Τρόμου 1992 το τρίτο βιβλίο της σειράς Μετ. 2006Full description
Τρόμου 1988 Μετ. 2009
Τρόμου 1988 Μετ. 2009Full description
Τρόμου 2003 Μετ. 2011
Τρόμου 1991 Μετ. 2008
Τρόμου 1987 Μετ. 2008
Τρόμου 1978 Μετ.2004Full description
Τρόμος 2004 Μετ.2007Full description
Descripción completa
IP
Full description
ok
Full description
Descripción: practica esime culhuacan
GRAHAM MASTERTON
ΣΑΡΚΑ&ΑΙΜΑ
σm Βιέτσκα
.1.
ΒρίσκΟνίαν μες στο αιποκίνητο μόλlς μια ώρα όταν ο Τέρενς είπε: "Φτάσαμε, παιδιά". ΟδήΎΙ1σε το στραπατσαρισμένο στέισον βάΥκον έξω απ' τον δρόμο, ώστε να 'ναι γερμένο στο ανάχωμα και έσβησε τη μηχανή.
Η ΈμιλlKOίταξε έξω απ' το παράθυρο το αναστατωμένο απ' τη θύελλα σταροχώραφο, τα άχυρα που είχε σηκώσει ο αέρας και τον ουρανό, που 'ταν
πιο σκοτεινός κι απ' το βλέμμα του Μπαμπάκα. "Γιατί ήρθαμε εδώ; " τον ρώτησε. « Θα χάσουμε το
Deep Space Nine".
Ήταν έvrεKα ετών, φορούσε ένα κίτρινο, λουλουδάτο φόρεμα, που της έπεφτε ένα
νούμερο
μικρότερο,
και
yυαλlά
κολλημένα
με
λευκοπλάστ.
Τα
Χαλκόχρωμα μαλλιά της ήταν ωασμένα σε πλεξΌύδες, δεμένες με κορδέλλες. Δiπλα της η Λίζα σάλεψε, άνοιξε τα μάτια της και κατσούφιασε. Η Λίζα ήταν εννέα ετών και ξανθιά, με KOKαλlάΡΙKOυς καρπούς, KOKαλlάΡΙKες
γάμπες με κάλτσες που έφταναν πάνω απ' τον αστράγαλο και περίπλοκα Olδε ράΙGα στα δ όνί lα, που πάνία την έκαναν να ψευδίζει. Ο Τζορτζ κοιμόταν με το στόμα ανοιχτό και τα σάλια του ιωλούσαν στο μπράτσο του καθίσματος. Ο Τζορτζ ήταν μόλις τριών ετών και είχε πεταχτά αιπιά. ,,'Ηρθ' η ώρα, παιδιά ", τους είπε ο Τέρενς, με ένα αλλόκοτο λοξό χαμόγελο. « Η ώρα να κάνουμε το σωστό " . Πήδηξε έξω απ' το στέισον βάΥκον και άνοιξε ης πίσω πόρτες. Έπειτα άρχισε να βηματίζει ασταμάτητα γύρω από τ' αιποκίνητο και να χτυπά με το Χέρι του την οροφή και το καπό .
Ανυπόμονος, νευρικός, δεν μπορούσε να σταθεί σε μια μεριά. « Εμπρός, παι διά, βιαστείτε , ήρθε η ώρα" .
Εκείνα πήδηξαν έξω και ο Μπαμπάκας έκλεισε τις πόρτες με δύναμη.
7
GRAHAM MASTERTON
Στάθηκαν στην άκρη του δρόμου ενώ ο άνεμος σφύριζε αγριεμένα και το ξερό Χώμα σερνόταν πάνω στην άσφαλτο. Δεν ήξεραν τι να κάνουν. Δεν ήξε
ραν γιατί βρίσκονταν εκεί. Όμως μες στ' αμάξι ο Μπαμπάκας τούς έλεγε συνεΧώς ότι έπρεπε να σωθούν. « Σας αγαπώ, όλους σας . 2έρετε πόσο πολύ σας αγαπώ; Να γιατί πρέπει
να σωθείτε». Ο Μπαμπάκας άνοιξε την πόρτα της καρότσας ια έβγαλε το παλιό του
σακίδιο. Το παλιό του σακίδιο δεν άρεσε στα παιδιά. Ήταν το ίδιο παλιό σακί διο που εΙχε χρησιμοποιήσει για να πνίξει εκείνο το κουταβάκι ράτσας
Λαμπραντόρ, που είχε γεννηθεί κάπως διαφορετικό. Το ίδιο παλιό σαιάδιο μες στο οποίο συνήθως κουβαλούσε σπίτι τα βαριά ματωμένα κουφάρια των ιωυ νελιών που 'χε σκοτώσει στο κυνήγι. Το παλιό σακίδιο ήταν λειαασμένο με κάθε λογής φριχτούς λεκέδες και πάντα μύριζε άσχημα. «Εμπρός, λοιπόν, παιδιά, ελάτε εδώ πάνω», τα παρότρυνε ο Τέρενς κι όλα
μαζί, ζαλισμένα αι<όμα, πάσχισαν να τον ακολουθήσουν ανηφορίζοντας το σαθρό ανάχωμα. Ένα κομματάκι άχυρο μπήκε στο μάτι του Τζορτζ και τον έκανε να σταματήσει, ν' ανοιγοκλείσει τα μάτια και ν' αρχΙσει να το τρίβει σαν τρελός. Ο Μπαμπάκας γύρισε πίσω, άφησε κάτω το σαιάδιό του και το κοίταξε. «Μπορείς να αισθανθείς πού βρίσι<εται; Κοίτα πάνω' κοίτα στο πλάι. Δεν βλέπω τίποτα, Τζορτζ. Νομίζω ότι έφυγε».
ΠροΧώρησαν όλοι μαζί μες στον απέραντο ωκεανό από ώριιιο στάρι που θΡόιζε. Η Έμιλι κι ο Τζορτζ πιασμένοι Χέρι-Χέρι, η Λίζα λιγάκι πιο πίσω. Ι<Ι ο
Μπαμπάκας ακριβώς μπροστά τους, μιλώντας και κάνοντας νευρiκές ι<ΙvΉ σεις και γυρνώντας προς τα πίσω, δίχως ποτέ να Πλησιάζει, δΙχώς ποτέ να απομακρύνετ αι.
«Τι λέτε, παιοιά;» φώναξε ο Τέρενς. ,<Δεν είναι μια από κείνες τις μέρες;» Η Έμιλι κοίταξε ψηλά. ο ουρανός εΙχε βαθύ ιcoκκινοκάστανο -KOlOOVO-
κάσταvο! - χρώμα, ενώ τα ΣΎΝVεφα έτρεχαν σαν δαιμονισμένα. Τα ΣΎΝVεφα κινούνταν τόσο γρήγορα, που ήταν λες κι όλος ο κόσμος περιστρεφόταν τρι γύρω τους λες ια ολάκερη η Αϊόβα στριφογύριζε πάνω σε μια γιγαντιαία περιστρεφόμενη πλατφόρμα που βροντούσε και ταλαντευόταν. Ο Τέρενς τραγούδησε «Αχ, KOΥVελάΚ1, l<ΌΥVελάΚ1», κι έπειτα σφύριξε το σκοπό, χοροπή δησε και έκανε μεταβολή. Άρχισε να στριφογυρίζει το παλιό σαιάδιο γύρω απ
το κεφάλι του, ξανά και ξανά. «Θυμάσαι τούτο το τραγούδι; Θυμάσαι τούτο το τραγούδι, Έμιλι; Όταν ήσουν μωρό τρελαινόσουν για τούτο το τραγούδι. Στο τραγουδούσα μέρα νύχτα, νύχτα μέρα, μα τον Θεό!»
Τα παιδιά έτρεχαν με μικρές δρασκελιές και παραπατούσαν. Σταγόνες βροχής άρχισαν να κεντούν τα πρόσωπά τους . «Σώσε μας!» κραύγασε ο Τέρενς, καθώς διέσχιζε με μεγάλες δρασι<ε λιές το χωράφι με το στάρι που του φτανε μέχρι τα γόνατα. «Σώσε μας, Θεέ μου, Σε παρακαλώ σώσε μας!»
8
ΣΑΡΚΑ&ΑΙΜΑ
"Σώσε μας!» πετάχτm<ε ο Τζορτζ, με την αστεία ψιλή φωνούλα του, που
θύμιζε καραμούζα. Σκόνη
l
στρoβlλiζoνταν τριγύρω τους. «Σώσε μας!» τραγούδησε
ο Τέρενς. «Σώσε μας-σώσε μας-σώσε μαςΙ»
"Σώσε μας!» ούρλιαξαν τα παιδιά. "Σώσε μας!» "Από ΤΙ ζητάμε να μας σώσει, παιδιά;» ρώτησε ο Τέρενς και με μάτια ορθάνοιχτα έκανε μεταβολή για ν' αντικρίσει τα παιδιά, δίχως, όμως, να στα
ματήσει να κάνει βήματα προς τα πίσω με τον ίδ1Ο μεγάλο διασκελισμό. "Από ΤΙ να μας σώσει, παιδιά; Από ΤΙ να μας σώσει;» "Να μας σώσει απ' τον μπαμπούλα!» φώναξε ο Τζορτζ. "Ω, όχι!» αποκρίθηκε ο Τέρενς κουνώντας το κεφάλι. ,,'Οχι απ' τον μπα
μπούλα!» "Να μας σώσεl απ' το κακό αίμα;» πετάχτηκε η Λiζα. Ο Τέρενς έκανε τρία μεγάλα βήματα προς τα πίσω, κοιτώντας όλη την
ώρα την Έμιλι. ΈπεΗα σήκωσε ψηλά το παλιό σαιόδ1Ο και, βγάζοντας μ1Ο πρίμα τραχιά κραυγή σαν κάλεσμα γουΡΟUVlού, φώναξε: «Το βρήκες! Σώσε μας απ' το και<ό αίμα! Σώσε μας από τούτο το κακό, κακό αίμα! Σώσε-μας-απ' το-και<ό-και-τη - σάρκα-και-το-διάβολο!»
«Σώσε-μας-απ'-το-και<ό-και -τη-σάρκα-και-το-διάβολο!» έψαλλε ο Τζορτζ.
"Σώσε -μας-απ' -το-κακό-και-τη-σάρκα-και-τ ο-διάβολο!» Αφού προχώρησαν περίπου οχτακόσια μέτρα μες στο χωράφι, βρέθm<αν
μπρος σ' ένα βαθύ χαντάκι μες στο Χώμα, που έδινε την εντύπωση πως κάπο τε ήταν βούρκος ή η κοίτη μιας ρεματιάς ή είχε σκαφτεί επίτηδες ως αντnΤUΡΙKό φράγμα. Ήταν κατάφυτο με πλατύφυλλες χρυσόβεργες, που τρε
μούλιαζαν αι<ατάπαυστα στον άνεμο, που τρεμούλιαζαν και κινούνταν σαν τα Χέρια ενός νευρικού ανθρώπου. Ο Τέρενς σταμάτησε και κοίταξε σιαιθρωπός τριγύρω, ενώ τα μάτια του είχαν γίνει σαν σχισμές κόντρα στον άνεμο και τη σκόνη. Πρώτα κοίταξε κάτω το χαντάκι. Έπειτα έγεlρε το λαιμό του προς τα πίσω και κοίταξε κατευθείαν τον ταραγμένο ουρανό. Τα σύννεφα κινούνταν τόσο γρήγορα, που για μια στιγ μή αποπροσανατολίστm<ε και σχεδόν έχασε την ισορροπία του. Ναι! Ήταν ο
καιρός που έφερνε ανεμοστρόβιλους. Ήταν ο καιρός που έφερνε καταστρο φές. Είχε σm<ωθεί σίφουνας, το ένιωθε. Ήταν ολοφάνερο, δεν ήταν ώρα να χορεύει κανείς μες στα σταροχώραφα.
«Ω, Επουράνιε Θεέ, σώσε μας από τούτο το κακό, και<ό αiμα!» κραύγασε προς τον ουρανό. Και τα παlδlά απάντησαν εν χορώ: «Σώσε μας!» "Σώσε μας, ω ΚύΡlε!» ούρλιαξε μανιασμένα· και τα παιδlά πεlθήνια απά ντησαν εν χορώ: «Σώσε μας!»
Απομακρύνθm<ε λίγο με μεγάλες δρασι<ελιές, ανεμίζοντας το παλιό σαι<ί διο. Τα παιδιά παρέμειναν συΥι<εντρωμένα στην άκρη του χαντ αιοού , κρατώ ντας και τα τρία το ένα το άλλο απ' το χέρι και τον περίμεναν. Ο Τέρενς ήταν
9
GRAHAM MASTERTON
πολύ ψηλός, KOKαλlάρης και αγύμναστος, ο ένας απ' τους ώμους του καμπού ριαζε αισθητά και η μια πλευρά του στέρνου του εξείχε, λες Ιζαι η μητέρα του τον είχε ρίξει κάτω όταν ήταν μωρό. Το κεφάλι του ήταν ια εκείνο μεγάλο και
γωνιώδες , σαν λεπίδι τσεκουριού . Τα κοκιανωπά του μαλλιά ήταν κομμένα πολύ κοντά, έτσι ώστε στο πίσω μέρος να πετάγονται σαν καρφιά. Παρόλο που φορούσε ξεβαμμένο τζην τζάκετ και φαρδύ ξεβαμμένο τζην παντελόνι -τα ρούχα ένος ανθρώπου που εργάζεται στα χωράφια- η εmδερμίδα του ήταν χλομή και αρρωστιάρικη και κάτω απ' τα μάτια είχε κύκλους στο χρώμα του δαμάσιαινου, λες ια ήταν κλητήρας, λογιστής ή μαριονετίστας. Λες ια ήταν κάποιος που περνά όλη τη μέρα του κλεισμένος σε κάποιο δωμάτιο, καπνίζει υπερβολικά και σπανίως μιλάει με αληθινούς ανθρώπους.
Επέστρεψε βαδίζοντας μες στο στάρι που του φτανε μέΧρι το γόνατο. Ρουθούνισε, έβηξε και σκούmσε τη μύτη του με τη ράχη του χεριού του.
«Πρέπει να προσευχηθούμε», τους είπε και η φωνή του ήταν πολύ
mo
δυνατή
τώρα, πολύ πιο σοβαρή. «Να τι πρέπει να κάνουμε. Πρέπει να προσευχηθούμε » . Η Λίζα σήκωσε το αριστερό της χέρι, για να προστατέψει το πρόσωπό της απ' τον άνεμο . « Μπαμπάκα -βρέχει τόσο δυνατά! Κρυώνω. Θέλω να πάω σπίτι» . «Κι εγώ θέλω να πάω σπίτι », είπε ο Τζορτζ.
Η Έμιλι τουρτούριζε, αλλά δεν είπε κουβέντα. Κοιτούσε τον πατέρα της εmφυλακηκά, με μάτια μεγεθυμένα απ' τα ματογυάλια της. Τον είχε δει και άλλοτε να φέρεται παράξενα' από τότε που ήταν μικρούλα, τον άκουγε ν' ανα
φέρεται στο κακό αίμα, για να μην μιλήσουμε για την Αγία Γραφή και «τα πράγ ματα που δεν πρέπει ποτέ να κάνουν οι γυναίκες». Αναφερόταν, επίσης, και σε κάτι άλλο, κάτι που εκείνη δεν είχε ποτέ μπορέσει να καταλάβει, αλλά που πάντοτε την τ ρομ οκρατούσε κι ας μη γνώριζε ποτέ το λόγο. Αναφερόταν στον Πράσινο Ταξιδευτή, ό,τι ια αν ήταν αυτό .
Τον θυμόταν που φώναζε στη Μαμά: «Μπορεί να τον ακούσεις να χτυπά, Άιρις, σίγουρα μπορεί να τον ακούσεις! Ποτέ, όμως, μην πας ν' ανοίξει ς την
πόρτα στον Πράσινο Ταξιδευτή. Μη σου περάσει καν απ' το μυαλό ν' ανοίξεις την πόρτα σου, ούτε στα πιο τρελά όνειρά σου » . Όταν ήταν πολύ μικρή, τον είχε ρωτήσει αθώα τι ήταν στ ' αλήθεια ο
Πράσινος Ταξιδευτής . Έξαφνα το αίμα είχε στραγγιστεί απ' το πρόσωπό του με φρικτό τρόπο ια εκείνος είχε αρχίσει να τρέμε ι , λες και είχε καταληφθεί από επιλnmnaί κρίση . Ποτέ δεν τον ρώτησε ξανά για τον Πράσινο Ταξιδευτή. Δεν τόλμησε. Αυτό, όμως, δεν την εμπόδισε να βλέπει ατέλειωτους εφιάλτες με ανθρώπους που βροντούσαν απρόσμενα την πόρτα μες στη νύχτα, που βροντούσαν ξανά και
ξανά, ενώ κάτι πράσινο και απερίγραmο πάσχιζε να μπει στο σπίη δια της βίας . Ένας άνθρωπος που σάπιζε ια, όμως, μπορούσε ακόμα να περπατά, που είχε
βρύα στις ράχες των χεριών του αντί για τρίχες και που ένα κουβάρι από
10
ΣΑΡΚΑ&ΑΙΜΑ
αγριόχορτα του κάλυπτε το πρόσωπο. Ο Πράσινος Ταξιδευτής!
* Κάποιες φορές, πολύ νωρίς το πρωί, η Έμιλι είχε δει το μπαμπά της να στέκε ται αι
ρίσιο κρέας, και να l~oιτά το φράχτη, να ΚΟlΙά το cη
'
,
Είχε ακούσει την Κυρία Βαν Ντάικ στο Φαρμαι<είο Μέντικαπ να λέει ότι ο πατέρας της ήταν
2 τοις
εκατό άνθρωπος και
98 τοις
εκατό Βάλιουμ.
Ο Τέρενς ποτέ δεν και<ομετΑΧειριζόταν τα παιδιά του, ποτέ δεν τα χτυπού
σε στον mσινό, σχεδόν ποτέ δεν τα κατσάδιαζε. Τα φιλούσε και τα έβαζε το βράδυ για ύπνο και τους έλεγε παραμύθια. Ήξεραν ότι τα αγαπούσε και τις
πεΡΙσσότερες φορές το γλεντούσαν μαζί του. Πάντοτε, όμως, υπήρχε το συναί σθημα ότι κάτι στραβό είχε η υπόθεση. Πάρα πολύ συχνά το γλέντι ήταν απελ
πισμένο -τα αστεία ήταν όλο μανία, το γαργάλημα πολύ βίαιο. Και για κάποια ανεξήγητη αιτία, η Έμιλι γνώριζε ότι το στραβό στην υπόθεση ήταν εκεivα.
Κάποια απογεύματα που ο Τέρενς γυρνούσε σΙήτι απ' τη δουλειά του,
ήταν απρόσιτος. Κατσούφιαζε και βημάτιζε πάνω κάτω, σι<έπαζε το πρόσωπό
του με τα χέρια του και καταριόταν τον Θεό. Καταριόταν και τον εαυτό του , ξανά και ξανά. «Γιατί το Ίωνα; Γιατί το 'κανα; Γιατί το Ίωνα ενώ .ήξερα; » Και, μέΧρι να γίνει οκτώ ετών, η Έμιλι είχε ήδη μαντέψει τι εννοούσε λέγοντας «γιατί το 'κανα; »
Εννοούσε: «Γιατί έκανα παιδιά;» Ποτέ, όμως, δεν ανακάλυψε για ποιό λόγο αναρωτιόταν συνεΧώς και τι ήξερε που θα 'κανε έστω και την ελάχιστη διαφορά. Η βροχή κηλίδωνε τα γυαλιά της. Η Λίζα τής έσφιξε το χέρι' το Χέρι της
Λίζα ήταν κρύο και κολλούσε, αλλά η Έμιλι δεν έδωσε σημασία. Η Έμιλι είχε στnλώσει το βλέμμα στον πατέρα της και δεν το τραβούσε από πάνω του. Ο Τέρενς άφησε κάτω το παλιό σακίδιο και πλησίασε τα παιδιά με μια ζεστή,
ζαλισμένη,
αφηρημένη έκφραση στο πρόσωπό του .
,,' Εμιλι; »
είπε.
« Πρέπει να προσευχηθούμε » .
Η Λίζα είπε: «Θέλω να πάω σπίτι, Μπαμπάκα. Βρέχει και είναι απαίσια και δε θέλω να βραχώ».
Ο Τζορτζ χτ ύπησε κάτω τα πόδια του και τσίριξε: «Βρέχει, βρέχει και ΧΙΟ νίζει κι ο παπάς αλευρωνίζει! » Ο Τέρενς αγι<άλιασε την Έμιλι και την έσφιξε πάνω του . "Αγαπούλα μου » , είπε. «Αγαπημένο μου κοριτσάκι. Ποτέ σου μην ξεΧάσεις πόσο πολύ σε αγαπούσα » .
Δεν ήταν πιομένος. Μύριζε μονάχα αντισηΠTlκό σαπούνι και τσιγαρίλα κι είχε πάνω του εκείνη την παράξενη μυρωδιά, που πάντα φαινόταν να είναι
11
GRAHAM MASTERTON
κολλημένη σια ρούχα του, ειδικά όταν επέσιρεφε απ' τη δουλειά. Δούλευε
σιις "κτηνοτροφές». Αυτό της είχε πει όλο κι όλο.
"Κι εγώ σ' αγαπώ, Μπαμπάκα», είπε επιφυλακτικά η Έμιλι. Ο Τέρενς την έσφιξε πολύ δυνατά κι έπειτα άρπαξε τη Λίζα και την αγκά λΙασε κι εκείνη . "Λiζα, αγαπημένη μου, αν ήξερες μόνο πόσο ιδαίτερη είσαι για μένα. Αν ήξερες».
Η Λίζα δεν είπε κουβέντα, αλλά κοίταξε προς το μέρος της ΈμιλJ. με μια έκφραση ι:;ν μέρει κτηηΚΙ1 (αυτός είναι ο μπαμπάκας μου) και εν μέρει απο ρημένη (γιατί μας έφερε εδώ; Γιατί μας φέρεται με τόση πολλή αγάπη;) .
Στο τέλος, ο Τέρενς κάθησε σιαυροπόδι, ανακάτεψε τα μαλλJ.ά του Τζορτζ και τον τράβηξε κοντά του. <<'Ει, Τζορτζ, ξέρεις
n
σημαίνει για έναν
άντρα να 'χει ένα γιο;»
Ο Τζορτζ έγνεψε καταφαηκά. ,,:Ξ:έρω», είπε. Κι έπειτα: «Μπορούμε να
γυρίσουμε σπίτι τώρα;» Ο Τέρενς ανακάτεψε τα μαλλJ.ά του Τζορτζ με μια σύντομη κίνηση άπει ρης τρυφερότητας ια ο Τζορτζ τα ίσιωσε ξανά εκνευρισμένος. Ο Τέρενς χαμογέλασε. Έπειτα σηκώθηκε αργά. Η βροχή έπεφτε πάνω σιο σιάρι μ' ένα
ήχο σαν δυνατό κροτάλΙσμα ια ο άνεμος ολοένα δυνάμωνε. Ήταν ολοφάνερο, δεν ήταν ώρα να χορεύει κανείς μες σια σιαροχώραφα. Δεν ήταν ώρα για να χορεύει κάποιος γενικότερα.
"Πρέπει να προσευχηθούμε» , είπε ο Τέρενς. «Εμπρός, παιδιά. Είναι ώρα να κάνουμε το σωσιό. Ας γονατίσουμε τώρα ια ας ευχαρισιήσουμε τον Κύριο
ια ας του ζητήσουμε να μας σώσει απ' το κακό μας αιμα».
"Και η γάτα μαγειρεύει και ο ΠOVΤΙKός χαζεύει!» ούρλιαξε ο Τζορτζ. «Χορεύει, Τζορτζ, όχι χαζεύει», τον παρατήρησε η Έμιλι. «Χαζεύει είναι», φώναξε ο Τζορτζ. Ο Τέρενς μίλησε και ο τόνος της φωνής του είχε γίνει επιτακπκότερος. "Πρέπει να προσευχηθούμε , παιδιά. Καταλαβαίνετε; Γονατίσιε -γονατίσιε
ενώπιον του Κυρίου και πρoσευxnθε[τε». Όλα τα παιδιά τον κοίταξαν επίμονα. Η βροχή διαρκώς δυνάμωνε ια εκεί
νος τους ζητούσε να γονατίσουν σ' εκείνο το χωράφι και να προσευχηθούν; "Πρσσευχnθε[τε! », ούρλιαξε. «Για τ' όνομα του Χρισιού, πρσσευχnθε[τε!» Η Λίζα γονάτισε πρώτη. Έπειτα ο Τζορτζ. Έπειτα η Έμιλι. Η βροχή τώρα
έπεφτε τόσο δυνατά, που η Έμιλι μετά βίας μπορούσε να δει, κι αναγκάστηκε να βγάλει τα γυαλJ.ά της και να τα σιωυπίσει στο στρίφωμα του στενού της φορέματος. Το χώμα ήταν πετρωμένο και γεμάτο εξογκώματα και πλήγιαζε τα γυμνά της γόνατα, σκέφτηκε, όμως,. ότι όσο πιο σύντομα έκανε ό,τι της έλε
γαν, τόσο πιο σύντομα θα τέλειωναν όλα αυτά και θα έμπαιναν ξανά σιο στέ!
σον βάΥκον και θα γυρνούσαν σπίτι για το δείπνο. Η Μαμά έψηνε χοιρομέρι. Πάντα έψηνε χοιρομέρι τα απογεύματα του Σαββάτου. Και πάντα έδινε στην Έμιλι την πρώτη φέτα, που ήταν σκούρα απ' το μέλι και μύριζε έντονα γαρίφα-
12
ΣΑΡΚΑ
&
ΑΙΜΑ
λο. Και πάvrα το συνόδευε με καλαμπόκι ή χυμό. «Κλείστε τα μάτια σας», είπε ο Τέρενς και τα παιδιά έκλεισαν τα μάτια τους. Η Έμιλι άκουγε τη βροχή που σάρωνε το χωράφι. Άκουγε τον άνεμο που λυσσομανούσε και τα πόδια του πατέρα της που σέρνοvrαν μπρος-πίσω μες
στα στάχυα. Είπε, όσο πιο δυνατά μπορούσε: «Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς' αγιασθήτω το όνομά Σου ... »
Η Λίζα ακολούθησε, κι έπειτα ο Τζορτζ. Ο Τζορτζ δεν ήξερε πολύ καλά την Κυριακή Προσευχή κι όλο ξεχνούσε λέξεις.
«Σώσε μας απ' το κακό αίμα, Κύριε», είπε ο Τέρενς και τα παιδιά είπαν «Σώσε μας!»
Η Έμιλι άκουγε τον πατέρα της να στριφογυρίζει πίσω τους. Άνοιξε τα μάτια της και γύρισε προς τα πίσω, προσπαθώvrας να τον δει , όμως εκείνος
της φώναξε «Κράτα τα μάτια σου κλειστά, Έμιλι, γλυισά μου! Κράτα τα μάτια σου σφιχτά κλεισμένα! Και προσευχήσου! Γιατί αλλιώς δε θα σωθείς! » Υπάκουα, εκείνη ξανάκλεισε τα μάτια.
Τότε, όμως, άκουσε τον πιο
ανατριχιαστικό ήχο που είχε ακούσει ποτέ στη ζωή της. Ο πατέρας της τρα γουδούσε -όχι με την κανονική του φωνή, αλλά μ' ένα παράξενο φαλσέτο,
λες και προσπαθούσε να τραγουδήσει σαν γυναίκα. Η Έμιλι τρεμούλιασε απ'
το κρύο. Το φόρεμά της είχε γίνει μούσκεμα και ήθελε απελπισμένα να πάει στην τουαλέτα' δεν τολμούσε, όμως, ν' ανοίξει τα μάτια της, όχι μέχρι να της
πει ο πατέρας της να το κάνει. " OδrίΎΏσέ ρε, ευγεvncό Φως .. . Εv ρέσω του σκότους που ρας nePlj3illel»,
τραγουδούσε. "oδrίΎΏσέ ρε ερπρός!» Τον άκουγε να στριφογυρίζει, να στριφογυρίζει. ΔΕν τον είδε, όμως, ν' ανοίγει το παλιό σακίδιο, ν' απλώνει μέσα με προ σοχή το χέρι του και να βγάζει το μεγαλύτερο δρεπάνι του, το δρεπάνι που
χρηOlμοποιούσε για να κλαδεύει ης βατομουριές. ΔΕν τον είδε να διατρέΧει την κόψη της λεπίδας με τον αvr·ίχειρά του και να τον σχίζει μέχρι το κόκαλο, τόσο κοφτερή ήταν, ια. έπειτα να mmλάει Ol<εφτικός το αίμα που ξεrrnδούσε. «Η vύxτα
eivm
OΚOrelvrJ » , τραγουδούσε, « και βρΙσκοραι ρακριά απ' το
σπlπ ρου, oδrίΎΏσέ ρε». Το αίμα απ' τον σχισμένο του avrΊXeιpa κυλούσε σε δυο ρυάκια απ' τον αριστερό του καρπό και μες στο μανίκι του. Πλησίασε τα παιδιά του με το ειδι
κά ακονισμένο δρεπάνι στο Χέρι και πρόσωπο ήρεμο, γεμάτο συμπόνια. Το μόνο που μπορούσε να Ol<εφτεί ήταν «Σώσε ρας'» . Σώσε ρας απ' το κακό, το
κακό afρα. Ο άνεμος τώρα φυσούσε τόσο άγρια που πάνω στο στάρι κατά μήκος του χωραφιού σxnματίζοvrαν ασημένια φιδίσια σχήματα και τα άχυρα
ι<εvroύσαν τα μάγουλά του. Ο εκτεθειμένος λαιμός του μικρού Τζορτζ ήταν τόσο λεπτός και λευκός, με Μγο χνούδι μόνο πάνω του και μια μIKPOOl
συναίσθηση του εαυτού του, θα είχε κάνει εγχείρηση για να διορθώσει εκείνα
13
GRAHAM MASTERTON
τα πεταχτά αυτιά. Όμως ήταν καλύτερα έτσι -καλύτερα για τον Τζορτζ παρά
για κανέναν άλλο, μιας και ο Τζορτζ ποτέ δε θα Υνώριζε τη ματαιοδοξία ή την ντροπή και η καρδιά του Τζορτζ θα παρέμενε για πάντα αyvή.
Μακάριοι ol καθαροΙ τη καρδΙα, όη αυτοΙ rov Θεόv όψονται. Ο Τέρενς στάθηκε πίσω απ' τον Τζορτζ και λίγο αριστερά του. Ο Τζορτζ
ψιθύριζε: «Πάτερ πάτερ εν ΤOlς ουΡαvοfς
ayJaarf τ' όvορά σου, Vevvneef το
θέλnpά σου, ελθέτω 11 ]3aσJ.λεIa GOI1». Ο Τέρενς ύψωσε το δρεπάνι στον ουρανό και κείνο άστραψε. Έπειτα το
κατέβασε με δύναμη και πήρε το κεφάλι του Τζορτζ μ' ένα μόνο κτύπημα. Το κεφάλι κατρακύλησε εκεί που οι χρυσόβερΥες ήταν πιο πυκνές και κείνες
έξαφνα σταμάτησαν το τρεμoύλJ.ασμά τους ια αναρίγησαν σπασμωδικά. Απ' το
λαιμό του Τζορτζ εκτοξεύτηκε ένας πίδαι<ας από λαμπερό κόκιανο αίμα lQ έπειτα το κορμί του γκρεμίστηκε προς τα εμπρός πάνω στη λάσπη.
Αμέσως -κάνοντας ένα γρήγορο, απότομο βήμα προς τ' αριστερά- ο Τέρενς κατέβασε το δρεπάνι στο λαιμό της Λίζας, ι<όβοντας ιωτσίδες, δέρμα, σάρκα και ΡΑXOιωKαλJ.ά. Όχι πέρα ως πέρα. Η Λίζα φώναξε, αχ! -λες και της είχε ρίξει ένα χαστούκι όλο lQ όλο. Έπειτα, όμως, ο Τέρενς διόρθωσε το κρά
τημά του και κατάφερε καινούργιο χτύπημα, προς τα πάνω τούτη τη φορά, κατευθείαν στο λάΡυΥΥά της και ίΟ κεφάλι της κατρακύλησε απ' τους ώμους της κι έπεσε στο έδαφος πίσω της. Το πρόσωπό της τον κοιτούσε από κάτω
έκπληκτο, ενώ τα γαλάζια της μάτια ήταν ορθάνοιχτα και τα σιδεραιαα των δοντιών της αστραφτοκοπούσαν. Το αίμα ξεπήδησε με ορμή απ' τον αιφωτη ριασμένο τ ης λαιμό, σχημάτισε ξαφνικά ένα
S
στον αέρα και πιτσίλJ.σε το
πρόσωπο και τα χέρια του Τέρενς. Η Έμιλι άκουσε τους χτύπους και το θρόισμα κι όλη τη φασαρία και τόλμησε ν' ανοίξει τα μάτια της. Σ τ ράφηκε κι είδε τον πατέρα της να στέκε
ται με το πρόσωπό του σημαδεμένο από άλικο χρώμα και το Χέρι υψωμένο. Δεν είδε καν ίΟ δρεπάνι
-
είδε, όμως, τη Λίζα πεσμένη στη λάσπη. Είδε τη
ροζ καρό μπλούζα της Λίζα διακοσμημένη με αίμα. Είδε τον Τζορτζ σωρια
σμένο ια εκείνον στο έδαφος. «Μπαμπάκα;» τσίριξε, με τεταμένη, σφιγμένη φωνή. Ο Μπαμπάκας τής χαμογέλασε. Ένα αργό,
σίγουρο χαμόγελο
σαν
καλωσόρισμα. Τότε ήταν που συνειδητοποίησε ότι σκόπευε να τη σκοτώσει.
Αισθάνθηκε τη δαγκάνα του απόλυτου τρόμου. Σηκώθηκε όρθια
-
αργά,
τρεμoυλJ.αστά- και σιγά σιγά άρχισε ν' απομακρύνεται. Η βροχή κεντούσε το πλευρό του προσώπου της lQ έσταζε από τα βλέφαρα και το πηγούνι της . Ο Τέρενς την πλησίασε με το Χέρι αιι::όμα υψωμένο και, λες και τραγουδούσε
αγαπώ! Πρέπει να σωθείς! Δε γίνεται ν' αφήσεις τον Τζορτζ και τη Λίζα να φύγουν μόνοι τους! Πρέπει να σωθεΙς, πανέμορφό μου κοριτσάια!»
14
ΣΑΡΚΑ&ΑΙΜΑ
Κατέβασε το Χέρι του, πολύ γρήγορα ιο εκείνη αισθάvθm<ε κάη να αγγί ζει ελαφρά τον ώμο της. Ήταν ένα δυνατό τσίμπημα, σαν το τσίμπημα μως μέλισσας -μόνο, όμως, όταν πίεσε το Χέρι της πάνω του ΚΙ ένιωσε μια πλημ
μύρα από κολλώδη ζεστασιά, συνειδητοποίησε η της είχε κάνει ο πατέρας της. Σήκωσε για μία ακόμη φορά το χέρι του και τούτη τη φορά εκείνη σήκω
σε το βλέμμα και είδε το δρεπάνι. Ήθελε να του μιλήσει, να του πει να σταματήσει. Ήταν η Έμιλι, η Έμιλι! Ήταν το
mo
μεγάλο και το
mo
αγαπημένο κοριτσάιο του Μπαμπάι<α! Δεν μπο
ρούσε, όμως, να βρει ης λέξεις για να του το εξηγήσει. Δεν μπορούσε να βρει
ης λέξεις για να του το πει. Το στήθος της ήταν τόσο σφιγμένο και το λαρύγγι της τόσο κλειστό και ολόκληρο το μυαλό της ήταν μπλοκαρισμένο απ' τον πανικό.
Αντί να προσπαθήσει να του μιλήσει, έκανε μεταβολή ΚΙ άρχισε να τρέχει . Δεν ήξερε πού πήγαινε. Ήξερε μόνο όη, αν ήθελε να ζήσει, έπρεπε να τρέξει και να συνεχίσει να τρέχει, ώσπου να μην μπορεί πια να την ακολουθή σει ο πατέρας της. « 'ΕμΙλ.ι!» βρυχήθηκε προς το μέρος της. « 'ΕμΙλ.ι, γύρισε πισω!»
Εκείνη Χώθηκε μες στα στάχυα. Της μαστίγωναν τους αστραγάλους και η βροχή τής σκαμπίλιζε το πρόσωπο. Άκουγε ζώα να σκορπίζουν βιαστικά προς
όλες ης κατευθύνσεις , ποντίκια , αρουραίους, σταροτέρατα .
Συνήθως τη
φόβιζαν, όΧΙ, όμως, εκείνη τη μέρα. Εκείνη τη μέρα έπρεπε να τρέξει.
Έπρεπε να τρέξει και να συνεχίσει να τρέχει, ακόμα 10 αν δε σταματούσε
ούτε στιγμή, ώσπου να φτάσει στο σπίτι.
Βάδιζε σκοντάφτοντας από χαντάΚΙ σε χαντάκι. Το πρόσωπό της ήταν γρα
τζουνισμένο και μες στα σανδάλια της είχαν μαζευτεί Χαλίκια και χοντρή
άμμος. Ήξερε ότι ο πατέρας της βρισκόταν πολύ κοντά της. Μπορούσε ν'
ακούσει τα βαριά, θορυβώδη του βήματα, σαν τα βήματα ενός τρομερού όντος που σε κυνηγά σε κάποιο όνειρο. Σαν τον Πράσινο Ταξιδευτή που βροντά
ξανά και ξανά την πόρτα σου. Τον άκουγε να πασχίζει να πάρει ανάσα και να την φωνάζει και να την καλοmάνει. «Δε γίνεται ν' αφήσεις τον αδερφό σου και την αδερφή σου μόνους τους, Έμιλι, σε χρειάζονται!»
Ο φόβος την είχε κυριεύσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε μόλις μπορούσε να θυμηθεί πώς να τρέξει. Σχεδόν έμπαινε στον πειρασμό να σταματήσει, να
πέ.σει στα γόνατα και ν' αφήσει τον Μπαμπάκα να κάνει ό,τι ήθελε. Όμως είχε δει τόσο πολύ αίμα και τα ματωμένα δάχτυλα της Μζα κουλουριασμένα προς
τα πάνω και ήξερε ότι η Μζα ήταν σίγουρα νεκρή, ίσως και ο Τζορτζ. Ήταν απόλυτα πεπεισμένη όη αν ο πατέρας της την πρόφταινε, εκείνη θα πέθαινε και γι' αυτό το λόγο συνέχισε να τρέχει.
Πίσω από τα θολωμένα απ' τη βροχή γυαλιά της, τα μάτια της είχαν γουρ-
15
GRAHAM MASTERTON
λώσει όπως κι ενός κουνελlOύ.
Ο Τέρενς δεν ήταν και πολύ γυμνασμένος, δεν ήταν, όμως, ο άνθρωπος που θα παρατούσε κάτι εύκολα. Ο Τέρενς δεν απολάμβανε τον πόνο, όμως ο πόνος
ήταν ο μόνος τρόπος για να κερδίσεις ό,τι πραγματικά εmθυμούσες, έτσι του έλεγε πάντοτε ο πατέρας του. Ο πατέρας του τού είχε ΧΤυπήσει ης αρθρώσεις
των δαχτύλων με έναν ατσάλινο Χάραιcα και είχε πει με πονηρή χαρά: " Τίποτα
δεν αξίζει ούτε δεκάρα, παρά μόνον αν βασανίστηκες για να τ' αποκτήσεις». Κι ο πατέρας του Τέρενς ήξερε από βάσανα. Ο πατέρας του Τέρενς ήταν παντρεμένος με τη μητέρα του Τέρενς. Κι η μητέρα του Τέρενς
-
εκείνη τη νύχτα του
1962 -
Ο Τέρενς δεν μπορούσε να επιτρέψει στον εαυτό του να το σιcεφτεί, όχι τώρα. Η oιctψH αυτή τον παρέλυε, του άρπαζε το κεντρικό νευρικό σύστημα σαν την παγωμένη μέyyενn ενός μnxαV1κού. Και έπρεπε να mάσει την ΈμW. Έπρεπε! Έπρεπε να εξιλεωθεί για τη γέννηση των παιδιών του. Έπρεπε να
εξιλεωθεί για τόσες πολλές πράξεις βδελυρού εγωισμού. Έπρεπε να τα λυτρώσει,
έπρεπε να τα απελευθερώσει. Ήθελε την ελευθερία τους
περισσότερο από καθετί άλλο. Η oιctψH της λύτρωσής τους έκαιγε μες στο μυαλό του λαμπρή σαν φλεγόμενο μαγνήσιο, αγνή σα φλόγα. Να γιατί συνέΧΙζε να τρέχει πίσω απ' την Έμιλι με
TtTOlG
σκυλίσια εmμο
νή. Εκείνη ήταν μικρή, ήταν τρομαγμένη. Σύντομα θα κουραζόταν και θα σιcόνταφτε. Τότε θα την έπιανε. Τότε θα την έσωζε, όπως είχε ήδη σώσει τη
Λίζα και τον Τζορτζ. Τώρα πάσχιζε να πάρει ανάσα. Δόξασμένος να 'ναι ο Κύριος στους ουρα νούς! Ο Κύριος! Στους ουρανούς! Δοξασμένος να 'ναι! Η Έμw πλησίαζε προς τον αυΤΟΙClνητόδρομο, όχι πολύ μακριά απ' το ανά
χωμα όπου βρισκόταν λοξά παρκαρισμένο το στέισον βάγιcoντoυς. Είχε πλέον
σκοτεΙV1άσει τόσο πολύ, που ήταν δύσκολο να πει κανείς πού τέλειωναν τα σταροχώραφα και πού άρχιζε ο ουρανός. Η βροχή χτυπούσε την άσφαλτο σε οξεία γωνία, έτσι ώστε να τινάζονται προς τα πάνω σταγονίδια σχηματίζοντας μια ατέλειωτη παρέλαση από περιπλανώμενα φαντάσματα. Πενήντα ή εξήντα
XΙΛΙόμετΡCΙ μακριά, προς τα δυτικό, άστραφτε και βροντούσε και σηκώνονταν πυκνά μαύρα παραπετάσματα από χώμα, χιλιάδες τόνοι αγροτιιαις γης που είχαν σηκωθεί στον αέρα κι έκρυβαν τον ήλιο. Η Έμιλι κοίταξε πίσω μόνο μια φορά, για να δει πόσο την είχε πλησιάσει ο πατέΡCΙς της. Ο Τέρενς ύψωσε και τα δυο του χέρια και φώναξε « Εμw! Έμw! Δεν ξέρεις η κάνεις, γλυκιά μου! Δεν ξέρεις η σου μέλλεται! »
Το πόδι του Τέρενς mάστηκε σε μια τούφα χόρτου κι εκείνος σιcόνταψε
κι έπεσε στο ένα γόνατο. Καθώς σηκώθηκε ξανά, είδε σε μέση απόσταση ένα φως που τρεμόσβηνε -την κοφτή, έντονη λάμψη από τους προβολείς ενός αυτοκινήτου. Πρέπει να το είχε δει και η Έμιλl, μιας και άρχισε να ανεμίζει σαν τρελή τα κοκαλιάρικα Χέρια της και πάνω απ' τον ήχο της βροχής και τις
16
ΣΑΡΚΑ&ΑΙΜΑ
ριπές του ανέμου που μούγγριζε μαVlασμένα, ο Τέρενς άκουγε το τσιριχτό ουρλιαχτό της.
Ο Τέρενς αγωVlζόταν μ' όλες του ης δυνάμεις, με τα πόδια του να ιανού νται πάνω-κάτω σαν έμβολα, τις γροθιές του σφιγμένες, το πρόσωπό του βλοσυρό. Μπορούσε ν' ακούσει την καρδιά του να χτυπά δυνατά, λες και κάποιος είχε πιάσει ένα ραβδί και δίχως λόγο χτυπούσε μαVlασμένα ένα νεκρό σκυλί. Θεέ μου, αν δεν την έπιανε, εκείνη δε θα σωζόταν, δε θα σωζόταν! Τα αυτοκίνητο ολοένα πλησίαζε και οι προβολείς του
έκαναν τις
σταγόνες τις βροχής να σπινθηρίζουν. Ένα ημιφορτηγό Ελ Καμίνο στο χρώμα του μπρούντζου, ιανούνταν στον ανώμαλο δρόμο χοροπηδώντας και γέρνο
ντας. Η Έμιλι άρχισε να στριγγλίζει, να ανεμίζει τα Χέρια της σαν τρελή και να τρέχει, λες και ο Σατανάς βρισκόταν στο κατόπι της, λες και ο ίδιος ο Χάρος ανάσαινε στο σβέρκο της. Ο Τέρενς ξεφύσηξε, ούρλιαξε και στριφογύρισε τριγύρω το δρεπάVl,
κάνοντάς το να ξεφυσά και να σφυρίζει όπως ια ο ίδιος. «Εμιλι! Στάσου, Έμιλι! Στάσου, γλυιαά μου!" Όμως η Έμιλι είχε κατηφορίσει το διαλυμένο λασπώδες ανάχωμα κου τρουβαλώντας και είχε φτάσει στον αυτοιανητόδρομο και οι άνθρωποι στο ημιφορτηγό πρέπει να την είχαν δει, μιας και έκοψαν ταχύτητα μέχρι που στα
μάτησαν, ενώ οι υαλοκαθαριστήρες ανέμιζαν πέρα-δώθε σαν τρελο!. Η πόρτα του οδηγού άνοιξε.
