Ο Αλαίν Μπλοτιέρ γεννήθηκε το 1954 στο Νεϊγύ.Έχει δημοσιεύσει μυθιστορήματα, ταξιδιω τικά έργα και δοκίμια. Έχει τιμηθεί με τα βρα βεία Prix litteraire de la Vocation και Prix Valery Larbaud. Αλλα μυθιστορήματα του: * ♦
Saad * Le Point d'eau *> Interieur bleu L'EnchantementKoi * Si-Amorm.
Από καιρό ήθελα να κάνα) μια ταινία για έναν αλη θινό ήρωα, που πέθανε νέος και όμορφος, κατά προτίμηση. Έμαθα την ιστορία του Τομά Ελέκ, που τον φώναζαν Τόμι, ενός μαθητή λυκείου στο Παρίσι, Εβραίου ουγγρικής καταγωγής, ο οποίος πολέμησε το ναζισμό ως μέλος της «Ομάδας Μ α νούσιόν» και εμφανίζεται στην περίφημη Κόκκι νη Αφίσα. Οταν συνάντησα τον Γκαμπριέλ, έναν σύγχρονο έφηβο που με τον Τόμι έμοιαζαν σαν αδέρφια, πίστεψα πως είχα βρει τον ιδανικό ερ μηνευτή για τον ήρωά μου, εξήντα ολόκληρα χρόνια μετά το θάνατό του. Δεν φανταζόμουν πως, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, θ' αναπτυσσότα ν α νάμεσα στον νεκρό και τον ερμηνευ τή μια συγκλονιστική σχέση, που δεν είναι ορατή στην ταινία. Ιδού, λοιπόν, αυτή η μυστική ιστο ρία, που μέχρι τώρα μόνο εγώ τη γνώριζα.
Scanned by CamScanner
Τόμι
Scanned by CamScanner
Το έργο εκδίδεται με την ενίσχυση του Γαλλικού Υπουργείου Πολιτισμού-Εθνικό Κέντρο Βιβ\( Ouvrage publie avec le concours du Ministere frangais charge de la culture-Centrenationalduliyrg
Τ όμι ife μακέτα εξωφύλλου-συντονισμός έκδοσης: Μαρία Τσουμαχίδου
διόρθωση: Άννα Μαραγκάκη
σελιδοποίηση: εκδόσεις ΠΟΛΙΣ τυπώ θηκε τον Ιούνιο του 2012 Alain Blottiere, L e T o m b eau d e Tommy © Editions Gallimard, Paris, 2009 © 2012, για την ελληνική γλώσσα, εκδόσεις ΠΟΛΙΣ Αιόλου 33, 105 51 Αθήνα τηλ.: 210 36 43 382, fax: 210 36 36 501 e-mail:
[email protected] ISBN: 978-960-435-350-7
Alain B l o t t i e r e
Τόμ,ι μυθιστόρημα
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΤΣΕΛΙΟΥ
Π Ο Λ ΙΣ
Σ την Ελεν
ouoiiiicu uy
ociiiiouciiiiici
Τα τρία παιδιά βρίσκονται στο μισοσκόταδο, ξαπλωμένα στα κρεβάτια τους και, στο λιγοστό φως που τρυπώνει από την πόρ τα και τα κλειστά παραθυρόφυλλα, τα χαρακτηριστικά τους δεν διακρίνονται. Μέσα στη σκοτεινή κάμαρα ξεχωρίζουν τα περι γράμματα των ξαπλωμένων παιδιών, μια υποφία φωτός από κάποιο φανοστάτη χαϊδεύει τα μαλλιά του δεκάχρονου Τόμι. Σ το δεύτερο κρεβάτι, παράλληλα με το δικό του, βλέπουμε ένα σώμα πιο μικροκαμωμένο' είναι ο Μπέλα, ο τετράχρονος αδερ φός του. Σ ε άλλο τοίχο ακουμπά ένα τρίτο κρεβάτι, όπου βρί σκεται ξαπλωμένη η εξάχρονη Μαρτ, η αδερφή τους. Μερικές χειρονομίες, κάποιες κινήσεις, δείχνουν ότι τα παιδιά δεν κοι μούνται ακόμη. Έ ξω α π ό αυτούς τους τοίχους, μέσα από το διαμέρισμα, φτά νουν αδύναμοι ήχοι, κουβέντες σκόρπιες σε άγνωστες γλώσσες, γέλια κάπου κάπου, θόρυβοι από πιατικά, μάλλον κάποιοι που δειπνούν σε διπλανό δωμάτιο. Οι ήχοι μοιάζουν οικείοι, καθησυχαστικοί 1 Μ έσα α π ό τα χωρίσματα γίνονται απαλότεροι και θα νανουρίζουν τα παιδιά κάθε βράδυ, μέχρι να αποκοιμηθούν. Έξαφνα, μ έσα στο σκοτάδι και την ησυχία του ύπνου που πλησιάζει, ακούγεται μ ια φωνή απόκοσμη, δυνατή, φοβερή και 9
Scanned by CamScanner
απειλητική, μ ια φωνή που την έχει επ ιν οή σει ο Τ όμ ι γ ια ένα τε λευταίο παιχνίδι πριν α π ό τον β ρ α δ ιν ό ύ π νο: ^ __ Ε ίμ α ι ο ζω ντανός νεκρός... π ου τ ρ ώ ω τ α π α ιδ ιά ... και τώ ρ α θα φ άω ... θα κ α τ α σ π α ρ α ζ ω ... τη Μ Α Ρ Τ ! Β λέπουμ ε τότε το κ ο ρ ιτσ ά κ ι, μ ε τ ο ν υχ τικό του, να πηδάει α π ό το κρεβάτι του. να ανοίγει ττ\ν π ό ρ τ α κ α ι να τρεχει σε εναν διάδρομ ο ουρλιάζοντας: — Μ α μ ά ! Μ α μ ά ! Ο Τ όμι θίλει να μ ε τρ ο μ ά ξ ει! Ό λοι οι Θόρυβοι στο τραπ έζι σ τ α μ α τ ο ύ ν α π ό τ ο μ α . Η π ό ρ τ α του δω μ α τίου είναι τ ώ ρ α α ν ο ιχ τή κι έν α φ ω τειν ό κ ύ μ α α π ό το διάδρομ ο εστιάζει στο π ρ ό σ ω π ό του Τ ομ ι, π ου είν αι σ τρ α μ μ έ νος προς τ α κει, έχ οντας α ν α κ α θ ίσ ει σ το κ ρ εβ ά τ ι του9 φ ορώ ντας π ιτζά μ α της εποχής. Μ έσ α στην π α ρ α τ ετ α μ έν η σ ιω π ή , έν α π ρ ό σ ω π ο αγγελικό, μ ε σ γ ο υ ρ ά ξαν θ ά μ α λ λ ιά κ α ι μ ά τ ι α μ ισ ά ν ο ι χ τα , θαμ πω μ ένα α π ό το φως, χ α μ ο γ ε λ ά δ ια β ο λ ικ ά . Τον φωνάζουν «Τόμι». Κι έτσι θα τον αποχαλούν μέχρι την ύστατη στιγμή* πολλοί σύντροφοί του, μάλιστα, δεν θα μάθουν ποτέ το αληθινό του όνομα: Τομά Ελέκ. Εκείνο το ανοιξιάτικο βράδυ του 1935, στο διαμέρισμα του αριθμού 15 της οδού Ρολέν, ανάμεσα στην πλατεία Κοντρεσκάρπ και την οδό Μ ονζ,* ο Τόμι είναι δέκα χρονών. Ο Μπέλα θα ζήσει πολλά χρόνια. Μ έχρι το θανατο του, το 2003, δεν θα παψουν να τον ρωτούν για τον αδερ φό του. Θα βαφτίσει το γιο του Τομά. Για τη Μ αρτ, που χάθηκε το 1998, γνωρίζουμε ότι, ως παιδί, χρειάστηκε πολλές φορές ν’ ανεχτεί τα ξεσπάσματα του μεγάλου της αδερφού, αλλά και μια αδικία: τ ψ παράφορη, την υπέρμετρη, εξαιτίας της απειλής, αγαπη της μητέρας τους, της Ελέν, για του Τ ό μ ι, του π ρω τότο κο της. Και η Μ αρτ, ωστόσο, Τ ο μ ά θα βαφτίσει το γιο της.
Scanned by CamScanner
Η παραπάνω σκηνή, όπως και οι επόμενες στο Ντινάρ,* περιέ πλεκαν τα πράγματα. Αλλά εγώ τις ήθελα πάση θυσία για την αρχή της ταινίας. Έ π ρ επ ε αμέσως να φανεί ότι ο Τόμι είχε κά ποια ιδιαιτερότητα, πως δεν είχε βαλθεί να σκοτώνει από πε ποίθηση. Η μητέρα του, η Ελέν, θα έλεγε αργότερα ότι δεν ήταν φτιαγμένος για να σκοτώνει, ότι πάντα κατέβαλλε τρ ο μ α κ τικ ή π ρ ο σ π ά θ ε ια για να σκοτώσει. Από την πλευρά της μάνας, είχε μάλλον δίκιο. Ωστόσο, ελάχιστοι είναι εκείνοι που, έστω κι αν χρειαστεί να καταβάλουν τρομακτική προσπάθεια, ακόμη και σε καιρό πολέμου, σκοτώνουν εν ψυχρώ άλλους ανθρώπους, χ ω ρίς να εξαναγκάζονται ή χωρίς να απειλούνται άμεσα. Η πράξη αυτή απαιτεί άλλου τύπου κίνητρα. Τ η σκηνή δεν την επινόησα. Ό π ω ς και οι περισσότερες της ταινίας, είναι πέρα για πέρα αληθινή. Μπορεί κανείς να τη δια βάσει στις Α ναμ νή σεις της Ελέν, τα απομνημονεύματα που υπα γόρευσε η μητέρα του Τόμι για τον Φρανσουά Μ ασπερό** το 1974. Ε γ ώ απλώς συμπλήρωσα το χαμόγελο. Χρειάστηκε να βρούμε ένα παιδί που να μοιάζει στον Γκ α μπριέλ - ο οποίος υποδύεται τον Τόμι στην Α ντίσταση-, στην παιδική του ηλικία. Αλλά για τις επόμενες σκηνές που εκτυλίσ σονται στο Ντινάρ, τούτο αποδείχτηκε ακόμη πιο δύσκολο, κα θώ ς αυτή τη φορά το αγόρι είναι δεκαπέντε χρονών, απέχει δη λαδή ελάχιστα από την ηλικία του Τ όμ ι που τον υποδύεται ο Γκαμπριέλ, κι ο ρόλος του είναι πιο σύνθετος. Οι θόρυβοι που ακούγονται στη σκηνή αυτή προέρχονται από ένα μικρό εστιατόριο που βρίσκεται μέσα στο διαμέρισμα. Τ ούτο το εστιατόριο δεν το δείχνω, αλλά τους θορύβους τούς ήθελα, γιατί μέσα σε ένα τέτοιο ηχητικό περιβάλλον μεγάλω σε ο Τ ό μ ι. Η Ελέν διηύθυνε το εστιατόριο. Μ ια γυναίκα με ακατά λυτη δύναμη, και πείσμα πέρα από τα συνηθισμένα. Εκείνη 1 1
Scanned by CamScanner
- ό χ ι ο άνδρας τ η ς - αποφάσισε να εγκαταλείψ ουν την Ο υγγα ρία, το 1930, και να εγκα τα στα θούν σ τη Γ α λ λ ία . Ή τ α ν Εβραίοι και κομμουνιστές, αλλά δεν έφυγαν γ ια να ξεφύγουν από τη δι κτατορία, τον αντισημιτισμό ή την εξαθλίω ση. Ό χ ι, η Ε λέν απο φάσισε να φύγουν, επειδή δεν μπορούσε να π ληρώ σει τα δίδα κτρα του Τ ό μ ι στο γαλλικό σχολείο τη ς Β ουδα π έστη ς. Ή θ ελ ε να αποκτήσει ο γιος της γαλλική κουλτούρα. Α υτό και μόνο. Κ ο μ μουνιστής, αλλά με αέρα αριστοκράτη, επηρμένος, αλαζόνας, απέπνεε ανω τερότητα. Ό λ α αυτά ο Τ ό μ ι τα κληρονόμησε από την Ελέν. Εκείνη εγκατέλειψ ε τα π ά ντα , προκειμένου ο γιος της ν’ απαγγέλλει Λα Φοντέν* χω ρίς ίχνος ξενικής προφοράς. Σ τη Γαλλία έκανε κάθε λογής δουλειά για να θρέψει τα παιδιά της. Π ωλήτρια σαλαμιού Ουγγαρίας από σπ ίτι σε σ π ίτι, παραδου λεύτρα, πλύστρα. Πριν ακόμη αναλάβει το « Π έτα λ ο » στην οδό Μ οντάιν-Σεντ-Ζενεβιέβ, είχε στήσει ένα μικρό εστιατόριο, χ ω ρίς όνομα, σε δύο δω μάτια του διαμερίσματος τη ς οδού Ρολέν. Έ γ ιν ε γνωστό από στόμα σε στόμ α και μάζευε ξένους φοιτητές, πολιτικούς πρόσφυγες, Ούγγρους π ερα στικούς... Ο άνδρας της τη βοηθούσε. Μ ιλούσε έξι γλώ σσες, αλλά η ζω ή του, νομίζω, συ νοψιζόταν σε τούτο: να βοηθάει τη γυναίκα του. Τον πρώτο καιρό, στη Γαλλία, παρέδιδε μαθήματα ξένων γ λω σ σ ώ ν , έκανε και μερικές μεταφράσεις. Σ την Ουγγαρία τον φώναζαν Σαντόρ, στη Γαλλία Αλεξάντρ. Η Ελέν τον φώναζε Ε λ έκ . Έ ζη σ α ν στην οδό Ρολέν από το 1934 ώ ς το 1937. Έ ν α στενό δρομάκι, με φτωχικές χαμηλές πολυκατοικίες -α ν ά μ εσ ά τους και το νούμερο
15, με τέσσερις ορόφους μαζί με τη σ ο φ ίτα -, που καταλήγει σε σκαλοπάτια τα οποία οδηγούν στην οδό Μ ονζ. Δ ρόμ ος πολύ μι κρός για τ ’ αυτοκίνητα, κι έτσι τα παιδιά μπορούσαν να παίζουν με τις ώρες χωρίς ν’ ανησυχεί η Ε λ έν . Δ ρόμ ος πολύ παλιός, όπου έμενε ο Ντεκάρτ όταν περνούσε α π ’ το Π αρίσι, προς το τέ-
iScanned
by
CamScanner
λος της ζωής του. Από το 1932, έμενε εκεί και ο Μπενζαμέν Φοντάν, που γεννήθηκε στη Ρουμανία ως Μπένγιαμιν Βέσλερ και μεταναστέυσε στη Γαλλία το 1922. Δώδεκα χρόνια αργότερα, είχε αναδειχθεί σε εξέχουσα μορφή της παρισινής διανόησης. Θα διασταυρωνόταν συχνά με τους μικρούς Ούγγρους, θ’ άκουγε την Ελεν να τους φωνάζει από το παράθυρο με τη χαρακτηρι στική προφορά της, θα σκεφτόταν ότι ήταν εβραιόπουλα, όπως κι ο ίδιος, και ότι το μέλλον τους δεν διαγραφόταν ρόδινο. Αν, βέβαια, υποθέσουμε ότι είχε κανένα προαίσθημα, αυτός, που η γαλλική αστυνομία θα ερχόταν να τον συλλάβει στο σπίτι του, στον ίδιο εκείνο δρόμο, τον Μάρτιο του 1944, για να τον παραδώσει στους Γερμανούς. Πέθανε στο Άουσβιτς. Ο Τόμι στάθηκε πιο τυχερός. Τ ο α γ ό ρ ι έχει μ εγ α λ ώ σ ει, α λ λ ά μ π ορούμ ε να το α ν α γ ν ω ρ ίσ ο υ μ ε, είν αι δεκ α τρ ιώ ν ή δεκ α τεσ σ ά ρω ν χρονώ ν, το ίδιο α γ γ ελ ικ ό π ρ ό σ ω π ο μ ε τ α μ ά τ ια Θαμπωμένα α π ό το φως, του ήλιου τ ώ ρ α , μ ε β ρ εγ μ έν α εκείνη τη μ έρ α τ α ξανθά του μ α λ λ ιά . Κ ά τ ι κ ο ιτά ζ ει επ ίμ ο ν α , α κ ό μ η δεν ξέρουμε τι. Α κ ού γ εται π αφ λασμ ός νερού, η θ ά λ α σ σ α , κ α ι φωνές π α ιδ ιώ ν που παίζουν. Τ ο κ ά δ ρ ο α ν ο ίγ ει, β λ έπ ο υ μ ε τον Τ όμ ι μ έσ α σ το νερό κ α ι γύρω του μ ια π α ρ έ α π α ι διώ ν π ου π αίζου ν μ ε τ α κ ύ μ α τα . Σ τρέφ εται π ρος το μ έρ ο ς τους: — Οι Γ ερ μ α ν ο ί! Κ ο ιτ ά ξ τ ε! Ε ίν α ι στο μ όλ ο! Έ φ τ α σ α ν σ το Ν τιν ά ρ ! Τ α π α ιδ ιά σ τα μ α τού ν το παιχνίδι κ α ι τρέχουν π ρος την ακτή . Ό σ ο γ ια τον Τ όμ ι, δεν κουνιέται. Τ ον βλ έπ ουμ ε α π ό π ίσ ω , να κ ο ιτ ά ζ ει τ α π α ιδ ιά π ου α π ο μ α κ ρ ύ ν ο ν τα ι, τρέχουν στη ν π α ρ α λ ία κ α ι π λη σιάζουν τ α γ κ ρίζα η μ ιερπ υστριοφ όρα μ ε το σ τ α υ ρ ό της Β έρ μ α χ τ . Σ τ ο επ ό μ εν ο π λ άν ο, π ερ π α τ ά ει σ το μ ό λ ο ' φ ορώ ν τας μ α γ ιό τη ς επ οχ ή ς, μ ’ έν α σ α κ ίδ ιο στον ώ μ ο, φ ω νάζει τον α δ ερ φ ό 13
Scanned by CamScanner
του του Μ πελά, δέκ αχ ρον ώ ν , κ α ι τηυ αδερφ ή του τη Μ αρτ, δώ δεκα, καθώ ς περνάει, χ ω ρίς να σ ταμ ατή σ ει, μ π ροσ τά α π ό το πλήθος των λουομένων που έχουν συγκεντρω θεί γύρω α π ό τα ημιερπυστριοφόρα. Τ α δύο π α ιδ ιά τον ακολουθούν και οι τρεις τους αφήνουν το μόλο, περιπλανιούνται στους ηλιόλουστους δρό μους με τις αγγλικού στυλ επαύλεις, φορούν μ ερικ ά ρού χ α καθώς περπατούν, μετρούν τ α χ ρ ή μ α τ ά τους κ α ι σταμ ατού ν σε έναν φούρνο γ ια να αγοράσου ν π α γ ω τ ό χ ω ν άκ ι * τέλος, μπαίνουν σε μ ια έπαυλη: «Π ανδοχ είο, εσ τιατόρ ιο» . Τ α π α ιδ ιά διασχίζουν έναν μ εγ ά λ ο φ ω τεινό χ ώ ρο, όπου εί ναι απλω μένα για να στεγνώ σουν φ αρδιά λ ευ κ ά σεντόνια. Π ίσω α π ό μ ια τέτοια σειρά σεντονιών, σ α ν σε θέατρο σκιών, βλέπουμε τη σιλουέτα του Μ π έλα να τρέχει κ α ι τον ακού μ ε να φωνάζει: — Μ α μ ά ! Μ α μ ά ! Οι Γ ερ μ α ν ο ί! Τ α π α ιδ ιά μπαίνουν στην κου ζίν α κ α ι σχηματίζουν κύκλο γύρω α π ό μ ια γυναίκα μ ε κ α σ τ α ν ά μ α λ λ ιά π ια σ μ έν α κότσο, σ α ρ ά ν τ α χρόνων, που φοράει ένα π ρόχ ειρο φ όρεμ α κ α ι π ο δ ιά κου ζίνας, σκυμμένη π ά ν ω α π ό τις κ α τ σ α ρ ό λ ες της. — Ξ έρω , λέει με έντονη προφ ορά, οι Γ ε ρ μ α ν ο ί έφ τασαν στο Ν τινάρ. Έ φ τασ α ν μέχρι εδώ , είναι στην τ ρ α π εζ α ρ ία , κ α ι τους ετοιμ άζω κουνέλι μ ε μ ο υ σ τά ρ δ α . — Ε δ ώ ! αναφ ω νεί ο Τ όμι. Μ ίλησες μ α ζ ί του ς; Π ώ ς είναι; — Ό π ω ς όλοι οι κακορίζικοι, Τ ό μ ι: κ ά ν ο υ ν φ ασ α ρία , βρί ζουνε κ α ι ζέχνουν. Θ αρρείς π ω ς έχουν να πλυθούν α π ό το Β ερ ο λίνο. Κ ι είναι έξω φρενών, γ ια τ ί τους χ τυ π ή σ α ν ε, είχ αν έναν νε κρό, σήμερα το πρω ί, στο π ροαύ λ ιο του σχ ολ είου ό π ο υ κ α τέλ υ σαν. Κ ά π ο ιο ς α π ' το δρόμ ο πυροβόλησε μ ες σ το π ρ οα ύ λ ιο. Ο Τομι ισ α που την ακούει. Α ν α σ α ίν ει τ α α ρ ώ μ α τ α που αναδύονται α π ο την κ α τ σ α ρ ό λ α , π αίρνει μ ια κ ο υ τ ά λ α , τη β ου τάει στη σ άλ τσ α κ α ι δοκιμ άζει. Μ Scanned by CamScanner
— Θέλει κι άλλη μουστάρδα... — Μ ια χ α ρ ά είναι η μουστάρδα για τους κακορίζικους, α π α ν τ ά η μη τέρα του. Ο Μ π έλα έχει μισανοίξει την πόρτα που χωρίζει την κουζίνα α π ό την τραπ εζαρία. Φ αίνεται ένα τραπέζι που γύρω του κάθο νται ένστολοι Γ ερ μ α ν ο ί αξιω μ ατικοί που δείχνουν ατημέλητοι. — Κ ακορίζικ οι... λέει χαμηλόφωνα ο Μ πέλα. — Κ λ είσ ε την π όρτα! τον διατάζει η μητέρα του. Λοιπόν, π α ιδ ιά , έχ ω δουλειά, πηγαίνετε να ντυθείτε. Τ α δυο μ ικ ρ ά εξαφανίζονται, αλλά ο Τόμι μένει. Τον βλέ πουμε ξαν ά πλάτη. Κ ά θ ετα ι πίσω α π ό τη μητέρα του, την α γ κ α λ ιά ζ ει α π ό τη μέση, το κεφάλι του γέρνει στον ώ μο της. — Ν α φτύσω μ έσ α στο κουνέλι; — Ό χ ι, να μη φτύσεις. Τους άφησα να μπουν και θα τους σερβίρω ό π ω ς όλο τον κόσμο. Τη μ έρα που θα θέλω να τους φτύ σω , δεν θα τους αφήσω να μπουν. Εκείνο το καλοκαίρι του 1940, ο Τόμι ήταν, στην πραγματικό τητα, δεκαπέντε χρόνων. Αλλά εγώ διάλεξα ένα μικρότερο αγόρι. Για τί αυτός εδώ ο Τόμι, τον Ιούλιο του 1940, δεν ήταν ακόμη εκείνος που θα γινόταν έναν χρόνο αργότερα. Δεν είχε πιάσει όπλο, ήταν ακόμη παιδί. Έ πρεπε να φανεί αυτή η δια φορά, και η παιδική ηλικία που τέλειωσε απότομα. Ο Τόμι των διακοπών δίπλα στη θάλασσα, το χαρούμενο ηλιοκαμένο αγόρι, δεν μπορούσε να έχει την ίδια κατασκευή με τον πολεμιστή Τ όμι. Κ αι πάλι χρειάστηκε ν’ αναζητήσουμε ένα αγόρι που θα έμοιαζε στον Γκαμπριέλ, αλλά θα ήταν τρία χρόνια μικρότερο. Δύσκολο. Π άντω ς, αυτός εδώ ο Τόμι τού μοιάζει πραγματικά. Πέρα από τα ξανθά μαλλιά, το αδύνατο κορμί, το οβάλ πρόσω πο, τα λεπ τά χαρακτηριστικά, εκπέμπει την ίδια έπαρση, την ΐ5 Scanned by CamScanner
ίδια αυθάδεια, την υπόσχεση ενός ανδρισμού που μόνο η παρου σία της μητέρας του μπορούσε να γλυκάνει. Μ’ αρέσει πολύ ο τρόπος που ακουμπά το κεφάλι του στον ώμο της Ελέν, το κάνει με φυσικότητα. Αυτός ήταν ο πρώτος του ρόλος, νομίζω. Αργό τερα ήρθε πολλές φορές στα γυρίσματα στο Παρίσι, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Παραδόξως, η αναζήτηση και η επιλογή της ηθοποιού που θα υποδυόταν την Ελέν μού φάνηκε πολύ πιο εύκολη υπόθεση. Ή θελα την αυθεντική ουγγρική προφορά. Σιχαίνομαι την ψεύτι κη προφορά στο σινεμά, τους Γάλλους ηθοποιούς που μιμούνται τα πάντα, προφέροντας «ρ» αντί για «γ». Έψαξα λοιπόν να βρω μια Ουγγαρέζα γύρω στα σαράντα, που θα μιλούσε λίγα γαλλι κά. Πήγαμε στη Βουδαπέστη. Μας παρουσίασαν πολλές ηθο ποιούς, όλες τους εξαιρετικές, αλλά εγώ δεν δίστασα ούτε στιγ μή: η Βίλμα διαθέτει τη δύναμη της Ελέν, και την περηφάνια, όλα της τα χαρακτηριστικά. Η αγοραία γλώσσα της Ελέν τής πάει γάντι, κι ας διαμαρτυρόταν συνέχεια. Μαζί της, τα γυρίσμα τα δεν ήταν πάντα εύκολα. Αλλά με βοήθησε πολύ ο Μίκλος, ένας άλλος Ούγγρος της ταινίας, ο οποίος υποδύεται τον Ελέκ. Ε δ ώ και μερικά χρόνια, η Ελέν νοίκιαζε, τους θερινούς μήνες, μια εξοχική κατοικία στο Ντινάρ και τη μετέτρεπε σε οικογενεια κή πανσιόν για τους εργάτες που έπαιρναν την καλοκαιρινή τους άδεια. Αυτές ήταν ot διακοπές των παιδικών χρόνων του Τόμι, ίσως οι πιο ευτυχισμένες μέρες της ζωής του. Χωρίς, βέ βαια, να είμαι σίγουρος. Τ ο 1940, την άνοιξη, τότε που οι Γερ μανοί πλησίαζαν στο Παρίσι, η Ελέν φοβήθηκε για τα παιδιά της. Εστειλε τα δύο μικρά στο Ντινάρ, στον αδερφό της. Εκείνη πήγε να τους βρει τον Ιούνιο. Ο Τ ομ ι δεν ήθελε να εγκαταλείψει το Παρίσι πριν από το τέλος της σχολικής χρονιάς, κι έμεινε μα-
Scanned by CamScanner
ζί με τον πατέρα του. Τελείωνε τό τε *«χ ό ζ σ τ α μ α θ η μ α τ ικ ά α λ λ ά ά ρ ί σ χ Γ Ύβμ* 4 « ο Λουί-χ, ρ άρεσε η ο γTu ο τtεfc/v χ ν ία ε χκόότα τ α ν στο ΓΤ αρεσε tj λ au ia . Β βρρισ
'
^°Ύΐκ<χ,
μέρα που μ π ή κ α ν οι Γ ερ μ α ν ο ί. Τ ό τ ετ η <ΧΡΐσΊ '°τΐς ''^ Ό τ α ν , λ ο ιπ ό ν , π ή γ ε να βρει τ ους UK0 W
"Ρώτη
ζί με τον π α τ έ ρ α τ ο υ , το ν Ιούλιο, ο γερμαν^ προκαλουσε π ια κ α μ ία εντύπω ση. Η Ε λ Ι
ΗIΙουνίου
° το Ν™ άρ, μ * ? 0? Ρ“τ6<
too
θετό, α λ λ ά ν ο μ ίζω π ω ς κάνει λάθος. Τ ιάν WX'>P/ ’Mai to αντίοι α να μνήσεις τ η ς σ υ χν ά μ π ε ρ δ ε ύ ο ν τ α ι^ !™ ΧΡ0νια1“ Ρϊότερα, τις χ ρ ο ν ο λ ο γ ίε ς δεν είναι, προφανώς, α λ 1 ΐ !„
ί™ “ Φ°.ρά
Τ ό μ ι δεν τ ρ έχ ε ι μ ε τ ’ ά λ λ α παιδιά στο μόλο να δ α τ α ^ στριοφορα α π ο κ ο ν τά , να γ ια τί περνάει από μπροστά τους2 ρίς να σ τ α μ α τ ή σ ε ι. Ξ έρει ήδη. Φυσικά, κανείς δεν μπορεί να το μαντέψ ει β λ έ π ο ν τ α ς την ταινία. Υπάρχουν ένα σωρό παρόμοιες λεπ τ ο μ έ ρ ε ιες, π ο υ μόνο εγ ώ γνω ρίζω τι σημαίνουν. Είναι βασικό α υ τό . Δ εν π ρ έπ ει να εξηγούνται τα πάντα σε μια ταινία. Η ίδια η π ρ α γ μ α τ ικ ό τ η τ α δεν σου τα εξηγεί ποτέ όλα. Γι’ αυτό και συγκινεί π ερ ισ σ ό τερ ο α π ό το σινεμά. Μέσα σε μία μέρα, από τις χιλιά δ ες εικόνες π ο υ συλλα μβά νει το βλέμμα μας, εκατοντάδες π α ρ α μ ένουν α ν ε ξ ή γ η τ ες . Γ ι ’ αυτό και οι ταινίες που περιέχουν μόνο σκηνές α π α ρ α ίτ η τ ε ς και κατανοητές δεν κατορθώνουν στ’ α λήθεια ν α σ υγκ ιν ή σ ουν . Κ α τ α κανόνα, ισχύει το αντιστροφ
Ξανά το πλούσιο καλοκαιρινό άλλα
τρία ταιδ<«^
αγόρια και κορίτσια, σηκωνοντα
μπαΧχονιού της
τους και σκύβουν πάνω απο τα κ«Τ φ(χν[ζεται στη γωνία, πανσιόν. Μόλις δουν εναν περαστικό ν μ περιμένουν μέχΡ1 πίνουν μερικές γουλιές νερό απο ενα προλάβω να ^ να πλησιάσει αρκετά και μετά < ρ τ υ ν ο χονζ εΧουν κώσει το κεφάλι ο μουσκεμένος η 17
α π ο τ ρ α β η χ τ ε ί κ α ι κ ρ ύ β ο ν τ α ι σ τ η σ κ ιά . σ υ γ κ ρ α τ ώ ν τ α ς τ α ytkia τ ο υ ς . Σ ι γ ά σ ιγ ά . μ ι α β ο ή δ υ ν α μ ώ ν ε ι, ακουγονταε φωνές, δεαταγ ές στα γ ε ρ μ α ν ικ ά . Σ τ η γ ω ν ία ε μ φ α ν ίζ ε τ α ι μ ι α ανθρώ π ινη κορ δ έ λ α . ά ν δ ρ ε ς κ α ι γ υ ν α ίκ ε ς μ ε π ο λ ιτ ικ ά , παεδεά κά0ε ηλεκεας, π λ α ισ ιω μ έ ν ο ι α π ό Γ ε ρ μ α ν ο ύ ς σ τ ρ α τ ιώ τ ε ς . Τ α π α ιδ ιά φεύγουν γ ρ ή γ ο ρ α α π ό τ ο μ π α λ κ ό ν ι. κ α τ ε β α ίν ο υ ν τ ρ έ χ ο ν τ α ς τη σκάΧα, φ ω ν ά ζ ο ν τ α ς τη ν Ε λ έν . β γ α ίν ο υ ν α π ό τη ν π α ν σ ιό ν κ α ι βλέπουν τη ν α ν θ ρ ώ π ιν η κ ο ρ δ έ λ α ν α ξ ε τ υ λ ίγ ε τ α ι. Οι σνλληφθέντες κου β α λ ο ύ ν β α λ ίτ σ ε ς . Μ ιλ ο ύ ν α γ γ λ ικ ά . Ε ίν α ι π ο λ ύ καλοβαλμ ένοι, ν τυ μ έν οι σ α ν κ ο μ φ ο ί τ ο υ ρ ίσ τ ε ς π ο υ ε π ισ κ έ π τ ο ν τ α ι τ ο π αραλ ιακό κ α ζ ίν ο . Μ ε κ ο σ τ ο ύ μ ια α λ ά Τ ζ έιμ ς Ά ιβ ο ρ ι. Έ ν α π α ιδ ά κ ι κλαίει σ τη ν α γ κ α λ ι ά τη ς μ η τ έ ρ α ς του . Η Ε λ έ ν β γ α ίν ε ι κ ι α υ τή α π ό την π α ν σ ιό ν . μ ο ιρ ά ζ ε ι φ ρ ο ύ τ α σ τ ο υ ς μ ικ ρ ό τ ερ ο υ ς . Μ ια γυναίκα την ε υ χ α ρ ισ τ ε ί μ ε τη χ α ρ α κ τ η ρ ισ τ ικ ή ο ξ φ ο ρ δ ια ν ή π ροφ ορά, και ύστε ρ α π α ρ α π ο ν ιέ τ α ι γ ι α τη ν τύ χ η τη ς σ ε τ ό ν ο π ο υ θυμίζει αριστοκ ρ ά τ ι σ σ α σ ο κ α ρ ισ μ έ ν η α π ό τη ν α π ρ ε π ή σ υ μ π ερ ιφ ο ρ ά υπηρέτη. Π α ρ α κ ο λ ο υ θ ο ύ μ ε τη ν α ν θ ρ ώ π ιν η κ ο ρ δ έ λ α ν α απ ομ ακρύνεται, κ ι έ π ε ι τ α ν α χ ά ν ε τ α ι σ τη σ τρ ο φ ή τ ο υ δ ρ ό μ ο υ , σ τ ο σημείο ακρι β ώ ς ό π ο υ , τη ν ίδ ια σ τιγ μ ή , ε μ φ α ν ίζ ε τ α ι μ ι α ο ικ ο γ έν εια εργατών π ο υ κ α τευ θ ύ ν ο ν τ α ι π ρ ο ς την π α ρ α λ ία , η μ ίγυμ νοι, φορτωμένοι σω σ ίβ ια κ α ι μ ι α ο μ π ρ έ λ α γ ια το ν ή λ ω . Π ερ ν ο ύ ν μ π ρ ο σ τ ά α π ό την π α ν σ ιό ν . Ο Τ ό μ ι δεν π α ίρ ν ε ι τ ο β λ έ μ μ α τ ο υ α π ό τ ο σημείο όπου έσ τ ρ ιφ α ν οι Ά γ γ λ οι, κ α ι β λ έπ ο υ μ ε τ ο π ρ ό σ ω π ό του σε γκρο πλαν μ ο ιά ζ ε ι μ ε π α ι δ ί π ο υ τ α ’χ ε ι χ α μ έ ν α .
Η Ελέν αφηγείται, π ράγματι, π ω ς όλοι οι πλούσιοι Άγγλοι του ρίστες στο Ντινάρ -π ο υ ήταν πολλοί, α π ’ όσο γνωρίζουμε, ορι σμένοι μαλιστα και ιδιοκτήτες πολυτελών εξο χικ ώ ν - συνελήφθησαν από τους Γερμανούς με το που έφτασαν στην πόλη, και στη συνεχεία τέθηκαν υπό κράτηση σε κάποιο στρατόπεδο. Η pot18 C
ngr i h v G a m S c a n n e r
[
I
γδαία γερμανική προέλαση ρω τι απέγιυαν. Για πία 2 '
R απΡ0ετ01Ι"«™><>ς.
&
— ^ υπάρχεΐ “ϋτή *> φαινομενικά άχρηη, εθοδιν ' '* ° °ζ 0 παραλογισμός του πολέμου, και κυρίως η μεθοδική ^επίδειξη «π«νθρωπΐά, τω ν Γερμανών, αυτό, ο εγκληματικό, κρετινισμό, του ναζιστικου στρατού, «ποτυπώνεται με τον πιο γλαφυρό τρόπο, από τα πρώτα κιόλα, λεπτά τη, ταινίας, σε τούτη την κωμικοτραγική σκηνή. Από εκείνη τη στιγμή, κα ένας μπορούσε να περιμένει τα χειρότερα, ειδικά οι Εβραίοι. Ισω ς τότε να ενιωσε κι ο Τόμι τις πρώτες πολεμικές ανησυχίες. Η μουσική της ταινίας έπρεπε επομένως να ξεκινάει εδώ, στην αρχή του φόβου. Ακούμε τις πρώτες νότες που συνέ θεσε ο Ζυλιαν, τόσο παράξενες, αέρινες και βαθιές μαζί, με τη συνοδεία της παιδικής χορωδίας. Αληθινή είναι και η σκηνή με τα παιδιά που φτύνουν νερό από το μπαλκόνι. Ποτέ δεν πρόκειται να ξαναδούμε τον Τόμι σαν σκανταλιάρη διαβολάκο. Πολύ σύντομα, αντί για νερό, θα φτύνει θάνατο.
ΐ9
υ υ α ι 11
κ/ y v > c u ι ι ο υ α ι ιι ι ^ ι
ι
Η αναζήτηση του ηθοποιού που θα υποδυόταν τον έφηβο Τόμι λίγο έλειψε να τα τινάξει όλα στον αέρα. Π ρώ τα απ’ όλα, ήθελα το αγόρι να έχει φυσική ομοιότητα με τον ήρωα. Τ ο παρουσιαστικό του Τόμι έπαιξε μεγάλο ρόλο στη ζωή του, αλλά και στη δική μου απόφαση να τον επιλέξω - αυτόν, και όχι κάποιο άλλο από τ' αγόρια της εποχής του που ήταν πρόθυμα να δώσουν τη ζωή τους και, κυρίως, να σκοτώσουν. Σ την ηλικία του Τόμι πάνω-κάτω ήταν και ο Βάσμπροτ, ο πιο στενός συναγωνιστής του, που θα μου έδινε τη δυνατότητα ν’ αναφερθώ και στον τραγικό έρωτά του για ένα κορίτσι που το έλεγαν Σ ά ρ α ’ ή ο Φίνγκερτσβαϊγκ, που το εβραϊκό του χιούμορ, ακόμη και μπροστά στο θά νατο, θα αναδείκνυε ένα από τα αξιοθαύμαστα χαρακτηριστικά του εβραϊσμού' ή ο Ράιμαν, με τα φωτεινά μάτια και το γλυκό χαμόγελο, που θα μπορούσα να τον έχω διαλέξει, για τί ήταν απ’ όλους ο πιο θαρραλέος, ο πιο αποφασισμένος εκτελεστή ς. Ω στό σο ο Τόμι είχε, από τη μια, παρουσιαστικό, χαρακτηριστικά και χρώματα που αμφισβητούσαν τα πορίσματα τη ς ρατσιστικής ανθρωπομετρίας την οποία προωθούσε η προπαγάνδα του γαλ λικού κράτους. Ή τα ν ξανθός, με σγουρά μαλλιά βέβαια, αλλά το δέρμα του, σύμφωνα με τη μητέρα του, ήταν πολύ λευκό και 2
0
ροδαλό, τα μάτια του ανοιχτόχρω μ α , τα χαρακτηριστικά του λεπτά, συμμετρικά. Γ ια να συνοψίσουμε με μια κοινοτοπία, θα λέγαμε ότι ανταποκρινόταν στα κριτήρια τη ς «βόρειας ομορ φιάς», σε τέτοιο βαθμό, μ ά λιστα , ώ σ τ ε να ικανοποιεί και αριοσοφικές'1’ φ αντασιώ σεις. Α πό την άλλη, ήταν αδύνατος, ξερα κιανός και τόσο ψηλός που έκανε εντύπω ση. Η γα λλική αστυνο μία, που τον παρακολουθούσε για μήνες, υπολόγισε το ύψος του στο 1,72. Ο π ω σ δ ή π ο τε μέτριο για τα σημερινά δεδομένα, όχι όμω ς και για το 1 9 4 1 . Ό π ω ς φαίνεται και στις φ ω τογραφ ίες, όλοι του οι συναγωνιστές ήταν πιο κοντοί από εκείνον. Τ έλ ο ς , δεν ήταν π ρα γμ α τικά φ τω χό ς, ό π ω ς οι περισσότεροι άλλοι, και φρόντιζε το ντύσιμό του. Α π ’ όλα τα «πορτρέτα» που έφ τια χνε η αστυνομία, δηλαδή τα καταγεγραμμένα σε καρτέλες α ν α γ ν ω ριστικά σημεία όσων παρακολουθούνταν, μόνο το δικό του —που επίσης υπογραμμίζει τα λ επ τά χ αρακτη ριστικά και τη ρ οδ αλ ή
επιδερμ ίδα του—αναφέρει: «Κομψ ό παρουσιαστικό». Κ ον το λο γίς, την επ ο χή εκείνη, που οι Εβραίοι περιγράφονταν ω ς τερ α τόμορφοι, ο Τ ό μ ι θα πρέπει να σκεφτόταν: Ν αι, είμαι Ε βρα ίος, αλλά δεν μ οιά ζω στους δικούς σας Εβραίους και σας έχ ω γρα μ μένους... Δεν αποκλείετα ι, μάλιστα, αυτό το παρουσιαστικό, όπ ω ς ά λ λ ω σ τε κι η επιρροή της μητέρας του, να του γέννησε σ τ ’ αλήθεια το αίσθημα ότι δεν ήταν ένας Εβραίος ό π ω ς όλοι, ό τι ήταν α νώ τερος από τους άλλους Εβραίους. Μ ή π ω ς από τη μ η τέρα του δεν είχε κληρονομήσει τον αλαζονικό, αριστοκρατικό του χαρακτήρα, που έρρεπε προς την περιφρόνηση; Λ έει, για π α ράδειγμα, η μητέρα του, για όσους ομόθρησκούς της παρέμεναν παθητικοί μέσα στη θύελλα —για την π λειονότητα, δηλαδή—, ότι ήταν άχρη στοι Ε β ραίοι , που άφησαν να τους πάνε σαν τ α
πρόβατα στη σφαγή α ν τ ί ν* αντώ ράσουν. Π ισ τεύ ω π ω ς ο Τ ό μ ι μπήκε στον ένοπλο αγώ να γ ια τί, κατά βάθος, ένιω θε τα π ειν ω 21
Scanned by CamScanner
μένος όταν τον ταύτιζαν με την εικόνα που πρόβαλλαν για το λαό του — «ράτσα» τούς αποκαλούσαν εκείνη την εποχή. Νά γιατί χρειαζόμουν πάση θυσία μια «βόρεια ομορφιά»' και την αναζητήσαμε, βδομάδες ολόκληρες, όπ ω ς ο Βισκόντι τον Τάτζιο του/ Σ ' αυτό το μύχιο κίνητρο —μια προσβολή που όφειλε να την ξε πλύνει— έρχονταν σίγουρα να προστεθούν κι άλλα, πιο συνηθι σμένα, όπω ς το μίσος για τον ναζισμό, η αγάπη για την ελευθε ρία και τα δημοκρατικά ιδεώδη, αγάπη την οποία μοιραζόταν με τα υπόλοιπα αγόρια που η γερμανική προπαγάνδα τα βάφτι σε «στρατό του εγκλή μ α τος». Α λλά εγ ώ διάλεξα τον Τόμι για τί τα κίνητρά του ήταν πιο σύνθετα, λιγότερο κοινότοπα. Από πολλές απόψεις, άλλοι νεαροί α γω νιστές ήταν πιο συμπαθητικοί και, το κυριότερο, προκαλούσαν μεγαλύτερη συμπόνια. Μετά το μπλόκο στο Χειμερινό Π οδηλατοδρόμιο, ο Βά σμπροτ, για πα ράδειγμα, είχε βρεθεί στα δ εκ α ο χτώ του χρόνια μόνος στον κό σμο, χω ρίς πόρους και καταζητούμενος από την αστυνομία καθό τι Εβραίος. Π ώ ς να μην τον συμ πα θήσεις; Ο «ιδανικός ήρωας», ό π ω ς θα λ έγ α μ ε «ο ιδανικός γ α μ π ρ ό ς» . Α λ λ ά η ιστορία παραή ταν απλή, χ ιλ ιο ειπ ω μ έν η , και τ α δάκρυα θα έρρεαν πολύ εύκο λα. Ο Τ ό μ ι, από την πλευρά του, π ο τέ δεν πείνασε, π οτέ δεν ήταν μόνος ή φ τω χ ό ς, κι επ έσ τρ εφ ε σ τη μ η τέρ α το υ, έπ ειτα από κάθε επιχείρηση, για να τον φροντίσει, να τον τα ΐσ ει, να τον ζεστάνει. Δ εν ήθελα να δείξω έναν εκ τ ελ εσ τ ή π ο υ είχ ε πολύ σοβαρούς λό γους να σ κ ο τώ ν ει.
Για το ρόλο αυτό, σκέφτηκα αρχικά πως χρειαζόμουν έναν ηθοποιό, όχι ένα αγόρι που θα το επέλεγα μόνο για την ομοιό τητα, ο οποίος μάλιστα, παρά το νεαρό της ηλικίας του, θα ήταν αρκετα ταλαντούχος ώστε να μπει στο πετσί του ρόλου. Τι κοινο
.Scanned bv Cam Scanner
έχουν, αλήθεια, δυο έφηβοι που τους χωρίζουν εβδομήντα χρό νια, όταν, στη μία όχθη του χρόνου, υπάρχουν τα σκοτεινά θέλγη τρα του κινδύνου, του πόνου και του θανάτου και, στην άλλη, η αδιάκοπη παροχή απολαύσεων, που όσο προσφέρονται τόσο ανο στίζουν; Μόνο ένας ηθοποιός, έλεγα, θα επιχειρούσε ίσως να δεί ξει την τόσο προσωπική, ερωτική σχέση του Τ όμ ι με το θάνατο. Για το κάστινγκ, είδα δεκάδες αγόρια στη σω στή ηλικία, που τα είχαν στείλει τα πρακτορεία' ηθοποιούς πρώτο εμφανιζόμε νους ως επί το πλείστον, ξανθούς και με λευκή επιδερμίδα, με ύψος από 1,75 μέχρι 1,8 0 , που έλεγαν τα λόγια τους σω στά αλ λά που εμένα μου φαίνονταν, ο ένας μετά τον άλλο, πολύ γερο δεμένοι, πολύ τριχω τοί, πολύ μοντέρνοι, πολύ άχρωμοι, πολύ περίπλοκοι... Μ ερικοί εξέπεμπαν κάποιο λυρισμό, αλλά εγ ώ τους έβρισκα άνευρους ή πολύ εγκεφαλικούς, εύθραυστους, θη λυπρεπείς. Έ π ε ιτ α από μία εβδομάδα στις οντισιόν, όφειλα ν’ αναγνωρίσω το προφανές: δεν έψαχνα για ηθοποιό. Ή θελα τον Τ ό μ ι. Ζούσα ήδη κάμποσους μήνες μαζί του. Ε ί χα ακολουθήσει τα ίχνη του, είχα διανύσει τις ίδιες διαδρομές, είχα αναλύσει την ιδιοσυγκρασία του, είχα αποκαλύψει και εξερευνήσει όλα του τα πρόσω π α από την παιδική ηλικία μέχρι την εφηβεία, είχα χτυπήσει τις πόρτες όλων τω ν σπιτιών όπου είχε μείνει, είχα ανασάνει τ ’ αρώ ματα στα μέρη όπου σύχναζε, είχα μάθει τα ρούχα του, είχα αναλύσει τον γραφικό του χαρακτήρα. Πέρα από την ομορφιά του, θαύμαζα τη σκληρότητα, την αλα ζονεία του, το ακραίο π είσμ α του που δεν ανεχόταν κανέναν συμβιβασμό. Ο Τ ό μ ι μού θύμιζε τον αδερφό μου, τον Λουί, που μόνος του είχε αποφασίσει π ό τε να πεθάνει. Δεν ήθελα, λοιπόν, ένα παιχνίδι, μια προσομ οίω ση. Γν ώ ρ ιζα καλά ότι αυτή η ανα τροπή μπορεί να τα τίνα ζε όλα στον αέρα, αλλά έβαλα τέλος στην παρέλαση τω ν ξανθοπλόκαμων νεαρών που έστελναν τα 23
Scanned by CamScanner
πρακτορεία. Αποφάσισα να ραςω ανακοινώσεις σε διάφορα πε ριοδικά. σε ειδικές ιστοσελίδες, και να στέλνω βοηθούς κάστινγκ να πλευρίζουν υποψήφιους Τόμι έξω από τα λύκεια του Παρι σιού και τις κινηματογραφικές αίθουσες, σε σχολές χορού, σε skateparks* (η ιδέα μού ήρθε, φυσικά, από το P aran oid Park**) xca γυμναστήρια. Δέκα μέρες αργότερα, αυτή η ψαριά είχε απο δώσει καμιά εικοσαριά ξανθούς νεαρούς. Ολόφρεσκους και υπε ρόπτες. Άλλοι μιλούσαν με παλιομοδίτικη προφορά, άλλοι εί χαν έρθει νομίζοντας πως θα τραγουδήσουν, άλλοι -συχνά οι ίδιοι με τους προηγούμενους—μόλις που ήξεραν να διαβάζουν, άλλοι είχαν παραλύσει από το τρακ, άλλοι απήγγελλαν ποιηματάκια του δημοτικού, κάποιων άλλων η μητέρα ήθελε χρή ματα εδώ και τώρα... Το δεύτερο προφανές κι εξίσου καταστρο φικό που όφειλα ν’ αναγνωρίσω ήταν πως ο κόσμος δεν ξεχείλι ζε από Τόμι. Κ ι ό μ ω ς... συνάντησα τον Γκαμπριέλ κατά τύχη, μια χειμω νιάτικη μέρα, στο δρόμο. Σ ε μία από αυτές τις πλούσιες και σκυθρωπές λεωφόρους που το μοναδικό τους πλεονέκτημα, εντέλει, είναι ότι οδηγούν στο Τροκαντερό. Έ ν α ν χρόνο μετά το αποτυχημένο κάστινγκ, ενώ είχα βάλει στην άκρη το εγχεί ρημα κι έκανα άλλα πράγματα, έχοντας ω στόσο μόνο τον Τόμι στο μυαλό μου, περπατούσα για να π ά ω σ’ ένα ραντεβού, όταν με προσπέρασε κά τι σαν βολίδα -το υ λ ά χ ισ το ν ό π ω ς τις φαντα ζόμαστε—συνοδευόμενη από μια βροντή. Η φιγούρα απομακρυ νόταν τώ ρ α λικνιστικά, σκυφτή, μ ’ ένα ξανθό στεφάνι, γαντζω μένη πάνω σε πατίνια. Φ τάνοντας σε μια γ ω ν ία , α π ’ όπου περ νούσαν αυτοκίνητα, αντί να φρενάρει και να περιμένει πότε θ’ ανάψει το φανάρι, η φιγούρα έκανε μια αριστοτεχνική στροφή και συνέχισε, στον ίδιο ρυθμό, προς το μέρος μου. Έ τ σ ι πρωτοσυνάντησα τον Γκα μπ ριέλ. Α ναγνώ ρισα το παράστημά του, τα 24 Scanned by CamScanner
συμμετρικά χαρακτηριστικά, το έντονο βλέμμα, κι αυτή την πε ριφρόνηση στο στόμα, κάτι στο πρόσωπό του που έμοιαζε θηλυ-
στην Αντίσταση να τον αποκαλούν μερικές φορές «Μ ωρό του Καντέν»/ Ε ίχε πλησιάσει πολύ, και μετά, μόλις αντιλήφθηκε την έκπληξή μου, στρίβοντας με την ίδια πάντα χάρη, άλλαξε πάλι κατεύθυνση, χόρεψε πάνω στις ρόδες του για ν’ αναπτύξει ταχύτητα και διέσχισε το δρόμο σαν σίφουνας, ανάμεσα σε δύο αυτοκίνητα, ενώ το φανάρι ήταν ακόμη πράσινο. Τον ακολούθησα όπως μπορούσα. Τον είδα, στο βάθος, να πλησιάζει στο Τροκαντερό, κι έπειτα να εξαφανίζεται στην πλα τεία. Ή τα ν πια βέβαιο ότι κατευθυνόταν προς το skatepark που είχαν διαμορφώσει οι νεαροί σκέιτερ του Παρισιού απέναντι από τον Πύργο του Άιφελ, πάνω στην πλατεία και στα σκαλοπάτια του παλατιού. Εκεί βρήκα τον Γκαμπριέλ, και δεν τον άφησα πια από τα μάτια μου. Κατέβαινε με ταχύτητα τα σκαλιά ανάποδα, πη δούσε σε μια εξέδρα, μετά πετούσε πάνω από μια μπάρα, έκανε σλάλομ ανάμεσα στους μικρούς κώνους. Συνηθισμένα κόλπα, τέλος πάντων, που εκείνος τα εκτελούσε το ίδιο καλά με τ ’ άλλα είκοσι περίπου αγόρια που βρίσκονταν στο Τροκαντερό εκείνη τη μέρα. Πέρα από την εκπληκτική ομοιότητα με τον Τ όμ ι, τι θα μπο ρούσα να περιμένω από έναν σκέιτερ; Ή μουν πάντα επιφυλα κτικός απέναντι σε τούτα τα φτερωτά δίποδα, όταν έχουν περά σει τα δέκα ή τα δώ δεκα. Κ α θώ ς η δική μου εξεγερμένη εφηβεία δεν θα μπορούσε π ο τέ να έχει εξοπλιστεί με πατίνια -π α ιχνίδια που θεωρούνταν ασύμβατα με τη σοβαρότητα την οποία απαι τούσε η καλή λογοτεχνία και η επ α νά στα ση-, είχα πάντα την τάση ν’ α ντιμ ετω π ίζω τους έφηβους πατινέρ και σκέιτερ ω ς αφε25
Scanned by CamScanner
λείς κι ελαφρόμυαλους. Την ίδια στιγμή, και υπό την προϋπόθε ση να μην έχουν ξεπεράσει την εφηβεία, όφειλα να παραδεχτώ ότι η αγάπη για την ταχύτητα, τον κίνδυνο και την ελευθερία που εξέφραζαν τρέχοντας με τα πατίνια τους, με αξιοθαύμαστη δεξιοτεχνία μερικές φορές, και πάντοτε περιφρονώντας τη σύνε ση των μεγάλων, μου προκαλούσε κάποια συμπάθεια. Συγκρα τημένη, ωστόσο, απέναντι στις ομαδικές εμμονές τους, τις αγε λαίες μετακινήσεις τους, το ομοιόμορφο slreetAvear,* τις πανο μοιότυπες ψυχρές εκφράσεις τους, ακόμη και ύστερα από μια επίδειξη, λες και η εκδήλωση ενός συναισθήματος θα τους υπο βάθμιζε στα μάτια του κόσμου. Ακριβώς όπως ο Άλεξ τού P a ranoid P ark, με το ανέκφραστο πρόσωπο που σε παγώνει. Γ Γ αυτούς τους λόγους, παρατηρώντας τον Γκαμπριέλ, ανα ρωτιόμουν αν η ομοιότητα, η αποκοτιά και η ευκινησία του αρκούσαν. Μια παράλογη διαπίστωση μ’ έκανε να το αποφασίσω: από την πίσω τσέπη του baggy** παντελονιού του Γκαμπριέλ προεξείχε ένα βιβλίο. Παράλογη, γιατί μπορεί απλούστατα να ήταν ένα σχολικό βοήθημα, ένα εγχειρίδιο πληροφορικής, η αυ τοβιογραφία κάποιου ποδοσφαιριστή, τίποτα τέλος πάντων ικανό να φέρει πιο κοντά τον νεαρό σκέιτερ με τον εραστή της λογοτεχνίας Τόμι. Εκείνη τη στιγμή, όμω ς, και η παραμικρή πιθανότητα συμβατότητας θα μου ήταν αρκετή. Δ ίχω ς να χά σω από τα μάτια μου τον Γκαμπριέλ, έκανα μερικά τηλεφωνή ματα για να βρω φωτογράφο αμέσω ς διαθέσιμο, ώ σ τε σε μισή ώρα να βρίσκεται στο Τροκαντερό. Τ ο φτερωτό αγόρι συνέχιζε να χορεύει κάτω από τον παριζιάνικο ουρανό, όταν έφτασε ο Πολ. Τον άφησα εκεί, με αποστολή να το α ιχμ α λω τίσει, κι έφυ γα για το ραντεβού μου. Την επομένη κιόλας κοίταζα τις φωτογραφίες και γνώριζα ότι ο Γκαμπριέλ δεν είχε πει οχι, ότι ήταν δεκαεφτά χρονών και πή2
Scanned by CamScanner
0
γαινε στην προτελευταία τάξη του λυκείου Σαπτάλ. Ο Πολ τον είχε βρει φυσικό μπροστά στο φακό, ούτε τρομαγμένο ούτε επηρμένο. Οι φωτογραφίες τον έδειχναν όπως ακριβώς προσπαθού σε να φαίνεται στην πραγματικότητα, ψυχρός, μπλαζέ, ή ακόμη κι ενοχλημένος από το βλέμμα των άλλων. Ε κτός από μία λή ψη, όπου, χαμογελαστός, επιδείκνυε το εξώφυλλο του βιβλίου που είχε βγάλει από την τσέπη του: ήταν η Αντιγόνη του Σοφο κλή, από τα σχολικά του βιβλία. Ο Π ολ τον είχε φωτογραφίσει απ’ όλες τις γωνίες και είχε απομονώσει το πρόσωπό του σε κο ντινά πλάνα. Τοπ οθέτησα όλες αυτές τις φωτογραφίες μπροστά στο γραφείο μου και τις περιεργάστηκα προσεκτικά για λίγες μέ ρες, πριν του τηλεφω νήσω . Φανταζόμουν τις φωτοσκιάσεις που θα έπρεπε να χρησιμοποιήσουμε προκειμένου να δείξουμε π ω ς μεγαλώνει και, από δεκάξι, γίνεται δεκαεννιά. Προσπαθούσα να μαντέψω τη φωνή του, έφτιαχνα νοερά τα μαλλιά του όπω ς του Τόμι, ξυρισμένα στους κροτάφους και το σβέρκο, πυκνά και φου ντω τά στην κορυφή. Αναρωτιόμουν αν αυτή η εξωτερική τρα χύτητα θα μου φαινόταν χρήσιμη —έτσι φανταζόμουν τον Τ ό μ ι- ή θα μου προκαλούσε προβλήματα - ίσως να δυσκόλευε την ταύτιση με το χαρακτήρα. Γ ια να π ω την αλήθεια, π ιστεύω π ω ς οι δισταγμοί μου ήταν α π λώ ς τυπικοί. Τ ο αγόρι ήξερε γράμμα τα, πήγαινε κανονικά σχολείο στο Παρίσι (κι έτσι γλίτω να τις ιδιομορφίες της προφοράς), εξέπ εμ π ε, χωρίς ιδιαίτερη προσπά θεια, έναν νω χελικό δυναμισμό στη σ ω σ τή δόση, είχε έναν αέρα ανωτερότητας ενώ , τέλο ς, η φυσική ομοιότητα λειτουργούσε σαρωτικά. Ό τα ν επιτέλους μιλήσαμε στο τηλέφωνο, η φωνή του μου άρε σε, νεανική, ήρεμη, χω ρ ίς εξάρσεις. Η περιπέτεια τον ενθουσία ζε, τον γ ο ή τευ ε η ιδέα να περάσει στο πλατό ένα μέρος του κα λοκαιριού. Α λ λ ά τον είχε φοβίσει το σενάριο: ο ρόλος ήταν εξο-
27 bcann
oy uambcanner
υτωτικός, απαιτούσε σωματική προσπάθεια, κάποιες εξαιρετι κά βίαιες σκηνε'ς θα ήταν πραγματική δοκιμασία. Τον καθησύ χασα όσο μπορούσα. Ήρθε με τη μητέρα του και, όποιος κι αν ήταν ο λόγος της παρουσίας της εδώ —ποιος από τους δυο τους να την είχε επιδιώξει, άραγε;-, αφόπλιζε τον υπό διαμόρφωση ανδρισμό του, το ύφος ανωτερότητας που τον χαρακτήριζε' η μητέρα του τον γλύκαινε, όπως συυέβαινε και με τον Τόμι, τότε που αφηνόταν εξαντλημένος, μισοπεθαμένος, στην αγάπη της Ελέν. Την έλεγαν Κλερ, ήταν χωρισμένη, είχε ανθοπωλείο στο μπουλβάρ ντε Κουρσέλ. Είχα ζητήσει από του Γκαμπριέλ να μά θει όχι ένα απόσπασμα του σεναρίου, αλλά μερικούς στίχους της Αντιγόνης, κι αυτό ήταν το πρώτο κείμενο που απήγγειλε μπρο στά στην κάμερά μου: Δ ε θα γινόταν εγώ να φοβηθώ/χανενός ανθρώ που τη σχεφη/χαι να σ τα θ ώ μ π ρ ο σ τ ά στο δικαστήριο των θεώ ν./Τ ο ήξερα π ω ς θα πεθάνω —/π ώ ς να μην το ξέρω -/ακόμη xt α ν δεν το π ρόσ τα ζες εσύ./Α ν όμ ω ς είναι να πεθάνω πριν την ώ ρ α μ ο υ ζ κλπ. Όχι, ο Γκαμπριέλ μια φορά ηθοποιός δεν ήταν.
