ή Αιρήν κι εγώ περνούσαμε μαζί εξετάσεις, κ<χΙ κάνεις άπο τούς δυό μας δέν ήξερε τΙς άπαντή<ϊεις. Σ ’ ενα άλλο κοιτούσε τον έαυτό της στάν καθρέφτη xl έβλεπε στά μάγουλά της κόκκινες κηλιδες αποσύνθεσης- Σ ’ένα άλλο χόρευε μ ’Ιναν αδύναμο νεαρό πού ξαφνικά τήν παρατάει πάνω στην πίστα. Έκεινη στρέφεται σέ έναν καθρέφτη κι αναπηδάει* γιατί βλέπει το δέρμα τοΰ προ σώπου της να εΐναι κατακόκκίινο και νά κρέμεται, γεμάτο απαίσιες φλύκταινες καΐ φουσκάλες γεμάτες αίμα. Τό μήνυμα αύτών τών ονείρων ήταν πεντακάθαρο: ό κίν^ δυνος κι ή φθορά εϊναι αναπόδραστα. Κι έγώ δέν εΐμαι σωτήρας - αντίθετα, είμαι αναξιόπιστος καί ανίκανος. Σύντομα ένα εξαιρετικά ζωηρά βνειρο πρόσθεσε άλλο ενα στοιχείο: Είσαι ό ξεναγός μον σέ κάποιο άπομονομέ^ο μέρος σέ μιά ξένη χώ ρα — ίσως στήν Έ?νλάδα ^ στήν Τουρκία, "Όότ^γεΐς ενα ανοιχτό τζιπ καί καβγαδίζουμε γιά τά μέρη που θά επισχεφτονμε. Έ γώ θέλω νά δώ κάποιες δμορφές κλασικές αρχαιότητες, κι έαν επιμένεις νά μέ πηγαίνεις στή σύγχρονη, κακόγουατγ} και κακοφτιαγμένη πόλη. Αρχίζεις νά οδηγείς τόσο γρήγορα πον εγα) φοβάμαι. Έ πειτα τό
ΕΦΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΘΕΡΑΠΗΙΑΙ ΙίΕ Ν Θ Ο Υ Ϊ ΓΙΑ ΙΙΡΟΧΏ ΡΗΜ ΕΝΟΥΣ
iS g
τ ζ ιπ κολλάει^ κι αρχίζουμε νά πα^ατιαίονμε, νά ταλαντενόμοατε μτιρος-πίαίϋ, πάνω άτιο h>av τεράστιο λάκκο. Κ οιτά ζω κάτω καΙ όέν βλέπω πάτο.
Α ύτό τύ όνειρο πού εμπεριέχει τή διχοτόμ·ϊ]ση ανάμεσα σέ δμορφα άρχαΤα ερείπια καί σέ μιά μοντέρνα κακόγουστη τό Χη καθρεφτίζει, βέβαια, τή συνεχιζόμενη διαμάχη μας γυρω ά π ’ τή «λογική καΐ τήν προδοσία». Ποιόν δρόμο νά πάρει κανείς; Τ ά ομορφα άρχαΤα ερείπια {τό πρώ το κείμενο) τής παλιας ζω ής τ η ς ; τήν αξιοθρήνητα άσχημη ζω ή πού βλέττει ν ’ ανοίγεται μπροστά τ η ς ; Σ υγχρόνω ς δμω ς Ιδινε καί ^χ-ΐά νέα εικόνα της δουλειάς πού κάναμε μαζι. Χ τά προηγούμενα δνειρα έγώ εΐμαι ανίκανος: χάνω τό μονοπάτι στό δάσος* -τήν ανεβάζω σέ μιά σκάλα πού όδηγεΐ σ ’ Ινα ταβάνι χω ρίς Ιξοδο* δέν ξέρω τΙς απαντήσεις στό διαγώ νισμα. Σ ’ αύτό τό δνειρο δμως δέν εΐμαι μόνο ανίκανος κ α ΐ απ οτυγχά νω νά τή βοη θήσω* εΐμαι καί επικίνδυνος - τήν οδηγώ στό χείλος του θα νάτου* Μερικές νύχτες άργότερα ονειρεύτηκε δτι αγκαλιαζόμαστε και φιλιόμαστε γλυκά. Αύτό δμως πού ξεκινάει μέ γλύκα τε λειώνει μέ τρόμο, οταν τά στόμα μου ανοίγει δλο και πιό διά πλατα κι αρχίζω νά τήν καταβροχθίζω . « Παλεύω μ ’ δλες μου τις δυνάμεις», εΐπε, «άλλά δέν μπορώ ν’απελευθερω θώ )). « ΙΙο τ έ μ ή στείλεις νά μάθεις γ ιά ποιόν χ τυ π ά ή καμπάνα. Χ τυ π ά γιά σένα,». Ό π ω ς έγραψε ό Τ ζώ ν Ν τάν σχεδόν πρίν άπό τετρακόσια χρόνια σ ’αύτούς τούς γνώριμους πιά στίχους, ή νεκρική καμπάνα χτυπά δχι μόνο γ ιά τούς νεκρούς άλλά καΐ γιά σας και γιά μένα ~ γ ι ’ αύτούς πού έπέζησαν μέν, άλλά γιά περιορισμένο χρόνο. Ή ενόραση αύτή φτάνει πολύ πίσω, στό ξεκίνημα τής ιστορίας του ανθρώπου. Πριν άπο τέσσερις χ ι λιάδες χρόνια, σ*ένα βαβυλωνιακό επος ό Γκιλγκαμές συνει δητοποιούσε δτι ό θάνατος του φίλου του Έ νκιντου προανήγγελλε τόν δικό του θάνατο; « Ό Έ νκίντου εγινε σκοτάδι καί δέν μπορεΐ νά μ "άκούσει. Ό τ α ν πεΟάνω κι έγώ δέν θ ά ’μαι σάν
i8 4
η ΜΑΝΑ
ΚΑΙ τ ο ΝΟΗΜΑ Τ Η Σ ΖΩ ΗΣ
τόν Έ νκ ίντου; Ή θλίψη μπαίνει στήν καρδιά μου. Φοβαμαι τόν θάνατο ». Ό θάνατος τοΰ άλλου μάς φέρνει άντιμέτο>πους μέ τόν δ ι κό μας θάνατο. Εΐναι καλό α ύ τό ; Μ ήπως μιά τέτοια αντιπα ράθεση πρέπει νά Ινθαρρύνεται στήν ψυχοθεραπεία τοΰ πέν θους; Έ ρ ώ τη σ η : Γ ιατί νά θίγεις τά καλώς κείμενα; Γ ιατί νά άναζωτυυρώσεις τή φλόγα τοΰ άγχους θανάτου στούς άνθρώ πους πού βρίσκονται σέ πένθος καί τούς εχει ^ η καταβάλει ή α π ώ λ εια ; Ά π ά ν τη σ η : επειδή ή έπαφή μέ τόν δικό τους θάνα το μπορεΐ νά οδηγήσει σέ θετική ττροσωπι,κή άλλαγή.
πρώ τη μου συνειδητοποίηση τοΰ θεραπευτικού δυναμικοΰ μιάς συνεύρεσης μέ τόν θάνατο στή θεραπεία τοΰ ττένθους συν έβη πριν άπό πολλές δεκαετίες, δταν ενας έξηντάχρονος αντρας μοΰ περιέγραψε τόν τρομερό έφιάλτη πού εΐδε* μόλις έμαθε ΰτι ό καρκίνος τοΰ τραχήλου της μήτρας, ά π ’ τόν όποιο ^πασχε ή γυναίκα του, είχε κάνει μιά επικίνδυνη μετάσταση κι ήταν αδύνατο πλέον νά θεραπευτεί- Στόν εφιάλτη εκείνος τρέχει μέσα σ ’ ενα παλιό ερειπωμένο στη τι -μ έ σπασμένα π α ράθυρα, μέ κεραμίδια πού πέφτουν, μέ ταβάνια πού στάζουν^ κυνηγημένος άπό ενα τέρας σάν τόν Φρανκενστάιν. 'Υ περα σ πίζεται τόν έαυτό τ ο υ : χτυπάει» κλοτσάει, μαχαιρώνει, π ετάει τό τέρας άπ" τήν ταράτσα. Ό μ ω ς —κι αύτό εΐνα: τό κεν τρικό μήνυμα τοΰ όνείρου- τ6 τέρας δεν σ τα μ α τά ει ηονθενά“ . εμφανίζεται αυτοστιγμεί καΐ συνεχίζει τήν καταδίω ξη. Τό τέ ρας δέν του εΐναι άγνωστο, άφοΰ εΤχε πρω τοαρχίσει νά στοι χειώνει τά όνειρά του 6ταν ήταν μιχρό παιδί δέκα χρονών, λί γο μ ετά τήν κηδεία τοΰ ττατέρα του. Τ ότε τόν εΐχε τρομοκρα τήσει γιά πολλούς μήνες, ώσπου τέλος έξαφανίστηκε, γιά νά ξαναεμφανιστεΐ έπειτα άπό πενήντα χρόνια, μόλις ό άντρας αύτός έμαθε 6τι ή αρρώστια τής γυναίκας του εΐναι θανατη φόρα, Ό τ α ν τόν ρώτησα τί σκέψεις έκανε γ ιά τό ΐίνειρο, τά πρώ τα του λόγια ή τα ν : « Kt έγώ κουβαλάω πάνω μου έκατό
ΕΦΤΑ !VtA0HMATA ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ Π ΕΝ Θ Ο ΥΣ ΠΑ ΠΙ'ΟΧΩΡΗΜ ΕΝΟΥ::
185
χιλιάδες χιλιόμετρα )>- Τ ότε κατάλαβα 6τι δ θάνατος του άλλου —πρώτα τοΰ πατέρα του καί τώρα ό επικείμενος θάνα τος τής γυναίκας το υ - τόν έφερνε σ ’ Ιπαφ ή μέ τον δικό του θάνατο. Τό τέρας, ό Φρανκεστάιν, ήταν μιά προσωττοποέτ]ση του θανάτου, και τό έρειττωμένο στυέτι σήμαινε τή σωματική του φθορά καΐ καταττόνηση. Σ ’έκείνη τή συνέντευξη πίστεψα ΐίτι εΐχα ανακαλύψει μιά ύπέροχη νέα ιδέα πού εΐχε μεγάλτ) σημασία γ ιά τήν ψυχοθε ραπεία του πένθους, Σέ λίγο άρχισα ν’ αναζητώ τό ίδι,ο μοτίβο σέ κάθε άσθενή πού βρισκόταν σέ πένθος» κι άκριβώς γιά νά ελέγξουμε αύτή τήν υπόθεση, ξεκινήσαμε μέ τόν συνάδελ φό μου, τόν Μόρτον Λίμπερμαν, τό ερευνητικό μας πρόγραμ μα γιά το πένθος, λίγα χρόνια πριν άρχίσω νά βλέπω τήν Ά ιΡήν· , , , , Ά π ό τούς ογδόντα συζύγους σέ χηρεία πού μελετήσαμε, ένα σημαντικό ποσοστό —περίπου τό ένα τρίτθ“ άνέφερα ν μι.ά πιό έντονη συνειδητοποίηση τής δικής τους θνητότητας, κι αύτή ή συνειδητοποίηση μέ τή σειρά της παρουσίαζε σημαν τική ανσχετιση μ ε μιά φάση προσω πικής ώριμασης. Παρόλο πού συνήθως καταληκτικό σημείο του πένθους ΟεωρεΤται ή έταστροφή σ ’ ενα προηγούμενο έπίττεδο λειτουργικόττττας, τά δικά μας δεδομένα έδειχναν ^τι ορισμένοι χήροι καϊ χήρες κα τορθώνουν περισσότερα ά π ’αύτό; άφοΰ έρθουν πρόσωπο μέ πρόσωπο μέ τά ύτυαρξιακά δεδομένα, γίνονται πιό ώριμοι, πιό συνειδητοί, πιό σοφοί.
Πολύ πριν ή ψυχολογία ύττάρξει ώς ανεξάρτητη επιστήμη, μ ε γάλοι ψυχολόγοι ήταν οι μεγάλοι συγγράφεις, και στή λογοτε χνία ύπάρχουν πλούσια παραδείγματα δτχ, ή συνειδητοποιηση τοϋ θανάτου λειτουργεί ώς καταλύτης γιά τήν προσωπική μεταμόρφωοΊί]. Σκεφτειτε τή θεραπεία ύπαρξιακου συγκλονισμού τοϋ Έ μπενήζερ Σκρούτζ στή Χ ριστουγεννιάτικη ιστορία τοϋ Ντίκενς. Ή εκπληκτική προσωπική άλλαγή τοϋ Σκρούτζ δέν
l8 6
Η ΜΑΝΑ KAJ Ί Ο Ν Ο Η Μ Α ΤΗ Σ ΖΩ Η Σ
όφείλεται στά κάλχντα τώ ν Χριστουγέννων άλλά στό γεγονός 6τι ύττοχρεώνεται νά έρθει πρόσωττο μέ ττρόσ6>πο μέ τόν θά νατό του* Ό αγγελιοφόρος τοΟ Ν τίκενς (τό Πνεύμα τώ ν Χ ρι στουγέννων πού Θά ’Έρθουν ) χρησιμοποιεί μιά πολύ δραστική θεραττεία ύπαρξιακου συγκλονισμοί!: όδηγεΤ τόν Σκρούτζ στό μέλλον* ^που πα ρα κολουθεί τις τελ ευ τα ίες του σ τ ιγ μ έ ς , κρυφακούει τούς άλλους νά ξετυερνοΰν επιπόλαια τόν θάνατό του και βλέτ^ει ξένους νά τσακώ νονται γιά τήν υλική του π ε ριουσία. Ή μεταμόρφω σή του συμβαίνει άμέσω ς επειτα άπό τή σκηνή, στήν οποία γονατίζει στό νεκροτ«φεΤο καί αγγίζει τά γράμματα πάνω στόν του τόν τάφο. "Ή σκεφτεΤτε τον Πιερ τοΰ Τολστόι, μιά χαμένη ψυχή πού περιφέρεται άσκοπα στίς ττρώτες εννιακόσιες σελίδες τοΰ ίΙ 6 λεμοζ και είρηνη^ ώσπου α ιχμ αλω τίζεται ά π ’ τόν στρατό τοΰ Ναπολέοντα, βλέπει τό έκτελεσηκό άπό<ίπαΐτμ« νά ττυροβολεϊ τούς πέντε άντρες πού στέκονται στή σειρά πρίν άπ" αύτόν, και τελευταία σ τιγμή παίρνει χάρη. Αύτός ό παροΛιγο θάνα τος τόν μεταμορφώνει, καί στίς τελευταίες τριακόσιες σελίδες ό Π ιερ βαδίζει μέ ζήλο καί σκοπό καί εκτίμα π ιά τυολύ τήν άξία τής ζωής. Α κόμα πΐό έντυττωσιακός εΐναι ό Ίβ ά ν "Ίλιτς τοΰ Τολστόι, ό κακόψυχος γραφειοκράτης πού τό ψυχορράγη μά του στό κρεβάτι τοΰ θανάτου, δπου τόν εχει οδηγήσει ένας καρκίνος τοΰ εντέρου, ανακουφίζεται άπό μιά συγκλονιστική συνειδητοποίηση: «Π εθαίνω τόαο άσχημα^ επειδή ^ζησα τόσο ά σχη μ α ». Σ τίς λίγες μέρες πού τοΰ άπομένουν στή ζω ή ό Ί βάν "Ίλιτς ύφίσταται μιά εξαιρετική άλλαγή αγγίζοντας έναν βαθμό γενναιοδωρίας* συναίσθγ^σης καί άπαρτίωσης πού δέν εΐχε γνωρίσει ποτέ ώς τώρα. "Έτσι ή συνάντηση μέ τόν επικείμενο θάνατο μπορει νά ώθήσει τόν άνθρωπο στή σοφία καΙ σ ’ έναν βαθύτερο τρόπο ύπαρξης* "Ε χω συντονίσει πολλές όμάδες μελλοθάνατων άσθενών πού χαίρονταν νά τούς παρατηρούν οί εκπαιδευόμε νοι, γιατί ένιωθαν ίίτι εΐχαν πολλά νά τούς διδάξουν γ ιά τή ζωή, « Τ ί κρίμα », άκουγα τις ασθενείς αύτές νά λένε, « ττού
ΕΦΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ Π ΕΝ Θ Ο ΥΙ ΓίΑ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟΥΣ
1S7
χρειάστηκε νά περιμένουμε μέχρι τώρα, ττού τά κορμιά μας τά κατατρώει ό καρκίνος, yta νά μάθουμε πώ ς να ζοΰμε Σ^ενα άλλο μέρος τοϋ βφλίου αύτοΰ, στύ κεφάλαιο « Ταξίδια μέ τήν Π ώ λα», περιγράφω μερικούς άνθρώπους μέ καρκένο σέ τε λικό στάδιο, οι όποιοι εγιναν πολύ σοφότεροι, δταν ήρθαν άντι μέτωπο L μέ τόν θάνατό τους. Τ£ γίνεται δμως μέ τούς καθημερινούς άσθενεΐς της ψυχο θεραπείας πού εΐναι σωματικά υγιείς - μέ τούς άντρες καΐ τΙς γυναίκες πού δέν έχουν μπροστά τους μιά θανατηφόρα άρρώστια οΰτε ένα έκτελεστικό άπόσπασμα; Π ώ ς μποροΰμε έμεΐς οι κλινικοί νά τούς φέρουμε σ^ έπαφή μέ τήν αλήθεια της υτταρξιακ% τους μοίρας; Προσωπικά προίϊπαθώ νά έκμετοιλλευτώ μερικές επείγουσες ττεριστάσεις* οΐ όποιες συχνά ονομάζονται « όριακές εμπειρίες η και προσφέρουν Ινα τταράθυρο πρός κάποια βαθύτερα υπαρξιακά έπιπεδα. Προφανώς τό νά έρθεις αντιμέτωπος μέ τόν ιδιο σου τόν θάνατο εΐναι ή τυιό δραστική οριακή έμπειρία, ύπάρχουν ομως και πολλές άλλες - σοβαρές αρρώστιες ή τραυματισμοί* διαζύγιο, επαγγελματική αποτυ χία, όρόσημα {συνταξιοδόττ)ση, αποχώρηση τών παιδιών άπό τό σπίτι, μέση ήλικία, στ^μαντικά γενέθλια) καί, φυσικά, ή ακα ταμάχητη εμπειρία του θανάτου ένός σημαντικού άλλου.
Μέ βάση αύτά λοιπόν ή άρχική μου στρατηγική στή θεραττεία μέ τήν Άιρήν ήταν νά χρησιμοποιήσω σάν μοχλό τήν υπαρ ξιακή αντιπαράθεση, οποτε αύτό ήταν δυνατόν, Πάρα πολλές φορές επιχείρησα νά στρέψω τήν προσοχή της ά π ’ τόν θάνατο του Τ ζάκ στή δική της ζωή καί στόν δικό της θάνατο. Ό τα ν έλεγε, άς ποΰμε, δτι ζοΰσε μόνο γιά τήν κόρη της, 6τι καλωσό ριζε τόν θάνατο, δτι θά περνούσε τήν ύπόλοίττη ζωή της κοι τάζοντας έξω ά π ’ τό παράθυρο τό οικογενειακό κοιμητήριο, έλεγα άντανακλαστικά κάτι σάν : « Μά αύτό δέν σημαίνει δτι επιλέγεις νά σπαταλήσεις τή ζωή σου - τή μοναδική ζωή πού διαθέτεις; »
l8 S
Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ Τ Η Σ Z Q H L
Μετα τον θάνατο του Τζάκ ή Άιρήν έβλετ^ε συχνά ΐίνειρα, στά όποια μιά καταστροφή -συνήθως μιά τυυρκαγιά- κατάτανε όλόκληρη τήν οϊκογένειά της. Θεωρούσε δτι τά δνε^ρα αύτά άντικατότττριζαν τόν θάνατο τοΰ Τζάκ καί τό τέλος της άκεραιότητας τής οίκογένείάς τους. « Ό χι, 6χι, κάτι παραβλέττεις απαντούσα εγώ. « Αύτό τό ονειρο 5έν μιλάει μόνο γιά τόν Τζάκ καί γιά τήν οικογένεια - μιλάει χαί γιά τόν δικό σου θάνατο ». Τ ά πρώ τα χρόνια έκείνη άπέρριτττε τά σχόλια αύτά μέ συν οπτικές διαδικα<τίες: « Δέν καταλαβαίνεις. Έ χ ω πάρα πολλές απώλειες, εχω τραυματιστεί ύπερ βολικά, έχουν συσσωρευτεί πάρα πολλοί θάνατοι». Αύτό που ζτ^τοΰσε ήταν μιά ανάπαυ λα απατόν πόνο, κι ή ιδέα τοΰ θανάτου τής φαινόταν ττερισσότερο σάν μιά λύση παρά σάν απειλή. Αύτή εΐναι μιά άρκετά συνηθισμένη άπ οψ η : πολλοί άνθρωποι πού ύποφέρουν θεωρούν τόν θάνατο έναν μαγικό τόπο ήρεμίας. Ά λλά ό θάνατος δέν εϊναι μιά κατάσταση ήρεμίας, οΰτε μιά κατάσταση στην όποια ό άνθρωπος συνεχίζει νά ζεί, χω ρίς νά υποφέρει. θάνατος εΐναι 6 άφανισμός της συνειδητότητας. "Ίσως νά μή σεβάστηκα τόν ρυθμό της. "Ίσως νά έκανα τό λάθος, δπω ς τό κάνω συχνά, νά όρμήσω τηό μπροστά απάτην άσθενή μου. ’Ίσ ω ς πάλι ή Ά ιρήν νά ήταν ένας άνθρωπος πού δέν μποροΰσε νά ωφεληθεί ά π ’ τήν έπαφή μέ τήν υπαρξιακή της μοίρα. Ό π ω ς καί νά έχουν τά ταράγματα, βλέποντας δτι ή τακτική αύτή δέν μ ’ έβγαζε πουθενά, στό τέλος τήν έγκατέλειψά καί άναζήτησα άλλους τρόϊτους γιά νά τή βοηθήσω. ’Έ π ειτα , πολλούς μήνες άργότερα, τή σ τιγμή πού δέν τό περίμενα καθόλου, ήρθε τό επεισόδιο τής νεκρής φύσης κι ό κα ταιγισμός τών εικόνων καί τών ονείρων πού ήταν διαποτισμένα μέ άγχος θανάτου. Κϊχε φτάσει πιά ή σωστή σ τιγμ ή , κι ή Ά ιρήν ήταν δεκτική στίς ερμηνείες μου. Καί τώρα ήρθε (άλλο ενα δνειρο τόσο έντυπωσίακό, πού δέν μπορούσε νά τό εξορίσει άπ^τό μυαλό της. Ε ίμαι στήν κλειστή βεράντα ένος ετοιμόρροπου εξοχικού σπιτιού και
ΕΦΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ Π ΕΝ Θ Ο ΥΣ ΓΙΑ Π ΡΟ ΧΩ ΡΗ Μ ΕΝ Ο ΥΙ
189
βλέπα) ενα γιγά ντιο όυτιειλτ^τικό ζώο τεράστιο στόμα νά περι μένει λίγα μέτρα άτι* τήν τιόρτα. !Ανησνχώ οτι κάτι βά πάθει ή κόρη μον. 'Αποφασίζω νά προσπαθήσω νά ίκανοποιήα<χ} το ζώο μέ μιά θυσία και τον πετάω απάτην πόρτα h a xoxxtvo καρώ γούνινο ζωάκι. Το ζώο πιάνει το δόλωμα άλλά μένει έχει. Τά μ ά τια τον χαϊνε. Είναι καρφωμένα πάνω μον. Ε γ ώ εΐμαι ή λεία του.
Ή Ά ιρήν αναγνώρισε άμέσως τό καρώ γούνινο ζω άκι της θυσ ία ς: « ETvat ό Τ ζά κ . Κόκκινες καρώ ήταν οί πιζά μ ες που φορούσε τή νύχτα πού πέθανε ». Τ ό ονειρο εΐχε τόση δύνα μη, πού κατοικούσε γιά πολλές έβδομάδες στή σκέψη της, καΐ σ ιγά σιγά έκείνη κατάλαβε δτι, ένώ στήν άρχή εΐχε με ταθέσει τό άγχος της γιά τόν θάνατο στήν κόρη της, στήν πρ α γμ α τικότη τα ή λεία τοΰ θανάτου ήταν ή ιδια. ϋ*Εμενα κοιτάζει τόσο άγρια αύτό τό πλάσμα, κι αύτό σημαίνει δτι μόνο ένας τρόπος υπάρχει νά διαβάσουμε αύτό τό δνειρο ». Δίστασε. « Τ ό ονειρο λέει οτι ασυνείδητα έβλεπα τόν θάνατο του Τ ζά κ σάν μιά θυσία πού έκανα, γ ιά νά μπορέσω νά συν εχίσω νά ζώ Τ ή σόκαρε ή ϊδια τη ς ή σκέψη κι άχόμα π ε ρισσότερο ή συνειδητοποίηση 6τι ό θάνατος καραδοκούσε κά που έχ ει έξω όχι γιά τούς άλλους, 0χι γιά τήν κόρη της* yW \ \ ΐίΤΛ αλλα για\ τ7)^> totaΧ ρησιμοποιώντας αύτό τό νέο πλαίσιο αναφοράς επανεξε τάσαμε σταδιακά μερικά ά π ’ τά πιό επίμονα χαΐ οδυνηρά συναίσθήματά της. Α ρχίσαμε μέ τήν ένοχή πού τή βασάνιζε, δπως βασανίζει τούς περισσότερους συζύγους σέ πένθος. Κ ά ποτε έβλεπα μιά χήρα πού γιά πολλές έβδομάδες δέν εϊχε φύ γει σχεδόν καθόλου άπό τό πλάι τοϋ συζύγου της, δσο έκεΐνος βρισκόταν άναίσθητος στό χρεβάτι τοΰ νοσοκομείου. Μ ιά μέ ρα, στά ελάχιστα λεπτά πού τής ιτηρε νά χατέβει ώς τό μαγα ζά κι τοΰ νοσοκομείου γ ιά ν’ αγοράσει μιά εφημερίδα, ό άντρας της πέθανε. Ή ένοχή δτι τόν έγκατέλειψε τήν κατέτρυχε γιά μήνες. Μέ παρόμοιο τρόπο εΐχε υπάρξει κι ή Ά ιρήν ακούραστη στήν περιποίηση τοΰ Τ ζ ά κ : τόν εΐχε φροντίσει μέ
19tJ
Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ Τ Ο ΝΟΗΜΑ ΤΗΧ ΖΩ Η Σ
ασυνήθιστη αφοσίωση καί εΐχε άττορρίψει δλες μου τις προτροτυές νά κάνει ένα διάλειμμα* νά δώσει στόν εαυτό της μιά άνάτχαυλίχ βάζοντάς τον στό νοσοκομείο ή προσλαμβάνοντας μιά νοσοκόμα. ’Αντίθετα νοίκιασε ενα νοσοκομειακό κρεβάτι, τό έβαλε διττλα στό δικό της καί κοιμόταν μαζι του ώς τή στιγμή ττού τυεθανε. Κι δμως, δέν μττοροΰσε ν’άτυοτινάξει τήν ιδέα firt θά’ττρεττε νά εΐχε κάνει περισσότερα: « Δέν ^πρεττε νά φεύγω οΰτε στιγμή άπό δίπλα του. ""Επρεπε νά ήμοονα πιό γλυκιά, mo στοργική, mo ζεστή». «*Ίσΐ*>ς ή ένοχή νά εΐναι ενας τρόπος άρνησης τοΰ θανά του )>, της τόνιζα. (("^Ισως αύτό πού κρύβεται κάτω ά π ’ τή φράση “ έπρεπε νά εΐχα κάνει ττερισσότερα ” εΐναι δτι άν εΐχες κάνει κάπω ς αλλιώς τά π ρ ά γμ α τα , ϋά μηοροϋσες ΐ-ά είχεζ προλάβει τον θάνατό του». ’Ίσ ω ς ττάλι ή άρνηση του θανάτου νά κρυβόταν κάτω άπό πολλές άλλες παράλογες πεποιθήσεις τη ς: 6τι ή ίδια ήταν ή μοναδική αιτία τυού προκάλεσε τους θανάτους ολων δσοι τήν εΐχαν άγαττήσει. Ό τ ι έφερνε γρουσουζιά. Ό τ ι άπό μέσα της ξεπηδοΰσε μιά μαύρη, τοξική, θανατερή αύρα. Ό τ ι ήταν φαρ μακερή, καταραμένη. Ό τ ι ή άγάττη τγ)ς ήταν θανατηφόρα. Ό τ ι κάττοιος, κάτι τήν τιμωρούσε γιά ένα ασυγχώρητο φταίξιμό της. "Ίσως δλες αύτές οΐ ττεποιθήσεις νά χρησίμευαν γιά νά συ σκοτίσουν τά βάναυσα δεδομένα τη ς ζωης. Ά ν ή Α ιρήν ήταν πράγματι καταραμένη ή υπεύθυνη γιά τούς θανάτους, τότε ά π ’ αύτό συνάγεται δτι ό θάνατος δέν είναι άν(ΐπόψεν>ίτος. Ό τ ι έχει ένα άνθρώπινο αϊτιο πού μπορει ν ’ άποφευχθει. Ό τ ι ή ύπαρξη δέν εΐναι άττρόβλεπτη. Ό τ ι ό άνθρωπος δέν βρίσκεται πεταμένος και μόνος μέσα στήν ύπαρξη. Ό τ ι υπάρχει κάποια υπέρτερη, μολονότι άκατανόητη, συμπαντική δομή. Κι δτι τό σύμπαν μας βλέπει καί μας κρίνει. Μέ τόν καιρό ή Α ιρήν μπόρεσε νά συζτ^τήσει πιό άνοιχτά τόν φόβο τής ΰπαρξης καί ν^ αναδιατυπώσει τούς λόγους γιά τούς οποίους άρνιόταν νά συνδεθεί μέ άλλους άνθρώπους καί ιδίως μέ καινούργιους άντρες. *^Ως τώ ρα ισχυριζόταν δτι άττέ-
ΕΦΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΠΕΝΘΟΥΧ Π Α ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟΥΣ
191
φεύγε τΙς σγέσζις, άκόμα καΐ τό vot συνδεθεί μαζί fi.ou, γ ιά να άττοφύγεί τόν ττόνο άλλης μιας άπώ λείας. Τώ ρα άρχιζε νά αντιλαμβάνεται δτι δέν φοβόταν μόνο τήν άπώλεια του άλλου, άλλά καθετί πού τής ύττενθύμιζε τό εφήμερο της ζωής. Τήν εΐσήγαγα τώρα σέ κάποι,ες απόψεις τοΰ Ό τ τ ο Ράνκ γιά τόν άνθρωπο τυού πάσχει άπό φοβία τής ϊδιας τής ζωής. Γράφοντοίς δτι « μεριχοΐ άνθρωποι άρνοΟνταί τό δάνει,ο τής ζωής γιά ν'άποφύγουν τό χρέος τοΰ θανάτου», ό Ράνκ, ένας μαθητής του Φρόυντ μέ ύπαρξί-αχή συνείδηση» περιέγραφε ακριβώς τό δέλημμα τής !Αιρήν. « Δ ες πώ ς άρνεΤσαι τή ζωή»^ τής ^λεγα, «κοιτάζοντας διαρκώς εξω άπ^το παράθυρο» άτυοφεύγοντας τό πάθος, άποφεύγοντας τις σχέσεις, βουλιάζοντας στά ενθυμήματα τοΰ Τζάκ. Μήν τυας κρουαζιέρα», τή συμ βούλεψα. <ίΜέ τή γνω στή στρατηγική σου θά τό στερήσεις άτυο κάθε χαρά. Γ ιατί νά επενδύσεις σέ οτιδήποτε, γιατί νά κάνεις φίλους» γιατί νά ένδιαφερθείς γ ιά όποιονδήποτε, άφοΰ εΐναι βέβαιο δτι τό ταξίδι κάποτε θά τελειώ σ ει;» Ή αυξανόμενη προθυμία της ν’ αποδεχτεί τή δική της πε^ ριορισμένη ύπαρξη άποτέλεσε οιωνό γ ιά πολλές άλλαγές. Έ ν ώ κάποτε μιλοΰσε γιά μιά κρυφή κοινωνία άνθρώπων πού εΐχαν χάσει αγαπημένα τους πρόσωπα, τώ ρα παρουσίαζε μιά δεύτε ρη κοινωνία πού συνέπιπτε έν μέρει μέ τήν πρώ τη, καί περίλάμβανε κάποιους φωτισμένους άνθρώπους» οϊ όποΤοι έχουν, δπως εΐπε ή ιδια, « επίγνωση του προορισμού τους ». Άπ* δλες τις άλλαγές πού τής συνέβησαν, εκείνη πού υπο δέχτηκα μέ τή μεγαλύτερη χαρά ήταν ή μεγάλη της προθυμία νά συνδεθεί μαζί μου. ΚαΙ προηγουμένως ήμουν σημαντικός γιά κείνην. Δέν άμφέβαλλα γ ι ’ αύτό: υπήρχαν μήνες πού ελε γε δτι ζοΰσε μόνο γιά τις συναντήσεις μας. Κι ομως, δσο xt άν ήμασταν κοντά 6 ενας στόν άλλον, πάντα τυΐστευα οτι συν αντιόμασταν μόνο πλαγίω ς, δτι μ άς έλειπε πάντα μιά αυθεν τική συνάντηση « έ γ ώ - έσύ». Ή Ά ιρήν προσπαθούσε, δπως εΐχε π εΐ νωρίτερα στή θεραπεία, νά μέ κρατήσει έξω απατόν χρόνο» να ξέρει οσο γίνεται λιγότερα πράγματα γιά μένα, να
192
Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ Τ Η Σ ΖΩ Η Σ
προσποιείται 6τι δέν εΐχα άφήγγ^ση ζω ής μέ άρχή καΐ τέλος. Τώ ρα αύτό είχε αλλάξει. Σ τό ξεκίνημα τής θεραπείας, κάνοντας μιά έπισκεψη στούς γονείς της, εΐχε βρει ένα παλιό εικονογραφημένο βιβλίο του Φράνκ Μ πάουμ μέ τήν ιστορία τοΰ Μ άγον τον 'Ό ζ. Έ π ισ τρ έφοντας, μοΰ εΐχε π ει δτι παραδόξως έμοιαζα φυσιογνωμικά πάρα πολύ μέ τόν Μ άγο τοΰ Ό ζ . Τώ ρα, έπειτα άπό τρία χρό νια θεραπείας, ξανακοίταξε τό βιβλίο καΐ ή ομοιότητα τής φά νηκε λίγότερο έντονη. Διαισθάνθηκα 6τι συνέβαινε κάτι σημαν τικό δταν μουρμούρισε, « ‘Ίσ ω ς νά μήν είσαι ό μάγος. "Ισως νά μήν υπάρχει μάγος. *Ίσως », συνέχισε, μιλώντας περισσό τερο στόν έαυτό της παρά σ ’ έμένα, « νά πρέπει άπλώ ς νά αποδεχτώ τή δική σου ιδέα οτι δέν είμαστε παρά δυό συντα ξιδιώ τες σ ’ αύτή τή ζω ή, κι δτι κι οι δυό μας άκοΰμε τήν καμ πάνα νά χτυπάει ». *Έπαψα νά έχω όποιαδήποτε αμφιβολία δτι ξεκινοΰσε μιά καινούργια φάση στή θεραπεία, δταν στόν τέταρτο χρόνο μας ήρθε ένα απόγευμα στό γραφεΤο μου, μέ κοίταξε ίσια στά μ ά τια, κάθισε, μέ ξανακοίταξε και ε ΐπ ε : « Τ ί παράξενο, ’Ίρ β , φαίνεσαι σάν νά μίκρυνες πολύ ».
Μάθημα 7 ο : ^Απαγκίστρωση Ή τελευταία μας συνεδρία δέν είχε κάτι τό άξιοπρόσεκτο, άν έξαιρέσουμε δύο γεγονότα. Τό πρώ το ήταν δτι ή Ά ιρήν τηλε φώνησε γιά νά ρωτήσει τί ώρα είχαμε κανονίσει. Παρόλο πού ή ώρα τώ ν συναντήσεών μας εΐχε άλλάξει πολλές φορές, λόγω του προγράμματος πού εΐχε στό χειρουργείο, δέν τήν εΐχε ξεχάσει ούτε μιά φορά μέσα σέ πέντε χρόνια. Δεύτερον, άκριβώς πρίν άρχίσει ή συνεδρία, έμένα άρχισε νά μέ πονάει τρομερά τό κεφάλι μου. Κ αθώς μέ πιάνει πολύ σπάνια πονοκέφαλος, ύποπτεύομαι δτι αύτός έδώ συνδεόταν μέ κάποιον τρόπο μέ τόν δγκο πού εΐχε ό Τ ζά κ στόν έγκέφαλο καί ό όποιος εΐχε έκδηλώσει τήν παρουσία του ετσι, μ ’ εναν πολύ έντονο πονο κέφαλο. ((Α ναρωτιόμουν γιά κάτι δλη τήν εβδομάδα », ξεκίνησε ή Άιρήν. « Σκοπεύεις νά γράψεις γιά κάποιο κομμάτι της δου λειάς πού κάναμε μ α ζ ί; » Δέν εΐχα σκεφτεΤ νά γράψω γιά κείνην, κι έκεινο τόν καιρό ήμουν βυθισμένος στόν σχεδιασμό ένός μυθιστορήματος. Τής τό εΐπα καί πρόσθεσα: c<Ά λλω σ τε δέν έχω γράψει ποτέ γιά μιά θεραπεία τόσο πρόσφατη δσο ή δική μας, Στόν Δ ή μ ιο τον έρω τα περίμενα νά περάσουν πολλά χρόνια, σέ κάποιες περιτττώσεις πάνω άπό μία δεκαετία, άπό τό τέλος της θεραπείας τοΰ συγκεκριμένου άσθενοΰς, γιά νά γράψω γ ι ’ αύτήν. Κ αί θέ λω νά σέ διαβεβαιώσω δτι, άν ποτέ σκεφτόμουν πράγμ ατι νά γράψω γιά σένα, θά σοΰ ζητοΰσα τήν άδεια πρίν κάν ξεκινή σω —» « Ό χ ι , δχι, "Ιρβ », μέ διέκοψε, « δέν μέ άνησυχεΤ ή προ>93
J94
Η ΜΑΝΑ ΚΑί Τ Ο ΝΟΗΜΑ ΊΉ 1 Z f lH l
οτΓΓική νά γράψει,ς κάτι. Μέ ανησυχεί τό νά μ ή γράψεις, θ έ λω νά εΐπωθεΤ ή ιστορία μου. Εΐναι τόσο ττολλά τά πράγματα πού δέν γνωρίζουν οΐ θεραπευτές γιά τήν ψυχοθεραττεΐα τών άν θρώπων πού βρίσκονται σέ πένθος. Θέλω νά τΐεϊς στούς άλ λους θεραπευτές οχι μόνο δσα Ιμαθα άλλά κι αύτά πού εμαθες εσύ». Σ τΙς εβδομάδες ττού ακολούθησαν τόν τερματισμό της θε ραπείας της, ή Ά ιρήν δχι μόνο μοΰ ελειττε, άλλά καΙ ανακάλυ πτα συνεχώς 6τι στριφογύριζα στό μυαλό μου τήν ιδέα νά γράψω τήν ιστορία της. Πολύ σύντομα τό ενδιαφέρον μου γιά άλλα συγγραφικά σχέδια ξεθύμανε» κι άρχισα νά σχεδιάζω εναν σκελετός στήν άρχή δχι συστηματικά, σέ λίγο δμως μέ δλο και μεγαλύτερη αφοσίωση. Έ π ε ιτ α άπό αρκετές εβδομάδες τή συνάντησα γιά μιά τε λευταία συνεδρία. Έ κείνη εΐχε πενθήσει τήν απώλεια τής σ χέ“ σης μας* ’Ονειρευόταν, άς ποΰμε» δτι εξακολουθούμε νά συναν τιόμαστε. Φ ανταζόταν κάποιες συζητήσεις πού εκανε μαζί μου καί νόμιζε δτι Ιβλεττε τό πρόσωπό μου μέσα στό πλήθος ή δτι άκουγε τή φωνή μου νά της μιλάει. Ό τ α ν δμως π ιά συναντηθήκαμε^ ή θλίψη της γιά τό τέλος τής θεραπείας εΐχε περάσει, χαιρόταν τή ζω ή κι εΐχε καλή σχέση μέ τόν έαυτό της και μέ τούς άλλους. Α ύτό πού κυρίως τήν έντυπωσίαζε, ήταν ή άλλαγή στήν ότττική της άντιληψη: δλα εΐχαν αποκτήσει ξανά τέσσερις διαστάσεις, ένώ γιά χρόνια οτιδήποτε τήν π ε ριτριγύριζε έμοιαζε σάν επίπεδο σκηνικό θεάτρου. Επιπλέον^ τούς τελευταίους μήνες τής θεραπείας εΐχε γνωρίσει εναν άν τρα» τον Κέβιν» κι ή σχέση πού εΐχε κάνει μαζί του δχι μόνο διαρκοΰσε άλλά και βρισκόταν στήν ακμή της. Ό τ α ν τής εΐπα δτι εΐχα αλλάξει γνώ μη καί δτι τώ ρα μ ’ ένδιέφερε νά γράψω γ ιά τή θεραττεία μας» χάρηκε και συμφώνησε νά διαβάσει τά πρώ τα χειρόγραφα καθώς θά προχωρούσα. Έ π ε ιτ α άπό μερικές έβδομάδες τής εστειλα ενα πρώτο πρόχειρο κείμενο τριάντα σελίδων και πρότεινα νά συναντη θοΰμε γιά νά τις συζητήσουμε σ ’ ένα καφέ στό κέντρο του Σάν
ΕΦΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΘΕΡΛΠΕΙΑΕ Π ΕΝ Θ Ο ΥΣ Γ[Α ΠΡΟΧΩΡΗΜ ΕΝΟΥΣ
J9S
Φρανσίσκο. Τήν ώρα ττού έμπαινα σ ’ έκεΐνο το καφέ καΐ κοι τάζοντας τριγύρω γιά νά τή δώ, ένιωθα μιά άνεξήγτϊτη έντα ση. Τήν έντότΓ[.σα πρίν μέ δεΐ εκείνη, καί δέν βιάστηκα νά πάω κοντά της. "ΗθελίΧ νά τήν απολαύσω άπό μακριά - τό άνοιχτόχρω μο πουλόβερ καί τή φαρδιά της παντελόνα, τή χαλοφή της στάση, καθώς Ιπινε Ιναν καπουτσίνο καί ξεφύλλιζε μιά εφημερίδα. Πλησίασα. Μόλις μέ εΐδε σηκώθηκε κι αγκαλια στήκαμε καί φιληθήκαμε στό μάγουλο, σάν δυό παλιοί καλοί φίλοι — καί πραγματικά αύτό ήμασταν. Π αράγγειλα κι έγώ έναν καπουτσίνο. Μ ετά τήν πρώ τη γουλιά ή Ά ιρήν χαμογέλα σε κι εσκυψε πρός τό μέρος μου νά σκουτυίσει μέ τή χαρτοπε τσέτα της τον άσπρο άφρό ποιϊ) εΐχε μείνει πάνω στό μουστά κι μου. Μου άρεσε πού μέ φρόντισε κι ^ κ υ ψ α κι έγώ έλαφρά μπροστά, γιά νά νιώσω πιό πολύ τήν ττίεση της χαρτοπετσέ τας. « Ώ ραϊα », εΐπε δταν τελείωσε τό σκούπισμα^ tt ετσι εΐναι καλύτερα. Δέν εΐναι ταά άσπρο τό μουστάκι σου - δέν θέλω νά μοΰ γεράσεις πριν τήν ώρα σ ο υ )). ’Έ π ε ιτα , βγάζοντας τό χει ρόγραφό μου άπό τήν τσάντα της εΐττε: «Μ ^αρέσει. Α ύτά άκρφ ώ ς ελτ^ιζα οτι θά γ ρ α φ έ ς ». « Κ ι Ιγ ώ αύτό έλπιζα νά ττεΐς. Π ρώ τα άπ^ολα δμως, μή πω ς πρέπει νά κάνουμιε λίγο πίσω καί νά μιλήσουμε συνολικά γ ι ’αύτό τό ε γ χ ε ίρ η μ α ;» Τ ής εΐπα ττώς 6ταν θά τό ξανακοίτα ζα γιά τις διορθώσεις, θά φρόντιζα νά κρύψω τήν ταυτόττ}τά της, γιά νά μήν μπορεΐ νά τήν αναγνωρίσει κανένας γνωστός της. « Π ώ ς θά ’νιωθες άν σέ απεικόνιζα σάν άντρα, σάν Ιμ π ο ρο Ιργω ν τ έ χ ν η ς ; ?> Κούνησε αρνητικά τό κεφάλι. « Τ ό θέλω άκριβώς δπω ς είμαι έγώ. Δέν Ιχ ω τίποτα νά κρύψω, δέν ντρέπομαι γιά τ ί ποτα. Κι οί δυό μάς ξέρουμε οτι δέν ήμουνα ψυχικά διαταραγμένη: ήμουν ενας άνθρωπος ττού ύπέφερε». Σ ’ αύτό τό εγχείρημα ύπήρχε δμω ς κάτι πού μέ άνησυ χοΰσε, κι άττοφάσισα νά τό βγάλω άττό μέσα μου. « Α ιρήν, θά ’θελα νά σοΰ π ώ μιά ιστορία».
196
Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗ Σ ΖΩΗΧ
Τότε της μίλησα γ ια τή Μαιρυ* μιά καλή μου φίλη ψυχία τρο μέ μεγάλη άκεραιότητα καί ττολύ συμπονετική, καί γιά τόν Χάουαρντ, έναν άσθενή της τΐού τόν εϊχε ττολλά χρόνια σέ θεραττεία. Ό Χάουαρντ εΤχε ύποστεΤ τρομερή κακοποίηση ώς παιδί, κι ή Μαίρυ εΐχε κάνει έναν ηράκλειο άθλο ττροστταθώντας νά λειτουργήσει γιά κείνον σάν καινούργιος γονιός, Τ ά ττρώτα χρόνια τής θεραττείας, ό Χάουαρντ εΐχε νοσηλευτεί του λάχιστον καμιά δεκαριά φορές γ ιά απόπειρες αύτοκτονίας, κατάχρττση ουσιών καί σοβαρή ανορεξία. Ή Μαίρυ εΐχε σ τα θεί πλάι του, είχε κάνει θαυμάσια δουλειά καΐ κατάφερε να τόν βοηθήσει νά τά ξεττεράσει δλ’ αύτά, τόν βοήθησε άκόμα καί νά ττάρει τό άπολυτηριο του λυχειου, νά τελειώσει τό κο λέγιο καί μί,ά σχολή δημοσιογραφίας. « Ή αφοσίωσή της ήταν πολύ μ εγά λ η », είπα. « Μερικές φορές τόν εβλεπε εφτά μέρες τήν εβδομάδα - καί μέ αμοιβές πολύ μειωμένες. Μάλιστα έγώ συχνά τήν προειδοποιούσα οτι εΐχε έττενδύσει ύττερβολικά μεγάλο μέρος τοΰ έαυτοΰ της καί ΐίτι έπρεπε νά προστατεύει ττερισσότερο τήν ιδιω τική της ζωή. Ε ΐχε τό γραφείο της στό σπίτι, κι ό άντρας της άντιδρουσε πού ό Χάουαρντ εισέβαλλε άκόμα καί τις Κυριακές στή ζω ή τους καί πού ή Μαίρυ σπαταλοΰσε τόσο πολύ χρόνο κι ενέρ γεια μαζί του. Ό Χάουαρντ ήταν ένα καταπληκτικό διδακτικό περιστατικό καί κάθε χρόνο ή φιλη μου του έπαιρνε συνέντευ ξη μπροστά σέ φοιτητές ιατρικής, ώ ς μέρος τοΟ βασικοΰ τους μαθήματος ψυχιατρικής. Γιά πολύ καιρό, μπορεΤ καί πέντε χρόνια, ή Μαίρυ μοχθούσε νά γράψει ένα διδακτικό βιβλίο ψυ χοθεραπείας πού ένα πολύ σημαντικό μέρος του αφορούσε τή θεραπεία τοΰ Χάουαρντ. Τό κάθε κεφάλαιο βασιζόταν σέ κά ποιο κομμάτι της δουλειάς της μαζί του ( μέ πολύ μεγάλη βέ βαια μ ε τα μ φ ίε σ η ). Καΐ μέ τά χρόνια 6 Χ άουαρντ ένιωθε ευγνώμων άπέναντί της καί της έδωσε τήν πλήρη άδεια νά τόν παρουσιάσει στούς φοιτητές της καί στούς ειδικευόμενους καί νά γράψει γιά κεΤνον, (ί Κ άποτε τό βιβλίο τελείωσε κι ήταν έτοιμο νά έκδοθεΤ,
ΕΦΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ θ£ΡΑΠΕΙΑϊ: Π ΕΝ Θ Ο ΥΣ ΠΑ ΙΙΡΟΧΩΡΗ Μ ΕΝ Ο Υ ϊ :
197
δταν ξαφνικά 6 Χάουαρντ ( ποΐ> τώρα ήταν ενας δτ^μοσιογράφος εγκατεστημένος στο εξωτερικό, παντρεμένος καΐ μέ δυό παιδιά) «πέσυρε τήν άδειά του. Μ’ ένα σύντομο γράμμα εξη γούσε μόνο ^τι ήθελε ν’ άφήσει αύτό τό κομμάτι τής ζ<ί^>ής πολύ π£σω του, Ή Μαίρυ του ζήττ]σε εξηγήσεις, άλλά έκεΤνος άρνήθηκε νά τυει περισσότερες λετυτομέρειες καΐ τελικά διέκο^ ψε έντελώς τήν επικοινωνία. ‘Η Μαίρυ βρέθηκε σέ άπόγνωση -εΐχε αφιερώσει τόσο πολλά χρόνια σ’αύτό τό βιβλίο- άλϊΛ τελικά δέν εΐχε άλλη επιλογή παρά νά τό θάψει. Και πολ>.ά χρόνια άργότερα συνέχιζε νά εΐναι πικραμένη καΐ θλιμμένη ». « "Ίρ β ,'Ίρβ , κατάλαβα ποΰ τό πας )>, εΐτυε ή Άιρήν, χτυπ ώ ν τας μου ρυθμικά τό χέρι γιά νά μέ ΐτταματήσει, « Κ αταλαβαί νω δτι δέν θέλεις νά καταλήξεις σάν τή Μαίρυ. Θέλω δμως νά σέ διαβεβαιώ σω : δέν σοΰ δίνω άπλώ ς τήν άδεια νά γράψεις τήν ιστορία μου. Σοΰ ζητώ νά τή γράψεις. Ά ν δεν την έγρα φες, θ ά ’νιωθα μεγάλη απογοήτευση», « 'Τπερβάλλεις λίγο ». « Τό εννοώ* Τό εννοούσα, δταν έλεγα δτι εΐναι πάρα πολ λοί οΐ Οεραπεχ>τες πού δέν έχουν ιδέα πώ ς ν^άντιμετωπίσουν τούς άνθρώπους πού πενθούν. ’Εσύ εμαθες πράγματα ά π 'τ ή δουλειά πού κάναμε μαζί, εμαθες πολλά, καί 0£Ρ θέλω αντο νά τελβίώσει μ α ζι μέ σένα », Βλέποντας τά υψωμένα μου φρύδια ή Ά ιρήν πρόσθεσε: « Ναί, ναί, το ’πιασα τελικά. Τό χώνεψα. Δέν πρόκειται νά ζήσεις γιά πάντα », « Ώ ρ α ια », εΐπα κι έβγαλα ένα σημειωματάριο, « συμφωνώ δτι Ιμαθα πολλά πράγματα δουλεύοντας μαζί σου καί σ ’ αύτές τις σελίδες Ιχ ω γράψει τή δική μου έκδοχή γ ι ’ αύτά. θ έ λ ω δμως νά εΐμαι σίγουρος δτι άκουστεΐ και ή δική σον φωνή, Άιρήν. Μ πορεϊς νά κάνεις τον κόπο νά συνοψίσεις τά κεντρικά σημεία, τά κομμάτια πού δέν πρέπει νά παραλείψ ω ; » Ή Ά ιρήν άντέδρασε, « Τ ά ξέρεις εξίσου καλά μ ’ έμενα)), ίί Θέλω τή φωνή σου. Ό π ω ς σοΰ εΐπα σέ άλλη ευκαιρία, θά προτιμούσα νά τό γράφαμε μ αζί, άφοΰ ομως δέν θέλεις νά
I9S
Η ΜΛΝΑ ΚΑΙ Τ Ο ΝΟΗΜΑ Τ Η Σ ΖΩ ΗΣ
γίνει ετσι, τότε άπλώ ς δοκίμασε το τώρα. Κάνε ελεύθερο (τυνεφμύ - 6,τι έρχεται πρώ το στο νοΰ σου. Π ές μου, κατά τή δική σου άποψη, ποιό ήταν τό πραγματικό κέντρο, ό τπ^ρήνας τ^ς δουλειάς μ α ς ; » ( ( σύνδεσμος )>, εΐττε άμέσως. « ’Ή σουνα πάντα παρών, Ιτεινες πράς τό μέρος μου, μέ πλησίαζες. Ό π ω ς έκανα κι Ιγ ώ πρίν άπό λίγο πού σκούπισα τόν καπουτσίνο άπ*τό μουστάκι σου —)i <ί Έ ννοεϊς δτι σοΰ τά ^λεγα καταπρόσ ω πο;)) « Άκρ[(3ώς J ’Αλλά μέ καλό τρόπο. Kl οχι μέ κανέναν φανταχτερό μεταφυσικό τρόπο, *Ένα τυράγμα μόνο εΐχα ανάγκη: νά μείνεις μ α ζί μον και νά είσαι πρόθυμος νά εκτεθείς σ τή Θα νατηφόρα ονσία πον ξεχυνόταν άπ,ό μέσα μον, Αύτό εΐχες νά κάνεις έσύ « Οί ψυχοθεραττευτές 5έν τό καταλαβαίνουν συνήθως αύ τό », συνέχισε, « Κανένας άλλος 5έν μπόρεσε νά τό κάνει, μόνο έσύ. Οΐ φίλοι μου δέν μπόρεσαν νά μείνουν μαζί μου. Ε ίτε παραήταν άπορροφτ)μένοι στό δικό τους πένθος γιά τόν Τ ζάκ, εϊτε απομακρύνονταν απατόν μαΰρο βόρβορο, εΓτε Ιθαβαν τόν φόβο τοϋ δικοΰ τους θανάτου, είτε απαιτούσαν —και τό έννοώ, απαιτούσαν- νά νιώθω μιά χαρά μετά τόν πρώ το χρόνο. « Α ύτό ^ταν τό καλύτερο πράγμ α πού έκανες », συνέχισε. Μιλοΰσε γρήγορα, τά λόγια της κυλοΰσαν ποτάμι καί δέν σταματούσε παρά γιά νά πιει μιά γουλιά κατυουτσίνο. u Ε ΐχες μεγάλη σταθερότητα. Παρέμεινες έκεΐ, κοντά μου. Κι άκόμα περισσότερο, οχι μόνο εμεινες κοντά μου, συνέχισες νά πιέζεις γιά δλο καί περισσότερα, προτρέποντάς με νά μιλήσω γιά τά πάντα, δσο μακάβρια καΐ νά ήταν. Κ ι άν δέν τό έκανα, έσύ συν ήθως μάντευες τΐ ένιωθα - μέ αρκετή άκρίβεια, άντε, θά σοΰ τό αναγνωρίσω. » Α λλά κι οι πράξεις σου ήταν σημαντικές - τά λόγια άπό μόνα τους δέν θά τό κατάφερναν. Γι^αύτό ένα ά π ’ τά καλύτε ρα πράγματα πού έκανες ήταν πού μοΰ ^λεγες νά έρθω γιά μιά
ΕΦΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ Π ΕΝ Θ Ο ΥΣ ΓΙΑ ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟΥΣ
199
έκτακτη συνεδρία, κάθε φορά, ττού έκανα ττραγματίκά έτταφή μαζί σου ». Ό τ α ν σταμάτησε, σήκωσα τό κεφάλι άττ’ ’ τις σημειώσεις μου, « Ά λλες χρήσιμες παρεμ[βάσεις;» « Πού ήρθες στήν κτ^δεΐα τοΰ Τ ζά κ . Πού μου τηλεφωνού σες, δταν έλειπες μεγάλα ταξίδια, γιά να δεις τί κάνω. Πού μοΰ κρατούσες το χέρι* ^ταν το εΐχα ανάγκη* Α ύτό ήταν ανεκ τίμ η το , ειδικά τήν περίοδο πού πέθαινε ό Τ ζά κ , Μ ερικές φορές ένιωθα δτι, άν δέν ύτυηρχε τό χέρι σου νά: μέ συνδέει σάν άγκυρα μέ τή ζω ή μου, θά γλιστρούσα άμέσως στήν άνυτυαρξ£α. Εΐναι άστειο, τόν ττερισσότερο καιρό σέ σκεφτόμουν σάν έναν μάγο — κάτυοιον πού ξέρει άπό πολύ πρίν τί ά κ ρ φ ώ ς 6ά συμβεΤ. Α ύτή ή εικόνα σου πολύ τυρόσφατα άρχισε νά ξεθω ριάζει, μόλις τυρίν άπό λίγους μήνες» δταν άρχισες να μικραί νεις. Ά λλά συγχρόνως, σ ’ ΐίλη τή διάρκεια, είχα κι Ινα αντίθε το συναίσθημα, άντιμάγου —τήν αίσθηση δττ, δέν εϊχες κανενος Είδους σενάριο, κανέναν κανόνα, κανέναν τυροσχεδιασμένο τρόπο λειτουργίας. ^Ηταν σάν ν’ αύτοσχεδίαζες επί τόπου», « Κ α ί πώ ς σ ’ έκανε νά νιώθεις αύτός δ αύτοσχεδιασμός; )> ρώτησα κρατώντας βιαστικά σημειώσεις. « Μερικές φορές μέ τρόμαζε πολύ. ^Ηθελα νά εΐσαι ό Μ ά γος τοΰ ’Ό ζ . ΕΙΐχα χαθεϊ κι ήθελα εσύ νά ξέρεις πώ ς θά γυρί σω τυΐσω στό Κάνσας. 'Ορισμένες φορές ήμουνα καχύποπτη μέ τήν αβεβαιότητά σου. Αναρωτιόμουν άν ό αύτοσχεδιασμός σου ήταν πραγματικός ή μήπω ς ήταν μόνο μιά προσποίηση, άπλώς Ινα μαγικό σου κολπάκι* » Κ α ί κάτι άλλο: ήξερες πόσο επιμένω νά βρίσκω ή ΐδια τόν τρόπο νά διορθώνω τά πράγμ ατα , Kt έτσι πίστευα δτι τό γεγονός πώ ς «ΰτοσχεδίαζες μαζί μου ήταν ένα σχέδιο “ένα άρκετά πανοΰργο σ χέδιο- γιά νά μέ αφοπλίσεις »ίί Κι άλλη μιά σ κέψ η... αύτό θέλεις, ’Ίρβ, νά φλυαρώ μέ αύτόν τόν τρ ό π ο ; » « Ά κριβώ ς αύτό —συνέχισε ». « Ό τ α ν μου μιλοΰσες γιά άλλες χήρες ή γιά τά ευρήματα
20C
Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ Τ Ο ΝΟΗΜΑ Τ Η Ι Z D H I
τής ερευνάς σου, ήξερα δτι προσπαθούσες νά μέ καθησυχά σεις, και ποΐ> καί που με [ϊοηθουσ^ το νά στ>νει§7}Τοποιώ 6τι βρισκόμουν στη μέση μιας διαδικασίας^ δτι θά ττερνοΰσα όρι σμένες ψυχι>ςές φάσεις, ακριβώς δπω ς έκαναν κι άλλες γυ^ ναΐκες. Συνήθως 6μως κάτι τέτοια σχόλια μ ’ έκαναν νά νιώθω δτι μέ μείωνες. *^Ηταν σάν νά μ" εκανες πολύ συνηθισμένη. Ό τ α ν αύτοσχεδίαζες δμως ποτέ δέν Ινιωσα συνηθισμένη. Τ ό τε ήμουνα πολύ ιδιαίτερη, μοναδική, Α νακαλύπταμε μαζί τόν δρόμο μ α ς» . If Ά λλ α πράγματα πού βοήθησαν; » « Π άλι άπλά πράγματα. ’Ίσ ω ς νά μήν τό θυμασαι κάν, άλ λά στό τέλος τών πρώ τω ν μας συνεδριών^ καθώς έβγαινα άπό τήν πόρτα, έσύ άκουμπούσες τό χέρι σου στόν ώμο μου κι έλεγες: Θά εΐμαι κοντά σου σ ’ δλη αύτή τήν π ο ρ εία ’’. Α ύτά τά λόγια δέν τά ξέχασα ποτέ - ήταν ένα πάρα πολύ γερό στή ριγμα γ ιά ν’ άκουμπήσω η. « Τό θυμάμαι» Α ιρήν », α Και μέ βοηθούσε πολύ, δταν μερικές φορές Ιπαυες νά προσπαθείς νά μέ κάνεις καλά ή νά μ ’ αναλύσεις ή νά μέ ερμη νεύσεις κι ^λεγ^ς κάτι άπλό καΐ άμεσο, τοΰ τύπου; ‘‘ Α ιρήν, ζεϊς Ιναν έφιάλτη - Ιναν ά π ’ τούς χειρότερους εφιάλτες πού μτυορώ νά φανταστώ ” * Κ αι τό καλύτερο άττ’ δλα ήταν δταν πρόσθετες —οχι δσο συχνά θά το ήθελα—δτι μέ θαύμαζες καΐ μ^έκτιμοΰσες πού εΐχα τό κουράγιο νά επιμένω », Κ αθώς σκεφτόμουν νά π ώ καί τώ ρα κάτ(. γιά τό κουράγιο της, σήκωσα τό βλέμμα, την εΐδα να κοιτάζει τό ρολόι της καί τήν άκουσα νά λ έ ε ι; « Θεέ μου, πρέπει νά φύγω ». Νά λοιπόν πού τελείωνε έκείνη τή συνεδρία. Ό ποιος ξεπε σμός τών ισχυρών! Γιά μιά σ τιγμ ή είχα τή ζαβολιάρικη τταρόρμηση νά ύποκριθώ ένα ξέσπασμα οργής καί νά τήν κ α τη γορήσω οτι μέ πετοΰσε έξω, άλλά αποφάσισα νά μή φερθώ τόσο παιδικά. « Ξέρω τί σκέφτεσαι, *Ίρβ ». « Τ£ σ κέφ τομ α ι; »
ΕΦΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ©ΕΡΑΠΕΐΑΣ ΠΕΝΘΟΥϊ: ΓΙΑ ΙΙΡΟ ΧηΡΗ Μ ΕΝ Ο ΥΐΙ
ΪΟ Ι
<( ΜπορεΤ νά σε διασκεδάζει κιόλας ή αντιστροφή - πού τε λειώνω έγώ τή συνεδρία κι. 6χι έσύ ». « Πάλι τό “ "τ ζ ι ο ίσ ε ς,Άιρήν. Ό πω ς συνήθως ». « Θά καθίσεις λίγη ώρα άκόμα έδώ; Έ χω ραντεβού λίγο πιό κάτω μέ τόν Κέβιν γιά νά φάμε μαζί καί μπορώ νά τόν φέρω ώς Ιδώ νά σέ γνωρίσει. Εΐναι κάτι ττού θά το ήθελα».