Ο Τέρενς πλησίασε πηδώντας τα λιγοστά χαντάιαα που απέμεναν, γλί στρησε στην πλαγιά του αναχώματος και στάθm{ε στο δρόμο με το ματωμένο του δρεπάVl στο χέρι, λαχαVlάζοντας, ιδροκωπώντας ι{αι κοιτώντας . Ο οδηγός του αιποιανήτου πήδηξε έξω και η Έμιλι παραλίγο να συγκρου στεί με την πόρτα. Εκείνος άπλωσε το αριστερό του χέρι και την τράβηξε μέσα, την τράβηξε προστατειπικά κοντά του. Ήταν ένας ψηλός, λεmός ασπρομάλλης άνδρας που φορούσε γυαλιά ια
ένα γκρίζο λινό πανωφόρι, σαν εκείνα που φορούν ΟΙ ωρολογοποιοί ή ω λουστραδόρω. Το φαρδύ γκρίζο του παντελόVl κυμάτιζε στον άνεμο. Τα μαλ λιά του ανέμιζαν σαν τρελά. Πέρασε το μπράτσο του γύρω απ' τους ώμους της Έμιλι και καθώς ο Τέρενς τον πλησίασε, διέκρινε στο πρόσωπό του μια έκφραση ολοφάνερης αποφασιστικότητας, σαν του δόκτωρος Μπ. Έιτς ΚίΡπI,
του οδοντίατρου που είχε ποζάρει για τον πίνακα του Γκραντ Γουντ ,
Gothjc.
Κλασικό τέκνο της Αϊόβα
-
American
«καλός και σταθερός άνθρωπος». Καθώς
ο Τέρενς πλησίασε πιο κοντά, Ρπόρεσε να διακρίνει στη θέση του συνοδηγού τη γυναίκα του άλλου, κοκαλιάρα με άσπρα μαλλιά, να περιμένει, όπως κάθε γυναίκα σαν ια εκείνη περιμένει την έκβαση των όσων έχουν αποφασίσει ΟΙ άντρες τους να κάνουν.
Ο Τέρενς κοίταξε τριγύρω του , αριστερά και δεξιά , ακόμα και πίσω του, δήθεν μπερδεμένος. Τα μ άτια του είχαν γίνει σαν σχισμές κόντρα στη βροχή.
Όλη την ώρα, όμως , κρατούσε το δρεπάVl υψωμένο όσο σφlXτ ά γινόταν, μ ε
Χέρι σταθερό σαν βράχος, λες και το δρεπάVl ήταν με μαγικό τρόπο καρφω μένο στον αέρα κι εκείνος ήταν κολλημένος επάνω του. «Δεν ξέρω ποιος είσαι, κύριε , ή τι προσπαθείς να κάνεις! » του είπε ο γέρος . « Καλύτερα, όμως , να κάνεις πίσω » . «Αυτή ε ίν' η κόρη μου », φ ώναξε ο Τέρενς, πλησιάζοντας πιο κοντά , κάνο ντας κά θε φορά ένα προσεκτικό βήμα . «Αυτό είναι τ ο κοριτσάκι μου ». Άνοιξε διάπλατα τα χ έ ρια για να τονίσει την αθωότητα και να επιδείξει την έλλειψη δόλου του. «Δε θέλω να ξέρω τα ποιος ή τα γιατί τούτης της ιστορίας », είπε ο γέρος. « Μπορούμε ν ' αφήσουμε το σερίφη να βγάλει άκρη » . «Κάτω τα χ έρια σου απ' την κόρη μου » , τον προειδοποίησε ο Τ έ ρενς. «Δε γίνεται , κύριε . Τούτ η η μικρή κυρία θα 'ρθε ι μαζί μας » .
Ο Τ έρενς κούνησε αργά το κεφάλι του πέρα ως πέρα. « Ω, όΧΙ », είπε , απαλά, τ ό σο απαλά που στην αρχή ο γέρος δεν μπορούσε να τον ακούσει. « Ω , όχι , τούτη η μικρή κυρία πρέπει να σωθεί ». « Πίσω ! » έκανε απότο μα ο γ έρος, κι έσπρωξε βιαστικά την Έμlλ.J. στο μπροστινό κάθισμα του ημιφορτηγού . « Σε προειδοποιώ , κύριε , μείνε εκεί που
είσαι!» Ο Τέρενς πλησίασε βήμα βήμα τ ο γέρο , προ σεκτικά , ώσπου βρέθηκε
μόλις εξήντα πόντο υς μακριά του . Οι σταγόνες της βροχής κατραιωλούσαν
στις πλευρές τ ου προσώπου τ ου και κρέμονταν απ' τους λοβούς των αυτιών του σαν διαμαντένια σκουλαρίκια. Κοιτούσε το γέρο λες και δεν είχε δει ποτ έ άλλοτε κάποιον σαν κι εκείνον. Ο γέρος άδραξε το πάνω μέρος της πόρτ ας του ημιφορτηγού το υ και αναρίγησε, ανταπέδωσε, όμως , το βλέμμα με το προκλητικό ύφο ς του πραγματικά τρομοκρατημένου. Ο Τέρενς ΧΤύπησε ελαφρά τη λεπίδα του δρεπαVlού στο πάνω μέρος της πόρτας πκ ΠΚ ΤlΚKαι είπε καθαρά: «Το ύτη η μικρή ιωρία, είναι η δUa1 μου μικρή
κυρία, κύριε, κι αν προσπαθήσεις να μου την πάρεις , θα είσαι ένοχος απαγωγής. Ή, μάλλον, κάτι χειρότερο, θα είσαι ένοχος για το ότι θα έχεις στείλει την ψυχή τ ης
στην ίδια την κόλαση, να τροφοδοτ ήσει τις φλόγες
ολάκερης τ η ς
αιωVlότητ ας. Θες στ ' αλήθεια να σου βαραίνει κάπ τέτ OlΟ τη συνείδηση;» ,(Αμπνερ» , φώναξε φοβ ι σμένα μες απ ' το αυτοκίνητο η γυναίκα το υ
γέρου . ,/Αμπνερ, δε θέλουμε να συγχύσουμε κανέναν για κάτι που δε μας αφορά» .
Ο Τέρενς σήκωσε το δρεπάVl και τ ο κράτησε μπρος στο πρόσωπο του γέρου. «Σωστά, Άμπνερ», είπε, καρφώνοντάς τον με τα μάτια. «Δε θέλουμε να συγχύσουμε κανέναν, έτσι δεν είναι;» Σήκωσε αργά την ωχμή του δρεπαVlού και τίνα ξε μια σταγόνα βροχής,
18
ΣΑΡΚΑ
& ΑΙΜΑ
που κρεμόταν απ' την άκρη της μύτης του γέρου. «Π ώς θα σου φαινόταν, Άμπνερ; Τι θα 'λεγες γω μlα τσάμπα πλασηκή εγχείρηση; Μπορώ να ξεφορ
τωθώ τούτη την απαίOlα μυτόΥκα σου, μέχρι να πεις κίμινο». Ο άνεμος δυνάμωσε απότομα και το ημlφOρτηγό κουνήθηκε πέρα-δώθε πάνω στη σαραβαλιασμένη του ανάρτηση. Ο γέρος είπε: «Δε μ' αρέσει να μ' απειλείς έτOl, κύριε. Και δεν πρόκειται να πω ότι δε με φοβίζεις, γιατί θα 'λε γα ψέματα. Κόρη σου, ή όXl, δε βλέπω το λόγο να σ' αφήσω να πάρεις τούτο
το κορίτσι. Το καταλαβαίνεις; Αν της συμβεί κάτι, θα το έχω βάρος στη συνεί δησή μου μέχρι να πεθάνω ».
Ο Τέρενς χαμήλωσε το δρεπάνι. «Βάρος στη συνείδησή σου;» ρώτησε.
«Αυτό είναι που λέμε θaνάσ1j10 δiλnppa, έτσι δεν είναι; Αυτό είναι που λέμε
εκατό τοις εκατό θaνάOlΡΟ δiλnppa». Ακολούθησε ένα παράξενο διάστημα, ούτε ένα λεπτό, όπου κανείς τους δε μίλησε , αλλά η βροχή εξακολούθησε να χτυπά με κρότο τις πλευρές του ημlφOρτηγoύ ια ο άνεμος εξακολούθησε να φλυαρεί. Από το Χόκαϊ Ντάουνς ως το Ίντιαν Κρικ, ο άνεμος σάρωνε τα πάντα . Πέρα στα βορειοανατολικά ,
πέρα απ' το Μάριον, οι αστραπές τρεμόσβηναν πίσω απ' τα σύννεφα και στον αέρα πλανιόταν μlα έντονη οσμή όζοντος , σαν εκείνη που βγαίνει απ' τους μόλις ανΟΙΥμένους τάφους. Ο Τέρενς ήταν έτοιμος να πει κάτι ακόμα όταν τον διέκοψε ένας δυνατός,
διαπεραστικός ήχος σαν στΡΙΥΥλιά. Τα μάτια του γούρλωσαν και έστρεψε το βλέμμα του πέρα απ' τον ώμο του γέρου, στο πίσω μέρος του ημlφOρτηγoύ . «Τι στο διάολο ήταν αυτό;» απαίτησε να μάθει .
«Τίποτα. Τίποτα απολύτως». «Το "τίποτα" ΤOlρίζει σαν τον ίδιο το διάβολο». Ο γέρος ανασήκωσε τους ώμους. «Γουρούνια είναι. Ένα ζευγάρι απογα λαιcτισμένα Μπέρκσαϊρ, που τα πήγαινα στου ξαδέρφου μου στο Μπέρτραμ. Πίστεψέ με, κύριε -πίστεψέ με, δε θέλω μπελάδες. Σε παρακαλώ». Ο Τέρενς τον κοίταξε επίμονα, χωρίς ν' ανοιγοκλείσει τα μάτια, παρά τη
βροχή που κυλούσε στο πρόσωπό του. Έπειτα προχώρησε γύρω απ' το πλευρό του ημιφορτηγού με το δρεπάνι του υψωμένο και κοίταξε στο πίσω μέρος. Δυο γεροδεμένα αρσενικά γουρουνάιαα ήταν δεμένα κοντά στο πίσω μέρος της
καμπίνας, πάνω σ' ένα στρώμα βρεγμένα άχυρα απ' τ' αγρόιcτημα. Το ένα ήταν ροζ με μαύρες κηλίδες, λες και κάποιος είχε τινάξει πάνω του jllG πένα γεμά τη μελάνη' το άλλο ήταν ροζ σαν ζαμπονάια. Όταν είδαν τον Τέρενς να πλη Olάζεl άΡXlσαν να ρουθουνίζουν και να γρυλίζουν, ενώ το ένα άΡXlσε να Ol<ού ζει, να χτυπιέται και να κλοτσά το τοίχωμα της καρότσας σαν τρελό. Ο Τέρενς πήγε μέΧρι την καρότσα, ακούμπησε πάνω της τους αγκώνες
του και κράτησε το δρεπάνι έτOl ώστε να μπορούν να το δουν καθαρά τα γου ρουνάιαα. Και τα δύο βρίOl<ονταν ήδη στα πρόθυρα της υστερίας έOl<ουζαν, μούγκριζαν και τραβούσαν τα δεσμά τους.
19
GRAHAM MASTERTON
« Τα τρομάζω, έτσι δεν είναι;» είπε ο Τέρενς. Τα κοίτ αξε για Μγο που έσιωυζαν. Έπειτα στράφηκε προς το μέρος του γέρου και σκούπΙσε τη βροχή απ' το μέτωπό του με τη ράχη του χεριού που κρατούσε το δρεπάνι. «Γουρούνια!» είπε ο γέρος, σχεδόν ξεφωνίζοντας για ν' αιωυστεί κόντρα στον άνεμο . « 3έρουν να κρίνουν το χαραιαήρα των ανθρώπων! Είναι κι εκεί
να θνητά, όπως και μεις. 3έρουν ΤΙ τους γίνεται». « Το 'χω ακούσει αυτό » , είπε ο Τέρενς. ,( Εχω ακούσει αι<όμα να λένε ότι
μπορείς να κοnάξεις μες στο μάη του γουρουνιού και να δεις πόσο σύντομα πρόκειται να πεθάνεις » . "Κύριε
-
σε παρακαλώ -
»
φώναξε η γυναίκα του γέρου μέσα απ' το
ημιφορτηγό. "Το κοριτσάκι σου εδώ μέσα τρέμει τόσο που κοντεύει να διαλυ θεί. Σε παρακαλώ , άσε μας να φύγουμε. Δε θα πούμε σε κανέναν τι συνέβη εδώ , στο υπόσχομαι» . Ο Τέρενς την αγνόησε. « Κοίτα μες στο μάτι του γουρουνιού, Άμπνερ » ,
είπε στο γέρο. " Τι; » "Κοίτα μες στο μάτι του , Άμπνερ. Δες πότε πρόκεnαι να πεθάνεις» . Ο Άμπνερ δίστασε. Ο άνεμος άρχισε να δυναμώνει κι άλλο κι έξαφνα τους κούφανε μια τρομερή βροντή ακριβώς από πάνω τους, που έκανε το
δρόμο να σειστεί και τα γουρουνόπουλα να ουρλ.1άξουν τρομοκρατημένα. Η βροχή σαν να δίστασε μια στlγμή, έπειτα, όμως, άρχισε να πέφτεl ξανά, ακόμα
nlO
καταρρακτωδώς απ' ό,τι πριν ΙΌ απ' τον αυτΟΙΌνητόδρομο σηκώθηκαν
ακόμα περισσότερα φαντάσματα . "Κύριε , έχω βραχεί μέΧΡl το κόκαλο εδώ
lG
έχω οστεοαρθρίτιδα » .
"Εμπρός, Άμπνερ» , είπε ο Τέρενς και πρόΥΥηξε το γέρο στο στήθος με την αιχμή του δρεπανιού του. «Σε προκαλώ, κοίτα μες στο μάτι του! τις κρυστάλλ!νες σφαίρες ή τα φύλλα του τσαγιού, Άμπνερ;
Tl να ης κάνουμε Tl να τις κάνουμε τις
βελόνες για να μαντέψουμε το μέλλον, όταν έχουμε το μάη του γoυρoυv:ιoύ; »
Ο γέρος έστρεψε εΠlφυλαιcrlκά το κεφάλι του προς το πίσω μέρος του ημιφορτηγού. Τα γουρουνόπουλα δεν έσκουζαν
lllQ,
ούτε κλοτσούσαν, εξακο
λουθούσαν, όμως, να τραβούν τα δεσμά τους σε κατάσταση τρομερής αγω νίας . Βρομούσαν κάτουρο και φόβο. Με τεντωμένη, πνιγμένη φωνή ο γέρος είπε: " Η Ντόροθ ί μου σου λέει την αλήθεlα , κύριε. Δε θα πούμε κουβέντα σε κανέναν, στ' ορκίζομαι » . " Στο μάτι, Άμπνερ » , επανέλαβε ο Τέρενς. Ο γέρος έΡlξε το βλέμμα του προς το πλησιέστερο απ ' τ α δύο γουρουνά
lGQ.
Το γουρουνόπουλο σταμάτησε να παλεύεl κι έμεινε εντελώς ακίνητο,
παρόλο που το αδέρφι του εξακολουθούσε να το σπρώχνει στα πλευρά. Σήκωσε το κεφάλι του και κοίταξε το γέρο με -με τι; Με συμπόνια; Με θλίψη; Με αμηχανία; Στο κάτω-κάτω, όπως είχε θνητά, όπως και 'μεlς.
20
nellG
ο γέρος, ήταν
lG
εκείνα
ΣΑΡΚΑ&ΑΙΜΑ
Οι βλεφαρίδες του γουρουνόπουλου έμOlαζαν με λευκά αγκάθια, το μάτι του, όμως, έμοιαζε με μαύρο υγρό. Αντανακλούσε τα πάντα, με κυρτές γραμ μές και απόλυτη λεmομέρεια
-το πλευρό της καρότσας, τη βροχή, τον
ουρανό που κινούνταν με ταχύτητα, τη λεmή μορφή του γέρου με τους στρογ γυλούς ώμους που αναζητούσε κάποιο μαγικό σημάδι συμπόνιας μες στην ίδια του την αντανάκλαση. Αντανακλούσε την έντονη τωγιζελωτή λάμψη απ' το δρεπάνι του Τέρενς,
που έμOlαζε με την ανατολή του καινούργιου φεγγαριού σε μια ταινία παιγμέ νη σε μεγάλη ταχύτητα.
Ο γέρος έστρεψε ξανά το βλέμμα του στον Τέρενς ένα κλάσμα του δευ τερολέπτου προτού ο Τέρενς τον χτυπήσει και τίναξε το Χέρι του για να προ
στατευθεί. Το δρεπάνι θέρισε και τα τέσσερα δάκτυλα του αριστερού του χεριού, μέσα σ' ένα σύμφυρμα από αίμα και κομμάτια σάρκας απ' τις αρθρώ σεις. Παρέκκλινε απ' την πορεία του και, χτυπώντας την αριστερή πλευρά του προσώπου του γέρου, ξέωζΙσε το πάνω μέρος του αυτιού του, το μεγαλύτερο μέρος απ' το μάγουλό του και μια παχιά, πορφυρή λωρίδα απ' το χείλος. Ο γέρος ούρλιαξε και σωριάστηκε με δύναμη στο πλάι του ημιφορτηγού.
Τα γουρουνόπουλα ούρλιαζαν ΚΙ εκείνα, κλοτσούσαν και στριφογύριζαν πανικόβλητα. Το αίμα ράντισε το πίσω παρμπρίζ του ημιφορτηγού και το κάθι
σμα του οδηγού. Η ΈμιλΙ ούρλιαξε ΚΙ εκείνη. Τώρα ο Τέρενς βρισκόταν σε κατάσταση παροξυσμού. Η ιερή του ημέρα είχε μεταβληθεί σε κωμωδία. Τούτη η μέρα της σωτηρίας καταστρεφόταν από
παρείσαιαους και βλάσφημους, ηλίθιους χοιροτρόφους και γυναίκες. Ένα ακόμα εΚΙζωφαντικό μπουμπουνητό κατάπνιξε τις φωνές του, καθώς
στάθηκε πάνω απ' το γέρο ΚΙ άρχισε να τον κατακρεουργεί. Ο γέρος ούρλιαξε και προσπάθησε να σηκωθεί. Όμως το ματωμένο του χέρι γλίστρησε πάνω στη βρεγμένη πόρτα του ημιφορτηγού, σχηματίζοντας ένα ιερογλυφικό γεμάτο ραβδώσεις απ' τις σταγόνες της βροχής. Στο εσωτερικό του ημιφορτηγού η γριά ούρλιαξε και κείνη, ενώ το λεΙζΙα σμένο απ' το νερό παράθυρο παραμόρφωνε την όψη της. Πέρασε με κόπο στο
κάθισμα του οδηγού και άνοιξε την πόρτα, όμως ο Τέρενς την ξανάκλεισε βίαια. Πρέπει να της είχε μαγκώσει τα δάχτυλα, γιατί την άκουσε να ξεφωνί ζει σαν παγιδευμένο ζώο.
Ο Τέρενς κατακρεουργούσε το γέρο μανιασμένα, με πρόσωπο άγριο, και τα χτυπήματα σχημάτιζαν ένα μοτίβο σαν ψαροκόκαλο, πρώτα στα αριστερά, έπειτα στα δεξιά. Ο γέρος συνέχισε να βγάζει ένα χαμηλό, τρεμουλιαστό ουρλιαχτό, ενώ το δρεπάνι του Τέρενς βυθιζόταν στο τριχωτό του κεφαλιού
του, στο πρόσωπό του και στα υψωμένα χέρια του. Αίμα τιναζόταν παντού . Ο Τέρενς δεν είχε δει ποτέ του τόσο αίμα, παρά
μόνο στο σφαγείο. Ένιωθε λες και λουζόταν με αυτό. Το δρεπάνι έβγαζε ένα ζωηρό, χορταστικό ήχο κοψίματος, όπως όταν
21
GRAHAM MASTERTON
κάΠOlος δαγκώνει ένα μήλο. Μ' ένα ξαφνικό κτύπημα έκοψε το δεξί χέρι του
γέρου απ' τον καρπό, κι έπειτα τον αριστερό του πήχυ. Πετσόκοψε το μεγαλύ τερο τμήμα του τριχωτού του κεφαλιού του, έτσι ώστε τα μαλλlά του να κρέ μονται πάνω στα μάτια του σε αιματοβαμένες τούφες. Παντού τριγύρω του έπεφταν άμορφα κομμάτια σάρκας. Σε μια απεγνωσμένη απόπειρα αυτοπροστασίας, ο γέρος κουλουριάστη κε Χάμω και πίεσε το πρόσωπό του στο βρεμένο οδόστρωμα, έτσι ο Τέρενς άΡXlσε να πετσοκόβει την πλάτη και τους
ώμους του με
αποτρόΠQlη
αποφασισπκότητα. Το λινό πανωφόρι του γέρου ήταν τόσο μουλιασμένο από αίμα, που είχε μαυρίσει. Στο πίσω μέρος του ημιφορτηγού τα γουρουνόπ ουλα
συνέXlζαν το
φρικιαστικό τους στρίΥγλ.ισμα · και κλοτσούσαν τα τοιχώματα του ημιφορτηγού με θανάσιμο πανικό. Ο Τέρενς ύψωσε το χέρι που κρατούσε το δρεπάνι, για να καταφέρει τη χαριστΙΚή βολή στο γέρο. Γεύτηκε το αίμα και το νερό της βροχής. Ήθελε να
κόψει το κεφάλι εκείνου του χωριάτη απ' τους ώμους του
-
ακόμα Κl αν κάπ
τέτOlΟ σήμαινε όπ ο αναι<ατωσούρης γερο-ηλίθιος σίγουρα θα σωζόταν, όπως σίγουρα είχαν σωθεί η Λίζα κω ο Τζορτζ. Καθώς, όμως, προσπάθησε να κατεβάσει το χέρι του, ωσθάνθηκε δυο
KOKαλιάΡlΚα χέρια σαν YύXla αρπακτικού να αρπάζουν τον καρπό του. Γύρισε έξαλλος, απελπισμένος, με πρόσωπο κηλιδωμένο απ ' το αίμα. Η Ντόροθι, η γυναίκα του γέρου, είχε βγει απ' το ημιφορτηγό, είχε έρθει από πίσω του και είχε κρεμαστεί από το χέρι του με μανία.
« Σταμάτα!» κραύγασε.
« Σταμάτα!
Σταμάτα!
Τον σκοτώνεις! Είναι
ο
άντρας μου! Τι σου έχει κάνει;» Ο Τέρενς ελευθέρωσε απότομα το Χέρι του και κοίταξε τη γυναίκα. Η επέμβασή της τον είχε πραγματικά καταπλήξει' στ' αλήθεια. Δες την, μικρο
σιωπική, ασπρομάλλα και κοκαλιάρα σαν ορτύιο. Θα πίστευε κανείς ότι θα την παρέσερναν ο άνεμος και η βροχή. Φορούσε ένα κόΙGGνο καρό πουκάμισο,
τζην και κόΙGGνα πλαστικά σκουλαρίκια. Ήταν η γυναίκα ενός επαΡXlώτη: η γερασμένη νύφη ενός ακόμη ΠlO γερασμένου χωριάτη.
« Τον σκοτώνεις!» είπε με μάπα θολωμένα απ' τα δάκρυα . «Είναι ο άντρας μου και ο πατέρας των παιδιών μου 10 εσύ τον σιωτώνεις!» Ο Τέρενς κοίταξε κάτω. Δίπλα του, πάνω στην αστραφτερή υγρή άσφαλτο του δρόμου, ο γέρος είχε διπλωθεί στα δύο , με τα κούτσουρα που αποτελούσαν τώρα τα χέρια του σφιγμένα στο στέρνο. ΒΟΥγούσε σαν σιωυριασμένη πόρτα,
εεερργκ, εεΡΥΚ, 10 έτρεμε.
Ar!'
το στόμα του έσταζε αίμα και κάτω απ' το κορμί
του ιωλούσε ένα πλατύ puάIG αίματος , που αναμιγνυόταν με τ η βροχή. «Δεν τον έχω
σκοτώσει ακόμα»,
αποκρίθηκε ο
Τέρενς, με
σιγανή,
απόμακρη φωνή. «'Oxl, όμως, ότι δεν προσπάθησα ... τουλάχιστον αυτό πρέπει
να μου το αναγνωρίσεις. Έχω κόψει σχεδόν όλα όσα με εμπόδιζαν. Εκτός απ'
22
ΣΑΡΚΑ
&
ΑΙΜΑ
το κεφάλι του, βέβαια , αλλά τώρα θα έφτανα και σ' εκείνο » . « Ασ' τον ήσυχο », πρόσταξε η γριά. Έβγαλε τα Υυαλιά της εξαιτίας της βροχής, κράτησε , όμ ω ς, όλη την ώρα το βλέμμ α της καρφωμένο στον Τέρ ενς. « Είναι ο άντρας μου . Άσ' τον ήσυχο ».
Ο Τέρενς στράφηκε λίγο απ' την άλλη. Έτριψε τον δεξιό του αγκώνα , λες και είχε ζοριστεί απ ' όλο αυτό το κόψιμο μ ε το δρ επάνι . Απ' τη στ ιγμή π ου ο Τ έρ ενς ε ίχε σταματ ή σει το πετσόκομμα , τα γουρουνόπουλα ε ίχαν ηρεμή σει
λίγο όταν, όμως, στράφηκε ξανά προς το μέρος τους ξανάρχισαν το σκούξιμο
με αναζωπυρωμ ένο πανικό . Εκείνος στράφηκε ξανά προς τη γριά και καθώς το έκανε , το δεξί του Χέ ρι τυλίχτηκε πίσω του , ακριβ ώ ς πίσ ω και δ ε ξιά του, μ ' όλη την επιδεξι ότ ητ α
ενός καλού τενίστα και το δρεπάνι άστραψε στριφΟΥυρίζοντας και παίρνο ντας φόρα και τότε χραπ! το κεφάλι της αναπήδησε απ ' τους ώμους της, κάνο ντας το αίμα να ξεχυθεί λες και κάποιος είχε αναποδΟΥυρίσει έναν κουβά, έ πεσε στο πίσω μ έρος του ημιφορτηγού με ένα βαρύ γδούπο και κατρακύλη σε μέχρι την πόρτ α της καρότ σ ας , όπου και σταμάτησε. Το πρόσωπό τη ς απ έ μ εινε να κοιτάζ ει το άχυρο με ορθάνοιχτα μάτι α, σαν το πρόσωπο yuναίKας που δεν έχει δει ποτέ της άχυρο. Το κορμί της στε κότ αν, ενώ απ ' τον ακρ ωτ ηρια σμένο της λαιμό τινα ζ ότ αν
ένας ψηλός παλλόμενο ς πίδακας από αίμα, καμι ά σαρανταριά εκατοστά στον
αέρα. Ο Τέρενς εξακολουθούσε να την κοιτά. Ήταν απiστ ευτ o ότι το κορμί της μπορούσε να στέκεται όρθιο μόνο του τόση ώρα, σαν να mστευε ότι μπο ρούσε να συνεχίσει να ζει χωρίς κεφάλι. Σχεδόν περίμενε πως θα Ίωνε ένα βήμα ή πως θα άπλωνε το χέρι της προς το μέρος του. Τό τ ε, όμως, τη χτύπη
σε μια αιφνίδια ριπή ανέμου και ξάφνου τα γόνατ ά της λύγισαν. Έκανε μια πιρουέτα προς το πλάι και σωριάστηκε δίπλα στο σύζυΥό τ ης πάνω στη ματω μένη άσφαλτο . Το ένα της πόδι συσπάστηκε μέσα στο φτηνιάρικο δετό μουσα μαδένιο παπούτσι της , συσπάστηκε ξανά και τελικά έμ εινε αιOνnτo. Ο Τέρενς κατέβασε άλλη μια φορά το δρεπάνι στον ώμο του γέρου
-
μάλλον από φούρκα παρά από γνήσια επιθυμία να του κάνει κακό. Τούτη τη φ ορά ο γέρος δέχτηκε το πι ύπημα αδιαμαρτύρητα. Πονούσε φρικτά και δεν
είχε κουράγιο να κάνει οτιδήποτε άλλο από το να πεθάνει. «Γιατ ί δε με σκοτώνεις; » είπε με λυγμούς. «Γιατί δε με σκοτώνεις ; » «Γιατί ε ίσαι ήδη νεκρός! » του φώναξε ο Τέρενς, ώστε να τον ακούσει σίγουρα ο γέρος πάνω απ το θόρυβο της καταιγίδας. «Είμαστε όλω νεκροί.
nOlQ
είναι η διαφορά; Είμαστε όλΟl ταξιδιώτες , όλοι μας. Όλοι ταξιδεύουμε
στο δρόμο που δεν έχει εmστροφή » .
Ο γέρος είπε «'Αντε γαμήσου» , και από τον τρόπο που το είπε ήταν ολο
φάνερο ότι δεν είχε ποτέ του βρίσει κανέναν, ποτέ σ' όλη του τη ζωή, άντρα ή αγόρι , απ' τον καιρό που σαν παιδί άκΟυΥε τις ιστορίες των Έιμος και Άντι και τις περmέτειες του Τζακ Άρμστρονγκ και του Τομ Μιξ στο ραδιόφωνο .
23
GRAHAM MASTERTON
ΝηφάλlOς, μετρημένος, άνθρωπος της εκκλησίας. Να ποιος ήταν ο άνθρωπος
που ο Τέρενς καταιφεουργούσε μέΧρι θανάτου. Τελικά κατέρρευσε' και ο Τέρενς, κατάκοπος και ζαλισμένος, αι<όμα και βaΡlεσrηpΈVoς, ίσιωσε το κορμί του.
"Δεν μπορούσες απλά να πεθάνεις , ε;» είπε στο mώμα του γέρου. "Δεν μπορούσες απλά να πεθάνεις; Έπρεπε να δώσεις και παράσταση. Να βρίσεις.
Ήσουν ένα βήμα aπ' τον παράδεισο κι έπρεπε να βρίσεις». Η καταιγίδα είχε γίνει σχεδόν κωμικά άγρια. Η βροχή έπεφτε στα χωράφι α με σχεδόν οριζόντια κλίση και χτυπούσε με κρότο τα πλάγια του ημιφορτηγού. Το αίμα που είχε χύσει ο Τέρενς δημιουργούσε σπείρες και σχήματα σαν τα
νερά του μάρμαρου και χυνόταν στα χαντάκια, ανακατεμένο με τη λάσπη. Με το χέρι υψωμένο για να προστατέψει το πρόσωπό του απ' τη βροχή , ο Τέρενς πλησίασε αθόρυβα την ανοιχτή πόρτα του οδηγού του ημιφορτηγού
και έλεγξε τ ο εσωτερικό . Η πόρτα του συνοδηγού ήταν επίσης ανοικτή . Τα καθίσματα ήταν κηλιδωμένα από αίμα και βροχή και πάνω τ ους βρίσκονταν μια
φθαρμένη, μπεζ δερμάτινη τσάντα, μια σακούλα από ψώνΙα κι ένα ανοικτό γαλάζιο πλεκτό διπλωμένο σε σωρό: ίσως ένα πουλόβερ ή η aπoγευματινή ζακέτα ενός παιδιού. Ό,τι κι αν ήταν, θα έμενε ανολοκλήρωτο. Δεν υmίρxε, όμως, κανένα σημάδι της Έμιλι. Μόνο τον άνεμο και
n
n
πόρτα του συνοδηγού που έτριζε απ'
βροχή που κατραιαιλούσε στο παράθυρο σχηματίζοντας
τεθλασμένες γραμμές. Ο Τέρενς στάθηκε όρθιος και κοίταξε τριγύρω, ρουθουνίζοντας, ανοιγο κλείνοντας τα μάτια και καλύπτοντάς τα με τα χέρια του . Η βροχή έπεφτε τόσο δυνατά που τα χωράφια είχε καλυφθεί με μια λεmή, ασημένΙα αχλή και του ήταν αδύνατο να δει μακρύτερα από εξήντα ή ενενήντα μέτρα.
«Πρέπει να τη σώσω , που να πάρει » , ψιθύρισε. « Τούτη είναι η ημέρα' τούτη είναι εκείνη , εκείνη ακριβώς η μέρα. Πρέπει να τη σώσω. Δε γίνεται να την aπoγoητεύσω τώρα ».
ΒάδlOε γύρω απ' το μπροστινό μέρος του ημιφορτηγού, με ασταθή βήματα, λες και κάποιος τον είχε χτυπήσει . Η βροχή κυλούσε στο σβέρκο του και έρεε απ' την άκρη της μύτης του. AΝΊXVευσε την άκρη του αυτοιονητόδρομου αναζητώ
ντας
ixvn
από βήματα, αλλά έβρεχε τόσο μανΙασμένα που τα χαντάκια και τα
κράσπεδα είχαν μεταβληθεί σε αφρισμένες λίμνες από κίτρινη λάσπη. Θεέ μου, έVlωθε σαν να ΠVlγόταν. Το βρεμένο του τζήν είχε κολλήσει στα μπούτια
του και το πίσω μέρος του πουκαμίσου του κρεμόταν κάτω. Κι ο άνεμος ολοέ να και δυνάμωνε,
ttm
ώστε τα γουρουνόπουλα στο πίσω μέρος του ημιφορτη
γού σταμάτησαν το σκούξιμο ιο άρχισαν να βΟΥΥούν aπελπlOμένα, όπως βογ Υούν οι άνθρωποι που είναι σίγουροι ότι πρόκειται να πεθάνουν. <,'Εμιλι! » ούρλιαξε ο Τέρενς. « Πού είσαι, Έμιλι;»
Μισόκλεισε τα μάτια του και προσπάθησε να δει μες στη βροχή. Αρχικά
24
ΣΑΡΚΑ
&
ΑΙΜΑ
δεν μπορούσε να διακρίνει απολύτως τίποτα. Όμως μετά
-
11 ήταν αυτό; Ένα
λουλούδι που κουνιόταν μες στο μισοσκόταδο; Ένα λουλούδι, ένας θάμνος ή ένα κοριτσάκι μ' ένα πολύ στενό λουλουδάτο φόρεμα, ένα κοριτσάκι με γυα λιά θολωμένα απ' τη βροχή, που έτρεχε για να γλιτώσει τη ζωή του; Ο Τέρενς άρχισε να σιγοτρέχει και να πλατσουρίζει μες στα χωράφια. 'Εσπρωξε πίσω τα μαλλιά του με το Χέρι του, το Χέρι που κρατούσε το δρεπά νι ια άρχισε να τρέχει. Τα παπούτσια και τα ρεβέρ του είχαν βαρύνει απ' τη λάσπη, όμως συνέχισε να τρέχει, καταβάλλοντας όλο και μεγαλύτερη προ
σπάθεια. Τα πόδια του πονούσαν' τα μπράτσα του πονούσαν. Οι πνεύμονές του είχαν φραχτεί απ' το φλέμα. Τίναξε, όμως, πίσω το κεφάλΙ του, έκλεισε τα
μάτια και ορκιστmcε στον Κύριο Θεό του όη θα έσωζε την Έμιλί του απ' όλα αυτά, θα την έσωζε, θα την έσωζε. Ήταν σίγουρος ότι μπορούσε να διακρίνει εκείνο το λουλουδάτο φόρεμα ν' ανεβοκατεβαίνει μπροστά του και ήξερε τι ήταν, ήξερε ότι ήταν η Έμιλι .
Του είχε κοπεί η ανάσα και δεν μπορούσε να φωνάξει τ' όνομά της, έκλει σε, όμως, σφιχτά τα μάτια και είπε για κείνη μια προσευχή και υποσχέθηκε, υπο σχέθηκε να τη σώσει, όποιο
1Q
αν ήταν το τίμημα, όσο
1Q
αν έπρεπε να τρέξει.
Θα έτρεχε και θα συνέΧΙζε να τρέχει μέχρι να βγει ο ήλιος, αλλά θα την έσωζε. Μπροστά του, μόλlς εξήντα μέτρα μακριά, η Έμιλι έκλαιγε κι έτρεχε.
Ήξερε ότι ο Μπαμπάκας την καταδίωκε, παρόλο που δεν είχε γυρίσει πίσω ούτε μια φορά για να κοιτάξει. Αιζόμα ια αν το είχε κάνει δεν θα είχε καταφέρει να τον δει. Έβρεχε τόσο δυνατά που είχε αναγιζαστεi να βγάλει τα γυαλιά της και τα κρατούσε στο Χέρι της. Ήταν εξουθενωμένη και βρεγμένη μέχρι τα εσώρου
χά της, ήξερε, όμως, ότι δε γινόταν να σταματήσει. Δεν είχε δει τον Άμπνερ να πεθαίνει, δεν είχε δει την Ντόροθι να πεθαίνει, είχε, όμως, ακούσει τα γουρου
νάιαα να oυρλlάζoυν και είχε δει το αιμα να ραντίζει το πίσω παρμπρίζ του ημι φορτηγού' και ήξερε ότι έπρεπε να τρέξει και να συνεχίσει να τρέχει.
ΔΕν ήξερε πού πήγαινε. Δεν ήξερε καν πού βρισκόταν. Η βροχή άρχισε να σταματά Μγο. Ο Τέρενς μπορούσε να τη νιώσει να σταματά και τον άνεμο να εξασθενεί. Τώρα διέκρινε καθαρά την Έμιλι και ήταν βέβαιος πως ήταν εκείνη. Μπορούσε να δει το φόρεμά της. Μπορούσε να δει τα χλομά λασπωμένα πόδια της να τρέχουν.
Έβγαλε ένα υγρό, καταρροϊκό γρύλlσμα θριάμβου. Σύντομα όλα θα τελείωναν και θα είχε γίνει το θέλημα του Κυρίου. Κράδαινε με δύναμη γύρω γύρω το δρεπάνι, κάνοντάς το να βουΤζει καθώς περιστρεφόταν μες στη βροχή και γνώριζε ότι ο Κύριος ήταν με το μέρος του. Αν δεν του είχε κοπεί
τόσο η ανάσα, αν το στήθος και οι πνεύμονές του δεν ήταν τόσο μπουκωμένοι, θα είχε φωνάξει δυνατά: ,
25
τεράστια ζημιά εκεί' ούτε καν μπορούσα να υπολογίσω την έκτασή της . Ήθελα να τα διώξω από 'κει μέσα, ήταν, όμως, αγριεμένα και,
αν και δεν
υπάρχει τίποτα πιο χαριτωμένο από ένα καλόβολο γουρούνι, δεν υπάρχει τίπο τα αγριότερο από ένα αγριεμένο . Αν τους δινόταν έστω και μισή ευκαιρία θα
με κατασπάραζαν. Έπειτα, λες και το 'θελε η τύχη μου, ήρθε η καταιγίδα και τα τρόμαξε κι ήταν η τελευταία φορά που τα είδα. Φαντάζομαι ότι θα σκαλί ζουν κάπου, δε θα 'ναι δύσκολο να βρεθούν». «Τα βρήκαμε ήδη», είπε ο Λουκ. «Χτες το βράδυ διέσχισαν την Ί6η λεωφόρο και προκάλεσαν ένα δυστύχημα στο οποίο τραυματίστηκαν θανάσι μα τρία άτομα».
Ο Φρανκ Τζόνσον τον κοίταξε, πιπίλισε το σβησμένο του τσιγάρο ΙΌ
ανοιγόκλεlOε τα μάτια. Έπειτα από λίγο κοίταξε αλλού, όπως κάποιος που περιμένει την απόφαση για την τιμή μιας γουρούνας και ρούφηξε τη μύτη του. Εκείνη τη στιγμή ο Λουκ βεβαιώθηκε ότι ο Φρανι{ Τζόνσον είχε Χάσει κάθε αίσθηση της πραγματαότητας πριν από πολύ καιρό. Είχε Χάσει τα λογικά του
δίχως κανείς να το αντιληφθεί, κάτι που συχνά συνέβαινε στους αγρότες των Μεσοδυτικών ΗΠΑ. Όλα εκείνα τα χρόνια της απομόνωσης , όλα εκείνα τα χρόνια της έντασης, του μόχθου και των τραπεζικών κατασχέσεων' όλοι εκεί νοι οι ανεμοστρόβιλοι, όλη εκείνη η βροχή' όλα εκείνα τα χρόνια στις τερά
στιες πεδιάδες που τους κατάπιναν, όπου ένιωθαν σαν μnφοσι<οπικά σημαδά ΙΌα μες στην απεραντοσύνη της νύχτας, με μόνη συντροφιά μια ταλΟ1πωρημέ νη σύζυγο ΚΟ1 το Μεγάλο Παζάρι στην τηλεόραση.
331
GRAHAM MASTERTON
Ο Λουκ ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του Φρανιζ. «Πρέπει να σκεφτώ,
Φρανιζ, αν θα σε συλλάβω γ1α εyκλnματnaί αμέλεια. Πρώτα, όμως, έχω ένα σωρό άλλα πράγματα να κάνω και θέλω να έρθουν εδώ μερικοί υπάλληλοι της
Φιλοζωικής Εταιρείας και του Γραφείου Γεωργίας της κομητείας κω να δουν από μόνω τους». Ο Φρανκ Τζόνσον έγνεψε καταφατικά. <<Δεν μπορούσα να τα πυροβολήσω»,
είπε. «Τα φυσίγγια κοστίζουν, δεν είχα χρήματα γ1α τρεις χιλιάδες φυσίγγια».
«Το ξέρω, Φρανκ. Απλά κάνε μου
llla Χάρη
κω μην κάνεις το παραιιιιcρό
μέΧρι να σε ειδοποιήσω. Μην πειράξεις τίποτα, απλά άσ' τα όλα όπως είνω». "Ο,τι πείτε, σερίφη».
Ο Λουκ μπήκε ξανά στο αυτοκίνητό του, έβαλε μπρος, έκανε επί τόπου στροφή κω απομακρύνθηκε. Δεν είχε προχωρήσει ούτε οχτωζόσια μέτρα στο χωματόδρομο όταν άρχισε να ιδροκοπά κω το στομάχι του άρχισε πάλι να
συσπάται. Σταμάτησε στην άκρη του χωματόδρομου, βάδισε παραπατώντας μέσα σ' ένα χωράφικαι έκανε εμετό. Έμεινε διπλωμένος αρκετή ώρα, μέχρι να υποχωρήσουν οι σπασμοί του.
Άκουγε το ψ1λόβροχο να σιζάει πάνω στα καλαμπόκι και το απαλό, μονότονο σφύΡΙΥμα ενός συκοφάγου. Τελικά σηκώθωζε, δίπλωσε το μαντήλι του και σι<ούrnσε το στόμα του. Από 'κει που βΡloιcόταν μπορούσε ακόμα να δει το χοιροστάσιο του Φρανιζ Τζόνσον . Και είδε καπνό ν' ανηφορίζει από κει, πυκνό, σκοτεινό καπνό, γεμά
το σπίθες που στροβιλίζονταν. «Σκατά», ψιθύρισε και άρχισε να διασχίζει χοροπηδώντας το χωράφι με τα καλαμπόκια, τρέχοντας προς τ' αυτοκίνητό του. Μπήκε μέσα και ήταν έτοιμος να κλείσει την πόρτα, όταν άκουσε τον οξύ κρότο ενός πυροβολισμού ' έπειτα μια στΙΥμαία παύση, έπειτα άλλον έναν
κρότο. ΟΙ πυροβολισμοί αντηχούσαν ξανά κω ξανά κατά μήκος του χωραφiOύ σαν χειροκροτήματα.
Ο Λουκ κάθησε στο αυτοκίνιιτό του με το κεφάλι κατεβασμένο, κω δεν μπήκε καν στον κόπο να βάλει μπροστά.
Ο Τέρενς άνοιξε τα μάτια του κω είδε το φως της μέρας να ξεπροβάλλει από τις άκρες των περσίδων. Σηκώθηκε με κόπο. Όταν είχε συλληφθεί, του είχαν πάρει το ρολόι, έτσι δεν είχε ιδέα τι ώρα ήταν. Χασμουρήθηκε και τεντώθηκε
και κοίταξε τριγύρω στο δωμάτιο. Ήταν μικρό, με λιγοστά έπιπλα και γυμνά σανίδια στο πάτωμα, ένα απλό κρεβάτι που δίπλωνε και ένα φτηνό λουστραρι σμένο γραφείο. απεικόνιζε
Στον τοίΧο κρεμόταν μια κιτρινισμένη γ1cραβoύρα που
έναν βλοσυρό γενειοφόρο
Mπόvτεσλας.
332
άντρα κι
έφερε την
επιγραφή
ΣΑΡΚΑ
:Ξ:εδίπλωσε το
& AlMA
παντελόνι του κω το φόρεσε με
ασταθείς ιανήσεις.
ΑΙσθανόταν λες κω τα είχε κοπανήσει, όμως ήξερε ότι κάτι τέΤ010 δεν είχε συμβεί. Σήκωσε τα ρολά ια ανακάλυψε ότι το δωμάτιο έβλεπε σ' ένα στενό σοκάια γεμάτο
σκουπίδια, ανάμεσα σε δυο τσιμεντένιες μονοκαΤΟ1κί ες.
Υπήρχ ε μια σιωυριασμένη ψησταριά υγραερίου, ένα κομμάτι από μια ξαπλώ στρα κω κάμποσα κουτιά από ανοιχτή πράσινη μπογιά, που ήταν τώρα μισογε μάτα με βρόχινο νερό.
Η πόρτα της κρεβατοκάμαράς του άνοιξε κω μπήκε μέσα η Γυμνή, που ε ξακολουθούσε να φορά τη μάσκα της . Φορούσε μόνο μια χοντρή .λινή πουκα μίσα ξεφτισμένη στις άκρες , κακόγουστα διακοσμημένη με κόιαανο και μαύρο μαλλί . Τα αδύναμά της πόδια έδιναν την εντύπωση ότι ήταν λεκιασμένα με
χυμό από μούρα κω τα δάχτυλα των ποδιών της ήταν βρόμικα . Φαινόταν πιο διάφανη από ποτέ. Στον τοίΧο κρεμότ αν στραβά ένα διαφημιστικό ημερολόγιο των ελαστικών Φάιαρστοουν , δυο χρόνια παλιό κω ο Τέρενς μπόρεσε να δι α βάσει κ αθαρά ένα μέρος της λέξης « επτέμβριος » μες από τον ώμο της .