Με κοίταζε με αόριστη ανησυχία, χωρίς να ξέρει ότι θα με απω θούσε αν προσπαθούσε να μιμηθεί τον ηρωισμό της Αντιγόνης. Αγνοώντας, επίσης, ότι το συμβόλαιό του ήταν ήδη έτοιμο. Πολύ αργότερα, ακόμη και σήμερα, αναρωτιέμαι γιατί διά λεξα τον Γκαμπριέλ, χωρίς να είμαι βέβαιος αν θα μεταμορφω νόταν σε Τόμι. Γιατί αυτόν και όχι κάποιον άλλο, από κείνους που είχα απορρίψει, άδικα μερικές φορές; Ή τα ν μόνο η ιδιαίτε ρη χάρη του χορευτή που χαρακτήριζε τις κινήσεις του, η ένταση του βλέμματός του που αναζητούσε το φως; Ί σ ω ς . Αυτή την ομορφιά, τη φανερή κι αινιγματική, που με είχε κερδίσει εξαρ χής, κάνεις θεατής δεν θα ήθελε να την αποχωριστεί, και σ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας θ’ ανησυχούσε μήπως του τη σκοτώσουν. Ο προϋπολογισμός της ταινίας είχε καταρτιστεί, απέμενε 28
Scanned by GamScanner
απλώς να συμπληρωθεί η ομάδα, να ολοκληρωθεί το κάστινγκ και να γίνει το ρεπεράζ, στην Ουγγαρία, στο Ντινάρ, στα σημεία των επιθέσεων. Ό λους αυτούς τους μήνες έβλεπα τον Γκαμπριέλ μια-δυο φορές την εβδομάδα. Ή θελα να γνωρίσει τον Τόμι τόσο καλά όσο κι εγώ . Τ ου έδειξα τις πέντε φωτογραφίες, του υπέδει ξα τα σημαντικότερα αποσπάσματα των Α ναμνήσεω ν της Ελέν, του αφηγήθηκα την ιστορία των FTP-MOI,* αρχικά τα οποία άκουγε, εννοείται, για πρώτη φορά, τον πήγα παντού, σε όλα τα σημεία όπου είχε δράσει ο Τ ό μ ι, ακόμη και σ’ εκείνα που μόνος μου είχα αναγνωρίσει κατά τη διάρκεια της έρευνάς μου, κι από τότε ήμουν ο μοναδικός στον κόσμο που τα γνώριζε. Ή ρθε σ’ όλες μας τις συναντήσεις, με άκουγε προσεκτικά, μου έκανε λο γικές ερωτήσεις που μ’ έπειθαν για την ευφυΐα του. Κ ά τι όμως με ανησυχούσε, πιο έντονα όσο περνούσαν οι μέρες: μια ψυχρό τητα, μια αδιαφορία, που έλπιζα να είναι απλώς επιφανειακή. Το γεγονός ότι νεαροί Εβραίοι πήραν τα όπλα ενάντια στον γερμανικό στρατό, ολομόναχοι σχεδόν στο κατεχόμενο Παρίσι, ενώ η κοινωνία γύρω τους ήταν από καιρό εχθρική, δεν έμοιαζε να τον εκπλήσσει ιδιαίτερα, ούτε βέβαια να τον εντυπωσιάζει. Ό ,τι εμένα με συνάρπαζε και, σε ορισμένες περιπτώσεις, με συγκινούσε μέχρι δακρύων, εκείνον τον άφηνε παγερά αδιάφορο. Κ ατά τ ’ άλλα, ήταν ήδη πολύ αργά για να εξακριβώσω το υποκριτικό του ταλέντο. Γ ια να του κεντρίσω το ενδιαφέρον και να δω τι μπορούσα να περιμένω απ’ αυτόν, δοκιμάσαμε μερικές σκηνές όπου εμφανιζόταν μόνος του, με ή χωρίς κείμενο. Τ ίπ ο τα δεν συνέβη, στην αρχή. Μ προστά στην κάμερα, με εντυπω σιακή ευκολία, ο Γκαμπριέλ έλεγε τα λόγια που είχε μάθει, έκα νε τις κινήσεις που είχε προβάρει. Α λλά αναζητώντας τον Τ ό μ ι έχανε τον εαυτό του. Ό λ α όσα με είχαν γοητεύσει σ’ αυτόν, η ιδιαίτερη ποιότητα της παρουσίας του, εκμηδενίζονταν μέσα σ’
29
έναν ρόλο που ο ίδιος τον φανταζόταν στον αντίποδα της προσω πικότητάς του. Σ τη ν πορεία, όσο εξοικειω νόταν με το σόμπαν του Τ ό μ ι, ένιωθα σιγά σιγά, σε κ ά π ο ιες α π ο χρ ώ σεις της φωνής, στο βάδισμα, σε ορισμένες στάσεις του κορμιού, ότι τα δύο πρό σω πα θα μπορούσαν και να συναντηθούν. Τ ό τ ε δεν φανταζό μουν ακόμη σε ποιο βαθμό θα επαληθευόταν αυτή η εντύπωση. Πολύ απασχολημένος κ α θώ ς ήμουν με τις τελευτα ίες προε τοιμασίες και αργότερα με τα γυρίσματα στο Ν τινάρ, δεν είδα καθόλου τον Γκαμπριέλ τον Ιούνιο -π ρ ιν από τα γυρίσματα της πρώτης του σεκάνς, δ η λ α δ ή - και π ο τέ δεν έμαθα τι έκανε εκείνο το μήνα. Η Κ λερ μού έλεγε ότι δεν πήγαινε πια σχολείο, αλλά αυτό δεν την ανησυχούσε για τί περνούσε στην τελευταία τάξη, ότι έφευγε πρωί κι επέστρεφε βράδυ, και π ω ς είχε μάλιστα εξα φανιστεί για τρεις μέρες, λέγοντας ότι είχε πάει σ ’ έναν φίλο του, ο οποίος όμως το διέψευσε. Μ ιλούσα πού και πού στο τηλέφωνο μαζί του. Μ ε τη σταθερή φωνή του μού έλεγε ότι όλα πάνε κα λά, ότι προετοιμαζόταν, και π ω ς τη μέρα που είχα μ ε συμφωνή σει θα ήταν εκεί.
j 30 Scanned by CamScanner
Κ αι πάλι ο Tout. Έ γ ε ι αεν αΐΑ ™ , ' ' ' ^ σε ’ πΡε7ζεί να είναι δεκάρι π δρ ,, , *** ptjaA a κα 1 , 1*, .« „ Λ χ ”„ « -Μ <■ & « *Λ w ^ „Χν ανοιχτός
"Γ„Ζ:?: Τ ™τ°°
Ζ%
w
’ Τ ' , Τ“ ««ο ,ο W i to. τα λεπτά χ α ρ α κ τη ρ ισ τικ ά του, τα ξανθά του μαλλιά. Περ νάει την πύλη του λυκείου Λ ουί-λε-Γκραν και συνεχίζει στην οδο Σ εν -Ζ α κ εν α ά λ λ ο αγόρι, γύρω στα έντεκα, ξοπίσω του, τον φ ω νάζει μ ε τ ο μ ικ ρ ό του όνομα κ α ι τον ακολουθεί. Είναι ο Μ πελά, μ ε κ ο ν τ ά π αντελόνια. Τ α δύο αγόρια κρατούν από μια σχολική τ σ ά ν τ α - ο Τ όμ ι την έχει παραμάσχαλα, ενώ ο Μπελά στο χ έρ ι—κ α ι π ερ π α το ύ ν σ τα δρομ άκια του Παρισιού της δεκαε τία ς του ’40' α ν α γ ν ω ρ ίζου μ ε το δρόμο του Πολυτεχνείου και, στην άκρη , τ ο έν α φύλλο της μεγάλης πύλης της σχολής. Εχει συννεφιά, οι π ρ ο σ ό φ εις τω ν κτιρίω ν είναι σκοτεινές. Αρχίζει να βρέχει, ο Τ ό μ ι ση κώ ν ει τ ο γ ια κ ά του σακακιού του και ο Μπελά τον α κ ολ ου θ εί, τ ρ έ χ ο ν τ α ς σχεδόν γ ια να τον προψ τάσει.Τ α παι δ ιά δ ια σ τ α υ ρ ώ ν ο ν τ α ι μ ε π α ρ έες φοιτητών, περαστικούς ντυμε-
νονς
δεν ρ ίχ ν ου ν ούτε μ ε α μ ε ιεια ^
* & V « » .Π οΧ νεεχννεν,.o '.T w * « « “ 31
Scanned by CamScanner
στο I f ™ » “ Τ '
ρώ νεται με κάποιον και τον χαιρετάει, χω ρίς να σταματήσει. Τα π α ιδ ιά στρίβουν αριστερά κ α ι κατηφορίζουν την οδό ΜοντάινΣεντ-Ζενεβιέβ. Α ίγα μ έτρ α πιο κ ά τ ω . στο αριστερό πεζοδρόμιο, ο Τόμι σταμ ατάει μ π ρ ο σ τά στην π ό ρ τα ενός εστιατορίου που ονομάζεται «Π έταλο». Σ π ρώ χνει την π ό ρ τα , κοιτάζει πίσω του και αφήνει τον Μ πέλα να περάσει πρώ τος. Α π ό το θόρυβο, καταλαβ αίνου μ ε ότι η αίθουσα είναι γεμάτη' τη φωτίζει μόνο το αδύναμο γκρίζο φως που περνά α π ό τις κουρ τίνες των μ εγάλω ν παραθύρω ν. Δ εν διακρίνουμε καθαρά, μες στο ημίφως. Η Ελέν παίρνει π α ρ α γ γ ελ ία α π ό μ ια π αρέα Γερ μ ανώ ν στρατιω τώ ν. Τ α δυο α γ ό ρ ια μ π αίνουν στην κουζίνα, φάχνουν έναν γύρο, όλο κ α ι κ ά τι βρίσκουν να ροκανίσουν. Ο Τόμι ξαναβγαίνει στην αίθουσα, κ α ι η Ε λέν τον βλέπει που ανταλλάσ σει χ ειραφ ία μ ε τέσσερις φοιτητές, τρ ία α γ ό ρ ια κ α ι μ ία κοπέλα γύρω σ τ α είκοσι, και κ ά θ ετα ι στο τρα π έζι τους. Οι σκηνές αυτές εκτυλίσσονται σχεδόν σε πραγματικό χρόνο. 0 Τόμι ζούσε μαζί με την οικογένεια του στον όροφο πάνω από το εστιατόριο που είχε αναλάβει η μητέρα του το 1937, το «Πέτα λο», στον αριθμό 42 της οδού Μοντάιν-Σεντ-Ζενεβιέβ. Σ ε από σταση εφτά λεπτών με τα πόδια από το σχολείο του, το λύκειο Λουί-λε-Γκραν. Μερικές εκατοντάδες μέτρα από το διαμέρισμα της οδού Ρολέν, όπου έμεναν όταν εκείνος ήταν πολύ μικρός, και της οδού Μπουλανζέ, όπου έμεναν όταν πήγαινε δημοτικό. Πολύ κοντά επίσης στο δωμάτιο που θα νοίκιαζε αργότερα, στον αριθμό 69 της οδού Καρντινάλ-Λεμουάν. Αυτή η γειτονιά του 5ου διαμερίσματος -π ο υ βόρεια την ορίζει το Πάνθεον και νότια το μπουλβάρ Σεν-Ζερμέν, δυτικά η οδός Σ εν-Ζ ακ και ανατολικά η οδος Μ ονζ-, αυτή η γειτονιά λοιπόν θα γινόταν το βασίλειό του, όπου θα γνώριζε την κάθε πέτρα, το κάθε κτίριο, το κάθε 32 Scanned bv CamScanner
μαγαζί και, σίγουρα, μερικά μυστικά. Έ ν α βασίλειο από το οποίο, ακόμη και με κίνδυνο της ζω ής του, δεν θα ήθελε ποτέ να εξοριστεί. Εκείνο τον καιρό δεν ήταν η καθαρή, τουριστική και ακριβή περιοχή που είναι σήμερα. Οι στενοί δρόμοι που ανηφόριζαν προς το Πάνθεον ήταν άθλιοι, και τα παλιά τους κτίρια ερειπωμένα. Σ τ ’ απομνημονεύματά της, η Ελέν αφηγείται ότι η γειτονιά ήταν γεμ ά τη ζητιάνους, τ ο υ ς π ιο α ξ ιο λ ά τ ρ ε υ τ ο υ ς κ α ι σιχαμερούς το ν κ ό σ μ ο υ , που πουλούσαν αποτσίγαρα στην π λα
τεία Μομπέρ. Ή θ ελ α να κάνουμε γυρίσματα σ’ αυτούς ακριβώς τους δρόμους, που δεν έχουν αλλάξει ιδιαίτερα. Χ ρειάστηκε απλώς, με τη βοήθεια τω ν ψηφιακών μέσων, να λερώ σουμε τις προσόψεις που είχαν αναπαλαιω θεί με μεγάλο ζήλο, να προσθέ σουμε ψεύτικα π λα κόστρω τα , να αναπλάσουμε τις βιτρίνες της εποχής... Η μικρή αυτή περιπλάνηση προσφέρει, χω ρίς καθόλου δια λόγους, μερικές ενδιαφέρουσες πληροφορίες: το σχολείο του Τ ό μι, η γειτονιά του, το εστιατόριο τη ς μητέρας του και οι μεγαλύ τεροι σε ηλικία φοιτητές που συναντά. Σ ε σχέση μ ε όσα γνω ρ ί ζουμε γενικά για τη γερμανική κ α το χή και τη συνεργασία τω ν Γάλλων, ό,τι συνέβαινε στο « Π έτα λ ο » από το 1 9 4 0 ώ ς το 1 9 4 2 μοιάζει με ψέμα. Π ά ν τω ς, η Ε λέν το επιβεβαιώνει. Π ολλοί Γ ερ μανοί, που τους άρεσε να τους υπ οδέχετα ι μια ιδιοκτήτρια η οποία μιλούσε γερμανικά, κάθονταν πράγματι δίπλα δίπλα, χ ω ρίς βέβαια να το γνωρίζουν, μ ε κάθε λογής πολιτικούς πρόσφυ γες από την κεντρική Ε υ ρ ώ π η και μ ε ξένους αντιστασιακούς, κομμουνιστές, στην πλειονότητά τους -ιδ ια ίτερ α , Εβραίους α γ ω νιστές του Ισπανικού Ε μ φ υλίου, που είχαν δραπ ετεύσει από τα γαλλικά στρατόπεδα κ ρ ά τη σ η ς-, οι οποίοι πήγαιναν εκεί γ ια να συναντηθούν, να ζεσταθούν, να φάνε και να κρύψουν όπ λα ..· Οι Γερμανοί, α ποχαυνω μένοι σίγουρα από ένα μ είγ μ α π αριζιάνι33 Scanned by CamScanner
κων απολαύσεων και στρατιωτικής ρουτίνας, δεν υποψω^ τίποτα. Ποτέ δεν τους είχε περάσει απο το μυαλό οτι η £ χ έν λυπτε αντιστασιακούς, πόσο μάλλον ότι ήταν Εβραία. Εκείν αφηγείται πώς μια μέρα, κάποιος απ αυτούς, βλέποντας τον θό Τόμι να διασχίζει την αίθουσα, τη συνεχάρη για τα αψεγά~ διαστα άρια χαρακτηριστικά του γιου της. Σεβόμενοι ωστόσο τους γαλλικούς νόμους, ο Ε λεκ και η οικογενειά του είχαν πάει στην αστυνομία να δηλώσουν οτι είναι Εβραίοι, στις 7 Οκτω βρίου 1940. Κι όλοι οι κάτοικοι της περιοχής, που τους γνώριζαν σχεδόν δέκα χρόνια τώρα, ήξεραν με ποιους είχαν να κάνουν. (Δύο χρόνια αργότερα, άλλωστε, η γαλλική αστυνομία έλαβε, πιθανότατα από κάποιον πεινασμένο γείτονα, μια ανώνυμη κα ταγγελία, σύμφωνα με την οποία ο Ε λέκ επιδιδόταν στη μαύρη αγορά χωρίς να φοράει το κίτρινο αστέρι. Διεξήχθη έρευνα, αλ λά η οικογένεια είχε ήδη εξαφανιστεί.) Η αλήθεια είναι ότι, ως Ούγγροι, η Ελέν και οι δικοί της προστατεύονταν από τα αντισημιτικά μέτρα ώς το 1942. Κάποιοι Εβραίοι που προέρχονταν από χώρες ουδέτερες ή φιλικές προς τη Γερμανία γλίτωσαν έτσι, για μερικούς μήνες, τη μοίρα που το γαλλικό κράτος επεφύλασσε, από το φθινόπωρο κιόλας του 1940, στους «φυσικούς εχθρούς» του. Απο την άλλη, διευθυνοντας ένα εστιατόριο, όπου μάλιστα σύχναζαν και Γερμανοί, η Ελέν τα ’βγάζε πέρα με άνεση. Όσο μπορούσε να κυκλοφορεί ελεύθερα στο βασίλειό του, ο Τόμι, νεαρος Εβραίος επι γερμανικής κατοχής, δεν πείνασε ποτέ. Εκείνη την άνοιξη του 1941 ο Τ ό μ ι γνώρισε στο «Πέταλο» μια παρέα φοιτητών της Σορβόννης* ήταν ω ς επί το πλείστον κομμουνιστές και μέλη ενός από τα π ρώ τα αντιστασιακά κινή ματα στη Γαλλία, που δημιουργήθηκε τον Ιούνιο του 1940 με την ονομασία Δίκτυο του Μουσείου του Α νθρώπου. Συνένωνε <Ρ ρες αντιστασιακές ομάδες, ενώ αριθμούσε μεταξύ των με34 Scanned by CamScanner
λών του τον Κλοντ Αβλίν, απολαυστικό σεναριογράφο του Ε π ι βάτη της γ ρ αμ μ ή ς U* και δημιουργό του κινηματογραφικού βραβείου «Ζαν Β ιγ κ ό », καθώς κι έναν από τους μεγαλύτερους Γάλλους συγγραφείς του 20ού αιώνα, τον Μισέλ Λεϊρίς. Τ ο δί
κτυο, που κύρια δραστηριότητά του ήταν να διοχετεύει πληρο φορίες στο Λονδίνο και να διανέμει την Αντίσταση, το πολυγρα-
φημένο έντυπό του, εξαρθρώθηκε ως επί το πλείστον μέσα στους πρώτους μήνες του 1941. Δέκα μέλη του, μεταξύ των οποίων και ο ιδρυτής του. ο Μ πορίς Βιλντέ, καταδικάστηκαν σε θάνατο και τουφεκίστηκαν στις 23 Φεβρουάριου του 1942. Πολλές ομάδες,
όμως, ανάμεσά τους κι η ομάδα του Τόμι, συνέχισαν τον αγώνα. Έ τ σ ι έγινε αντιστασιακός ο Τόμι. Μπορεί να υπήρχαν χιλιά δες λόγοι για να πάρεις μια τέτοια απόφαση εκείνη την εποχή. Μέχρι τό τε, όμ ω ς, ελάχιστοι περνούσαν το κατώφλι. Και απ’ αυτούς, ακόμη λιγότεροι ήταν μόλις δεκαέξι ετών. Μ ’ αυτή τη σεκάνς —φαινομενικά ανώδυνη-, της εξόδου από το σχολείο και της επιστροφής στο σπίτι, ξεκινά όλη η ιστορία. Όπου ανακαλύπτουμε τον έφηβο Τ ό μ ι, κι όπου εμφανίζεται για πρώτη φορά ο Γκαμπριέλ. Σ ’ αυτή τη σκηνή κάτι συμβαίνει: ο Γκαμπριέλ περπατάει διαφορετικά από πριν. Δεν είναι το δικό του βάδισμα. Ε κπ έμ π ει σκληρότητα και αγριάδα, με το κεφάλι του ελαφρώς σκυμμένο, το μπράτσο να σφίγγει στα πλευρά του τη σχολική τσάντα. Από τις πρώτες κιόλας στιγμές του γυρί σματος, ο Γκα μπριέλ επινοεί τον δικό του Τ ό μ ι, μ’ έναν αυθορ μητισμό που προδίδει ιδιοφυία και που η προετοιμασία μας δεν του είχε επιτρέψει να εκδηλωθεί. Θυμάμαι ότι, εκείνη την π ρώ τη μέρα τω ν εξω τερικώ ν γυρισμάτων, καθώς ανακάλυπτα πόσο τον είχε διαποτίσει η προσω πικότητα του Τ ό μ ι, είχα εντυπω σιαστεί, σχεδόν ανατριχιάσει. Πόσο μάλλον που, λίγα λεπτά 35 ouarmeu uy o a m o u a im e r
νωρίτερα, όταν ο Γκαμπριέλ είχε εμφανιστεί με τα ρούχα και τα μαλλιά του Τόμι. είχε χαμογελάσει με το σάστισμά μου και μου είχε πει ότι έβρισκε τον εαυτό του φρικτό, ότι ποτέ δεν θα κατάφερνε να το συνηθίσει: τι ντροπή. Γ ια δέκα περίπου δευτερόλεπτα επ ικ ρ α τεί ηρεμία και σιωπή, καθώ ς βλέπουμε α π ό φηλά έναν μακρύ άδειο διάδρομ ο τουΛονίλε-Γκραν. αριστερά τις αίθουσες διδασ κ α λ ίας στη σειρά και, δε ξιά, τα μ εγάλα παράθυρα. Α κούγονται μόνο οι φωνές των κ α θηγητών που παραδίδουν το μ άθη μ ά τους. Ξαφνικά ακουγεται το κουδούνι. Οι πόρτες ανοίγουν κι ένα θορυβώδες μελίσσι μ α θητών ξεχύνεται στο δ ιά δ ρ ο μ ο ' πλησιάζουν στην κάμ ερα που τους παρακολουθεί α π ό φηλά, κ α ι την προσπερνούν. Ο Τόμι εί ναι στο βάθος, τον βλέπουμε στο τέλος, προχω ράει μ έσ α στο πλή θος, μιλώ ντας μ' έναν συμμαθητή του. Η φωνή του, τελικά, κ α λύπτει την οχλαγω γία: — ...είναι κάθαρμ α! Δεν μ πορείς να μ ιλ ά ς έτσι γ ια τη Γερ μανία, όταν ξέρεις τι συμβαίνει. Κ α ι ξέρει κ α λ ά τι έγινε εδώ πέρα μ ε τους Π ολωνοεβραίους. Σ τη ν Π ολω νία, κλείνουν όλους τους Εβραίους σε γκέτο! — Σ τα μ ά τα , Ελέκ... δεν έχεις κ α μ ιά απόδειξη, μόνο την προ π α γ ά ν δ α της Μ όσχας... Π ρόσεξε μην την π ατή σεις. Δεν είναι κ α ι τόσο έξυπνο να κυκλοφορείς μ ε τις προκηρύξεις σου. Κ α ι να διαλαλείς ότι τον έχειςχεσμ ένο τον Π ετέν, ότι είσ α ι Ε βραίος... — Θα το φωνάζω μέχρι να φοφήσει, μ έχρι να τον εκτελέσουν! Τ ώ ρα ακολουθούμε τ α δυο α γ ό ρ ια μ έ σ α σ το πλήθος, κ α τ ε βαίνουν μ ια σκάλα. Π έντε σ κ α λ ιά π ιο κ ά τ ω , ένας μαθητής, γραβατω μένος, μ ε μπριγιαντίνη σ τ α μ α λ λ ιά , π ου προηγουμένω ς είχε προσπεράσει τ α α γ ό ρ ια ενώ συνομ ιλούσαν, στρέφ εται προς το μέρος του Τόμι κ α ι του λέει δ υ ν α τά : 36
Scanned by GamScanner
— Ε λ έκ. κ α λ ύ τ ερ α να το βου λ ώ σεις, είσαι μ ετα ν ά σ τη ς κ α ι
Εβραίος! Τότε ο Τ όμ ι. π ου β ρ ίσ κ ετα ι π έντε σ κ α λ ιά π ιο π ά ν ω , ορμ άει στο μαθητη κι αρχ ίζει να τον γρονθοκοπ εί, να τον κ λ ω τ σ ά ει, μ έ χρι που τ α ά λ λ α α γ ό ρ ια τον α ρ π άζο υ ν κ α ι τον συγκρατούν. Η σκηνή αυτή γυρίστηκε ακριβώς μετά τη σεκάνς της επιστρο φής στο σπίτι από τους δρόμους του Καρτιέ Λατέν, την ίδια μέ ρα που άρχισαν όλα. Τ ο πρώτο πλάνο χρειάστηκε πάνω από δέκα λήψεις, μ' αυτό το πλήθος των νεαρών κομπάρσων που πλησίαζαν τόσο πολύ την κάμερα ώστε χανόταν κάθε φυσικότη τα, με την περίπλοκη ηχοληψία, τούτο το διάλογο που ξεχωρί ζει μες στη φασαρία. Ε δ ώ ακούμε για πρώτη φορά τη φωνή του. Τ ι θυμίζει, άραγε; Ηθοποιούς μιας άλλης εποχής, εκφωνητές του Radio Paris, των ένδοξων ημερών, ή μήπως εκείνους τους ανώνυμους του ’30 και του ’40 που εκφωνούν τα επίκαιρα της Pathe και της Gaumont; Ό χ ι. Δεν είναι η φωνή με τη θεατρικό τητα ή την υπερβολή στην άρθρωση, αλλά ούτε και η δημοφιλής φωνή της εποχής, αργόσυρτη, με το παριζιάνικο σταφυλικό γ ή με το ρ της επαρχίας... Σίγουρα, πάντως, τούτη η φωνή δεν ανήκει σε νεαρό της εποχής μας. Η χροιά της δείχνει πω ς έρχε ται από εκείνα τα χρόνια, γιατί, παράλληλα με την υφή της επι δερμίδας και τα χαρακτηριστικά του προσώπου, μέσα σε μισό αιώνα έχουν αλλάξει και οι φωνές. Δεν έχω ιδέα πώ ς βγήκε αυ τή η φωνή από τον Γκαμπριέλ, γιατί, όπως και το βάδισμα, δεν ήταν η δική του. Δεν μπορώ να φανταστώ ότι ήταν φυσικό επα κόλουθο της νέας του ιδιότητας του ηθοποιού, των κοστουμιών και των αξεσουάρ, των σκηνικών, της σκηνοθεσίας εν γένει. Ή ότι τη δοκίμασε, προτού εκείνη βγει από το στόμα του. Στην πραγματικότητα, ακούγοντάς τον εκείνη τη μέρα για πρώτη φο37
scanned oy uam scanner
ρά, σκέφτηκα πως, αντίθετα, η φωνή αυτή είχε έρθει να τον συ ναντήσει. Εκείνη τη στιγμή, από την πρώτη κιόλας μέρα των γυρισμά των με τον Γκαμπριέλ, έχοντας παρατηρήσει το βάδισμα και έχοντας ακούσει τη φωνή του, μου πέρασε από το μυαλό η ιδέα της πνευματοληφίας. Τη βασάνισα πολύ. Ποτέ δεν σκεφτηκα μια μεταφυσική μετενσάρκωση, ένα θαύμα του πνευματισμού ή άλλα τέτοια φαιδρά. Τσως μόνο ένα παράδοξο φαινόμενο που προερχόταν πιθανόν από τον διακαή μου πόθο να δω τον Τόμι να επιστρέφει με σάρκα και οστά. Όταν ρώτησα τον Γκαμπριέλ γι’ αυτή τη φωνή, μου έδωσε μια εντελώς διαφορετική εξήγηση. Μου απάντησε χωρίς δι σταγμό ότι είχε ταλέντο μίμου. Ό τι μπορούσε στη στιγμή να αναπαραγάγει τη φωνή, τα τικ, τις κινήσεις πολλών διάσημοτήτων. Κι ότι επομένως του ήταν εύκολο να μιμηθεί τη φωνή του Τόμι. Για τί την άκουγε. Ναι, τη φωνή ενός νεκρού που ποτέ δεν είχε ηχογραφηθεί. Παρατηρώντας το πρόσωπό του στις φω τογραφίες -ιδιαίτερα εκείνη που του είχα δώσει το ίδιο πρωί, για να του φρεσκάρω τη μνήμη, μιας και την είχε ξαναδεί-, ισχυ ριζόταν ότι μπορούσε ν’ ακούσει τη φωνή του. Ό π ω ς ακριβώς συνέδεε κάθε φωνήεν του αλφαβήτου αυτόματα μ’ ένα χρώμα, και τις μουσικές νότες με διαφορετικά σχήματα, έτσι μπορούσε να ακούσει και τη φωνή ενός προσώπου που είναι πια βουβό. Κι ένα ακίνητο σώμα επέτρεπε στη φαντασία του να συλλάβει το βάδισμα και τις κινήσεις του. Έ τ σ ι μου είπε. Αλήθεια ή ψέμα; αναρωτήθηκα. Αλλά, κατά βάθος, ελάχιστα μ’ ενδιέφερε. Γιατί η επινόηση ενός τέτοιου ψέματος με γο ή τευε εξίσου μ’ ένα χάρι σμα συναισθησίας όπω ς αυτό. Κ α ι τα δύο απέπνεαν ένα μυστή ριο που μεγέθυνε τον Γκαμπριέλ στα μ ά τια μου. Επιπλέον, κα θώς είναι ιδιαίτερα κουραστικό να καθοδηγείς έναν ηθοποιό, και 38 Scanned bv CamScanner
μάλιστα ερασιτέχνη ή αρχάριο, μ’ άρεσε που ο Γκαμπριέλ μού ξεγλιστρούσε, δείχνοντας από την πρώτη κιόλας μέρα να έχει βρει τον Τόμι. Μπορεί απλώς να χρειαζόταν να τον εμποδίσω να σκοτώσει. Γιατί, μετά το βάδισμα και τη φωνή, δεν άργησε να εμφανι στεί η οργή. Η σκηνή του γρονθοκοπήματος στις σκάλες, παρό λο που την είχαμε προβάρει δέκα φορές, παραλίγο να στείλει έναν νεαρό ηθοποιό στο νοσοκομείο: στο τέλος της πρώτης και μοναδικής λήψης, όταν φάνηκε ότι εκείνος δυσκολευόταν να ξανασηκωθεί, ήταν ξεκάθαρο ότι ο Γκαμπριέλ δεν είχε συγκρατήσει τη δύναμή του. Αν δεν τ ρ α β ο ύ σ α ν τον μ ικ ρό, θα τον είχε σ κ ο τ ώ σ ει, γράφει η Ελέν περιγράφοντας αυτή τη σκηνή. Συνέβη τον Ιούνιο του 1941, στο Λουί-λε-Γκραν. Την ίδια μέρα, ή ίσως την επομένη, σίγουρα όμως στις 12 Ιουνίου, κάλεσαν τον Τ όμ ι στο γραφείο του επι θεωρητή. Η ημερομηνία έχει σημειωθεί στη μαθητική του καρ τέλα, που έχει διατηρηθεί, μαζί με χιλιάδες άλλες, στα σχολικά αρχεία. Ο επιθεωρητής, ένας γενναίος άνθρωπος, του εμπιστεύ τηκε ότι καταλάβαινε τι τον είχε εξοργίσει, αλλά π ω ς αυτό δεν ήταν λόγος για να σκοτώσει κάποιον. Α π’ ό,τι φαίνεται, ο Τ ό μ ι δεν του άφησε χρόνο ν’ ανακοινώσει τη μάλλον ελαφριά τιμωρία που είχε αποφασίσει να του επιβάλει. Σύμφωνα με την Ελέν -που μπερδεύει τις χρονολογίες και κάνει λόγο για το 1942—, εκείνη τη στιγμή ο Τ ό μ ι είχε ήδη πάρει την απόφασή του. Ε υ χαρίστησε τον επιθεωρητή για όλα όσα είχε κάνει γι’ αυτόν και του ανακοίνωσε ότι σταματούσε το σχολείο για να μπει στην Αντίσταση. Σ τη μαθητική του καρτέλα, ένα μικρό κιτρινισμένο χαρτόνι -ό π ο υ διαβάζουμε, γραμμένα με το χέρι, το επίθετό του, την ουγγρική του εθνικότητα, την ημερομηνία και τον τόπο 39
scanned Dy oamcDcanner
γεννήσεώς του, τη διεύθυνσή του στον αριθμό 42 της MovxatvΣεντ-Ζενεβιέβ, κι ακόμη ότι ως πρώτη γλώσσα είχε επιλέξειτα αγγλικά και ω ς δεύτερη τα γερμανικά—, είναι σημειωμένη, κά θετα στο περιθώριο, η σημαντική πληροφορία: τη 12η Ιουνίου 1941 ε γ κ α τ α λ ε ίπ ε ι, τέλ ος σ π ο υ δ ώ ν . Σ τις 12 Ιουνίου του 1941, και όχι του 1942, Είναι αδιάφορο για την ταινία μου, και κανείς δεν γνωρίζει, βλέποντας τη σκη νή, ότι εκτυλίχθηκε εκείνη την ημερομηνία. Ε γ ώ απλώς ήθελα να μάθω τα πάντα για τον Τ ό μ ι, να γνω ρίσω , ν’ αγγίξω και να νιώσω όλα τα ίχνη που δεν είχαν ακόμη χαθεί. Κάθισα στα σκα λοπάτια των κτιρίων, ακολούθησα τις ίδιες διαδρομές, ψηλάφισα τους τοίχους. Σ τις 12 Ιουνίου 1941 ο Τ ό μ ι ήταν δεκάξι χρονών, κι ήταν Π έμπτη. Τ α μαθήματα γαλλικών και γερμανικών είχαν αρχίσει να του φαντάζουν μάταια εδώ και μερικές εβδο μάδες, από τότε που άκουσε για τις πρώ τες συλλήψεις Εβραίων στο Παρίσι, στις 14 Μ αΐου, μόλις έναν μήνα νωρίτερα. Ή τα ν Εβραίος και, το σπουδαιότερο, είχε αρχίσει να κάνει παρέα με κομμουνιστές φοιτητές, κι έτσι γνώ ριζε όλες τις λεπτο μέρειες εκείνων των συλλήψεων. Σ τ ις 13 Μ αΐου, 6 .4 9 4 Εβραίοι μετανάστες, που είχαν τα χαρτιά τους, αλλά ήταν ξένοι -Π ο λωνοί, οι περισσότεροι- ή απάτριδες, άνδρες από δεκαοχτώ ώς ε?ήντα χρονών, είχαν κληθεί να παρουσιαστούν υποχρεωτικά το επόμενο πρω ί στις αρχές: Ο κύριος Τ άδε (ακολουθούσε η διεύ θυνση και η χρονολογία γεννήσεώς) π αρ ακα λείτα ι να προσελθει αυτοπροσώπως, συνοδεία ενός μέλους τη ς οικογένειας του ή φι
,
λικού του προσώπου στις 7 π .μ . εις... (ακολουθούσε ο τόπος ένας χώρος στάθμευσης στην οδό Εντουάρ Π α γερόν, ο στρατώ νας των Τουρέλ ή της οδού Μ ινίμ , το κ λ εισ τό γή π εδ ο Ζ α π ί και
.
άλλα σημεία), προκειμένου να εξετασ τεί η κ α τά σ τα σ η του Ό ποιος δεν προσελθει την καθορισμένη ημ έρα κ α ι ώ ρ α θα υπόκει4 0
Unarmed by CamScanner
xat στις α υ σ τη ρ ό τερ ες τ ω ν π ο ιν ώ ν . Τ ο «πράσινο προσκλητή
ριο»/ ό π ω ς το ονόμασαν α ργότερα , έφερε την υπογραφή του αστυνόμου τού εκ ά σ το τε δ ια μ ερίσμ α τος. 3 .7 1 0 Εβραίοι είχαν ανταποκριθεί στην π ρόσκληση. Π ρ ο χ ειμ έν ο υ να εξετα σ τεί η χ α τοίσταση. Ή τ α ν ήσυχοι, είχαν τα κ το π οιή σει τα χαρτιά τους. Η
απαίτηση να π α ρ ίσ τα τα ι ένα μέλος τη ς οικογένειας ή κάποιος φίλος ήταν βέβαια λίγο π ερίεργη, αλλά ίσω ς να χρειάζονταν έναν μάρτυρα, μια εγγ υη τικ ή υπογραφή... Σ την πραγματικότη τα, η σύζυγος ή ο φίλος αναλάμβαναν να επιστρέφουν στο σπίτι του ενδιαφερομένου, μεταφέροντας κάποια προσωπικά του είδη. Όσοι παρουσιάστηκαν συνελήφθησαν επί τόπου, και κλείστηκαν στα στρατόπεδα του Π ιτιβιέ και του Μ π ον-λα-Ρ ολάντ. Α ργότε ρα θα τους εκτόπιζαν στη Γερμανία, α π ’ όπου ελάχιστοι επρόκειτο να επιστρέφουν. Α πό τον Ο κτώβριο κιόλας του 1940, όλοι οι Εβραίοι όφειλαν να απογράφονται στις νομαρχίες, και οι Ε βραίοι επιχειρηματίες να αναρτούν την επιγραφή «Εβραϊκή επι χείρηση» στη βιτρίνα του μαγαζιού τους (η Ελέν είχε πάρει απαλ λαγή μέχρι το καλοκαίρι του 1942). Ο κανονισμός για τους Εβραίους, που εκδόθηκε στον απόηχο των συλλήψεων, τους απέκλειε από πλήθος λειτουργημάτων και επαγγελμάτων: εκπαιδευτικοί, υψηλόβαθμοι διοικητικοί υπάλ ληλοι, δημοσιογράφοι και επ α γ γ ελμ α τίες του κινηματογράφου. Αλλά ξαφνικά, την άνοιξη του 1 9 4 1 , άρχισαν τα μπλόκα και οι συλλήψεις ανθρώπων επειδή α π λώ ς ήταν Εβραίοι. Π ρ ώ τα οι διακρίσεις, έπ ειτα η α ντιμ ετώ π ισή τους ω ς κοινών εγκλημα τιών. Σ τα τέλη Μ αιου, δεκαπέντε μέρες πριν από αυτή τη σκηνή στο σχολείο, το Κ ομμουνιστικό Κ ό μ μ α είχε τυπ ώ σει σε δεκάδες χιλιάδες αντίτυπα μια προκήρυξη: Τ σ α κ ίσ τε το ό π λο του α ντι σημιτισμού! Ε ν ω θ είτε! Τ ο εβραϊκό τμήμα τω ν ΜΟΙ διένεμε μια
άλλη προκήρυξη που, επικαλούμενη τον Βολταίρο και τον Ρουσ4ΐ
scanned Dy uamscanner
σώ. τον Ουγκό, τον Ζολά και τον Ζώρες, καλούσε τους Γάλλους να διαμαρτυρηθούν για τη σύλληψη 5 . 0 0 0 α θ ώ ω ν Θ υμάτων , την άδικη μοίρα 5 . 0 0 0 κ α τ ε σ τ ρ α μ μ έ ν ω ν σ π ιτ ικ ώ ν , π α ιδ ιώ ν που τα α π ε ι λ ε ί η π ε ίν α κ α ι η ε ξ α θ λ ίω σ η ... Και δεν αποκλείεται ο Τόμι να είχε μοιράσει μερικές τέτοιες προκηρύξεις, Ο Τόμι εγκατέλειψε το Λουί-λε-Γκραν, έδωσε τέλος στις σπουδές του για να μπει στην Αντίσταση, ακριβώς τη στιγμή που άρχιζαν οι μαζικές συλ λήψεις των Εβραίων της Γαλλίας. Και, αναμφίβολα, αυτή ήταν η βασική αιτία, πέρα από τις προσβολές του αντισημίτη μαθητή που του είχε υποδείξει να σωπάσει επειδή ήταν Εβραίος. Τ η φωτογραφία που είχα δώσει στον Γκαμπριέλ εκείνο το πρωί την είχα επίσης βρει στ’ αρχεία του σχολείου του. Μέσα σ’ έναν φάκελο που περιείχε μερικές φωτογραφίες τάξεων του σχο λικού έτους 1940-1941. Σαν από θαύμα, ανάμεσά τους υπάρχει και μια της προτελευταίας τάξης του λυκείου. Σαράντα δύο μα θητές, παραταγμένοι υπάκουα σε πέντε επίπεδα. Κανείς τους σχε δόν δεν χαμογελάει, τα σπάνια χαμόγελα είναι κι αυτά θλιμμέ να. O t καιροί είναι σκληροί για τα παιδιά της Κ ατοχής. Κάποιων ο πατέρας βρίσκεται στη φυλακή, το φαΐ δεν είναι για χόρταση, ρούχα δεν υπάρχουν πια. Οι λιγοστοί Εβραίοι φοβούνται. Από τους σαράντα δύο μαθητές, μόνο δέκα δεν φορούν γραβάτα, πι θανόν οι γονείς τους να είναι εργάτες ή τεχν ίτες. Ο Τ ό μ ι είναι ένας απ’ αυτούς. Σ την τέταρτη σειρά, τρίτος από αριστερά. Αδύ νατο να μην αναγνωρίσεις την έκφραση περιφρόνησης μπροστά στο φακό, με αφορμή τούτη την παραδοσιακή σχολική φωτο γραφία, που μοιάζει ακόμη πιο γελοία όταν, έξω από το σχολείο, το Παρίσι βρίσκεται κ ά τω από την μ π ότα τω ν ναζί, ο κανονι σμός για τους Εβραίους έχει μόλις εκδοθεί, το μέλλον φαντάζει πολύ αβέβαιο. Δεν γνω ρίζω ποιο μήνα έχει τραβηχτεί η φωτο γραφία. Αν κρίνει κανείς από τα ρούχα, μάλλον κάνει ψύχρα,
o o c i i i m c u
u y
ο ο ι ι ι ο ^ α
c
42
φθινόπωρο το υ 1 9 4 0 ή ά ν ο ιξ η τ ο υ 1 9 4 1 . Ο Τ ό μ ι μ π ο ρ εί να μην έχει κ λ είσ ει α κ ό μ η τ α δ ε κ ά ξ ι. Φ ο ρ ά ε ι τ α ρ ο ύ χ α π ο υ ε π ιλ έ γ ω να φοράει κα ι σ τη ν τ α ιν ία . Θ α έ λ ε γ α ό τ ι τ ο π ο υ λ ό β ερ μ ε τ η λ α ιμ ό κόψη το έχ ει π λ έ ξ ε ι η Ε λ έ ν . Μ ό ν ο α υ τ ό ς έ χ ε ι ο ρ θ ά ν ο ιχ το τ ο γ ια κά του π ο υ κ ά μ ισ ο υ , π ο υ κ α λ ύ π τ ε ι έ τ σ ι τ ο γ ια κ ά το υ σα κ α κ ιο ύ του. Τ ο κρύο δεν π τ ο ο ύ σ ε τ ο ν Τ ό μ ι . Θ α έβ α ζα σ τ ο ίχ η μ α ό τι ο μαθητής μ ε τ α γ υ α λ ιά π ο υ σ τ έ κ ε τ α ι σ τ α δ εξιά τ ο υ , μ ε τ α π ε τ α χτά α υ τιά , χ ω ρ ίς γ ρ α β ά τ α κ ι εκ ε ίν ο ς , α λ λ ά μ ε μ α ν τ ίλ ι γ ύ ρ ω από το λ α ιμ ό , κ α ι μ ε σ α κ ά κ ι τ σ α λ α κ ω μ έ ν ο σ τ ο γ ια κ ά κ α ι τ α π έ τα, ίσ ω ς Ε β ρ α ίο ς , ίσ ω ς κ ο μ μ ο υ ν ισ τ ή ς , είν α ι ο κ α λ ύ τερ ό ς το υ φί λος. Αν ε π έ ζ η σ ε , φ α ν τ ά ζ ο μ α ι ό τ ι θα έ γ ιν ε δ ά σ κ α λ ο ς ή δ η μ ο σ ιο γράφος. Σ τ " α ρ ισ τ ερ ά τ ο υ Τ ό μ ι , ο μ α θ η τ ή ς μ ε τη ν έκφ ρα ση νυ φίτσας, το δ ια π ε ρ α σ τ ικ ό β λ έ μ μ α π ίσ ω α π ό τ α γ υ α λ ιά , γ ρ α β α τω μ έν ο ς, τ ο δ ίχ ω ς ά λ λ ο σ τ α δ ιο δ ρ ό μ η σ ε σ τ ο Δ η μ ό σ ιο , π ιθ α ν ό τα τα σε κ ά π ο ιο υ π ο υ ρ γ ε ίο . Α ν ά μ εσ α σ τ ο υ ς δύο γ είτ ο ν ές το υ ο Τ ό μ ι π ο ζά ρ ει α ιν ιγ μ α τ ικ ό ς , φ ε γ γ ο β ο λ ά ε ι σα ν π υ ρ σ ό ς. Κ α ν ε ίς δεν μ π ορεί να φ α ν τ α σ τ ε ί τ ι θ’ α π ο γ ίν ε ι εκ είν ο ς, ο ύ τε κ α ι εκ π λ ή σ σει κανέναν τ ο ό τ ι έσ β η σ ε τ ό σ ο γ ρ ή γ ο ρ α . Σ τ ’ α ρ χ εία τ ο υ Λ ο υ ί- λ ε -Γ κ ρ α ν φ υ λ ά σ σ ο ν τα ι α κ ό μ η οι ά θλιο ι έλεγχοι π ρ ο ό δ ο υ εκ είν η ς τ η ς τ ε λ ε υ τ α ία ς σ χ ο λ ικ ή ς χ ρ ο ν ιά ς π ου έμεινε α ν ο λ ο κ λ ή ρ ω τ η . Ο Τ ό μ ι , σ τη ν π ρ α γ μ α τ ικ ό τ η τ α , είχ ε π ά ψει να μ ε λ ε τ ά ε ι. Φ τ ω χ ή π ρ ο ε τ ο ι μ α σ ί α σ τη ν Ισ τ ο ρ ία , α ν ε π α ρ κ ή ς π ρ ο ε τ ο ιμ α σ ία σ τ α γ α λ λ ικ ά , Θα τ α κ α τ ά φ ε ρ ν ε α ν μ ε λ ε τ ο ύ σ ε σ τ α
αγγλικά, ε λ ά χ ι σ τ α π ρ ο ε τ ο ιμ α σ μ έ ν ο ς κ α ι μ ε σ υ χ ν έ ς α π ο υ σ ίε ς σ τ α μ α θ η μ α τικ ά ... ο ύ τ ε ένα μ ά θ η μ α δεν γ λ ί τ ω σ ε α π ’ α υ τή τη ν ε γ κ α τάλειψ η. Σ τ ο τ έ λ ο ς τ ο υ δ εύ τερ ο υ τρ ιμ ή ν ο υ , λ ό γ ω μ ια ς α π α ρ ά δεκτης α δ ια φ ο ρ ία ς , τ ο σ υ μ β ο ύ λ ιο κ α θ η γ η τ ώ ν το ν τ ιμ ώ ρ η σ ε μ ε ε π ίπ λ η ξ η π ρ ο τ η ς α π ο β ο λ ή ς . Α π έ β α λ ε μ ό ν ο ς το υ τον εα υ τό το υ .
Αυτό το π ερ ιβ ά λ λ ο ν , ό π ο υ επ έμ εν α ν σ τ η μ ε τ ά γ γ ισ η τ η ς εκ λ ε π τυσμ ένης γ ν ώ σ η ς , α λ λ ά ό π ο υ ο ι Ε β ρ α ίο ι μ α θ η τ έ ς —μ ε τ ά το υ ς Scanned by CamScanner
43
ο»
δασκάλους που είχαν ήδη αποκλειστεί—γίνονταν σιγά σιγά ανε πιθύμητοι, του φαινόταν πια ανυπόφορο, βάρβαρο και απατηλ μαζί, εκτός τόπου και χρόνου, πολύ κοντά και ταυτόχρονα τόσο μακριά από τη σκληρή πραγματικότητα. Ο Τ ό μ ι χάνει να περάσει μ ι α π ό ρ τ α , α λ λ ά κ ά π ο ιο ς του φωνάζει: — Ε . νεαρέ! Γ υ ρ ίζει να δει. Έ ν α ς ά ν δ ρ α ς στέκει π ίσ ω του κ α ι του τείνει ένα κ ι π ά * — Δ εν γν ω ρ ίζετε ότι πρέπ ει να έχ ετε κ α λ υ μ μ έ ν ο το κεφάλι σ ας; Α ιφ νιδιασμένος, ο Τ ό μ ι παίρνει το κ ι π ά κ α ι το φοράει ό π ω ς ό π ω ς. Π ερνάει την π ό ρ τ α κ α ι β λ έ π ο υ μ ε το χ ώ ρ ο π ρ ο σ ευ χ ή ς μ ια ς σ υ ν α γ ω γ ή ς. Δ ε ν υ π ά ρ χ ει φ υχή, είναι σ κ ο τειν ά , μ ό ν ο μ ι α λ ά μ π α ανάβει στο β ά θ ο ς. Σ τ ο ν κ εν τρ ικ ό δ ιά δ ρ ο μ ο , α ν ά μ ε σ α σ τ α σ τα σ ί δ ια , ο Τ ό μ ι κ ατευ θ υ νεται π ρ ο ς τη ν Τ ε β ά * * π ο υ είναι σ το λισ μ έ νη μ ε το ά σ τρ ο του Δ α β ί δ ' ρίχνει μ α τ ι έ ς ο λ ό γ υ ρ α , κ ά π ο υ κ ά π ο υ στρέφ εται κ α ι π ίσ ω γ ια να κ ο ιτ ά ξ ε ι. Μ π ρ ο σ τ ά σ τ η ν Τ ε β ά στέ κ ετ α ι κ ά μ π ο σ η ώ ρ α , π α ρ α τ η ρ ώ ν τ α ς το μ ε γ ά λ ο υπ ερυ ψ ω μ έν ο μ α νουάλι κ α ι μ ε ρ ικ έ ς α κ ό μ η λ ε π τ ο μ έ ρ ε ιε ς . Έ π ε ι τ α ξ α ν α π α ίρ ν ε ι το δ ιά δ ρ ο μ ο π ρ ο ς τη ν α ν τ ίθ ε τ η κ α τεύ θ υ ν σ η . Τ ο ν β λ έ π ο υ μ ε α π ό π ί σ ω , να α π ο μ α κ ρ ύ ν ε τ α ι κ α ι να β γ α ίν ε ι α π ό τ η σ υ ν α γ ω γ ή .
Οι Εβραίοι της Γαλλίας, στην πλειονότητά τους, θυμήθηκαν τό τε πως ήταν Εβραίοι. Έγιναν Εβραίοι ή έψαξαν να μάθουν, ό πως λέει κι η Ελέν για τον Τόμι, τι σημαίνει « ν α είσ α ι Ε β ρ α ίο ς». Ο Τόμι, κάποια στιγμή, θέλησε να μάθει τι ση μ αίνει αυτό. Μπή κε για πρώτη -κ α ι πιθανόν τελευταία—φορά στη ζωή του σε μια συναγωγή. Μπορεί να βρισκόταν στην οδό Βοκλέν, κοντά στο σπίτι του, όπου εγώ γύρισα αυτή τη σκηνή. Φαντάστηκα την έκ44
Scanned by CamScanner
ίΛηξη τυυ, wjv υςαυΛυτη αδυναμία κατανόησης. Γ ια όποιον τον ανακαλύπτει, ένας εβραϊκός ναός μοιάζει αινιγματικός και πε ρίπλοκος, ένα άλυτο μυστήριο. Ο Τ ό μ ι γύρισε την πλάτη του στη συναγωγή, πιθανόν γ ια τον ίδιο λόγο που είχε γυρίσει την πλάτη του και στο σχολείο. Α λ λά ή θελε να βροντοφωνάξει ότι είναι Εβραίος, το ’λ εγ ε όλη την ώ ρ α , σε όλο τον κόσμο, για να κάνει εντύπω ση, γ ια να π ροκα λέσει τους δ ιώ κτες. Βρισκόταν στην ηλικία της απερισκεψ ίας, ναι, αλλά την περίοδο τω ν π ρ ώ των συλλήψεων χρεια ζότα ν επ ίσης η αυθάδης και αδυσώ πητη θέληση να χτυ π ή σεις το κακό. Ε κ τ ό ς από τις π ρ ώ τες προκηρύ ξεις που ακόμη δεν του στοίχιζαν και πολύ, το να διατυμπανίζει την εβραϊκή του κ α τ α γ ω γ ή , να κ α μ ώ ν ετα ι ότι είναι περήφανος γι’ αυτήν, ήταν η π ρ ώ τη ριψοκίνδυνη αντιστασιακή πράξη του. Ποτέ δεν φόρεσε το κίτρινο άστρο. Τ ου λά χιστον όχι ό π ω ς ήθε λαν να το φοράει, σαν τα π ειν ω τικ ό φορτίο. Μ έχρ ι το καλοκαίρι του 1942, προτιμούσε να το κραδαίνει, σαν το κόκκινο πανί μπρο στά στα κέρατα του ταύρου. 0 Γκαμπριέλ δεν χρειαζόταν καν ν’ ανοίξει το στόμ α του, σ χ ε δόν σαν να μην είχε κείμενο να προβάρει. Ό τα ν τον βρήκα στη συναγωγή, εκείνο το π ρ ω ί, ανησύχησα μ ε το αφηρημένο ύφος του. Ή τα ν έτο ιμ ο ς, μ ε το κιπ ά του στο κεφάλι' καθόταν στην τελευταία σειρά και κ ο ίτα ζε το ταβάνι, αδιάφορος γ ια τις προε τοιμασίες. Π ο τ έ δεν τον είχα δει έτσ ι. Ή μ α σ τ α ν ακόμη στην αρ χή των γυ ρ ισ μ ά τω ν, κα ι φοβόμουν μην κουραστεί πρόω ρα από την πίεση, τις αναμονές, α υτή την κ ό μ μ ω σ η που τ η θεωρούσε φριχτή. Τ ο ν ρ ώ τη σ α αν ή τα ν κ α λά . Χ ω ρ ίς να με κοιτά ξει, μου απάντησε π ω ς ό χ ι, δεν ήτα ν και τό σ ο κ α λ ά , μου εξή γη σε ό τι π ο τέ δεν είχε ξαναμπεί σ ε σ υ ν α γ ω γ ή κ ι ό τι έν ιω θε εκεί την ίδια δυ σφορία που ένιω θε κ α ι στην εκκλη σία . Τ ο ν απω θούσαν αυτά τα 45
icu uy odi ι ioodi ιι ici
μέρη, δίχως να μπορεί να το εξηγήσει. Ή ξερε μόνο ότι όλα τού φαίνονταν ψεύτικα. Κι ότι ο μόνος τρόπος για ν’ αποφύγει αυτό το στενάχωρο συναίσθημα ήταν να βγαίνει νοερά από τους τοί χους τους. Να απέχει, να απουσιάζει. Όλα τα πλάνα γυρίστηκαν μια κι έξω. Δεν χρειάστηκε να του ζητήσω αυτό το άδειο βλέμμα που γλιστράει πάνω στον μυ στηριώδη διάκοσμο, ούτε καν να περπατήσει πιο γρήγορα στο διάδρομο κατά την έξοδο. Επιπλέον, αυτή η ανεξήγητη ευκο λία του να ενσαρκώνει τον Τόμι με τη φωνή, το βάδισμα, τα βλέμματα, αυτή η δυσφορία του, που ήταν πέρα από το παίξι μο, με συγκίνησε. Το ότι ένα αγόρι στην ηλικία του δεν κατα φέρνει, όπως εγώ, να διατηρήσει μια σχετική αδιαφορία, και ψάχνει με κάθε τρόπο να δραπετεύσει, είχε κάτι το αλλόκοτο. Και το σπαρακτικό επίσης. Γιατί θα πρέπει, το δίχως άλλο, να κουβαλάς βαθιά μες στην ψυχή σου μια αναπόδραστη δυστυχία, μια πληγή ζωτικής σημασίας που για κανέναν λόγο δεν θέλεις να κλείσει. Δεν το συνειδητοποίησα την ίδια μέρα. Σ ιγά σιγά όμως κα τάλαβα πω ς μέσα στην παλιά εκείνη συναγωγή, που οι τοίχοι της είχαν ποτίσει από τις προσευχές τριών αιώνων, είχε συντελεστεί το πρώτο θαύμα: στο εξής, ακόμη και χωρίς τον Τόμι, ο Γκαμπριέλ θα με συγκινούσε. Π ίσω από την ψυχρή όψη του σκέιτερ, κάτω από τη μάσκα του ηθοποιού με τα σχεδόν υπερ φυσικά χαρίσματα, που τον είχαν ήδη ανεβάσει στα μάτια μου, η θλίψη που φώλιαζε μέσα του μ ’ έκανε να τον αγαπήσω. Έ ν α συναίσθημα απρόσμενο, που με ευχαρίστηση θα το απαρνιόμουν. Είναι προτιμότερο να μη δένεσαι με τους ηθοποιούς σου. Δεν ήθελα ν’ αγαπήσω τον Γκαμπριέλ, ό π ω ς δεν ήθελα ν’ αγα πήσω και τον Τομι. Μολονοτι η φύση τω ν δύο σχέσεων δεν ήταν καθολου η ίδια, εγω φοβόμουν το μικρόβιο, τη σύγχυση. Άλλω-
46 S c a n n e d by G a m S c a n n e r
στε, είχα διαλέξει τον Τόμι, κι όχι τον Φίνγκερτσβαϊγκ ή τον βάσμπροτ, α κ ρ ιβ ώ ς για ν’ αποφύγω τη συμπάθεια, το σκόπελο του συναισθηματισμού, στον οποίο είχα προσκρούσει στις προη γούμενες ταινίες μου.