Περιμένοντάς τη νά γυρίσει μαζι μέ τόν Κέβιν προσπάθησα νά συγκρίνω τή δική της ττεριγραφή τής θεραπείας μέ τή δι κή μου* Σύμφωνα μέ τήν Άιρήν» τήν εΐχα βοηθήσει κυρίως μέ τό νά συνδεθώ μαζί της καί νά μήν άφήσω νά μέ τρομάξει τί ποτα ά π ’ δσα ελεγε ή εκανε, Έτυίστ^ς τήν εΐχα βοηθήσει κρα τώντας της τό χέρι, αύτοσχεδιάζοντας, επικυρώνοντας τή φρί κη αύτοΰ πού ζοΰσε καί υποσχόμενος νά μείνω μαζί της ώς τό τέλος* Κ άτι τέτοιες άπλουστεύσεις μ ’ Ικαναν νά μουλαρώνω. Σ ί γουρα ή θεραπευτική μου προσέγγιση ήταν πιό σύνθετη καΐ πιό εξελιγμένη άπ* α ύ τό ! Ό σ ο δμως περισσότερο τό σκεφτό μουν, τόσο κατέληγα δτι ή Ά ιρήν τό εΐχε πιάσει πολύ σωστά τό θέμα. Πάντως εΐχε δίκιο δταν μιλοΰσε γ ιά « σύνδεσμο » “ τήν κεντριχή έννοια στήν ψυχοθεραττεια πού κάνω. Κίχα άποφασίσει εξαρχής δτι ό σύνδεσμος ήταν τό πιό αποτελεσματικό πρά γ μα πού μποροΰσα νά τής προσφέρω. Κι αύτό δέν σήμαινε άπλώς νά τήν ακούω μέ προσοχή ή νά ένθαρρύνω τήν κάθαρ ση ή νά τήν παρηγορώ. Περισσότερο σήμαινε 6τι θά τήν πλη σίαζα δσο γινόταν περισσότερο, 6τι θά έστίαζα τήν προσοχή μας στόν α μεταξύ μας χώρο » ( μιά φράση πού τή χρτ^σίμοποιούσα σχεδόν κάθε φορά πού τήν φ λ ε π α στό « έδώ -καίτ ώ ρ α » ; δηλαδή στή σχέση άνάμεσα σ^ έκεινη καΐ σ ’ έμένα έόά> ( σ ’ αύτό τό γραφείο ) καί τώ ρα ( τή συγκεκριμένη σ τιγμ ή )' ^ ^^ ^ ^^ ^ ^ Βέβαια άλλο εΐναι νά επικεντρώνεσαι στό έδώ -καί-τώ ρα μέ
a02
Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ Τ Η Ι ΖΩ Η Σ
άσθενεΐς ττού ζητούν ψυχοθεραπεία επειδή ε/ουν προβλήματα σχέσεων, καί έντελώς διαφορετικό πράγμα ήταν νά ζητώ άπό τήν Ά ρ ή ν νά εξετάσει τό εδώ -καΐ-τώ ρα. F ιά σκεφτειτε τ ο : δεν εΐναι παράλογο δσο καί άξεστα νά περιμένω άπό μιά γ υ ναίκα πού βρίσκεται in extremis (μ ιά γυναίκα πού ό άντρας της πεθαίνει άπό ογκο στόν έγκέφαλο, καί ή οποία πενθεί συγ χρόνως τή μάνα, τόν πατέρα, τόν αδελφό και τόν βαφτισιμιό της ) νά στρέψει τήν προσοχή της στίς παραμικρές αποχρώ σεις τής σχέσης της μ^έναν θεραπευτή τόν όποΐο γνωρίζει έλά χισ τα ; Κι δμως έγώ αύτό ακριβώς έκανα. Τ ό ξεκίνησα στίς πρώ τες συνεδρίες καί δέν υπαναχώρησα ποτέ, Σέ κάθε συνεδρία, χω ρίς καμιά άπολύτω ς εξαίρεση, τή ρωτοΰσα γιά κάποίΛ πλευρά της σχέσης μας. « Πόσο μόνη νιώθεις μέσα σέ αύτό τό δωμάτιο μαζί μου; >ϊ « Πόσο άπομακρι>σμένη άπό μένα ή π ό σο κοντά μου αισθάνεσαι σ ήμερα; » Ά ν ελεγε, ^πω ς τό συνή θιζε, « Αισθάνομαι πολλά χιλιόμετρα μακριά σου τότε φρόν τιζα ν^ασχοληθώ άμέσως μ ’ αύτό τό αίσθημα. « Σέ ποιά συγ κεκριμένη σ τιγμή της συνεδρίας τό έντότησες γιά πρώ τη φορά σήμερα;» *Η (ί Τί εΐπα ή τί Ικανά πού μεγάλωσε τήν από σταση ;» Καί κυρίως, it Τΐ μποροΰμε νά κάνουμε γιά νά τήν ελαττώ σουμε;» Προσπάθησα νά σεβαστώ τις απαντήσεις της. Ά ν άτταντοΰσε, « Ό καλύτερος τρόπος γιά να ερθουμε πιό κοντά εΐναι νά μοΰ συστήσεις ενα καλό μυθιστόρημα νά διαβάσω », τής άπαντοΰσα πάντα μ ’ Ιναν τίτλο βιβλίου. Ά ν ελεγε δτι ή από γνω σή της παραήταν μεγάλη γιά ν ’άντιμετω πιστει μέ λόγια καί δτι τό πολύ πολύ πού μποροΰσα νά κάνω ήταν άπλώς νά της κρατήσω τό χέρι, τότε μετακινούσα τήν πολυθρόνα μου πιό κοντά της και της κρατοΰσα τό χέρι, μερικές φορές γιά ένα ή δυό λεπτά, άλλοτε γιά δέκα λετττά ή γιά δεκαπέντε. Κάποιες φορές αύτό τό κράτημα τοΰ χεριού μ ’ εκανε νά νιώ θω άβολα, άν καί 6γι έξαιτίας δλων εκείνων τώ ν νομικίστικων προειδοποιήσεων νά μήν ά γγίζεις ποτέ άσθενή σου: άν ύπο-
ΕΦΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΘΕΡΑΓίΕΐΑίΙ Η Ε Ν 0 Ο ΪΣ ΓΙΑ ΠΡΟΧΩΡΗΜΈΝΟΥΣ
303
τάξεις τήν κλινική καΐ τή δημιουργική σου κρίση σε τέτοιες ανησυχίες, αύτό είναι Ικανο νά σέ διαφθείρει μέχρι πολύ θιά, ’Α ντίθετα, IvtcoOa άβολα, γ ια τί το κράτημα του χεριού εφερνε κάθε φορά αποτέλεσμα;: μ ’ έκανε πράγμ ατι να νιώθω σάν μάγος, σάν ενας άνθρωπος μ έ εξαιρετικές δυνάμεις τού δέν τις καταλαβαίνει. Τελικά, λίγους μήνες έπειτα άττό τήν κηδεία του άντρα της, ή Α ιρήν σταμάτησε νά τύ ’χει ανάγκη καΐ νά μοΰ ζητάει νά τής κρατήσω το χερι. Σ ’ δλη τή διάρκεια τής θεραπείας μας ήμουν ανυποχώρη τος στο θέμα του συνδέσμου. Άρνιόμουν νά τήν άφήσω νά μέ κάνει ττέρα. Σ τά λύγια της, « Ε ίμαι μουδιασμένη. Δέν θέλω να μιλήσω. Δέν ξέρω γιατί ήρθα έδώ σήμερα», άπαντοΰσα μέ ένα σχύλιο του τύ π ο υ : ΐ< Είσαι ομως έδώ. Κάποιο κομμάτι σου θέλει νά βρίσκεται έδώ, κι εγώ σήμερα θέλω νά μιλήσω σ ’ αύτά σου το κομμάτι ίϊ. Ό π ο τ ε αύτο ήταν δυνατό, μετέφραζα τά γεγονότα στίς αντιστοιχίες τους στο εδώ -καΐ-τώ ρα. Ά ς πάρουμε, γιά παρά δειγμα* τήν άρχή καί το τέλος κάθε συνεδρίας. Τ Ις ττερισσύτερες φορές ή Α ιρήν εμτταινε στύ γραφείο μου και βάδιζε με ϊή μ α κοφτύ πρύς τή θέση της, χω ρίς νά μοΰ ρίξει ούτε μιά ματιά. Αύτύ σπάνια τύ άφηνα ασχολίαστο, Θά ’λεγα κάτι σ άν: (ί Ά , θά εΐναι λοιπον μία άπο εκείνες τις συνεδρίες)), και θά επικεντρωνόμουν στήν άπροθυμία τη ς νά μέ κοιτάξει. Μερικές φορές εκείνη απαντούσε, « Ά ν σέ κοιτάξω , γίνεσαι π ρ α γμ α τι κός, κι αύτο σημαίνει οτι σύντομα θά χρειαστεί νά πεθάνεις ή « Ά ν σέ κοιτάξω , αύτο μέ κάνει νά νιώθω άβοήθητη καί σου δίνει πολύ μεγάλη εξουσία πάνω μου », ή « Ά ν σέ κοιτάξω , μπορει νά θελήσω νά σέ φιλήσω )>, ή « Θά δώ στύ βλέμμα σου τήν απαίτηση νά γίνω γρήγορα καλά ». Τύ τέλος της συνεδρίας ήταν πάντα προβληματικό: δεν τής άρεσε καθόλου πού διέθετα τόση εξουσία καί στύλωνε τά πάδια, μή θέλοντας νά φύγει ά π ’ το γραφείο μου. Κάθε τέλος ώ ρας ήταν σάν Ινας θάνατος. Σ τις πιο δύσκολες περιόδους της ήταν αδύνατο να κρατήσει στή σκέψη της εικόνες καί φοβόταν
304
Η ΜΑΝΑ ΚΑί Τ Ο ΝΟΗΜΑ ΤΗ Σ 7 η Η Σ
πώ ς μόλις χανόμουν ά π 'τ ο οπτικό της ττεΒίο, θά έπαυα νά υπάρχω. Θεωρούσε επίσης δτι τό τέλος της συνεδρίας συμ[ϊό’ λιζε τό πόσο λίγο μετρούσε γιά μένα, τό ττόσο γρήγορα μττορούσα νά τήν ξεττετάξω. 01 διακοπές μου ή τά επα γγελμ α τι κά μου ταξίδια προκοώουσαν πάντοτε τόσο μεγάλα προβλή ματα, που σέ πολλές περιπτώ σεις έπελεγα νά της τηλεφωνώ, γιά νά διατηρήσω τήν επαφή. Ό λ 'α ύ τ ά τροφοδοτούσαν τήν ψυχοθεραπευτική δουλειά στό εδώ -κ α ΐ-τώ ρ α : ή επιθυμία της νά της κάνω φιλοφρονή σεις’ νά της πώ 0τι τή σκεφτόμουν περισσότερο ά π ’ δ,τι άλλους άσθενεΐς μου' νά παραδεχτώ οτι, άν δεν ήμασταν θεραπευτής καΐ θεραπευόμενη, θά τήν έπιθυμοΰσα σάν γυναίκα. Κανονικά 6 έστιασμός στό έδώ -και-τώ ρα εχει πολλά πλε ονεκτήματα στήν ψυχοθεραπεία. Μ εταδίδει μιά αϊσθτ}ση άμεσότ7)τχς στή θεραττευτική συνεδρία. Παρέχει πιό ακριβείς πλη ροφορίες, ά π ’ δσο τό νά βασίζεται κανείς στίς άτελεϊς και μο νίμως μεταλλασσόμενες άπόψεις τώ ν θεραττευόμενων γιά τό παρελθόν. Καθώς ό τρόπος μέ τάν όποιο σχετίζεται κάνεις στά εδώ -καΐ-τώ ρα είναι ίνας κοινωνικός μικρόκοσμος του πώ ς σχετίζεται μέ τούς άλλους ανθρώπους τώρα άλλά καί στό π α ρελθόν» καθώς ξετυλίγεται ή σχέση του μέ τόν θεραπευτή άποχΐχλύπτονται άμέσως μέ πολύ ζωντανά χρώ ματα τά προ βλήματα τοΰ κάθε άνθρώτΐ:ου στό ζήτη μα τών σχέσεων. Έ τα πλέον ή θεραπεία γίνεται πιό ζωηρή, πιό ήλεκτρισμένη - κα μιά συνεδρία, ατομική ή ομαδική, ττού εστιάζει στό έδώ -καίτώρα δέν εΐναι ποτέ ανιαρή. Ε ξά λλου τά έδώ -καΐ-τώ ρα παρέ χει ένα εργαστήριο, εναν άσφαλή στίβο^ δπου 6 άσθενής μπορει νά ττειραματιστεϊ μέ νέες συμπεριφορές, πριν τις δοκιμά σει στάν έξω κοσμο, Ά κ ό μ α πιό σημαντικό ά π ’ δλα αύτά τά πλεονεκτήματα εΐναι τό γεγονός δτι ή προσέγγιση στό έδώ -καί-τώ ρα επιτά χυνε έπίσης τήν άνάτττυξη μιάς βαθιάς οικειότητας άνάμεσά μας, Ή εξωτερική δψη τής Ά ιρήν -π α γερ ή , απαγορευτική, μιά δψη ύττέρμετρης επάρκειας καί αύτοπεποίθτϊσης—άττέτρεπε
ΕΦΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ ΙΙΕ Ν Θ Ο Υ Ι ί'[Α ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΟΥΪ!
305
τούς άλλους ά π ’ το νά τήν πλησιάσουν, Ά χ ρ φ ώ ς ετσι συνέβη δταν τήν έβαλα σέ μιά θερα-ιτευτική ομάδα δLάpκsLας Ιξι μηνών, τήν ττερίοδο πού ό άντρας της τυέθαίνε. Παρόλο ττού κέρδισε σύντομα τήν εκτίμηση τώ ν μελών καΐ ττρόσφερε (Ση μαντική βοήθεια στούς άλλους, ή ϊδια πήρ€ πολύ λίγα σέ αντάλλαγμα. Τό ΰφος τής ύττέρτατης αύτάρκειας πού εϊχε, δή λωνε στά άλλα μέλη τής ομάδας 0τι δέν εΐχε καμιά ανάγκη άττο κείνους. Μόνο ό άντρας της εΐχε διαρρήξει τήν τρομερή της δψη. Μόνο εκείνος τήν είχε αμφισβητήσει καΐ εΐχε απαιτήσει μιά βαθιά, στενή συνεύρεση, ΚαΙ μόνο μαζί του εκείνη μπορούσε νά κλάψει καΐ νά δώσει φωνή στο μικρό χαμένο κορίτσι πού εΐχε μέσα της. ΚαΙ μέ τον θάνατο τοΰ Τ ζάκ εχασε αύτή τή λυδία λίθο τής οίκειόττ^τας. Το ήξερα δτι ήταν άλαζονικύ άπο μέρους μου, άλλά ήθελα νά γίνω έγώ ή λυδία λίθος της. Ε π ιχειρ ο ύ σ α δηλαδή ν’ αντικαταστήσω τύν άντρα τ η ς ; Ή έρώτηση αύτή εΐναι. χονδροειδής καΐ σοκαριστική. "Όχι, ποτέ δέν σκέφτηκα κάτι τέτοιο. Φιλοδοξούσα δμως νά έπανεγκαταστήσω, γιά μία ή δύο ώρες τήν εβδομάδα, μιά ντ^σίδα οικειό τητας, ένα μέρος 6που μποροΰσε νά πετάξει άπο πάνω της τΐ>ν συνήθη τρόπο σκέψης της, τοΰ ύπερχειρουργού πού διορθώνει τά τϊάντα, καΐ νά δείξει ανοιχτά πόσο ευάλωτη εϊναι και πόσο δυσκολεύεται. Σταδιακά, πολύ σταδιακά μπόρεσε νά αναγνω ρίσει δτι ενιωθε άβοήθητη και νά στραφεί σ ’ έμένα γιά ανα κούφιση. Ό τ α ν τυέθανε ό πατέρας της, 6χι πολύ μετά τύν άντρα της, ή σκέψη δτι θ ά ’πρεπε νά γυρίσει στο πατρικό της γιά τήν κη δεία τήν εκανε νά νιώσει 6τι καταρρέει, Δέν άντεχε στήν ιδέα δτι θά εβλεπε τή μητέρα της πού Ιπ α σ χε άπό ’Α λτσχάιμερ καΐ τόν τάφο τού πατέρα της άνοιχτο πλάι σ ’ εκείνον τοΰ άδελφοΰ της. Συμφώνησα μαζί της καί έπέμεινα νά μήν πάει. Π ρο γραμμάτισα μάλιστα μιά συνεδρία ακριβώ ς τήν ώρα τής κη δείας, της ζήττησα νά φέρει φωτογραφίες τού πατέρα της και τίεράσαμε τήν ώρα ανακαλώντας τις αναμνήσεις της άπύ κεΐνον.
3o 6
η
ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗ Σ ΖΩ Η Σ
^Ηταν μιά πολύ γόνιμη και έντονη εμπειρία, καϊ. άργότερα ή Ά φ ή ν μ ’ ευχαρίστησε γ ι ’αύτό* Ποΰ βρισκόταν ^μως τό δριο άνάμεσα στήν οΕκειότητα χα ί στη σαγήνη; Μ ήπως αύτό θά έκανε τήν "Αψήν νά έξαρτηθεϊ πάρα πολύ άπό μένα; Θά ήταν άραγε ποτέ ικανή νά μέ άποχω ρισ τεϊ; "Τπήρχε περίπτω ση ή ισχυρή συζυγική μεταβίβαση ν"*αποδειχτεί μή αναστρέψιμη; Ή ίτκέψη αύτή μέ τριβέλιζε συνεχώς. Α ποφ άσ ισ α ^μω ς ν’ αναβάλω γ ι ’ άργότερα αύτές μου τΙς ανησυχίες. Σ τή δουλειά μου μέ τήν Αιρήν δέν ήταν ποτέ δύσκολο νά διατηρηθεί ό έστιασμός στό έδώ -καί-τώ ρα. "^Ηταν μιά θερα πευόμενη εξαιρετικά εργατική καί άφοσιωμένη. Π οτέ, ουτε μιά φορά σ ’όλόκληρη τή συνεργΐχσέα μας, δέν τήν άκουσα νά κάνει αναμενόμενα σχόλια ή σχόλια αντίσταση;, 6 π ω ς: α Αύτό δέν μου λέει τ ίπ ο τ α ... Δέν Ιχει καμιά σ χέσ η ... Τό θέμα δέν εΐσαι έσ ύ... Έ σ ύ δέν είσαι ή ζωή μου - σέ βλέπω μόνο δυό ώρες τήν εβδομάδα. Ό άντρας μου ττέθανε πρίν άπό δεκαπέντε μέρες - γιατί μέ πιέζεις νά σοΰ μιλήσω γιά τά συναισθήματά μου άπέναντί α ο ν ; —αύτο εΐναι τρελό... τόσες ερωτήσεις γιά τό πώ ς σέ κοιτάζω, ή γιά τώ πώ ς μπαίνω στό γραφείο σου — γιατί νά μιλήσω γι^αύτά, αύτά εΐναι πράγματα έντελώς άσήμαντα, Σ τή ζωή μου συμβαίνουν πολύ μεγάλα γ εγο ν ό τα ». Α ντίθετα ή Α ιρήν άμέσως καταλάβαινε τί προσπαθούσα νά κάνω καί σ '6 λ η τη διάρκεια της θεραπείας έμοιαζε ευγνώμων γιά τΙς τόσες μου προσπάθειες νά συνδεθώ μαζί της. Οι παρατηρήσεις πού μοΰ έκανε γιά τήν « αύτοσχεδιαστι^ κή » θεραπεία μου μ ’ ένδιέφεραν ττάρα πολύ. Τελευταία πιάνω τον έαυτό μου νά διακηρύσσει 6τι « Ό καλός Οεραττευτής πρέττει νά δημιουργεί μιά νέα θεραπεία γιά κάθε άσθενή Εΐναι μιά ακραία θέση, πιό ριζοσπαστική άκόμα κι άπό τήν πρότα ση τοΰ Γιούνγκ, πρίν άπό τόσες δεκαετίες, νά δημιουργούμε μιά νέα θεραπευτική γλώ σσα γιά τόν κάθε άσθενή. Οί ριζοσπαστι κοί καιροί 6μως γεννούν ριζοσπαστικές θέσεις, Τό σύγχρονο κίνημα τής περίθαλψης υπό διαχείριση στίς
ΕΦΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ Π ΕΝ Θ Ο ΥΣ ΓίΑ ΠΡΟΧΩΡΗΜ ΕΝΟΥΣ
307
υγειονομικές υπηρεσίες άπ οτελεϊ θανάσιμη άττξίλή γ ιά τ6ν κλάδο της ψυχοθεραττείας. Σ κεφ τειτε τις επιταγές του: 1) ή θεραττεία νά εΐναι εξω πραγματικά σύντομη και νά δίνει τό βά ρος άτιοκλειστικά στά εξωτερικά συμπτώ ματα κι οχι στις συγ^ κρούσεις πού κρύβονται ττίσω άττό τά σ υμ πτώ μ α τα αύτά καί τά γεννούν* 2 ) ή θεραπεία νά εΐναι εξω πραγμ ατικά οικονομι κή (π ρ ά γ μ α τιμω ρητικό τόσο γιά τούς επα γγελμ ατίες πού έχουν έπενδύσει τά αναγκαία χρόνια γ ιά νά αποκτήσουν μιά εκπαίδευση σέ βάθος 6σο καί γιά τούς άσθενεΐς πού ύποχρεν ώνονται νά έπισκέτττονται θεραττευτές μέ άνετταρκή εκπαίδευ ση' 3 ) ot θεραπευτές νά μιμούνται τό ιατρικό μοντέλο καί νά π α ίζ ο υ ν θ έα τ ρ ο π α σ χ ίζ ο ν τ α ς νά δια ττυ π ώ νου ν άκρφ εϊς στόχους παρόμοιους μέ τούς ιατρικούς καί νά τούς αξιολογούν κάθε έβδομαδα- καί 4 ) οι θεραπευτές νά χρησιμοποιούν μόνο έμ τκ ιριχά επικυρωμένες θεραπείες δείχνοντας ετσι προτίμηση στις βραχείες, φαινομενικά ακριβείς γνωσιακές - συμπεριφορικές τε χνικές πού επιδεικνύουν ανακούφιση ά π ’ τά συμπτώ ματα. Ά π ’ δλες ομως αύτές τις πεισ ματικές καί καταστροφικές επιθέσεις πού δέχεται ό κλάδος της ψυχοθεραπείας, ή πιό δυσ οίωνη εΐναι ή τάση πρός μιά ψυχοθεραπεία βώσει πρω τοκόλ λου. Έ τ σ ι κάποια ασφαλιστικά προγράμματα καΐ δημόσιες ύττηρεσίες ύγείας απαιτούν 6 θεραπευτής ν’ ακολουθήσει στην πορεία της θεραπείας ένα προκαθορισμένο πλάνο, μερικές φο ρές μάλιστα άκόμα καΐ μιά προγραμματισμένη λίστα θεμάτων, τά όποια εΐναι υποχρεωτικό νά καλυφθούν σέ καθεμιά ά π ’ τίς έτατρεττόμενες συνεδρίες. Τά διψασμένα γιά κέρδος στελέχη τών ύττηρεσιών ύγείας καί οΐ παραπλανημένοι ειδικοί σύμβουλοί τους υποθέτουν δτι ή επιτυχημένη ψυχοθεραπεία έξαρταται άπό τήν πληροφόρηση πού λαμβάνεται ή παρέχεται καί 6χι τόσο άπό τή σχέση άνάμεσα σέ θεραπευτή καί θεραττευόμενο. Πρόκειται γιά ένα ολέθριο σφάλμα. Ά πό τούς ογδόντα άντρες καί γυναίκες σέ πένθος πού εΐχα μελετήσει στήν ερευνά μου, πρίν δώ την "Αιρήν, κανένας δέν τής έμοιαζε. Κανείς δέν ύπέφερε άπό τόν ιδιο αστερισμό πρόσ
ao8
Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ: Ύ Ο ΝΟΗΜΑ T H S ΖΩ ΗΣ
φατων ( και συσσωρευμένων) απωλειών - σύζυγος, πατέρας, μητέρα, φίλος, βαφτισιμιός. Κανείς δέν εϊχε τραυματιστεί μέ τόν ϊδιο τρόπο δπως ή *Αιρήν άπό τόν πρώιμο χαμό ένός πολυαγαπημένου άδελφοΰ. Κάνεις δέν εΐχε τή σχέση αλληλεξάρ τησης που εΐχε ή Άιρήν μέ τόν αντρα της. Κάνεις δέν εΐχε π α ρακολουθήσει τόν ή τή σύζυγό του ν’ άποσυντίθεται λίγο λίγο, καθώς τόν καταβρόχθιζε βάναυσα ^νας ΐ>γκος στόν έγκέφαλο. Κανείς δέν ήταν γιατρός, δποας έκείνη πού γνώριζε πλήρως τήν παθολογία του συζύγου της καί τήν πρόγνωσή ττ^ς. "Οχι, ή Άιρήν ήταν μοναδική και εϊχε ανάγκη άττό μιά μονα δική θεραπεία, μιά θεραπεία πού επρεπε νά τήν κατασκευάσου με μαζί, Ικείνη κι έγώ. Και τό ζήττ^μα δέν ήταν 5τι οι δυό μας κατασκευάσαμε μιά θεραττεία κι επειτα αρχίσαμε νά τή χρησι μοποιούμε - άκριβώς τό αντίθετο; τό εγχείρημα τής κ α τα σκευής μιάς νέας, μοναδικής Οερα^ιείας ήταν ή ιδια ή θεραπεία.
Κοίταξα τό ρολόι μου. Ποΰ ήταν ή Άιρήν; Πήγα <ττήν πόρτα τοΰ καφέ κι έριξα μιά ματιά ^ξω. Νά την στό έττόμενο τετρά γωνο, ττερπατουσε χέρι μέ χέρι μ ’Ιναν άντρα πού προφανώς ήταν ό Κέβιν. Ή Άιρήν χέρι με χέρι μ"Ιναν άντρα, ^Ηταν δυνα τόν ; Θυμήθηκα τις άμέτρτ)τες ώρες πού είχα ττεράσεί προσ παθώντας νά τή διαβεβαιώσω ότι Sev ήταν καταδικασμένη νά μείνει μόνη, οτι κάττοια στιγμή θά έμπαινε ένοις άλλος άντρας στή ζωή ττ]ς. Θεε μου, τΐ ττεισματάρα πού ήταν! Κι εΐχε πάρα πολλές ευκαιρίες: ήδη άπό τήν άρχή της χηρείας της εΐχε μιά όλόκληρη ούρά άττό γοτρηευτικούς -κ α ί κατάλληλους- μνηστήρες. Τούς εΐχε άπορρίψει δλους μέ συνοτττικές διαδικασίες γιά τόν εναν ή τόν άλλο άπό μιά ατελείωτη σειρά λόγων. « Δέν τολμώ νά ξαναγαττήσω, γιατί δέν μπορώ ν’άντέξω άλλη απώ λεια» (αυτή ή στάση της, πάντα πρώ τη στή λίστα, εΐχε σάν αποτέλεσμα ν’ άπορρίτττει εξαρχής κάθε άντρα πού ήταν εστω κι ελάχιστα μεγαλύτερος της ή πού δέν βρισκόταν στήν καλύ τερη δυνατή σωματική κατάσταση). <(Δέν θέλω να καταδικάσω
ΕΦΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ Θ ΕΡ Α ΙΙΕ ίΑ ΐ Π Ε Ν Θ Ο Υ Ϊ ΓΙΑ Ι JPOXTlPHM ENOYI
309
Ιναν άντρα, επειδή τόν άγάττησα». α "Αρνοΰμαι νά προδώσω τόν Τ ζάκ ». Έ κ α νε συγκρίσεις καΐ τούς εβρισκε δλους κατώ τε ρους kyt τόν Τ^άκ ττού ■^αν ό τελειος άντρας» εκείνος πού προ οριζόταν εξαρχής γιά κείνην ( γνώριζε τήν οίκογενειά της, τόν εΐχε εγκρίνει ο ίδιος ττ^ς ό αδελφός κι άντιπροσώττευε έναν τε λευταΤο σύνδεσμο μέ τόν νεκρό αδελφό της, μέ τόν πατέρα της χαΐ μέ τή μητέρα της, ττού κι εκείνη έπρόκειτο νά πεθάνε;). Έτηπλέον ήταν πεπεισμένη δτι κανένας άντρας δέν θά μπο ρούσε ποτέ να τήν καταλάβει, δτι δλοι τους θ ά ’φερναν το φτυά ρι μέσα στήν κουζίνα, δπως ό χωρικός του Φρόστ. Έ κ το ς ίσως άν ανήκε στην κοινωνία τών άνδρών πού εΐχαν πρόσφ^χτα χη ρέψει καί εϊχε οξεία επίγνωση του τελικού προορισμού του ~καΙ τοΰ δικοϋ της—άλλα καΐ της άνεκτίμηττ]ς αξίας της ζωής. Τό ψείριζε, Τό ψείριζε. Τό ψείριζε, Ν ά ’χει τέλεια ύγεΐα, Νά \ α ι αθλητικός. "Αδύνοςτος. Νεότερος της, Νά ’χει χηρέψει ττρόσφατα. Ν ά ’χει μιά εξαιρετική εύαισθησία γ ιά τή ζω γρα φικήν τή λογοτεχνία και τις υπαρξιακές άντ]συχιες. Ε ΐχ α χ ά σει τήν υπομονή μου μαζί της καί μέ τις ανέφικτες προϋπο θέσεις πού έθετε. Σκεφτόμουν δλες τΙς άλλες χήρες, μέ τΙς όποιες εΐχα δουλέψει, που θά ’διναν δ,τι εΐχαν καΐ δέν εΐχαν γιά νά τις προσέξει Ισ τω κι ελάχιστα οποιοσδήποτε άπό τούς άντρες πού ή Α ιρήν εΐχε άπορρίψει μέ συνοτττικές διαδικασίες. *Έβαζα τά δυνατά μου νά κρατήσω τ ά συναισθήματα αύτά γιά τόν έαυτό μου άλλά δέν τής ξέφευγε τίποτα, οΰτε οί σκέψεις πού δέν εξέφραζα, και θύμωνε μέ τήν έτηθυμια μου νά κάνει σχέση μ^έναν άντρα. « ΠροσπαθεΤς νά μέ ύποχρεώσεις νά κά νω συμβιβασμούς! » μέ κατηγορούσε. "^Ισως βέβαια νά διαισθανόταν τήν αυξανόμενη ανησυχία μου δτι δέν θά ξεκολλούσε ποτέ άπό μένα. Π ίστευα δτι αύτή ή προσκόλλησή της σ ’ έμένα ήταν ενας άπό τούς κυριότερους παράγοντες γιά τήν άρντ^σή της νά συνδεΟεΤ μ ’ έναν άντρα. Θεέ μου, θά κουβοιλουσα γιά πάντα τό φορτίο της ; “Ίσω ς αύτή νά Vav ή τιμω ρία μου πού εΐχα καταφέρει νά γίνω τόσο ση μαντικός γιά κείνην.
a ΙΟ
Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ Τ Ο ΝΟΗΜΑ ΤΗ Σ ΖΙΙΗ Σ
ΚαΙ τότε μττήκε ό Κέβιν στή ζω ή της. Ή Άί.ρήν κατάλαβε αμέσως 6τι '/}ταν ό άντρας ττού εψαχνε. Μ ’ έντυττωσίαζε ή βεϊαί.ότητά της —ή δίορατικότητά της- Σκεφτόμουν ολες εκείνες τις ανέφικτες, γελοϊες προϋποθέσεις ττού έθετε. “Ε λοίττόν, 6 Κέβιν τις ικανοποιούσε βλες xt ακόμα περισσότερες. Ν ιάτα, τέλεια υγεία, ευαισθησία - ανήκε μάλιστα στήν κοινωνία τών πρόσφατα χήρων. Ή γυναίκα του εΐχε πεθάνει πρίν άπά Ιναν χρόνο VLL έτσι καταλαβαίνονταν απόλυτα και συναισθάνονταν ό ένας τό τυένθος τοΰ άλλου. Ό λ α μπήκαν άμέσως στή θέση τους, κι ήμουνα πανευτυχής γιά κείνη “ και γιά τή δική μου απελευθέρωση. Πριν γνωρίσει τόν Κ έβιν, εΐχε ανακτήσει από λυτα τό ΰψ7)λό επίπεδο λειτουργικότητάς της στόν εξω κόσμο, εξακολουθούσε δμως νά νιώθει μιά βαθιά εσωτερική θλίψη και παραίτηση πού σχεδόν δέν μπορούσε νά τις έκφράσει. Τώ ρα κι αύτό άκόμα εΐχε πολύ γρήγορα διαλυθεί, Ε ΐχε άραγε βελ τιω θεί, επειδή γνώρισε τόν Κ έβιν; μπόρεσε ν’ ανοιχτεί στον Κέβιν, επειδή εϊχε βελτιω θεί; Λ ίγο ά π ’τό ένα καί λίγο ά π ’ τό άλλο; Π οτέ δέν θά τό μάθαινα μέ βεβαιότητα. Καί τώρα τόν εφερνε νά μοΰ τόν γνωρίσει. Νά τοι πού μπαίνουν στό καφέ. Έ ρ χο ν τα ι πρός τό μέρος μου. Γ ιατί νιώθω νευρικότϊ]τια; Τ ί άντρας; πανέμορφος —ψη λός, δυνατός, θ ά ’λεγε κανείς 0τι χτυπάει ενα τρίαθλο τη μέ ρα πριν ά π ’ τό πρωινό, καί τ£ απίθανη μ ύ τ η ,.. που μπορεΐ νά ψωνίσει κανείς τέτοια μ ύτη ; Φτάνει, Κέβιν, άσε κάτω τό χ έ ρι της. Φτάνει, είπαμε! Κ άτι θ ά ’χει πάνω του αύτός ό τύ πος πού να μήν εΐναι ωραίο. ’Ώ χ , τώ ρα πρέπει νά χάνουμε καί χειραψία. Γ ιατί ιδρώνουν τόσο πολύ τά χέρια μ ο υ ; Θά τό προσ έξει; Και τί μέ νοιάζει τί θά προσ έξει; «"Ίρβ», άκουσα την Ά ιρήν νά λέει, <ί αύτός εΐναι ό Κέβιν. Κέβιν, ό *^Ιρβ ». Χαμογέλασα, άπλωσα τό χέρι καί τόν χαιρέτησα μέ τά σα γόνια μου σφιγμένα. Πού νά σέ πάρει, σκέφτηκα, τό καλό πού σοΰ θέλω νά τήν προσέχεις. Καί μά τόν Θεό, τό καλό πού σοΰ θέλω, μήν τής πεθάνεις.
5. Διπλή εκθεση
κ
I ΕΤΣΙ ΛΟΙΠΟΝ^ κύριε Λ άς^ νιώθω 6τι τταραιτουμαι.
Δέν ύπάρχουν άντρες στάν χόσμ.ο. '^Η, άν εΐναι άκάμα ανύπαντροι, στά σαράντα τους, τότε προφανώς κάτι δέν πάει καλά —είναι ή καθάρματα, ή άπό[ϊλ7}τοι ή άρρωστοι—, κάποια άλλη γυναίκα δέν τούς ήθελε καΐ τούς πέταξε ^ξω. ΚαΙ τούς άφησε και ταπί, Οί τελευταίοι τρεΐς άντρες μέ τούς οποίους βγήκα δέν είχαν οΰτε σύνταξη. Μηδέν. Τί εκτίμηση νά νιώσει κανείς γ ι’αύτούς; Έ σεϊς Οά τούς εκτι μούσατε ; Πάω στοίχημα οτι έσεϊς βάζετε στήν άκρη ίνα σωρό χρήματα γιά τή σύνταξή σας, ετσι δέν εΐναι; Έ ντά ξει, μήν ανησυχείτε, το ξέρω 6τι σ ’αύτό δέν Ο’ απαντήσετε, ϋΐμαι τριανταπέντε χρονών. Ξυττνάω χαί σκέφτομαι: έφτασα σέ αύτό το νούμερο, τριάντα καί τιέντε. Στα μισά τ% ζωής μου. "Όσο σκέφτομαι τόν πρώην μου, αντιλαμβάνομαι δλο και περισσότερο δτι μέ σκότωσε/κατέστρεψε. Σκότωσε/κατεστρεψε δέκα χρόνια ά π ’τή ζωή μου —τήν ττιό σημαντική δεκαετία. Δέκα χρόνια - δέν μτυορώ νά τό χωνέψω. Σάν νά έβλεπα ενα κακό ovetpo, κι δταν εκείνος εφυγε, έγώ ξυ πνάω, κοιτάζω γύρω μου, κι είμαι τριαντατιέντε χρονών, πάει ή ζωή μου —δλοι οΐ καλοί άντρες εΐναι πιασμένοι)), (Μερικά δευτερόλετττα σιωπή] « ΓΤοΰ ττηγαίνει ή σκέψη σου, Μύρνα; » (I Σκέφτομαι 6ττ. εΐμαι παγιδευμένη - σκέφτομαι νά πάω στήν ’Αλάσκα, έκεΐ πού εΐναι καλύτερη ή αναλογία άνδρών ί. Ό ψυχίατρος ’Έρνεοτ Λάς εΐναι ό κεντρικ&ς ήρωας τοϋ μυθιστορή ματος τοΰΠρριν Γιάλομ Σ τό Ντιβάνι, enS. "Αγρα, 2002* ( Σ . τ . μ , )
!ί1ι
2 12
Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ Τ Η Ι Ζ Ω Η Ι
γυναικών. "Ή σέ μιά οιχονομική σ/ολή - xt sxet ύτΐάρχεί. χολή αναλογία ». « Μείνε έδώ £ττά δωμάτιο μαζί μου, Μύρνα. Πώς νιώθεις πού βρίσκεσαι έδώ σήμερα; » ί
ΔΙΠΛΗ ΕΚ Θ ΕΣ Η
3 ΐ3
στον ψυχίατρό τη ς; Νά τό πάει τό κάθαρμα στά δικαστήρια; Ή ιδέα τήν Ικανέ νά χαμογελάσει. Έ σ κ υ ψ ε, γύρισε λέγο πίσω τήν κασέτα καΐ πάτησε τό play, « Μείνε εδώ στό δωμάτιο μαζ£ μου, Μύρνα. Πώς νιώθεις πού εΐσαι έδώ σήμερα ; » « Τί εννοείτε;)) « Τό ιδιο πράγμα πού εννοώ πάντα. Προσττάθησε να μ ι λήσεις γ ι’ αύτό πού συμ(^αίνει έδώ, άνάμεσα σ ’ έμας τούς δύο ». « "Απογοήτευση 1 Θά σκάσω άλλο ενα έκατονπενηντάρι καΐ δέν αισθάνομαι καθόλου καλύτερα ». ((Ά πέτυχα λοιπόν καΐ σήμερα. Πήρα τά λεφτά σου καΐ δέν σέ βοήθησα. Πές μου κάτι, Μύρνα. Δες άν μπορεΓς νά κάνεις μιά ανασκόπηση τής ώρας μας καί ν’ απαντήσεις στήν έρώτηση: Τί θά μπορούσα νά εΐχα κάνει έγώ σήμερα;» α Που νά ξέρω; Γ ι’ αύτό σας πληρώνω, γ ι’ αύτο δέν σας πληρώνω; Καί πολύ άδρά μάλιστα». <ίΤό ξέρω δτι δέν ξέρεις, Μύρνα, θέλω δμως νά κάνεις μιά βουτιά στή φαντασία σου. Π ώ ς θά μπορούσα νά σέ εΐχα βοηθήσει σήμερα;» ίί Θά μπορούσατε νά μέ είχατε συστήσει σέ κάποιον πλούσιο ασθενή σας πού elvoti μόνος του ». « Βλέπεις νά γράφει ή μπλούζα μου **Γραφείο συνοικε σίων ; » (( Παλιάνθρωπε », μουρμούρισε ή Μύρνα κι εδωσε μιά στό κουμπί γ ιά νά σταματήσει ή κασέτα. « Γ ι ’ αύτές τις έξυττνακίστικες μαλακίες σοΰ σκάω έκατόν πενήντα τήν ώ ρ α ;» Ξα^ ναγύρισε τήν κασέτα πίσω καί ξανάκουσε τόν διάλογο« ... Μπορούσα νά σέ εΐχα βοηθήσει σήμερα;)) ί< Θά μπορούσατε νά μέ είχατε συστήσει σέ κάποιον πλούσιο άσθενή σας πού εΐναι μόνος ». ί( Βλέπεις νά γράφει ή μπλούζα μου “ Γραφείο συνοικε σίων ” : )>
2 14
Η ΜΑΝΛ ΚΛΙ Τ Ο ΝΟΗΜΑ ΤΗ Σ Ζ£3ΗΣ
«Δ έν εΐναι άστεϊο αύτό, γιατρέ)). « Ό χ ι , έχεις δίκιο. Μέ συγχωρεΐς. Αύτό πού θ ά ’πρεπε να πώ ήταν δτι κρατιέσαι τόσο μακριά μου - αποφεύγεις νά πεΤς οτιδήποτε γιά τό πώς νιώθεις άττέναντι μου ». ίί Άιτέναντί σας, σας, σας. Γιατί πάντχ τά συναισθήματα μου άπέναντί σας; Δέν εΐστε τό ζήτημα, κύριε Λάς. Δέν πρόκειται νά βγω ραντεβού μαζί σας —παρόλο πού έτσι μπορεΤ και ν ά ’παιρνα περισσότερα παρά άπ*αύτό πού κά νουμε )>. ί ί ’ΈΙλα νά τά ξαναπάρουμε ά π 'τ ή ν άρχή, Μύρνα. "*Ήρθες αρχικά νά μέ δεϊς λέγοντας 6τι ήθελες νά κάνεις κάτι γιά τις σχέσεις σου μέ τούς άντρες, Σ τήν πρώτη πρώτη μας συνε δρία εΐπα βτι ό καλύτερος τρόπος γιά νά σέ βοηθήσω νά εξε τάσεις τις σχέσεις σου μέ τούς άλλους ήταν νά επικεντρω θούμε στή δική μας σχέση εδώ, μέσα σ ’ αύτό τό γραφείο, Αύτός ό χώρος έδώ στό γραφείο μου εΐναι, ή θά έπρεπε νά εΐναι, μιά ασφαλής περιοχή, δπου ελπίζω δτι μπορεϊς νά μι λήσεις πιό ελεύθερα άπό δπουδήποτε άλλου. Καί σ ’ αύτή τήν ασφαλή περιοχή μπορούμε νά εξετάσουμε τόν τρόπο μέ τον όποιο σχετιζόμαστε ό ενας μέ τόν άλλον. Γιατί σοΰ εΐναι τό σο δύσκολο νά τό καταλάβεις α ύ τό ; Ά ς δοΰμε λοιττόν πάλι τά συναισθήματά σου άτυέναντί μου έδώ ». ίί Εΐπα ήδη, “ απογοήτευση * ίί Προσπάθησε νά τό κάνεις πί,ό προσωπικό» Μύρνα)), (( Ή απογοήτευση εΐναι κάτι προσωτηκό ». « Ναί, άπό μιά άποψη εΐναι κάτι προσωπικό, μοΰ μιλάει γιά τήν ψυχική σου κατάσταση. Τό ξέρω δτι στριφογυρίζεις τά πράγματα στό μυαλό σου. Κι δταν βρίσκεσαι έδώ, πάλι τά στριφογυρίζεις. Καί μέ πιάνει ζαλάδα. Και νιώθω τή διίίή σον απογοήτευση. Ή λέξη ά π ο γο ή τενση δμως δέν μου λέει τίποτα γιά μάς, Σκέψου τόν χώρο έδώ άνάμεσά μας. Προσπάθησε νά μείνεις έδώ γιά ίνα ή δύο λεπτά. Πώς εΐναι σήμερα αύτός ό χώ ρος; Και τί σημαίνει τό σχόλιο πού έκα νες πρίν άπό λίγο, οτι θά έπαιρνες περισσότερα άν βγαίναμε ραντεβού ά π ’ δ,τι τώρα πού εΐσαι σέ θεραπεία; »
ΔΙίΙΛΗ EK0ELH
a 15
« Σας είπα. ήδη, τίτυοτα, Ό χώρος εΐναι κενός. Μόνο απο γοήτευση ι>. « Αύτό ^ ύ τ ό ποί> συμβαίνει τώρα, αύτή τή στιγμή—, αύτά ακριβώς εννοώ, ίίταν λέω δτι. άπο φεύγεις τήν αληθινή έπκφή μαζί μουί). «Ε ΐμ α ι μπερδεμένη, δέν καταλαβαίνω». « Ό χρόνος μας έχει σχεδόν τελειώσει, Μύρνα, γιά δοκί μασε δμως κάτι πρίν σταματήσουμε —εΐναι ή ϊδια άσκηση ττού σοΰ ζήτησα να κάνεις πρίν -άπό λίγες έβδομάδες. Σκέ’ψου γιά Ινα-δυά λετττά μόνο κάτι ττού θά μπορούσαμε νά κά ναμε μαζΐ^ εσύ κι έγώ. Κλείσε τά μάτια* Ά σ ε νά έμφανιστεΐ μιά σκηνή, όποιαδήποτε σκηνή, καΐ περίγραψέ την καθώς συμβαίνει». [ Σ ιω πή ] « Τί βλέπεις;» « Τίποτα ϊϊ . « Σ πρώ ξ’ το λίγο. Κάνε νά συμβει κάτι ». « Ε ν τά ξ ει, εντάξει. Μας βλέπω νά περπατάμε. Νά συ ζητάμε. Νά ττερνάμε καλά. Σ ’ έναν δρύμο τοΰ Σάν Φρανσίσκο, ϊσως στήν οδό Τσέστνατ, Σ ας τταίρνω άπ^τύ χέρι καί σάς πηγαίνω σ ’ ένα άπό κείνα τά μττάρ δπου πηγαίνει κανείς γιά νά ζευγαρώσει. ΈσεΤς εΐστε απρόθυμος άλλά μπαίνετε μέσα μαζί μου. Θέλω νά τό δ ε ίτ ε ... νά δείτε τή σκηνή.. , νά δείτε μέ τά ιδια σας τά μάτια δτι έκεΤ μέσα δέν υπάρχει άντρας πού νά μοΰ κάνει. Τήν περασ·μένη εβδομάδα αύτά μοΰ άναφέρατε, αύτά τά μπάρ καί τΙς υπηρεσίες γνωριμιών στο Ίντερνετ, Καλά, τό 'Ίντερνετ εΐναι χειρότερο άπό τά μπάρ. Αύτό νά δείτε πόσο απρόσωπο εΐναι! Δέν μπορώ νά τό πιστέψίύ δτι μοΰ προτείνετε σ τ ’ αλήθεια κάτι τέτοιο. Ό τ ι περιμένετε νά κάνω μιά σχέση στήν οθόνη τοΰ υπολογιστή, χωρίς νά *χω κάν δει τόν άλλον. *. οΰτε κάν - » « Γύρνα πάλι στή φαντασίωσή σου. Μετά τί βλέπεις; ϊϊ « Σκοτάδι - π ά ε ι)). « Τόσο γρήγορα I Τί σέ σταμάτησε, γιατί δέν τήν κράτη^ σ ες; »
at f j
Η ΜΑΝΑ ΚΑΐ ΤΟ ΝΟΗΜΑ T H E ΖΩ Η Σ
«
ξέρω. "Ενι,ωθα χρύο χαΐ μοναξιά».
«*^Ησουνιχ μαζί μου, Μοΰ ίπιασες το χέρι. Τί συναισθή ματα ξύττνησαν μέσα σου; » « Έξα>ζολουΟοί>σα νά νιώθω μόνη». « Πρέττει να σταματήσουμε, Μύρνα. Μιά τελευταία έρώ τηση* Αύτά τά τελευταία λεττυά ήταν καθόλου διαφορετικά ά π ’ τό πρώτο μέρος τής ώ ρας; » « Ό χ ι. Τό ϊδιο ήταν. Απογοήτευση». « Έ γ ώ ένιωσα νά συνδέομαι περισσότερο μαζί σου - σάν νά μίκραινε ή απόσταση άνάμεσά μας. Έ σύ δέν ένιωσες τ ί ποτα τέτοιο;» «*Ίσως. Δέν εΐμαι (ϊίγουρη. Κι εξακολουθώ νά μή βρί σκω τό νόημα δλων αύτών πού κάνουμε ». ίΐ ϊ^'ιατί Ιχω πάντα τήν αίσθηση δτι κάτι μέσα σου αντι μάχεται τήν εύρεση νοήματος; Τήν Π έμπτη τήν ϊδια ώρα, λοιπόν ». Ή Μύρνα άκουσε ττολυθρόνες νά μετακινούνται, τά βήματά της νά διοισχίζουν τό δω μάτιο, τό κλείσιμο της πόρτας. ’Έ στρίψε στόν αυτοκινητόδρομο 1-280. Χαμένος χρόνος καί χ α μένα λεφτά, σκέφτηκε. Ψ υχίατροι. Κι αύτός εϊναι σάν ολους τούς άλλους. Τέλος πάντων, 6χι εντελώς. Τουλάχιστον μοΰ μιλάει. Γ ιά μιά σ τιγμή φαντάστηκε τό πρόσωπό του; νά χ α μογελάει, νά της ανοίγει τήν αγκαλιά του, νά τήν προσκαλεϊ νά πλησιάσει. 'Η αλήθεια εΐναι οτι μ ’ αρέσει ό Δόχτωρ Λάς. Εΐναι παρών μαζί μου - τουλάχιστον μοιάζει νά νοιάζεται γιά τό τι μοΰ συμβαίνει, κι εΐναι χαί ενεργητικός: προσπαθεί νά διατηρήσει τα πράγματα σέ μιά ροή ~ κάνει ο Ε5ιος τή μισή διαδρομή, δέν μ ’ αφήνει νά κάθομαι σιω πηλή δπω ς οΐ δυό προηγούμενοί μου ψυχίατροι. Γρήγορα άπόδιωξε τΙς εικόνες. Ό Έ ρνείττ Λάς τήν πίεζε πάντα νά κρατάει τΙς όνειροττολήσεις ττ}ς στή μνήμη της, ιδίως έχεΐνες πού τής συνέβαιναν στή διαδρομή άπό και πρός τήν ώρα τής ψυχοθεραπείας, άλλά δέν έπρόκειτο νά τοΰ αναφέρει αύτή τή μελό φαντασίωση.
ΔΙΠΛΗ ΕΚΘ ΕΣΗ
1 1η
Ξαφνικά ακουσε πάλ(. τή φ<ονή του στήν κασέτα. « Καλησπέρα, "Έρνεστ Λάς Ιδώ^ μέ ζήτησες, Ντέσμ^ντ. Λυπαμαι πού ελει,πα. Προσπάθησε σέ παρακαλώ νά μέ πά ρεις στο 767"1735 μεταξύ οκτώ χαί δέκα απόψε ή στό γρα φείο μου νωρίς αΰριο τό πρωί i>. Ύί συμβαίνει,; άναρωτήθηκε. Ξ αφνικά θυμήθηκε ΐίτι στό τέλος τής προτϊγούμενης συνεδρίας εΐχε φύγει ά π ’ τό γραφείο του κι εΐχε φτάσει στό επόμενο τετράγω νο, όταν συνειδητο ποίησε δτι ο Λάς εΐχε ξεχάσει νά τής δώσει τήν κασέτα, καί γύρισε νά τήν πάρει. Διπλοπάρκαρε μπροστά στό βικτωριανό σπίτι κι ανέβηκε τρ έχοντας τή μεγάλη σκάλα ώ ς τό γραφεΤο στόν δεύτερο ΐΐροφο. Κ αθώς ήταν τό τελευταΤο ραντεβού τής ήμέρας, δέν άνησυχοΰσε μ ήπω ς διακόψει άλλον άσθενή. Ή πόρτα του ήταν μισάνοιχτη, εΐχε μ π ει μέσα καί τόν εΐχε βρεΤ νά ύπαγορεύει σ*ενα δημοσιογραφικό κασετοφωνάκι* Ό τ α ν του εΐπε για τί γύρισε, έκεΤνος εβγαλε τήν κασέτα άπό τό με γάλο κασετόφωνο που βρισκόταν στό τραπεζάκι πλάι στή θέ ση τοΰ θεραπευόμενου και της τήν έδωσε. « Θά τά ποΰμε σέ μιά βδομάδα», τής εΐττε. Προφανώς, οταν ή Μύρνα εφογε τήν πρώ τη φορά ά π ’ τό γραφείο του, εκείνος ξέχασε νά σβήσει τό κασετόφωνο κι αύτό μαγνητοφωνούσε γ ιά αρκετή ώρα, ώσπου νά τελειώσει ή κασέτα, Γυρίζοντας τήν ένταση στό φουλ ή Μύρνα άκουσε υπόκω φους θορύβους : ϊσω ς φλιτζάνια ττού κουδούνιζαν άκουμπώντας τό ενα στό άλλο, καθώς τά μάζευε άπ*τό γραφείο του, 'Έττειτα πάλί, τή φωνή του, καθώς τηλεφωνούσε σέ κάποιον γιά νά. κανονίσει νά παίξουν τέννις. Β ήματα, τό τρίξιμο μιας καρέ κλας. Κι επειτα κάτι πιό ενδιαφέρον. Πολύ πιό ενδιαφέρον. « Έ ρ ν εσ τ Λάς, υπαγόρευση σημειώσεων γιά τό σεμινάριο τής άντιμεταβίβασης. Σημειώσεις γιά τή Μύρνα, Π έμπτη 28 Μαρτίου».
2i8
η
ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗ Σ ΖΩ ΗΣ
Σημειώ σεις γιά μένα; Δεν τό ταστεύω. Κάνοντας μεγάλη τυροστϋάθεια άκούσει, κυριευμένη άττό άγχος και ττεριέργεια, Ιγείρε πρός τα εμπρός, τηό κοντά στό ήχειο. Τό αύτοχινητο άρχισε ξαφνικά νά φεύγει πρός τά δεξιά, κι ή Μύρνα παραλί γο νά χάσει τόν Ιλεγχο, Σ ταμάτησ ε στήν άκρη τοΰ αυτοκινητόδρομου, εβγαλε βια στικά τήν κασέτα, πήρε τό γουώ κμαν της άπό τό ντουλαπάκι τοΰ συνοδηγοΰ, τήν έβαλε μέσα, τ ή γύρισε πίσω , φόρεσε τά ακουστικά, ξαναμΐτηκε άργά στόν αυτοκινητόδρομο καΐ δυνά μωσε στό τέρμα τή φωνή, « ’^Ερνεστ Λάς, υπαγόρευση σημειώσεων γιά τό σεμινάριο της άντιμεταβιβάσης. Σημειώσεις γιά τή Μύρνα, Π έμπτη 28 Μαρτίου. Τυπική, προβλέψιμη, άπογοητευτική ώρα. Ή Μύρνα ττέρασε τό μεγαλύτερο μέρος της συνεδρίας κλαψου ρίζοντας ώς συνήθως γιά τήν έλλειψη κατάλληλων διαθέσι μων άνδρών. Χάνω δλο καΐ περισσότερο τήν υπομονή μου... γίνομαι ευερέθιστος —κάποια στιγμή έχασα τήν ψυχραιμία μου κι έκανα ενα σχόλιο πού δέν Ιπρεττε: “ Βλέπεις νά γρά φει ή μπλούζα μου Γραφείο συνοικεσίων;” Πολύ εχθρική αντίδραση άπό μέρους μου -δέν τό συνηθίζω—, δέν θυμαμαι νά εχω δείξει ποτέ τόση έλλειψη σεβασμού σέ άσθενή. Μή πω ς προσπαθώ νά τήν κάνω νά φ<ύγει; Δέν της λέω ποτέ τ ί ποτα υποστηρικτικό και θετικό. Προσπαθώ, άλλά μέ δυσκο λεύει, Μοΰ τή δίνει.,, εΐναι τόσο ανιαρή, γκρινιάρα^ άξεστη, περιορισμένη. Τά μόνο πού σκέφτεται εΐναι πώς θά κερδίσει δυό εκατομμύρια παίζοντας στό χρηματιστήριο καί πώ ς θά βρει άντρα. Τίποτα άλλο.,, περιορισμένη, περιορισμένη, πε ριορισμένη. . , δέν εχει όνειρα, φαντασιώσεις, οΰτε κάν φαν τασία, Κανένα βάθος. Διάβασε ποτέ της κανένα καλό μυθι στόρημα; Ε ΐπε ποτέ της κάτι ομορφο; *Π ενδιαφέρον.,, έστώ μιά ενδιαφέρουσα σκέψη; Θεέ μου, θ ά ’θελα νά τήν έβλεπα νά γράφει ένα ποίημα —ή έστω νά δοκιμάζει νά γρά ψει. Νά, αντό θά ’τανε μιά θεραπευτική αλλαγή. Μέ στραγ γίζει. Νιώθω σάν τεράστιο βυζί. Π άλι και πάλι τά ϊδί,α
ΔΙΠΛΙΙ ΕΚ0ΕΣΗ
2 19
πράγματα. Πάλι καί ττάλι νά μοΐ> ζαλίζει τά κεφάλι γιά τήν αμοιβή μου, Καΐ κάθε βδομάδα καταλήγω να κάνω άκριβώς τά ίδια —βαριέμαι τον έαυτό μου. » Σήμερα, ώς συνήθως, τήν ττροέτρεψα να εξετάσει τάν δικό της ρόλο στήν τροπή τής ζοοής της, πώς συνεισφέρει ή ϊδια στή μοναξιά της, Δέν εΐναι και τίποτα τρομερά δύσ κολο νά το καταλάβει κανείς, κι δμως σάν νά μιλούσα άραμαϊκά. Αέν τό πιάνει. “Αντίθετα μέ κατηγορεί 5τι δέν π ι στεύω πώς εΐναι κακά νά εΐναι μιά γυναίκα μόνη της. Κι έπειτα, δπως κάνει συχνά, πέταξε ενα υπονοούμενο δτι εύχεται νά μπορούσε νά βγει μαζί μου. Ό τα ν δμως προσ παθώ να επικεντρωθούμε σ*αΰτό, στο πώς νιώθει άπέναντί μου ή πώς βάζει ή ϊδια τάν έαυτί^ της σέ μιά μοναχική θέ ση μαζί μου έδώ, μέσα σ’ αυτά το γραφείο, τά πράγματα γίνονται άκόμα χειρότερα, Άρνεΐται να το καταλάβει. Δέν θέλει μέ κανέναν τρόπο να σχετιστεί μαζί μου καΐ δέν τά παραδέχεται μέ τίποτα - έπιμένει μάλιστα δτι αύτά εΐναι κάτι παντελώς άσχετο. ’Α ποκλείεται νά εΐναι χαζή, ’^Εχει τελειώσει το Ούέλσλεϋ, κάνει μιά γραφιστική δουλειά πολυ ΰψηλοΰ έττιπέδου, παίρνει τεράστιο μισθό, πολύ μεγαλύτε ρο άπ^δσα βγάζω έγώ, οί μισές εταιρείες software τής Σ ίλικον Βάλλεϋ ερίζουν ποιά θά τήν πρωτοπάρει —άλλά έγώ νιώθω δτι μιλάω σέ ηλίθιο. Πόσες φορές πιά εΐμαι υπο χρεωμένος νά τής εξηγήσω γιατί έχει σημασία νά κοιτά ξουμε τή δική μας σχέση; Κι δλες αύτές οί μπηχτές, δτι σπαταλάει άδικα τά λεφτά της — νιώθω δτι μέ μειώνει. Είναι μιά χυδαία γυναίκα. Κάνει δ,τι εΐναι δυνατών γιά νά εξαφανίσει όποιοδήποτε ϊχνος πλησιάσματος μεταξύ μα<;. Τίποτα ά π ’ δσα κάνω δέν τής εϊναι άρκετά. Πατάει τόσο πολλά - »
Τήν ξύπνησε τά κορνάρισμα ένάς αυτοκινήτου πού τήν προσπερνούσε καί κατάλαβε δτι τά αυτοκίνητό της έκανε ζίγκζάγκ. 'Η καρδιά της αναπήδησε, Αύτο ήταν επικίνδυνο. Έσβησε το γουώκμαν καί οδήγησε γιά λίγα λεπτά άκόμα, ώς
320
Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ Τ Ο ΝΟΗΜΑ TH 1 ΤΙ Ι ΗΣ
τήν έξοδο στήν οποία εττρεπε νά στρίψει,, Σ ταμάτησε σ Ί ν α ν παράδρομο, ττάρκαρε» γύρισε τήν κασέτα λίγο π ίσ ω καί ακου σε : « .. .Νιώθω δτι μέ μειώνει. Εΐναι μιά χυδαία γυναίκα. Κάνει δ,τι εΐναι δυνατόν γιά νά έξαφανισει όποιοδήποτε ϊχνος πλησιάσμίχτος μεταξύ μας. Τίποτα άπ^οσα κάνω δέν της εΐναι αρκετά. ΤΙατάει τάσο πολλά κουμπιά μου» πού πρέπει οπωσ δήποτε νά υπάρχει σ ’ δλο αύτό κάτι άπο τη μητέρα μου. Κά θε φορά πού τή ρωτάω γιά τή θεραπευτική μας σχέση» μοΰ ρίχνει μιά δύσπιστη ματιά, σάν νά της τήν πέφτω. Μήπως το κάνω; ’Εξετάζοντας τά συναισθήματά μου δέν βρίσκω οΰτε ϊχνος τέτοιας πρόθεσης. Μ ήπως θά το έκανα» αν δέν ήταν ασθενής μου; Δέν εΐναι άσχημη — μ*αρέσουν τά μαλ λιά της, έχουν μιά λάμψη, έχει ώραϊο παράστημα, έχει ένα χορταστικό στήθος πού κοντεύει νά ττετάξει- έξω τά κουμπιά της μπλούζας της —αύτό εΐναι σίγουρα ένα προσόν της. Α νη συχώ μήπως πέφτει τό βλέμμα μου στό στήθος της, δέν νο μίζω δμως —ν ά \ α ι καλά ή Ά λ ις Ι Μιά φορά στό γυμνάσιο μιλούσα μ ’ Ινα κορίτσι πού τό λέγανε Ά λ ις καΐ δέν εΐχα ιδέα δτι κοίταζα τά βυζιά της, ώσπου μ^έταασε ά π ’ τό σαγόνι, μοΰ σήκωσε τό κεφάλι καί εΐττε: ** Γιούχου, γιούχου, έγώ εΐμαι έδώ πάνω \ ” Δέν τό ξέχασα ττοτέ, Αύτή ή Ά λις μοΰ "καν£ μεγάλο καλό. ))Ή Μύρνα έχεί πολύ μεγάλα χέρια. Αντιπαθητικό αύτό. Μ ’^αρέσει δμως έκεινο τό ύπέροχο γλίστρημα, τό σέξυ σούρ σιμο τοΰ καλσόν της καθώς σταυρώνει τά πόδια. Ναί, μάλλον εχω κάττοια σεξουαλικά αισθήματα. Ά ν τήν εΐχα συν αντήσει δσο ήμουν άχόμα μόνος μου, θά τής τήν εΐχα πέσ ει; Μάλλον ναί» θά μέ προσέλκυε φυσιογνωμικά, ώς τή στιγμή πού θ’ ιϊνοιγε τό στόμα της καΐ θ ’ άρχιζε νά κλαψουρίζει ή νά απαιτεί. Τότε θά *θελα ν’ απομακρυνθώ τό γργ^γορότερο. Δέν έχει τρυφερότητα, δέν εχει γλύκα. Είναι πολύ άπορροφημένη ά π ’ τάν έαυτό της* εΐναι δλο οξείες γωνίες — αγκώνες, γόνατα» δέν εΐναι δοτική —
Δ111ΛΗ ΕΚΘΕΣΗ
[Ά κούστηχε της]
aai
evoc
κλίκ, καθώς ή ΐΐο,σέτα έφτανε στά τέλος
’Α ποσβολωμένη, ή Μύρνα έβοελε μττρός, 6δηγησε λίγο άκό μα κι Ιστρίψε δεξιά στην όδά Σακραμέντο. Τώ ρα δέν εμεναν παρά δυο-τρία τετράγωνα ώς τό γραφείο τοΰ Αάς, Πράς μεγά λη της έκπληξη παρατήρησε 6tl έτρεμε. Τί νά κ ά νει; Τ ί να τοΰ tcel; Γρήγορα» γρήγορα - σέ λίγα λεπτά τό ρολόι του 6ά άρχι ζε νά μετράει αντίστροφα τη γνω στή ώρα τώ ν 150 δολαρίων* Έ ν α εΐναι σίγουρο, εΐπε στόν έαυτό της» δέν υπάρχει περί-* πτώ ση νά τοΰ δώσω ττΐσω τήν κασέτα, όπως κάνω πάντα. ΙΙρέπει νά τήν ξανακούσω, Θά π ώ ενα ψέμα» θά π ώ οτι τήν ξέχασα» δτι τήν άφησα στο σπίτι. Μ ετά μπορώ ν’ αντιγράψω τά λόγια του σέ μιά άλλη κασέτα καί νά φέρω τήν πρώ τη τήν άλλη βδομάδα. ""Η μπορει άπλώ ς νά πώ οτι τήν έχασα. Κι άν δέν του αρέσει - χεστήκαμε J Ό σ ο περισσότερο τό σκεφτόταν, τόσο πιό πολύ σιγουρευ όταν δτι δέν θά τοΰ έλεγε πώ ς είχε άκούσει τήν υπαγόρευσή του. Γ ιατί νά προδώσει τό χαρτί πού εϊχε στό χέρι της ; *Ίσως νά τοΰ τά πει κάποια φορά στό μέλλον. ’Ίσ ω ς καί ποτέ, Τό κάθαρμα ! Πάρκαρε κοντά στό γραφεΤο του. Τέσσερις ή ώρα. 'Ώ ρα γ ιά μπλά μπλά.
