Arnaud Delalande
Η ΠΑΓΙΔΑ ΤΟΥ ΔΑΝΤΗ Τίτλος πρωτοτύπου: Le Piege de Dante Μετάφραση: ΝΑΣΟΣ ΚΥΡΙΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ BELL Copyright © Editions Grasset Fasquelle, 2006
© 2007 ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ABEE για την ελληνική γλώσσα
Πρώτη έκδοση: Απρίλιος 2006 ISBN 978-960-620-497-5 ΕΚΔΩΣΕΙΣ ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ. ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΒΕΕ
Ο Αρνώ Ντελαλάντ, συγγραφέας και σεναριογράφος, είναι τριάντα πέντε ετών και έχει σπουδάσει Ιστορία στη Σορβόνη και στο Sciences-Po. Το πρώτο του μυθιστόρημα, Ή Παναγία Κάτω από τη Γη, μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες και απέσπασε το βραβείο του Ιδρύματος Charles-Oulmont και το βραβείο Evasion des Relais. Έχει επίσης τιμηθεί με το βραβείο ιστορικού μυθιστορήματος Jeand’Heurs για το έργο του Το Μυστικό τον Μονσεγκύρ. Ή Παγίδα
του Δάντη είναι το τέταρτο μυθιστόρημά του.
Πρώτος Κύκλος
ΑΣΜΑ I
Το Σκοτεινό Δάσος -Μάιος 1756 Ο Φραντσέσκο Λορεντάν, Ηγεμόνας της Γαληνοτάτης, εκατοστός δέκατος έκτος Δόγης της Βενετίας, καθόταν στο θρόνο του στην Αίθουσα του Κολεγίου, όπου υποδεχόταν συνήθως τους πρέσβεις. Από καιρού εις καιρόν, σήκωνε τα μάτια του προς τον τεράστιο πίνακα του Βερονέζε, Ή Νίκη της Ναυπάκτου, ο οποίος κοσμούσε τον έναν από τους τοίχους της αίθουσας· και άλλοτε πάλι οι σκέψεις του χάνονταν ανάμεσα στις επιχρυσώσεις της οροφής, με το βλέμμα βυθισμένο στο Άρης και Ποσειδώνας, ή στο Ή Βενετία Ενθρονισμένη με τη Δικαιοσύνη και την Ειρήνη, πριν τον επαναφέρει στην πραγματικότητα το επείγον της υπόθεσης που τον απασχολούσε. Ο Φραντσέσκο ήταν ένας ηλικιωμένος άνδρας με αυλακωμένο πρόσωπο που δημιουργούσε εντυπωσιακή αντίθεση με τη λεία και μονόχρωμη πορφύρα με την οποία ήταν περιβεβλημένος. Κάποιες αραιές τρίχες ξέφευγαν από το σκούφο του με την ηγεμονική κώχη. Τέλος, τα λευκά του φρύδια και η γενειάδα του προσέδιδαν στη φυσιογνωμία του ένα πατριαρχικό ύφος εντελώς κατάλληλο για την περίσταση, με δεδομένο το αξίωμα που κατείχε στους κόλπους της Δημοκρατίας. Εμπρός του βρισκόταν ένα γραφείο με σκέπαστρο πάνω στο οποίο απεικονιζόταν ένα φτερωτό λιοντάρι που έδειχνε τα νύχια του, γεμάτο δύναμη και μεγαλοπρέπεια. Ο Δόγης δεν στερείτο πάχους μέσα στην πολυτελή του ενδυμασία. Ένας υφασμάτινος
μανδύας, διακοσμημένος με ένα κοντό πανωφόρι από ερμίνα και με μεγάλα κουμπιά, έπεφτε στους ώμους του και κάλυπτε ένα άλλο ένδυμα, από λεπτότερο ύφασμα, που γλιστρούσε μέχρι τα πόδια του, τα οποία ήταν περιβεβλημένα με κόκκινο. Ή bacheta, το σκήπτρο που συμβόλιζε την εξουσία του Δόγη, αναπαυόταν νωχελικά ανάμεσα στους βραχίονές του. Τα χέρια του, μακριά και λεπτεπίλεπτα, επιδεικνύοντας ένα δαχτυλίδι με χαραγμένα τα οικόσημα και τη ζυγαριά της Βενετίας, έσφιγγαν με νευρικότητα τα πρακτικά της τελευταίας διαβούλευσης του Συμβουλίου των Δέκα. Αυτή συνοδευόταν από έναν φάκελο ο οποίος έφερε την επίσημη σφραγίδα του Συμβουλίου. Ή τελευταία του συνεδρίαση είχε διεξαχθεί το ίδιο εκείνο πρωί, υπό το βάρος εκτάκτων περιστάσεων. Τα πρακτικά πληροφορούσαν τον Φραντσέσκο για μια υπόθεση τουλάχιστον σκοτεινή.
«Μια σκιά πλανάται πάνω από τη Δημοκρατία», του ανέφεραν εν κατακλείδι, «μια επικίνδυνη σκιά, της οποίας αυτή η δολοφονία, ας το γνωρίζει η Γαληνοτάτη Υψηλότης Σας, δεν είναι παρά μία από τις πολλαπλές εκδηλώσεις. Ή Βενετία βρίσκεται σε απελπιστική κατάσταση, οι ειδεχθέστεροι εγκληματίες διεισδύουν εντός της όπως οι λύκοι μέσα σε ένα σκοτεινό δάσος. Ο άνεμος της παρακμής πλανάται επάνω της: δεν είναι πλέον δυνατόν να το αγνοούμε».
Ο Δόγης ξερόβηξε, χτυπώντας την επιστολή με τα δάχτυλά του. Έτσι, συντελέστηκε ένα αποτρόπαιο δράμα.
*****
Το Καρναβάλι της Βενετίας αναγόταν στον 10ο αιώνα. Τώρα διαρκούσε έξι μήνες το χρόνο: από την πρώτη Κυριακή του Οκτωβρίου μέχρι τις 15 Δεκεμβρίου, και στη συνέχεια από τα Θεοφάνια μέχρι τη Σαρακοστή. Τέλος, η Sensa, η Ανάληψη, το έβλεπε να ξανανθίζει. Ολόκληρη η πόλη βοούσε από τις προετοιμασίες. Οι Βενετσιάνες κυκλοφορούσαν έξω: κάτω από τις μάσκες, επιδείκνυαν τη λευκότητα της επιδερμίδας τους, στολισμένες με κοσμήματα, περιδέραια και μαργαριτάρια και με πτυχώσεις από σατέν, ενώ τα στήθη τους διαγράφονταν μέσα από τα σφιχτοδεμένα μπούστα τους. Καθώς κινούνταν, οι δαντέλες τους τρεμούλιαζαν. Τα μαλλιά τους, με το τόσο σπάνιο ξανθό χρώμα, ήταν πιασμένα με την πιο μεγάλη φροντίδα σε κότσο, είχαν περασμένα ολόγυρα διαδήματα, ή σκιάζονταν από καπέλα· άλλοτε κυμάτιζαν πλούσια με υπολογισμένη ελευθερία, κι άλλοτε πάλι, κρεπαρισμένα και βαμμένα, ήταν χτενισμένα με τις πιο απροσδόκητες και εκκεντρικές κομμώσεις. Όλες τους μεταμφιεσμένες, παρίσταναν τις σπουδαίες: βάδιζαν με το κεφάλι ψηλά, σύμφωνα με τους κανόνες του portamento [ 1 ], μιμούμενες το μεγαλείο της πιο υψηλής αριστοκρατίας και επιδεικνύοντας με χάρη και αρχοντιά το παράστημα και το αγέρωχο ύφος τους. Την εποχή αυτή του καρναβαλιού, μήπως δεν ήταν οι πιο επιθυμητές, οι πιο ένθερμα ποθητές, με μία λέξη οι ωραιότερες γυναίκες του κόσμου; Αυτή η ήρεμη αυτοπεποίθηση ήταν ακριβώς η πηγή της έμπνευσής τους.
Ήταν ένας κατακλυσμός από καλλονές, ένα ουράνιο τόξο από γοητευτικά χρώματα· η μία φορούσε ένα φουρό από λευκό λινό, διακοσμημένο επάνω στο στρίφωμα με δαντελωτούς φραμπαλάδες· η άλλη πρόσθετε στο φόρεμά της φουσκωτές μανσέτες από ιταλική γάζα και μια ζώνη από γαλάζιες κορδέλες που οι άκρες τους ανέμιζαν με χάρη πίσω της· κάποια άλλη φορούσε μια μεγάλη μεταξωτή εσάρπα, δεμένη μπροστά στο στήθος, που έπεφτε σε πλούσιες πτυχώσεις πάνω από το φόρεμά της, και κρατούσε μια ομπρέλα στο χέρι. Εδώ, κάποια προσάρμοζε τη μαύρη μάσκα της, τη moretta, που την κρατούσαν στη θέση της σφίγγοντας ανάμεσα στα δόντια τους τη μικρή εσωτερική προεξοχή της. Εκεί, μια άλλη ίσιωνε το φόρεμά της και άνοιγε τη βεντάλια της με μια απότομη κίνηση. Οι εταίρες με την ευγενέστερη καταγωγή αναμειγνύονταν με τα κορίτσια της χαράς μέσα σε μια απόλυτη σύγχυση. Έργα όπως ο Cat a logo di tutte le principal e pii onorate cortigiane di Venezia [ 2 ] ή η πραγματεία La tarijfa delle putane di Venezia [ 3 ], συνοδευόμενα από τεχνικές παρατηρήσεις σχετικά με τις δεξιότητες των ερωμένων της μιας βραδιάς, κυκλοφορούσαν και πάλι στα κρυφά. Οι άνδρες, πάλι, φορούσαν την άσπρη μάσκα του φαντάσματος, τη larva, με ένα τρίκωχο από πάνω, και τη bauta που κάλυπτε όλο τους το σώμα· μαύρη κάπα ή tabarro, για τους πιο κλασικούς, που δίπλα τους περιφέρονταν χιλιάδες πρόσωπα τα οποία είχαν ξεφύγει από τα παραμύθια, τα θέατρα και το φεγγάρι. Ο Τρακανίνο, ο Αρλεκίνος, ο Πανταλόνε, ο Γιατρός, και φυσικά ο Πουλτσινέλα, οι συνήθεις, οι αιώνιοι· αλλά επίσης οι Διάβολοι, οπλισμένοι με φουσκωμένες κύστεις ζώων, οι Μαυριτανοί καβάλα σε ψεύτικα γαϊδούρια ή άλογα, οι Τούρκοι που κάπνιζαν την πίπα τους, οι ψεύτικοι Γάλλοι, Γερμανοί και Ισπανοί αξιωματικοί, και όλη η κουστωδία των ζαχαροπλαστών, των καπνοδοχοκαθαριστών, των ανθοπωλών, των καρβουνιάρηδων, των χωρικών από το Φρίουλι...
Τσαρλατάνοι, πωλητές φίλτρων που υπόσχονταν την αιώνια ζωή ή την επιστροφή του αγαπημένου προσώπου, ζητιάνοι, αγύρτες και αδέκαροι χωρικοί που είχαν έρθει από την Ξηρά, τυφλοί και παράλυτοι που κανείς δεν γνώριζε αν η αναπηρία τους ήταν πραγματική ή ψεύτικη, όλοι ξεχύνονταν στην πόλη. Τα καφενεία και οι πολυάριθμες σκηνές που στήνονταν για την περίσταση παρέτασσαν πινακίδες οι οποίες προσκαλούσαν τους αργόσχολους να ανακαλύψουν τα «Τέρατα», νάνους, γίγαντες, τρικέφαλες γυναίκες, που γύρω τους άρχιζε ήδη ο συνωστισμός. Τώρα είχε έρθει η μεγάλη στιγμή, η στιγμή της απόλυτης ευφορίας, της απόλυτης απελευθέρωσης, η στιγμή όπου ο λαϊκός άνθρωπος μπορούσε να φανταστεί πως ήταν ο άρχοντας του κόσμου, όπου οι ευγενείς παρίσταναν τους αλήτες, όπου το σύμπαν γινόταν ξαφνικά άνω κάτω, όπου οι θέσεις ανατρέπονταν και οι ρόλοι αντιστρέφονταν, όπου οι άνθρωποι περπατούσαν με το κεφάλι, όπου όλες οι υπερβολές και οι παρεκτροπές επιτρέπονταν. Οι γονδολιέρηδες, με επίσημες λιβρέες, έκαναν βόλτα τους ευγενείς στα κανάλια. Ή πόλη ήταν στολισμένη με αναρίθμητες αψίδες θριάμβου. Εδώ κι εκεί έπαιζαν τη meneghella [ 4 ], ποντάροντας κέρματα που κουδούνιζαν μέσα στα πιάτα· άλλοτε πάλι διασκόρπιζαν νομίσματα στην τύχη μέσα σε σάκους με αλεύρι όπου βύθιζαν το χέρι τους, ελπίζοντας ο καθένας να ανασύρει περισσότερα απ’ όσα είχε ποντάρει. Χιλιάδες λουκουμάδες και γλώσσες τηγανητές εκτίθεντο στους πάγκους των εμπόρων. Οι ψαράδες της Κιότζια φώναζαν στο πλήθος από τα μικρά ιστιοφόρα τους. Μια μητέρα χαστούκιζε την κόρη της, την οποία πολιορκούσε υπέρ το δέον στενά ένας νεαρός που αναστέναζε. Έμποροι τοποθετούσαν μπροστά στα τραπέζια τους καρότσια γεμάτα ρούχα για να δελεάσουν τους υποψήφιους πελάτες. Στις πλατείες, ανδρείκελα από στουπί ήταν φορτωμένα με γλυκίσματα και ξηρούς καρπούς. Μία ομάδα frombolatori, εύθυμοι
μεθυσμένοι μασκαράδες, πετούσαν χαλασμένα αβγά στις στολές των καλλονών ή των ηλικιωμένων γυναικών που ήταν ακουμπισμένες στο μπαλκόνι της βίλας τους, και μετά εξαφανίζονταν γελώντας. Τα πιο χονδροειδή παιχνίδια άνθιζαν από τη μια άκρη ως την άλλη στις συνοικίες της Βενετίας: ένα σκυλί πετούσε δεμένο από ένα σχοινί, άνθρωποι σκαρφάλωναν μέχρι την κορυφή ενός στύλου για να ξεκρεμάσουν ένα λουκάνικο ή ένα μπουκάλι αλκοόλ, και άλλοι πάλι βυθίζονταν μέσα σε κάδους με υποκίτρινο νερό επιχειρώντας να πιάσουν ένα χέλι με τα δόντια. Στην Piazzetta [ 5 ], μια ξύλινη μηχανή σε σχήμα κρεμώδους γλυκού δελέαζε τους λαίμαργους· πλήθη συναθροίζονταν γύρω από τους ακροβάτες, τις αυτοσχέδιες κωμικές σκηνές, τα κουκλοθέατρα. Ανεβασμένοι σε σκαμνιά, με τον δείκτη στραμμένο προς αόρατα αστέρια, πλανόδιοι αστρονόμοι αγόρευαν για την επικείμενη Αποκάλυψη. Όλοι ξεφώνιζαν, κάγχαζαν, έσκαγαν στα γέλια χύνοντας τα παγωτά τους ή τα γλυκά τους πάνω στο πλακόστρωτο, απολάμβαναν τη χαρά και τη γλύκα της ζωής. Τότε αναδύθηκε από τη σκιά η επονομαζόμενη Ντάμα Κούπα. Κρυμμένη ως τότε κάτω από τις αψίδες, προχώρησε μερικά βήματα ανοίγοντας τη βεντάλια της. Οι μακριές βλεφαρίδες της ζάρωσαν πίσω από τη μάσκα της. Τα κόκκινα χείλη της στρογγύλεψαν. Άφησε να πέσει το μαντίλι της στα πόδια της καθώς διόρθωνε την πτυχή του φορέματος της. Έσκυψε για να το μαζέψει κι έριξε ένα βλέμμα σ’ έναν άλλο πράκτορα, που στεκόταν πιο πέρα, στη γωνία της Piazzetta, για να βεβαιωθεί ότι είχε καταλάβει. Και το νόημα αυτό σήμαινε: εκείνος είναι εκεί. Πράγματι εκείνος ήταν εκεί, εν μέσω του όχλου. Εκείνος που είχε ως ύψιστη αποστολή να δολοφονήσει τον Δόγη της Βενετίας.
Δύο κέρατα από ψεύτικο ελεφαντοστό στις δύο πλευρές του κρανίου. Ένα προσωπείο ταύρου, με απειλητικό ρύγχος. Ύπουλα μάτια που έλαμπαν πίσω από τη βαριά μάσκα. Μια πανοπλία, αληθινή αυτή, κατασκευασμένη από μεταλλικό πλεκτό και πλάκες ασημιού, αρκετά ελαφριά ώστε εκείνος να μπορεί να μετακινείται με την απαιτούμενη ταχύτητα. Μια κάπα κόκκινη σαν αίμα που έκρυβε τα δύο σταυρωτά πιστόλια στην πλάτη του, τα οποία θα χρειαζόταν για να επιτελέσει το έργο του. Μεταλλικές επιγονατίδες πάνω από δερμάτινες μπότες. Ένας γίγαντας, ένα πλάσμα επιβλητικό που νόμιζε κανείς ότι άκουγε την καυτή ανάσα που ανάβλυζε από τα ρουθούνια του. Ο Μινώταυρος. Έτοιμος να καταβροχθίσει τα παιδιά της Βενετίας, μέσα στο λαβύρινθο της πόλης που βρισκόταν σε πλήρη αναβρασμό, και να αλλάξει τον ρου της Ιστορίας. Το Καρναβάλι είχε αρχίσει.
*****
Μερικούς μήνες πριν, μια μαύρη νύχτα, ο Μαρτσέλο Τορετόνε έσκιζε τη σιωπή με σπαρακτικά ουρλιαχτά, στο εσωτερικό του θεάτρου Σαν Λούκα. Ή Σκιά ήταν εκεί. Είχε εισβάλει στην πόλη, πετώντας πάνω από τις στέγες της Γαληνοτάτης. Με τις ανταύγειες του δειλινού, γλίστρησε λαθραία μέσα στο θέατρο. Ο πατήρ Καφέλι τον ονόμαζε ll Diavolo, ο ίδιος ο Διάβολος, και στην αναφορά του ο
Μαρτσέλο είχε καταγράψει το άλλο όνομα που του έδιναν οι οπαδοί του: η Χίμαιρα. Ο ιερέας είχε όντως προσπαθήσει να προειδοποιήσει τον Μαρτσέλο, ο οποίος αναγκάστηκε να παραδεχθεί το προφανές. Εξυφαινόταν κάτι πολύ σοβαρό. Αυτό το βράδυ, είχε πέσει στην παγίδα. Ένας μυστηριώδης άγνωστος του είχε δώσει ραντεβού εδώ, στο Σαν Λούκα, στο τέλος της πρώτης παράστασης του L 'Impresario di Smirne[ 6 ], όπου είχε θριαμβεύσει. Ως ιδιοκτήτες του Σαν Λούκα, οι Βεντραμίν είχαν φύγει τελευταίοι. Ο άγνωστος είχε κρυφτεί στα καμαρίνια μέχρις ότου αδειάσει το θέατρο. Ο Μαρτσέλο είχε τυλίξει σε μπάλα το κοστούμι που φορούσε στην παράσταση, και το οποίο τώρα ήταν αφημένο εκεί κοντά, πίσω από τις κουρτίνες. Είχε ξαναδιαβάσει το σφραγισμένο γράμμα που του είχαν παραδώσει, υπογεγραμμένο από έναν κάποιο Βιργίλιο, ο οποίος του υποσχόταν πληροφορίες υψίστης σπουδαιότητας. Ή απειλή αφορούσε τους θεσμούς της Βενετίας καθώς και το πρόσωπο του Δόγη. Ο Μαρτσέλο σκόπευε να συναντήσει τον Εμίλιο Βιντικάτι το επόμενο κιόλας πρωί: το Συμβούλιο των Δέκα έπρεπε να ειδοποιηθεί το συντομότερο για τα τεκταινόμενα. Τώρα όμως δεν μπορούσε παρά να καταραστεί την απρονοησία του. Το γνώριζε: δεν θα πήγαινε πλέον πουθενά. Δεν θα έβλεπε να ανατέλλει η επόμενη μέρα. Τον είχαν χτυπήσει, ξυλοφορτώσει και δέσει πάνω σε ξύλινες σανίδες. Ημιαναίσθητος, είχε δει να κινείται κοντά του μια μορφή με κουκούλα, της οποίας δεν μπορούσε να διακρίνει το πρόσωπο. Το βλέμμα του είχε σταθεί στο σφυρί, στα καρφιά, στη λόγχη, στο ακάνθινο στεφάνι και σ’ εκείνο το περίεργο εργαλείο από κρύσταλλο που αστραποβολούσε στη γροθιά του επισκέπτη. Ο Μαρτσέλο ήταν τρομοκρατημένος.
«Ποιος... Ποιος είστε;» κατόρθωσε να αρθρώσει με δυσκολία. Αντί για απάντηση, ο άλλος αρκέστηκε να γελάσει σαρδόνια. Μετά ο Μαρτσέλο δεν άκουγε πλέον τίποτε άλλο παρά μόνο την υπόκωφη, βαθιά ανάσα του. Ο άγνωστος τον είχε δέσει χειροπόδαρα στις ξύλινες σανίδες, που η προβαλλόμενη σκιά τους σύντομα θα σχημάτιζε στο έδαφος έναν σταυρό. «Εσείς... Εσείς είστε ι7 Diavolo; Ή Χίμαιρα, έτσι δεν είναι;» Για μια στιγμή, η μορφή με την κουκούλα στράφηκε προς το μέρος του. Ο Μαρτσέλο επιχείρησε μάταια να μαντέψει τα χαρακτηριστικά του προσώπου που ήταν βυθισμένο στο σκοτάδι. «Ώστε λοιπόν υπάρχετε; Μα εγώ νόμιζα ότι...» Καινούριο γέλιο. «Vexilla regisprodeunt inferni...» είπε η Χίμαιρα. Ή φωνή του ήταν μπάσα, τρομακτική. Έμοιαζε στ’ αλήθεια να έρχεται από τον άλλο κόσμο. «Τ... τι πράγμα;» «Vexilla regis prodeunt infemi... Θα ασχοληθούμε σοβαρά μαζί σας. Θα τελειώσω αυτό πρώτα, κι έπειτα θα σας ορθώσουμε πάλι εδώ ακριβώς, σ’ αυτή τη σκηνή του θεάματος. Να είστε ευτυχισμένος, φίλε μου. Απόψε το βράδυ θα έχετε παίξει τον ωραιότερο ρόλο της ζωής σας». Τότε η Χίμαιρα άρπαξε ένα σφυρί, καθώς και δύο μακριά, λεπτά καρφιά. Τα μάτια του Μαρτσέλο διεστάλησαν από φρίκη. «Τι σκοπεύετε...» « Vexilla regis prodeunt in/erni, Μαρτσέλο Τορετόνε!» Τοποθέτησε την άκρη του πρώτου καρφιού στο ένα από τα
σφιχτοδεμένα πόδια του Μαρτσέλο... και το μπράτσο του υψώθηκε, με το σφυρί στο χέρι. «ΟΟΟΧΙΙΙ!» Ο Μαρτσέλο ούρλιαξε όπως ποτέ. Vexilla regis prodeunt infemi. Του βασιλιά της κόλασης τα φλάμπουρα ζυγώνουν.
*****
Με ύφος βλοσυρό, ο Φραντσέσκο Λορεντάν διέσχιζε βιαστικά τους διαδρόμους του παλατιού των Δόγηδων. Πρέπει πάση θυσία να συλλάβουμε αυτό τον άνθρωπο. Ο Φραντσέσκο ανήκε σ’ εκείνους τους πατρικίους οι οποίοι ήταν συνηθισμένοι να κατέχουν τα υψηλότερα αξιώματα. Έχοντας αναρρηθεί στην εξουσία το 1752, ήταν Δόγης επί τέσσερα και πλέον έτη. Από την ηλικία των είκοσι πέντε ετών, οι νεαροί Βενετοί αριστοκράτες ετοιμάζονταν να υπηρετήσουν το Κράτος. Οι πύλες του Μεγάλου Συμβουλίου άνοιγαν δικαιωματικά εμπρός τους. Ο Φραντσέσκο ήταν ένας από αυτούς. Όπως ήταν έθιμο στη Βενετία, είχε διδαχθεί τις μεταπτώσεις των κυβερνητικών αξιωμάτων χάρη στην επαφή του με τους πρεσβυτέρους μια πρακτική μάλλον απαραίτητη, καθόσον το Σύνταγμα της Δημοκρατίας ήταν κατά κύριο λόγο προφορικό. Γενικώς, οι πρέσβεις έπαιρναν τους γιους τους μαζί τους για να τους μυήσουν στα μυστικά της διπλωματίας· ορισμένοι
νεαροί αριστοκράτες, οι λεγόμενοι Barbarini, οι οποίοι επιλέγονταν με κλήρωση την ημέρα της εορτής της Αγίας Βαρβάρας, είχαν την άδεια να παρίστανται στις διαβουλεύσεις του Μεγάλου Συμβουλίου πριν από την επίσημη ενηλικίωσή τους. Όλοι οι υπεύθυνοι του Κράτους προέκριναν λοιπόν για τους γόνους τους μια μαθητεία η οποία στηριζόταν πρωτίστως στην πρακτική εμπειρία της λειτουργίας των θεσμών. Για τις δυναστείες των ευγενών, οι σταδιοδρομίες ήταν προκαθορισμένες: Μέγα Συμβούλιο, Γερουσία, Σινιορία ή Συμβούλιο της Ξηράς, πρεσβείες, Συμβούλιο των Δέκα, μέχρι το αξίωμα του επιτρόπου ή, τέλος, του Δόγη, ανώτατου άρχοντα της πόλης της Βενετίας. Αυτή η πολιτική κατάρτιση συνιστούσε ένα από τα θεμέλια της ισχύος της Γαληνοτάτης, μιας ισχύος που είχε οικοδομηθεί κυρίως χάρη στις δεξιότητες των εκπροσώπων της και στην αποτελεσματικότητα των δικτύων της και η ισχύς αυτή ήταν έτσι εξασφαλισμένη ακόμη και όταν οι υπολογισμοί των αξιωματούχων της Βενετίας στρέφονταν ενίοτε εναντίον της λαμπρής Δημοκρατίας, που ήταν συνηθισμένη σε κάθε είδους διπλωματικές ανατροπές. Ή συμμαχία των Δόγηδων με τη Φλωρεντία εναντίον του Μιλάνου, η οποία είχε επισφραγισθεί τρεις αιώνες πριν με τη συνθήκη ειρήνης του Λόντι, είχε επιτρέψει στη Γαληνοτάτη να συνδράμει στην ελευθερία της Ιταλίας διατηρώντας ταυτοχρόνως την ανεξαρτησία της. Κατά το παράδειγμα της πρεσβείας της Κωνσταντινούπολης, της μεγαλοπρεπέστερης όλων, οι μεγάλες πρεσβείες της Βενετίας είχαν πολλαπλασιαστεί, στο Παρίσι, το Λονδίνο, τη Μαδρίτη ή τη Βιέννη. Το μοίρασμα της Μεσογείου με τους Τούρκους και τους καθολικούς στόλους, σημάδι διάβρωσης της υπεροχής της στην Ανατολή, είχε επίσης επιτρέψει στη Βενετία να διασφαλίσει τη μακροημέρευσή της. Ή Δημοκρατία δεν είχε επινοήσει την πολιτική, αλλά, ως κυρίαρχη των θαλασσών, διαμεσολαβήτρια των πολιτισμών και δεξιοτέχνις του φαίνεσθαι, της είχε προσδώσει νέους τίτλους ευγενείας τους
οποίους δεν θα αποκήρυσσαν οι άλλες εμβληματικές ιταλικές μορφές, όπως ο Μακιαβέλι του Ηγεμόνος και οι Μέδικοι της Φλωρεντίας. Ο Φραντσέσκο διέθετε πραγματισμό, ταλέντο στη δημόσια διοίκηση και ευχέρεια στις υποθέσεις, τόσο τις εμπορικές, νομικές και διπλωματικές όσο και τις οικονομικές, προσόντα που τον αναδείκνυαν σε επάξιο κληρονόμο της βενετσιάνικης αριστοκρατικής ψυχής. Και ενώ βάδιζε προς την Αίθουσα του Συμβουλίου, με την επιστολή ανά χείρας, έλεγε μέσα του για μία ακόμη φορά ότι το να είσαι Δόγης της Βενετίας δεν ήταν ξεκούραστη ενασχόληση. Από καιρού εις καιρόν, ένας φρουρός του παλατιού παραμέριζε εμπρός του, υψώνοντας τη λόγχη του και ανακτώντας τη σκληρή και άκαμπτη έκφρασή του. Οι Δέκα έχουν δίκιο, σκεφτόταν ο Λορεντάν. Πρέπει να δράσω γρήγορα. Από τον 12ο αιώνα, οι εξουσίες του Δόγη διαρκώς ενισχύονταν: το αποδείκνυε η ενθρόνιση με την παράδοση του λαβάρου του Αγίου Μάρκου, ο όρθρος, κατάλοιπο των καρολιγγείων εθίμων, το στέγαστρο και η πορφύρα του Βυζαντίου, το στέμμα πάνω από τον σκούφο του Δόγη. Παραταύτα, οι Βενετοί πάντα φρόντιζαν ώστε ο ανώτατος άρχοντας της πόλης τους να μην μπορεί να σφετεριστεί την εξρυσία. Ή εξουσία του, που αρχικά την περιόριζε το ηθικό πρόσωπο της κοινότητας της Βενετίας, είχε πλαισιωθεί γρήγορα από τη Σινιορία, συνάθροιση των ιθυνόντων προκρίτων της πόλης. Σήμερα ακόμη, οι μεγάλες οικογένειες, από τις οποίες ξεκίνησε η επέκταση της ισχύος της Βενετίας, φρόντιζαν να διατηρούν την υπεροχή στη λήψη των σημαντικών αποφάσεων· και ενώ η Βενετία απέφευγε κάθε σχήμα μοναρχικής απολυταρχίας, το Κράτος όριζε σαφέστατα το σύνορο ανάμεσα στην υποτιθέμενη εξουσία του λαού, που είχε διαρκέσει μόνο όσο ένα όνειρο, και στην πρωτοκαθεδρία αυτών των δυναστειών στις οποίες οφείλε την υπεροχή της η πόλη.
Όπως όλοι οι Βενετοί, ο Φραντσέσκο νοσταλγούσε τον Χρυσό Αιώνα, την εποχή της ακμής της Βενετίας και των αποικιών της· θα μπορούσε να ήταν, αν όχι ο μοναδικός, τουλάχιστον ένας από τους πρωτεργάτες αυτού του τεράστιου κατακτητικού εγχειρήματος. Οπωσδήποτε αποκόμιζε τεράστια ικανοποίηση από την αίγλη του τίτλου και του αέναου τελετουργικού που περιέβαλλε το πρόσωπό του. Ενίοτε, ωστόσο, ένιωθε δέσμιος του υψηλού αξιώματος του, rex in purpura in urbe captivus, «βασιλέας περιβεβλημένος με πορφύρα και αιχμάλωτος μέσα στην πόλη του»... Όταν είχε ανακηρυχθεί Δόγης στη γειτονική βασιλική, είχε εμφανιστεί ενώπιον του περιχαρούς πλήθους στην Πλατεία του Αγίου Μάρκου, για να παραλάβει στη συνέχεια τον σκούφο των Δόγηδων στην κορυφή της σκάλας των Γιγάντων· αμέσως όμως μόλις ανακοινώθηκε η ανάρρησή του, έπρεπε να ορκιστεί ότι δεν θα υπερέβαινε ποτέ τα δικαιώματα τα οποία του είχε εκχωρήσει η promissio ducalis, αυτή η «υποσχετική συνθήκη» που του διάβαζαν κάθε χρόνο μεγαλόφωνα και η οποία του υπενθύμιζε την ακριβή φύση της εξουσίας του. Όμως ο Φραντσέσκο, εκλεγμένος ισοβίως, μέλος δικαιωματικά όλων των συμβουλίων και θεματοφύλακας των υψηλότερων κρατικών μυστικών, ενσάρκωνε καλύτερα από τον οποιονδήποτε, δυνάμει του αξιώματος του, το κύρος, την ισχύ, την ίδια τη συνέχεια της Γαληνοτάτης. Προΐστατο του Μεγάλου Συμβουλίου, της Γερουσίας, των Quarantie [ 7 ], συνεδρίαζε όλες τις εργάσιμες ημέρες μαζί με τα έξι πρόσωπα του μικρού Συμβουλίου του για να συλλέξει τις αιτήσεις χάριτος και τα παράπονα. Κάθε εβδομάδα επισκεπτόταν και ένα από τα διακόσια πενήντα με τριακόσια δικαστικά σώματα που αριθμούσε η Βενετία. Ήλεγχε τη φύση και το ποσό των φόρων, επικύρωνε τις καταστάσεις των δημοσίων δαπανών. Όλα αυτά χωρίς να υπολογίζουμε τις πολυάριθμες επισκέψεις ή τις επίσημες δεξιώσεις. Ο Δόγης, στην πραγματικότητα, δεν είχε σχεδόν καθόλου
προσωπική ζωή. Αυτός ο διαρκής μαραθώνιος επηρέαζε συχνά την υγεία των ηλικιωμένων -διότι ουδείς γινόταν Δόγης προ της ηλικίας των εξήντα ετών-, σε σημείο μάλιστα που είχαν θεωρήσει σωστό να προσθέσουν στο θρόνο της αίθουσας του Μεγάλου Συμβουλίου έναν πάγκο επενδυμένο με βελούδο, που επέτρεπε στην Αυτού Γαληνότητα να παίρνει έναν ελαφρύ ύπνο, όταν δεν ήταν πλέον απολύτως σε θέση να παρακολουθεί τις συζητήσεις. Ο Φραντσέσκο διέσχισε το παλάτι και εισήλθε στη μεγάλη αίθουσα του Maggior Consiglio, του Μεγάλου Συμβουλίου, όπου βρίσκονταν οι προσωπογραφίες όλων των επιφανών προ-κατόχων του. Υπό άλλες συνθήκες, θα είχε σταθεί, όπως το έκανε ενίοτε, για να αναζητήσει στα χαρακτηριστικά αυτών των Δόγηδων του παρελθόντος κάποιο σημάδι συμβολικής συγγένειας. Θα αναλογιζόταν τον Ζιάνι, δικαστή, σύμβουλο και δήμαρχο της Πάδουας, τον πλουσιότερο άνθρωπο της Βενετίας, τον οποίο οι «καινούριες» οικογένειες, που είχαν πλουτίσει από την άνθηση της πόλης, είχαν καταλήξει να απομακρύνουν από τη δημόσια ζωή· θα καθόταν εμπρός στον Πιέτρο Τιέπολο, εφοπλιστή και έμπορο, Δούκα της Κρήτης, δήμαρχο του Τρεβίζο, βαλή της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος δεν είχε απλώς αρκεστεί στο να συμβάλει στην ίδρυση της Γερουσίας και τη θέσπιση των πολιτικών Κανονισμών το 1242, αλλά είχε επιπλέον αγωνιστεί να αποκαταστήσει την ενότητα της Βενετίας και να επιβάλει παντού την κυριαρχία της Δημοκρατίας. Πριν εγκαταλείψει την αίθουσα, ο Φραντσέσκο πέρασε επίσης εμπρός από το μαύρο πέπλο που κάλυπτε την προσωπογραφία του Δόγη Φαλιέρ, με την τόσο δραματική μοίρα: πολέμιος της αριστοκρατικής παντοδυναμίας, είχε εκθρέψει το όνειρο της επιστροφής στις πηγές μιας συμμετοχικής κυβέρνησης, κινητοποιώντας τον λαό, με αποτέλεσμα να τον εκτελέσουν. Και ο Φραντσέσκο, από την πλευρά του, αναρωτιόταν τι
θα άφηνε ο ίδιος πίσω του και πώς θα θυμούνταν οι μεταγενέστεροι τις προσπάθειές του ως επικεφαλής του Κράτους. Και όντως υπάρχει λόγος να διερωτώμαι γι ’ αυτό, σκέφτηκε με ανησυχία. Πράγματι, εκείνη ακριβώς την ημέρα του Απριλίου, ο Φραντσέσκο είχε πολύ σκοτεινές μέριμνες. Επρόκειτο πολύ σύντομα να δεχθεί τον Εμίλιο Βιντικάτι, μέλος του Συμβουλίου των Δέκα. Δεν είχε ακόμη λάβει οριστική απόφαση ως προς την, πολύ ιδιάζουσα όντως, πρόταση την οποία του είχε κάνει ο τελευταίος το ίδιο πρωί. Ο Φραντσέσκο εισήλθε στην Αίθουσα του Κολεγίου και κάθισε για λίγο. Όμως δεν έμεινε για πολύ στη θέση του. Γεμάτος νευρικότητα, κατευθύνθηκε προς ένα από τα παράθυρα. Ένα μπαλκόνι υπερυψωνόταν επάνω από το φράγμα εμπρός από τη λιμνοθάλασσα, που την αυλάκωναν κάποιες γόνδολες, στρατιωτικά πλοία του Ναυπηγείου και άλλα σκάφη φορτωμένα εμπορεύματα. Λίγο πιο πέρα, μπορούσε κανείς να μαντέψει τη σκιά του φτερωτού λιονταριού του Αγίου Μάρκου, και εκείνη του Καμπανίλε, που προχωρούσαν σαν μαχαίρια στην αναδυόμενη ημέρα. Ο Φραντσέσκο έτριψε τα βλέφαρά του παίρνοντας βαθιά εισπνοή. Παρακολούθησε με τα μάτια το μπαλέτο των πλοίων που διασταυρώνονταν στα κύματα, παρατηρώντας τον αφρό που άφηναν πίσω τους. Αναστέναξε ξανά, και διάβασε για μια τελευταία φορά το συμπέρασμα της επιστολής του Συμβουλίου των Δέκα.
«Μια σκιά πλανάται πάνω από τη Δημοκρατία, μια επικίνδυνη σκιά, της οποίας αυτή η δολοφονία, ας το γνωρίζει η Γαληνοτάτη Υψηλότης Σας, δεν είναι παρά μία από τις πολλαπλές εκδηλώσεις. Ή Βενετία βρίσκεται σε απελπιστική
κατάσταση, οι ειδεχθέστεροι εγκληματίες διεισδύουν εντός της όπως οι λύκοι μέσα σε ένα σκοτεινό δάσος. Ο άνεμος της παρακμής πλανάται επάνω της: δεν είναι πλέον δυνατόν να το αγνοούμε».
Ο Δόγης ανήγγειλε σε έναν από τους φρουρούς του παλατιού ότι ήταν έτοιμος να δεχθεί τον Εμίλιο Βιντικάτι. «Μάλιστα, Γ αληνότατε». Ενώ τον περίμενε, χάθηκε αντανακλάσεις της λιμνοθάλασσας.
ξανά
στις
λαμπυρίζουσες
Βενετία... Ακόμη μία φορά, θα πρέπει να σε σώσουμε. Είχαν ήδη χρειαστεί πολλοί αγώνες για να κατορθώσουν οι Δόγηδες να διασώσουν την «Αφροδίτη των υδάτων» από το βόρβορο και τα κύματα. Ο Φραντσέσκο σκεφτόταν συχνά αυτό το θαύμα. Ευρισκόμενη άλλοτε στα σύνορα δύο αυτοκρατοριών, της Βυζαντινής και της Καρολίγγειας, η Βενετία είχε σιγά σιγά κατακτήσει την αυτονομία της. Ο Άγιος Μάρκος είχε γίνει προστάτης της λιμνοθάλασσας το 828, όταν δύο έμποροι είχαν φέρει πίσω θριαμβευτικά στο Ριάλτο τα λείψανα του ευαγγελιστή, τα οποία είχαν φυγαδευτεί στην Αλεξάνδρεια. Ήταν όμως η πρώτη Σταυροφορία και η άλωση της Ιερουσαλήμ που, για τη χερσόνησο, σήμαναν την αρχή του Χρυσού Αιώνος. Σημείο συνάντησης όλων των κόσμων, του δυτικού, του βυζαντινού, του σλαβικού, του ισλαμικού και του κόσμου της Απω Ανατολής, η Βενετία έγινε ο κατεξοχήν διαμετακομιστικός κόμβος: ξύλο, σίδηρος της Μπρέσια, της
Κορινθίας και της Στυρίας, χαλκός και ασήμι της Βοημίας και της Σλοβακίας, χρυσός της Σιλεσίας και της Ουγγαρίας, υφάσματα, μαλλί, πανιά από κάνναβη, μετάξι, βαμβάκι και χρωστικές ουσίες, γούνες, μπαχαρικά, κρασιά, σιτάρι και ζάχαρη διέρχονταν μέσω εκείνης. Παράλληλα, η Βενετία ανέπτυσσε τις δικές της ειδικότητες, όπως η ναυπηγική, τα προϊόντα πολυτελείας, το κρύσταλλο και η υαλοποιία, το αλάτι. Ανοιγε τις θαλάσσιες οδούς σε μεγάλες νηοπομπές από γαλέρες: στην Ανατολή, προς την Κωνσταντινούπολη και τη Μαύρη Θάλασσα, την Κύπρο, την Τραπεζούντα ή την Αλεξάνδρεια· στη Δύση, προς τη Μαγιόρκα και τη Βαρκελώνη, και μετά τη Λισαβώνα, το Σαουθάμπτον, την Μπρυζ και το Λονδίνο. Το Κράτος όπλιζε τις γαλέρες, ρύθμιζε τη ροή των εμπορευμάτων, ενθάρρυνε τις συνεννοήσεις. Ο Μάρκο Πόλο και το Βιβλίο των Θαυμάτων του Κόσμου έκανε τους πολίτες της Βενετίας να ονειρεύονται μακρινούς ορίζοντες: ο Οδόριχος του Πορντενόνε διέσχιζε την Ταρταρία, την Ινδία, την Κίνα και την Ινσουλίνδη, τις οποίες περιέγραψε στο περίφημο έργο του Descriptio t err arum[ 8 ]. Οι Νικολό και Αντόνιο Ζένο επεξέτειναν τα συμφέροντα της Βενετίας μέχρι τις άγνωστες εκτάσεις του Βορρά, στα ανοιχτά της Νέας Γης, της Γροιλανδίας και της Ισλανδίας, ενώ ο Κα’ Ντα Μόστο ξεκινούσε για την ανακάλυψη του Ρίο Γκράντε και των νήσων του Πράσινου Ακρωτηρίου. Και τι δεν θα ’δινα για να τα παρακολουθήσω όλ ’ αυτά. Ή Βενετία, αυτή η «πόλη του τίποτε» η χαμένη στη λιμνοθάλασσα, εξελισσόταν σε αυτοκρατορία! Βάσεις και εμπορικοί σταθμοί πολλαπλασιάζονταν, στην Κρήτη, την Κόρινθο, τη Σμύρνη ή τη Θεσσαλονίκη, όλο και πιο μακριά στις θάλασσες, δημιουργώντας έτσι αληθινές αποικίες εκμετάλλευσης, μέχρι του σημείου να σκεφτούν κάποτε να δημιουργήσουν μια καινούρια Βενετία, μια
Βενετία της Ανατολής... Από τη μία άκρη ως την άλλη των νέων εδαφών, οι κάτοικοί τους γίνονταν υπήκοοι της πόλης της Βενετίας. Όμως οι υποταγμένοι και συχνά εξαθλιωμένοι πληθυσμοί αποτελούσαν πρόσφορο έδαφος για την προπαγάνδα των Τούρκων, στους οποίους τελικώς περιήλθαν οι πιο επισφαλείς περιοχές. Το να ελέγχει η Βενετία τόσο αχανείς εκτάσεις και να επιμένει πεισματικά να τις εκμεταλλεύεται την υποχρέωνε να διατηρεί τέτοιου είδους εμπορικές και δημόσιες σχέσεις ώστε η αυτοκρατορική ισορροπία έγινε αναπόφευκτα εύθραυστη. Και έκτοτε... Ή Βενετία είχε κατορθώσει να διατηρήσει τη δεσπόζουσα θέση της μέχρι τον 16ο αιώνα. Οι καιροί της πρώτης αίγλης άρχισαν κατόπιν να σβήνουν. Συμπτώματα της φθίνουσας πορείας της Βενετίας ήταν οι δυσχέρειές της μετά τη ναυμαχία της Ναυπάκτου, την ισπανική ηγεμονία στην Ιταλία και την ενεργό συνεργασία μεταξύ της Ισπανίας και του παπισμού. Με τη συνθήκη ειρήνης του Πασάροβιτς, το 1718, η Βενετία έχασε εκ νέου εδάφη προς όφελος των Τούρκων. Τότε η πόλη των Δόγηδων περιορίστηκε σε μια ευμενή ουδετερότητα, δαπανώντας ταυτοχρόνως υπέρογκα ποσά για τον εκσυγχρονισμό του οπλοστασίου της. Ή άνθηση των τεχνών κατόρθωσε για ένα διάστημα να συγκαλύψει αυτή την αργή κατάπτωση: οι νωπογραφίες του Τισιανού, του Βερονέζε και του Τιντορέτο ανταγωνίζονταν σε ομορφιά η μία την άλλη· ο Καναλέτο έκανε τον αέρα της λιμνοθάλασσας να αναριγεί και την πόλη να λαμπυρίζει από ομιχλώδη φώτα. Όμως ο Φραντσέσκο το ήξερε: σήμερα, αντιμέτωπη με την αδήριτη ανάγκη να διατηρήσει τη θέση της στα μάτια του κόσμου και με το πάντα απειλητικό φάσμα της καταβύθισής της, η Βενετία δεν μπορούσε πλέον να καλύψει τις ρωγμές της. Οι πιο αυστηροί την παρομοίαζαν με λικνιζόμενο φέρετρο, όπως εκείνες οι μαύρες γόνδολες που τη διέσχιζαν παντού. Ή φήμη της πόλης, αυτή
η ένδοξη Φήμη στην οποία είχε στηρίξει την επέκτασή της, βρισκόταν σε κίνδυνο. Ή απάτη, τα τυχερά παιχνίδια, η ραθυμία και η πολυτέλεια είχαν κατορθώσει να διαφθείρουν τις παλαιές αξίες. Οι μαρτυρίες που συνέλεγε ο Φραντσέσκο εδώ και τέσσερα χρόνια έδειχναν ότι ο όγκος της ναυσιπλοΐας διαρκώς μειωνόταν. Απέναντι στο Λιβόρνο, την Τεργέστη ή την Αγκόνα, το λιμάνι είχε εξασθενίσει. Προσπαθούσαν, κατά τα πρότυπα των Αγγλων, των Γάλλων και των Ολλανδών, να συμφιλιώσουν την αριστοκρατία με τις δραστηριότητες του εμπορίου, τις οποίες εκείνη έκρινε πλέον ως υπερβολικά «λαϊκές». Μάταιος κόπος: ο μερκαντιλισμός και η κερδοσκοπία συνεχίζονταν, και από την άλλη οι ευγενείς δεν επέστρεφαν στην οδό της παλαιάς Φήμης. Από εκεί ως το σημείο να μιλά κανείς για πραγματική παρακμή δεν υπήρχε παρά ένα βήμα. Ο Βιντικάτι έχει δίκιο... Ή γάγγραινα είναι εδώ. Επιτέλους, ο Εμίλιο Βιντικάτι έκανε την εμφάνισή του στην Αίθουσα του Συμβουλίου. Οι μεγάλες θύρες άνοιξαν εμπρός του. Ο Φραντσέσκο Λορεντάν στράφηκε προς τα πίσω. Ο Βιντικάτι είχε εγκαταλείψει την επίσημη ενδυμασία του και φορούσε έναν φαρδύ μαύρο μανδύα. Με το ωοειδές του πρόσωπο και την πουδραρισμένη περούκα του, ήταν ένας άνδρας με ψηλή κορμοστασιά· η ισχνότητα των μελών του έδινε την εντύπωση ότι έπλεε μέσα στο ένδυμά του. Τα μάτια του, διεισδυτικά και αεικίνητα, τα διέσχιζε συχνά μια λάμψη ειρωνείας, την οποία επέτεινε η πτυχή στην άκρη του στόματός του, ενός στόματος που έμοιαζε σχεδιασμένο με κάρβουνο: δύο γραμμές σχεδόν αόρατες, που από
καιρού εις καιρόν σχημάτιζαν ένα χαμόγελο το οποίο έμοιαζε με σαρκασμό. Ή σταθερότητα και η ήρεμη ενέργεια που απέπνεε η φυσιογνωμία του έμοιαζαν με την επιφάνεια μιας λίμνης στης οποίας τα βάθη, στην πραγματικότητα, επικρατούσε έντονη αναταραχή: οργισμένος, παθιασμένος και άκαμπτος, ο Εμίλιο ήταν ο ιππότης της θύελλας ότι ακριβώς χρειαζόταν για να επηρεάζει με την ισχυρή πυγμή του τις αποφάσεις του Συμβουλίου των Δέκα. Γεννημένος στη Φλωρεντία, είχε ανατραφεί στη Βενετία, και είχε προσφάτως εκλεγεί στο αξίωμά του έχοντας προηγουμένως διατελέσει επί εικοσαετία μέλος του Maggior Consiglio. Εκεί, είχε αποκτήσει φήμη ικανού πολιτικού και δεινού ρήτορα. Ορισμένοι επέκριναν την αλαζονική παρουσία του και την ενίοτε υπερβολική αυστηρότητα των θέσεών του· ωστόσο, όπως ο Φραντσέσκο Λορεντάν, ο Εμίλιο είχε τη συνήθεια να επωμίζεται τα δημόσια βάρη, και νοσταλγούσε τον Χρυσό Αιώνα της Γαληνοτάτης. Ήταν από εκείνους για τους οποίους τα πάντα έπρεπε να υποτάσσονται στο κρατικό συμφέρον. Και σε αντίθεση με την πλειονότητα των Βενετσιάνων ευγενών, για τους οποίους πίστευε ότι κοιμούνταν πάνω στο μαλακό μαξιλάρι της ραθυμίας, ο Εμίλιο ήταν πρόθυμος να κάνει τα πάντα προκειμένου να βοηθήσει τη Δημοκρατία να ανακτήσει την παλαιά της αίγλη. Εισερχόμενος στην Αίθουσα του Συμβουλίου, ο Εμίλιο Βιντικάτι έβγαλε το καπέλο του και υποκλίθηκε τελετουργικά ενώπιον του Δόγη. Στο χέρι του κρατούσε ένα μαύρο μπαστούνι, του οποίου η χειρολαβή απεικόνιζε δύο διαπλεκόμενους γρύπες. Ο Φραντσέσκο Λορεντάν στράφηκε πάλι προς τη λιμνοθάλασσα. «Εμίλιο, διάβασα με προσοχή τις αποφάσεις του Συμβουλίου και τις συστάσεις που μου απευθύνετε στην επιστολή σας. Γνωρίζουμε και οι δύο πώς λειτουργούν οι θεσμοί μας, και είμαστε συνηθισμένοι στα παιχνίδια της πολιτικής επιρροής. Δεν σας κρύβω την έκπληξη και τη φρίκη που ένιωσα διαβάζοντας τα έγγραφά σας. Είμαστε
όντως τόσο τυφλοί όσο λέτε; Ή δυστυχής μας Βενετία απειλείται τόσο πολύ όσο ισχυρίζεστε... ή μήπως διογκώνετε την κατάσταση για να μας ωθήσετε να δράσουμε;» Ο Εμίλιο ανασήκωσε το φρύδι του και έβρεξε τα χείλη του με τη γλώσσα του. «Αμφιβάλλετε λοιπόν για τις απόψεις του Συμβουλίου των Δέκα;» «Ελάτε, Εμίλιο. Ας αποφύγουμε να τοποθετήσουμε τη συζήτησή μας στο επίπεδο των αμοιβαίων καχυποψιών μας... Ώστε, λοιπόν, ένα ποταπό έγκλημα διεπράχθη χθες βράδυ στο θέατρο Σαν Λούκα...» Ο Εμίλιο είχε ανασηκωθεί, έχοντας τα δυο του χέρια στην πλάτη, ενώ το ένα συνέχιζε να παίζει με το μπαστούνι του. Αναστέναξε, κι έπειτα έκανε μερικά βήματα στην Αίθουσα του Συμβουλίου. «Ναι, Υψηλότατε. Σας απήλλαξα από το να υποστείτε τις λεπτομέρειες του απεχθούς αυτού εγκλήματος. Να ξέρετε μόνο ότι δεν έχει υπάρξει τέτοιο προηγούμενο στη Βενετία. Αυτή τη στιγμή, το πτώμα είναι πάντοτε στη θέση του. Διέταξα να μην αγγίξει κανείς τίποτε, εν αναμονή μιας κοινής απόφασης για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να διεξαχθεί η σχετική έρευνα, βάσει των συγκεκριμένων πληροφοριών που σας παρέχω στην επιστολή μου... Είναι όμως βέβαιο ότι αυτή η κατάσταση δεν μπορεί να διαρκέσει για πολύ». «Πληροφορήσατε φρικαλεότητα;»
το
Μεγάλο
Συμβούλιο
γι’
αυτή
τη
«Όχι ακριβώς, Υψηλότατε. Και αν μου επιτρέπετε... πιστεύω ότι είναι το τελευταίο πράγμα που πρέπει να κάνω».
Οι δύο άνδρες σιώπησαν και πάλι. Ο Δόγης εγκατέλειψε το παράθυρο και έκανε με τη σειρά του μερικά βήματα για να καρφωθεί εμπρός στον Εμίλιο, με την bacheta στο χέρι. Ξαναπήρε τον λόγο: «Δεν μου αρέσει πολύ αυτό... Δεν αγνοείτε ότι ακόμη και το άνοιγμα της ίδιας μου της αλληλογραφίας μού είναι απαγορευμένο κατά την απουσία των μελών του Μικρού Συμβουλίου μου. Από αυτή την άποψη, η παρούσα συνομιλία αποτελεί επίσης παρέκκλιση από το Σύνταγμά μας. Δεν χρειάζεται να σας υπενθυμίσω, ειδικώς σ’ εσάς, Εμίλιο, τους λόγους που με ωθούν να σέβομαι πιστά αυτή την εθιμοτυπία... και γνωρίζετε ότι, εντέλει, δεν έχω καμία εξουσία απόφασης. Επικαλείστε ενώπιόν μου ειδικές περιστάσεις για να παρακάμψετε τις συνήθεις μας διαδικασίες· ήδη αυτό θα μπορούσαν κάποιοι να το εκλάβουν ως ένα είδος δολοπλοκίας. Πείτε μου λοιπόν, Εμίλιο... πιστεύετε σοβαρά ότι μέλη της κυβέρνησης της Βενετίας είναι δυνατόν να έχουν ανάμειξη σ’ αυτό το κακούργημα; Αντιλαμβάνεστε ότι τέτοιου είδους κατηγορίες είναι πολύ σοβαρές». Ο Εμίλιο παρέμεινε ασάλευτος. «Εξίσου σοβαρές, Υψηλότατε, είναι και οι επιθέσεις κατά της ασφαλείας του Κράτους». Μεσολάβησε σιωπή, κι έπειτα ο Φαντσέσκο σήκωσε το χέρι του και έκανε έναν μορφασμό. «Πράγματι, φίλε μου... Όμως δεν πρόκειται παρά για εικασίες. Τα επιχειρήματα που παραθέτετε στην αναφορά σας είναι αν μη τι άλλο εκπληκτικά, και οι αποδείξεις ανεπαρκείς». Ο Δόγης έκανε στροφή και στάθηκε κάτω από τη Νίκη της Ναυπάκτου. «Είναι αδιανόητο για μας να διενεργήσουμε έρευνα αναφανδόν· και μόνο το γεγονός ότι θα τη διατάζαμε θα καθιστούσε τη θέση μας
άκρως δυσχερή και θα πυροδοτούσε αμέσως βαθύτατη κρίση. Είναι το τελευταίο πράγμα που χρειαζόμαστε αυτή τη στιγμή». «Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, Υψηλότατε, αρνούμαι να προσφύγω στις υπηρεσίες ενός από τους παραδοσιακούς πληροφοριοδότες μας για να μας προσφέρει περισσότερα στοιχεία». Ο Δόγης ζάρωσε τα μάτια του. «Ναι, το κατάλαβα καλά αυτό. Και αποφασίσατε λοιπόν να χρησιμοποιήσετε για τα χαμερπή αυτά έργα ένα κάθαρμα, ένα πλάσμα επιπόλαιο και άστατο, που το είχαμε καταδικάσει να σαπίζει για ένα διάστημα στις φυλακές της Βενετίας πριν διατάξουμε την εκτέλεσή του! Παράξενη πράγματι η ιδέα σας. Και ποιος σας διαβεβαιώνει ότι, με το πρώτο βήμα που θα κάνει έξω, δεν θα επιχειρήσει να εξαφανιστεί;» Ο Εμίλιο χαμογέλασε. «Μην ανησυχείτε γι’ αυτό, Γαληνότατε. Αυτός που έχω κατά νου λατρεύει υπερβολικά την ελευθερία ώστε να παζαρέψει πέρα από αυτήν, ή να προσπαθήσει να μας εξαπατήσει. Ξέρει τι τον περιμένει αν αθετήσει το λόγο του. Παραδέχομαι βεβαίως ότι πρόκειται για έναν άνθρωπο ο οποίος, σε πολλές περιστάσεις, έκανε τα πάντα για να χλευάσει τη Δημοκρατία και να προκαλέσει τις αναταράξεις που συνήθως δημιουργεί μια τέτοια ιδιοσυγκρασία, θα λέγαμε τυχοδιωκτική και ανυπότακτη. Ωστόσο η συμφωνία μας τον απαλλάσσει από τα κάτεργα και του σώζει τη ζωή. Τη χάρη αυτή θα μας τη χρωστά, και όσο λήσταρχος και αν είναι, διατηρεί μια κάποια αίσθηση της τιμής. Γνωρίζω για τι πράγμα μιλώ, διότι τον είχα υπό την ευθύνη μου επί τέσσερα έτη... Έχει ήδη εργαστεί για μας και για το Συμβούλιο. Ξέρει πώς να διεξάγει μια έρευνα για έγκλημα και πώς να γίνεται ένα με το πλήθος προκειμένου να εκμαιεύει πληροφορίες.
Είναι εξαιρετικά οξύνους και απαράμιλλος στο να διασώζεται από τις πλέον ασυνήθιστες καταστάσεις». «Ναι, είπε ο Λορεντάν. «Και κατά τα φαινόμενα, διαθέτει επίσης μεγάλο ταλέντο στο να εμπλέκεται σε αυτές». Ο Εμίλιο χαμογέλασε κάπως βεβιασμένα. «Έχετε δίκιο. Όμως αυτή η ελαφρότητα στην οποία αναφέρεστε αποτελεί επίσης όπλο για μας: στο κάτω κάτω, κανείς ποτέ ως τώρα δεν τον υποπτεύθηκε ότι ενεργεί για λογαριασμό μας. Τον άνθρωπο αυτόν θα τον ελέγχω με πολλούς τρόπους, πιστέψτε με». Ο Δόγης συλλογίστηκε για λίγα δευτερόλεπτα. «Και ας υποθέσουμε, Εμίλιο... Ας υποθέσουμε προς στιγμήν ότι ενεργούμε κατ’ αυτό τον τρόπο, με όλους τους κινδύνους που κάτι τέτοιο συνεπάγεται... Έχετε ήδη κοινοποιήσει την πρότασή σας στον κρατούμενο;» «Μάλιστα, Υψηλότατε. Φυσικά, την αποδέχθηκε. Το μόνο που περιμένει πλέον είναι την έγκρισή μας. Φανταστείτε ότι επωφελείται του εγκλεισμού του για να συγγράψει τα Απομνημονεύματά του... Όπως αντιλαμβάνεστε, του τόνισα ότι σε αυτά δεν υπάρχει περίπτωση να συμπεριληφθούν οι λεπτομέρειες της υπόθεσης για την οποία συζητούμε. Όχι βεβαίως ότι πιστεύω πως η αφήγησή του θα περάσει στις μέλλουσες γενεές! Θα ήταν ωστόσο ενοχλητικό να αρνηθεί, με την πένα του, την υπόσχεση που μου έδωσε· κάτι τέτοιο θα ήταν αρκετό για να δυσφημήσει εμάς, τα Συμβούλια και ολόκληρη την κυβέρνηση». «Αυτό εξυπακούεται. Ο Δόγης κάθισε στην πολυθρόνα του, χαϊδεύοντας με το ένα του χέρι τη γενειάδα του. Ο Εμίλιο τον πλησίασε.
«Ελάτε, Υψηλότατε, τι έχουμε να χάσουμε; Στη χειρότερη περίπτωση, θα εξαφανιστεί· στην καλύτερη, όμως... Θα είναι ίσως για μας το ιδεώδες όργανο... Χειρίζεται το ξίφος καλύτερα από τον καθένα, γνωρίζει πώς να εκμαιεύει τις εκμυστηρεύσεις του λαού, και η επίφοβη ευφυΐα του, αν τεθεί στην υπηρεσία ενός ευγενούς σκοπού, μπορεί να σώσει τη Βενετία. Μια ειρωνεία που δεν παρέλειψε να επισημάνει ο ίδιος, αλλά η οποία τον ενθουσιάζει. Με τον τρόπο αυτό θα μπορέσει ίσως να βρει ένα είδος εξιλέωσης... Ή εξιλέωση, Υψηλότατε... Ένα πανίσχυρο κίνητρο...» Ο Δόγης έμεινε και πάλι συλλογισμένος. Έκλεισε τα μάτια και έφερε τα δάχτυλά του σε σχήμα κυπέλλου στα χείλη του. Έπειτα, με έναν αναστεναγμό, κοίταξε τον Εμίλιο. «Εντάξει. Φέρτε τον λοιπόν εδώ. Έχω απόλυτη εμπιστοσύνη στην κρίση σας. Πρέπει όμως να αντιληφθείτε ότι επιθυμώ να τον δω και να τον ακούσω αυτοπροσώπως, ώστε να σχηματίσω ακριβέστερη γνώμη για το πνεύμα αυτού του ανθρώπου». Ο Εμίλιο χαμογέλασε. Σηκώθηκε αργά από την πολυθρόνα του και υποκλίθηκε. Ανασήκωσε τα φρύδια και είπε χαμογελώντας ακόμη πιο πλατιά: «Έτσι θα γίνει, Υψηλότατε». Και ενώ ο Εμίλιο είχε ήδη εξέλθει, ο Δούκας ψιθύριζε ανήσυχος: «Μολαταύτα... Να απελευθερώσουμε τη Μαύρη Ορχιδέα...!»
*****
Ο Δόγης έκλεισε τα μάτια. Είδε γαλέρες οπλισμένες να ρίχνουν κανονιές στη λιμνοθάλασσα, μορφές κουκουλοφόρες να τρέχουν μέσα στη νύχτα και να εισβάλλουν στη Βενετία, το Καρναβάλι να πυρπολείται. Ένιωσε την οσμή της πυρίτιδας και άκουσε την κλαγγή των όπλων. Φαντάστηκε τη Γαληνοτάτη να βυθίζεται για πάντα στα νερά που την κατέκλυζαν. Το επιβλητικό θέαμα της δικής του εκμηδένισης εξήψε επίσης το πνεύμα του. Του είχαν φέρει έναν αχνιστό καφέ, που ήταν ακουμπισμένος δίπλα στο σκήπτρο του. Τα μάτια του χάθηκαν στο κατακάθι. Και ο Φραντσέσκο Λορεντάν, Ηγεμόνας της Γαληνοτάτης, εκατοστός δέκατος έκτος Δόγης της Βενετίας, σκεφτόταν: Τα Θ ηρία εξαπολύθηκαν. [1] Σωστό βάδισμα. (Σ.τ.Μ.) [2] Κατάλογος όλων των σπουδαιότερων και πιο τιμημένων εταίρων της Βενετίας. (Σ.τ.Μ.) [3] Ο τιμοκατάλογος των πορνών της Βενετίας. (Σ.τ.Μ.) [ 4] Παιχνίδι με χαρτιά που παίζεται ειδικά στη Βενετία, και βασίζεται στο δύο σπαθί. (Σ.τ.Μ.)
[5] Μικρή πλατεία. (Σ.τ.Μ.) [6] Ο Ιμπρεσάριος της Σμύρνης, έργο του Κάρλο Γκολντόνι. (Σ.τ.Μ.) [7] Τεσσαρακονταμελή αρμοδιότητες. (Σ.τ.Μ.)
Συμβούλια
[8] Περιγραφή χωρών. (Σ.τ.Μ.)
με
διάφορες
εκτελεστικές
ΑΣΜΑ ll
Ο Προθάλαμος της Κόλασης Τα Μολύβια της Βενετίας αποτελούσαν τμήμα του παλατιού των Δόγηδων· οι φυλακές αυτές, που βρίσκονταν κάτω από τις στέγες και ήταν σκεπασμένες με λάμες από μολύβι τριών τετραγωνικών ποδιών, είχαν τη φήμη ότι συγκαταλέγονταν στις πιο ασφαλείς της Ιταλίας. Ή πρόσβαση σε αυτές γινόταν από τις πύλες του παλατιού ή από ένα άλλο κτίριο, μέσω της Ponte dei Sospiri, της Γέφυρας των Στεναγμών. Δεν επρόκειτο βεβαίως για τους στεναγμούς που συνοδεύουν την έκσταση των παθιασμένων εραστών, αλλά για τους τελευταίους θρήνους των καταδίκων τους οποίους οδηγούσαν τακτικά στον τόπο της εκτέλεσής τους. Πίσω από τα συρμάτινα δικτυωτά πλέγματα των παραθύρων της γέφυρας μάντευες τη λιμνοθάλασσα· μετά εισχωρούσες στους στενούς διαδρόμους και τέλος ανέβαινες στο χώρο κάτω από τις στέγες, εκεί όπου βρίσκονταν τα κελιά των χειρότερων εγκληματιών. Σε ένα από αυτά ήταν φυλακισμένος ένας άνδρας που από καιρό τον βάρυνε η κατηγορία ότι διατάρασσε την ευχάριστη γαλήνη της Βενετίας. Χωρίς να είναι ο ειδεχθέστερος των κακοποιών, ο ανήθικος και τυχοδιωκτικός χαρακτήρας του τον είχε οδηγήσει σε συχνές διαμονές στα κάτεργα, που τη φορά αυτή κινδύνευαν να γίνουν ο προθάλαμος της θανατικής καταδίκης του. Ή δίκη του ακόμη εκκρεμούσε. Ή συνομιλία που είχε προσφάτως με τον Εμίλιο Βιντικάτι είχε αναπτερώσει τις ελπίδες του ότι θα μπορούσε να αποφύγει την εκτέλεση. Τα μαλλιά του ήταν μακριά, αλλά ξυριζόταν
κάθε πρωί, σαν να επρόκειτο το ίδιο βράδυ να συμμετάσχει σε κάποια γιορτή· φρύδια τοξωτά, τέλεια σχεδιασμένα, μύτη λεπτή, στόμα με αυθάδεις πτυχές· μάτια εκφραστικά, που μάντευες ότι ήταν εξίσου ικανά να διατυμπανίσουν την αλήθεια όσο και να τη συγκαλύψουν. Το αριστοκρατικό ύφος του ερχόταν σε αντίθεση με το χώρο στον οποίο βρισκόταν. Του είχαν παραχωρήσει το δικαίωμα να δέχεται βιβλία και να έχει ένα τραπέζι, εκτός από το αχυρένιο στρώμα στο οποίο κοιμόταν. Είχε κερδίσει τη συμπάθεια του δεσμοφύλακά του, του Λορέντσο Μπαζαντόνα, ο οποίος τον εφόδιαζε με πένες, μελάνι και λευκό χαρτί πολυτελείας ώστε να συνεχίζει τη συγγραφή των απομνημονευμάτων του, τα οποία συγκέντρωνε από διάσπαρτα ψήγματα. Από καιρού εις καιρόν, ο δεσμοφύλακας και ο κρατούμενός του εμπλέκονταν σε ζωηρές συζητήσεις, και παρά τη δυσχερή θέση του τελευταίου, για τον οποίο η στέρηση της ελευθερίας ήταν το χειρότερο δεινό, όχι σπάνια τους άκουγαν να γελούν. Ενίοτε επίσης είχε το δικαίωμα να παίζει χαρτιά, από κελί σε κελί, με έναν άλλο κρατούμενο και φίλο του από παλιά, έναν από τους διασημότερους έγκλειστους της Γαληνοτάτης: έναν κάποιον Τζιοβάνι Τζιάκομο Καζανόβα, που και αυτός είχε επίσης επανειλημμένος κατηγορηθεί για διασάλευση της δημόσιας τάξης. Αλλοτε πάλι ερχόταν ο Λαντρέτο, ο πιστός υπηρέτης του, για να δώσει λίγη χαρά στην καθημερινότητά του φέρνοντάς του σωρούς βιβλία, φαγώσιμα ή νέα από την πόλη. Τη στιγμή που ο Εμίλιο Βιντικάτι ετοιμαζόταν να τον ελευθερώσει, ο κρατούμενος ήταν, καταπώς το συνήθιζε, σκυμμένος πάνω από το χαρτί στο οποίο έγραφε με την πένα του. Πραγματικά παράξενη η μοίρα αυτού του τυχάρπαστου, που είχε γεννηθεί στην καρδιά της πόλης, στη συνοικία του Σαν Μάρκο, στις 12 Ιουνίου του 1726. Οι γονείς του διέμεναν κοντά στη Σάντα Τρινιτά και εργάζονταν μαζί με τους γονείς του Καζανόβα στο θέατρο Σαν Σαμουέλε, το
οποίο είχαν εγκαινιάσει οι Γκριμάνι το 1655. Ή μητέρα του, ηθοποιός και ιδιόρρυθμη καλλιτέχνις, ονομαζόταν Τζούλια Παγκάτσι· ο πατέρας του, Πασκουάλε, ράφτης θεατρικών κοστουμιών, γιος υποδηματοποιού και πλανόδιος ηθοποιός, είχε χαθεί πολύ νωρίς. Τότε η Τζούλια αναχώρησε για τη Γαλλία για να τιμήσει άλλα συμβόλαια, και έτσι ο γιος της βρέθηκε γρήγορα ολομόναχος. Είχε αδελφές και αδελφούς, με τους οποίους δεν μιλούσε καν. Μεγάλωσε με τη γιαγιά του, τη γηραιά Έλενα Παγκάτσι. Μιμούμενος τον Τζιάκομο, τον οποίο είχε γνωρίσει παιδί στην Πλατεία Σαν Σαμουέλε, μετέβη στην Πάδουα για σπουδές. Εκεί έπεσε στα δίχτυα ενός οικογενειακού φίλου, του Αλεσάντρο Μπονατσίν, ποιητή τολμηρών στίχων και χρεοκοπημένου ευγενούς, ο οποίος τον μύησε στις απολαύσεις της ζωής υποκρινόμενος ότι τον οδηγούσε στην οδό του Θεού. Ο νεαρός πλέον άνδρας, έχοντας λάβει τον τίτλο του διδάκτορος, επέστρεψε στη Βενετία, όπου εκάρη δόκιμος μοναχός. Τον προετοίμαζαν για εκκλησιαστική σταδιοδρομία, έναν πρακτικό τρόπο κοινωνικής ανόδου ο οποίος ανταποκρινόταν στην ιδιοσυγκρασία του σε ένα τουλάχιστον σημείο: στην ανάγκη του για αναγνώριση, μια ανάγκη βαθιά και επιτακτική, κληρονομιά παράδοξη αλλά κατανοητή του αισθήματος της εγκατάλειψης στο οποίο είχε βυθιστεί τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Οι ασωτίες του είχαν ως συνέπεια τον εγκλεισμό του στο φρούριο του Αγίου Ανδρέα, στο νησί του Αγίου Εράσμου, απέναντι από το Λίντο, όπου εξάλλου υπήρξε για πρώτη φορά συγκρατούμενος του φίλου του, του Καζανόβα. Ένας Ρωμαίος καρδινάλιος επιχείρησε ματαίως να τον επαναφέρει στον ορθό δρόμο, όμως εκείνος αποφάσισε να ανακρούσει πρύμναν κατατασσόμενος στο στρατό. Στη συνέχεια διέσχισε τις θάλασσες από την Κέρκυρα ως την Κωνσταντινούπολη, και μετά επέστρεψε στη Βενετία όπου έπαιζε βιολί στην ορχήστρα του θεάτρου Σαν Σαμουέλε, εκεί ακριβώς όπου εργάζονταν άλλοτε οι γονείς του.
Ακόμη ένα «ταλέντο» που στην πραγματικότητα δεν διέθετε· όμως οι ακόλαστες έξοδοί του με τον Τζιάκομο και τους συντρόφους του από το Σαν Σαμουέλε τού επέτρεπαν να παραδίδεται ανεμπόδιστα στα πάθη του. Ως προς αυτό, βρισκόταν σε καλά χέρια. Μια μέρα, ωστόσο, η τύχη τού χαμογέλασε: στο ανάκτορο Μαντολίνι, δύο βήματα από τη Σάντα Τρινιτά, και ενώ ετοιμαζόταν να αποχωρήσει από τον χορό όπου είχε παίξει βιολί, έσωσε ως εκ θαύματος τον γερουσιαστή Οτάβιο από μια κακοτοπιά συμβουλεύοντάς τον πού να ποντάρει. Ισχυριζόταν με έπαρση ότι το ταλέντο του αυτό προερχόταν από μια μυστικιστική γνώση η οποία του επέτρεπε, μέσω της αριθμολογικής σοφίας, να βρίσκει την ακριβή απάντηση σε κάθε ερώτημα που έθετε στον εαυτό του —ή που του έθεταν οι άλλοι. Ο αφελής γερουσιαστής γοητεύτηκε από αυτόν σε τέτοιον βαθμό ώστε τον πήρε υπό την προστασία του σαν να ήταν γιος του. Του παραχώρησε έναν υπηρέτη, μια δωρεάν γόνδολα, και επίσης στέγη, τροφή και δέκα χρυσά φλουριά το μήνα. Τώρα πλέον κυκλοφορούσε με άμαξα και ζούσε σαν άρχοντας. Από καιρού εις καιρόν συναντούσε τον Τζιάκομο, τον οποίο η τύχη είχε επίσης ευνοήσει. Ωραία εκδίκηση από τη ζωή! Επιδιδόταν, για λογαριασμό των ευπατριδών της Βενετίας, σε εντυπωσιακές μαντικές επιδείξεις και γέμιζε τακτικά το πουγκί του στα casini [ 1 ]. Βεβαίως δεν είχε μόνο ελαττώματα: στιχουργούσε θαυμάσια, γνώριζε από στήθους τον Αριόστο, ήξερε να φιλοσοφεί· η καλλιέργειά του, η χαρισματική του προσωπικότητα, το λαμπρό πνεύμα του, οι ετοιμόλογες απαντήσεις του και το ανεκτίμητο αφηγηματικό ταλέντο του, που έκανε τα ακροατήρια να δακρύζουν ή τα κρατούσε επί ώρες με κομμένη την ανάσα, καθιστούσαν τη συντροφιά του ευχάριστη και περιζήτητη. Όμως σ’ αυτή την πόλη, τη γεμάτη μυστικά και ηδονές, την αγία συνάμα και ελευθεριάζουσα, την υψηλόφρονα μαζί και παρηκμασμένη, πώς ήταν δυνατόν να μην υποκύψει στους δαίμονές
του; Περνούσε νύχτες ολόκληρες στα casini επιδιδόμενος σε κάθε είδους ακολασίες. Ταυτοχρόνως, οι πολιτικές του γνωριμίες τον καθιστούσαν ιδεώδη πληροφοριοδότη, με αποτέλεσμα ένα βράδυ να έρθει να τον βρει ο Εμίλιο Βιντικάτι, ο οποίος τότε διοικούσε την Quarantia Criminale [ 2 ]. Έτσι ο άνθρωπός μας στρατολογήθηκε σχεδόν «κατά λάθος». Χωρίς να το ξέρει, έπεισε τον Βιντικάτι, στον οποίο τον είχε συστήσει ο γερουσιαστής Οτάβιο, να τον επιλέξει για λογαριασμό του Συμβουλίου των Δέκα ύστερα από τρεις διαδοχικές μονομαχίες και μερικά ταχυδακτυλουργικά κόλπα χάρη στα οποία είχε γελοιοποιήσει κάποιους ερωτικούς αντιζήλους και γνωστούς του ιππότες. Ανίκανος να καθίσει σε ένα μέρος και δελεασμένος από την περιπέτεια, που θα πρόσθετε αλατοπίπερο στη ζωή του, είχε δεχθεί να ενταχθεί στους κόλπους των πληροφοριοδοτών των Δέκα. Σε διάστημα λίγων ετών, είχε γίνει ένα από τα σημαντικότερα στελέχη τους. Έτσι προήχθη, ποιος θα το πίστευε, σε μυστικό πράκτορα. Μυστικός πράκτορας για λογαριασμό της Δημοκρατίας... Επειδή φορούσε συχνά στην μπουτονιέρα του ένα λουλούδι του οποίου τους σπόρους εισήγε κατευθείαν από τη Νότιο Αμερική, μέσω του γερουσιαστή Οτάβιο, και επειδή του άρεσε αυτό σαν ένα είδος υπογραφής, του διάλεξαν ένα ψευδώνυμο με το οποίο έμελλε να γίνει διάσημος: η Μαύρη Ορχιδέα. Ήταν ένα είδος κωδικού ονόματος, ωραίου και δηλητηριώδους, που του ταίριαζε γάντι. Κατεδίωκε με πείσμα τους εχθρούς της εξουσίας, τους κάθε είδους στασιαστές και ληστές. Χάρη στη στρατιωτική του πείρα, κατόρθωσε να τελειοποιήσει την εκπαίδευσή του σε σημείο να γίνει δεξιοτέχνης της ξιφασκίας. Άξιος διάδοχος της μητέρας του, γνώριζε τα πάντα για την κωμωδία και την τέχνη της μεταμφίεσης: σαν καλός χαμαιλέων, είχε ήδη αλλάξει χίλια πρόσωπα. Όλοι τον θεωρούσαν άριστο πράκτορα.
Όλα αυτά θα μπορούσαν να συνεχιστούν επί μακρόν, αν δεν διέπραττε το κεφαλαιώδες σφάλμα να σαγηνεύσει τη σύζυγο του προστάτη του. Α, η ωραία Άννα! Ή Άννα Σανταμαρία! Είχε σβέλτη κορμοστασιά, μάτια ελαφίνας, μια υπέροχη ελιά στην άκρη των χειλιών, στήθη χυμώδη και μια χάρη που ξετρέλαινε. Σε νεαρή ηλικία, και παρά τη θέλησή της, την είχαν παντρέψει με τον γερουσιαστή Οτάβιο. Οι δυο τους δεν μπόρεσαν να αντισταθούν. Ή Μαύρη Ορχιδέα είχε πολλές κατακτήσεις, ποτέ όμως δεν είχε ερωτευτεί τόσο ώστε να ρισκάρει ακόμη και τη ζωή του. Ή Άννα Σανταμαρία τού είχε δοθεί αρκετές φορές, ναι και μία από αυτές στάθηκε μοιραία. Ή θύελλα που επακολούθησε έθεσε τέρμα στη σταδιοδρομία του. Στις 18 Νοεμβρίου 1755, οι ανακριτές της πόλης τον έσυραν από το κρεβάτι του και τον οδήγησαν στα Μολύβια, με τις επινοημένες κατηγορίες της αθεΐας καθ’ έξιν και της συνωμοσίας. Ένα μήνα αργότερα, και ενώ ήδη κατάρτιζε ένα σχέδιο απόδρασης, ο δεσμοφύλακας Μπαζαντόνα τού είχε αλλάξει κελί. Όλα έπρεπε να ξεκινήσουν από την αρχή, όμως χωρίς να αποθαρρυνθεί, και με τη βοήθεια του Καζανόβα, τον οποίο είχε συναντήσει εκεί —χαίρε σ' εσένα, φίλε, ο κρατούμενος είχε αρχίσει να σκέφτεται εναλλακτικά στρατηγήματα. Όσο για την Άννα Σανταμαρία, τη σύζυγο του Οτάβιο, προφανώς βρισκόταν ακόμη στη Βενετία, εκτός αν ο σύζυγός της την είχε στείλει για εγκλεισμό κάπου στην Ξηρά. Εν πάση περιπτώσει, οι δύο παράνομοι εραστές δεν είχαν κατορθώσει έκτοτε να επικοινωνήσουν. Για πολύ καιρό εκείνος ήλπιζε να λάβει κάποια επιστολή της, η οποία δεν ήρθε ποτέ. Της είχε και εκείνος γράψει επιστολές, που όμως και αυτές δεν θα πρέπει να έφθασαν στον προορισμό τους. Και μολονότι ο ίδιος ήταν φύση άστατη, υπέφερε πραγματικά γι’ αυτή τη σιωπή. Σ’ αυτή την κατάσταση βρισκόταν όταν ο πρώην μέντοράς του, ο Εμίλιο Βιντικάτι, ήρθε να τον συναντήσει την πρώτη φορά. Ο
κρατούμενος διέθετε το πνεύμα και τη φαντασία που χρειάζονταν για να μη βυθιστεί στην απάθεια ή ακόμη και στην τρέλα που ενίοτε πυρπολούσε την ψυχή κάποιων από τους συγκρατουμένους του. Μαζί με τον Τζιάκομο, άκουγαν τα φρικτά τους ουρλιαχτά και τους πένθιμους θρήνους τους που χάνονταν μέσα στο σκοτάδι. Μερικοί αυτοστραγγαλίζονταν με τις ίδιες τους τις αλυσίδες για να επισπεύσουν τον θάνατό τους, ή χτυπούσαν το κεφάλι τους στους τοίχους, με αποτέλεσμα, όταν τους συνόδευαν έξω από το κελί τους για να τους εκτελέσουν, εκείνοι να έχουν το πρόσωπο αιμόφυρτο. Άλλοι πάλι επέστρεφαν σκελετωμένοι από τα βασανιστήρια στα οποία τους υπέβαλλαν οι γραφειοκράτες μέσα σε σκοτεινές αίθουσες. Οι φυλακές του παλατιού ήταν γεμάτες μυστικά περάσματα που οδηγούσαν σ’ αυτούς τους χώρους. Ή Μαύρη Ορχιδέα είχε γλιτώσει από αυτές τις αιματηρές ανακρίσεις, τουλάχιστον ως εκείνη τη στιγμή· και δεν είχε ποτέ απαρνηθεί τη ζωή. Αντιθέτως, όσο πιο πολύ τον περιόριζαν, τόσο περισσότερο ένιωθε το αίμα να κυλά ορμητικό στις φλέβες του, και αυτό ήταν προπάντων που δεν μπορούσε να αντέξει. Το να πρέπει να ξεχάσει τα άνθη της νεότητας, το αλάτι των μυθιστορηματικών του περιπετειών και των επεισοδιακών παρεκτροπών του, ήταν εντελώς ασύμβατο με την ιδιοσυγκρασία του. Ενίοτε στριφογύριζε σαν το λιοντάρι στο κλουβί και προσπαθούσε να συγκρατηθεί· έτσι εφάρμοζε αυστηρά αυτή την καθημερινή υγιεινή που συνίστατο στο να δοκιμάζει με τις ώρες ένα κοστούμι που του είχε φέρει ο Λαντρέτο, και το οποίο είχε παραγγείλει στα μέτρα του, ή να αφοσιώνεται στην ανέφικτη λύση ενός μείζονος φιλοσοφικού προβλήματος, σε μια νέα στρατηγική για να κερδίζει στα χαρτιά τον σύντροφό του, και άλλοτε πάλι σε μια νωπογραφία με κιμωλία που σχεδίαζε σε έναν από τους τοίχους της φυλακής του. Όταν άκουσε το τρίξιμο του κλειδιού που γυρνούσε στην
κλειδαριά του κελιού του, άφησε την πένα, έστρωσε τα φαρδιά μανίκια του πουκαμίσου του και έστρεψε το βλέμμα προς την πόρτα. Ο Μπαζαντόνα, ο δεσμοφύλακας, ήταν εκεί, με ένα πυώδες κριθαράκι στο μάτι και με τη ρυπαρή γενειάδα του. Κρατούσε στο χέρι ένα φανάρι και χαμογελούσε. «Έχεις επίσκεψη». Ο κρατούμενος ύψωσε το βλέμμα και είδε να εμφανίζεται ο Εμίλιο Βιντικάτι με τον μαύρο μανδύα του. Ανασήκωσε το ένα του φρύδι· δαχτυλίδια άστραψαν καθώς περνούσε φευγαλέα τα δάχτυλά του, που έμοιαζαν με δάχτυλα καλλιτέχνη, πάνω στα χείλη του. «Για φαντάσου... Ο Εμίλιο Βιντικάτι. Είναι πάντα τιμή μου να σας δέχομαι στο αυτοσχέδιο παλάτι μου! Διαπιστώνω με ευχαρίστηση ότι η συχνότητα των συναντήσεών μας διαρκώς αυξάνει. «Αφήστε μας μόνους», είπε ο Εμίλιο στον δεσμοφύλακα. Εκείνος απάντησε με ένα γρύλισμα που έμοιαζε με γέλιο και μετά απομακρύνθηκε με αργό βήμα στους διαδρόμους. Τότε τα χαρακτηριστικά του Εμίλιο, που στην αρχή ήταν σκληρά και απροσπέλαστα, φωτίστηκαν. Άνοιξε τα χέρια του. Ο κρατούμενος σηκώθηκε και αγκαλιάστηκαν θερμά. «Α, φίλε μου!» είπε ο Εμίλιο. «Ο Δόγης σε ζητά, όπως ακριβώς το επιθυμούσα. Φέρσου όπως πρέπει, κατεργάρη, και πες του αυτό που θέλει να ακούσει. Ή παρτίδα δεν έχει ακόμη κερδηθεί, όμως βρίσκεσαι στα πρόθυρα του να κατακτήσεις την ελευθερία σου». «Με σώζεις, Εμίλιο, το ξέρω και δεν πρόκειται να το ξεχάσω. Αν το τίμημα για τη ζωή μου είναι να φέρω εις πέρας την αποστολή για την οποία μου μίλησες, θα προχωρήσω ως το τέλος. Στο κάτω κάτω, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, η Βενετία είναι η πόλη μου και την αγαπώ. Της αξίζει και με το παραπάνω αυτό που θα κάνω για χάρη
της». Κοιτάχτηκαν για μια στιγμή με ζωηρό βλέμμα. Μετά ο Εμίλιο, σπρώχνοντας την πόρτα του κελιού, έδειξε με το χέρι προς το διάδρομο. «Εμπρός», είπε. «Ας μην τον κάνουμε να περιμένει». Ο Πιέτρο Λουίτζι Βιραβόλτα ντε Λανσάλτ ανασηκώθηκε χαμογελώντας αδιόρατα. Πέρασε το χέρι του πάνω στο στήθος του για να διορθώσει την πτυχή του πουκαμίσου του, και μετά, με αποφασιστικό ύφος, ακολούθησε κατά πόδας τον ευεργέτη του. Όμως, πριν φύγει, σταμάτησε για ένα δευτερόλεπτο εμπρός στο διπλανό κελί. Από τον φεγγίτη προεξείχε ένα χέρι, που φορούσε στο μεσαίο δάχτυλο ένα δαχτυλίδι με χαραγμένα αρχικά και στο μικρό ένα ρουμπίνι. «Φεύγεις;» «Πιθανόν», είπε ο Πιέτρο. «Αν δεν επιστρέψω... να προσέχεις τον εαυτό σου». «Μην ανησυχείς για μένα, έχω πολλούς άσους στο μανίκι μου. Θα ξαναϊδωθούμε, φίλε». «Όλες μου οι ευχές σε συνοδεύουν». «Και οι δικές μου, Πιέτρο... Όταν θα βρεθείς έξω...» Έκανε μια μικρή παύση. «...να φανείς αντάξιός μου». Ο Πιέτρο χαμογέλασε. «Θα το φροντίσω, Τζιάκομο». Φίλησε το χέρι του Καζανόβα, και μετά ακολούθησε τον Εμίλιο Βιντικάτι στους σκοτεινούς διαδρόμους.
*****
Ο Βιραβόλτα είχε πολύ καιρό να βρεθεί έξω· έκανε ψύχρα, όμως ο ήλιος στο μέτωπό του και το θάμπωμα στα μάτια του ήταν γι’ αυτόν μια απέραντη ευλογία. Οσφραινόταν τις μυρωδιές της Βενετίας του που ξανάβρισκε. Ο Εμίλιο χρειάστηκε να σταματήσει για να τον αφήσει να αγναντέψει μια στιγμή τη λιμνοθάλασσα από τη Γέφυρα των Στεναγμών. Με το που εγκατέλειψε το κελί του, ο Βιραβόλτα ένιωσε να τον διαπερνά μια καινούρια ενέργεια· θα καταβρόχθιζε όλο τον κόσμο αν το μπορούσε. Όμως δεν έπρεπε να καθυστερούν· ο Γαληνότατος Ηγεμόνας, που δεν είχε εγκαταλείψει την Αίθουσα του Συμβουλίου, τους περίμενε. Ο Πιέτρο ήταν έτοιμος για όλα προκειμένου να επιτύχει το σκοπό του, και η έρευνα που ήθελε να του αναθέσει ο Εμίλιο δεν τον ανησυχούσε. Έπαιρνε βαθιές εισπνοές και διέσχιζε με μεγάλο διασκελισμό το παλάτι, σύμβολο του εγκλεισμού του αλλά και του θαυμασμού που ο ίδιος ένιωθε για τη σφύζουσα πόλη της Βενετίας. Τώρα ονειρευόταν, όπως ένας νοικοκύρης στο σπίτι του, να διαβεί την Porta del Frumenlo [ 3 ], την πύλη του παλατιού που οδηγούσε στη λεκάνη του Αγίου Μάρκου, με την υπέροχη εσωτερική αυλή, την κομψή πτέρυγα αναγεννησιακού ρυθμού, την πρόσοψη με το Ωρολόγιο και τα πηγάδια με τα χείλη από μπρούντζο. Όταν το βυζαντινό οικοδόμημα, το ανάκτορο Ζιάνι, καταστράφηκε από πυρκαγιά, το ανακατασκεύασαν προικίζοντάς το με τη νεογοτθική πρόσοψη προς τη θάλασσα και προσθέτοντας μια νέα αίθουσα, με μεσημβρινό προσανατολισμό, όπου έδρευε το Μέγα
Συμβούλιο. Το τείχος του παλατιού, κτισμένο από κόκκινες και λευκές ρομβοειδείς πέτρες, διάτρητο με μεγάλα ωοειδή ανοίγματα, σμιλεμένο και πλαισιωμένο με στυλιζαρισμένα βέλη που δέσποζαν στη θάλασσα, θύμιζε τέμπλο εκκλησίας. Οι δαντέλες των οδοντωτών επάλξεων, τα αέρινα καμπανάκια από μάρμαρο, οι διακοσμητικές αψίδες του κάτω εξώστη, οι λεπτοί κίονες του επάνω, όλα συνεργούσαν ώστε το γοτθικό αυτό κτίσμα να αποτελεί πραγματικό θαύμα. Μια δεύτερη πυρκαγιά, το 1577, δεν κατόρθωσε να καταστρέψει αυτό το μνημείο: ο Αντόνιο ντα Πόντε το αναστήλωσε όπως ακριβώς ήταν, και τώρα πλέον το παλάτι έμοιαζε να πλέει στα κύματα μιας θριαμβεύουσας αιωνιότητας. Πέρα μακριά, η ευθυμία και η ζωντάνια της πόλης έφταναν ως τα αυτιά του Πιέτρο με τη μορφή ενός αδιάκοπου βόμβου ο οποίος, σε απόλυτη συμφωνία με τη διάθεσή του, τον πλημμύριζε χαρά. Είτε το ήθελαν οι Δόγηδες είτε όχι, ο Βιραβόλτα ένιωθε ένα με ολόκληρη την πόλη και με αυτή τη λεπτή, απροσδιόριστη ζωηρότητα που διακατείχε τους Βενετσιάνους. Έξω! Επιτέλους έξω! Ο Πιέτρο και ο Βιντικάτι εισήλθαν λίγο αργότερα στην Αίθουσα του Συμβουλίου, όπου τους ανήγγειλαν στον Δόγη. Εδώ είμαστε. Οι δύο τεράστιες πόρτες άνοιξαν εμπρός τους, θα έλεγε κανείς ως διά μαγείας. Υπό άλλες συνθήκες, ο Πιέτρο θα εντυπωσιαζόταν. Οι πόρτες αυτές, που τα φύλλα τους άνοιγαν αποκαλύπτοντας τη Νίκη της Ναύπακτού και την οροφή με τον Άρη και Ποσειδώνα, αποτελούσαν τρόπον τινά το πιο απτό σύμβολο της εισδοχής του στα απόκρυφα της εξουσίας, μέσα στη χλιδή της Δημοκρατίας, στην
ανάμνηση της φθίνουσας αυτοκρατορίας. Και κάτω εκεί, στο βάθος, καθόταν στο θρόνο η Αυτού Γαληνοτάτη Υψηλότης, ο Δόγης της Βενετίας. Προχώρησαν αργά προς το μέρος του. Κατόπιν προσκλήσεως του Ηγεμόνα, ο Βιντικάτι και ο Πέτρο κάθισαν εμπρός του. Επί αρκετή ώρα ο Δόγης παρατηρούσε το πρόσωπο του κρατουμένου. Τέλος, μίλησε καθαρίζοντας τη φωνή του. «Ας συνοψίσουμε. Αριθμολόγος, ψεύτης, παίκτης, γητευτής, δεξιοτέχνης της ξιφασκίας, αλλά και των μεταμφιέσεων, διπλός ή και τριπλός πράκτορας, καιροσκόπος, εν ολίγοις ένα απόβρασμα... Οι ακρότητες της Μαύρης Ορχιδέας έκαναν το γύρο όλων μας των Συμβουλίων. Επί μακρόν σας προστατεύαμε στο όνομα των υπηρεσιών που προσφέρατε στη Δημοκρατία... Όμως σας ομολογώ, Βιραβόλτα, ότι η ιδέα να σας δω και πάλι να περιφέρεστε στους δρόμους της Βενετίας με προβληματίζει... Παρόμοια είναι η περίπτωση του φίλου σας, αυτού του αποστάτη, του Καζανόβα...» Ένα χαμόγελο ακαθόριστα αμήχανο φώτισε το χαμόγελο του Πιέτρο. Και αμέσως μετά, ξαναβρίσκοντας την τόλμη του: «Ή Βενετία ευνοεί όλες τις χίμαιρες, Γαληνότατε», είπε. Ο αυθάδης υπαινιγμός δεν πέρασε απαρατήρητος από τον Δόγη. Ο Εμίλιο έριξε στον Βιραβόλτα ένα βλέμμα που τον καλούσε να τιθασεύσει τη φυσική ροπή του. «Ναι...» συνέχισε ο Φραντσέσκο Λορεντάν. «Ώστε λοιπόν γνωρίζετε τι μας απασχολεί... Το Συμβούλιο των Δέκα έκανε κάποιες σκέψεις μάλλον ασυνήθιστες και μου προτείνει να σας αναθέσω μια έρευνα η οποία, κατά την αντίληψή τους, θα μπορούσε να σπιλώσει κάποιες υπεράνω υποψίας υπολήψεις... Το Συμβούλιο των Δέκα, Βιραβόλτα. Σας θυμίζει τίποτε αυτό;»
Αν του θύμιζε... Ο Πιέτρο συγκατένευσε. Επί τέσσερα έτη η Μαύρη Ορχιδέα είχε εργαστεί για λογαριασμό των Δέκα. Ο πανίσχυρος αυτός κύκλος προκαλούσε ρίγη. Ή οικοδόμηση του ενετικού Κράτους συνοδεύτηκε σχεδόν εξαρχής από τη γέννηση κάθε είδους συνελεύσεων. Αρχικά η Βενετία απέκτησε μια επιτροπή σοφών, αποκλειομένου του κλήρου, η οποία αυτοπροσδιοριζόταν ως το λάβαρο της νεοπαγούς κοινότητας· αργότερα το Μέγα Συμβούλιο κατόρθωσε εντέλει να επιβληθεί. Σήμερα, συζητούσε τις προτάσεις νόμων και εξέλεγε όλους τους ανώτερους αξιωματούχους, καθώς και τους γερουσιαστές, το περίφημο Συμβούλιο των Δέκα και τους εκπροσώπους των Quarantie, που επεξεργάζονταν τα φορολογικά και οικονομικά νομοσχέδια. Ή Γερουσία, πάλι, από την εποχή του Χρυσού Αιώνα ασκούσε τη διπλωματία, την εξωτερική πολιτική, τον έλεγχο των αποικιών και τη διεξαγωγή των πολέμων, ενώ ταυτοχρόνως ρύθμιζε την οικονομική ζωή της Βενετίας. Ή καθαυτό δημόσια διοίκηση διαιρείτο σε δύο μείζονα τμήματα: τα «γραφεία του παλατιού», αποτελούμενα από έξι δικαστικά σώματα, αλλά και από χρηματιστικές, στρατιωτικές και ναυτικές υπηρεσίες, καθώς και από την καγκελαρία του Δόγη, η οποία φύλασσε τα κρατικά αρχεία και τα συμβολαιογραφικά πρωτόκολλα· και τα «γραφεία του Ριάλτο», αποτελούμενα κυρίως από οικονομικές υπηρεσίες. Στο πλαίσιο του συγκεντρωτικού αυτού οικοδομήματος, το Συμβούλιο των Δέκα διαδραμάτιζε έναν εντελώς ιδιαίτερο ρόλο. Είχε γεννηθεί από το φόβο της κυβέρνησης, η οποία είχε^ βαθμιαία αποκοπεί από τη λαϊκή της βάση. Επί μακρόν εγκωμίαζαν την πολιτική σταθερότητα της Βενετίας, της οποίας το ελκυστικό καθεστώς συνδύαζε στοιχεία αριστοκρατικής, μοναρχικής και δημοκρατικής διακυβέρνησης: στην πραγματικότητα, ο φόβος του λαού ήταν έντονος. Σε συνεργασία με την Quarantia Criminate, το
«σκοτεινό συμβούλιο», όπως το αποκαλούσαν, ήταν το ανώτερο όργανο της αστυνομίας της Βενετίας. Τα δέκα τακτικά μέλη του εκλέγονταν για ένα έτος από το Μέγα Συμβούλιο και ανήκαν σε διάφορες οικογενειακές δυναστείες. Στις συνεδριάσεις των Δέκα λάμβαναν επίσης μέρος ο Δόγης και οι σύμβουλοί του, ένας συνήγορος της κοινότητας, οι επικεφαλής των τριών τμημάτων των Quarantie και μια εικοσαμελής επιτροπή. Το Συμβούλιο των Δέκα, σώμα συντηρητικό που η φήμη του και μόνο έκανε πολλούς να τρέμουν, είχε ως πρωταρχική αποστολή να επιβλέπει τους αποκλεισμένους, καθώς η αριστοκρατία φοβόταν τις απέλπιδες αντιδράσεις ορισμένων φατριών που έθεταν σε κίνδυνο την ασφάλεια του Κράτους. Θιασώτες της δικαιοσύνης των εκτάκτων μέτρων, οι Δέκα διέθεταν μυστικά κονδύλια και ένα ευρύ δίκτυο πληροφοριοδοτών —ένα δίκτυο στο οποίο ανήκε επί μακρόν και ο ίδιος ο Πιέτρο. Κάποια στιγμή το αδυσώπητο αυτό όργανο είχε επιχειρήσει να εισχωρήσει στη δικαιοδοσία της Γερουσίας επί διπλωματικών, οικονομικών και νομισματικών θεμάτων· μια σοβαρή κρίση το είχε αναγκάσει να αποδώσει και πάλι τα του Καίσαρος τω Καίσαρι. Όμως οι Δέκα δεν σταμάτησαν εκεί· οι εξουσίες των τριών κρατικών ανακριτών, τους οποίους όριζαν οι Δέκα για να εντοπίζουν τους κατασκόπους και τους πληροφοριοδότες του εχθρού, ενισχύθηκαν σημαντικά. Το σκοτεινό συμβούλιο αποσπούσε βαθμιαία από τις Quarantie ένα μέρος των δικαστικών τους δικαιοδοσιών. Σήμερα ακόμη, στους προθαλάμους του παλατιού των Δόγηδων, συνέχιζε τη δράση του ως μυστική αστυνομία και ως όργανο τρομοκράτησης, δράση που ενίοτε κατέληγε σε ηχηρές δικαστικές πλάνες, χωρίς ωστόσο να μειώνεται η παντοδυναμία του. Ή Δημοκρατία της Μυστικότητας: ιδού τι ενσάρκωνε εντέλει το Συμβούλιο των Δέκα. Συσκεπτόταν πάντοτε κεκλεισμένων των θυρών. Είχε την άδεια να
βασανίζει, αλλά και να αμνηστεύει ή να αποφυλακίζει όποιον εξυπηρετούσε τους σκοπούς του και ο Πιέτρο, τη συγκεκριμένη εκείνη στιγμή, ήταν αποφασισμένος να επωφεληθεί από αυτό. Στο παρελθόν οι Δέκα είχαν δικαιώσει τη φήμη της αποτελεσματικότητας που τους περιέβαλλε, καθώς εξάρθρωσαν μια ευρωπαϊκή συνωμοσία κατά της Βενετίας με πρωτεργάτη τον μαρκήσιο Ντε Μπεντμάρ [ 4 ]· έκτοτε έμοιαζαν πανταχού παρόντες. Απαγόρευαν στα μέλη όλων των υπόλοιπων συμβουλίων να αποκαλύπτουν το περιεχόμενο των συζητήσεών τους, απειλώντας τους με θάνατο ή με δήμευση της περιουσίας τους. Καταδίωκαν και εξόντωναν τους υπόπτους, οργάνωναν μυστικά τις αστυνομικές επιχειρήσεις τους, ευνοούσαν τους καταδότες, αποφάσιζαν για τη ζωή ή το θάνατο των καταδικασμένων. Το σκοτεινό συμβούλιο είχε τη συνήθεια να τσαλαβουτά μέσα στο αίμα. Ο ίδιος ο Εμίλιο Βιντικάτι. ήταν ο σημαιοφόρος και ο κύριος εκπρόσωπος των Δέκα. Στη βούληση και μόνο αυτού του ανθρώπου όφειλε ο Πιέτρο το ότι βρισκόταν ακόμη στη ζωή και ήλπιζε τώρα να ανακτήσει την ελευθερία του, έστω και αν οι παρεκτροπές του τον είχαν οδηγήσει συχνά στο χείλος της καταστροφής. Όταν ήταν νεότερος, έσπερνε τη σύγχυση μαζί με τους συντρόφους του από το Σαν Σαμουέλε, καλώντας στην τύχη ιατρούς, μαίες ή ιερείς σε λανθασμένες διευθύνσεις για να περιθάλψουν φανταστικούς ασθενείς· άλλοτε πάλι άφηνε τις γόνδολες των ευπατριδών να παρασύρονται ακυβέρνητες στο Canal Grande [ 5 ]. Ο Πιέτρο χαμογελούσε στην ανάμνηση όλων αυτών· και παρ’ ότι τα πράγματα έγιναν πιο πολύπλοκα αργότερα, δεν είχε ποτέ συνωμοτήσει κατά της εξουσίας, κάθε άλλο. Τον Βιντικάτι τον είχε γοητεύσει η προσωπικότητα του Πιέτρο, και το αίσθημα αυτό ενισχύθηκε καθώς παρακολουθούσε την αφήγηση των συχνά απίστευτων περιπετειών του προστατευομένου του που κρυβόταν πίσω από τη μάσκα της
Μαύρης Ορχιδέας. Επιπλέον, είχαν μοιραστεί κάποιες ερωμένες, χωρίς πάντοτε να το γνωρίζουν, πριν ο Πιέτρο ερωτευτεί την Άννα Σανταμαρία. Όμως ο Εμίλιο θεωρούσε, όχι αδικαιολόγητα, ότι ο κίνδυνος που αντιπροσώπευε η υποτιθέμενη έκλυτη συμπεριφορά του Βιραβόλτα ήταν ελάχιστος σε σύγκριση με αυτόν που απειλούσε τώρα τη Δημοκρατία. Ο Δόγης ξαναπήρε τον λόγο: «Το Συμβούλιο των Δέκα μού ετοίμασε μια αστυνομική έκθεση η οποία αποκαλύπτει όλες του τις υποψίες, Βιραβόλτα. Πριν όμως σας επιτρέψω να διαβάσετε έστω και μία γραμμή της, προσδοκώ από σας κάποιες εγγυήσεις, πέρα από την καλή σας διάθεση. Ποιος με διαβεβαιώνει ότι δεν θα επωφεληθείτε από τη χάρη που σας παραχωρούμε για να διαφύγετε... ή να αυτομολήσετε στον εχθρό, αν όντως υπάρχει εχθρός;» Ο Πιέτρο χαμογέλασε και πέρασε τη γλώσσα του πάνω στα χείλη του. Σταύρωσε τα πόδια του, ακουμπώντας το ένα του χέρι στα γόνατά του. Είναι η στιγμή να γίνω πειστικός. «Υψηλότατε, ο Μεσέρ Βιντικάτι μου εξήγησε σαφώς ότι η χάρη στην οποία αναφέρεστε θα ισχύσει μόνο μετά το πέρας της έρευνας. Ή δίκη μου εκκρεμεί, και το απεχθές άρωμα μιας θανατικής καταδίκης -απολύτως άδικης, στην πραγματικότητα- πλανάται πάνω από το κεφάλι μου. Πιστεύετε ότι θα επιχειρούσα να διαφύγω σαν τον τελευταίο ληστή χωρίς να απαλλαγώ άπαξ διά παντός από όλα μου τα προβλήματα με τη δικαιοσύνη; Δεν είναι ευχάριστο, για έναν άνθρωπο σαν κι εμένα, να τρέχω από πόλη σε πόλη για να ξεφύγω από τους άλλους πράκτορες που θα στείλετε, είμαι βέβαιος, να με καταδιώξουν· και δεν έχω διάθεση να περάσω το υπόλοιπο του βίου
μου ελέγχοντας αν με κυνηγούν ή φοβούμενος ότι θα πέσω σε κάποια ενέδρα που θα έχετε οργανώσει εσείς». Ο Δόγης ζάρωσε τα μάτια. Ένα φευγαλέο χαμόγελο διέτρεξε το πρόσωπό του. «Άλλωστε, Γαληνότατε», συνέχισε ο Πιέτρο, «ο εγκλεισμός μου στη φυλακή οφείλεται πρωτίστως στους κακούς τρόπους που με κατηγορούν ότι έχω και ότι διαδίδω παντού· είμαι, βεβαίως, υπεύθυνος για τα ήθη μου και δεν πρόκειται να ισχυριστώ ότι, από κάποια ξαφνική μυστικιστική φώτιση, συντάσσομαι με τα πιστεύω οποιοσδήποτε Εκκλησίας, ή ότι σήμερα βαδίζω την οδό της εκστατικής λύτρωσης. Με παρουσιάζουν ελαφρύ, άστατο και κυνικό. Οι εχθροί μου με έχουν ζωγραφίσει με τα πλέον μελανά χρώματα! Είναι αλήθεια ότι προκάλεσα, παρά τη θέλησή μου, κάποιες πολιτικές ταραχές. Όμως, Υψηλότατε, μη λησμονείτε ότι οφείλω τη φυλάκισή μου κατά πρώτο λόγο σε μια αισθηματική υπόθεση, και ότι αυτή η αιτία είναι, κατά βάθος, ασήμαντη σε σύγκριση με την ποινή που μου επιβλήθηκε και με εκείνη που κινδυνεύω ακόμη να υποστώ. Δεν αποτελεί μυστικό για κανέναν ότι ο γερουσιαστής Οτάβιο έκανε τα πάντα για να φυλακιστώ, επικαλούμενος όλα τα προσχήματα που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί, και ότι σήμερα επιθυμεί το θάνατό μου. Πιστέψτε με, είμαι ο πρώτος που λυπάται γι’ αυτό. Διότι υπεράνω όλων αγαπώ την ελευθερία μου. Ίσως η λέξη σας κάνει να χαμογελάσετε, Υψηλότατε! Όμως έχω και εγώ τον κώδικα τιμής μου και, αν μου επιτρέπετε, την προσωπική μου ηθική. Δεν είμαι δολοφόνος· αν συνέβη να σκοτώσω, το έκανα πάντοτε για να υπηρετήσω τη στρατιωτική δόξα της Δημοκρατίας, ή τα συμφέροντα του Κράτους, όταν ενεργούσα υπό τις διαταγές του Συμβουλίου, ή απλούστατα για να αποκρούσω μια επίθεση. Μισώ όσο και εσείς τα αιματηρά εγκλήματα. Αν γνώριζα ότι οι υπηρεσίες που προσέφερα τότε θα αποτελούσαν τώρα
επιχειρήματα εναντίον μου, θα είχα αποφύγει κάποιους ρόλους που μου ανέθεσαν να παίξω! Είναι εύκολο να με κατηγορούν σήμερα για τις δεξιότητες για τις οποίες με επευφημούσαν χθες». Ο Φραντσέσκο Λορεντάν εξακολουθούσε να τον ακούει. Ή συνομιλία διήρκεσε μία ώρα. Ο Πιέτρο είχε επίγνωση των πιθανών ενδοιασμών του Δόγη προς το πρόσωπό του, και εξάντλησε όλα τα αποθέματα των γνωστών επικοινωνιακών δεξιοτήτων του προκειμένου να τον πείσει. Ή ιδέα να βρεθεί και πάλι στην πρώτη γραμμή της εξιχνίασης των σκοτεινών εγκληματικών υποθέσεων της Δημοκρατίας τον άγγιζε με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Το ερέθισμα ήταν ισχυρό, μολονότι γνώριζε καλύτερα από τον καθένα τι τον περίμενε. Με τον Εμίλιο Βιντικάτι μοιραζόταν την κλίση του προς τις φαινομενικά αλλόκοτες ιδέες, οι οποίες στην ουσία φανέρωναν την ικανότητά του να διεισδύει στην ανθρώπινη ψυχή. Ο Εμίλιο είχε δίκιο σε ένα σημείο: μπορούσε να έχει εμπιστοσύνη στον «κρατούμενο» και φίλο του. Ο Πιέτρο ήταν αποφασισμένος να γλιτώσει με κάθε μέσον από τον εγκλεισμό. Προς τον σκοπό αυτόν δεν αρκέστηκε να προσφέρει τη ζωή του ως εγγύηση, αλλά επιπλέον αποκάλυψε στον Δόγη κάποιες πληροφορίες που είχε ακούσει από άλλους κρατουμένους των οποίων τις εκμυστηρεύσεις παρακολουθούσε κρυφά μέσα στα κάτεργα του παλατιού των Δόγηδων. Ακόμη και μέσα στο κελί προπάντων μέσα στο κελί- μπορούσε κανείς να ακούσει πολλά πράγματα που οπωσδήποτε ενδιέφεραν το αυτί ενός Γαληνότατου Ηγεμόνα. Προσέφερε ως εγγύηση της καλής του πίστης ότι του απέμενε από την περιουσία που είχε συλλέξει εδώ κι εκεί, και την οποία διαβεβαίωνε με άκρως ειλικρινές ύφος ότι θα παραχωρούσε στη Βενετία· επισήμανε στον Δόγη πόσο συμφέρον είχε η Δημοκρατία να επωφεληθεί από αυτόν, που στο παρελθόν είχε τόσο πολύ
επωφεληθεί από εκείνη· τελικώς τα κατάφερε τόσο καλά που κατόρθωσε να πείσει τον Λορεντάν χωρίς καν να χρειαστεί να παρέμβει ο Εμίλιο. «Εντάξει...» είπε ο Φραντσέσκο, με το χέρι στο πιγούνι. «Πιστεύω...» Άφησε να πλανηθεί μια στιγμή σιωπής. «...πιστεύω ότι θα τολμήσουμε το εγχείρημα». Κερδίσαμε! Ο Πιέτρο προσπάθησε να κρύψει την ανακούφισή του. «Όμως, Βιραβόλτα», συνέχισε ο Δόγης, «εννοείται ότι όλα όσα θα διαβάσετε, θα ακούσετε ή θα αναφέρετε στο Συμβούλιο είναι αυστηρώς εμπιστευτικά, και ότι τυχόν επιορκία σας θα σημάνει για σας οριστική τιμωρία. Ή αποστολή αυτή είναι μυστική και θα βρούμε έναν τρόπο να εξηγήσουμε την έξοδό σας από τη φυλακή χωρίς να εξοργιστεί εναντίον σας ο κόσμος. Εμίλιο, εσείς θα πρέπει να ενημερώσετε τον γερουσιαστή Οτάβιο και να τον συγκρατήσετε. Μόλις μάθει ότι η Μαύρη Ορχιδέα είναι έξω, υπάρχει κίνδυνος να προκαλέσει σκάνδαλο. Είναι το τελευταίο πράγμα που χρειαζόμαστε. Ειδοποιήστε επίσης το Συμβούλιο των Δέκα, εφόσον μόνο τα μέλη του έχουν την πλήρη εμπιστοσύνη σας. Όμως σε όλα αυτά θα προσθέσω δύο όρους: πρώτον, να ενημερωθεί το μικρό μου Συμβούλιο αυτό δεν το διαπραγματεύομαι, Εμίλιο, και είναι κάτι που μου εξασφαλίζει προστασία. Δεύτερον, θέλω επίσης να ενημερωθεί ο επικεφαλής της Quarantia Criminate... Και τέλος, το πιο δύσκολο: πρέπει όλοι να σιωπήσουν». Ο Εμίλιο συμφώνησε. «Έχετέ μου εμπιστοσύνη».
Ο Φραντσέσκο Λορεντάν στράφηκε και πάλι προς τον Πιέτρο. «...Εσείς, Βιραβόλτα, είστε ελεύθερος. Θα συντάξω ο ίδιος την άδεια ελευθέρας κυκλοφορίας σας ώστε να χειριστείτε την υπόθεση που μας ενδιαφέρει. Όμως μην το ξεχνάτε...» Σήκωσε το ένα του χέρι και έβαλε την κόψη του πάνω από τον ηγεμονικό του σκούφο. «Μια δαμόκλειος σπάθη κρέμεται πάνω από το κεφάλι σας. Με την πρώτη αφορμή, τα λιοντάρια της Βενετίας θα σας χιμήξουν και θα σας κατασπαράξουν. Και τότε εγώ, μακράν του να εμποδίσω αυτή την κίνηση, θα την ενθαρρύνω με όλη την ισχύ που διαθέτω». Ο Πιέτρο υποκλίθηκε. «Συνεννοηθήκαμε πολύ καλά, Γαληνότατε». Και πρόσθεσε χαμογελώντας: «Δεν θα το μετανιώσετε».
*****
Τώρα πλέον ο Πιέτρο κατέβαινε σαν παιδί τα σκαλοπάτια της Scala d’Oro, της Χρυσής Σκάλας, με τον Εμίλιο να τον ακολουθεί κατά πόδας. Πετούσε από τη χαρά του. Περνώντας εμπρός από έναν φρουρό, άγγιξε με το δάχτυλο την αιχμή της λόγχης του, του ανακάτεψε τη γενειάδα και υποκλίθηκε γελώντας. «Ελεύθερος, φίλε μου. Αυτή τη φορά τα κατάφερα. Είμαι
ελεύθερος!» Ο Εμίλιο τον πρόφθασε και τον αγκάλιασε από τον ώμο. «Θα σου χρωστώ ευγνωμοσύνη για όλη την υπόλοιπη ζωή μου», είπε ο Πιέτρο. «Ναι, καταλαβαίνω την ευτυχία σου. Όμως πρόσεχε! Μην ξεχνάς ότι αυτή η ελευθερία είναι υπό όρους. Να ξέρεις ότι πάντοτε θα σε επιτηρώ, και ότι είμαι εγγυητής της συμπεριφοράς σου απέναντι στον Δόγη και τους Δέκα». «Έλα τώρα, Εμίλιο. Σου είπα ότι θα φέρω εις πέρας την αποστολή μου και θα το κάνω. Εσύ με ξέρεις, θα ολοκληρώσω την έρευνα που μου ανέθεσες, και μάλιστα πολύ σύντομα». «Μη νομίζεις πως θα είναι εύκολο, Πιέτρο. Ή υπόθεση είναι σοβαρή. Θα το διαπιστώσεις απόψε κιόλας». «Απόψε; Μα εγώ... Σχέδιαζα να γιορτάσω την ελευθερία μου συντροφιά με μερικές από τις ευγενείς φίλες μου που έχω τόσον καιρό να δω, λίγη τρυφερότητα από τις βενετσιάνες κοκέτες μας και πολύ κρασί. Προσκαλώντας, φυσικά, κι εσένα σ’ αυτό τον εορτασμό». Ο Πιέτρο κοντοστάθηκε. Ο Εμίλιο τον κοίταζε με σοβαρό ύφος. Έσφιξε πιο έντονα τον ώμο του Βιραβόλτα. «Όχι, αυτό που πρέπει να δεις δεν χωρεί αναβολή. Και ούτε λόγος να επιδιώξεις να επανασυνδεθείς με οποιαδήποτε από τις παλαιές ερωμένες σου και προπάντων με εκείνη που εξαιτίας της φυλακίστηκες... Πιέτρο... Την Άννα Σανταμαρία την έστειλαν εκτός Βενετίας». «Πού ακριβώς;»
«Σε ένα μέρος που θα είναι προτιμότερο για σένα να μην επιδιώξεις να το μάθεις. Μην ξεχνάς ότι πολλοί ευγενείς είναι ακόμη χολωμένοι μαζί σου! Με πρώτο τον Οτάβιο». Ο Βιραβόλτα αναγκάστηκε να συγκατανεύσει. «Μην ανησυχείς. Δεν είμαι τρελός. Ή Άννα... Ή Μαύρη Χήρα, όπως την αποκαλούσες, παρ’ ότι δεν ήταν ούτε μαύρη ούτε χήρα! Το μόνο της αμάρτημα ήταν ότι με αγάπησε...» Μια λάμψη θλίψης διάβηκε στα μάτια του. «...κι αυτό ήταν και το δικό μου. Όμως όλα αυτά, φίλε μου... όλα αυτά ανήκουν στο παρελθόν». Και μετά, ξαναβρίσκοντας το χαμόγελό του: «Θα μπορέσω να συγκρατηθώ, σ’ τ’ ορκίζομαι». «Ωραία... Ας επιστρέφουμε λοιπόν στα δικά μας. Και ας αρχίσει η γιορτή, τολμώ να πω». Ο Εμίλιο συνοφρυώθηκε. Άνοιξε τις πτυχές του μαύρου μανδύα του και έβγαλε μια δερμάτινη θήκη που την έκλεινε μια σιδερένια πόρπη. Από τις άκρες του φακέλου προεξείχαν κάποια φύλλα πολυτελούς χαρτιού με το έμβλημα του Δόγη. «Πιέτρο... Είμαι υποχρεωμένος να επαναλάβω την προειδοποίησή μου. Πίστεψέ με, μόλις εισήλθες στον προθάλαμο της Κόλασης. Δεν θα αργήσεις να το αντιληφθείς. Ιδού η έκθεση της αστυνομίας σχετικά με τον φόνο για τον οποίο σου μίλησα. Πρόκειται για τον ηθοποιό Μαρτσέλο Τορετόνε, που εργαζόταν στο θέατρο Σαν Λούκα των αδελφών Βεντραμίν. Πρέπει να διαβάσεις αυτή την έκθεση πριν μεταβείς επιτόπου, και μετά θα την κάψεις. Συνεννοηθήκαμε;» «Συνεννοηθήκαμε».
«Ωραία!» είπε ο Βιντικάτι. «Ιδού λοιπόν που είμαι τώρα και πάλι υπεύθυνος για σένα. Πιέτρο, στην υπόθεση αυτή διακυβεύονται η τιμή και η αξιοπιστία μου. Ή αποτυχία δεν αποτελεί επιλογή. Αντιθέτως, αν φέρουμε εις πέρας την έρευνα, με τα αποτελέσματα που υπολογίζω... τότε η δόξα θα είναι μόνο δική μου, ή σχεδόν. Γνωρίζεις ότι γίνονται συνεχείς διεργασίες, τόσο στο Μέγα Συμβούλιο όσο και στη Γερουσία. Όμως ποιος ξέρει; Ίσως να μπορέσω κι εγώ να έχω άλλες βλέψεις. Στο κάτω κάτω, ο Λορεντάν δεν είναι αθάνατος...» Ο Πιέτρο χαμογέλασε. Ο Βιντικάτι χαλάρωσε και κατέληξε: «Εμπρός! Σου έχω ετοιμάσει και μια άλλη έκπληξη. Στην εσωτερική αυλή του παλατιού, εμπρός στην porta del Frumento, τους περίμενε ένας νεαρός. Το πρόσωπο του Πιέτρο φωτίστηκε όταν ο υπηρέτης του έτρεξε να τον προϋπαντήσει. «Λαντρέτο!» «Επιτέλους, κύριε. Είχα αρχίσει ν’ ανησυχώ για σας, καθώς περίμενα ώρες να σας δω να διαβαίνετε τη Γέφυρα των Στεναγμών...» Γέλασαν μαζί. Ο Λαντρέτο, ο ξανθομάλλης υπηρέτης, ήταν μόλις είκοσι ετών. Ήταν ένα αγόρι λεπτοκαμωμένο, με γοητευτικό πρόσωπο, παρά την κάπως υπερβολικά μεγάλη μύτη του· ο Πιέτρο τον είχε στην υπηρεσία του εδώ και πέντε και πλέον χρόνια και η αφοσίωσή του δεν είχε ποτέ διαψευσθεί. Ο Βιραβόλτα τον είχε περιμαζέψει από το πεζοδρόμιο, στην κυριολεξία. Κάτι ληστές τον είχαν ξυλοκοπήσει και ληστέψει σε μια ταβέρνα, και εκείνος κειτόταν βογκώντας στο πλακόστρωτο, τύφλα στο μεθύσι και καταματωμένος. Ο Πιέτρο τον σήκωσε, τον περιέθαλψε και τον έντυσε· ο Λαντρέτο τού πρότεινε από μόνος του να μπει στη δούλεψή του. Έτσι έγινε φίλος και υπηρέτης του. Έπαιζε το ρόλο του
πληροφοριοδότη του, έτρεχε πίσω από τις γυναίκες και πίσω από τον ίδιο, μετέφερε σημειώματα και ραβασάκια, και από καιρού εις καιρόν μάζευε τα ψίχουλα που άφηνε ο Πιέτρο. Το να υπηρετεί τον Βιραβόλτα παρουσίαζε και πλεονεκτήματα τέτοιες απολαύσεις, στην πραγματικότητα, ώστε σήμερα ο Λαντρέτο για τίποτε στον κόσμο δεν θα εγκατέλειπε τον κύριό του. «Λοιπόν; Εγκαταλείψατε στη μοίρα του τον Μεσέρ Καζανόβα;» Ο Πιέτρο κοίταξε προς το παλάτι και προσευχήθηκε βουβά για τον φίλο του. Ο τελευταίος είχε καταδικαστεί σε πενταετή κάθειρξη για ασέβεια προς την αγία θρησκεία. Άλλο ένα εξιλαστήριο θύμα. «Ελπίζω ότι θα τα καταφέρει. Στράφηκε προς τον υπηρέτη του, που τώρα άνοιγε τα χέρια του δείχνοντάς του τι είχε φέρει. Και ήταν φορτωμένος. «Με αυτά εδώ θα ξαναγίνετε οριστικά ο εαυτός σας». Εδώ είμαστε. Ο Βιραβόλτα στεκόταν εμπρός σε έναν καθρέφτη και κοιτούσε το είδωλό του με ικανοποίηση. Είχε πλυθεί και πουδραριστεί με περισσή φροντίδα, πράγμα που είχε πολλούς μήνες να απολαύσει. Έδεσε τα μαλλιά του και στερέωσε την περούκα που του έδωσε ο Λαντρέτο. Έβαλε λίγη ακόμη πούδρα, χαμογέλασε και φόρεσε το ανοιχτόχρωμο βενετσιάνικο σακάκι του, το στολισμένο με σιρίτια και χρυσά αραβουργήματα. Κατόπιν έβαλε έναν μαύρο μανδύα που οι μακριές του άκρες έπεφταν ολόγυρά του. Επιθεώρησε τα μανίκια και την τραχηλιά του και πέρασε γύρω από τη μέση του τη ζώνη· ακούστηκε το κλείσιμο της πόρπης. Τράβηξε το σπαθί του, το έστριψε στον
αέρα, και παίρνοντας θέση μάχης εξέτασε τη λεπτοεργασμένη σφαιρική λαβή του· μετά το ξαναέβαλε στη θήκη του με ένα επιφώνημα χαράς. Στα πλευρά του ήρθαν να προστεθούν δύο πιστόλια, τα οποία κάλυψε με το μανδύα. Έκρυψε στην μπότα του ένα μαχαίρι με τροχισμένη κόψη, και μετά στίλβωσε τα μανικετόκουμπά του. Ο Λαντρέτο τον αρωμάτισε με δυνατές ατμώδεις ριπές περιφερόμενος γύρω του. Τέλος, φόρεσε στο κεφάλι του το καπέλο του με το φαρδύ γείσο, στο οποίο πέρασε τα δάχτυλά του σφυρίζοντας, και μετά πήρε το λεοντόμορφο μπαστούνι του. Ένα λιοντάρι φτερωτό, όπως το έμβλημα της Βενετίας. «Λ, κύριε, ξεχάσατε κάτι...» είπε ο Λαντρέτο. Με το χαμόγελο στα χείλη, του έδωσε ένα μαύρο άνθος. Ο Πιέτρο τού ανταπέδωσε το χαμόγελο και καρφίτσωσε στην μπουτονιέρα του το λουλούδι, διευθετώντας με φροντίδα τα πέταλά του. Κοιτάχτηκε μια τελευταία φορά στον καθρέφτη. Ο πρωταθλητής των μεταμφιέσεων και των πολλαπλών ταυτοτήτων. Ο δεξιοτέχνης του έρωτα και της αποπλάνησης. Ένας από τους επιδεξιότερους ξιφομάχους της Ιταλίας. Ή Μαύρη Ορχιδέα επέστρεψε! Χαμογέλασε και πάλι. «Είμαι έτοιμος», είπε. [1] Λέσχες που λειτουργούσαν ως κέντρα χαρτοπαιξίας και τυχερών παιγνίων, και ταυτοχρόνως οίκοι ανοχής. (Σ.τ.Μ.) [2]
Τεσσαρακονταμελές Συμβούλιο με δικαστικά και αστυνομικά καθήκοντα. (Σ.τ.Μ.) [3] Πύλη των Σιτηρών. (Σ.τ.Μ.) [4] Το 1618, κατά την εορτή της Αναλήψεως, ο Ισπανός πρέσβης στη Βενετία Αλφόνσο ντε Λα Κουέβα, γνωστός ως μαρκήσιος Ντε Μπεντμάρ και μετέπειτα επίσκοπος του Οβιέδο, επιχείρησε, σε συνεργασία με τον δούκα Οσούνα, αντιβασιλέα της Νεαπόλεως, να διαλύσει τη συμμαχία της Γαληνοτάτης με τη Γαλλία, την Ελβετία και την Ολλανδία και να την εντάξει στην ισπανική επιρροή. Ή συνωμοσία όμως αποκαλύφθηκε εγκαίρως και ο Μπεντμάρ διέφυγε στη Φλάνδρα. (Σ.τ.Μ.) [ 5] Μεγάλο Κανάλι. (Σ.τ.Μ.)
ΑΣΜΑ III
Limbo [ 1 ] Η νύχτα έπεφτε στη Βενετία. Ο Πιέτρο απολάμβανε την κάθε στιγμή που τον έφερνε πίσω στην πόλη και στην ελευθερία του. Αν και είχε λάβει εντολή να μεταβεί πάραυτα στο θέατρο Σαν Λούκα για ένα έγκλημα του οποίου είχε ήδη πληροφορηθεί τη φρίκη, ένιωθε ευδιάθετος. Είχε ριγήσει από ευτυχία όταν επιβιβάστηκε, για πρώτη φορά μετά από τόσον καιρό, στη γόνδολα που τον μετέφερε στη συνοικία Σαν Λούκα. Μία ώρα πριν, είχε ξαναβρεί τα κοστούμια του, που διακρίνονταν για την ποικιλία και την εκκεντρικότητά τους, και τα οποία είχε χρησιμοποιήσει στο παρελθόν στο πλαίσιο των διαφόρων αποστολών του. Εκείνο το βράδυ είχε επιλέξει να προσθέσει στο πουδραρισμένο πρόσωπό του μια ψεύτικη ελιά και κάτω από το σκούρο καπέλο του ένα κάλυμμα του ματιού που τον έκανε να μοιάζει ακαθόριστα με πειρατή ή ληστή. Είχε επίσης φορέσει ένα φαρδύ μαύρο επανωφόρι πάνω από το βενετσιάνικο σακάκι του. Ξεκινάμε λοιπόν. Και όπως θα έλεγε ο Εμίλιο... ας αρχίσει η γιορτή. Όρθιος στην πλώρη δίπλα στον γονδολιέρη, ενώ ο Λαντρέτο είχε καθίσει στην πρύμνη, ο Πιέτρο απολάμβανε τη δροσιά του μισοσκόταδου στο οποίο βυθιζόταν την ώρα αυτή του λυκόφωτος· και η ψυχή του γέμιζε αγαλλίαση καθώς ξανάβρισκε την αίγλη που είχε εγκαταλείψει έναν περίπου χρόνο πριν. Ή Βενετία, η δική του πόλη. Έξι διαμερίσματα που άλλοτε τα αλώνιζε: Σαν Μάρκο,
Καστέλο, Καναρέτζιο, από την εδώ πλευρά του Μεγάλου Καναλιού· Ντορσοντούρο, Σαν Πόλο και Σάντα Κρότσε από την εκεί. Τα διαμερίσματα αυτά περιλάμβαναν εβδομήντα δύο ενορίες. Ο Πιέτρο τις είχε οργώσει όλες απ’ άκρου εις άκρον. Όταν ήταν παιδί, πηδούσε από τη μια γόνδολα στην άλλη ή έτρεχε σαν βολίδα στις γέφυρες και χανόταν περιχαρής στα στενά δρομάκια. Έπαιζε στις πλατείες, από το Σαν Σαμουέλε ως το Σαν Λούκα, δίπλα στα δημόσια πηγάδια και τις εκκλησίες, εμπρός στα οινοπωλεία, τα ραφεία, τα φαρμακεία, τα οπωροπωλεία, τα ξυλουργεία... Ανεβοκατέβαινε αδιάκοπα τις Mercerie [ 2 ] που συνέδεαν το Σαν Μάρκο με το Ριάλτο, χασομερούσε εμπρός στις καρδάρες του γαλατά και τους πάγκους των κρεοπωλών, των τυρεμπόρων, των κοσμηματοπωλών. Άρπαζε κάποια μικροπράγματα και το έσκαγε γελώντας υπό καταιγισμό ύβρεων... Χαμογέλασε, κι ύστερα το χαμόγελό του έσβησε σιγά σιγά. Πράγματι, η Βενετία σήμερα είχε και μια άλλη γεύση, διαφορετική. Ή αγαλλίαση του Πιέτρο σκιαζόταν από ανησυχία όταν, πάντοτε όρθιος στην πλώρη της γόνδολας, έβλεπε βίλες ερειπωμένες. Μερικές ήταν ετοιμόρροπες και έμπαζαν νερό από παντού. Ολόκληρες προσόψεις ακουμπούσαν σε πρόχειρα υποστηρίγματα. Πολλά μπαλκόνια, οι γνωστές altane που τόσο προσφέρονταν για ερωτικές εξομολογήσεις και αναστεναγμούς, έμοιαζαν στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Ή Βενετία υπέφερε διαρκώς από ένα κλίμα πολύ πιο τραχύ απ’ όσο γενικώς πιστευόταν. Το καλοκαίρι, τα πηγάδια του γλυκού νερού συχνά ξεραίνονταν· το χειμώνα, η παγωμένη λιμνοθάλασσα μετατρεπόταν ενίοτε σε παγοδρόμιο. Ο Πιέτρο θυμόταν τις εύθυμες εκείνες στιγμές όπου, ξεφεύγοντας από τα φουστάνια της Τζούλια, γλιστρούσε και σωριαζόταν στον πάγο ανάμεσα στο παλάτι των Δόγηδων και την
Τζουντέκα, πάνω σ’ αυτά τα κύματα που ξαφνικά μεταβάλλονταν σε χιλιάδες κρυστάλλινα μαργαριτάρια με τα οποία ενωνόταν η κυματιστή κουρτίνα των νιφάδων που έπεφταν από τον μολυβένιο ουρανό. Στιγμές ονειρικές, όχι όμως και για τα κτίρια της Βενετίας. Και επιπλέον υπήρχαν οι σεισμοί, αλλά και οι χρόνιες πυρκαγιές, για την αντιμετώπιση των οποίων η κυβέρνηση είχε συγκροτήσει μια ειδική μονάδα υπό τις διαταγές του «υπευθύνου των υδραυλικών μηχανών». Ακόμη συχνότερες ήταν οι καταρρακτώδεις βροχές και η τρομερή πλημμυρίδα, η άκρως καταστροφική acqua alia. Οι Αρχές προσπαθούσαν να αντιδράσουν και να καλλωπίσουν ή να αναστηλώσουν την πόλη, αριθμώντας τα κτίρια, βελτιώνοντας την υγιεινή των δρόμων, την αποχέτευση των υδάτων, τη διακόσμηση και την αναδιάρθρωση των συνοικιών. Πλάι στους λυχνοφόρους, που συνέδραμαν τους πεζούς μέσα στα δαιδαλώδη δρομάκια όταν έπεφτε η νύχτα, κυκλοφορούσαν τώρα πλέον και οι Κύριοι της Νύχτας, επιφορτισμένοι με την ασφάλεια των κατοίκων. Ένα σημαντικό πρόγραμμα φωτισμού βρισκόταν υπό κατασκευή και η Βενετία γέμιζε φανάρια. Ο Πιέτρο αναρίγησε· τη νύχτα η θερμοκρασία έπεφτε, και ένιωθε να κρυώνει. Ανασήκωσε τον γιακά του μανδύα του, και μετά άνοιξε ακόμη μια φορά την έκθεση που του είχε παραδώσει ο Εμίλιο Βιντικάτι. Το γαντοφορεμένο χέρι του διέτρεξε για μια στιγμή τον δερμάτινο φάκελο. Πράγματι, η υπόθεση φαινόταν άκρως σοβαρή.
«Ένα αποτρόπαιο, όντως, έγκλημα, που δεν έχει όμοιό του στα χρονικά της Βενετίας, μα που ορισμένες λεπτομέρειές του υποδεικνύουν ότι δεν πρόκειται για τυχαία πράξη, αλλά ότι
θα μπορούσε, όπως προκύπτει από τη σκηνοθεσία την οποία οργάνωσε ο δολοφόνος, να έχει και πολιτική σημασία, προκαλώντας την άμεση ανησυχία των υψηλά ισταμένων της Δημοκρατίας...»
Το θύμα, ο Μαρτσέλο Τορετόνε, δεν ήταν εντελώς άγνωστο στον Πιέτρο. Ως ηθοποιός, ο Μαρτσέλο έχαιρε κάποιας φήμης. Ή έκθεση των Δέκα συνόψιζε τις πληροφορίες που ήταν απαραίτητες για να γίνει κατανοητή η διαδρομή και η προσωπικότητά του. Γεννήθηκε στη συνοικία της Σάντα Κρότσε. Οι γονείς του εργάζονταν στο θέατρο, όπως οι γονείς του Πιέτρο αναπόφευκτα ένιωσε μια κάποια οικειότητα να τον συνδέει με τον εκλιπόντα. Ο Μαρτσέλο είχε βρεθεί στο σανίδι από τα πολύ νεανικά του χρόνια. Ο πατέρας του πέθανε από γάγγραινα καθώς κακοφόρμισε ένα τραύμα που υπέστη εξερχόμενος από το θέατρο. Ή μητέρα του, η Αρκάντζελα, ανάπηρη στα τριάντα τρία της, αποσύρθηκε σε ένα μοναστήρι της Βενετίας, το Σαν Μπιάτζιο της Τζουντέκα. Ο Μαρτσέλο έπαιζε αρχικά δευτερεύοντες ρόλους στο θέατρο Σαν Μοϊζέ. Ο capocomico [ 3 ] του θεάτρου επισήμανε το ταλέντο του, όμως εκείνος το εγκατέλειψε για να ενταχθεί, δύο χρόνια αργότερα, στον θίασο του Σαν Λούκα. Ωστόσο, ανάμεσα στις σημειώσεις της έκθεσης, υπήρχε κάτι άλλο που είλκυσε την προσοχή του Πιέτρο. Ο Μαρτσέλο Τορετόνε είχε τύχει ακραιφνούς καθολικής παιδείας. Ή μητέρα του, σύμφωνα με το έγγραφο, ήταν άκρως θεοσεβούμενη και είχε εμμονή με την αμαρτία, κάτι που είχε κληρονομήσει και ο Μαρτσέλο. Ή έκθεση τον παρουσίαζε ως άτομο με διαταραγμένη και περίπλοκη προσωπικότητα. Και εκείνος είχε τη συνήθεια των πολλαπλών ταυτοτήτων.
Ένας συνάδελφος, κατά κάποιον τρόπο, σκέφτηκε ο Πιέτρο. Ή αμαρτία ιδού κάτι το οποίο πάντοτε σαγήνευε τον Βιραβόλτα. Του καταλόγιζαν πολλές, εκεί όπου ο ίδιος έβλεπε μόνο την ικανοποίηση επιθυμιών σύμφωνα με τις επιταγές της φύσης. Ναι, είχε εξαπατήσει κάποιους γερουσιαστές, ναι, είχε ξετρελάνει τη σύζυγο του Οτάβιο. Ενίοτε είχε υπερβεί τα εσκαμμένα. Πάντα όμως ο Πιέτρο ακολουθούσε την καρδιά του. Ωστόσο ο καθρέφτης που του πρότειναν ήταν πάντοτε ο ίδιος: ο καθρέφτης της αμαρτίας. Ή σφραγίδα του κακού επί της γης και στην καρδιά του ανθρώπου. Ο Μαρτσέλο Τορετόνε, από την πλευρά του, ίσως εξαιτίας της παιδείας του, που την είχε σημαδέψει μια άκρατη ευσέβεια, και πληγωμένος από την έλλειψη αγάπης της ίδιας του της Εκκλησίας, είχε επιτρέψει σ’ αυτή την εμμονή να χρωματίσει όλα του τα συναισθήματα. Όσο για τον Πιέτρο, σήμερα ξανάβρισκε τον αγαπημένο του ρόλο: το ρόλο του μυστικού πράκτορα που τόσο τον διασκέδαζε. Άλλωστε, μετά τη στρατιωτική στολή, τις επίσημες δεξιώσεις, τις κάθε είδους υπερβολές με τους πιο ευυπόληπτους ευπατρίδες, ο Πιέτρο είχε από καιρό διαβλέψει αυτή την εξέλιξη ως λογικό επιστέγασμα. Με μια πιρουέτα, περνούσε από τα Μολύβια στην υπηρεσία και πάλι της κυβέρνησης. Γνώριζε εξάλλου ότι οι Δέκα στρατολογούσαν τους πράκτορές τους παντού, από τα κορίτσια της χαράς ως τους χρεοκοπημένους ευγενείς και από τους κακοπληρωμένους τεχνίτες ως τους cittadini [ 4 ] που επιδίωκαν να αποκτήσουν φήμη συμμετέχοντας στους θεσμούς της Γαληνοτάτης. Απόκληρος, με ταπεινή κοινωνική καταγωγή, γοητευμένος από τη δόξα και τον πλούτο εκείνων των οποίων τους ρόλους ενσάρκωνε με άνεση, ο Βιραβόλτα ήταν φυσικό να νιώθει απολύτως προσαρμοσμένος στη νέα του αποστολή. Ήταν συνηθισμένος σ’ αυτές τις αιφνίδιες μεταβάσεις από το σκοτάδι στο φως και από το φως στο σκοτάδι. Οι συχνές αυτές μεταπτώσεις αποτελούσαν το αλατοπίπερο της ζωής
του. Είχε χαράξει μια πορεία ελικοειδή, και ήταν υποχρεωμένος να παραδεχθεί ότι δεν κατόρθωνε πάντα να ελέγχει τους μαιάνδρους της. Ή ισχυρή του θέληση τον είχε ωθήσει να ανυψωθεί πάνω από τα κοινά μέτρα· από την άλλη, η εξίσου έντονη απογοήτευση με την οποία αντιμετώπιζε την καταγωγή του και η αδυναμία του να αποδεχθεί πλήρως τον πόθο του για ολοκλήρωση τον κρατούσαν παγιδευμένο στα λασπόνερα. Οι ακαταμάχητες εξάρσεις του πάθους συχνά τον παρέσυραν· ταυτοχρόνως, χρησιμοποιούσε όλη του την ευφυΐα για να ξεφύγει από αυτή του τη μοίρα και να αντιμετωπίσει τα ατελεύτητα παράδοξα της ίδιας της φύσης του. Πόσες δεξιότητες, πόσα θέλγητρα, πόσα τεχνάσματα χρειάστηκε να επιστρατεύσει προκειμένου να φανεί αντάξιος του προτύπου που είχε πλάσει και πόσο ατελώς κάλυπτε τις αδυναμίες του το πρότυπο αυτό, με τη διαρκή εμμονή του στο θεαθήναι! Ο Πιέτρο ήταν και αυτός ηθοποιός. Απρόβλεπτος, πάντα διψασμένος για αναγνώριση, δεν μπορούσε παρά να εκμεταλλεύεται τις αντιφάσεις, που εντέλει όχι μόνο τις αποδεχόταν αλλά και τις ενθάρρυνε. Φερόμενος σαν να επιδίωκε, όχι χωρίς κάποια δόση ειρωνείας, να αμφισβητεί τα κοινωνικά θεμέλια πάνω στα οποία οικοδομούσαν τις αρχές τους οι κοινοί άνδρες και γυναίκες, να θέτει υπό συζήτηση την αλαζονεία των βεβαιοτήτων τους, ο Πιέτρο δεν ήταν σίγουρος για τίποτε. Σ’ αυτό το παιχνίδι στην κόψη του ξυραφιού, στο χείλος του γκρεμού, οι άλλοι ένιωθαν απέναντι του έναν ίλιγγο ο οποίος έτρεφε την αντιπάθειά τους γι’ αυτόν. Ή ελευθερία του είχε ένα τίμημα: την οργίλη αντίδραση των άλλων. Αυτό που αποκαλούσαν έλλειψη πίστης ή ηθικής εκ μέρους του, συχνά δεν ήταν παρά η αντανάκλαση μιας ανομολόγητης επιθυμίας τους να του μοιάσουν. Ενοχλούσε την εξουσία ενώ συγχρόνως την υπηρετούσε, απέρριπτε κάθε είδους επιβολή. Ναι: ο Πιέτρο ήταν ένας άνθρωπος ελεύθερος. Και προφανώς αυτό ήταν που τους φόβιζε.
Γνώριζε καλά ότι κατά βάθος το άρωμα σκανδάλου που περιέβαλλε την προσωπικότητά του ήταν καρπός όχι μόνο των δικών του πράξεων, αλλά και των κρυφών απωθημένων των διωκτών του. Το να θέλουν να τον μιμηθούν ήταν εύκολο· όμως, για να το κατορθώσουν, θα έπρεπε να αποδεχθούν αυτή την τόσο ιδιόμορφη αγωνία που προκαλεί στον καθένα η αμετάκλητη εγκατάλειψη στις επιθυμίες της καρδιάς του, μια εγκατάλειψη που κάθε πολιτισμός πασχίζει να συγκρατήσει. Από αυτό το είδος αγωνίας ο Πιέτρο δεν είχε ποτέ κατορθώσει να απαλλαγεί. Όταν παραδιδόταν ανεπιφύλακτα στην ενδοσκόπηση, συναντούσε αυτόν ακριβώς τον ίλιγγο, που τον ερέθιζε τόσο περισσότερο όσο εντονότερος ήταν ο φόβος του μήπως χαθεί εντός του. Ωστόσο ο Θεός, ο έρωτας, οι γυναίκες, όλα συνυπήρχαν μέσα του, όλα αφύπνιζαν την ψυχή του κάθε φορά όμως που επιχειρούσε να τα κατανοήσει πραγματικά, φοβόταν μήπως γίνει παίγνιό τους. Ή υπερηφάνειά του ήταν αυτό που τον έσωζε, και συνάμα τον καταδίκαζε. Και από αυτό το εσωτερικό αδιέξοδο συχνά αποκόμιζε ένα αίσθημα κενότητας και παραλόγου ένα αίσθημα που η εποχή του καλλιεργούσε κατά κόρον. Και έπειτα ήρθε εκείνη η γυναίκα, η Άννα Σανταμαρία, η Μαύρη Χήρα. Ή μόνη που θα μπορούσε να τον κάνει να αλλάξει, να τον φυλακίσει διαπαντός στα δίχτυα της. Ή Μαύρη Χήρα... Ο Εμίλιο ήταν ο πρώτος που της είχε δώσει αυτό το προσωνύμιο. Ο Πιέτρο δεν θυμόταν πλέον πολύ καλά το γιατί. Ίσως επειδή η ομορφιά της του είχε ακριβώς φανεί επικίνδυνη. Μια ομορφιά που στάλαζε εντός σου σαν δηλητήριο, παρ’ ότι η ίδια έμοιαζε με άγγελο που είχε εκπέσει στη Γη. Ίσως όμως και επειδή, κατά μία έννοια, ήταν όντως χήρα χήρα από τα συναισθήματα που της είχαν στερήσει. Θα έλεγες ότι πενθούσε για μια ζωή την οποία δεν είχε στην πραγματικότητα απολαύσει. Ναι, για χάρη της ο Πιέτρο θα είχε ίσως δεχτεί να
αποποιηθεί την ελευθερία του, να ακολουθήσει την πεπατημένη. Αν είχαν συναντηθεί υπό διαφορετικές συνθήκες, αν ένας γάμος οικογενειακού συμφέροντος δεν είχε ρίξει την Άννα στην αγκαλιά του Οτάβιο, ενός άνδρα που ποτέ της δεν είχε επιθυμήσει, ο Πιέτρο θα μπορούσε να είχε αποκτήσει παιδιά μαζί της. Θα είχε επωφεληθεί από άλλες πολιτικές γνωριμίες για να βρει ένα έντιμο επάγγελμα. Όλα θα μπορούσαν να εξελιχθούν διαφορετικά. Από την πρώτη στιγμή που είδε αυτή τη γυναίκα στη βίλα του Οτάβιο, να την παρουσιάζουν ως τη μέλλουσα σύζυγο του προστάτη του, είχε διαβάσει τη μοίρα του μέσα στα μάτια της. Ήξερε πως θα την ερωτευόταν. Και εκείνη ήξερε πως δεν θα μπορούσε να του αντισταθεί. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή σφράγισαν τη συμφωνία τους. Ήταν προδιαγεγραμμένο ότι θα βάδιζαν μαζί προς την καταστροφή. Αυτό το σκοτεινό βλέμμα που αντάλλαξαν, η ανάσα τους που έγινε κοφτή... Μια ψεύτικη χήρα και μια ορχιδέα: κι όμως θα μπορούσαν να γίνουν ωραίο ζευγάρι. Και τώρα... Όλα αυτά είχαν αφήσει στον Πιέτρο μια πικρή γεύση. Μιαν αίσθηση του ανολοκλήρωτου. Έναν πόθο για εκδίκηση. Άννα... Πού να βρισκόταν τώρα; Ο Πιέτρο ήλπιζε, το ήλπιζε πραγματικά, να μην ήταν πολύ δυστυχισμένη. Όμως δεν μπορούσε να το ρισκάρει και να θέσει ξανά και τους δυο τους σε κίνδυνο... και από την άλλη, δεν του άρεσε να μένει δέσμιος του πόνου του. Είχε υποσχεθεί στον Εμίλιο ότι δεν θα επιδίωκε να την ξαναδεί προϋπόθεση απαραίτητη για να ξαναβρεί την ελευθερία του. Εξάλλου εκείνη ακριβώς η ιστορία υπήρξε η αιτία του εγκλεισμού του στο πιο απόρθητο κάτεργο της Ιταλίας, όπου δεν είχε καμία διάθεση να επιστρέφει. Προσπαθούσε να μην τα σκέφτεται όλα αυτά, να μην αναρωτιέται αν την αγαπούσε ακόμη.
Ή τουλάχιστον να μην τα σκέφτεται πολύ. Εμπρός λοιπόν... Προσπάθησε να ξεχάσεις. Προκειμένου να διατηρήσει την πνευματική του διαύγεια, ο Πιέτρο πάσχιζε να θυμάται τι ήταν πρωτίστως: ένας απελεύθερος. Προσπαθούσε να διώξει τις αμφιβολίες του και επέλεγε να ζήσει με ένταση τη ζωή του. Τώρα που ήταν και πάλι ελεύθερος, θα έκανε αυτό που είχε κάνει πάντα: θα μετέτρεπε τη φυγή του προς τα εμπρός σε ένα πιστεύω το οποίο θα του χάριζε ένα είδος ισχυρής ενέργειας, μιας ενέργειας που θα συνέβάλλε στην εξέλιξή του και την πραγμάτωση των στόχων του. Ελεύθερος και πονεμένος, παίκτης και φιλόσοφος, κυνηγός μιας δόξας που ωστόσο περιφρονούσε, ευφυής και ανησυχητικός: ο Πιέτρο, σε τελική ανάλυση, ήταν όλα αυτά. Όπως όμως είχε πει και στον Δόγη, είχε τη δική του ηθική: τυχοδιώκτης, ικανός για έρωτα και πάθος, γνώριζε επίσης πού βρισκόταν η πραγματική δικαιοσύνη, και παρ’ ότι συχνά ζούσε κοντά στις ζώνες της σκιάς, γνώριζε γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο πολύ καλά τις παγίδες και τις ψευδαισθήσεις τους. Πέρα από κάποια όρια, το Καλό και το Κακό ακολουθούσαν οριστικά αντίθετους δρόμους. Ο Πιέτρο, από την πλευρά του, προσπαθούσε να μη διαβαίνει ποτέ αυτά τα όρια, άλλοτε ενθυμούμενος ότι απέμενε εντός του από τον Θεό, και άλλοτε για λόγους αυτοπροστασίας, συνηθέστερα όμως επειδή αυτή ακριβώς ήταν η ευθύνη του ως ανθρώπου, εφόσον δεν μπορούσε να είναι πάντοτε ο «έντιμος άνθρωπος». Με το πρώτο βήμα που έκανε έξω από τη φυλακή, είχε παραδοθεί στις φυσικές ροπές του, και το μόνο που σκεφτόταν ήταν πώς να κορέσει τις ενθουσιώδεις ορμές του που τόσον καιρό είχε καταπιέσει. Όμως ούτε λόγος να αθετήσει την υπόσχεση που είχε δώσει στον Εμίλιο, προς το παρόν τουλάχιστον. Έτσι λοιπόν τα ξεφαντώματα, όποια κι αν είναι, θα πρέπει να
περιμένουν γι ’ αργότερα. Α! Φθάσαμε. Όταν η γόνδολα σταμάτησε κοντά στο Σαν Λούκα, ο Πιέτρο ξανάβαλε στη θέση της την αναφορά των Δέκα, αποβιβάστηκε μαζί με τον Λαντρέτο και άρχισε να βαδίζει με ζωηρό βήμα στα ολισθηρά δρομάκια με κατεύθυνση την πλατεία όπου βρισκόταν το θέατρο. Το Σαν Λούκα είχε ιδρυθεί το 1622 όπως και τα υπόλοιπα θέατρα, το Σαν Μοϊζέ, το Σαν Κασιάνο ή το Σαντ’ Άντζελο, είχε πάρει το όνομά του από την ενορία στην οποία ανήκε. Από τότε που εγκατέλειψαν εν μέρει το εμπόριο, οι ευγενείς είχαν βαλθεί να αναπτύξουν τις θεατρικές δραστηριότητες της πόλης. Το δρόμο είχε ανοίξει η Πάδουα, όπου συγκροτήθηκαν οι πρώτοι θίασοι ηθοποιών που δεσμεύονταν με συμβόλαιο και μοιράζονταν τα κέρδη. Γεννήθηκε έτσι ένα επαγγελματικό θέατρο, διοικούμενο από έναν capocomico ο οποίος καθόριζε τα της εργασίας των ηθοποιών που ενσάρκωναν τον Αρλεκίνο, τον Πανταλόνε, τον Μπριγκέλα... Ή όπερα, που άνθιζε στη Φλωρεντία ή τη Μάντουα, ακολουθούσε εδώ την ίδια εξέλιξη. Το Σαν Λούκα ήταν ιδιοκτησία των αδελφών Μπεντραμίν. Αυτοί ήταν από τους λίγους θεατρώνες που διαπραγματεύονταν απευθείας τα συμβόλαια με τους συγγραφείς και τους ηθοποιούς· ως επί το πλείστον, ο ιδιοκτήτης ανέθετε τη διαχείριση της αίθουσας σε έναν impresario, που ήταν ο ίδιος ηθοποιός, αστός ή κατώτερος ευγενής. Το επάγγελμα αυτό δεν ήταν πάντα δημοφιλές: πολλοί ηθοποιοί παραπονούνταν για τη σκανδαλώδη αμάθειά τους και την απροκάλυπτη και χαμερπή κερδοσκοπία τους. Οι Βεντραμίν είχαν αποφύγει αυτόν το σκόπελο: κανείς δεν μπορεί να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά σου καλύτερα από σένα τον ίδιο. Βεβαίως το Σαν Λούκα
δεν διέθετε την αίγλη του Σαν Τζιοβάνι Κριζόστομο, που ήταν ο ναός της σοβαρής όπερας, των τραγωδιών και των τραγικωμωδιών. Εντούτοις είχε εξελιχθεί σε ένα από τα ανθηρότερα θέατρα της Βενετίας. Σε λίγο ο Πιέτρο βρέθηκε εμπρός στην πρόσοψη του κτιρίου, μια πρόσοψη από λευκή πέτρα διακοσμημένη με κολόνες που θύμιζαν τους αρχαίους ρυθμούς και με τεράστιες διπλές θύρες από σκούρο ξύλο. Εκεί τον περίμενε ένας άνδρας που κρατούσε ένα φανάρι Ο Πιέτρο του έδειξε την άδεια ελεύθερης διέλευσης που έφερε τη σφραγίδα και την υπογραφή του Δόγη. Παρήγγειλε στον Λαντρέτο να τον περιμένει έξω. Οι πόρτες άνοιξαν και ο Βιραβόλτα εισήλθε στο κτίριο. Ή αίθουσα του Σαν Λούκα ήταν αντάξια της φήμης της. Μια ευρύχωρη πλατεία, βεβαίως κάπως σκονισμένη για να δεχθεί θεατές, αλλά που τα χρυσοκόκκινα καθίσματά της, σε τοξωτή διάταξη, της προσέδιδαν κάποια αίγλη· μια κονίστρα πλούσια διακοσμημένη, πλαισιωμένη από τέσσερις σειρές θεωρεία εκατόν εβδομήντα περίπου θέσεων συνολικά, με νωπογραφίες και ζωγραφιές μπαρόκ να κοσμούν τους εξώστες. Εμπρός από τις ταπετσαρίες κρέμονταν σχοινιά με ζωηρά χρώματα. Ή οροφή έβριθε από οβάλ ανάγλυφα που σχημάτιζαν έναν ήρεμο ρόδακα, ενώ στο κέντρο της απεικονίζονταν δαχτυλίδια από σύννεφα που τα διαπερνούσαν ηλιαχτίδες. Εδώ κι εκεί, αλληγορικές παραστάσεις της Βενετίας, όπως η καλλίπυγος Αφροδίτη ή η Άρτεμις στεφανωμένη με αστέρια, εμφανίζονταν ανάμεσα στην πληθώρα των προσωποποιημένων Αρετών. Και στο βάθος η φωτισμένη σκηνή, οι πατιναρισμένες σανίδες και οι τεράστιες βυσσινί κουρτίνες της αυλαίας. Ο Πιέτρο έβγαλε το καπέλο του με το φαρδύ γείσο και προχώρησε.