47
bCanneQ
Oy u a m ^ c a n n e r
Στη συνέχεια, γυρίσαμε μερικές σκηνές μέσα στο Παρίσι, νύχτα. Ο Τόμι με τους φίλους του τους φοιτητές να σημαδεύουν τους τοίχους με τα κόκκινα αρχικά Ζ Η Γ (Ζήτω η Γαλλία), ο Τόμι κι ο Μπέλα να κολλούν «πεταλούδες».* Τις νύχτες αυτές ο Γκαμπριέλ είχε ύφος σκοτεινό, απροσπέλαστο. Καθόταν σε απόστα ση από τους άλλους ηθοποιούς, δεν έδειχνε την παραμικρή συ μπάθεια για τον μικρό Αντουάν που υποδυόταν τον Μπέλα, την παραμικρή περιέργεια για τη δική μας δουλειά. Όταν τον ρώ τησα, μου απάντησε ότι δεν αντέχει τους άλλους ηθοποιούς, τους άχρηστους, τις ηλίθιες συζητήσεις τους στα διαλείμματα, και τον Αντουάν, που σου σπάει τα νεύρα και παίζει όλη την ώρα με το ηλεκτρονικό του. Ο Γκαμπριέλ γινόταν ευέξαπτος. Θυμήθη κα αυτό που μου είχε γράψει ένας συμμαθητής του Τόμι στο Λουί-λε-Γκραν, ο Ρομπέρ Μπουρντύ, ογδόντα τεσσάρων ετών σήμερα, διαπρεπής βοτανολόγος ερωτευμένος με τα δέντρα, ο οποίος διατηρούσε, πάνω απ’ όλα, την ανάμνηση ενός αγοριού φηλού, ξανθού, όχι ιδ ια ιτέρ ω ς ο μ ιλ η τ ικ ο ύ . Ωστόσο, ακόμη κι αν
ο Τόμι είχε διαποτίσει τον Γκαμπριέλ, αρκούσε αυτό για να εξηγήσει την κακή του διάθεση; Τ ι άλλο έκανε, πέρα από τα γυ ρίσματα; Τηλεφώνησα στη μητέρα του: τις ελάχιστες φορές που 48
oucumtiu uy v^anioucuiiiei
tov είχε δει τις τ ε λ ε υ τ α ίε ς μ έρ ες, έδ ειχ ν ε σ κ υ θρ ω π ό ς, ζήτη μ α να είχε αρθρώσει τρ εις κ ο υ β έν τες. Π ρ ώ τ η φορά τον έβ λεπ ε έτσ ι. Ε ί χε σκεφτεί ό τι τ α γ υ ρ ίσ μ α τ α δεν π ή γ α ιν α ν κ α λ ά , κι ε γ ώ έσπευσα να το δια ψ εύσω . Α ν τ ιθ έ τ ω ς , π ή γα ιν α ν θαυμάσια, χάρη σε χείνον. Ο Γ κ α μ π ρ ιέλ σ υ ν έχ ιζε να μ ’ εν τυ π ω σ ιά ζει μπροστά στην κάμερα. Ό π ω ς κ ι εκ τό ς κ ά μ ερ α ς, ο φ είλ ω να ομ ολο γή σω . Ό π ο ια κι αν ήταν η φύση τ η ς π α ρ ο υ σ ία ς το υ , τη ν ένιω θα ολοένα και πιο απαραίτητη, ζω ο γ ό ν ο . Ό , τ ι κι αν έκρυβε το πεισμ ατάρικο ύφος του, από τ η μια μ ε α ν η σ υ χο ύ σ ε κι α π ό την άλλη μ ε συνάρπαζε. Μου άρεσε η ιδιορρυθμία το υ , α λ λ ά και η αδιαλλαξία, η νευρι κότητα του, πα ρόλο που βάραιναν α π ειλ η τικ ά σ τα γυρίσματα. Σαν να είχε διαγράψ ει την π ροη γούμ ενη ασήμ α ντη ζω ή του, τα παιδικά του χρόνια, γ ια να ο χυ ρ ω θ εί σε μ ια σοβαρότητα απόρθητη, εξοργιστική γ ια το υ ς η θοπ οιούς και τους τεχνικούς, που την εκλάμβαναν ω ς περιφρόνηση, ω ς μεγα λομανία του π ρ ω τά ρη που φ α ντά ζετα ι τον εα υτό του αστέρα π ρ ώ το υ μεγέθους. Θα προτιμούσαν το γύ ρ ισ μ α να εκ τυ λίσ σ ετα ι σ’ ευχάριστη α τμ ό σφαιρα. Τ ις π ρ ώ τες εκείνες μ έρ ες, ό μ ω ς , ο Γ κ α μ π ρ ιέλ έκανε τα πάντα για να τη βαρύνει. Σ τ ο π λ α τό έβγα ζε μια ένταση μ ετα δ ο τική. Η ομάδα δεν χ α λ ά ρ ω ν ε π ια , ήταν μ ονίμ ω ς σ’ επιφυλακή, σε εγρήγορση. Κ α ι κ ά θε βράδυ, ξαναβλέποντας το υλικό, ανα κάλυπτα, ακόμη και σ τις σπ ά νιες σκηνές όπου δεν εμφανιζόταν ο Γκαμπριέλ, εικόνες α π ροσδόκη τη ς έντασης. Σ τις όχθες του Σ η κ ο υ ά ν α , μ ι α π ο λ ύ όμορφ η κ α λ ο κ α ιρ ιν ή μ έ ρ α , ο Τ ό μ ί, ο αδερφ ός του ο Μ π έ λ α κ α ι η αδερφ ή του η Μ α ρ τ περ νούν την είσοδο τ ω ν Λ ο υ τ ρ ώ ν Ν τελ ιν ί. Τ α α γ ό ρ ια φορούν κ ο ν τά παντελόνια κ α ι κ ο ν τ ο μ ά ν ικ α π ο υ κ ά μ ισ α , η Μ α ρ τ ένα ανάλαφ ρο φόρεμα. Οι Ε λ έ κ π εριμένουν σ τη ν ου ρά γ ια το τ α μ ε ίο , όπου μ ι α αφίσα γράφει: « Α π α γ ο ρ ε ύ ε τ α ι η είσοδος στους Ε β ρ α ίο υ ς » . Ό τ α ν 49
έρχεται η σειρά του. ο Τ ό μ ι ζητάει τρία εισιτήρια. Λ ίγ ο αργότε ρ α τους β λ έπ ο υ μ ε έξω α π ό την πισίνα, μ ε τ α μ α γ ιό τους, να αστειεύονται μ ε μ ι α π α ρ έ α κ ο ρ ίτσ ια κ α ι α γ ό ρ ια , ίσως φίλους που τους σ υνάντησαν εκ εί ή που μ ό λ ις τους α π έκ τη σ α ν μέσα στο ξένοιαστο π λή θ ο ς τω ν νέων που α π ο λ α μ β ά ν ο υ ν τον ήλιο και το νερό. Π ο λ υ κ ο σ μ ία γ ύ ρ ω α π ό την π ισ ίν α , κ ά τ ω α π ό το αφιΒωτό σ τέγα σ τρ ο κ α ι μ έ σ α στο νερό, θόρυβοι, φωνές κ α ι γέλια. Κ άτω α π ό το γ ε μ ά τ ο θ α υ μ α σ μ ό β λ έ μ μ α του Μ π έ λ α , ο Τ ό μ ι βουτά και διασ χίζει την π ισ ίν α μ ε ένα ά φ ο γ ο κρόουλ.
Από τις 8 Ιουλίου του 1942, απαγορεύτηκε με διάταγμα η είσο δος των Εβραίων στους δημόσιους χώρους πολιτισμού και ψυχα γωγίας. Στη λίστα συμπεριλαμβάνονταν τα μπαρ και τα εστια τόρια, οι κινηματογράφοι και τα θέατρα, οι βιβλιοθήκες και τα μουσεία, τα ιστορικά μνημεία, οι ιππόδρομοι, τα στάδια και οι πισίνες. Ο Τόμι έδειχνε με κάθε τρόπο ότι αψηφούσε τα αντισημιτικά μέτρα της Κυβέρνησης του Βισύ. Από τον Φεβρουάριο, δεν τηρούσε την απαγόρευση κυκλοφορίας μετά τις οχτώ το βρά δυ που είχε επιβληθεί στους Εβραίους, δεν φορούσε το κίτρινο άστρο, έμπαινε όπου ήθελε. Η Ελέν ήταν έξω φρενών που έπαι ζε με τη ζωή του για το τίποτα. Δεν είναι αντίσταση αυτό που κάνεις, β λ ακ εία είναι. Αν θες να κάνεις αντίσταση , π άρε τ α όπλα κ α ι σκότω σε τους. Α λλά, μ ' α υ τ ά που κάνεις, θα σε στείλουν στο Ά ουσβιτς γ ια βλακείες. Το Αουσβιτς μάλλον δεν το γνώριζε ακόμη* τριάντα χρόνια αργότερα, όμως, μ’ αυτές τις λέξεις θ’ ανακαλούσε το θυμό της. Ο Τόμι σύχναζε στην πισίνα, ήταν πολύ καλός κολυμβητής, κι εγώ σκέφτηκα πω ς πήγαινε εκεί από το καλοκαίρι του 1942, λίγες μόλις μέρες μετά την απαγόρευση για τους Εβραίους. Την Τετάρτη 29 Ιουλίου, για παράδειγμα, η θερμοκρασία στο Παρί50
Scanned by CamScanner
σι άγγιξε τους 28 βαθμούς και οι ανοιχτές πισίνες γέμισαν από λ ύ κ ε ιό παιόα
σε διακοπές. Ή τ α ν πρόκληση για τους νεαρούς
Εβραίους. Κι όχι μόνο πρόκληση. Σ το ολοένα xat πιο ασφυκτι κό κλίμα που τους καταπ λάκω νε, εκείνες οι ξένοιαστες στιγμές
τούς έδιναν μ.ια ανάσα, ήταν απαραίτητες για την ισορροπία του νευρικού τους συστήματος. Σ ε γενικές γραμμές, οι Εβραίοι αυτής της ηλικίας δεν θυσίασαν το παραμικρό από τη νιότη τους στο όνομα της φρόνησης. Παρόλο που κινδύνευαν να συλληφθούν ή να εκθέσουν τους συνεργάτες τους, καμιά διαταγή, κα μιά απαγόρευση δεν τους εμπόδιζε ν’ απολαμβάνουν τις λιγο στές χαρές που μπορούσαν να ξεκλέψουν. Σ τις 10, 1 6 ,2 0 και 2 8 Λυγούστου του 1943, έναν μήνα προτού δολοφονήσει το στρα τηγό των Ες Ε ς Ρ ίτερ , ο Μ αρσέλ Ράιμαν, είκοσι ετώ ν, παρέα με τον αδερφό του Σ ιμόν, δεκαπέντε ετώ ν, και μερικούς συντρό φους του, πήγε να δροσιστεί στις πισίνες του Παντέν και τω ν Τουρέλ. Το γνωρίζουμε, για τί η γαλλική αστυνομία τούς παρα κολουθούσε. Από το 1941, η κατάσταση για τους Εβραίους της κα τεχόμ ενης ζώνης επιδεινώθηκε αισθητά. Τ ον Α ύγουστο, περισσότεροι από 4.000 Εβραίοι, που τους είχαν μαζέψει από τα λαϊκά δια μερίσματα του Παρισιού, φυλακίστηκαν στο στρατόπεδο του Ντρανσί,* που ώ ς τό τε προοριζόταν για τους α ιχμ α λώ τους π ο λέμου. Μ έχρι εκείνη την ημερομηνία, οι π ρώ τες πληροφορίες για τις σφαγές τω ν Εβραίω ν από τους Γερμανούς στην Π ολωνία και τη Ρουμανία μεταδίδονταν στη Γα λλία μ έσω τω ν κομμου νιστών που άκουγαν Ρ ά διο Μ όσχα . Κ ά π οιοι Εβραίοι άρχισαν να φοβούνται, όχι μόνο για την ελευθερία τους, αλλά και για τη ζωή τους. Κ α τά τη διάρκεια του χειμ ώ ν α , έγιναν για π ρ ώ τη φορά γνω στές οι απά νθρω π ες συνθήκες κράτησης τω ν Εβραίω ν στο Ντρανσί. Τ ον Μ άρτιο του 1 9 4 2 , τα π ρ ώ τα τρένα φ ορτω μ έ-
—j
να με Εβραίους εξόριστους ξεκινούσαν από την Κομπιέν* και το Ντρανσί, σηματοδοτώντας την αρχή της εξόντωσης των Εβραί ων της Γαλλίας. Από τις 7 Ιουνίου, όλοι οι Εβραίοι της κατεχόμενης ζώνης άνω των έξι ετών ήταν υποχρεωμένοι να φορούν το κίτρινο άστρο. Στις 16 και 17 Ιουλίου. 12.000 Εβραίοι του Πα ρισιού συνελήφθησαν στο Χειμερινό Ποδηλατοδρόμιο - ανάμεσά τους, 4.000 παιδιά, πολλοί γέροντες, άρρωστοι, ανάπηροι. Ήταν πια φανερό πως οι συλλήψεις δεν εξυπηρετούσαν την απο στολή ανδρών στη Γερμανία για δουλειά. Πέρα, όμως, από το προφανές, υπήρχαν μόνο υποθέσεις, άλλες περισσότερο κι άλλες λιγότερο τραγικές, όλες τους πάντως ανησυχητικές. Κ ολλημένη σ το τζάμ ι της π ό ρ τ α ς του « Π ετά λ ο υ » , ώ στε να φαί νεται α π ό το δρ ό μ ο . μ ια μ ικ ρή λ ευ κή α φ ίσ α γράφ ει: Judisches Geschaft, « Ε β ρ α ϊκ ή επιχείρη ση ». Έ ν α ς Γ ερ μ α ν ό ς αξιω ματικός σπρώ χνει την π ό ρ τα ; μ π αίνει, χ α ιρ ε τ ά την Ε λ έν μ ε ένα νεύμα και κ α τευ θ ύ ν εται σε έν α α π ό τ α ε λ ά χ ισ τ α ελ εύ θ ερα τ ρ α π έζ ια . Β γ ά ζει το σ α κ ά κ ι του κ α ι το κ ρ εμ ά ει στη ρ ά χ η της κ α ρ έκ λ α ς τ ο ν ' στη συνέχεια; κ ά θ ετ α ι. Η Ε λ έν π λ η σιάζει, του π ιά ν ει γ ια λίγο την κ ο υ β έν τα κ α ι μ ε τ ά ση μ ειώ νει την π α ρ α γ γ ε λ ία του. Η κάμ ερα την α κ ο λ ο υ θ εί κ α θ ώ ς επιστρέφ ει στην κ ου ζίν α, στη διαδρομ ή την αφήνει γ ια να εσ τιάσ ει σε έν α ά λ λ ο τρ α π έζι, ό π ο υ κ ά θ ετ α ι ο Τόμι, κ ι α π έ ν α ν τ ι του κ ά π ο ιο ς π ο υ τον β λ έπ ο υ μ ε μ ό ν ο π λ ά τη κ α ι φο ρ ά ε ι μ π λ ε σκ ού ρο κ ο ν τ ο μ ά ν ικ ο π ο υ κ ά μ ισ ο . Ο Τ ό μ ι φ οράει καρό π ο υ κ ά μ ισ ο μ ε γ υ ρ ισ μ έν α τ α μ α ν ίκ ια . Ο ά ν δ ρ α ς μ ιλ ά ει χ αμ η λό φ ω να, μ ε π ρ ο φ ο ρ ά π ο υ κ ά π ο ιο ι μ π ο ρ ε ί ν α την αναγνω ρίσου ν: είν αι Ρ ο υ μ ά ν ο ς . — Έ χ ε ις φίλους, κ ο ρ ίτ σ ι, β λ έ π ε ις κ ά π ο ιο υ ς τ α κ τ ικ ά ; — Ο χι, η π α ρ έ α μ α ς έχ ει σ κ ο ρ π ίσ ε ι. Δ εν β λ έ π ω κανέναν τ ώ ρ α π ια . 52
Scanned by CamScanner
— Φ ίλους α π ' τ ο σ χ ο λ είο ; — Τ ο σ τ α μ ά τ η σ α εδ ώ κι έναν χ ρόνο. Δ ύο φίλους που είχα, δεν τους β λ έπ ω π ια . — Τ ό σ ο το κ α λ ύ τ ε ρ ο . Κ ι είσ α ι έτο ιμ ο ς ν ’ αφήσεις τους γο νείς σου. να ζή σεις μ ό ν ο ς σου μ ε ς στην π α ραν ομ ία , μ ε φεύτικα χ αρτιά κ α ι κ α ιν ο ύ ρ γ ια τ α υ τ ό τ η τ α ; — Α ν χ ρ ε ια σ τ ε ί, ναι. — Θ α χ ρ ε ια σ τ ε ί. Π ρ ο ς τ ο π α ρόν , δεν κάνεις τίπ οτα . Θα ξανάρθω να σε π ά ρ ω γ ια ν α σε π α ρ ο υ σ ιά σ ω στον Α ντάμ, τον α ρ χηγό της ο μ ά δ α ς . Α ν θες, ε τ ο ίμ α σ έ του α π ό τ ώ ρ α ένα σημείω μα για σένα, το υ ς γ ο ν είς σου, τις σ π ο υ δ ές σου, τι έχεις κάνει. Ο Τ όμ ι χ α μ ο γ ε λ ά , σ α ν ν α θ εω ρ εί γελοίες αυτές τις τυπικότητες. κ α ι κ α τ ε β ά ζ ε ι τ ο κ εφ ά λ ι γ ια να το κρύφει.
—Τ ό μ ι, κ ο ίτ α ξ έ μ ε. —Ν α ι, Τ ζόνι, σ ε κ ο ιτ ά ζ ω , α π α ν τ ά μ ε το ίδιο χ αμ όγελο. —Α ν α π ο φ α σ ίσ ε ις ν α έρθεις σε μ α ς, γίνεσαι στρατιώ της. Σ ε
καιρό π ολ έμ ου . Ε ν ά ν τ ια σ ’ έν α ν σ τ ρ α τ ό χ ίλ ιες φορές π ιο ισχυρό α π ό τον δ ικ ό σου . Π ο υ σ η μ α ίν ει ό τι υπ ακούς, ότι υποφέρεις κι ότι μ π ο ρ ε ί να π εθ ά ν εις.
—Α π ά ν ω
του , λ ο ιπ ό ν ... λ έει ο Τ ό μ ι κ ο ιτ ώ ν τ α ς τον Τζόνι
κατάμ ατα. — Κ α ι σ κ έφ ου έ ν α φ ευ δώ ν υ μ ο. Σ ε μ α ς , κ α ν είς δεν θα ξέρει το αλη θινό σ ο υ ό ν ο μ α .
— Τ ο σκέφ τηκα, έχ ω έτοιμο φευδώνυμο: Τόμι. Τον Αύγουστο του 1 9 4 2 , πάνω από έναν χρόνο αφότου παρά τησε το σχολείο και διέκοφε τις σπουδές του, ο Τόμι προσχώρη σε στους FTP-M OI, που είχαν ω ς κύρια αποστολή να σπάσουν το ηθικό του κ α τα κ τη τή μ ε τρομοκρατικές ενέργειες: επρόκειτο κυ ρίως, εκείνο το διάστημα, για επιθέσεις με χειροβομβίδες ή αυ-
53 oodiiiicu uy v-rdiiioLrca.ii.c
τοσχέδιες βόμβες στα γερμανικά αποσπάσματα ή σε χώρους όπου σύχναζαν στρατιωτικοί. Ήταν τρομοκρατικές, όπως φαί νεται, όχι επειδή σκόρπιζαν το θάνατο και το φόβο στους αμά χους. αλλά επειδή έκαμπταν το ηθικό του στρατού κατοχής. Τους προηγούμενους μήνες, η αντιστασιακή δράση του Τόμι, από τότε ριψοκίνδυνη, περιοριζόταν στη διανομή προκηρύξεων, σε αφισο κολλήσεις, σε συνθήματα στους τοίχους, παρέα με τους φοιτητές της Σορβόννης. Η ομάδα αυτή διαλύθηκε μετά τη σύλληψη ενός από τους αρχηγούς της, που η Ελέν τον αποκαλεί Λαλού και ο οποίος τουφεκίστηκε αργότερα από τους Γερμανούς. Ο Τόμι αι σθανόταν αδρανής, τη στιγμή που, για τους Εβραίους, η κατά σταση στο Παρίσι χειροτέρευε αισθητά. Οι FTP-MOI δημιουργήθηκαν την άνοιξη του 1942. Η οργά νωση αυτή συγκέντρωνε τους αγωνιστές τής 0S-M01, -δηλαδή τους ξένους που ανήκαν στο Κομμουνιστικό Κόμμα και είχαν ήδη μπει στην Αντίσταση—στους κόλπους των Ελεύθερων Σκο πευτών και Παρτιζάνων, της νέας οργάνωσης που είχε αντικα ταστήσει τη στρατιωτική επιτροπή του κόμματος. Τους επόμε νους μήνες, προοδευτικά, καθώς στην οργάνωση προσχωρού σαν κι άλλοι ξένοι, όχι απαραίτητα στρατευμένοι κομμουνιστές, ακόμη και κάποιοι Γάλλοι, στους κόλπους των FTP-M01 της πε ριοχής του Παρισιού συγκροτήθηκαν τέσσερα αποσπάσματα: το πρώτο το απάρτιζαν κυρίως Ρουμάνοι και Ούγγροι, το δεύ τερο κυρίως Πολωνοεβραίοι, το τρίτο Ιταλοί, το τέταρτο, που αργότερα θα εξειδικευόταν στους εκτροχιασμούς τρένων, παλαί μαχοι του Ισπανικού Εμφυλίου ανεξαρτήτως εθνικότητας. Στα τέσσερα αυτά αποσπάσματα επρόκειτο να προστεθεί μια «ειδική ομάδα», που την αποτελούσαν αγωνιστές επιφορτισμένοι με τις πιο ριψοκίνδυνες και θεαματικές αποστολές. Κάποιοι Αρμένιοι -ανάμεσά τους κι ο πιο διάσημος, ο Μισάκ Μανουσιάν, ο επο54
Scanned by CamScanner
νομαζόμενος «Ζορζ» προσχώρησαν αργότερα, τον φ,β„„ „ , » . Ο M .W ,. γΐα το σύνολο των FTP-MOI του Παοισ.™' —·- · «πο τον Αύγουστο εως τον Νοέμβριο του ^ πραγματικότητα, ποτέ δεν υπήρξε «OuifW Μ , σ^ ν ποτέ δεν υπήρξε «ομάδα Χ ό λμ ΙΙ. Γ π Ι ΐ ^ ’ πΡοηγήθηκεκαιοοποίος τονδιαδέχβηκεστη:Γθ“
πθϋ
Ο δ ιαχω ρ ισ μ ός μεταξύ αυτώ ν των ομάδων ήταν ανθηρός απο επιχειρησιακή άποφ η , αλλά κάποιοι αγωνιστές μετακινή’ θηκαν α π ό τ η μ ία στην άλλη, ιδιαίτερα όταν το Πρώτο Από σπασμα εξαρθρώθηκε γ ια πρώ τη φορά από τη γαλλική αστυνο μία, τον Ν ο έμ β ρ ιο του 1942. Ορισμένοι από όσους γλίτωσαν εντάχθηκαν τό τε σε άλλες ομάδες. Μ ια τέτοια περίπτωση ήταν κι ο Τ όμ ι. Τ ο ν Α ύγουστο του 1942, όταν στρατολογήθηκε, έγινε αρχικά μ έλος της ομ άδας που θα συγκροτούσε το Πρώτο Από σπασμα. Ο α ρ χη γό ς του, ο «Α ντάμ», ονομαζόταν στην πραγματικότητα Έ ν τ μ ο ν τ Χ ιρς. Τ ο ν συνέλαβαν τον Δεκέμβριο και δεν επέστρεφε π ο τ έ α π ό την εξορία.
/
Όσο για τον Τζόνι, παραμένει μυστήριο. Για καιρό εφαχνα ποιος θα μπορούσε να είναι, αλλά μάταια. Τοψευ δεν εντοπίζεται σε νομικη αναφορα παρακολούθησης, νευμάτων ή Ιστορίας. Εκτός απο το
Jpjfo απομνημοΕχέν. Ένας Ρ ον χομψός, πολύ
^αν°ζ ρ#.|----μάνος κομμουνιστής -λέει-, -λ ε ε ι-, νέος, νε01’’ ^, τους αναπτό^Ρραλέος, που στρατολόγησε τον Τόμι. Μεταξύ τους αναπτύ χθηκε μια ιδιαίτερη σχέση: Λάτρευε τον Τομα, *ai ο Τομα,
σ*άν<« ένιωθε αγάπη για κάποιον, ήταν Τ^ ν , Δεν επρόκειτο ακριβώς για φιλία. Η “λλο σ η μ ε ί ο : Σ τη ν Αντίοταοη, δεν νομίζω έτιαπ Ο Τζόνι λάτρευε τον Τομά. Ποιο να ήταν a
τΡ Τ
χαρακτηριστικό του Τ ° μΐ; ° Χ %Ρ' Κ “ Ρ“ γ ΐβ ν ’ ένα «πό L μέλη τω ν FTP-M OI που επεζησαν και με τον 0ποίο
W 1 να συνομιλήσω τ η λ ε φ ω ν ώ το ν Ο κ τώ βριο του 2008 καταφερ»νΐΛ —* 'Λ απάντηση: ο Τ ό μ ι, σε α ντίθεσ η μ ε τους περ,σ,ά. μου έδωσε την «οο υς συναγωνιστές του, ήτα ν δ ια νοούμ ενος, ένας καλλιεργη. "ένος νεαρός που χαιρόταν να μ ιλά ει γ ια λ ο γ ο τ εχ ν ία . Τ ο δίχως άλλο αυτό του το χαρακτηριστικό ήτα ν σαν β α λ σ α μ ο , σαν φως, κάτι που ερχόταν να γλυκάνει την κα θημερινή βία και το
φόβο.
Ο «Ζορζ», κατά κόσμον Μ ανουσιάν, π ο ιη τή ς και δημοσιογρά φος, χωρίς στρατιωτική λογική, λα τρεύτη κ ε α π ό τους άνδρες τού για τον ίδιο λόγο . Ο Τ ό μ ι τον α γα π ο ύ σ ε σαν πα τέρ α , λέει η Ελέν. Και ο Μανουσιάν, όπω ς κι ο Τ ζό ν ι, α γα π ο ύ σ ε τον Τόμι
είναι cjocv τεατερας, μου φέρε ται εντελώς διαφορετικά απ όλους τους άλλους, είχε πει μια μέ
γιατί διέφερε απο τους άλλους: ...
ρα στη μητέρα του. Τον Τζόνι θα τον αφήσω εδώ , σ’ α υτό τ ο τρ α π έζι του «Π ε τάλου». Δεν θα δούμε ποτέ το π ρ όσ ω π ό το υ , δεν θα ξαναεμφανιστεί στην ταινία. Πρέπει να δ εχτο ύμ ε ότι βρίσκεται εκεί, στη σκιά, παράμερα, κι έτσι θα μείνει y t a π ά ν τ α σ την Ιστορία. Η Ελέν αναφέρει ότι τον συνέλαβαν, α λ λ ά δεν λέει π ό τε . Ό τ ι φυ λακίστηκε στη Σαντέ* και μετά εκτοπίστηκε. Ό τ ι , μόλις τέλειωσε ο πόλεμός, οι Γερμανοί φόρτωσαν όλους το υ ς κρατούμενους του στρατοπέδου του σ’ ένα π λοίο, και π ω ς τ ο π λ ο ίο βυθίστηκε. άλλον αναφέρεται, εν αγνοία τη ς, σ το φρικτό τέλ ο ς τω ν κρα τουμένων στο στρατόπεδο του Ν ό ιε ν γ κ α μ ε ." Θ ’ αφ ήσω τον Τζό-
Τ'
σ<ί“ζεται κανένα ίχνος α ντισ τα σ ια κή ς δρά-
Τ ζόνι στρατολόγησε
εν_δ; αδΡα μ α τισ τη κ ε π ο τ έ . Π ρ ά γ μ α τι, ο
σης που
λύ πιθανό να του
ομι τον Α ύ γ ο υ σ το το υ 1 9 4 2 , και πομΐ ησε με π α Ρ0μοιο τ ρ ό π ο . Α λ λ ά η σκηνή
56
εκτυλίχθηκε αλλού. Στο Σαβΐ,νί, στην περιοχή της Ορζ,* κατά πάσα πιθανότητα. Δύο συνεχόμενα καλοκαίρια, το 1941 και το 1942, η Ελέν νοίκιασε ένα μεγάλο σπίτι στην εξοχή για να ξε κουραστεί και να κρύψει εκεί κάθε λογής αντιστασιακούς που τους κυνηγούσαν στο Παρίσι. Έ τ σ ι γνώρισε ο Τόμι τον Τζόνι, κι εκεί θα μπει, σύμφωνα με την Ελέν, στην Αντίσταση, στον ένοπλο α γ ώ ν α . Πέρα από κάτι τέτοιες λεπτομέρειες, τίποτε άλλο δεν θέλησα να επινοήσω. Γ ια τί δεν αφηγούμαι μια οποιαδήποτε ιστορία, ο Τόμι της ταινίας μου δεν είναι μια αναπαράσταση λίγο-πολύ αληθινή, σχηματική, που επιδιώκει να τον ερμηνεύσει, να τον προσδιορίσει, συνδυάζοντας φαντασία και πραγματικότητα. Ε γ ώ ικανοποιούμαι μόνο με την αλήθεια. Την τιμ ώ και την προστα τεύω. Θα ήθελα ο κόσμος να καταλάβει ότι στην ταινία αυτή όλα είναι αληθινά, και π ω ς η συγκίνηση, η συμπόνια, το μίσος, η αγάπη που θα νιώ σει όποιος τη δει, είναι κι αυτά πιο αληθινά απ’ ό,τι σε μια ταινία που αφηγείται ψεύτικες ιστορίες. Δεν γνω ρίζω π ό τ ε ακριβώ ς υπ οχρεώ θη κ ε να κολλήσει την αφίσα «Εβραϊκή επ ιχείρη σ η » στη ν π ό ρ τα του εστιατορίου της η Ελέν. Γνω ρίζω μ ό ν ο , α π ό μ ια αστυνομική αναφορά, π ω ς η ίδια και η οικογένειά τ η ς , τον Α ύ γ ο υ σ το του 1 9 4 2 , επιστρέφοντας ίσως από το Σ α β ιν ί, μ ετα κ ό μ ισ α ν λ ίγ ο πιο κ ά τω στον ίδιο δρό μο, τη Μ ο ν τ ά ιν -Σ ε ν τ -Ζ ε ν ε β ιέ β , στον αριθμό 3 4 . Τ ο « Π έτα λ ο » είχε μόλις β ά λ ει λ ο υ κ έ το . Κ α ι η Ε λ έ ν τ ο είχε κλείσει λ ό γ ω της αφίσας. Δεν φ ο β ό τα ν γ ι α τ η ν ίδια , α λ λ ά γ ια τους Ε βρα ίους πε λάτες τη ς. Δ ε ν ή θ ε λ α οι Γ ε ρ μ α ν ο ί να το υ ς πιάνουν στο μ α γ α ζ ί μου xa t να το υ ς στέλνουν σ το Ά ο υ σ β ιτ ς . Γ ι α ένα διά στημα, ω στό σο, το εσ τια τό ρ ιο π α ρ έ μ ε ν ε α ν ο ιχ τ ό , π α ρ ό λ ο π ου η αφίσα στην πόρτα το π ρ ό δ ιδ ε σ τ ο υ ς π ε ρ α σ τικ ο ύ ς. Δ εν έτρεψε σε φυγή τους 57
by camScanner
Γερμανούς θαμώνες. ακόμη και τους φανατικούς ναζί, που τότε μόνο ανακάλυψαν την αλήθεια για την Ελέν και την οικογένεια της. Έναν απ' αυτούς, που κάποια μέρα τής είχε δηλώσει ότι όλοι οι Εβραίοι έπρεπε να εξοντωθούν, και τα παιδιά ακόμη, και που είχε μπει στο εστιατόριο παρά την αφίσα —στη συνέχεια, κά θισε στο τραπέζι του σαν να μ.ην έτρεχε τίποτα-, η Ελέν τον είχε ρωτήσει μήπως τον αήδιαζε η «εβραϊκή επιχείρηση». Εκείνος απάντησε παραγγέλνοντας μια ομελέτα και, φεύγοντας, της έσφιξε το χέρι. Η αλήθεια των ανθρώπων είναι πάντοτε πιο όμορ φη, πιο μυστηριώδης από τη συμβατική φαντασία. Μετά το κλείσιμο του εστιατορίου, μια καινούργια ζωή άρχι σε για την οικογένεια. Για τα προς το ζην, η Ελέν και ο άνδρας της βάλθηκαν να πουλούν στους Γερμανούς φαντάρους ρούχα και υφάσματα από τη μαύρη αγορά. Όσο τρελό κι αν φαίνεται, είχαν πρόσβαση στα στρατόπεδα. Η Ελέν δεν έχανε την ευκαι ρία να κάνει λίγη αντιναζιστική προπαγάνδα στους στρατιώτες. Παράνομα, λοιπόν -ο ι Εβραίοι δεν είχαν πια το δικαίωμα ν’ αλλάζουν κατοικία, σύμφωνα με διάταγμα της 7ης Φεβρουάριου 1 9 4 2 -, οι Ελέκ μετακόμισαν στον αριθμό 34 της Μοντάιν-ΣεντΖενεβιέβ, σ’ ένα τριάρι κάποιου απ’ αυτά τα παλιά κτίρια που τα ανακαλύπτεις μόλις σπρώξεις την πόρτα, η οποία δεν ανήκει σε πολυκατοικία, αλλά οδηγεί σ’ ένα ιδιωτικό δρομάκι, κάπως αλλόκοτο, χαριτωμένο μες στην πρασινάδα του σήμερα, αλλά μάλλον εγκαταλελειμμένο εκείνα τα χρόνια. Ό σο για τον Τόμι, είχε βρει ένα δωμάτιο στην ίδια διεύθυνση, αλλά σε άλλο κτίριο. Εκεί οργάνωσε τις λεπτομέρειες των πρώτω ν ένοπλων επιχειρήσεών του. Η Ε λ εν, φ ορτω μ ένη μι<χ σ τ ο ίβ α σ ιδ ε ρ ω μ έ ν α ρ ο ύ χ α , β γ αίν ει α π ό έν α χ τίρ ιο σ το δ ρ ο μ ά κ ι π ο υ φ ω τ ίζ ετ α ι α μ υ δ ρ ά μ ε ς στη νύχτα. 58
Κάνει μ ε ρ ικ ά β ή μ α τ α , κ ι έ π ε ι τ α μ π α ίν ε ι σ ε έν α ά λ λ ο ’ την α κ ο λουθούμε: α ν ά β ε ι τ ο φ ω ς τη ς ε ισ ό δ ο υ , α ν εβ α ίν ει μ ια στενή σ κ ά λα. μ ετά , σ το ν π ρ ώ τ ο ό ρ ο φ ο , δ ια σ χ ίζ ε ι έν α ν μ ικ ρ ό δ ιά δ ρ ο μ ο , φτάνει σε μ ια π ό ρ τ α κ α ι χ τ υ π ά ε ι τ ρ εις φ ορές. Η π ό ρ τ α α ν ο ίγ ει και φ αίνεται έ ν α δ ω μ ά τ ι ο φ ω τ ισ μ έ ν ο * τη ν α κ ο λ ο υ θ ο ύ μ ε α κ ό μ η , δεν β λ έπ ου μ ε τ ί π ο τ α κ α ι κ α ν έ ν α ν , π α ρ ά μ ό ν ο την π λ ά τ η της, κατευθύνεται π ρ ο ς μ ι α ν τ ο υ λ ά π α , τη ν α ν ο ίγ ε ι, αφ ήνει εκ εί τ α κ α θαρά ρ ο ύ χ α , κ ι έ π ε ι τ α τη ν ξ α ν α κ λ ε ίν ε ι. Ε ν τ έ λ ε ι, σ τρ έφ ετα ι π ρ ο ς την κ ά μ ε ρ α κ α ι β λ έ π ο υ μ ε τ ο μ ικ ρ ό δ ω μ ά τ ι ο το υ Τ ό μ ι. Έ ν α κ ρ ε βάτι κ α ι π ά ν ω τ ο υ έ ν α α ν ο ι χ τ ό β φ λ ί ο , μ ε ρ ικ ά ρ ά φ ια γ ε μ ά τ α β ι β λ ία ’ εκ είν ος κ ά θ ε τ α ι σ ε έ ν α τ ρ α π έ ζ ι . Μ ε έ ν α ξ υ ρ ά φ ι π ρ ο σ π α θ ε ί να τρυπή σει τ ις σ ε λ ίδ ε ς ε ν ό ς χ ο ν τ ρ ο ύ β ιβ λ ίο υ . Η Ε λ έ ν π λ η σ ιά ζει. — Μ α ρ ξ ; Τ ο Κ εφ ά λ α ιο ; Π ή ρ ε ς τ ο ν Μ α ρ ξ τ ο υ π α τ έ ρ α σ ο υ ; Είναι η γ ε ρ μ α ν ικ ή έ κ δ ο σ η , α κ ό μ η π ιο σ π ά ν ια , θ α μ π ο ρ ο ύ σ ε ς ν α πάρεις κ ά τ ι ά λ λ ο , Τ ό μ ι, ε ίν α ι κ ρ ίμ α ... 0 Τ όμι χ α μ ο γ ε λ ά ε ι: — Ά σε μ ε ή συχο, μ α μ ά ... — Ε ν τ ά ξ ε ι, ν α σ ’ α φ ή σ ω ή σ υ χ ο , ό π ω ς π ά ν τ α ... Τ α χ έ ρ ια τ η ς Ε λ έ ν χ α ϊδ ε ύ ο υ ν τ α μ α λ λ ι ά τ ο υ Τ ό μ ι, κ α θ ώ ς περνάει δ ίπ λ α τ ο υ κ α ι β γ α ί ν ε ι α π ό τ ο δ ω μ ά τ ι ο . Σ ε λ ίγ ο ο Τ ό μ ι έχει τ ε λ ε ιώ σ ε ι μ ε τ ο β ιβ λ ίο . Ξ ε δ ιπ λ ώ ν ε ι κ α μ ι ά ε ικ ο σ α ρ ιά χ ά ρ τ ι να σ α κ ο υ λ ά κ ια κ α ι α δ ε ι ά ζ ε ι π ρ ο σ ε κ τ ι κ ά τ ο μ α ύ ρ ο μ π α ρ ο ύ τ ι σ ’ έναν μ ικ ρ ό μ ε τ α λ λ ι κ ό σ ω λ ή ν α .
Νοέμβριος 1942. Ο Τ ό μ ι είναι μέλος των FTP-MOI με αριθμό μητρώου 1 0306. Ω ς μόνιμο μέλος, λαμβάνει μισθό 2 .0 0 0 γαλλι κά φράγκα το μήνα, σαν να λέμε τον σημερινό κατώτατο μισθό, και κάπου κάπου δελτία για ψωμί. Τ ου έχουν μάθει να κατα σκευάζει ωρολογιακές βόμβες. Αρχίζει να σκοτώνει Γερμανούς. Ποτέ δεν θα μάθουμε πόσους σκότωσε τους πρώτους του μήνες 59
scanned Dy oamscanner
στην οργάνο^ση. Πολλές ενέργειες παρέμειναν μυστικές ή, τέλος πάντων, ποτέ δεν καταγράφηκαν ούτε αναφέρθηκαν από τη διοί κηση των FTP-MOL Ο Χένρι Κάραγιαν με διαβεβαίωσε ότι, εκεί νη την εποχή, μαζί με τον Τόμι και τον Μαρσέλ Ράιμαν, είχαν λάβει μέρος σε ιδιαίτερα επικίνδυνες και αιματηρές επιχειρήσεις. Ό μω ς, λες και φοβόταν ακόμη τα αντίποινα, δεν θέλησε να μου τις αφηγηθεί και δεν βρίσκουμε κανένα ίχνος τους στις ιστορικές μαρτυρίες. Η πρώτη ενέργεια που αποδίδεται στον Τόμι είναι αυτή που προετοίμασε μόνος του, χωρίς να δώσει αναφορά σε κανέναν, μέσα στο δωμάτιό του, στον αριθμό 34 της ΜοντάινΣεντ-Ζενεβιέβ, αρχές Νοέμβρη. Η Ελέν τον είχε τσακώσει στην προετοιμασία, και η σκηνή είναι αληθινή. Η πρώτη του βόμβα ήταν μια γερμανική έκδοση του Κ εφ αλαίου του Μαρξ, που την είχε κλέψει από τον πατέρα του. Μια βόμβα με επιβραδυντικό μηχανισμό, όπως είχε μάθει να τις φτιάχνει, που περιείχε ένα εύ φλεκτο υγρό και μπαρούτι. Είχε διαλέξει το βιβλίο για το σχήμα και το πάχος του, αλλά και επειδή ήταν στα γερμανικά. Το δί χω ς άλλο, ένας κομμουνιστής θα είχε διστάσει να κάνει φύλλο και φτερό το Κ εφ ά λ α ιο , αλλά ο Τ όμ ι δεν ήταν κομμουνιστής. Ή τα ν υπερβολικά ατομιστής, απεχθανόταν να δέχεται εντολές και, καθώς λέει η μητέρα του, ήταν π ολ ύ Γ ά λ λ ο ς , μια εποχή που το Κομμουνιστικό Κόμμα πειθαρχούσε στις οδηγίες της Μό σχας. Οι γονείς του πάντως ήταν κομμουνιστές, το ίδιο και οι περισσότεροι σύντροφοί του. Γ ια πολλοστή φορά θα επαναλά βουμε ότι τίποτα δεν ήταν απλό εκείνα τα χρόνια, ότι εκείνη την εποχή των μεγάλων ανατροπών οι κατηγοριοποιήσεις κατέρρεαν, και μια κομμουνιστική οργάνωση μπορούσε κάλλιστα να στρατολογεί έναν αγωνιστή που δεν ήταν κομμουνιστής. Σ τ η σκηνή αυτή ανακαλύπτουμε επίσης την παράξενη σχέση που συνέδεε την επαναστάτρια Ε λ έν με τον ένοπλο γιο της. Scanned by CamScanner
Σ υ μ μ ε τ έ χ ο ν τ α ς η ίδ ια σ τ η ν Α ν τ ί σ τ α σ η , ενθά ρ ρ υ ν ε το ν Τ ό μ ι στον αγώ να . Ό χ ι ε υ θ έ ω ς , α λ λ ά π ρ ο σ φ έ ρ ο ν τ α ς σ τα θ ερά τ η ν υ π ο σ τ ή ριξη και τ η ν α γ ά π η τ η ς , μ ι α π α ρ ο υ σ ία τρυφ ερή , ένα ς δ εσ μ ό ς σ χ ε δόν μ α γ ικ ό ς : Ε ιμ ο α ο Α ν τ α ί ο ς κ α ι είσ α ι η Γ η * —τ η ς έ λ ε γ ε - , ό τ α ν
αε α γ γ ίζ ω , ε ίμ α ι δ υ ν α τό ς'. Γ υ ρ ίσ α μ ε ό λ ε ς τ ις σ ε κ ά ν ς τ η ς Ε λ έ ν μ ε τ ο ν Τ ό μ ι μ έ σ α σε ένα δ ε καήμερο α π ί σ τ ε υ τ η ς π υ κ ν ό τ η τ α ς . Μ ε τ η ν π α ρ ο υ σ ία τ η ς Β ί λ μας, ο Γ κ α μ π ρ ι έ λ ή τ α ν π ι ο σ υ γ κ ιν η τ ικ ό ς π α ρ ά π ο τέ * γ ι α π ρ ώ τ η φορά είχ ε α φ ε θ ε ί, ή τ α ν ά ο π λ ο ς . Α λ λ ά κ α ι η Β ί λ μ α έ π α ιζ ε α ν ε π ι τή δ ευ τα τ ο ρ ό λ ο τ η ς λ έ α ι ν α ς . Τ ο τ α μ π ε ρ α μ έ ν τ ο τ η ς , η ο ρ μ η τ ικ ό τη τά τ η ς , η ζ ω ν τ ά ν ι α τ η ς π ο υ σ υ γ γ έ ν ε υ ε μ ε τ η ν π α ρ α φ ο ρ ά , έδεναν α ρ μ ο ν ικ ά μ ε τ ο χ α ρ α κ τ ή ρ α τ η ς Ε λ έ ν . Μ π ρ ο σ τ ά τ η ς , κ α ι μόνο γ ια χ ά ρ η τ η ς , ο Γ κ α μ π ρ ι έ λ ξ α ν ά β ρ ισ κ ε τ ο χ α μ ό γ ε λ ο , τη ν αφέλειά τ ο υ . Α ν ά μ ε σ α σ τ ις λ ή ψ εις, η π ε π ε ιρ α μ έ ν η η θ ο π ο ιό ς , θ ε α τρίνα π α λ α ιά ς κ ο π ή ς , α π ό τ ις θ ε α τ ρ ικ έ ς σ κ η νές τ η ς Ε υ ρ ώ π η ς μιας ά λ λ η ς ε π ο χ ή ς , α π ο κ ά λ υ π τ ε μ ε ρ ικ ά α π ό τ α υ π ο κ ρ ιτικ ά τη ς τ ε χ ν ά σ μ α τ α σ τ ο ν ν ε α ρ ό Γ κ α μ π ρ ι έ λ . Τ ο ά ξ ιζ ε , έ τ σ ι τ ο υ έ λ ε γ ε . Γ ια τί έδ ειχ ν ε ν α τ η σ υ ν α ρ π ά ζ ε ι τ ο γ ε γ ο ν ό ς ό τ ι ο Γ κ α μ π ρ ιέ λ ή τα ν γεννημένος η θ ο π ο ι ό ς . Τ ο ν ε ίχ ε π α ρ α κ ο λ ο υ θ ή σ ε ι δ ίπ λ α μ ο υ , ν α φ τιάχνει τ η β ό μ β α τ ο υ μ π ρ ο σ τ ά σ τ η ν κ ά μ ε ρ α , ν α μ ιμ ε ίτ α ι τ η ν π ρο σ ή λω σ η μ ε α ν ε π α ίσ θ η τ ε ς σ υ σ π ά σ εις τ ο υ σ τ ό μ α τ ο ς π ο υ έ μ ο ια ζαν α κ ο ύ σ ιες, κ α ι μ ε ρ ώ τ η σ ε α ν γ ν ώ ρ ιζ α τ ο μ υ σ τ ικ ό α υ το ύ το υ παιδιού, γ ι α τ ί α ν α μ φ ίβ ο λ α ε ίχ ε κ ά π ο ι ο . Ό χ ι μ υ σ τικ ό η θ ο π ο ιο ύ -δ ιευ κ ρ ίν ισ ε—, α λ λ ά μ υ σ τ ικ ό π α ιδ ιο ύ . Κ ά τ ι π ο υ εκείνος έκρυβε και π ο υ τ ο υ έ δ ιν ε τ ο ύ τ η τ η δ ύ ν α μ η , τ η ν ιδ ια ίτ ε ρ η α υ τ ή εν έρ γ εια . Τ ο ύ τ ο τ ο μ υ σ τ ικ ό τ ο υ Γ κ α μ π ρ ι έ λ η Β ί λ μ α ε π ιχ είρ η σ ε , τις επόμενες μ έ ρ ε ς , ν α τ ο α ν α κ α λ ύ ψ ε ι. Τ ο ν π ή ρ ε ν α γ ε υ μ α τ ίσ ο υ ν , οι δυο τ ο υ ς , μ α κ ρ ιά α π ό τ α π λ α τ ό . Τ ο ν π ή γ ε κ α ι γ ι α δ είπ ν ο κ ά ποια β ρ ά δ ια . Ο Γ κ α μ π ρ ι έ λ ο ρ κ ιζ ό τ α ν σ τ ’ ό ν ο μ ά τ η ς , μ ό ν ο εκείScanned by CamScanner
6ι
νη έπαιζε σωστά, μόνο αυτή από όλη την ομάδα δεν ήταν ηλί θια. Και καθώς η Βίλμα ήταν πολύ όμορφη, άρχισα ν’ ανησυχώ για κανένα ειδύλλιο ή, ακόμη χειρότερα, για καμιά σεξουαλική περιπέτεια, η οποία, πιθανόν, στη νεοσυντηρητική εποχή μας, να είχε άσχημη κατάληξη. Διόλου απίθανο η Βίλμα να είχε πα ρασύρει τον Γκαμπριέλ στο δωμάτιο του ξενοδοχείου της. Ένα πρωί ο βοηθός που είχε πάει να τον πάρει από το σπίτι του για να τον φέρει στο γύρισμα επέστρεψε άπρακτος. Ο Γκαμπριέλ και η Βίλμα εμφανίστηκαν μαζί με άλλο αυτοκίνητο, σαν να μην έτρεχε τίποτα. Ποτέ δεν έμαθα αν είχαν περάσει μαζί τη νύ χτα, αλλά εκείνη τη μέρα έπαιξαν θαυμάσια, κι ήταν μία από τις πιο τρυφερές σκηνές ανάμεσα στην Ελέν και τον Τόμι. Η αλή θεια —ή έστω το μεγαλύτερο μέρος της—βρισκόταν εκεί, σ’ αυτό τον φλογερό δεσμό ανάμεσα σ’ έναν γιο έτοιμο να δώσει τη ζωή του και μια μητέρα τρελά ερωτευμένη, γεμάτη ζήλια για την άβυσσο που χόρευε μαζί του. Κατέληξα πως ο Γκαμπριέλ έκανε τα πάντα για ν’ αναστήσει αυτό το δεσμό, μαζί με τη Βίλμα. Όταν πια είχαν γυριστεί όλες οι σκηνές με τη Βίλμα -δύσκο λα, μερικές φορές, γιατί εκείνη πάντα είχε κάτι να πει, την ώρα των γυρισμάτων, για τα ρούχα και το μακιγιάζ της, πού και πού ακόμη και για τα λόγια της (είχε αρνηθεί να διαβάσει τις Α να μνήσεις τη ς Ε λ έ ν , με τη δικαιολογία ότι τα γαλλικά της δεν ήταν
και τόσο καλά, και θεωρούσε απρεπείς και χυδαίες ορισμένες ατάκες)-, της οργανώσαμε μια μικρή αποχαιρετιστήρια γιορτή. Με πήρε παράμερα για να με συμβουλεύσει να προσέχω τον Γκαμπριέλ, γιατί θα έχανε τον έλεγχο από τη στιγμή που εκείνη θα εφευγε. Θυμάμαι ακριβώς τα λόγια της, τα είχε προφέρει με θεατρικότητα που εκείνη τη στιγμή μού είχε φανεί αστεία: «Φυ λάξου, αυτό το παιδί είναι φωτιά: η λάμψη και το κάψιμο μαζί».
6a
Scanned by CamScanner
Παρίσι, ένα χειμω νιάτικο βράδυ. Β λέπ ουμε τον Τόμι να στίχεrat στη συμβολή της οδού Β ικτόρ-Κ ουζέν με την πλατεία της Σορβόννης, κ ρ α τώ ν τα ς ένα β φ λ ίο . Διασχίζει την πλατεία και μπαίνει σε ένα μ ε γ ά λ ο βιβλιο π ω λείο μ ε ολόφωτες βίτρινες, που καταλαμβάνει όλο το ισόγειο του κτιρίου, το οποίο πλαισιώνουν η πλατεία, η οδός Σ α μ π ο λ ιό ν κ α ι το μπ ου λβάρ Σεν-Μ ισέλ: το βιβλιοπωλείο «Α ριστερή Ό χ θ η » .* Σ τ ο εσωτερικό τον, με διακόσμηση αποκ λειστικά αρ ντεκό, π ο λ λ ο ί Γ ερ μ α ν ο ί αξιω ματικοί στέκουν δ ίπ λα σε ά λ λ ο υ ς π ελά τες μ ε πολιτικά. Π αρατηρούμε αφίσες για γερμανικές εκθέσεις κ α ι, π ά ν ω σε μ ε γ ά λ α τραπέζια, βιβλία - στα γερ μ α ν ικ ά , κυρίω ς. Ο Τ ό μ ι ξεφυλλίζει ένα-δυο, χ α ζεύει για λ ίγ ο τ α ράφ ια, κι έπ ειτα αφήνει το βιβλίο του - α ν α γνωρίζουμε τον Μ α ρ ξ — π ά ν ω σε κ ά π ο ιο α π ό αυτά, στο κέντρο τον βιβλιοπω λείου. Κ ο ιτ ά ζ ε ι μ ε ρ ικ ά α κ ό μ η βιβλία, διαλέγει δύο πολύ λ ε π τ ά , τ α π ληρώ νει στο τα μ είο κ α ι, τέλος, κατευθύνετat ήρεμα προς την έξοδο. Δ ια σ χ ίζ ε ι το μ π ο υ λβ ά ρ Σ εν-Μ ισ έλ, κ ά νει μερικά β ή μ α τ α π ρ ο ς τον Κ ή π ο του Λ ουξεμβούργου και, πριν καλά κ α λ ά φτάσει στο « Κ α φ έ Π α μ - Π α μ » μ ε τις κίτρινες καρέ κλες του, σ τη γ ω ν ία τ η ς οδού Μ εσ ιέ-λε-Π ρ εν ς, ακούγεται μ ια έκρηξη. Ό π ω ς κ α ι οι ά λ λ ο ι π ερ α σ τικ ο ί, ο Τ ό μ ι σ τα μ α τά ει και στρέφεται π ρ ο ς το β ιβ λ ιο π ω λ ε ίο . Τ ο ν π λησ ιάζει ο Μ π έ λ α , με μπερέ στο κεφ άλι κ α ι κ ο ν τ ά π α ν τελ ό ν ια κ ά τ ω α π ό το π α λ τό του. Τα δύο α γ ό ρ ια π α ρ α τ η ρ ο ύ ν τ ις ζη μ ιές που προκάλεσε η έκρηξη, τα κ α μ έν α β ιβ λ ία σ κ ο ρ π ισ μ έ ν α σ το π εζ ο δ ρ ο μ ώ , τις σπασμένες βιτρίνες α π ό ό π ο υ β γ α ίν ε ι κ α π ν ό ς , τ ο υ ς π ε λ ά τ ε ς που ε γ κ α τα λ εί πουν το β ιβ λ ιο π ω λ ε ίο , π λ η γ ω μ έ ν ο ς σ αστισμένοι, ά λ λ ο ι κ λ α ίγ ο ντας, ά λ λ ο ί φ ω ν ά ζ ο ν τ α ς θ υ μ ω μ έ ν α . Α κ ο ύ γ ε τ α ι η σειρήνα ενός περιπολικού π ο υ π λ η σ ιά ζ ε ι.
— Γ ίν α μ ε μ π ο υ χ ό ς ! λ έ ε ι ο Μ π έ λ α σ το ν αδερφό του. — Ε γ ώ , ναι, α π α ν τ ά ε ι ο Τ ό μ ι , χ ω ρ ίς να αφήνει α π ό τ α μ ά 63
noc του το β ιβ λ ιο π ω λ ε ίο . Α λ λ ά εσύ μένεις; β λέπ εις τι θα συμβεί κ α ι το β ρ ά δ υ μ ο υ δίνεις π λ ή ρ η αναφ ορά. Ο Τ ό μ ι αφήνει τον αδερφ ό του κ α ι ανηφορίζει προς τον Κ ή π ο του Λ ο υ ξε μ β ο ύ ρ γ ο υ .
Στην αρχή, ο Τόμι παρέσυρε και τον αδερφό του σε ορισμένες επιχειρήσεις του. Ο μικρός Μπέλα ήταν αυτός που αποτύπωσε το εσωτερικό του γερμανικού βιβλιοπωλείου, έφτιαξε το σχέδιό του και βεβαιώθηκε ότι δεν τους παρακολουθούσε κανείς, — Είναι πολύ μικρός, δεν φοβάσαι μήπως μιλήσει; ανησυ χούσε η μητέρα του. — Ό χι, όχι, ο Μπέλα είναι σπουδαίος αντιστασιακός. Αλλά και η Ελέν είχε την ευκαιρία να διαπιστώσει ότι ο Μπέλα ποτέ δεν μιλούσε δεξιά αριστερά. Ούτε κ αν σε μένα αυτό το μ ικ ρ ό α γ όρι δεν αφηγήθηκε π ο τ έ τι είχαν κάνει. Το βιβλιοπωλείο «Αριστερή Ό χθη», «βιβλιοπωλείο του γερ μανικού βιβλίου στη Γαλλία», που το αποκαλούσαν και «Αρι στερή Ό χθη του Ρήνου», είχε κάνει εγκαίνια τον Απρίλιο του 1941, στο σημείο όπου βρισκόταν το «Καφέ ντ’ Αρκούρ», που είχε κλείσει λίγους μήνες νωρίτερα. Στο διοικητικό του συμβού λιο συμμετείχαν τρεις Γερμανοί και τρεις Γάλλοι, ανάμεσά τους κι ο Ρομπέρ Μπραζιγιάκ.* Μια πρώτη απόπειρα, την οποία εί χε οργανώσει ο Πιερ Ζορζ, μετέπειτα συνταγματάρχης Φαμπιέν, και εκτέλεσαν μέλη της Κομμουνιστικής Νεολαίας, το είχε ήδη ισοπεδώσει μια φορά, στις 21 Νοεμβρίου του 1941. Η επίθεση του Τόμι πραγματοποιήθηκε σχεδόν έναν χρόνο αργότερα, στις 9 Νοεμβρίου του 1942, στις £φτά το βράδυ. Προς το τέλος της ζωής του, ο Μ πέλα είπε ότι αυτή η προσωπική ενέργεια, που εκτελέστηκε χωρίς εντολές ανωτέρων, καταδικάστηκε αυστηρά από τους FTP-MOI. Ο Τ όμ ι κρίθηκε υπερβολικά επικίνδυνος, 64
Scanned by CamScanner
ανεξέλεγκτος, κι ίσω ς μ ά λιστα να γ λ ίτω σ ε παρά τρίχα την εκτέλεση. Ήθελα μια π ιστή αναπαράσταση τη ς «Αριστερής Ό χθη ς» χαίτου «Καφέ Π α μ -Π α μ » . Γ ια το βιβλιοπω λείο, αρκούσαν οι φωτογραφίες της αστυνομίας μ ετά την π ρ ώ τη απόπειρα, τον Νοέμβριο του 1 9 4 1 . Γ ια το καφέ, ο σκηνογράφος χρησιμοποίη σε μια έγχρω μη φ ω τογραφ ία του Α ντρέ Ζ ουκά ,* του φωτορε πόρτερ της γαλλικής έκδοσης του S i g n a l , δημοφιλούς γερμανι κού περιοδικού τη ς επ ο χ ή ς. Οι Ελέκ παρέμειναν στον αριθμό 3 4 τη ς Μ οντάιν-Σεντ-Ζ ενεβιέβ μέχρι τον Φεβρουάριο του 1 9 4 3 , οπ ότε ένας γείτονας αποκάλεσε «βρω μο-Εβραίο» τον Μ π έλ α , που έπαιζε στο δρόμο, και συμπλήρωσε, σαν να το α π ολά μ βα νε, ότι όπου να ’ναι θα τον τσάκωνε η αστυνομία. Ν ιώ θο ν τα ς ξαφνικά ότι α π ειλείτα ι, η οι κογένεια έφυγε από τ η γειτονιά την επόμενη κιόλας μέρα. Ε γ κ α ταστάθηκε στον αριθμό 6 3 τη ς οδού Ν τα γ κ έρ , στο Μ ονπαρνάς, σ’ έναν χώρο που τον είχ ε αδειάσει ο Φ ερ ί, ο αδερφός της Ε λ έν , για ν’ αναζητήσει καταφ ύγιο κοντά σ τη Ρ εν . Ή τ α ν έ ν α σ τ ο ύ ν τ ιο που διέθετε κ ά τ ι σ α ν κ ο υ ζ ίν α . Α π ό το δρόμο, το 6 3 φαινόταν σαν μικρό διώροφο κτίριο τη ς δ εκ α ετία ς του ’3 0 . Δεν έχει αλλά ξει. Ό ταν σ π ρ ώ ξεις την π ό ρ τα , π ά ν ω από την οποία γράφει «Στοά β ιο τεχ ν ώ ν », μ π α ίνεις σ’ ένα αδιέξοδο με εργαστήρια στο ισόγειο και κ α το ικ ίες στον π ρ ώ τ ο όροφο. Σ τ η διάρκεια του π ο λέμου, ο ζω γράφος Ζ α ν Ν τερ ό λ ζούσε και δούλευε εκεί* εκεί επ ίσης δεχόταν το υ ς φ ίλους το υ , α ν ά μ εσά το υ ς και τον Ν ικολά ντε Σταλ.** Η Ε λ έν δεν κά νει λ ό γ ο γ ι’ αυτόν, κα ι μάλλον δεν είχε καμία επαφή μ α ζί του το υ ς εννέα μήνες π ου έμ εινε σ το κτίριο. Χωρίς τον Τ ό μ ι. Α υ τό ς, σαν να μην ή θ ελ ε ν’ αφήσει τ η γειτονιά των παιδικών το υ χ ρ ό ν ω ν , κ ι επ ειδ ή , υ π ο θ έ τ ω , το διαμέρισμα ήταν πολύ μικρό, μ ετ α κ ό μ ισ ε μ όνος το υ , το ν Μ ά ιο , μ ε το ψεύτι65 scanned oy uam scan n e r
χο όνομα ΤΙιερ Ντεσάν, σ' ένα δωμάτιο στον αριθμό 69 της οδού Καρντινάλ-Λεμουάν. Όταν δεν έλειπε σε κάποια αποστολή, πή γαινε κάθε φράδυ σττ\ν οδό Νταγκέρ να ^ρει τη μητέρα τον, για να του προσφέρει ζεστασιά και παρηγοριά. Όταν σε αγγίζω, εί μαι δυνατός. Κ ι εκεί επέστρεφε σχεδόν πάντα, μετά τις δύσκο λες αποστολές. Συχνά, εξαντλημένος, αποκοιμιόταν εκεί, στο
πλάι της.