((Έ λ α μέσα, Μύρνα, σέ παρακαλώ )ϊ . Ό ’Έ ρνεστ πάντα τήν ελεγε Μύρνα, κι έκεινη πάντα τόν έλεγε Κύριο Λάς, παρόλο πού έχεινος τής εΐχε έπισημάνει πολλές φορές τήν άσυμμετρια καί τήν εϊχε προσκαλέσει νά τόν φ<ϋνάζει μέ τό μικρό του ΐίνομα. Έ κ ειν η τήν ήμερα φορουσέ, όπω ς συνήθως, τό μπλέ μαρέν μπλέηζέρ του καί τό άσπρο ζιβάγκο. "Αλλα ροΰχα δέν ε χ ε ι; άναρωτήθηκε. Κι αύτά τά φαγωμένα του Ρ όκπορτ. ^ Ά λλο νά ντύνεσαι σπόρ, άλλο ν ά ’σαι ατημέλητος. Κανείς δέν 1* Μάρκα ττοΕττουτσιών, ( Σ .τ.μ . )
2 3'J
Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ Τ Η Ι 2 θ Η ΐ;
τ ο ΰ ’χει μιλήσει γι.ά τό βερνίκι τώ ν παττουτσ[ών; Κι αύτό τό σακάκι δέν κρύβει τή σαμπρέλα πού φουσκώνει γύρω άπ*τή μέση του, Ά ν παέζαμε μαζί τέννις, σκέφτηκε, θά σου έριχνα ψηλοκρεμαστές μποςλιές μέχρι θανάτου καί θά "κανα αύτά τά παχουλά χοιρινά τταίδια σου νά ξεφουσκώσουν. « Δέν υπάρχει πρόβλημα )>, εΐπε ό *^Ερνεστ μέ προσήνεια, 6ταν ή Μύρνα ομολόγησε 6τι εΐχε ξ,εχάσει τήν κασέτα. ίίΦ έρ ’ την τήν άλλη εβδομάδα. Έ χ ω καινούργια », Ξετύλιξε μιά και νούργια κασέτα και τήν εβοίλε στό κασετόφωνο. Έ π ε ιτ α ή συνηθισμένη σιωπή. *Η Μύρνα αναστέναξε. UΔ είχνεις ταραγμένη σχολίασε ό Έ ρ νεσ τ. « Ό χ ι , 5 χ ι », τά άρνήθηκε έκεένη. Τόν ψεύτη I σκέφτηκε, Τΐ ψεύτης! Προσποιείται δτι ανησυχεί τόσο πολύ. Δέν σέ νοιά ζει καθόλου άν εΐμαι ταραγμένη. Δεκάρα δέν δίνεις. Ξέρω πώ ς νιώθεις γιά μένα στήν πραγματικότητα. Κι άλλη σιωπή, « Νιώθω πολύ μεγάλη απόσταση άνάμεσά μας », παρατή ρησε ό Έ ρνεσ τ, « Τό νιώθεις κι έσ ύ ; » Ή Μύρνα σήκωσε τούς ώμους. « Δ έν ξέρω ». « ’Α ναρω τιέμαι γιά τήν προηγούμενη έβδομάδα, Μύρνα. Μ ήπω ς γύρισες στό σπίτι σου μέ έντονα συναισθήματα γιά τή συνεδρία μαςρ> « Τ ίποτα πέρα ά π ’ τά συνηθισμένα ». Έ χ ω τό πάνω χέρι, εΐπε στόν έαυτό της, καί σήμερα θά τόν κάνω νά ιδρώσει γιά νά βγάλει τά λεφτά του. Έ κ α νε μιά μεγάλη παύση κι έπειτα ρώτησε, « Θά ^πρεπε νά έχω τέτοια συναισθήματα; » <( Π ώ ς ; JJ U Μ ήπω ς θά^πρεπε νά έχω έντονα συναισθήματα γιά τήν προηγούμενη συνέδρια; » Έ κ π λ η ξη ζωγραφίστηκε στά πρόσωπο του Έ ρνεσ τ. Τήν κοίταξε. Ε κ είν η τοΰ άνταπέδωσε τό βλέμμα ατάραχη. « Έ » * εΐπε ό "Έρνεστ, (ί αναρωτιόμουν μήπω ς εΐχες κάποια συναι σθήματα. "Ισως κάποιες αντιδράσεις στό σχόλιο πού έκανα γιά τήν μπλούζα μου καί γιά τό γραφεΤο συνοικεσίων; »
ήΙΠΛΗ ΕΚΘ ΕΣΗ
S23
« Έ σ ε ΐς εϊχα τε κάποια συναισθήμα-τα σέ σχέση μ "αύτο τό σχόλιο, κύριε Λάς ; » Ό Έ ρ ν εσ τ ανακάθισε στήν πολυθρόνα του - ή σημερινή της τόλμη τοΰ γεννούσε ένα παράξενο συναίσθημα. «Ναί* είχα πολλά συναισθήματα γΓαύτό)>, εΐπ ε διατακτικά. « ΚαΙ 8έν ήταν δμορφα συναισθήματα^ κανένα τους. ’Έ νιω σα οτι εΐχα δείξει έλλειψη σε[ϊασμοΰ άπέναντί σου. Μ πορώ να φανταστώ δτι θά είσαι άρκετά θυμωμένη μ αζί μου ». « Ή άλήθεια εϊναι ότι ήμουνα θυμωμένη ». « ΚαΙ πλη γω μ ένη ; )> (ί Να£, καΐ πλτ^γωμένη », <( Χκέψου αύτό τό πληγωμένο συναίσθημα. Μ ήπως σέ με ταφέρει σέ κάποιον άλλον τ ό π ο ; Σ έ κάποιον άλλο χρόνο;» Ά οχι, δέν θά τό κάνεις αύτό, σχουλήκι, σκέφτηκε ή Μύρ να. Προσπαθείς να μου ξεγλιστρήσεις. Καί τόσες [βδομάδες μέ τρέλανες στίς διαλέξεις δτι πρέπει νά μένω στό παρόν. « Μπο ροΰμε νά μείνουμε σ ’ εσάς, έδώ σ ’ αύτό τό γραφείο, κύριε Λ ά ς; » εΐπε μέ τήν καινούργια τη ς ευθύτητα. « Θά ’θελα νά μάθω γ ια τ ί τό είπατε - γιατί δείξατε έλλειψη σεβασμού, δπως λέτε ». "Ο ’Έ ρνεστ την ξανακοίταξε. Γ ιά πιό πολλή ώρα αύτή τή φορά. Ζύγισε τι επιλογές εϊχε. Τό καθήκον του απέναντι στήν άσθενή του, αύτό ερχόταν πρώτο. Σ ήμερα έπιτέλους ή Μύρνα φαινόταν πρόθυμη νά συνδεθεί μαζί του. Γ ιά μήνες έκεινος τήν προέτρεπε, τήν πίεζε, τήν ικέτευε νά μείνει στό έδώ -καίτώρα. Πρέπει λοιπόν νά ενθαρρύνεις τήν προσπάθειά της, εΐπε στόν έαυτό του. Καί νά παραμείνεις ειλικρινής. Ειλικρίνεια πάνω άπ^ δλα. Έ ν ώ σέ ολα τά άλλα ζητήματα ήταν άφοσιωμένος σκετττικιστής, ό Έ ρ ν εσ τ ττίστευε μέ τή ζ έ ση ένός φόντα με νταλιστή στήν ιαματική δύναμη τής ειλικρί νειας. Τό κήρυγμά του ζητούσε ειλικρίνεια - μιά ειλικρίνεια δμως έταλεκτική καί μέ μέτρο. ΚαΙ μιά ειλικρίνεια νπενΘυντι^ στοργική: μιά ειλικρίνεια στήν υπηρεσία τής φροντίδας- Ποτέ, άς ποΰμε, δέν θά τής άποκάλυπτε τά σκληρά αρνητικά —άλλά
224
Η ΜΑΝΑ ΚΛΙ Τ Ο ΝΟΠΜΛ ΤΗ Σ Ζ ίΙΗ Σ
ειλικρινή- συναισθήματά του άπέναντέ της, αύτά πού εΐχε έκφράσει πρίν άπί> δυά μέρες παρουσιάζοντας το ττεριστατιχό της στό σεμινάριο της άντιμεταβίβασης. Το σεμινάριο εΐχε ξεκινήσει πρίν άπό εναν χρόνο σάν μιά όμά^α μελέτης δέκα θεραττευτών πού συναντιούνταν χάθε δύο εβδομάδες, γιά νά έμβαθύνουν στην κατανόηση τώ ν ττροσωττικών τους αντιδράσεων άττέναντι στούς ασθενείς τους. Σέ κάθε συνάντηση ένα μέλος θά συζητουσε γ ιά έναν άσθενή εστιάζοντας σχεδόν ολοκληρωτικά <ττά συναισθήματα πού του εΐχε προκάλεσε ι ό θεραπευόμενος α ύτός μέσα στίς θεραπευτι κές τους συναντήσεις. Ό π ο ια καί νά ήταν τά συναισθήματά τους άπέναντί στούς συγκεκριμένους θεραπευόμενους —παρά λογα, πρωτόγονα, συναισθήματα άγάπης, μίσους, σεξουαλικά, έτηθετικά-, τά μέλη εΐχαν δεσμευτεί νά τά έκφράσουν ανοιχτά καί νά έξερευνήίτουν τή σημασία xocl τις ρίζες τους, Ά νάμεσα στούς πολλούς σκοπούς πού Ιξυττηρετοΰσε τό σε μινάριο, ό πιό σημαντικός ήταν ή αίσθηση κοινότητας πού πρόσφερε, Ή άπομόνοκτη εΤναι ό κυριότερος επαγγελματικός κίνδυνος του ψυχοθεραπευτή πού άσκεΐ ιδιω τικά τό επ ά γγελ μά του, καί οι θεραπευτές τόν καταΐτολεμοΰν ανήκοντας σέ ορ γανισμούς: σέ όμάδες μελέτης, δπω ς αύτό τό σεμινάριο άντιμεταβιβασης, σέ μετατττυχιακά εκπαιδευτικά ινστιτούτα, σέ οργανώσεις προσωπικού τών νοσοκομείων, καΐ σέ διάφορες άλλες τοπικές καΐ εθνικές επαγγελματικές έταιρεΤες. Τό σεμινάριο της άντιμεταβίβασης κατείχε πολύ σημαν τική θέση στή ζωή του, κι ό Έ ρ ν εσ τ περίμενε μέ ενθουσιασμό τις συναντήσεις πού γίνονταν κάθε δύο βδομάδες “ οχι μόνο γιά τή συντροφικότητα άλλά καΐ γ ιά τή συμβουλευτική πού πρόσφεραν. Τήν προηγούμενη χρονιά εϊχε ολοκληρώσει μιά μακροχρόνια έμπειρία έποτττείας μ^ έναν ορθόδοξο ψυχανοιλυ τή, τόν Μάρσαλ Στράιντερ, καΐ τό σεμινάριο ήταν τώρα τό μόνο μέρος οπού συζητούσε π ερ ισ τα τικ ά μέ συναδέλφους, ΓΙαρότΙι έπισήμω ς τό επίκεντρο τής προσοχής τής όμάδας εστιαζόταν στήν ψυχική ζω ή τοϋ θεραπευτή καί οχι τόσο στή
ΔΙΠΛΗ ΕΚ Θ ΕΕΗ
2 25
θεραττεία, ή συζήτηση πάντοτε έττηρέαζε τήν πορεία της ψυ χοθεραπείας. ΚαΙ μόνο τό γεγονός 0τι ήξερες πώ ς Ιπρό>εείτο νά τταρθυσιάσεις έναν θεραπευόμενο, έττι,δροΰσε αναπόφευκτα στόν τρόπο μέ τόν όποϊο διεξήγαγες τή θεραπεία μαζί του. Και σήμερα, στή διάρκεια της συνβδρέας του μέ τή Μύρνα, ό Έ ρ ν εσ τ φανταζόταν τά μέλη τοΰ σεμιναρίου να τόν παρακολουθοΰν σιω πηλά, καθώς έκεΐνος ζύ γιζε τήν ερώτησή της, για τί έδειξε ελλειψη σεβασμού άττέναντι της. Φρόντισε να μήν πει τίποτα πού θά ένιωθε απρόθυμος νά τό άναφέρει στήν ομάδα. « Δέν είμαι [^έ^αιος γιά δλους τούς λόγους, Μύρνα, ξέρω ομως ^τι τήν περασμένη φορά, όταν τό εΐπα αύτό, εΐχα χάσει την υπομονή μου μαζί σου* Έ δ ειχ ν ες νά έχεις πεισμώσει τε λείως. Ε ΐχα τήν αίσθηση 6τι έγώ σοΰ χτυποΰσα συνεχώς τήν πόρτα κι εσύ άρνιόσουν ν’ ανοίξεις »*
«Έ χανα ΰ,τι μποροΰσα». « Μάλλον δέν τό άντιλήφθηκα αύτό. Έ γ ώ εΐχα τήν εντύ πω ση δτι καταλάβαινες για τί ήταν σημαντικό νά εστιάσουμε στό έδώ -και-τώ ρα, στή σχέση άνάμεσα σέ μας τους δυό, κι δμως έκανες σάν νά μήν καταλαβαίνεις, "Ενας Θεός ξέρει πό σες φορές προσπάθησα να σοΰ τό δώσω νά τό καταλάβεις* π ά ρα πολλές φορές. Θυμασαι στήν π ρ ώ τη μας συνέδρια, δταν μοΰ μίλησες γιά τούς προηγούμενους θεραττευτές σ ο υ ; Έ λ ε γ ε ς δτι ήταν υπερβολικά απόμακροι, ύττερβολικά άποστασιοποιη^ μένοι καΐ δέν νοιάζονταν γιά σένα. Καΐ σοϋ εΐπα δτι έγώ θά συνδεόμουν μαζί σου, και 0τι μεγάλο μέρος τής δουλειάς πού έχουμε νά κάνουμε έδώ θά ήταν νά μελετήσουμε αύτόν τόν σύνδεσμο. Κι έσύ είπες 0τι αύτό τό θεωρούσες πολυ καλό »« Μά εΐναι παράλογο. Έ σ εϊς ταστεύετε 6τι έγώ σας αντιτί θεμαι σκόπιμα. Π έστε μου, για τί νά 'ρ χο μ α ι κάθε βδομάδα, νά διανύω τόσο μεγάλη απόσταση και να πετάω εκατόν ττενήντα δολάρια τήν ώ ρ α ; Ε κ α τό ν πενήντα δολάρια - γ ιά σας μπορει νά εΐναι ψιλά, γιά μένα δμως δέν εΐναι )>. « Σ ’ ένα επίπεδο εΐναι παράλογο, Μύρνα, σ ’ ένα άλλο δμως
236
Η ΜΑΝΑ ΚΑί Τ Ο ΝΟΗΜΑ Τ Η Ι Ζ ί ΙΗ ΐ
δέν είναι, Θά σοΐ> πώ πώ ς το βλέττω έγώ . ΚΐΐσαΕ. δυσιχρεσττ)μένη μέ τή ζωή σο\>, νιώθεις μοναξιά* νιώθεις οτι δέν α γα πούν κι δτι δέν μπορεϊς ν' αγαπηθείς. ’Έ ρχεσαι σ ’ έμένα γιά νά σέ βοηθήσω - καΐ καταβάλλεις μεγάλη προσπάθεια, γ ια τί πράγματι νά δδττγήσεις μιά μεγάλη άπόσταση. ΚαΙ πολλά. χρήματα - τ ’ άπούω αύτό πού μοΰ λές* Μύρνα, Έ δ ώ δμως συμ[ϊαίνει κάτι παράξενο - νομίζω δτι εΐναι φόβος. Ν ομίζω δτι τό πλησίασμα σέ κάνει νά νιώθεις άβολα καί τότε κάνεις πίσω, κλείνεσαι* τά βάζεις μαζί μου, γελοιοποιείς αύτά πού κάνουμε. Δέν λέω δτι γίνεται σκόπιμα ». « Ά ν μέ καταλαβαίνετε τόσο καλά, τότε γιατί κάνατε αύτό τό σχόλιο γιά τήν μπλούζα σ α ς ; Ά χόμ α δέν απαντήσατε σ ’"αύ τή τήν έρώτηση ». « Σ ’ αύτό απαντούσα λέγοντας δτι ένιωθα πώ ς εΐχα χάσει τήν ύπομονή μ ου», « Δέν μού μοιάζει μέ απάντηση αύτό ϊ>, Ό "Έρνεστ εριξε άλλη μιά παρατεταμένη ματιά στή θερα πευόμενη του καΐ σκέφτηκε, Μά τήν ξέρω, στ"αλήθεια; Ά πό ποΰ μας ήρθε αύτή ή ριτϋή εύθύττγτας; Είναι 6μως Ινας εύττρόσδεκτός τονωτικός άνεμος —άλλωστε οτιδήποτε καινούργιο εΐναι καλύτερο άπ^αύτό πού κάναμε ώς τώρα, Θά προσπαθήσω νά πλεύσω μ ’ αύτόν τόν άνεμο όσο ταό μακριά γίνεται. « Σω στό εΐναι αύτό πού έπισημαίνεις, Μύρνα. Ή μττηχτή μου γιά τήν μπλούζα μου πουθενά δέν κολλάει άκριβώς. ’^Η ταν ένα ανόητο σχόλιο. Κι ένα σχόλιο πού σέ πλήγωσε. Λ υ πάμαι γ ι ’ αύτό, Δέν είμαι σίγουρος άπό ποΰ προήλθε. Μ ακά ρι νά μποροΰσα να ξαναβρώ τί τό υποκίνησε». « Θυμάμαι άπ ^την κασέτα —» £ί Νόμιζα δτι δέν τήν άκουσες τήν κασέτα ». « Δ έν εΐπα αύτό. Ε ΐπα δτι ξέχασα νά τή φέρω, στό σπίτι όμως τήν άκουσα. Τό σχόλιο γιά τήν μπλούζα ήρθε άμέσως μετά ά π ’ αύτό πού εΐπα, ότι θά μπορούσατε νά μέ συστήσετε σέ κάποιον πλούσιο έργένη άσθενή σ α ς». « Σ ω σ τά , ναί, τό θυμάμαι. Μ ’ έντυποκτιάζεις, Μύρνα. Γιά
ΔΙΠΛΗ ΕΚΘ ΕΣΗ
22?
κάποιο λογο είχα τήν αίσθηση 6τι ot συνεδρίες μας σήμαίναν και τόσο τυολλα γ ιά σένα, γ ιά νά τΙς θυμασαι τόσο κ α λά. *Α.ς προσπαθήσω νά γυρίσω ττίσω στά συναισθήματά μου στήν τελευταία μας συνάντηση. ^Ενα πράγμ α θυμάμαι μέ σι γουριά " δτι αύτά ακριβώς τό σχόλιό σου* νά σέ συστήσω σέ κάποιον πλούσιο άσθενή μου, μ ’ ενόχλησε πραγματικά. Ά μ έ σως Ttplv ά π ’αύτΐ» νομίζω ί τ ι σέ εΐχα ρωτήσει τί θά μπορούσα νά σοΰ προσφέρω, κι ή απάντησή σου ήταν αύτή. "Ένιωθα 6τι μέ υ ποτίμ η σ ες: τά λόγια σου μέ πλήγω σαν. Θά^πρετυε νά εί μαι ΰπεράνΐο τέτοιων πραγμάτω ν, άλλά έχω κι έγώ τά αδύνα τά μου σημεία —και τά τυφλά μου σημεία έτυίσης ». « Σ ας πλή γω σ α ν; Μ ήπως εΐστε λίγο εΰθικτος; "Ενα άστεϊο ήταν ». « ’Ίσ ω ς. ’Ίσ ω ς δμως νά ήταν κ ά τι παραπάνω άπό ά<ϊτεϊο. *^Ισως νά εδινες φωνή στήν αίσθησή σου δτι δέν μπορώ νά σου προσφέρω τίπ οτα αξιόλογο ^ τό πολύ πολύ νά σέ συστήσω σέ έναν άλλον άντρα. "Ενιωσα λοιπόν οτι ήμουν αόρατος. Ό τ ι μέ υποτιμούσες. Καί φαντάζομαι 6τι αύτός ήταν ό λόγος ττού κα ταφέρθηκα εναντίον σου». α Ό καημένος 1» μουρμούρισε ή Μύρνα, « Π ώ ς ; )> « Τ ίποτα , τίποτα - άλλο ένα άστεϊο « Δέν θά σ ’ άφήσω νά μέ άπομακρύνεις μέ τέτοιου εϊδους σχόλια. Γ ιά τήν ακρίβεια, αναρωτιέμαι μήπω ς θά ^ ρ ε π ε νά συναντιόμαστε πιό συχνά άπό μιά φορά τήν εβδομάδα. Γιά σήμερα δμως πρέπει νά σταματήσουμε. Έ χ ο υ μ ε ξεπεράσει λί γο τόν χρόνο μας. Ά ς τό πιάσουμε ά π ’ αύτό τό σημείο τήν άλλη εβδομάδα >». 'Ο Έ ρ ν εσ τ χάρηκε πού τελείωσε ή ώρα της Μύρνας. 'Ό χ ι δμως γιά τούς συνηθισμένους λόγους του: δέν τοΰ προκάλεσε ανία οΰτε εκνευρισμό. Τόν έξάντλησε. Τόν σμπαράλιασε. Έ νιωθε κλονισμένος. Ά ποδιοργανωμένος. Ή Μύρνα δμως εΐχε κι άλλα χτυπ ή μ α τα νά τοΰ δώσει. « Π ρ α γμ α τικ ά δέν μέ συμπαθείτε καθόλου, έτσι δεν εΐν α ι;»
228
Η ΜΑΝΑ fcAl TO ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ZC1HE
παρατήρησε τήν ώρα πού έπιανε τήν τσάντα της καΐ σηκωνό ταν, « Α ντιθέτω ς )>, εΐπε 6 "Έρνεστ, αποφασισμένος νά μείνει έκεϊ μέ τήν άσθενή του, « σ ’αύτή τή συνεδρία ένιωσα πολύ πιό κοντά σου. Σήμερα ή δουλειά μας ήταν λίγο τρομακτική καί δύσκολη άλλά, τα πήγαμε πολύ κοιλά ». « Δέν ρώττ^σα άκριβώς αύτό », «Α ύτό ομως νιώθω. 'Τπάρχουν φορές πού νιώθω πιά απο μακρυσμένος άπό σένα. Κ αί φορές πού νιώθω πιό κοντά σου ». « Α λήθεια δμως δέν μέ συμπαθείτε ».
Ε κ είν η τή νύχτα άργησε νά τήν πάρει ό ΰιτνος, Ξάγρυττνη στά κρεβάτι της, δέν μποροΰσε νά σβήσει ά π ’ τά μυαλό της τήν άτΓοψη πού υπαγόρευε ό Έ ρ νεσ τ Λ άς γιά κείνην. (( Γκρινιά ρα », « ανιαρή », ίί δλο όξεϊες γωνίες », (ί περιορισμένη », « χυ δαία » — οί φράσεις του στριφογύριζαν συνέχεια στή σκέψη της. Φρικτά λόγια - κανένα δμως ^έν τήν πλήγωνε τόσο πολύ δσο τά σχόλιό του δτι δέν Ιλεγε ποτέ τίποτα ενδιαφέρον καί τίποτα ομορφο. Ή ελπίδα του κάποτε ή Μύρνα νά μποροΰσε νά γράψει £να ποίτϊμα τήν πονουσε, τής έφερνε δάκρυα στά μάτια, Στόν νοΰ της ήρθε ένα ττεριστατικό πού τά εΐχε ξεχάσει έδώ καί πολύ καιρό. Ό τα ν ήταν δέκα ή Ιντεκα χρονών Ιγραφε
ΔΙΠΛΗ Ε ίίθ Ε Ε Η
2 29
συστηματικά ποίηση, άλλά τό κρατούσε κρυφό — £5£α>ς άπό τον άττάτομο καΐ ακούραστα I tulκριτικό ττατέρα της, ΠρΙν γεν^ νηθεΐ έκείνη, τόν εΐχαν διώξει άττ’ τ ή χειρουργική ειδικόττ)τα λόγω αλκοολισμού, καΐ εΐχε ζήσει τήν ΰπόλοΐίτη ζω ή του σέ μιά κωμόπολη, ένας απογοητευμένος μίσοπιωμένος γιατρουδάκος πού εΐχε τό ιατρείο μές στό σ π ίτι του καΐ ττού περνούσε δλα τά βράδια μπροστά στήν τηλεόραση ρουφώντας μπέρμπον άπό Ινα διαφημιστικό ποτήρι τοΰ Old Granddad. Ή Μύρνα δέν κατόρθωσε ποτέ νά τόν κάνει νά έν3ιαφερθ^ι γιά κείνην. Ποτέ ό πατέρο^ίς της δέν εΐχε έκφράσει ανοιχτά αγάπη γιά τή Μύρ να, οΰτε μιά φορά, Σάν παιδί ή Μύρνα εχωνε διαρκώ ς τή μύτη της παντού. Μί,ά μέρα ττού ό πατέρας της εκανε κάττοιες ιατρικές έτησκέψεις <τέ σπίτια, εΐχε ανακατώσει τά ραφάκια καΐ τά συρτάρια τοΰ καρυδένιου γραφείου του μέ τό συρόμενο κάλυμμα καΐ κάτο> άπό μιά στοίβα φακέλους ασθενών εΐχε βρέΓ Ινα πακέτο κιτρινισμένα ερωτικά γράμματα, κάτχοια άπό τή μητέρα της καΐ κάποια άπό μιά γυναίκα πού τήν ελεγαν Κριστΐν. Θ αμμέ να κάτω ά π ’ τά γράμματα βρήκε, ττρός μεγάλη ττ)ς έκπληξη, μερικά δικά της ποιήματα γραμμένα σ ’ Ινα χαρτί πού φαινό^ ταν παράξενα ύγρό, Τά ττήρε καί, παρορμητικά, έκλεψε καΐ τά γράμματα τής Κριστίν. 'Έ π ειτα άτυό λίγες μέρες, ένα συννε φιασμένο φθινοπωρινό απόγευμα, τ ά έχωσε μαζί μέ δλα τά υπόλοιπα ποιήματα πού εΐχε γράψει σ 'Ιν α σωρό άπό ξερά φύλλα μουριάς κι άναψε ένα σπίρτο. Ό λ ο έκεΤνο τό άπόγευμα καθόταν κι έβλεπε τόν αέρα νά παρασύρει κατά το κέφι του τις στάχτες της ποίησής της. Ά π ό τότε ενα πέπλο σιω πής έπεσε άνάμεσα σ" εκείνη καί στόν πατέρα της. Έ ν α πέπλο αδιαπέραστο. Έ κεΐνος ποτέ δέν όμολόγησε τήν παραβίαση του ιδιω τικού της χώρου. Ή Μύρνα ποτέ δέν παραδέχτηκε δτι εΐχε παραβιάσει τάν δικό του, Ό πατέρας της ποτέ δέν άνέφερε τά γράμματα πού έλειπαν, ούτε εκείνη τά ποιήματά της τΐού εΐχε χάσει. Παρόλο πού ποτέ δέν ξανάγραψε οΰτε ένα ποίημα, αναρωτιόταν άπά τότε για τί ό
330
Η ΜΑΝΑ KAJ TO ΝΟΗΜΑ T H E Ζ ίΙΗ Σ
πατέρας της εϊχε κρατήσει έκεϊνες τΙς σελίδες μέ τα ποιήμα τά της καΐ γιατί ijrav Ογρές, ΣτΙς ονειροπολήσεις της τον φαν ταζόταν μερικές φορές να τά διαβάζει καί νά κλαίει άπά τήν όμορφιά τους* ΠρΙν άπά λίγα χρόνια τής τηλεφώνησε ή μητέ ρα της, γιά, να τής πεΤ ότι ό πατέρας της εΐχε ττάθει. Ινα βαρύ εγκεφαλικό. Παρόλο πού ή Μύρνα έτρεξε στά αεροδρόμιο και πήρε τό πρώτο άεροπλάνο γιά νά γυρίσει στά σπίτι της, φτάνοντας στά νοσοκομείο βρήκε τό δω μάτιό του άδειο, τά στρώ μα γυμνά καί σκεττασμένο μόνο μ ’ ενα καθαρό πλαστικά κά λυμμα. Λ ίγα λεπτά νωρίτερα οι νοσοκόμοι εΐχαν ττάρει τό άψυ χο σώμα του. Τήν πρώ τη φορά πού είδε τάν Έ ρ ν εσ τ Λάς* την ξάφνιασε τό παμπάλαιο γραφεΤο του, πού εΐχε συρόμενο κάλυμμα. Έ μοιαζε μέ τοϋ πατέρα της καί συχνά στή διάρκεια τών μα κριών σιωπών της έπιανε τάν έαυτό της νά τά κοιτάζει. Ποτέ δέν μίλησε στόν Λάς γιά τό γραφείο καί γιά τά μυστικά του» ούτε γιά τά ποιήματά της, ούτε γιά τή μακριά σιωττη άνάμε σα σ ’ εκείνην καί στόν ττατέρα της.
Οΰτε ό 'Έ ρνεστ κοιμήθηκε καλά έκεινη τή νύχτα* Ξαναέβλεπε πάλι καί πάλι τήν παρουσίαση τής Μύρνας στήν ομάδα με λέτης της άντιμεταβίβασης πού clxe συναντηθεί πρίν άπό λί γες μέρες στήν αίθουσα ομαδικής θερατυείας ένάς άπό τά μ έ λη στή Γειτονιά τών Ντιβανί,ών, 6πω ς ονόμαζαν πολλοί τό ψηλότερο κομμάτι τής όδοϋ Σακραμέντο. Τά σεμινάριο εΐχε ξεκινήσει αρχικά χω ρίς συντονιστή, οι συζητήσεις δμως εΐχαν καταλήξει νά εϊναι τόσο εντονες καί τόσο απειλητικές σέ προ σωπικό έττίπεδο, ώστε πρίν άπά λίγους μήνες εϊχαν προσλάβει έναν σύμβουλο, τόν Δόκτορα Φ ρίτς Βέρνερ, έναν ηλικιωμένο ψυχαναλυτή πού είχε συνεισφέρει πολλά φωτισμένα άρθρα γιά τήν άντιμεταβίβαση στήν ψυχαναλυτική βιβλιογραφία. 'Η πε ριγραφή τής Μύρνας άπό τάν'Έ ρνεστ εΐχε προκαλέσει μιά ιδι αίτερα ζωηρή συζήτηση. Ό Δόκτωρ Βέρνερ τάν επαίνεσε γιά
ΔΙΠΛΗ ΕΚΘ ΕΣΗ
1
τήν προθυμία του νά εκθέσει τον έαυτό του τόσο ανοιχτά στήν ομάδα, έπέκρινε 6μως πολύ αυστηρά τή συγκεκριμένη θερα πεία, ί^ίίύς τό σχόλιο γιά τήν μπλούζα. « Γ ιατί εΐσαι τόσο ανυπόμονος; » ρώτησε, ένώ εξυνε τόν πάτο της πίπας του, τή γέμιζε μέ τόν στυφό αρωματικό ίΐαTCVO Μ πώλκαν Σομπράνιε, τήν πατίκω νε καλά καλά καί τήν άναβε* Ό τα ν τόν εΐχαν προσκαλέσει στήν ομάδα, εΐχε κίΐνει τήν π ίπ α του μέρος της συμφωνίας. « Κ α ΐ πού επαναλαμβάνεται, τί μ ’ α ύ τό ;» συνέχισε. «Και πού κλαψουρίζει; Και πού σοΰ ζητάει πράγματα πού είναι αδύνατα; Καί πού σέ κριτικάρει και δέν συμπεριφέρεται σάν καλή καΐ, ευγνώμων θεραπευόμενη; Μά νεαρέ μου, τέσσερις μήνες τή βλέπεις μόνο I Πόσο εΐναι αύτό - δεκαττέντε» δεκαέ ξι συνεδρίες στο σύνολο; Έ γ ώ εχω τώρα μιά θεραπευόμενη ττού ολόκληρο τόν πρώ το χρόνο -τέσσερις φορές τήν έβδομάδα, δηλαδή διακόσιες ώ ρες- τό μόνο πού εκανε ήταν νά επα ναλαμβάνεται. Πάλι και πάλι τό ϊδιο μοιρολόι, ή ίδια επιθυ μία νά εΐχε διαφορετικούς γονείς, διαφορετικούς φίλους, δια φορετικό πρόσωπο, διαφορετικό σώ μα - τό ίδιο ατελείωτο μαράζι γιά κάτι πού δέν μπορει νά τό αποκτήσει ποτέ, Στό τέλος βαρέθηκε ν* ακούει τόν ίδιο της τόν έαυτό, βαρέθγ/κε τήν ϊδια της τήν κυκλική έτυανάληψη. Συνειδητοτυοιησε μόνη της δτι σπαταλοΰσε ΐίχι μόνο τις ψυχαναλυτικές της ώρες άλλά όλόκληρη τή ζωή της. Δέν μπορεΤς νά πετας τήν αλήθεια στά μοΰτρα τοΰ ασθενούς σου: ή μόνη πραγματική αλήθεια εϊναι ή αλήθεια πού ανακαλύπτουμε μόνοι μας », (ί ^Ομοιόμορφα κατανεμημβντι προσοχήν νεαρέ μ ο υ ε ΐ π ε αύστηρά. «Α ύτό πρέπει νά δώσεις στήν άσθενή σου. Ό μοιόμορφα κατανεμημένη προσοχή. Α όγια πού ισχύουν εξίσου τώ ρα όσο κι δταν τά πρωτοεϊττε ό Φρόυντ. Αύτό ζητιέται άπό μας - νά προσέξουμε τά λόγια τοΰ ασθενούς χωρίς προκατασκευασμένες ιδέες, χωρίς προκαταλήψεις, χωρίς ττροσωπικές άντιδράσεις πού ττεριορίζουν τήν όρασή μας, ΕΙΙναι ή καρδιά καί ή ψυχή ολόκληρου τοΰ ψυχαναλυτικοΰ εγχειρήματος. "Αν τό
23^
w ΜΑΝΑ ΚΑΙ ίΌ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ 2ΏΗΕ
αφαιρέσεις αύτό» όλόκληρη ή StaSticaaia όδηγεΤται. στή χρεο κοπία ». Σ* εκείνο τό σημείο ή ομάδα ξέσπασε, κι ολοι μιλούσαν συγχρόνω ς, Ή χρ ίτικ ή πού Ικανέ ό Δ όκτω ρ Βέρνερ στόν "^Ερνεστ συγκέντρωσε σάν αλεξικέραυνο πάνω της την ένταση πού συσσωρευόταν έδώ καΐ μήνες. Οί θεραττευτές πού συμμε τείχαν, θέλοντας δλοι νά βελτιώ σουν τΙς ίκανότητές τους, εΐχαν έκνευριστεΤ ά π ν ύ τ ό πού έξελάμβαναν ώς άλαζονικό ελιτισμό του ηλικιωμένου συμβούλου τους. Ό ϊδίοι ήταν οΐ λασπωμένοι» πιτσιλισμένοι μέ σκατά φαντάροι πού δούλευαν στά χαρακώ μ ατα . Κ άθε μέρα είχαν ν’ άντιμετωττίσουν τΙς έξαφΕΤίκά βεβαρημένες κλινικές συνθήκες πού επέβαλλε 6 οδοστρωτήρας του Ε θνικού Σ\κιτήματος 'Τ γεία ς, καΐ εΐχαν εξαγριω θεί άττό τήν κατάφωρη αδιαφορία του Δόκτορα Βέρ νερ γ ιά τΙς πραγματικές συνθήκες άσκησης του Ιπα γγέλμ ατός τους, ΈκεΤνος, άττό τούς λίγούς τυχερούς τΐού δέν τούς εϊχε α γγίξει ή πανωλεθρία της περίθαλψης ύπό διαχείριση» δέν ήταν συμβεβλημένος μέ ασφαλιστικά ταμεία καί εταιρείες. Ά πλώ ς συνέχιζε νά βλέπει πλούσιους ψυχαναλυτικούς άσθενεΐς τέσσερις φορές τήν εβδομάδα και εΐχε τή δυνατότητα νά μή βιάζεται, ν’ αφήνει τήν αντίσταση του θεραττευόμενου νά εξαν τληθεί άττό μόνη της. Τ ά μέλη τοΰ σεμιναρίου έφριτταν μέ τόν άσομβίβαστο τρόττο μέ τόν όποιο προσυπέγραφε τή σκληρο πυρηνική ψυχαναλυτική γραμμή. Ή δέ βεβαιότητα κι ή άνεσή του, ή αποδοχή τοΰ θεσμοθετημένου δόγματος χω ρίς τήν π α ραμικρή αμφισβήτηση, τούς έκανε να αγανακτούν άκόμα π ε ρισσότερο μέ τή χολή χα ί τόν φθόνο πού πάντα νιώθουν οι αγχώ δεις σκετττικιστές γιά τούς πρόσχαρους οπαδούς, « Γϊώς μπορεΤτε νά λέτε 6τι ό ’Έ ρ νεσ τ τήν εχει δεϊ μ6νο δε κατέσσερις φορές; » ρώτησε κάποιος, « Έ γ ώ εΐμαι τυχερός, άν ό διευθυντής μου στό κέντρο ψυχικής υγείας μοΰ δώσει οχτώ επισκέψεις. Καί μόνο άν μπορώ νά καταφέρω νά εκβιάσω ά π ’ τόν άσθενή μου μιά ά π ’ τΙς μαγικές λέξεις —αυτοκτονία, εκδίκηση^ εμπρησμός ή φόνος—^ τότε μόνο υπάρχει ή πιθανό
ΔΙΠΛΗ ΕΚΘ ΕΣΗ
^33
τη τα νά έκλι,τΏκρήσω λίγες συνεδρίες άκόμα άττό έναν διοικη τικά διαχειριστή ττού δέν εχει κα μ ιά κλινική εκπαίδευση, πού ή δική του δουλειά έξαρταται άπά τήν άττάρριψη ίσ ο περισσό τερω ν τέτοιω ν αιτημ άτω ν εΐναι δυνατόν». Κι ενας άλλος: « Έ γ ώ δέν εΐμαι τόσο βέβαιος 6σο έσεΐς, Δόκτωρ Βέρνερ, δτι ό ’Έ ρνεστ εκανε κάτί λάθος. "Ισως αύτή ή μττηχτή γιά τήν μπλούζα του νά μήν ήταν γκάφα. "^Ισως νά ήταν αύτά άκριβώς πού χρειαζόταν ν ’ άκούσει ή συγκεκριμέ νη θεραπευόμενη. Έ δ ώ έχουμε π ει δτι ή θεραττευτική ώρα εΐναι ένας μικρόκοσμος τής ζω ής του θεραπευόμενου, *Αν λοιπάV ή συγκεκριμένη άσθενής προκαλεΤ ματαίω ση καί άν£α στάν Έ ρνεσ τ, τότε αναμφίβολα τό ϊδιο κάνει σέ δλους δσοι τήν περιτριγΐ>ρ£ζουν. "Ισως 6 Έ ρ νεσ τ νά της κάνει χάρη πού τήν ενημερώνει, Ί σ ω ς νά μή διαθέτει διακόσιες ώρες, γιά νά τήν άφήσει νά χάσει ή ϊδια τήν υπομονή της μέ τάν έαυτό της ». Καί άλλος: « Μερικές φορές αύτή ή καλοκουρδισμένη άνα^ λυτίκή διαδικασία εΐναι πολύ υπερβολική, Δόκτωρ Βέρνερ, τταραεΐναι ραφιναρισμένη, παραεΐναι απομακρυσμένη άπ*τήν πραγματικότητα. Αύτή τήν ιδέα, δτι τά ένσυναισθτ)τικά ασυν είδητο του ασθενούς τιάντα πιάνει τά συναισθήματα τοΰ θεραττευτή - αύτά δυσκολεύομαι πάρα ττολύ νά το τηστέψω. 01 άσθε νεΐς μου βρίσκονται συνήθως σέ κατάσταση κρίσης. 'Έρχονται σ ’ έμένα μία φορά τήν εβδομάδα, δχι τέσσερις οπως οι δικοί σας, καΐ τούς άπορροφα τόσο πολύ τά γεγονός δτι τά θέματά τους τούς ττνίγουν, ώστε δέν μπορούν νά συντονιστοϋν μέ τις αποχρώσεις τής δικής μου διάθεσης. Ό σ ο γ ι ’ αΰτή τήν άσυνείδτρτη άντίληψη τών αισθημάτων τοΰ θεραπευτή — οΐ δικοί μου άσθενεΐς δέν έχουν ούτε τόν χρόνο γιά κάτι τέτοιο ουτε καί τήν επιθυμία». *0 Δόκτωρ Βέρνερ δέν μπορούσε ν’ αφήσει ασχολίαστη αύτή τήν παρατήρηση. « Τά ξέρω δτι τά σεμινάριο αφορά τήν άντι μεταβίβαση, καί δχι τή θεραπευτική τεχνική, αύτά τά δύο δμω ς δέν μπορεϊς νά τά κρατήσεις καί τόσο ξέχω ρα, Μιά φορά τήν εβδομάδα ή εφτά φορές τήν εβδομάδα - δέν ^ ε ι
234
Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΖΛΗΣ
καμιά σημασία. άντημετώττιση τής άντι μεταβίβασης πάντα Ιττηρεάζει τή θεραττεία. Σ έ κάποιο έταττε^ο πάντοτε μεταδίδον ται τά αισθήματα του θεραπευτή για τον άσθενή. ΖΙέν τό εχο) όβΐ π ο τέ νά μ ή συμβαίνει! » εΐπε, άνεμίζοντας τήν πίπ α του γιά νά δώσει Ιμφαση. « ΚαΙ γι^αύτό οφείλουμε νά καταλά βουμε, νά επεξεργαστούμε θεραττευτικά καί νά ελαττώσουμε τΙς νευρωτικές μας αντιδράσεις απέναντι στοίις άσθενεΐς, « Έ δ ώ δμως, σ ’ αύτό το - σ ’ αύτο το επεισόδιο μέ τήν μ π λ ο ύ ζα »» συνέχισε ό Δόκτωρ Βέρνερ, « δέν άσχολούμαστε κάν μέ τΐ.ς άτιοχρώσεις. Δέν ασχολούμαστε μέ τόν ντιόγειο τρόπο μέ τόν όποιο αντιλαμβάνεται ό άσθενής τά αισθήματα του θεραττευτή. Ό κύριος Λάς προσέβαλε ανοιχτά τή θεραττευόμενη —έδώ δέν χρειάζεται καμιά μαντική ικανότητα γιά νά καταλάβει τΙς άποχρώσεις τής δήλωσής του* Δέν μπορώ νά πετάξω άττό τυάνω μου τήν ευθύνη πού έχω , νά χαρακτηρίσω αύτή τή δήλωση Ινα κατάφωρο θεραπευτικό σφάλμα - ένα σφάλμα ποΐ> άπειλεϊ τά θεμέλια τής θεραττευτικής συμμαχίας. Μήν άφήσετε τήν καλιφορνέζικη ηθική “ ΰλα χωράνε, 6λα έττιτρέπονται” νά μολύνει τή θεραπεία σας. ’Λναρχία καί θερα πεία δέν εϊναι συμβατές μεταξύ τους, Ποιό εϊναι τό πρώ το βήμα σας στήν ψυχοθεραπεία; ΙΙρέπ ει νά έγκαταστήσετε ενα άσφαλές πλαίσιο. Π ώ ς στό καλό θά μπορέσει ή άσθενής τοΰ κυρίου Λ άς νά κάνει έλεύΟερο συνειρμό έπειτα άπ^αύτό τό επ εισ ό διο ; Π ώ ς μπορεΐ νά έχει εμπιστοσύνη βτι ό θεραπευ τής θά εξετάσει τά λόγια τη ς μέ ομοιόμορφα κατανεμημένη προσ οχή;» ((Μά μποροΰν δλοι οΐ θεραπευτές νά κατορθώσουν τήν ομοιόμορφα κατανεμημένη π ρ ο σ ο χή ;)) ρώτησε ό Ρόν, ενας θεραπευτής μέ έντονη προσω πικότητα, μέ πυκνή γενειάδα κι ένας ά π ’ τούς πιό στενούς φίλους του Έ ρ νεσ τ. Ό κοινός τους είκονοκλαστισμός τούς εϊχε συνδέσει άπό τά χρόνια τής Ι α τρικής. «Ο υτε ό Φρόυντ δέν τήν κατόρθωσε. Δεϊτε τά περι στατικά του — τήν Ντόρα, τόν άνθρωπο μέ τά ποντίκια, τόν Μικρό Χάνς* Π ά ντα έμπαινε στή ζω ή τώ ν ασθενών του* Δέν
Δ ΙΠ Λ Η Ε Κ Θ Ε ΣΗ
235
πιστεύω 6τι εΐναι άνθρωπένως δυνατό νά διατηρήσει κανείς μιά στάση ουδετερότητας “ αύτο υποστηρίζει καΐ τΐ> καινούρ γιο βιβλίο του Ν τόναλντ Σίτένς. Π ο τέ δέν συλλαμβάνεις η ^ α γ μ α η χ ά τήν αληθινή έμτϊειρία τοΐ> ασθενούς η. <( Αύτά δέν σημαίνει δτι παύεις νά προσπαθείς νά τον άκούσεις χω ρίς ν’ άφήσεις τά προσωτακά σου αισθήματα νά μολύ νουν τή σκηνή», εΐπε ο Δόκτωρ Βέρνερ. « Ό σ ο πιο ουδέτερος είσαι, τόσο m i κοντά φτάνεις στο αρχικά νόημα τοϋ ασθε νούς », « Τ ά αρχικά νόημα; Ή ανακάλυψη τοΰ αρχικού νοήματος τοΰ άλλου εΐναι μιά αυταπάτη », ανταπέδωσε ά Ρόν* ΐ( Βλέπε τε πόσες διαρροές έχει ή έτϋΐκοινωνιακή οδός. Π ρώ τα κάποια ά π 'τ α αισθήματα τοΰ θεραπευόμενου μετατρέίτονται στίς δι κές του εικόνες κι επειτα στά δικό του πιά οικείο λεξιλόγιο - » « Γ ιατί λέτε κ ά π ο ια ” ; » ρώτησε ο Δόκτωρ Βέρνερ. « Γ ια τ ί πολλά άπ^αύτά πού αισθάνεται ό άσθενής εΐναι άρρητα. Α φ ή σ τε με δμω ς νά ολοκληρώσω. Έ λ ε γ α δτι οι ασθενείς μετατρέπουν εικόνες σέ λ έξ εις: άκόμα κι αύτή ή δια δικασία δέν εΐναι καθαρή — ή επιλογή τώ ν λέξεων επηρεάζε ται σέ πολύ μεγάλο βαθμά άπο τή φανταστική σχέση τοΰ άτόμου μέ τά ακροατήριό του. Καί μιλάμε τώρα μόνο γιά το κομ μάτι της μετάδοσης. *Έπειτα πρέπει νά συμβεΐ το άντιστροφο: γιά νά μπορέσουν οΐ θεραπευτές ν^άντιληφθουν τά νόημα τώ ν λέξεων τοΰ ασθενούς, πρέπει νά ξαναμεταφράσουν τά λό για του στις δικές τους ιδιωτικές εικόνες κι Ιπ ειτα στά δικά τους αισθήματα. Ό τ α ν ολοκληρώνεται αύτή ή διαδικασία, τί είδους συνταίριασμα εΐναι δυνατό νά γίνει; Πόσες τηθανότητες ύπάρχουν νά μπορέσει Ινας άνθρω πος νά κατανοήσει πραγματικά τήν εμπειρία τοΰ άλλου; ’Ή , γ ιά νά το π ώ μέ άλλα λόγια» πόσο πιθανό εΐναι δύο διαφορετικοί άνθρωποι νά άκούσουν Ινα τρίτο πρόσωπο μέ τάν ϊδιο τρ ό π ο ; » « Εΐναι σάν τά χαλασμένο τηλέφωνο πού παίζαμε μικροί », τρύπωσε κι ό Έ ρνεσ τ. « Ό ενας ψιθυρίζει μιά φράση στά αύτΙ τοΰ διπλανού του, κι αύτος σ*έναν άλλον καί ούτω καθεξής
236
Η ΜΑΝΑ KAJ TO ΝΟΗΜΑ ΤΗ Σ ΖΩΗΕ
κατά μήκος τοΰ κύκλου* "^ΩΐΐτΓου νά φτάσει ή φράση στόν πομ πό της, ελάχιστη εϊναι ή όμοί.όττ}τά της μέ τήν αρχική ». « Π ράγμα τό δποϊο σημαίνει δτι τό εΐναι σπέτη ήχογράφηση εΐπε δ Ρόν τονίζοντας την κάθε λέξη. <( Τό άχονς εΐναι μ ιά δημιουργική διαδιχασία. Ρ ι ’αύτό καΐ μ ’ ενο χλεί πάντα ή ψυχαναλυτική άξίωση δτι ή ψυχανάλυση εΐναι έτηστημη. Δέν μττορεΐ νά είναι επιστήμη, άφοΰ ή Ιτηστήμη απαιτεί ακριβή μέτρηση άξιότηστων εξωτερικών δεδομένων. Σ τή θεραπεία αύτό εΐναι αδύνατον, επειδή τό ίικουσμα εΐναι μιά δημιουργική διαδικασία - τό μυοελό τοΰ θεραπευτή δια στρεβλώνει τήν ώρα που μ ετράει». « Ό λ ο ι ξέρουμε δτι σφάλλουμε», μπήκε χαρούμενος μέ φόρα ό 'Έρνεστ, « εκτός άν είμαστε τόσο αφελείς πού νά π ι στεύουμε στήν άμωμο σύλληψη », Έ δ ώ καΐ μερικές εβδομάδες πού διάβασε κάπου αύτή τή φράση, τρωγόταν να τή χρησιμο ποιήσει σέ κάποια συζήτησηΌ Δόκτωρ Βέρνερ, τυού δέν Ικανέ ποτέ του πίσω σέ μιά λογομαχία, δέν κλονίστηκε καθόλου άπό τό μπαράζ τών μαθη τών του XI άπάνττ)ίϊε μέ σιγουριά: <ί Μή σας τυφλώνει ό πλα στός στόχος τής απόλυτης ταύτισης άνάμεσα στίς σκέψεις τοΰ ομιλητή καϊ, σ*αύτό πού προσλαμβάνει ό ακροατής, Τά καλύ τερο πού μπορούμε νά έλτϊΐζουμε εΐναι μιά άπλή προσέγγιση. Πέστε μου δμως»^ ρώτησε, «αμφιβάλλει κανείς έδώ, άκόμα και τά εικονοκλαστικό μου δίδυμο Katzenjammer » ^ — γνέφοντας 1. Ό Rudolph DirLs, έμτυνευίϊμένος άπά τό γερμανικά παραμύθι (c Max καί M oritz» τοϋ 19ου αιώνα» ^ημιούργτϊσε τό διάστρο και ιστορικό κόμικ The Katzeryammer Kids το 1897 γιά τό τκριοδικό Amerirfm Huuwrist, κυ ριακάτικο εύθετο τοΰ /Vew; York JournaL T i Katztjnjammfir Kids ήταν oi δίδυμοι Hans wxi Friti, τρολεμιίττές κάδε μορφής έξουίτΐας, μέ πρώτη xai καλύτερη τή μητέρα τους. Θεωρείται τό δεύτερο παλαιότερο στρίπ στήν ιστορία τών κόμικ, μετά rh Yellow Kid τυου εμφανίστηκε τ6 1895, άλλά εΐναι σίγουρα τό μακρο(ϊιότερο, ΜετεξελίχΟηκε στό κόμικ The Οίψίαΰι and the Kids με τούς ϊβιους χαρακτήρες, καϊ στή συνέχεια τά 5ύο κίμικς -τταλιό καΐ καινούργιο μαζί™, μέ σκίτσογράφο (?τά: τελευταία χρόνια τόν
ΔΙΠΛΗ ΕΚΘΕΣΗ
^37
πράς τάν Ράν καΐ τόν Έ ρ ν ε σ τ - « δτι |ν « ς καλα άπαρτιωμένος άνθρω πος ίχ ε ι περισσότερες πιθανότητες νά συλλάβει μέ άκρίβεια τήν πρόθεση ένος ομιλητή, ά π ’ δ,τι, άς ποΰμε, Ινα παρανοϊκά άτομο πού διαβάζει πραμηνύμοίτα κινδύνου σέ κά0€ επικοινωνία; ΓΤροσωτακά πιστεύω 0τι υποτιμάμε τόν έαυ τό μας μ^ αύτό βλο τό στηθοκόπτιμα και τά μοιρολόι περί αδυ ναμίας μας να γνωρίσουμε πραγματικά τάν άλλον ή νά ανα κατασκευάσουμε τά παρελθόν του, Αύτή ή ταπεινότητα οδή γησε κι έσας, κύριε Αάς, στήν αμφίβολη πρακτική νά εστιά ζετε αποκλειστικά στό έθώ -και-τώ ρα ». « Τ£ εννοείτε; ΐ) ρώτησε κάπω ς ψυχρά 6 "Έρνεστ. CCΕ π ε ιδ ή έσεις^ άπ*δλα τά μέλη μας, αμφισβητείτε ττερισσότερο τήν ακρίβεια τ ^ ανάκλησης καί τήν δλη διαδικασία της άνακατασκευής τοΰ παρελθόντος ένος θερατυευόμενου. Καί νομίζω δτι υπερβάλλετε σέ τέτοιο βαθμό, πού πρόκαλειτε σύγχυση στήν άσθενή σας. Ναί, τό παρελθόν εΐναι βέβαιο δτι μας διαφεύγει και σίγουρα τροποποιείται σύμφωνα με τή διά θεση τοΰ άσθενοΰς» κι αναμφίβολα οι θεωρητικές μας πεποι θήσεις έπηρεάζουν αύτά ττου άνακοιλεϊ ά καθένας μας, άλλά έξακολουθώ νά πιστεύω δτι κάτω ά π 'δ λ α αύτά υπάρχει ένα έγκυρο ύπο-κείμενο, μιά αληθινή απάντηση στήν έρώτηση, “ Μέ χτυποΰσε ό αδελφός μου δταν ήμουνα τριών χρονώ ν; ” » « Τ ά έγκυρο ύπο-κείμενο εΐναι μιά αρχαία α υ τα π ά τη » , απάντησε ό ·Έρνεστ, « Δέν υπάρχει έγκυρη απάντηση σ ’ αύτή τήν έρώτηση. Τά περιεχόμενό της —τά άν σέ χτυποΰσε επ ίτη δες ή γιά πλάκα, τά άν σοΰ εδινε μόνο ενα μικρό μπατσάκι ή σοΰ άστραφτε μιά μπουνιά πού Ιχανες τις αισθήσεις σουεΐναι γιά πάντα χαμένο ». « Σ ω σ τ ά » , μπήκε στή μέση ό Ρόν. «*Η άν σέ χτυποΰσε γιά ν’ άμυνθει - σάν αντίδραση στό γεγονός δτι τήν άμέσως προηγούμενη σ τιγμή τάν εϊχες χτυττήσει ε σ ύ ; *Η γιά νά προγιά τοϋ John Dirks, συνεχίστιραχν ττάνω άπά ογδόντα χρόνια ζωής. ( Σ .τ ,μ . )
ίως,
το 1979, κλείνοντας
23S
Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ Τ Ο ΝΟΗΜΑ T H E ΖΟ Η Ε
στατέψεί, τήν αδελφή σ ου; *Η γ ια τί τόν εΐχε μόλις τιμωρήσει ή μητέρα σου γ ιά κατι ττού το ’χες κάνει εσ ύ ; η « Δέν υπάρχει εγχυρο ύπο^κείμενο )), έττανέλαβε ό 'Έρνεστ, « Τ ά ττάντα εΐναι ερμηνεία. Π ράγμα το οποϊο εΐχε ήδη κα τα λάβει ό Ν ίτσε ττρίν άπό έναν αιώ να». « Μ ήπω ς Ιχουμε ξεφύγει ά π ’ τόν σκοπό αυτής τής συνάν τ η σ η ς ; υ ^ιέκοψε ή Μ πάρμπαρα, μιά ά π ’ τίς δύο γυναίκες πού συμμετείχαν στήν ομάδα. « Ά π ’ δσο ξέρω, μέχρι πρό σφατα τό λέγαμε σεμινάριο άντιμ ετα β£β α σ η ς», Σ τράφ ηκε στόν Δόκτορα Βέρνερ, « Θ ά ’θελα νά κάνω ένα σχόλιο πάνω στή διαδικασία. Ό ’Έ ρνεσ τ κάνει άκριβώ<ς αύτό πού υποτίθε ται δτι πρέπει νά κάνουμε σ ’ αύτό τό σεμινάριο -περιγράφ ει τά πιό βαθιά του αισθήματα γιά τήν άσθενή το υ - καί κ α τα λήγει νά εισπράττει μιά έντονη αποδοκιμασία γ ι ’ αύτό. Π ώς ε τ σ ι; μ « Σ ω στά, σ ω σ τά !» εΐπε δ Δόκτω ρ Βέρνερ, Ή λάμψη στά γκριζογάλανα μάτια του έδειχνε δτι άπολάμβανε τήν ανταρ σία, τό θέαμα τώ ν ενήλικων αδελφών πού αναστέλλουν τήν άντιπαλότητά τους κι ενώνονται σέ μιά κοινή εκστρατεία π α τροκτονίας. Γ ιά τήν ακρίβεια ήταν κάτι πού τό λάτρευε, Μά τόν Θεό, σκεφτόταν* γιά φαντάσοι>! Ή πρωτόγονη ορδή τού Φρόυντ νά ζωντανεύει καί νά ξεσπάει τήν όρμή της εδώ, στήν οδό Σ ακραμέντο! Γ ιά μιά σ τιγμ ή τοΰ ήρθε νά πεΤ αύτή του τήν έρμηνεία στήν ομάδα, άλλά τό ξανοίΐτκέφτηκε. Τά παιδιά δέν ήταν άκόμα έτοιμα γ ι ’ αύτήν. "Ισως αργότερα. Ά ντΙ γ ι ’ αύτό άπάντησε: «Μ ήν ξεχνάτε ομως δτι δέν κα τέκρινα τά αισθήματα τοΰ Κυρίου Λ άς γιά τήν Κυρία Μύρνα* ^Υπήρξε ποτέ θεραπευτής πού νά μήν κάνει τέτοιου εϊδους σκέψεις γ ιά έναν έκνευριστικό άσθενή; ’Ό χ ι, δέν άσκησα κρι τική στή σκέψη του* Κ ατακρίνω μόνο τήν άκράτειά του, τήν ανικανότητά του νά κρατήσει τά αισθήματα του γιά τόν εαυ τό του ». Αύτό πυροδότησε εναν νέο γύρο διαμαρτυριών. Μερικοί υπερασπίζονταν τήν απόφαση τοΰ Έ ρ ν εσ τ νά εκφράζει άνοι-
Α1ΠΛΗ ΕΚΘΕΣΗ______________________________________________________________ 2 0 9
χτά τά συναισθήματά του. Ά λλοι καττ)γοροΰσαν τόν Δόκτορα Βέρνερ 6τι στό σεμινάριο δέν εΐχε χτίσ ει Ινα ττερψάλλον εμ π ι στοσύνης. "Ήθελαν να νιώθουν ασφαλείς έκεϊ μέσα. Τό βέβαιο ήτΐΧν δτι Sev ήθελαν να βρεθούν στή δυσάρεστη θέση να δε χτούν Ομοβροντίες γ ιά τή θεραπευτική τους τεχνική, ειδικά δταν ή κριτική ήταν βασισμένη σέ μιά παραδοσιακή ψυχανα λυτική προσέγγιση ακατάλληλη γιά τό τρέχον κλινικό πλαίσιο στό όποϊο δούλευαν. Στό τέλος ό ίδιος ό "Έρνεστ εΐττε δτι ή συζήτηση Ιπαψε πιά νά είναι εποικοδομητική και προέτρεψε τήν ομάδα νά ξαναγυρίσει στό ζήτημα τής άντιμεταβίβάσής του. Μερικά μέλη μ ί λησαν τότε γιά παρόμοιους άσθενεΐς πού τούς στράγγιζαν καί τούς προκαλοϋσαν ανία, άλλά αύτό πού κυρίως ερέθισε τό εν διαφέρον του ^Έρνεστ ήταν τό σχόλιο τής Μ πάρμπαρα. « Ε τ ο ύ τ η έδώ δέν εΐναι σάν δλους τούς άλλους άσθενεΐς πού αντιστέκονται )>, εΐπε ή Μ πάρμπαρα. « Λές οτι ή γυναίκα αύτή σοΰ τή δίνει ττολύ περισσότερο άπό όποιονδήποτε άλλον κι δτι ποτέ δέν % εις δείξει τόσο μεγάλη ελλειψη σεβασμού σέ άσθενή ». « Εΐϊναΐ αλήθεια καΐ δέν εϊμαι βέβαιος γ ια τ ί», απάντησε ό ’Έ ρνεστ. « Εΐναι διάφορα πρ άγμ ατα πού μέ τσιγκλάνε πάνω της. Ε ξο ρ γίζο μ α ι πού επιμένει νά μοΰ υπενθυμίζει πόσα λε φτά μέ πληρώνει. Μ ετατρέπει σταθερά αύτή τή διαδικασία σέ μιά εμπορική συναλλαγή». « Δέν εϊναι μιά εμπορική συναλλαγή; » παρενέβη 6 Δόκτωρ Βέρνερ. « Ά πό π ό τε, Έ σ ύ τής τταρέχεις μιά ύττηρεσία, και σέ αντάλλαγμα εκείνη σου υπογράφει μιά επιταγή. Έ μ ένα μοΰ μοιάζει μέ εμπόριο ». <ΐ Ε ντά ξει, κι οΐ κάτοικοι μιας ένορίοις καταβάλλουν ένα πο σό στήν εκκλησία, άλλά αύτό δέν καθιστά τή λειτουργία εμπο ρική πράξη εΐπε ό Έ ρ νεσ τ. ί< Καί βέβαια τήν κ α θ ισ τά ! » έπέμεινε ό Δόκτωρ Βέρνερ. « Ά π λ ώ ς οι συνθήκες εΐναι πιό εκλεπτυσμένες καί πιό συγκαλυμμένες. Διαβάστε τήν κομψή διατύπωση στά ψιλά γράμματα
24 0
u ΜΑΝΑ ΚΑΙ T O ΝΟΗΜΑ ΤΗ Σ ΖΩ Η Σ
στο τέλος ένός βφλ£ου προσευχής: &ν δέν πληρώσεις τον όβο λά σου, τελικά δέν θά υπάρξει λειτουργία ». «Τ υπικάς ψυχαναλυτιχάς ρεντουξίονισμος, τα: πάντα νά ύποβίβάζονται σ τ ^ χυδαιότερα επίπεδά τους », εΐπε ά Έ ρνεστ. <ίΑύτά δέν τά δέχομαι. Ή θεραπείοί δέν εΐναι έμπόριο, κι έγώ δέν είμαι έμπορος. Δέν εϊναι αύτάς ό λόγος γιά τάν όποΐο κάνω αύτή τή δουλειά. Ά ν ό υπέρτατος <ττόχος ήταν τά χρήμα, Οά εΐχα ά<τχοληθεϊ μέ κάτι άλλο - νομικά, τραττεζίκές επενδύσεις ή μέ κάποια ά π ’ τίς πλούσιες ιατρικές ειδικότητες δπω ς ή οφθαλμολογία ή ή άκτινολογία, Έ γ ώ βλέπω τή Οερατυεία σάν κάτι διαφορετικά - άς τήν ποΰμε μιά πράξη φροντίδας. Έ γ ώ αφιέρωσα τον εαυτό μου σέ μιά ζω ή προσφοράς. Γ ιά τήν όποια συμβαίνει συμτττωματικά καΐ νά πληρώνομαι. Ή θεραττευόμενη όμως αύτή μοΰ ττετάει συνεχώς στά μοΰτρα τά λεφτά ». <( Έ σ ύ δλο δίνεις », γουργούρισε ό Δόκτωρ Βέρνερ μέ τήν πιά έπαγγελματική καί επιβλητική του φωνή, δείχνοντας νά μαλακώνει. « Κι έκεινη δέν σοΰ ανταποδίδει τίποτα ». Ό "Ερνεστ εγνεψε καταφατικά. « Ά κ ρ ιβ ώ ς! Δέν μοΰ άνταποδιδει τιττοτα». « Έ σ ύ δλο τής δίνεις έπανέλαβε ό Δόκτωρ Βέρνερ, « Τής δίνεις τα τιαλντερά αον π ρά γμ α τα , κι εκείνη ΰλο σοΰ λ έει: Δ ω σ μου κατι που ν αςιζει τον κοπο ». « "Έτσι άκριβώς νιώθω w, εϊπε ο 'Έ ρνεστ πιά γλυκά, Α ύτή ή στιχομυθία ήρθε τόσο μαλακά πού κανένα άπο τά μέλη τοΰ σεμιναρίου, ίσω ς ούτε κάν ό ίδιος ο Δόκτωρ Βέρνερ, δέν συνειδτοτοποίησε δτι ό ψυχαναλυτής εΐχε φορέσει τή σα γηνευτική επαγγελματική του φωνή — οΰτε, ά π ’ β,τι φάνηκε, δτι ό ’Έ ρνεστ βιάστηκε μέ μεγάλη προθυμία νά κουρνιάσει στή ζεστασιά τής θεραπευτικής αγκαλιάς. ί< Ε ϊπες δτι σ ’ δλη αύτή τήν κατάσταση υπάρχει κάτι άπά τή μητέρα σου )>, παρατήρησε ή Μ πάρμπαρα. α Ούτε άπ*τή μάνα μου ττηρα ποτέ ττολλά καλά πράγματα », « Μ ήπως τά φάντασμά της εττηρεάζει τά αίσθήματά σου γιά τή Μ ύρνα; »
ί ΑΪΠΛΗ ΕΚΘ ΕΣΗ _______________________________________________________________________________^
« Μέ τή μητέρα μου ήταν άλλιώ>ς. Έ γ ώ ήμουν έκεΐνος πού βλο Απομακρυνόταν. Μ ’ εκανε να ντρέπομαι, γιά κείνην. Δέν μοΰ ίίρεσε νά σκέφτομαι 6τι αύτή ή γυναίκα μέ εϊχε γεννήσει. Ό τ α ν ήμουνα μικρός —οχτώ, εννιά χρονών—ένιωθα να πνίγο μαι 6ταν ερχόταν τυολύ κοντά μου. Θυμάμαι πού ελΕγα στήν ψυχαναλύτριά μου δτι ή μητέρα μου ρουφοΰσε 6λο τό οξυ γόνο μέσα στέί δω μ ά τιο ” . Α ύτή ή φράση Ιγινε σλόγκαν, εγίV· ίνα ά π ’ τά κεντρικά μοτίβα της ανάλυσής μ ου : ή άναλύτριά μου άναφερόταν συνεχώς σ 'αύτήν. Έ γ ώ κοίταζα τή μητέρα μο\> καΐ σκεφτόμουνα, πρέπει νά τήν αγαπάω , άφοΰ εΐνα^ μάW μου» άν δμως ήταν μιά ξένη, τίπ ο τα δέν θά μ* άρεσε πάνω τη ς» . « ‘Επομένως»* εΐπε ό Δόκτωρ Βέρνερ, « τώρα γνωρίζουμε κάτι σημαντικά γιά τήν άντιμεταβίβασή σου. Παρόλο πού τυροσκαλεις τήν άσθενή σου νά ερθεί πιό κοντά, χω ρίς νά τό θέλιις τής δίνεις ταυτόχρονα ενα άλλο μ ή νυμ α : μήν έρθεις ΧΛΪ τυολύ κ ο ν τά ” , Θά εισβάλει πολύ βαθιάς θά ρουφήξει 6λο τλ όξυγόνο. Και χω ρίς καμιά αμφιβολία, εκείνη εισπράττει, αύτ^ τό δεύτερο μήνυμα καΐ σοΰ κάνει τή χάρη, ΚαΙ πάλι θέ λω νά τό έπαναλάβω, αύτά τά αισθήματα $έν μπορούμε νά τά χρύψουμε άπό τούς ασθενείς. Θά τό π ώ κί άλλη μιά φορά: δέν μτϊοροΰμε νά κρύψουμε τά αισθήματα αύτά άπο τούς άσθενεΐς μΐχς. Αύτό μαθαίνουμε σήμερα. Ό σ ο καΐ νά τύ τονίσω, ποτέ εϊναι αρκετό. Κανένας Ιμ π ειρ ος θεραπευτής δέν μ ποpcT V*άμφισβητήσει τήν ύπαρξη τής ασυνείδητης ένσυναίσθησης ». « ^Τπάρχει έττίσης μεγάλη α μ φ ιθυμ ία )), εΐπε ή Μ πάρμπαpetf ((στά σεξουαλικά σου αΙσΟήματα άπέναντί της. Μοΰ κάνει έντύπωση ή αντίδρασή σου στό στήθος της — καΐ τό ποθείς xocl σέ άηδιάζει. Σ ’ αρέσει πού τά κουμπιά τής μπλούζας της κοντβύουν νά σπάσουν, άλλά σοΰ φέρνουν στόν νοΰ δυσάρεστες άναμνήσεις τής μητέρας σ ο υ )). « Να£ », πρόσθεσε ό Τ όμ , άλλος ένας στενάς φίλος τοΰ *Έρν«στ, α κι επειτα άρχίζεις νά νιώθεις αμηχανία, αρχίζεις νά
Η ΜΑΝΑ ICAF TO ΝΟΗΜ Α Τ Η Ι ΖΩΗΣ
αναρωτιέσαι μήπω ς άθελά σου κοίταζες τά στήθος της. Μου συμβαίνει κι Ιμένα συχνά », ίΐ Καί ώ ς πρός τή σεξουαλική έλξη πού νιώθεις γ ι ’ αύτήν σέ συνδυασμό μέ μιά επιθυμία νά ξ εφ ύ γ εις; Τ ι σκέφτεσαι γ ι ’ αύτό; » ρώτησε ή Μ πάρμπαρα. (( Θ ά’νοει κάποια σκοτεινή πρωτόγονη φαντασίωση, βαθιά μέ σα μου, ένός γυναικείου κόλττου μέ δόντια, φαντάζομαι», άπάνττ^ ε ό Έ ρνεστ, « Κ ι δμως, σ ’αύτήν ειδικά τήν άσθενή υπάρ χει κάτι πού ξυπνάει σέ μεγαλύτερο βαθμό αυτόν τόν φόβο ».