Τρία πρόσωπα βρίσκονταν στο εσωτερικό του Σαν Λούκα. Μιλούσαν χαμηλόφωνα, όμως έδειχναν εξοργισμένοι. Ο ένας θα πρέπει να ήταν ο Φραντσέσκο Βεντραμίν, ο συνιδιοκτήτης, μαζί με τον αδελφό του, του θεάτρου· το πρόσωπο του δεύτερου ήταν οικείο στον Πιέτρο, που όμως δεν μπορούσε να θυμηθεί για ποιον ακριβώς επρόκειτο· όσο για το τρίτο άτομο, του ήταν άγνωστο. Ο Βιραβόλτα προχώρησε προς το μέρος τους διασχίζοντας την πλατεία. Καθώς πλησίαζε, οι τρεις άνδρες σιώπησαν και στράφηκαν προς το μέρος του. Εκείνος τους χαιρέτησε και τους έδειξε την άδεια διέλευσής του. «Βρίσκομαι εδώ σε ειδική αποστολή για λογαριασμό του Συμβουλίου των Δέκα», είπε αντί άλλης σύστασης. Ο Φραντσέσκο Βεντραμίν προς στιγμήν έδειξε έκπληξη, που γρήγορα έδωσε τη θέση της στην καχυποψία. Ίσως να φοβόταν μήπως είχε να κάνει με κάποιον από τους ανακριτές που έστελνε το Συμβούλιο. Ο Πιέτρο τον καθησύχασε επ’ αυτού. Σε λίγο πλησίασε και το δεύτερο πρόσωπο. «Ο Εμίλιο Βιντικάτι μάς είχε προειδοποιήσει ότι θα έστελνε το συντομότερο δυνατόν κάποιον από τους θλιβερούς απεσταλμένους του. Κύριε, είστε ο...;» «Ή ταυτότητά μου ελάχιστα ενδιαφέρει, είπε απότομα ο Πιέτρο. «Ή δράση μου εδώ είναι μυστική, με όλες τις απαραίτητες εγκρίσεις. Αντιθέτως, αν μου επιτρέπετε, η δική σας ταυτότητα θα ήταν χρήσιμη για την έναρξη της έρευνάς μου». Ο άνδρας έκανε ένα βήμα εμπρός με υπεροπτικό ύφος. Γεννημένος στις αρχές του αιώνα στην οδό Κα’ Τσεντ’ Ανι, στην ενορία του Αγίου Θωμά, ανάμεσα στις γέφυρες Νόμπολι και Ντόνα Ονέστα, είχε παντρευτεί στη Γένοβα, και στη συνέχεια είχε γράψει και παρουσιάσει τα πρώτα θεατρικά του έργα στο Μιλάνο. Ή
αναζήτηση μιας θέσης ανάλογης με τη μόρφωσή του τον ώθησε αρχικά να ασκήσει το ιατρικό επάγγελμα στο Ούντινε, και αργότερα να εργαστεί ως δικηγόρος στην Πίζα· τώρα που συστηνόταν στον Πιέτρο, είχε διατηρήσει από το τελευταίο του επάγγελμα το ελαφρώς σχολαστικό, αν και ζωηρό, ύφος του, και την αξιοπρεπή του πόζα. Όμως στη στάση του δεν υπήρχε καμία επιτήδευση, καμία αλαζονεία· αντιθέτως, παρά τη σοβαρότητα των περιστάσεων, έμοιαζε να πασχίζει να κρύψει τη φύση του, που μάντευε κανείς πως ήταν εύθυμη, έως και παθιασμένη. Θα πρέπει να πλησίαζε τα πενήντα. Το πρόσωπό του δεν ήταν ούτε ωραίο ούτε άσχημο, αλλά με κανονικά χαρακτηριστικά· φορούσε σακάκι με σιρίτι από μαύρα μαργαριτάρια, φαρδύ παντελόνι και άψογες περισκελίδες. Στα νιάτα του είχε οργώσει όλη την περιφέρεια του Βένετο. Στην Πάρμα είχε ζήσει για μεγάλο διάστημα σε απομόνωση· στη Ρώμη, τη Νάπολη και την Μπολόνια είχε προσπαθήσει να αποκτήσει κάποια φήμη, με άνισα αποτελέσματα. Τέλος αποφάσισε να εγκαταλείψει το δικηγορικό ένδυμα για να γίνει ποιητής επί παραγγελία και να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στο αληθινό του πάθος, το θέατρο. Ήταν αποφασισμένος να ανανεώσει τις παραδοσιακές φόρμες της commedia dell’arte· η γενέτειρά του, η Βενετία, τον έχρισε βασιλιά της κωμωδίας. Εδώ και τρία χρόνια είχε συμβόλαιο με τους αδελφούς Βεντραμίν. Μιλούσαν γι’ αυτόν στις πιο μεγαλοπρεπείς Αυλές της Ευρώπης. «Είμαι ο Κάρλο Γκολντόνι. Ο Πιέτρο χαμογέλασε. Τώρα θυμόταν. Είχε παρακολουθήσει πολλές παραστάσεις έργων του. Είχε ακόμη στον νου του τον Εύθυμο Ιππότη και τη Μανία του Παραθερισμού, και μάλιστα είχε αποστηθίσει κάποιες στιχομυθίες. Πάντα πρόθυμος να ανοίξει, με την πρώτη ευκαιρία, συζήτηση για τις τέχνες, θα του άρεσε να συνομιλήσει περισσότερο με τον λαμπρό αυτόν δραματουργό· όμως
ο τρίτος άνδρας, που προχώρησε και αυτός με τη σειρά του προς το μέρος του, του υπενθύμισε ότι ο χρόνος του ήταν μετρημένος. Σοβαρός, με γκρίζα γενειάδα, φορούσε σκούρο ένδυμα με λευκή τραχηλιά. Κρατούσε στο χέρι ένα μισάνοιχτο σακίδιο, απ’ όπου εξείχαν ένα κηρύκειο και διάφορα χειρουργικά όργανα. «Είμαι ο Αντόνιο Μπρότσι, ιατρός διαπιστευμένος από την Quarantia Criminale. Εκείνη μόλις τη στιγμή ο Πιέτρο διέκρινε την οσμή. Μια απαίσια οσμή αίματος και σήψης, που αίφνης ανέβηκε ως τα ρουθούνια του και τον κατέκλυσε καθώς προσπαθούσε να διαγνώσει την προέλευσή της. Στράφηκε προς τη βυσσινί αυλαία. «Προετοιμαστείτε γι’ αυτό που θα δείτε, Μεσέρ», συνέχισε ο Μπρότσι. «Έχουμε και οι δυο μας δουλειά. Ήταν καιρός να έρθετε». Έκανε νόημα στον Βεντραμίν, ο οποίος με τη σειρά του σφύριξε προς την κατεύθυνση των παρασκηνίων. Ο Πιέτρο είδε μια σκιά που τώρα τραβούσε τις τεράστιες κουρτίνες. Θεέ και Κύριε! Το θέαμα του είχε μόλις αποκαλυφθεί σε όλη του τη φρίκη. Ένας άνθρωπος -μα ήταν ακόμη άνθρωπος;— κειτόταν εμπρός του, ακριβώς στη μέση της σκηνής. Είδε πρώτα τα πόδια του να αιωρούνται στο κενό, πάνω από μια λίμνη ξεραμένου αίματος που κάλυπτε το ένα τέταρτο τουλάχιστον της εξέδρας και θα πρέπει να είχε απλωθεί με συνεχείς ριπές. Τα δύο πόδια ήταν καρφωμένα πάνω σε μια ξύλινη σανίδα. Με τα χείλη σφιγμένα, ο Πιέτρο έβγαλε για μια στιγμή το μαύρο κάλυμμα του ματιού του. Το βλέμμα του ανέβηκε
προς τα πάνω. Το πτώμα ήταν εντελώς γυμνό. Μια βαθιά εγκοπή είχε κατασχίσει το πλευρό του. Σιγά σιγά ο Πιέτρο συνέλαβε τη συνολική εικόνα. Ο Μαρτσέλο Τορετόνε είχε σταυρωθεί. Τα χέρια του ήταν ανοιχτά και επίσης καρφωμένα. Από τις δύο πλευρές του σώματός του, δύο διάφανα ξεσχισμένα πέπλα κινούνταν ελαφρά, δεμένα με σχοινιά στους μηχανισμούς των σκηνικών μηχανών που ήταν κρυμμένες κάτω από τις οροφές. Τα πέπλα δημιουργούσαν αντίθεση με δύο πορφυρές κουρτίνες που ήταν σαν να άνοιγαν αποκαλύπτοντας το τραγικό αυτό θέαμα. Μια σκηνή εντός της σκηνής. Θεαματική και οδυνηρή. Ο Πιέτρο με δυσκολία συγκρότησε μια κραυγή αηδίας καθώς εξέταζε λεπτομερώς το μπλαβιασμένο πτώμα. Τον είχαν στέψει με ένα ακάνθινο στεφάνι όμως υπήρχε και κάτι άλλο... Τα μάτια είχαν ξεριζωθεί από τις κόγχες τους. Το στόμα του Μαρτσέλο είχε παγώσει σ’ έναν τρομακτικό σπασμό. Στα πόδια του υπήρχαν διάσπαρτα θραύσματα γυαλιού ανάμεικτα με αίμα. Στο στέρνο του ήταν γραμμένη μια επιγραφή που την είχαν χαράξει με μαχαίρι πάνω στη σάρκα. Από τη θέση όπου βρισκόταν ο Πιέτρο δεν μπορούσε να αναγνώσει με ακρίβεια το περιεχόμενό της. Αποφάσισε λοιπόν να ανέβει αμέσως στην εξέδρα, ενώ ο ιατρός ο διαπιστευμένος από την Quarantia Criminate την παρέκάμπτε για να ανέλθει από τα σκαλοπάτια που βρίσκονταν στην άκρη της σκηνής και να βρεθεί κοντά του δίπλα στο πτώμα. «Τι ώρα πέθανε;» ρώτησε ο Πιέτρο τον Γκολντόνι και τον Βεντραμίν. «Αυτό είναι έργο του Σιερ Μπρότσι να μας το πει, απάντησε ο Βεντραμίν. «Χθες το βράδυ ανεβάσαμε μια παράσταση...» «Ναι, ήταν η πρεμιέρα του L ’Impresario di Smirne», είπε ο Γκολντόνι. «Κωμωδία σε τρεις πράξεις και σε πρόζα. Ο Μαρτσέλο, ο Θεός να συγχωρέσει την ψυχή του, ενσάρκωνε... τον Αλή, έναν
έμπορο που έρχεται από την Ανατολή για δουλειές στη Βενετία και του έρχεται η ιδέα να ασχοληθεί με την όπερα...» Στο μεταξύ ο Μπρότσι είχε ανοίξει το σακίδιό του και είχε αρχίσει να περιφέρεται γύρω από τον νεκρό. Ο Πιέτρο πλησίασε το χαραγμένο στέρνο του και κατόρθωσε να διαβάσει: Ιο ero nuovo in questo stato, Quando ci vidi venire un possente, Con segno di vittoria coronato. Καινούριος ήμουνα σ’ αυτόν εδώ τον τόπο, Σαν είδα να ’ρχεται ένας παντοδύναμος, Στεφανωμένος με της νίκης το στεφάνι... Ή επιγραφή είχε αναστρέψει τις σάρκες και μάντευες εδώ κι εκεί το οίδημα των πλευρών. Το σύνολο του στέρνου είχε χαραχτεί με αυτή τη μικροσκοπική καλλιγραφία, λες και ο δράστης του εγκλήματος είχε χρησιμοποιήσει το δέρμα σαν βιβλίο. Ο Μπρότσι στερέωσε τα γυαλιά του στη μύτη του, σήκωσε το πιγούνι και διάβασε με τη σειρά του την επιγραφή. Τη στιγμή εκείνη έμοιαζε σαν αλχημιστής που βρισκόταν στα πρόθυρα να ανακαλύψει το μυστικό της φιλοσοφικής λίθου. Με ένα επιφώνημα αηδίας, στράφηκε προς τον Βιραβόλτα: «Σας φέρνει τίποτε στον νου;» «Όχι», παραδέχθηκε ο Πιέτρο, «αν και το ύφος μού είναι οικείο».
«Βρισκόμαστε ενώπιον μιας αλληγορίας που θα μπορούσαμε, προφανώς, να χαρακτηρίσουμε... βιβλική». «Ή Βίβλος, νομίζετε...» Πίσω τους ο Βεντραμίν συνέχιζε: «Ή παράσταση τελείωσε στις έντεκα. Φύγαμε από το θέατρο γύρω στα μεσάνυχτα. Σας διαβεβαιώνω ότι τότε ήταν άδειο». «Αδειο... Τον Μαρτσέλο, όμως, τον είδε κανείς να βγαίνει;» Ο Γκολντόνι και ο Βεντραμίν αντάλλαξαν ένα βλέμμα, και μετά πήρε το λόγο ο δραματουργός: «Όχι... Στην πραγματικότητα δεν τον είδε κανένα μέλος του θιάσου». «Τότε πείτε μάλλον ότι νομίσατε πως το θέατρο ήταν άδειο», είπε ο Πιέτρο. «Θα μπορούσε ο Μαρτσέλο να είχε μείνει μετά το κλείσιμο. Μόνος... κρυμμένος στα παρασκήνια, ίσως;» Λέγοντας αυτά, ο Πιέτρο παρέκαμψε το πτώμα για να πλησιάσει στα παρασκήνια, που ήταν βυθισμένα στο σκοτάδι. Λεπτές ταινίες σέρνονταν στο πάτωμα. Μια λεκάνη με νερό ανάμεικτο με αίμα. Ένα πανί με νωπά ακόμη τα κόκκινα σημάδια. Μια διάχυτη οσμή ξιδιού πλανιόταν στον αέρα, υπερκαλύπτοντας την οσμή του θανάτου. Μια ξύλινη λόγχη, συνηθισμένο προφανώς αξεσουάρ του θεάτρου, ήταν ακουμπισμένη στον τοίχο. Όμως η μεταλλική της αιχμή -η ίδια που θα πρέπει να είχε διατρυπήσει το πλευρό του Μαρτσέλο και που ίσως του είχε βγάλει τα μάτια- ήταν πραγματική. Λεκιασμένη κι αυτή με αίμα. «Κρυμμένος;» ρώτησε έκπληκτος ο Βεντραμίν. «Μα γιατί να κρυφτεί;» «Πού να ξέρω», είπε ο Πιέτρο. «Κάποιο ραντεβού, αισθηματικό...
ή άλλου είδους». Έσκυψε όταν το πόδι του προσέκρουσε σ’ έναν σωρό από ρούχα εγκαταλελειμμένα πίσω από την αυλαία, σε μια σκοτεινή γωνιά. Ξετύλιξε ένα σαρίκι, ένα παντελόνι, και μετά ένα μακρυμάνικο επανωφόρι που έμοιαζε πολύ με τούρκικο καφτάνι. Προφανώς ήταν το κοστούμι του Μαρτσέλο για το ρόλο του Αλή στον Ιμπρεσάριο της Σμύρνης εκτός αν ήταν για το ρόλο του Πανταλόνε, του σοβινιστή και φιλάργυρου Βενετσιάνου εμπόρου που τόσο άρεσε στο κοινό. Λίγο πιο πέρα, μια κασέλα ήταν γεμάτη από παρόμοια κοστούμια, άλλα φθαρμένα και άλλα απαστράπτοντα, άλλα μονόχρωμα και άλλα πολύχρωμα ο Ζάνι, ο Κακός, ο Μεγαλοπρεπής. Ο Πιέτρο ανασκάλευε το ένα μετά το άλλο όλα τα αξεσουάρ και τις μάσκες των μορφών αυτών της κωμωδίας. «Απ’ όσο γνωρίζετε, είχε μήπώς ο Μαρτσέλο κάποιες περιπέτειες; Κάποιους εχθρούς;» Στην ερώτηση αυτή απάντησε ο Γκολντόνι, ύστερα από μια στιγμή δισταγμού. «Περιπέτειες, ναι. Εχθρούς, όχι. Ξέρετε πώς είναι οι ηθοποιοί! Είχε έναν δεσμό εδώ, έναν άλλο εκεί. Τίποτε το σοβαρό. Ο Μαρτσέλο δεν δενόταν με κανέναν. Ενίοτε εθεάτο αγκαλιά με κάποια εταίρα από αυτές που περιφέρονται στις Mercerie όταν πέσει η νύχτα. Προσωπικά πιστεύω ότι ο Μαρτσέλο δεν μπορούσε στην πραγματικότητα να συνεννοηθεί με τις γυναίκες. Έδινε πάντοτε την εντύπωση ότι τις περιέπαιζε. Όσο για εχθρούς, δεν είχε κανέναν, απ’ όσο ξέρω. Αντιθέτως, το κοινό τον αγαπούσε». Ακολούθησε σιωπή, καθώς ο Πιέτρο επέστρεφε στο κέντρο της σκηνής. Ο Μπρότσι ήταν γονατισμένος και εξέταζε τις πληγές του Μαρτσέλο, που τα πόδια του ήταν καρφωμένα στον ξύλινο σταυρό.
Με τη βοήθεια ενός πινέλου, καθάρισε το αίμα γύρω από τα καρφιά, μέτρησε την πληγή στο πλευρό του θύματος και βάλθηκε πάλι να ψαχουλεύει στο σακίδιό του. Ο Πιέτρο γονάτισε δίπλα του. Ο Μπρότσι έβγαλε ένα διαφανές φιαλίδιο, και με τη βοήθεια ενός δεύτερου πινέλου συνέλεξε τα διάσπαρτα θραύσματα γυαλιού που σχημάτιζαν ένα είδος φωτοστέφανου γύρω από τη σκιά του σταυρωμένου. Και πάλι οι δύο άνδρες αντάλλαξαν ένα βλέμμα. «Γυαλί... για ποιο λόγο;» Ο Πιέτρο μάζεψε και αυτός μερικά κομμάτια και τα τύλιξε με ένα μαντίλι. Σηκώθηκαν μαζί. Ο Μπρότσι σκούπισε το μέτωπό του και κοίταξε τις άδειες κόγχες του πτώματος, δυο μαύρες τρύπες με κόκκινους κύκλους. Μάντευε κανείς, ανάμεικτα με τις πληγές, κάποια ασημένια θραύσματα. Ένα ιδίως από αυτά φαινόταν καθαρά πάνω σε ένα υπόλειμμα βλεφαρίδας. «Δεν θα με εξέπληττε αν ανακάλυπτα ότι του έβγαλαν τα μάτια με γυαλί... Ο θάνατος ίσως να επήλθε από τις πληγές, ή, το πιθανότερο, από ασφυξία, που είναι και το συνηθέστερο σε αυτές τις περιπτώσεις. Όμως τον αφαίμαξαν εντελώς... Santa Maria! Ποιο τέρας μπόρεσε να διαπράξει ένα τέτοιο ανοσιούργημα;» Ο Πιέτρο έσφιξε τα χείλη. «Είστε έμπιστος της Quarantia, έτσι δεν είναι, Μπρότσι; Πείτε μου λοιπόν... Τι σχέση έχει ο θάνατος ενός ηθοποιού με την κυβέρνηση της Δημοκρατίας;» Είχε μιλήσει χαμηλόφωνα. Ο Μπρότσι έβηξε, κοιτάζοντάς τον πάνω από τα γυαλιά του. Τέλος, είπε: «Τι σχέση...;»
Έδειξε με τον δείκτη προς την κατεύθυνση ενός από τα σανίδια του δαπέδου, όπου ήταν σφηνωμένο ένα αντικείμενο το οποίο ο Πιέτρο δεν είχε ακόμη παρατηρήσει. «Ή σχέση είναι εκεί, Μεσέρ». Ο Πιέτρο πλησίασε το αντικείμενο, το ξεσφήνωσε και το έστριψε ανάμεσα στα δάχτυλά του. Επρόκειτο για μια χρυσή καρφίτσα που είχε χαραγμένα δύο διαπλεκόμενα αρχικά, Α και Σ, κάτω από τα οποία απεικονίζονταν δύο ξίφη και ένα περλέ τριαντάφυλλο. Ο Πιέτρο στράφηκε προς τον Μπρότσι με απορημένο βλέμμα. «Α και Σ», σχολίασε ο ιατρός, «το ρόδο και τα ξίφη... πρόκειται για τη Λουτσιάνα Σαλιέστρι. Εταίρα περιωπής και ερωμένη τού... Τζιοβάνι Καμπιόνι, ο οποίος, όπως γνωρίζετε, συγκαταλέγεται στα επιφανέστερα μέλη της Γερουσίας. Τον υποπτεύονται, θα λέγαμε, για υπερβολική γενναιοδωρία προς το λαό. Όπως άλλοτε τον Δόγη Φαλιέρ. Ο Καμπιόνι έχει τις δικές του ιδέες για το πώς πρέπει να αναμορφωθεί η Δημοκρατία, ιδέες που δεν αρέσουν διόλου σε πολλούς ευγενείς, οι οποίοι φρονούν τα εντελώς αντίθετα. Όμως το πρόσωπο είναι αμφιλεγόμενο... Ορισμένοι τον χαρακτηρίζουν ονειροπόλο, με επικίνδυνες φιλοδοξίες· άλλοι πάλι υποστηρίζουν ανενδοίαστα ότι οι αλτρουιστικοί λόγοι του δεν είναι παρά ένας προσφυής τρόπος να μεταμφιέζει τον διακαή πόθο του για την εξουσία. Ο Καμπιόνι υπήρξε επί μακρόν πρέσβης της Γαληνοτάτης στην Αγγλία, τη Γαλλία και την Ολλανδία. Λέγεται ότι εκεί συνδέθηκε φιλικά με τους φιλοσόφους και τους ισχυρούς, και ότι σήμερα εμπνέεται από τις κατά το μάλλον ή ήττον ιδιόρρυθμες θεωρίες τους για να επινοήσει νέα συστήματα διακυβέρνησης». Ο Μπρότσι ακουμπούσε και πάλι τα χέρια του στο μαύρο του ένδυμα.
«Γνωρίζετε», συνέχισε, «πόσο περίπλοκες είναι οι σχέσεις του Δόγη και των θεσμών μας με το λαό της Βενετίας: εκείνο που πρωτίστως επιθυμούν να διαφυλάξουν είναι η εύθραυστη ισορροπία στην οποία στηρίζεται το Σύνταγμά μας. Και η ισορροπία αυτή είναι πολύ λεπτή. Από αυτή την άποψη, προπορευόμασταν ανέκαθεν των άλλων, και το καθεστώς μας αποτελεί αντικείμενο θαυμασμού των γειτόνων μας. Ή Βενετία είναι ελεύθερη, αλλά επιτηρούμενη. Ή αγάπη του λαού είναι πλήρης, αλλά πραγματιστική... Είναι πάντοτε δύσκολο να βρίσκει κανείς το μέτρο ανάμεσα στα άκρα και να ακούει τη φωνή της λογικής εκεί όπου τα πάθη μπορούν να εξαφθούν τόσο εύκολα, και ενίοτε με απροσδόκητη βιαιότητα... Δεν χρειάζεται πολύ για να γείρει το όλο οικοδόμημα, προς τη μία ή προς την άλλη πλευρά: αυτός είναι πάνω απ’ όλα ο τρόμος των πολιτικών μας. Προσπαθούν με μανία να σβήσουν τις σπίθες κάτω από τη στάχτη. Δεν είναι δυνατόν να υποβόσκει τίποτε το οποίο να μπορεί να βλάψει τη Δημοκρατία. Το φάσμα της συνωμοσίας του Μπεντμάρ είναι πάντα εδώ. Προσθέστε σε αυτό ότι ο Καμπιόνι έχει μαζί του σχεδόν το ένα τρίτο των μελών του Μεγάλου Συμβουλίου... Μπορείτε εύκολα να φανταστείτε ότι οι Σκοτεινοί διαβλέπουν εδώ τη σκιά μιας πιθανής συνωμοσίας. Αυτό δεν είναι κάτι το εξαιρετικό, δεν περνούν δεκαπέντε ημέρες χωρίς να επινοήσουν και μια καινούρια. Υπάρχει όμως και κάτι άλλο, που ίσως να παρέλειψαν να σας αποκαλύψουν... και το οποίο συνηγορεί υπέρ της υποψίας τους». «Τι εννοείτε;» Ο Μπρότσι χαμηλόφωνα:
χαμογέλασε αινιγματικά.
Συνέχισε,
πάντοτε
«Βλέπετε, Μεσέρ, ο Μαρτσέλο Τορετόνε δεν ήταν μόνο ηθοποιός στο θέατρο Σαν Λούκα. Ήταν επίσης... μυστικός πράκτορας των Δέκα και της Quarantia Criminale. Όπως εσείς. Για την ιστορία, οι
Σκοτεινοί τον αποκαλούσαν Αρλεκίνο». Ο Πιέτρο ίσιωσε το στήθος του. Για λίγα δευτερόλεπτα έμεινε άναυδος. «Α... Καταλαβαίνω. Προφανώς. Σημαντική λεπτομέρεια, όντως. Απέφυγαν επιμελώς να το μνημονεύσουν στην αναφορά που μου παρέδωσαν. Ο Εμίλιο θα μπορούσε να με είχε ενημερώσει. Τέλος πάντων... «Ευχαριστώ, Σιερ Μπρότσι, είπε καθώς σηκωνόταν. Ο Βιραβόλτα έσφιξε τα χείλη με ύφος συλλογισμένο. Ο Εμίλιο Βιντικάτι δεν ήταν δυνατόν να αγνοούσε αυτή την πληροφορία όταν του ανέθεσε την αποστολή. Και η αναφορά που του είχε παραδώσει δεν μνημόνευε πουθενά την καρφίτσα της Λουτσιάνα Σαλιέστρι ούτε τον γερουσιαστή Τζιοβάνι Καμπιόνι. Προφανώς ο Εμίλιο προτιμούσε να το μάθει ο απεσταλμένος του μέσω του Μπρότσι, παρά να αναφέρει γραπτώς ονόματα στην έκθεσή του. Ή σύνεση ήταν επιβεβλημένη, προπάντων αν ήταν όντως αναμεμειγμένα πρόσωπα που ανήκαν στα υψηλά κρατικά κλιμάκια... Εν πάση περιπτώσει, συλλογίστηκε ο Πιέτρο, όλα αυτά δεν προοιωνίζονται τίποτε καλό. Ένα πράγμα ήταν βέβαιο: ξαφνικά η δολοφονία φωτιζόταν με ένα εντελώς διαφορετικό φως. Ο Πιέτρο έφερε ξανά στον νου του τις σκέψεις που είχε κάνει σχετικά με τον Μαρτσέλο με βάση τις λεπτομέρειες που περιείχε η αναφορά. Τώρα πλέον κατανοούσε καλύτερα τι σήμαινε η αμαρτία για τον Μαρτσέλο και πώς ο φόβος του για τη θεία κρίση είχε πιθανώς επηρεάσει την ιδιοσυγκρασία του άλλοτε ενισχύοντας και άλλοτε αντιπαλεύοντας τις καλλιτεχνικές του απόψεις. Ή διπλή του ταυτότητα τελικώς δεν τον είχε σώσει. Ο Αρλεκίνος, ένας ηθοποιός. Όλα αυτά αποκτούσαν νέο βάρος.
Προκειμένου να υπηρετήσει τη δίκαιη υπόθεση της Δημοκρατίας, είχε αναγκαστεί να ζήσει μυστικά αυτό που η ζωή του ως ηθοποιού του επέτρεπε να φωνάζει πάνω στο σανίδι -όμως, σύμφωνα με την κλασική και εφήμερη αυτή εξουσιοδότηση, με τα ενδύματα κλεμμένων ζωών, για τις οποίες δεν απολάμβανε παρά μόνο μια ψευδαισθητική λύτρωση. Αυτήν ακριβώς τη ρωγμή θέλησε προφανώς να εκμεταλλευτεί, όχι χωρίς διορατικότητα άλλωστε, το Συμβούλιο των Δέκα όταν στρατολόγησε τον Μαρτσέλο ως πληροφοριοδότη του... Αποδεχόμενος αυτόν το ρόλο, ο Μαρτσέλο είχε καταδικάσει τον εαυτό του να δρα σιωπηλά για το κοινό καλό· ωστόσο αυτή του ακριβώς η επιλογή προφανώς προϋπέθετε τους χειρότερους συμβιβασμούς από την άποψη της ηθικής. Διότι, εντέλει, δεν ήταν παρά ένα από τα εκτελεστικά όργανα της Γαληνοτάτης, ακριβώς όπως ο Πιέτρο. Ποιον είχε καταδώσει, ποιον είχε προδώσει; Του είχε συμβεί να σκοτώσει; Είχε άραγε βάψει τα χέρια του με αίμα...; Ο Πιέτρο μόλις άρχιζε να διαβλέπει την απόγνωση που θα πρέπει να διακατείχε τον Μαρτσέλο στις στιγμές της αγωνίας του, διχασμένος καθώς ήταν ανάμεσα στα δύο πρόσωπα του Ιανού. Ηθοποιός και πράκτορας της Δημοκρατίας: μια άβυσσος. Αυτό δεν ήταν τόσο απροσδόκητο. Ο Βιραβόλτα κατέβηκε από την εξέδρα. Ο Γκολντόνι είχε καθίσει, με τα χέρια ανάμεσα στα πόδια του, συντετριμμένος. «Νομίζω πως αυτή τη φορά ξεπέρασα την αντοχή μου», είπε. «Εδώ και κάποιον καιρό έλεγα να φύγω στην Πάρμα, και πιστεύω πως τώρα ήρθε η ώρα». «Κάρλο!» αντέτεινε ο Βεντραμίν. «Και το Καρναβάλι; Όχι, ούτε να το σκέφτεσαι. Μου είχες υποσχεθεί τρία ακόμη έργα· πρέπει να τα ανεβάσουμε όπως είχαμε συμφωνήσει. Ή φθινοπωρινή σεζόν ήταν
καλή χάρη σ’ εσένα. Επιτέλους καταφέρνουμε να κάνουμε αυτό που και οι δυο μας πάντα ονειρευόμασταν. Δεν είναι τώρα η ώρα να παραιτηθούμε! Αν αυτό το θλιβερό επεισόδιο παραμείνει μυστικό, όπως το ελπίζω, το κοινό δεν θα φλυαρήσει γι’ αυτό που συνέβη στο θέατρό μας. Αν μόνο ξέραμε τι συνέβη, εγώ...» «Μεσέρ Γκολντόνι, δεν τίθεται θέμα να εγκαταλείψετε τη Βενετία προς το παρόν», είπε ο Πιέτρο. «Για τις ανάγκες της έρευνας, πρέπει να παραμείνετε εδώ. Πρέπει να ανακρίνω το ταχύτερο δυνατόν όλα τα μέλη του θιάσου· σε αυτούς προσθέτω τους λιμπρετίστες και τους μουσικούς της ορχήστρας, τους χορογράφους και τους σκηνογράφους, τους τραγουδιστές, τους χορευτές και τις χορεύτριες. Εν ολίγοις, όλο το προσωπικό του Σαν Αούκα». «Τότε όμως... η υπόθεση θα γίνει γνωστή!» αναφώνησε ο Βεντραμίν. «Δεν είναι καλό για τη δουλειά μας όλο αυτό!» «Ούτως ή άλλως, θα πρέπει κάπως να εξηγήσουμε την εξαφάνιση του Μαρτσέλο. Μην ανησυχείτε: όλοι θα μάθουν μόνο ότι χρειάζεται να ξέρουν, τίποτε περισσότερο. Δεν τίθεται ζήτημα να επεκταθούμε στις λεπτομέρειες αυτού του ειδεχθούς εγκλήματος, εκτός αν το ζητήσω ρητά εγώ υποθέτω ότι θα συμφωνήσετε επ’ αυτού, έτσι δεν είναι;» Ο Βεντραμίν και ο Γκολντόνι συγκατένευσαν. Ο Πιέτρο στράφηκε ακόμη μια φορά προς το σταυρωμένο πτώμα. «Ακόμη μια ερώτηση...» «Τι πράγμα;» είπε ο Γκολντόνι. «Απ’ όσο γνωρίζω, ο Μαρτσέλο ήταν αρκετά θρησκευόμενος...» Ο δραματουργός συγκατένευσε. «Ναι... Πολύ λίγοι από τους δικούς μας αποδίδουν στον Θεό την
πρέπουσα ευλάβεια, αυτό είναι βέβαιο. Όμως ο Μαρτσέλο, ανάμεσα στα πολλά του παράδοξα, είχε και το εξής: παρά την ελαφρά και πολυτάραχη ζωή του, πήγαινε κάθε εβδομάδα στον Σαν Τζόρτζιο Ματζόρε». Ο Πιέτρο συνοφρυώθηκε και έμεινε για λίγο σκεπτικός. Όντως ο κατάσκοπος τελούσε κάθε εβδομάδα τα θρησκευτικά του καθήκοντα προς τον αναστημένο Χριστό...; Κάτι τέτοιο ήταν πολύ πιθανό, με βάση τους συλλογισμούς που είχε κάνει ο ίδιος ο Πιέτρο. Επί του παρόντος, αυτό που τον προβλημάτιζε ήταν ο προφανής συσχετισμός ανάμεσα σε αυτή την πιθανότητα -ή τη βεβαιότητα- και τη συμβολική σκηνοθεσία της δολοφονίας. Να κάτι που άξιζε να το εξετάσει σε βάθος. Ένας άνδρας που τον κατέτρυχε η αμαρτία, σταυρωμένος πάνω στα σανίδια της ίδιας του της διπλοπροσωπίας, ανάμεσα στα κοστούμια των διαφόρων ρόλων που ενσάρκωνε, με τα μάτια του βγαλμένα... Να είχε άραγε δει κάτι που τον καθιστούσε επικίνδυνο; Ο σύνδεσμος με τη δική του πίστη ήταν πραγματικός ή μήπως ένας απλός συνειρμός στον νου του Πιέτρο; Ξαφνικά το πρόσωπό του φωτίστηκε. «Ξέρετε ποιος λειτουργεί στον Σαν Τζόρτζιο Ματζόρε;» Τη φορά αυτή του απάντησε ο Βεντραμίν. «Πρόκειται για τον πατέρα Κόζιμο Καφέλι. Ο Καφέλι. Για φαντάσου... «Ναι, τον γνωρίζω», είπε ο Πιέτρο. «Ήταν επίσης ο εξομολογητής του Μαρτσέλο», πρόσθεσε ο Γ κολντόνι. «Εξομολογητής του, είπατε; Ενδιαφέρον...» Ο Πιέτρο σταμάτησε και πέρασε τα δάχτυλά του πάνω στα χείλη
του, συλλογισμένος. Είχε πράγματι συναντηθεί με τον Καφέλι στο παρελθόν· κι εκείνος ήταν αδύνατον να μη θυμόταν τη Μαύρη Ορχιδέα. Συγκεκριμένα, είχε βοηθήσει τον Οτάβιο να πείσει τους ανακριτές να κατηγορήσουν τον Πιέτρο για αθεΐα, σκευωρία και αμφίβολη ηθική, έτσι ώστε να αποχωριστεί την Άννα Σανταμαρία και να ριχτεί στη φυλακή. Ο Καφέλι είχε παίξει ένα ρόλο διόλου αμελητέο στη σύλληψη του Βιραβόλτα. Να λοιπόν που το πράγμα αρχίζει να έχει ενδιαφέρον... Ο Πιέτρο ξαναβρήκε το χαμόγελό του. «Σας ευχαριστώ». Τώρα τον καλούσε ο Μπρότσι· ο Πιέτρο στράφηκε προς το μέρος του. Ο ιατρός της Quarantia Criminale είχε μείνει πάνω στη σκηνή και ανασήκωνε τα φαρδιά μαύρα μανίκια του. «Θα πρέπει τώρα να με βοηθήσετε να τον ξεκρεμάσουμε».
*****
Το πτώμα του Μαρτσέλο Τορετόνε κειτόταν σε μία από τις υπόγειες αίθουσες της Quarantia Criminale. Εδώ δεν υπήρχαν ούτε στολίδια ούτε χρυσάφια, αλλά μόνο οι γυμνοί πέτρινοι τοίχοι και ένα παγερό ψύχος που εισέβαλλε από τον φεγγίτη ο οποίος έβλεπε στο δρομάκι. Ο Πιέτρο είχε έξαφνα την εντύπωση πως είχε ξαναβρεθεί στο κελί του. Στο κέντρο του δωματίου ο Μπρότσι ήταν εν δράσει. Ο Πιέτρο τον είχε βοηθήσει, όχι χωρίς αποστροφή, να εγκαταστήσει
εδώ το πτώμα με τα άκαμπτα μέλη, που ήταν ξαπλωμένο στο εξεταστικό τραπέζι. Τώρα ο Μπρότσι μπορούσε να προχωρήσει σε πιο λεπτομερή ανάλυση. Δεν υπήρχε καμία ανάγκη να ανατάμει το πτώμα· αντιθέτως, δεν έπρεπε να του διαφύγει τίποτε σχετικά με την ακριβή φύση των τραυμάτων και των συνθηκών του δράματος. Μουρμουρίζοντας κάτω από τα γένια του, ο Μπρότσι είχε ξαναφορέσει τα γυαλιά του και εξέταζε τις ρίζες των μαλλιών, τις κόγχες, τα δόντια, τη γλώσσα και το στόμα, τις πληγές στα πόδια, τα χέρια και το πλευρό, την επιγραφή πάνω στο στέρνο. Περπατούσε από τη μία άκρη του πτώματος ως την άλλη, επιμένοντας πότε στα νύχια και πότε στο εσωτερικό των μηρών. Είχε διασκορπίσει στον αέρα λίγο άρωμα, όμως αυτό δεν ήταν αρκετό για να διαλύσει την τρομερή δυσοσμία που είχε πλημμυρίσει το δωμάτιο. Λίγο πιο πέρα, το σακίδιό του ήταν και πάλι ανοιχτό· είχε απλώσει τα όργανά του πάνω σε ένα τραπεζάκι με λευκό κάλυμμα: χειρουργικά μαχαίρια και νυστέρια, ψαλίδια, μεγεθυντικό φακό, λαβίδες, αιθέρα και οινόπνευμα, όργανα μέτρησης και χημικές σκόνες που ο Πιέτρο δεν ήξερε καν ότι υπήρχαν. Δίπλα εκεί υπήρχε μια μικρή λεκάνη όπου ο Μπρότσι βύθιζε από καιρού εις καιρόν τα εργαλεία του που κουδούνιζαν με θόρυβο. Ο Πιέτρο είχε ήδη δει πολλά πτώματα στη ζωή του και οι πρόσφατες αναμνήσεις του από τη φυλακή δεν ήταν και οι πιο ευχάριστες· μολαταύτα, έτσι όπως στεκόταν μέσα στη νύχτα σ’ αυτή την παγερή αίθουσα που μόλις τη φώτιζαν δύο φανάρια, δεν μπορούσε να μην ανατριχιάσει. Το θέαμα αυτού του αποσαρκωμένου όντος, αυτού του πτώματος με τις γαλαζωπές φλέβες από το οποίο είχαν ξεριζώσει ως και το βλέμμα, διαπερνούσε την ψυχή με τον πιο μακάβριο τρόπο. Και το να βλέπει τον Μπρότσι να μεταχειρίζεται το θύμα σαν ένα κοινό κομμάτι κρέας ήταν ιδιαιτέρως αποκαρδιωτικό. Κι εγώ που ονειρευόμουν να περάσω απόψε τη νύχτα στους κήπους κάποιας εγκαταλελειμμένης
πριγκίπισσας, συλλογίστηκε ο Πιέτρο. Είχε επιθυμήσει να παραδοθεί στη νυχτερινή αποθέωση του σώματος, να χαθεί μέσα στα στήθη, τους μηρούς, την αγκαλιά μιας γυναίκας, για να ξεχάσει την Άννα Σανταμαρία και τους μήνες της φυλακής· και αντ’ αυτού, ο Βιραβόλτα είχε βρεθεί εμπρός σε ένα άψυχο σώμα, ξαπλωμένο πάνω στο σάβανό του. Τώρα ήθελε να μάθει περισσότερα. Σκυμμένος πάνω στο πτώμα, ο Μπρότσι μιλούσε μεγαλόφωνα, απευθυνόμενος τόσο στον Πιέτρο όσο και στον εαυτό του. «Το τραύμα στο πλευρό το προκάλεσε όντως η αιχμή της λόγχης που βρέθηκε στα παρασκήνια του θεάτρου Σαν Λούκα. Το όπλο είναι εδώ, θα πρέπει να το σφραγίσουμε. Πρόκειται για τραύμα βαθύ το οποίο διέτρησε τον αριστερό πνεύμονα, χωρίς ωστόσο να πλήξει την καρδιά· πιθανότατα επιτάχυνε την επιθανάτια αγωνία του θύματος χωρίς αναγκαστικά να του αφαιρέσει τη ζωή. Το σώμα τοποθετήθηκε με τον ίδιο τρόπο όπως ο Χριστός επάνω στο σταυρό, με ένα ακάνθινο στεφάνι στο μέτωπο. Ανευρίσκονται ίχνη ξιδιού στις γωνίες των χειλιών...» Ή επιστροφή στην Quarantia έδωσε στον Πιέτρο την ευκαιρία να γνωριστεί καλύτερα με τον παράξενο αυτόν άνθρωπο, τον Μπρότσι. Και εκείνου οι ενέργειες καλύπτονταν από μυστικότητα· εργαζόταν για την Criminale δέκα και πλέον έτη. Ο Αντόνιο Μπρότσι δεν ανήκε εξαρχής στην τάξη των ευγενών· ήταν ένας απλός cittadino που κατόρθωσε να ανέλθει κοινωνικά χάρη στις ικανότητές του. Στο παρελθόν είχε διατελέσει προσωπικός ιατρός πολλών γερουσιαστών και μελών του Μεγάλου Συμβουλίου, και με αυτό τον τρόπο επεξέτεινε το δίκτυο των σχέσεών του και εδραίωσε τη φήμη του. Ο Αντόνιο ήθελε να υπηρετήσει το Κράτος και, όπως είχε εκμυστηρευθεί στον Πιέτρο, έπρεπε να διαθέτει μεγάλη αφοσίωση προκειμένου να αντισταθμίζει τον μακάβριο χαρακτήρα της καθημερινής του απασχόλησης. Ο ίδιος ο πατέρας του είχε
δολοφονηθεί σε ένα δρομάκι στη συνοικία Σάντα Κρότσε· το συμβάν αυτό δεν ήταν άσχετο με το γεγονός ότι ο Αντόνιο έγινε, αργότερα, ένας από τους νεκροθάφτες της Δημοκρατίας, των οποίων το έργο απαιτούσε τόση αυταπάρνηση και εσωτερική δύναμη. Ο Πιέτρο πέρασε jo χέρι του πάνω στο πρόσωπό του. Ή κόπωση είχε αρχίσει να τον κυριεύει. Καταπνίγοντας ένα χασμουρητό, είπε στον Μπρότσι: «Όλα αυτά... είναι καθαρή σκηνοθεσία... μια σκηνοθεσία καρναβαλιού. Ή αυλαία, οι ανοιχτές κουρτίνες που μοιάζουν να μας λένε: καλώς ήρθατε στο θέαμα... Ειλικρινά, υποπτεύομαι ότι ο φόνος αυτός είναι έργο ενός πνεύματος λιγότερο βάρβαρου απ’ όσο υποδεικνύει το αποτρόπαιο της εκτέλεσης. Ή μάλλον, για να είμαι πιο ακριβής, ενός πνεύματος βάρβαρου που κρύβεται πίσω από τους ωραιότερους τρόπους του κόσμου. Ή ειδεχθής αυτή εκλέπτυνση φέρει το σημάδι των πραγματικών παρακμιακών. Ο δράστης επέλεξε και υπολόγισε τα πάντα έτσι ώστε να επιτύχει... ένα δραματικό αποτέλεσμα. Ο εσταυρωμένος, αυτή η παράξενη φράση στο στήθος του, ένα είδος αινιγματικού ποιήματος...» «Είναι πιθανόν ο δολοφόνος να υποχρέωσε το θύμα να πιει ξίδι από ένα σφουγγάρι», συνέχισε από την πλευρά του ο Μπρότσι. «Και μάλιστα τη στιγμή ακριβώς του μαρτυρίου, επιβάλλοντας έτσι στον Μαρτσέλο τα διάφορα μαρτύρια που υπέστη ο Χριστός, από την ανάβαση στον Γολγοθά ως το θάνατό του. Τα μάτια του πράγματι αφαιρέθηκαν. Ένα υπόλειμμα του αριστερού βολβού αποκαλύπτει θραύσματα γυαλιού που έσπασε κατά την αποκοπή του οπτικού νεύρου. Θα πρέπει να προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε την προέλευσή του. Είναι ένα γυαλί απαλό, λείο, αλλά κάπως πυκνό· θα μπορούσε κάλλιστα να προέρχεται από το Μουράνο, αν λάβουμε υπόψη την κατασκευή του και τη διαύγεια του κρυστάλλου· τα
θραύσματα είναι πολύ μικρά για να πούμε περισσότερα». «Καταλάβετέ με, Μπρότσι. Μπορώ να κατανοήσω ότι ο άνθρωπος πιθανόν να δολοφονήθηκε επειδή ενεργούσε μυστικά για λογαριασμό των Δέκα και της Criminale. Όμως για ποιο λόγο ένας φόνος τόσο θεαματικός; Γιατί αυτό το κλείσιμο του ματιού, το τόσο ειρωνικό όντως, που μοιάζει να μας προσκαλεί στη σκηνή αυτού του δράματος σαν να εισερχόμασταν και εμείς με τη σειρά μας σε ένα θεατρικό έργο, γραμμένο από κι εγώ δεν ξέρω ποιον τρελό δραματουργό; Έναν δραματουργό που, προφανώς, πόρρω απέχει από την ιδιοσυγκρασία του Σιερ Γκολντόνι, τον οποίο θεωρώ ότι μπορώ να διαγράψω από τον κατάλογό μου των υπόπτων, όπως άλλωστε και τους δύο αδελφούς Βεντραμίν. Πρόκειται όμως για έναν εραστή του θεάτρου, της μίμησης... και του Πανταλόνε, του οποίου το κοστούμι βρήκα λίγο πιο πέρα, τυλιγμένο σε μπάλα. Όσο για την καρφίτσα που μου υποδείξατε, και που ανήκει στη Λουτσιάνα Σαλιέστρι... Δεν νομίζετε ότι η σύμπτωση είναι πολύ βολική; Υπερβολικά, ίσως. Εκτός εάν ο Μαρτσέλο ήταν εραστής τής εν λόγω νεαρής κυρίας, όπως και ο γερουσιαστής Τζιοβάνι Καμπιόνι. Μια κοινή υπόθεση ζήλιας θα με ανακούφιζε, όμως δυσκολεύομαι να το πιστέψω. Όλα αυτά, Μπρότσι, μου φαίνονται σατανικά κατασκευασμένα». Ο ιατρός σήκωσε τα μάτια και είπε: «...Κατασκευασμένα, όπως ένας συγγραφέας διευθετεί τον διάκοσμό του και τη μοίρα των ηρώων του. Συμφωνώ με την άποψή σας». «Ο δράστης επιστράτευσε όλη τη φροντίδα και το ταλέντο του για να εκτελέσει αυτό το σκοτεινό ανοσιούργημα. Ο Μαρτσέλο θα πρέπει να φώναζε πολλή ώρα μέσα στο έρημο θέατρο καθώς τον αφαίμαζαν και τον κάρφωναν στα σανίδια με το σφυρί. Είναι
υπερβολικά διεστραμμένο για να πρόκειται για μια απλή βεντέτα, που μπορεί να κανονιστεί εξίσου καλά και πιο εύκολα με το ξίφος, το πιστόλι ή το αρκεβούζιο. Ο δολοφόνος επιδίωκε να τον κάνει να υποφέρει, και ίσως να μιλήσει. Ένα βασανιστήριο... Και πάλι όμως, Μπρότσι, γιατί στο θέατρο; Γιατί να μην τον απαγάγει και να τον μεταφέρει αλλού;» «Διότι έπρεπε να τον βρούμε, αγαπητέ μου», είπε ο Μπρότσι σκύβοντας ξανά επάνω στον νεκρό. Ο Πιέτρο πλατάγισε τη γλώσσα του σε ένδειξη επιδοκιμασίας. «Ή αινιγματική επιγραφή πάνω στο σώμα του είναι ένα ακόμη σημάδι που αποδεικνύει ότι ο δολοφόνος ήθελε να απευθυνθεί σ’ εμάς. Πράγματι, Μπρότσι, θέλησε να μας φωνάξει κάτι... Κι αυτό δεν μοιάζει σε τίποτε με μια, πώς να το πω... κλασική διαδικασία βασανισμού. Σκηνοθετήθηκε με αποδέκτες εμάς, δηλαδή τη Δημοκρατία. Υπάρχει ωστόσο κάτι ακόμη, κάτι πολύ παράξενο...» «Καταλαβαίνω τι εννοείτε», είπε ο Μπρότσι καθώς καθάριζε τα γυαλιά του με το μαντίλι του. Το μέτωπό του ήταν ιδρωμένο. «Τα μάτια, έτσι δεν είναι;» Ο Πιέτρο σήκωσε τον δείκτη του και χαμογέλασε. «Τα μάτια, ναι. Το ακάνθινο στεφάνι, η πληγή στο πλευρό, ο σταυρός, το ξίδι, όλες οι υπόλοιπες εκχυμώσεις ή τα σημάδια του λιθοβολισμού, ας τα δεχθούμε όλα αυτά... Όμως γιατί να του αφαιρέσει τα μάτια; Αυτό δεν έχει καμία σχέση με τη Βίβλο, Μπρότσι. Μια φάλτσα νότα, όπως φαίνεται, σ’ αυτή τη μακάβρια παράσταση. Ωστόσο είμαι πεπεισμένος πως δεν οφείλεται στην τύχη. Τέλος πάντων! Έχουμε ήδη, όπως φαίνεται, πολλά νήματα να κινήσουμε. Τη Λουτσιάνα Σαλιέστρι, την εταίρα... τον γερουσιαστή Τζιοβάνι Καμπιόνι... και εντέλει τον εξομολόγο του Σαν Τζόρτζιο, τον πατέρα
Καφέλι. Ο Πιέτρο αναστέναξε και θυμήθηκε τα λόγια που του είχε πει ο Εμίλιο την ώρα που εγκατέλειπε το παλάτι των Δόγηδων: Πίστεψέ με, μόλις εισήλθες στον προθάλαμο της Κόλασης. Δεν θα αργήσεις να το αντιληφθείς. Ο Πιέτρο κοίταξε τον Μπρότσι. Εκείνος του χαμογέλασε ξύνοντας ταυτόχρονα τα γένια του. Έριξε μια ματωμένη μύλη μέσα στη λεκάνη του, που αντήχησε και πάλι. Το νερό βάφτηκε κόκκινο από το αίμα. «Καλώς ήρθατε στην κόλαση των εγκληματικών υποθέσεων της Quarantia», είπε.
*****
Ο Πιέτρο περπατούσε στους δρόμους της Βενετίας. Ετοιμαζόταν να συναντήσει τον Λαντρέτο στο πανδοχείο όπου θα διανυκτέρευαν, εν αναμονή μιας πιο άνετης λύσης την οποία σύντομα θα τους έβρισκε ο Εμίλιο. Με το κεφάλι του ακόμη γεμάτο σκοτεινές σκέψεις, ο Πιέτρο, με τα χέρια στην πλάτη, κοιτούσε τα πόδια του με συλλογισμένο ύφος. Ή νύχτα ήταν προχωρημένη. Είχε σηκωθεί ένας ψυχρός άνεμος. Οι άκρες από τον φαρδύ μαύρο μανδύα του ανέμιζαν πίσω του. Απορροφημένος στις σκέψεις του, δεν πρόσεξε, καθώς έστριβε σε ένα δρομάκι, τους τέσσερις άνδρες με τα φανάρια και τα σκούρα ρούχα, που θα μπορούσε κανείς να τους περάσει για Κυρίους της Νύχτας αν δεν φορούσαν ανησυχητικές μάσκες. Το μισοσκόταδο
τους έδινε μιαν όψη ακόμη πιο αλλόκοτη και χιμαιρική. Ο Πιέτρο δεν αντιλήφθηκε την παρουσία τους παρά μόνο όταν ήταν προφανές ότι τον είχαν παγιδεύσει. Δύο άνδρες τού έφραζαν το δρόμο από τη μία πλευρά και άλλοι δύο από την άλλη. Πίσω από τις μάσκες τους διακρινόταν το μοχθηρό τους χαμόγελο· απόθεσαν τα φανάρια τους, πράγμα που έδωσε φευγαλέα στο δρομάκι την όψη μιας θεατρικής σκηνής ή μιας στοάς φωτισμένης εν αναμονή κάποιας σπουδαίας προσωπικότητας. Ο Πιέτρο σήκωσε τα μάτια. «Τι σημαίνει αυτή η παρεμπόδιση;» ρώτησε. «Σημαίνει ότι θα μας δώσεις ήρεμα το πουγκί σου», είπε ο ένας από τους κλέφτες. Ο Πιέτρο κοίταξε εκείνον που μίλησε, και μετά τον διπλανό του. Στη συνέχεια στράφηκε προς τους δύο άλλους, που στέκονταν περήφανα πίσω του. Ήταν όλοι τους οπλισμένοι, ο πρώτος με ένα ρόπαλο, ο δεύτερος με ένα μικρό ξίφος και οι άλλοι δύο με κοντά σπαθιά. Ο Πιέτρο χαμογέλασε αργά: «Και αν τυχόν αρνηθώ;» «Τότε θα βρεθείς με κομμένο το λαιμό, ιππότη». «Ή θα χάσεις το μάτι που σου απομένει», αστειεύτηκε ο σύντροφός του, αναφερόμενος στο κάλυμμα που φορούσε ακόμη ο Πιέτρο στο ένα μάτι του. Κατάλαβα. «Τελικά οι δρόμοι της Βενετίας δεν είναι πολύ ασφαλείς στις ημέρες μας». «Σε ποιον το λες! Εμπρός. Το πουγκί». «Κύριοι, οφείλω να σας το πω. Πιστεύω ότι, έστω και τυφλός, θα μπορούσα να σας ξυλοφορτώσω και τους τέσσερις. Πηγαίνετε, και
δεν θα σας κάνω κακό. Φθηνά θα τη γλιτώσετε». Εκείνοι ξέσπασαν σε γέλια. «Τον ακούτε; Στα γόνατα, ιππότη. Και δώσε μας τα φλουριά σου». «Είμαι υποχρεωμένος να επαναλάβω την προειδοποίησή μου». «Επανάλαβε ότι θέλεις, όμως απαλλάξου από το πουγκί σου». Ο άνδρας πλησίαζε απειλητικά. Καλώς! σκέφτηκε ο Πιέτρο. Λίγη εξάσκησί] δεν θα μας βλάψει. Ίσιωσε το στέρνο του, άνοιξε αργά τις άκρες του μανδύα του και τον άφησε να πέσει πίσω του, αποκαλύπτοντας το ξίφος και τα πιστόλια στο πλευρό του. Για μια στιγμή οι αντίπαλοί του έδειξαν να διστάζουν. Ο Πιέτρο έφερε το χέρι του στη λαβή του όπλου του. Οι ληστές συνέχισαν να πλησιάζουν περικυκλώνοντάς τον. «Εντάξει... Επειδή σας λυπάμαι, θα χρησιμοποιήσω μόνο το σπαθί μου», είπε ο Πιέτρο ξιφουλκώντας. Ή κόψη του σπαθιού άστραψε για λίγο στο σεληνόφως, καθώς οι τέσσερις κακοποιοί τού χιμούσαν. Τότε όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Με δύο αστραπές, το σπαθί έσχισε τον αέρα. Ο πρώτος μασκοφόρος πληγώθηκε βαθιά στον ώμο και άφησε από το χέρι του το ρόπαλο. Το ξιφίδιο του δεύτερου διέγραψε στο χώρο ένα τόξο, μαζί με τα τρία δάχτυλα που του έκοψε ο Πιέτρο, ο οποίος έκανε στροφή λυγίζοντας τα γόνατα· απέφυγε ένα εχθρικό χτύπημα που χάθηκε στο κενό, και κατέκοψε τις κλειδώσεις των ποδιών του τρίτου. Τέλος σηκώθηκε ξαφνικά όρθιος και, συνεχίζοντας να στριφογυρίζει όπως μόνο ο
ίδιος ήξερε, σχεδίασε με την μπότα του ένα αστέρι στο μέτωπο του τέταρτου, που αμέσως άρχισε να αιμορραγεί. Ο άνδρας έχασε τη μάσκα του. Αλληθώρισε για μια στιγμή και, αφού τρέκλισε για ένα ή δύο δευτερόλεπτα, σωριάστηκε στα πόδια του Πιέτρο λιπόθυμος, περισσότερο από τον τρόμο του παρά από τον πόνο. Τώρα και οι τέσσερις άνδρες κείτονταν κατάχαμα, ο ένας σφίγγοντας με το χέρι τον ώμο του, ο δεύτερος ουρλιάζοντας και αναζητώντας τα δάχτυλά του που έλειπαν, ο τρίτος προσπαθώντας να σταματήσει το αίμα που ανέβλυζε από τις κλειδώσεις του. Για να μη μιλήσουμε για τον αρχηγό της συμμορίας, που ταξίδευε ήδη σε άλλους, πιο ήρεμους τόπους, έχοντας χάσει τις αισθήσεις του. Ο Πιέτρο χαμογέλασε. Περιμάζεψε τον μανδύα του και πήρε από την μπουτονιέρα του το λουλούδι. Πλησίασε εκείνον που σφάδαζε από τους πόνους σφίγγοντας τα ματωμένα πόδια του. Ο ληστής σταμάτησε προς στιγμήν να ουρλιάζει και ύψωσε το βλέμμα προς τον νικητή του. Ο Πιέτρο άφησε να πέσει το άνθος, που στριφογύρισε στον αέρα και κατέληξε δίπλα στον άνδρα. Μετά έκανε μεταβολή και εξαφανίστηκε. Ο άνδρας, με τα μάτια γουρλωμένα, κοίταξε το λουλούδι. Ήταν σαν μια υπογραφή που έλεγε: Από εδώ πέρασε η Μαύρη Ορχιδέα.
[1] Κατά τη διδασκαλία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, τόπος διαμονής των ψυχών των ενάρετων μη χριστιανών και των αβάπτιστων νηπίων. (Σ.τ.Μ.)
[2] Ψιλικατζίδικα, δρόμοι με πάγκους μικροπωλητών. (Σ.τ.Μ.) [3] Θεατρώνης. (Σ.τ.Μ.) [4] Απλοί πολίτες (μη ευγενικής καταγωγής). (Σ,τ.Μ.)
Δεύτερος Κύκλος
ΑΣΜΑ IV
Οι Φιλήδονοι Ή Λουτσιάνα Σαλιέστρι δεν ανήκε στις ευγενείς εκείνες δέσποινες που η Βενετία αρεσκόταν ενίοτε να παρουσιάζει στις επίσημες δεξιώσεις, όπως συνέβη κατά την επίσκεψη του Ερρίκου του Γ', όταν η Δημοκρατία, μη αρκούμενη να επιδεικνύει την πολιτική της μεγαλοπρέπεια, πρόσθετε σε αυτήν, δίκην αλατοπίπερου, μια παρέλαση ωραίων γυναικείων προσώπων, που είναι ο δεύτερος μαστός της Φήμης. Όχι, η Λουτσιάνα ήταν μια εταίρα πολυτελείας με ταραχώδες πεπρωμένο. Καυχάτο ότι έγραφε ποιήματα και φιλοσοφούσε, ενώ ταυτοχρόνως φορούσε μάσκα για να επιδεικνύει τους θησαυρούς του αισθησιασμού της. Εκμεταλλευόμενη τη γοητεία της, που αναστάτωνε τους πάντες, ενσάρκωνε συγχρόνως τη λογία και την πόρνη, τα κατακάθια των λαϊκών τάξεων και την αφρόκρεμα της εκλεπτυσμένης νεότητας. Όπως όλα τα αμφιβόλου ηθικής κορίτσια, η Λουτσιάνα παρέβαινε όλες τις απαγορεύσεις που επέβαλλε η εξουσία· στην πραγματικότητα, μια ευμενής ανεκτικότητα και η σιωπηρή προστασία των ισχυρών τής επέτρεπαν να παρακάμπτει με άνεση τους κυβερνητικούς μύδρους. Από μόνη της αποτελούσε, τρόπον τινά, έναν θεσμό: αν πωλούσε το σώμα της, το έκανε για να προσφέρει ηδονή σε σημαίνοντες ταξιδιώτες, για να διευκολύνει τις διαπραγματεύσεις εμπορικών υποθέσεων πρώτης γραμμής ή για να ανακουφίζει τους πολιτικούς από τις καθημερινές τους έγνοιες. Οι ανακριτές κατεδίωκαν βεβαίως τις πόρνες, αλλά κυνηγούσαν τις φτωχές κοπέλες της Πλατείας Σαν Πόλο, των στοών
του Σαν Μάρκο ή της Σάντα Τρινιτά· η Λουτσιάνα, χήρα στα είκοσι δύο της ενός πάμπλουτου εμπόρου υφασμάτων που ήταν διάσημος σε όλη τη Βενετία για τη φιλαργυρία του, περιφερόταν γύρω από τους κήπους του παλατιού των Δόγηδων επωφελούμενη πλήρως από την αμφιλεγόμενη κατάστασή της. Ήταν γοητευτική: πρόσωπο υπέροχο, λακκάκι στα χείλη, μάτια ελαφίνας, σώμα τέλειο που διαγραφόταν κάτω από τα αραχνοΰφαντα φορέματα, τα κεντήματα και τις δαντέλες· είχε υπάρξει χορεύτρια, και το παράστημά της και μόνο μάγευε τους περιπατητές. Σε αυτό πρόσθετε ένα άρωμα μυστηρίου που ξυπνούσε όλες τις φαντασιώσεις, άλλοτε κρυμμένη πίσω από τη βελούδινη μάσκα της και άλλοτε με μόνο όπλο την ερεθιστική και ελλειπτική ρητορεία της, που της επέτρεπε να αιχμαλωτίζει τους θαυμαστές της με απαράμιλλη δεξιότητα. Δεξιωνόταν στη βίλα της, που είχε θέα στο Μεγάλο Κανάλι και την οποία είχε κληρονομήσει, όπως και όλα τα υπόλοιπα. Χάρη στο γάμο της, είχε αποφύγει τη σκοτεινιά του μοναστηριού· εντέλει, του χρωστούσε τα πάντα. Ο Μεσέρ Σαλιέστρι είχε τέτοια ψύχωση με τα δουκάτα του που είχε γίνει θρύλος: ψιθύριζαν ότι μετρούσε τα λεπτά όπως τα χρήματα, διότι, κατά τη δική του έκφραση, ο χρόνος ήταν «σπάνιο αγαθό». Αυτό τον άνθρωπο που δεν είχε το ταίρι του στην τσιγκουνιά η Λουτσιάνα συνέχιζε μέχρι και σήμερα να τον τιμά. Αναβε κεριά στη μνήμη του, ενώ ταυτοχρόνως διασπάθιζε ωραιότατα την περιουσία που εκείνος είχε συσσωρεύσει. Ήταν τόσο σπάταλη όσο φιλοχρήματος είχε υπάρξει εκείνος. Ή Λουτσιάνα είχε βρει άλλες δραστηριότητες για να ικανοποιεί τις ορέξεις της: δινόταν σε όποιον θεωρούσε αντάξιό της. Για ένα διάστημα η συντροφιά του Μαρτσέλο τη διασκέδαζε. Ή σχέση της με τον γερουσιαστή Τζιοβάνι Καμπιόνι είχε εντελώς διαφορετικές προεκτάσεις. Όμως, κατά τα φαινόμενα εκτός και αν υποκρινόταν, πράγμα στο οποίο άλλωστε διέθετε μεγάλο ταλέντο-, αγνοούσε ακόμη αυτό που είχε συμβεί στο Σαν
Λούκα. Ακολουθώντας τις υποδείξεις του Εμίλιο Βιντικάτι, ο Πιέτρο, εξερχόμενος από την Quarantia το προηγούμενο βράδυ, έκαψε την αναφορά που του είχε δώσει ο μέντοράς του. Σήμερα το πρωί είχε ανακρίνει όλο το προσωπικό του θεάτρου για να επιβεβαιώσει τα άλλοθι, με τη συνδρομή των Μπρότσι και Λαντρέτο. Τα αποτελέσματα δεν υπήρξαν διαφωτιστικά, και έτσι αποφάσισε να συναντήσει τη Λουτσιάνα στη βίλα της στο Μεγάλο Κανάλι. Ή βίλα Σαλιέστρι ήταν ένα από αυτά τα μικρά βενετσιάνικα κοσμήματα που οι περαστικοί μετά βίας υποπτεύονται την ύπαρξή τους, καθώς τους εξαπατά μια ερειπωμένη πρόσοψη η οποία κρύβει ένα εσωτερικό πραγματικά εντυπωσιακό. Μόλις διέβαινε κανείς τις αψίδες της εισόδου, εισερχόταν σε έναν κήπο ο οποίος έμοιαζε σαν να μη βρισκόταν πουθενά, σαν ένα απόλυτο όνειρο: στο κέντρο του ένα σιντριβάνι, παρτέρια με άνθη, κάποιες δενδροστοιχίες που κατέληγαν σε άλλες στοές. Όχι πως ο κήπος ήταν μεγάλος σε διαστάσεις, όμως αμέσως σε μετέφερε σ’ έναν άλλο κόσμο, σβήνοντας ως εκ θαύματος το θόρυβο της πόλης και αφήνοντας να πλανάται μόνο ο ήρεμος ψίθυρος του νερού, αληθινή πρόσκληση για ανάπαυση και νωχέλεια. Το ίδιο το κτίριο, σε δύο ορόφους, συνέθετε αυτές τις αντιθέσεις σε μιαν ισόρροπη αρμονία. Οι τοίχοι, κατά τόπους βεβαρημένοι με υγρασία, όφειλαν ένα μέρος της παρακμιακής ομορφιάς τους σε αυτές ακριβώς τις φθορές· ωστόσο δεν πρόδιδαν τον εσωτερικό πλούτο του διακόσμου, τον οποίο ο Πιέτρο αντίκρισε αμέσως μόλις εισήλθε έπιπλα λουστραρισμένα με χρυσές κλειδαριές, βαθιά ντιβάνια καλυμμένα με βελούδα ή μεταξωτά, δυναστικά πορτραίτα, καθρέφτες αντικριστοί με τα είδωλά τους να πολλαπλασιάζονται στο άπειρο, πόρτες διακριτικά μισάνοιχτες που αποκάλυπταν κρεβάτια με ουρανό, υφάσματα με κυματιστές πτυχώσεις να πέφτουν εμπρός σε κόγχες... Με το πρώτο
βήμα ένιωθες να σε διαπερνά αυτή η ποιητική και διακριτική, μολονότι μπαρόκ, ατμόσφαιρα. Εντούτοις η συνομιλία με τη Λουτσιάνα υπήρξε πραγματικά επώδυνη για τον Πιέτρο. Παρ’ ότι είχε ακούσει να μιλούν για τη Μαύρη Ορχιδέα, η Σαλιέστρι αγνοούσε την αληθινή ταυτότητα του ανθρώπου που της παρουσιάστηκε στο όνομα του Δόγη· ο Πιέτρο, από την πλευρά του, όντας ενήμερος για όλα τα κουτσομπολιά που κυκλοφορούσαν σχετικά με τις παρεκτροπές της ωραίας χήρας, και μετά από τόσους μήνες στη φυλακή, αναπόφευκτα άφηνε τις σκέψεις του να ολισθήσουν προς άλλα εγκλήματα, πολύ πιο ευχάριστα από αυτό που τον κατέτρυχε μετά την επίσκεψή του στο Σαν Λούκα. Το χαμόγελό της, τα χείλη της, ο γελαστός λαιμός της, τα στήθη της που όλο και τα έφερνε κάτω από τη μύτη του με όλο τον υπολογισμό για τον οποίο ήταν ικανή, θα αποτελούσαν γι’ αυτόν πραγματικό βασανιστήριο αν δεν υψωνόταν ακόμη μέσα στην καρδιά του σαν προμαχώνας η ανάμνηση του μεγάλου του έρωτα, της Άννας Σανταμαρία. Όμως, το να υποκριθεί τον αδιάφορο μπροστά σε αυτή την καλλονή, που έκανε τα πάντα για να τον σαγηνεύσει, επιστρατεύοντας όλο το ανθολόγιο των ανυπόμονων αναστεναγμών με την επίπλαστη φυσικότητα που χαρακτηρίζει την άκρατη θηλυκότητα, αποτελούσε πραγματικό κατόρθωμα. Ο Πιέτρο δεν απείχε πολύ από το να θέλει να δώσει στην ωραία Λουτσιάνα την τιμωρία που της άξιζε και να την αναγκάσει να παραδοθεί, πριν και η ίδια με τη σειρά της τον παρακαλέσει να κορέσει τους πόθους της, εγκαταλείποντας άπαξ διαπαντός όλα της τα καμώματα. Αντ’ αυτού, όμως, ήταν υποχρεωμένος να της μιλά για συνωμοσίες και σταυρώσεις. Δεν ξέρω αν αυτό θα μπορέσει να διαρκέσει πολύ ακόμη. Ήταν καθισμένος απέναντι της, σε μια πολυθρόνα από μοβ βελούδο, και χτυπούσε νευρικά τα δάχτυλά του στα μπράτσα· εκείνη, μισοξαπλωμένη στο ντιβάνι, κοιτούσε από καιρού εις καιρόν
προς τα παράθυρα που έβλεπαν στο μπαλκόνι και στους ψιθύρους του Μεγάλου Καναλιού. Ένα αντίτυπο της κωμωδίας του Πλαύτου Miles Gloriosus [ 1 ] ήταν ανέμελα ανοιχτό πλάι της. Ο Πιέτρο είχε αφαιρέσει το κάλυμμα του ματιού του και είχε σχεδιάσει για την περίσταση μια ουλή στο δεξί του μάγουλο. Στο δεξί του αυτί κρεμόταν ένας κρίκος. Φορούσε ένα κοντό σακάκι, λευκό και χρυσό, και γάντια στα ίδια χρώματα. Είχε αποθέσει κάπου κοντά το σκούρο καπέλο του. «Τι κάνατε προχθές το βράδυ;» τη ρώτησε σταυρώνοντας τα πόδια του. Εκείνη χαμογέλασε, αναστέναξε και διόρθωσε μια τούφα που έπεφτε στο μέτωπό της· μια τούφα ξανθιά, αυτό το ξανθό το σχεδόν κόκκινο που αποκτούν οι Βενετσιάνες ύστερα από πολύωρη έκθεση στον ήλιο στις βεράντες τους. Εδώ οι γυναίκες συνήθιζαν να κάθονται στα μπαλκόνια φορώντας στο κεφάλι ένα μεγάλο ψάθινο καπέλο από το οποίο είχε αφαιρεθεί το κάλυμμα· έβρεχαν τα μαλλιά τους με χυμό από ραβέντι, του οποίου η οξύτητα, σε συνδυασμό με τις ζεστές ακτίνες, τους χάριζε εντέλει αυτή την τόσο ιδιαίτερη απόχρωση. «Τι κάνει, κατά τη γνώμη σας, τη νύχτα μια γυναίκα σαν κι εμένα;» Ο Πιέτρο, που το στόμα του είχε ξεραθεί, χαμογέλασε βεβιασμένα. «Μήπως κατά τύχη πήγατε να παρακολουθήσετε την παράσταση του Γκολντόνι στο θέατρο Σαν Λούκα;» Ή Λουτσιάνα έφερε το χέρι της στα κόκκινα μάγουλά της και μετά πάνω στο λαιμό της, χαϊδεύοντας αφηρημένα ένα μενταγιόν σε σχήμα δελφινιού. Νέο χαμόγελο. «Α... Αναφέρεστε προφανώς στον Μαρτσέλο. Βλέπω ότι είστε
καλά πληροφορημένος. Όχι, για να πω την αλήθεια, εκείνη τη νύχτα έκανα διάλειμμα. Έμεινα μόνη εδώ να αναπαυθώ, πράγμα που δεν συνηθίζω». «Μόνη, πραγματικά;» Ο Πιέτρο χαμογέλασε. «Λουτσιάνα, μιλήστε μου για τον γερουσιαστή Τζιοβάνι Καμπιόνι. Ακόυσα ότι, όπως ο Μαρτσέλο, ανήκε στη χορεία των θαυμαστών σας...» Εκείνη έδειξε προς στιγμήν να εκπλήσσεται, αλλά γρήγορα ανέκτησε την ψυχραιμία της και γέλασε κελαρυστά. «Τελικώς, τίποτε δεν διαφεύγει από τη διορατικότητα της Δημοκρατίας!» «Και προπάντων η συμπεριφορά των αξιότερων εκπροσώπων της. Ήταν μαζί σας εκείνο το βράδυ ο επιφανής μας γερουσιαστής; Θα ήταν πρόθυμος, κατά τη γνώμη σας, να επιβεβαιώσει... το άλλοθι σας;» Ή Λουτσιάνα συνοφρυώθηκε. «Ώστε λοιπόν χρειάζομαι άλλοθι; Φοβάμαι ότι δεν καταλαβαίνω. Ίσως ήρθε η ώρα να μου εξηγήσετε τον ακριβή λόγο της επισκέψεώς σας». Λύγισε το ένα της πόδι αφήνοντας το φόρεμά της να ανέβει ως το γόνατο. Μια φευγαλέα ματιά στάθηκε αρκετή για να μαντέψει ο Πιέτρο μια λευκή δαντέλα που επέτεινε την αίσθηση της στέρησης την οποία ένιωθε. Ο αντιπερισπασμός ήταν απολύτως επιτυχής. Έψαξε στην τσέπη του μανδύα του, άνοιξε ένα μαντίλι και της έβαλε κάτω από τη μύτη τη χρυσή καρφίτσα. «Το αναγνωρίζετε αυτό το αντικείμενο;»
Εκείνη αναφώνησε έκπληκτη. Άρπαξε αμέσως την καρφίτσα και την εξέτασε με προσοχή. «Δική μου είναι, πράγματι! Ο Τζιοβάνι παρήγγειλε αυτό το κόσμημα για μένα σε έναν χρυσοχόο στο Ριάλτο... Ναι, είναι η καρφίτσα μου, δεν υπάρχει αμφιβολία, δείτε αυτά τα αρχικά! Μου την έκλεψαν πριν από λίγες μόλις ημέρες. Μου ήταν αδύνατον να τη βρω· φαντάζεστε την ταραχή μου, φοβόμουν πολύ μήπως εξοργιστεί ο Τζιοβάνι... Μα πού τη βρήκατε;» «Συγχωρήστε με που γίνομαι άγγελος κακών... αλλά η καρφίτσα αυτή βρέθηκε στον τόπο ενός εγκλήματος. Δίπλα στο πτώμα του Μαρτσέλο Τορετόνε». Ή Λουτσιάνα έμεινε άφωνη, ανοίγοντας διάπλατα τα ελαφίσια μάτια της. Απολαυστικό θέαμα. Είτε έπαιζε τέλεια θέατρο είτε όντως προσπαθούσε να συνέλθει από το σοκ, χρειάστηκε να περάσουν αρκετά δευτερόλεπτα πριν κατορθώσει να αρθρώσει συγκροτημένο λόγο. «Ο Μαρτσέλο... Νεκρός; Πώς συνέβη αυτό;» «Τον δολοφόνησαν». «Χριστέ και Κύριε...» Νέα σιωπή. «Όμως... τι ακριβώς έγινέ;» Ο Πιέτρο έσφιξε τα χείλη. «Παραλείπω τις λεπτομέρειες, Signora, οι οποίες δεν έχουν τίποτε το χαρμόσυνο». «Μα ποιος θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο;» «Αυτό ακριβώς είναι που ερευνώ. Θα επιθυμούσα λοιπόν να
υπολογίζω επ’ αυτού στην πλήρη συνεργασία σας». Το βλέμμα της Λουτσιάνα χάθηκε στο κενό. Έφερε το χέρι της στο στήθος και κούνησε το κεφάλι της με το πρόσωπο αλλοιωμένο από μια ξαφνική θλίψη. «Θεέ μου... Τι τραγωδία. Και αναρωτιόμουν για ποιο λόγο ο Μαρτσέλο δεν μου είχε δώσει σημεία ζωής. Ήταν να ιδωθούμε χθες βράδυ... κι εγώ...» Ξαφνικά σιώπησε και κοίταξε τον Βιραβόλτα, του οποίου το καχύποπτο ύφος δεν της είχε διαφύγει. Προσπάθησε να ξαναβρεί το αφελές ύφος της: «Εγώ δεν έχω καμία σχέση με αυτό, πιστέψτε με! Αυτή την καρφίτσα μου την έκλεψαν, τι άλλο να σας πω;» «Και δεν έχετε καμία ιδέα για το ποιος μπορεί να την υπεξαίρεσε...; Ο ίδιος ο Μαρτσέλο, ίσως;» «Τι αλλόκοτη ιδέα! Για ποιο λόγο να το κάνει;» «Και ο Τζιοβάνι;» «Ο Τζιοβάνι; Και τι συμφέρον θα είχε να μου κλέψει μια καρφίτσα που ο ίδιος μου είχε δωρίσει; Άλλωστε δεν ήταν εδώ προχθές. Έχω αρκετό καιρό να τον δω». Ο Πιέτρο ξεσταύρωσε τα πόδια του και έγειρε προς το μέρος της. «Απ’ όσο γνωρίζετε, είχε εχθρούς ο Μαρτσέλο;» Ή Λουτσιάνα χαμογέλασε αδιόρατα. «Ναι, είχε έναν εχθρό». Ανασήκωσε αινιγματικά τα φρύδια. «Τον εαυτό του», πρόσθεσε.
Ο Πιέτρο ένωσε τα χέρια του κάτω από το πιγούνι του. Να γνώριζε άραγε η εταίρα τη διπλή δράση του Μαρτσέλο; Δεν ήταν βέβαιος. «Ο Μαρτσέλο ήταν ένα αγόρι... περίπλοκο», συνέχισε η Λουτσιάνα. «Αυτό ήταν ακριβώς που τον έκανε τόσο ελκυστικό. Τον κατέτρυχε η ιδέα μήπως κάνει το κακό. Ήθελε πάση θυσία να το αποφύγει. Πιστεύω πως... θεωρούσε τον εαυτό του υπεύθυνο γι’ αυτό που έπαθε η δύστυχη η μητέρα του. Σήμερα είναι ανάπηρη και μισότρελη. Όμως πάντα ήταν έτσι. Τρελή για τον Θεό, με αντιλαμβάνεστε; Ποτέ της δεν ήταν ιδιαίτερα ισορροπημένη, ούτε άλλωστε και ο σύζυγός της. Όταν σταμάτησε να παίζει, η κατάστασή της επιδεινώθηκε. Ο Μαρτσέλο, από την πλευρά του, ήταν από τη φύση του βασανισμένος». «Τι άλλο γνωρίζετε γι’ αυτόν;» Ή Λουτσιάνα κοίταξε ξανά τον Βιραβόλτα στα μάτια. «Δεν σας είπα ήδη πολλά; Ο Μαρτσέλο ήταν σπουδαίος ηθοποιός. Έκρυβε καλά το πόσο υπέφερε. Στον έρωτα... είχε ιδιάζουσες προτιμήσεις. Δεν ήταν μόνο... οι γυναίκες». Ο Πιέτρο ανασήκωσε το ένα φρύδι του. Ή Λουτσιάνα ξερόβηξε. «Επιτρέψτε μου να μην επεκταθώ άλλο επί του θέματος. Πιστεύω ότι οι νεκροί έχουν δικαίωμα σε κάποιας μορφής σεβασμό. Ας πούμε ότι θεωρώ πως τον Μαρτσέλο δεν τον αγάπησαν ποτέ αρκετά και ότι τον τοποθετούσαν σε δεύτερη μοίρα, μετά τον Θεό. Αυτός είναι εν μέρει ο λόγος που ήθελα να του προσφέρω, με τον ταπεινό μου τρόπο, ένα είδος θεραπείας...» «Καταλαβαίνω...» είπε ο Πιέτρο. Έμεινε για λίγο συλλογισμένος και συνέχισε:
«Θα ήταν αδιάκριτο να σας ρωτήσω αν δεχθήκατε τελευταία άλλους άνδρες, Signora;» Εκείνη τον κάρφωσε έντονα με το βλέμμα. Ή γοητεία του δεν την άφηνε ασυγκίνητη, ο Πιέτρο ήταν πεπεισμένος γι’ αυτό. Τα μάγουλά της κοκκίνισαν και πάλι. Πέρασε τη γλώσσα πάνω στα χείλη της. «Κοιτάξτε... Έρχονται φορώντας μάσκες, καταλαβαίνετε...; Υπήρξαν τρεις... Ο ένας τους ήταν Γάλλος, αν κρίνω από την προφορά του. Τους άλλους δύο δεν τους γνωρίζω, δεν τους είχα ξαναδεί... Έρχονται, με κάνουν δική τους και ξαναφεύγουν. Θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε. Εσείς, επί παραδείγματι. Τις τελευταίες αυτές λέξεις τις πρόφερε ψιθυριστά. Τα πρόσωπά τους απείχαν πλέον λίγα μόλις εκατοστά. Ο Πιέτρο απέστρεψε το κεφάλι και ύψωσε τα μάτια προς την οροφή. Ή συζήτηση με τη Λουτσιάνα διήρκεσε λίγα ακόμη λεπτά· ο Πιέτρο επιχείρησε να επανέλθει σε αυτό που είχε υπονοήσει προηγουμένως η εταίρα, αλλά χωρίς επιτυχία. Είχε όντως ο Μαρτσέλο άλλες σχέσεις... πιο ανομολόγητες; Δεν ήταν μόνο οι γυναίκες, είχε πει η Λουτσιάνα. Και ο Πιέτρο θυμόταν επίσης τις σκέψεις του Γκολντόνι στο θέατρο Σαν Λούκα: Ο Μαρτσέλο δεν μπορούσε στην πραγματικότητα να συνεννοηθεί με τις γυναίκες. Έδινε πάντοτε την εντύπωση ότι τις περιέπαιζε. Μαρτσέλο Τορετόνε, ηθοποιός, πράκτορας των Δέκα... και επιπλέον, εραστής των ανδρών; Ναι, ήταν πολύ πιθανόν. Το πράγμα ταίριαζε απόλυτα. Επαμφοτερίζων ως τα άκρα... Και ακόμη ένα στοιχείο που απούσιαζε από την αναφορά των Δέκα. Άραγε να το αγνοούσαν, ή μήπως το είχαν χρησιμοποιήσει σαν έναν επιπρόσθετο μοχλό χειραγώγησης;
Εν πάση περιπτώσει, η υποκριτική τέχνη του Μαρτσέλο θα πρέπει να ήταν απίστευτη. Αυτό που αποκόμισε ο Πιέτρο ήταν προβληματισμός και απογοήτευση. Χρειάστηκε λίγο χρόνο για να συγκεντρώσει τις σκέψεις του αφότου άφησε τη Λουτσιάνα στις συνομιλίες της του ντιβανιού. Και ενώ εκείνος απομακρυνόταν από τη βίλα, η Λουτσιάνα τον παρακολουθούσε από το μπαλκόνι της συλλογισμένη, δένοντας τα μαλλιά της. Τα αδιαμφισβήτητα θέλγητρά της νεαρής γυναίκας χόρευαν ακόμη μέσα στον νου του Πιέτρο καθώς ανέβαινε και πάλι στη γόνδολα που τον είχε φέρει ως τη βίλα Σαλιέστρι. Λουτσιάνα! Μια ταραχώδης προσωπικότητα... Αισθησιακή, προκλητική, και συνάμα πειθήνια· λάτρις της πολυτέλειας και της ηδονής, πρόσφερε το σώμα της ψηλαφώντας όλα τα πουγκιά και μετρώντας ξανά και ξανά την περιουσία που της είχε αφήσει ο σύζυγός της... Τι δουλειά είχε η καρφίτσα της στο θέατρο Σαν Λούκα, πλάι στο πτώμα του Μαρτσέλο; Ή ίδια διαβεβαίωνε ότι δεν ήξερε ποιος της την είχε κλέψει: αν έλεγε την αλήθεια, θα μπορούσε να είναι ο Μαρτσέλο, ο Τζιοβάνι Καμπιόνι ή οποιοσδήποτε από τους θαυμαστές της. Ο γερουσιαστής ίσως να ήταν ένα πρόσωπο-κλειδί. Όμως το να προσεγγίσει ένα τόσο υψηλά ιστάμενο πρόσωπο απαιτούσε μια κάποια λεπτότητα, και ο τρόπος που θα διενεργούσε την ανάκριση απαιτούσε κάποιες τακτικές προεργασίες: έπρεπε να συζητήσει, σχετικά με τη στρατηγική που θα ακολουθούσε, με τον Εμίλιο Βιντικάτι και τον ίδιο τον Δόγη. Ο Πιέτρο θα το φρόντιζε αυτό το ταχύτερο δυνατόν. Προς το παρόν, η Μαύρη Ορχιδέα έπρεπε να συνεχίσει την εξερεύνηση, σαν καλός στρατιώτης. Ή ανέγερση της εκκλησίας του Σαν Τζόρτζιο Ματζόρε, πάνω στο
ομώνυμο νησί που το χωρίζει από το Σαν Μάρκο ένας βραχίονας της λιμνοθάλασσας, είχε αρχίσει το 1565 υπό την επίβλεψη του Παλάντιο, για να ολοκληρωθεί σαράντα περίπου χρόνια αργότερα από έναν μαθητή του διάσημου αρχιτέκτονα. Απέναντι από το παλάτι των Δόγηδων και την Piazetta, διαδραμάτιζε έναν ρόλο όχι αμελητέο στους κόλπους της Δημοκρατίας ως προς τον έλεγχο των ναυτικών κινήσεων στην είσοδο και την έξοδο της πόλης. Ήδη από το 790 είχε οικοδομηθεί μια πρώτη εκκλησία, στην οποία τον 10ο αιώνα είχε προστεθεί μια μονή Βενεδικτίνων· τα δύο κτίσματα καταστράφηκαν από σεισμό και ανοικοδομήθηκαν αργότερα, τον 16ο αιώνα. Μαζί με τον Redentore [ 2 ] της Τζουντέκα, η εκκλησία Σαν Τζόρτζιο Ματζόρε ήταν η μόνη που είχε εξ ολοκλήρου σχεδιαστεί από τον Παλάντιο. Καθώς αποβιβαζόταν στο προαύλιο που τη χώριζε από τα κύματα, ο Πιέτρο δεν ήταν δυνατόν να μείνει ασυγκίνητος από την ομορφιά αυτής της πρόσοψης από πέτρα της Ίστρια, που την κοσμούσαν κίονες κορινθιακού ρυθμού. Χαμογέλασε κοιτάζοντας τα αγάλματα των Δόγηδων που είχαν εγκαταστήσει στα άκρα του κτιρίου, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για τις δωρεές τους προς το μοναστήρι. Ένα καινούριο καμπαναριό, που δεν είχε τίποτε να ζηλέψει από εκείνο της Πλατείας του Αγίου Μάρκου, είχε μόλις ανεγερθεί στη θέση του παλαιότερου, το οποίο αναγόταν στον 15ο αιώνα και ήταν πια ερειπωμένο. Σ’ αυτή την εκκλησία λειτουργούσε ο πατήρ Καφέλι, εξομολόγος του μεταστάντος Μαρτσέλο. Ο Πιέτρο εγκατέλειψε τον υπηρέτη του, διέσχισε το προαύλιο, ανέβηκε τα λίγα σκαλοπάτια που το χώριζαν από τις μεγάλες διπλές πόρτες και εισήλθε στο εσωτερικό της εκκλησίας. Καθώς προχωρούσε ανάμεσα στις σειρές των καθισμάτων, ο Βιραβόλτα προετοιμαζόταν για τη συνάντηση υποσχόμενος εκ των προτέρων στον εαυτό του να διατηρήσει την ηρεμία του και, στο
μέτρο του δυνατού, την αίσθηση του χιούμορ του. Στην πραγματικότητα όμως δεν είχε λησμονήσει το ρόλο που είχε παίξει ο Καφέλι στον εγκλεισμό του στη φυλακή. Αν τα χέρια του δεν ήταν δεμένα, ευχαρίστως θα ξυλοκοπούσε τον ψεύτη και καταδότη ιερέα, για να του θυμίσει τους καλούς τρόπους. Το ξαναντάμωμα κινδυνεύει να είναι επεισοδιακό. Ο Πιέτρο βρήκε τον Καφέλι πλάι στην Αγία Τράπεζα: έδειχνε να διαλογίζεται εμπρός σε έναν πίνακα που παρίστανε την Αποκαθήλωση. Ή εκκλησία ήταν άδεια, εκτός από μια μορφή με κουκούλα -προφανώς κάποια μοναχή που είχε έρθει να προσευχηθεί- η οποία σηκώθηκε και αποχώρησε σιωπηλά. Ο Καφέλι κοίταξε πίσω του καθώς άκουσε τα βήματα του Πιέτρο να αντηχούν κάτω από τις αψίδες. Απόθεσε πάνω στην Αγία Τράπεζα τη Βίβλο που κρατούσε στο χέρι του και μετά έσβησε δύο κεριά ενώ υποδεχόταν τον νεοφερμένο με ένα ελαφρό συνοφρύωμα. Ο Πιέτρο έριξε μια ματιά στον πίνακα της Αποκαθήλωσης· είδε τότε ξανά τον εαυτό του, μαζί με τον Μπρότσι, τον ιατρό της Quarantia Criminale, να ξεκρεμούν το πτώμα του Μαρτσέλο, εκτεθειμένο δίκην θηράματος στη σκηνή του Σαν Λούκα. Έδιωξε από τον νου του αυτή την εικόνα και κοίταξε ξανά τον Καφέλι. Εκείνος φάνηκε να διστάζει για λίγο, και μετά, αναγνωρίζοντας το αληθινό πρόσωπο του Βιραβόλτα, παρά το ημίφως και την επιτηδευμένη του εμφάνιση, μετά βίας συγκρότησε μια κραυγή έκπληξης. Οι δυο τους κοιτάχτηκαν για λίγο. Ο ιερέας ένωσε τα χέρια του εμπρός στο λευκό του άμφιο. Ήταν ένας άνδρας μεσαίου αναστήματος, σχεδόν φαλακρός, με παχιά χείλη και χοντρό πρόσωπο, τόσο φουσκωμένο που έμοιαζε σχεδόν δυσανάλογο με το υπόλοιπο σώμα του. Όμως αυτό που κυρίως εντυπώσιασε τον Βιραβόλτα ήταν η χλομάδα του δέρματός του. Ο Κόζιμο Καφέλι είχε μια έμπνευση και άφησε να πλανάται η
σιωπή, ώσπου τέλος μίλησε. «Αυτό κι αν είναι απροσδόκητο... Βιραβόλτα!» «Αυτοπροσώπως», είπε ο Πιέτρο. Ακολούθησε και πάλι σιωπή. Έπειτα ο Καφέλι ξαναμίλησε: «Νόμιζα ότι σύντομα θα διαβαίνατε τη Γέφυρα των Στεναγμών για να εκτελεσθείτε, ή τουλάχιστον να λάβετε τις βουρδουλιές που σας αξίζουν...» «Σας παρακαλώ, μην αφήνετε να χαλάσει η διάθεσή σας». «Πείτε μου, δραπετεύσατε; Όχι... Προφανώς πουλήσατε την ψυχή σας για να βρείτε κάποια διέξοδο από τη θλιβερή σας κατάσταση... Τι προσφέρατε στο Συμβούλιό των Δέκα για να αποφασίσει αυτή την αμνηστία; Πολύ θα ήθελα να το γνωρίζω. Ελπίζω, πάντως, η χάρη που σας δόθηκε να είναι μόνο προσωρινή. Προσωπικά, πιστεύω ότι θα έπρεπε να παραμείνετε για πολύ καιρό ακόμη στα Μολύβια. Όμως έχω συνηθίσει να υποδέχομαι τους αποκηρυγμένους· ο Θεός απλώνει πάντα το χέρι Του σε όσους απομακρύνονται από τον δρόμο Του... Λοιπόν, Βιραβόλτα; Είστε μήπως έτοιμος να μετανοήσετε;» Ο Πιέτρο δεν μπόρεσε να συγκρατήσει το γέλιο του, ένα από αυτά τα δηκτικά γέλια που του ξέφευγαν ενίοτε, και το οποίο φυσικά δεν άρεσε καθόλου στον Καφέλι. «Όχι ακριβώς, πάτερ μου. Όμως ας αφήσουμε τις φιλοφρονήσεις. Καθώς μια συμφορά δεν έρχεται ποτέ μόνη, θα έχετε τη χαρά να πληροφορηθείτε ότι αυτή τη στιγμή ενεργώ για το καλό της ωραίας μας Δημοκρατίας... Αν ο αγγελιοφόρος δεν είναι της αρεσκείας σας, δείξτε τουλάχιστον ευαισθησία για την αρχή την οποία εκπροσωπεί! Ο Δόγης και οι Δέκα μού ανέθεσαν μια αποστολή,
ως αντάλλαγμα για την ελευθερία μου... Μια αποστολή κάπως ειδική. Και εμπιστευτική, επί του παρόντος. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ήρθα να σας δω, και επαναλαμβάνω ότι η συνάντησή μας πρέπει να παραμείνει μυστική, ειδάλλως θα υπάρξουν προβλήματα με τους γενναίους ανακριτές μας, ή με την Quarantia Criminale, στης οποίας τα κύρια χαρακτηριστικά το χιούμορ δεν κατέχει επίζηλη θέση». Λέγοντας αυτά, ο Πιέτρο αναζήτησε στον μανδύα του τη διαπιστευτήρια επιστολή με τη σφραγίδα του Δόγη. Ο Καφέλι την πήρε στα χέρια του με σκεπτικισμό. Τη διάβασε προσεκτικά με πρόσωπο ανέκφραστο και την επέστρεψε στον Βιραβόλτα με μια απότομη κίνηση. «Εσείς, υπερασπιστής των συμφερόντων της Βενετίας; Είναι να πεθαίνεις από τα γέλια. Ο γερουσιαστής Οτάβιο γνωρίζει αυτή την καινούρια φάρσα; Να είστε βέβαιος ότι εγώ θα...» Αυτή τη φορά κάθε ίχνος χαμόγελου έσβησε από το πρόσωπο του Βιραβόλτα. Προχώρησε ένα βήμα με ύφος απειλητικό: «Περί αυτού δεν αμφιβάλλω», είπε πικρόχολα. «Σας επαναλαμβάνω όμως ότι βρίσκομαι σε μυστική αποστολή, και γνωρίζετε ότι αν την αποκαλύψετε, θα εκθέσετε τον εαυτό σας στους κεραυνούς των Δέκα. Ας σταματήσουμε λοιπόν τα αστεία, αν θέλετε. Είτε σας αρέσει είτε όχι, έχω επιστρέφει». Και ας ελπίσουμε πως δεν θα τον παρατραβήξει, αλλιώς θα τον σταυρώσω εγώ ο ίδιος. Ο Πιέτρο συνοφρυώθηκε και συνέχισε: «Ήρθα να σας μιλήσω για ένα μέλος του ποιμνίου σας, πάτερ Καφέλι. Πρόκειται για τον Μαρτσέλο Τορετόνε, τον πρωταγωνιστή
του θιάσου του Γκολντόνι. Τον βρήκαν, φανταστείτε, νεκρό... σταυρωμένο πάνω στη σκηνή του θεάτρου του. Νομίζω πως ήσασταν ο εξομολογητής του...» «Τι πράγμα;» Ο Καφέλι είχε γίνει κάτωχρος. Πέρασε το χέρι του στο μέτωπό του, το κάτω χείλος του άρχισε να τρέμει. Έμοιαζε ξαφνικά συγκλονισμένος. Στο πρόσωπό του είχε ζωγραφιστεί η φρίκη. Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, παραπάτησε· ο Πιέτρο νόμισε ότι θα έπεφτε. Την τελευταία στιγμή, ο ιερέας συνήλθε. Βύθισε το βλέμμα του στο βλέμμα του Πιέτρο και ψέλλισε: «Εντάξει... καταλαβαίνω», είπε χαμηλόφωνα. «Όμως μη μιλάτε τόσο δυνατά. Δεν ξέρετε σε τι κίνδυνο εκτίθεστε». «Είμαστε μόνοι μας εδώ», είπε ο Πιέτρο, έκπληκτος από την αντίδραση του ιερέα. «Ο εχθρός είναι παντού... Ελάτε». Ή αλλαγή στη στάση του Καφέλι στο άκουσμα και μόνο του ονόματος του Μαρτσέλο αρκούσε για να πείσει τον Βιραβόλτα ότι είχε πράξει ορθά να έρθει εκεί, και τώρα αυτό τον προβλημάτιζε ακόμη περισσότερο. Ο Καφέλι πήρε τον Πιέτρο αγκαζέ και τον οδήγησε με αποφασιστικότητα προς το εξομολογητήριο του Σαν Τζόρτζιο. Εισήλθε στο εσωτερικό και έκανε νόημα στον Πιέτρο να λάβει θέση από την άλλη πλευρά. Εκείνος εισέδυσε στον μικρό σκοτεινό χώρο και τράβηξε τη μοβ κουρτίνα. Έσκυψε προς τη μικρή ρομβόσχημη γρίλια που τον χώριζε από τον ιερέα. «Ομολογώ, πάτερ μου», είπε ο Πιέτρο, «ότι είχα πολύ καιρό να βρεθώ σε μια τέτοια κατάσταση. Κάποτε πήρα τη θέση του εφημέριου της Νάπολης προκειμένου να σαγηνεύσω μια ωραία
γυναίκα, παροτρύνοντας τη νεαρή εκείνη αμαρτωλή να πέσει στην αγκαλιά μου... Γλυκιά ανάμνηση, στ’ αλήθεια». «Σταματήστε, Βιραβόλτα. Τον σταύρωσαν, είπατε;» Ο Πέτρο ανασήκωσε τα φρύδια. Ή φωνή του Καφέλι είχε χάσει την αυτοπεποίθησή της. «Ναι. Προηγουμένως ο δολοφόνος του του είχε ξεριζώσει τα μάτια». «Santa Maria... Δεν είναι δυνατόν...» «Τι γνωρίζετε γι’ αυτό, πάτερ μου; Ελάτε, σειρά σας να εξομολογηθείτε. Μην ξεχνάτε πως είναι για τη Δημοκρατία. Για ποιον εχθρό μιλάτε;» «ll Diavolo! Δεν έχετε ακούσει να μιλούν γι’ αυτόν; Είμαι βέβαιος πως το Μέγα Συμβούλιο και η Γερουσία έχουν γνώση, ότι ριγούν και μόνο στο άκουσμα αυτού του ονόματος. Ο Δόγης θα πρέπει να σας μίλησε σχετικά, έτσι δεν είναι; Ο Διάβολος! Βρίσκεται στη Βενετία!» «Ο Διάβολος...» είπε ο Βιραβόλτα ανασηκώνοντας τα φρύδια. «Χριστέ μου... Μια για ποιον ακριβώς πρόκειται;» «Κανείς δεν το γνωρίζει. Νομίζω... νομίζω ότι ο Μαρτσέλο ετοιμαζόταν να τον συναντήσει αυτοπροσώπως. Τον αποκαλούσε με ένα άλλο όνομα... Ή Χίμαιρα·, ναι, έτσι τον έλεγαν... Αυτά είναι όλα κι όλα που μπορώ να σας πω». «Δηλαδή ο Μαρτσέλο είχε κλείσει ραντεβού στο Σαν Λούκα με... τον Εωσφόρο;» «Μην ειρωνεύεστε, σας λέω, ασυνείδητο πλάσμα. Αυτή η σκιά εισχώρησε ανάμεσά μας για κακό... Και αν δεν είναι ο ίδιος ο Διάβολος, διαθέτει τη σκληρότητά του, πιστέψτε με! Αυτό που λέτε πως είδατε εκεί κάτω, στο θέατρο... δεν σας άρκεσε λοιπόν;»
Ο Καφέλι σταυροκοπήθηκε. Ο Πιέτρο αναστέναξε. «Πείτε μου... Αυτό ήταν το θέμα για το οποίο σας μιλούσε ο Μαρτσέλο όταν ερχόταν να σας δει;» Πίσω από τη ρομβοειδή γρίλια, ο Καφέλι έκανε έναν μορφασμό. «Γνωρίζετε ότι, αν εσείς δεσμεύεστε από τη μυστικότητα, το ίδιο ισχύει και για μένα, Βιραβόλτα! Και η αποστολή που σας ανέθεσαν δεν αρκεί για να απαρνηθώ το απόρρητο της εξομολόγησης εμπιστευόμενος έναν κακούργο όπως εσείς. Σας λέω μόνο ότι προετοιμάζονται τα χειρότερα, και ότι δεν χωρεί καμία αμφιβολία επ’ αυτού...» Ο Πιέτρο εξακολουθούσε να θεωρεί ότι, αν ο Μαρτσέλο ήταν όντως κατάσκοπος για λογαριασμό των Δέκα, ήταν μάλλον απίθανο να είχε αποκαλύψει στον Καφέλι κρατικά μυστικά κατά τη διάρκεια των σκοτεινών του εξομολογήσεων. Ταυτοχρόνως ο ιερέας έμοιαζε να είναι ενήμερος για ένα μέρος των ερευνητικών δραστηριοτήτων του Μαρτσέλο. Να γνώριζε άραγε περισσότερα απ’ όσα παραδεχόταν; Διόλου απίθανο. Ίσως να ήταν, κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αναμεμειγμένος στο φόνο. Αν δεν ήταν ο ίδιος πληροφοριοδότης των Δέκα, θα μπορούσε να αποτελεί για τον Μαρτσέλο μια πολύτιμη πηγή πληροφοριών. Ο τρόπος με τον οποίο οχυρωνόταν πίσω από το απόρρητο της εξομολόγησης, αν και σύννομος, φαινόταν στον Πιέτρο ύποπτος. Όσο για την ακριβή φύση των σχέσεών του με τον ηθοποιό, ήταν κάτι που άξιζε να ερευνηθεί σε βάθος. Και στο θέμα αυτό... ο Πιέτρο φοβόταν τα χειρότερα. «Τι ακριβώς γνωρίζετε γι’ αυτόν τον Μαρτσέλο;» «Αυτά που ξέρει όλος ο κόσμος. Ότι ήταν ηθοποιός στο θίασο του Γκολντόνι. «Αυτό είναι όλο;»
Ο ιερέας δίστασε. Έπιασε το κεφάλι του με τα δύο χέρια του. «Ναι». Ο Πιέτρο ήταν πεπεισμένος ότι έλεγε ψέματα. «Όμως δεν ήσασταν ο εξομολόγος του; Πάτερ μου... περί τίνος σας μιλούσε ο Μαρτσέλο; Ένιωθε να απειλείται;» «Santa Madonna... Προσευχόμουν νυχθημερόν ελπίζοντας ότι αυτό δεν θα συνέβαινε... Τι ντροπή, Κύριε... Γιατί έπρεπε να γίνουν έτσι τα πράγματα; Όλα πήγαν από το κακό στο χειρότερο... Ο Μαρτσέλο ήταν ένα αγόρι που του άξιζε να ζήσει... Ήταν...» «Μου περιέγραψαν τον Μαρτσέλο σαν ένα πλάσμα που το κατέτρυχε η αμαρτία. Είναι αλήθεια;» «Ο Μαρτσέλο ήταν... χαμένος. Είχε... είχε απαρνηθεί το βάπτισμά του. Εγώ τον βοηθούσα να ξαναβρεί την πίστη του». Ο Πιέτρο ζάρωσε τα μάτια. «Ώστε λοιπόν είχε απαρνηθεί το βάπτισμά του... Για ποιο λόγο; Πάτερ μου, για ποιο πράγμα ένιωθε ένοχος;» Ο Καφέλι κούνησε το κεφάλι του χωρίς να απαντήσει. Ο Πιέτρο αποφάσισε να γίνει πιο σαφής. «Πιστεύετε ότι η ερωτική ζωή του έπαιξε κάποιο ρόλο σ’ αυτό το θέμα;» Ή αναπνοή του Καφέλι έγινε κοφτή. Θεωρώντας αυτή τη φορά ότι η σιωπή του θα μπορούσε να εκληφθεί ως ομολογία, ο ιερέας αποφάσισε να απαντήσει: «Ή αισθηματική ζωή του Μαρτσέλο δεν αφορούσε παρά μόνο τον ίδιο, και δεν θα σας χρησίμευε σε τίποτε για την έρευνά σας». «Δεν είμαι τόσο βέβαιος γι’ αυτό. Αν όμως έτσι έχει το πράγμα,
πάψτε να διστάζετε και πείτε μου ποιους συναναστρεφόταν... Γνωρίζω ότι είχε δεσμό με τη Λουτσιάνα Σαλιέστρι... Υπήρχε και κάποιο άλλο πρόσωπο;» Καμία αντίδραση. Προφανώς ο Κόζιμο αντιστεκόταν. Ο Βιραβόλτα επέλεξε να προσεγγίσει το θέμα διαφορετικά. «Καλώς... Πάτερ μου... Απ’ όσο γνωρίζετε, μήπως ο Μαρτσέλο συναναστρεφόταν επικίνδυνους κύκλους; Είχε εχθρούς;» Ο ιερέας πέρασε τη γλώσσα του πάνω στα χείλη του· οι λέξεις ανέβηκαν στο στόμα του ύστερα από αρκετά δευτερόλεπτα, και τις πρόφερε σαν να του έγδερναν το στόμα. «Οι Στρίγκες», είπε ξέπνοα ο Καφέλι. «Τα Πουλιά της Φωτιάς...» «Πώς είπατε; Τα Πουλιά της Φωτιάς; Για τι πράγμα μιλάτε;» «Οι Στρίγκες, που τις αποκαλούν επίσης Πουλιά της Φωτιάς... Αναζητήστε τες». «Δεν καταλαβαίνω, πάτερ μου. Μήπως...» «Όχι, όχι, δεν μπορώ να σας πω περισσότερα... Τώρα φύγετε... Αφήστε με μόνο». Ο Πιέτρο του έκανε ακόμη μία ερώτηση, και μετά μια δεύτερη· ο Καφέλι είχε πάψει πλέον να απαντά. Ο Πιέτρο άκουσε ένα θρόισμα. Προσπάθησε να διακρίνει τη σιλουέτα του ιερέα από τη ρομβοειδή γρίλια. Έπειτα τράβηξε την κουρτίνα και έβγαλε το κεφάλι του από το εξομολογητήριο. Τα βήματα του Καφέλι αντηχούσαν στη σιωπή της εκκλησίας. Όπου φύγει φύγει. Κρατούσε με το ένα του χέρι τη μέση του κι έμοιαζε να σκύβει ελαφρά προς τα εμπρός, σαν να τον πονούσε η πλάτη του. Οι Στρίγκες, σκέφτηκε ο Πιέτρο. Όντα χιμαιρικά, κάτι σαν βρικόλακες, γυναίκες μαζί και σκύλες, μεσαιωνικοί θρύλοι.
Πλάσματα του σκότους, συνδεδεμένα με τις δυνάμεις της Κόλασης... Και ο Διάβολος, αυτή η Χίμαιρα... Τι μπορούσαν να σημαίνουν όλα αυτά; Ο Πιέτρο παρέμεινε αρκετή ώρα μέσα στο εξομολογητήριο, χαμένος στις σκέψεις του. Είχε τη δυσάρεστη εντύπωση ότι ο Καφέλι τού είχε πει περισσότερα απ’ όσα έπρεπε, ή όχι αρκετά. Επί του παρόντος δεν επρόκειτο να αποκομίσει τίποτε περισσότερο από τον ιερέα. Αναστέναξε, τράβηξε την κουρτίνα του εξομολογητηρίου και αποχώρησε με τη σειρά του. Επιτέλους επέστρεψε στο προαύλιο του Σαν Τζόρτζιο, όπου τον περίμενε ο Λαντρέτο. «Λοιπόν;» ρώτησε ο υπηρέτης. «Ο φίλος μας ξέρει πολλά. Δεν θα με εξέπληττε αν ήταν αναμεμειγμένος σε όλα αυτά, με τον ένα ή τον άλλον τρόπο. Δεν πρέπει να τον αφήσουμε... Θα κατορθώσω να τον κάνω να καμφθεί, όλοι αυτοί οι άνθρωποι της εκκλησίας είναι αδύναμοι. Κι έπειτα οι δυο μας έχουμε ανοιχτούς λογαριασμούς... Ωστόσο ο χειρισμός του θέματος χρειάζεται κάποιο τακτ. Ένα πράγμα είναι βέβαιο: ο Μαρτσέλο φοβόταν για τη ζωή του. Και, απ’ ότι φαίνεται, ο Καφέλι φοβάται επίσης για τη δική του... Πες μου, Λαντρέτο, οι Στρίγκες, ή Πουλιά της Φωτιάς, σου λέει τίποτε αυτό;» «Εεε... Απολύτως τίποτε». «Το φανταζόμουν». «Και κατά τα άλλα;» «Κατά τα άλλα, φαντάσου ότι, κατά τον αγαπητό μας Κόζιμο, ο Διάβολος βρίσκεται στη Βενετία...» «Πολύ άσχημο αυτό. Όμως έχω μια άλλη πληροφορία για σας».
«Α ναι;» είπε ο Πιέτρο, όρθιος εμπρός στη λιμνοθάλασσα. Σκούπισε τη φόδρα του σακακιού του. «Ο Μπρότσι έστειλε έναν άνθρωπό του να μας αναζητήσει. Εντόπισε την προέλευση των θραυσμάτων γυαλιού που βρέθηκαν στις κόγχες των ματιών του Μαρτσέλο και γύρω από το πτώμα του. Προέρχονται από το εργαστήριο του Σπαντέτι, στο Μουράνο, πράγμα που δεν θα σας εκπλήξει. Ο Σπαντέτι είναι μέλος της συντεχνίας των υαλοποιών». Ο Πιέτρο κοίταξε τον υπηρέτη. «Ο Σπαντέτι... πράγματι... ένας από τους υαλουργούς του Μουράνο. Εντάξει, φίλε μου».
κορυφαίους
Προχώρησαν προς τη γόνδολα. Ο ήλιος έδυε, λούζοντας τη Βενετία με ένα πορτοκαλί φως. «Θα πάμε εκεί με το ξημέρωμα. Απόψε όμως, Λαντρέτο...» Άνοιξε τα χέρια. Ήταν κουρασμένος και όλα αυτά τον βάραιναν. Δεν μπορούσε πλέον να αναβάλλει τον λίγο χρόνο διασκέδασης που δικαιούτο. Δεν θα απαρνιόταν τον όρκο του με το να αναζητήσει μια μικρή ανάπαυλα. Άλλωστε είχε λάβει μια επίσημη παραγγελία από τον Καζανόβα. Να φανείς αντάξιός μου, του είχε πει ο Τζιάκομο κατά την έξοδό του από τη φυλακή. Ο Πιέτρο χαμογέλασε και στράφηκε προς τον υπηρέτη του. «Απόψε, Λαντρέτο, μας δίνω άδεια. Ας επιστρέφουμε στα παλιά... Είναι καιρός να θέσουμε τέρμα σε κάποια βασανιστήρια. Τα εγκλήματα μου φέρνουν κατάθλιψη, και οι ωραιότερες γυναίκες του κόσμου μάς περιμένουν. Ας πηγαίνουμε, φτάνει πια!»
*****
Μετά την αναχώρηση του Πιέτρο, ο πατήρ Καφέλι έμεινε μόνος στην εκκλησία του Σαν Τζόρτζιο Ματζόρε, της οποίας είχε κλείσει τις θύρες. Ή νύχτα που έπεφτε πλημμύριζε τον ιερό χώρο· κυκλοφορούσε ανάμεσα στα αγάλματα, σκέπαζε με τον ίσκιο της το παγωμένο και σκονισμένο δάπεδο. Κάποια κεριά ήταν αναμμένα στον νάρθηκα του ναού. Ο Κόζιμο ήταν γονατιστός εμπρός στην Αγία Τράπεζα, με το πρόσωπο στραμμένο προς την τρομερή Αποκαθήλωση. Τώρα δεν ακουγόταν παρά μόνο η ανάσα του, που τη διέκοπταν αναστεναγμοί κι ένα παράξενο σύρισμα. Ο Κόζιμο Καφέλι, με τα μάτια δακρυσμένα, εκλιπαρούσε τον Λυτρωτή του. Ενίοτε νόμιζε ότι διέκρινε σκιές να ψιθυρίζουν γύρω του. «Ένα θέατρο σκιών», θα έλεγε ο Μαρτσέλο. Ο ιερέας δεν τολμούσε να κλείσει τα βλέφαρα, διότι μέσα στο σκοτάδι εικόνες σπαρακτικές έρχονταν να τον ταλανίσουν. Εικόνες με οσμή από θειάφι, αναδυόμενες από τα τρίσβαθα του είναι του, δεν σταματούσαν να τον κάνουν να υποφέρει, προκαλώντας του θανάσιμες οδύνες. Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες; Σήμερα, ο Εχθρός ήξερε, γνώριζε τα πάντα. Τίποτε δεν μπορούσε να του διαφύγει. Ή Βίβλος ήταν ανοιχτή εμπρός στον Καφέλι, και σε μια γκραβούρα ο Δαίμονας απευθυνόταν στον Χριστό, καλώντας Τον να τον ακολουθήσει, με το πρόσωπο να συσπάται σε έναν χλευαστικό μορφασμό, και με τη διχαλωτή ουρά του κουλουριασμένη γύρω από τα πόδια του. Σμήνη από πλάσματα της Κόλασης πετούσαν πλάι του. Όμως το κακό δεν βρισκόταν μόνο εκεί, να τριγυρνά γύρω από τον
Κόζιμο. Βρισκόταν εντός του. Όπως μέσα σε όλους τους αμαρτωλούς. Το πράγμα χειροτέρευε διαρκώς, γινόταν όλο και πιο τρομακτικό, όλο και πιο ακατανόητο. Ο Κόζιμο είχε χάσει την ευθεία οδό, είχε ξεστρατίσει. Και σύντομα το αδιανόητο θα αποκαλυπτόταν στον κόσμο, και ο ίδιος θα στιγματιζόταν από μια ντροπή χωρίς όνομα καταραμένος για πάντα, από τη Βενετία και από τους ανθρώπους! Θεέ μου, είμαι ένοχος! Ναι, Θεέ μου, αμάρτησα! Γιατί με εγκατέλειψες; Και ο Κόζιμο Καφέλι, που η σκιά του σχηματιζόταν στο δάπεδο του Σαν Τζόρτζιο μέσα στην κινούμενη αντανάκλαση των πυρσών, συνέχιζε να αυτοτιμωρείται με δυνατές βουρδουλιές στην πλάτη.
*****
Ο Πιέτρο και ο Λαντρέτο ακολουθούσαν έναν codega, έναν προπομπό που τους έφεγγε με το φανάρι, και με τον οποίο αστεΐζονταν από καιρού εις καιρόν. Είχαν αρχίσει τη βραδιά στο πανδοχείο Το Άγριο, και τώρα τραγουδούσαν, ήδη ελαφρώς μεθυσμένοι. Ή Αυτού Γαληνοτάτη Υψηλότης και ο Εμίλιο Βιντικάτι δεν είχαν φεισθεί χρημάτων για τις δαπάνες της αποστολής που είχαν αναθέσει στον Βιραβόλτα· το να πίνει κανείς εις υγείαν της Δημοκρατίας με τα δουκάτα της κυβέρνησης έκανε το ποτό ακόμη πιο γλυκό. Ή μικρή συντροφιά συναντούσε ενίοτε μια περίπολο των μαυροντυμένων Κυρίων της Νύχτας, που τους έκαναν συστάσεις να
σταματήσουν τη φασαρία. Μία και μόνο ματιά στην άδεια διέλευσης με τη σφραγίδα του Δόγη, την οποία τους παρουσίαζε αμέσως ο Πιέτρο, αρκούσε για να τους αφήσουν ήσυχους· και εν πάση περιπτώσει, μετά το επεισόδιο με τους ληστές που είχε συναντήσει εξερχόμενος από το θέατρο Σαν Λούκα, ο Πιέτρο ήταν προετοιμασμένος να απαντήσει με τη δέουσα ευγένεια σε οποιονδήποτε τυχόν επιχειρούσε να τους ενοχλήσει. Έτσι, μαζί με τον Λαντρέτο, κυκλοφορούσαν λαθραία στα υγρά πλακόστρωτα, κινδυνεύοντας ενίοτε να σκοντάψουν και συγκρατώντας ο ένας τον άλλο. Μετά το Άγριο, είχαν σταματήσει σε ένα ποτοπωλείο, ένα bastione, όπου πωλούσαν κρασί χύμα· μετά, για να τους ανοίξει η όρεξη, συνέχισαν με μπισκότα, ρακί, λικέρ τριαντάφυλλο και πορτοκάλι, γλυκό κρασί και αρωματικά σορμπέ με γάλα. Μετά από μια σύντομη στάση στο καφενείο Φλοριάν, από την πλευρά των Procuratie [ 3 ], κατέληξαν σε ένα άλλο πανδοχείο, τη φορά αυτή για να απολαύσουν ένα βασιλικό δείπνο: σούπα και αρνί, ψητά λουκάνικα, ένα ολόκληρο καπόνι με ρύζι και φασόλια, τρούφες, ένα δυο ορτύκια, τυρί ρικότα και τέλος zaletti con zebibo, γαλέτες καλαμποκιού ζυμωμένες με βούτυρο, γάλα και αβγά, γαρνιρισμένες με κίτρο και σταφίδες. Ξυπνώντας παλιές φιλίες, ο Πιέτρο και ο υπηρέτης του κατέφυγαν ακολούθως στο Ριντότο, τη διάσημη λέσχη όπου έπαιζαν φαραώ, πικέτο, χαρτιά ή ζάρια. Ή τύχη ήταν σύμμαχός τους: αποκόμισαν σημαντικά κέρδη, σε σημείο να μοιράσουν κάποια νομίσματα στις γυναίκες-μυστήριο του Σαν Μάρκο, τις ιππότισσες, προκουρατόρισσες και δόγισσες της μιας νύχτας, που περίμεναν κάτω από τις αψίδες προβάλλοντας τα θέλγητρά τους στους επίδοξους πελάτες. Χόρεψαν μαζί τους υπό τους ήχους των βιολιών ορχήστρας που βρίσκονταν διάσπαρτα γύρω από τις Procuratie· μάλιστα ο Πιέτρο, που είχε πολύ καιρό να αγγίξει τέτοιο όργανο, δοκίμασε να παίξει, γρατζουνώντας το δυνατά, έναν σκοπό του
Γκαμπριέλι. Ή σελήνη είχε ανέβει ψηλά στον ουρανό· τώρα πήγαιναν σε έναν ιδιωτικό κύκλο, από αυτούς που ανθούσαν στη Βενετία. Ο Πιέτρο ήταν ευτυχής που είχε ξανασμίξει με τον Λαντρέτο: ο υπηρέτης γινόταν και πάλι ο σύντροφος στα μεθύσια, όπως ήταν πάντα. Οι δύο άνδρες ήταν φίλοι, παρά το γεγονός ότι ο ένας τους υπηρετούσε τον άλλο· και το βράδυ αυτό οι ταξικές διακρίσεις έσβηναν εμπρός στην αναστημένη τους συντροφικότητα. Ο Πιέτρο, άλλωστε, δεν είχε ξεχάσει ποτέ ότι και ο ίδιος δεν ήταν παρά ένα χαμίνι των δρόμων που περιφερόταν στο Σαν Σαμουέλε. Ο Λαντρέτο, από την πλευρά του, δεν είχε βενετσιάνικη καταγωγή. Γεννημένος στην Πάρμα, ορφάνεψε πολύ νωρίς από πατέρα, όπως και ο Βιραβόλτα, και η μητέρα του εξαφανίστηκε και αυτή λίγο αργότερα. Ο Λαντρέτο περιπλανήθηκε καιρό στους δρόμους της Ιταλίας, στο μεταίχμιο της επαιτείας και της ληστρικής δράσης. Κάποιοι χρεοκοπημένοι ευγενείς τον πήραν υπό την προστασία τους, πρώτα στην Πίζα και μετά στη Γένοβα. Ο Λαντρέτο ήταν και αυτός πνεύμα ελεύθερο, και ο Πιέτρο ήξερε πως έκρυβε πολλούς άσους στο μανίκι του. Γελαστός και φαινομενικά αθώος, δεν του έλειπε ωστόσο μια δόση κυνισμού, κληρονομιά προφανώς από τη χαοτική πορεία του. Κάτω από την επίφαση του αφελούς και ονειροπαρμένου εφήβου, ο Λαντρέτο ήξερε να υπολογίζει το συμφέρον του και να επιδεικνύει, όταν χρειαζόταν, μεγάλη διορατικότητα. Όσο κι αν διακήρυσσε την ταπεινή καταγωγή του, είχε το ταλέντο να εισακούεται από τους ισχυρούς, και δεν ήταν ξένος προς την απελευθέρωση του κυρίου του. Ο Πιέτρο ήξερε ότι είχε κάνει τα πάντα για να τον βγάλει από το κάτεργο όπου ήταν φυλακισμένος. Ο ίδιος ο Εμίλιο Βιντικάτι είχε εντέλει τείνει ευήκοον ους στις επίμονες παρακλήσεις του νεαρού, του τόσο επιδέξιου και αφοσιωμένου. Έτσι ο Πιέτρο υποπτευόταν ότι ο Λαντρέτο είχε συμβάλει αποφασιστικά στο να πεισθεί ο Εμίλιο να αναθέσει στον ίδιο μια νέα αστυνομική αποστολή, με αντάλλαγμα
την ελευθερία του. Ο κύκλος προς τον οποίο κατευθύνονταν τώρα οι δύο άνδρες, παράρτημα της κύριας κατοικίας των Κονταρίνι, περιλάμβανε σαλόνια, μαγειρεία, αίθουσες χαρτοπαιξίας και μουσικής, αλλά και δωμάτια: εδώ είχαν επιλέξει να διαμείνουν, κατόπιν συστάσεως του Βιντικάτι, ο Βιραβόλτα με τον Λαντρέτο, έναντι έξι χιλιάδων φλουριών, στα διαμερίσματα που είχαν παραχωρηθεί στον μάγειρο ενός Άγγλου πρέσβη· και ο Πιέτρο, που γνώριζε το μέρος, δεν μπορούσε παρά να επικροτήσει την επιλογή του μέντορά του. Όταν έφθασαν εκεί, έπαιξαν ακόμη δύο ώρες στο ισόγειο, όπου ακολούθως άρχισε μια γεμάτη πάθος συζήτηση με θέμα τη συγκριτική αξία διαφόρων κειμένων του Αριόστο, πράγμα που έδωσε στον Πιέτρο την ευκαιρία να λάμψει χάρη στην απαγγελία κάποιων εύστοχα επιλεγμένων στίχων. Εκεί βρίσκονταν πολλές γυναίκες, όμως ο Πιέτρο δεν έπαψε ούτε για ένα λεπτό να φέρνει εμπρός στα μάτια του το γλυκό πρόσωπο της Άννας Σανταμαρία. Σε κάθε παλμό της καρδιάς του αντιστοιχούσαν χίλια ερωτήματα που έθετε ασταμάτητα στον εαυτό του: Πού να ήταν; Τι να έκανε; Άραγε τον σκεφτόταν, εξακολουθούσε να τον αγαπά; Ωστόσο, πέραν του ότι είχε επίγνωση της απαγόρευσης που του είχε επιβάλει ο Εμίλιο, ο Πιέτρο, μέσα στην αβεβαιότητα όπου βρισκόταν, αρνείτο να παραδοθεί στη σπαρακτική οδύνη που τον πλημμύριζε κατά κύματα και στην υποδούλωση που του προκαλούσε αυτή η εμμονή. Το πράγμα γινόταν πλέον αφόρητο. Έπρεπε να απελευθερωθεί. Να σπάσει το απόστημα. Να ξεχάσει τις αμφιβολίες του. Να ξεχάσει... Είχε στ’ αλήθεια άλλη επιλογή πέραν του να ξεχάσει αυτή τη γυναίκα και να περάσει σε άλλα πράγματα; Ω, Άννα, Άννα, Θα με συγχωρήσεις ποτέ; Να παλέψει, θα μπορούσε να παλέψει όμως πώς, εναντίον τίνος;
Αφήσου. Εκείνο το βράδυ, ήπιε πολύ. Άντε, στην υγειά σου, Τζιάκομο. Ανάμεσα στους ευγενείς που παρίσταντο εκείνο το βράδυ, φορώντας μάσκα όπως ο ίδιος, βρισκόταν μια νεαρή γυναίκα που ξεχώριζε: η Αντσίλα Αντεοντάτ, μια μιγάδα που ένας Βενετσιάνος πλοίαρχος την είχε φέρει από τις παλαιές αποικίες. Διέθετε σπάνια ομορφιά, με τις μακριές μαύρες μπούκλες της, το κόκκινο τριαντάφυλλο στα μαλλιά της, το σοκολατί χρώμα της, τις άσπρες της δαντέλες και το φόρεμά της με τις χίλιες πτυχώσεις. Ο Πιέτρο τη θυμόταν επειδή κάποτε την είχε σαγηνεύσει όπως άλλωστε και τη μητέρα και την κόρη Κονταρίνι, τις ιδιοκτήτριες της λέσχης. Αυτό είχε συμβεί πολύ πριν την Άννα. Παρά τη μάσκα του, η Αντσίλα τον αναγνώρισε επίσης. Προφανώς το λουλούδι στην μπουτονιέρα του στάθηκε αρκετό για να προδώσει την ταυτότητά του στην ωραία μιγάδα· πράγματι, καθώς περνούσαν στο σαλόνι της μουσικής, εκείνη τον πλησίασε, με βλέμμα ευθύ και αποφασισμένο. «Ώστε λοιπόν η Μαύρη Ορχιδέα βγήκε από τη φυλακή;» τον ρώτησε χαϊδεύοντας το όμορφο άνθος στο πέτο του. «Μα πώς;» Ο Πιέτρο χαμογέλασε. Εκείνη σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών και του ψιθύρισε στο αυτί: «Είσαι στ’ αλήθεια εσύ, Πιέτρο Βιραβόλτα; Τι θα έλεγες να ταξιδέψεις στα νησιά... όπως άλλοτε;» Εκείνος χαμογέλασε ξανά. «Υπάρχουν ταξίδια που δεν λησμονιούνται». Δεν άργησαν να βρεθούν οι δυο τους σε ένα από τα δωμάτια του επάνω ορόφου.
Ο Λαντρέτο αφουγκραζόταν πίσω από την πόρτα. Άκουσε τον ήχο των φιλιών και το σύρσιμο των ρούχων που έβγαιναν. Θέλησε να ρίξει μια ματιά από την κλειδαρότρυπα, αλλά εις μάτην: το κλειδί ήταν από μέσα. Βαριές ανάσες, αναστεναγμοί, μάχες ανάμεσα στα σεντόνια... Ο Λαντρέτο περίμενε λίγο ακόμη... και εντέλει αναστέναξε και αυτός βγάζοντας το καπέλο του. Για τον ίδιο απόψε τίποτε. Σε λίγο ο υπηρέτης απομακρύνθηκε για να πέσει στο κρεβάτι του. Ωστόσο η νύχτα εκείνη δεν τελείωσε έτσι. Αντιθέτως, υπήρξε το θέατρο ενός παράξενου γεγονότος. Μία ώρα πριν από την αυγή, ο Πιέτρο ξύπνησε από τρία χτυπήματα στην πόρτα του. Να ήταν άραγε όνειρο; Το γρατζούνισμα στο φύλλο της πόρτας τού επιβεβαίωσε ότι είχε ακούσει καλά. Κοίταξε την Αντσίλα Αντεοντάτ, το «δώρο του Θεού» [ 4 ], που κοιμόταν με τα μαλλιά απλωμένα στο μαξιλάρι και πάνω στον γυμνό της ώμο. Εκείνη βόγκηξε μέσα στον ύπνο της, και μετά συνέχισε να κοιμάται ξαναβρίσκοντας την κανονική της ανάσα που έβγαινε μέσα από τα σαρκώδη της χείλη. Ο Πιέτρο σηκώθηκε χωρίς να την αγγίξει, προσέχοντας να μην την ξυπνήσει. Βρήκε ένα κηροπήγιο, πλησίασε στην πόρτα κρατώντας το και την άνοιξε. Κανείς. Ούτε δεξιά, ούτε αριστερά. Όμως στα πόδια του ένιωσε κάτι. Ήταν ένα σημείωμα, γραμμένο με έναν γραφικό χαρακτήρα πυκνό και μικροσκοπικό, το οποίο είχαν μόλις ρίξει κάτω από την πόρτα. Απορημένος ο Πιέτρο το σήκωσε, πλησίασε το κηροπήγιο και διάβασε:
Ακολούθησε με, Βιραβόλτα, στο Μενουέτο της Σκιάς Δύο βήματα εμπρός, έξι αριστερά Τη στροφή σαν διαβείς, βήματα οκτώ δεξιά Στην κλειδαρότρυπα να σκύψεις Και τότε θα δεις Πόσο είναι η σάρκα σκοτεινή. ΒΙΡΓΙΛΙΟΣ Ο Πιέτρο κοίταξε και πάλι στο διάδρομο. Κι από τις δύο μεριές, μόνο σκοτάδι και η σιωπή της νύχτας. Στράφηκε για λίγο προς τα πίσω. Ή Αντσίλα εξακολουθούσε να κοιμάται. Ο Πιέτρο έμεινε εκεί για μια στιγμή, με το κηροπήγιο και το σημείωμα στο χέρι και με ύφος αποσβολωμένο... Πέρασε το χέρι του πάνω στο πρόσωπό του. Το στόμα του είχε ξεραθεί. Τι είναι πάλι αυτό; Ποιος θα μπορούσε να του είχε αφήσει αυτό το μήνυμα με το αινιγματικό περιεχόμενο; Ξαναδιάβασε το σημείωμα, έξυσε το κεφάλι του, τέντωσε τα αυτιά του. Και πάλι τίποτε. Συγκεντρώνοντας σιγά σιγά τις σκέψεις του, προσπάθησε να καταλάβει. Ανοιγόκλεισε τα μάτια κοιτάζοντας το διάδρομο, και μετά τον τοίχο απέναντι του. Έπειτα προχώρησε. Δύο βήματα εμπρός. Το πάτωμα έτριξε. Έκλεισε την πόρτα του δωματίου με προσοχή. Κοίταξε τα πόδια του, στάθηκε και πάλι ακίνητος. Φαντάστηκε τον εαυτό του έτσι ακάλυπτο, μόνο, στη μέση του
διαδρόμου· αν τον έβλεπε κανείς εκείνη τη στιγμή, ημίγυμνο με το λευκό του πουκάμισο, σίγουρα θα τον περνούσε για τρελό, ένα φάντασμα χαμένο στον κόσμο των ζωντανών ή, στην καλύτερη περίπτωση, έναν ξενύχτη με το βλέμμα ταραγμένο, ίσως υπό την επίδραση ενός ναρκωτικού από κάποια εξωτική χώρα. Συνοφρυώθηκε. Βάδιζε όπως μέσα σε ένα νεφελώδες όνειρο, ή μάλλον σε έναν εφιάλτη. Ήταν μια αίσθηση εντελώς αλλόκοτη· σαν να τον οδηγούσε μια δύναμη, ένα ανώτερο ένστικτο, που υπέτασσε τη θέλησή του. Ακολούθησε με, Βιραβόλτα, στο Μενουέτο της Σκιάς. Και τώρα χόρευε με τη νύχτα. Έξι αριστερά. Έκανε στροφή γύρω από τον εαυτό του, και αργά αργά άρχισε να τοποθετεί το ένα πόδι εμπρός στο άλλο μετρώντας μέχρι το έξι. Στ’ αριστερά του, η κλειστή πόρτα του διπλανού δωματίου, όπου κοιμόταν ο Λαντρέτο. Στα δεξιά του, ο διάδρομος σχημάτιζε γωνία. Μια σταγόνα κερί κύλησε από το κηροπήγιο και έπεσε στο δάπεδο. Ή καρδιά του Πιέτρο άρχισε να χτυπά πιο δυνατά, τόσο που εξεπλάγη και ο ίδιος. Ξερόβηξε. Όλα αυτά γίνονταν πολύ γρήγορα. Ωστόσο είχε την ακαθόριστη διαίσθηση ότι δεν έπρεπε να αντισταθεί σ’ αυτό το κάλεσμα, έστω κι αν δεν κατανοούσε διόλου το νόημά του. Πέρασε ξανά το χέρι του πάνω στο μέτωπό του. Τη στροφή σαν διαβείς, βήματα οκτώ δεξιά. Ο Πιέτρο διάβηκε τη γωνία του διαδρόμου και έκανε οκτώ βήματα. Υπήρχαν δύο αντικριστές πόρτες, μία δεξιά και μία αριστερά, και μετά άλλες δύο. Ήχοι περίεργοι άρχισαν να φθάνουν στα αυτιά του. Κάτι σαν... ανάσα, σαν βραχνό λαχάνιασμα. Μετά μια πνιχτή κραυγή, ο θόρυβος μιας κλίνης που στέναζε κάτω από το
βάρος ενός σώματος παραδομένου στο πάθος. Στην κλειδαρότρυπα να σκύψεις. Ο Βιραβόλτα έσκυψε προς την πόρτα στα δεξιά. Πράγματι αυτή διέθετε κλειδαρότρυπα, μια κοινή σιδερένια κλειδαρότρυπα, κακότεχνα σχεδιασμένη. Κόλλησε το μάτι του εδώ δεν υπήρχε κλειδί. Πλησίασε μηχανικά το κηροπήγιο προς το πρόσωπό του. Διερωτήθηκε ξανά αν ονειρευόταν· το Μενουέτο της Σκιάς είχε οδηγήσει τα βήματά του ως αυτή την πόρτα καλύτερα κι από τον πιο παράξενο χάρτη θησαυρού. Ένας θησαυρός, ναι, αλλά τι είδους; Μια εικόνα πέρασε μέσα σε μια στιγμή από τον νου του: θυμήθηκε μια παρόμοια σκηνή, όταν, παιδί ακόμη, είχε κοιτάξει μέσα από την κλειδαρότρυπα της κρεβατοκάμαρας των γονιών του, και είχε δει τον Πασκουάλε τον παπουτσή να «δαμάζει» την Τζούλια την ηθοποιό. Κατάλοιπα μιας αθωότητας από καιρό χαμένης. Θυμόταν την κατάπληξή του, την αηδία του, αυτό το σκοτεινό συναίσθημα της επιθυμίας ανάμεικτης με ζήλια εμπρός στη σαρκική ολοκλήρωση του πάθους. Μια μυστική γιορτή, ένας ύμνος στη λατρεία του σώματος. Τα εκστατικά και ζωώδη επιφάνια των αισθήσεων. Και τότε θα δεις... Ανασηκώθηκε και έτριψε τα μάτια του. Ή καρδιά του χτυπούσε δυνατά, κι όμως το θέαμα που είχε μόλις αντικρίσει δεν είχε τίποτε το χαρμόσυνο. Είχε δει καλά; Έσκυψε και πάλι. Ένας άνδρας πίεζε με όλο του το βάρος ένα λεπτοκαμωμένο σώμα. Ο ιδρώτας του έτρεχε ποτάμι, ξεφυσούσε σαν βόδι πάνω στην πόρνη, πνίγοντας τα βογκητά της, με το πρόσωπό του παραμορφωμένο από έναν τρομακτικό μορφασμό. Μια γελοία μάσκα, μισοσχισμένη, αιωρείτο ρυθμικά κάτω από το πιγούνι του.
Δεν είχε υποβληθεί στον κόπο να γδυθεί, αρκούμενος να σηκώσει το μαύρο του ένδυμα αποκαλύπτοντας τις λευκές, χοντρές και τριχωτές γάμπες του, σαν τα πόδια ενός εντόμου. Ο Πιέτρο παρακολουθούσε όλα τα στάδια αυτής της φιλήδονης μεταμόρφωσης. Ο άνδρας βογκούσε πιο δυνατά, το σφιγμένο του πρόσωπο έπαιρνε μιαν ιώδη απόχρωση· στους κροτάφους του ξεχώριζαν παλλόμενες φλέβες· η μάσκα συνέχιζε να αιωρείται... Ξαφνικά, μετά από δυο τρεις σπρωξιές ανήκουστης βιαιότητας, και ενώ το χέρι του έκλεινε και πάλι το στόμα του θύματός του, ο άνδρας έμεινε ακίνητος· το πρόσωπό του συσπάστηκε, κοκάλωσε ολόκληρος μέσα στην έκσταση, ύψωσε τα μάτια προς τον ουρανό· τη στιγμή αυτή της απόλυτης ηδονής, έμοιαζε με μονομάχο που ξαφνικά τον διαπερνά η λάμα ενός σπαθιού, ή με στρατιώτη που μόλις δέχθηκε το μοιραίο πλήγμα και είναι έτοιμος να πέσει στο πεδίο της μάχης. «Santa Madonna», επαναλάμβανε, «Santa Madonna» Ο πατήρ Κόζιμο Καφέλι, εξομολογητής του Σαν Τζόρτζιο Ματζόρε, άδειαζε κατά ριπές το φορτίο του στα σωθικά εκείνου που τώρα επικαλείτο το έλεός του. Πράγματι, ο Πιέτρο μόλις τώρα αντιλαμβανόταν ότι το άτομο που είχε υποστεί τις οδυνηρές εκείνες επιθέσεις δεν ήταν κάποια πόρνη πολυτελείας, αλλά ένας νεαρός έφηβος που μετά βίας θα είχε κλείσει τα δεκαεπτά. ...Πόσο είναι η σάρκα σκοτεινή. Τότε πλέον ο Πιέτρο, συγκλονισμένος ακόμη από το συμβάν, επέστρεψε αθόρυβα στο δωμάτιό του. Είχε διστάσει να ανοίξει ξαφνικά την πόρτα. Θα είχε εισβάλει στο δωμάτιο, αιφνιδιάζοντας τον Καφέλι· θα είχε δει το τρομακτικό του πρόσωπο να κοκκινίζει
από ντροπή· θα είχε μετρήσει όλα τα δάκρυα του ουρανού που θα κατέκλυζαν τον ιερέα βυθίζοντάς τον στην καταισχύνη· θα είχε γελάσει με αυτή την εκδήλωση υποκρισίας. Λοιπόν, πάτερ μου, με αυτό τον τρόπο εκπληρώνετε τα καθήκοντά σας προς τον Χριστό και την Παρθένο Μαρία; Πόσο ωραία είναι η ηθική σας, και τι καλό παράδειγμα δίνει στη Βενετία! Όμως όχι. Ο Πιέτρο ένιωθε και πάλι να βυθίζεται μέσα σε έναν εφιάλτη, που τον επέτειναν οι επιπτώσεις του οινοπνεύματος το οποίο είχε καταναλώσει όλο το βράδυ. Το θέαμα που είχε μόλις κατακλύσει τα μάτια και το πνεύμα του του είχε αφήσει μια πικρή γεύση στην ψυχή. Πλάγιασε ξανά, αναζήτησε τη θερμή επαφή του σώματος της Αντσίλα δίπλα του, τράβηξε πάνω τους τα σεντόνια και τις κουβέρτες. Τα χαρακτηριστικά της αισθησιακής μιγάδας αναμείχθηκαν με την εικόνα, την τόσο μακρινή, διάφανη, απρόσιτη και οδυνηρή, της Άννας Σανταμαρία. Το βράδυ εκείνο είχε την αίσθηση ότι την απαρνήθηκε. Όμως αυτός δεν ήταν ο μόνος τρόπος για να της ξεφύγει; Να ξεφύγει από ένα πάθος χωρίς μέλλον, αναγκαστικά χωρίς μέλλον; Από την άλλη, όμως... έπρεπε οπωσδήποτε να τελειώσουν έτσι τα πράγματα; Λεν ξέρω πια... Ειλικρινά, δεν ξέρω πια. Μαύρες σκέψεις στριφογύριζαν ώρα πολλή στον νου του. Ο Πιέτρο είχε αφήσει το σημείωμα του Μενουέτου της Σκιάς δίπλα στο κηροπήγιο, που τα κεριά του είχαν σχεδόν σβήσει. Νόμιζε πως έβλεπε ξανά το σταυρωμένο πτώμα του Μαρτσέλο, το σώμα του Καφέλι να αγκομαχά πάνω στο κορμί του εφήβου, το πρόσωπο του Μπρότσι σκυμμένο πάνω στη νεκροψία. Φανταζόταν το πρόσωπο του συγγραφέα του Μενουέτου της Σκιάς, συλλογιζόταν τις Στρίγκες και τη Χίμαιρα να πετούν ανάμεσα στους δαίμονες. Και σκεφτόταν
αυτή την άγνωστη υπογραφή: Βιργίλιος. Δεν κατόρθωσε να ξανακοιμηθεί.
[1] Ο Ένδοξος Στρατιώτης. (Σ.τ.Μ.) [2] Λυτρωτή. (Σ.τ.Μ.) [3] Ιστορικά κτίρια στην Πλατεία του Αγίου Μάρκου, έδρες άλλοτε των προκουρατόρων (επιμελητών, δημοσίων επιτρόπων) και των σχετικών υπηρεσιών. (Σ.τ.Μ.) [4] Στα λατινικά, a Deo data, «χαρισμένη στον Θεό». (Σ.τ.Μ.)
ΑΣΜΑ V
Το Γυαλί του Μίνωος ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ Του Αντρέας Βικάριο, μέλους του Μεγάλου Συμβουλίου Περί του Κακού Εναντίον της Ελευθερίας, κεφ. I
Το πρόβλημα του Κακού θα μπορούσα να το διατυπώσω ως εξής: εάν υπάρχει η αμαρτία, θα πρέπει άραγε να τη θεωρήσουμε ως προγενέστερη της τέλεσης των πράξεών μας, ή ως συναρτώμενη με την άσκηση της ελεύθερης βούλησής μας, σε ένα είδος ανεστραμμένης αυγουστίνειας προοπτικής; Ο Εωσφόρος υφίσταται πραγματικά μόνο στη δράση των ανθρώπων, ή θα πρέπει να τον τοποθετήσουμε ante [ 1 ], σαν μια επικρεμάμενη γάγγραινα που όχι μόνο ενυπάρχει στη φύση μας, αλλά που είναι επίσης η κινητήρια δύναμη του κόσμου, η οποία προδιαθέτει την ίδια τη Δημιουργία; Ο Τζιοβάνι ντι Λούτζιο και οι μανιχαϊστές έθεσαν επανειλημμένα αυτό το ερώτημα· πρόκειται, κατά την άποψή μου, για ερώτημα καίριας σημασίας, διότι,
αναλόγως με την απάντηση που θα δώσουμε σ’ αυτό, ο άνθρωπος είναι ή δεν είναι οντολογικά κακός. Είτε ο Δαίμονας είναι δικό μας δημιούργημα, προϊόν μιας διεστραμμένης άσκησης της ελευθερίας μας, την οποία ο Θεός, ήδη από την εποχή της Γένεσης, ριψοκινδύνευσε να μας εμπιστευτεί, καθώς αυτή αποτελεί το πλέον πολύτιμο αλλά και το πλέον επικίνδυνο δώρο, είτε το Κακό είναι ομοούσιο με τον άνθρωπο, μια δύναμη δημιουργός ή συνδημιουργός του κόσμου, όπου το σκοτεινό της μερίδιο είναι τουλάχιστον εξίσου μεγάλο με το μερίδιο του Θεού. Όμως, κατά τη γνώμη μου, η αυγουστίνεια υπεράσπιση της ελεύθερης βούλησης δεν μπορεί να εξηγήσει το Κακό στην ολότητά του· υπάρχουν κακά τα οποία δεν προέρχονται από την κακή άσκηση της ελεύθερης βούλησής μας αλλά από τη βούληση και μόνο του Θεού, όπως, αν μη τι άλλο, οι αρρώστιες και οι πόνοι που τις ακολουθούν, και που δεν εξαρτώνται από κανέναν. Θα πρέπει επομένως να το παραδεχθούμε: ο Θεός ενορχηστρώνει τα δεινά μας, και αυτόν τον Θεό, αυτό το πανταχού παρόν Ον που μπορεί να αιτιολογηθεί από τη λογική ενώ συνάμα της είναι αφόρητο, τον αποκαλώ Βεελζεβούλ. Ή αμαρτία είναι εντός μας η σφραγίδα του Εωσφόρου, που παραμόρφωσε το χαμόγελο των αγγέλων. Για το λόγο αυτό, στο ερώτημα «Είναι ο άνθρωπος κακός;» απαντώ ναι, είναι, πλην όμως δεν ευθύνεται για το Κακό στην ολότητά του, διότι στο δεύτερο ερώτημα, «Υπάρχει ο Σατανάς;», απαντώ επίσης ναι, χωρίς τον παραμικρό δισταγμό.
Στον επάνω όροφο της βίλας της, η Λουτσιάνα Σαλιέστρι
δυσκολευόταν να προχωρήσει στο ανάγνωσμά της, που επιπλέον ήταν και δυσνόητο. Συνήθως της άρεσε να μένει έτσι μόνη της και να επωφελείται από αυτές τις στιγμές της ηρεμίας για να αφοσιωθεί σε ηδονές άλλες από αυτές της σάρκας. Ο σύζυγός της είχε συγκροτήσει στο παρελθόν μια σημαντική βιβλιοθήκη, την οποία η ίδια η εταίρα διαρκώς εμπλούτιζε. Ή Λουτσιάνα αρεσκόταν, από καιρού εις καιρόν, να επιλέγει από εκεί ένα βιβλίο, το οποίο υπομνημάτιζε με τα προσωπικά της σχόλια. Όμως τη συγκεκριμένη στιγμή δυσκολευόταν πολύ να παραμείνει συγκεντρωμένη για περισσότερα από μερικά λεπτά. Απόθετε το βιβλίο, το άφηνε να πέσει δίπλα της σκεπτόμενη άλλα πράγματα, το ξανάπιανε χωρίς πάθος. Τελικώς το έβαλε κατά μέρος, με τα μάτια της χαμένα στο κενό. Ή επίσκεψη εκείνου του άνδρα που την είχε ανακρίνει με αφορμή τον θάνατο του Μαρτσέλο την είχε αναστατώσει. Σκεφτόταν τον νεκρό ηθοποιό με τρυφερότητα. Δεν είχε επεκταθεί σχετικά με την επαμφοτερίζουσα σεξουαλικότητα του Μαρτσέλο, θεωρώντας προφανώς ότι ήταν άσχετη με τη σκοτεινή αυτή ιστορία. Ωστόσο, στο βάθος της ψυχής της, δεν μπορούσε να είναι βέβαιη για τίποτε. Εκείνο που την ανησυχούσε ακόμη περισσότερο ήταν η κλοπή της καρφίτσας της. Μάταια είχε προσπαθήσει να θυμηθεί... Δεν ήταν σε θέση να πει κάτω από ποιες συνθήκες της την είχαν υφαρπάσει. Την πίστεψε άραγε ο πράκτορας της κυβέρνησης; Εν πάση περιπτώσει, αυτή ήταν η αλήθεια. Έκλεισε τα μάτια... Την καρφίτσα αυτή την είχε φορέσει ελάχιστα. Μόνον όποτε ερχόταν να τη δει ο Τζιοβάνι, όταν του το επέτρεπε το φορτωμένο του πρόγραμμα ως γερουσιαστή. Έφερε στον νου της το πρόσωπο του Τζιοβάνι Καμπιόνι. Να ήταν άραγε αναμεμειγμένος σε όλα αυτά; Ο αγαπητός της Τζιοβάνι. Ήταν πολύ ερωτευμένος μαζί της. Και εκείνη όμως ένιωθε τρυφερότητα γι’ αυτόν. Πάντα έπρεπε να σηκώνει στους ώμους του το βάρος όλου του κόσμου... Ή πολιτική, σκεφτόταν η Λουτσιάνα. Α, η πολιτική!
Θυμόταν ότι, σύμφωνα με ορισμένες ερμηνείες της Αποκάλυψης, αυτή ήταν ο περίφημος ωκεανός, η κρυφή κατοικία απ’ όπου θα εμφανιζόταν ο Αντίχριστος την εποχή της Κρίσης. Ο Δράκοντας που θα αναδυόταν από την απέραντη θάλασσα, τη θάλασσα των παθών και των ανθρώπινων θεσμών επίσης. Ο Τζιοβάνι ανήκε σ’ εκείνους που έδιναν πάντα την εντύπωση ότι κυνηγούσαν αυτόν τον Δράκοντα. Ο Τζιοβάνι και οι μεγάλες ιδέες του... Ή Λουτσιάνα χαμογέλασε. Όμως μαζί της εκείνος δεν μιλούσε για τα όσα λέγονταν στη Γερουσία. Ήταν άλλωστε υποχρεωμένος, λόγω του αξιώματος του, να μην αποκαλύπτει τίποτε για τις συζητήσεις που αφορούσαν το πεπρωμένο της Γαληνοτάτης. Το μόνο που μπορούσε να νιώσει όταν εκείνος κουλουριαζόταν επάνω της ήταν η υπόκωφη κόπωσή του, η ελπίδα του, που ήταν τόσο απέραντη όσο οι αλλεπάλληλες απογοητεύσεις του που δεν κατόρθωνε ποτέ να κάνει να ακουστεί η φωνή του. Ο μοναχικός αυτός βασιλιάς ήταν αξιαγάπητος. Σε περασμένους καιρούς -και αν η διαφορά της ηλικίας τους ήταν μικρότερη- θα μπορούσε να τον ερωτευτεί στ’ αλήθεια. Ένας πικρόχολος μορφασμός σχηματίστηκε στα χείλη της. Ερωτευμένη. Υπήρξε άραγε ποτέ πραγματικά ερωτευμένη; Σηκώθηκε όρθια, με την ουρά του νεγκλιζέ της να σέρνεται πίσω της καθώς πλησίαζε στο τζάκι του σαλονιού της. Το πορτραίτο του συζύγου της ήταν τοποθετημένο επάνω, με λίγο θυμίαμα. Οι εφέστιοι θεοί της. Εκείνη... την πάντρεψαν πολύ νωρίς παρά τη θέλησή της, όπως τόσες άλλες. Προσποιείτο ότι τον αγαπούσε. Για ένα διάστημα, μάλιστα, είχε παρασυρθεί και η ίδια από το παιχνίδι της. Έπρεπε να παίρνει τη ζωή από την καλή της πλευρά. Όταν χήρεψε, ένιωσε άραγε πραγματική θλίψη; Ναι, στο όνομα μιας συνήθειας που είχε από νωρίς εδραιωθεί. Και συνάμα... Πώς μπορούσε να αρνηθεί την κρυφή, απαίσια χαρά που είχε νιώσει αντικρίζοντας το λείψανο του συζύγου της; Ντροπή της, ναι! Όμως η θλίψη της χάθηκε τόσο
γρήγορα που της ήταν αδύνατον να μην κατανοήσει το νόημα αυτής της τόσο σύντομης αλλαγής της διάθεσής της. Κοιτούσε αυτό το πορτραίτο, αυτό το ψηλό μέτωπο, τα αυστηρά μάτια, το αλαζονικό στόμα. Πόσες φορές είχε δει τον αγαπητό της σύζυγο κλεισμένο στο γραφείο του, να ασχολείται ώρες ατελείωτες με τα λογιστικά του, αγνοώντας μεγαλοπρεπώς τις επιθυμίες της, θεωρώντας εκ των προτέρων ότι ήταν ικανοποιημένη, αναγκαστικά ικανοποιημένη; Κάθε φορά που τον έβλεπε να κατατρύχεται από τα πλεονάσματα και τα ελλείμματά του, φανταζόταν τον Πανταλόνε των θεατρικών σκηνών να βυθίζει τα χέρια του στις χύτρες με τα χρυσά νομίσματα. Ήταν πιο δυνατό-από την ίδια... και πιο δυνατό από εκείνον. Στην πραγματικότητα, η Λουτσιάνα ήταν μόνη πολύ πριν από το χαμό του. Από τις πρώτες ημέρες. Από την πρώτη κιόλας νύχτα. Αναψε λίγο λιβάνι κάτω από το πορτραίτο. Λεπτές σπείρες άρχισαν να ανεβαίνουν στροβιλιζόμενες προς την οροφή. Δεν θα έφθανε βεβαίως στο σημείο να γονατίσει εμπρός του. Όμως σήμερα ήταν νέα, πλούσια, ωραία, επιθυμητή, λατρεμένη. Και δεν θα ένιωθε ικανοποίηση παρά μόνο όταν θα είχε διασπαθίσει ήρεμα όλα τα πλούτη του εκλιπόντος συζύγου της. Να σπαταλά, να σπαταλά, να σπαταλά... με τον ίδιο.ρυθμό που εκείνος συσσώρευε. Μόνο για την ευχαρίστησή της· και σαν ένα είδος απολαβής μιας επένδυσης. Και αν κάποια μέρα της τελείωναν τα χρήματα, θα έβρισκε σίγουρα έναν καινούριο προστάτη όπως ο Τζιοβάνι, που ανυπομονούσε να παίξει αυτόν το ρόλο. Ένα μόνο πρόβλημα παρέμενε. Ο έρωτας, ο αληθινός. Γιατί να μην έχει ποτέ δικαίωμα σ’ αυτόν; Ο έρωτας, Λουτσιάνα...
Μια πτυχή πικρίας, ίσως και απογοήτευσης, τονίστηκε στην άκρη των χειλιών της. Μετά επέστρεψε στο ντιβάνι και στο βιβλίο της.