66 Scanned by CamScanner
Το εξω τερικό μ ι α ς μ ικ ρ ή ς π ο λ υ κ α τ ο ικ ία ς σ τα π αρισ ινά π ρ ο ά στια, στο ισ ό γ ε ιο η π ρ ό σ ο φ η ενός δενοδοχείου μ ε εστιατόριο, του « Χ ρ υ σ ο ύ Ή λ ι ο υ » , ό λ α ή σ υ χ α κ α ι σ ιω π η λ ά . Ο Τ ό μ ι κι ένα σ υ νομήλικό το υ α γ ό ρ ι μ π α ίν ο υ ν στο π λ ά ν ο , περπατούν β ια σ τ ι κ ά , το α γ ό ρ ι κ ά ν ε ι θ ρ ύ φ α λα τ η β ιτρ ίν α μ ε μ ι α π έτρ α , ο Τ ό μ ι α π α σ φ α λ ίζει κ α ι π ε τ ά ε ι μ ι α χ ε ιρ ο β ο μ β ίδ α στο εσω τερικό, τ α δύο α γ ό ρ ια γ ίν ο ν τ α ι κ α π ν ό ς , κ α θ έν α φεύγει προς διαφ ορετική κατεύθυνση, εν ώ α κ ο ύ γ ε τ α ι μ ι α έκ ρ η ξη . Α μ έ σ ω ς μ ε τ ά , η μ ο υ σ ι κ ή του Ζ υ λ ιά ν σβήνει κ ά θ ε θόρυβο, εκτό ς α π ό το λ α χ ά ν ια σ μ α τω ν δύο α γ ο ρ ιώ ν π ο υ τρέχουν, σε ά λ λ ο δρόμο καθένας, β λ έ π ο υ μ ε μ ό ν ο τ α π ρ ό σ ω π ά το υ ς σε γ κ ρ ο π λ α ν , το ά λ λ ο α γό ρ ι γυρίζει να κ ο ιτ ά ξε ι π ίσ ω το υ , ο φ όβος δ ια γ ρ ά φ ετα ι στο π ρ ό σ ω π ό του, στρέφεται α κ ό μ η μ ί α φ ορά, σε λ ίγ ο β λ έ π ο υ μ ε δύο άνδρες να τον πιάνουν, να το ν ρ ίχ ν ο υ ν κ α τ α γ ή ς , ενώ ο Τ ό μ ι, στον ά λ λ ο δρό μ ο , γυ ρίζει κ ι α υ τ ό ς ν α κ ο ιτ ά ξ ε ι, μ ε τ ά σ τ α μ α τ ά ε ι, β γ ά ζε ι α π ό την τ σ έ π η το υ έν α π ισ τ ό λ ι κ α ι ρίχνει π ρ ο ς το μ έ ρ ο ς κ ά π ο ιο υ , ο ο π ο ίο ς ό μ ω ς π ρ ο λ α β α ίν ε ι να ξεφ ύγει. Ο Τ ό μ ι ξα ν α ρ χ ίζει να τρέ χει, κ α ι έ π ε ιτ α , φ τ ά ν ο ν τ α ς σε μ ι α π λ α τ ε ία , κ ό β ει τ α χ ύ τ η τ α , μ π α ίν ει σε έν α ν ά λ λ ο δ ρ ό μ ο κ ι εξα φ α ν ίζετα ι α π ό το π λ ά ν ο ♦
67
Scanned by CamScanner
Το άλλο αγόρι λεγόταν Πάβελ Σίμο. Γ ι’ αυτόν, όσα ξέρουμε, σε λίγες γραμμές: γεννήθηκε στη Λέντνικα, δεκαοχτώ χρονών, τσε χικής καταγωγής, γιος ενός μέλους των Διεθνών Ταξιαρχιών,* κατοικούσε στη Ζενεβιλιέρ και ήταν τορναδόρος, αλλά χωρίς δουλειά' το ψευδώνυμό του ήταν «Πολ», δηλαδή Πάβελ, στα γαλλικά. Το Π άβελ Σ ίμ ο είναι ωραίο όνομα, και πάντα φαντα ζόμουν ένα ωραίο πρόσωπο. Βρήκα έναν νεαρό ηθοποιό με κα στανά, μπερδεμένα μαλλιά, που δεν τα πείραξα καθόλου. Στα δοκιμαστικά είχε αποδώσει αρκετά καλά το φόβο καθώς έτρεχε. Ξέρουμε ακόμη ότι ο Πάβελ Σίμο, μετά την επίθεση, δεν ακο λούθησε την προβλεπόμενη διαδρομή, που θα του εξασφάλιζε πιο σίγουρη διαφυγή' τον κυνήγησαν και τον έπιασαν δυο αστυ φύλακες και ένας περαστικός. Η γαλλική αστυνομία τον παρέ δωσε στην Γκεστάπο, Βρήκαν πάνω του ένα αυτόματο πιστόλι Savage μ’ έναν γεμιστήρα που περιείχε δέκα σφαίρες, και ένα πλαστό δελτίο ταυτότητας στο όνομα Πολ Ζακεμόν. Εκτελέστηκε στο σκοπευτήριο του Μπαλάρ, στις 22 Μαΐου 1943. Η επίθεση από κοινού με τον Τόμι σ’ ένα ξενοδοχείο με εστιατόριο όπου σύχναζαν Γερμανοί αξιωματικοί, στην Ανιέρ στη λεωφόρο ντ’ Αρζατέιγ αριθμός 146, δύο μήνες πριν από την εκτέλεση του Πάβελ, στις 29 Μαρτίου, γύρω στη μιάμιση το μεσημέρι, στά θηκε αφορμή για την πρώτη ανακοίνωση των FTP-MOI που αφορούσε τη δράση του Τόμι: Η χειροβομβίδα έπεσε ανάμεσα στα τραπέζια των ναζί που γευμάτιζαν και είχε ως αποτέλεσμα πολλοί να χάσουν τη ζω ή τους ή να τραυματιστούν.
Το σκοπευτήριο του Μπαλάρ, όπου ασκούνταν οι αστυνομι κοί πριν από την Κατοχή, στα όρια του 15ου διαμερίσματος, επιτάχθηκε από τον γερμανικό στρατό και παραχωρήθηκε σε μια στρατιωτική αστυνομία πολύ εξειδικευμένη και βάναυση, την Geheime Feldpolizei, η οποία το μετέτρεψε σε μυστικό τόπο εκτε68
Scanned by CamScanner
λέσεων, ιδιαζόντως ειδεχθών. Τ ο ανακάλυψαν μετά την Απε λευθέρωση. Πολλά αποτυπώματα χεριών που βρέθηκαν πάνω α έναν μυστηριώδη τοίχο αμιάντου, ακόμη και σε ύψος παρα πάνω από 2 ,5 μέτρα, υποδηλώνουν ότι κάποιοι κατάδικοι επι χείρησαν να αποδράσουν από τη στέγη του σκοπευτηρίου. Υπο θέτουμε ότι οι Γερμανοί πυροβολούσαν τους κατάδικους σαν τα κουνέλια που ελευθερώνονται σ’ έναν περίφρακτο χώρο. Ανα καλύφθηκαν επίσης φούρνοι που μοιάζουν με τα κρεματόρια των στρατοπέδων, ανθρώπινα υπολείμματα, στύλοι εκτελέσεων διάτρητοι από τις σφαίρες... Ο Πάβελ Σίμο, δεκαοχτώ χρονών, άπειρος νεαρός εκτελεστής, που τα ίχνη του πάνω στη Γη μοιά ζουν τόσο ελαφριά σαν να τα ονειρευτήκαμε, έχασε τη ζωή του εκεί με τρόπο βάρβαρο, σίγουρα, κι ας μην ξέρουμε πώς ακριβώς. Τ ρία α γ ό ρ ια , π ου φορούν μ π λ ε φ όρμες ερ γ α σ ία ς κι έχουν ό λ α τους μ ο υ σ τ ά κ ι, σ υ ν α ν τιο ύ ν τα ι στη δ ια σ τα ύ ρ ω σ η του Ο ντεόν, ο ένας ερχόμ ενος α π ό την ο δ ό Α νσιέν-Κ ομ εντί, ένας άλ λ ος - α ν α γνω ρίζουμε τον Τ ό μ ι— α π ό την ο δ ό Οντεόν, ο τρίτος α π ό το μ πουλβάρ Σ εν -Ζ ερ μ έν . Κ α θ έ ν α ς τους παίρνει θέση σε μ ια γ ω ν ία της δ ια σ τα ύ ρ ω σ η ς, Δ εν κυκλοφ ορούν α υ τοκ ίν η τα σ το δρόμ ο, μ ό νο κ ά π ο ιο ι π ε ρ α σ τ ικ ο ί σ τ α π εζ ο δ ρ ό μ ια . Σ τη ν αρχ ή , β λ έπ ο υ μ ε άδειο το μ π ο υ λ β ά ρ Σ ε ν -Ζ ε ρ μ έ ν ' μ ε τ ά , κ ι ενώ σ τ ο β ά θ ο ς εμ φ ανί ζεται μ ια γ κ ρ ίζ α μ ά ζ α , α κ ο ύ μ ε να δυ ναμ ώ νει ο ρυθμ ικός ή χ ος σ τρ α τιω τικ ο ύ β η μ α τ ισ μ ο ύ κ ι έν α εμ β ατή ρ ιο . Λ ίγ ο λ ίγ ο , δ ια κ ρ ί νουμε έν α σ τ ρ α τ ιω τ ικ ό α π ό σ π α σ μ α να π λ η σ ιά ζει. Τ α τ ρ ία α γ ό ρ ια δεν του δίνουν σ η μ α σ ία , ο Τ ό μ ι σ τη ρ ίζετα ι σ ε έν αν φ α ν ο σ τά τη σαν κ ά π ο ιο ν ν α π εριμ ένει, έν α ά λ λ ο α γ ό ρ ι α ν ά β ει τ σ ιγ ά ρ ο . Τ η στιγμή π ου τ ο α π ό σ π α σ μ α έχ ει κ α τ α λ ά β ε ι όλη τη δ ια σ τ α ύ ρ ω ση κ α ι οι π ρ ώ τ ο ι σ τ ρ α τ ιώ τ ε ς στρίβ ου ν στη ν ο δ ό Ο ντεόν, ο Τ ό μ ι 69
ο υ α ι ιι i c u
uy
ν>σι ι ι ο ο α ι ιιισ ι
τούς πετάει μ ια χειροβομβίδα κι αμέσως φεύγει τρέχοντας από την οδό Μεσιέ-λε-Πρενς. Ακούγεται μια δυνατή έκρηξη. Φω νές. Υπάρχουν στρατιώτες πεσμένοι, μες στα αίματα. Τα άλλα δύο αγόρια τραβούν α π ό τις τσέπες τους πιστόλια και πυροβο λούν στα τυφλά, προτού τρέξουν γρήγορα στην ίδια κατεύθυνση με τον Τόμι. Τους βλέπουμε απ ό πίσω να τρέχουν στο δρόμο, κι έπ ειτα να μπαίνουν σε κάποιο κτίριο. Στην είσοδο, όπου βρί σκονται δύο κοπέλες, τα αγόρια ξεκολλούν βιαστικά τα ψεύτικα μ ουστάκια τους, βγάζουν τις μπλε φόρμες και αφήνουν τα όπλα τους. Τ α κορίτσια τούς δίνουν βιβλία, ύστερα μαζεύουν τα πράγ μ α τ ά τους, ενώ τα αγόρια, τρεις φοιτητές με τα βιβλία τους υπό μάλης, έχουν ήδη φύγει. Ο Τόμι, ντυμένος όπ ω ς τον αφήσαμε προηγουμένως; και κ ρ α τώ ν τα ς τα ίδια βιβλία, χτυπάει το κουδούνι ενός διαμερί σματος' του ανοίγει η μητέρα του. Μ παίνοντας, βλέπει στο μο ναδικό δω μ άτιο του σπιτιού να κάθονται μ ία γυναίκα και δύο άνδρες. — Τι σ κ α τά γυρεύουν α υ το ί εδώ ; Δεν τους θέλω! αναφωνεί σ τ α ουγγρικά. Π ιάνει την Ελέν α π ό το μ π ράτσο και την τραβάει στην κουζίνα. — Ε πιτέλους, Τ ομ ά, θα μπορούσες τουλάχιστον να μιλήσεις γαλ λ ικά, λέει η Ελέν θυμωμένη, α λ λ ά χαμηλόφω να. Το ξέρεις ότι α υ τ ο ί οι άνθρω ποι μιλούν ουγγρικά. — Γ ι ’ α υ τ ό ακριβώ ς το λ έω σ τ α ουγγρικά. Δεν ξέρω να το φέρνω γύρω γύρω. Τ α λ έω έξω α π ’ τ α δόντια. Ν α πάρει η ευχή, βρε μ α μ ά ! Π ά ν τ α υπάρχει κ όσ μ ος εδώ , π ο τ έ δεν μπορούμε να είμ α σ τε μ όνοι! Έ λ α , έχω να σου π ω ...
Ο Τόμι αφηγήθηκε με λεπτομέρειες αυτή την επιχείρηση στη μητέρα του το ίδιο βράδυ, στις 16 Απριλίου του 1943. Η Ελέν το ?ο Scanned by CamScanner
αναφέρει στο βιβλίο της. προσθέτει πω ς τα τρία αγόρια μπήκαν a ένα μπιστρό, ακριβώς μετά την επίθεση, για ν’ ακούσουν τις αντιδράσεις του κόσμου, αλλά δεν μας τις μεταφέρει. Τ ο 1943 οι ανεξέλεγκτες διώξεις αθώων, καθώς και οι πρώτες νίκες των Συμμάχων, λίγο λίγο μετατόπιζαν τα αισθήματα των Γάλλων απέναντι στους «τρομοκράτες», από την εχθρότητα, προς μια υποψία κατανόησης και συμπάθειας. Ο Τ όμ ι, στη συνέχεια, είχε πάει στην πισίνα. Ναι, αμέσως μόλις σκότωσε μερικούς Γερμα νούς στρατιώτες, πήγε να δροσιστεί στο χλωριωμένο νερό μιας πισίνας. Ιΐριν ακόμη πάει στο σπίτι της μητέρας του. Εκείνη την εποχή πρέπει να είχαν ήδη μετακομίσει στην οδό Νταγκέρ. Εδώ βλέπουμε για πρώ τη φορά το μονόχωρο διαμέρισμα όπου έζησε για μερικούς μήνες η οικογένεια του Τόμ ι. Συχνά η Ελέν επαναλαμβάνει ότι του Τ ό μ ι δεν του άρεσε να βρίσκει κόσμο στο σπίτι της, όταν επέστρεφε από μια επιχείρη ση. γιατί την ήθελε όλη για τον εαυτό του, πάντα διαθέσιμη, έτοι μη ν' ακούσει τα κατορθώματά του. Περιγράφει αυτή τη σκηνή, τη μέρα που ο Τ ό μ ι βρήκε στο σπίτι της κάποιους Ούγγρους τους οποίους δεν συμπαθούσε, σαν ένα παράδειγμα της σκληρής και αγενούς συμπεριφοράς του, της συνήθειας που είχε να λέει ό,τι σκεφτόταν σε κάθε περίσταση. Η σκηνή μου δίνει επίσης την ευκαιρία να επισημάνω ότι ο Τ ό μ ι ήξερε λίγα ουγγρικά. Τ α ο υ γ γρικά τω ν π έν τε του χ ρ ό ν ω ν , όπω ς διευκρινίζει η Ελέν. Τ α οποία εκείνη δεν έπαψε να εμπλουτίζει, προφανώς, με τα κοσμητικά της επίθετα. Μια ανακοίνωση τω ν FTP-MOI αποδίδει αυτή την επίθεση στο Δεύτερο Α πόσπασμα, ενώ την προηγούμενη, στην Ανιέρ, δύο εβδομάδες νωρίτερα, στο Π ρ ώ το . Μ πορεί ο Τ ό μ ι να πέρασε, έτσι, από την ομάδα όπου επικρατούσαν Ο ύγγροι και Ρ ο υ μ ά νοι, στην ομάδα με τους Π ολωνοεβραίους. Ό π ω ς και να ’χει 7ΐ
Scanned by CamScanner
εγώ παρουσιάζω εδώ για πρώτη φορά δύο αγόρια του Δεύτερου Αποσπάσματος: τον Μόσχα Φίνγκερτσβαϊγκ και τον Μαρσέλ Ράιμαν. Η ανακοίνο^ση των
Π Τ -Μ Ο Ι
δεν αναφέρει ούτε τα ψευ
δώνυμα ούτε τους αριθμούς μητρώου των τριών αντιστασιακών που εκτέλεσαν την αποστολή και, χωρίς την περιγραφή της Ελέν, κανένας σήμερα δεν θα γνώριζε ότι ο Τόμι ήταν ανάμεσά τους. Ό σο για τους άλλους δύο, ποτέ δεν θα μάθουμε την ταυτότητά τους. Οι Φίνγκερτσβαϊγκ και Ράιμαν είναι απλώς πιθανοί. Κι ο Βάσμπροτ, τον οποίο εμφανίζω αργότερα, θα ήταν επίσης. Προ τίμησα τον Ράιμαν, γιατί μου άρεσε η ιδέα μιας επίθεσης που τη μοιράστηκαν αυτός - ο Πολωνοεβραίος άγγελος-τρομοκράτης, με τα τόσο γλυκά μάτια, το τόσο γλυκό χαμόγελο- και ο Τόμι, προτού ξανασυναντηθούν, λίγο καιρό αργότερα και άοπλοι πια, για να μη χωρίσουν ποτέ. Και τον Φίνγκερτσβαϊγκ, που σύντο μα θα έμπαινε για τα καλά στη ζωή του Τόμι, τον διάλεξα για να τον συστήσω κατά κάποιον τρόπο. Σ τά θη κ ε αδύνατο να βρω ηθοποιό που να μοιάζει στον Ράιμαν. Ε ρ γ ά τη ς στα πλεκτήρια, γεννημένος την 1η Μαΐου του 1923 στη Βαρσοβία, ζούσε στη Γαλλία από το 1931 και το πρό σ ω π ό του είχε μια ένταση εξ ω τ ικ ή , κάτι το ασιατικό και το σλάβικο μαζί, με λεπτομέρειες που μπορούμε σήμερα να τις παρα τηρήσουμε στη φωτογραφία της αστυνομίας. Στην οποία χαμο γελά ακόμη. Έ ν α πρόσωπο όπου η αποφασιστικότητα, που μοιάζει άκαμπτη, σβήνει μες στο βάλσαμο των φωτεινών μα τιώ ν του. Ε ίχ ε τέτοια αγνότητα η έκφραση του Ράιμαν, τόση καλοσύνη το βλέμμα του, που πρέπει να τον έβλεπαν σαν άγγε λο -ν α ι, σαν ά γ γ ελ ο - οι Γερμανοί και οι Γάλλοι συνεργάτες τους τους οποίους εκείνος εκτελούσε. Π ώ ς να βρεθεί ένας νέος ηθο ποιός να ενσαρκώσει μια τέτοια λάμψη; Αναζητήσαμε τα μά τια. Ο Μ πορις, ο νεαρός που τον υποδύεται, είναι ρωσικής κα7 2
Scanned by CamScanner
ταγω γής. Π ο τέ δεν τον αχούμε να μιλάει στην ταινία. Ο Ρ ά ιμαν είχε έντονη π ο λω ν ική προφορά, ό π ω ς ο μικρός του αδερ φός. ο Σ ιμόν, α ντιστα σια κός κι αυτός, που έζησε όμω ς πολλά χρόνια κι έχουμε ηχογραφ ήσεις του. Ό σο για τον Φ ίν γ κ ερ τσ β α ΐγ κ , γεννημένο στη Βαρσοβία ανή μερα τα Χ ρ ιστούγεννα του 1922, είχε έρθει στη Γαλλία σε ηλι κία πέντε ετώ ν ' πιθανόν, λοιπ όν, να είχε καταφέρει ν’ απαλλα γεί από την προφορά τω ν γονιώ ν του, παίζοντας στο δρόμο ή στο σχολείο. Δ ούλευε τα π ετσ ιέρ η ς. Ορφανός από μητέρα, από το 1933. είχε επ ίσ η ς χ ά σ ει τον π α τέρα του, που δούλευε σε ρα φτάδικο, και τα δύο μ εγα λύ τερ α αδέρφια του, όταν εκ το π ίσ τη καν και οι τρεις μ α ζί τον Ιούλιο του 1 9 4 2 . Γεγονός που φυσικά δεν επηρέασε το εβραϊκό του χιούμ ορ, χάρισμα θεόσταλτο στις τραγικές συγκυρίες. Α ργότερα υπάρχουν οι μαρτυρίες του Σιμόν Ράιμαν. Ο κ α τά κόσμον « Μ ό σ κ α » ή «Μ ορ ίς» για τους φίλους του, και « Μ ω υ σ ή ς » γ ια την οικογένειά του, κ α τα τά χ τη κ ε ν ω ρίς στους Γ ΊΤ -Μ Ο Ι. Ε ίχ ε δ ια λέξει γ ια ψευδώνυμο το « Ρ ο μ π έρ » . Α ργότερα, όταν εν τά χ θ η κ ε στην ομάδα τω ν εκ τρ ο χια σ μ ώ ν , θα έπαιρνε το ψευδώνυμο « Μ α ρ ιύ ς» , που κ ά π ο τε γινόταν και « Μ ά ριο». Γ ια να τον α π ο δ ώ σ ω κα λύτερα , θα ήθελα να π ροσθέσω πλήθος ά λ λ ες λ επ τ ο μ έρ ειες . Α λ λ ά σχεδόν τ ίπ ο τ ε άλλο δεν γ ν ω ρίζουμε γ ια τον Φ ίν γ κ ερ τσ β α ΐγ κ , π έρα από την τρ ο μ ο κ ρ α τικ ή του δράση. Υ π ά ρ χ ο υ ν , π ά ν τ ω ς , δύο α κόμ η σ το ιχ εία : είχ ε π ά ρει το δ ίπ λ ω μ ά του κα ι ζούσε στην Α λφ ορτβίλ.
Κ α ι η περιγραφή
του στην Υ π η ρ εσ ία Π λη ροφ οριώ ν: 2 0 ετώ ν , ύ φ ο ς 1 ,6 8 μ ., μ α λ λ ι ά κ α σ τ α ν ά , α ρ ι σ τ ε ρ ή χ ω ρ ί σ τ ρ α , χα ρ α κ τη ρ ισ τικ ά π ρ ο σ ώ π ο υ α δ ρ ά , μ α κ ρ ι ά μ ύ τ η , τ ύ π ο ς ε β ρ α ϊ κ ό ς , μ ι κ ρ ό μ ο υ σ τά κ ι α λά Σ α ρ λ ό , δ έ ρ μ α ε λ α φ ρ ώ ς μ ε λ α φ ό , κ ο σ τ ο ύ μ ι σ κ ο ύ ρ ο κ α φ έ , λ ε υ κ ό π ουκά μ ισο μ ε ό ρ θ ιο γ ι α κ ά , κ ί τ ρ ι ν α υ π ο δ ή μ α τα . Ο ι φ ω το γ ρ α φ ίες π ου σ ώ ζ ο νται σήμ ερα δεν δείχνουν αδρά χ α ρ α κ τη ρ ισ τικ ά , ο τύ π ο ς το υ δεν ^ca
nnea by CamScanner
73
μοιάζει περισσότερο «εβραϊκός» απ’ όσο σλαβικός ή ασιατικός, και δεν διακρίνεται κανένα μουστάκι αλά Σαρλό. Για να τον αποδώσω, αναζήτησα έναν πολύ καλό ηθοποιό που θα συνδύαζε απλώς τη σχετικά λεπτή σωματική κατασκευή με την πονηριά στο βλέμμα, που θα ήταν δεκαοχτώ ώς είκοσι χρόνων και θα μπορούσε να χειρίζεται με φυσικότητα το εβραϊκό χιούμορ. Ο Ζονατάν τα καταφέρνει μια χαρά. Ν υχτερινό Π αρίσι, π άνω στις ράγες του εναερίου σιδηρόδρομον ένας συρμός της εποχής εισέρχεται σε κάπ οιο σταθμό. Π ω χα μηλό?, διακρίνουμε, μ ε τη σειρά, τον Τόμι π αρέα με έναν μεγα λύτερο του ά ν δ ρ α κ ά τ ω α π ό τις ράγ ες, στην είσοδο του μέτρο Ζ ορές, δύο ακόμη άνδρες που στέκουν στο πεζοδρόμιο τουμπουλβ ά ρ ντε λ α Β ιλέτ, άλλους δύο π ιο πέρα, στην οδό Λ α Φαγετ. Φ ορούν ερ γ α τικ ές φόρμες κι έχουν όλοι τους τσάντες εργαλείων π ερ ασμ έν ες χ ια σ τ ί στον ώ μο. Α π ό την α π οβ άθ ρα Βαλμί, εμφα νίζεται έν α α π ό σ π α σ μ α μ ε δεκ άδες Γ ερμ ανούς στρατιώ τες που κ ατευ θ ύ ν ον ται π ρος το μ ετρ ά . Οι έξι άνδρες, καθένας α π ό το ση μ ε ίο ό π ο υ β ρ ίσ κ ετα ι, τους πλησιάζουν. Έ ξαφ να, βγάζουν όπλα κ α ι χ ειρ ο β ο μ β ίδ ες α π ό τις τσ ά ν τες τους, κι αρχίζει μ ια σύντομη α ν τ α λ λ α γ ή πυρώ ν που συνοδεύεται α π ό εκρήξεις. Κ ά π οιοι στρα τ ιώ τ ε ς πέφ τουν σ τ α γ ό ν α τ α , άλ λ ου ς τούς π ετά ει π ίσω το ω στι κ ό κ ύ μ α τω ν χ ειρ οβ ομ β ίδω ν . Β λ έπ ο υ μ ε ακόμ η , σε δεύτερο πλά νο, δ ύ ο γ υ ν α ίκ ες να πέφτουν. Δ έ κ α δευ τερ ό λ επ τα μ ετά , οι έξι ά ν δ ρ ες φ εύγουν τρ έχ ο ν τα ς α π ό την ο δ ό Λ α Φ αγέτ, πολύ μ ακριά π ια γ ια το υ ς λ ιγ ο σ τ ο ύ ς Γ ερ μ α ν ο ύ ς σ τ ρ α τ ιώ τ ες , που τους πυρο β ολ ού ν α λ λ ά α σ τοχ ού ν .
Αυτή η επιχείρηση, που την πραγματοποίησε το Πρώτο Από σπασμα, στάθηκε μία από τις θεαματικότερες ενέργειες των 74 Scanned by CamScanner
ρΤΡ-ΜΟΙ κι έλαβε χώρα την άνοιξη του 1943, για την ακρίβεια
την 1η Ιουνίου, στις 10:55 μ .μ . Έ ξ ι άνδρες, ανάμεσα τους ο Τόμι και ο στρατιωτικός αρχηγός των ΜΟΙ του Παρισιού, ο Μ πόρις Χόλμπαν, επιτέθηκαν σ’ ένα απόσπασμα εβδομήντα Γερμα νών στρατιωτών. Έ ν α ς στρατιώτης σκοτώθηκε, δύο τραυματί στηκαν σοβαρά και αρκετοί πιο ελαφρά. Δύο Γαλλίδες, που έτυχε να περνούν από εκεί, δέχτηκαν επίσης θραύσματα, χωρίς σο βαρές συνέπειες, αυτό όμω ς δεν αναφέρεται σε καμία ανακοίνω ση, ούτε στα απομνημονεύματα που περιγράφουν την επίθεση. Τέτοιου είδους παραλείψεις ήταν ο κανόνας σε όλη τη διάρκεια του πολέμου, και έτσι παρέμειναν. Ή τα ν αδιανόητο να επισημαίνονται οι «παράπλευρες απ ώ λειες», μόνο «φρίτσηδες» και συνεργάτες τους έπεφταν από τα πυρά τω ν παρτιζάνων. Ακόμη και τα βιβλία της Ιστορίας σιωπούν πάνω σ’ αυτό το λεπτό ζή τημα, λες και δεν χρειάζεται να ειπωθεί όλη η αλήθεια, λες και οι Γερμανοί σ τρ α τιώ τες στο σύνολό τους άξιζε περισσότερο να πεθάνουν από ό,τι ένας αθώ ος περαστικός, λες και οι αντιστα σιακοί προκαλούσαν ζημιές μόνο στο Κ ακό, λες και αν περιγράφονταν σαν ανελέητοι μ α χ η τές θα φαίνονταν λιγότερο ηρωικοί, λιγότερο απαραίτητοι στην ανθρωπότητα. Ο ηρωισμός δεν εί ναι αναγκαστικά ιπ π οτισμ ός, πόσο μάλλον αγιοσύνη. Κ α ι είναι απορίας άξιο που δεν έχ ω διαβάσει, σε κανένα βιβλίο Ιστορίας, σε κανένα έργο απομνημονευμάτων, ότι, για παράδειγμα, η απο τυχημένη απόπειρα κ α τά του στρατηγού Σάουμπουργκ, Διοικητή του Μ εγάλου Π αρισιού, στις 2 8 Ιουλίου του 1943, από την ομάδα ειδικών α π ο σ το λώ ν τω ν F T P -ΜΟΙ (Λεό Κ νέλερ, Μ αρσέλ Ράιμαν, Σ π ά ρ τα κ ο Φ ον τά ν ο , Ρεϊμ όν Κ ο ζίτσκ ι), είχε μόνο ένα θύμα, έναν Γ ά λ λ ο μ ο το σ ικ λ ετισ τή που πήγαινε στη δουλειά του και σ κ οτώ θη κ ε από την έκρηξη. Σ ι αρχεία της αστυνομίας, ωστόσο, σ ώ ζετα ι η α δια μ φ ισβήτητη και λεπ τομ ερής αναφορά 75
των επιθεωρητών που έσπευσαν επί τόπου. Για τον Τόμι-όπως και για τον Μανουσιάν. το δίχως άλλο-, το καλό και το κακό δεν ήταν τόσο απλές έννοιες όσο για κάποιους ιστορικούς και συγγραφείς απομνημονευμάτων. Ο Τόμι -αφηγείται η Ελένδεν μισούσε τους Γερμανούς στρατιώτες τόσο ώστε ν’ απολαμ βάνει το θάνατό τους, σκεφτόταν πως είχαν κι αυτοί μια μάνα, ότι ήταν παιδιά αφελή που μπορούσαν να πιστέψουν οτιδήποτε, οποιονδήποτε. αρκεί εκείνος να διέθετε πειθώ. Ήξερε πως οι πε ρισσότεροι απ' αυτούς ήταν αδύναμοι, παραπλανημένοι, απο βλακωμένοι από την προπαγάνδα. Ήξερε από τη μητέρα του ότι πολλοί ανάμεσά τους απεχθάνονταν τον Χίτλερ και το καθε στώς του. Αλλά ήξερε κι ότι έπρεπε να τους σκοτώνει χωρίς να το αναλύει. Κι ότι, πετώντας χειροβομβίδες μέσα στους δρό μους του Παρισιού, ακόμη κι αν έπαιρνε κάθε προφύλαξη, κά ποιος αθώος Γάλλος μπορεί να σκοτωνόταν. Έτσι πρέπει να τον αγαπήσουμε. Οι τρεις αυτές σκηνές αντιπροσωπεύουν τις τελευταίες καταγεγραμμένες επιχειρήσεις του Τόμι, πριν αρχίσει τους εκτροχιασμούς τρένων, τον Ιούλιο του 1943. Γυρίσαμε τις παριζιάνικες σκηνές επί τόπου: στη διασταύρωση του Οντεόν το χάραμα, στο μέτρο Ζορές μες στη νύχτα. Η Βίλμα είχε φύγει. Ο Γκαμπριέλ άρχιζε να εκδηλώνει ανησυχητικά συμπτώματα. Οι τελευταίες σκηνές με τη Βίλμα, σκηνές για γερά νεύρα, τον είχαν κλονίσει. Σχεδόν δεν μιλούσε πια. Κι όταν μιλούσε, ακόμη κι ανάμεσα στις λήψεις, ακουγόταν συχνά με τη φωνή του Τόμι. Εδώ και μερικές μέρες, αρνιόταν πεισματικά να τον παίρνει απο το σπίτι του και να τον γυρίζει πίσω κάποιος μαθητευόμενος ή βοηθός. Προσπάθησα να του δώσω να καταλάβει ότι αυτό θα προκαλούσε προβλήματα με την ασφαλιστική. Δεν μου άφη76
Scanned by CamScanner
1
σε κανένα περιθώριο: ήταν αρκετά μεγάλος για να κυκλοφορεί μόνος του, ήθελε να κοιμάται όπου γούσταρε χωρίς να δίνει λο γαριασμό σε κανέναν, δεν υπήρχε πια περίπτω ση, μέσα στο Π α ρίσι, να μπει σε αυτοκίνητο της π αραγω γής. Έ π ρ επ ε να κάνω πίσω. Αλλά τη νύχτα της επίθεσης στο μετρό Ζορές σκέφτηκα να τον συνοδεύσω ο ίδιος, μιας και το σπίτι του ήταν στο δρόμο μου. Μου είχε φανεί ιδιαίτερα λιγομίλητος και κατηφής στα γυ ρίσματα εκείνη τη νύχτα, και ήθελα να εκμεταλλευτώ το χρόνο που θα είχαμε οι δυο μας για να τον βολιδοσκοπήσω. Δεν αρνήθηκε. Ήμουν εξαντλημένος, εκείνος όμ ω ς όχι, κι εγ ώ , με την άκρη του ματιού μου, τον παρακολουθούσα να καταβροχθίζει με τα μάτια τις εικόνες του νυχτερινού Παρισιού, τα τελευταία φ ώ τα της Πιγκάλ και μετά της πλατείας Κ λισί, όπου και άρθρωσε τις πρώτες λέξεις: — Κοίτα, το σινεμά « Β επ λ έρ » , εκεί υπήρχε μια Soldatenheim. Κάποια στιγμή σκέφτηκαν να την ανατινάξουν. — Ποιοι; — Τ ο Π ρώ το Α πόσπασμα. Α λλά η πλατεία ήτανε πάντα γεμάτη μπάτσους, και οι δρόμοι δεν βόλευαν για να διαφύγουν. Τα παράτησαν. Ρώτησα τον Γκαμπριέλ π ώ ς το ήξερε αυτό, μου απάντησε ότι το είχε διαβάσει κάπου, αλλά είχε ξεχάσει πού. Ε ίχ α διαβά σει όλα τα βιβλία για τους FTP-M OI και δεν θυμόμουν κανένα τ έ τοιο σχέδιο επίθεσης. Γ ια την ακρίβεια, δεν θυμόμουν καμιά ανα φορά σε σχέδιο που εγκαταλείφ θηκε, κα θώ ς οι ιστορικοί ήταν ήδη πολύ απασχολημένοι μ ε τις επιχειρήσεις που είχαν ολοκλη ρωθεί κανονικά, αρκετές από τις οπ οίες, μ ά λιστα , δεν έχουν κα ταγραφεί και π ο τέ δεν θα γίνουν γ ν ω σ τές. Κ ι ούτε ήξερα ότι εκεί υπήρχε Soldatenheim , μία απ’ αυτές τις εστίες τω ν Γερμανώ ν στρατιωτών, που ήταν συνηθισμένοι στόχοι τω ν αντιστασια77
Scanned by CamScanner
κών. Το επιβεβαίωσα το επόμενο κιόλας πρωί. Κανένα ίχνος, ωστόσο, του σχεδίου επίθεσης. Μήπως ο Γκαμπριέλ το είχε βγά λει απ' το μυαλό του; Κι αν όχι, πώς το είχε πληροφορηθεί; Λες να περνούσε όλο του τον ελεύθερο χρόνο, εδώ και μερικές βδο μάδες, μέσα στις βιβλιοθήκες, ξεκοκαλίζοντας κάθε αδημοσίευ τη διατριβή, κάθε απόρρητο άρθρο, ώστε να ανακαλύψει άγνω στα στοιχεία για τον Τόμι και τους συναγωνιστές του; Μου φαι νόταν αδιανόητο κάτι τέτοιο. Καθώς πλησιάζαμε στην οδό Μπερν όπου έμενε, μου είπε ότι δεν θα πήγαινε σπίτι και με ρώτησε αν μπορούσα να τον πετάξω στο Καρτιέ Λατέν. Κι εγώ, επειδή ήθελα να μου πει κι άλλα, δέ χτηκα. Μέχρι τα ταμεία του Λούβρου, δεν είπε κουβέντα. Καθώς διασχίζαμε μια γέφυρα του Σηκουάνα, με ρώτησε ξαφνικά γιατί είχα διαλέξει τον Τόμι. Ερώτηση που την είχα ακούσει χιλιάδες φορές, ποτέ όμως από τον Γκαμπριέλ. Είχα διαλέξει τον Τόμι, γιατί η μητέρα του είχε εκδώσει τα απομνημονεύματά της και, χάρη σ’ αυτή τη μαρτυρία, γνωρίζαμε πολλά για εκείνον. Κανέναν άλλο νεαρό αντιστασιακό των FTP-MOI δεν μπορούσες να γνωρίσεις τόσο στενά όσο τον Τόμι. — Δεν έπρεπε να το κάνεις, μου είπε έπειτα από παύση. — Δεν έπρεπε να κάνω τι; Να διαλέξω τον Τόμι; — Ναι, τον Τόμι. Ή οποιονδήποτε άλλο. Τον Ράιμαν, τον Βάσμπροτ. Δεν έπρεπε ποτέ να γυρίσεις ταινία γι’ αυτούς τους ανθρώπους. Για τον Ζαν Μουλέν, τον Γκι Μοκέ,* μάλιστα, εκεί νοι ήταν αρνάκια, ποτέ δεν θα σκότωναν εν ψυχρώ, με τα ίδια τους τα χέρια. Γ C αυτούς, όμως, όχι. Αυτούς κανείς σήμερα δεν μπορεί να τους καταλάβει. Δεν μπορείς να πεις ποιος στ’ αλή θεια ήταν ο Τόμι σε μια ταινία. Ή τα ν πολύ πιο σπουδαίος απ’ ό,τι θα τον παρουσιάσεις εσύ. Εσύ τον κάνεις να δείχνει πιο μι κρός, δεν τα λες όλα, δεν μπορείς να τα εξηγήσεις όλα στον κό78 Scanned by CamScanner
σμο. Είναι άκυρο να κάνεις μια ταινία γι’ αυτόν. Καλύτερα να τον ξεχνούσαμε εντελώς, παρά αυτό το πράγμα.
Αίφνης, εκτός από εξαντλημένος, ένιωσα και πελαγωμένος. Ήμουν ανίκανος να αξιολογήσω αυτά τα λόγια, τούτη την επι θετικότητα. Πίστευε στ’ αλήθεια όσα έλεγε; Και τι ακριβώς ήθε λε να πει; Παραήμουν κουρασμένος για να συμμετάσχω σε μια τέτοια συζήτηση. Απάντησα πως δεν ήταν η στιγμή να μιλή σουμε γ ι’ αυτό, ότι έτσι κι αλλιώς ήταν πολύ αργά πια. Ο Γκαμπριέλ έριχνε ματιές ολόγυρα, σαν να έψαχνε κάτι ή κάποιον.
Τη στιγμή που περνούσαμε τη διασταύρωση του Οντεόν, εκεί όπου την προηγούμενη μέρα είχαμε γυρίσει τη σκηνή μιας επί θεσης, άρχισε πάλι να μιλάει, θέλοντας να μάθει γιατί είχα δια λέξει να κάνω ταινία για έναν αντιστασιακό και γιατί ήθελα εκείνος να είναι Εβραίος. Κ ι αν τον είχα διαλέξει σ’ αυτή την ηλι κία επειδή έτρεφα αδυναμία στη νεολαία. Ή τα ν ακριβώς οι σω στές ερωτήσεις, αλλά κανείς ποτέ δεν μου τις είχε υποβάλει. Του υποσχέθηκα ν’ απαντήσω αργότερα, γιατί θα μας έπαιρνε χρό νο. Τότε ο Γκαμπριέλ είχε μια μικρή έκρηξη, ήταν «άκυρα» αυ τά τα π ο λ ύ α ρ γ ά και τα π ο λ ύ ν ω ρ ίς, γιατί όχι εδώ και τώρα, αφού ήμασταν μόνοι μας, και μπορούσαμε επιτέλους να μιλή σουμε... Ξαφνικά είχα την εντύπωση ότι απέναντι μου στεκόταν ένας έφηβος που έκανε επίθεση στον πατέρα του. Και είναι αλή θεια ότι, κατά κάποιο τρόπο, ναι, ήμουν ο πατέρας του, από τη στιγμή που του είχα δώσει το ρόλο και του είχα φορέσει τα ρού χα ενός νεκρού που ήθελα ν’ αναστήσω. Κ αθώ ς σκεφτόμουν πώς ν’ απαντήσω στις ερωτήσεις του με λίγα λόγια, λόγια απλά αλλά όσο έπρεπε ειλικρινή και πειστικά, τον άκουσα να λέει, σαν να με διέταζε: — Ε δ ώ κατεβαίνω . Βρισκόμασταν κοντά στο π ο τά μ ι, το μπουλβάρ Σεν-Ζερμέν ~j
79
τ\ταν έρτ\μο στο καλοκαιριάτικο χάραζα., ο τγλιος δεν είγε ανατείλει ακόμ-q. Δεν είπε'λεπταίνοντας από το αυτοκίντμο, μό~ νο χτύπησε με δύναμη την πόρτα πίσω του. Τον παρακοΧού^ησα ν* απομακρύνεται. Βαβίζοντας με με*γά"λες δρασκελιές στην οδό Καρντινάλ-Λεμουάν, ο Τόμι επέστρεφε σπίτι του.
8ο
ψηΧά
από
τ„,
τις κ ερκ ίδες της
Αρέν
ατο κέντρο, π α ιδ ιά να παίζουν μ π &χ °"τετι«ζ * βλέπουμε, * * * “ ^
ν
°
υ ί·.Η < 4 * · ( « . * u ^
και μ αντεύουμ ε ο τι κ ά ν ει ζέστη γ ια τί ™
Γ
* * ® MWW " * « * ό τη μ έση κ α ι πάνω. π Ι Τ ελαφριά φ ο ρ έμ α τα π αίζουν κουτσό.
ν
λ
Γ
" ’·
°Λθϋστ?!>
έΓ Τ
/^ “
μα«σμο π ερ ίμ ετρ ο της αρένας, δύο άνδρες κουβεντιάζουν Α ναγνω ρίζουμε τον Τ ό μ ι κι έναν άνδρα γύρω στα σαράντα, με φαρδύ μ έ τ ω π ο , π ου τον έχουμε δει αρκετές φορές στο εστιατόριο της Ελέν. Ο Τ ό μ ι φ οράει κοντομ άνικο πουκάμισο, ο άλλος μαχρυμάνικο, χ α ι κ ρ α τ ά ε ι το σαχ άχ ι του στον ώμο. Στη συνέχεια, ο φαχός εσ τ ιά ζ ει π ά ν ω τους, εχείνοι συνεχίζουν να περπατούν, xcu οι φω νές τ ω ν π α ιδ ιώ ν που παίζουν χαλύπτονν σχεδόν τις διχές τους. — Έ π ε σ α ν π ο λ λ ο ί α π ό το Π ρ ώ το Α πόσπασμ α προχθές, λεει με έντονη π ρ ο φ ο ρ ά ο ά ν δ ρ α ς . Π ρεπ ει να συνελαβαν τον Map ^ κύς, κ α ι το ν Ρ ο ζ έ επ ίσ η ς, κ α ι τον Ανρί, και τη Λιούμπα. Απο
χθες, δεν έ χ ω νέα, α λ λ ά νομ ίζω π ω ς πολλοί θα εκτελεστού ^ την ώ ρ α , τ α π ά ν τ α έχ ου ν π α γ ώ σ ε ι στο Π ρώ το και το Α π ό σ π α σ μ α . Π ρ έ π ε ι ν α σου π ω , Τ ο μι, 8ι
Scanned by CamScanner
τον
^ ^
Ρ
Λ
— Π οιον Α λμπέρ; Τον Γιόζεφ, θέλεις να πεις; ρωτάει ο Τόμι χαμηλόφωνα, με τα μ ά τ ια καρφωμένα στο έδαφος. — Ν αι. Τον έφαγαν. Προχθές κι αυτόν, αλλά πάνω στη δράση. Σ τη ν υποχώρηση έφαγε μ ια σφαίρα, δεν μπορούσε πια να τρέξει. ο Ρ ομ πέρ κι ο Μ αρσέλ ήθελαν να τον πάρουν στα χέ ρ ια α λ λ ά αυτός αρνήθηκε. τους είπε ότι μπορούσε να τα βγάλει π έρα μ όνος του. γ ια τ ί ήξερε κ α λ ά την περιοχή, στο Κλισί. Η Α νριέτ μου είπε π ω ς δεν ήταν αλήθεια, τους το είπε για να κα ταφέρουν να ξεφύγουν. Κρύφτηκε στο υπόγειο μιας πολυκατοι κ ία ς κ α ι περίμενε να ηρεμήσουν τα πράγμ ατα. Αλλά οι φρίτσηδες τον έφ αχναν π αντού και τελικά τον βρήκαν, πιστεύουμε ότι κ ά π ο ιο ς ένοικος τον τσάκω σε κ α ι τον κατέδω σε. Περικύκλωσαν την π ολυκατοικία. Α π ό το φεγγίτη, ο Αλμπέρ έριξε στους Γερ μ α ν ού ς όλες του τις σφαίρες, εκτός α π ό την τελευταία. — Γ ι α μένα, ήταν ο Γιόζεφ, λέει ο Τόμι έπειτα απ ό μακριά σιω πή . Π ο τ έ δεν τον φώναξα Αλμπέρ. — Τ ο ξέρω. Κ α ι μ ένα π ο τ έ δεν μ ε φώναξες Πιερ. — Κ α ι σένα Γιόζεφ σε λένε. Θα πρέπει να φροντίσουμε την Α νριέτ κ α ι τον μ ικ ρ ό Σερζ. — Τ ο ’χ ει αναλ άβει η μ η τέρα σου. Σ τ α μ α τ ο ύ ν να μ ιλάνε κ α ι συνεχίζουν να περπατούν. Τ α παι δ ιά παίζουν ακόμη, κ ά π ο υ κ ά π ο υ ένα αγόρι έρχεται να πάρει την μ π ά λ α α π ό μ π ρ ο σ τ ά τους. Κ ά θ ε φορά, σκόνη σηκώνεται και λαμ πυρίζει στις αχ τίδες του ήλιου που τρυπώνουν μ έσα α π ό τα φ υλ λ ώ μ ατα τω ν φηλών δέντρων, στην περιφέρεια της αρένας. — Τ ώ ρ α θ α δουλέφεις μ α ζ ί μου, λέει ο άνδρας στον Topt. — Σ τ ο υ ς εκτροχ ιασμ ούς; — Ν αι, το Π ρ ώ τ ο κ α ι το Δ εύτερο Α π ό σ π α σ μ α αποσύρονται, π ρ ος το παρόν. Ε σ ύ έρχεσαι μ α ζ ί μ ου στο Τ έταρτο. Ε ίσαι ο κ α λύτερος. Π α ίρ ν ω επίσης τον Μ αριύς, τον Ρ ομ π έρ, τον Ζυλιέν, 82
Scanned by CamScanner
μισό λ επ τό... (βγάζει ένα μ ικρό σημειω ματάριο α π ό την τσέπη του και συνεχίζει την απαρίθμηση) τον Μ ορίς, τον Σ αρλ, τον Ζαν, τον Ρ ικ άρν το κ α ι τον μικρό, τον Μ αρσέλ. Αυτόν θα τον αναλάβεις εσύ. νομίζω π ω ς είναι μ ικρότερος κι α π ό σένα. — Γιόζεφ, χ α ίρ ο μ α ι που θα δουλέφω μ α ζ ί σου. Κ α ι η μ α μ ά θ α χ α ρ ε ί πολύ... Ο Γιόζεφ σ τ α μ α τ ά ει ξαφνικά, κ α ι στρέφεται προς τον Τ όμι: — Τ όμ ι, α π ό 8ω κι εμ π ρός ακολουθείς τις δικές μου οδηγίες. Δεν θα μ ε ξαναφ ω νάξεις Γιόζεφ. Κ αν έν ας δεν με λέει Γιόζεφ. Τ ο όνομ ά μ ου είναι Π ιερ. Έ γ ιν ε σαφές; Ο Τ όμ ι δεν α π α ν τ ά , μ ια μ π ά λ α κυλάει μ π ρος σ τα π ό δ ια του, την κ λ ω τ σ ά ει ξαν ά π ρος τ α π α ιδ ιά που παίζουν, κι εμείς την π αρακολουθούμ ε, α π ό π ά σ α σε π ά σ α , α ν ά μ εσ α σ τα π α ιδιά, μ έ σ α στη σκόνη. Δύο Γιόζεφ έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη ζωή του Τόμι, και οι δύο στενοί φίλοι της μητέρας του. Δύο εξαίρετοι πολεμιστές. Ο Γ ιόζεφ Κλίσκι ήταν Εβραίος κομμουνιστής ρουμανικής κατα γωγής, γεννημένος το 1915, παράνομος μαχητής από τα δεκατέσσερά του, παλαίμαχος των Διεθνών Ταξιαρχιών. Έ γινε στρα τιωτικός υπεύθυνος του Πρώτου Αποσπάσματος τον Δεκέμβριο του 1942 και σκοτώθηκε, με τον τρόπο που περιγράφω, κατά τη διάρκεια μιας επίθεσης σε λεωφορείο που μετέφερε Γερμανούς στρατιώτες στο νοσοκομείο Μποζόν, στο Κλισί, στις 2 Ιουλίου 1943. Σ τ ο Π α ρ ίσ ι, ο νεαρός αυτός μαθηματικός και οικογενειάρ χης, με μόνους πόρους τον ισχνό μισθό τού ένοπλου αντιστασια κού, παρείχε μικροεξυπηρετήσεις στην Ελέν, όπως να της πλέ νει τα πιάτα, με αντάλλαγμα φαγητό. Η γυναίκα του, η Ανριέτ, Εβραία κι αυτή, συνελήφθη λίγο αργότερα, εκτοπίστηκε και δο λοφονήθηκε. Η Ελέν περιμάζεψε το γιο τους, τον Σ ερ ζ , τριών 83
ouarm eu uy o a m o u a n n e r
ετών, κοα τον κράτησε αρκετούς μήνες. Έπειτα οι αδερφές της Ανριέτ ζήτησαν να πάρουν το παιδί, και η Ελέν το αποχωρίστη κε με βαριά καρδιά. Οι αδερφές και ο μικρός Σερζ εκτοπίστηκαν λίγο αργότερα και δεν επέστρεφαν ποτέ. Ο θάνατος του Γιόζεφ Κλίσκι συνέπεσε με τη διάλυση του Δεύτερου Αποσπάσματος. Η 2α Ιουλίου 1943 ήταν μια μαύρη μέρα για τους FTP-M O L Μόνο οχτώ μέλη του Δεύτερου Απο σπάσματος, από τα πενήντα που αριθμούσε τον Ιούνιο, γλίτω σαν από τα δίχτυα της Δεύτερης Ειδικής Μονάδας Δίωξης της Υπηρεσίας Πληροφοριών, που τους παρακολουθούσε πάνω από δύο μήνες. Ο άλλος Γιόζεφ ήταν ο επικεφαλής του Τέταρτου Αποσπά σματος, εκείνου των εκτροχιασμών: 38 ετών, ύφος 1,70μ., μαλ λ ιά α ν ο ιχ τ ά κ α σ τ α ν ά , μ ε αριστερή χ ω ρίστρα, πλατύ μέτωπο, κ ον τές φ αβορίτες, γαμφ ή μύτη. Δ ύο ευδιάκριτες ρυτίδες, απ ό τ α ρουθούνια μ έχρι τις γω νίες τω ν χειλιώ ν. Λ επτή κατασκευή, σκούρο μ π λ ε κ ο σ τ ο ύ μ ι μ α ύ ρ α π α π ο ύ τσ ια . Το πραγματικό όνο μα του Γιόζεφ Μποκτσόρ ήταν Φράνσισκ Βολφ. Γεννημένος το 1905 στην Τρανσυλβανία, αυτός ο Εβραίος, γόνος ευκατάστα της οικογένειας, είχε κάνει αξιόλογες σπουδές μηχανικού στην Πράγα, είχε γίνει κομμουνιστής και είχε προσχωρήσει στις Διε θνείς Ταξιαρχίες, όπου, λόγω της επιστημονικής του κατάρτι σης, είχε εξειδικευτεί στα εκρηκτικά. Τ ο τέλος του Ισπανικού Εμφυλίου τον βρήκε φυλακισμένο στα γαλλικά στρατόπεδα, απ’ όπου δραπέτευσε τον Απρίλιο του 1941 κι έγινε μέλος της ομά δας των ξένων μαχητών του Κομμουνιστικού Κόμματος, προ τού σχηματίσει το Τέταρτο Απόσπασμα των FTP-MOI. Το ψευ δώνυμό του ήταν «Πιερ». Δεινός πολεμιστής, πολύ θαρραλέος και ιδιαιτέρως ευφυής, ήταν ο άνδρας που ο Τόμι θαύμαζε πε ρισσότερό, μαζί με τον μυστηριώδη Τζόνι. Η Ελέν αφηγείται δ4
Scanned by CamScanner
πως ερχόταν συχνά στο σπίτι της, πως τον είχε κρύψει πολλές φορές, πως εκείνος βοήθησε τους Ελέκ να μετακομίσουν, όταν υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν το εστιατόριο. Τοποθετώ αυτή τη φανταστική, αλλά ρεαλιστική και, κυ ρίως, απαραίτητη σκηνή στις 4 Ιουλίου 1943. Σύμφωνα με μια ανακοίνωση των F f P , φαίνεται πως ο Τόμι συμμετείχε στις αρ χές του μήνα σ’ έναν εκτροχιασμό, τον πρώτο του, παρέα με τον Μποκτσορ και τον Έ μ ερ ικ Γκλατζ, τον επονομαζόμενο «Ρομπερ», στη διαδρομή Παρίσι-Εβρέ. Στις 4 Ιουλίου, εκείνη τη χρονιά, ένα κύμα ζέστης έπληξε το Παρίσι: η θερμοκρασία είχε σκαρφαλώσει στους 30 βαθμούς.
Αλλά και η μέρα των γυρισμάτων ήταν ζεστή. Ο Γκαμπριέλ υπέμενε αγόγγυστα τον ήλιο, σαφώς καλύτερα από τον Τμρε, τον Ούγγρο ηθοποιό που υποδυόταν τον Μποκτσορ κι έπρεπε να τον δροσίζουμε με τον ανεμιστήρα. Ο Γκαμπριέλ, αντιθέτως, δεν άντεχε την γκρίνια των μικρών κομπάρσων: διψούσαν, ζε σταίνονταν, βαριούνταν στα διαλείμματα, δεν υπήρχε κόκα-κόλα... Τους έκανε λοιπόν μια βίαιη και παράλογη σκηνή, ουρλιά ζοντας ότι τα παιδιά της ηλικίας τους στον πόλεμο δεν είχαν σχεδόν τίποτα να φάνε, δεν είχαν ζάχαρη, ούτε σοκολάτα, ούτε βούτυρο, αλλά δεν παραπονιούνταν, δεν ζάλιζαν κανέναν και, μάλιστα, πολλά είχαν πεθάνει από την πείνα. Οι άγριες φωνές του αντηχούσαν στην αρένα. Τα παιδιά τον κοίταζαν σαστισμέ να, ορισμένα και έντρομα. Μου πήρε σχεδόν μία ώρα να τον ηρεμήσω. Είχα εντοπίσει την Αρένα της Λουτετίας έναν χρόνο πριν, μες στο καλοκαίρι, ενώ εξερευνούσα τη γειτονιά του Τόμι με μια μικρή ψηφιακή κάμερα. Σ ’ αυτούς τους δρόμους, που έχουν μεί νει απαράλλαχτοι, το φάντασμά του με ακολουθούσε παντού, δ5 Scanned by CamScanner
το ένιωθα δίπλα μου. Δεν ήθελα πια να το αφήσω. Μετά τα σκα λοπάτια της οδού Ρολέν, είχα διασχίσει την οδό Μονζ. Εκεί βρίσκεται η αρένα. Ο Τ όμ ι είχε περάσει από εδώ εκατοντάδες φορές πηγαίνοντας στο σχολείο. Είχα καθίσει ψηλά στις κερκί δες και είχα τραβήξει για μερικά λεπτά έναν ποδοσφαιρικό αγώ να μεταξύ το^ν παιδιών της γειτονιάς. Σ τη συνέχεια, είχα φα νταστεί τη σκηνή με τον Μ ποκτσόρ. Γυρίζοντάς την, έναν χρό νο αργότερα, ένιωσα να με πλημμυρίζει νοσταλγία για κείνο το ρεπεράζ, τότε που ο Τ ό μ ι με συνόδευε ακόμη γλυκά, σαν όνειρο, ενώ τώ ρα, ξαναγεννημένος μπροστά στα μάτια μου, μου επέ βαλλε την επιθετικότητα και τη βία του. Προς στιγμήν θύμωσα με τον εαυτό μου που δεν είχα διαλέξει τον Βάσμπροτ, με τον όμορφο και τραγικό έρωτά του. Β ολφ κ α ι Σ ά ρ α , ποτάμι τα δά κρυα, Κάννες, 5 .0 0 0 .0 0 0 εισιτήρια. Τ ο βράδυ όμω ς, όταν ξαναπέρασα το υλικό, η αστραπή στο βλέμμα του Τ ό μ ι τη στιγμή που μαθαίνει το θάνατο του Γιόζεφ Κ λίσκι, ο τρόπος που κρα τιέτα ι να μην ουρλιάξει από τον πόνο και το θυμό, το βάδισμα του αγριμιού, η οργή του όταν κλω τσά ει την μπάλα, όλη αυτή η δύναμη μ ’ έπεισε ότι δεν είχα κάνει λάθος. Η ταινία θα ήταν σαν τον ήρωά τη ς, σύνθετη, αμφιλεγόμενη, βίαιη. Αν π ο τέ κατάφερνα να την ολοκληρώσω. Γ ια τί τίπ ο τα δεν μπορούσε να εγγυηθεί π ω ς τούτη εδώ η φλόγα, ολοένα πιο απρόβλεπτη κι επικίνδυνη, δεν θα έσβηνε, δεν θα χανόταν. Β λ έ π ο υ μ ε τον Τ ό μ ι α π ό π ίσ ω , σ τη ρ ίζετα ι στο π λ α ίσ ιο τη ς πόρ τ α ς τ η ς κου ζίνας, στην ο δ ό Ν τ α γ κ έ ρ , κ α ι π α ρ α κ ο λ ο υ θ εί τη μ η τέρα του που πλένει τ α π ιά τ α κι ε τ ο ιμ ά ζε ι το φ α γ η τ ό .