Λ ιγο πρίν τόν πάρει ό ΰττνος, ό Έ ρ ν εσ τ άναρωτήθηκε γιά άλλη μιά φορά μήπω ς Ιπρεπε νά σταματήσει νά βλέπει τή Μύρνα. "Ίσως νά τής χρειάζεται μιά γυναίκα ψυχοθεραπεύτρια, σκέφτηκ£, ''Ισως τά άρνηη,κά μου συναισθήματα νά έχουν πολύ μ ε γάλο βάθος, νά εΐναι πολύ βαθιά ριζωμένα. Ό τα ν δμως έθεσε αύτό τό ερώτημα στήν ομάδα τοΰ σεμιναρίου, οι ττάντες, άκό μα και ό Δόκτωρ Βέρνερ, εΐπαν: if’Ό χ ι, μείνε νά δεις πώ ς θά τά βγάλει ττέρα ώς τό τέλος ». Ε κείνοι εΐχαν τήν ΐϊποψη δτι τά κυριότερα προβλήματα της Μύρνας άφοροΰσαν τούς άντρες καί μπορούσαν νά αντιμετωπιστούν καλύτερα μέ άντρα θεραπευτή. Κρίμα, σκέφτηικε ό Έ ρ νεσ τ; πραγματικά ήθελε νά ξεφύγει. Καί τί εΐναι αύτή ή παράξενη σημερινή συνεδρία; άναρωτηθηκε. Παρόλο πού στό μεγαλύτερο μέρος της ή Μύρνα ΰττηρξε αντιπαθητική δπως ττάντα, καΐ άναφέρθηκε πάλι στήν αμοιβή του, τουλάχιστον σήμερα εΐχε αναγνωρίσει τήν παρου σία του μέσα στό δωμάτιο, Τόν εΐχε προκαλέσει, τόν είχε ρω τήσει άν τή συμπαθοΰσε, τοΰ εΐχε βάλει πόστα γιά τό σαρκα στικό του σχόλιο μέ τήν μπλούζα. Τάν εΐχε εξαντλήσει - άλλά τουλάχιστον εΐχε συμβεΐ κάτι διαφορετικό, κάτι πραγματικό.
Σ τή διαδρομή της πρός τήν έττόμενη συνεδρία, ή Μύρνα ξα νάκουσε τήν άπαίσια υπαγόρευση τοΰ ^Έρνεστ Λάς κι επειτα
άΙΠΛΗ ΕΚΘΕΣΗ
343
ίδκουσε τήν κασέτα τής τελευταίας συνάντηστ^ς. Ό χ ι κι άσ χη μα, σκέφτηκε —τής ί£ρεσε ό τρόπος πού εΐχε περάσεί. τό δικό της σ ’ αύτή τή συνεδρέα. Χαιρόταν πού Ικανέ τό xopotSo νά κοπιάσει, γιά νά βγάλει τά λεφτά του. Τ ί ύττέροχο τυού τόν ενοχλούσαν ο! μ πη χτές της γιά τήν αμοιβή του: αποφάσισε 6τι θά φρόντιζε κάθε φορά νά τόν εξοντώνει μ ’ ένα χτύπημα γ ιά τό χρηματικό ζήτημα* Ή μεγάλη διαδρομή εφευγε μέ τα χύ τη τα αστραπής. ic ΧΟές στή δουλειά άρχισε τ ή συνάντηση ή Μύρνα, ί( ή μουνα στήν τουαλέτα κι άκουσα κάποιες κοπέλες στούς νιτιτήρες νά μιλάνε γιά μένα ». « Ν α ί; Τ ί άκουσες;» Τό δράμα του νά κρυφακοΰς κάττοιους νά σέ κουβεντιάζουν άναβε πάντα τό ενδιαφέρον τοΰ *Έρνεστ. « Π ρά γμ ατα πού δέν μ ’άρεσαν. Ό τ ι τό μόνο πού μ ’ ενδια φέρει είναι νά βγάζού λεφτά. Ό τ ι δέν μιλάω γιά τέττοτ’ άλλο, ΐίτι δέν εχω αλλα ενδιαφέροντα. Ό τ ι εΐμαι βαρετή καΐ 6τι οί άλλοι δυσκολεύονται νά κάνουν παρέα μαζί μ ου». ίί Αύτό είναι πολύ άσχημο. Θά πρέπει νά σέ πόνεσε πολύ ». (ί Ν αί, ένιωσα προδομένη άπό κάποιους άνθρώπους πού π ί στευα δτι νοιάζονταν γιά μένα. Έ φ α γ α γροθιά στό στομάχι ». α Π ροδομένη; Τ£ είδους σχέση είχες μαζί τους; » « Α ύτές προσποιούνταν δτι μέ συμπαθοΰσαν^ 0τι νοιάζον ταν γ ιά μένα, 0τι ήταν φίλες μου ». « Κ ι οΐ άλλοι άνθρωποι πού δουλεύουν στό γραφείο σου; Π ω ς νιώθουν εκείνοι άπέναντί σ ο υ ; )) n*Av δέν σάς πειράζει, κύριε Α άς, σκεφτόμουν αύτό πού μοΰ λέγατε, 6τι πρέπει νά μένουμε ε(5ώ, σ'" αντό τό γραφείο. Ξέρετε τί εννοώ, νά εστιάσουμε στή δική μας σχέση. Θά ’θελα νά τό δοκιμάσουμε )>. « Φ υ σ ικ ά » . Μιά έκφραση έκπληξης διέτρεξε τό πρόσωπο τοΰ Έ ρ νεσ τ. Δέν πίστευε σ τ'α ύ τ ιά του. « Θ ά ’θελα λοιπόν νά σάς ρωτήσω ι>, εϊπε ή Μύρνα σταυ ρώνοντας τά πόδια μ ’ ένα ήχηρό σούρσιμο τοΰ καλσόν της, ίί xt έσεΐς νιώθετε ^τσι γιά μ ένα ; η
244
Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΊΌ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
« Π ώ ς ^τσ ιι » κέρδισε χρόνο ο Έ ρ νεσ τ. (ί Αύτό πού εϊτυα μόλις τώρα. Μέ βρίσκετε ττεριορισμένη; Βαρετή \ Δυσκολεύεστε να εΐστε μαζί μου ; » « Π οτέ δέν νιώθω μόνο Ινα πράγμ α γιά σένα οΐίτε γιά κα νέναν. Α ύτο διαφοροποιείται « Ε ν τά ξει, άς ποΰμε συνήθως », εΐπε ή Μύρνα, πού ήταν σαφές 6τι δέν έπρόκειτο νά σταματήσει. Ό Έ ρ ν εσ τ ένιωσε τό στόμα του νά στεγνώνει. Π ροσπάθη σε νά καταπιεί χω ρίς να τό δείξει. «Λ οιπόν, θά σοΰ π ώ τό έ ξ η ς : '"Οταν μέ αποφεύγεις, οταν επαναλαμβάνεις συνεχώς κάποια πράγματα -γ ιά παράδειγμα, τ ις μετοχές σου ή τή μόνι μη σύγκρουση μέ τόν διευθυντή σου-, τότε νιώθω πολύ λιγότερη έπαφή μαζί σου- Λ ίγότερο σύνδεαμο^ αύτή εϊναι ή σωστή έκφραση ». κ Λ ιγ ό τε ρ ο σύνδεσμο; Α ύτή δέν εϊναι ή κω δική φράση πού χρησιμοποιούν οι ψυχίατροι γιά τούς βαρετούς; » « Έ , δχι —θέλω νά πώ , τό άν κάποιος είναι βαρετός σέ μιά κοινωνική περίσταση, στήν πραγματικότητα δέν αφορά τήν ψυχοθεραπευτική συνθήκη. Ό άσθενής — θέλω νά πώ έσύ δέν εΐσαι έδώ γιά νά μέ διασκεδάσεις. Έ γ ώ επικεντρώ νω τήν προσοχή μου στό πώ ς άλληλεπιδρα ό άσθενής μου μαζι μου και μέ τούς άλλους ώστε να - » « Σίγουρα ομως », τόν διέκοψε ή Μύρνα, « κάποιους ασθε νείς θά τούς βρίσκετε βαρετούς )>. U Λοιπόν )>j εΐπε ό "Ερνεστ παίρνοντας ένα χαρτομάντιλο ά π ’ τό πακέτο πού εΐχε στό τραπεζάκι δίπλα του και πιέζον τας το άνάμεσα στίς παλάμες του, « εξετάζω συνεχώς τά συναισθήματά μου καί άν εϊμαι - ε . , λ ί γ ό τ ε ρ ο συνδεδεμένος - » « Ά ν βαριέστε» εννοείτε ; » « Κ ατά κάποιον τρόπο. Ά ν νιώθω - ε . . απομακρυσμένος άπό έναν ασθενή» αύτό δέν τό θεωρώ κανενός είδους χρίση. Θεωρώ αύτό τό συναίσθημα μιά πληροφορία^ και προσπαθώ ν^άνακαλύψω τί συμβαίνει μεταξύ μ α ς» . Ή προσπάθεια τοΰ Έ ρ ν εσ τ νά στεγνώσει τις παλάμες του
ΛΙΠ ΛΙ t ΕΚΘΕΣΗ
345
δέν της εΐχε διαφύγει. Ώ ραϊα, σκέφτηκε. Έ ν α ς ιδρώτας πού άξέζει. 150 δολάρια τήν ώρα. «Κ α ί σήμερα; Σήμερα σας κάΜ<ύ νά βαριέστε;)) « Τ ώ ρ α ; Μττορώ μέ απόλυτη βεβαιότητα να πώ δτι σήμε ρα δέν είσαι οΰτε βαρετή οΰτε δύσχολη. Νιώθω συνδεδεμένος μαζί σου. Καί λίγο άπειλημένος. Προσπαθώ νά μείνω ανοι χτός καΐ Μα μήν αρχίσω νά αμύνομαι. Τώρα πές μου έσύ τί νιώθεις ». « Λοιπόν, σήμερα εΐναι Ιντάξει )>. « “ Ε ντά ξει ” ; Μ ήπως βα μπορούσες νά εΐσαι λίγο πιό αό ριστη ; η « Τ ί ;)) « Μέ συγχωρεϊς, Μύρνα. ^Ηταν μιά άποτυχημένη άπόττειρα νά κάνω χιούμορ. Προσπαθώ να π ώ δτι σέ νιώθω νά υπεκ φεύγεις καί νά κρύβεις αύτά πού νιώθεις >». Ή ώρα εΐχε τελειώσει καΐ, καθώς σηκωνόταν γιά να φύγει, ή Μύρνα ε ΐπ ε: « Μττορώ νά σάς πώ ενα άλλο πράγμα ττού νιώθω ». « Ν α ί;)) « ’Ανησυχώ λέγο βτι σας πιέζω υπερβολικά. Ό τ ι σας κάνω νά δουλεύετε πολύ σκληρά». « Κ α ί λοιττόν; Γιατί νά μή δουλέψω πολύ σκληρά;» « Δέν θέλω νά μοΰ αυξήσετε τήν άμοιβή σας ». « Θά σέ δώ τήν ερχόμενη έβδομάδα, Μύρνα »,
Ό Έ ρ νεσ τ πέρασε τό βράδυ διαβάζοντας άλλά ενιωθε κουράσμένος καΐ προβληματισμένος. Έ χείνη τήν ήμέρα εΐχε δει δχτώ άσθενεΤς, άλλά πέρασε περισσότερο χρόνο σκε-πτόμενος τή Μύρνα ά π ’ δ,τι σκετττόμενος καί τούς ύττόλοίπους εφτά μαζέ.
Τό ϊδιο βράδυ ή Μύρνα Ινιωθε γεμάτη ενέργεια, Άφοϋ σερφάρισε στίς υπηρεσίες γνωριμιών τοΰ 'Ίντερνετ και επειτα
S40
Η ΜΑΝΑ KAJ TO ΝΟΗΜΑ ΤΗ Σ ΖΟ Η Σ
μπήκε ένα τσάτ ρούμ γιά εργένηδες, τ75λεφώνησε στήν άδελ φή τϊ)ς, μέ τήν οποία εΐχε μήνες νά μιλήσει, κι εΐχαν μιά με γάλη καί ευχάριστη συζήτηση. Ό τα ν τήν τττηρε τελικά ό ΰττνος» ονειρεύτηκε 6τ[ κρατούσε μιά βαλίτσα καΐ, κοιτούσε Ιξω ά π ’ τό παράθυρο. Έ ν α παράξε νο ταξί έρχεται - ένα ταξί πού μοιάζει μέ καρτούν, χαρωπί> καί σάν φουσκωτό. Πάνω στήν πόρτα γ ρ ά φ ει: “ The Freud Taxi Com pany’’- Τήν άλλη στιγμή βλέπει τά γράμματα νά αλ λάζουν κί, ή επιγραφή γίνεται **The Fraud Taxi Company Παρά τά πληγωμένα της αισθήματα καί τή δυσπιστία της γιά τον Έ ρ ν εσ τ ή θεραπεία εΐχε γίνει πιο ενδιαφέρουσα γιά κείνην. Ά κόμα και τήν ώρα τής δουλειάς ανακάλυπτε οτι π ε ρίμενε μέ ανυπομονησία τήν επόμενη συνεδρία. Σκεφτόταν 6τι το τέχνασμα π ώ ς εΐχε κρυφακούσει μιά συ ζήτηση στις τουαλέτες επιασε^ και σκόπευε νά συνεχίσει να επινοεί τεχνάσματα πού θά της έπέτρεπαν νά χρησιμοποιεί σέ κάθε ραντεβού κι ενα κομμάτι της υπαγόρευσης πού εΐχε άκούσει. Τήν έπόμενη εβδομάδα θά μιλούσε γιά τόν χαρακτηρισμό της ώς (ί γκρινιάρας (ί Πριν άπο λίγες μέρες, μιλώντας στό τηλέφωνο μέ τήν αδελφή μου εΐττε παραπειστικά, (ί μου εΐττε πώ ς οταν ήμουνα μικρή οι γονείς μου μέ φώναζαν συχνά ‘" Ή δεσποινίς Γ κ ρι νιάρα ” . Π ραγματικά αύτό κάτι μοΰ θυμίζει. Έ σ εϊς είπατε δτι πρέττει νά προσπαθήσω νά χρησιμοποιήσω τον άσφαλή χώρο έδώ, μέσα στό γραφεΤο σας, γιά νά έξερευνήσω τά πράγματα γιά τά όποΤα δέν μπορώ νά μιλήσω άλλου ». Ό Έ ρ ν εσ τ συμφώνησε μέ έμφαση. « Αναρωτιόμουν λοιπόν άν πιστεύετε δτι γκρινιάζω υπερ βολικά ». « Τι έννοεΤς “ γκρινιάζω Μ ύρνα; » 1. ’Λμ-ετάφραστο λογοπαίγνιο μέ τό δνομα τοϋ Φρόυντ ( F r e u d ) xai τή λέξη άπατη { f r a u d ) . Ή «Ε τα ιρ εία ταξί Φρόυντ» μετατρέτυεται στο Ανεφο σέ « 'Εταιρεία τ^ξϊ Άττάτη ». ( Σ , τ . μ , )
ΔΙΠΛΗ ΕΚΘΡΧΗ
34J
it Ε ν ν ο ώ , ξέρετε - άν παραπονιέμαι, άν μιλάω μέ κλαψιάρ^κη φωνή, άν ό τρόπος πού μιλάω κάνει τούς άνθρώπους νά θέλουν νά φύγουν μακριά μου. Το κάνω ; )> « "Εαν τί πιστεύεις, Μ ύρνα; » « Έ γ ώ δέν το πιστεύω. Ή δική σας γνώ μ η ποιά εΐναι;») Μ ή μπορώντας νά καθυστερεί αιωνίως, οΰτε να π ει ψέμα τα οΰτε νά π εϊ καί τήν αλήθεια, ό Έ ρ ν εσ τ δείλιασε. « Ά ν μέ το “ γκρινιάρα” εννοείς οτι έχεις τήν τάση να παραπονιέσαι γιά τήν κατάστασή σου μέ τρόπο έπαναλητττικΐ) και δχι εποικοδο μητικό —τότε ναι, αύτό σ ’έχω άκούσει νά τό κάνεις», « 'Έ να π α ρ ά δειγμ α ; » « Σ ο υ υπόσχομαι 6τι θά σοΰ απαντήσω σ ’ αύτό», εΐπε ό Έ ρ ν εσ τ, άποφασίζοντας 6τι εΐχε φτάσει ή σ τιγμ ή γ ιά ένα σχόλιο διαδικασίας, « π ρ ώ τα ΰμως θά ήθελα νά σοΰ π ώ κάτι, Μύρνα. Μ ’ εντυπωσιάζει ή άλλαγή σου αύτές τΙς τελευταίες εβδομάδες. Έ γ ιν ε τόσο γρήγορα. Έ σ ύ τή συνειδητοποιείς;» « Τ£ είδους ά λ λα γή ; » « Τί είδους; Σχεδόν ά π ’ ολες τ ις απόψεις. Δες τί κάνεις — είσαι άμεση, εστιασμένη, μέ προκαλεΐς. Ό π ω ς λές, κρατιέσαι μέσα σ ’ αύτόν εδώ τόν χώρο. Μ ιλάς γ ι ’ αύτά πού συμβαίνουν άνάμεσά μας ι>. ί( Κι εΐναι καλό α ύ τό ; » « Εΐναι καταπληκτικό, Μύρνα. Χ αίρομαι πάρα πολύ πού το βλέπω. Γ ιά νά είμαι ειλικρινής, τταλαιότερα εΐχαν υπάρξει στιγμές πού Ινιωθα 5τι σχεδόν δέν παρατηρούσες πώ ς βρισκό μουν μέσα στό δω μάτιο μαζί σου. Ό τ α ν λέω ότι εΐναι κατα πληκτικό, εννοώ δτι κινείσαι πρός τή σω στή κατεύθυνση. Ά κόμα 6μως φαίνεσαι τόσο - π ώ ς νά τό π ώ ] τόσο μονόπλευ ρη* τόσο στνψή, σάν νά είσαι συνέχεια θυμωμένη μαζί μου. Κάνω λά θος;» « Δέν νιώθω θυμωμένη μαζί σας, άπλώ ς απογοητευμένη ά π ’ δλη τή ζω ή μου. Ε ίπα τε δμως 6τι θά μοΰ δώσετε παρα δείγματα τής γκρίνιας μου». Ξαφνικά αύτή ή γυναίκα, πού ήταν ώ ς τώ ρα υπερβολικά
!24S
Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ T H E ΖΩ Η Ε
αργή γιά τόν 'Έρνεστ, γινόταν σχεδόν υπερβολικά γρήγορη. Χρειαζόταν νά συγκεντρώσει δλη του τήν προσοχή στόν διά λογό τους, « Ό χ ι τόσο γρήγορα. Δέν τή δέχομαι αύτή τή λέξη, Μύρνα. Έ χ ω τήν αίσθηση δτι προσπαθείς νά μέ δέσεις μ"αυτήν, Έ γ ώ εΐττα δτι επαναλαμβάνεσαι, xoci. θά σοΰ δώσω Ινα παρά δειγμα: τά συναισθήματα σου γ ιά τόν διευθυντή σου. Πόσο ανεπαρκής εΐναι. πώ ς θά επρεπε νά κάνει τήν εταιρεία πιό αποτελεσματική, πώ ς θά επρεπε νά απολύσει, τούς ανίκανους εργαζόμενους, πώ ς ή καλή του καρδιά θά σοΰ στοιχίσει ενα κάρο λεφτά στό χρηματιστήριο - αύτοΰ τοΰ είδους τά πράγ ματα εννοώ. Α ύτά τά εχεις συζητήσει ξανά καί ξανά, συνεδρία τή συνεδρία. Ό π ω ς καί τά δσα έχεις πεΤ γιά τις ευκαιρίες σου να βρεϊς άντρα - καταλαβαίνεις τ£ εννοώ, ΈκεΤνες τις ώρες κατέληγα νά νιώθω πολύ λίγότερο συνδεδεμένος μαζί σου καί. λίγότερο ικανός νά σέ βοηθήσω επίσ ης». it Μά αύτά τά πράγματα μέ απασχολούν - μοΰ λέτε νά λέω αύτά πού σκέφτομαι». « Έ χ ε ις απόλυτο δίκιο* Μύρνα. Τό ξέρω 6τι εΐναι ^να δί λημμα, τό θέμα δμως δέν εϊναι τί λές* άλλά πω ς τό λές. Δέν θέλω δμως νά ξεφύγω ά π ’ αύτό πού επισήμανα νωρίτερα. Και μόνο τό γεγονός οτι μιλάμε τόσο άνοιχτά, ύποστηρίζει αύτό πού εΐπα πρίν άπό λιγη ώρα - δτι είσαι διαφορετική, δτι δου λεύεις καλύτερα καί πιό σκληρά μέσα στή θεραπεία »* tt Εΐναι ώρα νά σταματήσουμε γ ιά σήμερα, άς προσπαθή σουμε δμως νά ξεκινήσουμε άπό δώ τήν έπόμενη εβδομάδα. *Α ναί, ορίστε ό λογαριασμός τοΰ προηγούμενου μήνα » ,' « Χ μ μ », εΐπε ή Μύρνα, ξεσταυρώ νοντας τά πόδια της, χω ρίς νά παραλείψει νά τά σύρει έντονα τό Ινα πάνω στο άλ λο, nal διατρέχοντας τόν λογαριασμό πού της δόθηκε πρίν τόν χώσει στήν τσάντα της. « Τ ί απογοή τευσ η!)) ι. Στήυ *Λ|JLεp!,κή συχνά οΐ ψυχοβεραττευτές πληρώνονται μέ μηνιαία άμοιβή, γιά τήν οποΐα συνήίθως παίρνουν επιταγή. ( Σ . τ . μ . )
ΔίΠΛΗ ΕΚΘ ΕΤΗ
349
((Τέ εννοείς; » « Άκομίχ εκατόν ττενήντα τήν ώρα. Κ αμιά εκτττωσϊ; τώρα πού εΐμαι καλύτερη άσθενής ; »
Τήν έπόμενη εβδομάδα στή διαδρομή ττρός το θεραπευτικό ραντεβού ττ]ς, άκούγοντας γιά άκόμα μιά φορά τήν ύπα'ι'όρεύ ση τοΰ Έ ρ ν εσ τ γιά τήν άντι μεταβίβασή του, ή Μύρνα άττοφάσισε νά οδηγήσει τή συζήτηση στά σχόλιά του γιά τήν εμφά νισή της καΐ γιά τό ττόσο τόν τραβαΰσε σεξουαλικά. Δέν ήταν δύσκολο, « Τήν προηγούμενη εβδομάδα », άρχισε, « εϊττατε ΐ!τ. πρέ πει νά ξεκινήσουμε άπό κει πού σταματήσαμε )>. (( Ώ ραΐα, Ά πό ποΰ ν’ αρχίσουμε ;» (( Σ)τά τέλος της ττερασμένης συνεδρίας μιλούσατε γιά το ττόσο γκρινιάζω οτι δέν ύπάρχουν εύκαιρίες νά βρώ άντρα —)> <ί Μισό λετττό I Κάθε φορά αναπαράγεις τά λόγια μου σάν έγώ νά εΐπα γκρινιάζεις, Έ γ ώ δέν χρησιμοποίησα αΟτή τή λέξη - επαναλαμβάνω, δέν τή χργ^σιμοττοίησα έγώ. Έ γ ώ μίλη σα γιά κνκλικότητα και έπ α να λη π η κ ό τη τα στά οσα λές», Ή Μύρνα βέβαια ήξερε τί ελεγε. Γ χρινιάζει ήταν άκριβώς ή λέξη ττού είχε χρησιμοποιήσει έκεΤνος: τόν εϊχε άκούσει νά τή λέει στήν κασέτα. Βιαζόταν βμίος νά προχωρήσει, κι έτσι άφησε τό ψεματάκι του νά περάσειH Λ έγατε δτι τά δσα έλεγα γ ιά τις ευκαιρίες νά βρει κανείς άντρα εΐναι βαρετά. Π ώ ς δμως νά χειριστώ τήν κατάσταση, άν δέν μιλήσω γ ι ’αύτήν; » «Σ ίγουρα πρέπει νά μιλάς γ ι ’αύτά πού σοΰ προκαλοΰν τις μεγαλύτερες ανησυχίες στή ζωή σου. '"Οπως εΐπα, τό θέμα εϊναι πώ ς μιλάς γ ι ν ύ τ ά » . « Τ ί σημαίνει πώ ς ” ; » « Ά ς ποΰμε, έμοιαζες σάν νά μή μιλοΰσες σ ’ έμένα. Έ γ ώ ένιωθα ^ξω ά π ’αύτή τήν κυκλική σου ομιλία. Πολλές φορές μοΰ έλεγες άκριβώς τά ίδια πρ άγμ ατα - πόσο άδικη εϊναι ή
250
Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗ Σ ΖΩ Η Σ
αναλογία άνδρών-γι>ναικών, πώ ς πρόκειται, γιά εμπόριο σάρ κας. πώ ς γίνεται τώ τσεκάρισμα της γυναίκας ά π ’ τόν ΐζντρα μέσα σέ δέκα δευτερόλεπτα στά μπάρ τώ ν έργέντ)δων, πόσο απρόσωπες εΤναι οΐ υπηρεσίες γνω ριμιω ν στό ’Ίντερνετ. Καΐ κάθε φορά μιλούσες σάν νά μοΰ τ ά ’λεγες γιά πρώ τη φορά, σάν νά μήν εΐχες ποτέ σκεφτει ν'άναρωτηθεΤς μήπω ς αύτό τό ’χες ξαναττεΐ ή πώ ς θά μοΰ φαινόταν έμένα τό γεγονός ότι τό επαναλάμβανες τόσο συχνά». Σ ιω πή. Ή Μύρνα κοίταζε τό πά τω μ α. « Τί νιώθεις γ ι ’αύτό πού μόλις είπ α ; » « Προσπαθώ νά τό χωνέψω. Έ χ ε ι μιά γεύση λίγο πικρή. Σ υγγνώ μη πού δέν νοιώστηκα γιά τό πώ ς νιώ θα τε)). « Μύρνα, δέν σέ κατηγορώ, Εϊναι καλό πού ήρθε στήν επ ι φάνεια τό ζήτημα, κι εϊναι κοελό ττού σοΰ εΐπα πώ ς ένιωθα. Έ τ σ ι μαθαίνουμε ». <ί Εΐναι δύσκολο νά σκεφτεις τούς άλλους, 6ταν νιώθεις π α γιδευμένος, 6τ«ν νιώθεις 6τι στριφογυρνας σ ’ έναν φαΰλο κύ κλο J). ft β ά παραμείνεις 5μως στόν φαΰλο κύκλο, όσο εξακολου θείς νά πιστεύεις δτι πάντα φταίει κάποιος άλλος. Ό ανίκανος διευθυντής σου, άς ποΰμε, ή ή ζούγκλα τών γνωριμιών, ή το γεγονός οτι οι άνθρωποι τοΰ μάρκετινγκ εϊναι ήλίθιοι. Δέν λέω οτι τά πράγματα αύτά δέν ισχύουν. Λέω μόνο» —ό Έ ρ νεστ έδώ τά έδωσε 6λα, τονίζοντας μέ έμφαση μια μια λέξη— « δτι έγώ δέν μττορώ νά σέ βοηθήσοί) α ’ αυτά, Ό μόνος τρόπος πού μπορώ έγώ νά σέ βοηθήσω νά σπάσεις τόν φαΰλο κύκλο εΐναι εστιάζοντας σ ’ αύτό τό κάτι ττού ύπάρχει μέσα σον καί πού ενδέχεται νά προκαλεΐ ή νά χειροτερεύει αύτά πού συμ βαίνουν ». (C Μά πάω σέ μιά εκδήλωση πού γίνεται γιά νά γνωριστούν άδέσμευτοι άντρες καί γυναίκες, και ύπάρχουν δέκα γυναίκες γιά τόν κάθε άντρα »>, τώρα ή Μύρνα μιλοΰσε πιό διστακτικά, κι ή οργή άχνιζε στά λόγια της, « καί θέλετε νά εστιάσω στή όιχή μον ευθύνη γ ι’ αύτό ; »
0 1
ΔΙΠΛΙ^ ΕΚ ί · Ι ·!
« Περέμενε! Γιά πάγω σε τή δράση, Μύρνα ! Νά ’μχστε π ά λι πίσω στήν ϊδια ττερι,οχή. Ά κουσ έ με. Δέν διαφωνώ - εΐναι δύσχολο νά ψάχνεις νά ζευγαρώ σεις, Ά χο υ σ έ μ ε : <5έϊ^ δια φωνώ. Ή δουλειά μας 6μως έδώ είναι νά σέ βοηθήσουμε νά κάνεις αλλαγές στάν έαυτο σου που μπορούν να βελτιώσουν αύτή τήν κατάσταση. "Ακου, θά σου μιλήσω ανοιχτά. Είσαι μιά εξυτυνη καΐ άμορφη γυναίκα, πολυ ομορφη. Ά ν δέν ήσουν άλυΐϊοδεμένη άπό συναισθήματα πού σέ συνταράζοΐΛ^ -μίσος και θυμό* φόβο και ανταγω νιστικότητα-» τότε δέν θά είχες κανένα πρόβλημα νά γνωρίσεις έναν άντρα πού νά σο^ ταιριά ζει ». Ή Μύρνα ένιωσε νά κλονίζεται άπό τις απερίφραστες δη λώσεις τοΰ κυρίου Λ άς. Παρόλο πού ήξερε 6τι θ ά ’χρεπε νά μείνει σ 'α ύ τό καΐ ν’ απαντήσει στό επιχείρημά του. εκείνη έπέμεινε ν’ άκολουθήσει τά δικό τη ς πρόγραμμα- «Δ έν μοΰ έχετε ξαναπεΐ ποτέ δτι είμαι ομορφη », « Έ σ ύ δεν θεωρείς 6τι είσαι δμ ορφ η ; )> « Ά λλοτε ναί, άλλοτε οχι, Δέν τταίρνω δμως καΐ πολλή ε π ι βεβαίωση άτυ’ τούς άντρες, Θά μοΰ έκανε καλό νά έχω μιά άμεση επιβεβαίωση άπό σας «, Ό Έ ρ ν εσ τ έκανε μιά παύση. Π όσα νά π εΐ; Ή επίγνωση δτι θά έπρεπε νά έπαναλάβει τά λόγια του στο σεμινάριο τής άντιμεταβίβάσης σέ λίγες εβδομάδες τόν σταμάτησε. < ΐΈ χ ω τήν αίσθηση 6τι άν οι άντρες δέν σοΰ δείχνουν ανταπόκριση, αύτό δέν όφείλεται στήν εμφάνισή σου )>, « Ά ν ήσασταν μόνος, εσείς θ ’ άνταποκρινόσασταν στήν εμ φάνισή μου \ ϊ> « Κάνεις τήν ϊδια έρώτηση. Έ χ ω ήδη απαντήσει. Πριν άπό δυό λεπτά σοΰ εΐπα δτι είσαι ομορφη γυναίκα. Π ές μου λοι πόν, τί ττραγματίκά ρωτάς αύτή τή σ τ ιγ μ ή ; » « Ό χ ι , τώ ρα θέτω μιά δια ψ ο ρεη κή έρώτηση. Λέτε δτι είμαι βμορφη, άλλά δέν μοΰ εϊπατε άν εσείς θά άνταποκρινό^ σασταν στήν ομορφιά μου», UΆ ν θ ’ άνταποκρινόμουν; »
25^
Η ΜΑΝΑ KAJ TO MOHMA ΤΗΣ ΖΟΗΣ
« Κύριε Λάς, ύττεκφεύγετε* Νομ£ζ<4> 6τι καττοΛαβαίνετε τί εννοώ. *Λν μέ εϊχατε γνωρίσει 6χι σάν άσθενή σας άλλά σέ κάirotw κοινωνική γνωριμία, καΐ ήσασταν μόνος, τότε τΐ θά συν έβαινε; Θά μέ τσεκάρατε μέσα σέ δέκα δευτερόλεπτα καΐ θά φεύγατε άτυο κοντά μ ο υ ; θά μέ φλερτάρατε, ή θά προσπα θούσατε νά ττεράσουμε μια νύχτα μ αζί, σκοπεύοντας νά εξα φανιστείτε μ ε τ ά ;» « Μποροΰμε νά δούμε τί συμβαίνει μεταξύ μας σήμερα; Μέ βάζεις πραγματικά στό στόχαστρο. Π ώ ς έτσι; Τί περιμένεις νά πάρεις ά π ’ α ύ τό ; Τ ί συμβαίνει μέσα σου, Μ ύρνα; » (( Μά δέν κάνω αύτό ττού λέτε δτι θά ’πρεττε νά κάνω, κύ ριε Λάς ; Δέν μιλάω γιά τή <τχέση μας, γιά τό Ιδώ-καί-τώρα ;» ΐΐ Συμφωνώ. Δέν υπάρχει αμφιβολία, σ ’ αύτό τό θέμα τά πράγματα έχουν αλλάξει - πρός τό καλύτερο μάλιστα. Νιώθω ττολύ καλύτερα έτσι δπως δουλεύουμε τώρα, κι έλττίζω νά νιώ θεις κι έσύ τό ϊδιο Σ ιω πή . Ή Μύρνα άρνήθηκε νά συναντήσει τά βλέμμα του. « Έ λττίζω τό ϊδιο νά νιώθεις κι έ σ ύ ξ α ν α π ρ ο σ π ά θ η σ ε ό ■Έρνεστ. "Η Μύρνα έκανε ένα ανεπαίσθητο νεΰμα ^τι <ιυμφωνοϋσε. ί< Β λ έπ εις; Συμφωνείς μέ μιά μικροσκοτακή, μιά άπειρο ελάχιστη κίνηση τοΰ κεφαλιού! Τ ρία χιλιοστά τό πολύ. Αύτό άκριβώς εννοώ. Παραλίγο νά μήν το δώ. Εϊναι σάν νά θέλεις νά μου δώσεις 6σο λιγότερα γίνεται. Λ ύτό μέ προβληματίζει. Μου φαίνεται 6τι κυρίως ρωτάς, άντι νά μιλάς γιά τή σχέση μας ». « Μά έσεις είπατε -κ ι 6χι μόνο μιά φορά- ΰτι τό πρώτο στάδιο τϊ)ς αλλαγής εϊναι νά μαθαίνουμε τήν ανταπόκριση τοϋ άλλου σ 'εμ ά ς ϊι . « Ν ά μαθαίνουμε και ^ ’ αφομοιώ νουμε τήν ανταπόκρισή του. Σοιστά. Ό μ ω ς στίς τελευταίες μας συναντήσεις έσύ άπλώς συλλέγεις τήν ανταπόκρισή μου - σ ’ ένα σχήμα περισσότερο έρωταπάντησης. Θέλω νά πώ , έγώ σου δίνω ανατροφοδότηση, κι έσύ άμέσως προχωρείς σέ άλλη έρώ τηση».
ΔΓΠΛΗ ΕΚΘΒΕΗ
253
« Ά ντΙ ν ά ; » ίί Ά ν τί νά κάνεις Ινα σωρό πράγμ ατα . Γ ιά παράδειγμ,α* άντί νά στρέφεσαι πρός τά μέσα γ^ά νά εξετάσεις καί νά συ ζητήσεις καί νά μεταβολίσεις το νόημα αυτής τής άνατροοοδότησης. Π ώ ς σ ’ Ικανε νά νιώσεις. άν ένιωσες οτι άνταττοκρίνεται ή δχι στην αλήθεια, τι σου άνακίνησε μέσα σου, πώς ένιωσες ττού σοΰ τό εΤττα έγ ώ » . « Ώ ραΐα, εντάξει. Γ ιά νά εϊμαι ειλικρινής, μέ έκτιλήσσει πραγματικά νά σας άκούω νά λέτε δτι μέ βρίσκετε δμορφη. Δέν τό δείχνετε μέ τη συμπεριφορά σας». « Π ραγματικά πιστεύω 6τι εΐσαι 6μορφη^ έδώ δμως, μέσα σ^αύτό τό γραφείο, μ^Ινδιαφέρει ταό πολύ μιά βαθύτερη a'jvάντηση μαζί σου: μέ τήν ουσία σου, μέ τήν - τ ό ξέρω θά άκουστεΐ μελοδραματικό, άλλά θά τό π ώ - μέ τήν ψυχή σου ». ί( "^ϊσως δέν θά ’πρεττε νά έττιμείνω » “ή Μύρνα ένιωθε τήν ένέργεια να χάνεται άπό την ερώτησή της—ίί άλλά ή έμφάνισή μου εΐναι κάτι πολύ σημαντικό γιά μένα, καί συνεχίζω νά είμαι περίεργη γιά τό πώ ς μέ βλέπετε - πί^ιά χαρακτηριστικά της εμφάνισής μου σας ελκύουν, κι ή άλλη μου έρώτηση εΐναι, τί θά συνέβαινε άν είχαμε γνω ρισ τεί κοινωνικά καί δχι επ α γ γελματικά ;» Μ έ στανρώνει^ κλαψούρισε μέσα του ό Έ ρ νεσ τ. ‘Ο χειρό τερος έφιάλτης του γιά τό έδώ -και-τώ ρα εΐχε γίνει πραγματικότ7)τα, Ε ΐχε εξαντλήσει όλες τις οδούς διαφυγής. Πάντα φοβόταν 6τι κάποια μέρα θά τόν στρίμωχναν στή γωνία μέ αύτόν τόν τρόπο, Ό τυπικός θεραπευτής βέβαια δέν θ*απαν τούσε στήν έρώτηση, άλλά θά τήν αντανακλούσε στή Μύρνα και θά διερευνοΰσε δλες τις κρυμμένες της σημασίες: Γ ιατί κάνεις αύτή τήν έρώ τηση; ΚαΙ για τί τ ώ ρ α ; Καί τί φαντασιώ σεις κρύβονται πίσω τη ς; Π ώ ς θά ήθελες νά σοΰ απαντούσα; Αύτή ή οδός 6μως δέν υπήρχε γ ιά τόν Έ ρνεσ τ. "Έχοντας βασίσει ξεκάθαρα τή θεραπευτική του προσέγγιση στόν αυθεν τικό σύνδεσμο, δέν μποροΰσε τώρα νά τήν έγκαταλείψει καί νά ξαναγυρίσει στή σύμβαση. Τώρα δέν τοΰ έμενε τ ίπ ο τ ’ άλλο
254___________________________________________________ Η ΜΛΝΑ ΚΑΤ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗ Σ ΖΟ Η Σ
νά κάνει παρά να παραμεινει παστός στήν ακεραιότητά του και να βουτήξει στά παγω μένα νερά της αλήθειας. ίί Έ μφανισιακά εΐσαι δμορφη άπό κάθε άποψη - ίίμορφο πρόσωπο, ύττέροχα γυαλιστερά μαλλιά, καταπληκτική σίλουέτα - » ί( “ Σ ιλουέτα’’ εννοείτε το στήθος μου; » διέκοψε ή Μύρνα, λυγίζοντας ελάχιστα πρός τά τυίσω τή μεση της. « Έ , ναί, τά πάντα - τόν τρόπο πού στέκεσαι - πού ντύ νεσαι - πόσο λεπτή εϊσαι — δλ’ αύτά »it Μερικές φορές μοιάζει σάν νά κοιτάζετε τό στήθος μ ο υ — ή τά κουμπιά τοΰ πουκαμίσου μ ο υ ». Ή Μύρνα ένιωσε ένα κύ μα Ο ί κ τ ο υ καΐ πρόσθεσε: « Κι άλλοι άντρες τό κάνουν ». « Ά ν τό κάνω, 5έν είναι κάτι πού τό συνειδητοποιώ )), εΐπε ό Έ ρ νεσ τ. ^Τπερβολικά αναστατωμένος γιά νά κάνει αύτό πού ήξερε δτι θά ’πρεπε νά χάνει —νά τήν ενθαρρύνει νά έκφράσει σέ βάθος τό πώ ς εκείνη νιώθει γιά τήν εμφάνισή της, και μ ά λιστα γιά τό στήθος της^ προσττάθησε νά ξαναπιαστεϊ άπό στέ ρεο έδαφος. <ί Ά λλά, 0πως εΐπα, πράγματι θεωρώ 6τι εΐσαι μιά δμορφη γυναίκα ». if Α ύτό σημαίνει ^τι θά μου τήν πέφ τατε — εννοώ ίΐτήν υποθετική περίτττωση πού λ έ ω ; » « Κ οίταξε, δέν εΐμαι μόνος —έχω μιά σχέση έδώ καί αρκετό καιρό—, άν ομως δώ τόν έαυτό μου πώ ς ήμουν τότε, σ ’ εκείνη τήν περίοδο^ θά Ιλεγα δτι άνταποκρίνεσαι σέ 0λα τά έμφανισιακά κριτήρια πού έθετα. Κ άποια δμως άπό τά άλλα π ρ ά γ ματα πού συζητάμε έδώ, θά μέ σταματούσαν ». ίί Ό π ω ς ; » ο Ό π ω ς αύτό πού συμβαίνει α ύτή τή σ τιγ μ ή , Μύρνα. Πρόσεξε σέ παρακαλώ πολύ τι θά σοΰ πώ , Έ σ ύ συλλέγεις καΐ άττοθηκεύεις. Συσσωρεύεις πληροφορίες άπό μένα. άλλά 0έν δίνεις τίποτα σέ αντάλλαγμα 1 Π ιστεύω οτι τώρα προσπαθείς νά σχετιστείς μέ διαφορετικό τρόπο μαζί μου, άλλά δέν τό νιώθω σάν σύνδεσμο. Ά κ ό μ α δέν νιώθω οτι σχετίζεσαι μέ μένα ώς άνθρωπο - μοιάζει περισσότερο σάν νά μέ βλέπεις
ΔΙΠΛΗ EK B ESH ______________________________________________________________________________ 3 5 5
σάν μιά τράπεζα δεδομένων, τήν όποια κάνεις άναλή^ ψε^ς ». « ’Εννοείτε δτι δέν σχετίζομαι, έπειδή γχρινιάζω ; » « Ό χ ι , δέν εΐπα αυτό. Σήμερα ομως τελείωσε 6 χρόνος μας, Μύρνα, καί πρέπει νά σταματήσουμε, δταν δμως θά άκούσεις τήν κασέτα αυτής τής συνεδρίας θά ’θελα νά ττροσέξεις αύτό πού μύλις σοΰ εΐπα, γιά τό πώ ς σχετίζεσαι μαζί μου. Ν ομίζω δτι εΐναι το πιό σημαντικό πράγμα άπ^ δλα 6σα σοΰ έχω π ειιι.
Μετά τή συνεδρία ή Μύρνα δέν Ιχα σ ε χρόνο, ^βαλε άμέσως τήν κασέτα κι άκολούθησε τΙς οδηγίες τοΰ ’Έ ρνεστ, Ξεκινών τας ά π ’ τό σημείο πού ελεγε, « Οά ελεγα οτι άνταποκρίνεσαι σέ δλα τά έμψανισιακά κριτήρια πον ^ θ ετα )), άκοησε μέ μεγάλη προσοχή. (ί Κάποια δμως άπό τά άλλα πράγματα πού συζητάμε έδώ, θά μέ σταματούσαν... Π ρόσεξε σέ παρακαλώ πολύ τί θά σοΰ πώ. ’Ε^σύ συλλέγεις καί αποθηκεύεις. Συσσωρεύεις πλη ρ ο φ ο ρ ίε ς .ά λ λ ά δέν δίνεις τίποτα σέ αντάλλαγμα!... δέν νιώθω δτι σχετίζεσαι μέ μένα ώς άνθρωπο - μοιάζει περισ σότερο σάν νά μέ βλέπεις σάν μιά τράπεζα δεδομένων, ά π ’ τήν όποια κάνεις αναλήψεις,.. δταν δμως θ’ άκούσεις τήν κασέτα αύτης της συνεδρίας, θά 'θελα νά προσέξεις αύτό πού μόλις σοΰ εΐπ α ... Νομίζω οτι εΐναι τό πιό σημαντικό πράγ μα ά π ’δλα δσα σοΰ έχω πει». Α λλάζοντας κασέτα, ή Μύρνα ξανάκουσε τήν ύπαγόρεύση γιά τό σεμινάριο τής άντι μεταβίβασης. Μερίϊΐές φράσεις τ ώ ρα φαίνονταν πολύ εύστοχες: ΰέλει μέ κανέναν τρόπο νά σχετιστεί μαζί μσν^ και δέν το παραδέχεται με τίττοτα — επιμένει μάλιστα οτι αντο εϊναι κάτι
356
Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗ Σ ΖΩ Η Σ
παντελώς άσχετο. .. Πόσες φορές πιά είμαι υποχρεωμένος νά της εξηγήσω για τί εχει σημασία νά κοιτάξουμε τή δική μας σ χέ σ η ; ... Κάνει ίί^τι είναι δυνατόν γιά νά βξαψανίσει όποιοδήποτε ίχνος πλησιάσματος μεταξύ μας. Τίποτα α π 'δσα κάνω δέν τής είναι αρκετό, . , δέν ^χει τρυφερότητα... Εΐναι πολύ άπορροφτ^μένη άπ τόν εαυτό τ η ς ,. , δέν εϊναι δοτική». Σκέφτηκε πώ ς ίσως ό Λάς να είχε δίκιο. Π ραγματικά δέν τόν σκέφτηκα ποτέ, δέν σκέφτηκα τή δική του ζωή, τό ττώς νιώθει έκεΐνος, Λύτό δμως μττορώ νά τ ’ άλλάξω. Σήμερα. Α ύ τή τή στιγμή, οδηγώντας πρός τό σττιτι* Δέν μπόρεΐϊε δμως νά διατηρήσει τήν ττροσοχή της συγκεν τρωμένη πάνω άπό ενα-δυό λεπτά, Γ ιά νά ήσυχάσει, στράφη κε σέ μιά χρήσιμη ήρεμιστική τεχνική πού είχε μάθει, πριν άττό λίγα χρόνια σ ’ενα Σαββατοκύριακο διαλογισμού στό Μ πΙγκ Σούρ ( τό όποΐο άτυ' 6λες τ ις άλλες άπόψεις ήταν σκέ τη λη σ τεία ). Κρατώντας Ινα μέρος του μυαλοΰ της στόν αυ τοκινητόδρομο, μέ τό υπόλοιπο φαντάστηκε μι,ά σκούττα νά σκουπίζει ολες τΙς αδέσποτες σχέψΕίς πού ξεφύτρωναν, Ά φοΰ τό Ικανέ αύτό, συγκεντρώθηκε μόνο στήν αναπνοή της, στήν εισπνοή δροσερού αέρα καί στήν έκπνοή τοΰ αέρα πού εΐχε Ιλαφρώς ζεσταθεΤ μέσα στή φωλιά τών ττνευμόνων της. ΏραΤα. Μέ τόν νοΰ m o γαλήνιο τώρα, άφησε νά έμφανιστει τό πρόσωπο τοΰ "Έρνεστ Λ άς, ττρώτα χαμογελαστό και προσ ηλωμένο, επειτα συνοφρυωμένο, και στό τέλος νά ά;τοστρέφει τό βλέμμα, Τ Ις τελευταίες εβδομάδες* ά π ’ τή σ τιγμ ή πού άκουσε εκείνη τήν ύτταγόρευση, τά συναισθήματά της γ ι ’αύ τόν εΐχαν περάσει άττό χίλια κύματα. Π άντω ς ενα πράγμα πρέπει νά τοΰ τό αναγνωρίσω: δέν καταθέτει τά 6πλα. Τόν κρατάω τόν κακομοίρη σέ τεντωμένο σκοινί τόσες βδομάδες τώρα. Τόν κάνω νά ιδρώνει* Τόν μαστιγώ νω μέ τά ϊδια του τά λόγια. Κι δμα>ς τό αντέχει. Μένει σταθερός* Δέν παραιτεΐται. Καί δέν κάνει πονηριές: δέν ξεγλιστράει, δέν κάνει δό λιες υπεκφυγές, δέν ττροσπαθεΐ νά ξεφύγει μέ ψέματα, δπως
Δ]ΠΛΕ4 ΕΚΘΣΣΗ
>57
0ά ’κανα έγώ στή θέση του. Ε ν τ ά ξ ε ι, λέει μερικά ψεματάκια, άρνεΓται άς ττουμε 6τι μέ εϊπε
Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ T H £ ΖΩ ΗΣ
τοΰ συνοδηγοΰ. Έ β α λ ε μπρος τή μηχανή κι έτοιμάΐίτηκε νά ξαναπάρει τόν δρόμο της, εσβησε ^μως πάλι τή μίζα καΐ m>νέχισε νά σκέφτεται. Φαντάσου 6μως 'Λ της εϊχε π εΐ 6 μπαμπάς αύτά τά λ ό γ ια : α Μύρνα, σ ’ αγαπάω - Μύρνα, μέ κάνεις πολύ τυερήφανο σ ’αγαπάω - σ ’ αγαπάω - Μύρνα* εΐσαι ή πώ καταπληκτική εΐσαι ή πιά καταπληκτική κόρη πού μπορεΐ να ε^^ει ^νας π α τέρας )). ΚαΙ τί μ ’ α ύ τό; Και πάλι δλ’ αύτά θά ήταν π ιά χώμαΤ ά λόγια αποσυντίθενται άκόμα πιο γρήγορα κι ά π ’τον εγκ έ φαλο. Κι άν δέν της τ ά ’πε ποτέ, τΐ τυείράζει; 'Εκείνον τοΰ τά εϊπε ποτέ κανείς; Οΐ γονείς του; Ποτέ. Ά ν κρίνω άπο τΙς ιστορίες πού άκουγα γ ι ’ αύτούς —ό πατέρας του πού ρούφαγε το μπέρμπον σάν φίδι καί ττέθανε κιτρινιάρης και σιωτυηλός, κι ή μ ά να του πού ^κανε δυο φορές τό iSio λάθος καΐ. παντρεύτηκε άλλους δυό αλκοολικούς, Kt έγώ ; Έ γ ώ τοΰ τΙς εΐπα ποτέ αύτές τις λ έξεις; Τ ις εΐπα ποτέ σε κανέναν; Ή Μύρνα ρίγησε καί τράβηξε απότομα τάν έαυτό της άπά τήν όνειροπόλ7}ση, Αύτές οι σκέψεις έμοιαζαν νά μήν εΐναι δι κές της. Ή γλώσσα, ή αναζήτηση β^μορφων λέξεων. Καί οι α ναμνήσεις τού πατέρα της. Κι αύτά ήταν παράξενο. Πολύ στυάνια τόν Ιτησκεπτόταν στή σκέψη της. Κ αί ποΰ ττηγε ή από φασή της νά συγκεντρωθεί στάν κύριο Α ά ς ; Έ κ α νε άλλη μιά προσπάθεια. Γ ιά μιά στιγμή τον φαντά στηκε νά κάθεται πίσω άπ*το γραφείο του μέ τό συρόμενο κάλυμμα, τότε δμως άλλη μιά εικόνα άπό το παρελθόν ύττίΕρίσχυσε. Ά ργά τή νύχτα, Έ π ρ ε π ε νά κοιμόταν άπά ώρα. Π ρο χώρησε στόν διάδρομο στίς μύτες τών ποδιών, Μιά ακτίνα φωτός β γ α ίν ε κάτω ά π ’ τήν πόρτα τών γονιών της. Ψ ιθυριστές φωνές ΰΐκειότϊ)τας νά μουρμουρίζουν τ ’ δνομά της. « Ή Μ ύρνα». Θά ’ταν ξαπλωμένοι κάτω ά π ’ τά χοντρό πουπουλέ νιο πάπλω μα. Κουβέντες τοΰ κρεβατιοΰ. Κουβέντες γιά κεί νην. Ξάπλωσε στό πάτω μα πιέζοντας τό μάγουλό της στάν παγωμένο βυσσινή μουσαμά, πασχίζοντας νά δει κάτω άπά
ΔΙΠΛΗ ΕΚΘΕΕΗ_____________________________________________________________________________ ^
τήν ίτόρτα, ν’άκούσει τά μυστικά λόγια τών γονιών της γιά κείνην. Αύτή τη φορά, σκέφτηκε κοιτάζοντοίς το γουώκμαν ττ)ς, τύ Ιμαθα τύ μυστικό. Τώρα κατέχω τά λόγια. Αύτά τά λόγια, στύ Τ€λε£ωμα της συνεδρίας - πώ ς τά εΐπε άκριβώ ς; ’Έ[ϊαλε πάλι τήν κασέτα, τή γύρισε πίσω μερικά δευτερόλετττα καί άκουσε: .Μύρνα. Πρύσεξε σέ τταρακαλώ ττολύ τΐ θά σου πώ. ’Εσύ συλλέγεις καί άποθηκεύεις. Συσσωρεύεις πληροφορίες άπό μένα, άλλά όέν δίνεις rtitota σε αντάλλαγμα! Πιστεύω 6τι τώρα προσπαθείς νά σχετιστείς μέ διαφορετικό τρόπο μαζί μου* άλλά δέν τό νιώθω σάν σύνδεσμο, Άκόμα δέν νιώθω δτι σχετίζεσαι μέ μένα ώς άνθρωπο - μοιάζει περισσότερο σάν να μέ βλέπεις σάν μιά τράπεζα δεδομένων, ά π ’ τήν οποία κάνεις αναλήψεις)). Κάνει αναλήψεις άπό μιά « τράπεζα δεδομένων ». Κούνησε καταφατικά τό κεφ άλι.’Ίσ ω ς ό Λάς ν ά ’χει δίκιο. Άναψε τή μηχανή και ξαναμπήκε στόν αύτοκινητόδρομο 101 πρός Νότο.
