Andrea Camilleri ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΔΙΑΚΟΠΗ
Στη δουλειά που εξευγενίζει τον άνθρωπο
Κύρια πρόσωπα ΓΈΡΟ-ΜΑΝΟΥΕΛΛΙ, επιχείρησης
πρόεδρος
ΜΠΕΠΠΟ ΜΑΝΟΤΕΛΛΙ, υποδιευθυντής
της
γιος
ομώνυμης
του,
γενικός
ΤΖΟΥΛΙΑΝΑ, γραμματέας του Μπέππο ΜΑΟΥΡΟ ΝΤΕ Μανουέλλι
ΜΠΛΑΖΙ,
γενικός
διευθυντής
της
ΜAPIZA ΝΤΕ ΜΠΛΑΖΙ, σύζυγός του ΑΝΝΑ ΜΕΝΓΚΟΤΣΙ, γραμματέας του Μάουρο ΣΤΕΛΛΑ, οικιακή βοηθός των Ντε Μπλάζι ΜΑΡΚΟ, just a gigolo ΓΚΟΥΙΝΤΟ ΜΑΡΣΙΛΙ, γενικός υποδιευθυντής Μανουέλλι, υπεύθυνος προσωπικού
της
ΜΠΑΣΤΙΑΝΕΛΛΙ, Μανουέλλι
της
υπεύθυνος
ασφαλείας
ΜΑΝΝΟΥΤΣΙ, υπεύθυνος φύλαξης στο εργοστάσιο της
Μανουέλλι στη Νόλα ΜΠΙΡΟΛΛΙ, πρόεδρος της Αρτένια ΛΙΤΣΑ ΜΠΙΡΟΛΛΙ, εγγονή του ΛΟΥΙΤΖΙ ΡΑΒΑΤΣΙ, «H μαύρη τρύπα», κληρονόμος ενός μεγάλου εργοστασιακού συγκροτήματος και προϊστάμενος της Λίτσας Μπιρόλλι ΒΟΥΛΕΥΤΗΣ Ανάπτυξης
ΠΕΝΝΑΚΚΙ,
υφυπουργός
Οικονομικής
ΑΟΥΡΕΛΙΑ ΠΕΝΝΑΚΚΙ, «H Φαρμακόγλωσσα», σύζυγός του ΤΖΑΝΚΑΡΛΟ ΦΟΡΜΙΤΖΙ, υποδιοικητής αρραβωνιαστικός της Μαρίζας
και
πρώην
ΓΚΟΥΙΝΤΟΤΤΙ, ΛΑΚΙΕΖΑ και ΡΟΤΟΝΤΙ, γιατροί του Μάουρο ντε Μπλάζι
Ένα Τότε ένιωσε τη βασανιστική βεβαιότητα πως θάνατός του πλησίαζε.
ο
Απλωνε τον αφρό ξυρίσματος και στην αρχή τινάχτηκε, έπειτα έμεινε ακίνητος, με τις άκρες των δαχτύλων του γεμάτες αφρό πάνω στο δεξί μάγουλο. Στον καθρέφτη, εμφανίστηκε η φωτογραφία που είχε δημοσιευτεί στο εξώφυλλο του τελευταίου τεύχους του περιοδικού «Κομουνικατσιόνε ε ιμπρέζα», αφιερωμένου στους σημαντικότερους μάνατζερ της χώρας, που περιείχε επίσης και μια εκτενή συνέντευξή του. Ένα δευτερόλεπτο νωρίτερα σκεφτόταν το δείπνο της προηγούμενης βραδιάς, όπου ο γερο-Μπιρόλλι συνοδευόταν από την εικοσάχρονη εγγονή του, όταν, ξαφνικά, έκαναν την εμφάνισή τους εκείνες οι λέξεις μάλλον, τις διάβασε. Πού; Στον καθρέφτη; Ναι, όχι όμως ακριβώς πάνω στον καθρέφτη, αλλά στο σημείο όπου ήταν ο καθρέφτης. Επειδή, για στιγμή, μάλλον κόπηκε το φως. Και μέσα στο σκοτάδι, το αόρατο σχήμα του καθρέφτη είχε μεταμορφωθεί σε μικρή οθόνη κινηματογραφου, πάνω στην οποία αστραφτερή, με άσπρα γράμματα εμφανίστηκε η φράση. Όπως οι γραμμένοι με πλάγια γράμματα υπότιτλοι κάποιας βωβής ταινίας. Δεν τη διάβασε όμως. Κάποιος την πρόφερε δυνατά.
Δεν ήταν στο σινεμά αλλά στο μπάνιο του σπιτιού του. Άρα, δεν μπορούσε να ήταν κανένας άλλος εκτός από κείνον. Είχε μιλήσει μόνος του. Πρώτη φορά τού συνέβαινε. Ή μήπως ξανασυμβεί, αλλά δεν το είχε αντιληφθεί;
του
είχε
Μήπως ήταν σημάδι της ηλικίας; Στα σαράντα δύο; Αστειευόμαστε; Δεν του επιτρεπόταν να χάνει τον έλεγχο και να λέει διάφορα. Φαντάσου να του συνέβαινε στη διάρκεια ενός διοικητικού συμβουλίου ή ενώ έκλεινε κάποια σοβαρή συμφωνία! Υποσχέθηκε στον εαυτό του πως με την πρώτη ευκαιρία θα μιλούσε με τον Γκουιντόττι. Άρχισε να παράξενα.
ξυρίζεται,
αλλά
αισθάνθηκε
λίγο
Τότε ένιωσε τη βασανιστική βεβαιότητα πως ο θάνατός του πλησίαζε. Τον ενοχλούσε κυρίως εκείνη η φράση. Πολύ ευγενική, πολύ καλοφτιαγμένη. Δε μιλούσε και δεν έγραφε έτσι. Ήταν μια πρόταση που θα μπορούσε να έχει γράψει συγγραφέας. Εκείνος δεν είχε ποτέ ενδώσει στον πειρασμό της συγγραφής, ούτε όταν ήταν παιδί, όταν οι πρώτοι έρωτες σε σπρώχνουν να
μετατρέψεις τα συναισθήματά σου σε λέξεις και να τα αποτυπώσεις στο χαρτί. Πραγματικά, σαν να του την είχαν υποβάλει απ’ έξω, δεν ήταν δυνατόν να τη σκέφτηκε μόνος του. Παρ' όλα αυτά σε ποιον απευθυνόταν, ποιος ήταν το υποκείμενο; Ή το αντικείμενο; Με λίγα λόγια, σε τίνος το θάνατο αναφερόταν; Οχι βέβαια στο δικό του. Εκτός κι αν είχε αρχίσει να χρησιμοποιεί το τρίτο πρόσωπο όταν αναφερόταν στον εαυτό του. Όπως έκανε ο γερο-Μανουέλλι. «Ο Μανουέλλι, όταν άρχισε να δουλεύει στα δεκαέξι του ως μαθητευόμενος συγκολλητής δεν ήξερε τι σήμαινε εργοστάσιο». Μιλούσε για τον εαυτό του σαν να διάβαζε τη βιογραφία του. Και όλοι γελούσαν πίσω από την πλάτη του. Βγήκε γυμνός από το μπάνιο και πήγε στο βεστιάριο. Φόρεσε το ρολόι και κοίταξε την ώρα. Είχε αρκετό χρόνο, το αυτοκίνητο θα ερχόταν σε μια ώρα. Ετοιμαζόταν ν’ ανοίξει το συρτάρι με τα εσώρουχα, όμως άλλαξε γνώμη. Μπήκε στο υπνοδωμάτιο. H Μαρίζα κοιμόταν, δε θα ξυπνούσε πριν από τις δέκα ως συνήθως. Της άρεσε η ζέστη, η θέρμανση έκαιγε όλη νύχτα στο φουλ. Στο δωμάτιο όμως έκανε
μάλλον υπερβολική ζέστη, καθώς η Μαρίζα κοιμόταν μπρούμυτα γυμνή, διαγώνια πάνω στο στρώμα, το σεντόνι μαζεμένο δίπλα της, τα πόδια της ελαφρά σε διάσταση, το αριστερό κρεμόταν έξω από το κρεβάτι. Ξαφνικά, ένιωσε έντονο πόθο. Το προηγούμενο βράδυ δεν το είχαν κάνει, αν κι εκείνος το ήθελε πολύ, η βραδιά τελείωσε στις δύο και η Μαρίζα, μόλις ξάπλωσε, μουρμούρισε πως ήταν πολύ κουρασμένη. Σπάνια συνέβαινε κάτι τέτοιο. Στα πέντε χρόνια που ήταν παντρεμένοι, ελάχιστες φορές η Μαρίζα τού είχε αρνηθεί, μερικές φορές μάλιστα έπαιρνε εκείνη την πρωτοβουλία. Την κοίταξε, είχε υπέροχο κορμί εικοσάχρονης κοπέλας και το επιδείκνυε συνειδητά, όπως κάθε τριαντάρα που έχει επίγνωση των προσόντων της. Να την ξυπνούσε; Την ήξερε καλά, δε θα κατάφερνε τίποτα, παρά μόνο ένα κοφτό και ξεκάθαρο: «Φύγε, άσε με να κοιμηθώ». Κλεινόταν στον ύπνο σαν πουλάκι μέσα στο αυγό, αλίμονο αν έσπαγε το τσόφλι πριν από την ώρα του. Όσο περισσότερο την κοιτούσε όμως, τόσο φούντωνε ο πόθος του και γινόταν πιο επιτακτικός. Αν δεν εκτονωνόταν, θα τον βασάνιζε όλη μέρα, θα τον βάραινε, θα ήταν αφηρημένος και αναποφάσιστος.
Κι εκείνο το πρωί ήξερε ότι έπρεπε να είναι συνεχώς σε ετοιμότητα, δεν του επιτρεπόταν να χαλαρώσει ούτε στιγμή. Πλησίασε, ανέβηκε στο κρεβάτι προσπαθώντας να κουνήσει με το βάρος του το στρώμα, έπειτα στηρίχτηκε στην παλάμη του αριστερού χεριού του, άνοιξε σαν ψαλίδι τα πόδια του μέχρι ν’ ακουμπήσει το δεξί του γόνατο από την άλλη μεριά του κορμιού της Μαρίζας, μετά πέρασε και το δεξί του χέρι. Ένιωσε ικανοποίηση για το καταπληκτικό ακροβατικό. Τώρα στεκόταν μετέωρος πάνω από τη Μαρίζα. Χαμήλωσε αργά κοιτώντας τα ελάχιστα εκατοστά που θα επέτρεπαν στο μόριό του ν’ αγγίξει το λεπτό μεταξωτό αυλάκι ακριβώς από κάτω του. Χρειάστηκε λίγο. H Μαρίζα ξύπνησε μόλις τον ένιωσε ν’ ανεβαίνει -το κρεβάτι, αλλά προσποιήθηκε την κοιμισμένη. Δάγκωσε τη γλώσσα της για να σταματήσει την αηδία που ένιωσε να ανεβαίνει από το στομάχι στο στόμα της, μόλις αισθάνθηκε το μόριό του ανάμεσα στους γλουτούς της. Δεν κουνήθηκε ούτε όταν ο Μάουρο τελείωσε, της φάνηκε πως είχε κρατήσει έναν αιώνα, και πήγε στο μπάνιο. Με τα αυτιά τεντωμένα, προσπαθούσε ν’ αποκωδικοποιήσει του ήχους που έφταναν από το βεστιάριο. Να, τώρα κατέβηκε στην κουζίνα για να πάρει πρωινό. Σηκώνεται προσεκτικά, τρέχει
ξυπόλυτη στο μπάνιο για να πλύνει την αηδία που έχει κολλήσει πάνω της, μετά ξαπλώνει πάλι. Είναι δυνατόν να μη βλέπει ο Μάουρο, να μην καταλαβαίνει ότι όλα έχουν αλλάξει; Δε νιώθει ότι δεν αντέχει το άγγιγμά του; Εδώ κι ένα μήνα που... Πρώτα ήταν κάμπια, έπειτα κάποιος τη μεταμόρφωσε σε πεταλούδα. Πράγματι, έτσι είναι, επειδή τούτες τις τελευταίες μαγευτικές μέρες νομίζει ότι δεν περπατάει, αλλά πετάει- έτσι, σαν να έγινε θαύμα. Όλα συνέβησαν ένα απόγευμα όπως όλα τα άλλα, μέσα σε τρεις ώρες. Καταλαβαίνει ότι δεν πρόκειται να την ξαναπάρει ο ύπνος. Έπειτα από λίγο ξανασηκώνεται, βγαίνει στο διάδρομο και πλησιάζει στη σκάλα που οδηγεί στον κάτω όροφο. Αφουγκράζεται. O Μάουρο πρέπει να έφυγε. Μπαίνει και πάλι στο δωμάτιο, παίρνει από την τσάντα της το κινητό, το ανοίγει και σχηματίζει έναν αριθμό. «Έκπληξη! Καλημέρα, αγάπη μου!» «Καλημέρα! Γιατί ξύπνησες τόσο νωρίς;» «Κάτι έπεσε από το χέρι του Μάουρο και από το θόρυβο...»
«Πώς ήταν χθες το βράδυ;» «Βαρετά». «Τι κάνεις;» «Είμαι γυμνή στο κρεβάτι. Σε θέλω πολύ. Άκου... σε παρακαλώ, μη θυμώσεις, μπορείς να μου πεις ένα;» «Τώρα;!» «Ναι, ναι». «Αγάπη μου, δεν είναι η κατάλληλη στιγμή. Πηγαίνω στο γραφείο, έχει υπερβολική κίνηση και δεν έχω το ακουστικό». «Έλα, σε παρακαλώ, ένα μικρό». «Καλά». H Μαρίζα βάζει το χέρι ανάμεσα στα πόδια της. «Τόσο στρογγυλός που με βασανίζει, ο ένας γλουτός σου πλάι στον άλλο... Μεγαλώνεις τη μανία σου μια άγρια νύχτα!» «Κι άλλο, κι άλλο!»
«Όχι! Φτάνει!» «Ποιος το έχει γράψει;» «Ο Ουνγκαρέττι». «Δεν το κατάλαβα καλά, αλλά μου άρεσε. Θα τα καταφέρεις σήμερα στις πέντε;» «Θα προσπαθήσω». «Να ξέρεις πως δεν αντέχω. βδομάδα που δεν...»
Έχει περάσει μια
«Ούτε εγώ αντέχω. Συγγνώμη, αγάπη μου, αλλά οδηγώ και...» «Το πρωινό σας είναι έτοιμο, κύριε». Ούτε που της απάντησε και συνέχισε να δένει τη γραβάτα του. H Άνκα, η οικιακή βοηθός, φεύγει. Ο πατέρας του είχε επιμείνει πολύ να την πάρει στο σπίτι. Θα πρέπει να την είχε περάσει με όλους τους δυνατούς και φανταστικούς τρόπους για μερικούς μήνες κι έπειτα να βαρέθηκε, όπως του συνέβαινε συνήθως, και του την πάσαρε. H Άνκα είναι Ρουμάνα μεταξύ τριάντα και σαράντα, πολύ όμορφη, με ποπό και στήθος απίστευτα ωραία, μιλάει τέλεια ιταλικά και στην πατρίδα της είχε πάρει πτυχίο τοπογράφου.
Το κύριο μέλημα της ήταν να τον κατασκοπεύει, ν’ αναφέρει στον πατέρα του πώς συμπεριφέρεται, αν πίνει πάρα πολύ, αν σνιφάρει κάθε τόσο. Είχε καταλάβει από την πρώτη στιγμή ποιος ήταν ο ρόλος της μέσα στο σπίτι. Από την άλλη, και η γραμματέας του η Τζουλιάνα είναι ένα χαριτωμένο κληροδότημα του μπαμπά. Αλλά, αν μη τι άλλο, με την Τζουλιάνα... Ρε γαμώτο! Του πέφτουν πολλές τρίχες! Κι έπειτα χρειάζεται να κάνει λίγη δίαιτα, η ζώνη κουμπώνει στην τελευταία τρύπα. Κατεβαίνει στην τραπεζαρία. Έπειτα από τρία χρόνια στις Ηνωμένες Πολιτείες όπου τον έστειλε ο μπαμπάς για να τελειοποιήσει τις σπουδές του, ο Μπέππο συνήθισε να παίρνει αμερικανικό πρωινό. Κάθεται με την πλάτη γυρισμένη στο φυσικών διαστάσεων πορτρέτο του πατέρα, που ο γέρος απαίτησε να μπει στην τραπεζαρία, με μοναδικό σκοπό να του θυμίζει συνεχώς ποιος πληρώνει το πρωινό, το μεσημεριανό και το δείπνο σ’ εκείνο το σπίτι. Καταστρέφει ήρεμα το δημιούργημα από δίσκους, πιατάκια, μπολάκια, ποτήρια, φλιτζάνια, τσαγερό, που με μεγάλη φροντίδα είχε ετοιμάσει η Άνκα. «Στο τηλέφωνο είναι η γραμματέας σας. Θέλει να
Ξέρει αν σήμερα θα περάσει να σας πάρει». Χαμογελάει πονηρά η μαλακισμένη. «Καλά, να περάσει». Εδώ κι έξι μήνες δεν έχει δίπλωμα οδήγησης. Του το πήραν επειδή χτύπησε έναν ξεμωραμένο γέρο με ποδήλατο και δε σταμάτησε. Ούτε να πεθάνει δεν ήταν ικανός ο βλαμμένος. Έμεινε ένα μήνα στο νοσοκομείο. Νόμιζε ότι την είχε γλιτώσει, αλλά τότε εμφανίστηκε ο γνωστός ηλίθιος, ο τύπος που αντί να κοιτάζει τη δουλειά του, χώνει τη μύτη του στις δουλειές των άλλων, που πρόλαβε να πάρει τον αριθμό της Μερσεντές του και να τον δώσει στους καραμπινιέρους. Κι αν δεν ήταν ο μπαμπάς, η υπόθεση θα είχε άσχημη κατάληξη. Γι’ αυτό η Τζουλιάνα προσφέρεται να έρθει να τον πάρει. Πρώτα όμως του τηλεφωνεί, επειδή μερικές φορές καλεί ταξί ή κάποιο αυτοκίνητο της επιχείρησης. Κοιτάζει το ρολόι. Σηκώνεται και λέει στην Άνκα: «Όταν έρθει η Τζουλιάνα, να τη φέρεις στο γραφείο μου». Μόλις κάθισε στο γραφείο του, χτύπησε το τηλέφωνο, στην πραγματικότητα ήταν η απευθείας γραμμή με τον πατέρα του. «Γεια σου, μπαμπά».
«Γεια σου, Μπέππο. Άκου. σήμερα το πρωί δε θα έρθω στην εταιρεία, το βράδυ δεν ένιωθα πολύ καλά». Μάλλον πρέπει να είναι αρκετά δύσκολο στα εβδομήντα πέντε να περνάς τη νύχτα με μια ανήλικη. Ο γέρος είχε ανακαλύψει εδώ και λίγο καιρό τη νεανική σάρκα κι είχε παθιαστεί. «Θέλω να σου πω ότι σήμερα το πρωί δεν πρέπει να σε δει ο Μάουρο. Να μείνεις μακριά του, κατάλαβες;» «Θέλεις να μην πάω στο γραφείο;» «Δεν είπα κάτι τέτοιο. Μην κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις. Λέω ότι είναι καλύτερα να μη σε δει». «Εντάξει, μπαμπά». «Γεια». Χτύπησε δυνατά το χέρι του στο γραφείο. Είναι ή δεν είναι ο γενικός υποδιευθυντής; Είναι δυνατόν ο Μάουρο ντε Μπλάζι να απαιτεί και να καταφέρνει να μην είναι παρών εκείνος όταν πρόκειται να ληφθούν σημαντικές αποφάσεις; Δεν είναι μικρό παιδί, διάολε! Είναι σαράντα πέντε χρονών και ξέρει να χρησιμοποιεί το μυαλό του, για όνομα του Θεού! Σύντομα όμως θα του δείξει εκείνου του αρχιμαλάκα που νομίζει από τότε που έβαλαν τη φάτσα του στο εξώφυλλο ότι είναι Θεός!
Αν πραγματοποιήσει το σχέδιο που έχει στο νου του, τότε θα γίνει πραγματική επανάσταση στην επιχείρηση. Και ο μπαμπάς θα αναγκαστεί να τον ευχαριστήσει! Χτυπάνε διακριτικά την πόρτα. «Κύριε, ήρθε η δεσποινίς». «Να της πεις να περάσει». «Καλημέρα, κύριε». «Καλημέρα και σ’ εσένα, Τζουλιάνα. Κάθισε, πρέπει να σου μιλήσω». Δύο φράσεις που ειπώθηκαν απλώς και μόνο για να τις ακούσει η οικιακή βοηθός. H Τζουλιάνα μπήκε κι έκλεισε την πόρτα. Είναι κομψότατη, δροσερή, μοσχομυρίζει, έχει την εμφάνιση δραστήριας και πολυάσχολης γυναίκας. Στέκει όρθια κοντά στην πόρτα. Κοιτάζει με ύφος ερωτηματικό τον Μπέππο, που της ανταποδίδει το βλέμμα. Τότε εκείνη γυρίζει, κλειδώνει χωρίς θόρυβο την πόρτα, πλησιάζει τον Μπέππο που συνεχίζει να είναι καθισμένος στην πολυθρόνα, αλλά την έχει γυρίσει, γονατίζει ανάμεσα στα πόδια του. «Όχι» λέει ο Μπέππο.
H Τζουλιάνα, χωρίς να μιλήσει, σηκώνεται, τραβάει επάνω τη φούστα της, πηγαίνει και ακουμπάει με τα χέρια στο γραφείο, σκύβει. Δε φοράει κιλοτάκι. Το έχει στην τσάντα της, θα το φορέσει όταν τελειώσει ο Μπέππο. Ο Μαρσίλι ήρθε;» ρώτησε ο Μάουρο καθώς περνούσε μπροστά από το γραφείο της γραμματέας του. "Μάλιστα". Παρακάλεσε τον να έρθει στο γραφείο μου». Πάνω στο γραφείο του, ένα πεδίο μάχης, υπάρχουν δύο κομπιούτερ, τέσσερα τηλέφωνα, ένα εσωτερικό τηλέφωνο, ένα μικρό mp3, ένα fax, μια πένα. ένα μολύβι και η φωτογραφία της Μαρίζας σε ασημένια κορνίζα. Δεν υπήρχε ούτε ένα φύλλο χαρτί, ένα μπλοκ σημειώσεων, τίποτα απολύτως. Σε όλο το δωμάτιο δεν υπάρχει ούτε μία μικρή βιβλιοθήκη. Χτυπάνε την πόρτα. H πόρτα ανοίγει λίγο και εμφανίζεται το κεφάλι του Μαρσίλι. «Να περάσω;» Ενώ ο Μαρσίλι μπαίνει και κλείνει την πόρτα, ο Μάουρο μιλάει στο εσωτερικό τηλέφωνο. «Άννα; Για δέκα λεπτά δεν είμαι εδώ για κανέναν.
Ούτε αν με ζητήσουν στο τηλέφωνο». O Γκουίντο Μαρσίλι είναι ο ένας από τους δύο γενικούς υποδιευθυντές. Μεταξύ άλλων, είναι και υπεύθυνος προσωπικού. O δεύτερος γενικός υποδιευθυντής είναι ο Μανουέλλι, ένα τίποτα, που τοποθετήθηκε εκεί από τον πατέρα του, τον πρόεδρο της επιχείρησης. Αντίθετα, ο Μαρσίλι είναι συνομήλικός του, άξιος, έξυπνος, πρόθυμος. Αρκεί να του πουν μια φορά τι πρέπει να κάνει και το κάνει προχωρώντας μπροστά σαν μπουλντόζα, δε διστάζει καθόλου. Εντελώς τυχαία, ο Μάουρο έμαθε ότι στον Μαρσίλι αρέσει η ποίηση. Για μια στιγμή παραξενεύτηκε. Δεν το περίμενε από κάποιον σαν εκείνον. Αλλά αφού η συγκεκριμένη αδυναμία δεν επηρέασε ποτέ τη δουλειά του... «Έκανες καμιά κίνηση;» ρωτάει ο Μάουρο. «Δε χρειάστηκε, αντί να πάει ο Μωάμεθ στο βουνό, ήρθε το βουνό στον Μωάμεθ. Ήρθε και με βρήκε κάποιος Πιστίλλι, ένας τμηματάρχης από τη Νάπολη, ένας τύπος που δεν μπορεί να κρατήσει το στόμα του κλειστό». «Τι ήθελε; » «Τίποτα, να με ευχαριστήσει. Είχαν κόψει δυο φορές το γιο του στις απολυτήριες εξετάσεις του λυκείου
και είχε έρθει να με παρακαλέσει μήπως ήξερα κάποιον... με λίγα λόγια, τα κατάφερα». «Καλά, συνέχισε». «Είχε διαβάσει τη συνέντευξή σου στο περιοδικό "Κομουνικατσιόνε ε ιμπρέζα” και είχε ενθουσιαστεί. Του έκοψα όμως τη φόρα». «Δηλαδή;» «Του έδωσα να καταλάβει ότι ο δημοσιογράφος κατά μία έννοια είχε παραποιήσει τα λόγια σου και γι’ αυτό ήσουν πολύ θυμωμένος. Του ανέφερα ότι ο δημοσιογράφος είχε παραλείψει ένα ολόκληρο κομμάτι από τη συνέντευξή σου όπου ανέφερες ότι υπήρχαν, δεδομένης της κρίσης, δυσκολίες που ίσως, επανέλαβα ίσως, θα οδηγούσαν σύντομα σε περικοπές περίπου εκατό μονάδων και στη διακοπή λειτουργίας τουλάχιστον ενός εργοστασίου. Φυσικά, του συνέστησα να μην πει τίποτα σε κανέναν». «Το έχαψε;» «Σίγουρα». «Κι αν από ευγνωμοσύνη σ’ εσένα κρατήσει το στόμα του κλειστό;» «Μα τι λες... Δεν ξέρεις πώς είναι οι Νότιοι; Σαν σουρωτήρι. Μόνο αν τους βάλεις να ορκιστούν στα
οστά του σαν Τζεννάρο, μπορεί να κρατήσουν το... Θα μιλήσει, μείνε ήσυχος». «Κοίτα, σε μισή ώρα θα έρθει ο Μπιρόλλι. Είναι όλα έτοιμα;» «Ναι». «Χθες βράδυ τον είχα καλέσει στο σπίτι μου. Ξέρεις, διαδίδει πως είναι δεύτερος πατέρας μου επειδή έπιασα για πρώτη φορά δουλειά στην επιχείρησή του...» Ο Μαρσίλι παρατήρησε μια αλλαγή στη φωνή του Μάουρο, ίσως είναι λίγο ταραγμένος, ξέρει ότι δε γνώρισε ποτέ τον πατέρα του: πέθανε δυο μήνες πριν γεννηθεί. Πιθανόν αυτό το τραύμα δε γιατρεύτηκε ποτέ, κι ο Μαρσίλι αστραπιαία μπήγει εκεί το μαχαίρι. «Θα στεναχωριόσουν αν έχανες κι αυτόν;» Ο Μάουρο χαμογελάει. Ο Μαρσίλι δεν καταλαβαίνει καλά τους ανθρώπους. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που εκείνος είναι γενικός διευθυντής και ο Μαρσίλι υποδιευθυντής. Δεν του απαντάει. «Γιατί τον κάλεσες για φαγητό;» επέμεινε ο Μαρσίλι. «Να, κάθε τόσο τον καλώ. Κι ύστερα, χθες είχα τα γενέθλιά μου».
«Χρόνια πολλά». «Ευχαριστώ. βραδιά».
O
Μπιρόλλι
όμως
μου
χάλασε
τη
«Γιατί;» «Ήταν σαν πεινασμένο σκυλί που παρακαλάει για το κόκαλο...» «Ελπίζω να μη συγκινήθηκες». Πάλι την πάτησε ο καλός Μαρσίλι, αυτός που διαβάζει ποίηση. Εύκολα μπορούσε να τον ξεγελάσει. «Δεν υπάρχει φόβος. Ή θα μας παραχωρήσει τα πάντα ή δε θα κάνει τίποτα. Δεν είμαστε φιλανθρωπικό ίδρυμα! Για να κλείσουμε τη συμφωνία, θα του προτείνουμε κάποιο ποσό για τις μετοχές του. Εμείς μπορούμε να μειώσουμε τα ελλείμματα του από τα κέρδη μας: εκατό εκατομμύρια ζημιά, όσο παραμένουν εκεί χάνονται, ενώ αν τα μεταφέρουμε στον ισολογισμό μας, θα αξίζουν σαράντα με χαμηλότερους φόρους. Κάνε εσύ τους υπολογισμούς... Έτσι θα γλιτώσει από τους πιστωτές κι εμείς θα κερδίσουμε πολύ περισσότερα απ’ όσα θα τους πληρώσουμε. Εκείνος που πληρώνει στο τέλος είναι ο Πανταλόνε1 . Εσύ όμως προσπάθησε να μην αφήσεις να σε εντυπωσιάσει, τον ξέρω καλά τον Μπιρόλλι, θα κάνει σκηνή, θα πει πως αν αναγκαστεί να παραχωρήσει την επιχείρηση, θα πεθάνει από στεναχώρια. Α, λίγο ακόμη και θα το
ξεχνούσα, ας μη μιλήσουμε για απολύσεις και τα προβλήματα που θα προκύψουν. Του ανέφερα τη συνάντηση με τον υφυπουργό και τα μέτρα που θα πάρουμε για το προσωπικό μας, αλλά εκείνος πιστεύει ότι θα σεβαστούμε τις συλλογικές συμβάσεις για το σύνολο των εργαζομένων της Αρτένια». Τούτη τη φορά ήταν η σειρά του Μαρσίλι να του χαμογελάσει χωρίς να πει τίποτα. «Αγαπητέ!» κάνει ο Μάουρο και σηκώνεται με αστραφτερό πρόσωπο, πάει προς το μέρος του Μπιρόλλι με ανοιχτά τα χέρια και τον αγκαλιάζει. O Μπιρόλλι κρατάει μια ογκώδη τσάντα. H όψη του δεν είναι καλή. «Είσαι καλά;» «Δεν κοιμήθηκα. Εξαιτίας του δείπνου στο σπίτι σου». O Μπιρόλλι σφίγγει το χέρι που του άπλωσε ο Μαρσίλι με μια μικρή υπόκλιση, ώστε να δείξει όλο το σεβασμό που οφείλει σ’ έναν από τους ευγενείς πατέρες της βιομηχανικής αναγέννησης. Έστω κι αν σήμερα βρίσκεται στο χείλος της χρεοκοπίας. Μάλλον, το ένα πόδι έχει περάσει το χείλος. Όλα τού είχαν πάει πολύ καλά μέχρι τη στιγμή που, πριν από τρία χρόνια, έχασε το γιο του Τζάκομο που σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. H
επιχείρηση πέρασε και πάλι στα χέρια του Μπιρόλλι, αλλά δεν ήταν πια ο ίδιος, έκανε το ένα λάθος μετά το άλλο και η κρίση ήταν η χαριστική βολή. «Ήρθες μόνος;» ρωτάει ο Μάουρο. «Ζήτησα από την εγγονή μου να με συνοδεύσει». O Μπιρόλλι δεν οδηγεί πια, δε βλέπει καλά. «Θα πάρεις κάτι;» τον ρωτάει. «Τίποτα, ευχαριστώ». «Ας καθίσουμε εδώ» προτείνει ο Μάουρο δείχνοντας ένα τραπέζι με δώδεκα θέσεις που βρίσκεται στη γωνία του τεράστιου γραφείου του. O Μπιρόλλι τον κοιτάζει έκπληκτος. «Μα δεν είχαμε συμφωνήσει παρευρεθεί και ο Μανουέλλι;»
στη συνάντηση
να
«O γέρος τηλεφώνησε πριν από λίγο. Ζητάει συγγνώμη, αλλά τη νύχτα ήταν αδιάθετος. Μ’ έχει εξουσιοδοτήσει. Κι έπειτα, πρόκειται για ανεπίσημη συνάντηση, έτσι δεν είναι;» O Μπιρόλλι κάθεται καρτερικά. Ετοιμάζεται
ν’
ανοίξει
την
τσάντα
που
έχει
ακουμπήσει μπροστά του πάνω στο τραπέζι, αλλά ο Μάουρο τον σταματάει ακουμπώντας το χέρι του σ’ εκείνο του Μπιρόλλι. «Μην ασχολείσαι». «Μα εδώ έχω... πρέπει να ξέρετε τι...» «Έχουμε ενημερωθεί. ξέρουμε».
Γνωρίζουμε
όσα πρέπει
να
Του χαμογελάει και συνεχίζει: «Κι έπειτα θ’ αγωνιστούμε με τα ίδια μέσα. Δεν το βλέπεις; Ούτε εγώ αλλά ούτε ο Μαρσίλι έχουμε ένα φύλλο χαρτί μπροστά μας. Πρώτα θα μιλήσουμε και θα συζητήσουμε ειλικρινά, θα συμφωνήσουμε και μετά θα καθίσουμε να γράψουμε. Όλοι βιαζόμαστε πολύ, αλλά είμαστε τίμιοι και κρατάμε το λόγο μας, έτσι δεν είναι;». O Μπιρόλλι μοιάζει να ονειρεύεται. «Α! Πάνε τα παλιά καλά χρόνια, όταν ακόμη και οι πιο σημαντικές συμφωνίες έκλειναν δίνοντας τα χέρια!» Εκείνος και ο Μαρσίλι, σαν μια καταπληκτική ομάδα, χρειάστηκαν λιγότερο από τρεις ώρες για να τον ψήσουν και να τον φάνε, ούτε τα παπούτσια δεν άφησαν.
«Θα ενημερώσω το διοικητικό συμβούλιο της Αρτένια. Θα σας γνωστοποιήσω τις αποφάσεις του» λέει ο Μπιρόλλι. Ξέρει πολύ καλά όμως ότι το λέει για τυπικούς λόγους. Το διοικητικό συμβούλιο της Αρτένια, δεδομένης της κατάστασης, το μόνο που θα μπορέσει να κάνει είναι να δεχτεί και να επικυρώσει ό,τι του ζητήσουν. Με την κρίση που υπάρχει, οι τράπεζες απάντησαν αρνητικά στις απεγνωσμένες αιτήσεις του Μπιρόλλι για δάνεια. Όπου κι αν πήγε, βρήκε πόρτες κλειστές. Και η Αρτένια βρέθηκε σε αδιέξοδο. «Εμείς θα φροντίσουμε την άμεση πληρωμή για την απόκτηση του μετοχικού σου πακέτου» τον διαβεβαίωσε ο Μάουρο. Ο Μπιρόλλι αναστέναξε ανακουφισμένος. «Μου κάνεις μια χάρη; Μπορείς να πεις στη γραμματέα σου να τηλεφωνήσει στην εγγονή μου και να της πει πως τελείωσα;» «Βέβαια. Πες μου τον αριθμό». Ο Μπιρόλλι του τον είπε και ο απομνημόνευσε για δικό του όφελος.
Μάουρο
τον
«Άννα, άκου» λέει στην ενδοεπικοινωνία «πρέπει να τηλεφωνήσεις στην εγγονή του κυρίου Μπιρόλλι και να της πεις ότι...» «H δεσποινίς βρίσκεται ήδη εδώ!»
O Μπιρόλλι σηκώνεται. H υπόκλιση που του έκανε τούτη τη φορά ο Μαρσίλι είναι πιο βαθιά, ένδειξη σεβασμού στη σκισμένη και ηττημένη σημαία του αντιπάλου. «Θα σε συνοδεύσω» του λέει χαμογελαστά ο Μάουρο.
1 Βασικός χαρακτήρας της Κομέντια ντελλ’ Άρτε: ο γεροπαράξενος φιλάργυρος που τελικά πληρώνει όλα τα σπασμένα. (Σ.τ.Μ.)
Δυο H ΛΙΤΣΑ, η εγγονή, περιμένει τον παππού στο σαλονάκι. Παναγία μου, τι κόμματος! O Μάουρο απλώνει το χέρι να τη χαιρετήσει. Εκείνη το σφίγγει λίγο περισσότερο από συνηθισμένο, ενώ τον κοιτάζει με πονηρό ύφος.
το
Από το προηγούμενο βράδυ είχε καταλάβει πως δεν της ήταν αδιάφορος. «Σου παραδίδω τον παππού σου που βγήκε σώος από το λάκκο των λεόντων». «Ήμουν σίγουρη» λέει η Λίτσα. Και του χαμογελάει. Είναι να την πιεις στο ποτήρι αργά αργά για να την απολαύσεις όσο γίνεται περισσότερο. Επαναλαμβάνει νοερά τον αριθμό του κινητού της. Πριν πάει για φαγητό, τηλεφωνεί στο γέρο. «Πώς πήγε;» Είναι το πρώτο πράγμα που τον ρωτάει ο Μανουέλλι. Όλο το πρωί καθόταν δίπλα στη συσκευή και περίμενε το τηλεφώνημά του.
«H παρτίδα θεωρείται κερδισμένη». «Πώς το αντιμετώπισε;» «Πώς ήθελες να το αντιμετωπίσει; Του τα πήραμε όλα». «Τον κακομοίρη! Όμως ποτέ δεν ξέρεις». «Μα τι λες! Νομίζεις πως το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας του μπορεί να κάνει κάτι; Του αποζημιώσαμε επίσης τις μετοχές για να τον ευχαριστήσουμε — μας συμφέρει φορολογικά...» «Μα... πόσα του πρόσφερες;» «Διακόσια εκατομμύρια. Δεν έφερε την παραμικρή αντίρρηση ούτε για τις απολύσεις ούτε για την αλλαγή του ονόματος». Ο Μανουέλλι δείχνει έκπληκτος, αλλά ο Μάουρο δεν του αφήνει χρόνο να το σκεφτεί περισσότερο: «Εσύ πώς είσαι;». «Εγώ; Καλά». «Επειδή σήμερα το πρωί μού είπαν ότι δεν...» «Δεν είχα τίποτα. Προτίμησα να μη συναντηθούμε με τον Μπιρόλλι. Όπως ξέρεις, είμαστε παλιοί φίλοι. Ο Μανουέλλι και ο Μπιρόλλι άρχισαν να δουλεύουν
μαζί, ήταν οι θερμοκέφαλοι του συνδικάτου, έπειτα ο Μανουέλλι έγινε αφεντικό και ο Μπιρόλλι θέλησε να του μοιάσει...» Θα συνέχιζε επ’ άπειρον να περιαυτολογεί σε τρίτο πρόσωπο, αν ο Μάουρο δεν αποφάσιζε να τον διακόψει λέγοντας πως είχε μια σημαντική δουλειά. H Μαρίζα τεντώνεται, από τα χείλη της βγαίνει ένας αναστεναγμός ικανοποίησης. Αν ήταν γάτα, θα γουργούριζε. «Περνάω πολύ καλά μαζί σου!» Κι έπειτα αγκαλιάζει ξανά τον Γκουίντο, περνάει το πόδι της πάνω του: «Τι είπες στον Μάουρο;». «Πως έπρεπε να πάω να δω τη μητέρα μου στο νοσοκομείο επειδή αύριο θα εγχειριστεί». «Αλήθεια;» «Και βέβαια είναι αλήθεια!» «Και δεν πήγες;» «Άκου, αγάπη μου, μη με κάνεις να νιώθω περισσότερες ενοχές. Έπρεπε να διαλέξω. Τώρα μη με μαλώνεις που διάλεξα εσένα».
H Μαρίζα τον σφίγγει ευχαριστημένη. Του ψιθυρίζει στο αυτί: «Θέλω άλλο ένα». «Νομίζω ότι σου είπα ένα αρκετά μεγάλο!» «Δε μου φτάνει. Σε παρακαλώ!» «Καλά». Εκείνη βγάζει μια κραυγούλα, κάτι σαν χλιμίντρισμα, τον αφήνει, ξαπλώνει ανάσκελα, τα πόδια ελαφρά ανοιχτά σε διάσταση, τα χέρια σηκωμένα πάνω από το κεφάλι σαν να παραδίδεται. Ο Γκουίντο καλύπτει με το σώμα του το δικό της και ψιθυρίζει λίγα χιλιοστά πιο πέρα από το μισάνοιχτο στόμα της: «Αγάπησα χιλιοειπωμένες λέξεις που κανένας δεν...». Της γλείφει αργά και απαλά μια φλέβα που χτυπάει στο λαιμό της. «...τολμούσε. Με μάγεψε η ομοιοκαταληξία άνθος...» Τώρα τα χείλη του έχουν σταθεί στις ρώγες της. «...έρως, η πιο παλιά και δύσκολη του κόσμου...»
Όταν έφτασε στους δύο τελευταίους στίχους, το πρόσωπο του Γκουίντο εξαφανίστηκε ανάμεσα στα πόδια της Μαρίζας. «Αγαπώ εσένα που με ακούς και το καλύτερο χαρτί μου το άφησα για το τέλος του παιχνιδιού». Εκείνη, καθώς συστρέφεται και αναστενάζει, τον αρπάζει από τα μαλλιά, τον τραβάει πάνω της. Έπειτα, την συνοφρυώνεται:
ώρα
που
ντύνεται,
ξαφνικά
«Γκουίντο, δε θέλω να γυρίσω στο σπίτι». Ήξερε πως αργά ή γρήγορα η Μαρίζα θα ξεστόμιζε μια τέτοια ανοησία. Και ήταν κατάλληλα προετοιμασμένος. «Και πού θα ήθελες να πας;» «Πουθενά. Να μείνω εδώ, στο σπίτι σου, μαζί σου». «Άκου, Μαρίζα...» «Δεν αγαπώ πια τον Μάουρο. Δεν αισθάνομαι τίποτα για κείνον. Ή μάλλον, όταν με... νιώθω αηδία, μου έρχεται να ξεράσω. Με καταλαβαίνεις ή όχι;» «Σε καταλαβαίνω, αλλά...»
«Μ’ έχεις αλλάξει, δεν είμαι πια η ίδια. Ήμουν μια φουσκωμένη κούκλα, δε σκεφτόμουν, δε διάβαζα, δεν καταλάβαινα ποίηση... Πρώτα ναι, αγαπούσα τον Μάουρο, από τη στιγμή όμως που σε γνώρισα... Δεν μπορώ να το εξηγήσω, αλλά έτσι είναι. Δε με πιστεύεις;» «Και βέβαια σε πιστεύω. Μα είναι κάτι που συμβαίνει πιο συχνά απ’ όσο νομίζεις. Είναι μια προσωρινή διακοπή της καρδιάς». «Τι εννοείς;» «Να... εννοώ πως ο έρωτας που νιώθουμε για κάποιον καμιά φορά σταματάει, γίνεται ένα στιγμιαίο blackout, μια διακοπή, αυτό». «Μια στιγμή. Εννοείς πως πρόκειται για κάτι περαστικό; Ένα καπρίτσιο; Πώς εγώ ύστερα από σένα θα αγαπήσω και πάλι τον Μάουρο όπως πρώτα;» «Γιατί όχι; Είναι πιθανό». «Και θα μπορούσες εσύ να ξανασμίξεις με την πρώην γυναίκα σου;» «Αυτό αποκλείεται». «Βλέπεις; Γιατί ό,τι ισχύει για σένα δεν ισχύει για μένα;» Δεν είναι και τόσο χαζή η κοπέλα!
«Προσπαθώ να σου εξηγήσω πως χρειάζεταιχρόνος για να καταλάβεις αν πρόκειται για προσωρινή διακοπή των συναισθημάτων ή για οριστική. Μαρίζα, η σχέση μας ξεκίνησε πριν από ένα μήνα». «Νιώθω σαν να ήμουν πάντα μαζί σου». «H ιδέα σου είναι, όχι η πραγματικότητα. Αυτό που σκέφτεσαι είναι μια βιαστική απόφαση. Αντίθετα. ακριβώς επειδή πιστεύουμε πως η σχέση μας είναι σοβαρή, πρέπει να αξιολογήσουμε με ηρεμία την κατάσταση». Αυτό έλειπε, ν’ αφήσει η μαλακισμένη τον Μάουρο για να έρθει να ζήσει μαζί του. Ο Μάουρο, χωρίς να το σκεφτεί ούτε λεπτό, θα τον πετούσε με τις κλοτσιές από την εταιρεία. Και με την κρίση που υπάρχει. μπορεί να έμενε για χρόνια άνεργος. H Άννα Μενγκότσι, η γραμματέας του Μάουρο, φεύγει από τα γραφεία της επιχείρησης τελευταία. Χαιρετάει το φύλακα, παίρνει το ασανσέρ και αφήνει πίσω της το δέκατο όροφο. O θυρωρός τής εύχεται καληνύχτα πίσω από τον πάγκο που είναι γεμάτος τηλεκάμερες και τηλέφωνα. Βγαίνει στο δρόμο και κοιτάζει τριγύρω. Ένα διακριτικό κορνάρισμα τη βοηθάει να προσανατολιστεί. Το αυτοκίνητο του Μάρκου είναι παρκαρισμένο λίγο πιο κάτω. Ενώ πλησιάζει, εκείνος της κρατάει την πόρτα ανοιχτή. «Γεια σου, αγάπη μου».