*****
Ή Βενετία ήταν τυλιγμένη στην ομίχλη· μια ομίχλη παγωμένη, πυκνή σαν βαμβάκι, ανίκανη να διώξει το σκοτάδι. Σου διαπερνούσε τα κόκαλα προκαλώντας ρίγος, καταργώντας ως και την αίσθηση του χρόνου, τόσο μεγάλη ήταν η σκοτεινιά που τη συνόδευε. Δεν μπορούσε κανείς να δει δύο μέτρα εμπρός του. Ο Πιέτρο περπατούσε και κοιτούσε τα πόδια του να χτυπούν το πλακόστρωτο. Ή μαλθακότητα του πνεύματός του ταίριαζε με τη μετεωρολογία της ημέρας. Ο Λαντρέτο βάδιζε δίπλα του. Είχαν φύγει αρκετά νωρίς από την casa Κονταρίνι. Κάποια στιγμή ο Πιέτρο συνοφρυώθηκε και στράφηκε προς τα πίσω. Ηχώ, ηχώ. Ήταν άραγε η δική του, ή μήπως άκουγε άλλα βήματα; Ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του υπηρέτη του. «Τι συμβαίνει;» Ο Πιέτρο δεν απάντησε, καθώς αφουγκραζόταν την ομίχλη. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή... νόμισε πως άκουσε κάποιες σκιές να σφυρίζουν, σκιές που χάνονταν αμέσως από το οπτικό πεδίο του για να εξαφανιστούν στο πουθενά. Κάποιοι κινούνταν φευγαλέα γύρω του εκτός κι αν ήταν οι σιλουέτες κάποιων ανώνυμων περαστικών που είχαν ξυπνήσει νωρίς και βάδιζαν προς το δικό τους άγνωστο. Ο
Πιέτρο δεν ήταν βέβαιος· όμως το μυαλό του ήταν γεμάτο από τη σκοτεινή του νύχτα, που ήταν τόσο θολή όπως το σημερινό τοπίο. Ο Εμίλιο Βιντικάτι τον είχε όντως προειδοποιήσει ότι θα ενημερωνόταν για τη δράση του με τον ένα ή τον άλλον τρόπο, προφανώς για να «πλαισιώνει» τη συμπεριφορά του, αλλά και για να του προσφέρει χείρα βοήθειας σε περίπτωση ανάγκης. Ίσως... Ίσως όμως να τον χειραγωγούσαν και αυτόν. Εν πάση περιπτώσει, ο Πιέτρο έπρεπε να παραμείνει σε επιφυλακή. Έμεινε ακίνητος για λίγα δευτερόλεπτα. «Τίποτε, δεν είναι τίποτε», απάντησε αόριστα στον Λαντρέτο και συνέχισε να βαδίζει. Μια ξύλινη ελικοειδής πλώρη, δύο λωρίδες ύφασμα που ξέφευγαν από ένα καπέλο, σαν διχαλωτή γλώσσα, η φωνή του βαρκάρη που τραγουδούσε το ρεφρέν του... Βρίσκονταν στην αποβάθρα. Τώρα η βάρκα ταξίδευε στη μέση του πουθενά. Ο Πιέτρο άκουγε μόνο τον παφλασμό του νερού καθώς ο βαρκάρης κωπηλατούσε με κατεύθυνση το Μουράνο, επιστρατεύοντας όλη την προσοχή και την πείρα του ώστε να βρίσκει τη σωστή πορεία. Δίπλα στον Βιραβόλτα, ο Λαντρέτο χτυπούσε τα δόντια του από το κρύο· έμοιαζε βυθισμένος στις σκέψεις του. Καθώς απομακρύνονταν από την Πλατεία του Αγίου Μάρκου, μάντευαν ακόμη το περίγραμμα των κτιρίων που την περιέβαλλαν· πολύ γρήγορα όμως χάθηκαν μέσα σ’ αυτό το αόρατο όνειρο που προκαλούσε ναυτία και στη μέση του οποίου συνέχιζαν ακόμη να πλέουν. Κάποια στιγμή διασταυρώθηκαν με ένα άλλο σκάφος, που έψαχνε το δρόμο του προς την αντίθετη κατεύθυνση. Στην πλώρη του ένας άνδρας με κουκούλα κρατούσε στο αποσαρκωμένο χέρι του ένα φανάρι· αντάλλαξε μερικά λόγια με τον συνάδελφό του και μετά χάθηκε. Πιο πέρα, παρέκαμψαν τον
πένθιμο όγκο του Σαν Μικέλε, που σβήστηκε με τη σειρά του. Ένα άρωμα μυστηρίου πλανιόταν στον αέρα, λες και η φύση, μέσα στη θολή της αποχαύνωση, είχε αποφασίσει να προετοιμάσει τα πνεύματα για μια καινούρια Αποκάλυψη. Βυθιζόταν σε χίλια όνειρα μαγικά, αλλά μιας μαγείας μαύρης, ακαθόριστα απειλητικής, που σερνόταν στα νερά, ανάμεσα στους πασσάλους των οποίων διέκριναν εδώ κι εκεί τις σκιές να χάνονται στη λιμνοθάλασσα. Ή εξωπραγματική ατμόσφαιρα έδινε ξαφνικά την εντύπωση στον Πιέτρο ότι είχαν εγκαταλείψει τη γη για έναν άλλο κόσμο, ακατονόμαστο, ανησυχητικό. Ο Πιέτρο συλλογιζόταν το επεισόδιο της προηγούμενης νύχτας δεν είχε ακόμη μιλήσει γι’ αυτό στον Λαντρέτο. Στο βάθος αναρωτιόταν μήπως όλα αυτά ήταν αποκύημα της φαντασίας του. Όμως όχι: αυτός που είχε δει ήταν όντως ο Καφέλι, δεν υπήρχε καμία αμφιβολία. Είχε κρατήσει επάνω του το σημείωμα, το Μενουέτο της Σκιάς: θα έπρεπε να το δείξει στον Μπρότσι, ίσως η Quarantia να ήταν σε θέση να ταυτοποιήσει τη φύση του χαρτιού και της μελάνης που είχαν χρησιμοποιηθεί. Οι εικόνες της περασμένης νύχτας χόρευαν ακατάπαυστα μέσα στο κεφάλι του. Σίγουρα δεν ήταν η πρώτη νυχτερινή έξοδος του ιερέα του Σαν Τζόρτζιο... Κάτι τέτοιο ήταν τουλάχιστον παρακινδυνευμένο. Ο ίδιος ο Πιέτρο είχε άλλοτε αρνηθεί την κουρά προκειμένου να μη στερηθεί τις απολαύσεις που του χάριζαν οι γυναίκες του κόσμου: είχαν δει πολλά τα μάτια του, ως και στην ίδια τη Ρώμη, και κάποιος σαν κι αυτόν δεν είχε το δικαίωμα να κρίνει τον Καφέλι. Αναμφισβήτητα όμως ο Κόζιμο, ενεργώντας έτσι, διακινδύνευε πολλά. Ίλιγγος της σάρκας... Αυτός! Ο ιερέας του Σαν Τζόρτζιο Ματζόρε! Τι τρέλα! Εν πάση περιπτώσει, η ιδέα που είχε περάσει από τον νου του Βιραβόλτα, ότι δηλαδή ο Καφέλι πιθανόν να διατηρούσε ιδιαίτερες σχέσεις με τον Μαρτσέλο, είχε πολλές πιθανότητες να ευσταθεί. Ο
Πιέτρο ήξερε καλά τους ανθρώπους, και γνώριζε ότι ο χαρακτήρας τους ήταν, μεταξύ των άλλων, προϊόν των απωθημένων τους, των αγαλλιάσεων, των θλίψεων, των πλανών τους του παρελθόντος. Όμως η συμπεριφορά του Καφέλι αποκάλυπτε μια σοβαρή παθογένεια. Και τα λόγια του χόρευαν τώρα μέσα στο μυαλό του Πιέτρο: Santa Madonna... Προσευχόμουν νυχθημερόν ελπίζοντας ότι αυτό δεν θα συνέβαινε... Τι ντροπή, Κύριε... Γιατί έπρεπε να γίνουν έτσι τα πράγματα; Ολα πήγαν από το κακό στο χειρότερο... Ο Μαρτσέλο ήταν ένα αγόρι που του άξιζε να ζήσει... Ήταν... Τον Μαρτσέλο τον κατέτρυχε η αμαρτία όπως και τον Καφέλι. Και δικαίως. Ιδού λοιπόν τι τους είχε φέρει κοντά. Ο ένας είχε προδώσει τη φύση του, ο άλλος την πίστη του. Μέσα σ’ αυτή την αμοιβαία συντριβή, σφραγίστηκε μια βαθιά φιλία. Τι πιο ισχυρό από την κατανόηση των μαρτυρίων του άλλου. Πέραν του πολιτικού προβλήματος που διαγραφόταν, το κοινό αυτό σημείο θα μπορούσε να είχε προλειάνει το έδαφος για τις αμοιβαίες τους εκμυστηρεύσεις. Δύο άνθρωποι δισυπόστατοι, διχασμένοι, που έπασχαν από έλλειψη και ταυτόχρονα υπερβολική δόση αγάπης, καταδικασμένοι να κρατούν κρυφές τις ερωτικές τους απολαύσεις, τις τόσο βλάσφημες στα μάτια του κόσμου και πρωτίστως, κατά τα φαινόμενα, στα δικά τους. Ένας πίνακας που περιέκλειε όλα τα απαραίτητα στοιχεία του δηλητηριώδους και του νοσηρού... Μυστικά και εξομολογήσεις. Ένας πράκτορας των Δέκα και ένας υπηρέτης της Εκκλησίας. Δύο ψυχές πεπεισμένες για τη μελλοντική τους καταδίκη, βασανισμένες από την ίδια τους τη διπροσωπία, από το επιτακτικό κάλεσμα του είναι τους, από τα πάντοτε ανέφικτα ιδεώδη τους. Αν και κατεξοχήν εραστής της σάρκας, ο Πιέτρο αδυνατούσε να κατανοήσει το αίνιγμα των εσωτερικών βασανιστηρίων που βίωναν
και επέβαλλαν στον εαυτό τους τα δύο αυτά πρόσωπα. Έφερε το χέρι του στο μέτωπό του και έκλεισε τα μάτια. Ταυτοχρόνως σκεφτόταν ξανά και ξανά εκείνο το σημείωμα που είχαν ρίξει κάτω από την πόρτα του. Ποιος θα μπορούσε να το είχε γράψει; Υπήρχε βεβαίως μια υπογραφή: Βιργίλιος. Ο μόνος Βιργίλιος που γνώριζε ο Πιέτρο ήταν ο συγγραφέας της Αινειάδος, γεγονός που δεν οδηγούσε πουθενά. Είτε όμως επρόκειτο για τον περιβόητο Diavolo, αυτή τη μυστηριώδη Χίμαιρα, είτε για τις Στρίγκες στις οποίες είχε αναφερθεί ο ίδιος ο Καφέλι, ο Πιέτρο τώρα φοβόταν ότι τον παρακολουθούσαν και αυτόν. Τόσο γρήγορα λοιπόν είχαν διαδοθεί τα νέα...; Να ήταν άραγε κάποιος άλλος πράκτορας, τον οποίο είχαν εμπλέξει στην υπόθεση οι Δέκα, εκείνος που την περασμένη νύχτα είχε ρίξει κάτω από την πόρτα του το Μενουέτο έτσι ώστε να τον πληροφορήσει διακριτικά για ένα σημαντικό κομμάτι του παζλ; Θα μπορούσε το Συμβούλιο των Δέκα να διεξήγε μια παράλληλη έρευνα; Δεν ήταν η πλέον πιθανή εκδοχή. Ο Βιργίλιος, ή εκείνοι που τον επιτηρούσαν, θα πρέπει να εμπλέκονταν άμεσα στη δολοφονία του Μαρτσέλο. Ο Πιέτρο σκεφτόταν όλο και πιο σοβαρά το ενδεχόμενο ο φόνος στο θέατρο να μην ήταν έργο ενός μεμονωμένου εγκληματία, και θεωρούσε ότι αυτή η σκηνοθεσία έκρυβε ένα νόημα που ακόμη δεν ήταν εμφανές· και αν ο δολοφόνος δεν είχε δράσει μόνος, τότε σίγουρα το είχε κάνει για λογαριασμό κάποιας οργάνωσης ίσως αυτών των μυστηριωδών Πουλιών της Φωτιάς. Απέμενε να βρεθεί η απόδειξη γι’ αυτό, αν βεβαίως υπήρχε πουθενά. Εν τω μεταξύ, υπήρχε ένα άλλο σημείο που έπρεπε να διαλευκανθεί: η προέλευση των θραυσμάτων γυαλιού που είχαν βρεθεί στις κόγχες των ματιών του Μαρτσέλο και γύρω από το
πτώμα του. Αυτό θα επέτρεπε πιθανότατα στον Πιέτρο να αποκτήσει νέες πληροφορίες. Χρειάστηκε σχεδόν μια ώρα ταξίδι με τη βάρκα ώσπου ο βαρκάρης να τους δείξει απέναντι την ακτή του Μουράνο και να ετοιμαστεί να προσορμιστεί. Επιτέλους αναδύθηκαν από την ομίχλη.
*****
Τον 13ο αιώνα, το Μέγα Συμβούλιο της Βενετίας αποφάσισε να εγκαταστήσει τα υαλοποιεία στο νησί Μουράνο, για λόγους ασφάλειας και ελέγχου. Ή συντεχνία των υαλοποιών ήταν πλέον πανίσχυρη. Ήδη από τα τέλη του 14ου αιώνα εξήγε τα προϊόντα της μέχρι το Λονδίνο, ενώ με την Αναγέννηση υπήρξε περαιτέρω επέκταση. Τα βενετσιάνικα δημιουργήματα είχαν φθάσει σε έναν βαθμό τελειότητας που σπάνια έχει επιτευχθεί στην ιστορία των διακοσμητικών τεχνών. Τα αντικείμενα τα βαμμένα με σμάλτο, με ζωηρά χρώματα, επιχρυσωμένα και διακοσμημένα με σύγχρονες προσωπογραφίες ή μυθολογικές σκηνές, είχαν γίνει το καύχημα της Συντεχνίας, η οποία κατόρθωνε να προσαρμόζεται επιδέξια στην εξέλιξη του «καλού γούστου» των μεγάλων ευρωπαϊκών Αυλών. Μετά ήρθαν τα υδατογραφήματα από λευκό γυαλί τα οποία, καθώς ενσωματώνονταν στο διαφανές γυαλί και υφίσταντο λεπτές επεξεργασίες, σχημάτιζαν σπείρες και δίνες δημιουργώντας
απαράμιλλα κομμάτια, σε σημείο που σε όλες σχεδόν τις γειτονικές χώρες είχαν εγκατασταθεί εργαστήρια «βενετσιάνικης τεχνοτροπίας». Ή διάδοση των μυστικών της Γαληνοτάτης, παρά τον έλεγχο που ασκούσαν οι Αρχές, επεκτάθηκε με τη δημοσίευση, το 1612, του περίφημου έργου του Νέρι Arte Vetraria [ 2 ]· το βιβλίο αυτό επισφράγισε την κορύφωση μιας τέχνης και μιας επιστήμης που αναπτύσσονταν συνεχώς από την εποχή του Μεσαίωνα. Οι φακοί των αστρονόμων, τα ιατρικά όργανα, οι λεπτοί σωλήνες, τα φιαλίδια και οι αποστακτήρες των αλχημιστών, τα ομματογϋάλια -όπως αυτά που φορούσε ο Μπρότσι, ο ιατρός της Quarantia- που κατασκευάζονταν ειδικά για τους λογίους και αργότερα για το ευρύ κοινό, όλα αυτά είχαν επιτρέψει στο βενετσιάνικο γυαλί να βρει πολλά πεδία επέκτασης, εκτός των παραδοσιακών του εφαρμογών. Συνέκριναν τη διαφάνειά του με αυτήν της ορείας κρυστάλλου· συναγωνιζόταν το γυαλί της Βοημίας, του οποίου διέθετε το βάρος, τη διαύγεια και τη σκληρότητα. Επιπλέον, η αντικατάσταση του ξύλου από το κάρβουνο για τη θέρμανση των φούρνων είχε ωθήσει τις συντεχνίες να αναπτύξουν καινούριες κατασκευαστικές μεθόδους. Ή αύξηση των αναλογιών του οξειδίου του μολύβδου είχε επιτρέψει τη δημιουργία ενός γυαλιού απαράμιλλης καθαρότητας, λεπτότητας και λάμψης, του cristallo, που από μόνο του μαρτυρούσε την αίγλη των βενετσιάνικων τεχνουργημάτων. Ή Βενετία παρέμενε η κορυφαία στον τομέα αυτό· οι επίχρυσοι καθρέφτες της, τα φυσητά της τζάμια, τα αναρίθμητα προϊόντα της, αγγεία και μαχαιροπίρουνα, αγαλματίδια και σερβίτσια του κρασιού, αντικείμενα χρηστικά ή διακοσμητικά, φημίζονταν ως τα πλέον εκλεπτυσμένα στον κόσμο. Όλα αυτά υπήρχαν στο εργαστήριο του Σπαντέτι, όπου τώρα κυκλοφορούσαν ο Πιέτρο και ο υπηρέτης του. Ή ζέστη και η πυρετώδης δραστηριότητα που επικρατούσαν εδώ έφερναν στον νου τα υποχθόνια σιδηρουργεία, τα βάθη ενός σπηλαίου όπου ο
αρχαίος Ήφαιστος θα μπορούσε κάλλιστα να είχε στήσει το άντρο του. Ή εργασία των τεχνιτών στις τεράστιες αίθουσες ήταν από μόνη της ένα εκπληκτικό θέαμα, καθώς άπλωναν γύρω τους μυριάδες πυρακτωμένα βλαστάρια. Ήταν πάνω από χίλιοι, δαίμονες ημίγυμνοι ή φορώντας λευκές φανέλες μουσκεμένες στον ιδρώτα, που αποκάλυπταν όλους τους τους μυς· φυσούσαν, αγκομαχούσαν, έτρεχαν από τη μια θέση στην άλλη μέσα σε πυρωμένους στροβίλους, παρέδιδαν το κομμάτι που μόλις είχαν τελειώσει για να το ελέγξει κάποιος σύντροφός τους με άψογη διεξοδικότητα· η ετυμηγορία εκδιδόταν, το κομμάτι ακολουθούσε το δρόμο του ή χυνόταν ξανά. Παντού άκουγες το κροτάλισμα των οργάνων, το ηχηρό κουδούνισμα του κρυστάλλου, τον βόμβο των συνεχόμενων φούρνων που άναβαν κατά εκατοντάδες, τα τραγούδια και τα επιφωνήματα των ανδρών· και από αυτό το διηνεκές καμίνι αναδύονταν τα ωραιότερα κοσμήματα της βενετσιάνικης υαλουργίας, διάφανα μαργαριτάρια αποσπασμένα από το περίβλημα της λάβας και του σκότους. Ή συντεχνία των υαλοποιών ήταν οργανωμένη όπως τα περισσότερα βενετσιάνικα σωματεία: είχε την έδρα της, την Αδελφότητα της και το διοικητικό της συμβούλιο. Επικεφαλής του τελευταίου ήταν ένας διαχειριστής των συμφερόντων του επαγγέλματος, ο οποίος επέβλεπε την εφαρμογή των κειμένων διατάξεων, τη διευθέτηση των εσωτερικών συγκρούσεων και την εισδοχή των μελών, που εγγράφονταν στον καταλογο της Giustizia vecchia [ 3 ] αντίγραφο του οποίου αποστελλόταν στην αρμόδια Αρχή. Οι ηγέτες της Συντεχνίας προΐσταντο των διοικητικών συνελεύσεων και ήταν οι μόνοι που επιτρεπόταν να διαθέτουν το δικό τους εργαστήριο. Ή συντεχνιακή ιεραρχία ήταν σαφώς καθορισμένη: άρχιζε κανείς ως «αγόρι» ή βοηθός για πέντε ή έξι χρόνια, μετά γινόταν «νεαρός» ή «εργάτης» για δέκα χρόνια, και τέλος ανερχόταν
στη βαθμίδα του Δάσκαλου, μάστορα ή Αρχιμάστορα, μετά την παρουσίαση ενός αριστουργήματος το οποίο αξιολογούσαν οι ειδικοί του επαγγέλματος. Ή επιτήρηση των συντεχνιών δεν εξαρτάτο μόνο από την αυτοπειθαρχία και την εφαρμογή εσωτερικών κανονισμών· ανήκε, και αυτή, στη δικαιοδοσία του Συμβουλίου των Δέκα. Και η συντεχνία των υαλοποιών αποτελούσε αντικείμενο ειδικής μέριμνας. Έναν αιώνα πριν, ο Κολμπέρ [ 4 ] είχε στείλει στο Μουράνο Γ άλλους μυστικούς πράκτορες· οι τελευταίοι κατόρθωσαν να δωροδοκήσουν κάποιους Βενετσιάνους εργάτες για να μάθουν τα μυστικά τους, γεγονός που θα επέτρεπε στους Γάλλους να ιδρύσουν μια ανταγωνιστική βιομηχανία κατασκευής καθρεφτών. Ή βιομηχανική κατασκοπία αποτελούσε πλέον πραγματικότητα, και οι ποινές που επέσυρε ήταν αυστηρότατες, από την κάθειρξη έως και την εκτέλεση. Ούτε άλλωστε επιτρεπόταν στις συντεχνίες να παίζουν οποιονδήποτε πολιτικό ρόλο. Ο Δόγης περιοριζόταν να τους δέχεται τέσσερις φορές το χρόνο, στα επίσημα συμπόσια για τις εορτές του Αγίου Μάρκου, της Αναλήψεως, του Αγίου Βίτου και του Αγίου Στεφάνου. Ένας εργάτης οδήγησε τον Πιέτρο και τον Λαντρέτο ενώπιον του Φεντερίκο Σπαντέτι, ενός από τους ισχυρότερους Δασκάλους της Συντεχνίας. Ο Σπαντέτι φορούσε λευκό σκούφο αντί για καπέλο και ένα μαυρισμένο βαμβακερό πουκάμισο· ήταν γύρω στα πενήντα, μελαμψός, με το πρόσωπο καλυμμένο από στάλες ιδρώτα και σημάδια από κάρβουνο. Ολόφτυστος ο Ήφαιστος, πράγματι το μόνο που του έλειπε ήταν η μυθική γενειάδα. Με μια λαβίδα στο χέρι, στην άκρη της οποίας χόρευε ένα πυρωμένο κομμάτι γυαλί που κυμάτιζε εμπρός στην πυροστιά, περιέστρεψε για μια στιγμή τους εντυπωσιακούς δικέφαλούς του πριν απαντήσει στην προσφώνηση
του Πιέτρο. Εκείνος έδειξε στον Σπαντέτι την άδεια διέλευσης με την υπογραφή του Δόγη, αλλά την πήρε αμέσως από εμπρός του πριν προλάβει να αφήσει πάνω της σημάδια από τα λερωμένα του δάχτυλα. «Ο Φεντερίκο Σπαντέτι; Θα ήθελα να σας κάνω κάποιες ερωτήσεις». Ο Σπαντέτι αναστέναξε, απόθεσε τη λαβίδα του και σκούπισε το μέτωπό του. Έβαλε τα χέρια του στη μέση και ζήτησε να δει ακόμη μια φορά την άδεια διέλευσης, εμφανώς δυσαρεστημένος που τον ενόχλησαν. Ένας σύντομος μορφασμός σχηματίστηκε στο πρόσωπό του, και μετά, αποδεχόμενος τη μοίρα του, είπε: «Εντάξει... Εμπρός, σας ακούω». Με μια ταχυδακτυλουργική κίνηση, ο Πιέτρο εμφάνισε εμπρός του ένα μαντίλι πάνω στο οποίο ήταν τοποθετημένα κάποια δείγματα γυαλιού που είχαν βρεθεί δίπλα στο πτώμα του Μαρτσέλο, στο θέατρο Σαν Λούκα. «Θα μπορούσατε μήπως να αναγνωρίσετε τη φύση αυτού του γυαλιού;» Ο Σπαντέτι μόρφασε, έσκυψε πάνω στο μαντίλι και έξυσε το πιγούνι του. «Μου επιτρέπετε...;» Ο Πιέτρο του έδωσε το μαντίλι. Ο capomaestro πήρε μερικά από τα αστρόσχημα θραύσματα του γυαλιού, τα εξέτασε με προσοχή και τα ζύγιαζε με τη χούφτα του· απομακρύνθηκε για λίγο για να τα συγκρίνει με διάφορα άλλα αντικείμενα που ήταν απλωμένα λίγο πιο πέρα, επάνω σε έναν πάγκο. Μετά επέστρεψε στον Βιραβόλτα.
«Θα έλεγα ότι πρόκειται για cristallo, κρίνοντας από τη διαύγεια του κόκκου, το βάρος και τη λείανση. Ναι, αυτό πρέπει να είναι...» . «Πιστεύουμε ότι το συγκεκριμένο γυαλί θα μπορούσε να προέρχεται από το δικό σας εργαστήριο», είπε ο Πιέτρο. «Εσείς τι γνώμη έχετε;» Ο Σπαντέτι τον κοίταξε και ζάρωσε τα μάτια. «Πιθανόν, Μεσέρ», απάντησε ύστερα από λίγο. «Όμως δεν είμαι ο μοναδικός που παράγει αυτό το γυαλί, όπως γνωρίζετε. Από τη στιγμή που δεν υπάρχει ιδιαίτερη μάρκα κατασκευής, δεν βλέπω πώς τόσο μικροσκοπικά κομμάτια...» «Φυσικά», είπε ο Πιέτρο. «Αυτή όμως δεν είναι η ειδικότητά σας; Δεν είστε εσείς ο σημαντικότερος παραγωγός cristallo; Μεσέρ Σπαντέτι, θα μπορούσατε να προσδιορίσετε από τι είδους αντικείμενο προέρχονται αυτά τα θραύσματα;» Ο Σπαντέτι, πάντα σκυμμένος στο μαντίλι, ένιωσε για μια στιγμή τον πειρασμό να χώσει μέσα τη μύτη του. Ρουθούνισε. Γύρισε το κεφάλι, φτερνίστηκε, έβγαλε έναν αναστεναγμό κούρασης, και μετά αρκέστηκε να πλαταγίσει τη γλώσσα του: «Μμμ... Δεν προέρχεται από κάποιο διακοσμητικό αντικείμενο, όχι, δεν νομίζω, Μεσέρ. Ούτε χρωματισμός, ούτε υδατογράφημα, τίποτε... Θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε, ένα ποτήρι, ένα φλιτζάνι του εμπορίου, ένα ανθοδοχείο, ένα αγαλματίδιο...» Ο Πιέτρο πλησίασε σε έναν πάγκο που βρισκόταν λίγο πιο πέρα, και όπου ήταν εκτεθειμένα διάφορα αντικείμενα. Άφησε να πλανηθεί για λίγο η σιωπή, και μετά πήρε ένα από αυτά και το έδειξε στον Σπαντέτι. «Ίσως από ένα αντικείμενο όπως αυτό εδώ;»
Επρόκειτο για ένα κομψό γυάλινο στιλέτο, με σεντεφένια λαβή, πάνω στην οποία ένα φίδι ήταν τυλιγμένο γύρω από μια νεκροκεφαλή. «Εεε... Ναι, και αυτό είναι πιθανό», είπε ο Σπαντέτι. «Πείτε μου, Μεσέρ, τι ακριβώς ψάχνετε;» Στεκόταν εμπρός στον Πιέτρο με τα πόδια ανοιχτά. «Θα μπορούσα να έχω ένα τέτοιο;» «Βεβαίως. Στοιχίζει δύο δουκάτα», είπε ο υαλουργός. «Βλέπω πως δεν πτοείσθε ακόμη και όταν πρόκειται για το Συμβούλιο των Δέκα». «Προπάντων όταν πρόκειται για τους Δέκα», ψιθύρισε ο capomaestro. Ο Πιέτρο χαμογέλασε, έψαξε το πουγκί του στη ζώνη του, το έλυσε και έδωσε τα δύο δουκάτα στον Σπαντέτι, ο οποίος του έδωσε σε αντάλλαγμα το στιλέτο. «Πείτε μου, φίλε μου, ακούσατε μήπως ποτέ να μιλούν για τις Στρίγκες...;» «Τις ποιες;» Ο Πιέτρο ξερόβηξε: «Τις Στρίγκες, ή Πουλιά της Φωτιάς...» Έμεινε για ένα δευτερόλεπτο να κρέμεται από τα χείλη του Σπαντέτι. Εκείνος τον στραβοκοίταξε. «Όχι;. «Καλώς... Εντάξει. Αν μη τι άλλο, ήσασταν σαφής».
Ή Μαύρη Ορχιδέα απομακρύνθηκε και πάλι για λίγο, περιδιαβαίνοντας το εργαστήριο από τη μία θέση στην άλλη, με τα χέρια στην πλάτη και σφυρίζοντας. «Χωρίς να θέλω να φανώ αγενής, Μεσέρ, με χρειάζεστε τίποτε άλλο; Έχω πολλή δουλειά». Ο Πιέτρο είχε σταθεί εκστατικός εμπρός σε ένα πανέμορφο κομμάτι, που το δούλευε ένας νεαρός. Ήταν όντως κάτι μοναδικό: επρόκειτο για ένα φόρεμα, μονοκόμματο, τοποθετημένο σε μια κούκλα από ξύλο. Όμως το φόρεμα αυτό δεν είχε τίποτε το συνηθισμένο. Διακοσμημένο με μια τραχηλιά από λεπτό γυαλί, αποτελείτο αποκλειστικά από γλώσσες κρυστάλλου που σχημάτιζαν χίλια διαφανή αραβουργήματα τα οποία αντάλλασσαν πολύχρωμες αντανακλάσεις γύρω από το στήθος και την κοιλιά, και μέχρι την κυματιστή πτύχωση που μιμείτο τέλεια έναν καταρράκτη από σούρες και οπαλίζουσες δαντέλες. Ένα φόρεμα από κρύσταλλο! Στο ύψος της μέσης, μια πόρπη σε σχήμα αστεριού έκλεινε μια ζώνη από απαστράπτοντα μαργαριτάρια. Το σφύριγμα του Πιέτρο έγινε σφύριγμα θαυμασμού. «Υπέροχο, maestro...» Ο Σπαντέτι πλησίασε, με την υπερηφάνεια ζωγραφισμένη στο βλέμμα του. Χαλάρωσε λίγο και άλλαξε τον τόνο της φωνής του. «Είναι το αριστούργημα που ετοιμάζει ο γιος μου, ο Τάτσιο», είπε δείχνοντας τον νεαρό που εργαζόταν σκληρά γονατιστός. «Αυτός είναι που αύριο μεθαύριο θα με διαδεχθεί. Για να συμβεί αυτό, θα πρέπει πρώτα να γίνει κι αυτός με τη σειρά του δάσκαλος... Όμως αυτό το αντικείμενο είναι όντως μοναδικό. Ή Συντεχνία οργανώνει φέτος έναν διαγωνισμό ανάμεσα στα διάφορα εργαστήριά μας. Ο ίδιος ο Δόγης θα απονείμει το βραβείο στον νικητή κατά την εορτή
της Αναλήψεως, στο αποκορύφωμα του Καρναβαλιού. Με αυτό το φόρεμα... έχουμε πολλές ελπίδες. Φανταστείτε ότι ο Τάτσιο είναι ερωτευμένος, ε ναι, με μια μικρή Σεβερίνα, Μεσέρ! Λέει ότι τρέφεται από την ομορφιά της καλής του για το δημιούργημά του. Υπάρχει μεγαλύτερη πηγή έμπνευσης από την αγάπη;» Με μια πατρική χειρονομία, ο Σπαντέτι πέρασε το χέρι του μέσα στα ξανθά μαλλιά του Τάτσιο. Εκείνος έστρεψε για μια στιγμή προς το μέρος του Βιραβόλτα το αγγελικό του πρόσωπο και του χαμογέλασε χαιρετώντας τον σιωπηλά. «Ε λοιπόν, τα συγχαρητήριά μου», είπε ο Πιέτρο. «Πρόκειται για πραγματικό κόσμημα... Ή ομορφιά του είναι όντως σπάνια. Όμως το αφήνετε έτσι, εκτεθειμένο στην κοινή θέα;» Ο υαλουργός χαμογέλασε με αυτή την παρατήρηση. «Όλα όσα φτιάχνουμε εδώ είναι σπάνια, Μεσέρ. Και είναι, αντιθέτως, καλό να γνωρίζουν όλοι τι ετοιμάζουμε. Τα εργαστήριά μας έχουν καλές σχέσεις μεταξύ τους, αλλά συνάμα ανταγωνίζονται το ένα το άλλο. Ας πούμε ότι αυτό το φόρεμα είναι ένας τρόπος να...» Αναζήτησε τις κατάλληλες λέξεις. «Να δείξετε ποιος είναι ο καλύτερος, έτσι δεν είναι...;» είπε ο Πιέτρο, χαμηλώνοντας κατά έναν τόνο τη φωνή του. «Όμως πιστεύετε ότι ένα τέτοιο φόρεμα μπορεί να φορεθεί;» Ο Σπαντέτι, με ένα χαμόγελο που ταλαντευόταν ανάμεσα στην ειρωνεία και τη συγκατάβαση, του απάντησε: «Εδώ είναι όλο το στοίχημα». Ο Πιέτρο κοίταξε τον υαλουργό και μετά ξανά το φόρεμα. Ο αγώνας δρόμου για το αριστούργημα δεν ήταν μοναδικό προνόμιο των υαλοποιών. Όλες οι συντεχνίες είχαν τον δικό τους. Στον Σαν
Τζιοβάνι, την εκκλησία των εμπόρων του Ριάλτο, οι διάφορες επαγγελματικές ενώσεις είχαν από παλιά ξεκινήσει έναν πραγματικό εικονογραφικό συναγωνισμό· η ισχύς της καθεμίας εκφραζόταν μέσω δωρεών και δημιουργιών... Άλλωστε από αυτή την άμιλλα δεν έλειπε η ομορφιά. Και το κρυστάλλινο αυτό φόρεμα αποτελούσε την τέλεια έκφρασή της. Τέλος, ο Πιέτρο ξερόβηξε. «Φεντερίκο, θα μπορούσα να ρίξω μια ματιά στα σημειωματάρια των παραγγελιών σας; Θα πρέπει σίγουρα να έχετε... αρχεία ή κάτι παρόμοιο, έτσι δεν είναι;» Ο Σπαντέτι απέκτησε και πάλι το σφιγμένο ύφος του. Κοίταξε τον Πιέτρο με καχυποψία, δίστασε προς στιγμήν... Και μετά συνθηκολόγησε. «Ξέρετε, Μεσέρ, πόσα κομμάτια φεύγουν από το εργαστήρι μου κάθε μήνα; Πάνω από τρεις χιλιάδες. Διασκορπίζονται σε όλη την Ευρώπη. Φυσικά και έχω αρχεία. Και ένα μεγάλο βιβλίο. Ελάτε, πάμε πίσω, στο γραφείο μου· θα είμαστε καλύτερα». Οι δύο άνδρες ήταν τώρα προστατευμένοι από την περιρρέουσα δραστηριότητα, σε ένα μικρό δωμάτιο που απομόνωνε τον capomaestro από την υπόλοιπη αίθουσα. Ο Πιέτρο είχε μόλις στείλει έξω τον Λαντρέτο, αναθέτοντάς του την αποστολή να δείξει το στιλέτο στον Μπρότσι και να αντλήσει από αυτόν καινούριες πληροφορίες. Ίσως η Quarantia, από την πλευρά της, να είχε σημειώσει κάποια πρόοδο. Ο Σπαντέτι έφερε κάποια ογκώδη αρχεία, τα οποία άνοιξε προ των οφθαλμών του Βιραβόλτα. Εκείνος κάθισε πίσω από το σκονισμένο γραφείο και τα μελετούσε ώρα πολλή, ενώ ο Σπαντέτι επέστρεψε στις ενασχολήσεις του. Ο Πιέτρο εξέταζε προσεκτικά ή αντέγραφε σε χωριστά φύλλα όλες τις παραγγελίες
που τον ενδιέφεραν· τις παραγγελίες στιλέτων, αλλά και όλες εκείνες που, κατά τον ένα ή τον άλλον τρόπο, έμοιαζαν να ξεφεύγουν από τα συνηθισμένα, είτε από την ίδια τη φύση τους είτε λόγω της, κατά το μάλλον ή ήττον, ομιχλώδους ταυτότητος του παραγγέλοντος. Ωστόσο, δύο ώρες αργότερα δεν είχε σημειώσει καμία πρόοδο, και άρχισε να διερωτάται μήπως έχανε τον καιρό του. Σκάλισε για λίγο στο γραφείο και ξετρύπωσε δύο ακόμη σκονισμένους τόμους, κάτω από πακέτα με δελτία παραγγελιών. «Για δες εδώ...» Άρχισε και πάλι τις έρευνες. Εργάστηκε ακόμη επί μισή ώρα... και ξαφνικά αναφώνησε. Κρατώντας υπό μάλης το αρχείο που τον είχε προβληματίσει, πήγε αμέσως να βρει τον capomaestro, ο οποίος ήταν και πάλι καθισμένος εμπρός σε έναν φούρνο, όχι πολύ μακριά από τον γιο του και το κρυστάλλινο κόσμημα. «Μεσέρ Σπαντέτι!... Ποιος είναι αυτός εδώ; Αυτός ο “Μίνως”...» Ο Σπαντέτι κοίταξε λοξά το αρχείο. Ανοιγόκλεισε μία ή δύο φορές τα μάτια. «Δηλαδή... εσείς... αυτός εδώ... πού θέλετε να ξέρω; Ή παραγγελία έγινε πριν από έξι και πλέον μήνες». «Βρήκα δύο ακόμη τόμους εκτός από εκείνους που μου δώσατε». «Αυτοί είναι ασήμαντοι». Ο Πιέτρο ανασήκωσε το ένα του φρύδι. «Δεν είμαι τόσο βέβαιος. Τα αρχεία αυτά τα συμπληρώνετε εσείς, έτσι δεν είναι; Δεν σας θυμίζει τίποτε αυτός ο πελάτης; Δεν τον έχετε συναντήσει προσωπικά;» «Όχι, Μεσέρ. Έτσι κι αλλιώς, εδώ τις περισσότερες φορές δέχομαι μεσάζοντες. Και κάποιες φορές στη θέση μου
διαπραγματεύεται ο Τάτσιο. Αν έπρεπε να θυμάμαι απέξω όλους όσους μου δίνουν παραγγελίες, δεν θα είχα άλλη επιλογή από το να πέσω στη λιμνοθάλασσα». «Ναι...» είπε δύσπιστα ο Πιέτρο. «Όμως κοιτάξτε εδώ. Σύμφωνα με τα όσα γράφετε, επρόκειτο για ένα αίτημα κατασκευής γυάλινων φακών. Φακών μεγεθυντικών. Έτσι αναφέρετε εδώ». «Φακοί... Α, ναι, ίσως. Είναι πιθανόν». «Είναι πιθανόν! Γυάλινοι φακοί!» αναφώνησε ο Πιέτρο. «Έναντι δώδεκα χιλιάδων δουκάτων!» Οι δύο άνδρες αντάλλαξαν ένα βλέμμα. «Με τόσο γυαλί», συνέχισε ο Πέτρο, «είναι ανώφελο να πέσετε στη λιμνοθάλασσα, Μεσέρ. Θα μπορούσατε να την καλύψετε ολόκληρη! Μη μου πείτε πως δεν θυμάστε τίποτε...» Να ήταν άραγε ο εκνευρισμός που τον ενοχλούσαν και πάλι, ή μήπως ο Σπαντέτι ένιωθε πραγματικά μια πάρα, μα πάρα πολύ μεγάλη αμηχανία; «Τι διάβολο μπορεί να κάνει κανείς με εκατοντάδες ή και χιλιάδες μεγεθυντικούς φακούς;» ρώτησε ο Πιέτρο. Ο Σπαντέτι χαμογέλασε κάπως βεβιασμένα και έβγαλε το σκούφο που φορούσε στο κεφάλι. «Πράγματι, ήταν μια εξαιρετική παραγγελία... Συμβαίνει κάποιες φορές να διαπραγματεύομαι απευθείας με απεσταλμένους βασιλικών Αυλών ή κυβερνήσεων. Και τώρα που μου το αναφέρετε, δεν θα με εξέπληττε αν...» «Δηλαδή αυτός ο Μίνως... θα μπορούσε να είναι εκπρόσωπος μιας Αυλής ή μιας ξένης κυβέρνησης, όπως λέτε;»
«Πολύ πιθανόν, Μεσέρ. Ναι, το θυμάμαι τώρα... Με επισκέφθηκε ένας επιτετραμμένος. Εμπρός σε ένα τέτοιο αίτημα, δεν επιμένει κανείς στις λεπτομέρειες. Από τη στιγμή που τα δουκάτα κουδουνίζουν στο πουγκί μου και στο πουγκί της Συντεχνίας...» Κοίταξε τον Πιέτρο. Τα χαρακτηριστικά του είχαν ξαναβρεί το δυναμισμό τους. «Αν δεν ξέρω ποιος εστεμμένος θέλει να γεμίσει το παλάτι του με φακούς, Μεσέρ, δικαίωμά του. Όσο για μένα, σκοτίστηκα. Και οι βοηθοί μου κάνουν την εργασία που τους ζητάω». Ο Πιέτρο κοίταξε προβληματισμένος.
για
μια
στιγμή
τον
υαλουργό
«Υπάρχει κάποιος τρόπος να βρούμε το πλήρες όνομα και την ακριβή καταγωγή του προσώπου που έκανε την παραγγελία;» «Θα πρέπει να υπάρχει κάπου ένα δελτίο...» Σταμάτησε. «Θέλετε να το βρω...» συνέχισε. Ο Πιέτρο συγκατένευσε. «Και μάλιστα με καλή διάθεση, Μεσέρ Σπαντέτι. Καλό θα ήταν να φανείτε λίγο πιο συνεργάσιμος». Ο Σπαντέτι αναστέναξε. Ωστόσο γνώριζε πολύ καλά ποια σκιά βρισκόταν πίσω από τον Πιέτρο: η σκιά του Συμβουλίου των Δέκα. Χτυπώντας τα χέρια του στα γόνατά του, εντέλει σηκώθηκε. «Εντάξει, εντάξει! Πηγαίνω...» Σέρνοντας τα βήματά του, κατευθύνθηκε και πάλι προς το γραφείο του. Ευτυχώς οι έρευνές του δεν του πήραν πολλή ώρα. Ο Σπαντέτι έδειχνε όλο και πιο ανήσυχος. Το δελτίο παραγγελίας που
παρουσίασε στον Βιραβόλτα έφερε μια δυσανάγνωστη υπογραφή. Ούτε σφραγίδα ούτε κανενός είδους σήμα. Ο Πιέτρο βλαστήμησε. «Μεσέρ Σπαντέτι, με κοροϊδεύετε; Έχω τελικώς την αίσθηση ότι καταγράφετε τις παραγγελίες σας με έναν τρόπο πραγματικά παράξ...» Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση του. Ξαφνικά εισέβαλε στο γραφείο ένας εργάτης. «Μεσέρ, εσείς δεν είστε ο απεσταλμένος του Συμβουλίου των Δέκα;» Ο Πιέτρο σήκωσε τα μάτια. Ο εργάτης, ένας νεαρός μόλις είκοσι ετών, έδειχνε τρομοκρατημένος. Στεκόταν εκεί ασθμαίνοντας, με το χέρι στα γόνατα. «Εγώ είμαι, πράγματι. Τι συμβαίνει;» «Έχω ένα μήνυμα για σας, εκ μέρους του υπηρέτη σας και ενός μέλους της Quarantia Criminate...» «Ε, λοιπόν, προσπαθήστε να συνέλθετε, νεαρέ. Τι συμβαίνει;» Το αγόρι όρθωσε το κορμί του. «Συνέβη κάτι το φρικιαστικό».
*****
Την ώρα που ο Πιέτρο βρισκόταν στο εργαστήριο του Σπαντέτι, μαύρα σύννεφα είχαν μαζευτεί πάνω από τη Βενετία. Εντέλει
ξέσπασε μια απίστευτα δυνατή καταιγίδα. Το νερό στη λιμνοθάλασσα άρχισε να ταράζεται με μανία· λίγο έλειψε να μην κατορθώσει ο Πιέτρο να φθάσει στον προορισμό του. Όταν αποβιβάστηκε στο προαύλιο της εκκλησίας Σαν Τζόρτζιο Ματζόρε, είχαν ήδη συγκεντρωθεί εκεί καμιά εκατοστή άτομα και στέκονταν ακίνητοι κάτω από την καταρρακτώδη βροχή. Αντάλλασσαν ματιές γεμάτες τρόμο, με το ένα χέρι στο στόμα ή στο στήθος και το άλλο να δείχνει τον ουρανό. Παντού ο Πιέτρο άκουγε κραυγές φρίκης. Άνοιξε δρόμο ανάμεσα στο πλήθος. Ή καταιγίδα σκέπαζε τη φωνή του· σπρώχνοντας με τους αγκώνες του, κατόρθωσε να φθάσει εκεί που στέκονταν ο Αντόνιο Μπρότσι και ο Λαντρέτο. Αναγκάστηκε σχεδόν να ουρλιάξει για να τον ακούσει ο Μπρότσι: «Μα τι συμβαίνει;» Αντί άλλης απαντήσεως, ο ιατρός της Quarantia Criminate ύψωσε τα μάτια, προτρέποντάς τον να κάνει το ίδιο. Πράγματι, όλοι είχαν τα βλέμματα στραμμένα στο αέτωμα πάνω από την πρόσοψη της εισόδου. Στην αρχή ο Πιέτρο, μουσκεμένος ως το κόκαλο, δυσκολεύθηκε να εστιάσει την προσοχή του κάτω από τις ριπές της βροχής. Έπειτα ακούστηκε ξαφνικά μια βροντή μέσα σε μια τρομερή οχλοβοή. Αστραπές έσχιζαν τον πυρακτωμένο ουρανό. Ο Πιέτρο στράφηκε και πάλι προς τον Λαντρέτο, αποσβολωμένος με τη σειρά του από το ανοσιούργημα που αντίκρισε. Μόλις είχε διακρίνει μια ανθρώπινη μορφή που γύριζε σαν ανεμοδείκτης μέσα στην καταιγίδα. Μια μορφή αναρτημένη από ένα σχοινί στη στέγη της εκκλησίας. Ήταν κρεμασμένη στο αέτωμα και έμοιαζε να αγκαλιάζει αλλόκοτα το λευκό άγαλμα που το κοσμούσε. Πιο πάνω, ο εκκωφαντικός ήχος από τις καμπάνες έσπαζε τα τύμπανα του Βιραβόλτα. Το πτώμα συνέχιζε να ταλαντώνεται με τα μέλη του να κρέμονται· ο κεραυνός θα πρέπει να το είχε χτυπήσει τουλάχιστον μία φορά, διότι έμοιαζε απανθρακωμένο μια μάζα από σάρκα που
κάπνιζε ακόμη χόρευε κάτω από την οργή του Θεού, με τα βροντερά σύννεφα να τη συνθλίβουν και την καταιγίδα να την άγει και να τη φέρει! Το θλιβερό αυτό σκιάχτρο έμοιαζε να έχει βγει κατευθείαν από ένα όραμα της Κόλασης. Τα ξεσχισμένα του ενδύματα ανέμιζαν κουρέλια γύρω του, επιτείνοντας τον αξιοθρήνητο χαρακτήρα του θεάματος. Δύο άνδρες είχαν ανεβεί στο αέτωμα για να προσπαθήσουν να αποσπάσουν από αυτό τον τρομακτικό ανθρώπινο ανεμοδείκτη· είχαν περάσει από το εσωτερικό της εκκλησίας, με σχοινιά, και τώρα σκαρφάλωναν στην ολισθηρή πέτρα. Προσπαθούσαν να εδραιώσουν τα στηρίγματά τους, με τα χέρια απλωμένα προς το πτώμα, ενώ από κάτω η οχλοβοή ολοένα και δυνάμωνε. «Είναι ο Καφέλι», είπε ο Λαντρέτο. «Ο εξομολόγος του Μαρτσέλο... Τον κρέμασαν εδώ... Στην κορυφή της ίδιας του της εκκλησίας!» Όταν, επιτέλους, κατόρθωσαν να ξεκρεμάσουν τον ιερέα, τον κατέβασαν με τη βοήθεια μακριών σχοινιών στο προαύλιο. Οι αξιωματικοί της Quarantia Criminale δυσκολεύτηκαν να απομακρύνουν το πλήθος που βρισκόταν εκεί ώστε να επιτρέψουν στους Μπρότσι, Βιραβόλτα και Λαντρέτο να ανοίξουν δρόμο ως το εσωτερικό του Σαν Τζόρτζιο. Τους άνοιξαν διάπλατα τις διπλές θύρες. Ή εκκλησία ήταν βυθισμένη στο σκοτάδι· τρία άτομα έσπευσαν να ανάψουν ξανά τα κεριά. Φώτισαν την Αγία Τράπεζα, όπου ξάπλωσαν το πτώμα του Καφέλι. Μετά ο Βιραβόλτα διέταξε να εκκενώσουν τον ιερό χώρο, ενώ ο Μπρότσι ανασήκωνε τα μανίκια του. Το αιώνιο σακίδιό του, που έσταζε από τη βροχή, ήταν ακουμπισμένο δίπλα του. Ο Πιέτρο δεν πίστευε στα μάτια του. Ο εφιάλτης συνεχιζόταν.
Βλέποντας έτσι τον Μπρότσι εμπρός στην Αγία Τράπεζα, σαν να τελούσε τη λειτουργία πάνω από το πτώμα, ένιωσε να χάνει τον νου του. Πίσω από τον ιατρό της Quarantia, η νωπογραφία που αναπαρίστανε την Αποκαθήλωση ήταν η χαριστική βολή που βύθισε τον Πιέτρο σε άφατη ταραχή. Έφερε το χέρι του στα χείλη του, και μετά συνοφρυώθηκε και βλαστήμησε. Ή Aποκαθήλωση... Από το γείσο του καπέλου του κυλούσαν ακόμη νεροσταγόνες. Έβγαλε το καπέλο και προχώρησε, ανεβαίνοντας τα σκαλοπάτια της Αγίας Τράπεζας. «Θα κοιτάξω από τώρα μήπως μπορέσω να καταλήξω σε κάποιο συμπέρασμα», είπε ο Μπρότσι. «Το θύμα κεραυνοβολήθηκε». Εξέταζε τα μέλη του πτώματος με μια λαβίδα· ένα κομμάτι σάρκας αποκολλήθηκε από μόνο του. «Τα δύο τρίτα της επιφάνειας του σώματος έχουν απανθρακωθεί και τα μαλλιά έχουν καεί εντελώς. Το τριχωτό των άνω άκρων φαίνεται να έχει... Πείτε μου, Βιραβόλτα, έχει τίποτε να κάνει ο υπηρέτης σας; Έχω στο σακίδιό μου μερικά φύλλα χαρτί και λίγο μελάνι, θα μπορούσε να σημειώνει τις παρατηρήσεις μου. Έτσι θα με απάλλασσε από τον κόπο να το κάνω ο ίδιος και θα βοηθούσε στη σύνταξη της τελικής μου αναφοράς. Ξέρει να γράφει, έτσι δεν είναι;» Ο Λάντρέτο κοίταξε τον αφέντη του με ένα ερωτηματικό βλέμμα. Χωρίς να πει λέξη, ο Πιέτρο συγκατένευσε με το πιγούνι του. Ο Λαντρέτο πλησίασε την Αγία Τράπεζα, ψαχούλεψε το σακίδιο ακολουθώντας τις οδηγίες του Μπρότσι και έβγαλε από μέσα τα απαραίτητα υλικά. Λίγο αργότερα, σημείωνε τα όσα του υπαγόρευε ο ιατρός με ύφος επιμελές και συγκεντρωμένο. Ο Πιέτρο, από την πλευρά του, μετά βίας άκουγε, απορροφημένος από τον πίνακα της Αποκαθήλωσης. Απεικόνιζε την Παρθένο Μαρία, τη Μαρία τη
Μαγδαληνή και τον Ιωσήφ τον από Αριμαθαίας να συλλέγουν το αίμα του Χριστού· στο δεύτερο επίπεδο, Ρωμαίοι λεγεωνάριοι. Στον ουρανό, οι αστραπές της θείας οργής. Οι πένθιμοι θρήνοι του Γολγοθά. Κάτω από τη νωπογραφία βρισκόταν το αρτοφόριο της εκκλησίας. Ο Πιέτρο πλησίασε περισσότερο. Ένα ήταν βέβαιο: ο δολοφόνος αρεσκόταν να παίζει με τις βιβλικές μεταφορές. Ή σύνδεση με το θάνατο του Μαρτσέλο, που και αυτόν τον κατέβασαν από το Καταραμένο Δέντρο του, όπως μόλις προηγουμένως τον Καφέλι από το αέτωμα του Σαν Τζόρτζιο, ήταν αδιαμφισβήτητη. «Ο ιερέας», εκτίμησε ο Μπρότσι, «δέθηκε με σχοινιά των οποίων τα ίχνη είναι ακόμη εμφανή στο λαιμό του, στο μέσον του στέρνου και γύρω από τα χέρια, τα γόνατα και τα πόδια. Α! Σταθείτε, για να δούμε εδώ... Ένας μώλωπας πίσω από το σβέρκο του και ένα ελαφρύ κάταγμα του κρανίου υποδεικνύουν ότι τον χτύπησαν από πίσω πριν τον εκθέσουν έτσι στην πρόσοψη του Σαν Τζόρτζιο. Πιέτρο! Θεωρώ αδύνατον η πράξη αυτή να τελέσθηκε από έναν άνδρα μόνο. Προφανώς ο Καφέλι... ξύπνησε αφού τον τοποθέτησαν στην οριστική του στάση, έρμαιο των ανέμων». Ήταν δυνατόν η Χίμαιρα να μπορούσε να ελέγχει τα στοιχεία της φύσης, ώστε να ήταν βέβαιη ότι ο κεραυνός θα έπεφτε πάνω στο αέτωμα και έτσι θα αποτελείωνε τον ιερέα; Αυτή ήταν λοιπόν η ύψιστη εξουσία του Diavolo; Ο εχθρός, όποιος κι αν ήταν, είχε άραγε προκαλέσει ακόμη και τη θύελλα που έπληξε τη Βενετία; Ο Πιέτρο δεν μπορούσε να απαλλαγεί από αυτή την αίσθηση της μαγείας. «Και υπάρχει και κάτι άλλο...» συνέχισε ο Μπρότσι. Έβγαλε τα γυαλιά του για μια στιγμή και τα καθάρισε, καταπνίγοντας την τάση του για εμετό. Ανασηκώνοντας ένα υπόλειμμα ενδύματος, είχε μόλις ανακαλύψει ένα καινούριο τραύμα, με το περίγραμμα της καμένης σάρκας.
«Τον ευνούχισαν». Πήρε βαθιά ανάσα και ξαναφόρεσε τα γυαλιά του. «Θα πρέπει να είχε ήδη χάσει το μισό του αίμα. Δεν του αφαίρεσαν τα ενδύματά του. Φορούσε ακόμη το άμφιό του, από το οποίο δεν έχει απομείνει σχεδόν τίποτε». Τώρα τα δάχτυλα του Πιέτρο χάιδευαν την Αποκαθήλωση που είχε εμπρός του. Επρόκειτο τελικώς για πίνακα, και όχι για τοιχογραφία, όπως είχε νομίσει στην αρχή. Ξαφνικά ο Πιέτρο πρόσεξε μια ελαφρά διαφορά απόχρωσης ανάμεσα στον ασβεστοβαμμένο τοίχο και στο ακριβές σημείο όπου -τώρα ήταν βέβαιος- θα έπρεπε να βρίσκεται ο πίνακας. Δεν υπήρχε αμφιβολία: τον είχαν μετακινήσει προσφάτως. Οι άκρες της κορνίζας του σχημάτιζαν μια περίεργη γωνία· ο πίνακας στο σύνολό του δεν ήταν απόλυτα ίσιος... Ο Πιέτρο διέτρεξε με το χέρι του τον πίνακα, και μετά το περίγραμμα του τοίχου. Άνοιξε τα χέρια, λύγισε ελαφρά τα πόδια, και με μια κίνηση σήκωσε τον πίνακα. Ο Λαντρέτο τον είδε για μια στιγμή να παραπαίει. Αμέσως εγκατέλειψε την πένα και έσπευσε να τον βοηθήσει, κάτω από το έκπληκτο βλέμμα του Μπρότσι. Οι δύο μαζί ξεκρέμασαν την Αποκαθήλωση. Ο ιατρός συνέχισε την εξέτασή του. Ο Πιέτρο και ο υπηρέτης του απόθεσαν πιο πέρα τον μεγάλο πίνακα. Έπειτα κοίταξαν ξανά τον τοίχο, στο σημείο που είχαν αποκαλύψει. Το διέτρεχε μια εγκάρσια ρωγμή, εντελώς χαοτική, και... Ο Μπρότσι συνέχιζε να μιλά μόνος του. Ο Βιραβόλτα δεν τον άκουγε πλέον. Ανάθεμα! Οπισθοχώρησε αργά λίγα βήματα. Όταν έφθασε στο πλάι του ιατρού, εκείνος, απορημένος με την
παγερή σιωπή που είχε πέσει γύρω του, έβγαλε τα γυαλιά του και στράφηκε με τη σειρά του προς τον τοίχο. La bufera infernal, che mai non resta, Mena li spiriti con la sua rapina; Voltando e percotando li molesta. Η κολασμένη θύελλα, οπού σταματημό δεν έχει, Με μια κακία τις ψυχές τραβολογάει· Τις ξεσκίζει και δώθε κείθε τις στριφογυρνάεί Και λίγο πιο πέρα: Vexilla regis prodeunt inferni. Ήταν μια καινούρια επιγραφή, όχι χαραγμένη με το μαχαίρι στην ανθρώπινη σάρκα, όπως στην περίπτωση του Μαρτσέλο, αλλά γραμμένη στον τοίχο. «Γράμματα από αίμα», ψιθύρισε ο Πιέτρο. Στράφηκε προς τον Μπρότσι με βλέμμα σαστισμένο. Το χέρι του ιατρού της Quarantia έπεσε πάνω στο πτώμα. Του βασιλιά της κόλασης τα φλάμπουρα ζυγώνουν.
[1] Πριν, εν αρχή. (Σ.τ.Μ.) [2] H Τέχνη της Υαλουργίας. (Σ.τ.Μ.) [3] «Παλαιά Δικαιοσύνη», αρχή που επέβλεπε τη σύννομη λειτουργία των συντεχνιών, τη νομιμότητα των εξαγωγών, αγοραπωλησιών κ.λπ. (Σ.τ.Μ.) [4] Υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας από το 1665 ως το 1683, επί Λουδοβίκου ΙΔ'. (Σ.τ.Μ.)
ΑΣΜΑ VI
Ή Κολασμένη Θύελλα
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ Του Αντρέας Βικάριο, μέλους του Μεγάλου Συμβουλίου Περί της Αμαρτίας και των Τιμωριών του Θεού: το Κακό και η Εξουσία κεφ. IV
... Ολόκληρο το οικοδόμημα στο οποίο στηρίζεται ο ιουδαιοχριστιανισμός συνοψίζεται σε ένα και μόνο πράγμα: τη συνείδηση της αμαρτίας και, ως συνέπεια της μεταφοράς του προπατορικού αμαρτήματος, τη μετάδοση αυτής της συνείδησης ως θεμελίου του πολιτισμού. Απέναντι σε αυτή την κυριαρχία, οι αιρετικές σέκτες δεν έχουν παρά δύο επιλογές: να την απορρίψουν συλλήβδην, και επομένως να καταστρέψουν τα θεμέλια της ηθικής, ή να θεωρήσουν ότι είναι ατελής και να κηρύξουν την επάνοδο στην πηγή των θρησκευτικών μηνυμάτων, επικαλούμενες την αυστηρή ηθική των «καθαρών». Σε όλες τις περιπτώσεις, η αμαρτία θριαμβεύει, η άρνηση της τιμωρίας ή η προσφυγή σε αυτήν
καθορίζει την άσκηση της πνευματικής εξουσίας, και ο Εωσφόρος εξακολουθεί πάντα να κυβερνά. Εκεί όπου εδράζεται ο φόβος, εδράζεται η εξρυσία: αυτός είναι ο λόγος που, κατά παράδοξο τρόπο, το Κακό είναι το ανώτατο όργανο της κυριαρχίας των επισήμων θρησκειών αυτός είναι ο λόγος που οι αυτοκρατορίες επιβάλλονται μόνο διά της βίας σε ολόκληρο τον κόσμο· αυτός είναι ο λόγος που το πρόβλημα του Κακού είναι πολιτικό και που, για μία ακόμη φορά, μας δείχνει τον θρίαμβο του Σατανά εντός του κόσμου τούτου.
«Ο δολοφόνος ή οι δολοφόνοι έδρασαν γρήγορα», συμπέρανε ο Πιέτρο. «Γρήγορα, αλλά και με αποτελεσματικότητα, θα πρέπει να το παραδεχθούμε». Ο Γαληνότατος Ηγεμόνας, καταπτοημένος, έμοιαζε να χάνει τη συνήθη αυτοκυριαρχία του. Ο Πιέτρο, ο Εμίλιο Βιντικάτι και ο Αντόνιο Μπρότσι ήταν καθισμένοι απέναντι του. Όλοι βρίσκονταν στην Αίθουσα του Κολεγίου. Έξω η καταιγίδα συνέχιζε να μαίνεται, και όλοι οι πολυέλαιοι ήταν αναμμένοι. Από καιρού εις καιρόν ο Μπρότσι ύψωνε τα μάτια προς τις νωπογραφίες της οροφής. Ήταν εμφανές ότι θα προτιμούσε να βρίσκεται αλλού. Ή υπερένταση του έκανε κακό στην καρδιά. «Δεν είναι δυνατόν, δεν είναι δυνατόν!» επαναλάμβανε ο Φραντσέσκο Λορεντάν. Ο Δόγης κουνούσε πέρα δώθε το κεφάλι. Εντέλει χτύπησε τη γροθιά του στο υπαγκώνιο του θρόνου του.
«Ενώ οι περιστάσεις του φόνου του Μαρτσέλο Τορετόνε κατέστη δυνατόν να αποκρυβούν από τον πληθυσμό, τη φορά αυτή είναι ενήμερη όλη η Βενετία! Ή υπόθεση θα οδηγηθεί αναπόφευκτα ενώπιον του Μεγάλου Συμβουλίου, Εμίλιο. Σεις ο ίδιος και οι εκπρόσωποι της Quarantia Criminale θα κληθείτε να δώσετε εξηγήσεις για τη φύση και την πορεία της έρευνας! Θα πρέπει να προετοιμαστείτε γι’ αυτό... Δεν θα με εξέπληττε, άλλωστε, αν η δολοφονία αυτή διεπράχθη μέρα μεσημέρι ακριβώς για να αναγκαστούμε να ενημερώσουμε το Μέγα Συμβούλιο! Κινδυνεύουμε να βρεθούμε σε επικίνδυνα νερά, ακόμη μια φορά, ανάμεσα στα μικρά μας μυστικά και τις δημόσιες διαβουλεύσεις! Αν θέλουμε να εμμείνουμε στην υπόγεια έρευνα του Βιραβόλτα, οι Δέκα και η Quarantia θα πρέπει να καταφύγουν στην εξαπάτηση. Όμως όλα αυτά δεν μου προοιωνίζονται τίποτε καλό, Εμίλιο, τίποτε απολύτως! Με φέρνετε σε μία θέση που δεν μου αρέσει καθόλου. Χρειαζόμαστε αποτελέσματα, το Μέγα Συμβούλιο δεν είναι ηλίθιο· γρήγορα θα αντιληφθεί ότι κάτι εξυφαίνεται εν αγνοία του. Και εμείς τι έχουμε μέχρι τώρα;» Ο Πιέτρο έλαβε το λόγο: «Τα ίχνη του Μενουέτου της Σκιάς δεν μας οδηγούν πουθενά. Ομολογώ ότι διερωτήθηκα μήπως αυτός ο Βιργίλιος ήταν ένας από τους απεσταλμένους του Εμίλιο, ο οποίος με διαβεβαιώνει για το αντίθετο· είναι επομένως βέβαιο ότι υπάρχει σύνδεση ανάμεσα στους φόνους του Μαρτσέλο και του Καφέλι και στην τουλάχιστον ανοίκεια σκηνή προς την οποία καθοδήγησαν τα βήματά μου στην casa Κονταρίνι. Αν, όπως πιστεύω, ο Μαρτσέλο και ο Καφέλι ήταν εραστές, είναι πιθανόν να αποτελούσαν και οι δύο μιαν απολύτως υπαρκτή απειλή για εκείνον ή εκείνους που αναζητούμε... Αυτό όμως που με ανησυχεί περισσότερο είναι ότι κάποιος ήδη γνωρίζει ότι μου έχει ανατεθεί αυτή η αποστολή! Είχα άλλωστε την αίσθηση ότι με
παρακολουθούσαν καθώς μετέβαινα στο Μουράνο. “Ο εχθρός είναι παντού”, έλεγε ο ιερέας. Και αν δεν είναι κάποιος από εμάς εκείνος που αποκάλυψε το μυστικό -συγχωρήστε με, αλλά πρέπει να εξετάσω όλες τις υποθέσεις-, τότε θα μπορούσε να είναι ο ίδιος ο Καφέλι, πριν δολοφονηθεί, ή κάποιος από τα μέλη του θιάσου του Σαν Λούκα, κάπως πιο διορατικός από τους υπολοίπους... Ή ακόμη η Λουτσιάνα Σαλιέστρι, της οποίας την καρφίτσα βρήκαμε στο ίδιο θέατρο». «Ο ιερέας του Σαν Τζόρτζιο...» είπε ο Δόγης. «Θεέ και Κύριε! Τι δυστυχία για τους καλούς του ενορίτες...» «Είναι αλήθεια ότι με τον ρυθμό αυτό η έρευνά μας θα πάψει να είναι μυστική», συνέχισε ο Πιέτρο. «Συμφωνώ μαζί σας, Γαληνότατε: αυτός ο “κάποιος” θέλει να μας αναγκάσει να δράσουμε στο φως της ημέρας, να ανακινήσει όλα τα σκάνδαλα και να μας φέρει σε δυσχερή θέση. Ή μέθοδος είναι επιδέξια, και η παγίδα στην οποία έχουμε πιαστεί ενέχει όλα τα στοιχεία του πολιτικού υπολογισμού... Σε συνδυασμό με τη δραματική αίσθηση των θεαματικών αυτών φόνων, πιστεύω ότι οι υποψίες του Εμίλιο ενισχύονται όλο και περισσότερο: είμαστε αντιμέτωποι με έναν παίκτη πανούργο και πλήρως ενημερωμένο για τις αυστηρά προσωπικές συνήθειες των ατόμων που βασάνισε. Είναι ίσως ένας από τους πατρικίους μας —ή κάποιος ξένος, Υψηλότατε, ο οποίος προσέλαβε ως συνεργούς πληρωμένους εκτελεστές. Δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο». «Κάποιος, κάποιος, όμως ποιος;» ρώτησε ο Δόγης με ανησυχία. «Ένας ευγενής Βενετσιάνος, ένας ξένος κατάσκοπος, ο πρέσβης μιας εχθρικής δύναμης; Μήπως αυτός ο Μίνως του οποίου τα ίχνη ανακαλύψατε στα αρχεία του υαλουργού, και που, όπως φαίνεται, παρήγγειλε κάτω από τη μύτη μας καράβια ολόκληρα από γυάλινους φακούς, για μια χρήση την οποία εμείς αγνοούμε; Δεν έχει κανένα
νόημα... Και επιτέλους, ποιο μπορεί να είναι το κίνητρο, Βιραβόλτα;» «Να κλονίσει τη Δημοκρατία, να αποσταθεροποιήσει τους θεσμούς μας, πού να το ξέρω; Είναι αλήθεια ότι, εκ πρώτης όψεως, ούτε ο Μαρτσέλο ούτε ο Καφέλι ήταν πολιτικοί στόχοι· όμως ο Μαρτσέλο εργαζόταν για τους Δέκα, και τόσο ο ίδιος όσο και ο ιερέας γνώριζαν πολλά, αυτό είναι εμφανές». Ο Δόγης πέρασε το χέρι του στο μέτωπό του, διόρθωσε τον σκούφο του, κατά το ήμισυ πεπεισμένος, και μετά σηκώθηκε. Προχώρησε προς τα παράθυρα· η βροχή είχε ξαναρχίσει δυνατή και χτυπούσε στα τζάμια, ενώ πέρα μακριά διακρινόταν η γκριζωπή άβυσσος της λιμνοθάλασσας. Όταν ο Λορεντάν στράφηκε και πάλι προς τους συνομιλητές του, μια αστραπή έσχισε τον ουρανό. «Κάτω από τη χλιδή, η σαπίλα! Ή αμαρτία! Ή αποσύνθεση! Μα τι κρύβει λοιπόν η ψυχή των ανθρώπων; Χριστέ μου... Όχι, όλα αυτά δεν είναι καλά· δεν προχωρούμε αρκετά γρήγορα». Ο Βιντικάτι ανασήκωσε το φρύδι του και ύψωσε το ένα του χέρι: «Ας δούμε τα πράγματα με ρεαλισμό, Υψηλότατε, χωρίς να μας εντυπωσιάζουν πολύπλοκοι ελιγμοί και χωρίς να αποδίδουμε στον αντίπαλό μας μεγαλύτερες δεξιότητες από αυτές που διαθέτει στην πραγματικότητα, παρ’ ότι εγώ πρώτος θεωρώ ότι ο κίνδυνος είναι μεγάλος. Έστειλα κάποιους πράκτορές μας να ερευνήσουν εξονυχιστικά τα αρχεία του Σπαντέτι και της Συντεχνίας. Αυτή τη στιγμή ανακρίνονται όλοι οι υαλουργοί, με πρώτο τον Σπαντέτι· εκείνος επιμένει ότι δεν γνωρίζει τίποτε περισσότερο. Τον απειλήσαμε, μα παραμένει βουβός σαν τάφος. Δεν έχουμε καμία απόδειξη για τυχόν ανάμειξή του σε όλα αυτά. Δεν αρνείται την ύπαρξη της παραγγελίας, αλλά κάνει λόγο για ένα σφάλμα στην
τήρηση των αρχείων, για το οποίο, υποτίθεται, λυπάται. Ή αμνησία του είναι πολύ βολική, αυτό είναι βέβαιο. Το πρόβλημα είναι ότι, ελλείψει συγκεκριμένων πληροφοριών σχετικά με την ταυτότητα του μυστηριώδους αγνώστου που παρήγγειλε τους φακούς, δεν μπορώ να τον έχω διαρκώς υπό κράτηση και να διακόπτω την παραγωγή του εργαστηρίου του. Όλη η Συντεχνία είναι ήδη ανάστατη και κάνει λόγο για παύση της παραγωγής της... Απορώ απλώς με το γεγονός ότι το προσφιλές μου Συμβούλιο των Δέκα δεν ενήργησε και αυτό νωρίτερα, με βάση τα αρχεία του capomaestro· ιδού πράγματι ένα ακόμη σφάλμα το οποίο αδυνατώ να εξηγήσω. Αν τελικώς ο Σπαντέτι αφεθεί ελεύθερος, πρέπει να τον παρακολουθούμε και να επιχειρήσουμε να τον κάνουμε να μιλήσει· δεν ξέρω, ωστόσο, αν θα επιτύχουμε κάτι από αυτή την πλευρά επί του παρόντος. Τα Πουλιά της Φωτιάς, τις βιβλικές, υποτίθεται, επιγραφές στο στέρνο του Μαρτσέλο και πίσω από τον πίνακα του Σαν Τζόρτζιο: ιδού τι πρέπει να διαλευκάνουμε». «Ναι... Εμένα προσωπικά», πρόσθεσε ο Βιραβόλτα, «εκείνο που προπάντων με προβληματίζει είναι η καρφίτσα της Λουτσιάνα Σαλιέστρι και ο δεσμός της με τον γερουσιαστή Τζιοβάνι Καμπιόνι. Για μένα αυτό είναι το μόνο απτό ίχνος. Θα πρέπει να συνομιλήσω με τον Καμπιόνι, έτσι όμως θα αποκαλύψω τα πάντα σε ένα από τα πλέον περίοπτα μέλη της Γερουσίας με σημαντική επιρροή στο Μέγα Συμβούλιο. Χρειάζομαι εσάς, Γαληνότατε, ή τη διαμεσολάβηση του Εμίλιο, ώστε να προλειανθεί το έδαφος. Και θα πρέπει να συμφωνήσουμε ως προς το ποια στρατηγική θα ακολουθήσουμε. Ο Καμπιόνι είναι ο πρώτος ύποπτος, αν και δεν σας κρύβω ότι όλα αυτά... είναι κάπως υπερβολικά εμφανή». «Οπωσδήποτε», είπε ο Μπρότσι. «Φαίνεται ότι κάποιοι θέλουν να μας οδηγήσουν κατευθείαν σε αυτόν. Ή χρυσή καρφίτσα που βρέθηκε στο Σαν Λούκα πιθανόν να τοποθετήθηκε επίτηδες δίπλα
στο πτώμα του Μαρτσέλο. Ίσως να πρόκειται για έναν ακόμη ελιγμό. Αφού όμως όλοι οι δρόμοι οδηγούν στον γερουσιαστή Καμπιόνι, ας πάμε να τον βρούμε! Και ας δούμε τι θα μπορέσει να του εκμαιεύσει ο Πιέτρο». Ακολούθησε σιωπή, που τη διατάρασσε μόνο το σφυροκόπημα της βροχής στα τζάμια. Τέλος, ο Φραντσέσκο Λορεντάν πήρε βαθιά εισπνοή και είπε: «Εντάξει. Ας ασχοληθούμε με αυτόν».
*****
Το Μπρόλιο, κοντά στο παλάτι των Δόγηδων, ήταν ένα από τα πιο περίεργα μέρη της Βενετίας: είχε πάρει το όνομά του από έναν παλαιό λαχανόκηπο, κοντά στην Piazzetta, και οι Βενετσιάνοι, όπως και οι ταξιδιώτες, σταματούσαν συχνά εκεί γοητευμένοι. Οι ευγενείς συναντιόνταν εκεί καθημερινά για να συζητήσουν τα τρέχοντα πολιτικά θέματα. Το Μπρόλιο επιτελούσε, μέσα στην καρδιά της πόλης, μια αυθεντικά πολιτική λειτουργία: κάθε ευγενής που είχε συμπληρώσει τα είκοσι πέντε και καλείτο στο εξής να συμμετέχει στο Μέγα Συμβούλιο λάμβανε εκεί το επίσημο «χρίσμα». Όμως το Μπρόλιο ήταν ο κατεξοχήν τόπος όπου εξυφαίνονταν οι δολοπλοκίες της Δημοκρατίας, γεγονός που εμπεριείχε αρκετή δόση ειρωνείας, αν λάμβανε κανείς υπόψη τη διακόσμησή του, εν μέσω της οποίας βάδιζε τώρα ο Πιέτρο, με τα χέρια στην πλάτη, συντροφιά με τον Εξοχότατο Τζιοβάνι Καμπιόνι: το ανθολόγιο των κακουργημάτων
που είχαν διαπράξει οι προδότες της Πατρίδας και οι κατάλογοι των τιμωριών τους ήταν χαραγμένα πάνω σε επίπεδες πέτρες τοποθετημένες κατά μήκος των δενδροστοιχιών. Πάνω από τους δύο άνδρες, ο ουρανός, αν και βαρύς ακόμη, είχε ωστόσο ξαναγίνει πιο ήπιος· οι λιγοστές ακτίνες ενός χλομού ήλιου διαπερνούσαν τα σύννεφα και φώτιζαν τα βήματά τους μέσα στους κήπους. Τα παρτέρια ανέδιδαν το χαρακτηριστικό άρωμα της φύσης όταν ξαναβρίσκει τη γαλήνη μετά τη βροχή; «Ώστε λοιπόν», είπε ο γερουσιαστής, «εσείς είστε η Μαύρη Ορχιδέα! Έχω ακούσει να μιλούν για σας... Ή φήμη των παρεκτροπών σας έχει προ πολλού φτάσει ως το Μέγα Συμβούλιο και τη Γερουσία... Πολλοί διερωτώντο -και διερωτώνται ακόμη- με ποιου το μέρος είστε στ’ αλήθεια... Είναι ενήμερος για την απελευθέρωσή σας ο γερουσιαστής Οτάβιο;» «Δεν το γνωρίζω... Όμως δεν το πιστεύω. Και είναι καλύτερα έτσι. Ο Βιραβόλτα άφησε να πλανηθεί για μια στιγμή η σιωπή, και μετά είπε: «...Νομίζω ωστόσο ότι έχουμε πιο επείγοντα θέματα να συζητήσουμε». «Οπωσδήποτε...» Ο Καμπιόνι αναστέναξε. «Ο Μαρτσέλο Τορετόνε, ο πατήρ Καφέλι... Τόσο οι Δέκα, όσο και η Criminale, είναι πεπεισμένοι ότι τα δύο αυτά επεισόδια συνδέονται μεταξύ τους;» Ο Τζιοβάνι Καμπιόνι ήταν περίπου εξήντα ετών. Φορούσε το επίσημο ένδυμα των μελών της Γερουσίας, μαύρο με επένδυση από
ερμίνα, που το έσφιγγε στη μέση μια ζώνη με ασημένια πόρπη στο κεφάλι, έναν μαύρο σκούφο, την bereita. Προχωρούσε πλάι στον Πιέτρο συνοφρυωμένος, με το μπαστούνι του στο χέρι. Μετά από λίγο ο Βιραβόλτα σταμάτησε και στράφηκε προς το μέρος του. «Μήπως είδατε προσφάτως τη Λουτσιάνα Σαλιέστρι;» Ο Καμπιόνι σταμάτησε με τη σειρά του, αιφνιδιασμένος. Στέκονταν και οι δύο δίπλα σε ένα παρτέρι με άνθη, που τα ζωηρά τους χρώματα έρχονταν σε αντίθεση με την αυστηρότητα και το σοβαρό ύφος του πατρικίου. «Δηλαδή... να σας πω...» «Συγχωρήστε με για την ερώτηση που θα σας κάνω, Εξοχότατε, όμως σύντομα θα καταλάβετε για ποιο λόγο είναι τόσο σημαντική για την έρευνα που διεξάγω. Της χαρίσατε, πριν από λίγο καιρό, μια χρυσή καρφίτσα με χαραγμένα τα αρχικά της, Λ και Σ, και διακοσμημένη με δύο ξίφη και ένα τριαντάφυλλο με μαργαριτάρια;» Ο Καμπιόνι έδειξε να εκπλήσσεται ακόμη περισσότερο. «Ακριβώς έτσι είναι! Ωστόσο, θα ήθελα να μάθω πώς τολμάτε...» «Πότε είδατε για τελευταία φορά τη Λουτσιάνα να φορά αυτή την καρφίτσα;» «Πριν από δεκαπέντε ημέρες περίπου, όμως...» «Δεκαπέντε ημέρες... και ποτέ άλλοτε μετά;» «Όχι. Μπορείτε να μου πείτε τι σχέση έχει αυτό το δώρο με τις σκοτεινές υποθέσεις για τις οποίες αρχίσατε να μου μιλάτε;» «Ή καρφίτσα αυτή, Εξοχότατε, βρέθηκε στα πόδια του Μαρτσέλο Τορετόνε στο θέατρο Σαν Λούκα. Ή Λουτσιάνα σάς το είχε κρύψει, όμως ισχυρίζεται ότι της την έκλεψε προ ημερών ένα άτομο
του οποίου αγνοεί την ταυτότητα». Ο Καμπιόνι ανασήκωσε τη μύτη και έκανε έναν μορφασμό· το χέρι του έπαιζε νευρικά με τη λαβή του μπαστουνιού του. «Αυτός λοιπόν είναι ο λόγος που το Συμβούλιο των Δέκα ήθελε να μιλήσω μαζί σας...» «Αυτός ακριβώς. Εξοχότατε... γνωρίζετε ότι η Λουτσιάνα ήταν ερωμένη και του Μαρτσέλο;» Ο Καμπιόνι ένευσε καταφατικά. Τώρα δυσκολευόταν όλο και περισσότερο να διατηρήσει την ηρεμία του. «Πώς θα μπορούσα να το αγνοώ; Όλη η Βενετία το ήξερε. Ή Λουτσιάνα, βλέπετε, έχει... πολλούς άνδρες στη ζωή της...» Ο τόνος με τον οποίο είχε προφέρει αυτά τα λόγια, που κατέληξαν σε έναν ψίθυρο, δεν πέρασε απαρατήρητος από τον Πιέτρο. Ο γερουσιαστής ήταν ερωτευμένος, το πράγμα ήταν εμφανές· και η ιδέα ότι η εταίρα δεχόταν στο κρεβάτι της άλλους άνδρες τον έκανε πραγματικά να υποφέρει. Είχε συνοφρυωθεί, και το πρόσωπό του είχε μιαν έκφραση πόνου που δυσκολευόταν να ελέγξει. «Ναι, την αγαπώ», ομολόγησε ο Καμπιόνι σφίγγοντας τη γροθιά του, σαν να είχε μαντέψει τις σκέψεις του Πιέτρο. «Την αγαπώ εδώ και δέκα χρόνια σχεδόν. Αστείο δεν είναι; Που κάποιος σαν κι εμένα αναριγεί στην ιδέα και μόνο πως κρατά στην αγκαλιά του μια απλή εταίρα, τόσο νέα, και συνηθισμένη να περιφέρεται στις στοές των Procuratie... Το ξέρω καλά, είναι μια σχέση που με απομακρύνει από τις υποθέσεις της Δημοκρατίας! Όμως η γυναίκα αυτή είναι το ναρκωτικό μου, η απόλαυσή μου, δεν μπορώ να την αποχωριστώ... Ανώφελο να σας το κρύψω: τρέμω στην ιδέα και μόνο ότι μπορεί κάποια μέρα να τη χάσω, κι όμως εκείνη είναι η καταισχύνη μου... Είναι από αυτές που σε δένουν με τα μάγια τους, σε βασανίζουν με τον
πιο οδυνηρό τρόπο, σε αιχμαλωτίζουν με δεσμά πιο άρρηκτα και από τα δίχτυα της Αρτέμιδος... Ένα σαρκοβόρο έντομο, ναι, αυτό είναι! Λατρεμένη και ετακίνδυνη. Ω, Θεέ μου... Όμως εσείς έχετε ιδίαν πείραν του πράγματος, έτσι δεν είναι;» Ή εικόνα της Άννας Σανταμαρία, της Μαύρης Χήρας, πέρασε εμπρός από τα μάτια του Πιέτρο. Δεν απάντησε ευθέως. «Να είστε βέβαιος, Εξοχότατε», είπε συνεχίζοντας να βαδίζει, «ότι λίγη ειλικρίνεια με αναζωογονεί στις ημέρες αυτές που ζούμε». Έμειναν για λίγο σιωπηλοί, και μετά ο Καμπιόνι ξαναπήρε το λόγο: «Κι όσο για την περίφημη καρφίτσα, τι φταίω εγώ που της την έκλεψαν; Δεν πιστεύετε βεβαίως ότι εγώ μπορεί να είμαι αναμεμειγμένος, άμεσα ή έμμεσα, σ’ αυτούς τους αποτρόπαιους φόνους!» Ο Πιέτρο χαμογέλασε. «Ω, μακριά από μένα αυτή η ιδέα, Εξοχότατε!» Ο Καμπιόνι έδειξε καθησυχασμένος· η ανάσα του, που είχε γίνει κοφτή, ξαναβρήκε τον κανονικό της ρυθμό. Όμως ο Πιέτρο είχε απλώς αναβάλει τις πιο λεπτές ερωτήσεις. Έψαξε με βιασύνη στην τσέπη του και ανέσυρε δύο κομμάτια χαρτί, τα οποία έδωσε στον πατρίκιο. «Οι επιγραφές αυτές βρέθηκαν η πρώτη πάνω στο σώμα του Μαρτσέλο Τορετόνε και η δεύτερη στην εκκλησία του Σαν Τζόρτζιο Ματζόρε. Μήπως σας λένε τίποτε;» Ο Καμπιόνι πήρε τα χαρτιά και διάβασε.
Καινούριος ήμουνα σ' αυτόν εδώ τον τόπο, Σαν είδα να ’ρχεται ένας παντοδύναμος, Στεφανωμένος με της νίκης το στεφάνι... Ή κολασμένη θύελλα, οπού σταματημό δεν έχει, Με μια κακία τις ψυχές τραβολογάει τις ξεσκίζει και δώθε κείθε τις σιριφογυρνάει. Vexilla regis prodeunt inferni. «Ε, λοιπόν», είπε ο γερουσιαστής, προσπαθώντας εμφανώς να βρει τι του θύμιζαν αυτοί οι στίχοι, «πράγματι έχω την εντύπωση ότι κάπου το έχω διαβάσει αυτό... Αλλά πού;» Πέρασε το χέρι του στο μέτωπό του και ρώτησε με τη σειρά του: «Τι σημαίνουν αυτά τα επιγράμματα; Θα έλεγε κανείς... ένα είδος ποιήματος...» «Αποκομμένα από τα συμφραζόμενά τους, τα οποία ακόμη δεν γνωρίζω», απάντησε ο Πιέτρο, «δεν φαίνονται να σημαίνουν πολλά πράγματα. Αλλά ούτε κι αν τα βάλεις το ένα κάτω από το άλλο δίνουν κάποιο νόημα. Εξοχότατε...» Ο Πιέτρο πήρε βαθιά εισπνοή και έκανε το μεγάλο τόλμημα. «...θα ήθελα να μου μιλήσετε για τη Χίμαιρα, και για εκείνους που αυτοαποκαλούνται Στρίγκες ή Πουλιά της Φωτιάς...» Τα δάχτυλα του Καμπιόνι άρχισαν να τρέμουν πάνω στα χαρτιά. Κοίταξε προσεκτικά ολόγυρα. Ο Πιέτρο κατάλαβε ότι είχε χτυπήσει φλέβα. Ή συνομιλία αποκτούσε νέο ενδιαφέρον, καθώς τώρα
κρεμόταν από τα χείλη του πατρικίου. Ή αντίδραση του τελευταίου στο άκουσμα των Πουλιών της Φωτιάς ήταν ανάλογη με εκείνη του πατρός Καφέλι όταν ο Βιραβόλτα τού είχε αναγγείλει τη σταύρωση του Μαρτσέλο Τορετόνε. Και στο πρόσωπό του εμφανίζονταν τα ίδια συμπτώματα νοσηρού τρόμου: είχε γίνει κάτωχρος και τον είχε λούσει κρύος ιδρώτας. Έπιασε με το ένα του χέρι το στήθος του, ενώ άπλωσε προς τον Πιέτρο το άλλο, λες και τα χαρτιά που ακόμη κρατούσε ήταν ποτισμένα με δηλητήριο. Με τα μάτια να πάλλονται από αγωνία, έσκυψε προς το μέρος του Πιέτρο και του είπε ψιθυριστά: «Ώστε λοιπόν είστε και εσείς ενήμερος!» «Τι γνωρίζετε;» ρώτησε ξανά ο Πιέτρο. Ο Καμπιόνι δίστασε. Κοίταξε και πάλι γύρω του ριγώντας. «Βλέπω... βλέπω σκιές. Με ακολουθούν, φοβάμαι, παντού. Προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου ότι δεν είναι παρά πλάσματα της φαντασίας μου, όμως... Πραγματικά φοβάμαι. Ο Πιέτρο επέμεινε. «Εξοχότατε, διαπράχθηκαν δύο φοβερά εγκλήματα, και τίποτε δεν μας διαβεβαιώνει ότι δεν θα υπάρξουν και άλλα. Είναι απολύτως ζωτικής σημασίας να μου πείτε ότι γνωρίζετε. Ποια είναι τα Πουλιά της Φωτιάς;» Οι δύο άνδρες κοιτάχτηκαν πολλή ώρα. Μετά ο Καμπιόνι πέρασε το χέρι του στον ώμο του Βιραβόλτα και με ένα σύρσιμο του μαύρου του ενδύματος τον οδήγησε πιο πέρα. Ο τόνος της φωνής του ήταν ανήσυχος και κοφτός: «Σας μιλώ για μια αίρεση, φίλε μου. Μια μυστική οργάνωση. Ο ηγέτης τους αυτοαποκαλείται, πράγματι, Χίμαιρα, ή ll Diavolo, όμως
κανείς δεν γνωρίζει την ταυτότητά του... Μια αίρεση εωσφορική, που εδρεύει εδώ, στη Βενετία, αλλά και κάπου στην Ξηρά... Οι διακλαδώσεις της ξεπερνούν τα όρια της Ιταλίας, απ’ ότι λέγεται. Ιδού τι είναι τα Πουλιά της Φωτιάς. Όμως υπάρχουν και άλλα χειρότερα, πολύ χειρότερα...» «Τι εννοείτε;» «Κάποιοι από αυτούς έχουν παρεισφρήσει στα κλιμάκια της διοίκησής μας, σε υψηλές δημόσιες θέσεις και μέχρι τη Γερουσία, ναι, αγαπητέ μου, και στο Μέγα Συμβούλιο!» Τώρα ο Βιραβόλτα συλλογιζόταν πυρετωδώς. «Μα ποιος είναι ο στόχος τους;» Ο Τζιοβάνι τον ξανακοίταξε. «Ο στόχος τους; Μα ελάτε, φίλε μου, είναι προφανές! Οι ευγενείς καταφεύγουν στην ύπαιθρο, ο πολεμικός μας στόλος δεν είναι πλέον σε θέση να διατηρήσει τις θέσεις μας στο εξωτερικό, τα τυχερά παιχνίδια και η έκλυση των ηθών έχουν εισδύσει παντού, η Βενετία καταρρέει! Εσείς ο ίδιος, Μαύρη Ορχιδέα, είστε γνήσιο προϊόν αυτού του κόσμου!... Ποιος πιστεύει ακόμη ότι η Δημοκρατία μπορεί να κρύψει κάτω από τη χλιδή τη γάγγραινα που την κατατρώγει; Θέλουν την εξουσία! Μια δικτατορία, φίλε μου. Ή, αν προτιμάτε, ένα καθεστώς αυταρχικό, υπερσυντηρητικό... Ξέρετε πάνω σε τι οικοδομήθηκε η ισχύς μας; Στον έλεγχο των θαλασσών. Όποιος ελέγχει τη Βενετία, ελέγχει την Αδριατική, τη Μεσόγειο, τις οδούς της Ανατολής και της Δύσης! Δεν σας αρκεί αυτό; Είστε αφελής εάν πιστεύετε ότι αυτό δεν αποτελεί επαρκές ερέθισμα για ολόκληρο τον κόσμο... Ενώ όμως όλοι αναγνωρίζουν ότι ο Χρυσός Αιώνας παρήλθε, κανείς δεν συμφωνεί ως προς τα μέσα που πρέπει να μετέλθουμε για να τον επαναφέρουμε... Οι φόνοι για τους οποίους μου μιλάτε δεν
είναι παρά το δέντρο που κρύβει το δάσος! Εκλιπαρώ τη Γερουσία να παραχωρήσει περισσότερες ελευθερίες στο λαό, να του επιτρέψει να επανέλθει στην κορυφή των θεσμών μας... Ξέρετε τι λέγεται στη Γαλλία, στην Αγγλία; Οι εστεμμένες κεφαλές των άλλων χωρών φοβούνται και αυτές. Οι φιλόσοφοί τους, λένε, εξωθούν τους ανθρώπους σε ιδέες επικίνδυνες. Πρέπει εντούτοις να πιστέψουμε στην ικανότητά μας να μεταρρυθμίσουμε τους θεσμούς μας, το έχουν τόσο ανάγκη! Με τις απόψεις μου συντάσσονται πολλοί ευγενείς του Μεγάλου Συμβουλίου, που με γνωρίζουν και με εκτιμούν. Γνωρίζουμε όμως τι στοίχισε αυτό άλλοτε στον Δόγη Φαλιέρ... Κάποιους ενοχλώ, όλο και περισσότερες φωνές υψώνονται για να υποστηρίξουν την αντίθετη άποψη και να διακηρύξουν την ανάγκη για την επιβολή μιας αυστηρότερης τάξης στην πόλη... Ο άνεμος της αντίδρασης πνέει όντως ανάμεσά μας. Τα Πουλιά της Φωτιάς είναι μια κατάρα, εξαπατούν πολλούς από εμάς και επιδιώκουν να πλήξουν την αξιοπιστία της κυβερνήσεώς μας. Βρίσκομαι στο στόχαστρό τους, τώρα πλέον είμαι πεπεισμένος γι’ αυτό. Kat πιθανότατα το ίδιο ισχύει και για σας. Το μόνο πράγμα που προφανώς τους συγκρατεί ακόμη είναι ότι μια υπερβολικά εμφανής συνωμοσία θα στρεφόταν γρήγορα εναντίον τους. Ο πόλεμός μας είναι πολύ πιο ύπουλος: είναι ένας πόλεμος σκιών, εθιμοτυπίας και πρωτοκαθεδριών, παιχνιδιών εξουσίας! Προσπάθησα να ειδοποιήσω τον Δόγη, που εδώ και καιρό προσποιείται ότι δεν με ακούει. Ήδη όμως πολλά σχέδιά μας προσκρούουν σε κάθε είδους ελιγμούς που στόχο έχουν να εμποδίσουν την εφαρμογή τους. Παντού όπου πηγαίνω συναντώ εμπόδια , ποτέ με επίσημο τρόπο, βεβαίως, αλλά πιστέψτε με, οργανωμένα με περισσή τέχνη και υπολογισμό, και χωρίς ποτέ να γνωρίζω από πού ακριβώς ήρθε το πλήγμα. Αντιλαμβάνεστε τώρα για ποιο λόγο έκλεψαν αυτή την καρφίτσα από την αγαπητή μου Λουτσιάνα και μετά την εγκατέλειψαν στο Σαν Λούκα; Για να με
ενοχοποιήσουν, φυσικά. Θέλουν να προκαλέσουν την πτώση μου, τη δική μου και των οπαδών μου! Δεν μπορώ να ζητήσω καμία προστασία ποιος με βεβαιώνει ότι ανάμεσα στους προστάτες μου κάποιοι δεν θα παίζουν διπλό παιχνίδι; Μην εμπιστεύεστε κανέναν, φίλε μου, όλοι είναι ύποπτοι...» Ο Τζιοβάνι Καμπιόνι μιλούσε γρήγορα· σταμάτησε για να πάρει ανάσα. Ξαφνικά οι ώμοι του κατέπεσαν. Κούνησε το κεφάλι. «Όμως αρκετά μέχρι εδώ: σας είπα ήδη περισσότερα απ’ όσα έπρεπε». Ο Πιέτρο είχε ακόμη ένα σωρό ερωτήσεις να κάνει στον Καμπιόνι. Θέλησε να επιμείνει, όμως ο γερουσιαστής σήκωσε το χέρι. «Όχι, φθάνει! Θέτω σε κίνδυνο δύο ζωές, τη δική μου και τη δική σας. Αφήστε με ήσυχο, σας παρακαλώ. Θα πρέπει τώρα να σκεφτώ πώς θα υπερασπιστώ τον εαυτό μου και τους δικούς μου. Αν τυχόν λάβω πληροφορίες χρήσιμες για την έρευνά σας, θα φροντίσω να σας τις διαβιβάσω. Πού μένετε;» «Στα διαμερίσματα της casa Κονταρίνι». «Καλώς. Θα πρέπει όμως να μου υποσχεθείτε πως όποιες κι αν είναι οι πληροφορίες που τυχόν σας κοινοποιήσω δεν θα τις αποκαλύψετε σε κανέναν, παρά μόνο στον ίδιο τον Δόγη. Έγινα κατανοητός; Σε κανέναν, ούτε καν στα μέλη του Μικρού Συμβουλίου ή του Συμβουλίου των Δέκα!» «Σας το υπόσχομαι». Ο Καφέλι απομακρύνθηκε με το πρόσωπο σκοτεινιασμένο, χτυπώντας με το χέρι του τον αέρα σαν να ήθελε να διώξει τον Πιέτρο. Εκείνος απόμεινε εκεί, μόνος του στη μέση του Μπρόλιο.
Μια δικτατορία στη Βενετία! Μια εωσφορική συνωμοσία!
*****
Ή Μαύρη Ορχιδέα χάιδευε με τα δάχτυλα τα τροφαντά οπίσθια της Αντσίλα Αντεοντάτ. Εκείνη, ξαπλωμένη, διάβαζε γελώντας το λιμπρέτο ενός θεατρικού έργου, μιμούμενη με τη φωνή της τα διάφορα πρόσωπα. Δεν της έλειπε άλλωστε το ταλέντο σ’ αυτή την άσκηση, και από καιρού εις καιρόν έστρεφε το βλέμμα προς τον Βιραβόλτα, που της έστελνε ένα χαμόγελο, ενώ οι σκέψεις του πετούσαν αλλού. Χάιδευε τα σγουρά μαλλιά της νεαρής γυναίκας, που για μία ακόμη φορά την είχε κλέψει από τον σύζυγό της, τον αγαπητό πλοίαρχο του Ναυστάθμου, που είχε και πάλι φύγει ταξίδι κάπου στις θάλασσες του Κόλπου. Ή ποίηση δεν έλειπε από την ωραία Αντσίλα. Είχε κρατήσει από τη γενέτειρά της, την Κύπρο, την ανάμνηση των ανθισμένων κήπων και των γαλήνιων θαλασσών, της σκόνης στο χρώμα της ώχρας, των αρωμάτων και των μπαχαρικών της Ανατολής· η μητέρα της καταγόταν από τη Νουβία, και ο πατέρας της, ένας Ιταλός από τη Βερόνα, την είχε αγοράσει σαν σκλάβα. Ή Αντσίλα, που τη δάνειζαν και την πωλούσαν σε όλη της τη ζωή, χρωστούσε τη σωτηρία της αποκλειστικά και μόνο στον ακαταμάχητο έρωτα του ωραίου της πλοιάρχου, ο οποίος επιπλέον ανεχόταν όλα της τα παραστρατήματα· ο ίδιος γύριζε διαρκώς όλο τον κόσμο, και θεωρούσε πως ότι έκανε ευτυχισμένη τη γυναίκα του ήταν ευτυχία και για εκείνον, από τη στιγμή που επέστρεφε κοντά του κάθε φορά που αυτός έπιανε λιμάνι στη Βενετία. Ο Πιέτρο δεν
μπορούσε παρά να χαιρετίσει την αυταπάρνηση του αξιοσέβαστου αξιωματικού. Η γελαστή φωνή της Αντσίλα αντηχούσε στο δωμάτιο. «ΦΟΥΛΓΕΝΤΙΟΣ: Ακούστε με λοιπόν, σας παρακαλώ, και απαντήστε μου όπως αρμόζει. Ο κύριος Λεονάρδος πρόκειται να συνάψει έναν γάμο άκρως συμφέροντα. ΒΕΡΝΑΡΔΓΝΟΣ: Τόσο το καλύτερο, χαίρομαι γι’ αυτό. ΦΟΥΛΓΕΝΤΙΟΣ: Αν όμως δεν κατορθώσει να πληρώσει τα χρέη του, κινδυνεύει να χάσει αυτή την ευκαιρία. ΒΕΡΝΑΡΔΓΝΟΣ: Πώς; Μα ένας άνδρας σαν κι αυτόν δεν έχει παρά να χτυπήσει το πόδι του στη γη, κι απ’ όλες τις μεριές θα βγουν χρήματα...» [ 1 ] Ή Αντσίλα στράφηκε προς τον Πιέτρο και συνέχισε: «ΠΙΕΤΡΟ: Δεν σε ακούω καθόλου, γλυκό φως της ζωής μου. ΑΝΤΣΙΛΑ: Μα γιατί είσαι έτσι σκεφτικός, Πιέτρο; Έι! Πιέτρο!» Ο Πιέτρο χαμογέλασε με ύφος ανθρώπου που τον αποσπούν από τους συλλογισμούς του, και ζήτησε συγνώμη. «Συγχώρεσέ με, Αντσίλα. Είναι που... έχω στο μυαλό μου μια παράξενη υπόθεση». Ή Αντσίλα κουλουριάστηκε στα σκεπάσματα και μετά κάθισε οκλαδόν εμπρός στον Πιέτρο, με τα χέρια της ακουμπισμένα στα γόνατά της. Ο Πιέτρο θαύμασε το περίγραμμα των ποδιών της, τα στήθη της με τους μελαμψούς κύκλους. Τα μαλλιά της έπεφταν λυτά στους ώμους της. Άδραξε ένα φρούτο από ένα τραπεζάκι κοντά της και το δάγκωσε. Με το στόμα ακόμη γεμάτο, ρώτησε τον Πιέτρο: «Δεν μπορείς να μου μιλήσεις γι’ αυτή την υπόθεση; Θα μπορούσα ίσως να σε βοηθήσω... Μμμ, υπέροχο φρούτο». «Όχι, καλή μου. Υπάρχουν πράγματα που είναι προτιμότερο να
τα κρατήσω για τον εαυτό μου». «Μα τι είδους ακριβώς δοσοληψίες έχεις με το Συμβούλιο των Δέκα; Ξέρεις ότι αρχίζουν να διαδίδονται διάφορα για σένα εδώ κι εκεί...» «Το υποπτευόμουν, πράγματι. Και τι λένε ακριβ...» Ο Πιέτρο διέκοψε τη φράση του στη μέση. Μόλις είχαν χτυπήσει την πόρτα του δωματίου του. Σηκώθηκε, ντύθηκε γρήγορα και πήγε ν’ ανοίξει. Εκεί στεκόταν ένα παιδί, ρακένδυτο, που τον υποδέχθηκε με ένα φωτεινό χαμόγελο. Το μουτράκι του ήταν βρόμικο, του έλειπαν ένα δυο δόντια, έξυνε αδιάκοπα τη μύτη του· όμως τα μεγάλα μάτια του, αυθάδη και γελαστά, αντιστάθμιζαν όλα τα υπόλοιπα. «Ποιος σε άφησε ν’ ανέβεις εσένα;» Το αγόρι χαμογέλασε ακόμη πιο πλατιά και ρώτησε: «Ο Βιραβόλτα ντε Λανσάλτ;» «Ο ίδιος». Το αγόρι τού έδωσε ένα γράμμα, διπλωμένο στα τέσσερα και σφραγισμένο. «Έχω ένα μήνυμα για σας». Αιφνιδιασμένος ο Πιέτρο πήρε στα χέρια του το γράμμα. Ήθελε να κλείσει την πόρτα, όμως το παιδί δεν σάλευε. Ο Πιέτρο κατάλαβε, έψαξε στο πουγκί του και του έδωσε μερικές δεκάρες. Το αγόρι εξαφανίστηκε κατεβαίνοντας σαν σίφουνας τις σκάλες. Ο Πιέτρο, απορημένος, ξεσφράγισε την επιστολή. Στο κρεβάτι η Αντσίλα είχε ανασηκωθεί. Ε, λοιπόν, οι εξετάσεις τρέχουν, σκέφτηκε ο Πιέτρο διαβάζοντας
το μήνυμα.
Τα πουλιά θα βρίσκονται αύριο εν πλήρη απαρτία στο άντρο τους για να τα θαυμάσετε, θα πρέπει να μεταβείτε στην Ξηρά, και συγκεκριμένα στη βίλα Μόρα, στο Μέστρε. Το μέρος είναι ερειπωμένο, αλλά αποτελεί ιδεώδες θέρετρο για συναθροίσεις πλάι στη φωτιά και ανταλλαγή μυστικών. Προσοχή, όμως: όπίος και για το Καρναβάλι, επιβάλλεται η μεταμφίεση.
Τ.Κ. Τ.Κ. Τζιοβάνι Καμπιόνι. Και τα πουλιά ήταν προφανώς τα Πουλιά της Φωτιάς. «Ασχημα νέα;» ρώτησε η Αντσίλα. «Κάθε άλλο, γλυκιά μου. Το αντίθετο». Ο Πιέτρο κάθισε σε μια αναπαυτική πολυθρόνα, με τα πόδια σταυρωμένα και με το ένα χέρι στο υπαγκώνιο. Βυθίστηκε ξανά στις σκέψεις του. Ή Αντσίλα αναστέναξε με ανυπομονησία καθώς διόρθωνε την κόμμωσή της. «Εντάξει... Αφού δεν θέλεις να μου εκμυστηρευτείς τα μυστικά σου...» Ξάπλωσε ξανά στο κρεβάτι και συνέχισε το ανάγνωσμά της. Ο Πιέτρο έσκυψε σε ένα χαμηλό τραπεζάκι δίπλα του, πάνω στο οποίο απόθεσε την επιστολή. Το τραπέζι ήταν καλυμμένο με ένα κεντητό πετσετάκι και διακοσμημένο με ένα μπρούντζινο
αγαλματίδιο: τον Κέρβερο, τον τρικέφαλο σκύλο-φύλακα του Άδη. Ο Πιέτρο κοίταξε για λίγο τα ανοιχτά στόματα του πλάσματος, τους μυς των πλευρών του, τη στριφτή διχαλωτή ουρά του. Του φάνηκε πως άκουσε το τέρας να γαβγίζει με μανία και να ξερνά τις κολασμένες του φλόγες. Υπάρχουν κάποιες σκέψεις που ενίοτε βρίσκουν τον δρόμο τους με τρόπο παράξενο και απροσδόκητο, ώσπου γίνονται ιδέες φωτεινές που αναδύονται από μέσα μας· αυτές οι στιγμές της αιφνίδιας έμπνευσης είναι σπάνιες στη ζωή. Μια τέτοια στιγμή φώτισης γνώρισε ο Πιέτρο καθώς έκανε την απλή χειρονομία τού να αφήσει την επιστολή δίπλα στο αγαλματίδιο. Τα ερωτήματα που στριφογύριζαν στον νου του συνέκλιναν αίφνης προς μία και μοναδική αποκάλυψη. Αρθρώνονταν για να αποκτήσουν νόημα, αποκρυσταλλώνονταν γύρω από αυτόν τον φευγαλέο κόμβο που αναζητούσαν ακατάπαυστα. Οι δύο επιγραφές, πάνω στο σώμα του Μαρτσέλο και στην εκκλησία Σαν Τζόρτζιο Ματζόρε... Καινούριος ήμουνα σ’ αυτόν εδώ τον τόπο, σαν είδα να ’ρχεται ένας παντοδύναμος, στεφανωμένος με της νίκης το στεφάνι... Ή φράση του Εμίλιο Βιντικάτι: Πίστεψέ με, μόλις εισήλθες στον προθάλαμο της Κόλασης. Ή υπογραφή του Βιργιλίου στο Μενουέτο της Σκιάς. Το όνομα του προσώπου που είχε παραγγείλει φακούς από γυαλί του Μουράνο: Μίνως. Του βασιλιά της κόλασης τα φλάμπουρα ζυγώνουν... Και αυτό το αγαλματίδιο: ο σκύλος με τα τρία ανοιχτά στόματα, ένα διακοσμητικό αντικείμενο που, υπό άλλες συνθήκες, ούτε καν θα το πρόσεχε. Υπό οποιεσδήποτε άλλες συνθήκες, ναι αλλά υπό τις συγκεκριμένες... Το πρόσωπό του φωτίστηκε. Έφερε το χέρι στο μέτωπό του. Ή Αντσίλα σηκώθηκε από το κρεβάτι. Κοίταξε με κατάπληξη το
αλλοιωμένο πρόσωπο του Πιέτρο. «Θα έλεγε κανείς ότι είδες τον Διάβολο!»
[1] Κάρλο Γκολντόνι, Επιστροφή από τον Παραθερισμό, Πράξη Δεύτερη, Σκηνή Πέμπτη. (Σ.τ.Μ.)
Τρίτος Κύκλος
ΑΣΜΑ VII
Ο Κέρβερος Ο Πιέτρο πήγε πρώτα στην Piazzetta Σαν Μάρκο, η οποία, σε μικρή απόσταση από το Μπρόλιο, όπου είχε συναντήσει τον Καμπιόνι, ανοιγόταν στη λεκάνη της λιμνοθάλασσας. Από εκεί φαινόταν η εκκλησία του Σαν Τζόρτζιο Ματζόρε και η Τζουντέκα· η Piazzeta εκτεινόταν ανάμεσα στο παλάτι των Δόγηδων και στη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη. Κτισμένο δύο αιώνες πριν, από τον Σανσοβίνο, το κτίριο αυτό στέγαζε μία από τις ωραιότερες βιβλιοθήκες της Ευρώπης, η οποία περιλάμβανε πάνω από πεντακόσιες χιλιάδες έργα. Ο Πιέτρο είχε απευθυνθεί σε έναν από τους υπευθύνους της βιβλιοθήκης, ονόματι Ούγκο Πιπίν, ο οποίος του είχε παράσχει τις απαραίτητες πληροφορίες για το είδος των έργων που αναζητούσε. Βεβαίως η Libreria διέθετε το βιβλίο που κυρίως ενδιέφερε τον Βιραβόλτα, όμως ο Πιπίν τού είχε συστήσει μια ιδιωτική βιβλιοθήκη, πιο «εξειδικευμένη», τη συλλογή Βικάριο, που βρισκόταν στη συνοικία του Καναρέτζιο. Επιστρέφοντας ο Πιέτρο είχε σταματήσει για λίγο κάτω από το λευκό καμπαναριό του Καμπανίλε, όπου συνάντησε τον υπηρέτη του. Ο Πιέτρο φόρεσε την κάπα που του έδωσε ο Καντρέτο κάτω από το μεγαλοπρεπές φτερωτό λιοντάρι, το ζωντανό σύμβολο της Γαληνοτάτης, που έμοιαζε να δεσπόζει σε όλη την πόλη. Ενώ όμως ανέβαινε τις Mercerie, ξαφνικά σταμάτησε σαν κεραυνόπληκτος. Είχε έρθει πρόσωπο με πρόσωπο με μια οπτασία.
Και εκείνη με τη σειρά της σταμάτησε αμέσως, στην άκρη του δρόμου. Ο Πιέτρο ένιωθε την καρδιά του να χτυπά σαν τρελή. Αιφνιδιασμένη, η Άννα Σανταμαρία είχε χλομιάσει. Το γαντοφορεμένο χέρι της έσφιξε τη λαβή της ομπρέλας της. Δεν έκανε την παραμικρή χειρονομία. Στεκόταν σε απόσταση είκοσι μέτρων από εκείνον· εμπρός τους διάβαιναν και συνωθούνταν οι περαστικοί όμως οι δυο τους ήταν ανίκανοι να κάνουν βήμα, σαν να είχαν πετρώσει. Ή στιγμή αυτή φάνηκε να διαρκεί μια αιωνιότητα, τόσο απροσδόκητη ήταν η συνάντησή τους. Ο Πιέτρο την κοίταζε, και είχε ξανά την αίσθηση ότι βρισκόταν υπό την επιρροή μιας μυστηριώδους μαγείας. Ή Άννα φορούσε λευκό φόρεμα με διαφανή βολάν στα μανίκια και σκούρα μπλε ζώνη· ο Πιέτρο είχε αναγνωρίσει αμέσως τη γοητευτική σιλουέτα της, το πρόσωπό της με τα ελαφίσια μάτια, τις μακριές της βλεφαρίδες, υγρές θα ’λεγες από τη λιμνοθάλασσα, την περούκα της με τις περίτεχνες μπούκλες, τον υπέροχο λαιμό της που τον στόλιζε ένα ζαφειρένιο περιδέραιο κάτω από ένα σιέλ μαντίλι το οποίο τόνιζε τα όμορφα στήθη της. Ή Άννα Σανταμαρία, με το χέρι της να χαϊδεύει ανήσυχα τα άλαλα από τη συγκίνηση χείλη της και με τα ματοτσίνορά της να πάλλονται, τον κοιτούσε κι αυτή. Και ήταν ωραία τόσο ωραία, Θεέ μου! Εδώ, στη γωνία των Mercerie, στον πλακόστρωτο δρόμο που τον φώτιζαν οι βιτρίνες των καταστημάτων. Ή Μαύρη Χήρα, προσωνύμιο τόσο άδικο και τόσο άτοπο, αφού, ακόμη κι αν αποτελούσε κίνδυνο, ο κίνδυνος αυτός ήταν γοητευτικός και τα βασανιστήρια που προκαλούσε πραγματική απόλαυση· και ο Πιέτρο θα έδινε τα πάντα για να ήταν η Άννα Σανταμαρία πραγματικά χήρα, απαλλαγμένη από τον σύζυγό της, τον γερουσιαστή Οτάβιο. Πού να ήταν άλλωστε εκείνος; Σίγουρα παραμόνευε κάπου, κρυμμένος στη σκιά, έτοιμος να της
απαγορεύσει κάθε αληθινό έρωτα. Στο μεταξύ όμως εκείνη ήταν εκεί, στη Βενετία, και όχι στην Ξηρά! Δεν την είχε λοιπόν κλείσει σε κάποιο φρικτό μοναστήρι, ούτε την είχε στείλει σε κάποια γριά συγγενή, αλλά ούτε και περιορίσει σε κάποια απομονωμένη βίλα της περιοχής. Σήμερα, τώρα τουλάχιστον, βρισκόταν εκεί! Να νόμιζε άραγε ο Οτάβιο ότι ο Βιραβόλτα εξακολουθούσε να σαπίζει στη φυλακή; Αυτός ήταν ο λόγος που είχε επιτρέψει στη σύζυγό του να εξέλθει από την απομόνωσή της; Άννα Σανταμαρία. Οι δύο εραστές κοιτάζονταν αποσβολωμένοι, ανίκανοι να κάνουν ένα βήμα ο ένας προς τον άλλο. Ή απαγόρευση, η φυλακή, ο φόβος μήπως αναστήσουν εν ριπή οφθαλμού μια σχέση που όλος ο κόσμος καταδίκαζε, όλα επανέρχονταν. Ταυτόχρονα, εκείνη τη στιγμή η στάση τους και η ακλόνητη εμπιστοσύνη που είχαν ο ένας στον άλλο δεν ψεύδονταν. Το βλέμμα αυτό κράτησε αρκετή ώρα, και μετά η Άννα έβγαλε μια βεντάλια και χαμήλωσε τα μάτια. Τα μάγουλά της είχαν κοκκινίσει. Απέστρεψε το βλέμμα. Ο Πιέτρο κατάλαβε. Δύο από τις ακολούθους της την είχαν ήδη προλάβει. Ευτυχώς δεν είχαν δει τη Μαύρη Ορχιδέα. Ο Βιραβόλτα κρύφτηκε για λίγο κάτω από την αψίδα ενός καταστήματος καθώς η Άννα εξαφανιζόταν στη γωνία του δρόμου. Ένιωσε ότι ήθελε να του ρίξει ένα τελευταίο βλέμμα. Το ένιωσε από το ρίγος που μάντεψε στον τρόπο με τον οποίο εκείνη γύρισε προς τα πίσω. Μετά εξαφανίστηκε τόσο γρήγορα όσο είχε εμφανιστεί. Ο Πιέτρο έμεινε εκεί αρκετή ώρα.
Είναι εδώ. Στη Βενετία. Ένιωσε τον πειρασμό να τρέξει πίσω της. Καθαρή τρέλα. Όχι μόνον εξαιτίας των απειλών του Δόγη και του Εμίλιο Βιντικάτι, αλλά επίσης επειδή θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τη δική της ζωή. Τι θα έκανε λοιπόν; Τι μπορούσε να κάνει τώρα που εκείνη ήταν εκεί, τόσο μακριά και συνάμα τόσο κοντά του; Χρειάστηκε να επιστρατεύσει όλες του τις δυνάμεις για να συγκροτηθεί. Δεν ήξερε καν που έμενε. Μήπως ο Οτάβιο την είχε φέρει στην πόλη μόνο για μια δυο μέρες...; Ο Πιέτρο συλλογιζόταν γεμάτος νευρικότητα, κάνοντας τα δάχτυλά του να τρίζουν. Ότι κι αν συνέβαινε, όμως, το γεγονός και μόνο πως ήξερε ότι εκείνη βρισκόταν τόσο κοντά, και ότι έδειχνε καλά στην υγεία της, του ζέσταινε την καρδιά. Ναι: αυτό ήταν πραγματική ανακούφιση. Χαμογέλασε, όμως ένιωθε έναν κόμπο στο λαιμό. Χρειάστηκε λίγη ώρα ακόμη για να συγκεντρώσει τις σκέψεις του. Εντάξει. Κάθε πράγμα στον καιρό του. Και ενώ βάδιζε με ζωηρό βήμα προς το Καναρέτζιο, σκεφτόταν: Είναι εδώ! Είναι εδώ... και ξέρει ότι είμαι ελεύθερος! Μισή ώρα αργότερα, και αφού είχε σχεδόν συνέλθει από την απρόσμενη αυτή συγκίνηση, ο Πιέτρο επιδείκνυε την άδεια διέλευσής του για να γίνει δεκτός στο πολυτελές περιβάλλον της ιδιωτικής συλλογής Βικάριο. Έπρεπε να συγκεντρωθεί και πάλι και να συνεχίσει την έρευνά του από το σημείο όπου την είχε αφήσει.
Ή βιβλιοθήκη του Βικάριο περιλάμβανε, κατά τα λεγόμενα του ιδιοκτήτη της -ενός ευγενούς του Μεγάλου Συμβουλίου, γεμάτου έπαρση και συγκατάβαση-, σαράντα χιλιάδες χειρόγραφα, κατανεμημένα σε δύο ορόφους. Αποτελούσε χαρακτηριστική ένδειξη της πνευματικής και καλλιτεχνικής ακμής που είχε γνωρίσει η Βενετία μερικές δεκαετίες πριν. Την εποχή του Χρυσού Αιώνα, τα εικαστικά ρεύματα είχαν ανθίσει χάρη στην επαφή με τον ουμανισμό του Πανεπιστημίου της Πάδουας και της σχολής του Ριάλτο, που δίδασκαν την αριστοτέλεια φιλοσοφία και λογική· τα τυπογραφεία, με πρώτο εκείνο του Αλδου Μανούτιου, είχαν αναδείξει την πόλη στο μεγαλύτερο διεθνές κέντρο του βιβλίου. Στις τάξεις της Accademia Aldina συγκαταλέγονταν ιστορικοί και χρονικογράφοι, οι οποίοι συνέλεγαν χειρόγραφα, μιλούσαν ελληνικά και έγραφαν στα λατινικά, διατηρούσαν αλληλογραφία με όλους τους ουμανιστές της Ευρώπης και συγκροτούσαν κύκλους λογίων. Ωστόσο η συλλογή Βικάριο, όπως είχε υποδείξει ο Ούγκο Πιπίν, παρουσίαζε κάποιες εντελώς δικές της ιδιαιτερότητες. Ο χώρος ασκούσε μια ξεχωριστή γοητεία στον επισκέπτη. Ήταν πολύ ψηλοτάβανος, με εταζέρες από σκούρο, γυαλισμένο ξύλο και σκάλες διάσπαρτες ανάμεσα σε πλήθος στήλες βιβλίων, που οι ράχες τους, άλλοτε καφέ και άλλοτε πράσινες ή χρυσοκόκκινες, παρατάσσονταν σαν ερπετά χωρίς τέλος κατά μήκος των τοίχων. Οι δύο όροφοι, βοηθητικοί χώροι της οικογένειας Βικάριο, περιλάμβαναν τέσσερις αίθουσες ο καθένας, όπου φυλάσσονταν τα πολυτιμότερα έργα, των οποίων η ανάγνωση συνήθως επιτρεπόταν μόνο στα μέλη και τους φίλους της δυναστείας. Όλες οι αίθουσες είχαν στο κέντρο τους ένα τραπέζι εργασίας όπου μπορούσε κανείς να διαβάζει ή να μελετά κατά βούληση. Στο βάθος, ένα παράθυρο χωρίς μπαλκόνι έβλεπε στα κανάλια του Καναρέτζιο. Μερικές
ηλιαχτίδες έπεφταν στο δάπεδο από μια τζαμαρία της οροφής σε σχήμα ρόδακα. Ή Libreria Vicario χρωστούσε τη φήμη της στην επιλογή και τον πολύ συγκεκριμένο χαρακτήρα των θησαυρών που περιέκλειε. Πράγματι ο Αντρέας Βικάριο, ένθερμος θιασώτης του εσωτερισμού και των απόκρυφων επιστημών, είχε συγκεντρώσει εκεί όλα τα πιθανά και απίθανα βιβλία που πραγματεύονταν αυτά τα θέματα, γραμμένα στα ιταλικά, τα λατινικά, τα ελληνικά ή σε οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή γλώσσα: δυσνόητες πραγματείες από την Τρανσυλβανία, τρομακτικές αφηγήσεις του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης, συλλογές ανήθικων διηγημάτων, σατανικές προσευχές, συνόψεις αστρολογίας, αριθμολογίας και χαρτομαντείας τις οποίες ο Πιέτρο γνώριζε κάπως, καθώς είχε ασχοληθεί, με κάποια δόση τσαρλατανισμού, με τις διάφορες μαντικές τέχνες, εν ολίγοις η συλλογή Βικάριο μύριζε θειάφι. Τώρα ο Πιέτρο, που είχε ζητήσει την άδεια να μείνει μόνος στο παράδοξο αυτό μέρος, περιδιάβαινε στην τύχη ανάμεσα στις στήλες των βιβλίων. Εντέλει έπιασε ένα από αυτά, άνοιξε την πορφυρή δερμάτινη θήκη του και έβγαλε ένα παλαιό χειρόγραφο που το κιτρινισμένο χαρτί του μαρτυρούσε ήδη την αρχαιότητά του. Travestifuges, έργο του κόμη Τάτσιο ντι Μπρότζιο από την Πάρμα. Ο Πιέτρο δεν είχε ακούσει ποτέ γι' αυτόν. Περίεργος, άνοιξε το βιβλίο και το ξεφύλλισε στα γρήγορα.
Εκείνη έσκυψε πάνω του και, συνεχίζοντας να τον μαλακίζει, απελευθερώθηκε από το βάρος που πίεζε τα πλευρά της. Με ένα χαμόγελο ανακούφισης στα χείλη, έχεζε μέσα στο στόμα του με όλη της τη δύναμη, ενώ ο Νταφρονβιέλ σοδομιζόταν
από τον κύριο ντε Μ***. Μετά ήταν η σειρά τού...
«Κατάλαβα», είπε ο Πιέτρο μονολογώντας. Πέρασε τα μακριά του δάχτυλα πάνω στα χείλη του. Ένα από τα δαχτυλίδια του άστραψε στο φως μιας φευγαλέας ακτίνας. Βεβαίως τον είχαν προειδοποιήσει· ωστόσο αυτή η Librerα περιλάμβανε αναγνώσματα πραγματικά απροσδόκητα. Ο Πιέτρο αποφάσισε να αρχίσει στα σοβαρά την έρευνά του. Πάνω στις φορητές σκάλες από γυαλιστερό ξύλο δεν υπήρχε ούτε μία εταζέρα που να μην ήταν γεμάτη με ασυνήθιστα μαργαριτάρια. Εδώ ήταν το σπήλαιο μιας ευφυΐας κακόβουλης, το βάραθρο, ίσως, των ανθρώπινων παθών που είχαν αίφνης περάσει από την άλλη πλευρά του καθρέφτη, αναζητώντας την περιπέτεια, δοκιμάζοντας το όριά τους πέρα και από την αηδία, εξερευνώντας την εξουσία των λέξεων, που έμοιαζαν σμιλεμένες σαν μαχαίρια. Σου ερχόταν εμετός εν μέσω αυτών των απίστευτων καταδύσεων στα περιττώματα και τις εκκρίσεις της ανθρωπότητας. Μόνο τα έργα τα αφιερωμένα στον Βεελζεβούλ καταλάμβαναν τέσσερις σειρές. Ο Πιέτρο άδραξε ένα τομίδιο με τον τίτλο Καρμηλιτικές Μελέτες για τον Σατανά. Στο εσώφυλλο κάποιος είχε γράψει με κόκκινο μελάνι: «Υπάρχει ο Σατανάς; Για τη χριστιανική πίστη, η απάντηση δεν επιδέχεται αμφισβήτηση». Ένα οργίλο χέρι είχε χαράξει πάνω από τη φράση αυτή ένα ηχηρό ΌΧΙ!, που με τη σειρά του το ακολουθούσε ένα έντονο ΝΑΙ. Εντέλει, ο Άρχοντας της Κόλασης εξακολουθούσε να τροφοδοτεί διαμάχες. Τώρα τα δάχτυλα του Πιέτρο πετούσαν από το ένα βιβλίο στο άλλο. Βαν Χόστεν - Τελετουργίες Εζορκισμού - Άμστερνταμ, 1339. Ιερός Αυγουστίνος - Υπομνήματα στους Ψαλμούς - Στουτγάρδη,
1346. Κορνήλιος Στάνγουικ - Το Γέλιο στα Μοναστήρια - Λονδίνο, 1371. Αναστάσιος Ραζιήλ - Οι Δυνάμεις του Κακού και οι Διαβολικές Μοναρχίες - Πράγα, 1436. Δάντης Αλιγκιέρι - Ή Θεία Κωμωδία - Κόλαση - Φλωρεντία, 1383 / επανέκδ. 1555. Ο Πιέτρο σταμάτησε. Αυτό ακριβώς ήταν που έψαχνε. Άδραξε το βιβλίο, μια έκδοση ιδιαιτέρως ογκώδη, τοποθετημένη σε μια θήκη από τσόχα και βελούδο. Το αντίτυπο του Βικάριο ήταν δερματόδετο. Αποτελείτο από τρεισήμισι χιλιάδες φύλλα πολυτελούς χαρτιού, σελιδαριθμημένα με το χέρι και γραμμένα με ξηρό, γοτθικό γραφικό χαρακτήρα. Ο Φλωρεντινός γραφέας είχε διανθίσει το κείμενο με εικονογραφήσεις που παρίσταναν τα διάφορα επεισόδια του ταξιδιού του Δάντη στα Βασίλεια των Σκιών. Ή πρώτη ιδίως από αυτές έκανε ιδιαίτερη εντύπωση στον Πιέτρο. Απεικόνιζε την Πύλη της Κολάσεως, και απέπνεε μια παράξενη ατμόσφαιρα που ερχόταν από τα βάθη του χρόνου, συνδυάζοντας τα αρώματα της Καββάλα με αυτά του μεσαιωνικού αποκρυφισμού για να συνθέσει μιαν απίστευτη αλχημεία. Και επιπλέον, η είσοδος αυτή του φαινόταν ακαθόριστα οικεία. Δεν είχε ποτέ διαβεί κάποια όμοιά της παρά μόνο στους εφιάλτες του ακριβώς όμως σε αυτή τη συγκεχυμένη ενθύμηση ονείρων και φευγαλέων αισθήσεων που γεννούσε το ασυνείδητό του θα κατόρθωνε ίσως να βρει τον τρόπο να αποκρυπτογραφήσει τα σύμβολα που τόσο ξαφνικά ξεπρόβαλλαν εμπρός του. Κάτι το απολύτως προφανές υπέφωσκε πίσω από το ημίφως αυτής της τεράστιας πύλης που ήταν ριζωμένη στο έδαφος σαν τον κορμό ενός τεράστιου νεκρικού κυπαρισσιού και η οποία
άπλωνε τα συμπλέγματά της από ακαθόριστες μορφές σαν να ήταν διακλαδώσεις έτοιμες να βγουν από την περγαμηνή για να σου αρπάξουν την καρδιά. Ήταν ένα παγωμένο χέρι που έξαφνα συναντούσε τη θέρμη της ζωής, τη μάλαζε, δοκίμαζε την αντίστασή της, και μέσα από αυτή την επαφή απορροφούσε σαν βαμπίρ μια ενέργεια που το ίδιο δεν διέθετε. Αυτό ακριβώς ένιωσε εκείνη τη στιγμή ο Πιέτρο: ένα χέρι να ξεπροβάλλει μέσα από το χειρόγραφο για να τον αρπάξει, να τον φυλακίσει, να τον παρασύρει παρά τη θέλησή του. Θα μπορούσε να βγει αυτό το χέρι τη στιγμή ακριβώς που το φανταζόταν, να τον αρπάξει και να τον ρουφήξει μεμιάς, κι εκείνος θα εξαφανιζόταν μέσα σε ένα σύννεφο λαμπυρίζουσας σκόνης. Το βιβλίο θα ξανάκλεινε από μόνο του και θα έπεφτε καταγής ανάμεσα στις χιλιάδες των σελίδων που το περιστοίχιζαν. Ίσως η Πύλη αυτή να περίμενε τον ίδιο τον Πιέτρο: απειλούσε να φυλακίσει την ψυχή του διαπαντός, να τη συμπιέσει ανάμεσα στα χιλιάδες σύμβολα, τα φύλλα και τα ορνιθοσκαλίσματα, καταδικάζοντάς τον σε αιώνια μαρτύρια. Έβλεπε τον εαυτό του να ουρλιάζει πίσω από αυτό τον καθρέφτη, χαμένος για μία ακόμη φορά στο limbo, σ' αυτόν το χώρο μεταξύ δύο κόσμων που αποτελούσε την ουσία της ζωής του. Γρήγορα όμως την αγωνία του την έδιωξε ένα χαμόγελο που το προκάλεσε η σκέψη των αισχροτήτων των κολασμένων όπως τις περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια ο Δάντης. Τα δύο φύλλα της πύλης ενώνονταν στην κορυφή τους με ένα είδος αψίδας όπου μάντευε κανείς ένα μορφάζον πρόσωπο, ανάμεσα σε τράγο και άνθρωπο, με δύο κέρατα και διχαλωτή γλώσσα· κλασική απεικόνιση του Άρχοντα του Σκότους, του οποίου ο μανδύας έμοιαζε να αποτελεί το υλικό της ίδιας της πύλης. Θα έλεγε κανείς ότι άνοιγε τον μανδύα για να δείξει, αναφυόμενες από τη σάρκα του, τις υπόλοιπες μορφές που κοσμούσαν την γκραβούρα: ένα συνονθύλευμα από κρανία, νεκρούς ίσκιους, πρόσωπα που
ούρλιαζαν, χέρια που πάσχιζαν να ξεφύγουν από αυτό το περικάλυμμα που τα κρατούσε αιχμάλωτα· όλα αυτά τα συνωθούμενα πλάσματα με τα αλληλοδιαπλεκόμενα μέλη τα διατρυπούσαν εδώ κι εκεί βέλη τα οποία συμβόλιζαν την αιωνιότητα των μαρτυρίων τους. Ανάμεσά τους, στρατιές από μικροσκοπικούς φτερωτούς δαίμονες διέγραφαν κύκλους παρεμποδίζοντας τις κινήσεις τους. Στη βάση της πύλης, στην τελική έκρηξη αυτού του τρομερού χειμάρρου, έβλεπες και πάλι το μανδύα του Εωσφόρου και τις άκρες των ποδιών του με τα γαμψά νύχια που χάνονταν στο ημίφως, και που από κάτω τους ανοιγόταν προφανώς μια νέα άβυσσος. Ή γκραβούρα δεν είχε τίτλο· όμως πάνω από την πύλη υπήρχε μια επιγραφή: Lasciate ogrti speranza voi ch ’intrate. Ο Πιέτρο αναγνώρισε χωρίς δυσκολία τη φράση που κοσμούσε την προμετωπίδα της πύλης της θλιμμένης Πολιτείας. Δάντης. Εσείς που μπαίνετε, ξεχάστε κάθε ελπίδα [ 1 ]. Ο Πιέτρο κατέβηκε αργά τα σκαλοπάτια της κινητής σκάλας. Κάθισε με το βιβλίο πίσω από το γραφείο και το απόθεσε σε ένα πράσινο σουμαιν που συνόδευε ένα πρες παπιέ με μορφή κριαριού. Διάβασε τον πρόλογο, γραμμένο προφανώς από τον Φλωρεντινό αντιγραφέα. Ή Θεία Κωμωδία: ποίημα του Δάντη Αλιγκιέρι, συντεθειμένο μεταξύ 1307 και 1321. Περιπλανώμενος στο «σκοτεινό δάσος» της αμαρτίας, ο ποιητής καθοδηγείται από τη σοφία (την οποία ενσαρκώνει ο Βιργίλιος) στα τρία βασίλεια του υπερπέραν. Πρέπει πρώτα να κατανοήσει όλη την πραγματικότητα και τη φρίκη του Κακού, διατρέχοντας διαδοχικά τους Εννέα Κύκλους της Κόλασης,
για να φθάσει ακολούθως στο Καθαρτήριο, όπου θα επιδείξει τη μεταμέλειά του. Τότε η πίστη και η αγάπη, ενσαρκωμένες αντιστοίχως από τον Άγιο Βερνάρδο και τη γλυκιά Βεατρίκη, θα τον ανεβάσουν, μέσω των Εννέα Ουρανών του συστήματος του Πτολεμαίου, ως το Εμπύρειον, όπου θα αντικρίσει επιτέλους το φως του Θεού. Ο Δάντης είχε αποκαλέσει το έργο του «Κωμωδία» επειδή το αντιλαμβανόταν όχι τόσο ως τραγική έκφραση της ανθρώπινης κατάστασης όσο ως μια ανάβαση προς την ελπίδα* το επίθετο «Θεία» το πρόσθεσαν αργότερα, από θαυμασμό, οι πρώτοι σχολιαστές του. Το ποίημα, το οποίο στηρίζεται στη μυστική αξία του αριθμού τρία, διαθέτει ισχυρή δομική ενότητα. Αποτελείται από εκατό άσματα: έναν πρόλογο και μετά τρία μέρη που το καθένα τους περιλαμβάνει τριάντα τρία άσματα, σε στίχους γραμμένους σε terza rima. Τα εκατό αυτά άσματα βρίθουν από μεταφορές θαυμαστού εύρους, και οι πίνακες που τα συνθέτουν, αποδοσμένοι με ύφος πλούσιο και στιβαρό, αναμειγνύουν τα μεταφυσικά, πολιτικά και κοινωνικά νοήματα, είτε πρόκειται για την τυπολογία των τιμωριών της Κόλασης είτε για την άνοδο στους ουρανούς ή τις κριτικές για τη Φλωρεντία και την πολιτική κατάσταση της Ιταλίας* οι βιβλικές και μυθολογικές μορφές συνυπάρχουν εδώ με διάσημα ιστορικά ή σύγχρονα του συγγραφέα πρόσωπα. Το ποίημα του Δάντη, μια ηθική νωπογραφία, άλλοτε αλληγορική ή λυρική και άλλοτε μυστική ή δραματική, παραμένει ένα απαράμιλλο αριστούργημα. Ο Πιέτρο κούνησε το κεφάλι. Πώς μπόρεσε να του διαφύγει; Γιατί δεν το είχε σκεφτεί πιο πριν; Ο υπαινιγμός ήταν ωστόσο προφανής. Βιργίλιος... Δεν επρόκειτο μόνο για τον συγγραφέα της Αινειάδος... αλλά και για τον οδηγό στην Κόλαση στο ομώνυμο ποίημα του Δάντη!
Ο Πιέτρο συνέχισε το ανάγνωσμά του και έφθασε στο πρώτο άσμα του Inferno [ 2 ]. Ο Βιργίλιος συναντά τον ποιητή ενώ αυτός είχε ξεστρατίσει, χαμένος στις οδούς της αμαρτίας· τον πείθει να τον ακολουθήσει για να ανακαλύψει τα ανθρώπινα εγκλήματα και τις τιμωρίες που επιβάλλει ο Θεός στα παραστρατημένα πλάσματά του. Στο ενδέκατο άσμα, ο Βιργίλιος εξηγεί στον ποιητή τη διάταξη της Κόλασης σύμφωνα με τον Αριστοτέλη. Ο Ουρανός αποδοκιμάζει τρία θεμελιώδη είδη συμπεριφοράς: την ακράτεια, την κτηνωδία και το δόλο, που και τα τρία προσβάλλουν, σε διάφορους βαθμούς, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Ο Πιέτρο βυθίστηκε στο κάθισμά του, χαϊδεύοντας με τα νύχια του το βελούδο του υποχειρίου. Εκτός από τα Ηθικά του Αριστοτέλη, ο Δάντης είχε χρησιμοποιήσει πραγματείες ρωμαϊκού δικαίου για να συλλάβει την ταξινόμηση των ασυγχώρητων εγκλημάτων. Στην πραγματικότητα, οι πηγές της έμπνευσής του ήταν πολλαπλές· ορισμένες είχαν ανατολική προέλευση. Το τελικό του όραμα της παγωμένης Κόλασης, όπως υπογράμμιζε ο Πρόλογος του Φλωρεντινού, είναι εμπνευσμένο από το Βιβλίο της Κλίμακος, το οποίο αφηγείτο πώς ο αρχάγγελος Γαβριήλ συνόδευσε τον Μωάμεθ στα τρία βασίλεια του υπερπέραν. Και ιδού παρελαύνει η χορεία των συκοφαντών, των καταδοτών, των ζηλόφθονων, των παραχαρακτών που συνωθούνται στους καταραμένους κύκλους, από τις όχθες του Αχέροντα ως τα έγκατα της γέεννας. Όλα τα θανάσιμα αμαρτήματα βρίσκονται συγκεντρωμένα εδώ, σε μια σοφά μελετημένη τυπολογία που το ταλέντο του ποιητή την αποδίδει με απαράμιλλη εκφραστική δύναμη. - ΠΡΩΤΟΣ ΚΥΚΛΟΣ Limbo - Πνεύματα ενάρετα αβάπτιστα, με μοναδική τιμωρία
τον αιωνίως ανικανοποίητο πόθο να δουν τον Θεό. - ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΚΥΚΛΟΣ Φιλήδονοι, στροβιλιζόμενοι στον κυκλώνα της Κόλασης. -ΤΡΙΤΟΣ ΚΥΚΛΟΣΛαίμαργοι, που κυλιούνται στη λάσπη κάτω από μια μαύρη, παγωμένη βροχή. -ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΚΥΚΛΟΣ Φιλάργυροι και Σπάταλοι, που κυλούν βράχους ανταλλάσσοντας ύβρεις. -ΠΕΜΠΤΟΣ ΚΥΚΛΟΣ Οξύθυμοι, που βουλιάζουν στα βορβορώδη νερά της Στυγός. -ΕΚΤΟΣ ΚΥΚΛΟΣ Αιρετικοί, κλεισμένοι μέσα σε πυρωμένους τάφους. -ΕΒΔΟΜΟΣ ΚΥΚΛΟΣ Βίαιοι κατά του πλησίον τους, βουτηγμένοι σε ένα ποτάμι από αίμα που κοχλάζει.
Βίαιοι κατά του εαυτού τους: Αυτόχειρες, μεταμορφωμένοι σε δέντρα που μιλούν θρηνώντας μεταξύ τους. Άσωτοι, που τους κατασπαράζουν σκύλες. Βίαιοι κατά του Θεού, ξαπλωμένοι στην άμμο κάτω από πύρινη βροχή. Βίαιοι κατά της Φύσης (Σοδομίτες), που τρέχουν κάτω από την πύρινη βροχή. Βίαιοι κατά της Τέχνης (Τοκογλύφοι), καθισμένοι κάτω από την πύρινη βροχή με τα εμβλήματά τους κρεμασμένα στο λαιμό. -ΟΓΔΟΟΣ ΚΥΚΛΟΣ Δόλιοι: Αποπλανητές και Μαστροποί, που τους μαστιγώνουν διάβολοι. Κόλακες, βουτηγμένοι στον ποταμό των ακαθαρσιών. Σιμωνιακοί, Μάγοι και Μάντεις, Λαθρέμποροι και Καταχραστές, Υποκριτές, Κλέφτες πραγμάτων του Θεού, μεταμορφωμένοι σε φίδια· Άπιστοι συμβουλάτορες, τυλιγμένοι στις φλόγες· Υποκινητές σχισμάτων και διχόνοιας, Αλχημιστές, καλυμμένοι με ψώρα και λέπρα Κιβδηλοποιοί και Πλαστογράφοι που αλληλοσπαράσσονται ενώ ψήνονται στον πυρετό. -ΕΝΑΤΟΣ ΚΥΚΛΟΣ-
Προδότες των γονέων τους, της πατρίδας τους, του κόμματός τους, των φίλων τους, των ευεργετών τους, των ανθρώπινων ή θείων αρχών· όλοι τους βυθισμένοι στον πάγο. Τους πιο κακούργους τους καταβροχθίζει ο Εωσφόρος. Ο Πιέτρο έφερε το χέρι στο κεφάλι του. Σκέφτηκε τον Μαρτσέλο, τον ηθοποιό που τον σταύρωσαν ανάμεσα στις κόκκινες κουρτίνες του θεάτρου Σαν Λούκα· τον εξομολόγο του Σαν Τζόρτζιο, κρεμασμένο στην πρόσοψη της εκκλησίας εν μέσω της καταιγίδας. Πήρε βαθιά εισπνοή. Ή διαίσθησή του ήταν σωστή. Τώρα είχε επιτέλους κάτι χειροπιαστό. Όμως ένιωθε χειραγωγημένος, και όσο το συνειδητοποιούσε, τόσο μεγάλωνε εντός του μια υπόκωφη και πένθιμη ανησυχία. Ο Diavolo είχε καθοδηγήσει τα βήματά του μέχρι εδώ, όπως ένα κυρίαρχο χέρι κινεί ένα κοινό ξύλινο νευρόσπαστο· ο Βιραβόλτα χόρευε στους ρυθμούς του, και η ανεξάρτητη ιδιοσυγκρασία του δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με αυτό. Ήταν ανώφελο να τρέφει αυταπάτες: η δαντική Κόλαση ήταν προφανώς η οργανωτική αρχή του ίδιου του αινίγματος, όμως η ανακάλυψη αυτή δεν οφειλόταν διόλου στην προσωπική του διορατικότητα. Ήταν καρπός μιας ανώτερης βούλησης, που προσκαλούσε τον Πιέτρο σε ένα παιχνίδι, σε έναν γρίφο όπου ένιωθε τη δυσοσμία από σκοτεινές γητειές. Αυτό δεν προοιωνιζόταν τίποτε καλό. Τώρα τα μάτια του ακολουθούσαν το νήμα των χειρόγραφων στίχων, στους οποίους ήταν προσηλωμένος με μακάβρια προσοχή. Ο Μαρτσέλο σταυρωμένος... Στον Πρώτο Κύκλο της Κόλασης, το Limbo, ο Δάντης περιέγραφε την κάθοδο του Χριστού στον Αδη.
«Στον στερημένο από το φως τον κόσμο ας κατεβούμε», Μου λέει ο ποιητής, ωχρός σαν το κερί. «Εγώ θε να ’μαι πρώτος και δεύτερος εσύ». Ο Πιέτρο ένιωσε ξανά να κλονίζεται όταν επιβεβαίωσε οριστικά ότι οι υποψίες του ήταν όντως βάσιμες. Καινούριος ήμουνα σ ’ αυτόν εδώ τον τόπο, Σαν είδα να 'ρχεται ένας παντοδύναμος, Στεφανωμένος με της νίκης το στεφάνι. Δεν υπήρχε πλέον η παραμικρή αμφιβολία. Επρόκειτο για τους στίχους που είχαν βρεθεί στο ξεσχισμένο στέρνο του Μαρτσέλο! Ο Μπρότσι είχε υποθέσει ότι επρόκειτο για βιβλικούς στίχους, όμως δεν είχε κατορθώσει να ανακαλύψει την ακριβή τους προέλευση· όσο για τον γερουσιαστή Τζιοβάνι Καμπιόνι, ήταν βέβαιος ότι τους είχε διαβάσει, αλλά πού; Ο Πιέτρο είχε την απάντηση προ των οφθαλμών του. Στην Κόλαση του Δάντη. Τα λόγια αυτά δεν ήταν παρμένα από τη Βίβλο, αλλά από ένα μνημείο της ουμανιστικής λογοτεχνίας, από το οποίο είχε εμπνευστεί απευθείας ο εχθρός τους. Μα πώς δεν το είχε σκεφτεί πιο πριν; Στον Πρώτο Κύκλο, ο Δάντης συναντούσε τον Όμηρο, τον Οράτιο, τον Οβίδιο και τους αρχαίους ποιητές, αλλά και τους αυτοκράτορες και τους φιλοσόφους, τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα, τον Δημόκριτο, τον Αναξαγόρα και τον Θαλή, τον Σενέκα, τον
Ευκλείδη και τον Πτολεμαίο. Άνδρες επιφανείς της τέχνης και της επιστήμης, που το μοναδικό τους αμάρτημα ήταν πως δεν είχαν βαπτισθεί. Ο Χριστός κατήλθε ανάμεσά τους, διαμένοντας εν μέσω των κολασμένων επί βραχύ διάστημα, από τη στιγμή του θανάτου του ως την ανάστασή του· τον αποκαλούσαν «ισχυρό», επειδή το όνομά του απαγορευόταν να προφερθεί στην Κόλαση. Στεφανωμένος με το σύμβολο της νίκης, κατέβηκε εκεί να σώσει τον Άβελ, τον Μωυσή, τον Αβραάμ και τον Δαβίδ, και να ανεβάσει μαζί του στους ουρανούς τον Ισραήλ. Ο Χριστός στον Άδη. Ο Πιέτρο βυθίστηκε στο κάθισμά του συλλογισμένος, με το δάχτυλο στα χείλη του. Ή σκηνοθεσία του Σαν Λούκα ήταν τώρα απολύτως σαφής. Ο εχθρός είχε όντως ετοιμάσει έναν πίνακα: έναν πίνακα εμπνευσμένο από τον Πρώτο Κύκλο της δαντικής Κόλασης. Όλες οι λεπτομέρειες που είχαν προβληματίσει τον Πιέτρο τώρα αποκτούσαν νόημα. Ο Μαρτσέλο, διάσημος καλλιτέχνης ο ίδιος, ηθοποιός φημισμένος και ωστόσο ένοχος, αφού είχε προδώσει τη θρησκεία του για να επιδοθεί σε άκρως παγανιστικές δραστηριότητες: πληροφοριοδότης, καταδότης, κατάσκοπος... και εραστής του ανδρικού φύλου. Ο Πιέτρο, εμβρόντητος, νόμιζε πως άκουγε ξανά τον Καφέλι. Ο Μαρτσέλο ήταν χαμένος. Είχε απαρνηθεί το βάπτισμά του. Εγώ τον βοηθούσα να ξαναβρεί την πίστη του. Και τον σταύρωσαν ακριβώς εν μέσω της τέχνης του, επάνω στη σκηνή του θεάτρου. Ένας τελευταίος ρόλος, μια τελευταία παράσταση για τον Μαρτσέλο, τον μεγάλο ηθοποιό του Γκολντόνι! Μαρτσέλο ο απελπισμένος, ο βασανισμένος, ο αμφίθυμος! Κατατρυχόμενος από την αμαρτία και το αίνιγμα της ίδιας του της φύσης... Ο Μαρτσέλο, που του είχαν ξεριζώσει τα μάτια σαν τιμωρία για τις αμαρτίες του.
Αιώνια καταδικασμένος να αναζητεί τον Θεό, χωρίς ποτέ να τον βλέπει... Ο Πιέτρο κούνησε το κεφάλι. Το ίδιο ίσχυε και για τον εξομολόγο του Μαρτσέλο, τον Κόζιμο Καφέλι. Στο πέμπτο άσμα, οι άνδρες και οι γυναίκες του είδους του παρασύρονται από τον στρόβιλο της Κόλασης, μαζί με τον Τριστάνο, τη Σεμίραμη, τη Διδώ, τον Λάνσελοτ και την Κλεοπάτρα... Ο ιερέας του Σαν Τζόρτζιο, τρελός ανεμοδείκτης κάτω από την οργή του Θεού. Ή τιμωρία που επιφυλάσσεται στους Φιλήδονους. Ή τιμωρία του Δεύτερου Κύκλου. Και τα λόγια του ιερέα χόρευαν ξανά στη μνήμη του Πιέτρο. ll Diavolo! Δεν έχετε ακούσει να μιλούν γι’ αυτόν; Είμαι βέβαιος πως το Μέγα Συμβούλιο και η Γερουσία έχουν γνώση, ότι ριγούν και μόνο στο άκουσμα αυτού του ονόματος. Ο Δόγης θα πρέπει να σας μίλησε σχετικά, έτσι δεν είναι; Ο Διάβολος! Βρίσκεται στη Βενετία! Ναι, αυτά τα λόγια τα γεμάτα πανικό ξανάρχονταν στ’ αυτιά του... Ο εχθρός είχε οργανώσει το δεύτερο αυτό έγκλημα χρησιμοποιώντας την καταιγίδα σαν ένα ακόμη κλείσιμο του ματιού... Και το Μενουέτο της Σκιάς περνούσε με τη σειρά του από τον νου του Πιέτρο, όπως μια μαύρη γόνδολα διασχίζει τη λιμνοθάλασσα: Ακολούθησέ με, Βιραβόλτα / Και τότε θα δεις / Πόσο είναι η σύφκα σκοτεινή... Όπως ακριβώς το διαισθανόταν, ο Πιέτρο δεν δυσκολεύτηκε να εντοπίσει, στον Δεύτερο Κύκλο, το παράξενο επίγραμμα που είχαν ανακαλύψει πίσω από την Αποκαθήλωση του Σαν Τζόρτζιο. Οι συγκεκριμένοι στίχοι ήταν από ένα άλλο απόσπασμα, κάτι
παραπάνω από εύγλωττο. Ήρθα στον τόπο που φώτα δεν τόνε περνούνε, Όπου μουγκρίζει σαν τη θάλασσα, Όταν ενάντιοι άνεμοι τη θύελλα γεννούνε. Κι αυτή, η διαβολεμένη, όπου σταματημό δεν έχει, Μεμιά κακία τις ψυχές τραβολογάεν Τις ξεσκίζει και δώθε κείθε τις στριφογυρνάει. Σαν τούτες φτάνουνε στα χείλια του γκρεμού, Αρχίζουνε τα ουρλιαχτά, το κλάμα και τους θρήνους· Τη θεία βούληση τότες αυτές πιάνουν να βλαστημούνε. Κατάλαβα πως τούτο το μαρτύριο Ήταν για τους αμαρτωλούς της σάρκας, Τη λογική που δούλωσαν στην εξουσία του πάθους. Ο Πιέτρο έκλεισε το βιβλίο με έναν υπόκωφο θόρυβο. Ή κάθοδος στον Άδη. Ο στρόβιλος της Κόλασης. Όπως το είχε υποπτευθεί, η Σκιά κάθε άλλο παρά στην τύχη ενεργούσε. Είχε αντλήσει έμπνευση από όλο αυτό το διάσπαρτο υλικό για να καλύψει το αφημαγμένο πτώμα του Μαρτσέλο και τον τοίχο του Σαν Τζόρτζιο με επιγραφές που δεν ήταν παρά οι στίχοι αυτοί από την Κόλαση. Το πτώμα, ο τοίχος, δεν ήταν παρά η συνόψιση αυτών των αναγνωσμάτων, που τα στοίχειωνε το άρωμα του θανάτου και που ταλαντεύονταν ανάμεσα στην καταδίκη και τη λύτρωση, ανάμεσα στο μαρτύριο και την ανάσταση. Όσο για τον Μίνωα, κριτή, εξολοθρευτή
και μέγα δικαστή των ψυχών, εμφανιζόταν και αυτός στο πέμπτο άσμα, στις παρυφές του Δεύτερου Κύκλου. Εκείνος επέλεγε το μέρος της Κόλασης όπου θα κατέληγαν οι καταδικασμένοι, και κρίνοντας την κάθε ψυχή, «έστριβε την ουρά του τόσες βόλτες, όσα σκαλιά της κόλασης την ψυχή έπρεπε να πετάξει». Τα οιμώζοντα πλήθη συνωθούνταν γύρω του -Ω, Μίνωα! Οικοδεσπότη του πόνου!- και εκείνος όριζε τη μοίρα του καθενός ανάλογα με τα αμαρτήματά του, εν μέσω στεναγμών και ρόγχων. Μία επιπλέον απόδειξη, αν ακόμη χρειαζόταν τέτοια, ότι ο μυστηριώδης άνδρας που είχε δώσει την παραγγελία στο Μουράνο σχετιζόταν με την υπόθεση. Και αν αυτός ο Μίνως ήταν εμπλεγμένος στην εξυφαινόμενη συνωμοσία, ο υαλουργός Σπαντέτι αναδεικνυόταν σε σημαντικό κρίκο. Ωστόσο η ειρωνεία της κατάστασης δεν διέφευγε από τον Πιέτρο. Παραδίδοντάς του αυτό το κλειδί, η Χίμαιρα, ή ll Diavolo, τον προκαλούσε να προβλέψει τους επερχόμενους πίνακες. Τώρα πλέον ο Πιέτρο ήταν βέβαιος: επρόκειτο για μια πρόκληση που απευθυνόταν σε όλους —και ιδιαιτέρως στον ίδιο. Διότι στην Κόλαση του Δάντη υπάρχουν Εννέα Κύκλοι. Ο Πιέτρο δεν μπόρεσε να συγκρατήσει μια βλαστήμια. Είναι ένα παιχνίδι. Ένας γρίφος. Κατανέμει τους φόνους όπως ο Μίνως διανέμει τις καταδικασμένες ψυχές μέσα στην Κόλαση ώστε να τιμωρηθούν για τα αμαρτήματά τους. Θέλει να με ξεναγήσει... Να με καθοδηγήσει όπως ο Βιργίλιος τον Δάντη, από τον έναν κύκλο στον άλλο —μέχρις ότου ολοκληρώσει το αριστούργημά του! Στον Ένατο Κύκλο, εκεί όπου εμφανίζεται ο ίδιος ο Διάβολος, υπάρχει η διασκευή του πρώτου στίχου από τον περίφημο ύμνο του Φορτουνάτου που περιλαμβάνεται στη λειτουργία της Μεγάλης Παρασκευής. Και αυτός ο διασκευασμένος στίχος είναι: Vexilla regis
prodeunt inferni. Του βασιλιά της κόλασης τα φλάμπουρα ζυγώνουν. Ή Μαύρη Ορχιδέα συνάντησε τον Λαντρέτο εμπρός στη βίλα Βικάριο και ανέβηκε στη γόνδολα. «Όλα καλά, αφέντη;» «Ταξιδεύουμε στην απόλυτη τρέλα, πίστεψέ με, Λαντρέτο. Και έχουμε να κάνουμε με έναν εστέτ...» «Ο Δόγης μάς κάλεσε. Μας περιμένει στο παλάτι. Ο Πιέτρο κάθισε προσέχοντας να μην τσαλακωθούν τα φαρδιά μανίκια του πουκαμίσου του καθώς ακουμπούσαν στο υγρό ξύλο της γόνδολας. Έσφιξε το σακάκι του και διόρθωσε το καπέλο του. «Ε λοιπόν, θα μείνει έκπληκτος με αυτά που θα του αποκαλύψω».
*****
ΟΙ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ και οι διαβολικές μοναρχίες Αναστάσιος Ραζιήλ Λόγος περί της ανταρσίας των αγγέλων, Πρόλογος στην έκδοση του 1436.
Όταν οι άγγελοι εξεγέρθηκαν εναντίον του Δημιουργού, συνασπίστηκαν κάτω από τη σημαία του Εωσφόρου και διεκδίκησαν το δικαίωμα να ασκήσουν και αυτοί με τη σειρά τους τη θεία εξουσία. Συγκρότησαν στρατό από εννέα λεγεώνες, επινόησαν μια δαιμονική μοναρχία και διασκορπίστηκαν σε όλους τους ορίζοντες του Ουρανού για να προετοιμάσουν την τελική σύγκρουση. Καθένας βρήκε το βαθμό, το αξίωμά του και τα ουράνια όπλα του· και όλοι ανέλαβαν από μία συγκεκριμένη αποστολή, ως προοίμιο της τελικής εξέγερσης. Όταν όλα ήταν έτοιμα, ο Εωσφόρος επιθεώρησε ικανοποιημένος το φτερωτό πλήθος. Για τελευταία φορά ζήτησε από τον Παντοδύναμο να μοιραστεί την εξουσία του· Kat καθώς δεν έλαβε απάντηση, του κήρυξε τον πόλεμο. Τότε ολόκληρο το σύμπαν ανεφλέγη και άστραψαν τα χίλια χρώματα των άστρων, από τη μια άκρη του αιθέρα ως την άλλη διότι είχε έρθει το πλήρωμα του Χρόνου.
«Ή Θεία Κωμωδία; Μα τι σχέση έχει με την όλη υπόθεση;» Ο Φραντσέσκο Λορεντάν παραμέρισε μια άκρη του ενδύματος του από ερμίνα. Το σκήπτρο του χόρευε ελαφρά στον αέρα. «Είναι το κλειδί, Γαληνότατε», είπε ο Πιέτρο. «Ο σύνδεσμος ανάμεσα στους δύο φόνους. Ας πούμε ότι είναι και οι δύο... ελεύθερα εμπνευσμένοι από τη δαντική κωμωδία. Κάποιος μας περιπαίζει». Ο Εμίλιο Βιντικάτι έσκυψε προς τα εμπρός. «Ή ανακάλυψη αυτή είναι άκρως σημαντική, Υψηλότατε, έστω και αν, κατά πάσα πιθανότητα, δεν είναι διόλου τυχαία. Τα στοιχεία του Πιέτρο μιλούν από μόνα τους. Επιβεβαιώνουν ότι βρισκόμαστε
αντιμέτωποι με έναν άνθρωπο ή μια οργάνωση εντελώς διαβολικού χαρακτήρα. Είναι εμφανές ότι έχουμε πρόβλημα. Αν ο εχθρός συνεχίσει τη δράση του σύμφωνα με το διαφαινόμενο σχέδιο, το χειρότερο είναι πιθανό. Ή Χίμαιρα αρέσκεται να παραθέτει ενώπιον μας τα στοιχεία μιας μικρής σκηνοθεσίας. Μιας σκηνοθεσίας μακάβριας. Εννέα Κύκλοι... εννέα φόνοι;» «Θέλετε να πείτε ότι πρέπει να περιμένουμε άλλους επτά φόνους;» ρώτησε με πνιχτή φωνή ο Δόγης. Ο Πιέτρο συνοφρυώθηκε. «Πολύ το φοβούμαι. Ο Φραντσέσκο Λορεντάν πέρασε το χέρι του στο πρόσωπό του. «Αυτό είναι αδιανόητο». «Ή απειλή που φοβόμασταν», συνέχισε ο Εμίλιο ύστερα από μικρής διάρκειας σιγή, «είναι πλέον καταφανής. Όμως έχουμε κάτι στα χέρια μας. Αν ο Τζιοβάνι Καμπιόνι λέει την αλήθεια, αν όντως βρισκόμαστε απέναντι σε μια συνωμοσία, είναι πολύ πιθανό ότι αυτή δεν έχει τίποτε να ζηλέψει από εκείνη που κατέστειλαν άλλοτε οι Δέκα, όταν ο Μπεντμάρ προετοίμαζε την άλωση της Βενετίας, και μάλιστα με συνδρομή από το εξωτερικό. Τίποτε δεν μας διαβεβαιώνει ότι αυτός ο Μίνως, με τον οποίο είχε δοσοληψίες ο Σπαντέτι στο υαλοποιείο του, δεν είναι απεσταλμένος μιας ξένης δύναμης που επιδιώκει την καταστροφή μας. Αυτό έχει ήδη συμβεί στο παρελθόν, Υψηλότατε! Σε μια εποχή όπου η Δημοκρατία ήταν ισχυρότερη απ’ ότι σήμερα. Ο Καμπιόνι δεν αποκλείει διόλου αυτό το ενδεχόμενο. Και μην ξεχνάτε ότι η Κωμωδία του Δάντη εμπεριέκλειε επίσης ισχυρές επικρίσεις εναντίον ορισμένων Φλωρεντινών πολιτικών, και μάλιστα από τους υψηλότερα ιστάμενους». «Φλωρεντινών, ναι! Όμως εδώ είμαστε στη Βενετία!»