— Π ή γ α ιν ε , Τ ό μ ι , π ή γ α ιν ε κ α ι να π ρο σ έχ εις , να προσέ χ ε ις ... λεει εκείνη χ ω ρ ίς να διακόφ ει τ η δ ο υ λ ειά τ η ς κ α ι χ ω ρ ίς να τον κο ιτά ζει. 86 Scanned by CamScanner
Ο Τόμι δεν α π α ν τ ά , δεν σαλεύει. — Τ ο ξέρεις π ω ς σε β λ έπ ω —συνεχίζει εκείνη σαν να θέλει να τον κ α θ η σ υ χ ά σ ει-, όπ ου κι αν βρίσκεσαι σε βλέπ ω , είμ αι δί πλα σου. — Αν είσαι δ ίπ λ α μου, όλ α θα π άνε κ α λ ά , μ α μ ά . Τ ο ξέρεις, όταν είσαι κ ο ν τ ά μ ου δεν φ οβάμ αι. — Ε ίμ α ι κ ο ν τ ά σου. Έ λ α . πήγαινε, Τ όμ ι, κ α ι να προσέχεις, να προσέχεις... Σ η κώ νει, τελ ικ ά, το κεφ άλι κ α ι κ ο ιτά ζει π ρος την π ό ρ τ α της κ ου ζίν α ς' ο Τ ό μ ι έχει κ ιό λ α ς εξαφ ανιστεί. Α χούμε την π ό ρ τ α του δ ια μ ερ ίσ μ α τ ο ς π ου αν οίγ ει κ α ι ξανακλείνει. Ε ίν αι σ κ ο τ ά δ ι, μ ια σιδη ροδρομ ική γραμ μ ή κ ά τ ω α π ό τη δυνατή βροχή, δ ια κ ρ ίν ο ν τα ι κ ά π ο ιε ς φ ιγούρες σκυμμένες π ά ν ω α π ό τις ρόγ ες, άλλη μ ία , ό ρ θ ια σ το π ρανές, που τις π α ρ α κ ο λ ο υ θ εί α π ό φηλά, κ α ι δ έσ μ ες φ ω τός α π ό φ ακούς τσέπης. Η κ ά μ ε ρ α π λ η σ ιά ζει κ α ι δια κ ρ ίν ο υ μ ε τέσ σ ερ ις άνδρες. Δ ύο α π ’ αυ τού ς —ο έν ας εί ναι ο Τ ό μ ι—β γ ά ζου ν τ α μ π ο υ λ ό ν ια α π ό τις τρ α β έρ σ ες μ ε τ ε ρ ά σ τ ια κ λ ειδ ιά , σ τ ο φ ω ς π ο υ του ς ρίχνουν οι ά λ λ ο ι δύο. Σ ε κ ά π ο ιο νυχτερινό τρένο ακούγονται γερμανικά τραγούδια και γέλια, ακολουθούμε έναν Γερμ ανό σ τρατιώ τη στο διάδρομο κ α τά μ ή κ ο ς τω ν κ ο υ π έ που είναι γ ε μ ά τ α μισομεθυσμένους στρα τιώτες. Μ π α ίν ει σε κ ά π ο ιο α π ό α υτά, μοιράζει μ π ο υ κ ά λ ια μ π ί ρας, και ο φακός εστιάζει, σε κοντινό πλάνο, στο π ρ ό σ ω π ο ενός σ τρατιώ τη ξανθού, πολύ νέου, εύθυμου, που γελάει μ ε τ α αστεία των υπολοίπ ω ν. Ξ α ν ά η ο μ ά δ α τω ν εκτρο χ ιασ μώ ν κ ά τ ω α π ό τη δυνατή β ρο χ ή , α ν ά μ εσ α σ τις φωτεινές δέσμες. Οι τέσσερις άνδρες συντονί ζονται γ ια να μετακινήσ ου ν τ ις ρ ά γ ε ς . Ε π ισ τρ ο φ ή στον ηλεκτρι-
87 Scanned by CamScanner
χ ό φ ω τισμ ό του τρένου, ο νεαρός Γ ερμ ανός στρατιώ της παίρνει ένα τσ ιγ άρ ο που του το προσφέρει κ ά π ο ιο ς άλλος, μεγαλύτερος του. ο οποίος του το α ν ά β ει. κ α ι μ ε τ ά , μ ε μ ια γρήγορη αλλά τρυ φερή κίνηση, περνάει το χέρι μ έσ α α π ό τα μ α λ λ ιά του. Οι άλλοι σ τ ρ α τ ιώ τ ες διασκ εδάζου ν μ ε α υ τή την κίνηση. Τους αχούμε να λένε σ τ α γ ερ μ α ν ικ ά : «Θ α του λείφει του Ούγκο ο μικρός μας Χ αν ς! Γ ι α λ έγ ε, Ο ύγκο, θα π α ς να βρεις τη μ ά ν α του να τον ζη τήσεις σε γ ά μ ο :» Π αρ αμ έν ο υ μ ε αρκετή ώ ρ α στο πρόσω πο του νεαρού σε γκρο πλαν, χ α μ ο γ ελ ά ει λίγο ενοχλημένος, κι έπειτα ξ εσ π ά σε γέλια. Σ τ ις γραμ μ ές, μ ες στο σ κ οτάδι κ α ι κ ά τ ω α π ό τη β ρ ο χ ή . αχ ού μ ε ένα σύντομ ο σφύριγμα. Η ρ ά γ α έχει μετακινη θεί. Οι τέσσερις άν δρες μ αζεύουν β ια σ τ ικ ά τ α σύνεργα, τα τακτο π οιούν σε σάκους, σκαρφ αλώ νουν σ το πρανές κ α ι χάνονται στο σ κ ο τ ά δ ι, π α ρ έ α μ ε έναν π έμ π το που κ ρ α το ύ σ ε τσίλιες' βλέπουμε α κ όμ η τις φ ω τεινές δέσμ ες να α π ο μ α κ ρ ύ ν ο ν τα ι στο δρόμο, μερι κ ές φ ω τεινές ριπ ές, κι ύ σ τερ α το π ρ ό σ ω π ο του νεαρού Γερμανού σε κ ο ν τιν ό π λάνο, ν α χ α μ ο γ ελ ά ει, να ασ τειεύ εται, να καπνίζει το τσ ιγ ά ρ ο του. Μ ες στη νύχτα, κ ά τ ω α π ό τη βροχή, οι πέντε άνδρες π ερ π α τ ο ύ ν μ ε γ ρ ή γ ορο β ή μ α σ τ ο δρόμ ο, ενώ δυναμώνει η βοή εν ός τρένου π ου π λη σιάζει. Η ίδ ια α υ τή β ο ή τρένου της εποχής εν ισ χ ύ ετα ι, κ α θ ώ ς επ ιστρέφ ου μ ε σ τ ο κ ο υ π έ μ ε του ς Γερμανούς σ τ ρ α τ ιώ τ ε ς , τις β ρ ο ν τερ ές φ ω νές τους, τ α γ έλ ια τους, και βλέ π ο υ μ ε τον Χ α ν ς κ α ι τον Ο ύγκο, π ου είναι κ αθισ μ έν οι αντικρι σ τ ά , σ α ν α π ο κ ο μ μ έ ν ο ι α π ό τ ο υ ς υ π όλ οιπ ο υ ς, ν α κ ο ιτά ζο ν τα ι, να χ α μ ο γ ελ ο ύ ν ο έν α ς σ τον ά λ λ ο λ ιγ ό τ ε ρ ο επ ιτη δ ευ μ έν α αυτή τη φ ορά, π ιο φ υσικά, π ιο αλ η θιν ά. Σ τ ο ν μ ικ ρ ό δ ρ ό μ ο π αράλ λ η λ α μ ε τις γ ρ α μ μ ές, οι π έν τε ά ν δ ρ ες β λ έπ ο υ ν τ ο τρένο να περνά με ο λ ό φ ω τ α τ α π α ρ ά θ υ ρ ά του , εν ώ μ ε ς στη ν ύ χ τα δ ια κ ρ ίν ο ν τα ι φι γ ού ρ ες π ερ α σ τ ικ ώ ν . Σ ε λ ίγ ο , ό λ ο τ ο τρέν ο έχ ει π ερ ά σ ει. Κ α ι τό τε α κ ο ύ μ ε έν α δ υ ν α τ ό σ τ ρ ίγ κ λ ισ μ α φ ρένων, ακ ολ ου θ ού ν α π α ν ω 88
Scanned by CamScanner
τις συγκρούσεις; π ά τ α γ ο ς α π ό σιδερικά, μ ια έκρηξη. Έ ν α κ α ι νούργιο φως, α υ τ ό της φ λόγας, α σ τρ ά φ τει στις π λ ά τες τω ν π έ ντε α ν δρώ ν π ου ξεκινούν π ά λ ι μ ες σ τ ο σ κ ο τ ά δ ι, κ ά τ ω α π ό τη δυνατή βροχ ή . Σκοτάδι στην οδό Ν τα γ κ έρ . Ο Τ ό μ ι, φορτωμένος με τον μ ε γ ά λο του σάκο, μ π α ίνει στο κτίριο, ανεβαίνει τις σκάλες ώ ς τον δεύτερο όροφο, ξεκλειδώνει μ ι α πόρτα, μπαίνει σε ένα μο ν ό χ ω ρο διαμέρισ μα όπου ό λα είναι σκοτεινά, πετάει το σάκο του στο π ά τ ω μ α , κ α ι τότε ανάβει ένα φως στο κομοδίνο: η Ε λ έ ν είναι μόνη τη ς στο κ ρ εβ ά τι, ξύπ νια.
— Μ α μ ά , μ ε είδες; ρ ω τά ει ο Τ ό μ ι, σε μ ε γ ά λ η έξαφη. — Ν α ι, σε είδα, Τ ό μ ι. Σ ε περίμενα, έτρεμα που σε περίμενα. Ο Τ ό μ ι κατευθύνεται γ ρ ή γ ο ρ α προς το κρεβάτι, κ α ι ξ α π λ ώ νει μ ε τ α ρ ο ύ χ α δ ίπ λ α σ τη μ η τ έ ρ α του.
— Β γ ά λ ε το υ λ ά χ ισ το ν τ α π α π ο ύ τ σ ια σου, α γ ά π η μ ο υ —του λέει εκείνη—, είναι μ ε ς σ τ η λ ά σ π η . Ο Τ ό μ ι β γ ά ζ ε ι τ α π α π ο ύ τ σ ια τον, τρυπώ νει κ ά τ ω α π ό την κουβέρτα, κ ο υ λ ο υ ρ ιά ζε τ α ι δ ίπ λ α σ τ η μ η τ έ ρ α του, τ η φ ιλάει, κ α ι μ ε το δ ά χ τ υ λ ο τ η ς χ α ϊδ εύ ει το μ ά γ ο υ λ ο .
— Μ ε είδες -φ ιθ υ ρ ίζ ε ι-, ό λ α π ή γ α ν κ α λ ά , ο Ρ ικ ά ρ ν τ ο μ ά ς κα θοδ ηγού σ ε, ή ξερ α ότι ήσουν μ α ζ ί μ ο υ . Ξ ή λ ω σ α δεκαπέντε τ ρ α βέρσες, το τρένο ε κ τ ρ ο χ ιά σ τ η κ ε . Ή τ α ν γ ε μ ά τ ο φ ρίτσηδες, π ό σοι ά ρ α γ ε ν α σ κ ο τ ώ θ η κ α ν ... Η Ε λ έ ν κ ο ιτ ά ζ ε ι τ ο γ ιο τ η ς π α ρ α τ ε τ α μ έ ν α .
— Έ κ α ν ε ς κ α λ ή δ ο υ λ ε ιά , το υ λ έει εν τέλει. Α λ λ ά τ ρ έ μ ω γ ια σένα, δεν θ έλ ω ν α φ εύ γεις, δεν θ έλω να σε χ ά σ ω , κ ι ίσ ω ς μ ι α μ έ ρ α να μ η γ υ ρ ίσ ε ις.
— Π ά ν τ α θ α γ υ ρ ίζ ω , μ η σε μ έ λ ε ι. Α κ ο υ μ π ά τ ο κ ε φ ά λ ι τ ο υ σ το ν ώ μ ο τ η ς , κ λ ε ίν ε ι τ α μ ά τ ι α , η 89 Scanned by CamScanner
Ελέν τού χαϊδεύει τα μ αλλιά, α π αλ ά , γ ια πολλή ώρα, ακόμη κι ότα ν αυ τός έχει αποκοιμηθεί.
Είναι άραγε πειστικές αυτές οι παράξενες σκηνές ανάμεσα στην Ελέν και τον Τόμι; Η Ελέν, γεμάτη μητρική αγάπη, παράφορη, να την προσφέρει στο γιο της σαν όπλο; Κι ο Τόμι, προκειμένου να εκτελέσει δεκάδες ανθρώπινα όντα, ν’ απαιτεί αυτή την αγά πη και τη συνενοχή τόσο άκαρδα, και να κουλουριάζεται πλάι στη μάνα του σαν φοβισμένο παιδάκι; Τις σκηνές αυτές τις αντέ γραψα, ακριβώς ή κατά προσέγγιση, από το βιβλίο της Ελέν, και γνωρίζω πως είναι αληθινές. Τέτοιου είδους σκηνές, ανάμε σα στη μητέρα και το γιο της, είναι που με παρέσυραν στην πε ριπέτεια τούτης της ταινίας. Αυτές της δίνουν νόημα. Μετά το πλήθος αντιστασιακών που έχουν παρελάσει -όλοι τους ήρωες, πατριώτες—, το πορτρέτο αυτό δεν θα είχε τίποτα να προσθέσει αν ο Τόμι δεν σκότωνε μ’ αυτό το αίσθημα απόλυτης ανοσίας, ανεξαρτήτως συνθηκών: την ανοσία που εξασφαλίζει η μητρική αγάπη. Ο εκτροχιασμός που περιγράφω στο σημείο αυτό έγινε τη νύχτα της 3ης προς 4η Αυγούστου 1943. Μια ανακοίνωση του επιτελείου των FTP τον περιγράφει με λεπτομέρειες, μεταξύ άλλων και την κατακλυσμιαία βροχή. Μ ες στο σκοτάδι της νύ χ τ α ς , η γ ύ ρω π ερ ιοχ ή ά σ τρα φ ε α π ό τις φλόγες που τύλιξαν τη μ η χ α ν ή του τρένου. Τ α β α γ ό ν ια συνετρίβησαν το ένα πάνω στο άλ λ ο. Ε κ α τ ο ν τ ά δ ε ς οι Γ ε ρ μ α ν ο ί νεκροί κ α ι τραυματίες, σύμφωνα μ ε τις δ ια σ τα υ ρ ω μ έν ες πληροφ ορίες μ α ς. Η αποχώ ρηση των συ ντρόφ ων έγ ινε μ ε α π ό λ υ τη τάξη, υ π ό τις οδη γίες του επικεφα λή ς τους. Ακολουθούν οι αριθμοί μητρώου των αγωνιστών που
συμμετείχαν στην επιχείρηση. Ο επικεφαλής ονομαζόταν Ίλντο Σταντσανι, επονομαζόμενος και «Ρικάρντο», με αριθμό μητρώου 90
Scanned by CamScanner
1 0 2 1 1 . Ιτ α λ ό ς κ ο μ μ ο υ ν ισ τή ς σα ρ ά ν τα τεσ σ ά ρ ω ν ε τ ώ ν , π α λ α ί μαχος του Ισ π α ν ικ ο ύ Ε μ φ υ λ ίο υ , ο ο π ο ίο ς, μ έχ ρ ι τ η σ τ ιγ μ ή που υ π οβ ιβ ά στη κε, ά γ ν ω σ τ ο γ ια π ο ιο λ ό γ ο , ή τα ν κ α θ ο δ η γ η τή ς σ το πεδίο τω ν επ ιχ ειρ ή σ εω ν . Α π ο χ ώ ρ η σ ε α π ό το υ ς F T P -M 0 1 πριν από το τέλ ο ς το υ 1 9 4 3 κ α ι επ έζη σ ε. Ε κ είν η τ η ν ύ χ τα , εκ τό ς α π ό τον Ρ ικά ρ ντο κα ι το ν Τ ό μ ι , π α ρ ό ν τες ή τα ν ο « Γ κ ά σ ο » , σα ρά ντα δύο ετώ ν , μ ε α ρ ιθμ ό μ η τρ ώ ο υ 1 0 2 8 2 , ο « Ζ α ν -Κ λ ο ν τ » , σ α ρ ά ν τα ο χ τώ ε τ ώ ν , μ ε α ριθμ ό μ η τρ ώ ο υ 1 0 1 9 9 , και ο « Α σ σ ό » , σ α ρ ά ν τα τριών ε τ ώ ν , μ ε α ρ ιθμ ό μ η τρ ώ ο υ 1 0 3 5 0 . Ό λ ο ι το υ ς κ ο μ μ ο υ ν ιστές. Υ π η ρ έτη σ α ν σ το α π ό σ π α σ μ α τ ω ν εκ τρ ο χ ια σ μ ώ ν γ ια π ο λ λούς μ ή νες, α λ λ ά δεν τα υ το π ο ιή θ η κ α ν α π ό κανέναν μ ε τ ά το ν π όλεμ ο, κα ι σ ή μ ερ α δεν γ ν ω ρ ίζο υ μ ε τ ίπ ο τ ε ά λ λ ο γ ι ’ α υ το ύ ς. Οι εκ α το ν τά δ ες Γ ερ μ α ν ο ί π ου σ κ ο τώ θ η κ α ν ή τ ρ α υ μ α τ ίσ τ η καν ήταν α δειο ύχο ι π ου επ έστρ εφ α ν γ ια λ ίγ ες μ έρ ες σ τη ν π α τ ρ ί δα τους, γ ια να διασκεδάσουν κ α ι να ξεχα στο ύ ν . Ο Τ ό μ ι γ ν ώ ρ ι ζε ότι είχαν κι α υ το ί μ η τέρ α , σύζυ γο, ίσ ω ς α κ ό μ η και π α ιδ ιά π ο υ τους π ερίμενα ν, κ ι ό τι, π α ρά τ η θέλησή τ ο υ ς, ή τα ν συνένοχοι σ το ναζιστικό εγ χ είρ η μ α . Ή θ ε λ α να τ ο το ν ίσ ω α υ τό . Ο Τ ό μ ι υ π έφ ε ρε τ ρ ο μ ε ρ ά σ κ ο τώ ν ο ν τα ς Γ ερ μ α ν ο ύ ς, ό π ω ς ισ χ υ ρ ίζετα ι η μ η τ έ ρα το υ , επ ειδ ή γ ν ώ ρ ιζ ε ό τι οι π ερ ισσότερ οι ή τα ν α θ ώ ο ι. Ό π ω ς α θώ οι ή τα ν κα ι τον Α π ρ ίλιο το υ 1 9 4 5 , σ το Β ερ ο λίν ο , οι λ ιλ ιπ ο ύ τειοι σ τ ρ α τ ιώ τ ε ς π ου έπ λ εα ν μ ες σ τις σ το λ ές τ ο υ ς , τη ν ώ ρ α π ου ένας ετο ιμ ό ρ ρ ο π ο ς Χ ίτ λ ε ρ , π ροσω ρινά α ν α ζω ο γ ο ν η μ έν ο ς μ ε μια ένεση γ λ υ κ ό ζη ς,* το υ ς π α σ π ά τ ευ ε το μ ά γ ο υ λ ο . Α θ ώ ο ς ή τα ν κι εκείνος ο ξα νθός, α μ ο ύ σ τα κ ο ς α ιχ μ ά λ ω τ ο ς σ τ ρ α τ ιώ τ η ς , τον Α ύγουστο το υ 1 9 4 4 , μ ε τη ν τ σ α λ α κ ω μ έν η σ το λ ή , π ου σ τ έ κ ε τ α ι α να μ α λλια σμ ένος, έτ ο ιμ ο ς να β ά λ ει τ α κ λ ά μ α τ α , μ π ρ ο σ τά σ το φακό τω ν Α μ ερ ικ α ν ώ ν οι οπ οίοι μ α γ ν η το σ κ ο π ο ύ σ α ν έ γ χ ρ ω μ η την τα π είν ω σ η τ ω ν η ττη μ έν ω ν κ α τ ά την α π ελ ευ θέρ ω σ η το υ Π α ρισιού. Π ιθανόν να είχ ε σ κ ο τ ώ σ ει Γ ά λ λ ο υ ς, α λ λ ά τ ο ύ τ η η έκ O O dlllltJU
uy
O d l I IOL.dl II I d
9ΐ
φράση φόβου με αναστατώνει όσο και το πρόσωπο του Τόμι, και θα ήθελα να μάθω περισσότερα γι’ αυτόν, για μια άλλη ται νία. Εκείνον είχα στο μυαλό μου όταν έπλαθα το χαρακτήρα του Χανς και το ειδύλλιο μεταξύ στρατιωτών, όπως συνέβαινε συ χνά στον γερμανικό στρατό, όπως συνέβαινε πάντα σε όλους τους στρατούς του κόσμου. Μόνο οι Θηβαίοι, όμως, με τον Ιερό Λό χο τους, είχαν την έμπνευση να μετατρέφουν αυτά τα ειδύλλια σε εργαλεία νίκης/ Τούτη η σκηνή στο τρένο είναι φευγαλέα, διαρκεί μόνο μερικά δευτερόλεπτα, αλλά εύχομαι να χαραχτεί στη μνήμη όλων. Γιατί σ' αυτήν ξόδεψα όση συμπόνια είχα να διαθέσω. Ξ η μ έρ ω μ α , β λ έπ ου μ ε σε π ροοπ τικ ή μ ια σιδηροδρομική γραμμή α π ό ύφος δυόμ ισι μέτρω ν. Δ ιακρίνουμε μ ια σιδηροτροχιά πον έχει μ ε τ α τ ο π ισ τ εί. Σ ιγ ά σιγά, ο ρυθμικός ήχος μ ιας ατμομηχα νής δυναμ ώ νει, η ατμ ομ η χ αν ή περνάει κ ά τ ω α π ό την κάμερα π ου α μ έσ ω ς βυθίζεται στον κ α π ν ό , στη συνέχεια μαντεύουμε το π ρ ώ τ ο β α γ ό ν ι, μ ε τ ά βλ έπ ουμ ε την ατμ ομ η χανή πεσμένη στο π λ άι. Α κ ολ ου θ εί τρομ ερός θόρυβος, κ α θ ώ ς το π ρώ το βαγόνι έχει μ ό λ ις σφ ηνω θεί στην πεσμένη ατμ ομ η χανή, που ακόμη τσουλ ά ε ι, σ α ν μεθυσμένη, στην άκρη της σιδηροδρομικής γραμμής. Ε ίν α ι μ έ ρ α , βρέχ ει, έν ας σ ιδη ροδρομ ικός υπάλληλος περπατάει κ α τ ά μ ή κ ο ς μ ια ς σιδη ροτρ οχ ιά ς, χ τ υ π ώ ν τ α ς τα κ τικ ά τις ράγες μ ε έν α σιδερέν ιο ρ α β δ ί. Γ υ ρ ίζει π ίσ ω να κ οιτά ξει, κι έπ ειτα στρί β ει π ρ ο ς το δ ά σ ο ς π ου εκ τείν ετα ι π α ρ ά λ λ η λ α π ρος τη γραμμή κ α ι χ ώ ν ε τ α ι α ν ά μ ε σ α σ τ α δέντρα. Π ο λ λ ο ί άνδρες είναι ξαπλω μ έν οι μ π ρ ο ύ μ υ τ α σ τ ο λ α σ π ω μ έν ο χ ώ μ α , ενώ τρεις α π ό αυτούς κ ρ α το ύ ν όπ λ α . « Ε γ ώ είμ αι, ο Κ ουντέρκ!» φωνάζει ο σιδηροδρο μ ικ ό ς. Οι άνδρες, γ ε μ ά τ ο ι λ ά σ π η , βρεγμ ένοι, αναμαλλιασμένοι, 92
scanned oy uam scanner
αξύριστοι, σ η κ ώ ν ο ν τα ι κ α ι τον περικυκλώ νουν. Α ν ά μ εσ α τους κι ο Τ όμι. Α ν α γ ν ω ρ ίζο υ μ ε επ ίσ η ς τον Φ ίνγκερτσβαϊγκ, τον επ ο νομαζόμενο « Μ ά ρ ιο ς» , κ α ι ά λ λ ο υ ς δύο άν δρες α π ό τον εκ τροχ ια σ μ ό της β ρ οχ ερ ή ς νύχτας, εν ώ β λ έπ ου μ ε γ ια π ρ ώ τη φ ορά ένα αγόρι συνομ ή λικο τ ο υ Τ ό μ ι, α δ ύ ν α τ ο , μ ε κ α σ τ α ν ά μ α λ λ ιά χ τ ε νισμένα π ρ ο ς τ α π ίσ ω κ α ι β ρ εγ μ έν ες τούφ ες να π ε τ ά γ ο ν τ α ι ο λ ό γυρα' φ οράει χ ο ν τ ρ ό μ π ε ζ π α ν ω φ ό ρ ι μ ε γούνινη επ ένδυση , σφιγ μένο στη μ έσ η μ ε ζώ νη. — Δ εν θα π ε ρ ά σ ε ι σ ή μ ερ α , λ έει ο υ π άλ λ η λ ος στην ο μ ά δ α π ου έχει σ υ γ κ εν τ ρ ω θ εί γ ύ ρ ω του . — Ν α π ά ρ ε ι, π ό τ ε θ α π ερ ά σ ε ι α υ τ ό τ ο τρένο! α ν α φ ω ν εί έν ας α π ό του ς ά ν δ ρ ε ς τ ο υ π ρ ώ τ ο υ εκ τ ρ ο χ ια σ μ ο ύ , μ ε έντονη ιτα λ ικ ή προφ ορά. — Δ ύ ο μ έ ρ ες τ ώ ρ α τ ο π ερ ιμ έν ο υ μ ε, λ έει ο Τ ό μ ι. Σ τ ρ έ φ ε τ α ι π ρ ο ς το ν ά ν δ ρ α μ ε την ιτα λ ικ ή π ρ ο φ ο ρ ά : — Ν α τ ο α φ ή σ ο υ μ ε. Ρ ικ ά ρ ν τ ο ; — Ό χ ι α κ ό μ η , θ ’ α π ο φ α σ ίσ ο υ μ ε α ύ ρ ιο , α π α ν τ ά εκείνος. — Θ α ξ α ν ά ρ θ ω τη ν ύ χ τα , λ έει ο σ ιδ η ρ ο δ ρ ο μ ικ ό ς. Σ φ ίγ γ ει τ α χ έρ ια τω ν ανδρώ ν τη ς ο μ ά δ α ς κα ι φεύγει α κ ο λουθώ ντας την ίδια δ ιαδ ρο μή. Οι άνδρες κά θ ο ν ται ξα ν ά μ έ σ α στη λ ά σ π η . Ο Τ ό μ ι είναι δί π λα στον νεαρό μ ε το μ π ε ζ πανω φ όρι. Α κο ύ γο νται κ α ι π ά λ ι τ α ρυθμικά ρ α β δ ίσ μ α τ α τον σιδηροδρομικού π ά ν ω στις ρά γες.
— Δ εν έχεις τ ίπ ο τ α να φ άμε, Μ α ρ σ έ λ ; ρ ω τά ει ο Τ ό μ ι. — Ε δ ώ και ώ ρα. — Ρ ο μ π έ ρ , έχεις τ ίπ ο τ α να φ άμε; ρ ω τά ει τότε ο Τ ό μ ι έναν άνδρα γ ύ ρ ω σ τ α σ α ρ ά ν τ α , μ ε δερμάτινο μπουφ άν, μ ο υ σ τά κ ι κ α ι μπερέ.
— Ό χ ι, θα π ρ έπ ει να β ρ ο ύ μ ε κανένα α γ ρ ό κ τ η μ α . Ε σ ύ τι λ ες, Ρ ικ ά ρ ν το ; 93 Scanned by CamScanner
— Λ ε ω π ω ς είν αι επ ικίνδυ νο. Α λ λ ά π ρέπ ει να γίνει. Ρομπέρ xoa M ap ιός. εμ π ρός. Κ α ι μ ε το π α ρ α μ ικ ρ ό π ρόβλη μ α; ρίχνετε. — Ο έν ας σ τον ά λ λ ο .... λέει χ α μ ο γ ελ ώ ν τ α ς ο Φ ίνγχερτσβαϊγκ σ τον ε π ο ν ο μ α ζ ό μ εν ο Ρ ο μ π έρ . Οι δ υ ο ά ν δ ρ ε ς σ η κ ώ ν ο ν τ α ι κ α ι χ ά ν ο ν τ α ι μ έ σ α σ το δά σ ο ς. — Γ α μ ώ τ ο . έχ ω β α ρ ε θ ε ί..., α ν α σ τ εν ά ζ ει ο Τ όμ ι εκνευρισμένος, ξ α π λ ώ ν ο ν τ α ς α ν ά σ κ ε λ α σ τη λ ά σ π η . Β λ έ π ο υ μ ε γ ια λ ίγ ο τ ο π ρ ό σ ω π ό του σε γ κ ρ ο π λ αν , βρώ μικο, εξα ν τλ η μ έν ο, μ ο υ σ κ ε μ έν ο α π ό τ ο φ ιλ όβ ροχ ο. — Μ α ρ σ έλ , έχ εις μ ά ν α ; ρ ω τ ά ε ι. — N a t. έχ ω μ ά ν α , που κ ρ ύ β ετα ι στην Α λφ ορτβίλ μ ε φεύτικα χ α ρ τ ιά , απαντά ο Β ά σ μ π ρ ο τ . Π η γ α ίν ω κ α ι τη β λ έπ ω κ ά θ ε τόσο. Εσύ; — Κ ι ε γ ώ έ χ ω μ ά ν α . Α ν α ρ ω τ ιέ μ α ι α ν μ ε β λ έπ ει τ ώ ρ α εδ ώ , ξ α π λ ω μ έ ν ο σ τ ις λ ά σ π ε ς , μ ο ύ σ κ ε μ α , π ειν α σ μ έν ο . Έ χ ε ι ή λιο , ένα τρένο που μεταφέρει ε μ π ο ρ εύ μ α τα εκτροχιάζετα ι, η α τ μ ο μ η χ α ν ή α ν α σ η κ ώ ν ετα ι κ α ι μ ε τ ά προσγειώ νεται στο π λ ά ι, ό π ω ς κ α ι τ α β α γ ό ν ια που, πέφ τοντας, κάνουν απίστευτο π ά τ α γ ο , ενώ ο λ έ β η τ α ς τ η ς μ η χ α ν ή ς εκρήγνυται. Τ ο τρένο, έπει τ α α π ό κ ά π ο ια ύ σ τ α τ α τ ρ α ν τ ά γ μ α τ α , τελικ ά ακινητοποιείται. Α π ό τ α σ τ ρ α π α τ σ α ρ ισ μ έν α β α γ ό ν ια , μ ε τις π ό ρτες που χάσκουν, κυλούν μ α κ ρ ιά ρ υ ά κ ια α π ό σ π ό ρο υ ς σταριού. Α κ ο ύ γ ο ν τ α ι κραυ γ ές κ α ι β ο γ κ η τ ά .
Τ ο 1 9 4 3 , από τον Α ύγουστο ώ ς τον Ο κτώ β ρ ιο , ο Τ ό μ ι συμμε τείχ ε σε εφτά εκτροχιασμούς τρένων που στέφθηκαν με επιτυχία, αν πιστέψ ουμε τις ανακοινώ σεις του επ ιτελείο υ τ ω ν FTP-M OI. Υπήρξαν και μερικές α π ο τυ χ ίες, κ α θ ώ ς και π ο λ λ ές ακόμη επιθέ σεις για τις οποίες η οργά νω ση δεν ανέλαβε επ ισ ή μ ω ς την ευθύ94
όπως η ανατίναξη σε κάποιο σταθμό —άγνωστο ποιον—ενός εμπορικού τρένου που ήταν φορτωμένο στάρι και είχε προορι νη,
σμό τη
Γερμανία, γεγονός το οποίο αναφέρει η Ελέν στα απο
μ νημ ονεύμ α τά Τ όμι και
της. Κυνηγημένοι από Γερμανούς στρατιώτες, ο
οι σύντροφοί του πρέπει να έτρεξαν εκείνη τη νύχτα
πέντε χιλιόμετρα χω ρίς να σταματήσουν. Ορισμένες απ1 αυτές τις επιχειρήσεις όιαρκούσαν κάμποσες μέρες, γιατί τα τρένα που επέλεγε ο Μ ποκτσόρ 0εν έρχονταν πάντα στην ώρα τους. Τ ο απόσπασμα τω ν εκτροχιασμώ ν συχνά ενημερωνόταν από Γ ά λ λους σιδηροδρομικούς υπαλλήλους. Τα ειδικά εφέ τα είχα εμπ ιστευτεί εν λευκώ στον Σ τιβ και την ομάδα του. Οι τρεις εκτροχιασμοί της ταινίας αποδίδονται χά ρη σ’ έναν συνδυασμό πραγμ ατικώ ν ατμομηχανών και βαγονιών της εποχής, μ α κετώ ν και ψηφιακών εικόνων. Τ ο α π οτέλε σμα είναι εντυπω σιακό, ακόμη κι αν δεν πετύχουμε ποτέ την αληθοφάνεια τη ς Μ ά χ η ς τω ν Σ ιδ η ρ ο δ ρ ό μ ω ν * του Ρ ενέ Κ λεμ ά , όπου, με τη συγκατάθεση τω ν Γα λλικώ ν Σιδηροδρόμων, το 1945, θυσιάστηκε ένα αληθινό τρένο. Ό χ ι τόσο με τις επιθέσεις στους δρόμους του Π αρισιού, που σπανίω ς αναπλάθονται στο σινεμά, όσο μ ’ αυτές τις σκηνές, που συνοδεύουν τους εκτροχιασμούς -μ ια σιδηροτροχιά που μ ετα το π ίζετα ι, η αναμονή στο δάσος-, έβλεπα να επιστρέφουν ξανά και ξανά οι εικόνες όλων εκείνων τω ν ταινιώ ν που εξυμνούν την Α ντίσταση και σημάδε ψαν τον γαλλικό κινηματογράφο μ ετά τον πόλεμο: Η Μ ά χ η τω ν Σιδηροδρόμω ν , Ι ε ρ ι χ ώ * * Ο σ τ ρ α τ ό ς τω ν σκιώ ν ...* * * Κ ι αισθα
νόμουν αμηχανία, φοβόμουν μην εγγρα φ ώ , μ ε τις ίδιες μου τις εικόνες, τις οπ οίες δεν μπορούσα ν’ α π α λ λ ά ξω από την εξιδανίκευση, σε μια χορεία συμ βα τικώ ν δημιουργώ ν. Γ ια ν’ αποφύγου με κάτι τέτοιο, ο Κ ρίστοφ ερ, ο διευθυντής φ ω τογραφ ίας, επ ε95
ξεργά στηκ ε υπομονετικά τους φωτισμούς του, ιδιαίτερα στις νυ χτερινές σκηνές, όπου, χάρη σ’ ένα καινούργιο φιλμ τής Kodak, ενισχύθηκαν οι σκοτεινές περιοχές κι αναδείχθηκαν όλες οι απο χρ ώ σ εις του γκ ρίζου, σ’ ένα περιβάλλον που έμοιαζε σκοτεινό, χω ρ ίς να είναι. Τ η λ ά σ π η ή τη βροχή δεν τις επινόησα, υπάρ χουν σ τα ν το κ ο υ μ έν τα , ούτε τα ρούχα, για τί περιγράφονται στις αναφορές τη ς α σ τυ νομ ία ς. Μ ε το ίδιο σκεπτικό φαντάστηκα το ειδύλλιο τω ν Γ ερμ α νώ ν σ τρα τιω τώ ν, την ανθρώπινη πλευρά του εχ θ ρ ο ύ , π ου σ π α ν ίω ς π ρ ο β ά λ λ ετα ι σε τέτοιου είδους ταινίες.
Η αμηχανία μου εκείνες τις μέρες, στα εξωτερικά γύρισμα* τα, οφειλόταν και στον τρόπο που έπαιζε ο Γκαμπριέλ. Μετά την αναχώρηση της Βίλμας, παρατεινόταν η παραπάνω κι από σκυθρωπή διάθεσή του, που λίγο-πολύ την είχα συνηθίσει. Πα ρατήρησα, όμως, ότι η ερμηνεία του γινόταν πλέον ακραία. Παίζοντας τον Τόμι την ώρα της ένοπλης δράσης, ο Γκαμπριέλ έπαιρνε πιο στρυφνές εκφράσεις, έκανε πιο βίαιες κινήσεις, ο τό νος της φωνής του ήταν επιθετικότερος, και χρειαζόταν να επι στρατεύω όλη μου τη διπλωματία προκειμένου να τον πείθω, σε κάθε λήψη, να αμβλύνει αυτή την παραφορά. Εκείνος υποχω ρούσε με μισή καρδιά, χάναμε χρόνο σε ατέρμονες συζητήσεις για λεπτομέρειες, τον τρόπο που θα έπιανε το γαλλικό κλειδί, κάποιο βλέμμα του, το ρυθμό του λόγου του. Η αμηχανία μου οφειλόταν στο ότι, μέχρι εκείνη τη στιγμή, με είχε συνηθίσει σε τέτοια ερμηνευτική ακρίβεια - η οποία έδειχνε τόσο αυθόρμητη ώ σ τε έκανε ακόμη μεγαλύτερη εντύπωση- που αναρωτιόμουν μήπως είχε δίκιο. Μ ήπω ς ο αχαλίνωτος Τόμι, τον οποίο από ένστικτο υποδυόταν, πάνω σ’ αυτές τις ράγες, σ’ αυτούς τους σι δηροδρομικούς σταθμούς, ήταν ο σωστός; Από τότε άρχισα να συνειδητοποιώ ότι ο Τ όμ ι που ήθελα να δω στην οθόνη ήταν αυ τός που είχα φανταστεί και όχι ο Τόμι που κάποιος άλλος είχε 96 Scanned by CamScanner
δημιουργήσει, ούτε απαραίτητα ο αληθινός Τόμ ι. Από τη μια αμφισβητούσα την εγκυρότητα της δικής μου αναπαράστασης, από την άλλη αμφισβητούσα τα παράξενα χαρίσματα του Γκαμπριέλ, κι ανάμεσα μας εγκαταστάθηκε μεγαλύτερη ένταση. Για να την εκτονώ σω , υποχώ ρησα σε κάποια πλάνα. Κ ι έτσι ο Τόμι ξέφυγε από τον έλεγχό μου. Αυτός που βλέπουμε να ξεσπάει με αγριότητα σ’ ένα μπουλόνι, για παράδειγμα, δεν είναι εκείνος που εγώ είχα φανταστεί. 0 Νικολά, που παίζει τον «Μ α ρ σ έλ», κατά κόσμον Βολφ Β ά σμπροτ, δεν μου προκά λεσε π ο τέ τέτοια προβλήματα. Είναι ένα απλό αγόρι, ό π ω ς ήταν κι ο μαθητευόμενος μηχανικός που γεν νήθηκε στις 3 Μ αρτίου 1 9 2 5 στο Κράσνικ της Πολωνίας xat μπήκε στα δεκαεφ τά του χρόνια στους FTP, αφού άφησε το Σ χ ο λείο Εργασίας, σχολή μαθητείας για νεαρούς Εβραίους, στην οδό ντε Ροτιέρ στο Π αρίσι. Δεν ξέρουμε και πολλά για τη δράση του στην Α ντίσταση πριν π ροσχω ρ ήσει στο απόσπασμα τω ν εκτροχιασμών, τον Ιούλιο του 1 9 4 3 . Μ έχρ ι εκείνη τη μέρα, ήταν μ έ λος του Δ εύτερου Α π ο σ π ά σ μ α το ς και έλαβε μέρος, ό π ω ς φαίνε ται, σε π ο λλές επ ιθ έσ εις, από τις οποίες μόνο μία γνωρίζουμε, κι αυτή με επιφ υλά ξεις: σ τις 3 Ιανουάριου συμ μ ετείχε μάλλον σε κάποια ομάδα μ ε επ ικεφ α λή ς τον Ρ ά ιμ α ν , η οποία π έτα ξε δύο βόμβες σ ’ ένα γερ μ α ν ικ ό α π ό σ π α σ μ α σ τη λεω φ όρο Λ οβαντάλ, στο Π αρίσι, σ κ ο τώ ν ο ν τα ς π ο λλ ο ύ ς.
Εμείς κ ιν η μ α τ ο γ ρ α φ ο ύ σ α μ ε τ ο φ ό βο , τ ο θά ρ ρ ο ς, τ ο θ ά ν α το , α λ λά ο Ν ικ ο λά κι ο Ζ ο ν α τ ά ν , π ο υ δεν είχα ν κ λείσει τ α είκοσι, έκα ναν π λ ά κ α α ν ά μ ε σ α σ τις λήψ εις σαν ν α μην έτρ εχ ε τ ίπ ο τ α . Τ ο ίδιο κι ο Μ α τ ι έ , π ο υ υ π ο δ υ ό τ α ν τ ο ν Λ α ζ μ π Γ κ ό λ ν τ μ π ε ρ γ κ , τον επ ονομ α ζόμ ενο « Ζ υ λ ι έ ν » , ο ο π ο ίο ς ε ίχ ε γ εν ν η θ εί στις 1 4 Φ ε97
Scanned by CamScanner
βρουαρίου 1924 στο Λ οτζ της Π ολωνίας και είχε μεγαλώσει στην Μ πελβίλ' γιος ράφτη, επίσης ορφανός μετά τις συλλήψεις του Χειμερινού Ποδηλατοδρομίου, επίσης παλιό μέλος του Δεύ τερου Α ποσπάσματος, είχε μετακινηθεί στους εκτροχιασμούς. Ό ταν πέρασε ο π ρώ τος καιρός και η έκπληξη της ανάγνωσης του σεναρίου, αυτά τ ’ αγόρια -α ν τίθ ετα από τον Γκαμπριέλ, που είχε απαρνηθεί το παρόν, τα πατίνια του, το στυλ του, τις εξόδους του—δεν αποχωρίζονταν στιγμ ή το λά π τοπ ή το iPod τους, και φτερούγιζαν χαρούμενα από τον έναν περισπασμό της ξένοια στης νιότης τους στον άλλο. Π ά ν ω στο γύρισμα, όταν η δική μου παρατεταμένη κατάδυση στον κόσμο του Τ όμ ι κορυφωνόταν με την ανάπλαση αυτού του κόσμου, η αποκαρδιωτική αντί φαση μ ’ εμπόδιζε να τ ' α γα π ή σ ω πρα γμ α τικά . Π ώ ς μπορούσαν να υποδύονται νεαρούς Εβραίους που πολεμούσαν το ναζισμό, βέβαιοι σχεδόν ότι θα πεθάνουν, και να τους απασχολεί μόνο το π ώ ς θα οργανώσουν το επόμενο πάρτι ή το πού θα πάνε διακο π ές τον Α ύγουστο; Πολύ αργότερα αναγκάστηκα να παραδεχτώ ότι ο Β ά σμ π ρ οτ, ο Φ ίν γ κερ τσ β α ϊγκ και ο Γκόλντμπεργκ είχαν α γ ω ν ισ τεί γ ι’ αυτό α κριβώ ς, το ύ τη την ελαφρότητα που θα πρέ πει να ονειρεύονταν, την ελευθερία τη ς επιπολαιότητας, τη χα ρά τη ς ματαιοδοξίας. Ε κείν η τη σ τιγ μ ή , ό μ ω ς, όχι, μου ήταν δύ σκολο. Μ όνο ο Γκ α μ π ρ ιέλ μού φαινόταν αντάξιος του ρόλου του, παρά τις υπερβολές. Μ όνο α υ τό ς μ ε συνόδευε στο νοσταλγικό μου τα ξίδι σε μια επ ο χ ή μ εγ α λείο υ κα ι έντα σης, στον αντίποδα του ανώδυνου, κενού π α ρόντος. Ο Γ κ α μ π ρ ιέλ δεν μου ήταν α π λ ώ ς α π α ρ α ίτη το ς ω ς η θ ο π ο ιό ς; η π α ρουσία του και μόνο ήταν για μένα η άγκυρα στο όνειρο όπ ου ή θελα να κρυφ τώ . Ορισμένες φορές, μ ε διάφορες δ ικ α ιο λ ο γ ίες, ζη το ύ σ α να βρίσκεται εκεί, ακόμη κι αν δεν εμφ ανιζόταν σε κ α μ ία σκηνή. Δ εν τον ξεγελού σα, α λλά εκείνος δεχότα ν να μ είν ει σ το πλευρό μου, υπομονετι98
κός, σιω πηλός. Λ ες και, νιώθοντας ότι συρρίκνωνα τον Τ ό μ ι -και παρόλο που με απεχθανόταν γ ι’ αυτό, μερικές φορές—, ήθε λε με την παρουσία του να μ ’ ενθαρρύνει, να μου μ ετα δ ώ σ ει τη δύναμη και την αλήθεια του. Διέκρινα στη συμπεριφορά του τα σημάδια μιας προσκόλλησης στο π ρ ό σω π ό μου —ασυνείδητης, ακούσιας-, το δέσιμο ενός εφήβου μ ε τον π α τέρ α το υ. Η συνέ χεια μου απέδειξε π ω ς δεν έκανα λάθος. Υ π έφ ερ ε, έκρυβε μ υ σ τι κά, παρασυρόταν σε υπερβολές, έφτανε στο σημείο ν’ απορρίπτει ό,τι συμβόλιζα σ τα μ ά τια το υ , α λλά έτσι με συγκινούσε κ ά θε μ έ ρα και πιο πολύ. Ώ σ π ο υ , ένα π ρ ω ί, μου φάνηκε π ια ανώ φ ελο ν’ αντιστέκομαι στην τρυφ ερότητα —τ ό τ ε η λέξη μού φαινόταν α κό μη κ α τά λ λ η λ η - που ένιω θα γ ι’ αυτόν. 0 Τ ό μ ι, μ ε μ π λ ε σ κ ο ύ ρ ο τ σ ό χ ιν ο κ α π έ λ ο , π α ν ω φ ό ρ ι σ τ ο ίδ ιο χ ρώ μ α, γκρι π α ν τελ ό ν ι κ α ι μ α ύ ρ α π α π ο ύ τ σ ια , π ε ρ π α τ ά ε ι στη ν οδό Μ ου φ τάρ, π α ρ έ α μ ε το ν « Ρ ο μ π έρ » , κ α τ ά κ ό σ μ ο ν Έ μ ε ρ ικ Γκλατζ, που φ οράει μ π ερ έ, μ π ου φ ά ν κ α ι μ π λ ε π α ν τελ ό ν ι α π ό χοντρό ύ φ α σ μ α . Ο φ α κ ό ς το ύ ς α κ ο λ ο υ θ εί σ τ ο δ ρ ό μ ο , το υ ς β λ έ π ου μ ε π ι α μ ό ν ο α π ό π ί σ ω , δ ε ν τ ο υ ς α χ ο ύ μ ε α λ λ ά τ ο υ ς β λ έ π ο υ μ ε που σ υ ν ο μ ιλ ο ύ ν . Α κ ο ύ μ ε τ η ν α ν ά σ α ε ν ό ς ά ν δ ρ α κ α ι τ ο ν η χ ο τ ω ν βη μ άτω ν του, π ολ ύ κ ο ν τ ά , εν ώ ο Τ ό μ ι κ ι ο Ρ ο μ π έ ρ φ τάν ου ν στη ν π λ α τ ε ία Κ ο ν τ ρ ε σ κ ά ρ π κ α ι σ υ ν ε χ ίζ ο υ ν τ η ν π ο ρ ε ί α τ ο υ ς , κ α τ η φ ο ρ ίζ ο ν τ α ς τ ώ ρ α τ η ν ο δ ό Ν τ ε κ ά ρ τ . Σ τ ο κ ά δ ρ ο , σ ε π ρ ώ τ ο π λ ά ν ο , εμ φ α ν ίζ ετ α ι έ ν α χ έ ρ ι π ο υ κ ρ α τ ά ε ι μ ο λ ύ β ι κ α ι μ ο υ ν τ ζ ο υ ρ ώ ν ε ι β ι α σ τ ικ ά μ ε ρ ικ έ ς λ έ ξ ε ι ς σ ε έ ν α σ η μ ε ι ω μ α τ ά ρ ι ο .
Α υτή η σ κ η νή ε κ τ υ λ ίχ θ η κ ε σ τ ις 2 2 Σ ε π τ ε μ β ρ ί ο υ 1 9 4 3 , σ τ ις δ ύ ο το μ εσ η μ έρ ι. Ε κ ε ίν η τ η μ έ ρ α οι α ρ χ ιφ ύ λ α κ ες τ η ς Υ π η ρ ε σ ία ς Π ληροφ οριώ ν Α ν τ ρ έ κ α ι Λ α β ο υ α ν ιά σ υ ν ά ν τ η σ α ν γ ι α π ρ ώ τ η φ ο ρά τον Τ ό μ ι . Ή τ α ν ν τ υ μ έ ν ο ς έ τ σ ι, μ 5 α υ τ ό ν α κ ρ ιβ ώ ς τ ο ν τ ρ ό π ο , 99
Scanned by CamScanner
σαν Π αριζιάνος α σ τό ς. Θ α ξα ν α δ ο ύμ ε κι α ργότερα αυτό το παλ τό . Σ τ ις σ η μ ειώ σ εις το υ ς, οι α ρ χιφ ύ λα κ ες θα τον αποκαλούσαν στο εξής « Μ ο υ φ τά ρ » . Ο Γ κ λ α τ ζ , ο ο π ο ίο ς τον συνόδευε εκείνη τη μέρα, ήταν Ο ύ γ γ ρ ο ς κ ο μ μ ο υ ν ισ τή ς, γεννημένος το 1902 στη Β ο υ δ α π έσ τη , μ η χα ν ικ ό ς, ε γ κ α τ ε σ τ η μ έν ο ς σ τη Γαλλία από το 1937, που είχε κ α τ α τ α γ εί ω ς ξένος εθελον τή ς στον γαλλικό στρα τό το 1 9 3 9 . Ό π ω ς και ο Τ ό μ ι —μ ε τον οπ οίο σίγουρα θα αντάλ λα σσε μερικές λ έξεις σ τα ο υ γ γ ρ ικ ά —, ή τα ν μέλος του Πρώτου Α π ο σπ ά σ μ α το ς, προτού μ ετα κινη θεί στους εκτροχιασμούς, όπου είχε εξελιχθεί σε βασικό υπεύθυνο. Οι αστυνομικοί ξαναείδαν τον Τ ό μ ι τρ εις εβδομάδες αργότε ρα, χ ω ρ ίς ό μ ω ς να τον α να γνω ρίσουν, π α ρέα με τον Μποκτσόρ, στην οδό Κ λ ο β ίς, κι αυτή τη φορά, σ τις σ η μ ειώ σ εις της αστυνο μ ία ς, ο Τ ό μ ι εμφ ανίζεται μ ε τ ’ όνομα « Κ λ ο β ίς » . Η παρακολού θηση του α π ο σ π ά σ μ α το ς τω ν εκ τρ ο χ ια σ μ ώ ν είχε ξεκινήσει στις 8 Σ επ τεμ β ρ ίο υ , όταν οι α στυνομ ικοί αποφάσισαν ν’ ακολουθή σουν τον Λ α ζμ π Γ κ ό λ ν τμ π ερ γ κ , έχ ο ν τα ς εντοπίσει το σπίτι του από τις 3 0 Ιουλίου, πιθανόν κ α τό π ιν κα τα γ γελία ς. Ο Γκόλ ν τμ π ερ γκ , άθελά το υ, ο δ ή γη σ ε το υ ς αστυνομικούς πρώτα στον Φ ίν γ κ ερ τσ β α ϊγ κ , έπ ειτα στον Γ κ λ α τ ζ , κα ι, τέλο ς, σε δυο άλλα μέλη τη ς ομάδας, τον Γιό ν α ς Γ κ εν το ύ λ ν τιχ ή « Ζ α ν » , Πολωνοεβραίο και βετεράνο τω ν Δ ιεθν ώ ν Τ α ξια ρ χ ιώ ν , γεννημένο το 1 9 1 8 , και τον Β ιλυ Σ α π ίρ ο ή « Μ ο ρ ίς » , επ ίσης Πολωνοεβραίο, γεννημένο το 1 9 1 0 , και εγ κ α τεσ τη μ έν ο σ τη Γα λλία -μ ετά την Π α λα ιστίνη και την Α υστρία— απ ό το 1 9 3 8 . Τ ο υ ς παρακολού θησαν, μ ε τ η σειρά το υ ς, κι α υτούς, κα ι η αστυνομία ύφαινε υπο μονετικά τον ιστό τη ς. Σ τ ις 2 0 Σ επ τεμ β ρ ίο υ ο Γ κ λ α τζ οδήγησε τον Α ντρέ και τον Λ αβουανιά στον Μ π ο κ τσ ό ρ , τον επικεφαλής του αποσπάσματος, και μ ε τον ίδιο τρόπ ο, στις 2 2 του μήνα, στον Τ ό μ ι. Τ η ν επομένη, ο Τ ό μ ι, π η γα ίνοντα ς να συναντήσει τον ιο ο :scanneq υν uam ^canner
Μποκτσόρ κα ι τον Βάσμπροτ στην π λατεία Π ο λ -Π εν λ εβ έ, στις πέντε το απόγευμα, επέτρεψε στους αχώριστους Αντρέ κ α ι Λ α βουανιά να εντοπίσουν το νεότερο μέλος της ομάδας. Σ τ ις 24, παρακολουθώντας τον Μ π οκτσ όρ, η αστυνομία κατόρθωσε ν’ ανακαλύψει το σπ ίτι του Μ α νο υσ ιά ν —γ ια τον οποίο δεν γνώ ρι ζε ακόμη πως ή τα ν ο σ τρατιω τικός υπεύθυνος τω ν F T P -M O I του Παρισιού— στην οδό Π λ εζά ν ς, στο 14ο διαμέρισμα. Σ τ ις 2 8 , ο Μανουσιάν έφερε μ α ζ ί του τους Α ν τρ έ κ α ι Λ α β ουα νιά στο Μ ε ριέλ, στην περιοχή Ο υ ά ζ, όπου ο σ τρατιω τικός υπεύθυνος επι σκεπτόταν κάθε βδομάδα τον αμέσως ανώτερο του, τον Γιόζεφ Έπσταϊν, υπεύθυνο γ ια τους F T P του Ιλ -ν τε-Φ ρ α ν ς .* Η αράχνη έπλεκε τον ιστό της με σ ατανική δεξιοτεχνια, δίχως βιασύνη, θυσιάζοντας κάποιες παρακολουθήσεις που θα την ξεσκέπαζαν* άφηνε τα θη ρ ά μ α τά της φ αινομενικά ελεύθερα, γ ια να τ α τσ ακώ σει στο τέλος ένα ένα.
Στο εξής, μια μαύρη σκιά θ’ ακολουθούσε σταθερά τον ανυ ποψίαστο Τόμι. Δεν τον άφηνε σε ησυχία, αλλά εκείνος δεν την έβλεπε. Μια σκιά τρομακτική: ήταν ο θάνατος ξοπίσω του. Η μόνιμη αυτή απειλή προκαλούσε μια νέα ένταση, ένα σασπένς που ο Ζυλιάν θα έπρεπε, φυσικά, να το επενδύσει μουσικά. Ή θ ε λα να κάνει το θεατή να ταλαντεύεται ανάμεσα στο φόβο ή, για να το πούμε διαφορετικά, ανάμεσα σε μια τελευταία αχτίδα ελ πίδας και την παραίτηση μπροστά στο προαναγγελθέν τέλος. Τ ο πέτυχε με τούτο τον απλό βόμβο, βαθύ και μελωδικό, στο ρυθμό μιας καρδιάς που χτυπά. Είχα διαβάσει όλα τα βιβλία, γνώριζα την ιστορία ώ ς το τέλος, είχα γράψει το σενάριο και, παρ’ όλα αυτά —ακόμη και παρά την ευθύνη της ταινίας, που μ ε ανάγκαζε ν’ αφιερώσω χρόνο σ’ ένα σωρό λεπτομέρειες του σήμερα—, θα προτιμούσα να σβήσω αυτή ΙΟΙ
Scanned by CamScanner
τ*τ\ μ α ό ρ τ χ σ χ ν ά . Υ Λ χ α
το» Ύ
ο \λλ,
χ α ν όχν. χαπο\.ο»
ε ν \χερε\. - μ α ν α μ ε α π α Χ Κ & ςεν α π ό τ ο ^ ά ρ ο ς ττ\ς δραρ.αν\χότχ\τ α ς ' ν ά ό μ ο ^ ς π ο ο ον δ ο ν ά μ ε ν ς τ ο ν χ α χ ο ό π ο ν ανάσαν» αν πάννΛ c*.πο τ ο ν \επα,τον Υ χ α μ π ρ ε έ Χ ν α π ε ρ π α τ ά ε ι ό π ω ς σ ίγ ο υ ρ α 6 α περπατούσε ο Toy*, μ ’ ε ν α ν ά ν δ ρ α μ ε σ κ ο ύ ρ ο κ ο σ τ ο ύ μ ι ν α τ ο ν ακολουθεί, και, ετσί. ό π ω ς μ π ε ρ δ ε ύ ο ν τ α ν τ α δ ύ ο α -γ ό ρ ια , σκύφ τηκα έντρομος πως χ \ ο Υ χ α μ π ρ ι ε λ μ π ο ρ ε ί ε π ίσ η ς ν α π έ θ α ιν ε .