" Σήμερα πρέπει να βρούμε την Έμιλι » , είπε εκείνη. «Τ όσο σπουδαίο είνω ;" ρώτησε ο Τέρενς . « Ο πατέρας σου πρέπει να βρε ι την Έμιλι ". «'Ακ ουσες τι είπ ε ο άμοιρος ο Λiλαντ Τέρπστρα . Την πήρε η υπηρεσία πρόνΟ1ας ια άμα την πήρε η υπηρεσία πρόνοιας, το πιο πιθανό είναι να μένει
στ ην Παιδική Στέγη MακΚlνλεΪ" . «Τότ ε από 'κε ι θα αρχίσουμ ε το ψάξ ιμο », είπε ξερά η Γυμνή .
Έκανε μετ αβολή για να φύγει. Ο Τέρενς προ σπάθησε να την πιάσει απ' το μανίκι, όμω ς τ ο χέρι του πέρασε μες από αέρα. Ως συνήθ ως, βρισκόταν ένα
κλάσμα τ ου δ ευτερολέαι ου πίσω στο χρόνο' ποτέ δεν έ φτ ανε στο δικό του παρόν. Ο Τέρενς είπε : «Ο Τζάνεκ δε θ α πειράξει την Έμω, έτσι; Αν πρόκειτω να τ ην πειράξ ει, δε θα τον βοηθήσω να τ η β ρ ει».
<<Δεν έχεις επιλογή. Είναι πατέρας σου ".
«Γιατί, όμως, πρέπει να βρει την Έμω; Γιατί δεν την αφήνει ήσυχη; Ένα
πωδί δε θα κάνει τη διαφορά, σωστά; Εκείνο ς έχει δ εκάδ ες παιδιά". «Η Έμιλι είναι διαφορετική". «Και y:ιaτIπαρακαλώ είναι τόσο διαφορετική;»
Η Γυμνή παρέμεινε σιωπηλή για μια στιγμή. Έπειτα είπε: «Θα 'πρεπε να ξέρεις. Είσαι και συ διαφ ορετικός».
«Εξακολουθ ώ να μην καταλαβ αίνω. Διαφορετικός από τι;» «Διαφορετικός από τα πεΡlσσότερα απ' τα υπόλΟ1πα παιδιά του πατέρα σου. Απείθαρχος . Δ1αφσρεπκός».
Ο Τέρενς την κοίταξε επίμονα, ελπίζοντας ότι θα εστίαζε πλήρω ς στην
εικόνα της, ώστε να μπορέσει να δει πώς έμοιαζε στην πραγματικότητ α. Αυτό
ήτ αν, λΟ1πόν. Ήταν απείθαρχος. Ποτέ, καθ όλη την διάρκεια τ ων ερευνών του δεν τ ου είχε περάσει απ' το μυαλό ότι ήτ αν το πρώτο κω μοναδικό παιδί του
333
GRAHAM MASTERTON
Πράσινου Τζάνεκ, που είχε αφιερώσει τόση ενέργεια και τόση εμμονή στην αποφυγή του πεπρωμένου του. Σύμφωνα με τα ιστορικά αρχεία , ο Τζάνεκ
είχε συχνά αντιμετωπίσει την αντίσταση κάποιων από τους αγρότες, που του είχαν επιτρέψει να αφήσει έγκυες τις γυναίκες τους, ιδίως όταν τα τριάντα έ ξι χρόνια περνούσαν και ΠΙ1γαινε να εισπράξει τα οφειλόμενα σωθικά. Όμως ο Τζάνεκ δεν είχε ποτέ πριν συναντήσει αντίσταση από τα ίδια τα παιδιά. Μάλλον το αντίθετο: συνήθως τον καλοδέχονταν. Τον προσκαλούσαν μέσα και του προσφέρονταν με χαρά. «Θα ξεκινήσουμε σύντομα » , είπε η Γυμνή. «Πεινάς; »
'/OXl, δεν πεινάω», είπ ε εκείνος και κάθισε στο πτυσσόμενο κρεβάτι που έτριζε. Ήταν απεfθαρxoς. Ίσω ς ήταν ΚΙ Γι Έμιλι απείθαρχη· και Υι ' αυτό την ήθελαν τόσο επίμονα. Ίσως ο Τζάνεκ είχε αρχίσει κάτι που δεν μπορούσε να τελειώσει -ίσως είχε δημιουργήσει μια γενιά που δεν ήταν διατεθειμένη να υποταχθεl, όπως ΟΙ άλλες. Ο Τέρενς δε γνώριζε καλά τη μητέρα του. Είχε πεθάνει όταν εκείνος ήταν εννέα εΤC;Jν. Πάντα, όμως, θυμόταν μια μικροκαμωμένη, θερμόαιμη μελα
χρινή γυναίκα'με λαμπερά, βαθουλωμένα μάτια και μυτερή τριγωνιιαι μύτη, 111α πραγμαηκή Θυγατέρα της Επανάστασης, μια μητέρα με ποδιά βγαλμένη από
πίναι<α του Γκραντ Γουντ. Κι ο πατ έρας του ήταν τόσο βραδύς, ταπεινός και ηττοπαθής, ένας άνθρωπος χωρίς θέληση.
«Είσαι καλά;» τον ρώτησε η Γυμνή . Εκείνος έΥνεψε. «Ναι .. , ναι, είμαι καλά. Απλά θυμήθηκα κάτι».
" Φοβάσαι;» «Εσύηλες;»
Η Γυμνι1 κοντοστάθηκε στο άνοιγμα της πόρτας. ,<'Εχει σχεδόν τελειώσει, Τέρενς. Το γνωρίζεις, έτσι δεν είναι; Έχει σχεδόν τελειώσει Υια τα καλά».
"Για τα καλά», επανέλαβε ο Τέρενς, αν και δεν ήταν σίγουρος η ΕVVOOύ σε εκείνη. Τι είχε τελειώσει; Η ζωή του; Η ζωή της στροφικά
ταξίδια του
Πράσινου
Ταξιδευτή
'EllW;
Ή τα μεγάλα κατα
διαμέσου
της
Ανατολικής
Ευρώπης, της Ρωσίας και των πεδιάδων των μεσοδυηκών ΗΠΑ;
Εκείνη έδεlXVε κάποια συμπόνοια. Ήταν, όμως, η φωνή του Πράωνου Τζάνεκ, η συνήγορό ς του και πρέπει να είχε σταθεί μάρτυρας μεγάλης οδύ
νι1ς, τεράστ ιων μαρτυρίων, πάμπολλων περιπτώσεων όπου αθώΟ1 είχαν γίνει
βορά του. Έξω από το παράθυρο , η βροχή έπεφτε πάνω στην παλιά ψησταριά υγρα
ερίου κι έσταζε από την υδρορροή. Από το διπλανό δωμάτιο, ο Τέρενς άκου γε το σύρωμο φύλλων και κλαδιών και το χαμι1λό, ΣΥVωμOηKό ψίθυρο ανθρώ
πων που σχεδόν ποτέ δε μιλούν. Δlαισθανόταν ότι είχε μάθει κάη σπουδαίο' όη ήταν σε θέση να αλλάξει τα πράγματα. Ένιωθε έξαψη και φόβο' εκείνο, όμως, που τον τρόμαζε και τον εξήmε
περισσότερο ήταν το γεγονός όη δε γνώριζε }'1ατ!.
334
ΣΑΡΚΑ&ΑΙΜΑ
Όταν ο Λουκ επέστρεψε στο γραφείο του, βρήκε τον καθηγητή Μρστlκ να τον
περιμένει, κρατώντας σφιχτά κάτω από το μπράτσο του ένα χοντρό χαρτοφύ λακα από καφέ δέρμα, σαν να 'ταν γOυΡOUΝάΚl. Ο καθηγητής Μρστlκ ήταν
ψηλός, σχεδόν όσο κω ο Λουκ, με αραιά κόlοανα μa.λλ.ιά κω πρόσωπο τόσο λευκό που ήταν λες και του είχαν ρίξει ξαφνικά αλεύρι στα μούτρα. Φορούσε ένα καφεκόκιανο κοστούμι, που ήταν πολύ χοντρό για την εποχή κω μύριζε υγρασία.
Καθώς ο Λουκ μπήκε, σηκώθηκε κω υποκλίθηκε και του πρότεινε ένα υγρό κω οστεώδες χέρι. «Αποφάαισα να περιμένω άλλα δέκα λεmά», είπε . "AλλJ.ώς θα έπρεπε να ξαναπεράσω την επόμενη εβδομάδα. Είνω το τσέΧικο σαββατοκύριωζό μας έχουμε λαϊκούς χορούς, γιορτές, ε, ένας Θεός ξέρει π! Πάντα μου φέρνει δάκρυα στα μάτια! Κω μερικές φορές κω πόνο στο κεφά λι!»
"Συyyvώμη που άργησα», είπε απολογητικά ο Λουκ. ,(Εχουμε κανά δυο σοβαρά γεγονότα σε εξέλιξη ... Είμαι σίγουρος ότι μπορείτε να καταλάβετε πώς είνω η κατάσταση».
"Φυσlκά! Ολόκληρη η ζωή είνω ένα σοβαρό γεγονός σε εξέλιξη, σωστά;» Ο Λουκ έπιασε τον καθηγητή απ' τον αγκώνα κω τον οδήγησε προς το
γραφείο του. Πάνω στο τραπέζι βρισκόταν ένας σωρός από μηνύματα κω το φωτώα του τηλεφωνητή αναβόσβηνε, τα αγνόησε, όμως, όλα και τράβηξε μια
καρέκλα, για να καθήσεl ο καθηγητής Μρστlκ. «Θέλετε καφέ;» τον ρώτησε. «Τσάι, ανΥίνεται».
"Μπιαιcότα;» Ο καθηγητής τον κοίταξε με προσοχή. «Εσείς θέλετε μπισκότα, σωστά; Αν, όμως, ζητήσω μπιαι<:ότα τότε η ευθύνη θα είναι δική μου».
Ο ΛΟ1Jl< τον κοίταξε μπερδεμένος . Ο καθηγητής Μρστn{ γέλασε. «'Εχετε
ένα βιβλίο με δίαιτες στο γραφείο σας, σωστά; Είστε, όμως, ολοφάνερα άνθρωπος που του αρέσει το φαγ11.τό. Πολύ καλά, λοιπόν, εγώ θα σας ζητήσω μπισκότα με το τσάι μου και σεις θα λάβετε άφεση αμαρτιών». Ο Λουκ πίεσε το κουμπί της ενδοεmκοινωviας και δίχως να τραβήξει το
βλέμμα απ' τον καθηγητή είπε: "Τζάνις; Έναν καφέ, παρακαλώ' lα ένα τσάι' lα ένα πιάτο μπισκότα με KOμματάΚJ.α σοκολάτας, Ναι, ναι, τα μεγάλα».
"Πάντοτε ήθελα να παραστήσω τον ντετέΚΤιβ», είπε ο καθηγητής Μρστικ. "Κω κείνα τα σημειωματάρια του Τέρενς Πίρσον που μου στείλατε, ε, μου άνοιξαν την όρεξη».
" Τι λέτε γι' αυτά;» ρώτησε ο Λουκ. «Θέλετε την ειλικρινή μου άποψη; Νομίζω ότι σε μεγάλο βαθμό δεν
πρόκειται για λαϊκό θρύλο. Νομίζω όη τα περισσότερα είναι αλήθεια». Ο Λουκ σηκώθηκε. Η καρέκλα του έτριξε κάμποσο Κl έπειτα σταμάτησε.
335
GRAHAM MASTERTON
Βάδισε κατά μήκος του γραφείου του κι έπειτα ξαναγύρισε μέΧρι τη μέση. « Νομίζετε ότι τα περισσότερα είνΟ1 αλήθεια;» «Μ ε προκαλείτε;
Σ' αυτή την περίmωση θα πω με έμφαση νΟ1, τα
περισσότερα είνΟ1 αλήθεια. Κάνει μερικά λάθη, μιας ΚΟ1 δεν μπορεί να κατα νοήσει όλες τις λεmές αποχρώσεις της τσέXlκnς γλώσσας όμως στην ουσία, νΟ1, ολόκληρη η ιστορία του Υια τον Πράοινο Ταξιδευτή, ολόκληρη η ιστορία
του με τους μωμόγερους και ης συμφωviες που έκλειναν Υια μια καλή σοδειά, νΟ1, εκείνες οι συμφωviες είχαν γίνει ΚΟ1 έχει ιο αποδείξεις! Εκείνος ο Τέρενς Πίρσον έχει
εργαστεί πολύ
σκληρά για να
βρει
αποδείξεις!
Εφημερίδες, περιοδικά, μετεωρολΟΥΙκές εκθέσεις, εκθέσεις στΟLχείων αγρο τικής παραγωγής, πιστοποιητικά γεννήσεως, νοσοκομειακά αρχεία, πιστο ΠOlητικά θανάτου, Xlλlάδες λεπτομέρειες, Xlλlάδες». ΆνOlξε το χαρτοφύλακα, έβγαλε ένα χοντρό, Ο1<οτάστατο σωρό από χαρ
τιά ΚΟ1 το οιΊκωσε ψηλά. «Αποδείξεις! Ο Πράοινος Τζάνεκ είνΟ1 πραγματικός ο Πράοινος Τζάνεκ ζει' κΟ1 ο φόβος του Τέρενς Πίρσον Υια τον Πράσινο Τζάνεκ αποτέλεσε το άμεσο κίνητρο Υια να σκοτώσει τα ΠΟ1διά του ". Ο Λουκ πήρε τα χαρτιά, τα ακούμπησε προσεκτικά πάνω στο στυπόχαρτο
του γραφείου του ΚΟ1 τα χτύπησε πάνω κάτω Υια να τα ταιριάξει. «Δόξα τω Θεό ", είπε. «ΚΟ1 ένα μεγάλο ευχαριστώ κΟ1 σε σας , καθηγητά. ΆΡXlζα να πιστεύω ότι έχανα τα λΟΥΙκά μου".
«Σας έλειπαν, δηλαδή, μερικά γλυκά Υια να κάνετε κηδεία, όπως λένε", είπε γελώντας ο καθηγητής . Ο Λουκ τον κοίταξε συνοφρυωμένος ΚΟ1 κείνος
έκοψε το γέλιο του στη μέση κΟ1 είπε: «Συγγνώμη ... Το
TotXlKO
Xlούμqρ είνΟ1
πάντοτε λίγο διαφο ρετικό. Έχουμε μερικά πολύ αστεία ανέκδ οτα με καταπλά σματα».
«ΕίμΟ1 σίγουρος. Όμως στο μεταξύ, αυτό θα με βοηθήσει πολύ. Αλήθεια». Η ΤζάVlς μπήκε 10 έφερε τον καφέ, το τσάι και τα μπισκότα. Άφησε τα
μrnσκότα κοντά στον αγκώνα του Λουκ, όμως εκείνος είπε:
«'OXl ...
είνω Υια
τον καθηγητή Μρστικ από δω». Η ΤζάVlς τού έοι<οσε ένα ασθεVlΚό χαμόγελο δυσπιστίας κΟ1 βγήκε από το γραφείο.
"Φυοικά όλα τούτα μου προκάλεσαν έντονο ενδιαφέρον», είπε ο καθηγη τής.
,<'Α!<ΟυΥα
για
τον
Πράσινο
Τζάνεκ
όταν
ήμουν
μικρούλης.
Τραγουδούσαμε: "Σταύρωσε την καρδιά σου, ξέOlGσε τα σώθικά σου και κρύ ψου απ' το θάμνο με τ' αγκάθια". Το να βρω αποδείξεις πως ήταν αλήθεlO ... ε ,
μπορείτε να φανταστείτε τι ήταν Υια μένα. Ήταν σαν ν' ανακάλυmα όη ήταν
αληθινός ο ΨαλιδάVΘρωπoς από το
Struwwelpeter. Ήταν σαν ν' aV01
όη ήταν αληθινός ο Δράκουλας».
Ο Λουκ είπε: "Αντιλαμβάνεστε, βέβωα, ότι όλα αυτά είναι υπό εκδΙκaση. Δεν μπορείτε να αναφέρετε τίποτα κω σε κανέναν, όΧ! ακόμα". «ΒέβΟ1α, βέβαια, δε με πεΙράζει, όμως! Η απόλαυση βρίσκετΟ1 στην έρευ να και την ανακάλυψη! Κι έχω κάνει περισσότερη έρευνα με τ ο φίλο μου το
336
ΣΑΡΚΑ
&
ΑΙΜΑ
δόκτωρα ΣΈVΜαν, ο οποίος ενδιαφέρεται πολύ για τους θρύλους, αλλά και για τη βιολογία». Ο Λουκ είχε αρχίσει να κουράζεται. Θα ήθελε να μην ήταν τόσο καυτός ο
καφές του' 1<1 ευΧόταν να τελειώσει γρήγορα το τσάι του ο καθηγητής και να τον αφήσει ήσυχο. Alσθανόταν κουρασμένος και πεινασμένος κι απελπιστικά ένοχος. Έπρεπε να είχε διαβάσει το μήνυμα στο πρόσωπο του Φρανκ
Τζόνσον. Το είχε δει τόσες πολλές φορές στο παρελθόν, σε τόσα πολλά πρόσωπα αγροτών, όμως εκείνη τη φορά είχε αποστρέψει το βλέμμα. Έπρεπε να το αι<εφτεί μόνος του και να προσπαθήσει να συμβιβαστεί μ' αυτό. Έπρεπε να πάει για ψάρεμα' ή να σταθεί γι' αρκετή ώρα στις όΧθες του ποταμού Σίνταρ, ν' ανηφορίσει το ρεύμα στην οδό Μπλερς Φέρι έξω στις αλυ σίδες των λιμνών και να δει τον ήλιο να κατεβαίνει φλεγόμενος στον δυτικό ορίζοντα' μες στη γαλήνη' μες στη αιωπή. Όμως ο καθηγητής Μρστικ είπε: «ο συνδυασμός ζωικών και φυτικών
γονιδίων δεν αποτελεί απλά πιθανότητα, αλλά πραγματικότητα, σωστά; Οι εταιρείες τροφίμων έχουν ήδη ανακαλύψει ότι μπορούν να εισάγουν γονίδια
ζώων σε φυτά και αντιστρόφως, για να τα κάνουν να μεγαλώσουν με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο». 2εφύλλισε ένα
ώσπου ανακάλυψε
σωρό από αποκόμματα εφημεριδων και περιοδικών,
εκείνο που αναζητούσε.
«Ορίστε
-κοιτάξτε,
η πιο
πρόσφατη συνεδρίαση της Επιτροπής Δεοντολογίας Γενετικής Μετατροπής και Χρήσης Τροφίμων ... η εισαγωγή ζωικών γονιδίων σε συγκεκριμένα φυτικά προϊόντα και αντιστρόφως αποτελεί, πλέον, κοινή πρακτική ... πλnαιάζoυμε στο σημείο όπου θα υπάρχουν βιώαιμα τρόφιμα που δε θα είναι ούτε σαφώς ζωικά ούτε σαφώς φυτικά. Βλέπετε, λοιπόν, ότι ο Πράαινος Τζάνεκ δεν απο τελεί απλά παραμύθι, αλλά επιστημονική πραγματικότητα. Οι δειαιδαίμονες αγρότες της Boημiας δημιούργησαν ουαιαστικά ένα ζωντανό, βιώαιμο ον. Ένα τρομερό πλάσμα, λυπημένο και τρομαΚΤllζό ταυτόχρονα . Πραγμαnκό, όμως , και ικανό να αναπαραχθεί»,
" Τι είπε ο φίλος σας σχετικά με τα παιδιά του Πράαινου Τζάνεκ και τις μεθόδους αναπαραγωγής του; » «Ω, όXl και πολλά. Ο δόκτωρ ΣΈVΜαν είναι απλά ένας ερααιτέχνης βιολόγος, όXl γενετικός εmστήμων. Πρότεινε, όμως, να ρωτήσετε κάποιους από τους ερευνητές του Ινστιτούτου Σπέλμαν στην Αμάνα. Στη γειτονιά σας έχετε ένα από τα κορυφαία κέντρα γενετικής έρευνας σε ολόκληρη τη χώρα, σωστά ;»
Σάλιωσε τον αντίχειρά του και ξεφύλλισε ξανά το ντοαιέ. «Να 'μαστε ... πρότεινε δύο ονόματα, τους δόκτορες Ρ. Λακουτίρ και Γ1<. Μάθιους ».
« Ο δόκτωρ Λαιωυτίρ είναι νεκρός. Σκοτώθηκε πριν από μερικές μέρες, όταν ένα από τα πειράματα του Ινστιτούτου ξέφυγε λίγο απ' τον έλεγχο». « Ω! Noμiζω όη το είδα σης ειδήσεις. Ήταν ο εmστήμων που αιωτώθηκε από κάποιο γουρούνι;»
337
GRAHAM MASTERTON
«Εκείνος. Όμως, απ' όσο γνωρίζω, ο δόκτωρ Μάθιους βρίσκεται ακόμα
κοντά μας". «Ε, λοιπόν, ίσως είναι ο άνθρωπός σας)}.
Συζήτησαν λίγη ώρα ακόμα 1<1 έπειτα ο δόκτωρ Μρστικ παρέδωσε στο Λουκ την πλήρη μετάφραση των σημειωματαρίων του Τέρενς κι όλο το υπόλοmο υλικό που είχε συλλέξει. «Κρατήστε με ενήμερο για την πρόοδό σας , σερίφη.
Τούτο το ζήτημα με γοητεύει πολύ. Στο σύγχρονο κόσμο έχουμε αγνοήσει πάρα πολλούς θρύλους μόλΙς τώρα, όμως, αρχίζουμε να αναιωλύrnOυμε ότι πολλά
παράξενα και τρομερά πράγματα κρύβονται ανάμεσά μας επί εκατοντάδες χρόνια. Γιατί μπαίνουν στον κόπο να εφευρίσκουν απίθανες φανταστιι<ές ιστο ρίες σαν το ΤζουράΟ1Κ Παρκ, τη στιγμή που αληθινά θαύματα της γενετιιαις βαδίζουν στους ίδιους δρόμους της πόλης που βαδίζουμε και μεις; "Αν ποτέ βρείτε τούτο τον Πράσινο Τζάνεκ, πρέπει να μ' αφήσετε να τον δω. Εωμένω . Είναι το μόνο που ζητώ ως πληρωμή για τη μετάφραση".
«Θα το
σκεφτώ",
του είπε
ο Λουκ.
,,'Ισως,
όμως ,
αντιμετωπίσετε
προσωπικό κίνδυνο, αν ο Πράσινος Τζάνεκ ανακαλύψει ποιος είστε. Το πρώτο άτομο που προσπάθησε να μεταφράσει τα σημειωματάρια καταδιώΧθηκε από ένα ή περισσότερα άγνωστα άτομα και αυτοκτόνησε».
«Ναι, ο κύριος Πόνικαν. Ήταν ιδιαίτερα λυπηρό γεγονός. Τον γνώριζα αρκετά καλά". «Κάναμε το λάθος να μιλήσουμε στα μέσα μαζικής ενημέρωσης για κεί νον. Δεν κάναμε το ίδιο σφάλμα και με εσάς . Κανείς εκτός γραφείου δε γνω ρίζει ότι έχετε κάνει τη μετάφραση. Αν ήμουν στη θέση σας, θα βεβαιωνόμουν
ότι η κατάσταση θα παραμείνει ως έχει. Πιστεύω στον Πράσινο Τζάνεκ και
πιστεύετε και σεις στον Πράσινο Τζάνεκ και δε νομίζω ότι θα θέλατε να ανοί ξετε την πόρτα σας απόψε τα μεσάνυχτα και να διαπιστώσετε ότι εκείνος
είναι που χτυπά". Ο δόκτωρ Μρστικ έγνεψε θλιμμένα. «Σας αντιλαμβάνομαι, σερίφη' και σας ευχαριστώ".
Ο Κάπτεν Μπλακ ήταν βαρύτερος απ' οποιοδήποτε άλλο γουρούνι στην Αμερική' είχε, όμως, τέλειο μυϊκό σύστημα και απίστευτη δύναμη. Είχε πλα
στεί με σκοπό την τελειότητα. Η καρδιά και οι πνεύμονές του είχαν σχηματι στεί από τον καλύτερο γενετικό συνδυασμό ανθρώπου και χοίρου. Τώρα, βέβαια, διέθετε και κάτι ακόμα
-
ένα μυαλό που δεν ήταν απλά ικανό για έξυ
πνες αντιδράσεις, όπως πάντοτε συμβαίνει με τα μυαλά των γουρουνιών, αλλά ένα μυαλό ικανό να φaντάζετω.
Απομακρύνθηκε
από το
δάσος
και τους
θάμνους στα νότια του
Ινστιτούτου Σπέλμαν, συνθλίβοντας στο πέρασμά του βατομουριές και φτέ ρες, σαν τεράστια μαύρη ατμομηχανή. Το νερό της βροχής κυλούσε στο τομά-
338
ΣΑΡΚΑ&ΑΙΜΑ
ρι του ' στο κάτω μέρος της κοιλ1άς του, η λάσπη είχε πετρώσει. Οι επίδεσμοί του είχαν φύγει εντελώς, αλλά το κεφάλι του τώρα είχε σχεδόνγ1ατρευτεί και δεν ένιωθε τίποτα παραπάνω από έναν πολύ ακαθόριστο πονοκέφαλο . Τον
εκνεύρι ζ ε , αλλά δεν τον αποσπούσε από τη μοναδική σκέψη που δονούσε το μυαλό του απ' τη στιγμή που είχε ξαναβρεί τις αισθήσεις το υ . ΈρW, σκέφτηκε. Έπρεπε να βρει την Έμιλ1. Πάντα ήξερε ότι η Έμιλ1 ήταν δια φ ορ ετική και ότι κάποια μέρα η Έμιλ1 θα έπρεπε να πεθάνε ι . Η Έμιλ1
δεν έμοια ζ ε καθόλου μ ε τη Λiζ α. Η Έ μιλι δεν έμοιαζε με κείνον. Η Έμιλι
έμοιαζε πιο πολύ με τον Μπαμπάκα, είχε το αίμα του Μπαμπάκα και το αίμα του Μπαμπάκα ήταν πιο κακό απ' ό,τι νόμιζε και ο ίδιος ο Μπαμπάκας. Από τις πρώτες μέρες που είχε αρχίσει να καταλαβαίνει , από τότε που
είχε ανακαθι1.σει στην κούνια του στην ηλιόλουστη κρεβατοκάμαρα του σπι τιού της Οδού Β έρνον, ή ξ ερε με βεβαι ότητα ότι η Έμιλ1 ήταν διαφορ ετική , ότι η Έ μ ιλ1 ήτ αν λά θ ο ς.
Την αγαπούσε. Την αγαπούσε πολύ . Αυτ ό, όμως, συνέβαινε όταν ήταν « αδ ερφή», όχι εκείνο το άλλο πράγμα. Ότ αν γ1νόταν το άλλο πράγμα , όταν γ1νότ αν ,/ Εμιλι», τότ ε ήταν π αράξ ενη και aχώνευτ η και δεν έμοιαζε καθόλου
με κείΥον και τη Λiζα . Μερικέ ς φορές την παρακολουθούσε και κάτι στο βλέμμα τ ης τον έκανε να νιώθει φόβο και έχθρα. Πάνω απ ' το κεφ άλι του έπεφταν βροντές και η βροχή άρχισε να πέφτει με μεγαλύτερη ένταση. Βάδιζε αδέξια κατά μήκος της β όρειας όχθης μιας μllφής λίμνης σε ελλειmικό σχήμα, ενώ τα πόδια του κολλούσαν μέσα σε πηχτή μαύρη λάσπη. Στην άλλη άκρη της λίμνης, ένα σμήνο ς πάπιες στεκότ αν
κακομοίρικα κάτω απ' τα δέντρα περιμένοντας να περάσει η καταιγίδα. Ο Κάπτεν Μπλακ ήξερε ότι η ι<:αταιγίδα δεν θα περνούσε. Ο Κάπτεν Μπλαι<: ήξερε ότι η βροχή θα συνεχιζόταν μέχρι το τέλος της OUγ1<:Οlllδής κι
ότι χιλιάδες στρέμματα στην ανατολΙΚή Νόβα , το Iλlν6ις και το Μιζούρι θα πλημμύριζαν. Ο Κάπτεν Μπλαι<: διέθετε τον εγκέφαλο ενός γουρουνιού ράτσας Πόλαντ Τσωνα, διέθετε, όμως, και το μυαλό του Τζ ορτ ζ Πίρσον, κι ο Τ ζορτζ Πίρσον ήταν ο εγγονός του Πράσινου Ταξιδευτή, εκείνου που Χάριζε γονιμότητα και την έπαιρνε πίσω κιόλας αν είχε την πρόθεση . Ο Κάmεν Μπλακ άρχισε σταδιακά να κατευθύνεται βόρεια-βορειοανατο λΙκά . Διέθετε μια ενστικτώδη αίσθηση προσανατολΙσμού
-
εν μέρει ζωώδη, εν
μέρει ανθρώmνη, εν μέρει μεταφυσική. Μπορούσε να αισθανθεί πώς φυσού σε ο άνεμος , μπορούσε να νιώσει τ ο κροτάλισμα της αστραπής μες στα σύν
νεφα. Και το κυριότερο, ήξερε πού ακριβώς ήθελε να πάει. Πίσω στο Σίνταρ Ράπιντς, εκεί που βρισκόταν η Έμιλ1 . Δεν μπορούσε ν' αφήσει την ΈμJ..λJ. να
ξεφύγει. Έπρεπε να θυσιαστεί, έπρεπε να προσφερθεί στον Πράσινο Τζάνεκ. Ο Μπαμπωως δεν θα το 'κανε. Ο Μπαμπάκας θα προτιμούσε πρώτα να της
κόψει το κεφάλι, όπως είχε κόψει και εκειvου το κεφάλι. Διέσχισε τη γωνία ενός χωραφιού χιλίων στρεμμάτων, τσακίζοντας και
339
GRAHAM MASTERTON
χτυπώντας τα μαραμένα στCooα του κατεστραμμένου απ' τη βροχή καλαμπο ιαού. Βάδισε με θόρυβο κατά μήκος ενός υγρού, έρημου δρόμου. Άκουσε ένα ελ!κόmερο να πλησιάζει από τα δυτικά κι έτρεξε σε μια μικρή τριγωνική
συστάδα από δέντρα, όπου περίμενε. Το ελικόmερο πλησίασε αργά και κατέ βηκε αρκετά χαμηλά, πετώντας κάτω από τα σύννεφα. Ο ρυθμός των ελίκων του έκανε το κεφάλι του Κάπτεν Μπλακ να πονέσει, έπειτα, όμως, στάθηκε
αιdνητος σαν κούτσουρο και περίμενε υπομονετικά ώσπου το ελlκόmερο πέρασε, ενώ η βροχή έσταζε απ' το ρύγχος του. Μόλις τα χωράφια ησύχασαν πάλι, ξεπρόβαλλε ανάμεσα απ' τα δέντρα με γοργά μικρά βήματα και συνέχισε να τρέχει προς το βορρά.
Ωστόσο δεν είχε τρέξει ούτε δέκα λεmά, όταν είδε ιυα ομάδα από σκο τεlνά,
ακαθόριστα σχήματα να περιφέρονται στο χωράφι μπροστά του.
Έβρεχε αι{όμα πιο δυνατά και το χωράφι ήταν σκεπασμένο από ομίχλη, έτσι στην αρχή δεν μπορούσε να καταλάβει 11 ήταν. Καθώς, όμως, πλησίασε κοντύτερα έπιασε μια έντονη και οικεία οσμή. Έβγαλε ένα γρύλισμα, έπειτα άλλο ένα κι έπειτα μια τσιριχτή κραυγή. Τα σχή ματα οrnσθοχώ ρησαν κι έπειτα τον περJ.ΚύKλωσαν, τριάντα ή σαράντα από
δαύτα. Στάθηκε καταμεσής του χωραφιού, τίναξε πίσω το κεφάλι του κι έβγα λε μια κραυγή πρόκλησης και επιβεβαίωσης.
Εδc/) ειραι, ΚΙ εΙραι σ δυvaτότερoς. Π010ς θέλεl
v' αποδεΙξει
το avτ[θετo;
Τα σχήματα πλησίασαν. Ήταν πετσί και κόκι<αλο, λασπωμένα και τον πλη σίαζαν με δέος. Ήταν πεινασμένα, αποπροσανατολισμένα και δίχως ηγέτη. Μερικά ήταν τραυματισμένα ή καμμένα. Επρόκειτο για τα τελευταία υπολεί ματα του κακότυχου κοπαδιού του Φρανχ Τζόνσον, που σκάλιζαν το Χώμα
αναζητώντας μικρά γουλιά. Ο Κάmεν Μπλακ κραύγασε πάλι και ύψωσε το γιφοτέσκο, λυκανθρωπίσιο
κεφάλι του προς τα σύννεφα. Τα υπόλοιπα γουρούνια συΥι<εντρώθmων γύρω του,
σκουντώντας τον με
σκυμμένα τα κεφάλια.
Το τεράστιο κόΙΌανο
τιρμπουσόν που ε{χε για πέος ο Κάπτεν Μπλακ γλίστρησε λαμποκοπώντας από τη μαύρη μαλλΙαρή θήκη του και ούρησε με επιμέλεια στη λάσπη. Τα Μπερκσάιρ άρχισαν να στριφΟΥυρ{ζουν γύρω απ' το δυσώδη ατμό, αποτ{οντάς του φόρο τιμής. Όταν εκε{νος
κlνησε
προς
το Βορρά,
τον
ακολούθησαν τρέχοντας
αγεληδόν.
Ο Μπράιαν Κάντι γευμάτιζε με τον ξαν στο τηλέφωνο. Η Ν{να τάιζε
Ouwall και τη Ν{να Όλσεν όταν τον φώνα τον Ouwall με μικρές πηρoυvιές κροκέτες
τούρνας και κο{ταξε εκνευρισμένη τον υπηρέτη της. «Δεν μπορεί να περιμέ νει, Νιούτον; Ο γερουσιαστής μόλις άρχισε να τρώει » . «Λυπάμαι, κυρία Όλσεν, όμως το άτομο που τηλεφώνησε ε{πε ότι είναι
340
ΣΑΡΚΑ
&
ΑΙΜΑ
επείγον». «Είπε ΠOlος ήταν;» «Δεν ήταν άντρας, κυρία Όλσεν, ήταν γυναίκα. Η δεσπOlνίς Λiλl Μόναρκ».
«Εκείνη η παλαβή σκύλα. Όλο βυζιά και διόλου ανατροφή». Ο Μπράιαν σκούmσε το στόμα του με τη λινή πετσέτα του στο χρώμα της
μέντας και ύψωσε συμβιβαστn<ά το χέρι. "Μην τρελαίνεσαι, Νίνα, μάλλον πρόκειται για κάΠOlα λεmομέρεια της τελευταίας στιγμής». «Θα χαρώ πολύ όταν η υπόθεση Ζαπφ-Κάντι τελειώσει μια και καλή», είπε
άγρια η Νίνα. «Ω, Ουίλιαμ, για τ' όνομα του Θεού, πέφτει όλο απ' την άκρη του στόματός σου! Είσαι χειρότερος κι από μωρό!»
Ο Μπράιαν έσπρωξε πίσω την Τσιπεντέιλ καρέκλα του, βάδlOε κατά μήκος της τραπεζαρίας με τη δρύινη επένδυση και βγήκε στο διάδρομο. Το τηλέφωνο βρισι<όταν πάνω σ' ένα επίχρυσο τραπεζάκι, κάτω από έναν τερά στιο πίνακα του Τζορτζ Λιουκς που απεικόνιζε παιδιά που Χόρευαν και μάλ λον κόστιζε πάνω από
1,5
εκατομμύριο δολάρια. «Λiλl;» είπε . Μέσα από τη
μlOάνOlχτη πόρτα του γραφείου είδε μια καμαριέρα που γυάλιζε το γραφείο του Ουίλιαμ Όλσεν και μια γάτα να κοιμάται στην πολυθρόνα του. «Μπράιαν, κάνω το τηλεφώνημά μου».
"Τι εννοείς "κάνω το τηλεφώνημά μου";» «Με συνέλαβαν. Κάνω το τηλεφώνι1μά μου».
Το στόμα του Μπράιαν στέγνωσε. "Σε συvέλαβαν; Τι στο διάολο έκανες; Μη μου πεlς ότι έκανες εκείνη την παλαβομάρα με τον Κάmεν Μπλακ;» Η Λiλl άρχισε να κλαίει. "Προσπαθήσαμε, Μπράιαν, αλλά όλα πήγαν στρα βά. Πιάσανε την Χάριετ ενώ προσπαθούσε να ανοίξεl τρύπα στο φράχτη κι ο Ντιν πυροβόλησε το φύλακα ιο η Χάριετ είναι και κείνη νεκρή, έπεσε πάνω στον φράκτη και ήταν ηλεκτροφόρος».
"Για το Χριστό, Λiλl, Πlo αργά. Πάρε ανάσα». ,/Ολα πήγαν στραβά, Μπράιαν. Η Χάριετ είναι νεκρή κι ο Χένρι βρίσι<εται σε κώμα . Ο Ντιν κατηγορείται για φόνο κι όλOl κατηγορούμαστε για ένοπλη ληστεία, βιαιοπραγία και παράνομη είσοδο » .
Ο Μπράlαν έσφlξε τόσο γερά τη γροθιά του, που οι αρθρώσεις των δαιαύ λων του μεταβλήθηκαν σε λευκές κηλίδες . «Πού βρίσι{ξ~σαι τώρα;» τη ρώτησε, πασχίζοντας να ελέγξει τα νέυρα του. "Στο γραφείο του σερίφη της Κομητείας
Iuv}).
"Σ ου δlάβασαν τα δικαιώματά σου;» "Ναι». «Μήπως σε παρενόχλησαν ή σε φόβισαν ή χρησιμοποίησαν άσι<οπη βία;» «Όχι».
"Υποθέτω ότι θες να σου βρω δικηγόρο)}.
«Απλά θέλω να με βγάλεις από δω μέσα!»
"Εντάξει» , είπε ο Μπράιαν. "Θα κάνω ό,τι μπορώ. Είναι, όμως, σοβαρό,
341
GRAHAM MASTERTON
,Λ.iλJ. , Ιήστεψέ με. Σου είπα να μην το κάνεις, Ύlα το Χριστό , αλλά εσύ έκανες του Kεφαλ.J.Oύ σου, έτσι δεν είναι; Αυτό ίσως μας στοιχΙσει ολόκληρο το Ζαπφ Κάνη».
<<Δε θέλαμε να πάθει κανείς και<ό, Μπράιαν. Όλα, όμως , mίγαν στραβά" . Ο Μπράιαν πήρε μια βαθιά ανάσα.
Mnv Χάvεις rnv
ψυχρωΡ[α σου, είπε
στον εαυτό του. EfVαI nλfθIα. Είναι υπέρμετρα παρορμητιια1. Μάλλον τα γάμη σε όλα. Όμως, μην Χάνεις την ψυxραιμiα σου. «Τι έΎΙνε το γουρούνι;» τη ρώτησε.
"Για τι πράγμα μιλάς;» "ο Κάπτεν Μπλαι<. Καταφέρατε τελικά να τον βγάλετε έξω;» «Και βέβαια! Γι' αυτό πήγαμε εκεί!» «Ω, Χριστέ μου, Λ.iλJ.. Πες μου πως είναι ψέμα». "Είμαι περήφανη γι' αυτό, Μπράιαν! Τουλάχιστον η Χάριετ δεν πέθανε τζάμπα! Ξέρεις η έκαναν σε κείνο το γουρούνι; Του άνοιξαν το κεφάλι και
του έδωσαν τον ~έφaλo ενός παιδιού τριών ετών! Φαντάσου τι θα σκεφτόταν εκείνο το παιδί! Μπορείς να φανταστείς η θα σκεφτόταν ο Κάπτεν Μπλακ; »
«Χριστέ μου» , είπε ο Μπράιαν. Πίεσε με δύναμη το μέτωπό του με ης άκρες των δακτύλων του. Έβλεπε χρόνια δουλειάς και εκατομμύρια δολάρια δαπανημένα σε ΠΡOεκλOΎlKές εκστρατείες να γλιστρούν κάτω από τα πόδια του, όπως η άμμος γλιστρά απ' την πλαΎlά ενός αμμόλοφου. "Μπράιαν», είπε η Λ.iλJ., «ξέρω όη έδρασα παρορμητικά. Το ξέρω. Δεν μπορούσα, όμως, ν' αφήσω εκείνο το δύστυχο ζώο να υποφέρει άλλο τέτοια μεταχείριση. Ήταν φανερό πόσο δυστυχισμένο, πόσο απελπισμένο ήταν.
Χτυπιόταν πάνω στους τοίχους του μαντριού του. Έκανε σκόπιμα κακό στον εαυτό του. Τα γουρούνια δεν κάνουν ποτέ κάτι τέτοιο, προστατεύουν πολύ τον εαυτό τους. Εκτός αν τρελαθούν ή αν είναι δυστυχισμένα' 1<1 ο Κάmεν Μπλακ ήταν και τα δύο».
«Ελευθερώσατε, λοιπόν, τόνου
-
ένα τρελό,
δυστυχισμένο γουρούνι
ενάμιση
ένα γουρούνι που έχει ήδη σκοτώσει έναν άνθρωπο 1<1 έχει τραυματί
σει σοβαρά αρκετούς ακόμα- 1<1 όλα αυτά στ' όνομα της ελευθερίας των
ζώων. Για τ' όνομα του Θεού, Λ.iλJ., τι νομίζατε ότι κάνατε;» « ο Κάπτεν Μπλακ είναι ένα θνητό ον, Μπράιαν! Ένα ζωντανό πλάσμα με
αισθήσεις, όπως εσύ 1<1 εγώ!" «Είναι γουρούνι, Λ.iλJ.! Να τι είναι! Ένα ψητό που βαδίζει! ΠαϊδάΙΌα, συκωταριές, μπριζόλες, μουσούδια και πικ-νικ!»
"Υποκριτή!» ούρλιαξε η Λ.iλJ., «Δεν rnστεύεις πραγματικά σε τίποτα απ' όλα αυτά, έτσι δεν είναι; Όλα είναι πολιτική για σένα! Όλα είναι μηχανορραφίες! »
«Και τι σημασία έχει, που να πάρει ο διάολος; » απάντησε άγρια ο Μπράιαν. ,,' Ετσι 1<1 αλλιώς εσύ και ΟΙ αντάρτικες μέθοδοί σου τα σκατώσατε όλα!»
342
ΣΑΡΚΑ&ΑΙΜΑ
Είχε χρόνια να αισθανθεί τέτοια οργή. Αν υπήρχε κάτι που να τον εξοργί ζει περισσότερο απ' την προδοσία, περισσότερο απ' το δόλο, περισσότερο από κάθε είδους πολιτική κατεργαριά που θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί, ήταν η
ανικανότητα. ΚΙ αν υπήρχε κάτι που να τον εξοργίζει περισσότερο απ' την
ανικανότητα, ήταν το να ανακαλύπτει πως Ι\ταν υποχρεωμένος να υποστηρί ξει και να δικαιολογήσει ανθρώπους που είχαν ενεργήσει σαν ανίκανοι. Χωρίς απολύτως καμία λογική αιτία
-
πέρα από την ανισόΡΡOπnKαI υπερ
ΣΥVαισθηματuaι προσκόλλησή της με τα γουρούνια -
η Λiλ.ι είχε θέσει σε κίν
δυνο ολόκληρη την πολιτική του σταδιοδρομία. Όταν ο Μπράιαν αναλογίστη κε όλο εκείνο το χρόνο που είχε σπαταλήσεl βγάζοντας για φαγητό δύσκο
λους αντmάλους , καλοmάνοντας τηλεοπτικούς σταθμούς, το NIOύσyOU1Κ και την Oυά01yκrOν Ποστ, όλο εκείνο το χρόνο που είχε σπαταλήσεl σε περιο
δείες , διαλέξεις και μεταμεσονύχτια ραδιοφωνικά προγράμματα, ένιωσε τ έΤOlα μανία που θα μπορούσε να είχε σπάσει κάθε διακοσμητικό που θα μπο ρούσε να φτάσει. Σχεδόν υπεροξυΥονονώταν και η συζήτηση διαι<:όπnKε για κάμποση ώρα, δίχως κανείς τους να κλείσει το τηλέφωνο.
Έπειτα από λίγο η Λiλ.ι είπε: « Μπράιαν
-
λυπάμαι αν σου προξένησα προ
βλήματα . Δεν το ήθελα. Έπρεπε, όμως , να κάνω μια δική μου δήλωση. Έπρεπε να αυτοεmβεβαιωθώ » . « Σε ποιούς;
Στον Ντιν πώς-τον-λένε;
Στην Χάριετ ;
Σ'
όλους τους
υπόλοιπους παλαβιάρηδες χορτοφάγους; »
<<' Εκανα μια συμφωνία με το διάβολο, Μπράιαν. Έκανα μια συμφωνία με σένα » . « Θες να πεις ότι ΣΥVΉψες σαρκική σχέση μ' ένα μέλος του Κογκρέσου,
προκειμένου να δεις τα παλαβά μειοψηφικά ιδανικά σου να υιοθετούνται ως νομοθεσία; »
«Γιατί μού φέρεσαι τόσο φρικτά;» φώναξε η Λiλι. « Πάντα μου έλεγες ότι
πίστευες και 'συ σ' αυτά!» <<'Ακου,
Λiλ.ι,
πιστεύω
στην
πολιτική
δέσμευση!