«Γεια σου, ψιψίνα». «Περιμένεις πολλή ώρα;» «Πέντε λεπτά. Τι θα κάνουμε; Πάμε πρώτα στο σπίτι κι έπειτα έξω για φαγητό ή το αντίθετο;» «Το αντίθετο». Έχει περισσότερη όρεξη για τον Μάρκο παρά για οτιδήποτε άλλο. Θέλει όμως ν’ απολαύσει όσο γίνεται περισσότερο τη σκέψη ότι θα τον χορτάσει αργότερα, όταν θα βρεθούν μόνοι στο σπίτι της. Είχε πατήσει τα σαράντα οκτώ και δεν περίμενε τέτοια τύχη. Είχε παντρευτεί λίγο πριν από τα είκοσι, έχοντας ξεμυαλιστεί από έναν τύπο ο οποίος ύστερα από μερικούς μήνες αποδείχτηκε παλιάνθρωπος και που, πριν εξαφανιστεί για πάντα, την άφησε έγκυο. H Άννα κατάφερε με πολλές θυσίες να σπουδάσει τον Τζοβάννι, τελικά, ο γιος της έγινε δικηγόρος και τώρα πια δούλευε στη Ρώμη, σ’ ένα μεγάλο δικηγορικό γραφείο. Έρχεται και τη βλέπει μια φορά το μήνα. Εκείνη έχει αποδεχτεί τη μοναξιά της. Χωρίς ποτέ ν’ αφεθεί, φροντίζοντας πάντα τον εαυτό της, πηγαίνοντας σινεμά και θέατρο με τις φίλες ή σε κάποιο συμπαθητικό εστιατόριο για φαγητό. Προσέχει τον εαυτό της επειδή της αρέσει και επειδή η δουλειά της το απαιτεί, η εμφάνιση μετράει στα μάτια του αφεντικού, κι ύστερα κάθε μέρα
μπροστά από το γραφείο της πηγαινοέρχονται ένα σωρό σημαντικοί άνθρωποι, από εκείνους που εμφανίζονται συχνά στην τηλεόραση. Ώσπου ένα βράδυ πριν από δύο μήνες... Ο Μπέππο Μανουέλλι, βγαίνοντας από το γραφείο του Ντε Μπλάζι, της πέταξε: «Πόσο καιρό έχουμε να βγούμε για φαγητό εμείς οι δυο;». «Αρκετό». «Γιατί δε βγαίνουμε σήμερα το βράδυ;» H Άννα δεν έχει καμία υποχρέωση, κι όταν μπορεί ν’ αποφύγει τη μοναξιά του σπιτιού... «Ευχαρίστως». «Θέλεις να περάσω να σε πάρω;» «Ναι». «Λοιπόν, στις εννέα θα περάσω να σε πάρω». Ο Μπέππο είναι φοβερά βαρετός. Μπορείς όμως να πεις όχι στο γιο του προέδρου και γενικό υποδιευθυντή; Λένε πως είναι ερωτιάρης όπως ο πατέρας του. αλλά τις τέσσερις πέντε φορές που βγήκαν μαζί, της φέρθηκε άψογα. Παρ’ όλα αυτά, αν
επιχειρούσε κάτι, ήξερε πώς να τον βάλει στη θέση του. Τον πραγματικό λόγο για τον οποίο την προσκαλούσε η Άννα τον κατάλαβε από την πρώτη στιγμή. Μια και ο Μπέππο δε μετράει καθόλου μέσα στην επιχείρηση επειδή είναι ανίκανος —ο πατέρας του έδωσε εντολή να του πληρώνουν έναν καλό μισθό, να έχει ένα ωραίο γραφείο και μια όμορφη πουτάνα για γραμματέα—, ζητάει από κείνη γενικές πληροφορίες για την επιχείρηση, γιατί αν τον ρωτούσε κάποιος κάτι σχετικό με τη δουλειά, δε θα ήξερε τι ν’ απαντήσει. Τον κατατρώει η ζήλια για τον Ντε Μπλάζι, κατά τη γνώμη του η θέση του γενικού διευθυντή τού ανήκε δικαιωματικά. Για φαντάσου! Μέσα σε λίγες μέρες θα κατέστρεφε την εταιρεία. Ο Μπέππο την πήγε σ’ ένα εστιατόριο της μόδας. Εκείνη, ξέροντας τις ακριβές συνήθειές του, ντύθηκε ανάλογα. Όπως είχε προβλέψει, ο Μπέππο θέλει να μάθει τα τελευταία νέα του Ντε Μπλάζι. Εκείνη φυσικά αναφέρεται αόριστα, αλλά κι αυτές οι αόριστες κουβέντες είναι αρκετές για τον Μπέππο. Στο μεταξύ, κοιτάζει αφηρημένα ένα σαραντάρη ψηλό και γεροδεμένο, αστραφτερό σαν ήλιο, με μυστηριώδες πρόσωπο, κομψό, που καθόταν μόνος σ’ ένα διπλανό τραπέζι και δεν ξεκολλούσε το βλέμμα του από πάνω της. Κάποιες στιγμές μάλιστα ένιωθε αμήχανα.
Ευτυχώς, ο Μπέππο έχει γυρισμένη την πλάτη στον άγνωστο κι έτσι δεν αντιλαμβάνεται τίποτα, αλλιώς είναι τόσο χαζός, που θα μπορούσε να κάνει σκηνή. Το επόμενο πρωί, ενώ ετοιμάζεται να δρασκελίσει την είσοδο του κτιρίου των γραφείων, για μια στιγμή η Άννα κοντοστέκεται, προχωράει αργά, γυρίζει λίγο το κεφάλι για να δει καλύτερα τον άντρα που στέκει δυο βήματα πιο πέρα ακίνητος, παρά τη δυνατή βροχή. Ναι, είδε καλά. Είναι ο ωραίος μυστηριώδηςτύπος του εστιατορίου. Φοράει ένα ανοιχτόχρωμο λινό κοστούμι, που σίγουρα πλήρωσε πανάκριβα. Τι θέλει όμως; Είναι το λιγότερο πέντε χρόνια μικρότερος της, σίγουρα θα μπορούσε να έχει γυναίκες αρκετά πιο νέες και ελκυστικές. Στο μεσημεριανό διάλειμμα, η Άννα πηγαίνει συνήθως για φαγητό μαζί με άλλους υπαλλήλους σ’ ένα μικρό ρεστοράν που είναι συμβεβλημένο με την εταιρεία. O μυστηριώδης άντρας στέκει δίπλα στην είσοδο, φυλάει σκοπός, την ακολουθεί στο ρεστοράν, κάθεται σ’ ένα διπλανό τραπέζι και την κοιτάζει τόσο έντονα, ώστε η Στεφανία, η γραμματέας του Μαρσίλι, κάποια στιγμή τής δίνει μια αγκωνιά στα πλευρά.
«Καις καρδιές...» Το βράδυ, ενώ πηγαίνει στο πάρκιγκ, τον ξαναβλέπει, εμφανίζεται ως διά μαγείας δίπλα της. «Συγγνώμη, θα σας ενοχλήσω μόνο για μια στιγμή...» Έτσι ξεκίνησε. O Μάουρο και η Μαρίζα είναι καλεσμένοι για δείπνο στο σπίτι του βουλευτή Πεννάκκι, του υφυπουργού Οικονομικής Ανάπτυξης. Είναι έξι, τρία ζευγάρια. Είναι καλεσμένος και ο Βισκαρντίνι, ο βοηθός, γραμματέας και άνθρωπος εμπιστοσύνης του Πεννάκκι, με τη γυναίκα του την Άντζελα, μια σαχλή ξανθιά. H Αουρέλια, η σύζυγος του βουλευτή, γνωστή σε όλους με το παρατσούκλι «Φαρμακόγλωσσα», είναι πλούσια πηγή κουτσομπολιών. Καθισμένος δίπλα στον Πεννάκκι, ο Μάουρο τον ακούει ν’ αναφέρεται με επιπόλαιη αισιοδοξία στην εξέλιξη της κρίσης. Έτσι κι αλλιώς, τέτοιες οδηγίες είχε δώσει ο πρωθυπουργός και τα μέλη της κυβέρνησης δεν μπορούν παρά να τις ακολουθούν. Για μια στιγμή η προσοχή του αποσπάται. Άκουσε την Αουρέλια Πεννάκκι ν’ αναφέρει το όνομα Λίτσα Μπιρόλλι. Προσπαθεί ν’ ακούσει κάτι περισσότερο, αλλά η Αουρέλια έχει χαμηλώσει τον τόνο της φωνής της, μιλάει ψιθυριστά στο αυτί της Μαρίζας, η οποία την ακούει και γελάει. Έπειτα η Αουρέλια λέει δυνατά: «Έχετε ακούσει την καινούρια ευρωπαϊκή τρέλα; Θέλουν να ξεκρεμάσουμε τον Εσταυρωμένο από τους τοίχους των δημόσιων γραφείων!».
Οι κυρίες, με δυνατή φωνή, εκφράζουν γενική αγανάκτηση. O Πεννάκκι όμως, κάτω από τα έκπληκτα μάτια όλων, λέει: «Εγώ συμφωνώ». Όλοι μένουν άφωνοι. Τρελάθηκε; Εκείνος που ήταν πάντα ενάντια στην ελεύθερη συμβίωση, την ομοφυλοφιλία, την έκτρωση, το χάπι, την ευθανασία, το χάπι RU486 που προκαλεί αυτόματα αποβολή, εκείνος που συμφωνεί πάντα με τα λόγια των επισκόπων και των καρδιναλίων; «Μα τι λες;!» φωνάζει έκπληκτη η Αουρέλια. «Συμφωνώ, γιατί μόνο έτσι ο Σωτήρας γλιτώσει από τη συνεχή προσβολή».
μας
θα
«Τι εννοείς;» επιμένει η Αουρέλια. «Φίλοι μου» λέει ο γερουσιαστής «δεν αντιλαμβάνεστε πόσα απαράδεκτα πράγματα διαπράττουν μέσα στις αίθουσες των δικαστηρίων οι κομουνιστές δικαστές μπροστά στα μάτια του Εσταυρωμένου; Πόσες αισχρότητες συμβαίνουν παρουσία του Εσταυρωμένου μέσα στις σχολικές αίθουσες, ναρκωτικά, εκφοβισμός, σεξουαλικές πράξεις; Και πόσες φορές η διαφθορά θριαμβεύει σ’ ένα δημόσιο γραφείο ενώπιον και πάλι του Εσταυρωμένου; Πιστεύετε πως ο Ιησούς δεν υποφέρει βλέποντας όλες αυτές τις χυδαιότητες; Ότι δεν κλαίει; Ότι δε νιώθει κάθε φορά τα καρφιά να
τρυπάνε ξανά το κορμί Του; Καλύτερα να Τον γλιτώσουμε από τα βάσανα, από τα βασανιστήρια!». Είναι φανερά συγκινημένος. Με το χέρι σκουπίζει τα μάτια του. H Αουρέλια πετάγεται όρθια και τρέχει να τον αγκαλιάσει. Κι αμέσως μετά λέει: «Ποιος θέλει καφέ;». Στο τέλος του δείπνου που κράτησε πολλές ώρες, από το ένα πιάτο στο άλλο μεσολαβούσε τουλάχιστον μισή ώρα, ο Πεννάκκι ζήτησε συγγνώμη από τις κυρίες επειδή έπρεπε να μιλήσει με τον Μάουρο. Οι τρεις άντρες αποσύρθηκαν στο γραφείο. Πίσω από το γραφείο του υφυπουργού ήταν κρεμασμένος ένας μεγάλος Εσταυρωμένος. Ο Πεννάκκι πρόσφερε ουίσκι και άναψε πούρο. Μετά απευθύνθηκε στον Μάουρο. «Γιατί δε μου είπες ότι έχεις δυσκολίες;» Γαμώτο! Τελικά, είχε δίκιο ο Μαρσίλι! O τμηματάρχης από τη Νάπολη μίλησε, όχι μόνο μίλησε... Αλλά μάλλον χρησιμοποίησε και μεγάφωνο! Ο Μάουρο παριστάνει τον έκπληκτο. «Ποιος σου το είπε;» «Φήμες». «Από ποιον το...»
«Μιλάμε για το αμάρτημα, όχι για τον αμαρτωλό». «Αγαπητέ βουλευτή, ήταν αναπόφευκτο, η κρίση θα έπληττε και το δικό μας τομέα που, όπως πολύ καλά ξέρεις, στηρίζεται κυρίως στις παραγγελίες του εξωτερικού. Όμως έχουμε ακόμη τους πόρους για να ξαναρχίσουμε και ποντάρουμε στην εξυγίανση της Αρτένια, ξέρεις ότι βρισκόμαστε σε διαπραγμάτευση;» «Το ξέρω, καλύτερα όμως να μην αλλάξουμε θέμα. Με τις πλεονάζουσες μονάδες τι σκέφτεσαι να κάνεις;» «Να τις αραιώσω, δε βλέπω άλλη λύση». «Σε τι βαθμό;» «Νομίζω πως πρέπει να ζητήσω τη συγχώνευση τουλάχιστον οχτακοσιών μονάδων». «Προτίθεσαι να κλείσεις και κάποιο εργοστάσιο;» «Ναι, είναι αναπόφευκτο. Φοβάμαι... τουλάχιστον δύο». «Πού;» Την απάντηση σ’ αυτή την ερώτηση ο Μάουρο την είχε ετοιμάσει από καιρό. «Στο Γκαλλαράτε και στο Σαρόννο».
O Πεννάκκι γεννήθηκε στο Γκαλλαράτε, ο αδερφός του είναι δήμαρχος στο Σαρόννο και μεγάλος εκλέκτοράς του. Το κλείσιμο των δύο εργοστασιακών εγκαταστάσεων θα του στερούσε μεγάλο αριθμό ψήφων. O υφυπουργός συνειδητοποιεί το μεγάλο χτύπημα. Σβήνει με αργές κινήσεις το πούρο κι έπειτα λέει στον Βισκαρντίνι: «Συγγνώμη, θα μπορούσες να μας αφήσεις για λίγο μόνους;». Εκείνος σηκώνεται και βγαίνει κλείνοντας πίσω του την πόρτα. O Πεννάκκι σκύβει προς το μέρος του Μάουρο και τον ρο^τάει σιγανά, εμπιστευτικά: «Θα μου πεις τι θέλεις;». Και ο Μάουρο του το λέει. Φεύγουν από το σπίτι των Πεννάκκι μετά τα μεσάνυχτα. H Μαρίζα, χωρίς να γίνει αντιληπτό, προσπάθησε να μείνουν όσο γινόταν περισσότερο, έτσι όταν θα επέστρεφαν στο σπίτι, θα μπορούσε να προβάλει σαν δικαιολογία την κούραση στην αναπόφευκτη απαίτηση του Μάουρο, ο βουλευτής όμως είπε ότι έπρεπε να ξυπνήσει νωρίς επειδή τον χρειάζονταν στη Ρώμη. H Μαρίζα αποδέχτηκε καρτερικά ότι η βραδιά έφτασε στο τέλος και φόρεσε το παλτό της. Νιώθει πως ο Μάουρο τη θέλει, σιγουρεύτηκε ακόμη περισσότερο όταν τον είδε να βγαίνει ξαναμμένος από το γραφείο του Πεννάκκι μετά τη συνομιλία που είχαν οι δυο τους. Δεν
καταλαβαίνει τίποτα από τα παιχνιδάκια του άντρα της. διαισθάνεται όμως ότι κάτι συμβαίνει, νιώθει πως παίζει επικίνδυνα παιχνίδια, πολύ επικίνδυνα, κι όταν έχουν καλή έκβαση, εκτονώνει πάνω της την ένταση που έχει συσσωρεύσει, υποχρεώνοντας τη να κάνουν έρωτα με τις ώρες, μέχρι να καταρρεύσει εξαντλημένος. «Όσο θα είσαι στο μπάνιο, εγώ θα παρακολουθήσω λίγο τηλεόραση» είπε ο Μάουρο. «Δε νυστάζω». Λίγο αργότερα, ο Μάουρο κλείνει την τηλεόραση και τα φώτα του σαλονιού και κατευθύνεται προς τη σκάλα. Οι ειδήσεις για την κρίση, η αύξηση της ανεργίας, τα εργοστάσια που κλείνουν, με λίγα λόγια τα νέα που άκουσε στην τηλεόραση του χάλασαν τη διάθεση. Αργότερα, στο κρεβάτι, ενώ ξεφυλλίζει το βιβλίο ενός Άγγλου οικονομολόγου, θυμάται ξαφνικά κάτι που του έκανε εντύπωση στο δείπνο των Πεννάκκι. «Κοιμάσαι;» ρωτάει τη γυρισμένη την πλάτη.
Μαρίζα
που
του
έχει
Και χαϊδεύει απαλά τους γυμνούς γλουτούς της. «Σχεδόν». Ελπίζει ότι ο Μάουρο δεν παρεξήγησε την ανατριχίλα αηδίας που ένιωσε για μια στιγμή να διατρέχει όλο της το κορμί μόλις άγγιξε με το χέρι
του το σώμα της. «Τι σου έλεγε κακολογούσε; »
η
Φαρμακόγλωσσα;
Ποιον
«Ω, Θεέ μου!» λέει η Μαρίζα λίγο καθησυχασμένη. «Τι να πρωτοθυμηθώ; Μιλούσε ασταμάτητα!» «Γύρισε». Είχε κάνει λάθος. Στον Μάουρο δεν αρέσει να του μιλάνε με γυρισμένη την πλάτη, χωρίς να τον κοιτάζουν στο πρόσωπο. «Μου φάνηκε πως σου έλεγε κάτι για την εγγονή του Μπιρόλλι, την κοπέλα που συνόδεψε εχθές τον παππού της εδώ». «Α, ναι! Το ήξερες πως δουλεύει με τον Ραβάτσι;» «Με τον Ραβάτσι;! Όχι. Και τι κάνει;» «Την προσωπική του σύμβουλο. Φαίνεται πως είναι ιδιοφυία». «Αλήθεια;» Έχει γνωρίσει αρκετές γυναίκες που ασχολούνται με την οικονομία ή με βιομηχανικές δραστηριότητες, αλλά ποτέ δεν ήταν τόσο αστραφτερά όμορφες. «Γιατί να μην είναι αλήθεια;»
«Πόσων χρονών είναι;» «Είκοσι πέντε. Πήρε πτυχίο στα είκοσι δύο με άριστα και από τον τελευταίο χρόνο των σπουδών της είχε δεχτεί τρεις ή τέσσερις προτάσεις για δουλειά. Τελικά, διάλεξε να δουλέψει με τον Ραβάτσι». «Γιατί διάλεξε αυτόν;» «Αρχικά, επειδή της πρόσφερε περισσότερα απ’ όλους τους άλλους κι έπειτα επειδή, τουλάχιστον έτσι ισχυρίζεται η Φαρμακόγλωσσα, δεν είναι απλώς μόνο σύμβουλός του, αλλά τον βοηθάει και όταν έχει κάποια πολύ, πολύ προσωπική ανάγκη». «Κατάλαβα». «H Φαρμακόγλωσσα είπε επίσης ότι... όλη αυτή η αγάπη για τον παππού...» Είναι καλή η Λίτσα! «Γεια, καληνύχτα» γυναίκα του.
μουρμούρισε
ο
Μάουρο
στη
Σώα! H Μαρίζα, μην μπορώντας να πιστέψει στο θαύμα, γύρισε και πάλι στο πλάι. Λίγο αργότερα, πριν σβήσει το φως, το βλέμμα του Μάουρο στάθηκε στην πλάτη, στους γλουτούς, στα
πόδια της. Είναι τόσο εκθαμβωτική, αρμονική, λαμπερή, ώστε του προκαλεί ταραχή, που δεν έχει όμως καμία σχέση με πόθο. Ωραίο νέο, αλλά ο Μάουρο εύχεται να μην κρατήσει πολύ. Πριν αποκοιμηθεί, σκέφτεται τη Λίτσα Μπιρόλλι. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι καλά βολεμένη. Γνωρίζει τον Λουίτζι Ραβάτσι από την εποχή του Πανεπιστημίου Μποκκόνι και από τότε του ήτανιδιαίτερα αντιπαθής, χωρίς λόγο. Ο Ραβάτσι εκείνη την εποχή προοριζόταν να κληρονομήσει αν όχι αυτοκρατορία, τουλάχιστον ένα οικονομικό βασίλειο, μετά συνέβη κάτι στην οικογένεια, που είχε ως αντίκτυπο όχι βέβαια ν’ αποκληρωθεί, αλλά να παραμεριστεί. H έξυπνη μάχη που έδωσε για να ξαναποκτήσει το θρόνο κράτησε πάνω από δέκα χρόνια, υπήρξε παράδειγμα επιμονής, ικανότητας, ευστροφίας και κυνισμού, χωρίς ίχνος ενδοιασμού. Και τώρα συνεχίζει να προχωράει χωρίς να παρεκκλίνει από την πορεία του, τον αποκαλούν «Μαύρη τρύπα» επειδή καταβροχθίζει οτιδήποτε έρχεται σε επαφή μαζί του. Ευτυχώς, η εταιρεία του Ραβάτσι και η δική του μέχρι εκείνη τη στιγμή είχαν παράλληλη πορεία και τις χώριζε απόσταση ασφαλείας. H αντιπάθεια που νιώθει για τον Ραβάτσι είναι αμοιβαία. Όταν συναντιούνται, με το ζόρι ανταλλάσσουν έναν τυπικό χαιρετισμό. Κι ύστερα ο
Ραβάτσι δεν τον έχει προσκαλέσει ποτέ στα συνέδρια που οργανώνει, όπου συμμετέχουν υπουργοί, τραπεζίτες και βιομήχανοι απ’ όλο τον κόσμο. Δεν καταφέρνει ν’ αποκοιμηθεί, είναι μέσα στην αγκαλιά του κι εκείνος συνεχίζει να ροχαλίζει σιγανά, κάνει σαν ατμομηχανή, τώρα έχει σταματήσει, αλλά μόλις αφήσει λίγο το φρένο, αμέσως ξεκινάει και πάλι με μεγάλη ταχύτητα. Ένιωσε το ένα της πόδι να μουδιάζει, αλλά δεν τολμάει να κουνηθεί επειδή φοβάται πως μπορεί να τον ξυπνήσει.. Τελικά, ο Μάρκο αποφάσισε ν’ απαντήσει στην ερώτηση που του έκανε επίμονα από την πρώτη νύχτα που κοιμήθηκαν μαζί. Όλες τις άλλες φορές ο Μάρκο την έκοβε απότομα: «Δε σου απαντώ επειδή δε μου αρέσουν οι αδιάκριτες ερωτήσεις». Ήταν δυνατόν να μην είναι περίεργη; Από την άλλη, το θεωρούσε εντελώς φυσικό μια ερωτευμένη γυναίκα να κάνει τη συγκεκριμένη ερώτηση στον άντρα με τον οποίο είναι μαζί. «Πού δουλεύεις;» Χρήματα έχει, και μάλιστα πολλά, φοράει ακριβά ρούχα, την πηγαίνει για φαγητό σε εστιατόρια που πληρώνει για δύο άτομα όσο είναι όλος ο μισθός του...
«Καλά» απάντησε. «Παίζω στο χρηματιστήριο και κερδίζω αρκετά». Δεν τον πίστεψε και του το είπε. «Λοιπόν, για να τελειώνουμε. Είμαι δημοτικός υπάλληλος, υπεύθυνος για τις δημόσιες τουαλέτες». Θύμωσε, του γύρισε την πλάτη. «Καληνύχτα». Έπειτα από λίγο τα ανάγκασαν να γυρίσει.
δυνατά
μπράτσα
του
την
«Θέλεις πραγματικά να μάθεις τι δουλειά κάνω;» «Ναι». Τότε ο Μάρκο πετάχτηκε όρθιος πάνω στοκρεβάτι και άρχισε με τις μπουνιές σφιγμένες και υψωμένες προς τα επάνω, την κοιλιά να κουνιέται ρυθμικά μπρος πίσω, να τραγουδάει εκείνο το τραγούδι που λέει «Just a gigolo...». H Άννα κατάλαβε πως της τραγουδούσε την αλήθεια. Και όταν ο Μάρκο στο τέλος ξάπλωσε δίπλα της, μόνο μια ερώτηση βγήκε από τα χείλη της: «Και... συνεχίζεις να κάνεις την ίδια δουλειά;».
O Μάρκο την αγκάλιασε σφιχτά. «Τώρα πια δεν μπορώ. Από τότε που σε γνώρισα, πλέον δεν είμαι ικανός να το κάνω. Για σένα ξοδεύω όλες μου τις οικονομίες». Τότε εκείνη, ήρεμα, άρχισε να κλαίει από χαρά.
Τρία «ΕΚΛΕΙΣΑ μια συμφωνία με τον Πεννάκκι». «Ήμουν σίγουρος» είπε ο Μαρσίλι. «Θα σταματήσουμε τη λειτουργία του εργοστασίου της Νόλα». «Και θα συνεχίσουν να λειτουργούν τα εργοστάσια του Γκαλλαράτε και του Σαρόννο» πρόσθεσε ο Μαρσίλι. «Φυσικά». «Και για τις απολύσεις;» «Πεντακόσιες μονάδες, ανομοιόμορφα». «Δεν είχαμε πει οχτακόσιες;» «Ναι, αλλά ο Πεννάκκι θέλει να περιορίσει τη ζημιά. Γι’ αυτό, σε αντάλλαγμα, θα μας βοηθήσει με την επιχείρηση Αρτένια. Με διαβεβαίωσε πως η κυβέρνηση δε θα φέρει καμία δυσκολία». «Πώς θα κινηθούμε;» «Κάλεσε όποιον πρέπει να καλέσεις και επισημοποίησε την κατάσταση. Προετοιμάσου για την επίθεση των συνδικάτων και την αντίδραση των
δημοσιογράφων που θα δώσουν ιδιαίτερη σημασία στις συνελεύσεις, στα πανό, στις διαδηλώσεις, στους τέσσερις με πέντε μαλάκες που θ’ ανεβούν σε κάποιο γερανό». «Είμαι προετοιμασμένος, μην ανησυχείς. Κι εσύ;» «Θα παρέμβω όταν περάσει το πρώτο κύμα αντιδράσεων. Και σε προειδοποιώ, προς το παρόν πρέπει να φροντίσουμε να μείνει κρυφή η υπόθεση της Αρτένια. H παραμικρή έλλειψη διακριτικότητας θα μπορούσε να καταστρέψει τα πάντα». Χτύπησε το εσωτερικό τηλέφωνο. «Σας θέλει ο κύριος Μπιρόλλι». «Στο τηλέφωνο;» «Όχι, είναι σαλονάκι».
εδώ.
Τον
έβαλα
να
«Είναι μόνος;» «Ναι». «Ευχαριστώ». Ύστερα απευθύνεται στον Μαρσίλι: «Είχε ραντεβού μαζί σου;».
περιμένει
στο
«Μαζί μου;!» «Ούτε μ’ εμένα έχει ραντεβού. Πήρε την πρωτοβουλία και ήρθε. Άκου, δεν έχω καμία απολύτως διάθεση να τον συναντήσω, ρώτησε τι ακριβώς θέλει και πες του πως έχω μια συνέλευση και δεν μπορώ να φύγω. Να του δώσεις να καταλάβει πως δεν είναι σωστό να τον βλέπουν να κυκλοφορεί συχνά εδώ μέσα, για δικό του καλό». Ο Μαρσίλι βγαίνει από το γραφείο. Ο Μπιρόλλι έχει έρθει μόνος, δε τον συνόδεψε η εγγονή του, ίσως οι συσκέψεις με τον Ραβάτσι την απασχολούσαν πολλές ώρες. Ξαφνικά, μια παράξενη σκέψη άρχισε να τον βασανίζει. Κάτι δεν κολλούσε. Αν η Λίτσα είναι η έμπιστη του Ραβάτσι, όπως υποστηρίζει η Φαρμακόγλωσσα, τότε γιατί δε ζήτησε από κείνον να βοηθήσει τον παππού της; Ή μήπως το έκανε, αλλά ο Ραβάτσι αρνήθηκε; Κι αυτό όμως του φαίνεται παράξενο, επειδή δεν είναι δυνατόν να μη μυρίστηκε ο Ραβάτσι, όπως άλλωστε το μυρίστηκε εκείνος, ότι πρόκειται για καλή επένδυση. Τότε. γιατί η «Μαύρη τρύπα» δεν κατάπιε την Αρτένια; Μήπως επειδή ο Ραβάτσι δεν είναι τόσο πανούργος όσο εκείνος, ώστε δεν έλαβε υπόψη του μερικά πράγματα... Εντούτοις, γινόταν όλο και πιο επιτακτική η ανάγκη, για διάφορους λόγους, να βρει τρόπο να περάσει μερικές ώρες με την υπέροχη Λίτσα.
Έπειτα από μία ώρα ο Μαρσίλι έκανε και πάλι την εμφάνισή του. «Τι ήθελε;» «Ήρθε να ζητήσει λίγα ψίχουλα ακόμη». «Το περίμενα. Υπέκυψες στις απαιτήσεις του;» «Και βέβαια όχι!» «Συγκάλεσε διοικητικό συμβούλιο;» «Όχι ακόμη. Κατά τη γνώμη μου, προσπαθεί να κερδίσει χρόνο». «Ξέρεις τι λέω; Ο Μπιρόλλι είναι ικανός να μας κουράσει., κι εμείς πρέπει να τελειώνουμε όσο το δυνατόν συντομότερα. Αν καθυστερήσουμε πολύ, αυξάνεται ο κίνδυνος να μαθευτεί κάτι». «Λοιπόν;» «Λοιπόν, αύριο το πρωί θα του τηλεφωνήσεις και θα του πεις πως έχει εφτά μέρες διορία να προχωρήσει ή να τα παρατήσει». «Κι αν τα παρατήσει;» «Αστειεύεσαι; Δεν υπάρχει πια κανένας στον οποίο θα μπορούσε να στήσει κώλο».
Κάθονται στο τραπέζι. H Μαρίζα είναι κάτωχρη. Έχει πάρει μια απόφαση, έστω κι αν την ικέτευε ο Γκουίντο μέχρι την τελευταία στιγμή να μην το κάνει. Έφτασε στο σημείο να την απειλήσει: «Αν του το πεις, δε θέλω να σε ξαναδώ». Εκείνη όμως είναι σίγουρη πως ο Γκουίντο θα τη δεχτεί με ανοιχτές αγκάλες. Είναι δυνατόν να μην αντιλαμβάνεται ότι δεν υπάρχει άλλη λύση και ότι εκείνη δεν μπορεί να συνεχίσει να ζει έτσι; «Είσαι καλά;» «'Οχι» απαντάει η Μαρίζα. «Τι έχεις;» «Θα σου πω αμέσως. Μάουρο, εγώ...» H Μαρίζα κάτι του λέει επειδή βλέπει τα χείλη της που κινούνται. Μάλλον πρόκειται για κάτι εξαιρετικά σοβαρό, επειδή, καθώς μιλάει, δάκρυα τρέχουν από τα μάτια και κυλάνε στα μάγουλά της. Ο Μάουρο όμως δεν ακούει τίποτα.
H Μαρίζα συνεχίζει να μιλάει και να κλαίει, αλλά στ’ αυτιά του δε φτάνει κανένας ήχος. Χειρότερα ακόμη και απ’ όταν ακούς κάποιον που μιλάει στην τηλεόραση και ξαφνικά χάνεται ο ήχος. Χειρότερα, ναι. χειρότερα επειδή τούτη τη φορά υπάρχει απόλυτη σιωπή, έχει χαθεί ακόμη και ο απόηχος της πόλης που κινείται και ζει, δε φτάνει κανένας ήχος απ’ έξω. είναι σαν να βρίσκεται κλεισμένος μέσα σε μια φούσκα αέρα όπου επικρατεί απόλυτη σιωπή. Το γεγονός περισσότερο τον παραξενεύει παρά τον τρομάζει. Θα ήθελε να μιλήσει στη Μαρίζα και να της πει για ό,τι του συνέβαινε, αλλά δεν μπορεί. Το στόμα του είναι γεμάτο από μια πιρουνιά μακαρόνια που δεν μπορεί ούτε να μασήσει, αλλά ούτε και να καταπιεί. Οι μύες του έχουν παραλύσει, δεν υπακούουν στα μηνύματα που στέλνει ο εγκέφαλος. Έπειτα, χωρίς προειδοποίηση, περνάει. H επαφή με τον κόσμο αποκαθίσταται. Για κλάσματα του δευτερολέπτου όλοι οι εξωτερικοί ήχοι που συνήθως ίσα ίσα ακούγονται έχουν τόσο δυνατή ένταση, ώστε αντηχούν μέσα στο κεφάλι του και τον ζαλίζουν. Κλείνει τα μάτια. Κι όταν τα ξανανοίγει, βλέπει πως η Μαρίζα έχει σπρώξει μακριά το πιάτο της, έχει ακουμπήσει τα χέρια στο τραπέζι και έχει κρύψει το πρόσωπό της μέσα στις παλάμες, οι ώμοι της τραντάζονται από αναφιλητά, αλλά από το στόμα της δε βγαίνει κανένας ήχος. Τι είπε; Γιατί κλαίει; «Μαρίζα... Μαρίζα, σε παρακαλώ, κοίταξέ με».
H Μαρίζα σηκώνει το κεφάλι, τον κοιτάζει με βλέμμα ικετευτικό και τρομαγμένο συγχρόνως. Τα χείλη της τρέμουν. «Σε παρακαλώ, μπορείς να επαναλάβεις όσα είπες;» Τα μάτια της γυναίκας του γουρλώνουν από έκπληξη. «Μιλάς σοβαρά;» «Ναι». «Δε με άκουσες;» Φώναξε την ερώτηση. «Όχι. Ήμουν αφηρημένος και...» Το ουρλιαχτό της Μαρίζας τον έκανε να πεταχτεί από τη θέση του. Έπειτα η γυναίκα του σηκώθηκε από την καρέκλα κι άρχισε να τρέχει, συνεχίζοντας να ουρλιάζει, προς τις σκάλες. Ο Μάουρο έχει μείνει σαν μαρμαρωμένος. Εμφανίστηκε λαχανιασμένη η Στέλλα, η υπηρεσία. «Τι συνέβη;» «Γύρνα στην κουζίνα». Έπειτα
από
λίγα
λεπτά
κατάφερε
να
σηκωθεί.
Ανέβηκε πάνω. H Μαρίζα έχει κλειδωθεί στο μπάνιο. «Μαρίζα, άνοιξε». Του απαντάει με μια υστερική κραυγή. Και ύστερα: «Φύγε!». «Μαρίζα, άνοιξε!» «Ή θα φύγεις ή θα πηδήξω από το παράθυρο!» Καταλαβαίνει πως καλά θα κάνει να μην επιμείνει. Αργά ή γρήγορα θα ηρεμήσει. Δε έχει ούτε την περιέργεια να μάθει τι ήταν αυτό που του είπε και δεν το άκουσε. H αλήθεια είναι ότι δεν την είχε δει ποτέ τόσο αναστατωμένη, τι τα θες όμως; Μάλλον πρόκειται για κάποια από κείνες τις ανοησίες που χωρίς σημαντικό λόγο οι γυναίκες τις μετατρέπουν σε τραγωδία. Σκέφτεται πως θα είναι καλύτερα να τηλεφωνήσει στον Γκουιντόττι στο σπίτι. Είναι καλό να μη μάθει κανείς πως χρειάζεται να κάνει ιατρικές εξετάσεις. Δεν πρέπει να το μάθει ούτε η Άννα. που είναι άνθρωπος εμπιστοσύνης. Στο χώρο της δουλειάς του μια απλή αναφορά σε αρρώστια είναι αρκετή για ν’ αρχίσουν τα κοράκια να πετάνε πάνω από το μελλοντικό θύμα και μέσα σ’ ένα μήνα είσαι ξεγραμμένος. Του απάντησε η γυναίκα του Γκουιντόττι, του είπε
ότι ο Αλεσσάντρο δεν ήταν εκεί, ότι βρισκόταν στη Νέα Υόρκη για ένα συνέδριο και θα επέστρεφε σε μια βδομάδα. «Αν πρόκειται όμως για κάτι επείγον, μπορείτε ν’ απευθυνθείτε στον καθηγητή Λακιέζα εξ ονόματος του συζύγου μου. Θέλετε το τηλέφωνό του;» Το σκέφτηκε μια στιγμή. «Όχι, κυρία, σας ευχαριστώ, επιστρέψει ο σύζυγός σας».
θα
περιμένω
να
Δεν είναι δα και ετοιμοθάνατος! «Κύριε, στο τηλέφωνο είναι η δεσποινίς Λίτσα Μπιρόλλι». Εκείνη ακριβώς τη στιγμή σκεφτόταν να βρει μια δικαιολογία για να της τηλεφωνήσει. «Πέρασέ μου τη γραμμή». «Πώς πάει;» ρωτάει η Λίτσα. «Καλά. Εσύ;» «Σας τηλεφωνώ εκ μέρους του...» «Συγγνώμη, Λίτσα, αλλά εγώ σου μιλάω στον ενικό!»
«Δεν πειράζει». «Εσύ γιατί πληθυντικό;»
συνεχίζεις
να
μου
μιλάς
στον
«Από σεβασμό» απαντά εκείνη. Και γελάει. Αλλά αμέσως προσθέτει: «Όμως, δεν έχω καμία αντίρρηση να σου μιλάω στον ενικό». «Έτσι μπράβο». «Άκου, σου τηλεφωνώ εκ μέρους του Λουίτζι». Αποφάσισε αμέσως να προσποιηθεί πως δεν ήξερε τίποτα για κείνη. Γιατί; Δεν ξέρει, τον συμβούλεψε το ένστικτό του. «Συγγνώμη, ποιον Λουίτζι;» «Τον Ραβάτσι». «Γιατί, τον γνωρίζεις;» «Δουλεύω στην επιχείρησή του». Τον αποκαλεί Λουίτζι. Φαρμακόγλωσσα;
Μήπως
είχε
δίκιο
η
«Τι δουλειά κάνεις;» «Είμαι προσωπική του σύμβουλος». «Αλήθεια;! Ξέρεις ότι... ας μην το συζητήσουμε καλύτερα». «Όχι, να το συζητήσουμε. Τι ήθελες να μου πεις;» «Να, προχθές το βράδυ στο σπίτι μας δεν άνοιξες το στόμα σου. Μου έδωσες την εντύπωση ντροπαλής δευτεροετούς φοιτήτριας». «Έπεσες έξω σε όλα, αγαπητέ μου. Έχω πάρει πτυχίο με άριστα, έχω κλείσει τα είκοσι πέντε και δεν είμαι καθόλου ντροπαλή». «Καλή πληροφορία. Έτσι, για να διαπιστώσω αν λες αλήθεια, τι θα απαντούσες αν σε προσκαλούσα για φαγητό;» «Θα ρωτούσα πότε;» «Αποφάσισε εσύ. Υποθέτω πως ο Ραβάτσι θα σε απασχολεί πολλές ώρες». «Όποτε θέλω είμαι ελεύθερη. Να πούμε τη Δευτέρα το βράδυ;» «Σύμφωνοι. Πού;» «Κοίτα,
δε
νομίζω
ότι
είναι
καλή
ιδέα
να
συναντηθούμε σε κάποιο εστιατόριο. Αν κάποιος μας έβλεπε μαζί, θα μπορούσε να σκεφτεί κάτι κακό». «Δηλαδή ότι κάτι υπάρχει ανάμεσά μας;» «Όχι βέβαια! Θα μπορούσε να σκεφτεί πως λειτουργώ σαν μεσάζοντας ανάμεσα σ’ εσένα και στον Ραβάτσι ποιος ξέρει για ποιους ύποπτους σκοπούς». «Λοιπόν, τι προτείνεις;» «Να έρθεις να φάμε στο σπίτι μου. Να ξέρεις ότι είμαι και καλή μαγείρισσα». Νοερά, ο Μάουρο τρίβει τα χέρια του. Καλύτερα δε θα μπορούσε να γίνει! «Πες μου τη διεύθυνση». H Λίτσα τού τη λέει. «Να πούμε κατά τις οκτώ και μισή;» «Πολύ καλά». «Γεια». «Γεια». Ενώ σκεφτόταν την καλή του τύχη, χτύπησε πάλι το τηλέφωνο.
«Συγγνώμη, είναι ξανά η δεσποινίς Μπιρόλλι». «Μαγεμένη από τη γοητεία της φωνής σου, ξέχασα το λόγο για τον οποίο τηλεφώνησα». «Α, ναι, έχεις δίκιο, ούτε εγώ το σκέφτηκα. Κι εγώ γοητεύτηκα από τη φωνή σου και ξέχασα όλα τα άλλα». «Ξέρεις ότι ο Λουίτζι οργανώνει κάθε χρόνο ένα συνέδριο που...» «Όλοι το ξέρουν». «Θα ήθελε να μάθει αν θα δεχόσουν την πρόσκληση να συμμετάσχεις στο φετινό συνέδριο». Τι έγινε; Σεισμός; Ή μήπως η Δευτέρα Παρουσία; «Βέβαια». «Αυτόν το χρόνο θα γίνει στην Ίσκια. Από την Παρασκευή μέχρι την Κυριακή το βράδυ». «Ναι, αλλά ποια ημερομηνία;» «Αρχίζει την ερχόμενη Παρασκευή». «Συγγνώμη, αλλά δε νομίζεις πως μου το λες λίγο αργά;»
«Μέχρι εχθές δεν ήμασταν σίγουροι αν έπρεπε να το κάνουμε ή όχι. Με την κρίση που υπάρχει, πολλοί απ’ όσους είχαμε προσκαλέσει στο τέλος αναγκάστηκαν να το ακυρώσουν». Είναι φανερό, η παρουσία του θα χρησιμεύσει για ν’ αναπληρώσει κάποιο κενό. «Τον Λουίτζι θα τον ενδιέφερε πολύ μια παρέμβασή σου. Θα ήθελα μέχρι αύριο να έχω στα χέρια μου τον τίτλο και μια σύντομη περίληψή της. Ξέρεις, είναι για το πρόγραμμα...» «Εντάξει. Θα το σκεφτώ το βράδυ και αύριο θα σου πω». «Θα σου τηλεφωνήσω εγώ αύριο το πρωί στις δέκα». «Τι ώρα αύριο, κύριε;» τον ρώτησε ο οδηγός με τη στολή ενώ του άνοιγε την πόρτα του αυτοκινήτου. H ερώτηση είναι ρητορική, ξέρει πολύ καλά ότι ο γενικός διευθυντής πρέπει να βρίσκεται στο γραφείο στις εννέα ακριβώς, ακόμη και το Σάββατο. Και πράγματι: «Τη συνηθισμένη». Μόλις μπαίνει ο Μάουρο, έχει την αίσθηση πως το σπίτι είναι έρημο. Εντάξει, ξέρει πως η υπηρεσία την Παρασκευή το βράδυ έχει ρεπό, αλλά υπάρχει μια παράξενη ησυχία.
«Μαρίζα;» Καμία απάντηση. Ξαναφωνάζει λίγο πιο δυνατά. Τίποτα. Σίγουρα δε θα έμεινε όλο το απόγευμα κλεισμένη στο μπάνιο να κλαίει. Τέτοια ώρα θα έπρεπε να της έχει περάσει. Ή μήπως δεν της έχει περάσει ακόμη, είναι κάπου μέσα στο σπίτι θυμωμένη και του κρατάει μούτρα; Ανεβαίνει τις σκάλες και μπαίνει στο υπνοδωμάτιο. Τον ξαφνιάζει η ακαταστασία, είναι σαν να έχουν μπει κλέφτες, η κατάσταση είναι ακόμη χειρότερη στο βεστιάριο: ανοίγει τα φύλλα της ντουλάπας που καλύπτει ύλο τον τοίχο, εκεί όπου φυλάει τα ρούχα της η Μαρίζα, και το ένα τέταρτο των ρούχων της λείπει. Κοιτάζει στο μέρος όπου αποθηκεύουν τις βαλίτσες, λείπουν δύο μεγάλες. Είναι φανερό ότι η Μαρίζα έφυγε από το σπίτι. Και δεν του άφησε ούτε ένα σημείωμα που να εξηγεί το λόγο που την οδήγησε στη συγκεκριμένη ενέργεια. Μπαίνει στο γραφείο του, κάθεται και χωρίς να το πολυσκεφτεί, σχηματίζει τον αριθμό του κινητού της Μαρίζας. «Ο συνδρομητής που καλέσατε είναι πιθανόν να έχει το τηλέφωνό του απενεργοποιημένο...» Εύχεται να είναι πραγματικά προσωρινή η απενεργοποίηση του τηλεφώνου της γυναίκας του, αλλιώς θα είναι μεγάλο σπάσιμο και θ’ αναγκαστεί να χάσει πολύ χρόνο. Το πρόβλημα είναι πως, παρ’
όλα αυτά, ακόμη κι αν του απαντήσει η Μαρίζα, το μόνο που θα μπορέσει να κάνει θα είναι να της ζητήσει να γυρίσει, ν’ αναφερθεί γενικά στο γεγονός, αφού δε γνωρίζει τους λόγους που την ανάγκασαν να φύγει. Όταν τους ανέφερε με δάκρυα στα μάτια, την ώρα του μεσημεριανού φαγητού, δεν τους άκουσε. Άρα, έχει δημιουργηθεί μια παρεξήγηση σχετικά με τη φυγή της Μαρίζας. H γυναίκα του πίστεψε τη δικαιολογία που εκείνος της είπε, ότι ήταν αφηρημένος και δεν άκουσε όσα του ανέφερε. Και γι’ αυτό προσβλήθηκε, γιατί όσα του είχε μόλις εξομολογηθεί μάλλον ήταν εξαιρετικά σημαντικά, ούτε λίγο ούτε πολύ ζωτικής σημασίας. Τουλάχιστον για κείνη. Και τώρα; Να τηλεφωνήσει στις φίλες της; Εκείνες ύμως, αν έχουν ενημερωθεί για τη φυγή της, δε θα παραδεχτούν ότι γνωρίζουν κάτι. Από την άλλη, όταν η Μαρίζα είναι εκτός ελέγχου, γίνεται επικίνδυνη. Νάρκη που μπορεί να εκραγεί από στιγμή σε στιγμή. H είδηση και μόνο ότι η γυναίκα του εγκατέλειψε το σπίτι είναι ικανή να του προκαλέσει μεγάλη ζημιά. Ποιος ξέρει πόσα κακόβουλα κουτσομπολιά θα μπορούσαν ν’ ακουστούν, πόσες υποθέσεις σε βάρος του, πόσοι υπαινιγμοί... Όχι, πρέπει να τη βρει οπωσδήποτε, και μάλιστα το συντομότερο δυνατόν. Από πού ν’ αρχίσει; Μια σκέψη πέρασε από το μυαλό του. Πρώτα όμως χρειάζεται να ελέγξει κάτι.