Βλέπουμε α π ό π ίσ ω δύ ο ά ν δ ρ ες μ ε μ π λ ε φ όρμες ερ γ α σ ία ς, α κ ο υ μπισμένους σ τ α α ρ ν ο υ β ό κ ά γ κ ε λ α το υ μ ε τ ρ ά Τ α μ π λ . Σ ε δ εύ τε ρο πλάνο, α π έ ν α ν τ ι το υ ς, οι μ α ύ ρ ε ς π ο λ υ κ α τ ο ικ ίες τη ς ο δ ο ύ Τ ουρμ πιγκό, κ α ι σ τ η μ έ σ η ο α ρ ιθ μ ό ς 85. Π ερνούν κ ά π ο ιο ι π ο δηλάτες, κ ι έ π ε ι τ α έ ν α S im c a 5. Η α ν ο ιχ τ ό χ ρ ω μ η ξύλινη π ό ρ τ α του α ρ ιθ μ ο ύ 8 5 α ν ο ίγ ε ι, κ α ι κ ά π ο ι ο ς β γ α ίν ει α π ό τ ο κ τ ί ρ ι ο ' α ν α γνω ρίζουμε το ν Γ ιό ζ ε φ Μ π ο κ τ σ ό ρ , π ο υ κ α τ εν θ ύ ν ετ α ι α ρ ισ τ ε ρ ά , προς την ο δ ό Τ ο υ ρ μ π ιγ κ ό . Ο έ ν α ς α π ό τ ο υ ς δύ ο ά ν δ ρ ες μ ε τ ις φόρμες ε ρ γ α σ ία ς κ ο ιτ ά ζ ε ι τ ο ρ ο λ ό ι τ ο υ κ α ι γ ρ άφ ει κ ά τ ι σ ’ έν α ση μ ε ιω μ α τ ά ρ ιο . Α ν τ ιλ α μ β α ν ό μ α σ τ ε ό τ ι ε ίν α ι α σ τ υ ν ο μ ι κ ο ί Α ρ χ ί ζουν ν α α κ ο λ ο υ θ ο ύ ν τ ο ν Μ π ο κ τ σ ό ρ , μ ό λ ις εκ είν ο ς π ρ ο σ π ε ρ ν ά ε ι το μ ε τ ρ ά . Φ τ ά ν ει σ τ η ν π λ α τ ε ί α Ρ ε π υ μ π λ ίκ , κ α τ ε β α ίν ε ι τ α σ κ α λ ιά του μ έ τ ρ ο , δ ια σ χ ίζ ε ι τ ο υ ς δ ια δ ρ ό μ ο υ ς , π ερ ιμ έν ει π ρ ώ τ α στη ν ουρά ν α τ ο υ α κ ν ρ ώ σ ο υ ν τ ο ε ισ ιτ ή ρ ιο , κ α ι έ π ε ιτ α , μ α ζ ί μ ε δ ε κ ά δες ά λ λ ο υ ς ε π ι β ά τ ε ς , σ τ έ κ ε τ α ι σ τ η ν α π ο β ά θ ρ α μ ε κ α τ εύ θ υ ν σ η την Π λ α ς ν τ Ι τ α λ ί Ο ι δ ύ ο φ ε υ τ ο - ε ρ γ ά τ ε ς β ρ ίσ κ ο ν τ α ι σ ε α π ό σταση μ ε ρ ικ ώ ν μ έ τ ρ ω ν κ α ι τ ο ν α κ ο λ ο υ θ ο ύ ν μ έ σ α σ τ ο π ρ ά σ ιν ο β αγ όν ι. Ο Μ π ο κ τ σ ό ρ β γ α ίν ε ι σ τ ο σ τ α θ μ ό Π ο ρ τ ν τ ’ Ι β ρ ί κ α ι , έχ ο ν τα ς
π ά ν τ α π ίσ ω το υ τ ο υ ς δ ύ ο ά ν δ ρ ε ς, π α ίρ ν ε ι το μ π ο ν λ β ά ρ Μ α σ ε ν ά . 103
(
Σ τη γ ω ν ία μ ε την ο δ ό Π ά τ ε , τον περιμ ένει ο Ίλντο Σταντσάνι ή «Ρ ιχ ά ρ ν τ ο ». π ου φ οράει μ π λ ε υ φ α σ μ ά τιν ο σ α κ ά κ ι. χ α κ ί navuλόνι κ α ι χ ο ν τρ ές αρβόλ ες. Οι δυο ά ν δ ρ ες δίνουν τ α χέρια; μ ερ ικ ά β ή μ α τ α κ α ι μ π α ίν ο υ ν σ' έν α κ α φ έ,. Oc
αστυνομικοί
στή νονται σ το α π έν α ν τ ι π εζ ο δ ρ ό μ ιο . Κ ά π ο ι α οχ ή μ ατα κυκλο φορούν σ τ ο δ ρ ό μ ο . π ο δ ή λ α τ α , π ο δ ή λ α τ α - τ α ξ ί. π α λ ιά αυτοκίνη τ α , κ α ι σ τ α π ε ζ ο δ ρ ό μ ια υ π ά ρ χ ο υ ν π ο λ λ ά π α ιδ ιά που παίζουν. Οι δυ ο α σ τ υ ν ο μ ικ ο ί α κ ο λ ο υ θ ο ύ ν π λ έον τον Σ ταντσάνι, που μ ό λ ις β γ ή κ ε α π ό το κ α φ έ ’ Β α δ ίζ ε ι σ τ ο μ π ο υ λ β ά ρ Μ ασενά, στην α ν τίθ ετη κ α τεύ θ υ ν σ η α π ό το ν Μ π ο κ τ σ ό ρ , κ α ι παίρνει τη λεω φ όρο Σ ο υ α ζ ί. Τ ον β λ έ π ο υ μ ε να μ π α ίν ε ι σε μ ια φτωχική τριώρο φη π ο λ υ κ α τ ο ικ ία . σ τ ο ν α ρ ιθ μ ό 41. Οι α σ τ υ ν ο μ ικ ο ί στήνονται σ τ ο α π έ ν α ν τ ι π ε ζ ο δ ρ ό μ ιο . σ ε α π ό σ τ α σ η μ ερ ικ ώ ν μέτρω ν μεταξύ τ ο υ ς ' ο έν α ς κ ά θ ε τ α ι σε έ ν α π α γ κ ά κ ι κ α ι γράφ ει μερικές λέξεις σ τ ο σ η μ ε ιω μ α τ ά ρ ιό του , ο ά λ λ ο ς π η γ α ίν ε ι α π ό μ α γ α ζ ί σε μαγα ζί. κ ο ιτ ά ζ ο ν τ α ς δή θεν τ ις β ιτ ρ ίν ε ς . Ο Σ τ α ν τ σ ά ν ι β γ α ίν ε ι α π ό τη ν π ο λ υ κ α τ ο ικ ία κ ρατώ ντας ένα φ ά θ ιν ο κ α λ ά θ ι. Οι δ ύ ο ά ν δ ρ ε ς τ ο ν α κ ο λ ο υ θ ο ύ ν σ τ ο μ ετράΠ ορτν τ ε - Σ ο υ α ζ ί Σ υ ν εχ ίζ ο υ ν ν α τ ο ν α κ ο λ ο υ θ ο ύ ν κ α ι ό τα ν μπαίνει σ τ ο ν π ρ ο θ ά λ α μ ο τ ο υ Γ κ α ρ ν τε λ * Ε σ τ , π ά ν τ α μ ε το καλάθι του σ τ ο χ έ ρ ι, κ α ι π ά ε ι ν α κ α θ ίσ ε ι σ ε έ ν α π α γ κ ά κ ι. Μ έ σ α στην αίθου σ α ε μ φ α ν ίζ ε τ α ι π ρ ώ τ α ο Μ π ο κ τ σ ό ρ , κ ι έ π ε ιτ α , μ ε τη σειρά, ο Γ κ ό λ ν τ μ π ε ρ γ κ , ο Γ κ ε ν τ ο ύ λ ν τ ιχ , ο Φ ίν γ κ ε ρ τ σ β α ϊγ κ , ο Τόμι, ο Β ά σ μ π ρ ο τ . Ο Γ κ ό λ ν τ μ π ε ρ γ κ κ ι ο Τ ό μ ι έχ ο υ ν σ α κ ίδ ια στην πλά τη, ε ν ώ ο ι ά λ λ ο ι τ ρ ε ις ν ε α ρ ο ί τ σ ά ν τ ε ς π ε ρ α σ μ έ ν ε ς χ ια σ τ ί. Έ χο ν τ α ς φ τ ά σ ε ι χ ω ρ ι σ τ ά , α ν α ζ η τ ο ύ ν ο έ ν α ς τ ο ν ά λ λ ο , κ ι ύστερα συ γ κ ε ν τ ρ ώ ν ο ν τ α ι μ π ρ ο σ τ ά σ τ ο π α γ κ ά κ ι , ό π ο υ ο Μ π ο κ τ σ ό ρ έχει π ά ρ ε ι θέσ η δ ί π λ α σ τ ο ν Σ τ α ν τ σ ά ν ι . Έ π ε ι τ α α π ό μ ι α σύντομη μυ σ τ ικ ή σ υ ν εν ν ό η σ η , β λ έ π ο υ μ ε τ ο ν Σ τ α ν τ σ ά ν ι ν α β γ ά ζ ε ι δύο πα κ έ τ α α π ό τ ο κ α λ ά θ ι τ ο υ κ α ι ν α δ ίν ει τ ο έ ν α σ τ ο ν Γ κεντούλντιχ χσι 104 ■ ■ ■W
V I
J
rο άλ λ ο σ τον Γ κ ό λ ν τ μ π ε ρ γ κ . Ο τελ ευ τα ίο ς , μ α ζ ί μ ε τον Φ ίνγ κ ερτσ β αϊγ κ , έχ ο ν τ α ς π ίσ ω το υ ς, σεχά π οια απόστασή, τον Τ ό μι xat τον Γ κ εν τ ο ύ λ ν τ ιχ , αποχόπτονταί από την ο μ ά δ α , π ρ ο χωρούν π ρ ο ς έν α σ τ α θ μ ε υ μ έν ο τρ έν ο μ ε π ρ ο ο ρ ισ μ ό την Τ ρ ο υ ά * κι ανεβαίνουν, χ ω ρ ισ τ ά , σε δυο διαρορετιχά β α γ ό ν ια . Οι δύο α σ τυ ν ομ ικ οί μ π α ίν ο υ ν σ ε έν α τ ρ ίτ ο β α γ ό ν ι. Α π ό τ α μ εγ ά φ ω ν α α ν α κ ο ιν ώ ν ετα ι η α ν α χ ώ ρ η σ η τ ο ν τρένου . Τ ο ρ ο λ ό ι στη ν α π ο β ά θρα δείχνει 11.45. Έ ν α ς σ ιδ η ρ ο δ ρ ο μ ικ ό ς υ π ά λ λ η λ ο ς σφυρίζει μ ία φορά, κ α ι τ ο τρ έν ο ξ εκ ιν ά ε ι. Οι α σ τ υ ν ο μ ικ ο ί π ρ ο χ ω ρ ο ύ ν σ τ ο δ ιά δ ρ ο μ ο το ν τρέν ου , π ο υ εί ναι εν κιν ή σει, ρ ίχ ν ο ν τ α ς μ ι α μ α τ ι ά σε ό λ α τ α κ ο υ π έ . Σ τ ο π έ ρ α σμά τους, β λ έπ ο υ ν τ ο ν Τ ό μ ι, κ α θ ισ μ έ ν ο κ ο ν τ ά σ τ ο π α ρ ά θ υ ρ ο , να κ ο ιτ ά ζ ει τ α τ ο π ί α π ο υ ε ν α λ λ ά σ σ ο ν τ α ι, κ α ι το ν Γ κ εν τ ο ύ λ ν τ ιχ , καθισμ ένο α π έ ν α ν τ ι τ ο υ α π ό τη ν π λ ε υ ρ ά το υ δ ια δ ρ ό μ ο υ , ν α λ α γ ο κ ο ιμ ά τ α ι. Τ α μ έλ η τ η ς ο μ ά δ α ς , μ α ζ ί μ ε ά λ λ ο υ ς ε π ιβ ά τ ε ς , κ α τ ε β α ίν ο υ ν α π ό το τρένο σ τ ο σ τ α θ μ ό τη ς Τ ρ ο υ ά . Τ ο ρ ο λ ό ι δείχ ν ει 1 4 .4 5 . Π ά ντοτε α ν ά ζεύ γ η κ α ι σ ε α π ό σ τ α σ η μ ε ρ ικ ώ ν δ ε κ ά δ ω ν μ έ τ ρ ω ν μ ε ταξύ του ς, β γ α ίν ο υ ν α π ό τ ο σ τ α θ μ ό . Ύ π ό τ ο β λ έ μ μ α τ ω ν α σ τ υ ν ο μικώ ν, μ π α ίν ο υ ν σ ε μ ι α μ π ρ α σ ε ρ ί, « Τ ο Λ ιο ν τ ά ρ ι τ ο υ Μ π ελ φ ό ρ » . Οι τ έ σ σ ε ρ ις τ η ς ο μ ά δ α ς κ ά θ ο ν τ α ι σ τ ο τ ρ α π έ ζ ι κ α ι τ ρ ώ ν ε μ ε όρεξη. Δ εν υ π ά ρ χ ε ι π ο λ ύ ς κ ό σ μ ο ς σ τ η μ ε γ ά λ η , μ ισ ο σ κ ό τ ε ιν η α ί θουσα, κ α ι τ ο υ ς β λ έ π ο υ μ ε π ρ ώ τ α α π ό μ α κ ρ ι ά , ν α γ έρ ν ο υ ν ο έ ν α ς π ρος το ν ά λ λ ο , σ α ν ν α μ ιλ ο ύ ν χ α μ η λ ό φ ω ν α . Ό λ ο ι β ά ζ ο υ ν τ α γ έ λ ια κ α θ ώ ς η κ ά μ ε ρ α π λ η σ ιά ζ ε ι. — Ε ίν α ι η ο ικ ο γ έ ν εια Ρ ό ζ ε ν μ π λ ο υ μ —α φ η γ ε ίτ α ι ο Φ ίνγκερτσβ α ϊγ κ - , κ α ι π ρ ο σ π α θ ο ύ ν ν α π ε ρ ά σ ο υ ν τ η δ ια χ ω ρ ισ τ ικ ή γ ρ α μ μ ή με π λ α σ τ ά χ α ρ τ ιά . Τ ο ν έ λ ε γ χ ο τ ο υ ς το ν κ ά ν ει ένας φ ρίτσης α ξ ιω ματικός, π ο υ τ ο υ ς ε ξ ε τ ά ζ ε ι δ ύ σ π ισ τ α α π ό τ η ν κ ο ρ φ ή ώ ς τ α νύχια και ζητάει ν α δει τ α « π α π ί ρ ε » . Ο κ ύ ρ ιο ς Ρ ό ζ ε ν μ π λ ο υ μ του τείνει 105
Scanned by CamScanner
τα πλαστά χ αρτιά όλης της οικογένειας, κι ο φρίτσης τα ελέγχει. «Λέγκεστε Μορίς Τυμπουά; -Μ ά λ ισ τα , κύριε αξιωματικέ. - Και πώς λέγκονται η γκυναίκα και τα π α ιν τιά σας; - Ε , η γυναίκα μου λέγεται Λ υσί Ν τυμπουά. το γένος Μ αρτέν, και τα μικρά, Ρομπέρ και Μ αρί Ν τυμπουά. -Ζ ερ γκουτ... Ζερ γκουτ... Και ντεν είστε Ε β ρ α ίο ι σ ω σ τά: —Ω, όχι!, κύριε αξιω μ ατικέ, εννοεί ται πω ς όχι... - Π ο ιο είναι λοιπόν το τρήσκευμά σας, κύριε Τυ μπουά: -Ε ίμ α σ τε γ κ ό ιέ κύριε α ξ ιω μ α τ ικ έ μου, είμαστε γκόι, φυσικά...» Τ α α γόρια γελούν. Σ ιω π ή , κ α ι έπ ειτ α ο Γκεντούλντιχ πιάνει άλλο ανέκδοτο: — Ο Μ ω υσή ςκαι ο Σ αμ ουή λ, δυο παλιόφ ιλοι, περιφέρονται στους δρόμους του γκέτο... Ό σο εκείνος αφηγείται την ισ το ρ ία του (κι ενώ ακούγονται οι ίδιοι θόρυβοι α π ό το εστιατόριο), β λ έπ ου μ ε τους δύο αστυνομι κούς καθισμένους σε κ ά π ο ιο α π ό τ α τ ρ α π έζ ια έξω, με ύφος σκο τεινό, μ π ροσ τά σε δύο ά δ ε ια π οτή ρια.
— «...Σ αμουήλ -λέει ο Μ ω υ σ ή ς-, αν είχες δυο HispanoSuiza J 1 2 , όλο δέρμα από μέσα, τα μ π λ ό α π ό καρυδιά, ασημένια χερούλια, ακριβώς ίδιες, θα μου έδινες τη μ ία ; - Φυσικά -α π α ντάει ο Σ α μ ο υ ήλ - το ξέρεις πολύ κ α λ ά , αφού π ήγαμε μ α ζί σχο λείο, μ α ζ ί στο στρατό, γνωριζόμαστε τριάντα χρόνια τώρα... Αν είχα δύο, θα σου έδινα τη μ ί α .- Σ α μ ο υ ή λ , λέει ξανά ο Μωυσής...» Ε ν ώ ακούμε τον Γκεντούλντιχ που συνεχίζει το ανέκδοτό του, βλέπουμε τους τέσσερις της ο μ ά δ α ς να βγαίνουν από την μπρασερί ’*ο Τόμι και ο Γ κ ό λν τμ π ερ γκ βάζουν ξανά τα σακίδια στην πλάτη. Οι δύο αστυνομικοί τούς αφήνουν να διανύσουν με ρικά μέτρα, έπειτα σηκώνονται κι α υ τοί ’ κ α ι τους ακολουθούν στους δρόμους της π α λ ιά ς π όλης τη ς Τ ρ ο υ ά .
— ...« α ν είχες δύο δ ια μ ερ ίσ μ α τα σε κ α λ ή γειτονιά, μ εμ εγ ά -
λο σαλόνι κ α ι τ έσ σ ερ α δ ω μ ά τ ια , κ α ι τ α δύο μ ε λουτρό κ α ι ζεστό νερό, μ ε κεντρική Θέρμανση, 0α μ ου έδινες το ένα; —Βρε Μ ωυσή, και β έβ α ια Θα σου έδ ιν α τ ο ένα, ήσουν μ ά ρ τυ ρ α ς σ το γ ά μ ο μου, είμαι ο νονός του γιου σου, σ ά μ π ω ς δεν είμ α σ τε οι καλύτεροι φί λοι στον κ ό σ μ ο ;» Ε ν ώ π ερ π α τ ο ύ ν π λ έον σε π ιο ήσυχους δρόμους, με περι γ ρ ά μ μ α τ α π ου μ ό λ ις κ α ι δ ια κ ρ ίν ο ν τ α ι στην ελαφ ριά ομίχλη, αχούμε π ά ν τ α τη φωνή του Γ κ εν τού λ ν τιχ : — « Σ α μ ο υ ή λ , π ες μ ο υ π ά λ ι, α ν είχ ες δύ ο κ ο τό π ο υ λ α ,., —Α!
Ώς εδώ , Μ ω υ σ ή ! αναφ ω νεί ο Σ α μ ο υ ή λ . Τ ο ξέρεις ότι ΕΧΩ δύο κ ο τό π ο υ λ α !» Γ έλ ια , ό π ω ς α κ ο ύ γ ο ν τ α ν κ α ι μ έ σ α στην μ π ρα σ ερ ί, μ ε τ ά σ ιω πή. Η ομίχλη, π ου έχει π υκνώ σει π ια α ρ κ ετά , καλ ύ π τει έναν δρό μ ο μ ε π λ ο υ σ ιό σ π ιτ α , π ο υ χ ά ν ο ν τ α ι μ έ σ α σ τ α δέντρα. Β λ έπ ου μ ε αυτή την εικ ό ν α γ ια π ο λ λ ή ώ ρ α * τ ίπ ο τ α δεν κ ιν είται. Λ ίγ ο λ ίγ ο, δύο φ ιγούρες ξ επ ρ ο β ά λ λ ο υ ν α π ό την ομίχλη κ α ι σύντομ α δια κ ρί νουμε τον Τ ό μ ι κ α ι τ ον Γ κ ό λ ν τ μ π ερ γ κ π ου πλησιάζουν, μ ε τ α σ α κ ίδ ια στη ν π λ ά τ η . Π ρ ο σ π ερ ν ο ύ ν την κ ά μ ερ α . Έ ν α ς π ο δ η λ ά της μ π α ίν ε ι σ τ ο κ ά δ ρ ο κ ι εξ α φ α ν ίζ ετ α ι π ρ ο ς την αντίθ ετη κ α τ ε ύ θυνση, τη σ τ ιγ μ ή π ο υ δ ύ ο α κ ό μ η φ ιγού ρες κ ά ν ο υ ν την εμφ άνισή τους, α υ τ έ ς τ ο υ Φ ίν γ κ ε ρ τ σ β α ϊγ κ κ α ι το υ Γ κ εν τού λ ν τιχ . Π ά ν τ α μ έ σ α σ τη ν ομ ίχ λ η , ο λ ο έν α κ α ι π ιο σ κοτεινή κ α θ ώ ς νυχτώ νει, οι τ έ σ σ ε ρ ις τ ο ν α π ο σ π ά σ μ α τ ο ς τω ν εκ τρ ο χ ια σ μ ώ ν περνούν, ό λ ο ι μ α ζ ί, έ ν α π ο τ ά μ ι δ ια σ χ ίζ ο ν τ α ς μ ια γέφ υρα. Τ ους β λ έπ ου μ ε ν α α π ο μ α κ ρ ύ ν ο ν τ α ι ' τα περιγράμματα του ς θολώνουν, χ ά ν ο ν τ α ι. Τ ο μ ό ν ο π ο υ α κ ο ύ μ ε π ι α είν α ι το κ ελ ά ρ υ σ μ α νερού που π έφ τει α π ό φ η λ ά , κ α ι μ ε ρ ικ ά κ ε λ α η δ ίσ μ α τ α . Κ ι έξαφ να το π ο δ ο β ο λ η τ ό π ά ν ω σ τ η γ έφ υ ρ α , κ α θ ώ ς εμ φ α ν ίζο ν τα ι οι δυο α σ τυ ν ο μ ικ ο ί π ο υ τ ρ έ χ ο υ ν π ί σ ω α π ό τ ο υ ς ά ν δ ρ ε ς τη ς ο μ ά δ α ς .
ιο7 Scanned by CamScanner
Απ' όλα αυτά, όχι. δεν επινόησα και πολλά. Οι ώρες, οι τοποθεαίες, τα πρόσωπα, όλα είναι πραγματικά, καταγεγραμμένα με ακρίβεια στις αναφορές παρακολούθησης των αρχιφυλάκων Αντρέ και Κονστάν, οι οποίες μάς επιτρέπουν να ανασυνθέσουμε εκεί νη τη μέρα, την 21η Οκτωβρίου 1943. Να εξετάσουμε κυρίως την απίστευτη τακτική της αστυνομίας, αυτό τον τρόπο να πα ρακολουθεί τους τρομοκράτες για όσο γίνεται μεγαλύτερο χρο νικό διάστημα, διατεθειμένη να τους αφήσει να διαπράξουν τα εγκλήματά τους υπό το βλέμμα των αστυνομικών, ώστε κανείς να μην τους ξεφύγει. Ό λα είναι πραγματικά, ακόμη κι όσα πα ραμένουν μυστήριο, όπως για παράδειγμα το ψάθινο καλάθι που πήγε να πάρει ο Σταντσάνι και που δεν ξέρουμε ακριβώς τι πε ριείχε. Ίσ ω ς όπλα, που ο Μποκτσόρ τα μοίραζε στα μέλη της ομάδας την τελευταία στιγμή. Μυστήριο, επίσης, για ποιο λόγο ο Σταντσάνι κι ο Βάσμπροτ δεν ανέβηκαν στο ίδιο τρένο με τους υπόλοιπους, ή γιατί συναντήθηκαν αργότερα όλοι μαζί - το που και το πώς, άγνωστο. Ό λα είναι πραγματικά, εκτός από τα ε βραϊκά ανέκδοτα στο «Λιοντάρι του Μπελφόρ», όπου γευμάτι σαν οι άνδρες. Οι αστυνομικοί δεν μπήκαν στην αίθουσα, αλλά εγώ προτίμησα να φανταστώ ότι, τη στιγμή της επιχείρησης —την οποία προετοίμαζαν λεπτομερώ ς επί αρκετές μέρες, ίσως και εβδομάδες-, οι άνδρες δεν είχαν τίποτα πιο χρήσιμο να κά νουν παρά να χαλαρώσουν πριν από τη δράση. Σ κ ο τ ά δ ι, μ έ σ α σε ένα δ ά σ ο ς, οι τέσ σ ερις ά νδρες κάθονται με τ ψ π λ ά τ η α κ ο υ μ π ισ μ έν η στον τ ο ίχ ο ενός σ π ιτ ιο ύ π ο υ μο ιάζει εγχατα λελειμ μ έν ο . Ξ α φ ν ικ ά ο Γ κ ό λ ν τ μ π ε ρ γ κ σ η κ ώ ν ε τ α ι: « Ν ά τοι!» Ε μ φ α ν ίζο ν τα ι ο Σ τ α ν τ σ ά ν ι μ ε το ν Β ά σ μ π ρ ο τ , κι όλοι σηκώνο νται. Ξεκινούν. Μ π α λ ώ μ α τ α ο μ ίχ λ η ς α ιω ρ ο ύ ν τ α ι π ά ν ω από τα διάφ ορα τ ο π ία π ο υ δ ια σ χ ίζο υ ν , έν α δ ρ ο μ ά κ ι κ α ι μπροστά ο ίο 8
ανοιχτός ορ ίζον τας, έν α μ ο ν ο π ά τ ι μ έ σ α σε δάσος, σιδη ροδρομ ι κές ρά γ ες. Οι ά ν δ ρ ες μ ό λ ις π ου δ ια κ ρ ίν ο ν τα ι, φ αίνονται μ όνο οι φωτεινές δ έσ μ ες τ ω ν φ α κ ώ ν τους, αφ ού δεν έχει φ εγ γ ά ρ ι’ πού και πού, μ ό ν ο , τ α χ λ ω μ ά φ ώ τ α κ ά π ο ιω ν φ αν αριώ ν τούς φ ω τί ζουν α μ υ δ ρ ά μ ε ς σ τη ν ύ χ τα . Σ τ η ν είσ ο δ ο του χ ω ρ ιο ύ Σ ουρντέν, ο Σ τ α ν τ σ ά ν ι, π ο υ π ρ ο π ο ρ ε ύ ε τ α ι, σ τ α μ α τ ά , β γ ά ζ ει α π ό την τ σ ά ντα του έν αν χ ά ρ τ η , το ν α ν ο ίγ ει κ α τ α γ ή ς κ α ι τον φ ω τίζει μ ε τ ο φ ακό του. Οι υ π ό λ ο ιπ ο ι σ χ η μ α τ ίζ ο υ ν γ ύ ρ ω του έναν κύκλο. — Ma che ci facciam o q u i,..* Τ ζ ά μ π α π ε ρ π α τ ή σ α μ ε δ έ κ α χ ιλ ιό μ ε τ ρ α .... α ν α σ τ ε ν ά ζ ε ι. — Λ , ό χ ι! α ν α φ ω ν ε ί εξ ο ρ γ ισ μ έν ο ς ο Τ ό μ ι. Σ τ η σ υ ν έχ εια , τ ο υ ς β λ έ π ο υ μ ε ν α π ρ ο χ ω ρ ο ύ ν μ ε φ όντο μ ε ρ ικ ά α π ό τ α π ρ ο η γ ο ύ μ ε ν α τ ο π ία , α λ λ ά π ρ ο ς την αν τίθ ετη κατεύθυνση.
Φ ω τεινές δ έ σ μ ε ς μ ε ς σ τ η ν ο μ ίχ λ η α π ο κ α λ ύ π τ ο υ ν , θολ ά, κ ά π ο ι α τ μ ή μ α τ α μ ια ς σ ιδ η ρ ο δ ρ ο μ ικ ή ς γ ρ α μ μ ή ς * ο ι ά ν δ ρ ες, σκυ μ μ ένοι α π ό π ά ν ω τη ς, ξ ε β ιδ ώ ν ο υ ν τ α μ π ο υ λ ό ν ια σ τ ις ρ ά γ ε ς .
Χ α ράζει, κ α ι στο σ τ α θ μ ό τ η ς Τ ρ ο ν ά , όπου ένα κ ρ εμ α σ τό ρολόι δείχνει 6 .1 0 , φ τάνουν σ τη ν α π ο β ά θ ρ α , α ν ά ζεύ γη, σε α π ό σ τ α σ η μερικώ ν μ έ τ ρ ω ν μ ε τ α ξ ύ το υ ς, όλοι οι άνδρες τ η ς ο μ ά δ α ς. Μ ο ιά ζουν ε ξα ν τ λ η μ έ ν ο ι' ο Τ ό μ ι, σ υ γ κ εκ ρ ιμ έν α , π ερ π α τά ει μ ε δυσκο λία, σαν να κ ο υ τ σ α ίν ε ι. Ε ίν α ι α ν α μ α λ λ ια σ μ έ ν ο ι, β ρ ώ μ ικ ο ι * τα π α π ο ύ τσ ια κ α ι τ α μ π α τ ζ ά κ ι α του ς, χ α μ η λ ά , είναι β ο υ τη γ μ έν α στη λ ά σ π η . Ο φ α κ ό ς σ τ έ κ ε τ α ι γ ια π ο λ λ ή ώ ρ α σε καθένα α π ό αυτά τ α κ ο υ ρ α σ μ έ ν α π ρ ό σ ω π α . Π ι ο π έ ρ α , α ν α γ ν ω ρ ίζο υ μ ε τους δύο α σ τ υ ν ο μ ικ ο ύ ς, π ο υ κ ά θ ο ν τ α ι, β ρ ώ μ ικ ο ι κι α υ το ί, σε ένα π α γκάκι.
log
Scanned by CamScanner
Σ τ ο κ ο υ π έ ενός τρένου τ η ς ε π ο χ ή ς . ο Τ ό μ ι κ ο ιμ ά τ α ι, μ ε το κε φάλι σ το μ α ξ ιλ ά ρ ι του κ α θ ίσ μ α τ ο ς τ ο υ . εν ώ ο Β ά σ μ π ρ ο τ έχει α π ο κ ο ιμ η θ ε ί στον ώ μ ο του.
Τι συνέβη τη νύχτα της 21ης προς 22α Οκτωβρίου, στην περιο χή της Τρουά; Στην αναφορά τους, οι αρχιφύλακες Αντρέ και Κονστάν σημείωσαν ότι είχαν χάσει τους άνδρες στην έξοδο του Σεν-Ζυλιέν-ντε-Βιλά —ενός γειτονικού προαστίου-, έπειτα από κάποια γέφυρα, στις 21 του μήνα, στις 18.15, κι ότι τους ξαναβρήκαν την επομένη στο σταθμό της Τρουά γύρω στις έξι το πρωί, αφότου είχαν εκτελέσει την εγκληματική τους πράξη. Οι αρχιφύλακες, σύμφωνα πάντα με την αναφορά τους, φέρονται να έμαθαν εκ των υστέρων ότι ο Σταντσάνι και η ομάδα του εί χαν προκαλέσει τον εκτροχιασμό ενός τρένου λίγο έξω απ’ το σταθμό του Ερμέ, που απέχει από την Τρουά εξήντα χιλιόμε τρα στην ευθεία. Πώς έγινε και οι αστυνομικοί τούς ξαναβρήκαν στο σταθμό, πώς έμαθαν για την επίθεση; Παραδόξους, σ’ αυτό το σημείο η αναφορά τους σιωπά. Το πιθανότερο είναι ότι πα ρακολούθησαν ολόκληρη την επιχείρηση, αφήνοντας τους άν δρες να δράσουν, ώστε να μη διακόψουν πρόωρα την παρακο λούθηση του δικτύου. Kt αυτή την τακτική ήταν αδύνατον να την ομολογήσουν στην αναφορά τους. Ο Σταντσάνι και οι άνδρες του είχαν χαθεί στο δρόμο, που επιμηκύνθηκε έτσι κατά είκοσι χιλιόμετρα. Οι άνδρες θα πρέπει να είχαν διανύσει τουλάχιστον εκατόν πενήντα χιλιόμετρα, από σταση αδύνατο να καλυφθεί με τα πόδια σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα. Το δίχως άλλο, θα κάλυπταν μεγάλο τμήμα της δια δρομής με εμπορικά τρένα και, πιθανόν, έχοντας εξασφαλίσει τη συνεργασία των σιδηροδρομικών υπαλλήλων. Δεν υπεισήλθα σε τετοιες λεπτομέρειες* το μόνο που μ ’ ενδιέφερε ήταν ότι οι άν1 ΙΟ
r r °Tr
*
Των« Χ φ α μ ο» juoxcxxuc. U Βάσμπροτ χτυπάει μια πόρτα xcn Χεει χαμηλόφωνα: «Εγώ είμαι». Η πόρτα ανοίγει, και βλεπουμε μια χαμογελαστή κοπ έλα ο Βασμπροτ μπαίνει, εκείνη ξανα κλείνει την πόρτα, φιλιούνται για πολλή ώρα, ενώ επιστρέφει, σε κρεσέντο, ο ήχος της βροχής. Η Ελέν, στο διαμ έρισμα της οδού Νταγκέρ, ανοίγει την πόρτα της εισόδου. Ο Τόμι στέκεται μπροστά της, μούσκεμα, με το σα κίδιο στην πλάτη κ α ι τα παπούτσια του στο χέρι. — Αχ, Τόμι, είσαι ξυπόλυτος, αναστενάζει η Ελέν. — Δεν μ π ορού σα να περπατήσω άλλο μ ’ αυτα τα παλιοπακουτσά -τ η ς λ έει-, ήρθα ξυπόλυτος ώς εδώ, α π ’ το σταθμό του μετρό. Λ είπουν όλοι; — Ν αι, όλοι... Έ λ α , μ πες μέσα, λέει μόνο εκείνη. 111
Scanned by CamScanner
Μ έσα στο διαμ έρισμ α εξακολουθούμε να αχούμε τη βροχή, το αμυδρό φως της μ έρας τρυπώνει μ έ σ α α π ό τις κουρτίνες, αλλά η λ ά μ π α στο κομ οδίνο είναι αναμμένη. Ο Τόμι φοράει μόνο ένα κοντό εσώ ρουχο. είναι κ α θ α ρ ό ς κ α ι χτενισμένος, μισοξαπλωμένος σε ένα κρεβάτι, α ν ά π ο δ α , μ ε την π λάτη σε ένα μαξιλάρι το ποθετημένο στο ξύλινο π ο δ α ρ ικ ό του κρεβατιού, τα πόδια τον σ τα γ όν α τα της μ η τέρας του που κ ά θ ετα ι στο κεφαλάρι * η λά μ π α στο κ ομ οδίνο φωτίζει το σκυμμένο της κεφάλι. Το ένα του πόδι είναι τυλιγμένο μ ε επιδέσμους. Η Ε λέν αλείφει το άλλο με λίπος, το μ α λ άζει α π α λ ά , έπ ε ιτ α το τυλίγει κι αυτό. Πού και π ού ο Τόμι μορφ άζει α π ό τον πόνο, κάνει να τραβήξει το πόδι του, α λ λ ά η μ η τέρα του το συγκρατεί. — Μ α ς έβ αλ ε να π ερ π ατή σ ου μ ε είκοσι χ ιλ ιόμ ετρα για το τί π ο τα . μ α μ ά . Ξ εσ τρ ά τισ ε μ ες στην ομίχλη. Σ τ ο τέλος, δεν μπο ρ ού σ α μ ε άλλο, κ ου β α λ ο ύ σ α μ ε κι όλο το υλικό στην πλάτη. — Τ ουλάχιστον, εκ τρ ο χ ιά σ τη κ ε τ ο τρένο σας; — Α ύριο θα ξέρω. Ο Τ όμ ι σ ω π α ίν ει γ ια λ ίγ ο , π α ρ α τ η ρ ε ί τη μ η τέρα του που τον φροντίζει, κ α ι μ ε τ ά λ έει:
— Μ α μ ά ... — Τι είναι, γιε μ ο υ ; — Το ξέρεις ότι είσαι η ομορφότερη γυναίκα στον κόσμο; — Λ ες ανοησίες, Τ ό μ ι -τ ο υ α π α ν τ ά εκείνη χαμογελαστή-, φαίνεται ότι σου λείπει ύπνος.
— Τι, δεν είσαι η ομορφότερη; Μ α είναι αλήθεια, είσαι η ομορφότερη στον κ ό σ μο ...
Σ τ η ν κουζίνα της οδού Ν τα γ κ έρ , ο Τ ό μ ι, καθισμένος στο τρα π έ ζ ι π ά ν τα μ ε το εσώρουχο, α λ λ ά φορώντας α π ό πάνω το σα κάκι μ ια ς π ιτ ζά μ α ς, ξεκού μπ ω το, τ α γυ μνά του πόδια τυλιγμί112
Sp.annprl hv n a m S C 3 n n 6 r
να με επιδέσμους, έχει απ οκοιμ η θεί τρώ γοντας. Τ ο κεφάλι του ακονμπά στο μ π ρ ά τσ ο του που είναι διπλω μένο π άνω στο τρ α πέζι, μ π ρ ο σ τά σε ένα βαθύ α χ ν ισ τό π ιάτο. Έ ν α κομ μ άτι φ ω μί προεξέχει α π ό το σ τ ό μ α του. Η Ελέν πλησιάζει κ α ι του παίρνει προσεκτικά το φωμί, γ ια να μην τον ξυπνήσει.
Από τη στιγμή που η μαύρη σκιά είχε περάσει από τον Τόμι στον Γκαμπριέλ, είχα γίνει απρόβλεπτος, αψηφώντας με θράσος τους κανονισμούς. Στα μάτια μου, όμως, η ανησυχία μου και τα μέσα που διέθετα για να την αντιμετωπίσω βάρυναν πια πολύ περισσότερο από τη φήμη μου ως αυστηρού σκηνοθέτη. Νά για τί γύρισα αυτές τις σκηνές —την επιστροφή του Βάσμπροτ και του Τόμι στο σπίτι, μετά την επίθεση—που δεν υπήρχαν στο σε νάριο. Δίχως να είμαι σίγουρος αν θα έβγαιναν τελικά στο πανί, τις έγραψα ουσιαστικά στο σταθμό Πονταρλιέ (που, συγκινητι κά γερασμένος, μας βοήθησε ν’ αναπαραστήσουμε το σταθμό της Τρουά του ’40), ενώ περίμενα την ομάδα να ετοιμαστεί για τη σκηνή που εκτυλίσσεται τα ξημερώματα. Μπροστά μου, λίγα λεπτά νωρίτερα, είχαν ετοιμάσει τον Γκαμπριέλ, του είχαν βά λει και γω δεν ξέρω τι στο πρόσωπο για να δείξουν την κούρα ση, του είχαν βρέξει τα μαλλιά, του είχαν ξεκουμπώσει τα βρεγ μένα του ρούχα, κι εκείνος με κοίταζε επίμονα, με αγωνία στο βλέμμα, σαν παιδί που καλεί σε βοήθεια τον πατέρα του ή τη μη τέρα του, λες και μόνο εγώ μπορούσα να τον σώσω από τη μαύ ρη σκιά. Ίσ ω ς θα έπρεπε να διακόψω την ταινία την ίδια στιγ μή, να λυτρώσω τον Γκαμπριέλ από τον Τόμι, αλλά δεν είχα το θάρρος να το κάνω. Αντίθετα, σκέφτηκα να ζητήσω τη βοήθεια της Ελέν, της μητέρας. Κ ι από κείνο το σταθμό κάλεσα ξανά τη Βίλμα, που η αναχώρησή της, όπως η ίδια είχε προβλέψει, είχε βυθίσει τον Γκαμπριέλ στο σκοτάδι. Έ τσ ι εξηγώ αυτή την τρέ-
Scanned by CamScanner
λα, αυτές τις σκηνές εκτός προγράμματος, που μου στοίχισαν ώρες ολόκληρες σε διαπραγματεύσεις, ικεσίες, απίθανες δικαιο λογίες και, τέλος, απειλές προς την παραγωγή. Διότι όλες οι προγραμματισμένες σκηνές με την Ελέν, που διαδραματίζονται πιο κάτω, είχαν ήδη γυριστεί. Χρειάστηκε να ξαναφέρουμε τη Βίλμα από τη Βουδαπέστη, για μία και μοναδική μέρα γυρισμά των, και να καταβάλουμε αποζημίωση στο θέατρο όπου εκείνη έκανε πρόβες για κάποιο έργο του Στρίντμπεργκ, θυμάμαι, τον Χ ο ρ ό τον Θανάτου. Μόνο γι1 αυτή την τρυφερή σκηνή, όπου συ μπτύσσονται τρία αποσπάσματα των Α ναμνήσεω ν της Ελέν. η επιστροφή του ξυπόλυτου Τόμι, μια μέρα, έπειτα από έναν εκτροχιασμό, και πώς εκείνη του είχε τυλίξει με επιδέσμους τα πόδια που είχαν γεμίσει φουσκάλες, αφού πρώτα τα άλειψε με αρνίσιο λίπος’ η εξάντλησή του, μια άλλη μέρα, που αποκοιμή θηκε τρώγοντας, ενώ ένα κομμάτι ψωμί προεξείχε από το στό μα του* και μια φορά που της είχε πει, σε τόνο που δεν σήκωνε αντιρρήσεις, πω ς ήταν η ομορφότερη γυναίκα στον κόσμο. Τρεις πραγματικές στιγμές από τη ζωή του Τ όμ ι, νεαρού μέλους του στρατού του εγκλήματος, παραδομένου στα χάδια, την παρη γοριά, την προστασία μιας μητέρας παραπάνω από στοργικής. Ζήτησα, λοιπόν, να έρθει η Β ίλμ α , σαν να μην είχα το δικαίωμα να στερήσω τον Γκαμπριέλ από τη μητέρα του, λες και με την άφιξή της εκείνος θα έβγαινε από την απελπισία όπου, με πόνο και αγωνία που με παρέλυαν, τον παρακολουθούσα να βυθίζε ται. Η Β ίλμ α κι εγ ώ είχαμε γίνει οι ηθοποιοί στο έργο που έπαι ζε ο Γκαμπριέλ για τον εαυτό του. Έ μ α θ α ότι είχε πάει να την υποδεχτεί στο αεροδρόμιο με λουλούδια, π ω ς την είχε συνοδεύσει στο ξενοδοχείο της κι από τό τε δεν την άφησε ούτε σ τιγ μ ή . Γ ια δεύτερη φορά, εμφανίστη καν μαζί το π ρω ί στα γυρίσματα. Τ ο ύ τη τη φορά, όμως, η Βίλιΐ4
bv
C am Scanner
μα φαινόταν αναστατωμένη. «Κρατιέται από μια κλωστή», μου είπε, «είναι άρρωστος, δεν θέλει πια τη ζωή του, το ξέρω’ δεν το λέει, αλλά το νιώθω. Με κοιτάζει λες κι είναι σίγουρος ότι δεν πρόκειται να με ξαναδεί, λες κι είμαι η τελευταία εικόνα που θα ήθελε ν’ αντικρίσει. Μου χαμογελάει, ενώ θα ’θελε να κλάψει. Είναι ένα τρομακτικό συναίσθημα». Χρειάστηκε να ξαναστήσουμε το σκηνικό της οδού Νταγκέρ. Ζήτησα ησυχία στο πλατό, δέκα λεπτά προτού γυρίσουμε τη σκηνή στο κρεβάτι. Ή θελα να ξαναβρεθεί ο Γκαμπριέλ στην ηρεμία του διαμερίσματος, του μητρικού καταφυγίου, και να ξεχάσει τη σκοτεινή σκιά, όπως θα πρέπει να την ξεχνούσε κι ο Τόμι σ' αυτές τις συνθήκες, παραδομένος στην αγάπη της Ελέν. Για μία και μοναδική φορά πάνω στο γύρισμα, με την κρυφή ελ πίδα ότι τα απαλά και θωπευτικά χέρια μιας αληθινής μητέρας θα δρούσαν για καιρό σαν βάλσαμο θαυματουργό, του είπα, σαν να του έδινα οδηγίες: «Γκαμπριέλ, να θυμάσαι...» Εκείνος κού νησε απλώς το κεφάλι, και η Βίλμα με κοίταξε σαν να ήμουν κι εγώ τρελός. Τ ο αποτέλεσμα, ωστόσο, είναι αυτή η σκηνή που δεν υπήρχε στο πρόγραμμα, και που τη θεωρώ την πιο συγκινη τική της ταινίας. Ή ταν ωραία η στάση του σώματος του Γκαμπριέλ, χαλαρή για πρώτη φορά, ωραίος κι ο τρόπος που δίπλωσε το ένα του μπράτσο κάτω από το κεφάλι κι άφησε το άλλο να ξεκουράζεται στην άκρη του κρεβατιού. Κ ι ήταν συγκινητική η γενναιοδωρία με την οποία προσφερόταν στους φωτισμούς μου, στο βλέμμα του φακού μου. Τ ι θα είχε απογίνει η ταινία δίχως τούτη την αυτοσχέδια σκηνή, δίχως τη δυσοίωνη χάρη του εκτελεστή, όμοια με αστέρι που αστράφτει απρόσμενα στο έρεβος της οδύ νης και του θανάτου; Ωστόσο δεν την είχα γράψει γι’ αυτό το λόγο. Έ λ π ιζα μόνο ιΐ5
π ω ς ο Γκαμπριέλ θα η ρ εμ ο ύ σ ε για λίγο, ίσ ω ς και μέχρι το τέλος της ταινίας, χάρη στην τρυφερότητα μιας μάνας που θα ήταν εκεί για να τον συντρέξει. Η υπέροχη Β ίλμ α τού την πρόσφερε χ ω ρ ίς να χρειαστεί να προσποιηθεί, λες και ο νεαρός ηθοποιός π ου του έτριβε τα πόδια, που του ζέσταινε την ψυχή, ήταν στ αλήθεια το παιδί της που χαροπάλευε και που η αγάπη μπορού σε ακόμη να το σώ σει. Β λέπ ο υ μ ε το βεβιασμένο χαμόγελό της, παρόμοιο, ασφαλώ ς, μ* αυτό που ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του Γκα μ π ριέλ την προηγούμενη νύχτα. Β λέπ ουμ ε την όλο φρο ντίδα χάρη τω ν χεριών τη ς νοσοκόμας, βλέπουμε τη χαρά που δεν καταφέρνει να κρύψει, όταν ανακηρύσσεται η ομορφότερη γυ ναίκα στον κόσμο από έναν γιο που δεν είναι πια παιδί. Φοβά ται γι' αυτόν και δεν χρ ειά ζετα ι να προσποιηθεί, δεν χρειάζεται να υποδυθεί την Ε λ έν ' ά λ λ ω σ τε δεν έχει διαβάσει τις πολυάριθ μ ες αναφορές τη ς στη δύναμη του δεσμού που τους ένωνε, στις εκ δ η λώ σ εις α γά π η ς του γιου τη ς, την περηφάνια του, για παρά δ ειγ μ α , όταν π ερ π α τού σε μ α ζί τη ς στον Κ ή π ο του Λουξεμβούρ γο υ , κ ρ α τώ ν τα ς την από τη μ έση ή από τους ώ μους και σφίγγο ντα ς την π ά ν ω του σαν να ’ταν ερ α στές. Γ ια τον Τ ό μ ι και το σ ώ μ α το υ , τη σεξουαλικότητα του ανή συχου εφήβου, η Ε λ έν κάνει λόγ ο δύο φορές στο βιβλίο της, αλ λά ο ύ τε μπορούσα ο ύτε ήθελα να εν τά ξω α υ τές τις σκηνές στο σενάριό μου. Γ ι α τ ί π α ρα ήτα ν π ρ ο σ ω π ικ ές. Σ τη ν π ρώ τη, η Ελέν α φ η γ είτα ι ό τι έπ λ εν ε η ίδια το γ ιο τ η ς , μ έσ α σ ’ ένα μεγάλο βαρέ λ ι, μ έχ ρ ι τ α δ εκ α τέσ σ ερ ά το υ χρ όν ια , ό τι μ ετά τη ς κρυβόταν και ό τι, τέσσερα χρόνια α ρ γό τερ α , μ π α ίνοντα ς σ το δω μ ά τιό του ανυ π ο ψ ία σ τη , χ ω ρ ίς να χ τ υ π ή σ ε ι, τον είχ ε π ετ ύ χ ε ι να κάνει μπάνιο, α π ο σ β ο λ ώ θ η κ ε β λ έπ ο ν τα ς μ π ρ ο σ τ ά τ η ς , ξαφνικά, έναν πλήρως α ν επ τυ γ μ έν ο άνδρα, εν ώ εκ είν ο ς, κ α τα κ ό κ κ ιν ο ς από οργή και ν τρ ο π ή , τη ν επ έ π λ η ξ ε π ου δεν ε ίχ ε χ τ υ π ή σ ε ι π ρ ώ τ α την πόρτα. ι ιό
Scanned by CamScanner
Στα δεκαοχτώ του, ήδη πολεμιστής αμείλικτος, ο Τόμι παρέ μενε ένας νεαρός ντροπαλός και σεμνός, κι όχι μόνο μπροστά στη μητέρα του: Ε ίχ ε νιώσει άσχη μ α, γράφει η Ελέν, πον μ ια γυναίκα —π ά ν τ α σαν γυναίκα μ' έβλεπε—τον είδε γυμνό. Σκηνή απ’ την οποία μαθαίνουμε δύο σημαντικά πράγματα για τον Τόμι: πρώτ' απ’ όλα, ότι μικρός ήταν συνεσταλμένος και, μετά, ότι έβλεπε τη μητέρα του σαν γυναίκα. Είναι όμως μια σκηνή που δεν θέλησα να τη δείξω, γιατί είμαι σίγουρος πως εκείνου δεν θα του άρεσε να εκτεθεί σε κοινή θέα. Ό πως και η δεύτερη αναφορά στο βιβλίο της Ελέν, στην ίδια σελίδα, εκεί που λέει πως ο Τόμι και άλλα αγόρια που η ίδια είχε γνωρίσει παραπο νιούνταν ότι δεν κατάφερναν να διατηρήσουν μια σταθερή ερω τική σχέση* και συμπληρώνει εκείνη: Π άντω ς, νομίζω π ω ς ο Το~ μ ά πή γαινε κ ά π ο υ κ ά π ο υ στο μπορντέλο. Κι αυτή τη σκηνή για τον ίδιο λόγο δεν τη γύρισα, αλλά και για κείνο το «νομίζω», που αφήνει μια αβεβαιότητα και μου επιτρέπει να υποθέσω ότι μπορεί και να κάνει λάθος, ότι ο Τόμι την αγαπούσε υπερβολικά για να επιθυμήσει άλλες γυναίκες. Φαντάζομαι πως κάποιοι κι νηματογραφιστές θα έσπευδαν να εκμεταλλευτούν αυτή τη φρά ση. Πέρα από το «νομίζω», απέφυγα να τη γυρίσω επειδή, κα τά κάποιο τρόπο, το όφειλα στον ήρωά μου από σεβασμό, λες κι ήταν ακόμη ζωντανός και θα του στοίχιζε η αποκάλυψη μιας τόσο προσωπικής πληροφορίας. Δεν το θεωρώ υποτιμητικό να πληρώνεις για να ικανοποιήσεις την επιθυμία σου, αλλά υπο ψιάζομαι πω ς ο υπερόπτης Τόμι δεν θα καυχιόταν γι’ αυτό, αν το είχε κάνει. Ό τι δεν θα του άρεσε αυτή η σελίδα της μητέρας του, και πω ς εκείνη δεν θα την έγραφε, αν ο γιος της ήταν σήμε ρα ζωντανός. Και για μένα ο Τόμι ζούσε ακόμη, με είχε συνο δεύσει στο ρεπεράζ, ξαναγεννιόταν μπροστά στα μάτια μου, κι εγώ σεβόμουν τη συστολή και την υπεροψία του. Τέτοιες επιλο117
o o c i i m e u u y ο α ι ι ι ο υ α ι ιι
ic i
γές μπορεί να περιορίζουν την τέχνη μου, αλλά η τέχνη δεν είναι παρά τέχνη, χρήσιμο πράγμα μεν, αλλά σε τελική ανάλυση δευτερεύον, μια ελάχιστη αντανάκλαση της ομορφιάς, του αίματος και των δακρύων της πραγματικότητας' και δεν είμαι διατεθει μένος, για λόγους προσωπικής προβολής, να θυσιάσω στο βωμό της μυστικά που καίνε. Για να υπογραμμίσω την παράξενη ένταση αυτής της αγάπης που συνέδεε τον Τ ό μ ι με τη μητέρα του, θέλησα να προτάξω τη μεταφορά ενός άλλου δεσμού, του έρωτα ανάμεσα στον Βάσμπροτ και το κορίτσι που ονομαζόταν Σάρα Ντάνσιγκερ. Κι ήμουν ευτυχής που γύρισα τούτη τη σκηνή, καθώς ο Βάσμπροτ συγκλονιζόταν από έναν έρω τα νεανικό, απλό και αυθόρμητο. Τον αγαπώ τον Βάσμπροτ γ ι’ αυτό. Μ ε κίνδυνο να ενδώσω στις ίδιες μου τις αδυναμίες, έπλασα έναν ήρωα τρυφερό, συνεσταλ μένο και χαμογελαστό. Έ τ σ ι τον φαντάζομαι. Χαμογελαστό, όπως εμφανίζεται σε μία από τις τελευταίες φωτογραφίες του που έχουν σωθεί, μια φωτογραφία εξαιρετική και σημαντική, που τη βλέπουμε στο τέλος της ταινίας. Συνεσταλμένο τον φανταζό μαστε από το βλέμμα του και από τον τρόπο με τον οποίο υποκλίθηκε μπροστά στην αυθεντία του Τ ό μ ι. Τρυφερό, γιατί, παρά τις απαγορεύσεις, αψηφώντας τους κανονισμούς ασφαλείας κι επομένως εκθέτοντας τη ζω ή του σε κίνδυνο για χάρη του έρω τα, μετακόμισε το καλοκαίρι του 1 9 4 3 στο σπίτι εκείνης που ένας άθλιος μπάτσος, ο αστυνόμος Πιερ Γκ ο τρ ί, καταγράφει στα πρα κτικά της ανάκρισης ω ς «ερ ω μ ένη » του. Ο έρωτας του Βολφ, λοιπόν, λεγόταν Σάρα Ν τάνσιγκερ. Αφού το Σάρα είχε γίνει πια ένα όνομα επικίνδυνο, τη φώναζαν Σ ού ζυ . Ή τ α ν δεκαεφτά χρονών, είχε γεννηθεί στις 1 4 Μ αιου 1 9 2 6 σ τη Βαρσοβία και έμενε σ’ ένα δωμάτιο υπηρεσίας, που το νοίκιαζε μ ε το όνομα «Λειι8
μπλάν», στον αριθμό 35 της οδού Αρσίβ, στον έκτο όροφο, δε ξιά, στην πόρτα απέναντι από τη σκάλα. Ίσως ήταν η ορφανή κόρη του Μπένγιαμιν Ντάνσιγκερ, ράφτη που κατοικούσε στην οδό Όμπερκαμπφ, είχε γεννηθεί το 1901 στη Βαρσοβία και είχε συλληφθεί στο Χειμερινό Ποδηλατοδρόμιο, όπως και η μητέρα τού Βολφ. Είχε διακόψει τις σπουδές της, δεν αγωνιζόταν με τους ΜΟΙ, δεν είχε άλλα έσοδα πέρα από εκείνα του Βάσμπροτ, που εκείνη την εποχή δεν ξεπερνούσαν τα 2.300 φράγκα το μή να. Τη φαντάζομαι εύθραυστη και φοβισμένη, να μην τολμά να βγει από το σπίτι, να ζει το μαρτύριο της απουσίας του Βολφ μέχρι εκείνος να γυρίσει, ν’ αφουγκράζεται τα βήματά του στις σκάλες, να παρακαλεί έναν θεό, ειδικά επινοημένο για την περί σταση, να επιστρέφει.
ιΐ9
Η Ε λέν με καφ έ π αλτό κ α ι ο Τ όμι μ ε μ π λ ε σκούρο μπαίνουν στο νεκροταφείο του Μ ονπαρνάς, α π ό την ο δ ό Φ ρουαντεβό' ο Τόμι έχει περάσει το χέρι του γύρω α π ό τους ώ μ ους της μητέρας τον. — Μένεις στα εκ α τό μ έτρ α κ α ι π ο τ έ δεν έχεις μπει εδώ μέ σα; ρω τάει ο Τόμι. — Τόμι, έχω τόσους πεθαμένους, τ ό σ α φ αντάσματα γύρω μου... Τι θες; Ν ' ασχοληθώ κ α ι μ ' όλους αυτούς τους νεκρούς που δεν τους ξέρω; — Ο Μ πωντλαίρ, μ α μ ά , ο Μ π ω ν τλ α ίρ ! Β ρίσκεται εδώ! — Δ είξ'τον μου, τον Μ π ω ν τλ α ίρ σου, κ α ι μ ετ ά πάμε να κά νουμε αλλού τη βόλτα μ ας.,. Βαδίζουν γρήγορα σε κ ά π ο ιο μ ο ν ο π ά τ ι του νεκροταφείου, συ ναντούν μ ια νεκροφόρα της επ οχ ή ς που την ακολουθεί μια πο μπή μαυροφορεμένων, κ α ι σε λ ίγ ο β ρ ίσ κ ο ν τα ι μ π ροσ τά στον τά φο του Μ ποντλέρ. — Έ λ α, τώ ρα, π ά μ ε να δούμ ε τον Μ ω π α σ ά ν ! — Μ ε κουράζεις, Τ όμ ι... Τους παρακολουθούμ ε να α π ο μ α κ ρ ύ ν ο ν τ α ι α π ό τον τάφο του Μ ω πασάν. 1
Scanned by CamScanner
2
0
J
— Ο τάφος του Π ιζ ό ν * του εφευρέτη της λ άμ π ας, σ' το ορκί ζομαι πω ς είναι ο τελευταίος, πρέπει να τον Βεις,.. Κ άθονται σε ένα π αγκάκι, σε κ ά π ο ια α λ έα του νεκροταφείου. Διακρίνουμε πίσω τους έναν τάφο, πάνω στον οποίο αγρυπνεί μ ια χήρα που θρηνεί ή μ ια μητέρα, καλυμμένη με πέπλο και σκαλισμένη στην πέτρα. Ο Τόμι είναι σκυμμένος μ προστά, σαν να κοιτάζει το χαλίκι της αλέας, σαν να μη θέλει να κοιτάζει τη μητέρα του, που είναι στραμμένη προς το μέρος του: — Π όσους π ιάσανε; τον ρω τάει. — Τρεις: τον Ρ ομπέρ τον Ιταλ ό, τον Μ ορίςκ αι τον Ζυλιέν. — Τι συνέβη; — Ε πιστρέφ οντας α π ό την επιχείρηση, έπεσαν π άνω σε π ε ρίπολο. Δεν έχουμε νέα τους. Είναι η πρώτη φορά που πιάνουν μέλη της ομ ά δα ς εκτροχιασμώ ν. Α λλά ο εκτροχιασμός ήταν εκ πληκτικός, θα 'θελα να 'μουν εκεί, όλο το τρένο έπεσε σε μ ια χ α ράδρα, κανονικός ανεφοδιασμός αίμ ατος για τους φρίτσηδες. — Δεν έχετε νέα τους... Ε πομένω ς δεν ξέρετε αν μίλησαν. — Α υτό απ οκλείεται, π ο τέ δεν θα μ ας κατέδιδαν. — Δεν το ξέρεις, Τόμι, δεν το ξέρεις. Τον Ζ ορζ τον συνέλα βαν πριν α π ό τρεις μέρες. Π οιος τους οδήγησε σ’ αυτόν; Σ ου εί πε τίπ ο τα ο Γίόζεφ; — Μ αμ ά, ο Γιόζεφ έχει εξαφανιστεί. Τ ο ίδιο κι ο Μ αρσέλ. Δεν ήρθαν στην τελευταία συνάντηση προχθές, ούτε χθες στην έκτακτη συνάντηση. Κ ά π ο υ πρέπει να κρύβονται... τι να πω. — Τόμι, πρέπει να φύγεις γρήγορα. Έχουν βαλθεί να σας συλλάβουν όλους. Σ α ς παρακολουθούν βδομάδες τώρα. Μου το υποσχέθηκες δύο φορές: «Ν αι, μ α μ ά , την άλλη Κ υριακή θα φύγω μ αζί σου», και δεν το τηρείς. Θέλω να μου το υποσχεθείς, την Κ υ ριακή έρχεσαι, σε πηγαίνω στης Μ αργκερίτ, στην εξοχή, τα έχει 1 21
ετοιμάσει όλα για σένα. Ε κ εί Θα περιμένεις την απόβαση, δεν απο μένει πολύς καιρός, οι Α μ ερικανοί έφ τασαν κιόλας στην Ιταλία. — Κ αι οι άλλοι; — Οι άλλοι, τι; — Δεν μπορώ ν' αφήσω τον Μ αρσέλ , μ π ο ρ ε ί να κρύβεται, μπορεί να προσπαθήσει να επικοινω νή σει μ α ζ ί μου. Ο Τόμι παραμένει σκυμμένος. Η Ε λέν του χαϊδεύει το σβέρκο: — Τομά. γιε μου. τους έπ ια σ α ν όλους, δεν υπάρχει άλλη εξή γηση. Κ αι σένα σε φάχνουν και, σ το τέλος, Θα σε βρουν. Ορκίσου μου πω ς την Κ υριακή θα έρθεις μ α ζ ί μ ου. Θ α σε π ά ω εκεί πέρα. Τόμι, ορκίσου το. Ο Τόμι δεν α π α ν τά . Η Ε λέν τού τρ α ν τά ζ ει τον ώ μ ο: — Κ οίτα ξέ με, Τόμι, ορκίσου π ω ς θα έρθεις μ α ζ ί μου, λέει μ ’ έναν λυγμό στη φωνή. Ο Τόμι σηκώνει το κεφάλι, την κ ο ιτά ζ ει, την παίρνει στην αγκαλιά του. — Σ ’ το ορκίζομαι, μ α μ ά , σ ’ το ορκ ίζομ αι ότι την Κυριακή θα έρθω μ α ζ ί σου. Τον περίπατο στους τάφους, όλο αυτό το σκηνικό, τα επινόησα, γιατί δεν μπορώ να πιστέψω ότι ο Τ όμ ι και η Ελέν δεν περπά τησαν ποτέ σ’ εκείνο το νεκροταφείο, λίγα μόλις μέτρα από το διαμέρισμα της οδού Νταγκέρ, περνώντας από την οδό Ροζέ. Τίποτ’ άλλο δεν επινόησα, εκτός από τον Νοέμβριο μες στον Ιούλιο, αυτά τα παλτά και τα καπέλα στην καρδιά του καλοκαι ριού. 0 διάλογος, όμως, με λιγοστές εξαιρέσεις, βρίσκεται σκόρ πια στις Α ναμνήσεις της Ε λέν. Λέει ότι τον ικέτευε να φύγει από το Παρίσι, κάνει λόγο για το κρησφύγετο που του είχε ετοιμάσει στην Ορν,* στενοχωριέται που εκείνος είχε αναβάλει πολλές φο ρές την αναχώρηση του. 122
Ό ,τ ι βλέπουμε σ’ α υτή τη σκηνή —η οποία, σύμφωνα με τον αρχικό π ρογρα μμα τισμ ό, έπρεπε να είναι και η τελευταία όπου θα συμπρω ταγω νιστούσαν ο Γκα μ π ριέλ και η Β ίλ μ α — μπορεί να τοποθετηθεί με ακρίβεια την Παρασκευή 19 Νοεμβρίου 1943.