Στό ξεκίνημα της επόμενης συνεδρίας καθόταν σιωπηλή. Άνυττόμονος βπως πάντα ό "Ερνεστ, προσπάθησε νά τήν παρο τρύνει: « Ποΰ ταξίδεψαν οι σκέψεις σου αύτά τά τελευταία λε π τά ; « Νομίζω οτι άναρωτιόμουνα πώ ς θά ξεκινούσατε αύτή τή συνεδρία ». c( ’Εσύ πώ ς θά προτιμούσες, Μ ύρνα; Ά ν £να τζίνι πραγμα τοποιούσε τήν επιθυμία σου, πώ ς θά^θελες νά ξεκινήσω; Ποιά rival τά καλύτερα λόγια ή ή καλύτερη έρώτηση;» « Θά μπορούσατε νά ττεΐτε, **Γειά σου, Μύρνα. Χαίρομαι ϊΓολύ πού σέ β λέπ ω ” », ' « Γειά σου, Μύρνα, Χαίρομαι ττολύ πού σέ βλέπω σήμε
200
Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ Τ Ο ΝΟΗΜΑ ΤΗ Σ Ζ Ω Η Ι
ρ α »), Ιπανέλαβε άμέσως 6 Έ ρ ν εσ τ κρύβοντας τήν ^κπλτϊξή του γιά τήν άπάνττ^τή της. Σ ε τυαλιότερες συναντήσεις μαζί της κάτι τέτοιες έξυτυνες τεχνικές άνοέγματος έττεφταν πάντα στο κενό, καί τώ ρα τής εΐχε κάνει τήν έρώτηση μέ ελάχιστες ελπίδες επιτυχίας, Τί θαΰμα που εΐχε γίνει τόσο τολμ η ρή ! Kt άκόμα πιό μεγάλο θαύμα ήταν το γεγονός οτι πραγματικά χαιρόταν πολύ ττού τήν εβλεπε. « Ευχαριστώ. Καλοσύνη σας ττού τό κάνατε, παρόλο πού δέν τό κάνατε καΐ πολύ καλά», « Έ ;» £ί Κολλήσατε μιά παραπάνω λέξη », εΐπε ή Μύρνα, « Τ ή λέ ξη €τήμ£ρα », « Τ ί ύτυαινίσσεσαι; » « Θυμάστε πού μοΰ λέγατε τιάντα, κύριε Λ άς, “ Μιά έρώ τηση δέν εΐναι έρώττ)ση, άν γνω ρίζεις τήν άπάντηση” ;» « "Έχεις δίκιο, άλλά κάνε μου τη χάρη. Μήν ξεχνάς, Μύρ“ να, δτι όρισμένες φορές Ινας θεραπευτής διαθέτει ειδικά πρθ“ νόμια στή συζήτηση ». if Λοιπόν, μοΰ φαίνεται έντελώς σαφές δτι ή λέξη “ σήμε ρ α ” υπονοεί δτι ττολλές φορές χαιρόσασταν πού μέ βλέ π α τε ». Μά εχει πραγμ ατικά περάσει τόσο λίγος καιρός, σκέφτηκε ό Έ ρ νεσ τ, άπό τότε πού θεωρούσα τή Μύρνα καθυστερημένη σέ διατΐροσωτηκό έττίττεδο; « Συνέχισε », εΐπε χαμογελαστός, « Γ ιατί νά μή θέλω νά σέ δ ώ ;» Ε κ είν η δίστασε. Δέν ήταν αύτή ή κατεύθυνση πού ήθελε νά πάρει ή ώρα τους. « Προσπάθ7}σε. Προσπάθησε νά μιλήσεις γ ι ’ αύτό τό θέμα, Μύρνα. Γ ιατί πιστεύεις δτι δέν χαίρομαι κάθε φορά πού σέ β λέπ ω ; Κάνε άπλώ ς ελεύθερο συνειρμό. Π ές ότιδήττοτε σοΰ έρχεται στόν νοΰ», Σιωττη- Ή Μύρνα ένιωθε λέξεις ν’ άνακινοΰνται, νά φουσκώ νουν. Π ροσπάθησε νά έπιλέξει κάποιες, νά τις συγκρατήσει.
ΔΙΠΛΗ ΕΚΘΕΣΗ
β6 ι
άλλά ήταν πάρα ττολλές χαι ξεχύνονταν δλες μ αζί ταχύτατα στό μυαλό της. « Γ ιατί δέν χαίρεστε που μέ βλέπ ετε; » ξέσπασε. « Γ ια τ ί; Ξέρω γ ια τί. Έτυειδή είμαι χοντροκομμένη καΐ χυδα(« καί κ α κόγουστη )> -δέν θέλω νά τό κάνω αύτό, σκέφτηκε, άλλά της ήταν άδύνατο νά σταματήσει, ενιωθε δτι Ιπρεττε να σπάσει, τό άπύστημα» νά καθαρίσει τόν χώρο άνάμεσά το υ ς- « xt έτιειδή ίΐμ α ι άχαμτΓτη και to ριορισμένη καί ποτέ δέν λέω τίποτα ίμορφο καί τίπ ο τα π ο ιη τικ ό ! >ι Φ τάνει, φ τά νει! εΐπε στόν έαυ τό της, προσπαθώντας νά σφίξει τ ά δόντια καί νά κλειδώσει τό στόμα της. ’Α λλα τά λόγια τώ ρκ ξεπηδοϋσαν μέ μιά δύνα μ η πού δέν μποροΰσε νά της άντισταθεϊ και τά ξερνοΰσε άπό μέβτα τ η ς ; « Καί δέν εΐμαι τρυφερή, κι οΐ άντρες θέλουν νά φύ γουν μακριά μου - εχω μόνο όξεϊες γω νίες, άγχω νες, γόνατα - κι εΐμαι τελείως αχάριστη καί μολύνω τή σχέση μας μιλών τας γ ιά τήν πληρω μή σας κ α ΐ-κ α ί - » Σ τα μ ά τη σ ε γ ιά μιά σ τιγμή κι έτυειτα τελείωσε μέ μιά ιδιότροτυη ν ό τα :
ϊ
63
η
ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ Τ Η Σ ΖΩΗΣ
ί< Μ άλλον», Ή Μύρνα ττηρε μερικές βαθιές άνάσες. « Τά λόγια αύτά βγηχαν άπό μόνα τους. 'Ή θελαν wol είττωθοΰν ». « "Ένα μεγάλο φορτίο θυμοΰ άπέναντί μου - ίσως απέναντι καί στούς δυό μ α ς». « ΚαΙ στους δυό μ α ς ; ΚαΙ σ ’ έσοίς καί σ ’ έμ ένα; Mnopet νά \oLi αλήθεια. Πού δμως λιγοστεύει. "Ισως γ ι ’ αύτό μπόρεσα νά, τά πώ σήμερα αύτά τά π ρ ά γμ α τα » . « Εΐναι. ώραία ή αίσθηση ΰτι μ ’ έμτηστεύεσαί τιερίσσότερο », « Σ τήν πραγματικό TTjra σήμερα ίίλλα ήθελα νά πώ », « Ό π ω ς ; » Ό "Ερνεστ άνα7Γήδτ}σε σ ’ αύτή τήν ιδέα —οτιδή ποτε προκειμένου ν*αλλάξει ή κατεύθυνση τής συζήτησης. Καθώς ή Μύρνα εκανε μιά παύση γιά νά ξαναβρεΤ τήν άναττνοή της, 6 'Έ ρνεστ άνοώογίστηκε τήν παράξενη διαίσθησή της, αύτό τό λεκτικό ξέσπασμα πού τόν εκανε νά παγώσει. Α πίστευτο πώ ς κατάλαβε τόσο πολλά γιά χεΤνονΙ Π ώ ς τά ή ξερε; Μόνο ένας τρόπος υ π ή ρ χε: ή ασυνείδητη ένσυναίσθηση. Αύτό άκριβώς πού έλεγε ό Δόκτωρ Βέρνερ. Νά λοιπόν πού ό Βέρνερ εΐχε δίκιο εξαρχής, σκέφτηκε. Γιατί δέν έπέτρεψα στόν έαυτό μου νά μάθω κάτι άτυό κείνον; Τ ι ηλίθιος, τί βλάκας πού ήμουνα. Π ώ ς τό εΐπε ό Βέρνερ; Ό τ ι εΐμαι ένα εικονοκλαστικό Katsienjammer K id; Μ άλιστα, ϊσω ς λοιπόν έφτασε ή ώρα νά έγκαταλείψω Ινα μέρος ά π ’ τήν παιδιάστική μου αμφισβήτηση καΐ τό ξεμπρόστιασμα τών μεγαλύτερων δέν είναι δλα 0σα λένε βλακείες, Δέν θ ’ αμφισβητήσω ποτέ ξανά τή δύναμη της ασυνείδητης ένσυναίσθησης. "Ισως αύτό τό είδος εμπειρίας νά όδήγησε τόν Φρόυντ νά πάρει στά σο βαρά τήν ιδέα της τηλεπαθητικής επικοινωνίας, « Ποΰ ΤΓϊ^γαίνουν τώρα οι σκέψεις σου, Μ ύρνα;» εΐττε τελικά, ίί Εΐναι τόσα πολλά αύτά πού θέλω νά πώ* Δέν εΐμαι σί γουρη άπό ποΰ ν’ αρχίσω. Χθες τή νύχτα εΐδα Ινα όνειρο », ’Έ βγα λε ένα σπιράλ σημειωματάριο. « Βλέπετε, τό σημείωσα —αύτό εΐναι πρωτοφανές ». H Παίρνεις σ τ ’ αλήθεια τή δουλειά μας πολύ περισσότερο στά σοβαρά ».
ΔΙΠΛΗ ΕΚΘΕΣΗ
263
« Π ρ έπ ει ν’ άποσβέσω τά έκατάν πενήντα δολάρια. "Ώ χ!» Σκέπασε το στόμα μέ τα χέρια της. « Δ έν τό *ί}θελα, συγγνώ μη, τυατήστε d elete)). ίί Παττάω delete. Έ π ια σ ε ς μόνη σοι> τον έαυτό σου - αύτό cTvai πολύ καλό. *Ίσως να σέ αναστάτωσε τύ γεγονός οτι σου £κανα ενα κομ π λ ιμ έντο)), Ή Μύρνα συμφώνησε άλλά βιάστηκε νά συνεχίσει και διά βασε τό δνειρό της άπ" τό σ η μειω μ α τάριο: Π ηγαίνω νά ψτιάξϋύ τη μύττ^ μον, Μ ον βγάζουν τονς ετιιόέσμονς, μ ύτη μον είναι εντάξει, άΑΑα τό δέρμα. Ρχει ζαρώσει ^ τρα β η χ τεί πρός τά 7ΐάνα> και τό στόμα μ ον δέν μ πορεΐ νά ί^λείσει, είναι μιά τεράστια σκοτεινή τρύπα πον χάσκει καί πιάνει τό μισό μον ίΐρόσο*πο. Φαίνονται οί ά μνγδα λές μ ο ν — τεράστιες^ πρησμένες. Κ αίνεf εΐναι Ηατακόχχινες, Τότε έρχετα ι ^ α ς γιατρός μ έ μ ιά άλω γόροί τον. Ξαφνικά μπορώ νά κλείσα) τό στόμα μον, Μον χάνει έρωτήοεις άλλά δέν άπαντάω. Λεν θέλο) ν^ άνοιξα) τό στόμα μον και νά τον δείξω τήν τεράστια σκοτεινή τρύπα.
ίί Μέ μιά ά λ ω ; » ρώτησε ό Έ ρ νεσ τ, 0ταν εκείνη σταμάτησε. <ί Ξέρετε τί εννοώ, ακτινοβολία, ιερό φως, φωτοστέφανο )>. « Ά , σωστά. Ναί, άλως. Λοιττόν, Μύρνα, τί σκέψεις κάνεις έσύ γ ιά τό όνειρο ; » « Ν ο μ ίζω δτι ξέρω τί 6ά πείτε έσεΐς γ ι ’αύτό», «Μ είνε στή δική αον έμπειρία. Π ροσπάθησε νά κάνεις έλεύθερο συνειρμό. Ποιό εΐναι τό πρώ το πράγμα πού σοΰ ερχεται, δταν σκέφτεσαι τό ονειρο; » ίί Ή μεγάλη τρύπα στό πρόσωπό μ ου». ίί Τ ί σοΰ έρχεται στόν νου, όταν τή σκέφ τεσαι; » (ί Σπηλαιώ δης, αβυσσαλέα, τρομερή, μαύρη σάν μελάνι. Κι άλλα; ί) <ΐ Συνέχισε ». «Γιγάντια* τεράστια, πελώρια, τερατώ δης, ταρταρώδης ». « Τ α ρ τα ρ ώ δ η ς;»
a 64___________________________________________________ Η ΜΑΝΛ ΚΑΓ ΤΟ ΝΟΗΜΑ Τ Η Σ ΖΩ Η Ε
c< Ε ννοώ τήν κόλαση — ή τήν ίίβυσσο ττέρα αττ’ τόν Ά δ η , δτΓου ήταν φυλακισμένοι οί Τ ιτάνες »* « Ά , μάλιστα. Ενδιαφέρουσα λέξη, Χ μμ γυρίσουμε δμως στό 6vetpo, Λ ές δτι ύπάρχει κάτι πού δέν θέλεις νά τό δοΰν ot γιατροί ί καΐ υποθέτω 6τι ό γιατρός εΐμαι έ γ ώ ; » « Π ώ ς νά τό αμφισβητήσει κανείς αύτό; Δέν θέλω νά δεϊτε τή μεγάλη σκοτεινή τρύπα, αύτο το κενόΐϊ* « Κι άν ανοίξεις τό στόμα σου, θά τό δώ. Γ ι'α ύ τ ό φυλάγε σαι και μετροίς τά λόγια σου. Τό βλέπεις άκόμα τό δνειρο μπροστά σου, Μ ύρνα; Είΐναι άκόμα ζω ντανό; » Ή Μύρνα έγνεψε ναί. « Συνέχισε νά τό παρακολουθείς - ποιό κομμάτι του τρα βάει τώρα τήν προσοχή σ ου; » « Ot αμυγδαλές ~ σ* έκεινο τό στ)μεϊο υπάρχει πολλή ενέρ γεια ». « Κ οίταξέ τες, Τ ί βλέιτεις; Τ£ σοΰ έρχεται στο μυαλό;» «Κ αϊνε, ζεματανε»,
« Συνέχισε )>. α Κοντεύουν νά σκάσουνε, είναι πρησμένες, αιματώδεις* διογκωμένες» έξοιδημένες, προεξάρχουσες ■ « Έ ξοιδημένες, προεξάρχουσες; Σάν τήν άλλη λέξη πού χρησιμοποίησες — τ α ρ τ α ρ ώ δ ε ι ς Τ ί λές γι*αύτές τΙς λέξεις, Μ ύρνα; » « Τ ή ν ττερΐχσμένη εβδομάδα ξεφύλλιζα ένα λεξικό cf Χ μμ, θά ’θελα ν’ άκούσω κι άλλα γ ι ’ αύτό, τυρός τό παρόν δμως άς μείνουμε στό δνειρο. Οί άμυγδοιλές σου εΐναι ορατές άν άνοίξεις τό στόμα σου* Τό ϊδιο και τό κενό. Κι εΐναι έτοι μες νά σκάσουν. Τί θά βγει άτυό μέσα τ ο υ ς ; » « Πύον, ασχήμια* κάτι φρικτό, απαίσιο, απωθητικό, αη διαστικό, βδελυρό, μιαρό, σεστρός —» « Π άλι τό λεξικό;»
Ή Μύρνα κούνησε καταφατικά τό κεφάλι. « Ε π ο μ έ ν ω ς τό δνειρο ύτταινίσσεται δτι πηγαίνεις σ^ίναν γιατρό —έμένα—καί ή δουλειά μας αποκαλύπτει κάποια π ρ ά γ
ΔΙΠΛΗ ΕΚΘΕΣΗ
365
ματα πού δέν θέλεις να φανουν, ή πού δέν θέλεις να τα δώ εγώ - Ινα μεγάλο κενο καί αμυγδαλές πού εΐναι έτοιμες νά οχά-σουν καί νά ξεράσουν κάτι σιχαμερό. Γ ιά κάποιο λόγο οί κόκ κινες αμυγδαλές πού καΤνε μοΰ θυμίζουν αύτό πού συνέβη πρίν άπό λίγη ώρα, δταν ξεχύθηκαν άπό μέσα σου ^λα εκείνα τά λόγια ϊ>, Ή Μύρνα συμφώνησε πάλι, « Μέ συγκινεΐ πού έφερες αύτό τό βνειρο >ι, εΐττε ό ’Έρνεστ. « ΕΙΐναι σημάδι εμπιστοσύνης σ ’ έμένα καί σ ’ αύτό πού κάνου με μ αζί. Έ κ α ν ες καλή δουλειά —πρ α γμ α τικά πολύ καλή δου λειά ». Σταμάττ)σε. « Μ πορούμε τώ ρα νά μιλήσουμε γιά τό λεξικό;» Ή Μύρνα άφηγήθηκε τό έντονο τέλος της ττοιητικης ττ)ς καριέρας, δταν ήταν παιδί, καί τήν αυξανόμενη έτπθυμία της νά γράψει £να ποίτιμα. « Σήμερα τό πρω ί, κ α θ ί^ σημείωνα τό όνει ρό μου, ήξερα δτι θά ρΐοτούσατε γιά τήν τρύπα καί γιά τις αμυ γδαλές, κι έτσι έψαξα νά βρώ κάποιες ενδιαφέρουσες λέξεις ». « Έ γ ώ τό άκούω σάν νά ήθελες κάτι άπό μένα »* «Ε νδια φ έρ ον, φαντάζομαι, *Ήθελα νά πάψω νά είμαι βα ρετή ». « Α ύτά εΐναι δικά σου λόγια, Έ γ ώ ποτέ δέν τά εΐπα ». « Kt δμως, έξακολουθώ να είμαι πεττεισμένη δτι ετσι νιώ θετε γ ιά μένα ». « Θέλω νά ξαναγυρίσουμε σ ’ αύτό, πρώ τα βμως θά ήθελα νά δοΰμε κάτι ίίιλλο μέσα στό ονεψο - τό φωτοστέφανο πού περιβάλλει τόν γιατρό », ((Τήν άλω - ναί, αύτό ήταν παράξενο* Φ αντάζομαι δτι τώ* ρα σας εχω βάλει στήν κατηγορία τοΰ καλοΰ ανθρώπου « Έ χ ε ις λοιπόν καλύτερη γνώ μ η γ ιά μένα κι ίσως νά θέ λεις νά έρθεις πιό κοντά μου, άλλά τό δίλημμα είναι δτι, άν Ιρθουμε πιό κοντά, ίσως έγώ ν^άνακαλύψω γ ιά σένα κάποια πράγματα πού σέ κάνουν νά ντρέττεσαι: ϊσω ς ένα κενό μέσα σου, ϊσως κάτι άλλο - μιά εκρηκτική οργή, μιά περιφρόνηση γ ιά τόν έαυτό σου». Κ οίταξε τό ρολόι του. «Α υπαμ αι πού
266
Η ΜΑΝΑ ΚΑί ΤΟ ΝΟΗΜΑ Τ Η Σ Ζ ΩΗΣ
Ίτρέπει να σ ^μ α τή σ ο υ μ ε. Ή ώρα χύλησε πάρα πολύ γρήγο ρα. Θά το ξαναπώ, κάναμε πολύ καλή δουλειά σήμερα, ^Ηταν ώραϊα μαζί σου
"Η σκληρή δουλειά συνεχίστηκε, μέ πολύ γερές θεραπευτικές συνεδρίες να διαδέχονται ή μία τήν άλλη. Βδομάδα μέ τη βδο μάδα ό "Ερνεστ καΐ ή Μύρνα έφταναν σέ νέα επίπεδα εμπι στοσύνης. Ε κ είν η δέν εΐχε ποτέ pLσκάρε[, ν’ άποκαλύψει τόσο πολλά γιά τόν έαυτό της. Έ κεΐνος ένι,ωθε προνομιούχος πού ήταν μάρτυρας τής μεταμόρφωσής της. Γ ιά κάτι τέτοιες εμ πειρίες εϊχε γίνει ψυχοθεραπευτής. Δεκατέσσερις έβδομάδες έπειτα ά π ’ τήν ήμέρα πού πρωτοπαρουσιασε τή Μύρνα στό σεμινάριο άντι μεταβίβασης, κάθισε στό γραφείο του μέ τό μ ι κρόφωνο στό χέρι κι έτοίμασε άλλη μιά τιαρουσίαση. « 'Τπαγόρευση σημειώσεων άπό τόν Έ ρνεστ Λάς γι,ά τό σε μινάριο άντιμεταβίβασης. Σ τή διάρκεια τών προηγούμενων δεκατεσσάρων εβδομάδων τόσο ή άσθενής μου δσο καί ή θε ραπευτική διαδικασία ύπέστησαν εκπληκτικές μεταβολές, Ε ΐ ναι σάν νά μπορώ νά χωρίσω τή θεραττεία σέ δύο φάσεις: πρίν καί μετά τό ατυχές μου σχόλιο γιά τήν μπλούζα, )) Μόλις πρίν άπό λίγα λεπτά ή Μύρνα εφυγε άπό τό γρα φείο μου, και συνειδητοποίησα πόση Ικπληξη ^ι^ιωσα πού ή ώρα πέρασε τόσο γρήγορα. Καί μιά θλίψη πού τήν εΐδα νά φεύγει. ’Λ πίστευτο, Παλιά μ ’εκανε νά βαριέμαι. Τώρα εΐναι ένας άνθρωπος ζωντανός καϊ σου κεντρίζει τό ενδιαφέρον, "Εχω πολλές έβδομάδες ν’ άκούσω γκρίνια. Κάνουμε πολλά άστεϊα —εΐναι τόσο εύστροφη πού δυσκολεύομαι νά τήν πα ρακολουθήσω. Εϊναι ανοιχτή, κάνει ενδοσκόπηση, φέρνει εν διαφέροντα όνειρα, τήν εχει πιάσει μάλιστα καί μιά μανία μέ τις ενδιαφέρουσες λέξεις. Δέν άκούω πιά μονολόγους: έχει απόλυτη συνείδηση δτι βρίσκομαι κι έγώ στά δωμάτιο, κι ή διαδικασία μας έχει αποκτήσει μιά αρμονική διάδραση.
ΔΙΠΛΗ ΕΚ Θ ΕΣΗ
367
Χαίρομαι πού τή βλέπω^ δπως χαίρομαι καί γιά τούς ίέλλους άσθενεΐς μου - ϊσως και περισσότερο. » Τό έρώτημα που κερδίζει τό βραβείο δμως εΐναι; Πώς κατόρθωσε τό σχόλιο γιά τήν μπλούζα μου νά πυροδοτήσει μιά τέτοια μεταμόρφωση; Πώς νά ανακατασκευάσω καί να έρμητ'^εύσω τά γεγονότα τών τελευταίων δεκατεσσάρων ε βδομάδων ; » Ό Δόκτωρ Βέρνερ ήταν σίγουρος δτι έκεινο τό σχόλιο γιά τήν μπλούζα ήταν £να κατάφωρο σφάλμα, δτι θά οδη γούσε στή ρήξη της θεραπευτικής συμμαχιας. Σ ’ αύτό εϊχε άττόλυτο άδικο. Τό επιπόλαιο, αναίσθητο καρφί μου άποδείχτηκε τό καίριο γεγονός της ψυχοθεραπείας! )>Ό Δόκτωρ Βέρνερ εΐχε δμως καί δίκιο -πραγματικά πολύ δίκιο- γιά τήν Ικανόττττα τοΰ ασθενούς νά συντονίζεται μέ τήν άντι μεταβίβαση τοΰ θερατυευτη. Ή άσθενής μου άντιλήφθηκε διαισθητικά δλα σχεδόν τά άντιμεταβιβαστικά συν αισθήματα πού περιέγραψα στήν προττγούμενη παρουσίαση. Καί μέ απίστευτη ακρίβεια. Αυτό άρκεϊ γιά νά μέ κάνει κλαϊνικό.* Δέν της ξέφυγε τίττοτα. Μ ’Ιττιασε σέ δλα τά σημεία. Ό λα ανεξαιρέτως τά σχόλια πού άνέφερα στήν ομάδα τήν προηγούμενη φορά πού παρουσίασα τή Μύρνα, υποχρεώθηκα νά τά παραδεχτώ άνοιχτά μπροστά της. *Ίσως τελικά νά ισχύει άκόμα καΐ ή παραψυχολογία. Τι σημαίνει λοιπόν πού ή έρευνα δέν έχει κατορθώσει να έτταναλάβει τά θετικά εόρήμ α τα ; Έ να τόσο έντυπωσιακό γεγονός 6πως αύτό άποδεικνύει ττερίτρανα ττόσο λίγη σημασία ^χει ή εμπειρική έρευνα, )) Γιατί εΐναι καλύτερα; Ποιός άλλος λόγος θά μποροΰσε νά ύτΐάρχει^ έκτός ά π ’ τήν άφύττνισή της άπό τό σχόλιο πού έκανα γιά τήν μπλούζα μου; Αυτό τό περιστατικό μοΰ άπέδειξε δτι άκόμα καί ή σκληρή ειλικρίνεια έχει τή θέση της, αύ τό πού στήν κοινότητα Synanon^ όνόμαζαν “ σκληρή αγάπη” . 1, *Εννοεί οπαδό τώ>ί θεωριών τής MeLanie Klein γιά τήν ασυνείδητη έττ:ικοινωνία μεταξύ θεραττευύμενου κιχί 6ερ(χπευτη. { Σ . χ . μ . ) 2. Μεγαομάδες ψυχοθεραπιείί3ες τών 3εκο££τιώυ ’60-'70 πού βαφτίζονταν σέ αυστηρούς κανόνες χαι έντονη άντιτΐαράβεαττ, μΕταξύ τών μίελών. { Σ . τ . μ . )
ώ68
η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗ Σ ΖΟ Η Σ
Ό θεραπευτής δμως πρέττει νά τή στηρίζει, πρέττει να τταραμένει παρών, νά παραμένει ειλικρινής μέ τόν άσθενή. Αύτο άπαιτεΤ μιά σχέση κοιλά θεμελιωμένη, ή όττοία θά δώσει τή δυνατότητα καΐ στόν θεραπευτή καΐ στόν θεραπευόμενο ν^άντέξουν τή θύελλα ττού θ ’ακολουθήσει Σ τή δική μας δι κομανή έποχή άτταΐτεί καΐ πολύ κουράγιο. Τήν τελευταία φορά πού παρουσίασα τή Μύρνα, κάποιος —νομίζω ή Μπάρ μπαρα- χαρακτήρισε τό σχόλιο γιά τήν μπλούζα “ θεραπεία συγκλονισμού” . Συμφωνώ: άκριβώς αύτά ήταν. Έ κανε τή Μύρνα ν’ άλλάξει ριζικά, καΐ στήν ττερίοδο πού άκολούθησε τάν συγκλονισμό άρχισα να τή συμπαθώ περισσότερο. Θαύ μαζα τάν τρόπο μέ τάν όποιο παρέμενε σταθερή κι έπέμενε να της δίνω άμεση ανατροφοδότηση. Εΐναι πολύ γενναία. Πρέπει να εχει διαισθανθεί τόν αυξανόμενο θαυμασμό μου γιά κείνην. Οι άνθρωττοι αγαπούν τάν έαυτό τους, όταν βλέ πουν νά καθρεφτίζεται μιά εικόνα άγάττης γιά τό πρόσωπό τους στά μάτια κάποιου, ό όποιος μετράει πραγματικά γ ι’ αυτούς ». Τήν ώρα ττού δ Έ ρ ν εσ τ υπαγόρευε τις σημειώσεις του γιά τό σεμινάριο, ή Μύρνα όδτ^γοΰσε πρός τό σπίτϊ καΐ σκεφτόταν κι εκείνη τΙς τελευταίες συνεδρίες ττ}ς ψυχοθεραπείας, « Καλή» γερή δουλειά », τήν εΐχε ττεΤ ό Α άς, και πραγματικά ^τσι ήταν, "^Ηταν ττερήφανη γιά τάν έαυτό της. Τ ις προηγούμενες έβδο μάδες εΐχε άνοιχτεΤ ττερισσότερο άττό ποτέ, Ε ϊχε πάρει μ εγά λα ρίσκα. Ε ΐχε βγάλει στά φώς καΐ εΐχε συζητήσει δλες τις πλευρές της σχέσης της μέ τάν Έ ρ ν εσ τ Λ άς. Έ κ τ ό ς άπό μία, βέβα ια : δέν τοΰ εΐχε άποκαλύψει 6τι εϊχε άκούσει τήν ύπαγόρευσή του. Γιατί δέν τό εϊχε κάνει; Στήν αρχή μόνο καΐ μόνο γιά να άπολχύσει τήν ευχαρίστηση νά τάν βασανίζει μέ τά ϊδια του τά λόγια. Γ ιά να εΐναι ειλικρινής, τό είχε εύχαριστηθεϊ πού τόν μαστίγωνε μέ τήν κρυφή της γνώση, ’Τττηρχαν φορές ~ ίδίΰΐς 6ταν έκεΐνος εμοιαζε τόσο εύχαρισττ}μένος μέ τάν έαυτό του, τόσο άνετος και βέβαιος γιά τήν ανώτερη σοφία το υ - πού
ΑΙΠΛΗ ΕΚΘΕΣΗ______________________________________________________ __________ ^^9
ή Μύρνα διασχέδαζε φανταζόμενη τό πρόσωπό του, δταν θα του ^λεγε τελικά τήν άλήθεια. Τ ά πράγματα δμως (ίλλοεξαν. Τ ΐς τελευταίες εβδομάδες, κα θώς ήρθε πιό κοντά του, ή κατά<ττα<Γη αύτή είχε πάψει σχεδόν νά εϊναι διασκεδασηκή, Τό μυστικό της εΐχε γίνει βάρος, evoc έκνευριστικό βουγ^τό πού ήθελε νά τό διώξει. Μ άλιστα εΐχε προβάρει τή σκηνή δττου τό δμολογοΰσε. Πολλές φορές ΙμτταιVC στό γραφείο τοΰ Έ ρ ν εσ τ κι επαιρνε βαθιά άνάσα μέ τήν πρόθεση νά του τά ττεΐ δλα, Δέν τοϋ τά εϊχε π εΐ ίμ ω ς ποτέ iv μέρει έττειδή Ινιωθε άσχημα ποΐ> τοΰ τό "κρύβε τόσον καιρό, iv μέρει έττειδή νοιαζόταν αληθινά γ ιά κείνον. Ό Λ άς εϊχε τνχ,ίξ ίΐ μ ’ άνοιχτά χαρτιά: δέν εΐχε άρνηθεΤ κανένα άττό τά πρά γ ματα πού τοΰ εΐχε προσάψει - σχεδόν κανένα. Ε ϊχε παραμείvei άφοσιωμένος στό νά νιώσει έκεένη χαλά. Γ ιατί νά τόν φέpcL τόν κατ^μένο τώρα σέ δύσκολη θέση; Γ ιατί νά τόν πλη γώ σει; Αύτό ήταν τό κομμάτι του νοιαξ£ματος. ^Τττηρχε δμα>ς κι ΐΕλλος ένίχς λόγος. Τ ής άρεσε νά κινεί τά νήματα* της άρεσε ή διέγερση πού της πρόσφερε ή κρυφή γνώση. ‘Η κλίση της πρός τά μυστικά εκφραζόταν μέ έντελώς άπρόβλετΓτο τρόπο, Μέ τό λεξικό στό χέρι περνούσε τά βρά δια της γράφοντας ποιήματα γεμ ά τα μέ μοτίβα έξαπάττ)σης^ μ υ σ τ ικ ό τη ^ ς, εικόνες γραφείων μέ συρόμενα καλύμματα καΐ μυστικές κρύτττες. Τ ό 'Ίντερ νετ της πρόσφερε τήν £5ανική διέ ξοδο» και εΐχε στείλει πολλά ποιήιματα στό chat room τοΰ einglepoet. com. Κοιτάζω τιρος τά επάνω Σ έ σφραγισμένες γΐονιές^ κρύτττες μιάς χερήθρας Πού φουσκώνει από νεκτορώδη μυστήρια, 'Ό ταν μεγαλώσω &ά εχω κι εγώ τονς θαλάμους μου, Νά τούς γεμίσω με ένήλιπη μυστικότητα.
Τό μυστικό πού δέν εΐχε ποτέ άποκαλύψει στόν πατέρα της Ιτυαιρνε δλο και πιό κεντρική θέση στή σκέψη ττ}ς. Έ νιω θ ε
270
Η ΜΛΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ Τ Η Σ ΖΩ Η Σ
τώρα τήν παρουσία του m o πολύ άπό ποτέ. *ii αδύνατη, κυρ τή σίλουέτα του, τά ιατρικά του έργαλεΐα, τό γραφείο του μέ τά μυστικά του εΐχαν γιά κεένην μιά ιδιαίτερη γοητεία πού προσπαθούσε νά τήν έκφράσει μέ σ τίχο υ ς: Κυρτών ώμων παρο\^αία ojiovoa τώρα καί γιά πάντα Άραχνιαΰμένο στηθοσκόπιο Βνασινίά καρέκλα με ραγισμένο δέρμα Χωρίσματα ένός γραφείου μέ συρταρο>τό κάλυμμα ξέχειλα άπο μυστήριο κι άπό r
ΔΙΠΛΗ ΕΚΘΕΣΗ
271
κ α τ ά μ ε σ τ ο ά ττό ε γ κ ώ μ ια γ ι ά ζ ω ο γ ο ν η τ ικ ή
ττοί-ησ-η τ η ς κ α ΐ γ ι ά τ ή ν ά ν α -
τή ν
τ η ς ά μ ε σ ό τ η τ α . " Ι σ ω ς ν ά ε ί χ ε β ι α σ τ ε ί ν ’ ά τ τ ο ρ ρ ί-
ψ ει τ Ις σ χ έ σ ε ις μ έ σ ω
e -m a il σ ά ν ά τ τ ρ ό σ ω π ε ς . " Ι σ ω ς ν ά ισ χ υ ε τ ό
έ ν τ ε λ ώ ς ά ν τ ί θ ε τ ο , " Ι σ ω ς ο ι η λ ε κ τ ρ ο ν ι κ έ ς φ ι λ ί ε ς —έ τ τ ε ι δ ή ά κ ρ ι β ώ ς δέν έξα ρ τώ ντα ν ά π ό
έ π ιδ ε ρ μ ικ ά
φ υ σ ιο γ ν ω μ ικ ά
χα ρα κτη
ρ ι σ τ ι κ ά — ν ά ή τ α ν τ τ ιό α ύ θ ε ν τ ι κ έ ς κ α ι τ τ ιό σ ύ ν θ ε τ ε ς . Ο ι η λ ε κ τ ρ ο ν ικ ο ί μ ν η σ τ ή ρ ε ς τ η ς φ ρ ό ν τ ιζ α ν π ά ν τ α τ τ ρ ο φ ίλ κ α ΐ τ ά σ τά
ττού ε γ κ ω μ ία ζ α ν
ττ^λέφ ω νά
τη ς. "Ε κανε
τ τ ο ιή μ α τ ά
ν ά τ ή ς σ τ έ λ ν ο υ ν κ α ΐ τ ό τ τ ρ ο σ ω π ικ ό τους. Ή
α ύτοεκτέμ ησ ή
ύ ψ η . Δ ιά β α ζ ε κ α ι ξ α ν α δ ιά β α ζ ε τ ά
σ τώ ν
τά
συλλογή
τη ς άνέβηκε
γρά μ μ α τα
ε γ κ ω μ ίω ν ,
τους
τώ ν θαυμα
π ρ ο φ ίλ ,
τη λεφ ώ νω ν,
τ τ λ η ρ ο φ ο ρ ι ώ ν . Θ υ μ ή θ η κ ε ά μ υ δ ρ ά τ ή ν τ τ α ρ α τ ή ρ η < τ η τ τ ο ύ τ ή ς εΤ
6τι έ κ α ν ε ά ν α λ ή ψ ε ις ά ττό τ ρ ά π ε ζ ε ς δ ε δ ο μ έ ν ω ν . Ό μ ω ς τ ή ς Α ρ εσ ε ν ά σ υ λ λ έ γ ε ι . " Ε φ τ ι α ξ ε μ ι ά σ χ ο λ α σ τ ι κ ή κ λ ί χ ε κάνει ό Λ ά ς, μακα
ά ξ ιο λ ό γ τ } < τ η ς
κ έρδους, ισ χ ύ
τ ις
μ νη σ τή ρω ν,
χ ρ η μ α τ ισ τ η ρ ια κ έ ς
γ ιά
νά
ά ξ ίε ς ,
ζ υ γ ίζ ε ι τή ν
τά
τ τ ε ρ ιθ ώ ρ ια
ε π ιχ ε ιρ η μ α τ ικ ή
κ α ΐ τ ή ν τ τ ο ιό τ η τ α τ ώ ν σ τ ί χ ω ν μ α ζ ι μ έ τ τ ρ ο σ ω τ τ ικ ά χ α ρ α
κ τ η ρ ισ τ ικ ά δ ττω ς ή δ ε κ τ ικ ό τ η τ α , ή γ ε ν ν α ιο δ ω ρ ία κ α ΐ ή ε κ φ ρ α σ τ ικ ό τ η τ α . Δ ιά φ ο ρ ο ι ά ττ’ τ ο ύ ς μ ν η σ τ ή ρ ε ς τ ο υ c h a t ro o m τούσ αν
νά
τή
ά π ο γ ε υ μ α τ ιν ό
σ υναντήσ ουν έσ ττρέσ ο
έ ν α ν τ τ ε ρ ίπ α τ ο , γ ι ά "Ο χι Σ ύντομ α
άκόμα δμ ω ς.
ττρόσ ω ττο
σ ’ένα
καφέ
έ ν α μ ε σ η μ ε ρ ια ν ό
— ήθελε
νά
μέ τή ς
πρόσω πο Σ ίλ ικ ο ν
φ α γ η τ ό , γ ιά
σ υγκεντρώ σ ει
κι
τή ς ζη
— γ ιά
έναν
Β άλλεϋ,
γ ιά
δ ε ιτ τ ν ο .
άλλα
δεδομ ένα.
6.
Ή κατάρα της ούγγαρέζ^κης γάτας γ ια τί θέλεις ν ά σταματήσεις τη θερατϊεία; Ή δική μου έντύπω<τη είναι πώ ς μόλις ξε κινάς. Έ χ ο υ μ ε συνανττ)θεΤ μόνο —πόσες— τρεις φ ο ρ ές;» Ό Έ ρ ν εσ τ Λ άς ξεφύλλισε τήν άτζέντΛ τω ν ραντεβού του. « Να£, σωστά* Σήμερα εΐναι ή τέταρτη σuvάvτ7Jσή μ α ς» . Περιμένοντας υπομονετικά μια απάντηση, δ Έ ρ ν εσ τ κοί ταξε τήν γκρίζα γραβάτα του ασθενούς του μέ τά μοτίβα των πρω τόζω ω ν καΐ τό γκρίζο γιλέκο του μέ τά έξι κουμπιά καϊ προσπάθησε να θυμίτ}θεΐ πότε ήταν ή τελευταία φορά πού εΐχε δει ασθενή να φοράει τό τυτηκο επαγγελματικό τρουά^πιές κθ“ στούμι καΙ γραβάτα από σκοτσεζικο λαχούρι. H Σ ας παρακαλώ, μήν τό παίρνετε στραβά. Γιατρέ »» εΐττε ό Χάλστον. « Δέν φταίτε εσείς. Φ ταίει πού συμβαίνουν τόσο πολλά απροσδόκητα πράγματα. Μου είναι δύσκολο να βρω έλεύθερο χρόνο στη μέση της μέρας γ ια να ερβω εδώ - m o δύσ κολο ά π ’ δσο φανταζόμουν.. , μου προκαλεϊ ακόμα μεγαλύτε ρο σ τρ ές,.. πράγμα παράδοξο* άφοΰ ό λόγος για τόν ότυοΐό ήρθα σ ’ εσάς ήταν ά χρ φ ώ ς για να μειωθεί τό στρές μ ο υ ... *Αλ” λά καΐ τό κόστος της θεραπείας, δέν μπορώ να τό άρνηθώ, εί ναι επίσης ένας π α ρ ά γο ντα ς.. * αύτή τήν εποχή νιώθω στριμωγμένος οικονομικά. Έ χ ω τή διατροφή τω ν π α ιδ ιώ ν ... τρεις χιλιάδες τόν μ ή ν α ... ό μεγάλος μου γιός ξεκινάει στο Πρίνστον τό φ θινόπω ρο,.. τριάντα χιλιάδες τόν χρόνο... ξέρετε πώ ς εΤναι αυτά τά πράγματα. Ε ίχα σκεφτεΤ ν^άκυρώσω και τή σημερινή μας συνάντηση, αλλά θεώρησα δτι τό σωστό ήταν —καί ίτΐ. δφειλα—νά έρθω γ ιά μιά τελευταία συνεδρία». 1Ϊ73
Π
ΕΣ ΜΟΤ ΟΜΩΣ» ΧΑΛΣΤΟΝ*
2 74
Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
Ά πό μια βαθιά σχισμή τοϋ φλοιού τοϋ εγκεφάλου του Έ ρ νεστ άνασύρθηκε ξαφνικά μιά ά π ’ τΙς γίντις εκφράσεις της μη τέρας του, καΐ τήν ψιθύρισε στον εαυτό του: «G ek Gesunter H eii» ("Αντε καΐ μέ τις ΰγεϊες σου), παρόμοια μέ τήν εύχή πού λέμε σέ κάποιον πού φ τα ρ νίσ τη κ ε.’ *Αλλά τό «G eh GesantcT δτυως χρησιμοποιούσε κοροϊδευτικά τή φράση ή μητέρα του, ήταν περισσότερο βρισιά παρά ευχή καί σήμαινε, ((Φύγε καΐ μήν ξαναγυρίσεις » ή « Δόξα τώ Θεώ, θά περάσει καιρός ώσπου νά σέ ξαναδώ ». Ναί, είναι αλήθεια, παραδέχτηκε άπό μέσα του ό ’Έρνεστ, δέν θά μέ πείραζε νά ’φεύγε ό Χάλστον καί νά μήν ξαναγύριζε. Δέν βρίσκω κανένα ενδιαφέρον σ ’αύτόν τόν άντρα. Έ ρ ιξ ε μια εξεταστική ματιά στον ασθενή του - δηλαδή στό προφίλ του, γιατί ό Χάλστον ποτέ §έν διασταύρωνε τό βλέμμα του μέ τό δικό του. Μακρύ πένθιμο πρόσωπο, δέρμα μαΰρο κατράμι — ή κ α τα γω γή του ήταν από τήν Τρινιντάντ, τρισέγγονος σκλάβων πού δραπέτευσαν. ^Αν ποτέ εΐχε κάποιου είδους λάμ ψη, αύτή είχε σβήσει από καιρό. Δέν εΐχε καμιά ακτινοβολία, ήταν ένας συνδυασμός αποχρώσεων του γ κ ρ ι: γκρίζα μαλλιά, τέλεια περιποιημένο μικρό γενάκι μέ γκρίζες τούφες, μολυβιά μάτια, γκρίζο κοστούμι, σκούρες κάλτσες. Καί γκρίζα κουμ πωμένη σκέψη. *^Οχι, κανένα ϊχνος χρώ ματος και ζωντάνιας δέν ζωήρευε οΐίτε τή σκέψη οΐ>τε τό σώμα του. «G eh GeininierHeit». Φ ύγ^ ««t μ ψ ξαναγνρίσδίς. Αύτό δέν έλπιζε ό Έ ρ ν εσ τ; «Μ ια τελευταία συνεδρία ^λεγε ό Χάλ στον. Χμμ* σκεφτηκε ό "Έρνεστ, ώραΤα άκούγεται αύτό. Δέν θά μέ πείραζε καθόλου. Τώρα ήταν πνιγμένος, τό πρόγραμμά του ήταν πολύ επιβαρυμένο. Ή Μ έγκαν, μια πρώην ασθενής του πού εΐχε πολλά χρόνια νά τή δει, εϊχε ξαναγυρίσει. Πριν i. Στην Αμερική ώς εύχή γιά τή φτάρνισμα χρησιμοτϋοιεΐτκχι ή γερ μανική λέξτί} Gesundkeii, πού σι^μαΐνει ύγεία. Γίνΐΐς εΐνΛΐ ή γνίικίτ'ή γερμανοεβραϊκή διάλεκτος ττοϋ ύπολείμματά. της χρηίημοττοΐοΰντίχι άκήμα άπό ΤΓολλοΰς Εβραίους της ’Αμερικής. { Σ . τ . μ . )
Η ΚΑΤΑΡΑ ΤΗΣ ΟΥΓΓΑΡΕΖΙΚΗΓ ΓΑΤΑΕ
275
άττδ ^εκατϋέντε μέρες εϊχε >tavet άπόττειρα αύτοχτονίκς και άπαιτουσε ενα έξαιρετίκά μεγάλο μέρος τοΰ χρόνου του. F lk νά τήν κρατήσει έχτό ς νοσοκομείου καΐ άσφαλή, ήταν υπο χρεω μένος νά τή βλέπει τουλάχισ τον τρεις φορές τήν εβδο μάδα. Έ ι^ ξύττνα ! μαστίγωσε τόν έαυτό του. θεραπευτής είσαι. Αύτός 6 άνθρωπος ήρθε σ’ εσένα γ ιά βοήθεια, κι εχεις δεσμευ τεί άπέναντί του. Δέν τον συμτηκθεΐς και ττολύ; Δέν σέ διασκε δάζει ; ΕΙΕναι βαρετός, απόμακρος; *Έχει καταπιεί μπαστούνι * Τόσο τό καλύτερο: νά μερικές καλές πληροφορίες. Χρησιμοπο£τ)σέ τεςΙ *Αν έσύ νιώθεις έτσι γ ι ’ αυτόν, τότε τό tSio νιώθουν m οί περισσότεροι άλλοι άνθρωποι. Τ ιά θυμήσου γιά ttoio λόγο ήρθε γιά θεραπεία —επειδή ενιωθε βαθιά αποξενωμένος. "^Ηταν προφανές 6τι ό Χάλστον ήταν στρεσαρισμένος λόγφ πολιτισμικής μετατότησης, "Αττό τ ά εννιά του χρόνια ζουσε στή Μ εγάλη Βρετανία και ήταν πολύ λίγος καιρός πού εΐχε ίρθει στίς Η νω μ ένες Π ολιτείες, στήν Καλιφόρνια, ώς διευθυν τής μιας βρετανικής τράπεζας. Ό Έ ρ ν ε σ τ .δ μ ω ς πίστευε δτι ή ΤΓολιτισμική μετατόπιση ήταν μόνο ένα μέρος του προβλήμα τος —σ ’αύτόν τον άνθρωπο υπήρχε κάτι βαθύτατα άπόμακρο. Ε ν τά ξ ε ι, εντάξει, δέχτηκε ό ’Έ ρνεσ τ τή συμβουλή πού του Ιδω σε ό εαυτός του, δέν θά π ώ «O eh Gesunter H eii», οΰτε καν θά τό σκεφτώ. Ξανάτπασε τή δουλειά του διαλέγοντας μέ προσο χή τά λόγια του, γ ιά νά δημιουργήσει κάποιο σύνδεσμο μέ τόν Χάλστον, <( Ε ντά ξει, βεβαίως καταλαβαίνω δτι θέλεις νά μειώ σεις τό στρές στή ζω ή σου, άντί νά τό αύξάνεις προσθέτοντας κι άλλη ττίεση χρόνου και χρήματος- Αύτό εΐναι λογικό. Ξ έ ρεις δμως, στήν απόφασή σου αύτή υπάρχει ένα πράγμ α πού μέ προβ λη μ α τίζει». Η ’Αλήθεια, και ποιό εΐναι α ύ τό ; 5) ί( Τό γεγονός δτι πριν αρχίσουμε τΙς συναντήσεις μας ύπήρξα πολύ σαφής καΐ γιά τόν χρόνο πού θά απαιτούσαν καί γιά τό κόστος. Σ"αυτόν τόν τομέα δέν σέ περιμενε καμιά μ ε γάλη έκπληξη. *"Κτσι δέν είνα ι;))
‘^ η β
Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ Τ Η Ϊ ΖΩ Η Σ
Ό Χάλστον συμφώνησε. « Δ έν διαφωνώ μ ’ αύτό, ’Έ χ ετε απόλυτο δίκιο, γιατρέ ». « Ε π ο μ ένω ς, τό λογικό εΐναι να σκεφτεΐ >εανείς 6τι αυτό ύφείλεται σέ κάτι πέρα ά π 'τ ή ν οικονομική τυΐεση κι από τήν ττίεση χρόνου. "Ίσως σέ κάτι που εχει νά κάνει μ ’ εσένα κι εμέ να ; Μ ήπως θά ένιωθες πιο ίίνετα άν πήγαινες σ* έναν μαΰρο θεραττευτή ]» (("Οχι, γιατρέ. Δέν εΐναι αύτό. Λάθος πόρτα, δπω ς λέτε κι έσεις οΐ Ά μερικάνοι. Ή φυλετική διαφορά δέν εΐναι πρόβλη μα. ^Αν θυμάστε, ττέρασα αρκετά χρόνια στύ "^Ητον κι άλλα Ιξι στό London School of Economics. Έ κ ε ϊ ot μαύροι εΐναι ελάχι στοι. Χας διαβεβαιώ^ τό ιδιο θά Ινιω θα κι άν έβλεπα έναν μαΰρο θεραπευτή ». Ό ’Έ ρνεστ άττοφάσισε νά κάνει μιά τελευταία προσπάθεια, γ ιά νά μήν μπορεϊ νά κατηγορήσει στό μέλλον τόν έαυτό του δτι δέν εκπλήρωσε τΙς επαγγελματικές του υποχρεώσεις. « Αοιττόν, Χάλστον* άς τό θέσω διαφορετικά. Καταλαβαίνω τούς λόγους πού προβάλλεις. Δέν εΐναι παράλογοι, Ώ ς πρός αύ^ τούς δ έ ν εχω νά σου προσάψω τιττοτα. Ά ς υποθέσουμε οτι οι λόγοι αύτοί άρκοϋν γιά νά σταματήσεις. Καί μπορώ νά σεβα στώ τήν απόφασή σου αύτή, ΠρΙν ποΰμε δμύίς δτι τελειώσαμε, αναρωτιέμαι άν θά ήθελες νά σκεφτεις Ινα άλλο έρώτημα *0 Χάλστον σήκωσε τά μάτια του σάν κουρασμένος καί, μέ ένα Ιλάχίστο κούνημα τοϋ κεφαλιού, έγνεψε στον Έ ρ ν εσ τ νά συνεχίσει, « Τ ό έρώτημα πού θέλω νά σου θέσω εΐναι: *Τπάρχει π ε ρίπτω ση νά ύφίστανται καΐ κάποιοι πρόσθετοι λόγοι; ’Έ χ ω γνωρίσει πολλούς ασθενείς -δλοι οί θεραττευτές έχουν γνωρί σει τέτοιους—πού έχουν άποφύγει νά έμπλακουν τελικά σέ θε ραπεία, γιά λόγους πού δέν ήταν απόλυτα λογικοί. ^Αν ισχύει τό ϊδιο γιά σένα, θά ήθελες νά δώσεις φωνή σέ κάποιον από αυτούς τούς λόγους; » Έ ρ νεσ τ σταμάττ^σε, Ό Χάλστον έκλεισε τά μάτια- Ό ’Έ ρνεστ άκουγε σχεδόν τούς γκρίζους κυλίνδρους τής νόησής
Η ΚΑΤΑΡΑ Τ Η £ ΟΥΓΓΑΡΕΖΙΚΗΕ ΓΑΤΑΕ
2 77
TOU να παίρνουν μπρός. Θά τό ρίσχαρε δ Χάλοττον; Σκεφτηκε δτι OL πιθανότητες ήταν πενήντα ττενήντα. Τον είδε ν ’ ανοίγει τδ (Ττόμα, μόνο μιά χαραμάδα* σάν να ττήγαινε νά μιλήσει, δέν βγήκαν 6μως λέ^ειζ, « Δέν μιλάω γ^ά τίπ οτα μεγάλο, Χάλστον, Μ ήπως ύπάρχει δμως ακόμα κι Ινα μόριο, ένα ϊχνος άλλων λό γω ν;» (("Ισως », άποτόλμτ^σε ό Χάλστον, « ,νά μήν κάνω οΐ>τε γιά τήν ψυχοθεραπεία οΰτε γιά τήν Καλιφόρνια w. Θ εραπευτής και θεραπευόμενος κάθονταν κοιτάζοντας ό ένίχς τον (3ελλον: ό "Ερνεστ κοίταζε τά τέλεια περιποιημένα νύ χια του Χάλστον καί τδ γκρίζο γιλέκο του μέ τά Ιξι κουμπιά. Ό Χάλστον, ά π ’ δ,τι φαινόταν, παρατηρούσε τό άττεριποίητο μουστάκι του θεραπευτή του καΐ τό άσπρο του ζι[ϊάγκσ. Ό "Ερνεστ αποφάσισε νά διακινδυνέψει μιά είκασία. « ΠαραεΤναι χαλαρή ή Καλιφόρνια; Π ροτιμάς τήν τυτηκότητα του Λονδίνου; » Δ[άνα ! Ό τρόπος πού κούνησε το κεφάλι του ό Χάλστον γ ίά νά δείξει δτι συμφωνεί ήταν σχεδόν ζωηρός, « Καί μέσα σ ’ αύτδ τό δω μ ά τιο ; » « Ναί, κι εδώ τό ίδιο ». t< Π αραδείγματος χ ά ρ η ;» «Χ ω ρίς παρεξήγηση, γιατρέ, δταν ττηγαίνω σ ’ έναν γιατρό είμαι συνηθισμένος σέ μεγαλύτερο έπαγγελματισμό », {(Ε π α γ γ ε λ μ α τ ισ μ ό ; » Ό "Ερνεστ ένιωσε νά γεμίζει ενέρ γεια. Έ τητέλους κάτι συνέβαινε. « Π ρ ο τιμ ώ τούς γιατρούς πού προσφέρουν μιά συγκεκρι μένη διάγνωση καί ορίζουν μιά θεραπεία », « Έ ν ώ ή Ιμττείρία σου Ιδώ πώ ς ή τα ν; » « Δέν έχω καμιά πρόθεση νά σας προσβάλω, κύριε Λ άς ». « Δεν θά προσβληθώ, Χάλστον. Τ ό μόνο πράγμα πού πρέτυει νά κάνεις εδώ εΐναι νά λες ελεύθερα αύτό πού σκέφ τεσαι». ΜΤά πράγματα εδώ εΐναι —πώ ς να τό π ώ 6 π ε ρ [ ϊο λ ικ ά ανε πίσημα, υπερβολικά-.. οικεία. *Ας ποϋμε, ή επιθυμία σας νά μιλάμε ό ένας στόν άλλον στδν ενικό ».
Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ T H I ΖΩ Η Σ
ίΐ Βλέπεις αύτή τήν έλλειψη έτασημότητας σάν μιά άρνηση τής επαγγελματικής μας σ χέσ η ς; η «'Α κριβώ ς. Μέ κάνει νά μή νιώ θω άνετα. Μέ κάνει νά αισθάνομαι 6τι βαδίζουμε στά τυφλά, σάν νά πρόκειται μέ κά ποιο μαγικό τρόττο νά πέσουμε κατά τύχη πάνω στήν απάν τηση, κι οί δυο μαζί ». Ό Έ ρ ν εσ τ δέν βιαζόταν. Δέν εϊχε τίποτα νά χάσει.. Τό m θανότερο ήταν πώς» δ,τι και νά ’κάνε* ό Χάλστον εΐχε ήδη α ποχωρήσει. Τουλάχιστον, σκέφτηκε, άς του εδινε κάτι πού θά μπορούσε νά τό χργ)σιμοποιήσει στήν έπόμενη θεραπεία του. « Καταλαβαίνΐο τήν προτίμησή σου σέ m o τυτηκούς ρό λους », είπε, « και εκτιμώ τήν προθυμία σου νά εκφράσεις τά αίσθήματά σου γιά τό πώ ς εΤναι νά δουλεύεις μαζί μου. Θά προσπαθήσω τώρα νά κάνω κι έγο> τό ιδιο και νά μοιραστώ μαζί σου τή δική μου έμπειρία, π ώ ς εΐναι νά δουλεύω μαζί σου ». Τώρα ό Έ ρ ν εσ τ είχε άποσπάσει πλήρως τήν προσοχή του Χάλστον. Α ίγοι θεραπευόμενοι παραμένουν αδιάφοροι στήν ττροοτττική νά πάρουν άνατροφοδόττ}ση ά π ’ τόν θεραπευτή τους, « Έ ν α από τά κυριότερα συναισθήματα μου εΐναι μιά μα ταίωση - νομίζω δτι έχει νά κάνει μέ τό γεγονός δτι εΐσαι λί γο τσιγκούνης ». « Τ σ ιγκούνης; » «Τσιγκούνης - τσίγκουνεύεσαι τις λέξεις. Δέν μου δίνεις και πολλά. Ό π ο τ ε σοϋ κάνω μιά ερώτηση, μου στέλνεις πίσω Ινα λακωνικό τηλεγράφημα. Μου δίνεις δηλαδή δσο λιγότερες λέξεις, δσο λιγότερες περιγραφικές λετττομέρειες, οσο λιγότε^ ρες προσωπικές άποκαλύψεις γίνεται. Καί γ ι ’αυτόν ακριβώς τόν λόγο προσπάθησα νά έγκαταστήσω μιά πιο στενή σχέση μεταξύ μας. Ή προσέγγισή μου στιί) θεραπεία έξαρταται από τό άν οι ασθενείς μου μοιράζονται μαζί μου τά βαθύτερα συναίσθήματά τους. Σύμφωνα μέ τήν εμττειρια μου, οι τυπικοί ρόλοι καθυστερούν αύτή τή διαδικασία, κι αύτός εΐναι ο λόγος —ο μοναδικός λόγος—γιά τόν όποιο τούς υπονομεύω. Έττίσης
Η ΚΑΤΑΡΑ ΤΗ Σ ΟΥΓΓΑΡΕΖ1ΚΗΣ ΓΑΤΑΣ____________________________________________
2jg
αύτός είναι 6 λόγος ττού <τοΰ ζητώ συχνά νά δεΐς τΐ συναισθή ματα ίχ ζ ις απέναντι μου». « Ό λ α 6σ« λέτε εΐναι πάρα πολύ λογικά - είμαι σίγουρος ί τ ι ξέρετε τ ί κάνετε. ’Α λλά δέν μπορώ νά τό ξεπεράσω —ή δα κρύβρεχτη έναλλακτική κοιλιφορνέζικη κουλτούρα μέ κάνει νά άνατριχιάζω. Έ τ σ ι είμαι εγώ ». « Μ ιά έρώτηΓϊη πάνω σ ’ αύτό, Σ έ Ικανοποιεί έτσι δπως ίΐσ α ι; » (ί Ά ν μέ ικανοποιεί; » Ό Χάλστον έδειχνε νά μήν καταλα βαίνει. « Ό τ α ν λές δτι έτσι εΐσαι έσύ, έγώ πιστεύω πώ ς λες και δτι ίτσ ι httXeyeig νά εΐσαι έσύ. Ρ ω τώ λοιπόν, αύτή ή επιλογή σέ Ικανοποιεί; Σε ικανοποιεί νά κρατάς τέτοια απόσταση, νά π α ραμένεις τόσο απρόσ ω πος;» « Δέν είμαι σίγουρος δτι εΐναι επιλογή» γιατρέ. Έ τ σ ι )>, έπανέλαβε, « ^ΐμαι έγώ - έτσι εΐναι ή βαθύτερή μου φύση ». ' Ό Έ ρ ν εσ τ άναλογίστηκε δύο δυνατότητες: Μπορούσε ή νά προσπαθήσει νά ττεισει τόν Χ άλστον γιά τήν προσωπική ευθύ νη πού έφερε γιά τήν απόμακρη στάση του ή νά εξαπολύσει μιά τελευταία μεγάλη διερεύνηση ενός συγκεκριμένου κρίσι μου επεισοδίου απόκρυψης από τή μεριά του Χάλστον, Διάλε ξε τό δεύτερο. « Λοιπόν, θά ήθελα νά γυρίσουμε γιά άλλη μιά φορά στήν άρχή αρχή, σ ’ εκείνη τή νύχτα πού βρέθηκες στά Έτυειγοντα. Θά ήθδλα νά σου πώ πώς τή βλέπω έγώ από τή μεριά μου. Γύρω στίς τέσσερις τό πρω ί μου ττ)λεφώνησε από τά Ε π ε ί γοντα ό έφημερεύων καί μου ττεριέγραψε έναν ασθενή σέ κα’τάσταση μεγάλου πανικού, ό όποιος εΐχε ξεκινήσει από Ιναν έφιάλτη. Τοϋ εΐπα νά σέ βάλει σέ φαρμακευτική α γω γή γιά τόν πανικό καΐ κανόνισα νά σέ δώ δυό ώρες αργότερα, στις £ξι. Ό τ α ν συναντηθήκαμε, έσύ δέν θυμόσουν οΰτε τον εφιάλ τη οΰτε κανένα άπό τά γεγονότα τής προηγούμενης μέρας. Μέ άλλα λόγια δέν εΐχα περιεχόμενο, δέν είχα τίποτα γιά νά προ χωρήσω )),
aSo
Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ Τ Ο ΝΟΗΜΑ ΤΗ Σ ΖΠΗ1
« 'Έ τσ ι ήταν. Ό λ α δσα (τυνέβΊί^σαν τό προηγούμενο (ϊράδυ παραμένουν σκοτεινά». « Κ ι Ιτσ ι προσπάθησα να δουλέψω παρακάμτυτοντάς τα, καί συμφωνώ μαζί σου - δεν εχουμε προχωρήσει πολύ. ΣτΙς τρεϊς ώρες ομως πού συναντηθήκαμε, μου εκανε εντύπωση ή γενική σου άπόσταση από τούς άλλους ανθρώπους, άπό μένα, ϊσω ς κι «πό τόν έαυτό σου. Π ιστεύω δτι αύτή ή απόσταση κι ή δυσφορία πού νιώθεις επειδή έγώ προσπαθώ νά τήν ύττονομεύσω» εΐναι ό κύριος παράγοντας ττού κιντ)τοποιεϊ τήν επιθυ μία σου νά διακόψεις. » Θ ά ήθελα δμως να μοιραστώ μαζί σου καΐ μιά δεύτερη παρατήρησή μου: μ ’ έντυπΐοσίιάζει τό γεγονός δτι Sev έχεις περιέργεια γίά τόν έαυτό σου. Ν ιώ θω δτι πρέπει έγώ νά γεν νάω τήν περιέργεια γιά λογαριασμό καί τών δύο —δτι πρέττει νά κουβαλήσω μόνος μου ολόκληρο τό φορτίο της δουλειάς μας ». « Δέν σΰίς κρύβω τίποτα εν γνώ σει μου, γιατρέ. Γιατί νά κάνω κάτι τέτοιο σ κ ό π ιμ α ; Α π λ ώ ς ετσι είμαι έγώ έπανέλαβε ό Χάλστον μέ τόν ξύλινο τρόπο του. « Ά ς κάνουμε μιά τελευταία προσπάθεια, Χάλστον. Κάνε μου τή χάρη. Θέλω να ξανακάνεις μιά άνασκότυηση τώ ν γ ε γονότων της ήμέρας πού κατεληξε σ ’ εκείνη τή νύχτα του έφιάλτη. Ά ς τά ττεράσουμε άπό ψιλό κόσκινο ϊϊ . « Ό π ω ς σας εΐπα, ήταν μιά φυσιολογική μέρα στήν τράττεζα, καί τή νύχτα είδα έναν φρικτό έφιάλτη* τόν όποιο έχω ξεχάσει - έπειτα μέ πήγαν στά Ε π ε ίγ ο ν τα - » « Ό χ ι , δχι, αύτό τό ’χουμε ξανακάνει. Ά ς δοκιμάσουμε μιά άλλη προσέγγιση. Βγάλε τήν ατζέντα μέ τά ραντεβού σου. Γ ιά νά δοΰμε», κοίταξε ό Έ ρ ν εσ τ τό ημερολόγιό του, « ή πρώ τη μας συνάντηση ήταν στίς 9 Μαίου. Γ ιά ξανακοίταξε τά ραντεβού σου τής προηγούμενης μέρας- Ξεκίνα άπ^τό πρωί της 8ης Μαΐου ». Ό Χ άλστον έβγαλε τή συνοπτική εβδομαδιαία ατζέντα του, γύρισε στίς 8 Μαΐου καΐ μισόκλεισε τά μάτια. « Μίλλ
Η ΚΑΤΑΡΑ TH E ΟΥΓΓΑΡΕΖΙΚΗΕ ΓΑΤΑΣ
ώ8 ι
Βάλλεϋ », εΐτΐε, (c μ π ά ; Γ ιά ποιό λόγο πηγα στή ΜΙλλ Β άλλεϋ; Ά ναί —ή άδελφή μου. Τώρα θυμοίμαι. Τελικά έκεινο το πρω ί δέν ήμουνα στήν τράπεζα. Έ κ α να μ ιά έρευνα στή ΜΙλλ Βάλ λεϋ ΐ ~ ΐΐ ιτ ΤΤ Ή εννοείς ερευνά ;» {('Η αδελφή μου ζεΐ στο Μ αϊάμι, κι ή έταψεια της τή μ ε ταθέτει στήν ευρύτερη περιοχή τοΟ Σάν Φρανσίσκο, Σκέφτε^ ται ν’ άγοράσει Ινα σπίτι στή ΜΙλλ Βάλλεϋ, χαΐ ττροσφέρθηκα νά κάνω μιά αναγνώριση της περιοχής γιά λογαριασμό της ξέρετε, πώ ς εΐναι τά κυκλοφοριακό τά πρωινά, τί δυνατότητες ύπάρχουν νά παρκάρεις, νά κάνεις τά ψώνια σου, ποιές εΐναι ' οι καλύτερες περιοχές γιά νά ζει κίϊίνείς )>* « Ώ ραΐα, Ε ξα ιρετικό ξεκίνημα. Ξενάγτ)σέ με τώρα στήν υπόλοιπη μέρα σουι>. « Ό λ α έχουν μιά πολυ παράξενη θολούρα - κάτι σχεδόν έξωπραγματικό* Δέν μπορώ νά θυμηθώ τίπ ο τα » . « Έ σ ύ ζεΐς στό Σάν Φρανσίσκο - θυμασαι νά ττερνας τη γέφυρα Γκόλντεν Γ κέητ γιά νά φτάσεις μέ τ ’ αύτοκίνητό σου στή Μιλλ Βάλλεϋ; Τ ι ώρα ή τα ν;» « Νωρίς» νομίζω. Π ριν αρχίσει ή κίντ^ση. Τ σ ω ς εφτά ή ώρα ». «"Έ πειτα ; Ε ϊχες πάρει πρωινό στό σπίτι σου; εφαγες στή Μιλλ Βάλλεϋ; Προσπάθησε νά δεϊς τήν εικόνα. Ά σ ε τό μυαλό σου νά περιπλανήσει ελεύθερα ξαναγυρνώντας σ ’ έκεϊνο τό πρω ί, ΚλεΤσε τά μάτια, άν αύτό σέ βοηθάει», Ό Χάλστον έκλεισε τά μάτια του. "Επειτα άπό τρία-τέσσερα λετττά σιωπής ό "Ερνεστ άναρωτήθηκε μήπω ς τόν εΐχε τυάρει ό ύττνύς καΐ τόν παρακίνησε ψιθυριστά, « Χ άλστον; Χ άλ στον ; Μήν κουνηθείς, μεΤνε έκεΐ που εΐσαι καί προσπάθησε νά σκεφτεις μεγαλόφωνα. Τί βλέπεις μέσα στό μυοίλό σου;» <( Γ ια τρ έ» —ο Χάλστον άνοιξε άργά τά μάτια του—, « σας μίλησα ποτέ γιά τήν Ά ρ τ ε μ η ; η « Τ ή ν Ά ρ τ ε μ η ; Τ ή θεά τών Α ρχαίω ν 'Ελλήνων; Ό χ ι , δέν μου έχεις τυει τίποτα ».
aSa
Η ΜΛΝΑ ΚΑΙ TO ΝΟΗΜΑ Τ Η Σ ΖΠΗΕ
ίί Γ ιατρέ είπε ό Χάλστον άνοιγο κλείνοντας τά μάτια καί κουνώντας τό κεφάλι σάν γιά νά καθαρΐΐτει τή σκέψη του, (ί εί μαι λιγο ταραγμένος. Μόλις εζησα τήν πιό παράξενη έμπει ρία. Σάν ν ’(5ένοιξε ξαφνικά στόν νοΰ μου μιά χαραμάδα, καΐ ξεχύθηκαν δλα τά μυστήρια γεγονότα έκειντ^ς τής μέρας. Δέν θέλω νά νομίζετε δτι σας τά έκρυβα έτυΐτηδες ». « Μήν ανησυχείς, Χάλστον, Μαζί σου είμαι, Εΐχες αρχίσει νά μιλάς γιά την Ά ρτεμ η ». « Ναί, άπλώς προστταθώ νά ταξινομήσω τά πράγματα - κα λύτερα νά ξεκινήσω ά π ’ τήν αρχή εκείνης της καταραμένης μέ ρας- πρίν ά π 'τ ή νύχτα πού κατέληξα στό νοσοκομείο,. , Ό Έ ρ νεσ τ τρελαινόταν γιά Ιστορίες και κάθισε αναπαυτικά στήν πολυθρόνα του, δλος προσδοκία. Εϊχε μιά πολύ έντονη αί σθηση δτι αύτός ό άντρας, μέ τόν όίτοϊο εΐχε περάσει τρεΙς «Ενίγματικές ώρες, θ’ άποκάλυτττε τώρα τό κλειδί ενός μυστηρίου. « Λοιπόν^ γιατρέ, ξέρετε δτι εδώ και τρία χρόνια εΐμαι μό νος καί λίγο επιφυλακτικός ^ χ ι λίγο μόνο—άττέναντι στό εν δεχόμενο μιας άλλης —ε - σχέσης. Σ ας έχω π ει 6τι ή πρώην σύζυγός μου μοΟ προκάλεσε μεγάλη ζημιά, συναΐσΟτρατική καί οικονομί-κή)). Ό Έ ρνεσ τ συγκατένευσε. Μ ατιά στο ρολόι. Νά πάρει, μέ νουν μόνο δεκαπέντε λετττά. Θ ά ’πρεπε νά τόν σπρώξει τόν Χάλστον, γιά νά μπορέσει ν ’άκούσει τήν ίστορία του, « ΚαΙ ή Ά ρ τ ε μ η ;» «Ν αί, μέ έτυαναφέρετε στό κρίσιμο σημείο, εύχαριστώ. Είναι αστείο, αλλά αύτό ττού τα>ροδότησε τά πράγματα ήταν ή ερώ τηση σας, ττοΰ ^φαγα πρωινό εκείνη τή μέρα. Τώρα μου έρχον ται δλα καθαρά —σταμάτησα γιά πρωινό σ^ενα καφέ στό κέν τρο της Μιλλ βάλλεϋ και κάθισα σ ’ ένα μεγάλο άδειο τραττέζι γιά τέσσερα άτομα. "ΈΙττΕΐτα τό καφέ γέμισε, καί μιά γυναίκα μέ ρώτησε άν μπορούσε νά καθίσει στό τρατιιέζι μου. Γύρισα καΐ τήν κοίταξα καί ομολογώ 6τι αύτό πού εΐδα μου άρεσε », « Δηλαδή; » « ’^Ηταν μι.ά γυναίκα εξαιρετικά ώραία. ΙΙανέμορφη. Τ έ-
Η ΚΑΤΑΡΑ ΤΗ Σ ΟΥΓΓΑΡΚΖΙΚΗΣ ΓΑΤΑΕ
283
λεία χαρακτηριστικά» γοητευτικό χαμόγελο. Στήν ηλικία μου μάλλον, γύρω στά σαράντα, άλλά μέ σώμα λυγερό σάν εφηβης. Ό π ω ς λένε κοιΐ στίς αμερικάνικες ταινίες, ενα κορμί νά 7Εεθα£νεις Ό "Έρνεστ κοίταξε τόν Χάλστον, έναν διαφορετικό ζω ντα νεμένο Χάλστον, κι ανακάλυψε δτι ίέρχιζε νά νιώθει πιο ζεστά άπέναντί του, £ί Π ες μου ». « “ Δ εκάρι” . Σαν τήν Μ πό Ντέρεκ. Στενή μέση καΐ πολύ έντυπωσιακό στήθος. Οι περισσότεροι φίλοι μου στήν ’Α γγλία προτιμούν τις άνδρόγυνες γυναίκες, άλλά έγώ παραδέχομαι ρητά τήν ένοχή μου, εχω έναν φετιχισμό μέ τό μεγάλο στήθος —κι αύτό εΐναι ένα ά π ’ τά πράγματα πού δέν θέλω ν^ αλλάξω, γιατρέ ». Ό "Έρνεστ χαμογέλασε καθησυχαστικά. Δέν εΐχε κατά νούν ν ’ αλλάξει τή λατρεία τού Χάλστον γιά τό στήθος — οΰτε τή δική του άλλωστε. c( Κ α ί;
aS4
Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ Τ Ο ΝΟΗΜΑ T H E 2Ω Η Σ
το τραττέζι γιά μεσημεριανό φαγητό- Έ γ ώ ήμουν συνετταρμένος καί τήν κάλεσα νά της κάνω τό τραπέζι. Κι αύτό παρά τό γεγονός οτι εΐχα κανον£σ6ΐ ^να γεΰμα εργασίας, ΚαΙ δέν χρειάζεται νά σας τυώ, γιατρέ, δτι αύτό είναι κάτι ττού δέν τό συνηθίζω καθόλου. Γιά τήν ακρίβεια, τίποτα ά π ’ δλ^αύτά δέν συνηθίζω. '^Ηταν κάτι εντελώς υπερφυσικό « Τί εννοείς, Χ άλστον; >ϊ « Ν ιώθω παράξενα πού τό λέω, για τί θεωρώ τό γραφείο σας κάτι σάν προτυύργιο ορθολογισμού, άλλά ή Ά ρ τεμ η εΐχε κάτι πολύ παράξενο —δέν εΐναι ύπερβολή να π ώ κάτι εξω γή ι νο-, νιώθω σάν νά μου είχαν κάνει μάγια. Α φήστε με νά συνεχίσω. Ό τ α ν μου εΐπε 6τι δέν μττοροΰσε νά φάει μαζί μου, για τί εΐχε κάποια άλλη δέσμευση, ρώτησα, “ Τότε μήπω ς νά φαμε μαζί τό βράδυ; ” - καί πάλι χω ρίς νά ελέγξω τήν ατζέν τα μου. Εντάξει**, εΐττε καί μου ζήτησε νά πάω στό σπίτι της. Μου εΐπε 6τι ζοΰσε μόνη της κ ι 5τι σκότυευ^ νά μαγειρέ ψει ένα ραγού μέ μανιτάρια πού εΐχε μαζέψει τήν προηγούμε νη μέρα στό δάσος του Ταμάλπαϊς ». (ί Κ αί πήγες ; » « Ά ν ττηγα; Φυσικά καΐ πή γα. Κι ήταν μιά άπό τις ωραιό τερες βραδιές τής ζωής μου - τουλάχιστον ώ ς ένα πολύ κρί σιμο σημείο». Έ δ ώ σταμάτησε, κουνώντας πάλι τό κεφάλι, δπως έκανε όταν πρωτοβρήκε τή μνήμη του κι ετυειτα συνέχι σε ; Η Ή βραδιά μαζί της ήταν κάτι ύττέροχο. Ό λ α κύλησαν πολύ ομαλά. Κ αταπληκτικό γεΰμα - ήταν εξαιρετική μ αγεί ρισσα. Κι έγώ εΐχα φέρει £να πολύ καλό καλιφορνέζικο κρα σί, Ινα καμπερνέ Stag’s Leap. Μ ετά τό γλυκό, Ινα εξαιρετικό εγγλέζικο τράιφλ -π ρ ώ τη φορά τό βλέπω αύτό τό γλυκό στήν Α μ ερ ική -, Ιβγαλε μαριχουάνα, Έ γ ώ δίστασα, άλλά αποφάσι σα, “ Ά φοϋ είσαι στήν Καλιφόρνια, ζήσε σάν τούς Εθαγενεις καΐ τράβηξα τήν πρώ τη τζούρα τη ς ζω ής μου». Μ ’ ένα απο σβολωμένο ΰφος, ό Χάλστον σταμάτησε. « Κ α ί; )> τόν παρότρυνε ό Έ ρ νεσ τ. « Κι έπειτα, άφοΰ μαζέψαμε τό τραπέζι, άρχισα νά νιώθω
Η ΚΑΤΑΡΑ T H E Ο ΥΓΓΑ ΡΕΖΙΚ Η Ι ΓΑΤΑΣ
2S 5
μιά πολύ ευχάριστη ζεστασιά». Ά λ λ η μί,ά παύση, ίϊλλο ενα κούνημα τοϋ κεφαλιού, α Κα£;» α Τ ό τε συνέβη τό πιο άττίθανο — μέ ρώτησε άν ήθελα νά κάνω Ιρω τα μαζί της. ’Έ τσ ι άττλά» άμεσα. "^Ηταν τόσο φυσι κή, εΐχε τόση χάρη, ήταν τόσο, τόσο —δέν ξέρω, τόσο Ινήλικη, Δέν εΐχε τίποτα άττ’ 6λο αύτό τό αμερικάνικο μελόδραμα “ “ καί θέλω καί δέν θέλω ”—πού άττεχθάνομαί», Θεούλη μ ο υ ! σκέφτηκε ό ·Έρνεστ. Τί γυναίκα. T t βραδιά! Τυχερέ ά ν τρ α ! ’Έ π ειτα , ρίχνοντας αλλη μιά ματιά στό ρολόι, π£εσε τόν Χάλστον νά συντομεύει. « Εΐττες δτι ήταν μιά άπό τΙς καλύτερες βραδιές τής ζωής σου - άλλά μόνο ώς ένα συγ κεκριμένο κρίσιμο σ ημείο; » « Ναί. Τό σέξ ήταν σκέτη έκστασή. Α πίθανο. Καμιά σχέ ση μέ οτιδήποτε εΐχα ποτέ φανταστεί». « Π ώ ς έτσι, τόσο καταπληκτικό ;» « Εΐναι δλα ακόμα λίγο θολά, θυμαμαι πά ντω ς 6 τι μέ έγλειφε σάν γάτα, εγλειψε κάθε έκατοστό τοϋ κορμιού μου, ά π ’τήν κορφή <5>ς τά νύχια, ώσπου κι ό τελευταίος πόρος μου άνοιξε διάπλατα, καί ζητούσε κι άλλο καίγοντας άπό ηδονή, απόλυτα δεκτικός στό ά γγιγμ ά της, στή γλώσσα της, ρουφών τας τή μυρωδιά καί τή ζέστη της Ό Χάλστον σταμάτησε. «Μ έ δυσκολεύει λίγο πού τά λέω δλ’αύτά, για τρέ». c( Χάλστον, κάνεις ακριβώς αύτό πού οφείλεις νά κάνεις έδώ. Προσπάθησε νά συνεχίσεις». « Λοιπόν, ή ήδονή συνέχιζε ν’ ανεβαίνει κατακόρυφαΛ Η ταν κάτι άλλόκοσμο, σάς τό λέω. Τό κεφάλι τοΟ - του -π ώ ς τό λέτε;™ του οργάνου μου εΐχε ανάψει, εκαιγε 6λο καί τηό πολύ, ώσπου Ιφτασα σ ’ έναν εντελώς ττυρακτωμένο οργασμό. ΚαΙ τότε νομίζω οτι λιποθύμησα >», Ό "^Ερνεστ ήταν κατάπληκτος. Λ υτός ήταν ό ϊδιος βαρετός, ττεριορισμένος άντρας μέ τόν όποιο εΐχε περάσει τρεις ανιαρές ώρες; « Καί μετά τί έγινε, Χ άλστον; »
2δ6
ϊί ΜΑΝΛ ΚΛΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗ Σ Ζ£3ΗΣ
« Ά , αύτή ήταν ή κρίσιμη κiαμπή. Ά π ό έχεΤνο τό αημεΤο καΐ πέρα άλλαξαν δλα. Τό Ιττόμενο πράγμα πού θυμαμαι εΐναι δτι βρέθηκα κάπου άλλου. Τώ ρα συνειδητοποιώ δτι 6ά πρέπει νά ήταν ονειρο, τότε δμως ήταν τόσο άληθινό, πού μποροΰΐτα V* αγγίξω καΐ νά νι<ίκτ<α καί νά μυρίσω τά πάντα. Έ χ ε ι ξεθω ριάσει άρκετά, άλλά θυμαμαι οτι ήμουνα σ ’ ένα δάσος καΐ μέ κυνηγοΰσε μιά γιγαντιαία άτΐειλητική γά τα - μιά σπιτογατα στό μέγεθος λεοπάρδαλης, άλλά κατάμαυρη, μέ μιά άσπρη μάσκα γύρω ά π ’ τά κόκκινα μάτια της πού σπίθιζαν, μέ μιά φουντωτή καί δυνατή ούρά, τεράστια δόντια καί νύχια σάν ξυ ράφια. Μέ κυνηγοΰσε σάν δαίμ ονας! Κάπου πολύ μακριά είδα μιά γυμνή γυναίκα νά στέκεται σέ μιά λιμνούλα. "Έμοιαζε μέ τήν Ά ρτεμ η κι Ιτσι πήδηξα κι έγώ στή λιμνούλα καΐ, τσοίλαΒουτοΰσα στό νερό γιά νά φτάσω κοντά της ζητώ ντας βοή^ θεια. Φτάνοντας, είδα πώ ς δέν ήτΛν ή Ά ρ τεμ η άλλά ένα ρο μ πότ μέ τεράστιο στήθος, άπ^δπου ξεττηδουσαν σιντριβάνια άπο γάλα. Κι έπειτα, άχόμα πιο κοντά^ εΐδα πώ ς δέν ήταν γά^ λα, άλλά Ινα γυαλΐ(ττερό ραδιενεργό ύγρό. Μετά συνειδητο ποίησα Ιντρομος δτι στεκόμουνα ώ ς τυάνω άπό τά γόνατα μ έ σα σ ’αύτό τό διαβρωτικό υλικό, πού άρχιζε νά μου κατατρώει τά πόδια. Προσπάθησα μέ μανία νά ξαναβγώ στήν ακτή, έκεΐ δμως στεκόταν εκείνη ή αναθεματισμένη γάτα -εξακολου θούσε νά βγάζει αυτόν τόν συριστικό ήχο καΐ νά μέ περιμένει-, άλλά τώ ρα ήταν μεγάλη σάν λιοντάρι. Ε κ είν η τή σ τιγμή τ ι νάχτηκα ά π ’ τό κρεβάτι κι ετρεξα νά σωθώ. Φόρεσα τά ροΰχα μου καθώς κατέβαινα τΙς σκάλες κι Ιβαλα μπροστά τό αυτο κίνητο, χω ρίς ν ά ’χ ω φορέσει τά παπούτσια μου. Δέν μπο ρούσα νά πάρω άνάσα, και τηλεφώνησα στόν παθολόγο μου ά π ’τό τηλέφωνο τοϋ αυτοκινήτου. Μου εΐπε νά πάω σ^Ινα έφημερευον νοσοκομεΤο - και τότε μέ παρέπεμψαν σ ’ έσας». « Κ αί ή Ά ρ τ ε μ η ; n (ί Ή Ά ρ τεμ η ; /Vof/a. ‘ Δέν τήν ξαναπλησιάζω. 'Η Ά ρ τεμ η 1.
Nada -
τίποτα, ισπανικά στο πρωτότυπο.
{Σ .τ.μ . )
Η ΚΑΤΑΡΑ Τ Η Σ Ο ΥΓΓΑΡΕΖίΚΗ Σ ΓΑΤΑΣ
287
εΐναι δηλητήριο, Καΐ τώρα άκόμα πού άπλω ς μιλάω γιά κεί νην, αρχίζει νά μου ξανάρχεται ένα μέρος έκεένου του πανι-κοΐί. Ν ομίζω δτι γ ι ’ αύτό τά εΐχα θάψει δλ’αύτά τόσο βαθιά μέσα στο μτχχλό μου ». Ό Χάλστον Ιπιασ ε άμέσω ς τόν σφυγμ<5 του. «Νά» αύτή τή σ τιγμή ό σφυγμός μου τρέχει - είχοσιοχτώ σφύξεις σέ δεκαττέντε δευτερόλεπτα, περέπου εκατόν δώδεκα τό λεπτό», « Έκε£νη δμως πώ ς ενι,ωσε πού εφυγες ξαφνικά σάν κυνη γημένος ;» « Δέν ξέρω. Ο ΰτε μέ νοιάζει. Έ κ ειν η κοιμόταν δλη τήν ώρα ». ((Δηλαδή τήν ττηρε ό ΰτυνος δίπλα σου κι δταν ξύπνησε έσύ εΐχες φύγει καΐ δέν Ιχει ιδέα γ ια τ ί» . « Κι ετσι θά παραμείνουν τά π ρ ά γμ α τα I Σ ας λέω, γιατρέ — αύτό τό Svetpo ερχόταν άπό έναν τελείως άλλο κόσμο, άπό μιά άλλη πραγματικότητα - ά π 'τ ή ν κόλαση». « Χάλστον, πρέττει νά σταματήσουμε. "Έχουμε ξεπεράσει πολύ τόν χρόνο μας, άλλά εΐναι σαφές 0τι εχουμε πολλά πρά γ ματα νά δουλέψουμε. Τό m 0 προφανές εΐναι τά συναισθήματα σου γιά τις γυναίκες — κάνεις έρωτα μέ μιά γυναίκα, έπειτα συναντάς αύτή τή γά τα πού άποτελεΤ τήν προσωποποίηση του κινδύνου και της τιμω ρίας κι υστέρα εγκαταλείπεις τή γυναί κα χω ρίς νά τής δώσεις ούτε μιά έξήγηση, Έττίσης εΐναι εκείνα τά στήθη πού υπόσχονται νά σέ θρέψουν άλλά αντίθετα εκτο ξεύουν δηλητήριο. Π ες μου* αύτή τή σ τιγμή πού βρίσκεσαι, ώς πρός τήν επιθυμία σου νά σταματήσεις τή θεραπεία; » « Εΐναι σαφές ακόμα καί σ ’ εμένα, γιατρέ, 6τι εχουμε πολ λά πρ άγμ ατα νά διερευνήσουμε. "^Ττΐάρχεί ή ιδια ώρα τήν άλλη εβδομάδα; » « Ναί. Καί ήθελα νά σου π ώ - σήμερα έκανες πολύ καλή δουλειά. Είμαι πολύ χαρούμενος, Χάλστον, μέ τιμάει πού μέ εμπιστεύτηκες αρκετά γιά νά θυμηθεΤς και νά μου άποκοίλύψεις δλο αύτό τό εντυπωσιακό καΙ τρομακτικό επεισόδιο ».
aSS
Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ Τ Η Σ ΖΩ ΗΣ
Δύο ώρες αργότερα, ττερτϊατώντας πράς τό « Τ ζά σ μ ιν», ένα βιετναμέζικο εστιατόριο της όδοΰ Κλέμεντ, δπου έτρωγε συχνά τά μεσημέρια, ό Έ ρ νεσ τ εΐχε χρόνο νά σχεφτεϊ τη συνεδρέα του μέ τύν Χάλστον. Συνολικά ήταν ικανοποιημένος μέ τόν τρόπο πού εΐχε χειριστεΤ τήν τάση του θεραττευόμενού του νά διακό ψει. Παρόλο πού εΤχε μεγάλη ττίεση χρόνου, θα τα έβαζε μέ τον έαυτό του, άν εΐχε αφήσει τον άσβενή του νά φύγει έτσι, Ό Χάλ στον αγωνιζόταν ν’άντιληφθεΐ κάτι σημαντικό, κι ό "Έρνεστ ήξερε δτι τδ ενδιαφέρον του καί ή μεθοδική άλλά 6χι ύπερβο λικά επιθετική τακτιχή του εΐχαν σώσει τήν κατάσταση, ^Ηταν αξιοπρόσεκτο, σκεφτόταν, πώ ς δλο καί λι,γότεροι. ασθενείς διέκοπταν πρόωρα τή θεραπεία, καθώς έκεΤνος απο κτούσε μεγαλύτερη εμπειρία. Πόσο άπειλημένος ένιωθε άπό αύτές τις αποχωρήσεις δταν ήταν νέος θεραπευτής, τότε τά έπαιρνε 6λα προσωπικά και θεωρούσε τόν κάθε άσθενή πού έγκατέλειπε σάν προσωπική του αποτυχία, σάν σημάδι άναποτελεσματικόττττας* σάν δημόσια ταπείνωση. Κι ένιωθε εύγν<ομοσύνη γιά τόν Μάρσαλ, τόν πρώην επόπτη του, πού του έμαθε δτι μιά τέτοια αντίδραση εΐνα;ι εγγύηση αναποτελεσμα τικότητας. Ό π ο τ ε ot θεραπευτές έξαρτοΰν πολύ μεγάλο κομ μάτι τού έγώ τους ά π ’ τήν άπό^[>αση ενός ασθενούς, δποτε έχουν ανάγκη νά μείνει ένας ασθενής τους σέ θεραπεία, τότε ακριβώς χάνουν τήν άποτελεσματικότητά το υ ς: τότε αρχίζουν νά τόν κολακεύουν, νά τόν σαγηνεύουν, νά του δίνουν 0,τΐ θέ λει αύτός — τά τιάντα προκειμένου νά τόν κάνουν νά ξανάρθει τήν έπόμενη έβδομάδα. Ό Έ ρ νεσ τ χαιρόταν πού εΐχε ύποσττ)ρίξει καί έτυαινέσει τόν Χάλστον, άντΐ νά έκφράσει όποιαδήποτε άμφιβολία γιά τό κατά πόσο ήτταν αυθεντική ή έττεισοδιακή άνάμντίση της βραδιάς μέ τήν Ά ρτεμη. Δέν ήταν σίγουρος πώ ς έπρεπε ν ’αξιολογήσει τά δσα άκουσε. *Ήξερε βέβαια δτι κατά καιρούς συμβαίνουν κάποιες ξαφνικές επαναφορές άπωθημένων άναμνήσεων, άλλά δέν εΐχε μεγάλη προσωτακή εμπειρία μέ τέτοια φαινόμενα στήν
Η ΚΑΤΑΡΑ Τ Η Σ ΟΥΓΓΑΡΕΖίΚΗί: ΓΛΤΑΙ
^89
κλινική του δουλειά. ΓΤαράτι ήταν σχετικά συχνά στίς μεταS' τραυματικές διαταραχές, γιά να μήν αναφέρουμε τΙς χολλυγουν1 τιανές ττεριγραφές της ψυχοθεραπειας» στήν καθημερινή ψυχο^ θεραπεία πού ασκούσε 6 "Έρνεστ τέτοια φαινόμενα σπάνιζαν. Ό λ η του δμως ή διάθεση νά συγχαρεί τον έαυτό του πέρα . σε γρήγορα» το ιδιο κι οΐ καλοπροαίρετες σκέψεις του γιά τόν Χάλστον. Αυτά πού τράβηξε πραγμ ατικά τήν προσοχή του ήταν ή Ά ρτεμ η , Ό σ ο τό σκεφτόταν, τόσο εφριττε μέ τή συμ περιφορά του Χάλστον άπέναντί της, Τί εϊδους τέρας θά Ικ α νέ Ιρωτα, καταπληκτικό Ιρωτα, μέ μιά γυναίκα και θά τήν έγκατέλειπε χω ρίς μιά Ιξήγτ^ση, χω ρίς Ινα σημείωμα, χω ρίς ενα τηλεφώνημα; Αύτό ήταν άπό τ ’ άγραφα. ΑΕσθάνθηκε συμπόνια γιά τήν Ά ρτεμ η , 'Ή ξερε πώ ς θά εΤχε νιώσει έχείνη. Κάποτε, πριν άττό δεκατχέντε χρόνια, εΐχε κανο νίσει Ινα ραντεβού μέ τή Μύρνα, μιά παλιά του φιλενάδα, νά περάσουν ενα Σαββατοκύριακο σ 'Ίνα ξενοδοχείο στή Νέα ‘Τόρκη. Πέρασαν μιά πολύ όμορφη νύχτα μαζ£, ή ετσι τουλάχιστον πίστευε ό "Έρνεστ, Τό πρωί εκείνος Ιφυγε γιά μιά σύντομη συν άντηση καί γύρισε μ ’ Ινα τεράστιο ευχαριστήριο μπουκέτο λου λούδια. Ή Μύρνα δμως ήταν άφαντη. Εΐχε φύγει χωρίς ν’ αφή σει οΰτε ένα ίχνος. Μάζεψε τά πράγματά της καί τήν κοττάνησε - οΰτε σημείωμα, οΰτε καν άττάντησε στά τηλεφωνήματα καί στά γράμματα τυού τής Ιστειλε αργότερα. Οΰτε μιά έξήγη ση δέν Ιδωσε, ποτέ. Ό ’Έρνεστ ήταν καταρρακωμένος. ΤΙ ψυ χοθεραπεία δέν εΐχε κλείσει ποτέ ολοκληρωτικά τήν πληγή του κι ακόμα καί τώρα, τόσα χρόνια μετά, ή ανάμνηση εκείνη εξα κολουθούσε νά τόν πονάει, Α ύτό πού άπεχθανόταν πάνω ά π ’ δλα ήταν οτι δέν καταλάβαινε, Ή καημένη ή Ά ρτεμ η : νά δώσει τόσο πολλά στόν Χάλστον, νά διακινδυνεύσει τόσα, και στό τέλος εκείνος νά της φερθεΤ τόσο κατάπτυστα.
Τ ις επόμενες μέρες ό ’Έ ρνεστ σκεφτόταν που καί ττοΰ τόν Χάλστον, άλλά ή σκέψη του επέμενε κυρίως στήν Ά ρτεμ η . Ή
29 0
Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗ Σ ΖΩ Η Σ
φαντασία του τήν εΐχε μετατρέψει ατέ θεά —πανέμορφη, δοτι κή, μητρική, άλλά άσχημα πληγω μένη. ^Ηταν μιά γυναίκα ττού της ίίξιζε να τή σέβονται, να τήν τι μου ν, νά τή θεωρούν πολύτιμη: ή ιδέα 6τι κάποιος εξευτέλιζε μιά τέτοια γυναίκα του φαινόταν απάνθρωπη. Πόσο θά τή βασάνιζε το γεγονός 6τί δέν καταλάβαινε τί εΐχε συμβεΐ ! Πόσες φορές θά ξανάζη σε εκείνη τή νύχτα προσπαθώντας νά καταλάβει τί εΐχε πεΤ^ τί εΐχε κάνει, πού εΐχε διώξει τόν Χάλστον. Κι 6 'Έ ρνεστ ήξε ρε δτι ό ϊδιος βρισκόταν σέ μιά προνομιακή θέση γ ιά νά τή βοηθήσει. Πέρα ά π ’ τόν Χάλστον είμαι ό μόνος πού γνωρίζει τήν άλήθειος γιά κείνη τη νύχτα, σκεφτόταν. Τόν πλημμύριζαν συχνά μεγαλειώδεις φαντασιώσεις, δτι εσωζε δεσποσύνες πού βρίσκονταν σέ άπόγνωση. Τό ήξερε. Ι^ινόταν νά μήν τό ξ έρ ει; ΚαΙ ή άναλύτριά του, ή "^Ολιβ Σμίθ, καί ό επόπτης του, ό Μάρίταλ Στράιντερ, του τό εΐχαν τρίψει άτεειρες φορές στη μούρη. Οί φαντασιώσεις διάσωσης έπαιζα:ν ρόλο τόσο στίς προσωπικές του σχέσεις, οπου συχνά παρέ βλεπε προειδοποιητικά σήματα φανερής άσυμβατότητας, οσο καί στίς ψυχοθερατίεΐες του, δπου μερικές φορές ή άντιμεταβίβαση ξέφευγε ά π ’ τόν έλεγχό του κι ό 'Έρνεστ κατέληγε νά ^χει ύπερεπενδύσει στό νά γιατρέψει τις γυναΤκες άσθενεΤς του. Ό π ω ς ήταν φυσικό, οί φωνές της άναλύτριας και του επό π τη του του ήρθαν καί τώρα στόν νου, καθώς άναλογιζόταν τή διάσωση τής Ά ρτεμης- Ά κουσε τήν κριτική τους καΐ τή δέ χτηκε - άλλα μόνο ώς ενα σημείο. Βαθιά μέσα του πίστευε ότι ή ύπερεπένδυσή του τόν έκανε καλύτερο θεραπευτή, καλύ^ τερο ανθρώπινο πλάσμα. Καί βέβαια έπρεπε νά σώζει κάνεις τις γυναίκες. ^Ηταν μιά αυταπόδεικτη αλήθεια, μιά στρατη γική γιά τήν επιβίωση τοΰ εΐ'δους γραμμένη στά γονίδιά μας. Πόση φρίκη εΐχε νιώσει πριν άπό πολύ καιρό στό μάθημα τής συγκριτικής άνατομΐας ανακαλύπτοντας οτι ή γά τα πού άνέτεμε ήταν έγκυος καί κουβαλοΰσε πέντε μικροσκοπικα έμβρυα στή μήτρα της, ^χι μεγαλύτερα άπό βόλους* Γ ιά τόν ϊδιο λό γο άττεχθανόταν τό χαβιάρι, πού ό μόνος τρόπος νά τό πάρει
Η ΚΑΤΑΡΑ ΤΗΣ ΟΥΓΓΑΡΚΖΙΚΗΙ ΓΑΤΑΕ
ag ^
κανείς ήταν σφάζοντας καΐ λεηλατώ ντας τις έγκυες μουροΰνες. Ή ttlo φρικτή ήταν ή στρατηγική εξόντωσης πού χρη σιμοποιούσαν ot Ναζί, ή οποία εΐχε σκορπίσει τόν τρόμο στις γυναίκες πού μέσα τους φώλιαζε 6 « σπόρος της Σάρρας "Ετσι ό "^Ερνεστ δέν αμφισβήτησε ποτέ τήν απόφασή τοϋ νά πείσει τον Χάλστον νά έτυανορθώσει τό ολίσθημά του, « Σκέψου πώ ς θά ενιωσε ή γυναίκα», έτταναλάμβανε στόν άσθενή του σέ κατοτηνές συνεδρίες - οττου 6 Χάλστον απαντούσε εκ νευρισμένος; « Γ ια τρ έ, εγώ εΐμαι 6 ασθενής, οχι ή Ά ρ τεμ η μ. πίεζε τόν Χάλστον ν ’άνη ληφ θεΐ τή σοφία τοΰ θερατυευτικου προγράμματος τώ ν δώδεκα βαθμιδών Κάνε evav κατά λογο ολων τών προσώττων πού έβλαψες και πρόσφερε στονς άνθρώπονς αντονς ε::^αν6ρθωσ7/^ δτΐοτε αντό εΐναι δννατό. Ό λ α δμως αύτά τά επιχειρήματα» οσο επιδέξια καΐ νά τά εθετε ό "Έρνεστ, δέν κατόρθωναν νά ξεκουνήσουν τόν θεραπευόμενο του, πού εμοιαζε άφάνταστα άσπλαχνος καί άπορροφημένος ά π ' τόν έαυτό του. Κ άποτε μάλιστα πείραξε τόν Έ ρ ν εσ τ γιά τήν αφέλειά του. « Μ ήπως εΐναι ύπδρβολικά ρομαντική ή άπο ψή σας γιά μιά περιπέτεια τής μιας νύ χτα ς; Αύτός εΐναι ό τρόπος ζω ής της, Δέν εΐμαι ό πρώ τος άντρας πού πλεύρισε» καί πιθανότατα ουτε ό τελευταίος, Σας διαβεβαιώνω, γιατρέ, αύτή ή γυναίκα ξέρει νά φροντίσει τόν έαυτό της)), Ό "Έρνεστ άναρωτήθηκε μήπω ς ό Χάλστον είχε μουλαρώ σει άπό σκέτη μοχθηρία. "Ίσως νά εϊχε διαισθανθεί τήν υπερ βολική έμπλοκή τοΰ θεραπευτή του μέ τή^ Ά ρ τεμ η καΐ νά άνταπέδιδε άπορρίτττοντας αύτόματα κάθε συμβουλή του. Ό πω ς καΐ νά εΐχαν τά πράγματα πάντω ς, συνειδτ/τοποίτ^σε προ οδευτικά ότι ό Χάλστον δέν ΙπρόκΕΐτο ποτέ νά ζητήσει συγ γνώ μη άπό τήν Ά ρ τεμ η κι δτι αύτό τό φορτίο θά επρεπε νά 1. Τά προγράμ,μΰίτϊχ Χώδεκαί βαθμίδίον πού εφαρμόζονται ατή θεραKtioi, διαφόρων τύττων έ^ίσμών. Περιλαμβάνουν συγκεκριμένες απαιτήσεις κανόνΐύν ίτυμιτεριφοράς άπό τοΐ>ς συμμετέχοντες καΐ πίστη σέ μια ci ανώ τερη δύναμη » tcoCj θά τούς στηρίξει στήν προσπά&εια. { Σ ,τ.μ , )
Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ Ϊ Η Ι Ζ ί Ι Η Σ
τό άναλάβει ό ϊδιος» δηλαδή 6 ’Έ ρνεστ. Περιέργως, παρά το 3(χρύ του πρόγραμμα, δέν τόν πείραζε ν^άναλάβει αύτή τήν υποχρέωση. ’Έ μοιαζε σάν μ^ά ηθική προσταγή, κι ίίρχΐ-ζε νά τό βλέπει 6yt σάν αγγαρεία άλλά σάν μιά ύττηρεσία πού επρεπε νά προσφέρει. Π εριέργως, επίσης, αύτός πού συνήθως ανέ λυε τόσο πολύ τόν έαυτό του, ύποβάλλοντας κάθε ιδιοτροττία του* κάθε απόφασή του σέ μιά εξονυχιστική και κουραστική διερεύνηση» δέν αμφισβήτησε οΰτε μιά φορά τά κίνητρά του. Συνειδητοποιούσε, βέβαια, δτι αναλάμβανε μιά ανορθόδοξη καΐ, παράτυπη αποστολή —ποιός άλλος θεραττευτής εΐχε ποτέ θεωρήσει δική του υποχρέωση νά ζητήσει προσωπικά σ υγ γνώ μη γιά κάποιο παράπτω μα ενός ασθενούς το υ ; Παρά τή συνειδιτ^τοποίηση δτι ή υπόθεση απαιτούσε λεπτό τητα και μυστικότητα, τά πρώ τα βήματα τοΰ ’Έ ρνεστ ήταν αδέξια και διάφανα: « Χάλστον, γιά τελευταία φορά. Ά ς άνακεφαλαι,ώσουμε πάλι τή συνάντησή σου μέ τήν Ά ρ τεμ η και τό είδος τής σχέσης πού Ικανές μαζί της ». « Ό χ ι πάλι] Ό π ω ς έχω ξαναπει, καθόμουν σ ’Ινα καφέ, δταν - υ « Ό χ ι , προσπάθησε νά ζω γραφίσεις τή σκηνή ζωντανά καί μέ ακρίβεια, Περίγραψέ μου τό καφέ, Τ ί ώρα ήταν; Που βρι σκόταν ;)) « ^Ηταν στή Μιλλ Βάλλεϋ, γύρω στίς οχτώ τό πρω ί, σέ μιά άπό κείνες τις γραφικές καλιφορνέζικες καινοτομίες —ενα συνδυασμό βιβλιοπωλείου καί καφέ ». « Π ώ ς λεγότα ν;» τόν προέτρεψε ό Έ ρ νεσ τ, δταν ό Χ άλ στον σταμάτησε. « Περί γράψε τά πάντα γύρω άπο τή συνάν τησή σας ». « Γ ιατρέ, δέν καταλαβαίνω. Γ ιατί μου κάνετε αύτές τις ερω τήσεις; » « Κάνε μου αύτή τή χάρη, Χάλστον, Τό νά ζωγραφίσεις τή σκηνή οσο πιο ζωηρά γίνεται, θά σέ βοηθήσει νά θυμηθείς 0λα τά συναισθήματα πού βίωσες ». Α παντώ ντας στις διαμαρτυρίες του Χάλστον οτι δέν τόν
Η ΚΑΤΑΡΑ TH E ΟΥΓΓΑΡΕΖΙΚΗΣ ΓΑΤΑΣ
ένδιέφερε νά θυμηθεΤ τά συναισθήματά του» ό 'Έρνεεττ τοΰ υπενθύμισε δτι το αποκτήσει ένσυναέσθΐ^ση ^ α ν Ινα πρώτο βήμα γιά νά βελτιώσει τις σχέσεις του μέ τΙς γυναίκες. Ε π ο μένως τό νά θυμηθεί τί> τί ενιίασε καΐ το τί μπορεΐ νά ένιωσε ή Ά ρτεμ η θά ήταν μιά πολύτιμη άσκηση- Αδύναμη δικαιολο γία, τό ήξερε, άλλά εύλογοφανής. Καθώς 6 Χάλστον αφηγούνταν ευσυνείδητα γιά άλλη μιά φορά τις λετΐτομέρειες εκείνης της επεισοδιακής μέρας, ό Έ ρ νεστ άκουγε μέ τεταμένη τήν προσοχή του, χωρίς δμως νά μά θει ττολλές νέες πληροφορίες. Τό καφέ λεγόταν ""Book Depot” κι ή Ά ρτεμη ήταν λάτρης της λογοτεχνίας - αύτό Ινιοισε 6τι ϊσως να ήταν ενα χρήσιμο στοιχείο. Τ ί Ά ρτεμη εΐχε πεΤ στον Χάλστον δτι αυτόν τόν καιρό ξαναδιάβαζε τούς μεγάλους Γερ μανούς μυθιστοριογράφους ^ ό ν Μάνν, τόν Κλάίστ» τόν Μπέλ?και δΊΠ εκείνη τήν ήμέρα εϊχε αγοράσει τήν καινούργια μετά^ φράση του Άνβρώπον χα>ρίς ιδιότητες τοΰ Μούζιλ. Λόγω τής αύξανόμεντ)ς καχυποψίας τοΰ Χάλστον^ ό "Έρνεστ έκανε λίγο πίσω - φοβήθηκε μήν τυχόν άκουγε άπό στιγμή σέ στιγμή τόν άσθενή του νά τοΰ λέει: « Θές νά σοΰ δώσω τή δι εύθυνση καΐ τό τηλέφωνό τ η ς ; » Π ράγμα πού βέβαια ήταν ακριβώς αύτό πού ήθελε ό *Έρνεστ. Έ τ σ ι θά εξοικονομούσε πολύ χρόνο. Διέθετε δμως ήδη άρκετά γιά να ξεκινήσει. Μερικές μέρες αργότερα, πρωί πρω ί μέ τή δροσούλα, ό Έ ρ “ νεστ οδήγησε ώς τή Μίλλ Βάλλεϋ, πάρκαρε καΐ μττηκε στό “ Book D e p o t Κοίταξε τριγύρω μέσα στό μακρύ καί στενό βιβλιοπωλείο πού κάποτε ήταν ντεπό τρένων^ κι ^ττειτα έριξε μιά ματιά στό πρόσχαρο καφέ ττού συνδεόταν μαζί του καί σέ καμιά δεκαριά τραπέζια ά π ’ εξω πού τά ζέσταινε ή πρωινή λιακάδα, Μή βλέποντας καμιά γυναίκα πού νά μοιάζει μέ τήν περιγραφή τοΰ Χάλστον» πήγε στό ταμείο καί παράγγειλε ένα πολύσπορο μπέγκελ σέ μιά σερβιτόρα ττού εϊχε μύτη καί χεί^ λη φορτωμένα μέ χρικάκια.
394___________________________________________________ Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ Τ Η Σ Ζ Ώ Η Ι
ίί Μτυέγχελ μέ τί άλλο ; » ρώτηίτε εκείνη.
Ό ’^Ερνεστ κοίταξε τών πίνακα τοΰ μενού. Δέν ύττήρχε αβο κάντο- Μ ήπως ό Χάλστον τά Ιβ γα ζε ά π ’ τό μυαλό του; Τ ε λικά αποφάσισε νά προσφέρει στον έαυτά του κάτι καλό κι ετσι, μαζι μέ το άγαττημένο του κρήμ τσήζ μέ βότανα και κρεμμυδάκι, παράγγειλε διπλή μερίδα αγγούρι καΐ φύτρες. Μόλις εΐχε καθίσει σ ’ένα τραπέζι, 6ταν τήν εΐδε νά μ π α ί νει. Λουλουδάτη μπλούζα πού φούσκωνε στό στήθος, μακριά φούστα στό χρώμα τοΰ δαμάσκηνου —ή αγαπημένη του άπόχρω ση-, χάντρες, άλυ<ίίδες καϊ τά π ά ντα : ήταν σίγουρα ή *Λρτεμη. Πιό ομορφη arc’ τήν εΐχε φανταστεί. Ό Χάλστον δέν εΐχε άναφέρει, ισως νά μήν τά εΐχε καν παρατηρήσει, τά στιλττνά χρ^κτά μαλλιά της, πού τά εΐχε χτενισμένα μ ’ έναν τρόπο πού θύμιζε γυναίκες της Κεντρικής Εύρώπης, τυλιγμέ να κουλούρα και κρατημένα γερά στό πίσω μέρος τοϋ κεφα λιού μ ’Ινα κοκαλάκι σέ σχήμα χελώνας* Ό Έ ρ ν εσ τ έλιωσε: 6λες οι ομορφες Βιεννέζες θείες του, τά πρώ τα αντικείμενα του εφηβικού ερωτικού του ενστίκτου, χτένιζαν ίτσ ι ακριβώς τά μαλλιά τους. Τήν άποτύπωσε βιαστικά, καθώς εκείνη εδινε τήν παραγγελία ττ)ς καΐ πλήρωνε στό ταμείο. Τ£ γυναίκα άμορφη ά π ’ 0λες τις απόψεις, μέ διεισδυτικά τυρκουάζ μάτια, γεμάτα χείλη, ένα μικρό λακκάκι στό πιγούνι, γύρω στό ένα εβδομήντα μέ τά επίπεδα σανδάλια της, καί μ ’ ένα κορμί μέ τέλειες αναλογίες πού σού προκαλοΰσε ταραχή. ΚαΙ τώρα ερχόταν τό κομμάτι πού έκανε πάντα τό ν’Έρνεστ νά σ α σ τίζει: πώ ς νά ξεκινήσει τήν κουβέντα μέ μιά γυναίκα; ‘Έ βγα λε τόν ^Ε^λεκτο τοΰ Μάνν, πού τόν εΐχε άγοράσει τήν προηγουμένη, και τόν άνοιξε πάνω στό τραπέζι, μέ τόν τίτλο νά φαίνεται ξεκάθαρα. ""Ισως αύτός νά τού πρόσφερε τό πρώτο άνοιγμα γιά συζήτηση - άν βέβαια ή Ά ρ τεμ η διάλεγε κάποιο διπλανό τραπέζι. Κοίταξε ανήσυχος γύρω του τό μισοάδειο καφέ. *Τπήρχαν ένα σωρό άδεια τραπέζια. Τής έγνεψε μέ τό κεφάλι καθώς περνούσε, κι εκείνη τοϋ ανταπέδωσε τό νεύμα πηγαίνοντας νά καθίσει σ Ί ν α άδειο τραπέζι. Έ π ε ιτ α άπό
Η ΚΑΤΑΡΑ ΤΗΣ ΟΥΓΓΑΡΕΖΙΚΗΣ ΓΑΤΑΣ
295
δύο-τρ£α δευτερόλετττα ^μως, σάν άπό θαΰμα, στράφηκε πρός τά πίσω. «79 *ΚκλεΗΧ0ς,^^^ αναφώνησε, οσο κι άν ήταν απίστευτο. « Τΐ έκπληξη 1» Τ σιμπάει! Τσιμπάει] Ό Έ ρ ν εσ τ 6μ<*>ς δέν ήξερε μέ ποιον τρόπο νά τραβήξει τό ψάρι κοντά ταυ. « Έ . .. ναί. - , συγγνώ μ η ;» τραύλισε, Ε ϊχε Τϊάθει σοκ - τό σοκ του ψαρα πού εχεί πάρει απόφαση τήν αποτυχία του καΐ. μένει άφωνος, δταν νιώ θει ενα τσίμπημα στήν άκρη τής πετονιάς του. Τό δόλωμα τοΰ βιβλίου τό εϊχε χρησιμοποιήσει αμέτρητες φορές μέσα στά χρόνια χω ρίς νά πίάσει ποτέ οΰτε μαρίδα. ((Α ύτό τό β ιβ λίο)), εξήγησε εκείνη, « τό ’χω διαβάσει πρίν άπό πολλά χρόνια* άλλά ποτέ δέν εΐδα άλλον άνθρωπο νά τό διαβάζει ». « Ά , έγώ τό λατρεύω καί ξαναγυρίζω σ*αύτό χάθε λίγα χρόνια. Μ* αρέσουν πολύ καΐ τά πιο μικρά Ιργα τοΰ Μάνν κι αρχίζω τώρα νά ξαναδιαβάζω ΐίλο τό ^ργο του. Ξεκινώντας ά π ’ αύτό ». « Έ γ ώ μόλις ξαναδιάβασα τά M7l^QδBμhi>il 'κ.^ψάλικι», εΐπε ή Ά ρτεμ η . « Ποιό εχεί σειρά στόν κατάλογό σ ο υ ;» « Τ ά διαβάζω χατά σειρά προτίμησης, Τό επόμενο θά εΐναι ή τετραλογία, *0 ^ϊωστ{ψ yial οΐ αδελφοί τον. Κι επειτα μάλλον ό Φηλίξ KqovX. Ό μ ω ς », εΐττε κι άνασηκώθηκε ελαφρά, « δέν θά καθίσ εις;» (( Καί τελευταίο; » ρώτησε ή Ά ρ τεμ η , ενώ άκουμποΰσε τό μπέγκελ καί τόν καφέ της στό τραπέζι και καθόταν στη θέση άπέναντί του. <( Τό ΜαγίΉο βοννο », απάντησε 6 Έ ρνεσ τ, χω ρίς νά χάσει μπαλιά, και χωρίς ν ’ άποκαλύψει οΰτε τήν απόλυτη κατάπλη“ ξή του πού εΐχε καταφέρει νά πιάσει λαβράκι οΰτε τήν αβε βαιότητά του γιά τό πώ ς νά τό φέρει στήν επιφάνεια. <( Δέν Ιχει άντέξει καΐ πολύ στόν χρόνο — οί ατελείωτες συζητήσεις τοΰ Σεττεμπρινι μοΰ φαίνονται πιά κουραστικές. Στό τέλος τής λίστας βρίσκεται κι 6 Δ όχτω ρ Φάονστους. Τά μουσικολο-
Ctge
Η ΜΑΝΑ ΚΑ[ ΤΟ ΝΟΕΗΜΑ Τ Η Σ ΖΩΗΣ
γικά του ενδιαφέροντα παραεΐναι τεχνικά και πολύ φοβαμαι δτί καταντούν ανιαρά», « Συμφωνω απόλυτα )j* εΐττε ή Ά ρτεμ η άνοίγοντας τήν τσάν τα της καΐ βγάζοντας ένα ώριμο μαΰρο αβοκάντο καΐ διάφο ρα πλαστικά ίτακουλάκια μέ σποράκ^α, if τταρόλο πού ποτέ δέν παύει νά μέ συναρπάζει ή σύνδεση μεταξύ Νίτσε καΐ Λέβερκυν ». ((’Ώ χ , συγγνώμη, δέν συστήθηκα — παρα<τύρθηκα ά π ’ τή συζήτηση. Έ ρ νεσ τ Λάς )>. (( Έ γ ώ εΐμαι ή Ά ρ τ ε μ η )), εΐπε ξεφλουδίζοντας τύ άβοκάντο της, αλείφοντας τό μισό πάνω στό μπέγκελ της και ραντίζοντάς το μέ διάφορα σποράκια. « Ά ρ τεμ η . Ό μορφ ο ίίνομα. Λοιττον, ξέρεις, ό καιρός αρχί ζει νά ζεσταίνει. Πώς σου φαίνεται ή ιδέα νά μετακομίσουμε εξω γιά νά συναντήσουμε καΐ τόν δίδυμα αδελφό σου; » Ό "Έρνεστ εϊχε μελετήσει πολύ έπιμελώς τό μάθημά του. « Τ όν δίδυμο άδελφύ μου;)> προβληματίστηκε ή Ά ρτεμη, καθώς μεταφέρονταν σ ’ ένα τραπέζι έξω στή λιακάδα. ((Τόν δίδυμ ο... ά, έννοεΐς τόν Άπόλλ(ανα, μέ τΙς χρυσές αχτίδες του. Τί ασυνήθιστος άντρας πού είσαι - ζώ μ ’αύτό τό δνομα δλη μου τή ζω ή κι εΐσαι ό πρώ τος άνθρωπος πού μου λέει κάτι τέ τοιο ». €< Πρέπει δμως νά ομολογήσω», συνέχισε ό Έ ρνεσ τ, « δ τ ι μπορεί ν ’άφήσω γιά λίγο κατά μέρος τόν Μάνν, γιά ν ’ αγορά σω τήν καινούργια μετάφραση τοΰ Ανθρώ που χοίρίς ίόί6ττ}τες τοΰ Μούζιλ ά π ’ τόν εκδοτικό οΐκο Ο ύίλκινς». « Τί σ ύ μ π τω σ η !)) Τά μάτια της Ά ρτεμ η ς άνοιξαν διάπλα τα, « Λύτό διαβάζω τώρα ». Ά νοιξε πάλι τήν τσάντα της καί έβγαλε ένα βιβλίο. « Εΐναι θεσπέσιο Ά πό έκείνη τή στιγμή καΐ ττέρα ή Ά ρτεμ η δέν τράβηξε οΰτε μιά στιγμή τά μάτια της ά π ’τόν Έ ρνεστ, Τά βλέμμα της ήταν μάλιστα τόσο σταθερά ττροσκολλημένο στά χείλη του, πού ό "Έρνεστ βούρτσιζε άθελά του μέ τό χέρι κάθε δυό-τρία λετττά τό μουστάκι του, γιά νά διώξει τυχόν ψίχουλα.
Η ΚΑΤΑΡΑ Τ Η Ι ΟΥΙΤΑΡΕΖίΚΗϊ: ΓΑΊ ΑΣ
397
cf Μ ’ αρέσει ττάρα πολύ νά ζώ Ιδώ στό Μ αριν\ άλλά μ ε ρικές φορές δέν εΐναι εύκολο νά βρεϊς άνθρωπο νά κάνεις μιά σοβαρή συζήτηση », εΐττε ή Ά ρ τεμ η προσφέροντάς του μιά φέτα αβοκάντο. « Ό τελευταίος άνθρωπος στόν όποιο μίλη σα γ ι ’ αύτο τό βιβλίο δέν είχε άκούσει ττοτέ τό ονομα Μού ζιλ». « ’Έ , δέν φτάνουν δλοι εΰκολα στόν Μ ούζιλ». Τ ι κρίμα, σκέφτηκε ό *^Ερνεστ, πού Ινα μυαλό σάν τής Ά ρτεμ ης εΐχε ύπο/ρεωθεΐ ν’ ανεχτεί εστω καί γιά ελάχιστο χρονικό διάστη μα τή σφιχτόκωλη συντροφιά τοΰ Χάλστον. Γιά τΙς έπόμενες τρεΐς ώρες περιπλανήθηκαν πανευτυχείς στούς μαιάνδρους τοϋ έργου τοϋ Χάινριχ Μττέλλ^ τοΰ Γκύντερ Γκράς καΐ τοΰ Χάινριχ φόν Κλάιστ. Ό Έ ρ νεσ τ κοίταξε τό ρο λόι του. Κόντευε μεσημέρι! Τί απίθανη γυναίκα, σκεφτηκέ. Εϊχε βέβαια ελευθερώσει τό πρωινό του πρόγραμμα, άλλά στή μία ή ώρα ξεκινούσαν πέντε διαδοχικές συνεδρίες. Ό χρόνος τελείωνε* κι ετσι στράφηκε στόν πραγματικό του στόχο. ((Θά πρέπει νά φύγω σέ λίγο εΐπε, « παρότι δέν τό θέλω καθόλου» άλλά μέ περιμένουν οι ασθενείς μου. Δέν μπορώ νά σοΰ πώ πόσο τή χάρηκα τήν κουβέντα μας. Μ Ίκ α νε νά βγω γιά λίγο ά π ’ τόν έαυτό μου. Τήν εΐχα πραγματικά ανάγκη σέ αύτή τή φάση τής ζωής μου ». « Π ώ ς ε τ σ ι; » (t Είναι μιά άσχημη περίοδος ». "Ο Έ ρνεστ αναστέναξε ελπί ζοντας ν’άκούγονταν αυθόρμητα τά λόγια πού εΐχε προβάρει πολλές φορές τήν προηγούμενη νύχτα, if Πρίν άπό δύο βδομά δες τυήγα νά συναντήσω μιά παλιά μου φιλενάδα. Εΐχα δυό-τρία χρόνια νά τή δώ, και περάσαμε μαζϊ. ενα πολύ όμορφο εικοσι τετράωρο. Τουλάχιστον έγώ έτσι νόμιζα. Τό πρωί πού ξύττνησα εΐχε φύγει. Εξαφανίστηκε, Δέν άφησε κανένα Γχνος της. Κι άπό τότε δέν εΐμαι καλά. Δέν εΐμαι καθόλου καλά!))
1, Marine County, εύρύτερη ττεριοχή τοϋ 2 ά ν Φρανσίσχο.
{Σ.τ.μ.