Σηκώνεται, κατεβαίνει, βγαίνει στον κήπο, διασχίζει το μονοπάτι και φτάνει στο γκαράζ. H πόρτα του γκαράζ έχει μείνει ανοιχτή, το Μιτσουμπίσι της Μαρίζας δεν είναι εκεί. Επιστρέφει στο γραφείο του και τηλεφωνεί στον Μπαστιανέλλι. «Θα μπορούσατε να έρθετε στο σπίτι μου;» «Στο σπίτι σας;» «Ναι». «Τώρα;» «Ναι». «Έρχομαι αμέσως». Δε χρειαζόταν τούτη η αναποδιά. «Επιτέλους, σε βρίσκω! Γιατί είχες το κλειστό όλο το απόγευμα;»
κινητό
«Συγγνώμη, αλλά είχα μια συνέλευση που κράτησε μέχρι αργά. H φωνή σου ακούγεται παράξενα. Τι συμβαίνει;» «Του το είπα».
«Τι;!» «Σήμερα, την ώρα του φαγητού. Μίλησα στον Μάουρο. Του είπα για μας τους δύο!» O Γκουίντο παγώνει. Να δεις ότι τον έμπλεξε άσχημα η ηλίθια. «Γιατί;! Υπήρχε λόγος;» «Δεν ξέρεις πώς ένιωθα τη νύχτα, στη σκέψη και μόνο πως θα με άγγιζε! Ήμουν έτοιμη να βάλω τις φωνές! Να φύγω, να βγω στο δρόμο!» «Σε άγγιξε;» «Όχι». "Τότε μπορείς να μου εξηγήσεις τι στο διάολο σ’ έπιασε και του μίλησες;! Μαρίζα, σε είχα παρακαλέσει, ικετεύσει να μην..." «Άφησε με να μιλήσω, σε παρακαλώ! Και στο τέλος. αφού του τα είπα όλα, ξέρεις τι με ρώτησε;» «Πώς είναι δυνατόν να ξέρω τι σε ρώτησε;!» «Μου ζήτησε να επαναλάβω όσα του είχα μόλις πει επειδή ήταν αφηρημένος και δεν είχε ακούσει τίποτα! Καταλαβαίνεις, ο παλιάνθρωπος; Εγώ να είμαι απελπισμένη, να κλαίω, να υποφέρω, κι εκείνος να σκέφτεται τις δουλειές του! Θεέ μου, δεν
μπορείς να φανταστείς πόσο άσχημα ένιωσα. Με πρόσβαλε, με ταπείνωσε! Αισθανόμουν σαν σκυλί που γαβγίζει απελπισμένα για να του δώσει λίγη προσοχή το αφεντικό του, αλλά εκείνο δεν του δίνει καμία σημασία! Ήμουν ένα τίποτα, δεν υπήρχα! Με κοιτούσε, αλλά δε με έβλεπε!» Και ξανάρχισε να κλαίει απελπισμένα. Ο Γκουίντο είναι τρομοκρατημένος, έχει γίνει μούσκεμα από τον ιδρώτα. Βλέπει τα πράγματα διαφορετικά. Σίγουρα ο Μάουρο άκουσε τα πάντα, δεν έχασε ούτε μια συλλαβή και, έτσι έξυπνος και πονηρός που είναι, επέλεξε την τακτική να προσποιηθεί τον αφηρημένο. Χρειάζεται να μάθει περισσότερες λεπτομέρειες για το πώς ακριβώς συνέβησαν όλα, παρά την έντονη επιθυμία του να της κλείσει το τηλέφωνο στα μούτρα. «Μαρίζα, άκουσε με, είναι σημαντικό». «Σε ακούω» λέει εκείνη ρουφώντας τη μύτη της. «Του επανέλαβες όσα του είχες πει;» «Μα πώς μπορούσα; Είχα θυμώσει τόσο πολύ, ώστε έτρεξα και κλείστηκα στο μπάνιο!» «Άκου, προσπάθησε να θυμηθείς, του ανέφερες το όνομά μου;» «Όχι».
«Σίγουρα;» «Σίγουρα». «Τι ακριβώς του είπες;» «Πως έχω ερωτευτεί έναν άλλο άντρα και δε θέλω πια να ζω μαζί του». «Και μετά;» «Και μετά, όταν έφυγε για να γυρίσει στο γραφείο, πήρα λίγα ρούχα και έφυγα κι εγώ». Έφυγε από το σπίτι! Είναι πραγματικά ηλίθια. Τρελή και ηλίθια. «Ω, Χριστέ μου! Θα καταφέρεις ποτέ στη ζωή σου να κάνεις κάτι σωστό; Πες μου πού βρίσκεσαι τώρα». «Σε μια πανσιόν». «Του άφησες κάποιο σημείωμα;» «Όχι». Πρέπει να τρέξει όσο γίνεται πιο γρήγορα για να προλάβει τις εξελίξεις, να επανορθώσει την κατάσταση. Μπορεί, αν το καλοσκεφτόταν, η κατάσταση να είναι λιγότερο επικίνδυνη απ’ όσο φοβόταν. Το πρώτο που χρειαζόταν να κάνει ήταν να
πείσει τη Μαρίζα να γυρίσει στο σπίτι. «Θέλω να σε δω» λέει εκείνη με παραπονιάρικη φωνή. Γιατί όχι; Έτσι θα μπορέσει να της μιλήσει με ηρεμία. «Έχεις το αυτοκίνητό σου;» «Ναι». «Να το αφήσεις εκεί, να πάρεις ένα ταξί και να έρθεις αμέσως στο σπίτι μου». Φυσικά, ο Μάουρο θ’ αρχίσει να ψάχνει τη Μαρίζα. Είναι σίγουρο πως θα καταφέρει να τη βρει. Θα χρειαστεί όμως λίγο χρόνο. Συνεπώς, δε θα ήταν επικίνδυνο να περάσει εκείνη τη νύχτα μαζί της.
Τέσσερα Ο ΜΠΑΣΤΙΑΝΕΛΛΙ, πρώην αστυνόμος, ικανότατος και χωρίς ενδοιασμούς, είναι τώρα υπεύθυνος ασφαλείας της επιχείρησης. O Μάουρο τον έχει ξαναχρησιμοποιήσει και επειδή ο Μπαστιανέλλι τού είναι αφοσιωμένος, του έδωσε τη συγκεκριμένη θέση. «Στηρίζομαι Μπαστιανέλλι». «Ξέρετε
πως
στη
μπορείτε
διακριτικότητα
να
μου
έχετε
σου,
τυφλή
εμπιστοσύνη. Σας ακούω». «H γυναίκα μου σήμερα το απόγευμα έφυγε από το σπίτι, θα ήθελα να τη βρεις το συντομότερο δυνατόν». Προφανώς, ο Μπαστιανέλλι περίμενε ότι ο Μάουρο θα του ζητούσε κάτι σχετικά με την επιχείρηση, αλλά δεν έδειξε τίποτα. Έβγαλε από την τσέπη του ένα μπλοκ σημειώσεων κι ένα στιλό, όπως κάνουν οι ντετέκτιβ στις ταινίες. «Με συγχωρείτε, αλλά πρέπει να σας κάνω μερικές ερωτήσεις». «Σε ακούω». «Καβγαδίσατε;» «Όχι». Μπορεί να θεωρηθεί καβγάς όσα συνέβησαν την ώρα του φαγητού; «Θα έλεγα μάλλον πως επρόκειτο για υστερική κρίση, αλλά δεν ξέρω τι την προκάλεσε». «Δεν ξέρετε για ποιο λόγο έφυγε η κυρία;» «Δεν έχω ιδέα». «Σας ζητώ συγγνώμη, αλλά πιστεύετε πως η κυρία
μπορεί...» Δεν ολοκληρώνει την πρόταση, νιώθει αμηχανία. «Προφανώς, εννοείς να έχει κάποιον άλλο; Ξέρεις, ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος για κάτι, αλλά δε νομίζω». «Μήπως πήγε στους γονείς της;» «Όχι. Δεν έχουν καλές σχέσεις». «Μήπως πήγε να τη φιλοξενήσει κάποια φίλη της;» «Χωρίς να ξέρω γιατί, μάλλον το αποκλείω». «Πήρε μαζί της πολλά πράγματα;» «Ναι, δύο μεγάλες βαλίτσες». «Έχει δικό της αυτοκίνητο;» «Μ’ αυτό έφυγε». Τελικά, ο Μπαστιανέλλι χαμογελάει. «Να μια καλή είδηση. Μπορείτε να μου πείτε μάρκα και αριθμό πινακίδας;» Σημειώνει όσα του υπαγορεύει ο Μάουρο, κλείνει το μπλοκ και σηκώνεται.
«Θα μπορούσατε να μου δώσετε φωτογραφία της συζύγου σας;»
μια
πρόσφατη
Πάει να βρει μια φωτογραφία, διαλέγει εκείνη που έχει τραβήξει ένας γκέι φωτογράφος που είναι της μόδας τελευταία. Όταν έφυγε ο Μπαστιανέλλι, ο Μάουρο αποφάσισε να πάει στο ρεστοράν. Όχι επειδή πεινάει, αλλά γιατί δε του αρέσει να είναι μόνος στο σπίτι. Στο τέλος του γεύματος, κατέληξε σ’ ένα συγκεκριμένο συμπέρασμα, έστω κι αν είναι πολύ πικρό να το παραδεχτεί: η Μαρίζα έφυγε επειδή γνώρισε κάποιον άλλο. Δεν υπάρχει άλλη εξήγηση. Και είναι ανώφελο να συνεχίσει ν’ αρνείται την πραγματικότητα. Μια Μαρίζα που έχει ανάγκη από παρηγοριά και χάδια και επιδόσεις που ξεπερνούν κάθε προσδοκία. Προσφέρει αυθόρμητα ό,τι της ζητήσεις προκειμένου να δείξει την ευγνωμοσύνη της. Έτσι, δε χρειάστηκε να χρησιμοποιήσει τους Έλληνες λυρικούς μεταφρασμένους από τον Κουαζίμοντο, που είναι το δυνατό χαρτί του. H Μαρίζα τον παρακάλεσε πολύ να της επιτρέψει να μετακομίσει στο σπίτι του, αλλά ο Γκουίντο τής εξήγησε πως κάτι τέτοιο ήταν αδύνατον, επειδή τυχαίνει συχνά να εμφανιστεί απρόσμενα κάποιος φίλος του και ότι τώρα που εκείνη είναι ελεύθερη, θα βρουν τρόπο να συναντιούνται πιο συχνά...
Τελικά, κατάφερε να την πείσει. Δεν κατάφερε όμως να την πείσει να κάνει τουλάχιστον ένα σύντομο τηλεφώνημα στον άντρα της, κάτι που θα καθυστερούσε την εξέλιξη των πραγμάτων. «Σκέψου πονηρά. Θα του τηλεφωνήσεις, θα του πεις ότι ήταν μια στιγμή κρίσης που ευτυχώς περνάει και θα του ζητήσεις να κάνει υπομονή λίγες μέρες επειδή έχεις ανάγκη από λίγο χρόνο για περισυλλογή...» «Σε τι θα βοηθήσει;» «Θα κερδίσεις χρόνο, Μαρίζα. Δε θ’ αρχίσει να σε ψάχνει αμέσως. Να ξέρεις ότι ο Μάουρο, όταν αποφασίσει, μπορεί να γίνει αρκετά επικίνδυνος. Θα του τηλεφωνήσεις για να τον διαβεβαιώσεις πως εσύ έχεις το πρόβλημα και ότι δεν υπάρχει στη μέση άλλος άντρας». «Θα το σκεφτώ». «Άντε, τηλεφώνησε του τώρα!» «Είναι μαύρα μεσάνυχτα!» «Καλύτερα. Θα φανεί πιο πειστικό». «Όχι, τώρα δεν πρόκειται να τηλεφωνήσω».
Στο βεστιάριο της Μαρίζας επικρατεί κυριολεκτικά χάος. Τα ρούχα, οι τσάντες, τα παπούτσια, τα εσώρουχα, τα πανωφόρια, οι καμπαρντίνες, με λίγα λόγια όσα δεν πήρε μαζί της είναι πεταμένα στο πάτωμα. Ο Μάουρο ιδρωμένος, μόνο με το σλιπ, συνεχίζει πεισματικά την έρευνά του, ψάχνοντας τις τσακίσεις, τις ραφές, τα ρεβέρ. Το Σάββατο το πρωί, είναι καθιερωμένο οι δύο υποδιευθυντές, πλην ελάχιστων εξαιρέσεων, να μην έρχονται στο γραφείο. Γι’ αυτό η Άννα παραξενεύτηκε όταν τη ρώτησε ο Μάουρο: «O Μαρσίλι είναι εδώ;». Πρόλαβε όμως και διόρθωσε το λάθος του πριν του απαντήσει η Άννα. «Α, αφού είναι Σάββατο. Τηλεφώνησε του και πέρασε μου τη γραμμή, σε παρακαλώ». Έπειτα από πέντε λεπτά η Άννα τον ειδοποίησε πως ο Μαρσίλι δεν απαντούσε στο τηλέφωνο και ότι το κινητό του ήταν κλειστό. «Νομίζω πως κάπου έχει ένα σπίτι». «Ναι, στη Φιε, αλλά δεν έχει τηλέφωνο». «Πού στο διάολο είναι η Φιε;»
«Κάτω από το Σιούζι, στους Δολομίτες». «Να τηλεφωνείς συνέχεια μέχρι να τον βρεις, σε παρακαλώ». Στις δέκα η Άννα τον ενημερώνει πως στη γραμμή είναι η Λίτσα Μπιρόλλι. Χτυπάει δυνατά το μέτωπό του, δε σκέφτηκε καθόλου το θέμα της παρέμβασής του στο συνέδριο. Τι θα της πει; «Άκου, Άννα, ζήτησε συγγνώμη εκ μέρους μου και πες της πως είμαι απασχολημένος. Αν έχει την καλοσύνη, ας μου ξανατηλεφωνήσει σ’ ένα τέταρτο...» Συγκεντρώνεται. Έπειτα από λίγο θυμάται πως ο υπουργός Οικονομικής Ανάπτυξης, που στο παρελθόν είχε διατελέσει μάνατζερ του κράτους, από τους πιο συζητημένους εξαιτίας της έφεσής του προς το χρηματισμό, τώρα έχει αρχίσει να ηθικολογεί, η τελευταία του ομιλία στον ΣΙΒ έμοιαζε περισσότερο με κήρυγμα του Ευαγγελίου παρά με αναφορά στην κατάρρευση της βιομηχανίας εξαιτίας της κρίσης. Δε θα ήταν άσχημο ν’ ακολουθούσε το δρόμο που είχε χαράξει ο υπουργός. Θα μπορούσε να είναι το σημείο εκκίνησης απ’ όπου ο Μαρσίλι, ο οποίος γράφει πολύ καλά, θα ξεκινούσε και θ’ ανέπτυσσε το θέμα με πλούσια επιχειρηματολογία. «Κύριε, η δεσποινίς Μπιρόλλι». «Πέρασε μου τη γραμμή».
«Μπορώ ν’ ανεβώ;» Ο Μάουρο έμεινε αποσβολωμένος. «Μα πού είσαι;» «Εδώ κοντά. Αν θέλεις, σε δέκα λεπτά θα βρίσκομαι στο γραφείο σου». «Σε περιμένω». O Γκουίντο ξυπνάει, είναι έντεκα. H Μαρίζα κοιμάται δίπλα του. Σηκώνεται, πηγαίνει στο μπάνιο, κάνει ντους, ντύνεται, ετοιμάζει καφέ στην κουζίνα, πίνει ένα φλιτζανάκι και τον άλλο τον πηγαίνει στη Μαρίζα. «Ξύπνα». H Μαρίζα ανοίγει, ένα μάτι μισοκοιμισμένη. «Πιες τον καφέ, κάνε ντους, ντύσου κι έλα να με βρεις στο γραφείο, θέλω να σου μιλήσω». Δε βάζει ακόμη το τηλέφωνο στην πρίζα. «Δε δείχνεις καλά» λέει η Λίτσα. «Δεν κοιμήθηκα». «Έχεις πολλές έγνοιες;»
«Μόνο μία». «Και μία μόνο είναι αρκετή να...» «Αχ, αν ήξερες τι έγνοια είναι». «Μπορώ να μάθω;» «Ναι. Εσύ». Εκείνη γέρνει πίσω το κεφάλι και γελάει. O Μάουρο νιώθει έντονα την επιθυμία να τη δαγκώσει στο λαιμό, όπως ο Δράκουλας. «Ας μιλήσουμε για σοβαρά πράγματα. Ετοίμασες την παρέμβασή σου;» ρωτάει εκείνη. «Ναι». «Άρα, δεν είναι αλήθεια ότι σκεφτόσουν μόνο εμένα». «Το θέμα το έγραψα τα ξημερώματα, ύστερα από μια νύχτα αϋπνίας». H Λίτσα βγάζει το palmtop. «Τίτλος;» «Κοινωνική και ηθική ευθύνη της επιχείρησης». Εκείνη σηκώνει τα μάτια και τον κοιτάζει.
«Να γελάσω;» «'Οχι, βέβαια» απαντάει παγερά ο Μάουρο. «Δυο λόγια για το περιεχόμενο». «H έλλειψη ηθικής προκάλεσε την κρίση. Συνεπώς, είναι αναγκαίο να υπάρξει μια καινούρια αντίληψη που θα θέσει την ηθική αν όχι επάνω, τουλάχιστον στο ίδιο επίπεδο με το κέρδος. Κι αυτό πρέπει να γίνει σε όλα τα πεδία, από την οικονομία μέχρι τη βιομηχανία. Αρκεί;» «Μάλλον ναι». Ξαναβάζει το palmtop στην τσέπη. «Δεν είχε προβλεφθεί Γκουλιελμόττι» λέει.
η
παρουσία
του
Ο Γκουλιελμόττι είναι ο υπουργός Οικονομικής Ανάπτυξης. «Θα πω όμως στον Λουίτζι να τον προσκαλέσει. Τα λόγια σου σίγουρα θα χαροποιήσουν τον κύριο υπουργό». Σηκώνεται. «Φεύγεις κιόλας;» «Πρέπει».
«Θα μπορούσαμε να φάμε μαζί». «Ευχαριστώ, αλλά έχω δουλειά. Θα τα πούμε όμως μεθαύριο το βράδυ, έτσι δεν είναι;» «Βέβαια» απαντάει ο Μάουρο εκείνος. «Θα σε συνοδεύσω».
και
σηκώνεται
κι
«Μη ενοχλείσαι». Στέλνει από μακριά ένα φιλί και βγαίνει. «Είναι τρεις ώρες με το αυτοκίνητο, μπορούμε να φάμε στο δρόμο». «Υπάρχει θέρμανση;» «Και βέβαια. Έχει ζεστό νερό, ο καταψύκτης είναι πάντα γεμάτος με φαγητά. Δε λείπει τίποτα. Θα είναι κάτι σαν μήνας του μέλιτος. Συμφωνείς;» Στο άκουσμα των λέξεων «μήνας του μέλιτος», η Μαρίζα διώχνει το στραβομουτσούνιασμα και χαμογελάει ευτυχισμένη. «Σύμφωνοι». «Τώρα θα καλέσω ένα ταξί, θα γυρίσεις στην πανσιόν, θα πάρεις ό,τι σου χρειάζεται και ένα χοντρό πουλόβερ κι έπειτα θα γυρίσεις εδώ. Θα φύγουμε αμέσως».
«Πόσες μέρες θα μείνουμε;» «Μπορούμε να επιστρέψουμε Τρίτη βράδυ». Τη Δευτέρα το πρωί θα τηλεφωνήσει στο γραφείο και θα πει πως έχει πυρετό. Το βασικό ήταν να μην κυκλοφορεί η Μαρίζα για μερικές μέρες. Είναι βέβαιο ότι στη Φιε θα καταφέρει να την πείσει να γυρίσει στον Μάουρο. Στο αυτοκίνητο, ο Γκουίντο ανοίγει το κινητό. Υπάρχουν πέντε αναπάντητες κλήσεις. Όλες από την Άννα, τη γραμματέα του Μάουρο. Για μια στιγμή σκέφτηκε ν’ απαντήσει ώστε να μάθει τι έχει συμβεί. Σίγουρα πρόκειται για δουλειά. O Μάουρο δε θα συνέδεε ποτέ την απουσία του μ’ εκείνη της Μαρίζας. Αμέσως όμως αποφασίζει πως δεν είναι η κατάλληλη στιγμή. Αν ο Μάουρο του πει πως θέλει να του μιλήσει επειγόντως, θα αναγκαστεί να γυρίσει πίσω και θα ματαιωθεί η εκδρομή στη Φιε. Ξανακλείνει το κινητό. H Μαρίζα κοιμάται με το κεφάλι ακουμπισμένο πίσω και το στόμα μισάνοιχτο. Ο Γκουίντο επωφελείται και χαμηλώνει τη θέρμανση. Έχει αρχίσει να νιώθει δυσφορία με τόση ζέστη. H
Άννα
επιστρέφει
στο
σπίτι,
βάζει
στο
χρηματοκιβώτιο τη μικρή βαλίτσα που παίρνει μαζί της όποτε κλείνει το γραφείο και την ξαναπαίρνει μαζί της κάθε πρωί όταν φεύγει για τη δουλειά. Μέσα στην τσάντα υπάρχει μια ατζέντα με τα ραντεβού του προϊσταμένου της, ένας σκληρός δίσκος που περιέχει κρυφούς φακέλους κι ένας χαρτοφύλακας όπου φυλάει απόρρητη αλληλογραφία. O κύριος Ντε Μπλάζι είχε αποφασίσει να κάνουν έτσι από τότε που μπήκαν κλέφτες στο γραφείο και παραβίασαν το χρηματοκιβώτιο. Εκείνη τη φορά έψαχναν χρήματα και αναγκάστηκαν ν’ αρκεστούν στα λίγα που βρήκαν. Αναρωτήθηκε όμως: επρόκειτο πράγματι για κοινούς κλέφτες ή μήπως για βιομηχανικούς κατασκόπους; Κι έτσι, για σιγουριά, αποφάσισε όταν φεύγει η γραμματέας του το βράδυ να παίρνει μαζί της τα σημαντικότερα έγγραφα. Από την κουζίνα έρχεται μια ωραία μυρωδιά. Πραγματικά είναι εκεί ο Μάρκος της και ψήνει κάτι στο φούρνο φορώντας μια χαριτωμένη ποδιά. Μόλις τη βλέπει, τρέχει προς το μέρος της, ανοίγει την αγκαλιά του, την αρπάζει, τη σηκώνει ψηλά, την αφήνει πάλι κάτω και τη φιλάει. «Πώς ήταν;» τη ρωτάει μετά. «Το φιλί σου; Νοστιμότατο».
«Και δεν είναι τίποτα μπροστά σ’ εκείνο που σου έχω ετοιμάσει! Έλα!» Σηκώνει ένα καπάκι. «Μύρισε!» «Πού έμαθες να μαγειρεύεις;» ρωτάει η Άννα με θαυμασμό. «Δε σου το έχω πει; Όταν ήμουν νέος, δούλεψα μερικά χρόνια ως βοηθός μάγειρα. Κάθισε, θα σου σερβίρω εγώ». Έφτασαν στο σπιτάκι όταν είχε πια νυχτώσει για τα καλά. H Μαρίζα αρνήθηκε να φάει κάτι γρήγορα στο αουτογκρίλ. Απαίτησε να παραγγείλουν κανονικό γεύμα, που αποδείχτηκε απαίσιο. Και όταν έφτασαν, άρχισαν τα προβλήματα. H Μαρίζα, μόλις πάτησε το πόδι της μέσα στο σπίτι, ανατρίχιασε κι έτρεξε έξω μουρμουρίζοντας. «Πού πας;» «Κάνει πολύ κρύο». Μπαίνει στο αυτοκίνητο, ανάβει τη μηχανή και βάζει τη θέρμανση. O Γκουίντο τρέχει πίσω της, της κάνει νόημα να κατεβάσει το τζάμι. Εκείνη υπακούει απρόθυμα. «Μπορείς να μου εξηγήσεις τι σκοπεύεις να κάνεις;
Θα περάσεις όλη τη νύχτα στο αυτοκίνητο;» «Εκεί μέσα κάνει πολύ κρύο». «Μα μόλις άναψα τη θέρμανση, Μαρίζα!» «Όταν θα έχει καλή θερμοκρασία μέσα στο σπίτι, τότε έλα να με φωνάξεις». Θα χρειαστούν τουλάχιστον τρία τέταρτα. Ο Γκουίντο επωφελήθηκε της ευκαιρίας για ν’ ανάψει το τζάκι. Μετά ανοίγει το ψυγείο. Είναι γεμάτο, μπορούν να περάσουν ακόμη και μια βδομάδα αποκλεισμένοι. Έβγαλε δυο μπριζόλες από τον καταψύκτη και τις έβαλε να ξεπαγώσουν. Ανοίγει την τηλεόραση. Παίρνει ένα μπουκάλι ουίσκι, γεμίζει μισό ποτήρι και το πηγαίνει έξω. «Βολέψου τώρα με αυτό». «Το ξέρεις, μεθάω...»
ακόμη
και
μ’
ελάχιστο
οινόπνευμα
«Ε, μέθυσε! Τι σε νοιάζει;» Γυρίζει μέσα. Αρχίζει να καθαρίζει και να τακτοποιεί. Έχει αρκετό καιρό να έρθει στο σπίτι. Από τότε που χώρισε με μια Μεξικάνα ποιήτρια που... Ξαφνικά, ακούει τη Μαρίζα να ουρλιάζει.
«Βοήθεια! Βοήθεια!» Τρέχει έξω τρομαγμένος. H Μαρίζα φωνάζει από το μισάνοιχτο παράθυρο του αυτοκινήτου: «Βοήθεια! Ένας λύκος!». Κοιτάζει γύρω. Τι λύκος! Ένας αδέσποτος σκύλος είναι που ένιωσε την ανθρώπινη παρουσία και πλησίασε. Τώρα όμως απομακρύνεται τρέχοντας, φοβισμένος από τα ουρλιαχτά της Μαρίζας. «Άντε, έλα μέσα». «Κι αν μου επιτεθεί;» «Έλα, μη γίνεσαι υπερβολική». H Μαρίζα μουτρωμένη πάει και κάθεται μπροστά στο τζάκι με το παλτό ριγμένο στις πλάτες της και χωρίς την παραμικρή διάθεση να το βγάλει. «Θέλεις άλλο ένα ουίσκι;» Αν μεθύσει, ίσως καταφέρει να την πείσει πιο εύκολα. «Ναι». Όταν έστρωσε το τραπέζι και οι μπριζόλες είχαν καλοψηθεί, τη φώναξε, αλλά δεν πήρε απάντηση. Πηγαίνει κοντά της. Έχει αποκοιμηθεί. Τούτη εδώ η
γυναίκα δεν κάνει άλλο από το να κοιμάται και να πηδιέται. Την ξυπνάει χτυπώντας τη στον ώμο. «Το φαγητό είναι έτοιμο!» «Θέλω να κοιμηθώ, πήγαινε με στο κρεβάτι!» «Φάε πρώτα κάτι». Την πείθει. Παρ’ όλα αυτά, πρέπει να την ταΐσει και να τη στηρίζει, επειδή κάθε λεπτό κινδυνεύει να πέσει από την καρέκλα. Έπειτα τη φορτώνει στην πλάτη του και την πηγαίνει επιτέλους στο κρεβάτι. Τη γδύνει και τη σκεπάζει με το πάπλωμα- έχει ήδη κουραστεί από τη σύντομη συμβίωσή τους. Όσο πιο γρήγορα τη στείλει πίσω στο σύζυγό της τόσο το καλύτερο. Μετά πηγαίνει και κάθεται μπροστά στην τηλεόραση. Βρίσκει μια ταινία με γκάνγκστερ και αποφασίζει να την παρακολουθήσει, του αρέσουν οι ταινίες που έχουν μπόλικο πιστολίδι. Μόλις τελειώνει, ακούει τη Μαρίζα που τον φωνάζει, η φωνή της είναι αλλοιωμένη από τον ύπνο και το ουίσκι. «Γκουίντο, πού είσαι;» Ο Μάουρο πέρασε το πρώτο μέρος της νύχτας γράφοντας τα κύρια σημεία πάνω στα οποία θα αναπτύξει την παρέμβασή του. Όταν ένιωσε
κουρασμένος, πήρε ένα δυνατό υπνωτικό και πήγε για ύπνο. Ξύπνησε από ένα ελαφρύ χτύπημα στην πόρτα. «Εμπρός». Είναι η Στέλλα, η οικιακή βοηθός, και κρατάει το ασύρματο τηλέφωνο. «Σας ζητά ο κύριος Μπαστιανέλλι. Λέει πως είναι επείγον». «Τι ώρα είναι;» «Δώδεκα το μεσημέρι». «Δώσε μου το τηλέφωνο και φέρε μου έναν καφέ». «Εμπρός, Μπαστιανέλλι;» «Συγγνώμη που σας ενοχλώ, σκόπιμο... Έχω νεότερα».
αλλά
θεώρησα
O Μπαστιανέλλι είναι πολύ εντάξει. «Σε ακούω». «Λοιπόν, η κυρία μένει στην πανσιόν Ροζέτο, που είναι στην οδό Σαρντένια είκοσι ένα». «Μπράβο! Πώς τα κατάφερες τόσο γρήγορα;»
«Έχω ακόμη καλούς φίλους». «Θα πάω αμέσως». «'Οχι, τώρα η κυρία δε βρίσκεται εκεί». «Αφού μόλις τώρα μου είπες...» «Πήγε στην πανσιόν, αλλά το αυτοκίνητό της δεν κουνήθηκε από εκεί. Έμαθα όμως από την ιδιοκτήτρια πως η κυρία έφτασε την Παρασκευή το απόγευμα, έπειτα κάλεσε ένα ταξί και δε γύρισε τη νύχτα, επέστρεψε αργά χθες το πρωί, πήρε κάτι από τις βαλίτσες της που δεν έχει ακόμη αδειάσει και ξανάφυγε». «Πέρασε και πάλι τη νύχτα κάπου αλλού;» «Ναι». Συνεπώς, είναι βέβαιο πως έχει κάποιον εραστή η πουτάνα. «Δεν έχει γυρίσει ακόμη;» «'Οχι, κύριε». Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι ν’ αφήσει τον Μπαστιανέλλι που έχει πείρα να χειριστεί την υπόθεση. «Τι μου προτείνεις να κάνω;»
«Να βάλετε κάποιον να φυλάει μπροστά από την πανσιόν και να σας ενημερώσει μόλις...» Να μπλέξει κι άλλο προσωπικό της εταιρείας; Όχι, ούτε να το σκέφτεται. H είδηση θα μαθευόταν σίγουρα αμέσως. «Δε θέλω κανέναν υπάλληλό μας». «Συμφωνώ μαζί σας». «Τότε, ποιος θ’ αναλάβει;» «Θα μπορούσε ν’ αναλάβει ένας ανιψιός μου που είναι άνθρωπος εμπιστοσύνης και...» «Εντάξει». Αν επρόκειτο για μήνα του μέλιτος, τότε η Μαρίζα εκείνη τη νύχτα θέλησε να δοκιμάσει πολλές ποικιλίες μέλι: σε φετίτσες ψωμιού Χικμέτ, Λόρκα και Πρεβέρ. O Γκουίντο σηκώνεται περασμένες δώδεκα, εκείνη όμως βρίσκεται σε βαθύ κώμα, η ημέρα είναι υπέροχη, αποφασίζει να μην την ξυπνήσει, ετοιμάζεται γρήγορα και βγαίνει. Παίρνει μια ποιητική συλλογή που έχει φέρει μαζί του, αλλά δεν έχει ακόμη προλάβει να διαβάσει. Μετά την αφήνει, δε θέλει ν’ αποσπάσει τη σκέψη του από τη δουλειά που έχει προγραμματίσει να κάνει, να λύσει όσο γίνεται καλύτερα το πρόβλημα της Μαρίζας, χωρίς να βρεθεί βουτηγμένος στα
σκατά. Όταν επιστρέφει από το μεγάλο περίπατο, η ώρα είναι δύο και πεινάει σαν λύκος. Περίμενε πως η Μαρίζα θα ήταν ακόμη στο κρεβάτι, αντίθετα την ακούει στο μπάνιο. «Γεια, γύρισα». «Έρχομαι αμέσως». Αμέσως για κείνη σημαίνει μισή ώρα αργότερα. Πράγματι, ο Γκουίντο πρόλαβε να στρώσει το τραπέζι, να βάλει νερό στη φωτιά για τα σπαγκέτι, να ζεστάνει τη σάλτσα, να ξεπαγώσει το ψωμί και μια μερίδα κοτόπουλο. «Ήρθα!»
Πέντε ΕΙΝΑΙ αστραφτερή, χαμογελαστή, ζωηρή και γλυκιά, τυλιγμένη στο άσπρο μπουρνούζι του Γκουίντο. Στο πρόσωπό της δεν υπάρχει ίχνος κούρασης ή ανησυχίας. Είναι σαν σπουργίτι που μ’ ένα τίναγμα των φτερών καταφέρνει να διώξει από πάνω του όλο το νερό που βαραίνει τις φτερούγες του ύστερα από μια δυνατή νεροποντή. Δεν έχει συναίσθηση της κατάστασης, σκέφτεται ο Γκουίντο. Την παρατηρεί καθώς τρώει, μασάει αρκετή ώρα την μπουκιά και καταπίνει αργά, έπειτα με μισόκλειστα μάτια γλείφει ηδονικά τα χείλη της. Απολαμβάνει το φαγητό όπως και το σεξ. Συνεχίζει να την ποθεί, παρότι εκείνη τη στιγμή τού προκαλεί λίγη απέχθεια. Έτσι, μετά το φαγητό αποφάσισε να βάλει σ’ εφαρμογή το σχέδιο που ετοίμασε στη διάρκεια της βόλτας. Σκοπεύει να της δώσει να πιει και να μεθύσει τόσο, ώστε να μην μπορεί ν’ αντιδράσει και τότε να την αναγκάσει να τηλεφωνήσει στον Μάουρο και να τον καθησυχάσει πως θα επιστρέψει σε μερικές μέρες στο σπίτι. Φυσικά, στη διάρκεια του τηλεφωνήματος εκείνος θα κάθεται δίπλα της για να τη διακόψει σε περίπτωση που θα πει κάτι που δεν πρέπει.
«Αυτό θα φάω μόνο;» λέει η Μαρίζα και σπρώχνει μακριά το άδειο πιάτο. «Πεινάω, θέλω κι άλλο». «Μην ανησυχείς, σε λίγο θα έρθει το δεύτερο πιάτο». Μόλις τελείωσε, η Μαρίζα σηκώνεται, βγάζει το μπουρνούζι και το αφήνει να πέσει κάτω, τρέχει και χώνεται κάτω από το πάπλωμα. «Άντε, έλα, μην αργείς, τα πιάτα θα τα πλύνεις μετά». Εννοείται ότι ο Γκουίντο θ’ ασχοληθεί με τα πάντα, δε σκοπεύει να καταστρέψει τα ωραία της χεράκια. Στις τέσσερις το απόγευμα ο Μάουρο, που δεν είχε αγγίξει σχεδόν τίποτα από το φαγητό που του είχε ετοιμάσει η υπηρεσία, τελείωσε τις σημειώσεις για την ομιλία του. Ποιος ξέρει, μπορεί τώρα ο Μαρσίλι ν’ απαντήσει στο τηλέφωνο. Ήθελε να του τηλεφωνήσει επειδή είναι ο μόνος, ανάμεσα σε όσους γνωρίζει, που μπορεί να λύσει ένα γρίφο. Ο γρίφος αποτελείται από τρεις σειρές γραμμένες με κεφαλαία γράμματα σ’ ένα κομμάτι χαρτί πολύ σφιχτά τυλιγμένο, που βρήκε κρυμμένο στον πάτο μιας τσάντας της Μαρίζας. Σίγουρα πρόκειται για στίχους. Ας προσπαθήσει, έτσι κι αλλιώς τι έχει να χάσει; Σχηματίζει τον αριθμό του τηλεφώνου στο σπίτι του Μαρσίλι. Το τηλέφωνο χτυπάει, αλλά δεν απαντάει
κανείς. Τότε τον καλεί στο κινητό, που τώρα είναι ανοιχτό. Ο Γκουίντο καπνίζει ένα τσιγάρο, η Μαρίζα δίπλα του στο κρεβάτι σιγοτραγουδάει κοιτώντας το ταβάνι, ενώ με το ένα χέρι παίζει με τις τρίχες στο στέρνο του. Ξαφνικά, ο Γκουίντο τινάζεται, τεντώνει τ’ αυτιά του και γίνεται κάτωχρος. Είναι ο ήχος του κινητού του! «Πρέπει να είναι το δικό σου» λέει η Μαρίζα. Γίνεται έξαλλος. «Ποιος σου είπε να το ανοίξεις;» της ουρλιάζει. «Γιατί κάνεις έτσι, δε σου το χάλασα!» απαντάει η Μαρίζα προσβεβλημένη. «Και δε σου επιτρέπω να μου φωνάζεις έτσι!» «Σε ποιον τηλεφώνησες;» «Σε κανέναν! Και μη φωνάζεις! Έχω ξεχάσει το δικό μου και το δικό σου έχει παιχνίδια...» Ο ήχος έρχεται από το μπάνιο. Πηγαίνει εκεί και παίρνει στο χέρι του το κινητό: ο Μάουρο τον καλεί. Ν’ απαντήσει ή όχι; Καλύτερα ν’ απαντήσει, έτσι κι αλλιώς ο Μάουρο δεν τον υποπτεύεται καθόλου.
«Εμπρός;» «Είμαι ο Μάουρο. Ενοχλώ;» «'Οχι, μα τι λες! Μόνο που...» «Θα σε απασχολήσω μόνο ένα λεπτό. Αύριο θα μιλήσουμε οι δυο μας γι’ αυτή την υπόθεση». «Σε ακούω». «Σώμα από χνούδι, κι από μούσκλια, κι από γάλα αχόρταγο και κρατερό. Ω, οι λόφοι του στήθους! Ω, το βλέμμα της απουσίας! Ω, του εφηβαίου τα ρόδα! Ω, η σιγανή και θλιμμένη φωνή σου!» Και ύστερα: «Το άκουσες; Σκέψου το. Θα τα πούμε αύριο». Και κλείνει. Ο Γκουίντο μαρμαρώνει, δεν μπορεί να κουνήσει τους μυς του σώματός του, γυμνός με το κινητό κολλημένο ακόμη στο αυτί. Άγαλμα από πάγο. Ορμητικά κύματα στο μυαλό του. Έπειτα ο φόβος διαλύει τα πάντα. Φόβος ποταπύς που του προκαλεί τρέμουλο και κρύο ιδρώτα. Θα ήθελε να γίνει μικρός
σαν κατσαρίδα και να χωθεί στη λεκάνη της τουαλέτας. Γαμώτο, πώς ο Μάουρο κατάφερε να καταλάβει τόσο γρήγορα ότι η ηλίθια η γυναίκα του τον απατάει μ’ εκείνον; Είναι τέσσερις στίχοι του Νερούντα από την πρώτη φορά που συναντήθηκε με τη Μαρίζα. Άρεσαν τόσο πολύ στη Μαρίζα, ώστε του ζήτησε να της τους γράψει. Το έκανε στο λογαριασμό που μόλις είχε φέρει ο σερβιτόρος. «Τι τους θέλεις;» «Θέλω να τους μάθω απέξω για να μην ξεχάσω ποτέ πια στη ζωή μου τις τρεις ώρες που πέρασα μαζί σου». «Εντάξει, αλλά μετά θα σκίσεις και θα πετάξεις το χαρτί». Προφανώς, δεν το έκανε. O Μάουρο βρήκε τους στίχους και συμπέρανε από το γραφικό του χαρακτήρα πως τους έγραψε εκείνος. Και να σκεφτεί κανείς πως δε χρησιμοποιούσε e-mail και sms ακριβώς για να μην αφήσει ίχνη — κι όμως... η ηλίθια... Θυμόταν αόριστα πως τους είχε γράψει με κεφαλαία γράμματα επειδή η Μαρίζα παραπονιόταν πως δεν καταλάβαινε το γραφικό του χαρακτήρα. Πάντως, δεν πρέπει να χάσει ούτε λεπτό. H μαφιόζικου τύπου προειδοποίηση ήταν ξεκάθαρη. Ίσως τούτη τη στιγμή ο Μπαστιανέλλι. ο προσωπικός δολοφόνος του Μάουρο, να ταξιδεύει
προς τη Φιε έχοντας δίπλα του μια καραμπίνα και φυσίγγια, από κείνα που χρησιμοποιούν οι κυνηγοί για τα αγριογούρουνα. Γιατί η μαλακισμένη δεν πέταξε το χαρτάκι όπως την είχε συμβουλέψει; «Βγες, θέλω να κάνω πιπί». H φωνή της Μαρίζας ακούστηκε πίσω του. Γυρίζει απότομα, δεν μπορεί να συγκρατηθεί, ο φόβος που ένιωθε έχει μετατραπεί σε τυφλή οργή: της έριξε ένα τόσο δυνατό χαστούκι, ώστε η Μαρίζα χώθηκε στην εσοχή του ντους, μετά άρχισε να γλιστράει κατά μήκος του τοίχου λιπόθυμη. Βγαίνει και κλειδώνει την πόρτα. Δε θέλει να την έχει ανάμεσα στα πόδια του. Μαζεύει τα ρούχα της και ανοίγει την πόρτα του μπάνιου. H Μαρίζα προσπαθεί να σηκωθεί. Της δίνει μια δυνατή κλοτσιά στην κοιλιά κι εκείνη πέφτει πάλι κάτω, πετάει πάνω της τα ρούχα. «Ντύσου αμέσως, ηλίθια!» Σβήνει το καλοριφέρ, ανοίγει τα παράθυρα και την πόρτα της εισόδου. Βάζει βιαστικά τα πάντα στη θέση τους. Σε μισή ώρα, το σπίτι είναι παγωμένο
και τακτοποιημένο, λες και έχει μήνες να πατήσει άνθρωπος. Ντύνεται. Βάζει μέσα στο σάκο της Μαρίζας τα πράγματά της. Βγαίνει, τακτοποιεί τις αποσκευές στο αυτοκίνητο, γυρίζει στο σπίτι και ανοίγει την πόρτα του μπάνιου. H Μαρίζα έχει ντυθεί, κάθεται στον μπιντέ και κλαίει σιωπηλά. Μόλις τον βλέπει να μπαίνει, καλύπτει το πρόσωπό της με τις παλάμες της, φοβάται ότι ο Γκουίντο θα την ξαναχτυπήσει. Εκείνος, για να μην την απογοητεύσει, της δίνει μια γροθιά στα πλευρά. H Μαρίζα διπλώνεται στα δύο βογκώντας από πόνο και με μάτια γουρλωμένα από τον τρόμο. «Σήκω και πήγαινε στο αυτοκίνητο». H Μαρίζα υπακούει χωρίς να πει κουβέντα, τρέμοντας από φόβο. Περπατάει στραβά σαν κάβουρας. Ο Γκουίντο κλείνει την πόρτα του σπιτιού, μπαίνει στο αυτοκίνητο και φεύγει. Στα πρώτα σπίτια του χωριού σταματάει, παίρνει από το πίσω κάθισμα την τσάντα της Μαρίζας και την ακουμπάει στα γόνατά της. Έπειτα βγάζει το πορτοφόλι, παίρνει μερικά χαρτονομίσματα των είκοσι και δέκα ευρώ και της τα δίνει. H Μαρίζα τα παίρνει αμέσως. «Θα σου φτάσουν για το λεωφορείο και το τρένο. Γύρνα στον άντρα σου και αν τολμήσεις να του μιλήσεις για μένα, να ξέρεις πως θα σε σκοτώσω. Κατάλαβες;»
Εκείνη κουνάει καταφατικά το κεφάλι. «Τώρα κατέβα». Μόλις βγαίνει η Μαρίζα από το αυτοκίνητο, εκείνος απομακρύνεται με μεγάλη ταχύτητα. Πρέπει να γυρίσει στην πόλη πριν από την ώρα του βραδινού φαγητού. Χωρίς εκείνη, συγκεντρωμένος στην οδήγηση, ο θυμός του καταλαγιάζει και το μυαλό του ξεκαθαρίζει. Μπορεί η κατάσταση να μην είναι τόσο απελπιστική. Οι στίχοι που ήταν γραμμένοι με κεφαλαία γράμματα δεν επιτρέπουν να εξακριβωθεί η ταυτότητα εκείνου που τους έγραψε και η επιστροφή του τόσο γρήγορα στην πόλη θα είναι ισχυρό άλλοθι. O Γκουίντο ανοίγει την πόρτα του σπιτιού λίγα λεπτά πριν από τις οκτώ. Όλα πηγαίνουν ρολόι. Ας ελπίσουμε πως θα συνεχίσουν έτσι. Πίνει γρήγορα μισό ποτήρι ουίσκι για να πάρει κουράγιο κι έπειτα τηλεφωνεί στον Μάουρο. Πρέπει να προσπαθήσει να καταλάβει από τη φωνή του ποια είναι πραγματικά η κατάσταση. Αν ο Μάουρο είναι σίγουρος ή έχει αμφιβολίες. Και πρέπει επίσης να είναι σε ετοιμότητα για να καταφέρει να διακρίνει όλες τις αλλαγές στον τόνο της φωνής του, επειδή ο Μάουρο έχει τη διαβολική ικανότητα να λέει ένα πράγμα με τέτοιο τρόπο, ώστε μπορεί να έχει δυο έννοιες, η μία ακριβώς αντίθετη από την άλλη.
«Γεια, Μάουρο». «Γεια, Γκουίντο. Τι νέα;» «Τίποτα το ιδιαίτερο, αλλά επειδή είμαι στο σπίτι και δεν έχω τίποτα να κάνω, προσπάθησα να λύσω το γρίφο με τους τρεις στίχους». Του φάνηκε πως είχε χρησιμοποιήσει το σωστό τόνο, απλό, αυθόρμητο. «Α ναι; Μπράβο. Τίνος είναι;» «Του Πάμπλο ποιητής».
Νερούντα.
Ένας
πολύ
γνωστός
Δεν είναι ο Γκουίντο ο μόνος που γνωρίζει τον Νερούντα! Ο οποιοσδήποτε θα μπορούσε να είχε γράψει αυτούς τους στίχους στη Μαρίζα του. «Έχω ακούσει να μιλάνε για τον Νερούντα» λέει ο Μάουρο. Έφτασε η στιγμή για την κρίσιμη ερώτηση. «Γιατί ρωτάς, άρχισε να σ’ ενδιαφέρει η ποίηση;» «Τους διάβασα και μου κίνησαν το ενδιαφέρον κι επειδή δεν αναφερόταν το όνομα του ποιητή, ρώτησα να μάθω». «Αν σου αρέσουν, μπορώ να σου δανείσω το βιβλίο».