Εδώ και τρεις εβδομάδες, η μαύρη αράχνη, έχοντας βαρεθεί να μαζεύει θηράματα, είχε βαλθεί να τα κατασπαράξει. Τ ο πρω ί της 26ης Ο κτω βρίου, αφού προκάλεσαν τον εκτροχιασμό ενός τρένου, στις 4 .4 4 στη γραμμή Π αρίσι-Τρουά, κοντά στο Γκρανπί αυτή τη φορά, ο Ιτα λός κομμουνιστής Αμεντέο Ουσέλιο, ο επονο μαζόμενος « Ρ ο μ π έρ » , γεννημένος το 1 9 1 1 , ο Πολωνοεβραίος κομμουνιστής Β ίλυ Σ α π ίρ ο, ο επονομαζόμενος «Μ ορ ίς», γεν νημένος το 1 9 1 0 , ο Π ολωνοεβραίος Α αζμπ Γκόλντμπεργκ, ο επονομαζόμενος «Ζ υλιέν», γεννημένος το 1924, μέλη και οι τρεις του α π οσπά σμα τος τω ν εκτροχιασμώ ν, συνελήφθησαν από τη γαλλική αστυνομία που Βιεξήγε έρευνα για την επίθεση, ενώ βρίσκονταν ακόμη στην περιοχή, ο χ τώ ώρες αργότερα, για λό γους τους οποίους αγνοούμε. Η αστυνομία βρήκε πάνω τους δύο πιστόλια, εργαλεία για την αφαίρεση τω ν μπουλονιών και πλαστά χαρτιά. Μ εταφέρθηκαν α μ έσω ς στο Παρίσι, στο τοπικό Παράρτημα Α σφαλείας, και κατόπιν στην έδρα της Δεύτερης Ειδικής Μ ονάδας Δ ίω ξη ς της Υπηρεσίας Πληροφοριών, όπου κατέληξαν να ομολογήσουν την πραγματική τους τα υτότη τα , καθώς κι ότι είχαν συμ μ ετά σχει και σ’ άλλες επιθέσεις. Ο Σ α π ί ρο ομολόγησε στις 3 0 Ο κτωβρίου, έπειτα από τριήμερη ανάκρι ση και μόνο όταν εξετά στηκε κ α τ’ αντιπαράσταση με τους άλ λους δύο. Την ίδια μέρα, στις 2 6 Ο κτωβρίου, στο σταθμό του Κονφλάν-Σεντ-Ονορίν, ot αστυνομικοί τη ς Δεύτερης Ειδικής Μ ονά δας Δ ίω ξη ς συνέλαβαν έναν άνδρα που τον παρακολουθούσαν από καιρό, τελευτα ία ό μ ω ς δεν τα κατάφερναν για τί ήταν πολύ 123
Scanned by CamScanner
προσεκτικό?: τον Γιόζεφ Νταβίντοβιτς, τον επονομ«ζόμενο απέρ» Πολωνοεβραίο κομμουνιστή, γεννημενο το 1905 * > τικό υπεύθυνο κοα ταμία των FTP-MOI του Π α ρ ι* ^ ^ Μάιο. Μπορεί να βασανίστηκε, ή να απείλησαν με ανχ{πο °V χην οικογένεια του, κι έδωσε πολλές πληροφορίες στην ασχυνο^ μία. Πέντε εβδομάδες αργότερα, δέχτηκε να προσποιηθεί Τ δραπετεύει, προκειμενου να συγκεντρώσει ξανα γυρω του ' αγωνιστές ως καθοδηγητής. Οι FTP τον εκτέλεσαν γ«χ προδοσία στα τέλη Δεκεμβρίου. Με τις πληροφορίες του, είχε ήδη εξα θρωθεί σχεδόν ολόκληρο το δίκτυο. Χάρη στα στοιχεία που έδω σε, συνελήφθη ο «Ζορζ», κατά κόσμον Μανουσιάν, στις 16 Νοεμ βρίου, μαζί με τον Γιόζεφ Έ πσταϊν. Μερικές ώρες αργότερα ήρθε η σειρά του Μαρσέλ Ράιμαν και της Όλγκα Μπάντσιτς της επονομαζόμενης «Πιερέτ», Εβραίας από τη Βεσσαραβία γεννημένης το 1912, κομμουνίστριας, υπεύθυνης για την απο θήκη εξοπλισμού των FTP-MOI.
Την επομένη, στις 17 Νοεμβρίου, ημέρα Τετάρτη, έπιασαν τα περισσότερα μέλη της ομάδας εκτροχιασμών, ανάμεσά τους τον «Μαρσέλ» και τον «Πιερ», κατά κόσμον Βάσμπροτ και Μποκτσόρ, αντίστοιχα -που εκείνη την εποχή ήταν οι πιο κο ντινοί σύντροφοι του Τομι—, αλλα και τον Φίνγκερτσβαϊγκ, τον Γκλατζκαι τον Γκεντούλντιχ. Ο Σταντσάνι, ή «Ρικάρντο», εί χε αποχωρήσει απο το δίκτυο λίγο νωρίτερα, και οι αστυνομι κοί είχαν χάσει τα ίχνη του. Όσο για τον Τόμι, από θαύμα γλί τωσε τη σύλληψη: ενα λάθος οδήγησε τους αστυνομικούς της Δεύτερης Ειδικής Μονάδας Δίωξης στα βήματα ενός νεαρού που του έμοιαζε. Τον έλεγαν Τιμπέριο Φεζιβέρ. Εβραίος απο τη βρετανική Παλαιστίνη, εμενε στο ξενοδοχείο «Voltaire», οτον αριθμό 3 της οδού Καρμ, στη γειτονιά του Τόμι. Όταν οδηγη· 9ηκε στην έδρα της Υπηρεσίας Πληροφοριών, στις 17 Νοβμβρ^· 124
11 lu u kj y v>c«i 1ιυ υ α ι 11 1^1
οι αστυνομικοί δεν αναγνώρισαν τον «Μουφτάρ», και ο άνδρας αφέθηκε ελεύθερος, αφού πρώτα διαπιστώθηκε ότι όλα ήταν εντάξει: παρουσιαζόταν κάθε μέρα στο τμήμα της οδού Νταντ. Αργότερα, αν πιστέψουμε την Ελέν, εκτοπίστηκε. Ο άνδρας που τον είχαν μπερδέψει με το γιο της την επισκέφθηκε, μετά τον πόλεμο, επιστρέφοντας από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Όλοι του οι σύντροφοι, ή σχεδόν όλοι, είχαν συλληφθεί, αλλά ο Τόμι δεν το γνώριζε ακόμη. Θα μπορούσε να το μαντέψει, βέ βαια, αφού δεν έρχονταν πια στις συναντήσεις. Αλλά δεν ήθελε να το παραδεχτεί. Ιδιαίτερα την εξαφάνιση του Μαρσέλ, του ερωτευμένου συντρόφου, του μόνου που ήταν μικρότερος του και που ο Γώ ζεφ τού τον είχε εμπιστευτεί. Ο νους του δεν πή γαινε στο χειρότερο: ότι δηλαδή ο Βάσμπροτ βρισκόταν ήδη στα χέρια της Ειδικής Μονάδας Δίωξης, έχοντας συλληφθεί, μαζί με τη Σούζυ, στο δωμάτιο υπηρεσίας, στον αριθμό 35 της οδού Αρσίβ, τα ξημερώματα της Τετάρτης 17 Νοεμβρίου. Ο Τόμι με μπλε σκούρο παλτό ανεβαίνει τέσσερα τέσσερα τα σκαλιά που οδηγούν στο δωμάτιο του Βάσμπροτ και της Σούζυ. Χτυπάει την πόρτα, φιθυρίζει: «Μαρσέλ... Σούζυ... Ε γ ώ είμαι, ο Τόμι...» Περιμένει, κολλάει το αυτί του στην πόρτα, ξαναχτυ πάει, περιμένει λίγα λεπτά ακόμη, κι έπειτα ξανακατεβαίνει τη σκάλα. Σ τη ν είσοδο, ανοίγει την πόρτα που βγάζει στον ακάλυ πτο και στο σπιτάκι της θυρωρού. Χτυπάει την πόρτα, μια γριά θυρωρός της εποχής τού ανοίγει, της ζητάει χαρτί και μολυβί για να αφήσει ένα σημείω μα στον Μ αρσέλ Λ αμπέρ, τον νεαρό που μένει στον έκτο, στης δεσποινίδας Λεμπλάν. Η θυρωρός χάνεται μες στο σπιτάκι, επιστρέφει, και του τείνει ένα χαρτί κι ένα μολυ βί. Ο Τ όμι ακουμπάει στον τοίχο για να γράφει αυτά τα λόγια: «Θα σε περιμένω σήμερα, Σ ά β β α το , στις δυόμισι, στον Κ ήπο 125
^
(
| |
l\ ^ V I
Μ
J
του Λ ουξεμ βούργου. Τ ο μ » . Δ ίν ει τ ο χ α ρ τ ί κ α ι τ ο μολύβι στη θυ ρ ω ρό: — Θα του το δώσετε: — Ναι - απαντά εκείνη-, η δεσποινίς θα περάσει ως συνή
θως στις δώδεκα το μεσημέρι, γ ια να δει αν έχει αλληλογραφία. Ο Τόμι κάθεται σε μ ια σιδερένια κ α ρέκλα στον Κ ή π ο του Λου ξεμβούργου* μπροστά στη λιμνούλα όπου δεκάδες πιτσιρίκια, κουκουλωμένα γ ια τ ί κάνει κρύο , έχουν ρίξει καραβάκιαμε πανί Σηκώνεται* κάνει το γύρο της λιμνούλας, περνάει μπροστά από το κτίριο της Γερουσίας* όπου το ρολόι δείχνει 1 5 .2 0 , κι έπειτα κατευθύνεται με μ ε γ ά λ ε ς δρασκελιές προς την έξοδο του Κήπου, από την πλευρά του Σ εν -Μ ισ έλ. Βλέπουμε έναν άνδρα μ ε μ α ύ ρ ο π α λ τ ό και καπέλο στην αυλή της πολυκατοικίας του Β ά σ μ π ρ ο τ , μ π ρ ο σ τ ά στη θυρωρό. «Ένας ψηλός μ ε σγουρά μ α λ λ ιά κ α ι μ π λ ε π α λ τ ό » , του λέει εκείνη, κα θώς αυτός περιεργάζεται το σ η μ ε ίω μ α του Τ ό μ ι. — : Τι ώ ρα ήταν; — Γ ύ ρ ω στις έντεκα.
Ο άνδρας σημειώνει κάτι στο χ α ρ τ ί με ένα μπλε μολύβι, το δι πλώνει και το βάζει μ α ζ ί με το μολύβι στην τσέπη του παλτού του, και μετά λέει, καθώ ς σηκώνει το καπέλο του για να χαιριτήσει την ηλικιωμένη γυναίκα: « Σ α ς ευχαριστώ πολύ, κυρία Λεφρανσουά, ήταν μεγάλη εξυπηρέτηση. Θα ξαναπεράσω το βράδυ». Ο Τόμι μπαίνει στην πολυκατοικία του Βάσμπροτ, ανεβαίνει πάλι τη σκάλα, χτυπάει την π όρτα του δω ματίου υπηρεσίας τον Βάσμπροτ και της Σούζυ, περιμένει λ ίγ ο , ξαναχτυπάει, ξανακατεβαίνει στη θυρωρό: 126
— Μ ή π ω ς του ς ε ίδ α τ ε σ το μ ετ α ξ ύ ; τη ρ ω τ ά . — Ό χι, δεν ε ίδ α κ α ν έν α ν . ούτε α υ τό ν ού τε εκείνη, α λ λ ά έρ ι ξα το ση μ είω μ ά σ α ς κ ά τ ω α π ό την π ό ρ τ α τους. — Μ ή π ω ς σ α ς β ρ ίσ κ ετ α ι ά λ λ ο ένα χ α ρ τ ί κ α ι μ ολύβι; Η θυρωρός μ π α ίν ει σ το σπιτάκι,, κι επιστρέφ ει μ ε ό, τι ζήτησε ο Τόμι. Ο Τ όμ ι α κ ο υ μ π ά ει π ά λ ι στον το ίχ ο, κ α ι γράφ ει: «Θ α σε δ ω την Κ υ ρ ια κ ή . σ τις δ ώ δ ε κ α τ ο μ εσ η μ έρ ι, σ το (μ έτρ ο) Π ο ν -Μ α ρ ί, αφού δεν έλ α β ες ε γ κ α ίρ ω ς τ ο π ροη γ ού μ εν ο σ η μ είω μ ά μ ου. Π ρ ο σπάθησε να ε ίσ α ι ε κ ε ί ο π ω σ δ ή π ο τ ε . Τ ό μ ι» . Σίγουρα, σκεφτόταν ο Τ ό μ ι, ο Μαρσέλ θα επέστρεφε σύντομα στο δωμάτιο της Σούζυ, για να πάρει τα υλικά που είχε φυλάξει εκεί και τα οποία χρειαζόταν η ομάδα, δύο πιστόλια -έν α μικρό Μπαγιάρ τσέπης, 9 χιλιοστώ ν, κι ένα ισπανικό Βενσεδόρ 7 ,3 5 - , καθώς και τα γερμανικά κλειδιά για τις ράγες. Δεν ήθελε να βά λει με το μυαλό του το χειρότερο. Ό τ ι όλοι τους είχαν συλληφθει, και πω ς ήταν ο τελευταίος της ομάδας που γευόταν στιγμές ελευ θερίας. Ό τ ι ήταν μόνος του, χαμένος, χωρίς τον Ζορζ, τον Γ ιό ζεφ, μακριά από τη μητέρα του, ότι ο αγώνας είχε τελειώ σει γι’ αυτόν. Ό τ ι εκείνο το Σάββατο 20 Νοεμβρίου, τον Μ αρσέλ τον βασάνιζαν για τρίτη κιόλας μέρα στα γραφεία της Υπηρεσίας Πληροφοριών, στα κεντρικά της αστυνομίας, στο Ιλ ντε λα Σ ιτέ. 0 Βάσμπροτ είχε συλληφθει μαζί με τη Σ άρα, που τη φώναζαν Σουζυ, μέσα στο σπ ίτι το υς, στον αριθμό 3 5 τη ς οδού Αρσίβ. Γ ια να φτάσει κανείς στη σκάλα του προθαλάμου σήμερα, πρέπει να γνωρίζει π ρ ώ τα α π ’ όλα τον κω δικό τη ς εξώθυρας, και έπ ειτα τον κωδικό τη ς εσω τερ ική ς π όρτα ς που αντιστοιχεί σ’ αυτή τη σκάλα. Περίμενα να μπει κάποιος, για να τον ακολουθήσω. Ή τα ν ένας νεαρός γ κ έι, ό π ω ς είναι τη ς μόδας στο Μ α ρέ, ο οποίος φα ντάστηκε ότι τον ακολουθούσα μ ε πονηρό σκοπό. Τ ο ν άφησα να 127
Scanned by CamScanner
προηγηθεί κατά μερικούς ορόφους. Ανέβηκε στον έκτο όροφο, τον άκουσα ν’ ανοίγει καί να ξανακλείνει πίσω του την πόρτα και, όταν έφτασα στον όροφό του. όεν τόλμησα να χτυπήσω την πόρτα της Σούζυ. που ίσως ήταν πλέον η δική του. Η πόρτα της Σούζυ και του Μαρσέλ. κι από πίσω εκείνος να καλλωπίζεται με τις ώρες. 'Ιδιο δωμάτιο, διαφορετικό σόμπαν. Ένα σόμπαν ματαιοδοξίας αδιανόητης για τον Μαρσέλ, για την οποία όμως είχε δώσει τη ζωή του. Ξανακατέβηκα την όμορφη ξύλινη σκά λα, αυτήν που είχε ανέβει ο Τόμι γεμάτος ελπίδα κι ανησυχία, τη σκάλα που το παραμικρό της τρίξιμο το γνώριζαν ο Βολφ και κυρίως η Σούζυ, τη σκάλα που τους είχε δει να φεύγουν, πλαι σιωμένοι από άνδρες με μαύρα πανωφόρια. Άφησα το χέρι μου να γλιστρήσει στην κουπαστή. Στην ανάκρισή της, η Σούζυ δήλωσε πως ποτέ δεν ήταν ενήμερη για τις δραστηριότητες του Μαρσέλ. Εκείνος το επιβεβαίωσε, αλλά αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι η Σούζυ γνώριζε πως υπήρχαν όπλα στο σπίτι της. Δεν ξέρω πού φυλακίστηκε η Σούζυ, ούτε αν αυτό συνέβη αμέσως. Σύμφωνα με τ ’ αρχεία του Μου σείου του Ολοκαυτώματος,* τη Σάρα Ντάνσιγκερ, δεκαεφτά ετών, φοιτήτρια, τη φυλάκισαν στο στρατόπεδο του Ντρανσί στις 20 Ιανουάριου 1944, και στις 3 Φεβρουάριου τη στοίβαξαν στο κονβόι υπ’ αριθμόν 67 με προορισμό το Άουσβιτς. Μπορούμε βέβαια να υποθέσουμε ότι δεν επέστρεψε ποτέ. Ό π ω ς πολλά άλλα μέλη των FTP-MOI που συνελήφθησαν, έτσι και ο Μαρσέλ, παρά τα βασανιστήρια, ομολόγησε μόνο όσα η Δεύτερη Ειδική Μονάδα της Υπηρεσίας Πληροφοριών γνώρι ζε ήδη, καθώς και μερικές ακόμη πληροφορίες άνευ σημασίας, αφού ήταν μη αξιοποιήσιμες, πολύ αόριστες ή παραπλανητικές* Για να προστατέψει τη μητέρα του, κατέθεσε ότι την είχαν με128
Scanned by CamScanner
ταφέρει σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, κάτι που δεν ήταν αλή θεια. Δήλωσε επίσης ότι στρατολογήθηκε τον Ιούλιο του 1943, καθώς ήταν φανερό π ω ς η αστυνομία αγνοούσε τις επιχειρήσεις στις οποίες είχε εμπλακεί προτού μετακινηθεί, εκείνο τον μήνα, στο απόσπασμα των εκτροχιασμών. Π οτέ δεν έδωσε άλλα ονό ματα πέρα από τα ψευδώνυμα των συντρόφων του στις έξι επι χειρήσεις που ομολόγησε, δηλαδή μία απόπειρα και πέντε επι τυχημένους εκτροχιασμούς, τους τέσσερις μαζί με τον Τ ό μ ι. Γνώριζε πολύ καλά ότι αυτά έφταναν και περίσσευαν για να πεθάνει. Οι βασανιστές του είχαν χάσει τα ίχνη του Τ ό μ ι, κι έτσι προσπάθησαν να του αποσπάσουν τη διεύθυνσή του. Ο Μ αρσέλ επινόησε ολόκληρο παραμύθι: Μ ια φορά πήγα στην κατοικία του « Τ Ο Μ Ι » , προς το Σεν-Σιρ, πάνω από τις Βερσαλλίες, αλλά είχε φροντίσει να μου δέσει τα μάτια και δεν γνωρίζω την ακρι βή του διεύθυνση. Μένει σ ?ένα δωμάτιο στον τέταρτο όροφο, εί ναι περίπου δεκαεννιά χρόνων, είναι ξένος κι αρκετά μορφωμέ νος, πρέπει να έχει πάρει το μπακαλορεά του .
Ήξερα πως ο Τόμι θέλησε να γράψει δυο λόγια στον Μαρσέλ μετά την εξαφάνισή του, κι ενώ δεν είχα καμιά ελπίδα να μάθω το ακριβές περιεχόμενό τους, πόσο μάλλον να τα βρω, πέτυχα τούτα τα σημειώματα σε κάποιον άθλιο φάκελο των αρχείων της αστυνομίας. Τ α αρχεία αυτά περιέχουν θησαυρούς ανεκτίμητης αξίας, είναι όμως αφημένα στην τύχη ακατανόητων ταξινομή σεων, στο έλεος μελανιών που ξεθωριάζουν και χαρτιών που σκί ζονται. Ανάμεσα στους άλλους θησαυρούς, κι αυτά τα δύο γρα πτά ντοκουμέντα με τον γραφικό χαρακτήρα του Τόμι, από τα τέσσερα που έχουν σωθεί, ντοκουμέντα κάθε άλλο παρά αδιάφο ρα, αφού με αυτά σφραγίστηκε η μοίρα του. Στη μικρή αίθουσα των αρχείων, που τόσο μου άρεσε να την 129
επισκέπτομαι, γιατί βρίσκεται στην καρδιά της ιστορίας του Τόμι, χαμηλά στην οδό Μοντάιν-Σευτ-Ζενεβιέβ, ανακάλυψα τυχαία και κράτησα στα χέρια μου αυτές τις σελίδες που ο Τόμι τις άγγιξε με τα δάχτυλά του, ποτισμένες από την ανησυχία του και από τον θανάσιμο κίνδυνο στον οποίο τον εξέθεταν. Πρόκει ται για δελτία αποστολής της «Samarilaine»* —όπου πιθανόν να εργαζόταν ο άνόρας της θυρωρού-, που φέρουν χειρόγραφα ση μειώ ματα στη λευκή πίσω όψη τους. Σ το πρώτο, κάτω από το κείμενο του Τ ό μ ι. υπάρχουν σημειωμένες, με χοντρό μπλε μο
Παρεδόθη στο σπίτι της θυρωρού, στον αριθμό 35 της οδού Λρσίβ, στις 20-11-43, περί τις 11 π.μ. Στην μπροστινή όψη, τρεις χειρόγρα φες αράδες, με μαύρο μολύβι αυτή τη φορά: Λε Μπλαν, οδός Αρσίβ, αριθμός 35. 6η πόρτα δεξιά, απέναντι από τη σκάλα. λύβι. από κάποιον αστυνομικό, οι παρακάτω λέξεις:
Χ ά ρ η σ’ αυτή την αναφορά, κατόρθωσα να φτάσω μέχρι την πόρτα του Μαρσέλ και της Σούζυ. Το πρώτο σημείωμα φέρει την υπογραφή
Τομ , και
η συντομογραφία μ ’ έκανε να σκεφτώ
πως τα δυο αγόρια διατηρούσαν μια σχέση στοργής. Το δεύτερο μήνυμα, που ο Τ ό μ ι το συνέταξε το απόγευμα της ίδιας μέρας, επιστρέφοντας από τον Κήπο του Λουξεμβούργου όπου ο Μ αρ σέλ δεν είχε εμφανιστεί, έχει πιο επιτακτικό τόνο. Ε κ των υστέ ρων έχει συμπληρώσει, σε παρένθεση, τη λέξη μετρά, που διευ κρινίζει το σημείο συνάντησης. Τούτη τη φορά φέρει την υπο γραφή Τ ό μ ι και περιέχει μόνο αυτές τις αράδες, οι οποίες απο τελούν δείγμα απίστευτης απροσεξίας μια εποχή που, στη Γαλ λία, ακόμη και οι πιο συνηθισμένες λέξεις οδηγούσαν καθημερι νά στο θάνατο.
Οι σκηνές αυτές στην οδό Αρσίβ και στον Κήπο του Λουξεμ βούργου, σχετικά εύκολες για τον Γκαμπριέλ, γυρίστηκαν την 130
Scanned by CamScanner
επομένη της —οριστικής, αυτή τη φορά- αναχώρησης της Βίλμας. Ο Γκαμπριέλ δεν την είχε συνοδεύσει ώς το αεροδρόμιο, καθώς εκείνη είχε φύγει βιαστικά, τρέμοντας, δίχως να χαιρετή σει, δίχως να πει λέξη. Για καιρό κατηγορούσα τον εαυτό μου που την είχα αφήσει να ξαναφύγει, να εγκαταλείψει τον Γκα
μπριέλ σε μεγαλύτερη σύγχυση από πριν. Εκείνη τη μέρα έμοια ζε με άρρωστο που του στερούν για πάντα το παυσίπονο το οποίο του είχε προσφέρει λίγη ανακούφιση, έπειτα από μακρο
χρόνιο μαρτύριο. Π οτέ δεν τον είχα δει τόσο άσχημα: τώρα τού είχαν πέσει όλα μαζεμένα. Έ χ α ν ε μια παρηγοριά, ενώ τα χειρό τερα έρχονταν. Ή ξερ ε το σενάριο. Ό π ω ς ο Τ όμ ι που είχε στε ρηθεί τη μητέρα του, έτσι κι ο Γκαμπριέλ, έχοντας καταληφθεί από την αγωνία του κατατρεγμένου αγωνιστή, όπω ς ά λλω στε κι απ’ ολόκληρη την προσωπικότητα του Τ ό μ ι, εκτός εαυτού, περιχαρακώθηκε σε μια στάση εντελώς εχθρική προς τους άλ λους. Η ομάδα ευχαρίστως θα τον στραγγάλιζε για την περι φρόνηση που τους έδειχνε, τις ιδιοτροπίες και τις νευρικές του κρίσεις. Ε γ ώ δεν έκανα τίποτα για να τον ηρεμήσω εκείνη τη μέρα, καθώ ς η παραμορφωμένη του όψη, η νευρικότητά του, η ενεργητικότητα της απελπισίας -α υ τ ή που θα βρεις μόνο αν ξύσεις τον πυθμένα τω ν εξαντλημένων σου δυνάμεω ν-, μιας α π ελ πισίας που έβρισκε διέξοδο στον τρόπο που περπατούσε, που ανέβαινε τα σκαλιά, που μιλούσε στη θυρωρό, που έγραφε με χέρι τρεμάμενο, όλη αυτή η προσπάθεια να ζήσει για τί κανείς δεν θέλει να πεθάνει, ήταν ακριβώς η πλευρά του Τ ό μ ι που έπρε πε να α π οδώ σει. Ό λ η αυτή η προσπάθεια για ζω ή , για ελεύθερη ζωή συγκεκριμένα, που τον εμψύχωνε για περισσότερο από τρία χρόνια. Α υτή η φλόγα, που η μαύρη σκιά ήθελε να τη σβήσει.
Αραγε προσπαθούσε ακόμη να την αποφύγει; Άραγε ο Γκα μπριέλ των άκρων ήθελε να ξεφύγει από τη μοίρα του Τόμι; Ό 131
Scanned by CamScanner
πως και να ’χει, την επομένη, μια αυγουστιάτικη μέρα όπου εί χαμε προγραμματίσει τα γυρίσματα ενός μεσημεριού του Νοεμ βρίου, ο Γκαμπριέλ δεν εμφανίστηκε στο ραντεβού που ο χαμέ νος πια μαχητής του στρατού του εγκλήματος είχε ορίσει στον Μαρσέλ, στο μετρό Πον-Μαρί.
132
Σ το μετρά Π ον-Μ αρί, την Κυριακή 3 Αυγούστου, το σκηνικό ήταν έτοιμο. Ε ίχ ε χρειαστεί να μπλοκάρουμε τη στάθμευση στην περιοχή με παλιομοδίτικα αμάξια, στη συνέχεια να αλλά ξουμε την όψη του ταχυδρομικού κουτιού και να αφαιρέσουμε τις σύγχρονες πινακίδες, όπ ω ς και τη στάση του 6 7 , ακριβώς στη μέση τω ν δύο εισόδων του μετρό, χω ρίς να την αντικατα στήσουμε, αφού η γραμμή αυτή δεν υπήρχε το 1943. Ο Σ τιβ θα φρόντιζε αργότερα για τη χειμω νιάτικη όψη τω ν δέντρων του σταθμού, την α πρόσκοπτη θέα ώ ς το Ιλ Σεν-Λ ουί, το χρ ώ μ α τω ν προσόψ εω ν. Η ομάδα τω ν τεχνικώ ν ήταν εκεί από τις τρεις τα ξη μ ερ ώ μ α τα , οι κομπάρσοι και οι ηθοποιοί ήρθαν το χάρα μα, γ ύ ρ ω σ τις εξίμ ισι, και επ ιτρεπ όταν να κάνουμε γυρίσματα μέχρι τις ο χ τ ώ το πρω ί* από αυτή την ώρα και μ ετά , θα προκαλούσαμε π ρ ο β λ ή μ α τα , αν σ τα μ α το ύ σ ε η κυκλοφορία στην α π ο βάθρα του Ο τ έ λ -ν τ ε -Β ιλ . Α λ λ ά ο Γ κ α μ π ρ ιέλ δεν ερχόταν, και άφηνε τα μ η ν ύ μ α τα να συσσω ρεύονται στον τη λεφ ω ν η τή του.
Τηλεφώνησα στην Κλερ στις 7.15. Κοιμόταν ακόμη εκείνη την Κυριακή, κι είχε να δει το γιο της πολλές μέρες. Της τηλε φωνούσε πού και πού* ισχυριζόταν πως του είχα παραχωρήσει ένα δωμάτιο στο σπίτι μου, που μας βόλευε περισσότερο για τα 133
γυρίσματα. Εκείνη βεβαιώθηκε πως δεν κοιμόταν στο δωμάτιό του και οτι όεν υπήρξε κανένα πρόσφατό ίχνος του στην κουζίνα ή στο μπάνιο. Έ πειτα μου ζήτησε να πάω από κει, προσθέτο ντας ότι κάτι περίεργο συνέβαινε στο δωμάτιο του Γκαμπριέλ. Από πότε κατοικούσε ο Τόμι στο δωμάτιο του Γκαμπριέλ; Η Κλερ δεν το γνώριζε, ποτέ δεν έμπαινε μέσα, όπως πιθανότατα δεν έμπαινε ποτέ στην ψυχή και την καρδιά του γιου της. Ο Γκαμπριέλ είχε καλύψει τους τοίχους με μεγεθυσμένα πορτρέτα του Τόμι -τ ις πέντε φωτογραφίες του που γνωρίζουμε και που του είχα δώσει—, σε άπειρα αντίγραφα, πάνω στους τοίχους, ακόμη xat στο παράθυρο, εμποδίζοντας το φως να μπει στο δω μάτιο. Πάνω στο γραφείο του στοιβάζονταν όλα τα βιβλία που αναφέρονταν στον Τόμι: το βιβλίο της Ελέν, κάποιων ιστορι κών, των αγωνιστών, του Μπόρις Χόλμπαν, του Αβραάμ Λίσνερ, του Αδάμ Ράισκι... Εκεί βρισκόταν και το βιβλίο του Αντρέ Ζουκά, με τις έγχρωμες φωτογραφίες του κατεχόμενου Παρι σιού. Παρατήρησα πως δύο σελίδες στο βιβλίο της Ελέν ήταν τσακισμένες στην άκρη, και το πήρα μαζί μου για να δοκιμάσω αργότερα ν’ αποκωδικοποιήσω αυτά τα σημάδια. Όλα τα υπό λοιπα -αφίσες, αντικείμενα και διάφορα βιβλία που, μέχρι πριν από λίγο καιρό, θα έδιναν σ’ αυτό το χώρο την όψη ενός συνηθι σμένου εφηβικού δωματίου- ήταν στριμωγμένα σε δύο μεγάλες σακούλες σκουπιδιών πεταμένες στο κρεβάτι. Η Κλερ δεν είχε ιδέα πού μπορεί να βρισκόταν ο γιος της. Τηλεφώνησε στη μητέρα της, στον πρώην σύζυγό της -τον μονίμως απόντα πατέρα τού Γκαμπριέλ-, σε δύο φίλους του που ήξερε τον αριθμό τους. Κανείς δεν είχε νέα του. Σκέφτηκε να καλέσει την αστυνομία, αλλά εγώ δεν της άφησα κανένα περιθώ ριο. Ναι, μπορεί ο Γκαμπριέλ να ονειρευόταν, μέσα στη σύγχυ134
ση του, πως η αστυνομία τον είχε πάρει στο κατόπι, εγω όμως εξακολουθούσα να ελπίζω ότι η εξαφάνισή του θα είχε κατάληξη λιγότερο δραματική από μια ανάκριση, μια προειδοποίηση, ή μια σειρά ερωτήσεων για την ταινία και το άτομό μου. Μπορού σα να φανταστώ τα άρθρα στις εφημερίδες, τα υπονοούμενα, μια κατάσταση που θα κατέληγε πιο άσχημα κι απ’ όσο είχε αρχίσει. Ήξερα πού να πάω. Ο δρόμος περνούσε από την πλατεία Κλισί, όπου δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ η επίθεση που σχέδιαζαν κα τά του Soldatenhcim' από την Πον ντυ Καρουζέλ, όπου ο Γκαμπριέλ με είχε ρωτήσει γιατί είχα διαλέξει του Τόμι* από τη δια σταύρωση του Οντεόν, όπου δεν είχα απαντήσει στις σημαντι κότερες ερωτήσεις του* από το μπουλβάρ Σεν-Ζερμέυ, που οδη γούσε στο βασίλειο του αδερφού που είχε επινοήσει και με τον οποίο είχε γίνει ένα. Ενώ ακολουθούσα βήμα βήμα τη διαδρομή του Γκαμπριέλ —αναλογιζόμενος πως η χαμένη σκηνή του μέ τρο Πον-Μαρί, ακόμη και το ενδεχόμενο να διακόψω, να εγκα ταλείψω δηλαδή τα γυρίσματα, ακόμη κι η σκέψη πως όλη αυτή η δουλειά, ο χρόνος και το χρήμα κινδύνευαν να εξατμιστούν σαν όνειρο, καταστρέφοντας τη φήμη μου, δεν μ’ άγγιζαν όσο το ανησυχητικό αίνιγμα του Γκαμπριέλ, και με προβλημάτιζαν λι γότερο από αυτό που θα έβρισκα στο τέλος της διαδρομής—, συ νειδητοποίησα πόσο ισχυρός ήταν πια ο δεσμός μου μ’ αυτό το αγόρι, και πόσο τα νήματά του δεν είχαν πλέον να κάνουν με τον κινηματογράφο. Μια άλλη αράχνη με είχε πιάσει στο δίχτυ της, παρόλο που πάσχιζα να την αποφύγω, από τη σκηνή της συναγωγής κιόλας. Οφείλω να πω ότι είχα πέσει σε σπάνιο έντο μο. Π ώ ς είχε κατορθώσει ένας συνηθισμένος σκέιτερ του Τροκαντερό να μεταμορφωθεί ή, μάλλον, να γεμίσει έτσι; Έ φ τα ιγε μήπως ότι η φύση πάσχει από το φόβο του κενού, κι αυτός πάνω 135
Scanned by CamScanner
στις ρόδες του χανόταν με ακόμη μεγαλύτερη ταχύτητα επειδή ήταν τόσο ανάλαφρος, ανερμάτιστος, άδειος; Ίσως. Ο Τόμι δεν είχε παρά να μπει με πλήρη εξάρτυση, να στρογγυλοκαθίσει, σ’ έναν κενό χώρο. Αλλά θα έπρεπε αυτός ο χώρος να του ταιριάζει κιόλας, να τον ρουφήξει εντός του. Έβλεπα σχεδόν καθημερινά τον Ζονατάν, τον Ματιέ, τον Νικολά, νεαρούς ηθοποιούς με τα λέντο, με καλές προθέσεις, αφοσιωμένους στη δουλειά τους, πα ρόλο που συχνά τους απασχολούσαν ασήμαντα πράγματα. Ούτε εκείνοι είχαν ψυχή ιδιαίτερα φορτωμένη, κανείς τους όμως δεν την είχε αφήσει να κατακτηθεί, ούτε καν να πολιορκηθεί. Η δια φορά μπορεί να οφειλόταν στο ότι αυτοί ήταν ηθοποιοί και απο λάμβαναν αργά και ήρεμα την προοπτική μιας καριέρας, ενώ ο Γκαμπριέλ, δίχως φανερή κλίση, έβλεπε τον εαυτό του αντιμέ τωπο με το μέλλον, λες και βρισκόταν στην ακτή ενός ωκεανού που έπρεπε να τον διασχίσει έχοντας στη διάθεσή του μόνο μια ακυβέρνητη σχεδία. Ο Γκαμπριέλ δεν θεωρούσε τον εαυτό του ηθοποιό, ίσως και να μην ξαναγινόταν ποτέ, έπειτα απ’ αυτές τις λιγοστές μέρες του καλοκαιριού. Όταν ο ένοικός του θα τον εγκατέλειπε ή, αντίθετα, θ’ αποφάσιζε μια για πάντα να εγκα τασταθεί μέσα του. Ίσως, πάλι -κι αυτό ήταν το πιθανότερο-, η διαφορά να οφειλόταν στην οδυνηρή φύση του κενού το οποίο προκαλεί η γενική εκκαθάριση σε περιοχές δυστυχίας. Τι έψαχνε όμως να σβήσει ο Γκαμπριέλ; Από πότε κατοικούσε ο Γκαμπριέλ στο δωμάτιο του Τόμι, όπου τον ανακάλυψα εκείνη την ημέρα; Θυμήθηκα κάποιο ξημέρωμα που τον είχα αφήσει χαμηλά στην Καρντινάλ-Λεμουάν, λες κι ήταν ο Τόμι που γύριζε σπίτι του, στον αριθμό 69 εκείνου του δρόμου. Στο εσωτερικό αυτής της παράξενης πολυκατοικίας, πήγα να χτυπήσω το κουδούνι του δωματίου που εδώ κι έναν
χρόνο ήξερα πού ακριβώς βρισκόταν, με την ελπίδα πως ο Γ κ α μπριέλ θα είχε βρει τρόπο να το νοικιάσει- Χ τύπ η σ α το κουδούνι και πρόφερα τ ’ όνομά του, το επανέΧαβα, αΧΧά μ ά τ α ια . Κ α θ ώ ς έφευγα κ ι είχ α αρχίσει να κα τεβ α ίν ω τ η σκάλα, στο τέΧος του διαδρόμου, άκουσα πίσω μου να ψιθυρίζουν τ’ όνομά μου. Σ τ ρ ά φηκα: ο Γ κ α μ π ρ ιέΧ σ τεκόταν στο διάδρομο φορώντας μόνο το - π α λ ιο μ ο δ ίτικ ο εσώρουχο τη ς τελ ευ τα ία ς του σκηνής μ ε τ η Β ίλ μ α ' η λ ευ κ ή το υ επ ιδ ερ μ ίδ α έλαμπ ε μες στο σ κο τά δ ι, τ α μ α λ λ ιά του ή τα ν α κ ό μ η χ τεν ισ μ έν α όπως του Τ ό μ ι κ α ι, το κυριότερο, είχε μ ια έκφ ραση β α θ ιά ς απ ελπ ισ ίας, δυο μ ά τ ια που α ν α μ φ ίβ ο λ α είχ α ν κ λ ά ψ ε ι. Α ίγ ε ς μέρες νω ρ ίτερ α , μ ε αφ ορμή μ ια σ κηνή που θα γ υ ρ ίζ α μ ε , ε ίχ α μ ε δ ιαφ ω νήσ ει σ χ ε τικ ά μ ε τ α δάκρυα: κ α θώς π λ η σ ία ζε ο θ ά ν α τ ο ς , ο Τ ό μ ι είχ ε κ λ ά ψ ει, όπως π ίσ τευ ε η Ε λ έν ; Ο Γ κ α μ π ρ ιέλ μ ε δ ια β εβ α ίω νε πως όχι. Τ ώ ρ α αυτό το απ ελ π ισ μ ένο φ ά ν τ α σ μ α έ μ ο ια ζ ε ν α μαρτυρεί το αντίθετο. Μ ε φ ω ν ή
α π ο κ α μ ω μ έν η , που ω σ τό σ ο αντηχούσε στο διάδρομο, μου είπ ε: — Δεν ήξερα π ω ς ήσουν εσύ, φοβήθηκα π ω ς ήταν οι μ π ά τσοι. Θ έλ εις να π ερ ά σεις; Ε δ ώ κι έναν χρόνο ήθελα να μπω στο δωμάτιο. Μ ια μέρα, τον
προηγούμενο Α ύγουστο, είχα βρει στα αρχεία της αστυνομίας την ακριβή διεύθυνση του τελευταίου κρησφύγετου του Τ ό μ ι, μαζί μ ’ έναν αριθμό δω ματίου, το 2 2 . Έ σ π ευ σ α να διανύσω τα μερικές εκατοντάδες μέτρα που χωρίζουν τα Αρχεία, χα μ η λά στην οδό Μ ο ν τά ιν -Σ εντ-Ζ εν εβ ιέβ , από τον αριθμό 6 9 της οδού Κ αρντινάλ-Λ εμουάν. Ε ίνα ι μια παράξενη πολυκατοικία, απροσ διόριστης ηλικίας, μ ε μια ανθισμένη αυλή πίσω από μια σιδερέvta π ό ρ τα με μ ε γ ά λ ο αψ ιδω τό π λαίσιο. Ακριβώς δ ίπ λ α , ο αριθ μός 7 1 είναι, στη ν π ρ α γ μ α τ ικ ό τ η τ α , ιδιω τικό δρομάκι που οδη γεί σε ένα μικρό κτίριο μ ε π ο λ λ ά σ κ α λο π ά τια . Ε δ ώ έζησε ο Β α -
137 Scanned by CamScanner
λ ε ρ ί Λ α ρ μ π ό ,* α π ό τ ο 1 9 1 9 ώ ς τ ο 1 9 3 7 , ό π ω ς επίσης - κ ι αυτό α φ ο ρ ά π ε ρ ισ σ ό τ ε ρ ο τ η ν ισ το ρ ία μ α ς - ο γ ια τ ρ ό ς Λ ά ζ λ ο Φ άρκας, έ ν α ς α π ό τ ο υ ς κ α λ ύ τ ε ρ ο υ ς φ ίλους τ η ς Ε λ έ ν , π ιθα νόν και του Τ ό μ ι. Λ υ τ ό ς ο Ο ύ γ γ ρ ο ς Ε β ρ α ίο ς κ ο μ μ ο υ ν ισ τή ς, γεννημένος το 1 9 1 1 , ε γ κ α τ ε σ τ η μ έ ν ο ς σ τ η Γ α λ λ ί α α π ό τ ο 1 9 3 3 , υπ ή ρξε μ έλος τη ς υ π η ρ ε σ ία ς π λ η ρ ο φ ο ρ ιο ύ ν , κ α ι σ τ η σ υ ν έχεια τ η ς ιατρικής υπηρεσίας τ ω ν F T B -M O I μ ε α ρ ιθ μ ό μ η τ ρ ώ ο υ 1 0 2 0 1 . Τ ο ν Φ εβρουάριο του 19 4 4 ο ι γ ε ρ μ α ν ικ έ ς α ρ χ έ ς π λη ρ οφ ο ρή θη κ α ν τ η διεύθυνσή του και ή ρ θ α ν ν α τ ο ν σ υ λ λ ά β ο υ ν . Β ρ ή κ α ν τ ο δ ια μ έρ ισ μ α άδειο και α νέθε σ α ν σ τ η γ α λ λ ι κ ή α σ τ υ ν ο μ ία να δ ιεξ α γ ά γ ει έρευνα. Σ τ η ν αναφ ο ρ ά τ η ς , η α σ τ υ ν ο μ ία σ η μ ειώ ν ει π ω ς η Ε λ έ ν τον επ ισ κ επ τό τα ν συ χ ν ά . Μ έ χ ρ ι τ η σ τ ι γ μ ή π ο υ ο Φ ά ρκ α ς εγκ α τέλειψ ε εσπ ευσ μ ένα το σ π ί τ ι τ ο υ σ τ α τ έ λ η Ν ο εμ β ρ ίο υ 1 9 4 3 , τη ν π ερίοδο τω ν μ εγ ά λ ω ν σ υ λ λ ή ψ ε ω ν , κ ι εξα φ α ν ίσ τη κ ε σ τη ν ύ π α ιθρ ο . Δ εν υ π ά ρ χ ει αμ φ ιβο λ ί α π ω ς εκ είν ο ς βρ ή κ ε τ ο κ ρ η σ φ ύ γ ετο το υ Τ ό μ ι σ τη δ ιπ λ α ν ή π ο λ υ κ α τ ο ικ ία . Ο Λ ά ζ λ ο Φ ά ρκ α ς συνέχισ ε ν’ α γ ω ν ίζετα ι μ ε το υ ς F T P ώ ς τ ο τ έ λ ο ς τ ο υ π ο λ έ μ ο υ , κι ύ σ τερ α π ή ρ ε τ ο δρόμ ο τ η ς επ ισ τρ ο φ ή ς γ ι α τ η ν κ ο μ μ ο υ ν ισ τ ικ ή Ο υ γ γ α ρ ία π ο υ π ά ν τ α ονειρευόταν.
Στην ανθισμένη αυλή, στρωμένη με ανοιχτόχρωμες πλάκες, το σπιτάκι του φύλακα ήταν κλειστό, αλλά στο παράθυρό του ήταν κολλημένος ο κατάλογος των περίπου πενήντα ενοίκων, με τα ονόματα και τους αντίστοιχους αριθμούς δωματίων. Υπήρ χαν και αριθμοί χωρίς όνομα, όπως το 22. Μερικά σκαλοπάτια στο βάθος της αυλής οδηγούσαν στην είσοδο της πολυκατοικίας. Περπατώντας στους διαδρόμους, αντιλήφθηκα ότι η πολυκατοι κία αποτελούνταν από απλά δωμάτια, όλα τους αριθμημένα με μια μικρή χάλκινη πινακίδα καρφωμένη στην πόρτα τους, κι ότι πιθανότατα είχε χτιστεί yta να στεγάσει τους φοιτητές της περι°χής* Είχα βρει το δωμάτιο 22 και είχα χτυπήσει το κουδούνι. Στην πόρτα υπήρχε ένα λευκό πόμολο από παλιά πορσελάνη, 138
Scanned by CamScanner
που θα το είχε γυρίσει πολλές φορές ο Τόμι. Δεν μου άνοιξε κα νείς. αλλά μια γυναικεία φωνή, με έντονη προφορά που δεν κα τόρθωσα ν* αναγνωρίσω, με ρώτησε ποιος ήμουν. Δύσκολο να το εξηγήσεις, πίσω από μια πόρτα. Προβάλλοντας αόριστες δι καιολογίες, κατάφερα να εκμαιεύσω από τη φωνή τον αριθμό τηλεφώνου του ιδιοκτήτη. Τον οποίο και κάλεσα αρκετές φορές, αλλά μάταια: για αδιευκρίνιστους λόγους —ίσως να φοβόταν, επειδή δεν δήλωνε στην εφορία τα ενοίκια που εισέπραττε από προσωρινούς αλλοδαπούς ενοικιαστές—, αρνιόταν πεισματικά να μου επιτρέψει να επισκεφθώ το δωμάτιο. — Ποιοι μπάτσοι, Γκαμπριέλ; Νομίζεις π ω ς έχουν βγει να σε ψάχνουν, επειδή δεν ήρθες στο γύρισμα σήμερα το πρωί; Δεν απάντησε. Κ ι ήξερα ήδη, απ’ το χαμένο του βλέμμα, ότι δεν καταλάβαινε τις ερωτήσεις μου. Ή τα ν χαμένος στ’ όνειρό του, υπνοβατούσε. Σ το όνειρο που το τροφοδοτούσε με εικόνες, κείμενα, σκηνικά, με τέτοιο ζήλο που το ζούσε και ξύπνιος. Έ κανε ζέστη μέσα στο δωμάτιο, μια κάμαρα δώδεκα τετραγω νι κά, όπου υπήρχε μόνο ένα κρεβάτι, ξέστρωτο τώρα, με τα λευκά του σεντόνια τσαλακωμένα, ένας παλιός νιπτήρας, μια ψάθινη πολυθρόνα, μια ντουλάπα από κοντραπλακέ, ένα παράθυρο απ’ όπου διακρίνονταν δέντρα, το δρομάκι του αριθμού 71 και, π ι θανόν, ακριβώς απέναντι, το διαμέρισμα των Φάρκας. Τ ο κα ταφύγιο του Τ ό μ ι, η τελευταία του κρυψώνα, το τελευταίο του λιμάνι. Άγγιξα τους τοίχους, παρατηρώντας ακόμη και τις πα ραμικρές λεπτομέρειες που εκείνος μπορεί να είχε δει, το διακό πτη του ηλεκτρικού και τις βρύσες, που σίγουρα είχαν μείνει ίδια, το ξύλο στο παράθυρο, στο σοβατέπι και το π ά τω μ α , κι όλα τούτα ανέδιδαν την ίδια μυρωδιά: για τον Τ ό μ ι, ήταν το ύστατο άρωμα ελευθερίας. Σ το μεταξύ, ο Γκαμπριέλ, σχεδόν γυμνός 139
9
,
° ~ (° ζ ~υτε μ ε τ η Β ι λ μ α . αν και χ ω ρ ίς α υ τή ν τ ώ ρ α , είχε κ ο υ λο υρ ια σ τ ε ί σε εμ β ρ υ ϊκ ή σ τ ά σ η σ το κ ρ εβ ά τι, σ φ ίγ γ ο ν τ α ς ένα μ α ξ ιλ ά ρι n a v o j σ το σ τ ή θ ο ς τ ο υ . Κ ά θ ισ α δ ίπ λ α του ο κ λ α ό ό ν . Ί ον ρ ώ τ η σ α πο.»ς είχ ε κ α τα φ έρ ει να π ά ρει το δ ω μ ά τ ιο , κι α π ό π ό τ ε . Π ριν α π ό δ έκ α μ έρ ες , είχε μ ά θ ε ι α π ό τ ο θυ ρ ω ρ ό 0Tt τ ο δ ω μ ά τ ιο ν ο ι κ ια ζ ό τ α ν κι ό τ ι μ π ο ρ ο ύ σ ε να το νοικ ιά σει, αρκεί να του κ α τ έ β α λ λ ε α μ έ σ ω ς ένα ν μ ή ν α μ π ρ ο σ τ ά , σε μ ε τ ρ η τ ά : 100 ευ ρ ώ , α π ό τ α 1 .0 0 0 π ο υ τ ο υ είχε δ ώ σ ει η μ η τ έ ρ α το υ <υς π ρ ο κ α τ α β ο λ ή τ η ς α μ ο ιβ ή ς τ ο υ γ ια τη ν τα ιν ία - τ ο μ ε γ α λ ύ τ ε ρ ο μ έρ ο ς α υ τ ή ς τη ς α μ ο ιβ ή ς Οα τ ο ε ισ έ π ρ α τ τ ε σε μ ερικ ούς μ ή ν ες. — Ο Τ ό μ ι τ ο νο ίκ ια ζε 2 . 0 0 0 φ ρ ά γ κ α τ ο χ ρ ό ν ο , κ ά τ ι λ ι γ ό τ ε ρο απ* ό σ α κ έρδ ιζε το μ ή ν α , σ υ μ π λ ή ρ ω σ ε σ υ λ λ ο γ ισ μ έ ν ο ς . — Έ χ ο υ ν π ερά σ ει εξή ν τα π έν τε χ ρ ό ν ια α π ό τ ό τ ε , Γ κ α μ π ρ ιέ λ . Δ ε ν είπ ε τ ίπ ο τ * ά λ λ ο . Ε ί χ α π ε τ ά ξ ε ι τ ο π α λ τ ό μ ο υ π ά ν ω σ τ ο κ ρ ε β ά τ ι κ α ι είδ α τ ο κ ίτρ ιν ο β ιβ λ ίο τ η ς Ε λ έ ν π ο υ π ρ ο εξ ε ίχ ε α π ό τ η ν τ σ έ π η . Θ υ μ ή θ η κ α τις τ σ α κ ισ μ έ ν ε ς σ ελ ίδ ες . Ή τ α ν α ρ κ ε τ έ ς , α ν ά μ ε σ ά τ ο υ ς κ α ι α υ τ έ ς ό π ο υ η Ε λ έ ν π ερ ιέγ ρ α φ ε τις σ κ η νές π ο υ ε ίχ α ε ν σ ω μ α τ ώ σ ε ι σ τ ο σ ε ν ά ρ ιο ’ υ π ή ρ χ α ν κ α ι ά λ λ ε ς , σ α ν εκ είνη
Ήξερε πολύ καλά σε π έμπλεκε: "Όλοι εμείς θα πεθάνουμε. κι α υ το ί που δεν έκαναν τίπ οτα Οα κυβερνήσουν τη Γ αλ λ ία. Κ α ι. σε δύο χρόνια . ο ύ τ ε που θα μιλούν π ια για μας». Π ού να 'ξερε π ω ς π ο τέ δεν έγινε λόγος γι' αυτούς, ούτε σε δύο χ ρόνια ούτε ποτέ. Σ α ν να μην είχαν καν υπάρξει. Π αιδ ιά δεκαεφ τά-δεκαοχ τώ χρόνων, που ήταν αγνά... Δύο μ έτρ α μήκος κι ό π ο υ έγρα φ ε:
ά λ λ α τόσ α βάθος, νά τι κέρδισαν...Ή , σε μια άλλη παράγραφο: Έ π α ιζε ακόμη σαν π α ιδ ί' μ ια φορά —ήταν κιόλας δεκαοχτώ χ ρό νων—π ά λ εφ εμ ε τ'αδέρφ ια του γ ια ένα κ ομ μ άτι σοκολ άτα. Δεν ήταν άνδρας. δεν ήταν άν δρας ώ ριμος. Η Α ντίσταση σίγουρα του δίδαξε πολλά. Σ ίγ ο υ ρ α υπέμεινε π ολ λ ά α π ό τους ανθρώ πους. Σ αυτές τις τσακισμένες σελίδες υπήρχαν όλα όσα χρεια 140
Scanned by CamScanner
ζόταν ο Γκαμπριέλ για να νιώσει καλύτερα τον ήρωά του και να τροφοδοτήσει το παίξιμό του, αλλά και το αίσθημα της οργής, το οποίο είχε μοιραστεί μαζί μου, για τη λήθη που είχε σκεπάσει τα νεκρά παιδιά ή —ακόμη χειρότερα για τον ίδιο— για τούτη την ατελή επίκληση του πνεύματός τους. Έβλεπα από πίσω αυ τό το υπερφυσικό έμβρυο, αποχαυνωμένο μες στη ζέστη, ευάλω το κι ελαφρύ. Είχα ωστόσο την εντύπωση πως μόνο αυτός, με την τρέλα και την ιδιορρυθμία του, θα μπορούσε ν’ αποκαταστήσει τόσο αποτελεσματικά τη μνήμη του αγνού παιδιού που είχε σκοτώσει δεκάδες ανθρώπους. Παράξενο μου φάνηκε κι ένα άλλο απόσπασμα, που ο Γκαμπριέλ το είχε υπογραμμίσει χαράζοντας στο περιθώριο τρεις γραμμές με στυλό διάρκειας. Μιλούσε για τότε που ο Τόμι και η οικογένειά του έμεναν σε χωριστές πολυκατοικίες, στον ίδιο μι κρό οικισμό που κρύβεται στον αριθμό 34 της οδού ΜοντάινΣεντ-Ζενεβιί$ :Υ π ο φ έρ α μ ε, υπέφερε κι αυτός. Π εριμ έναμ ε κάθε βράδυ : Θ α έρθει, δεν θα έρθει; Ο ά ν δ ρ α ς μου είχε χ άσ ει το μ υ α λ ό του. Έ τ ρ ε χ ε ξ ο π ίσ ω του π α ν τού . Α ν κ ά π ο ιο β ράδυ ο Τ ο μ ά δεν ερχόταν, ο π α τ έ ρ α ς του π ή γ α ιν ε σ το σ π ίτι του να δει τι συ μ β αί νει. Ο Τ ο μ ά έμ ενε σ ’ ένα δ ω μ ά τ ιο κ ο ν τ ά σε εμάς. Ο ά ν δ ρ α ς μ ου έπεφ τε σ τ α τ έ σ σ ερ α σ το π λ α τύ σ κ α λ ο , να δει αν είχε φως κ ά τ ω α π ό την π ό ρ τ α . Α ν έβ λ επ ε φως, επέστρεφ ε, α λ λ ά κ ο ιμ ό τ α ν μόνο ότα ν β ε β α ιω ν ό τ α ν π ω ς ο Τ ο μ ά ή τα ν εκεί. Β ρ ισ κ ό μ α σ τ α ν στο κ α τ ά λ λ η λ ο ση μ είο γ ια ν α υποφ έρουμε π ερ ισ σ ότερο. Διάβασα στον Γκαμπριέλ αυτές τις αράδες, κι έπειτα τον ρώτησα γιατί τις είχε σημειώσει με το στυλό. Τον είδα τότε να ξεδιπλώνεται, ν’ αποχωρίζεται το μαξιλάρι που έσφιγγε πάνω του, να στρέφε ται προς το μέρος μου. Χαμογελούσε: — Α ν κ ά π ο ιο β ρ ά δ υ ο Τ ο μ ά δεν ερ χ ό τα ν , ο π α τ έ ρ α ς του π ή γαινε σ τ ο σ π ίτ ι το υ ν α δει τι σ υ μ β α ίν ει, επανέλαβε απλώς. ΐ4ΐ
Α ν α γ ν ω ρ ίζ ο υ μ ε α π ό π ίσ ω τον Τ όμι, μ ε το σκούρο μ π λε π α λ τό τ ο υ . κ α θ ισ μ έν ο σε κ ά π ο ιο π α γ κ ά κ ι α ν ά μ εσ α στις δύο εισόδους του μ έ τ ρ ο Π ον -Μ α ρ ί. Μ π ρ ο σ τ ά του, κ α ι προς τις δύο κατευθύν σεις, περνούν μ ερ ικ ά ο χ ή μ α τ α της εποχής, ένα φ ορτηγό του γερ μ α ν ικ ο ύ σ τρ α τ ο ύ , δύο π ο δ ή λ α τ α -τ α ξ ί, ενώ, στην α π ο β ά θ ρ α του Σ η κ ο υ ά ν α , π ο λ λ ο ί κάνου ν τον π ε ρ ίπ α τ ό τους, κουκουλω μ ένοι γ ια ν α π ρ ο σ τ α τ ευ τ ο ύ ν α π ό τ ο κ ρ ύ ο ' ζευ γ ά ρ ια ερω τευμ ένω ν, ο ι κ ο γ έν ειες π ο υ π εριφ έρονται κ α ι κ ο ν το σ τέκ ο ν τα ι μ π ρ ο σ τ ά στους π ά γ κ ο υ ς τω ν υ π α ίθ ρ ιω ν β ιβ λ ιοπ ω λ ώ ν . Β λ έπ ο υ μ ε δύο άν δρες μ ε σ κ ο ύ ρ ο κ ο σ τ ο ύ μ ι ν α π λη σιάζουν τον Τ όμ ι, α π ό π ίσ ω , να κάνου ν το ν κ ύ κ λ ο γ ύ ρ ω α π ' τ ο π α γ κ ά κ ι του κ α ι να σ τέκ ο ν τ α ι μ π ρ ο σ τ ά του . Τ η ν ίδ ια σ τιγ μ ή , δύ ο μ α ύ ρ α α μ ά ξ ια , π ρ ο σ θ ιο κ ίν η τα , π ε τ ά γ ο ν τ α ι α π ό τ ' α ρ ισ τ ε ρ ά κ α ι φ ρενάρουν α π ό τ ο μ α , α κ ρ ιβ ώ ς μ π ρ ο σ τ ά σ τ ο π α γ κ ά κ ι. Α π ό κ ά θ ε α μ ά ξ ι κ α τ ε β α ίν ε ι έν α ς ά ν δ ρ α ς . κ α ι π η γ α ίν ο υ ν μ α ζ ί ν α συ ν α ν τή σ ου ν το υ ς δύ ο π ρ ώ το υ ς. Υ π ό την α π ε ιλ ή τ ω ν ό π λ ω ν τ ο υ ς, ο Τ ό μ ι έχ ει σ η κ ώ σ ει φ η λ ά τ α χ έ ρ ια . Σ τ η ν α π ο β ά θ ρ α , κ ά π ο ιο ι π ε ρ α σ τ ικ ο ί π α ρ α κ ο λ ο υ θ ο ύ ν τη σκη νή . Έ ν α ς ά ν δ ρ α ς φ ά χ ν ει τ ις τ σ έ π ε ς τ ο υ Τ ό μ ι, δεν β ρ ίσ κ ει τ ίπ ο τ α , τον ξ εκ ο υ μ π ώ ν ει τ ο π α λ τ ό , φ ά χ ν ει τις ε σ ω τ ε ρ ικ έ ς τ σ έ π ε ς , β ρ ίσ κ ει ε ν α π ο ρ τ ο φ ό λ ι κ α ι τ ο δίν ει σ ε έν α ν α π ό τ ο υ ς σ υ ν τρ ό φ ο υ ς τ ο υ ' δεν 142
Scanned by CamScanner
βρίσκει τίπ οτε ά λ λ ο . Δ ύ ο άνδρες πιάνουν τον Τ όμ ι α π ό το μ π ρ ά τσο ' εκείνος δεν α ν τ ισ τ έ κ ε τ α ι' τον σπρώ χνουν σ το π ίσω κ άθ ισ μ α του π ρώ του α υ τοκ ιν ή του , κι έ π ε ιτ α οι τέσσερις άνδρες μ ο ιρ ά ζ ο νται σ τ α δύο π ροσ θ ιοκ ίν η τα, π ου ξεκινούν κ α ι α π ομ ακ ρύ ν ον ται με ιλ ιγγιώ δη τ α χ ύ τ η τ α . Β λ έπ ο υ μ ε π ερ ασ τικ ού ς να λένε κ ά τ ι μεταξύ τους, κι ύ σ τερ α να συνεχίζουν το σ ου λ άτσο τους κ α τ ά μήκος της α π ο β ά θ ρ α ς . Μ έσα σε έν α α υ το κ ίν η το τη ς επ ο χ ή ς π ου τρέχει στους δρόμ ους του Π αρισιού , σ το π ίσ ω κ ά θ ισ μ α , ο Τ όμ ι β ρίσ κ ετα ι α ν ά μ εσ α σε δύο α π ό τους α σ τυ ν ομ ικ ού ς που τον έχουν μ όλ ις συλλάβει. Ο ένας τους φ άχνει το π ορτοφ όλι του Τ ό μ ι' βγ άζει διά φ ο ρ α χ α ρ τιά κ α ι τ α π ερ ιερ γ ά ζ ετ α ι, το έν α μ ε τ ά το άλ λ ο: — Σ ε λένε Π ιερ Ν τ εσ ά ν ; ρ ω τ ά ε ι 0 Τ όμ ι δεν α π α ν τ ά . Κ ο ιτ ά ζ ε ι σ τ α θ ερ ά μ π ρ ο σ τ ά του. Θα σε δ ω την Κ υ ρ ια κ ή , σ τις δ ώ δ ε κ α το μεσημέρι, σ το (μετρό) Π ον -Μ αρί..., είχ ε γράψει στον Μαρσέλ ο Τόμι. Υποθέτω πως αυτό το σημείο στην αποβάθρα του Ο τέλ-ντε-Βιλ, το οποίο κα ταλαμβάνουν οι υπαίθριοι βιβλιοπώλες, απέναντι από το Ιλ ΣενΛουί, ήταν ο συνηθισμένος τους τόπος συνάντησης: βρισκόταν στο μέσο της απόστασης ανάμεσα στα σπίτια τους και, για να φτάσουν ώς εκεί, έπρεπε κι οι δυο τους να περπατήσουν λίγο πα ραπάνω από δέκα λεπτά. Ακολούθησα ξανά αυτή τη διαδρομή, την τελευταία που διήνυσε ο Τ ό μ ι ελεύθερος, διασχίζοντας το χαμένο του βασίλειο. Εκείνη την Κυριακή 21 Νοεμβρίου 1943, κατά τις δώδεκα παρά τέταρτο, ο Τ ό μ ι βγήκε από το σπίτι του και κατηφόρισε την Καρντινάλ-Λεμουάν μέχρι το ποτάμι, περ νώντας από την οδό Κλοβίς, που του είχε χαρίσει ένα από τα ψευδώνυμά του, την οδό Μ ονζ που τον οδηγούσε καθημερινά 143
Scanned by CamScanner
στο σχολείο όταν ήταν μικρός, τη διασταύρωση των οδών Εκόλ και Ζυσιέ* συνέχισε μετά το Σεν-Ζερμέν προς την αποβάθρα της Τουρνέλ, όπου βρίσκεται ο «Ασημένιος Πύργος»/ διέσχισε τη γέφυρα της Τουρνέλ και το Ιλ Σεν-Λουί, από την οδό Ντε-Πον, για να φτάσει τελικά στο Πον-Μ αρί. Ε ίχ ε συννεφιά και πολύ κρύο για τέλη Νοεμβρίου, το θερμόμετρο έδειχνε ακριβώς 2 βαθμούς Κελσίου. Οι δρόμοι τότε ήταν φτωχικοί και σκοτεινοί, κι εκείνο το πρωινό της Κυριακής, μέρας κατάλληλης για ψώνια κι επισκέψεις, θα πρέπει να διασταυρώθηκε με κάποια κίτρινα αστέρια, κάποια παιδιά αδυνατισμένα και χλω μά. Αναρωτιέ μαι αν φοβήθηκε, φευγαλέα έσ τω , π ω ς είχε στήσει μόνος του παγίδα στον εαυτό του. Μου φαίνεται πιθανό. Γ ι ’ αυτόν, δεν θα υπήρχε τίπ οτα χειρότερο απ? το να μη γνωρίζει τι είχαν απογί νει οι υπόλοιποι. Κ αι τούτη η συνάντηση ίσως να γινόταν μόνο και μόνο για να το μάθει. Αν ο Μ αρσέλ ερχόταν, πιθανόν να τον ενημέρωνε. Αν δεν ερχόταν, πάει να πει π ω ς είχε συλληφθεί, πω ς όλα είχαν τελειώ σ ει. Κ α ι π ω ς στη συνάντηση μπορεί να έρχο νταν κάποιοι άλλοι. Α ναρω τιέμαι, τέλος, αν ο Τ ό μ ι, εκείνη την Κ υριακή, αφού συναντούσε τον Μ αρσέλ κι αν ήταν ακόμη ελεύ θερος, λογάριαζε να κρατήσει την υπόσχεση που είχε δώσει στη μητέρα του, δύο μέρες πριν. Γ ια ένα είμαι σίγουρος: μέσα στο μαύρο προσθιοκίνητο, εκείνη είχε στο μυαλό του.