)
ayS
Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΪίΜ Λ Τ Η Γ ΖΩ Η Σ
(ί Αύτο εΐναι τρομερό », Ή Ά ρ τεμ η έδειξε πολύ μεγαλύτε ρο ενδιαφέρον ά π ’ οσο εΐχε ελπίσει ό Έ ρνεσ τ. u^H rav σημαν τική γί-ά σένα; 'Έ λπιζες νά ξανακάνεις σχέση μαζί τ η ς ; » « Έ , οχι ». Ό Έ ρ ν εσ τ σκέφτηκε τον Χάλστον καΐ πώ ς θά πρέπει νά ένιωθε εκείνη απέναντι του. «Δ έν εΐναι αύτό axptϊώ ς.^ Η τα ν -π ώ ς νά τό π ώ ;—περισσότερο μιά σύντροφος στά παιχνίδια, μιά σεξουαλική φίλη. Δέν πενθώ δηλαδή τό γεγο νός βτι τήν Ιχασα. Αύτό πού μέ πονάει στήν πραγματικότη τα εΐναι δτι δεν καταλαβαίνω. Μ ήπω ς Ικανα έγώ κάτι πού τήν εσπρωξε νά τό βάλει στά πόδια; Μ ήπως την πλήγωσα μέ κάποιον τρ ό π ο ; *Έφταιγε κάτι πού ε ΐπ α ; Μ ήπως σάν εραστής δέν ελαβα ύπόψη τις δικές της ανάγκες; Έ κ α να κάτι Οεμελιω δώς απαράδεκτο; Κ αταλαβαίνεις, Αύτό άνακινει πολλά ΐϊσχημα πράγμ ατα ». ΐ< Αύτό πού λές τό καταλαβαίνω πολύ καλά »* εΐπε ή Ά ρ τ ε μη κουνώντας τό κεφάλι μέ κατανόηση. t( Τό εζησα κι έγώ καί δέν εΐναι πολύς καφύς », « Α λή θεια ; Εΐναι εκπληκτικό πόσα κοινά έχουμε. Μ ήπως θά ’πρεπε νά προσπαθήσουμε νά γιατρέψουμε ό ενας τόν άλ λον ; Νά συνεχίσουμε αύτή τή συζήτηση μιά άλλη φορά - άς πούμε, τρώγοντας τό βράδυ μ α ζ ί;)) ί( Ναί, άλλά σέ εστιατόριο. 'Έ χ ω διάθεση νά μαγειρέ ψω. Χ τές μάζεψα μερικά υπέροχα μανιτάρια καί θά φτιάξω Ινα ούγγαρέζικο ραγού μανιταριών* Θές νά έρθεις;))
Π οτέ δέν εΐχαν κυλήσει τόσο άργά οι ώρες της ψυχοθεραπεί ας. Ό ’Έ ρνεστ δέν ήταν σέ θέση νά σκεφτει τ ΐπ ο τ ’άλλο άπό τήν Ά ρτεμ η . Τόν εΐχε μαγέψει. Χ ρειάστηχε νά κεντρίσει πολ λές φορές τόν έαυτό του: ΣυγκεντρώσουI Μάζεψε τό μυαλό σου 1 Κάνε τή δουλειά γιά τήν όποια σέ πληρώνουν Ι Β γάλ’ την αύτή τή γυναίκα ά π ’τή σκέψη σου, Ά λλά ή Ά ρ τεμ η άρνιοταν νά βγει. Ε ΐχε στήσει νοικοκυριό στί>ν μετω πιαίο λοβό του καί παρ έμενε έκεΐ. Ε ΐχε πάνω της κάτι απόκοσμο καί σαγηνευ
Η ΚΑΤΑΡΑ Τ Η Σ ΟΎΤΤΑΡΕΖΤΚΗΙ ΓΑΤΑΣ
399
τικό πού τοΰ εφερνε στόν νοΰ τήν αθάνατη Α φρικανή [βασί λισσα ά π ’ το μυθιστόρημα τοΰ Ράιντερ Χ άγκαρντ "Εχείντ) καί πού κάνεις δέν μπορούσε νά της άντισταθεϊ. Δέν τοϋ είχε διαφύγει 6τι περισσότερο τόν άπασχολοΰσε ή γοητεία της παρά τό πώ ς ν" ανακουφίσει τήν απόγνω σή τηςΈ ρ ν εσ τ, μήν ξεχνάς ποιές εΐναι οι προτεραιότητες σου, έπέπληξε τόν Ιαυτό του. Ύί κάνεις; *Όλο αύτό τό σχέδιο εΐναι τρομερά ΰποτττο άκόμα και χω ρίς νά υπάρξουν σεξουαλικές περιπέτειες. "Ήδη πα τα ς σέ τεντωμένο σκοινί - αρμέγεις τόν Χάλστον γιά νά σοΰ δώσει στοιχεϊΐα πώ ς νά βρεις τήν Ά ρ τ ε μη, μετατρέπεις τόν έαυτό σου σ ’ Ιναν απρόσκλητο πλανόδιο θεραπευτή πού κάνει κ α τ ’ οΐκο ν επίσκεψ η σέ μιά ομορφη άγνω στη. Σ '^ χ ε ι πιάσει ή μεγαλομανία σου καί σ υμπεριφ έ ρεσαι αντιδεοντολογικά καί ά ν τιεπ α γγελ μ α τικ ά . Π ροσοχή, προσοχή, προσοχή I «<Κύριε Δ ικαστά », φαντάστηκε τή φωνή τοϋ επόπτη του νά ήχεϊ [βροντερή άπό τό βήμα τοΐ> μάρτυρα, « ό κύριος Λάς εΐναι ενας καλός καΐ ήθικός κλινικός, άν εξαιρέσουμε μερικές φορές πού παρεκτρέπεται κι αρχίζει νά σκέφτεται με τό μ ι κρό του κεφ ά λ ι», Ό χ ι , δχι, δχι I διαμαρτυρήθηκε ό Έ ρ νεσ τ. Δέν κάνω τίπ ο τα αντιδεοντολογικό. Ή πρόθεσή μου εΐναι μιά πράξη ακεραιό τητας, μιά πράξη φιλανθρωτυΐας. Ό Χάλστον, ό ασθενής μου, προκάλεσε κακόβουλα ενα βαρύτατο τραύμα σ ’ Ιναν άλλον άν θρωπο, καί εΐναι άδιανόηττο 6τι θά θελήσει ποτέ νά επανορθώ σει. Έ γ ώ καί μόνον έγώ μπορώ ν ’ άποκαταστήσω τή ζημιά καΐ νά τό κάνω γρήγορα καί αποτελεσματικά. Τό σ πίτι τής Ά ρ τεμ η ς εμοιαζε μέ τό σπιτάκι της μ ά γισ σας άπό τό κα,Ι Ρ κ ρ έτελ ^ ι κ ρ ό , μέ ψϊ)λό αέτω μα πού ή κορνίζα του ήταν γεμάτη δαντελω τά στολίδια καί περιτρι γυρισμένο άπό μιά πυκνή σειρά πανύψηλα άγριοκυπάρισσα-, καί θά ταίριαζε καλύτερα στόν Μέλανα Δρυμό παρά στό Μ αρίν Κάουντυ. Ή Ά ρ τεμ η τόν υποδέχτηκε στήν πόρτα μέ ένα ποτήρι φρεσκοστυμμένο χυμό ροδιοΰ καί τοΰ ζήτησε συγγνώμη
300
Η ΜΑΝΑ ΚΑ[ Τ Ο ΝΟΗΜΑ ΤΗ Σ ΖΩ Η Σ
ϊΓού Siv εϊχε αλκοόλ στό σ πίτι —(t Έ δ ώ βρισχομαστε σε ζ ώ νη καθαρή άπό ουσίες », εΐπε και ττρόσθεσε, <( άν εξαιρέσουμε τό ganja, τό ιερό βοτάνι »* Μόλις κάθισε στόν καναπέ απομίμηση ivouis XIV πού ήταν καλυμμένος μέ δαντελένια πετσετάκια καΐ στηριζόταν σέ κά τι ντελικάτα γκριζολευκα πόδια, ο "Έρνεστ ξαναγύρισε στό θέ μα τής εγκατάλειψης. Παρόλο ομως πού χρησιμοποίησε όλες τΙς γνω στές κι επιτυχημένες τεχνικές του γιά νά τήν κάνει νά 3γεΐ ά π ’ τό καβούκι της, άναγκάστηκε ττολύ σύντομα νά π α ραδεχτεί ΐίτι εΐχε υπερεκτιμήσει τήν απόγνωσή της. Ναί, παραδέχτηκε ή Ά ρτεμ η , εΐχε ζήσει τήν ϊδια έμτυειρια δτυως 6 Έρνεστ καί δέν της ήταν εΰκολο. Ά λλά ήταν λιγότερο οδυνηρό ά π ’ αύτό πού εΐχε αφήσει νά εννοηθεί: ομολόγησε δτι εΐχε άπλώ ς φερθεί εύγε νικά. Μόνο γιά νά βοηθήσει τόν ^Ερνεστ νά μιλήσει γιά τις δικές του δυσκολίες εΐχε αναφέρει δτι τήν εΐχε έγκαταλείψει πρόσφατα ένας άντρας. Παρόλο πού « «νθρωπος αύτός εϊχε φύγει χω ρίς νά τής δώσει καμιά έξή γηση, το γεγονός δέν τήν εΐχε ταράξει καΐ. τόσο πολύ. "Η σχέ ση τους 5έν εΐχε μεγάλη σημασία, κι ή Ά ρ τεμ η ήταν βέβαιη δτι τό πρόβλημα ήταν κυρίως δικό του παρά δικό της. Ό 'Έ ρνεστ τήν κοίταξε μέ θαυμασμό; αύτή ή γυναίκα εΐχε πολύ πιό στέρεο κέντρο ά π ’ δσο έλπιζε ποτέ ν ’ άποκτησει ό ίδιος. Χαλάρωσε λοιπόν, πήρε ρεπό ά π ’ τόν ρόλο τοΰ θερατυευτη καί προτίμησε ν*απολαύσει τήν υπόλοιπη βραδιά. 'Η ενθουσιώδης τυεριγραφή τοΰ Χάλστον τόν είχε προετοι μάσει γιά τά ΐΐσα θά επακολουθούσαν. Σύντομα δμως έγινε σαφές δτι ό Χάλστον εΐχε υποβαθμίσει και ταθανότατα υποτι μήσει τά πάντα. Ή συζήτηση μέ τήν Ά ρ τεμ η ήταν απολαυ στική, τό ραγού τών μανιταριών ένα μικρό θαΰμα κι ή ύπόλοιττη βραδιά ενα πολύ μεγοιλύτερο θαΰμα. Ύ ποψιαζόμενος δτι ή έμπειρία ταυ Χάλστον μπορεΐ νά εΐχε προκληθεΐ ά π ’ τό ναρκωτικό, ό *^Ερνεστ άρνήθηκε τή μαριχου άνα πού τοΰ πρόσφερε ή Ά ρ τεμ η μετά τό δείπνο, Ά λλά καί. χω ρίς αυτήν κάτι άσυνήθιστο, σχεδόν υπερφυσικό, έμοιαζε νά
H ΚΑΤΑΡΑ T H E ΟΥΓΓΑΡΕΖΙΚΗΣ ΓΑΤΑΕ
συμβαίνει μέσα του. Σ τή διάρκεια του φαγητού άρχισε νά νιώθει μιά υπέροχη θέρμη νά τόν ττλημμυρέζει άττ^τήν κορφή ώς τά νύχια. Εύχάριατα συναισθήματα α π 'τ ο παρελθόν κατέκλυσαν τό μυαλό του, τό καθένα εισχωρώντας άπό διαφορε τική πύλη. Ή μυρωδιά τοΰ κίχελ πού εψηνε ή μητέρα του τά πρωινά της Κυριακής. Ή ύγρή ζέστη τά πρώ τα δευτερόλε π τα , δταν φ ρ ε χ ε τό κρεβάτι του, Τ ό πρώ το του φιλί. ‘Ο πρώ “ τος του οργασμός, σάν έκπυρσοκρότηση, τήν ώρα πού αυνανι ζόταν μέσα στήν μπανιέρα καί φανταζόταν δτχ, έγδυνε τή θεια Χ άρριετ. Νά τρώ ει ζεστά κέικ σοκολάτα μέ π α γω τό στό “ Hot Shoppe ” της Τζόρτζια Άβενί,ου. Ή ελλειφη βαρύτητας στήν κατηφόρα τοΰ Ρώσικου βουνοΰ στό Λούνα Π άρχ Γχλεν Έ κ ο . Ν ά μετακινεί τή βασίλισσά του, προστατευμένη άπό έναν πανοΰργο α ξιω μ ατικό, και νά λέει στόν πατέρα του **Shah moit*’ (σ ά χ -μ ά τ). ^Ηταν τόσο έντονη αύτή ή αϊσθηση τοΰ HeimUchkeit - ή ζεστή και ύγρή σπιτική αισθηστ]- καί τόν τύλιγε τόσο ολοκληρωτικά, ώστε γ ιά μιά σ τιγμή ξέχασε ποΰ βρισκόταν. « Θέλεις ν^ ανέβουμε στην κρεβατοκάμαρα; » τόν έβγαλε άτΓ^τήν όνειροπόλγ^σή του ή απαλή φωνή της Ά ρτεμ η ς. Που εΐχε ταξιδέψ ει; Μ ήπως εΐχαν κάτι τά μανιτάρια, άναρωτήθη κε, Ά ν θέλω νά πάω στήν κρεβατοκάμαρα; Τ ή γυναίκα αυτήν θά τήν άκολουθοΟσα οπουδήποτε. Τήν ποθώ δπω ς καμιά άλλη γυναίκα ά π ’ δσες έχω γνωρίσει, "Ισως νά μή φταίει οΰτε τό χόρτο οΰτε τά μανιτάρια άλλά κάποια ασυνήθιστη φερομόνη. Μ ήπω ς ό οσφρητικός μου βολβός συνωμοτεί πίσω άπ^τήν πλάτη μου μέ τό άρωμά τη ς; Μόλις έπεσαν στό κρεβάτι, ή Ά ρ τεμ η άρχισε νά τόν γλεί φει. Κάθε εκατοστό της σάρκας του άρχισε νά μυρμηγκιάζει, ν ’άνάβει, ώσπου ένιωσε ολόκληρο τό σώμα του πυρακτωμένο. Κάθε χάδι της γλώσσας της τόν ανέβαζε όλοένα καί πιό ψη^ λά, ώσπου έφτασε στήν έκρηξη - οχι μέ τόν οξύ κρότο π ι στολιού πού εκπυρσοκροτεί, άλλά μέ τόν βρυχηθμό ενός πανί σχυρου όλμοβόλου, Σέ μιά σύντομη στιγμή διαύγειας πρόσεξε
302
Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ Τ Ο ΝΟΗΜΑ ΤΗ Σ Ζ Ο Η Ι
ξαφνικά τήν Ά ρ τεμ η πού μισοκοιμ,όταν ττλάι του. Ε ΐχε παρασυρθεΐ τόσο πολύ ά π ’τήν ηδονή, πού τήν εϊχε ξεχάσει τελεί ως* δέν εΐχε ασχοληθεί καθόλου μέ τή δική της ευχαρίστηση. Α πλώ νοντας τό χέρι γιά ν ’ αγγίξει τό πρόσωπό της eνιώσε τά μάγουλά της ύγρά άπό ϊνα ποτάμι δάκρυα. ΚαΙ τότε τον πήρε ό [βαθύτερος ίίττνος πού γνώρισε ποτέ του. Κ άμποση ώρα αργότερα τόν ξύπνησε ένας ήχος σάν ξύσι μο, Στήν αρχή δέν ςβλεπε τίποτα μέσα στό κατασκότεινο δω μάτιο, Α ντιλαμβανόταν ομως οτι κάτι δέν πήγαινε καλά* κα θόλου καλά. Σ ιγ ά σΐ-γά, καθώς ύποχωρουσε το σκοτάδι, ενα ύπερφυσικό πράσινο φως φώτισε άπόκοσμα τόν χώρο. Μέ τήν καρδιά του νά βροντάει γλίστρησε έξω άπ*τό κρεβάτι, φόρε σε τό παντελόνι του κι ετρεξε στά παράθυρα, νά δει τί ήταν αύτό τό ξύσιμο. Τό μόνο πού έβλετυε ομως ήταν ή άντανάκλαση του δικού του προσώπου νά του άνταποδίδει τό βλέμ μα, Γύρισε νά ξυπνήσει τήν Ά ρ τεμ η , άλλά εκείνη εΐχε εξαφα νιστεί. Τό ξύσιμο καΐ τό γδάρσιμα δυνάμωναν. Κ αί ξαφνικά άκούστηκε £να απόκοσμο γιήηηηονονον, σάν χίλιες ξαναμμέ νες γά τες σέ οίστρο. Τό δω μάτιο άρχισε νά πάλλεται, στήν αρχή μαλακά, εττειτα ολο και πιό έντονα. Τ ό ξύσιμο ^γινε άχόμα πιό δυνατό, άκόμα πιό άγριο. Ά κουσε χαλίκια νά π έ φτουν στό έδαφος, επειτα μεγαλύτερες πέτρες, έτυειτα μιά μ ι κρή κατολίσθηση. *Η φασαρία φαινόταν νά έρχεται ά π ’ τήν π ί σω μεριά του τοίχου της κρεβατοκάμαρας. Π λησιάζοντας προσεκτικά είδε νά εμφανίζονται ρωγμές, Ό σοβάς ξεφλούδι ζε κι επεφτε σωρηδόν πάνω στό χαλί. Ά ρχισ ε νά φαίνεται ή λάσπη. Και σέ λίγες στιγμές, άπό κ ά τω της* φάνηκαν γυμνές οι ξύλινες σανίδες πού στήριζαν τόν σκελετό του σπιτιού. Κ ρ ά τ ς ! Μιά γιγάντια πατούσα ζώου δλο νύχια ξεπρόβαλε άπό μέσα τους. Του έφταναν δσα εΐχε δει. Καί ττερίσσευαν μάλιστα! Α ρ πάζοντας τό πουκάμισό του δρμησε πρός τή σκάλα. Ά λλά δέν ύττηρχε σκάλα οΐίτε τοίχοι οΰτε σ πίτι. Μ προστά του ανοιγό ταν μιά σκοτεινή έκταση γεμάτη αστέρια. Ά ρ χισ ε νά τρέχει
Η ΚΑΤΑΡΑ Τ Η Σ Ο ΥΙΤΑΡΕΖΙΚΗ Σ ΓΑΤΑΣ
3<>3
yjxX σέ λίγο βρέθηκε δάσος μέ πανύψηλα κωνοφόρα. "Ακούγοντας Ιναν βροντερό βρυχηθμό κοίταξε πίσω του κι είδε να τόν ακολουθεί' μιά τερατώδης γ ά τα μέ μάτια κόκκινα σάν τή φω τιά - έμοιαζε μέ λιοντάρι άλλά ήταν ασπρόμαυρη καί πολύ μεγαλύτερη. Μεγάλη σάν αρκούδα. Μεγάλη σάν τίγρη μέ δόντια σάν ξίφη. Ό Έ ρ νεσ τ ετρεξε άκόμα πιο γρήγορα, σχεδόν τυετοΰσε, άλλά ό γδοΟπος ά π ’ τΙς μαλακές πατούσες τοΰ θηρίου πού σφυροκοποΰσαν το γεμά το πευκοβελόνες χώ μα τοΰ δάσους πλησίαζε. Εΐδε μιά λίμνη κι ετρεξε πρός τά έκεΐ. Οι γάτες σιχαίνονται τό νερό, σκέφτηκε, και 6ρμησε μέσα* ΚάτΓου μακριά, ττέρα ά π ’τό κέντρο της λίμνης ττού τό σκέπα ζε ή ομίχλη, ίίκουσε νερό νά κυλάει. Και τότε τήν είδε: είδε τήν Ά ρ τεμ η νά στέκεται στό κέντρο της λίμνης κοκαλωμένη, Ε ΐχε τό Ινα της χέρι σηκωμένο σάν τό Ά γα λ μ α της Ε λ ευ θ ε ρίας καί μέ τό άλλο κρατούσε τό ενα ά π ’ τά γιγάντια στήθη της. Κ αθώς τό κατεύθυνε πρός τό μέρος του, άπό μέσα του ξεχύθηκε ένας χείμαρρος νερό ή γάλα. Ό χ ι , πλησιάζοντας εΐδε δτι δέν ήταν γάλα άλλά ένα φωσφορΐζον πράσινο υγρό. Κι ή φιγούρα δέν ήταν ή Ά ρτεμ η. Ή τ α ν ένα μεταλλικό ρομπότ- Κι ή λίμνη δέν εΐχε νερά άλλά οξύ πού τοΰ Ιτρω γε τά πόδια. Ά νοιξε τό στόμα καί πάσχισε μ^δλη του τή δύναμη νά οόρλιά ξει: « Μάνα ! Μάνα ! Βότ}θα με, Μάνα !)) Δέν βγήκαν δμως λέξεις. Τό επόμενο πού θυμόταν ήταν 6τι βρέθηκε μισοντυμένος στό αυτοκίνητό του κι δτι πατοΰσε μέ λύσσα τό γκάζι καί κα τηφόριζε μέ μεγάλη ταχύτητα τή Μαρίν Ντράιβ, γιά ν’ απο μακρυνθεί δσο μπορούσε πιό γρήγορα ά π ’ τό σπίτι της Ά ρ τ ε μης, άπό κείνο τό σττίτι τοΰ Μέλανα Δρυμοΰ. Προσπάθησε νά συγκεντρωθεί σ ’ αύτό πού τοΰ συνέβη, άλλά ό φόβος τόν κυρίεψε* Πόσες φορές δέν είχε κάνει κήρυγμα σέ άσθενεΐς καί σέ φοιτητές του δτι μιά κρίση δέν άντιπρο<ιωπεύει μόνο έναν κίν δυνο άλλά καί μιά ευκαιρία; Πόσες φορές δέν διακήρυττε οτι τό άγχος εΐναι ένα μονοπάτι πού οδηγεί στήν αποκάλυψη και στή σοφία; Κι δτι ά π ’ δλα τά δνειρα τά πιό έποικοδομτ)τικά
304
Η ΜΛΝΑ ΚΑΙ Ι Ό ΝΟΗΜΑ T H E ZO H il
εΐναι ot εφιάλτες; Κι βμως, φτάνοντας στό διαμέρισμά του στό Ράσσιαν Χιλλ 6 ’Έ ρνεστ δρμησε στήν πόρτα κι άντί νά ττιάσει τό σημειωματάριό του να καταγράψει το δνει,ρο, ετρεξε στό φαρμακείο του xt άρπαξε ενα δείγμα μέ χαπάκια Ά τιβάν τών 2 μιλι,γκράμ, ενα δυνατό αγχολυτικό. Ε κ είνη τή νύχτα 6μως τό αγχολυτικό δέν του εφερε ούτε ανακούφιση οΰτε υττνο. Τό πρωί ακύρωσε τό πρόγραμμα ολόκληρης της ήμέρας καΐ, κατάφερε νά στριμώξει τά πιό επείγοντα περιστατικά του σέ κάποια κενά της Ιπομέντϊς. Πέρασε δλο τό πρω ί στό ττ^λέφωνο συζητώντας διεξοδικά την έμπειρία του μέ κάποιους καλούς του φίλους κι έπειτα άπό περίπου εικοσιτέσσερις ώρες τό φοβερό πλάκωμα^ τό άγχος πού του έσφιγγε τό στήθος άρχισε να ύποχωρεϊ. Π α ρόλο ττού χΛνείς άπο τούς φίλους του δέν φαινόταν να μπορει ν'άντιληφθεΤ τί εΐχε συμβεΐ* και μόνη ή πράξη τής εξομολό γησης, ή διαδικασία της κουβέντας μαζι τους τον βοήθησε. Ά κόμα κι ό Π ώλ, τό πιό παλιό καί στενό του φιλαράκι, ό έμ πιστός του άπό τήν εποχή τής ειδικότητας, άστόχτ]σε: προσ πάθησε νά τόν πείσει οτι ό εφιάλτης ήταν ένα δώρο, ένα προ ειδοποιητικό παραμύθι πού σκοπό εΐχε νά τόν κάνει νά τηρεί πιό προσεκτικά τά επαγγελματικά δρια. * 0 ’^Ερνεστ υπερασπίστηκε σθεναρά τόν έαυτό του! « Πώλ, μήν ξεχνάς δτι ή Ά ρ τεμ η δέν εΤναι φιλενάδα του ασθενούς μου. Κι δτι έγώ δέν χρησιμοποίησα σκόπιμα τόν θεραπευόμε νο μου γιά να μου βρεϊ γυναίκα. Κ ι οτι ά π 'τ ή ν άρχή ώς τό τέλος οΐ προθέσεις μου ήταν ανώτερες. Ό σκοπός μου, δταν έψαξα νά τή βρω, δέν ήταν σαρκικός άλλά άπλώ ς νά επανορ θώσω τή ζημιά πού είχε κάνει 6 ασθενής μου. Δέν τήν έπισκέφΟηκα γιά μιά ερωτική συνεύρεση - άπλώ ς ήταν αδύνατο νά τό σταματήσω ά π ’ τό νά φτάσει ώς έκεΐ». ίί Ό εισαγγελέας δέν θά τό εβλεττε Ιτσι, Έ ρ ν εσ τ» , άπάντησε μελαγχολικά ό Π ώλ. n Θά σ ’ εκανε κιμ ά », Ό πρώην έπότττης τοΰ "Έρνεστ, ό Μάρσαλ, τοΰ χάρισε ένα άπόσπασμα ά π ’ τήν προειδοποιτ^τική διάλεξη πού έδινε κάθε
Η ΚΑΤΑΡΑ Τ Η Σ ΟΥΓΓΑΡΕΖΙΚΗΣ ΓΑΤΑΣ
305
τόσο στήν όμάδα τώ ν ναυτοϊτροσκόπων το υ : « Ά κόμα κι άν δέν κάνεις τίποτα κακό, φρόντισε να μήν έμτυλακεΐς ποτέ σέ μιά κατάσταση δπου, άν σέ φωτογράφιζαν σ*£να της σ τιγ μιότυπο, ή εικόνα θά μπορούσε νά δείχνει σάν νά έκανες κάτι κακό », Ό "Έρνεστ μετάνιωσε πού του τηλεφώνησε. Ή ομιλία ττερί φωτογραφικού στιγμιοτύπου δέν τ6ν Ιντυπωσίαζε. Α ντίθετα, το θεωρούσε εξωφρενικό νά συμβουλεύεις παιδιά νά συμπερι φέρονται μ* επιφύλαξη μόνο καΙ μόνο γιά ν’ άποφύγουν μιά κακή παρουσίαση άπό τά μέσα. μαζικής ένημέροκτης. Τελικά δέν ελαβε ύπόψη του τις συμβουλές τών φίλων του. ^Ηταν δλοι τους μικρόψυχοι καΐ τούς απασχολούσαν τρομερά τά ζητήματα τοΰ φαίνεσθαι καΐ μιας π ιθ α ν ή άγω γης γιά ια τρική αμέλεια, Ά π ό ψυχική άποψη, άπό τή μόνη άποψη πού μετρούσε* ό "^Ερνεστ ήταν απόλυτα πεπεισμένος δτι εϊχε φερ~ Οεΐ μέ ακεραιότητα. ‘Έ π ειτα άπό μιά εικοσιτετράωρη ανάρρωση ξανάρχισε τό γραφείο του καΐ τέσσερις μέρες άργότερα εΐδε τόν Χάλστον, ό όποιος τοΰ άνακοινωσε δτι εΐχε τελικά αποφασίσει νά διακό ψει τή θεραττεία, Ό "Ερνεστ ήξερε 5τι τόν είχε άπογοητεύσει, γιατί ό Χάλστον εϊχε σίγουρα διαισθανθεί δτι ό θεραπευτής του δέν τόν ένέκρινε. Ή Ινοχή του Έ ρ ν εσ τ δμως γ ι ’ αύτή τήν ανεπαρκή θεραττεια δέν κράτησε πολύ, άφοΰ δέν πέρασε πολ“ λή ώρα πού άποχαιρέτηαε τόν Χάλστον κι εΐχε μιά συγκλονι στική άποκάλυψη: τΙς τελευταίες εβδομηνταδύο ώρες, άπό τό τε πού μίλησε στό τηλέφωνο μέ τον Ιΐώ λ καί τόν Μάρσοιλ, εϊχε ξεχάσει εντελώς τήν ύπαρξη τής Ά ρτεμ η ς 1 Κ αι τό πρω ι νό πού έφαγαν μαζί, καί 6λα οσα ακολούθησαν! Δέν τήν εΐχε σκεφτεΤ οΰτε μιά φορά I Θεέ μου, σκέφτηκε, φέρθηκα άκριβώς μέ τόν ϊδιο απαίσιο τρόπο πού φέρθηκε κι ό Χάλστον, τήν έγκατέλειψα χω ρίς οΰτε μιά λέξη καί χωρίς νά κάνω τόν κόπο οΰτε νά τής τηλεφωνήσω οΰτε να τήν ξαναδώ. Όλόκληρη τήν υπόλοιπη μέρα καί τήν έπόμενη ξανάζησε το ϊδιο παράξενο φαινόμενο: προσπάθησε πολλές φορές νά τή
306
η
ΜΑΝΑ KAJ TO ΝΟΗΜΑ ΤΗ Σ ΖΩ Η Σ
σκεφτεΤ, άλλά ή σκέψη του δέν μπορούσε νά τή συγκρατήσει. Μέσα σέ λίγα δευτερόλεπτα τό μυαλό του περιπλανιόταν σέ άσχετα θέματα. "Αργά τό επόμενο βράδυ αποφάσισε νά τής τηλεφωνήσει, χρειάστηκε δμως νά καταβάλει πολύ μεγάλη προσπάθεια —σάν νά προσπαθούσε νά σηκώσει σαράντα κ ιλά γιά νά καταφέρει νά σχηματίσει τόν αριθμό της.
«Έρνεστ! Στ’αλήθεια εσύ είσαι; η « Ναι, ναί, έγώ εΐμαι. Μέ μεγάλη καθυστέρηση» πολλών ήμερών. Α λλά έγώ ε ΐμ α ι». Ό Έ ρ ν εσ τ εκανε μιά παύση. Π ερίμενε δτι ή Ά ρ τεμ η θά ήταν θυμωμένη, κι ό ευχάριστος τό νος τής φωνής της τόν έκανε νά τά χάσει. «Μ οιάζεις νά εκ πλήσσεσαι πρόσθεσε. « Πάρα πολύ. Δέν περίμενα π ώ ς θά ξανάκουγα ποτέ τή φωνή σου », « Πρέπει νά σέ δώ. *Η κατάσταση μοιάζει εξω πραγματική άλλά ό ήχος τής φωνής σου μέ ξυπνάει. Έ χ ο υ μ ε πολλά νά κά νουμε: έγώ νά σου ζητήσω συγγνώμη καί νά σου δώσω πολ λές εξηγήσεις κι Ισυ νά μέ συγχωρέσεις « Καί βέβαια νά συναντηθοΰμε. Ά λλά μέ ^ναν δρο. Δέν θά μοΰ δώσεις εξηγήσεις ούτε θά ζητήσεις συγγνώμη —δέν χρειά ζεται )). ((Νά φαμε μαζι αύριο; Κ ατά τις ο χ τ ώ ; » ίί ΏραΐΛ. Θά μαγειρέψω έγώ ». «Ό χι Ό Έ ρ ν εσ τ θυμήθηκε τΙς υποψίες πού εϊχε γιά τά μανιτάρια. « Δ ικ ή μου σειρά. Ά σ ε τό γεΰμα πάνω μου». Έ φ τα σ ε στό σπίτι τής Ά ρ τεμ η ς φορτωμένος φαγητά σέ πακέτο άπό τό (ί Νανκίνγκ », μιά μικρή τρύπα πάνω στήν οδό Καίρνυ μέ τή χειρότερη διακόσμηση σ ’ δλο τό Σάν Φρανσισκο καί τό καλύτερο καντονέζίκο φαγτ)τά. Έ χ ο ν τα ς ά π ’τή φύση του τήν τάση νά ταΐζει, ό Έ ρ ν εσ τ άπλωσε μέ χαρά τά διάφο ρα πακέτα στό τραπέζι ονομάζοντας τό καθένα γιά την Ά ρ τ ε μη. Ό τ α ν εκείνη του εΐπε πώ ς ήταν απόλυτη χορτοφάγος καί δτι πολλά άπ^τά φαγητά δέν θά μπορούσε νά τά δοκιμάσει, άκόμα κι εκείνο τό ύπέροχο κοτόπουλο τυλιχτό σέ μαρούλι
Η ΚΑΤΑΡΑ Τ Η Σ ΟΥΓΓΑΡΕΖΙΚΗΣ ΓΑΤΑΣ
3^7
καΐ τά μοσχάρι μέ πέντε είδη μα-νιταριών, εν^ωσε εντελώς αποκαρδιωμένος. Ε υτυχώ ς πού εΐχε παpocγγείλεL καΐ ρύζι, φύτρες αρακά, στον άτμά καί χορτοφαγικά ντάμπλινγκ, εΰχαρί“ στήσε μέσα του τάν Θεό ο Έ ρ ν εσ τ I « Έ χ ω νά σοΰ πώ μερικά πράγματα καΐ, δέν φημίζομαι γιά τόν δισταγμό μου», εΐτυε μόλις κάθισαν στό τραπέζι. « Ό λ ο ι μου οι φίλοι λένε 6τι Ιχ ω μιά καταναγκαστική εφεση ν’ απο καλύπτω πώ ς νιώθω, οπότε σέ πρ&ειδοποιώ, ξεκινάω -)) « Μήν ξεχνάς τούς δρους μου », Ή Ά ρ τεμ η άκούμπησε τό χέρι της στό μπράτσο του. ((Δέν χρειάζεται ν’ άπολογηθεϊς οΰτε νά δώσεις εξηγήσεις». c( Δέν εΐμαι σίγουρος 6τι μττορώ νά τούς τηρήσω τούς δρους σου, Ά ρτεμ η . Ό π ω ς σοΰ εΐπα εκείνο τό βράδυ, παίρνω πολύ στά σοβαρά τή δουλειά μου, τοΰ άνΟρώττου πού προσφέρει θε ραπεία. Λύτό εΐμαι έγώ» αύτό εΐναι ή ζωή μου, καΐ δέν εΐναι διακότττης νά τόν ανοίγω καΐ νά τόν κλείνω. Γι^αύτό νιώθω τρομερές τύψεις γιά τό κακό πού σοΰ Ικανα. Φέρθηκα απάν θρωπα. Νά κάνουμε τέτοιο ^ρωτα —ύτϊέροχο έρωτα, Ιναν Ιρωτα πού δέν φανταζόμουνα ποτέ δτι μποροΰσε νά μου συμβεΐκι επειτα νά σ^ έγκατοΛείψω χω ρίς νά σοΰ π ώ λέξη, δέν έχω καμιά δικαιολογία -δέν μπορώ νά τό πώ άλλιώς—^ φέρθηκα απάνθρωπα, Ή αδιαφορία μου γιά σένα θά πρέττει να σ ’ εκα νε χάλια. Φαντάζομαι δτι θ ’ άναρωτήθηκες πολλές φορές τί είδους άνθρωτυος εΐμαι καΐ γιατί σοΰ φέρθηκα τόσο αισχρά >». ο Σ ’ τό ξαναεΤπα, μήν άνησυχεϊς γιά τέτοια πρ ά γμ α τα . Α πογοη τεύτη κα φυσικά, άλλά σέ κατάλαβα πλήρω ς. Έ ρ νεστ », πρόσθεσε ή Ά ρτεμ η πάρα ττολύ σοβαρά, <( ξέρο> γιατί μέ παράτησες εκείνη τή νύχτα». WΜ πά, τό ξέρεις, ε, σοβαρά;» εΐπε ο "Ερνεστ μέ παιχνιδιάρικη διάθεση, βρίσκοντας γοητευτική τήν αφέλειά της. « Δέν νομίζω δτι ξέρεις καΐ τόσο πολλά δσα νομίζεις γιά κεί νη τή νύχτα ». ίί Εΐμαι σίγουρη εΐπε εκείνη μέ έμφαση, ί< δτι ξέρω πολύ περισσότερα ά π ’ δσα νομίζεις έσύ δτι ξέρω ».
3 o 8___________________________________________________Η ΜΑΝΑ ΚΑ[ ΤΟ ΝΟΗΜΑ Τ Η Σ ΖΏΗ1:
« Ά ρ τεμ η , θέν θά μπορούσες οΰτε κάν νά φανταστείς τ£ μοΰ συνέβη εκείνη τη νύχτα. Α ποκλείεται. Σ ’άφησα επειδή εϊδα ένα δνειρο — ένα δραμα πολύ ιδιωτικά και πολύ τρομα κτικό. Ύί μπορεΐ να ξέρεις έσύ γ ι ’ αύτό; » « Ό λ α τά ξέρω, Έ ρνεσ τ. Ξέρω γ ιά τή γάτα καΐ γιά το δη λητηριώδες ύγρο καΐ γιά το άγαλμα πού στεκόταν μες στή μέση της λίμνης». « Μοΰ παγώνεις το αίμα ! » φώναξε 6 Έ ρνεστ, Ή Ά ρ τεμ η έσχυψε τά κεφάλι άκόμα πιά χαμηλά, « Κ ι δταν ήμασταν στό κρεβάτι, άγγιξα τό μάγουλό σου. Γ ιατί έκλα ιγες; Έ γ ώ ένιωθα υπέροχα. Νόμιζα δτι αυτά ^ α ν αμοιβαίο. Γ ιατί δάκρυα; Γιατί έσύ πονοΰσες;» « Δέν έκλαιγα γιά μένα, ’Έρνεστ, άλλά γιά σένα. Κι οχι γιά δσα εΐχαν συμβεΐ μεταξύ μας - αυτά ήταν ύπέροχα και γιά μένα. "Όχι, έκλαιγα γιά δσα έπρόκειτο νά σοΰ συμβοΰν ». « Γιά δσα έπρόκειτο νά συμβοΰν; Μ ήπως έχω αρχίσει νά τρελαίνομαι; Τό πράγμα χειροτερεύει δσο πάει. Ά ρτεμ η, πές μου τήν αλήθεια ί )> « Δέν νομίζω δτι ή αλήθεια 0ά σέ ικανοποιήσει, Έ ρ νεσ τ ». « Γιά δοκίμασε. Έ χ ε μου εμπιστοσύνη ». Ή Ά ρτεμ η σηκώθηκε, βγήκε γ ιά λιγο ά π ’τά δωμάτιο καί γύρισε φέρνοντας έναν διάφανο φάκελο πού εΐχε μέσα ένα φύλλο χαρτί, παλιό και κιτριν^σμένο. « Τ ή ν άλήθεια θέλεις; Ό ρίστε, έδώ βρίσκεται ή αλήθεια », εΐττε βγάζοντας το, <( σέ
Η ΚΑΤΑΡΑ ΤΗ Σ ΟΥΙΤΑΡΕΖΪΚΗΪ; ΓΑΤΛΕ
3*^9
αύτό τό γράμμα πού εγραψε πρίν άπό πολλά χρόνια ή για γιά μου στή μητέρα μου, τή Μ άγδα. Έ χ ε ι ημερομηνία 13 Ιουνίου 1931. Ν ά α^τό ;» Ό Έ ρ ν εσ τ κούνησε >tam 9 aTtxa τό κεφάλι. ΚαΙ ύπό τό φως τριών κεριών, καθώς τό ευωδιαστό φαγητό περίμενε μ έ σα στις συσκε\>ασίες του» ό *Έρνεστ άκουσε τήν ιστορία τής γιαγιας τής Ά ρτεμ ης, τήν ιστορία πού κρυβόταν πίσω άπ*τό δνειρά του.
Σ τή Μάγδα, τήν άγατυημένη μου κόρη, τήν ήμέρα τών δέκίστων |(ϊ$ομων γ^νίθλΐ^ν της, μέ την έλττΐ$« αύτό τό μήνυ μα να μήν τή {βρίσκει οΐίτε ττολύ άργά οΰτε πολύ νωρίς. ’Ήρθε ό καιρός νά μάθεις τΙς απαντήσεις στά σημαντικά ερωτήματα της ζωής σου. Ά πό ποϋ ήρθαμε; Γιατί ξεριζώ θηκες τόσο πολλές φορές; Ποιός εΐναι ό πατέρας σου και ποΰ βρίσκεται; Γιατί σ ’ έστειλα κάπου μακριά καΐ δέν σέ κράτησα κοντά μου; Ή οικογενειακή μας ιστορία, τήν οποία γράφω έδώ, εΐναι κάτι πού πρέπει νά τό γνωρίζεις και νά τό μεταβιβάσεις στίς κόρες aou. Μεγάλωσα στήν Οΰγιεπεστ, μεριχά χιλιόμετρα έξω άπό τή Βουδαπέστη, Ό ττατέρας μου ό Γιάνος, 0 παππούς σου, δούλευε μηχανουργός σ ’Ινα μεγάλο εργοστάσιο πού συναρ μολογούσε λεωφορεία- Ό τα ν έγινα δεκαεφτά χρονών μετα κόμισα στή Βουδαπέστη. Γιά διάφορους λόγους. Καταρχάς ή Βουδαττέστη πρόσφερε καλύτερες ευκαιρίες δουλειάς σέ μιά νέα γυναίκα. Άλλά ό κυριότερος λόγος, καΐ ντρέπομαι πού σου λέω κάτι τέτοιο γιά τήν ϊδια σου τήν οικογένεια, εΐναι δτι ό πατέρας μου ήταν ένα κτήνος καί κυνηγοΰσε τό ϊδιο του τά παιδί. Μέ χαϊδολογούσε ερωτικά πολλές φορές, 6σο ήμουν πολύ μικρή γιά νά μπορώ νά ύτϊερασπιστώ τόν έαυτό μου, καί τέλος στά δεκατρία μου μέ διακόρευσε. Ή μητέρα μου τό ήξερε, άλλά προσποιούνταν δτι δέν ξέρει τί ποτα κι άρνοΰνταν νά μέ ύττερασττχστεϊ. Σ τή Βουδαπέστη εγ καταστάθηκα στό σπίτι του θείου μου τοΰ Λάζλο, άδελφοΰ
310
___________________________________________ Η ΜΑΝΑ ΚΛΙ Τ Ο ΝΟΗΜΑ ΤΗ Σ ΖΩ Η Σ
rou ττατέρα μου^ χαΐ της θείας Γιούλι,σκα, ττού μου βρήκε μιά θέση βοηθοϋ στο σττίτι δπου δούλευ€ ώς μαγείρισσα. "Εμαθα να μαγειρεύω καί να φτιάχνω γλυκά κι. ^πείτα άπ6 λίγα χρόVLa ττηρα τή θέση της θείας Γιούλισκα, δταν άρρώστησε μέ φυματίωση. Ό τα ν έκείνη πέΟανε τήν έπόμενη χρονιά, ό θείος Λάζλο συμττεριφέρθηκε σάν τον ττατέρα μου καί απαίτησε νά πάρω τή θέση τής θείας μου στό κρεβάτι πλάι του. Αύτύ δέν μπορούσα νά το άντέξω κι έτσι Ιφυγα καί ττηγα νά μείνω μό νη μου. Ό π ο υ πήγαινα ot άντρες μέ καταδίωκαν - σάν κτή νη. Οι πάντες» οι άλλοι ύπηρέτες, τό άγόρι γιά τά θελήματα, ό χασάττης, μοΰ Ικαναν άσεμνα σχόλια, μέ κοίταζαν μέ λά γνες ματιές καί προσπαθούσαν να μ ’ αγγίξουν δποτε περ νούσα άπό κοντά τους. "Αχόμα καί τό αφεντικό μου προσπά θησε νά χώσει τό χέρι του κάτω ά π ’ τις φούστες μου. Μετακόμισα στό 23 τής όδοΰ Βάτσι Ούτ στό κέντρο τής Βουδαπέστης κοντά στόν Δούναβη κι έκεϊ ^ζησα τά επόμε να ^έκα χρόνια μόνη μου. Οι άντρες μοΰ έριχναν πονηρά βλέμματα καί μοΰ έβαζαν χέρι 6που πήγαινα, χι εγώ προ στάτευα τόν έαυτό μου χλείνοντας όλοένα τόν χόσμο γύρω μου, χάνοντάς τον δλο χαΐ μικρότερο. Έ μ εινα ανύπαντρη και ζοΰσα τή μικρή μου ευτυχισμένη ζωή μαζί μέ τή γάτα μου τήν Τσίκα. Καί ξαφνικά Ινα τέρας, ό κύριος Κόβατς, μετα κόμισε στό άπό πάνω μου διαμέρισμα καί μαζί του ό γάτος του ό Μαιργκες. Μαιργκες στά ουγγρικά θά πει « λυσσα σμένος » [ ή Ά ρτεμη πρόφερε τό δνομα μέ μαγυάρικο έττιτονισμό — /^(ϊίαίρ-γχές ] καί τό δνομα ταίριαζε απόλυτα σέ αύτό τό θηρίο. ^Ηταν Ινας μοχθηρός, άποκρο\>στικός ασπρό μαυρος γάτος πού εΐχε έρθει κατευθείαν ά π ’ τήν κόλαση κι άρχισε νά τρομοκρατεί τήν καημένη τήν Τσίκα μου. Πολλές φορές ή Τσίκα γυρνοΰσε σπίτι μέ αϊματα, καταξεσκισμένη. "Εχασε τό Ινα μάτι της άπό μόλυνση. Καί τό ενα της αυτί κρεμόταν μισοσχισμένο. Κι ό Κόβατς τρομοκρατούσε έμένα, ΤΙς νύχτες οχύρωνα τις πόρτες μου γιά νά μήν μπει κι έκλεινα τά παντζούρια, γιατί περιφερόταν εξω ά π ’ τ0 σττίτι χρυφοκοιτάζόντας άπό
Η ΚΑΤΑΡΑ ΤΗΣ ΟνΤΓΑΡΕϋίΚΗΙ ΓΑΤΑΣ
3^ 1
τήν τταραμίϊφή χαραμάδα. Κάθε φορά πού τύν συναντοΰσα <ττί>ν διάδρομο, προσπαΟοΐίσε νά μοΰ όρμήσει, γ ι ’ αύτό φρόν τισα ν’ άττοφεύγω νά διασταυρώνομαι μαζ£ του. Άλλά ήμουν άβοήθητη. Δέν μπορούσα νά διαμαρτυρηθώ σέ κανέναν — 6 Κόβατς ήταν άρχιφύλακας τής αστυνομίας. Έ ν α ς χυδαΤος άρπακτικός άντρας, Θά σου π ώ τί είδους άνθρωπος ήταν. Μιά φορά έβαλα κατά μέρος τήν περηφάνια μου καΐ τόν ικέ τεψα νά κρατάει τόν Μαιργκες στό σπίτι μόνο μιά ώρα τήν ήμέρα, γιά νά μπορεΐ ή Τσέχα νά βγει Ιξω μέ ασφάλεια. « Δέν Ιχει κανένα πρόβλημα ό Μ(3ΐΕργιιες», κάγχασε. « Ό γάτος μου κι έγώ μοιάζουμε. Κι οί δυό τό ίδιο πράγμα ζητάμε - γλυκό ούγγαρέζικο γ α τ ά κ ι», Ναί, θά συμφωνούσε νά κρατάει τόν Μαιργκες σπίτι - μ ’ ένα αντίτιμο, Καΐ τό άντίτιμο ήμουν έ γ ώ ! Τά πράγματα ήταν άσχημα* καί κάθε φορά πού ή Τσίκα έμπαινε σέ οίστρο χειροτέρευαν άκόμα περισσότερο. Δέν ήταν μόνο έ Κό[1ατς πού έχανε τή συνηθισμένη του παγανιά γύρω ά π ’ τά παράθυρά μου καί πού μοϋ χτυπουσε τήν πόρ τα, άλλά κι ό Μαιργκες πού τόν Im avs τρέλα: δλη νύχτα έσκουζε» ούρλιαζε» έξυνε τόν τοΤχο τοΟ σττιτιοΰ μου χαΐ χτυτηόταν με ορμή στά παραθυρόφυλλά μου. Σάν νά μή μου έφταναν ό ΜαΤργκες κι ό Κόβατς, έκείνη τήν έτΓοχή ή Βουδαπέστη μαστιζόταν άπό τεράστιους ποτα μίσιους άρουραίους πού έβγαιναν άπ^’ τόν Δούναβη καί κατέ κλυζαν τή γειτονιά μου, λεηλατουσ(5ίν τά σακιά μέ τΙς πατά τες καί τά καρότα στό κελάρι καΐ κομμάτιαζαν τά κοτόπου λα τ% αυλής. Μιά μέρα ό σπιτονοικοκύρης μου μέ βοήθησε νά στήσουμε μιά ποντιχοπαγίδα στο κελάρι» καί τήν ίδια νύ* χτα άκουσα κάτι εξωφρενικά ουρλιαχτά. Κατέβηχα έντρομη τή σκάλα με τό κερί μου. Τ£ θά τόν έκανα τόν άρουραΐο ή τούς άρουραίους πού εΐχα πιάσει; Στό τρεμάμενο φως τοϋ κεριού είδα τό κλουβί και μέσα ά τί'τό πλέγμα του εΐδα τό μεγαλύτερο, τό πιό φριχιασηκό ποντίκι ττού εΐχα δεΤ ή πού εΐχα ποτέ φανταστεί στούς χειρότερους εφιάλτες μου. Α νέ βηκα τρ έχοντας τά σκαλιά κι άπο φάσισα νά ζητήσω βοήθεια
312
Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗ ΐ: Z flH L
τΓΐώ ΰστερα, δταν θά ξυττνουσε 6 στατονοικοκύρης μου. Μιά ώρα άργότερα 6μως, μόλις χάραξε, έκανα άλλη μιά απόττειρα νά κατέβω κι έριξα άλλη μιά ματιά. Δεν ήταν άρουραΐος. ’’Ηταν κάτι χειρότερο - ήταν ό Μαιργκες ί Μόλις μέ εΐδε, άρχισε ν’ανατριχιάζει καί νά φτύνει καί προσπάθησε νά μέ γρατζουνίσει μέσα ά π ’ τά κάγκελα τοΰ κλουβιοΰ. Θεέ μου, τί τέρας! ’^Ηξερα τί άπρεπε νά κάνω, καί μέ μεγάλη μου ευχα ρίστηση τοΰ πέταξα ένα ολόκληρο κανάτι μέ νερό. Εκείνος συνέχισε νά βγάζει αύτόν τ6ν συριστικό ήχο κι εγώ σήκωσα τις φούστες μου κι άρχισα νά γυρνάω χοροττηδώντας τρεις φορές γύρω ά π ’ τό κλουβί. "Έπειτα δμως; Τ£ νά τόν κάνω τ6ν Μαιργκες πού τώρα στρίγκλιζε ενα φρικιαστικό τραγούδι; Κάτι μέσα μου πήρε τήν απόφαση, χωρίς έγώ νά τό συνειδητοποιήσω. Γιά πρώ τη φορά στή ζωή μου θά έπαιρνα θέση. Γιά μ ένα! Γιά δλες τις γυναίκες! Θά περνούσα στήν αντεπίθεση. ’Έριξα μιά π α λιά κουβέρτα πάνω στέ> κλουβί, τό σήκωσα ά π ’ τό χερούλι, βγήκα ά π 'τά σπίτι —αΐ δρόμοι ήταν άκόμα άδειοι, κανείς δέν εΐχε σηκωθεί— καί περπάτησα ώς τόν σταθμό του τρένου. ’Α γόρασα Ινα εισιτήριο γιά τό ’Έ ζτεργκομ, μιά ώρα άπόσταση περίπου, άλλά σέ λίγο αποφάσισα δτι τόσο δέν άρκοϋσε, Kt έφτασα πολύ πιο μακριά, στό Σζέγκεντ, πού απείχε γύρω στά διακόσια χιλιόμετρα. Κατεβαίνοντας άπό τό τρένο περ πάτησα μερικά τετράγωνα, έττειτα σταμάτησα, ξεσκέπασα τό κλουβί κι ετοιμάστηκα ν* απελευθερώσω τόν Μαιργκες. Καθώς τόν κοίταζα, μέ ξέσκιζε μέ τά μάτια του - ήταν κοφτερά σάν λεπίδι, κι άναρρίγησα. Αύτό τό άγριο βλέμμα εΐχε πάνω του κάτι τόσο απαίσιο, τόσο άνελέητο* ώστε εκεί νη τή στιγμή κατάλαβα μέ μιά εξωπραγματική βεβαιότητα δτι ή Τσίκα κι έγώ δέν Ο’ άττελευθερωνόμασταν ποτέ άπό κεϊνον. *^Εχουμε άκούσει γιά ζώα πού ^χουν γυρίσει στο σπί^ τι τους άπό τήν άλλη άκρη ολόκληρης ηπείρου. Ό σ ο μακριά κι άν τόν ττήγαινα, ό Μαιργκες θά γύριζε πίσω. Θά μας Ιβρισκε άκόμα καί στήν άκρη της γής. Σήκωσα το κλουβί και περπάτησα άκόμα μερικά τετράγωνα, ώσπου έφτασα
Η ΚΑΤΑΡΑ ΤΗ Σ Ο ΥΙΊ’ΑΡΕΖίΚΗΣ ΓΑΤΑΣ
313
στον Δούναβη. ‘Ανέβηκα στή μέση τής γέφυρας, περίμενα ώσπου νά μή φαίνεται άνθρωπος τριγύρω, καί πέταξα τΐ) κλουβί στο νερό. Αύτο έττέπλευσε γιά λίγο κι έπειτα άρχισε νά βουλιάζει. Κι ίσο βουλίαζε, ό ΜαΤργκες δέν σταμάτησε νά μέ κοιτάζει καί νά σφυρίζει μέσα α π ’ τα δόντια του. Στο τέλος ό Δούναβης τάν έκανε νά σωπάσει, κι έγώ περίμενα ώσπου πιά ^τταψαν νά βγαίνουν φυσαλίδες, ώσπου ό Μαΐργκες άγγιξε τάν ποταμίσιο τάφο του+ ώσπου πιά ήμουν άσφοΛής ά π ’αύτύν τον δαιμονισμένο γάτο. Τότε ττηρα ένα τρένο καί γύρισα σπίτι. Σ τή διαδρομή σκεφτόμουν τόν Κόβατς, τά αντίποινά του, κι εΐχα τρομοκρατηθεί. "Όταν γύρισα, τά παντζούρια του ήταν άκόμα κλειστά, Εκείνες τί^; μέρες δούλευε νύχτα^ κοι~ μόταν δσο κράτησε ή φυγάδευση τοΰ ΜαΓργκες καί ποτέ, ποτέ δέν θά μάθαινε τήν πράξη μου καί τήν άψηφησιά μου. Πρώτη φορά στή ζωή μου ένιωθα έλεύθερη. ’Ό χ ι γιά πολύ δμως, Τήν ιδια νύχτα, μιά ή δυό ώρες άπό τή στιγμή πού μέ πήρε ό ΰπνος, άκουσα ά π ’ εξω τό ουρλια χτό τοΰ ΜαΤργκες. Φυσικά ήταν ονειρο, άλλά τόσο ζωντανός τόσο άτττό, πού ήταν πιό αληθινό άπ*τή ζωή μου στόν ξύ πνιο μου, Άκουσα τόν Μαιργκε*; νά ξύνει μέ τά νύχια του καΙ ν^ ανοίγει μιά τρύπα στόν τοίχο τής κρεβατοκάμαράς μου. Εΐχα καρφώσει τά μάτια στόν τοΤχο πού θρυμματιζό ταν κι εΐδα τό πόδι του νά ττετιέται μές στό δωμάτιο. “Έ ξυσε κι άλλο, ό σοβάς έπεφτε τριγύρω. Τότε ορμησε μέσα στήν κάμαρά μου. ’Έ τσ ι κι αλλιώς ήταν μεγαλόσωμος γά τος^ τώρα δμως εΐχε γίνει δυό φορές, ίσως τρεΤς φορές τό σος. "^Πταν μούσκεμα* έσταζαν άκόμα άπό πάνω του τά βρό μικα νερά τοΰ Δούναβη. Μοΰ μίλησε. Τά λόγια τοΰ θηρίου έχουν σφηνωθεί στή σκέψη μου. « Είμαι γέρος, δολοφονική σκύλα », σφύριξε, « κι έχω ήδη ζήσει τις 0χτώ άπ^τίς έννιά* ζωές μου. Μία τελευταία ζωή 1. Σ τή διχή [Αΰίς τταράδοση οΕ γά τες εΐνοιί. έφτάψυχες. Έ δ ώ ό Μ αιργκες
έ-χ^ι έννέα ζ(ύές- ( Σα^μ. )
3 14
Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ Τ Η Σ ΖΩ Η Σ
[χοΰ μένει, καΐ. αύτή τή στιγμή ορκίζομαι δτι θά τήν αφιε ρώσω στήν εκδίκηση. Θά κατοιχώ στή διάσταση του ονεί ρου καΐ θά στοιχειώνω αιώνια εσένα καί τις γυναίκες απογό νους σου. Μέ χώρισες γιά πάντα άϊυά τήν Τσέκα, τήν ύπέροχη Τσίκα, zh μεγάλο πάθος της ζωής μου, καΐ τώρα έγώ θά φροντίσω νά παραμεένεις γιά πάντα χωρισμένη άπό όποιονδήποτε άντρα δείξει ποτέ ενδιαφέρον γιά σένα. Θά τούς επισκέπτομαι δταν εΐναι μαζί σου » -έδώ άφησε τον πιό φρικιαστικό του συριγμά—« καΐ θά τούς διώχνω άπό κοντά σου μέ τέτοιο τρόμο, πού δέν θά ξαναγυρίζουν ποτέ —θά ξε χνούν άκόμα καί τήν ύπαρξή σου», Στήν αρχή ένιωσα τρομερή χαρά. Τί ανόητος γάτος I Τε λικά οί γάτες εΐναι κουτά καΐ αφελή πλάσματα. ‘Ο ΜαΤργκες δέν μέ εϊχε καταλάβει σ τ’ αλήθεια. Αύτή ή πανέξυπνη εκδί κησή του - νά μήν μπορώ νά ^ρεθώ δεύτερη φορά μέ τόν ϊδιο άντρα ! Αύτό δέν ήταν εκδίκηση, αύτό ήταν εύλογία, καΐ μόνο μιά άλλη ευλογία θά τήν ξεπερνοΰσε: άν μοΐΐ απαγό ρευε νά δώ άντρα έστω καί μιά φορά. Νά μήν ξαναγγίξω, νά μήν ξαναδώ άντρα ποτέ στή ζωή μου - αύτό θά ήταν παρά δεισος γιά μένα. Σύντομα δμως διαπίστωσα δτι ό Μαιργκες δέν ήταν κου τός - τό αντίθετο. Είμαι σίγουρη δτι διάβαζε τή σκέψη μου. Καθόταν στά πισινά του πόδια καΐ χάιδευε τά μουστάκια του κοιτάζοντας με γιά πάρα πολλή ώρα μέ τά τεράστια κόκκινα μάτια του. Καί τότε ανακοίνωσε, αύτή τή φορά μέ φωνή πού έμοιαζε παράξενα ανθρώπινη μιλώντας σάν κριτής ή σάν προφήτης; « Λύτό πού νιώθεις γιά τούς άντρες θά άλλάξει άνετηστρεπτί. Τώρα θά γνωρίσεις τόν πόθο. Θά γίνεις σάν τις γάτες, καί κάθε μήνα πού θά ερχεται ή περίοδος τοΰ οίστρου σου, δέν θά μπορεϊς ν’ άντισταθεΓς στήν επιθυμία σου. Άλλά ή έπιθυμία αύτή δέν θά ικανοποιείται ποτέ. θ ά προσφέρεις απόλαυση στούς άντρες, έσύ δμως δέν θ’ άπολαμΙ^άνεις ποτέ^ κι ό κάθε άντρας στόν όποΤο χαρίζεις ευχα ρίστηση θά σ ’ εγκαταλείπει, γιά νά μήν ξαναγυρέσει ποτέ καί οΰτε κάν θά σέ θυμάται. Θά γεννήσεις μιά κόρη, κι ή
Η ΚΑΤΑΡΑ Τ Η Σ Ο ΥΓΓΑΡΕΖΙΚΗ Σ ΓΑΤΑΤ
3^5
κόρη σου yjxX ή δική της κί^ρη καΐ ή κόρη της ϊΐόρης της θά νιώσοι>ν αύτό πού νιώθουμε ό Κόβατς κι έγώ. Κι αύτό θά διαρκέσει αΙώνια ». if Α ιώ νια;» ρώτησα* «Τόσο μεγάλη ποινή;» « Αιώνια »^ απάντηβε. « Μέ γώ ρισες γιά πάντα ά π ’ τόν έρωτα τής ζωής μου - ύττάρχει μεγαλύτερο έγκλημα;» Ξαφνικά μ ’ εττιασε άπελττισέα, άρχισα νά τρέμο> και νά ικετεύω γιά σένα, γιά τήν άγέννγϊτη κόρη μου. it Σέ Ttotpaκαλώ, τιμώρησε έμένα, ΜαΤργκες. Έ γ ώ τό αξίζω, γ ι’ αύτό πού σοΰ έκανα. Α ξίζω μια ζωή χωρίς άγάττη. Σέ ΐκετεύω όμως γ(.ά τά ιταιδιά μου και γιά τά παιδιά τών παιδιών μου », Καί ύποκλΕΟηκα μπροστά του άκουμπώντας ώς καί τό μέτω πό μΰο <ϊτό πάτωμα. « '^Τπάρχει μόνο μιά διέξοδος γιά τά παιδιά σου. Γιά σέ να όχι J>. « Ποιά εΐναι αύτή; » ρώττ^σα. « Τό νά επανορθώσουν τό κακό », εΐττε ό ΜαΤργκες γλεί φοντας τώρα -μ έ γλώσσα μεγαλύτερη κι ά π ’ τό χέρι μουτις τεράστιες πατούσες του καί πλένοντας τό απαίσιο πρόσωττό του. « Νά επανορθώσουν τό κ α κ ά ; Μέ ποιόν τρόπο; Τί θά πρέττει νά κάνουν; » τόν πλησίασα παρακαλώντας. Αλλά ό ΜαΤργκες άφησε πάλι έναν συριγμό καΐ ύψωσε τά άκάλυτττα νύχια του. Καθώς έκανα πίσω, έχεΐνος άρχισε να σβήνει. Τό τελευταΤο πράγμα ττού εΐδα ήταν τά τρομερά του νύχια. Αύτή, Μάγδα, ήταν ή κατάρα μου. Ή κατάρα μας, Αύτή μέ όδήγησε στήν καταστροφή. Ό πόθος μ ’έκανε σάν άγριο ζώο κι άρχισα νά χυνηγάω τούς άντρες. Έ χα σ α τή δουλειά μου. Κάνεις δέν μέ προσλάμβανε. Ό σπιτονοιχοχύρης μου μέ ^ ιω ξ ε . Δέν εΐχα άλλον τρόπο νά έπιζήσω παρά πουλώντας τά κορμί μου. Και χάρη στόν Μαιργκες ή δουλειά μου δέν απέδιδε. Οΐ άντρες πού εΐχαν έρθει μιά φορά μαζί μου δέν μέ ξαναπλησίαζαν, Δέν συγχρατοΰσαν καμιά ανάμνησή μου, μό νο έναν αόριστο τρόμο πού συνδεόταν μέ τή συνάντησή μας.