«Όχι, ευχαριστώ». Γαμώτο, δεν κατάφερε να μάθει τίποτα περισσότερο! Μπορεί να αποδεικνυόταν επικίνδυνο αν επέμενε. Καλύτερα να έκοβε εκεί την κουβέντα και να το ξανασκεφτόταν. «Λοιπόν, γεια. Θα τα πούμε αύ...» «Περίμενε» λέει ο Μάουρο. Ο Γκουίντο τα χάνει, τα νεύρα του τεντώνονται αμέσως. «Είσαι ελεύθερος;» Τι σημαίνει άραγε αυτό; «Εννοείς σήμερα το βράδυ; Ναι». «Μήπως θα μπορούσες να έρθεις να φάμε στο σπίτι μου; Θα ήθελα να σου μιλήσω για κάτι». «Εντάξει. Έρχομαι». Σίγουρα δε σκοπεύει να τον σκοτώσει μπροστά στην οικιακή βοηθό. Κι έπειτα, ξέροντας τη Μαρίζα, είναι σίγουρος πως δεν πρόκειται να γυρίσει εκείνο το βράδυ κλαίγοντας και ζητώντας από τον άντρα της να τη συγχωρέσει. Όχι, δε διατρέχει κανέναν κίνδυνο.
Τρία τέταρτα αργότερα ο Γκουίντο χτυπάει το κουδούνι της βίλας των Ντε Μπλάζι. Κατάφερε να βρει ανοιχτό ανθοπωλείο και αγόρασε ένα μεγάλο μπουκέτο τριαντάφυλλα. Του άνοιξε ο Μάουρο. «Είναι, για τη Μαρίζα;» «Ναι». «Δυστυχώς, σήμερα πήγε να δει τη μητέρα της που δεν είναι πολύ καλά. Κάθισε». H οικιακή βοηθός παίρνει τα τριαντάφυλλα και το παλτό του. Πηγαίνουν στο γραφείο. «Θέλεις ένα απεριτίφ; Σε πέντε λεπτά θα είναι έτοιμο». «Προτιμάω να μην πιω». Είχε πιει άλλο ένα ουίσκι πριν φύγει από το σπίτι του. Καλύτερα να έμενε όσο γινόταν πιο νηφάλιος. «Έχω ένα σπουδαίο νέο» λέει ο Μάουρο. Ο Γκουίντο κρατάει την ανάσα του. «Α... ακούω». «Ο Ραβάτσι με προσκάλεσε πρόκειται να κάνει».
στο
συνέδριο
που
Ο Γκουίντο ανασαίνει ανακουφισμένος. «Αλήθεια; Αυτό είναι πράγματι σπουδαίο νέο». «Ποιος ξέρει σε τι αποβλέπει». «Δέχτηκες;» «Βέβαια. Θέλει να κάνω και παρέμβαση». «Σκέφτηκες ποιο θέμα θα μπορούσες...» «Ναι. Έχω κρατήσει και μερικές σημειώσεις. Θα σου ήμουν ευγνώμων αν μετά το φαγητό δουλεύαμε λίγο το θέμα». «Βέβαια! Αν θέλεις, μπορούμε να καθίσουμε μέχρι το πρωί!» Του ήρθε να τραγουδήσει δυνατά. Σώθηκε! Ο Μάουρο δεν τον υποπτεύεται. Τον ρώτησε για τους στίχους του Νερούντα επειδή είναι ο μόνος από τους γνωστούς του που διαβάζει ποίηση. Είναι επτά και μισή και η Άννα ετοιμάζεται να φύγει για το γραφείο. Κοιτάζει έξω από το παράθυρο. Έχει τα γενέθλιά της· σίγουρα όμως ο γιος της ο Τζοβάννι θα τα ξεχάσει και φέτος. Ευτυχώς δε βρέχει, αλλά ο ουρανός είναι βαρύς, σκοτεινός. Από το μυαλό της περνάει η σκέψη να ξεντυθεί και να πέσει πάλι στο κρεβάτι. Πριν γνωρίσει τον Μάρκο,
κάθε Δευτέρα πρωί, ό,τι καιρό κι αν έκανε, πήγαινε στο γραφείο με ενθουσιασμό, ένιωθε ένα είδος απελευθέρωσης, η δουλειά κατά κάποιο τρόπο τη βοηθούσε να δραπετεύσει από τη μοναξιά και τη μονοτονία της καθημερινότητας της. Τα πράγματα όμως άλλαξαν τελείως από τότε που ο Μάρκο εισέβαλε στη ζωή της. Τώρα το να βρίσκεται μακριά του έστω και για μικρό χρονικό διάστημα το νιώθει βαρύ και μερικές φορές γίνεται αβάσταχτο. Το πρωί, από τη στιγμή που μπαίνει στο γραφείο, αρχίζει να σκέφτεται πότε θα έρθει η ώρα να φύγει και να γυρίσει στο σπίτι που την περιμένει εκείνος με μια ζεστή αγκαλιά κι ένα χαρούμενο χαμόγελο. Με τη μικρή βαλίτσα που δεν αποχωρίζεται ποτέ, πηγαίνει στο υπνοδωμάτιο. Εκείνος κοιμάται. H Άννα τον κοιτάζει ευτυχισμένη, νιώθει μια έξαψη σε όλο της το κορμί. Σκύβει, τον φιλάει στο μέτωπο και φεύγει. Εκείνο το πρωί δεν έχει κίνηση ή, μάλλον, έχει τη συνηθισμένη κίνηση της Δευτέρας, αλλά κυλάει καλά. Μόλις φτάνει στο γραφείο της, αρχίζει να κάνει τις συνηθισμένες κινήσεις που τώρα πια της έρχονται αυτόματα. Πρώτα, πρέπει ν’ ανοίξει τη βαλίτσα και να βγάλει την ατζέντα με τα ραντεβού, που τη βάζει στο κεντρικό συρτάρι του γραφείου της, το οποίο είναι πάντα κλειδωμένο. Ο σκληρός δίσκος με τους κρυφούς φακέλους και η τσάντα που περιέχει μυστικά έγγραφα τοποθετούνται στο χρηματοκιβώτιο, που είναι στον τοίχο πίσω της. Μόλις έβαλε την ατζέντα στο συρτάρι, στάθηκε έκπληκτη.
Κάτι δεν πάει καλά. Για να πάρει την ατζέντα, χρειάστηκε να βγάλει και ν’ ακουμπήσει πάνω στο τραπέζι το σκληρό δίσκο που βρισκόταν από πάνω κι έπειτα την τσάντα με τα έγγραφα, κι αυτό την έκανε να σαστίσει. H ατζέντα είναι πάντα το τελευταίο που βάζει στη βαλίτσα. Είναι η δεύτερη φορά που νομίζει πως βρίσκει τα πάντα άνω κάτω, αλλά μάλλον η παρουσία του Μάρκου την αποσυντονίζει. Κανένας άλλος εκτός από κείνη δεν μπορεί να τα έχει βάλει έτσι μέσα στη βαλίτσα, ποιος ξέρει γιατί τα τακτοποίησε με τέτοια σειρά το προηγούμενο Σάββατο, την ώρα που έφευγε από το γραφείο. Ίσως η σκέψη του Μάρκου που την περίμενε στο σπίτι την έκανε να μπερδέψει τις κινήσεις της. Πριν χωρίσουν στις τέσσερις το πρωί, ο Γκουίντο και ο Μάουρο συμφώνησαν πως ο Γκουίντο δε θα πήγαινε στο γραφείο το πρωί, αλλά θα έμενε στο σπίτι για ν’ αρχίσει να μετατρέπει σε έκθεση το προσχέδιο της παρέμβασης του Μάουρο που δούλεψαν όλη νύχτα. Συμφώνησαν πως ήταν η μοναδική ημέρα που ο Γκουίντο θα είχε στη διάθεσή του για να την αφιερώσει στο γράψιμο του κειμένου. Πράγματι, την Τρίτη το πρωί έπρεπε ν’ ανακοινώσει επίσημα τις απολύσεις πεντακοσίων εργατών και το κλείσιμο του εργοστασίου της Νόλα.
Θα δημιουργηθεί μεγάλη φασαρία, εξέγερση, συναντήσεις με τα οργισμένα συνδικάτα, τους δημοσιογράφους, θα χρειαστεί ακόμη και να πετάξει μέχρι τη Ρώμη επειδή ο Πεννάκκι, για τυπικούς λόγους, θα ζητήσει εξηγήσεις... Με λίγα λόγια, δε θα έχει ούτε λεπτό ελεύθερο. Μόλις όμως ο Γκουίντο γύρισε στο σπίτι και άνοιξε τη βαλίτσα που είχε φτιάξει βιαστικά και γρήγορα στη Φιε, είδε πως εξαιτίας της βιασύνης του είχε ρίξει απρόσεκτα μέσα και τη μικρή, όχι πολύ μικρή, κοσμηματοθήκη της Μαρίζας. Την άνοιξε και κέρωσε. Εκεί μέσα υπήρχε ολόκληρος θησαυρός! O Μάουρο φροντίζει καλά τη γυναίκα του! Παρ’ όλα αυτά, δεν πρέπει να χάσει χρόνο, η κοσμηματοθήκη πρέπει να επιστραφεί αμέσως, προτού η Μαρίζα, προκειμένου να την πάρει πίσω, δημιουργήσει κι άλλα προβλήματα. Τώρα όμως δεν μπορεί, δεν έχει διάθεση να της στείλει ούτε ένα sms για να την ενημερώσει πως έχει την κοσμηματοθήκη της, επειδή είναι ικανή να τον ζαλίσει με την ακατάσχετη φλυαρία της μέχρι τα ξημερώματα. Έχει ανάγκη από ύπνο. Νιώθει εξαντλημένος. Αύριο θα σκεφτεί τι θα κάνει. Με τη Μαρίζα που τον ξεζούμισε, το τηλεφώνημα του Μάουρο που τον τρομοκράτησε, το φόβο, την ένταση, την τρελή κούρσα, τη δουλειά όλη νύχτα, πρέπει να έχει χάσει τουλάχιστον δύο κιλά. Όσο περισσότερο προσπαθεί, τόσο δυσκολεύεται ν’
αποκοιμηθεί. Ίσως θα ήταν καλύτερα να ξαναθυμηθεί όσα έκαναν εκείνος και η Μαρίζα. Αρχίζει να ξαναβλέπει με τα μάτια της μνήμης την εικόνα της Μαρίζας και τη δική του σε όλες τις στάσεις σαν σε πορνό ταινία. Έπειτα υπάρχει μια παγωμένη σκηνή. Και επαναλαμβάνει με την άκρη των χειλιών του τους στίχους του ΝτΆνούντσιο που άρεσαν στη Μαρίζα να τους ακούει εκείνες τις συγκεκριμένες στιγμές: «Σχήμα τόσο γλυκό και στρογγυλό εκεί κάτω από το τόξο της μέσης και, ανώτερο ακόμη και από τα στήθη σου, στο χέρι μου που σ’ αναζητάει, άφθονα...». Κι έτσι, σιγά σιγά, γλιστράει στην αγκαλιά του ύπνου. «Ναι, αλλά δεν καταλαβαίνω...» «Δε σκέφτεστε πως τούτη η συνάντηση θα μπορούσε κατά κάποιο τρόπο, ξέρω εγώ, να εξελιχθεί άσχημα; Αν υποθέσουμε πως ενώ δίνετε εξηγήσεις ο ένας στον άλλο, κάποιος από τους δύο χάσει τον έλεγχο, τότε είναι πολύ πιθανό να ξεσπάσει καβγάς που, καταλαβαίνετε, σε μια πανσιόν γεμάτη ξένους...» Έχει δίκιο. «Τι προτείνεις;» «Αν συμφωνείτε, θα πάω εγώ να συναντήσω την κυρία. Θα ζητήσω από τον ανιψιό μου να με
συνοδεύσει, που έτσι κι αλλιώς βρίσκεται εκεί». O Μάουρο είναι διστακτικός. «Συγγνώμη, αλλά με ποια ιδιότητα θα παρουσιαστείς στην πανσιόν;» «Αναφέρεστε στην κυρία ή στην ιδιοκτήτρια της πανσιόν;» «Στην ιδιοκτήτρια της πανσιόν». «Κοιτάξτε, χρησιμοποιώ ακόμη την αστυνομική μου ταυτότητα. Την έχω χρησιμοποιήσει κι άλλες φορές. Θα πάρω τη σύζυγό σας και θα τη φέρω στο σπίτι. Αφήστε το θέμα πάνω μου. Δε θα υπάρξουν συζητήσεις, όλα θα γίνουν με μεγάλη διακριτικότητα, σας το εγγυώμαι». «Κι αν εκείνη, όταν τη φέρεις στο σπίτι, θελήσει να ξαναφύγει;» «Το σκέφτηκα κι αυτό. O ανιψιός μου θα παραμείνει να φυλάει έξω από τη βίλα μέχρι να επιστρέψετε. Σε περίπτωση που η κυρία προσπαθήσει να βγει, θα την εμποδίσει ή θα μας ειδοποιήσει και θα την παρακολουθήσει». «Αν προσπαθήσει να φύγει, προτιμώ να περιοριστεί απλώς στην παρακολούθηση». Όταν χτυπάει το ξυπνητήρι στις έντεκα, ο Γκουίντο
δε θέλει να σηκωθεί, νιώθει πως δεν έχει ξεκουραστεί αρκετά. Δυστυχώς, όμως, δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά, πρέπει να σηκωθεί. Καθώς πηγαίνει στο μπάνιο, πέφτει πάνω στην οικιακή βοηθό που έρχεται τα πρωινά των μονών ημερών. «Είστε καλά, κύριε;» «Ναι, γιατί;» «Επειδή δεν πήγατε στο γραφείο...» «Σήμερα θα μείνω να δουλέψω στο σπίτι». «Να σας ετοιμάσω πρωινό;» «Ναι, ευχαριστώ». Ενώ βρίσκεται κάτω από το ντους, θυμάται ξαφνικά την κοσμηματοθήκη της Μαρίζας. Την είχε ξεχάσει. Ντύνεται βιαστικά, βγαίνει από το μπάνιο και κλείνεται στο γραφείο. Ευτυχώς, θυμάται το όνομα της πανσιόν, το ψάχνει στον τηλεφωνικό κατάλογο, το βρίσκει και σχηματίζει τον αριθμό. Απαντάει μια γυναικεία φωνή. «Εμπρός; Είμαι ο δόκτωρ Μελλούζο, ο γιατρός της κυρίας Ντε Μπλάζι. H κυρία επέστρεψε;» «Ναι». Ευτυχώς, η μαλακισμένη δεν πέθανε ξεπαγιασμένη
στα βουνά. Την είχε ικανή. «Μπορείτε να με συνδέσετε με το δωμάτιό της, σας παρακαλώ;» «Δεν είναι εδώ». Σάστισε. «Τι εννοείτε όταν λέτε πως δεν είναι εκεί;» «Έφυγε από την πανσιόν». Που μπορεί να πήγε; Ω, Θεέ μου, μήπως από στιγμή σε στιγμή καταφθάσει στο σπίτι του με όλες τις αποσκευές της; «Ξέρετε πού πήγε;» «Ούτε ξέρω και ούτε μ’ έχουν εξουσιοδοτήσει να δίνω πληροφορίες...» «Το ξέρω, δεσποινίς, και σας ευχαριστώ για τη διακριτικότητα σας, αλλά είμαι ο προσωπικός γιατρός της κυρίας και είναι σημαντικό να μάθω αν έχει πάρει το αυτοκίνητο...» «Ναι». Μήπως ξαφνικά λογικεύτηκε κι επέστρεψε στο σπίτι; Θα ήταν πραγματικά υπέροχη είδηση.
«Έφυγε μόνη της ή ήρθε κάποιος και την πήρε;» «Ένας αστυνόμος». Τινάζεται. «Συγγνώμη, δεν κατάλαβα καλά. Τι αστυνόμος;» «Της αστυνομίας». «Είστε σίγουρη;» «Βέβαια. Μου έδειξε την ταυτότητά του!» Λίγο ακόμη και το ακουστικό θα έπεφτε από το χέρι του. Τη συνέλαβαν! Μα τι διάολο είχε σκαρώσει; Ήταν ικανή ν’ αποκαλύψει τα πάντα, πως εκείνος την έπεισε να πάει στο σπίτι του στο βουνό, τη χτύπησε, την εγκατέλειψε σ’ ένα χαμένο ανάμεσα στα βουνά χιονισμένο χωριουδάκι... Μια στιγμή... O Μπαστιανέλλι δεν είναι πρώην αστυνομικός;... Ω, Θεέ μου, μήπως πήγε να τη βρει για λογαριασμό του Μάουρο; Τώρα δε χρειαζόταν πρωινό αλλά ουίσκι. H Μαρίζα θα τον καταντήσει αλκοολικό.
Έξι Ο ΜΠΑΣΤΙΑΝΕΛΛΙ επέστρεψε ύστερα από δύο ώρες. «Τακτοποιήθηκαν όλα, κύριε. H κυρία επέστρεψε στο σπίτι». « Αντιστάθηκε;» «Καθόλου». «Τι της είπες για να την πείσεις;» «Τίποτα». «Πώς τίποτα;» «Το μόνο που της είπα ήταν πως με στείλατε να τη φέρω πίσω στο σπίτι». «Δεν παραξενεύτηκε;» «Λιγάκι». «Και μετά;» «Σηκώθηκε αμέσως...» «Ήταν στο κρεβάτι;» «Όχι ακριβώς, φορούσε τα ρούχα της, αλλά ήταν
ξαπλωμένη στο κρεβάτι». Προφανώς, ο έρωτας την είχε κάνει κομμάτια. Δεν έχει τίποτ' άλλο να πει. Ευτυχώς που όλα τέλειωσαν γρήγορα. «Μπαστιανέλλι, δεν ξέρω πώς να σε ευχαριστήσω και...» «Μου επιτρέπετε να πω κάτι ακόμη;» «Σε ακούω». «Είναι καταβεβλημένη». «Είναι καταβεβλημένη;» «H κυρία. Είναι πολύ καταβεβλημένη. Νομίζω πως...» «Μίλα ελεύθερα». «Νομίζω πως είχε, πώς να το πω, μια σύγκρουση». «Με το αυτοκίνητο;» «Το αποκλείω». «Τότε;» «Αν μου επιτρέπετε... δε θα ήθελα να... με λίγα λόγια, κατά τη γνώμη μου, την κυρία την έδειραν».
Διάλεξε καλά τον νταβά της! Τώρα όμως, δεν ξέρει γιατί, η παρουσία του Μπαστιανέλλι τον ενοχλεί. «Άκουσε, Μπαστιανέλλι, να μου πεις τι σου οφείλω». O άλλος δείχνει προσβεβλημένος. «Μα τι είναι αυτά που...» «Αναφέρομαι μόνο στον ανιψιό σου. Θα ανταμειφθεί για την εξαιρετική δουλειά που έκανε». O Μπαστιανέλλι χωρίς να το σκεφτεί, λέει: «Νομίζω πως η καλύτερη ανταμοιβή για τον ανιψιό μου είναι να σας γνωρίσει». «Να τον φέρεις όποτε θέλει. Ευχαριστώ και πάλι για όλα». O Μπαστιανέλλι κάνει μια μικρή υπόκλιση και βγαίνει. Ήταν ξεκάθαρο: τώρα πρέπει ν’ αρχίσει να σκέφτεται πώς θα τακτοποιήσει τον ανιψιό του Μπαστιανέλλι. Αλλά δεν υπάρχει πρόβλημα. Είναι καλό να σε περιβάλλουν τέτοιου είδους άνθρωποι. «Άννα, τηλεφώνησε στο σπίτι μου». Απαντάει η υπηρεσία.
«H κυρία;» «Είναι επάνω στην κρεβατοκάμαρα, κύριε. Δε νιώθει πολύ καλά». «Να της πεις, σε παρακαλώ, πως σε μία ώρα θα είμαι στο σπίτι. Θα ήθελα να φάμε μαζί». «Μάλιστα, κύριε». H Μαρίζα κατάλαβε πολύ καλά το αίτημά του. Κάθεται στο τραπέζι χτενισμένη και μακιγιαρισμένη. Το μακιγιάζ όμως δεν καταφέρνει να κρύψει το πρησμένο δεξί μάγουλο και τη μελανιά κάτω από το μάτι. H Μαρίζα, όταν μπαίνει ο Μάουρο στην τραπεζαρία, δε σηκώνει το κεφάλι, συνεχίζει να κοιτάζει το άδειο πιάτο που έχει μπροστά της. Τιμωρημένη μαθήτρια. O Μάουρο την πλησιάζει, τη φιλάει απαλά στο μέτωπο, όπως κάνει συνήθως, και κάθεται στη θέση του. «Αγαπητή μου, οδοντίατρο;»
έκλεισες
ραντεβού
με
τον
H Μαρίζα τον κοιτάζει έκπληκτη, αυτόματα φέρνει το χέρι στο πρησμένο της μάγουλο. Μετά κουνάει καταφατικά το κεφάλι.
Κατάλαβε πως ο Μάουρο απαιτεί ν’ αντιδράσει σαν να μην έχει συμβεί τίποτα. Πράγματι, εκείνη απευθύνεται στην υπηρεσία. «Σέρβιρε, Στέλλα». Πονάει ακόμη κι όταν μιλάει, μάλλον την πονάει πολύ το σαγόνι της. Ποιος ξέρει άραγε τι άλλο την πονάει. Ο Μάουρο δεν πιστεύει πως ο άντρας με τον οποίο ήταν μαζί περιορίστηκε μόνο σ’ ένα βίαιο χαστούκι. Τέτοιοι τύποι όταν αρχίζουν να χτυπάνε, δεν αρκούνται μόνο σ’ ένα χαστούκι. «Ήθελα να σ’ ενημερώσω πως δυστυχώς σήμερα το βράδυ θα φάω έξω. Δεν ξέρω τι ώρα θα επιστρέφω». «Θέλεις να σε περιμένω;» «Αν μπορείς...» Μόλις είχε προλάβει ν’ αλλάξει, όταν η οικιακή βοηθός διστακτικά του λέει πως στο τηλέφωνο είναι ένας κύριος που επιθυμεί να του μιλήσει, αλλά δε θέλησε να πει το όνομά του. «Να του πεις πως δεν είμαι εδώ». «Πρόσθεσε όμως, δεν ξέρω αν κατάλαβα καλά...» «Μίλα, μη με καθυστερείς άλλο».
«Πως είναι ο παππούς της Λίτσας». O Μπιρόλλι! «Θα μιλήσω από το γραφείο, ευχαριστώ». «Σκέφτηκα πως μπορεί να είχες καλεσμένους στο σπίτι και θεώρησα σκόπιμο να μην αναφέρω το όνομά μου». «Καλά έκανες. Σε ακούω». «Νομίζω πως έφτασε η ώρα να κλείσουμε την υπόθεση. Πρώτα όμως θα μιλήσουμε εσύ κι εγώ ιδιαιτέρως». «Σύμφωνοι. Πού;» «Στο ίδιο μέρος όπου προηγούμενες φορές».
συναντηθήκαμε
και
τις
«Σε καμιά ώρα θα έχω φτάσει εκεί. Εντάξει;» «Εντάξει». Τηλεφωνεί στο γραφείο και λέει στον οδηγό να μην έρθει να τον πάρει. Θα χρησιμοποιήσει το δικό του αυτοκίνητο. Ο Μπιρόλλι έχει μια απομονωμένη βιλίτσα έξω από την Μπριάντσα. Έχουν συναντηθεί αρκετές φορές εκεί. μακριά από αδιάκριτα μάτια.
H Μαρίζα. μπρούμυτα στο κρεβάτι, κλαίει καταβεβλημένη από τα μπερδεμένα συναισθήματά της: το άγριο μίσος για τον Γκουίντο από τη μια και την ξαναγεννημένη παράφορη αγάπη της για τον Μάουρο από την άλλη. Όσα χρόνια ήταν παντρεμένοι, δεν της είχε περάσει ποτέ από το μυαλό πως μια μέρα ένας άντρας θα κατάφερνε να την κάνει να τον ερωτευτεί τόσο, ώστε να νιώσει την ανάγκη να εγκαταλείψει τον άντρα της. Θεέ μου, η αλήθεια είναι πως υπήρξαν κι άλλοι άντρες. Δεν ήταν όμως τίποτα σημαντικό, εφήμερες σχέσεις: καπρίτσια, άντρες με τους οποίους, αφού έκαναν έρωτα και ικανοποιούσαν την αμοιβαία περιέργεια τους, έλεγαν αντίο και ούτε γάτα ούτε ζημιά. Σαν ηλίθια όμως αφέθηκε να την παρασύρει το γουρούνι, ούτε το όνομά του δεν πρόκειται να αναφέρει ποτέ ξανά. Μαγεύτηκε από τα λόγια, από τη φωνή του, από τον τρόπο που απαγγέλλει τα ποιήματα, που όχι μόνο έκαναν την καρδιά της να σκιρτάει, αλλά ένιωθε ότι την ξεσήκωναν, της προκαλούσαν ταραχή, σαν να τη χάιδευε κάποιος στην κοιλιά και πιο χαμηλά ακόμη: μόλις άκουγε κάποιο ποίημα, την πλημμύριζε έντονη συγκίνηση. Δεν υπάρχει αμφιβολία, τα κατάφερε πολύ καλά ο
παλιάνθρωπος να προσποιηθεί τον ερωτευμένο, αλλά η μάσκα που φορούσε έπεσε όταν βρέθηκαν στο σπίτι του στο βουνό. Και όλα αυτά συνέβησαν επειδή πήρε να παίξει με το κινητό του. Σίγουρα πρόκειται για επικίνδυνο τρελό. H καλοσύνη του Μάουρο όμως! Φεγγοβολάει σε σύγκριση με την κακία εκείνου του τέρατος! Την εγκατέλειψε στο βουνό, σ’ ένα χωριό με τρία σπίτια, ένας Θεός ξέρει πόσα τράβηξε για να καταφέρει να γυρίσει στην πόλη! O Μάουρο δεν της είπε απολύτως τίποτα, δεν ύψωσε τη φωνή, την έκανε αμέσως να νιώσει άνετα, να γυρίσει και να αισθανθεί κυρά και αφέντρα στο σπίτι της, λες και ήταν μια παρένθεση που έκλεισε οριστικά. Θα τον ανταμείψει για τη συμπεριφορά του. Θα μείνει για πάντα πιστή στον Μάουρο, έτοιμη να ικανοποιήσει οποιαδήποτε ανάγκη του, κάθε επιθυμία του. Και το βράδυ θα τον περιμένει ξύπνια να επιστρέψει στο σπίτι. H Άννα είναι απελπισμένη, δεν ξέρει πού μπορεί να
βρει τον προϊστάμενό της. Από το σπίτι του έχει φύγει και το κινητό του είναι κλειστό. Ο υφυπουργός Πεννάκκι έχει τηλεφωνήσει τρεις φορές από τη Ρώμη. Δύο φορές έχουν τηλεφωνήσει από το Σύνδεσμο Ιταλικών Βιομηχανιών. Πού χάθηκε ο ευλογημένος; Ίσως ξέρει κάτι ο κύριος Μαρσίλι. Του τηλεφωνεί στο σπίτι, αλλά της απαντάει ότι δεν έχει ιδέα πού μπορεί να βρίσκεται ο Μάουρο. Τελικά, λίγο πριν από τις έξι ο Μάουρο εμφανίζεται στο γραφείο. «Κύριε, τηλεφώνησαν από...» «Έλα στο γραφείο μου» τη διακόπτει απότομα ο Μάουρο. H Άννα σηκώνεται, τον ακολουθεί στο γραφείο και κλείνει πίσω της την πόρτα. Τα τηλέφωνα στο γραφείο της Άννας χτυπούν ασταμάτητα. «Μην απαντάς». Βγάζει από την τσέπη του κάτι επίσημα έγγραφα διπλωμένα στα τέσσερα και της τα δίνει. «Άννα, αυτό το έγγραφο είναι άκρως απόρρητο. Να το βάλεις μαζί με τα άλλα στην τσάντα. Να το κάνεις όμως όταν θα είσαι σίγουρη πως δε σε βλέπει
κανείς. Δε θα ήθελα να κινήσει την περιέργεια κανενός. Ποιοι τηλεφώνησαν;» «Τρεις φορές ο βουλευτής Πεννάκκι που θέλει να σας μιλήσει επειγόντως και δύο φορές από το Σύνδεσμο Ιταλικών Βιομηχανιών». «Τι τους είπες;» «Ότι απουσιάζετε». «Να μην απαντήσεις σε κανένα τηλεφώνημα, αλλά να πας, αν μπορείς, να τακτοποιήσεις το έγγραφο κι αμέσως μετά έλα πάλι στο γραφείο μου με την ατζέντα των ραντεβού». H Άννα βγαίνει και ύστερα απο επιστρέφει στο γραφείο του Μάουρο.
λίγα
λεπτά
«Να σημειώσεις στην ατζέντα πως σήμερα, από τις 16.30 μέχρι τις 18.30 ήμουν στον οδοντίατρο. Το σημείωσες; Εντάξει; Τώρα κάλεσε τον κύριο Μαρσίλι. Όταν τελειώσω μαζί του, βρες μου τον Πεννάκκι». «Εμπρός, Γκουίντο;» «Γεια, Μάουρο». «Τι γίνεται με το κείμενο;» «Νομίζω πως αν δουλέψω όλη νύχτα, θα καταφέρω να
το τελειώσω. Υπολογίζω αύριο το πρωί γύρω στις εννέα να βρίσκεται στο γραφείο σου». «Ευχαριστώ. Κι αν χρειαστεί να σου ζητήσω κάποια αλλαγή;» «Ξέρεις καλύτερα από μένα πως αύριο το πρωί θα γίνεται χαμός. Αν θέλεις, θα μπορούσαμε να συναντηθούμε το βράδυ». «Έλα στο σπίτι μου για φαγητό». «Σύμφωνοι». Ελπίζει ότι η μαλακισμένη η Μαρίζα θα συμπεριφερθεί σωστά. Μπορεί να καταφέρει να την καθησυχάσει, να της πει ότι η κοσμηματοθήκη είναι στα χέρια του. Το διαμέρισμα της Λίτσας βρισκόταν στο κέντρο, στον τελευταίο όροφο ενός κτιρίου που ήταν μάλλον διατηρητέο, άνετο, ευάερο, ευήλιο και με μεγάλη βεράντα. Τη διακόσμηση την είχε κάνει ένας καλός διακοσμητής, τα έπιπλα κομψά και μοντέρνα, αλλά χωρίς εκείνες τις υπερβολές στο ντιζάιν που μερικές φορές δε σε αφήνουν να καταλάβεις αν κάθεσαι σε καρέκλα. σε κάκτο ή σε αφηρημένη γλυπτική. Στους τοίχους μεγάλοι πίνακες, αν έτσι μπορούν να χαρακτηριστούν σκισμένοι καμβάδες και καψαλισμένα κουρέλια. O Μάουρο δεν είχε βρει τίποτα το ωραίο σ’ εκείνα τα αποκαλούμενα έργα τέχνης, αλλά ήταν φανερό ότι κόστιζαν μια
περιουσία. Έχει κι αυτός στο σπίτι του μια θαλασσογραφία κάποιου Καρρά, ο πίνακας είναι σαν να τον έχει ζωγραφίσει παιδάκι δέκα χρονών, και άλλον ένα πίνακα που δείχνει μερικά άθλια παλιά μπουκάλια, κάποιου Μοράντι. Αναγκάστηκε να τα αγοράσει επειδή έτσι ήθελε ο αρχιτέκτονας, αλλά καλύτερα να μη θυμάται πόσο τα πλήρωσε. H Λίτσα τον υποδέχεται ντυμένη απλά, με φούστα και πουκάμισο, ελάχιστα μακιγιαρισμένη, τα μακριά ξανθά μαλλιά της είναι πιασμένα πίσω. H ομορφιά της του προκαλεί αμηχανία. «Θέλεις λευκό ξηρό ή αφρώδες;» «Αφρώδες, ευχαριστώ». Καθώς έπιναν, η Λίτσα άδραξε την ευκαιρία και τον κοίταξε για μια στιγμή βαθιά στα μάτια. Χωρίς το παραμικρό χαμόγελο, χωρίς ίχνος ρυτίδας να χαράζει το μέτωπο. Μια ιδιαίτερα έντονη στιγμή. H βραδιά αρχίζει καλά, σκέφτεται ο Μάουρο. «Ήταν κουραστική μέρα;» ρωτάει εκείνη. «Αυτό τον καιρό τα πάντα είναι κουραστικά». «Πράγματι» λέει η Λίτσα. «Από αύριο κι εγώ θα έχω πολλές υποχρεώσεις».
«Γιατί;» «Γύρω στο μεσημέρι θα φύγω για την 'Ισκια. Πρέπει να ελέγξω αν είναι όλα έτοιμα για το συνέδριο». «Μου αρέσει η σκέψη πως εκεί θα μπορώ να σε βλέπω κάθε μέρα». «Μην τρέφεις ψευδαισθήσεις, στην πραγματικότητα θα με δεις ελάχιστα, δεν μπορείς να φανταστείς πόσα πράγματα έχω να κάνω». «Το βράδυ όμως...» «Το βράδυ πρέπει να προετοιμάσω τα πάντα για την επόμενη μέρα». «Θα δουλεύεις και τη νύχτα;» H Λίτσα χαμογελάει, δεν απαντάει, πίνει μια γουλιά από το ποτήρι της. Και μετά σηκώνεται: «Συγγνώμη, πρέπει να πάω στην κουζίνα». O Μάουρο μένει μόνος, ξεφυλλίζει ένα αντίτυπο της Vogue, αλλά λίγο μετά ακούει τη φωνή της από μακριά: «Μάουρο, με βοηθάς να στρώσουμε το τραπέζι;». Ωραία! Δεν υπάρχει υπηρεσία! Αυτό σημαίνει πως η
Λίτσα ήθελε να είναι μόνοι στο σπίτι. Δύο πιθανότητες υπήρχαν: ή η κοσμηματοθήκη είχε ξεχαστεί στο σπίτι στο βουνό ή την είχε πάρει ο παλιάνθρωπος. Στη δεύτερη περίπτωση, έγινε κατά λάθος ή θέλει να τη χρησιμοποιήσει για να την εκβιάσει; Από ένα σκατό σαν εκείνον όλα τα περίμενε. Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα, και μάλιστα αρκετά σοβαρό. Όσα υπήρχαν στην κοσμηματοθήκη είναι δώρα του Μάουρο. Κάθε τόσο, όταν τους προσκαλούσαν κάποιοι καλοί φίλοι, ο Μάουρο ήθελε πάντα η Μαρίζα να φοράει κάποια χρυσή αλυσίδα ή ένα άλλο συγκεκριμένο κόσμημα. Είναι απίστευτο πόσο καλά θυμάται τα πανάκριβα δώρα που της έχει κάνει. Τι θα του πει αν κάποια μέρα χρειαστεί να βγουν έξω; H κοσμηματοθήκη πρέπει να επιστρέφει στα χέρια της το συντομότερο δυνατόν. Πώς θα τα καταφέρει όμως; Αποκλείεται να του τηλεφωνήσει όμως, δε θέλει ν’ ακούσει τη φωνή του. Της προκαλεί αηδία και ανατριχίλα. Να του στείλει γράμμα, ούτε να το σκέφτεται. Αποφασίζει να του στείλει αμέσως μήνυμα. Το κάνει και για έναν ακόμη λόγο, για να δει ποιες είναι οι προθέσεις του.
«Πρέπει να ξαναπάρω αμέσως κάτι που έχεις και δε σου ανήκει». Πριν το στείλει, το ξαναδιαβάζει. Εντάξει. Είναι αρκετά γενικό, μπορεί να ζητάει πίσω ένα φουλάρι ή έναν αναπτήρα. Το στέλνει. Και ύστερα από λίγο παίρνει την απάντηση: «O Μάουρο με κάλεσε για δείπνο αύριο βράδυ στο σπίτι σας. Θα το φέρω. Ελπίζω να βρω τον τρόπο να σ’ το δώσω. Σβήσε αμέσως τούτο το μήνυμα». Θα τα καταφέρει αύριο βράδυ ν’ αντέξει στη θέα αυτού του χυδαίου υποκείμενου; Πρέπει οπωσδήποτε να τα καταφέρει, θα ήταν τραγικό αν ο Μάουρο καταλάβαινε πως ο άντρας με τον οποίο τον απάτησε ήταν αυτό το σκουλήκι. «Δε νομίζεις πως υπερβάλλεις;» ρωτάει συγκινημένη η Άννα. Εκείνο το πρωί γύρω στις δέκα, την ώρα που συνήθως ξυπνάει ο ωραίος μυστηριώδης, δεν μπόρεσε ν’ αντισταθεί και του τηλεφώνησε από το γραφείο. Της ξέφυγε πως είχε τα γενέθλιά της. «Κάλεσες καμία φίλη σου για να γιορτάσεις;» «Όχι».
«Γιατί;» «Επειδή ύστερα από κάποια ηλικία καλύτερα να μην...» «Ωραία! Έτσι θα είσαι όλη δική μου!» Το αποτέλεσμα ήταν πως όταν γύρισε στο σπίτι, βρήκε τριαντάφυλλα και λουλούδια παντού, ένα δαχτυλιδάκι μικρής αξίας αλλά αρκετά κομψό («Συγγνώμη, αλλά έχω σπαταλήσει όλα τα χρήματα που είχα στην άκρη») που της έφεραν δάκρυα ευτυχίας κι ένα λουκούλλειο δείπνο. Ήπιαν ένα μπουκάλι σαμπάνια σχεδόν χωρίς να το καταλάβουν στη διάρκεια του φαγητού. Το άλλο, ο Μάρκο πρότεινε να το πιουν στο κρεβάτι. Και πρόσθεσε πως υπήρχε κι ένα τρίτο στο ψυγείο. Είναι φανερό πως αρέσει στη Λίτσα και το έδειξε με κάποια χαμόγελα, βλέμματα, χαρούμενα γέλια, φιλοφρονήσεις. O Μάουρο ρώτησε να μάθει για τη δουλειά της, αλλά εκείνη μιλούσε αποσπασματικά και αόριστα, όχι επειδή έκρινε ότι ήταν ένα θέμα για το οποίο δε θεωρούσε σκόπιμο να μιλήσουν, αλλά επειδή υπήρχαν στιγμές που ήταν αφηρημένη, απορροφημένη από άλλες σκέψεις. Μετά σηκώθηκαν και οι δύο συγχρόνως για να πάνε τα άδεια πρώτα πιάτα στην κουζίνα: ο Μάουρο ήταν
πιο γρήγορος, αλλά η Λίτσα ήθελε να τα πάρει οπωσδήποτε εκείνη. Έτσι τα χέρια της ακούμπησαν πάνω στα δικά του, εκείνος αντιστάθηκε, η σωματική επαφή κράτησε μερικά δευτερόλεπτα και για μια στιγμή κοιτάχτηκαν ακίνητοι. Μετά η Λίτσα παραδόθηκε, άφησε αργά τα χέρια της να πέσουν στο πλάι και τον ακολούθησε στην κουζίνα. O Μάουρο είχε την αίσθηση ότι η Λίτσα παραδόθηκε γενικά και όχι μόνο όσον αφορά τα πιάτα. «Μπορείς να μου εξηγήσεις κάτι;» τη ρώτησε την ώρα που έτρωγαν το γλυκό. «Σε ακούω». «Γιατί δε ζήτησες βοήθεια από τον Ραβάτσι;» «Για ποιο πράγμα;» «Για την επιχείρηση του παππού σου». «Να, ξέρεις, ο γέρος έχει κάνει ένα σωρό βλακείες και φοβήθηκα πως αν τον βοηθούσα, μπορεί μετά να βρισκόμουν σε δύσκολη θέση με τον Ραβάτσι. Αργά ή γρήγορα όμως θα τον βοηθήσω. Εγώ είμαι καλή» παραδέχεται ήρεμα η Λίτσα. H Φαρμακόγλωσσα είχε δίκιο! «Και γιατί δεν το έχεις κάνει ακόμη;»
«Πολύ απλό. Πριν κάνω οποιαδήποτε κίνηση, ήθελα να ξέρω πως συμφωνούσε κι εκείνος». «Και λοιπόν;» «Δε θέλησε». «Γιατί;» «Για δύο λόγους. O πρώτος ήταν πως δεν ήθελε ν’ ανακατευτώ». «Δηλαδή;» «Μου είπε πως αν τελικά τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά, θα αναγκαζόμουν να συμβιβαστώ και τότε, κατά κάποιο τρόπο, ο Ραβάτσι θα έπαυε να με εκτιμάει. Ο παππούς ανησυχεί πολύ για την υπόληψή μου». «Κι εσύ;» «Εγώ του απάντησα ότι δεν υπήρχε περίπτωση να χαλάσει η σχέση μου με τον Ραβάτσι επειδή δεν έκλεισε κάποια συμφωνία». Το μήνυμα ελήφθη. «Αγαπητέ Μάουρο, είμαι η ερωμένη του Ραβάτσι. Να ξέρεις για να κανονίσεις τη συμπεριφορά σου στη συνέχεια». Την ίδια στιγμή ο Μάουρο έχει μια αναλαμπή: η Λίτσα πρέπει να τον κάλεσε στο συνέδριο.
«Παρ’ όλα αυτά συνέχισε ν’ αρνείται;» «Ο παππούς είναι ξεροκέφαλος». «Δε μου είπες ακόμη το δεύτερο λόγο». Η Λίτσα χαμογελάει. «Πραγματικά θέλεις να τον μάθεις;» «Βέβαια». «Ισχυρίζεται πως η συμφωνία που θα υπογράψει μαζί σου θα είναι πολύ πιο συμφέρουσα από εκείνη που θα του πρότεινε ο Ραβάτσι». Θεέ μου! Ο τρελο-Μπιρόλλι έχει αναφέρει όσα έχουν συμφωνήσει οι δυο τους στην εγγονή του! Ο Μάουρο για να μάθει περισσότερα, αντιδρά σαν να πέφτει από τα σύννεφα. «Τι συμφωνία;» H Λίτσα χαμογελάει και πάλι. «Μην κάνεις τον έξυπνο μαζί μου». «Γιατί σκέφτεσαι πως παριστάνω τον...» H Λίτσα δείχνει λίγο ενοχλημένη.
«Μάουρο, μαζί μου καλά θα κάνεις ν’ αλλάξεις συμπεριφορά. Τα ξέρω όλα». «Τι ξέρεις;» «Καλά λοιπόν. O παππούς ήρθε και με βρήκε λίγο πριν φτάσεις. Μου είπε τα πάντα για το ιδιωτικό συμφωνητικό ή, καλύτερα, το μυστικό έγγραφο που συμφωνήθηκε μεταξύ σας». Ο Μάουρο χλωμιάζει. Γαμώτο, ήταν κάτι που έπρεπε να μείνει μόνο μεταξύ τους! Αν μαθευτεί, κινδυνεύουν να βρεθούν στη φυλακή! 'Οχι, είναι σίγουρο πως θα τους κλείσουν στη φυλακή. «Όπως βλέπεις, σε κρατάω στο χέρι» λέει η Λίτσα χαμογελώντας. Ο Μάουρο της ανταποδίδει το χαμόγελο. Ξέρει πολύ καλά πως πρόκειται για αστεία απειλή, επειδή η Λίτσα δε θα έκανε τίποτα εναντίον του, γιατί έμμεσα θα έβλαπτε και τον αγαπημένο της παππούλη. «Πάμε να πιούμε κάτι μέσα;» προτείνει η Λίτσα και σηκώνεται. Πηγαίνουν στο σαλόνι.
«Τι θα πιεις;» «Ένα ουίσκι θα ήταν ό,τι πρέπει». «Θα πιω κι εγώ ένα». Κάθεται στον καναπέ δίπλα στον Μάουρο, τον πλησιάζει τόσο πολύ, ώστε ακουμπάει σχεδόν με όλο της το κορμί πάνω του. Ο Μάουρο τότε απλώνει αγκαλιάζει από τη μέση.
το
χέρι
του
και
την
Η Λίτσα γέρνει πίσω το κεφάλι της. Ο Μάουρο σκύβει και τη φιλάει. Σαν να είχαν συνεννοηθεί, μετά το πρώτο φιλί ακουμπούν συγχρόνως τα ποτήρια τους στο τραπεζάκι και χωρίς να πουν κουβέντα, συνεχίζουν να φιλιούνται. Τελείωσαν και το δεύτερο μπουκάλι. H Άννα είναι μεθυσμένη, διαλυμένη κι ευτυχισμένη. «Τώρα άφησέ με να κοιμηθώ. Αύριο το πρωί πρέπει να πάω στο γραφείο, δεν μπορώ να χουζουρεύω στο κρεβάτι όπως εσύ!» «Λοιπόν, θα κάνουμε το εξής. Θα πάω στην κουζίνα, θα φέρω το τρίτο μπουκάλι και θα πιούμε το
αποχαιρετιστήριο ποτήρι». «Όμως θα είναι το τελευταίο!» «Το υπόσχομαι». Επιστρέφει κρατώντας δύο ποτήρια. Τσουγκρίζουν. Έπειτα ο κρεβάτι.
όμορφος
«Άννα, πρέπει να στεναχωρήσει».
μυστηριώδης
σου
πω
κάτι
ξαπλώνει
που
ίσως
στο
σε
H Άννα νιώθει ένα σφίξιμο στην καρδιά. «Τι συμβαίνει;» Εκείνος, πριν της απαντήσει, κοιτάζει το Ρόλεξ που δεν το αποχωρίζεται ούτε όταν κοιμάται. Είναι δύο το πρωί. «Σε τρεις ώρες θα έρθουν να με πάρουν». «Θα φύγεις;» Ακούστηκε περισσότερο παρά σαν ερώτηση. «Ναι».