«Το μοντέλο ισχύει εξίσου. Καταγγέλλουν μια υποτιθέμενη ανεπάρκεια της εξουσίας μας. Σας το επαναλαμβάνω: μας περιπαίζουν χρησιμοποιώντας εικόνες που είναι τόσο εύγλωττες όσο και η εξόντωση των ενοχλητικών που γνωρίζουν ήδη πολλά». «Τότε όμως ποιος; Μια ξένη δύναμη; Ελάτε», είπε ο Λορεντάν, «κάτι τέτοιο δεν στέκει! Υπάρχουν ενίοτε εντάσεις με τους γείτονές μας, όμως αυτή ήταν πάντοτε η μοίρα της Βενετίας! Δεν βρισκόμαστε, όπως συνέβαινε άλλοτε, ανάμεσα σε δύο Αυτοκρατορίες, έχοντας επιπλέον να κυβερνήσουμε τη δική μας! Στην πραγματικότητα η κατάσταση είναι μάλλον ήρεμη... και έτσι πρέπει να παραμείνει! Περιμένω τον νέο πρέσβη της Γαλλίας σε μία εβδομάδα από σήμερα· είναι ζωτικής σημασίας η άφιξη αυτή να λάβει χώρα με τους καλύτερους οιωνούς. Θα πρέπει μέχρι τότε να έχουμε τακτοποιήσει αυτή την υπόθεση! Δεν τίθεται ζήτημα να επιτρέψουμε να βυθιστεί η Βενετία στον τρόμο. Πείτε μου, Εμίλιο, ποιος θα μπορούσε να επιχειρήσει, από το εξωτερικό, να ενσπείρει τη διχόνοια με τόσο επιδέξιο τρόπο; Οι Τούρκοι, οι Αυστριακοί, οι Άγγλοι; Ελάτε, δεν το πιστεύω ούτε για μια στιγμή». «Ένα μόνο κλειδί υπάρχει γι’ αυτό το μυστήριο», είπε ο Πιέτρο. «Το κλειδί αυτό ονομάζεται Πουλιά της Φωτιάς. Πρέπει να ανακαλύψουμε ποιος κινεί τα νήματά τους. Έχετε γνώση του μηνύματος που μου έστειλε ο Καμπιόνι. Με πληροφορεί ότι ετοιμάζουν μια συνάθροιση της αίρεσής τους στο Μέστρε, στην Ξηρά. Θα λάβει χώρα απόψε το βράδυ, και εγώ θα είμαι εκεί». Έπεσε και πάλι σιωπή για λίγο. «Ίσως να είναι παγίδα», είπε εντέλει ο Βιντικάτι. «Σε αυτή την περίπτωση, Εμίλιο, θα σας αποκαλυφθεί οριστικά η ταυτότητα του εχθρού. Και αν τυχόν μου συμβεί κάτι κακό, το μόνο
που θα χάσετε είναι εμένα, που εξακολουθώ να είμαι κρατούμενος της Δημοκρατίας έτσι δεν είναι;» Ο Εμίλιο στράφηκε προς τον Δόγη. «Θα φθάσουμε λοιπόν στο σημείο να ευχαριστήσουμε τον Βιραβόλτα ντε Λανσάλτ, Υψηλότατε; Εν πάση περιπτώσει, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι δεν του λείπει ο ζήλος ούτε η ζέση για το έργο που έχει αναλάβει. Υπό διαφορετικές συνθήκες, αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί ύποπτο». «Εγώ το θεωρώ ζήτημα προσωπικής τιμής, Υψηλότατε», είπε ο Πιέτρο. «Είμαι όπως εσείς: δεν μου αρέσει να με ταπεινώνουν. Στο μυαλό μου γυρνούν διαρκώς αυτοί οι φόνοι. Ο Τζιοβάνι Καμπιόνι μάς αποκρύπτει ακόμη κάποιες πληροφορίες. Αν όντως πέσω σε παγίδα, ο μόνος που θα ήταν σε θέση να τη στήσει είναι εκείνος. Έτσι θα αποκαλυφθεί. Εκτός βεβαίως αν είναι ο ίδιος θύμα κάποιου απαίσιου εκβιασμού... Το ζήτημα όμως είναι ότι αγνοούμε τα πάντα για τους μηχανισμούς της αντίπαλης οργάνωσης, και επί του παρόντος θεωρώ τον Καμπιόνι ειλικρινή, πράγμα βέβαια που δεν ισχύει διόλου για κάποιους άλλους... Προσπαθήστε μόνο να του εκμαιεύσετε περισσότερες πληροφορίες. Και συνεχίστε να ανακρίνετε τον Σπαντέτι στο Μουράνο: είναι ίσως αθώος, όπως διατείνεται, προπάντων όμως πιστεύω ότι του ασκούν πιέσεις για να τον εμποδίσουν να μιλήσει». Σιώπησαν και πάλι. «Ωραία και καλά όλα αυτά», είπε τέλος ο Λορεντάν, «όμως ο χρόνος πιέζει. Ο απεσταλμένος της Γαλλίας φθάνει, η εορτή της Αναλήψεως είναι σε έναν μήνα και το Καρναβάλι θα επανέλθει δριμύτερο. Δεν μπορούμε να καταστρέψουμε το πανηγύρι, ούτε να επιτρέψουμε να πλανάται πάνω από την πόλη το φάσμα νέων
τραγωδιών». «Θα στείλω άνδρες να σας συνοδεύσουν στην Ξηρά», είπε ο Εμίλιο στον Βιραβόλτα. Είναι ίσως ευκαιρία να τους δείξουμε ότι ξεσκεπάσαμε τη συνωμοσία τους. Αυτό πιθανόν να τους αποθαρρύνει. Ο Πιέτρο κούνησε το κεφάλι. «Το πιστεύετε σοβαρά αυτό, Μεσέρ; Όχι. Είναι πολύ επικίνδυνο, δεν πρέπει να το διακινδυνεύσουμε. Δεν έχουμε καμία σαφή ιδέα για τις εμπλεκόμενες δυνάμεις, ούτε καν για το πρόσωπο του εχθρού. Το να χτυπήσουμε στα τυφλά θα ήταν το χειρότερο απ’ όλα: κάτι τέτοιο θα τους ωθούσε πιθανότατα να επισπεύσουν τα σχέδιά τους. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι μια αναγνωριστική αποστολή. Αποτελεί την προϋπόθεση για οποιαδήποτε συντονισμένη δράση. Αν κατορθώσω να ρίξω φως στην ταυτότητα αυτών των δολοφόνων, θα ανακτήσουμε το πλεονέκτημα, τη στιγμή μάλιστα που οι ίδιοι θα φαντάζονται ότι εξακολουθούν να καλύπτονται από πέπλο μυστικότητας. Προσθέτω ότι δεν έχω καμία εμπιστοσύνη σε άλλους πράκτορες εκτός από μένα. Χρειάζομαι δύο άλογα, ένα για μένα και ένα για τον Λαντρέτο. Και μία ήρεμη συνοδεία μέχρι τα περίχωρα του Μέστρε. Αυτό είναι όλο». «Αυτό είναι τρέλα», είπε ο Δόγης. «Με τους τρελούς, δυο φορές τρελός», είπε ο Πιέτρο. Καθώς εξέρχονταν από την Αίθουσα του Κολεγίου όπου τους είχε δεχθεί ο Δόγης, ο Εμίλιο άρπαξε τον Πιέτρο από το μανίκι και τον οδήγησε σε έναν άλλο χώρο του παλατιού. Ή Γερουσία συνερχόταν κάθε Σάββατο: ήταν Τετάρτη, και η αίθουσα ήταν άδεια. Εδώ διευθετούντο οι πιο πολύπλοκες υποθέσεις της βενετσιάνικης
διπλωματίας. Εδώ λάμβανε τακτικά μέρος στις συνεδρίες ο Τζιοβάνι Καμπιόνι, αλλά και, πιθανότατα, κάποια αφανή μέλη των Πουλιών της Φωτιάς. Ο Εμίλιο και ο Βιραβόλτα βρέθηκαν μόνοι μέσα στον μπαρόκ διάκοσμο, του οποίου η υπέρμετρη χλιδή επέτεινε την αίσθηση της μοναξιάς πριν από τη μάχη που ένιωθαν και οι δύο εκείνη τη στιγμή. Ή αίθουσα, τεράστια, ξετύλιγε πάνω από τα κεφάλια τους τις φορτωμένες οροφές στη μέση των οποίων δέσποζε η νωπογραφία του Τιντορέτο, Ή Βενετία Δέχεται τα Δώρα της Θάλασσας. Ο Εμίλιο, με σκυθρωπό πρόσωπο, ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του Πιέτρο. «Απόψε ριψοκινδυνεύεις τη ζωή σου». «Όλοι μας ριψοκινδυνεύουμε πολύ περισσότερα. Ή Βενετία όπως κι εγώ: την ελευθερία». «Υπάρχει κάτι που πρέπει να σου πω. Ο Δόγης σού μίλησε γι’ αυτόν το νέο Γ άλλο πρέσβη που καταφθάνει την ερχόμενη εβδομάδα: μου ζήτησε να φροντίσω για την ασφάλειά του και να τον υποδεχθώ αξιοπρεπώς. Στο στάδιο όπου βρισκόμαστε, θα πρέπει να επιδείξω όλη τη σύνεση που φαντάζεσαι, όχι μόνο για να μην πληροφορηθεί το τι εξυφαίνεται στη Βενετία, αλλά και για να διασφαλίσω ότι δεν θα του συμβεί τίποτε. Αυτή τη στιγμή είμαι προετοιμασμένος για όλα». «Αύριο θα ξέρουμε περισσότερα, σ’ το υπόσχομαι. Έστω και ψηλαφιστά, προχωρούμε». «Ή συνοδεία και τα άλογα θα σε περιμένουν σε δύο ώρες εμπρός στο παλάτι. Να είσαι έτοιμος». Ο Πιέτρο άνοιξε το μανδύα του. Με το ένα χέρι έπιασε τη λαβή του σπαθιού του και με το άλλο ένα από τα πιστόλια που έφερε στη ζώνη του.
«Σας εγγυώμαι, Εξοχότατε, άξιο μέλος του Συμβουλίου των Δέκα, ότι είμαι ήδη έτοιμος». Χαμογέλασε. «Απόψε, η Μαύρη Ορχιδέα θα πάει να παρατηρήσει τα πουλιά».
[1] Δάντης, Ή Θεία Κωμωδία. Κόλαση, 3. 9. Οι μεταφράσεις των χωρίων της Κόλασης στα νέα ελληνικά είναι του Ανδρέα Ριζιώτη: Dante Alighieri, Ή θεία Κωμωδία. Κόλαση, Εκδόσεις Τυπωθήτω Γιώργος Δαρδανός, Αθήνα 2002,3η ανατύπωση 2006. (Σ.τ.Μ.)
ΑΣΜΑ VIII
Οι Εννέα Κύκλοι Τα πουλιά θα βρίσκονται αύριο εν πλήρη απαρτία στο άντρο τους· για να τα θαυμάσετε, θα πρέπει να μεταβείτε στην Ξηρά, και συγκεκριμένα στη βίλα Μόρα, στο Μέστρε. Το μέρος είναι ερειπωμένο, αλλά αποτελεί ιδεώδες θέρετρο για συναθροίσεις πλάι στη φωτιά και ανταλλαγή μυστικών. Προσοχή όμως: όπως και για το Καρναβάλι, επιβάλλεται η μεταμφίεση.
Τ.Κ. «Εσείς είστε η Μαύρη Ορχιδέα;» «Ναι». «Ας πηγαίνουμε τότε. Ή νύχτα πέφτει». Όπως είχαν συμφωνήσει, το άγημα συνόδευσε τον Πιέτρο και τον υπηρέτη του μέχρι την Ξηρά· μόλις έφθασαν στα περίχωρα της πόλης του Μέστρε, τους άφησε μόνους, παραμένοντας ωστόσο εκεί κοντά. Ή συμφωνία προέβλεπε ότι δεν θα έφευγε αν δεν επέστρεφε ο Πιέτρο, και αν εκείνος δεν είχε γυρίσει πριν από το ξημέρωμα, θα ειδοποιούσε αμέσως τον Δόγη και τον Εμίλιο Βιντικάτι. Εδώ και πολλά χρόνια οι Βενετσιάνοι είχαν αρχίσει να αναζητούν στην Ξηρά τα μέσα για να ξεφύγουν λίγο από το αστικό τους πλαίσιο.
Τα εξοχικά θέρετρα είχαν πολλαπλασιαστεί, και δεν ήταν σπάνιο οικογένειες ολόκληρες να εγκαταλείπουν οριστικά τη λιμνοθάλασσα για να ζήσουν μια καινούρια ζωή, αποκτώντας σημαντική έγγεια ιδιοκτησία· άλλοι πάλι προτιμούσαν να αποδρούν -με τις γυναίκες, τα παιδιά, τα άλογα και τους φίλους τους- για ένα Σαββατοκύριακο ξεφαντώνοντας σε κάποια βίλα προκειμένου να ανακτήσουν δυνάμεις. Έπαιζαν, οργάνωναν εορτές και συμπόσια, παραδίδονταν στη γοητεία της κηπουρικής και των υπαίθριων περιπάτων. Ή κατοχή κατοικίας στην Ξηρά είχε εξελιχθεί σε πραγματική μανία των ευγενών. Ο Πιέτρο και ο Βιντικάτι είχαν προβληματιστεί σχετικά με την περίφημη βίλα Μόρα την οποία ανέφερε στο σημείωμά του ο γερουσιαστής Καμπιόνι: θα ήταν πολύ χρήσιμο για την έρευνά τους να μάθουν το όνομα του ιδιοκτήτη της, όμως για μία ακόμη φορά προσέκρουσαν σε αδιέξοδο. Μακράν του να αποτελεί το εβδομαδιαίο καταφύγιο κάποιου μυστηριώδους μέλους της κυβέρνησης, η βίλα Μόρα ήταν μια κατοικία ερειπωμένη, που εδώ και πολλά χρόνια δεν είχε βρει αγοραστή. Το σούρουπο ο Πιέτρο και ο υπηρέτης του έφθασαν σε μικρή απόσταση από αυτό το μοναχικό οίκημα. Βρισκόταν στα όρια του Μέστρε με τη γειτονική πεδιάδα, που ήταν διάσπαρτη εδώ κι εκεί με σιωπηλές κοιλάδες. Ο καιρός είχε και πάλι ψυχράνει, και μετά την περίφημη καταιγίδα του Σαν Τζόρτζιο, ο Βιραβόλτα είχε την εντύπωση ότι όλο το κλίμα είχε απορρυθμιστεί. Ξεπέζεψε από το άλογό του και ο Λαντρέτο τον μιμήθηκε. Από το σημείο όπου βρίσκονταν, έβλεπαν τη μισοερειπωμένη στέγη και το πάρκο με τα σκοτεινά παρτέρια όπου τα βάτα μπερδεύονταν με τα γαϊδουράγκαθα. Τη βίλα περιέβαλλε ένας χαμηλός τοίχος από πέτρες γεμάτες ρωγμές, κι αυτός μισογκρεμισμένος. Ή νύχτα έπεφτε, και η ομίχλη, όμοια με εκείνη που είχε συνοδεύσει τους δύο άνδρες κατά το ταξίδι τους στο Μουράνο, τύλιγε το τοπίο.
Προερχόμενη από τη λιμνοθάλασσα και μεταφερμένη από τον άνεμο, ή ανεβαίνοντας από τα ίδια τα έγκατα της γης, εισχωρούσε με διάφανες, κινούμενες γλώσσες ανάμεσα στα απομεινάρια των εγκαταλελειμμένων σιντριβανιών, τις αποξηραμένες λιμνούλες και τα ερείπια από τις σπασμένες κολόνες. Ο Πιέτρο αναρίγησε. Δεν ήταν παράξενο που τα Πουλιά της Φωτιάς είχαν επιλέξει ένα τέτοιο μέρος για τη μυστική τους συνάθροιση: με τους γεμάτους ρωγμές τοίχους, τους κήπους με την άναρχη βλάστηση και την γκρεμισμένη αψίδα, που μόνο μια άκρη της έστεκε ακόμη όρθια, η βίλα Μόρα παρουσίαζε ένα θέαμα μακάβριο. Τα συνεχή γαβγίσματα μιας αγέλης σκύλων, πέρα μακριά, επέτειναν την πένθιμη ατμόσφαιρα. Οξυές και κυπαρίσσια περιέβαλλαν τον θλιβερό αυτόν χώρο σαν επιτύμβιες στήλες· άλλωστε σε απόσταση λίγων δεκάδων μέτρων από τη βίλα εκτεινόταν ένα νεκροταφείο, και ένα δάσος από σταυρούς υψωνόταν στον ουρανό, μαζί με τα γυμνά κλαδιά των δέντρων που σαν αποσαρκωμένα χέρια εκλιπαρούσαν την επιείκεια αυτής της νύχτας στην οποία δεν θα αργούσαν να βυθιστούν. «Ήμασταν καλύτερα στης Κονταρίνι», μουρμούρισε ο Λαντρέτο. Ο Βιραβόλτα έδωσε ένα χτύπημα με το τακούνι του στα πυκνά χόρτα για να απαλλαγεί από έναν σβόλο χώμα. Ήλεγξε και τα δύο πιστόλια που έφερε στα πλευρά του, δίπλα στο σπαθί του, και μετά κατέβασε τη μαύρη κάπα του. Οι δυο τους ήταν κρυμμένοι πίσω από ένα δέντρο, που το καχεκτικό του φύλλωμα θρόιζε στο σκοτάδι. Με τα μάτια καρφωμένα στη βίλα, ο Πιέτρο συνοφρυώθηκε. «Σε λίγο δεν θα βλέπουμε και πολλά πράγματα, αν δεν μας βοηθήσει το φεγγάρι. Όταν νυχτώσει εντελώς, θα πρέπει να πλησιάσω λίγο. Εσύ, Λαντρέτο, θα πας τα άλογα λίγο πιο πέρα, αλλά όχι πολύ μακριά. Αν αναγκαστούμε να αναχωρήσουμε εσπευσμένα, θα ήθελα να σε βρω εύκολα. Βλέπεις εκείνον το λόφο εκεί κάτω; Θα
είναι το σημείο συνάντησής μας. Ξέρεις τι να κάνεις αν έρθει η αυγή και εγώ δεν έχω εμφανιστεί». «Σύμφωνοι». Περίμεναν λίγο ακόμη. Όλος ο κόσμος έμοιαζε να έχει γεμίσει με φαντάσματα. Εύκολα κανείς φανταζόταν τα σμάρια των λυγρών πνευμάτων να βγαίνουν από τους τάφους τους και να πλανιούνται τριγύρω, με το τρίξιμο των αλυσίδων τους να γίνεται ένα με το σφύριγμα του ανέμου. Από καιρού εις καιρόν εμφανιζόταν ένα χλομό μισοφέγγαρο, που γρήγορα το κατάπιναν τα σύννεφα. Γύρω στις δέκα, ο Πιέτρο και ο Λαντρέτο χωρίστηκαν. Ο υπηρέτης πήγε να περιμένει στο λόφο. Ο Πιέτρο προχώρησε κατευθείαν προς τον τοιχίσκο που περιέβαλλε τη βίλα και έμεινε εκεί να παραμονεύει. Μόνο τα μάτια του έμοιαζαν να λάμπουν μέσα στη νύχτα. Πάντα σε επιφυλακή, είχε την προσοχή του τεταμένη. Τα τελευταία γεγονότα δεν έπαυαν να πολιορκούν τη σκέψη του. Συλλογιζόταν τον Δάντη, τις γκραβούρες που είχε δει, τους κολασμένους να στροβιλίζονται στα Τάρταρα, τα ουρλιαχτά του μαρτυρίου τους, τον Μαρτσέλο Τορετόνε και τον πατέρα Καφέλι, που τους ένωνε το κοινό τους μυστικό... Μετά ερχόταν στον νου του το πρόσωπο της εταίρας, της Λουτσιάνα Σαλιέστρι, και η μορφή του γερουσιαστή κυριευμένη από πανικό στο άκουσμα του ονόματος της Χίμαιρας... Τέλος η εμφάνιση της Άννας Σανταμαρία, έτσι όπως την είχε δει στις Mercerie, του μάτωνε την καρδιά καθώς θυμόταν την αμηχανία που είχε νιώσει τότε, την αβεβαιότητα για το πώς έπρεπε να συμπεριφερθεί... Συλλογιζόταν έτσι, γονατισμένος κάτω από τα δέντρα. Δύο ώρες αργότερα, και ενώ ο Πιέτρο ήταν ακόμη βυθισμένος στις σκέψεις του, ο άνεμος εξακολουθούσε να σφυρίζει στ’ αυτιά του, όμως τίποτε δεν σάλευε. Το κρύο γινόταν όλο και πιο
τσουχτερό. Τα σκυλιά είχαν ησυχάσει, τα πουλιά είχαν αποκοιμηθεί. Νικημένος για μια στιγμή από την κούραση, τεντώθηκε και κάθισε πίσω από τον τοιχίσκο. Άρχιζε να πιστεύει ότι είχε πέσει θύμα ενός κακόγουστου αστείου. Θα έπρεπε να περιμένει έτσι ως το χάραμα; Τη στιγμή ακριβώς που είχε αρχίσει, όχι χωρίς κάποια πικρία, να σκέφτεται αυτό το ενδεχόμενο, άκουσε κάτι. Γονάτισε, μισοσηκώθηκε και κοίταξε πάνω από τον τοιχίσκο. Βήματα. Ναι, ήταν όντως βήματα πάνω στο υγρό χώμα. Μόλις είχε ανάψει ένας πυρσός. Ο Πιέτρο ένιωσε την υπερένταση να τον κυριεύει ξανά. Ο πυρσός χόρευε λίγα μέτρα εμπρός του, ανάμεσα σε δύο θάμνους, σε μια από τις δενδροστοιχίες του πάρκου. Έμοιαζε να προχωρεί μόνος του ανάμεσα στα παρτέρια. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα, ακινητοποιήθηκε. Ή φλόγα ανέβαινε προς τον ουρανό. Ο Πιέτρο διέκρινε μια μορφή με κουκούλα που έμοιαζε να κοιτά προς μια άλλη κατεύθυνση. Ο μυστηριώδης νεοφερμένος ξανάρχισε να περπατά, και μετά σταμάτησε πάλι. Κούνησε το κεφάλι. Ένας δεύτερος πυρσός άναψε. Ο Πιέτρο παρακολούθησε με τα μάτια τις δύο σιλουέτες. Τις είδε καθαρά να πλησιάζουν την ερειπωμένη αψίδα, ακριβώς πίσω από ένα σιντριβάνι των κήπων· προφανώς στο παρελθόν η αψίδα σημάδευε την είσοδο σε αυτούς. Έπειτα, ξαφνικά, οι πυρσοί φάνηκαν να πλησιάζουν στο έδαφος, κατεβαίνοντας βαθμιαία. Τέλος, εν ριπή οφθαλμού, εξαφανίστηκαν, σε σημείο που ο Πιέτρο διερωτήθηκε μήπως είχε πέσει θύμα παραίσθησης. Κάθισε ξανά. Ήταν άραγε δυνατόν η αψίδα να έκρυβε κάποιο μυστικό πέρασμα που οδηγούσε κάτω απ’ τη γη; Έπρεπε να το διαπιστώσει. Δεν χρειάστηκε ωστόσο να περιμένει πολύ· πέντε λεπτά αργότερα, ένας ακόμη πυρσός έκανε την εμφάνισή του. Επαναλήφθηκε τότε η ίδια
ακριβώς σκηνή. Ο νεοφερμένος περπάτησε λίγα μέτρα, συναντήθηκε με έναν άλλο, και οι δύο μαζί εξαφανίστηκαν στα ερείπια. Τα Πουλιά της Φωτιάς προσέρχονταν με αυτό τον τρόπο, ανά δύο και σε τακτά διαστήματα, και μετέβαιναν στο ακριβές σημείο της συνάθροισής τους. Ωραία... Σειρά μας να παίξουμε, σκέφτηκε ο Πιέτρο. Άφησε να περάσουν λίγα λεπτά, και μετά πήδηξε τον τοιχίσκο και διείσδυσε ως το σημείο όπου είχε δει να εμφανίζεται ο πρώτος πυρσός. Εκεί έμεινε ακίνητος. Όπως το είχε υποθέσει, σε λίγο άκουσε το χώμα της δενδροστοιχίας να τρίζει και διέκρινε μια σκιά, που, όταν έφθασε δίπλα του, σταμάτησε. Φορούσε και αυτή κουκούλα και ένδυμα που θύμιζε ράσο μοναχού, σφιγμένο στη ζώνη με μια λευκή λωρίδα. Μια φωνή ψιθύρισε διατακτική: «Επειδή ο λέων τόσο δυνατά βρυχάται...» Ο Πιέτρο ανοιγόκλεισε τα μάτια. Έφερε ενστικτωδώς το χέρι του στη λαβή του σπαθιού του, έτοιμος να το τραβήξει από τη θήκη· αν όμως ο άλλος ήταν πιο γρήγορος, διέτρεχε τον κίνδυνο να προλάβει να σημάνει συναγερμό. «Επειδή ο λέων τόσο δυνατά βρυχάται...;» επανέλαβε νευρικά το μέλος της αίρεσης. Ένα σύνθημα. Επρόκειτο προφανώς για σύνθημα. Ο άγνωστος άναψε τον πυρσό του για να αποκαλύψει το πρόσωπο του συνομιλητή του. Όμως πριν προλάβει να το κάνει, η γαντοφορεμένη γροθιά του Πιέτρο τον χτύπησε κατευθείαν στο πρόσωπο. Εκείνος έβγαλε μια πνιχτή κραυγή καθώς ο Πιέτρο τον έριχνε κάτω αναίσθητο. Τέντωσε τ’ αυτιά του: τίποτε. Μέσα σε λίγα
δευτερόλεπτα, τον τράβηξε στα θάμνα, του έβγαλε το ράσο και τον έδεσε γερά σε μια κρήνη με το κορδόνι της δικής του κάπας, με την οποία και τον σκέπασε, αφού πρώτα τον φίμωσε με ένα μαντίλι. Το πρόσωπο του άνδρα τον οποίο είχε εξουδετερώσει του ήταν άγνωστο. Ο Πιέτρο φόρεσε το ράσο και επέστρεψε στη δενδροστοιχία, κρύβοντας όπως μπορούσε το σπαθί του κάτω από το νέο του ένδυμα. Φόρεσε την κουκούλα στο κεφάλι του και μάζεψε τον πυρσό που είχε πέσει καταγής. Κατόπιν προχώρησε στη δενδροστοιχία. Καθώς πλησίαζε στην αψίδα, άναψε ένας δεύτερος πυρσός. Ο Πιέτρο ξερόβηξε· τα χείλη του είχαν ξεραθεί. Έπρεπε να αυτοσχεδιάσει. «Επειδή ο λέων τόσο δυνατά βρυχάται...» ψιθύρισε. «...το θάνατο ποτέ του δε φοβάται», απάντησε ο συνομιλητής του ικανοποιημένος. Ο Πιέτρο κατευθύνθηκε προς την αψίδα μαζί με τον άλλο «μαθητή». Δεν εξεπλάγη παρά μόνο εν μέρει όταν ανακάλυψε τα στενά σκαλοπάτια μιας πέτρινης σκάλας η οποία, κρυμμένη ανάμεσα στα ερείπια της αψίδας και των γειτονικών κιόνων, χανόταν στα βάθη. Ακολούθησε τον προσωρινό του σύντροφο προσπαθώντας να αναπνέει κανονικά. Τώρα ήταν εντελώς μόνος. Ή σκάλα γύρισε δύο φορές, και κατέληξαν σε μια αίθουσα περιστοιχισμένη από πυρσούς. Ο Πιέτρο συγκρότησε ένα επιφώνημα. Ή αίθουσα ήταν αρκετά μεγάλη. Επρόκειτο προφανώς για μια παλαιά οικογενειακή κρύπτη. Μια κόγχη στέγαζε ένα επιτάφιο γλυπτό από μάρμαρο και πέτρα, που παρίστανε έναν άνδρα με τα χέρια ενωμένα και ένα σπαθί στο πλευρό του. Κάποιες άλλες επιτύμβιες στήλες προσέδιδαν στον
χώρο όψη κατακόμβης. Εδώ κι εκεί, ιστοί αράχνης διακοσμούσαν το υγρό άντρο. Ένα κιγκλίδωμα από σκουριασμένο σίδερο έφραζε μια άλλη σκάλα, σήμερα εντοιχισμένη, η οποία στο παρελθόν θα πρέπει να επικοινωνούσε με κάποιο άλλο σημείο του κήπου ή ίσως και με το νεκροταφείο που είχε διακρίνει ο Πιέτρο πίσω από τη βίλα Μόρα. Τα άλλα άτομα που είχαν προηγηθεί του Πιέτρο και του συνοδού του βρίσκονταν εκεί· όλοι τους χαιρετήθηκαν με ένα σιωπηλό νεύμα του κεφαλιού και ακολούθως πήραν θέση στους ξύλινους πάγκους που παρατάσσονταν στις δύο πλευρές της αίθουσας, όπως τα στασίδια μιας εκκλησίας. Ο Πιέτρο φρόντισε να παραμείνει στην άκρη ενός πάγκου, σταύρωσε τα χέρια και περίμενε. Στο βάθος είχαν στήσει έναν βωμό, καθώς και ένα αναλόγιο πάνω στο οποίο ήταν ακουμπισμένο ένα βιβλίο. Πορφυρά παραπετάσματα έπεφταν από τους τοίχους. Στο δάπεδο ήταν χαραγμένη με κιμωλία μια τεράστια πεντάλφα με ακατανόητα σύμβολα... Όμως την προσοχή του Πιέτρο είλκυσαν προπάντων οι πίνακες που ήταν αναρτημένοι στους τοίχους δεξιά και αριστερά. Ή Επιγραφή πάνω στην Πύλη, που απεικόνιζε δύο πρόσωπα στα πρόθυρα του κάτω κόσμου, του θύμισε αμέσως εκείνη την άλλη Πύλη της Κολάσεως που είχε δει στο βιβλίο της συλλογής Βικάριο. Ο Σιμωνιακός Πάπας έβραζε μέσα σε ένα αναμμένο καζάνι εν μέσω ενός καταιγισμού από μαύρα μυτερά βράχια· ο Πιέτρο διαπίστωσε ότι ο ζωγράφος είχε αποδώσει στον ποντίφικα τα χαρακτηριστικά του Φραντσέσκο Λορεντάν. Ο Δόγης στα καζάνια της Κόλασης! Ο υπαινιγμός ήταν αμφιβόλου γούστου... Πιο πέρα, ο Χάρων οδηγούσε τις κολασμένες ψυχές με τη βάρκα του μέσα σε καταιγίδα. Οι Στρίγκες και οι Ορδές των Δαιμόνων -κατ’ εικόνα και ομοίωση των Πουλιών της Φωτιάς- περιστοίχιζαν τον Βιργίλιο στην άκρη ενός γκρεμού χτυπώντας τα φτερά τους, που έμοιαζαν με φτερά νυχτερίδας. Εννέα πίνακες συνολικά.
Ναι, εδώ είναι όντως η Κόλαση, συλλογίστηκε ο Πιέτρο. Σιγά σιγά η αίθουσα γέμιζε με νέες σκιές. Σε λίγο έφτασαν περίπου τις πενήντα. Τώρα κατέφθαναν ανά τρεις ή τέσσερις και σε συντομότερα διαστήματα. Από παντού ακούγονταν πλέον ψίθυροι και συρσίματα υφασμάτων. Ή κάθε ομάδα άφηνε τους πυρσούς της, που έρχονταν να φωτίσουν περισσότερο την αίθουσα. Ο Πιέτρο, νευρικός, δεν σάλευε πια καθόλου. Δεν τολμούσε να φανταστεί τι θα συνέβαινε αν τον ανακάλυπταν. Ή ένταση και οι κινήσεις βαθμιαία ελαττώθηκαν, και κατόπιν τα Πουλιά της Φωτιάς, επιτέλους ακινητοποιημένα σε ιερατικές στάσεις, σταμάτησαν κάθε δραστηριότητα. Ή σιωπή διήρκεσε αρκετή ώρα, με όλα τα πρόσωπα κάτω από τις κουκούλες να είναι στραμμένα προς το βωμό, που ακόμη ήταν άδειος. Μα τι έκαναν; διερωτήθηκε ο Πιέτρο. Προσεύχονταν; Περίμεναν κάποιον άλλον; Ή απάντηση δεν άργησε να έρθει. Πράγματι, η υπέρτατη Σκιά ήταν εκεί. Έφθασε μόνος, με την ίδια περιβολή όπως και οι άλλοι, εκτός από ένα χρυσό μενταγιόν που κρεμόταν στο λαιμό του, πάνω στο οποίο ο Πιέτρο πρόλαβε να διακρίνει μια πεντάλφα από μαργαριτάρια και έναν ανεστραμμένο σταυρό. ll Diavolo, η Χίμαιρα πέρασε ανάμεσα από τις σειρές των παρευρισκομένων. Τότε, σαν ένα κύμα που οπισθοχωρούσε, από τα πρώτα προς τα τελευταία έδρανα, οι εωσφορικοί γονάτισαν. Ο Πιέτρο τούς μιμήθηκε με μικρή καθυστέρηση. Καθώς είχε φθάσει από τους πρώτους, δεν βρισκόταν πολύ μακριά από τον βωμό όπου τώρα έπαιρνε θέση ο εχθρός. Αν χρειαζόταν να τρέξει προς τη σκάλα από την οποία είχε κατεβεί ως εκεί, θα έπρεπε να διασχίσει τη μισή αίθουσα και περισσότερο. Ή σκέψη αυτή δεν τον καθησύχασε διόλου· όμως δεν θα μπορούσε να
καθίσει αλλού χωρίς να κινήσει υποψίες. Συνέχισε να τηρεί στάση αναμονής, παρακολουθώντας τις ανάσες των παρισταμένων, που ανέπνεαν όλοι μαζί γύρω από τον Ηγέτη τους. Υπήρχε εδώ κάτι το εφιαλτικό, μολονότι ο Πιέτρο, υπό διαφορετικές συνθήκες, θα αντιμετώπιζε αυτή τη σκηνοθεσία με την πιο δηκτική ειρωνεία. Δεν ήταν από τους ανθρώπους που εντυπωσιάζονται εύκολα, ωστόσο δεν μπόρεσε να συγκροτήσει ένα ρίγος που διαπέρασε το σώμα του όταν ο μυστηριώδης άνδρας πέρασε δίπλα του. Ο κλοιός έσφιγγε. Δεν είχε πλέον άλλη επιλογή από το να περάσει απαρατήρητος, συμμετέχοντας σε αυτή την ασυνήθιστη τελετή. Εμπρός στα μάτια του πέρασε η εικόνα του Εμίλιο· σκέφτηκε ότι ήταν ανοησία εκ μέρους του που δεν δέχθηκε την ενίσχυση των μυστικών ταγμάτων του Συμβουλίου, που με μια αιφνιδιαστική έφοδο θα μπορούσαν να εξουδετερώσουν διαμιάς όλους αυτούς τους παράφρονες. Όμως στην πραγματικότητα αυτό που είχε εμπρός του ήταν μια μικρή στρατιά, η οποία θα μπορούσε να εξοντώσει τους επιτιθέμενους. Ή Σκιά κάλεσε τους παρισταμένους να σηκωθούν. Ένας βοηθός εμφανίστηκε από το πουθενά και του έφερε ένα κοτόπουλο. Ή λάμα ενός μαχαιριού έλαμψε. Ή Σκιά έκοψε μεμιάς το λαιμό του πτηνού πάνω από τη σχεδιασμένη με κιμωλία πεντάλφα. Το πτηνό σπαρτάρισε με ένα πνιχτό κακάρισμα. Πίδακες αίματος εκτοξεύθηκαν στην πεντάλφα και μετά πάνω στο βωμό. Ο Diavolo γέμισε με το αίμα ένα δισκοπότηρο, το οποίο έφερε στα χείλη του. Ή αποκρυφιστική αυτή σκηνοθεσία είχε μια αίσθηση πένθιμη. Ένα καρναβάλι, είχε γράψει στο σημείωμά του ο γερουσιαστής Καμπιόνι. Καρναβάλι θανατηφόρο, σίγουρα. Ήταν άραγε δυνατόν, κάτω από τις σκοτεινές κουκούλες, να κρύβονταν κάποιοι ανώτεροι αξιωματούχοι της Βενετίας; Να ήταν μήπως όλο αυτό ένα τραγικό παιχνίδι στο οποίο επιδίδονταν οι παρηκμασμένοι ευγενείς της λιμνοθάλασσας, πρόθυμοι για κάθε κακουργία, για τις πιο άθλιες συνωμοσίες,
προκειμένου να διασκεδάσουν την πλήξη τους; Όχι, δεν ήταν δυνατόν να είναι κάτι σοβαρό· ο Πιέτρο δυσκολευόταν να το πιστέψει, όμως δεν μπορούσε να ξεχάσει τον τρόμο του πατρός Καφέλι, αλλά και του ίδιου του γερουσιαστή. Έξαφνα η φωνή -η δική του φωνή, βαθιά, σπηλαιώδης- έσπασε τη σιωπή. Ο τελετάρχης είχε πλησιάσει στο βιβλίο που ήταν τοποθετημένο στο αναλόγιο. Στον τρίτο είμαι της κόλασης τον κύκλο, Όπου σα βούρδουλας, με δίχως οίκτο, παγωμένη, Ή αιώνια πέφτει η βροχή, η καταραμένη. Χοντρό χαλάζι, χιόνια και μαύρη βροχή Μέσ ’ απ ’ τον ανταριασμένο τον αγέρα Πέφτουν ολούθε, βρομίζουν, μολύνουν τη γη. Ο Κέρβερος, τ’ αλλόκοτο τ’ αγρίμι με τα τρία λαρύγγια, Ουρλιάζει, η φωνή του η σκυλίσια, λυσσασμένη, ακούγεται Πάνω από τη βαβούρα αυτών που εδώ είναι βουτηγμένοι. Μάτια έχει κατακόκκινα, μουσούδα όλο λίγδα, απαίσια Κοιλιά πλατιά, νύχια γαμψός Τα πνεύματα ξεσκίζει και γδέρνει και λιανίζει. Κι αυτά, σαν τα σκυλιά να ουρλιάζουν η βροχή τα κάνει... Ο Diavolo συνέχιζε έτσι να διαβάζει. Κάποια στιγμή σταμάτησε,
επέστρεψε στο βωμό και είπε υψώνοντας τα χέρια: «Όπως άλλοτε ο ποιητής προέβλεψε τις διχοστασίες στη Φλωρεντία, εγώ σας διαβεβαιώνω πως έρχονται στη Βενετία, και πως εσείς θα είστε οι πλέον ένθερμοι υποκινητές τους. Σας λέω πως ο Δόγης Φραντσέσκο Λορεντάν αξίζει να πεθάνει, πως και αυτός θα καταβροχθιστεί. Σας εξορκίζω να μη λησμονείτε τι ήταν άλλοτε η Δημοκρατία, για να κατανοήσετε καλύτερα τι είναι σήμερα: το άντρο της αμαρτίας και της διαφθοράς. Σύντομα θα την καταλύσουμε, και ο Χρυσός Αιώνας θα επανέλθει. Θα ανακτήσουμε την κυριαρχία των θαλασσών. Ή εξουσία μας θα είναι και αυτή καινούρια, αδυσώπητη, έτοιμη να επιβάλει την ηγεμονία της, όπως άλλοτε η Αυτοκρατορία σε όλες τις αποικίες της, στους εμπορικούς σταθμούς και τις αυτοκρατορικές βάσεις της, ως τα πέρατα της Οικουμένης. Θα πλημμυρίσουμε τη λιμνοθάλασσα με τα νέα πλούτη που της αξίζουν· θα σώσουμε τους κατατρεγμένους μας και θα ενισχύσουμε τις στρατιές μας. Ή εξουσία μας θα έχει την ισχύ της αρχαίας εποχής και τη μαχητική μας ορμή. Και εσείς, οι Στρίγκες μου, εσείς, τα Πουλιά μου, θα γίνετε άρπυιες και ερινύες, θα επιπέσετε σε όλα τα σημεία της πόλης, μέχρις ότου, πάνω στα ερείπια του αρχαίου κόσμου, να υψωθεί επιτέλους το νέο καθεστώς, αυτό που όλοι προσδοκούμε». «Χαίρε Σατανά», ανέκραξε με μια φωνή η ομήγυρη. Ο Πιέτρο παρ’ ολίγο να αφήσει να του ξεφύγει ένα γέλιο, που μετατράπηκε σε σύντομο και κοφτό βήχα. Ένα από τα μέλη της αίρεσης έστρεψε το βλέμμα προς το μέρος του. Να πρόσεξε άραγε και η Σκιά αυτή την κίνηση; Σαν από κάποια υπόγεια διαίσθηση, φάνηκε να κοιτάζει για μια στιγμή προς την κατεύθυνση του Πιέτρο. Εκείνος έμεινε ασάλευτος· όμως κάτω από την κουκούλα του εχθρού μάντευε ένα κενό, μια μαύρη τρύπα. Και σε λίγο άρχισε μια παράξενη λιτανεία. Ο ένας μετά τον άλλον, οι εωσφορικοί πήγαιναν και
γονάτιζαν εμπρός στο βωμό, στο κέντρο ακριβώς της πεντάλφα, για να δώσουν όρκο. Ο Πιέτρο κούνησε το κεφάλι. «Σε ονομάζω Σεμειαζά, των Σεραφείμ της Αβύσσου», έλεγε η Σκιά σχηματίζοντας με τις στάχτες έναν ανεστραμμένο σταυρό πάνω στο μέτωπο του μαθητή του, χωρίς να του αφαιρέσει την κουκούλα. Σε ονομάζω Χωχαριήλ, των Χερουβείμ της Αβύσσου και της τάξης του Πύθωνος-Εωσβήλου. Εσύ θα είσαι ο Ανανθνά, των Θρόνων, με αρχηγό τον Βελίαλ». Ο Πιέτρο δεν μπορούσε παρά να ακολουθήσει το ρεύμα. Οι προπορευόμενοί του συνέχιζαν να γονατίζουν. Πέρασε τη γλώσσα του πάνω στα χείλη του. Θα κατόρθωνε άραγε να δει τα χαρακτηριστικά του άνδρα που κρυβόταν κάτω από τη σκούρα κουκούλα; Ήταν η ιδανική ευκαιρία, όμως αν συνέβαινε αυτό κινδύνευε να αποκαλυφθεί ο ίδιος. Εσφιξε τη γροθιά του, το χέρι του ήταν υγρό μέσα στο γάντι του. Και υπήρχε και κάτι άλλο: το σπαθί του τον ενοχλούσε κάτω από το πανωφόρι του. Φοβόταν μήπως, γονατίζοντας, αποκαλυφθεί η κόψη του σπαθιού, που κρεμόταν από τη ζώνη του. Ξέσφιξε απαλά το κορδόνι που έσφιγγε τη μέση του. «Αλκάνωρ, των Κυριοτήτων της Αβύσσου, ηγέτης σου θα είναι ο Σατανάς· Αμανιήλ και Ρανήρ, των Εξουσιών, θα υπηρετείτε τον Ασμοδαίο... Αμαλίν, θα ακολουθείς τον Αβαδδών, των Δυνάμεων της Αβύσσου...» Ο Πιέτρο δεν άκουγε τίποτε από αυτά, όμως πλησίαζε στο βωμό. «Σβαριωνάθ, των Αρχών, και Γκολέμ, των Αρχαγγέλων, στο όνομα του Ασταρώθ...» Δεν είναι δυνατόν, πρόκειται για φάρσα, για σκηνοθεσία...
Τέλος έφθασε ενώπιον του αρχηγού της αίρεσης. Ακούμπησε με το χέρι του το πλευρό του, πάνω από το ράσο. Θα πρέπει να γονάτισε κάπως αδέξια, διότι η φασματική φωνή της Σκιάς σημείωσε μια σύντομη παύση. Ευτυχώς ή θήκη του σπαθιού δεν έκανε θόρυβο. Ο Πιέτρο βρισκόταν με τη σειρά του στο κέντρο της πεντάλφα. Τα μάτια του είδαν για μια στιγμή τα σχεδιασμένα με κιμωλία καββαλιστικά σύμβολα. Μετά σήκωσε το πρόσωπό του... Βρίσκονταν αντιμέτωποι. Καλυμμένοι και οι δύο με τις κουκούλες τους. Ο Πιέτρο δεν κατόρθωσε να διακρίνει τη μορφή του diavolo, ούτε και εκείνος τη δική του. Το χέρι της Σκιάς άγγιξε το μέτωπο του Πιέτρο να ένιωσε άραγε πόσο μουσκεμένο ήταν; Πράγματι, ο αντίχειράς του έμοιαζε να χρονοτριβεί εκεί πέραν του αναγκαίου. Ο Πιέτρο διατηρούσε ακόμη την ψυχραιμία του, και ωστόσο τον είχε λούσει ιδρώτας. Είχε ξαφνικά την τρομακτική εντύπωση ότι ο Ηγέτης τον ένιωθε, τον οσφραινόταν, όπως ένα άγριο θηρίο οσφραίνεται τη λεία του πριν της χιμήξει. Διέκρινε κάτι το βαθιά κτηνώδες σ’ αυτόν τον γίγαντα που στεκόταν απέναντι του. Και αυτή η φωνή... για μια στιγμή του φάνηκε πως δεν είχε τίποτε το ανθρώπινο. Τέλος το δάχτυλο του Διαβόλου σχεδίασε στο μέτωπό του τον ανεστραμμένο σταυρό από στάχτη. «Εσύ θα είσαι ο Ελαφών, των Αγγέλων της Αβύσσου, με ηγέτη τον Εωσφόρο...» Ο Πιέτρο σηκώθηκε απαλά, για να μην τον προδώσουν οι κινήσεις του. Έκανε μεταβολή και επωφελήθηκε από το τέλος της λιτανείας, όχι για να επιστρέψει στη θέση του, κοντά στο βωμό, αλλά για να μεταβεί στο βάθος της αίθουσας, δίπλα στη σκάλα. Καθώς βάδιζε προς αυτή την κατεύθυνση, αναστέναζε από ανακούφιση. Δεν είχαν τελειώσει όλα, ωστόσο ήταν ανώφελο να μείνει άλλο εκεί· ήταν τρέλα που τόλμησε να εισχωρήσει μόνος του σ’ αυτή τη
σφηκοφωλιά. Έπρεπε να διαφύγει διακριτικά και να σπεύσει να προειδοποιήσει τον Βιντικάτι για τα όσα είχε δει. Αναρωτιόταν όμως ποιος θα ήταν αρκετά τρελός για να τον πιστέψει. Πίσω του, η Σκιά είχε λάβει ξανά θέση πλάι στο βωμό και ύψωνε και πάλι τα χέρια: «Εμπρός, Άγγελοί μου, εμπρός, δαίμονές μου, Πουλιά μου της Φωτιάς! Διασκορπιστείτε στη Βενετία και να είστε έτοιμοι να ανταποκριθείτε στο κάλεσμα των όπλων! Πριν όμως γίνει αυτό...» Ο Πιέτρο απείχε πλέον μόλις λίγα βήματα από τη σκάλα από την ελευθερία. «Πριν γίνει αυτό, ευχαριστήστε τον προσκεκλημένο μας που είναι απόψε μαζί μας. Έναν επιφανή προσκεκλημένο, πράγματι, φίλοι μου... Διότι βρίσκεται ανάμεσά μας ένα από τα πιο επιδέξια σπαθιά της χώρας, μάθετέ το...» Ο Πιέτρο στράφηκε πίσω. «Χαιρετήστε τη Μαύρη Ορχιδέα!» Ο Πιέτρο έμεινε ακίνητος, σαν αποσβολωμένος. Δεν προλάβαινε πλέον να οπισθοχωρήσει και να καθίσει σε κάποιο έδρανο. Έμεινε εκεί για ένα δευτερόλεπτο, ενώ μια βουή απλωνόταν στην ομήγυρη. Οι καχύποπτες κουκούλες στρέφονταν προς όλες τις κατευθύνσεις αναζητώντας ένα στοιχείο, ένα σημάδι, μια εξήγηση. Ή Σκιά γελούσε, με ένα γέλιο αδιάκοπο, που αντηχούσε αλλόκοτα κάτω από τους θόλους. Ο Πιέτρο γύρισε αργά. Τώρα η Χίμαιρα τον έδειχνε με το δάχτυλο. Ωχ... Πενήντα πρόσωπα ακολούθησαν την κατεύθυνση που τους υποδείκνυε ο Ηγέτης τους.
«Ένας απατεώνας, φίλοι μου... Πιάστε τον». Το ήξερα πως αυτό δεν Θα είχε καλό τέλος. Κάτω από την κουκούλα του, ο Πιέτρο χαμογέλασε βεβιασμένα. Για μια στιγμή δεν έγινε τίποτε... και μετά, σαν ένας άνθρωπος, οι ιππείς της Αποκαλύψεως όρμησαν επάνω του. Αστραπιαία ο Πιέτρο σήκωσε το ράσο του και έπιασε τα δύο πιστόλια στη ζώνη του. Με την κίνησή του αυτή, η κουκούλα του έπεσε προς τα πίσω, αποκαλύπτοντας το πρόσωπό του. Ήταν καιρός να δει αν αυτοί οι δαίμονες ήταν θνητοί. Οι πυροβολισμοί αντήχησαν με μια οσμή από μπαρούτι και δύο από τους διώκτες του σωριάστηκαν αμέσως γρυλίζοντας^ τη στιγμή ακριβώς που ετοιμάζονταν να του χιμήξουν. Ή βουή έγινε βρυχηθμός, ο Πιέτρο δεχόταν επίθεση από παντού. Στριφογύρισε και όρμησε στη σκάλα. Καθώς ανέβαινε τέσσερα τέσσερα τα σκαλιά, έβγαλε το ράσο και το πέταξε στο κεφάλι των διωκτών του. Έξω, δύο Πουλιά της Φωτιάς φυλούσαν σκοπιά. Ο Πιέτρο τους έσπρωξε· εκείνοι, αιφνιδιασμένοι, σκόνταψαν, ο ένας στην αψίδα του κήπου και ο άλλος στην είσοδο της σκάλας. Ο Πιέτρο έτρεξε χωρίς να διστάσει προς την ανατολική πλευρά του πάρκου και πήδηξε τον τοιχίσκο. Τα Πουλιά της Φωτιάς εξακολουθούσαν να τον καταδιώκουν. Ο Πιέτρο έσπευσε στην πεδιάδα, κατευθυνόμενος προς το λόφο όπου είχε πει στον Λαντρέτο να τον περιμένει. Εκείνος είχε μισοκοιμηθεί κάτω από ένα δέντρο, με μια κουβέρτα στους ώμους. «Λαντρέτο!» φώναξε ο Πιέτρο. «Λαντρέτο, για το Θεό! Να φεύγουμε!»
Ο υπηρέτης, τρομοκρατημένος, πέταξε αμέσως την κουβέρτα και πήδηξε στ’ άλογα. Ο Πιέτρο ανέβαινε το λόφο, και μια στρατιά, μια σκοτεινή ορδή, κρατώντας όπλα και πυρσούς, έτρεχε ξοπίσω του σαν αγέλη σκύλων. Ο Λαντρέτο δεν πίστευε στα μάτια του. Για μια στιγμή νόμισε πως το θέαμα που αντίκριζε σήμαινε πως οι νεκροί είχαν επιστρέφει στη γη και, εγκαταλείποντας τους τάφους τους, καταδίωκαν τον Πιέτρο με σφυρίγματα και γητειές. Ο υπηρέτης άρπαξε τα χαλινάρια του αλόγου του Βιραβόλτα, ενώ το δικό του στριφογύρισε χλιμιντρίζοντας. Ο Πιέτρο συνέχισε να τρέχει, πήδηξε αστραπιαία στη σέλα και σπιρούνισε με δύναμη τα πλευρά του ζώου. Εκείνο σηκώθηκε στα πίσω πόδια του και μετά άρχισε να καλπάζει. Τώρα οι δυο τους έτρεχαν να ξεφύγουν, σηκώνοντας στο πέρασμά τους σβόλους από γρασίδι και χώμα. Ή νυχτερινή αυτή φυγή διήρκεσε έως ότου συνάντησαν το άγημα του Βιντικάτι, στις πύλες της πόλης του Μέστρε. Ο Πιετρο πρόσταξε τους άνδρες του Εμίλιο να τον ακολουθήσουν χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις. Ο αριθμός τους δεν ήταν τόσο μεγάλος ώστε να αντιμετωπίσουν τα Πουλιά της Φωτιάς αν τυχόν τους πρόφταιναν. Όλοι λοιπόν κάλπαζαν ξέφρενα προς τη Βενετία. Ο Πιέτρο είχε πολύ καιρό να βρεθεί σε τέτοια θέση από τότε που, εκπροσωπώντας τη Δημοκρατία στην Κέρκυρα ως ανθυπασπιστής, είχε χρειαστεί να διαφύγει από τις ορδές των χωρικών που είχαν κατέβει από τα βουνά οπλισμένοι με τουφέκια και τσουγκράνες. Όμως εκείνο το βράδυ δεν ήθελε καν να θυμάται το συγκεκριμένο περιστατικό· και καθώς κάλπαζε προς τη Γαληνοτάτη, δεν μπορούσε να διώξει από τη σκέψη του τη γιγάντια σκοτεινή μορφή του Diavolo και τη φωνή του, που έμοιαζε να έρχεται μέσα από την Κόλαση. Vexilla regis prodeunt inferni. Οι άγγελοι της Σκιάς εξαπλώνονταν στη Βενετία.
ΑΣΜΑ IX
Οι Λαίμαργοι Ο Πιέτρο άφησε το βιβλίο να πέσει με υπόκωφο θόρυβο στο γραφείο, και μετά, αφού σάλιωσε το δάχτυλό του, άρχισε να το ξεφυλλίζει για να βρει τις σελίδες που τον ενδιέφεραν. «Τους όρους διάβολος και δαίμων», είπε, «τους εισήγαγαν οι μεταφραστές της Βίβλου τον τρίτο αιώνα μετά Χριστόν, στην ελληνική μετάφραση, τη λεγόμενη “Μετάφραση των Εβδομήκοντα”. Την ιστορία της μας την αφηγείται ένας Αιγύπτιος, ο ψευδο-Αριστέας, σε μια επιστολή του προς τον αδελφό του Φιλάδελφο, ο οποίος επιθυμούσε να εμπλουτίσει τη βιβλιοθήκη του της εβραϊκής νομοθεσίας. Ο τελευταίος έγραψε στον αρχιερέα Ελεάζαρ για να ζητήσει μορφωμένους μεταφραστές, και εβδομήντα δύο Ισραηλίτες επελέγησαν για να αναλάβουν αυτό το έργο. Ο αρχιερέας τους έστειλε στην Αίγυπτο, δίνοντας στον καθένα τους από ένα αντίτυπο της Τορά γραμμένο με χρυσά γράμματα. Ολοκλήρωσαν την εργασία τους αφού έζησαν σαν ασκητές στο νησί Φάρος επί εβδομήντα δύο ημέρες. Σύμφωνα με το θρύλο, ο καθένας ήταν κλεισμένος σε ξεχωριστό κελί, και εντούτοις, όταν τελείωσαν το έργο τους, οι μεταφράσεις τους ήταν όλες πανομοιότυπες... Προφανώς το χέρι τους το είχε καθοδηγήσει ο ίδιος ο Θεός... Έκτοτε ο δαίμων, ο μέγας διχαστής, που γνωρίζει τα Πάντα, όπως ο δαίμων του αρχαίου Σωκράτη, δεν έπαψε να τροφοδοτεί τα θεολογικά και εσωτεριστικά έργα. Ή απόκρυφη λογοτεχνία δεν άργησε να τον οικειοποιηθεί, και οι συγγραφείς της εμφανίζονταν με τα ονόματα αρχαίων
πατριαρχών.ώστε να έχει το έργο τους ευρύτερη διάδοση: Ενώχ, Αβραάμ, Σολομών, Μωυσής. Πολλοί λόγιοι κατήρτισαν τις ιεραρχίες της παραδοσιακής δαιμονολογίας. Την αρχαιότερη από αυτές την οφείλουμε στον Μιχαήλ Ψελλό, ο οποίος, το 1050, ταξινόμησε τους δαίμονες σε έξι κατηγορίες, ανάλογα με τον τόπο τον οποίο υποτίθεται ότι λυμαίνονταν. Άλλοι πάλι επινόησαν εκπληκτικές διαβολικές μοναρχίες, δίνοντας ονόματα και προσωνύμια σε εβδομήντα δύο ηγεμόνες και επτά εκατομμύρια τετρακόσιες πενήντα χιλιάδες εννιακόσιους είκοσι έξι διαβόλους, κατανεμημένους σε λεγεώνες των 666 -αριθμός εμπνευσμένος από την προφητεία της Αποκάλυψης». Ο Δόγης γούρλωνε τα μάτια του πάνω από το βιβλίο. Ο Πιέτρο έστρεψε το χειρόγραφο προς το μέρος του ώστε η Αυτού Υψηλότης να μπορεί να το διαβάζει ευκολότερα. «Ιδού τα ονόματα που άκουσα. Ο Diavolo δεν εμπνέεται μόνο από τη Θεία Κωμωδία. Αρέσκεται στη λογοκλοπή από το βιβλίο του Ραζιήλ Οι Δυνάμεις του Κακού. Πρόκειται για μια πραγματεία δαιμονολογίας αρκετά δημοφιλή στα τέλη του Μεσαίωνα... Εννέα λεγεώνες αγγέλων της Αβύσσου προετοιμάζουν το τελικό ολοκαύτωμα, σφραγίζοντας την εσχατολογική μοίρα του ανθρώπου. Τους βλέπετε εδώ...» Ο Δόγης έσκυψε. Ανάμεσα στις εύγλωττες γκραβούρες εμφανίζονταν, με καλλιγραφικούς γοτθικούς χαρακτήρες, τα ονόματα των δαιμόνων, εναλλασσόμενα με επωδές γραμμένες σε ακατανόητες γλώσσες. «Τα Σεραφείμ, τα Χερουβείμ και οι Θρόνοι της Αβύσσου, συνέχισε ο Πιέτρο· οι Κυριότητες, οι Εξουσίες και οι Δυνάμεις, οι Αρχές, οι Αρχάγγελοι και οι Αγγελοι. Το κάθε τάγμα το διοικεί μια
διαφορετική οντότητα, απευθείας έκφανση του Διαβόλου: Βεελζεβούλ, Πύθων-Εωσβήλος, Βελίαλ, Σατανάς, Ασμοδαίος, Αβαδδών, Μεριρείμ, Ασταρώθ, Εωσφόρος. Όλοι τους θα αντιμετωπίσουν τις ουράνιες λεγεώνες κατά την Ημέρα της Κρίσεως». Ο Φραντσέσκο Λορεντάν είχε χλομιάσει. Ο Πιέτρο ξανάκλεισε το βιβλίο κάτω από τα μάτια του με έναν ξερό ήχο. Ο Δόγης αναπήδησε. «Εδώ έχουμε να κάνουμε εμφανώς με ψυχασθενείς, Γαληνότατε, και ιδίως με έναν, ο οποίος νομίζει πως είναι ο ίδιος ο Διάβολος και διασκεδάζει παίζοντας ένα άκρως επικίνδυνο παιχνίδι. Θεωρώ ότι αντιπροσωπεύει όχι απλώς μια υπαρκτή απειλή, αλλά την πλέον επίφοβη που έχουμε αντιμετωπίσει έως τώρα. Εμφανίζεται με πολλά ονόματα, και το προσωνύμιο Χίμαιρα αποκαλύπτει με αρκετά εύγλωττο τρόπο πόσο του αρέσει η ειρωνεία. Προσφεύγει σε περίτεχνες μεταφορές, τις οποίες λατρεύει, με σκοπό να μας παγιδεύσει και να μας παρασύρει στους μαιάνδρους των σκηνοθεσιών του. Ή σημαντικότερη απ’ όλες είναι σαφέστατη: η Βενετία θα πρέπει να διανύσει τους εννέα κύκλους, μέχρις ότου κυβερνηθεί από τις εννέα λεγεώνες που θα την οδηγήσουν στο καθαρτήριό της, με τελικό σκοπό την επάνοδο του Χρυσού Αιώνα. Αυτό προϋποθέτει τη δική σας εξαφάνιση, διότι τώρα πλέον γνωρίζουμε ότι το πρόσωπό σας βρίσκεται στο στόχαστρό τους. Οι Στρίγκες θέλουν να σας σκοτώσουν και να εγκαθιδρύσουν μέσα σ’ αυτό το παλάτι μια νέα εξουσία. Ή Αποκάλυψη στη Βενετία. Αυτό που είδα ήταν το βάπτισμα των λεγεώνων που ετοιμάζει ο Εωσφόρος μας για το πραξικόπημά του. Έχει την ιεραρχία του και ονειρεύεται ήδη τους μελλοντικούς θεσμούς του. Και υπάρχει και κάτι άλλο...» Ο Πιέτρο έκανε μερικά βήματα και μετά σταμάτησε.
«Ήξερε ότι ήμουν εκεί». Πήγε και κάθισε. Ο Λορεντάν έκανε έναν φρικτό μορφασμό. «Πόσο χρόνο έχουμε στη διάθεσή μας;» «Βρισκόμαστε στον Τρίτο Κύκλο, Υψηλότατε». Ο Δόγης σήκωσε αργά αργά τα μάτια. Το πρόσωπό του είχε σκληρύνει. Πετούσε αστραπές. «Ονόματα, Βιραβόλτα. Με ακούτε; Θέλω ονόματα». Το βλέμμα του Πιέτρο διασταυρώθηκε με του Βιντικάτι. Ανάμεσά τους έπεσε ξανά σιωπή. «Θέλω οι Δέκα και η Criminale να επικεντρώσουν, αν χρειαστεί, όλες τους τις προσπάθειες σ’ αυτή την υπόθεση», πρόσθεσε ο Λορεντάν. «Όμως βρείτε τους». Ο Δόγης σηκώθηκε. Ακούστηκε το σύρσιμο του πορφυρού μανδύα του. «Θεωρήστε ότι είμαστε σε πόλεμο».
*****
Ο Εμίλιο έλαβε διαταγή να στρατολογήσει εβδομήντα δύο έμπιστους πράκτορες. Όλοι τους παρήλασαν ενώπιον του ίδιου και του Πιέτρο σε μια από τις μυστικές αίθουσες των Μολυβιών, σε μικρή απόσταση από τις φυλακές, εκεί όπου συνήθως υπέβαλλαν σε ανάκριση τους καταδίκους.
Ο Πιέτρο επωφελήθηκε από την ευκαιρία για να μάθει νέα του Τζιάκομο. Στην είσοδο όμως των κελιών όπου λίγες μόλις ημέρες πριν βρισκόταν και ο ίδιος, στεκόταν ο δεσμοφύλακας, ο Λορέντσο Μπαζαντόνα, σωστό κτήνος, και του χαμογελούσε με τα χαλασμένα του δόντια σηκώνοντας το φανάρι του. «Λοιπόν; Βιαζόμαστε να επιστρέφουμε;» Του απαγόρευσε να προχωρήσει πιο πέρα, κουδουνίζοντας με χυδαίο τρόπο τα κλειδιά στη ζώνη του, κάτω από τη χοντρή κοιλιά του. «Μπορώ τουλάχιστον να του μιλήσω;» «Αν το θέλεις...» απάντησε ο Λορέντσο γελώντας δυνατά. Ο Πιέτρο φώναξε για να τον ακούσει ο Καζανόβα. «Τζιάκομο! Τζιάκομο, εγώ είμαι, ο Πιέτρο! Μ’ ακούς;» Περίμενε ένα δυο δευτερόλεπτα, και μετά ο κρατούμενος του απάντησε. Συνομίλησαν για λίγα λεπτά, ενώ στη μέση στεκόταν ο Μπαζαντόνα, που αρεσκόταν να επιδεικνύει την ισχνή εξουσία του και να παίζει το ρόλο του ακολούθου, ή μάλλον του τελετάρχη μεταξύ των δύο ανδρών. Ακόμη όμως κι αν κατόρθωνε να προχωρήσει περισσότερο στους σκοτεινούς διαδρόμους, δεν θα είχε δει παρά το μάτι του Τζιάκομο πίσω από τον φεγγίτη και ένα τμήμα του προσώπου του... Τη συζήτησή τους τη διέκοπτε πού και πού μια κραυγή ή οι σπαρακτικές ικεσίες ενός άλλου φυλακισμένου· εντούτοις τα λίγα λόγια που αντάλλαξαν ήταν αρκετά για να καθησυχάσουν τον Πιέτρο ως προς την κατάσταση της υγείας του πρώην συγκρατουμένου του. Βεβαίως δεν του είπε τίποτε για την υπόθεση που τον απασχολούσε· ικανοποιήθηκε ωστόσο που έμαθε ότι ο Τζιάκομο ήταν καλά. Ο Πιέτρο θα επιθυμούσε να επωφεληθεί από την κατάσταση για να διαπραγματευτεί με τον Βιντικάτι τη
στρατολόγηση του Καζανόβα ως πράκτορα· όμως ο Εμίλιο, όπως και ο αρχηγός της Quarantia Criminate, δεν ήθελε ούτε ν’ ακούσει κάτι τέτοιο. Προφανώς έκριναν ότι δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή για μία ακόμη πρόκληση. «Και οι κυρίες;» ρώτησε ο Τζιάκομο. «Πιέτρο, πώς είναι οι γυναίκες έξω;» «Τους λείπεις, Τζιάκομο!» αστειεύτηκε ο Πιέτρο. «Διαβίβασέ τους τους χαιρετισμούς μου. Πες μου... Είδες ξανά τη Σανταμαρία;» Ο Πιέτρο δίστασε, κοιτάζοντας τη σκόνη στις μύτες των παπουτσιών του. «Δηλαδή... εε... Ναι, ή μάλλον όχι, εγώ...» «Πιέτρο!» αναφώνησε ο Τζιάκομο με επιτακτικό ύφος. «Σε εξορκίζω, πήγαινε να τη βρεις, και φύγετε από αυτή την πόλη χωρίς να κοιτάξετε πίσω σας!» Ο Πιέτρο χαμογέλασε ξανά. Θα το σκεφτώ, Τζιάκομο. Ναι, θα το σκεφτώ. «Κι εσύ; Θ’ αντέξεις;» «Ναι, θ’ αντέξω!» απάντησε με καθαρή φωνή ο Καζανόβα. Ή στρατολόγηση των πρακτόρων συνεχιζόταν. Ούτε η πιο ασήμαντη λεπτομέρεια της ζωής τους δεν διέφευγε από τον έλεγχο του Πιέτρο και του Βιντικάτι. Εφόσον η Σκιά οργάνωνε τις λεγεώνες
της, ήταν καιρός να προετοιμάσουν την αντεπίθεσή τους. Ο κάθε κατάσκοπος που θα στρατολογείτο στην υπηρεσία της Δημοκρατίας θα έδινε, με εχέγγυο τη ζωή, την περιουσία και την οικογένειά του, όρκο πίστεως, τον οποίο θα επαναλάμβανε ενώπιον του Εμίλιο. Το Συμβούλιο των Δέκα μετείχε πλήρως σε αυτή τη διαδικασία. Μια προδοσία, οποιοσδήποτε μορφής, θα ισοδυναμούσε με μία ή περισσότερες άμεσες εκτελέσεις· αν ο ένοχος δεν ομολογούσε, οι Δέκα θα χτυπούσαν στην τύχη και ο θάνατος θα έπεφτε σαν τον κεραυνό ανάμεσα στους πανικόβλητους πράκτορες. Μέσα σε τρεις ημέρες συγκροτήθηκε και αναπτύχθηκε σε όλη τη Βενετία ένας δεύτερος μυστικός στρατός. Τον αποτελούσαν ευγενείς, cittadini, τεχνίτες, ηθοποιοί, κορίτσια της χαράς· όλοι τους διασκορπίστηκαν από την Πλατεία του Αγίου Μάρκου ως το Ριάλτο, από τις Procuratie ως τις Mercerie, από το Καναρέτζιο ως τη Σάντα Κρότσε και από την Τζουντέκα ως το Μπουράνο, με αποστολή να αποσπάσουν πληροφορίες, ο καθένας χρησιμοποιώντας τα δικά του όπλα και θέλγητρα. Ή συνοπτική δικαιοσύνη των Δέκα λειτουργούσε με εντατικότερους ρυθμούς παρά ποτέ, και χωρίς τον παραμικρό οίκτο. Σε μια τέτοια κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, επιβάλλονταν μέτρα χωρίς προηγούμενο. Ο Δόγης επιτηρείτο είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο από δέκα ένοπλους άνδρες, οι οποίοι, με τον παραμικρό συναγερμό, ήταν έτοιμοι να κινητοποιήσουν άλλους πενήντα. Ή πρώτη στιγμή του πανικού είχε δώσει τη θέση της σε μια αυστηρή οργάνωση. Ή σκιά είχε τις Κυριότητες, τις Αρχές και τους Αρχαγγέλους της· η Δημοκρατία θα είχε τις ουράνιες δυνάμεις της, τις δικές της λεγεώνες, τους αγγέλους της λιμνοθάλασσας: Ραφαήλ, Μιχαήλ, Γαβριήλ, Ησεδιήλ, Μέτατρον... Στην κρύπτη της βίλας Μόρα διενεργήθηκε εξονυχιστική έρευνα: φυσικά, δεν βρήκαν τίποτε. Ούτε
το βωμό, ούτε την έκδοση της Κόλασης πάνω στο αναλόγιο, ούτε τους πίνακες στους τοίχους, και, εννοείται, καμία ανθρώπινη παρουσία. Ή σκάλα που οδηγούσε εκεί, ανάμεσα στα ερείπια, εντοιχίστηκε. Εκείνο το βράδυ, τρεις ημέρες μετά, ο Πιέτρο, εξαντλημένος, βρέθηκε με τον Λαντρέτο στη γέφυρα του Ριάλτο. Πράγματι, όλο αυτό το διάστημα η βενετσιάνικη ζωή συνεχιζόταν σαν να μην είχε συμβεί τίποτε. Ριάλτο: ο Πιέτρο και ο υπηρέτης του είχαν φθάσει εκεί ακολουθώντας τους δρόμους τούς στρωμένους με τετράγωνες πλάκες από μάρμαρο Ίστριας, που προσφάτως τις είχαν χαράξει με σμίλη για να μην είναι υπερβολικά ολισθηρές. Ή γέφυρα, που είχε πλάτος ενενήντα πόδια, διασκέλιζε το Μεγάλο Κανάλι, υποστηρίζοντας στην υπερυψωμένη καμπύλη της ογδόντα περίπου καταστήματα και κατοικίες με μολυβδόκτιστες στέγες, εν μέσω της μόνιμης αυτής πανήγυρης που αποτελούσε η διέλευση των πλοίων και των γονδολών. Ύστερα από αρκετές ημέρες με κακοκαιρία και καταιγίδες, ο ήλιος είχε και πάλι επιστρέφει πάνω από τη Βενετία. Ή Λαχαναγορά βρισκόταν σε πλήρη αναβρασμό. Οι βάρκες ξεφόρτωναν αδιάκοπα λαχανικά, κρέατα, φρούτα, ψάρια, άνθη. Εδώ έβρισκε κανείς τα πάντα: φωνασκούντες εμπόρους μπαχαρικών με κοντομάνικα, χρυσοχόους που έβαζαν τις κυρίες να δοκιμάζουν τα νέα τους κοσμήματα, πωλητές κρασιού, λαδιού, δερμάτων, ρούχων, σχοινιών και καλαθιών, δημόσιους λειτουργούς που είχαν αποδράσει από τα γραφεία τους εκεί κοντά, ελεγκτές, δικαστές, ασφαλιστές και συμβολαιογράφους· οι τρεις δρόμοι που οδηγούσαν στην απαστράπτουσα από λευκότητα γέφυρα έφερναν αδιάκοπα νέα πλήθη αργόσχολων, αξιωματούχων και καταστηματαρχών. Ή Βενετία ζούσε, ζούσε! Και οι γονδολιέρηδες πάντα τραγουδούσαν
Ζήτω και πάλι ζήτω η Βενετία, που μας κυβερνά με ειρήνη και αγάπη... «Αχ, καλέ μου Λαντρέτο», είπε εξαντλημένος ο Πιέτρο τρίβοντας τους κροτάφους του, «αναρωτιέμαι αν θα έπρεπε ν’ αρχίσω να νοσταλγώ τη φυλακή μου». «Μα τι λέτε; Είναι προτιμότερη η δράση από το να σαπίζετε μέσα σ’ ένα κάτεργο. Τουλάχιστον έχετε ελευθερία κινήσεων». «Ναι, βέβαια, την ελευθερία να τρέχω σαν τρελός για να γλιτώσω από τις ωρυόμενες αγέλες. Ή αλήθεια είναι...» Στράφηκε προς τον υπηρέτη του και προσπάθησε να χαμογελάσει. «Ή αλήθεια είναι ότι θα μπορούσα να ετοιμάσω τις βαλίτσες μου απόψε κιόλας, Λαντρέτο. Ίσως ο Τζιάκομο να έχει δίκιο... Ίσως θα έπρεπε να ξαναβρώ την Άννα... Θα παίρναμε τρία γερά άλογα και θα φεύγαμε από δω, για να αναζητήσουμε την τύχη μας αλλού...» Ένα όνειρο πέρασε ξαφνικά εμπρός στα μάτια του. Έβλεπε τον εαυτό του να διαφεύγει μαζί με την Άννα Σανταμαρία, κάπου στο Βένετο, και μετά στην Τοσκάνη, κι έπειτα αλλού -στη Γαλλία, ίσως. «Όμως ο Εμίλιο έχει δίκιο σε ένα σημείο. Έχω εμπλακεί πολύ βαθιά σ’ αυτό το παιχνίδι για να το βάλω στα πόδια τώρα. Με όλα όσα γνωρίζω, θα μπορούσα να κατηγορηθώ με τη σειρά μου για συνωμοσία κατά του Κράτους, κι αυτό πλέον θα ήταν το αποκορύφωμα». Ο Πιέτρο γύρισε και ακούμπησε στη γέφυρα, με τα μάτια χαμένα στο Μεγάλο Κανάλι. Οι βίλες που το περιέβαλλαν έπαιρναν με το ηλιοβασίλεμα μια υπέροχη πορτοκαλί και ρόδινη απόχρωση. Ή Βενετία, τυλιγμένη στις ψευδαισθήσεις της, έμοιαζε να γεύεται την
ατέλειωτη γλύκα που της χάριζε η χαρά της ζωής. Μια γλύκα που ο Πιέτρο ονειρευόταν να απολαύσει. Θα ήθελε να αφεθεί, να παραδοθεί σ’ αυτό τον ήρεμο στοχασμό, να στολίσει την πόλη με το πιο όμορφο, το πιο ωραίο της επίθετο: η Γαληνότατη. «Ξέρεις, Λαντρέτο, τι είναι αυτό που θα σκοτώσει τον άνθρωπο;» «Όχι, αλλά μαντεύω πως θα μου το πείτε». «Κοίταξε αυτές τις βίλες, αυτά τα παλάτια, αυτή την εξαίσια λιμνοθάλασσα· κοίταξε αυτά τα πλούτη, άκουσε τα τραγούδια και τα γέλια. Δεν είναι η εξαθλίωση αυτό που θα σκοτώσει τον άνθρωπο». «Α, όχι;» «Όχι, είπε ο Πιέτρο. Διότι δεν είναι αυτή που προκαλεί το φθόνο...» Τεντώθηκε, ανοίγοντας τα χέρια του μ’ έναν μορφασμό. «Είναι η αφθονία». Ο Πιέτρο και ο υπηρέτης του έμειναν έτσι αρκετή ώρα πάνω στη γέφυρα, να κοιτάζουν τον αναβρασμό που επικρατούσε τριγύρω. Και ξαφνικά το χέρι του Βιραβόλτα συσπάστηκε πάνω στον ώμο του υπηρέτη. Με τις τελευταίες ακτίνες του ηλιοβασιλέματος, εμφανίστηκε ξανά εκείνη. Στεκόταν λίγο πιο πέρα, χαμογελώντας στο γλυκό, απαλό φως, σ’ αυτό το τελευταίο φως της ημέρας, το λευκό και κίτρινο με τις πορτοκαλί αποχρώσεις, που λαμπύριζε στις προσόψεις των κτιρίων και στα νερά του καναλιού. Ή Άννα Σανταμαρία χαμογελούσε. Βάδιζε
λίγα μέτρα μακριά του, από κάτω, στην αποβάθρα όπου απλώνονταν οι πάγκοι των εμπόρων. Και πάλι ο Πιέτρο πίστεψε πως ήταν μια οπτασία· θαύμαζε τα ξανθά μαλλιά της, το χαριτωμένο της παράστημα, τα λεπτά της δάχτυλα. Προχωρούσε εμπρός του, πιο φυσική παρά ποτέ, και η Μαύρη Ορχιδέα ένιωσε να κατακλύζεται από ένα φλογερό κύμα πόθου. Ή Άννα έμοιαζε να έρχεται από το πουθενά, από κάποιον κρυμμένο παράδεισο στον οποίο δεν θα αργούσε να επιστρέψει. Ξαφνικά ήταν εκεί, χωρίς καμία εξήγηση. Τη φορά αυτή δεν είχε δει τον Πιέτρο, που στεκόταν ανώνυμος ανάμεσα στο πλήθος πάνω στη γέφυρα. Αμέσως, όμως, ο Βιραβόλτα σκυθρώπιασε ξανά: στο πρόσωπο του συνοδού της απαγορευμένης του θεότητας, αναγνώρισε τον γερουσιαστή Οτάβιο. Εκείνος έφθασε πλάι της και την έπιασε από το μπράτσο. Ο Οτάβιο. Ο Οτάβιο και η πλακουτσή του μύτη, τα χοντρά, βλογιοκομμένα του μάγουλα, το διπλοσάγονό του, το λιπαρό του μέτωπο, πλαισιωμένο με δύο γελοίες λευκές τούφες, ο σοβαροφανής, ο επηρμένος και αυστηρός Οτάβιο, που κάποτε υπήρξε ο προστάτης της Μαύρης Ορχιδέας. Βάδιζε και αυτός, δήθεν μεγαλοπρεπής με το μαύρο του ένδυμα, με τη χαρακτηριστική αλαζονεία του, τα χονδροειδή χρυσά μενταγιόν κρεμασμένα στο λαιμό του σαν μετάλλια, και την beretta του στο κεφάλι, όπως τη φορούσε ο συνάδελφός του, ο γερουσιαστής Καμπιόνι. Ώστε λοιπόν ήταν και αυτός εδώ -πράγμα που δεν άρεσε καθόλου στον Πιέτρο. Άραγε, όμως, τη φορά αυτή η Άννα θα εξαφανιζόταν και πάλι; Θα την άφηνε ο ίδιος να φύγει; Ή ευκαιρία ήταν ιδανική. Τα λόγια του Καζανόβα. Εκείνη, εδώ και τώρα. Σημάδια του πεπρωμένου.
Ή έτσι τουλάχιστον ελπίζω. Στράφηκε προς τον Λαντρέτο, που εξεπλάγη από την ένταση του βλέμματός του. «Αφέντη, όχι...» Ο Πιέτρο δίστασε ένα δευτερόλεπτο, και μετά άρπαξε την ορχιδέα από την μπουτονιέρα του. «Αυτό που φοβόμουν», είπε ο Λαντρέτο κουνώντας το κεφάλι. «Κάνε ότι καταλαβαίνεις», είπε ο Βιραβόλτα δίνοντάς του το λουλούδι, «όμως θέλω να φροντίσεις να φθάσει στα χέρια της αυτό... και θέλω να μάθω πού μένει». Οι δύο άνδρες αντάλλαξαν ένα έντονο βλέμμα. Ο Λαντρέτο πήρε την ορχιδέα αναστενάζοντας. «Εντάξει. Ήδη είχε αρχίσει να κάνει μεταβολή. «Λαντρέτο;» τον συγκρότησε ο Πιέτρο. Ο υπηρέτης σταμάτησε. Ο Πιέτρο χαμογέλασε. «...Ευχαριστώ». Ο Λαντρέτο στερέωσε το καπέλο του στο κεφάλι του. Ωραία. Σύμφωνοι, είπε μέσα του. Όμως... μ ’ εμένα τι θα γίνει; Πότε θα ασχοληθεί κάποιος μαζί μου έστω και λίγο; Το ίδιο βράδυ, κάπου στη Βενετία, μια κυρία ονόματι Άννα Σανταμαρία, στο φως ενός κεριού, μεθούσε κρυφά με το άρωμα μιας μαύρης ορχιδέας. Χαμογελούσε, ονειρευόμενη τις χίλιες νύχτες στις οποίες τώρα είχε ξαναρχίσει να ελπίζει· και η σελήνη έμοιαζε να κατεβαίνει από τον ουρανό στα μάτια της, για να τα μουσκέψει με
δάκρυα χαράς.
*****
Ο Φεντερίκο Σπαντέτι, capomaestro και μέλος της συντεχνίας των υαλουργών του Μουράνο, ήταν μόνος κάτω από τα τεράστια υπόστεγα του εργαστηρίου του, και η νύχτα είχε πέσει. Μόνος; Στην πραγματικότητα, δεν ήταν απολύτως βέβαιος. Ήξερε ότι τον παρακολουθούσαν στενά οι πράκτορες των Δέκα. Ήδη παρ’ ολίγο να βρεθεί στα Μολύβια. Και η οριστική του τύχη κάθε άλλο παρά είχε κριθεί. Όμως ο Φεντερίκο Σπαντέτι ήταν λογικός άνθρωπος. Ή Συντεχνία γνώριζε πόσο εργατικός και πόσο θαρραλέος ήταν, και τον είχε υποστηρίξει πλήρως, συμπεριλαμβανομένων και των ηγετών των αντίπαλων εργαστηρίων του Μουράνο. Άλλο πράγμα ήταν η άμιλλα και ο συναγωνισμός ανάμεσα στους επαγγελματίες, και άλλο η άμεση επίθεση της εξουσίας εναντίον τους. Παραταύτα ο Φεντερίκο βρισκόταν σε πολύ δυσχερή θέση. Σε κανονικές συνθήκες, του άρεσε να μένει έτσι μόνος σ’ αυτόν το χώρο, όταν τα στοιχεία της φύσης, επιτέλους γαληνεμένα, ησύχαζαν. Τα καμίνια του Ήφαιστου ξεκουράζονταν. Οι φούρνοι κοιμούνταν. Ούτε ένας εργάτης, ούτε ένας μαθητευόμενος δεν κυκλοφορούσε πλέον από το ένα μέρος στο άλλο. Τέλος οι κραυγές, τα επιφωνήματα, οι ήχοι του μετάλλου που λιώνει, οι αλλεπάλληλες προσκρούσεις και τα φυσήματα. Του άρεσε αυτή η φιλόξενη σκοτεινιά, αυτή η γαλήνη που απλωνόταν στα υπόστεγα. Εκείνο το
βράδυ, δεν φαινόταν τίποτε. Ακίνητος εντός της αυτοκρατορίας του, ο Σπαντέτι, με τα μάτια χαμένα στο σκοτάδι, προσπαθούσε να επωφεληθεί από τη μοναξιά του για να συγκεντρώσει τις σκέψεις του. Για μια στιγμή το βλέμμα του έπεσε πάνω στο κρυστάλλινο φόρεμα, το φόρεμα του Τάτσιο, αυτό το φόρεμα του εμπνευσμένου έρωτα, με τα μαργαριτάρια του, τις γυάλινες γλώσσες του με την όψη του οπάλιου, τη διαμαντένια ζώνη του. Ακόμη και μέσα στη νύχτα, έμοιαζε να λάμπει. Ο γιος του το είχε τελειώσει σήμερα. Ο Φεντερίκο χαμογέλασε. Σε μερικές εβδομάδες, το Καρναβάλι θα επέστρεφε. Στην πραγματικότητα, στη Βενετία δεν σταματούσε σχεδόν ποτέ επί έξι μήνες το χρόνο· όμως κατά την εορτή της Αναλήψεως βρισκόταν στο αποκορύφωμά του. Ο Φεντερίκο πήρε βαθιά ανάσα. Θα πήγαιναν άραγε όλα κατ’ ευχήν; Μπορούσε ακόμη να το ελπίζει; Ο Τάτσιο και ο ίδιος θα έδειχναν το φόρεμα στον Δόγη... Με ένα τέτοιο επίτευγμα, θα κέρδιζαν τον διαγωνισμό της Συντεχνίας -μήπως δεν τους θεωρούσαν όλοι ήδη νικητές; Ο Φραντσέσκο Λορεντάν θα τους κοίταζε γεμάτος θαυμασμό· θα τους συνέχαιρε, θα τους έπλεκε δάφνινα στεφάνια όπως τους άξιζε. Μετά ο Τάτσιο θα πήγαινε να βρει την ωραία του Σεβερίνα. Ο Σπαντέτι ζήλευε τον γιο του καθώς φανταζόταν αυτές τις στιγμές που τον περίμεναν! Ή Σεβερίνα θα πέθαινε από έρωτα για κείνον, θα σκεπαζόταν με πέπλα για να προστατεύσει το μεταξένιο δέρμα της, και μετά θα φορούσε το υπέροχο αυτό φόρεμα, το φόρεμα από κρύσταλλο. Θα άστραφτε με χίλιες φωτιές, με όλη τη φλόγα και τη λάμψη της νιότης της. Θα αγαπιούνταν. Και αυτός, ο Φεντερίκο Σπαντέτι, θα ευλογούσε την ένωσή τους. Θα θυμόταν μαζί τους τη δική του γυναίκα, που χάθηκε τόσο νωρίς, και χίλιοι, δυο χιλιάδες, δέκα χιλιάδες εργάτες της Συντεχνίας θα τους έπλεκαν το εγκώμιο. Ο Φεντερίκο πέρασε το βρόμικο χέρι του στην άκρη των χειλιών του. Ναι... Αν πάνε όλα καλά. Καθώς τα φανταζόταν αυτά, ανόητα
δάκρυα ύγραιναν τις άκρες των βλεφάρων του. Αυτός, ο Σπαντέτι! Πολίτης και πάππου προς πάππο υαλουργός, παρασυρόταν από τις συγκινήσεις της καρδιάς του. Το ίδιο κιόλας βράδυ ο Τάτσιο θα πήγαινε να τραγουδήσει τη σερενάτα του κάτω από το μπαλκόνι της ωραίας, περιμένοντας ένα φιλί της. Πόσο τυχερός είσαι, γιε μου! Και πόσο χαίρομαι με την ευτυχία σου! Μα πού πήγαν τα δικά του νιάτα; Και τώρα... ποια μοίρα τον περίμενε; Ένα μαύρο πέπλο έπεσε εμπρός στα μάτια του. Είχε υπερασπιστεί με σθένος τη θέση του κατά τις ανακρίσεις στις οποίες τον υπέβαλαν οι πράκτορες του Συμβουλίου και της Criminate. Και στο κάτω κάτω, τι είχε να προσάψει στον εαυτό του; Το ξέρεις καλά, Φεντερίκο. Ένα επαγγελματικό σφάλμα. Ένα σφάλμα, ναι... Για τα χρήματα. Για το εργαστήριο. Για τον Τάτσιο και το κρυστάλλινο φόρεμα. Ένα σφάλμα που, τότε, δεν του είχε φανεί πολύ σοβαρό. Δεν επρόκειτο για πληροφορίες που είχε πουλήσει στο εξωτερικό, ούτε για λαθρεμπόριο, ούτε για τίποτε παρόμοιο! Απλώς είχε κάνει τη δουλειά του: είχε κατασκευάσει γυάλινους φακούς. Και αν ο πελάτης του ήθελε να διατηρήσει την ανωνυμία του, εντέλει ήταν δικαίωμά του. Τότε λοιπόν γιατί να νιώθει ενοχές...; Ίσως επειδή ο Μίνως δεν ήθελε να εμφανιστεί το όνομά του στο κανονικό βιβλίο παραγγελιών, γεγονός που υποχρέωσε τον Φεντερίκο να πλαστογραφήσει το δελτίο παραγγελίας... Ίσως επειδή ο υαλουργός είχε την αίσθηση, ακαθόριστη αλλά επίμονη, ότι εξαγόραζαν τη σιωπή του την ίδια ακριβώς στιγμή που είχε αποδεχθεί τη συναλλαγή. Ή αμοιβή των δώδεκα χιλιάδων δουκάτων είχε νικήσει την καχυποψία του. Δώδεκα χιλιάδες δουκάτα. Αυτό δεν ήταν δίκαιο: πάντα κατηγορούσαν για όλα τα δεινά εκείνους που εργάζονταν περισσότερο.
Όχι, είπε μέσα του ο Φεντερίκο σφίγγοντας τις γροθιές του, δεν θα γίνει έτσι. Είχε ακόμη μέσα του ενέργεια. Θα πάλευε. Και αν χρειαζόταν, θα έλεγε ποιος ήταν ο Μίνως. Είχε κλείσει μαζί του μια συμφωνία -όμως ποτέ δεν του είπε κανείς ότι το Συμβούλιο των Δέκα θα έχωνε τη μύτη του στις δουλειές του. Γιατί πήραν αυτή την τροπή τα πράγματα; Τι έψαχναν οι Αρχές; Ο Μίνως είχε και αυτός κάποιο βάρος στη συνείδησή του... και σίγουρα κάτι πολύ πιο σοβαρό. Αυτό ήταν καθαρό... όπως το κρύσταλλο. Ο Φεντερίκο δεν μπορούσε πλέον να αναβάλλει τη στιγμή που θα επανερχόταν στη διαφάνεια. Όσο περισσότερο περίμενε, τόσο κινδύνευε να περιπέσει στη δυσμένεια της κυβέρνησης και σε ορισμένες περιπτώσεις η δυσμένεια μπορούσε να φθάσει ως τη δήμευση της περιουσίας, την ισόβια κάθειρξη ή και την καταδίκη σε θάνατο. Το Συμβούλιο δεν ήταν βέβαιο για τίποτε, αυτό ήταν εμφανές. Του είχαν φερθεί ευγενικά. Οι πρώτες ανακρίσεις δεν ήταν υπερβολικά βίαιες. Όμως αυτό δεν θα κρατούσε για πάντα... Και ο Φεντερίκο ήξερε για τι ήταν ικανοί. Έτσι λοιπόν αύριο... αύριο θα πήγαινε να τους βρει και θα ξέφευγε από αυτή την παγίδα. Τόσο το χειρότερο αν αυτό θα τον ανάγκαζε να αποκαλύψει τη δική του επιπολαιότητα, και, εν προκειμένω, την υπερβολικά μεγάλη αγάπη του για το ρευστό χρήμα. Θα προσπαθούσε να εξηγήσει στον Τάτσιο τι είχε συμβεί. Ο γιος του θα καταλάβαινε, έτσι δεν είναι; Θα καταλάβαινε ότι είχε ενεργήσει έτσι και για τον ίδιο, για να μπορέσει... Ω, ω. Κάτι συμβαίνει. Ο Φεντερίκο σήκωσε τα μάτια και ένιωσε ότι δεν ήταν πλέον μόνος. Κάποιος πίσω του τον κοίταζε.
Και ένας φούρνος μόλις είχε ανάψει. «Ποιος είν’ εκεί;» Ο Φεντερίκο κοίταξε για μια στιγμή προς την κατεύθυνση της σκιάς· μάντευε τη σιλουέτα ενός άνδρα, αλλά δεν μπορούσε να δει το πρόσωπό του. Να ήταν άραγε ένας από αυτούς, ένας πράκτορας του Συμβουλίου; Ή μήπως... «Εγώ», είπε μια σκοτεινή φωνή. Ο Φεντερίκο δεν μπόρεσε να συγκροτήσει μια κραυγή έκπληξης. Γρήγορα ωστόσο συνήλθε. Είχε ήδη σκεφτεί το ενδεχόμενο μιας τέτοιας κατάστασης. Είχε υποσχεθεί στον εαυτό του ότι δεν θα έτρεμε. «Εσύ ποιος;» ρώτησε με σταθερή φωνή. Για λίγα δευτερόλεπτα άκουγε μόνο μια ρυθμική αναπνοή, και μετά η φωνή απάντησε: «Ο Μίνως». Ο Σπαντέτι δεν έχασε την ψυχραιμία του. Τα μάτια του κινήθηκαν φευγαλέα προς τον πάγκο που βρισκόταν σε απόσταση λίγων βημάτων, όμως το υπόλοιπο σώμα του παρέμεινε ακίνητο. Εκεί, δίπλα στον πάγκο, βρισκόταν ένα αναδευτήρι που θα πρέπει να ήταν ακόμη ζεστό. Είδε τον αναμμένο φούρνο λίγο πιο πέρα, καθώς οι φλόγες ανέβαιναν κοκκινίζοντας πίσω από τον μικρό σιδηρόφρακτο φεγγίτη. «Ώστε έτσι... ο Μίνως... Καταλαβαίνω. Τι ήρθατε να κάνετε εδώ;» Ο άνδρας ξερόβηξε. «Προσφάτως σας επισκέφθηκαν κάποιοι εκπρόσωποι των Δέκα και της Quarantia Criminale, δεν είν’ έτσι, Φεντερίκο; Πείτε μου αν
σφάλλω». «Αλήθεια είναι», είπε ο Φεντερίκο. «Γνωρίζετε ότι ο άνδρας που ήρθε να σκαλίσει τα αρχεία σας είναι η Μαύρη Ορχιδέα, ένας από τους πλέον επίφοβους πράκτορες της Δημοκρατίας;» Ο Σπαντέτι ζάρωσε τα μάτια. Κατά τα φαινόμενα, ο άνδρας ήταν μόνος. Συνέχισαν τη συνομιλία τους στα έρημα, αχανή υπόστεγα. «Και οι Σκοτεινοί σάς κάλεσαν στο παλάτι για ανάκριση...» Ο Μίνως έκανε μια παύση, και μετά αναστέναξε. Πήρε με αργές κινήσεις μια ξύλινη καρέκλα και κάθισε δίπλα σε μια λεκάνη όπου συνήθως έχυναν κομμάτια καυτού γυαλιού. «Τι τους είπατε, Φεντερίκο;» «Τίποτε», απάντησε ο Σπαντέτι. «Τίποτε απολύτως». «Ανακάλυψαν... τη μικρή μου παραγγελία. Έτσι δεν είναι;» «Δεν χρειάστηκαν τη δική μου συνδρομή γι’ αυτό. Άλλωστε οι Δέκα θα μπορούσαν να το είχαν ανακαλύψει νωρίτερα. Ένας δικός τους στάθηκε λίγο πιο οξυδερκής από τους υπόλοιπους· αυτό είν’ όλο». «Μα ναι, φυσικά, αυτό είν’ όλο...» Ο άνδρας είχε σταυρώσει τα πόδια. Ο Φεντερίκο παρέμεινε σιωπηλός για λίγα δευτερόλεπτα, και μετά συνέχισε: «Εκείνοι οι φακοί... Οι χιλιάδες γυάλινοι φακοί... Δεν ήξεραν γι’ αυτούς περισσότερα απ’ όσα εγώ, Μεσέρ. Τι τους κάνατε;» «Φοβάμαι, Φεντερίκο, ότι αυτό δεν σας αφορά διόλου. Σας είχα
ωστόσο πει μετ’ επιτάσεως να εξαφανίσετε κάθε ίχνος εκείνης της παραγγελίας». «Ετοιμάζονταν να ανακρίνουν τους μαθητευόμενούς μου, που γνωρίζουν όλα τα κομμάτια για τα οποία εργάστηκαν. Σ’ αυτή την περίπτωση, θα κινδύνευα εγώ να βρεθώ σε δυσχερή θέση. Δεν μπορώ να εξαφανίσω ως εκ θαύματος τις λογιστικές καταχωρίσεις, Μεσέρ. Οι ισολογισμοί μου βρίσκονται υπό επιτήρηση, όπως και όλοι οι ισολογισμοί της Συντεχνίας. Δεν χρειάζεται να σας υπενθυμίσω τους όρους του συμβολαίου μας: δεν τους παραβίασα. Απλώς φρόντισα να μην μπορούν να φθάσουν ως εσάς, όπως είχαμε συμφωνήσει. Και δεν μπορούν, προς το παρόν τουλάχιστον». Ο Μίνως γέλασε. Δεν του είχε διαφύγει η μόλις συγκαλυμμένη απειλή. Ένα γέλιο διακεκομμένο, πνιχτό, σαν να είχε βάλει το χέρι του εμπρός στο στόμα. Και για πρώτη φορά ο Σπαντέτι ένιωσε να τον κυριεύει η νευρικότητα. «Αυτή είναι η δική σας άποψη, Φεντερίκο. Εγώ πιστεύω ότι, θέλοντας να διασφαλισθείτε, επιχειρήσατε να συμβιβάσετε τα ασυμβίβαστα, σαν καλός έμπορος που είστε. Βλέπετε, όμως... ο Διάβολος εξεμεί τους χλιαρούς, Μεσέρ Σπαντέτι». «Ακούστε: ο Διάβολος, ο Εωσφόρος, όλες αυτές οι ανοησίες δεν με εντυπωσιάζουν». «Ώστε έτσι; Έχετε άδικο, Μεσέρ Σπαντέτι. Εντελώς άδικο...» Ο άνδρας έσκυψε προς τα εμπρός. Ή φωνή του έγινε υπόκωφη, κοφτή. «Το όνομα Μίνως εμφανιζόταν στο αρχείο των παραγγελιών, έτσι δεν είναι;» «Και λοιπόν; Μίνως δεν σημαίνει τίποτε».
«Πιστεύετε ότι ο κριτής του Αδη δεν σημαίνει τίποτε, Σπαντέτι; Γιατί δεχθήκατε την παραγγελία μας εφόσον ήσασταν ανίκανος να τηρήσετε καθ’ ολοκληρίαν τις δεσμεύσεις σας; Θα σας το πω εγώ... Διότι ήσασταν υπερβολικά λαίμαργος, φίλε μου. Σοβαρό ελάττωμα, και θανάσιμο αμάρτημα. Μοναδική σας επιδίωξη ήταν να αυξήσετε την περιουσία σας χάρη στη νέα αυτή παραγγελία... Όμως γιατί; Για να κατορθώσει ο γιος σας να ολοκληρώσει εγκαίρως... αυτό εδώ το κρυστάλλινο φόρεμα, ίσως; Για χάρη του, Σπαντέτι; Ω, μην ανησυχείτε, δεν τα έχω με τη Συντεχνία. Είστε και εσείς όπως τα υπόλοιπα μέλη της, Σπαντέτι. Όπως εκείνοι που άλλοτε, στη θέση σας, πούλησαν την τιμή της Δημοκρατίας και δωροδοκήθηκαν από τους Γάλλους πράκτορες και την κλίκα του Κολμπέρ. Έτοιμοι να παραδώσετε όλα τα μυστικά του Κράτους αμέσως μόλις σας θαμπώσει ο χρυσός στο τέρμα του δρόμου... Είστε όπως οι μισές διεφθαρμένες συντεχνίες αυτής της πόλης, πρόθυμες να πουληθούν στους ξένους. Όμως στο τέρμα του δρόμου, Σπαντέτι, δεν υπάρχει χρυσάφι. Όχι, δεν υπάρχει χρυσάφι...» Ο Μίνως σηκώθηκε. Ο Σπαντέτι στάθηκε στητός. Κοίταξε και πάλι προς το αναδευτήρι. «Σας είπα ότι δεν τα έχω με το κρυστάλλινο φόρεμα, όχι...» Ο Σπαντέτι είδε για πρώτη φορά το χαμόγελο του άνδρα. Ένα χαμόγελο σπινθηροβόλο όπως τα μάτια του. «Αλλά μ ’ εσάς». Ο Φεντερίκο ρίχτηκε ουρλιάζοντας προς τον πάγκο, έτοιμος να αρπάξει το αναδευτήρι. Δεν κατόρθωσε να το φθάσει. Ο άνδρας είχε ορμήσει κι αυτός. Με όλη του τη δύναμη, του
βύθισε μια λάμα στο στομάχι. Την κράτησε εκεί, βιδωμένη βαθιά στα σπλάχνα του. Έστρεψε ξανά και ξανά τον καρπό του μέσα στην πληγή, ενώ ο υαλουργός, γυρίζοντας τα έντρομα μάτια του, έφτυνε πίδακες αίμα καθώς σωριαζόταν σιγά σιγά δίπλα του. Τέλος, ο άνδρας τράβηξε τη λάμα και την έφερε εμπρός στα μάτια του Φεντερίκο. «Κοιτάξτε εδώ, Σπαντέτι, και σημειώστε την ειρωνεία: από ένα δικό σας γυάλινο στιλέτο με σεντεφένια λαβή, με το φίδι και τη νεκροκεφαλή, θα κατεβείτε στον κόσμο των σκιών. Δεν είναι, στο κάτω κάτω, δίκαιο ο αμαρτωλός να βρει το θάνατο από το αντικείμενο που κατασκεύασαν τα μιαρά χέρια του; Είστε ο αμαρτωλός του Τρίτου Κύκλου, Σπαντέτι. Δεν το κατανοείτε, αλλά δεν πειράζει. Να ξέρετε μόνο ότι αυτός είναι ο τελευταίος σας τίτλος δόξας». Ο Φεντερίκο έβγαλε έναν τελευταίο ρόγχο, και μετά σωριάστηκε στο δάπεδο, ενώ ο άνδρας κατέληγε: «Στο τέρμα του δρόμου, υπάρχει η Κόλαση, Σπαντέτι. Στράφηκε τότε προς το φούρνο και τα μάτια του χάθηκαν στις κόκκινες φλόγες. Μια ώρα αργότερα, αφού ολοκλήρωσε το έργο του, ο Μίνως χαμογέλασε ικανοποιημένος. «Στ’ αλήθεια με εμπνέετε, Φεντερίκο Σπαντέτι», είπε. Ο Αντρέας Βικάριο, μέλος του Μεγάλου Συμβουλίου, διάσημος για την απαράμιλλη Libreria του, τη βιβλιοθήκη του της Κολάσεως, μέσα στην καρδιά της Βενετίας, κοίταξε για μια τελευταία φορά το έργο του και μετά έκανε μεταβολή.
Καθώς απομακρυνόταν, τα βήματά του ηχούσαν στη σιωπή των αχανών υποστέγων του εργαστηρίου. Το γυάλινο στιλέτο έπεσε κουδουνίζοντας στο πάτωμα.
Τέταρτος Κύκλος
ΑΣΜΑ X
Ναύσταθμος και Ωραίες Δαντέλες Ο αναβρασμός στο εργαστήριο του Φεντερίκο Σπαντέτι δεν είχε τίποτε να ζηλέψει από εκείνον που επικρατούσε τις προηγούμενες ημέρες· τώρα όμως είχε προστεθεί μια σημαντική λεπτομέρεια: η παρουσία τριάντα περίπου πρακτόρων των Δέκα και της Quarantia, οι οποίοι ανέκριναν τον ένα μετά τον άλλο τους εργάτες, τους υπαλλήλους και τους μαθητευόμενους των υπόστεγων του Μουράνο, καθώς και το προσωπικό άλλων υαλουργών, μελών της Συντεχνίας, που ήταν διασκορπισμένοι σε διάφορα σημεία του νησιού. Ή αιφνίδια αυτή εισβολή ήταν ενδεικτική της απόγνωσης στην οποία είχαν περιέλθει ο Δόγης και ο Εμίλιο Βιντικάτι. Οι Αρχές είχαν μόλις δεχθεί ένα νέο πλήγμα. Ο Εμίλιο ήταν έξαλλος. Δεμένοι και φιμωμένοι στην είσοδο του εργαστηρίου, οι τέσσερις άνδρες οι επιφορτισμένοι με την παρακολούθηση του υαλουργού είχαν δεχθεί επίθεση πριν καν προλάβουν να σημάνουν συναγερμό. Τώρα, το Minor Consiglio, το Μικρό Συμβούλιο του Φραντσέσκο Λορεντάν, ήταν ενήμερο για τα όσα συνέβαιναν· η αναταραχή βρισκόταν στο απόγειό της. Ο Πιέτρο, από την πλευρά του, στεκόταν μαζί με τον Μπρότσι δίπλα στο σημείο όπου λίγο καιρό πριν είχε ερευνήσει το αρχείο του Φεντερίκο, εκεί ακριβώς όπου το προηγούμενο βράδυ ο Σπαντέτι είχε δεχθεί την επίσκεψη του Μίνωος. Το κρυστάλλινο φόρεμα ήταν λεκιασμένο με αίμα. Κάτωχρος και σιωπηλός, με βλέμμα αλλόκοτο, ο Τάτσιο σφούγγιζε σαν υπνωτισμένος τη γυάλινη τραχηλιά, στο άνω άκρο του φορέματος. Το αιώνιο κοράκι που
πάντα αναλάμβανε τη βρόμικη δουλειά, ο Αντόνιο Μπρότσι, ο ιατρός της Quarantia, είχε καταφθάσει μία ώρα πριν με το μαύρο του σακίδιο και το απίστευτο κηρύκειό του, το οποίο κινούσε εμπρός πίσω χαϊδεύοντας ταυτοχρόνως τη λευκή γενειάδα του. «Λυπάμαι που σας φορτώνουμε και πάλι με δουλειά», του είπε ο Πιέτρο. «Ω», είπε ο Μπρότσι, «μην ανησυχείτε». Το χαμόγελό του έμοιαζε περισσότερο με μορφασμό. «Απλή ρουτίνα, Βιραβόλτα, δεν συμφωνείτε; Απλή ρουτίνα». Έπειτα, αναστενάζοντας, καταπιάστηκε με το νέο αυτό αίνιγμα. Το σώμα του Φεντερίκο Σπαντέτι είχε πρώτα τεμαχιστεί και στη συνέχεια τοποθετηθεί στο φούρνο. Θραύσματα από γυαλί συγκρίσιμα με εκείνα που είχαν βρεθεί στα πόδια του Μαρτσέλο Τορετόνε, στο θέατρο Σαν Λούκα- ήταν διάσπαρτα στο δάπεδο. Ο Φεντερίκο Σπαντέτι είχε φυσηθεί, μέσα στους μεταλλικούς κυλίνδρους και με σιδερένιες λαβίδες, όπως τα γυάλινα ποτήρια με τα οποία παραδοσιακά ασχολείτο. Το αποτέλεσμα ήταν σάρκες που κρέμονταν και συνθλιμμένα κόκαλα σε διάφορους σχηματισμούς, που σχέδιαζαν τα πιο απροσδόκητα και τρομακτικά αραβουργήματα. Ένα ακόμη έργο τέχνης, τρόπον τινά, το οποίο δεν μπορούσε να περιγράφει με λόγια. Ο Τάτσιο είχε αναγνωρίσει τον πατέρα του χάρη στη βέρα του τελευταίου, που είχε ως εκ θαύματος πέσει στο δάπεδο, κοντά στα υπολείμματα του πτώματός του. Ο Φεντερίκο εκείνο το πρωί δεν είχε εμφανιστεί στο εργαστήριο, και οι πρώτοι μαθητευόμενοι είχαν βρει τον Τάτσιο μόνο του εν μέσω αυτού του σφαγείου. Επιστρέφοντας από την ερωτική του εξόρμηση κάτω από το μπαλκόνι της Σεβερίνα, ο Τάτσιο είχε αναζητήσει τον πατέρα του
χωρίς αποτέλεσμα μέσα στη νύχτα, και στη συνέχεια είχε μεταβεί στο εργαστήριο για να ελέγξει μήπως βρισκόταν εκεί. Έκτοτε δεν είχε ξαναπεί λέξη, εκτός από εκείνες που είχαν ακούσει οι σύντροφοί του όταν τον βρήκαν έτσι γονατισμένο εμπρός στο κρυστάλλινο φόρεμα: «Είναι ο πατέρας μου... Τον σκότωσαν. Τον σκότωσαν, τον σκότωσαν. Είναι ο πατέρας μου...» «Είχα αρχίσει να ανησυχώ», είπε ο Μπρότσι. «Σχεδόν μία εβδομάδα χωρίς να σας δω, Βιραβόλτα, εσάς και ένα ακόμη απίθανο πτώμα... Πφφ...» Τα ελάχιστα υπολείμματα του Φεντερίκο Σπαντέτι είχαν τοποθετηθεί σε έναν πάγκο και αναμειχθεί με πηλό· ο πάγκος ήταν τοποθετημένος κάτω από μια παροχή νερού και ποτιζόταν άφθονα. Το αποτέλεσμα ήταν μια βορβορώδης λάσπη. Πάνω στον πάγκο είχαν γράψει με κιμωλία: Noi passavam su per I 'ombre che adona La greve pioggia, e ponavam le piante Sovra lor che par persona. Ανάμεσ’ από τις ψυχές περνούσαμε Που η ανελέητη η βροχή τις βασανίζει Πάνω από τις σκιές πατώντας που μοιάζαν να ’χουν σώμα. «Ή τιμωρία του Τρίτου Κύκλου», είπε ο Πιέτρο. «Φυσικά». «Οι Λαίμαργοι», είπε ο Μπρότσι υψώνοντας τα φρύδια. «Βυθισμένοι στη λάσπη, κάτω από μια βροχή μαύρη και παγερή».
Ο Πιέτρο κοίταξε την γκριζόμαυρη τύρφη πάνω στον πάγκο. «Ή Χίμαιρα γίνεται όλο και πιο ιδιόρρυθμη». «Τι θέλετε να συμπεράνω από αυτό;» ρώτησε ο Μπρότσι βυθίζοντας μια σπάτουλα στην πηχτή λάσπη που άλλοτε ήταν ο υαλουργός. Ο Πιέτρο γύρισε και κοίταξε προς τον Τάτσιο. Τώρα το φόρεμα έλαμπε, όμως το αγόρι εξακολουθούσε να το καθαρίζει. Ο Πιέτρο πήρε ένα σκαμνί και κάθισε δίπλα του. Γύρω του, στα υπόστεγα του εργαστηρίου, οι πράκτορες της Quarantia συνέχιζαν τις έρευνές τους. Ή συντριβή του νεαρού ήταν αδύνατον να μη συγκινήσει τον Πιέτρο. Ή υπαινικτική αναφορά του εχθρού στην απληστία του Σπαντέτι προφανώς είχε διαφύγει από τον Τάτσιο, ο οποίος αγνοούσε τις πραγματικές διαστάσεις και προεκτάσεις του δράματος. Όμως αυτό το θέαμα τρόμου -ο πατέρας του μεταμορφωμένος σε άμορφο πηλό, σαν τον βιβλικό Αδάμ πριν από τη δημιουργία του- θα τον στοίχειωνε για πάντα. Και ο ίδιος ο Πιέτρο ήταν συγκλονισμένος και εξοργισμένος· όσο κι αν υπήρχαν υποψίες για τον υαλουργό, δεν είχε προβλέψει ότι η Χίμαιρα θα φρόντιζε να απαλλαγεί από αυτόν τόσο γρήγορα και υπό τέτοιες συνθήκες. Ήταν έξαλλος. Έπρεπε επειγόντως να αντιδράσουν. «Πες μου. αγόρι μου», είπε ο Πιέτρο. «Με θυμάσαι;» Ο Τάτσιο. απαθής, δεν απάντησε. «Πίστεψε με... θα κάνω ότι περνά από το χέρι μου για να ανακαλύψω ποιος το έκανε αυτό. Ξέρω τον πόνο τού να χάνεις έναν δικό σου άνθρωπο. Μαντεύω πόσο υποφέρεις, έστω κι αν γνωρίζω επίσης ότι τα λόγια, σε τέτοιες περιστάσεις, είναι φτωχή παρηγοριά». Σήκωσε διατακτικά ένα χέρι και το ακούμπησε απαλά στον ώμο του νεαρού.
«Ίσως να μην είναι η κατάλληλη στιγμή, όμως χρειάζομαι βοήθεια. Για να βρω αυτόν τον... Μίνωα. Αυτός δεν είναι; Μήπως έχεις ξανακούσει το όνομά του;» Ο Τάτσιο εξακολουθούσε να μην απαντά, απλώς ανοιγόκλεινε τα μάτια καθώς συνέχιζε να καθαρίζει το κρυστάλλινο φόρεμα. Ο Πιέτρο έκανε μερικές ακόμη απόπειρες για να μάθει περισσότερα από το αγόρι· εις μάτην. Αποφάσισε να μην επιμείνει άλλο και να λάβει και αυτός μέρος στις ανακρίσεις των εργατών που διεξήγαν οι υπόλοιποι πράκτορες της Quarantia. Ύστερα αχό προσπάθειες μισής ημέρας, αναγκάστηκαν να παραδεχθούν το προφανές: μολονότι οι περισσότεροι εργάτες είχαν συμβάλει, σε διάφορες φάσεις, στην κατασκευή των περίφημων γυάλινων φακών, μόνο τρία άτομα είχαν ακούσει το όνομα του Μίνωος. Και κανείς τους δεν ήταν σε θέση να αποκαλύψει την ταυτότητα του εχθρού. Ο Πιέτρο είχε καθίσει ξανά στο σκαμνί, όχι μακριά από τον Τάτσιο· προσπαθούσε να συγκεντρώσει τις σκέψεις του, να ανακεφαλαιώσει τα γεγονότα. Στην αρχή ήταν ο Μαρτσέλο και η καρφίτσα της εταίρας, της Λουτσιάνα Σαλιέστρι, αφημένη στα σανίδια του θεάτρου Σαν Λούκα. Ή καρφίτσα αυτή τον είχε οδηγήσει στον γερουσιαστή Τζιοβάνι Καμπιόνι. Τώρα ο Πιέτρο μονολογούσε: «Ο Μαρτσέλο Τορετόνε ήταν πράκτορας της κυβέρνησης... Ας δεχθούμε ότι ο πατήρ Καφέλι, ο οποίος γνώριζε τη διπλή ταυτότητα του Μαρτσέλο, ανακάλυψε την ύπαρξη των Πουλιών της Φωτιάς και μίλησε γι’ αυτά στον Μαρτσέλο. Εκείνος συγκεντρώνει νέα στοιχεία, αλλά δεν προλαβαίνει να τα διαβιβάσει στο Συμβούλιο των Δέκα. Δολοφονείται στο Σαν Λούκα. Συγχρόνως, ένας από τα Πουλιά γνωρίζει τη Λουτσιάνα Σαλιέστρι και κάνει έρωτα μαζί της.
Μετά της κλέβει την καρφίτσα και την αφήνει στο θέατρο για να την ενοχοποιήσει. Εκτός κι αν είναι και η ίδια μέλος της αίρεσης και έδωσε την καρφίτσα με τη θέλησή της... Έτσι θα πετύχαινε μ’ έναν σμπάρο δυο τρυγόνια, και θα εξωθούσε τις Αρχές στην εξόντωση των ήπιων μεταρρυθμιστών, όπως ο καλός μας γερουσιαστής Καμπιόνι». Ο Πιέτρο πέρασε το χέρι του μέσα στην πουδραρισμένη περούκα του. Το τακούνι από το μοκασίνι του με τη γυαλιστερή αγκράφα χτυπούσε ρυθμικά το έδαφος, συνοδεύοντας το νήμα των συλλογισμών του όπως οι χτύποι ενός μετρονόμου. «Ναι, μέχρι εδώ όλα ταιριάζουν. Επομένως η Λουτσιάνα είναι πρόσωπο-κλειδί. Πρέπει να την ξαναδώ, ίσως να μου κρύβει ακόμη κάτι. Ναι, αγαπητή μου, έρχομαι! Και τότε θα τα πούμε όλα. Και συνεχίζω. Μετά από αυτά, ο πατήρ Καφέλι, τρομοκρατημένος, δεν τολμά να κάνει την παραμικρή κίνηση. Τον εντοπίζουν και αυτόν. Να έδωσε άραγε το όνομά του ο Μαρτσέλο υπό την πίεση βασανιστηρίων; Δένουν τον Καφέλι στην κορυφή του Σαν Τζόρτζιο. Από την πλευρά αυτή, τα Πουλιά είναι ικανοποιημένα. Όμως να: τα θραύσματα γυαλιού που βρέθηκαν στο Σαν Λούκα μάς οδηγούν στον Φεντερίκο Σπαντέτι, μέλος της Συντεχνίας, και στον μυστηριώδη Μίνωα. Ο Σπαντέτι δολοφονείται με τη σειρά του, δεν γνωρίζουμε τίποτε για τον Μίνωα, εκτός από την παραγγελία του των γυάλινων φακών. Γυάλινοι φακοί, Santa Madonna για να τους κάνουν τι;» Ο Πιέτρο αναστέναξε και έτριψε τα μάτια του. «Και το κυριότερο, ο Βιργίλιος και ο Καμπιόνι καθοδηγούν τα βήματά μου, ο ένας προς τον Δάντη και τις Δυνάμεις του Κακού, ο άλλος προς τα ίδια τα Πουλιά της Φωτιάς, στη βίλα Μόρα... Μας χειραγωγούν. Άραγε ο επονομαζόμενος ll Diavolο αντιλήφθηκε την παρουσία μου στην κρύπτη της Μόρα ή μήπως είχε ειδοποιηθεί πριν από την εκεί άφιξή μου; Και εάν ναι, τότε γιατί μου χάρισε τη ζωή;
Ανά πάσα στιγμή θα μπορούσε να με πιάσει... Μήπως έχω και εγώ κάποιον άλλο ρόλο να παίξω σ’ αυτή την υπόθεση; Όχι, νομίζω... νομίζω πως όλα αυτά δεν είναι παρά μια φενάκη... Ένας τεράστιος αντιπερισπασμός...» Κούνησε το κεφάλι. Ξαφνικά, άκουσε δίπλα του μια φωνή. «Ο Μίνως πήγε στο Ναύσταθμο». Το χέρι του Πιέτρο έμεινε μετέωρο. Στράφηκε προς τον Τάτσιο. «Τι είπες;» «Ο Μίνως πήγε στο Ναύσταθμο». Ο Πιέτρο έσκυψε και πάλι προς το μέρος του αγοριού. «Τον γνωρίζεις! Ξέρεις ποιος είναι, έτσι δεν είναι;» «Όχι. Ξέρω όμως ότι πήγε στο Ναύσταθμο. Πριν από έξι μήνες, άκουσα τον πατέρα μου να συζητά με έναν από τους άνδρες του». «Και ποιος ήταν αυτός ο άνδρας;» «Δεν ξέρω». Ο Τάτσιο συνέχιζε να τρίβει το κρυστάλλινο φόρεμα, που εντός του έβλεπε το πρόσωπό του, πολλαπλασιασμένο σε χίλια διάφανα, κινούμενα είδωλα. «Ο Μίνως πήγε στο Ναύσταθμο», επαναλάμβανε.
*****
Ο Ναύσταθμος, στη συνοικία του Καστέλο, είχε όλα τα γνωρίσματα ενός εξέχοντος φρουρίου. Καταλάμβανε από μόνος του σημαντικό τμήμα της συνολικής έκτασης της Βενετίας. Εδώ διακυβευόταν από αιώνες η οικονομική και στρατιωτική ισχύς της Γαληνοτάτης. Ο Ναύσταθμος στέγαζε δύο χιλιάδες πυροτεχνουργούς, ξυλουργούς, επισκευαστές πλοίων, κατασκευαστές ιστίων, σχοινοπλέκτες και άλλα συναφή επαγγέλματα· ήταν ένας κόσμος αυτάρκης, με πύργους και σκοπούς που φρουρούσαν τα αγκυροβόλια, τα υπόστεγα και τα εργαστήρια, τα σιδηρουργεία, τα χυτήρια, τα ναυπηγεία. Από εδώ προέρχονταν οι πέντε γαλέρες και τα οκτώ γαλιόνια που φρουρούσαν επί μονίμου βάσεως την Αδριατική· τα ιστιοφόρα που περιπολούσαν στο Ιόνιο, από τη Ζάκυνθο ως την Κέρκυρα· οι φρεγάτες και οι κανονιοφόροι που διέσχιζαν τις θάλασσες από το Γιβραλτάρ ως την Κωνσταντινούπολη· οι Νηοπομπές και τα «ελαφρά πλοία» που πολεμούσαν τους πειρατές. Ο Πιέτρο, αμέσως μόλις έμαθε από τον Τάτσιο ότι ο Μίνως είχε μεταβεί στο Ναύσταθμο -και ενώ οι περιστάσεις και ο σκοπός αυτής της επίσκεψης δεν είχαν ακόμη προσδιοριστεί-, ειδοποίησε τον Εμίλιο Βιντικάτι, και ακολούθως έσπευσε αυτοπροσώπως επιτόπου, επικεφαλής μιας ομάδας είκοσι πρακτόρων, συν τους ανακριτές που είχαν στείλει οι Δέκα. Ένα βράδυ, ο Τάτσιο είχε ακούσει τυχαία μια συνομιλία ανάμεσα στον πατέρα του και έναν άνδρα του οποίου δεν είχε μπορέσει να δει το πρόσωπο, αλλά ο οποίος εμφανιζόταν ως εκπρόσωπος ενός κάποιου Μίνωος· ο Τάτσιο είχε συλλάβει μόνο κάποια ψήγματα από εκείνη τη συζήτηση: ο περί ου ο λόγος Μίνως σχετιζόταν με ορισμένους κατασκευαστές του Ναυστάθμου, στους οποίους είχε αναθέσει μυστικά μια ιδιωτική παραγγελία, όπως είχε κάνει με τον υαλουργό για να αποκτήσει τους περίφημους φακούς
του. Αυτό ενίσχυε την πεποίθηση του Πιέτρο ότι ο Μίνως, παρ’ ότι έκρυβε την ταυτότητά του, είχε ισχυρές διασυνδέσεις. Ή άφιξη της Μαύρης Ορχιδέας και των αστυνομικών των Σκοτεινών έπεσε σαν κεραυνός. Βάδιζαν με επικεφαλής τον Βιραβόλτα, που με ένα νεύμα ή μια κίνηση του χεριού τούς παρότρυνε να διασκορπίζονται παντού· τα βήματά τους αντηχούσαν ανάμεσα στους τεχνίτες και τους εργάτες των ναυπηγείων. Τώρα οι πράκτορες διασπείρονταν στα υπόστεγα και τα αγκυροβόλια. Παντού επικρατούσε αναβρασμός, και ήδη ψιθυριζόταν ότι η υπόθεση ήταν πολύ σοβαρή. Ενώ ο Πιέτρο ανέκρινε έναν εργολάβο σε ένα χυτήριο, ήρθαν και τον βρήκαν για να του δείξουν νέα βιβλία παραγγελιών. Κατά τη συνήθειά τους, τα Πουλιά της Φωτιάς είχαν δράσει στη σκιά, κάτω από τη μύτη των Δέκα και της Quarantia. Ο Μίνως είχε παραγγείλει δύο ελαφρές φρεγάτες, όμως αυτό δεν ήταν τίποτε: αυτό που ανακάλυψε ο Πιέτρο σχετικά με την υπόθεση του πάγωσε το αίμα. Δεν χρειάστηκε πολλή ώρα για να διασταυρώσει τις πληροφορίες του Ναυστάθμου με εκείνες των στρατιωτικών αρχών της πόλης. Δεκαπέντε άτομα κλήθηκαν σε ανάκριση. Κανείς τους δεν ήταν σε θέση να αποκαλύψει την ταυτότητα του Μίνωος, ο οποίος, κατά τα φαινόμενα, ενεργούσε μέσω ανώνυμων διαμεσολαβητών. Ο Πιέτρο συνέχισε για λίγο να κυκλοφορεί ανάμεσα σε βιβλία παραγγελιών, σφαίρες κανονιών από τα χυτήρια, πυροβόλα και εκατοντάδες βαρέλια με πυρίτιδα στοιβαγμένα στις αποθήκες. Κατόπιν, αργά το απόγευμα, έσπευσε να συναντήσει τον Εμίλιο Βιντικάτι. Ήταν ακόμη εμβρόντητος, όμως αυτό που έπρεπε να του αποκαλύψει ήταν απολύτως αληθές. «Ή Μαύρη Ορχιδέα!» Ανήγγειλαν διακριτικά τον Πιέτρο. Βρήκε τον Εμίλιο στην Αίθουσα του Συμβουλίου· ο Φραντσέσκο Λορεντάν, από την πλευρά
του, συνεδρίαζε εκείνη τη στιγμή με τα μέλη του Μικρού Συμβουλίου του. Ο Εμίλιο δεν ήταν μόνος: μαζί του βρισκόταν ένας τριαντάχρονος άνδρας. Με αδύνατο πρόσωπο και δέρμα τόσο λευκό που έμοιαζε με μάρμαρο, είχε δάχτυλα πιανίστα και ένα ύφος αιθέριο που το μετρίαζε ένα λεπτό γενάκι επιμελώς κουρεμένο. Φορούσε φαρδύ λευκό πουκάμισο και ένα σακάκι του οποίου το στυλ, το ράψιμο και τα χρώματα υποδείκνυαν, στα μάτια του Πιέτρο, που ήταν εξοικειωμένος με όλα τα είδη ενδυματολογικής κομψότητας, γαλλική προέλευση. Ο Εμίλιο επιδαψίλευε στον υψηλό φιλοξενούμενο της Δημοκρατίας πλατιά χαμόγελα και κάπως υπερβολικές φιλοφρονήσεις. Μιλώντας του άλλοτε στα γαλλικά και άλλοτε στα ιταλικά, τον κολάκευε καταφανώς για το «τεράστιο ταλέντο» του και εκδήλωνε τη χαρά του για το «προνόμιο να τον υποδέχεται στην καρδιά της Γαληνοτάτης». Ο Πιέτρο δεν άργησε να μάθει περισσότερα γι’ αυτόν. «Α! Μεσέρ, να σας συστήσω τον Πιέτρο Λουίτζι Βιραβόλτα ντε Λανσάλτ, έναν από τους... χμμ— ειδικούς συμβούλους της κυβέρνησής μας», είπε ο Εμίλιο, πάντα με ύφος κάπως δουλοπρεπές. «Πιέτρο, από δω ο Δάσκαλος Ευγένιος-Ανδρέας Νταμπιέρ, διάσημος ζωγράφος, ο οποίος συνόδευσε ως εδώ την Αυτού Εξοχότητα τον Πρέσβη της Γαλλίας. Ο Δάσκαλος Νταμπιέρ θα εκθέσει προσεχώς τα έργα του στον νάρθηκα της basilica San Matvo. Έργα θρησκευτικής εμπνεύσεως και απαράμιλλης ομορφιάς, Πιέτρο». Ο Δάσκαλος Ευγένιος-Ανδρέας Νταμπιέρ έκανε βαθιά υπόκλιση. Ο Πιέτρο τού την ανταπέδωσε. «Θα μπορούσα να σας μιλήσω κατ’ ιδίαν, Εμίλιο;» ρώτησε ο Πιέτρο. «Δεν είναι ίσως η κατάλληλη στιγμή, όμως το θέμα είναι σοβαρό».
Το πρόσωπο του Εμίλιο συσπάστηκε προς στιγμήν· κατόπιν στράφηκε προς τον Νταμπιέρ και, πιάνοντάς του με θέρμη τα χέρια, του είπε: «Θα με συγχωρήσετε μια στιγμή, Δάσκαλε; Οι υποθέσεις της πόλης δεν μας αφήνουν καμία ανάπαυλα. Θα επιστρέφω σε λίγα λεπτά». «Παρακαλώ», είπε ο Νταμπιέρ. Ο Εμίλιο οδήγησε τον Βιραβόλτα σε μια διπλανή αίθουσα. «Ο νέος πρέσβης της Γαλλίας έφθασε, Πιέτρο», είπε ο Βιντικάτι. «Αυτή τη στιγμή συνεδριάζει με τον Δόγη και το Μικρό Συμβούλιο. Ήδη από χθες το βράδυ ανέλαβε επισήμως τα καθήκοντά του· ο προκάτοχός του ήδη αναχώρησε. Στο εξής, η προστασία του νέου πρέσβη, του Νταμπιέρ και του Λορεντάν θα με απασχολεί διαρκώς. Ή ασφάλεια όλων αυτών δεν θα είναι εύκολη υπόθεση, και δεν πρέπει να αποκαλύψουμε τίποτε από τα όσα συμβαίνουν εδώ. Οι επίσημες δεξιώσεις προς το παρόν θα περιοριστούν σε συνομιλίες μέσα στο παλάτι, όμως ο νεοφερμένος μας θα θέλει να επισκεφθεί την πόλη· με πρόσκληση του Δόγη, θα λάβει μέρος σε όλες τις εορτές της Αναλήψεως, των οποίων τη χλιδή είμαστε υποχρεωμένοι να διπλασιάσουμε. Θα συμμετάσχει στις δημόσιες εκδηλώσεις, και έχουμε ελάχιστο χρόνο στη διάθεσή μας για να προετοιμαστούμε. Και το κερασάκι στην τούρτα: η Αυτού Εξοχότης επιθυμεί, φαντάσου, να επωφεληθεί λίγο από τις ποικίλες βενετσιάνικες απολαύσεις και εν μέρει ινκόγκνιτο, ει δυνατόν. Ήδη αύριο προβλέπεται να μεταβεί σε μια χοροεσπερίδα την οποία οργανώνει ο Αντρέας Βικάριο, στο Καναρέτζιο... Με αντιλαμβάνεσαι; Έχω την εντύπωση ότι σχοινοβατώ». «Ε, λοιπόν, οι σκοτούρες σου δεν τελειώνουν εδώ, Εμίλιο», είπε
με ύφος σκυθρωπό ο Βιραβόλτα. «Ή επίσκεψή μας στο Ναύσταθμο μου αποκάλυψε νέα στοιχεία, άκρως ανησυχητικά». Ο Εμίλιο έμεινε για λίγο σιωπηλός, και μετά έστρεψε ένα ανήσυχο βλέμμα προς τον Βιραβόλτα: «Τι εννοείς;» «Όλα αυτά έχουν σχεδιαστεί από καιρό. Ο Μίνως, Κύριος οίδε πώς, κατόρθωσε να παρακάμψει τον έλεγχο των δημοσίων παραγγελιών· φρόντισε να ναυπηγηθούν με δικές του δαπάνες -ή ίσως καταχρώμενος κρατικά κονδύλια, ποιος ξέρει;- δύο φρεγάτες για τις οποίες δεν γνωρίζουμε τίποτε· αυτό από μόνο του είναι ήδη εκπληκτικό, όμως ακόμη δεν είναι τίποτε. Βλέπεις, πριν από έξι μήνες, ο Ναύσταθμος καθήλκυσε δύο γαλέρες με αποστολή να περιπολούν στην Αδριατική, τη Σάντα Μαρία και το Κόσμημα της Κέρκυρας. Τώρα κρατήσου: πριν από δύο μέρες, οι γαλέρες εξαφανίστηκαν κάπου στην Αδριατική. Ούτε ο Ναύσταθμος ούτε καμία από τις πολιτικές και στρατιωτικές μας Αρχές γνωρίζουν τι απέγιναν». Νέα σιγή. «Θέλεις... θέλεις να πεις ότι...» ψέλλισε ο Εμίλιο. Ο Πιέτρο τον έπιασε από το μπράτσο. «Ή Σάντα Μαρία και το Κόσμημα της Κέρκυρας είναι εξοπλισμένες με εξήντα και ενενήντα κανόνια αντιστοίχως, Εμίλιο. Μόνο ένας Θεός ξέρει τι θα κάνουν όταν καταπλεύσουν και πάλι στη Βενετία...» Ο Βιντικάτι έφερε το χέρι στο μέτωπό του. «Μα αυτό είναι τρέλα... Πιστεύεις πραγματικά ότι ο Μίνως εξοπλίζει γαλέρες εναντίον μας;»
«Είμαι έτοιμος να πιστέψω τα πάντα μετά από αυτά που είδα στη βίλα Μόρα. Δεν ξέρω αν ο Μίνως, ο Βιργίλιος και η Χίμαιρα είναι ένα και το αυτό πρόσωπο· ένα πράγμα όμως είναι βέβαιο: τα Πουλιά της Φωτιάς βρίσκονται παντού, όπως το είχε πει ο πατήρ Καφέλι, και η διοίκηση της Δημοκρατίας είναι εμπλεγμένη ως το λαιμό. Καταλαβαίνεις; Τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα απ’ ότι τα φανταζόμασταν». Ο Εμίλιο κατόρθωσε να παραμείνει ψύχραιμος. Και οι δυο τους άκουσαν να ανοίγουν οι θύρες της αίθουσας όπου ο Δόγης και το Minor Consiglio είχαν υποδεχθεί τον πρέσβη της Γαλλίας για να τον καλωσορίσουν. Στα αυτιά τους έφτασε ένας αδύναμος βόμβος, συνοδευόμενος από κάποια επιφωνήματα χαράς. Ο Εμίλιο στηρίχτηκε στο χέρι του Βιραβόλτα και προσπάθησε απεγνωσμένα να πάρει ατάραχο ύφος. «Και ακριβώς τώρα μου ζητούν να κάνω ρεβεράντζες σε όλη την οικουμένη! Καταραμένη τύχη! Πιέτρο, εγώ θα πρέπει να ασχοληθώ με αυτούς. Σε παρακαλώ, σου παρέχω πληρεξούσιο να συνεχίσεις την έρευνα όταν δεν θα είμαι διαθέσιμος. Να είσαι εκεί αύριο για το χορό του Βικάριο, η παρουσία σου είναι απαραίτητη. Και εν τω μεταξύ, κυνήγησε τα Πουλιά της Φωτιάς, εγώ θα ασχοληθώ με τον Δόγη και τους προσφιλείς μας πολιτικούς». Ο Πιέτρο συγκατένευσε σιωπηρά, κι έπειτα οι δυο τους επέστρεψαν στην Αίθουσα του Συμβουλίου, όπου βρισκόταν πάντα ο ζωγράφος Ευγένιος-Ανδρέας Νταμπιέρ· τέλος ο Εμίλιο, ανοίγοντας τα χέρια και με ένα πλατύ χαμόγελο στα χείλη, κατευθύνθηκε προς τον Δόγη και τον πρέσβη. Ο τελευταίος ήταν ένας πενηντάχρονος άνδρας, με ρυτιδωμένο μέτωπο και άσπρα μαλλιά, που οι μπούκλες τους ξέφευγαν από το καπέλο του. Φορούσε σακάκι σε χρώμα μπλε και κόκκινο με χρυσά κεντήματα, και λευκό παντελόνι· πλήθος
παράσημα όλων των τάξεων κοσμούσαν το στήθος του. Άκουγε τον Λορεντάν, ο οποίος, με το ένδυμά του από πορφύρα και ερμίνα και με το σκήπτρο στο χέρι, του μιλούσε χαμογελώντας σαν να ήταν ο πιο παλιός του φίλος. Ο Πιέτρο ύψωσε τα μάτια και αντίκρισε τον πίνακα της Νίκης της Ναυπάκτου. Ή παρτίδα κάθε άλλο παρά έχει κερδηθεί, είπε μέσα του.
*****
Ή Λουτσιάνα Σαλιέστρι είχε μόλις σηκωθεί, και στεκόταν λίγα βήματα μακριά από την altana της, που δέσποζε στο Μεγάλο Κανάλι, και από το κόκκινο ντιβάνι όπου είχε ήδη υποδεχθεί τον Πιέτρο την πρώτη φορά που είχε έρθει να την ανακρίνει στη βίλα της. Μόλις έφθασε εκεί η Μαύρη Ορχιδέα, η Λουτσιάνα τού έκανε την πρόταση, επιδέξια διανθισμένη με υπαινιγμούς, να παίξουν μια παρτίδα ντόμινο. Τώρα άπλωνε τα πούλια εμπρός της, σε ένα λεπτοεργασμένο χαμηλό τραπέζι, ανάμεσα σε δύο φλιτζάνια καφέ. Χαμογέλασε και έκλεισε το μάτι καθώς ο Πιέτρο, καθισμένος απέναντι της, κοιτούσε τα θέλγητρα και τις γοητευτικές καμπύλες της εταίρας. Εκείνη του έστειλε ένα πονηρό βλέμμα, ακούμπησε το δάχτυλό της στο στόμα της και μετά στα βαμμένα ροζ μάγουλά της, όχι μακριά από το λακκάκι που είχε στην άκρη των χειλιών. Το δαντελένιο της φόρεμα άφηνε ακάλυπτο το λαιμό και τους ώμους της· το μενταγιόν της σε σχήμα δελφινιού έφθανε ως τη σχισμή του στήθους της, που τις εξαίσιες καμπύλες του μάντευε κανείς να πάλλονται κάτω από το ύφασμα. Είχε προσθέσει ένα διάφανο πέπλο
γύρω από το λαιμό της. Έπειτα από λίγο, αποφάσισε πως εντέλει δεν είχε διάθεση να παίξει. Ελάτε! Έχω άλλες ιδέες κατά νου! Σηκώθηκε, και με μια μόνο κίνηση άφησε το φόρεμα να γλιστρήσει απαλά στα πόδια της. Το πέπλο κυμάτισε γύρω από το στήθος της, του οποίου τώρα ο Πιέτρο μάντευε το γαλακτώδες χρώμα και τις λεπτεπίλεπτες θηλές. Ή Λουτσιάνα ήταν ένα άνθος, ναι, ένα άνθος που ο απαλός του ύπερος παρέμενε κρυμμένος, και που ο κάλυκάς του άνοιγε εμπρός στα μάτια του. Δεν ήταν παράξενο που ο γερουσιαστής Καμπιόνι την είχε ερωτευτεί. Ανέβασε το ένα της πόδι στο τραπεζάκι όπου ο Πιέτρο είχε ακουμπήσει το φλιτζάνι του με τον καφέ, διασκορπίζοντας έτσι τα πούλια του ντόμινο. Ο Βιραβόλτα παρατήρησε με απόλαυση το περίγραμμα του μηρού της· όμως δεν είχε χρόνο για ερωτοτροπίες. Ήταν αλήθεια ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να διευκολύνει τα σχέδιά του και θα του επέτρεπε να αποσπάσει πληροφορίες χρησιμοποιώντας όπλα λιγότερο δυσάρεστα από τα πιστόλια, το σπαθί ή το τουφέκι. Ωστόσο πολλά πράγματα είχαν αλλάξει από την πρώτη του συνομιλία με τη Λουτσιάνα. Το προηγούμενο βράδυ, ο Λαντρέτο είχε επισκεφθεί τον κύριό του. Έξω έπεφτε βροχή. Ή Μαύρη Ορχιδέα θυμόταν τα φωτεινά μάτια και το αναμαλλιασμένο μέτωπο του υπηρέτη όταν έβγαλε το καπέλο του για να του πει: «Ή Άννα Σανταμαρία βρίσκεται υπό την αυστηρή επιτήρηση του συζύγου της, στη βίλα τους στη Σάντα Κρότσε... Ξέρει πως εξακολουθείτε να μην έχετε μάτια παρά μόνο για εκείνη: της έδωσα το λουλούδι...» Ναι: τώρα η Άννα Σανταμαρία ήταν προσιτή. Ο Πιέτρο δεν είχε παρά να κάνει μια κίνηση. Και παρά την απαγόρευση που του είχε επιβληθεί, ένιωθε ότι ήταν έτοιμος για όλα προκειμένου να την ξαναδεί. Ή καθαρή φωνή της Λουτσιάνα, προκλητική συνάμα και περιπαικτική, του χάιδεψε τα αυτιά:
«Τι γνώμη έχετε για τα παπούτσια μου, Πιέτρο; Θέλετε να τα κρατήσω;» Ο Πιέτρο δεν απάντησε. «Φόρεσα για σας ένα από τα ωραιότερά μου φορέματα, το ξέρετε; Στη Βενετία με αποκαλούν φιλάρεσκη. Όμως δεν είμαι σαν κι αυτές που σας αρπάζουν από το tabarro κάτω από τις Procuratie, γλυκέ μου άρχοντα. Τα μπουστάκια μου δεν κρύβουν καμία ενίσχυση από αφρό και δεν στερεώνω μαξιλαράκια κάτω από τις φούστες μου, όπως κάνουν εκείνες για να καλύψουν τα ψεγάδια τους. Δεν φορώ ποστίς και έπαψα να κατσαρώνω τα μαλλιά μου. Σας αρέσουν έτσι; Περιμένετε να τα λύσω...» Πράγμα που έκανε με μια έμπειρη κίνηση. Τα μαλλιά της έπεσαν λυτά στους ώμους της, και, όλως τυχαίως, το φουλάρι έπεσε και αυτό. Έφερε τα χέρια στα στήθη της, προσποιούμενη μια αιδημοσύνη που δεν διέθετε, και μετά τα απομάκρυνε σιγά σιγά. Οι θηλές της απείχαν μόνο μερικά εκατοστόμετρα από το πρόσωπο του Πιέτρο. «Τα έμπλαστρα, τους κορσέδες, τα χονδροειδή φτιασίδια, όλα αυτά τα αφήνω σ’ εκείνες που η ομορφιά τους έχει ανάγκη από τεχνάσματα. Εγώ προσφέρω στον εαυτό μου τις ωραιότερες τουαλέτες, μακαρίζοντας, είναι αλήθεια, κάθε φορά τον εκλιπόντα σύζυγό μου. Αιωνία του η μνήμη! Το ξέρετε, ο καημενούλης μου είχε την αίσθηση του εμπορίου και του χρήματος. Ενίοτε πέρα από κάθε λογική. Με εμένα συμβαίνει το αντίθετο: διαθέτω αλάνθαστο αισθητήριο για άλλων ειδών συναλλαγές, που δεν αντέχω να αρνηθώ στον εαυτό μου. Σε τι μου χρησιμεύει η περιουσία μου αν όχι στο να με κάνει πιο ποθητή; Κατά βάθος, πάντα ένιωθα καλύτερα... ελεύθερη. Έτσι, αμέσως μόλις πιάσω στα χέρια μου τα δουκάτα, ωπ!
τα ξοδεύω. Τα εξαφανίζω. Έχω γι’ αυτό ένα κρυφό μαγικό ταλέντο... Και περιμένω να αντλήσω και πάλι από τον μικρό θησαυρό που μου άφησε ο προσφιλής μου σύζυγος! Άγιος άνθρωπος, εντέλει...» Ή Λουτσιάνα έγειρε πίσω το κεφάλι, ακουμπώντας τα χέρια της στους ώμους του Βιραβόλτα, και τώρα προσποιείτο ότι τριβόταν επάνω του λικνίζοντας τη λεκάνη της. Εκείνος ήταν πάντα καθιστός κι εκείνη όρθια. «Θέλετε να το διαπιστώσετε;» «Να διαπιστώσω τι;» ρώτησε ο Πιέτρο. «Αυτά που σας είπα σχετικά με τα μαξιλαράκια». Άφησε να γλιστρήσουν και τα υπόλοιπα ρούχα της και έκανε μεταβολή. Τώρα ο Πιέτρο είχε εμπρός στα μάτια του τους γοφούς της και τα πιο πλούσια, τα πιο ωραία, τα πιο βελουδένια οπίσθια που είχε δει ποτέ του. «Βλέπετε; Όλα φυσικά». Ή Βενετσιάνα είχε ολοκληρώσει το στριπτίζ της. Στράφηκε και πάλι προς το μέρος του. Κοιτάχτηκαν σιωπηλοί. Ο Πιέτρο νόμισε πως είδε μια αναλαμπή θλίψης να περνά στα μάτια της νεαρής γυναίκας, και αυτό τον εξέπληξε. Για μια στιγμή η στάση της του φάνηκε πιο ειλικρινής, πιο σοβαρή. Μετά έγειρε πίσω το κεφάλι της και χαμογέλασε ξανά. Έξω, μια ακτίνα φωτός διαπέρασε τα λευκά σύννεφα πάνω από το Μεγάλο Κανάλι, διέσχισε την κάμαρα και εισχώρησε στο δωμάτιο, φέρνοντας μαζί της τη γλυκιά ζέστη του απογεύματος. «Βγάλτε λοιπόν την κάπα, το γιλέκο και τη ρεντιγκότα σας, Πιέτρο Βιραβόλτα... και πείτε μου τις προτιμήσεις σας». Ο Πιέτρο σηκώθηκε αργά. Προς στιγμήν δίστασε, κατόπιν όμως
έσκυψε και μάζεψε το φόρεμα της νεαρής γυναίκας. «Ελάτε, Κυρία». Μια λάμψη απορίας διέσχισε το βλέμμα της Λουτσιάνα. «Τα θέλγητρά σας θα μπορούσαν να κολάσουν όλους τους πάπες, και να ξέρετε ότι, υπό διαφορετικές συνθήκες, δεν θα είχα διστάσει. Τώρα όμως ο χρόνος με πιέζει, και... έχω κατά νου άλλα σχέδια. Σας παρακαλώ... Μην εκλάβετε αυτή την άρνηση σαν προσβολή, διότι δεν είναι». Ή Λουτσιάνα, ψυχραμένη, ανοιγόκλεισε τα μάτια. Συνοφρυώθηκε για λίγο, μη ξέροντας αν έπρεπε να υποκριθεί την προσβεβλημένη στην υπερηφάνειά της εταίρα ή το πληγωμένο πουλί. Εκείνη τη στιγμή είχε κάτι το βαθιά θηλυκό. Ένα μέρος της φιλαρέσκειας και της πόζας της ξαφνικά χάθηκε, και αυτή η απρόσμενη κίνηση είχε κάτι το άκρως συμπαθητικό. Ο Πιέτρο δεν μπόρεσε να μην αναρωτηθεί πώς θα συμπεριφερόταν η Λουτσιάνα αν ξαφνικά ο ίδιος ξεπερνούσε τις επιφυλάξεις του και ριχνόταν πάνω της. Τα γυναικεία καμώματα δεν τον ξεγελούσαν· χάρη στη μακρόχρονη πείρα του, αλλά ίσως και σε ένα μυστηριώδες χάρισμα, ήταν συχνά ικανός να μαντέψει με κάποια διορατικότητα την ψυχολογική κατάσταση μιας γυναίκας από τον τρόπο που έκανε έρωτα. Ήταν πεπεισμένος ότι η Λουτσιάνα θα του δινόταν με μανία, ναι, ένα είδος εκστατικής μανίας που ο ίδιος μάντευε να υποβόσκει μέσα της σαν μια δίψα για εκδίκηση. Στην κορύφωση της έκστασης, εκείνος θα τη συνόδευε σαν ναυαγό. Ήδη είχε ύφος αλλοπαρμένης. Ή διαίσθηση του Πιέτρο του έλεγε ότι' στο βάθος η Λουτσιάνα, όσο και να υποκρινόταν το αντίθετο, ήταν έτοιμη για όλα προκειμένου να ζητιανέψει τον μεγάλο έρωτα. Μόνο οι φιοριτούρες της ηδονής τής επέτρεπαν να παίζει αυτή την κωμωδία που την προστάτευε από την ίδια της την αγωνία, ενώ ταυτοχρόνως της προκαλούσε ένα αίσθημα
κόπωσης και διαρκούς φυγής προς τα εμπρός. Ο Πιέτρο τα κατανοούσε πολύ καλά όλα αυτά. Στη διάρκεια αυτών των λίγων δευτερολέπτων που φώτισαν σιωπηλά το πρόσωπο της νεαρής γυναίκας, η Μαύρη Ορχιδέα κατάλαβε πόσο συγκλόνιζαν την ωραία Λουτσιάνα οι υποδόριες αυτές εξάρσεις, και αυτό τον συγκίνησε. Τώρα η διάθεσή του απέναντι στην εταίρα είχε μαλακώσει, η σκληρότητά του είχε καμφθεί. Εντούτοις έπρεπε να συνεχίσει να είναι καχύποπτος. Αν η Άννα Σανταμαρία ήταν μια Μαύρη Χήρα, η Λουτσιάνα θα μπορούσε κάλλιστα να αποδειχτεί ταραντούλα. Κανείς δεν ήταν ποτέ σίγουρος για τίποτε... Έχεις κι εσύ το μερίδιό σου στη σκιά, Λουτσιάνα: είσαι κι εσύ χαμένη για τούτο τον κόσμο. Τελικώς εκείνη υιοθέτησε έναν τόνο ουδέτερο, κάπως ψυχρό. «Καταλαβαίνω... Προφανώς το πνεύμα σας είναι προσηλωμένο ολοκληρωτικά σ’ εκείνη...» Στη φωνή της διαφαινόταν μια υποψία πικρίας. «...σ’ αυτή την Άννα Σανταμαρία». Ήταν η σειρά του Πιέτρο να εκπλαγεί. «Πώς είπατε;» Ή Λουτσιάνα σήκωσε τα μάτια επάνω του, ενώ στα χείλη της διαγραφόταν ένα βεβιασμένο χαμόγελο. «Τι νομίζετε; Πήρα κι εγώ τις πληροφορίες μου για σας, αγαπητέ φίλε... Ή Μαύρη Ορχιδέα, ο Πιέτρο Λουίτζι Βιραβόλτα, που τον απελευθέρωσαν από τα Μολύβια... Ένας κυβερνητικός πράκτορας που είχε φυλακιστεί επειδή εισέβαλε στα “χωράφια” του γερουσιαστή Οτάβιο...» Ο Πιέτρο πέρασε τη γλώσσα του πάνω στα χείλη του.
Τη φορά αυτή η Λουτσιάνα είχε κερδίσει έναν πόντο. «Πιστεύετε ότι δεν είμαι παρά μια γυναίκα ελευθερίων ηθών, ερωτομανής και ανεγκέφαλη;» Α, όχι! Ο Πιέτρο κάθε άλλο παρά αυτό πίστευε. Εκείνη συνέχισε. «Βλέπετε, ούτε εγώ σας έχω πει τα πάντα». «Από πού αντλείτε αυτές τις πληροφορίες;» Το βλέμμα της Λουτσιάνα τον εγκατέλειψε, για να στραφεί στο φλιτζάνι της με τον καφέ. «Πείτε μου, κύριε Μαύρη Ορχιδέα, για ποιο λόγο να σας βοηθήσω;» Έπεσε σιωπή. «Για τον Μαρτσέλο Τορετόνε. Για τον Τζιοβάνι Καμπιόνι, που σήμερα βρίσκεται, νομίζω, σε άκρως επισφαλή θέση. Ελάτε, Λουτσιάνα, οι λόγοι δεν λείπουν! Και εγώ σας χρειάζομαι πραγματικά. Πιστέψτε με, ο Δόγης και οι Δέκα δεν θα το λησμονήσουν. Σας παρακαλώ: αν γνωρίζετε κάτι, πρέπει να μου το πείτε». Εκείνη ακόμη δίσταζε. Μετά αναστέναξε βαθιά. «Από καιρού εις καιρόν», είπε, «με επισκέπτεται κι ένας άλλος γερουσιαστής. Κάποιος... που δεν σας συμπαθεί πολύ, Βιραβόλτα». Βύθισε ξανά το βλέμμα της στα μάτια του Πιέτρο. «Ο γερουσιαστής Οτάβιο». Ο Πιέτρο συνοφρυώθηκε. Και ξαφνικά, πολλά κομμάτια του παζλ άρχισαν να συνδυάζονται. Ή κλεμμένη καρφίτσα, τα Πουλιά της Φωτιάς, οι
πληροφορίες για τον Τζιοβάνι Καμπιόνι... Και το γεγονός ότι ο Πιέτρο είχε προ πολλού απομακρυνθεί από τις υποθέσεις της Δημοκρατίας και είχε εγκλεισθεί στα Μολύβια... Ίσως επειδή η παρουσία του είχε κριθεί άκρως ενοχλητική... «Ο Οτάβιο... Για φαντάσου... Ο πρώην μέντοράς μου, φυσικά...» Στράφηκε προς τη Λουτσιάνα. «Γιατί δεν μου το είπατε νωρίτερα;» Ή Λουτσιάνα ανασήκωσε τους ώμους. «Εγώ προστατεύω όσους με επισκέπτονται, φίλε μου. Όλους όσοι με επισκέπτονται. Τι θα λέγατε αν είχα προδώσει τη δική σας ταυτότητα στον Οτάβιο;» «Ελπίζω να μην το κάνατε», είπε ο Πιέτρο ζαρώνοντας τα μάτια. Εκείνη του έριξε ένα έντονο βλέμμα. «Ελάτε, Μεσέρ Βιραβόλτα... Γνωρίζω πολύ καλά πού βρίσκεται το συμφέρον μου». Ένας ακόμη πόντος υπέρ της. .Ο Πιέτρο σιώπησε, και σε λίγο ξαναβρήκε το χαμόγελό του. Μια αλλόκοτη ιδέα τού είχε περάσει από το μυαλό. «Ξέρετε, Λουτσιάνα... Θα μπορούσατε να γίνετε καλή μυστική πράκτορας... Θα μιλήσω σχετικά στο Συμβούλιο των Δέκα, αν το επιθυμείτε». Εκείνη αντέδρασε στον αστεϊσμό με μέτριο ενδιαφέρον. «Αφήστε τους Σκοτεινούς εκεί που είναι, κι εμένα εδώ που βρίσκομαι». «Εν πάση περιπτώσει, δεν θα μου ήταν δυσάρεστο να παίξω και εγώ με τη σειρά μου το ρόλο του στρατολόγου. Και σας έχω και
έτοιμο ψευδώνυμο...» Κοίταξε τα πούλια που ήταν απλωμένα στο τραπεζάκι και έπιασε ένα από αυτά. Το διπλό έξι. «Λουτσιάνα... Έχω να σας κάνω μια πρόταση». Το χαμόγελό του έγινε πιο έντονο. «Δέχεστε να γίνετε το “Ντόμινο” μου;»
*****
Δύο ημέρες νωρίτερα, με το που έπεσε η νύχτα, ο δούκας Φον Μάρκεν εγκατέλειπε τον αυστριακό πύργο του με τις δαντελωτές επάλξεις. Τυλιγμένος με έναν φαρδύ μαύρο μανδύα, γλιστρούσε τώρα σαν ίσκιος στους δρόμους του Καναρέτζιο, όπου τον είχε αποβιβάσει μια γόνδολα. Σήκωσε τα μάτια προς το φεγγάρι που χανόταν πίσω από τα σύννεφα. Δύο ανοφόροι φώτιζαν το διάβα του. Εκείνος τους ακολουθούσε σιωπηλά ως την είσοδο του κτιρίου όπου είχε ραντεβού. Αντάλλαξαν τα συνθηματικά, και οι πύλες άνοιξαν. Τέλος ο δούκας εισήλθε στο παλάτι. Λίγα λεπτά αργότερα, βρισκόταν εμπρός σε ένα τζάκι με ένα ποτήρι κρασί στο χέρι. Ή Χίμαιρα ήταν καθισμένη απέναντι του. «Το φρούτο είναι ώριμο», είπε ο Φον Μάρκεν. «Μετά τη Συνθήκη του Πασάροβιτς, η Βενετία είναι ευάλωτη. Σε ποιο σημείο βρίσκεστε τώρα;»
«Εκτελώ το σχέδιο κατά τα προβλεπόμενα». «Ναι, ναι... Σας άφησα να διασκεδάσετε όπως θέλατε, φίλε μου. Ωστόσο αμφιβάλλω για την αποτελεσματικότητα των ιδιόρρυθμων μεθόδων σας. Σε τι χρησιμέυσαν όλες αυτές οι σκηνοθεσίες; Είναι άραγε όντως πιστευτές αυτές οι ταχυδακτυλουργίες σας; Μια διαβολική αίρεση... Κανείς εχέφρων ιθύνων δεν θα μπορούσε να πάρει στα σοβαρά έναν εχθρό τόσο νεφελώδη... Ο Σατανάς και όλη αυτή η φθηνή λογοτεχνία ανήκουν πλέον στο παρελθόν». Ή Χίμαιρα γέλασε κοφτά. «Μην το λέτε αυτό... Εδώ είμαστε στη Βενετία. Όλοι είναι πανικόβλητοι. Ο Δόγης και οι δικοί του βρίσκονται σε απόγνωση. Οι παγίδες μας είναι ανάλογες με τα όσα διακυβεύονται: είναι όλοι τους χαμένοι και δεν ξέρουν πού να στραφούν. Ή συνοχή του σχεδίου μας τους διαφεύγει ακόμη επειδή εμείς το θέλουμε. Ναι, διασκεδάζω, είναι αλήθεια. Και όλοι τους πιάνονται στα δίχτυα που αφήνω στο πέρασμά μου. Έτσι θα συμβαίνει μέχρις ότου τους καταφέρουμε το τελειωτικό πλήγμα. Τότε, θα ευγνωμονείτε τον Δάντη και τη φαντασία του υπηρέτη σας». «Μια φαντασία εντελώς ιταλική, σας το αναγνωρίζω. Θα έπρεπε να γράφετε για το θέατρο. Και η... παράστασή σας στο Μέστρε;» Ο Diavolo γέλασε ξανά. «Έχετε ακούσει για τον Κάρλο Γκότσι και τους Granelleschi του;» «Ουδέποτε». «Τους αποκαλούν “Οι Αδαείς”... Πρόκειται, τρόπον τινά, για μια χιουμοριστική ακαδημία, που συγκεντρώνει εύθυμους χωρατατζήδες, φίλους των γραμμάτων· αυτοπροσδιορίζονται ως εχθροί του στόμφου, και διατείνονται ότι καλλιεργούν τη μελέτη των
Αρχαίων διαφυλάσσοντας “την καθαρότητα της γλώσσας”... Πρόκειται, στην πραγματικότητα, για καλλιεργημένους Βενετσιάνους. Κάθε χρόνο εκλέγουν επικεφαλής τους έναν αρχιβλάκα, που διοικεί τους υπηκόους του με κωμική πυγμή. Από αυτούς εμπνεύστηκα. Τα Πουλιά μου της Φωτιάς είναι πολύ ταλαντούχα και η φάρσα μου εκτυλίχθηκε στην εντέλεια. Όμως σας διαβεβαιώνω: ανεξάρτητα από το αστείο του πράγματος, όλοι όσους στρατολόγησα θα μας είναι πιστοί». «Θα το δούμε αυτό», είπε ο Φον Μάρκεν. Τα μάτια του έλαμπαν καθώς κοίταζε τις φλόγες στο τζάκι. «Ναι, σύντομα θα το δούμε... Ή Βενετία θα πέσει εντός ολίγων ωρών... Τότε θα προσφέρω στην Αυστρία, πάνω σε έναν ασημένιο δίσκο, το κλειδί των θαλασσών. Το πιο ωραίο, το πιο εξαίσιο κόσμημα. Κι εσείς... θα ανταμειφθείτε δεόντως, όπως έχουμε συμφωνήσει. Ή κυβέρνησή μου θα φροντίσει γι’ αυτό, πιστέψτε με». Ο Έκχαρτ φον Μάρκεν σκούπισε μηχανικά τη σκόνη από το σακάκι του, πλατάγισε τη γλώσσα του και τελείωσε με μια γουλιά το κρασί του.