Πιστεύω
στον
επαγγελματισμό! Πιστεύω στο να φέρνουμε τα πράγματα σε πέρας! Πάνω απ' όλα, mστεύω στο να μη φέρομαι σαν ξεροκέφαλος , πεισματάρης ηλίθιος και να
καταστρέφω σχεδιασμό μηνών και επενδύσεις εκατομμυρίων δολαρίων! Είσαι καιωμαθημένη, Λiλι! Είσαι μαλθακή! Όταν κάνεις μια συμφωνία με το διάβολο δεν μπορείς να τη λύσεις και δεν μπορείς ποτέ να υπαναχωρήσεις, ποτέ » . Πνιγμένη στα δάκρυα η Λiλι είπε: «Δεν παύω να χρειάζομαι δικηγόρο ».
«Χριστέ μου, εσύ δε χρειάζεσαι δικηγόρο. Εσύ χρειάζεσαι ολόκληρο τον γαμημένο Δικηγορικό Σύλλογο » .
<<' lσως ο Κάπτεν Μπλακ απλά εmστρέψει» . « Στον ύπνο σου, Λiλι. Τούτη είναι η πραγματική ζωή. Φέρε στο μυαλό σου την χ ειρότερη πιθανή εκδοχή , κι έπειτα πολλαπλασίασέ την επί δύο . ΓoυρoΎVΊ Τέρας
Αφηvιάζει
σε
ΒρεφοκορεΙο.
343
Πειvασρέvο
Γουρούνι
Τέρας
GRAHAM MASTERTON
ΚαταβροΧθΙζει Καλόγριες σε Λ10vαστnρι . Σκατά, ΛJ.λJ.. Βάλε την φαντασία σου να δουλ έψει ». "Αν, όμως , τον ξαναnιάναμε -αν λέγαμε όη τον αφήσαμε μόνο κω μόνο ω ς δωφημlστΙKό κόλπο
-; »
"Λiλι, πώς θα τον ξαναπιάσουμε; Φοράω σπορ κοστούμι Τσερούη ΤΡlOήμι Ol Xlλlάδ ων δολαρίων, σωστά; Θες να αμολυθώ στο δάσος μ' ένα λά σο κω να
ε πιστρέψω το γιγαντωίο σου γουρούνι σπίη του, δεμένο στο πίσω μέρος τ η ς Φεράρι μου ;»
,, :Ξ:έρω ΠΟlOς είνω , Μπράων. :Ξ:έρω ποωνού εγι<εφαλnΩ1 διατομή του ε μφύτ ε υσαν» . " Κω σε η βοηθά αυτό; »
" Άκου, Μπράιαν. Ήταν ο Τζορτζ Πίρσον, τριών ετών. Άκουσα τους αστυ
νομιι<ούς που μιλούσαν με τον Γκαρ θ ΜάθlOυς όταν μας συνέλαβαν. Ο Τζορτζ Πίρσον ήταν το αγόρι που δολοφονήθηκε από τον πατέρα του σ ' ένα χωράφι » . « Γω θύμησέ μου ». " Πήρε όλα του τα πωδιά σ' ένα χωράφι κω τους έκοψε τα κεφάλια μ' ένα
δρεπάVl, πρέπει να το θυμάσω. Σκότωσε κω μερικούς άλλους , όμως μία από ης κόρες του ξέφυγε » .
"Νω » είπε προσεΚTlκά ο Μιιράων. ΆρΧΙζε να δείχνει ενδωφέρον. " Το θυμάμω » .
«Ε, λοιπόν, κοντεύαμε να ελευθερώσουμε τον Κάmεν Μπλακ , ότ αν ο Γκαρθ Μάθιους φώναξε " Έμw" - στην κυρι ολεξία ούρλιαξε. Κω το όνομα τ ης αδερφής τ ου Τζορτζ Πίρσον, εκείνης που επέζησε, είνω ΈμΙλι. Ο Κάmεν Μπλω< εξαγριώθηκε. ΚυΡlOλεκηκά» . «Δεν ήταν απλά φοβ ισμένος;» «'Οχι, καθόλου. Τον είχα καλμάρει, τον ηρεμούσα».
«Ομως Ο Γκαρθ Μάθιο υς φώναξε "Έ μw " κι εκείνος εξαγριώθηκε;» «Σωστά. Κι αργότερα, κρυφάκουσα τον Γκαρθ ΜάθlO υς να λέε ι στον άλλο
τύπο, το Νέιθαν Τάδε όη μάλλον ο Κάπτ εν Μπλω< θα αναζητούσε την ΈμΙλι». «Γιατί να το κάνει ;»
«Μπραιαν, δεν το πιάνεις . Μπορεί να μοιάζει με γουρούνι, αλλά μες στο κε φάλι του έΧει τη νοημο σύνη ενός αγοριού τριών ετ ών». «Αλήθεια το πιστ εύεις;» «Νω, το είδα. Αλήθ εια το πιστεύω» .
«Κω ανα ζητεί την αδελφή του , την ΈμΙλι;»
"nOlOV άλλον έχει,
πέρα απ' τη μητ έρα τ ου; Κι απ' ό ,η μου είπαν στο γρα
φείο του σερίφη , η μητέρα τ ου εξω<ολουθ εί να βρίσκετ ω στο νο σοκομείο» .
Ο Μπράιαν κοιταξε τ ον πίνακα με τ α παιδιά πο υ Χόρευαν. Τόση αθωότητα, τόση ευτυχία. «Λες, λοιπόν, ότι ο Κάπτεν Μπλακ θα προσπαθήσει να εντοπίσ ε ι τη μεγαλύτ ερη α δ ερφή τ ου ;» «Ακριβώ ς. Αυτό ακριβώς ».
344
ΣΑΡΚΑ
& ΑΙΜΑ
Ο Μπράιαν απέμεινε Υια μια στιγμή σκεφηκός. Ο Νιούτον εμφανίστηκε στο άνοιγμα της πόρτας της τραπεζαρίας και φώναξε απαλά: «Κύριε Κάνη.
Θέλετε να κρατήσω ζεστά τα ορεκτικά σας;» Ο Μπράιαν κούνησε το Χέρι και είπε: ,(Ο χι , ευχαριστώ, Νιούτον». Έτσι 1<1 αλλJ.ώς δεν του άρεσαν οι κροκέτες τούρνας η Υεύση τους έμοιαζε με μιοο
πηγμέvrι κόλλα για ταπετσαρίες. ,(Ακου, Λίλι», είπε, «γνωρίζεις τα πάνrα Υια τα Υουρούνια, σωστά; Πώς σκέφτονται, η μπορούν να κάνουν;»
«Φυσικά», είπε επιφυλακτικά εκείνη. «Noμiζεις όη ο Κάπτεν Μπλακ θα μπορέσει να βρει το δρόμο του προς το
Σίνταρ Pάmντς;»
"Δεν το αποκλείω. Τα Υουρούνια έχουν μια πραγμαηκά θαυμαστή αiσθη ση προσανατολισμού». «Θα ξαναΊιuρνoύσε σπίη του, στο σmη τον Πίρσον; Δε θα γνώριζε όη η
αδερφή του έχει τεθεί υπό την φροντίδα κάποιων;» ,(Ο χι , δε νoμiζω . Σε κάθε περίπτωση, σίΥουρα θα ξεΙ<1νούσε από κάποιο γνωσr.ό μέρος».
"Ωραία», είπε ο Μπράιαν. Σι<εφτόταν ΥρήΥορα, υπολόγιζε γρήγορα. "Το μόνο που πρέπει να κάνω είναι να κανονίσω να τεθεί υπό παρακολούθηση το σπίτι των Πίρσον. Αν εμφανισr.εί ο Κάπτεν ΜILλακ μπορώ να έχω μια ομάδα από χοιροκυνηΥούς Ι<1 ελεύθερους σιωπευτές, έτοιμους να τον αΊιιιμετωπί σουν' Ι<1 από δίπλα τον Τύπο. Ίσως καταφέρουμε να πεΡlOώσουμε κάτι απ' όλο τούτο τ' αναθεματισμένο φιάσιω». "Ποτέ δεν πίσr.εψες σε κάτι απ' όλα αυτά , έτσι δεν είναι;» ειπε η Λίλι . " Τι να σου πω;» αποιφίθηκε ο Μπράιαν. "Πίσr.ευα ότι μπορούσαμε να συνερyασr.oύμε για το κοινό μας συμφέρον. Τώρα φάνηκε ότι εl.χες άλλες απόψεις».
,,' Επρεπε να ελευθερώσω τον Κάmεν Μπλακ, Μπράιαν. Έπρεπε να δείξω
σr.Oν κόσμο πόσο απάνθρωπα είναι κείνα τα πεφάματα » . " Ω, αλήθεια ; Μάλλον του έχεις προκαλέσει πεΡlOσότερο πόνο και τρόμο
απ' ό,τι έχει υπομεινει ποτέ . Άκου -πρέπει να κάνω κάποια τηλεφωνήματα, να ΟΡΥανώσω το καρτέρι. Θα σου βρω και δικηΥόρο . Εν τω μεταξύ κάτσε ήσυχα, εντάξει;»
«Μπράιαν, σ' αΥαπώ, το ξέρεις. Ανήκω σε σένα».
Ο Μπράιαν ξεφύσnξε κοφτά και νευρικά. «Δεν νομίζεις πως είναι λiyo αΡΥά για κάτι
rtTOlO ;
Αν το Ζαπφ-Κάντι δεν εΥιφιθεί, θα Χάσω εκατομμύρω
δολάρια και η πολιηκή μου σταδιοδρομία ουσιαστικά θα τερματιστεί -Ι<1 όλα
εξαιτίας σου. Ν.ΥΟ παράξενα δεν μου δείχνεις την αΥάπη σου; » «Μπράιαν
-»
« Τελειώσαμε, Λίλι. Ζέχνα το.. Δεν νομίζω ότι άρχισε καν ποτέ. Θα σε βΥάλω με εΥΥύηση' θ' αναλάβω τα δικαστικά σου έξοδα. Μέχρι εκεί, όμως.
345
GRAHAM MASTERTON
Τελεlώσαμε». Δεν περίμενε την απάντησή της. Αντιθέτως, κατέβασε το ακουστlκό και
στάθηκε κοιτώντας τον ξύλινο τοίχο με ανεστίαστο βλέμμα .
Mnv χάvεις rnv
ψυχραψια σου, είπε στο εαυτό του. Σκέψου καθαρά. Έπειτα άρπαξε το τηλέ φωνο και το εκσφενδόνισε κατά μήκος του δlαδρόμου, κάνοντάς το xiλlα κομμάτια στον απέναντι τοίχο.
346
.14.
Το μαύρο κλειστό φορτηγό με τα φιμέ τζάμια σταμάτησε απένανn από την Παιδική Στέγη MακΚiνλεϊ στο κέντρο του Σίvταρ Pάπιvτς. Έστριψε κι έπειτα έκανε όmσθεν σε ένα στενό σοκάκι ανάμεσα στο κτίριο της Αγροτικής Τράπεζας και το Συγκρότημα Διαμερισμάτων Σίvταρ. Ο Μάρτυρας έσβησε τη μηχανή και σταμάτησε τους υαλοκαθαριστήρες, έτσι που το παρμπρίζ θόλωσε απ' τη βροχή.
"Εδώ είμαστε, σωστά; » ρώτησε η Γυμνή. «Ναι, εδώ είμαστε».
«Τότε εσύ 1<1 ο Μάρτυρας θα μπείτε μέσα και θα βρείτε πού κρατάνε την κόρη σου».
«Κι αν τη φρουρούν ή κάτι τέτοιο;» «Θα σας συνοδεύσει 1<1 ο :Ξ:ιφομάχος». Ο Τέρενς στράφηκε προς τη Γυμνή . «Δεν μπορώ να το κάνω. Δε θα μας
αφήσουν να μπούμε. Πρέπει να 'χουν κάποιου είδους ασφάλεια. Θα τηλεφω νήσουν στην αστυνομία. Θα μας σκοτώσουν» . «Πρέπει », είπε η Γυμνή· και η φωνή της, κατά έναν παράξενο τρόπο, θύμι
σε στον Τέρενς την ΟΧΟ1νοβάηδα απ' την ΤαΙνία ΕλβΙρα Μάνπγ.κaν, καθώς προσπαθούσε να πείσει τον εραστή της,
Σίξτεν,
ότι
έπρεπε να την
πυροβολήσει. «Πρέπει». (<Δε θα μας αφήσουν να μπούμε » , είπε ο Τέρενς μπερδεύovτας τα λόγια του. «Δε θα μας αφήσουν να μπούμε! Κοίτα μας! Με μάσκες!»
"Μη φοβάσαι, ο Μάρτυρας κι ο :Ξ:ιφομάχος θα βγάλουν ης μάσκες τους . Κι ο :Ξ:ιφομάχος θα κουβαλάει μόνο ένα ξίφος, κρυμμένο».
347
GRAHAM MASTERTON
"Δεν μπορώ να το κάνω», είπε ο Τέρενς. Βρισκόταν στα πρόθυρα του απόλυτου πανnωύ. Αισθανόταν λες και τα κύτταρα του αίματός του κυκλοφο ρούσαν μες στο κορμί του σαν αυτoκlνητα που τρέχουν με μεγάλη ταχύτητα
στον αυτοιανητόδρομο.
"Πρέπει». "Δεν μπορώ, αλήθεια δεν μπορώ».
«Εάν δεν το κάνεις, φ1λε μου, θα πεθάνουν χιλιάδες άνθρωπOl. Μπορείς να διαπιστώσεις από μόνος σου τι συμβαινει με τον καιρό. Ήδη ol σοδειές πλημμυρίζουν κωισοπεδώνοντω. Ξέρεις γJ.ατί. Προτού ασχοληθεί με 0,τιδΙ1-
ποτε άλλο, ο Πράσινος Ταξιδευτής πρέπει πρώτα να ασχοληθεί με κείνους τους ανθρώπους που τον απειλούν
-
εκείνους που αποτελούν απειλl1 γJ.α την
αγνότητα του γενεαλOγJ.Koύ του δέντρου. Υπάρχουν δυνατά, όρθια φυτά και υπάρχουν και γερμένα, άρρωστα φυτά και συ είσω το φυτό που άλλαξε τα πάντα. Εσύ και το σόι σου κάΠOlα μέρα θα καταστρέψετε τονγΟVlό, εκτός αν σας καταστρέψουμε πρώτα εμείς». Με έναν ασαφή, αποσπασματικό τρόπο ο Τέρενς νόμισε ότι άρχιζε να αντιλαμβάνεται γJ.α ποιο λόγο ήθελε τόσο πολύ την Έμιλι
ο Πράσινος
Ταξιδευτής. Είχε διαβάσει σε κάποια απ' τα βιβλία του γJ.α πωδιά του Πράσινου Τζάνεκ «που δεν είχανε μεγαλώσει με τον ορθό τρόπο, τον τρόπο του πατρός τους». Σε μερικά απ' τα παιδιά, η παραμόρφωση ήταν φανερή απ'
τη στιγμή της γέvvnσnς και οι γονείς τους τα είχαν στραγγαλίσει ή πνίξει. Το
1632,
στη Μπρυζ της Φλαμανδίας, είχε βρεθεί στο κανάλι κάτω από
την γέφυρα XόγJ.ζστρατ να επιπλέει ένα νεκρό μωρό. Η πλάτη του ιίταν καλυμ μένη με υγρά φύλλα· ης φλέβες κω τις αρτηρίες του διαπ ερνούσαν στριφο γυριστές ρίζες λαχαVlκών. Η καρδιά του ήταν κυριολεΚΤlΙζά πράσlVIΙ σαν πιπε
ρίτσα . Ο
'AVTOvl Βαν
ΝτάΙΙζ είχε κάνει με κάρβουνο ένα oιcir ao του μωρού, τ ο
οποίο μπορούσε Ιζω σήμερα να δει κανείς
στο ιδιαιτ ερο δωμάτιο του
Μουσείου ΓKρΈVΙγκε . Εκείνη τη φορά τα φυτικά γονίδια που ήταν αξεδιάλυτα μπλεγμένα με την υλική οντότητα του Πράσινου Ταξιδευτή, είχαν κυριαρχήσει πάνω στη εμφάVlση ενός από τους απογόνου ς του. Υπήρχαν, όμως, κω άλλα πωδιά, που τα διεστραμμένα γενετικά χαρακτη ριστικά τους ήταν πολύ λιγότερο εμφανή. Μόνο όταν έφταναν στην εφηβεία
παρουσίαζαν κάποια σημάδια ότι η μη ανθρώmνη πλευρά του Πράσινου Ταξιδευτή τα είχε επηρεάσει τόσο έντονα. Ο Τέρενς είχε ανωζαλύψει ένα γερμαVlκό φυλλάδιο του 190υ αιώνα, που λεγόταν αναφερόταν μια περίπτωσι1 στο Ντρένσταϊνφιρτ ,
Unheiligen
Κinder, όπου
ένα χωριό κοντ ά στο
Μίνστερ της Βεστφαλίας, όπου μια νεαρή αγροτοπούλα εαε ανωζαλυφθεί απ' τους γονείς της "να στριφογυρίζει στο κρεβάτι της, ενώ το δέρμα του προσώ
που της εαε ξεφλουδίσει, αποκαλύπτοντας ένα πράσινο κρανίο γεμάτο ρωγ μές ενώ μυτερά αγJ.ζάθια και κλαριά διαπερνούσαν το νυχτικό της από ρέσα». Το μαρτύριό της ήταν τόσο μεγάλο, που ο πατέρας της εαε αναγκαστεί να τη
348
ΣΑΡΚΑ
& ΑΙΜΑ
σκοτώσει μ' ένα τσεκούρι.
Παιδιά σαν ια εκείνα έτρεμε ο ΠράΟ1νος Ταξιδευτής ια εκείνα τα παιδιά είχε αποφασίσει να καταδιώκει και να καταστρέφει με μια ιεροτελεστία
«πυρός και Ο1δήρου». Ο ΠράΟ1νος Ταξιδευτής λαχταρούσε την ανθρώπινη ιδιότητα. Έμοιαζε με ναρκομανή σπρωγμένο από μια φρnααστncr'ι ανάγκη, που χρειαζόταν όλο και περωσότερα ανθρώπινα εντόσθια, για να επιβραδύνει την allcw.ΚTn ανάπτυ ξη των ριζών και των κονδύλων που περιπλέκονταν με τον οργανισμό του. Ο Τέρενς δεν ήταν βέβαιος τι είδους απειλή θα μπορούσε να αποτελεί για κείνον η Έμιλ!, σίγουρα, όμως, ο ΠράΟ1νος Ταξιδευτής έτΟ1 την αντιμετώ
πιζε -κι αν κάτι τέτοιο ήταν αλήθεια, έπρεπε να θεωρεί και τον Τέρενς ως κάποιου είδους aπειλή. Αν ο Τέρενς είχε γεννήσει ένα παιδί σαν την Έμιλ!, θα μπορούσε να γεννήσει και άλλο. Να γιατί ο Πράσινος Ταξιδευτής είχε χαρίσει τη ζωή στην Έμιλ! τη νύχτα που είχε σκοτώσει τη Μαίρη. Χρειαζόταν
την πρόΟ1<λησιl. της προκειμένου να κατασπαράξει τον Τέρενς,
όμως ο
Τέρενς δε βρισκόταν εκεί.
Ο Τέρενς είχε νιώσει την ανάγκη να Ο1<οτώσει την Έμιλ!, επειδή ήταν εγγονή του Τζάνεκ κι έτρεμε ότι θα τον ΠΡΟΟ1<αλούσε να μπει στο σπίτι και να σφαγιάσει όλη την οικογένεια. Τώρα, όμως, συνειδηΤΟΠΟlOύσε ότι η Έμιλ! θα
μπορούσε ν' αποτελέσει τη μoναδncr'ι του σωτηρία.
Στο πίσω μέρος του φορτηγού ο Τζάνεκ θρόιζε Kαιι
δεν μπορούσε να φανταστε{ κάτι ΥΟΊΓ γνώριζε, όμως , ότι
n
mo
αφύΟ1ΚΟ και παραμορφωμένο aπό εκεf
διατήρηση της αγνότητας των γόνων του είχε ζωτική
σημασία για την εmβίωσή του. Τα παιδιά δεν έπρεπε ποτέ να επαναστατούν.
Έπρεπε πάντα να υποτάσσονται στο θέλημα του Τζάνεκ. Το πρώτο παιδί που θα αρνιόταν να του ανοίξει την πόρτα αφού χτυπούσε, θα ήταν το πρώτο παιδί που θα τον έκανε να λιμοκτονήσει από έλλειψη ζωής και θα του στερούσε την πιθανότητα να ξαναγίνει άνθρωπος. Το πρώτο παιδί που θα τον aπαρνιόταν' θα επέτρεπε σε κείνες τις ρίζες να στριφογυρίσουν ακόμα βαθύτερα μες στις αρτηρίες του' και σε κείνα τα ι<λαριά να διαπεράσουν τον εγl.<έφαλό του . "Είσαι έτοιμος να ξεκινήσεις;,} ψιθύρισε η Γυμνή. «Θα γνωρίσεις τρομερά μαρτύρια αν δεν το κάνεις" .
«Εντάξει» , ψιθύρωε ο Τέρενς . Το πρόσωπό του ήταν καλυμμένο aπό ιδρώτα. <<Δε θα μας κάνετε και<ό, όμως " .
Ισως ναι, ίσως όΧΙ » , είπε
n
Γυμνή. Ομως ο Τζάνεκ θα σας αφήσει και
τους δύο να ζήσετε, με την προϋπόθεση ότι θα συμμετάσχετε στην ιεροτελε στία του εξαγνισμού της γενιάς κι ότι θα ορκιστείτε πως δεν θα κάνετε παιδιά , κανείς από τους δυο σας και, ακόμα, υπό την προϋπόθεση ότι θα φύγετε
μαιφιά aπό τούτο τον τόπο, σε μια πόλη που δε θα υπάρχουν aYPOΚTll.llaTQ
r'!
βοσκοτόmα. Είσαι το σάπιο, παραμορφωμένο φυτό ' κι η κόρη σου είναι το
σάπιο και παραμορφωμένο βλαστάρι».
349
GRAHAM MASTERTON
«Πότε ξανάφησε ο Τζάνεκ κάποιον να ζήσει;» ρώτησε ο Τέρενς. «Τούτη τη φορά ίσως το κάνει. Πρέπει, όμως, να βεβαιωθεί όη έχετε
λάβει μέρος στην ιεροτελεστία του εξαγνισμού κι ότι θα φύγετε από τούτο τον
τόπο για πάντα». Ο Τέρενς στράφηκε και κοίταξε το σκοτεινό, θαμνώδες περίγραμμα του Πράσινου Τζάνεκ. Η βροχή χτυπούσε στην οροφή του φορτηγού' ο Λεπρός έβηχε κι έφτυνε. Ο Τέρενς γνώριζε πως ο Τζάνεκ ήταν πανούργος κι ανέντι μος και δύσκολα μπορούσε να πιστέψει ότι στ' αλήθεια θ' άφηνε εκείνον και την Έμιλι να φύγουν. Είχε, όμως, ελάχιστες επιλογές. Απ' όσα είχε διαβάσει, γνώριζε ότι όποτε κάποιοι αρνούνταν να δώσουν στον Πράσινο Ταξιδευτή ό,η επιθυμούσε, οι συνέπειες ήταν συνήθως ολέθριες. Στα τέλη του Μεσαίωνα είχαν πεθάνει από πείνα χιλιάδες άνθρωποι σ ' ολόκληρη την Κεντρική Ευρώπη εξαιτίας μιας ασθένειας της πατάτας -κι όλα αυτά επειδή κάπΟlΟς αγρότης είχε προτιμήσει να κάψει ζωντανή την κόρη του μέσα σε μια θημωνιά, παρά να την αφήσει στον Πράσινο Ταξιδευτή.
Η βροχή συνέXlζε να σφυροκοπά την οροφή του φορτηγού και ο Τέρενς ήξερε όη δεν θα κόπαζε, παρά μόνο όταν ο Πράσινος Ταξιδευτής θα έβρισι<ε την εγγονή του. Ήδη οι όΧθες του Μιζούρι είχαν ξεχειλίσει σε εικοσιοκτώ δια φορετικά σημεία και Xlλιάδες στρέμματα αγροτικής γης !3ρίσι<ονταν βαθιά
κάτω aπ' το νερό. Ο Τέρενς κοίταξε το ρολόι πάνω στο ταμπλό. Η ώρα ήταν
2:17'
άΡXlζε να πεινά και να διψά. «Εντάξει», είπε. «Ας το κάνουμε, όσο ακόμα
μπορούμε».
Ο Μάρτυρας έβγαλε τη μάσκα του. Από κάτω, το πρόσωπό του ήταν σχεδόν τόσο λευκό όσο κι η μάσκα, με επιδερμίδα απαλή σαν αστίλβωτη πορ
σελάνη και μαύρα σλάβlκα μάτια. Το στόμα του έμοιαζε με θεόστενη OXlσμή και δεν είχε την παραμικρή έκφραση. Είχε δει τα πάντα, τα ΠlΟ βδελυρά
ανθρώπινα βίτσια, ης πιο aπεxθείς aπάτες και προδοσίες και παρ' όλα αυτά το πρόσωπό του δεν πρόδιδε τίποτα. Ήταν μάρτυρας και παρέμενε ασυγκίνητος. Ο Ξιφομάχος έβγαλε και κείνος τη μάσκα του. Το πρόσωπό του ήταν
εντελώς διαφορετικό. Γωνιώδες, γεμάτο ουλές, με σουβλερή μύτη και γκρίζα γυαλιστερά μάτια. Είχε ένα ακανόνιστο γιφίζο γενάκι και αραιό γκρίζο μου
στάlΌ. Παρόλο που κοιτούσε τον Τέρενς ζωηρά, έτοιμος να αμυνθεί, το πρόσωπό του είχε την όψη νεκρής σάρκας, λες και, αν τολμούσε να το αyyi
ξεl, θα το ένιωθε μαλακό και σάπιο . «Πηγαίνετε», είπε η Γυμνή. « Προσέχετε όσο μπορείτε » . Ο Πράσινος Ταξιδευτής έβγαλε έναν αδύναμο, σφυριχτό ήχο, που τον ακολούθησε ένας ήχος σαν στάξιμο. Ο Τέρενς δεν τόλμησε καν να κοιτάξει προς το μέρος του. Το Μαχαίρι άνοιξε ης πίσω πόρτες και βγήκαν από το φορτηγό στη βροχή. Καθώς διέOXlζαν το θορυβώδη, γλιστερό δρόμο ο Μάρτυρας κι ο
Ξιφομάχος βάδιζαν δίπλα στον Τέρενς, αλλά εκείνος άκουγε ουσιαστικά τα
350
ΣΑΡΚΑ
&
ΑΙΜΑ
βήματά τους λiγo μπροστά του. Ήταν μόλlς ορατοί μες στην ανταύγεια και το φως της νύχτας και έμοιαζαν περισσότερο με δυο κινούμενες οιαές, παρά με
εmκίνδυνα καθάρματα του Μεσαίωνα. Μπήκαν
από
τις
περιστρεφόμενες
πόρτες
της
παιδικής
στέγης
ΜακΚινλεϊ και βρήκαν τον προθάλαμο με την καφέ μοκέτα άπλετα φωτισμέ νο, ενώ και στις δύο πλευρές του ήταν αναρτημένοι πίνακες διαιωσμημένOl
με δημιουργήματα παιδιών. Μια φαντασμαγορική ζωγραφιά με τίτλο
Ο
ΌσYKOΥVΤ Σέφαρπ χτΙζει ρια καλύβα δ[πλα στον Ποταρό ΣΙπαρ τιμούσε τον
ιδρυτή του Σίνταρ Ράmντς, απεικονίζοντας το σπίτι του πρώτου αποίκου με χτυπητό μοβ. Η ασύμμετρη ζωγραφιά ενός εργοστασίου έφερε τον τίτλο « Ο ρύλος αλεύρων βΡώJll1ς Νορθ Σταρ,
1872,
που σήμερα είναι η Εταιρεία
Κουάκερ (Ει<:εί που Δουλεύει ο Μπαμπάς)>>. Ο Τέρενς διέσχισε τον προθάλαμο κατευθυνόμενος προς ένα γραφείο
από φορμάικα, όπου μια τεράστια μαύρη με γυαλιά στερεωμένα στο μέτωπό της, πληκτρολογούσε κάτι σ' έναν επεξεργαστή κειμένου. «Μπορώ να σας βοηθήσω;» ρώτησε δίχως να σηκώσει το βλέμμα. Έπειτα
το σήκωσε, έβγαλε τα γυαλιά της και κοίταξε την εξωφρενική τριανδρία με απροκάλυπτη αποδοκιμασία
-κυρίως τον Μάρτυρα, τον οποίο κοίταξε
KατσOυφιασμέ:vη μες από μάτια σαν σχισμές, λες και πίστευε ότι θα μπορού σε να τον κάνει να εξαφανιστεί κατσουφιάζοντας. Και σχεδόν μπορούσε να το κάνει: μrας και το περίγραμμά του εξακολουθούσε να είναι ΟΙζΙώδες και ρευστό και τα μάτια του αιωρούνταν στον αέρα σαν θρόμβοι αίματος σε ένα γονιμοποιημένο αυγό κότας.
"ψάχνω για ένα κορίτοι ονόματι Έμιλ! Πίρσον», είπε ο Τέρενς. "Μ ου
είπαν ότι ίσως μένει εδώ». «Δεν μπορώ να δώσω πληροφορίες σε κανέναν, παρά μόνο στους συγγε νείς » , του είπε η ρεσεψlOνίστ.
«Μπορείτε, όμως, να μου πείτε αν βρίοι<:εται εδώ». «'Οχι, κύριε, δεν μπορώ. Δεν μπορώ να δώσω πληροφορίες σε κανέναν,
παρά μόνο στους συγγενείς». « Το ξέρω. Είμαι, όμως, ο -θείος της».
« Είστε ο θείος της; Μπορείτε να το αποδείξετε; » ,,'Οχι ακριβώς, όχι».
"Δεν μπορώ να σας δώσω καμία πληροφορία σχετικά με την Έμιλ! Πίρσον, μέχρι να μπορέσετε να το αποδείξετε». <<'Αρα βρΙσκεται εδώ;»
Η ρεσεψlOνίστ κούνησε το κεφάλι και ξαναγύρισε στην πληκτρολόΥησή της, ενώ τα πορφυρά νύχια της , που έμorαζαν με αρπακτικού, κροτάλιζαν
πάνω στα πλήκτρα. "Σας είπα. Πληροφορίες μόνο σε συγγενείς ».
Ο :Ξ:ιφομάχος έοιαιψε πάνω απ' τον πάγκο. Κρατούσε ένα μακρύ, λεmό, αστραφτερό στιλέτο και πίεζε την αιχμή του στο πλευρό του λαιμού της ρεσε-
351
GRAHAM MASTERTON
ψιovίστ, παρόλο που ο Τέρενς δεν τον είχε καν δει να το τραβά. Εκείνη πάγω
σε, τα νύχια της απέμειναν να αιωρούνται πάνω από το πληκτρολόΥιΟ και τα μάτια της άνOlξαν διάπλατ α.
Ο Τέρενς είπε: «Νομίζω ότι θα ήταν καλή ιδέα να μου λέγατε αν βρίσκε ται εδώ η ΈμW Πίρσον ή όΧΙ» . Εκείνη ξεΡOKατάnlε κι
tnEna
έγνεψε . "Ναι, εδώ βρίσκεται . Την έφεραν
χτες».
"Ωραία», είπε ο Τέρενς. «Που βρίσι<:εταl, λοιπόν, τώρα;» «Μόλις έφαγαν βραδινό. Μάλλον βρίσκεται στο
σαλόνι και βλέπει
τηλεόραση».
«Και πού βρίσκεται το σαλόνι;» "Προχωρl'ιστε στο βάθος, ανεβείτ ε την αριστερή σκάλα και έπεnα μπείτε στην πόρτα που θα βρείτε μπροστά σας».
Ο Τέρενς έριξε μια ματιά προς τη μεριά του δρόμου. Έπεl1α είπε: "Δε θα ειδοποιήσετε τους μπάτσους, έτσι δεν είναι;» "Α πα πα», έκανε η ρεσεψιoVΊστ, ενώ τα μάτια της στριφογύριζαν προς τα κάτω, ιωθώς πάσΧΙζε να δει τη λεπίδα με την οποία ο :Ξ:ιφομάχος κέντριζε το λαιμό της.
"Τι είπατε;» επέμεινε ο Τέρενς. «Είπα ότι δεν πρόκειτω να ει δο ποιήσω τους μπάτσους αυτό είπα».
«' Ετοι μου φάνηκε και μένα». Ο Τέρενς στράφηκε προς το Μάρτυρα και 'κείνος υπ έδ ειξε μ' ένα γνέψι
μο του κεφαλιού ότι έπρεπε να πάνε στο βάθος του κτιρίου και να βρούν την Έμw. Ο Τέρενς στράφηκε ξανά προς τον :Ξ:ιφομάχο και μόλις πρόφτασε να δει την αιxμfι τ ου μαχαιρι ού να ξεπροβάλλει από τ ο πίσω μέρος του λαιμ ού τ ης
ρεσεψιoVΊστ - μόλις πέντε έξι πόντους - κι
tncna να ξαναχάνεται απ' τα
μάτια του. Ο :Ξ: ιφ ομάχος σιωύΠlOε το λεπίδι στο σηκωμένο του μανίιο ιο έπει τα το ξανάχωσε: στη θήκη του . Δεν είχε δείξει το παραμικρό ενδιαφέρον
ενδιαφέρον Υια ό,τι είχε κάνει. Για λίγες στ ιγμές η ρεσεψ10VΊστ συνέχισε να
στέκεται όρθια, όμως έξαφνα, καθώς εκείνοι απομακρύνονταν, αναποδογύρι σε και σωριάστηκε
στο πάτωμα.
Οι
ώμοι της
ήταν σκεπασμένοι
από
γυαλιστερό αίμα.
,,' Ηταν ανάΥΙαι να την σκοτώσεις; » διαμαρτυρήθηκε ο Τέρενς, ψ1θυρίζο
ντας άγρια. «Δεν σου 'φτωξε σε τίποτα!» Ο :Ξ:ιφομάχος έσπρωξε τον Τέρενς προς τα πίσω, Υια να του δείξει ότι θα έκανε ό,τι ήθελε , όποτε ήθελε. Ο Τέρενς παραπάτησε 10 έπεl1α συνέχισε να διασχίζει το διάδρομο ανάμεσα από ακόμα περισσότερες παιδικές ζωγρα
φιές ιο ένα τεράστιο πίνακα ανακοινώσεων που ανακοίνωνε ότι «Είμαστε τα παι διά του ΜακΚίνλεϊ : Ευτυχισμένα και Αγαπημένα».
Άκουσαν παιδικές φωνές να τραγουδούν
" ... Ο
γεωργός πάει στΟΥ αγρό,
στΟΥ αγρό, στΟΥ αγρό ... ». Έπειτα ανέβηκαν μια μικριΊ σειρά από σκαλιά και
352
ΣΑΡΚΑ&ΑΙΜΑ
πέρασαν από
ένα
ζευγάρι περιστρεφόμενες πόρτες.
Το
δωμάτιο ήταν
μισοσκότεινο και γεμάτο παιδιά που ι<άθονταν σε διαλυμένες πολυθρόνες, καναπέδες και πουφ. Παρακολουθούσαν το Ιvτιάνα Τζόουνς και ο ναός του
Χαμένου Θπσαυρού, σε μια ογκώδη, παλιά τηλεόραση. Ήταν τόσο απορροφη μένα απ' τη σκηνή της ανθρωποθυσίας, που σχεδόν κανένα τους δε γύρισε καθώς ο Τέρενς, ο Μάρτυρας κι ο :Ξ:ιφομάχος μπήκαν μέσα κι άρχισαν να κοι
τάνε επιτακτικά κάθε παιδί, προσπαθώντας να εντοπίσοιΝ την Έμιλι. Ο Τέρενς σκέφτηκε: Παρακαλώ, Θεέ μου, μπ μου πεις όπ δε βρΙσκεΤQ1
εδώ. Όμως εκείνη τη στιγμή ένα κορίτσι που καθόταν σ' ενα πουφ κοντά στην οθόνη της τηλεόρασης έστρεψε το κεφάλι της για να δει τι σννέβαινε, και ήταν εκείνη.
Ήταν λες και όλα διαδραματίστηκαν σε αργή κlνηση. Γούρλωσε τα μάτια της, άνοιξε το στόμα, σηκώθηκε από το πουφ και άρχισε να τρέχει προς την πόρτα που βρισι<όταν στην απέναντι μεριά του σαλονιού. Ο Τέρενς σχημάτισε ένα χωνί με τα χέρια γύρω από το στόμα του και φώναξε: «'ΕJ1μJ1ι.ιλλλ.ιΙll!!!" Ο Μάρτυρας όρμησε κατά μήκος της αίθουσας, ενώ το λευκό πανωφόρι του τυλιγόταν και ξετυλιγόταν σαν τον τρίγιω ενός ιστιοφόρου στην ανοικτή θάλασσα κι ο :Ξ:ιφομάχος τράβηξε το μαχαίρl του. Το μαχαίρl στριφογύρισε αργά σχίζοντας τον αέρα και καθώς στριφογυρ
νούσε άστραφτε. Για ένα κλάσμα του δευτερολέmου ο Τέρενς πίστεψε ότι ο :Ξ:ιφομάχος την είχε σκοτώσει, ότι θα της τρυπούσε την καρδιά. Όμως το μαχαίρι διαπέρασε το μανίκι της ροζ μπλούζας της και την κάρφωσε στην
πόρτα, μ' ένα γδούπο που θύμιζε τον
nxo
που κάνει το καπάκι του φέρετρου
όταν κλείνει. Ο Τέρενς δεν έπρεπε να έχει φοβηθεί. Γνώριζε ότι ο :Ξ:ιφομάχος δεν μπορούσε να την σκοτώσει: όχι ώσπου εκείνη να προσφέρει ελεύθερα τον εαυτό της. Κ1 επίσης γνώριζε ότι δεν ήθελε να τη σκοτώσει: όχι μέχρι εκείνη
να προσφέρει τη ζωή του Τέρενς ως δώρο προς τον αδηφάγο παππού της. «Μπαμπάκα", είπε η Έμιλι με πρόσωπο πανιασμένο, τρομοκρατημένη.
Μερικά παιδάιαα άρχισαν να ουρλιάζοιΝ, κάποια έβαλαν τα κλάματα, τα περισσότερα, όμως, παρέμειναν σιωπηλά. Ο Τέρενς διέσχισε αργά την αίθουσα. Η Έμιλι τραβnxτηκε φοβισμένη
μακριά του, ενώ το βλέμμα της πετούσε από 'δω κι από 'κει, αναζητώντας μια
δίοδο δlOφυΥής. Μπορούσε να κατ αλάβει το λόγο. ΕυΧόταν να υπήρχε κάποιος τρόπος να της εξηγήσει, απλά, όμως, δεν υπήρχε. Πρέπει να σε πάρω επειδή ο παππούς σου είναι μισός άνθρωπος, μισός θάμνος κι έχει ανάγκη από τα σωθικά σου για να κρατηθεί στη ζωή; Πρέπει να σε πάρω επειδή, αν δεν το κάνω, χιλιάδες άνθρωποι θα ΧάσοιΝ το βιός τους κι εκατοντάδες περισσότερOl μπορεί να ΧάσοιΝ τη ζωή τους;
Πρέπει να σε πάρω επειδή η ζωή σου είχε δεσμευτεί απ' τη μέρα που γεν
νήθηκες και δεν έχεις καμία επιλογή, παρά μόνο να υποΟϊ εις ης σννέπειες της απληστίας του παππού σου και της ανικανότητας του πατέρα σου;
353
GRAHAM MASTERTON
,<'Ellw»,
είπε ο Τέρενς απλώνοντας το χέρι, "θα μας αφήσουν να φύγου
με . Δε θα σε πειράξω, γλυκιά μου. Δεν είναι πια ανάγκη» . Ο :Ξ:ιφομάχος άρπαξε τον ώμο του Τέρενς και έδειξε με το δάχτυλο την πόρτα, σε μια ένδειξη όη έπρεπε να πάρουν την Έμlλ.ι και να φύγουν αμέσως απ' το κτίριο. Έπειτα βάδισε προς το μέρος της, τράβηξε το μαχαίρι του απ' το μανiιo της και την έσπρωξε προς τον Τέρενς λες κι ήταν ένα τσουβάλι αλεύρι. Ο Τέρενς προσπάθησε να την πιάσει, όμως εκείνη στριφογύρισε για να του ξεφύγει. ,(OXI!» ψιθύρισε.
"Δεν καταλαβαίνεις, γλυιοά μου. Είν' αλλιώς τώρα». Εκείνη τον κοίταξε ιο ο Τέρενς διέκρινε στο βλέμμα της κάη που δεν
κοταλάβαινε' κάη που τον τρόμαξε. Για μια στιY}lrί δεν έμοιαζε με την Έμιλι. Έμοιαζε με τη μάσκα ενός μωμόγερου , μέσα απ' τα μάηα της κοιτούσε
κάποιος άλλος. Ο Τέρενς έκανε στο πλάι και κοίταξε συνοφρυωμένος το Μάρτυρα, όμως εκείνος του έγνεψε με παγερή ανυπομονησία να βγει απ ' το σαλόνι κι όλοι μαζί πέρασαν απ' ης περιστρεφόμενες πόρτες, κατέβηκαν τη σκάλα και προσπέρασαν τη ρεσεψιόν. Ο Τέρενς προσπάθησε να μη δει το
:Ξ:ιφομάχος δεν ήξερε μόνο από ξίφη' ήξερε
αίμα,
Kal
αλλά ήταν αδύνατο.
Ο
από αρτηρίες και πού να ης
βρει και πώς να ης χαράξει, ώστε μέσα σ' ελάχιστο χρόνο να ξεπεταχτούν
από μέσα τους συντριβάνια αίματος.
Βγήκαν από το κτίριο και διέσχισαν το δρόμο. Ένας ταξιτζής τούς κόρναρε ιο έπειτα φώναξε: ,<' Ει! Θέλετε να σκοτωθείτε;»
Ο Ξlφομάχος στάθαι<ε, γύρισε και τον κάρφωσε με το βλέμμα. Το σαγόνι του ταξιτ ζή έπεσε αργά,
έπειτα ξανάκλεισε και κείνος επιτάχυνε κι
ανηφόρισε τη lΟη Οδό με τα υγρά του λάστιχα να στριγγλίζουν. Ο Τέρενς είχε το κεφάλι κατεβασμένο και δεν έλεγε κουβέντα. Ο Μάρτυρας τον ακολουθούσε από κοντά. Οδήγησε την Έμlλ.ι στο σοκάκι και άνοιξε ης πόρτες του φορτηγού.
Με φωνή που πρόδινε τρόμο η Έμιλι είπε: "Μπαμπαιω
-
δε θα μου
κόψεις το κεφάλι, έτσι δεν είναι; » ,,'Οχι γλυκιά μου, δε θα το κάνω»> απάντησε εκείνος. "Δεν ξέρω , όμως , τι
θα συμβεί στη συνέχεια. Ο παππούς σου είν' εδώ. Ο πραγματικός σου παπ πούς , ο Πράmνος Ταξιδευτ ής. Και κείνος θ' αποφασίσει η θα συμβεί στη συνέχεια »,
Ο Ξιφομάχος ιο ο Μάρτυρας ανέβηκαν στο φορτηγό.
Ο Μάρτυρας
ξαναφόρεσε τη μάσκα του, κάθησε στο κάθlσμα του οδηγού κι έβαλε μπρος .
Ο Θεραπευτής γύρισε προς τα πίσω με πρόσωπο χλομό σαν καντήλι. «Μπαμπάκα, φοβάμαι».
"Και 'γω, γλυιαά μου. Ας το ρισκάρουμε, όμως. Ο Πράmνος Ταξιδευτής προσφέρθηκε να μας χαρίσε ι τη ζωή. Θα μας αφήσει να φύγουμε, αρκεί να
φύγουμε από την Αϊόβα και να πάμε να μείνουμε στην πόλη, ίσως στο
354
ΣΑΡΚΑ
& ΑΙΜΑ
Kλiβελαντ ή κάπου αλλού, ή στην Ιντιανάπολη». «Αυτό είν' όλο;» «' ΕτΟ1 νομίζω». Η ΈμΙλι ανέβηκε στο φορτηγό, ο Τέρενς την ακολούθησε και το Μαχαίρι έκλεισε τις πόρτες. Τότε ήταν που ο Τέρενς θα 'πρεπε να 'χει καταλάβει ότι η ΈμΙλι είχε αλλάξει. Κανένα άλλο εντεκάχρονο κορίτΟ1 δε θα 'χε σκαρφαλώ
σει με τόση άνεση σ' ένα κατασκοτεινό φορτηγό, που μία του γωνΙά καταλάμ βανε ένας Ο1<οτεινός θάμνος που θρόιζε και
llia
άλλη μια λιπαρή, κουκουλω
μένη νοσηρή μορφή, που έβηχε κι ανέδιδε τη δυσοσμία της λέπρας.
3εκίνησαν μες στη βροχή. Η Γυμνή άπλωσε το χέρι της και άYVlξε τα Χέρια της ΈμΙλι και είπε: « Είσαι παγωμένη, αγάπη μου ».