σαν
κραυγή
απελπισίας
«Και πόσο θα λείψεις;» «Μια βδομάδα». «Πού θα πας;» «Στο Παλέρμο». Νιώθει πως θα πεθάνει. Δεν αντέχει μακριά του ούτε μισή μέρα, πώς θα τα καταφέρει μια ολόκληρη εβδομάδα! «Θα πάρω μερικές μέρες άδεια και θα έρθω μαζί σου». «Μη λες βλακείες!» O τόνος της φωνής του είναι κοφτός. H Άννα, παρ’ όλη τη σαμπάνια που έχει πιει, νιώθει το λαιμό της στεγνό. «Τι θα πας να κάνεις;» «Το σωματοφύλακα ενός κοσμηματοπώλη. Με πληρώνουν πολύ καλά. Το έχω κάνει κι άλλες φορές». H Άννα δεν μπορεί πια να μιλήσει. Το τελευταίο ποτήρι ήταν η χαριστική βολή. Την έπιασε υπνηλία και δεν μπορεί να μείνει ξύπνια, δεν
καταφέρνει να κρατήσει τα μάτια της ανοιχτά. Τώρα πια, ανίκανη ν’ αντιδράσει, αφήνεται. Ο Μάρκο σκεπάζει τρυφερά με το σεντόνι το γυμνό της στήθος.
Επτά «ΕΛΑ μαζί μου». H Λίτσα σηκώνεται, τον παίρνει από το χέρι και τον οδηγεί στο υπνοδωμάτιο. «Γδύσε με» του λέει. «Μου αρέσει». Καθώς της βγάζει το πουκάμισο, εκείνη πετάει μακριά τα παπούτσια της. H φούστα συγκρατείται μόνο από μια σούστα στη μέση. Πέφτει στα πόδια της και τη σπρώχνει πιο πέρα. O Μάουρο στέκει ακίνητος για μια στιγμή, θέλει ν’ απολαύσει αυτό που βλέπει. «Συνέχισε». Ενώ της ξεκουμπώνει το σουτιέν, την κρατάει στην αγκαλιά του, τα χείλη του κολλάνε στα δικά της. Μετακινείται λίγο. όσο χρειάζεται για να μπορέσει το σουτιέν να πέσει κάτω, και την αγκαλιάζει ξανά, θέλει να νιώσει τις ρώγες του στήθους της που πιέζονται πάνω στο ύφασμα του σακακιού του.
Το να κρατάει στην αγκαλιά του μια γυμνή γυναίκα ενώ εκείνος είναι ντυμένος του προκαλεί ιδιαίτερη ηδονή. Μετά γονατίζει μπροστά της και της κατεβάζει το εσώρουχο. Αγγίζει με τα χείλη του την ξανθιά λωρίδα, με το ζόρι κρατιέται να μην τη δαγκώσει. Σηκώνεται, αλλά εκείνη τρέχει στο κρεβάτι γελώντας, ξαπλώνει ανάσκελα και κουνάει στον αέρα τα μακριά της πόδια σαν να κάνει πετάλι. Εκείνος τα πιάνει, τα κρατάει σφιχτά πάνω στο στήθος του κι αρχίζει να της βγάζει τις κάλτσες. Όταν τελειώνει, βγάζει το σακάκι του και το αφήνει να πέσει καταγής. «Σταμάτα!» λέει επιτακτικά η Λίτσα. «Τώρα είναι η σειρά μου». Στέκεται όρθια μπροστά του, απλώνει τα χέρια για να του λύσει τον κόμπο της γραβάτας. Η μυρωδιά του δέρματός της είναι έντονη. Μετά, ξαφνικά, απόλυτο σκοτάδι. Σαν να έριξαν πάνω του ένα πυκνό μαύρο ύφασμα που τον τύλιξε ολόκληρο. «Κόπηκε το φως;» ρωτάει αμήχανα. Δεν παίρνει απάντηση ή, μάλλον, δεν είναι σε θέση
να την ακούσει. Ξανά αυτή η παράξενη, ακατανόητη σιωπή. Και μέσα στο σκοτάδι άσπρα, πλαγιαστά.
εμφανίζονται
Περιστρέφονται όμως, αναποδογυρίζονται, ξεθωριάζουν, ξαναφτιάχνονται, προσπαθούν σχηματίσουν λέξεις.
γράμματα:
σφηνώνονται, διαλύονται, μάταια να
Όταν αποκτά και πάλι επαφή με το περιβάλλον και αρχίζει να ξαναβλέπει, αντιλαμβάνεται ότι η Λίτσα έχει ντυθεί, είναι πολύ χλωμή, κάθεται στα πόδια του κρεβατιού και τον κοιτάζει. Κι αυτός είναι ντυμένος και κάθεται σε μια πολυθρόνα. Πόση ώρα έχει περάσει; Δεν μπορεί να καταλάβει. Κάνει να σηκωθεί, αλλά δεν τα καταφέρνει και ξανακάθεται. «Νιώθεις καλύτερα;» τον ρωτάει η Λίτσα. O αέρας στα πνευμόνια του δεν είναι αρκετός για ν’ απαντήσει. Αναγκάζεται να πάρει βαθιά ανάσα από το στόμα. «Ναι, ευχαριστώ, πέρασε». «Σου έχει συμβεί κι άλλες φορές;»
«Όχι». Δε συμφέρει να μάθει η Λίτσα για τις ξαφνικές και ενοχλητικές κρίσεις που παθαίνει. Ίσως όμως να είναι μια καλή ευκαιρία για να μάθει πώς τον βλέπουν οι άλλοι όταν διακόπτεται η επαφή του με το περιβάλλον. «Μπορείς να μου πεις τι μου συνέβη;» «Να... ήμουν απασχολημένη με τον κόμπο γραβάτας σου, όταν παρέλυσες ξαφνικά, σαν να κατέβασαν το διακόπτη. Δεν έβλεπες και άκουγες, αν και είχες ανοιχτά τα μάτια σου. απαντούσες στις ερωτήσεις μου. Ήταν... σαν να ήσουν, να. Με τρόμαξες τόσο!»
της σου δεν Δεν μην
«Συγγνώμη. Ήταν κάτι σαν λιποθυμία. Κουράστηκα πάρα πολύ αυτές τις μέρες. Έπεσα;» «Κόντεψες να πέσεις, αλλά σε κράτησα και πρόλαβα να σε βάλω στην πολυθρόνα». Σταματάει και μετά συνεχίζει. «Πρέπει να το κοιτάξεις όμως. Ίσως πρόκειται για ελαφριά μορφή επιληψίας». Είτε είναι είτε δεν είναι επιληψία, το θέμα είναι πως έγινε ρεζίλι! «Θέλεις λίγο νερό;»
«Ναι, ευχαριστώ». Το ήπιε μονορούφι. Τώρα μπορεί να σταθεί όρθιος. H Λίτσα τον βοηθάει να φορέσει το σακάκι. «Σε παρακαλώ, μπορείς να καλέσεις ένα ταξί». «Θα τα καταφέρεις μόνος σου;» «Νομίζω πως ναι». «Μήπως προτιμάς να σε πάω με το αυτοκίνητό μου;» «Όχι, ευχαριστώ. δημιούργησα».
Αρκετά
προβλήματα
σου
Η Λίτσα τον συνοδεύει στο ασανσέρ και τον αποχαιρετάει μ’ ένα φιλί στο μάγουλο, εξακολουθώντας να τον κοιτάζει κάπως αμήχανα. Τα τρία βήματα που χρειάζεται να κάνει για να φτάσει μέχρι το ταξί και ο κρύος αέρας της νύχτας τού έκαναν καλό. Τόσο, που ζήτησε από τον ταξιτζή να τον αφήσει εκατό μέτρα πριν από τη βίλα, νιώθει πως το περπάτημα τον ωφελεί. Κι ενώ κατευθύνεται προς το σπίτι του, αισθάνεται ξανά έναν ξαφνικό και έντονο πόθο για τη Λίτσα. Για μια στιγμή περνάει από το μυαλό του η τρελή σκέψη να πάει να τη βρει. Μάλλον θα ήταν πολύ φοβισμένη, δε θα του άνοιγε
και θα τον έστελνε στο σπίτι του. Το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να ελπίζει ότι η Λίτσα, όταν ξαναβρεθούν στην Ίσκια, θα έχει ξεχάσει την ελαφριά αδιαθεσία του. Μπαίνει στο σπίτι και πηγαίνει κατευθείαν στο μπάνιο. Γδύνεται και μπαίνει κάτω από το ντους, αφήνει το κρύο νερό να τρέξει στο σώμα του. Νιώθει πως ξαναπαίρνει δυνάμεις και συγχρόνως διαπιστώνει πως η ερωτική επιθυμία του για τη Λίτσα μεγαλώνει... Πηγαίνει στην κρεβατοκάμαρα, είναι σκοτεινά. «Δεν κοιμάμαι, προκλητικά.
σε
περιμένω»
λέει
η
Μαρίζα
Ο Μάουρο δεν της απαντά, βγαίνει βιαστικά, δεν αντέχει τη θερμοκρασία ισημερινού που επικρατεί στο δωμάτιο, νιώθει πως θα λιποθυμήσει, μπαίνει και πάλι στο μπάνιο. Τώρα νιώθει πως έχει αρχίσει να τον πονάει εκείνο το σημείο χαμηλά στην κοιλιά. «Είσαι άρρωστος;» Η Μαρίζα σηκώθηκε και πήγε να τον βρει στο μπάνιο. Γυρίζει να την κοιτάξει. Το μάγουλό της δεν είναι τόσο πρησμένο και το σημάδι κάτω από το μάτι είναι πιο μικρό. Φοράει
νυχτικό. Πώς είναι δυνατόν; H Μαρίζα κοιμάται πάντα γυμνή. καταλαβαίνει για ποιο λόγο το φοράει.
Ξαφνικά,
«Βγάλε το νυχτικό!» Εκείνη τον κοιτάζει παρακλητικά. «Θα προτιμούσα να μην...» «Να το βγάλεις αμέσως!» Εκείνη υπακούει, το βγάζει και το αφήνει να πέσει στο πάτωμα. Όπως το φαντάστηκε. Μια μεγάλη μελανιά γύρω από τον αφαλό. Μία άλλη στα αριστερά πλευρά. Κι ύστερα, εδώ κι εκεί αρκετοί μώλωπες. Δεν μπορεί να κρατηθεί, μεγάλη.
η επιθυμία του είναι
"Έλα εδώ". Τη γυρίζει, την αναγκάζει να σκύψει μπροστά, μέχρι να στηρίξει τα χέρια της στο χείλος του τζακούζι. H Μαρίζα διαισθάνεται τις προθέσεις του. «Όχι, σε παρακαλώ, όχι έτσι!» Εκείνος όμως, χωρίς να μιλήσει, πέφτει πάνω της με
όλο του το βάρος και της κλείνει το στόμα με το ένα χέρι. Το ξυπνητήρι χτυπάει αρκετή ώρα μέχρι να καταφέρει να διαπεράσει τα πολλαπλά στρώματα του ασυνείδητου, να φτάσει στο βάθος και να καταφέρει να τραβήξει την Άννα από την αγκαλιά του ύπνου. Τελικά κουνιέται, απλώνει το ένα της πόδι και, από ένστικτο, τυλιγμένη ακόμη με τα πέπλα τηςνύστας, απλώνει το χέρι προς την άλλη μεριά του κρεβατιού. Το απλώνει περισσότερο και όταν δεν ακουμπάει το κορμί του, πετάγεται. H απότομη κίνηση της προκαλεί ναυτία. Νιώθει πως έχει κι έναν ελαφρύ πονοκέφαλο. Μόνο εκείνη τη στιγμή θυμάται ότι ο αγαπημένος της της είπε πως θα έφευγε, πως έπρεπε να φύγει. Κατεβάζει το ένα πόδι για να σηκωθεί από το κρεβάτι, αλλά πρέπει να το κάνει προσεκτικά, αισθάνεται μια ελαφριά ζάλη, το προηγούμενο βράδυ ήπιε πάρα πολύ και δεν είναι συνηθισμένη. Έχει ρίγη, συνεχίζει να τα νιώθει ακόμη και μετά το ντους. H απουσία του τη βαραίνει, κι ας λείπει μόνο λίγες ώρες. Πώς θα γεμίσει το κενό μιας ολόκληρης εβδομάδας. Καθώς τον σκέφτεται, τα δάχτυλά της σχεδόν ασυναίσθητα κινούνται με μανία, αρπάζει το κινητό
και του τηλεφωνεί. «Καλημέρα! Ξύπνησες καλά;» απαντάει ο Μάρκο με χαρούμενη φωνή αμέσως μετά το πρώτο χτύπημα. «Έχω λίγο πονοκέφαλο». «Α, αγαπητή μου κυρία Άννα, αναπόφευκτη συνέπεια της κραιπάλης!» Θεέ μου, πόσο ευτυχισμένη είναι που υπάρχει αυτός ο άντρας! Και την αγαπάει! Ως διά μαγείας, της περνάνε όλοι οι πόνοι, τώρα νιώθει καλά. «Πρέπει να κλείσω. Οδηγώ, σε λίγο είναι η βάρδια μου». «Μπορώ να σου ξανατηλεφωνήσω το απόγευμα;» «Βέβαια. Σε φιλώ γλυκά». «Κι εγώ». Ίσως υπάρχει κάποιος τρόπος για να γλυκάνει τον πόνο της. Μ’ ένα τηλεφώνημα το πρωί, ένα το μεσημέρι και άλλο ένα πριν κοιμηθεί, θα καταφέρει να αντέξει την απουσία του. Μόλις είχε αδειάσει τη βαλιτσούλα και είχε τακτοποιήσει τα έγγραφα και τους απόρρητους φακέλους στο χρηματοκιβώτιο, εμφανίστηκε μπροστά στο γραφείο της ο κύριος Μαρσίλι.
Ήταν πολύ ανήσυχος και με νεύρα τεντωμένα εξαιτίας της δύσκολης μέρας που τον περίμενε. Δικαιολογημένα, κι εκείνη είχε δει τις κινητοποιήσεις και είχε φοβηθεί. Πράγματι, πρόλαβε και ρώτησε, πριν ανοίξει το στόμα του ο κύριος Μαρσίλι. «Πιστεύεις πως θα κάνουν έφοδο;» «Μα τι λες!» Και αμέσως μετά: «Είναι εδώ ο Μάουρο;». «Δεν έχει έρθει ακόμη». Της δίνεις ένα φάκελο. «Να του τον δώσεις μόλις έρθει». Και φεύγει. Αμέσως μετά χτυπάει το απευθείας. Στην οθόνη του τηλεφώνου εμφανίζεται ο αριθμός του σπιτιού του προϊσταμένου της. «Καλή σας μέρα». «Καλημέρα, Άννα. Υπάρχει κάτι νεότερο;» «Θεέ μου, δυσκολεύτηκα πάρα πολύ να μπω στο γραφείο».
«Γιατί;» «Δε με άφηναν να περάσω. Μπροστά από την κεντρική είσοδο είναι συγκεντρωμένο πλήθος εργατών που φωνάζουν, διαμαρτύρονται... Μ’ έσπρωξαν βίαια, φοβήθηκα πολύ». Άρχισε η φασαρία όπως ήταν αναμενόμενο. Περίμενε να δεις τι θα γίνει όταν μάθουν ότι τα μέτρα αφορούν πεντακόσιες και όχι χίλιες μονάδες και τότε οι μισοί από τους ηρωικούς οργισμένους θα πάψουν αμέσως ν’ αντιδρούν. «Σου έδωσε ο Μαρσίλι ένα φάκελο για μένα;» «Μόλις τώρα». «Να μου τον στείλεις αμέσως στο σπίτι μ’ έναν κλητήρα». «Δε θα έρθετε στο γραφείο;» «Τώρα το πρωί σίγουρα όχι». Ούτε γι’ αστείο δε θα ήθελε να εκτεθεί στις βρισιές και στις χειρονομίες εκατοντάδων εξοργισμένων εργαζόμενων. Και ύστερα υπήρχε η περίπτωση να είναι εκεί τα κανάλια και ν’ αρχίσουν να τον κυνηγούν οι κάμερες της τηλεόρασης. Ας το αναλάβει ο Γκουίντο, έτσι κι αλλιώς ό,τι έχει σχέση με τους εργαζόμενους είναι δική του δουλειά.
Είχαν περάσει μερικά λεπτά από τη στιγμή που ακούμπησε το ακουστικό στη θέση του, όταν το τηλέφωνο άρχισε να χτυπάει. Είναι η Λίτσα. Περίμενε το τηλεφώνημά της. «Η γραμματέας σου μου είπε πως δε θα πήγαινες στο γραφείο το πρωί. Μήπως δεν είσαι καλά;» «Όχι, ευχαριστώ, είμαι πολύ καλά. Απλώς επειδή...» «Δηλαδή δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα για την Ίσκια;» Δεν επρόκειτο για τρυφερή εκδήλωση ενδιαφέροντος, του τηλεφώνησε για να μάθει αν θα χρειαζόταν να βρει κάποιον άλλο για να καλύψει τη θέση του που θα έμενε κενή. «Κανένα». «Ευτυχώς. ταξιδεύω».
Ετοιμάζομαι
να
φύγω.
Σε
μια
ώρα
Και ύστερα από σύντομη παύση: «Θα τα πούμε εκεί». Αυτή η μικρή παύση έδωσε διαφορετική έννοια στα λόγια που είπε αμέσως μετά.
Και για να το επιβεβαιώσει, ο Μάουρο τολμάει και λέει υπαινικτικά: «Έτσι θα μπορέσουμε να ξαναπιάσουμε την κουβέντα μας από το σημείο όπου την αφήσαμε». «Ναι» απαντάει η Λίτσα γελώντας. Και ολοκληρώνει τη φράση της: «Ούτε σ’ εμένα αρέσει ν’ αφήνω πράγματα στη μέση. Γεια». Εντάξει, εντάξει. Υπήρξε σαφής. Σίγουρα στην Ίσκια θα βρει τρόπο να μοιράσει το χρόνο της ανάμεσα σ’ εκείνον και στον Ραβάτσι. Κι ενώ ακόμη χαιρόταν από την υπόσχεση που του έδωσε η Λίτσα, μια σκέψη που πέρασε από το μυαλό του τον στεναχώρησε. Κι αν, όταν ξαναβρισκόταν μαζί της, τον έπιανε πάλι αυτή η μαλακισμένη αδιαθεσία; Ή χειρότερα ακόμη, αν του συνέβαινε την ώρα που θα διάβαζε την παρέμβασή του μπροστά σε καμιά εκατοστή άτομα; Φαντάσου! Θα ήταν τελειωμένος! Ένας φανταστικός διάλογος γεννιέται στο μυαλό του. «Το ήξερες πως ο κακομοίρης ο Ντε Μπλάζι ήταν τόσο άρρωστος;» «Όχι βέβαια!»
«Ο καημένος, εννοείται ότι έτσι όπως είναι...» «Πρέπει να τα παρατήσει, δεν έχει άλλη επιλογή». Αστειευόμαστε; Δεν έχει χρόνο για χάσιμο. Τηλεφωνεί ξανά στο σπίτι του Γκουιντόττι. «Ο άντρας μου θα επιστρέψει την Παρασκευή το βράδυ» επιβεβαιώνει η σύζυγός του. Πολύ αργά. «Κυρία, νομίζω ότι την προηγούμενη φορά μου είχατε αναφέρει το όνομα κάποιου συναδέλφου του συζύγου σας που...» «Α, ναι, του καθηγητή Λακιέζα. Αν θέλετε τηλέφωνά του και τις διευθύνσεις του...»
τα
«Να μου τα δώσετε, ευχαριστώ». «Όταν του τηλεφωνήσετε, να αναφέρετε το όνομα του Αλεσσάντρο». O καθηγητής Λακιέζα δεν είναι στο σπίτι, προσπαθήστε να τον βρείτε στην κλινική. O καθηγητής Λακιέζα δεν είναι στην κλινική, προσπαθήστε να τον βρείτε στο ιατρείο του. Τελικά, πέφτει πάνω σε μια έξυπνη γραμματέα. «Τηλεφωνείτε εκ μέρους του καθηγητή Αλεσσάντρο Γκουιντόττι; O καθηγητής εξετάζει κάποιον ασθενή.
Αν μου αφήσετε τον αριθμό του τηλεφώνου σας, ο καθηγητής θα επικοινωνήσει μαζί σας μόλις μπορέσει». Δέκα λεπτά αργότερα ο τηλεφωνεί.
καθηγητής
Λακιέζα τού
«Σας ακούω». Ο Μάουρο του διηγείται με λίγα λόγια ό,τι του συνέβη, το σκοτάδι με τη φράση, τη φούσκα μέσα στην οποία ένιωθε ότι βρισκόταν, την απόλυτη σιωπή που επικρατούσε και πάλι το σκοτάδι με τα γράμματα που στροβιλίζονταν μαζί με τη σιωπή. «Θα ήθελα να σας δω το συντομότερο δυνατό» λέει ευγενικά ο καθηγητής. «Περιμένετε μια στιγμή στο ακουστικό σας». Μάλλον συνεννοείται με τη γραμματέα του για να βρει ώρα ελεύθερη. Έπειτα από λίγο του λέει: «Μπορείτε να έρθετε αύριο Τετάρτη, γύρω στις πέντε;». Πολύ καλά. Λίγο αργότερα η οικιακή βοηθός τού παρέδωσε το φάκελο που του έστειλε η Άννα. Βυθίζεται στο διάβασμα. Μια ώρα αργότερα έχει τελειώσει. Στα περιθώρια
σημείωσε τα κομμάτια που χρειάζονταν καλύτερη ανάπτυξη. Αποφασίζει ν’ ασχοληθεί εκείνος, έτσι κι αλλιώς δεν έχει τίποτ’ άλλο να κάνει. Κι έπειτα, το βράδυ, όταν θα έρθει για φαγητό ο Μαρσίλι, θα κοιτάξουν τα συγκεκριμένα σημεία. Ωστόσο, η δουλειά που έχει κάνει ο Γκουίντο είναι εξαιρετική. Σηκώνεται να πάει να πιει ένα ποτήρι νερό. Συναντάει την οικιακή βοηθό που στρώνει το τραπέζι. «Η κυρία κατέβηκε;» «'Οχι ακόμη, κύριε». Ποιες είναι οι προθέσεις της; Μετά την ερωτική τους συνεύρεση, που πρέπει να το παραδεχτεί ότι υπήρξε λίγο βίαιη, η Μαρίζα βγήκε από το μπάνιο κλαίγοντας και όταν εκείνος ξάπλωσε, ούτε καληνύχτα δεν του είπε, πεισμωμένη του γύρισε την πλάτη. Προσβλήθηκε από τον τρόπο που της φέρθηκε η πουτάνα; Ανεβαίνει πάνω. Το υπνοδωμάτιο είναι εντελώς σκοτεινό. Πηγαίνει στο παράθυρο, ανοίγει διάπλατα τα τζάμια και με μια απότομη κίνηση ανοίγει και τα παραθυρόφυλλα. Το φως εισβάλλει βίαια στο δωμάτιο. μαζί με μια τσουχτερή ριπή αέρα. «Όχι!» φωνάζει η Μαρίζα και σκεπάζει το πρόσωπό της με το σεντόνι.
O Μάουρο της το τραβάει με δύναμη. «Σε μισή ώρα να είσαι κάτω ντυμένη και περιποιημένη. Κι αν τολμήσεις να πεις έστω και μια κουβέντα παραπάνω μπροστά στη Στέλλα ή αν δεν έχεις φυσιολογική συμπεριφορά, σου υπόσχομαι ότι θα φας τόσο ξύλο, ώστε το ξύλο του εραστή σου θα μοιάζει με χάδι!» H Μαρίζα κλείνει με τα χέρια τα αυτιά της για να μην τον ακούει. Λίγο πριν από το φαγητό, του τηλεφωνεί ο Γκουίντο Μαρσίλι. «Πώς πήγε;» τον ρωτάει. «Θα έλεγα πως ήταν μια αρκετά εξαντλητική μέρα». «Οι εργαζόμενοι είναι ακόμη εκεί;» «Αυτοί που διαδηλώνουν μπροστά στην είσοδο;» «Ναι». «Ειδοποίησα την αστυνομία και τους έδιωξε με τη βία. Πιστεύω όμως ότι η κατάσταση θα χειροτερέψει από στιγμή σε στιγμή». «Τι εννοείς;» «Σε μερικά εργοστάσια οι εργάτες έχουν συγκαλέσει
γενική συνέλευση, σε κάποια άλλα έχουν κατεβεί στους δρόμους κι έχουν κλείσει την κυκλοφορία. Στη Νόλα έχουν σκαρφαλώσει στην καπνοδόχο». «Ήταν κάτι που το περιμέναμε». «Οι αντιπρόσωποι της CGIL* ήρθαν να χτυπήσουν τις γροθιές τους στο τραπέζι». «Εσύ τι έκανες;» «Άδραξα την ευκαιρία». «Δηλαδή;» «Απάντησα πως δε σκόπευα να συνομιλήσω μ’ ένα μόνο συνδικάτο. Είπα πως θα καθίσω στο τραπέζι μόνο εάν συμμετέχουν όλοι, ακόμη και οι ανεξάρτητοι. Δε χρειάστηκε να πω τίποτ’ άλλο, έφυγαν αμέσως από το γραφείο». «Υπέροχα. Πολύ καλή κίνηση. Μπράβο. Τα συνδικάτα τρώγονται μεταξύ τους σαν το σκύλο με τη γάτα, θα περάσουν αρκετές μέρες μέχρι να συμφωνήσουν την ώρα που θα συναντηθούν». «Σ’ αυτό ποντάρω. Ή όλοι ή κανένας. Έπειτα, φυσικά, δε μας απαγορεύει κανείς να κλείσουμε μεμονωμένες συμφωνίες». Για λίγα δευτερόλεπτα σταματάει να μιλάει κι έπειτα προσθέτει:
«Μου τηλεφώνησε ο Μανουέλλι, ο γέρος». «Τι ήθελε;» * Confederazione Generale Italiana del Lavoro — Ιταλική Γ ενική Συνομοσπονδία Εργασίας: Τ ο μεγαλύτερο και αρχαιότερο συνδικάτο της Ιταλίας. (Σ.τ.Μ.) «Ήθελε να ενημερωθεί. Στο τέλος μου ζήτησε να σε ρωτήσω μήπως θα ήταν χρήσιμο να παρευρεθεί κι εκείνος στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων». Ο Μάουρο δεν απαντά αμέσως. «Θα το ξανασκεφτούμε, έτσι κι αλλιώς έχουμε χρόνο. Είναι όμως καλή σκέψη. Μπορεί να μας φανεί χρήσιμος με τη λαϊκίστικη ρητορεία του. Είναι ικανός να ρίξει τόση στάχτη στα μάτια των αντιπροσώπων των συνδικαλιστών, ώστε ούτε σε καμένο δάσος δε βρίσκεις». «Διάβασες την παρέμβαση που σου έγραψα για την Ίσκια;» «Ναι, ευχαριστώ, πολύ καλή. Έκανα μερικές αλλαγές σε κάποια σημεία. Δεν είναι όμως ουσιαστικές. Θα τα πούμε το βράδυ». «Κάτι ακόμη. Μέσα σε όλο το χαμό, τηλεφώνησε και ο Μπιρόλλι». «Τι ήθελε;»
«Ότι το εφετείο ενέκρινε τα πάντα, μπορούμε να προχωρήσουμε στην υπογραφή και στην καταβολή των χρημάτων μέσα σε λίγες ώρες. Μου φαίνεται πως βιάζεται, δεν κρατιέται». Στην πραγματικότητα, εκείνος που βιαζόταν ήταν ο Μάουρο. Ο Γκουίντο δεν υποψιαζόταν ότι μπορεί να συνέβαινε κάτι τέτοιο.
Οχτώ Ο ΚΥΡΙΟΣ γενικός διευθυντής αμέσους μετά το μεσημεριανό φαγητό ενημέρωσε πως ούτε το απόγευμα θα ερχόταν στο γραφείο. H Άννα απογοητεύτηκε, η απουσία του προϊσταμένου της σήμαινε σημαντικά λιγότερη δουλειά, άρα περισσότερο ελεύθερο χρόνο για να μελαγχολήσει σκεπτόμενη τον αγαπημένο της που ήταν μακριά. Συνεπώς, μπορεί να φύγει στις πέντε και μισή, που τελειώνει κανονικά το ωράριό της, ποτέ δεν καταφέρνει να φύγει στην ώρα της επειδή ο προϊστάμενός της, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, πάντα την κρατάει περισσότερη ώρα στο γραφείο, πολλές φορές τυχαίνει να μείνει και μία ώρα παραπάνω. Μόλις βγαίνει από την είσοδο, πριν πάει να πάρει το αυτοκίνητό της, τηλεφωνεί βιαστικά στον αγαπημένος της, κινδυνεύει από στερητική κρίση. «Ο αριθμός που καλέσατε...» Ο μεταλλικός ήχος της φωνής μετατρέπεται σε κοφτερή λεπίδα που μπήγεται βαθιά στο στήθος της. Μα γιατί δεν απαντάει, αφού πριν φύγει, της είχε υποσχεθεί πως θα είχε μονίμως ανοιχτό το κινητό; Ίσως
χρειάστηκε
ν’
ακολουθήσει
τον
κοσμηματοπώλη σε κάποια σημαντική συνάντηση κι αναγκάστηκε να το κλείσει. Μπαίνει στο αυτοκίνητο, φτάνει στο σπίτι, τακτοποιεί στη θέση της τη βαλίτσα και κάθεται σε μια καρέκλα στην είσοδο. Δεν έχει κουράγιο να προχωρήσει στο εσωτερικό, το σπίτι τής φαίνεται άδειο και κρύο χωρίς εκείνον. Ξανατηλεφωνεί. Η ίδια μεταλλική φωνή τής ρίχνει με δύναμη άλλη μια μαχαιριά, τούτη τη φορά πιο δυνατή. Όχι, δεν μπορεί να μπει στην κουζίνα να ετοιμάσει το βραδινό, τώρα πια έχει συνηθίσει τις ωραίες μυρουδιές που την υποδέχονταν μόλις έμπαινε κι εκείνον που ερχόταν προς το μέρος της με ανοιχτή αγκαλιά και τη σήκωνε ψηλά στον αέρα... Καλύτερα να βγει και να πάει ν’ αγοράσει κάτι από το ψητοπωλείο. Έτσι κι αλλιώς, δεν πεινάει. Πάει να φρεσκαριστεί λίγο. Αντιλαμβάνεται ότι στο μπάνιο δεν υπάρχει τίποτα δικό του. Γιατί παραξενεύεται; Είναι λογικό, πήρε μαζί του την οδοντόβουρτσα και το ξυραφάκι του. Ξαφνικά όμως συνειδητοποιεί ότι ο Μάρκο στο σπίτι της φερόταν σαν περαστικός, όπως κάποιος που δε θέλει να μείνει πολύ. Ναι, η αλήθεια είναι πως ένα πουκάμισο και εσώρουχα για ν’ αλλάξει είχε, αλλά δεν είχε ένα παντελόνι, ένα σακάκι, ένα
ζευγάρι παπούτσια πέρα από κείνα που φορούσε. Κι όμως κάθε τόσο, το βράδυ, τον έβρισκε με διαφορετικά ρούχα από κείνα που φορούσε την προηγούμενη μέρα. Άρα, κάποιες φορές στη διάρκεια της μέρας πεταγόταν στο σπίτι του για ν’ αλλάξει. Το διαμέρισμά του στην οδό ντέι Τζαρντίνι το γνωρίζει μόνο μέσα από τις διηγήσεις του, της το είχε περιγράψει λεπτομερώς και της είχε δώσει ένα ζευγάρι κλειδιά. «Για κάθε ενδεχόμενο...» Ένα ενδεχόμενο που δεν προέκυψε ποτέ. Τώρα όμως η Άννα νιώθει επιτακτική την ανάγκη να πάει στο διαμέρισμά του, να βρεθεί ανάμεσα στα πράγματά του, να ξαναμυρίσει τη μυρωδιά του σε κάποιο κρεμασμένο στην κρεμάστρα ρούχο... Βγαίνει τρέχοντας και παίρνει το αυτοκίνητο. Φτάνει στην οδό ντέι Τζαρντίνι την ώρα που ο θυρωρός κλείνει την είσοδο. Την ίδια ακριβώς στιγμή χτυπάει το κινητό. Είναι εκείνος! Νιώθει πως θα λιποθυμήσει από ευτυχία. Ευτυχώς που δεν πρόλαβε να βγει από το αυτοκίνητο, αλλιώς θα έπεφτε κάτω. Είναι πολύ ταραγμένη, οι λέξεις δε βγαίνουν από το στόμα της. «Θεέ μου, δεν ξέρεις πόσο...»
«Συγγνώμη, συγγνώμη, συγγνώμη!» «Γιατί δεν απαντούσες;» «Ο κοσμηματοπώλης με συνάντηση στην οποία...»
πήρε
μαζί
του
σε
μια
Ό,τι ακριβώς είχε σκεφτεί. «Είσαι στο σπίτι;» ρωτάει εκείνος. Ντρέπεται να του πει ότι βρίσκεται στην οδό ντέι Τζαρντίνι και ότι η απελπισία την είχε οδηγήσει στο σπίτι του, για να γεμίσει κατά κάποιο τρόπο το κενό που είχε αφήσει πίσω του φεύγοντας. «Ναι». «Σου λείπω στην κουζίνα;» «Μου λείπεις παντού». «Αγάπη μου, τώρα πρέπει να σε αφήσω. Θα σου τηλεφωνήσω στις έντεκα για να σου πω καληνύχτα». Ξαφνικά, νιώθει πως πεινάει. Ο Γκουίντο πηγαίνει να πάρει την κοσμηματοθήκη που έχει κλειδώσει σ’ ένα συρτάρι του γραφείου του. Πρέπει να την τυλίξει με κάποιο χαρτί, όχι όμως από κείνα που χρησιμοποιούν για να τυλίξουν δώρα, επειδή θα μπορούσε να τραβήξει την προσοχή,
αλλά με κοινό χαρτί σαν αυτό που χρησιμοποιούν για τα δέματα, διαφορετικά ο Μάουρο θα την αναγνώριζε αμέσως. Πηγαίνει στην κουζίνα να ψάξει για χαρτί και πλαστική σακούλα. Μόλις μπαίνει στην κουζίνα, μένει ακίνητος, σκέφτεται πως η υπόθεση είναι πιο πολύπλοκη απ’ όσο είχε φανταστεί. H κοσμηματοθήκη μοιάζει με μπαουλάκι και έχει περίπου είκοσι εκατοστά ύψος, καμιά τριανταριά εκατοστά μάκρος και είναι ντυμένη με κόκκινο σατέν ύφασμα. Είναι δύσκολο να περάσει απαρατήρητη. Αν υποθέσουμε πως θα του ανοίξει ο Μάουρο, θα χρειαστεί οπωσδήποτε να ακουμπήσει την πλαστική τσάντα με την κοσμηματοθήκη στο τραπεζάκι της εισόδου χωρίς να δώσει καμία εξήγηση. Σαν να επρόκειτο για κάτι δικό του που θα το ξαναπάρει την ώρα που θα φύγει. Και ύστερα; Θα πει στη Μαρίζα, μόλις του δοθεί η ευκαιρία, να πάει να την πάρει; Κι αν ο Μάουρο, όταν θα τον συνοδεύει στην πόρτα καθώς θα φεύγει, θυμηθεί ότι κρατούσε μια πλαστική σακούλα όταν ήρθε, αλλά τώρα δεν υπάρχει; Όχι, υπάρχει κίνδυνος να δημιουργηθεί μεγάλο μπλέξιμο με σοβαρές συνέπειες. Η καλύτερη λύση είναι να κρατήσει την κοσμηματοθήκη και, αν έχει λίγη τύχη, μπορεί να καταφέρει να μιλήσει με τη Μαρίζα και να συμφωνήσουν τον πιο σίγουρο τρόπο
για να της την επιστρέψει. Πράγματι, Μάουρο.
όπως
είχε
προβλέψει,
του
άνοιξε
ο
«Πέρασε, αγαπητέ μου!» Καλά έκανε που κοσμηματοθήκη.
δεν
έφερε
μαζί
του
την
Αντίθετα, κρατάει ένα μεγάλο μπουκέτο τριαντάφυλλα για την κυρία του σπιτιού. Η οποία έρχεται να το πάρει. Για μια στιγμή, ο Γκουίντο μένει έκπληκτος. Είναι σε πολύ καλή φόρμα, κομψότατη, πανέμορφη και ακόμη πιο ποθητή από πριν. Μόνο επίθετα στον υπερθετικό βαθμό μπορεί να χρησιμοποιήσει για τη Μαρίζα. Περίμενε πως θα την έβρισκε λίγο καταβεβλημένη εξαιτίας της αναπόφευκτης αντίδρασης του Μάουρο μετά την επιστροφή της στο σπίτι, αντίθετα εκείνη άστραφτε περισσότερο από πριν. Μάλλον ο Μάουρο τη συγχώρεσε, είναι πιθανόν να τον έπεισε πως δεν έφυγε από το σπίτι επειδή ακολούθησε κάποιον άλλο άντρα, αλλά για να μπορέσει να σκεφτεί, όπως εξάλλου την είχε συμβουλέψει εκείνος. Σκέφτεται πως αν καταφέρει να τα μπαλώσει, αν μπορέσει να την πείσει να μην κάνει μαλακίες, θα
ήταν ευχάριστο να είναι και πάλι μαζί της για λίγο ακόμη. «Είναι για μένα; Ευχαριστώ!» Κατάφερε επιδέξια να μη συναντήσει το βλέμμα του. Πηγαίνουν στο σαλόνι. «Ένα απεριτίφ;» ρωτάει η Μαρίζα. Ο Γκουίντο είναι πραγματικά κουρασμένος, το απόγευμα ήταν χειρότερο από το πρωί, θέλει να κρατήσει το μυαλό του όσο γίνεται πιο καθαρό. «Όχι, ευχαριστώ». Ούτε ο Μάουρο θέλει απεριτίφ. H μόνη που πίνει μισό ποτήρι αφρώδες κρασί είναι η Μαρίζα, το έχει μεγάλη ανάγκη για να παραμείνει ήρεμη. Στη μέση του φαγητού μπαίνει η οικιακή βοηθός, για να πει στον Μάουρο ότι στο τηλέφωνο του γραφείου τον ζητάει ο βουλευτής Πεννάκκι. O Μάουρο σηκώνεται. «Συγγνώμη, αλλά νομίζω πως δε θα είναι σύντομο το τηλεφώνημα. Εσείς συνεχίστε». Μόλις βγαίνει ο Μάουρο από το σαλόνι, η Μαρίζα, χωρίς να κοιτάξει τον Γκουίντο, τον ρωτάει σιγανά:
«Την έφερες;». «Όχι». «Γιατί;» «Δεν είναι εύκολο, προσπάθησε να καταλάβεις. H κοσμηματοθήκη είναι ογκώδης. Δεν είναι κάτι που θα μπορούσα να το βάλω στην τσέπη!» «Αφού μου είχες πει...» «Ναι, σου είχα πει ότι θα τη φέρω, αλλά είδα ότι πρακτικά ήταν αδύνατον να το κάνω». «Μέχρι αύριο πρέπει να την έχω» τονίζει εκείνη υψώνοντας λίγο τον τόνο της φωνής της. Είναι ικανή να πάθει υστερική κρίση σε μια τόσο ακατάλληλη στιγμή. «Άκου, Μαρίζα, επειδή μεθαύριο ο άντρας σου θα φύγει...» «Θα φύγει;» Δείχνει πραγματικά έκπληκτη. «Δε σου το έχει πει ακόμη;» «Όχι».
Ίσως μιλάνε λίγο. Μπορεί και καθόλου. Ενδέχεται η ρήξη που δημιουργήθηκε στη σχέση τους από τη φυγή της να μην έχει ακόμη αποκατασταθεί. «Όπως και να ’ναι, πηγαίνει στην Ίσκια, θα λείψει τρεις μέρες. Μόλις φύγει, θα σου τηλεφωνήσω και θα έρθεις να την πάρεις ή θα την αφήσω όπου μου πεις εσύ». Σιωπή. «Θέλω να επωφεληθώ της ευκαιρίας για να σου ζητήσω συγγνώμη... για όσα συνέβησαν στο σπίτι στο βουνό». Και ύστερα από λίγο: «Δεν ξέρω τι μ’ έπιασε. Παρανόησα. Δεν είχα σηκώσει ποτέ χέρι σε γυναίκα. Νιώθω μεγάλη ντροπή». H Μαρίζα δε λέει τίποτα, συνεχίζει να κοιτάζει το πιάτο της. «Θα μπορέσεις να με συγχωρέσεις;» Καμία απάντηση. «Επειδή έχω ανάγκη τη συγγνώμη σου». Εκείνη μένει απαθής.
«Σήμερα το βράδυ, μόλις σε είδα, ένιωσα και πάλι έντονη επιθυμία να σε κρατήσω στην αγκαλιά μου, « συνεχίσουμε το μήνα του μέλιτος που δεν ολοκληρώσαμε...» Πρέπει να το πάρει απόφαση, είναι βέβαιο πως θα χρειαστεί να πληρώσει ακριβά για να ξαναπάρει στα χέρια της την κοσμηματοθήκη! Κι εκείνος έχει μεγάλη, πάρα πολύ μεγάλη διάθεση να της δώσει μερικές ακόμη μπουνιές. «Θα μπορούσαμε να φιλιώσουμε όταν έρθεις στο σπίτι μου... συμφωνείς;» Έτσι κι αλλιώς, μπορεί να πει ό,τι θέλει αφού είναι ασφαλής, ο Μάουρο δεν τον υποπτεύεται καθόλου. Αρχίζει ψιθυρίζοντας: «Σώμα από χνούδι και μούσκλια, από γάλα αχόρταγο και κρατερό. Ω, οι λόφοι του στήθους...». Εκείνη τη Μάουρο.
στιγμή
μπαίνει
στην
τραπεζαρία
ο
«Γιατί με περιμένατε; Έπρεπε να συνεχίσετε!» «Τι ήθελε ο Πεννάκκι;» «Να με συμβουλέψει,
μου είπε να ενεργήσω
με
σύνεση. Θα σου εξηγήσω αργότερα». H Μαρίζα σηκώνεται. Είναι πολύ ωχρή. «Με συγχωρείτε. Δε νιώθω πολύ καλά». «Τι έχεις;» τη ρωτάει ο Μάουρο. «Λίγη ζαλάδα». «Πήγαινε, αγαπητή μου». O Γκουίντο σηκώνεται και κάνει μισή υπόκλιση. Νιώθει μεγάλη χαρά. Κατάφερε να ταράξει τη Μαρίζα! Ο Νερούντα ήταν φοβερή επιλογή! Τσίμπησε η ηλίθια! Ξαναεμφανίζεται η οικιακή βοηθός. «Σας ζητάει στο τηλέφωνο η δεσποινίς Μπιρόλλι», Τι να θέλει άραγε; «Συγγνώμη, Γκουίντο». «Μα τι λες!» «Τι κάνεις;» ρωτάει αμέσως εκείνη. «Στ’ αλήθεια ανησυχείς τόσο πολύ για μένα; Τι
γλυκιά που είσαι! Γι’ αυτό μου τηλεφώνησες;» «Όχι. Τελείωσες την παρέμβαση;» «Σήμερα το διορθώσεις».
βράδυ
θα
κάνω
τις
τελευταίες
«Θα μπορούσες αύριο το πρωί να μου τη στείλεις με e-mail;» «Βέβαια, αλλά δεν ξέρω την...» «Γράψε την ηλεκτρονική μου διεύθυνση». Του την υπαγορεύει. «Τι σου χρειάζεται;» τη ρωτάει ο Μάουρο. «Θα κάνω μια σύντομη περίληψη για να τη μοιράσω στους συμμετέχοντες στο συνέδριο, στα γαλλικά. αγγλικά και γερμανικά». «Αύριο το πρωί θα την έχεις». «Πότε θα έρθεις;» «Μεθαύριο, αργά το απόγευμα. Γιατί ρωτάς; Έτσι κι αλλιώς, αν δεν κάνω λάθος, η παρέμβασή μου είναι προγραμματισμένη για την Παρασκευή το απόγευμα». «Ναι,
αλλά
εδώ
έχουν
δημιουργηθεί
κάποια
προβλήματα με τα δωμάτια των ξενοδοχείων». «Υπάρχει περίπτωση ξενοδοχείο;»
να
μη
μείνουμε
στο
ίδιο
«Αυτό προσπαθώ ν’ αποφύγω» απαντάει εκείνη. Και κλείνει το τηλέφωνο. Φυσάει ούριος άνεμος. Αν προσπαθεί να του βρει δωμάτιο στο ξενοδοχείο όπου μένει κι αυτή, σημαίνει πως έχει σοβαρούς σκοπούς. Επιστρέφει στην τραπεζαρία. «H Μπιρόλλι θέλει αύριο το πρωί την παρέμβασή μου με e-mail». «Αύριο το πρωί πρέπει να πάω πολύ νωρίς στο γραφείο. Αν θέλεις, μπορώ να της τη στείλω εγώ» λέει ο Γκουίντο. «Ευχαριστώ». Και του δίνει το χαρτί με τη διεύθυνση. «Να δούμε τις ειδήσεις;» πρότεινε ο Γκουίντο, αφού έριξε πρώτα μια ματιά στο ρολόι του. O Μάουρο συμφώνησε.
«Νομίζεις πως θ’ αναφερθούν σ’ εμάς;» «Είναι πιθανό». Πράγματι, σε μια στιγμή ο παρουσιαστής, μιλούσε για τις επιχειρήσεις που καταρρέουν χάρτινοι πύργοι, συνδέεται με το εργοστάσιο Νόλα. H κάμερα εστιάζει στους τρεις μαλάκες έχουν σκαρφαλώσει στο φουγάρο. Μετά δείχνει γυναίκα που κλαίει.