3i6
η
ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ Τ Η Σ Ζ£1ΗΣ
Δέν πέρασε πολύς καιρός xl όλόκληρη ή Βουδαπέστη μέ μι σούσε, Κανένας γιατρός δέν μέ πίστευε. ’Α χόμα xc ό Σάντορ Φερέντσι, ά διάσημος ψυχίατρος, δέν μπόρεσε να μέ βοηθή σει. Μέλησε γιά τπαρετώδη φΐχντασία. Έ γ ώ ορκίστηκα πώς τοΰ ελεγα τήν αλήθεια. Ζήτησε αποδείξεις, χάποιον μάρτυ ρα, κάποιο σημάδι. Πως νά μπορέσω δμως νά τοΰ τά απο δείξω ; Κανένας άντρας ά π ’ δσους αγάπησα δέν θυμόταν οίίτε έμένα οΰτε τό δνειρο. Είπα στόν Φερέντσι δτι ό μόνος τρόπος νά έχει απόδειξη θά ήταν νά περάσει μιά νύχτα μα ζί μου καί νά Set μέ τά μάτια του. Τύν εΐχα άναζητήσει άκριβώς επειδή εΐχε τή φήμη 6τι ^κανε « θεραπεία μέ φι λιά», δέν δέχτηκε δμως τήν πρόσκλησή μου. Τέλος* σέ άπόγνωση, μεταναστέυσα στή Ν έα'Τόρκη ελπίζοντας μέσα στήν απελπισία μου δτι ο Μαιργκες δέν θά περνούσε τόν ώκεανό. Τά υπόλοιπα σοϋ εΐναι γνωστά, "Έναν χρόνο αργότερα συνέλαβα έσένα. Δέν Ιμαθα ποτέ ποιός ήταν ό πατέρας σου. Τώρα ξέρεις γιατί. Καί τώρα ξέρεις γιατί δέν μπόρεσα ποτέ νά σέ κρατήσω κοντά μου καί γιατί σ ’ εστειλα στό σχολεΤο έσωτεριχή. Τώρα πΐ?ύ τά εμαθες κύτά, Μάγ^α, πρέττει νά αποφασίσεις τ£ θά χάνεις δταν 6ά πάρεις τό απολυτήριό σου, Μπορεις πάντα, βέβαια, νά έρθεις κοντά μου στή Νέα 'Τόρκη. Ό ,τ ι καί ν’ άπο φασίσεις, έγώ θά συνεχίσω νά σου στέλ νω χρήματα κάθε μήνα. Με άλλον τρόπο δέν μπορώ νά σέ βοηθήσω. Δέν μπορώ νά βοηθήσω οΰτε τόν έαυτό μου. ' / / μητέρα οον. Κλάρα
Ή Ά ρ τεμ η δίπλωσε προσεκτικά τό γράμμα, τό ξανάβαλε μέσα στόν διάφανο φάκελο χαί κοίταξε τόν Έ ρνεσ τ. «Τ ώ ρα γνώρισες τή για γιά μου. Κι έμένα ικ Ό ’Έ ρνεστ ήταν συνετταρμένος άττ’ τήν απίστευτη ιστορία πού εΐχε μόλις άκούσει άλλά και κάπω ς άφηρημένος, χάρη στά μεθυστικά καί διαπεραστικά αρώ ματα τών κινέζικων
Η ΚΑΤΑΡΑ Τ Η Σ Ο ΥΓΓΑΡΕΖΙΚΗΣ ΓΑΤΑΣ
3 >7
μτταχαρικών ποΐ> Ιφταναν ώς τή μ ύτη του. Ό σ ο κράτησε ή ανάγνωση, κοιτούσε κάθε τόσο φευγοίλέα τόν άτμο ττού ανέ βαινε από τά κλειστά πακέτα καί, παρόλο πού πεθαινε τΎ\ς πείνας^ κράττ^σε χαρακτήρα καΐ άντίστάθηκε στο φαΐ. Τώρα δμως δέν πήγαινε άλλο. Πρόσφερε στήν Ά ρ τ ε μ η τΙς φύτρες τοΰ άρακα καί βύθισε τά ξυλάκια του στό μοσχάρι μέ τά πέν τε εϊδη μανιταριών. « Κι ή μητέρα σου τί άπέγινε, Ά ρ τ ε μ η ;» ρώτησε ροκανί ζοντας μέ απόλαυση ένα έλαφρώς τραγανό άλλά ύπέροχτ)ς νο στιμιάς μανιτάρι σιτάκε, « Μ πήκε σέ μοναστήρι άλλά μ ετά άπό μερικά χρόνια τήν Ιδιωξαν, γ ικ τί τριγυρνοΟΐΐε έξω τις νύχτες. Έ π ε ιτ α άρχισε να κάνει τό επά γγελμ α της γιαγιας μου- Μ ’ εστειλε εσωτερική σέ σχολείο κι όταν εγινα δεκαπέντε χρονών αύτοκτόνησε. Τό γράμμα μοΰ τό εδωσε ή για γιά μου. Ε κ ε ίν η εζησε άλλα είκο σι χρόνια μετά τόν θάνατο της μητέρας μου », ί< Καί ή συνταγή τοΰ Μ αιργκες γ ιά νά λυθεί ή κατάρα —νά επανορθώσει κανείς τό κακό- άνακάλυψες ποτέ τί σήμαινε; » « Καί τή γ ια γιά μου καί τή μητέρα μου τις άπασχόλησε αύτό γιά πολλά χρόνια άλλά ποτέ δέν κατόρθωσαν νά λύσουν τό μυστήριο. Ή για γιά μου τό συζήτησε καί μ ’ Ιναν άλλο γ ια τρό, τόν Δόκτορα Μ πρίλλ, Ιναν διάσημο ψυχίατρο στή Νέα *Τόρκη, άλλά κι εκείνος τό θεώρησε εκτός πραγματικότητας, Ή διάγνωσή του ήταν υστερική ψύχωση καί της συνέστησε νά κάνει τή θεραττ:εια ανάπαυσης Weir — ένα μέ δύο χρόνια άπό“ λυτής ανάπαυσης σ ’ ένα σανατόριο, 2 τ ή ν οικονομική κατά^ στάση πού βρισκόταν ή για γιά μου κι ετσι δπως ήταν ή κα τάρα τοΰ Μ αιργκες, είναι προφανές δτι έκεΤνος που βρισκόταν έκτός πραγματικότητας ήταν ό Δόκτίορ Μπρίλλ Ή Ά ρ τεμ η άρχισε νά μαζεύει τά πιάτα άλλά ό ’"Ερνεστ τή σταμάτησε. « Α ύτό τό κάνουμε αργότερα ». ίί "^ΐσως, Έ ρ ν εσ τ εΤπε ή Ά ρ τ ε μ η , καί ή φωνή της ήταν σκληρή καί βεβιασμένη, α τώρα τυΟίύ τέλειωσε τό φαγητό, Xσως νά θέλεις νά παμε πάνω ». *Έκανε μιά παύση κι έπειτα
3
Η ΜΑΝΑ ΚΑί ΤΌ ΝΟΗΜΑ Τ Η Σ Ζ Π Η Σ
πρόσθεσε: « Τ ώ ρ α ξέρεις δτι δέν μ,ττορώ νά συγκρατηθώ καί νά μήν τό προτείνω », a Μέ σ υ γχω ρ εϊς», εΐττε ό *Έρνεστ, καθώς σηκώθηκε καΐ κατευθύνθηκε πρός τήν εξώπορτα. « Τ ό τε άντ£ο», φώναξε ή Ά ρ τεμ η ττίσω του. « Καταλαβαί^ νω. Σέ καταλαβαΕνω απόλυτα. Αέν χρειάζεται νά ζητάς ΐτυγγνώμη. Και σέ παρακαλώ μή νιώθεις Ινοχές ». « Τ ί καταλαβαίνεις, Ά ρ τ ε μ η ; » ρώτησε ό Έ ρ ν εσ τ γυρίζον τας νά τήν κοιτάξει μέσα άπ^τήν ανοιχτή πόρτα. « ΓΙοΰ τΐηγ α ίν ω ; » « Φ εύ γεις μακριά 6σο πιό γρήγορα μπορεΤς. Καί ποιός μπορει νά σέ κατηγορήσει γ ι ’ αύτό; Ξέρω γιατί φεύγεις. Καί σέ καταλαβαίνω, *Έρνεστ « Βλέπεις, Ά ρ τ ε μ η ; Ό π ω ς σΰΟ εΐπα καί προηγουμένως, δέν ξέρεις τόσα ίσ α νομίζεις. Π ηγαίνω άπλώ ς ώς τό αυτοκί νητό μου, νά πάρω το τσαντάκι μου μέ οσα χρειάζομαι γιά νά περάσω έδώ τή νύχτα ». Ό τ α ν γύρισε, ή Ά ρ τεμ η ήταν στόν πάνω δροφο κι έκανε μπάνιο. Ό 'Έρνεστ μάζεψε τό τραπέζι, έβαλε στά πακέτα τό φαγητό πού περίσσεψε κι έπειτα, μέ τό τσαντάκι του στό χ έ ρι, ανέβηκε τις σκάλες. Ή έπόμενη ώρα στά υπνοδωμάτιο απέδειξε ένα πρά γμ α : δτι δέν έφταιγε τό ραγού τώ ν μανιταριών. Ό λ α ήταν δπως τήν προηγούμενη φορά, Ό καυτός οργιαστικός πόθος^ τό γ α τίσιο γλείψ ιμο, ή αισθησιακή γλώ σσα, τά πυροτεχνήματα πού σιγά σιγά δυνάμωναν ώς τόν φ*λογισμένο τους οργασμό, τά πυρακτωμένα βεγγαλικά» 6 βρυχηθμός τοΰ όλμοβόλου, Γ ιά μερικές στιγμές τοΰ ήρθαν στόν νοΰ ασυνήθιστες άναδρομ έ ς : δλοι οι προηγούμενοι οργασμοί τής ζωής του περασαν σάν αστραπή άπό μέσα του, χρόνια απότομων σπασμών μ έ σα σέ παλάμες χα ΐ σέ πετσέτες καί σέ νιπτήρες, κι έπειτα είδε νά παρελαύνουν δλες του οι ερωμένες μέ τά μεγάλα σ τή θη, υπέροχα δοχεϊα παρηγοριας, πού μέσα τους εΐχε στραγγιξει τις έγνοιες τής ζω ής του. Ε υγνω μοσύνη! Εύγνωμοσύ-
Η ΚΑΤΑΡΑ
τη ς;
ΟΥΓΓΑΡΕΖΙΚΗΣ ΓΑΤΑΣ
3^9
ν η ! Kt Ιττειτα σκοτάδι* καθώς βυθίστηκε στόν υπνο τών νε κρών.
Τόν ξύττνησε τό ουρλιαχτό του ΜαΤργκες. Πάλι αίσθάνθηκε τό δωμάτιο νά τραντάζεται. Πάλι τό ξύσιμο καί τό γδάρσιμο στόν τοΤχο. Ό φόβος του άρχισε ν ’ άνάβει* άλλα σηκώθηκα γρήγορα αττ’ τό κρεβάτι καΐ —τινάζοντας μέ δύναμη τό κεφά λι καί τταίρνοντας βαθιές άνάσες- άνοιξε ήρεμος διά·ίτλατα τό παράθυρο, έσκυψε εξω καί φ ώ ναξε: « Ά πό δώ, Μ αιργκες, άπό δώ. Μή χαλας τά νύχια σου. Τό παράθυρο εΐναι ανοιχτό». Ξαφνική σιωττή. Κι έπειτα ττήδηξε μέσα έ Μαιργκες ξε σκίζοντας καΐ κομματιάζοντας τις λινές κουρτίνες. Σφυρίζον τας, μέ τό κεφάλι υψωμένο, μέ τ ά κόκκινα μ άτια του νά πετανε φλόγες, μέ τά γυαλιστερά του νύχια ακάλυπτα, κύ κλωσε τόν Έ ρνεσ τ. « Σέ περίμενα, Μ αιργκες. Θέλεις νά καθίσεις, σέ παρα κ α λ ώ ;» *0 Έ ρ νεσ τ βολεύτηκε σέ μιά μεγάλη πολυθρόνα άπό ξύλο σεκόγιας πλάι στό κομοδίνο, πέρα ά π ’τό όποιο ξεκινούσε τό πλήρες σκοτάδι, Τό κρεβάτι^ ή Ά ρ τεμ η καΐ τό υπόλοιπο δωμάτιο εΐχαν εξαφανιστεί, Ό ΜαΤργκες ^ α ψ ε νά σφυρίζει. Κ οίταξε τόν Έ ρ ν εσ τ μέ τό σάλιο νά στάζει ά π ’ τά δόντια του καί μέ τούς μϋς τεντωμένους. Ό ’Έ ρνεστ άνοιξε τό τσαντάκι του. « Μ ήπως θέλεις κάτι νά φας, ΜαΤργκες; » εΐπε και ξεσκέπασε μερικά ά π ’ τά πακέτα του φαγητού, πού τά εΐχε φέρει άπάνω. Ό Μαιργκες εριξε μιά επιφυλακτική ματιά στο πρώτο π α κέτο. ί< Μοσχάρι μέ πέντε ειδη μα;νιταριών; Σιχαίνομαι τά μανιτάρια. Γι*αύτό τά φτιάχνει αύτή κάθε φορά. Έ κεινο πιά τό ραγού μανιταριώ ν!» Τά τελευταΤα λόγια τά εΐπε τραγου δώντας κοροϊδευτικά μέ ψιλή φωνούλα κι έττειτα τά έπανέλαβ ε : c<Ραγού μανιταριώ ν! Ραγού μ ανιταριώ ν! » « ’Έ λα, έλα », εΐπε 6 'Έ ρνεστ μέ τόν καταπραϋντικό τόνο πού χρησιμοποιούσε μερικές φορές στις θεραττευτικές του
gac
Η ΜΑΝΑ ΚΑ[ Τ Ο ΝΟΗΜΑ T H E ΖΩ ΗΣ
συνεδρίες. « Θά σοΰ ξεχω ρ ίσ ω μοσχάρι. Ώ Θεέ μου, λυιταμαΐι π ο λ ύ ! Θά μπορούσα νά εΐχα ζηττί^ει τύν ολόκληρο ψτ^το μπακαλιάρο. τήν πά πια Πεκίνου. ’Α κόμα καί τού<; κεφτέδες Χιουνάν, ‘Η τό χοιρινό Σού M at, "Ή τά κοτόπουλο του ζητιάνου. *Η τό μοσχάρι τώ ν Μ ίνγκ, τό - » « Ε ν τ ά ξ ε ι J εν τά ξ ει», γρύλισε 6 Μ αιργκες. Ό ρ μ η σ ε στό κομματιασμένο κρέας καί τό καταβρόχθισε μέ μιά μπουκιά. Ό Έ ρ ν ε σ τ συνέχισε στον υπνω τισ τικ ό του τ ό ν ο : « Θά μπορούσα ίσως νά εΐχα παραγγείλει τήν Π ανδαισία θαλασ σινών, τΙς γαρίδες σέ κρούστα άλατιοΰ, τό ολόκληρο ψητό κα3ούρι, τό “ J) « Θ ά μπορούσες, θά μπορούσες, θά μπορούσες, δέν τό ’κά νες δμω ς! Κι άκόμα κι άν τ ό ’κάνες, τί θ ’ίίλ λα ζε; Έ τ σ ι νομί ζεις; Ό τ ι μερικά μπαγιάτικα ψίχουλα μπορούν να επανορθώ σουν τό κ α κ ό ; Ό τ ι θά συμβιβαστώ μέ τ ’ α π ο φ ά για ; Ό τ ι δέν είμαι τ ίπ ο τ ’ άλλο άπό ενας πεινασμένος; » Γιά μιά σ τιγμ ή ό Μ αιργκες κι ό Έ ρ ν εσ τ κοιτάχτηκαν σ ιω πηλοί. Τ ότε ό γάτος εγνεψε πρός τή μεριά του πακέτου μέ τό τυλιχτό κοτόπουλο καί τσιλάντρο σέ φύλλα μαρουλιοΰ. « ΈκεΤ μέσα τί ε χ ε ι; » « Τό λένε τυλιχτό κοτόπουλο. Π εντανόστιμο. Θ ά σοΰ ξε χωρίσω τό κρέας « "Όχι, άσ’το », εΐπε ό Μ αιργκες καί τοΰ άρπαξε ά π 'τ ό χ έ ρι τό πακέτο. « Μ ’αρέσουν οι πρασινάδες. Κ ατάγομαι άπό μιά βαυαρική οικογένεια χορτοφάγω ν. Δύσκολα βρίσκει κανείς καλό χορτάρι πού νά μήν εΐναι μουσκεμένο σέ σκυλίσιο κάτ ο υ ρ ο Κ α τ α β ρ ό χ θ ισ ε τό τσιλάντρο καί το κοτόπουλο κι έπειτα καθάρισε μέ τή γλώσσα του τά μαρουλόφυλλα. « Κ α θόλου άσχημο. "Ώστε θά παράγγελνες ψητό καβούρι;» « Μακάρι νά τό εΐχα κάνει, άλλά τελικά πηρα πολλά κρεατικά. Καί τελικά ή Ά ρ τεμ η τρώει μόνο λαχανικά)). ((Λ α χα νικ ά ; ?> ίΐ Εΐναι χορτοφάγος άλλά δέν τρώ ει κανένα ζωικό προϊόν — οΰτε κάν γαλακτοκομικά ».
Η ΚΑΤΑΡΑ ΤΗ Σ ΟΥΓΓΑΡΕΖΙΚΗΣ ΓΑΤΑΣ
3“^
« Έ κ το ς λοίττον άπο δολοφονική σκύλα είναι καΐ ήλίθί,α. Καί το υπενθυμίζω καί σ ’ έ(τενα, γι,ά άλλη μιά φορά, ΰτι κι έσύ εΐσαι ήλίθιος, άν νομίζεις πώ ς θά επανορθώσεις το κακο κο λακεύοντας τό στομάχι μου ». « Ό χ ι , ΜαΤργκες* δέν νομίζω κάτι τέτοιο. Καταλαβαίνω δμως πολύ καλά για τί είσαι καχύττοπτος μαζί μου καί μέ όποιονδήποτε σέ πλησιάζει μέ φιλικό υφος. Δέν σοΰ έχουν φερ θεί καλά στη ζωή σου ». « Σ τις ζωές μον - οχι στή ζωή μου. "Εχω ζήσει ήδη οχτώ , κι δλες ανεξαιρέτως τελείωσαν μέ τόν iSio τρόπο - μέ άπερΕγραπττ) ω μότητα και φόνο, Νά, δες τήν τελευταία^ τήν Ά ρ τ ε μη πού μέ δΰλοφόν7]σε I Μ^εχωσε μέσα σ ’ Ινα κλουβί, τό ττέταξε ατάραχη μές στό ποτάμι καΐ μέ κοίταζε νά βυθίζομαι άργά, ώσπου τό βρομερό νερό του Δούναβη κάλυψε τά ρου θούνια μου. Τό τελευταίο πράγμα ττού εΐδα σ ’ εκείνη τή ζωή ήταν ή θριαμβευτική ματιά της, καθώς με μιά μπουρμπουλή θρα εβγαινε άπό μέσα μου ή τελευταία αναπνοή μου. Καί ξέ ρεις ποιό ήταν τό έγκλημά μου ; >ι Ό Έ ρ ν εσ τ κούντ]σε αρνητικά τό κεφάλι. « Τό έγκλημά μου ήταν πώ ς ήμουνα γά τα » . « Μ αιργκες, δέν εΐσαι μιά κανονική γάτα. Εΐσαι Ινας έξαιρετικα ευφυής γάτος. Ε λ π ίζ ω δτι μττορώ νά σου μιλήσω ανοι χτά »>. Ό Μ αιργκες, πού εγλειφε τά τοι,χώματα τοΰ άδειου πακέ του μέ τό τυλιχτό κοτόπουλο, γρύλισε πώ ς συμφωνεί. (ί Π ρέπει νά σου π ώ δυό π ρ ά γμ α τα : Π ρώτον βέβαια συνει δητοποιείς πώ ς ή γυναίκα πού σ ’ Ιττνιξε δέν ήταν ή Ά ρ τεμ η . ^Ηταν ή για γιά της, ή Κλάρα, πού εχει πεθάνει έ^ώ καί και ρό. Δεύτερον -)) « Έ γ ώ βλέπω δτι εχει τήν ιδια μυρωδιά - ή Ά ρ τεμ η εΐναι ή Κλάρα σέ μιά κατοπινή ζωή. Δέν τό έξερες; » Ό “Έ ρ νεσ τ δέν ήταν προετοιμα:σμένος γ ι ’ αύτό. Ε π ε ιδ ή χρειαζόταν χρόνο γιά νά σκεφτει καλύτερα αύτή τήν εκδοχή, συνέχισε άπλώς αύτό πού εϊχε αρχίσει νά λ έ ε ι: tt Δεύτερον, ή
323
Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗ Σ ΖΟ Η Σ
Κλάρα δέν μισούσε τΙς γάτες, Γ ιά τήν άκρίβεια, εΐχε μι,ά γ ά τα ττού τήν άγαττοΰσε. Δέν ήταν δολοφόνος: σοΰ έκανε κακό σέ μιά προσπάθεια νά σώσει τή ζω ή της Τσίκα, τής δίκης της αγαπημένης γάτας », Κ αμιά απάντηση. Ό "Έρνεστ άκουγε τήν αναπνοή τοΰ Μ αιργκες. Μ ήπως τον κοντράρω πάρα πολύ, άναρωτήθηκε, μήπω ς δέν δείχνω 6τι τον συναισθάνομαι ά ρ κ ετά ; fc Ό μ ω ς », εΐττε γλυκά, « ισως δλ^αύτά νά μήν έχουν σημασία. Ν ομίζω βτι πρέπει νά μείνουμε σ*αύτά ποΐ> είπες πριν άπό λίγο - δτι τό μόνο σου έγκλημα ήταν πώ ς ήσουνα γάτα « Σ ω σ τ ά ! Έ κ α ν α δ,τι έκανα^ επειδή εΐμαι γάτα. Οΐ γάτες προστατεύουν τήν περιοχή τους, επιτίθενται σέ άλλες γάτες πού τΙς απειλούν και οΐ καλύτερες άπ" αυτές -εκείνες πού ή γατίσ ια τους υπόσταση ξεχειλίζει άπό μέσα το υς- δέν αφή νουν τίποτα, τίπ ο τα νά τις εμποδίσει, 6ταν μυρίζουν τή γλυκιά μοσχοβολιά μιας γάτας σέ οΐστρο. Δέν έκανα τίττοτ^άλλο ά π ’ τό νά πραγματώ νω τή γατίσ ια μου υπόσταση ». Τό σχόλιό του έκανε τόν ’Έ ρνεστ νά σταθεί. Π ραγματικά ό Μ αιργκες δέν ύλοποιοΰσε τό άγαπημένο νιτσεϊκό αξίωμα τοΰ Έ ρ ν εσ τ « Γ ίν ε αύτός πού είσ α ι» ; Δέν εΐχε δίκιο; Δέν πραγμάτω νε άπλώ ς τό γατίσιο του δυναμικό; « Ζουσε κάποτε ενας διάσημος φιλόσοφος », ξεκίνησε ό Έ ρ νεσ τ, « δηλαδή ενας σοφός άνθρωπος, ένας στοχαστής —)> ί( Ξερω τί εΐναι φ ι λ ό σ ο φ ο ς τ ό ν διέκοψε ό γάτος θυμω μένα, « Σέ μιά άπ^ τις πρώ τες μου ζω ές ζοΰσα στό Φράιμπουργκ κι έκανα νυχτερινές επισκέψεις στό σπίτι τοΐ) Μάρτιν Χάιντεγκερ )>. ic Γνώρισες τόν Χ ά ιντεγκ ερ ; » ρώττ^σε ό "Έρνεστ εντυπω σιασμένος. « Ό χ ι , οχι. Τ ή γάτα του, τήν Ξανθίττπη. Α ύτή κι «ν ήταν γ ά τα ! Ό λ ο φλόγα I Ή Τσίκα, δσο φλογερή κι άν ήταν, δέν έπιανε μία μπροστά στήν Ξανθίττπη, *^Εχουν περάσει πολλές ζω ές άπό τότε, άλλα θυμαμαι πολύ καλά έναν ολόκληρο στρα τό άπό τραμπούκους Τεύτονες γά του ς βαρέων βαρών πού
Η ΚΑΤΑΡΑ THE ΟΥΓΓΑΡΕΖΙΚΗΣ ΓΑΤΑΣ
επρεπε νά τούς νικήσω γιά νά φτάσω ως έχείνην. Ά κόμα xt ά π ’ το Μ άρμπουργχ έρχονταν οί κεραμιδόγατοι, δταν ή Ξανθίτιτπη ήταν σέ οΐστρο, Ά χ , εκείνες ήταν ώραΤες έττοχές! » ί( ΐίρ α ία , άσε με δμως νά τελειώσω αύτό πού θέλω νά πώ, ΜαΤργκες», Ό "Έρνεστ προσπάθησε νά μήν τί>ν αφήσει νά διασπάσει τήν προσοχή του. « Ό διάσημος φιλόσοφος ττού έχω έγώ στόν νου μου -κ ι αύτός Γερμανός- έλεγε συχνά δτι πρέττει κανείς νά γίνει αύτός πού εΐναι, πρέπει νά πραγμ ατώ σει τό ττετιρωμένο ή τό δυναμικό ττού τοΰ εχει οριστεί, Αύτό ακριβώς δέν έκανες κι έσ ύ ; Κι έσύ τιραγμάτίονες τή θεμελιώ δη σου γατίσια υπόσταση. Είναι αύτό έγκλη μ α;» Σ τά πρώ τα του λόγια ό Μ αιργκες εΐχε ανοίξει τό στόμα γιά νά διαμαρτυρηθεΤ, άλλά σιγά σιγά τό ξανάκλεισε, δταν κατάλαβε πώ ς ό 'Έρνεστ σύμφωνουσε μαζί του. Ά ρχισ ε νά περιποιείται τόν έαυτό του μέ μεγάλες πινελιές τής γλώσσας του. ί( Έ δ ώ δμως », συνέχισε 6 ’Έ ρνεστ, « υπάρχει £να προβλη ματικό παράδοξο, μιά θεμελιώδης σύγκρουση συμφερόντων, μέ τήν έννοια ίίτι ή Κλάρα έκανε κι εκείνη άκριβώς αύτό πού έκανες εσύ: γινόταν ό εαυτός της. ’"Ηταν ενας άνθρωπος πού έτρεφε καί προστάτευε τούς άλλους και τίποτα δέν άγαποϋσε περισσότερο στόν κόσμο άπό τή γ ά τα της, Τό μόνο πού ήθε λε ήταν νά προστατέψει τήν Τσίκα καί νά τήν κρατήσει άσφα λή. Ε πομ ένω ς δλες της οι πράξεις ύπηρετοΰσαν τόν σκοπό νά πραγματώσουν τή δική της θεμελιώδη στοργική φύση ». « Χ μμπφφ !)) κάγχασε ό Μ αψγκες. « Τό ξέρεις δτι ή Κλά ρα άρνιόταν νά ζευγαρώσει μέ τόν κύριό μου, τόν Κόβατς, πού ήταν ενας πολύ δυνατός ά ντρα ς; Κ ι επειδή εκείνη μισούσε τούς άντρες, υπέθετε δτι τούς μισούσε καί ή Τσίκα. Δέν υπάρ χει κανένα παράδοξο λοιπόν. *Η Κλάρα δέν έκανε δ,τι έκανε γιά λογαριασμό της Τσίκα * άλλά άπό μιά δική της αύτατϊάτη γιά τό τί ήθελε ή Τσίκα. Πίστεψέ με, δταν ή Τσικα ήταν σέ οΐστρο, έλιωνε γιά μένα ί ’^Ηταν πολύ σκληρό άπό μέρους τής Κλάρας νά μας κρατάει μακριά τόν έναν ά π ’τόν άλλον».
324
H ΜΑΝΑ ΚΑΙ TO ΝΟΗΜΑ Τ Κ Σ ΖΩΗΣ
« Μά ή Κλάρα φοβόταν γιά τή ζα>ή της γάτας της* Ή Τσικα εΐχε τραυματιστεί πολλές φορές σοβαρά», «Τ ραυματιστεί; Σ ιγά τά τραύματα. Μερικές γρατζουνιές, Έ μεΙς οΐ γάτοι φοβερίζουμε καί δαμάζουμε τις θηλυκιές. Καί ξεσκίζουμε τούς άλλους γάτους μέχρι θανάτου. Αύτός εΐναι ό τρόπος μας νά ερωτοτροπούμε. Αύτό θά πεΧ γάτος. Εΐϊμαστε άπλώς γάτοι. Ποιά εΐναι ή Κλάρα, ποιος είσαι έσύ πού θά κρί“ νεις καΐ. θά καταδικάσεις τή γατΐσια μας φύση;)) Ό Έ ρ νεσ τ εκανε πίσω. Έ τ σ ι δέν βγαίνει τίποτα, αποφάσι σε* Δοκίμασε μιά άλλη διαδρομή, « Μαιργκες, πρίν άπό λίγο εΐτεες οτι ή Ά ρτεμ η κι ή Κλάρα είναι το tSio πρόσωπο, κι δτι γ ι’ αύτό συνέχισες νά καταδιώκεις τήν Κλάρα». « Ή μύτη μου δέν λέει ψέματα ». « Ό τ α ν πέθανες σέ μιά ά π 'τ ίς πρώ τες ζωές σου, έμεινες πρώ τα γιά λίγο καιρό νεκρός πρίν μπεΤς σέ μιά άλλη ζ ω ή ; » « Μόνο μιά στιγμή. Κι άμέσως ξαναγεννήθηκα σέ μιά άλλη ζωή. Μή μέ ρωτήσεις πώς. Μερικά πράγματα δέν τά ξέρουν οΰτε οί γάτες ». ϋ Ά κόμα κι έτσι πάντως, εΐσαι βέβαιος δτι έχεις μιά ζωή, επειτα παύεις να υπάρχεις, κι εττειτα μπαίνεις σέ μιά άλλη ζωή. Σ ω σ τά ;» ί( Ν αί, ναί, τελείωνε επ ιτέλο υ ς!» γρύλισε ό Μ αιργκες. Ό π ω ς δλοι 6σοι διαθέτουν εννέα ζωές, δέν εΐχε μεγάλη υπο μονή δταν έπρόκειτο γιά σχολαστικισμούς. « Ά φοΰ δμως ή Ά ρτεμ η μέ τή γιαγιά της ζουσαν κι οι δυό γιά ττολλά χρόνια παράλληλα καϊ συζητούσαν μάλιστα πολλές φορές μεταξύ τους, πώ ς μπορει νά εΐναι το ϊδιο πρόσωπο σέ διαφορετικές ζω ές; Δέν γίνεται. Δέν θέλω ν ’αμφισβητήσω τή μύτη σου, ϊσως ομως αύτό πού μυρίζεις νά εΐναι ύ γενετικός σύνδεσμος ανάμεσα στίς δυό γυναίκες ». Ό Μαιργκες συλλογίστηκε σιωττηλός τό έπιχείρημα τοΰ Έ ρ ν εσ τ, ένώ συνέχιζε νά πλένεται, γλείφοντας μιά γιγά ντια πατούσα καΐ τρίβοντας μέ τήν υγρασία της τό μουσούδι
Η ΚΑΤΛΡΑ TH E ΟΥΓΓΑΡΕΖΙΚΚΕ ΓΑΤΑΣ
3^5
tf Σκεφτόμουν απλώς» Μαιργκες, μήττως δέν τό ήξερες 6τι εμείς οί άνθρωποι Ιχουμε μόνο μία ζ ω ή ;» <( Πώς εΐσαί τόσο σίγουρος;» « Έ τ σ ι τουλάχιστον πιστεύουμε. Κι αύτό δέν είναι πού Ιχει σημασία;» « *"Ισως νά έχετε πολλές ζωές καΐ νά μήν τό ξέρετε )>. « Έ σ ύ λές δτι τις θυμασαι τις άλλες σου ζωές. Έ μ εΐς οχι. Ά ν έχουμε καινούργιες ζωές καΐ δ |ν θυμόμαστε τις προηγού μενες, πάλι σημαίνει δτι αυτή ή ζω ή —αύτος ό ύπάρχων εαυ τός μου, ή συνείδηση πού υπάρχει έδώ αύτή τή σ τιγμ ή - πρό κειται να χαθεί )>. « Που θές νά κατοελήξεις;» γρύλισε τό θηρίο, (ί Τελείωνε. Θεέ μου, δλο μίλας, μιλάς, μιλάς». « Θέλω νά καταλήξω δτι ή εκδίκησή σου ήταν εκπληκτικά αποτελεσματική, ^Ηταν καλή εκδίκηση, Κατεστρεψε δ,τι άττόμενε άπό τή μία καΐ μοναδική ζωή της Κλάρας. "Έζησε σέ με γάλη δυστυχία. Και το έγκλημά της ήταν μόνο δτι σοΰ άφαίρεσε τή μία άπ* τις εννέα ζωές σου. *Έχασε τή μοναδική ζωή της γιά μιά άπο τις εννέα δικές σου. Πιστεύω δτι εξόφλησε τό χρέος της στό πολλαπλάσιο. ‘Η έκδίκησή σου εΐναι πλήρης. Ό λογαριασμός έκλεισε. Τό κακό επανορθώθηκε ». Κατενθουσιασμένος μέ τήν πειστική του διατύπωση ό Έ ρνεσ τ κάθισε άvαπαuτtκά στήν πολυθρόνα του. « "Όχι >ϊ, σφύριξε ό Μ αιργκες ανάμεσα στά δόντια του άγριοκοιτώντας τον και βροντώντας τή δυνατή ούρά του στο πάτω μα. « Ό χ ι , δέν έκλεισε 1 Δέν έκλεισε! Τό κακό δέν έπανορθώθηκε ! ‘Η εκδίκηση θά συνεχίζεται γιά πάντα 1'Άλλωστε μ*αρέσει αύτή ή ζωή, Ιτσι δπως εξελίσσεται». Ό Έ ρνεσ τ δέν έπέτρεψε στόν έαυτό του νά δειλιάσει, Περίμενε ένα-δυό δευτερόλεπτα* επιστράτευσε τις εφεδρείες του και ξανάρχισε άτϊό άλλη οπτική γωνία. « Λές δτι σ ’ αρέσει ^τσι όπως εξελίσσεται τώρα ή ζωή σου, Θές νά μου μιλήσεις γ ι’ αύτήν; Π ώ ς εΐναι μιά συνηθισμένη σου μέρα;»
3'j 6
η
ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ NOHMA T H E ΖΩ Η Ε
Τό ατάραχο υφος του εμοιαζε νά χαλαρώνει τόν Μ αϊργκες ττού σταμάτησε ν^αγριεύει, κάθισε ξανά στά ττίσω ττόδια του και άτυάντησε ήρεμα. α Ή μέρα μου; Χωρίς έπειοτόδια. Δέν θυμαμαι καΐ πολλά άττ’ τή ζω ή μου η* « T t κάνεις δλη μ έρ α ; » « Περιμένού* Περιμένω, ώσττου νά μέ καλέσει κάττοιο όνει ρο »* « Kt ανάμεσα στά όνειρα; » <( Σοΰ εΐπα. Περιμένω ». <ί Αύτό μόνο; » « Π εριμ ένω )). c<Κι αύτή εΐναι ή ζω ή σου, Μ αιργκες; Κι εΐσαι ίκανοποιημ ένος; >ϊ Ό Μ αιργκες κούνησε καταφατικά τό κεφάλι. « Ά ν σκεφτεΤς ττοιά θά ήταν ή εναλλακτική εκδοχή », εΐπε γυρίζοντας α νάσκελα μέ χάρη και τηάνοντας δουλειά νά πλύνει τήν κοιλιά του. ί< Ή εναλλακτική εκδοχή ; ’Εννοείς τό νά μή ζ ε ις ; » « *Η ένατη ζω ή εΐναι ή τελευταία ». « Κι έσύ θέλεις αύτή ή τελευταία ζωή νά συνεχίζεται γιά πάντα ». « Έ σ ύ δέν θά τ ο ’θελες; Ό λ ο ι αύτό δέν θ ά ’θελαν;» «ΜαΓργκες, ύπάρχει μιά αντίφαση στά λόγια σου». « Οι γάτες εΐναι εξαιρετικά ορθολογικά δντα. Μερικές φο ρές αύτό δεν Ικτιμάται* έττειδή εχουμε τήν ικανότητα νά τταίρνουμε άστραπιαΤα αποφάσεις ». « Ή άντίφ^αση εΐναι ή έ ξ η ς : λές δτι θέλεtς νά συνεχίζεται γιά πάντα ή ένατη ζω ή σου, άλλά στήν πραγματικότητα αύτή τήν ένατη ζω ή δέν τη ζεϊς, 'Ατυλώς ύττάρχεις σέ μιά κατάστα^ ση νεκροφάνειας»* « Δέν τήν ζώ τήν Ινατη ζωή μ ο υ ; » « Τό εΐττες καΐ μόνος σου: περιμένεις* Θά σου πώ τί μοΰ ερχεται στόν νοΰ. *Ένας διάσημος ψυχολόγος εΐττε κάποτε δτι μερικοί άνθρωποι φοβούνται τόσο πολύ τό χρέος του θανάτου, πού άρνοΰνται τό δάνειο της ζω ής »,
Η ΚΑΤΑΡΑ ΤΗ Σ ΟΥΓΓΑΡΕΖΙΚΗΣ ΓΑΤΑΣ
3^7
((Tt Οά ττεϊ α ύ τό ; Μίλα άττλά », εΐτυε 6 Μ αΐργχες, πού σταματήσει να γλείφει τήν κοιλιά του καί τώρα καθόταν ττάλι στα πίσω του πόδια. « Θά ττεΐ δτι μοιάζεις να φοβασαι τόσο πολΐ> τ6ν θάνατο, πού άττοφ^ύγείς νά μπεις μέσα στή ζω ή. Εΐναι σάν νά φοβασαι πώ ς θά εξαντλήσεις τή ζωή. Θυμασαι τ£ μοΰ φ α θ ε ς τώρα, πρίν άπό λίγο, γιά τήν ούσια της γατίσιας φ ύσης; Π ές μου, ΜαΤργκες, ποΰ είναι τώρα ή περιοχή πού διαφεντεύεις; Που είναι οί κεραμιδόγατοι, μέ τούς όποιους χτυτηέσαι; Ποΰ εΐναι οι λάγνες θηλυκιές πού ούρλιάζουν και πού έσύ τις δαμάζεις; Και γιατί )>, ρώτησε ό ’'Ερνεστ, τονίζοντας μιά μιά τις λέξεις, tf α φ ή ν ε ι ς ν ά σ α π ί ζ ε ι ά χ ρ τ ^ σ ι μ ο π ο ί τ ^ τ ο τ ό π ο λ ύ τ ι μ ο σ π έ ρ μ α τ ο ν Μ α ϊρ γκ ες;»
Ό σ ο μιλούσε, ό ΜαΤργκες είχε χαμηλώ σει το κεφάλι, ’^Επειτα ρώτησε μέ ττένθιμο ΰφος, « *Ώστε εσύ ^χεις μόνο μιά ζω ή; Πόσο μέρος της έχεις καταναλώ σει;» « Ε ΐμαι περίπου στά μισά ». α ΚαΙ πω ς τό α ντέχεις; » Ξαφνικά ό ’Έ ρνεστ ενιωσε μιά δυνατή σουβλιά θλίψϊ]ς. Πηρε μιά χαρτοπετσέτα ά π ’ τά κινέζικα πακέτα καί σκούπι σε τά μάτια του. « Λυπάμαι πού σου προκάλεσα πόνο », είπε ό ΜαΤργκες μέ απρόσμενη γλυκύτητα. « Δέν υπάρχει λόγος, ήμουν προετοιμασμένος. ^Ηταν ανα πόφευκτο νά πάρει αύτή τήν τροπή ή συζήτησή μας », εΐπε ό Έρνεστ* « Ρ ω τά ς πώ ς τό αντέχω. Λοιπόν, π ρ ώ τ’ά π ’ δλα μέ τό νά μήν το σκέφτομαι. Μερικές φορές μάλιστα τό ξεχνάω κιόλας. Καί στή δική μου ήλικία αύτό δέν εΐναι πολύ δύσκολο >». « Σ τή δική σου ήλικία; Τί θά πεΤ αύτό ; w <( ΈμεΤς οΐ άνθρωποι διανύουμε τή ζωή μας κατά φάσεις. 'Ως πολύ μικρά παιδιά σκεφτόμαστε έντονα τον θάνατο. Μ ε ρικοί μάλιστα άπό μας έχουν μιά έμμονή μαζί του. Δέν εΐναι δύσκολο νά τόν ανακαλύψεις. Κοιτάζουμε γύρω κι άμέσως βλέπουμε νεκρά π ρ ά γμ α τα : φύλλα και κρίνους και μύγες καί
328
Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ Τ Η Ι ΖΠΗΣ
σκαθάρια. Τά ζωάκια μας πεθαίνουν. Τρώμε νεκρά ζώα. Κάποίες φορές γινόμαστε κοινωνοί τοΰ θανάτου ένος ανθρώπου. Καί σύντομα συνειδητοποιούμε π ώ ς ό θάνατος θά Ιρθει σέ δλους — (ττή γιαγιά μας, στή μητέρα καί στόν πατέρα μας» άκόμα καΙ σ ’ έμας, ΚαΙ μελαγχολούμε μέσα μας γ ι ’ αύτό. Οι γονείς καΐ οΐ δάσκαλοί μας, τηστεύοντας πώ ς εΐναι κακ,ό τά παιδιά νά σκέφτονται τόν θάνατο, σιωπούν γ ι ’ αύτό τό θέμα ή μάς λένε παραμύθια γιά τόν παράδεισο καί τούς αγγέλους, γιά τό αιώνιο ζανασμίξιμο μέ τούς αγαπημένους, γιά την αθανα σία τών ψ υ χ ώ ν Ό 'Έ ρνεστ έκανε μιά παύση ελπίζοντας ό ΜαΤργκες νά τταρακολουΟεΤ τά λόγια του. « Κι Ιπ ε ιτ α ; )> Μιά χαρά τόν παρακολουθούσε ό Μαιργκες* «Συμμορφωνόμαστε. Τόν άπωθοΰμε ά π ’ τό μυοίλό μας ή τόν προκαλοΰμε ανοιχτά μέ μεγάλα ριψοκίνδυνα κατορθώμα^ τα. Κι επειτα, άμέσως πριν ένηλι κι ωθούμε, ξανά μελαγχο λούμε έντονα εξαιτίας του. Παρόλο ttou μερικοί δέν τό αντέ χουν κι άρνοΰνται νά συνεχίσουν νά ζοΰν, οΐ περισσότεροι άπο μάς σβήνουμε τήν έττίγνώση τοΰ θανάτου βουτώντας βαθιά στούς στόχους τής ενήλικης ζωής - νά φτιάξουμε καριέρα καί οικογένεια» νά ωριμάσουμε προσωπικά, νά συγκεντρώσουμε αγαθά, νά ασκήσουμε εξουσία, νά κερδίσουμε τον αγώνα, Έ γώ σ^αύτό τό σημεΤο της ζω ής μου βρίσκομαι τώρα. Έ π ε ιτ α ά π ’ αύτό τό στάδιο μπαίνουμε στήν ί>ψιμη περίοδο τής ζωής, οηου ή επίγνωση τοΰ θανάτου άναδύεται τΜίλι, καΐ τώρα ό θά νατος μας άπειλεϊ πιό ξεκάθαρα ~ γ ιά τήν ακρίβεια, εΐναι όρατός. Σ ’ εκείνη τή φάση έχουμε τή δυνατότητα νά διαλέξουμε είτε νά τόν σκεφτόμαστε ττολύ καί ν^άντλήσουμε οσο περισ σότερα μποροΰμε άπ*τή ζωή πού άκόμα διαθέτουμε ειτε νά προσποιηθοΰμε μέ διάφορους τρόπο-υς δτι ό θάνατος δέν πρό κειται νά έρθει». « Έ σ ύ τί κά νεις; Έ σ ύ προσποιείσαι 6 η ό θάνατος δέν θά έρ θει; » « Ό χ ι , αύτό δέν μπορώ ακριβώς νά τό κάνω. ’Α φού ώς ψυ χίατρος μιλώ στή δουλειά μου μέ πολλούς άνθρώπους πού
Η ΚΑΤΑΡΑ ΤΗΣ ΟΥΓΓΑΡΕΖΙΚΗΣ ΓΑΤΑ1
3^9
ή ζω ή κι 6 θάνατος τούς αναστατώνουν τρομερά, εΐμαι υπο χρεωμένος νά έρχομαι συνέχεια α ν τιμ έτω π ο ς μέ τήν αλή θεια « Τ ότε θά σέ ξαναρωτήσω » - ή φωνή τοΰ Μ αιργκες, τώρα γλυκιά και άποκαμωμένη» είχε χάσε: δλη της τήν απειλητικότητα—« π ώ ς το αντέχεις; Π ώ ς μπορεΤς ν’ άντλεΤς εύχαρέστηαη άπό όποΕοδήποτε κομμάτι της ζω ής σου, άπό όποιαδήποτε δραστηριότητα, δταν ό θάνατος παραμονεύει κι εσύ δέν έχεις παρά μόνο μιά ζ ω ή ; » « Α ύ τή τήν ερώτηση έγώ θά τήν άντέστρεφα, Μ αϊργκες. *^Ισως ο θάνατος νά κάνει τή ζωή τΓιό ζω τική, πιό πολύτιμη. Τό δεδομένο τοΰ θανάτου χαρίζει μιά ιδιαίτερη ένταση, μιά γλυκόπικρη ποιότητα σ τίς δραστηριότητες της ζω ής. Ναί, μπορει νά εΐναι αλήθεια 6τι το νά ζεϊς στήν ονειρική διάστα ση σοΰ χαρίζει αθανασία, άλλά ή δική σου ζω ή μοΰ φαίνεται ττνιγμένη στήν ανία. Ό τ α ν σοΰ ζήτησα πρίν άπό λίγο νά τήν περιγράφεις^ απάντησες μέ μια φράση: “ Π εριμένω /* Αύτό εΐναι ζω ή ; Τό νά περιμένεις σημαίνει δτι ζεϊς; Έ ξακολουθεϊ νά σοΰ απομένει μιά ζωή, Μ αϊργκες. Γιατ£ νά μήν τή ζήσεις 6σο πληρέστερα μπορεΤς; » « Δέν μπορώ J Δέν μπορώ ί » εΐπε 6 Μ αιργκες κι Ισκυψε ά κόμα περισσότερο τό κεφάλι. « Ή σκέψη οτι θά πάψω νά υ πάρχω , 6ίχ δέν θά βρίσκομαι άνάμε<τα στούς ζωντανούς, 5τι ή ζω ή θά συνεχιστεί χω ρίς έμένα, ε ΐν α ι... εΐναι νά π ώ - φρι χτή », « Ε π ο μ ένω ς ό σχοπός τής κατάρας σου δέν εΐναι ή αιώνια εκδίκηση, καλά δέν λέω ; Χ ρησιμοποιείς τήν χατάρα γ ιά νά άπο φύγεις νά φτάσεις στό τέρμα τής τελευταίας σου ζω ής », «Ε ίνα ι φριχτό νά τελειώνεις. Ν ά μήν υπάρχεις», ίί Σ τή δουλειά μου έμαθα », εΐπε ό *Έρνεστ απλώνοντας τό χέρι καΐ άκουμπώ ντας το στό γιγάντιο μπροστινό πόδι τοΰ Μ αϊργκες, « 6τι αύτοί πού φο[^οΰνται περισσότερο τόν θάνατο εΐναι εκείνοι πού τόν πλησιάζουν μέ πολύ μεγάλο κομμάτι αβίωτης ζω ής μέσα τους, Κΐναι καλύτερο νά εξαντλήσεις τή
330
Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ Τ Ο ΝΟΗΜΑ ΤΗ Σ ΖΛ Η Σ
ζ<4>ή σου. Νά μήν άφήσεις στόν θάνατο τυαρά μόνο τό κατα κάθι, τίπ οτα παραπάνω άττο Ινα καμένο κάστρο ». δχι 1), βόγκηξε ό Μ αϊργκες κουνώντας τό κεφάλι. « Εΐναι τρομερό, τρομερό ». « Γ ιατί εΐναι τόσο τρομερό; "Έλα νά τό αναλύσουμε, Τί ακριβώς εΐναι τόσο τρομακτικό στόν θάνατο; Τόν εχεις ζήσει, XI οχι μόνο μία φορά, ΕΤττες βτι κάθε φορά ττού τέλειωνε ή ζω ή σου» υπήρχε ένα σύντομο διάστημα ώσπου νά ξεκι νήσει ή έπόμενη ζω ή ». « Ναί, έτσι εΐναι ». « Τ£ θυμάσαι άπό κείνες τις σύντομες σ τ ιγ μ έ ς ; » « ΆτΓΟλύτως τίποτα », « Μά αύτό δέν εΐναι τό θέμα, Μ α ϊργκ ες; Τό μεγαλύτερο μέρος τώ ν φόβων σου γιά τόν θάνατο έχει νά κάνει μέ τό ττώς φαντάζεσαι 6τι θά νιώθεις ΰντας νεκρός καί ξέροντας 6τι δέν μπορεϊς πιά ν’ ανήκεις στούς ζωντανούς, ’Αλλά δταν εΐσαι νε κρός, δέν έχεις συνείδηση. Ό θάνατος εΐναι ό άφανισμός της συνείδησης », ΐ< Κι αύτό υποτίθεται πώ ς πρέπει νά μέ κα θη σ υχά ζει; )> γρύλισε ό Μ αϊργκες. « Μέ ρώτησες έγώ πώ ς τό άντέχω . Α ύτή εΐναι μία ά π ’τίς απαντήσεις. Ε π ίσ η ς έβρισκα πάντα ανακούφιση στό ρηρτό ενός άλλου φιλοσόφου πού έζησε πρίν άπό πάρα πολύ κ α ιρ ό : “ "Οπου εΐναι ό θάνατος, έγώ δέν εΐμαι, "Όπου είμαι έγώ , ό θάνατος δέν εΐναι ” w. (ΐ Τι διαφορά έχει αύτό ά π ’ τό “ Ό τ α ν πεθάνεις, τϊέθανες ” ; » α Μ εγάλη διαφορά. Σ τόν θάνατο δέν υπάρχει “ έσ ύ ” , Ή έννοια “ εσ ύ ” καί ή έννοια “ νεκρός” δέν μπορούν νά συνυπάρ ξουν ». « Βαριές, πολύ βαριές σκέψεις )), εΐττε ό Μ αϊργκες. *Η φωνή του ίσα πού άκουγόταν καί τό κεφάλι του σχεδόν άκουμποΰσε στό ττάτωμα. « Θέλω νά σοΰ πώ καί μιά άλλη προοπτική πού μέ βοηθά ει, Μ αϊργκες, κάτι πού έμαθα άπό £ναν Ρώσο συγγραφέα - »
Η ΚΑΤΑΡΑ
τητ ο υ τ γ α ρ β ζ ι κ η ς
γαταϊ:
331
« Ά , οί Ρώσοι - δέν θά \ α ι κάτι πολύ πρόσχαρο ». « Ά κου. "ίϊσπου νά γεννηθώ εγώ ττερασαν χρόνια» αιώνες, χιλιετίες, Σ ω σ τ ά ; ι> « Δέν δκίφΐϋνώ », συμφώνησε χΰ\>ρασμένα ό Μαϊργκες. ((Kotl χιλιετίβς θά τυεράσουν μετά τόν θάνατό μου. Σ ω σ τά ; » Ό Μαιργκες κούνησε πάλι τό κεφάλι, ίί Έ τ σ ι βλέπω τή ζω ή μου σάν μιά αστραφτερή αναλαμπή άνάμεσα σέ δυό τεράστιες καί πανομοιότυπες λέμνες άπο σκοτ ό 5 ι: τό σκοτάδι πού ύτυηρχε πρίν άπ*τή γένντ)σή μου καΐ τό σκοτάδι πού θ ά ’ρθει μετά τόν θάνατό μου». Αύτό φάνηκε νά βρίσκει τόν στόχο του. Ό Μαϊργκες άκου γε μέ τήν προσοχή του τεταμένη, μέ τ ’ αυτιά ορθωμένα, « Κ α ί δέν σέ έκπλήσσει, Μ αϊργκες, πόσο φοβόμο^στε τό δεύτερο σκοτάδι και πόσο αδιάφορο μας εΐναι τό π ρ ώ το ;» Ξαφνικά δ Μαϊργκες σηκώθηκε ορθιος κι άνοιξε τό στόμα σ ’ ένα τεράστιο χασμουρητό, μέ τά δόντια του νά γυοΛίζουν «μυδρά στό φεγγαρόφωτο πού ξεχυνόταν ά π ’ τό ανοιχτό π α ράθυρο, « Ν ομίζω πώ ς πρέπει σιγά σιγά να π η γ α ίν ω )), εϊττε καί σύρθηκε άργά πρός τό παράθυρο, μ ’ ένα βαρύ βήμα πού δέν θύμιζε γάτα, « Περίμενε, Μ αιργκες, δέν τέλειωσα \ » ίί Ά ρκετά γιά σήμερα. Εΐναι πολλά αύτά πού νά σκε φτώ, άκόμα καί γιά μιά γάτα. Τήν άλλη φορά, ’Έ ρνεστ, πάρε ψητό καβούρι. Καί πιό πολύ άπό κεϊνο τό κοτόττουλο μέ τις πρασινάδες », « Τ ή ν άλλη φορά; Τ£ Ιννοεϊς, Μ αιργκες, τήν άλλη φορά; Δέν έπανόρθίοσα τό κ α κ ό; » « ’"Ισως να£, ϊσως καί 6χι. Σοΰ εΐπα, είναι πάρα πολλά αύτά πού έχω νά σκεφτώ μέσα σέ μιά μέρα. Φ εύ γω !» Ό "Έρνεστ επεσε βαρύς τυ(σω στήν πολυθρόνα του, Ε ΐχε στραγγιξει, ή υπομονή του εΐχε εξαντληθεί. Π οτέ δέν εϊχε κ ά νει μιά συνεδρία τόσο κουραστική πού νά του κουρελιάσει τό σο τά νεΰρα* Και τώρα νά βλέπει.τόν κόπο του νά πτ^γαίνει. σ τρά φ ι! Κοιτάζοντας τόν Μαιργκες νά φεύγει άργά μουρμού-
333
Η ΜΑΝΑ ΚΑΙ Τ Ο ΝΟΗΜΑ Τ Η Σ ZO H L
ρίσε άττό μέσα του, if Π ήγαινε! Π ήγαινεI » Kt επειτα πρόσθε σε* «G eh G em nlerH eit», φύγε καΐ μήν ξαναγυρΐσεις - τήν κο ροϊδευτική γίντις έκφραση πού ελεγε ή μητέρα του* Ά κούγοντας ιχύτά τά λόγιοι 6 Μ αιργχες κακάλωσε κι επειτα έκανε μεταβολή. « Το άκουσα αύτό. Μπορώ νά διαβάζω τή σκέψη », *Ωχ ώ χ, σκέφτηκε ό Έ ρ νεσ τ. Κράτησε 6μως τό κεφάλι ψηλά χαί κοίταξε μέ θάρρος τον γάτο πού ξαναγύριζε* « Ναί, σέ <5εκουσα. Τό άκουσα τό “ Geh Gesunter πού είπες. Καί ξέρω τΐ θά π ε ΐ —δέν τό ήξερες δτι μιλάω καλά γερ μ α ν ικ ά ;' Μοΰ ευχήθηκες καλό κατευόδιο. You blessed nie. Παρόλο 7TOU δέν φαντάστηκες δτι θά σ ’άκουγα, μου ευχήθη κες νά πάω στό καλό. Κι αύτό μέ συγκινεΤ. Μέ συγκινεΤ πο λύ. Ξέρω τι πέρασες γιά χάρη μου. Ξέρω πόσο πολύ θέλεις νά άπελευθερώσεις αύτή τή γυναίκα — 6χι μόνο γιά δικό της λο~ γαριασμό άλλά καΐ γ ιά σένα τόν ιδιο. Κι ομως* άκόμα xt έπει τα ά π ’τήν τρομερή σου προσπάθεια, κι ένω δέν ήξερες άν τά κατάφερες νά επανορθώσεις τό κακό, άκόμα και τότε εΐχες τήν ευγένεια και τή μεγοίλοψυχία νά μοΰ εύχηθεΐς νά πά ω στό καλό. Αύτό ϊσως ν ά ’ναι τό πιό μεγάλο δώρο πού μοΰ έκαναν ποτέ. 'Αντίο, φίλε μου». « ’Αντίο Μ αιργκες », εΐπε ό "Ερνεστ κοιτάζοντας τόν γάτο νά άπομακρύνεται, πιό καμαρωτός τώρα καΐ μ ’ ένα γατίσιο ϊηματισμό ΐίλο χάρη. Ιδ έα μου εΐναι, άναρωτήθηκε, ή έχει ήδη μικρύνει στ^μαντικά; « "ίσως νά ξανασυναντηθοΰμε », εΐπε ό Μ αιργκες χωρίς νά άνακόψει τό βήμα του. « Σκέφτομαι νά εγκατασταθώ στήν Καλιφόρνια ». « Έ χ ε ις τόν λόγο μου, Μαϊργκες », φώναξε πίσω του ό Έ ρ νεστ. « Έ δ ώ θά τρώς καλά. Ψτ}τό καβούρι —και τσιλάντρο— κάθε βράδυ». 1. Πρόκειται βέβαια γιά έβραϊκή τταεριαφθορά τ% γερμανικής Ικφρασης. ( Σ .τ .μ . )
Η ΚΑΤΑΡΑ ΤΗΣ ΟΥΤΓΑΡΕΖίΚΗΣ ΓΑΤΑΣ
333
Ξανά σκοτάδι. Τό πρώ το πράγμ α πού Ιπ είτα ό Έ ρ νεστ ήταν ή ροδαλή λάμψη τής αυγής. Τ ώ ρα ξέρω τί στ)μαί' vet “ hard day’s n ig h t” σκέφτηκε τήν ώρα πού άνακαθόταν στό κρεβάτι, τεντωνόταν καί παρατηρούσε τήν κοιμισμένη Ά ρ τ ε μη. "Ενιωθε βέβαιος οτι 6 Μ αΐργκες θά έγκατέλειπε τώρα τη διάσταση τοΰ ονείρου. Τ£ θά γινόταν δμω ς μέ τήν υπόλοιπη κατάρα; Δέν εΐχαν π«Τ τίπ οτα γ ι ’ αύτό. Γ ιά λέγα λεπτά ό Έ ρ νεστ σκέφτηκε πώ ς θά ήταν ή προοτττική νά συνδεθεί μέ μιά γυναίκα πού κάθε τόσο μπορεΐ νά -εκδήλωνε μιά σεξουαλική αγριότητα καΐ άδηφαγία. Χ ωρίς νά κάνει θόρυβο, γλίστρησε εξω ά π ’ τό κρεβάτι, ντύθηκε και κατέβηκε στόν κάτω όροφο, Ά κούγοντας τά βήματά του ή Ά ρ τ ε μ η φ ώ να ξε: « Έ ρνεσ τ, δχι 1 Κ άτι άλλαξε, Ε ΐμαι έλεύθερη, Τό ξέρω, τό νιώθω, Μή φεύγεις, σέ παρακαλώ. Δέν χρειάζεται νά φύγεις»). « Έ ρ χ ο μ α ι, φέρνω πρωινό. Θ έλω δέκα λ επ τά » , φώναξε εκείνος ά π ’ τήν πόρτα, « Ν ιώ θ ω μΕά επείγουσα ανάγκη γιά πολύσπορο μπέγκελ καί άσπρο τυρί. Χ τές εντόπισα ενα μα^ γαζάκι λίγο πιό κά τω ». Τήν ώρα πού άνοιγε τήν πόρτα τοΰ αυτοκινήτου, άκουσε τό ρολό τής κρεβατοκάμαρας νά σηκώνεται και τή φωνή της Ά ρτεμ η ς. « Έρνεστ* Έ ρ ν εσ τ, μήν ξεχάσεις δτι τρώ ω μόνο λαχανικά* Δέν τρώ ω τυρί. Μ πορεϊς νά μοΰ φέρεις —» « Ξέρω —αβοκάντο, Τό Ιχω στή λίστα μου».
Σημείωμα του συγγραφέα Σ ’ αύτό το βιβλίο προσπάθησα νά είμαι συγχρόνως παραμυθάς καΐ δάσκαλος. ΣτΙς περιπτώσεις πού οι δύο αύτοί ρόλοι έρχον ταν σέ σύγκρουση κι έπρεττε νά διαλέξω άνάμεσα στό νά πα ρεμβάλω ένα τυεριεκτικο παιδαγωγικό σχόλιο ή νά διατηρήσω τόν δραματικό ρυθμό της Ιστορίας, σχεδόν πάντα προτίμησα τήν ιστορία και προσπάθησα νά έκπληρώσω τή διδακτική άποστολή μου μέσα άπό έμμεσο διάλογο. Οί αναγνώστες πού ένδιαφέρονται γιά μιά ταό διεξοδική συζήτηση μπορούν νά συμβουλευτούν τήν ιστοσελίδα μου: ^^-ww.yaloni.coin. ΈκεΤ παρέχω σχετικές παραπομπές στήν έπιστημονική βιβλιογραφία καΐ συζητώ διάφορες τεχνικές πλευρές αύτών τών έξι ιστοριών: τό απόρρητο τού άσθενούς, τό δριο άνάμεσα στή μυθοπλασία καΐ τήν πραγματικότητα, τή θεραττευτική σχέση, τήν άνιστορική προσέγγιση στό έδώ-καιτώρα, τή διαφάνεια τού θεραπευτή, τις υπαρξιακές θεραττευτικές προσεγγίσεις καΐ τά δυναμικά τού πένθους.
C 11
και TO νόημα της ζωής είναι τό δεύτερο βιβλίο αφηγημάτων τοΰ
I
"Ιρβιν Γιάλομ, μαά τόν Δήμιο τοΰ έρωτα. Μέ τολμηρή ειλικρίνεια ό ψυχία-
τρος-ουγγραφέας ζωντανεύει έδώ, στό πιό προσωπικό άπό τά βιβλία του, τούς περιορισμούς και τά λάθη του, τις φαντασιώσεις
tq u ,
τις αμφιβολίες και τούς
πειραματισμούς του, καί μέσα άπό αύτά τη διαδρομή πρός τήν κατανόηση, τή μάθηση και τέλος τή διδαχή. Τέσσερις αληθινές / αύτοβιογραφικές Ιστορίες και δύο φανταστικά αφηγήματα μέ ήρωα τόν "Ερνεστ Λάς, τόν ψυχοθεραπευτή του μυθιστορήματος Στό ντιβάνι, συνθέτουν ένα μωσαϊκό συγκλονιστικών καταστά σεων πού κινούνται διαρκώς μέσα και έξω άπό τά δρια τής ψυχοθεραπείας, διερευνώντας άπό μιά άκόμα οπτική γωνία τά άνεξάντλητα ^τήματα της ζωής και του θανάτου, τής έλευθερίας και της ευθύνης, του νοήματος τής ύπαρξης καί τής άπώλειάς του. τής μοναξιάς καί τής κοινωνίας.
Ό Ίρβιν Γιάλομ φέρνει σέ αύτές τις υπέροχες Ιστορίες ψυχοθεραπείας τήν πλούσια έμπειρία του ώς Θεραπευτή, τις εκτεταμένες γνώσεις του στή φιλοσοφία και τή λο γοτεχνία και τή βαθύτατη όνθρωπιά του. Παρασύρει τόν άναγνώστη του νά μπει σέ αύτές τις Ιστορίες μέ τήν ιδια δεξιοτεχνία πού έμπλέκει τους άσθενεΐς του στήν ψυ χοθεραπεία.
—DAVID SPIEGEL M.D.. συγγραφέας τοΰ Ζωή πέρα άπό τάφ /ο
Ό Ιρβ ιν Γιάλομ συνεχίζει νά μας εκπλήσσει. Ζωτικότητα, προσεγμένος λόγος, βα θιά γνώση, θάρρος και μιά Ικανότητα νά ακούει και νά μαθαίνει είναι τά άνεξίτηλα γνωρίσματα αύτοΰ τό βιβλίου.
- LESTON havens , M.D. Καθηγητής Ψυχιατριιοής Πανεπιστημίου Χάρβαρντ και Νοσοκομείου Καίημπριτζ
Αυτές οι μαγευηκές άφηγήσεις όδύνης καί γιατρειάς μας μσαφέρουν στήν καρδιά τής θεραπευτικής έμττειρίας.
- MAGGIE s c a rf, συγγραφέας τοΰ Κόσμοι οίκαότψας
Μ ΕΤΑ Φ ΡΑ ΣΗ : ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΑΝ ΔΡΙΤΣΑΝ Ο Υ - ΓΙΑΝΝΗΣ ΖΕΡΒΑΣ
IS B N 9 7 8 - 9 6 0 - 3 2 5 - 6 9 1 -5