«Δεν είμαι αγάπη σου και είμαι πάντα παγωμένη». « 3έρεις γιατί βρίσκεσOl εδώ , έτΟ1 δεν είνω ;»
"Ναι» . « Κάτι πήγε στραβά, ΈμΙλι . Δεν έφταιγες εσύ. Όταν ο πατέρας σου γεννή θαι<ε δεν βγήκε όπως έπρεπε ιο έτΟ1 ούτε 'συ ούτε η Λίζα ούτε ο Τζορτζ βγή κατε όπως θα 'πρεπε».
Έστριψαν νοτιοανατολικά στην οδό Μάουντ Β έρνον. Η ΈμΙλι κοίταξε προς τον Τέρενς λες ΚΟΙ έψαχνε επιβεβαίωση ότι όσα έλεγε η Γυμνή ήταν αληθινά' όμως ο Τέρενς κοίταξε ηθελημένα από την άλλη, έξω από το παρ
μπρίζ. Δεν ήξερε τι είχε σκοπό να τους ι<άνει ο ΠράΟ1νος Ταξιδευτής γνώρι ζε, όμως, ότι ο τελετουργικός εξαγνισμός δεν ήταν διόλου εύκολη υπόθεση ' κι όη υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να σκοτωθεί τόσο εκείνος όσο και η ΈμΙλι , Τα γεννήματα ήταν πάντοτε πιο σημαντικά απ' τους ανθρώπους που τα καλ λιεργούσαν' ΚΟΙ σ' ολόκληρη την ανατολική Αϊόβα το Χώμα ήταν διάσπαρτο με
τα οστά των αγροτών που είχαν δώσει τη ζωή τους για μια πλούΟ1α σοδειά' και μερικών που είχαν δώσει ΚΟΙ την ψυχή τους. «Πού πάμε;}) ρώτησε η Έμιλι
<,Πίσω στο σπiτι σας», είπε η Γυμνή. «Και τότε θα μπορέσουμε να χτυπή
σουμε την πόρτα όπως είχαμε κάνει και πριν και 'συ θα μπορέσεις να μας καλέσεις να μπούμε» .
"Κι αν δεν το κάνω;»
«Θα το κάνεις», είπε πίσω απ' τη μάΟ1<Ο της η Γυμνή. ,(Ετσι κάνουν πάντα τα καλά l<ορίτσια» .
Ο Λουκ κτύπησε ελαφρά την πόρτα κι έπειτα μπήκε στο γραφείο όπου εδώ και μια ώρα και δέκα λεmά ο Γκαρθ και ο Νέιθαν είχαν στρωθεί στο διάβασμα. «Πώς πάει; » τους ρώτησε, κι ακούμπησε το ένα τεράστιο κωλομέρι του στην άκρη του γραφείου.
«Εντυπωσιακό», είπε τρίβοντας τα μάτια του ο Γι<ορθ κι έριξε ης τελευ ταίες σελίδες της μετάφρασης του ι<αθηγnτή Μρστικ ότο στυπόχαρτο μπρος
ποτέ . Θέλω να πω, ΠOlος ξέρει τι έχει σειρά ; ' Ισως μπορέ σουμε ν' αποδείξ ου με ότι υπάρχονν οι νεράιδες » .
"Πιστεύετε , λοιπόν, ότι όλη η ιστορία του Πράσινο Ταξιδευτή είν' αλή θεια; »
,(Οχι απολύτως» , είπε ο Γκαρθ . «Μερικά κομμάτια του θρύλου είναι παρα
τραβηγμένα. Σαφώς, όμως, διαθέτει κάπOlον KΕVΤΡΙKό πυρήνα αλ.rl.θειας. Απ' ό,τι φαίνετ αι, ο Πίρσον έλεγξε τις περισσότερες από τις πρόσφατες ιστορικές
συνδέσεις . Και πιστεύω όη όντως υπήρχε κάΠΟlOυ είδους πρωταρxuαι ιεροτ ε λεστία
V1Q
τη μετατροπή ενός ανθρώπου σε δέντρο
-
εμφα....-iζεται σε εmά ή
οκτώ διαφορετικές διηγήσεις, όλες γραμμένες σε διαφορεηκές εποχές . Συνέβαινε κυρίως στον
'AV10
Δoμlνικo, τ ην Αϊτή και τη Bρετανuαι Γουϊάνα,
αλλά έχονν αναφερθεί και μεμονωμένες περιπτ ώσεις στο Βόρειο Ημισφαίριο , κυρί ως στη Β οημία και τη Ρ ουμανία .
"Εκείνο που μ ' ενδιαφέρει περισσότερο απ' όλα είναι τ α γενετιστικά του
στοιχεία, που είναι πολύ oυσιασrΙKά και ιδιαίτερα λΟV1κά. Θέλω αΥ πω ότι τα βιβλία που μελετ ούσε ο Τέρενς Πίρσον ήταν πενήντ α, εξήντα, μερικά εκατό ετών. Όλα, όμως , ήτ αν κατηγορηματικά σr o ότι "άνθρωπος ι<αι θ άμνο ς ήσαν αλη θώς πεπλεγμένοι, ώστε να μην δι αιφίνονται εις εκ του ετέρου". Στ ο Σπέλμαν έχ ουμε κάνει κάποιου ς συνδυασμού ς ζ ωικών με φυτικ ά γoVΊδια . ΔημlOυργήσαμε ένα βάτραχο που κυριολεκπκά είχε στη ράχη του λειχήνες αντί V1Q δέρμα . Μπορούμε , όμως , να προχωρήσουμε παραπ έ ρα , πολύ παραπέ
ρα . Μιλάμε
V1Q
ζώα που να μπορούν ως ένα σημείο να φωτοσυνθέσουν' και
φυτά με υποτυπώδη σκέψη . Όλα είναι πιθανά , όλα γίνονται σήμερα" . Ο Λουκ είπε: « Νόμιζα ότι θα βάζατε τα γέλια . Νόμιζα ότι δε θα μ ε πιστεύατε ".
Ο Γκαρθ ανασήκωσε τους ώμους. Φαινόταν χλομός και κουρασμένος , και ήταν μελανιασμένος. « Πριν από δέκα, ακόμα και πριν από πέντε χρόνια, ίσως
Υα μην σας πίστευα. Όμως η γενετnαι έχει κάνει από τότε τεράστια βήματα
και κάθε μέρα προσπαθούμε να πετύχουμε και κάτι καινούΡV10 . Δείτε τον Κάπτεν Μπλακ» .
«Θ α τον έβλεπα, δόκτωρ Μάθιους , αν ήξερα πού να τον βρω ». «Πισrεύω ότι πηγαίνει σπίτι του», είπε ο Ντέιβιντ. «Και τι σε κάνει να το ωσrεύεις; »
«Πιστεύω ότι πηγαίνει σπίτι τ ου,
V1aTi
δεν έχει πού αλλού να πάει» .
«Δόκτωρ Μάθι ους ; » ρώτησε ο Λουκ.
Ο Γκαρθ ανασήκω σε πάλι τους ώμους. « Φαίνεται λΟV1κό . Ίσως θα πρεπε να 'χετ ε το νου σα ς στο σπίτι των Πίρσον». «Θα στείλω κανά δυο βο ηθούς
V1Q να
σr αση» .
356
'χουν απλά το νου τ ους σrην κατά-
ΣΑΡΚΑ&ΑΙΜΑ
Ο Γκαρθ είπε: «Ειδοποιήστε με μόλις κάΠΟlOς τον εντοπίσει, εντάξει; Ο Ραούλ 1<1 εγώ περάσαμε το μεγαλύτερο μέρος της
σταδιοδρομίας
μας
δημlOυργώντας τον Κάmεν Μπλακ Πάντα rnστεύαμε όη μετά την εισαγωγή της
ανθρώπινης
εγκεφαλικής ουσίας,
η συμπεριφορά του ίσως γινόταν
λιγότερο πειθήνια. Τώρα, όμως, έχουμε κι ένα μπαλαντέρ στη γενεηκή του δομή: το γεγονός ότι είναι πιθανόν να 'χει άμεση συΥΥένεια με τον Πράσινο Ταξιδευη'ι,
στον οποίο αναφέρετω συνεχώς
εκείνος ο Τέρενς Πίρσον.
Ειλικρινά, δεν υπάρχει τρόπος να προσδιορίσουμε αν πρόκειται γι' αγόρι, γου ρούνι, μυθικό μωμόγερο ή για κάποιο συγκεκριμένο συνδυασμό και των τριών». «Εκείνο που θέλω να ξέρω», είπε ο Λουκ, «είνω πώς μπορέσατε να χρη σιμοποιήσετε την εγιζεφαλιΚl'ι διατομή του μικρού Τζορτζ Πίρσον δίχως την
άδεια του Τέρενς ή της ΌAlρις Πίρσον;» « Κανονικά δε χρειάζετω η άδεια για τη χρήση ασήμαντων ποσοτήτω'l
ιστού από νεκρά σώματα, ούτε την ζητά κανείς», είπε ο Γκαρθ. «Για παράδειγ μα, είνω συνήθης πρακηκή να παίρνουμε τους αδένες της υπόφυσης απ' τα
πτώματα, να τους ΚΟVlΟΡΤΟΠΟlOύμε κω να φnάχνουμε ορμόνες, που με τη σειρά τους χρησιμοποιούντω σε φάρμακα γονιμότητας ή ουσίες για την προ ώθηση της ανάπτυξης. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα νούμερα που είδα, αφω ρούμε τακηκά τους αδένες της υπόφυσης από σχεδόν ένα εκατομμύριο mώ
ματα το χρόνο . Επίσης κατά τακτά χρονικά διαστι'ιματα παίρνουμε εγιζεφαλlKό ιστό από νεκρά σώματα και τον χρησιμοποιούμε σε διάφορες μορφές νευρο xειρoυργιΚl'ις, όπως τις μεταμοσχεύσεις μήνιγγας». «Δίχως να ερωτηθεί κανείς;» είπε έκπληκτος ο Λουκ.
"Δεν τα παίρνουμε και μαζί μας στον τάφο», neTΆXTm<:e ο Νέιθαν. Εκείνη τη στΙΥμr'ι , η αστυφύλακας Τζιν Λέμαν χτύπησε την ανοικτή πόρτα. Ήταν μια κοντόχοντρη KOΚΚlνOμάλλα, που πάντα θύμιζε στον Λουκ την Λορέ τα Σουίτ. Συνόδευε τη μωλωrnσμένη, χλομή και απογοητευμένη Λίλι Μόναρκ.
«Η δεσποινίς Μόναρκ ζήτησε να σας δει, σερίφη. Είπε ότι ήταν επείγον».
«Εντάξει, λοιπόν», είπε ο Λουκ, και σm<ώθηκε αργά από την άκρη του γρα φείου. "Τι μπορώ να κάνω για σας, δεσποινίς Μόναρκ;» «Πρέπει να σας μιλήσω», είπε η Λίλι με πολύ αδύναμη φωνή. "Σχετικά με τον Κάmεν Μπλαι<:». <<Ας βρούμε, λοιπόν, ένα γραφείο», είπε ο Λουκ. «Οχι, όχι. Δε με πειράζει να μιλήσω εδώ. Μπορεί ο δόκτωρ Μάθιους κι
εγώ να 'μαστε εχθροί όσον αφορά στη ζωοτομία κω τα πειράματα στα ζώα, αλλά -ίσως πρέπει να ακούσει ό,ΤΙ έχω να πω. Ίσως μπορεί να βοηθήσει». «Εγώ δεν έχω πρόβλημα», είπε ο Γκαρθ. «Γνωρίζετε τους άλλους δύο
κυρίους; Από εδώ ο Νέιθαν Γκριν, παθολόγος του Ιατρικού Κέντρου Μέρσι. Κι εκείνος είν' ο Υ'10ς του, ο Ντέιβιντ».
Ο Λiλl τους Χάρισε ένα κοφτό, περιφρονητη<:ό χαμόγελο. «Μόλις έκανα το τηλεφώνημά μου», είπε.
357
GRAHAM MASTERTON
«Μπορείτε να πείτε στη βοηθό τα ονόματα των δlΚl1γόρων σας» , είπε ο Λουκ. ,<Δεν έχω :ιnλήσει ακόμα με τους δικηγόρους μου. Τηλεφώνησα στο
γερουσlαστή Μπράιαν Κάνη. Πlθανώς γνωρίζετε όη είναι κάη σαν φίλος μου. Ή ήταν, τέλος πάντων».
" Συνεχίστε». "ο Μπράιαν είναι συγχυσμένος μαζί μου, επειδή aπελευθέρωσα τον Κάπτεν Μπλακ. Νομίζει όη η πρόξη μου θα θέσεl σε κίνδυνο ης ελπίδες του να εγκΡlθεί το νομοσχέδιο Ιaπφ-Kόντι από το ΚΟΥιφέσο την επόμενη εβδομά δα. Έτσι, aποφάσισε να mάσει μόνος του τον Kόmεν Μπλ.ακ».
"Α, ναι; Και πώς θα το κάνει;» «Θα παραφυλάεl έξω από το σπίη των Πίρσον με χοφοκυνηγούς κι ελεύ θερους σι
,c'Apa KQl
ο γερουσιαστής Κάντι Πlστεύεl όη ο Κάπτεν Μπλαι< κατ ευθύνε
ται προς το σπίτι του». ,,' Ετσι υπέθεσα».
"Kl
ο νεαρός Ντέlβιντ aπό δω υπέθεσε το ίδιο. Προσπαθούσε να φαντα
στεί τι θα έκανε ένα παιδί τριών ετών». "Και Ύω προσπαθούσα να φανταστώ τι θα έκανε ένα ενήλΙΙ<ος κάπρος ράτσας Πόλαντ Τσάινα».
Καθώς μίλησε,
n
φωνή της είχε έναν αλλόκοτο τονισμό, που δεν πέρασε
απαρατήρητος απ' το Λουκ. Προσπαθούσε να του πει κάπ κάτι που ήταν πολύ σημαντικό για 'κείνη, το οποίο , όμως, δεν ήταν κάτι που θα μπορούσε να ξεστομίσει εύκολα. "Πώς είναι δυνατόν να φανταστείτε τι θα έκανε ένα ενήλικος κάπρος; » τη ρώτησε .
Εκείνη παρέμεινε σιωπηλή για λίγες στιγμές ια έπειτα είπε : ,c' Ισως θα έπρεπε να κοιτάξετε για μένα στ' αρχεία σας». « Ναι; Και τι συΥι<εκριμένα θα 'πρεπε ν' αναζητήσω; »
"Το Γουρουνοκόριτσο», είπε η Λίλι. "Θυμάστε το Γουρουνοκόριτσο;» "Το θυμάμαι», είπε ο Νέιθαν.
cc'HTav πριν
από δεκαπέντε χρόνια, σωστά;
Στο Πρέριμπουργιc ή κάποιο παρόμοιο μέρος. Ένα εmάχρονο κορίτσι είχε βρεθεί σε κάποιο εντελώς aπoμoνωμένo ΧΟΙροτροφείο. Οι γονείς του είχαν πεθάνεl
nPlV από τρία χρόνια περίπου,
αλλά το είχαν μεγαλώσεl τα γουρούνια.
Ήταν περlOσότερο γουρούνι παρά άνθρωπος». «Σωστά», είπε
n
Λίλι. «' Εμαθε να εΠΙΚΟlνωνεi μαζί τους καταλάβαινε τι
ήθελαν' και μπορούσε να φανταστεί πού θα πήγαιναν αν ήταν μόνα, φοβlOμέ να ια είχαν ανάγκη από συντροφιά».
Ο Λουκ την κοίταξε εξεταστικά. "Θέλετε να πείτε ότι εσεΙς ήσασταν το ΓουρουνοκόΡlτσο;»
358
ΣΑΡΚΑ
& ΑΙΜΑ
Στα μάτια της Λiλι έλαμψαν δάκρυα.
"Ναι,
εγώ ήμουν εκείνο το
Γουρουνοκόριτσο». «Απ' ό,τι άκουσα, όμως, εκείνο το κοριτσάκι ήταν σχεδόν σαν γουρούνι.
Της πήρε χρόνια ψυχοθεραπείας μόνο και μόνο για να πειστεί ότι ήταν άνθρω πος».
«Εξακολουθώ να κάνω ψυχοθεραπεία. Αν αμφιβάλετε, μπορείτε να τηλε
φωνήσετε στο δόκτωρα Κοέν του Ινστιτούτου Σ ίνταρ». «Θα το κάνω», είπε ο Λουκ .•(Οχι πως δεν σας mστεύω, αλλά νομίζω ότι πρέπει να το ελέγξω. Δεν θέλω να μπλεχτείτε με κάτι που θα ανακόψει το
πρόγραμμα της θεραπείας σας. Η κομητεία θα μπορούσε να βρεθεί υπόλογη για την πρόκληση βλαβών».
Εκείνη είπε εν συντομία στον Γκαρθ και τον Λουκ τα ίδια που είχε πει και
στον Μπράιαν Κάντι
-
πώς είχαν πεθάνει οι γονείς της και πώς την είχαν ανα
θρέψει τα γουρούνια. Εκείνοι άκουγαν σιωπηλοί ΙΌ όταν η Λiλι τελείωσε, κοι τάχτηκαν μεταξύ τους συγιανημένΟllG εντυπωσιασμένοι.
Ο Λουκ χτύπησε ελαφρά το δείκτη του στο μέτωπό του. «Αρα, γνωρίζο ντας ό,τι γνωρίζετε για τα γουρούνια,
εκείνο που μας λέτε,
δεσποινίς
Μόναρκ, είναι ότι θα 'πρεπε να είστε σε θέση να προβλέψετε τι πρόκειται να κάνει ο Κάπτεν Μπλακ; » « Ετσι νομίζω». Σκούπισε τα μάτια με το μανίΙΌ της.
«Τον ελευθερώσατε' γιατί θέλετε να μας βοηθήσετε να τον ξαναπιάσου με; Αφού θα γυρίσει πίσω στο Σπέλμαν». «Θέλω νας σας βοηθήσω να τον ξαναmάσετε, επειδή έκανα ένα ηλίθιο σφάλμα όσον αφορά την κρίση μου για τον Μπράιαν - το γερουσιαστή Κάντι. Δε θέλω να κερδίσει όλη τη δόξα».
Ο Γκαρθ είπε: «Να υποθέσουμε, δηλαδή, ότι ο γερουσιαστής Κάντι φοβά ται ότι η σχέση του με άτομα , που πραγματοποιούν εmδρομές εναντίον ερευ
νητικών ιovστπούτων, θα επηρεάσει την έγκριση του νομοσχεδίου του; " Η Λiλι έγνεψε καταφατικά. «Μ' έλουσε με κάθε λογής βρισιά που μπορεί τε να φανταστείτε » . « Ε, ΙΌ εγώ θα μπορούσα να σας βρίσω», είπε ο Γκαρθ.
Εκείνη είπε: « Δε με νοιάζει πλέον αν δεν εmκυρώσουν το Ζαπφ-Κάντι. Νόμιζα ότι ο Μπράιαν ήταν ιδεολόγος. Νόμιζα ότι είχε κοινωνικές πεποιθή σεις, Το γεΥονός, όμως, ότι το Ζαπφ-Κάντι έχει προσχεδιαστεί έτσι ώστε να
προστατεύει τα ζώα, είν' απλή σύμπτωση. Απλά πρόκειται για ένα ακόμα νομο σΧέδιο που ακολουθεί το ρεύμα της εποχής. Έχει σΧέση με την προώθηση της πολιτικής σταδιοδρομίας του Μπράιαν, τελεία και παύλα» . « Φαίνεται ότι πράγματι σας έπεσαν τα λέπια απ' τ α μάτια», παρατήρησε ξ ερά ο Γκαρθ.
Ο Λουκ κοίταξε το ρολόι του. «Εντάξει »,
eme.
«Νομίζω ότι πρέπει να
δούμε τι συμβαίνει στο σπίτι των Πiρσoν. Μπορείτε να έρθετε και σεις ,
359
GRAHAM MASTERTON
δεσΠΟΙvlς Μόναρκ, είμαι, όμως, αναγκασμένος να εωμείνω να φορέσετε χει ροπέδες » ,
«Θα βάλετε τα δυνατά σας για να συλλάβετε ζωντανό τον Κάmεν Μπλαι<;» είπε ο Γκαρθ. Ο Λουκ τον κοίταξε με την στρυφνή, ασυγι<ίνητη έκφραση του σερίφη.
" Ελάτε τώρα», είπε ο Γκαρθ. « Τούτο το ζώο μάς έχει κοστίσει εκατομμύ ρια . Αποτελεί ένα θαύμα της εξωγενετικής χειρουργικής. Ο δόκrωρ Λαιωυτίρ
προτίμησε να θυσιάσει τη ζωή του, παρά να δει αυτό το γουρούνι να πεθαίνει» . "Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι θα δούμε πώς θα εξελιΧθούν τα πράγ ματα», είπε ο Λουκ. «Μπορώ , όμως, να τον ναρκώσω, αν μου δοθεί η ευκαιρία. Τότε δε θα είναι ανάγιαι να τον σκοτώσετε». "Εντάξει, λοιπόν, φέρτε αν θέλετε τον απαραίτητο εξοπλισμό για να τον ναρκώσετε. Αλλά δεν υπόσχομαι τίποτα». «Μπορώ να έρθω;» ρώτησε ενθουσιασμένος ο Ντέιβιντ. Ο Γκαρθ είπε: «Μπορεί να είναι καλή ιδέα, σερίφη. Ο Ντέιβιντ τα κατα
φέρνει καλά με τον Κάπτεν Μπλακ ή, μάλλον, με το μικρό Τζορτζ Πίρσοv». "Αρκεί να μείνεις μες στ' αυτοιανητο και να μην μπλεχτείς στα πόδια μας», επέμεινε ο Λουκ. Η ΛίλJ. κατευθύνθηκε προς το μέρος του Γκαρθ και του έτεινε το χέρι .
"Θέλω να πω ότι λυnάμαι για την τροπή που πήραν τα πράγματα» . Ο Γκαρ θ σήκωσε το βλέμμα πάνω της. «Δεν το πιάνετε, έτσι δεν είναι; Μόλις θέσατε σε κίνδυνο το έργο ολόκληρης της ζωής μου, για Χάρη κάποιας
συναισθηματικής ιδεολογικής μπούρδας. Και βέβαια γνωρίζω ότι τα γουρού νια είναι θνητά. Και βέβαια νοιάζομαι όταν υποφέρουν. Όμως ο ανθρώπινος πόνος που μπορούν ν' ανακουφίσουν είναι εκατομμύρια φορές μεγαλύτερος» . Η ΛίλJ. τράβηξε το Χέρι της. «'Οπως και να 'χει, λυπάμαι».
Χτύπησε το τηλέφωνο. Ο Λουκ το σήκωσε και είπε: «Ναι; Τι είναι; Έχω
δουλειά » . «Είμαι ο βοηθός Γουόλς, σερίφη. Μου ήρθαν δύο αναφορές
-
η μία απ' το
αεροδρόμιο, η άλλη από την πόλη».
«Καλές ειδήσεις ή σκατένιες ειδήσεις;»
"Σκατένιες νομίζω. Ο πιλότος ενός ιδιωτικού cλIKomtpou εντόπισε ανα τολικά του αεροδρομίου κάτι που έμοιαζε με καμιά εκατοστή αδέσποτα γου ρούνια, να κατευθύνονται βόρεια-βορειοανατολικά προς την πόλη. Φαίνεται ότι πρόκειται για τα ίδια γουρούνια που χτες το βράδυ προκάλεσαν το δυστύ χημα στην 76η Λεωφόρο. Η μόνη διαφορά είναι πως απ' ό,τι φαίνεται έχουν
αρχηγό
-
ένα πολύ μεγαλύτερο γουρούνι, ένα μεγάλο μαύρο μπάσταρδο,
τρεις φορές μεγαλύτερο από ένα φυσιολογικό κάπρο».
«Ο Κάmεν Μπλακ», είπε δυσαρεστημένα ο Λουκ. "Φαίνεται ότι βριίκε ακολουθία. Έχουμε στείλει δικά μας μέσα παρακολούθησης;»
360
ΣΑΡΚΑ&ΑΙΜΑ
«Προσπαθήσαμε να στείλουμε ένα ελlκόmερο, όμως ο καιρός επιδεινώ θηκε άσχημα. Ακόμα και το αεροδρόμιο έκλεισε. Στείλαμε κανά δυο τζιπ, όμως έχουν πέσει σε πολύ δύσβατο έδαφος».
«Σκατά. Τέλος πάντων, κάντε ό,τι μπορείτε. Τι λέει η άλλη αναφορά;» «Δεν θα σου αρέσει αυτό, σερίφη. Mόλlς πριν από είκοσι λεmά, τρεις άντρες εισέβαλλαν στον παιδικό Οίκο MακΚiνλεϊ. Τραυμάτισαν θανάσιμα την ρεσεψιoVΊστ, έπειτα μπήκαν στο σαλόνι και μαντέψτε ποιάν απήγαγαν». Ο Λουκ κάλυψε τα μάτια του με το κοντόχοντρο Χέρι του.
«Δεν το
πιστεύω », είπε. «Μη μου πεις την Έμw Πίρσον;» «Το βρήκατε με τη μία, σερίφη».
« Τους είδε κανείς τους τύπους; » "Κάμποσοι περαστικοί , τα περισσότερα παιδιά 1<1 ένας ταξιτζής. ΟΙ δύο είχαν λευκά πρόσωπα, ήταν ψηλοί και κάπως τρομακτικοί. Ο άλλος ήταν λεπτός, χλομός ια είχε κοντοκουρεμένα μαλλlά».
" ο Τέρενς Πίρσον», είπε ψιθυριστά ο Λουκ. «Mάλlστα, κύριε. Ο ταξιτζής τον αναγνώρισε από μια φωτογραφία της αστυνομίας. Είπε ότι έτσιια αλλlώς τον θυμόταν απ' την εφημερίδα » . «Οι άλλοι δύο;»
"ο ταξιτζής δεν ήταν τόσο σίγουρος. Είπε ότι Ύ1α κάποιο λόγο δεν μπο ρούσε να τους διακρίνει καλά». «Είδε κανείς το όχημα με το οποίο διέφυγαν;» «Ήταν ένα μαύρο κλειστό φορτηγό Σεβρολέτ, τελευταίο μοντέλο, με φιμέ παράθυρα. Δεν είχε αριθμό κυκλοφορίας». «Προς τα πού κατευθύνθω<αν;» «Εστριψαν βορειοανατολικά στην 4η Λεωφόρο, κι έπειτα εξαφανίστηκαν μες στην κυκλοφορία».
Ο Λουκ κατέβασε το αι<συστικό. Δεν είπε τίποτα. «Συμβαίνει κάτι;» ρώτησε πρόθυμα ο Γκαρθ .
«Ναι, νομίζω ότι όπου να 'ναι τα σκατά θα σκεπάσουν τα Kεφάλlα μας».
Το Εμπορικό Κέντρο Σίνταρ βρισκόταν πάνω σε μια φαρδιά, θαμνώδη λωρίδα
άγονης γης, που Ύ1νόταν όλο και πιο βαλτώδης, ώσπου τελιι<ά εΎ1cατέλεmε την προσπάθειά της να παραμείνει στεριά και βούλιαζε μέσα σ' ένα λασπωμένο, φουσι<ωμένο παραπόταμο του ποταμού Σίνταρ. Παρόλο που ήταν μόλις τέσσερις το απόγευμα, τα σύννεφα της βροχής
βρίσκονταν τόσο χαμηλά που όλα τα φώτα γύρω από το εμπορικό κέντρο είχαν ανάψει και Χάριζαν μια π ολύχρωμη λάμψη στην βρεγμένη επιφάνεια του πάρ
ΚΙΥΚ, ενώ τα ίδια αντανακλώνταν κόιaaνα και πράσινα στις γλυφές λιμνούλες του χωραφιού που βρισκόταν από πίσω.
Ο Κάπτεν Μπλακ στεκόταν χωμένος μέΧρι τα γόνατα σε μια από εκείνες
361
GRAHAM MASTERTON
ης λιμνούλες, με τους βαρείς μαύρους ώμους του καμπουριασμένους, ενώ τα αυτιά κω το ρύγχος του έσταζαν. Τα υπόλοmα γoυρoύv!.α γυρνούσαν γύρω του με προσοχή κω σεβασμό, γρυλίζοντας πότε πότε. Ο Κάπτεν Μπλακ γνώριζε ό,τι γνώριζε κω ο Τζορτζ Πίρσον
-
όη τα εμπο
ρικά κέντρα σήμαιναν φαγητό. Ο Κάπτεν Μπλω< δεν είχε φάει από αργά το πρωί κω το στομάχι του πονούσε. Παρόλο που συνήθως έτρωγε έως κω εφτά κιλά ζωοτροφής ημερησίως , συνήθως δεν σπαταλούσε τόση πολλή ενέργεια, τόσο για να τρέξει, όσο κω για να διατηρηθεί ζεστός.
Ύψωσε το ρύγχος του κω οσμίστηκε τον αέρα. Ο βορειοδυΤιι<:ός άνεμος μετέφερε την ευωδιά του φρεσκoψnμένoυ ψωμιού από ένα αρτοποιείο μες στο KTiplO' από μmφτέκια που ψήνονταν και πατάτες που τηγανίζονταν.
Έβγαλε μια βαθιά, βροντερή κραυγή κι άρχισε να βαδίζει αργά μες στο λασπωμένο, κατάφυτο χωράφι, με κατεύθυνση προς το εμπορικό κέντρο. Τα
υπόλοmα γoυρoύv!.α τον ακολούθησαν, αν κω τα περισσότερα ήταν πολύ πει νασμένα κι εξαντλΙ1μένα για να τον προφτάσουν.
Άρχισαν να διασxiζoυντo πάΡΙΌγι<. Τα πόδια τους κροτάλιζαν λες κω πλη σίαζαν διάβολοι με δlΧαλωτές οπλές. Εκείνη τη στιγμή έβγαινε από την κύρια είσοδο μια οικογένεια ντυμένη με αδιάβροχα, με κεφάλια σκυμμένα για να προφυλαχτεί από τον άνεμο και τη βροχή κω με τα καρότσια γεμάτα ως απάνω με ψώνια. Ένα από τα πωδιά τσίριξε: «Κοιτάχτε! Γoυρoύv!.α!» ΙΌ ο
πατέρας με τη μητέρα οπισθοχώρησαν από φόβο και σαστιμάρα, ενώ τα καρο τσάιαα τους συΥιφούστηκαν μεταξύ τους . Τα γουρούνια ξεπρόβαλλαν από το βροχερό μισοσι<όταδο κω τα μάηα
τους γυάλιζαν κατάμαυρα κάτω απ' το φως που έβγωνε απ' το εσωτερικό του εμπορικού κέντρου . Τα μεριά τους ήταν καλυμμένα με παχιά λΙπαρι'ι λάσπη
ενώ απ' τα μουσούδια τους έσταζαν σάλια. Οι αυτόματες γυάλινες πόρτες γλί στρησαν απαλά στο πλάι για να περάσουν κω κείνα όρμησαν τρέχοντας μες
στο εμπορικό κέντρο, σχεδόν καμιά εκατοστή από δαύτα, προτού προλάβει κανείς να σκεφτεί με ποιον τρόπο θα τα σταματούσε. Το εμπορικό κέντρο ήταν ζεστό, στεγνό, κατάφωτο κω γεμάτο κόσμο. Ήταν χτισμένο σε σχήμα σταυρού της Λοραίνης, με ένα μεγάλο κεντρικό διά
δρομο κω δύο μικρότερους που διαι<λαδώνονταν μέσα απ' αυτόν. Τα πατώμα τα ήταν επενδυμένα με λευκό μάρμαρο κω στο κέντρο του κυρίως διαδρόμου βρίσκονταν μαρμάρινες ζαρντινιέρες με φοίνικες, συντριβάνια κω ημιαφηρη μένα γλυmά που απεικόνιζαν την πολιτιστική ι<λl1ρoνoμιά του Σίνταρ Ράπιντς
-
Ινδιάνικα κανό , σκοτσέζικες πίπιζες κω τσέχικα υαλικά . Μαύρος σαν το Σατανά κω ρυπαρός σαν την Κόλαση , ο Κάmεν Μπλακ
στάθηκε καταμεσής
του εμπορικού κέντρου ΙΌ έμπηξε
ένα τραχύ,
οξύ
ουρλΙαχτό που έπνιξε ης κουβέντες, τα γέλια ΙΌ ακόμα κω τη σοροπιαστι'ι ορχηστΡlΙΌ'ι εκδοχή του «Ι
can' t Help Falling in Love with You»
απ τα μεγάφωνα.
362
που ξεχυνόταν
ΣΑΡΚΑ
& ΑΙΜΑ
Ούρλιαξε ξανά και ξανά και το ίδιο έκανε και η εξαγριωμένη, λασπωμέ
νη αγέλη που είχε συγκεντρωθεί γύρω του. Μια γυναίκα ούρλιαξε και μαζί με κάποια παιδιά έμπηξε τα κλάματα. Ένας άντρας φu')ναξε: «Γαμώ το κερατό μου! Ένα αναθεματισμένο τέρας!» Για ανθρώπους μεγαλωμένους με το ΡΕ! σε συvαyεppό, την AπεIλ.rί και τα ΣαΥόV1α τσυ ΚαρχαρΙα, δεν υπήρχε παρά μία αντανακλαστιιaί αντίδραση, που δεν ήταν άλλη από τον πανικό. Σηκώθηκε μια ανατρooαστllaί κραυγή ομαδικού φόβου, σαν ης κραυγές των επιβατών ενός αεροπλάνου, που έχουν πειστεί
ότι πρόκειται να πεθάνουν. Οι άνθρωποι άρχισαν να τρέχουν στον κεντρικό διάδρομο, με τα πόδια τους να σέρνονται και να χτυπούν με δύναμη πάνω στο
πλακοστρωμένο δάπεδο. Άρπαζαν παιδιά' παρατούσαν καροτσάκια γlα τα ψώνια ' πέταγαν παντού τσάντες και καλάθια. Ο Κάmεν Μπλακ είδε ανθρώπους να τρέχουν κι άρχισε να τρέχει και κεί νος. Το τρέξιμο τον έκανε να νιώθει όμορφα. Πρός το παρόν δεν έτρεχε στο κατόπι τους. Σε αντίθεση με την αγέλη των ισχνών και άγριων Μπέρκσαϊρ που
έτρεχαν δίπλα του, ο Κάmεν Μπλακ δεν είχε ακόμα φτάσει στο σημείο να τρώει οτιδήποτε θα ήταν σε θέση να χωνέψει. Έτρεχε κατά μήκος του κεντρικού διαδρόμου, σκορπίζοντας καρότσια γlα τα ψώνια, καθίσματα και παρατημένα καροτσάιαα μωρών. ΣUγl
με τους φοίνικες και τα συντριβάνια ια ένα απ' τα γλυπτά τού έγδαρε το αριστερό πλευρό, ματώνοντάς τον. Εκείνος βρυχήθηκε και ούρλιαξε' το ίδιο έκαναν και τα γουρούνια.
Οι πελάτες σκορπίζονταν προς όλες τις κατευθύνσεις. Δυο τρία γουρού νια όρμησαν στο αρτοπωλείο κι άρχισαν να καταβροχθίζουν τα κέικ και τα ψωμάιαα. Παντού τινάζονταν ψίχουλα και σπασμένα κουλουράκια. Ο Ηαλός διευθυντής προσπάθησε να διώξει τα γουρούνια μ' ένα σκουπόξυλο, όμως τότ ε
τέσσερα ακόμα όρμησαν τρέχοντας στο μαγαζί. Έπεσαν στα γόνατά του, τον έκαναν να Χάσει την ισορροπία του και την επόμενη στιγμή βρισκόταν πεσμέ
νος ανάσκελα, ενώ τα γουρούνια ξέσκιζαν το παντελόνι και την ποδιά του. "Φύγετε από πάνω μου! Φύγετε από πάνω μου!» τους φώναξε με οργή και φόβο. Τότε, όμως, ένα απ' τα Μπέρκσαϊρ άρπαξε το αυτί του με τα δόντια του
και του το έκοψε , μαζί με ένα κομμάτι απ' το ΤΡlXωτό της κεφαλής του' το πρώτο αίμα είχε χυθεί. Τα υπόλοιπα γουρούνια παράτησαν τα διαλυμένα και κατεστραμμένα γλυκά κι εrnτέθru{Qν στο διευθυντή ουρλιάζοντας λαίμαργα.
Κάποια γουρούνια όρμησαν μες στο Μακντόναλντς και αφού σκαρφάλω σαν πάνω στους πάγκους, άρχισαν να καταβροΧθίζουν τα ψωμάιαα γlα τα xάμπoυΡγl<ερ και τα ταιζμπουργκερ και να ξεσκίζουν κουτιά από πολυστυρέ νιο και σακούλες με τηγανητές πατάτες. Κάποιο Μπέρκσαϊρ προσπάθησε να αρπάξει τα μrnφτέκια κατευθείαν- απ' την πλάι<α της ψησταριάς. Το ρύ-Υχος του κάηκε τσιτσιρίζοντας ια εκείνο άρχισε να σκληρίζει και να στριφογυρνά πάνω στην ψησταριά, ενώ οι γουρουνόΤΡlXές του κατσάρωναν και κάπνιζαν,
363
GRAHAM MASTERTON
και τα πόδια
rc,u
τινάζονταν απ' τον πόνο.
Είκοαι ή τριάντα γουρούν1α καταδίωξαν γύρω στα έξι παιδιά μες στον Κόσμο του Μωρού. Τα γουρούν1α ήταν τόσο λιμασμένα που πάλευαν το ένα με το άλλο, για να περάσουν από την πόρτα. Στον Κόσμο του Μωρού δεν υπήρ χαν επιζώντες ούτε μάρτυρες. Όμως η βιτρίνα με τα βρεφικά παιχνίδια, τα κουνιστά αλογάΙGα και τις κούν1ες σε στιλ Νέας Ayyλiας, μουαι<εύτηκε έξαφ
να με αίμα και κομμάτια σχισμένης σάρκας. Ο Κάπτεν Μπλακ είχε φάει. Τρία ή τέσσερα γουρούν1α είχαν φέρει φρατζόλες, λουκάνικα και ζαμπόν, τα είχαν ρίξει στα πόδια του και 'κείνος
είχε μείνει στη θέση του
IG
είχε φάει με αξιοπρέπεια. Το εμπορικό κέντρο
είχε εΥιωταλειφθεί σχεδόν ολότελα και κείνος άρχισε να βαδίζει αργά κατά μήκος του κεντρικού διαδρόμου, γρυλλiζoντας απ' τα βάθη του λάρυγγά του. Ερχόμουν εδώ και ΠΡ1ν, ΤΟ θυμάμω -ήταν, όμως, πρνΠριν από τι; Εξαιωλουθούσε να μην μπορεί ν αντιληφθεί τι του είχε συμ βεί ' ι'1 ποιος ήταν ' ή Τ1 ήταν. Αισθανόταν δυνατός και πανίσχυρος, ωστόσο
αισθανόταν συνάμα τρομαγμένος και μικρός και δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί.
Η Έ]11.λJ. Η Έμw θα του έλεγε Τ1 ήταν. Εξακολουθούσε να βαδίζει αγέρωχα κατά μήκος του εμπορικού κέντρου, όταν άκουσε παράξενα ουρλιαχτά. Δεν έμοιαζαν με ουρλιαχτά γουρουνιού
ούτε κανενός άλλου ζώου. Του θύμιζαν κάτι συναρπαστικό , δεν μπορούσε , όμως, να προσδιορίσει τι. Συνέχισε να βαδίζει. Σε μια απ' τις βιτρίνες δίπλα του, πέντε γουρούνια κατασπάραζαν ένα πεσμένο κορίται, αιωρπίζοντας παντού αίματα. Κοίταξαν προς τα επάνω και το βλέμμα τους ήταν τρομερό, ενώ το αίμα έσταζε παχύ απ' τα λερωμένα σαγόvια τους. Απέστρεψε το βλέμ μα. Τον αηδίαζαν. Θεωρούσε ότι ήταν αδύναμα και άγρια, ήξερε, όμως, ότι
έπρεπε να φάνε ιαόλας. Άκουσε ανθρώπους να φωνάζουν και πόρτες ν' ανοίγουν. Είδε γαλάζια και κόΙGGνα φώτα ν' αστράφτουν. Είχε φτάσει σχεδόν στο τέλος του εμπορι κού κέντρου όταν είδε εmά ή οκτώ άντρες να ορμούν μέσα τρέχοντας
-
άντρες, ήξερε ότι τους έλεγαν άντρες. Παρατάχθαιων σε μια γραμμή στο
τέλος του κεντρικού διαδρόμου άρχισαν να του φωνάζουν. Εκείνος που βριαι<όταν στο κέντρο φώναζε πιο πολύ απ' όλους. «ΤζΙμ! Είναι έτοιμο το όπλο για ελέφαντες; Αν ετούτος ο μάγκας κάνει ένα ακόμα βήμα θα πάρει δρόμο για το κρεοπωλείο! Ρομπ, άρχισε να σαρώνεις τα l<ατα στήματα. Όποτε βλέπεις γουρούν1α πυροβόλησε και αι<ότωσέ τα!"
Ο Κάmεν Μπλαι< κοίταξ ε επίμονα τον άντρα στο κέντρο και προσπάθησε να του μιλήσει. Όταν βρισκόταν στο μαντρί του ο άντρας και το αγόρι είχαν προσπαθήσει να του μιλήσουν. Το αγόρι τού είχε πει πολλά ονόματα κι έπειτα είχε πει ,/Εμιλι». Μερικές φορές ΟΙ φωνές τους τον γαλήνευαν' όχι, όμως,
πολύ συχνά. Τις περισσότερες φορές τον τρέλαιναν. Δεν μπορούσε να σκε-
364
ΣΑΡΚΑ&ΑΙΜΑ
φτεί τι ήταν ΟΙ "άντρες " . Δεν μπορούσε να σκεφτεί τι ήταν " εκείνος ". Ήξερε, όμως, ότι δε συμπαθούσε τον άντρα στο κέντρο , εκείνο τον άντρα που όλη την ώρα φώναζε. Έκανε τρία απεrλnnKά βήματα προς το μέρος του ,
γύμνωσε τους χαυλΙόδοντές του κω ούρλιαξε μέΧρι που ΚΙ ο ίδιος κόντεψε να
κουφαθεί, επειδή έVlωθε πως έπρεπε να ουρλΙάξει . Ο άντρας στο κέντρο ήταν ο Τζον Χάζμπαντ, ο αρχηγός της αστυνομίας.
Επέστρεφε σπίτι του με το αυτοκίνητο έπεπα από μια μεγάλη σε διάρκεια σύσκεψη με την διεύθυνση κυκλοφΟΡΙακού σχεδιασμού της πόλης, όταν έπια
σε στον ασύρματό του μια επείγουσα κλήση από το εμπορικό κέντρο Σ ίντ αρ. Είχε αμέσως στρίψει επί τόπου κω είχε οδηγήσει μέχρι εκεί ' κω ήταν ένας
από τους πρώτους αστυνομικούς που είχε φτάσει επί Olαινής. Σχεδόν δεν μπορούσε να πιστέψει όσα έβλεπε . Είχε δει φωτογραφίες του Κάπτεν Μπλακ στις εφημερίδες, ποτέ, όμως, δεν είχε ΣΥVεIδηΤOΠOlήσεI ότι ένα γoυρoύvr ήταν δυνατόν να είνω τόσο τεράστιο
-
ούτε τόσο διαβολε
μένα άσχημο. Ο Κάπτεν Μπλω< είχε σχεδόν τον όγκο ενός μικρού λεωφο ρείου ΦολΙ<σβάγκεν' έκανε δυο τρία βήματα μπρος κω το υγρό, γλIΤOlασμΈVO
τομάρι του κυριολεκτικά άχνιζε. "Πίσω!" του φώναξε ο Τζον. Αλλ.ά ο Κάπτεν Μπλακ δεν έδειξε κανένα σημάδι ότι θα έκανε πίσω. Ένας από τους αστυνομικούς κρατούσε μια καραμπίνα. Ο Τζον φώναξε:
"Κ!ούζω< - τίναξέ του το κεφάλι στον αέρα! ΟΙ υπόλοιποι συνεχίστε να σημα δεύετε τα υπόλοιπα γουρούνια!» Εκείνη τη στιγμή ο Κάπτεν Μπλω< άρχισε να τρέχει προς το μέρος του ς. Τα πόδια του έτριξαν κω χτύπησαν πάνω στο μαρμάρινο δάπεδο . Το βλέμμα του ήταν καρφωμένο πάνω στον Τζον, λες κω ήθελε να το υποτάξει κοnώντας
τ ον άγρια. Ο Τζον ύψωσε τ ο σαραντατεσσάρι Mάyκvoυμ του με τα δυο του χέρια, σημάδεψε το κεφάλι του Κάπτεν Μπλακ κω πυροβόλησε . Η σφαίρα βγήκε από την κάννη με τ αχύτητα ογδόντα ενός Xlλroμέτρων το δευτερόλεπτο και τ' αριστ ερό αυτ ί του Κάπτεν Μπλακ τινάχτηκε μέσα σ' ένα σύμφυρμα από
αίμα και χόνδρους. Ο κρότος ήταν εKKωφαντlΚός. Ο αρχιφύλακας Κ!ού ζαι< πυροβόλησε ΚΙ εκείνος και πέτυχε τ ον Κάπτ εν Μπλακ στον αριστ ερό ώμο με μlα ολόκληρη ιmαταριά από Ol<άV1α. Ένα τερά στιο κομμάτι μυός τινάχτηκε προς τ α πάνω και ο Κάπτεν Μπλαι< ούρλιαξ ε απ' τον πόνο. Τώρα βρισκόταν σχεδόν επάνω του , τρέχοντ α ς με όλη τ ου την ορμή ΚΙ ο Τζον πυροβόλησε ξανά, όμως η σφαίρα εξοστρακίστm<ε στο πάτωμα κω
θρυμμάτισε την τεράστια τζ αμαρία από ενισχυμένο γυαλί τ ου ΦαΡl1ακείου Πέτρι . Ο Τζ ον προσπάθησε να βγει απ' την πορεία του γOυΡOίJVlOύ , όμως την
τελευταία στlγΊJ..ι-1 το _χw\J.ό του τραύμα από σφαίρα τ ον πρό δωσε και τ ο πό δι τ ου λύγ1σε από κάτ ω τ ου. Ο Κάπτεν Μπλακ συγιφούστm<:ε μαζί του με ταχύτη τα σχε δόν
32
Xlλroμέτρων την ώρα και τον έσπρω ξ ε μες στη τζαμαρία του
365
GRAHAM MASTERTON
Καταστήματος Καλλυντικών. Ο Τζον δεν πρόλαβε καν να ουρλΙάξεl. Ο Κάπτεν Μπλακ τον έσπρωξε
κατά μήκος του καταστήματος κω τον κάρφωσε σ' έναν τ εράστιο καθρέφτη, που έπιανε ολόκληρο τοίΧΟ. Ο Τζον ένιωσε τα πάντα μέσα του να συνθλiβo νται, λες και το στήθος του περιείχε μόνο κελύφη αυγών. Το τελευταίο που ένιωσε ήταν ο χαυλιόδοντας του Κάπτεν Μπλαι{ που μπηγόταν στο αυτί του.