ενώ σαν της που μια
«O σύζυγός μου είναι εκεί πάνω. Έχει πρόβλημα με την καρδιά του και δεν έχει μαζί του τα χάπια του χρειάζεται». Ένας εργάτης, με χαρακτηριστικά ισοβίτη, καταγγέλλει τα αφεντικά που έχουν στείλει τα χρήματα στο εξωτερικό, λέει ότι θέλουν να κλείσουν το εργοστάσιο για να το μεταφέρουν στην Κίνα, ότι όλοι οι άλλοι εργάτες είναι στο πλευρό τους, ότι δε θα υποχωρήσουν εύκολα και δε θα δεχτούν να χάσουν τη δουλειά τους. «Τηλεφώνησε αμέσως στον Μαρότσι» λέει ο Μάουρο. Είναι ο διευθυντής του εργοστασίου της Νόλα. «Τι να του πω;» «Ότι τον καθιστώ υπεύθυνο για οτιδήποτε συμβεί στο εργοστάσιο και ότι πρέπει να φροντίσει να φτάσουν αμέσως τα φάρμακα σ’ εκείνο τον
καρδιοπαθή μαλάκα που είναι κρεμασμένος στο φουγάρο. Θα το κάνει έστω κι αν χρειαστεί να του τα πάει ο ίδιος. Φαντάζεσαι τι πρόκειται να συμβεί αν ο εργάτης τα τινάξει εκεί επάνω;» H Μαρίζα είναι κάτω από το ντους, ακόμη αφρίζει από λύσσα. Χρειάστηκε να κάνει φοβερή προσπάθεια για να συγκρατηθεί και να μην πετάξει το πιάτο στα μούτρα εκείνου του γλοιώδη και σιχαμερού τύπου. Είναι φανερό ότι ύστερα απ’ όσα της έκανε, που τα σημάδια τους υπάρχουν ακόμη στο κορμί της, τρέφει, ψευδαισθήσεις πως μπορεί να την έχει στο κρεβάτι, υπάκουη και έτοιμη να πραγματοποιήσει τις βρόμικες σκέψεις του. Κράτησε την κοσμηματοθήκη για να την εκβιάσει, αυτό είναι σίγουρο. Θέλεις να πάρεις πίσω τις πέρλες; Κάνε μου μια πίπα. Θέλεις το κολιέ με τα μπριγιάν; Πέσε στα τέσσερα. Κι έτσι, σε κάθε καινούρια τους συνάντηση, θα υπάρχει μια διαφορετική στάση. Ω, αν μπορούσε να βρει έναν τρόπο για να τον εκδικηθεί και να γλιτώσει μια για πάντα από αυτό το βρομερό υποκείμενο!
Σε μια στιγμή, καθώς κοιτάζουν ξανά την παρέμβαση, ο Γκουίντο λέει πως θα ήταν καλύτερα αν έφερνε το κομπιούτερ. «Είναι στο σπίτι;» «Όχι, το άφησα στο αυτοκίνητο». «Πήγαινε να το καγκελόπορτα».
φέρεις.
Σου
ανοίγω
την
O Μάουρο επωφελείται από το διάλειμμα και πηγαίνει να φρεσκαριστεί. Η Μαρίζα έχει ανοίξει το παράθυρο του υπνοδωματίου και στέκει στο σκοτάδι, ο εκνευρισμός και ο θυμός της δεν περνάνε, το αντίθετο μάλιστα, φουντώνουν περισσότερο μόλις βλέπει το σιχαμερό σκουλήκι που βγαίνει από την είσοδο της βίλας, ανοίγει την καγκελόπορτα, διασχίζει το δρόμο και ανοίγει το πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου του. Συνεπώς, δε φεύγει. Κάνει λίγο πίσω για να μην τη δει. Πράγματι, το σκουλήκι επιστρέφει στο σπίτι μ’ ένα φορητό κομπιούτερ. Μια σκέψη περνάει από το μυαλό της. Μια σκέψη που πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη της και που τη βοηθάει να ηρεμήσει. Θα μπορούσε να πετύχει μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια, όπως λένε
συνήθως. Στις έντεκα ακριβώς, όπως είχε υποσχεθεί, της τηλεφωνεί ο Μάρκο. Η Άννα έχει ήδη ξαπλώσει. Ένα κύμα ευτυχίας την πλημμυρίζει μόλις ακούει τη φωνή του. «Τι κάνεις;» τον ρωτάει «Είμαι στο δωμάτιό μου στο ξενοδοχείο. Ήταν πολύ κουραστική μέρα. Και η αυριανή θα είναι ακόμη πιο δύσκολη. Γι' αυτό τώρα βλέπω λίγη τηλεόραση πίνοντας ένα ουίσκι και μετά θα πάω για ύπνο. Εσύ τι κάνεις;» «Έχω ξαπλώσει. Ήθελα να διαβάσω ένα αστυνομικό. αλλά δεν τα κατάφερα». «Γιατί;» «Δεν μπορώ συνέχεια».
να
συγκεντρωθώ.
Σε
σκέφτομαι
«Κι εγώ». «Νομίζω ότι δε θα μπορέσω να κλείσω μάτι». «Σου λείπω πολύ;» «Ναι».
«Μπορεί να καλύψεις το κενό μου» λέει εκείνος. «Πώς;» «Υπάρχει ένας τρόπος. Και θα δεις πως μετά θα σε πάρει αμέσως ο ύπνος». «Πες μου τι να κάνω». «Είναι εύκολο. Πήγαινε στην κουζίνα, άνοιξε το ψυγείο, υπάρχει ακόμη σαμπάνια, έχω κλείσει καλά το μπουκάλι. Να την πιεις όλη». «Κι ύστερα;» «Τι φοράς;» «Νυχτικό». «Να το βγάλεις και να ξαπλώσεις πάνω από τα σκεπάσματα». «Και ύστερα;» «Να περιμένεις το τηλεφώνημά μου». Δεν ήταν ακριβώς όπως όταν έκανε έρωτα μαζί του, αλλά, καθοδηγούμενη από τη ζεστή και έμπειρη φωνή του, ένιωσε πως ο τρόπος με τον οποίο τον αναπλήρωσε πέτυχε το σκοπό του.
«Τώρα κλείσε τα μάτια και κοιμήσου. Καληνύχτα». «Καληνύχτα, αγάπη μου» απάντησε η Άννα ακόμη λαχανιασμένη. Πρέπει να τον προκαλέσει. Για να βάλει σ' εφαρμογή το σχέδιο που σκέφτηκε, πρέπει να τον κάνει θηρίο. Είναι σίγουρη πως κι αυτή τη νύχτα ο Μάουρο θα της φερθεί άσχημα, θα την κακομεταχειριστεί, θα την προσβάλει. Πρέπει να τον φτάσει στα άκρα. Οταν ο Μάουρο μπαίνει στο υπνοδωμάτιο, βρίσκει το φως αναμμένο και τη Μαρίζα να διαβάζει ένα περιοδικό έχοντας γυρισμένη την πλάτη της σ’ εκείνον. Φοράει νυχτικό, αλλά είναι σηκωμένο μέχρι τους γοφούς. Είναι το δόλωμα που κρύβει το αγκίστρι στο οποίο θα πιαστεί. Αλλά εκείνος πρώτα απαιτεί κάτι άλλο. Στέκεται γονατιστός δίπλα της. «Γύρνα». H Μαρίζα αφήνει το περιοδικό να πέσει στο πάτωμα, γυρίζει. «Τι θέλεις;» «Δεν καταλαβαίνεις;» Τον κοιτάζει. Έκπληκτος ο Μάουρο διακρίνει ένα ειρωνικό χαμόγελο στα χείλη της. «Πρέπει να σ’ ερεθίσει κάτι για να μπορέσεις να λειτουργήσεις; Μήπως χρειάζεσαι λίγη βοήθεια;»
O Μάουρο ταράζεται. Δεν την έχει ξανακούσει να μιιλάει έτσι. Μάλλον έχει αδειάσει ολόκληρο μπουκάλι. δεν ξέρει τι λέει. Σκύβει πάνω από το μόριό του, για μια στιγμή το παίρνει στο στόμα της, το αφήνει, σηκώνει το κεφάλι πάντα με το ειρωνικό χαμόγελο στα χείλη και λέει: «Ξέρεις; O άλλος δεν ήταν σαν εσένα. Ο άλλος δεν είχε ανάγκη από...». Ο άλλος! Ο Μάουρο πετιέται από το κρεβάτι οργισμένος, την αρπάζει από τα μαλλιά γρυλίζοντας με μανία και την πετάει στο πάτωμα. Εκεί, πεσμένη στο πάτωμα, έμεινε να πονάει σε όλο της το κορμί, ακόμη κι όταν ο Μάουρο, αφού εκτόνωσε τα κτηνώδη ένστικτά του πάνω της, πήγε να κοιμηθεί στο δωμάτιο των ξένων. Έπειτα σηκώθηκε, πήγε στο μπάνιο, έβαλε το κεφάλι της κάτω από τη βρύση και άφησε το κρύο νερό να τρέξει αρκετή ώρα. Ο πόνος είναι οξύς. Αύριο το πρωί θα είναι σαν τέρας, δε θα βλέπεται. Δεν κλαίει όμως. Κατάφερε να πετύχει το στόχο της.
Πριν πέσει ξανά στο κρεβάτι, βάζει το ξυπνητήρι στις εφτά και μισή. Είναι η ώρα που ο Τζανκάρλο ετοιμάζεται να φύγει. Είχε παρατήσει τον Τζανκάρλο με τον οποίο ήταν δύο χρόνια αρραβωνιασμένη για να παντρευτεί τον Μάουρο. Ο Τζανκάρλο όμως συνέχιζε να την αγαπάει και της το επαναλάμβανε κάθε φορά στο συνηθισμένο μηνιαίο τηλεφώνημα. Δεν είχε παντρευτεί, δεν είχε συναντήσει καμιά γυναίκα ικανή να σβήσει την αγάπη του για κείνη. Τώρα όμως που έχει μετατεθεί ως υπαστυνόμος στην ίδια πόλη, τα τηλεφωνήματα έγινα εβδομαδιαία. Ο Τζανκάρλο λαχταράει να την ξανακάνει δική του, αλλά η Μαρίζα μέχρι τώρα καταφέρνει να τον κρατάει σε απόσταση, παρότι χαίρεται και νιώθει ότι την αναστατώνει η περιέργεια να μάθει αν ο πρώην αρραβωνιαστικός της έχει αλλάξει ή αν παραμένει αυτός που ήξερε τόσο καλά να την κάνει ευτυχισμένη.
Εννέα H ΑΝΝΑ πήρε δύναμη από το πρωινό τηλεφώνημα του Μάρκου κι έφτασε νωρίτερα στο γραφείο, όπου διαπίστωσε με έκπληξη πως ο προϊστάμενός της βρισκόταν ήδη εκεί. Το πρόσωπό του ήταν σκυθρωπό, δεν πρέπει να είχε κοιμηθεί καλά. «Να μη μου περάσεις κανένα τηλεφώνημα. Περιμένω τον κύριο Μπαστιανέλλι».
Και όταν έφτασε ο Μπαστιανέλλι, της επανέλαβε: «Δε θέλω να με ενοχλήσει κανείς». «Μήπως έχεις πληροφορίες για το πώς εξελίσσονται τα πράγματα στη Νόλα; Δυστυχώς, είδα χθες βράδυ τις ειδήσεις» αρχίζει ο Μάουρο. «Κι εγώ τις είδα. Ο Μαννούτσι, που είναι υπεύθυνος φύλαξης, μ’ ενημέρωσε πως η κατάσταση εκεί κάτω είναι κρίσιμη». «Τι εννοεί;» «Οι εργαζόμενοι εργοστάσιο».
σκέφτονται
να
καταλάβουν
το
«Το φανταζόμουν. H αστυνομία τι κάνει;» «H αστυνομία εκτελεί εντολές. Αν της δώσουν εντολή να μην οξύνει, την κατάσταση, επειδή η κυβέρνηση προσπαθεί να περάσει αλλαγές και μέτρα χωρίς ταραχές, η αστυνομία θα καθίσει φρόνιμη». «Τι τύπος είναι αυτός ο Μαννούτσι;» «Εξαιρετικός. Μπορείς να βασιστείς πάνω του». «Για τα πάντα;»
«Για τα πάντα». «Θα μπορούσε κάποιος συνάντηση μαζί του;»
να
έχει
μια
μυστική
O Μπαστιανέλλι χαμογελάει. «Στις μέρες μας, ο μόνος σίγουρος τρόπος είναι να συναντηθείς τετ α τετ με κάποιον σε μέρος όπου δεν μπορούν να γίνουν υποκλοπές». «Θα μπορούσες να τον συναντήσεις κάποια στιγμή μέσα στη μέρα;» «Βέβαια. Τι να του πω;» «Το άκουσες πως ένας από τους εργάτες που έχουν σκαρφαλώσει στο φουγάρο έχει προβλήματα με την καρδιά του και δεν έχει πάρει μαζί τα χάπια του;» «Ναι». «Κατάλαβες γιατί δεν τα πήρε μαζί του;» «Για να είμαι ειλικρινής, όχι». «Γιατί ελπίζει πως θα πεθάνει εκεί πάνω. Έτσι η ευθύνη θα πέσει σ’ εμάς». «Κατάλαβα».
«Κι αυτό το γεγονός μ’ έκανε να σκεφτώ κάτι: να τους πετάξουμε την μπάλα». «Δηλαδή;» Και ο Μάουρο του λέει τη σκέψη του. Μόλις έφυγε ο Μπαστιανέλλι. η Άννα τον ενημέρωσε πως τον ζητούσε ο Μπιρόλλι στο τηλέφωνο. «Μπορώ να έρθω εκεί;» «Θεωρείς ότι είναι κατάλληλη στιγμή; Σου το είπα και το επαναλαμβάνω ότι δεν είναι σκόπιμο να εμφανιστείς εδώ, τουλάχιστον τώρα». «Ήθελα μόνο να σου πω ότι χθες το βράδυ το διοικητικό συμβούλιο αποδέχτηκε όλους τους όρους που θέσατε. Επίσης, εχθές το βράδυ δρομολογήθηκαν εξακόσιες απολύσεις. Τώρα πρόκειται για...» «Μπιρόλλι, διαβάζεις εφημερίδες; Βλέπεις τηλεόραση; Ξέρεις τι συμβαίνει στα εργοστάσιά μας;» «Ξέρω, αλλά...» «Θα τα πούμε με ηρεμία τη Δευτέρα, όταν επιστρέψω από την 'Ισκια». «Α, ναι, είχα ξεχάσει ότι ο Ραβάτσι σε προσκάλεσε στο συνέδριο. Να μου φιλήσεις τη Λίτσα».
Θα τη φιλήσω, να είσαι σίγουρος, και βέβαια θα φιλήσω την εγγονούλα σου! «H γραμματέας σας στο τηλέφωνο» λέει η Άνκα που εμφανίζεται στο άνοιγμα της πόρτας του γραφείου του. O Μπέππο σηκώνει το ακουστικό. «Καλημέρα, Τζουλιάνα». «Καλή σας μέρα. Θέλετε να περάσω να σας πάρω;» «Δε θα έρθω στο γραφείο σήμερα το πρωί». «Είστε καλά;» «Είμαι πολύ καλά, ευχαριστώ». Ποτέ δεν είχε νιώσει καλύτερα! «Με χρειάζεστε;» Η Άνκα είχε ζητήσει ρεπό το απόγευμα. «Το πρωί, όχι. Αν μπορούσες όμως να πεταχτείς γύρω στις τρεις το απόγευμα...» Έτσι θα μπορέσει να την πάει στο κρεβάτι και θα το κάνουν με την άνεσή τους.
«Θα περάσω οπουδήποτε». Κλείνει το τηλέφωνο, χαϊδεύει απαλά το πρώτο από τα οχτώ φύλλα που είναι μπροστά του, πάνω στο γραφείο. Είναι το αντίγραφο από δύο πυκνογραμμένα έγγραφα. Καθώς τα κρατάει στα χέρια του, νιώθει ότι η ευχαρίστηση που του προκαλούν είναι πολύ μεγαλύτερη από εκείνη που αισθάνεται όταν χαϊδεύει το κορμί της Τζουλιάνα. Εκείνος ο σιχαμένος ο Ντε Μπλάζι θέλει να κλέψει ένα σωρό χρήματα από τον πατέρα του. O άθλιος πιστεύει ότι η επιχείρηση του ανήκει δικαιωματικά, μόνο και μόνο επειδή έχει κάνει δυο γελοία μάστερ στο Γέιλ κι έγινε εξώφυλλο στο «Κομουνικατσιόνε ε ιμπρέζα». Θεέ μου, πόση ικανοποίηση νιώθει καθώς κοιτάζει αυτά τα έγγραφα. Δυστυχώς. πρέπει να τα αποχωριστεί. Και μάλιστα σύντομα. Αν λήξει η προθεσμία, δε θα έχουν πια καμία αξία. Αναστενάζει, βαθιά, σηκώνει σχηματίζει έναν αριθμό.
το
ακουστικό
και
«Εμπρός, μπαμπά; Είμαι ο Μπέππο». «Γεια. Πες μου τι θέλεις». «Υπάρχει μεγάλη ανάγκη να σε δω. Πρέπει να σου μιλήσω». «Για ποιο πράγμα;»
«Κρατάω στα χέρια μου κάποια έγγραφα που...» «Και είναι λόγος αυτός για να συναντηθούμε; Να μου τα διαβάσεις». «Μπαμπά, δε θα ήταν φρόνιμο». «Είσαι σίγουρος πως δε θα χάσω το χρόνο μου;» «Μπαμπά, θα με ευγνωμονείς». «Καλά. Ραντεβού την Παρασκευή στις οκτώ το πρωί στο σπίτι μου. Και σε προειδοποιώ να μην καθυστερήσεις ούτε λεπτό». Ο Γκουίντο Μάουρο.
Μαρσίλι
μπαίνει
στο
γραφείο
του
«Έστειλα το e-mail στην Μπιρόλλι». Και αμέσως θαύμα».
μετά προσθέτει:
«Τα έμαθες;
Έγινε
«Τι θαύμα;» «Συμφώνησαν τα συνδικάτα. Θα έρθουν να με συναντήσουν την Παρασκευή το απόγευμα. Πότε είναι η παρέμβασή σου στην Ίσκια;» «Την Παρασκευή στις έξι το απόγευμα».
«H συνάντησή μου με τα συνδικάτα είναι στις τρεις το μεσημέρι. Συνεπώς, μπορούμε να έχουμε τηλεφωνική επαφή. Να ζητήσω από το γεροΜανουέλλι να παρευρεθεί;» «Μάλλον ναι. Α, σχετικά με το γερο-Μπιρόλλι, μ’ ενημέρωσε πως έχουν σταλεί ήδη εξακόσιες απολύσεις». «Εντάξει. Κι εμείς πότε θα επέμβουμε;» «Δεν ξέρεις ότι το ιππικό με τον σαλπιγκτή μπροστά απ’ όλους φτάνει τη στιγμή που έχει απομείνει στους λευκούς μόνο μια σφαίρα για ν’ αντιμετωπίσουν τους Ινδιάνους;» «Είναι γελοίο!» φωνάζει ο Τζανκάρλο, που έχει καθίσει δίπλα στο κρεβάτι. «Δεν είναι δυνατόν να μου μιλάς με το σεντόνι στο πρόσωπο! Τράβηξε το!» «Δε θέλω να με δεις έτσι!» «Έλα, μην κάνεις σαν μωρό!» Πιάνει το σεντόνι και το τραβάει. Η Μαρίζα τον αφήνει. «Θεέ μου!» αναφωνεί ο Τζανκάρλο και αναστατωμένος πετάγεται όρθιος. Έπειτα πλησιάζει στο κρεβάτι, αρπάζει αποφασιστικά την άκρη του σεντονιού, το τραβάει
και την ξεσκεπάζει τελείως. H Μαρίζα, που είχε προβλέψει αυτή την κίνηση, είχε ξαπλώσει στο κρεβάτι μετά το ντους φορώντας ένα νούμερο μικρότερο σουτιέν κι ένα μικροσκοπικό κιλοτάκι. «Θεέ μου!» επαναλαμβάνει ο Τζανκάρλο μόλις βλέπει το σημαδεμένο της κορμί. Και αμέσως μετά, στητός, με ύφος αποφασιστικό, με μια ρυτίδα να χαράζει το μέτωπο και χέρια σταυρωμένα στο στήθος, η συνηθισμένη στάση όταν ανακρίνει κάποιον, λέει: «Και τώρα θα μου διηγηθείς τι συνέβη!». Η Μαρίζα υπακούει, προσπαθεί ν’ ανασηκωθεί, αλλά δεν τα καταφέρνει, υποφέρει πραγματικά, η παραμικρή κίνηση της προκαλεί έντονο πόνο. Τότε εκείνος σκύβει, την πιάνει απαλά απύ τις μασχάλες, τακτοποιεί στην πλάτη της τα μαξιλάρια, τα χέρια του είναι δυνατά όπως πάντα και δεν έχει παχύνει λόγω ηλικίας, αυτό το σώμα που τόσο είχε αγαπήσει η Μαρίζα μοιάζει ακόμη με αρχαίο ελληνικό άγαλμα. Ξανακάθεται. Η Μαρίζα δεν κάνει την παραμικρή κίνηση να σκεπαστεί, έτσι κι αλλιώς δεν ντρέπεται τον Τζανκάρλο, εκείνος γνωρίζει καλά το κορμί της, είναι γη που έχει από παλιά εξερευνήσει σπιθαμή προς σπιθαμή. Η Μαρίζα νιώθει, από τον τρόπο που την κοιτάζει, πως δε θα κουραστεί ποτέ να εξερευνάει ετούτη τη γη. Πριν αρχίσει να διηγείται όσα της είχαν συμβεί,
απολαμβάνει όσο γίνεται περισσότερο εκείνη τη στιγμή. Ετοιμάζεται να εκδικηθεί τον Μάουρο που την απογοήτευσε βαθιά. Για μια στιγμή είχε την ψευδαίσθηση ότι τη συγχώρεσε και ένιωσε την ευγνωμοσύνη της να ξεχειλίζει σαν παραγεμισμένο ποτήρι. Αντίθετα, αυτός ο υποκριτής ήθελε την ημέρα, μπροστά στους ξένους, να παίζει το ρόλο της κυρίας του σπιτιού, αλλά τη νύχτα να την έχει σαν σκλάβα, σαν αντικείμενο που θα ικανοποιούσε τα κτηνώδη ένστικτά του. H ώρα του βιασμού της στο μπάνιο —επειδή πραγματικά για βιασμό επρόκειτο, είναι ανώφελο να παίζει με τις λέξεις— αρκούσε για να αποκαλυφθεί ο πραγματικός χαρακτήρας του Μάουρο και να μετατρέψει την ευγνωμοσύνη της σε μίσος. Το ίδιο μίσος που τρέφει για τον Γκουίντο. Θα του δείξει τις διακυμάνσεις, όχι, κάποια άλλη λέξη χρησιμοποίησε, α ναι, τις διακοπές της καρδιάς! «Λοιπόν;» ρωτάει ο Τζανκάρλο χτυπώντας νευρικά το πόδι του στο πάτωμα. Κι εκείνη, με δάκρυα, λυγμούς και αναστεναγμούς τού διηγήθηκε ότι ο γάμος της με τον Μάουρο δεν ήταν παρά μια αλυσίδα συνεχών απογοητεύσεων που, μοιραία, οδήγησαν την αγάπη στο τέλος. Βέβαια, της πρόσφερε τα πάντα, αλλά πόση προδοσία, πόσες ταπεινώσεις, πόση πίκρα αναγκάστηκε να υπομείνει και να καταπιεί σιωπηλά! Κι ύστερα ο Μάουρο, τις ελάχιστες φορές που βρίσκεται στο σπίτι, ουσιαστικά δεν είναι εκεί: ακόμη και στις πιο προσωπικές τους στιγμές το μυαλό του είναι αλλού,
σκέφτεται τις δουλειές, τις επιχειρήσεις, τις επενδύσεις του. Κι έτσι εκείνη, ύστερα από χρόνια επίχρυσης μοναξιάς που γινόταν όλο και πιο απελπιστική, πιο μελαγχολική, πείστηκε από αδυναμία, από κούραση, από ανία, από πρόσκαιρο ενδιαφέρον, σίγουρα όμως όχι από αγάπη, γιατί η πραγματική αγάπη είναι κάτι τελείως διαφορετικό — σ’ εκείνο το σημείο σώπασε και κοίταξε με νόημα και με υπαινικτικό βλέμμα τον Τζανκάρλο—, με λίγα λόγια, παρασύρθηκε από κάποιον άλλο άντρα, πιο συγκεκριμένα από τον Γκουίντο Μαρσίλι, υποδιευθυντή στην επιχείρηση που διοικούσε ο άντρας της, ν’ αφήσει τον Μάουρο. Εγκατέλειψε το σπίτι, κάτι για το οποίο δε θα πάψει ποτέ να κατακρίνει τον εαυτό της, χωρίς να γράψει δυο λόγια και να εξηγήσει την κατάσταση στον Μάουρο, και έφυγε μαζί του για να περάσει ένα Σαββατοκύριακο στο βουνό, σ’ ένα σπίτι που ανήκει στον Γκουίντο. Σ’ εκείνο το σπίτι, ύστερα από μια μέρα κατάλαβε το τεράστιο λάθος που είχε διαπράξει και θέλησε να γυρίσει πίσω. Από τότε ζει μια κόλαση. Ο Μάουρο, από την αδιαφορία πέρασε στην οργή, τρελάθηκε από θυμό, τότε έπεσε στα πόδια του αναγνωρίζοντας το λάθος της και τον ικέτεψε να τη λυπηθεί, αλλά εκείνος δεν έδειξε το παραμικρό σημάδι συμπόνιας ή καλοσύνης, το αντίθετο μάλιστα, τη χτυπούσε άγρια κάθε βράδυ και χαιρόταν που την έβλεπε να κλαίει και να πονάει, σαδιστής, τύραννος που δε χόρταινε να εκδικείται και την ανάγκαζε να υφίσταται φοβερά πράγματα, αχ, Τζανκάρλο μου...
«O άντρας σου ξέρει πως εκείνος με τον οποίο έφυγες είναι υποδιευθυντής του;» τη ρωτάει ο Τζανκάρλο. Τη διέκοψε επειδή, αν η Μαρίζα άρχιζε να διηγείται τις λεπτομέρειες, δε θα κατάφερνε να συγκρατηθεί, θα έτρεχε αμέσως να συλλάβει και να περάσει χειροπέδες σ’ αυτό το γουρούνι τον Μάουρο. «'Οχι. Και ούτε καν το υποπτεύεται». «Πρέπει να τον αφήσεις» προτείνει ο Τζανκάρλο. "Πρέπει να τον αφήσεις αμέσως. Πρώτα όμως θα τον καταγγείλεις σ’ εμένα για συνεχή κακοποίηση". Εκείνη δε δείχνει ίχνος ικανοποίησης, αλλά κατά βάθος χαίρεται, ο πρώτος στόχος επετεύχθη. Περνάει στη δεύτερη πράξη. «Υπάρχει και κάτι ακόμη» λέει χαμηλόφωνα. «Μίλα». «Ο άτιμος θέλει να ξαναπάω μαζί του». «Ποιος άτιμος;» ρωτάει ο Τζανκάρλο, που δεν έχει καταλάβει καλά. «Ο Μαρσίλι. Με θέλει ξανά. Κι επειδή αρνήθηκα, μου έκλεψε τα κοσμήματα». «Πότε συνέβη αυτό;»
«Χθες το βράδυ ο άντρας μου τον κάλεσε για φαγητό κι εκείνος άδραξε την ευκαιρία». «Πώς το έκανε;» «Την ώρα που τρώγαμε, ζήτησαν τον Μάουρο στο τηλέφωνο. Τότε ο Μαρσίλι ζήτησε συγγνώμη και πήγε στο μπάνιο. Δεν πήγε όμως στο μπάνιο, ανέβηκε στο υπνοδωμάτιο, πήρε την κοσμηματοθήκη και ξανακατέβηκε, πήγε στο χολ και την έκρυψε κάτω από το παλτό του. Μετά εγώ ανέβηκα να ξαπλώσω κι εκείνος έμεινε με τον Μάουρο. Έπειτα από λίγο, με τη δικαιολογία πως θα πήγαινε να πάρει το κομπιούτερ από το αυτοκίνητο...» «Συγγνώμη, αλλά πώς το ξέρεις; Δεν είχες πάει να ξαπλώσεις;» «Ναι, αλλά επειδή είχα αϋπνία, καθόμουν στο παράθυρο. Τον είδα να βγαίνει με την κοσμηματοθήκη και να επιστρέφει με το κομπιούτερ». «Δηλαδή έκλεψε εκδικηθεί;»
τα
κοσμήματά
σου
για
να
σ’
«Σίγουρα. Ζητάει το κορμί μου για αντάλλαγμα προκειμένου να μου επιστρέψει τα κοσμήματα». Ο Τζανκάρλο τρέμει σαν τεντωμένη χορδή, δεν μπορεί πια να καθίσει, σηκώνεται, βηματίζει νευρικά μέσα στο δωμάτιο και ύστερα:
«Θα ήσουν διατεθειμένη να τον καταγγείλεις για κλοπή;». «Ναι» απαντάει εκείνη αποφασιστικά. καλύτερα να περιμένουμε μια δυο μέρες».
«Αλλά
«Γιατί;» «O Μάουρο θα λείψει μερικές μέρες, μόλις φύγει, θα μαζέψω τα πράγματά μου και θα φύγω για πάντα από το σπίτι. Έτσι θα γλιτώσω από τις φοβερές αντιδράσεις του. Τούτη τη φορά μπορεί και να με σκοτώσει». «Πού σκοπεύεις να πας;» «Δεν ξέρω. Δε θέλω να γυρίσω στο σπίτι των γονιών μου, δεν έχουμε καλές σχέσεις. Θα βρω κάποιο μέρος». Ο Τζανκάρλο παίρνει μια γρήγορη απόφαση. «Θα σε στείλω στη μητέρα μου. Θα χαρεί πολύ να σε ξαναδεί. Είναι μόνη η καημένη κι έχει ανάγκη από παρέα. Μάλλον θα σε πάω εγώ. Τι λες, θέλεις να φύγουμε την Παρασκευή το μεσημέρι;» «Σύμφωνοι». H κυρία Έμμα Ρουβολίτο χήρα Φορμίτζι ζει σ’ ένα χαμένο χωριουδάκι του Τερραμάνο. Δεν πρόκειται να τη βρει ο Μάουρο σ’ εκείνο το μέρος.
Ο Τζανκάρλο κοιτάζει το ρολόι. «Τι ώρα γυρίζει το μεσημέρι ο άντρας σου για φαγητό;» «Ποτέ πριν από τη μία». «Πήγαινε να ντυθείς, εγώ θα ενημερώσω τη μαμά πως την Παρασκευή το βράδυ θα είμαστε εκεί». «Γιατί να ντυθώ;» «Θα σε συνοδέψω στο Πρώτων Βοηθειών. Θέλω να υπάρχουν καταγραμμένα στοιχεία για όσα σου έκανε ο άντρας σου». «Μήπως καθυστερήσουμε Βοηθειών;»
πολύ
στο
Πρώτων
«Τώρα θα τηλεφωνήσω, θα δεις πως όλα θα γίνουν γρήγορα και με μεγάλη διακριτικότητα. Μετά θα σε συνοδέψω πάλι εδώ και θα μου υπογράψεις τις δύο καταγγελίες για την κακομεταχείριση και για την κλοπή των κοσμημάτων. Θα τις καταθέσω την Παρασκευή το πρωί». «Με βοηθάς να σηκωθώ;» Ω, τι υπέροχη αίσθηση αγκαλιά του τη Μαρίζα!
να
κρατάει
ξανά
στην
Ω, τι ωραία να νιώθει και πάλι να τη σφίγγουν τα
δυνατά μπράτσα του Τζανκάρλο! «Άκου, Τζανκάρλο, ξέρω ότι σου ζητάω πολλά...» «Πολλά; Μα τι λες;» «Θα μπορούσες να με βοηθήσεις να ντυθώ; Δε θέλω με τίποτα να με δει σε τέτοια κατάσταση η οικιακή βοηθός...» Κι αυτό είναι για τον Τζανκάρλο η χαριστική βολή. «Πού είσαι;» «Εξαρτάται». «Τι εννοείς;» «Εξαρτάται ποιος ρωτάει». «Εγώ σε ρωτάω». «Λοιπόν, είμαι στην Μπολόνια». «Και για τους άλλους;» «Στο Παλέρμο». «Τι κάνεις εκεί;» «Το σωματοφύλακα ενός κοσμηματοπώλη».
«Καλά. Συνεχίζεις να έχεις επαφή;» «Τρεις φορές τη μέρα. Αρχίζει όμως να μου τη σπάει». «Κάνε λίγη υπομονή». «Μέχρι πότε;» «Το αργότερο μέχρι το Σάββατο. Θα σου ξανατηλεφωνήσω. Και μετά θα μπορέσεις να εξαφανιστείς για πάντα». Είναι σχεδόν δύο το μεσημέρι όταν ο Μάουρο επιστρέφει στο σπίτι. Μια ώρα μιλούσε στο τηλέφωνο με τον Πεννάκκι, ο οποίος ανησυχούσε πολύ για τις εξελίξεις. «Αυτή η παλιοφυλλάδα “Εκονομία ε σιντακάτο”, όργανο της Αριστεράς, έγραψε πως είναι αδικαιολόγητο το κλείσιμο του εργοστασίου της Νόλα και πως αν υπήρχε κάποιο εργοστάσιο στο οποίο έπρεπε να παρέμβουν, ενδεχομένως ήταν του Γκαλλαράτε, και είχε επίσης το θράσος ν’ αφήσει να εννοηθεί ότι η ανταλλαγή έγινε ύστερα από δική μου υπόδειξη! Έτσι μου έρχεται να κάνω μήνυση για δυσφήμιση στην εφημερίδα!» «Το θεωρείς σκόπιμο;» ρωτάει ο Μάουρο παγερά. Ο Πεννάκκι αναδιπλώνεται αμέσως.
«Ο λόγος για τον οποίο δεν κάνω μήνυση είναι επειδή δε θέλω να τροφοδοτήσω το κύμα λάσπης...» «H κυρία;» ρωτάει τη Στέλλα, την οικιακή βοηθό. «Σηκώθηκε το πρωί, αλλά μετά πήγε πάλι να ξαπλώσει. Μου ζήτησε να τη συγχωρήσετε που δε θα κατεβεί να φάει μαζί σας». H Μαρίζα γύρισε πριν από μισή ώρα, γδύθηκε και ξάπλωσε. Έδωσε δύο χαρτονομίσματα των εκατό ευρώ στη Στέλλα και τη δασκάλεψε να πει στον Μάουρο όσα μόλις του ανέφερε. Ο Τζανκάρλο, περιποιητικός όπως πάντα —Θεέ μου, τι γλυκός!— της αγόρασε και μια καταπραϋντική αλοιφή που η Μαρίζα έβαλε σε όλο της το σώμα, ενώ φανταζόταν πως τα δικά του χέρια άλειφαν την κρέμα στο πονεμένο της κορμί. «Να μου σερβίρεις αμέσως» λέει ο Μάουρο. Μόλις τελείωσε το φαγητό, πήγε στο γραφείο. Είναι περιττό να γυρίσει στη δουλειά, αφού στις πέντε πρέπει να πάει στον καθηγητή Λακιέζα. Από ένα αντίγραφο που έχει, θέλει να μάθει απέξω την παρέμβασή του στο συνέδριο. Πάντως, θα έκανε μεγαλύτερη εντύπωση αν την έλεγε προφορικά αντί να τη διαβάσει. Στις τέσσερις δέχεται ένα τηλεφώνημα από τον
Μπαστιανέλλι. «Παίρνω το αεροπλάνο για να γυρίσω από τη Νάπολη. Θα είστε στο γραφείο;» «Όχι». «Ήθελα να σας πω ότι τα κανόνισα όλα». «Μπράβο. Μη μου πεις τίποτ’ άλλο. Για πότε;» «Όπως είχαμε συμφωνήσει». Η επίσκεψη, που άρχισε λίγο μετά τις πέντε, τελείωσε περασμένες επτά. Ο Λακιέζα, αφού τον εξέτασε μια ολόκληρη ώρα, θέλησε να μάθει όλες τις αρρώστιες που είχε περάσει από τότε που γεννήθηκε. Tι τρώει, αν καπνίζει, αν κάνει χρήση ναρκωτικών ουσιών, αν πίνει, αν κάνει κατάχρηση στο σεξ, αν αθλείται. Τα πέρασε όλα στο κομπιούτερ. Μετά σήκωσε τους ώμους και κοίταξε με ύφος ερωτηματικό τον Μάουρο, σαν να περίμενε από εκείνον τη διάγνωση. Τελικά, το μαντείο έβγαλε το χρησμό. «Κατά τη γνώμη μου, πρέπει το συντομότερο δυνατόν να επισκεφτείτε ένα νευρολόγο που, είμαι βέβαιος, θα σας στείλει να κάνετε έναν υπέρηχο εγκεφάλου».
Ο Μάουρο ένιωσε σαν να τον χτύπησαν με ρόπαλο στο κεφάλι. «Στον εγκέφαλο;!» «Μμ, ναι, αν και δεν είμαι ειδικός, να το κάνετε το συντομότερο δυνατόν». «Περί τίνος πρόκειται, κατά τη γνώμη σας;» «Μμ, μπορεί μικρά ισχαιμικά επεισόδια να προκαλούν τα συμπτώματα που μου αναφέρατε. Είναι παράξενο όμως δεδομένης της ηλικίας σας. Τέτοια φαινόμενα είναι αρκετά συχνά σε προχωρημένη ηλικία. Συγχωρήστε την επιμονή μου, αλλά επείγει να επισκεφτείτε ένα νευρολόγο». «Είναι σοβαρό;» «Ας πούμε ότι τα συμπτώματα μπορεί ν’ αρχίσουν να εμφανίζονται πιο συχνά, αν δεν...» «Κατάλαβα. Το θέμα είναι πως αύριο το πρωί πρέπει να φύγω». «Πότε επιστρέφετε;» «Έπειτα από τρεις μέρες». O καθηγητής στραβώνει το στόμα.
«Θα μπορούσατε να καθυστερήσετε μια μέρα την αναχώρησή σας;» Θα μπορούσε. H παρέμβασή του στην Ίσκια είναι για την Παρασκευή το απόγευμα. «Θα μπορούσα, αλλά πιστεύετε πως σε μια μέρα...» «Περιμένετε να τηλεφωνήσω στον καθηγητή Ροτόντι, που εκτός του ότι είναι αυθεντία είναι και καλός φίλος». Το συμπέρασμα του τηλεφωνήματος είναι ότι ο Ροτόντι τον περιμένει την επομένη το πρωί στις επτά, στην κλινική. Θα είναι ο πρώτος ασθενής. Θα καταφέρει άραγε να τελειώσει τις εξετάσεις το πρωί και να φύγει το απόγευμα για την Ίσκια; Επιστρέφει στο σπίτι γύρω στις οχτώ. «Η κυρία;» «Σηκώθηκε κατά τις επτά, έφαγε μια σούπα και γύρισε στο κρεβάτι. Ακόμη δεν είναι καλά». «Άκου, Στέλλα, δε θα ήθελα να ενοχλήσω τη γυναίκα μου. Αύριο το πρωί πρέπει να σηκωθώ νωρίς. Να μου ετοιμάσεις το δωμάτιο των ξένων και να σερβίρεις το δείπνο μετά τις ειδήσεις». Οι μαλάκες παίρνουν ακόμη τον αέρα τους πάνω στο φουγάρο. Ο καρδιοπαθής εφοδιάστηκε με τα φάρμακά
του. Ο σχολιαστής της τηλεόρασης εκτίμησε πολύ την κίνηση του διευθυντή του εργοστασίου, που ανέβηκε μέχρι εκεί για να παραδώσει ο ίδιος τα φάρμακα στον εργάτη. Ο Γκουίντο Μαρσίλι τού επέβαλε να το κάνει ύστερα από ένα επιτακτικό τηλεφώνημα. «Υποφέρω από ιλίγγους!» απάντησε ο διευθυντής. «Δε με ενδιαφέρουν οι ίλιγγοί σας. Αν δεν το κάνετε, να θεωρήσετε τον εαυτό σας απολυμένο». Εντούτοις, αυτή η καλή κίνηση δε στάθηκε ικανή να εκτονώσει την ένταση που υπήρχε στους εργαζόμενους στη Νόλα. Φάνηκε από τις κάθε άλλο παρά καθησυχαστικές δηλώσεις των εργατών. «Αν μέσα σε λίγες ώρες δε μας απαντήσει η διεύθυνση ή η κυβέρνηση, θα προχωρήσουμε στην κατάληψη όλων των εργοστασίων». Βάζουμε στοίχημα ότι δε θα γίνει κατάληψη σε κανένα εργοστάσιο; Κλείνει την τηλεόραση, πηγαίνει στο γραφείο και τηλεφωνεί στην Άννα, στο σπίτι. "Έτυχε κάτι απρόοπτο που δε μου επιτρέπει ν’ αναχωρήσω αύριο το πρωί για την 'Ισκια. Ίσως μπορέσω να φύγω το απόγευμα. Με λίγα λόγια,
φρόντισε να έχω τη δυνατότητα να πετάξω για τη Νάπολη οποιαδήποτε στιγμή από αύριο το απόγευμα έως νωρίς το πρωί της Παρασκευής».
Δέκα KANEI άλλο ένα τηλεφώνημα, τούτη τη φορά στον Γκουίντο. «Τι έγινε το απόγευμα;» «Τίποτα το σημαντικό, αλλά θα ήθελα να σε ενημερώσω από κοντά για κάποια πράγματα. Αν θέλεις, περνάω αργότερα». «Θέλεις να έρθεις να φάμε μαζί;» «Δε θα ήθελα να ενοχλήσω». «Δεν ενοχλείς κανέναν, η Μαρίζα είναι στο κρεβάτι επειδή δε νιώθει καλά, θα είμαστε μόνο εμείς οι δύο. Σε περιμένω». Λέει στη Στέλλα να βάλει άλλο ένα σερβίτσιο στο τραπέζι. Μίλησαν αρκετά, κυρίως για τη στρατηγική που θ’ ακολουθούσαν στη γενική συνέλευση την Παρασκευή το απόγευμα. Κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο Γκουίντο, γύρω στο τέλος των διαπραγματεύσεων, έπρεπε να δείξει καλή θέληση και να δεχτεί τα αιτήματα των συνδικάτων, θα παρέμενε όμως σταθερός στην απόφαση να κλείσει το εργοστάσιο της Νόλα.
Ο Γκουίντο είναι φανερά κουρασμένος, κοιτάζει το ρολόι: περασμένα μεσάνυχτα. «Ας δούμε τις βραδινές ειδήσεις στο TG3 και μετά πάω σπίτι». Η πρώτη είδηση αφορά τις μεταρρυθμίσεις στο χώρο της υγείας που προωθεί ο Ομπάμα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η δεύτερη το πρόβλημα της δικαιοσύνης, τη μείωση του χρόνου παραγραφής των αδικημάτων, γεγονός που προκαλεί μετωπική σύγκρουση ανάμεσα κυβέρνηση και στην αντιπολίτευση. Σ’ εκείνο το σημείο, ο παρουσιαστής εμφανίζεται μ' ένα χαρτί στο χέρι. «Μία είδηση που μόλις έφτασε μας ενημερώνει πως ισχυρή έκρηξη σημειώθηκε στις εγκαταστάσεις του εργοστασίου της Μανουέλλι στη Νόλα. Θα δώσουμε και άλλες πληροφορίες στη συνέχεια του δελτίου». "Σκατά!" αναφωνεί κάτωχρος.
ο
Μαρσίλι
που
έχει
γίνει
"Τηλεφώνησε εκεί κάτω" τον διατάσσει ο Μάουρο. "Προσπάθησε να μάθεις όσο γίνεται περισσότερες λεπτομέρειες". Ενώ ο Γκουίντο, αναστατωμένος, σηκώνεται με το κινητό στο αυτί, ο Μάουρο συγχαίρει νοερά τον
Μπαστιανέλλι και τον Μαννούτσι που εργάστηκαν γρήγορα και καλά. Ο Γκουίντο επιστρέφει. «Ήταν βόμβα. Την έβαλαν σε μια από τις πίσω εισόδους. Υπάρχει ένας τραυματίας. Ευτυχώς ελαφρά». Πολύ επικίνδυνο! Κι όμως είχε πει στον Μπαστιανέλλι να είναι προσεκτικοί, να μην υπάρξει νεκρός. Κατά βάθος, ένας ελαφρά τραυματισμένος κάνει πιο ενδιαφέρον το παιχνίδι... «Ξέρουμε ποιος είναι;» «Ένας νυχτοφύλακας». Ο Μάουρο παίρνει μια γρήγορη απόφαση. Το σίδερο το χτυπάς όταν είναι ζεστό. «Άκου, αύριο το πρωί οργάνωσε μια συνέντευξη τύπου στα γραφεία μας. Στις δώδεκα το μεσημέρι. Νομίζω ότι επιβάλλεται». «Συμφωνώ απόλυτα» λέει ο Γκουίντο. Και ύστερα: «Μα τι διάολο έχουν σκοπό να κάνουν τούτοι εδώ; Αν αρχίζουν έτσι, θα προκαλέσουν κοινωνική σύγκρουση!».