*****
Ή νύχτα ήταν ήδη προχωρημένη όταν ο Βιραβόλτα αποτόλμησε να εμφανιστεί κάτω από το μπαλκόνι της βίλας της Σάντα Κρότσε, όπου βρίσκονταν τα διαμερίσματα του Οτάβιο. Με μαύρο καπέλο και tabarro και φορώντας μάσκα στο πρόσωπο, τυλιγμένος με μια μακριά
κάπα και με γάντια στα χέρια, είχε κρατήσει στο πλευρό του μόνο το ξίφος του με τη χρυσή λαβή, και το απαραίτητο λουλούδι στην μπουτονιέρα του. Σαν πρώτη κίνηση, προσπάθησε, ζαρώνοντας τα μάτια, να υπολογίσει την απόσταση που τον χώριζε από τον τρίτο όροφο. Δίστασε για λίγο, και μετά αποφάσισε να σφυρίξει, όπως έκανε άλλοτε. Μία φορά, δύο φορές... Εκεί πάνω, τίποτε δεν σάλευε. Άραγε η Άννα είχε κιόλας κοιμηθεί; Όμως υπήρχε αναμμένο φως. Και αν τυχόν εμφανιζόταν ο Οτάβιο, η Μαύρη Ορχιδέα δεν είχε παρά να γλιστρήσει στη σκιά, κάτω από το πρόστεγο. Σφύριξε ακόμη μια φορά, και μετά κοίταξε δεξιά κι αριστερά. Κανείς. Έπρεπε να πάρει μια απόφαση. Άννα, Άννα, άκουσέ με! Ετοιμαζόταν να σκαρφαλώσει όταν ένιωσε κάτι να κινείται. Σήκωσε τα μάτια, και είδε φευγαλέα τη σιλουέτα της και το περίγραμμα της ξανθής κόμης της, χτενισμένης προς τα πίσω, που διαγράφονταν στο άνοιγμα του παραθύρου. Δεν μπορούσε να διακρίνει τα χαρακτηριστικά της, όμως από το χέρι που έφερε στην καρδιά της κατάλαβε ότι είχε μαντέψει την ταυτότητα εκείνου που στεκόταν κάτω από το μπαλκόνι της. Το στήθος της νεαρής γυναίκας ανασηκώθηκε για μια στιγμή και η ίδια έπνίξε μια κραυγή· μετά έκανε μεταβολή και έφυγε από το μπαλκόνι. Ο Πιέτρο πήρε θάρρος και άρχισε να ανεβαίνει. Δεν του έλειπε η ευκινησία. Σε λίγο έφθασε ως τα παράθυρα του πρώτου ορόφου και ύστερα του δεύτερου, εκμεταλλευόμενος τις προεξοχές του τοίχου και τα καφασωτά των μπαλκονιών. Το σκοτάδι ήταν σύμμαχός του. Σταμάτησε για μια στιγμή, όταν από κάτω πέρασε σιγοτραγουδώντας ένας αχθοφόρος, και πίσω του δύο
Κύριοι της Νύχτας. Κράτησε την αναπνοή του: θα ήταν μεγάλη ατυχία να τον ανακαλύψουν έτσι κρεμασμένο στον τοίχο σαν αράχνη. Ο Βιραβόλτα φοβήθηκε προς στιγμήν ότι οι μπότες του θα γλιστρούσαν από το μικρό υποστήριγμα όπου είχε κατορθώσει να πατήσει. Ή κάπα του θρόιζε ελαφρά στο κενό καθώς ο ίδιος, με τα γόνατα λυγισμένα, δεν έκανε πλέον την παραμικρή κίνηση, σαν να ήθελε να γίνει ένα με τον τοίχο στον οποίο ακουμπούσε. Τέλος οι άνδρες εξαφανίστηκαν. Ο Πιέτρο σήκωσε τα μάτια, σκαρφάλωσε σε ένα δυο ακόμη στηρίγματα, και με την κάπα του να ανεμίζει πήδηξε ανέμελα στο μπαλκόνι. Προσγειώθηκε αθόρυβα σαν γάτα. Εμπρός του σείονταν οι διάφανες κουρτίνες. Προχώρησε αργά. Συνειδητοποίησε ότι η καρδιά του πήγαινε να σπάσει. Πίσω από τις κουρτίνες, μάντεψε μια ξαπλωμένη μορφή. Άνοιξε τα πέπλα που του εμπόδιζαν το βλέμμα. Εκείνη ήταν εκεί, πάνω σε ένα κρεβάτι με κόκκινο ουρανό. Τον κοίταζε με τα μεγάλα της μάτια και με μια αναποφάσιστη έκφραση στο πρόσωπο. Διχασμένη ανάμεσα στη χαρά και στο φόβο, τον κοιτούσε σαν κυνηγημένο ζαρκάδι. Το σώμα της το κάλυπτε μια σατέν νυχτικιά χρώματος μπορντό και στολισμένη με δαντέλες· τα μαλλιά της ήταν δεμένα με μια ασημένια καρφίτσα. Έμειναν έτσι αρκετή ώρα, εκείνος σχεδόν σαν να είχε στήσει καρτέρι ανάμεσα στο μπαλκόνι και το δωμάτιο, και εκείνη ξαπλωμένη εκεί, αμίλητη. Τέλος η Άννα Σανταμαρία σηκώθηκε, έτρεξε προς το μέρος του και έπεσε στην αγκαλιά του. Το φιλί που ακολούθησε έσβησε μεμιάς όλες τις ταλαιπωρίες που είχε υποστεί ο Βιραβόλτα στη φυλακή και όλες τις έγνοιες που τον συνόδευαν διαρκώς από τη στιγμή που τον είχαν ελευθερώσει από τα Μολύβια. Τώρα ξανάβρισκε τη θέρμη του γοητευτικού αυτού σώματος, την αίσθηση που του χάριζαν τα βαριά
της στήθη καθώς σφίγγονταν στο στέρνο του, τη λεπτή της γλώσσα, το μεθυστικό άρωμά της, και όλα αυτά τον μάγευαν. Αναρωτήθηκε πώς μπόρεσε να αναβάλει το ξαναντάμωμά τους μόλις βγήκε από τη φυλακή, γιατί δεν είχε σπεύσει αμέσως να την αναζητήσει ξεχνώντας όλα τα υπόλοιπα. Ξαφνικά δεν υπήρχε πια καμία απειλή. Από την άλλη, πάντα ήξερε ότι θα ξαναβρίσκονταν έτσι, και το θαύμα που είχε επιτέλους γίνει πραγματικότητα του φαινόταν τώρα αυτονόητο. Την αγαπούσε -ήταν βέβαιος γι’ αυτό. Όταν, με κρύα καρδιά, ξεκόλλησε από πάνω του, βύθισε το λαμπερό της βλέμμα στα μάτια του. «Είστε τρελός! Τρελός που ήρθατε να με βρείτε!» Ο Πιέτρο παρατήρησε λίγο πιο πέρα, κάτω από το μαξιλάρι της, τα πέταλα μιας ορχιδέας που ξεπρόβαλλαν από την πρόχειρη κρυψώνα τους. Ακουμπώντας το μέτωπό της στον ώμο του, του είπε ψιθυριστά: «Ο Λαντρέτο κατόρθωσε να σας πληροφορήσει ότι είμαι εδώ, έτσι δεν είναι;» «Άννα! Δεν άντεχα να σας χάσω. Εγώ... Δεν πέρασε ούτε μια στιγμή που να μη σας σκεφτώ. Όταν ήμουν στη φυλακή... φοβήθηκα πως θα έπρεπε να αναγκάσω τον εαυτό μου να σας ξεχάσει... αλλά δεν...» «Ω, αυτό θα έπρεπε να κάνετε, το ξέρετε! Θα έπρεπε!» Ο Πιέτρο θα έδινε τα πάντα για να απολαύσει εκείνη κιόλας τη στιγμή τον καρπό που του πρόσφερε η μοίρα. Ή Άννα Σανταμαρία ήταν εκεί, στην αγκαλιά του. Προσπαθούσε να συγκροτήσει τα αναφιλητά της, αναφιλητά χαράς συνάμα και τρόμου. Ήθελε να πλαγιάσει μαζί της, να ξεχάσει τα πάντα σ’ εκείνα τα σεντόνια, στο πάθος εκείνης της νύχτας· ή να την απαγάγει, εδώ και τώρα, να την πάρει μακριά και να πραγματοποιήσει έτσι το γλυκό όνειρο που τον
συνόδευε στις πιο μαύρες ώρες της ζωής του... Όμως βρισκόταν σε εχθρικό περιβάλλον και το ήξερε. Την έπιασε από τους ώμους. «Άννα! Δεν έχουμε πολύ χρόνο». Εκείνη τον κοιτούσε σαν χαμένη. Έτρεμαν και οι δυο τους. «Πού είναι ο Οτάβιο;» τη ρώτησε. «Έχει βγει, είπε η Άννα, «ειδάλλως δεν θα σας άφηνα ποτέ να ανεβείτε. Όμως μπορεί να επιστρέφει ανά πάσα στιγμή... Ήταν καθαρή τρέλα που επιδιώξατε να με ξαναδείτε! Τις προάλλες, όταν ειδωθήκαμε στις Mercerie, νόμισα πως θα πέθαινα! Κι όμως, το ήξερα... Είχα ένα είδος... βεβαιότητας...» Ή Μαύρη Ορχιδέα περιεργαζόταν με το βλέμμα όλο το δωμάτιο. «Μπορείτε να μου πείτε... πού βρίσκεται το γραφείο του;» Ή Άννα τον αγκάλιασε πιο σφιχτά, μη πιστεύοντας στ’ αυτιά της. «Τι είπατε;» «Δείξτε μου το χώρο όπου εργάζεται, σας παρακαλώ. Γρήγορα! Θα σας εξηγήσω!» Εκείνη δίστασε, αλλά εντέλει προχώρησε προς την πόρτα. «Μα τι κάνετε; Γνωρίζετε πως οι κυρίες της συνοδείας μου δεν βρίσκονται μακριά! Με τον παραμικρό θόρυβο, θα μπορούσαν...» «Τις ξέρω τις συνοδούς σας!» είπε ειρωνικά ο Βιραβόλτα. «Δεν θα κάνω κανένα θόρυβο, έχετέ μου εμπιστοσύνη. Οδηγήστε με στο γραφείο του, σας παρακαλώ!» Έτσι κι έγινε. Ή Άννα άρπαξε ένα κερί, και με το φως του διέσχισαν αθόρυβα έναν προθάλαμο· ένας μεγάλος κινητός
καθρέφτης με χρυσούς ορθοστάτες, σμιλεμένους σαν τα ωραιότερα τεχνουργήματα της χρυσοχοΐας, αντικατόπτρισε φευγαλέα το φως του κεριού. Παρέκαμψαν ένα βαθύ ντιβάνι, και μετά η Άννα κόλλησε το αυτί της στο κούφωμα μιας πόρτας και αφουγκράστηκε για λίγο. «Εδώ είναι». Αργά αργά, γύρισε το πόμολο. Ενώ ο Πιέτρο κατευθυνόταν προς το γραφείο και άναβε άλλο ένα κερί, εκείνη διέσχισε το δωμάτιο και στάθηκε εμπρός στην επόμενη πόρτα, προσέχοντας μήπως ακούσει το παραμικρό βήμα. «Βιαστείτε/» ψιθύρισε με ύφος πανικόβλητο. Μ’ έναν σμπάρο, δυο τρυγόνια, σκέφτηκε ο Βιραβόλτα. Αν μπορώ να το πω έτσι... Ή ευκαιρία ήταν μοναδική. Το γραφείο ήταν ένα μικρό δωμάτιο εξοπλισμένο με μια βιβλιοθήκη από σκούρο ξύλο και έναν αστρολάβο που, κατά τα φαινόμενα, δεν είχε χρησιμοποιηθεί ποτέ. Στους άλλους τοίχους υπήρχαν δεκάδες χάρτες της Βενετίας, που μαρτυρούσαν την επέκταση και την ιστορική εξέλιξη της πόλεως ανά τους αιώνες. Βενετία, η πόλη-πάθος: ο Οτάβιο ήταν συλλέκτης τέτοιου είδους παλαιών χαρτών. Προσωπογραφίες προγόνων με υπεροπτικό ύφος, που το βλέμμα τους πρόδιδε έπαρση και συγκατάβαση, φωτίζονταν φευγαλέα· έμοιαζαν να επιβλέπουν, με την αυστηρή τους σοβαρότητα, τα πολυτελή έπιπλα από κέδρο και μαόνι: ένα κομοδίνο με χρυσές κλειδαριές, ένα μπουφέ με έξι συρτάρια, ένα ανοιχτό σεκρετέρ που ξεχείλιζε από σχισμένες επιστολές, και προπάντων το γραφείο, μήκους δέκα ποδιών, το οποίο ο Πιέτρο ετοιμαζόταν τώρα να παραβιάσει. Έψαξε κάτω από το καπέλο του, στα μαλλιά της περούκας με το πουγκί που είχε βάλει για την περίσταση. Ή μάσκα
του τον ενοχλούσε. Την ξεφορτώθηκε τραβώντας την από το πρόσωπό του. Με μια καρφίτσα ανάμεσα στα χείλη και μια δεύτερη ανάμεσα στα δάχτυλα, άρχισε να σκαλίζει το μηχανισμό, ενώ η Άννα, ακουμπισμένη στην πόρτα, ένιωθε να τη λούζει κρύος ιδρώτας. Ή ανάσα της γινόταν όλο και πιο κοφτή. «Μα τι ψάχνετε; Σας εξορκίζω, κάντε γρήγορα!» Κυριευμένος με τη σειρά του από την υπερένταση, ο Πιέτρο συνέχισε να παλεύει για λίγα ακόμη δευτερόλεπτα με την κλειδαριά. Όταν εκείνη υποχώρησε, ο Πιέτρο έπνιξε μια κραυγή θριάμβου. Άνοιξε το συρτάρι. Χαρτιά χωρίς ενδιαφέρον... Ένας χαρτοκόπτης... Τέλος, μια περγαμηνή τυλιγμένη με μοβ κορδέλα. Ο Πιέτρο πλησίασε το κερί και ξετύλιξε την περγαμηνή πάνω στο δερμάτινο υποχείριο που υπήρχε επάνω στο γραφείο. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν αυτό που είχε εμπρός στα μάτια του. Ήταν ένα είδος... σχεδίου, διάσπαρτου με ρόδακες, μαθηματικά σύμβολα και βέλη που έδειχναν προς όλες τις κατευθύνσεις· εδώ περιλαμβάνονταν υπολογισμοί γωνιών και υπερβολών, ενώ αναπαριστώνταν προσόψεις από άγνωστες βίλες, σαν να επρόκειτο για προσχέδια κάποιου παρανοϊκού αρχιτέκτονα· ξεθωριασμένα σχέδια κτιρίων συνυπήρχαν με χαράξεις απόλυτης γεωμετρικής ακρίβειας, εμπρός στις οποίες εμφανίζονταν χαοτικές επωδοί. Ο Πιέτρο ζάρωσε τα μάτια. Την προσοχή του είχαν ελκύσει δύο λέξεις: PANOPTICA, και πάνω απ’ όλα, στο περιθώριο, σχεδόν αόρατη, και ωστόσο τυπωμένη σαν υδατογραφία, λες και η πένα ή το μολύβι είχε μόλις και μετά βίας αγγίξει στο σημείο εκείνο την περγαμηνή, μια λέξη, ένα όνομα: ΜΙΝΩΣ. Λίγο έλειψε να κραυγάσει, όμως συγκρατήθηκε όταν το βλέμμα
του πέταξε προς την Άννα. Εκείνη είχε μόλις αναπηδήσει. Από κάτω ακούγονταν θόρυβοι. Στράφηκε προς τον Βιραβόλτα εντελώς πανικόβλητη. «Επέστρεψε» Το κερί που κρατούσε στα χέρια της έτρεμε. Ο Πιέτρο είχε στη διάθεσή του ελάχιστα δευτερόλεπτα για να σκεφτεί. Ξανάκλεισε μεμιάς το συρτάρι εγκαταλείποντας εκεί τα μυστηριώδη σχέδια. Τώρα προσπαθούσε να κλείσει το λουκέτο της κλειδαριάς. Ή Άννα, τρέμοντας ολόκληρη, του έριξε ένα ικετευτικό βλέμμα. «Πιέτρο, σε εκλιπαρώ!» Το μέτωπο της Μαύρης Ορχιδέας είχε αρχίσει να στάζει ιδρώτα. «Τελειώνω, τελειώνω», ψιθύρισε, με μια καρφίτσα ανάμεσα στα δόντια του και την άλλη να κινείται ανάμεσα στα δάχτυλά του. Στη σκάλα ακούγονταν βήματα. «Άννα;» ρώτησε μια υπόκωφη φωνή μια φωνή που ο Πιέτρο γνώριζε πολύ καλά. «Άννα, δεν κοιμάσαι;» Τώρα τα μάτια της είχαν γεμίσει τρόμο. Το κηροπήγιο παρέπαιε στα χέρια της και κινδύνευε να πέσει κάτω. «Τελειώνω...» «ΠΙΕΤΡΟ!!!» «Άννα;» Ακούστηκε ένα κλικ, ο Πιέτρο σήκωσε το κεφάλι, έσπρωξε την πολυθρόνα του γραφείου και έσβησε το κερί. Ή Άννα, ανασηκώνοντας τις άκρες του νεγκλιζέ της, διέσχισε το γραφείο:
έτρεχε σχεδόν. Οι δυο τους εξαφανίστηκαν πίσω από την πόρτα του προθαλάμου τη στιγμή που ο Οτάβιο άνοιγε την πόρτα του διπλανού δωματίου. Σταμάτησε για μια στιγμή στο κατώφλι, με ζαρωμένα μάτια και ύφος καχύποπτο. Έφερε το χέρι του στο διπλοσάγονό του... Μετά προχώρησε. Ή Άννα και ο Πιέτρο είχαν διασχίσει τον προθάλαμο. Ή Μαύρη Ορχιδέα έτρεξε προς το μπαλκόνι. Πριν πηδήξει, στράφηκε προς την Άννα, καν ενώ η κάπα που τον σκέπαζε εμπόδιζε τα χέρια του, αγκάλιασε με όλη του τη δύναμη τη νεαρή γυναίκα σφραγίζοντας τα χείλη της μ’ ένα φιλί. «Θα ξανάίδωθούμε, σου τ’ ορκίζομαι. Σ’ αγαπώ!» «Σ’ αγαπώ», ψιθύρισε εκείνη. Ο Οτάβιο άνοιξε την πόρτα. Ή κάπα του Πιέτρο ανέμισε πάνω από το μπαλκόνι και χάθηκε μέσα στη νύχτα. «Όλα καλά, γλυκέ μου άγγελε;» ρώτησε με δύσπιστο ύφος ο Οτάβιο. Ή Άννα, που στεκόταν στο μπαλκόνι, στράφηκε προς τα πίσω. Ένα χλομό φεγγάρι άνοιγε σαν μάτι στον ουρανό. Οι κουρτίνες ανέμιζαν με το αεράκι. Ένα όμορφο χαμόγελο φώτισε το πρόσωπο της Άννας Σανταμαρία.
ΑΣΜΑ XI
Ο Χορός του Βικάριο ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥι Του Αντρέας Βικάριο, μέλους του Μεγάλου Συμβουλίου Περί του Ψεύδους στην Πολιτική, κεφ. XIV
Ή σημαντικότερη εκδήλωση του κακού στην πολιτική συνίσταται στη χρήση του ψεύδους, το οποίο, όμως, χάρη σε ένα από τα συνήθη του τεχνάσματα, αποτελεί ταυτοχρόνως το αλάτι και την ουσία της: πολλοί άλλωστε θεωρούν ότι είναι απαραίτητο, είτε για τη σωτηρία του λαού, είτε για να παραμένει αυτός σε μια κατάσταση όπου δεν υπάρχει κίνδυνος να θέσει εμπόδια στην εξουσία. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο κάθε καθεστώς λειτουργεί σύμφωνα με την αρχή ενός παιχνιδιού εξαπάτησης, όπου η εκτελεστική εξουσία στην πραγματικότητα επιστρατεύει όλα τα μέσα και όλες της τις δεξιότητες προκειμένου να παρακάμψει τις αλλεπάλληλες υποσχέσεις ευτυχίας που έχει η ίδια επιδαψιλεύσει. Στην ολιγαρχική διακυβέρνηση στην οποία
μοιραία οδηγεί η οργάνωση όπου δεσπόζουν οι ομάδες συμφερόντων, έρχεται ως απάντηση η ουτοπία της υπεράσπισης του γενικού συμφέροντος. Δηλώνω σήμερα ότι η Αθήνα πέθανε και ότι, από όλα αυτά, το μόνο που απομένει είναι το πρόσωπο του ανθρώπινου εγωισμού. Δεν ήταν ο Σατανάς ο πρώτος ψεύτης; Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο νιώθει τόσο άνετα στον προθάλαμο των ισχυρών του κόσμου τούτου.
Ο Λαντρέτο περίμενε τον Βιραβόλτα στη γόνδολα που θα τους μετέφερε στη βίλα του Αντρέας Βικάριο. Ο χορός που διοργάνωνε ο Βικάριο ήταν χορός μεταμφιεσμένων, και υπό κανονικές συνθήκες τον Πιέτρο θα τον ενθουσίαζε να κλέψει εκεί μερικές καρδιές ή τουλάχιστον να διασκεδάσει λίγο, όπως τον παλιό καλό καιρό. Όμως η προοπτική τού να συναντήσει εκεί τον Εμίλιο Βιντικάτι, τους μεταμφιεσμένους πράκτορες της Quarantia και τον άρτι αφιχθέντα πρέσβη της Γαλλίας δεν του ήταν διόλου ευχάριστη. Οι ξένοι διπλωμάτες επιδίωκαν συχνά, με τρόπο κατά το μάλλον ή ήττον διακριτικό, να επωφεληθούν από τις εορταστικές εκδηλώσεις και τις Βενετσιάνες καλλονές· άλλωστε η πόλη ανέκαθεν ενθάρρυνε αυτή την κατάσταση, διότι το όνειρο των ηδονών και της ευτυχίας που συνδεόταν με τη Βενετία αποτελούσε ένα από τα βάθρα της Φήμης της. Μάλιστα το 1566 είχε καταρτιστεί ένας κατάλογος με τις διακόσιες «σημαντικότερες εταίρες της πόλης», που περιλάμβανε τις διευθύνσεις των εν λόγω κυριών και τις τιμές των υπηρεσιών τους· ο κατάλογος αυτός κυκλοφορούσε επί μακρόν κρυφά, μέχρι και στα ενδότερα της εξουσίας. Ο ίδιος ο Ερρίκος Γ’ είχε κάποτε επιλέξει τη συντροφιά της Βερόνικα Φράνκο, μιας από αυτές τις εταίρες πολυτελείας, για να διανθίσει την επίσκεψή του στη Γαληνοτάτη.
Φυσικά ο Δόγης, δεσμευόμενος από το πρωτόκολλο, δεν συμμετείχε σε αυτούς τους ημιιδιωτικούς, ημι-δημόσιους εορτασμούς. Και παρ’ ότι η άφιξη του νέου Γάλλου πρέσβη συνέπιπτε με την εορτή της Sensa, δεν λησμονούσαν ωστόσο τις επισημότητες και ήδη είχαν αρχίσει να συζητούν για τις τρέχουσες διπλωματικές υποθέσεις. Συνήθως στους εκπροσώπους των ξένων εθνών παραχωρούσαν, με την άφιξή τους στην πόλη, μια πολυτελή επίσημη γόνδολα, τη Νεγκρόν για τους Γ άλλους· η τελευταία, ωστόσο, δεν επρόκειτο να εξέλθει παρά μόνο στο αποκορύφωμα των εορτασμών της Αναλήψεως, όταν ο πρέσβης θα παρίστατο στην επίδειξη του πλούτου της Δημοκρατίας συντροφεύοντας τον Δόγη. Αμέσως μόλις αποβιβάστηκε στη λιμνοθάλασσα, ο Πιερ-Φρανσουά ντε Βιλεντιέ αυτό ήταν το όνομα του πρέσβη- είχε σπεύσει να στείλει τον αρχιθαλαμηπόλο του στην κατοικία του ιππότη του Δόγη για να ζητήσει ακρόαση και να υποβάλει τα σέβη του· ακολούθως ο γραμματέας του είχε παρουσιάσει στη Γερουσία το Υπόμνημα που περιείχε τις οδηγίες του και το αντίγραφο των διαπιστευτηρίων του. Συνήθως το τελετουργικό ακολουθείτο με άκρα σχολαστικότητα: μετά τη συνωμοσία του Μπεντμάρ, τον προηγούμενο αιώνα, οι ευγενείς δεν επιτρεπόταν να διατηρούν οποιαδήποτε σχέση με τους ξένους διπλωμάτες, πέραν των επίσημων συναντήσεων στο Κολέγιο, στα Συμβούλια ή στη Γερουσία. Αυτό εξηγούσε επίσης για ποιο λόγο ο Δόγης και ο κύριος Ντε Βιλεντιέ επιθυμούσαν οι πρώτες εκδηλώσεις που είχαν οργανωθεί για την αναψυχή του τελευταίου να λάβουν χώρα χωρίς να γνωρίζει ο πολύς κόσμος τις κινήσεις του εκλεκτού πρέσβη. Προς αυτό συνέτειναν και οι κρυφοί υπολογισμοί του Δόγη, αλλά και οι ιδιότυπες περιστάσεις. Επιδοκιμάζοντας αυτό το παιχνίδι, το αρκούντως ερεθιστικό, το οποίο είχε εν μέρει ο ίδιος εγκαινιάσει, ο Πιερ-Φρανσουά ντε Βιλεντιέ δέχθηκε μετά χαράς να συμμετάσχει.
Μαζί του θα έπαιρνε τον προστατευόμενό του, τον ζωγράφο ΕυγένιοΑνδρέα Νταμπιέρ, ο οποίος σύντομα θα εξέθετε στη βασιλική του Αγίου Μάρκου τα έργα που θα χάριζε στη Βενετία. Ο Πιέτρο είχε περάσει την ημέρα συγκεντρώνοντας τις πληροφορίες τις οποίες διέθεταν τώρα οι Δέκα και η Quarantia, χωρίς ωστόσο να σημειώσει κάποια πρόοδο στις έρευνές του. Ή μισητή αίσθηση του φαύλου κύκλου επέτεινε τον εκνευρισμό και την ανησυχία του. Και σαν να μην έφθαναν όλα αυτά, ιδού τώρα που προσερχόταν στο συμπόσιο με την καθιερωμένη μεταμφίεση. Με τη μάσκα του σε χρώμα μαύρο και χρυσό, το καπέλο το στολισμένο με λευκά φτερά και την πολύχρωμη ρεντιγκότα του, έμοιαζε με Αρλεκίνο, αλλά και με εκείνα τα εξωτικά πουλιά που είχε συναντήσει στο παρελθόν, στις περιοδείες του από την Κωνσταντινούπολη ως τα θέρετρα της τουρκικής υπαίθρου, τότε που ταξίδευε στα σύνορα της Ανατολής και συναντούσε μεγάλους θαλασσοπόρους. Είχε κρατήσει το σπαθί και τα πιστόλια του, καθώς και ένα μαχαίρι, κρυμμένο μέσα στην μπότα του. Ως συνήθως, ο Λαντρέτο θα τον περίμενε μέχρι να επιστρέψει για να πάρει τη γόνδολά του· όμως η νύχτα προμηνυόταν μακρά. Ή γόνδολά προσάραξε αθόρυβα εμπρός στα σκαλιά που οδηγούσαν στη βίλα. Ο παφλασμός του νερού ηρέμησε και ο Πιέτρο κατέβηκε. Από δεξιά και αριστερά κατέφθαναν και άλλα σκάφη. Άνδρες και γυναίκες με περούκες, μάσκες και πουδραρισμένα πρόσωπα αποβιβάζονταν ο ένας μετά τον άλλο γελώντας. Οι κύριοι βοηθούσαν τις ωραίες κυρίες να κατεβούν από τις γόνδολες και μετά τις συνόδευαν στο εσωτερικό του κτιρίου. Υπηρέτες με λιβρέες κρατούσαν πυρσούς και υποδέχονταν τους προσκεκλημένους· η είσοδος ήταν στολισμένη με γιρλάντες και πλαισιωμένη με δύο λιοντάρια τα οποία είχε φροντίσει να
τοποθετηθούν εκεί για την περίσταση ο Βικάριο. Ο Πιέτρο ύψωσε το βλέμμα προς το πλούσιο ενδιαίτημα, αληθινό παλάτι με κομψά μπαλκόνια και θριγκούς γοτθικής, μαυριτανικής και βυζαντινής τεχνοτροπίας· μια ισχυρή αίσθηση ενότητας και αρμονίας είχε επιτρέψει το συνδυασμό των ποικίλων αυτών επιρροών σε μια πανέμορφη πρόσοψη που δεν είχε το ταίρι της σε όλη τη Βενετία. Λίγο πιο πέρα, στ’ αριστερά του, ο Πιέτρο μπορούσε επίσης να δει το αέτωμα και τον τοίχο της αποκρυφιστικής Libreria όπου είχε συμβουλευτεί την τυπωμένη έκδοση της Κόλασης του Δάντη και άλλα δαιμονικά έργα. Έκανε νόημα στον Λαντρέτο και προχώρησε στο εσωτερικό της βίλας. Ήταν ένα άλλο σύμπαν. Διασχίζοντας την είσοδο, βρισκόσουν σε έναν προθάλαμο που τον κοσμούσε μια εσωτερική κρήνη η οποία θύμιζε το αίθριο των ρωμαϊκών οικιών. Εκεί, μια νέα κουστωδία υπηρετών επαλήθευε την ταυτότητα των προσκεκλημένων, τους απάλλασσε από τα περιττά ενδύματα και δεχόταν τα δώρα τους προς τον οικοδεσπότη. Ο Αντρέας Βικάριο αυτοπροσώπως -φορούσε στολή μαύρη και ασημένια και μια ηλιακή μάσκα την οποία αφαιρούσε για να υποδέχεται τους προσερχομένους- απαντούσε στις φιλοφρονήσεις και παρότρυνε τους πάντες να εισχωρήσουν στον εξωπραγματικό κόσμο που είχε ο ίδιος επινοήσει. Λίγο πιο πέρα ο Εμίλιο Βιντικάτι, με κόκκινο μανδύα, γιλέκο και παντελόνι, μάσκα λιονταριού και δύο φτερά στους ώμους, παρακολουθούσε επίσης τους καλεσμένους στο συμπόσιο να συρρέουν. Βλέποντάς τον έτσι, ο Πιέτρο για μια στιγμή δίστασε. Βρισκόταν σε πολύ δυσχερή θέση. Ήταν δύσκολο να ομολογήσει στον μέντορά του ότι, παρ’ όλες τις παραινέσεις του, είχε παραβεί τα προστάγματά του και είχε αναζητήσει τα ίχνη της Άννας Σανταμαρία προκειμένου να ξαναβρεθεί στην αγκαλιά της. Ο Εμίλιο τον είχε εμπιστευτεί. Οι
εντολές ήταν σαφείς, και η ελευθερία της Μαύρης Ορχιδέας ήταν άμεσα συναρτημένη με την υπόσχεση που είχε δώσει. Από την άλλη, έπρεπε οπωσδήποτε να μιλήσει στον Εμίλιο γι’ αυτό που είχε ανακαλύψει στο γραφείο του γερουσιαστή. Ο Οτάβιο ήταν εμπλεγμένος στην όλη υπόθεση, αυτό ήταν βέβαιο. Ο Βιραβόλτα ταλαντεύτηκε για ένα ακόμη δευτερόλεπτο. Έπρεπε να του μιλήσει, ναι... Με την πρώτη ευκαιρία. Και τόσο το χειρότερο αν, ταυτοχρόνως, ήταν υποχρεωμένος να ομολογήσει τη μικρή του προδοσία. Στο κάτω κάτω, δεν ήταν και τόσο σπουδαίο σε σύγκριση με το τι διακυβευόταν, και κανείς δεν είχε πεθάνει. Όμως δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή. Αύριο. Θα του μιλήσω αύριο. Ή Μαύρη Ορχιδέα πήρε βαθιά ανάσα, και μετά πλησίασε προς τον Βιντικάτι. Και οι δύο είχαν αλληλοενημερωθεί για τις στολές τους. Κοιτάχτηκαν από την κορυφή ως τα νύχια, βρήκαν ο ένας τον άλλο γελοίο, αλλά δεν επεκτάθηκαν επί του θέματος. Είχαν σοβαρότερες ασχολίες. Ο Πιέτρο στάθηκε πλάι στον Εμίλιο, ο οποίος τον σύστησε διακριτικά στον Αντρέας Βικάριο. Ο τελευταίος χαμογέλασε και συγκατένευσε σιωπηλά. Μετά ο Εμίλιο αποσύρθηκε μαζί με τον Βιραβόλτα. «Ο πρέσβης έφθασε ήδη, Πιέτρο· αδύνατον να μην τον αναγνωρίσεις, είναι μεταμφιεσμένος σε παγώνι, πράγμα που ταιριάζει απόλυτα με το πρόσωπο, πίστεψέ με. Ταλαντεύεται όπως κι εμείς ανάμεσα στη μεγαλοπρέπεια και την έσχατη γελοιότητα... Ο ζωγράφος του φορά λευκή τήβεννο και δάφνινο στεφάνι· τι ταπεινόφρονες αυτοί οι Γάλλοι! Αυτή άλλωστε είναι η γοητεία τους. Καρναβάλι, Πιέτρο! Ο Δόγης φρουρείται με ασφάλεια στο παλάτι. Εδώ, έχω διασπείρει δέκα άνδρες μας οι οποίοι θα διατηρήσουν την ανωνυμία τους, όπως κι εσύ. Αναμείξου με τους προσκεκλημένους και έχε τα μάτια ανοιχτά». «Εντάξει, είπε ο Πιέτρο.
Ο προθάλαμος οδηγούσε σε μια τεράστια loggia, με διακοσμημένα κουφώματα, η οποία εκτεινόταν από τη μια άκρη του ισογείου ως την άλλη, μέχρι μια δεύτερη είσοδο την οποία κοσμούσε μια πύλη, το cortile, με θέα τη φορά αυτή προς το δρόμο. Πάνω από την αίθουσα, ένας τεράστιος εξώστης ήταν στολισμένος με χίλιους πολυελαίους και με γιρλάντες. Μια σκάλα οδηγούσε στα διαμερίσματα του πρώτου ορόφου. Δύο τζάκια κοσμούσαν την ανατολική και τη δυτική πρόσοψη. Ταπετσαρίες, ακριβά έπιπλα και πίνακες μεγάλων ζωγράφων περιέβαλλαν τον ευρύ χώρο τον οποίο είχαν ελευθερώσει για τις ανάγκες της γιορτής. Πάνω σε τραπέζια τοποθετημένα στη σειρά παρουσιάζονταν τα πιο εκλεκτά εδέσματα: ορτύκια, μπεκάτσες, πέρδικες, καπόνια, ψητά μοσχάρια γαρνιρισμένα με κάθε είδους λαχανικά· γλώσσες, χέλια, χταπόδια, καβούρια· τηγανίτες, τυριά, καλάθια ξέχειλα από φρούτα, πραγματικά κέρατα της Αμάλθειας, ένας χορός από πολύχρωμα επιδόρπια, και όλα αυτά συνοδευόμενα από τα καλύτερα γαλλικά και ιταλικά κρασιά. Οι υπηρέτες μετέφεραν διαρκώς χρυσά και ασημένια σερβίτσια, πορσελάνινα πιάτα και κρυστάλλινα ποτήρια. Στις δύο άκρες του μπουφέ είχαν τοποθετηθεί ζωγραφισμένα ξύλινα αγάλματα που παρίσταναν σκλάβους να κουβαλούν καλάθια φορτωμένα με μπαχαρικά και έμοιαζαν να επιβλέπουν την ομαλή ροή των εδεσμάτων. Ανάμεσα στα κόκκινα παραπετάσματα και τα φατνώματα, πολυθρόνες και ντιβάνια κυκλικά διευθετημένα σε διάφορα σημεία εξασφάλιζαν στους καλεσμένους χώρους ήρεμης συζήτησης, ενώ το κέντρο της αίθουσας ανήκε στους χορευτές, που δεν ήταν και πάρα πολλοί, καθώς η βραδιά μόλις άρχιζε. Στο βάθος, εμπρός στο cortile, είχε λάβει θέση μια ορχήστρα. Οι μουσικοί ήταν και αυτοί μεταμφιεσμένοι. Καμιά σαρανταριά άτομα διασταυρώνονταν και άρχιζαν να συζητούν· αναμένονταν ακόμη άλλα εκατό περίπου. Ο χώρος ήταν πολύ πιο μεγάλος σε έκταση και βάθος
απ’ όσο προοιωνίζονταν η πρόσοψη και ο προθάλαμος της εισόδου. Το μαρμάρινο δάπεδο ήταν διακοσμημένο με ρομβοειδή μοτίβα σε τόνους παστέλ, μπεζ και σιέλ. Ο Πιέτρο περιδιάβαινε ανάμεσα στην Κολομπίνα, τον Πουλτσινέλα, τον Πανταλόνε, τον Τρουφαλντίνο, τον Μπριγκέλα, τον Σκαπίνο και πλήθος άλλες μορφές στολισμένες με φτερά, με τα πρόσωπα κρυμμένα πίσω από τις μάσκες και με εξωφρενικά μακιγιάζ που οι γυναίκες μόλις και μετά βίας τα έκρυβαν πίσω από τις λεπτοεργασμένες βενετσιάνικες βεντάλιες τους· παντού έβλεπες σακάκια, γιλέκα, φαντάσματα με τρίκοχα, αραχνοΰφαντες μπλούζες, πολύχρωμους μανδύες και βαθιά ντεκολτέ, κυματιστά φορέματα, ψεύτικες ελιές καλλιτεχνικά ζωγραφισμένες πάνω σε δροσερά μάγουλα ή σε τροφαντά στήθη. Ο Πιέτρο δεν άργησε να εντοπίσει τον πρέσβη, που φορούσε μαύρο καπέλο με τραχηλιά και, ντυμένος στα γαλάζια, άφηνε να σέρνεται πίσω του μια κάπα που θύμιζε φτερά παγωνιού, ενώ το χέρι του έσφιγγε τη λαβή ενός επάργυρου μπαστουνιού. Ήδη τον περιστοίχιζε ένα ουράνιο τόξο από εταίρες, τις οποίες είχε φροντίσει να συγκεντρώσει γύρω του ο Βικάριο, χωρίς ωστόσο να τους αποκαλύψει την ταυτότητα του Γάλλου αξιωματούχου. Λίγο πιο πέρα ο ζωγράφος, με τη ρωμαϊκή του τήβεννο, προχωρούσε προς ένα τραπέζι για να τσιμπολογήσει συνοδεύοντας το κόκκινο κρασί του της Σιένας. Οι πράκτορες της Quarantia βρίσκονταν σίγουρα επίσης εκεί, διασκορπισμένοι σε διάφορα σημεία της αίθουσας. Οι προσκεκλημένοι συνέχιζαν να καταφθάνουν και η ορχήστρα άρχισε να παίζει σιγανά. Το αλκοόλ ήδη έρρεε άφθονο. Ή loggia ήταν το μεγαλύτερο δωμάτιο του ισογείου· δεξιά και αριστερά, άλλες πόρτες άνοιγαν σε σαλόνια με εξίσου πλούσια διακόσμηση: βαθιοί καναπέδες, αναπαυτικές πολυθρόνες, κομοδίνα φορτωμένα πολύτιμα μπιμπελό. Δύο ξύλινα μπαλκόνια επέτρεπαν σε όποιον το επιθυμούσε να πάρει για λίγο
αέρα και να απολαύσει τη θέα των καναλιών ή της σελήνης που ανέτελλε. Ο Πιέτρο γνώριζε ότι, πίσω από τα σαλόνια, ο Βικάριο είχε διαρρυθμίσει δωμάτια και κόγχες όπου τα ζευγάρια, μεθυσμένα και ξαναμμένα, δεν θα παρέλειπαν να ολοκληρώσουν αργότερα τη βραδιά τους, ανά δύο ή περισσότεροι με άλλου είδους απολαύσεις. Ο Βιραβόλτα χαμογέλασε όταν αναγνώρισε, λίγο πιο πέρα, μια γνωστή του καλλονή. Ήταν η Λουτσιάνα Σαλιέστρι, πανέμορφη όπως πάντα. Φορούσε μια moretta, μάσκα χωρίς στόμα με αδρό, στυλιζαρισμένο περίγραμμα, την οποία κρατούσε εμπρός στο πρόσωπό της, και ένα φλογάτο φόρεμα με πτυχώσεις. Τα σκουλαρίκια της άστραφταν, ενώ τα μαλλιά της ήταν χτενισμένα σε κότσο πίσω από το κεφάλι. Ή Λουτσιάνα αναγνώρισε με τη σειρά της τον Πιέτρο καθώς την πλησίαζε. «Καλησπέρα, ωραίο μου Ντόμινο. Είμαι ευτυχής που βλέπω ότι αποφασίσατε να έρθετε». «Δεν μπορούσα να αρνηθώ την πρόσκληση του Μεσέρ Βικάριο, αγαπητέ φίλε. Και μη σπεύδετε να με αποκαλείτε “Ντόμινο σας”: δεν είπα ναι στην πρότασή σας. Είμαι ανεξάρτητη, ξέρετε. Ή ιδέα να εργαστώ για τους Σκοτεινούς εξακολουθεί να μην ταιριάζει με την ιδιοσυγκρασία μου». Ή Μαύρη Ορχιδέα χαμογέλασε πλατιά. «Ελάτε τώρα, είστε τέλεια. Χωρίς να θέλω να περιορίσω την ελευθερία σας, Ντόμινο, έχετε τα μάτια σας ανοιχτά για μένα, σας παρακαλώ. Ίσως έτσι να μάθετε κάποια πληροφορία που ενδεχομένως θα προωθήσει την υπόθεσή μας... Στο κάτω κάτω, υπάρχει εδώ πολύς κόσμος και οι γλώσσες λύνονται...» Πίσω από τη μάσκα, μια εύθυμη λάμψη πέρασε από τα μάτια της Λουτσιάνα.
«Μα ναι, θα σας έχω υπόψη μου. Εδώ και λίγο καιρό, είμαι μια μικρή αγία, για τη Δημοκρατία. Και ίσως να ξανασκεφτείτε κι εσείς την πρότασή μου ποιος ξέρει;» Ο Πιέτρο δεν απάντησε. Τέλος η Λουτσιάνα γέλασε και έκανε μεταβολή. «Θα τα πούμε σε λίγο, γλυκέ μου άγγελε». Την παρατήρησε καθώς εκείνη απομακρυνόταν. Ή Λουτσιάνα ήξερε καλά τη δουλειά της, αυτό ήταν βέβαιο. Ωστόσο ο Πιέτρο διαισθανόταν εντός της αυτό το είδος της ανομολόγητης θλίψης. Από το μυαλό του πέρασε και η εικόνα της γλυκιάς Αντσίλα Αντεοντάτ. Τι να έκανε άραγε εκείνη τη στιγμή; Να νοσταλγούσε τον ίδιο, ή μήπως τον αξιωματικό της του ναυτικού; Είχε επιστρέφει ο πλοίαρχος; Άλλο σώμα, άλλες ηδονές... Ηδονές τις οποίες ο ίδιος τώρα πλέον απαρνιόταν, για χάρη της ωραίας Άννας Σανταμαρία. Όταν σκεφτόταν την τελευταία τους συνάντηση, την τόσο σύντομη, και κάτω από τόσο ιδιόμορφες συνθήκες, ο Πιέτρο ένιωθε την καρδιά του να πάλλεται. Όλα όσα αγαπούσε. Το πάθος, τον κίνδυνο. Την αίσθηση του να ζει. Α! Οπωσδήποτε θα είχε πολύ καλύτερα πράγματα να κάνει από το να χάνεται έτσι ανάμεσα στους ανώνυμους προσκεκλημένους που εξακολουθούσαν να συρρέουν. Όταν έφθασαν όλοι, ο Αντρέας Βικάριο καλωσόρισε με έναν σύντομο λόγο την ομήγυρη, και οι πάντες έσπευσαν στο μπουφέ. Έπειτα ο Βικάριο άνοιξε το χορό. Τα ζευγάρια άρχισαν να στροβιλίζονται στο κέντρο της αίθουσας χορεύοντας απολαυστικά μενουέτα. Ή ορχήστρα όλο και ζωντάνευε. Όλοι γελούσαν, οι άνδρες φλέρταραν τις γυναίκες, κάποιοι ψιθύριζαν στο αυτί τους, ενώ άλλοι τις έσφιγγαν από τη μέση και τους τραγουδούσαν γοητευτικές σερενάτες. Ή Λουτσιάνα δεν άργησε να βρεθεί στο επίκεντρο της προσοχής κάποιων καβαλιέρων* ο πρέσβης δεν κουραζόταν να
αγορεύει ενώπιον των εταίρων που τον περιέβαλλαν, και οι οποίες τον περιέπαιζαν για τις λεκτικές του ανακρίβειες όταν εκφραζόταν στα ιταλικά. Ο ζωγράφος Νταμπιέρ, χρησιμοποιώντας ένα πιρούνι δίκην πινέλου, μισόκλεινε τα μάτια καθώς κοίταζε ένα σχέδιο του Βερονέζε, ανάμεσα στα δύο αγάλματα σκλάβων. Ή loggia του Βικάριο ήταν ένας κήπος θαυμάτων. Οι συνομιλίες γίνονταν πιο ζωηρές, επιφωνήματα χαράς ακούγονταν από παντού όλο και πιο δυνατά. Οι χοροί διαδέχονταν αδιάκοπα ο ένας τον άλλον επί ώρες· οι καλεσμένοι είχαν σχηματίσει ομάδες και ορισμένοι τώρα αποσύρονταν στα διπλανά σαλόνια. Ο Πιέτρο περιφερόταν κοντά στον κύριο Ντε Βιλεντιέ. «Εσείς, Κυρία μου», έλεγε ο πρέσβης σκύβοντας προς το μέρος μιας μυστηριώδους μελαχρινής, «νομίζω ότι διαθέτετε τόσα θέλγητρα ώστε θα ωχριούσαν εμπρός σας οι ωραιότερες γυναίκες της Ευρώπης... Και πιστέψτε με, έχω γνωρίσει αρκετές... Όσο για σας (τώρα στρεφόταν προς μια ξανθιά με επικίνδυνο χαμόγελο), είναι πολύ απλό, είστε το είδωλό της στη σκιά, ή μάλλον, βλέποντας το χρυσάφι των μαλλιών σας, θα έλεγα ότι δεν είστε ούτε το είδωλο ούτε η σκιά της, αλλά το υπέροχο ηλιακό της αντίγραφο· ιδού που έχω απέναντι μου δύο ουράνια σώματα, δύο άστρα, και δεν ξέρω ποιο από τα δύο μπορεί να επιτελέσει τις ωραιότερες περιφορές· τα δύο μεριά... συγνώμη, οι δύο μεριές του ίδιου νομίσματος, που οι δυο τους μαζί αξίζουν όσο όλοι οι θησαυροί του κόσμου. Αναλογιστείτε λοιπόν το δίλημμά μου, Κυρίες μου: πώς να διαλέξω ανάμεσα στο νερό και τη φλόγα; Θα μου επιτρέψετε να τα γευθώ και τα δύο;» Ο πρέσβης έφυγε με ένα τσιριχτό γέλιο, φέρνοντας το χέρι του εμπρός στο στόμα του. Οι δύο εταίρες υποκλίθηκαν με επιτήδευση. Ή βραδιά προχωρούσε, τώρα ήταν βαθιά νύχτα. Το παιχνίδι διήρκεσε ακόμη λίγο, και μετά ο πρέσβης, ρίχνοντας μια τελευταία
ματιά στην αίθουσα, έκρινε ότι δεν θα αργούσε η στιγμή όπου θα εγκατέλειπε τη loggia για να καταφύγει πίσω από τις πορφυρές κουρτίνες που οδηγούσαν στα δωμάτια· βέβαιος για την εύκολη νίκη του, που τόσο σοφά του είχαν προετοιμάσει, απολάμβανε να αναβάλλει την έσχατη στιγμή. Ένα τελευταίο τέχνασμα του Βικάριο αναθέρμανε την ατμόσφαιρα. Έδωσε εντολή να λύσουν δύο δίχτυα επιδέξια κρυμμένα στην οροφή, και ένα σύννεφο από ροδοπέταλα έπεσε σαν κυματιστή κουρτίνα επάνω στους προσκεκλημένους· λευκά και κόκκινα τριαντάφυλλα σκέπασαν το μαρμάρινο δάπεδο, οι χοροί ξανάρχισαν, γύρω από το μπουφέ άρχισε πάλι να μαζεύεται κόσμος. Όλοι έριχναν ο ένας στον άλλο ρύζι και κοτιγιόν, που τους τα μοίραζαν με τις χούφτες. Μερικοί γλιστρούσαν σε λιμνούλες από χυμένο κρασί. Ευσυνείδητοι υπηρέτες έσπευδαν να σβήσουν τα ίχνη αυτά της αδεξιότητας κάποιων προσκεκλημένων. Ε, λοιπόν, είπε μέσα του ο Πιέτρο, έτσι όπως πηγαίνουν τα πράγματα, δεν νομίζω ότι Θα σημειώσω κάποια πρόοδο... Δύο ώρες πριν το ξημέρωμα, ο πρέσβης περιφερόταν ακόμη καμαρωτός, ισιώνοντας τα φτερά του. Τώρα οι προσκεκλημένοι είχαν διασκορπιστεί. Κανείς δεν χόρευε πλέον. Ή ορχήστρα περιοριζόταν να παίζει ένα κομμάτι από καιρού εις καιρόν. Καταπονημένοι, οι μουσικοί ταλαιπωρούσαν άκεφα τα βιολιά τους. Ή παλίρροια είχε αποτραβηχτεί με την ίδια ταχύτητα που είχε ζωντανέψει στην αρχή της νύχτας. Ομάδες από δύο ή τρία άτομα συζητούσαν χαμηλόφωνα πλάι στις κουρτίνες, όμως η αίθουσα είχε αρχίσει να αδειάζει. Ακόμη και τα σαλόνια είχαν ερημώσει. Μερικοί αποχωρούσαν, ενώ κάποιοι άλλοι αποσύρονταν στα δωμάτια και στις κόγχες. Ο Αντρέας Βικάριο είχε διαρρυθμίσει πολλά δωμάτια των διαμερισμάτων τού επάνω ορόφου για τους εραστές της μιας
νύχτας. Τέλος, ο πρέσβης παρέσυρε μαζί του τις δύο Βενετσιάνες και εξαφανίστηκε με τη σειρά του πίσω από τα παραπετάσματα. Περιφερόμενος εδώ κι εκεί και παρατηρώντας γύρω του, ο Πιέτρο είχε εντοπίσει τους μισούς πράκτορες της Quarantia. Έγνεψε με το κεφάλι στους συντρόφους του καθώς ακολουθούσε κατά πόδας τον πρέσβη. Πρόλαβε να διακρίνει τον Εμίλιο Βιντικάτι, ο οποίος, όλο αυτό το χρονικό διάστημα, δεν είχε εγκαταλείψει τον προθάλαμο. Ο Πιέτρο πέρασε στο χώρο των σαλονιών. Με το ένα χέρι του χάιδεψε το βελούδο ενός καναπέ. Άκουσε καθαρά ψιθύρους και αναστεναγμούς. Υψώνοντας το βλέμμα πάνω από μια πολυθρόνα, είδε μια γυναίκα, ξαπλωμένη σε ένα παχύ χαλί, με το ένα πόδι ανασηκωμένο, να δέχεται τις ερωτικές επιθέσεις ενός μασκαρεμένου φαντάσματος. Με τα μάγουλα ξαναμμένα από την ηδονή, χαμογελούσε χαϊδεύοντας με τα δάχτυλά της την πλάτη του άνδρα που την κανόνιζε. Ο Πιέτρο σήκωσε τα φρύδια. Λίγο πιο πέρα, ένας άλλος στεκόταν όρθιος, με το πρόσωπο μισοχωμένο στις κουρτίνες, και εμπρός του γονατισμένη μια εταίρα. Ο πρέσβης είχε ανέβει στον επάνω όροφο, στο δωμάτιο που του είχαν φυλάξει. Ο Πιέτρο ανέβηκε τη σκάλα και είδε τον Γάλλο να εξαφανίζεται μαζί με τις δύο Βενετσιάνες. Μια πόρτα έκλεισε πίσω τους. Με έναν αναστεναγμό κόπωσης, ο Πιέτρο πλησίασε. Να λοιπόν που βρέθηκε ξανά να ακούει πίσω από κλειστές πόρτες. Ή εικόνα του πατρός Καφέλι στην casa Κονταρίνι και οι στίχοι του Μενουέτου της Σκιάς πέρασαν φευγαλέα από τον νου του. Νέος αναστεναγμός. Και τώρα βρισκόταν εδώ, να παριστάνει τον φρουρό εμπρός στην πόρτα αυτού του πρέσβη τον οποίο διόλου δεν εκτιμούσε, κοιτάζοντας τα γυαλισμένα παπούτσια του. Αυτός, η Μαύρη Ορχιδέα! Ο Πιέτρο Λουίτζι Βιραβόλτα ντε Λανσάλτ! Να παίζει το ρόλο του υποτακτικού! Τώρα καταλάβαινε σε τι μαρτύριο
καταδίκαζε ορισμένες φορές τον πιστό του Λαντρέτο. Ξαφνικά ένιωσε απέναντι του μια πρωτόγνωρη συμπάθεια, αναμετρώντας τη σκληρότητα της δοκιμασίας στην οποία ενίοτε τολμούσε να τον υποβάλλει. Έφερε το χέρι του στον αυχένα του. Σε λίγο θα ερχόταν η ώρα να αναχωρήσει. Κάποιος θα τον αντικαθιστούσε, και basta. Όλες οι μάσκες της χοροεσπερίδας που μόλις είχε τελειώσει περνούσαν από το μυαλό του. Μάσκες... Ένα παιχνίδι με μάσκες που προκαλούσε ίλιγγο, και που συμβόλιζε τέλεια την κατάσταση στην οποία βρισκόταν ο ίδιος εδώ και μερικές ημέρες. Καρναβάλι. Άκουσε τα πρώτα βογκητά και αντέδρασε με μια νευρική κίνηση. Μετά ήρθαν και άλλοι στεναγμοί. Όμως αυτή τη φορά δεν επρόκειτο για αναστεναγμούς ηδονής. Αναγνώρισε τη φωνή της Λουτσιάνα. Ω, όχι. Καλούσε σε βοήθεια. Ο Πιέτρο ξαφνικά βρέθηκε σε εγρήγορση. Άρχισε να αναζητά απεγνωσμένα την προέλευση των κραυγών. Άνοιξε διάπλατα μια πόρτα: μια γυναίκα ιππαστί πάνω στον εραστή της· φορούσε ακόμη τη μάσκα της. Μια δεύτερη πόρτα -όχι, δεν ήταν εδώ. Ακόμη μία... Ο Πιέτρο σταμάτησε. Ένας άνδρας στράφηκε προς το μέρος του. Στεκόταν σε ένα από τα μπαλκόνια με θέα στο κανάλι, φορώντας larva με τρίκωχο και bauta, ενώ μακριά μαύρα τούλια έπεφταν στους ώμους του γύρω από τη λευκή μάσκα. Βλέποντας τον Πιέτρο να εισβάλει στο δωμάτιο, έκανε απότομα μεταβολή· η κάπα του ανέμισε πίσω του και εκείνος,
με ένα άλμα, γραπώθηκε από την περικοκλάδα και μετά από τις πέτρες της πρόσοψης, με εκπληκτική ευκινησία. Ο Πιέτρο έτρεξε προς το μέρος του και έβγαλε μια κραυγή. Ή Λουτσιάνα κρεμόταν στο μπαλκόνι, ακριβώς από κάτω του, και βογκούσε πνιχτά. Στα πόδια της ο άγνωστος άνδρας είχε δέσει ένα δίχτυ φορτωμένο με μεγάλες μαύρες πέτρες, και εκείνη δεν μπορούσε να απαλλαγεί από αυτό. Και επιπλέον, καθώς δεχόταν τις αντίρροπες πιέσεις του σχοινιού από τη μια και των λίθων από την άλλη, έφερνε τα χέρια της στο λαιμό της ασθμαίνοντας από αγωνία. Οι πλεξίδες του σχοινιού έσπαζαν κάτω από το βάρος. Ο Πιέτρο όρμησε, αλλά ήταν πολύ αργά. Ακούστηκε ένας απότομος τριγμός, το ξύλινο κιγκλίδωμα υποχώρησε και το σχοινί γλίστρησε μ’ έναν συριγμό από τα χέρια του. Κραύγασε από πόνο, καθώς τα χέρια του πληγώθηκαν. Αμέσως μετά τα μάτια του πετάχτηκαν από τις κόγχες τους. Ή Λουτσιάνα είχε πέσει· το κεφάλι της συνετρίβη στο χείλος της αποβάθρας, λίγα μέτρα πιο κάτω, και μετά το σώμα της βυθίστηκε στο κανάλι. Ήδη δύο άνδρες, εμβρόντητοι -προφανώς πράκτορες της Quarantia που παραφυλούσαν, και που κινητοποιήθηκαν και αυτοί από τις κραυγές-, έπεφταν στο νερό προσπαθώντας να την αρπάξουν. Ο Πιέτρο, κάθιδρος, ύψωσε το βλέμμα. Πιάστηκε και αυτός από την περικοκλάδα και σκαρφάλωσε όπως μπορούσε προς τη στέγη. Έβγαλε τη μάσκα που είχε κρατήσει πάνω στα μάτια του. Ή μάσκα έπεσε στο κανάλι και την παρέσυρε το απαλό ρεύμα. Ταλαντεύτηκε για μια στιγμή στην κορυφή της βίλας Βικάριο. Γρήγορα όμως πάτησε γερά στα πόδια του και βρέθηκε σε μια από τις ξύλινες ταράτσες όπου ανέβαιναν οι Βενετσιάνες για να δώσει ο ήλιος στα μαλλιά τους το χαρακτηριστικό τους χρώμα. Στάθηκε πλάι σε μια καμινάδα για να πάρει μια ανάσα και κοίταξε προς όλες τις κατευθύνσεις. Ή αυγή, που μόλις χάραζε, του αποκάλυψε τη σκιά του φαντάσματος που έτρεχε να διαφύγει στις διπλανές στέγες,
ανάμεσα στα δάση των καπνοδόχων, απ’ όπου ακόμη δεν έβγαινε κανένας καπνός. Ο Πιέτρο όρμησε και πάλι. Με ένα άλμα, βρέθηκε στη διπλανή ταράτσα. Το επόμενο άλμα ήταν πιο επικίνδυνο, καθώς πάνω από τρία μέτρα χώριζαν τις δύο στέγες. Ή κάπα του μυστηριώδους δολοφόνου -που αναμφίβολα ανήκε στον κύκλο των Στριγκών- ανέμιζε πίσω του. Έξαφνα, έκανε μεταβολή και έτεινε τη γροθιά του. Ο Πιέτρο είδε μια αστραπή· ο άγνωστος είχε πυροβολήσει με το πιστόλι που κρατούσε. Ο Πιέτρο έπεσε μπρούμυτα στην ταράτσα, ενώ λίγο έλειψε να γλιστρήσει στο κενό. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή διάλεξε το φάντασμα για να κατέβει τον τοίχο της βίλας. Ο Πιέτρο άρχισε και πάλι να τον καταδιώκει, και όταν έφθασε με τη σειρά του στην άκρη της στέγης, τον είδε να προσπαθεί να φθάσει ανενόχλητος στο έδαφος. Ο Πιέτρο παραμέρισε τις άκρες του μανδύα του και άρπαξε τα δικά του πιστόλια που είχε περασμένα στη ζώνη του, σημαδεύοντας τον φυγάδα. «Μεσέρ!» φώναξε. Εκείνος σταμάτησε και ύψωσε το βλέμμα. Για μια στιγμή κοιτάχτηκαν ακίνητοι. Όμως, πάνω στη βιασύνη του, ο μεταμφιεσμένος άνδρας έχασε το στήριγμά του. Προσπάθησε μάταια να το ξαναβρεί, με το ένα του χέρι να αιωρείται επικίνδυνα στο κενό. Έπειτα έχασε εντελώς την ισορροπία του και συνετρίβη πιο κάτω μ, έναν υπόκωφο γδούπο. Ασθμαίνοντας, ο Πιέτρο κατέβηκε με τη σειρά του, προσέχοντας να μην ακολουθήσει την ίδια πορεία. Τέλος βρέθηκε στο πλακόστρωτο του μικρού δρόμου όπου κειτόταν ο άνδρας. Έσκυψε πάνω του και τον άδραξε από το κολάρο. Κάτω από τη μάσκα, ένα ρυάκι αίματος έτρεχε από το στόμα του.
«Το όνομά σου!» είπε ο Πιέτρο. «Δώσε μου το όνομά σου!» Το φάντασμα απάντησε με έναν ρόγχο, και στα χείλη του διαγράφηκε ένα αδιόρατο χαμόγελο που άστραψε στη σκιά. «Ραμιήλ...» είπε, «από το τάγμα... των Θρόνων...» Χαμογέλασε ξανά, και το χέρι του συσπάστηκε πάνω στον ώμο του Πιέτρο. Το σώμα του τεντώθηκε, και μετά κατέρρευσε. Το κεφάλι του έγειρε στο πλάι καθώς ξεψυχούσε. Ο Πιέτρο σηκώθηκε, αφήνοντας το πτώμα σωριασμένο στο πλακόστρωτο, και σκούπισε το ιδρωμένο του μέτωπο. Εκείνοι ήταν εδώ. Και σκότωσαν τη Λουτσιάνα.
ΑΣΜΑ XII
Οι Φιλάργυροι και οι Σπάταλοι Τέταρτος Κύκλος: Φιλάργυροι και Σπάταλοι, που κυλούν βράχους ανταλλάσσοντας ύβρεις. Οι πράκτορες της Quarantia ανέσυραν από το κανάλι την πλούσια χήρα Λουτσιάνα Σαλιέστρι. Το σημείο ήταν αρκετά βαθύ ώστε να επιτρέπει τη διέλευση των πλοίων· η Λουτσιάνα είχε χαθεί στο βυθό, και χρειάστηκε χρόνος για να την ανακτήσουν, παρ’ ότι η αυτοσχέδια βυθοκόρηση έγινε με τους ταχύτερους δυνατούς ρυθμούς. Ούτως ή άλλως, ο θάνατός της είχε επέλθεΐ πριν από τον πνιγμό, ως αποτέλεσμα του τραυματισμού της στο λαιμό από το σχοινί και της πτώσης της στην αποβάθρα. Το πτώμα της, καθώς το ανέσυραν από το νερό, θύμισε στον Πιέτρο την Οφηλία, με τα μακριά της πέπλα να στάζουν, το πρόσωπο πελιδνό και το στόμα ανοιχτό σαν του ψόφιου ψαριού. Οι πέτρες που την είχαν παρασύρει είχαν μείνει στο βούρκο. Στο κανάλι διασταυρώνονταν μαύρες γόνδολες, σκάφη πένθιμα και σιωπηλά. Σε έναν από τους τοίχους του δωματίου όπου ο Πιέτρο είχε αιφνιδιάσει τον δράστη, βρήκαν την καθιερωμένη επιγραφή, που τη φορά αυτή έλεγε τα εξής: Τούτοι όλοι, στην πρώτη τους ζωή, Απ’ το μυαλό τους ήτανε στραβοί, Έτσι που δεν ξοδέψανε ποτέ με προσοχή.
Η Λουτσιάνα, η Λουτσιάνα που σπαταλούσε όλη της την περιουσία στις τουαλέτες οι οποίες της ήταν απαραίτητες για να πωλεί τα θέλγητρά της, αυτή την περιουσία που είχε κληρονομήσει από τον σύζυγό της, τον έμπορο χαλιών, ο οποίος όσο ζούσε ήταν διάσημος για τη φιλαργυρία του σαν τον Πανταλόνε, την αλληγορική μορφή των θεατρικών σκηνών. Ή τραγουδιστή φωνή της νεαρής γυναίκας αντηχούσε ακόμη στα αυτιά του Πιέτρο. Αιώνια του η μνήμη! είχε πει για τον Μεσέρ Σαλιέστρι, τον σύζυγό της, του οποίου διασπάθιζε την πλούσια κληρονομιά. Το ξέρετε, ο καημενούλης μου είχε την αίσθηση του εμπορίου και του χρήματος. Ενίοτε πέρα από κάθε λογική. Με εμένα συμβαίνει το αντίθετο: διαθέτω αλάνθαστο αισθητήριο για άλλων ειδών συναλλαγές, που δεν αντέχω να αρνηθώ στον εαυτό μου. Εκείνη που ήθελε πάντα να είναι ελεύθερη, που τα νιάτα και η δροσιά της είχαν πάρει τα μυαλά του γερουσιαστή Τζιοβάνι Καμπιόνι και τόσων άλλων, σε λίγο θα βρισκόταν δύο μέτρα κάτω από τη γη, με συντροφιά της τα σκουλήκια. Ένα άλλο είδος σπατάλης της σάρκας. Αποκαρδιωμένος, ο Πιέτρο καθόταν με την πλάτη στηριγμένη στον τοίχο, σε απόσταση λίγων μέτρων από την κεντρική είσοδο της βίλας Βικάριο, έχοντας συντροφιά του τον Λαντρέτο. Ο Εμίλιο Βιντικάτι από την πλευρά του συνομιλούσε με τον οικοδεσπότη, και ήδη οι πράκτορές του, εξαντλημένοι, είχαν λάβει διαταγή να ανακρίνουν ο καθένας τους και από μια ομάδα προσκεκλημένων στο συμπόσιο. Ο Πιέτρο ήταν πεπεισμένος ότι δεν επρόκειτο να σημειώσουν μεγαλύτερη πρόοδο απ’ ότι τις προηγούμενες φορές. Ή Λουτσιάνα, το εφήμερο Ντόμινο. Δολοφονημένη. Ένας ακόμη φόνος. Ο Πιέτρο δεν ήταν πλέον σε θέση να σκεφτεί. Μετάνιωνε που δεν την είχε κρατήσει κοντά του. Και, ακόμη χειρότερα, την είχε
προφανώς θέσει σε κίνδυνο με τη μανία του να παριστάνει τον στρατολόγο πρακτόρων. Στην ιδέα και μόνο πως κάτι τέτοιο θα μπορούσε να είχε συμβεί -ήταν ακόμη πιθανό να συμβεί- στην Άννα Σανταμαρία, ένιωθε το αίμα του να παγώνει. Όμως αρκετά! Έπρεπε πάση θυσία να ενημερώσει τον Εμίλιο για τα όσα είχε ανακαλύψει στο γραφείο του Οτάβιο. Ο Πιέτρο ένιωθε ενοχές. Ή Λουτσιάνα δεν άξιζε τέτοιο τέλος. Ο θάνατος αυτός θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί. Αν ο ίδιος διέθετε μεγαλύτερη πνευματική εγρήγορση, αν είχε μιλήσει νωρίτερα... Του ερχόταν να κάνει εμετό, να ξεσπάσει σε κλάματα. Όσο για τον πρέσβη, είχε αποκοιμηθεί πανευτυχής στις αγκάλες των δύο Βενετσιάνων καλλονών του, εξουθενωμένος από τα ερωτικά του κατορθώματα και το αλκοόλ. Απ’ όλη αυτή την αναταραχή, δεν είχε ακούσει τίποτε. Κάποια στιγμή εμφανίστηκε στο πλατύσκαλο της βίλας με τη στολή του παγωνιού, έχοντας κάπως συνέλθει, αλλά ακόμη αγουροξυπνημένος· μόλις πρόλαβε να παρακολουθήσει τις προσπάθειες ανάσυρσης του πτώματος, και άρχισε να αντιδρά με μικρά επιφωνήματα τρόμου, ώσπου ο Εμίλιο έσπευσε να τον καθησυχάσει και να τον στείλει πίσω, με πλήθος υπηρέτες και ικανή φρουρά, στα επίσημα διαμερίσματά του. Ισχυρό όντως πλήγμα για τους καλούς διπλωματικούς τρόπους! Όμως ο Βιντικάτι θα έβρισκε εντέλει μια εξήγηση και ο πρέσβης θα πειθόταν ότι όλα αυτά δεν ήταν και τόσο τρομερά. Ο ζωγράφος, από την πλευρά του, είχε εξαφανιστεί μέσα στη νύχτα. Προφανώς είχε αποχωρήσει για να κοιμηθεί. Τα Πουλιά της Φωτιάς συνέχιζαν το μεγάλο εγχείρημά τους· και ενώ όλα τα μάτια ήταν στραμμένα στον Πιερ-Φρανσουά ντε Βιλεντιέ, σκότωσαν τη Λουτσιάνα. Με το ρυθμό που εξελίσσονταν τα πράγματα, ο γερουσιαστής Τζιοβάνι Καμπιόνι είχε όλες τις πιθανότητες να είναι ο επόμενος στον κατάλογο. Και μέχρι τώρα, οι οπαδοί του Δόγη, με πρώτο τον Πιέτρο, έρχονταν πάντα
καθυστερημένοι. Ο Diavolo τους χειραγωγούσε κατά τις ορέξεις του. Ή μελέτη των βαθμιδών της Κόλασης και των τιμωριών που συνδέονταν με τους διάφορους δαντικούς κύκλους δεν επαρκούσε για να μαντέψουν την ταυτότητα των επόμενων θυμάτων. Στο παιχνίδι αυτό, οι Δέκα κινδύνευαν να είναι πάντα χαμένοι. Ο Πιέτρο έψαξε στην τσέπη του μανδύα του για να ρίξει μια ματιά στο τελευταίο του εύρημα. Είχε φροντίσει να ερευνήσει τα ρούχα του φαντάσματος, του Ραμιήλ από το τάγμα των Θρόνων. Δεν είχε βρει τίποτε· τίποτε, εκτός... από την κάρτα που τώρα χόρευε κάτω από το βλέμμα του. Ήταν μια κάρτα Ταρό. Ο Διάβολος φυσικά. Έμοιαζε να είχε φιλοτεχνηθεί για την περίσταση. Απεικόνιζε τον Εωσφόρο εμπρός σε ένα είδος ζωδιακού κύκλου που θύμιζε τις Εννέα Λεγεώνες τις οποίες περιγράφει ο Ραζιήλ στις Δυνάμεις του Κακού· τις τρεις από αυτές τις ζώνες τις κάλυπτε το σώμα του Θ ηρίου. Με το ένα του χέρι, δύσμορφο και γεμάτο ρόζους, κρατούσε μια κρεμασμένη γυναίκα που είχε στα πόδια της δεμένες πέτρες, ενώ κάτω αριστερά μια ακαθόριστη μορφή κυλούσε έναν βράχο. Για μία ακόμη φορά, η Χίμαιρα προσέφευγε σε αλληγορίες. Και για μία ακόμη φορά, η ίδια, ή ο απεσταλμένος της, εμφανιζόταν σαν μια φευγαλέα σκιά, χτυπούσε κατευθείαν στην καρδιά και μετά εξαφανιζόταν χωρίς να δώσει στον αντίπαλο την παραμικρή δυνατότητα να αντιδράσει. Το πλήγμα της κόμπρας. Ο Πιέτρο επανήλθε στην κάρτα του Ταρό. Το πρόσωπο του Διαβόλου ήταν ολόκληρο ένας μορφασμός· τα μάτια του αστραποβολούσαν κάτω από τα τραγίσια του κέρατα. Ο Πιέτρο, που στο παρελθόν είχε ασχοληθεί με κάθε λογής χαρτοπαίγνια και με όλα τα είδη της αστρολογίας, ήταν εξοικειωμένος με τις απεικονίσεις αυτού του
τύπου. Και είχε και πάλι την αίσθηση ότι το συγκεκριμένο «μήνυμα» απευθυνόταν στον ίδιο. Ύψωσε το βλέμμα όταν πλησίασε προς το μέρος του ο φίλος του, ο Εμίλιο Βιντικάτι. «Ή ταυτότητα του φαντάσματος σου, στο δρομάκι, μας είναι άγνωστη, προς το παρόν τουλάχιστον. Πιέτρο... Ήξερες ότι η περιουσία της Λουτσιάνα Σαλιέστρι ήταν ακόμη μεγαλύτερη απ’ όσο πιστεύαμε; Τελικώς χρωστούσε πολλά στον σύζυγό της. Ήταν τόσο σπάταλη όσο εκείνος ήταν τσιγκούνης. Σίγουρα ο Diavolo θα πρέπει να διασκέδασε πολύ μ’ αυτό... Άραγε να φοβόταν μήπως εκείνη σου ομολογήσει κάτι; Ο Πιέτρο ανασηκώθηκε με κόπο. Και οι δύσκολες στιγμές δεν είχαν ακόμη τελειώσει. «Θα έπρεπε να πας να ξεκουραστείς», συνέχισε ο Εμίλιο. «Θα προσπαθήσω κι εγώ να κοιμηθώ λίγες ώρες. Το έχουμε ανάγκη και οι δύο». Ο Πιέτρο αναστέναξε. «Ναι, θα πάω κι εγώ σε λίγο. Όμως, Εμίλιο... έχω κάτι να σου πω». Ο τόνος του Πιέτρο προβλημάτισε έντονα τον Βιντικάτι. Διερωτήθηκε για ποια καταστροφή επρόκειτο να ακούσει τώρα. «Ή Λουτσιάνα όντως μου μίλησε. Φαντάσου ότι... ότι από καιρού εις καιρόν δεχόταν επισκέψεις από κάποιον... κάποιον που δεν με εκτιμά διόλου». Ο Εμίλιο συνοφρυώθηκε. «Εννοείς...»
«Ναι, φίλε μου, εννοώ τον Οτάβιο. Και δεν είναι μόνο αυτό, Άκουσε με: το Συμβούλιο των Δέκα πρέπει οπωσδήποτε να τον καλέσει στο παλάτι. Και, ει δυνατόν, να οργανώσει αιφνιδιαστική έρευνα στη βίλα του στη Σάντα Κρότσε. Το ταχύτερο δυνατόν, Εμίλιο! Τώρα υπάρχει κίνδυνος να γίνει καχύποπτος». «Περίμενε, περίμενε... Για ποιο πράγμα μού μιλάς; Πιέτρο, μήπως...» Το πρόσωπό του φωτίστηκε, και το ίδιο δευτερόλεπτο ξανασκοτείνιασε. «Την είδες. Την είδες, έτσι δεν είναι; Πήγες και τη βρήκες!» «Είχα στοιχεία, Εμίλιο. Έπρεπε να το κάνω! Είχα πρόσβαση στο γραφείο του Οτάβιο! Εκεί είδα κάτι, κάποια ακατανόητα σχέδια, που μνημόνευαν τον Μίνωα! Εμίλιο, δεν μπορεί αυτό να είναι τυχαίο!» Ο Βιντικάτι κουνούσε το κεφάλι. Δεν πίστευε στ’ αυτιά του. Το πρόσωπό του είχε χλομιάσει, καθώς ήταν ήδη καταβεβλημένος από την κόπωση της νύχτας και των τελευταίων γεγονότων. «Πιέτρο, μου λες τώρα ότι... πήγες στην κατοικία της Άννας Σανταμαρία! Ότι ερεύνησες παράνομα το ιδιαίτερο γραφείο του γερουσιαστή, Εσύ, πήγες στο μοναδικό μέρος όπου... Σίγουρα ονειρεύομαι!» «Εμίλιο, άκουσες τι σου είπα;» «Κι ΕΣΥ, Πιέτρο, με άκουσες εμένα; Μα για όνομα του Θεού! Μου το είχες ορκιστεί!» Τώρα ήταν πραγματικά έξαλλος. Πυροβόλησε τον Πιέτρο με το βλέμμα. «Ο Οτάβιο είναι αναμεμειγμένος στη συνωμοσία, είμαι πεπεισμένος γι’ αυτό! Πρέπει να γίνει αστυνομική έρευνα στην
κατοικία του, και μάλιστα σήμερα το πρωί!» «Μα έλα λοιπόν! Πιστεύεις ότι μπορώ να κάνω ανάστατη τη βίλα του με ένα απλό χτύπημα των δαχτύλων μου; Μου μιλάς για αστυνομική έρευνα; Ή οποία θα στηρίζεται πού, Πιέτρο; Στη βάση των δικών σου καταγγελιών; Των καταγγελιών της Μαύρης Ορχιδέας, του κρατούμενου που τον ελευθέρωσα από τα Μολύβια, και που μου το ανταποδίδει τόσο άσχημα; Της Μαύρης Ορχιδέας, που μου είχε υποσχεθεί να ξεχάσει τη Σανταμαρία; Που είναι ορκισμένος εχθρός του Οτάβιο; Μα θα γελοιοποιηθώ εντελώς! Ποιος θα πιστέψει ότι δεν επιδιώκεις την εκδίκηση; Ποιος θα πιστέψει...» «Όμως ξέρω τι είδα, Εμίλιο, δεν τ’ ονειρεύτηκα!» «Και είδες π;» είπε εκείνος ανοίγοντας τα χέρια. «Σχέδια! Υπέροχα! Και το όνομα του Μίνωος! Μα μετά το θάνατο του υαλουργού το όνομα αυτό βρίσκεται σε όλα τα χείλη στη Βενετία! Πιέτρο, πού είναι οι αποδείξεις; Δεν στοιχειοθετείται η παραμικρή υποψία! Τι θέλεις να κάνω; Να στείλω να συλλάβουν τον Οτάβιο στο όνομα της Μαύρης Ορχιδέας;» «Στο κάτω κάτω, θα ήταν μια δίκαιη ανταπόδοση. Εμίλιο...» Ο Πιέτρο έπιασε τον Βιντικάτι από το μπράτσο. «Πρέπει να με εμπιστευτείς. Ο Οτάβιο είναι το πιο σοβαρό στοιχείο μας». Με τα χαρακτηριστικά τραβηγμένα και τα δόντια σφιγμένα, ο Εμίλιο κοίταξε με ένταση τον πράκτορά του. Τα δευτερόλεπτα έμοιαζαν ατέλειωτα. Τέλος, κούνησε ξανά το κεφάλι αναστενάζοντας. «Θα προσπαθήσω να κανονίσω μια συνάντηση με την Criminale
στο παλάτι. Όμως μυστικά, Πιέτρο. Και εσύ δεν θα συμμετάσχεις. Με άκουσες; Δεν πρέπει επ’ ουδενί να μαθευτεί ότι εσύ βρίσκεσαι πίσω από αυτό το εγχείρημα. Διαφορετικά, θα απολέσουμε όση αξιοπιστία μάς έχει απομείνει. Και εγώ δεν μπορώ πλέον να επιτρέψω στον εαυτό μου μια νέα ταπείνωση». Αναστέναξε. «Όχι, αυτό δεν μπορώ να το επιτρέψω». «Φυσικά. Όμως μην τον αφήσετε! Ανήκει στις Στρίγκες, είμαι βέβαιος γι’ αυτό! Ίσως και να είναι ο ίδιος ο Diavolol» «ll Diavolo... αυτός... Ναι, ναι, βέβαια». Ο Εμίλιο αναστέναξε και πάλι. «Και τώρα, Πιέτρο, μπορείς να μου πεις τι ακριβώς σκοπεύεις να κάνεις;» «Θα πάω να βρω έναν παλιό μου γνώριμο. Το χέρι του Πιέτρο έπαιξε ξανά με την κάρτα του Ταρό που είχε κρύψει στο επανωφόρι του. «Κάποιον ονόματι Φρέγκολο,..» Σήκωσε το γιακά του επανωφοριού του γύρω από το πρόσωπό του. Από τα γκρίζα σύννεφα έπεφτε βροχή. «...Έναν χαρτομάντη».
*****
Ο Αντρέας Βικάριο, με τη μαύρη και ασημένια στολή του και την ηλιακή μάσκα του στο χέρι, στεκόταν μόνος στη μέση της loggia, που τώρα είχε ερημώσει. Οι πράκτορες της Quarantia είχαν συστήσει να μην αγγίξει κανείς τίποτε μέχρις ότου ολοκληρώσουν την έρευνά τους. Ο Αντρέας χαμογέλασε. Γύρω του τα ροδοπέταλα, το ρύζι, τα κοτιγιόν, οι σερπαντίνες και οι διαλυμένες γιρλάντες σκέπαζαν το δάπεδο. Ο χορός είχε στεφθεί με επιτυχία. Ο ίδιος είχε παραστήσει με ιδιαίτερο ταλέντο το θύμα και τον προσβεβλημένο ευπατρίδη. Δεν είχε χρειαστεί να προσπαθήσει, έτσι ήταν το φυσικό του. Τώρα βρισκόταν μόνος του μέσα στην αυτοκρατορία του και συνέχαιρε τον εαυτό του για το νέο του κατόρθωμα. Σύντομα η υπόθεση θα απασχολούσε το Μέγα Συμβούλιο, ήταν αναπόφευκτο. Λίγες μόλις ημέρες πριν από την εορτή της Αναλήψεως, η Βενετία θα ήταν σε πλήρη αναβρασμό. Όλοι είχαν τώρα αναχωρήσει, οι προσκεκλημένοι, η Criminale. Μόλις θα λάβαινε την επίσημη άδεια, ο Αντρέας θα πρόσταζε τους υπηρέτες του να βάλουν μια τάξη στην κατοικία του. Μοναδική σκιά στον πίνακα: ο Ραμιήλ είχε αποκαλυφθεί και ήταν νεκρός. Όμως αυτό δεν αποτελούσε επαρκές στοιχείο για τη Μαύρη Ορχιδέα ώστε να φθάσει η κυβέρνηση μέχρι τον ίδιο. Ίσως να τον υποπτευόταν ήδη, όμως ο Αντρέας δεν το θεωρούσε πιθανό. Είχε πάρει εγκαίρως τις πληροφορίες του γι’ αυτόν τον Πιέτρο Βιραβόλτα. Ήταν πραγματικά διάσημος. Ο Αντρέας είχε καταλάβει τον τρόπο σκέψης του. Δεν τον ικανοποιούσαν οι υπερβολικά προφανείς αλήθειες. Και την αλήθεια αυτή την είχε κυριολεκτικά δίπλα του! Ήταν τόσο φωτεινή που τον θάμπωνε... όπως ο ήλιος. Ο Μίνως κοίταξε τη μάσκα του και έφυγε γελώντας δυνατά.
*****
Κάπου στα όρια της Αδριατικής, ανάμεσα στις 16 μοίρες βόρειο γεωγραφικό πλάτος και στις 40 ανατολικό μήκος, κοντά στον πορθμό του Οτράντο, ένας νεαρός ναύτης κατέβαινε από τη γέφυρα προς τα διαμερίσματα του πλοιάρχου του. Διασκέλισε μερικά σκαλιά, βυθίστηκε στο σκοτάδι και άνοιξε μια πόρτα, αφού πρώτα χτύπησε τρεις φορές. Ο πλοίαρχος στεκόταν πίσω από το γραφείο του, με επίσημη στολή, μπλε σακάκι με επωμίδες και χρυσά κουμπιά, και φορώντας την περούκα του. Κάτω από τα μάτια του ήταν απλωμένοι χάρτες της περιοχής, καθώς και ένας εξάντας και μια πυξίδα. Ο ναύτης χαιρέτισε τον πλοίαρχο και στάθηκε προσοχή. Ο πλοίαρχος εδώ και κάποια ώρα ονειροπολούσε· όλες αυτές οι ώρες της απραξίας τον είχαν κουράσει. Σκεφτόταν την Αντσίλα, την αγαπημένη του Αντσίλα Αντεοντάτ, που την είχε αφήσει στη Βενετία. Ήλπιζε πως σύντομα θα ξανάβλεπε τη γλυκιά μιγάδα του, που το κορμί και η ευθυμία της του έλειπαν τόσο. Τώρα πλέον ήταν ζήτημα ημερών. Και το νέο που του έφερε ο ναύτης ενίσχυσε αυτή του την πεποίθηση. «Μια αντιπροσωπεία από τη Σάντα Μαρία βρίσκεται εδώ, πλοίαρχέ μου. Τρεις στρατιώτες έφθασαν με βάρκα πριν από λίγα λεπτά. Μας παρέδωσαν αυτό εδώ. Και έχουν έρθει και οι φρεγάτες». Ο πλοίαρχος πήρε την επιστολή που του έδωσε ο ναύτης, την ξεσφράγισε και τη διάβασε γρήγορα. Ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του. Κοίταξε τον ναύτη, έσφιξε τα χείλη και είπε: «Καλώς. Περιττό να τους αφήσουμε να περιμένουν. Θα σας βρω στη γέφυρα».
Πράγματι, λίγα λεπτά αργότερα ήταν εκεί. Το υγρό ξύλο έτριξε κάτω από τα πόδια του· γύρω του κάποιοι μούτσοι έτριβαν και έπλεναν τα σανίδια, κάτω από έναν μολυβένιο ήλιο. Ο πλοίαρχος, με μια διόπτρα στο χέρι, οσμίστηκε για μια στιγμή τον πελαγίσιο άνεμο. Ύψωσε τα μάτια προς τον καθαρό ουρανό και χρειάστηκε λίγο χρόνο για να συνηθίσει το ξαφνικό φως. Γέμισε τα πνευμόνια του με την αλμυρή δροσιά, που την ένιωσε σαν ευλογία. Αισθανόταν εντελώς αναζωογονημένος. Από κάτω του, κάποιοι ναύτες ήταν κρεμασμένοι στα ξάρτια, στα κατάρτια και τα αντερείσματα, σαν πουλιά μέσα σ’ ένα μεγάλο κλουβί. Ο καπετάνιος αγνάντεψε την ακτή του χαμένου αυτού ορμίσκου, στο νησί της Κέρκυρας, όπου ναυλοχούσαν τα πλοία. Έπειτα κατευθύνθηκε προς την αντιπροσωπεία της Σάντα Μαρία. Πέρασε φευγαλέα το χέρι του πάνω στο προστήθιό του, χαϊδεύοντας τα παράσημα που το κοσμούσαν. Με το άλλο χέρι έσφιγγε τη λαβή του ξίφους που κρεμόταν στο πλάι του. Σε λίγο βρέθηκε ενώπιον των τριών στρατιωτών της Σάντα Μαρία. Άρχισαν οι συζητήσεις. Οι συνομιλίες και οι διαπραγματεύσεις διήρκεσαν περίπου μισή ώρα· έπειτα η αντιπροσωπεία επιβιβάστηκε και πάλι στη λέμβο της και αναχώρησε με κατεύθυνση τη γαλέρα απ’ όπου είχε ξεκινήσει. Ο πλοίαρχος τους παρακολουθούσε να απομακρύνονται, και κατόπιν συγκέντρωσε το πλήρωμά του για να δώσει τις τελευταίες οδηγίες και να τους εμψυχώσει. Στον ναύτη που στεκόταν πλάι του είπε: «Ή συνένωση με τα πλοία του Φον Μάρκεν θα λάβει χώρα στα ανοιχτά της Πελαγκόζα». Κατόπιν πήρε βαθιά εισπνοή ικανοποίησης. «Εμπρός!» είπε. Ύψωσε το βλέμμα προς το μεσαίο κατάρτι.
«Όρτσα τα πανιά! Ξεκινάμε». Οι ναύτες ρίχτηκαν στο στηθαίο και τα σχοινιά και έλαβαν θέσεις στα κουπιά και το πηδάλιο· τα τεράστια πανιά υψώθηκαν αργά· οι μούτσοι παράτησαν τους κουβάδες τους με το νερό για να λύσουν τις άγκυρες· άκουγες τον παφλασμό των κυμάτων και τον θόρυβο των κουπιών που άρχιζαν να χτυπούν το ένα με το άλλο για να βρουν το ρυθμό τους και τον σωστό συντονισμό. Λίγο πιο μακριά, η Σάντα Μαρία ετοιμαζόταν και αυτή να αποπλεύσει. Ακούγονταν φωνές, γέλια, επιφωνήματα, τραγούδια που τόσον καιρό τα συγκρατούσαν. Το πλοίο ξεκίνησε, ο άνεμος φούσκωσε τα πανιά, η πλώρη με το ομοίωμα αναμαλλιασμένης γοργόνας έσχισε τον αφρό· από την πρύμνη ως το πίσω κατάρτι, ήλεγχαν τις οβίδες και τα κανόνια. Στην καμπίνα του πλοιάρχου, εξάντας και πυξίδα κινούνταν πάνω στους απλωμένους χάρτες. Επιβλητικές, υπερήφανα αγέρωχες στον ήλιο, η Σάντα Μαρία και το Κόσμημα της Κέρκυρας, πλαισιωμένες από τις δύο φρεγάτες, σαν λευκά πουλιά πάνω στη γαλήνια θάλασσα, εγκατέλειψαν τις ακτές του όρμου. Λίγο αργότερα, στην Πελαγκόζα, στη μέση της Αδριατικής, ενώθηκαν μαζί τους δύο γαλέρες και τέσσερις ακόμη φρεγάτες. Τώρα ο στολίσκος έπλεε προς τη Γαληνοτάτη.
*****
Ύστερα από λίγες ώρες ύπνου, που ήταν βαρύς και τον τάραζαν
εφιάλτες, ο Πιέτρο ετοιμάστηκε ξανά και αναχώρησε μαζί με τον υπηρέτη του για να συναντήσει τον Μεσέρ Πιέτρο Φρέγκολο, που ασκούσε την τέχνη του στην οδό Βαλαρέσα, δυο βήματα από την Πλατεία του Αγίου Μάρκου. Ο Φρέγκολο ανήκε σε εκείνους τους αστρολόγους που ενίοτε τους συμβουλεύονταν οι μεγάλοι του κόσμου· ο ίδιος ο Πιέτρο είχε επιδοθεί σ’ αυτή την απάτη με σχετική επιτυχία στο απώτερο, όπως του φαινόταν τώρα, παρελθόν, την εποχή που τον περιέβαλλε με την προστασία του ο γερουσιαστής Οτάβιο. Ωστόσο αυτό το είδος «επαγγέλματος» τελούσε υπό την αυστηρή επίβλεψη του Κράτους· ο Φρέγκολο το ασκούσε στο πίσω μέρος του καταστήματος του, ενώ η πρόσοψη του κτιρίου της οδού Βαλαρέσα υποδείκνυε μια πολύ πιο αξιοσέβαστη ασχολία. Ή κύρια δραστηριότητά του παρέμενε η πώληση επίπλων περιωπής, και μολονότι αυτή η «κάλυψη» δεν ξεγελούσε κανέναν, του επέτρεπε ωστόσο να υποβαθμίζει φαινομενικά τη σπουδαιότητα του δεύτερου επαγγέλματός του, για το οποίο μιλούσε σκωπτικά στους σκεπτικιστές, ενώ ταυτοχρόνως το έπαιρνε απολύτως στα σοβαρά όταν εκείνοι που ζητούσαν να τον συμβουλευτούν έκαναν το ίδιο. Ο Πιέτρο, αφού έριξε μια ματιά στην περίφημη προμετωπίδα, πράσινη με χρυσά γράμματα, εισήλθε στο κατάστημα. Όπως το ήλπιζε, βρήκε τον Φρέγκολο πίσω από το γραφείο του, ανάμεσα σε λουστραρισμένα σεκρετέρ, ντουλάπες με ρομβόσχημες πόρτες και άλλα ιδιόρρυθμα έπιπλα. Διάκοσμος πλούσιος και εκλεπτυσμένος, ενώ στον αέρα πλανιόταν η ευχάριστη οσμή του ξύλου και του κεριού. Ο Πιέτρο εξέθεσε με συντομία στον χαρτομάντη τον σκοπό της επίσκεψής του, ενώ ο Λαντρέτο κυκλοφορούσε ανάμεσα στα κομοδίνα και διασκέδαζε με το να ανακαλύπτει και να ανοίγει τα μυστικά συρτάρια που έκρυβαν. Ακούγοντας τον Βιραβόλτα, ο Φρέγκολο συνοφρυώθηκε και πήρε σοβαρό ύφος. Μετά κάλεσε τους δύο άνδρες να τον ακολουθήσουν, δείχνοντάς τους με το χέρι το
πίσω μέρος του καταστήματος του. Διέσχισαν δύο παραπετάσματα και ο Φρέγκολο τους υπέδειξε να καθίσουν σε μια πολυθρόνα. Τώρα ο Πιέτρο και ο υπηρέτης του βρίσκονταν σε ένα δωμάτιο εντελώς διαφορετικό από το προηγούμενο. Μπλε και μαύρες κουρτίνες, διάσπαρτες με άστρα, κάλυπταν όλους τους τοίχους. Μετά βίας έβλεπε κανείς. Πάνω σε ένα στρογγυλό τραπέζι με πορφυρό κάλυμμα ήταν ακουμπισμένες κάποιες αποκρυφιστικές πραγματείες με υποβλητικούς τίτλους, καθώς και μια κρυστάλλινη σφαίρα και ένα εκκρεμές, καλλιτεχνικά τοποθετημένο σε μια ανοιχτή δερμάτινη θήκη. Ο Πιέτρο χαμογέλασε και σταύρωσε τα πόδια, ενώ ο Φρέγκολο ζητούσε από τους νεοφερμένους να κάνουν λίγη υπομονή. Για ένα ή δύο λεπτά, εξαφανίστηκε πίσω από μία κουρτίνα. Όταν επέστρεψε, ήταν μεταμορφωμένος. Δεν φορούσε πλέον το tabarro και το καφέ παντελόνι του, αλλά ένα ένδυμα με φαρδιά μανίκια, διακοσμημένο και αυτό με άστρα, που θύμιζε ανατολίτικο καφτάνι, και στο κεφάλι ένα τουρμπάνι. Ο Φρέγκολο είχε γκρίζο μυτερό γενάκι, πυκνά φρύδια και ρυτιδωμένο πρόσωπο. Ένα είδος δόγη ή μάγου των άστρων. Ή τέλεια αμφίεση, σκέφτηκε ο Πιέτρο. Ήξερε μέχρι ποιου σημείου η εξωτερική αίγλη μπορούσε να εντυπωσιάσει τα αδύναμα πνεύματα. «Δείξτε μου την κάρτα». Ο Πιέτρο τού την έδωσε και ο χαρτομάντης την εξέτασε προσεκτικά. «Ο Διάβολος... Ή κάρτα αυτή έχει ζωγραφιστεί προσφάτως. Είναι η πρώτη φορά που βλέπω τέτοιου είδους απεικόνιση. Δεν είμαι βέβαιος αν αποτελεί μέρος μιας πλήρους τράπουλας... Όμως, μετά απ’ όσα μου είπατε, αυτό δεν με εκπλήσσει διόλου. Πράγματι, είναι πιθανόν να φιλοτεχνήθηκε ειδικά για σας. Ο μύθος του Διαβόλου μοιάζει περίπου με τον μύθο του Δράκοντα, του ερπετού. Είναι
συνήθως η δέκατη πέμπτη κάρτα της μεγάλης αρκάνας του Ταρό... Τοποθετείται ανάμεσα στην Εγκράτεια και τον Οίκο Θεού... Συμβολίζει την ένωση των τεσσάρων στοιχείων για τον κορεσμό των παθών, με οποιοδήποτε τίμημα. Στην αστρολογία, αντιστοιχεί με τον Τρίτο Οίκο του ωροσκοπίου... Είναι, τρόπον τινά, το αντίθετο όχι του Θεού, αλλά της Αυτοκράτειρας, η οποία συμβολίζει την ανώτατη εξουσία και διάνοια είναι η Ουρανία Αφροδίτη των Ελλήνων». «Ή Αφροδίτη, προσωποποίηση της Βενετίας...» είπε ο Πιέτρο στον υπηρέτη του. «Γενικά ο Διάβολος ενσαρκώνει το χάος, την απομίμηση του Θεού, τις δυνάμεις του Κακού. Αυτές ακριβώς τις δυνάμεις που επισημάνατε με την υπαινικτική αναφορά στις Εννέα Λεγεώνες... Όμως η παραδοσιακή του απεικόνιση είναι διαφορετική. Εδώ είναι ημίγυμνος, όπως συχνά συμβαίνει· συνήθως όμως κάθεται επάνω σε μια σφαίρα βυθισμένη σε ένα βάθρο που αποτελείται από έξι διαφορετικά στρώματα. Είναι ερμαφρόδιτος, με μπλε φτερά νυχτερίδας, κόκκινη ζώνη σε σχήμα ημισελήνου κάτω από τον αφαλό και πόδια με γαμψά νύχια. Το δεξί του χέρι είναι υψωμένο και το άλλο κατευθύνει προς το έδαφος ένα γυμνό ξίφος. Στο κεφάλι φορά κίτρινη καλύπτρα αποτελούμενη από ημισελήνους και κέρατα ελαφιού με πέντε διακλαδώσεις. Τον πλαισιώνουν δύο μικροί διάβολοι, ένας αρσενικός και ένας θηλυκός, με ουρά και κέρατα ή στεφανωμένοι με φλόγες. Ο κρεμασμένος -ή μάλλον η κρεμασμένημε τις μεγάλες πέτρες που απεικονίζεται στη δική σας κάρτα, καθώς και το φάντασμα, κάτω αριστερά, που κυλά τους βράχους, είναι καθαρές επινοήσεις για τη συγκεκριμένη περίσταση... Όμως ο υπαινιγμός είναι εμφανής. Οι πέτρες συμβολίζουν την αμαρτία που παρασύρει την κρεμασμένη... ενώ το φάντασμα σπρώχνει εμπρός του την αμαρτία-βράχο για να απαλλαγεί από αυτήν, όπως ο Σίσυφος, ή για να τη δείξει στον κόσμο».
«Έχετε καμιά ιδέα από πού μπορεί να προέρχεται αυτή η κάρτα;» «Όχι, καμία», απάντησε ο Φρέγκολο. Ο Πιέτρο έσκυψε προς το μέρος του χαρτομάντη. «Έχετε ακούσει τίποτε για τα Πουλιά της Φωτιάς;» Άραγε αυτό το μαγικό κλειδί θα λειτουργούσε στην περίπτωση του Φρέγκολο; Οπωσδήποτε στο άκουσμά του εκείνος έδειξε ακόμη πιο ανήσυχος· ωστόσο δεν τον κυρίευσε πανικός, όπως τον πατέρα Καφέλι και τον γερουσιαστή Καμπιόνι. Κινήθηκε προς τα πίσω, ξαναβυθίστηκε στο κάθισμά του, κι έπειτα κοίταξε με ένταση τον Πιέτρο. «Ας πούμε ότι... έχω τη συνήθεια να ενημερώνομαι για διάφορες... αποκρυφιστικές παρεμβάσεις». «Λέγεται πως ο Διάβολος βρίσκεται στη Βενετία, Μεσέρ Φρέγκολο...» «Είναι μια πίστη που πρέπει να αντιμετωπιστεί με άκρα σοβαρότητα». «Ή υπόθεση είναι... πολιτική, πολύ φοβούμαι. Και, κατά τα φαινόμενα, ορισμένοι γερουσιαστές μας εμπλέκονται σε αυτήν». «Ή πολιτική», είπε ο Φρέγκολο, «είναι ένα πεδίο που κατεξοχήν ευνοεί την αντιπαράθεση ανάμεσα στο Καλό και το Κακό. Αν σας λένε ότι το σκότος έφθασε, αυτό δεν εξαρτάται μόνο από τον άνθρωπο, αλλά από την έμπνευση που κρύβεται πίσω του. Αυτή η έμπνευση -ο Εωσφόρος αυτοπροσώπως— δεν είναι ένας απλός μύθος, αλλά μια πραγματικότητα. Θα πρέπει να το αποδεχθείτε, διαφορετικά θα είστε πάντοτε χαμένοι. Πρέπει να προετοιμαστείτε για το αδιανόητο».
«Οπωσδήποτε, φίλε μου. Οπωσδήποτε... Όμως τι γνωρίζετε για τα Πουλιά της Φωτιάς;» «Πρόκειται για ένα είδος... αίρεσης, έτσι δεν είναι; Κάποιοι από τους τακτικούς πελάτες μου μου έχουν μιλήσει σχετικά, με συγκεκαλυμμένο τρόπο. Νομίζω μάλιστα ότι ένας από αυτούς είναι μέλος τους. Μου πρότεινε, εμμέσως, να ενταχθώ και εγώ. Όμως εγώ δεν επιδίδομαι στην καββαλιστική ούτε στη μαύρη μαγεία... Το να αρνηθείς να παίξεις το παιχνίδι των δυνάμεων του σκότους μπορεί να οδηγήσει το σώμα σου στο θάνατο, όμως αν δεχτείς, θα χάσεις πολύ περισσότερα. Θα χάσεις την ψυχή σου, φίλε μου». Ο Πιέτρο πέρασε τη γλώσσα του πάνω στα χείλη του γνώριζε πολύ καλά τι ήθελε να πει ο αστρολόγος. «Αυτός ο πελάτης στον οποίο αναφερθήκατε, αυτός που επιχείρησε να σας πείσει να υπογράψετε το συμβόλαιο... Ποιος είναι;» Ο Φρέγκολο δίστασε· το χέρι του έμεινε μετέωρο εμπρός στο μέτωπό του, το οποίο χάιδευε απαλά. Α όχι! σκέφτηκε ο Πιέτρο. Αυτή τη φορά Θα μου το πεις! Δεν Θα φύγω αν δεν το μάθω, έστω και αν χρειαστεί να σε βασανίσω και να σου δώσω να φας μία μία όλες σου τις τράπουλες! · Τέλος ο Φρέγκολο πλησίασε προς τον Βιραβόλτα και του είπε χαμηλόφωνα: «Πρόκειται πράγματι, γερουσιαστή της Βενετίας...»
όπως
προαναφέρατε,
για
έναν
«Αχά!» είπε ο Πιέτρο ζαρώνοντας τα μάτια, με το λαιμό ξαφνικά τεντωμένο προς τα εμπρός. «Ναι. Το όνομά του είναι... Τζιοβάνι Καμπιόνι.
Ο Πιέτρο, εμβρόντητος, στράφηκε προς τον υπηρέτη του. Ο Λαντρέτο μόρφασε. Ώστε λοιπόν είναι ο άλλος.
Πέμπτος Κύκλος
ΑΣΜΑ XIII
Χαρτομαντεία και Πανοπτική «Είναι ψέματα! Πρόκειται για απαίσιο ψέμα! Για συνωμοσία! Για μία ακόμη απόπειρα να με αποσταθεροποιήσουν!» Ο γερουσιαστής Καμπιόνι, καθισμένος απέναντι από τον Πιέτρο, τον Εμίλιο Βιντικάτι και το Συμβούλιο των Δέκα εν πλήρη απαρτία, σε μία από τις μυστικές αίθουσες των Μολυβιών της Βενετίας, δεν σταματούσε πλέον να ωρύεται διαμαρτυρόμενος. Ο αρχηγός της Quarantia Criminate ήταν επίσης παρών. Μάντευε κανείς πόση ενέργεια έπρεπε να επιστρατεύσει ο Καμπιόνι για να αντιμετωπίσει το νέο αυτό πλήγμα που είχε δεχθεί. Ήταν Σάββατο, η Γερουσία επρόκειτο να συνεδριάσει αυθημερόν. Ή Αυτού Εξοχότης φορούσε το ένδυμά του από ερμίνα και την beretta του. Το πρόσωπό του ήταν καταβεβλημένο· τον είχαν πληροφορήσει για τις συνθήκες του θανάτου της Λουτσιάνα Σαλιέστρι και έμοιαζε να έχει γεράσει δέκα χρόνια. Κάτωχρος, με άσπρα μαλλιά, είχε ένα βλέμμα απόκοσμο και ταραγμένο. Από καιρού εις καιρόν σταματούσε, έτοιμος να ξεσπάσει σε αναφιλητά. Ωστόσο είχε υποδειχτεί ως ένοχος. Και ναι μεν παρέμενε το ερώτημα κατά πόσον ήταν δυνατόν να εμπιστευτούν τον Φρέγκολο, όμως οι Δέκα και η Quarantia δεν μπορούσαν να παραβλέψουν κανένα στοιχείο. Στέκονταν ο ένας δίπλα στον άλλον εμπρός από τραπέζια σε ημικυκλική διάταξη. Πραγματικό δικαστήριο. Ο Ερνέστο Καστιλιόνε, ο Σαμουέλε Σιντόνι, ο Νικολό Κανόβα και άλλοι, επίλεκτα μέλη της μυστικής αστυνομίας της Βενετίας, με σκούρα ενδύματα και αυστηρό ύφος, έμοιαζαν έτοιμοι να κατασπαράξουν χωρίς οίκτο τον δυστυχή γερουσιαστή με το πρώτο σφάλμα στο οποίο θα υπέπιπτε. Να ήταν άραγε ο Καμπιόνι
τόσο ταλαντούχος ηθοποιός, ή μήπως ήταν ειλικρινής, όπως εξακολουθούσε να πιστεύει ο Πιέτρο; Στην παρούσα φάση, δεν ήταν πλέον βέβαιος για τίποτε. Ταυτοχρόνως όμως η κατάσταση ήταν κωμική. Ο Πιέτρο γνώριζε ότι την ίδια ακριβώς στιγμή, σε μια διπλανή αίθουσα, ο Εμίλιο Βιντικάτι ανέκρινε τον Οτάβιο. Σταυρωτή μονομαχία γερουσιαστών. Ο Πιέτρο ήταν έξαλλος: θα έδινε τα πάντα για να βρισκόταν στην άλλη αίθουσα, απέναντι στον σύζυγο της Άννας Σανταμαρία. Ήταν πεπεισμένος ότι ο Οτάβιο είχε κλέψει από τη Λουτσιάνα την καρφίτσα που βρέθηκε στο θέατρο Σαν Λούκα και ότι η νεαρή γυναίκα είχε δολοφονηθεί γι’ αυτόν το λόγο. Θα ήθελε να διεξαγάγει την ανάκριση με τον δικό του τρόπο χωρίς όλες εκείνες τις προφυλάξεις που σίγουρα θα λάμβανε ο Εμίλιο στο όνομα μιας «εθιμοτυπίας» που δεν είχε πλέον καμία θέση εδώ, και η οποία, επιπλέον, έμοιαζε να ακολουθεί δύο μέτρα και δύο σταθμά. Ο Πιέτρο ήθελε να στριμώξει τον Οτάβιο. Ναι: παρά τα λεγάμενα του Φρέγκολο, η Μαύρη Ορχιδέα είχε την εντύπωση ότι τους είχαν υποδείξει λάθος εχθρό. «Σκεφτείτε», είπε τέλος ο Καμπιόνι, «σκεφτείτε, σας εκλιπαρώ, εκείνη την καρφίτσα του Σαν Λούκα, και τώρα αυτήν εδώ την κατασκευασμένη, Κύριος οίδε από ποιον απατεώνα, κάρτα του Ταρό δύο στοιχεία που σας οδηγούν κατευθείαν σ’ εμένα! Όλα αυτά δεν σας φαίνονται υπερβολικά προφανή; Είμαι αθώος! Με βλέπετε να καθοδηγώ έναν μυστικό στρατό για να σφετεριστώ την εξουσία; Παραλογίζεστε!» «Οι αντίπαλοί μας μας έχουν αποδείξει πέραν πάσης αμφιβολίας ότι είναι πανούργοι, Εξοχότατε, και ικανοί για κάθε στρατήγημα. Ή Βενετία έχει γνωρίσει χειρότερες στιγμές κατά το παρελθόν. Ή ωραία μας πόλη ανέκαθεν προκαλούσε το φθόνο. Ποιος μας διαβεβαιώνει ότι αυτή την ενοχή, την υπερβολικά προφανή για να είναι αληθινή, δεν την ενορχηστρώσατε εσείς ο ίδιος ακριβώς γι’ αυτόν το λόγο; Μην ποντάρετε λοιπόν τόσο πολύ στην ευφυΐα μας, έχουμε
κουραστεί να σκεφτόμαστε. Θέλουμε γεγονότα. Γνωρίζετε την εξουσία μας, είναι τουλάχιστον ισοδύναμη με τη δική σας, και ο χρόνος μάς πιέζει. Φοβόμαστε τα χειρότερα για την Ανάληψη. Τη Λουτσιάνα Σαλιέστρι την αγαπούσατε, έτσι δεν είναι;» «Ω...» είπε ο Καμπιόνι, εμφανώς συγκινημένος, σε σημείο να φέρει το χέρι του στο μέρος της καρδιάς. «Μην αναμειγνύετε το πιο αγνό πάθος με αυτές τις τρομερές βιαιοπραγίες. Πώς μπορείτε να φαντάζεστε έστω και για μια στιγμή ότι ήταν δυνατόν εγώ να σηκώσω το χέρι μου πάνω σ’ αυτόν τον άγγελο; Ο αποτρόπαιος θάνατός της με σπαράσσει περισσότερο από μια αγέλη σκύλων!» «Το “πιο αγνό πάθος”», επανέλαβε ο Ρικάρντο Μικέλε Πάβι, ο αρχηγός της Quarantia. «Ακούγεται διασκεδαστικό όταν αναφερόμαστε -ο Θεός να συγχωρήσει την ψυχή της- στη μνήμη μιας εταίρας που συνήθιζε να προσφέρει τον εαυτό της στον πρώτο τυχόντα». Ο Πιέτρο έβηξε. «...Τα εγκλήματα πάθους είναι παλιά όσο ο κόσμος», συνέχισε ο Πάβι. «Μήπως ζηλεύατε τους άλλους εραστές της; Γνωρίζατε ότι ήταν πολυάριθμοι!» «Ναι, αυτό ήταν ένα δράμα, πράγματι, ένα δράμα που αφορούσε μόνο εμένα. Όμως τι σχέση έχουν τα αισθήματά μου για εκείνη, τη στιγμή που πρέπει να κυνηγήσουμε τα Πουλιά της Φωτιάς; Πηγαίνετε λοιπόν να βρείτε τον χαρτομάντη σας και...» «Αρνείστε ότι είχατε προσφύγει στις υπηρεσίες του κατά το παρελθόν;» ρώτησε διακόπτοντάς τον ο Βιντικάτι. Στο άκουσμα αυτής της ερώτησης, ο γερουσιαστής χαμήλωσε για
λίγο τα μάτια. «Εγώ... Είναι αλήθεια ότι τον επισκέφτηκα μία ή δύο φορές... Όμως αυτό δεν είχε καμία σχέση με την πολιτική, ήταν μόνο...» Βλέποντας τον γερουσιαστή να χάνει τα λόγια του, ο Πιέτρο αποφάσισε να παρέμβει. «Υπήρξαν κι άλλοι πριν από εσάς», είπε με τόνο εσκεμμένα πιο καθησυχαστικό. «Και μάλιστα πολύ σπουδαίοι: σας μιλώ για τον Αύγουστο, και για όλους τους Ρωμαίους αυτοκράτορες. Μην ανησυχείτε για τον αστρολόγο. Αν είπε ψέματα, θα βρεθεί στο κελί πριν βραδιάσει, κι αυτή τη φορά δεν πρόκειται να τον ελευθερώσουμε. Αυτό που θέλουμε να μάθουμε είναι τι εξακολουθείτε να μας κρύβετε σχετικά με τα Πουλιά της Φωτιάς. Ποιος είναι ο Μίνως; Ποιος είναι ο Βιργίλιος; Ποιος είναι ο αποκαλούμενος ζ7 Diavolo;» Ο Καμπιόνι στράφηκε προς τον Βιραβόλτα. «Εντάξει. Θα σας πω όσα γνωρίζω. Όμως καταλάβετέ με. Κάποιος από σας... ίσως να ανήκει σε εκείνους». Αυτό πήγαινε πολύ για τον εξηντάχρονο Νικολό Κανόβα, που, αν και ευτραφής, ήταν κοφτερός σαν ξυράφι. Όρθωσε το ανάστημά του με έμφαση και παρενέβη ωρυόμενος: «Μην επιβαρύνετε την κατάστασή σας προσθέτοντας τόσο σοβαρές κατηγορίες εναντίον εκείνων που μοναδική τους μέριμνα έχουν τη σωτηρία της Δημοκρατίας!» Ακολούθησε μακρά σιωπή, και κατόπιν ο Καμπιόνι χαμήλωσε και πάλι τα μάτια. «Με απείλησαν, όμως αυτό δεν είναι το πιο σοβαρό». (Για άλλη μια φορά, αναζήτησε υποστήριξη στον Πιέτρο.) «Απείλησαν μέλη της οικογένειάς μου και άλλους κυβερνητικούς γερουσιαστές. Δεν
μπορώ να αναλάβω την ευθύνη να τους θέσω σε κίνδυνο. Πήγατε στη βίλα Μόρα, στο Μέστρε· είδατε περί τίνος πρόκειται, έτσι δεν είναι; Και ήμουν εγώ εκείνος που σας πρόσφερε τη δυνατότητα να αποτιμήσετε τον κίνδυνο. Ίσως τότε χάσατε την ευκαιρία να τους εξολοθρεύσετε. Τώρα είναι ακόμη πιο ισχυροί, οδηγούν εκείνοι το χορό. Όμως ξέρω πως δεν θα σταματήσουν». Νέα σιωπή. «Πολύ καλά! Θα σας τα πω όλα. Πιστέψτε με, δεν θα σας κρύψω τίποτε. Αν γνώριζα περισσότερα, θα φρόντιζα εγώ ο ίδιος να τους αποκαλύψω». Οι Δέκα, ο Πιέτρο και ο αρχηγός της Quarantia ήταν όλο αυτιά. «Ούτως ή άλλως, δεν μπορώ πλέον να κουβαλώ μόνος μου αυτόν το σταυρό. Ιδού λοιπόν. Ο Μίνως είναι μέλος του Μεγάλου Συμβουλίου. Δεν γνωρίζω ποιος ακριβώς είναι. Πιστεύω ότι εκείνος επιχείρησε να δωροδοκήσει τον αστρολόγο Φρέγκολο, όπως έκανε με τόσους άλλους. Τα Πουλιά της Φωτιάς δεν είναι όλοι τους ευγενείς, κάθε άλλο. Πολλοί είναι cittadini που έχουν διεισδύσει στη δημόσια διοίκηση, ή άνθρωποι εξαθλιωμένοι, που εύκολα εντυπωσιάζονται και παρασύρονται στο να πιστέψουν σε ένα ανύπαρκτο όνειρο. Είναι πολύ πιθανό αυτός ο Ραμιήλ, που δολοφόνησε την αγαπημένη μου Λουτσιάνα, να ήταν ένας από αυτούς. Δεν γνωρίζω αν οι ηγέτες της αίρεσης διαθέτουν στηρίγματα στο εξωτερικό, όμως κάτι τέτοιο δεν είναι απίθανο. Δεν έχουν πρόσωπο, και αυτό τους καθιστά ισχυρότερους. Διαπρέπουν στην τέχνη του εκβιασμού με σκοπό να σε πείσουν να προσχωρήσεις στο κίνημά τους, πρώτα με μικρά δώρα, με αναξιοπρεπείς υποσχέσεις και κάθε είδους διεφθαρμένες προσφορές, και μετά με την τρομοκρατία, όταν η προπαγάνδα και η πειθώ δεν επαρκούν πλέον. Σε εμπλέκουν σε αδιέξοδες καταστάσεις, όπως αυτή στην οποία
βρίσκομαι τώρα εγώ. Το πραξικόπημα που ετοιμάζουν θα εκδηλωθεί πράγματι σύντομα, και έχετε δίκιο να φοβάστε τους εορτασμούς της Αναλήψεως, θα μπορούσε αυτή να είναι η κατάλληλη στιγμή. Ο Δόγης θα είναι απροστάτευτος. Όλη αυτή η σκηνοθεσία που τους περιβάλλει είναι μια τεράστια απάτη, με σκοπό τη διάδοση αποκρυφιστικών ψιθύρων και την ενίσχυση της ικανότητάς τους να τρομοκρατούν. Γνωρίζω προπάντων ότι ένας από αυτούς... έχει εγκατασταθεί πολύ κοντά στις Procuratie, όπου έχει ενοικιάσει από μια ιδιοκτήτρια πανάκριβα διαμερίσματα, από τα ελάχιστα που επιτρέπουν να ελέγχει κανείς, από τη στέγη τους, ολόκληρη τη λιμνοθάλασσα. Για ποιο λόγο, δεν το γνωρίζω». «Θέλουμε ονόματα, Εξοχότατε!» επιτέθηκε και πάλι ο Κανόβα. Ονόματα! «Δηλαδή... Υπάρχει όντως κάποιος, κάποιος που πιστεύω ότι κρύβεται πίσω από όλα αυτά, και ο οποίος...» «Κάποιος που πιστεύετε; Δεν θέλουμε εικασίες, κύριε γερουσιαστά, αλλά ονόματα!» Ακολούθησε μακρά σιωπή. Όλοι παρέμεναν ασάλευτοι. Τέλος, οι λέξεις ακούστηκαν ψιθυριστά από τα χείλη του Καμπιόνι: «Σας μιλώ για τον γερουσιαστή Οτάβιο». Ταραχή στην ομήγυρη. Διάσπαρτα επιφωνήματα. Ο Κανόβα βυθίστηκε ξανά στην πολυθρόνα του. Το βλέμμα του Πιέτρο άστραψε. Και μετά, ξανά σιωπή. Ο Καμπιόνι, από την πλευρά του, είχε κλείσει τα μάτια και χάιδευε με τα δάχτυλα τη ράχη της μύτης του. Όταν κοίταξε και πάλι τους άνδρες που βρίσκονταν απέναντι του, είχε κάπως ανακτήσει την αυτοκυριαρχία του. Ο Κανόβα έσκυψε προς τα εμπρός και είπε με τρεμάμενη φωνή: «Αντιλαμβάνεστε τη σοβαρότητα αυτής της κατηγορίας;»
Ο Καμπιόνι συγκατένευσε αργά. Ήταν κάθιδρος. «Πηγαίνετε στις Procuratie και δείτε μόνοι σας. Και ακούστε με καλά. Σε λίγο θα λάβω μέρος στη συνεδρίαση της Γερουσίας. Και όταν θα είμαι εκεί, δεν θα είμαι βέβαιος ούτε για μία στιγμή -και το εννοώ, ούτε για μία στιγμή- ότι τα ζητήματα για τα οποία θα μιλήσουμε, οι αποφάσεις που θα ληφθούν, οι αναφορές που θα μας υποβληθούν, δεν θα διαβιβαστούν πάραυτα σ’ αυτούς τους ανθρώπους, ή τουλάχιστον σε εκείνους από αυτούς που γνωρίζουν το βάρος και τα διακυβεύματα των δημοσίων πραγμάτων». Και κατέληξε: «Μεσέρε, υπάρχει ένα σημείο στο οποίο συμφωνούμε: η κατάσταση αυτή δεν μπορεί να συνεχιστεί Πρέπει να ενώσουμε τις δυνάμεις μας, όσο και αν ριψοκινδυνεύσουμε. Ούτε εγώ ο ίδιος ούτε οι δεδηλωμένοι οπαδοί μου, στη Γερουσία και το Μεγάλο Συμβούλιο, δεν μπορούμε πλέον να αποσείουμε τις ευθύνες μας. Δεσμεύομαι ενώπιον σας ότι θα τους πείσω να σας αποκαλύψουν με τη σειρά τους οτιδήποτε γνωρίζουν. Θα έχετε τα ονόματά τους, και τότε θα μπορείτε να τους θεωρείτε ως τους πλέον πιστούς στις τάξεις σας. Ξέρω ότι η προδοσία υπάρχει παντού, όμως στο σημείο αυτό θα πρέπει να με εμπιστευτείτε. Θα τους οδηγήσω σ’ εμάς και θα δώσουμε τη μάχη με όλα τα μέσα που διαθέτουμε έστω και αν χρειαστεί να έρθουν όλα αυτά στο φως. Ο Δόγης υποδέχεται τον πρέσβη της Γαλλίας: είναι μια ατυχής συγκυρία, αλλά στο κάτω κάτω ίσως και εκείνος να απειλείται. Πιστεύω ότι... πρέπει να ενημερώσουμε ολόκληρη τη Βενετία. Δεν θα σταματήσω να διακηρύσσω αυτό που πάντα πίστευα: πρέπει να έχουμε εμπιστοσύνη στο λαό αυτής της πόλης, που, όπως εσείς υπενθυμίσατε, έχει υποστεί πολλές δοκιμασίες. Κάτω από την αποκριάτικη ευθυμία και τους χορούς, γνωρίζει άριστα πού
βρίσκεται το συμφέρον του». Ο τελευταίος αυτός υπαινιγμός προκάλεσε διαφορετικές αντιδράσεις στα μέλη της ομήγυρης· ορισμένοι, για τους οποίους ο φόβος του λαού ήταν ακόμη έντονος και η ανάμνηση του Δόγη Φαλιέρ όχι και τόσο μακρινή, παρέμεναν καχύποπτοι· το όνομα του Οτάβιο αντηχούσε σαν πρόκληση που σκοπό είχε να προκαλέσει αναστάτωση. Οι υπόλοιποι ωστόσο είχαν πλέον σχεδόν πειστεί. Ή σύσκεψη διήρκεσε ακόμη μία ώρα, και στη συνέχεια ο Τζιοβάνι Καμπιόνι μετέβη στην αίθουσα του παλατιού όπου θα άρχιζε η επίσημη συνεδρία της Γερουσίας. Τον είχαν ακούσει· δεν ήταν δυνατόν να αγνοεί τους κινδύνους που θα επέσυρε εναντίον του οποιοδήποτε ψέμα ενώπιον των Δέκα και της Quarantia. Τώρα λοιπόν είχαν ένα σχέδιο* ήταν, πράγματι, καιρός να συγκεντρώσουν τα απολωλότα πρόβατα και να τεθούν σε διάταξη μάχης. Ο χαρτομάντης Πιέτρο Φρέγκολο κλήθηκε πάραυτα για ανάκριση, μολονότι επικρατούσε σκεπτικισμός ως προς το τι ενδεχομένως θα ομολογούσε. Να είχε άραγε ο ίδιος βάλει το κεφάλι του στο στόμα του λύκου; Ο Ρικάρντο Πάβι, ο αρχηγός της Criminate, στράφηκε προς τον Πιέτρο: «Πιστεύετε πως ο γερουσιαστής είπε την αλήθεια;» «Ναι. Δεν το θεωρώ πιθανό να παίζει διπλό παιχνίδι μέχρι αυτού του σημείου. Ο Οτάβιο είναι αυτός που θέλουμε!» Ο Πάβι ήταν ο άμεσος προϊστάμενος του Μπρότσι, του εντεταλμένου ιατρού της Quarantia. Μόλις τριάντα ετών, με πύρινο βλέμμα και σκληρό πρόσωπο, ήταν γνωστός για τις αντιδραστικές θέσεις του. Όσοι τον γνώριζαν, ψιθύριζαν ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, δεν δίσταζε να αναλαμβάνει ο ίδιος προσωπικά τις ανακρίσεις. Χειριζόταν τις εγκληματικές υποθέσεις με μια αφοσίωση εφάμιλλη της αποφασιστικότητάς του, μια εντυπωσιακή
συλλογιστική ικανότητα και μια αίσθηση της πρωτοβουλίας που προκαλούσαν το θαυμασμό των πολιτικών και των αξιωματούχων της Βενετίας, έστω και αν αυτοί φοβούνταν τον ενίοτε υπερβάλλοντα ζήλο του. Ως ελαφρυντικό, θα πρέπει να σημειωθεί ότι είχε δει τη γυναίκα του να δολοφονείται από έναν φανοφόρο, που στην πραγματικότητα ήταν λήσταρχος. Έκτοτε είχε χάσει κάθε ευαισθησία· μόνο η αίσθηση της εκπλήρωσης του καθήκοντος μπορούσε ακόμη να τον συγκινήσει. Προκαλούσε ανησυχία, όμως κανείς δεν αμφέβαλλε για την αποτελεσματικότητά του. Είχε τη φήμη ασκητή και ένθερμου καθολικού. «Κατά τον Καμπιόνι, ένα από τα Πουλιά της Φωτιάς έχει εγκατασταθεί σε κάποια διαμερίσματα κοντά στις Procuratie... Στον αριθμό 10 της οδού Φρετσερία: δύο βήματα από την οδό όπου βρίσκεται το κατάστημα του Φρέγκολο ακριβώς στην προέκτασή της... Σύμπτωση; Εν πάση περιπτώσει, αν ο Καμπιόνι είπε την αλήθεια, δεν θα πρέπει να είναι δύσκολο να ανακαλύψουμε την ταυτότητα του ενοικιαστή». «Θα πάω εκεί τώρα αμέσως», είπε ο Πιέτρο. «Θα δούμε τι θα γίνει. Πείτε μου όμως, Μεσέρ...» Το πρόσωπό του είχε σκοτεινιάσει. «...Τι γίνεται με τις γαλέρες του Ναυστάθμου;» Ο Πάβι σκυθρώπιασε με τη σειρά του. Στο πρόσωπό του ήταν ζωγραφισμένη η ένταση. «Εξακολουθούμε να μη γνωρίζουμε τίποτε. Ή Σάντα Μαρία και το Κόσμημα της Κέρκυρας πλέουν κάπου στην Αδριατική, αν δεν έχουν βυθιστεί, πολύ απλά. Δεν μπορούμε να συλλάβουμε όλους τους εργάτες του Ναυστάθμου και οι έρευνές μας εξαντλούνται χωρίς αποτέλεσμα».
Στράφηκε προς τον Πιέτρο. «Όμως πηγαίνετε! Οι πράκτορές μας θα σας συνοδεύσουν. Μην αργείτε». Ο Πιέτρο πήρε το καπέλο του και αναχώρησε. Αμέσως μόλις εγκατέλειψε την αίθουσα όπου προηγουμένως ανέκριναν τον Καμπιόνι, έσπευσε να συναντήσει τον Εμίλιο Βιντικάτι, που είχε μόλις και αυτός ολοκληρώσει το έργο του. «Λοιπόν;» Ο Εμίλιο έκανε έναν πικρόχολο μορφασμό. Είχε τις γροθιές σφιγμένες. «Λοιπόν, λοιπόν τι; Αρνείται τα πάντα, φυσικά! Και δεν μπορώ να τον κατηγορήσω χωρίς αποδείξεις! Έφυγε σαν κύριος, ορίστε τι έγινε, κι εγώ γελοιοποιήθηκα, όπως το φοβόμουν!» «Τι πράγμα; Μα δεν ξέρεις ότι εκείνη την ώρα...» «Ναι, ναι, έλεος! Το ξέρω! Όμως ο Οτάβιο από την πλευρά του κατηγορούσε τον Τζιοβάνι Καμπιόνι για πολιτικές δολοπλοκίες! Δεν καταλαβαίνεις; Ο ένας τα ρίχνει στον άλλο. Οι δύο γερουσιαστές μας μας άγουν και μας φέρουν κατά τις ορέξεις τους! Έχουμε βρεθεί ανάμεσα σε δύο μονομάχους και παλεύουμε χωρίς αποτέλεσμα! Αν συνεχίσουμε έτσι, θα στρέψουμε εναντίον μας όλους τους ευγενείς μέσα σε δύο ημέρες και δεν έχουμε τίποτε για να πολεμήσουμε, Πιέτρο! Τίποτε!» Το βλέμμα της Μαύρης Ορχιδέας σκοτείνιασε. Ήταν η σειρά του να σφίξει τα δόντια. «Όχι. Κάτι έχουμε». «Προς Θεού!» είπε ο Εμίλιο καθώς ο Βιραβόλτα απομακρυνόταν
με γοργό βήμα. «Τι θα κάνεις πάλι;» «Αυτό που μου έμαθες εσύ», είπε περιπαικτικά ο Πιέτρο. «Θα αυτοσχεδιάσω».
*****
Τα διαμερίσματα στα οποία είχε αναφερθεί ο Τζιοβάνι Καμπιόνι, στον αριθμό 10 της οδού Φρετσερία, ανήκαν σε ένα ξενοδοχείο του οποίου η ιδιοκτήτρια ονομαζόταν Λουκρητία Λονάτι. Ή τελευταία παραδέχθηκε πράγματι ότι το προηγούμενο φθινόπωρο ένας άνδρας, ο οποίος είχε εμφανιστεί ως κάτοικος Φλωρεντίας που επισκεπτόταν τη Βενετία, είχε διαπραγματευτεί την ενοικίαση του τρίτου ορόφου και την ελεύθερη χρήση της ταράτσας. Είχε συστηθεί ως Μεσέρ Σίνο. Μ. Σίνο... Αναγραμματισμός του ονόματος Μίνως, όπως παρατήρησε αμέσως ο Πιέτρο. Ή Λονάτι οδήγησε τον Βιραβόλτα και δύο πράκτορες στον τρίτο όροφο, ενώ οι υπόλοιποι ερευνούσαν εξονυχιστικά τα αρχεία της. Τον περισσότερο καιρό τα διαμερίσματα με τις μεγάλες πόρτες ήταν άδεια. Μια φορά η ιδιοκτήτρια είχε δει τον μυστηριώδη ενοικιαστή να δεξιώνεται άνδρες που φορούσαν αποκριάτικες μάσκες και τρίκωχα. Είχαν μεταφέρει εδώ πολλά ξύλινα κασόνια, που η Λουκρητία είχε θεωρήσει ότι ήταν οι αποσκευές του. Θα πρέπει να ήταν επιφανές πρόσωπο στη Φλωρεντία· η ίδια δεν είχε θέσει ερωτήσεις. Οι άνδρες αυτοί, πάντα κατά τη Λονάτι, είχαν μείνει εκεί μία ολόκληρη ημέρα, και μετά είχαν εξαφανιστεί. Βεβαίως εκείνη είχε διερωτηθεί ποιοι τέλος πάντων ήταν αυτοί οι παράξενοι τύποι, όμως ο ενοικιαστής
πλήρωνε αφειδώς, και μάλιστα μετρητά, γεγονός που δεν ευνοούσε την εκδήλωση περιέργειας εκ μέρους της. Στη συνέχεια εκείνος ερχόταν πολύ σπάνια, πάντα συνοδευόμενος από εξίσου αινιγματικά πρόσωπα. Ή περιγραφή τους, που αντιστοιχούσε σε εντελώς συνηθισμένες μορφές, παρείχε πολύ πενιχρές πληροφορίες στους κυβερνητικούς πράκτορες. Ή Λονάτι γνώριζε ότι, επί του παρόντος, στο εσωτερικό των διαμερισμάτων δεν βρισκόταν κανείς. Εντούτοις χτύπησε, διά παν ενδεχόμενο, και μετά άνοιξε με το κλειδί της. Ο Πιέτρο και οι δύο πράκτορες εισήλθαν σε έναν χώρο γνώριμης πολυτέλειας, ο οποίος περιλάμβανε τέσσερα δωμάτια όμοιων διαστάσεων. Γρήγορα επικέντρωσαν την προσοχή τους στο δεύτερο. Ο Λαντρέτο, που είχε κουραστεί να περιμένει βηματίζοντας πάνω κάτω όπου κι αν μετέβαινε ο κύριός του, συνάντησε τον Βιραβόλτα την ώρα που εκείνος άρχιζε τις έρευνές του. Σε λίγο κατέφθασε και η υπόλοιπη ομάδα. Υπέβαλαν σε εξονυχιστική εξέταση ως και την τελευταία σπιθαμή των διαμερισμάτων, Εμπρός λοιπόν. Δεν αντέχω άλλο να πελαγοδρομώ. Το δωμάτιο που είχε ελκύσει την προσοχή του Πιέτρο ήταν άνετα επιπλωμένο. Τρεις πολυθρόνες ήταν διευθετημένες πάνω σε ένα μαλακό ανατολίτικο χαλί· τον ένα τοίχο τον καταλάμβανε μια μικρή βιβλιοθήκη που περιλάμβανε κάποια έργα χωρίς ενδιαφέρον τα οποία, εντούτοις, φρόντισαν να φυλλομετρήσουν και να τα τινάξουν προς όλες τις κατευθύνσεις. Στον απέναντι τοίχο ήταν αναρτημένος ένας λεπτομερής χάρτης της Βενετίας: η Λονάτι διαβεβαίωσε πως δεν υπήρχε προηγουμένως. Δεν είχε καθαρίσει το δωμάτιο για αρκετές εβδομάδες, κατ’ απαίτηση του ενοικιαστή, και προς μεγάλη χαρά των καθαριστριών της. Ή Λουκρητία είχε για μία ακόμη φορά κάνει τα στραβά μάτια εμπρός στο άφθονο χρήμα που
της είχαν επιδαψιλεύσει. Ένα στρώμα σκόνης κάλυπτε το πάτωμα και τα έπιπλα. Στο διπλανό δωμάτιο ήταν τοποθετημένα τα κιβώτια που είχαν μεταφέρει οι άγνωστοι. Τώρα όλα ήταν άδεια. Το σημαντικότερο όμως ήταν ότι, κοντά στα μεγάλα παράθυρα με θέα προς το δρόμο, τις Procuratie και την Πλατεία του Αγίου Μάρκου, δίπλα σε μια υδρόγειο σφαίρα, υπήρχαν κάποια περίεργα όργανα. Κατ’ αρχάς ανακάλυψαν τέσσερα φέρετρα σε μικρογραφία, μήκους δύο ιντσών, σκαλισμένα σε μαύρο ξύλο. Το καθένα από αυτά έφερε ένα σταυρό και πάνω του χαραγμένο και από ένα όνομα: Μαρτσέλο Τορετόνε. Κόζιμο Καφέλι. Φεντερίκο Σπαντέτι. Λουτσιάνα Σαλιέστρι. Ο Βιραβόλτα έπνιξε μια κραυγή έκπληξης. Εδώ είχαν καταγραφεί οι τέσσερις πρώτοι φόνοι... Φυσικά, όμως, ο εχθρός δεν είχε την ευγενή καλοσύνη να προαναγγείλει τους υπόλοιπους. Και λίγο πιο πέρα, ήταν στημένοι έξι εντελώς ιδιόμορφοι μηχανισμοί. Ή Μαύρη Ορχιδέα έσκυψε προς τα εμπρός. «Προφανώς αυτό εδώ ήταν το περιεχόμενο των κιβωτίων, είπε απευθυνόμενος προς τον Λαντρέτο. Ενδιαφέρον...» Επρόκειτο για τηλεσκόπια επάνω σε βάσεις, που όλα τους ήταν στραμμένα προς το άνοιγμα του παραθύρου. Ο υπηρέτης πλησίασε ένα από αυτά και κοίταξε μέσα. Το μόνο που είδε ήταν ο απέναντι τοίχος, σε μεγέθυνση. «Δεν φαίνεται τίποτε!» είπε, και αφού καθάρισε τον προσοφθάλμιο φακό επέστρεψε εμπρός στο άνοιγμα.
Ο Πιέτρο τον μιμήθηκε· και οι δύο μαζί προσπάθησαν να αλλάξουν τον προσανατολισμό των οργάνων, όμως πάντοτε αντίκριζαν άλλοτε τον τοίχο και άλλοτε έναν ομιχλώδη ουρανό. Ο Πιέτρο ανασηκώθηκε και έμεινε για λίγο συλλογισμένος. Μετά στράφηκε προς τη Λουκρητία και τους πράκτορες που τον συνόδευαν. «Τι είναι πάλι αυτό;» ρώτησε η Λονάτι. «Βοηθήστε με», είπε ο Πιέτρο απευθυνόμενος στους άνδρες της Quarantia. «Ανεβαίνουμε στην ταράτσα». Ο Τζιοβάνι Καμπιόνι δεν είχε κάνει λάθος. Το κτίριο ήταν ένα από τα ψηλότερα της Βενετίας, όπου τα σπίτια σπάνια ξεπερνούσαν τους δύο ορόφους. Από εκεί μπορούσε κανείς να αγκαλιάσει με ένα βλέμμα το Καμπανίλε, τον Πύργο του Ωρολογίου και τη λιμνοθάλασσα ως το Σαν Τζόρτζιο και την Τζουντέκα, καθώς και τις διάφορες συνοικίες της Βενετίας, από το Σαν Μάρκο ως το Καναρέτζιο και τη Σάντα Κρότσε. Οι πράκτορες, ακολουθώντας τις οδηγίες του Πιέτρο, διευθέτησαν τα τηλεσκόπια σε διάφορα σημεία της ταράτσας, και οι υποψίες του τελευταίου δεν άργησαν να επιβεβαιωθούν. Το πρόσωπό του χλόμιασε. Θεέ μου... Έχω χάσει τη συνήθεια να Σε επικαλούμαι, όμως αυτή τη φορά... «Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο Λαντρέτο. «Αυτό ακριβώς που φοβόμουν. Από τι αποτελείται ένα τηλεσκόπιο, Λαντρέτο;» Ο νεαρός υπηρέτης έξυσε το μέτωπό του κι έκανε έναν μορφασμό, φέρνοντας το χέρι του στο εσωτερικό του γιλέκου του. «Ένα τηλεσκόπιο, ε λοιπόν, τι ερώτηση...»
Ο Πιέτρο απομακρύνθηκε από τον προσοφθάλμιο φακό. «Θα σου το πω εγώ. Ένα τηλεσκόπιο αποτελείται από γυάλινους φακούς. Μικρά κοίλα κάτοπτρα». Άνοιξε τα χέρια: «Ή Βενετία είναι καλυμμένη με γυάλινους φακούς αξίας δώδεκα χιλιάδων δουκάτων». Δεν χρειάστηκε πολύς χρόνος για να επιβεβαιωθεί η θεωρία του Πιέτρο. Ήταν πραγματικά απίστευτο. Καταμέτρησαν περί τα δεκαπέντε διαμερίσματα, ενοικιασμένα όλα την ίδια χρονική περίοδο και με ανάλογους όρους σε πρόσωπα με εκκεντρικές υπογραφές, όπως Σεμειαζά, Σαμμανή, Αρεαρώς ονόματα δυνάμεων του Κακού. Όλα τα διαμερίσματα βρίσκονταν στα ψηλότερα κτίρια της πόλης και διέθεταν παρόμοιες ταράτσες· παντού βρέθηκαν τηλεσκόπια. Ανάλογα με το σημείο όπου στεκόταν κανείς, μπορούσε να παρακολουθεί το εσωτερικό των κατοικιών των επιφανέστερων πατρικίων της Βενετίας, τα ενδότερα των casini, τους κήπους του Μπρόλιο, ως και τα διαμερίσματα του Δόγη! Ο Μίνως είχε απλώσει παντού ένα απίστευτο δίχτυ, ένα δίχτυ πυκνό και πολύπλοκο: ορισμένοι φακοί, προσφυέστατα τοποθετημένοι σε μια στέγη ή μια καπνοδόχο, στην πρόσοψη μιας βίλας ή στον απροσδόκητο καθρέφτη μιας εγκαταλελειμμένης λεκάνης, έπαιζαν το ρόλο του αναμεταδότη μέσω του οποίου ένας παρατηρητής μπορούσε να παρακολουθεί τις πιο απρόσιτες γωνιές· η διάταξη αυτή ήταν τόσο ευφυής ώστε το τεράστιο αυτό πανοπτικό μεταμόρφωνε ολόκληρη την πόλη σε ένα πεδίο οπτικών παιγνίων και αντανακλάσεων που μόνο υπολογισμοί πέρα από κάθε φαντασία και γνώσεις έξω από τα συνηθισμένα θα μπορούσαν να διαμορφώσουν. Πανοπτική,
συλλογιζόταν ο Πιέτρο ενθυμούμενος τα σχέδια που είχε δει φευγαλέα στο γραφείο του Οτάβιο. Τα παρανοϊκά εκείνα σκαριφήματα, πάνω στα οποία είχε βασιστεί αυτή η εγκατάσταση, παρήλαυναν και πάλι εμπρός στα μάτια του· φύλλα διάσπαρτα με ρόδακες, ψηφία και διασταυρούμενες εξισώσεις, με βέλη δολοφονικά. Ένα Μάτι, ένα απόλυτο Μάτι κατασκόπευε τη Βενετία. Οι πράκτορες της Quarantia άρχισαν νά διεξάγουν έρευνες στα διαμερίσματα, να ανακρίνουν ακατάπαυστα τους ιδιοκτήτες τους, περιτρέχοντας όλες τις συνοικίες και τις ενορίες. Ή Βενετία ήταν ανάστατη, παντού ακούγονταν κραυγές και ψίθυροι. Οι πιο τρομακτικές ειδήσεις, φαντασίες ανάμεικτες με αλήθειες, κυκλοφορούσαν στις Mercerie, διαδίδονταν σαν τη σκόνη στον άνεμο κάτω από τις στοές των Procuratie και από το Ριάλτο ως τις παρυφές της Ξηράς· μια τεράστια, άγνωστη σκιά είχε απλωθεί πάνω στην πόλη των Δόγηδων, κανείς δεν ήταν προφυλαγμένος, κανείς δεν ήταν πλέον ασφαλής. Πλησίαζε το τέλος της γαλήνης για τη Βενετία. Και τότε πια, ευγενείς και άνθρωποι του λαού θα έτρεμαν ως και στα κρεβάτια τους. «Ποια καλύτερη επιτήρηση από αυτή, Λαντρέτο; Μια επιτήρηση της οποίας το αντικείμενο δεν γνωρίζει ότι παρακολουθείται... Σίγουρα ο Οτάβιο δεν μπορεί να τα επινόησε όλα αυτά μόνος του». Τότε ο Λαντρέτο στράφηκε προς τον κύριό του: «Εξακολουθείτε λοιπόν να αμφιβάλλετε ότι ο Διάβολος αυτοπροσώπως βρίσκεται στη Βενετία;»
ΑΣΜΑ XIV
Οι Οξύθυμοι Ή αίθουσα του Μεγάλου Συμβουλίου ήταν η πιο ευρύχωρη στο palazzo ducale· σχεδόν δύο χιλιάδες άτομα συνεδρίαζαν στα έδρανα του Maggior Consiglio, καλύπτοντας ένα χώρο μήκους άνω των πενήντα μέτρων. Ο Δόγης είχε λάβει θέση πλάι στα μέλη του Μικρού Συμβουλίου του, τους Δέκα και τον αρχηγό της Quarantia Criminate, που τον συνόδευε ο Αντόνιο Μπρότσι. Πίσω τους απλωνόταν ο περίφημος Παράδεισος του Τιντορέτο, έργο του 1590, μία από τις μεγαλύτερες σε διαστάσεις ελαιογραφίες σε μουσαμά στον κόσμο, που έβριθε από πρόσωπα και συμβολικούς υπαινιγμούς. Ο Πάλμα ο Νεότερος και ο Μπασάνο είχαν φιλοτεχνήσει τις νωπογραφίες της οροφής, και στον ωοειδή χώρο που αποτελούσε το κέντρο της ο Βερονέζε είχε ζωγραφίσει την Αποθέωση της Βενετίας: αυτό το έργο παρατηρούσε ο Πιέτρο, συλλογιζόμενος πόσο τραγικά ειρωνικός ηχούσε ο τίτλος του σε μια τόσο δύσκολη στιγμή όπως η τωρινή. Φθάνοντας στην Πλατεία του Αγίου Μάρκου, μία ώρα πριν, είχε συναντήσει ένα πλήθος αργόσχολων που έκαναν ουρά εμπρός στη βασιλική. Είχε διακρίνει τη σιλουέτα του Γάλλου ζωγράφου, του Ευγένιου-Ανδρέα Νταμπιέρ, που κοκορευόταν κάτω από τις πολύχρωμες αναγγελίες της έκθεσής του. Τα έργα του είχαν εγκατασταθεί στον νάρθηκα της εκκλησίας, όπως ήταν προγραμματισμένο. Ο Δόγης έπρεπε για μία ακόμη φορά να υποκριθεί ότι δεν συνέβαινε τίποτε και να συναντήσει τον πρέσβη της Γαλλίας για τα επίσημα εγκαίνια, που θα λάμβαναν χώρα εντός της
ημέρας, με την ευλογία των κληρικών του Αγίου Μάρκου. Προς το παρόν όμως η ατμόσφαιρα κάθε άλλο παρά εύθυμη ήταν. Συνήθως το Μέγα Συμβούλιο συγκαλείτο Κυριακές και εορτές. Οι συνεδριάσεις τελείωναν στις πέντε το απόγευμα, όταν ο ίδιος ο Λορεντάν ολοκλήρωνε τις ακροάσεις του και έκλειναν οι δημόσιες.υπηρεσίες. Αν η συζήτηση δεν είχε ολοκληρωθεί, επαναλαμβανόταν κατά την επόμενη συνεδρίαση. Σε περιπτώσεις σοβαρών ταραχών ή θεσμικής αναθεώρησης, της λεγάμενης correzione, το Μέγα Συμβούλιο συνεδρίαζε καθημερινά. Εκ των πραγμάτων, η σημερινή συνεδρίαση -ημέρα Τρίτη- είχε αυτό τον έκτακτο χαρακτήρα. Όλη η αριστοκρατία της Βενετίας, άκαμπτη και υπεροπτική, με μακριές περούκες και σακάκια κόκκινα ή μαύρα, ήταν συγκεντρωμένη εδώ. Εμπρός στους εκατοντάδες πουδραρισμένους Βενετσιάνους ευγενείς, ο Βιντικάτι εξέθετε τις απειλές που πλανώντο πάνω από τη λιμνοθάλασσα και τα στοιχεία που είχε στη διάθεσή του το Συμβούλιο των Δέκα. Έργο δύσκολο, εφόσον «χάριν των αναγκών της έρευνας», όπως τόσο εύστοχα ανέφερε, ορισμένες από αυτές της πληροφορίες έπρεπε να αποσιωπηθούν. Αυτό ακριβώς το σημείο είχε αποτελέσει αφορμή έντονης λογομαχίας με τον Πιέτρο. «Ούτε λόγος να επιχειρήσουμε κατά μέτωπον επίθεση εναντίον του Οτάβιο στη συνεδρίαση του Μεγάλου Συμβουλίου, Πιέτρο! Αρκεί και μόνο να προφέρεις το όνομά του, και οι σύνεδροι, γνωρίζοντας ποιος είσαι, θα σε κατασπαράξουν από τα έδρανά τους. Θα καταστρέψεις με τα ίδια σου τα χέρια όλες σου τις προσπάθειες». «Μα τι να κάνουμε λοιπόν;» αναφώνησε ο Πιέτρο. «Δεν μπορεί κανείς να αγγίξει τον Οτάβιο; Δεν αρκεί η ανακάλυψη του Πανοπτικού, μιας εφεύρεσης αντάξιας του Λεονάρντο ντα Βίντσι;» «Εγώ σε πιστεύω», απάντησε ο Εμίλιο. «Επιτέλους έχουμε στα χέρια μας κάτι σοβαρό. Όμως πρέπει να δράσουμε πιο διπλωματικά. Ο Οτάβιο δεν είναι δυνατόν να επινόησε
μόνος του μια τέτοια εφεύρεση, και η Λονάτι δεν ανέφερε κανέναν ονομαστικά. Θα μιλήσω σχετικά στον Δόγη, και θα προσπαθήσω να στείλω τους ανακριτές μας στην κατοικία του Οτάβιο. Σου υπενθυμίζω πως εξακολουθεί να μου λείπει το ουσιώδες: μια απόδειξη, Πιέτρο! Χωρίς το έγγραφο που λες ότι είδες, δεν μπορώ να κάνω τίποτε! Και μην ξεχνάς ότι διαθέτουμε ένα πλεονέκτημα: ο Οτάβιο, έστω και αν διαισθάνεται τον κίνδυνο, προφανώς δεν γνωρίζει ότι βρίσκεται στα πρόθυρα της πτώσης... Σε παρακαλώ λοιπόν: μην καταστρέφεις τα πάντα με μια απερίσκεπτη κίνηση!» Βεβαίως ο Πιέτρο κατανοούσε αυτή τη γλώσσα. Καταριόταν την τύχη που δεν άρπαξε τα σχέδια του Πανοπτικού όταν τα είχε εμπρός στα μάτια του· ταυτοχρόνως, θυμόταν την αιτία της επιλογής του, και δεν το μετάνιωνε. Θα ήταν μεγάλη αποκοτιά να θέσει σε κίνδυνο την Άννα Σανταμαρία. Έναν κίνδυνο πραγματικό, περισσότερο παρά ποτέ. Ο Πιέτρο ήταν ανήσυχος. Έπρεπε πάση θυσία να απομακρύνει την Άννα από τον Οτάβιο και να φροντίσει για την ασφάλειά της. Οι Στρίγκες δεν αστειεύονταν, η Μαύρη Ορχιδέα είχε αρκετές αποδείξεις γι’ αυτό. Και αν συνέβαινε στην Άννα το παραμικρό, ο Πιέτρο δεν θα συγχωρούσε ποτέ τον εαυτό του. Έπρεπε να ασκήσει πίεση στον Βιντικάτι ώστε να του εγγυηθεί ότι θα φρόντιζε για την προστασία της... Ειδάλλως, θα ενεργούσε μόνος του, χωρίς να ζητήσει τη γνώμη του Εμίλιο. Και αψηφώντας οποιονδήποτε κίνδυνο. Στο μεταξύ, στο παλάτι, εκείνη την ημέρα των αρχών του Μαΐου, η ατμόσφαιρα ήταν απίστευτη. Οι ευγενείς χλόμιαζαν, μερικοί αναφωνούσαν, κάποιοι άλλοι κουνούσαν σιωπηλοί το κεφάλι. Μεταξύ των παρόντων, ο Τζιοβάνι Καμπιόνι είχε καθίσει μαζί με κάποια από τα επιφανέστερα μέλη της Γερουσίας, που μετείχαν και στο Μέγα Συμβούλιο. Και προπάντων βρισκόταν εκεί ο ίδιος ο
Οτάβιο, γεγονός που περιέπλεκε ακόμη περισσότερο την κατάσταση. Άλλωστε την ίδια ημέρα επρόκειτο να συνεδριάσει και η Γερουσία· όλα τα προγράμματα και τα χρονοδιαγράμματα είχαν ανατραπεί. Το Κολέγιο, που συνεδρίαζε κάθε πρωί εν πλήρη απαρτία, είχε στείλει από τα ξημερώματα δημόσιους κλητήρες για να ειδοποιήσουν τους γερουσιαστές. Οι τελευταίοι ήταν συνηθισμένοι στις έκτακτες συνεδρίες, ακόμη και μέσα στη νύχτα· ωστόσο τη φορά αυτή δεν τους είχε διαφύγει ο ασυνήθιστος χαρακτήρας της όλης διαδικασίας. Πίσω από τις κλειστές θύρες του Maggior Consiglio, οι δικηγόροι του παλατιού, πραγματικός εσμός, φορώντας το λεγόμενο ormessino, ύφασμα πολυτελές, τις ζώνες τους από μαύρο βελούδο διακοσμημένες με ασημένιες πλακέτες και τις πλούσιες γούνες στα μανίκια και τα στριφώματα, ψιθύριζαν, εργάζονταν, βάδιζαν πάνω κάτω αεικίνητοι και ανήσυχοι. Εδώ ήταν συγκεντρωμένοι όλοι οι θεσμικοί παράγοντες της Βενετίας· εδώ βρισκόταν όλη η εξουσία της Γαληνοτάτης. Τους τοίχους της αίθουσας κοσμούσε η παρέλαση των προσωπογραφιών των Δόγηδων του παρελθόντος. Τη χρονολογική τους σειρά διέκοπτε ένα μαύρο πέπλο στο σημείο όπου θα έπρεπε να βρίσκεται η μορφή του Μπαϊαμόντε Τιέπολο, διαδόχου των φιλολαϊκών Δόγηδων, ο οποίος είχε επιχειρήσει να επιβάλει διά της βίας τις δημοκρατικές διαδικασίες την περίοδο όπου ενισχυόταν η τάση για αποκλεισμό των λαϊκών τάξεων από τα Συμβούλια. Ή ανάμνηση του Φαλιέρ, αλλά και του Τζιαν Μπατίστα Μπραγκαντίν, αρχηγού των Τεσσαράκοντα, ο οποίος είχε κατηγορηθεί ψευδώς ότι παρέδιδε κρατικά μυστικά στην Ισπανία και είχε καταδικαστεί σε θάνατο, έμοιαζε να πλανάται ακόμη μέσα στην αίθουσα. Ο Καμπιόνι, όλο και πιο πελιδνός και κάθιδρος, βρισκόταν από αυτή την άποψη σε ιδεώδη θέση, λίγα μέτρα από το μαύρο κρέπι του Τιέπολο. Διαρκώς σκούπιζε το μέτωπό του με ένα μαντίλι. Ούτε ο ίδιος ούτε ο
Δόγης ούτε κανείς άλλος δεν ήταν πλέον σε θέση να εμποδίσει τη δημοσιοποίηση των κινδύνων για πιθανή συνωμοσία. Κατά κάποιον τρόπο, αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει μια ευκαιρία· στην πραγματικότητα όμως λειτουργούσε σαν πρόσχημα για μια υπόγεια αντιπαράθεση στους κόλπους των θεσμών, μια αντιπαράθεση που είχε όλες τις πιθανότητες να γίνει ακόμη πιο έντονη. Είχε ληφθεί η απόφαση να αποκαλύψουν σε όλους τους υψηλά ιστάμενους αξιωματούχους της Δημοκρατίας τα διάφορα επεισόδια που είχαν συμβεί μετά το φόνο του Μαρτσέλο Τορετόνε. Ο λαός της Βενετίας είχε, κατά τα φαινόμενα, συνειδητοποιήσει ότι πάνω από την πόλη πλανάτο μια υπαρκτή απειλή. Όμως οι εορτές που πλησίαζαν και η καθησυχαστική εμπιστοσύνη στην εξουσία μέτριαζαν αυτές τις ανησυχίες. Παρ’ ότι είχαν αρχίσει να διαδίδονται, από συνοικία σε συνοικία, τα πιο ζοφερά σχόλια, που ενίοτε αποτελούσαν αληθινό παραλήρημα, η κυβέρνηση της Γ αληνοτάτης εξακολουθούσε να προσπαθεί να ηρεμήσει τα πνεύματα και να αποφύγει την αποκάλυψη των λεπτομερειών της υπόθεσης. Ο Πιέτρο είχε διαρκώς τα μάτια καρφωμένα στον Οτάβιο. Εκείνος, συνοφρυωμένος, μάλαζε την πλακουτσή μύτη του πυροβολώντας με το βλέμμα τη Μαύρη Ορχιδέα. Τώρα πλέον δεν ήταν δυνατόν να αγνοεί την απελευθέρωση του πρώην προστατευομένου του. Κατά πάσα πιθανότητα το είχε πληροφορηθεί από πριν, όμως το γεγονός ότι τώρα βρίσκονταν αντιμέτωποι ήταν ενδεικτικό της επερχόμενης σύγκρουσης. Ο Οτάβιο, φορώντας σκούφο στο κεφάλι, είχε κρεμάσει στο λαιμό του έναν εσταυρωμένο που του προσέδιδε ύφος επισκόπου. Από καιρού εις καιρόν περνούσε ένα δάχτυλο στο κολάρο του και τα προγούλια του έτρεμαν σαν το ζελέ. Τα βλέφαρά του ζάρωναν ύπουλα. Μάντευε κανείς ότι ήταν έτοιμος να εκραγεί ανά πάσα στιγμή. Οι δύο άνδρες προκαλούσαν σιωπηλά ο ένας τον άλλο. Έπειτα τα μάτια και των δύο
στράφηκαν προς ένα τρίτο πρόσωπο: τον Τζιοβάνι Καμπιόνι, που ξαφνικά παρεμβλήθηκε σε αυτές τις σιωπηρές και καχύποπτες ανταλλαγές βλεμμάτων. Ένα τέλειο τρίγωνο. Ο Πιέτρο συλλογιζόταν ξανά τα λόγια του Βιντικάτι: Δεν καταλαβαίνεις; Ο ένας τα ρίχνει στον άλλο. Οι δύο γερουσιαστές μας μας άγουν και μας φέρουν κατά τις ορέξεις τους! Έχουμε βρεθεί ανάμεσα σε δύο μονομάχους και παλεύουμε χωρίς αποτέλεσμα! Και στην παρούσα φάση, ο Πιέτρο ήταν έτοιμος να ερευνήσει όλες τις εναλλακτικές υποθέσεις. Προσοχή: ίσως οι γερουσιαστές Καμπιόνι και Οτάβιο να ήταν συνένοχοι και να «τα έριχναν ο ένας στον άλλο», κατά την έκφραση του Εμίλιο, για να ενσπείρουν σύγχυση στους κόλπους της Criminate και της αστυνομίας των Δέκα. Έστω και αν αυτή η εκδοχή δεν ήταν η πιο αξιόπιστη για τη Μαύρη Ορχιδέα, εντούτοις δεν μπορούσε να την αγνοήσει. Έτσι, λοιπόν, μέσα από αυτά τα διασταυρούμενα βλέμματα, διακυβεύονταν πολλά· και τη στιγμή εκείνη, η αίθουσα του Μεγάλου Συμβουλίου δεν ήταν απλώς ένα κέντρο εξουσίας, αλλά ένα πεδίο υπόγειων διεργασιών, όπου όλοι ζυγιάζονταν με τις ματιές και όπου άρχιζαν να διαγράφονται, στα έδρανα της συνέλευσης, γραμμές διαχωριστικές και αόρατα ρήγματα. Ωστόσο, πέρα από την ένταση των παθών που υπέβοσκαν στα ίδια αυτά έδρανα, όλοι οι παρόντες είχαν επίγνωση της σοβαρότητας των στιγμών. Και ο κάθε αριστοκράτης του Μεγάλου Συμβουλίου θυμόταν τον όρκο που είχε δώσει, και ο οποίος την ημέρα εκείνη κινδύνευε, όπως όλοι φοβούνταν, να υποστεί σοβαρές παραβάσεις. «Ορκίζομαι στα Ευαγγέλια να υπερασπίζομαι πάντοτε την τιμή και τον πλούτο της Βενετίας... Την ημέρα του Μεγάλου Συμβουλίου δεν θα στέκομαι στις σκάλες, ούτε στις εισόδους της αίθουσας, ούτε στην αυλή του παλατιού, ούτε πουθενά αλλού στην πόλη θηρεύοντας ψήφους για τον εαυτό μου ή για άλλους. Και δεν θα γράψω δελτίο ούτε σημείωμα, ούτε θα επιχειρήσω να επηρεάσω κανέναν, έμμεσα ή
άμεσα, με λόγια, έργα ή νοήματα, και αν κάποιος προσπαθήσει να με επηρεάσει, θα τον καταγγείλω. Από όλες τις προτάσεις που θα υποβληθούν, θα επιλέξω εκείνη που θα κρίνω ως την πλέον λογική, με κάθε ειλικρίνεια. Δεν θα προφέρω λόγια προσβλητικά, ούτε θα προβώ σε ανέντιμες πράξεις ή χειρονομίες, και δεν θα σηκωθώ από τη θέση μου με λόγια ή έργα προσβλητικά ή με απειλές εναντίον οιουδήποτε... Αν ακούσω κάποιον να βλασφημεί τον Θεό ή την Παρθένο Μαρία, θα τον καταδώσω στις Αρχές». Έτσι, λοιπόν, οι δύο χιλιάδες άνθρωποι που σήμερα, περισσότερο παρά ποτέ, έπαιζαν βαρύνοντα ρόλο στην πολιτική ζωή της Βενετίας, και που ήδη κάθονταν σε αναμμένα κάρβουνα, δεν ήταν διατεθειμένοι να χάσουν ούτε κεραία από τις συζητήσεις. Ο Βιντικάτι ξεκίνησε εκθέτοντας τις συνθήκες του φόνου του Μαρτσέλο. Μόλις ανέφερε την καρφίτσα της Λουτσιάνα Σαλιέστρι, ξεσηκώθηκε μια αδιανόητα έντονη κατακραυγή. Εδώ υπήρχε ισχυρή δόση υποκρισίας. Οι περισσότεροι γνώριζαν τις περιπέτειες του γερουσιαστή με την εταίρα, καθώς οι σχέσεις αυτού του είδους ήταν δημοσίως γνωστές. Μολαταύτα ο γερουσιαστής έδειχνε έντρομος βλέποντας τις επιπτώσεις που είχε το φλογερό του πάθος, τόσο στους εχθρούς του, όσο και στους φίλους του, πραγματικούς ή υποτιθέμενους. Φάνηκε να ζαρώνει -θηρίο έτοιμο να χιμήξει, ή πρίγκιπας που προσπαθεί να περάσει απαρατήρητος;- όταν το μισό Συμβούλιο άρχισε να τον αποδοκιμάζει, ενώ το υπόλοιπο τον υπερασπιζόταν με νύχια και με δόντια. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, ακούστηκαν τα χειρότερα και τα καλύτερα· ο γερουσιαστής ίδρωνε συνεχώς, λίγο έλειψε να λιποθυμήσει. Χάρη σε μια παρέμβαση του Λορεντάν, ο Εμίλιο έλαβε ξανά το λόγο και περιέγραψε διαδοχικά τις λεπτομέρειες των φόνων του Κόζιμο Καφέλι, του Φεντερίκo
Σπαντέτι και της ωραίας Λουτσιάνα· κλήθηκαν διαδοχικά ο Αντόνιο Μπρότσι και ο αρχηγός της Quarantia Criminate, και στη συνέχεια ένας αρχιτέκτονας, διαπιστευμένος από την κυβέρνηση, παρουσίασε στους εμβρόντητους γερουσιαστές την ανασύνθεση των σχεδίων που είχε χρησιμοποιήσει ο Μίνως για τη συγκρότηση του Πανοπτικού του. Όλοι τα είχαν χαμένα. Ή αναταραχή κορυφώθηκε όταν ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα της έρευνας στο Ναύσταθμο και έγινε γνωστό το πώς εξαφανίστηκαν οι φρεγάτες και οι δύο γαλέρες, που ήταν χαμένες κάπου στην Αδριατική. Πράγματι, υπάρχει σοβαρός λόγος να ανησυχούν, συλλογίστηκε ο Πιέτρο. Ένα ήταν το σίγουρο: εμπρός στα μάτια του εκτυλισσόταν μια μείζων πολιτική κρίση. Ακόμη βεβαίως δεν είχε εκδηλωθεί πλήρως, όμως ο Πιέτρο δεν είχε γίνει ποτέ μάρτυρας μιας τέτοιας σύγχυσης σε μια πόλη που φημιζόταν για την αίσθηση της ισορροπίας, την ηρεμία και την αυτοπεποίθησή της. Ενώ οι συζητήσεις άρχισαν να πνίγονται μέσα σε μια πρωτοφανή κακοφωνία, ο Πιέτρο, με τα μάτια υψωμένα προς την οροφή, προσπαθούσε και αυτός να δει πιο καθαρά. Πόσοι άραγε ανάμεσα στους ευγενείς που παρευρίσκονταν εκείνη την ημέρα είχαν συμμετάσχει στην αποκρυφιστική τελετή της βίλα Μόρα; Πόσοι συγκαταλέγονταν στα Πουλιά της Φωτιάς; Τα δάχτυλά του έσφιγγαν ένα φύλλο χαρτί. Πρώτος Κύκλος: Μαρτσέλο Τορετόνε - ΠΑΓΑΝΙΣΜΟΣ Δεύτερος Κύκλος: Κόζιμο Καφέλι - ΛΑΓΝΕΙΑ Τρίτος Κύκλος: Φεντερίκο Σπαντέτι - ΛΑΙΜΑΡΓΙΑ Τέταρτος Κύκλος: Λουτσιάνα Σαλιέστρι - ΣΠΑΤΑΛΗ ΚΑΙ ΑΠΛΗΣΤΙΑ
Ο Μαρτσέλο Τορετόνε, που αποκήρυξε το βάπτισμά του και αναζήτησε τον Θεό χωρίς ποτέ να τον βρει, σταυρώθηκε. Ο λάγνος Κόζιμο Καφέλι παραδόθηκε στον ανεμοστρόβιλο της Κόλασης, στην κορυφή του Σαν Τζόρτζιο. Ο Φεντερίκο Σπαντέτι, με την υπέρμετρη αγάπη του για τα δουκάτα, που διευκόλυνε εν αγνοία του το Πανοπτικό της Σκιάς, μετατράπηκε σε άμορφο πηλό. Ή Λουτσιάνα Σπαντέτι, η εταίρα που διασπάθιζε την περιουσία την οποία συσσώρευε επί πενήντα χρόνια ο φιλάργυρος σύζυγός της, κατέληξε μαζί με το βράχο των αμαρτημάτων της στο βυθό των καναλιών της Βενετίας. Ο Δάντης και οι Δυνάμεις του Κακού ενέπνεαν την ευρηματική όσο και παρανοϊκή ενορχήστρωση αυτών των φόνων που σκηνοθετούνταν σαν έργα τέχνης, με μια αισθητική μέριμνα που συνόρευε με την πιο τρομερή τρέλα. Ωραίο έργο, στ’ αλήθεια. Και άκρως τρομακτικό. Ο Πιέτρο δεν έτρεφε την παραμικρή αμφιβολία ότι επέκειντο οι τιμωρίες των επόμενων Κύκλων. Ο Πέμπτος Κύκλος θα ήταν αυτός των Οξύθυμων, που η τυφλή, παρορμητική τους μανία τους κάνει να ξεχνούν κάθε ηθική. Σε όλες τις γωνιές της Γαληνοτάτης βρίσκονταν κρυμμένοι κατάσκοποι. Ο Πιέτρο σήκωσε τα μάτια και εγκατέλειψε προς στιγμήν την πένα του, καθώς και το χαρτί στο οποίο είχε αρχίσει να καταρτίζει τον θλιβερό πίνακα των αντιστοιχιών. Ο Εμίλιο, εν μέσω των κραυγών που τον περιέβαλλαν, παρέδιδε τα όπλα. «Προτείνω να λάβει τον λόγο ο Πιέτρο Βιραβόλτα ντε Λανσάλτ», είπε ο Εμίλιο. «Πολλοί από σας γνωρίζουν σήμερα ποιος είναι, περιττό πλέον να σας το κρύβουμε. Ο άνθρωπος αυτός είναι η αποκαλούμενη Μαύρη Ορχιδέα. Μπορείτε να του απευθύνετε οποιαδήποτε ερώτηση θέλετε». Ο Εμίλιο αποχώρησε και κάθισε στη θέση του, καλώντας τον
Πιέτρο να ανεβεί στο βήμα. Μακράν όμως του να ηρεμήσει τα πνεύματα, η ανακοίνωση του ψευδωνύμου του Πιέτρο προκάλεσε νέα ταραχή στην ομήγυρη. Κάποιοι σηκώθηκαν όρθιοι και άρχισαν να διαμαρτύρονται έντονα. Ο Οτάβιο άδραξε την ευκαιρία για να υψώσει και αυτός τη φωνή του, φροντίζοντας ταυτοχρόνως να διατηρήσει την αξιοπρέπειά του. Ο Βιραβόλτα ντε Λανσάλτ! Τι δουλειά είχε εδώ το όνειδος της Δημοκρατίας; Πώς ένας κρατούμενος στα Μολύβια ήταν δυνατόν να συνδέεται, άμεσα ή έμμεσα, με το πεπρωμένο της Γαληνοτάτης; Ένα απόβρασμα, ένας εγκληματίας! Κάποιοι άλλοι, περίεργοι και ανήσυχοι, καλούσαν τους συναδέλφους τους να καθίσουν στις θέσεις τους. Οι πληροφορίες που είχαν μόλις αποκαλυφθεί στα μέλη της συνέλευσης έμοιαζαν ξαφνικά να τους θέτουν αντιμέτωπους με μια κρυμμένη ως τότε αλήθεια, την οποία ένιωθαν σαν χαστούκι· ο ίδιος ο Λορεντάν, όπως το φοβόταν, είχε βρεθεί να κατηγορείται, ανοιχτά ή συγκαλυμμένα. Φόνοι στη Βενετία, οι Δέκα να διαπιστώνουν απειλή συνωμοσίας, και το Μέγα Συμβούλιο να αγνοεί τα πάντα για τα όσα τεκταίνονταν στο σκοτάδι! Μάλιστα μια ομάδα ευγενών, γύρω στους πενήντα, αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την αίθουσα, και μόνον οι εκκλήσεις για σεβασμό της συμβατικής εθιμοτυπίας κατόρθωσαν -προσωρινά- να τους μεταπείσουν. Κάποιοι ζήτησαν να διακοπεί η συνεδρίαση, ενώ αντιθέτως κάποιοι άλλοι ύψωσαν τη φωνή τους για να απαιτήσουν να συνεχιστεί η συζήτηση μέχρις ότου φωτιστεί πλήρως η παρούσα κατάσταση. Ο Πιέτρο, από την πλευρά του, σηκώθηκε με το κεφάλι ψηλά, διέσχισε τα έδρανα, έφθασε στο βήμα, κι έπειτα σταύρωσε τα χέρια και περίμενε· σιγά σιγά η περιρρέουσα κακοφωνία σταμάτησε. Ο Δόγης, που τα γεγονότα τον είχαν ξεπεράσει, ανέκτησε εντούτοις την ψυχραιμία του. Ο Βιραβόλτα βρέθηκε μόνος ενώπιον της συνέλευσης.