Ο Κάmεν Μπλακ βρυχήθηκε και οπισθοΧώρησε. Ο Τζον γλiστρησε πάνω στον καθρέφτη, αφήνοντας ένα τριπλό ίχνος αίματος.
Για μια ατέλειωτη στιγμή, ο Κάmεν Μπλακ στάθηκε ανάμεσα στα συντρίμ μια απ' τα σπασμένα μπουl<αλάκια με τ' αρώματα, τη χυμένη πούδρα και τα σκορπισμένα κραγιόν και κοίταξε την αντανάκλασή του στον καθρέφτη. Αντίιφυσε ένα απαίσιο, τρομαιαlκό θηρίο, ένα θηρίο που τρόμαξε ακόμα και τον ίδιο. Έβγαλε έναν βρυχηθμό μες απ' το λαρύγγι του κι απομαιφύνθηκε
επιφυλαιαικά. Ο ώμος του πονούσε κι ήξερε ότι τώρα ήταν μεγαλύτερη ανάγιαι από ποτέ να βρει την Έμιλι. Το εμπορικό κέντρο αντηχούσε από τους πυροβολισμούς . Τα γουρούνια αποκλείονταν σε γωνίες όπου πυροβολούνταν και σκλήριζαν πανικόβλητα. Ο
Κάπτεν Μπλακ βγ:ήιι::ε από το κατάστημα με τα καλλυντικά, για να βρεθεί αντι
μέτωπος με μισή ντουζίνα άντρες που κρατούσαν περίστροφα και καραμπί νες .
Ύψωσαν τα όπλα τους κω τότε αντιλήφθηκε ότι θα του έκαναν κακό. Έβγαλε έναν τρομερό, οργισμένο βρυχηθμό και χίμηξε κατευθείαν επάνω τους.
Άκουσε τα όπλα τους να εκπυρσοκροτούν. Ένιωσε το βαρύ, οδυνηρό γδούπο απ' ης σφαίρες. Δεν ήταν, όμως, τόσο άσχημα πληγωμένος , ώστε να μπορέσουν να τον σταματήσουν. Έτρεξε προς την πλώVΉ είσοδο του εμπορι κού κέντρου, εξακολουθώντας να βρυχάται και κατευθύνθηκε προς τα φώτα, τη βροχή και τη λάμψη της κυκλοφορίας.
Ο αρχιφύλακας ΚJ.Oύζακ φώναξε: «Κλείστε τις πόρτες!" κι ένας άλλος αστυφύλακας κατέβασε το διακόmη που κλείδωνε τις αυτόματες πόρτες. «'Ετοιμοι
-
μόλις γυρίσει προς τα πίσω
-
ανοίξτε πυρ!" διέταξε ο αρχιφύ
λακας ΚJ.Oύζ αι<.
Ύψωσαν ξανά τα όπλα τους και σημάδεψαν. Όμως ο Κάπτεν Μπλακ δεν γύρισε προς τα πίσω. Ούτε καν κοντοστάθηκε.
Το μόνο που έβλεπε εμπρός
του ήταν ο ανοnαός αέρας και η ελευθερία, συΥιφούστηκε, λοιπόν, με τις τζα μένιες πόρτες, δίχως καν να λοξοδρομήσει.
Τρεις τόνοι γυαλιού εξερράγησαν σε εκατομμύρια αστραφτερά κομματά κια μ' έναν τρομερό κρότο. Για ένα δευτερόλεmο φάνηκαν σαν να αιωρού νταν στον αέρα. σαν μια διαμαντένια κουρτίνα. Έπειτα έπεσαν στο πάτωμα σχηματίζοντας μια θεαματική βροχή, ενώ ο Κάmεν Μπλακ είχε εξαφανιστεί στο μισοσκόταδο σαν καταστροφική σκιά.
366
ΣΑΡΚΑ&ΑΙΜΑ
Ο αρχιφύλακας Κ!ούζακ σχεδόν OύρλJ.αζε στον προσωmκό του ασύρματο: "XτυmίθηKε αστυνομικός! XτυmίΘηKε αστυνομικός! Το γουρούνι βγήκε από δω! Φέρτε μου βαρύ πυροβολικό, για τ όνομα του Θεού! Τουφέ1<1α για ελέφα
ντες, ό,ΤΙ να 'ναι! Και φέρτε περισσότερα ασθενοφόρα! Και κάΠ010υς που να ξέρουν να πυροβολούν!»
Το μαύρο φορτηγό σταμάτησε έξω από το σπίτι των Πίρσον και περίμενε μερι κά λεπτά με τη μηχανή του αναμμένη. Ο δρόμος ήταν βρεγμένος ια έρημος.
Στο σπίτι των Τέρπστρα τα παράθυρα ήταν σκοτεινά και η πρωινή εφημερίδα εξακολουθούσε να βρίσκεται πεταμένη στη μπροστινή αυλή μες στο πλαστικό της περιτύλιγμα. Ήταν εμφανές ότι κανείς δεν είχε αι<:όμα παρατηρήσει όη ΟΙ Τέρπστρα είχαν να εμφανιστούν από την προηγούμενη μέρα. Τελικά, η Γυμνή άγγιξε το Μάρτυρα στον ώμο και κείνος έσβησε τη μηχα
νή. «Νομίζω ότι είμαστε ασφαλείς πλέον», είπε στον Τέρενς. «Μπορούμε να ξεκουραστούμε για λίγο. Η ιεροτελεστία πρέπει πάντα να τελείται στο ενδέ κατο λεπτό της ενδέκατης ώρας. Ο αριθμός έντεκα ήταν ιερός για τους Βοημούς. Μπορούμε να περιμένουμε για την πιο απόκρυφη στιγμή».
Περίμεναν. Στα μπροστινά καθίσματα ο Μάρτυρας ι<αι ο Θεραπευτής τελικά αποκοιμήθηκαν. Έπειτα η κουκούλα του Λεπρού έπεσε προς τα εμπρός και η ανάσα του μεταβλήθηκε σε έναν πνιχτό, άρρωστο ρόγχο. Το Μαχαίρι παρέμεΙΥε ξύπνιο, ενώ το ξύσιμο και το θρόισμα στο πίσω μέρος του φορτηγού μαρτυρούσε ότι το ίδιο έκανε και ο Πράσινος Τζάνεκ. Όμως το
κεφάλι της Γυμνής έγειρε αργά στο πλάι, ώσπου τα μαλλιά της αναπαύτηκαν στον ώμο του Τέρενς .
Καθώς συνέβη αυτό, το μαλακό δερμάτινο πoυyyi που κρεμόταν απ' το λαιμό της έπεσε πάνω στο μπράτσο του. Εκείνος άκουσε τα νομίσματα μέσα να
κουδουνίζουν.
Περίμενε για
πολλή
πολλή
ώρα
μες
στο
σκοτάδι,
αφουγκραζόμενος τους μωμόγερους που κοιμούνταν, αφΟυΥιφαζόμενος το ανατριχιαστικό ξύσιμο του Πράσινου Τζάνεκ. Έπειτα, με τεράστια προσοχή, κρατώντας την ανάσα του, άπλωσε το αριστερό του χέρι, ώσπου ένιωσε το πoυyyi της Γυμνής. Το δερμάτινο κορδόνι στην κορυφή του ήταν πολύ σφιγμένο, εκείνος, όμως , κατόρθωσε να Χώσει τις άκρες του δείκτη και του μέσου του μες στο στόμιό του, και σιγά σιγά να το
ανοίξει. Όλη την ώρα το Μαχαίρι τον κοιτούσε, αλλά επικρατούσε πολύ βαθύ σκοτάδι στο εσωτερικό του φορτηγού, για να μπορέσει κανείς τους να αντιλη φθεί τι έκανε. Χούφτωσε το πoυyyi με την παλάμη του και το κούνησε απαλά. Τα νομί
σματα κύλησαν έξω
1<1
έπεσαν πάνω στις κουβέρτες που κάλυπταν το δάπεδο
του φορτηγού, δίχως να βγάλουν ήχο. Προσπάθησε να πι.άσει ένα τους, όμως εκείνο γλίστρησε ανάμεσα απ' τα δάχτυλά του.
367
GRAHAM MASTERTON
Έγειρε προς τα πίσω και προσπάθησε να χαλαρώσει, παρόλο που έτρεμε. Δε μπορούσε να στερήσει άλλους μωμόγερους απ' τα νομίσματά τους, όμως
τoυλάxlστoν ένας από δαύτους μπορούσε πλέον να αιωτωθεί. Ακόμα και μία ευκαιρία ήταν καλύτ ερη από το τίποτα.
Στις έντεκα παρά τέταρτο, το Μαχαίρι πλησίασε και κούνησε τον ώμο της Γυμνής. Εκείνη στην αρχή προσπάθησε να το διώξει, όμως έπειτα άνοιξε τα μάτια της.
" Πόσην ώρα ΚOlμάμαι;» ρώτησε. "Αισθάνομαι τόσο κουρασμένη» . Ο Τέρενς δεν απάντησε' ούτε και η Έμιλι. Όμως το Μαχαίρι ύψωσε δέκα δάκτυλα Ι<1 έπειτα ένα ακόμα, για να δείξει ότι ήταν σχεδόν έντεκα. ,<'Ώρα να πηγαίνετε», είπε στον Τέρενς η Γυμνή. Ακουγόταν εκνευρισμέ νη, αφηρημένη. Ο Τέρενς γνώριζε γιατί, αλλά φυαικά δεν της είπε. Δεν κου
βαλούσε πλέον πάνω της το μερίδιό της απ' τα χρήματα του Ιούδα του Ισκαριώτη, τα αργύρια που είχαν κοπεί απ' τις επενδύσεις απ' τις κολώνες της Σκηνής του Μαρτυρίου. Δε ζούσε πια μια στιγμή πίσω στο χρόνο. Ήταν ξανά θνητή, παρόλο που δεν το είχε ακόμα συνειδηΤΟΠOlήσει. "Βιάσου, πρέπει να πηγαίνεις!» επέμεινε η Γυμνή. Ο Τέρενς άπλωσε το
χέρι του και προσπάθησε να mάσει το Χέρι της Έμιλι, αλλά εκείνη το τράβη ξε. «Συγνώμη», είπε εκείνος και δεν ζητούσε απλά συγγνώμη επειδή είχε προσπαθήσει να της mάσει το χέρι.
Το Μαχαίρι άνOlξε την πόρτα του φορτηγού. Το Μαχαίρι, η Γυμνή και ο
:Ξ:ιφομά.χος συνόδευσαν αναμεσά τους τον Τέρενς και την Έμιλι δια μέσου της αυλiις και προς την εξώπορτα. «Γνωρίζετε τι πρέπει να κάνετε;» ρώτησε η Γυμνή. Έβγαλε τη μάσκα της και τον κοίταξε. Το πρόσωπό της ήταν πολύ χλομό, σχεδόν ασημόγκριζο, είχε, όμως, μια έντονη σλαβική ομορφιά. Η βροχή άστραφτε πάνω στα μπλεγμένα
μα.λλlά και τα βλέφαρά της και Χάιδευε τα χείλη της.
«Πρέπει να περιμένουμε να χτυπήσετε την πόρτα» , είπε ο Τέρενς με σφιγμένη φωνή. "Και τότε η Έμιλι πρέπει να σας προσκαλέσει να μπείτε ». " Ξέρεις ότι ο πατέρας σου θα σου χαρίσει τη ζωή, σωστά; Μπορεί να συγ χωρήσει, όταν το επιθυμεί. Θα χρειαστεί, όμως, αίμα, για να ολοκληρώσει την ι εροτελεστία » .
"Πό σο αίμα; » «Θα τ ο πάρει απ' τις φλέβες σου . Δεν θα καταλάβ εις καν ότι το έχασες ». Ο ΤέΡε"lς πήρε μια βαθιά, τρομαγμένη ανάσα κι έπειτα έβηξε. "Αν είν' ο μόνος τρ όπος ».
"Είναι, πίστεψέ με», τον διαβεβαίωσε η Γυμνή. Ο Τ έρενς πήΥε στην εξώπορτα 1<1 έπειτα έξαφνα έκανε μεταβ ολή και
γέλασε νευρικά. «Δεν έχω κλειδί. Πώς θα σας προσκαλέσουμε να μπείτε, αν
368
ΣΑΡΚΑ&ΑΙΜΑ
δεν μπορούμε ούτε εμείς οι ίδιοι να μπούμε;,)
Δίχως να πει κουβέντα ο Ξιφομάχος προχώρησε εμπρός και τράβηξε το
αστραφτερό του στιλέτο. Έμπηξε την αιχμή του στο πλάι της πόρτας ιο έπει
τα ΧΤύπησε το σφαίρωμα της λαβής με την παλάμη του. Το ξύλο σχίστηκε ιο ο Ξιφομάχος κλότσησε ρε την μπότα του την πόρτα, που άνοιξε τρεμουλιάζο ντας.
"Τώρα μπείτε μέσα κι ανάψτε τα φώτα», είπε η Γυμνή. «Κάντε το σπίτι φιλόξενο».
«Πόσο θα περιμένουμε Ύ1α να xτυm'ίσετε;» «Εξαρτάται απ' τον πατέρα σου. Όχι, όμως, πολύ , σε διαβεβαιώνω ». Ο Τέρενς και η Έμιλι μπήκαν μέσα κι ο Τέρενς άρχισε να πηγαίνει από το
ένα δωμάτιο στο άλλο και να ανάβει τα φώτα. Το σmτι έδινε την εντύπωση πως ήταν κρύο, υγρό και έρημο κι ο Τέρενς ήταν σίγουρος ότι εξαιωλουθούσε να
βρομά θάνατο. Δύσκολα μπορούσε να ξεφορτωθεί κανείς τη βρόμα του θανά του. Κολλούσε τόσο στην ψυχή σου όσο και στο σπίτι σου. Η Έμιλι στεκόταν στο μέσο του καθιστικού, με τα χέρια της σεμνά πιασμέ να μπροστά της και κοιτούσε τριγύρω . «Δε μOlάζει πια με το σπίτι μας" , είπε. «Δεν είναι
ma
το πραγματικό μας σmτι. ο Πράσινος Ταξιδευτής μάς
έκανε επίσκεψη κι όλα τελείωσαν,> . «Τώρα ξέρω Ύ1ατί σκότωσες τη .Λiζα και τον Τζορτζ και γιατί ήθελες να σκοτώσεις και μένα».
Ο Τέρενς πήγε μέχρι το μικρό δίσκο με τα ποτά, που βρισι<όταν δίπλα στην τηλεόραση και έβαλε να
mCl
ένα μπέρμπον. Ο λαιμός του μπουκαλιού
τσούΎ!φιζε νευρικά πάνω στο ποτήρι. Ο Τέρενς κατάπιε, έβηξε κι έπειτα σέρ βιρε άλλο ένα. «Μπορείς να καταλάβεις. Μπορείς, όμως, να συγχωρέσεις;»
Η Έμιλι τον κοιτούσε περίεργα μες απ' τα δεμένα με λευκοπλάστ γυαλιά της. «Γιατί θες να σε συγχωρέσω;»
«Νομίζω ότι όλω όσοι κάνουν και<ό στους άλλους, επιθυμούν τη συγχώρεση».
«Δεν έχουμε κακό αίμα;» ρώτησε η Έμιλι.
«Ναι, έχουμε το αίμα του Τζάνεκ. Ο Τζάνεκ είναι πατέρας μου' και παπ πούς σου' ιο όλους μας γέννησε με το συγκεκριμένο σκοπό να μας φάει» . "Νομίζεις όη θα προσπαθήσει να μας φάει τώρα;»
<<Δεν ξέρω. Υποσχέθηκε πως δεν θα το κάνει. Ο θρύλος λέει όη δεν CIVQ1 ayaYKaσpΈVoςνα φάει τα παιδιά του αν δεν το θέλει. Κάποτε, όΧΙ πολύ παλιά, ερωτεύτηκε κάποια από ης κόρες του και δεν την έφαγε. Κάποια άλλη φορά, το
100
αιώΥα, άφησε μια ολόκληρη οικογένεια με εmά παιδιά να εmζήσει,
επειδή ω γονείς τους τον είχαν πληρώσει με τα τριάκοντα αργύρια με τα οποία
είχε αμειφθεί ο Ιούδας επειδιι πρόδωσε τον Ιησού και 'κείνα τα αργύρια βοή θησαν εκείνον και τους αιωλούθους του να ζήσουν Ύ1α εκατοντάδες χρόνια.
369
GRAHAM MASTERTON
»'Ομως ακόμα Κl αν δεν πρόκειται γJ.α χρήματα, πάντα θέλει κάτι ... ένα
κομμάτι δέρμα, ένα δάχτυλο του χεριού ή του ποδιού, μια πλεξούδα μαλλιά ή αίμα. Ποτέ δε σ' αφήνει δίχως να πάρει κάτι. Βλέπεις, σου έχει δώσει ένα κομ μάτι της ζωής του, γJ.α να κάνει τα γεννήματα των γονιών σου να μεγαλώ
σουν ... πρέπει ως αντάλλαγμα να πάρει κάποιου είδους ζωή». Η Έμιλι είχε ύφος συλλOγJ.σμένo , σχεδόν πονηρό . "Ποια ήταν η κοπέλα που άφησε να ζήσει;»
"Τι σημασία έχει; Υποτίθεται πως συνέβη το
1947 ή το 1948,
αμέσως μετά
το Δεύτερο ΠαγJ.<όσμlO Πόλεμο, στο Ιλινόις, νομίζω». «Ποια ήταν η κοπέλα που άφησε να ζήσει;» επανέλαβε η Έμιλι. Ο Τέρενς την κοίταξε σκυθρωπά και άφησε κάτω το ποτήρι του . «Γιατί θες να ξέρεις;» ,/Εχει σημασία».
«Δεν ξέρω. Το λέει σε ένα από τα βιβλία που έχω επάνω αν, δηλαδή, δεν το πήραν οι μπάτσοι». «Βρες το . Πες μου πώς την έλεγαν». ,/Εμιλι-»
«Βρες το!" διέταξε η Έμιλι. Έξαφνα η φωνή της είχε γίνει βρΑXVΉ και ακαθόριστη.
"Εντάξει, αν το θες, αλλά δεν μπορώ να εγγυηθώ πως -»
«Βρες το! » Ο Τέρενς ήταν έτοιμος να βγει απ' το καθιστικό , όταν ακούστηκε ένα δυνατό , επίμονο χτύπημα στην πίσω πόρτα. ,/Ήρθαν Κlόλας!» είπε. «Βρες πρώτα τ' όνομα της κοπέλας», επέμεινε η Έμιλι. <<Δε θα τους προσκαλέσεις να μπουν;» ,,'Οχι, μέχρι να βρεις τ' όνομα».
Τα κτυπήματα
συνεΧίστηκαν και δεν έλεγαν να σταματήσουν.
Ο
:Ξ:ιφομάχος ήταν στην πόρτα. Ο Θεραπευτής ήταν στην πόρτα. Ο Λεπρός χτυ
πούσε' το ίδιο έκανε το Μαχαίρι και η Γυμνή. Όμως ο τρομαιαικότερος απ' όλους, ο Πράσινος Ταξιδευτής βρισκόταν επιτέλους εκεί, και ιcrυπoύσε ξανά
και ξανά, περιμένοντας την Έμιλι να τον προσκαλέσει να μπει. Ο Τέρενς ανέβηκε επάνω και ένιωθε λες και αντί γJ.α μύες και οστά τα πόδια του περιείχαν νερό. Στο πάνω πάτωμα τα ΧΤυπήματα ακούγονταν εξίσου δυνατά με το καθιστικό . Πήγε στο γραφείο του, κατέβασε το κλειδί και ξεκλείδωσε την πόρτα. Γύρισε πίσω, αλλά η Έμιλι δεν τον είχε αιωλουθήσει. Κοντοστάθηκε κι έπειτα άναψε το φως και κατευθύνθηκε προς το ράφι με τα βιβλία.
Οι άνθρωποι του σερίφη είχαν αδειάσει το γραφείο του από ντοσιέ, ημερoλόγJ.α και εικόνες. Είχαν, όμως, αφήσει τα βιβλία του, μαζί και τις
Βίβλους του. Το βιβλίο που ήθελε βρισκόταν αι<όμα εκεί: ΑΥΡοΤ.ική Μυθολοyia
στη Eύyxpovn ΑllεΡl1αι, των Χόλτζμπεργκερ και Γουέντ. Το κατέβασε Κl ανα-
370
ΣΑΡΚΑ&ΑΙΜΑ
ζήτησε τον ΠράσΙνο Τζάνεκ στα περιεχόμενα .
Τα κτυπήματα συνεχίζονταν ΚΙ εκνεύριζαν τόσο πολύ τον Τέρενς, που μετά βίας μπορούσε να διαβάσει. Σιγά σΙγά, όμως, δείχνοντας ης λέξεις με
την άκρη του δαχτύλου του, ξεροκαταπίνοντας ξανά και ξανά απ' τον τρόμο, κατόρθωσε να βγάλει νόημα η έλεγαν.
«Υποτίθεται ότι ο ΠράσΙνος Τζάνεκ έφτασε στην Αμερnαί κάποια στιγμή στις αρχές του 180υ αιώνα, παρόλο που υπάρχουν αρκετές αντικρουόμενες
περιγραφές του τρόπου με τον οποίο εκείνος και οι μωμόγεροί του διέσχισαν τον Ατλαντικό ...
»Μια από ης τελευταίες εμφανίσεις του που αναφέρθηκε, ήταν την Άνοιξη του
1947
στο Μίλερσμπεργκ του δυηκού Ιλινόις. Σύμφωνα με την διή
γηση, κατέφθασε σε ένα μικρό αγρόκτημα για να κάνει το συνηθισμένο παζά ρι του, μόνο και μόνο για να διαmστώσει όη η γυναίκα του αγρότη ήταν μια από τις απογόνους του .. . ,;Ηταν μια Τσέχα μετανάστης που η καταγωγή της αναγόταν σε μια από
τις κόρες του ΠράσΙνου Τζάνεκ, την οποία εκείνος είχε γεννήσει στα μέσα του 170υ αιώνα, καθώς διέσχιζε τη Βοημία. Είχε αγαπήσει παθιασμένα την κόρη του και είχε διαπράξει αιμομιξία μαζί της, χαρίζοντάς της ένα παιδί που έλπιζε ότι θα διαιώνιζε τα χαρακτηριστικά της, από αιώνα σε αιώνα, από κόρη σε κόρη, ώστε να μην την Χάσει ποτέ ...
,,'Επειτα χωρίστηκαν από πολέμους και χιλιάδες χιλιόμετρα ταξιδιού, όμως ο ΠράσΙνος Τζάνεκ αναΥν-ώρισε αμέσως εκείνο το κορίτσΙ ... » Σύμφωνα με το σύγχρονο μύθο, σε αντάλλαγμα για την ι<αλή σοδειά, ο ΠράσΙνος Τζάνεκ χάρισε στη σύζυγο του αγρότη από το Μίλερσμπεργκ ένα παιδί, προϊόν αιμομιξίας' και , επίσης, η αιμΟμιχΤηαί γενιά των θυγατέρων και των
εγγονών του ΠράσΙνου Τζάνεκ συνεχίζεται ακόμα και σήμερα στις μεσοδυτικές πολιτείες. Υποτίθεται ότι τα χαρακτηριστικά τους είναι πολύ ευδιάκριτα. "Αξίζει να σημειωθεί ότι οι μεσαιωνικές εκδοχές του θρύλου του ΠράσΙνου Τζάνεκ προειδοποιούν όλες ότι, όπως και στην περίπτωση του
Ναρκίσσου, η mώση του θα προέλθει εξαιτίας της αγάrmς του για την ίδια του τη μορφή και ότι κάποια μέρα η ίδια του η σάρκα και το αίμα θα ξεσηκωθεί
εναντίον του" . Τα κτυπήματα στην πόρτα ήταν τόσο διαπεραστικά, που ο Τέρενς αισθανόταν λες και ο ΠράσΙνος Ταξιδευτής σφυροκοπούσε μες στο κεφάλι του . Πίεσε το αριστερό αυτί με το Χέρι του για να κρατήσει έξω το θόρυβο,
έπρεπε, όμως, να χρησΙμοποιεί το δεξί του χέρι, για να ξεφυλλίζει γρήγορα την Αγροτική Μυθολοyiα, αναζητώντας κάποιο όνομα. Βρες το όvομα, του είχε ζητήσει επιταιcnκά η Έμιλι' και γνώριζε ότι έπρεπε να το κάνει. Το κυρίως κείμενο δεν ανέφερε ονόματα, όμως στράφηκε στις Πηγές και
τα Παραρτήματα και αναζήτησε τη σελίδα
243,
όπου περιγράφονταν οι αιμο
μικηκές σχέσεις του ΠράσΙνου Τζάνεκ. " ΤζέΡvaλ Σταρ της Πεόρια,
371
17
GRAHAM MASTERTON
Μαρτίου Eπlθεση.
1947: -
Σύζυγος Αγρότη Κατηγορεί Άνθρωπο-Θάμνο για Βίαιη
Η σύζυγος ενός αγρότη στη μικρή κοινότητα του MiλερσμπεργK
του Ιλ.ινόις, κατήγγειλε την Τετάρτη σε βοηθούς του σερίφη ότι είχε δεχτεί την επίθεση ενός άντρα μεταμφιεσμένου με φύλλα και κλαδιά. Η κυρία Kαρoλiνα Ο' Νιλ που έφτασε μόλις πέρυσι στο Ιλ.ινόις, ως πρόσφυγας από την Πράγα της Tσεxoσλoβακiας, ανέφερε όη ης πρώτες πρωινές ώρες είχε κτυ
πήσει την πόρτα της ένας άντρας και εκείνη τον είχε προσκαλέσει στο σπίη, πιστεύοντας όη ήταν κάποιος ταξιδιώτης που ήθελε οδηΥίες για το δρόμο ή βοήθεια».
Ο Τέρενς πήδηξε το υπόλοιπο κείμενο κι έφτασε στον πάτο της υποση μείωσης. Έλεγε ξερά: «Η κυρία Ο' Νιλ ήταν ιδιαiτερα γνωστή σε μέλη της τσέ χικης κοινότητας ως δεσπoινlς Kαρoλiνα Πόνικαν». Έκλεισε το βιβλio. Στάθηκε ακίνητος κι αφουγκράστηκε τα κτυπήματα. Ο Πράσινος Ταξιδευτής δε θα έφευγε. Θα χτυπούσε ξανά και ξανά ώσπου να
τον καλέσει μέσα η Έμιλι. Γlατί, όμως, εκείνη δεν τον καλούσε; Στο κάτω κάτω η Έμιλι ήταν εγγονή του Πράσινου Ταξιδευτή και τα εγγόνια του δεν ήταν που ικέτευαν τους γονείς τους να τον αφήσουν να μπει μέσα;
άΥιος, ας
EiVQ1
rov va μπει.
Ίσως, όμως, να μην τον άφηναν αν ήταν διαφορεηκά. Ίσως να μην τον
άφηναν να μπει αν ο χαραιαήρας τους ήταν πολύ παρόμοιος με το δικό του.
Εφόσον ήταν προϊόντα αιμομιξίας εφόσον ήταν παράξενα' εφόσον το αiμα τους ήταν κακό. Οι κληρονομικές γραμμές αδυνατίζουν και υπόκεινται σε γενεnκές μετατροπές εξαιτίας της επαναλαμβανόμενης αιμομιξίας κι ίσως είχε σημάνει η ώρα να πληρώσει το Πράσινος Τζάνεκ το τίμημα της διαιώνισης του μοναδικού προσώπου που είχε πραγμαηκά λατρέψει, πέρα απ' το δικό του. Η Kαρoλiνα Πόνικαν ήταν η αδερφή του Μος Πόνικαν' να γιατί ο Λίος
γνώριζε τι είδους μαρτύρια τον περίμεναν, αν τον καταδίωκε ο Πράσινος Ταξιδευτής. Όμως η Kαρoλiνα Πόνικαν ήταν και η Kαρoλiνα Ο' Νιλ και ο 'Γέρενς την γνώριζε καλά: ήταν η Κάρολ Ο' Νιλ, η πεθερά του . Η '.Αιρις ήταν κόρη του Πράσινου Τζάνεκ, όπως Ι<1 ει<::είνος, ο Τέρενς, ήταν γιος του. Ήταν αδερφός και αδερφή από τον ίδιο πατέρα και ΟΙ δυο τους μαζί είχαν φέρει στον κόσμο τρία παιδιά που ο παππούς τους απ' την πλευρά του πατέρα ήταν και παππούς απ' την πλευρά της μητέρας τους 10 η γενεnκή ιδιο
μορφία του ξεπερνούσε κάθε φαντασία. Τα κτυπήματα συνεχίζονταν. Η Έμιλι εξακολουθούσε να τα αγνοεί. Ο Τέρενς επέστρεψε στο κάτω πάτωμα, πίσω στο καθιστικό και εκείνη στεκόταν εκεί με ης γροθιές σφιγμένες και το στόμα σφιχτοκλεισμένο σαν κουμπωμέ νο πορτοφολάκι. "Πώς το ήξερες; » τη ρώτησε.
"Τι πράγμα;» «Πώς ήξερες ότι η μαμά σου κι εγώ ήμασταν αδερφός κι αδερφή ; »
372
ΣΑΡΚΑ
& ΑΙΜΑ
Εκείνη μόλlς που κατάφερε να χαμογελάσει. «Δεν το ήξερα. Το ένιωσα . Είναι λες και είμαι δύο άνθρωΠΟl, ο ένας πάνω στον άλλο. Είμαι λάθος. Είμαι κάτι άλλο' δεν είμαι η Έμw. Είμαι η "Έμιλl"».
«Θα μπορούσα να σ' είχα σκοτώσεl. Θα μπορούσα να σου έχω πάρεl το κεφάλι». «Δεν το 'κανες αυτό μετράει».
«Tl
θα κάνεlς; Θα τους προm<αλέσεlς μέσα;»
Η Έμw έγνεψε καταφατικά, αλλά τα μάτια της έλεγαν άλλα. «Μ' αγαπά
εl, αλλά γνωρίζεl ότι είμαl λάθος. Δεν κατ αλαβ αίνεl γιατί. Μ' αγαπάει, αλλά θα προσπαθι'ισει να με σκοτώσεl, είμαl σίγουρη. Τον τρομάζω». «Εσύ τον τρομάζεlς;» ΤΟ1(- ΤΟ1(- ΤΟ1(- ΤΟ1(- ΤΟ1(
«Θα σm<ώσεl στο πόδl ολόκληρη τη γειτονιά, ρε γαμώτο».
«Ελπίζω να το κάνεl. Τότε δε θα του μένεl πολύ ώρα». «Γιατί δεν προσπάθησε να σε σκοτώσει και illO
nplV;
Όταν αι<ότωσε και τη
θεία Μαίρη;»
Η Έμιλl κούνησε το κεφάλι. «Δεν μπορούσε, γιατί έπρεπε πρώτα να
m
τώσει εσένα μlας και ήσουνα γιος του' και ξέρεlς ότι δεν μπορούσε να σε σκοτώσεl δίχως πρόαι<λ.nση ».
«Θα τον προσκαλέσεlς τώρα να με σκοτώσεl;» Η Έμιλι ανασήκωσε τους ώμους μ' έναν αλλόκοτο αέρινο τρόπο. (<Δεν
ξέρω. Νομίζεις ότι θα έπρεπε; Είπες ότι ήθελες συγχώρεση». «Σ υγχώρεση από σένα, όΧΙ από κείνον». «Δε σε συγχωρώ. Γιατί να το κάνω άλλωστε; Τα παιδιά δεν πρέπει ποτέ να
συγχωρούν τους γονείς τους. Δεν έχουν το δlκαίωμα. Εξάλλου, δεν είναι απα ραίτητο».
Το χτύπημα στην πόρτα είχε δυναμώσει τόσο που ο Τέρενς κόντευε να κουφαθεί. «Θα τον αφήσει ς να μπεl μέσα τώρα; Ή όXl;» Η Έμιλι άπλωσε το Χέρι της, έmασε το
xtPl του
Τέρενς και το έσφιξε. Το
δικό της χέρι ήταν παγωμένο και κάπως γλlστερό, λες και είχε καθαρίσει ψάρια. «Νομίζ ω ότι θα τον αφήσω να μπει».
Βάδισε
-
γJJστρnσε- ως την πίσω πόρτα. Την άνοιξε και μες στο σπίτι
όρμησε ένα βροχερό ρεύμα αέρα, μεταφέροντας δεκάδες δαφνόφυλλα που
άΡXlσαν να στροβιλίζονται στο δάπεδο. «Ελάτε μέσα», είπε.
Πρώτη μπήκε η Γυμνή. Είχε φορέσει ξ ανά τη μάσκα της, αλλά από τον τρόπο που στεκόταν ο Τέρενς μπορούσε να μαντέψει ΠOlα ήταν η έκφραση του προσώπου της. Αλαζονική, εύθυμη και υπέροχη. Έπειτα μπήκαν το
MαxaiPl, ο Θεραπευτής και μετά ο Λεπρός, που ανάσαινε σαν τρύπιο, δερμά-
373
GRAHAM MASTERTON
ηνο φυσερό. Στη συνέχεlQ μπήκε ο ΠράOlνος Τζάνεκ. Η είσοδός του ήταν αργή κω θεατριιώ, εν μέσω μιας βροχής από φύλλα. Ο Τ έ ρενς δεν τον είχε
δει ποτέ πριν κάτω από τόσο έντονο φως κω σοκαρίστηκε εξωτίας του τρόπου που η φυηκή πλευρά του κορμιού του είχε κατασπαράξει την ανθρώ πινη. Το πρόσωπό του εξακολουθούσε να είνω κρυμμένο π:ίσω από μια μάσκα, όμως οι ρίζες που ξεπρόβαλλαν στριφογυριστά από παντού, φανέρωναν έναν άνθρωπο που έχανε Olγά Olγά τη μάχη ενάντια στις δυνάμεις της Φύσης. Από πίσω του ερΧόταν ο Μάρτυρας κω ο Μάρτυρας έκλεισε την πόρτα.
«Μας αφήσατε να περιμένουμε» , είπε η Γυμνή. « Νω», παραδέχτηκε ο Τέρενς. «Συγνώμη γι' αυτό, αλλά-»
Η Έμιλι τον έκοψε υψeι'Noντας το χέρι της. «Καλωσόρισες, παππού», ε:ίπε. Ο Πράσινος Τζάνεκ έβγαλε ένα στενάχωρο θρόϊσμα. « Τι θες από μας; » ρώτησε η Έμιλι.
«Μια ιεροτελεστία», είπε η Γυμνή. «Την ιεροτελεστία της μοιρασιάς του αίματος, έτOl ώστε ο Τζάνεκ να γευτε:ί το νοστιμότερο κομμάη της σάρκας του' κω να συνεχίσει να λάμπει από υγε:ία ' κω να ζήσει για πάντα ». «Κι αυτό είν' όλο; Τ' ορκίζεστε ;» «Τ' ορκιζόμαστε», είπε η Γυμνή, ωέζοντας με το χέρι το στήθος της. Ο Ξ:ιφομάχος τράβηξε πέντε ξίφη απ' το θηκάρι του, το ένα μετά το άλλο και τα
έπλεξε μετ αξύ τους με θόρυβο. Ο Τέρενς είπε: ,<Ας ξεμπερδεύουμε, εντάξει; » «Πολύ ωραίω> , συμφώνησε η Γυμνή και αφού έκανε ένα βήμα μπρος,
σήκωσε το μανίια του Τέρενς και γύμνωσε τον καρπό του. Χωρίς να το θέλει, ο Τέρενς παρατήρησε εκείνη την έντονη οσμή από υγρές γούνες ζώων, άveη
κω αντρικό σπέρμα, λες κω είχε μόλις σηκωθεί απ' το κρεβάη
KOOOlOU. Ήταν
ερεθιστικό και τρομακτικό συνάμα. Ο Πράσινος Τζάνεκ σύρθηκε προς τα εμπρός κι άπλωσε κι εκείνος το χέρι του: έναν τυραννισμένο συνδυασμό από πραOlνωπά δάχτυλα και σκισμέ
να κλαριά ΤΡΙΚOlοοάς . Τ' ακροδάχτυλα του πατέρα άΥΥιξαν εκείνα του γιου, σε μια υπερφυσική, αιμομικτική συνεύρεση φυτού κι ανθρώπου. Ο Τέρενς έβλε
πε όη το χέρι του έτρεμε, αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Ήταν πέρα από τον έλεγχό του, ήταν τρομοκρατημένος.
Ο Ξ:ιφομάχος τούς πλησίασε. Τώρα είχε βγάλει τη μάσκα του και ΚΟΗού σε επίμονα τον Τέρενς μ' εκείνο το γκρίζο, χαρακωμένο πρόσωπο κι ο Τέρενς δεν διέκρινε στη μαηά του το παραμικρό. Κανέναν οίκτο' καμία ελπίδα' ούτε καν οργή. Μόνο μια τρομερή aπoνεKρωμένη βαναυσότητ α
-
μια βαναυσότητα
που υπήρχε από μόνη της, όχι για Χάρη της σαρκικής ηδονής ή της εκδίκησης .
Ο Ξ:ιφομάχος άρπαξε τον καρπό του Τέρενς και τον έσχισε τόσο αστρα ωαια που εκείνος δεν αντlλήφθαι(ε καν ότι είδε μαχαίρι. Το αίμα κύλησε δια γώνια πάνω στο δέρμα και Χύθηκε στο πάτωμα. Ο Ξ:ιφομάχος σήκωσε λίγο το μπράτσο του κω το κράτησε σταθερό, ώστε να μπορεί ο ΠράOlνος Ταξιδευτής
374
ΣΑΡΚΑ&ΑΙΜΑ
να εκτείνει ένα από τα κλαδόμορφα δάχτυλά του και να το Χ ώσει στη φλέβα του Τέρε νς. Πονούσε · κι ο Τέρενς ούρλιαξε . Ο Ξιφομάχος τα κρατούσε ανελέητα ενωμένα μεταξύ τους , κρατώντας
σφιχτά κάθε καρπό και μάλασσε με δύναμη τον καρπό του Τ έρενς , ώ στ ε το αίμα να αντλείται γρηγορότερα.
Πίσ ω
Ταξιδευτής αναρρίΥησε και ρουθούνισε
-
απ' τη μάσκα του ο Πράσινος ξερά ρoυθoυviσματ α, που συντά
ρασσαν τη μύτη.
Η Έμιλι περίμενε και παρακολο υθούσε . Η Γυμνή στεκόταν κοντά της και την παραι<ολουθούσε και κείνη.
"Υποτίθεται ότι θα κάνετε μια ιεροτελεστία», είπε η Έμιλι . ,/Οταν κάνεις μια ιεροτ ελεστία, ψέλνεις και κάνεις τέτοια πράγματα».
Η Γυμνή χαμογέλασε. "Η ουσία, Έμιλι, είναι ότι δε μας νοιάζει. Η αφαί μαξη του πατέρα σου είν' απλά ένας τρόπος για να του στερήσουμε τη δύνα μη. Θα πάρουμε τα σωθικά του , αγάπη μου· όπως θα πάρουμε και τα δικά σου». "Δεν μπορείτε! » είπε η Έμιλι . Έβγαλε τα γυαλιά της και τα πέταξε στο πλάι, σε μια χειρονομία πρόσφατα συνειδητοποιημ ένης ισχύος .
" Ω, ναι , μπορούμε » , ε ίπε η Γυμνή. « Μας προσκάλεσες ».
,<Δεν ξέρετε ποια είμαι ;» είπε η Έμιλι , ρίχνοντας φευγαλέες και ανήσυ χες ματιές στον καρπό του Τέρενς .
"Και βέβαια: είσαι το πρόσωπο που πάντα λατρεύαμε . Μερικές φορέ ς ,
όμως, είσαι αναΥι<ασμένο ς να θυσιάσεις κάτι που λατρεύεις προκειμένου να επιζήσεις Ι<1 ο παππούς σου αναγκάστω<ε να πάρει μι α τ έτοια απόφαση. Παραδέχεται την ανοησία του. Θα 'πρεπε να τον σέβεσαι γι' αυτό». Η Έμιλι απ ομακρύνθηκε ένα βήμα απ' τη Γυμνή κι έπειτ α άλλο ένα. Τα
φώτα στο καθιστικό ήταν πολύ επίπεδα και λαμπερά και όλοι τους έμοιαζαν μ ε χαρακτήρες τηλε Οffiικού θεατ ρικού έργου τ ης δεκα ετίας τ ου
'50,
επιτη
δευμένοι και μονόχρωμοι . Φαίνονταν ακόμη πιο ξεκάθαροι, μιας και δε ζού
σαν πλέον στο παρελθόν. Δεν προστ ατεύονταν πλέον απ' τ ο θάνατ ο Χάρη στην διαφ ορά της μιας στιγμής χάρη στ ο γεγονός ότι ποτέ δε θα έ φτ αναν στον παροντικό χρόνο.
Όμως ο Τέρενς άρχισε έξαφνα να αισθάνετ αι κύματα αδυναμίας. ΈΥΊωθε και πριν άψυχα τα πόδια του· τώρα ήταν λες ιωι έλιωναν ολότελα. Ήταν
πρόθυμος να προσφέρει λίγο αίμα στον Πράσινο Ταξιδευτή, μόη) και μόνο για να του ξεφύγει, όμως αισθανόταν λες και κάθε φλέβα και αρτηρία του άδεια ζε, λες κι η ζωή κυλούσε από μέσα του, αίμα, όνειρα και αναμνήσεις , όλα ανα κατ εμένα.
"Σταρατηστε», είπε βραχνά η Έμιλι.
Αρχικά δεν την άκουσαν ή δεν την κατάλαβαν. «Σταρατηστε», επανέλαβε εκείνη, με την ίδια τραιαά φωνή.
Ίσως κατάλαβε ο 2ιφομάχος , γιατί σήκωσε το πεντάγωνο που σχημάτιζαν οι λεπίδες απ' τα ξίφη του και το κράτησε πάνω απ' το κεφάλι του Τέρενς σαν
375
GRAHAM MASTERTON
φωτ οστ έφανο . " ΣταρατιΊστε» , είπε η
'Ellw για τρίτη
φορά .
Άνοιξε διάπλατα το στόμα της, ολοένα κω Πlo διάπλατα. :Ξ:αφνΙκά , βο ί των μαηών της πλημμύΡΙσαν από πράOlνο χρώμα
-
Ol βολ
σαν ποτήρια του λικέρ
που γεμίζουν με μέντα. Τα χ είλη της συστράφηκαν πάνω απ' τα ούλα της , που
κω κείνα ήταν πραOlνόλευκα . Από το λαρύγγι της ξεπρόβαλλε ένα τ εράστιο
διογι<ωμένο πέος μήκους εξήντα ή ενενήντα εκατοστών, καλυμμένο με γλι στερή βλέννα, το οποίο υψωνόταν, ορθωνόταν κω ξετυλιγόταν, σέρνοντας
πίσω του ένα κολλώδες κορδόνΙ από διπλωμένα φύλλα σαν πράσινο σάλι , όλο κω περισσότερο από δαύτο, ώσπου έπεσε ια άΡXlσε να κουλουριάζετω στο πάτωμα, σχηματίζοντας ολάκερους σωρούς .
Το καθιστικό έζεχνε από τη βρόμα του αμνΙακού υγρού κω της χλωρο φύλλης. Η
'Ellw
κυριολεκηκά άδειαζε τα σωθικά της, ενώ το στόμα της
τεντωνόταν όλο κω πεΡΙσσότερο , ώσπου το ΤΡlXωτό της κεφαλής της ξετυλί χτηκε από το κρανίο της σαν πράOlνο λαστιΧ ένΙΟ Ol<ουφάια τ ου μπάνΙου κω τ ο σαγ όνΙ της εξαρθρώθηκε έτσι ώ στε το στενό καμπυλωτό της στέρνο να βγει
από το στόμα της , ακολουθούμενο από παλλόμενα γυαλlστερά εντόσθω κω μια λεκάνη με σχήμα σαν φτυάρι τυμβωρύχου. Ακούστηκε ένας ύστατος ήχος σαν ρούφηγμα κι έπεπα η πραγμαηκή
'EllW
στάθησε μπρος τους ,
llla
φΡllααστllaί αλληλουχία ανθρώπου κω φυτού ,
ο καρπός της αψοιιιξίας, η κ όρη της απληστίας , της πλεονε ξ ίας κω της μυστι ιαστnα'ις γενετnα'ις. Στην αρχή έμοι α ζε μ' αλογωα της ΠαναΥ:ιάς που τρεμο ύ
λιαζε, όμως έπεπ α τα φύλλα της στ έγνωσαν ια άΡXlσαν να ξεδιπλώνοντω ενώ απ' τ α πόδια και τ α Χέρια της ξε πρό β αλλαν στ ρι φογυριστ ές ρίζες Κl όλοι γνώ ρι ζαν όη πράγμαη μπρο στά τους β ΡΙ Ol<όταν η κόρη τ ο υ πατέρα τη ς .