«Αυτό ακριβώς σκοπεύω να πω στη συνέντευξη τύπου: ότι η κυβέρνηση πρέπει να λάβει υπόψη της την κατάσταση. Σε μερικές επιχειρήσεις οι εργαζόμενοι έχουν απαγάγει τους διευθυντές, τώρα έφτασαν στο σημείο να βάζουν βόμβες. Πρέπει να σκεφτεί η κυβέρνηση. Αν η κυβέρνηση αφήσει στα χέρια των καταληψιών ένα εργοστάσιο, εμείς οι βιομήχανοι το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι η κυβέρνηση δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει τη δραματική αύξηση της κρίσης». «Μου φαίνεται λίγο σκληρό» παρατηρεί ο Γκουίντο. «Άκουσέ με, μια στο καρφί και μια στο πέταλο, με αυτό τον τρόπο πρέπει ν’ αντιμετωπίσουμε τους ανθρώπους της κυβέρνησης». Μόλις έφυγε ο Γκουίντο, άρχισε να χτυπάει το τηλέφωνο του γραφείου του. Πήγε ν’ απαντήσει, καθώς λίγοι γνώριζαν αυτό τον αριθμό. Είναι ο γερο-Μανουέλλι. "Ο Μπέππο με ξύπνησε για να μου πει πως έβαλαν βόμβα στη Νόλα. Το άκουσε στην τηλεόραση. Τι έμαθες;" Ο Μάουρο του αναφέρει όσα έμαθε. "Έχεις το τηλέφωνο τραυματίστηκε;"
του
νυχτοφύλακα
που
« Όχι. Γιατί το θέλεις;» Να του τηλεφωνήσω. Κάνει καλή εντύπωση. Θα το ζητήσω από τον Μαρσίλι». Ο Μάουρο τον ενημερώνει πως έχει προγραμματίσει μια συνέντευξη τύπου. «Μη σου περάσει απο το μυαλό ν’ ανακοινώσεις πως θ' αναβάλεις τη συνάντηση της Παρασκευής!» τον ειδοποιεί ο Μανουέλλι. "Ούτε που το σκέφτηκα". «Αποφάσισα να πάω κι εγώ. Κρίμα που δε θα μπορέσεις να παρευρεθείς. Θα πω ότι το σύνθημά μας είναι η λογική ενάντια στη βία. Θα πω ότι ο Μανουέλλι δε λύγισε ούτε όταν...» Μετά για ένα τέταρτο επαινούσε τον εαυτό του. Πριν πάει στο δωμάτιο των ξένων, ο Μάουρο σκέφτεται πως δε θα ήταν κακή ιδέα να διασκεδάσει λίγο με τη Μαρίζα, θα χαλάρωνε και θα τον βοηθούσε να κοιμηθεί καλά. Το υπνοδωμάτιο είναι σκοτεινό, η ζέστη υπερβολική. Ανάβει το φως του κομοδίνου του, βήχει επίτηδες για να κάνει θόρυβο, θέλει η παρουσία του και μόνο στο δωμάτιο να της προκαλέσει φόβο. Η Μαρίζα όμως συνεχίζει να κοιμάται βαθιά, τυλιγμένη σαν μούμια με το σεντόνι.
Τότε, κάνει την πρώτη κίνηση, ακουμπάει το γόνατό του στο κρεβάτι κι ετοιμάζεται ν’ αρπάξει το σεντόνι, να το τραβήξει με όλη του τη δύναμη και να την πετάξει βίαια στο πάτωμα. Το βλέμμα του πέφτει στο ξυπνητήρι. Είναι περασμένη μία και στις επτά πρέπει να βρίσκεται στο ιατρείο του νευρολόγου Ροτόντι. Παραιτείται απρόθυμα από το σχέδιό του. Σβήνει το φως και βγαίνει από το υπνοδωμάτιο. Η Μαρίζα αναστενάζει με ανακούφιση. Ήταν σίγουρη πως κι εκείνη τη νύχτα ο Μάουρο θα διασκέδαζε βασανίζοντάς την. Ήταν τόσο σίγουρη, ώστε το ανέφερε στον Τζανκάρλο την ώρα που πήγαιναν στις Πρώτες Βοήθειες. «Αν συμβεί κάτι τέτοιο, θα πηδήξω από το παράθυρο» κατέληξε. Ο Τζανκάρλο, σκυθρωπός, έκανε ένα τηλεφώνημα και ζήτησε να του φέρουν από το αρχηγείο της αστυνομίας κάτι που εκείνη δεν κατάλαβε. Κι ύστερα, όταν τη συνόδεψε πίσω στο σπίτι, έβγαλε από την τσέπη του ένα σπρέι, έμοιαζε με αποσμητικό, και της το έδωσε. «Να προσέχεις, επειδή προκαλεί φοβερό ερεθισμό. Αν σηκώσει το χέρι του πάνω σου, να ψεκάσεις στο πρόσωπό του».
Ήταν τυχερός ο Μάουρο που άλλαξε γνώμη. Σηκώνεται από το κρεβάτι και νιώθει πως τον κυριεύει εκνευρισμός. Ο λόγος της ανησυχίας πηγάζει από κάτι συγκεκριμένο, την επίσκεψη που θα κάνει σε λίγο στο γιατρό. Μόλις μπαίνει όμως στο αυτοκίνητο και ξεκινάει, αμέσως νιώθει καλύτερα. Σαν να είχε συνωμοτήσει όλο το σύμπαν υπέρ του, δεν έμπλεξε σε κίνηση, ούτε περίμενε πολλή ώρα σε ατελείωτες ουρές στα φανάρια, βρήκε αμέσως να παρκάρει και ο καθηγητής Ροτόντι τον δέχτηκε στο γραφείο του χωρίς να τον αφήσει να περιμένει στην αίθουσα αναμονής. Φυσικά, πριν αρχίσει να τον εξετάζει, ο καθηγητής ζήτησε να του επαναλάβει όσα είχε πει και στον καθηγητή Λακιέζα, αλλά ο Ροτόντι επέμεινε πολύ περισσότερο στα τρία επεισόδια «λιποθυμίας», έτσι τα αποκάλεσε, θέλει να μάθει τι χρονικό διάστημα μεσολάβησε ανάμεσα στο κάθε επεισόδιο, κάτω από τι συνθήκες συνέβησαν, τι ώρα, πώς ένιωσε πριν και πώς αμέσως μετά. «Υποφέρετε από ημικρανίες;» «Σπανιότατα». «Έχετε ζαλάδες; Ιλίγγους;» «Ποτέ».
Μετά τον βάζει να κάνει μερικές μικρές ασκήσεις που του φαίνονται χαζές, όπως να κλείσει τα μάτια, ν’ απλώσει μπροστά τα χέρια και να πλησιάσει το ένα με το άλλο μέχρι ν’ ακουμπήσουν οι άκρες των δεικτών ή, πάντα με κλειστά τα μάτια, να περπατήσει προς τον τοίχο που ήταν μπροστά με τα χέρια στο πλάι, ακολουθώντας μια άσπρη γραμμή που υπήρχε στο πάτωμα. Στις εννέα τον συνόδεψε μια νοσοκόμα στο ισόγειο για να κάνει τον υπέρηχο εγκεφάλου. Του έκαναν δύο, το δεύτερο αφού πρώτα του έβαλαν με ένεση ένα υγρό στο χέρι. Έπειτα από μια ώρα βρέθηκε και πάλι στο ιατρείο του Ροτόντι, τον συνόδεψε η ίδια νοσοκόμα που άφησε στο γραφείο του καθηγητή δυο ακτινογραφίες. Ο οποίος, αφού τις εξέτασε προσεκτικά για αρκετή ώρα, του είπε: «Νομίζω πως ο Λακιέζα μού ανέφερε ότι θα λείψετε για λίγες μέρες». «Ναι. Θα φύγω σήμερα το απόγευμα». Τώρα πια είναι σίγουρος πως θα τα καταφέρει να φύγει. «Πότε σκοπεύετε να επιστρέψετε;» «Το αργότερο την Κυριακή το απόγευμα». «Θα μπορούσατε να έρθετε ξανά τη Δευτέρα το
απόγευμα στις πέντε; Στο μεταξύ, θα έχω το χρόνο να μελετήσω τα αποτελέσματα του υπέρηχου». «Βέβαια». Ο καθηγητής σημειώνει το ραντεβού. Ο Μάουρο αποφασίζει να κάνει την ερώτηση που τον βασανίζει περισσότερο. «Πιστεύετε πως θα ξαναπαρουσιαστούν τέτοια επεισόδια;» «Σίγουρα». «Και δεν υπάρχει κάτι που θα μπορούσα... Ξέρετε, αύριο το απόγευμα θα μιλήσω σ’ ένα συνέδριο και δε θα ήθελα...» O καθηγητής ανοίγει τα χέρια για να δείξει πως δεν μπορεί να κάνει κάτι. «Δεν έχουμε να κάνουμε με μια ημικρανία που θα περάσει με κάποιο παυσίπονο... Και έπειτα, η θεραπεία που θα σας γράψω τη Δευτέρα δε θα έχει άμεσο αποτέλεσμα, καταλαβαίνετε...» Μια φοβερή σκέψη περνά από το μυαλό του Μάουρο. «Έχω καρκίνο;» «Όχι!» «Τότε; Ο καθηγητής Λακιέζα μου ισχαιμικά επεισόδια...»
ανέφερε μικρά
«Ουσιαστικά δεν έκανε λάθος. Θα σας το πω με απλά λόγια, είστε σαράντα χρονών, αλλά ο εγκέφαλός σας μοιάζει με εκείνον ενός ανθρώπου ογδόντα χρονών. Πρέπει με κάποιο τρόπο να επιβραδύνουμε την πρόωρη γήρανση. Κοιτάξτε, από σήμερα θα αρχίσετε να παίρνετε ασπιρίνη, θα σας γράψω τη συνταγή. Ρευστοποιεί το αίμα, θα μπορούσε, λέω θα μπορούσε, να βοηθήσει ώστε να εμφανίζονται πιο αραιά τα επεισόδια. Και αύριο, δύο ώρες πριν από την ομιλία, θα πάρετε δέκα σταγόνες από αυτό το ηρεμιστικό που σας έγραψα. Δε θα σας φέρει υπνηλία. Α, μια τελευταία συμβουλή: ν’ αποφύγετε όσο γίνεται την οδήγηση». «Γιατί;» «Καταλαβαίνετε, αν σας συμβεί ένα τέτοιο επεισόδιο την ώρα που τρέχετε στον αυτοκινητόδρομο...» «Κύριε καθηγητά, συγγνώμη, μπορείτε να μου εξηγήσετε γιατί την πρώτη φορά που εμφανίστηκε εκείνη η επιγραφή αναφερόταν σ’ έναν επικείμενο θάνατο;» Ο καθηγητής χαμογελάει. «Δε σας εμφανίστηκε καμία επιγραφή. Ίσως πρόκειται για την προβολή ενός ασυνείδητου γεγονότος. Το σκεφτήκατε την ώρα που νιώθατε ότι λιποθυμάτε και νομίσατε πως το είδατε γραμμένο. Πράγματι, την τρίτη φορά οι λέξεις δεν κατάφεραν να σχηματιστούν επειδή στο υποσυνείδητό σας ξέρατε
πως δεν πεθαίνατε». Φτάνει στο γραφείο τρία τέταρτα πριν από τη συνέντευξη τύπου. Η Άννα τον ενημερώνει πως έφτασαν τηλεγραφήματα, e-mail, μηνύματα συμπαράστασης από ιδρύματα, πολιτικές δυνάμεις, συνεργάτες, ακόμη και από τα συνδικάτα. Έχει προετοιμάσει και μια επισκόπηση του τύπου, είναι λίγες οι εφημερίδες που τους χτυπάνε, αναφερόμενες στην είδηση της βόμβας, πάντως υπήρχε ομόφωνη αγανάκτηση. «Τι ώρα είναι η πτήση για τη Νάπολη;» «Στις έξι το απόγευμα». «Δε βολεύει. Πρέπει να φύγω γύρω στις τέσσερις. Στη Νάπολη να με περιμένει ένα αυτοκίνητο της εταιρείας, θέλω να επισκεφτώ τον τραυματισμένο νυχτοφύλακα. Να μάθετε το όνομα του νοσοκομείου, να τους ενημερώσετε για την επίσκεψή μου, να μη δημιουργήσουν προβλήματα. Μετά το αυτοκίνητο θα με συνοδέψει στο ελικόπτερο. Να στείλετε κάποιον στο σπίτι μου να πάρει τη βαλίτσα που είναι έτοιμη». Μπαίνει ο Γκουίντο. «H αίθουσα συνεδριάσεων έχει γεμίσει δημοσιογράφους. Υπάρχουν πολλά κανάλια».
από
«Θα οργανωθούμε ως εξής» λέει ο Μάουρο. Εγώ θα διαβάσω ένα σύντομο ανακοινωθέν, αλλά δεν πρόκειται ν’ απαντήσω στις ερωτήσεις των δημοσιογράφων που ενδιαφέρονται να μάθουν κυρίως πώς εξελίσσονται, τα πράγματα. Εσύ ξέρεις περισσότερα απο μένα πάνω στο συγκεκριμένο θέμα». «Εντάξει, θ’ απαντήσω εγώ. Εσύ τι θα κάνεις, θα μείνεις;» «Όχι, θα πάω να τσιμπήσω κάτι και μετά θα φύγω για τη Νάπολη». «Σου εύχομαι να πάνε όλα καλά στην Ίσκια». «Ευχαριστώ». Όλες οι επιχειρήσεις του τομέα μας, μικρές και μεγάλες, έχουν επηρεαστεί έντονα από την παγκόσμια κρίση. Σε σχέση με τις άλλες επιχειρήσεις, η Μανουέλλι προσπάθησε να περιορίσει τη ζημιά με όλους τους δυνατούς τρόπους. Δυστυχώς όμως βρέθηκε μπροστά σε δύο αξεπέραστες δυσκολίες, τον αργό ρυθμό παρέμβασης της κυβέρνησης από τη μια και την περιορισμένη πίστωση, που ευχόμαστε να είναι προσωρινή, από την άλλη. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ο όμιλος Μανουέλλι έλαβε τα αναγκαία για την επιβίωση της επιχείρησης μέτρα, έτσι κι αλλιώς δε θα είχε τη δυνατότητα να ενεργήσει διαφορετικά. Ωστόσο, πήρε την πρωτοβουλία και προσκάλεσε όλα
τα συνδικάτα να καθίσουν στο τραπέζι και να μελετήσουν λεπτομερώς ποιες και πόσες βελτιώσεις θα μπορούσαν να γίνουν στα ήδη εγκεκριμένα μέτρα. Οι συνομιλίες θα ξεκινήσουν αύριο Παρασκευή, νωρίς το απόγευμα. Εξάλλου, η Μανουέλλι συμβάλλει ενεργά στη σωτηρία της Αρτένια και των εργατών της. Παρ’ όλα αυτά, είμαστε υποχρεωμένοι να υπογραμμίσουμε ότι σε αυτές τις πρωτοβουλίες της Μανουέλλι χθες βράδυ απάντησαν με μια ενέργεια που μόνο τρομοκρατική μπορεί να χαρακτηριστεί. Το γεγονός ετούτο μας προκαλεί ιδιαίτερη ανησυχία. Ήδη σε αρκετά εργοστάσια έχουν εκδηλωθεί διάφορες εκφοβιστικές ενέργειες όπως η απαγωγή κάποιων διευθυντών, χθες βράδυ όμως προχώρησαν σε βίαιες και αιματηρές πράξεις. Είναι μια κλιμάκωση που πρέπει οπωσδήποτε να σταματήσει. Αν αύριο καταλάβουν με τη βία εργοστάσια και εγκαταστάσεις, η κυβέρνηση θα συνεχίσει να παρακολουθεί τις εξελίξεις χωρίς να παρεμβαίνει, δηλαδή θ’ αντιμετωπίσει την κατάσταση με τον ίδιο τρόπο που αντιμετώπισε μέχρι τώρα κάποιες πράξεις που στην πραγματικότητα ήταν απαγωγές, με λίγα λόγια αδικήματα του ποινικού κώδικα; Για άλλη μια φορά επαναλαμβάνουμε ότι μας ανησυχεί κυρίως η παράξενη συναίνεση με την οποία η κυβέρνηση αντιμετωπίζει την κατάσταση. Διάβασε το ανακοινωθέν με σταθερή φωνή. Μόλις τελείωσε, περίπου δέκα χέρια δημοσιογράφων σηκώθηκαν.
"Σε όλους εσάς θ’ απαντήσει ο γενικός υποδιευθυντής, κύριος Γκουίντο Μαρσίλι, που παρακολουθεί αυτοπροσώπως την εξέλιξη της κατάστασης και που αύριο, μόνος, επειδή θ’ απουσιάζω, θ’ αντιπροσωπεύσει την επιχείρηση στη συνάντηση με τα συνδικάτα». Με μια κίνηση του κεφαλιού τούς χαιρετάει όλους και βγαίνει από την αίθουσα συνεδριάσεων. H Άννα του αναφέρει πως έκανε μεγάλη προσπάθεια για να καταφέρει να βρει μια θέση στην πτήση που αναχωρεί στις τέσσερις και τέταρτο το απόγευμα. Μόλις φτάσει στη Νάπολη, θα τον περιμένει το αυτοκίνητο για να τον πάει στο νοσοκομείο. Έστειλε να φέρουν και τη βαλίτσα του. Τηλεφωνεί στη Λίτσα. «Πού είσαι;» τον ρωτάει αμέσως εκείνη. «Δεν έφυγα ακόμη. Χρειάστηκε να δώσω συνέντευξη τύπου. Άκουσες για τη βόμβα;»
μια
«Ναι. Λοιπόν, πότε έρχεσαι;» Ανυπομονεί η μικρούλα. «Ανησυχείς ομιλία;»
μήπως
δε
φτάσω
έγκαιρα
για
«Όχι μόνο γι’ αυτό» απαντάει εκείνη πονηρά.
την
«Μένουμε στο ίδιο ξενοδοχείο;» «Ναι, τα κατάφερα». «Νομίζω πως θα φτάσω σήμερα το βράδυ, την ώρα του φαγητού». «Έρχεσαι με ελικόπτερο;» «Ναι». «Να με ειδοποιήσεις έγκαιρα, αυτοκίνητο να σε πάρει».
θα
στείλω
ένα
Η Μαρίζα σηκώνεται αργά, περασμένες δώδεκα, το σώμα της την πονάει λιγότερο ή τουλάχιστον έτσι νιώθει χάρη στην αλοιφή που της έδωσε ο Τζανκάρλο, μπορεί πάλι στη σκέψη της εκδίκησης που πλησιάζει ο πόνος να γίνεται πιο γλυκός. Της άνοιξε ακόμη και η όρεξη. Ενώ τελειώνει το μεσημεριανό της, η Στέλλα την ενημερώνει πως ο οδηγός ήρθε και πήρε τη βαλίτσα του κυρίου. Μετά σηκώνεται και πηγαίνει να τηλεφωνήσει στην Άννα. «Ο κύριος δεν είναι στο γραφείο. Πήγε να φάει και αμέσως μετά θα φύγει για το αεροδρόμιο, στις τέσσερις και τέταρτο πετάει για τη Νάπολη. Μήπως θέλετε κάτι να του αναφέρω;»
«'Οχι, ευχαριστώ, θα του τηλεφωνήσω στο κινητό». Ένα τηλεφώνημα που δεν πρόκειται να κάνει ποτέ, το είπε μόνο για να καθησυχάσει την Άννα. Αντίθετα, τηλεφωνεί αμέσως στον Τζανκάρλο. «Έμαθα πως φεύγει για την Ίσκια σε δύο ώρες». «Εντάξει. Α, άκου, σκέφτηκα κάτι. Νομίζω πως θα ήταν καλό το απόγευμα, ό,τι ώρα θέλεις εσύ, να συναντηθούμε για να κανονίσουμε καλύτερα τις λεπτομέρειες...» Δεν έχουν να κανονίσουν καμία λεπτομέρεια. Είναι φανερό ότι ο Τζανκάρλο λαχταράει πολύ να βρεθούν. "Καλά. Μπορείς να έρθεις εδώ μετά τις πέντε". Μόλις προσγειώθηκε το αεροπλάνο, ο Μάουρο τηλεφώνησε στον Γκουίντο. Εκείνος του ανέφερε ότι η συνέντευξη τύπου πήγε πολύ καλά και ότι το σκληρό ανακοινωθέν του είχε άμεσα αποτελέσματα. «Ποιά;» «H αστυνομία κρατάει μακριά από τις εγκαταστάσεις της Νόλα τους εργαζόμενους και ανάγκασε τους τρεις που είχαν ανεβεί στο φουγάρο να κατέβουν. Επιπλέον, όλες οι εργοστασιακές εγκαταστάσεις μας φρουρούνται από την αστυνομία. Αν θέλουν, ας προσπαθήσουν να τις καταλάβουν».
Το γραφείο Εξωτερικών Σχέσεων της Μανουέλλι πρέπει να ενημέρωσε διακριτικά τον τύπο της Νάπολης και το τοπικό κανάλι. Τρεις δημοσιογράφοι κι ένας οπερατέρ σταμάτησαν τον Μάουρο μπροστά από την είσοδο του νοσοκομείου. Απαντάει σε όλες τις ερωτήσεις, λέει πως οφείλει την επίσκεψη που ετοιμάζεται να κάνει, ότι επιδοκιμάζει τον τρόπο με τον οποίο αντέδρασε η κυβέρνηση στα λόγια του, ότι ελπίζει να καρποφορήσουν οι διαπραγματεύσεις που θα αρχίσουν την επομένη, ότι η Μανουέλλι δε σκέφτηκε ποτέ να μετακομίσει στην Κίνα, ότι μπορεί να επιβεβαιώσει και να καθησυχάσει τους πάντες πως δε θα γίνουν περαιτέρω απολύσεις ή αιτήσεις στο ταμείο ανεργίας. Τελικά, τον άφησαν να μπει στο νοσοκομείο. Θεέ μου, τι τρυφερός που είναι ο Τζανκάρλο! Τον δέχτηκε ξαπλωμένη, χτενισμένη και μακιγιαρισμένη. Τώρα το πρόσωπό της είναι σε καλύτερη κατάσταση, συνεχίζει να έχει όμως άσχημα σημάδια σε όλο της το σώμα. «Ξανάβαλες κρέμα;» «Όχι». «Γιατί;» «Νόμιζα πως μια φορά ήταν αρκετή»,
«Όχι! Να την ξαναβάλεις!» «Δεν έχω διάθεση να σηκωθώ». «Να τη βάλεις χωρίς να σηκωθείς. Θα σε βοηθήσω εγώ». Πεθαίνει από επιθυμία να παίξει το γιατρό μαζί της. Έπειτα από λίγο κι ενώ τα χέρια του αλείφουν την κρέμα στο κορμί της, ένας ελαφρύς αναστεναγμός ικανοποίησης ξεφεύγει από τα χείλη της. Εκείνος σταματάει αμέσως. «Σε πόνεσα;» «Λιγάκι». «Να μη συνεχίσω;» «'Οχι, συνέχισε». «Θέλω να σου δείξω κάτι» λέει έπειτα ο Τζανκάρλο. Σηκώνεται, ανοίγει το σακ βουαγιάζ που είχε φέρει μαζί του, βγάζει από μέσα ένα μεγάλο άλμπουμ, κάθεται στο κρεβάτι και το ανοίγει. «Κοίτα». Η Μαρίζα ανασηκώνεται και ακουμπάει στον αγκώνα. Είναι οι φωτογραφίες από την εποχή της σχέσης τους! Τακτοποιημένες με τη σειρά, κάτω από καθεμιά
ήταν γραμμένες ημερομηνίες και τοποθεσίες. Μια λειψανοθήκη. Μια ώρα κάθονται, τις κοιτάζουν και σχολιάζουν. Μετά ο Τζανκάρλο σηκώνεται, βάζει ξανά το άλμπουμ στο σακ βουαγιάζ, ετοιμάζεται να γυρίσει και να καθίσει στην καρέκλα, αλλά η Μαρίζα τού κάνει νόημα να καθίσει εκεί όπου καθόταν πριν, στην άκρη του κρεβατιού. Είναι σιωπηλοί. Η Μαρίζα απλώνει το χέρι της και πιάνει το δικό του. «Υπέφερες πολύ;» «Ένιωθα σαν εγκαταλειμμένο σκυλί». «Φτωχέ μου αγαπημένε!» Φέρνει το χέρι του Τζανκάρλο στο ύψος του προσώπου της, το αγγίζει με τα χείλη της. Ο Τζανκάρλο, ταραγμένος, τραβάει το χέρι του και πετιέται όρθιος. «Πρέπει να φύγω». «Έχεις δουλειά;» «'Οχι. Αφού δε χτύπησε ακόμη το κινητό, σημαίνει πως όλα είναι υπό έλεγχο. Αλλά καλύτερα να...» «Γιατί δε μένεις να φάμε μαζί;» O Τζανκάρλο απαντήσει.
διστάζει
για
μια
στιγμή
πριν
«Θα έμενα όμως...»
ευχαρίστως.
Η
οικιακή
βοηθός
σου
Η Μαρίζα απαντάει με ύφος αποφασιστικό: «Δε μ’ ενδιαφέρει τίποτα, ούτε τι θα σκεφτεί ούτε τι θα πει. Έτσι κι αλλιώς, όταν επιστρέψει ο Μάουρο από το ταξίδι του, δε θα με βρει εδώ, θα έχω φύγει για πάντα». Ο Ραβάτσι είναι στο χολ του ξενοδοχείου και περιμένει την άφιξή του. Έχει αποφασίσει να τον αντιμετωπίσει ως τιμώμενο πρόσωπο. «Καλώς ήρθες!» «Ευχαριστώ για την πρόσκληση». «Οι υπόλοιποι έχουν πάει ήδη για φαγητό. Εγώ σε περίμενα. Αν θέλεις, μπορείς να πας πρώτα στο δωμάτιό σου, μετά έλα να με βρεις στην τραπεζαρία». «Σύμφωνοι». Ανεβαίνει. Του έχουν κλείσει ένα δίκλινο δωμάτιο που έχει μια μικρή βεράντα με υπέροχη θέα. Φρεσκάρεται, αλλάζει ρούχα, κατεβαίνει και πηγαίνει στο εστιατόριο. Μόλις μπαίνει, βλέπει τη Λίτσα που έρχεται προς το μέρος του, καθόταν στο ίδιο τραπέζι με τον Ραβάτσι και μ’ έναν άλλο κύριο που δε γνωρίζει.
Απλώνει το χέρι της χαμογελαστή. Έχει μια συμπεριφορά φανερά επαγγελματική, ευγενική και απόμακρη. «Όλα καλά; Είχατε καλό ταξίδι;» O Μάουρο για μια στιγμή τα χάνει, μετά καταλαβαίνει. Μπροστά στους άλλους πρέπει να μιλάνε στον πληθυντικό. «Όλα καλά». Και τον οδηγεί προς το τραπέζι του Ραβάτσι. Ο οποίος τον συστήνει στον άλλο κύριο. «Ο κύριος Χέρμπερτ Μύλλερ». Τον έχει ακουστά. Είναι ο αντιπρόεδρος του αντίστοιχου Συνδέσμου Γερμανικών Βιομηχανιών.
Έντεκα ΜΕΤΑ το φαγητό, η Μαρίζα οδηγεί τον Τζανκάρλο στο σαλόνι και τον βάζει να καθίσει στον καναπέ. «Θέλεις να πιεις κάτι; Μάλλον πρέπει να υπάρχει ένα μπουκάλι από κείνο το χωνευτικό που σου άρεσε πολύ». Την ιστορία με το χωνευτικό τη θυμήθηκε μόλις είδε την αφοσίωση του Τζανκάρλο στη λειψανοθήκη με
τις φωτογραφίες. «Αν πιεις κι εσύ...» "Και βέβαια θα πιω". Οταν ήταν αρραβωνιασμένοι και πήγαιναν σε κάποιο εστιατόριο, στο τέλος ο Τζανκάρλο πάντα παράγγελνε ένα χωνευτικό. Κι όταν η Μαρίζα δέχτηκε να πάει σπίτι του κι έκαναν για πρώτη φορά έρωτα, μόλις τελείωσαν, ήπιαν ένα ποτηράκι. Μετά έγινε συνήθεια. Η Μαρίζα κάθεται δίπλα του, πίνουν αργά αργά το χωνευτικό και κοιτάζονται στα μάτια. Γιορτάζουν την επανασύνδεσή τους. Όταν τελείωσαν το χωνευτικό, σηκώθηκε φανερά ταραγμένος.
ο
Τζανκάρλο
«Τώρα πραγματικά πρέπει να φύγω. Αύριο το πρωί στις έξι θα στείλω αστυνομικούς να ερευνήσουν το διαμέρισμα του Μαρσίλι, έχω ήδη έτοιμο το ένταλμα. Μόλις βρουν τα κοσμήματα, θα τον συλλάβουν. Στο μεταξύ, εγώ θα προχωρήσω την καταγγελία κατά του συζύγου σου για βάναυση συμπεριφορά. Θα περάσω να σε πάρω με το αυτοκίνητο μου το μεσημέρι και θα πάμε στη μαμά».
«Θα έχω πολλές αποσκευές». «Μην ανησυχείς». Κι όμως, υπάρχει κάποιος σοβαρός λόγος που ανησυχεί η Μαρίζα. Φοβάται το ενδεχόμενο να δημιουργηθούν γραφειοκρατικά προβλήματα που δε θα επιτρέψουν να φτάσουν στα χέρια της τα κοσμήματα. Ούτε γι’ αστείο δεν μπορεί να σκεφτεί μια τέτοια πιθανότητα. Πώς να το πει όμως στον Τζανκάρλο χωρίς να φανεί άπληστη ή πολύ συμφεροντολόγα; Ωστόσο, δοκιμάζει. «Άκου... τα κοσμήματα... όταν τα ξαναπάρετε... σε ποιον θα τα δώσετε;» «Θα επιστραφούν σ’ εσένα μετά τη δίκη». «Δε θα ήθελα να καταλήξουν στα χέρια του Μάουρο». «Όχι βέβαια! Από σένα τα έκλεψαν!» Ευτυχώς, ησύχασε. Στο τέλος του δείπνου, όσοι συμμετείχαν στο συνέδριο οδηγήθηκαν σ’ ένα πούλμαν που τους μετέφερε στη δεξίωση που είχε οργανώσει ο δήμαρχος. Σύντομα δημιουργήθηκαν διάφορες ομάδες. H Λίτσα πλησιάζει και μιλάει πότε στον ένα και πότε στον άλλο.
Ο Μάουρο έκανε παρέα με τον Σαρτόρι και τον Μπαττιράμε, δύο συναδέλφους που γνώριζε από παλιά. O Σαρτόρι είναι φοβερός με τα ανέκδοτα. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα, γύρισαν όλοι στο ξενοδοχείο. Το συνέδριο ξαναρχίζει στις εννέα το επόμενο πρωί, δεν μπορούσε να μείνει μέχρι αργά. Στο χολ, ο Μάουρο συναντάει το βλέμμα της Λίτσας. Της απευθύνει μια σιωπηρή ερώτηση. Η Λίτσα τού δίνει να καταλάβει ότι ακόμη δεν είναι σε θέση να του απαντήσει. Χρειάζεται να βρει μια πειστική δικαιολογία για ν' αφήσει μόνο του τον Ραβάτσι. Ανεβαίνει στο δωμάτιο, γδύνεται, κάνει ντους και κάθεται μπροστά στην τηλεόραση με το μπουρνούζι. Στις νυχτερινές ειδήσεις δείχνουν την αστυνομία που φρουρεί τις εγκαταστάσεις, οι εργάτες βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση, ξαφνικά έγιναν σκιές χωρίς φωνή, τούτη τη φορά δεν υπάρχει συνέντευξη, οι διαμαρτυρίες των προηγούμενων ημερών εξαφανίστηκαν. Πρέπει να δόθηκε στους δημοσιογράφους κάποια συγκεκριμένη οδηγία, ν’ αναδείξουν τη δύναμη της κυβέρνησης. Το ανακοινωθέν που διάβασε στη συνέντευξη τύπου έφερε το ποθητό αποτέλεσμα.
Δεν κλείδωσε την πόρτα του δωματίου. Έτσι, αν η Λίτσα καταφέρει να έρθει, το μόνο που θα έχει να κάνει είναι ν’ ανοίξει και να μπει. Ξαπλώνει. Αρχίζει να επαναλαμβάνει την παρέμβαση που θα κάνει την επομένη. Ξαφνικά, ακούει ξανακλείνει.
την
H Λίτσα εμφανίζεται λαχανιασμένη.
πόρτα
ν’
μπροστά
ανοίγει
του,
και
είναι
να
λίγο
«Έχω μόνο λίγα λεπτά στη διάθεσή μου. Πέρασα να σου δώσω ένα φιλί και να σου πω καληνύχτα». Τον πλησιάζει, σκύβει και τον φιλάει με πάθος στο στόμα. Ο Μάουρο την αρπάζει από τους ώμους, προσπαθεί να τη ρίξει στο κρεβάτι, αλλά εκείνη αντιστέκεται. «Σου είπα ότι δεν μπορώ! Μην κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις!» Την αφήνει απογοητευμένος και θυμωμένος. Εκείνη του χαμογελάει. «Κάνε υπομονή μέχρι αύριο. Καληνύχτα». Και φεύγει. Του κώλου καληνύχτα. Καλύτερα να μην ερχόταν, επειδή τώρα ποιος ξέρει
πόση ώρα θα μείνει ξύπνιος μέχρι να περάσει η διέγερση που του προκάλεσε. Στις έξι το πρωί, ο Γκουίντο ξυπνάει από το κουδούνι. Μόλις ανοίγει τα μάτια του, νιώθει θυμό, μάλλον το πατάει ασταμάτητα κάποιος ενοχλητικός και αγενής με αποτέλεσμα ν’ ακούγεται ένας συνεχής εκνευριστικός ήχος. Πετάει τα σκεπάσματα, σηκώνεται από το κρεβάτι βιαστικά και πριν ανοίξει, ρωτάει δυνατά και θυμωμένα: «Μα ποιος είναι, επιτέλους;». «Αστυνομία!» H αστυνομία;! Και τι ζητάει από αυτόν; Αμέσως μετά απαντάει στην ερώτηση: αυτοί οι παλιάνθρωποι α εργαζόμενοι θα έκαναν φασαρίες. Ανοίγει περισσότερο με περιέργεια παρά με ανησυχία. Μπροστά στην ανοιχτή πόρτα στέκονται τρεις άντρες με πολιτικά. Ο άντρας που βρισκόταν πιο κοντά του, ένας χοντρός πενηντάρης, κουνώντας κάτι του έμοιαζε με ταυτότητα, επαναλαμβάνει: «Αστυνομία!». «Κατάλαβα» λέει ο Γκουίντο έχοντας χάσει την υπομονή του. «Τι θέλετε;»
«Είστε ο Μαρσίλι Γκουίντο του Τζοβάννι;» «Ναι. Τι...» «Έχουμε ένταλμα έρευνας». Τα χάνει. Μένει αποσβολωμένος. Από την έκπληξη. δεν καταφέρνει ν’ αρθρώσει λέξη. Έρευνα;! Στο σπίτι δεν υπάρχει τίποτα που θα μπορούσε να δικαιολογήσει μια έρευνα. Μάλλον πρόκειται για παρεξήγηση. Στο μεταξύ, ο χοντρός άντρας τον σπρώχνει και μπαίνει στο σπίτι, οι άλλοι δύο τον ακολουθούν. O Γκουίντο κλείνει μηχανικά την πόρτα. O γερο-Μανουέλλι διάβασε τα έγγραφα που του έδωσε ο Μπέππο χωρίς να κάνει κανένα σχόλιο. Το πρόσωπό του όμως κοκκίνισε πολύ και δυσκολευόταν τόσο να αναπνεύσει, ώστε για μια στιγμή ο γιος του φοβήθηκε πως θα πάθαινε αποπληξία. «Θέλεις λίγο νερό, μπαμπά;» Δεν παίρνει απάντηση και χωρίς να περιμένει, βγαίνει τρέχοντας από το δωμάτιο και επιστρέφει
ύστερα από λίγο μ’ ένα ποτήρι στο χέρι. «Πιες». «Ε;» κάνει ο Μανουέλλι κοιτώντας το ποτήρι. Αφού το ήπιε, ο γέρος ρωτάει: «Πώς έφτασαν στα χέρια σου;». «Είναι μεγάλη ιστορία, μπαμπά». «Έχω χρόνο». «Είχαν ξεκινήσει οι διαπραγματεύσεις που κάνατε εσύ και ο Μάουρο με την Αρτένια, όταν πήγα μια μέρα να συναντήσω ένα φίλο στην Μπριάντσα και είδα τυχαία τον Μάουρο που έβγαινε από μια βίλα οδηγώντας το αυτοκίνητό του. Εκείνος δε με είδε. Επειδή δεν είχε χρησιμοποιήσει το αυτοκίνητο της επιχείρησης, υποπτεύθηκα αμέσως πως είχε πάει εκεί να συναντήσει κάποια γυναίκα και δεν ασχολήθηκα άλλο. Γύρισα με την Τζουλιάνα και μου έφτασαν μερικές ερωτήσεις για να καταλάβω ότι η βίλα ανήκει στον Μπιρόλλι. Σου έχει πει ποτέ ο Μάουρο ότι συναντούσε ιδιαιτέρως τον Μπιρόλλι;» «Όχι, αλλά ακόμη κι αν το είχα μάθει από άλλους, δε θα το θεωρούσα κακό. Οι διαπραγματεύσεις για την Αρτένια μέχρι πριν από λίγες μέρες έπρεπε να γίνονται μυστικά, συνεπώς...»
«Οπως και να ’χει, σ’ ενημέρωσε ποτέ ο Μάουρο για τις μυστηριώδεις συναντήσεις στην Μπριάντσα;» «Όχι». "Βλέπεις; Με έβαλε σε υποψίες το γεγονός ότι ήταν μόνος. Αναρωτήθηκα γιατί δεν είχε μαζί του και τον Μαρσόλι. Η απάντηση ήταν πως μάλλον δεν ήθελε να μάθει ο Μαρσίλι όσα συζητούσε με τον Μπιρόλλι. Τότε ανέθεσα σε κάποιο έμπιστο πρόσωπο να τον παρακολουθεί. Ένα βράδυ, πριν από λίγες μέρες, ο άνθρωπος μου μου ανακοίνωσε πως είχε δει με τηλεφακό μέσα από ένα παράθυρο, τον Μάουρο και τον Μπιρόλλι να υπογράφουν κάτι έγγραφα. Σκέφτηκα ότι μπορεί να έκλεισαν κάποια συμφωνία μεταξύ τους. Τότε του είπα να φωτογραφίσει τις σελίδες". "Και πως το έκανε;" "Μπαμπά, στο μεταξύ ο συγκεκριμένος άνθρωπος κατάφερε να γίνει εραστής της Άννας, της γραμματέως του Μάουρο. Αρα, δεν ήταν δύσκολο". Ο γερο-Μανουέλλι κοιτάζει ξαφνικά το γιο του τον Μπέππο με διαφορετικά μάτια. Μήπως έκανε λάθος που τον υποτιμούσε; «Τι σκοπεύεις να κάνεις, μπαμπά;» Ο γέρος δεν του απαντάει. Τα σαγόνια του κουνιούνται συνεχώς σαν να μασάει. Μοιάζει με
μηρυκαστικό. «Απλώς είναι τρελό!» λέει ο Γκουίντο στο δικηγόρο Τουμμινέλλι που έφτασε τρέχοντας στην αστυνομία. «Κατηγορούμαι ότι έκλεψα κοσμήματα!» «Πείτε μου τι ακριβώς συνέβη». Ο Γκουίντο είχε το χρόνο να συνέλθει από την έκπληξη και να προετοιμάσει μια πιστευτή εκδοχή που θα τον έβγαζε από τη δύσκολη θέση και συγχρόνως δε θα προκαλούσε υποψίες στον Μάουρο, που αν μάθαινε όσα είχαν πραγματικά συμβεί, θα τον πετούσε έξω από την επιχείρηση. «Μια μέρα εμφανίστηκε στο σπίτι μου η κυρία Μαρίζα Ντε Μπλάζι, η σύζυγος του διευθυντή μου, και με παρακάλεσε να φυλάξω μια κοσμηματοθήκη». «Για ποιο λόγο ήθελε να τη φυλάξετε εσείς;» «Μου είπε ότι επειδή είχε αποφασίσει να εγκαταλείψει το σύζυγό της και να πάει να ζήσει μόνη της σε μια πανσιόν, θεωρούσε επικίνδυνο να έχει μαζί της τα κοσμήματα που είναι μεγάλης αξίας». «Θα μπορούσε να τα βάλει σε μια θυρίδα στην τράπεζα». "Ετσι της είπα κι εγώ, αλλά μου απάντησε ότι θα έχανε πολύ χρόνο για να τακτοποιήσει τα χαρτιά
που χρειάζεται μια θυρίδα". "Γιατί απευθύνθηκε σ’ εσάς;" "Επειδή είμαι έμπιστος φίλος της οικογένειας, χάρη στις καθημερινές επαφές που έχω με το σύζυγό της". "Τότε, πώς εξηγείτε το γεγονός ότι η ίδια η κυρία έκανε μήνυση εναντίον σας;" Ο Γκουίντο άνοιξε τα χέρια σε ένδειξη άγνοιας. "Αυτό είναι το θέμα. Ειλικρινά, δεν ξέρω τι να σας πω. Τι λόγο θα είχα να κλέψω τα κοσμήματά της; Εχω μεγάλο μισθό, δεν έχω ανάγκη από χρήματα γιατί δεν έχω κάποιο βίτσιο". "Για να πούμε την αλήθεια, η κυρία ανέφερε ένα λόγο". "Ποιον;" "Εκβιασμό. Της κλέψατε τα κοσμήματα για να την αναγκάσετε να έχει σεξουαλικές σχέσεις μαζί σας". Η πουτάνα! Θέλει να τον μπλέξει για τα καλά! Δεν μπορεί να κάνει τίποτ' άλλο από το ν’ ανασκευάσει όσα είπε. "Τώρα εξηγούνται όλα!" αναφωνεί χτυπώντας με το χέρι το μέτωπό του.
"Εξηγήστε και σ’ εμένα". «Κοιτάξτε, πρόκειται για κάτι πολύ λεπτό... την κυρία, πώς να το πω, την έχω γοητεύσει... το εκδήλωσε φανερά... πολλές φορές μ’ έφερε σε δύσκολη θέση, μ’ έκανε να νιώσω αμήχανα... αλλά εγώ δε θέλησα ποτέ... καταλαβαίνετε, η σχέση μου με το σύζυγό της... που είναι εξάλλου και διευθυντής μου... με λίγα λόγια, νομίζω πως θέλησε να εκδικηθεί». «Συνεπώς, είστε μια μοντέρνα εκδοχή του αγνού Τζουζέππε1 ;» O Γκουίντο τον κοιτάζει έκπληκτος. «Ποιος είναι ο αγνός Τζουζέππε;» «Βρίσκεσαι ακόμη στο Παλέρμο;» «Ναι. Και μου έχουν σπάσει τ’ αρχίδια τα τρία ερωτικά τηλεφωνήματα την ημέρα». «Σήμερα έκανες το πρωινό τηλεφώνημα;» «Ναι». «Λοιπόν, δε χρειάζεται να κάνεις τα άλλα δύο». «Επιτέλους! Πότε μπορώ εξοφλήσεις;»
να περάσω
για να μ’
«Την ερχόμενη Τρίτη». O Μάουρο κάθεται στη δεύτερη σειρά, σε μια θέση δίπλα στο διάδρομο, ακούει την παρέμβαση του αντιπροέδρου του Συνδέσμου Βιομηχανιών, όταν νιώθει να τον χτυπάνε ελαφριά στην πλάτη. Σηκώνει το βλέμμα. Είναι η Λίτσα, η οποία σκύβει και του ψιθυρίζει: «H γραμματέας σου στο τηλέφωνο. Καμπίνα 2. Μάλλον πρόκειται για κάτι επείγον». O Μάουρο μένει έκπληκτος, αλλά μετά αντιλαμβάνεται ότι υπάρχουν αρκετές αναπάντητες κλήσεις στο κινητό του. Σηκώνεται, κατευθύνεται προς το χολ και κλείνεται στην καμπίνα. «Εμπρός, Άννα;» «Κύριε... συνέβη κάτι φοβερό...» Κλαίει με λυγμούς, σχεδόν δεν καταφέρνει να μιλήσει. Ο Μάουρο υποθέτει αμέσως ότι συνέβη κάτι σοβαρό ανάμεσα στους εργαζόμενους και στην αστυνομία. «Ηρέμησε και πες μου τι συμβαίνει». «Συνέλαβαν τον κύριο Μαρσίλι!» Άκουσε την είδηση, αλλά το μυαλό του αρνήθηκε να
την καταγράψει. «Τι είπες;» «Συνέλαβαν τον κύριο Μαρσίλι!» «Αστειεύεσαι;!» Αντί για απάντηση, οι λυγμοί της Άννας έγιναν ακόμη πιο δυνατοί. O Μάουρο παίρνει μια βαθιά ανάσα για να συνέλθει από την ταραχή. Καταλήγει γρήγορα στο συμπέρασμα ότι αν τον συνέλαβαν, σίγουρα ο λόγος δεν έχει καμία σχέση με την επιχείρηση. Όπως και να έχει, είναι ένα πρόβλημα που προέκυψε σε λάθος στιγμή. «Για ποιο πράγμα τον κατηγορούν;» «Για κλοπή κοσμημάτων». Δεν μπορεί να Ντιαμπολίκ*.
φανταστεί
τον
Γκουίντο
σαν
«Από ποιον τα έκλεψε;» «Δεν ξέρω». Ανάσανε ανακουφισμένος. Σίγουρα πρόκειται για ηλίθια παρεξήγηση! Σύντομα θα τον αφήσουν ελεύθερο.
Θα προλάβει άραγε να προεδρεύσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων; «Εσένα ποιος σου το είπε;» «Μου τηλεφώνησε ο δικηγόρος του. Μου έδωσε επίσης να καταλάβω ότι θα είναι δύσκολο μέχρι αύριο να τον αφήσουν ελεύθερο». Άρα, δεν είναι δυνατόν ο Μαρσίλι να βρίσκεται στις τρεις στο γραφείο. «Ευχαριστώ, Άννα. Ενημέρωσε τον Μανουέλλι, αλλά προσπάθησε να μη διαρρεύσει η είδηση. Θα σου ξανατηλεφωνήσω σε πέντε λεπτά». Βγαίνει και πέφτει πάνω στη Λίτσα. «Είσαι ωχρός, τι συνέβη;» «Συνέλαβαν τον Μαρσίλι, τον κατηγορούν για κλοπή κοσμημάτων». H Λίτσα μένει με ανοιχτό το στόμα, δεν μπορεί να πιστέψει όσα άκουσε. «Είναι τρελό!» «Συμφωνώ. Αλλά, καταλαβαίνεις, πρέπει να φύγω αμέσως. Πηγαίνω να πω στον Ραβάτσι να με συγχωρέσει και...»