Ο Δόγης στράφηκε προς το μέρος του. «Πιέτρο Βιραβόλτα, σας καλώ να μας εκθέσετε τις σκέψεις σας σχετικά με τον κίνδυνο που διατρέχουμε σήμερα. Εξάλλου εσείς είστε εκείνος που ανέλαβε την έρευνα». Νέο πανδαιμόνιο. Τόλμησαν λοιπόν να εμπιστευτούν μια τέτοια αποστολή σε ένα άτομο άθεο και ανήθικο, ακόμη πιο επικίνδυνο από το κακό που είχε κληθεί να πολεμήσει! Ευτυχώς, τον Δόγη υποστήριξαν οι Δέκα και το Minor Consiglio: χωρίς να εξάρουν το γεγονός ότι την έρευνα διεξήγε η Μαύρη Ορχιδέα, υπογράμμισαν τουλάχιστον τη χρησιμότητά της. Ο Πιέτρο, από την πλευρά του, μέσα στην εκρηκτική αυτή ατμόσφαιρα, ζάρωσε τα μάτια και περίμενε για μία ακόμη φορά να ηρεμήσουν τα πνεύματα. Ωστόσο ο τρόπος με τον οποίο ο Δόγης είχε μεταθέσει την ευθύνη επάνω του δεν του διέφυγε: το γεγονός ότι είχε υποδειχθεί ως υπεύθυνος της έρευνας εγκυμονούσε τον κίνδυνο, με το παραμικρό ολίσθημα, να επωμιστεί τη γενικευμένη ανεπάρκεια των Αρχών της Βενετίας και να μετατραπεί σε αποδιοπομπαίο τράγο· κάτι τέτοιο άλλωστε θα βόλευε τους πάντες, εφόσον ήταν ήδη το μαύρο πρόβατο της Γαληνοτάτης. Ίσως μάλιστα αυτός ο υπολογισμός να είχε βαρύνει εξαρχής για τη στρατολόγησή του... Τη στιγμή που η σκέψη αυτή περνούσε από τον νου του, δεν μπόρεσε να μη στείλει ένα βλέμμα στον Εμίλιο Βιντικάτι. Στην Αίθουσα του Συμβουλίου, η ένταση εκτονώθηκε κάπως. Έτσι πήγαινε το πράγμα, με διαδοχικά κύματα έξαρσης και ύφεσης. Ο Πιέτρο περίμενε έως ότου επικρατήσει ησυχία. Με τα χέρια πλεγμένα πίσω, κοιτούσε το πλακόστρωτο δάπεδο. Τέλος ξερόβηξε Kat άρχισε να μιλά. «Γαληνότατε, Εξοχότατε, Μεσέρε, κατανοώ ότι όλα αυτά
πλήττουν και αναστατώνουν τόσο τη φαντασία όσο και τις αρχές σας... Ίσως να θεωρείτε ότι ήταν τρέλα εκ μέρους των Δέκα να αναθέσουν σε κάποιον σαν κι εμένα τη διεξαγωγή των ερευνών· ότι όλοι οι ευγενείς της Βενετίας θα έπρεπε να είχαν ενημερωθεί εξαρχής, έστω και με κίνδυνο να πανικοβληθεί ο πληθυσμός και να λάβει τα μέτρα του ο εχθρός, ένας εχθρός που, σας υπενθυμίζω, εξακολουθεί να μας είναι άγνωστος... Όμως στο στάδιο αυτό, το ζήτημα, νομίζω, δεν είναι πλέον τι έπρεπε ή τι δεν έπρεπε να γίνει. Τις σκέψεις μας τώρα πρέπει να καθοδηγεί αποκλειστικά και μόνο η άμεση και απτή απειλή την οποία έχουμε, να αντιμετωπίσουμε». Σήκωσε τα μάτια και όρθωσε το ανάστημά του. «Προτεραιότητά μας παραμένει η προστασία του ίδιου του προσώπου του Δόγη, καθώς και των θεσμών μας. Γαληνότατε, τα όσα είδα και άκουσα στο Μέστρε δεν αφήνουν καμία αμφιβολία ως προς τα επιθετικά σχέδια εναντίον σας. Θεωρώ ότι οι φόνοι τους οποίους παρακολουθήσαμε όχι μόνο είναι το δέντρο που κρύβει το δάσος, αλλά επιπλέον αποτελούν μια τεράστια φενάκη, έναν αντιπερισπασμό που σκοπό έχει να μας παραπλανήσει. Ένα πράγμα μόνο πρέπει να φοβόμαστε: αναφέρομαι στους εορτασμούς της Αναλήψεως». Αναταραχή. «Φρονώ ότι εκδηλώσεις».
πρέπει
να ματαιωθούν όλες
οι
επίσημες
Το τέλος της φράσης του Πιέτρο συνοδεύτηκε από ηχηρές φωνασκίες. «Οι εορτασμοί της Αναλήψεως! Οι Γάμοι της Θάλασσας! Στο απόγειο του καρναβαλιού! Αν είναι δυνατόν! Τη στιγμή που χιλιάδες άνθρωποι προετοιμάζονται γι’ αυτό!»
«Ή Ανάληψη, Βιραβόλτα, είναι η ίδια η βιτρίνα της Δημοκρατίας. Όλος ο κόσμος θα βρίσκεται έξω, και θα έρθουν αντιπρόσωποι από όλη την αριστοκρατία της Ευρώπης! Χρειάζεται να σας υπενθυμίσω ότι ο νέος πρέσβης της Γαλλίας θα συμμετάσχει σε όλες τις τελετές, και ότι δεν θα καταλάβει τίποτε από όλα αυτά;» «Το τελευταίο πράγμα που πρέπει να κάνουμε είναι να υποχωρήσουμε! Ή Βενετία δεν πρέπει να συνθηκολογήσει προ ουδενός!» Ο Πιέτρο έκανε μερικά βήματα, στρεφόμενος πότε δεξιά και πότε αριστερά. «Μα ακριβώς τότε θα είστε όλοι ακάλυπτοι, και κατά πρώτο λόγο ο Δόγης. Πώς θα αντιμετωπίσουμε μια συντονισμένη δράση, αν παρ’ ελπίδα οι εχθροί μας εκδηλωθούν την ώρα που χιλιάδες άνθρωποι θα κυκλοφορούν μεταμφιεσμένοι και εντελώς ανώνυμοι; Ποια ασφάλεια μπορείτε να εγγυηθείτε στους πολίτες αυτής της πόλης εν μέσω της γενικευμένης οχλαγωγίας και αναταραχής; Εδώ κατασκόπευαν όλες τις κινήσεις μας, αποδεδειγμένα μας παρακολουθούσαν, μας πρόδιδαν! Πρέπει να σημάνουμε συναγερμό στο Ναύσταθμο, να αποκλείσουμε την είσοδο στη λιμνοθάλασσα από ξηράς και θαλάσσης, να καταδιώξουμε τη Σάντα Μαρία και το Κόσμημα της Κέρκυρας. Ας μην κρυβόμαστε, κάτι εξυφαίνεται, και είναι τόσο σοβαρό ώστε επιβάλλονται τα πλέον δραστικά μέτρα. Μεσέρε, ας μη λησμονούμε το εξής: ο Μίνως βρίσκεται ίσως ανάμεσά σας, και κάποιοι συνωμοτούν στο σκοτάδι, ακόμη και μέσα εδώ, σε αυτά τα έδρανα!» Αυτό πήγαινε πολύ. Τη φορά αυτή ο γερουσιαστής Οτάβιο σηκώθηκε όρθιος στο έδρανό του, με το ένδυμά του να τσαλακώνεται και την κοιλιά του να ακουμπά στο ξύλινο χώρισμα των εδράνων. Έλαβε το λόγο με ύφος δηκτικά ειρωνικό:
«Μα ποιος είστε εσείς, Βιραβόλτα, για να μας δίνετε μαθήματα; Αρκετά κράτησε αυτό το απεχθές αστείο. Είναι καιρός να ξαναπάρουμε στα χέρια μας τα ηνία του λειτουργήματος μας. Όσο γι’ αυτόν... τον άνθρωπο, το μόνο που του αξίζει είναι να επιστρέψει εκεί απ’ όπου τον ανέσυραν. Αρκετά παίξατε με τη Δημοκρατία και με την ασυγχώρητη ευπιστία μας, Βιραβόλτα. Επιστρέψτε εκεί απ’ όπου ήρθατε: στα Μολύβια!» «Στα Μολύβια! Στα Μολύβια!» επανέλαβαν ρυθμικά τετρακόσια μέλη του Συμβουλίου. Οι τόνοι ανέβαιναν, οι κραυγές γίνονταν εντονότερες. Ο Πιέτρο παρέμεινε ακίνητος. Ο Αντρέας Βικάριο ήταν και αυτός παρών. Με τα χέρια ενωμένα εμπρός στα χείλη του και τα ζωηρά του μάτια ζαρωμένα, σαν αλεπού που κυνηγά τη λεία της, με το πρόσωπο εντελώς ανέκφραστο, παρακολουθούσε σιωπηλός το θέαμα. «Ας δούμε, ας δούμε μια στιγμή τι συμβαίνει εδώ! Ας κοιτάξουμε τα πράγματα ψύχραιμα και ας συλλογιστούμε πού επιχειρούν να μας παρασύρουν!» συνέχιζε ο Οτάβιο, στρεφόμενος δεξιά και αριστερά με το μαύρο του ένδυμα το διακοσμημένο με την ερμίνα, και επικαλούμενος ως μάρτυρες τους ευγενείς με τρόπο πιο αποτελεσματικό από οποιονδήποτε εισαγγελέα. «Θα επιτρέψουμε λοιπόν σε έναν κρατούμενο των Μολυβιών να υπαγορεύσει στην κυβέρνηση την πολιτική της; Είμαι ξύπνιος ή ονειρεύομαι;» Ο Πιέτρο έσφιξε τα δόντια. Ένιωθε με τη σειρά του την ένταση να τον κυριεύει. Ούτε λόγος να επιχειρήσουμε κατά μέτωπον επίθεση εναντίον του Οτάβιο στη συνεδρίαση του Μεγάλου Συμβουλίου, Πιέτρο! Αρκεί και μόνο να προφέρεις το όνομά του, και οι σύνεδροι, γνωρίζοντας
ποιος είσαι, θα σε κατασπαράξουν από τα έδρανά τους. Θα καταστρέφεις με τα ίδια σου τα χέρια όλες σου τις προσπάθειες. «Ας σταματήσει εδώ αυτό το αστείο, και ας εξαφανιστεί η Μαύρη Ορχιδέα!» αναφώνησε ο Οτάβιο. Τα χείλη του Πιέτρο άρχισαν να τρέμουν. Κοίταξε τον Βιντικάτι, και χρειάστηκε να καταβάλει υπεράνθρωπη προσπάθεια για να μην αφήσει την οργή του να ξεσπάσει. Τότε ο Δόγης σηκώθηκε με τη σειρά του. Όλα τα βλέμματα συνέκλιναν στην bacheta, στο σκήπτρο που κρατούσε. Σήκωσε το χέρι. «Πιστεύω...» Οι φωνασκίες των μεν και των δε κάλυπταν τη φωνή του. Σιγά σιγά όμως κόπασαν. «Πιστεύω πως είναι όντως αδύνατον να ματαιώσουμε τις εορτές της Αναλήψεως. Όσο για το ότι πρέπει να θέσουμε σε επιφυλακή τον Ναύσταθμο και τον Στρατό, είναι αυτονόητο. Θα ενισχύσουμε τους ελέγχους σε όλα τα σημεία της πόλης, ενώ οι Δέκα και η Criminale θα αναλάβουν να διασφαλίσουν την προστασία των πολιτών της Βενετίας, περιλαμβανομένου εμού και των ξένων επισκεπτών μας. Το έργο τους θα είναι τιτάνιο, όμως δεν έχουμε άλλη επιλογή. Εν τω μεταξύ, Πιέτρο Βιραβόλτα...» ' Ο Δόγης έκανε μια παύση και έδειξε προς στιγμήν να ταλαντεύεται· μετά συνέχισε, πιο χαμηλόφωνα: «Θεωρώ ότι είναι καιρός να πάψετε να ασχολείστε με την υπόθεση. Σας παραδίδω προσωρινά στα χέρια του Εμίλιο Βιντικάτι. Τη δική σας περίπτωση θα τη ρυθμίσουμε αργότερα». Το σοκ ήταν μεγάλο. Ο Πιέτρο ανασήκωσε το ένα του φρύδι και
δάγκωσε τα χείλη του. Έστειλε ένα βλέμμα στον Εμίλιο. «Οι εορτασμοί της Αναλήψεως κατέληξε ο Φραντσέσκο Λορεντάν.
θα πραγματοποιηθούν»,
*****
Ο Πιέτρο βρέθηκε μόνος. Είχε επιστρέψει φρουρούμενος στα διαμερίσματα της casa Κονταρίνι. Τον είχαν θέσει υπό επιτήρηση εν αναμονή μιας επίσημης απόφασης η οποία, κατά τα φαινόμενα, θα τον οδηγούσε και πάλι στα δεσμωτήρια της Βενετίας. Γεμάτος νευρικότητα και πικρία, ενημέρωσε τον Λαντρέτο για τις τελευταίες εξελίξεις και του έδωσε εντολή να μεταβεί αμέσως στην κατοικία του Εμίλιο Βιντικάτι. Ο τελευταίος είχε υποχρεωθεί να τον αγνοήσει μετά τη συνεδρίαση του Συμβουλίου. Ή θέση και του ίδιου ήταν εξαιρετικά λεπτή. Όμως ο Πιέτρο δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με αυτή την κατάσταση. Ήταν ακόμη καιρός να επωφεληθεί από αυτή την αναστολή για να διαφύγει. Να διαφύγει! Έσφιξε τη γροθιά του. Ώστε λοιπόν όλα αυτά δεν είχαν ωφελήσει σε τίποτε. Ή Χίμαιρα είχε κερδίσει. Το αριστοτεχνικά καταρτισμένο σχέδιό της είχε κατορθώσει να τον καταδικάσει για μία ακόμη φορά. Πάντα το φοβόταν αυτό το ενδεχόμενο· η προοπτική να επιστρέψει στο κελί του του φαινόταν για πρώτη φορά τόσο αληθινή που τον τρόμαζε. Όχι, ήταν αδύνατον, επ’ ουδενί. Δεν μπορούσε ακόμη να απαρνηθεί την ελευθερία του.
Τότε λοιπόν; Θα αναγκαζόταν να πολεμήσει ταυτοχρόνως εναντίον των Πουλιών και εναντίον της Δημοκρατίας; Δεν υπήρχε πλέον καμία λύση. Ένιωθε παγιδευμένος, χαμένος. Ή χειραγώγηση είχε λειτουργήσει στην εντέλεια, σαν καλοστημένη μηχανή της οποίας ο ίδιος δεν ήταν παρά ένα γρανάζι, ένα παιχνίδι ανάμεσα στα άλλα. Απομονωμένος, δεν μπορούσε πλέον να υπολογίζει ούτε στα λιγοστά του στηρίγματα. Αν δεν αντιδρούσε δυναμικά, η παρτίδα είχε τελειώσει. Να αντιδράσει, αλλά πώς; Βρισκόταν ξανά στην ίδια κατάσταση, έτσι όπως ήταν πάντα: στο περιθώριο της αριστοκρατίας, αντιμέτωπος με την ταπεινή του καταγωγή, καταδικασμένος να επισύρει όλες τις υποψίες. Όλα αυτά... για το τίποτε. Μια επιστροφή στο σημείο εκκίνησης. Μια επιστροφή, κατά τα φαινόμενα, οριστική. Οι ελπίδες του έλιωναν όπως το χιόνι στον ήλιο. Με την πρώτη αφορμή, του είχε πει ο Λορεντάν στην πρώτη τους συνάντηση, τα λιοντάρια της Βενετίας θα σας χιμήξουν και θα σας κατασπαράξουν. Και τότε εγώ, μακράν του να εμποδίσω αυτή την κίνηση, θα την ενθαρρύνω με όλη την ισχύ που διαθέτω. Ε, λοιπόν, δεν είχε πει ψέματα. Όμως ο Πιέτρο από την πλευρά του δεν είχε φανεί κατώτερος των περιστάσεων. Μήπως θα έπρεπε να είχε ενεργήσει ταχύτερα; Να είχε ριψοκινδυνεύσει περισσότερο; Για ποιο πράγμα ήταν ένοχος αυτή τη φορά; Υπό την πίεση του Συμβουλίου, ο Λορεντάν αναγκάστηκε να τον θυσιάσει και πάλι δημοσίως, να τον χρησιμοποιήσει σαν το απαραίτητο αντίβαρο ώστε να αποκατασταθεί η ηρεμία. Σκεπτόμενος ψύχραιμα, αντιλαμβανόταν ότι ήταν αφελής να πιστεύει ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να εξελιχθούν διαφορετικά. Αφελής; Όμως είχε τη δυνατότητα να ενεργήσει διαφορετικά; Όχι! Αυτή ήταν η αλήθεια, η δυσάρεστη αλήθεια. Ο Πιέτρο κατανοούσε την προφανή πίεση που ασκείτο στον Δόγη· υπό αυτές τις συνθήκες, η πλέον στοιχειώδης προφύλαξη ήταν να μη δείξει ενδιαφέρον για ανθρώπους του δικού του είδους.
Όσο για την ευγνωμοσύνη... Πώς ήταν δυνατόν να προσβλέπει ο Πιέτρο στην παραμικρή ευγνωμοσύνη εκ μέρους της Βενετίας; Είχε άραγε πιστέψει έστω και κατ’ ελάχιστον σε μια τέτοια αυταπάτη; Ο Λαντρέτο επέστρεψε ύστερα από τρεις ώρες. Κρατούσε στο χέρι ένα σημείωμα με την υπογραφή του Βιντικάτι. «Τα πράγματα περιπλέκονται, φίλε μου», είπε ο Πιέτρο. «Το μόνο που έχω είναι αναστολή μίας ημέρας, ίσως δύο· όμως με βλέπω ήδη στη φυλακή. Αυτό είναι αδύνατον, Λαντρέτο. Φρόντισε να ετοιμαστούν τα άλογα. Στη χειρότερη περίπτωση, θα εκμεταλλευτούμε αυτή τη σύντομη ανάπαυλα για να διαφύγουμε από την πόλη». Άνοιξε το φάκελο με το σημείωμα. Πιέτρο,
Όπως θα φαντάστηκες, δεν είναι πλέον δυνατόν να σε βλέπω παρά μόνο παρουσία ενόπλων ανδρών. Δεν έχω ακόμη λάβει επίσημη εντολή να σε οδηγήσω και πάλι στη φυλακή, ο Δόγης βρίσκεται σε δύσκολη θέση. Παραταύτα δεν σε εγκαταλείπω, φίλε μου. Τα πράγματα πηγαίνουν άσχημα για μας, όμως ξέρω τι έχεις κάνει για τη Δημοκρατία. Ας συναντηθούμε στη βασιλική του Αγίου Μάρκου τα μεσάνυχτα, θα φροντίσω εγώ για όλα. Μην επιχειρήσεις να διαφύγεις, είναι το τελευταίο πράγμα που θα έπρεπε να κάνεις. Θα προσπαθήσω να σε υπερασπιστώ μόλις ηρεμήσουν κάπως τα πνεύματα. Προς το παρόν η στιγμή δεν είναι κατάλληλη, πρέπει να φροντίσουμε να σε ξεχάσουν. Απόψε θα καταστρώσουμε τη στρατηγική
μας, ιδίως έναντι του Οτάβιο. Δεν έχει χαθεί κάθε ελπίδα. Ξαναείδα τον γερουσιαστή Καμπιόνι: ξέρεις πως ακόμη δεν τον εμπιστεύομαι απολύτως, όμως διατείνεται ότι συγκεντρώνει τους δικούς του όπως μπορεί, και διαβεβαιώνει πως, όταν έρθει η ώρα, θα τοποθετηθεί υπέρ σου. Ας μη χάνουμε το θάρρος μας. Και θα πρέπει να σου πω ακόμη κάτι: χάρη στον Καμπιόνι, απέσπασα κάποιες νέες πληροφορίες.
Ε. B. Ή Μαύρη Ορχιδέα σήκωσε τα μάτια και συνοφρυώθηκε. Άνοιξε την πόρτα· τέσσερις ένοπλοι φρουροί βρίσκονταν εκεί, και άλλοι τέσσερις έξω από την κατοικία. Στράφηκε και πάλι προς τον υπηρέτη του. «Άκουσέ με, Λαντρέτο. Είναι ανάγκη να βγω απόψε. Πρέπει να συναντήσω τον Βιντικάτι, ίσως για τελευταία φορά. Πρέπει να τον πείσω πάση θυσία να προστατεύσει την Άννα Σανταμαρία. Αυτή είναι τώρα η μοναδική μου προτεραιότητα. Αν τυχόν τα πράγματα δεν εξελιχθούν όπως θέλω, θα πάω μόνος μου να τη βρω και θα φύγουμε. Φρόντισε να υπάρχει ένα άλογο για κείνη, διά παν ενδεχόμενο, και να είσαι έτοιμος. Λαντρέτο, φίλε μου: υπολογίζω σ’ εσένα για να ασχοληθείς με τα στρατιωτάκια που βρίσκονται στην πόρτα μας. Εγώ θα περάσω από το παράθυρο και τις στέγες, και θα επιστρέφω πριν από το ξημέρωμα...» Και, αναστενάζοντας, κατέληξε: «Τουλάχιστον το ελπίζω».
ΑΣΜΑ XV
Ή Στύγα
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥι Του Αντρέας Βικάριο, μέλους του Μεγάλου Συμβουλίου Ή Έμπνευση του Κακού, κεφ. XVII
Θα ήταν σφάλμα να θεωρήσουμε ότι το Κακό είναι ο αέναος καρπός μιας κακής πρόθεσης* συχνά το μεγαλύτερο κακό επικαλείται τον ευγενέστερο σκοπό. Το όνομά του είναι Ουτοπία, εκπορεύεται από την αγνότερη έμπνευση και η πορεία του είναι σπαρμένη με πτώματα. Το Κακό θα εξαφανιστεί μόνο μαζί με το ανθρώπινο είδος: είναι η διεστραμμένη έκφραση του Ονείρου που ο καθένας κουβαλά εντός του και των μέσων για την πραγματοποίηση αυτού του ονείρου. Αυτό με οδηγεί να θέσω στον εαυτό μου το εξής ερώτημα, που είναι κατεξοχήν ιλιγγιώδες: αν το Κακό, όπως ισχυρίζομαι, είναι το κελί του ανθρώπου και των θρυμματισμένων ονείρων του, και αν, ταυτοχρόνως, εφόσον η πηγή του υπερβαίνει τον ίδιο τον άνθρωπο, είναι δυνατόν η έσχατη ενσάρκωσή του στο πρόσωπο του Εωσφόρου να αποτελεί επίσης προϊόν ενός ονείρου. Του ονείρου του Θεού. Του καταραμένου ενυπνίου, του εφιάλτη του Παντοδύναμου, που η Πλάση αρνήθηκε την άμωμη τελειότητά Του
την ίδια ακριβώς στιγμή που αναδύθηκε από το Τίποτε, για να χαθεί για πάντα μέσα στο χαοτικό ποτάμι της Ιστορίας. Ο αντιπερισπασμός που προκάλεσε ο Λαντρέτο, παριστάνοντας τον μεθυσμένο και διαταράσσοντας τη νυχτερινή ησυχία, στάθηκε αρκετός για να αποσπάσει την προσοχή των φρουρών, ώστε να κατορθώσει ο Πιέτρο να ξεγλιστρήσει από τις στέγες. Ήταν συνηθισμένος σε τέτοιου είδους ακροβασίες και, μέσα στην περιρρέουσα σύγχυση, η επαγρύπνηση των στρατιωτών που τους είχαν και αυτούς ξεπεράσει τα γεγονότα αποτελούσε πλεονέκτημα. Έτσι ο Πιέτρο έφθασε τα μεσάνυχτα, όπως είχε συμφωνηθεί, στη basilica San Marco. Εδώ φυλάσσονταν τα ταριχευμένα λείψανα του Σύρου ευαγγελιστή, που τα είχαν μεταφέρει από την Αλεξάνδρεια οι περίφημοι έμποροι, οι οποίοι, για να διατηρήσουν το σώμα, το είχαν εμβαπτίσει σε κομμάτια αλατισμένου λαρδιού. Έκτοτε το σκήνωμα του Αγίου Μάρκου ήταν άρρηκτα συνδεδεμένο με την ιστορία και τη μοίρα της Βενετίας. Ή βασιλική ανοικοδομήθηκε τον ενδέκατο αιώνα. Κατασκευασμένη με μορφή ελληνικού σταυρού, σύμφωνα με τα σχέδια που χρησιμοποιούσαν και στην Κωνσταντινούπολη, διέθετε πέντε πύλες διακοσμημένες με ψηφιδωτά ανατολίτικης τεχνοτροπίας που τις επιστέγαζαν θόλοι καλυμμένοι με μολύβδινες λάμες. Οι βυζαντινές, ισλαμικές, γοτθικές και αναγεννησιακές επιρροές συνδυάζονταν αρμονικά, με την ανάλαφρη κομψότητα που τόσο χαρακτηρίζει τη βενετσιάνικη αρχιτεκτονική. Από τον επάνω όροφο, ο Δόγης παρακολουθούσε κάθε χρόνο τις τελετές που λάμβαναν χώρα στην πλατεία, κάτω από τα περίφημα χάλκινα άλογα τα οποία είχαν κλαπεί από την Κωνσταντινούπολη κατά την τέταρτη σταυροφορία. Καθώς ο Πιέτρο πλησίαζε στις πύλες της εισόδου, αντίκρισε μέσα από το κιγκλίδωμα τέσσερις σκηνές που αντήχησαν παράξενα στον νου του: μία ακόμη Αποκαθήλωση, μια Κάθοδο στον Άδη, καθώς και δύο απεικονίσεις της Αναστάσεως και της
Αναλήψεως αντιστοίχως. Διαβάζοντας το σημείωμα του Εμίλιο, ο Βιραβόλτα είχε προβληματιστεί έντονα· στην πραγματικότητα ανησυχούσε όλο και περισσότερο. Και θα πρέπει να σου πω ακόμη κάτι: χάρη στον Καμπιόνι, απέσπασα κάποιες νέες πληροφορίες. Φυσικά εδώ διακυβευόταν το μέλλον του Πιέτρο, και μαζί και της Άννας Σανταμαρία όμως για να τον καλέσει ο αρχηγός των Δέκα με τόση μυστικότητα στη βασιλική, τόσο αργά τη νύχτα και παραβαίνοντας όλα τα ειωθότα, δεν θα μπορούσε παρά να πρόκειται για κάτι πολύ σοβαρό. Τι είδους πληροφορίες διέθετε ο Εμίλιο; Μήπως είχε ανακαλύψει... ποιος ήταν ο Μίνως ή ο Diavolo; Είχε άραγε μάθει περισσότερα για το ρόλο του Οτάβιο σε όλη αυτή την ιστορία; Σε όλα τα μέτωπα, ο Πιέτρο περίμενε τα χειρότερα. Είχε την αίσθηση ότι οι ώρες του ήταν μετρημένες. Ούτε που το συζητούσε να ξαναβρεθεί για άλλη μια φορά στα Μολύβια. Ή νύχτα ήταν τόσο προχωρημένη που η πλατεία ήταν σχεδόν άδεια. Θεωρητικά η βασιλική θα έπρεπε να είναι κλειστή. Εντούτοις ο Πιέτρο χτύπησε απλώς τρεις φορές τις πύλες, και μία από αυτές άνοιξε, σχεδόν ως εκ θαύματος, εμπρός του. Εισήλθε στο ναό και τα μάτια του χρειάστηκαν μερικά δευτερόλεπτα για να συνηθίσουν στο σκοτάδι. Οι πίνακες του Νταμπιέρ, του προστατευομένου τού Γάλλου πρέσβη, ήταν εγκατεστημένοι στις δύο πλευρές του νάρθηκα. Προφανώς τα εγκαίνια είχαν λάβει χώρα χωρίς επεισόδια· εκατοντάδες επισκέπτες θα είχαν παρελάσει ήδη από το απόγευμα για να θαυμάσουν τα έργα του καλλιτέχνη. Μια ακαθόριστη διαίσθηση πλημμύρισε τον Πιέτρο ακριβώς τη στιγμή που εισερχόταν στον μεγάλο προθάλαμο. Με όλες του τις αισθήσεις σε εγρήγορση, έφερε τα χέρια του στα πλευρά του και έμεινε ακίνητος για αρκετά δευτερόλεπτα. Στο βάθος της
βασιλικής, πίσω από την Αγία Τράπεζα, έλαμπε η Pala d’Oro, το χρυσό τέμπλο με τα ένθετα σμάλτα που απεικόνιζε τη ζωή του Ιησού και των αποστόλων του· γύρω υπήρχαν ασημικά, δισκοπότηρα, λιβανιστήρια, θήκες με δεμένους πολύτιμους λίθους. Τα εξαίσια μωσαϊκά συνέθεταν ένα είδος τεράστιας εικονογραφημένης Βίβλου· έμοιαζαν πλημμυρισμένα με χρυσάφι, ανάμεικτο πού και πού με ασήμι, με αποτέλεσμα να δημιουργείται αυτός ο «ουράνιος παλμός» που τους χάριζε μοναδικό βάθος και λάμψη. Παρ’ ότι ο χώρος έμοιαζε σχεδόν εντελώς βυθισμένος στο ημίφως, ο Πιέτρο διέκρινε επίσης δύο σιλουέτες, που τον έθεσαν αμέσως σε επιφυλακή. Ξαφνικά κατάλαβε τι ήταν αυτό που τον είχε αναστατώσει μια χαρακτηριστικά βαριά οσμή με την οποία εδώ και λίγο καιρό είχε εξοικειωθεί. Στον νου του έλαμψε σαν αστραπή η αλήθεια. Είναι παγίδα. Προφανώς είναι παγίδα. Καθώς το βλέμμα του συνήθιζε στο ημίφως του χώρου, το ένστικτό του τον οδήγησε να στραφεί προς τους πίνακες που εξετίθεντο στις δύο πλευρές του νάρθηκα, ενώ την ίδια ακριβώς στιγμή οι στίχοι του Δάντη επανέρχονταν στη μνήμη του με απίστευτη ένταση και ενάργεια. Τους διάβαζε και τους ξαναδιάβαζε διαρκώς, με την ελπίδα να ανακαλύψει σ’ αυτούς μια ένδειξη που θα μπορούσε να του επιτρέψει να μαντέψει τις επόμενες κινήσεις του Diavolo. Ετούτο το πικρό ποτάμι σαν κατέβει απότομα σταχτόχρωμα γκρεμνά,
Σε βάλτο πέφτει, που τ ’ όνομά του Στύγα. Κι εγώ που κοίταζα προσεχτικά, Ανθρώπους βλέπω μες στη λάσπη, Ολόγυμνους και μ ’ όψην οργισμένη. Τούτοι χτυπιόντουσαν κι όχι μονάχα με τα χέρια, Παρά με το κεφάλι, με το στήθος, με τα πόδια, Και με τα δόντια τους ξεσκίζονταν κομμάτια. Λέει ο καλός μου ο δάσκαλος: «Και τώρα, γιε μου, Κοίταξε εκείνους που τους εξουσιάζει η οργή...» Ο Πέμπτος Κύκλος, οι Οξύθυμοι που τρέφονται με λάσπη μέσα στο μαύρο Ποτάμι. Το Ποτάμι του αίματος... Ο Πιέτρο πλησίασε έναν από τους πίνακες του Γάλλου ζωγράφου, κοντά στις υφασμάτινες ταινίες της έκθεσης που κρέμονταν από την οροφή. Έργα θρησκευτικής εμπνεύσεως, είχε πει ο Εμίλιο για τα έργα του Νταμπιέρ. Και απαράμιλλης ομορφιάς... Ο Πιέτρο άγγιξε αργά με τα δάχτυλά του τον πίνακα· συνειδητοποίησε ότι το χέρι του έτρεμε. Αμέσως επιβεβαίωσε αυτό που φοβόταν και οπισθοχώρησε λίγα βήματα. Ο αντίχειρας και ο δείκτης του είχαν διαποτισθεί με μια ουσία κόκκινη και κολλώδη. Αίμα. Οπισθοχώρησε κι άλλο και στράφηκε προς το κέντρο της βασιλικής, συλλαμβάνοντας μ’ ένα βλέμμα τη φρικτή προοπτική που είχε μόλις μορφοποιηθεί στη συνείδησή του· πράγματι, όλοι οι πίνακες ήταν κηλιδωμένοι με φρέσκο αίμα, παραμορφωμένοι από
σκοτεινές γραμμές που έρρεαν, που σε κάποια σημεία τις συνόδευαν φρικώδη κομμάτια σάρκας κολλημένα πάνω στον καμβά! Ή Στύγα... Πίνακες αίματος! Προχώρησε στη μέση του Ποταμού, κρατώντας με το ένα του χέρι ένα πιστόλι και με το άλλο τραβώντας το σπαθί του από τη θήκη του. Καθώς πλησίαζε προς την Αγία Τράπεζα, οι δύο μορφές που είχε διακρίνει γίνονταν πιο σαφείς. Σε λίγο αντιλήφθηκε τη φύση του νέου αυτού «αριστουργήματος» που είχε σκηνοθετηθεί από τον Diavolo. Ένας άνδρας, σχεδόν γυμνός, ήταν δεμένος εμπρός στο θυσιαστήριο. Καρφωμένοι στα υπολείμματα των ρούχων του -ή ίσως στη σάρκα του, όπως έδειχναν οι κηλίδες του αίματος επάνω του-, τέσσερις γάντζοι, δεμένοι με σχοινιά, συνέδεαν τους ώμους και τα πόδια του με τα άνω και κάτω άκρα των πεσσών που πλαισίωναν το κεντρικό κλίτος. Εμπρός στο βασανισμένο θύμα, το σωριασμένο πάνω σε μια κοινή ξύλινη καρέκλα, με το πιγούνι γερμένο πάνω στο στήθος, είχε τρέξει μια μαυριδερή λάσπη. Ο ίδιος ο άνδρας έμοιαζε να ξερνά αυτή τη λάσπη, σαν μια αποτρόπαιη κρήνη. Ο Πιέτρο διαπίστωσε ότι ήταν ακόμη ζωντανός. Είδε δυο μάτια να αναποδογυρίζουν, ένα κεφάλι να κινείται δεξιά και αριστερά, εκλιπαρώντας τη βοήθειά του πριν παραδώσει το πνεύμα. Όμως ξαφνικά η βαριά ανάσα του άνδρα σταμάτησε οριστικά. Ακούστηκε ένα φύσημα, ένας ρόγχος αγωνίας σαν σφύριγμα, που σιγά σιγά έσβησε στη σιωπή της βασιλικής... Και μετά, τίποτε. Τότε ο Πιέτρο αναγνώρισε το πρόσωπο του ανθρώπου που είχαν σκοτώσει με τόσο φρικιαστικό τρόπο. Για μια στιγμή έμεινε εμβρόντητος, με τα χέρια του να τρέμουν. Δεν πίστευε στα μάτια του. «Εμίλιο...» είπε ψιθυριστά. Ήταν πράγματι εκείνος: ο Εμίλιο Βιντικάτι, ο σημαιοφόρος του Συμβουλίου των Δέκα.
Ή καρδιά του Πιέτρο σφίχτηκε. Τότε ακριβώς στο εσωτερικό του Αγίου Μάρκου αντήχησε μια φωνή. Στα αυτιά του Πιέτρο ακούστηκε σαν κεραυνός· έμοιαζε να έρχεται ταυτοχρόνως από παντού, από τις επιβλητικές κολόνες, μέσα από τα αγάλματα, από την πληθώρα των ψηφιδωτών, να αντανακλάται δεξιά και αριστερά. «Έτσι έπρεπε να χαθεί εκείνος που νικήθηκε από την Οργή, Βιραβόλτα. Καλωσορίσατε». Ο Πιέτρο ζάρωσε τα μάτια. Πίσω από το θύμα, σαν θλιβερό μαύρο σκιάχτρο, βρισκόταν η Σκιά με την κουκούλα, ο Diavolο αυτοπροσώπως, όπως τον είχε ήδη δει όταν είχε διεισδύσει στη μυστική τελετή στη βίλα Μόρα. Όρθιος, ιερατικός, ακίνητος σε μια στάση επίσημη, γεμάτη στόμφο και τρέλα, έμοιαζε να προΐσταται του νέου αυτού θεάματος. «Ήθελα, αγαπητέ μου, να αντικρίσετε αυτόν τον πίνακα πριν ρίξω το πτώμα του φίλου σας στη λιμνοθάλασσα. Ο Εμίλιο Βιντικάτι θα τελειώσει την πορεία του σε ένα άλλο ποτάμι, και επιτέλους θα γίνει για πάντα ένα με τη λάσπη από την οποία γεννήθηκε. Είναι καιρός να κατανοήσετε ποιο είναι το τέλος όσων στέκονται εμπόδιο στα σχέδιά μου». «Εμίλιο!» φώναξε ο Πιέτρο μ’ έναν κόμπο στο λαιμό. Κατάλαβε τι είχε συμβεί. Δεν ήξερε πώς, αλλά ο Εμίλιο είχε πέσει στην παγίδα πριν από τον ίδιο· ίσως μέσω ενός σημειώματος όμοιου με αυτό που είχε λάβει ο Πιέτρο στης Κονταρίνι. Όσο για το εν λόγω σημείωμα, η Χίμαιρα θα πρέπει να εξανάγκασε τον Εμίλιο να το γράψει, πριν τον βασανίσει, όπως είχε κάνει και με τον Μαρτσέλο Τορετόνε ή με τον πατέρα Καφέλι. Ένα κύμα οργής πλημμύρισε τον Πιέτρο· χωρίς πλέον να σκεφτεί τίποτε, όρμησε εμπρός, με το σπαθί
στο ένα χέρι και το πιστόλι στο άλλο. Σαν αστραπή έπεσε πάνω στον εχθρό και τον διατρύπησε κραυγάζοντας: «Πέθανε! Πέθανε λοιπόν!» Τράβηξε πίσω το σπαθί του ακούγοντας έναν υπόκωφο θόρυβο. Αποσβολωμένος, είδε τη μαύρη κάπα να πέφτει στο πάτωμα. Ένα μεταλλικό κράνος κύλησε στα πόδια του, ένα ραβδί τυλιγμένο με άχυρα έσπασε. Μια μαριονέτα! Ένα κοινό νευρόσπαστο! Και πάλι ένα γέλιο αντήχησε παντού γύρω του. «Με απογοητεύετε, φίλε μου. Περίμενα κάτι καλύτερο από τη Μαύρη Ορχιδέα... Είστε πολύ κατώτερος της φήμης σας». Ο Πιέτρο δεν είχε το χρόνο να αποτιμήσει σε όλη του την έκταση το σφάλμα του· ο εχθρός όρμησε μέσα από το σκοτάδι μιας κολόνας, βρέθηκε μεμιάς στην Αγία Τράπεζα και έπεσε πάνω του. Ο Πιέτρο δέχθηκε ισχυρό πλήγμα στο κρανίο. Για ένα δευτερόλεπτο έμεινε όρθιος να παραπαίει, με μια έκφραση τρελού. Έπειτα ένιωσε να τον ρουφά ένας μαύρος σίφουνας, και αμέσως τα γόνατά του λύγισαν. Σωριάστηκε κάτω, το σώμα του κύλησε στα σκαλιά του θυσιαστηρίου, το πιστόλι και το σπαθί του έφυγαν από τα χέρια του. Ή σιλουέτα με την κουκούλα προχώρησε και στάθηκε από πάνω του. «Α, Βιραβόλτα... Τώρα που βρίσκεστε στο έλεός μου, θα σας άξιζε να τελειώνω μαζί σας... Όμως μη φοβάστε...» Γονάτισε και του χάιδεψε το πρόσωπο. «Είστε ακόμη μέρος του σχεδίου, Πιέτρο, είστε το όργανο, ο μέγας ένοχος και ο αποδιοπομπαίος τράγος της Δικαιοσύνης».
Γέλασε και πάλι δυνατά καθώς συλλογιζόταν το ποτάμι, το ποτάμι που κόχλαζε από αίμα και όπου πνίγονταν οι κολασμένοι.
*****
Όταν ο Πιέτρο ξύπνησε, απόλυτη σύγχυση επικρατούσε στο εσωτερικό της βασιλικής, που τώρα ήταν φωτισμένη· ένιωσε ότι δύο στρατιώτες τον άρπαζαν από τις μασχάλες για να τον αναγκάσουν να σταθεί όρθιος διά της βίας. Του έριξαν αρκετές φορές νερό, και μετά τον χαστούκισαν στο πρόσωπο. Σαν μέσα σε εφιάλτη, είδε την έντρομη έκφραση του Λαντρέτο, και πιο πέρα τον Αντόνιο Μπρότσι να χορεύει εμπρός στους βεβηλωμένους πίνακες του Νταμπιέρ. «Εμπρός! Οδηγήστε τον στα Μολύβια, και να μη βγει πλέον από το κελί του!» «Μα... Ο Εμίλιο...» Προσπάθησε να κοιτάξει πάνω από τον ώμο του, προς την Αγία Τράπεζα. Είδε φευγαλέα τα υπολείμματα του αχυρένιου σκιάχτρου που είχε υποδυθεί την παρουσία της Σκιάς· η καρέκλα στην οποία ήταν δεμένος προηγουμένως ο Εμίλιο, τώρα ήταν άδεια: απέμεναν μόνο τα ίχνη του αίματος και τα σχοινιά, που τώρα κείτονταν λυμένα στο δάπεδο. Οι στρατιώτες έσυραν βίαια τον Πιέτρο, παρά τις διαμαρτυρίες του Λαντρέτο. Στα αυτιά του ούρλιαζε μια φωνή: «Τι κάνατε στον Εμίλιο Βιντικάτι; Είστε ένοχος, ένοχος!» Ο Πιέτρο, που πάλευε να μη λιποθυμήσει ξανά, οδηγήθηκε χωρίς
οίκτο έξω από τη βασιλική του Αγίου Μάρκου. Έξω, η αυγή με τα ροζ και πορτοκαλί της χρώματα έσχιζε τον ουρανό μιας καινούριας ημέρας. Λίγες ημέρες αργότερα, βρήκαν τα κουρέλια από τα ρούχα του Εμίλιο Βιντικάτι σε ένα κανάλι της Βενετίας. Ο Δόγης, αποκαρδιωμένος και συντετριμμένος από το ακατανόητο αυτό πλήγμα της μοίρας, ενημερώθηκε για την υπόθεση ακριβώς τη στιγμή που έριχναν ξανά τον Πιέτρο στη φυλακή, όπου ο δεσμοφύλακας Λορέντσο Μπαζαντόνα με το ύπουλο βλέμμα τον υποδέχθηκε με ειρωνική ευγένεια, χαμογελώντας σαρδόνια: «Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω... μικρό μου λουλούδι».
Έκτος Κύκλος
ΑΣΜΑ XVI
Δίτη Στα Μολύβια. Ακόμη μια φορά. Ίσως για πάντα ή ως τη δημόσια εκτέλεση. Και έξω, η ασύλληπτη Χίμαιρα εξακολουθούσε τη δράση της. Ο Πιέτρο ένιωθε ηττημένος. Ευτυχώς δεν τον είχαν ρίξει στα Πηγάδια, τα Ροζζί, στο ισόγειο του παλατιού, όπου βρίσκονταν τα χειρότερα κελιά. Εκεί, μέσα σε ανήλιαγα κάτεργα, σάπιζαν οι πιο άτυχοι κατάδικοι. Μέσα στη βρομιά και την αμμωνία, υπέφεραν από την acqua alta και την έλλειψη οξυγόνου. Μόνη τους διαφυγή είχαν τις αναμνήσεις της προηγούμενης ζωής τους και τις επικλήσεις τους στους αγίους τις οποίες χάραζαν στους τοίχους της φυλακής, νωπογραφίες αυτοσχέδιες, σαν τεχνητούς παραδείσους στην κόλαση που ζούσαν. Επίσης ο Πιέτρο δεν απειλήθηκε με βασανιστήρια, παρ’ ότι, την ώρα που τον κατέβαζαν, είχε διασταυρωθεί με έναν συγκρατούμενό του που τον οδηγούσαν στο μαρτύριο του σχοινιού γονατισμένο, με τα χέρια δεμένα στην πλάτη, τον σήκωναν με βάρη, και εκείνος ούρλιαζε από τις κακώσεις και τα κατάγματα που του προκαλούσε ο φρικτός μηχανισμός· δεν τον ξανανέβασαν ποτέ. Ο Πιέτρο τουλάχιστον ήταν ζωντανός και υγιής. Όμως μέσα του κάτι είχε σπάσει. Είχε αντέξει για καιρό, είχε βασιστεί στην ψυχραιμία του, την ενεργητικότητά του και την πεποίθησή του ότι η μοίρα του επιτέλους θα άλλαζε. Τώρα, όλα είχαν τελειώσει. Δεν
γνώριζε πλέον τίποτε απ’ όσα συνέβαιναν έξω. Ήταν αδύνατον να μαντέψει τι έκανε και τι σκεφτόταν εκείνη ακριβώς τη στιγμή ο Δόγης, ή ο αρχηγός της Criminale, ή ο Μπρότσι, ή οποιοσδήποτε άλλος. Ο Μπαζαντόνα τού είχε πει ότι ο Λαντρέτο είχε επιδιώξει να τον δει. Ή ωραία Αντσίλα Αντεοντάτ είχε επίσης πληροφορηθεί τα καθέκαστα, όμως δεν κατόρθωσε να διαβεί τις πύλες του παλατιού. Προπάντων όμως ο Πιέτρο ανησυχούσε για την Άννα Σανταμαρία: δεν γνώριζε απολύτως τίποτε για την τύχη της. Όλα είχαν γίνει πολύ γρήγορα. Αμέσως μόλις υποπτεύθηκε τον Οτάβιο, θα έπρεπε να τα ξεχάσει όλα, να απαγάγει την Άννα και να εξαφανιστεί. Όμως τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά. Και τώρα πλέον αυτή η σιωπή τού ήταν ανυπόφορη. Ο Πιέτρο βάδιζε πάνω κάτω στο κελί του, χτυπούσε το κεφάλι του στους τοίχους, μιλούσε μόνος του· έσφιγγε τις γροθιές του, αναζητούσε ακόμη μια διέξοδο σπάζοντας το κεφάλι του για να βρει τον τρόπο να πείσει μια ολόκληρη πόλη να τον ακούσει, τη στιγμή που οι ευγενείς οι οποίοι την εκπροσωπούσαν τον αντιμετώπιζαν απλώς σαν έναν κατάδικο ένοχο για εσχάτη προδοσία και, πιθανότατα, για το φόνο του Βιντικάτι. Το αποκορύφωμα της τρέλας. Οι υπολογισμοί του Diavolo είχαν σχεδόν επιτύχει το σκοπό τους, χάρη στη γενικευμένη άγνοια, κτηνωδία και ανικανότητα. Ο Πιέτρο δεν έτρεφε αυταπάτες: ήδη είχαν αρχίσει να διαδίδονται εναλλακτικές εκδοχές των γεγονότων. Σύμφωνα με αυτές, ήταν συνένοχος στη συνωμοσία, ίσως μάλιστα να ανήκε στους πρωταρχικούς εμπνευστές της, καθώς επιδίωξή του ήταν να γλιτώσει από τον εγκλεισμό στη φυλακή και να εξαπατήσει το Συμβούλιο των Δέκα. Εις βάρος του κυκλοφορούσαν ήδη οι πιο ακραίες φήμες. Και ο ίδιος δεν είχε πλέον κανένα δικαίωμα να υπερασπιστεί τον εαυτό του. «Όχι! ΌΧΙ!»
Το χειρότερο απ’ όλα ήταν ότι του ήταν πλέον αδύνατον να σκεφτεί. Το πρόσωπο του Εμίλιο γυρνούσε συνεχώς μέσα στον νου του· έβλεπε τον Μαρτσέλο σταυρωμένο, τον Καφέλι στην κορυφή της εκκλησίας, τον Σπαντέτι να καίγεται μέσα στο φούρνο του, τη Λουτσιάνα και τον Βιντικάτι πνιγμένους στα κανάλια, το χορό των σκιών στη βίλα Μόρα· από τη μια προσπαθούσε ακόμη να συλλάβει τον πίνακα στο σύνολό του, ενώ από την άλλη βυθιζόταν στο βούρκο της απορίας. Ένιωθε να τρελαίνεται. Βρισκόταν εκεί μέσα απομονωμένος, χαμένος όπως όταν ήταν παιδί στην Πλατεία Σαν Σαμουέλε· οι άμυνές του κατέρρεαν. «Βενετία, εγώ που τόσο σε αγάπησα, που σε λάτρεψα σαν όλες τις γυναίκες που έσφιξα στην αγκαλιά μου, όλες τις γυναίκες που ήταν ένα μ’ εσένα, που ήταν η αντανάκλασή σου, η ψυχή σου, το σώμα σου! Βενετία, εσύ που με αγκάλιασες σαν μάνα, τι κάνεις σήμερα; Με ξαναβάζεις στη θέση μου! Στη θέση του αποστάτη, του τυχοδιώκτη, του τρισάθλιου! Γιατί θέλεις να μείνεις για πάντα εκείνη που δεν κατόρθωσα να κατακτήσω; Γιατί επιμένεις να είσαι μια ερωμένη τυραννική, εσύ που όσο πιο πολύ μ’ εγκαταλείπεις τόσο περισσότερο σε λατρεύω;» Ο Πιέτρο έχανε τα λογικά του. Ή πόλη του, της οποίας θέλησε να είναι για πάντα το έμβλημα, τον απαρνιόταν σαν νόθο παιδί της. Ή Βενετία δεν ήταν πια η Βενετία, αλλά η Δίτη, η πόλη της δαντικής Κόλασης με τα σιδερένια τείχη: «Και τώρα, γιε μου, Φτάνουμε σε μια πόλη που τη λένε Δίτη, Πολίτες έχει, αμαρτίες φορτωμένους, κι ένα τρανό φουσάτο»... Ύστερα φτάσαμε μες στα βαθιά χαντάκια Που ζώνουν την καταραμένη πολιτεία:
Τα τείχη της μου φαίνονταν σιδερένια... Πάνω στις πολεμίστρες, πιότερους από χίλιους βλέπω Από τους ουρανούς Νεσμένους, που φώναζαν Πεισματικά: «Ποιος είν' αυτός που πριν απ ’ τη θανή Μέσα στων πεθαμένων το βασίλειο περπατεί;» Ή Βενετία ήταν οι Τρεις Ερινύες, η Βενετία ήταν η Μέδουσα, η Γοργώ που τώρα τον πέτρωνε μέσα στο κελί του. Ο Πιέτρο προσπαθούσε να συνέλθει. Μάταια. Έβλεπε καθαρά τις φθορές που είχε υποστεί η εικόνα της αυτοπεποίθησής του· τώρα γέμιζε ρωγμές όπως οι αρχαίες προσωπογραφίες για τις οποίες άλλοτε ένιωθε έναν τόσο μυστηριώδη θαυμασμό, τα πορτραίτα εκείνα των αυτοκρατόρων, απαρασάλευτα στα ψηφιδωτά τους. Ένα μόνο πράγμα εμφανιζόταν με ενάργεια εμπρός του, και αυτό ακριβώς ήταν που τον αποτελείωνε: το πόσο πολύ απείχε από τα όνειρά του! Όλη αυτή η ιστορία τον είχε οδηγήσει στα όρια της απόλυτης παράνοιας, παρασύροντάς τον σε έναν δρόμο που δεν ήταν, που δεν μπορούσε να είναι ο δικός του! Ή Μαύρη Ορχιδέα, πράκτορας της Δημοκρατίας! Και ξαφνικά, εν μέσω αυτών των αφόρητων βασάνων, και ενώ όλος ο κόσμος τού φαινόταν απάτη, ο Πιέτρο έβλεπε να αναδύονται και πάλι οι αναμνήσεις του, θραύσματα μνήμης που συνδέονταν με τη μεγάλη του λατρεία, τη μόνη που άξιζε τον κόπο την ηδονή, την απόλαυση της συνάντησης, το περίπλοκο παιχνίδι της αποπλάνησης, την πληρότητα της έκστασης: τη γυναίκα, τις γυναίκες, αυτούς τους επίγειους αγγέλους, τη μοναδική θρησκεία που επέλεξε να πρεσβεύει, τη θρησκεία του έρωτα, του έρωτα έτσι όπως ήταν, ωραίος, πολυκύμαντος ή αιώνιος, τραγικός και αβέβαιος, και που αποτελούσε τη μόνη του αλήθεια! Ένα γοφό, την καμπύλη
ενός στήθους, την ένωση των σωμάτων, τα φιλιά που χάνονταν μέσα σε απαλά μαλλιά, τα εκστατικά πρόσωπα με τα χείλη που ψιθύριζαν τρέμοντας το όνομά του την αιώνια στιγμή του ερωτικού σμιξίματος! Και ανάμεσα σε όλες, θεότητα αμείλικτη, ξεχώριζε η μορφή της Άννας Σανταμαρία! Μα τι τον είχε πιάσει; Γιατί δεν είχε διαφύγει μαζί της από την πρώτη κιόλας μέρα; Ποια παράλογη έπαρση τον είχε ωθήσει να απαρνηθεί μέχρι αυτού του σημείου τη φύση του; Ο Πιέτρο κατέρρεε, αρνούμενος ωστόσο τα πικρά δάκρυα που θα επισφράγιζαν την αποτυχία του. Με την πλάτη στον τοίχο του κελιού του, γλιστρούσε σιγά σιγά μέχρι που να νιώσει την επαφή με το κρύο πάτωμα, έχοντας το βλέμμα στραμμένο στο φεγγίτη που έβλεπε στο διάδρομο όπου, κάθε τόσο, περνούσε η σκιά του Μπαζαντόνα, πάντα έτοιμου να χώσει ακόμα βαθύτερα τα καρφιά στο φέρετρό του με έναν ειρωνικό αστεϊσμό. Λίγο πιο πέρα, ο Τζιάκομο Καζανόβα ήταν ακόμη έγκλειστος. Ο Πιέτρο μόλις και μετά βίας είχε βρει το κουράγιο να του εξηγήσει τι συνέβαινε· είχε αρκεστεί στα ουσιώδη. Το μόνο που είχε καταλάβει ο Τζιάκομο ήταν ότι, για τον φίλο του, όλα έμοιαζαν να έχουν χαθεί. Του είχε ζητήσει νέα από την Άννα, ενισχύοντας έτσι, εν αγνοία του, τον τρόμο του Πιέτρο. Του είχε προτείνει να παίξουν, όπως τον παλιό καλό καιρό, μια παρτίδα χαρτιά, ο καθένας από το κελί του ήταν ένα από τα παιχνίδια που είχαν επινοήσει την εποχή του κοινού τους εγκλεισμού, με τη σιωπηρή συναίνεση του Μπαζαντόνα. Γρήγορα όμως κάθε ίχνος χιούμορ εξαφανίστηκε από την καθαρή φωνή του Καζανόβα, που είχε αρχίσει και ο ίδιος να χάνει τις ελπίδες του να ξεφύγει από την κακή του μοίρα. Περίμενε στο διηνεκές την εκδίκαση της έφεσής του και δεν μπορούσε να εξηγήσει γιατί κάποιοι ανέβαλλαν τη δίκη του. Ο Πιέτρο, από την πλευρά του, κατανοούσε και με το παραπάνω τους λόγους. Έπρεπε να διαφύγεις, του είχε πει ο Καζανόβα. Να διαφύγεις στη
Γαλλία, όπως σε είχα συμβουλεύσει. Και η σιωπή δεν άργησε να πέσει ξανά ανάμεσά τους. Μια σιωπή βαριά σαν μολύβι. Ή πρώτη νύχτα ήταν ένας εφιάλτης. Οι μνήμες του προηγούμενου εγκλεισμού του Πιέτρο συμφύρονταν με την πικρή πραγματικότητα της τωρινής του φυλάκισης· παλαιοί και νέοι δαίμονες τον καταδίωκαν. Στριφογυρνούσε διαρκώς σφίγγοντας το αχυρένιο στρώμα του με τα χέρια ενός ναυαγού που κινδυνεύει να βυθιστεί ανεπιστρεπτί στην άβυσσο. Άλλοτε τον βασάνιζε το κρύο και άλλοτε ο πυρετός, το πρόσωπό του τη μια έχανε το χρώμα του και την άλλη φλογιζόταν, καθώς το σκοτάδι εξακολουθούσε να τον τυλίγει, να τον βυθίζει στη λήθη. Μοναδικός του πλέον ορίζοντας ήταν αυτό το αποπνικτικό κάτεργο, μοναδικό του συναίσθημα η αίσθηση μιας ατέρμονης πτώσης, που έκανε ακόμη εντονότερη την απελπισία του· κάποτε πάλευε με όλες του τις δυνάμεις για να νικήσει αυτή την απελπισία, όμως τώρα τον κατέκλυζε ολόκληρο. Ή φωνή, εκείνη η χαμηλή εσωτερική φωνή που τον παρακινούσε να αντέξει, ολοένα και εξασθένιζε. Το πρωί είχε σιγήσει εντελώς. Ο Πιέτρο ήταν και πάλι καθισμένος με την πλάτη ακουμπισμένη στον τοίχο του κελιού του. Στο διάδρομο, υπό το φως των πυρσών, πέρασε μια σκιά. Ο Πιέτρο τη διέκρινε μέσα από το φεγγίτη, και όταν άκουσε τον ήχο των κλειδιών, στην αρχή νόμισε ότι επρόκειτο για τον Λορέντσο Μπαζαντόνα, που του έφερνε το συσσίτιό του μέσα σε μια άθλια καραβάνα, με τη συνοδεία ενός από τα συνηθισμένα κακόγουστα αστεία του.
Ή πόρτα άνοιξε... και ο Πιέτρο νόμισε πως ονειρευόταν. Ήταν μια κομψή σιλουέτα, μια γυναίκα καλυμμένη με μαύρη κουκούλα. Είχε διασχίσει σιωπηλή τους διαδρόμους με τους δαυλούς ακουγόταν μόνο το σύρσιμο του παλτού της. Δύο χέρια λεπτά σαν δαντέλα, ρόδινα σαν την αυγή, τράβηξαν την κουκούλα και την κατέβασαν. Και από τη σκιά πρόβαλε το πρόσωπο της Άννας Σανταμαρία. Ο Πιέτρο χρειάστηκε μερικά δευτερόλεπτα για να καταλάβει. Περισσότερο παρά ποτέ, είχε την αίσθηση πως εμπρός του στεκόταν ένας άγγελος. Ένιωθε για πρώτη φορά πως ήταν έτοιμος να κλάψει, και τρελός από ευγνωμοσύνη για τη μοίρα που του έστελνε αυτό το θαύμα, λίγο έλειψε να πέσει γονατιστός στα πόδια της ωραίας του. Ανασηκώθηκε. Ένιωθε αδύναμος· τα γόνατά του έτριξαν και παρ’ ολίγο να πέσει πάλι πίσω. Εντέλει ανέκτησε την ισορροπία του και την πήρε στην αγκαλιά του. «Εσύ! Εσύ είσαι!» «Ναι, αγάπη μου, εγώ είμαι... Έμαθα τι συνέβη...» «Μα... Μα πώς; Άννα, πρέπει να διαφύγεις, μ’ ακούς; Να διαφύγεις όσο είναι ακόμη καιρός! Οι φόβοι μου ήταν βάσιμοι. Ο Οτάβιο είναι αναμεμειγμένος σε όλα όσα τεκταίνονται, διατρέχεις μεγάλο κίνδυνο! Νόμιζα πως δεν θα κατόρθωνα ποτέ να σε προειδοποιήσω ότι...» «Να ευχαριστείς τον υπηρέτη σου, Πιέτρο. Για μία ακόμη φορά, πρέπει να του χρωστάς ευγνωμοσύνη. Και το ίδιο ίσως πρέπει να κάνω κι εγώ. Κατόρθωσε να με ειδοποιήσει. Μην ανησυχείς. Επί του παρόντος, ο Οτάβιο απουσιάζει από τη Σάντα Κρότσε. Δεν ξέρω με τι
ασχολείται, όμως τον βλέπω πλέον αραιά και πού... Έρχεται και φεύγει σαν σκιά. Δεν μετρώ καθόλου για κείνον...» «Μετράς πολύ περισσότερο απ’ όσο θέλεις να πιστεύεις», είπε ο Πιέτρο. Έμειναν αγκαλιασμένοι αρκετή ώρα. Ο Πιέτρο δεν μπορούσε ακόμη να το πιστέψει. Έσφιγγε ξανά στην αγκαλιά του την Άννα! Χάιδευε τα μαλλιά της, ανέπνεε το άρωμά της, την αγκάλιαζε όλο και πιο σφιχτά. Ή καρδιά του πήγαινε να σπάσει, ενώ ταυτοχρόνως τον κυρίευε και πάλι ένα κύμα ανησυχίας. «Άννα», της είπε, «ότι και να πιστεύεις, δεν πρέπει να μείνεις στη Βενετία! Φύγε μακριά από δω, πες στον Λαντρέτο να σε συνοδεύσει σε ασφαλές μέρος! Θα νιώθω πιο ήρεμος αν...» «Ή κατάσταση είναι πιο περίπλοκη. Δεν έχουμε πολύ χρόνο στη διάθεσή μας. Αν διαφύγω τώρα, τα πράγματα απλώς θα χειροτερέψουν. Ο Οτάβιο μου φαίνεται ήδη μισότρελος και..; Πιέτρο, είχα μια συζήτηση με κάποιον... κάποιον που γνωρίζεις. Είναι σύμμαχός μας». Ο Βιραβόλτα την κοίταξε με σκεπτικισμό. «Δεν ήρθα εδώ μόνη», είπε εκείνη. Τη στιγμή εκείνη η σιλουέτα του Τζιοβάνι Καμπιόνι διαγράφηκε με τη σειρά της στο άνοιγμα της πόρτας. «Είμαι κι εγώ εδώ, Βιραβόλτα». Ο Πιέτρο τον κοίταξε μη πιστεύοντας στα μάτια του. Ο Τζιοβάνι έκανε μερικά βήματα μέσα στο κελί ενώ η Άννα απομακρυνόταν. Με τα χέρια ενωμένα εμπρός του, συνέχισε:
«Ο Δόγης συναίνεσε να έρθω να σας δω, ίσως για τελευταία φορά. Ο υπηρέτης σας μου εξήγησε πόσο σημαντική είναι για σας η Άννα. Αποφάσισα να έρθω μαζί της. Δεν έχω λησμονήσει όσα... όσα προσπαθήσατε να κάνετε για τη Λουτσιάνα και για μένα». Αναστέναξε, και μετά ανέκτησε την αυτοκυριαρχία του. Ήταν εμφανές ότι κατέβαλλε προσπάθεια να παραμείνει ψύχραιμος. «Σας παρακαλώ, όμως, ακούστε με. Οι εξελίξεις επιταχύνονται. Ή συνάντηση αυτή είναι μυστική. Επί του παρόντος, ο Λορεντάν είναι δεμένος χειροπόδαρα. Παίζει κι εκείνος το κεφάλι του, και ήδη οι ευγενείς τον αντιμετωπίζουν και πάλι με καχυποψία. Ξέρω ότι σήμερα σας κατηγορούν για το φόνο του Εμίλιο Βιντικάτι, και είναι αλήθεια πως αποτελείτε το ιδεώδες θύμα. Μολαταύτα -και αυτό δεν πρέπει να σας εκπλήσσει-, εγώ αμφιβάλλω για την ενοχή σας. Για το συγκεκριμένο έγκλημα, τουλάχιστον. Όταν ήρθατε να με βρείτε, ακούσατε όσα είχα να σας πω. Σειρά μου να σας το ανταποδώσω. Και αυτή εδώ η νεαρή ύπαρξη με έπεισε ότι είστε έντιμος άνθρωπος. Κανείς πλέον δεν μπορεί να δει τα πράγματα ξεκάθαρα: αυτήν ακριβώς τη στιγμή παρακολουθούμε το θρίαμβο της αναρχίας και της τύφλωσης. Ότι δηλαδή αναμφιβόλως επιθυμούν τα Πουλιά της Φωτιάς. Ιδού η νέα τους επιτυχία». Ο Πιέτρο προσπάθησε να συγκεντρώσει τις σκέψεις του. Ή φωνή του Τζιάκομο αντηχούσε στο κελί και μέσα στο κεφάλι του. Πίσω από την Άννα και τον γερουσιαστή, είχε επιστρέφει ο Λορέντσο Μπαζαντόνα και τους παρατηρούσε. Ο Τζιοβάνι τον πυροβόλησε με το βλέμμα. Ο δεσμοφύλακας υποκλίθηκε ταπεινά, αλλά κοιτάζοντάς τον με αυθάδεια, και μετά αποσύρθηκε με το βαρύ, χωλαίνον βήμα του. Στον Πιέτρο θύμιζε μια προνύμφη που επέστρεφε στο αστραφτερό, μεταξωτό κουκούλι της, αφήνοντας πίσω της έρποντα μιάσματα. Ο Βιραβόλτα έφερε το χέρι στο μέτωπό του. Δεν του ήταν
δύσκολο να καταλάβει ότι η απροσδόκητη έλευση της Άννας Σανταμαρία και του γερουσιαστή αποτελούσε κυριολεκτικά την τελευταία του ευκαιρία. «Εγώ... δεν μπορώ να κάνω τίποτε μόνος μου», είπε. «Τζιοβάνι! Είναι τρελοί, πιστέψτε με. Έπεσα σε παγίδα. Στον Άγιο Μάρκο είδα τη Σκιά αυτοπροσώπως. Εκείνη σκότωσε τον Βιντικάτι και μετά πέταξε το πτώμα του... Ήταν... σε μια κατάσταση... Έλαβα ένα σημείωμα που με ώθησε να εγκαταλείψω την casa Κονταρίνι για να μεταβώ επιτόπου, και όταν υποπτεύθηκα την παγίδα ήταν πλέον πολύ αργά. Όμως ο Δόγης εξακολουθεί να κινδυνεύει, και κρίνοντας από τα όσα είδα στο Μέγα Συμβούλιο, δεν πιστεύω ότι θα αντέξει απέναντι στη γενικευμένη αναταραχή... Προπάντων τώρα που οι Δέκα είναι ακέφαλοι. Μένει βεβαίως ο Πάβι, της Criminate, τον οποίο εμπιστεύομαι. Όμως δεν επαρκεί εμπρός στα όσα προμηνύονται. Γερουσιαστά, πρέπει να με βγάλετε από δω!» Ο Τζιοβάνι κούνησε με απογοήτευση το κεφάλι του. «Δυστυχώς αυτό δεν είναι στο χέρι μου, τουλάχιστον όχι επί του παρόντος. Όμως υπάρχει κάτι άλλο που πρέπει να γνωρίζετε». Ο Καμπιόνι πήρε βαθιά εισπνοή. Με μια άνετη χειρονομία, έβγαλε από το ένδυμά του, ως διά μαγείας, ένα ρολό χαρτί κλεισμένο με κόκκινη κορδέλα, το οποίο άνοιξε εμπρός στον Βιραβόλτα. «Τις τελευταίες ημέρες δεν έμεινα άπρακτος. Βρίσκομαι πάντοτε επί τα ίχνη του Μίνωος. Και οι ευγενείς του περιβάλλοντος μου εξακολουθούν να διεξάγουν τις δικές τους έρευνες. Ένας από αυτούς αποκάλυψε κάτι πραγματικά εκπληκτικό. Αυτό που ανακαλύψαμε με άφησε άφωνο». Ξερόβηξε. «Έχω στα χέρια μου το σχέδιο μιας συνθήκης, Βιραβόλτα».
«Τι είδους συνθήκης;» «Πρόκειται για μια συνθήκη αμοιβαίας αρωγής, σε μορφή προσχεδίου, που βρέθηκε μισοκαμένη σε μια καμινάδα ενός από τα διαμερίσματα τα οποία είχαν ενοικιασθεί για το Πανοπτικό. Ο Πάβι και η Criminate ερεύνησαν το έγγραφο. Δεν φέρει ούτε σφραγίδα ούτε υπογραφή, όμως κατονομάζει σαφώς τα δύο συμβαλλόμενα μέρη. Το ένα είναι η Χίμαιρα. Και το άλλο...» «Το άλλο;» Ο Καμπιόνι ζάρωσε τα μάτια με σκυθρωπό ύφος. «Πρόκειται για έναν άνδρα ονόματι Έκχαρτ φον Μάρκεν». Έκανε μια παύση. «Σας λέει τίποτε αυτό;» «Όχι», απάντησε ο Πιέτρο. Ο γερουσιαστής συνέχισε: «Ο Φον Μάρκεν είναι ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους της Αυστρίας. Ωστόσο η ίδια του η κυβέρνηση τον θεωρεί αποστάτη. Τον κατηγόρησαν ότι καταχράστηκε κρατικούς πόρους για προσωπικούς σκοπούς, όμως, ελλείψει αποδείξεων, αρκέστηκαν στο να τον απομακρύνουν. Ή φιλοδοξία και η μεγαλομανία του είναι τόση ώστε δεν μπορεί να αποδεχθεί τον εξοστρακισμό του από την εξουσία. Επί μακρό διάστημα υπηρετούσε στο υπουργείο Εξωτερικών, και γνωρίζει απέξω τη Βενετία. Συναναστρεφόταν τον ίδιο τον Λορεντάν! Από καιρό η Αυστρία έχει το βλέμμα στραμμένο προς την Αδριατική, Βιραβόλτα· θυμηθείτε ότι εκτείνεται ως την Ολλανδία και ένα τμήμα της Ιταλίας... Το Στέμμα έχει μόλις εξέλθει από έναν αιματηρό πόλεμο για τη διαδοχή· η αυτοκράτειρα ΜαρίαΘ ηρεσία κατόρθωσε να διατηρήσει τον θρόνο της μόνο χάρη στη
στήριξη της Αγγλίας, και το πιθανότερο είναι ότι την απασχολεί περισσότερο ο Φρειδερίκος της Πρωσίας και η απώλεια της Σιλεσίας, παρά μια απόπειρα κατάληψης της Βενετίας· όμως, στη Βιέννη, την Ουγγαρία και τη Βοημία ψιθυρίζεται ότι ετοιμάζει μια εκδίκηση που υπάρχει κίνδυνος να επηρεάσει και εμάς, άμεσα ή έμμεσα. Εν πάση περιπτώσει, ο Φον Μάρκεν είναι ένα ανεξέλεγκτο πιόνι που δεν του λείπουν ούτε τα στηρίγματα ούτε οι πόροι· ενεργεί εντελώς ανεξάρτητα, και δεν θα με εξέπληττε αν επιχειρούσε μια δυναμική επέμβαση προκειμένου να υπηρετήσει μια Αυτοκρατορία που τον περιφρονεί και να ανακτήσει με αυτό τον τρόπο την εύνοιά της. Μέχρι τώρα, κανείς μας δεν έπαιρνε στα σοβαρά μια απειλή τέτοιου μεγέθους. Όμως υπάρχει κάτι τελευταίο: ο Φον Μάρκεν εγκατέλειψε τον πύργο του στο Νίτελφελτ πριν από δύο εβδομάδες περίπου. Ίσως να βρίσκεται εδώ, στην καρδιά της Δημοκρατίας». «Θα μπορούσε ο Φον Μάρκεν να είναι ο Μίνως;» «Ή ο Diavolo, εκτός αν πρόκειται για ένα και το αυτό πρόσωπο. Προφανώς προσηλύτισε στο εγχείρημά του τον Οτάβιο. Όπως και να ’χει, δεν θα μπορούσε να οργανώσει μια τέτοια συνωμοσία χωρίς υποστήριξη εδώ, στη Βενετία. Ή συνθήκη προβλέπει την από κοινού ανάπτυξη ναυτικών και χερσαίων δυνάμεων. Κάποιοι από τα Πουλιά της Φωτιάς είναι, κατά πάσα πιθανότητα, Αυστριακοί της ακολουθίας του, οπωσδήποτε όμως θα πρέπει να στηρίχτηκε και σε τοπική... στρατολόγηση. Το ζητούμενο τώρα είναι να τον ανακαλύψουμε πριν από τις εορτές της Αναλήψεως, που αρχίζουν μεθαύριο... Τα χρονικά μας περιθώρια είναι πολύ μικρά». Ο Πιέτρο έμεινε για λίγα δευτερόλεπτα σκεφτικός, κουνώντας εμβρόντητος το κεφάλι του. «Πραγματικά θεόσταλτη αυτή η συνθήκη που ανακαλύψατε... Όμως κάτι μου διαφεύγει. Πείτε μου εσείς, γιατί εγώ δεν
καταλαβαίνω τίποτε απ’ όλες αυτές τις ραδιουργίες: είναι ενήμερος ο Δόγης;» «Όχι ακόμη, δεν έχω καμία χειροπιαστή απόδειξη για τα όσα ισχυρίζομαι, και ίσως στην πραγματικότητα αυτή η συνθήκη να είναι μία ακόμη φενάκη». «Είχατε μιλήσει σχετικά στον Εμίλιο Βιντικάτι;» Ο Τζιοβάνι κοίταξε έκπληκτος τον Βιραβόλτα. «Όχι». «Όχι...; Καλώς. Ακούστε με, Εξοχότατε, σας παρακαλώ. Αν ο Φον Μάρκεν βρίσκεται στη Βενετία, θα πρέπει πράγματι να κάνουμε τα πάντα για να τον εντοπίσουμε. Όμως το δεύτερο κλειδί είναι η ταυτότητα του Μίνωος. Και αν είναι όντως Βενετσιάνος...» «Είναι», είπε εκείνη τη στιγμή μια παράξενη φωνή. Ο Πιέτρο νόμισε προς στιγμήν ότι επρόκειτο για τον Καζανόβα, επειδή η φωνή αυτή του ήταν γνώριμη. Είχε αντηχήσει ξαφνικά, σαν μια τρεμάμενη κραυγή, από ένα γειτονικό κελί. Σίγουρα την είχε κάπου ξανακούσει. Ενώ εκείνος πάσχιζε να θυμηθεί, ο γερουσιαστής στράφηκε προς το διάδρομο. «Είναι», επανέλαβε ο άνδρας. «Ο Φρέγκολο...» ψιθύρισε ο Βιραβόλτα. «Ο αστρολόγος!» Ο τελευταίος σάπιζε στα Μολύβια μετά τη συνάντησή του με τον Πιέτρο. Τον είχαν ανακρίνει μετά ξυλοδαρμού, όμως διακήρυσσε ότι ήταν αθώος. Και τώρα ήταν η σειρά του Καζανόβα να εκδηλωθεί αυτός με τη σειρά του. «Ακούστε, δεν καταλαβαίνω τίποτε απ’ όσα λέτε, αντιλαμβάνομαι όμως ότι έξω επικρατεί κάποια ένταση... Κι αυτή η
φυλακή γίνεται ολοένα πιο παράξενη. Μπορώ να λάβω μέρος στη συνομιλία σας; Κατά τα φαινόμενα, εδώ είναι το τελευταίο σαλόνι όπου μπορεί κανείς να συζητήσει». Το πρόσωπο του Καμπιόνι έγινε κατακόκκινο. Ο Πιέτρο του έκανε νόημα να μη δώσει σημασία στον φίλο του. «Φρέγκολο;» είπε ο Βιραβόλτα υψώνοντας τη φωνή. «Εσείς ήσασταν εκείνος που με κατέδωσε στους Δέκα, έτσι δεν είναι;» κραύγασε ο γερουσιαστής. «Θα έπρεπε να πληρώσετε με τη ζωή σας αυτή την ψευδομαρτυρία!» Λίγο πιο πέρα, ο γενειοφόρος αστρολόγος είχε στραμμένο το πρόσωπό του προς το φεγγίτη. Αν μπορούσαν όλοι να κοιτάξουν τη φυσιογνωμία του, σίγουρα θα έμεναν έκπληκτοι. Ο καιρός που ο Φρέγκολο ρωτούσε τα χαρτιά και τις κρυστάλλινες σφαίρες κάτω από τα παραπετάσματα, φορώντας με μεγαλοπρέπεια τον αστερόεντα μανδύα του, ήταν πλέον μακριά. Τα ρούχα του ήταν βρόμικα και σχισμένα, η όψη του άγρια, το πρόσωπό του πρησμένο. Ισχνός και αδύναμος, με μέλη αποσαρκωμένα, του ήταν σχεδόν αδύνατον να καταβάλει οποιαδήποτε μυϊκή προσπάθεια. Αποκαμωμένος μέσα στο κελί του, σωριασμένος δίπλα στην πόρτα, ανέπνεε ακανόνιστα και με δυσκολία. Ένας θόρυβος από αλυσίδες έσπαζε τη σιωπή. Ύστερα από μακρά παύση, ο αστρολόγος συνέχισε, από κελί σε κελί: «Συγχωρήστε με, Εξοχότατε... Ήταν που... με απείλησαν, όπως και άλλους. Τα Πουλιά της Φωτιάς ήρθαν και με βρήκαν... και με ανάγκασαν να σας υποδείξω σαν ένοχο. Όμως τώρα που φοβάμαι ότι θα πεθάνω ανά πάσα στιγμή, και που εσείς βρίσκεστε εδώ, δεν έχει νόημα να συνεχίσω να σωπαίνω. Δεν τολμώ να πιστέψω ότι θα αρκέσει αυτό για να εξιλεωθώ στα μάτια σας... όμως μπορώ ακόμη να
σας βοηθήσω». Ο Πιέτρο και ο Καμπιόνι αντάλλαξαν ένα βλέμμα. «Ο Μίνως δεν κατόρθωσε να διατηρήσει σε όλες τις περιπτώσεις την ανωνυμία του», συνέχισε ο Φρέγκολο. «Ωστε λοιπόν τον γνωρίζετε! Ξέρετε το όνομά του;» αναφώνησε ο Πιέτρο. «Όχι. Γνωρίζω όμως ποιος το ξέρει. Έχω την εντύπωση ότι παραμελήσατε ένα στοιχείο στη θλιβερή αυτή υπόθεση. Σας μιλώ για τον πρώτο φόνο, στο θέατρο Σαν Λούκα». «Τη δολοφονία του Μαρτσέλο; Τι εννοείτε;» «Δεν αναφέρομαι ακριβώς στον Μαρτσέλο... Αλλά στη μητέρα του. Την Αρκάντζελα Τορετόνε. Σήμερα είναι ημιπαράλυτη και σχεδόν τρελή. Περνά τις γκρίζες μέρες της στο μοναστήρι του Σαν Μπιάτζιο, στην Τζουντέκα. Όπως μου αποκάλυψε μια μοναχή, η Αρκάντζελα διατείνεται προς όλους ότι συνάντησε τον Διάβολο αυτοπροσώπως. Οι καλόγριες θεωρούν τους ισχυρισμούς της παραληρήματα μιας διαταραγμένης ψυχής, όμως θα πρέπει να ομολογήσετε ότι η σύμπτωση είναι ανησυχητική». Ο Πιέτρο κοίταξε και πάλι τον γερουσιαστή, υψώνοντας συγχρόνως τη φωνή του. «Και... αυτό είν’ όλο;» «Μπορεί να είναι πολύ», απάντησε ρουθουνίζοντας. «Πιστέψτε με... Πηγαίνετε εκεί».
ο
αστρολόγος
Γύρω τους έπεσε και πάλι σιωπή. «Ωραία. Και μ’ εμένα τι θα γίνει;» ρώτησε ο Καζανόβα. Ο Πιέτρο έπιασε το χέρι του Καμπιόνι.
«Εξοχότατε... Ιδού τι σας προτείνω. Οι εικασίες μας δεν αρκούν για να εισακουστούμε, τη στιγμή που ο καθένας έχει τις δικές του, που το Συμβούλιο έχει στερηθεί τον Εμίλιο και που εμείς οι δύο διατρέχουμε τεράστιο κίνδυνο. Πηγαίνετε στο Σαν Μπιάτζιο και προσπαθήστε να μιλήσετε στην Αρκάντζελα, να δούμε αν προκύψει κάτι απ’ αυτό. Στη συνέχεια -πάνω σ’ αυτό σας ζητώ να με εμπιστευτείτε- φροντίστε να μου εξασφαλίσετε μια τελευταία ακρόαση από τον Δόγη. Αν όντως υπάρξει κάποια πληροφορία, θα με σώσετε αν μου επιτρέψετε να διαπραγματευτώ μαζί του. Μη μου το αρνείστε, σας παρακαλώ, ξέρω πως σας ζητώ πολλά, όμως είναι η μοναδική μου ευκαιρία. Σας δίνω το λόγο της τιμής μου ότι θα κινήσω γη και ουρανό για να σας στηρίξω. Βεβαίως η Δημοκρατία δεν με υπολήπτεται πλέον καθόλου, όμως μπορώ να σας φανώ χρήσιμος με πολλούς άλλους τρόπους. Ή μοίρα μου είναι στα χέρια σας». «Ο Δόγης θα μάθει ότι εγώ...» «Βρισκόμαστε στο ίδιο πλοίο, Εξοχότατε. Πρέπει και εμείς να συμμαχήσουμε, ειδάλλως η Βενετία είναι χαμένη». «Όμως... Είναι που... Αντιλαμβάνεστε ότι... η θέση μου... Ήδη το ότι ήρθα εδώ...» «Τζιοβάνι! Ή Λουτσιάνα είναι νεκρή, ο Δόγης διατρέχει τον έσχατο κίνδυνο, δεν μπορούμε να μείνουμε άπρακτοι! Ήρθατε να με δείτε και είχατε δίκιο. Πρέπει...» Ο Βιραβόλτα σιώπησε. Ο Τζιοβάνι δίστασε αρκετή ώρα, βυθίζοντας το βλέμμα του στο βλέμμα του κρατουμένου. «Εντάξει», είπε εντέλει. «Θα πάω στο Σαν Μπιάτζιο. Για τα υπόλοιπα... θα δούμε».
Ο γερουσιαστής αποτραβήχτηκε. Ή Άννα Σανταμαρία έπεσε και πάλι στην αγκαλιά της Μαύρης Ορχιδέας. «Έλα τώρα, πρέπει να φύγουμε», είπε. «Κι εσύ; Τι θα κάνεις;» «Θα είμαι έτοιμη. Θα προσέχω, σου τ’ ορκίζομαι. Και ο Λαντρέτο θα με προστατεύει. Όμως δεν πρόκειται να φύγω χωρίς εσένα, αγάπη μου». «Άννα...» Ο Καμπιόνι στράφηκε προς τα πίσω και φώναξε: «Φύλακα!» Σε λίγο ο Πιέτρο άκουσε τα βαριά βήματα, του Λορέντσο να πλησιάζουν προς το μέρος τους. «Άννα!» Τα χέρια τους χωρίστηκαν με πόνο. Αντάλλαξαν ένα τελευταίο βλέμμα... Έπειτα εκείνη βγήκε από το κελί. Ο γερουσιαστής κοίταξε και αυτός για τελευταία φορά τον Βιραβόλτα, κι ύστερα έκανε μεταβολή. «Αμήν!» είπε ο Φρέγκολο από το κελί του. «Ε! Μη φεύγετε!» φώναξε ο Καζανόβα. «Μπορεί κάποιος να μου εξηγήσει τι συμβαίνει;» Η πόρτα του κελιού ξανάκλεισε. Και ενώ ο Καμπιόνι απομακρυνόταν, ο Βιραβόλτα συλλογίστηκε: Έλα λοιπόν, Τζιοβάνι. Είναι φορές που πρέπει κανείς να ξέρει να υπολογίζει στους άλλους: είσαι η μόνη μου ελπίδα.
Ή μόνη μας ελπίδα, διόρθωσε νοερά.
ΑΣΜΑ XVII
Αρκάντζελα Ο Τζιοβάνι Καμπιόνι μετέβη στη μονή του Σαν Μπιάτζιο, στην Τζουντέκα, την ώρα που έπεφτε η νύχτα. Ντυμένος με ένα πανωφόρι και το μαύρο του ένδυμα, και φορώντας στο κεφάλι την beret ία, κατέβηκε από τη γόνδολά του, συνοδευόμενος από δύο άνδρες. Διέσχισαν μαζί μερικά δρομάκια και αντίκρισαν τον σκοτεινό όγκο του κτιρίου του Σαν Μπιάτζιο. Ή σιωπή ήταν απόλυτη. Ο Τζιοβάνι είπε το όνομά του στην είσοδο της μονής και ζήτησε να τον αναγγείλουν στην Αρκάντζελα Τορετόνε. Ή ηγουμένη της μονής, μια χλομή και ρυτιδιασμένη εξηντάχρονη, τον κοίταξε για μια στιγμή με καχυποψία πίσω από τη μικρή γρίλια που είχε ανοίξει· όμως η θέα του ενδύματος του γερουσιαστή διέλυσε γρήγορα τους φόβους της. Άνοιξε την πόρτα. Μαζί της βρίσκονταν τρεις μοναχές. Μια καμπάνα χτύπησε. Μία από τις μοναχές έτρεξε στους διαδρόμους. Ή ηγουμένη έδωσε εντολή στους στρατιώτες να περιμένουν τον Τζιοβάνι στην είσοδο του κτιρίου· ύστερα τον συνόδευσε στο εσωτερικό του Σαν Μπιάτζιο. Σε λίγο βρέθηκαν στον περίβολο, κάτω από τον έναστρο ουρανό, και μετά διέσχισαν την τραπεζαρία και μια νέα σειρά διαδρόμων. «Γνωρίζετε, Εξοχότατε, ότι η Αρκάντζελα δεν έχει πλέον τα λογικά της. Ανήκει σ’ εμάς εδώ και πολύ καιρό. Ο γιος της ερχόταν και την έβλεπε από καιρού εις καιρόν· δεν τον αναγνώριζε πάντα, το αντιλαμβάνεστε; Έχει γεράσει και παχύνει πολύ, η αναπηρία της την εμποδίζει να μετακινείται όπως θα ήθελε. Ενίοτε τις νύχτες της
ταράζουν εφιάλτες. Θλιβερή η μοίρα της, Εξοχότατε! Κάνουμε ότι είναι δυνατόν για να ανακουφίσουμε τον πόνο και την τρέλα της. Ωστόσο είναι φορές που η μονή μας θυμίζει άσυλο ανιάτων· και δεν υπάρχει τίποτε χειρότερο από το να την ακούμε στη μέση της νύχτας να ουρλιάζει τόσο πένθιμα που μας σπαράζει την καρδιά. Επικαλείται τον Κύριό μας, και δεν έχουμε το θάρρος να την εγκαταλείψουμε... Έστω και αν δυσκολεύει τη ζωή μας και ταράζει την περισυλλογή μας». «Είπατε ότι ο γιος της την επισκεπτόταν από καιρού εις καιρόν. Πότε ήρθε εδώ για τελευταία φορά;» Ή ηγουμένη συλλογίστηκε για λίγο, συνεχίζοντας να βαδίζει στο πλάι του. «Ήταν... δύο ημέρες πριν από το θάνατό του, νομίζω. Διότι ο Μαρτσέλο σκοτώθηκε, έτσι δεν είναι; Θα πρέπει να σας πω ότι δεν έχουμε μάθει υπό ποίες συνθήκες συνέβη αυτό... Και δεν πρόκειται να σας ρωτήσω, Santa Maria! Δεν ξέρω καν αν η Αρκάντζελα έχει καταλάβει ότι ο γιος της δεν βρίσκεται πλέον σ’ αυτό τον κόσμο. Όμως, Εξοχότατε... είμαστε ανήσυχες εδώ. Τι συμβαίνει στη Βενετία;» «Τίποτε που να πρέπει να διαταράξει περισσότερο τη ζωή της κοινότητάς σας», απάντησε ο Καμπιόνι με καθησυχαστικό τόνο. «Ξέρετε τι ισχυρίζεται η Αρκάντζελα; Επαναλαμβάνει διαρκώς ότι είδε τον Διάβολο, μάλιστα. Ο Διάβολος, ο Διάβολος! Όλο αυτό λέει. Υψώνει τα χέρια στον ουρανό, απαγγέλλει προσευχές. Νομίζω πως αυτό συνέβη μετά την επίσκεψη εκείνου του άνδρα που...» Το βλέμμα του Τζιοβάνι άστραψε. Κοντοστάθηκε. «Του άνδρα; Ώστε ήρθε και κάποιος άλλος\ Ποιος και πότε;»
Είχε αρπάξει το μπράτσο της ηγουμένης και το έσφιγγε υπέρ το δέον. Εκείνη, απορημένη, με μια λάμψη αγωνίας στα μάτια, προσπάθησε να ελευθερωθεί. Οι άκρες του ράσου της, επίσης μαύρου, κυμάτισαν για μια στιγμή μέσα στη σιωπή του διαδρόμου. Ο γερουσιαστής ψέλλισε συγκεχυμένα συγνώμη, και επανήλθε δριμύτερος: «Ποιος;» «Δεν... δεν ξέρω, Εξοχότατε. Είπε πως ήταν εξάδελφός της... Την είδε για μία ώρα, και μετά την αναχώρησή του βρήκα την Αρκάντζελα σχεδόν σε καταληψία. Ήταν τρομοκρατημένη, αυτό είναι βέβαιο, και είχε το βλέμμα καρφωμένο στο κενό. Όμως αυτό το παθαίνει από καιρού εις καιρόν... Αποξεχνιέται, και μετά...» «Θεέ μου. Εκείνος ήρθε εδώ. Είχε δίκιο λοιπόν ο αστρολόγος » Ο γερουσιαστής τάχυνε το βήμα. Ή ηγουμένη σχεδόν έτρεχε στο πλάι του. «Τι εννοείτε, Εξοχότατε; Τι συμβαίνει; Μήπως θα έπρεπε εγώ να... Είναι τρελή, καταλαβαίνεται, είναι...» «Πότε συνέβη αυτό; Πριν ή μετά τον θάνατο του γιου της;» «Μετά, νομίζω. Λίγες ημέρες μετά». Ο Τζιοβάνι έφερε το χέρι του στα μάτια του, και μετά σταμάτησε ξανά. «Πιστεύω ότι προσπάθησαν να την τρομοκρατήσουν», ψιθύρισε. «Να την τρομοκρατήσουν; Μα γιατί; Μια δύστυχη γυναίκα σαν κι αυτή, κλεισμένη στο μοναστήρι!» «Μην ανησυχείτε. Εσείς απλώς να την περιβάλλετε με όλη σας τη φροντίδα. Πιστεύετε ότι θα μπορούσε να αναγνωρίσει εκείνο τον
άνδρα; Γνωρίζει το όνομά του;» «Αυτό δεν το ξέρω. Καλύτερα να ρωτήσετε την ίδια. Αν έχει ακόμη τα λογικά της αρκετά ώστε να σας μιλήσει ή να θυμηθεί οτιδήποτε». Και εκεί, μέσα σ’ εκείνο το μοναστήρι που έμοιαζε με πρόωρο τάφο, ο Τζιοβάνι Καμπιόνι συνάντησε την Αρκάντζελα Τορετόνε. Ή ηγουμένη χτύπησε τρεις φορές σε μια ξύλινη πόρτα, κι έπειτα, χωρίς να περιμένει απάντηση, συνόδευσε τον Τζιοβάνι σε ένα κρύο και γυμνό κελί. Ο νυχτερινός ουρανός μόλις που φαινόταν από ένα καγκελόφραχτο άνοιγμα. Όλη κι όλη η επίπλωση του δωματίου με το ψυχρό πλακόστρωτο ήταν ένα ξύλινο κρεβάτι πάνω από το οποίο κρεμόταν ένας μεγάλος εσταυρωμένος, ένα σκαμνί και ένα τραπέζι ανάγνωσης. Σ’ αυτό το τραπέζι καθόταν η Αρκάντζελα, όμως εμπρός της δεν υπήρχε κανένα βιβλίο. Με τα χέρια πλεγμένα στα γόνατα, με ύφος απόκοσμο και τα μάτια καρφωμένα στο κενό, έμοιαζε βυθισμένη σε έναν εσωτερικό διαλογισμό. Το πρόσωπό της ήταν χλομό και ανήσυχο. Έμοιαζε κυριευμένη από έναν απόκοσμο λήθαργο. Ο Τζιοβάνι δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα ρίγος. Δεν θα έπρεπε να ήταν τόσο γριά, όμως έτσι καθισμένη, αμίλητη, έδειχνε να μην έχει ηλικία. Φορούσε ακόμη την καλύπτρα της, που σκίαζε το πρόσωπό της, και από την οποία ξέφευγαν λίγες τούφες γκρίζα μαλλιά. Όταν εισήλθαν ο Τζιοβάνι και η ηγουμένη, η Αρκάντζελα δεν αντέδρασε καθόλου· δεν έστρεψε καν το κεφάλι. Ή ηγουμένη την πλησίασε και ακούμπησε το χέρι στον ώμο της. «Αρκάντζελα, είστε καλά; Είναι εδώ κάποιος που θα ήθελε να σας δει... Ένα μέλος της Γερουσίας». Καμία αντίδραση. «Ο Μεσέρ Καμπιόνι θα επιθυμούσε να σας κάνει μερικές
ερωτήσεις σχετικά με... με τον γιο σας, Αρκάντζελα». Ή Αρκάντζελα γύρισε αργά το κεφάλι προς τον Τζιοβάνι. Αυτό που είδε εκείνος στα μάτια της επιβεβαίωσε την εντύπωση της διανοητικής κατάρρευσης την οποία είχε διακρίνει, σαν μια αγωνιώδη ανάσα, από την πρώτη στιγμή της εισόδου του στο κελί. Παραμέρισε τις άκρες του επανωφοριού του και κάθισε στο σκαμνί· η Αρκάντζελα του είχε σχεδόν γυρισμένη την πλάτη. Ο Τζιοβάνι μετακίνησε το σκαμνί έτσι ώστε να βρεθεί δίπλα της. «Εντάξει... Εγώ σας αφήνω», είπε η ηγουμένη. «Αν συμβεί το παραμικρό, Εξοχότατε, ειδοποιήστε με». Με αυτά τα λόγια αποχώρησε και έκλεισε την πόρτα πίσω της, αφήνοντας εκεί τον Τζιοβάνι και την Αρκάντζελα. Έμειναν και οι δυο τους σιωπηλοί αρκετή ώρα. Καθώς παρατηρούσε το στενόμακρο πρόσωπο της γυναίκας, η οποία πράγματι στο παρελθόν θα πρέπει να ήταν μια γοητευτική ηθοποιός, ο Τζιοβάνι συλλογιζόταν εκείνες τις φωνές που όλο και συχνότερα υψώνονταν στη Βενετία -ακόμη και ανάμεσα στις ίδιες τις μοναχές- για να καταγγείλουν τη μοναστική κόλαση που βίωναν καθημερινά κάποιες «νύμφες του Χριστού». Για τις περισσότερες από αυτές, η αφιέρωση στον Κύριο εκπήγαζε από μια εσωτερική και ειλικρινή βούληση· όμως πολλές άλλες είχαν υποχρεωθεί σ’ αυτό τον εγκλεισμό, ενίοτε από την πιο τρυφερή τους ηλικία. Εισέρχονταν στη μονή στα δέκα ή δώδεκα χρόνια τους, μόνο και μόνο εξαιτίας του πατρικού εξαναγκασμού ή της οικογενειακής παράδοσης. Ορισμένες ζούσαν σαράντα, πενήντα ή εξήντα χρόνια μέσα στη σιωπή, σε μοναστήρια σαν του Σαν Μπιάτζιο ή της Σάντα Άννα, στο Καστέλο. Στις μοναχές που εγκλείονταν από μικρές προστίθεντο τα θύματα πληγωμένων ερώτων και άτυχων γάμων, καθώς και εκείνες που είχαν αρνηθεί να υποτάξουν τα νιάτα τους στις απαιτήσεις των αναγκαστικών συνοικεσίων ή στην καταισχύνη της
δημοπράτησης. Χορείες γυναικών που δεν είχαν άλλη επιλογή εκτός από το μοναστήρι ή τον συμβατικό γάμο. Οι πιο μορφωμένες από αυτές κατηγορούσαν τη Δημοκρατία για τυραννική συμπεριφορά, ενίοτε αναφανδόν. Στον νου του Τζιοβάνι ήρθε ξανά η εικόνα της Λουτσιάνα Σαλιέστρι. Εκείνη, προκειμένου να ξεφύγει από ένα τέτοιο πεπρωμένο, είχε αναγκαστεί να χρησιμοποιήσει όλα τα όπλα που της είχε προσφέρει η φύση. Το χείλος του γερουσιαστή τρεμόπαιξε. Ή Λουτσιάνα, που για χάρη της μπορούσε να φθάσει στην Κόλαση, η ελευθεριάζουσα και επαναστατημένη Λουτσιάνα που όμως στο βάθος ήταν αγνή, τόσο αγνή... Ο ίδιος ήταν βέβαιος γι’ αυτό, πάντα το πίστευε. Ή Λουτσιάνα και η ατέρμονη αναζήτησή της, να ψάχνει τον επίγειο Παράδεισό της χωρίς ποτέ να τον βρίσκει. Ο Τζιοβάνι είχε θελήσει να της δώσει τα πάντα χωρίς ποτέ να την κατακτήσει πραγματικά. Ή Λουτσιάνα και οι ξέφρενες αποδράσεις της στον ψευδαισθητικό της κήπο των ηδονών. Ανάμεσα στον απόλυτο εγκλεισμό και τη σπασμωδική ελευθεριότητα, μοναχές και εταίρες όδευαν προς το ίδιο κενό. Ή Αρκάντζελα εξακολουθούσε να είναι χαμένη στους διαλογισμούς της. Ναι, Γ^υλλογίστηκε ο Τζιοβάνι, προφανώς χρωστούσε στη συμπόνια της ηγουμένης το ότι βρισκόταν ακόμη εδώ και όχι στο άσυλο των φρενοβλαβών, εκείνο το μακάβριο μέρος στο νησί του Σαν Σέρβολο, όπου ήταν θαμμένοι ζωντανοί οι απόβλητοι της γης. Μια άλλη Κόλαση, αυτή τη φορά πραγματική. Τι να σκεφτόταν άραγε η Αρκάντζελα την ώρα που την παρατηρούσε ο Τζιοβάνι; Ίσως να θυμόταν την ίδια της την κηδεία εκείνη την ημέρα που, σε μια πένθιμη τελετή, είχε βρεθεί με το πρόσωπο στη γη, ανάμεσα σε κεριά και λιτανείες. Δεν ήταν μήπως ήδη νεκρή πριν καν φθάσει στο Σαν Μπιάτζιο; Μισότρελη, ημιπαράλυτη, ενδύθηκε το μοναχικό σχήμα. Απαίσια νύχτα του δεύτερου γάμου της, του γάμου με τον Θεό, αυτόν τον Θεό που της είχε στερήσει τον πρώτο της
σύζυγο και τον οποίο ίσως θεωρούσε μυστικά υπεύθυνο για την παράξενη φύση του γιου της. Ο Μαρτσέλο θα πρέπει να το είχε καταλάβει, θα πρέπει να είχε διαβάσει την έλλειψη κατανόησης στα μάτια της μητέρας του, τα γεμάτα θρησκευτική αφοσίωση και μελαγχολία. Σαν μια αφόρητη απόρριψη προς χάρη ενός άλλου Πατέρα, ο οποίος αρνιόταν εξίσου να τον αναγνωρίσει. Ο Τζιοβάνι πέρασε μηχανικά το χέρι του στο στόμα του. Θυμόταν εκείνο το μικρό σύγγραμμα μιας μοναχής που είχε διαβάσει δύο χρόνια πριν: Ή Πίστη, Ανάμεσα στο Φως και την Κόλαση. Το είχε γράψει η μία από τις δύο ομογάλακτες αδελφές Μοραντίνι. Ενίοτε τρεις ή τέσσερις κοπέλες από την ίδια οικογένεια βρίσκονταν μαζί στο ίδιο μοναστήρι. Με αυτά τα δεδομένα, ήταν αναπόφευκτο να σημειώνονται κάποιες παρεκτροπές. Μοναχές είχαν θεαθεί να χορεύουν εμπρός στα εντευκτήρια με φλάουτα και τρομπέτες· κάποιοι μιλούσαν για απαγορευμένες εορτές και για πολιτικές συζητήσεις τις οποίες οργάνωναν οι έγκλειστες, με τη συνδρομή των εραστών τους. Ο ίδιος ο Πιέτρο Βιραβόλτα είχε φυλακιστεί λόγω της εμπλοκής του σε σκάνδαλα τέτοιου είδους. Πράγματι, στο παρελθόν συναντούσε την κόμισσα Κορονίνι στη μυστικότητα του μοναστηριού· σε μια άλλη περίπτωση, η μυστηριώδης Μ, χωρίς ιδιαίτερη, κατά τα φαινόμενα, δυσκολία, δραπέτευε από τη μονή της Σάντα Μαρία ντέλι Άντζελι, στο Μουράνο, για να τον βρει σε ένα από τα casini της Βενετίας... Όμως και τότε οι Δέκα είχαν εντολή να καταδιώκουν τις προκλητικές σχέσεις αυτού του είδους και να τιμωρούν με μένος τους ενόχους. Ή εικόνα του Εμίλιο Βιντικάτι πέρασε με τη σειρά της σαν ίσκιος εμπρός στα μάτια του Τζιοβάνι. Έσκυψε προς το μέρος της. «Αρκάντζελα... Ονομάζομαι Τζιοβάνι Καμπιόνι. Θα ήθελα να σας μιλήσω για την... τελευταία φορά που ήρθε να σας δει ο Μαρτσέλο».
Εκείνη συνοφρυώθηκε. Ένα αόριστο χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό της. Τέντωσε τον μακρύ λαιμό της, που θύμιζε κύκνο, αποκαλύπτοντας μια χάρη που κατέπληξε τον Τζιοβάνι. Ταυτοχρόνως το χαμόγελό της αυτό δεν έπαυε να είναι ανησυχητικό. «Ο Μαρτσέλο... ναι... τι κάνει;» Ο Τζιοβάνι ξερόβηξε και κουνήθηκε αμήχανα στο κάθισμά του. Έπλεξε τα χέρια του. «Αρκάντζελα... Θυμάστε τι σας είπε την τελευταία φορά;» «Ο Μαρτσέλο... Είναι γιος μου, ξέρετε. Τον αγαπώ. Είναι ο Μαρτσέλο. Τον αγαπά ο Θεός όπως κι εμένα. Ένα ευλογημένο παιδί, ναι, ναι. Προσεύχομαι γι’ αυτόν πολύ συχνά. Τι κάνει;» «Ήρθε να σας δει; Σας μίλησε... για το θέατρο; Για τη δουλειά του στο Σαν Λούκα;» Ή Αρκάντζελα έμεινε ξαφνικά ασάλευτη, σαν να είχε δει ή ακούσει κάτι παράξενο. Σήκωσε το ένα της χέρι και έφερε ένα δάχτυλο στα χείλη της. Σσς! είπε. Έπειτα κάρφωσε το βλέμμα της σε ένα σημείο του τοίχου του κελιού της, με ύφος συντετριμμένο. Ο Τζιοβάνι ακολούθησε με τα μάτια την ίδια κατεύθυνση όμως δεν υπήρχε τίποτε, ή τουλάχιστον τίποτε που θα μπορούσε να ελκύσει την προσοχή. Εντούτοις η Αρκάντζελα έμοιαζε όντως να βλέπει κάτι. «Από καιρού εις καιρόν ο Μαρτσέλο έρχεται να με δει, είπε. «Την ημέρα ή τη νύχτα». «Πότε ήταν η τελευταία φορά;» «Χθες. Νομίζω πως ήταν χθες». Ο Τζιοβάνι συνοφρυώθηκε με τη σειρά του, και μετά στο πρόσωπό του ζωγραφίστηκε μια άφατη θλίψη. Θα ήθελε να απλώσει το χέρι του σ’ αυτή τη γυναίκα, να την αποσπάσει από εκείνο τον
άλλο κόσμο όπου είχε ζητήσει καταφύγιο... «Όχι, Αρκάντζελα. Δεν είναι δυνατόν. Είστε βέβαιη ότι ήταν όντως χθες;» Ή Αρκάντζελα σκυθρώπιασε, και βάλθηκε πάλι να συλλογίζεται, στηρίζοντας το πιγούνι της με τη γροθιά της. Ξαφνικά έπαιρνε εκφράσεις μικρού κοριτσιού. Έψαχνε μακριά, τόσο μακριά... «Χθες... Όχι, όχι χθες. Αύριο ίσως; Ναι, αυτό είναι. Θα έρθει αύριο. Έτσι δεν είναι;» Ο Τζιοβάνι έπνιξε έναν αναστεναγμό. Φοβόταν ότι είχε έρθει εδώ για το τίποτε. Έμεινε σιωπηλός καθώς η Αρκάντζελα εξακολουθούσε να μονολογεί: Χθες; Αύριο. Ή μεθαύριο. Ο Τζιοβάνι δίστασε λίγο ακόμη. Ίσως να υπήρχε κάποιος πιο αποτελεσματικός τρόπος να την αφυπνίσει. Ή έμφυτη καλοσύνη του δεν του επέτρεπε να εγκαταλείψει κάθε λεπτότητα· όμως ο χρόνος του ήταν μετρημένος και δεν υπήρχε άλλη επιλογή εκτός από τη βιαιότητα των λέξεων. Ίσως ένα σοκ να αρκούσε για να γίνουν πιο διαυγείς οι αναμνήσεις της μοναχής. «Αρκάντζελα... Μιλήστε μου για τον άλλο άνδρα που ήρθε να σας δει. Μιλήστε μου για τον Διάβολο, Αρκάντζελα». Το αποτέλεσμα ήταν άμεσο· ξαφνικά το πρόσωπο της Αρκάντζελα πέτρωσε σαν μάσκα. Αναζήτησε με μανία το κομποσχοίνι της, που το είχε αφήσει πάνω στο τραπέζι. Με τα τρεμάμενα δάχτυλά της άρχισε να μετρά τις χάντρες ψιθυρίζοντας μια προσευχή. Τώρα στα μάτια της άστραφτε μια λάμψη πανικού. «Ω, ναι, τον είδα, Μεσέρ, ήρθε και με βρήκε για να με τρομάξει. Ήρθε ένα βράδυ... Δεν μου είπε ότι ήταν στ’ αλήθεια ο Δαίμονας, όμως εγώ τον αναγνώρισα! Ο Κύριος με είχε προειδοποιήσει για την επίσκεψή του, τον είχα δει στ’ όνειρό μου...»
«Αρκάντζελα, αυτό είναι πολύ σημαντικό: ποιος ήταν;» «Θέλησε να με φοβίσει... Μου είπε ότι θα πέθαινα και ότι θα υπέφερα τα χίλια μαρτύρια της Κόλασης πριν και μετά το θάνατό μου. Ότι θα παρέλυα εντελώς, και τίποτε, ούτε καν το φως του Θεού, δεν θα μπορούσε να με σώσει. Μου μιλούσε γλυκά, με αυτή την πικρή γλύκα που ξέρει να χρησιμοποιεί μόνο ο Πειρασμός, ο Ασεβής, ο έκπτωτος άγγελος... Μου είπε ότι έπρεπε να σιωπήσω για πάντα μέσα στη σιγή αυτής της μονής, ειδάλλως θα έμενα στα χέρια του στους αιώνες των αιώνων. Πίστευε ότι ο Μαρτσέλο μού είχε μιλήσει για κείνον ναι, μιλούσαμε πολλή ώρα, και ενίοτε ο Μαρτσέλο μού διηγείτο τα βάσανά του, όπως στον καλό εκείνον ιερέα του Σαν Τζόρτζιο Ματζόρε. Ίσως να επιχείρησε ήδη να πάρει τον γιο μου. Μαρτσέλο! Είναι ήδη μέσα σου ο Διάβολος;» «Ποιος ήταν αυτός ο άνδρας, Αρκάντζελα;» Εκείνη σήκωσε τα μάτια της για πρώτη φορά προς τον Τζιοβάνι, με ύφος πανικόβλητο. Τα βλέφαρά της πάλλονταν από την ένταση: «Μα πώς; Δεν το ξέρετε; Προσπαθούσε να μεταμφιεστεί, όμως είχε πάρει τη μορφή ενός αριστοκράτη της Βενετίας, το ξέρω καλά! Με επισκέφθηκε με αυτό το σάρκινο περίβλημα... Σας μιλώ για τον Αντρέας Βικάριο, Μεσέρ! Τον ιδιοκτήτη της Libreria του Καναρέτζιο, της Libreria του Διαβόλου, δηλαδή της δικής του! Τον ΒΙΚΑΡΙΟ!» Επανέλαβε αυτό το όνομα πολλές φορές, και μετά τα λόγια της πνίγηκαν σ’ έναν τρομερό θρήνο, μακρόσυρτο και οδυνηρό.
ΑΣΜΑ XVIII
Οι Αιρετικοί Το επόμενο πρωί ήρθαν καν πήραν τον Πιέτρο, θέτοντας έτσι προσωρινά- τέλος σε μία ακόμη νύχτα αγωνίας. Όταν του το ανήγγειλε ο Μπαζαντόνα, ένιωσε τέτοια ανακούφιση, που για πρώτη φορά ήταν σχεδόν έτοιμος να ευγνωμονήσει τον δεσμοφύλακα. Ο Φρέγκολο και ο Καζανόβα τον ικέτευσαν να μην τους ξεχάσει, και ο Βιραβόλτα υποσχέθηκε να μεσολαβήσει υπέρ τους, στο μέτρο του δυνατού, αμέσως μόλις το επέτρεπαν οι συνθήκες· είχε αρχίσει ξανά να ελπίζει. Όλα τώρα εξαρτώντο από τη συνάντηση με τον Λορεντάν. Ο Πιέτρο συνάντησε τον Καμπιόνι στην Αίθουσα του Κολεγίου. Παρ’ ολίγο να πέσει στην αγκαλιά του όταν ο γερουσιαστής τού αποκάλυψε ψιθυριστά, λίγα δευτερόλεπτα πριν τους δεχθεί ο Γαληνότατος Ηγεμόνας, τα όσα του είχε πει η Αρκάντζελα. Τη φορά αυτή ο Δόγης δεν τους δεχόταν μόνος, αλλά παρουσία των μελών του Μικρού Συμβουλίου του. «Χρειάστηκε να εξαντλήσω όλους τους θησαυρούς της διπλωματίας ώστε να μπορέσετε να εκθέσετε τις απόψεις σας για μια τελευταία φορά», είπε ο Τζιοβάνι. «Επιστράτευσα όλη τη διαπραγματευτική μου πείρα στις ευρωπαϊκές Αυλές... Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι μέσα χρησιμοποίησα για να τα καταφέρω. Κοιτάξτε να φανείτε αντάξιος αυτής μου της προσπάθειας, Βιραβόλτα, για μία φορά στη ζωή σας, διότι μετά από αυτό για σας -και ίσως και για μέναδεν πρόκειται να υπάρξει επιστροφή. Ο Λορεντάν δεν είναι ηλίθιος, γνωρίζει ότι αναγκάστηκε να σας φυλακίσει υπό την πίεση του
Μεγάλου Συμβουλίου. Όμως δεν πρόκειται να σας παραχωρήσει περισσότερα από λίγα λεπτά, και μετά θα σας ρίξει και πάλι στο κάτεργο... αν δεν καταφέρουμε να τον πείσουμε πολύ γρήγορα. Κανείς πλέον δεν θα θέλει να ακούσει για τη Μαύρη Ορχιδέα. Το Μικρό Συμβούλιο είναι και πάλι έτοιμο να σας θεωρήσει πέτρα του σκανδάλου. Διάκειται εχθρικά απέναντι σας, και συναίνεσε να σας παραχωρηθεί αυτή η “χάρη” μόνο και μόνο επειδή ορισμένα μέλη του εξακολουθούν ακόμη να με εκτιμούν και έχουμε κοινούς φίλους. Όμως η φιλία δεν έχει πλέον κανένα βάρος μέσα σ’ αυτό το πολιτικό παιχνίδι όπου βρισκόμαστε και απέναντι στον κίνδυνο που ελλοχεύει. Αυτός ο κίνδυνος άλλωστε καθορίζει, εν μέρει, τη στάση τους διότι, εντέλει, χωρίς τον Βιντικάτι, χωρίς εσάς κι εμένα, δεν έχουν πολλές ελπίδες να προχωρήσουν... και η Sensa είναι αύριο». «Ο Βικάριο», ψιθύρισε ο Πιέτρο. «Δεν ήταν λοιπόν τυχαίο που οδήγησαν τα βήματά μου στη βιβλιοθήκη του Καναρέτζιο... και η Λουτσιάνα δολοφονήθηκε στην κατοικία του! Έχετε τον δολοφόνο που αναζητούσατε, Τζιοβάνι. Τώρα πρέπει να πληρώσει. Θα τον προσκαλέσουμε σε έναν άλλου είδους χορό. Ή επιρροή του στο Μέγα Συμβούλιο και η μυστικότητα που περιέβαλλε τότε τις κινήσεις μας τον προστάτευσαν από όλες μας τις έρευνες. Θα πρέπει να διασκέδασε τρελά παριστάνοντας ο ίδιος το θύμα... Όμως τα βιβλία της Libreria του προδίδουν τη νοσηρή του διαστροφή. Ανάμεσα σ’ αυτόν, τον Οτάβιο και τον μυστηριώδη Φον Μάρκεν... Ας ανακτήσουμε το θάρρος μας, γερουσιαστά! Ο εχθρός αρχίζει να αποκτά πρόσωπο. Και όχι μόνο ένα, αλλά πολλά...!» «Εε... Σίγουρα. Όμως ας μην ξεχνάμε μια πολύ σημαντική λεπτομέρεια, Βιραβόλτα. Εκτός από το προσχέδιο μιας εξωφρενικής συνθήκης, δεν διαθέτουμε άλλες πληροφορίες πέρα από τα λεγάμενα μιας μοναχής στα πρόθυρα της παραφροσύνης. Και δεν μιλώ για τα σχέδια του Πανοπτικού που λέτε πως είδατε στο γραφείο
του Οτάβιο. Όλα αυτά δεν θα βαρύνουν πολύ». «Παραταύτα, τα στοιχεία αρχίζουν να ταιριάζουν. Πρέπει ο Δόγης και το Minor Consiglio να εισακούσουν τα επιχειρήματά μας». Μιλούσαν χαμηλόφωνα, περιβαλλόμενοι από ενόπλους. Απομακρύνθηκαν ο ένας από τον άλλον όταν ένας φρουρός άνοιξε διάπλατα τις πύλες της Αίθουσας του Κολεγίου. «Ή Αυτού Γαληνοτάτη Υψηλότης και το Συμβούλιο θα σας δεχθούν, Μεσέρε». Ο Πιέτρο και ο γερουσιαστής αντάλλαξαν ένα βλέμμα και, κατόπιν, με το ίδιο βήμα, εισήλθαν στην αίθουσα.
*****
... Παρουσία της Αυτού Γαληνοτάτης Υψηλότητος και Δόγη της Βενετίας Φραντσέσκο Λορεντάν, των αξιότιμων εκπροσώπων του Minor Consiglio, της Αυτού Εξοχότητος Τζιοβάνι Ερνέστο Λουίτζ Καμπιόνι, μέλους της Γερουσίας, και του Πιέτρο Αουίτζι Βιραβόλτα ντε Λανσάλτ Αποφασίστηκαν τα εξής:
1/ Βάσει των νέων πληροφοριών που προσκόμισαν οι Μεσέρε Καμπιόνι και Βιραβόλτα, ο επονομαζόμενος Μαύρη Ορχιδέα, το Minor Consiglio συνιστά την κλήτευση του Μεσέρ Αντρέας Βικάριο στο παλάτι για ανάκριση, και δη το ταχύτερο δυνατόν. Οι δυνάμεις της τάξης θα πρέπει να αναλάβουν να γίνει σεβαστή αυτή η κλήτευση, ειδάλλως ο Μεσέρ Βικάριο θα κατηγορηθεί πάραυτα για φόνο και εσχάτη προδοσία. 2/ Εναπόκειται στον Ρικάρντο Μικέλε Πάβι, αρχηγό της Quarantia Criminale, και στον ανώτατο διοικητή του Ναυστάθμου να συνεχίσουν τις έρευνες σχετικά με την πιθανολογούμενη εμπλοκή του δούκα Έκχαρτ φον Μάρκεν και την εξαφάνιση της Σάντα Μαρία και του Κοσμήματος της Κέρκυρας, και να εγγυηθούν, με την αμέριστη υποστήριξη του συνόλου των δυνάμεων της τάξης και των δημοσίων Αρχών της Βενετίας, την ασφάλεια των πολιτών της Δημοκρατίας και του προσώπου του Δόγη, κατά τη διάρκεια του Καρναβαλιού και των εορτών της Sensa, έως ότου εξαλειφθεί πλήρως η απειλή που επικρέμαται στη λιμνοθάλασσα. 3/ Δεδομένου ότι ο Πιέτρο Λουίτζι Βιραβόλτα ντε Λανσάλτ φαίνεται ότι υπήρξε θύμα σκευωρίας με σκοπό να ενοχοποιηθεί για το φόνο του Εμίλιο Βιντικάτι, πράγμα για το οποίο επί του παρόντος δεν υπάρχει καμία απόδειξη, και δεδομένου ότι ο προαναφερθείς Πιέτρο Λουίτζι Βιραβόλτα ντε Λανσάλτ προσκόμισε στην έρευνα στοιχεία τα οποία ίσως αποδειχθούν καίριας σημασίας, θα του παραχωρηθεί προσωρινή αναστολή μέχρις ότου εγκλεισθεί και πάλι στη φυλακή των Μολυβιών, και θα τεθεί υπό τη δικαιοδοσία και τον έλεγχο του Ρικάρντο Μικέλε Πάβι. Κατόπιν αιτήματος της Αυτού Γαληνοτάτης Υψηλότητος, θα αποσπασθεί στην άμυνα της πόλης, τηρώντας πλήρη ανωνυμία, και μόνο κατά την ημέρα της τελετής των Γάμων της Θάλασσας, ενώ στη συνέχεια θα παραδοθεί και πάλι στη δικαιοσύνη. Από την αποτελεσματικότητα της δράσης του θα
εξαρτηθεί η επιείκεια ή η τιμωρία εκ μέρους της αρμόδιας δικαστικής Αρχής, στο πλαίσιο των κατηγοριών που τυχόν θα του απαγγελθούν. 4/ Ή Αυτού Εξοχότης Τζιοβάνι Ερνέστο Λουίτζι Καμπιόνι... Ο Φραντσέσκο Λορεντάν έτριψε τα βλέφαρά του. Έβλεπε και πάλι εμπρός του το πρόσωπο της Μαύρης Ορχιδέας, και νόμιζε πως ξανάκουγε τα λόγια του. Όμως... με τον Οτάβιο; Τι Θα κάνουμε...; Ο Λορεντάν αναστέναξε. Σήμερα ριψοκινδύνευε πολλά. Για μια στιγμή ύψωσε τα χέρια στον ουρανό ικετεύοντας την Παρθένο Μαρία· μετά στράφηκε προς τον γραμματέα κουνώντας το κεφάλι. «Βιντσέντσο...» «Υψηλότατε;» «Αυτό το πρακτικό...» «Μάλιστα, Υψηλότατε;» «Σας παρακαλώ... κάψτε το». Ο Βιντσέντσο κοίταξε τον Ηγεμόνα με απορημένο βλέμμα. Ο Λορεντάν καθάρισε με ένα χτύπημα του δαχτύλου τη σκόνη πάνω στο μανίκι του ενδύματος του. «Για τον Θεό, Βιντσέντσο... Είπα: κάψτε το». Όμως... με τον Οτάβιο; Τι Θα κάνουμε...; Ο Δόγης είχε διστάσει. Εσείς... Εσείς είστε ο μόνος που μπορεί να τον αποκαλύψει. Όμως σας εκλιπαρώ... Είχε αρχίσει να βήχει.
Κάντε το διακριτικά! Θυμόταν επίσης τα χαρακτηριστικά του Βιραβόλτα τη στιγμή που ο τελευταίος εγκατέλειπε το γραφείο. Το αυστηρό του ύφος, τα μάτια του που άστραφταν. Θα το φροντίσω. Του είχαν δώσει πίσω το σπαθί του. Ο Δόγης σηκώθηκε από τον θρόνο του και περπάτησε με αργό βήμα, με το χέρι στο σκήπτρο του και τους ώμους γυρτούς· έβλεπε να καταρρέουν διαδοχικά οι θεσμοί, η ηρεμία του και τα τελευταία προστάγματα της εθιμοτυπίας. Ναι: ο κόσμος όλος έπεφτε πάνω στο κεφάλι του. Και την επομένη θα λάμβανε χώρα η τελετή των Γάμων της Θάλασσας.
*****
Ο γερουσιαστής Οτάβιο ανέβαινε τη σκάλα της βίλας του στη Σάντα Κρότσε, και τις ταραγμένες αυτές ώρες το πρόσωπό του ήταν πιο σκυθρωπό παρά ποτέ. Βεβαίως είχε κατορθώσει, ακόμη μία φορά, να απομακρύνει από το δρόμο του αυτόν τον διάβολο, τον Βιραβόλτα. Όμως η ανακάλυψη του Πανοπτικού υπήρξε ισχυρότατο πλήγμα. Ή εγκατάσταση αυτού του αδιανόητου συστήματος είχε απαιτήσει εργασία ενός έτους· τριάντα χρόνια πριν από τον Μπένθαμ [ 1 ], τα σχέδια, τα οποία είχε συλλάβει ένας Ναπολιτάνος αρχιτέκτων
και μαθηματικός, που στο μεταξύ είχε αποβιώσει, αποκάλυπταν εύγλωττα τον μοναδικό χαρακτήρα αυτής της επινόησης. Τώρα πλέον τον Οτάβιο τον κατέτρυχε η ιδέα ότι θα μπορούσαν να φθάσουν ως τον ίδιο. Δεν έπρεπε να υποτιμήσει τον αντίπαλο· σαράντα χρόνια πολιτικής τού το είχαν διδάξει καλά. Όλα θα κρίνονταν μέσα σε λίγες μόνο ημέρες. Ήταν κορόνα ή γράμματα. Όμως τώρα έβλεπε καθαρά την ανάγκη να προετοιμάσει μια εναλλακτική διέξοδο για τον εαυτό του. Όμως ποια; Αυτό ήταν το ερώτημα. Σε κάθε περίπτωση, σύντομα θα ήξερε πού βάδιζε. Οι τελευταίες συζητήσεις του με τον Μίνωα και τον Diavolo δεν άφηναν κανένα περιθώριο αμφιβολίας. Και ενώ ανέβαινε τα σκαλιά για να επιστρέφει στο γραφείο του, ο Οτάβιο ένιωθε τα πόδια του βαριά. Είχε αφήσει την beretta του και είχε αλλάξει το μαύρο ένδυμα των γερουσιαστών με ένα άλλο, κόκκινο· είχε κρατήσει μόνο τα μενταγιόν του, ανάμεσά τους εκείνο με την εικόνα της Παναγίας και ένα άλλο, που περιέκλειε ένα πορτραίτο των γονέων του σε μικρογραφία: του πατέρα του, επίσης γερουσιαστή, και της μητέρας του, που στην εποχή της ήταν περιώνυμη για τις μηχανορραφίες της στον περίγυρο του Δόγη. Από τη ζώνη του κρέμονταν τα δύο χάλκινα κλειδιά που χρησιμοποιούσε ορισμένες φορές για να κλειδώνει την Άννα Σανταμαρία στα διαμερίσματά της. Όταν την απομάκρυνε από τη Βενετία, αφού πρώτα φρόντισε να στείλει τη Μαύρη Ορχιδέα στη φυλακή, δεν παρέστη ανάγκη να καταφύγει σ’ αυτό το μέτρο. Ή Άννα δεν μπορούσε να φύγει από τη Μαργκέρα χωρίς τη συγκατάθεσή του. Από τότε όμως που επέστρεψε στην καρδιά της λιμνοθάλασσας, η παράνοιά του είχε αναζωπυρωθεί· κι αυτός ο Βιραβόλτα, να βρίσκεται έξω! Ευτυχώς, ως προς αυτό το θέμα, η συνεδρίαση του Μεγάλου Συμβουλίου είχε εξελιχθεί υπέρ του και είχε αποδοκιμάσει τον πρώην προστατευόμενό του. Αυτόν τον Βρούτο. Το ότι ο
τελευταίος επέστρεψε στα Μολύβια ήταν η καλύτερη είδηση. Όσο για την αγαπητή του σύζυγο, τώρα καταλάβαινε για ποιο λόγο, εδώ και μερικές ημέρες, έδειχνε ευτυχισμένη, κυριευμένη από μια χαρά που πάσχιζε αδέξια να κρύψει. Ναι, είχε παρατηρήσει τα φευγαλέα της χαμόγελα όταν του γύριζε την πλάτη, και το ενίοτε ονειροπόλο ύφος της τόσο διαφορετικό από τη θλίψη και την κατήφεια που έδειχνε στη Μαργκέρα. Τώρα όμως σίγουρα θα ηρεμούσε. Όφειλε να της θυμίσει ποιος ήταν ο αφέντης, αν ήταν ακόμη απαραίτητο. Και όταν θα λησμονούσε οριστικά αυτόν τον Βιραβόλτα, θα επέστρεφε σ’ εκείνον, στον Οτάβιο έστω και από ανάγκη. Δεν μπορεί κανείς να υπηρετεί δύο κυρίους. Ο γέρουσιαστής το ήξερε αυτό από προσωπική πείρα. Κάποτε πρέπει να επιλέξει στρατόπεδο. Κατά προτίμηση, του νικητή. Όμως τίποτε δεν είχε ακόμη κριθεί. Για μια στιγμή ο Οτάβιο σταμάτησε ασθμαίνοντας στη μέση της σκάλας. Πέραν των άλλων, ανησυχούσε και για την υγεία του: εδώ και λίγο καιρό η καρδιά του ήταν εύθραυστη. Είχε ιδρώσει. Αναζήτησε το μαντίλι του, με κεντημένα τα αρχικά του, που έκρυβε στο μανίκι του, και σκούπισε το μέτωπό του. Όταν έφθασε στην κορυφή της σκάλας, συνοφρυωμένος, ρουθούνισε και έφερε το χέρι στη μύτη του. Άδραξε τα χάλκινα κλειδιά του και πήγε να ανοίξει την κλειδαριά. Προς μεγάλη του έκπληξη, η πόρτα άνοιξε μόνη της. Οδηγούσε κατευθείαν στο γραφείο του, μετά στο μπουντουάρ, και τέλος στο υπνοδωμάτιο το υπνοδωμάτιο της Άννας Σανταμαρία, διότι εκείνη εδώ και πολύ καιρό αρνιόταν να δοθεί στον γερουσιαστή, παραδομένη καθώς ήταν στις ανόητες ονειροπολήσεις της. Ο Οτάβιο είχε πολλές φορές επιχειρήσει να την εξαναγκάσει, όμως ήξερε ότι όσο εκείνη θα σκεφτόταν τη Μαύρη Ορχιδέα, ανάμεσά τους θα υπήρχε πάντα μια σκιά. Τη σκιά αυτή έπρεπε ο ίδιος να την
εξαλείψει. Να την εξοντώσει. Να την κάνει στάχτη. Να μη μείνει τίποτε από αυτήν. Όταν η Χίμαιρα ανέθεσε στον Οτάβιο να υφαρπάξει την καρφίτσα της εταίρας, της Λουτσιάνα Σαλιέστρι εκείνη την καρφίτσα που αφέθηκε στο θέατρο Σαν Λούκα με σκοπό να ενοχοποιηθεί ο γερουσιαστής Καμπιόνι-, εκείνος είχε εκμεταλλευτεί την ευκαιρία για να κάνει έρωτα μαζί της. Αρκετές φορές. Τουλάχιστον αυτό τον είχε ανακουφίσει. Σήμερα όμως οι αρνήσεις της συζύγου του του ήταν αφόρητες. Θα την ανάγκαζε να υποταχθεί, με οποιοδήποτε κόστος. Προβληματισμένος, και ξαφνικά ανήσυχος, ο Οτάβιο ζάρωσε τα μάτια. Το γραφείο του ήταν βυθισμένο στο μισοσκόταδο. Αίφνης μια υποψία άστραψε στο μυαλό του. Τα χαμόγελα της Άννας Σανταμαρία, το «απόκοσμο» ύφος της... Τον είχε άραγε ξαναδεί; Τη στιγμή ακριβώς που ο Οτάβιο εξέταζε αυτή την υπόθεση -το είχε σκεφτεί και πριν, χωρίς όμως να το πολυπιστεύει, όμως τώρα παραδόξως του φαινόταν πιθανό, σχεδόν απτά-, ένιωσε να τον λούζει και πάλι ιδρώτας. Και αν ο Δόγης, χάρη στη Μαύρη Ορχιδέα, γνώριζε περισσότερα για τον ίδιο; Και αν... Άναψε ένα κερί και το έφερε κοντά στο πρόσωπό του, που, φωτισμένο από τη φλόγα, έμοιαζε να τρέμει μαζί της. Ξαφνικά αντιλήφθηκε ότι μια σκοτεινή μορφή -κάποιος- βρισκόταν στο δωμάτιο. Καθισμένος πίσω από το γραφείο του. «Σας περίμενα, Οτάβιο». «Βιραβόλτα», ψιθύρισε ο Οτάβιο ανάμεσα στα δόντια του. Ακολούθησαν ατέλειωτες στιγμές σιωπής. Στη διάρκεια αυτού του μετέωρου χρόνου, παράξενες αναμνήσεις αναδύθηκαν στη μνήμη του Οτάβιο. Εκείνο το βράδυ στη Σάντα Τρινιτά, στο ανάκτορο
Μαντολίνι, όπου ο γερουσιαστής είχε γοητευτεί από εκείνο το εκκεντρικό αγόρι, που προσποιείτο ότι έπαιζε βιολί και μετά συζητούσε περί Αριόστο ρίχνοντας ταυτόχρονα στις γυναίκες ματιές κάθε άλλο παρά πνευματικού χαρακτήρα. Εκείνο το βράδυ που είχαν γνωριστεί όταν ο Πιέτρο τού είχε σώσει την παρτίδα με τις εύστοχες συμβουλές του και με ένα δυο επιδέξια κόλπα. Ο Βιραβόλτα τον είχε σαγηνεύσει, με τις αφηγήσεις των περιπετειών του, κατά το ήμισυ πραγματικών και κατά το ήμισυ επινοημένων, μεταξύ Κέρκυρας και Κωνσταντινούπολης· με την αγάπη του για τα χαρτιά και την αριθμολογία. Όμως γιατί... γιατί ο Οτάβιο είχε τότε αναδείξει σε προστατευόμενό του, γιο του, κατά κάποιον τρόπο, αυτόν τον νεαρό που μόλις είχε εξέλθει από την εφηβεία, τάζοντάς του από τη μία μέρα στην άλλη λαγούς με πετραχήλια; Ναι, ο Πιέτρο τον είχε γοητεύσει, τον είχε εξαπατήσει... Του άρεσε η συντροφιά του. Ο Οτάβιο είχε κάνει πολλές συζητήσεις γι’ αυτόν με τον Εμίλιο Βιντικάτι, και είχε παρακολουθήσει τα πρώτα βήματα της Μαύρης Ορχιδέας. Οι δυο τους, ο ίδιος και ο Εμίλιο, τον είχαν τρόπον τινά... διαπλάσει. Χάρη στη δική τους υποστήριξη είχε γίνει ο πράκτορας της Δημοκρατίας του οποίου αφηγούντο τις περιπέτειες, γελώντας ή με συγκεκαλυμμένα λόγια, στα δείπνα μεταξύ Βενετσιάνων αριστοκρατών. Μέχρι εκείνη την άλλη βραδιά, την πιο μοιραία απ’ όλες, όπου ο Οτάβιο του είχε συστήσει... την Άννα. Είχε δει εκείνη τη λάμψη στα μάτια τους. Την ασυνήθιστη αδεξιότητά τους. Τα καμώματά τους. Ευχαρίστως θα τους έγδερνε ζωντανούς. Τα ίδια ακριβώς αναλογιζόταν από την πλευρά του και ο Πιέτρο. Ήταν καθισμένος στο μισοσκόταδο. Δεν μπορούσε κανείς να διακρίνει τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Φαίνονταν μόνο τα άσπρα μανίκια του πουκαμίσου του πάνω στο γραφείο. Είχε τοποθετήσει το καπέλο του πάνω στο δερμάτινο υποχείριο. Ένα συρτάρι είχε παραβιαστεί το περίφημο συρτάρι στο οποίο, κατά την
προηγούμενη επίσκεψή του, είχε ανακαλύψει τα σχέδια του Πανοπτικού. Φυσικά τα σχέδια είχαν εξαφανιστεί. «Νόμιζα πως σας είχαν ξανακλείσει στη φυλακή», είπε ο Οτάβιο με υπόκωφη φωνή. Ο γερουσιαστής είχε ακουμπήσει το χέρι του στο σεκρετέρ με τα σκαλιστά συρτάρια, κοντά στην πόρτα. «Ξέρετε πώς είμαι. Δεν αντέχω τη μοναξιά». Ο Πιέτρο έστρεψε το βλέμμα του σε μια γωνιά του δωματίου, σε ένα μικρό τζάκι που δεν το είχε παρατηρήσει την προηγούμενη φορά. «Τα κάψατε, έτσι δεν είναι;» Ο Οτάβιο δεν απάντησε. Τα δάχτυλά του έπαιζαν νευρικά πάνω στο σεκρετέρ. «Τι ήρθατε να βρείτε εδώ, Βιραβόλτα; Το ξέρετε: αρκεί ένα μου νεύμα, και θα σας ρίξουν ξανά στο κάτεργό σας! Και πιστέψτε με, θα σας ξαναστείλω εκεί όσες φορές χρειαστεί. Μέχρι που να σας πάρω το κεφάλι!» «Φοβάμαι ότι θα πρέπει να περιμένετε πολύ, Οτάβιο». Ή Μαύρη Ορχιδέα αναστέναξε. «Ελάτε λοιπόν. Λογικευτείτε... και παραδοθείτε. Γνωρίζουμε ότι συνωμοτείτε με τον Αντρέας Βικάριο και τον δούκα Φον Μάρκεν. Το σχέδιό σας είναι καθαρή τρέλα. Ποτέ η Βενετία δεν θα πέσει στα χέρια τέτοιου είδους ανθρώπων. Ήταν μεγάλο σφάλμα που τους δώσατε την υποστήριξή σας. Γιατί, Οτάβιο;» Ο Οτάβιο έσταζε ιδρώτα. Ταυτοχρόνως, κατέβαλλε υπεράνθρωπη προσπάθεια για να συγκρατηθεί. Δεν ήταν η στιγμή να
προδοθεί. Όλο του το σώμα είχε γίνει άκαμπτο, οι μύες του ήταν τεντωμένοι. Έπρεπε κάπου να ξεσπάσει. Άφησε την οργή του να ξεχυθεί: «ΑΝΟΗΣΙΕΣ! Δεν ξέρετε τίποτε, Βιραβόλτα! Δεν έχετε καμία...» «Απόδειξη;» ρώτησε ο Πιέτρο. Νέα σιωπή. Κατόπιν ο Πιέτρο συνέχισε. . «Τουλάχιστον έχω... έναν μάρτυρα». Τότε άνοιξε η πόρτα του μπουντουάρ.
*****
Εμπρός στον Οτάβιο εμφανίστηκε η σιλουέτα της Άννας Σανταμαρία, με το πρόσωπο επίσης βυθισμένο στο σκοτάδι, πλαισιωμένο από τα ξανθά της μαλλιά, και φορώντας ένα μαύρο φόρεμα με δαντέλες. Στεκόταν εκεί, ευθυτενής και περήφανη. Στο χέρι της κρατούσε ένα λουλούδι. Μια ορχιδέα. Μια πικρόχολη γερουσιαστή.
πτυχή
παραμόρφωσε
το
στόμα
του
«Α, τώρα καταλαβαίνω...» είπε ειρωνικά ο Οτάβιο, με φωνή που έτρεμε. «Πρόκειται για συνωμοσία, εντέλει! Δεν σταματήσατε ποτέ να συνωμοτείτε... Εναντίον μου!»
Τώρα τα δάχτυλά του χάιδευαν ένα από τα συρτάρια του σεκρετέρ με τη χρυσή κλειδαριά. «Όλα τελείωσαν», αρκέστηκε να πει η Άννα. Σιώπησαν και οι τρεις. Ο Οτάβιο τρέμοντας, η Άννα όρθια σαν τη δικαιοσύνη και ο Πιέτρο καθισμένος πίσω από το γραφείο. Ή ατμόσφαιρα ήταν περισσότερο παρά ποτέ βαριά και φορτισμένη. «Όλα τελείωσαν», επανέλαβε. «Α! Αυτό θα το δούμε!» ούρλιαξε τότε ο Οτάβιο. Άνοιξε με βία το συρτάρι του σεκρετέρ και έχωσε μέσα το χέρι του. Άρχισε να ψαχουλεύει πυρετωδώς το εσωτερικό του. «Μήπως ψάχνετε αυτό;» Ο Οτάβιο στράφηκε προς τον Πιέτρο, κάτωχρος. Ή Μαύρη Ορχιδέα κράδαινε εμπρός στα μάτια του γερουσιαστή ένα μικρό πιστόλι με ασημένιο κοντάκιο. Σχεδόν μικρογραφία. Για μια στιγμή ο Οτάβιο κοίταξε γύρω του με φρενίτιδα, σαν να αναζητούσε μια διέξοδο. Κατόπιν, αντιλαμβανόμενος ότι δεν υπήρχε γι’ αυτόν καμία λύση, έμεινε ξαφνικά ασάλευτος. Με βλέμμα παλλόμενο, με το κάτω χείλος του να τρέμει, έδειξε σαν να ζάρωνε. Οι ώμοι του λύγισαν... Και ξαφνικά, όρμησε στον Βιραβόλτα. Ο Πιέτρο αιφνιδιάστηκε όταν τα ενενήντα δύο κιλά του γερουσιαστή έπεσαν πάνω του στο μικρό γραφείο, με την κοιλιά του να σαρώνει το καπέλο, το δερμάτινο υποχείριο και κάποια φύλλα χαρτιού που βρίσκονταν εκεί. Δεν βρήκε το κουράγιο να τραβήξει τη σκανδάλη και να πυροβολήσει έτσι, εξ επαφής, τον Οτάβιο· κρατούσε όμως πάντα το όπλο στο χέρι του. Ή Άννα οπισθοχώρησε
πνίγοντας μια κραυγή. Ή πάλη που ακολούθησε είχε κάτι το γκροτέσκο. Ήταν συγκεχυμένη και βάρβαρη. Τα μάτια του γερουσιαστή άστραφταν, τα χείλη του είχαν αφρίσει· τα δάχτυλά του σφίγγονταν με σπασμούς, σαν νύχια όρνεου, τα βαριά μενταγιόν στο στήθος του κουδούνιζαν. Ήταν μισοξαπλωμένος στο γραφείο, και ο Πιέτρο μισοκαθιστός. Ο Οτάβιο προσπαθούσε να αρπάξει το πιστόλι, σαν παιδί που του είχαν κλέψει το παιχνίδι του. Προς στιγμήν μάλιστα νόμισε πως θα το κατόρθωνε. Ξαφνικά ακούστηκε ένας πυροβολισμός. Ή σφαίρα είχε φύγει μόνη της. Ύστερα, τίποτε. Ή Άννα κραύγασε και πάλι καθώς ο Πιέτρο σωριαζόταν στην πολυθρόνα. Με το πόδι του, γύρισε το πτώμα του Οτάβιο. Οι κόρες του γερουσιαστή είχαν αναποδογυρίσει. Ένα ρυάκι αίματος κυλούσε από το στόμα του. Ο Πιέτρο πήρε για λίγο ανάσα. Κοίταξε την Άννα. Ήταν κάτωχρη. «Ήταν... Ήταν ή εκείνος ή εγώ», της είπε απλά.
*****
Κάτω από τη βίλα της Σάντα Κρότσε, η Άννα, φορώντας μαύρη κουκούλα, ήταν έτοιμη να ανέβει στη γόνδολα που θα την έπαιρνε για πάντα μακριά από εκείνο το μέρος. Ύψωσε τα μάτια προς την
πρόσοψη του κτιρίου με τους ξεπλυμένους τόνους και με τους ζωγραφισμένους ρόδακες κάτω από το μπαλκόνι της. Ο Πιέτρο στεκόταν δίπλα της μαζί με τον Λαντρέτο. Ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του υπηρέτη του και τον κοίταξε αρκετή ώρα. Τις ξανθές μπούκλες του που έφερναν προς το καστανό. Την κάπως υπερβολικά μακριά μύτη του. Την πάντα αυθάδη πτυχή στη γωνία του στόματός του. Ο Πιέτρο είπε μέσα του ότι, την ημέρα που τον είχε περιμαζέψει από το δρόμο -ο Λαντρέτο ήταν τύφλα στο μεθύσι και τραγουδούσε άσεμνους στίχους στο φεγγάρι-, είχε μια από τις πιο φαεινές και τις πιο σημαντικές εμπνεύσεις της ζωής του. «Δεν πρόκειται να ξεχάσω τα όσα έκανες, φίλε μου. Ποτέ. Χωρίς εσένα, θα σάπιζα ακόμη στα Μολύβια. Και δεν θα βρισκόμασταν τώρα εδώ οι τρεις μας». Ο Λαντρέτο χαμογέλασε, έβγαλε το καπέλο του και υποκλίθηκε. «Πάντα στην υπηρεσία σας... Μεσέρ Βιραβόλτα, Μαύρη Ορχιδέα». «Τώρα δεν έχεις παρά μία και μόνη αποστολή. Να την προσέχεις, σε παρακαλώ. Βρείτε ένα ασφαλές μέρος και μη σαλέψετε πια. Θα έρθω να σας βρω αμέσως μόλις μπορέσω». «Έτσι θα γίνει, είπε ο Λαντρέτο. «Ο θάνατος του Οτάβιο θα προκαλέσει θόρυβο... Πρέπει να δω τον Ρικάρντο Πάβι, τον αρχηγό της Criminate, το ταχύτερο δυνατόν». Στράφηκε προς την Άννα. Κοιτάχτηκαν σιωπηλοί. Χάιδεψε τα μαλλιά της και απόθεσε στα χείλη της ένα φιλί. Ή Μαύρη Χήρα.