Έβγαλε έ;-ναν ήχο που δεν έμ Olα ζε με καμία κραυγή που είχε ποτέ ακού σει ο Τέρεγς , από άνθρωπο ή ζώο. Ταλαντώθηκε και ΚlνήθηKε, Κl έπειτα χτύ πησε δυνατ ά την Γυμνή μ' ένα μπράτσο που το ιιισό ήτ αγ δαγκάνα αρπακτικού και τ' άλλο ιιισό σxnμαησμός από ρίζες. Η Γυμνή έκανε στο πλω, τότε, όμως ,
n
"Έμw" τη ΧΤύπησε ξαγά και ω ύτ η τη φορά η δαγκάνα της την πέτυχε στο
μάγουλο και ξέσκισε τ η σάρκα απ' τ ο κόκαλο σαν αγι<αθωτ ό συρματόπλεγμα. Η Γυμνή ούρλιαξε . Ποτ έ πριν δεν είχε νΙώσει τέτοιο πόνο, ιιιας και πάντοτε βΡΙσκόταν μια στιγμή μαιφιά απ' τον πόνο' ια από κάθε εκδίκηση. Η "Έμw" πλησίασε Κl άλλο, βγάζοντας ένα περίπλοκο κροτάλισμα από οστά κω ρίζες κω άΡXlσε να κτ υπά με δύναμη τ ην Γυμνή ξανά και ξανά, ώσπου η προβιά τ ης άΡXlσε να ηνάζετω απ' την πλάτη της σε τούφες γούνας
αλεπούς, λαγού κω κογιότ ενώ τα μαλλιά της βάφτηκαν κόιαανα κω απ' τους ιmρούς της κρέμονταν λωρίδες σάρκας. Η Γυμνή ούρλιαξε ξανά και ξανά ια έπειτα έξαφνα σταμάτησε να ουρλιάζει ' Κl αυτό ι1.ταν ακόμα χειρότ ερο . Ο ΠράOlνος Ταξι δευτής τράβηξε το κλαδόμ ορφο δάχτυλό του από τη φλέβ α του Τέρενς. Το δέρμα πιάστηκε στο κλαρί. Ο Τέρενς παραπάτησε και
376
ΣΑΡΚΑ& ΑΙΜΑ
προσπάθησε να πέσει στο πλάι, όμως το πεντάγωνο του :Ξ:ιφομάχου βρισκόταν πλέον γύρω απ' το λαιμό του. Αισθάνθηκε ης παγερές, κοφτερές λεrήδες πάνω στο καρύδι του και προσπάθησε ξανά να σταθεί όρθιος . Δεν υπήρχε κανείς για να του μιλήσει, κανείς για να του δώσει συγχώρε ση, κανείς για να του πει η αμαρτία είχε διαπράξει μόνο και μόνο με τη γέν
νησή του. Οι μωμόγεροι δε θα μιλούσαν, η Γυμνή είχε δαρθεί μέΧρι θανάτου κι η ίδια του η κόρη ήταν ό,η και 'κείνος, ένα αβοήθητο , μοΧθηρό θύμα της ίδιας
του της καταγωγής. Άνοιξε τα μάτια του μόνο για μια φορά και είπε: « Συγχώρα με", όμως κανείς δεν τον συγχώρησε και το πεντάγωνο του :Ξ:ιφομάχου έκλεισε και του έκοψε το λαιμό και το κεφάλι του κύλησε στο πάτωμα. Καθώς το κεφάλι του κατρακυλού σε σκέφτηκε ολοκάθαρα: Με σκότωσαν, εΙΡQ1 vεκρός, και όντως ήταν.
Η "Έμιλι" κι ο Πράσινος Ταξιδευτής στάθηκαν ο ένας απέναντι στον άλλον. Ο Λεπρός
κινήθηκε
προς
την
πίσω
πόρτα
σέρνοντας
τα
πόδια
του .
Οmσθοχώρησε και το Μαχαίρι, με το 'να χέρι υψωμένο σε στάση άμυνας. Από
μακριά ακουγόταν το ουρλιαχτό των σειρήνων και ο βόμβος των ελll
emrtenl
στον Τζάvεκ κι έπειτα στο Μαχαίρι. Όμως τότε κοντοστάθη
κε κι έριξε το βλέμμα του στο ακέφαλο mώμα, που κάποτε ήταν ο Τέρενς.
Κατά μήκος του πατώματος απλωνόταν μια μεγάλη λίμνη από αστραφτερό αίμα που σερνόταν κρυφά πάνω στο σοβατεπί. Εκείνη τη στιγμή δε γνώριζε αν ήταν η "Έμιλι" ή η Έμιλι, αν ήταν άνθρωπος ή φυτό, αν ήθελε την ηρεμία και τον ύπνο ή την μανιασμένη δράση.
Όσο εκείνη δίσταζε, ο Πράσινος Ταξιδευτής άρχισε να αναδεύεται γεμά τος ζωή . Τα φύλλα του άρχισαν να αναζωογονούνται και να φουντώνουν, τα Χέρια του άρχισαν να μοιάζουν ακόμα περισσότερο με κλαριά, με ης δαγιcά νες
ενός
θηριώδους
δέντρου.
Τα φώτα στο καθιστικό χαμήλωσαν και
τρεμόπαιξαν κι άρχισε να σηκώνεται άνεμος. Το δάπεδο έτρεμε. Τα μπιμπελό
και τα βάζα κροτάλιζαν μες στις βιτρίνες τους. Η "Έμιλι" έμπηξε μια ιφαυγή που κατά ένα μέρος ήταν κραυγή κοριτσιού
και κατά ένα μέρος κραυγι'ι θηλυκού φυτού -την ίδια κραυγή οδύνης που βγάζουν οι ρίζες του θηλυκού μανδραγόρα όταν οι αγρότες ης τραβούν από
το χώμα, ζωντανές αιcόμα. Ο Πράσινος Ταξιδευτής έμπηξε και κείνος μια κραυγή
-
μόνο που η
κραυγή του θύμιζε περισσότερο βροντερό βρηχυθμό. Την κραυγή ακολούθη
σε ένα σύρσιμο 10 ο Πράσινος Ταξιδευτής τυλίχτηκε σε μια θύελλα από ξερά δαφνόφυλλα, ώσπου καλύφθηκε εντελώς. Άρχισε να μεγαλώνει σε μέγεθος ,
να διακλαδώνεται , να απλώνεται και να τρίζει. Το δωμάτιο βυθίστηκε στο σκο τάδι, το οποίο διαπερνούσε κατά αραιά διαστήματα μια εκτυφλωτιιο'ι λάμψη
377
GRAHAM MASTERTON
πρασινωπού φωτός. Ολόκληρο το σπίη τρανταζόταν συθέμελα, ώσπου τα τζά μια των παραθύρων γκρεμίστηκαν απ' τα πλαίσιά τους, τα ταβανοσάνιδα άρXl σαν να γλιστρούν απ' την οροφή κω η τούβλινη καμινάδα αναποδογύρισε και σωριάστηκε στην αυλή. Στην κουζίνα, το ψυγείο σωριάσταιcε με πάταγο ενώ τα ντουλάπια γκρεμί ζονταν από τους τοίχους . Έπεσαν κάτω κι όλες οι Χάλκινες κατσαρόλες της "Α:ιρις, σε μια κωδωνοκρουσία από κακόφωνες καμπάνες. Μες στον κατακλυσμό των δαφνόφυλλων, η "Έμιλι" ύψωσε το χλομό, ιξώ δες κεφάλι της προς το μέρος τους. Έβγαλε ένα φρικιαστικό βΟΥΥητό. Ήθελε να πεθάνει εκείνη τη στιγμή' δεν ήθελε να ζήσει έτσι. Δεν ένιωθε πως ήταν η
Έμιλι. Ένιωθε μόνο σαν "Έμιλι" -μια γκροτέσκα παρωδία κοριτσιού, διαλυ μένη απ' τον πόνο , με κάθε νεύρο της να στΡΙΥΥλίζει απ την οδύνη της μεταμόρφωσης. Ήταν λες κω ξαναγεννιόταν απ' την αρχή, μόνο που ήταν πολύ χεφότερο. Ήταν λες και γεννιόταν από l1έσα προς τα έξω, λες κω κάθε μυς συστρεφόταν, λες και κάθε νευρική απόληξη aπογυμνωνόταν οδυνηρά.
Είχε κάνει εκείνο που έπρεπε: είχε αποδείξει στον Πράσινο Ταξιδευτή ότι η γενιά του είχε υποστεί αθεράπευτη γενετική παραμόρφωση και το μόνο που
του απέμενε ήταν να εmτρέψει στις ρίζες που φύτρωναν μέσα του να τον ιαιριε ύσουν, μέχρι να στραΥΥαλίσουν για πάντα κω την ύστατη ικμάδα ανθρωmάς. Δε χρειάσται<:ε να περιμένει πάνω από μερικά δευτερόλεmα για την άφεση των αμαρτιών της. Ο Ξιφομάχος τράβηξε ένα μακρύ σπαθί κω το
σήκωσε ψηλά.
n
'APXlOE να κομμαnάζει
ξανά κω ξανά και ξανά. ΚάπOlες φορές
λεπίδα κομμάτιαζε φύλλα που πετούσαν στον αέρα, μαζί με σάρκα. Παντού
σιωρπίζονταν δάχτυλα, οστά και κομμάτια από φύλλα .
Η "Έμιλι" αποδεΧόταν σιωπηλά την εκτέλεσή της. Δεν έκανε τίποτα για να προστατευτεί. Κατέρρευσε, διπλώθαιcε ΚΙ άΡXlσε να συρρικvώνεται, καθώς η πράσινη σάρκα της ζάρωνε όπως τα ζεματισμένα λαχανόφυλλα, τα κλαριά της έσπαζαν, ΟΙ ρίζες της γυμνώνονταν' η κόρη της γονιμότητας είχε μετα
βληθεί σ' έναν πετσοκομένο σωρό αίματος, οστών και κλαδιών. Όμως ο Ξιφομάχος δεν σταμάτησε. ΌΧ! μέχρι να γεμίσει το δάπεδο κλα ριά κω TEllOXloμtva ανθρώmνα όργανα, σβώλους, νήματα και πράγματα κατά το ήμισυ ανθρώπινα και κατά το ήμισυ φυnκά, που γυάλιζαν απ' τη βλέννα.
Ο Πράσινος Ταξιδευτής βγήκε στριφογυρίζοντας απ' το δωμάnο, απομα
κρύνθηκε στριφογυρίζοντας απ' το σπίτι και ξεΧύθηκε μες στο σιωτάδl. Άστραφτε' βροντούσε . Πέρα προς το Χαϊαγουάθα, ο ουρανός είχε πάρει το χρώμα του αίματος και του παπικού ράσου .
Ο Ξιφομάχος κοντοστάθηκε κι έπειτα έπιασε το Θεραπευτή κω τον Μάρτυρα από τον ώμο. Για μια στιγμή κρατήθηκαν κοντά ο ένας στον άλλο,
πολύ κοντά, σε μια σιωπηλή ένδειξη συντροφικότητας, που μόνο ΟΙ μωμόγερOl μπορούσαν να κατανοήσουν. Κανείς άλλος δεν είχε ταξιδέψει όσο είχαν ταξι δέψει εκείνΟ!' διαμέσου ΧΙλιάδων ΧΙλιομέτρων Xlονοδαρμένης στέπας, πάνω
378
ΣΑΡΚΑ&ΑΙΜΑ
από βουνά και λιβάδια και τoπlα πιο παγερά ΚΙ απ' το φεγγάρι. Κανείς άλλος δε θα μπορούσε να 'χει δει τον Βένσεσλας εκτεθειμένο σε λαϊκό προσκύνημα και να 'χει ακούσει και τον Μότσαρτ. Κανείς άλλος δε θα μπορούσε να 'χει
βαδίσει στους δρόμους του Λονδίνου καταμεσής του Μαύρου Θανάτου, φορώντας μάσκες και κουκούλες και να διασχίσει τον Ατλαντικό μες στο αμπάρι ενός πλοίου μεταναστών του 190υ αιώνα. Δεν είπαν κουβέντα, γνώριζαν, όμως, ότι είχαν φτάσει σε μια κρίσιμη στιγμή της ζωής τους -σε μια στιγμή που η συντροφικότητα δε θα 'ταν αρκε τή. Κοντοστάθηκαν μόνο ένα λεmό ακόμα ΚΙ έπειτα ξεχύθηκαν έξω στη νύχτα.
379
.15.
Έτρ εξαν κατ ά μήκ ο ς της βρεγμέΎrις μπροστινής αυλή ς και έξαφνα άναψαν
προβολε ίς, που τους έκαναν να παγώσουν . Πάνω απ ' τα K εφ άλlα τους ένα ελικόm ε ρο έκανε τρομε ρή φ ασαρία, καθώς δι έγραφ ε κύκλο υς και παρ ακο
λουθούσε . Έτρεξαν προς τα δεξιά' lliQ σειρήνα ούρλιαξε , φώτα άστραψαν και εκεί
νοι έτρεξαν προς τα αριστερά. Ο Λουκ βγήκε με κόπο από το αυτoκlνητό του και πήρε μαζί την καραμπί
να του. Σ τράφm<ε στον Νέιθαν και τον Ντέιβιντ και είπε: "Μείνετ ε στη θέση σας -οκέι ; Αρκε τ ές απώλει ες είχα μέΧρι τ ώρα». "Mάλlστα, κύριε», είπε ο Νέιθα'l. "Δεν υπάρχει πρόβλημα» . Η Λiλι , που καθόταν με τη βοηθό Λέμαν στο πίσω κάθισμα, δεν είπε κου βέντα.
Ο Λουκ δεν περίμενε τίποτα' ούτ ε καν τον Κάπτεν Μπλακ. Βρίσκονταν, όμως, εκεί οι μπάσταρδοι που αναζητ ούσε -οι άνθρωποι που επί εκατοντά δες χρόνια σάρωναν την Ευρώπη, την ΑΥΥΜ.α και τις κεντρικές ΗΠΑ, οι άνθρω
ποι που προσέφεραν μmχλιμmδια και παιχνίδια με ζάρια, οι άνθρωποι που αυγάτιζαν τα γεννήματα μ' αντάλλαγμα ανθρώmνες ζωές. Οι άνθρωποι του Τζάνεκ, οι μωμόγεροι, βρίσκονταν εmτέλους στριμωγμένοι σε μια γωνιά. Έτρεχαν κατά μήκος της κατάφωτης αυλής μπροστά από το σrήτι των Πίρσον, ένας λευκοντυμένος ά'πρας , ένας άντρας που φορούσε ράσο καλόγερου κι ένας άντρας που κουβαλούσε ξίφη στην πλάτη του . Οι σταγόνες της βροχής
άστραφταν πάνω στο γρασίδι. Τους άκουγε να λαχανιάζουν. "Ακίνητοι, αστυνομία ! » τους φώναξε, όμως εκείνOl δεν σταμ άτησαν. Δύο
380
ΣΑΡΚΑ
& ΑΙΜΑ
ακόμη περιπολικά σταμάτησαν γλιστρώντας, με τα φώτα αναμμένα και τις σει ρήνες να ουρλιάζουν. Το ελικόmερο έκανε στροφή πάνω από την άκρη του δρόμου ια έπεnα ήρθε προς το μέρος τους προκαλώντας τρομερή φασαρία.
"Ακίνητοι!" ούρλιαξε ο Λουκ. Ήταν σχεδόν αδύνατο να ακουστεί πάνω από το θόρυβο του ελικοmέρου. Έπρεπε, όμως, να είχαν αντιληφθεί ότι τους έλεγε να σταματήσουν. Το αγόρι που το έλεγαν Μαχαίρι άνOlξε το πισω μέρος του φορτηγού. Ο
Θεραπευτής ια ο Λεπρός σκαρφάλωσαν μέσα. Ο Μάρτυρας πήγε
στο
μπροστινό μέρος ια άνοιξε απότομα την πόρτα. Ο Λουκ έγειρε προς τα
εμπρός με την κοwά του να αναπηδά και το περίστροφο υψωμένο και φώνα ξε: «Σταθείτε! ΑκίνητOl! Βάλτε τα χέρια στο κεφάλι σας!" Τον αγνόησαν. Ο Μάρτυρας έκλεισε με δύναμη την πόρτα και έβαλε μπρος και το μαύρο, κλειστό φορτηγό απομαιφύνθηκε από το πεζοδρόμιο ενώ
τα λάστΙΧά του ξερνούσαν καπνό και aτμoύς. Ο Λουκ δεν ήθελε να το κάνει. Θα μπορούσε να πυροβολήσει και να αστοχήσει εσκεμμένα, αν, όμως, δεν ενεργούσε τώρα με αποφασιστικότητα, ίσως αύριο ή μεθαύριο ή σ' ένα χρόνο
να έθετε σε κίνδυνο τη ζωή κάποιου άλλου ειωρόσωπου του νόμου. Έτσι, πυροβόλησε κι ένα βλήμα ΜάΥκνουμ διαμετρήματος
325 xWοστών με κοίλο 125 κόιαων πέτυχε κατευθείαν το ντεπόζιτο της βενζίνης. φορτηγό εξερράγη έτρεχε με περίπου 65 χιλιόμετρα την ώρα. Ο
άκρο και περίβλημα Όταν το
κρότος έκανε τα αυτιά του Λουκ να βουλώσουν, λες και κάπOlος είχε κλείσει το παράθυρο ενός αυτοιανήτου ενώ εκείνο έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα. Κομμάτια από φλεγόμενα υλικά έπεσαν στριφογυρίζοντας απ' άκρη σ' άκρη της οδού Βέρνον. Ο κύριος όγκος του φορτηγού ιανήθηκε ολοταχώς κατά μήκος του δρόμου για δεκαπέντε ακόμα μέτρα σαν φλεγόμενη άμαξα, ενώ τα
λάστΙΧά του έσπερναν φλόγες σαν περιστρεφόμενα πυροτεχνήματα, ώσπου τελικά στάθηκε στο ρείθρο του πεζοδρομίου ταλαντευόμενο μπρος πίσω, εξα κολουθώντας ακόμα να φλέγεται. Τα μαυρισμένα τζάμια του φορτηγού ράγισαν, εξερράγησαν ια από τα πλαίσιά τους ξεπήδησαν φλόγες, που άρχιοαν να γλείφουν πεινασμένες την
οροφή. Ο Λουκ διέκρινε μες στο φορτηγό τους μωμόγερους τυλιγμένους στις φλόγες και τους έβλεπε που κινούνταν. Δεν κινούνταν, όμως, υστερικά ή
μανιασμένα, όπως κάνουν τα πεΡlOσότερα θύματα εμπρησμών όταν αρπάζουΎ φωτιά. Έδιναν την εντύπωση ότι περιφέρονταν αρκετά ήρεμοι και προσπα
θούσαν να ανοίξουν τις πόρτες του φορτηγού. Ήταν αθάνατοι. Ο καθένας τους κουβαλούσε πάνω του τα αργύρια που κρατούσαν το πεπρωμένο τους μια στιγμή μακριά. Ήταν αλώβητOl ότιδήποτε θα μπορούσε να τους συμβεί
-
απ'
εντελώς άθικτοι, εντελώς ασημά
δευτοι, όπως μια γυναίκα που πηδά από ένα εξαώροφο κτίριο, ένα κλάσμα του δευτερολέmου πριν σκάσει στο πεζοδρόμιο , μόνο που για εκε[vους το κλά σμα του δευτερολέmου κρατούσε για πάντα.
381
GRAHAM MASTERTON
Η πόρτα του συνοδηγού του φορτηγού άνοιξε Kl από μέσα ξεπήδησαν
καυτές , πορτ οκαλιές πύρινες γλώσσες . Για μια στιγμή ο Λουκ νόμισε ότι πράγ ματι οι μωμόγεροι θα κατέβαιναν από το φορτηγάκι και θα ξέφευγαν. Τ ότε, όμως, άκουσε κάποιον να ουρλιάζει. Ένα τρομερό , ανθρώπινο ουρλιαχτό που συνεχιζόταν χωρίς σταματημό και με κάθε δευτερόλεmο που περνούσε γινόταν ολοένα τρομερότερο. Είχε ξανακούσει ανθρώπους να ουρ
λιάζουν έτσι . Ανθρώπους εγκλωβισμένους σε φλεγόμενα κτίρια, ανθρώπους κλειδωμένους σε αυτοκίνητα που είχαν γίνει παρανάλωμα του πυρός. Ήταν το ουρλιαχτό της απόλυτης οδύνης , καθώς στρώματα εmδερμίδας και γάγγλια
καίγονταν και η φωτιά μετ έβαλλε κάποιο ανθρώmνο πλάσμα σε ωμό, καυτη ριασμένο κομμάτι κρέας. Ακούστηκε μία ακόμα κραυγή ια έπειτα άλλη μία. Οι μωμόγεροι ι<αίγο νταν. Οι μωμόγεροι πράγματι καίγονταν. Ο Λουκ έφερε το χέρι στα μάτια του για να τα προστατέψει απ' τη ζέστη και τους παραιωλουθούσε δίχως να μπο
ρεί να κάνει τίποτα, ενώ εκείνοι χόρευαν τον τελευταίο μαρτυρικό τους χορό μες στο πλαίσιο του φορτηγού. Η ζέστη , σκέφτηκε. Αυτό Ιίταν. Η ζέστη.
Το ασήμι μπορεί να αντέξει κάθε βαθμό παγωνιάς. Το ασήμι οξειδώνεται ,
αλλά δεν σκουριάζει ποτέ. Απ' οποιαδήποτε άποψη το ασήμι κρατ άει για πάντα. Με μόνιι διαφορά ότι το ασήμι λιώνει στους
961,5 βαθμούς Κελσίου και
είναι ο καλύτερος αγωγός της θερμότητας απ' όλα τα μέταλλα. Θεριεμένη από την καταιγίδα, θρεμμένη απ' τον άνεμο, η ζέστη στο
εσωτερικό του φορτηγού είχε λιώσει τα νομίσματα των μωμόγερων κι είχε μετατρέψει τα αργύρια του Ιούδα του Ισκαριώτη σε σταγόνες λιωμένου μεταλλεύματος. Δεν ήταν πλέον συμβολικά, δεν διέθεταν πλέον υπερφυσικές δυνάμεις, δεν ήταν πια ευλογημένα. Δυο βοηθοί όρμησαν με πυροσβεστήρες, όμως ο Λουκ τους φώναξε
άγρια : «Αφήστε το! Άστε το να καε!! Είναι διαταγή! " Οι βοηθο! κοντοστάθηκαν κι έπειτα υποχώρησαν.
Ο Νέιθαν βγήκε από το αυτοκίνητο κι έκλεισε με δύναμη την πόρτα. Στάθηκε κι απόμεινε να κοιτά το φλεγόμενο συντρίμι,
ενώ η φωτιά
καθρεφτιζόταν στα μάτια του . «Θεέ μου», είπε. Ο Λουκ ρούφηξε τη μύτη του κι έβαλε το περίστροφο στη θήκη. « Κι ακόμα δε βρήκαμε αυτό για το οποίο ήρθαμε», είπε.
«Και πάλι ... » είπε ο Νέιθαν, « ποτέ δεν έχω ξαναδεί κάτι τέτοιο ». «Ούτε θα το ξαναδείς, αν έχεις τον Θεό στο πλευρό σου " , αποκρίθηκε ο Λουκ. Ο άνεμος αγρίευε όλο και περισσότερο και ήταν αναγκασμένος να κρατά το καπέλο του. Από σύννεφο σε σύννεφο ξεπηδούσαν αστραπές, λες και ήταν μια γεννήτρια Βαν ντερ Γιφάαφ.
Ο Λουκ βάδισε προς το σπίτι. Ένας από τους βοηθούς του έτρεξε προς
382
ΣΑΡΚΑ
& ΑΙΜΑ
το μέρος του, ένας ξανθός νεαρός με ζωηρό κοιοονωπό πρόσωπο. «Ψάξε την πίσω αυλή», τον διέταξε. «Θέλω να στηθούν οδοφράγματα στην οδό Mάoυvτ: Β έρνον, ανατολικά και δυτικά' στην 5η λεωφόρο στο ύψος της Ουέλι'γκroν, στη Γκραντ στο ύψος της Φέρβιου, και στην ΟυάσιΥκτον στο ύψος της 35ης». « Τι ψάχνουμε;» ρώτησε ο βοηθός .
(/ Εναν τύπο μασκαρεμένο με φύλλα». « Ορίστε ;»
«Τόσο δύσκολο είναι να το l<:αταλάβεις; Έναν τύπο που φοράει φύλλα! » «Φύλλα», επανέλαβε ο βοηθός , εντελώς σαστισμένος . Το φορτηγό φλεγόταν αναΤΡΙXlαστικά. Ο αέρας έζεχνε από τον καπνό της βενζίνης και την οσμή της γερασμένης, καψαλισμένης σάρκας. Ο άνεμος παράσερνε τον καπνό σε σκοτεινές έλικες που τους τύφλωναν 1<1 ο Λουκ συνειδητοποίησε ότι ανάσαινε τους ανθρώπους που μόλις ε ίχε σκοτώσει .
Μπήκε στο σπίτι των Πίρσον Ιζαι προχώρησε στο καθιστικό. Οι νοσηλευτές βρί σιωνταν ήδη εκεί, το ίδιο ιο ο ιατροδικαστής. Είδε έναν άντρα δίχως κεφάλι, ένα κορίτσι που φορούσε μια ποντικοφα γωμένη γούνινη ζαιζέτα 1<1 ένα ματωμ ένο σωρό από ραβδιά και κρέας , που
θύμιζε ανατιναγμένη ψησταριά. Στο πάτωμα βρισκόταν σιωρmσμένο τόσο πολύ αίμα 1<1 ανθρώmνοι ιστοί, που αναγκάστηκε να σταθεί στην είσοδο , φοβούμενος μην τα πατήσει.
Όμως εκείνο που μπορούσε να διακρίνει ήταν η κακόμοιρη μικρούλα Έμιλι Πίρσον ή ένα μέρος απ' αυτήν. Το πρόσωπό της ήταν λειοασμένο με
αίμα, αλλά ήταν σχεδόν ανέΥΥιΧΤΟ. Έμοιαζε με τη νεκρική μάσι<:α ενός παι διού αγίου, στεφανωμένη από χαλι<όχρωμους βόστρυχους.
Ο ιατροδικαστής έβγαλε τα γυαλιά του και ανασήκωσε τους ώμους. « Μη με ρωτάτε, σερίφη. Τούτη τη φορά δεν έχω την παραμικρή ιδέα».
"Πώς ιο έτσι;», του πέταξε ο Λουκ. (/ Εχουμε, ωστόσο, σωρούς από φύλλα» , του είπε ο ιατροδικαστής και σήκωσε ένα αιματοβαμμένο δαφνόφυλλο. « Η laurus nobilis ξαναχτυπά. Έχουμε 1<1 άλλο φυτικό υλικό. Σαν σόΎ1α ή κάτι άλλο, αλλά' δεν πρόκειται να ρισι<άρω να μαντέψω, όχι ακόμα».
Ο Λουκ κάθησε ανακούρκουδα, ώστε να μπορέσει να δει καλύτερα τη Γυμνή. Το πρόσωπο και οι ώμοι της είχαν ξε010στεί από κάτι που θα μπορού σε να είναι μαστίΎ10 ή αγκαθωτό σύρμα ή κλαριά τριανταφυλλιάς, γεμάτα αΎ1<άθια. Από τα αυτιά και πίσω ήταν καταγδαρμένη. Το πρόσωπό της κείτο νταν σε μια λίμνη από αίμα , όμως, όπως και η Έμιλι , έδειχνε γαλήνια, λες και κοιμόταν. Ήταν, επίσης, αρκετά όμορφη και του θύμισε κάποιαν που είχε γνω ρίσει πριν από πολύ καιρό, ίσως όχι σε τούτη τη ζωή, ίσως σε καμία ζωή. Ίσως ήταν το είδος κοριτσιού που είχε συναντήσει μόνο στα όνειρά του . Το πανέ-
383
GRAHAM MASTERTON
μορφο πρόσωπό της καθρεφτιζόταν μες στο ίδιο της το αίμα. Ο Λουκ σηκώθηκε όρθιος . Ένιωθε απίστευτα εξαντλημένος. Πάρα πολλοί άνθρωπOl είχαν σκοτωθεί απ' τη στιγμή που ο Τέρενς Πίρσον είχε αποπειρα θεί για πρώτη φορά να σκοτώσει τα παιδιά του' ια ο Λουκ είχε γρήγορα υπο ψιαστεί γιατί . Είχε διαίσθηση, είχε εμπειρία. Από εmά χρονών είχε πιστέψει τα απίστευτα και πάντοτε είχε δίιαο. Παρ' όλα αυτά δεν είχε κατορθώσει να σώσει την όραση του Νόρμαν Γκόρμαν' ούτε τη ζωή της Μαίρη βαν Μπόγιων'
ούτε του Λioς Πόνικαν' ούτε κανενός απ' τους νεκρούς βοηθούς του' ούτε του Τέρενς Πίρσον' ούτε της ΈμΙλι Πίρσον' ούτε του κακομοίρη του Φρανι{ Τζόνσον, του χοιροτρόφου.
Κι ήταν ια ο άμOlρος ο Τζον Χάζμπαντ ΚΙ όλOl ΟΙ αθώοι άνθρωποι που ειχαν σκοτωθεί στο Εμπορικό Κέντρο Σίνταρ. Το ζήτημα χειριζόταν τώρα η πολιτεια κή αστυνομία, όμως ο Λουκ ήξερε ότι αμέσως μόλις έπιανε τον Κάmεν
Μπλακ, θα έπρεπε να πάει εκεί. Ένιωθε λες ια ήταν ο επίσημος καταγραφέας του ίδιου του θανάτου, εκεί
νος που έγραφε τα ονόματα στο βιβλίο των επιταφίων. Βγήκε από το σπίτι των Πίρσον μες στη θύελλα. Είχε καταφθάσει ο Τύπος και μαζί μια ανθρακi λιμουζίνα Κάντιλακ, με τους προβολείς της να λάμπουν, καθώς και ένα κόκιανο ημιφορτηγό Τογιότα, γεμάτο αγριωπούς άντρες με
τουφέιαα, κόιαανα καρό τζάκετ και λάσα. Ο Λουι<: ιωτευθύνθηκε προς τη λιμουζίνα και χτύπησε ελαφρά το πίσω
τζάμι με τον κόμπο του δακτύλου του. Το τζάμι κατέβηκε μ' ένα βόμβο και αποκάλυψε το όμορφο, αλλά σφιγμένο πρόσωπο του γερουσιαστή Μπράιαν
Κάντι . « Λυπάμαι, γερουσιαστά, δεν μπορείτε να παρκάρετε εδώ. Διεξάγεται
κάπOlου είδους έρευνα για ανθρωποκτονία». "Ποιος πέθανε;» ρώτησε ο Μπράιαν. <<Δεν μπορώ να σας πω ακόμα, γερουσιαστά. Δεν έχουμε αναγνωρίσει τα mώματα ;» ,<Δεν έχετε καμιά ιδέα;»
('Οχι. Λυπάμαι. Πρέπει να φύγετε» .
Ο Μπράιαν φάνηκε εκνευρισμένος. «Ακούστε ... έχω φέρει όλους εκεί νους τους άντρες». «Το βλέπω. Σε μια στιγμή θ' αρχίσουμε να ελέγχουμε όλες τις άδειες οπλοφορίας τους».
<,Δεν καταλαβαίνετε. Ξέρετε για εκείνο το γουρούνι που ξέφυγε από το
Ινστιτούτο Σπέλμαν; Εκείνο που σι<:ότωσε όλους εκείνους τους ανθρώπους στο ΕμΠΟΡlΚό Κέντρο Σίνταρ; »
"Εννοείτε το γουρούνι που ελευθέρωσαν αι<τιβιστές για τα δικαιώματα των ζ ώων από το ΙΥστιτούτο Σπέλμαν; » «Ναι ».
384
ΣΑΡΚΑ
& ΑΙΜΑ
"Και βέβαια ξέρω, γερουοιαστά», είπε οιωθρωπά ο Λουκ. "ΓΙ' αυτό είμ'
εδώ, γΙα να το πιάσω. Σκότωσε έναν από τους καλύτερους φίλους μου, τον Αρχηγό Τζον Χάζμπαντ, σας διαβεβαιώ, λοιπόν, ότι δεν πρόκειται να ξεφύ γει».
Ο
Μπράιαν
είπε:
«Θέλω
να
σας
βοηθήσω
να
το
ξαναπιάσετε.
Ελευθερώθηκε από το ινστιτούτο εν ονόμαη των δικαιωμάτων των ζώων,
σωστά; Όμως πιστεύω ότι υπάρχει κι ένα όριο στα δlΚαιώματα των ζώων όταν εκείνα καταπατούν τα δlΚαlώματα των ανθρώπων. Εκείνο το γουρούνι πρέπει να συλληφθεί γΙα την ασφάλεια όλων μας και γΙα τη δική του προστασία». "Μην ταράζεστε, γερουοιαστά, εμείς θα το κάνουμε». Ο Μπράιαν τον κοίταξε. Είχε συναντήσει το Λουκ αρκετές φορές στο παρελθόν και γνώριζε αρκετά καλά πόσο δαιμόνιος ήταν. Μν υπήρχε λόγος να του λέει μαλακίες. «Επιτρέψτε μου ν' ανοίξω τα χαρηά μου, σερίφη», είπε. ,c'Εχω ξοδέψει πολύ χρόνο κι ένα σωρό λεφτά γΙα την προώθηση των συμφερόντων των δlΚαι
ωμάτων των ζώων. Το νομοσχέδιο Ζαπφ-Κάντι θα είναι ένα από τα πιο βαρυ σήμαντα νομοθετήματα από την εποχή της Δεκάτης Τέταρτης ΤροπολσΥlας» .
«"Καμία πολιτεία δε θα αρνηθεί την ίση προστασία του νόμου σε ΟΠΟlOδή ποτε άτομο βρίσκεται στη δικαιοδοσία της'';» ρώτησε ο Λουκ.
«Σωστά, σερίφη. Τώρα, όμως, μπορείτε να το αλλάξετε και να πείτε ΟΠOlοδήποτε άτομο ή ζώο». «Εντάξει, γερουοιαστά», είπε υΠOμOνεΤlΚά ο Λουκ. " Και πάλι, όμως , θα πρέπει να σας απομακρύνω. Εδώ έγινε μια πολλαπλή ανθρωποκτονία, η κατά σταση δεν είναι διόλου ευχάριστη κι είμαι πολύ ταραyμΈVoς».
Ο Λουκ αι<όμα μιλούσε στον Μπράιαν όταν ένας από τους βοηθούς του πλησίασε και είπε: " Να σας πω δυο λόγΙα, σερίφη ». Πήρε παράμερα το Λουκ
και είπε: "Η πολιτειαιαι αστυνομία το επιβεβαίωσε . Έχουν εντοπιστεί όλα τα αδέσποτα γουρούνια, εκτός απ' τον Κάπτεν Μπλακ. Εθεάθη πριν από είκοσι λεπτά . Απ' ό,τι φαινόταν έχανε αρκετό αίμα, εξακολουθούσε, όμως, να τρέχει και έτρεχε προς την κατεύθυνσή μας ». "Φχαριστώ», είπε ο Λουκ μ' ένα γνέψιμο και συνέχισε: "Εκείνη
n λιμουζί
να ανήκει στο γερουοιαστή Μπράιαν Κάνη. Εκείνο το ημιφορτηγό ανήκει
στους XOlpOIωvnγOύς που έχει προσλάβει. Κατά κάποιον τρόπο ο γερουσια στής Κάνη έχει καταλήξει στο ίδιο συμπερασμα με εράς, ότι, δηλαδή, ο
Κάπτεν Μπλακ θα κατευθυνθεί προς τα εδώ. Θέλω να ξεκουμπιστεί από 'δω μαζί με τους XOlpoκυvnγoύς του, γρήγορα, όμως. Το 'πιασες ;» ,/ Εγινε, σερίφη ».
Βάδισε πίσω στη Μπιούικ του . Ο Τζοv πέθαvε, τού κοπανούσε συνέχεια
το μυαλό του. Ο Τζοv πέθαvε.
"Τι συμβαίνει; » ρώτησε ο Νέιθαν. "Γίνεται πανδαιμόνιο ». Κατέφθασε κουτσαίνοντας και ο Γκαρ θ με τη βοήθεια ενός εβένινου μπα-
385
GRAHAM MASTERTON
στΟιΜού. «Κάνα νέο του Κάπτεν Μπλακ;» «Εδώ έγινε μια πολύ άσχημη πολλαπλή ανθρωποκτονΙα, που μπορεί να συνδέεται με τον Κάπτεν Μπλακ, μπορεί και όXl. Είχα, όμως, κάπOlες πληρο φορίες όη κατευθύνετω προς τα εδώ ή όη θα μπορούσε να κατευθύνεται προς τα εδώ. :Ξ:έφυΥε εκτός ελέγχου μαζί με μια αγέλη γουρούνια στο εμπορικό κέντρο Σίνταρ. Φοβάμω όη σκοτώθηκε ένα σωρό κόσμος».
«Νω, άκουσα τα δελτία ειδήσεων στο ραδιόφωνο», είπε ο Γκαρθ. «Νιώθω τόσο άσχημα για όλα αυτά», είπε ο Νέιθαν. «Νιώθω λες κω καθέ νας από τους θανάτους οφείλεται σε προσωmκό μου σφάλμα». Ο Λουκ είπε: «Απ' όσα μου είπατε, δόκτωρ Γκριν, δε νομίζω όη οφείλετω σε δικό σας σφάλμα. Σύμφωνοι, πήρατε μια εγι<εφαλική διατομή από ένα πτώμα δίχως να πάρετε άδεια από τους εργοδότες σας. Μου φαίνεται, όμως,
όη το να παίρνει κανείς κομμάηα κω κομματάκια από πτώματα θεωρείται σε γενικές γραμμές καθιερωμένη συνήθεια στη φαρμακευηκή βιoμrιxανIα».
«Φοβάμω πως έχετε δίκιο», συμφώνησε ο Γκαρθ. "Ο,ΤΙ έκανε ο Γκαρθ ήταν, στην καλύτερη περίπτωση, απερίσκεπτο . Έλα τώρα, όμως, Νέιθαν, δες
10 συνολικά. Ίσως εκείνη η εγκεφαλική διατομή να τρέλανε τον Κάπτεν
Μπλακ, ίσως όXl. Ό,τι, όμως, έκανες, δεν ήταν ούτε κατά το ήμισυ όσο κακό είνω εκείνο που κάνουν οι μεγάλες εταιρείες φαρμάκων, όταν βάζουν έστω κι έναν άρρωστο αδένα μες στα ορμονικά φάρμακά τους. Καταλήγουν να
μολύνουν x.ιλ.lάδες δόσεις , δόσεις οι οποίες χορηγούντω σε γυναίκες κω πω διά που δεν γνωρίζουν με η στο διάολο τούς κάνουν ένεση. Νιώσε ένοχος, λOlπόν, αν θέλεις, εντάξει; Αλλά μη νιώθεις τόσο ένοχος. Δεν είσω ο μόνος». Ο Νέιθαν κούνησε το κεφάλι του.
«Μόνο κω μόνο επειδή άλλοι άνθρωποι είναι κατά συρροή δολοφόνοι, δε σημαίνει όη εγώ είμω λιγότερο κατά συρροή δολοφόνος». Ο Γκαρθ είπε κάη, όμως ο θόρυβος ενός ελικοπτέρου έπνιξε τα λόγια
του. Το φως του προβολέα του τους έλουσε για μια στιγμή κι έπειτα απομα ιφύνθηκε ξ ανά.
Στο εσωτερικό του σπιηού των Πίρσον, τα φλας άστραφταν σαν καλοκω ρινές αστραπές. Οι φωτογράφοι της αστυνομίας φωτογράφιζαν τα πτώματα.
Το κεφάλι του Τέρενς Πίρσον κάτω από το τραπεζάκι με τα ποτά. Τον ακρω τηριασμένο λωμό του. Διάσπαρτες ποσότητες από δαφνόφυλλα, που κολλού σαν απ' το αίμα. Την Γυμνή, νέα σαν την αμαρτία, να ΚOlτά την ίδια της την
αντανάκλαση μες στο αίμα της. Το πρόσωπο της Έμιλι Πίρσον. Ο Λουκ φώναξε: «Δε διώξατε ακόμα εκείνη τη λιμουζίνα;» Τότε, όμως,
άκουσε ένα απότομο οξύ γαύγισμα, λες και κάποιος είχε πατήσει ένα σκύλο
και έστρεψε το κεφάλι του στην άλλη άκρη της οδού Β έρνον, εκεί όπου διασταυρωνόταν με τη Ρίτζγουεϊ, για να δει ένα τεράστιο μαύρο σχήμα που κινούνταν αργά μες στη βροχή προς το μέρος τους, ένα σχήμα τόσο τεράστιο που δεν μπορούσε να πιστέψει όη ήταν ζωντανό ή πραγματικό.
386
ΣΑΡΚΑ&ΑΙΜΑ
Ymίρxε μια έντονη θεατρικότητα στον τρόπο που τους πλησίαζε ο Κάπτεν Μπλακ. Θα έπρεπε να συνοδεύεται από ταμπούρλα, θα έπρεπε να συνοδεύε ται από φλάουτα, θα έπρεπε να συνοδεύεται από κατάμαυρες σημαίες.
Στάθηκαν ακίνητοι και κοίταζαν με δέος καθώς ένα γουρούνι που ζύγιζε ενά μιση τόνο, είχε πρόσωπο σαν του διαβόλου και τ' αστραφτερά μάτια ενός χιλ!όχρονου μωμόγερου ανηφόριζε αργά την οδό Βέρνον. Η βροχή έραινε τον δρόμο, έτρεχε απ' το ρύγχος του και κανείς δεν κινούνταν, κανείς δε μιλού-
σε' όλοι τον παρακολουθούσαν με μεγάλο σεβασιiό.
.
Βάδισε προς το μέρος τους και έπειτα στάθηκε. Αναζητούσε την Έμιλι , κανείς, όμως, δεν το γνώριζε. Ήταν εξουθενωμένος, βρεγμένος, και κάθε πληγή από σφαίρα και σκάγια καραμπίνας έκαιγε το τομάρι του σαν την φωηά.
Βρισκόταν, όμως, σπίτι του ' και
lllac; και βρισκόταν σπίτι του η μητέρα του θα
τον φρόντιζε, η μητέρα του θα βεβαιωνόταν ότι όλα ήταν ζεστά και αναπαυτι κά κι ό,τι το κάψφό του θα σταματούσε. Η Λ.iλι ξεπρόβαλλε απ' το πλήθος και βάδισε κατευθείαν εμπρός του. Φορούσε αι<όμα χειροπέδες, ήταν ολότελα ανυπεράσπιστη, όμως τον είχε πλησιάσει δίχως να φοβάται. Ο Λουκ της φώναξε άγρια: <<Δεσποινίς Μόναρκ! Φύγετε αμέσως από κει!
Είναι επικίνδυνος!" Όμως η Λίλι δε γύρισε καν να τον κοιτάξει. Είπε: "Κάπτεν Μπλακ; Μ' ακούς, Κάmεν Μπλακ; »
Δεν το είπε, ωστόσο, στ' αγγλlKά. Το είπε σε μιαν άλλη γλώσσα -μια γλώσσα που εκείνος πραγμαηκά καταλάβαινε. Ήταν μια γλώσσα ζεστή, συναlOθημαηκή και γεμάτη ασφάλεια' μια γλώσσα που του θύμιζε άχυρο, φαγητό και αναπαυηκό όγκο , τα λαγόνια της μητέρας του, το βαρύ σκοτεινό
όγκο του πατέρα του. «Είσαι ασφαλής », είπε η Λίλι. «Μπορείς να με καταλάβεις, είσαι ασφα λής ».