«Περίμενε» τον διακόπτει η Λίτσα. «Πάμε να πιούμε κάτι και να κουβεντιάσουμε λίγο». Πηγαίνουν στο μπαρ. O Μάουρο παραγγέλνει ένα κονιάκ για να συνέλθει. «Είναι τόσο σημαντική η παρουσία σου;» ρωτάει η Λίτσα. «Και βέβαια! Αν δεν παρευρεθώ εγώ στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, ποιος θ’ αντιπροσωπεύσει την....» Δεν ολοκληρώνει την πρόταση. H αλήθεια είναι Θα παρευρεθεί ο γερο-Μανουέλλι. 'Ετσι κι αλλιώς, στην πρώτη συνάντηση απλώς θα συνομιλήσουν. «Λοιπόν;» ρωτάει η Λίτσα. «Ο Μανουέλλι είπε ότι ήθελε να παρευρεθεί στις διαπραγματεύσεις». «Οπότε; Ποιος είναι καλύτερος από τον πρόεδρο; Αντε. μείνε εδώ. Κάνεις την παρέμβασή σου, ο υπουργός υποσχέθηκε πως θα έρθει έγκαιρα για να σε ακούσει, και αν θέλεις, μπορείς να φύγεις μόλις τελειώσεις, το βράδυ. Ή...» «Ή;» «Μείνε το βράδυ και φεύγεις πολύ νωρίς αύριο το πρωί».
«Τι με συμβουλεύεις να κάνω;» «Θα ήθελα να φύγεις αύριο το πρωί» αποκρίνεται η Λίτσα. Δε θα μπορούσε να είναι πιο ξεκάθαρη... «Σύμφωνοι. Θα τηλεφωνήσω στη γραμματέα μου». Μόλις κάθισε το μεσημέρι στο τραπέζι να φάει, άρχισε να χτυπάει το κινητό. Κοιτάζει διακριτικά για να δει ποιος τηλεφωνεί. Είναι η Άννα. Δεν είναι ευγενικό ν’ απαντήσει, αλλά η κατάσταση το επιβάλλει. «Πρέπει να σας ενημερώσω ότι ο δικηγόρος του κυρίου Μαρσίλι θα σας τηλεφωνήσει από στιγμή σε στιγμή». «Τι θέλει;» «Δεν ξέρω». Κλείνει κι ένα λεπτό αργότερα το κινητό χτυπάει ξανά. Πρέπει να είναι ο δικηγόρος. «Εμπρός;» «Είμαι ο Τουμμινέλλι, ο δικηγόρος του...» «Συγγνώμη μια στιγμή».
Σηκώνεται και μ’ ένα χαμόγελο απευθύνεται στον Ραβάτσι, στη Λίτσα και στον Γερμανό. «Με συγχωρείτε». Πηγαίνει στο χολ που είναι έρημο, όλοι έχουν πάει για φαγητό. «Σας ακούω». «Δεν ξέρω αν γνωρίζετε...» «Ότι συνέλαβαν τον Γκουίντο; Ναι, μου το...» «'Οχι, δεν αναφερόμουν... να, βρίσκομαι σε δύσκολη θέση... δεν ξέρω από πού ν’ αρχίσω...» Μήπως είναι ηλίθιος ο δικηγόρος που διάλεξε ο Μαρσίλι να τον αντιπροσωπεύσει; «Ακούστε, είμαι πολύ απασχολημένος και...» «Πρέπει να πείσετε την κυρία να αποσύρει τη μήνυση». «Ποιά κυρία;» «Τη σύζυγό σας». «Τη Μαρίζα;!»
«Ακριβώς». «Μια στιγμή να καταλάβω. H Μαρίζα έκανε μήνυση στον Μαρσίλι;» «Μάλιστα». Κλείνει άναυδο.
το
τηλέφωνο.
H
αποκάλυψη
τον
άφησε
Ανεβαίνει στο δωμάτιό του, ανοίγει το μίνι μπαρ, αδειάζει ένα μικρό μπουκαλάκι ουίσκι σ’ ένα ποτήρι, βγαίνει και κάθεται στη βεράντα. O Γκουίντο είναι ο άντρας για τον οποίο έφυγε η Μαρίζα από το σπίτι. Έτσι εξηγούνται οι στίχοι του Νερούντα που βρήκε κρυμμένους. Μετά μάλωσαν, και μάλιστα άσχημα. O Γκουίντο αφού την έδειρε, κράτησε τα κοσμήματά της. Κι εκείνη τον εκδικήθηκε, χωρίς να σκεφτεί το σκάνδαλο που θα δημιουργήσει. Δε νιώθει θυμό για τη Μαρίζα ούτε για τον Γκουίντο, μόνο ψυχρή αποφασιστικότητα. Είναι ξεκάθαρο ότι από εκείνη τη στιγμή ο Γκουίντο δεν ανήκει πλέον στο προσωπικό της εταιρείας. Όποιος κάνει λάθος το πληρώνει. Όσο για τη Μαρίζα... Μια στιγμή.
Πίσω από τη Μαρίζα πρέπει να υπάρχει κάποιος άλλος. H γυναίκα του είναι τόσο ηλίθια, ώστε δε θα μπορούσε να στήσει μόνη της τέτοια παγίδα στον πρώην εραστή της. Εκείνος ο άλλος θα μπορούσε να την προτρέψει να κάνει κάποια επικίνδυνη ενέργεια ακόμη και εναντίον του. Αποφάσισε να μιλήσει με τη Μαρίζα, όχι βέβαια για να την πείσει ν’ αποσύρει τη μήνυση. Καλό είναι να πάρει ο Γκουίντο το χαρτί της απόλυσής του ενώ βρίσκεται ακόμη στη φυλακή. Του απαντάει η Στέλλα. «Δώσε μου την κυρία». «H κυρία δεν είναι εδώ, έφυγε». «Έφυγε;» «Μάλιστα, κύριε, πριν από μισή ώρα, ετοίμασε τις βαλίτσες και...» Ιδού η απόδειξη ότι τις ενέργειες της Μαρίζας τις υποκινεί κάποιος άλλος. Αυτός που την καθοδηγεί φρόντισε να της βρει μια σίγουρη κρυψώνα. Δε χρειάζεται για την ώρα να μπλέξει στην υπόθεση τον Μπαστιανέλλι. Ωστόσο, πρέπει να είναι σ’ επιφυλακή, δεν είναι σίγουρο ότι ο δολοπλόκος θα σταματήσει στον Γκουίντο.
Για την ώρα, το καλύτερο π ου έχει να κάνει είναι να επ ιστρέφει στην τραπ εζαρία. Όταν γυρίσει, θα δει π ως θα χειριστεί την υπ όθεση. Τώρα δεν μπ ορεί να κάνει τίπ οτα. Μετά τη διακοπ ή για μεσημεριανό φαγητό, η Άννα τηλεφωνεί στον Μάρκο. Της απ αντά η αντιπ αθητική μεταλλική φωνή. Γιατί όμως; Αφού τον είχε ειδοπ οιήσει ότι θα του τηλεφωνούσε. Ξαναπ ροσπ αθεί. Τίπ οτα. Δεν μπ ορεί να δοκιμάσει π άλι, ο γενικός διευθυντής, εξαιτίας της αναγκαστικής απ ουσίας του κυρίου Μαρσίλι, της τηλεφώνησε και την π αρακάλεσε να π άει στην αίθουσα συνεδριάσεων, να μαγνητοφωνήσει και να κρατήσει π ρακτικά απ ’ όσα θα λεχθούν στο τραπ έζι των διαπ ραγματεύσεων. Όταν μπ αίνει στην αίθουσα με το μαγνητόφωνο και το μπ λοκ των σημειώσεων, όλοι οι αντιπ ρόσωπ οι των συνδικάτων κάθονται στις θέσεις τους και μιλούν ζωηρά μεταξύ τους. Ξαφνικά, μόλις φτάνει ο γερο-Μανουέλλι ακολουθούμενος απ ό το γιο του Μπ έπ π ο, όλοι σωπ αίνουν. Κάθεται στην κεφαλή του τραπ εζιού και ο Μπ έπ π ο δεξιά του. Έχει ύφος θριαμβευτικό, είναι η π ρώτη φορά π ου του επ ιτρέπ ουν να λάβει μέρος σε τόσο σημαντική συνάντηση. «Κύριοι, ευχαριστώ π ου ήρθατε» αρχίζει ο Μανουέλλι. O συνδικαλιστής της CGIL, ο Μινιάτι, σηκώνει το χέρι. «Δεν είναι εδώ ο κύριος Μαρσίλι;»
«O κύριος Μαρσίλι ζητάει συγγνώμη, αλλά λόγω ανωτέρας βίας...» «Βρίσκω ανάρμοστο, και π ιστεύω ότι μπ ορώ να μιλήσω εξ ονόματος των συντρόφων μου, τον τρόπ ο π ου ενεργεί η επ ιχείρηση. Εμάς μας κάλεσε ο κύριος Μαρσίλι, π ου θεωρούμε ότι είναι η μοναδική επ αφή μας, γι’ αυτό...» «Μιλάτε όμως με τον π ρόεδρο!» «Με όλο το σεβασμό, θεωρώ σωστότερο να μεταθέσουμε για αύριο τη συνάντηση, όταν ο κύριος Μαρσίλι...» Τότε ο Μπ έπ π ο απ οφασίζει να π αρέμβει.
1 Αυτός που προσποιείται τον ενάρετο: έκφραση της Ν. Ιταλίας. (Σ.τ.Ε.) Κόμικς που δημιούργησαν οι Ιταλίδες αδερφές Τ ζουσσάνι το 1962. (Σ.τ.Μ.)
Δώδεκα Σήμερα το π ρωί συνέλαβαν τον κύριο Μαρσίλι, τον κατηγορούν ότι έκλεψε κοσμήματα» λέει ψυχρά. H κλοτσιά του π ατέρα του κάτω απ ό το τραπ έζι έφτασε π ολύ αργά. Στην αίθουσα έπ εσε νεκρική σιγή. Έπ ειτα η σιωπ ή έγινε οχλοβοή και η οχλοβοή μετατράπ ηκε σε συγκεχυμένη φλυαρία. Τώρα π ια έγινε η ζημιά, σκέφτεται ο γερο-Μανουέλλι. Οπ ότε, μπ ορούσε να σερβιριστεί στο τραπ έζι το κυρίως π ιάτο. Σηκώνει το χέρι και ζητάει να κάνουν ησυχία. Αμέσως όλοι σωπ αίνουν. «Υπ άρχει και κάτι ακόμη» λέει. Τώρα όλοι κρέμονται απ ό τα χείλη του. «Συγκάλεσα για αύριο το π ρωί το διοικητικό συμβούλιο, στη διάρκεια του οπ οίου θα ζητήσω φυσικά την π αύση του γενικού υπ οδιευθυντή μέχρι να ξεκαθαρίσει η θέση του. Θα π ροτείνω όμως να απ ολυθεί και ο γενικός διευθυντής, ο κύριος Μάουρο Ντε Μπ λάζι». H Άννα π αγώνει, κοιτάζει γύρω της σαν χαμένη. Μα τι λέει ο τρελόγερος; Οι αντιπ ρόσωπ οι των συνδικάτων τα έχουν χάσει απ ’ όσα άκουσαν, δεν καταλαβαίνουν τι συμβαίνει. Μόνο ένας είναι ψύχραιμος και ρωτάει: «Μπ ορείτε να μας π είτε το λόγο;». «Έφτασε στα χέρια μου ένα μυστικό έγγραφο, γραμμένο και υπ ογεγραμμένο απ ό τον Ντε Μπ λάζι, μια συμφωνία π αράνομη και δόλια εναντίον σας και εναντίον των εργαζομένων μιας άλλης
επ ιχείρησης, της Αρτένια, την οπ οία η Μανουέλλι ετοιμάζεται να απ ορροφήσει π ροκειμένου να την εξυγιάνει. Δεν είχα ιδέα για όσα συνέβαιναν. Ένα τεράστιο π οσό εκταμιεύτηκε απ ό τα κεφάλαια της Μανουέλλι για να π ραγματοπ οιηθούν υπ έρογκες π ληρωμές, για να εξαγοραστούν οι μετοχές της Αρτένια. Ένα μεγάλο μέρος του συγκεκριμένου π οσού, σύμφωνα με το έγγραφο, π ροορίζεται τελικά να επ ιστρέψει στις τσέπ ες του γενικού διευθυντή Ντε Μπ λάζι, π ρόκειται για μια απ ό τις χειρότερες ατασθαλίες τούτης της χώρας. Άλλες αισχρές συμφωνίες π ροβλέπ ουν την απ όλυση ή το ταμείο ανεργίας σχεδόν για το σύνολο των εργαζομένων της Αρτένια. Οι τίμιοι άνθρωπ οι όμως, οι εργαζόμενοι τούτη τη φορά θα εκδικηθούν. Δίνει το λόγο του ο Μανουέλλι. Είναι καθήκον μου να φτάσουν στα χέρια του εισαγγελέα τα συγκεκριμένα έγγραφα. Συνεπ ώς, όπ ως βλέπ ετε, αν υπ άρχει κάπ οιος με τον οπ οίο μπ ορείτε να κάνετε διαπ ραγματεύσεις, αυτός είμαι εγώ. Και ξέρετε ότι ο Μανουέλλι, π ου υπ ήρξε ένας απ λός εργάτης όπ ως κι εσείς και δεν το ξέχασε π οτέ, δε θα σας π ροδώσει!» Δημιουργείται μεγάλη φασαρία. H Άννα, κλαίγοντας, βγαίνει γρήγορα απ ό την αίθουσα, τρέχει να τηλεφωνήσει στον π ροϊστάμενό της. Αμέσως μετά βγαίνουν τρεις συνδικαλιστές και μιλάνε αναστατωμένοι στα κινητά τους. Μόλις του ανέφερε η Άννα τις κατηγορίες π ου εξαπ έλυσε δημόσια εναντίον του ο Μανουέλλι, ο Μάουρο ένιωσε να π λημμυρίζει απ ό ηρεμία. Έτσι νιώθει π άντα τις δύσκολες στιγμές και μέχρι τότε η συγκεκριμένη αντίδραση ήταν το μεγάλο του ατού. «Να επ ικοινωνήσεις αμέσως με το γραφείο Δημοσίων Σχέσεων, να οργανώσεις μια συνέντευξη τύπ ου για τις 20.00 στο ξενοδοχείο μου στην Ίσκια. Εδώ βρίσκονται ήδη τρεις δημοσιογράφοι, θα ήθελα να έρθουν απ ό τη Νάπ ολη οι δημοσιογράφοι π ου
ασχολούνται με τα θέματα της επ ικαιρότητας. Να έρθει και ένας τουλάχιστον δημοσιογράφος απ ό τη Rai. Να με καλέσει αμέσως ο Μπ αστιανέλλι στο κινητό μου». Πίσω απ ό την τζαμαρία του χολ βλέπ ει τη Λίτσα π ου π εριμένει. Βγαίνει, εκείνη τον π λησιάζει. Είναι ανήσυχη. «Τι συμβαίνει; Τηλεφώνησαν στον Ραβάτσι ότι...» «Είναι αλήθεια. O Μανουέλλι έδειξε τον π ραγματικό του εαυτό, ότι είναι ένα αρχίδι». «Αφού λέει ότι έχει στα χέρια του τα έγγραφα π ου...» «Ανησυχείς για τον π απ π ού σου ή για μένα;» «Και για τους δύο». «Σήμερα το βράδυ στις οχτώ θα μιλήσω στους δημοσιογράφους. Ηρέμησε». Χτυπ άει το κινητό, είναι ο Μπ αστιανέλλι. Πηγαίνει λίγα βήματα π ιο π έρα. «Μπ αστιανέλλι, έμαθες για τις δηλώσεις του Μανουέλλι;» «Μάλιστα, κύριε». «Άκουσε, η γραμματέας μου έχει φυλαγμένα τα έγγραφα π ου κάθε βράδυ π αίρνει μαζί της μέσα σε μια μικρή βαλίτσα στο σπ ίτι της. Το έγγραφο στο οπ οίο αναφέρθηκε ο Μανουέλλι απ οτελείται απ ό
μερικά φύλλα π ρωτοκόλλου π ου εκείνη γνωρίζει καλά. Τώρα θα τηλεφωνήσω στην Άννα για να σου π αραδώσει τη βαλίτσα με όσα π εριέχει. Κατάλαβες;» «Πολύ καλά». «Μόλις μπ ορέσεις, εξαφάνισε το συγκεκριμένο έγγραφο. Μετά να συνοδέψεις την Άννα στο σπ ίτι της και μόλις φτάσετε εκεί, να τη βγάλεις απ ό τη μέση». «Εκείνη έδωσε τα...» «Δε νομίζω ότι με π ρόδωσε, σίγουρα όμως έπ εσε στην π αγίδα π ου της έστησαν. Να με ενημερώσεις». Μετά τηλεφωνεί στην Άννα. «Άννα, να π αραδώσεις τα έγγραφα π ου φυλάς στον Μπ αστιανέλλι. Αγαπ ητή μου, το ξέρεις ότι σε ξεγέλασαν; Και έπ ειτα να κάνεις ό,τι ακριβώς σου π ει ο Μπ αστιανέλλι». Κλείνει και π ηγαίνει στη Λίτσα. «Τηλεφώνησε τώρα στον π απ π ού σου. Πρέπ ει να καταστρέψει αμέσως το συμφωνητικό π ου υπ ογράφαμε. Και να εξαφανιστεί για μερικές μέρες. Να μην απ αντάει ούτε στο τηλέφωνο, μόνο μ’ εμένα να μιλάει. Για το καλό του». Μπ αίνει ξανά στην αίθουσα, μιλάει ο Κερουμπ ίνι της Προπ εζίτ. Κάθεται στη θέση του. O υπ ουργός Γκουλιελμόττι κάθεται στην π ρώτη σειρά. Παρατηρεί ότι γυρίζει και τον κοιτάζει. Σίγουρα η είδηση έχει φτάσει και στα δικά του αυτιά.
Στα διαλείμματα ανάμεσα σ’ εκείνες τις γεμάτες ένταση ώρες, το μόνο π ου έκανε ήταν να π ροσπ αθεί και να ξαναπ ροσπ αθεί να επ ικοινωνήσει με τον Μάρκο. Κάθε φορά η ίδια σκληρή, μεταλλική φωνή την απ ογοήτευε. Τι του συνέβαινε; Γιατί δεν της απ ατάει; Εκείνες τις στιγμές είχε τόση ανάγκη ν’ ακούσει τη ζεστή και καθησυχαστική φωνή του... Μετά άκουσε τα φοβερά λόγια του π ροϊστάμενου της. «Αγαπ ητή μου, το ξέρεις ότι σε ξεγέλασαν;» Τι εννοούσε άραγε; Αναρωτιέται με μανία, αλλά δεν μπ ορεί να δώσει απ άντηση. Ποιος την ξεγέλασε; Και π ώς; Ξαφνικά, θυμάται εκείνη τη φορά —μήπ ως ήταν δύο ή τρεις;— π ου όταν άνοιξε τη βαλίτσα, δε βρήκε τα χαρτιά τοπ οθετημένα με τη σειρά π ου νόμιζε ότι τα είχε βάλει. Είναι δυνατόν να... Καταρρέει τρομοκρατημένη, αναστατωμένη, μούσκεμα στον ιδρώτα. 'Οχι, δεν είναι δυνατόν! Πρόκειται για άσχημο όνειρο! Θα ξυπ νήσει γρήγορα και... Βλέπ ει τον Μπ αστιανέλλι μπ ροστά στο γραφείο της, μπ ήκε χωρίς να χτυπ ήσει. «Παραδώστε μου εκείνο π ου σας είπ ε ο κύριος Ντε Μπ λάζι. Έπ ειτα φορέστε το π αλτό σας κι ελάτε μαζί μου» της λέει χαμηλόφωνα, σκύβοντας π άνω απ ό το γραφείο της, λίγα εκατοστά μακριά απ ό το π ρόσωπ ό της. «Πού;» ρωτάει η Άννα χαμένη. «Στο σπ ίτι σας. Έτσι θα μπ ορέσουμε να μιλήσουμε ήσυχα». Ενώ ο Μάουρο μιλάει ήρεμα, καθαρά, ο Γκουλιελμόττι κουνά συχνά
συγκαταβατικά το κεφάλι του και ο Ραβάτσι, π ου είναι ένας απ ό τους π ολλούς π αρόντες σ’ εκείνη την αίθουσα όπ ου ενημερώθηκαν για όσα συνέβησαν στη Μανουέλλι, τον κοιτάζει επ ίμονα με θαυμασμό. Στο τέλος της π αρέμβασης, τον χειροκρότησαν δυνατά. O π ρώτος π ου π ήγε να τον συγχαρεί ήταν ο υπ ουργός. «Αγαπ ητέ Ντε Μπ λάζι, αν έβλεπ αν όλοι τόσο μακριά, με το ίδιο αίσθημα ηθικής... H δική σας άπ οψη είναι κάτι π ερισσότερο απ ό επ ανεμφάνιση του νεοκαπ ιταλισμού, είναι η ανανεωτική π ρόταση ενός ηθικού καπ ιταλισμού...» Μετά τον π αίρνει αγκαζέ και τον τραβάει λίγο π αράμερα. Το χαμόγελο εξαφανίζεται απ ό τα χείλη του. «Τι στο διάολο συμβαίνει;» «Αναφέρεστε στις δηλώσεις του Μανουέλλι;» «Έτσι νομίζω!» «Κύριε υπ ουργέ, ο γερο-Μανουέλλι είναι π ια π ολύ μεγάλος και τα έχει χαμένα. Φοβάμαι ότι έχει π έσει θύμα απ ατεώνα. Θα ξεκαθαρίσω τα π άντα σε μια ώρα π ου θα δώσω συνέντευξη τύπ ου. Θα π αραμείνετε;» «Δυστυχώς, π ρέπ ει να φύγω αμέσως. Θ’ αφήσω όμως εδώ τον εκπ ρόσωπ ό μου π ου θα μου μεταφέρει τα π άντα. Να θυμάστε όμως ότι απ ό κάτι ανθρώπ ους σαν εσάς, αγαπ ητέ Ντε Μπ λάζι, έχει μεγάλη ανάγκη η π ατρίδα μας». H Άννα, αφού ο Μπ αστιανέλλι την έπ εισε ότι ο Μάρκο τα έφτιαξε
μαζί της μόνο και μόνο για να φωτογραφίσει τα απ όρρητα έγγραφα, μπ ήκε στο αυτοκίνητο και χωρίς να το καταλάβει, έφτασε στην οδό ντέι Τζαρντίνι. Έκλαιγε συνέχεια και π αραλίγο να π έσει π άνω σ’ ένα άλλο αυτοκίνητο. Παρκάρει, βγαίνει, π αραπ ατάει, τα π όδια της λυγίζουν. O θυρωρός τη σταματάει. «Ποιον ψάχνετε;» «Τον κύριο Μάρκο Μαρίνο... π ου μένει στον τέταρτο όροφο». «Δεν υπ άρχει κανένας Μαρίνο στον τέταρτο όροι»». «Ίσως κάνω λάθος τον όροφο...» «Κυρία, δε μένει κανένας Μαρίνο σε τούτη την π ολυκατοικία». «Αφού μου έδωσε τα κλειδιά!» «Και της εισόδου;» «Ναι!» «Τότε δοκιμάστε» λέει ο θυρωρός. Το κλειδί, όσο κι αν π ροσπ αθεί, δεν μπ αίνει στην κλειδαριά. «Αν θέλετε, σας συνοδεύω στον τέταρτο όροφο» π ροτείνει ο θυρωρός απ ότομα. «Θα δείτε ότι ούτε εκεί...» H Άννα γυρίζει την π λάτη και απ ομακρύνεται.
Οι υπ εύθυνοι των Δημοσίων Σχέσεων έκαναν π ολύ καλή δουλειά. Στους τρεις οικονομικούς συντάκτες π ου ήταν ήδη π αρόντες π ροστέθηκαν τρεις ρεπ όρτερ κι ένας δημοσιογράφος της Rai. Παρευρέθηκαν σχεδόν όσοι συμμετείχαν στο συνέδριο, ο Ραβάτσι και η Λίτσα στην π ρώτη σειρά, μαζί με τον εκπ ρόσωπ ο του υπ ουργού. Το δείπ νο θα ξεκινούσε μισή ώρα αργότερα. O Μάουρο είναι χαλαρός, ήρεμος. Αρχίζει να μιλάει. «Έμαθα ότι σήμερα το απ όγευμα ο π ρόεδρος Μανουέλλι εξαπ έλυσε π ολύ βαριές κατηγορίες εις βάρος μου, ισχυριζόμενος ότι έχει στα χέρια του ένα έγγραφο γραμμένο και υπ ογεγραμμένο απ ό μένα και τον Μπ ιρόλλι, τον π ρόεδρο της Αρτένια. Αφορά μια συμφωνία εις βάρος των εργαζόμενοί των δύο επ ιχειρήσεων. O π ρόεδρος Μανουέλλι υπ οσχέθηκε να π αραδώσει το συγκεκριμένο έγγραφο στον εισαγγελέα. Δηλώνω ότι δεν έχω ιδέα για όσα ανέφερε και Ξορκίζω τον π ρόεδρο να κάνει αμέσως όσα υπ οσχέθηκε, δηλαδή να μην καθυστερήσει να καταθέσει μήνυση». Κάνει μια π αύση με την ελπ ίδα ότι κάπ οιος θα του απ ευθύνει μια ερώτηση. Πράγματι, ένας ρεπ όρτερ ρωτάει: «Δηλαδή δέχεστε να π αρέμβει ο εισαγγελέας;». «Σαφώς». «Γιατί;» «Απ λώς, επ ειδή κατά τη διάρκεια της νομικής διαδικασίας ο δικηγόρος μου θα μπ ορέσει να ζητήσει γραφολογική
π ραγματογνωμοσύνη». «Δεν το γράψατε εσείς;» ρωτάει ένας άλλος ρεπ όρτερ. «Δεν το έγραψα ούτε εγώ ούτε ο Μπ ιρόλλι. Πρόκειται για χυδαία ψεύδη π ου έχουν ως σκοπ ό να δυσφημίσουν το όνομα όσων εμπ λέκονται και να υπ ονομεύσουν τα θεμέλια δύο απ ό τους π ιο σημαντικούς και λαμπ ρούς βιομηχανικούς ομίλους της χώρας, π ου δένουν δουλειά σε χιλιάδες οικογενειάρχες». «Και οι υπ ογραφές;» «Σίγουρα είναι π λαστές». «Τότε π ώς εξηγείτε ότι ο Μανουέλλι...» «Λυπ άμαι π ου το λέω, αλλά ο π ρόεδρος ξεγελάστηκε. Προς υπ εράσπ ισή του, οφείλω να π ω ότι π ροδόθηκε απ ό την ίδια την κρυστάλλινη τιμιότητά του. Κι έπ ειτα μην ξεχνάμε ότι η π ροχωρημένη ηλικία δεν του επ ιτρέπ ει να έχει τη διαύγεια π ου...» Κάνει π αύση, χαμογελάει. «Ποιος ξέρει π όσα χρήματα π λήρωσε για να π άρει στα χέρια του αυτό το π λαστό έγγραφο!» «Πώς θα εξελιχτεί η κατάσταση;» «Δεν ξέρω. Αύριο το π ρωί θα μιλήσω με τον π ρόεδρο, εμμένω στην άπ οψη ότι π ρέπ ει να π αραδώσει στον εισαγγελέα το έγγραφο. Είμαι βέβαιος όμως ότι τούτη τη δύσκολη στιγμή της κρίσης δεν είναι δυνατόν να μείνει η επ ιχείρηση χωρίς διευθυντικό
π ροσωπ ικό. Οι εργαζόμενοι θα ήταν οι π ρώτοι π ου θα επ ηρεάζονταν απ ό τις συνέπ ειες και το κύριο μέλημά μου είναι να τους π ροστατέψω». «Σχετικά με αυτό» ρωτάει ένας ρεπ όρτερ «τι έχετε να μας π είτε για τη σύλληψη του γενικού υπ οδιευθυντή Μαρσίλι;». «O Γκουίντο Μαρσίλι είναι υπ εράνω κάθε υπ οψίας. Μια τόσο κακόβουλη κατηγορία είναι απ λώς γελοία. Και θα ήθελα να επ ισημάνω μια π αράξενη σύμπ τωση. Κάπ οιοι, εκμεταλλευόμενοι την καλή π ίστη του π ροέδρου Μανουέλλι, χτύπ ησαν π ρώτα τον Μαρσίλι και μετά εμένα». «Πιστεύετε ότι π ίσω απ ’ όλα αυτά υπ άρχει κάπ οια συνωμοσία;» ρωτάει ο ανταπ οκριτής της Rai. «Εσείς το είπ ατε, όχι εγώ». H λέξη συνωμοσία για τον τύπ ο και την τηλεόραση είναι συναρπ αστική. Παρενέβη ένας απ ό τους δημοσιογράφους του οικονομικού ρεπ ορτάζ. «Πιο συγκεκριμένα, π ώς σκέφτεστε να ενεργήσετε;» «Αύριο το π ρωί θα ζητήσω να με δεχτεί το διοικητικό συμβούλιο. Θα τους π αραδώσω την π αραίτησή μου υπ ογεγραμμένη αλλά χωρίς ημερομηνία. Θα μπ ορέσουν να τη σφραγίσουν ή να την π ετάξουν όταν θελήσουν, αφού π ρώτα ολοκληρώσει ο εισαγγελέας τις έρευνές του. Στο μεταξύ, θα ζητήσω την άδεια να π ροχωρήσω το έργο μου για ν’ αντιμετωπ ίσω τα σοβαρά
π ροβλήματα της επ ιχείρησης, έχοντας δίπ λα μου τον κύριο Μπ έπ π ο Μανουέλλι». Στο τέλος, ο π ρώτος π ου π ήγε να τον συγχαρεί ήταν ο εκπ ρόσωπ ος του υπ ουργού: «Ούτε για μια στιγμή δεν αμφιβάλαμε για σας». Και αμέσως μετά τον εκπ ρόσωπ ο, ο Ραβάτσι: «Αγαπ ητέ Ντε Μπ λάζι, λυπ άμαι για το γερο-Μανουέλλι, αλλά το θεωρώ π ρόδηλο ότι εξαπ ατήθηκε ο δύστυχος!». Μετά του έσφιξε το χέρι ο Σαρτόρι, ο Μπ αττιράμε, ο Κανταλαμέσσα... H ατμόσφαιρα γύρω του είχε αλλάξει, κατευθύνθηκε στην τραπ εζαρία αγκαζέ με τον Ραβάτσι, ενώ έκαναν στην άκρη να π εράσει, του χαμογελούσαν και του έκαναν νεύματα συμπ άθειας. Το αυτοκίνητο, αφού π ροχώρησε με δυσκολία μερικά μέτρα, σταμάτησε. Δεν είχε βενζίνη. H Άννα κοιτάζει γύρω, βρίσκεται σ’ ένα δρομάκι στην εξοχή, ούτε ξέρει π ώς έφτασε σ’ εκείνο το μέρος. Το π ηχτό σκοτάδι της νύχτας κόβεται απ ό το κωνικό φως των π ροβολέων. Βγαίνει απ ό το αυτοκίνητο και αρχίζει να π ροχωράει, απ ομακρύνεται απ ό τη φωτεινή δέσμη, συνεχίζει, δεν αντιλαμβάνεται π ως έχει βγει απ ό το δρομάκι. Τα τακούνια της βυθίζονται στο βρεγμένο χώμα, αλλά συνεχίζει να π ροχωράει κι ας δυσκολεύεται. Ξαφνικά, ακούει μπ ροστά της σε κοντινή απ όσταση να τρέχει νερό σ’ ένα αρδευτικό κανάλι π ου έχει φουσκώσει απ ό το νερό της π ρόσφατης βροχής. Σταματάει. Γιατί όχι; σκέφτεται.
Συνεχίζει να π ροχωράει. Αντιλαμβάνεται ότι δεν κλαίει π ια. Οι νυχτερινές ειδήσεις π αρουσίασαν ακόμη κι ένα μέρος της συνέντευξης τύπ ου. O π αρουσιαστής μίλησε ανοιχτά για συνωμοσία σε βάρος της Μανουέλλι. Κυριολεκτικά σάρωσε. Πίνει την τελευταία γουλιά ουίσκι και π ηγαίνει στο κρεβάτι. Έπ ειτα απ ό μια ώρα η Λίτσα μπ αίνει στο δωμάτιο και κλείνει π ίσω της την π όρτα. «Μπ αμπ ά, άνοιξε μου!» «...» «Μπ αμπ ά, σε π αρακαλώ...» «Φύγε, μαλάκα!» «Μπ αμπ ά, νομίζω ότι ο Ντε Μπ λάζι μπ λοφάρει!» «Ηλίθιε, δεν το κατάλαβες ότι σε γάμησέ; Κι ότι εσύ με π ήδηξες;» Είναι γυμνοί στο κρεβάτι. Πρόκειται για μια σύντομη ανάπ αυλα, το ξέρουν και οι δύο, και η Λίτσα επ ωφελείται για να του ψιθυρίσει στο αυτί: «Έλεγες αλήθεια ότι το έγγραφο είναι π λαστό;». «Κατά μία έννοια, ναι».
«Άντε, π ες μου τι έχει συμβεί». «Μια μέρα, καθώς έβγαινα απ ό τη βίλα του π απ π ού σου, π έρασε απ ό μπ ροστά μου ο Μπ έπ π ο Μανουέλλι και με είδε. Ήταν μάλλον σίγουρος ότι δεν τον π ρόσεξα. Κι έτσι ειδοπ οίησα τον π απ π ού σου, π ου είναι καταπ ληκτικός ηθοπ οιός, να έχει το νου του. Έπ ειτα απ ό τρεις μέρες μου τηλεφώνησε και μου είπ ε ότι ο Μπ έπ π ο τριγυρνούσε κοντά στη βίλα και ζητούσε π ληροφορίες. Τότε απ οφασίσαμε να ετοιμάσουμε μια οδό διαφυγής. Έβαλα τον Μπ αστιανέλλι, δεν ξέρω αν τον γνωρίζεις, είναι ο υπ εύθυνος ασφαλείας της Μανουέλλι, π ου εγώ φρόντισα να π ροσληφθεί στην επ ιχείρηση, να γράψει τη συμφωνία ανάμεσα στον π απ π ού σου και σ’ εμένα, την οπ οία υπ έγραψε ο π απ π ούς σου με το όνομά μου κι εγώ με το δικό του. Για μας τους δύο είναι μια έγκυρη π ράξη π ου έχει ισχύ, αλλά έτσι εξασφαλιζόμαστε απ έναντι στους άλλους. Αν ανακάλυπ ταν το έγγραφο, ύστερα απ ό γραφολογική εξέταση θα απ οδεικνυόταν ότι είναι π λαστό. Αν δεν το ανακάλυπ ταν, ακόμη καλύτερα». H Λίτσα τον κοιτάζει με θαυμασμό. «Είσαι π ράγματι διαβολικός. O π απ π ούς μου είχε μιλήσει για τη συμφωνία σας, αλλά δε μου είχε π ει ότι επ ρόκειτο για ένα έγγραφο έγκυρο π ου μπ ορούσε να θεωρηθεί π λαστό! Ιδιοφυές!» «Τι άλλο ξέρεις;» τη ρωτάει ο Μάουρο. «Για τη συμφωνία; Πολλά» απ αντάει η Λίτσα μ' ένα χαμόγελο π ου ξαφνικά π ροκαλεί ανησυχία στον Μάουρο. H Λίτσα τον αγκαλιάζει σφιχτά, τον χαϊδεύει χαμηλά στην κοιλιά, αναζητά το μόριό του.
«Το ξέρεις ότι μου αρέσεις π ραγματικά;» O Μάουρο π ροσπ αθεί με κόπ ο να την απ ομακρύνει. Είναι π ολύ σημαντικό να μάθει όσα γνωρίζει η Λίτσα για τη μυστική συμφωνία. «Τι εννοείς π ολλά;» «Όσα χρειάζεται. Αρκετά, γι’ αυτό το θέμα θα μιλήσουμε άλλη φορά». «Όχι, τώρα». «Καλά. Θα σου π ω εκείνο π ου σ’ ενδιαφέρει π ερισσότερο. Εσύ είπ ες να εκτιμήσουν και να π ληρώσουν διακόσια εκατομμύρια τις μετοχές του π απ π ού στην επ ιχείρηση, σωστά;» «Σωστά». «Απ αίτησες όμως απ ό εκείνον να μεταφέρει απ ό το λογαριασμό του το π οσό των εκατόν π ενήντα εκατομμυρίων στο όνομά σου σε τρεις λογαριασμούς στο εξωτερικό, στο Λιχτενστάιν, στη Σιγκαπ ούρη και στα νησιά Κέιμαν. Σωστά;» Τρελάθηκε ο Μπ ιρόλλι; O Μάουρο νιώθει μια ανατριχίλα σε όλο του το σώμα. Δεν π ρολαβαίνει ν’ απ αντήσει επ ειδή η Λίτσα ξαναρχίζει να μιλάει. «Λοιπ όν, όταν ο π απ π ούς μού ζήτησε τη συμβουλή μου, του είπ α να δεχτεί την π ρότασή σου, η αλήθεια είναι π ως θα αναγκαζόταν να π αίξει το ρόλο του μαλάκα, αλλά δεν είχε άλλη διέξοδο. Τον συμβούλεψα επ ίσης να π άρει τις κατάλληλες π ροφυλάξεις».
Τι εννοούσε; Μια υπ οψία γεννιέται στο μυαλό του. Μικρές σταγόνες ιδρώτα εμφανίζονται στο μέτωπ ό του. «Μη μου π εις ότι τα χρήματα είναι ακόμη εδώ;» «Ησύχασε, βρίσκονται εκεί π ου είπ ες εσύ. Εγώ έκανα όλες τις αναγκαίες διαδικασίες και μόνο εγώ μπ ορώ να κάνω π ράξη ανάληψης». O Μάουρο νιώθει το κεφάλι του να γυρίζει. Για την ώρα δεν μπ ορεί ν’ αξιολογήσει όσα μόλις του είπ ε η Λίτσα. «Γιατί;!» «Απ λή π ροφύλαξη, σου το είπ α. Για την ώρα τα χρήματα τα έχω εγώ. Όταν ολοκληρωθεί η δουλειά και δε θα υπ άρχουν π ια π ροβλήματα, τα λεφτά θα γίνουν δικά σου. Αρκεί να μου τα ζητήσεις. Φοβάσαι ότι θα επ ωφεληθώ; Μη γίνεσαι κουτός, δεν καταλαβαίνεις ότι τώρα...» Δεν ολοκληρώνει την π ρότασή της. Γυρίζει απ ό την άλλη μεριά και σκύβει το κεφάλι. O Μάουρο την π ιάνει απ ό τους ώμους και την αναγκάζει να γυρίσει π ρος το μέρος του. «...ότι τώρα;» «Ότι τώρα π ου σε γνώρισα, θα μου είναι δύσκολο να γυρίσω στον Ραβάτσι;» H Λίτσα τον σφίγγει, τον φιλάει π αντού, σε όλο του το σώμα, τον χαϊδεύει.
«Τι θα έλεγες να τον αφήσεις;» τη ρωτάει ο Μάουρο ξαφνικά. H Λίτσα σταματάει και σηκώνει το κεφάλι της. «Γιατί;» «Επ ειδή έτσι κι αλλιώς ο Μαρσίλι είναι χαμένος». «Μπ ορούμε να το κουβεντιάσουμε» απ αντάει η Λίτσα. Και επ ειδή ο Μάουρο της κάνει νόημα να συνεχίσει την κουβέντα, η Λίτσα λέει γελώντας: «Όχι τώρα όμως. Έχω κάτι άλλο να κάνω». Την επ ομένη στις οχτώ το π ρωί, τον ειδοπ οιούν ότι έφτασε το ελικόπ τερο. Είναι ήδη έτοιμος, τους είχε χαιρετήσει όλους απ ό το π ροηγούμενο βράδυ. Πριν κατεβεί στο χολ του ξενοδοχείου, τηλεφωνεί στον Μανουέλλι. «Γεια. Δε νομίζεις ότι π ρέπ ει να δώσουμε μερικές εξηγήσεις ο ένας στον άλλο;» «Σύμφωνοι. Πότε θέλεις να π εράσεις απ ό το σπ ίτι μου;» «Θα είμαι στο γραφείο γύρω στις δώδεκα το μεσημέρι. Θα συναντηθούμε εκεί». «Σήμερα δε νιώθω π ολύ καλά και θα π ροτιμούσα...»
«Θα συναντηθούμε εκεί» επ αναλαμβάνει με απ ότομο ύφος ο Μάουρο. «Εντάξει. Μπ ορεί να έρθει και ο Μπ έπ π ο;» «Όχι». O Μανουέλλι δεν επ ιμένει. Τον κρατάει στο χέρι τον ηλίθιο γεροΜανουέλλι. H μαμά του Τζανκάρλο τής έφερε τον καφέ στο κρεβάτι. «Είναι π ολύ ωραία μέρα. Μπ ορώ ν’ ανοίξω το π αράθυρο;» «Βέβαια, κυρία». Ανασηκώνεται. H κορυφογραμμή των λόφων φωτίζεται απ ό το δυνατό και λαμπ ερό ήλιο. Έχει διάθεση να κάνει μια μεγάλη βόλτα. H μαμά του Τζανκάρλο κάθεται στην άκρη του κρεβατιού, της χαϊδεύει απ αλά τα μαλλιά. «Είμαι ευτυχισμένη π ου βρίσκεσαι εδώ». H Μαρίζα της π ιάνει απ ότομα το χέρι και το φιλάει. Έχει μισή ώρα καιρό και π ερνάει απ ό το σπ ίτι. H Στέλλα χαίρεται π ου τον βλέπ ει.
«Έδωσε σημεία ζωής η κυρία;» «'Οχι, κύριε. Άφησε όμως για σας αυτόν εδώ το φάκελο». Τον π αίρνει, π ηγαίνει στο γραφείο του και τον ανοίγει. Μέσα υπ άρχει η φωτοτυπ ία της μήνυσης για κακοπ οίηση π ου κατέθεσε εναντίον του η Μαρίζα. Κι ένα σημείωμα χωρίς υπ ογραφή αλλά γραμμένο απ ό εκείνη: «Σ’ ενημερώνω ότι θα ξεκινήσω τις διαδικασίες για το διαζύγιο». Και βέβαια θα της το δώσει. Δε θα της δώσει όμως ούτε ευρώ, εκείνη εγκατέλειψε τη συζυγική εστία. Ωστόσο, καλύτερα έτσι, θα είναι ελεύθερος με τη Λίτσα. Ζήτησε να του ετοιμάσει έναν καφέ, τον π ίνει με την ησυχία του. Στις δώδεκα, τηλεφωνεί στο γραφείο του. Του απ αντάει μια φωνή π ου δυσκολεύεται ν’ αναγνωρίσει. «Σας ακούω, κύριε». «Εσείς π οια είστε;» «Είμαι η Τζοβάννα, η δεύτερη γραμματέας σας». «Α, μάλιστα. H Άννα δεν είναι εκεί;» «Δεν ήρθε σήμερα το π ρωί και ούτε τηλεφώνησε». «O Μανουέλλι ήρθε;»
«Πριν απ ό π έντε λεπ τά». Ας βράσει λίγο ακόμη στο ζουμί του. «Έστειλες το έγγραφο στον εισαγγελέα;» «Όχι». «Πρέπ ει να το στείλεις σήμερα κιόλας, δεσμεύτηκες δημόσια». «Δε νομίζω ότι θα το κάνω». «Γιατί;» «Μ’ έπ εισες ότι είναι π λαστό». «Εύκολο, αγαπ ητέ μου. Δεν μπ ορείς να καθαρίζεις τόσο εύκολα». «Τι θέλεις;» «Ένα γράμμα με το οπ οίο θα μου ζητάς συγγνώμη, για να δημοσιευτεί σε π έντε τουλάχιστον εφημερίδες». «Εντάξει. Θα ήθελα όμως να σου εξηγήσω...» «Ότι ο γιος σου ο Μπ έπ π ο είναι μαλάκας; Το ξέρω ήδη. Και τώρα ας μιλήσουμε για σοβαρά π ράγματα. Είναι φανερό ότι ο Μαρσίλι, ακόμη κι αν απ αλλαγεί απ ό κάθε κατηγορία, δε θα μπ ορέσει να ξαναπ ατήσει στην επ ιχείρηση. Ας μη στεναχωρηθούμε, θα βρει π αρηγοριά στα π οιήματά του».
O Μανουέλλι κάνει ένα νεύμα σιωπ ηλά, φαίνεται σαν να μην έπ ιασε το σαρκασμό. «O Μαρσίλι θ’ αντικατασταθεί αμέσως. Το όνομα του αντικαταστάτη θα το μάθεις αύριο. O Ραβάτσι θ’ απ ογοητευτεί, αλλά έτσι είναι η ζωή». «Είναι άνθρωπ ος του Ραβάτσι;» «Ναι. Εξαιρετικό άτομο». «Καλά». «Θα οργανώσω και θα π ροεδρεύσω εγώ αύριο στη συνάντηση των διαπ ραγματεύσεων με τα συνδικάτα. Θα μου κάνεις τη χάρη να έρθεις κι εσύ και θα ζητήσεις συγγνώμη για το λάθος π ου έκανες». «Σύμφωνοι». Το μαλακισμένο γέρικο λιοντάρι μεταμορφώθηκε σε ήρεμο αρνάκι. Μόλις έφυγε ο Μανουέλλι, τηλεφώνησε στον Μπ ιρόλλι. «Θα ήθελα να σ’ ενημερώσω για τις τελευταίες εξελίξεις. Πού είσαι;» «Στο σπ ίτι». «Σε μια ώρα θα είμαι εκεί». «Έχεις φάει;»
«Όχι ακόμη». «Τότε σε π ροσκαλώ για φαγητό. H Λίτσα ήταν καλά;» «Πολύ καλά. Θέλω να σου μιλήσω και για κείνη». Είναι στον αυτοκινητόδρομο, τρέχει με μεγάλη ταχύτητα, κάνει συνέχεια π ροσπ εράσματα. Νιώθει μεγάλη ευφορία, π ιάνει τον εαυτό του να τραγουδάει, σπ άνια κάνει κάτι τέτοιο. Και ξαφνικά σπ άει στον εγκέφαλό του μια φλεβίτσα λεπ τότερη και απ ό τρίχα.