Τώρα πλέον ήταν χήρα στην πραγματικότητα. Ή χήρα και η ορχιδέα. «Πού πηγαίνεις τώρα;» τον ρώτησε. «Πού βρίσκεται αυτός ο Πάβι;» Ο Πιέτρο της χάιδεψε για μια τελευταία φορά το μάγουλο. «Ή Γαληνοτάτη με χρειάζεται ακόμη». Πήρε βαθιά ανάσα και έκανε ζωηρά μεταβολή με ένα σύρσιμο του επανωφοριού του. «Πιέτρο, σε παρακαλώ... Να φυλάγεσαι!» φώναξε η Άννα καθώς εκείνος απομακρυνόταν. Ο ήλιος έδυε. Ή Μαύρη Ορχιδέα χάθηκε στη γωνιά του δρόμου.
*****
Ο Τζιοβάνι Καμπιόνι δεν καταλάβαινε πολύ καλά τι είχε συμβεί· όλα είχαν κριθεί μέσα σε λίγες ώρες. Μετά τη συνάντηση με τον Δόγη, είχε σπεύσει να βρει τον αρχηγό της Quarantia Criminate, τον Ρικάρντο Πάβι, ο οποίος ταυτοχρόνως λάμβανε από τον Γαληνότατο Ηγεμόνα τις νέες οδηγίες του. Ή Μαύρη Ορχιδέα τον είχε ακολουθήσει. Μια ομάδα δέκα περίπου στρατιωτών του παλατιού είχε επίσης μεταβεί στη βίλα του Αντρέας Βικάριο, στο Καναρέτζιο. 0 Τζιοβάνι και ο Βιραβόλτα, που δεν μπόρεσαν να συνοδεύσουν το
απόσπασμα, περίμεναν με ανυπομονησία το αποτέλεσμα αυτής της επέμβασης. Νωρίς το απόγευμα, ο Βιραβόλτα φλεγόταν να εγκαταλείψει επιτέλους το παλάτι για να μεταβεί στη βίλα της Σάντα Κρότσε και να συναντήσει την Άννα Σανταμαρία και τον γερουσιαστή Οτάβιο. Το Συμβούλιο των Δέκα, ή μάλλον των Εννέα, έξαλλο από τον θάνατο του Βιντικάτι, είχε πληροφορηθεί τις τελευταίες επεισοδιακές εξελίξεις με αυξανόμενη έκπληξη και συντριβή. Παρ’ ότι αντιμετώπιζαν πάντα τον Πιέτρο με καχυποψία, εντούτοις κατανοούσαν την απόφαση του Δόγη· και η ανάμνηση της φιλίας που έτρεφε ο Εμίλιο για τον Βιραβόλτα τούς καθησύχαζε κάπως. Ο Πάβι εκτιμούσε και αυτός τον Πιέτρο και ήταν πρόθυμος να τον υπερασπιστεί. Πάνω απ’ όλα, οι αποκαλύψεις σχετικά με την πιθανή ανάμειξη του Βικάριο στη συνωμοσία τούς είχαν προκαλέσει νέα και ακόμη τρομερότερα αισθήματα οργής. Περίμεναν τον ενδιαφερόμενο με άγριες διαθέσεις και ετοιμάζονταν για σκληρή ανάκριση. Οι πληροφορίες του γερουσιαστή Καμπιόνι σχετικά με την ύπαρξη μιας μυστικής συνθήκης και το όνομα του Φον Μάρκεν τούς είχαν ωθήσει να αντιληφθούν όλο το μέγεθος του κινδύνου. Όπως συνήθως σε τέτοιες περιστάσεις, όπου επικρατούσε άκρα σύγχυση, οι απόψεις των μεν και των δε άλλαζαν από τη μία μέρα στην άλλη όπως οι ανεμοδείκτες, χωρίς να ξέρουν τι στ’ αλήθεια να πιστέψουν. Ορισμένοι έφθασαν στο σημείο να ψιθυρίζουν ότι ο Βιραβόλτα είχε δίκιο και ότι ήταν ίσως καιρός να εξετάσουν το ενδεχόμενο να ματαιώσουν τις εορτές της Sensa -όλα όμως ήταν έτοιμα για την Ανάληψη, και ήταν πλέον πολύ αργά να υπαναχωρήσουν από τις υποχρεώσεις που είχαν αναλάβει. Σε κάθε περίπτωση, η υποψία της συνεργασίας ανάμεσα στον Βικάριο και τον Φον Μάρκεν άρχιζε να τους αποκαλύπτει τον συνδετικό κρίκο που τους έλειπε για να συλλάβουν την πλήρη εικόνα των όσων είχαν συμβεί μετά τη δολοφονία του Μαρτσέλο Τορετόνε· και η υπόθεση της συνενοχής
του γερουσιαστή Οτάβιο είχε γίνει αρκετά απτή ώστε να αποφασίσουν να δράσουν με τρόπους πιο πλάγιους από το σύνηθες. Όταν ο Τζιοβάνι άφησε τον Βιραβόλτα, που καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα, το σχέδιο προέβλεπε ότι ο τελευταίος θα μετέβαινε στη Σάντα Κρότσε νωρίς το απόγευμα. Όπως είχε επισημάνει ο Πιέτρο, ο εχθρός δεν ήταν πλέον αόρατος: η διάχυτη και διάσπαρτη τρομοκρατική απειλή των Πουλιών της Φωτιάς γινόταν, τρόπον τινά, λιγότερο αγχωτική, ακριβώς επειδή ήταν πιο πραγματική τώρα που είχαν ταυτοποιηθεί τα κεφάλια της ύδρας, μιας ύδρας δικέφαλης -ή μάλλον, κατά τα φαινόμενα, τρικέφαλης-, που ωστόσο τα περιγράμματά της γίνονταν επιτέλους ορατά. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, η αποκρυφιστική τελετή στο Μέστρε και τα μεταφυσικά φληναφήματα, τα δανεισμένα από τις Δυνάμεις του Κακού του Ραζιήλ, μοναδικό σκοπό είχαν να εμφανίσουν ως παραθρησκευτικό παραλήρημα μια πραγματική και οργανωμένη πολιτική απειλή, η οποία υπερέβαινε κατά πολύ τα όρια δράσης της τάδε ή της δείνα φατρίας που είχε εισχωρήσει στον κρατικό μηχανισμό. Εν αναμονή του αποτελέσματος της επιχείρησης, κατ’ εντολή του Δόγη, στο Καναρέτζιο, οι Εννέα και η Quarantia περιορίζονταν στο να συγκεντρώνουν τις αναφορές των πρακτόρων που ήταν διασκορπισμένοι ανά την πόλη. Οι τελευταίοι παρουσιάζονταν ο ένας μετά τον άλλον, μια παράξενη παρέλαση όπου συνυπήρχαν καμπούρηδες, εταίρες με δαντέλες, μονόφθαλμες γριές, δήθεν επαίτες και άλλες απροσδόκητες μορφές που διέσχιζαν τις πολυτελείς αίθουσες. Την ώρα που ο ήλιος έδυε στη λιμνοθάλασσα, μια σημαντική πληροφορία έφθασε επιτέλους στο παλάτι: οι στρατιώτες είχαν επιστρέψει από τη βίλα στο Καναρέτζιο. Την είχαν βρει έρημη. Ο Αντρέας Βικάριο είχε εξαφανιστεί.
Είχε γίνει καπνός. Όσο για τη Μαύρη Ορχιδέα, δεν είχαν ακόμη καμία είδηση· όλα θα πρέπει να εκτυλίχθηκαν ταυτοχρόνως. Μαθαίνοντας την εξαφάνιση του Βικάριο, ο Πάβι βλαστήμησε την τύχη και τη δική τους αργοπορία· τώρα ωστόσο τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα, και οι πάντες αντιλαμβάνονταν ότι η σπουδή του Βικάριο να κρυφτεί ήταν ένα είδος ομολογίας. Ο Αντρέας Βικάριο! Ποιος θα το πίστευε! Ήταν αλήθεια πως ο άνθρωπος αυτός, διάσημος για την καταραμένη Libreria του -τώρα ο Τζιοβάνι καταλάβαινε τη μυστική έμπνευση που τον είχε ωθήσει να συγκροτήσει αυτή τη διδακτική συλλογή, καθώς και τις κρυφές προεκτάσεις της—, ο άνθρωπος λοιπόν αυτός, μέλος του Μεγάλου Συμβουλίου, είχε αναλάβει ποικίλα αξιώματα στους κόλπους της Δημοκρατίας. Είχε διατελέσει διευθυντής των δικαστικών υπηρεσιών του Ριάλτο, και κατόπιν υπεύθυνος για τον έλεγχο των συντεχνιών και στη συνέχεια των αρχείων και των οικονομικών του Ναυστάθμου... Καθώς ο Τζιοβάνι ανασυνέθετε ένα ένα τα κομμάτια της εικόνας, όλα αποκτούσαν νόημα. Οι αποκρυφιστικές κλίσεις του Βικάριο, και αυτή η καταναγκαστική λογιοσύνη του που τον είχε ωθήσει να συγγράψει το περιβόητο τομίδιο με τον τίτλο Το Πρόβλημα του Κακού· ο τρόπος που επέλεξε για να τρομοκρατήσει τον αστρολόγο Φρέγκολο, και ίσως προηγουμένως τον υαλουργό Σπαντέτι· η πανουργία με την οποία εξόντωσε, στην ίδια του την κατοικία, την αγαπημένη του γερουσιαστή, τη Λουτσιάνα Σαλιέστρι... Στη σκέψη αυτή ο Τζιοβάνι ένιωθε να τον πλημμυρίζει η θλίψη και ένα απέραντο μίσος· είχε ορκιστεί να κάνει με κάθε μέσον τον Βικάριο να πληρώσει για την πράξη του. Θα ζητούσε τη δημόσια εκτέλεσή του. Και αν ο Βικάριο ήταν όντως ένοχος εσχάτης προδοσίας, ο Τζιοβάνι δεν θα χρειαζόταν καν να πιέσει τον Δόγη και τα Συμβούλια για να αποδοθεί δικαιοσύνη.
Ένα μόνο πράγμα κατέτρυχε τον Τζιοβάνι: η βαθιά μεταμέλεια για το ότι υπήρξε τόσο τυφλός όλοι τους υπήρξαν, ακόμη και ο Πιέτρο Βιραβόλτα, παρά τις αδιαμφισβήτητες δεξιότητες που είχε επιδείξει έως τότε. Θα μπορούσαν άραγε να είχαν εμποδίσει το θάνατο της Λουτσιάνα; Αυτό ήταν που περισσότερο από κάθε τι άλλο βασάνιζε κάθε στιγμή τον γερουσιαστή. Ή απορία αυτή διαπερνούσε το πένθος του, αυτό το τόσο φρικτό πένθος, αυτή την αποτρόπαιη πληγή, που τώρα ήταν λιγότερο κρυφή παρά ποτέ, αλλά που ωστόσο του προκαλούσε μια οδύνη βαθιά και εσωτερική που μόνο ο ίδιος μπορούσε να νιώσει με τόση ένταση. Βεβαίως ήταν πιο εύκολο να ανασυνθέσουν αυτόν τον μακάβριο πίνακα εκ των υστέρων. Δεν θα μπορούσαν όμως να σταθούν λιγότερο αφελείς; Πώς είχαν κατορθώσει ο Βικάριο και οι άνθρωποί του να παραμένουν όλο αυτό το διάστημα ανενόχλητοι; Και πόσα Πουλιά της Φωτιάς απέμεναν ακόμη; Αρκετά ίσως για να συγκροτήσουν μια μυστική Βουλή, εξακολουθώντας να εξυφαίνουν στη σκιά τις πιο τρομερές συνωμοσίες; Μια σκοτεινή Γερουσία, μια έκνομη Quarantia, την Quarantia του Διαβόλου; Ο Τζιοβάνι δεν είχε απάντηση σε όλα αυτά· όμως οι σκέψεις του δεν τον άφηναν στιγμή σε ησυχία. Είχε συνεχώς εμπρός στα μάτια του το πρόσωπο της Λουτσιάνα. Την έβλεπε χαμογελαστή, να του ψιθυρίζει γλυκόλογα με τα αυθάδη χείλη της, άλλοτε φωτεινά και άλλοτε διεστραμμένα, με μια διαστροφή που ενοχλούσε τον Τζιοβάνι, μα που συνάμα τον κρατούσε δέσμιο της αξιολάτρευτης εκείνης σειρήνας: Α, Τζιοβάνι... Ξέρεις τι μου αρέσει σ’ εσένα; Ο τρόπος που έχεις να πιστεύεις ότι Θα σώσεις ολόκληρο τον κόσμο. Να σώσει ολόκληρο τον κόσμο! Τώρα μάλιστα! Δεν είχε καν κατορθώσει να σώσει εκείνη... Τότε ο Τζιοβάνι έσφιγγε τις γροθιές του, οι κλειδώσεις τους άσπριζαν· έπειτα συνερχόταν, και τον πλημύριζε η οργή. Βεβαίως εκείνη δινόταν και σε άλλους άνδρες· βεβαίως τον έκανε συνεχώς να υποφέρει με τις παλινωδίες της· όμως
υπήρχαν κάποιες απολαύσεις που τις κρατούσε αποκλειστικά για εκείνον. Ξανάβλεπε το πρόσωπό της, το γεμάτο θηλυκότητα, να χορεύει δεξιά κι αριστερά, αναψοκοκκινισμένο από την ηδονή. Τζιοβάνι, Τζιοβάνι... Σίγουρα κάπου υπερέβαλλε. Όμως εκείνος μπορούσε να της ανοίγει την καρδιά του, να της μιλά. Να κοιμάται με εμπιστοσύνη στην αγκαλιά της. Όλα εκείνα δηλαδή που πάντα ονειρευόταν στη ζωή του. Σε σημείο που μια φορά του είχε πει χαριτολογώντας: Τζιοβάνι, κύριε γερουσιαστά, θα έλεγε κανείς ότι αναζητάτε τη μητέρα σας!... Ναι, για χάρη της, μόνο για χάρη της θα μπορούσε ίσως να προδώσει τη Δημοκρατία. Για να κατακτήσει εκείνη που η φύση την είχε πλάσει ανεξάρτητη, ανίκανη να δεχθεί τον παραμικρό ζυγό στον τράχηλό της, μετά τον αποτυχημένο γάμο της, και που πάντα αναζητούσε έναν έρωτα στον οποίο δεν τολμούσε να πιστέψει, και έτσι δινόταν χωρίς ποτέ να δίνεται. Για χάρη της ο Τζιοβάνι θα μπορούσε να προδώσει, αν του το ζητούσε... Αλλά ο Βικάριο; Για ποιο λόγο είχε προδώσει εκείνος; Για την εξουσία. Μόνο για την εξουσία. Για το κόσμημα της Αδριατικής και τα υπολείμματα της Αυτοκρατορίας. Πριν ακόμη φθάσει η αναφορά των στρατιωτών που είχαν σταλεί στο Καναρέτζιο, και πριν αναχωρήσει ο Βιραβόλτα, ο Τζιοβάνι και εκείνος είχαν κλειστεί μαζί με τον Πάβι και τους Εννέα για να διαμορφώσουν τον λεπτομερή χάρτη των θέσεων που θα καταλάμβανε η αστυνομία στις διάφορες συνοικίες ενόψει των εορτασμών της Sensa και των μετακινήσεων του Δόγη· εν τω μεταξύ, ον πράκτορες της Δημοκρατίας είχαν ως αποστολή να εντείνουν τις προσπάθειες τους προκειμένου να συλλάβουν τους Βικάριο και Φον Μάρκεν. Ψιθυριζόταν ότι ο Αυστριακός βρισκόταν ήδη στην πόλη. Ήταν δυνατόν; Ω ναι,
συλλογιζόταν από την πλευρά του με απόλυτη βεβαιότητα ο Τζιοβάνι Καμπιόνι· δεν υπάρχει καμία αμφιβολία γι' αυτό... Ο αποστάτης ήρθε να παρακολουθήσει τα γεγονότα που, όπως πιστεύει, θα σημάνουν τον θρίαμβό του... Κρύβεται σε κάποιο σκοτεινό κρησφύγετο, όπως η οχιά στη φωλιά της, πριν ρίξει τους τελευταίους του κανονιοβολισμούς! Όμως τίποτε δεν έχει κριθεί ακόμη, Φον Μάρκεν, πίστεψέ με, τίποτε! Όχι, τίποτε δεν είχε κριθεί, επαναλάμβανε ο Τζιοβάνι όμως τι γύρευε μέσα στη νύχτα εκεί, στο ανεμόδαρτο νεκροταφείο του Ντορσοντούρο; Διότι εκεί ακριβώς βρισκόταν, και ενώ συλλογιζόταν ακατάπαυστα τα τελευταία γεγονότα, στρεφόταν πότε δεξιά και πότε αριστερά, με τον πυρσό στο χέρι, καθώς τα μάτια του προσπαθούσαν να ερευνήσουν το σκοτάδι· είχε αρχίσει να κρυώνει, παρά το επανωφόρι από ερμίνα που φορούσε εκτός κι αν ήταν ρίγη που του προκαλούσε η αυξανόμενη ανησυχία του. Με το γαντοφορεμένο χέρι του, έψαξε μια στιγμή το εσωτερικό του επανωφοριού του, απ’ όπου ανέσυρε ένα σημείωμα το οποίο ξαναδιάβασε προσεκτικά. Βρίσκεστε στον Έκτο Κύκλο, Τον κύκλο των Αιρετικών, «Σ’ ενός απότομου ψηλού γκρεμού τη ράχη Που κυκλικά σχημάτιζαν μεγάλοι βράχοι Κοιτάμε κάτω, που στοιβάζονταν σκληρότατα τιμωρημένοι· Εδώ, για να προφυλαχτούμε απ’τη φριχτή τη βρόμα Που απ’ τη βαθιά την άβυσσο ανεβαίνει,
Πήγαμε κι απαγκιάσαμε πίσω απ ’ το σκέπασμα Μεγάλου τάφου που επιγραφή είχε Γραμμένη: "Τον πάπα Αναστάσιο εγώ φρουρώ Που από τον ίσιο δρόμο παρασύρθηκε απ ’ τον Φωτεινό». Ελάτε, λοιπόν, γερουσιαστά, στις δώδεκα τα μεσάνυχτα, Ελάτε, αλλά μόνος, να αντικρίσετε τον τάφο Εκείνης που αγαπήσατε, Διότι μέσα στην τύρβη η Λουτσιάνα Σαλιέστρι Θα κρατά ακόμη για σας Κάποιο δώρο. ΒΙΡΓΙΛΙΟΣ Το σημείωμα το χαρακτήριζε το ίδιο ελλειπτικό ύφος όπως και τα υπόλοιπα μηνύματα που είχε λάβει ο ίδιος ο Βιραβόλτα. Αυτός λοιπόν ο Βιργίλιος τον οποίο του είχε αναφέρει ο Πιέτρο -μέλος της αντίπαλης σκοτεινής Τριάδας, ή ένα ακόμη ψευδώνυμο του Βικάριο με τα χίλια πρόσωπα;- τον προσκαλούσε να μεταβεί στο μέρος όπου είχαν ενταφιάσει το οικτρό λείψανο της Λουτσιάνα. Εδώ, δίπλα σε μια μικρή τετράγωνη πελούζα, μέσα στο χάος των εκατοντάδων επιτύμβιων στηλών, που ανάμεσά τους φυσούσε ένας παγωμένος άνεμος ο οποίος παρέλυε σιγά σιγά τον Τζιοβάνι και έκανε τη φλόγα του πυρσού του να τρέμει. Το σημείωμα το είχε παραδώσει στον γερουσιαστή ένας κομιστής την ώρα που ετοιμαζόταν να επιστρέφει στη βίλα του, κοντά στο Κα’ ντ’ Όρο. Ο Τζιοβάνι δεν πρόλαβε να αντιδράσει εγκαίρως ώστε να συλλάβει τον μυστηριώδη αγγελιοφόρο. Ή πρόσκληση να μεταβεί στον τάφο της Λουτσιάνα
ήταν απάνθρωπη, όμως δεν τον εξέπληττε. Ήταν κάτι που ταίριαζε με τους τρόπους του εχθρού τους. Ή Λουτσιάνα Σαλιέστρι / Θα κρατά ακόμη για σας / Κάποιο δώρο. Για τι να επρόκειτο άραγε; Φυσικά ο Τζιοβάνι μάντευε την παγίδα· με έναν παρόμοιο τρόπο δεν είχε βρεθεί ο Βιραβόλτα μέσα στη νύχτα στον νάρθηκα της βασιλικής του Αγίου Μάρκου; Καλούσαν τον γερουσιαστή να έρθει μόνος του. Αυτό έλειπε! Μπορεί ο Τζιοβάνι να ήταν ακόμη ταραγμένος, αλλά δεν ήταν τρελός. Με τη συναίνεση του Δόγη, είχε φροντίσει ώστε τριάντα πράκτορες να κυκλώσουν διακριτικά το νεκροταφείο. Ήλπιζε ότι οι νυχτερινές κινήσεις τους είχαν παραμείνει αόρατες για τον εχθρό. Μολαταύτα, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ένιωθε να τον κατασκοπεύουν λες και το βλέμμα του Μίνωος, ή εκείνου του Διαβόλου που είχε τόσο εντυπωσιάσει την Αρκάντζελα, διαπερνούσε το παραπέτασμα του σκοταδιού παρακολουθώντας την παραμικρή του κίνηση. Ο γερουσιαστής σκούπισε με το χέρι του το κάθιδρο μέτωπό του. Στην πραγματικότητα, έπαιζε το ρόλο του δολώματος. Λίγο πιο πέρα ο Πάβι και οι άνδρες του καραδοκούσαν επίσης στη σκιά, έτοιμοι να επέμβουν: αυτό τον καθησύχαζε κάπως. Όμως η Μαύρη Ορχιδέα δεν είχε ακόμη εμφανιστεί· ίσως να βρισκόταν καθ’ οδόν· ίσως πάλι η «συνάντησή» του με τον Οτάβιο να είχε ατυχή κατάληξη... Ο Πάβι είχε προτείνει στον Καμπιόνι να πάρει τη θέση του ένας στρατιώτης, κατάλληλα μεταμφιεσμένος για την περίσταση· ο Τζιοβάνι είχε αρνηθεί, φοβούμενος μήπως το τέχνασμα γίνει αντιληπτό πολύ νωρίς, και εξανεμιστούν έτσι οι πιθανότητες να ματαιώσει τα σχέδια της Χίμαιρας. Τώρα όμως ήταν έντρομος. Πήρε
μια βαθιά ανάσα και
προχώρησε
ανάμεσα στις
δεντροστοιχίες. Ο τάφος της Λουτσιάνα απείχε πλέον μόλις λίγα μέτρα. Ο Τζιοβάνι δεν είχε προφτάσει να τη δει ούτε νεκρή. Ανέσυραν το σώμα της από το ποτάμι και την ενταφίασαν την επομένη, χωρίς τυμπανοκρουσίες. Ο Τζιοβάνι δεν είχε κατορθώσει να παραστεί στην κηδεία, διότι το Συμβούλιο των Δέκα τον πίεζε τότε με τις ανακρίσεις του, ώσπου αποφάσισε να συγκεντρώσει τους οπαδούς του και να αποδείξει στη Δημοκρατία την αθωότητά του. Στο σύντομο πέρασμά του από το νεκροταφείο είχε δει μόνο ένα μαύρο φέρετρο, το οποίο μετέφερε η νεκρική γόνδολά που διέσχιζε τα κανάλια, οδύσσεια απέριττη και τραγική γι’ αυτό το σώμα το άλλοτε γοητευτικό, που είχε τώρα αναπόδραστα οδηγηθεί στην τελευταία του κατοικία. Ο Τζιοβάνι βάδιζε, άκουγε το φύσημα του ανέμου και τον ήχο των βημάτων του στο πλακόστρωτο, ίδρωνε όλο και περισσότερο και τα ρίγη του γίνονταν πιο έντονα. Έβλεπε εμπρός του μόνο χάρη στο φως του πυρσού του. Προχώρησε λίγο ακόμη ανασαίνοντας βαριά, έσκυψε για να κοιτάξει μια στήλη, συνέχισε να βαδίζει, δίστασε σ’ ένα σταυροδρόμι, έστριψε δεξιά, περπάτησε λίγα μέτρα και τέλος σταμάτησε. Βρισκόταν εμπρός στον τάφο της Λουτσιάνα. Έμεινε εκεί για μια στιγμή σαν πετρωμένος. Κατόπιν έσκυψε. Πάνω στην επιτύμβια πλάκα υπήρχε ένα άλλο σημείωμα, στερεωμένο με πλήθος μικρά χαλίκια. Ο Τζιοβάνι το άρπαξε τρέμοντας από υπερένταση και το διάβασε: Pape Satdn, pape Satan aleppe![ 2 ] Ιδού λοιπόν και συ, Τζιοβάνι, στο Μενουέτο της Σκιάς
Μισή στροφή δεξιά, προχώρησε έξι βήματα Μισή στροφή αριστερά και άλλα είκοσι βήματα Αντίκρισε το φρέσκο τάφο, σκύψε Και τότε η Εξοχότης Σου θα δει Πώς να αγκαλιάσει τη Λουτσιάνα. ΒΙΡΓΙΛΙΟΣ «Τι είναι πάλι αυτή η φάρσα!» αναφώνησε ο Τζιοβάνι τρέμοντας. Χρειάστηκε να περάσουν μερικά δευτερόλεπτα για να συνελθεί από τη νέα του ταραχή. Έπειτα, ρίχνοντας γύρω του ανήσυχες ματιές, ακολούθησε τις οδηγίες. Ή καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή. Μετά τα έξι βήματα, βρέθηκε στη γωνία μιας δεντροστοιχίας· τα επόμενα είκοσι τον οδήγησαν λίγο πιο βαθιά στη βορειοανατολική γωνία του νεκροταφείου. Σταμάτησε ξανά, με το πρόσωπο κάτωχρο... και ανοιγόκλεισε πολλές φορές τα μάτια. «Μα... τι... τι σημαίνει...» Κοίταξε πάλι δεξιά κι αριστερά· θέλησε να κουνήσει τον πυρσό του για να κάνει νόημα στους άνδρες του Πάβι που είχαν περικυκλώσει το μέρος. Εκείνη τη στιγμή, ένα βλήμα βαλλιστρίδας έσχισε τον αέρα σφυρίζοντας. Και καρφώθηκε στο λαιμό του Τζιοβάνι. Ο γερουσιαστής έφερε τα χέρια στο λαιμό του, ενώ στο επανωφόρι του έτρεχε το αίμα. Πάσχισε να αρθρώσει κάτι. Ο πόνος
τον διαπέρασε. Τα μάτια του πετάχτηκαν, τεράστια, από τις κόγχες τους. Στα πόδια του είχε πέσει ο πυρσός. Ο πυρσός... Ο πυρσός είχε λειτουργήσει σαν σημάδι για τον εχθρό, που είχε χτυπήσει τον Τζιοβάνι πιο εύστοχα και από τον πιο επιδέξιο ανάμεσα στους επίλεκτους σκοπευτές της Βενετίας! Όλη εκείνη την ώρα, ήταν ο ιδεώδης στόχος... Και οπωσδήποτε δεν περίμενε ποτέ κάτι τέτοιο· δεν το πίστευε, δεν είχε θελήσει να το πιστέψει ούτε ο ίδιος ούτε οι άλλοι! Και τώρα ήταν πλέον πολύ αργά. Ναι, ο Τζιοβάνι άκουσε τις κραυγές και τα ουρλιαχτά που έρχονταν από παντού γύρω από το νεκροταφείο, τον ήχο από τις καγκελόπορτες που άνοιγαν βιαστικά, τα βήματα που έτρεχαν στο πλακόστρωτο. Όμως πέθαινε. Κλυδωνίστηκε για ένα ή δύο δευτερόλεπτα ακόμη, που στον ίδιο φάνηκαν σαν μια ιλιγγιώδης αιωνιότητα, και μετά κατέρρευσε. Σωριάστηκε μέσα στην τρύπα που είχαν σκάψει εκεί γι’ αυτόν, μια τρύπα γεμισμένη με μαύρο χώμα, βαθιά και σκοτεινή, κάτω από μια στήλη και έναν ανεστραμμένο σταυρό. Και η στήλη έγραφε: ΕΝΘΑΔΕ ΚΕΙΤΑΙΟ ΤΖΙΟΒΑΝΙ ΚΑΜΠΙΟΝΙ Αιρετικός γερουσιαστής της Βενετίας 1696-1756 Πήγε να συναντήσει εκείνη που αγαπούσε Το πρόσωπό του χώθηκε στη λάσπη. Ή τελευταία του σκέψη συνέλαβε την ειρωνεία της κατάστασης: αυτός, ο Εξοχότατος, ξαπλωμένος πρόωρα στον τάφο που του είχε ετοιμάσει ο Διάβολος, πήγαινε να αγκαλιάσει τη Λουτσιάνα στο βασίλειο των σκιών
βυθισμένος στη λάσπη σαν τον σιμωνιακό πάπα Αναστάσιο, ενσάρκωση μιας αιρετικής εξουσίας στα μάτια του Εχθρού, αυτός που είχε ονειρευτεί να μεταρρυθμίσει τη Δημοκρατία, αυτός που είχε πιστέψει σε όλες τις ουτοπίες και παρ’ ολίγο να νικήσει, στη Γερουσία, στο Μέγα Συμβούλιο και στο βάθος της ψυχής του ίδιου του Δόγη. Τον πάπα Αναστάσιο εγώ φρουρώ Που από τον ίσιο δρόμο παρασύρθηκε απ’ τον Φωτεινό. Ο Τζιοβάνι Καμπιόνι ήταν νεκρός. Για τον Ρικάρντο Πάβι, ήταν η πιο αξιοθρήνητη επιχείρηση που είχε ποτέ διευθύνει. Ή Μαύρη Ορχιδέα έφθασε πολύ αργά. Εύγε. Μόλις είχαν παραδώσει αμαχητί τον γερουσιαστή στο μένος της Σκιάς.
[1] Ο Τζέρεμι Μπένθαμ (1748-1832), Άγγλος νομικός, φιλόσοφος και κοινωνικός μεταρρυθμιστής, συνέλαβε το 1787 την ιδέα του Πανοπτικού, μιας φυλακής όπου οι κρατούμενοι 0α βρίσκονταν υπό συνεχή παρακολούθηση χωρίς οι ίδιοι να το γνωρίζουν. (Σ.τ.Μ.) [2]
Επίκληση στον Σατανά με αδιευκρίνιστο νόημα, Κόλαση, 7. 1. (Σ.τ.Μ.)
Έβδομος Κύκλος
ΑΣΜΑ XIX
Οι Βίαιοι Ο Οτάβιο και ο Καμπιόνι ήταν νεκροί.Ο πρώτος από την απροσδόκητη παρέμβαση της Μαύρης Ορχιδέας, ο δεύτερος από έναν σύμμαχο των Στριγκών. Οι δύο γερουσιαστές είχαν, τρόπον τινά, αλληλοεξουδετερωθεί. Δεν ήταν και τόσο τρομερό. Προφανώς ο Οτάβιο δεν είχε προλάβει να αποκαλύψει τίποτε. Και θα μπορούσε να γίνει ενοχλητικός. Όπως ακριβώς και ο Μίνως, που εσχάτως είχε την τάση να παραβαίνει τις άνωθεν εντολές, μάλλον από υπερβάλλοντα ζήλο. Όμως και εδώ θα δινόταν μια λύση και μάλιστα το ίδιο βράδυ. Κάπου στη Βενετία, ο επονομαζόμενος ll Diavolo στεκόταν εμπρός σε έναν μεγάλο οβάλ καθρέφτη με ξύλινη κορνίζα αριστοτεχνικά εργασμένη, όπως στους κινητούς καθρέφτες των μπουντουάρ. Χαμογελούσε και έφερνε στα χείλη του το φορτωμένο με δαχτυλίδια χέρι του. Το Καρναβάλι θα ξανάρχιζε την επομένη, και είχε πολύ διασκεδάσει ετοιμάζοντας αυτή τη στολή, αν και ποτέ, μα ποτέ, δεν επρόκειτο να τη φορέσει κατά τους εορτασμούς. Ή μεταμφίεση σε Δόγη ήταν, εννοείται, απαγορευμένη. Τον Diavolo δεν τον πτοούσαν οι απαγορεύσεις. Δεν ήταν αυτό που τον σταματούσε, αλλά το γεγονός ότι, απλούστατα, σύντομα η Γαληνοτάτη δεν θα είχε καθόλου Δόγη. Γέλασε· ήταν ικανοποιημένος από τη μεταμφίεσή του. Φορούσε τα χρυσοκέντητα ρούχα σαν νεκρικά σύμβολα,
αφιερωμένα σε εκείνον του οποίου απεργαζόταν τον επικείμενο χαμό. Ένα νευρόσπαστο που σύντομα θα το κατάπινε ανεπιστρεπτί το καμίνι. Αντίο, Φραντσέσκο Λορεντάν. Γέλασε ξανά, και μετά, υψώνοντας το χέρι, άρχισε να ψιθυρίζει ένα τραγουδάκι. Το Συμβούλιο επιλέγει τριάντα Που από αυτούς εννέα παραμένουν στην κονίστρα Και εκλέγουν άλλους σαράντα. Όσοι από αυτούς έχουν τη δόξα Είναι οι δώδεκα, που διαλέγουν Αλλους είκοσι πέντε· αλλά από αυτούς Μένουν μονάχα οι εννέα Οι οποίοι από συμφώνου Επιλέγουν τους σαράντα πέντε. Από τους οποίους έντεκα ακριβώς Εκλέγουν τους σαράντα έναν Που μέσα σε μια κλειστή αίθουσα Με είκοσι πέντε τουλάχιστον ψήφους Ορίζουν τον Γαληνότατο Ηγεμόνα που κυβερνά Τα καταστατικά, τα διατάγματα και τους νόμους. Έτσι ακριβώς, σύμφωνα με μια άκρως πολύπλοκη διαδικασία και από ένα συλλογικό σώμα αποτελούμενο από σαράντα έναν ευγενείς, εκλεγόταν ο Δόγης της Βενετίας. Όταν τα μέλη του
Συμβουλίου της Γαληνοτάτης εξέρχονταν από την εκκλησία των Δόγηδων, ο νεότερος από αυτούς υποδείκνυε ένα αγόρι, το λεγόμενο ballottino, το οποίο έβγαζε μέσα από ένα πουγκί τις ballotte, δηλαδή τα σφαιρίδια που όριζαν τους τριάντα πρώτους εκλέκτορες. Το ιδρυτικό αυτό στάδιο και μόνο ήταν δυνατόν να διαρκεί πολλές ημέρες, και κατέληγε σε αλλεπάλληλες κληρώσεις και ενδιάμεσες εκλογές, μέχρις ότου, στο τέλος μιας απίστευτης διαδρομής, ανάμεσα στην τύχη και τη βούληση της αριστοκρατίας, συγκεντρώσει ο νέος Δόγης τις είκοσι πέντε ψήφους που του εξασφάλιζαν την ανάρρηση στο θρόνο. Πόσοι ελιγμοί και πολύπλοκες ραδιουργίες προκειμένου να προστατευτούν, όπως πάντα, από ακόμη σοβαρότερες συγκρούσεις! Α! Ψευδαισθήσεις μεγαλείων που καταρρέουν! Ο Diavolo κοιταζόταν στον καθρέφτη και σιγοψιθύριζε, ξανά και ξανά, το τραγουδάκι του. Τέλος κάποια στιγμή το βαρέθηκε. Έβγαλε το corn ο του, τον περίφημο σκούφο των δόγηδων, βυζαντινής εμπνεύσεως, φτιαγμένο από εξαίσια χρυσοκέντητα υφάσματα: τη zogia, το κόσμημα, όπως έλεγαν οι Βενετσιάνοι, με τις εβδομήντα σπάνιες και απαστράπτουσες πολύτιμες πέτρες ρουμπίνι, σμαράγδι, διαμάντι και είκοσι τέσσερα μαργαριτάρια σαν στάλες. Ο Diavolo, από την πλευρά του, δεν είχε παρά μια φτηνή απομίμηση. Μόρφασε ξανά εμπρός στον καθρέφτη, και μετά άφησε τον σκούφο να πέσει και τον ποδοπάτησε με μένος. Ή ώρα του Φραντσέσκο Λορεντάν είχε φθάσει. Κατακτημένη, η Βενετία θα μπορούσε, για μία ακόμη φορά, την τελευταία, να εκθέσει το λείψανό του στην Αίθουσα του Πιοβέγκο. Θα το ξενυχτούσαν οι νέοι ανακριτές, οι επίσημοι λειτουργοί της Γαληνοτάτης και οι αναπόφευκτοι ιερείς του Αγίου Μάρκου. Θα έδειχναν τη σορό του
στο πλήθος, και έπειτα θα τον συνόδευαν στην εκκλησία των Αγίων Ιωάννου και Παύλου, εκεί όπου ήταν θαμμένοι οι προκάτοχοί του. Στην πομπή θα συμμετείχαν όλοι οι ευγενείς με τα κόκκινα ενδύματα, που θα είχαν προσχωρήσει στο αναγεννημένο Κράτος, το ιερατείο του Αγίου Μάρκου και οι μουσικοί του βασιλικού Παρεκκλησίου, οι εκπρόσωποι των Scuole Grandi, των φιλανθρωπικών οργανώσεων της Βενετίας, τα κληρικολαϊκά σώματα, οι συντεχνίες του Ναυστάθμου, οι τρεις Avogador di comun ή γενικοί εισαγγελείς, οι συμβολαιογράφοι και γραμματείς της Καγκελαρίας του Δόγη μαζί με τον επικεφαλής τους, τον Μέγα Καγκελάριο. Και στην κορυφή της πομπής θα βρισκόταν ο ίδιος ο Diavolo, το μόνο προπύργιο, ο μοναδικός θεματοφύλακας της εξουσίας, ο μόνος ικανός να υπερασπιστεί τη Γαληνοτάτη και να αποκαταστήσει την παλαιά αυτοκρατορική κυριαρχία της ως βασίλισσας των θαλασσών. Αρκετά όμως! Ο Diavolo έπρεπε να φύγει, τον περίμεναν. Ή σκακιέρα είχε στηθεί. Οι εξελίξεις επιταχύνονταν. Οι Δυνάμεις του Κακού συγκεντρώνονταν για να καταφέρουν επιτέλους τη χαριστική βολή στη γηραιά Δημοκρατία.
*****
Κάτω από τον εκπληκτικό θόλο της αίθουσας δεξιώσεων της βίλας Μορσίνι, στη Μαργκέρα, ο Έκχαρτ φον Μάρκεν και ο σύμμαχός του ολοκλήρωναν τις προετοιμασίες τους. Είχαν επιλέξει να εγκαταστήσουν το νέο τους στρατηγείο στην Ξηρά, στις όχθες του
ποταμού Μπρέντα, για να συγκεντρώσουν τις δυνάμεις τους. Συναθροισμένα κάτω από τους νεφελώδεις έλικες του μπαρόκ θόλου, τα Πουλιά της Φωτιάς ετοιμάζονταν για την επίθεση. Το υπερήφανο μάτι ενός αρχαίου θεού έμοιαζε να διαπερνά τον ζωγραφισμένο αυτόν ουρανό για να αριθμήσει τα παραστρατημένα τέκνα του. Στις δύο πλευρές της τεράστιας οβάλ αίθουσας, μεγάλοι καθρέφτες αντανακλούσαν επ’ άπειρον τις κουκουλοφόρες μορφές που πηγαινοέρχονταν με σπουδή. Είχε νυχτώσει, και οι μεγάλοι πολυέλαιοι έλουζαν με φως την εξέδρα που είχε στηθεί για την περίσταση, καλυμμένη με ένα κόκκινο χαλί στο χρώμα του αίματος. Ή στρατολόγηση των Πουλιών της Φωτιάς υπήρξε έργο δύσκολο και μακροχρόνιο. Ο ετερόκλητος αυτός στρατός ήταν οργανωμένος με εξαιρετικά ασυνήθιστο τρόπο. Απίθανο συνονθύλευμα από κίνητρα διαφορετικά, ή και αντικρουόμενα, είχε κάτι από την αρχιτεκτονική του χάους μισθοφόροι δελεασμένοι από το κέρδος, διεφθαρμένοι δημόσιοι λειτουργοί, ευγενείς και δολοπλόκοι απηυδισμένοι από τον λήθαργο των θεσμών, άνθρωποι ταπεινοί και εξαθλιωμένοι, και, συν τοις άλλοις, οι ενισχύσεις του Φον Μάρκεν. Ο τελευταίος είχε μισθώσει δύο αυστριακούς λόχους, αποτελούμενους από την προσωπική του φρουρά, που είχε επιβιβαστεί σε γαλέρες στα ανοιχτά του πορθμού του Οτράντο, αλλά και από επαγγελματίες στρατιώτες τους οποίους ο αποστάτης είχε υπομονετικά παρεκτρέψει από τους επίσημους στόχους του αυστριακού στέμματος. Οι απογοητευμένοι από τους πολέμους για την αυτοκρατορική διαδοχή είχαν τροφοδοτήσει συστηματικά τις δυσαρέσκειες, διευκολύνοντας ταυτοχρόνως τον Φον Μάρκεν να αυξήσει τις δυνάμεις του. Στην πραγματικότητα, οι επίορκοι Βενετσιάνοι αποτελούσαν μόνο το ήμισυ του μυστικού αυτού στρατού. Ούγγροι, Βοημοί, ακόμη και κάποιοι Πρώσοι, είχαν προσχωρήσει στην επιχείρηση: με έναν επιδέξιο ελιγμό, ο Φον
Μάρκεν είχε υποδείξει στον Φρειδερίκο της Πρωσίας πόσο θα τον συνέφερε να είχε έναν σταθερό σύμμαχο στην κορυφή της Γαληνοτάτης. Παιχνίδι επικίνδυνο, διότι ο Αυστριακός δούκας, αν το εγχείρημά του στεφόταν με επιτυχία, σκόπευε να αποθέσει στα πόδια της αυτοκράτειρας Μαρίας-Θ ηρεσίας ως φόρο τιμής τη νίκη, και να ανακτήσει έτσι την εύνοια της κυβέρνησής του· όμως ο Φρειδερίκος και η Μαρία-Θ ηρεσία ήταν άσπονδοι αντίπαλοι, με τη Σιλεσία να αποτελεί μήλον της έριδος ανάμεσά τους. Ο Φον Μάρκεν έπαιζε διπλό παιχνίδι, όμως ήταν συνηθισμένος σε τέτοιου είδους ελιγμούς. Ως προς αυτό, ένιωθε έντονη μέσα του τη βενετσιάνικη ιδιοσυγκρασία..: Το σχέδιο του Φον Μάρκεν είχε αρχίσει να μορφοποιείται στον νου του με έναν πολύ ιδιόμορφο τρόπο. Να επιτεθεί στη Βενετία! Έμοιαζε παραπάνω και από τολμηρό: ήταν καθαρή τρέλα. Αναμφίβολα κάτι τέτοιο θα ήταν εντελώς αδιανόητο μερικές δεκαετίες πριν, και έτσι φαινόταν ακόμη και σήμερα σε όσους εξακολουθούσαν να πιστεύουν στη φαινομενική υπεροχή της Γαληνοτάτης. Ωστόσο ένα απλό ξύσιμο του επιχρίσματος στάθηκε αρκετό για να αντιληφθεί ο Φον Μάρκεν αυτό που οι πάντες γνώριζαν: η φθίνουσα Δημοκρατία κοιταζόταν στον καθρέφτη της παρακμής της ανήμπορη να αντιδράσει· η αριστοκρατία αναζητούσε την ταυτότητά της, οι Αρχές ύπνωτταν, οι έμποροι ήταν έτοιμοι να ακούσουν τη φωνή ενός καινούριου αφέντη. Πολλές Αυτοκρατορίες είχαν πέσει πριν από τη Βενετία. Αντίο, Αυτοκρατορία! Ήδη η Venezia δεν ήταν πλέον παρά μια πόλη. Και το να κατακτήσει κανείς μια πόλη δεν είχε τίποτε το ασυνήθιστο. Τα μεγαλεία της Γ αληνοτάτης δεν ήταν αρκετά για να αποτρέψουν τον Φον Μάρκεν από το τολμηρό εγχείρημά του: αντιθέτως, τον ερέθιζαν περισσότερο. Μελετούσε το θέμα με όλο και μεγαλύτερη σοβαρότητα. Καθώς στρατολογούσε υπό τη μυστική σημαία του οπαδούς κάθε προέλευσης,
μετερχόμενος μέσα τόσο παλαιά όσο αυτά που χρησιμοποιούσαν οι συντεχνίες και ο ελευθεροτεκτονισμός, το όνειρό του άρχιζε να αποκτά σάρκα και οστά. Ή σκέψη του γινόταν πιο συγκροτημένη καθώς αναζητούσε ένα πραγματικό σχέδιο μάχης, και δεν άργησε να προσδιορίσει την κατάλληλη στιγμή για να εκδηλώσει την επίθεσή του: αν επρόκειτο να συγκεντρώσει τα πυρά του εναντίον του στόχου του, αυτό έπρεπε να συμβεί κατά τη διάρκεια των εορτών της Αναλήψεως, εν μέσω του Καρναβαλιού. Ήταν η ιδεώδης ανάπαυλα, μια παρένθεση στη διάρκεια της οποίας οι Αρχές της πόλης, διασκορπισμένες ανάμεσα στα μεταμφιεσμένα πλήθη, υπερφαλαγγισμένες από τις παρεκτροπές του πληθυσμού, αντιμετώπιζαν τον πειρασμό να λάβουν και αυτές μέρος στους εορτασμούς. Έτσι οι νευραλγικές θέσεις θα φυλάσσονταν πλημμελώς -ή θα είχαν εντελώς εγκαταλειφθεί. Στη σκέψη αυτή ο αποστάτης δούκας χαμογελούσε. Ή Βενετία άξιζε έναν πόλεμο, και από τη στιγμή που θα την κατακτούσε, η Αδριατική και η Μεσόγειος θα ανοίγονταν εμπρός του. Ένα είδος οριστικής εξιλέωσης στα μάτια της Μαρίας-Θ ηρεσίας. Και τότε οι δικοί του δεν θα τον αντιμετώπιζαν πλέον σαν παρία, σαν αιρετικό. Εκείνο ωστόσο που, κατά τη γένεση του σχεδίου του, αποτέλεσε την ειδοποιό διαφορά ανάμεσα στον ευσεβή πόθο και την πραγματοποίηση των επιθυμιών του, ήταν τα στηρίγματα που βρήκε μέσα στην ίδια την καρδιά των θεσμών της Δημοκρατίας. Οι συνενοχές αυτές εντέλει τον έπεισαν ότι το εγχείρημά του μπορούσε να επιτύχει. Ο Φον Μάρκεν δεν αγνοούσε ότι η τέχνη της δολοπλοκίας, αποτελούσε μέρος της ιταλικής ψυχής. Αυτό είχε κατορθώσει να το εκμεταλλευτεί αριστοτελικά. Μολαταύτα, οι θεσμικοί και τοπικοί σύμμαχοί του παρέμεναν δίκοπο μαχαίρι. Όφειλε να αναγνωρίσει πως η Χίμαιρα, ll Diavolo, είχε σπείρει τον πανικό στις τάξεις της Γαληνοτάτης με απαράμιλλη δεξιοτεχνία. Όσο
για τις προγραμματισμένες ανθρωποκτονίες τις οποίες είχε διαπράξει, ανταποκρίνονταν όλες σε μια αυστηρή αναγκαιότητα. Τίποτε δεν είχε γίνει στην τύχη. Πράγματι, οι περιστάσεις τούς είχαν υποχρεώσει να απαλλαγούν διαδοχικά από τον Τορετόνε, τον ιερέα του Σαν Τζόρτζιο και τον υαλουργό Σπαντέτι και φυσικά από εκείνον που αποτελούσε το ωραιότερο ως τώρα τρόπαιό τους: τον Εμίλιο Βιντικάτι, τον πανίσχυρο αρχηγό των Δέκα! Ο Φον Μάρκεν παρ’ ολίγο να γελάσει μ’ αυτή τη σκέψη. Όσο για τη Λουτσιάνα Σαλιέστρι, που συνήθιζε να δέχεται στο κρεβάτι της τις εξομολογήσεις όλης της οικουμένης, αποτελούσε και αυτή έναν υπαρκτό κίνδυνο. Υπαρκτό, αλλά προβλέψιμο. Σε μια φάση όπου η προετοιμασία της επίθεσης ήταν ακόμη αβέβαιη, δεν ήταν δυνατόν να διακινδυνεύσουν το παραμικρό. Ο Φον Μάρκεν είχε εντυπωσιαστεί από τη διορατικότητα του Diavolo, ο οποίος, ήδη πριν από την πρώτη τους συνάντηση στη βίλα του Καναρέτζιο, είχε αρχίσει να διατάσσει τα πιόνια του, και γνωρίζοντας ότι θα έπρεπε αναπόφευκτα να απαλλαγεί από κάποιους ενοχλητικούς, είχε εξυφάνει μεθοδικά το σχέδιό του με τα αλλεπάλληλα πλήγματα που είχαν ως κοινό υπόβαθρο την ασεβή αναφορά στον μεγαλύτερο Ιταλό ποιητή όλων των εποχών. Ο Έκχαρτ μπορούσε να κατανοήσει ότι αρχικά το χέρι της Χίμαιρας το είχε καθοδηγήσει μόνο η επιτακτική ανάγκη να διατηρηθεί μυστική η καρδιά της συνωμοσίας και η ταυτότητα των εμπνευστών της: με όπλο τους δαντικούς και αποκρυφιστικούς της πίνακες, είχε επιχειρήσει να παραπλανήσει τον αντίπαλο. Και όντως, τόσο ο Βιραβόλτα όσο και ο Ρικάρντο Πάβι εξακολουθούσαν να βρίσκονται στο σκοτάδι. Παρομοίως, η εγκατάσταση του Πανοπτικού και οι υφαρπαγές στον Ναύσταθμο είχαν αποτελέσει πραγματικό άθλο. Ο Diavolo ήταν καλλιτέχνης στο είδος του. Όμως ακριβώς αυτό ήταν που ενοχλούσε τον Φον Μάρκεν. Σε τι χρειαζόταν όλη αυτή η σκηνοθεσία; Το θέαμα εντέλει είχε στραφεί εναντίον τους.
Υπερέβαλλαν, υπέπιπταν σε σφάλματα από αλαζονεία. Άλλο πράγμα ήταν να σπέρνουν παραπλανητικά ίχνη και άλλο να ελκύουν υπέρ το δέον την προσοχή. Ο Diavolo ήταν παίκτης. Το ίδιο και ο Βιραβόλτα, που βρέθηκε αρκετά γρήγορα επί τα ίχνη τους, ενεργώντας όχι ως ένας μεμονωμένος τρελός, όπως θα μπορούσε κανείς να υποθέσει και όπως είχε αρχικά αφήσει να εννοηθεί ο Diavolo-, αλλά ως εκπρόσωπος μιας ομάδας συμφερόντων. Δεν είχε δυσκολευτεί ιδιαίτερα να αντιληφθεί την εμπλοκή του υαλουργού του Μουράνο, και στη συνέχεια είχε ανακαλύψει τις κινήσεις που είχαν γίνει στο Ναύσταθμο, καθώς και την ύπαρξη του Πανοπτικού... Και η έρευνα που ενορχήστρωσε ο Δόγης, μολονότι εντέλει δεν καρποφόρησε, είχε εξελιχθεί υπερβολικά γρήγορα, κατά την άποψη του Φον Μάρκεν. Ή επαγρύπνηση των Αρχών δεν επρόκειτο να χαλαρώσει κατά τη διάρκεια του Καρναβαλιού, όπως είχε ελπίσει ο ίδιος, αλλά αντιθέτως θα ενισχυόταν· ο Ναύσταθμος θα βρισκόταν σε συναγερμό. Αυτό θα μπορούσε να αποδειχθεί αποφασιστικής σημασίας, και ήταν αποτέλεσμα του υπερτροφικού και καλλιτεχνίζοντος εγώ του συμμάχου του. Ο τελευταίος, με την υπερχειλίζουσα αυτοπεποίθησή του, προφανώς απολάμβανε αυτή την κατάσταση. Έλλειψη επίγνωσης, μεγαλομανία; Σίγουρα διέθετε αυτά τα χαρακτηριστικά, αλλά συγχρόνως και μια ακαταμάχητη οργανωτική ικανότητα, καθώς και μια εξαιρετική διορατικότητα ως προς τη σχολαστική προετοιμασία του Σχεδίου. Αυτός ακριβώς ήταν, κατά βάθος, ο λόγος που ο Έκχαρτ ήταν βαθιά ανήσυχος. Ακόμη δεν ήθελε να αντιμετωπίσει το ενδεχόμενο μιας αποτυχίας διότι, αναπόφευκτα, αποτυχία θα σήμαινε θάνατό, και πρωτίστως για τον ίδιο. Ωστόσο δεν συμμεριζόταν την άκρατη αισιοδοξία του Diavolo, τον οποίο αντιμετώπιζε άλλοτε με θαυμαστό ανάμεικτο με ζήλια, και άλλοτε με αυξανόμενη καχυποψία. Και ο Έκχαρτ δεν ήταν ανόητος. Αν η Δημοκρατία κατέρρεε, ο Diavolo θα εκδήλωνε πολύ υψηλότερες
φιλοδοξίες από εκείνες που αντικειμενικά θα μπορούσε να τρέφει. Μετά την εξόντωση του Λορεντάν, την κατάκτηση των συμβόλων της εξουσίας των Δόγηδων και την εξασφάλιση του ελέγχου των θεσμών, δεν αποκλειόταν μια άλλου είδους αναμέτρηση. Ο Φον Μάρκεν είχε επίγνωση του ότι δεν θα απέφευγε κάποιες εσωτερικές έριδες και ότι υπήρχε η πιθανότητα να απειληθεί ο ίδιος... Ένα ενδεχόμενο για το οποίο έπρεπε από τώρα να προετοιμαστεί. Δίπλα του, ο Diavolo αγόρευε, ως συνήθως, στο πλήθος. Ήταν παράξενο να τον βλέπεις καθώς ταλαντευόταν ανάμεσα στην οπερετική τρέλα και την άκρα σοβαρότητα. Από τη βελούδινη εξέδρα του, συνόψιζε την προβλεπόμενη εξέλιξη των εχθροπραξιών. Θα υπήρχαν τέσσερα κύρια θέατρα επιχειρήσεων. Το πρώτο κοντά στο Ριάλτο και τις δικαστικές υπηρεσίες, που έπρεπε να καταληφθούν το ταχύτερο δυνατόν· αυτό μπορούσε να γίνει σχετικά εύκολα, καθώς οι υπηρεσίες θα ήταν τότε κλειστές. Σειρά κατόπιν θα είχε ο Ναύσταθμος, ώστε να μην επιτραπεί η έξοδος των πλοίων που θα ενίσχυαν τους εχθρούς όταν θα εμφανίζονταν στη λιμνοθάλασσα τα σκάφη του Φον Μάρκεν με τα αυστριακά πληρώματα και οι φρεγάτες που τα υποστήριζαν. Ο τρίτος στόχος ήταν ο Βουκένταυρος, το επίσημο πλοίο που θα μετέφερε τον Δόγη. Και τέλος, βεβαίως, η Πλατεία του Αγίου Μάρκου και το παλάτι, για το πιο δύσκολο μέρος της επίθεσης. Αυτά ήταν τα νευραλγικά σημεία που έπρεπε να καταλάβουν το ένα μετά το άλλο επωφελούμενοι από την οχλαγωγία της στιγμής. Έχοντας ως κύριο μέλημα την κινητοποίηση των οπαδών του, ο Diavolo τους έδινε τώρα τις τελευταίες οδηγίες του. Και βαθιά μέσα του επανασχεδίαζε ήδη τους θεσμούς της Βενετίας κατ’ εικόνα των ονείρων του. Οραματιζόταν την οριστική κατάργηση της Γερουσίας και τη
συγκέντρωση των εξουσιών σε ένα και μόνο Συμβούλιο, που θα διοικούσε τις κρατικές υπηρεσίες και τις Quarantie, των οποίων ο αριθμός θα μειωνόταν κατά το ήμισυ· το τέλος της εκ περιτροπής κατάληψης των δημοσίων αξιωμάτων χάρη στην οποία η Γαληνοτάτη θεωρούσε επί μακρόν ότι είχε αποφύγει οποιαδήποτε μονόπλευρη νομή της εξουσίας· την κηδεμόνευση του Ναυστάθμου, μέσω της ενίσχυσης του θεσμού των Δέκα, που θα είχαν στη διάθεσή τους είκοσι επιπλέον κυβερνητικούς ανακριτές και θα διατηρούσαν τον στενό έλεγχο των συντεχνιών, αλλά και των Scuole Grandi· την ανάρρηση ενός πατριάρχη ο οποίος θα ήταν ο ανώτατος άρχων του Κράτους και θα λάμβανε τις τελικές αποφάσεις για όλες τις σημαντικές πολιτικές υποθέσεις (τον ρόλο αυτόν τον επιφύλασσε φυσικά για τον εαυτό του)· την ενίσχυση των ποινών φυλάκισης και των εκτελέσεων με σκοπό την εκρίζωση της εγκληματικότητας και της πορνείας· των έλεγχο των αφίξεων από το εξωτερικό μέσω της θέσπισης μιας νέας άδειας κυκλοφορίας· την ανάκτηση των χαμένων εδαφών στην Αδριατική και τη Μεσόγειο· την απηνή δίωξη των αντιπάλων του καθεστώτος· τον μηνιαίο έλεγχο των εισπράξεων των casini και των χαρτοπαικτικών λεσχών· την αύξηση των φόρων και των δασμών με σκοπό την ενίσχυση των κρατικών εσόδων· την παραχώρηση του δικαιώματος για έκδοση εφημερίδων και δελτίων πληροφόρησης μόνο στις επίσημες Αρχές· τη μετατροπή των Κυρίων της Νύχτας σε κρατικές πολιτοφυλακές που θα περιπολούσαν καθημερινά στις συνοικίες ώστε να εντοπίζουν τις απάτες και τις εγκληματικές ενέργειες και να επιβλέπουν τη σύννομη διεξαγωγή των εμπορικών συναλλαγών. Και ο κατάλογος δεν σταματούσε εδώ: ολόκληρη η Βενετία θα είχε πλέον μία μόνο δικαιοσύνη, που θα εξαρτάτο από την πολιτική εξουσία και θα εγγυάτο την ασφάλεια και την ακτινοβολία της Γαληνοτάτης. Και τότε εκείνος, ο Diavolo, έχοντας επανέλθει στη μοναδική πραγματικότητα της
διακυβέρνησης με πυγμή, θα έριχνε τη μάσκα για να φέρει εις πέρας την αποστολή του. Τέρμα στους γρίφους, στους Αδαείς και στους δαντικούς πίνακες: εκείνος θα ήταν η Δύναμη, στο άπλετο φως της ημέρας. Και αν παρέμεναν κάποια εμπόδια, θα έπεφταν το ένα μετά το άλλο, όπως έπεσε ο Τζιοβάνι και οι μάταιες ουτοπίες του. Τι τέλειος φόνος! Ο Diavolo χαμογελούσε ακόμη για το κατόρθωμά του. Ποτέ πια ξανά ο γερουσιαστής δεν θα στεκόταν εμπόδιο στο δρόμο του. Και κανείς άλλος δεν θα το τολμούσε. Ή Χίμαιρα στράφηκε για μια στιγμή προς τον Έκχαρτ φον Μάρκεν. Ο Αυστριακός τού ανταπέδωσε το βλέμμα και στο πρόσωπό του σχηματίστηκε μια σύσπαση, εν είδει ευγενικού χαμόγελου. Ναι, μ’ εσένα θ’ ασχοληθώ αργότερα, σκέφτηκε ο Φον Μάρκεν. Ο Diavolo, από την πλευρά του, κρύβοντας έναν μορφασμό πίσω από τη μάσκα του, του απάντησε μ’ ένα νεύμα του κεφαλιού. Ηλίθιε δούκα. Και να σκεφτείς ότι δεν ξέρεις ούτε εσύ ο ίδιος ότι δεν είσαι παρά ένα πιόνι. Οι δυο τους ένωσαν τα χέρια και τα ύψωσαν πάνω από τα Πουλιά της Φωτιάς σαν σύμβολο νίκης.
*****
Όταν όλα τελείωσαν, ο Αντρέας Βικάριο εξήλθε επιτέλους από το μυστικό του κρησφύγετο. Αφουγκράστηκε το χώρο: η σιωπή ήταν απόλυτη. Το μέρος ήταν και πάλι έρημο. Χαμογελώντας, πέρασε ένα
δάχτυλο πάνω στα χείλη του. Τα δόντια του έδειξαν για μια φευγαλέα στιγμή να λάμπουν υπό το φως των πολυελαίων, όπως τα δόντια ενός ύπουλου πλάσματος που πετάγεται ξαφνικά μέσα από το σκοτάδι. Με κομψές κινήσεις και με το μακρύ μανίκι του να υψώνεται στον χώρο, ο Αντρέας παραμέρισε την άκρη μιας κουρτίνας, αποκάλυψε την αόρατη κρυψώνα στον τοίχο και ενεργοποίησε τον μοχλό τον οποίο έκρυβε. Ένα ολόκληρο κομμάτι της βιβλιοθήκης έκλεισε με έναν υπόκωφο θόρυβο συνοδευόμενο από ένα μακρόσυρτο τρίξιμο. Πάντα ήξερε ότι κάποια μέρα τα ανορθόδοξα σχέδια που είχε καταρτίσει ο αρχιτέκτονας κατά δική του απαίτηση θα γίνονταν η σανίδα σωτηρίας του. Είχε χρειαστεί να διευθετηθεί κατάλληλα όλη η δυτική πτέρυγα της βίλας, κατ’ αρχάς για να χωρέσουν τα βιβλία, αλλά και για να έχει ο Αντρέας τη δυνατότητα μιας διακριτικής και αποτελεσματικής απόδρασης. Τώρα που κυκλοφορούσε στους κατάφορτους από χειρόγραφα διαδρόμους, προσπαθούσε, για εκατοστή φορά, να ανακεφαλαιώσει τα τελευταία γεγονότα. Εδώ και κάποιες ώρες, είχε τον χρόνο να σκεφτεί. Δεν ήξερε πώς, αλλά ο Δόγης είχε πληροφορηθεί την ανάμειξή του στη συνωμοσία κατά του Κράτους. Να τον είχε άραγε προδώσει κάποιος από τα μίσθαρνα όργανά του, τα Πουλιά της Φωτιάς; Ή μήπως κάποιος, πιθανώς ο αστρολόγος Φρέγκολο, είχε πει περισσότερα απ’ όσα έπρεπε; Εκτός αν όλα οφείλονταν στην παράδοξη διορατικότητα εκείνης της τρελής, της Αρκάντζελα Τορετόνε, που ζούσε βυθισμένη στη σιωπή της μονής του Σαν Μπιάτζιο. Μήπως είχε εντέλει μαντέψει την ταυτότητα εκείνου που της είχε παρουσιαστεί σαν Εωσφόρος; Ή Χίμαιρα είχε αποφασίσει να μην εξοντώσει την Αρκάντζελα, θεωρώντας ότι τα παραληρήματά της δεν θα περνούσαν τον περίβολο του μοναστηριού. Ύστερα από εκείνη την κρίσιμη συνάντηση, όπου ο Αντρέας είχε κατορθώσει να τρομοκρατήσει την Αρκάντζελα σε τέτοιο σημείο ώστε να επιδεινωθεί η τρέλα της, ήταν
πολύ παρακινδυνευμένο να επιχειρήσει να διεισδύσει ξανά στο Σαν Μπιάτζιο. Ή ηγουμένη και οι μοναχές της βρίσκονταν σε επιφυλακή. Έτσι δεν δόθηκε συνέχεια στο θέμα... Και σήμερα ο Αντρέας μεμφόταν τον εαυτό του. Από την άλλη, ωστόσο, δεν ήταν βεβαίως δυνατόν να σταυρώσουν όλη τη Βενετία! Εν πάση περιπτώσει, η κατάσταση ήταν σοβαρή. Στη σκέψη αυτή, το χαμόγελο του Βικάριο έσβηνε, το πρόσωπό του σκυθρώπιαζε. Κατόπιν όμως τον καθησύχαζε η βεβαιότητα ότι η ώρα της αλήθειας πλησίαζε: δεν είχε παρά να συγκεντρώσει τις απαραίτητες προμήθειες για να επιβιώσει, αναμένοντας την κατάλληλη στιγμή —κατά την οποία θα μπορούσε και ο ίδιος να εμφανιστεί ξανά στο φως της ημέρας. Έπρεπε επίσης να βρει πάση θυσία έναν τρόπο να επικοινωνήσει με τους συντρόφους του, λαμβάνοντας ταυτοχρόνως όλες τις προφυλάξεις. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή πρόσεχε να μην προδώσει την παρουσία του. Μια σύντομη ματιά από ένα παράθυρο, πίσω από μια βαριά κουρτίνα, ήταν αρκετή για να επιβεβαιώσει τους φόβους του: μια ομάδα στρατιωτών φρουρούσε την είσοδο της βίλας του, εμπρός από το κανάλι. Ο Βικάριο ανασήκωσε το ένα του φρύδι και δάγκωσε τα χείλη του· κατόπιν συνέχισε να περπατά ανάμεσα στα χιλιάδες βιβλία που είχε συσσωρεύσει η οικογένειά του από γενιά σε γενιά. Ε. ντε Παγκανίς - Ο Νέος Βεεμώθ - Γενεύη, 1545. Αββάς Μερίς - Ιστορία των Μαγισσών και της Μαγείας -Λουντέν, 1642. Ουίλιαμ Τέρενς -Στη Σκιά του Καθεδρικού - Λονδίνο, 1471. Ο Αντρέας σχεδίαζε να εγκαταλείψει τη Libreria διαβαίνοντας την πόρτα που οδηγούσε στην άλλη πτέρυγα του κτιρίου. Από εκεί, θα
πήγαινε στο σαλόνι του για να πάρει μερικές εκατοντάδες δουκάτα που είχε κρύψει μέσα στην υδρόγειο σφαίρα του... Θα έπαιρνε και τα όπλα του, καθώς και την αναγνωριστική σφραγίδα την οποία χρειαζόταν. Με λίγη τύχη, θα προλάβαινε επίσης να πάρει φαγητό και ποτό. Ύστερα θα επέστρεφε στη βιβλιοθήκη, θα εισερχόταν ξανά στο σκοτεινό πέρασμα, θα έφθανε στη σκάλα -και από εκεί, μέσω της κρυφής πόρτας, θα βρισκόταν έξω από την κατοικία, όπου τον περίμενε μια γόνδολα. Έτσι θα κατόρθωνε να διαφύγει χωρίς δυσκολία. Όταν, λίγες ώρες πριν, είχαν καταφθάσει οι άνδρες του Δόγη και της Quarantia αναζητώντας τον, είχε μόλις προλάβει να ξεγλιστρήσει πίσω από το μετακινούμενο τμήμα του τοίχου στον δεύτερο όροφο. Τώρα όμως θα είχε όλο τον χρόνο που χρειαζόταν για να ετοιμάσει την αναχώρησή του, χωρίς να τον αντιληφθεί κανείς, και να διαφύγει στη Μαργκέρα. Ναι, έτσι θα ήταν σώος και ασφ... Ξαφνικά σταμάτησε. Για μια στιγμή, είχε την αίσθηση ότι μια σκιά τριγυρνούσε κοντά του. Έτοιμος για όλα, κοίταξε γύρω του με αγωνία. Άραγε να τον εντόπισαν ήδη οι στρατιώτες; Μήπως υπήρχαν κι άλλοι στο εσωτερικό του κτιρίου; Έμεινε εκεί μερικά δευτερόλεπτα, ακίνητος, να αφουγκράζεται τη σιωπή. Τίποτε. Άρχισε και πάλι να βαδίζει. Ανωνύμου - Μελχισεδέκ - Μιλάνο, 1602. Ανωνύμου - Οι Επικλήσεις στον Διάβολο - Παρίσι, 1642. Ε. Λόπε-Τενεθάρ - Ο Διάβολος στη Μουσική - Μαδρίτη, 1471.
Ο Βικάριο υπολόγιζε ότι, αν η τύχη ήταν με το μέρος του, θα μπορούσε να φθάσει στη Μαργκέρα πριν ξημερώσει η επόμενη μέρα. Ίσως εκεί να ανησυχούσαν ήδη για την απουσία του. Όμως αυτό δεν ήταν διόλου βέβαιο, εξαιτίας του κανόνα της απόλυτης ανωνυμίας που ίσχυε κατά τις μυστικές συναθροίσεις. Εξερχόμενος από τα όρια της λιμνοθάλασσας, θα έπρεπε να βρει ένα άλογο και να ειδοποιήσει κάποιους δικούς του· έπειτα θα πήγαινε να δει αυτοπροσώπως τη Χίμαιρα και τον Φον Μάρκεν. Συνοφρυώθηκε. Ναι, με λίγη τύχη, έπρεπε να φθάσει εκεί πριν από την αυγή· δεν ήταν απλώς θέμα «προσωπικής άνεσης», ω όχι, αλλά ζήτημα ζωής και θαν... Σταμάτησε ξανά σαν πετρωμένος. Είχε ακούσει κάτι, τη φορά αυτή ήταν βέβαιος. Κάτι σαν γρύλισμα, υπόκωφο, βαθύ, χαρακτηριστικό. Κάτι που δεν είχε τίποτε το ανθρώπινο. Ο Αντρέας Βικάριο ένιωσε να τρέχει κρύος ιδρώτας από τις μασχάλες του. Λίγο πιο πέρα, είδε μάτια να λάμπουν -τουλάχιστον τρία ζευγάρια μάτια, σαν κάποιου Κέρβερου που είχε δραπετεύσει από τον Αδη. Μα τι συμβ... Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ο Αντρέας Βικάριο έκανε έναν γρήγορο νοερό υπολογισμό· μια ξαφνική επίγνωση άστραψε στο μυαλό του, ένας τρόμος χωρίς όνομα τον έκανε να παγώσει· όμως δεν πρόλαβε να αναλύσει τη φοβερή διαίσθηση που είχε μόλις εκραγεί μέσα στο κεφάλι του. Απ’ όλες τις μεριές της Libreria, οι σκιές χίμηξαν τότε επάνω του.
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ Του Αντρέας Βικάριο, μέλους του Μεγάλου Συμβουλίου Περί της Δυσπιστίας Απέναντι στο Κακό, κεφ. XXI Θα πρέπει ίσως να εξηγήσουμε για ποιο λόγο υπάρχουν ακόμη ορισμένοι οι οποίοι φαντάζονται ότι, εντέλει, το Κακό είναι καταδικασμένο να εξαφανιστεί: εφόσον η ουσία του είναι η δυσπιστία και η προδοσία, δεν είναι, κατ’ αυτούς, σε θέση να συλλάβει μια σταθερή οργάνωση ούτε να στηρίξει την ισχύ και την κυριαρχία του παρά μόνο σε υλικά παροδικά και διεφθαρμένα. Με άλλα λόγια, η προδοσία την οποία ενσαρκώνει το Κακό θα φθάσει αναγκαστικά σε τέτοιο σημείο ώστε εντέλει να προδώσει το ίδιο τον εαυτό του, όπως θα συνέβαινε με τον Πέτρο που αρνήθηκε τον Χριστό ή με τον Ιούδα που τον παρέδωσε στον Σταυρό, αν οι δύο αυτοί δεν είχαν αναζητήσει κάποιας μορφής εξιλέωση, ο πρώτος με το αποστολικό έργο του και ο δεύτερος με τον απαγχονισμό του. Έπεται, σύμφωνα με αυτόν το συλλογισμό, ότι το Κακό, εφόσον δεν μπορεί να εμπιστευτεί τον εαυτό του, προετοιμάζει μοιραία τον ίδιο του τον ενταφιασμό και το οριστικό τέλος του, θα γίνει η αιτία του ίδιου του του χαμού, προλειαίνοντας έτσι, άθελά του, το έδαφος γι’ αυτό που ανέκαθεν φοβάται περισσότερο: το Θρίαμβο του καλού Θεού τον οποίο βδελύσσεται. Εν ολίγοις: κανείς δεν μπορεί να εμπιστεύεται κανέναν. Ο Αντρέας Βικάριο είχε δίκιο.
*****
Ή Μαύρη Ορχιδέα έφθασε επιτόπου λίγες ώρες πριν από το ξημέρωμα. Ουρλιαχτά θανάτου είχαν ακουστεί από τη Libreria, και ένας από τους Κυρίους της Νύχτας που περιπολούσαν στην περιοχή αντιλήφθηκε ότι πατούσε πάνω σε αίμα, το αίμα των στρατιωτών που είχε αφήσει η Quarantia να φρουρούν εμπρός στη βίλα του Βικάριο στο Καναρέτζιο. Από την αρχή της βραδιάς όλα πήγαιναν πολύ άσχημα. Ο Πιέτρο προσπαθούσε με κόπο να συνέλθει από τον αιφνίδιο θάνατο του Τζιοβάνι Καμπιόνι. Ο Πάβι και ο γερουσιαστής είχαν μια μακρά συζήτηση για το αν θα έπρεπε να δεχθούν τη μυστηριώδη εκείνη πρόσκληση στο νεκροταφείο του Ντορσοντούρο. Ο ίδιος ο γερουσιαστής ήταν που επέμενε, ελπίζοντας πως έτσι θα παρείχε στους άνδρες της Criminale μια ευκαιρία να αποκαλύψουν την ταυτότητα ενός ή περισσότερων από τα Πουλιά της Φωτιάς. Όμως είχε συμβεί αυτό που ο Πιέτρο φοβόταν περισσότερο από καθετί, ένας ακόμη φόνος, ο φόνος του Έκτου Κύκλου -και ο Καμπιόνι είχε ριχτεί στον τάφο σαν αιρετικός και αποστάτης, επειδή πρέσβευε μια διαφορετική άποψη για την πολιτική οργάνωση του Κράτους. Γνωρίζοντας τον συνήθη κυνισμό του Diavolo και την αδυναμία του για το θέαμα, ο Πιέτρο ήξερε ότι η νυχτερινή αυτή συνάντηση ήταν καθαρή τρέλα. Όμως κανένα επιχείρημα δεν στάθηκε αρκετό για να μεταπείσει τον γερουσιαστή, που ήταν ακόμη αναστατωμένος από την ανάμνηση της Λουτσιάνα και τον πόθο του για εκδίκηση. Ένα βλήμα βαλλιστρίδας, που προφανώς εκτοξεύθηκε από την altana κάποιας κοντινής βίλας με θέα προς το νεκροταφείο, έκοψε απότομα το νήμα της ζωής του. Μα τι περιμέναμε λοιπόν;
αναρωτιόταν με οργή ο Πιέτρο. Ο γερουσιαστής αποκάλυψε καθυστερημένα στον Πάβι το περιεχόμενο του μηνύματος που είχε λάβει, ενώ είχε ήδη πάρει την απόφασή του και ετοιμαζόταν να μεταβεί στο νεκροταφείο. Χρειάστηκε να αυτοσχεδιάσουν σε μια στιγμή όπου η πλειοψηφία των πρακτόρων και των αστυνομικών δυνάμεων είχαν αναλάβει την καταδίωξη του Αντρέας Βικάριο. Και, παρ’ όλες τους τις προφυλάξεις, ο Πάβι και οι βοηθοί του δεν είχαν το χρόνο να περιφρουρήσουν αποτελεσματικά το Ντορσοντούρο. Δεν κατόρθωσαν να προσδιορίσουν την προέλευση της βολής πριν προλάβει ο δολοφόνος να διαφύγει με όλη του την άνεση. Εν ολίγοις, η αποφασιστικότητα του Καμπιόνι στράφηκε εναντίον του, και ο παρορμητισμός του τον οδήγησε εντέλει στο θάνατο· όμως ο Πάβι, απούσης της Μαύρης Ορχιδέας, διέπραξε βαρύ σφάλμα αποφασίζοντας να τον ακολουθήσει και όχι να τον εμποδίσει να μεταβεί στο νεκροταφείο. Υπήρξε και εκείνος θύμα της περιέργειάς του και της ανάγκης να δράσει. Θα έπρεπε, αντιθέτως, να συγκροτήσει τον γερουσιαστή, έστω και με χρήση βίας. Ωστόσο ήταν εύκολο να καταλήξει κανείς στο συμπέρασμα αυτό εκ των υστέρων. Ίσως και ο Πιέτρο, κάτω από παρόμοιες συνθήκες, να είχε ενεργήσει με τον ίδιο τρόπο. Προφανώς η στάση του Τζιοβάνι Καμπιόνι, εκείνη τη στιγμή, δεν επιδεχόταν ούτε αμφιβολίες ούτε αντιρρήσεις. Εν πάση περιπτώσει, τα πράγματα κάθε άλλο παρά είχαν διορθωθεί, και μολονότι ο Πιέτρο, όπως και οι Εννέα και η Quarantia, έβραζαν από μίσος και δίψα για εκδίκηση, αμφέβαλλαν ότι θα έβρισκαν κάτι ευχάριστο στη Libreria του Βικάριο. Ένιωθαν ντροπιασμένοι και φοβούνταν και πάλι τα χειρότερα. Τουλάχιστον ο Οτάβιο είχε βγει από το παιχνίδι. Ο Βιραβόλτα, από την πλευρά του, αφηγήθηκε το επεισόδιο της Σάντα Κρότσε στον Πάβι, ο οποίος ενημέρωσε αμέσως τον Δόγη. Εκείνος, πιεσμένος -και απογοητευμένος- καθώς ήταν, δεν κατέληξε σε καμία απόφαση.
Τον είχε απορροφήσει η επικείμενη έναρξη της Sensa, που τώρα ήταν το πρώτιστο μέλημά του. Έτσι είχαν τα πράγματα όταν ο Κύριος της Νύχτας, με το μαύρο μανδύα του, σήκωσε το φανάρι του εμπρός στο μασκοφορεμένο πρόσωπό του και αντίκρισε τον Πιέτρο. Ο Πάβι είχε παραμείνει στο παλάτι, όμως τον Βιραβόλτα τον συνόδευε ένα δεύτερο απόσπασμα στρατιωτών. Στη γωνία της βίλας, διέκρινε μια σιλουέτα σκυμμένη πάνω από ένα σωρό από πτώματα. Για μια στιγμή, του φάνηκε ότι αναγνώρισε το χαρακτηριστικό προφίλ του Αντόνιο Μπρότσι, του ιατρού της Criminate. Με. τους ώμους καταβεβλημένους, την πλάτη γυρτή και το μυτερό του γενάκι, έψαχνε με το ένα του χέρι στο σακίδιό του με μια έκφραση κόπωσης και αηδίας. Θα πρέπει να τον είχαν ξυπνήσει μέσα στην άγρια νύχτα. Ο Πιέτρο επέστρεψε στον άνδρα που κρατούσε το φανάρι εμπρός τους. Είχε αρχίσει να πέφτει ψιλή βροχή. «Τους σκότωσαν όλους;» «Έτσι φαίνεται. Από την ώρα που τους βρήκαμε, δεν μπήκε κανείς στη βίλα ούτε βγήκε από αυτήν. Σας περιμέναμε». Ο Πιέτρο ύψωσε το βλέμμα προς την πρόσοψη της Libreria διορθώνοντας το καπέλο του. Σταγόνες βροχής έπεσαν στα μάτια του. Είχε την αίσθηση ότι ο ουρανός έκλαιγε, τη στιγμή που ο ίδιος ήταν πλημμυρισμένος από οργή και δίψα για εκδίκηση. Άδραξε τα πιστόλια που είχε στα πλευρά του και έγνεψε στους στρατιώτες, που ήταν και αυτοί οπλισμένοι με πιστόλια, λόγχες, σπαθιά και ακόντια, να τον ακολουθήσουν στο εσωτερικό της βίλας. Λίγο πιο πίσω ερχόταν ο Λαντρέτο, ο οποίος είχε επιστρέφει για να ενημερώσει τον κύριό του ότι η Άννα Σανταμαρία ήταν κρυμμένη σε ασφαλές μέρος, στην κατοικία μιας παλιάς της φίλης στη συνοικία του Καστέλο· ο ίδιος ήταν έτοιμος να μεταβεί και πάλι εκεί για να εξασφαλίσει την
προστασία της. Χωρίς να έχει λάβει την άδεια, ακολούθησε κατά πόδας τη Μαύρη Ορχιδέα και το απόσπασμα των στρατιωτών. Όλοι τους εισήλθαν στη βίλα από την κεντρική πύλη. Διέσχισαν τον προθάλαμο, παρέκαμψαν τη μικρή κρήνη με το κελαρυστό νερό και μετά εισχώρησαν στη loggia του ισογείου. Ο Πιέτρο άφησε μερικούς άνδρες να φρουρούν στο cortile που έβλεπε στο δρόμο. Μια ματιά στο χώρο τού ήταν αρκετή για να επανέλθουν στη μνήμη του όλα όσα είχε νιώσει το βράδυ εκείνο όπου ο Αντρέας Βικάριο είχε δώσει τον περίφημο χορό του. Εδώ ήταν επίσης που ο Πιέτρο είχε συζητήσει για τελευταία φορά με τη Λουτσιάνα. Κοίταξε τα τζάκια στις δύο πλευρές του δωματίου· τα άδεια τραπέζια, που τα επιτηρούσαν τα αγάλματα των ζωγραφισμένων σκλάβων. Δεν χρειαζόταν να καταβάλει μεγάλη προσπάθεια για να θυμηθεί τα φώτα, τα μεταμφιεσμένα ζευγάρια που στριφογύριζαν ανάμεσα στα κοτιγιόν και τα ροδοπέταλα, τους φορτωμένους με εδέσματα μπουφέδες. Όμως τη νύχτα αυτή η loggia είχε μια εντελώς διαφορετική όψη: βυθισμένη στο μισοσκόταδο, γυμνή από κάθε εορταστικό διάκοσμο, ήταν παραδομένη στη σκόνη και τη θλιβερή σκοτεινιά μιας κατοικίας που είχε στεγάσει έναν επίορκο δολοφόνο. Κανείς πλέον δεν χόρευε, οι ορχήστρες είχαν σιγήσει και σ’ αυτό το patio με τις πολυθρόνες και τα ντιβάνια, όπου προχωρούσε τώρα ο Βιραβόλτα, δεν υπήρχαν πια γυναίκες να στενάζουν από ηδονή, με τις μάσκες τους να κείτονται στο πάτωμα και τα χέρια απλωμένα στους καναπέδες. Έπειτα ο Πιέτρο ανέβηκε τη σκάλα, βρήκε τον διάδρομο, την ίδια εκείνη πόρτα πίσω από την οποία είχε αιφνιδιάσει το Πουλί της Φωτιάς με τη larva και το μαύρο βέλο που είχε μόλις κρεμάσει τη Λουτσιάνα. Οι στρατιώτες που τον συνόδευαν άνοιγαν τις πόρτες των δωματίων τη μία μετά την άλλη, διασκορπίζονταν σε όλη τη βίλα. Ο Βιραβόλτα προχώρησε ως το τέλος του διαδρόμου: εκεί βρισκόταν η πόρτα που επικοινωνούσε με τη Libreria, στην άλλη πτέρυγα του
κτιρίου. Για μια στιγμή ο Πιέτρο έσκυψε και κόλλησε εκεί το αυτί του. Τίποτε. Ζαρώνοντας τα μάτια του, έπαιξε με το χέρι το πόμολο. Ή πόρτα άνοιξε αργά. Ή Libreria ήταν ακόμη φωτισμένη. Εμπρός στον Πιέτρο βρίσκονταν παραταγμένα καμιά δεκαριά ράφια· έμεινε λίγα δευτερόλεπτα ακίνητος στο χείλος αυτού του λαβύρινθου... και μετά συνέχισε να βαδίζει. Τα μακριά πράσινα χαλιά που κάλυπταν τους διαδρόμους έσβηναν τον ήχο των βημάτων του. Τέλος έφθασε στον κεντρικό διάδρομο. Γύρω στα δεκαπέντε μέτρα τον χώριζαν ακόμη από το βάθος της πρώτης αίθουσας της βιβλιοθήκης. Στην άκρη αυτής της διαδρομής, ο Πιέτρο διέκρινε κάποιες φευγαλέες κινήσεις, σαν σκιές σκυμμένες πάνω από μια άλλη ακαθόριστη μορφή. Ήχοι από λαχάνιασμα έφθασαν ως τα αυτιά του. Ο Πιέτρο βρισκόταν στο κέντρο του μεγάλου δωματίου· μια αστρόσχημη διάταξη τον καθιστούσε σημείο σύγκλισης των διαφόρων τομέων του χώρου, ο οποίος, μετά από μια διπλή γωνία σε σχήμα τεθλασμένης, επανερχόταν σε ένα σχέδιο πιο ορθογώνιο και πιο κλασικό. Ο Πιέτρο προχώρησε ακόμη λίγα βήματα. Ή θέα της σκηνής στο βάθος της αίθουσας έγινε πιο συγκεκριμένη: κατάλαβε τότε ότι είχε διακόψει ένα αποτρόπαιο συμπόσιο. Την ίδια ακριβώς στιγμή που έκανε αυτή τη σκέψη, από τους διαφόρους διαδρόμους που ανοίγονταν εμπρός του χίμηξαν τα τέρατα. Όρμησαν πάνω του, μαύροι όγκοι πεινασμένοι και ωρυόμενοι. Μα τι στο... Ο Πιέτρο κραύγασε κι έκανε ένα βήμα πίσω. Σήκωσε το πιστόλι του και σημάδεψε το ένα από τα σκυλιά που με αφρό στα χείλη γάβγιζε άγρια καθώς συνέχιζε την πορεία του. Ο πυροβολισμός
αντήχησε μέσα σ’ ένα σύννεφο πυρίτιδας, με τη χαρακτηριστική οσμή της. Ο σκύλος δέχθηκε το βλήμα στο πρόσωπο, και σταματώντας απότομα κουλουριάστηκε με μια στριγκιά κραυγή, για να σωριαστεί κατόπιν στο πάτωμα. Την ίδια στιγμή ο Πιέτρο στρεφόταν προς τ’ αριστερά για να χρησιμοποιήσει το δεύτερο πιστόλι του. Ένα δεύτερο σκυλί έπεσε, και μετά ξαναστάθηκε στα πόδια του χωλαίνοντας· είχε απλώς τραυματιστεί, μια λάμψη τυφλής λύσσας πέρασε στα σπινθηροβόλα μάτια του, όμως συνέχισε να προχωρεί. Ο Πιέτρο άφησε τα όπλα του να πέσουν, ενώ δύο στρατιώτες εισέβαλαν στη Libreria αναφωνώντας. Τα πιστόλια έπεσαν στο χαλί καθώς ο Πιέτρο τραβούσε το σπαθί του από τη θήκη του. Εκείνη τη στιγμή ένα από τα σκυλιά της αγέλης χίμηξε πάνω του, έτοιμο να του σπαράξει το λαιμό. Ο Πιέτρο το απέκρουσε με την κόψη του σπαθιού του: το ξίφος διαπέρασε το ζώο και ο Βιραβόλτα το ακολούθησε στην πτώση του στο έδαφος. Οι δύο στρατιώτες είχαν λάβει θέση στο πλευρό του, και με τη σειρά τους, εν μέσω των επιθανάτιων ρόγχων των μανιασμένων ζώων, εκκαθάριζαν το χώρο. Στο μεταξύ είχε σημάνει συναγερμός, και όλο το απόσπασμα έσπευσε στη Libreria. Το πρόσωπο του Λαντρέτο εμφανίστηκε στο άνοιγμα της πόρτας. Αμέσως ρώτησε για την κατάσταση του Πιέτρο. Ο τελευταίος είχε τώρα προχωρήσει προς το βάθος της βιβλιοθήκης. Εκεί ανακάλυψε το πτώμα του Αντρέας Βικάριο. Τα μαύρα ρούχα του ήταν καταξεσχισμένα και λεκιασμένα με αίμα. Με τα νύχια και τα κοφτερά δόντια τους, τα σκυλιά είχαν εδώ κι εκεί αποκαλύψει τα κόκαλά του, κάτω από υπολείμματα σάρκας. Ο Πιέτρο, καθισμένος οκλαδόν, με το ένα του χέρι στο γόνατο, ψιθύρισε: «Άσωτοι, που τους κατασπαράζουν σκύλες...» Ο Λαντρέτο είχε φθάσει στο πλάι του.
«Μα τι λέτε;» Ο Πιέτρο σήκωσε τα μάτια. Έσφιξε τα δόντια. «Οι Βίαιοι, Λαντρέτο... Οι αυτόχειρες οι μεταμορφωμένοι σε δέντρα που συνομιλούν θρηνώντας· οι άσωτοι, που τους κατασπαράζουν σκύλες στον δεύτερο λάκκο... Δίπλα τους βασανίζονται οι σοδομίτες, και οι εχθροί του Θεού και της τέχνης...» «Θέλετε να πείτε ότι...» Ο Πιέτρο κοίταξε για μία ακόμη φορά το πτώμα. «Το έγκλημα ήταν και πάλι προμελετημένο. Όπως φαίνεται, ο Βικάριο δεν ήταν παρά ένας συνένοχος που είχε γίνει ενοχλητικός... Εξαπατήθηκε, προδόθηκε από την ίδια του τη φατρία. Προφανώς είχε αρχίσει και αυτός να αποτελεί κίνδυνο... Πιθανόν να έμαθαν ότι η ταυτότητά του είχε αποκαλυφθεί... Όμως πώς; Λαντρέτο... υπάρχει άραγε ανάμεσά μας κι άλλος προδότης; Ένας ακόμη πληροφοριοδότης;» Ο Βιραβόλτα και ο υπηρέτης του κοιτάχτηκαν για αρκετή ώρα. «Γύρισε στην Άννα», είπε ο Βιραβόλτα, «και μην την αφήσεις από τα μάτια σου ούτε δευτερόλεπτο. Θα ξαναϊδωθούμε όταν όλ’ αυτά θα έχουν τελειώσει. Ή ομάδα των στρατιωτών πλησίασε. Ένας από αυτούς αποκάλυψε το πτώμα, φέρνοντας δύο δάχτυλα στη μύτη του με μια έκφραση αηδίας. Ο Αντρέας Βικάριο, ο επονομαζόμενος Μίνως, κριτής του Αδη και δεξί χέρι του Εωσφόρου, είχε αποχωρήσει από τη σκηνή, εξολοθρευμένος από τους δικούς του.
ΑΣΜΑ XX
Ο Μινώταυρος Το καρναβάλι της Βενετίας αναγόταν στον 10ο αιώνα· είχε καταλήξει να διαρκεί έξι μήνες το χρόνο: από την πρώτη Κυριακή του Οκτωβρίου μέχρι τις 15 Δεκεμβρίου, και στη συνέχεια από τα Θεοφάνια ως τη Σαρακοστή· τέλος η Sensa, η εορτή της Αναλήψεως, το έβλεπε να ξανανθίζει. Ολόκληρη η Βενετία βούιζε από τις προετοιμασίες. Οι Δέκα, που θα παρέμεναν Εννέα όσο δεν αντικαθίστατο ο Εμίλιο, είχαν επομένως επωμιστεί το δυσχερέστατο καθήκον να ελέγχουν και να επιτηρούν το σύνολο των εορτασμών, με τη συνδρομή της Criminate και του ανώτατου διοικητή του Ναυστάθμου. Όπως κάθε χρόνο, η διαχείριση των δημοσίων εκδηλώσεων είχε ανατεθεί στους αξιωματούχους των Rason Vecchie, του οργάνου που ήταν υπεύθυνο για τον έλεγχο των δημοσίων οικονομικών και της χρήσης των κρατικών πόρων. Οι αξιωματικοί της Criminate καθώς και οι κρατικοί αξιωματούχοι είχαν λάβει εντολή να μεριμνούν περισσότερο από κάθε άλλη φορά για την αυστηρή τήρηση των κανόνων ασφαλείας. Καμία μεταμφίεση, και δη σε στρατιώτη, δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σαν πρόσχημα για την παράνομη κατοχή επικίνδυνων όπλων, περιλαμβανομένων των ραβδιών, κονταριών, μπαστουνιών και δοράτων. Εξαιρούντο οι μεταμφιεσμένοι κυβερνητικοί πράκτορες που ήταν διάσπαρτοι σε ολόκληρη την πόλη. Όμως τι θα μπορούσαν να κάνουν απέναντι σε μια συρροή δεκάδων χιλιάδων ατόμων, όλων ανωνύμων; Ο Ναύσταθμος, από την πλευρά του, είχε θέσει σε επιφυλακή αρκετά
πλοία, έτοιμα να διασχίσουν τη λιμνοθάλασσα, στη γλώσσα της Τζουντέκα και γύρω από το Μουράνο, το Μπουράνο και το Σαν Μικέλε· πιο έξω, στα ανοιχτά, ελαφρά σκάφη οργάνωναν περιπολίες αναγνώρισης. Ή Βενετία έσφυζε από δραστηριότητα κατά ξηρά και θάλασσα. Είχε έρθει η μεγάλη στιγμή, η στιγμή της απόλυτης ευφορίας, της απόλυτης απελευθέρωσης, όπου ο λαϊκός άνθρωπος μπορούσε να φανταστεί πως ήταν ο άρχοντας του κόσμου, όπου οι ευγενείς παρίσταναν τους αλήτες, όπου το σύμπαν γινόταν ξαφνικά άνω κάτω, όπου οι θέσεις ανατρέπονταν και οι ρόλοι αντιστρέφονταν, όπου οι άνθρωποι περπατούσαν με το κεφάλι, όπου όλες οι υπερβολές και οι παρεκτροπές επιτρέπονταν. Οι γονδολιέρηδες, με επίσημες λιβρέες, έκαναν βόλτα τους ευγενείς στα κανάλια. Ή πόλη ήταν στολισμένη με αναρίθμητες αψίδες θριάμβου... Στην Piazzetta, μια ξύλινη μηχανή σε σχήμα κρεμώδους γλυκού δελέαζε τους λαίμαργους· πλήθη συναθροίζονταν γύρω από τους ακροβάτες, τις αυτοσχέδιες κωμικές σκηνές, τα κουκλοθέατρα. Ανεβασμένοι σε σκαμνιά, με τον δείκτη στραμμένο προς αόρατα αστέρια, πλανόδιοι αστρονόμοι αγόρευαν για την επικείμενη Αποκάλυψη. Όλοι ξεφώνιζαν, κάγχαζαν, έσκαγαν στα γέλια χύνοντας τα παγωτά τους ή τα γλυκά τους πάνω στο πλακόστρωτο, απολάμβαναν τη χαρά και τη γλύκα της ζωής. Τότε αναδύθηκε από τη σκιά η επονομαζόμενη Ντάμα Κούπα. Κρυμμένη ως τότε κάτω από τις αψίδες, προχώρησε μερικά βήματα ανοίγοντας τη βεντάλια της. Οι μακριές βλεφαρίδες της ζάρωσαν πίσω από τη μάσκα της. Τα κόκκινα χείλη της στρογγύλεψαν. Άφησε να πέσει το μαντίλι της στα πόδια της καθώς διόρθωνε την πτυχή του φορέματος της. Έσκυψε για να το μαζέψει και έριξε ένα βλέμμα σε
έναν άλλον πράκτορα, που στεκόταν πιο πέρα, στη γωνία της Piazzetta, για να βεβαιωθεί ότι είχε καταλάβει. Και το νόημα αυτό σήμαινε: εκείνος είναι εκεί. Πράγματι, εκείνος ήταν εκεί, εν μέσω του όχλου. Εκείνος που είχε ως ύψιστη αποστολή να δολοφονήσει τον Δόγη της Βενετίας. Δύο κέρατα από ψεύτικο ελεφαντοστό στις δύο πλευρές του κρανίου. Ένα προσωπείο ταύρου, με απειλητικό ρύγχος. Ύπουλα μάτια που έλαμπαν πίσω από τη βαριά μάσκα. Μια πανοπλία, αληθινή αυτή, κατασκευασμένη από μεταλλικό πλεκτό και πλάκες ασημιού, αρκετά ελαφριά ώστε εκείνος να μπορεί να μετακινείται με την απαιτούμενη ταχύτητα. Μια κάπα κόκκινη σαν αίμα που έκρυβε τα δύο σταυρωτά πιστόλια στην πλάτη του, τα οποία θα χρειαζόταν για να επιτελέσει το έργο του. Μεταλλικές επιγονατίδες πάνω από δερμάτινες μπότες. Ένας γίγαντας, ένα πλάσμα επιβλητικό που νόμιζε κανείς ότι άκουγε την καυτή ανάσα του να αναβλύζει από τα ρουθούνια του. Ο Μινώταυρος. Έτοιμος να Καταβροχθίσει τα παιδιά της Βενετίας, μέσα στον λαβύρινθο της πόλης που βρισκόταν σε πλήρη αναβρασμό, και να αλλάξει τον ρου της Ιστορίας. Το Καρναβάλι είχε αρχίσει.
ΑΣΜΑ XXI
Ή Sensa Ή Μαύρη Ορχιδέα στεκόταν κοντά στην Αποθήκη των Γερμανών, ανάμεσα στην Πλατεία του Αγίου Μάρκου και το Ριάλτο. Οι αποθήκες του Fondaco, δίπλα στις αγορές, κατείχαν στρατηγική θέση στο Μεγάλο Κανάλι. Όπως πολλά βενετσιάνικα κτίρια, είχε υποστεί τις επιθέσεις του χρόνου μετά την πυρκαγιά του 1508 είχε χρειαστεί να ανοικοδομηθεί εξ ολοκλήρου. Ο Πιέτρο βρισκόταν στην εσωτερική αυλή, στην άκρη μιας από τις αψιδωτές στοές, κάτω από την κιγκλιδωτή οροφή. Συζητούσε έντονα με έναν άνδρα μασκοφόρο και τυλιγμένο στα μαύρα, εμπρός στην πύλη που έβλεπε προς το κανάλι. Οι πράκτορες του παλατιού και της Quarantia, καθώς και ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις, περιπολούσαν στην πόλη όσο πιο διακριτικά μπορούσαν. Ο Πιέτρο από την πλευρά του είχε αποφασίσει να μετακινείται με το πρόσωπο ακάλυπτο, ελπίζοντας να χρησιμεύσει με τη σειρά του σαν δόλωμα και να προκαλέσει μια λάθος κίνηση εκ μέρους του εχθρού. Είχαν ενισχύσει τις θέσεις τους στον Ναύσταθμο, στο Ριάλτο, στο παλάτι των Δόγηδων, και εδώ στο Fondaco. Υπήρχαν σ’ αυτό το σημείο πενήντα έφεδροι, καθώς και όπλα, βαρέλια και προμήθειες, ενώ ανάλογα οχυρά σε μικρογραφία είχαν διασπαρεί σε όλες τις συνοικίες της Βενετίας. Φυσικά ο πληθυσμός αγνοούσε ότι καθόταν πάνω σε μια πυριτιδαποθήκη: η κατάσταση ήταν λεπτή, αν όχι εκρηκτική. Αφού αντάλλαξε ακόμη κάποια λόγια με τον συνομιλητή του, ο Πιέτρο διόρθωσε το καπέλο του και το λουλούδι στην μπουτονιέρα του και, ρίχνοντας το επανωφόρι του στην πλάτη,
κατευθύνθηκε προς την Πλατεία Σαν Μπαρτολομέο. Αμέσως έφθασαν στα αυτιά του ο θόρυβος και η φασαρία της πόλης. Οι τελευταίες συζητήσεις με τον Ρικάρντο Πάβι ήταν έντονες, η νύχτα απαίσια. Ο Πιέτρο είχε κοιμηθεί μόλις μία ώρα. Όμως έπρεπε να βρίσκεται σε εγρήγορση, τώρα περισσότερο παρά ποτέ. Ή Μαύρη Ορχιδέα άρχισε να διατρέχει τους δρόμους, παρακολουθώντας την παραμικρή κίνηση. Δύο χιλιάδες άνδρες περιέτρεχαν με αυτόν τον τρόπο τη Γαληνοτάτη, με αποστολή να πλαισιώνουν ή να διαλύουν τις ύποπτες συναθροίσεις και να υποβάλλουν σε σωματική έρευνα όσους πιθανόν έκρυβαν όπλα κάτω από τις στολές τους. Ανάμεσα στο ανύποπτο για τα όσα εξυφαίνονταν πλήθος, οι εκπρόσωποι της πολιτείας περνούσαν ώρες μεγάλης υπερέντασης. Στην προσπάθειά τους να μην αμαυρώσουν τις εορταστικές εκδηλώσεις, ήταν καταδικασμένοι να παίζουν το επίφοβο παιχνίδι της προσποίησης· οι πράκτορες της Δημοκρατίας πάσχιζαν να παραμείνουν προσηνείς, υποκρίνονταν ότι χαμογελούσαν κρύβοντας το σκυθρωπό ύφος τους, απαντούσαν στις επευφημίες επευφημώντας και αυτοί προσποιητά. Οι οικονομικές και δικαστικές υπηρεσίες ήταν κλειδωμένες. Μέσα στο ίδιο το παλάτι, είχαν φροντίσει να μην αφήσουν ανεπιτήρητη καμία από τις προσβάσεις, και η αυλή έβριθε από ενόπλους. Ο Πιέτρο σταμάτησε για μια στιγμή, δύο βήματα από το Ριάλτο. Γύρω από τη γέφυρα, μεταμφιεσμένοι στρατιώτες προσποιούνταν ότι έπαιζαν χαρτιά, ότι συζητούσαν μεταξύ τους, ότι χάζευαν τις περαστικές ή ότι επαιτούσαν, ρακένδυτοι για την περίσταση. Είχαν ορισθεί ειδικά σημεία αναγνώρισης, ώστε να αποφεύγονται οι πιθανές συγχύσεις ανάμεσα σε μασκαρεμένους στρατιώτες, αξιωματικούς με πολιτικά, περιπόλους και μυστικούς πράκτορες. Ο Πιέτρο πλησίασε πρώτα μια νεαρή γυναίκα, ακίνητη κάτω από μια αψίδα. Εδώ και μερικές ώρες, παρακολουθούσε ήρεμα
την κίνηση, με ένα μαχαίρι κρυμμένο κάτω από τη μαύρη κάπα της. Ο Πιέτρο αντάλλαξε μαζί της λίγες λέξεις «Ουδέν προς αναφορά, προς το παρόν, ιππότη!» του είπε κροταλίζοντας τη βεντάλια της στην άκρη των χειλιών της. Λίγα λεπτά αργότερα, ήταν η σειρά μιας άλλης. Φορώντας μάσκα στα μάτια και μια ψεύτικη ελιά πλάι στα χείλη, επιδείκνυε τα στήθη της παίζοντας με μια βεντάλια. Ή περίτεχνα χτενισμένη κόμη της έπεφτε σε μπούκλες, δεξιά και αριστερά από το όμορφο πρόσωπό της. Στους διαδρόμους του παλατιού, την αποκαλούσαν Ντάμα Κούπα. Και είχε μόλις αναφέρει την παρουσία του Μινώταυρου. Την είχε ανησυχήσει η παράξενη συμπεριφορά του, μα πριν καλά καλά προλάβει να αντιδράσει, εκείνος είχε χαθεί από τα μάτια της. Πρέπει να τον ξαναβρούμε. Λίγο πιο πέρα, ένας άνδρας τυλιγμένος με έναν φαρδύ σκούρο μανδύα και με καλύπτρα στο μάτι είχε παρεισφρήσει σε μια ομάδα αργόσχολων που στοιχημάτιζαν σε ένα από τα τυχερά παιχνίδια του δρόμου τα οποία πλημμύριζαν την πόλη. Το λεγόμενο lotto della venturina συνίστατο στο να ανασύρουν στην τύχη, μέσα από έναν σάκο, μάρκες πάνω στις οποίες ήταν χαραγμένος ένας αριθμός ή μια μορφή -ο Θάνατος, ο Διάβολος, ο Ήλιος, η Σελήνη, ο Κόσμος-, με την ελπίδα να κερδίσουν μια απολαυστική τηγανίτα. Ο Πιέτρο στάθηκε δίπλα στον μονόφθαλμο και για λίγα δευτερόλεπτα παρακολουθούσε μαζί του σιωπηλός το παιχνίδι. Απληστα χέρια βυθίζονταν στον σάκο και ακούγονταν φωνές χαράς ή απογοήτευσης, ανάλογα με το εύρημα. «Θα παίξετε, Μεσέρ;» ρώτησε μια φωνή. Ο Πιέτρο έδωσε μηχανικά ένα νόμισμα, ψιθυρίζοντας ταυτοχρόνως κάποιες λέξεις στον διπλανό του. Έψαξε με τη σειρά
του στον σάκο, και την ώρα που ανέσυρε μια μάρκα, αντιλήφθηκε ότι ο μονόφθαλμος άνδρας έδειχνε με το δάχτυλο μια γωνιά της πλατείας. Τότε είδε τον Μινώταυρο. Στεκόταν όρθιος λίγα μέτρα πιο πέρα, ακίνητος, σε μια ιερατική στάση, και έμοιαζε να τον περιπαίζει πίσω από τη μάσκα του. Ο Πιέτρο συνοφρυώθηκε. «Λοιπόν; Λοιπόν;» ρωτούσε ο κόσμος γύρω του. Οι φωνές έφθαναν στα αυτιά του μακρινές. Άνοιξε το χέρι, χωρίς να κοιτάξει τη μάρκα του. «Ο Θάνατος! Ο Θάνατος! Δεν έχει τηγανίτα, Μεσέρ...» Ο Πιέτρο δεν έδινε πλέον καμία προσοχή στο παιχνίδι. Απλώς συνέχιζε να παρατηρεί τον Μινώταυρο. Εκείνος δεν είχε σαλέψει. Έπειτα, αργά αργά, έσκυψε το κεφάλι. Στη γωνία των Mercerie εμφανίστηκε ξαφνικά ένα απόσπασμα στρατιωτών. Ο Μινώταυρος γύρισε απότομα προς το μέρος τους, και μετά έκανε μεταβολή και έφυγε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ο Πιέτρο, προβληματισμένος, αποφάσισε να τον ακολουθήσει κατά πόδας. Ένας δρόμος, μετά ένας άλλος· ο Μινώταυρος φαινόταν τώρα να κατευθύνεται προς την Πλατεία του Αγίου Μάρκου. Κάποια στιγμή στράφηκε προς τα πίσω και φάνηκε σαν να είδε τον Πιέτρο. Τάχυνε το βήμα. Ο Πιέτρο τον μιμήθηκε. Δεν άργησαν να φθάσουν στην Πλατεία των Λεόντων , πίσω από το παλάτι, όπου τους περίμενε νέα οχλαγωγία. Πράγματι, εδώ παρουσιάζονταν οι Δυνάμεις του Ηρακλή: ανθρώπινες πυραμίδες τις οποίες σχημάτιζαν ομάδες από τις συνοικίες, οι Καστελάνι για τις ενορίες «Εντεύθεν», γύρω από το Καστέλο, και οι Νικολότι για τις ενορίες «Εκείθεν», προς το Σαν Νικολό, στην περιοχή του Ντορσοντούρο· οι ακροβάτες, φορώντας
μπερέδες και ζώνες κόκκινου χρώματος οι πρώτοι, μαύρου οι δεύτεροι, είχαν συγκεντρωθεί εδώ για να διαγωνιστούν στην τόλμη ενώπιον όλων. Σκαρφάλωναν οι μεν πάνω στους δε, και κάθε όροφος που κατακτούσαν πανηγυριζόταν με ομοβροντίες επευφημιών. Ο Πιέτρο δεν άφηνε πλέον από τα μάτια του τον Μινώταυρο δεν ήταν τυχαίο που είχε ελκύσει αμέσως την προσοχή του η παράξενη περιβολή του τέρατος το οποίο καταδίωκε. Και προφανώς δεν ήταν τυχαίο που ο Μινώταυρος είχε έρθει να αποκαλυφθεί στον ίδιο. ...Εκεί που είν' η πλαγιά η γκρεμισμένη Της Κρήτης η ντροπή είναι ξαπλωμένη Που πιάστηκε στην ψεύτικη γελάδα... Όπως ο ταύρος που σπάει τα χάμουρά του Κι εδώ κι εκεί σαλτάρει απελπισμένος, Σαν πάρει τη θανάσιμη τη μαχαιριά του, Έτσι είδα τον Μινώταυρο να κάνει... Ο Πιέτρο βλαστήμησε καθώς διέσχιζε το πλήθος, φοβούμενος ανά πάσα στιγμή μήπως χαθεί από τα μάτια του ο Μινώταυρος. Τον είδε να εξαφανίζεται στην άλλη πλευρά της πλατείας. Ο Πιέτρο δίστασε για μια στιγμή, κι ύστερα, αντί να προχωρήσει περιμετρικά, έξω από τις γραμμές του συγκεντρωμένου πλήθους, όρμησε στην καρδιά της piazzale. Με αυτή του την κίνηση, εν μέσω ενός νέου ορυμαγδού, έσπρωξε άθελά του έναν από τους Νικολότι, αληθινό στύλο υποστήριξης της μίας από τις δύο αντίπαλες πυραμίδες, που έφθανε στον τέταρτο όροφό της. Ο δυστυχής εκείνος έβγαλε μια κραυγή και βλαστήμησε καθώς πάσχιζε να διατηρήσει την ισορροπία
του. Ταλαντεύτηκε για ένα δευτερόλεπτο, μετά για δύο... Ολόκληρη η πυραμίδα κλονίστηκε. Στην κορυφή της, ένα νεαρό αγόρι που είχε μόλις ισορροπήσει, λύγισε και πάλι. Ένιωσε να παραπαίει προς τα δεξιά. Προσπαθώντας απεγνωσμένα να ορθοποδήσει ξανά, έκανε κυκλικές κινήσεις με τα χέρια του. Κατόρθωσε έτσι να αρπάξει τον διπλανό του, απειλώντας να τον παρασύρει στην αναπόφευκτη πτώση του... Ολόκληρο το ικρίωμα κλυδωνίστηκε για μια στιγμή, ταλαντευόμενο δεξιά και αριστερά, εν μέσω των κραυγών του αποσβολωμένου πλήθους... Έπειτα η πυραμίδα κατέρρευσε μεμιάς, σαν πύργος από τραπουλόχαρτα. Το πλήθος, έξαλλο και φοβισμένο, κύκλωσε με τα χέρια τους άνδρες που έπεφταν οι μεν πάνω στους δε, χιμώντας μαζικά προς τα εμπρός με ορμή, σαν ένας έντονος παλμός που ανεβοκατέβαινε όπως η φουσκοθαλασσιά, ανάμεσα στις δεκάδες κεφάλια και μέλη που σημάδευαν τον ουρανό. Όμως το μοιραίο σφάλμα του Πιέτρο δεν είχε περάσει απαρατήρητο από όλους-κάποιοι από τους αργόσχολους επιχείρησαν να του κλείσουν το δρόμο. Ή Μαύρη Ορχιδέα βρυχήθηκε, παλεύοντας σαν μανιακός. Χτύπησε στο πρόσωπο με τη γροθιά του έναν άνδρα που ετοιμαζόταν να τον ακινητοποιήσει πιάνοντάς τον από τη μέση. Ο Πιέτρο κατόρθωσε να ελευθερωθεί με μια κίνηση, και επωφελούμενος από τη γενική ταραχή και κατάπληξη, αποσπάστηκε από το πλήθος και άρχισε να τρέχει προς την Πλατεία του Αγίου Μάρκου, που βρισκόταν πολύ κοντά. Πριν καλά καλά προλάβει να φθάσει εκεί, τον σταμάτησε ένα κοριτσάκι με φωτεινό βλέμμα και ηλιοκαμένο πρόσωπο. «Καλημέρα! Είμαστε οι μικρές μαθήτριες της Αγίας Τριάδας!» Α όχι, δεν είναι ώρα γι ’ αυτά τώρα! Κρατούσε ένα μικρό χαρτονένιο κουτάκι με μια σχισμή και το κουνούσε κάτω από τη μύτη του Πιέτρο, κάνοντας το περιεχόμενό
του να κουδουνίζει. Ένα σμάρι κοριτσάκια σκορπίζονταν εδώ κι εκεί συλλέγοντας τις δωρεές των καλών ενοριτών-ήταν ήδη ντυμένες σαν καλόγριες, ή φορούσαν λευκό πουκαμισάκι, μπλε φουστίτσα και φιόγκο στα μαλλιά. «Μεσέρ! Για τις μικρές μαθήτριες της...» Ο Πιέτρο έριξε αφηρημένα ένα νόμισμα στο κουτί και εξαφανίστηκε σπρώχνοντας το κοριτσάκι, καθώς πάσχιζε να ξαναβρεί τον Μινώταυρο. Στην πλατεία επικρατούσε ακόμη μεγαλύτερη αναταραχή. Ο Δόγης είχε εμφανιστεί στο λαό από το βήμα της βασιλικής του Αγίου Μάρκου για να κηρύξει την επίσημη έναρξη των εορτασμών της Sensa. Οι επαγγελματικές συντεχνίες παρήλαυναν με όλα τους τα λάβαρα, τους αγίους, τα αγάλματα και τις λειψανοθήκες τους. Μία από αυτές τις παρελάσεις ξεπερνούσε σε ομορφιά όλες τις υπόλοιπες: η παρέλαση της συντεχνίας των υαλουργών του Μουράνο. Ενώ αναζητούσε ακόμη τα ίχνη του Μινώταυρου, ο Πιέτρο διέκρινε τον νεαρό Τάτσιο, τον γιο του μακαρίτη Φεντερίκο Σπαντέτι. Το θέαμα αυτό, αν και φευγαλέο, τον θάμπωσε. Ο Τάτσιο στεκόταν όρθιος σε ένα άρμα στολισμένο με πολύχρωμες σημαίες· καθισμένη στο πλάι του, μια νεαρή γυναίκα με πυρωμένα μάγουλα και ακτινοβόλο χαμόγελο αστραποβολούσε μέσα στο κρυστάλλινο φόρεμά της. Ή κοπέλα αυτή, που έλαμπε με χίλιες φλόγες, έμοιαζε σαν οπτασία από έναν άλλο κόσμο. Προφανώς ο Βιραβόλτα δεν ήταν ο μόνος που το σκέφτηκε αυτό, διότι γύρω της υψώθηκαν αμέσως ψίθυροι θαυμασμού και νέα χειροκροτήματα. Πάνω στο άρμα, η σαγηνευτική νύμφη, με ένα διάδημα να στεφανώνει το ουράνιο μέτωπό της, κινούσε απαλά το χέρι της στην αύρα. Να ήταν άραγε αυτή η Σεβερίνα που τόσο θερμά ποθούσε ο Τάτσιο, και για την οποία
είχε μιλήσει στον Πιέτρο ο Σπαντέτι κατά τη συνάντησή τους στο Μουράνο; Ο καθένας θα την ερωτευόταν, παραδέχθηκε νοερά ο Πιέτρο. Ή Σεβερίνα ήταν υπέροχη, με το γυάλινο λαμέ φουρό της με τις πτυχώσεις στο χρώμα του οπαλίου και τή ζώνη από μαργαριτάρια που η πόρπη της είχε σχήμα αστεριού, με την τραχηλιά από λεπτοεργασμένο γυαλί και τις γλώσσες από κρύσταλλο, όπου αντικατοπτρίζονταν τα πάντα: το παλάτι των Δόγηδων, το λεπτό βέλος του Καμπανίλε, τα εκδικητικά φτερά του λιονταριού που δέσποζε στη λιμνοθάλασσα, και ακόμη τα πρόσωπα του εμβρόντητου πλήθους· ναι, σε αυτούς τους αντικατοπτρισμούς συνοψιζόταν εντέλει όλη η ιστορία της Βενετίας, σαν ένα πυροτέχνημα από χρώματα και λάμψεις. Και η Σεβερίνα εξακολουθούσε να γνέφει χαμογελώντας. Δίπλα της στεκόταν ο νεαρός εραστής της, ο Τάτσιο, ξανθός άγγελος με χλομό πρόσωπο, ένας Άδωνις που ατένιζε τον ήλιο ή ένας Απόλλων που οδηγούσε το άρμα του, προκαλώντας το σύμπαν με τις υπερβολές του. Με το λάβαρο υψωμένο, ο Τάτσιο είχε μια έκφραση κατήφειας που δεν ταίριαζε καθόλου με τα φωτεινά χαμόγελα της Σεβερίνα. Εξακολουθούσε να φορά μαύρο ένδυμα, σε ένδειξη πένθους, και από πάνω έναν φαρδύ μανδύα με χρυσοκέντητα μανίκια. Είχε τη μύτη σηκωμένη σαν να βρισκόταν στην πλώρη ενός πλοίου, ενώ πίσω του δύο χιλιάδες εργάτες της συντεχνίας παρήλαυναν πεζοί με στρατιωτικό βηματισμό, μέσα σε μια πανδαισία από λάβαρα και σημαίες. Κίτρινοι διαβήτες και ξυλόσφυρες σε πορφυρό φόντο, πλοία έτοιμα να σαλπάρουν πάνω σε γαλάζιες σημαίες, βρυχώμενα θηρία πάνω σε λευκούς ή μαύρους ανεμοδείκτες η μακρά πομπή εκτεινόταν από την πλατεία ως τον Ναύσταθμο, στη Ρίβα Κα’ ντι Ντίο. Λίγο αργότερα, το άρμα του Τάτσιο πέρασε κάτω από το βήμα της βασιλικής και σταμάτησε. Με το χέρι στην καρδιά, ο Τάτσιο υποκλίθηκε σε ένδειξη σεβασμού. Κάτω από
τις περίφημες γλυπτές κεφαλές βοών που κοσμούσαν το βήμα, στεκόταν η Αυτού Γαληνοτάτη Υψηλότης, ο Δόγης της Βενετίας. Με ένα νεύμα του χεριού, υπέδειξε στον νεαρό να σηκωθεί. Εκείνος υπάκουσε και έδειξε στον Ηγεμόνα την ωραία Σεβερίνα και το κρυστάλλινο φόρεμά της. Νέο κύμα επευφημιών. Αντί άλλης απαντήσεως, ο Φραντσέσκο Λορεντάν πήρε μια χούφτα λουλούδια από ένα καλάθι που του έφεραν και έρανε με αυτά το νεαρό ζευγάρι· κατόπιν έδειξε στο πλήθος ένα παράσημο με χρυσά αστέρια το οποίο θα παραλάμβανε από τα χέρια του ο Τάτσιο μόλις θα έπεφτε το βράδυ. Ο νεαρός τότε ευθύμησε κάπως: αντάλλαξε με τη Σεβερίνα ένα θερμό χαμόγελο και απόθεσε στα χείλη της ένα φιλί. Την ίδια ώρα ο Πιέτρο εξακολουθούσε να αναζητά τον Μινώταυρο. Και εντέλει τον εντόπισε· είχε περάσει από την άλλη πλευρά της πομπής. Μετά την αμοιβαία απότιση των φόρων τιμής κάτω από το βήμα της βασιλικής, η πομπή διερχόταν εμπρός από τις Procuratie, έκανε το γύρο της πλατείας παρακάμπτοντας μια ξύλινη κονίστρα που είχε στηθεί για την περίσταση, και κατευθυνόταν τώρα προς τις αποβάθρες μέσω της Piazzetta. Τώρα το αναρίθμητο αυτό πλήθος χώριζε τον Πιέτρο από την παράξενη μορφή την οποία ακολουθούσε. Οι δύο άνδρες κοιτάχτηκαν από τις δύο αντίθετες πλευρές της πομπής, χωρίς να σαλεύουν. Ο χρόνος έμοιαζε ξανά να έχει παγώσει. Στέκονταν εκεί, ο ένας σαν αινιγματικό κερασφόρο τέρας, που δέσποζε με το ψηλό του ανάστημα δίπλα σε δύο μεταμφιεσμένες εταίρες, και ο άλλος με το πρόσωπο σφιγμένο, να κρατά τα πιστόλια του κάτω από τον μανδύα του και να περιμένει τη στιγμή να ορμήσει... Τέλος, όταν πέρασε και η τελευταία συντεχνία, ο Πιέτρο έκρινε ότι είχε έρθει η στιγμή, και χίμηξε προς τα εμπρός. Όμως στο χώρο που έμεινε κενός συνέρρευσε αμέσως ο όχλος, προσαρμόζοντας το βήμα του στον βηματισμό των συντεχνιών και συνεχίζοντας να τις αποθεώνει, άλλοτε επευφημώντας τες και
άλλοτε μιμούμενος την παρέλασή τους. Ο κλοιός έσφιξε αμέσως γύρω από τον Πιέτρο, που πιεζόταν όλο και περισσότερο. Ο Μινώταυρος είχε και πάλι χαθεί από τα μάτια του. Έμεινε έτσι για αρκετό χρόνο, προσπαθώντας να διασχίσει το αδιαπέραστο παραπέτασμα των Βενετσιάνων αργόσχολων που τον απωθούσαν αναπόδραστα προς τις Procuratie. Από την αρχή της ημέρας, είχαν τελεστεί πολλές λειτουργίες· στην πόλη ηχούσαν διαρκώς οι καμπάνες. Μετά από μια σύντομη επιστροφή του στο παλάτι, ο Φραντσέσκο Λορεντάν έκανε και πάλι την εμφάνισή του. Είχε λάβει θέση στο pozzeto, το φαρδύ κάθισμα που μετέφεραν στους ώμους τους τέσσερις άνδρες, έχοντας δίπλα του τον γενικό διοικητή του Ναυστάθμου, και διέβαινε ανάμεσα στο πλήθος. Ή παρουσία του, όπως ήταν φυσικό, ενίσχυσε την ευφορία των χιλιάδων συγκεντρωμένων. Ο Δόγης έριχνε γύρω του νομίσματα που εικόνιζαν τον ίδιο, υπενθυμίζοντας με αυτό τον τρόπο την τελετή ενθρόνισής του. Πίσω του τα μέλη της αριστοκρατίας μοίραζαν ψωμί, κρασί και χρήματα. Ανάμεσα σε ένα κεφάλι και σε ένα χέρι που κινούνταν εμπρός του, ο Πιέτρο διέκρινε για μια στιγμή το αυστηρό πρόσωπο του Ρικάρντο Πάβι, του αρχηγού της Quarantia Criminate, ο οποίος συνόδευε με τους δικούς του πράκτορες την προσωπική φρουρά του Δόγη που πλαισίωνε το pozetto. Κάτω από τις αψίδες των Procuratie, οι συναυλίες έδιναν κι έπαιρναν. Οι «φτωχούλες» του παλατιού, δώδεκα γριές γνωστές στο κοινό, πρώην υπηρέτριες στο παλάτι οι οποίες ζούσαν πλέον στην αθλιότητα, δέχονταν τις ελεημοσύνες των πλουσίων απλώνοντας το χέρι, ενώ ταυτόχρονα έδιωχναν κλοτσηδόν τους ανταγωνιστές και τις ανταγωνίστριες που συνωθούνταν εκεί για τον ίδιο λόγο. Το βράδυ το παλάτι θα φωτιζόταν με πυρσούς, ο Μεγάλος Χορός θα συνένωνε ξένους και Βενετσιάνους ευγενείς, τα πυροτεχνήματα θα έστεφαν τη Βενετία με καινούρια άστρα, και ο Άγιος Μάρκος θα ήταν
κατάφωτος σαν να ήταν μέρα. Ο Πιέτρο διαγκωνιζόταν απεγνωσμένα, επιχειρώντας να απεγκλωβιστεί επιτέλους από το περιρρέον χάος και επισύροντας νέες καυστικές παρατηρήσεις. «Σιγά, φίλε μου, σιγά!...» «Ε! Δεν είστε μόνος σας!...» «Ηρέμησε!, ιππότη!...» Κάθε τόσο σηκωνόταν στις μύτες των ποδιών, προσπαθώντας, χωρίς να το πολυπιστεύει, να ξαναβρεί τον Μινώταυρο τη φορά αυτή είχε όντως εξαφανιστεί. Μακριά, στη γωνία της πλατείας, το pozetto του Δόγη χανόταν κι αυτό... Ή Αυτού Γαληνοτάτη Εξοχότης κατευθυνόταν προφανώς προς τον Ναύσταθμο, όπου θα καθελκυόταν η επίσημη γαλέρα του, ο Βουκένταυρος. Αν όμως συνέβαινε κάτι καθ’ οδόν, πριν καν ο Δόγης προλάβει να φθάσει στη λιμνοθάλασσα; Ο Πιέτρο ξέσπασε πάλι σε βλαστήμιες. Κάτω από τις Procuratie, και μέχρι το παλάτι, είχαν στήσει ξύλινα υπόστεγα- ο Πιέτρο διέσχισε όπως όπως, κόντρα στο πλήθος, τα υπαίθρια καταστήματα με τις δαντέλες, τους ζωγραφικούς πίνακες, τα κοσμήματα και τα κρύσταλλα. Είχε χάσει πολύτιμο χρόνο καθώς το ποτάμι του πλήθους τον είχε ακινητοποιήσει χωρίς να μπορεί να αντιδράσει- κάθε στιγμή τον εμπόδιζαν να προχωρήσει- οι βλαστήμιες ξανάρχισαν εντονότερες. Ώσπου ξαφνικά σταμάτησε. Στα πόδια του, ως εκ θαύματος, ήταν πεσμένη μια μάσκα. Ή μάσκα του Μινώταυρου. Ο Πιέτρο τη σήκωσε αμέσως. Στο εσωτερικό της βρήκε ένα σφραγισμένο σημείωμα. Το άνοιξε με πυρετώδεις κινήσεις. Έχασες, Βιραβόλτα! Βρισκόμαστε στον Έβδομο Κύκλο,
«Τώρα όμως με προσοχή για να κοιτάξεις γύρνα Το αιμάτινο ποτάμι που τρέχει στην κοιλάδα Και μέσα βράζουν όσοι τους άλλους βλάψανε με βία». Ναι, Μαύρη Ορχιδέα: στον ποταμό του αίματος Θα αφανιστεί ο Λορεντάν, Και αυτό από δικό σου σφάλμα, στον επόμενο Κύκλο. Ποιος από τους δυο μας πρώτος Θα φθάσει ως τα πόδια του; ΒΙΡΓΙΛΙΟΣ Ο Πιέτρο, όλο και πιο νευρικός, σήκωσε τα μάτια και κοίταξε ξανά ολόγυρά του. Μια ξαφνική βοή τον έκανε να στρέψει το κεφάλι. Ερχόταν από την κονίστρα που είχαν στήσει στην πλατεία, γύρω από την οποία είχαν περάσει οι συντεχνίες. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για ένα μεγάλο αμφιθέατρο, κατασκευασμένο για την περίσταση, κατ’ απομίμηση του αμφιθεάτρου του Τίτου στη Ρώμη. Μια καινούρια παρέλαση είχε ξεκινήσει, αποτελούμενη από σαράντα οκτώ μασκοφόρους που αντιπροσώπευαν τα φιλικά προς τη Βενετία έθνη. Ή Ουγγαρία, η Αγγλία, η Ελβετία, η Ισπανία υποκλίνονταν εμπρός στο κοινό και μετά χάνονταν κάτω από την ξύλινη πύλη. Γύρω από την κονίστρα, μορφές από την κωμωδία έπαιζαν με σάλπιγγες και τύμπανα. Ακούγονταν συγκεχυμένα μουγκανητά και γαβγίσματα. Σε λίγο θα κήρυτταν την έναρξη των ταυρομαχιών, στο κέντρο του αμφιθεάτρου· διακόσιοι στιβαροί ταύροι, φυσώντας καπνό από τα ρουθούνια, θα διαδέχονταν ο ένας τον άλλο όλη την ημέρα, αλλά και
τις δύο επόμενες. Εκείνη τη στιγμή η εικόνα του ταύρου, συνδεδεμένη με την ιδέα της θυσίας, αντήχησε παράξενα στο μυαλό του Πιέτρο. Το βλέμμα του ερευνούσε την Πλατεία του Αγίου Μάρκου από τη μια άκρη ως την άλλη, ακολουθώντας τις κραυγές του πλήθους, χωρίς να ξέρει πλέον πού να στραφεί. Ώσπου ξαφνικά άκουσε μια σειρά από σφυρίγματα. Βρισκόταν τώρα στη γωνία της Πλατείας του Αγίου Μάρκου και της Piazetta. Έστρεψε το βλέμμα προς το Καμπανίλε. Εκεί κοντά άρχιζε να σχηματίζεται μια συνάθροιση η οποία ανταγωνιζόταν εκείνη που είχε συγκροτηθεί γύρω από το αμφιθέατρο. Ο Πιέτρο συνοφρυώθηκε. Το Άλμα του Θανάτου! Το αποκαλούσαν επίσης «Πέταγμα του Τούρκου»: ένα παιχνίδι επικίνδυνο, όπου οι εργάτες του Ναυστάθμου γλιστρούσαν σε ένα σχοινί τεντωμένο ανάμεσα στο Καμπανίλε και το παλάτι των Δόγηδων, εκτελώντας ταυτοχρόνως τις πιο παράτολμες φιγούρες. Ενίοτε κάποιοι άτυχοι εργάτες τραυματίζονταν προσκρούοντας στην πρόσοψη. Τη φορά αυτή δεν είχαν τεντώσει μόνο ένα, αλλά τέσσερα, πέντε σχοινιά από το Καμπανίλε ως τα μπαλκόνια του παλατιού: χρησιμοποιούσαν βαλλιστρίδες για να τα προωθούν απέναντι, και εκεί τα παραλάμβαναν άλλοι εργάτες οι οποίοι ήλεγχαν την ασφάλεια του όλου συστήματος. Ακούστηκε ένα ακόμη σφύριγμα, και μετά ένα άλλο. Μα τι στο... Τότε ο Πιέτρο, βλέποντας τις πρώτες μασκοφόρες σιλουέτες να κατευθύνονται προς τα σχοινιά, κατάλαβε τι συνέβαινε. Στράφηκε
προς το Καμπανίλε. Μετά προς το παλάτι. Αιφνιδιασμένος ο ίδιος από την ανακάλυψή του, ψέλλισε ξανά ένα Μα... μα... χωρίς να μπορεί να εμποδίσει το βλέμμα του να πηγαινοέρχεται ανάμεσα στα δύο άκρα, το βέλος του πύργου από τη μια, τα μπαλκόνια από την άλλη. Έπειτα, εν μέσω των επευφημιών, πέντε μαυροντυμένοι άνδρες γλίστρησαν στον χώρο από πάνω του. Το Πέταγμα του Τούρκου. Και ο Πιέτρο κατάλαβε ότι δεν επρόκειτο για εργάτες του Ναυστάθμου. Μόλις είχε αντιληφθεί με ποιον τρόπο είχαν σχεδιάσει τα Πουλιά της Φωτιάς να εισχωρήσουν στο εσωτερικό του παλατιού. Τα Πουλιά της Φωτιάς! Ναι, ήταν ο Ορινήλ, από την τάξη του Αβαδδών· ο Χαλάν, από την τάξη του Ασταρώθ- ο Μαγίδ, από τις Αρχές· ο Διραλισήν από τις Κυριότητες και ο Ασέαλ από τους Θρόνους. Τώρα περνούσαν διαδοχικά πάνω από τον Πιέτρο, ανά πεντάδες, και υποδέχονταν οι μεν τους δε στα μπαλκόνια. Το βλέμμα του τους ακολουθούσε από τη μία άκρη ως την άλλη καθώς γλιστρούσαν στα σχοινιά, με όλο το πλήθος να τους παρακολουθεί, αγνοώντας το τι εξυφαινόταν. Πάνω στις στέγες της βασιλικής εμφανίστηκαν και άλλες κουκουλοφόρες σιλουέτες, και από την άλλη πλευρά του παλατιού τέντωναν και νέα σχοινιά από τα γειτονικά κτίρια. Εμβρόντητος ο Πιέτρο παρακολουθούσε το θέαμα σαν υπνωτισμένος· γύρω του ο κόσμος γελούσε και έδειχνε με το δάχτυλο τους ακροβάτες! Ο Πιέτρο κοίταξε προς την κατεύθυνση του παλατιού, και μετά προς τις αποβάθρες όπου είχε εξαφανιστεί ο Δόγης με το pozetto του. Άνοιξε τότε τον μανδύα του και έβγαλε από τη ζώνη του μια μικρή κατσαρόλα με ένα μεταλλικό κουτάλι. Χτύπησε με όλη του τη
δύναμη, ειδοποιώντας μια ομάδα στρατιωτών που ήταν συγκεντρωμένοι κοντά στην porta del Frumento· τρεις από αυτούς, με ύφος σκωπτικό, παρακολουθούσαν χωρίς να καταλαβαίνουν τις σκιές που γλιστρούσαν στα σχοινά. Ένας άλλος, πιο εύστροφος, άκουσε το θόρυβο και άρχισε να φωνάζει διακρίνοντας τον Πιέτρο. Από τη μια άκρη της πλατείας ως την άλλη άρχισαν να ακούγονται ήχοι από κατσαρόλες, που έπειτα μεταδόθηκαν εδώ, στις Procuratie, και μετά πιο πέρα, στις Mercerie, και τέλος ένα πανδαιμόνιο κρότων κάλυψε τα πάντα: ο συναγερμός είχε σημάνει! Για μία ακόμη φορά ο Πιέτρο δίστασε ανάμεσα στα δύο πιθανά θέατρα επιχειρήσεων. Έπρεπε άραγε να σπεύσει στο εσωτερικό του παλατιού μαζί με τη φρουρά, ή να τρέξει να σώσει τον Δόγη; Τελικώς επέλεξε να δείξει εμπιστοσύνη στους στρατιώτες του παλατιού και όρμησε προς τις προκυμαίες. Αρκεί μόνο να φθάσω εγκαίρως! Είχε διανύσει μόλις λίγα μέτρα, όταν σταμάτησε και πάλι. Στη λιμνοθάλασσα διαγραφόταν τώρα το επιβλητικό και μεγαλοπρεπές προφίλ του Βουκένταυρου. Εδώ είχε λάβει θέση ο Δόγης, περιστοιχισμένος από γερουσιαστές, κυρίες της αριστοκρατίας και εκπροσώπους ευγενών οικογενειών που, αφού είχαν εκπροσωπήσει τη Γαληνοτάτη στις ξένες μοναρχίες, είχαν αποκτήσει τον τίτλο του Ιππότη. Πίσω από τον Βουκένταυρο ακολουθούσε η Νεγκρόν, η επίσημη γαλέρα του πρέσβη της Γαλλίας· όμως ο ίδιος ο Πιερ-Φρανσουά ντε Βιλεντιέ, με πρόσκληση του Λορεντάν, είχε επιβιβαστεί στον Βουκένταυρό, πλάι στον Δόγη. Ο θρόνος είχε στηθεί στην πρύμνη, κάτω από ένα τεράστιο κόκκινο κουβούκλιο, όπου τα ηράκλεια σύμβολα που είχαν ως εμβλήματά
τους όλοι οι Ευρωπαίοι ηγεμόνες εκτίθεντο με φόντο το χρυσό και την πορφύρα. Ο λέων της Νεμέας συνυπήρχε με τις κεφαλές της Λερναίας 'Υδρας· στα πόδια του, ο θεός Παν βάσταζε τον Κόσμο· από κάτω του, πλούσια διακοσμημένες ζωγραφικές παραστάσεις σε οβάλ σχήμα απεικόνιζαν, ανάλογα με τις εποχές και τους μήνες του χρόνου, τις αρετές της Βενετίας, σαν φόρος τιμής στη δόξα της Δημοκρατίας: Αλήθεια, Φιλοπατρία και Τόλμη, Μελέτη, Επαγρύπνηση, Τιμή, Μετριοφροσύνη, Ευσέβεια, Καθαρότητα, Δικαιοσύνη, Ισχύς, Εγκράτεια, Ταπεινότητα, Πίστη, Αγνότητα, Φιλανθρωπία συνόδευαν τις αλληγορικές απεικονίσεις των Επιστημών και των Τεχνών και την εξαίσια Μεγαλοπρέπεια. Τα φτερωτά λιοντάρια του Αγίου Μάρκου διασταυρώνονταν με τα εμβλήματα του Ναυστάθμου και των σπουδαιότερων συντεχνιών της Βενετίας, σιδηρουργών, ξυλουργών και καλαφάτηδων, που ήταν οι στυλοβάτες του μεγαλείου της Αυτοκρατορίας. Στην πλώρη δέσποζαν η Δικαιοσύνη και η Ειρήνη, πάνω από τα σύμβολα που αναπαριστούσαν τους ποταμούς της Ξηράς, τον Αδίγη και τον Πάδο, εκφάνσεις της ειρηνικής κυριαρχίας της Βενετίας στις εν λόγω περιοχές. Γύρω από τον Βουκένταυρο και τη Νεγκρόν, ένα σμάρι από σκάφη έκαναν τα κύματα της λιμνοθάλασσας να αστραποβολούν: δεκάδες γόνδολες, bissone με οκτώ έως δέκα κωπηλάτες, μεγάλες γόνδολες των αριστοκρατών που συναγωνίζονταν σε πολυτέλεια, νικήτριες των τελευταίων ιστιοδρομιών, αλλά και τεράστια ναυτικά άρματα σε σχήμα φάλαινας, τρίτωνα ή δελφινιού· γυναίκες ντυμένες ελαφρά, μέσα σε πλωτά κοχύλια, έγνεφαν με τα χέρια προς τις όχθες, όπου συνωστιζόταν το πλήθος, μαγεμένο από την υπέροχη παρέλαση. Ψεύτικες σπηλιές στολισμένες με φύκια και κοράλλια, στρατιές από γοργόνες, τέρατα της αβύσσου που εκτόξευαν πίδακες νερού, έμοιαζαν να φιλονικούν κάτω από το αγέρωχο βλέμμα ενός Ποσειδώνα με μυώδες στέρνο. Σιγά σιγά το μαγικό αυτό τοπίο
οργανωνόταν· τα σκάφη λάμβαναν τις θέσεις τους, συνέκλιναν μεταξύ τους, παρατάσσονταν, γλιστρούσαν εμπρός ή πίσω από κάποιο μεγαλύτερο ή μικρότερο. Τότε, κάτω από τα εκστασιασμένα βλέμματα του πλήθους, άρχισε να εκτυλίσσεται μια μακρά παρέλαση πινάκων μπαρόκ, που ο καθένας τους ήταν δομημένος γύρω από μια θεότητα: επικεφαλής, βεβαίως, ήταν η Αφροδίτη, αλλά αμέσως μετά εμφανιζόταν ο Άρης, και κατόπιν η Ήρα, ο Απόλλων και η Αθηνά. Τέλος ο Πήγασος, το φτερωτό άτι, ανασηκωμένος σαν να ετοιμαζόταν να εγκαταλείψει τη θάλασσα, περνούσε εμπρός από τον ήλιο, που απέναντι του χλόμιαζε. Ο Βουκένταυρος και η πολύχρωμη αρμάδα του είχαν εξέλθει.
Όγδοος Κύκλος
ΑΣΜΑ XXII
Οι Γάμοι της Θάλασσας Ο Πιέτρο έτρεξε στις αποβάθρες. Εκεί είχαν εγκαταστήσει ξύλινα κλουβιά με άγρια ζώα. Μια λέαινα στριφογύριζε πίσω από τα κάγκελα· ένας ασιατικός ρινόκερος, με το κέρατο κατεβασμένο, ανασκάλευε βαριεστημένα ένα σωρό από σανό σκεπασμένο με τα περιττώματά του· ένας γατόπαρδος έδειχνε τους κυνόδοντές του προτείνοντας το πόδι του· τέλος, ένας Άραβας ήταν καβάλα σε μια καμήλα που προχωρούσε νωχελικά ανάμεσα στους ενθουσιώδεις περιπατητές. Ο Πιέτρο σταμάτησε για μια στιγμή στην άκρη της αποβάθρας εμπρός στη λιμνοθάλασσα. Τεχνητοί κήποι επάνω σε τεράστιες σχεδίες κοσμούσαν την όχθη: κομμάτια γκαζόν με φυτά μέσα σε γλάστρες και μπουκέτα από άνθη ολοκλήρωναν την ομορφιά της σκηνής. Καινούριες συναυλίες άρχιζαν εδώ κι εκεί, και περιδιάβαινες από τη μια σχεδία στην άλλη, υπό τους ήχους των μουσικών του μπαρόκ που έπαιζαν πάνω σε ξύλινες γέφυρες οι οποίες είχαν στηθεί για την περίσταση. Ο Πιέτρο προχώρησε σε μία από αυτές, και με μερικά άλματα διέσχισε τρεις ή τέσσερις σχεδίες, για να καταλήξει τελικώς σε μια γόνδολα. Το σκάφος κλυδωνίστηκε επικίνδυνα με αυτή την εισβολή, και ο γονδολιέρης παρ’ ολίγο να πέσει στο νερό. Ξαναστάθηκε με δυσκολία στα πόδια του, εκτοξεύοντας βλαστήμιες. Εκείνη τη στιγμή ο Πιέτρο παρατήρησε ότι και άλλες γόνδολες συνέκλιναν προς τον Βουκένταυρο, προκαλώντας ταραχή στη θαλάσσια παρέλαση και εμποδίζοντας τη διέλευση των Νάίάδων μέσα στα κοχύλια τους και των Ποσειδώνων
που κράδαιναν τις τρίαινές τους. «Πηγαίνετέ με στον Βοοκένταυρο», είπε ο Πιέτρο με κομμένη την ανάσα. «Είναι ζήτημα ζωής και θανάτου!» Ο γονδολιέρης ήταν ένας άνδρας σαράντα περίπου ετών, με πρόσωπο ηλιοκαμένο και ζαρωμένα μάτια. Το ύφος του ταλαντευόταν ανάμεσα στην απορία και την οργή. Προφανώς σκεφτόταν να απαλλαγεί επιτόπου από τον απρόσκλητο επισκέπτη, όμως κάτι στο αυταρχικό βλέμμα του τελευταίου τον έκανε ν’ αλλάξει γνώμη. Ο Πιέτρο του έδειξε την καινούρια άδεια διέλευσης που του είχε δώσει ο Ρικάρντο Πάβι, υπογραμμένη από το χέρι του αρχηγού της Criminale και επικυρωμένη με τη σφραγίδα του Δόγη. «Ο Δόγης διατρέχει μεγάλο κίνδυνο. Κάνε γρήγορα, φίλε μου! Γρήγορα!» Ο γονδολιέρης παρατήρησε το τυλιγμένο χαρτί χωρίς να καταλαβαίνει, κοίταξε τον Πιέτρο, και μετά το πρόσωπό του επιτέλους φωτίστηκε. Ακόμη δίσταζε, όμως ο Πιέτρο τού φώναξε και πάλι. Εντέλει ο άνδρας χαμογέλασε και διόρθωσε τον σκούφο του. «Είστε τυχερός, Μεσέρ. Πέσατε στον γρηγορότερο γονδολιέρη της Δημοκρατίας...» «Ήρθε η ώρα να το αποδείξετε», είπε ο Πιέτρο. Οι Γάμοι της Θάλασσας. Το ταξίδι του Δόγη στη λιμνοθάλασσα την ημέρα αυτή της Sensa ήταν μια από τις σημαντικότερες στιγμές στη ζωή της Γ αληνοτάτης. Ή συμβολική και σύντομη οδύσσειά του είχε σαν κατάληξη το Σαν Νικολό στο Λίντο. Εκεί, από τον Βουκένταυρο, ο Δόγης έριχνε κάθε χρόνο στο νερό ένα δαχτυλίδι
ευλογημένο από τον πατριάρχη προφέροντας τα παρακάτω λόγια: «Σε νυμφευόμαστε, θάλασσα, σε ένδειξη πραγματικής και αιώνιας κυριαρχίας»: desponsamus te, mare, in signum veri perpetuique dominii. Αυτή η χειρονομία σύμπνοιας και νέας συμμαχίας μνημόνευε τον θρίαμβο του 1177, όταν ο τότε αυτοκράτωρ, θέλοντας να ανταμείψει την πόλη, που τον είχε στηρίξει εναντίον του Βαρβαρόσα, είχε υποκλιθεί εμπρός στον πάπα κάτω από την αψίδα της βασιλικής του Αγίου Μάρκου. Τότε ο Αλέξανδρος παραχώρησε στη Βενετία τη θαλάσσια κυριαρχία. Εκ των υστέρων, το γεγονός αυτό θεωρήθηκε ως προφητεία, διότι με αυτό τον τρόπο είχε αρχίσει να οικοδόμεί τη φήμη της η Γαληνοτάτη. Πάνω στον Βουκένταυρο, ο Φραντσέσκο Λορεντάν, καθισμένος στον επίσημο θρόνο του, συνομιλούσε με τον πρέσβη Πιερ-Φρανσουά ντε Βιλεντιέ, ο οποίος, μετά τον χορό του Βικάριο, απολάμβανε κατενθουσιασμένος τα οφέλη της πρόσφατης άφιξής του στη Γαληνοτάτη. Παρακολουθούσε με ύφος εντελώς εκστασιασμένο τα θαύματα που παρήλαυναν εμπρός του. Περιστοιχισμένος, κατά τα ειωθότα, από πλούσιες κυρίες της αριστοκρατίας, έσκυβε πότε δεξιά και πότε αριστερά για να δει τη λιμνοθάλασσα και τα αμέτρητα πλοία που τους περιέβαλλαν και ξεσπούσε κατά διαστήματα σε επιφωνήματα χαράς και γεμάτα θαυμασμό συγχαρητήρια. Ο Λορεντάν, από την πλευρά του, πίσω από τα εθιμοτυπικά χαμόγελα έκρυβε τη βαθύτατη ανησυχία του. Λίγο πιο πέρα, ο Ρικάρντο Πάβι, συνοφρυωμένος, με πρόσωπο σαν πέτρα, προσπαθούσε επίσης να συγκροτήσει τη νευρικότητά του. Με τα χέρια σταυρωμένα εμπρός του, έριχνε από καιρού εις καιρόν ένα σκοτεινό βλέμμα προς την άκρη του Λίντο. Στο παλάτι, τα τζάμια του επάνω ορόφου έγιναν θρύψαλα. Ένα
από τα Πουλιά της Φωτιάς, φορώντας μαύρη κουκούλα, κυλίστηκε στο δάπεδο και μετά σηκώθηκε και τράβηξε από τη ζώνη του ένα πιστόλι. Δέκα συμμαχητές του ορμούσαν προς την Αίθουσα του Συμβουλίου, ενώ άλλοι δεκαπέντε προς την Αίθουσα του Κολεγίου. Οι πρώτες αψιμαχίες είχαν αρχίσει, και κάτω από τη νωπογραφία του Τιντορέτο Ή Βενετία Δέχεται τα Δώρα της Θάλασσας ακούγονταν πυροβολισμοί, που αντηχούσαν έντονα, καθώς τα όπλα είχαν απαγορευτεί κατά τη διάρκεια των εορτασμών. Έξω ο κόσμος εξακολουθούσε να χειροκροτεί, νομίζοντας ότι επρόκειτο απλώς για κροτίδες, προοίμιο των βραδινών πυροτεχνημάτων που όλοι περίμεναν με ανυπομονησία: των πυροτεχνημάτων του Μεγάλου Χορού της Επικυρίαρχης. Μετά τις πρώτες ομοβροντίες, τώρα έβγαιναν από τις θήκες τους τα σπαθιά και τα μαχαίρα. Πλήθος στρατιώτες ανέβαιναν τη Scala d’Oro και ορμούσαν στον προθάλαμο της Αίθουσας του Κολεγίου· σε τρία σημεία του παλατιού, τα Πουλιά εξακολουθούσαν να συρρέουν μέσω των σχοινιών, ενώ άλλοι κατέβαιναν από τις στέγες. Είχαν αργήσει να αντιληφθούν τι συνέβαινε, και τώρα τα στρατιωτικά αποσπάσματα προσπαθούσαν, καθυστερημένα, να διαλύσουν το πλήθος που είχε συγκεντρωθεί στην πλατεία, ώστε να εμποδίσουν τη ροή των εχθρών που ξεκινούσαν από τον πύργο του Καμπανίλε. Την ίδια στιγμή, λίγα μέτρα πιο πέρα, γύρω από το Ριάλτο, ο Βαρακιήλ του ΠύθωνοςΕωσβήλου, ο Τουριήλ του Βελίαλ, ο Αμπολίν του Ασμοδαίου και μια δεύτερη ομάδα μισθοφόρων του Φον Μάρκεν είχαν αρχίσει να εισδύουν στα κτίρια των δικαστικών και οικονομικών υπηρεσιών, εν μέσω ενός χάους που το επέτεινε το πλήθος, το οποίο δεν γνώριζε ακόμη τίποτε και εμπόδιζε τις Αρχές στην αιφνίδια κινητοποίησή τους. «Πιο γρήγορα, πιο γρήγορα!» φώναζε ο Πιέτρο, έξαλλος που δεν διέθετε ένα εφεδρικό κουπί για να συντρέξει τον γονδολιέρη, ο
οποίος άσθμαινε από την προσπάθεια. Ο Πιέτρο στεκόταν στην πλώρη, με το ένα χέρι στα γόνατα και το άλλο στο πλευρό του. Ο Βουκένταυρος, επιβλητικός στο κέντρο αυτής της πλημμυρίδας, πλησίαζε· όμως ήταν ακόμη μακριά, και η γόνδολα αναγκαζόταν να κάνει διαρκώς ελιγμούς ώστε να αποφεύγει τα σκάφη της παρέλασης που συναντούσε στην πορεία της. Οι ύβρεις έπεφταν και πάλι βροχή, δέκα φορές κινδύνεψαν να εμβολισθούν. «Προσοχή», φώναζε ο Πιέτρο, καθώς περνούσαν ξυστά πότε από ένα ναυτικό άρμα και πότε από μια μεγάλη γόνδολα που έσχιζε τα κύματα. «Δεξιά! Αριστερά!» Καθώς κοιτούσε γύρω του, διαπίστωσε ότι και άλλες γόνδολες έκαναν το ίδιο. Σε κάποιες από αυτές αναγνώρισε καθαρά τις κουκουλοφόρες σιλουέτες που τόσο καλά ήξερε. Έσφιξε τα δόντια συνεχίζοντας να εμψυχώνει τον Τίνο, τον γονδολιέρη, που έκανε ότι μπορούσε για να επιταχύνει τον ήδη γοργό ρυθμό του. Στάλες ιδρώτα κυλούσαν από το πρόσωπό του· οι μύες του φούσκωναν κάτω από το γιλέκο του και τα γυρισμένα μανίκια του πουκαμίσου του. Όμως είχαν φθάσει μόνο μέχρι τη γλώσσα της Τζουντέκα και ο Πιέτρο ένιωθε ότι με αυτόν το ρυθμό ο Τίνο δεν θα μπορούσε να αντέξει για πολύ ακόμη. Ειδοποίησε τότε μία δεκάκωπη bissone που έπλεε κοντά τους, πίσω από τον Βουκένταυρο, ανάμεσα σε μια ομάδα από όμοιές της. Διέταξε τον Τίνο να την πλησιάσει και χαιρέτησε τους κωπηλάτες. Μεταξύ των δύο σκαφών άρχισε μια ασυνήθιστη επικοινωνία, καθώς ο καθένας φώναζε προσπαθώντας να καλύψει τον περιβάλλοντα θόρυβο· έπειτα ο Πιέτρο έγνεψε με το κεφάλι και στράφηκε ξανά προς τον γονδολιέρη. «Σ’ ευχαριστώ πολύ, φίλε μου! Μπορείς να γυρίσεις πίσω ευχαριστημένος, αν όχι ήρεμος. Όμως ήρθε η ώρα να παραδώσεις τη σκυτάλη!» Και με τα λόγια αυτά, άδραξε το λουλούδι από την μπουτονιέρα
του και το πέταξε στα πόδια του γονδολιέρη, που γούρλωσε τα μάτια. Μια μαύρη ορχιδέα. Ή γόνδολα άγγιξε το διπλανό σκάφος και ο Πιέτρο επιβιβάστηκε σε αυτό, ενώ οι κωπηλάτες στριμώχνονταν για να του κάνουν θέση. Ήταν όλοι τους ρωμαλέοι, όμως είχαν μόλις ολοκληρώσει μια λεμβοδρομία στο Μεγάλο Κανάλι. Ύψωσαν τότε τις φωνές τους και τραγουδώντας ανάμεσα σε λαχανιάσματα επιστράτευσαν όλες τις δυνάμεις τους σαν να επρόκειτο για ένα καινούριο αγώνισμα -πράγμα που, κατά μία έννοια, ήταν αλήθεια- και άρχισαν να κωπηλατούν ξανά με ρυθμό. Στο Σαν Νικολό, ο Βουκένταυρος έδειξε να τινάζεται για μια τελευταία φορά· ένα τρέμουλο διέτρεξε τα πλευρά του, και έστριψε αργά έτσι ώστε η πλώρη του να αντικρίζει την εκβολή της λιμνοθάλασσας. Λίγο πιο πέρα, η Νεγκρόν έκανε το ίδιο και έλαβε θέση δίπλα του. Ή επίσημη στιγμή είχε έρθει. Ο Δόγης σηκώθηκε τότε από το θρόνο του, προσκαλώντας τον πρέσβη να τον μιμηθεί. Οι γερουσιαστές, οι κυρίες της αριστοκρατίας και οι εκπρόσωποι των επιφανών οικογενειών στάθηκαν εκατέρωθεν της κεντρικής γέφυρας, σχηματίζοντας μια τιμητική σειρά που έμοιαζε σαν πολυτελής γιρλάντα από τη μια ως την άλλη άκρη της γαλέρας. Ο Λορεντάν προχώρησε αργά, με τον πρέσβη να τον ακολουθεί. Έκανε μερικά βήματα μακριά από το κόκκινο στέγαστρο, κοιτάζοντας τη χορεία των χαμόγελων και των φωτεινών βλεμμάτων που συνέκλιναν προς τον ίδιο. Υπηρέτες παρατεταγμένοι στις δύο πλευρές του σκάφους ύψωσαν τις σάλπιγγές τους προς τον ουρανό. Το πρώτο σάλπισμα αντήχησε σαν βροντή, και ο Λορεντάν είχε την αίσθηση ότι, πάνω από τον μυκηθμό, άκουσε να βρυχάται ο λέων της
Νεμέας. Συνέχισε την πορεία του ως την πλώρη του πλοίου· εκεί τον περίμενε ένας άλλος υπηρέτης, ένα παιδί από τις μακρινές χώρες με δέρμα μελαμψό, που φορούσε στο κεφάλι του ένα μπλε σαρίκι όπου έλαμπε ένα διάδημα. Μετέφερε το Δαχτυλίδι πάνω σε ένα μαξιλάρι από χρυσό και κόκκινο βελούδο. Δίπλα του, με το χέρι στον ώμο του αγοριού, στεκόταν ο πατριάρχης της Βενετίας με επίσημη περιβολή. Ο Λορεντάν τούς πλησίασε, και εμφανίστηκε ενώπιον όλων, με το μανδύα του να ανεμίζει στον αέρα, τη zogia να λάμπει στο μέτωπό του, το σκήπτρο του στο χέρι και τα δαχτυλίδια του να αστραποβολούν στον ήλιο· σταμάτησε δεσπόζοντας στη θάλασσα και κοίταξε γύρω του. Μια δεύτερη ομοβροντία από σαλπίσματα κάλεσε τη λιμνοθάλασσα να σωπάσει. Παντού τα πλοία σταμάτησαν· ολόκληρη η αρμάδα στάθηκε ακίνητη μετά από ένα τελευταίο γλίστρημα στα κύματα· και από τον Άγιο Μάρκο ως την Τζουντέκα όλοι σίγησαν, έχοντας τα μάτια στραμμένα προς τον Βουκένταυρο. Πενήντα περίπου μέτρα πιο πέρα, μέσα σε μια απλή βάρκα ορατή από τη γαλέρα του Δόγη, ένας άνδρας είχε μόλις ξαπλώσει ήρεμα. Στην πλώρη υπήρχε ένα κόκκινο πανί, το οποίο ο κουκουλοφόρος άνδρας αφαίρεσε με μια κίνηση, και στη συνέχεια διασφάλισε τη θέση του. Ένα μαξιλάρι κάτω από το στήθος του ανύψωνε λίγο το πάνω μέρος του σώματός του, ώστε να διευκολυνθεί η τελευταία εισπνοή του πριν την κρίσιμη στιγμή. Στηρίχτηκε στον αγκώνα του. Αργά αργά, το χέρι του γλίστρησε προς τη σκανδάλη του αρκεβούζιου που μόλις είχε αποκαλύψει, ενώ με το άλλο χέρι στήριζε το μακρύ κανόνι, του οποίου η άκρη κατέληγε σε μια μεταλλική θήκη, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η σταθερότητα του όπλου τη στιγμή της βολής. Τον αποκαλούσαν Τοξότη, Σκοπευτή, ή ακόμη Γιλαρίωνα του Μεριρείμ, από το τάγμα των Αρχών· ήταν εκείνος που, μέσα στη νύχτα, από απόσταση εκατόν πενήντα μέτρων και με μοναδικό οπτικό σημείο επαφής τη φλόγα ενός πυρσού, είχε σκοτώσει τον
Τζιοβάνι Καμπιόνι με ένα και μόνο βλήμα μέσα στο νεκροταφείο του Ντορσοντούρο. Από το σημείο όπου βρισκόταν τη φορά αυτή, με τον Δόγη να στέκεται όρθιος και περίοπτος στην πλώρη του πλοίου, ο Γιλαρίων δεν ήταν δυνατόν να αστοχήσει. Όμως δεν ήταν μόνος του σε αυτό το εγχείρημα· πριν επανέλθει στη δικής του κατασκευής διόπτρα, που σε λίγα δευτερόλεπτα θα του επέτρεπε να σκοπεύσει με ακρίβεια, ζάρωσε τα μάτια κοιτάζοντας προς τα δεξιά του Βουκένταυρου. Εκεί είχε πλευρίσει ένα άλλο πλοίο, και ενώ πάνω στη γαλέρα η ομήγυρη ήταν πλήρως απορροφημένη από την τελετή της οποίας ηγείτο ο Λορεντάν, ο Μινώταυρος χρησιμοποιούσε μία από τις σκάλες για να ανεβεί στο κατάστρωμα του πλοίου, με την κάπα του, κόκκινη σαν το αίμα, να ανεμίζει πίσω του. Είναι εκεί! Είναι πάνω στο πλοίο! σκέφτηκε ο Πιέτρο. Ο Βουκένταυρος είχε σταματήσει στη μέση της λιμνοθάλασσας. Για μια στιγμή, τα κύματα έδειξαν να γαληνεύουν. Ήταν μια εικόνα εντυπωσιακή: ο Βουκένταυρος, η Νεγκρόν, οι γόνδολες και τα παντός μεγέθους σκάφη ακίνητα, με υψωμένα τα λευκά πανιά και με τις γιρλάντες να σαλεύουν απαλά στον άνεμο. Ο Δόγης είχε σηκωθεί από το θρόνο, είχε βγει από το κουβούκλιό του, και τώρα, όρθιος δίπλα στη Δικαιοσύνη και την Ειρήνη, δεχόταν με επισημότητα το Δαχτυλίδι που του πρόσφερε ο υπηρέτης. Το σήκωσε ψηλά στον ήλιο, σε ένδειξη θριάμβου. Εμφανίστηκε έτσι εν μέσω όλου αυτού του πλήθους από τη Βενετία και την Ξηρά, αλλά και των ξένων που είχαν έρθει απ’ όλη την Ευρώπη και την Ανατολή, με τη zogia του να αστράφτει, όρθιος κάτω από το χρυσό άστρο. Τότε, με καθαρή φωνή, που ανέβλυζε από την ιστορία της Βενετίας σαν κρουνός για να εξυμνήσει επτά αιώνες παγκόσμιας ακτινοβολίας,
επαναλαμβάνοντας τη χειρονομία της σύμπνοιας και της αδελφικής συμμαχίας, πρόφερε μέσα σε απόλυτη σιγή την τελετουργική φράση. Και ο μικρός υπηρέτης με το μπλε σαρίκι χαμογέλασε. Desponsamus te, mare... Ο Γιλαρίων ετοιμαζόταν να πατήσει τη σκανδάλη του αρκεβούζιού του, όταν ένα ξαφνικό χτύπημα λίγο έλειψε να τον ανατρέψει. Αιφνιδιασμένος, έστρεψε το κεφάλι· η κουκούλα του τον ενοχλούσε. Δεν πρόλαβε καν να πυροβολήσει, παρ’ ότι ένα δευτερόλεπτο πριν η θέση του Δόγη ήταν η ιδεώδης. Αντιλήφθηκε ότι ένας άνδρας τού είχε μόλις επιτεθεί και γούρλωσε τα μάτια. Με ένα λάκτισμα ο Πιέτρο πέταξε μακριά το αρκεβούζιο, που αποσπάστηκε από τη μεταλλική του βάση, τινάχτηκε από το σκάφος καν κατέληξε σχεδόν κάθετα στα νερά της λιμνοθάλασσας. Ο Γιλαρίων δεν πρόλαβε να αντιδράσει εγκαίρως. Με μια κραυγή έκπληξης, προσπάθησε πρώτα να αρπάξει το αρκεβούζιο πριν αυτό εξαφανιστεί. Και αμέσως μόλις ξανασήκωσε τα μάτια του, αντίκρισε τη Μαύρη Ορχιδέα. Ή πάλη δεν διήρκεσε πολύ. Ο Πιέτρο έριξε τον εχθρό στο νερό. Με τα χέρια στα γόνατα και το βλέμμα καρφωμένο στον πυθμένα της βάρκας, πήρε ανάσα για μια στιγμή. Το πρόσωπό του ήταν κάθιδρο. Μετά ξανασηκώθηκε. Τώρα έκανε απεγνωσμένα νοήματα, ανοίγοντας τα χέρια και σχεδόν χοροπηδώντας πάνω στο εύθραυστο σκάφος, που έγερνε πότε δεξιά και πότε αριστερά.