Όλοι όσοι κοιτούσαν είχαν την εντύπωση όη του τραγουδούσε, όη του
σιγομουρμούριζε. Ο Κάπτεν Μπλακ έγειρε το Kεφάλl του προς τα πίσω, έτσι ώστε η βροχή να του κεντρίζει τα μάηα και προσπάθησε να φωνάξει
«'Epwl 'Epwl",
όμως
το λαρύγγι του ήταν ανήμπορο να σχηματίσει τ' όνομά της και πονούσε τόσο
πολύ . Η Λίλι έκανε ένα βήμα εμπρός κι έπειτα άλλο ένα. Τα φλας των δημοσιο γράφων άστραψαν'
τριγύρω αιωρούνταν οι προβολείς των τηλεοmικών
συνεργείων. Ο Κάπτεν Μπλακ φωτιζόταν μες στη βροχή με όλη του την
αποτρόπαια μεγαλοπρέπεια και μαζί του και η Λίλι. Για τον Μπράιαν Κάντι, η σιαινή αυτή ήταν υπεραρκετή. Ήδη έβλεπε ης
αυριανές εφημερίδες, με τη Λίλι και τον Κάmεν Μπλακ σε κάθε πρωτoσέλl δο. Έβγαλε
lllG
κραυγή και όρμησε τρέχοντας από την λlμoυζίνα του, για ν'
387
GRAHAM MASTERTON
αδράξει την στιγμή. Άρπα ξε το τουφέΙG ενός από τους X OIρOKυvnγOύ ς κω έ τρε ξ ε προς τον Κάπτεν Μπλακ, ενώ έ ξα φνα οι φ ωτογρ α φικ ές μηχανές τον
είχαν πάρει στο κατόπι , μαζί με τις κάμερες , τους τεχνικ ούς ήχου και τους χ ειριστ έ ς των προβολέων. Ο Μπράιαν στάθηκε αγκομ αχώντας μες στο Αρμ άνι κοστούμι του μόλις δύο τρία μέτρα μακριά από τον Κάπτ εν Μπλαι<: . Τράβηξε τον μοχλό του κλείστρου, σήκωσε το όπλο κω σημάδ εψ ε . Η ΛiλJ. ούρλιαξε: « Μη ! Έ χει τραβή ξ ει αρκετά , Μπράιαν, μη ! »
Ο Μπράι αν κοντοστ ά θηκε κω στράφηκε προς τ ο μέ ρ ο ς της . Κω συνει δη
τοποίησε ότι τα είχε κάνει θάλασσα . Γι ατί, αφού ο Κάm εν Μπλακ στεκόταν εντελώς ακίνητος και απλά τον κοιτούσε , τι υποτίθετω ότι έπρεπ ε να κάνει εκείνος ; Ο πιο ένθερμος υποστηρικτής των δικωωμάτ ων τ ων ζώ ων στ ην Αμε ρική θα πυροβολούσ ε εν ψυχρ ώ ένα πληγωμ ένο , ακίνητο ζώ ο ; Τη στιγμή
που στε κόταν μες στη βροχή μ ε το τουφ έκι υψ ωμένο , έ βλεπ ε μες στο μυαλό τ ου τις ε πικεφαλίδες της ε πομένης : ΓΕΡΟΥΣΙΑΣΤΗΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΚΤΗ Σ ΤΩΝ
ΔlΚAIΩMATΩN ΤΩΝ 2ΩΩΝ ΣΦΑΓΙΑΖΕΙ ΑΝΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΟ ΓΟΥΡΟΥΝΙ . Και γ1α ποιο λόγο; Για να διασώ σει τη ΛiλJ. , που σαφώς δεν φοβόταν; Χαμήλωσε το τουφέΙG, γύρισε την πλάτη στον Κάπτεν Μπλακ κω χαμογέ λασε στις τηλεοmικές κάμερες . «Φ αντάζομω ότι αποφά σι σ ε να παραδοθεί ήσυχ α » , είπε.
Τότε , όμως, ο Κάπτεν Μπλακ έκανε γρήγορα τέσσερα β ήματα προς το
μέρος του και τ ου κατάφερε ένα ΧΤύπημα με το λασπωμένο, τριχωτ ό πόδι του, σωριάζοντάς τ ον στο οδόστρωμα. Η ΛiλJ. ούρλιαξε «Μη, Kάmεν Μπλακ! Μη!» και ξεφώνισε μια διαταΥή στη γλώσσα των χοίρων. Όμως ο Kάrnεν Μπλακ ήταν πληγωμένος και το μυ αλό
του ήταν ένας κυκεώνας από οΡΥή, πόνο και παιδιάστικο τρόμο . Άρπαξε με τα δόντια του το σακάκι του Μπράιαν και τ ου έσχισε το μανίκι. Ο Μπράιαν στριφογύρισε, έριξε κάτω το τουφέκι, το ξανάπιασε. «Μη!» ούρλιαξε η ΛiλJ. , αλλά ο Kάrnεν Μπλακ ήταν πολύ πιο γρήγορος.
Πάτησε το πρόσωπο του Μπράιαν Κάντι. Η πίεση που ασκούσε το λασπωμένο του γο υρουνο πόδ αρο ήταν αρκετή γ1α να ανοίξει μια τρύπα στην πόρτα ενός αυτοκινήτου . .fuantpaae την μύτη, τη σιαγώνα, τον ουρανίσιω 1<01 το κρα νίο . Ακούστηκε ένα οξύ τρίξιμο . Από τα αυτιά του Μπράιαν εκτινάχθηκαν κίτρινα μυαλά σαν υγρό αυγοτάραχο. Εκείνος αναπηδούσε, τιναζόταν και χτυ
πούσε με τα χέρια του τον αέρα, κανείς , όμως, δεν μπορούσε να τον KOlϊάξει, μιας και όλοι γνώριζαν πως ήταν νεκρός.
"Πυρ! " ούρλιαξε ο Λουκ. Ο Γκαρθ φώναξε: «Μη! Μη του κάνετε άλλο κακό ! " Αμέσως, όμως, η φωνή του πνίγηκε από μια ομοβροντία κρότων από καραμπίνες, περίστροφα και ημιαυτόματ α τ ουφέκια. Από την πλάτη του Κάmεν Μπλαι< τινάζονταν κομ
μάτια τριχωτής σάρκας και η τεράστια κρεμάμενη κοιλιά του τρεμούλιαζε καθώς οι σφαίρες έσκαζαν μέσα της. Η ομοβροντία φωνόταν ασταμάτητη'
388
ΣΑΡΚΑ
&
ΑΙΜΑ
ότ αν, όμως, τελείωσε , ο Κάπτεν Μπλακ έκανε τρία βήματα προς τα εμπρός ενώ το αίμα έτρεχε από πάνω του, δίχως, όμως να σταματήσει, τίναξε πίσω το κεφάλι του και ούρλιαξε .
Η Λiλι τον πλησίασε ξανά. σ Λουκ φώναξε : « Για τη δηώ σας ασφάλεια, δεσποινίς Μόναρκ, φύγετ ε από 'κει!" Όμως η Λiλι γύρισε και κούνησε αρνητικά το κεφάλι και ο Λουκ κατάλα βε από την έκφραση του προσώπου της ότι ήταν ήρεμη, απόλυτα σίγουρη και ήξερε τι έκανε .
σ Κάπτ εν Μπλακ στ εκότ αν με κεφάλι mαιφτ όπου έστ αζ ε αίμα, ενώ η Λiλι τον έκανε να σωπάσει και τ ου τραγουδούσε με παράξενη , ψιλή φωνή. σ Λου κ πήγε και στ άθηκε δ ίπλα της. Η οσμή του αίματος και του γουρουVlού ήταν τόσο έντονη , που του ήρθε να ξεράσει .
«Τι του λέτε ;" ρώτησε. « Του λέω ότι τον αγαπώ ", είπε η Λiλι. «'ση όλα θα πάνε μια χαρά" .
« Νομίζετε ότι θα παραμείνει ήμερος; " « Νομίζω όη πεθαίνει " . σ Κάπτ εν Μπλακ τίναξε το κεφάλι του και έ βγαλε ένα βαθύ , περίπλοκο γρύλισμα. « Σας μιλά; » ρώτησε ο Λουκ.
« Κατά κάποιον τρόπο. Αυτή είναι η κραυγή που βγάζουν τα γoυρoΎVΙα ότ αν αναζ ητούν τι ς οικογένειές τ ους . Νομίζω όη σ' αυτήν την περίπτ ω ση ανα ζητά την αδερφή του".
σ Λουκ στράφηκε προς το σπίη. Δ1πλα στην πόρτα στ εκότ αν φρουρός ένας βοηθός οπλισμένος με Kαραμπiνα. σ Λουκ φώναξε : «Βοηθ έ ! Π ες του ς να
φέρουν έξω το κορίτm! Το μικρό , όχι το άλλο με τη γoΎVΙνη ζακέτα! Βάλτ ε τη σ' ένα φορείο με ρόδες και βγάλτε τη εδώ έξω ! » «Κύριε;» αποκρίθηκε ο βοηθός . «Το κορίτm είναι σκο ρπισμένο παντού».
«Πες του ιατροδικαστή να φηαρίσει ό ,η μπορεί να βρει σε μια σακούλα για πτώματα, αρκεί να υπάρχει πάνω ένα πρόσωπο. Έπειτα βγάλτε το έξω' και σβέλτα» .
σ βοηθός είχε χλομιάσει. «Μάλιστα, κύριε σερίφη". σ Κάπτεν Μπλαι< παρέμεινε στη θέση του, ενώ η αναπνοή του σφύριζε
μες στα τρύmα τ ου πνευμόVlα. Λίγα λεπτά αργότερα , βγήκαν από το σπlτι δυο νοσηλευτές, που έσπρωχναν ένα φ ορείο. Πάνω του κείτ ονταν μια σαιωύλα για πτώματα, που τ αρακουνιότ αν άψυχα σε κά θ ε σαμαράκι του πε ζοδρομίου .
«Εδώ» , είπε γνέφοντας ο Λουκ Έσπρωξαν εmφυλακτιι<ά το φορτίο τους μπροστά στον Κάπτ εν Μπλακ. Η Λiλι άΥΥιξε το μουσούδι του, Χάιδεψε το μάγουλό του και σχεδόν τ ου τραγού δησε. Εκείνος στεκόταν και κοιτούσε την Έμιλι ρουθουνίζοντ ας και ακόμα κι ο Λουκ μπορούσε να καταλάβει ότι τούτη ήταν η στ ιyιιuί που συναντιόντουσαν
τα παράξενα και αντ ιφατιι<ά συστατικά στοιχεία της προσωmκότ ητ ά ς τ ου - το
389
GRAHAM MASTERTON
γουρούνι, το αγόρι και ο μυθικός μωμόγερος.
Δlxως προειδοποίηση, η βροχή άρχισε να πέφτει αι<όμα δυνατότερα. Mόλlς ενάμισι xιλlόμετρo μακριά, ΟΙ αστραπές Kρoτάλlζαν και τσιτσίριζαν και
οι βροντές έπεφταν λες και ένα ολάκερο σύνταγμα από τυμπανιστές πετού σαν κάτω τα τύμπανά τους. Ο Λουκ φώναξε: «Πού είναι ο τύπος απ' το Ινστιτούτο Σπέλμαν; Δόκτωρ ΜάθlOυς; Υποτίθεται ότι θ ' αναισθητοποιούσε τούτο το γαμιόλη!» Μπουμπούνισε ξανά και η βροχή συνέχισε να πέφτει, τώρα, όμως, ο Λουκ άκουγε ένα ακόμα ήχο -το κοφτό σαν Kρoτάλlσμα epόloμa των ξεραμένων φύλλων. Σήκωσε το Kεφάλl του και είδε όη ο αέρας ήταν γεμάτος δαφνόφυλλα
που περιστρέφονταν, εκατομμύρια aπό δαύτα, πυκνά σαν ακρίδες. Ακούστηκαν κραυγές προειδοποίησης aπό τους αστυνομικούς, τους εθνοφρουρούς και τους βοηθούς του σερίφη. Τα φύλλα πέρασαν ανάμεσά τους σαν μια άγΡlα χιονοθύελλα, μαστlγώνοντας τα πρόσωπά τους και κεντρί ζοντας τα Χέρια τους. Υπήρχαν τόσα πολλά φύλλα που κάποιοι παραπάτησαν
και έπεσαν στα γόνατα . Ένα πεΡΙΠOλlKό προσπάθησε να τα aπoφύγει και συγ
κρούστηκε με μεγάλο θόρυβο μ' ένα παρκαρισμένο στέισον βάΥκον. Δύο αι<όμα πεΡlΠoλlKά συγκρούστηκαν. Ο αέρας πλέον ήταν τόσο πυκνός απ' τα φύλλα που είχαν χαθεί ακόμα και τα φώτα των σπιτιών τριγύρω τους . Ο Λουκ σκέπασε τα μάτια με τα Χέρια του και τα μισόκλεlσε, για να δει η
συνέβαινε. Ο Νέιθαν κι ο Ντέιβιντ έμειναν κοντά του, το ίδιο και η Λίλl, παρόλο που εκείνη είχε καλύψει τελείως το πρόσωπο με τα Χέρια της. Τα
φύλλα τούς γρατζούνιζαν και τους μαστίγωναν τόσο άγρια, που ο Λουκ ένιω σε αίμα να στάζει από ης ράχες των χεριών του.
Ο Κάπτεν Μπλακ έμπηξε μια τρομερή κραυγή πόνου και απόγνωσης η κραυγή του είχε και κάη άλλο, όμως, τόσο ξεχωριστό που ο Λουκ στράφηκε προς τη Λίλl και της φώναξε: «Τι λέει; :Ξ:έρετε τι λέει;» Η Λίλl σήκωσε για μια στιγμή τα Χέρια της και φώναξε: «Παππού!» «Τι;»
«Τα γουρούνια έχουν ήχους που σημαίνουν πατέρας και εννοούν τον
πατέρα τους και έπειτα ρεγάλος πατέρας που σημαίνει παππούς. Να τι λέει! Παππού!» Ο Κάπτεν Μπλακ φώναξε ξανά. Πέρασε σχεδόν μισό λεmό· ια έπειτα
κάτι τεράστιο και σι<οτεινό εμφανίστηκε μπροστά τους , κονιά στο καμένο φορτηγό. Ήταν μια έντονη συγκέντρωση καταιγίδας, φύλλων κι απελευθερω μένης μανiας της Φύσης. ·Ηταν η ίδια η δύναμη του πλανήτη Γη, η ενέργειά
του, η ανάmυξή του, ο μυστικισμός του, η εκρηΚllκή αδηφάγα ενέργειά του. Ο Κρόνος μπορεί να έτρωγε τα παιδιά του· όμως η Γη έτρωγε τα παιδιά της και
τα παιδιά των παιδιών της και να πώς το έκανε. Η νύχτα είχε μεταβληθεί σε ένα εκτυφλωτικό καταρράκτη από φίιλλα και βροχή. Ακούγονταν συνεΧώς μπουμπουνητά, λες και ποτέ δε θα σταματούσαν .
390
ΣΑΡΚΑ
&
ΑΙΜΑ
Ο αέρας μετέφερε τη μεθυστική οσμή του όζοντος, της δάφνης κω των φρε
αιωανOlγμένων τάφων. Το
τεράστιο
σκοτεινό
σΧήμα πλησίασε'
σαν
ανεμοστρόβιλος
που
σιγόβραζε. Ο Λουκ ένιωθε λες κω η άσφαλτος κάτω από τα πόδια του
απομακρυνόταν φοβισμένη μαΚΡlά του έρποντας. όνομα του Θεού», είπε ψlθυΡlσϊά ο Λουκ, μάλλον στον εαυτό του,
«rlG
παρά σε ΟΠΟlOνδήποτε άλλο. « Ο Πράσινος Τζάνεκ αυτοπροσώπως». Ο άνθρωπος που κάποτε ήταν ο Τζάνεκ, είχε Χάσεl τελικά τη μάχη με τις ρίζες που φύτρωναν μέσα του. Τώρα που τα μέλη της ακολουθίας του είχαν καεί ζωντανά κω το Χώμα της πατρίδας του είχε αποστειρωθεί απ' τη φωτιά, δεν είχε πού να πάει Μέσα σε μια νύχτα, βλάστηση καταπιεσμένη επί ωώνες είχε πια ξεσπάσει, κω το μόνο που απόμενε ήταν μια καταιγίδα από κλαριά, φύλλα και αγκάθια που μαστίγωναν τον αέρα. Μες στη στροβοαιωπική λάμψη
της αστραπής ο Λουκ δlέΚΡlνε ανάμεσα απ' τη βλάστηση τα υπολλείματα ενός άνδρα:
ένα λευκό πρόσωπο,
μισόκλεlστα μάηα,
κλεισμένο
σαν το πρόσωπο σ'
ενός αγίου, με μαύρα ,
ένα κλουβί από
βάτα ' λωρίδες
από
κατακόΙG
Ακούστηκε ν' αντηχεί 10 κροτάλισμα από ης καραμπίνες που όπλιζαν, όμως ο Λουκ φώναξε: « Μην πυροβολήσετε! » Ήταν τρομαγμένος, αλλά κω
γοητευμένος. Ήθελε να δεl ζωντανό τον Πράαινο Ταξlδευτή' ήθελε να δεl με
n
θα μπορούσε να μΟlάζεl ένα τέτοιο πλάσμα. Και στο κάτω κάτω
βολούσαν; ΚλαΡlά; Βάτα;
MlQ καταιγίδα
n
θα πυρο
από φύλλα;
Ο mωτεlνός, πεΡlστρεφόμενος σίφουνας από φύλλα πλησίαζε όλο και περισσότερο. Ο θόρυβος ήταν εια<ωφαντlκός. Εκείνη τη OΤlyμή ο Κάπτεν Μπλαι<
κραύγασε ξανά, βγάζοντας ένα οξύ κάλεσμα που ι<ατέληξε σε γρύλισμα. Η ΛiλJ. άρπαξε το Χέρι του Λουκ και το κράτησε σφιχτά. <~έει aκoτώσrε με. Το 'χω ξαναιωύσει, κάθε φορά που Η:άπΟlΟ γουρούνι πληγωνόταν ή αρρώ σταινε. Η ίδια κραυγή. ΣKOτώσrε με».
Ο ΝτέΙβlντ στεκόταν εκεί κοντά. «Μη!» φώναξε . <<Δεν πρέπει! Θα γίνει καλά! Είναι ένα αγόρι!» Ο Λουκ στράφηκε στο βοηθό με το κοκκινωπό πρόσωπο και ούρλιαξε: «Πάρε τούτο το παιδί από δω!» Πριν, όμως, ο βοηθός προλάβει να του αρπάξεl το μπράτσο, ο Ντέlβιντ
άΡXlσε να τρέχει προς τον Κάmεν Μπλακ, ανάμεσα στα φύλλα και να ουρλιά ζεl: «Μην τον αιωτώσετε! Μην τον αιωτώσετε! Είν' ένα αγόρι!»
"Σκατά!» είπε ο Λουκ lQ άΡXlσε να τρέχει ξοπίσω του. Τα φύλλα πετούσαν
τ όσο πυκνά στον αέρα, που ίσα ίσα μπορούσε να αναπνεύσει, ίσα ίσα μπορού σε να δεl. Η μπάκα του κουνιόταν πέρα-δώθε, η καρδlά του χτυπούσε δυνατά, λες και κάπΟlος χτυmόταν μόνος του μ' ένα μαξιλάΡl. Έξαφνα συγκρούστηκε με τον Ντέιβιντ και την κολλώδη από το αίμα λαγόνα του Κάmεν Μπλακ.
391
GRAHAM MASTERTON
«Πρέπει να φύγουμε από 'δω, Ντέιβιντ! Δεν μπορούμε να κάνοιτμε τίποτα! Έλα, παιδί μου, γJ.α όνομα του Θεού!»
Οι δέσμες φωτός των προβολέων διασταυρώνονταν ανάμεσα στα φύλλα και τη βροχή. Το έδαφος έτρεμε και σειόταν κάτω απ' τα πόδια τους. Ο Λουκ άκουσε κάποιους αστυνομικούς να φωνάζουν' τον Κάmεν Μπλακ να αναρρι γεί και να γρυλίζει.
Μια αστραmί έλαμψε εκτυφλωτικά και ο Nτέlβlντ ούρλιαξε . Ακριβώς εμπρός τους, μόλlς εξήντα με ενενήντα εκατοστά μακριά, τόσο κοντά που να μπορούν να το pυp[σoυv, υψωνόταν ένα τεράστιο παραμορφωμένο κεφάλι που έσταζε. Ήταν η γJ.γαντιαία παρωδία ενός ανθρώπινου Kεφαλloύ, που το κρανίο απείχε απ' το πηγούνι του εκατόν ογδόντα με διαι<:όσια δέκα εκατοστά , με γαλαιαώδη πράσινα μάτια, αχνοπράσινα ζυγωματικά και ένα στόμα που
έχασκε, με μακριά καμπύλα αγJ.<άθια γJ.α δόντια και χείΜα απ' τα οποία έστα ζαν Koυτσoυλlές. Είχε κάτι σαν γένι, φτιαγμένο από γυαλlστερoύς έλlKες, αναρριχητικά φυτά και φύλλα γεμάτα γυμνoσάλlαγJ.<ες. Ήταν το πρόσωπο του Τζάνεκ, το ίδιο πρόσωπο που ο Λουκ είχε δει στην γJ.φαβoύρα του Τέρενς Πίρσον, μεσαιωνικό και πονηρό, αλλά γεμάτο βλάστη ση. Τα φυτικά γονίδια είχαν υπερκεράσει την ανθρώπινη φύση του και τον
είχαν μετατρέψει σ' αυτό
-
σ' ένα ζωντανό, rupaVV1oμέYO πλάσμα, καμωμένο
από φυτικούς ιστούς και σάρκα. Το Kεφάλl του Τζάνεκ κουνιόταν πέρα- δώθε, στηριγμένο σ' ένα παχύ κορδόνι φυnκού ιστού . Τα βλέφαρά του έκλεισαν κι έπειτα ξανάνοιξαν και τα σαγόνια του άνοιξαν διάπλατα . Έπειτα τα φώτα απομακρύνθηκαν, η αστραπή
έσβησε και το πλάσμα βυθίστηκε στο σκοτάδι. « Τρέξε!» βρυχήθηκε ο Λουκ, ενώ τα φύλλα μαστίγωναν το πρόσωπό του . «Δεν μπορώ!» oύρλlαξε ο Ντέιβιντ. « Τρέξε! Ξέχνα τον Κάmεν Μπλακ! Τρέξε!»
«Δεν μπορώ! Κάτι με έχει αρπάξει!»
Ο Λουκ στράφηκε προς τα πίσω, προσπάθησε να τραβήξει το πιστόλl του, όμως τότε τον κτύπησε στον ώμο κάτι σι<λnρό και δυνατό, σαν τον προφυλα κτήρα ενός αυτοκινήτου . Παραπάτησε, έχασε την ισορροπία του, παραπ άτησε
πάλι κι έπειτα κατόρθωσε να σταθεί όρθιος. Εκείνη τη στΙΥμι'ι κάτι που έμοια ζε με πενήντα δέσμες αγκαθωτού σύρματος τον κτύπησε κατευθείαν στο πρόσωπο και του έσχισε το πουκάμισο. «Ντέιβιντ ! » φώναξε μες στο σιωτάδι που βρυχώταν. «Ντέιβιντ, φύγε από 'κει, γJ.α όνομα του Θεού, απλά φύγε από 'κει! »
Ο Ντέιβιντ ούρλιαζε, αλλά ο Λουκ δεν μπορούσε να τον δει. Τα φύλλα ήταν πολύ πυκνά' η νύκτα θεoσι<ότεινn. Πίεσε ελαφρά το χέρι στο μάγουλό του, αισθάνθηκε ζεστασιά και κάτι που κολλούσε και κατάλαβε ότι είχε πλη
γωθεί. Το πουκάμισο και η φανέλα του είχαν σκιστεί, το στέρνο του ήταν κατα γδαρμένο . Ακόμα και η τσέπη του πουκαμίσου του είχε μισανοίξει.
392
ΣΑΡΚΑ&ΑΙΜΑ
Μέσα της ένιωσε τον πλαστικό φάκελο, που περιείχε το αργύριο του
Ιούδα. Την ίδια ακριβώς στιVlll'ι ο Ντέιβιντ ούρλιαξε ξανά, και στο φως μιας αστραπής ο Λουκ είδε το αγόρι εγκλωβισμένο μέσα σε μια αδιαπέραστη βατο μουριά και το γκροτέσκο κεφάλι του Πράσινου Τζάνεκ ν' ανοίγει τα σαγόνια του όλο και περισότερο, τόσο πολύ που οι τένοντές του έτριζαν. Τα αΥκαθόδοντα το υ Τζάνεκ ήταν αι<όμα πιο άγρια απ' τα δόντια ενός
μεγάλου λευκού καρχαρία, αλεπάλλnλες σειρές από γερτά τσιγκέλια. Από την πράσινη mυχωτή οροφή του στόματός του έσταζε φυτικός χυμός. Συγχώρα με, ΧΡlστέ μου, γι' αυτό που κάνω, είπε μέσα του ο Λουκ κι άνOl ξε τον πλαστικό φαι.:::ελο με το δείκτη και τον αντΊΧειρά του. Κράτησε το νόμισμα στην παλάμη του και το έσφιξε γερά. ΑΙσθάνθηκε ένα παράξενο, καθυστερημένο ταραιωύvnμα. Είχε το τρομερά παράξενο συναί σθημα ότι βρισκόταν εκεί, καταμεσής εκείνης της καταιΥίδας από άνεμο , βροχή και δαφνόφυλλα και παρ' όλα αυτά, ούτε ει<εί. Έκανε τρεις μεγάλες
δρασι.:::ελίες προς τον Ντέιβιντ, τον έmασε και τον απελευθέρωσε απ' τα βάτα. Ο Τζάνεκ τσίριξε, τα μάτια του άνοιξαν και τα βάτα μαστίγωσαν μανιασμένα τον αριστερό ώμο του Λουκ. Τούτη τη φορά, όμως, τα βάτα πέρασαν μες από τους μύες του δίχως καν να τον αγγίξουν. Εκείνη τη στιVlll'ι ο Λουκ δε βρισκόταν αι<όμα εκεί.
Σκοτάδι. Φύλλα και σκόνη. Ο Λουκ κυλίστηκε στην υγρή άσφαλτο, κρατώντας τον Ντέιβιντ σφιχτά πάνω του. Κυλίστηκε αρκετές φορές. Έξαφνα το φως από φακούς διαπέρα σε τα φύλλα και αιωύστηκαν φωνές: "Σερίφη! Σερίφη, είστε καλά;» Άφησε τον Ντέιβιντ και προσπάθησε να πάρει ανάσα. Ο Nτέιβιvτ στάθηκε
όρθιος. Ο Νέιθαν άπλωσε το Χέρι του και βοήθησε και τον Λουκ να σηκωθεί. "Τι στο διάολο συνέβη;» φώναξε πάνω απ' το θόρυβο της καταιΥίδας.
"Καραμπίνα!» είπε ο Λουκ. "Τι;» φώναξε ο KOΚΚlνOμOύρης βοηθός του.
«Δώσε μου μια καραμπίνα!» "Σ ερίφη, είστε πληγωμένος!» είπε η Λίλι. "Κοιτάξτε τα Χάλια σας! Το πουκάμισό σας είναι βουτηYlιένο στο αίμα!» « Καραμπίνα! » βρυχήθηκε ο Λουκ. «Είμ' ο μόνος που μπορεί να το κάνει! »
Ο βοηθός του τού πέταξε μία. Εκείνος την έπιασε και στράφηκε ξανά προς το σκοτάδι και την καταιΥίδα από φύλλα. Ο άνεμος ούρλιαζε σαν χορωδία από χίλιες βασανισμένες καλόγριες. Τα δαφνόφυλλα πετούσαν τόσο μανιασμένα, που του έσχισαν το μάγουλο . Η καταιΥίδα είχε απομακρυνθεί: τώρα άστραφτε νοτιοδυτικά, έτσι το κέντρο
αυτού του
συγκεκριμένου
σίφουνα
ήταν
σκοτεινότερο
και
πολύ
πιο
τρομακτικό. Ο Λουκ προχώρησε αργά με την καραμπίνα στο δεξί του χέρι και το ασημένιο νόμισμα στο αριστερό.
Ο δε Ιησούς έλεγε' πάτερ, άφες αυτσΙς ' ου γαρ οΙδαΟ1 π ΠOlούΟ1.
393
GRAHAM MASTERTON
Είδε τον Κάπτεν Μπλακ να στέκει ακίνητος εν μέσω των φύλλων που στρoβιλiζoνταν. Είδε τον Τζάνεκ να τεντώνετω από πάνω του, να μεγαλώνει ια άλλο, να γίνεται ακόμα πιο γκροτέσκος, καθώς ωώνες ολόκληρOl καταπιε
σμένης γενεηκής ενέργειας κατακυρίευαν τον οργαVlσμό του. Στο αμυδρό φως της μακρινής αστραπής ο Λουκ διέκρινε δύο αποτρόπωα δημιουργήμα
τα, που μόνο ο άνθρωπος θα μπορούσε να έχει φτιάξει, παρεμβαίνοντας στην ίδια του τη δημιουργία. Κατόρθωσε να φτάσει εκεί που βρισι<όταν ο Κάmεν Μπλακ, στάθηκε
δίπλα του και κράυγασε: « Τζάνεκ! Πράσινε Τζάνεκ! " Το κεφάλι του Τζανεκ ταλαντώθηκε κω παραμορφώθηκε κω κοίταξε το Λουκ με απαθές βλέμμα.
Ο Λουκ ύψωσε την Kαραμnίνα και σημάδεψε κατευθείαν το δύσμορφο
κρανίο του Τζάνεκ. Ευχήθηκε να μnOΡOύσε να σκεφτεί μια ατάκα σαν ια εκεί νες του Εmθεωρητή Κάλαχαν, ήταν, όμως , τόσο εξουθενωμένος, μελαVlασμέ νος και οργισμένος που δεν μπορούσε να σι<εφτεί τίποτα, παρά μόνο να βρυ χηθεί όσο πιο δυνατά μnOΡOύσε. Ο Πράσινος Τζάνεκ προσπάθησε paVlaoμέYa να τον χτυπήσει, με βάτα,
ιασσούς ια αγι<άθια χοντρά σαν βούνευρα. Ο Λουκ σήκωσε από ένστικτο το χέρι του για να προστατευτεί, αλλά δεν ήταν ανά'{lQ1. Πέρασαν από μέσα του, λες και απλά δε βρισι<όταν εκεί.
Πυροβόλησε. Η πρώτη μnαταριά τίναξε ένα τεράστιο κομμάη από πρασινωπό κραVlακό υλικό από το πλευρό του κεφαλιού του Τζάνεκ. Έπειτα απλώθαι<ε απόλυτο σι<οτάδι. Πυροβόλησε όπλισε, πυροβόλησε ξανά. Ανάμεσα
σης λάμψεις που ξεπρόβαλλαν από το στόμιο της κάvvnς διέκρινε φευγαλέα τα μάτια, τα δόντια και τα ορθάνOlχτα σαγόVlα του Τζάνεκ. Συνεχώς βρυχώταν και εξακολουθούσε να βρυχάται.
Ακολούθησε μια στιγμή κατά την οποία έVlωσε όη τα φύλλα θα τον έπνι γαν εντελώς. Είχαν πιαστεί στα μαλλιά του, στο πουκάμισό του, στο στόμα του. Όπλισε πάλι και πυροβόλησε ξανά και τούτη τη φορά η λάμψη της εκπυρσο KΡOτησnς δε φώησε τίποτα, μόνο το σκοτάδι. Άκουσε έναν τελείως ασυνήθιστο ήχο σαν ρούφηΥΡa. Αισθάνθαι<ε λες 1<1 ολόκληρος ο κό σμος κατέρρεε προς τα μέσα. Δεν μnoρoύσε να δει τίποτα
απολύτως, παρά μόνο μερικά ανακατωμένα φώτα, έVlωθε, όμως, τα φύλλα να
περνούν δίπλα του κω μια αισθησn ότι τα πάντα έλκονταν από τον Πράσινο Τζάνεκ, λες 1<1 ο Πράσινος Τζάνεκ ήταν ένα απόλυτο κενό και όχι ένα ζωντανό ον.
Ο θόρυβος συνεχίσται<ε και η καται\rlδα των φύλλων αγρίευε όλο και περισσότερο. Έξαφνα ακούσται<ε ένας εκκωφαντικός κρότος, σαν την πόρτα
ενός καθεδρικού ναού που κλείνει με πάταγο. Η νύχτα φάνηκε λες και αυτoσυμruεζόνταν σε ένα μαύρο τετράγωνο έντασης σε μέγεθος βίβλου.
Εκείνη τη στιγμή ο Λουκ πίστεψε ότι σχεδόν κατανοούσε τον Θεό, ότι σχεδόν
394
ΣΑΡΚΑ
& ΑΙΜΑ
ανηλαμβανόταν το θεμελΙώδες νόημα του χρόνου και της ιστορίας και το λόγο
για τον οποίο το ανθρώπινο γένος είχε παλέψει και πολεμήσει για τόσους πολ λούς αιώνες ενάντια στον εαυτό του και στη φύση.
Ο κρότος αντΉΧΗσε, όμως οι αντΗΧΉσεις του εξασθενούσαν όλο και περισσότερο και η νύχτα άρχισε να αλαφραίνει' ακόμα κι ο αέρας φάνηκε να ηρεμεί. Ο άνεμος παρέσυρε μακριά τα φύλλα και σχημάτιζε σπείρες που σέρ νονταν σα φίδια κροταλίζοντας κι έπειτα τα περισσότερα είχαν χαθεί, ο δρόμος φωτιζόταν και η καταιγίδα κατευθυνόταν νοτιοδυτικά, προς την πόλη της Αϊόβα. Ο Νέιθαν προχώρησε κοιτάζοντας γύρω του έκπληκτος. «Τι συνέβη; Τη μια στιγμή επικρατούσε σκοτάδι' τώρα όλα είναι πάλΙ φωτεινά».
Ο Λουκ έβηξε και σκούπισε το μετωπό του με τη ράχη του χεριού του. «Αυτό ιο αν είναι επιβολή του νόμου» . Εκείνη τη στιγμή, ωστόσο, ο Κάmεν Μπλακ μετακινήθηκε ιο έβγαλε μια απότομη, αξιολύπητη κραυγή. Φαινόταν εξουθενωμένος, εξαντλημένος, σαν ατμομηχανή που ετοιμάζεται να πάρει το δρόμο για τα παλιοσίδερα . «Εκείνη η κραυγή
-
τι σημαίνει;» ρώτησε τη ΛiλI ο Λουκ.
Η ΛiλI ήταν έτοιμη να ξεσπάσει σε δάκρυα. «Θέλει να πεθάνει, σερίφη.
Υποφέρει, και έχει υπομείνει πολλά. Ό,τι κι αν συνέβη εδώ
-
ό,τι κι αν ήταν
εκείνο το πράγμα- ήταν η τελευταία του ελπίδα. Σας παρακαλώ, όλα τελείω σαν. Σας παρακαλώ».
"Οχι, σερίφη», είπε ο Γκαρθ. " Οχι εδώ. Μπορούμε να τον πάμε πίσω στο ινστιτούτο » .
Η ΛiλI στράφηκε στον Γκαρθ και άναψε. ,(Εστω μια φορά στη ζωή σας, δόκτωρ Μάθιους, μπορείτε , παρακαλώ, να κάνετε εκείνο που είναι σωστό , αντί για κείνο που είναι προοδευτικό;» Ο Γκαρθ ήταν έτοιμος να της ανταποδώσει την έκρηξη , όταν ο Ντέιβιντ
είπε: « Σας παρακαλώ, μην τον αφήσετε να ζήσει άλλο. Είναι κι εκείνος ένα αγόρι» .
Ο Κάmεν Μπλακ έκανε τρία ασταθή βήματα προς τα πίσω. Μούγκρισε και τίναξε το κεφάλΙ του, ενώ απ' τα σαγόνια του έσταζε αίμα. Ακολούθησε μια στιγμή δισταγμού, καθώς όλοι στέκονταν σχηματίζοντας ένα απίστευτα παρά
ξενο στιγμιότυπο, και αναρωτιόντουσαν τι θα έκαναν στη συνέχεια. Οι αστυ νομικοί κοιτούσαν τον Λουκ, περιμένοντας εντολές νια ν' ανοίξουν πυρ. Ο Λουκ κοίταξε τον Nτέlβιντ κι έπειτα τον Νέιθαν, τον ΓκαρΘ και τελΙκά τη ΛiλI. «Είναι ένα θνητό ον, έται δεν είναι ;» την ρώτησε. «Είναι σαν εσάς ΙΩ εμένα. Αυτό λέγατε τόσον καιρό. Με η δικαίωμα θα αιωτώσω άλλο ένα θνητό ον; »
Όμως η ΛiλI είπε: "Το ξέρει πως είναι τελειωμένος. Είναι πλέον μόνος , και ξέρει ότι πρόκειται να πεθάνει». « Σας το είπε;»
395
GRAHAM MASTERTON
"Σερίφη, ένα πράγμα έμαθα ζώντας με τα γουρούνια: όη τα πεΡΙσσότερα ζώα θα ζούσαν ευχαρίστως με τους ανθρώπους, αν μπορούσαν να τους εμπι στ ευτούν.> . Ο Κάπτεν Μπλακ άρχισε να απομακρύνεται από το μέρος τους, μια τερά
στια και τραγnα1 μορφή. Ο δρόμος yυάλJ.ζε απ' τη βροχή και το αίμα. Ο Λουκ γνώριζε όη μόνο μ' έναν τρόπο θα λάβαινε τέλος η σφαγή κι έπρεπε να γΊνει γρήγορα.
"Θέλω όλους τους αστυνομικούς εδώ, τώρα!» φώναξε. "Κάθε διαθέσιμη δύναμη πυρός!»
Τα παπούτσια και οι μπότες τους KΡOτάλJ.σαν πάνω στην άσφαλτο. Πρόλαβαν τον Κάmεν Μπλακ, τον περικύκλωσαν και κείνος σταμάτησε ξανά.
Το ελικόmερο μπουιmούνισε και οπισθοχώρησε , μπουμπούνισε και διέγραψε άλλον ένα κύκλο. Ο Λουκ προχώρησε ως τον Kάmεν Μπλακ με τη Λiλι στο πλάι του. Εκείνη ήθελε να πλησιάσει περισσότερο, όμως ο Λουκ την κράτησε από το μπράτσο.
« :Ξ:έρω ότι μπορείτε να τον καταλάβετε. Φαντάζομαι ότι σας καταλαβαίνει κι εκείνος.
Σήμερα,
όμως ,
προκάλεσε
κάποιες
καταστροφές ,
σκότωσε
κάποιους ανθρώπους . Δε θέλω να συμπεριλnφθείτε κι εσείς στα θύματα». Η Λiλι φώναξε προς τον Kάmεν Μπλεκ
-
έβγαλε μια οξεία κραυγή σαν
ολολυγμό που έκανε ης τρίχες στο σβέρκο του Λouκνα σηκωθούν. Η κραυγή
συνεχιζόταν όλο και οξύτερη κι έπειτα έσβησε. Ο Κάπτεν Μπλαι< δεν αποκρίθηκε. Στεκόταν, περίμενε , ρουφούσε το αίμα απ' την μύτη του κι αυτό ήταν όλο.
«Τι του είπατε;» ρώτησε ο Λουκ Η Λίλι απέστρεψε το βλέμμα και τα μάτια της ι'ιταν γεμάτα δάκρυα. «Του είπα ότι είναι ασφαλής πλέον' ια όη τον αγαπώ» . Ο Λουκ έκανε πίσω και σήκωσε το ένα του χέρι. «Μόλις δώσω σύνθημα, ανοίξτε πυρ», φώναξε. Γύρισε για να κοιτάξει τη Λίλι κι εκείνη έγνεψε κατα φατικά και σχημάτισε με τα χείλη της την λέξη «Ευχαριστώ » .
Ο Γκαρθ γύΡΙσε την πλάτη και σταυροκοπήθηκε στη μνήμη του Ραούλ Λαιωυτίρ.
Τριάντα αστυνομικοί άνοιξαν πυρ με ό,τι διέθεταν. Ο θόρυβος ακούστηκε
σαν βροντή. Παντού τινάζονταν αίμα και σάρκες . Ο Κάπτεν Μπλακ έπεσε αργά στα γόνατα ια εκείνοι εξακολουθούσαν να τον πυροβολούν, ώσπου απ' το ανοιχτό του στόμα ξεπρόβαλλε καπνός. Τελικά ο Λουκ φώναξε: « Αρκετά! Αρκετά!» Και οι αστυνομικοί ΟΠΙσθοχώρησαν, αφήνοντας το ματωμένο κουφά
ρι να κείτεται στο πλάι . Ο Νέιθαν προχώρησε μπροστά και στάθηκε δίπλα στο Λουκ. «:Ξ:έρετε πώς ξεκίνησαν όλα;» ρώτησε .
Ο Λουκ έβγαλε το μαντήλι του και σιωύπισε το πρόσωπό του. Έπειτα φύσηξε τη μύτη του.
396
ΣΑΡΚΑ&ΑΙΜΑ
«Ξεκίνησαν με μια χάρη», είπε ο Νέιθαν. Ο Λουκ τον κοίταξε επίμονα κι έπειτα τον ΧΤύπησε στην πλάτη. «Εται ξειoνoΎV όλOl οι μπελάδες».
Σταδιακά η βροχή άΡXlσε να εξασθενεί. Το μαύρο κλειστό φορτηγό κεί
τοταν Kαπνiζoντας δίπλα στο ρειθρο' ο Κάmεν Μπλακ κεΙΤΟνταν κομματια σμένος και αιωπηλός καταμεσής του δρόμου, με τα πόδια αιάνητα, με μάτια θολά . Δεν είχε απομείνει τίποτα από τον Πράαινο Τζάνεκ, παρά μόνο φύλλα που παράσερνε ο άνεμος. Ο Λουκ έβγαλε απ' την τσέπη του το νόμlOlια με την επιγραφή Η Εν Θάνατω Ζωn και τ' άφησε να πέσει ανάμεσα στα φύλλα. «Πλήρης αποπληρωμή» , είπε απαλά.
Έπειτα βάδισε προς το αυτοιάνητό του, ακολουθούμενος από βοηθούς , κάμερες των ειδήσεων και δημοαιογράφους που έσπρωχναν ο ένας τον άλλο. Ο Ρίιο Σμιθ κατάφερε σκουντώντας να φτάσει δίπλα του. «Εφερε αποτε λέσματα, λοιπόν;» ρώτησε. «Εκείνη η ιστορία με την τσέXllGΊ μυθολοΥΙα».
«Δεν ξέρω τι είν' αυτά που λες, Ρίκι»,
είπε
ο Λουκ.
«Είχαμε
ένα
αυτοιονητιστικό δυστύχημα' είχαμε ένα περιστατικό μ' ένα εξαγριωμένο γου ρούνι' αυτό ήταν όλο». «Άλλα είδα ε;Υώ. Το ίδιο κι ένα σωρό κόσμος». Ο Λουκ στάθηκε και τον κοίταξε από πάνω ως κάτω.
«Oxl» , είπε
καθησυ
χαστικά. «Δεν είδαμε τίποτε απολύτως». Μπήκε στο αυτοκίνητό του ιο έκλεισε με δύναμη την πόρτα. Ο Ρίκι Σμιθ τον κοιτούσε μέσα από το διακοσμημένο με σταγόνες της βροχής παριmρίζ.
Έπειτα σήκωσε και τα δυο του χέρια σε ένδειξη δήθεν παράδοσης ο Λουκ έβαλε μπρος τη μηχανή' γνώριζε ότι όλα είχαν τελειώσει.
Το ίδιο βράδυ ο Καρλ Ντρίμερ, πρώην βοηθός του αείμνηστου γερoυσιψfτή Κάντl, τηλεφώνησε στον Ουίλιαμ Όλσεν και είπε: «Ακούσατε ης ειδήσεις;» Η Νίνα Όλσεν, που πάντοτε σήκωνε τα τηλέφωνα είπε: «Ναι, και δεν μπορώ να πω ότι λυπάμαι». «Δε μ' αρέσει να κακολογώ κάπOlον που μόλις απεβίωσε, αλλά θα μπο ρούσε να έχει διαλέξει ένα πολύ λιγότερο αμφlλε;yόμενo ζήτημα, και πάλι να έχει μεγάλες πιθανότητες να φτάσει στο Λευκό Οίκο». «ΕσεΙς έχετε κάΠOlες φαεινές ιδέες;» ρώτησε η Νίνα.
«Εγώ; Χιλιάδες. Οι περισσότερες ιδέες του Μπράιαν ήταν δικές μου». Ακολούθησε μια παύση, ο Ουίλιαμ τάιζε τον Πάλας με χοιρινό πλακούντα και το ράμφος του πουλιού το τέντωνε σχηματίζοντας λεπτές, άνοστες λωρί δες.
«Τότε ελάτε να με δείτε » , είπε η Νίνα. ,<'Ισως μπορούμε να συνεργαστού με, εσείς, ο
OUWap κι
εγώ. Κυρίως εσείς 1<1 ε;Υώ».
397
GRAHAM MASTERTON
Η 'Alρις βρισκόταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι του νοσοκομείου κω παρακολου
θούσε τα φώτα των αεροπλάνων που διέγραφαν κύκλους πάνω από το Σίvταρ Ράπιvτς. Η βροχή είχε σταματήσει: η νύχτα τώρα ήταν ξάστερη .
ΈVlωθε παράξενα αναζωογονημένη, λες και όλα της τα προβλήματα είχαν τελειώσει. Το μόνο που είχε πια να κάνει , ήταν να περιμένει να φέρει στον κόσμο το μωρό της .
398
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Όλες οι ιατρικές ή εξωγενεηστlΚές διαδικασίες που περιγράφονται στο βιβλίο έχουν ήδη εφαρμοστεί ή ήδη μπορούν να εφαρμοστούν. Θα ήθελα να
απευθύνω ιδιαίτερες
ευχαριστίες στη διοίιαιση και το προσωπικό του
Ινστnούτου Γενετικών Ερευνών Σπέλμαν στην Αμάνα της Αϊόβα, για την ευγέ νεια και τη γενναιοδωρία τους. Ευχαριστώ επίσης το γραφείο του Σερίφη της κομητείας
fuv,
την αστυνομία του Σίνταρ Ράmντς, τη Γκαζέτ του Σίνταρ
Ράπιντς, το Ιατρικό Κέντρο ΜέρOl και το ΤσέΧΙκο και Σλοβακικό Μουσείο και Βιβλιοθήκη.
Για την ιστορία, το νομοσχέδιο Ζαπφ-Κάντι ετέθη ενώπιον της Βουλής των Αντιπροσώπων δεκαπέντε μέρες αργότερα και καταψηφίστηκε από την πρώτη του ακρόαση.
399
Το βιβλίο Σάρκα
& Αίμα του Graham Masterton
τυπώθπκε στις εγκσταστάσεις τπς ΕΝΩΣΗΣ ΕΚΤΥΠΩΤιΚΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ Α.Ε. (Κολωνού