Desponsamus te, mare, in signo veri perpetuique dominii. Ο Δόγης άφησε το Δαχτυλίδι να πέσει στη λιμνοθάλασσα. Τα κύματα το κατάπιαν. Τότε, από τον Άγιο Μάρκο και το Λίντο, από παντού, υψώθηκε μια πρωτόγνωρη βοή. Το ενθουσιασμένο πλήθος εκδήλωνε ασυγκράτητα τη χαρά του. Ο Ρικάρντο Πάβι διέσχιζε τη γέφυρα του Βουκένταυρου με ύφος σκυθρωπό. Αναζητούσε σημάδια, κοιτούσε δεξιά και αριστερά, ενοχλημένος από την τόση έξαρση, από τις σημαιούλες και τα μαντίλια που ανέμιζε το πλήθος, από τις στολές του καρναβαλιού. Πέρασε το χέρι του στο αυχένα του, στα κοντοκομμένα μαύρα μαλλιά του, και για μια στιγμή του φάνηκε ότι διέκρινε, ανάμεσα σε όλα εκείνα τα πλοία που τον περιέβαλλαν, μια μικρή βάρκα πάνω στην οποία κινείτο μια γνώριμη σιλουέτα. Σταμάτησε ζαρώνοντας τα μάτια. Μια κυρία της υψηλής αριστοκρατίας, με μοβ μεταξωτό φόρεμα, διάβηκε εμπρός του. Ο Βιραβόλτα... Αυτός είναι! Του φάνηκε πως η καρδιά του σταμάτησε. Προσπαθούσε να του πει κάτι! Πολύ μακριά, Πιέτρο! Είσαι πολύ μακριά! Ο Πάβι πάσχισε να κατανοήσει τα νοήματα που του έκανε από μακριά η Μαύρη Ορχιδέα, και που εκείνη τη στιγμή έμοιαζαν κωμικά. Ο Βιραβόλτα χόρευε όπως το πλήθος, το στόμα του μεγάλωνε
εμφανώς, όμως μέσα στη γενικευμένη οχλοβοή ο Πάβι δεν ήταν σε θέση να ακούσει το παραμικρό. Τι πράγμα; Μα τι Θέλεις να μου πεις; Ο Πιέτρο προσπαθούσε να μιμηθεί, πάνω στο κρανίο του, την παρουσία... κεράτων, Με την όραση θολωμένη, ο Πάβι γύρισε και κοίταξε προς το σημείο όπου στεκόταν ο Δόγης. Desponsamus te, mare, in signo veri perpetuique dominii. Ο Λορεντάν, που η τελετή τον είχε κάνει να ξεχαστεί προς στιγμήν, έκανε και αυτός μεταβολή και εγκατέλειψε την πλώρη του πλοίου. Χάιδεψε στο μάγουλο τον νεαρό υπηρέτη και απηύθυνε ένα χαμόγελο ικανοποίησης στον πρέσβη Πιερ-Φρανσουά ντε Βιλεντιέ, καθώς και στα μέλη της αριστοκρατίας που είχαν συγκεντρωθεί πάνω στον Βουκένταυρο. Και ξαφνικά, ένας κολοσσός φάνηκε να ορθώνεται εμπρός του. Ο Μινώταυρος, με την κερασφόρο μάσκα του, τους μεταλλικούς του ώμους και την πορφυρή του κάπα. «Φραντσέσκο Λορεντάν...!» είπε με σπηλαιώδη φωνή μια φωνή που αντηχούσε σαν καταδίκη. Τα χαρακτηριστικά του Δόγη συσπάστηκαν. Τώρα όμως με προσοχή για να κοιτάξεις γύρνα Το αιμάτινο ποτάμι που τρέχει στην κοιλάδα Και μέσα βράζουν όσοι τους άλλους βλάψανε με βία.
Ο Μινώταυρος πέταξε με μια κίνηση την κάπα από τους ώμους του, και τα χέρια του βυθίστηκαν στην πλάτη του, απ’ όπου εμφάνισε, όπως οι ταχυδακτυλουργοί, τα δύο πιστόλια που βρίσκονταν στη θήκη τους. Κραυγές έκπληξης ακούστηκαν. Πίσω από τη μάσκα του Μινώταυρου, ο Λορεντάν, εμβρόντητος, νόμισε πως μάντεψε ένα χαμόγελο, και τότε σκέφτηκε: Αυτή τη φορά, ήρθε το τέλος. Ο Ρικάρντο Πάβι ούρλιαξε και ρίχτηκε με όλη του τη δύναμη πάνω στον Μινώταυρο. Ο κολοσσός κλονίστηκε. Δύο πυροβολισμοί ακούστηκαν στον αέρα μέσα σέ ένα πρόσκαιρο σύννεφο καπνού, τρυπώντας τα πανιά και τα κόκκινα παραπετάσματα, καθώς ο Μινώταυρος σωριαζόταν προς τα πίσω. Οι στρατιώτες, σαν να ξύπνησαν από όνειρο, έσπευσαν και αυτοί με τη σειρά τους. Έξι άτομα κυλίστηκαν στη γέφυρα μαζί με τον Μινώταυρο, μέσα σε απόλυτη σύγχυση. Ένα σύννεφο από γροθιές και ραβδισμούς έπεσε πάνω του εν μέσω της γενικής φρίκης και κατάπληξης. Από το σημείο όπου βρισκόταν, ο Πιέτρο δεν διέκρινε αμέσως το τι συνέβαινε. Προφανώς γινόταν μάχη πάνω στον Βουκένταυρο. Είδε κάποιες σιλουέτες και τις αναλαμπές των δοράτων, και επίσης άκουσε τους πυροβολισμούς. Τέλος, είδε τον Δόγη, με το επίσημο ένδυμά του, να επιστρέφει στην πλώρη του πλοίου, και τον Πάβι να σηκώνεται όρθιος. Λίγο έλειψε ο Πιέτρο να πέσει στο νερό καθώς κατέρρεε μέσα στη βάρκα. Αναστέναξε με ανακούφιση.
Ή ανάπαυλα υπήρξε σύντομη. Desponsamus te, mare, in signo veriperpetuique dominii. Στην είσοδο της λιμνοθάλασσας, ανάμεσα στην Τζουντέκα και στο Λίντο, εμφανίστηκαν οι γαλέρες. Το Κόσμημα της Κέρκυρας, η Σάντα Μαρία και τα αυστριακά πολεμικά πλοία απάστραπταν κάτω από τον ήλιο· από τα πλοία που είχε τοποθετήσει ο Ναύσταθμος στη γλώσσα του Σαν Τζόρτζιο, για να αποκλείσουν την πρόσβαση στη χερσόνησο, υψώθηκαν υπόκωφες κραυγές. Οι εχθρικές γαλέρες, δικάταρτες και τρικάταρτες, με τετράγωνα ξάρτια όπως των ισπανικών μεγάλων ιστιοφόρων, επανδρωμένες με πληρώματα από διακόσιους κωπηλάτες και φορτωμένες με όπλα και πυρίτιδα στα αμπάρια τους, έδειχναν έτοιμες για επίθεση· είχαν ξεπροβάλει από τα κύματα και έπλεαν πλησίστιες. Επίλεκτοι χειριστές βαλλιστρίδας και αρκεβούζιου βρίσκονταν διάσπαρτοι στις γέφυρες· πάνω από τριακόσια κανόνια στόχευαν τη Γαληνοτάτη και τα πλοία που την υπερασπίζονταν. Απέναντι σε αυτά τα πλωτά φρούρια, που τα πλαισίωναν έξι φρεγάτες, ο Ναύσταθμος διέθετε βεβαίως δυνάμεις να αντιπαρατάξει· όμως η λιμνοθάλασσα έβριθε από τα σκάφη της εορτής, και οι χώροι ανάπτυξης, έξω από τη χερσόνησο, ήταν περιορισμένοι: όσο ο εχθρός θα πλησίαζε προς την πόλη, τόσο πιο περίπλοκοι θα γίνονταν οι ελιγμοί, και τόσο μεγαλύτερος θα ήταν ο κίνδυνος να υποστούν οι υποστηρικτές της Βενετίας ανεπανόρθωτες ζημιές. Για την περίσταση, είχαν βγάλει από τα υπόστεγα τα διάδοχα σκάφη του εξειδικευμένου πολεμικού στόλου, με επικεφαλής τη θρυλική λεπτή γαλέρα, τη λεγάμενη sottile· πλήθος ελαφρές ναυτικές μοίρες, που κανονικά αναλάμβαναν μακρινές περιπολίες στον κόλπο, τώρα συνέκλιναν προς τους εισβολείς· όμως δεν υπήρχε καμία εγγύηση ότι θα κατόρθωναν να τους αναχαιτίσουν εγκαίρως,
πριν φθάσουν σε απόσταση βολής από τον Άγιο Μάρκο, ή και από τον ίδιο τον Βουκένταυρο. Γύρω στις είκοσι εφεδρικές μονάδες, υπό τη διοίκηση του ναυάρχου, ετοίμαζαν τις συστοιχίες των πυροβόλων τους. Ο Πιέτρο στη βάρκα του και ο Πάβι επάνω στον Βουκένταυρο σκέφτηκαν το ίδιο πράγμα. Στράφηκαν με αγωνία προς την έξοδο των αποβαθρών του Ναυστάθμου. Μια σειρά από διαδοχικές εκρήξεις είχε τραβήξει την προσοχή τους. Επρόκειτο για άλλο ένα στρατηγικό σημείο της Βενετίας, και έβλεπαν να ανεβαίνουν από εκεί σύννεφα καπνού. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή θα πρέπει να διεξάγονταν μάχες. Μα ποιος θα νικούσε; Ο διοικητής του Ναυστάθμου ή οι Στρίγκες; Κρατούσαν και οι δύο την αναπνοή τους. Στον Άγιο Μάρκο ο κόσμος κοιτούσε δεξιά και αριστερά, εμβρόντητος, χωρίς να καταλαβαίνει αν επρόκειτο για εκπλήξεις που οι Αρχές είχαν ετοιμάσει για τους εορτασμούς... ή για κάτι πολύ πιο σοβαρό. Και έξαφνα από το λιμάνι εμφανίστηκε μια φρεγάτα που έσχιζε πλησίστια τα νερά μέσα στον καπνό και τις φλόγες που είχε προκαλέσει η ξαφνική έκρηξη των βαρελιών της πυρίτιδας. Κομψή, περήφανη σαν πουλί, έπλεε προς τις μοίρες των νομιμοφρόνων, ενώ μετά από λίγο την ακολούθησαν και άλλες. ΝΑΙ! ΝΑΙ! κραύγασε ο Πιέτρο. Είναι οι δικοί μας! Ακολούθησε σιγή. Και μετά ακούστηκε η πρώτη κανονιά.
Desponsamus te, mare, in signo veri perpetuique dominii. Τότε ξέσπασε μια νέα θύελλα.
ΑΣΜΑ XXIII
Οι Παραχαράκτες Ή Σοφία, μια νεαρή πλύντρια, κρατούσε από το χέρι ένα εξάχρονο αγοράκι· οι δυο τους βρίσκονταν στην άκρη του πλήθους, στις αποβάθρες κοντά στο Ναύσταθμο, το έσχατο σημείο όπου επεκτεινόταν η γιορτή. Ο γιος της, ο Έτορε, καταβρόχθιζε ένα παγωτό με άσπρες και ροζ σπείρες, που έμοιαζε τόσο μεγάλο όσο σχεδόν το κεφάλι του. Έγλυφε τα χείλη του περιστρέφοντας το παγωτό προς όλες τις κατευθύνσεις, καθώς προσπαθούσε να συγκρατήσει τις σταγόνες που έλιωναν λερώνοντας τα χέρια του. Ανά πάσα στιγμή, το παγωτό κινδύνευε να χυθεί στο πλακόστρωτο. Με πλατιά χαμόγελα και σκέρτσα, η Σοφία χαιρέτισε τον ευγενή κύριο που απομακρυνόταν αφού περπάτησε λίγο μαζί τους. Μετά κοίταξε τον γιο της και σήκωσε το ένα της φρύδι, κάπως εκνευρισμένη. Έσκυψε προς το μέρος του αναστενάζοντας: «Έτορε, σε παρακαλώ! Πρόσεχε!... Αν κρατάς έτσι το παγωτό σου, θα πέσει κά...» Ένα τρομακτικό σφύριγμα ακούστηκε ξαφνικά από πάνω τους· σχεδόν αμέσως ακολούθησε μια εκκωφαντική βοή. Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε η Σοφία ήταν ότι επρόκειτο για σεισμό. Έπεσε στο έδαφος, προστατεύοντας με το σώμα της τον Έτορε. Λίγα μέτρα πιο πέρα, ολόκληρη η πρόσοψη μιας βίλας φάνηκε να κλονίζεται. Τελικώς κατέρρευσε εν μέσω κραυγών, μέσα σε έναν κατακλυσμό από πέτρες. Σύννεφα σκόνης υψώθηκαν γύρω από τη Σοφία, και ακούγονταν ξεσπάσματα βήχα. Ή νεαρή γυναίκα άνοιξε το ένα μάτι,
και πέρα από το προπέτασμα καπνού διέκρινε ότι η βίλα, που πλέον δεν διέθετε πρόσοψη, ήταν ανοιχτή σε δύο ορόφους. Το βλέμμα μπορούσε να βυθιστεί απευθείας στο εσωτερικό των πλούσια διακοσμημένων διαμερισμάτων. Σε ένα από αυτά, ένας γέροντας, εμβρόντητος, πλησίαζε στο άνοιγμα που έχασκε στο κενό αρθρώνοντας ακατανόητα λόγια. Ένα βλήμα είχε εκτοξευτεί από τα κανόνια του Κοσμήματος της Κέρκυρας και είχε καταλήξει εδώ, προκαλώντας μια τρομερή έκρηξη. Ή πλύντρια κοίταξε το ωραίο φόρεμά της, λεκιασμένο και σχισμένο. Βεβαιώθηκε πως ο Έτορε δεν είχε πάθει τίποτε· όσο για την ίδια, είχε τραυματιστεί ελαφρά πέφτοντας, και στο μέτωπό της είχε μια αμυχή απ’ όπου έτρεχε λίγο αίμα. Κάπως σαστισμένη, κοίταξε ξανά τον Έτορε και το παγωτό που είχε χυθεί στο έδαφος. «Μ... Mamma mia,Έτορε!... Και σ’ το είχα πει!» Εν τω μεταξύ, ο Πιέτρο είχε επιστρέψει στην Πλατεία του Αγίου Μάρκου. Πίσω του, ο Βουκένταυρος και η Νεγκρόν έκαναν με δυσκολία μεταβολή, στη μέση της λιμνοθάλασσας, προκειμένου να βρεθούν οριστικά εκτός εμβέλειας των πιθανών εχθρικών βολών. Τα μυριάδες σκάφη που τα περιέβαλλαν, και των οποίων η αρμονική διάταξη είχε ξαφνικά διασαλευθεί με όλη αυτή την ταραχή, στριφογύριζαν προσπαθώντας να ξαναβρούν μια επίφαση τάξης, πράγμα διόλου εύκολο. Διασταυρώνονταν λοιπόν προς κάθε κατεύθυνση, συνθέτοντας έναν χαοτικό πίνακα. Όμως ο κυρίως κίνδυνος είχε αποσοβηθεί, και ενώ στα ανοιχτά οι συγκρούσεις συνέχιζαν να μαίνονται, ο Πιέτρο έσπευσε στο παλάτι. Το πλήθος συνέρρεε από παντού, εξακολουθώντας να μην καταλαβαίνει τι
συνέβαινε και διστάζοντας ανάμεσα στο γέλιο και την ανησυχία, ανάμεσα στις επευφημίες και στον πανικό εμπρός σε αυτό το θέαμα. Ο Πιέτρο έστρεψε το βλέμμα προς την κατεύθυνση του Καμπανίλε· τα σχοινιά που είχαν χρησιμεύσει για το υποτιθέμενο «Αλμα του Τούρκου» τώρα είχαν κοπεί. Οι άνδρες της Quarantia είχαν κάνει σωστά τη δουλειά τους. Όταν, διασχίζοντας το πλήθος το οποίο απωθούσαν οι Αρχές, έφθασε στην κεντρική είσοδο του παλατιού, αιφνιδίασε έναν από τους πράκτορες που προσπαθούσε μαζί με τους συναδέλφους του να δημιουργήσει μια ζώνη ασφαλείας, στο μέτρο του δυνατού. Εκείνος γύρισε το κεφάλι κάθιδρος, έτοιμος να διατρυπήσει τον νεοφερμένο. «Α! Εσείς είστε!» είπε αναγνωρίζοντας τον Βιραβόλτα, και τον άφησε να περάσει. Πέρα από τις πύλες, οι μάχες συνεχίζονταν· ωστόσο, τα τελευταία Πουλιά της Φωτιάς που είχαν λάβει θέσεις ως σκοποί στις στέγες και στις μολυβένιες σκεπές της φυλακής είχαν αντιληφθεί ότι η απόπειρα δολοφονίας του Λορεντάν είχε αποτύχει, και ότι από τον Ναύσταθμο εξέρχονταν διαρκώς πλοία για να εμποδίσουν τις γαλέρες και τις φρεγάτες της Χίμαιρας να πλησιάσουν περισσότερο. Επομένως η κατάληψη του Ναυστάθμου είχε επίσης αποτύχει. Ή είδηση διαδόθηκε σχεδόν αμέσως σε όλα τα σημεία. Όλα είχαν εκτυλιχθεί ταυτοχρόνως, σύμφωνα με το σχέδιο, και με εκπληκτική ταχύτητα σίγουρα όμως όχι προς όφελος των Στριγκών. Και ενώ έξω οι δυνάμεις της τάξης εξακολουθούσαν να απωθούν το πλήθος, ο Πιέτρο εισήλθε στο εσωτερικό της αυλής. Εδώ οι συγκρούσεις μαίνονταν. Κάποιοι είχαν εγκαταλείψει τον αγώνα και παραδίδονταν, άλλοι όμως, με το θάρρος της απελπισίας, γλιστρούσαν ακόμη στις μολυβένιες στέγες και εισχωρούσαν στο κτίριο, με τους μανδύες τους να χορεύουν στον άνεμο. Ξιφομαχίες εξελίσσονταν πλάι στη Scala d’Oro και κάτω από τα αγάλματα του Σανσοβίνο· σώματα έπεφταν από τις σκάλες, άλλοι στριφογύριζαν γύρω από τις κολόνες· ένοπλοι
ορμούσαν από παντού πάνω στα μπαλκόνια· τα γκρίζα και λευκά πλακόστρωτα αντηχούσαν από τα τακούνια· παντού ακούγονταν οι κλαγγές των σπαθιών που διασταυρώνονταν, οι κραυγές των λαβωμένων, και από καιρού εις καιρόν οι πυροβολισμοί, που σκορπούσαν γύρω τους σύννεφα από μπαρούτι. Ο Πιέτρο κοίταξε για μια στιγμή αυτό το χάος και πήρε μια κουρασμένη ανάσα. Απαίσια μέρα. Μετά συγκεντρώθηκε ξανά. αποφασιστικότητα το σπαθί του.
Τράβηξε
και
αυτός
με
Ωραία! Νομίζω πως είναι ώρα να τελειώνουμε. Πέρα μακριά, στη λιμνοθάλασσα, οι μάχες ανάμεσα στους αντίπαλους στόλους θα μπορούσαν, υπό διαφορετικές συνθήκες, να θυμίζουν πίνακα του Καναλέτο, με πινελιές από το ταλέντο ενός Τέρνερ που θα είχε ξεφύγει από κάποια άσημη ακαδημία και θα ειδικευόταν σε στρατιωτικά θέματα. Στο τέλος της ημέρας, τα μεγάλα λευκά σύννεφα που υψώνονταν στον ουρανό, τα πλοία με τα ανοιχτά πανιά, οι λάμψεις της φωτιάς που ξερνούσαν τα κανόνια, προσέδιδαν στον εκπληκτικό αυτό πίνακα τη διάσταση μιας σκηνής από την Αποκάλυψη. Δίπλα στις γαλέρες, οι φρεγάτες και οι sottili, που οι λεπτές σιλουέτες τους γλιστρούσαν στα νερά και άλλαζαν κατεύθυνση ανάλογα με τους επιθετικούς και αμυντικούς ελιγμούς του εχθρού, επέτειναν την αίσθηση της αδιάκοπης κίνησης του συνόλου. Μπορούσε κανείς, από το κατάστρωμα του Βοοκένταυρου που είχε αποσυρθεί στη λιμνοθάλασσα, να διακρίνει τις μικροσκοπικές σιλουέτες των μαχητών που κινούνταν στις γέφυρες ή ήταν σκαρφαλωμένοι στα κατάρτια.
Ο Δόγης είχε επιστρέψει στον θρόνο του, στην πρύμνη του πλοίου. Στο πλευρό του, ο πρέσβης της Γαλλίας παρακολουθούσε με γουρλωμένα μάτια τις συγκρούσεις· όμως το χαμόγελό του είχε παγώσει. Είχε υπάρξει μάρτυρας σε τόσα πολλά διαδοχικά γεγονότα που δεν ήξερε τι στάση να κρατήσει, ανάμεσα στον τρόμο και την ανακούφιση. Στράφηκε προς τον Λορεντάν. «Όμως... Υψηλότατε... Όλα αυτά...» Ο Δόγης, που άρχιζε να συνέρχεται από την ταραχή ενώ ο Πάβι και το πλήρωμα εξακολουθούσαν να κατευθύνουν τους ελιγμούς του Βουκένταυρου, μόρφασε κάτω από τη γύψινη μάσκα του προσώπου του. Την είχε γλιτώσει φθηνά. «Είναι,., ε... μια αναπαράσταση». «Α ναι;» ρώτησε ο Πιερ-Φρανσουά ντε Βιλεντιέ με μια δόση δυσπιστίας. «Ναι... Το κάνουμε κάθε χρόνο... Είναι ένα είδος...» -ξερόβηξε«...παράδοσης, ούτως ειπείν». Το βλέμμα του πρέσβη πήγαινε και ερχόταν από τον Δόγη στην εκβολή της λιμνοθάλασσας. Ξαφνικά, ένα τεράστιο μαύρο μανιτάρι υψώθηκε στον ουρανό. Με έναν ατέλειωτο τριγμό, το Κόσμημα της Κέρκυρας, έχοντας δεχθεί απανωτά πλήγματα στα πλευρά, κλονιζόταν. Το ένα του κατάρτι είχε γίνει κομμάτια. Φλόγες υψώνονταν από την πλώρη του, τα νερά το κατέκλυζαν από παντού. Ή πρύμνη του δεν άργησε να σηκωθεί στον ουρανό. Ή γαλέρα βυθιζόταν και οι ναύτες του εχθρού έπεφταν στη θάλασσα από τη γέφυρα. Πιο πέρα, βλέποντας ότι το παιχνίδι είχε χαθεί, η Σάντα Μαρία έκανε μεταβολή υπό τα διασταυρούμενα πυρά των πολεμικών πλοίων του Ναυστάθμου· τα πανιά της πλατάγιζαν στο ηλιοβασίλεμα. Κάποιες μεμονωμένες φρεγάτες επέμεναν ακόμη να
ρίχνονται στη μάχη. Οι περισσότερες, ωστόσο, μιμούμενες την επικεφαλής τους, έσπευδαν να αποχωρήσουν. Ο Πιερ-Φρανσουά ντε Βιλεντιέ είχε χάσει, και στη συνέχεια ξαναβρεί, το χαμόγελό του. Κοίταζε και πάλι τον Δόγη. «Όμως... μοιάζει τόσο αληθινό...» είπε κατάπληκτος. «Αυτό να λέγεται...» είπε ο Δόγης, που μέσα του ακόμη έτρεμε. Ξάφνου ο πρέσβης έβγαλε μια υστερική κραυγούλα, χτυπώντας τα χέρια του σαν τρελός. Το Κόσμημα της Κέρκυρας είχε μόλις χαθεί στα κύματα, μέσα στις φλόγες. «Ω! Εύγε! Εξαίσιο! Θαυμάσιο!» Τελικώς η Βενετία αυτή την εποχή ήταν σκέτη διασκέδαση. «Ο εχθρός υποχωρεί! Ο εχθρός υποχωρεί!» Με τα λόγια αυτά, ο στρατιώτης εισέβαλε δρομαίος στην αυλή του παλατιού των Δόγηδων. Τον ακολουθούσε ένα απόσπασμα ενόπλων, προερχόμενων από τις Mercerie. Προχωρώντας, διέκρινε τον Πιέτρο Βιραβόλτα, που εκείνη τη στιγμή σηκωνόταν όρθιος· είχε μόλις διατρυπήσει έναν εχθρό, ο οποίος σφάδαζε στο δάπεδο τυλιγμένος με τον κουκουλοφόρο μανδύα του. Ο Πιέτρο τράβηξε το αιματοβαμμένο ξίφος του και κοίταξε γύρω του. Τα Πουλιά της Φωτιάς. Είχαν ξεχυθεί με τα σχοινιά, είχαν εισβάλει από τις στέγες, είχαν πετάξει πάνω στα μπαλκόνια. Τώρα, έμενε μόνο μια δράκα από δαύτα. Ο Πιέτρο προχώρησε στη μέση της αυλής, που ήταν στρωμένη με πτώματα. Ένας άνδρας χίμηξε πάνω του. Απέφυγε το πρώτο του χτύπημα, απέκρουσε ένα δεύτερο με την αιχμή του σπαθιού, και μετά επιτέθηκε με τη σειρά του, διατρυπώντας το λαιμό του αντιπάλου του. Λίγο αργότερα ανέβαινε
τα σκαλοπάτια της Scala d’Oro, διάσπαρτα και αυτά με πεσμένα σώματα· κάποιοι εκλιπαρούσαν για βοήθεια. Φθάνοντας στην κορυφή, διέκρινε στα δεξιά του ένα από τα Πουλιά: οι άνδρες του Πάβι τον είχαν περικυκλώσει, και εκείνος άνοιγε τα χέρια εγκαταλείποντας το σπαθί του και παραδινόταν. Στ’ αριστερά του ένας άλλος, κρυμμένος στο σκοτάδι και πανικόβλητος, πάσχιζε να απαλλαγεί από το μανδύα του επιδιώκοντας να επωφεληθεί από τη σύγχυση. Σήκωσε τα μάτια όταν είδε, πολύ κοντά του, την αιχμή του Βιραβόλτα έτοιμη να τον διαπεράσει. Ο Πιέτρο χαμογέλασε. «Λοιπόν; Αλλάζουμε στρατόπεδο;»
*****
Ευτυχώς στους επάνω ορόφους του παλατιού οι μάχες ήταν σποραδικές. Δεν στάθηκε δύσκολο να καταβάλουν τα τελευταία Πουλιά που είχαν καταφύγει στην αίθουσα του Μεγάλου Συμβουλίου ή στον προθάλαμο της Αίθουσας του Κολεγίου. Ή απόπειρα του εχθρού να ελευθερώσει τους φυλακισμένους στα Μολύβια είχε επίσης αποβεί άκαρπη. Οι Στρίγκες είχαν μόλις αντιληφθεί ότι η πορεία τους σταματούσε στο κατώφλι των φυλακών, στις οποίες δεν θα αργούσαν να βρεθούν. Όταν ο Πιέτρο εξήλθε από το παλάτι με τους νικηφόρους αξιωματικούς της Criminate, ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με ένα μικρό κορίτσι που φορούσε μπλε φουστίτσα.
Χαμογελαστή, του πρότεινε το χαρτονένιο κουτί της. «Μεσέρ!» Το κοριτσάκι ακτινοβολούσε. «Για τις μικρές μαθήτριες της Αγίας Τριάδας...» Ο Πιέτρο χαμογέλασε. Κατά έναν άκρως θαυμαστό τρόπο, έξω οι εορτασμοί του Καρναβαλιού δεν είχαν σταματήσει. Ως διά μαγείας, οι Βενετσιάνοι δεν είχαν χάσει ούτε ίχνος από την ευθυμία τους. Παρά το θόρυβο και την ταραχή, οι μάχες είχαν πνιγεί μέσα στη γενική οχλοβοή κάποιες είχαν διεξαχθεί κρυφά από τα μάτια του πλήθους, ενώ άλλες ήταν τόσο εμφανείς ώστε ο κόσμος νόμιζε πως επρόκειτο για φάρσα. Οι Αρχές, με το χαμόγελο στα χείλη, είχαν φροντίσει να διαδοθεί παντού η τελευταία αυτή εκδοχή. Ο διοικητής του Ναυστάθμου είχε κερδίσει τη μάχη. Στα κτίρια των δικαστικών υπηρεσιών του Ριάλτο, που είχαν επίσης μετατραπεί σε θέατρο σφοδρών συγκρούσεων, οι μεμονωμένοι εχθροί είχαν εντέλει συνθηκολογήσει. Σε ένδειξη ύψιστης τιμής, η Ντάμα Κούπα, την οποία οι νομιμόφρονες συνοδέυσαν στα γραφεία όπου είχαν οχυρωθεί οι οπαδοί του Φον Μάρκεν και της Χίμαιρας, ήταν εκείνη που άπλωσε το χέρι για να ανακτήσει το τελευταίο πιστόλι το οποίο επρόκειτο να ξεράσει φωτιά εκείνη την ημέρα. Πράγματι, οι εορτασμοί της βενετσιάνικης Sensa και του Καρναβαλού του σωτηρίου έτους 1756 υπήρξαν μοναδικοί στην Ιστορία.
Πάνω στον Βουκένταυρο, ο πρέσβης έσκυψε στο αυτί του Δόγη: «Ήταν έξοχο!» Ωστόσο, ενθυμούμενος ότι έπρεπε ενίοτε να επιδεικνύει κριτικό πνεύμα, πρόσθεσε: «Αν και κάπως... πομπώδες». Ο Φραντσέσκο Λορεντάν χαμογέλασε χωρίς να απαντήσει. Άφησε μόνο έναν βαθύ, πολύ βαθύ αναστεναγμό ανακούφισης. Οι Γάμοι της Θάλασσας είχαν τελειώσει.
ΑΣΜΑ XXIV
Το Πηγάδι των Γιγάντων Έξι άλογα έσερναν την άμαξα του Έκχαρτ φον Μάρκεν, με τον αμαξά να τα μαστιγώνει δυνατά, στο δρόμο που οδηγούσε μακριά από τη Μαργκέρα. Είχαν ξεκινήσει αμέσως μόλις ο αποστάτης δούκας φόρτωσε τις αποσκευές του· και τώρα, όπου φύγει φύγει. Με μάτια σκοτεινιασμένα, κοιτούσε το τοπίο που ξετυλιγόταν εμπρός στα μάτια του. Μέσα σε λίγες ώρες, το τρελό του όνειρο είχε καταρρεύσει. Από καιρού εις καιρόν, ο Αυστριακός έπιανε το κεφάλι του με τα χέρια του προσπαθώντας να χαλιναγωγήσει τον τρόμο και την οργή που τον κυρίευαν· γιατί αυτή ήταν η κατάστασή του τώρα, στο δρόμο που τον απομάκρυνε για πάντα από τη Δημοκρατία της Βενετίας: ήταν πλέον μόνος με τα χιμαιρικά του οράματα και το ζωντανό φάντασμα της δυσμένειας, αυτού του εξοστρακισμού που δεν είχε τέλος. Ποτέ δεν θα ανακτούσε την περιουσία του, που ήδη το μεγαλύτερο μέρος της η Μαρία-Θ ηρεσία το είχε αναδιανείμει. Και ακόμη λιγότερο την τιμή του. Οι σύντομες και διαπεραστικές κραυγές του αμαξά, τα χτυπήματα από το μαστίγιο, το λαχάνιασμα των αλόγων, η σκόνη που στροβιλιζόταν γύρω του, όλα αυτά έπεφταν πάνω στη συνείδησή του σαν μακρινές σταγόνες νερό σε ένα απύθμενο πηγάδι, και είχε την αίσθηση πως ένα σάβανο σκέπαζε όλη την πραγματικότητα. Ζούσε έναν εφιάλτη, τον ίδιο εκείνο εφιάλτη που τον συνόδευε από την αποφράδα ημέρα της πρώτης εξορίας του. Όλα χάθηκαν, συλλογιζόταν. Όλα. Έσφιξε τις γροθιές. Είχε φύγει βιαστικά, όπως είχε έρθει: σαν
συνωμότης, σαν έκπτωτος αριστοκράτης, με μόνο σύμμαχο τον εαυτό του. Ο Δόγης είχε νικήσει. Ήταν ζωντανός. Ο Οτάβιο και ο Βικάριο είχαν εξοντωθεί. Τα Πουλιά της Φωτιάς, οι Στρίγκες, γεννήματα ενός άλλου εφιάλτη, είχαν παραδώσει τα όπλα. Μόνο ο ίδιος και η Χίμαιρα είχαν κατορθώσει να γλιτώσουν. Τώρα αποτελούσαν κίνδυνο ο ένας για τον άλλο όπως ήταν πάντα, στην πραγματικότητα, συλλογιζόταν ο Φον Μάρκεν. Και όλα αυτά εξαιτίας ενός και μόνο ανθρώπου, ο Έκχαρτ ήταν πεπεισμένος γι’ αυτό: της Μαύρης Ορχιδέας. Ο Πιέτρο Βιραβόλτα, που για άγνωστους λόγους ο Diavolo είχε επιλέξει να του χαρίσει τη ζωή όταν βρισκόταν στο έλεός του, αντί να τελειώνει μαζί του άπαξ διά παντός. Και ίσως όλα να είχαν κριθεί εκείνη ακριβώς την ημέρα. Ο Έκχαρτ ήταν ακόμη έξαλλος γι’ αυτό. Και τώρα; Ή φυγή. Ή φυγή προς τα εμπρός. Να επιστρέφει στην Αυστρία ήταν αδύνατον. Μόνο η φυλακή τον περίμενε εκεί. Προορισμός του ήταν η Γαλλία, όπου είχε κάποιους φίλους· ίσως εκεί να έβρισκε κάποια προστασία και τα μέσα για να ορθοποδήσει ξανά. Ενώ τα σκεφτόταν αυτά, τον κυρίευε τυφλή οργή, ανάμεικτη με απελπισία. Δάκρυα ανέβαιναν στα μάτια του. Εντάξει λοιπόν! Ήταν μόνος. Τόσο μόνος. Όμως θα έβρισκε μια διέξοδο, έτσι δεν είναι; Το πρώτο πράγμα που έπρεπε να κάνει ήταν να βρει ένα καταφύγιο. Μετά θα ξανάπιανε το νήμα της ζωής του, έτσι όπως ήταν πάντα: θα αγωνιζόταν για να διατηρήσει τα υπολείμματα της παλαιάς του δόξας, που τόσο είχε εξευτελιστεί και γελοιοποιηθεί, ενώ ο ίδιος είχε καταντήσει ένα θλιβερό ανδρείκελο. Θα μαχόταν για τα ελάχιστα που του απέμεναν. Δούκας, ήταν δούκας, και αυτό δεν ήταν αμελητέο! Ποτέ δεν είχε νιώσει σε τέτοιο σημείο σαν ένας άπατρις που του είχαν στερήσει τα πάντα, ένας μοναχικός εξόριστος βασιλιάς.
Εμπρός! Θα τα καταφέρω. Ίσως να ήταν μια ακαθόριστη διαίσθηση, και μαζί μια απροσδιόριστη ανησυχία, αυτό που τον ώθησε να σκύψει, σχεδόν ασυναίσθητα, από το παράθυρο της άμαξας και να κοιτάξει πίσω. Προς στιγμήν θαμπώθηκε στον ορίζοντα αυτού του δρόμου που περιβαλλόταν από κυπαρίσσια, λίμνες και χαράδρες, ο ήλιος ήταν στη δύση του. Αρχικά διέκρινε μια μικρή μαύρη κουκκίδα, στην οποία δεν έδωσε καμία προσοχή. Καθώς όμως αυτή πλησίαζε, ο Φον Μάρκεν ζάρωσε τα μάτια ανήσυχος. Ένας έφιππος άνδρας τον ακολουθούσε, με τα μαλλιά του να ανεμίζουν. Οι άκρες του μανδύα του χτυπούσαν πίσω του. Κάλπαζε ξέφρενα. Τα φαρδιά μανίκια του πουκαμίσου του φούσκωναν στον άνεμο. Σπιρούνιζε με δύναμη τα πλευρά του αλόγου του. Αυτός! Είναι αυτός! Ο Φον Μάρκεν βλαστήμησε μέσ’ απ’ τα δόντια. Ο Πιέτρο Βιραβόλτα είχε αναλάβει την καταδίωξή του και τον πλησίαζε γοργά. Αμέσως μόλις πληροφορήθηκε την ύπαρξη της βίλας στη Μαργκέρα, όπου τα Πουλιά της Φωτιάς συνήθιζαν να συναθροίζονται αφότου εγκατέλειψαν το ζοφερό τους υπόγειο στο Μέστρε, ο Πιέτρο είχε σπεύσει επιτόπου. Συνοδευόμενος από μερικούς στρατιώτες και αξιωματικούς της Criminate, ήλπιζε ακόμη ότι θα κατόρθωνε να εντοπίσει τη Χίμαιρα και τον Έκχαρτ φον Μάρκεν, για τους οποίους υποπτευόταν ότι ήταν ένα και το αυτό πρόσωπο. Είχε βρεθεί εμπρός σε ένα κτίριο με δύο επιβλητικές κολόνες αρχαίου ρυθμού, με
μεγάλες μπαλκονόπορτες, τεράστια σαλόνια και έναν γυάλινο θόλο στην οροφή. Παρ’ ότι όμως υπήρχαν εμφανή σημάδια που μαρτυρούσαν πολύ πρόσφατη παρουσία ανθρώπων, όπως οι στολές με τις κουκούλες που είχαν βρει ριγμένες εδώ κι εκεί στο πάτωμα απομεινάρια κάποιας γιορτής της προηγούμενης μέρας-, το οίκημα ήταν έρημο... ή σχεδόν. Ένας υπηρέτης, εμφανώς χαζός, ο οποίος είχε βοηθήσει τον Φον Μάρκεν να φορτώσει τις αποσκευές του, είχε κρυφτεί σε μια γωνιά της βίλας. Ενώ ετοιμαζόταν να διαφύγει με τη σειρά του, είχε αναγκαστεί, βλέποντας ότι οι στρατιώτες της Βενετίας πλησίαζαν, να γυρίσει πίσω και να καταφύγει σε μια σκοτεινή αποθήκη, κάτω από μια σκάλα. Δεν δυσκολεύτηκαν πολύ να τον βρουν και να τον κάνουν να μιλήσει. Ο Πιέτρο ξανάβλεπε τώρα στον νου του το δάχτυλό του να δείχνει τρέμοντας την κατεύθυνση προς την οποία είχε διαφύγει ο Φον Μάρκεν. Αμέσως ο Πιέτρο άρχισε την καταδίωξη. Είχε αφήσει πίσω του ως και τους στρατιώτες που τον ακολουθούσαν. Κάλπαζε λοιπόν μόνος, σαν μονομάχος χαμένος στο δρόμο των ονείρων, ενώ το βραδινό πούσι άρχισε να απλώνεται καθώς ο ήλιος χανόταν. Ο Πιέτρο βρισκόταν πλέον σε απόσταση βολής από την άμαξα. Εξακολουθώντας να σπιρουνίζει τα πλευρά του αλόγου του, τράβηξε ένα πιστόλι από τη ζώνη του. Προσπαθούσε να σημαδέψει την άμαξα, όμως δεν ήταν ακόμη όσο κοντά έπρεπε, και θα ήταν μάταιο να πυροβολήσει. Ή γροθιά του ήταν σφιγμένη και το πιστόλι εμπρός του έμοιαζε με προέκταση του χεριού του. Πάλι ο Βιραβόλτα!
Ο δούκας έσπευσε να βάλει το κεφάλι του μέσα στην άμαξα. Ήταν ένα νέο σοκ. Σκούπισε με τον καρπό του το μέτωπό του, που έσταζε κρύο ιδρώτα. Προσπάθησε να ελέγξει το τρέμουλο που τον κυρίευε· τα γαντοφορεμένα χέρια του έσφιξαν το μπαστούνι που είχε πάρει μαζί του. Μετά από λίγο, πήρε βαθιά ανάσα και έβγαλε ξανά το κεφάλι από το παράθυρο για να φωνάξει στον αμαξά: «Πιο γρήγορα! Πιο γρήγορα/» Χρειάστηκε να συγκροτήσει τον μαύρο σκούφο που κάλυπτε τα μαλλιά του για να μην τον πάρει ο άνεμος. Το μαστίγιο και τα χαλινάρια έσχιζαν τον αέρα. Ή Μαύρη Ορχιδέα συνέχιζε να τους ακολουθεί, και ολοένα πλησίαζε. «Πιο γρήγορα, για το Θεό!» κραύγασε ο Φον Μάρκεν. Τα τραντάγματα της άμαξας γίνονταν όλο και πιο έντονα. Ο Φον Μάρκεν έχασε την ισορροπία του στο εσωτερικό της· καθώς οι τροχοί έμοιαζαν σχεδόν να αναπηδούν στο έδαφος, τιναζόταν πότε δεξιά και πότε αριστερά στο κάθισμά του. Χρειάστηκε να καταβάλει προσπάθεια για να τραβήξει ένα από τα μοβ κουρτινάκια των παραθύρων. Βλαστημώντας, έβγαλε για τρίτη φορά το κεφάλι του έξω.. Ο άνδρας που τον καταδίωκε, με τον μαύρο μανδύα του που τον έκανε να μοιάζει με νυχτερίδα, του φάνηκε ξαφνικά σαν δαίμονας· παράξενη ανατροπή: οι Στρίγκες είχαν αλλάξει στρατόπεδο. Κοίταξε ξανά τον δαίμονα ναι, τώρα τον καταδίωκε ένας μύθος, ένας θρύλος. Κάλπαζε. Ή σκόνη.
Τα τραντάγματα. «Πιο ΓΡΗΓΟΡΑ» ούρλιαξε ο Φον Μάρκεν, και το αίμα χτυπούσε στους κροτάφους του. Το πρόσωπό του είχε γίνει κατακόκκινο. Ο Πιέτρο πλησίασε κι άλλο. Σε λίγο ήταν τόσο κοντά που δεχόταν τα σύννεφα της σκόνης που σήκωνε η άμαξα· και ο θόρυβος ήταν εξωφρενικός. Του φαινόταν πιο έντονος και πιο εκκωφαντικός από όλες τις καρναβαλικές εκδηλώσεις που είχε παρακολουθήσει εκείνη την ημέρα στη Βενετία. Σιγά σιγά έφθασε στην πίσω αριστερή γωνία της άμαξας. Προς στιγμήν σκέφτηκε να επιχειρήσει μια ακροβατική κίνηση, να τιναχτεί από το άλογό του και να βρεθεί πάνω από τους τροχούς, πολύ κοντά στην πόρτα της άμαξας. Έτοιμος για όλα, λίγο έλειψε να ενδώσει σ’ αυτή την παρόρμηση. Τελικά επέλεξε να σπιρουνίσει ακόμη πιο δυνατά το άλογό του. Έτσι προσπέρασε την πόρτα χωρίς να κοιτάξει τον δούκα, ο οποίος από την πλευρά του είχε γουρλώσει έντρομος τα μάτια βλέποντας αυτόν τον διάβολο να περνά δίπλα του. Για μια στιγμή, βρέθηκαν σχεδόν πλάι πλάι: ο Πιέτρο σκυμμένος προς τα εμπρός πάνω στο άλογο, με τα μαλλιά του να χορεύουν πάντα στον άνεμο, και ο Φον Μάρκεν με το πρόσωπο σφιγμένο και τις γαλάζιες κόρες των ματιών του διεσταλμένες σαν μπάλες από πορσελάνη ή σαν εκείνα τα στρογγυλά γυαλιά από cristalΙο που σχεδίαζε άλλοτε ο Φεντερίκο Σπαντέτι για τη συντεχνία των υαλουργών του Μουράνο. Ναι, Φεντερίκο! Εσύ, ο γιος σου και η Σεβερίνα του, και το κρυστάλλινο φόρεμα. Θυμάμαι. Τότε ο Πιέτρο σημάδεψε τον αμαξά και πυροβόλησε.
«ΌΧΙ!» ούρλιαξε ο Φον Μάρκεν. Ο αμαξάς άνοιξε τα χέρια, το καπέλο του πέταξε μακριά, και το παράξενα κόκκινο τσουλούφι του, που ήταν δεμένο με μια μαύρη κορδέλα, κινήθηκε πέρα δώθε σαν μαριονέτα. Σωριάστηκε προς τα εμπρός, με το γκρίζο σακάκι του τρυπημένο. Για μια στιγμή το σώμα του έδειξε να ταλαντεύεται ανάμεσα στο να κυλιστεί κάτω από την άμαξα ή να πέσει προς τα δεξιά. Κατά έναν περίεργο τρόπο, δεν επέλεξε τίποτε από τα δύο. Έμεινε εκεί, νεκρός, να κρατά τα χαλινάρια ενός οχήματος που ορμούσε προς άλλους νεκρούς. Αληθινή εικόνα της Κόλασης: τα άλογα, αφηνιασμένα, με τις μασέλες τους να αφρίζουν, με τα μάτια αναμμένα σαν δαυλιά, κάλπαζαν χωρίς να ξέρουν πλέον πού πηγαίνουν, οδηγούμενα από ένα πτώμα. Ή τρελή πορεία του μακάβριου οχήματος είχε αναγκάσει τον Πιέτρο να απομακρυνθεί προς στιγμήν. Μόλις πλησίασε ξανά, έσφιξε τα δόντια... Δεν θα τολμήσεις να... Χωρίς να σκεφτεί περισσότερο, πήρε θέση πάνω στο άλογό του και τινάχτηκε. Τα χέρια του άρπαξαν τα σχοινιά που συγκρατούσαν στη σκεπή τα παραπαίοντα κιβώτια του Φον Μάρκεν. Και ιδού τώρα που βρισκόταν στο πίσω μέρος της άμαξας, με τα γόνατα λυγισμένα, τον μανδύα του να ανεμίζει, τις μπότες του σφηνωμένες στα κάτω σκαλοπάτια, και πλησίαζε επικίνδυνα τους τροχούς που γύριζαν ξέφρενα. Ο Φον Μάρκεν κοίταξε και πάλι έξω, και η έκπληξή του κορυφώθηκε. Το άλογο του Βιραβόλτα κάλπαζε μόνο του. Ο δούκας έστριψε το λαιμό του για να δει τι συνέβαινε πίσω του. Μάντεψε την παρουσία της Μαύρης Ορχιδέας από τις άκρες του μανδύα του. «Μα ας πάψει λοιπόν! Ας σταματήσει!»
Ο Πιέτρο είχε μόλις σιγουρέψει το πάτημά του. Ελευθερώνοντας το ένα του χέρι, σε ασταθή ισορροπία, άρπαξε το σπαθί του. Με μια κίνηση το έστρεψε, κατευθύνοντας τη λαβή του προς τους τροχούς της άμαξας. Ανά πάσα στιγμή θα μπορούσε να πέσει. Λίγο έλειψε να γλιστρήσει, αλλά τελευταία στιγμή κρατήθηκε. Σκύβοντας όπως όπως, επιχείρησε να βυθίσει τη λαβή ανάμεσα στις ακτίνες και την πλήμνη του τροχού. Την πρώτη φορά αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την προσπάθεια, καθώς οι δονήσεις μεταδόθηκαν ως τον ώμο του και παρ’ ολίγο να τον αποσταθεροποιήσουν. Έπειτα επανέλαβε την απόπειρα κραυγάζοντας. Ακούστηκε ένα τρίξιμο. Κομμάτια ξύλου εκτοξεύθηκαν προς όλες τις κατευθύνσεις, ενώ ο τροχός ταλαντεύτηκε. Το γαντοφορεμένο χέρι του Πιέτρο άφησε το σχοινί από το οποίο εξακολουθούσε να κρατιέται, και πήδηξε προς τα πίσω. Το τράνταγμα ήταν επώδυνο· κυλίστηκε στη σκόνη. Ασθμαίνοντας, παραμέρισε την άκρη του μανδύα του, που είχε τυλιχτεί γύρω από το πρόσωπό του, και έστρεψε το βλέμμα προς το όχημα. Είκοσι μέτρα πιο μακριά, ο τροχός επιτέλους έφυγε από τη θέση του. Ή άμαξα αναπήδησε για μια τελευταία φορά και ύστερα έπεσε. Μέσα στο μουγκρητό του ξύλου, έγειρε, σχηματίζοντας αυλάκια στο ξερό χώμα, και μετά ανατράπηκε εντελώς. Παρασυρμένα από το βάρος, τα άλογα παρεξέκλιναν προς τα δεξιά· τα κιβώτια που ήταν σωρευμένα στην οροφή έπεσαν ένα ένα. Ένα σχοινί έσπασε με δυνατό κρότο. Και μέσα σε ένα τρομερό σύννεφο, η καμπίνα της άμαξας έπεσε σε μια μικρή χαράδρα. Ο Πιέτρο σηκώθηκε. Δεν είχε τραυματιστεί. Έτρεξε στο χείλος της χαράδρας. Αλλόκοτο θέαμα. Στο βάθος υπήρχε ένας νερόλακκος, όπου είχε καταλήξει ότι είχε απομείνει από την άμαξα. Τα άλογα το είχαν
σκάσει· λίγο πιο πέρα, κειτόταν το πτώμα του αμαξά. Τα κιβώτια είχαν αδειάσει το περιεχόμενό τους, το χρυσάφι και τα υφάσματα. Όσο για τον Φον Μάρκεν, ήταν και αυτός ξαπλωμένος. Είχε εκτιναχθεί από την άμαξα τη στιγμή της πτώσης. Κάτω από το ένδυμά του, το ένα του πόδι σχημάτιζε μια παράξενη γωνία. Το άλλο ήταν μισοβυθισμένο στο νερό του λάκκου. Μέσα στη λάσπη, ο Φον Μάρκεν ήταν ακίνητος, με το πρόσωπο καθημαγμένο. Ανάσαινε βαριά. Ο Πιέτρο κατέβηκε την πλαγιά και τον πλησίασε. Στην αρχή ο δούκας είδε μόνο την αγκράφα στις μπότες του, που καταλάμβανε ολόκληρο το οπτικό του πεδίο. Ανοιγοκλείνοντας τα μάτια, προσπάθησε να σηκώσει το κεφάλι του με ένα βογκητό πληγωμένου θηρίου. «Όπως τα καλοκαιρινά τα μεσημέρια Ή σαύρα η πράσινη, που από τον ένα στον άλλο τρέχει Φράχτη, μοιάζει με κεραυνό τη στράτα όταν σταυρώνει, Έτσι ένα φιδάκι μανιασμένο, τόσο δα μικρό, Ορμάει για τις κοιλιές των άλλων δυο, Σταχτόμαυρο, όπως του πιπεριού ο σπόρος». «Σας θυμίζει τίποτε αυτό, Φον Μάρκεν;» ρώτησε ο Πιέτρο. «Ή τιμωρία του Όγδοου Κύκλου. Για τους κλέφτες σαν κι εσάς, που μεταμορφώνονται σε ερπετά... Ο Κύκλος των απατεώνων, των παραχαρακτών, εκείνων που ενσπείρουν διχόνοιες και σχίσματα... Απ’ ότι φαίνεται, οι τιμωρίες επιτέλους άλλαξαν κατεύθυνση... Δεν
νομίζετε;» Στεκόταν όρθιος, χωρίς να σκύβει προς τον δούκα, που του άπλωνε το χέρι. «Όλα τελείωσαν, Φον Μάρκεν», είπε ο Βιραβόλτα. Με μια πικρόχολη πτυχή στα χείλη, ο δούκας γέλασε βεβιασμένα, με ένα γέλιο που κατέληξε σε βορβορυγμό. Το χέρι του έπεσε ξανά στη λάσπη. «Έτσι... έτσι νομίζετε... Όμως απομένει ένας...» Τα χαρακτηριστικά του Πιέτρο σκλήρυναν. Αυτή τη φορά γονάτισε. «ll Diavolo! Αυτό δεν είναι; Ποιος είναι, Φον Μάρκεν; Ποιος είναι, αν δεν είστε εσείς;» Νέος βορβορυγμός. Ο Πιέτρο παρατήρησε τα μικρά, ψυχρά μάτια του δούκα με το σκληρό γαλάζιο χρώμα. Το μίσος παραμόρφωνε ακόμη περισσότερο τα χαρακτηριστικά του. Τα αραιά άσπρα μαλλιά του ήταν βουτηγμένα στο αίμα. Ο Φον Μάρκεν ανέπνεε όλο και πιο δύσκολα. «Είναι... Είναι...» Ο Πιέτρο πλησίασε πιο κοντά. «Ποιος; Ποιος είναι λοιπόν;» Ο δούκας χαμογέλασε. «Ο χειρότερος εφιάλτης σου». Γρύλισε για τελευταία φορά, με αυτό το πνιχτό γέλιο που δεν ήταν γέλιο, και μετά τα χαρακτηριστικά του συσπάστηκαν. Ο δούκας Έρκχαρτ φον Μάρκεν παρέδωσε το πνεύμα και
επέστρεψε στην Κόλαση. Ο Πιέτρο έμεινε εκεί αρκετή ώρα, όρθιος πάνω από το πτώμα. Ή άμαξα στο λάκκο του διαβόλου. Ή λάσπη. Τα διαλυμένα κιβώτια. Οι νεκροί, στη μέση αυτού του θλιβερού τοπίου. Αναστέναξε ξανά απηυδισμένος. Έχω κουραστεί, πραγματικά κουραστεί, είπε μέσα του. Και ο Εωσφόρος εξακολουθούσε να τριγυρνά ελεύθερος.
*****
Δύο χιλιάδες ευγενείς βρίσκονταν και πάλι συγκεντρωμένοι στη μεγαλοπρεπή αίθουσα του Μεγάλου Συμβουλίου, και στο βάθος ο Δόγης καθόταν στον θρόνο του, κάτω από τόν Παράδεισο του Τιντορέτο. Κάποιες σειρές, ωστόσο, ήταν πιο αραιές. Οι αριστοκράτες που είχαν την ατυχή έμπνευση να προσφέρουν την υποστήριξή τους στις Στρίγκες, και των οποίων η ταυτότητα είχε αποκαλυφθεί, τώρα ανακρίνονταν. Ορισμένοι αντιμετώπιζαν το φάσμα της δημόσιας εκτέλεσης. Άλλοι πάλι είχαν κατορθώσει να μείνουν στη σκιά, και τώρα προσποιούνταν ότι επευφημούσαν εκείνους εναντίων των οποίων συνωμοτούσαν χθες. Επί του παρόντος, όμως, το σημαντικό ήταν να αποκατασταθεί η ενότητα της Δημοκρατίας, να επαναβεβαιωθεί σθεναρά γύρω από το πρόσωπο του Δόγη. Αυτό
ήταν το διακύβευμα της τελετής· ταυτοχρόνως, σκοπό είχε να επιβραβεύσει όσους, κατά την πρόσφατη απίστευτη δοκιμασία που είχε υποστεί η Γαληνοτάτη, είχαν διακριθεί για το θάρρος και την αφοσίωσή τους. Από αυτή την άποψη, ο μέγας απών της πρωινής αυτής εκδήλωσης ήταν ο Ρικάρντο Πάβι, ο οποίος εξακολουθούσε να συντονίζει τις ανακρίσεις στους προθαλάμους των Μολυβιών. Όμως τον είχαν ήδη αποθεώσει σαν ήρωα, επάνω στον Βουκένταυρο και στην Πλατεία του Αγίου Μάρκου. Ή Ντάμα Κούπα, η θριαμβεύτρια του Ριάλτο, έκανε θραύση στην ομήγυρη, και σμήνη από ζωηρούς μνηστήρες συνωστίζονταν γύρω από τη βεντάλια της. Ο διοικητής του Ναυστάθμου, προβάλλοντας τα παράσημα και το υπερήφανο ύφος του, με το χέρι βιδωμένο στο μπαστούνι του με τη χρυσή λαβή, στεκόταν ευθυτενής και αγέρωχος κοντά στον Λορεντάν. Αριστοκρατική και μεγαλοπρεπής, η Άννα Σανταμαρία, που είχε επιστρέφει από την απομόνωσή της στο Καστέλο, ενέπνεε σε όλους σεβασμό· φορούσε ακόμη μαύρα, όμως κανείς δεν αγνοούσε τα όσα είχε περάσει, ούτε τον φρικτό ρόλο του Οτάβιο στην αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος. Στο πρόσωπό της έβλεπαν μια πριγκίπισσα, και ταυτοχρόνως ένα θύμα· και χαίρονταν που είχε ξανασμίξει με τον Βιραβόλτα, τον πράκτορα για τις βρόμικες δουλειές, που και αυτόν ακόμη χθες τον λοιδορούσαν, σε σημείο να ζητούν την κεφαλή του επί πίνακι. Όλοι υποκλίνονταν εμπρός στην Άννα, η οποία, τυλιγμένη στον φαρδύ μαύρο μανδύα της, έδινε το χέρι στον τάδε ή στον δείνα, και μετά επέστρεφε πλάι στον εραστή της. Ακολουθούμενος κατά πόδας από τον υπηρέτη του, τον Λαντρέτο, ο Πιέτρο Βιραβόλτα απολάμβανε επιτέλους αυτές τις στιγμές της ανακτημένης ηρεμίας. Ο Λορεντάν ετοιμαζόταν να μιλήσει, και όλοι επέστρεψαν στις θέσεις τους. Σιγά σιγά, τα γέλια και οι συζητήσεις σταμάτησαν. Μόνοι ενώπιον του Δόγη στάθηκαν τότε η Μαύρη Ορχιδέα με την Άννα Σανταμαρία, η Ντάμα Κούπα και ο
διοικητής του Ναυστάθμου. Οι αριστοκράτες παρατηρούσαν με ενδιαφέρον την παράξενη αυτή σειρά: δύο πράκτορες της Δημοκρατίας, ένας άνδρας και μια γυναίκα, μια χήρα και ένας στρατιωτικός στολισμένος όπως στις παρελάσεις. Ο Λορεντάν χαμογέλασε, και μετά, χωρίς να πει λέξη, έκανε ένα νόημά. Ανάμεσα σε δύο λογχοφόρους, στην άκρη της αίθουσας, εμφανίστηκε και πάλι ο μικρός μιγάς υπηρέτης με το μπλε σαρίκι, φέρνοντας μαζί του ένα βελούδινο μαξιλάρι. Ο Λορεντάν σηκώθηκε και, πάντα χαμογελώντας, στάθηκε εμπρός στη μικρή ομάδα. Ο υπηρέτης έλαβε θέση δίπλα του. Ο Φραντσέσκο τού έκλεισε το μάτι. Του εμπιστεύτηκε για μια στιγμή το σκήπτρο του, την bacheta. Το θέαμα ήταν αρκετά κωμικό: ο υπηρέτης, καθώς χρειαζόταν και ο ίδιος και τα δυο του χέρια για να κρατά το μαξιλάρι, αναγκάστηκε να περάσει το σκήπτρο υπό μάλης, με την απαστράπτουσα λαβή να ξεπερνά το ύψος του κεφαλιού του. Δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί και να μη γελάσει. Κατόπιν ο Λορεντάν στράφηκε προς τον διοικητή του Ναυστάθμου. Το πρώτο μετάλλιο ήταν γι’ αυτόν, και ήρθε να προστεθεί στα υπόλοιπα παράσημά του. Του έσφιξε τα χέρια και του είπε κάποια λόγια. Ή Ντάμα Κούπα και η Άννα Σανταμαρία γονάτισαν ταυτοχρόνως... και στην αίθουσα όλοι αναρίγησαν βλέποντας τις δύο καλλονές να υποκλίνονται ενώπιον του Γαληνοτάτου Ηγεμόνος. Ο Δόγης τους έγνεψε να σηκωθούν. Και στις δυο τους έδωσε από μία καρφίτσα δεμένη με πολύτιμους λίθους, όπου απεικονιζόταν ο φτερωτός λέων της Βενετίας. Τέλος, στάθηκε εμπρός στον Βιραβόλτα. «Σκέφτηκα πως ένα μετάλλιο δεν θα ήταν αρκετό», του εκμυστηρεύτηκε ο Δόγης. Και με αυτά τα λόγια, άρχισε να ψάχνει κάτι κάτω από τον κόκκινο μανδύα του. Εντέλει παρουσίασε ένα λουλούδι.
Μια μαύρη ορχιδέα, που ο Πιέτρο την πήρε χαμογελώντας. «Να λοιπόν που βρίσκεστε και πάλι ανάμεσά μας», ψιθύρισε ο Λορεντάν. Κατόπιν άνοιξε τα χέρια, καλώντας και τους τέσσερις να επιστρέψουν στη συνέλευση. «Ιδού η Βενετία!» είπε. Ξαναπήρε το σκήπτρο του από τον υπηρέτη. Με σταθερό χέρι. Ο Πιέτρο, η Άννα, η Ντάμα Κούπα και ο διοικητής του Ναυστάθμου έκαναν μεταβολή. Θύελλα χειροκροτημάτων ξέσπασε από τη μια άκρη της αίθουσας ως την άλλη, και ο Παράδεισος του Τιντορέτο έμοιαζε να έχει κατέλθει στη Γη, καθώς τέσσερις χιλιάδες χέρια, εν μέσω ζητωκραυγών και επευφημιών, χτυπούσαν ασταμάτητα κάτω από τα χρυσάφια της οροφής.
*****
Γύρω από τη Μαύρη Ορχιδέα στέκονταν η Άννα, που είχε περάσει το μπράτσο της κάτω από το δικό του, ο Λαντρέτο, η Ντάμα Κούπα και κάποιοι θαυμαστές της. «Λοιπόν, Μεσέρ», είπε η Ντάμα Κούπα κοιτάζοντας με ενδιαφέρον τον Βιραβόλτα. «Τι θα κάνετε τώρα που δεν υπάρχουν
πλέον πουλιά για να κυνηγήσετε...; Θα συνεχίσετε να υπηρετείτε τη Δημοκρατία; Ή μήπως θα αναζητήσετε νέους ορίζοντες τώρα που ανακτήσατε την προσφιλή σας ελευθερία;» «Ε λοιπόν, εγώ...» «Ένα πράγμα πάντως να ξέρετε, φίλε μου», συνέχισε εκείνη χωρίς να περιμένει την απάντησή του. «Αν ποτέ αναζητήσετε έναν οδηγό στο ταξίδι σας προς άλλους τόπους, εγώ θα είμαι ευχαρίστως στη διάθεσή σας». Το χαμόγελο της Άννας Σανταμαρία χάθηκε. Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και ψιθύρισε στο αυτί του Πιέτρο: «Αν την ξανακοιτάξεις, σε σκότωσα». Ο Βιραβόλτα συγκρότησε το γέλιο του καθώς η Άννα, με σφιγμένα χείλη, απηύθυνε στην Ντάμα Κούπα ένα βεβιασμένο χαμόγελο. Εκείνη γέλασε με τη σειρά της, με μια δόση αυθάδειας. Βλέποντας όμως ότι δεν είχε καμία ελπίδα, έστρεψε την προσοχή της προς το αγόρι που συνόδευε τη Μαύρη Ορχιδέα. «Κι εσείς, νεαρέ;» «Ε... Εγώ;» ρώτησε έκπληκτος ο Λαντρέτο. «Μα ναι, εσείς!» είπε κροταλίζοντας τη βεντάλια της. «Το κυνήγι... σας ενδιαφέρει;» Ο Λαντρέτο χαμογέλασε πλατιά, βγάζοντας το καπέλο του. Προσπάθησε να ανακτήσει την αυτοπεποίθησή του. «Εγώ... εε...» Ο Βιραβόλτα γέλασε ξανά. «Αγαπητή Ντάμα Κούπα, βρήκατε κάτι παραπάνω από έναν υπηρέτη: ο Λαντρέτο είναι βασιλιάς σε πολλούς τομείς, και χωρίς
αυτόν δεν θα βρισκόμασταν σήμερα εδώ που είμαστε. Έτσι δεν είναι, αγαπητέ μου φί...» Ο Πιέτρο σταμάτησε όταν είδε τον Ρικάρντο Πάβι να εισέρχεται στην αίθουσα. Αυτό που προφανώς είλκυσε την προσοχή του ήταν το σκυθρωπό του ύφος, ανάμεσα σε όλα εκείνα τα χαρούμενα πρόσωπα. Ντυμένος στα κατάμαυρα, ο αρχηγός της Criminate -που οι πάντες πλέον προέβλεπαν ότι θα ήταν ο διάδοχος του Εμίλιο Βιντικάτι στην ηγεσία των Δέκα- διέσχισε αργά το πλήθος των καλεσμένων του παλατιού κατευθυνόμενος προς τη Μαύρη Ορχιδέα. Όταν έφθασε κοντά του, σταμάτησε εμπρός του και τον πήρε παράμερα, ακουμπώντας το ένα του χέρι στον ώμο του. Ο Πιέτρο ζήτησε για ένα λεπτό συγνώμη από την Άννα Σανταμαρία και την ομήγυρη που τους περιστοίχιζε. Τότε ο Πάβι τού μίλησε σε εμπιστευτικό τόνο. «Έρχομαι από τα Μολύβια, φίλε μου. Φοβόμουν ότι δεν θα πετύχαινα ποτέ το σκοπό μου... Όμως σήμερα το πρωί, ένα μέλος της ομάδας των Στριγκών που κρατάμε έγκλειστους στα Πηγάδια αποφάσισε να μιλήσει, ύστερα από τέσσερις ώρες βασανιστηρίων. Λύγισε. Ήταν προφανώς ένας από τους λίγους που ήξεραν, το ένιωθα... Πιέτρο!» Βύθισε το βλέμμα του στο βλέμμα του Βιραβόλτα. «Γνωρίζω την ταυτότητα του Diavolo». Ο Πιέτρο ταράχτηκε, το χαμόγελό του έσβησε. Έμειναν έτσι οι δυο τους μερικά δευτερόλεπτα, και μετά ο Πάβι έσκυψε αργά στο αυτί της Μαύρης Ορχιδέας. Ο αρχηγός της Criminate πρόφερε τότε ένα όνομα, ένα μόνο, και η φωνή του
κατέληξε σε ψίθυρο. Ο Βιραβόλτα χλόμιασε. Έστρεψε αμέσως το κεφάλι του προς τον Πάβι. Το ύφος του τελευταίου διέλυσε τις αμφιβολίες του. Τότε, όλα τα αινίγματα που είχε συναντήσει στην πορεία του έδεσαν μεταξύ τους, σαν ένα παζλ που ξαφνικά αποκαλύπτει μια ευρύτερη εικόνα· εμβρόντητος, έφερε το χέρι του στο πρόσωπό του. Το τοπίο ήταν ακόμη πιο τρομακτικό απ’ όσο είχε ποτέ φανταστεί η Μαύρη Ορχιδέα. Το προφανές εμφανίστηκε εμπρός στα μάτια του, και βλαστήμησε τον εαυτό του. Έριξε ένα βλέμμα στην Άννα Σανταμαρία, που ανοιγόκλεισε τα βλέφαρα. Είχε καταλάβει, όπως και ο Λαντρέτο, ότι κάτι σοβαρό συνέβαινε. Ο Πιέτρο χρειάστηκε μια στιγμή για να συνέλθει από τα όσα είχε πληροφορηθεί. Έκανε νόημα στον Πάβι να τον περιμένει ένα λεπτό, και κατευθύνθηκε προς την Άννα. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε εκείνη ανήσυχη. Ο Πιέτρο έσφιξε τα δόντια και διόρθωσε το καπέλο του. «Φοβάμαι ότι μου μένει μία ακόμη αποστολή να φέρω εις πέρας. Εσείς μείνετε, σας παρακαλώ. Μην ασχολείστε μαζί μου. Θα επιστρέψω σύντομα». «Όμως...» Ο Πιέτρο είχε ήδη αποθέσει ένα φιλί στο μέτωπο της Χήρας και έκανε μεταβολή. Ή Ντάμα Κούπα σήκωσε το ποτήρι της προς το μέρος του χαμογελώντας. «Ξέρουμε πού βρίσκεται αυτή τη στιγμή;» ρώτησε ο Πιέτρο τον Πάβι. «Διέφυγε και αυτός. Αλλά με μεγαλύτερη επιτυχία από τον Φον Μάρκεν... Και κρατήσου: σύμφωνα με τον “πληροφοριοδότη” μας... σήμερα βρίσκεται κάπου στη Φλωρεντία».
«Στη Φλωρεντία;» Ο Πιέτρο συνοφρυώθηκε. «Ε τότε... Ίσως χρειαστεί να απουσιάσω για λίγο μεγαλύτερο διάστημα απ’ όσο προέβλεπα». Και πάλι κοίταξε στα μάτια τον Πάβι. ll Diavolo. Φλωρεντία. Φυσικά. Ή πόλη του Δάντη. «Ρικάρντο...» Ο Πιέτρο έσφιξε τα δόντια. «Αυτός είναι για μένα».
*****
Ο Χωχαριήλ, των Χερουβείμ της Αβύσσου καν του τάγματος του Πύθωνος-Εωσβήλου, ήταν έγκλειστος στο πηγάδι του, στο ισόγειο των Μολυβιών. Ήταν άρρωστος και αιμόφυρτος. Τον είχαν βασανίσει. Το στήθος του τον πονούσε, ανέπνεε με δυσκολία. Από καιρού εις καιρόν, έβγαζε ένα βογκητό που κατέληγε σε ξέσπασμα βήχα. Ασφυκτιούσε. Μέσα στα Pozzi, το σκοτάδι ήταν απόλυτο. Φορούσε ακόμη τη στολή των Στριγκών. Ή σχισμένη κουκούλα και ο μανδύας του ήταν ποτισμένα στην υγρασία. Και σε λίγο θα ερχόταν η acqua alta. Στη σκέψη αυτή ριγούσε εκ των προτέρων. Το νερό θα
εισχωρούσε μέχρι το κάτεργό του, θα διαπότιζε τους τοίχους του κελιού του, θα τον αποτελείωνε. Θα πέθαινε εδώ, ο Χωχαριήλ ήταν πεπεισμένος γι’ αυτό. Θα πέθαινε. Όμως ούτε η Χίμαιρα θα γλίτωνε. Με ένα κομμάτι κάρβουνο, τα δάχτυλά του με τα καταματωμένα νύχια χάραζαν επιγραφές στον βυθισμένο στη νύχτα τοίχο. Ο Χωχαριήλ έγραφε λέξεις αόρατες και ασυνάρτητες, σταυρούς και σύμβολα, γεννήματα της τρέλας του. Αναδημιουργούσε μόνος του τον φανταστικό του Παράδεισο, μέσα στη νύχτα της Κόλασης. Οι Γίγαντες! Οι Γίγαντες! Όλοι, τώρα, ήταν σαν τον ίδιο: τα Πουλιά της Φωτιάς, που είχαν ονειρευτεί πως ήταν Γίγαντες, θα έμεναν αλυσοδεμένα στους αιώνες των αιώνων. Και με μια φωνή απότοκη της παράνοιας, επαναλάμβανε ακατάπαυστα: «Να δω τον Παράδεισο...» ...Όπως τα κυκλικά τα τείχη του Μοντερετζιόν Πύργοι τα στεφανώνουν, Έτσι στου πηγαδιού γύρω γύρω τα χείλια, Απ ’ τη μέση και πάνω, ίδιοι πύργοι, Στέκουνταν τρομεροί οι γίγαντες που ο Αίας ακόμη μ΄ αστροπελέκια απ' τα ουράνια κατακεραυνώνει. «Τον Παράδεισο... Τον Παράδεισο... Να δω τον Παράδεισο...» Τα λόγια του, που τα επαναλάμβανε επ’ άπειρον, χάνονταν στη σιωπή. Τον Χωχαριήλ τον κατάπιε το σκοτάδι.
Ένατος Κύκλος
ΑΣΜΑ XXV
Οι Προδότες Ή μικρή ορχήστρα έπαιζε στην Πλατεία Σαν Λορέντσο. Αρκετοί περαστικοί σταματούσαν από καιρού εις καιρόν και την άκουγαν για λίγα λεπτά, και μετά επέστρεφαν στις ασχολίες τους. Ή πλατεία ήταν γοητευτική· είχε διατηρήσει κάτι από τον φλωρεντινό Χρυσό Αιώνα, και θύμιζε την εποχή της κυριαρχίας του Κόζιμο του Πρεσβύτερου, του μεγάλου εκείνου μαικήνα των τεχνών. Λίγο πιο πέρα, η εκκλησία του Αγίου Λαυρέντιου, αμιγές παράδειγμα αναγεννησιακής αρχιτεκτονικής, αν και γυμνή από κάθε στολίδι, άφηνε να διαφανεί εδώ κι εκεί η ωραία πλίνθινη δομή της. Εδώ ήταν η ενορία των Μεδίκων· πολλά παρεκκλήσια, διάσπαρτα στα γειτονικά θρησκευτικά κτίρια, διακοσμημένα με πολύτιμα μάρμαρα και σκληρές πέτρες, στέγαζαν τους τάφους των επιφανέστερων μελών της δυναστείας: τάφους-μαυσωλεία με αλληγορικές παραστάσεις, που απεικόνιζαν άλλοτε την Ημέρα και τη Νύχτα, άλλοτε το Σούρουπο και την Αυγή, μάρτυρες αψευδείς της κοσμικής εξουσίας της Φλωρεντίας. Στη μικρή ορχήστρα, ο Πιέτρο Βιραβόλτα γρατζουνούσε το βιολί του στη δεύτερη σειρά. Ένιωθε αληθινή ευχαρίστηση που είχε και πάλι αφοσιωθεί στο αγαπημένο του όργανο. Οι περιστασιακοί σύντροφοί του αναγκάζονταν ενίοτε να καλύπτουν κάποιες φάλτσες νότες του: όμως με λίγη εξάσκηση θα μπορούσε να ανακτήσει ένα μέρος από την αλλοτινή δεξιοτεχνία του. Ο Πιέτρο, με το πρόσωπο πουδραρισμένο, φορούσε λευκή περούκα. Το ανοιχτόχρωμο σακάκι του με τα χρυσά στολίδια άφηνε ελεύθερα
τα μακριά μανίκια του, που χόρευαν με τις κινήσεις των χεριών του. Ενώ έπαιζε έτσι, έρχονταν στη μνήμη του εικόνες από το παρελθόν· όταν, επί παραδείγματι, επιστρέφοντας στη Βενετία μετά τη σύντομη θητεία του στις ένοπλες δυνάμεις, είχε βρεθεί στο συγκρότημα του Σαν Σαμουέλε και διάνθιζε τις βραδιές των αριστοκρατών με μπαρόκ μουσικές εκτελέσεις· ή όταν συνόδευε με το δοξάρι του κάποια παράσταση στο θέατρο της συνοικίας όπου είχε μεγαλώσει. Ήταν ένα όμορφο απόγευμα του Ιουνίου. Ο ουρανός ήταν καταγάλανος. Ενώ συνέχιζε να παίζει, ο Πιέτρο παρατηρούσε την κίνηση στην πλατεία· και συγκεκριμένα τον άνδρα με το κοντό γκρίζο γένι που παρέκαμπτε την ορχήστρα και πλησίαζε προς το μέρος του. Χωρίς να περιμένει να τελειώσει το κομμάτι, ο άγνωστος έσκυψε στο αυτί του Βιραβόλτα και του ψιθύρισε: «Βλέπετε εκείνον τον άνδρα εκεί κάτω;» Είκοσι μέτρα πιο πέρα, στην πλατεία, στεκόταν ένας νάνος, αρκετά σωματώδης. Φορούσε λευκό πουκάμισο με τραχηλιά, κόκκινο σακάκι, φαρδιά παντελόνια και μαύρες μπότες. Ο Πιέτρο έγνεψε καταφατικά. «Ακολουθήστε τον... Διακριτικά. Ο νάνος θα σας οδηγήσει σε εκείνον που αναζητάτε». Ο Πιέτρο ζάρωσε τα μάτια. Το βλέμμα του έγινε πιο έντονο. Τώρα δεν υπήρχε περίπτωση να τον αφήσει. Συνόδευσε το τέλος της συναυλίας με μια βροχή από πιτσικάτι και, σε μια τελευταία στίξη, τραβώντας το δοξάρι με μια αποφασιστική κίνηση, ολοκλήρωσε το φινάλε μαζί με την ορχήστρα.
*****
Ο Πιέτρο είχε εγκαταλείψει το βιολί του και βάδιζε στο κατόπι του νάνου διασχίζοντας τους δρόμους της πόλης. Φλωρεντία. Δύο αιώνες πριν από τη γέννηση του Χριστού, η ετρουσκική πόλη Φιέζολε είχε ιδρύσει μια αποικία, που έγινε η Florentia της ρωμαϊκής εποχής, η έδρα της φρουράς που προστάτευε τη Φλαμινία οδό, η οποία συνέδεε τη Ρώμη με τη Βόρειο Ιταλία και τη Γαλατία. Τον 12ο αιώνα, η Φλωρεντία είχε αποκτήσει καθεστώς πόλης ελεύθερου εμπορίου, υπό τον έλεγχο δώδεκα υπάτων και του Συμβουλίου των Εκατό. Ύστερα από ατελεύτητες εσωτερικές διαμάχες, ένας κυβερνήτης -ο λεγόμενος podesta- αντικατέστησε το Συμβούλιο. Ή πολιτική ζωή της πόλης ήταν ανέκαθεν ταραχώδης. Ο Δάντης γεννήθηκε στη Φλωρεντία το 1265. Γόνος οικογένειας της κατώτερης αριστοκρατίας, είχε δει τον έρωτα της ζωής του, τη Βεατρίκη, για πρώτη φορά το 1274. Την ξαναείδε δύο φορές, χωρίς ποτέ να γνωριστούν, χωρίς καν να της απευθύνει ποτέ το λόγο κι όμως για χάρη της έγραψε τη Νέα Ζωή, και αργότερα την ανέδειξε σε κεντρικό πρόσωπο της Κωμωδίας. Ορφανός από πολύ μικρός, συνέχισε τις ανώτερες σπουδές του στην Μπολόνια, υπό την επιρροή του φιλοσόφου Μπρουνέτο Λατίνι και πολλών ποιητών, όπως ο Καβαλκάντι ή ο Τσίνο ντα Πιστόια. Από πολύ νωρίς ενεπλάκη στην πολιτική αναταραχή της εποχής του. Στη Φλωρεντία οι εθνικιστές Γουέλφοι υποστήριζαν την κοσμική εξουσία του πάπα, εναντίον των Γιβελίνων, που ήταν οπαδοί της κυριαρχίας της γερμανικής Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Είχε ξεσπάσει τότε ένας αληθινός εμφύλιος πόλεμος. Ο Δάντης, οπαδός των Γουέλφων, έλαβε μέρος στη μάχη του Καμπαλντίνο το 1289, η οποία κατέληξε σε ήττα των
Γιβελίνων της Πίζας και του Αρέτσο. Εντούτοις αυτή η νίκη δεν μπόρεσε να συγκαλύψει τις εσωτερικές έριδες: οι λευκοί Γουέλφοι, όντας πιο μετριοπαθείς, διακήρυσσαν την ανεξαρτησία τόσο έναντι του πάπα όσο και έναντι του αυτοκράτορα, σε αντίθεση με τους εξτρεμιστές μαύρους Γουέλφους, οι οποίοι θεωρούσαν ότι ο πάπας εκπροσωπούσε τη μόνη νόμιμη εξουσία. Συλλογιζόμενος εκείνους τους ταραγμένους καιρούς καθώς βάδιζε προς την Πλατεία της Σινιορίας, ο Πιέτρο αναπόφευκτα τους συσχέτιζε με τα όσα είχε ζήσει προσφάτως στη Βενετία. Ένας εμφύλιος πόλεμος -ήταν άραγε δυνατόν να συμβεί κάτι τέτοιο στην καρδιά της Γαληνοτάτης; Προφανώς όχι. Όμως μόνο ο Θεός ήξερε ποια θα ήταν η μοίρα της λιμνοθάλασσας αν είχαν νικήσει οι Στρίγκες. Ένα ακόμη πραξικόπημα και ο κόσμος θα άλλαζε ριζικά. Δεν πρέπει ποτέ να θεωρεί κανείς δεδομένες τις υφιστάμενες ισορροπίες- ενίοτε κρέμονται από μία κλωστή. Ένα λεπτό νήμα, πάνω στο οποίο η Μαύρη Ορχιδέα είχε χορέψει για λίγες εβδομάδες. Καθώς προχωρούσε στους δρόμους της Φλωρεντίας, ο Πιέτρο είχε την αίσθηση ότι ο ίσκιος του ποιητή βάδιζε στο πλευρό του. Ο Δάντης είχε παντρευτεί την Τζέμα Ντονάτι, κόρη επιφανούς οικογένειας της πόλης, και υποστήριζε τους λευκούς Γουέλφους. Είχε μάλιστα αναλάβει διοικητικά και διπλωματικά αξιώματα. Εν τω μεταξύ, οι εντάσεις συνεχώς αυξάνονταν. Μετά την πρόσκαιρη εξορία των ηγετών των αντίπαλων φατριών, οι Μαύροι επέστρεψαν και κατέλαβαν την εξουσία το 1302, με την υποστήριξη του πάπα Βονιφατίου Ή'. Ο Δάντης αναγκάστηκε με τη σειρά του να εξοριστεί. Έζησε στη Βερόνα, και μετά στο Παρίσι. Κατά το διάστημα αυτό, οι πεποιθήσεις του άλλαξαν: θεωρώντας ότι ένας φωτισμένος αυτοκράτορας θα μπορούσε να εδραιώσει μια ευρωπαϊκή ενότητα που θα έθετε τέρμα στους πολέμους και τις έριδες, προσχώρησε στους Γιβελίνους, προτρέποντας τους Ιταλούς ηγεμόνες να
αναγνωρίσουν την εξουσία του Ερρίκου Z' του Λουξεμβούργου, που είχε προσφάτως ανέλθει στον αυτοκρατορικό θρόνο. Όμως ο πρόωρος θάνατος του Ερρίκου διέλυσε όλες τις ελπίδες του ποιητή. Το 1316, το Συμβούλιο της πόλης επέτρεψε στον Δάντη να επανέλθει στη γενέτειρά του. Εκείνος αρνήθηκε. Δεν θα επέστρεφε αν δεν αποκαθίσταντο η τιμή και τα αξιώματά του. Έτσι πέρασε την υπόλοιπη ζωή του στη Ραβένα, όπου πέθανε το 1321. Τα πρώτα χρόνια της εξορίας του είχε αρχίσει να συνθέτει την Com media, την οποία ολοκλήρωσε λίγο πριν από τον θάνατό του. Περνώντας από την Piazza del Duomo, ο Βιραβόλτα παραδόθηκε στους στοχασμούς του στη σκιά του καθεδρικού ναού, και κατόπιν, στη γειτονική πλατεία, εμπρός στις τρεις διάσημες πύλες από επιχρυσωμένο μπρούντζο του βαπτιστηρίου. Ή μία από αυτές, ο Παράδεισος, του θύμισε και πάλι ότι η Κωμωδία ονομάστηκε «θεία» μετά τον θάνατο του συγγραφέα της, στην έκδοση του 1555. Προφανώς επειδή τελείωνε καλά. Με το εκθαμβωτικό όραμα του Θεού. Και παρ’ ότι είχε σώσει τη Βενετία, ο Βιραβόλτα εξακολουθούσε να καταδιώκει τον μυστηριώδη Εωσφόρο, τον Diavolo, γέννημα από δαντικές μνήμες. Δεν διέθετε καμία βεβαιότητα ως προς την έκβαση της τελικής αυτής σύγκρουσης. Τίποτε δεν εγγυάτο ότι η δική του Κωμωδία θα είχε τόσο ευτυχή κατάληξη. Βαθιά μέσα του φοβόταν ότι ο ίδιος δεν θα ατένιζε ποτέ την άφατη λάμψη του Θεού διότι η δική του διαδρομή τελείωνε στον Ένατο Κύκλο της Κόλασης. Ίσως η Βενετία να βρισκόταν στο κατώφλι του δικού της Καθαρτηρίου· ίσως ο Πιέτρο να έβρισκε τον Παράδεισό του μόνο αν ξανάσμιγε με την Άννα Σανταμαρία, τη Βεατρίκη του, αν δηλαδή έβγαινε ζωντανός από αυτή την πόλη. Ο νάνος έστριψε στη γωνιά του δρόμου για να καταλήξει στην
Πλατεία της Σινιορίας. Ο Πιέτρο τάχυνε το βήμα, ανακαλώντας στη μνήμη του τα διαδοχικά στάδια του ταξιδιού του στους λαβυρινθώδεις μαιάνδρους των φαντασιώσεων της Χίμαιρας. Πρώτος Κύκλος: Μαρτσέλο Τορετόνε - ΠΑΓΑΝΙΣΜΟΣ Δεύτερος Κύκλος: Κόζιμο Καφέλι - ΛΑΓΝΕΙΑ Τρίτος Κύκλος: Φεντερίκο Σπαντέτι - ΛΑΙΜΑΡΓΙΑ Τέταρτος Κύκλος: Λουτσιάνα Σαλιέστρι - ΣΠΑΤΑΛΗ ΚΑΙ ΦΙΛΑΡΓΎΡΙΑ Πέμπτος Κύκλος: Εμίλιο Βιντικάτι - ΟΡΓΗ Έκτος Κύκλος: Τζιοβάνι Καμπιόνι - ΑΙΡΕΣΗ Έβδομος Κύκλος: Αντρέας Βικάριο - ΒΙΑ Όγδοος Κύκλος: Φραντσέσκο Λορεντάν (αποτυχημένη απόπειρα)ι Έκχαρτ φον Μάρκεν - ΑΠΑΤΗ, ΣΧΙΣΜΑ ΚΑΙ ΔΙΧΟΝΟΙΑ Ένατος Κύκλος:... ΠΡΟΔΟΣΙΑ Μετά το θάνατο του Δάντη, η Φλωρεντία γνώρισε κι άλλες τραγωδίες. Ή κυβέρνηση είχε αρχίσει να γίνεται πιο φιλελεύθερη, καθώς η πόλη μετασχηματιζόταν βαθμιαία σε εμπορική δημοκρατία, όμως η μεγάλη πανώλης του 1348 αποδεκάτισε μεμιάς τον μισό πληθυσμό της. Στη συνέχεια οι Μέδικοι, ισχυρή οικογένεια τραπεζιτών, εδραίωσαν την επιρροή τους στην πόλη· ο Κόζιμο των Μεδίκων συγκέντρωσε γύρω του τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες της εποχής του, Ντονατέλο, Μπρουνελέσκι και Φρα Αντζέλικο. Ο
Λορέντσο των Μεδίκων, ηγεμόνας του δουκάτου της Τοσκάνης, του οποίου πρωτεύουσα ήταν η Φλωρεντία, υπήρξε προστάτης του Μποτιτσέλι, του Λεονάρντο ντα Βίντσι και του Μιχαήλ Αγγέλου. Ενώ όμως η πόλη άκμαζε, ο φανατικός δομινικανός μοναχός Σαβοναρόλα εγκαθίδρυσε μια πουριτανική δημοκρατία. Τελικώς ο Σαβοναρόλα πέθανε στην πυρά και η εξουσία των Μεδίκων αποκαταστάθηκε, με τη στήριξη των στρατευμάτων του πάπα και του Ισπανού βασιλέα Καρόλου Ε'. Οι Μέδικοι κυριάρχησαν επί δύο ακόμη αιώνες, και λίγα χρόνια μετά τη γέννηση του Βιραβόλτα στη Βενετία, το μέγα δουκάτο της Τοσκάνης περιήλθε στον οίκο της Λωραίνης. Ή Χίμαιρα ήλπιζε προφανώς να βρει εκεί καταφύγιο τουλάχιστον προσωρινά. Ή Πλατεία της Σινιορίας με τους πολλούς πύργους της ήταν ιδιαιτέρως προσφιλής στους Φλωρεντινούς και αποτελούσε το κέντρο της πολιτικής ζωής. Εδώ δέσποζε το διάσημο Παλαιό Ανάκτορο, εξαίσια ανακαινισμένο από τον Βαζάρι, το οποίο από αιώνες στέγαζε το δημαρχείο. Ο χαρακτηριστικός πύργος που υψωνόταν δίπλα του αποτελούσε ένα από τα σύμβολα της πόλης. Ο Δάντης θα πρέπει να αναπολούσε συχνά με συγκίνηση αυτή την πλατεία. Στο έδαφος ήταν σχεδιασμένη μια ασπρόμαυρη σκακιέρα. Στις δύο πλευρές της υψώνονταν δύο αντικριστοί θρόνοι. Συνήθως στο σημείο αυτό διεξάγονταν κάποιες άκρως ιδιόμορφες παρτίδες σκάκι: παρτίδες ανθρώπινες, όπου τα πιόνια τα υποδύονταν Φλωρεντινοί με σάρκα και οστά. Ένας ευχάριστος τρόπος διασκέδασης στην καρδιά της πόλης. Στα διαλείμματα των ασυνήθιστων αυτών διαγωνισμών, αντικαθιστούσαν τους συμμετέχοντες με ελαφρά πιόνια από ξύλο, σε ανθρώπινες διαστάσεις. Ο νάνος σταμάτησε λίγο πιο πέρα. Συζητούσε ζωηρά με έναν ατσούμπαλο κληρικό που είχε τα χέρια σταυρωμένα πάνω στο ράσο του και από καιρού εις καιρόν κουνούσε το κεφάλι απαντώντας
στις έντονες παρατηρήσεις του λιλιπούτειου συνομιλητή του. Ο Πιέτρο πέρασε πίσω από τον Πύργο και μετά από τον Τρελό, εξακολουθώντας να τους παρατηρεί από κάποια απόσταση. Τέλος ο νάνος χαιρέτησε με ένα νεύμα του κεφαλιού τον ιερέα και έκανε μεταβολή, συνεχίζοντας το δρόμο του. Ο Πιέτρο προωθήθηκε στη μέση της σκακιέρας, όπου λίγο έλειψε να ρίξει κάτω ένα από τα πιόνια. Αμέσως ζήτησε συγνώμη με ένα χαμόγελο από τη Βασίλισσα, που την είχαν εγκαταλείψει εκεί. Κατόπιν συνέχισε την παρακολούθηση. Ο νάνος είχε μόλις προχωρήσει κάτω από τη loggia, την υπαίθρια στοά. Ο Πιέτρο τον ακολουθούσε κατά πόδας, χαιρετώντας στο διάβα του τον Περσέα του Μπενβενούτο Τσελίνι και τα υπόλοιπα αγάλματα που, μέσα στην αυστηρότητά τους, έμοιαζαν να επιτηρούν τον ίδιο και να παρακολουθούν τη μυστική του καταδίωξη. Στη γωνία της loggia, ο νάνος εξαφανίστηκε. Ο Πιέτρο τάχυνε το βήμα. Τον εντόπισε και πάλι στο δυτικό μέρος της πόλης, κατά μήκος του ποταμού. Σχημάτισε την εντύπωση ότι ο νάνος έκανε μεγάλους κύκλους, χωρίς ωστόσο να επανέρχεται στο ίδιο σημείο· ίσως τέτοιες να ήταν οι εντολές που είχε λάβει. Και η πορεία του διανθιζόταν από ποικίλες συναντήσεις· ο ιερέας με τον οποίο είχε διασταυρωθεί στην Πλατεία της Σινιορίας, ένας απλός οπωροπώλης στην όχθη του Αρνου, και τώρα ένας άνδρας με όψη ευπατρίδη. Πάνω στην Παλαιά Γέφυρα, σταμάτησε για μία ακόμη φορά κοιτάζοντας γοητευμένος τα κοσμήματα που ήταν εκτεθειμένα στους πάγκους των χρυσοχόων. Ο Πιέτρο στάθηκε στην άκρη της γέφυρας, πίσω από τους πελάτες. Μετά συνέχισε να βαδίζει, αμέσως μόλις ο νάνος έκανε το ίδιο. Χρειάστηκε να περάσει ακόμη μισή ώρα για να φθάσουν στο τέρμα της διαδρομής τους· σε σημείο που ο Πιέτρο, ο οποίος είχε αρχίσει να κουράζεται, φοβόταν ότι είχε παρασυρθεί από ψευδείς πληροφορίες.
Ο ήλιος πήγαινε να δύσει. Ή εκκλησία Σάντα Μαρία Νοβέλα υψωνόταν εμπρός του στο φως του δειλινού. Ο νάνος εισήλθε στον ναό, διαβαίνοντας τις διπλές θύρες που έφεραν στην κορυφή ρόδακες, έμβλημα του γοτθικού ρυθμού, και ελληνορωμαϊκά κιονόκρανα· παράξενος συνδυασμός, που προσέδιδε στη βασιλική τη σφραγίδα και τον μοναδικό χαρακτήρα της. Ο Πιέτρο στάθηκε για λίγο εμπρός στην ιριδίζουσα πρόσοψη από λευκό και μαύρο μάρμαρο, που έμοιαζε να έχει μόλις βγει από τη σμίλη του Αλμπέρτι. Ή Σάντα Μαρία Νοβέλα, που άλλοτε ήταν μια παλιά ερειπωμένη εκκλησία την οποία είχαν παραχωρήσει στους Δομινικανούς όταν εγκαταστάθηκαν στην πόλη, σήμερα συναγωνιζόταν σε αίγλη και ομορqua τον καθεδρικό ναό. Την είχαν επισκεφτεί πάπες· και εκεί είχε συγκληθεί μέχρι και μια σύνοδος, που είχε επιχειρήσει, μάταια, να ενώσει τις εκκλησίες της Ανατολής και της Δύσης. Όρθιος στο προαύλιο, ο Πιέτρο παραμέρισε την άκρη του μανδύα του και άφησε το χέρι του να τρέξει στη λαβή του σπαθιού του. Πήρε μια βαθιά ανάσα και προχώρησε. Πέρα μακριά, πάνω από τη Σάντα Μαρία Νοβέλα, σύννεφα μαζεύονταν στον ουρανό. Ο Πιέτρο έσπρωξε και από τις δύο πλευρές τις θύρες, που άνοιξαν τρίζοντας. Χρειάστηκαν μερικά δευτερόλεπτα για να συνηθίσει στο σκοτάδι. Πέρα στο βάθος, στην άκρη του εγκάρσιου κλίτους, στεκόταν ένας άνδρας. Ο νάνος βρισκόταν στο πλάι του και κάτι του ψιθύριζε. Με
ένα νόημα του άνδρα, ο νάνος, που τώρα είχε στρέψει το κεφάλι προς τον Πιέτρο, συγκατένευσε και χάθηκε στη σκιά. Ο Diavolo γύρισε με τη σειρά του και έμεινε ακίνητος, στητός. Ή σιλουέτα της Μαύρης Ορχιδέας διαγραφόταν στο ημίφως, στο άνοιγμα της θύρας. Το χέρι του δεν είχε αφήσει τη λαβή του σπαθιού του. Οι δύο άνδρες έμειναν σιωπηλοί για λίγα δευτερόλεπτα, και έπειτα η φωνή του Πιέτρο αντήχησε μέσα στη βασιλική. «Γιατί;» Μια νέα σιωπή απλώθηκε, μια σιωπή που έμοιαζε ατέλειωτη. Ο Πιέτρο επανέλαβε την ερώτησή του. «Εμίλιο... Γιατί;»
ΑΣΜΑ XXVI
Εωσφόρος Υπήρξα αυτό που είστε, Θα γίνετε αυτό που είμαι. Αυτό το ρητό ήταν χαραγμένο κάτω από τον σκελετό που απεικονιζόταν στην Τριάδα του Μαζάτσιο το πρώτο μεγάλο έργο που εφάρμοσε τις αρχές της προοπτικής. Αν ο Εμίλιο περνούσε εμπρός από την Τριάδα, στην τρίτη σειρά καθισμάτων της αριστερής πτέρυγας του ναού, το σύμπλεγμα θα ήταν από τα πλέον εντυπωσιακά: μπορούσε κανείς άνετα να φανταστεί τον Diavolo κουρνιασμένο πάνω από αυτή τη μορφάζουσα Ματαιοδοξία, να έχει αποδράσει από τη νωπογραφία και να βεβηλώνει την ιερή εικόνα τη βγαλμένη από τα πιο βαθιά έγκατα του σκότους. «Γιατί, Εμίλιο;» είπε ο Πιέτρο καθώς προχωρούσε ανάμεσα στις κολόνες του κλίτους. Ο Βιντικάτι χαμογέλασε, και άρχισε να απαγγέλλει: «Vexilla regisprodeunt inferni, Γι ’ αυτό κοίτα μπροστά σου», μου λέει ο δάσκαλός μου, «Για να τα ξεδιακρίνεις». Ο Πιέτρο διέσχιζε αργά το κλίτος, ανάμεσα στις κολόνες. Συνέχισε ο ίδιος την απαγγελία:
«Να τος ο τόπος που θα χρειαστείς Μ' όλο το θάρρος σου ν’ αρματωθείς». Το πόσο πάγωσα κι έχασα τη φωνή μου, Αναγνώστη, μη μου ζητάς να περιγράφω, Γιατί θε να ’ταν λίγο ότι κι αν γράψω. Συνέχιζε να προχωρεί. Ούτε ήμουν ζωντανός ούτε και πεθαμένος, Σκέψου το μοναχός σου, κουκούτσι αν έχεις νου, Γιατ’ ήμουν κι από το ’να κι από τ’ άλλο στερημένος. Ο άρχοντας του βασιλείου του πόνου, Απ ’ τα μισά του στήθους του ξεπρόβαινε cat ’ τον πάγο... Τέλος ο Πιέτρο σταμάτησε. Ο Βιντικάτι στεκόταν στην κορυφή των σκαλοπατιών της κεντρικής Αγίας Τράπεζας, ενώ ο Πιέτρο λίγα μέτρα πιο πέρα, και ελαφρώς χαμηλότερα. «Εωσφόρος», είπε ο Βιντικάτι χαμογελώντας. Άνοιξε τα χέρια με ύφος τελετάρχη. «Καλώς ήρθες στην εκκλησία της Παναγίας της Αμπέλου. Το ήξερες ότι αυτό ήταν το αρχικό της όνομα; Ή Νοβέλα αντικατέστησε
το αρχαίο προσευκτήριο της Σάντα Μαρία ντέλε Βίνιε. Μεγάλωσα στη Βενετία, Πιέτρο... Όμως εδώ είναι ο τόπος που γεννήθηκα. Στη Φλωρεντία, την πατρίδα των μεγάλων μου εμπνευστών, του Δάντη και των Μεδίκων... Όμως προφανώς το είχες ξεχάσει. Και ιδού τώρα που ξαναβρισκόμαστε, μέσα σε μια βασιλική, φίλε μου, έτσι όπως είχαμε χωριστεί... Μέσα στον Οίκο του Θεού, συναντάς τον Εωσφόρο. Το πράγμα είναι αρκετά απολαυστικό, δεν είν’ έτσι; Βλέπω πάντως ότι ο Φεοντόρ σε έφερε ως εδώ χωρίς δυσκολία...» Ο Πιέτρο άκουσε πίσω του ένα τρίξιμο. Γύρισε να κοιτάξει. Στο βάθος ο νάνος, ο Φεοντόρ, έκλεινε τις μεγάλες θύρες της Σάντα Μαρία Νοβέλα. Κατέβασε τις ξύλινες μπάρες με έναν υπόκωφο θόρυβο, και ασφάλισε τους δύο μεταλλικούς γάντζους. Ο Πιέτρο σήκωσε το ένα φρύδι. Μετά επέστρεψε στον Εμίλιο. «Είχα πιστέψει σ’ εσένα, Εμίλιο. Εκείνο το βράδυ, στον Άγιο Μάρκο, εγώ...» «Α, Πιέτρο! Με έκανες να περάσω τόσο ευχάριστες στιγμές. Από την ημέρα που σε ελευθέρωσα από τα Μολύβια, ήξερα πως θα ήσουν τυφλός, αναγκαστικά τυφλός... Μέχρι εκείνη τη στιγμή που νόμισες ότι με είδες να πεθαίνω. Ένας από τις Στρίγκες μου έπαιξε το ρόλο του Εωσφόρου, ενώ εγώ υποκρινόμουν ότι ψυχορραγούσα εμπρός στα μάτια σου... Όμως δεν βρήκαν ποτέ το πτώμα μου, Πιέτρο. Κι εσύ, εσύ που ορμούσες εδώ κι εκεί χωρίς ποτέ να σταματάς! Απέσπασες το θαυμασμό μου. Ήσουν, είσαι, σαφώς ο καλύτερος. Το ήξερα... Πάντα το ήξερα. Αυτό κάνει την ήττα μου λιγότερο πικρή. Υπήρξες το μεγαλύτερο κατόρθωμά μου, και το πιο μεγάλο σφάλμα μου. Κι εγώ υπήρξα ο οδηγός σου, ο Βιργίλιός σου στην Κόλαση, ο Βενετσιάνος Διάβολός σου. Οι δύο όψεις ενός και του αυτού νομίσματος. Δε σκέφτηκες ποτέ ότι ο Βιργίλιός, που παρέσυρε τον Δάντη στους μαιάνδρους της ψυχής του, θα μπορούσε να μην είναι
παρά μια όψη του Εωσφόρου, του κακού που ελλόχευε στην ίδια του τη συνείδηση; Ο Βιργίλιός δεν είναι εκείνος που σώζει τον ποιητή δείχνοντάς του όλα τα αμαρτήματα του κόσμου;» «Όμως εκείνο το βράδυ, Εμίλιο, εκείνο το βράδυ στον Άγιο Μάρκο... Γιατί δεν με σκότωσες;» «Έναν μάρτυρα, Πιέτρο! Χρειαζόμουν έναν αυτόπτη μάρτυρα του θανάτου μου... Ποια ωραιότερη ειρωνεία από το να διαλέξω εσένα; Το σχέδιό μου εξελισσόταν στην εντέλεια. Και ιδού εσύ, στο τέλος του ταξιδιού σου, Πιέτρο Βιραβόλτα ντε Λανσάλτ, εσύ που μαζί σε βαφτίσαμε Μαύρη Ορχιδέα... Στον τελευταίο Κύκλο. Το μάντεψες, έτσι δεν είναι; Το θύμα του Ένατου Κύκλου, Πιέτρο... Ήσουν εσύ. Ποιος θα μπορούσε καλύτερα από σένα να εξυπηρετήσει τα σχέδιά μου, να γίνει το προνομιούχο όργανο στα παιχνίδια μου; Ή Μαύρη Ορχιδέα! Ήδη ένας μύθος! Εσύ από μόνος σου απαριθμούσες όλα αυτά τα αμαρτήματα χάρη στα οποία έστησα το μικρό μου θέατρο: άθεος, λάγνος, μοιχός κατ’ επανάληψη, λαίμαργος, χαρτοπαίκτης, τσαρλατάνος, παρορμητικός, ψεύτης, φιλήδονος, και ο κατάλογος δεν σταματά εδώ! Φαντάσου πόσο γλυκό ήταν για μένα να νικήσω μια παρηκμασμένη Βενετία χρησιμοποιώντας κάποιον που αποτελούσε το τελειότερο έμβλημά της! Ναι, Πιέτρο, εσένα! Α, τι απόλαυση, στ’ αλήθεια. Ήξερα τα πάντα για σένα, και για τους άλλους: οι Δέκα και η Quarantia βάδιζαν χέρι χέρι, κι εμένα η μοναδική μου δραστηριότητα ήταν να πληροφορούμαι τα πάντα για τους πάντες, και μάλιστα με τις ευλογίες του Λορεντάν και των Συμβουλίων! Ο Μαρτσέλο ήταν φακελωμένος, όπως και ο ιερέας του Σαν Τζόρτζιο, και ο Καμπιόνι, η Λουτσιάνα, ο αστρολόγος Φρέγκολο, όλοι τους πιόνια, όπως κι εσύ... Παρακολουθούσα χωρίς καμία δυσκολία όλες τις ενέργειες και τις κινήσεις σας... Τρεις διοικητές του Ναυστάθμου ήταν καθηλωμένοι από τον τρόμο· ο Βικάριο ήλεγχε μαζί μου τις συντεχνίες. Ναι, είχαμε όλα τα χαρτιά στα χέρια μας».
Ο Πιέτρο κούνησε το κεφάλι. Υπήρχαν αναλαμπές τρέλας μέσα στο βλέμμα του Βιντικάτι. «Και πίστεψες πως θα μπορούσες να ανατρέψεις τον Λορεντάν...» Ο Βιντικάτι χαμογέλασε ύπουλα. «Πιέτρο, σε παρακαλώ... Άνοιξε τα μάτια! Το να το λες αυτό εσύ, που η Δημοκρατία σε έριξε στα Μολύβια και σε προόριζε για χειρότερα, ακούγεται αστείο! Το είδες αυτό το Καρναβάλι να πώς καταντήσαμε! Μαριονέτες του καρναβαλιού, που τις χειρίζονται και τις κατευθύνουν θεσμοί-φαντάσματα! Κι εγώ ήμουν ο βασιλιάς ενός από αυτούς. Των Δέκα, Πιέτρο... των Σκοτεινών. Του καλύτερου και του χειρότερου απ’ όλους. Αναλογίσου όμως για μια στιγμή το θέαμα που προσφέρει σήμερα η Βενετία στον κόσμο! Μια πόλη τεχνητή, στα πρόθυρα του καταποντισμού, όπου τα πάντα πλέον δέν είναι παρά κακοφωνία, διαφθορά, υποκρισία, μυστικές διαπραγματεύσεις, ραδιουργίες του Μπρόλιο... Καταστρέψαμε την ισότητα μεταξύ των αριστοκρατών και, αρνούμενοι να εδραιώσουμε την απαραίτητη εξουσία μας, ευνοήσαμε μιαν άλλου είδους τυραννία, την τυραννία της Γερουσίας, που κατέχει όλες τις εξουσίες και από την οποία δεν προέκυψε ποτέ τίποτε μεγάλο!» «Αν είναι δυνατόν, πιστεύεις ακόμη σ’ αυτές τις ανοησίες...» «Νόμιζα πως ήσουν αντίθετος στις αργομισθίες, Πιέτρο· σε θεωρούσα οπαδό της σύμπνοιας και της ισχύος της Βενετίας, παραταύτα... Όμως, πίστεψέ με, εγώ που ανέλαβα, μυστικά ή φανερά, τα πιο άθλια έργα της Βενετίας, εγώ που συναναστρεφόμουν διαρκώς τους διεφθαρμένους πολιτικούς, τους κατασκόπους, τους ξένους που διψούν να μας πιουν το αίμα, τους ληστές, τις συντεχνίες τις τόσο πρόθυμες να εξαγοραστούν από τους αιώνιους εχθρούς μας,
τους ληστές και τις πόρνες που καθημερινά καταδίκαζα να σαπίζουν στα κάτεργά μας! Ξέρεις τι είναι να τσαλαβουτάς αδιάκοπα στον πιο μαύρο βούρκο της ανθρώπινης καρδιάς, να πνίγεσαι κάθε μέρα στον βόρβορο του φόνου, της συκοφαντίας, της χαμέρπειας, της μετριότητας, μέχρι που να αποκαρδιωθείς, μέχρι που να σιχαθείς τον ίδιο σου τον εαυτό; Για να σταματήσουμε αυτή την παρακμή, δεν είχαμε άλλη λύση από την ωμότητα και την καταστολή. Έτσι συμβαίνει πάντα με τις αρχαίες Αυτοκρατορίες που αργοπεθαίνουν. Είναι μοιραίο. Έπρεπε να αντιδράσουμε». «Πώς; Οργανώνοντας τον ένα φόνο μετά τον άλλο;» «Μα όλα αυτά δεν ήταν παρά σταγόνα στον ωκεανό! Οι θεσμοί μας, Πιέτρο· το κλειδί ήταν οι θεσμοί μας. Αυτό το είχε καταλάβει ο φίλος σου, ο Τζιοβάνι Καμπιόνι· αλλά δυστυχώς, είχε επιλέξει λάθος στρατόπεδο. Κοίταξε τις υπηρεσίες μας, που οι επικεφαλής τους εναλλάσσονται κάθε εβδομάδα! Κοίταξε αυτές τις παράλογες διαδικασίες, εξαιτίας των οποίων αλλάζουμε διαρκώς ηγέτες, που και αυτοί δεν είναι παρά μαριονέτες, χωρίς άλλο ταλέντο πέρα από τις μικρότητες και τα πισώπλατα χτυπήματα! Σωστή μυρμηγκοφωλιά! Καθόμασταν πάνω σε βαρέλια με πυρίτιδα, και μας κυβερνούσαν τέρατα ανικανότητας! Ή πολιτική διακυβέρνηση της Βενετίας αλλάζει κάθε έξι μήνες, ανάλογα με το πού φυσάει ο άνεμος, Πιέτρο, και εν τω μεταξύ έχουμε χάσει το μεγαλείο μας, τις αποικίες μας και όλες μας τις ελπίδες. Ούτε ένας από τους προσφιλείς μας αξιωματούχους δεν είναι σε θέση να τηρήσει μια συνεπή γραμμή· και δεν υπάρχει πλέον ούτε ένας ευπατρίδης, ανάμεσα σ’ αυτά τα αδαή και εκφυλισμένα κοράκια, για να εμποδίσει την αυτοκρατορία να γεράσει και να χαθεί μέσα στη φαυλότητα, την ασυδοσία και την αμεριμνησία για το κοινό καλό. Ο ίδιος ο Καμπιόνι δεν έλεγε ότι ήταν αδύνατον να κάνει τη φωνή του να ακουστεί; Τα ιδιωτικά συμφέροντα έχουν επικρατήσει των πάντων, και εγώ το μόνο που
επιδίωξα ήταν να νικήσω αυτή τη γάγγραινα. Το μόνο που θέλησα ήταν να επιταχύνω αυτή την αποσύνθεση, για να μας προσφέρω ακόμη μια ευκαιρία. Ναι, Πιέτρο, πίστεψέ με: όλα αυτά τα έκανα μόνο για το καλό της Βενετίας! Οι Τούρκοι έχουν αποκοιμηθεί, όμως ο κίνδυνος παραμένει. Ή Ισπανία μάς απειλεί διαρκώς, και η συμμαχία της με τους πάπες μάς οδηγεί εδώ και χρόνια στην παράνοια! Όπου και αν στρεφόμασταν, ήταν επείγουσα ανάγκη να βρούμε κάποιες... εναλλακτικές λύσεις». «Εναλλακτικές λύσεις... όπως ο Φον Μάρκεν; Ας γελάσω! Να υπογράφεις μια παράλογη συνθήκη με έναν δούκα χωρίς στέμμα, καταδικασμένο από την ίδια του τη χώρα...!» Ο Εμίλιο απάντησε με ένα επιφώνημα περιφρόνησης. «Ο Φον Μάρκεν και το αυστριακό του όνειρο εξυπηρέτησαν τους σκοπούς μου· όμως και ο ίδιος δεν ήταν παρά μια μαριονέτα! Έπεσε στα δίχτυα που του έστησα, και χρησιμοποίησα την τρέλα του μέχρι που να τα θαλασσώσει και να καταδικαστεί μόνος του. Έμαθα ότι τον σκότωσες, Πιέτρο. Ως προς αυτό, απλώς έκανες πράξη ότι είχα προβλέψει γι’ αυτόν. Μα να παραδώσουμε το κλειδί της θάλασσας σε μια άλλη δύναμη; Πώς μπόρεσε έστω και για μια στιγμή να φανταστεί ότι θα συνεργούσα στα ανέφικτα παραληρήματά του της δόξας; Απλώς τον είχα ανάγκη, χρειαζόμουν τους άνδρες του και τις οικονομικές του συνεισφορές». «Είσαι εντελώς τρελός», είπε ο Πιέτρο. «Δεν είσαι τίποτε άλλο παρά αυτό που διατεινόσουν ότι πολεμούσες: ένας φανατικός. Ένας επικίνδυνος παράφρων». Ο Βιντικάτι χαμογέλασε ξανά και σταμάτησε. «Α... τι κρίμα».
Τα χέρια του έπεσαν και πάλι στα πλευρά του. Έπειτα ανασήκωσε το πιγούνι. «Φαντάζομαι λοιπόν ότι έφθασε η στιγμή της αλήθειας, σωστά;» «Πράγματι, το φαντάζομαι κι εγώ». Ο Πιέτρο τράβηξε το σπαθί του. Το μέταλλο έτριξε. «Ωραία λοιπόν...» είπε ο Βιντικάτι. «Ας τελειώνουμε». Μια μαύρη κάπα, κεντημένη με ασημένια νήματα, του σκέπαζε τους ώμους. Την έβγαλε με μια κίνηση και η κάπα έπεσε πίσω του, στη βάση της Αγίας Τράπεζας. Τράβηξε κι αυτός με τη σειρά του αργά το σπαθί που κρεμόταν στο πλευρό του. Ο Πιέτρο προχώρησε. Αγνοούσε ότι στο μεταξύ ο νάνος Φεοντόρ είχε κρυφτεί πίσω από μια κολόνα, μέσα στο μισοσκόταδο. Είχε κρεμαστεί, σαν την αράχνη, ενάμισι μέτρο πάνω από το δάπεδο. Όταν ο Πιέτρο έφθασε στο ύψος του, εκείνος εγκατέλειψε την κρυψώνα του και του χίμηξε. Ο Βιντικάτι χαμογέλασε. Ο Πιέτρο, αιφνιδιασμένος, δέχθηκε πάνω του όλο το βάρος του αντιπάλου του. Έχασε την ισορροπία του και έπεσε μαζί του ανάμεσα στις σειρές των καθισμάτων. Ο Φεοντόρ, που μαχόταν σαν τον διάβολο, σήκωνε τώρα ένα μαχαίρι πάνω από το κεφάλι του. Διέθετε μια ηράκλεια δύναμη που το ύψος του δεν σου επέτρεπε να την υποπτευθείς. Ο Πιέτρο έβγαλε μια κραυγή πόνου όταν ένιωσε τη λάμα του μαχαιριού να του χαράζει βαθιά το μπράτσο, αφού κατόρθωσε να τη στρέψει μακριά από το πρόσωπό του. Ο Φεοντόρ δεν είχε πει την τελευταία του λέξη· η απαστράπτουσα λάμα χόρευε ξανά πάνω από τα μάτια του Βιραβόλτα. Ένιωθε την ανάσα του νάνου δίπλα του, τα αγκομαχητά του ανάμεικτα με κραυγές λύσσας. Με τον
πόνο να δεκαπλασιάζει τις δυνάμεις του, ο Πιέτρο κατόρθωσε να τινάξει βίαια τα πόδια του και να απωθήσει τον Φεοντόρ μακριά του. Εκείνος εκτινάχθηκε πέρα από τις σειρές των καθισμάτων· με γατίσια ευλυγισία, στάθηκε ξανά στα πόδια του και κουλουριάστηκε, με τα μάτια του να λάμπουν και τη γροθιά πάντα σφιγμένη στο μαχαίρι του. Το μπράτσο του Πιέτρο αιμορραγούσε· από την πτώση είχε χτυπήσει στον ώμο, απ’ την πλευρά που κρατούσε το σπαθί· είχε αναγκαστεί να το αφήσει, και τώρα το έβλεπε λίγο πιο πέρα, ανάμεσα σε δυο στασίδια από μαύρο ξύλο. Το χέρι του ψαχούλευε το πλευρό του. Ο Φεοντόρ χίμηξε και πάλι με λύσσα. Όταν κατάλαβε τι τον περίμενε, ήταν πλέον αργά. Ο Πιέτρο είχε σηκώσει το χέρι προς το μέρος του, και ο Φεοντόρ είδε μια λάμψη. Μια έκρηξη ακούστηκε κάτω από τους θόλους· ο Φεοντόρ τινάχτηκε πάλι προς τα πίσω. Βρέθηκε ξανά στο έδαφος, και για λίγο κυριεύθηκε από σπασμούς, σφίγγοντας με τα χέρια την κοιλιά του. Μετά κυλίστηκε στο πάτωμα για μια τελευταία φορά, οι μύες του συσπάστηκαν, και σίγησε για πάντα. Το χέρι του Πιέτρο, με το σακάκι και το πουκάμισο σκισμένα, ήταν πάντα απλωμένο εμπρός του. Ο Φεοντόρ κειτόταν με το κόκκινο ένδυμά του, με την τραχηλιά άνω κάτω, να ανεβαίνει μέχρι τα χείλη του. Ο Πιέτρο σηκώθηκε αργά. Άφησε το πιστόλι να πέσει εμπρός του, στο δάπεδο. Ο Βιντικάτι δεν είχε σαλέψει. Ο Πιέτρο ξαναπήρε το σπαθί του ανάμεσα από τα ξύλινα στασίδια και επέστρεψε στο κέντρο του κλίτους. Αναπνέοντας με δυσκολία, συγκρότησε έναν μορφασμό οδύνης. Το μπράτσο του τον πονούσε. «Προδότη!» είπε απευθυνόμενος στον Εμίλιο. «Ο σκοπός αγιάζει
τα μέσα, σωστά;» Ο Βιντικάτι απάντησε με ένα κοφτό γέλιο. Κατέβηκε τα σκαλοπάτια της Αγίας Τράπεζας. Τη φορά αυτή οι δύο άνδρες βρίσκονταν αντιμέτωποι πρόσωπο με πρόσωπο. «Θυμάσαι, Πιέτρο; Σε μια άλλη εποχή, εμείς οι δύο διασταυρώναμε πάλι τα ξίφη μας... για διασκέδαση, τότε». «Ή εποχή αυτή παρήλθε». Και οι δύο προσπαθούσαν να βρουν στηρίγματα, ο Πιέτρο σε πλήρη επαγρύπνηση, ο Βιντικάτι με άνετες κινήσεις. Γυρνούσαν ο ένας γύρω από τον άλλο. «Ίσως θα έπρεπε να σε είχα στρατολογήσει στις τάξεις των δικών μου, Πιέτρο. Ακόμη υπάρχει καιρός... Γιατί να μην ενώσουμε τις δυνάμεις μας;» «Ήξερες πως δεν υπήρχε καμία ελπίδα, Εμίλιο. Επιχείρησες να με χρησιμοποιήσεις. Και σήμερα, δεν είσαι πλέον τίποτε. Βρισκόμαστε εδώ οι δυο μας. Και όλος ο κόσμος αδιαφορεί για το τι θα μας συμβεί». Σιώπησαν και οι δύο. Ο θόρυβος του σίδερου αντηχούσε στη Σάντα Μαρία Νοβέλα. Ο Βιντικάτι δεν είχε χάσει στο ελάχιστο τις δεξιότητές του· δάσκαλος άλλοτε ο ίδιος της ξιφασκίας, είχε συμβάλει στην εκπαίδευση του Πιέτρο, όταν τον είχε στρατολογήσει ως πράκτορα της Γαληνοτάτης. Ανάμεσα στον παλαιό μέντορα και τη Μαύρη Ορχιδέα, είχε αναπτυχθεί μια σχέση πατέρα και γιου. Τώρα δεν είχε απομείνει
τίποτε, παρά μόνο αυτή η μονομαχία μέχρι θανάτου. Οι δύο άνδρες πότε προχωρούσαν και πότε οπισθοχωρούσαν στο κλίτος κραυγάζοντας, στο ρυθμό των αμοιβαίων τους εφορμήσεων. Απέκρουαν τα χτυπήματα, έπαιρναν στάση επίθεσης, ανταπέδιδαν τα πλήγματα το ένα μετά το άλλο. Οι λάμες σφύριζαν σαν φίδια, χτυπούσαν φευγαλέα μεταξύ τους ή γλιστρούσαν η μία πάνω στην άλλη από την αιχμή ως τη λαβή. Όμως ο Πιέτρο, με κάθε χτύπημα που δεχόταν, ένιωθε έναν οξύ πόνο στο μπράτσο του, έναν πόνο που τον βίωνε σαν έκρηξη μέσα στο κρανίο του. Ήξερε πως δεν θα μπορούσε να αντέξει για πολύ σ’ αυτόν το ρυθμό. Επιστρατεύοντας τις δυνάμεις του, κατόρθωσε να απωθήσει τον Βιντικάτι στη μέση των καθισμάτων της δεξιάς πτέρυγας του ναού. Ή Χίμαιρα λίγο έλειψε να σκοντάψει στα στασίδια· ο Πιέτρο πίστεψε πως είχε έρθει η στιγμή να τελειώνει μαζί του. Όμως ο Βιντικάτι ανέκτησε την ισορροπία του. Ή έκβαση της μονομαχίας ήταν ακόμη αβέβαιη. Αντί να επιτεθεί ξανά, ο Εμίλιο οπισθοχώρησε στα καθίσματα, προς το σκοτάδι. Ξαφνικά έκανε μεταβολή γελώντας και εξαφανίστηκε πίσω από μια κολόνα. Ο Πιέτρο ήταν κάθιδρος. Άκουγε το φύσημα της αναπνοής του. Ή καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή. Γύρω του είχε απλωθεί ξανά η σιωπή· ο Βιντικάτι ήταν άφαντος. Με το βλέμμα καρφωμένο στο σημείο όπου είχε εξαφανιστεί η Χίμαιρα, ο Πιέτρο άνοιξε με κάθε προφύλαξη δρόμο ανάμεσα στις σειρές των καθισμάτων, προσέχοντας να μη σκοντάψει και ο ίδιος. Ζάρωσε τα μάτια καθώς έφθανε στην άλλη πλευρά των στασιδιών. Πίσω από την κολόνα ανοιγόταν ένα από τα μικρά παρεκκλήσια που πλαισίωναν το Μεγάλο Παρεκκλήσι, φωτισμένο από πάμπολλα κεριά. Μια νωπογραφία του Τζιότο, που απεικόνιζε μια θρησκευτική σκηνή, απλωνόταν πίσω από τις φλόγες που χόρευαν. Ο Πιέτρο προχώρησε περισσότερο. Μα πού είσαι; Γιατί δεν φανερώνεσαι;
Ξαφνικά έκανε μεταβολή, φοβούμενος πως δεχόταν επίθεση από τα νώτα. Κανείς. Ο Βιντικάτι εμφανίστηκε ξαφνικά, σαν φάντασμα, κραυγάζοντας δυνατά. Ο Πιέτρο απέφυγε μετά βίας το σπαθί του. Αντέδρασε αμέσως και ένιωσε ότι εντόπισε το αδύνατο σημείο, αποφασισμένος να εξουδετερώσει άπαξ διά παντός το πλεονέκτημα που είχε απέναντι του ο αντίπαλός του. Χτύπησε δυνατά· ο Βιντικάτι τον εξέπληξε με την ταχύτητά του, καθώς απέφυγε με τη σειρά του το πλήγμα. Ή λάμα του Πιέτρο χτύπησε την πέτρα. Μια τρομακτική εκκένωση διέτρεξε προς τα επάνω το μπράτσο του, που δονήθηκε ολόκληρο, ενώ το σπαθί του, έχοντας καταφέρει μόνο να τρυπήσει τον τοίχο, έσπασε στα δύο. Ο Πιέτρο βρέθηκε να κρατά στο χέρι του μόνο τη λαβή και λίγα εκατοστά ατσάλι, την ώρα που ο Βιντικάτι ξανασηκωνόταν. Ο Πιέτρο αναπήδησε και έστειλε τη λαβή, μαζί με τη γροθιά του, στο πρόσωπο του αντιπάλου του. Πολύ εύστοχη κίνηση, καθώς ο τελευταίος ήταν τώρα ακάλυπτος. Ζαλισμένος ο Εμίλιο οπισθοχώρησε λίγα βήματα και, φθάνοντας κοντά στην κεντρική Αγία Τράπεζα, σκόνταψε στα σκαλιά αφήνοντας και αυτός με τη σειρά του το σπαθί του να πέσει. Ή τελευταία αυτή προσπάθεια είχε στοιχίσει στον Πιέτρο ακριβά. Είχε την αίσθηση ότι το μπράτσο του ήταν πλέον μια ανοιχτή πληγή. Το απομεινάρι του ξίφους του έπεσε στο έδαφος. Έσπευσε και άρπαξε το σπαθί του Εμίλιο, ο οποίος οπισθοχωρούσε προς την Αγία Τράπεζα. Μαινόμενος ο Βιντικάτι εντόπισε ένα από τα μεγάλα κεριά του Μεγάλου Παρεκκλησίου, στηριγμένο πάνω σε μια ψηλή βάση από επιχρυσωμένο μπρούντζο. Χτύπησε τη βάση με το τακούνι του, ρίχνοντας το κερί, και την άρπαξε με τα δυο του χέρια. Το μήκος του αυτοσχέδιου όπλου του ήταν μεγαλύτερο, απέναντι σε έναν
Πιέτρο κατάκοπο και λαβωμένο· όμως τον δυσκόλευε περισσότερο στις κινήσεις του. Παρέκαμψαν την Αγία Τράπεζα, η μάχη συνεχίστηκε στην αριστερή πτέρυγα του ναού. Και πάλι οι δύο άνδρες ζύγιαζαν ο ένας τον άλλο, διστάζοντας να πάρουν την πρωτοβουλία του πρώτου χτυπήματος. Ο Πιέτρο επιχείρησε μια έκταση, το χέρι του έτρεμε. Απλώς χτύπησε το κενό. Το ίδιο συνέβαινε και με τον Βιντικάτι, ο οποίος πάσχιζε να σαρώσει το χώρο με την μπρούντζινη βάση του, για να κρατήσει τον Πιέτρο σε απόσταση. Κύλησαν έτσι αρκετά δευτερόλεπτα, με τον Πιέτρο και τον αντίπαλό του να σχίζουν τον αέρα. Λίγο πιο πέρα, οι φλόγες του κεριού που είχε ρίξει κάτω ο Βιντικάτι έγλειφαν ένα από τα πορφυρά παραπετάσματα που πλαισίωναν την Αγία Τράπεζα. Ξαφνικά το ύφασμα άναψε ολόκληρο. Τώρα η φωτιά απειλούσε να διαδοθεί στην αψίδα. Τότε ο Εμίλιο, επιστρατεύοντας όλες τις δυνάμεις του, αποκαλύφθηκε για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, με τους ώμους ζαρωμένους, περιστρεφόμενος στους μηρούς του για να δώσει τη χαριστική βολή. Ή μπρούντζινη βάση διέγραψε ένα ημικύκλιο στο χώρο. Ο Πιέτρο έσκυψε... Για δες! ...και ξαναεπιτέθηκε αστραπιαία. Εικόνα πραγματικά συγκλονιστική. Ο Εμίλιο Βιντικάτι, ή Χίμαιρα, ή ll Diavolo, πρώην αρχηγός του Συμβουλίου των Δέκα, είχε μόλις διατρυπηθεί από το ίδιο του το σπαθί. Λογχισμένος κάτω από την Τριάδα του Μακάτσιο, με το ξίφος σφηνωμένο σε μια ξύλινη βάση, κοντά στην κολόνα όπου υψωνόταν προς τον ουρανό ένας πέτρινος άμβωνας, διακοσμημένος από τον Καβαλκάντι.
Το χέρι της Μαύρης Ορχιδέας εξακολουθούσε να σφίγγει τη λαβή που ήταν βυθισμένη βαθιά στο σώμα του εχθρού του. Στέκονταν ασάλευτοι, πρόσωπο με πρόσωπο. Τώρα ο Βιντικάτι είχε μια ανάσα από χαλκό. Μια ανάσα από αίμα. Το πρώτο δευτερόλεπτο, τα χαρακτηριστικά του είχαν σκληρύνει, παίρνοντας μια έκφραση συνηθισμένη γι’ αυτόν και γνώριμη στον Πιέτρο: μια έκφραση σκληρότητας και κύρους, που ταίριαζε με το ρόλο τον οποίο τόσα χρόνια έπαιζε, το ρόλο του αρχηγού των Σκοτεινών. Κατόπιν, όταν συνειδητοποίησε ότι ο Εωσφόρος είχε ηττηθεί, ήρθε η διάλυση. Το πρόσωπό του χλόμιασε, τα φρύδια του κυρτώθηκαν, το στόμα του άνοιξε με μια έκφραση βουβής κατάπληξης. Τα μάτια του ξαναβρήκαν τη λάμψη της τρέλας που τον κυρίευε άλλοτε και στριφογύρισαν στις κόγχες τους. Προσπάθησε να δει τι συνέβαινε εμπρός του. Ένα ρυάκι αίμα έτρεξε από το στόμα του. Τον έπιασε λόξυγγας. Ο Πιέτρο δεν εγκατέλειπε τη λεία του. Τα χέρια του Εμίλιο ακούμπησαν στους ώμους του παλιού του φίλου, σαν να αναζητούσε ένα στήριγμα. Ίσως να ήθελε να αρθρώσει κάτι, όμως δεν τα κατάφερε. Τέλος, ο Πιέτρο οπισθοχώρησε. Τα χέρια του Βιντικάτι έπεσαν βαριά κατά μήκος του σώματός του. Λίγο πιο πέρα, σερνόταν η μπρούντζινη βάση. Ο Βιντικάτι ψυχορράγησε ακόμη μερικά δευτερόλεπτα. Έμοιαζε σαν μαριονέτα κάτω από την εικόνα του εσταυρωμένου Χριστού, την ίδια ακριβώς εικόνα που είχε συνθέσει ο ίδιος για το φόνο του Μαρτσέλο Τορετόνε στο θέατρο Σαν Λούκα· ο Εωσφόρος πεσμένος στα πόδια της Αγίας Τριάδας. Ξαφνικά ο Πιέτρο θυμήθηκε το σχέδιο της Πύλης της Κολάσεως που είχε δει στη Libreria του Βικάριο, στην αρχή της έρευνάς του. Την καββαλιστική εικονογράφηση που είχε ανακαλύψει σε εκείνο το βιβλίο με τη θήκη από τσόχα και βελούδο, το γραμμένο με αυστηρή, γοτθική γραφή. Απεικόνιζε την Πύλη, τεράστια, ακουμπισμένη στο έδαφος σαν στήλη ή να ορθώνεται σαν
κυπαρίσσι, και τον Πρίγκιπα του Σκότους με μορφή τράγου, με τους δαίμονες να ξεπηδούν από τη σάρκα του, πάνω σε σωρούς από κρανία, νεκρές σκιές, πρόσωπα που ούρλιαζαν, μέλη συμφυρόμενα. Ο πίνακας στον οποίο ήταν τώρα καθηλωμένος ο Βιντικάτι θύμιζε ξαφνικά εκείνη την γκραβούρα, με τις πτυχώσεις του ενδύματος του Εωσφόρου να ανοίγονται στην άβυσσο, ενώ η μετουσιωμένη Τριάδα χανόταν στο σκοτάδι, καταδικάζοντας για πάντα τον Άρχοντα των Πειρασμών. Ο Πιέτρο θυμήθηκε επίσης την επιγραφή πάνω από την Πύλη: Lasciate ogni speranza voi ch ’intrate. Εσείς που μπαίνετε, ξεχάστε κάθε ελπίδα. Στο βάθος, κοντά στην κεντρική Αγία Τράπεζα, τα παραπετάσματα είχαν καεί εντελώς, απλώνοντας γύρω ένα πέπλο καπνού. Ευτυχώς η φωτιά, φθάνοντας στην πέτρα, τώρα πια είχε σβήσει. Ναι, σήμερα η φωτιά είχε νικηθεί όπως ο Διάβολος. Τέλος, το σώμα του Εμίλιο Βιντικάτι κατέρρευσε. Ο οδηγός κι εγώ, μέσα σ’ αυτό το μονοπάτι το κρυφό Μπήκαμε, στον κόσμο να ξαναγυρίσουμε τον φωτεινό· Και δίχως σκέψη για ανάπαψη καμιά, Πήραμε τον ανήφορο, αυτός μπροστά κι εγώ μετά, Μέχρι που μέσα από στρογγυλό ένα άνοιγμα Του κόσμου είδαμε την ομορφιά. Κι από κει βγαίνοντας, ξανάδαμε τ’ αστέρια. Ο Πιέτρο άφησε το σπαθί του να πέσει και έπιασε το μπράτσο του με το άλλο του χέρι βογκώντας. Αυτή τη φορά, όλα είχαν στ’
αλήθεια τελειώσει. Ή Χίμαιρα είχε εγκαταλείψει τον κόσμο τούτο.
ΑΣΜΑ XXVII
ΕΠΙΛΟΓΟΣ Προς τον Παράδεισο - Οκτώβριος 1756 Εκείνο το βράδυ, ο Πιέτρο Βιραβόλτα και η Άννα Σανταμαρία είχαν μεταβεί στην όπερα. Ανέβαζαν την Ανδρομέδα, πάνω σε ένα λιμπρέτο του Μπενεντέτο Φεράρι: μια επανάληψη του έργου που, στο Καρναβάλι του 1637, είχε συνοδεύσει τα εγκαίνια του Τεάτρο Σαν Κασιάνο. Ένα πρώτο θέατρο, το Σαν Κασιάνο Βέκιο, προορισμένο για την κωμωδία, είχε ανεγερθεί το 1580 από τους Τρον, αριστοκρατική οικογένεια του Σαν Μπενεντέτο. Μετά από μια πυρκαγιά, τη θέση του πήρε ένα πέτρινο θέατρο ανοιχτό στο κοινό: οι αδελφοί Φραντσέσκο καγετο-ρε Τρον εξασφάλισαν τη σχετική άδεια του Συμβουλίου των Δέκα τον Μάιο του 1636. Ύστερα από έναν σεισμό, το θέατρο, που ανοικοδομήθηκε για δεύτερη φορά, αποδόθηκε στην όπερα· εδώ ανέβαζαν έργα των Αλμπινόνι, Ζιάνι και Πολακόλο. Δέκα περίπου χρόνια πριν δοθεί στον Βιραβόλτα η ευκαιρία να παρακολουθήσει μια παράσταση, το Σαν Κασιάνο υπήρξε το πρώτο θέατρο που υποδέχθηκε τη ναπολιτάνικη Κωμική όπερα. Το Σαν Κασιάνο περιλάμβανε πέντε σειρές και τριάντα ένα θεωρεία. Σε ένα από αυτά, σε επίλεκτη θέση, βρίσκονταν ο Πιέτρο και η Άννα Σανταμαρία. Ή τελευταία κρατούσε το μέτρο με το θρόισμα της βεντάλιας της. Βλέποντάς την έτσι γοητευμένη από το θέαμα, με
τα μάτια της να λάμπουν, ο Πιέτρο χαμογελούσε. Επιτέλους είχαν ξαναβρεί ο ένας τον άλλο. Μια νέα ζωή ξεκινούσε. Από κάτω, στη σκηνή του θεάτρου, η Ανδρομέδα τραγουδούσε με φωνή σειρήνας, μαγευτική αλλά διαυγή και υψίτονη. Το πληθωρικό φινάλε απογειώθηκε μέσα σε έναν καταιγισμό αρπισμών, και μετά καταλάγιασε. Επέστρεψε η σιωπή, που αμέσως τη διαδέχθηκε μια θύελλα χειροκροτημάτων. Αναχωρώντας από το θεωρείο, στους διαδρόμους με τα κόκκινα βελούδα, ο Πιέτρο συνάντησε τον Ρικάρντο Πάβι, με τρυφερή συντροφιά. Ή Φιλομένα ήταν γοητευτική, με μάτια σκέτο πειρασμό. «Λοιπόν, φίλε μου! Φαίνεται ότι το πράγμα είναι οριστικό! Είστε πλέον επικεφαλής του τρομερού Συμβουλίου των Δέκα...» Ο Ρικάρντο χαμογέλασε με τη σειρά του. «Βαρύ φορτίο, όπως θα φαντάζεστε...» «Τολμώ να πω ότι οπωσδήποτε θα τα καταφέρετε καλύτερα από τον προκάτοχό σας...» «Πάντως η εποχή των διαβολικών συνωμοσιών τελείωσε. Ή Βενετία ξαναβρήκε την ηρεμία της, ελπίζω για πολύ καιρό. Ή αυτοκράτειρα Μαρία-Θ ηρεσία πληροφορήθηκε τις ενέργειες του άθλιου δούκα τον οποίο είχε εξορίσει. Λέγεται πως έγινε έξαλλη! Όλα όμως τώρα είναι εντάξει. Και ξέρετε πώς είναι οι Βενετσιάνοι: καθώς η μια γιορτή διώχνει την άλλη, έχουν ήδη ξεχάσει τα λίγα που είχαν αντιληφθεί για τις δύσκολες στιγμές που περάσαμε... Πείτε μου όμως, Πιέτρο... Πού ήσασταν απόψε; Δεν σας είδα». Το χαμόγελο του Πιέτρο έγινε πλατύτερο. «Μα... στον Παράδεισο, προφανώς, αγαπητέ μου φίλε. Στον Παράδεισο...»
Ή Άννα σφίχτηκε πάνω του γελώντας. Ο Ρικάρντο υποκλίθηκε και της φίλησε το χέρι. Μετά τον φώναξε ένας γνωστός του Βενετσιάνος ευγενής, και απομακρύνθηκε εν ριπή οφθαλμού μαζί με τη Φιλομένα. Ή Άννα κοίταξε τον Πιέτρο. «Λοιπόν, ιππότη; Φεύγουμε;» Εκείνος τη φίλησε. «Ναι... Φεύγουμε». Λίγο αργότερα βρίσκονταν έξω. Ή Άννα έπιασε τον Πιέτρο από το μπράτσο, προκαλώντας του έναν μικρό μορφασμό. «Ω, συγνώμη!...» είπε η Άννα. «Πονάς ακόμη;» Ο Πιέτρο χαμογέλασε. Ενώ είχαν σχεδόν κατεβεί τα σκαλιά του θεάτρου, κάποιος από το πλήθος έσπρωξε ξαφνικά τον Πιέτρο. Ήταν ντυμένος στα μαύρα, και δεν έστρεψε καν το κεφάλι. «Ε, Μεσέρ! Θα μπορούσατε να ζητήσετε συγνώμη!» Στο άκουσμα αυτής της φωνής, ο άνδρας σταμάτησε ξαφνικά και στάθηκε ακίνητος, με γυρισμένη την πλάτη. Κόσμος περνούσε δεξιά και αριστερά του, όμως εκείνος δεν έκανε βήμα. Μετά, αργά αργά, γύρισε. Φορούσε σκούρο καπέλο και ένα φουλάρι που κάλυπτε ένα μέρος του προσώπου του, με αποτέλεσμα να φαίνονται μόνο τα σπινθηροβόλα μάτια του. Ο Πιέτρο συνοφρυώθηκε. Ξαφνικά, ο άνδρας κινήθηκε προς το μέρος του και, τραβώντας τον από τον ώμο, με τρόπο σχεδόν αυταρχικό, του είπε με φωνή παραμορφωμένη από το φουλάρι του: «Συγχωρήστε τον ένα δευτερόλεπτο, πριγκίπισσα. Κι εσύ... έλα
μαζί μου!» Ο Πιέτρο ήταν εμβρόντητος. «Σας παρακαλώ, τι...» «Εμπρός, έλα!» Απορημένος, ο Πιέτρο κοίταξε την Άννα και άφησε το χέρι της για μια στιγμή, ακολουθώντας τον μυστηριώδη άγνωστο. Απομακρύνθηκαν από το πλήθος, και ο άνδρας στάθηκε κοντά σε ένα σκοτεινό δρομάκι. Στρεφόμενος και πάλι προς το μέρος του, έβαλε τα γέλια. Τα μάτια του φάνηκαν παράξενα οικεία στον Πιέτρο... Με μια ανάσα, ο άνδρας τράβηξε το φουλάρι του προς τα κάτω· έδειχνε ιδιαίτερα νευρικός. Ο Πιέτρο τον αναγνώρισε αμέσως. «Τζιάκομο! Εσύ!» είπε κατάπληκτος. Ο Καζανόβα χαμογέλασε, και αμέσως μετά το χαμόγελό του χάθηκε. Το πρόσωπό του ήταν κάτωχρο και αποστεωμένο από τις μακροχρόνιες στερήσεις. Φαινόταν να έχει πυρετό. «Μα εγώ νόμιζα πως ήσουν ακόμη έγκλειστος στα Μολύβια! Πρότεινα στο Συμβούλιο των Δέκα να σε πάρει στην υπηρεσία του, ο Δόγης εξέταζε το ενδεχόμενο της απελευθέρωσής σου, όμως...» Ο Καζανόβα άπλωσε το χέρι. «Σώπα, φίλε μου! Δεν μπορώ να σου μιλήσω πολλή ώρα. Είμαι δραπέτης. Με περιμένει ένα άλογο, φεύγω μακριά από δω». «Δραπέτης; Μα πώς μπόρεσες να...» «Θυμάσαι τον Μπάλμπι; Ήταν φυλακισμένος στο διπλανό κελί. Δεν θα το πιστέψεις ποτέ: κατόρθωσε να σκάψει μια τρύπα κάτω από την οροφή του κελιού του και έφθασε έτσι ως το δικό μου. Μαζί
καταστρώσαμε ένα σχέδιο, και εγώ κατάφερα να αποδράσω από τις στέγες...» «Απόδραση! Απόδραση από τα Μολύβια! Μα... αυτό είναι απίστευτο!» «Το ξέρω, είναι η πρώτη φορά! Πιέτρο, φίλε μου... Πώς είσαι; Βλέπω ότι και εσύ τα πήγες μια χαρά», είπε κοιτάζοντας πάνω από τον ώμο του την Άννα, που τους παρακολουθούσε. «Ώστε λοιπόν... ο Οτάβιο εγκατέλειψε τη σκηνή; Μα τι συνέβη όλο αυτό το διάστημα; Το Καρναβάλι εορτάσθηκε μέσα σε τέτοια αναταραχή που...» «Ω», είπε ο Πιέτρο χαμογελώντας. «Είναι μεγάλη ιστορία. Ή Βενετία! Ξέρεις... Όμως εσύ, Τζιάκομο! Πού θα πας;» «Μη μου κρατήσεις κακία, δεν μπορώ να σου το πω. Όμως τώρα πρέπει να σε αφήσω! Ο Θεός να δώσει να συναντηθούμε και πάλι, φίλε μου! Δεν θα σε ξεχάσω». «Ούτε εγώ, Τζιάκομο. Ούτε εγώ». Οι δύο άνδρες αγκαλιάστηκαν, και μετά, με ένα τελευταίο χαμόγελο, ο Καζανόβα έγνεψε με το καπέλο του... και έκανε μεταβολή με ένα θρόισμα της κάπας του. Χάθηκε στο σκοτεινό δρομάκι. Ο Πιέτρο έμεινε εκεί λίγη ώρα. Κοίταξε προς την κατεύθυνση της Άννας Σανταμαρία. Εκείνη τον περίμενε, ανάμεσα στο πλήθος που διασκορπιζόταν. Ο Πιέτρο έριξε μια τελευταία ματιά προς το δρομάκι... και επέστρεψε στην Άννα.
*****
Ήταν Οκτώβριος του 1756. Ο Τζιάκομο Καζανόβα είχε προσφάτως αποδράσει από τη φυλακή των Μολυβιών. Ο Πιέτρο στεκόταν με ύφος ονειροπόλο εμπρός στη λιμνοθάλασσα, στην Πλατεία του Αγίου Μάρκου. Με το καπέλο του στο χέρι, φορούσε έναν φαρδύ μαύρο μανδύα πάνω από το σακάκι του με τα λουλουδάτα μοτίβα και ένα λευκό πουκάμισο με φαρδιά μανίκια. Ή νύχτα είχε περάσει, ξημέρωνε. Στρώματα ομίχλης ανέβαιναν αργά προς τον ουρανό. Οι γόνδολες, παραταγμένες κατά μήκος της αποβάθρας, λικνίζονταν ελαφρά, συνοδεύοντας τον παφλασμό του νερού. Ο Πιέτρο δεν είχε βαριά καρδιά, αλλά τον είχε κυριεύσει ένα παράξενο συναίσθημα νοσταλγίας. Κοιτούσε τον Σαν Τζόρτζιο, μάντευε πέρα μακριά τις όχθες του Λίντο· πίσω του, το βέλος του Καμπανίλε και ο φτερωτός λέων. Πόσος καιρός; αναρωτήθηκε. Ή Βενετία είχε ήδη περάσει τόσες δοκιμασίες. Ένα κόσμημα, ναι! Αλλά τόσο εύθραυστο. Αυτό το κομμάτι λιμνοθάλασσας που το απειλούσε η acqua alia, τα καιρικά φαινόμενα, οι υπόγειοι και υποθαλάσσιοι σεισμοί, αυτό το κομμάτι λιμνοθάλασσας που εξακόσια χρόνια τώρα προσπαθούσαν να το σώσουν, υπήρξε κάποτε αυτοκρατορία, μια γέφυρα μεταξύ Ανατολής και Δύσης, ένας φάρος για την οικουμένη. Όμως για πόσο ακόμη θα επιβίωνε; Τι προσπάθειες θα έπρεπε να καταβάλουν ακόμη για να της δώσουν τη δυνατότητα να διατηρήσει την ομορφιά και την ακτινοβολία της; Τι νέες εμπνεύσεις θα γεννούσε; Ή Βενετία με τις μάσκες της και την αλήθεια της, πόλη των τεχνών και του Καρναβαλιού, της χαράς και των προσποιήσεων. Τι είδους φθόνους θα προκαλούσε ακόμη; Ο Πιέτρο αγαπούσε τη Βενετία σαν μια γυναίκα, σαν την πρώτη
του ερωμένη. «Πιέτρο!» Έστρεψε το κεφάλι. Ή Άννα Σανταμαρία, πάντα λαμπερή, τον περίμενε. Του έκανε νόημα και ανέβηκε στην άμαξα που θα τους έπαιρνε μακριά. Ο αμαξάς τον κοιτούσε και αυτός· το ίδιο και ο Λαντρέτο, ο πιστός Λαντρέτο, που μετά βίας είχε συνέλθει από μια επεισοδιακή νύχτα. Ο Πιέτρο προχώρησε προς το μέρος τους, με τα μάτια καρφωμένα στα πλακόστρωτα. Μετρούσε ακόμη το κάθε βήμα που έκανε σ’ αυτή την πλατεία, την οποία είχε τόσες φορές διασχίσει. Φθάνοντας δίπλα στον Λαντρέτο, τον χτύπησε στον ώμο, και λίγο έλειψε να τον ρίξει κάτω. Ο υπηρέτης είχε εμφανώς πονοκέφαλο. «Λοιπόν, φίλε μου; Μα... η Ντάμα Κούπα σου;» «Ω», είπε ο Λαντρέτο. «Μια αληθινή μαινάδα, πιστέψτε με. Έχω εξαντληθεί. Ξέρετε πώς είναι: η μυστική Βενετία... Δεν είμαι δυσαρεστημένος που την εγκαταλείπω». Ο Πιέτρο γέλασε καθώς ο Λαντρέτο φόρτωνε στην άμαξα τις τελευταίες τους αποσκευές. «Ωραία! Μήπως μπορείτε επιτέλους να μου πείτε πού πηγαίνουμε; Είπε ο Λαντρέτο». Ο Πιέτρο άνοιξε τα χέρια. «Δεν το μάντεψες; Στη Γαλλία, Λαντρέτο! Φυσικά! Μας περιμένουν οι Βερσαλλίες. Και χάρη στη μέριμνα του Δόγη, δεν θα μας λείψει τίποτε. Ευχαρίστησε τη Γαληνοτάτη, φίλε μου. Πες μου... Πήρες μαζί όλες μου τις τράπουλες, έτσι δεν είναι;» «Εννοείται. Στη Γαλλία, λοιπόν...;»
«Στη Γαλλία, φίλε μου». Ο Πιέτρο στράφηκε για λίγο προς τη λιμνοθάλασσα. Κοίταξε τις δειλές ακόμη αντανακλάσεις του ουρανού που σιγότρεμαν στα νερά. Δυσκολευόταν να εγκαταλείψει αυτό τον τόπο. Με αργές κινήσεις, πήρε το λουλούδι από την μπουτονιέρα του. Το πέταξε στο νερό και το ακολούθησε με το βλέμμα. Τέλος, επέστρεψε στην άμαξα. «Μαύρη Ορχιδέα τέλος!» είπε στον Λαντρέτο. «Όμως μην ανησυχείς. Το σημαντικό είναι αλλού...» Χαμογέλασε και του έκλεισε το μάτι. «Στο κάτω κάτω... τώρα είμαι ένας θρύλος!» Φόρεσε το καπέλο του, το χαμόγελό του έγινε πιο πλατύ. Το πρόσωπο της Άννας Σανταμαρία εμφανίστηκε εμπρός του. Ύστερα από ένα τελευταίο βλέμμα προς τη λιμνοθάλασσα, έκανε μια βαθιά υπόκλιση. Μετά επιβιβάστηκε στην άμαξα.
*****
Στη Γαληνοτάτη Δημοκρατία, κανείς πλέον δεν θυμόταν τις εκπληκτικές περιπέτειες του σωτηρίου έτους 1756. Ή λάμψη του Καρναβαλιού, ενός από τα πλέον επιτυχημένα του αιώνα, έσβησε τα ίχνη της συνωμοσίας, που δεν καταγράφηκε ποτέ στην Ιστορία· στη μνήμη κάποιων έμειναν μόνο ορισμένα επεισόδια που είχαν διανθίσει
τους παράξενους εκείνους μήνες. Όσο για τη μοίρα της Μαύρης Ορχιδέας, σφραγίστηκε σε έναν σκονισμένο φάκελο, που ταξινομήθηκε στα ράφια της Quarantia Criminate και της μυστικής Βενετίας του δεκάτου ογδόου αιώνα. Και εκεί ξεχάστηκε. Είναι όμως γνωστό ότι οι θρύλοι δεν χρειάζονται την Ιστορία για να ζήσουν. Και, επομένως, δεν πειράζει.
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Ευχαριστώ τον επιμελητή μου, Κριστόφ Μπατάιγ, τον Ολιβιέ Νορά, τη Ζακλίν Ρισέ για τη μετάφραση της Κόλασης του Δάντη (έκδοση Flammarion, 1992)· τους Φιλίπ Μπρονστέν και Ρομπέρ Ντελόρ για το έργο τους Βενετία, Ιστορική Προσωπογραφία μιας Πόλης, συλλογή Points Seuil, καθώς και τη Φρανσουάζ Ντεκρουαζέτ για το Ή Βενετία την Εποχή του Γκολντόνι, εκδόσεις Hachette Litteratures· χωρίς να ξεχνώ τα Απομνημονεύματα του Καζανόβα, χωρίς τα οποία το Καρναβάλι μου δεν θα ήταν δυνατόν να υπάρξει· τέλος, ευχαριστώ τη Φιλομέν Πιεγκέ για την υπομονή και τη στήριξή της.