Το πορτοφόλι που ot αστυνομικοί βρήκαν πάνω του περιείχε μια πλαστή ταυτότητα στο όνομα Πιερ Ντεσάν, που είχε εκδοθεί στη Σεν-ε-Ουάζ, στην περιφέρεια του Ρενσί και, στο ίδιο όνομα, μια κάρτα για τη βιβλιοθήκη της Σεντ-Ζενεβιέβ, και μια ακόμη, της Σχολής Τεχνών και Επαγγελμάτων.** Τ α δ ύ ο π ρ ο σ θ ιο χ ίν η τ α σ τ α θ μ ε ύ ο υ ν σ τ ο ν α ρ ιθ μ ό
69
τ τ \ ζ
οδού
Κ α ρ ν τ ιν α λ - Λ ε μ ο υ ά ν . Οι α σ τ υ ν ο μ ικ ο ί κ α τ ε β α ίν ο υ ν , κ ι έχ ου ν ι 44 Scanned by CamScanner
ανάμ εσα τους τον Τ ό μ ι μ ε χ ε ιρ ο π έ δ ε ς . Μ ια κ ά μ ε ρ α σ τ ο χ έρ ι τούς ακολουθεί, κ α θ ώ ς δ ια β α ίν ο υ ν την α φ ιδ ω τ η είσ ο δ ο , α ν ε β α ί νουν σ ιω π η λ ά του ς δυ ο ορόφ ους, α ν ο ίγ ο υ ν την π ό ρ τ α μ ε τον αριθμό 2 2 κ α ι μ π α ίν ο υ ν σ τ ο δ ω μ ά τ ιο . Οι α σ τ υ ν ο μ ικ ο ί α ν α π ο δ ο γυρίζουν το σ τ ρ ώ μ α του κ ρ εβ α τιο ύ , α δ ειά ζ ο υ ν την ν το υ λ ά π α π ετώ ντας τ α π ά ν τ α σ τ ο π ά τ ω μ α , φ άχ νου ν έν α σ α κ ίδ ιο κ α ι β ρ ί σκουν τρία μ ε γ ά λ α κ λ ε ιδ ιά π ο υ ξεβ ιδώ νου ν τ α μ π ο υ λ ό ν ια α π ό τις ράγες, μ αζεύ ου ν δ ιά φ ο ρ α χ α ρ τ ιά π ά ν ω α π ό τ ο τρ α π έζι, τ α παίρνουν μ α ζ ί του ς όλ α, σ π ρ ώ χ ν ο ν τ α ς τον Τ ό μ ι π ρ ο ς την έξοδο, 8ίχως να πουν λέξη. Τ α δύο π ρ ο σ θ ιο κ ίν η τ α β ά ζ ο υ ν μ π ρ ο ς . Αυτή η σκηνή, γυρισμένη σε φυσικό ντεκόρ, η οποία μπορεί να ανασυσταθεί με ακρίβεια, από τη στιγμή που ο Τ ό μ ι «τέθηκε στη διάθεση» του υπαρχηγού της Δεύτερης Ειδικής Μονάδας Δίωξης, του αστυνόμου Γκοτρί, δεν προβλεπόταν στο σενάριο. Αν θυμάμαι καλά, δεν την είχα γράφει, γιατί δεν ήθελα να επι νοήσω χωρίς στοιχεία το σκηνικό του δωματίου, αυτού του τόσο ιδιωτικού για τον Τ ό μ ι χώρου. Γυρίσαμε τη σκηνή, αυτοσχε διάζοντας με μια ψηφιακή κάμερα, τη μέρα που βρήκα τον Γ κ α μπριέλ σ’ εκείνο το δω μ ά τιο, λίγες μόλις ώρες αργότερα. Π ροηγήθηκε το χαμόγελο του Γκαμπριέλ και όσα το ακολούθησαν: ο γιος, καθησυχασμένος από την πατρική αγάπη, χαλαρός για λί γο, με είχε πλησιάσει, είχε καθίσει στο κρεβάτι ακριβώς δίπλα μου, κι εγώ τον είχα βάλει να μου υποσχεθεί ότι θα επέστρεφε, θα συνέχιζε τα γυρίσματα και θα έμενε μαζί μου ώ ς το τέλος. Ή μ α σταν πραγματικά μόνοι στον κόσμο εκείνη την ώρα, εκείνη τη στιγμή που ήταν έξω από τη φυσιολογική ροή του χρόνου, μέσα στην κάμαρα όπου κατοικούσε ένα φάντασμα με σάρκα και οστά, κι εγώ του άγγιζα το δέρμα, ένιωθα τον πυρετό του στην M5
άκρη το^ν δάχτυλων μου, την ανάσα του στο πρόσωπό μου. Ο Γκαμπριέλ. χαμογελαστός, επιτέλους ήρεμος, είχε ψιθυρίσει έπει τα από μακρά σιωπή: Ο Τ ο μ ά α γ α π ο ύ σ ε τ ο ν π α τ έ ρ α το υ . Φρά ση που δεν την είχε βγάλει απ7 το μυαλό του, υπήρχε μέσα στις Α ν α μ ν ή σ ε ι ς τ ις Ε λ έ ν ,
εκεί όπου η τελευταία περιγράφει μια τρυ
φερή στιγμή ανάμεσα στον Τ όμ ι και τον Ε λέκ, σπεύδοντας να συμπληρώσει: Α λ λ ά έν ιω θ ε π ιο κ ο ν τ ά σε μ έ ν α π α ρ ά σ τ ο ν π α τ έ ρ α του.
Εκείνη τη στιγμή μου αρκούσε που του είχε αγαπήσει
και που αυτή η λεπτομέρεια, την οποία δεν είχα καθόλου ανα πτύξει στο σενάριο, είχε συγκινήσει τον Γκαμπριέλ. Αργότερα —περιμέναμε τους ηθοποιούς και τους τεχνικούς που είχα καλέσει να έρθουν με όλο τον εξοπλισμό—με κατηγόρησε ότι είχα επί τηδες αποσιωπήσει τη σχέση ανάμεσα στον πατέρα και το γιο, ότι είχα περιορίσει τον καημένο τον Μ ίκλος σε ρόλο κομπάρσου, ότι δεν είχα καν γυρίσει αυτή τη σκηνή με τον ανήσυχο πατέρα, πεσμένο στα τέσσερα για να δει αν υπάρχει φως κάτω από την πόρτα, αλλά εγώ τη θεωρούσα γελοία κι ο Γκαμπριέλ μού είπε: «Δεν είναι καθόλου γελοία». Ό π ω ς και να ’χει, ο Μίκλος είχε ήδη φύγει. Έ τ σ ι, η ταινία έχει πάντα αυτό το κενό για το οποίο μετανιώνω, αυτό τον πατέρα που σε καμιά δεκαριά σκηνές είναι αποκλεισμένος σε δεύτερο πλάνο, που εκτοπίστηκε για κάποιο λόγο σκοτεινό, τον οποίο θα έπρεπε ίσως ν’ αναζητήσω στη φύ ση της σχέσης που με συνδέει με τον Τ ό μ ι, παρά τη θέλησή μου, πέρα από τον κινηματογράφο, πέρα από το χρόνο. Σ τ ο σ το ύ ν τιο τη ς ο δ ο ύ Ν τ α γ κ έ ρ , α χ ο ύ γ ο ν τ α ι χ τ υ π ή μ α τ α στην π ό ρ τ α * η Μ α ρ τ κ α ί ο Μ π ε λ ά , κ α θ ισ μ έν ο ι σ τ ο τ ρ α π έ ζ ι, π α ρ α κ ο λουθούν τη μ η τ έ ρ α το υ ς π ο υ π η γ α ίν ει ν α α ν ο ίξει. Σ τ ο π λ α ίσ ιο τη ς π ό ρ τ α ς εμ φ α ν ίζον τα ι τ ό τ ε δ ύ ο α π ό το υ ς α σ τ υ ν ο μ ικ ο ύ ς π ου σ υ νέλ αβ αν τον Τ ό μ ι:
146 Scanned by CamScanner
— Η κ υ ρία Ε λ έ κ ; — Η ίδια. Τ ι θέλετε; — Θ α θ έλα με να μ ά θ ο υ μ ε π ο ύ β ρ ίσ κ ετα ι ο γ ιο ς σ α ς, ο Τ ο μ ά ,
κυρία Ε λ έ κ . Μ ή π ω ς γ ν ω ρ ίζε τ ε ; — Ν ο μ ίζ ω π ω ς ναι, τέ τ ο ια ώ ρ α , η μ έ ρ α Κ υ ρ ια κ ή , Θα πρέπ ει να βρ ίσ κ ετα ι σ το σ υ σ σ ίτιο ... Σ τρ έφ ε τα ι κ α ι λέει στον Μ π έ λ α κ ά τι σ τα ο υ γ γ ρ ικ ά , που συνοδεύεται α π ό υ π ότιτλου ς: « Κ α τ έ β α κ α ι, αν έρθει, να του π εις να μ η ν α ν έβ ει» . Οι δύο α σ τ υ ν ο μ ικ ο ί μ π α ίν ο υ ν στο δ ια μ έ ρ ισ μ α , το επ ιθ ε ω ρούν, α λ λ ά χ ω ρ ίς να α γ γ ίξ ο υ ν τ ίπ ο τ α . — Σ τ ο σ υ σ σ ίτ ιο ..., λ έει ο ένας α π ’ α υ το ύ ς, π ο υ συνεχίζει να στριφ ογυρίζει σ το δ ω μ ά τ ιο κ α ι να π ερ ιερ γ ά ζετα ι τ α διάφ ορα α ν τικ είμ εν α π ά ν ω σ τ α έ π ιπ λ α . Π ο λ ύ φ ο β ά μ α ι π ω ς 8εν είναι σ το συσσίτιο, κ υ ρ ία Ε λ έ κ . Μ α ς λ έ τ ε φ έ μ α τ α . Α λ λ ά δεν έχει σ η μ α σία. Υ π ά ρ χ ο υ ν π ρ ο σ ω π ικ ά του α ν τικ είμ ε ν α στο δ ια μ έ ρ ισ μ α ; — Ό χ ι , δεν έχει τ ίπ ο τ α δ ικ ό του εδ ώ . Δ ε ν μένει εδ ώ , ξέρετε. — Ξ έ ρ ο υ μ ε , ξέρ ο υ μ ε. Ό π ω ς ε π ίσ η ς ξέρου με π ω ς έρχεται σ το σ π ίτι σ α ς σ χεδ ό ν κ α θ η μ ε ρ ιν ά . —
Π ώ ς γ ίν ε τ α ι, κ ύ ρ ιε, λέει ξαφ νικά εκνευρισμένη η Ε λ έ ν ,
εσείς π ο υ είσ τε Γ ά λ λ ο ς ν α ερ γ ά ζε σ τ ε γ ι α το υ ς Γ ε ρ μ α ν ο ύ ς ; Δ ε ν το ξέρετε π ω ς είνα ι ε χ θ ρ ο ί μ α ς ;
Ο αστυνομ ικός έχει σκύφει τώ ρ α π άνω α π ό το τραπ έζι κ α ι κοιτάζει π α ρ α τ ετ α μ έν α τ α π ιά τ α όπου έτρω γαν τ α π αιδιά, π ρο τού απ αν τή σ ει: — Κ ά π ω ς π ρέπ ει να ζήσουμε κι εμείς, κυρία Ε λέκ, κ ά π ω ς πρέπει να ζήσουμε. Κατευθύνεται προς την πόρτα, την ανοίγει λέγοντας «Εις το επανιδείν, κυρία μου, ζητούμε συγγνώμη για την ενόχληση», και φεύγει έχοντας πίσω του τον άλλο αστυνομικό.
147
Scanned by CamScanner
Για να συνοδεύσω τον πρωταγωνιστή στη δραματική κλιμάκω ση που καλούνταν να αποδώσει, θέλησα να σεβαστώ στα γυρί σματα, όσο περνούσε απ“ το χέρι μου, τη χρονολογική σειρά των γεγονότων. Τ ις μέρες εκείνες, όμως, ακόμη και η σειρά των σκηνών ήταν μπερδεμένη. Πήραμε νέα άδεια για να γυρίσουμε τη σύλληψη του Τ όμ ι στην αποβάθρα του Ο τέλ-ντε-Βιλ, αλλά για την επόμενη Κυριακή, δηλαδή μία ολόκληρη εβδομάδα μετά τη σκηνή της έρευνας στο δωμάτιό του. Ο Γκαμπριέλ δεν ήταν πια ο ίδιος. Ό σο για την επίσκεψη της αστυνομίας στο σπίτι της Ελέν, στην οδό Νταγκέρ, αυτή είχε γυριστεί πριν από την πρώ τη αναχώρηση της Βίλμας. Η Ελέν την περιγράφει στο βιβλίο της, κι είναι μία απ’ τις σκηνές όπου κάποια σημεία αναφοράς, επιβεβλημένα στα ιστορικά βιβλία και τις ταινίες, μοιάζουν συ γκεχυμένα. Α π’ ό,τι φαίνεται, αφού συνέλαβαν τον Τ όμ ι, εκείνη την Κυριακή, οι μπάτσοι της Δεύτερης Ειδικής Μονάδας Δ ίω ξης έψαξαν το σπίτι της, κάνοντας την να πιστέψει ότι αναζη τούσαν το γιο της και κρύβοντάς της, συνεπώς, ότι τον είχαν συλλάβει. Για τον απλούστατο λόγο, υποθέτω, ότι μπροστά της ένιωθαν ντροπή, και δεν είχαν το θάρρος ν’ αντιμετωπίσουν τον πόνο ή την οργή της. Επρόκειτο για μια έρευνα εντελώς τυπική, άλλω στε, την οποία ανέφεραν στον προϊστάμενό τους μ’ αυτά τα λόγια: Η επίσκεφη που πραγματοποιήθηκε στην οικία των γο νέων του Ελέκ, στον αριθμό 6 3 της οδού Ν ταγκέρ , όπου ο τελευ ταίος μετέβαινε επ ί καθημερινής βάσεως, δεν απεκάλυφε τίποτε το ύποπτο9 αντικείμενο ή έγγραφο. Ναι, οι χαμηλόβαθμοι αστυ νομικοί εκείνης της κυριακάτικης ρουτίνας, οι οποίοι συνέλαβαν τον Τ όμ ι, πήγαν, στη συνέχεια, στο σπ ίτι τη ς μητέρας του, που ήταν Εβραία και ολοφάνερα συνεργός του γιου της, για μια ερευνά εντελώς τυπική, και δεν τη συνέλαβαν. Η Ε λέν λέει μάλι στα, επί λέξει, π ω ς οι αστυνομικοί ήταν πολύ ευγενικοί και πο-
148 Scanned by CamScanner
λιτισ μ έν ο ι. Έ ν ι ω θ α ν π ω ς π λ η σ ία ζ ε το τέλ ο ς. Α π ό τ ό τε, α π ό το
Αλλά σφάλλει. Γιατί, αν πραγματικά το ένιωθαν, το δίχως άλλο θα είχαν εξαφανιστεί στην άλλη άκρη της Γης. Κι ακόμη, επειδή δεν ήταν και τόσο ευγενικοί, όπως θα διαπιστώσουμε στη συνέχεια. Επομένως, γιατί την απάλλαξαν; Γιατί η Ελέν, που την είχαν εντοπίσει εδώ και μήνες, δεν ανησύ χησε ποτέ; Τ ι θαύμα έγινε κι επέζησε αυτή η οικογένεια των χ ε ιμ ώ ν α του 1 9 4 3 .
Εβραίων, που ήταν φανερά κομμουνιστές και που ένα μέλος της είχε σκοτώσει Γερμανούς; Πρέπει να πιστέψουμε ότι ένας κόκ κος άμμου ήταν ικανός, κάπου κάπου, να μπλοκάρει την αστυ νομική μηχανή. Οι Ε λέκ εγκατέλειψαν το διαμέρισμά τους στην οδό Νταγκέρ, την ίδια μέρα και οριστικά, αφήνοντας μέσα όλα τους τα πράγματα, για να εγκατασταθούν λίγα μόνο μέτρα πιο κάτω, σ’ ένα φιλικό τους σπίτι στην οδό Φρουαντεβό.
Οι αστυνομικοί που ανέλαβαν τον Τόμι και τον έθεσαν στη διά θεση του επιθεωρητή Γκοτρί ονομάζονταν Λαβουανιά, Μπες, Πλανσενό, Ορλιάνζ και Ρο. Μια αστυνομία πολύ γαλλική, βέ ροι Γάλλοι δηλαδή, υπό τις διαταγές των γερμανικών αρχών. Τελεία και παύλα. Μπορεί να μην ήταν οι χειρότεροι, μπορεί ορισμένοι απ’ αυτούς να αποστρέφονταν τα βασανιστήρια, μπο ρεί να βασάνιζαν με το γάντι, μπορεί κιόλας κάποιος ανάμεσα τους να ήταν πληροφοριοδότης της Αντίστασης. Όμως όλα τού τα τα ονόματα αναφέρονται στο έντυπο της «διαθεσιμότητας», που προηγείται των πρακτικών της ανάκρισης και πίσω απ’ το οποίο κρύβεται η περισσότερο ή λιγότερο χρονοβόρα διαδικασία απόσπασης των ομολογιών. Στο φως της μέρας, σε γκρο πλαν, το πρόσωπο τον Τόμι, κα θώς περπατάει, είναι σκυθρωπό, σφιγμένο . Σ το πλάνο βλεπον149
μ.ε ocxofj.77, α π ο σ π α σ μ α τ ικ ά , τ α π ρ ό σ ω π α κ α ι τους ώ μ ο υ ς άλλων
ανοχών, που φορούν σχούροζ κ ο σ τ ο ύ μ ια xou τον περιστοιχίζουν. Α χ ο ύ μ ε τον ή χ ο τω ν β η μ ά τ ω ν τους π ά ν ω στο ξύλινο. ό π ω ς υ π ο θ έτο υ μ ε, π ά τ ω μ α , που τρίζει. — Α ρ ισ τ ε ρ ά ! δ ια τά ζει χ ά π ο ιο ς . Μ π ρ ο σ τ ά μ α ς α ν ο ίγ ετα ι μ ι α μ ε γ ά λ η αίθουσα π ο υ έχει στο β ά θ ο ς δύο χ α γ χ ε λ ό φ ρ α χ τ α π α ρ ά θ υ ρ α . α ν ά μ ε σ α σ τ α ο π ο ία χρέμ ε τ α ι μ ι α φ ω το γ ρ α φ ία του Π ετέ ν . Σ ε π ρ ώ τ ο π λ ά ν ο , β λέπ ο υ μ ε ένα μ α χ ρ ύ μ ε τ α λ λ ιχ ό τ ρ α π έ ζι, άδειο. Σ τ ο β ά θ ο ς . ένα γραφείο ό π ο υ δεν χ ά θ ε τ α ι χ ά ν ε ις, μ ε μ ι α χ α ρ έ χ λ α τ ο π ο θ ε τη μ έν η μ π ρ ο σ τ ά του. Κ α τ ά μ ή χ ο ς του α ρ ισ τερού το ίχο υ , μ ι α ραφ ιέρα μ ε φαχ έ λ ο υ ς σ τ η σ ειρ ά , π ο υ το υ ς σ υ γ χ ρ α τ ε ίέ ν α ς σ π ά γ χ ο ς ' σε ένα τ ρ α π έ ζι κ ά θ ε τ α ι μ ι α γ υ ν α ίκ α κ α ι κ ο ιτ ά ζε ι το φ ακό. Π ά ν ω σε α υ τό το τ ρ α π έ ζ ι. μ ι α γ ρ α φ ο μ η χ α ν ή τ η ς ε π ο χ ή ς . ό π ο υ είναι π ερασ μένα φ ύ λ λ α χ α ρ τ ιο ύ κ α ι κ α ρ μ π ό ν . Έ ν α ς α σ τυ ν ο μ ικ ό ς μ π α ίν ε ι σ το κ ά δ ρ ο. π α ίρ ν ει έναν φ άκελο α π ό τ α ρ ά φ ια , τον αφ ήνει σ το γραφείο κ α ι κ ά θ ε τ α ι α π ό π ίσ ω . Α ν ο ίγ ε ι ένα σ υ ρ τά ρ ι, β γ ά ζ ε ι ένα φύλλο λ ε υ κ ό χ α ρ τ ί κ ι έν α μ ο λ ύ β ι, κ α ι τ α α κ ο υ μ π ά ε ι μ π ρ ο σ τ ά του.
— Κ άθισε. Ο Τ όμι, μ ε χειροπ έδες, κ ά θ εται στην κ α ρέκ λ α μ π ροσ τά στο γραφείο. Ε ίν α ι ό π ω ς τον είδαμ ε στη σύλληφη κ α ι στην αυτοφία που π ραγ μ ατοπ οιή θη κε στο δ ω μ ά τ ιό του, χ ω ρίς καπ έλ ο, με το σκούρο μ π λ ε π α λ τ ό του. Κ ά τ ω α π ό το π α λ τό , βλέπουμε ένα σ α κ ά κ ι μ π λ ε κι ένα π ου κάμ ισ ο λευκό, κουμ π ω μ ένο μέχρι πάνω , χ ω ρίς γ ρ α β ά τα . Τρεις αστυ νομ ικ οί στέκουν π ίσ ω του, ακουμ πι σμένοι στο ά δ ειο τραπ έζι. — Ε π ίθ ετο ; Ο Τ όμι δεν α π α ν τ ά . Ο αν α κ ριτή ς τον κ ο ιτά ζ ει έκπληκτος. Έ ν α ς α π ό τους αστυνομικούς π άει κ α ι στηρίζεται σ το τραπέζι της γραφομηχανής, α π έν α ν τι του, μ ό λ ις σ το έν α μ έτρο. 150
Scanned by GamScanner
— Σ ε ρ ώ τ η σ α το επ ίθετό σου, λέει ο α ν α κ ρ ιτή ς.
Ο Τόμι τον κ ο ιτ ά ζε ι ε π ίμ ο ν α , α λ λ ά το β λ έ μ μ α του είναι νό. σαν να μ η ν τον β λ έπ ε ι * δ εν α π α ν τ ά . Ο ανακριτής χ α μ ο γ ε λ ά ε ι, χ τ υ π ά ε ι α ν υ π ό μ ο ν α το μ ο λυ β ί πάνω στο χ α ρ τ ί και λ έ ε ι:
κ ε του
— Κ α λ ή α ρ χ ή ...
Οι άλλοι α σ τ υ ν ο μ ικ ο ί κ α ι η γ υ ν α ίκ α χ α χ α ν ίζο υ ν . — Ελέκ —λέει ο α ν α κ ρ ιτ ή ς έ τ ο ιμ ο ς να ξεσ π άσ ει- , πρόκειται για τυπική δ ια δ ικ α σ ία , σου κ ά ν ω μ ερ ικ ές ερω τήσεις, εσύ α π α ντάς. η δ εσ π ο ιν ίς το κ α τ α γ ρ ά φ ε ι σ τ α π ρ α κ τ ικ ά κι είμ α σ τε όλοι ευχαριστημένοι. Η π ρ ώ τ η ε ρ ώ τ η σ η είνα ι: Π ο ιο είναι το επίθετό σου: — Ε λ έ κ , α π α ν τ ά ο Τ ό μ ι μ ε ουδέτερη φω νή, το β λ έ μ μ α π ά ντα κενό. Η δ α κ τ υ λ ο γ ρ ά φ ο ς π λ η κ τ ρ ο λ ο γ ε ί τ α τέσσερα γ ρ ά μ μ α τ α . Σ τ ο εξής, η φ ω νή του α ν α κ ρ ιτ ή κ α λ ύ π τ ε ι τον ή χ ο τω ν π λ ή κ τρ ω ν . Ο Τ ό μ ι αφ ήνει π ά ν τ α λ ίγ ο χ ρ ό ν ο π ρ ο το ύ α π α ν τ ή σ ε ι, σ αν να σκέ φτεται. — Ό νομα; — Τομά.
— Ό νομ α π α τρ ό ς; — Ε λ έκ Λ λεξάντρ. — Ό νομ α μη τρός; — Χ οφ μάν Ε λέν.
— Η μ ερομ η νία κ α ι τό π ο ς γέννησης; — 7 Δ εκεμ βρίου 1924, Β ουδαπ έστη . Ο ανακριτή ς στρέφ εται στη δακτυλογράφ ο: — Σ ε παρένθεση , να π ροσθέσεις «Ο υγγαρία». Εθνικότης; — Ο ύγγρος. — 'Ε χ εις τ α υ τ ό τ η τ α α λ λ ο δ α π ο ύ ; »5»
Scanned by CamScanner
— Οχι. την έχω καταστρέφει. Σ ο υ είχε δοθεί α π ό τα κεντρικά τη ς αστυνομίας; — Ν α ι. — Π ο ια η μ ερ ο μ η ν ία ; Γ ι α π ρ ώ τ η φορά. ο Τ ό μ ι σκύβει το κ εφ ά λ ι' ξαφνικά μοιάζει εξα ν τλη μ έν ο ς. — Π ο ι α η μ ε ρ ο μ η ν ία ... Δ εν θ υ μ ά μ α ι π ια. Ο α σ τυ ν ο μ ικ ό ς, που είναι όρθιος, τον αρπάζει α π ό τα μ α λ λ ιά κ α ι του τρ α β ά ει β ία ια το κεφάλι προς τα π ίσ ω : — Θ α μ α ς π εις την η μ ερ ο μ η ν ία ... — Θ α έλ εγ α αρχές του '43. Ο α ν α κ ρ ιτ ή ς στρέφεται σ τη δακτυλογράφ ο: — Ν α β ά λ ε ις « 1 η Ιανουαρίου 1 9 4 3 » . Θ ρήσκευμα; Ο Τ ό μ ι δεν α π α ν τ ά , έχει π ά ν τ α α υ τό το κενό β λ έ μ μ α που κ ο ιτ ά ζ ε ι ίσ ια μ π ρ ο σ τ ά . Ξ αφ νικά ο όρθιος άνδρας τού δίνει ένα γερ ό χ α σ το ύ κ ι. Β λ έ π ο υ μ ε το πρόσω πο του Τ ό μ ι σε γκρο πλαν, το π ρ ό σ ω π ο ενός π α ιδ ιο ύ που α ρ χ ικ ά σαστίζει κ α ι μ ε τ ά κ α τ α β ά λ λει π ρ ο σ π ά θ ε ια γ ια να μ η δείξει τον πόνο του, να φανεί ατάραχος. — Ε ί σ α ι Ε β ρ α ίο ς , Ε λ έ κ —του λέει ή ρ εμ α ο ανακριτής- , ένας β ρ ω μ ε ρ ό ς μ ικ ρ ό ς Ο ύ γ γ ρ ο ς Ε β ρ α ίο ς τρομ ο κ ρ ά της. Ε β ρ α ίο ς. Δεν είναι δ ύ σ κ ο λο να το πεις. Η δ α κ τ υ λ ο γ ρ ά φ ο ς π λ η κ τ ρ ο λ ο γ ε ί μ ι α λ έξη μ ε εφτά γ ρ ά μ μ α τ α σ τ η γ ρ α φ ο μ η χ α ν ή της.
— Ο ικογενειακή κ ατάσ τασ η ; — Άγαμος. —
Παιδιά;
—
Ό
χ ( .
— Ε π ά γ γ ελ μ α ; — Δεν εργάζομαι. Ε ίμ αι φοιτητής. 152
S c a n n e d by C a m S c a n n e r
— Δ ιεύ θ υ ν σ η κ α τ ο ι κ ί α ς :
— Οδός Ροζέ 7,
στο 14ο .
Τότε ο ανακριτή ς α ν οίγ ει το φάκελο που έχει μ π ροσ τά του, τον ξεφυλλίζει β ια σ τ ικ ά , κ α ι σ το τέλος βρίσκει α υ τό που θέλει. — Οντέτ. Θα γ ρ ά φ ε ις : « Δ ι α μ έ ν ω ε π ισ ή μ ω ς στον α ρ ιθ μ ό 7 της οδού Ρ ο ζ έ σ το 1 4 ο δ ια μ έ ρ ισ μ α τ ω ν Π α ρ ισ ίω ν , α λ λ ά στην πραγματικότητα κ α τ ο ι κ ώ , α π ό το ν Μ ά ι ο , σ τον α ρ ιθ μ ό 6 9 τ η ς οδού Κ α ρ ν τ ι ν ά λ - Λ ε μ ο υ ά ν , στο δ ω μ ά τ ι ο υ π ' α ρ ιθ μ ό ν 22, σ το 5 ο διαμέρισμα. μ ε το ό ν ο μ α Ν τ ε σ ά ν » . Π ό σ ο τ ο π λ ή ρ ω ν ε ς α υ τ ό το δωμάτιο: — 2.000 φ ρ ά γ κ α . — Οντέτ. π ρόσθεσε τη διευκρίνιση: «Ε τή σιο ενοίκιο». Έ χ εις κ α τ α δ ικ α σ τ εί σ το παρελθόν; — Ό χι. — Κ ύριοι - λ έ ε ι ο α ν α κ ρ ιτή ς κλ είνοντας το φάκελο και τ α κ τοπ οιώ ν τας το χ α ρ τ ί μ ε το μολύβι μ έσ α σ το συρτάρι- , αρκετά για μ ια Κ υ ριακή , έτσι δεν είν α ι; Ρ ίξτε τον μ α ζ ί με τους άλλους, στην α ίθου σα 23... Την ώ ρ α που οι α σ τ υ ν ο μ ικ ο ί αρπ άζου ν τον Τ όμι, ο ανακρι τής συμπληρώνει χ α μ ο γ ε λ ώ ν τ α ς : — Χ ά ρ η κ α γ ια τη γ ν ω ρ ιμ ία . Θ α σε ξ α ν α δ ώ αύριο. Θα μιλή σουμε γ ια τ α σ υ μ β ά ν τ α .
Αυτή η σκηνή διαδραματίστηκε στην έδρα της Δεύτερης Ειδικής Μονάδας Δ ίω ξης της Υπηρεσίας Πληροφοριών -επιφορτισμέ νης, την περίοδο εκείνη, με τη δίωξη των εχθρών της Γερμα νίας-, στον δεύτερο όροφο της νότιας πτέρυγας της Ασφάλειας. Οι Ειδικές Μ ονάδες είχαν στη διάθεσή τους τούτη την ανακριτική αίθουσα με τον αριθμό 3 5 , μία από τις μεγαλύτερες που υπήρ153
Χαν? καθώς και αρκετες αίθουσες κράτησης και διάφορα γραφεία. Οσοι συλλαμβανονταν οόηγουνταν εκεί, ανακρίνονταν για αρ κετες μερες, και επειτα παραδίδονταν στις γερμανικές αρχές, που αποφάσιζαν αν χρειαζόταν να αποσπάσουν περαιτέρω ομο λογίες. Τ α πρακτικά των ανακρίσεων δακτυλογραφούνταν σε πέντε αντίτυπα, ένα πρωτότυπο και τέσσερα αντίγραφα, με καρ μπόν ανάμεσα στις σελίδες. Τ η δακτυλογράφηση την έκανε πά ντοτε γυναίκα. Μια γυναίκα παρούσα στις ανακρίσεις, όσο βίαιες και ταπεινωτικές κι αν ήταν. Η γυναικεία παρουσία, στην πραγ ματικότητα, ήταν αναπόσπαστο τμήμα του ψυχολογικού μηχα νισμού της ανάκρισης που κινούσαν οι άνδρες. Είναι αυτονόητο πω ς οι εκθέσεις των ανακρίσεων δεν αναφέρουν τις βιαιοπραγίες για την απόσπαση των ομολογιών. Στην Υπηρεσία Πληροφο ριών ήταν συνηθισμένο φαινόμενο. Δεν χρειάστηκε, συνεπώς, να επινοήσω τη φύση τους, αφού την έχουν περιγράφει οι επιζήσαντες, αλλά να φανταστώ πώ ς τις έζησε ο Τόμι. Η παραπάνω σκηνή αντιστοιχεί στην προανάκριση, που αποτυπώνει την κοι νωνική κατάσταση του συλληφθέντος και προηγείται της ανά κρισης για τα γεγονότα καθ’ εαυτά. Φαντάστηκα έναν Τ όμ ι σε κατάσταση σοκ, ταπεινωμένο, ανυπεράσπιστο, γρήγορα ηττημένο, που αντιδρά μόνο με τη σιωπή του στην πρώτη ερώτηση, xat έπειτα σ’ εκείνη για το θρήσκευμά του. Ό χ ι το δικό του συ γκεκριμένα, αλλά την εικόνα της εβραϊκότητας που κατασκεύα ζε η ναζιστική προπαγάνδα και με την οποία εκείνος δεν ήθελε να τον ταυτίζουν, την εικόνα που τον είχε πείσει να πάρει τα όπλα, τη ρετσινιά που θα επιδίωκαν στο εξής να του κολλήσουν. Δεν γνωρίζω ποιο ήταν, για τον Τ ό μ ι, το χειρότερο ψυχικό βα σανιστήριο, από κείνη τη μέρα και μετά: ότι έχασε τη μητέρα του ή ότι έχασε την ελευθερία του, την αξιοπρέπειά του, τη ζωή του... Αλλά θα στοιχημάτιζα π ω ς, γ ι’ αυτόν —τον υπερόπτη, ψη154
Scanned by CamScanner
λό ξανθό πρίγκιπα, γιο βασίλισσας τικ0ό εγκλωβισμού στην εικόνα χωρι? δυνατότητα διαφυγή;, ήταν
^ υπ°ΧΡεω-
μ* πιο οουυηρο κι απο τα εξευτελιστικά Γ
“ Χτ“πηματα.
Πλήν. 11
Αυτή η σκηνή ήταν η πρώτη που , Λ Γκαμπριέλ. Το να ενσαρκώνει τον -^Τματικα δ“σ*όλεψε του ιδιότητα του εκτελεστή, ηττημένο, ταπεινίΓ'6^ 0 ,“™ την δόν ανυπόφορο. Τα κατάφερε ωστόσο π με“0’ του W σχεγυρίσει τη σκηνή μια κι έξω, αν εκείνος δεν 3 , “’ *°" \ *
- η β , ρηκώθηχ, απότομα από
ζητησε διάλειμμά, ακόμη και σε κλάματα ?έσπασΡ „ ' ^ στουκι. Είχα ζητησει απο τον ηθοποιό που έπαιζε τον αστυνομι κό να μη συγκρατήσει την ορμή του, και είχα προειδοποιήσει τον Γκαμπριέλ οτι το χαστούκι θα ήταν αληθινό. Ωστόσο εκεί___ ------------------ ' __ζ*'. / . . ’ νος αιφνιδιάστηκε από τη δύναμή του, κι αυτό είναι φανερό στο πλάνο - από τα καλύτερα, νομίζω, της ταινίας. Αλλά τα δάκρυα δεν τα περίμενα, όταν ανάβλυσαν λίγες στιγμές αργότερα, κι αφού ο ανακριτής είχε ξαναπάρει το λόγο. Διέκοψα αμέσως το γύρισμα. Την ίδια στιγμή αναρωτήθηκα αν έκανα καλά, μήπως έπρεπε να έχω αφήσει τα δάκρυα να κυλήσουν μπροστά στην κάμερα, αλλάζοντας ριζικά τη συμπεριφορά του Τόμι σ’ αυτό το σημείο. Είχα ήδη αφήσει τον Γκαμπριέλ να ξεφυγει απο το σε νάριο μερικές φορές, και ήξερα πως συχνά είχε δίκιο. Αλλά εδώ όχι, τα δάκρυα αυτά ήταν δικά του, καταδικά του, τα δακρυα ενός παιδιού που ζητάει παρηγοριά. Ο Γκαμπριέλ στενοχωριό ταν για τη μοίρα του Τόμι ή, για να το πω διαφορετικά, πάνω στην τρέλα της ταύτισής του στενοχωριόταν για τη ική τ ^ pot. Όσο για τον Τ όμΐ, «ν υποθέσουμε «ως ο «κρνεδ^ομος της σύλληψης και της βίας τού άφηνε το περιθώριο να σκε ’ 155
Scanned by CamScanner
να ήταν θυμωμένος με την απροσεξία του τόσο που εκεί νη τη στιγμή να μισεί τον εαυτό του. Το ακριβώς αντίθετο συ ναίσθημα απο εκείνο που φέρνει δάκρυα. Αν ο Γκαμπριέλ στενοχωριόταν για τον Τόμι, για τον εαυτό του, κι έκλαιγε για να βρει παρηγοριά, αυτό οφειλόταν στο ότι εδώ και λίγες μέρες είχε αλλάξει. Για την ακρίβεια, άλλαζε βαθ μιαία, από τη στιγμή που τον είχα βρει στο δωμάτιο του Τόμι, στην οδό Καρντινάλ-Λεμουάν. Πρώτα απ’ όλα, τον είχε συγκινήσει που είχα πάει ο ιόιος, προσωπικά, που τα είχα παρατήσει όλα για να τον αναζητήσω, ενώ ένας βοηθός, θ ε ω ρ η τ ικ ά , θα τα είχε καταφέρει μια χαρά. Αλήθεια ήταν. Το είχε νιώσει. Ό τι δεν θα εκχωρούσα σε κανέναν άλλο αυτή την έγνοια, αυτή τη συγκί νηση. Δεν το συνειδητοποίησε αμέσως, όταν με είδε στο διάδρο μο, αλλά σε λίγο, όταν του διάβαζα τις σελίδες του βιβλίου της Ελέν που ο ίδιος τις είχε τσακίσει στην άκρη, όπως ο πατέρας ή η μητέρα διαβάζουν ξανά και ξανά στο παιδί τους την ίδια ιστο ρία που του αρέσει και τη ζητάει, για να νιώσει σιγουριά. Ναι, νομίζω πως εκείνη τη στιγμή, κουρνιασμένος πλάι μου, ακούγοντας τη φωνή μου να μεταφέρει τα λόγια της Ελέν, κάτι κα τάλαβε. Αυτό που αποδείκνυε η παρουσία μου, ο χρόνος που του αφιέρωνα, το κείμενο που του διάβαζα και που μόνο εμείς μπορούσαμε να το μοιραστούμε πλήρως. Α ν κ ά π ο ι ο β ρ ά δ υ ο
,
Τ ο μ ά δ εν ε ρ χ ό τ α ν ο π α τ έ ρ α ς τ ο ν π ή γ α ιν ε σ τ ο σ π ίτ ι τ ο υ ν α δ ει τι σ υ μ β α ίν ε ι , μου είχε επαναλάβει με πλατύ χαμόγελο, σαν ν’
αστειευόταν. Δεν αστειευόταν καθόλου. Είχα ήδη διακρίνει, πο λύ πριν από εκείνη τη μέρα, την τάση του να με αντιμετωπίζει σαν πατέρα, αφού εγώ του είχα γράψει το ρόλο τον οποίο αμφι σβητούσε. Από καιρό γνώριζε ότι τον είχα ανάγκη, είχα ανάγκη τη συντροφιά του όσο γινόταν συχνότερα. Εκείνη τη μέρα, που είχε κρυφτεί, ανακάλυψε στην παρουσία μου δίπλα του, στη φω-
νή μου. στο βλέμμα μου ίσως, σε κάτι που μάλλον έβγαινε από μέσα μου, ότι αυτή η ανάγκη δεν οφειλόταν μόνο σε πρακτικούς λόγους, ότι η παρουσία του δεν ήταν για μένα απλώς ένα εργα λείο για να κάνω καλύτερα τη δουλειά μου. Τ ο ένιωθε. Τ ο γευό ταν. χωρίς ακριβώς να το αναγνωρίζει. Ό ,τ ι σε μένα φάνταζε τόσο επικίνδυνο, τόσο ενοχλητικό που δεν ήθελα ούτε να το κα τονομάσω. εκείνος το ρουφούσε με τη λαχτάρα του διψασμένου. Του κάλυπτε ένα αβυσσαλέο κενό. Θα πρέπει να του φαινόταν πιο απολαυστικό κι από το δόλωμα της μητρικής αγάπης μέσα στην αγκαλιά της Β ίλμ α ς, γιατί δεν του πρόσφερε μόνο θαλπω ρή, αλλά τον οδηγούσε κιόλας, λίγο λίγο, μετά τον πόνο της φα ντασίωσης. στην αποδοχή της πραγματικότητας.
Νά γιατί, ενσαρκώνοντας τον Τόμι που κακοποιείται, ο Γκαμπριέλ λυπόταν τον εαυτό του και είχε βάλει τα κλάματα:
είχε αρχίσει ν' αποχωρίζεται τον Τόμι και μπορούσε να τον πα ρατηρεί εντός του, να συμμερίζεται την οδύνη του χωρίς να την αισθάνεται ο ίδιος, αλλά τα δάκρυα του θα με υποχρέωναν να στάξω το βάλσαμο της πατρικής αγάπης. Πράγματι, με ανα στάτωσαν. Μ ’ ένα νεύμα, ζήτησα απ’ όλη την ομάδα ν’ απομα κρυνθεί. Εκείνος καθόταν στην καρέκλα του, με τις χειροπέδες περασμένες στους καρπούς, κι εγώ, γονατιστός στα πόδια του, του έπιασα τα χέρια. Τ α λόγια που έβρισκα για να τον παρηγο ρήσω, που απευθύνονταν σε κάθε πόνο, του Τόμι, του ηθοποιού και τον δικό του, άλλο δεν έκαναν παρά να δυναμώνουν τους λυγμούς του: — Ό λα θα πάνε καλά, Γκαμπριέλ, όλα θα πάνε καλά... Είναι φυσικό να κλαις, στη θέση σου θα είχα ήδη πνιγεί στα δάκρυα, αλλά τώρα όλα θα πάνε καλά, θα τα καταφέρεις, ξέρω ότι είσαι ικανός να τα υπομείνεις όλα αυτά, θα βγεις νικητής, θα δεις... Και άλλα πολλά και παρήγορα. Εκείνος, με φωνή σπασμε157
νη, σαν να μιλούσε περισσότερο για τον ηθοποιό παρά για τον εαυτό του, αρνιόταν όλα όσα του έλεγα, επιμένοντας πως ποτέ δεν θα τα καταφερνε, πως ήταν πολύ δύσκολο, πω ς δεν θα έφτα νε ω ς το τέλος, χωρίς να θέλει να μου πει αν εννοούσε το τέλος της σκηνής ή το τέλος της ταινίας, αφήνοντας από τότε να εν νοηθεί ότι μιλούσε για τη ζωή του. Του απάντησα π ω ς δεν πει ράζει, αν ήθελε να σταματήσουμε τη σκηνή θα τη συνεχίζαμε την επομένη, αν ήθελε να σταματήσουμε την ταινία θα την εγκατέλειπα, για μένα τίποτα δεν ήταν σημαντικότερο από εκείνον. Ώ ς τότε, ευτυχώς, είχαν στερέψει τα δάκρυά του. Κι ο Γκαμπριέλ ηρέμησε έτσι, πάνω στην καρέκλα του, δεμένος με χειροπέδες. Δεν ήθελε να γυρίσει στο καμαρίνι του, να διασχίσει το πλατό περνώντας ανάμεσα από τους τεχνικούς και τους ηθοποιούς που περίμεναν στα σκοτεινά. Μου χαμογέλασε. Μου ζήτησε να ξαναπάρουμε τη σκηνή από εκεί που την είχε αφήσει. Ζήτησα να του διορθώσουν το μακιγιάζ. Έ π α ιξε αυτή την πρώτη ανάκρι ση, κι έπειτα τη δεύτερη, μέχρι το τέλος, σαν ήρωας. Σ ε έν α μ ικ ρ ό δ ω μ ά τ ιο φ ω τισμ ένο α π ό λ ά μ π α οροφής, έν α ς ά ν 8 ρ α ς μ ε π ου λ όβ ερ π ερνάει μ ικ ρ ά κ ο μ μ ά τ ια χ α ρ τ ό ν ι μ ε ν ού μ ερα —.2 2, 11 κ α ι 43—σε έν α μ ε τ α λ λ ικ ό π λ α ίσ ιο , γ ύ ρω σ τ α 5 * 2 ε κ α τ ο σ τ ά , στη ν ά κ ρ η μ ια ς ρ ά β δ ο υ σ τερεω μ έν η ς κ ά θ ε τ α σε έν α ν γ υ μ ν ό τοίχ ο. Έ ν α ά λ λ ο π λ α ίσ ιο , π ιο στενό, α κ ρ ιβ ώ ς π ά ν ω α π ό τ ο π ροη γ ού μ ενο, φέρει τον α ρ ιθ μ ό 19. Π ά ν ω α π ό α υ τ ή τη ρ ά β δ ο , μια άλλη , το π ο θ ετη μ έν η π α ρ ά λ λ η λ α κ α ι π ιο μ εγ ά λ η , κ α τ α λ ή γ ε ι σε έναν μ ε τ α λ λ ικ ό δ α κ τύ λ ιο . Α φ ού π ερ ν ά ει τ α τ ρ ία ν ο ύ μ ερ α , ο ά ν δ ρ α ς σ τρ έφ ετα ι κ α ι α λ λ ά ζ ε ι θέση, α π ο κ α λ ύ π τ ο ν τ α ς έ ν α π ε ρ ι στρεφ όμ ενο σ κ α μ π ό , στη ν κ α τ α κ ό ρ υ φ ο π ο υ ορίζου ν οι α π ο λ ή ξ εις τω ν δύο ρ ά β δ ω ν . — Λ οιπ όν , εσ ύ κ ά θ ε σ α ι ε δ ώ .
158 Scanned by CamScanner
Ο Τόμι μπαίνει στο κ άδρο, φορώντας μπλε κοστούμι χαι λευκό πουκάμισο κουμ πω μ ένο ώ ς το λαιμ ό, χω ρίς γ ρ α β ά τα . Μοιάζει εξαντλημένος. Κ ά θ ετ α ι * βλέπουμε το Βεξί του προφίλ. Ο άνΒρας τού ζητάει να σηκω θεί λίγο, ρυθμίζει το ύφος του καθί σματος, του λέει να ξανακαθίσει κ α ι να σηκώσει το κεφάλι ’ έπ ει τα εφαρμόζει τη β ά σ η του κρανίου του στον μ εταλ λ ικό δακτύλιο της μεγαλύτερης ράβδον. — Μην κουνιέσαι. Τ ώ ρα βλέπουμ ε μ όν ο το δ εξί προφίλ του Τ όμι, μέχρι τον ώμο, το κεφάλι του στην π ά ν ω ρ ά β δο , κ α ι π ίσω α π ό το σβέρκο του τη μικρότερη ρ ά β δ ο μ ε τ α νούμερα. Α κούμε ένα κλακ!, κ α ι η εικόνα κατακλ ύζεται α π ό φως, που σβήνει αμέσω ς. Έ π ειτ α , βλέ πουμε τον Τ όμι ανφ άς, το π ρ ό σ ω π ο κ α ι το στέρνο του, ενώ α π ό κάτω υπάρχει ένα π α ρ α λ λ η λ ό γ ρ α μ μ ο όπ ου είναι γ ραμ μ ένα μ ια ημερομηνία, 22.1 1 .1 9 4 3 , ένας αριθμ ός, 849864, κι ένα όν ομ α μ ε κεφαλαία γ ρ ά μ μ α τ α : ΕΛΕΚ. Τ ο β λ έμ μ α του Τ όμι είναι κενό, κ α ι η έκφραση του π ρ ο σ ώ π ο υ του, ό π ο υ δια κ ρ ίν ετα ι σύγχυση α λ λ ά και περιφρόνηση, είν αι α ιν ιγ μ α τικ ή . Α ν επ αίσ θη τα, τ α χ α ρ α κ τ η ριστικά α υ τού του π ρ ο σ ώ π ο υ α λ λ ο ιώ ν ο ν τα ι, τ α χ ρ ώ μ α τ α ξεθω ριάζουν κ α ι γίν ονται α σ π ρ ό μ α υ ρ α , ώ σ π ο υ να εμ φ ανιστεί η π ρ α γ ματική επίση μη φ ω το γ ρ α φ ία , το αλη θινό π ρ ό σ ω π ο του Τ όμ ι εκείνη την επ οχ ή . Η σκηνή τελ ειώ ν ει μ ε έν α δεύτερο κ λ α κ ! κ α ι μια νέα ρ ιπ ή φ ω τός.
Το μόρφινγκ* αυτό δεν προβλεπόταν στο σενάριο, και για καιρό δίσταζα να το ζητήσω από τον Στιβ. Η παρεμβολή εικόνων αρ χείου σε μια ταινία μυθοπλασίας, και μάλιστα ιστορικής, μου φαινόταν πάντα σαν περιττό βάρος. Η ιδέα, ωστόσο, μου ήρθε χατά τη διάρκεια του γυρίσματος, λες κι ήταν κάτι προφανές, τόσο πολύ έμοιαζε η έκφραση του Γκαμπριέλ με αυτήν του Τόμι 159
Scanned by CamScanner
στη φωτογραφία που είχε μεγεθύνει και κολλήσει στους τοίχους του δωματίου του. τη φωτογραφία που τον συνόδευε αρκετό και ρό τώ ρα . Σαν φόρος τιμής στον αληθινό Τ ό μ ι έμοιαζε αυτή η ει σβολή της πραγματικότητας: για να δει ο θεατής, έσ τω και μία φορά, το αληθινό πρόσωπο του μελλοθάνατου. Κ α ι, ταυτόχρο να, σαν φόρος τιμής στο χάρισμα του Γκαμπριέλ, στην τρέλα που μου χάριζε και που τον έσπρωχνε στο χείλος μιας αβύσσου. Άλλη μία φωτογραφία αρχείου, εντός σεναρίου αυτή τη φορά, εμφανί ζεται αργότερα στην ταινία: πρόκειται για την Κ ό κ κ ιν η Α φ ίσα. Σ ’ αυτή τη φωτογραφία της αστυνομίας, τα πάντα είναι δυσ διάκριτα, εκτός από την έκφραση του Τ ό μ ι και τον αριθμό 19 που βλέπουμε πίσω από το σβέρκο του. Δεν είναι η ηλικία του, μιας και αυτή δεν ενδιέφερε κανέναν, και ο Τ ό μ ι δεν ήταν ακόμη δεκαεννιά. Η φωτογραφία τραβήχτηκε την επομένη της σύλλη ψής του και της πρώ της ανάκρισης, πιθανόν πριν από τη δεύτε ρη ανάκριση. Ε ίχ ε μόλις περάσει την π ρώ τη του νύχτα σ’ έναν διαφορετικό κόσμο. Έ ν α ν κόσμο όπου δεν έβρισκε από πού να κρατηθεί, κι όπου δεν είχε κανένα δικαίω μα. Η Ελέν δεν μπορεί πια να τον συντρέξει, ούτε αυτόν ούτε εμένα. Κ α ι δεν θα μάθαι να π ο τέ π ώ ς είχαν κυλήσει αυτές οι μέρες στην Ασφάλεια για τον Τ ό μ ι, αν δεν υπήρχε η μαρτυρία ενός ανθρώπου, του Ζυλιέν Α οπρέτρ (που κι εκείνου του αξίζει μια ταινία), μαρτυρία την οποία κατέγραψε ο Ν ταβιντ Ν τιαμάν και που εκδόθηκε, με τον τίτλο Α γ ω ν ισ τ έ ς , ή ρ ω ε ς κ α ι μ ά ρ τ υ ρ ε ς τη ς Α ν τ ίσ τ α σ η ς , το 1984. Ο Ζυλιέν Αοπρέτρ μού την επ ιβεβαίω σε στο γραφείο του, στη Γα λλική Λαϊκή Β ο ή θεια ,* πρόεδρος τη ς οποίας είναι, εδώ και π ά νω από μισό αιώνα.
Ενταγμένος στην Κομμουνιστική Νεολαία του 11ου και 12ου παρισινού διαμερίσματος, γιος ενός από τους επικεφαλής της Γενικής Ομοσπονδίας Σιδηροδρομικών Υπαλλήλων, καταιόο Scanned by CamScanner
ζητούμενου από την αστυνομία, ο Ζυλιέν Αοπρέτρ, που εκείνη την εποχή δούλευε τζαμάς, δεν είχε κλείσει τα δεκαοχτώ όταν τον συνέλαβαν —στις 20 Νοεμβρίου, στις οχτώμισι το βράδυ— και τον οδήγησαν στις Ειδικές Μονάδες Δ ίω ξης. Παρέμεινε εκεί ώς τις 24 ή 25 του μήνα, ενώ στη συνέχεια μεταφέρθηκε στη Σ α ντέ, όπου έμεινε φυλακισμένος για τέσσερις μήνες. Δικάστηκε κι αφέθηκε ελεύθερος λόγω έλλειψης στοιχείων* λίγο καιρό αργότε ρα συμμετείχε στις μάχες για την απελευθέρωση του Παρισιού. Για τέσσερις ή πέντε μέρες, λοιπόν, υπήρξε συγκρατούμενος του Τόμι - ο οποίος συνελήφθη λίγες ώρες μετά τον ίδ ιο - και των άλλων μελών των FTP-MOI, που βρίσκονταν στη φυλακή από τις 17 Νοεμβρίου. Εκείνον δεν τον χτύπησαν. Π ιθανότατα, όπ ω ς ισχυρίζεται, επειδή οι μπάτσοι της Δεύτερης Ειδικής Μονάδας Δίωξης είχαν κουραστεί να βασανίζουν, επί τρεις ολόκληρες μέ ρες, τους αγω νιστές τω ν ΜΟΙ —τον νούμερο ένα στόχο τους—, μεταξύ των οποίων δεν συγκαταλεγόταν ο Λοπρέτρ. Ό σ α μου αφηγήθηκε ήταν πολύ σημαντικά για μένα, αφού είχε περάσει εκείνες τις μέρες δίπλα στον Τ ό μ ι, είχε κοιμηθεί κοντά του, εί χαν συνομιλήσει ώρα πολλή. Ε ίμ α ι σίγουρος π ω ς τον Τ ό μ ι τον συγκίνησε και τον παρηγόρησε η παρουσία αυτού του νεαρού, που, όπω ς και εκείνος, αγαπούσε πολύ την κολύμβηση, και εξέπεμπε, από τό τε κιόλας, μια αποφ ασιστικότητα α λλιώ τικ η από τη δική του. Μ ια δύναμη πιο γαλήνια, προσηλωμένη στο συνάν θρωπο, που τρέφ εται από μια π ο ιό τη τα σπάνια -ειδ ικ ά όταν δεν είναι ούτε επ ιτηδευμ ένη ούτε υ π ο τα γ μ έν η -, την οποία εγ ώ είχα την ευκαιρία να γ ε υ τ ώ , μ α γ εμ έν ο ς, εξήντα π έντε χρόνια αργό τερα: την α νθρω π ιά . Κ α τό ρ θ ω σ α να συμ π λη ρώ σω τα λεγόμενα του Λοπρέτρ μ’ εκείνα του Σ ιμ ό ν Ρ ά ιμ α ν , αδερφού τού Μ αρσέλ, που τότε ήταν μόλις δεκα έξι χρονώ ν και κρατούνταν στην Ασφά λεια τις ίδιες εκείνες μ έρ ες. Σ τ η συνέχεια, ο Σ ιμ όν φυλακίστηκε ιόι o u tfiiiie u uy o a m o u a im e i
στη Σαντέ. κι έπειτα τον μετέφεραν στο Μπούχενβαλντ, απ’ όπου επέστρεψε μετά το τέλος του πολέμου. Πέθανε το 2005. Η μητέρα των αδελφών Ράιμαν, η Χάνα, συνελήφθη κι αυτή στις ]7 Νοεμβρίου και κρατήθηκε στους ίδιους χώρους. Την έστει λαν στο Άουσβιτς. με το κονβόι νούμερο 67, το ίδιο με τη Σάρα Ντάνσιγκερ. που τη φώναζαν Σούζυ, και την οποία πιθανόν να είχε συναντήσει στην Ασφάλεια. Όπως τη Σούζυ, έτσι κι εκείνη την πέταξαν κατευθείαν, απ' ό,τι φαίνεται, σ' έναν θάλαμο αε ρίων. Από τους δεκάδες αντιστασιακούς που ανακρίθηκαν εκεί νες τις μέρες στην Ασφάλεια από τις Ειδικές Μονάδες, ο Ζυλιέν Λοπρέτρ και ο Σιμόν Ράιμαν ήταν οι μόνοι που επέζησαν από τον πόλεμο, για να αφηγηθούν τις πρώτες μέρες του μαρτυρίου της «Ομάδας Μανουσιάν». Ο Τ όμ ι, μ ε το μ π λ ε κ οσ τού μ ι του, μ ε χ ειρ ο π έδ ες κ α ι α λ υ σ ίδα
, α ν ά κ ρ ισ η ς , ό π ο υ τον περιμένουν έξι άνδρες, μ α ζ ί τους κ α ι η δ α -
σ τ α π ό δ ια ο δ η γ είτα ι α π ό έναν α σ τυ ν ο μ ικ ό στην α ίθ ο υ σ α της
κτυλογράφ ος Οντέτ. Α ναγνω ρίζουμε τους αστυνομικούς της προη
*
γού μ ενη ς μ έ ρ α ς ο β α σ ικ ό ς α ν α κ ρ ιτή ς είν αι όρθιος, α κ ο υ μ π ισ μ έ νος σ τ ο μ π ρ ο σ τ ιν ό μ έρ ο ς του γραφ είου του, ό π ο υ β ρ ίσ κ ετα ι ο γ ν ω σ τ ό ς φ άκελος; α ν ο ιχ τ ό ς .
—Λ ύ σ τ ε τον, δ ια τ ά ζ ε ι. Έ ν α ς ά ν δ ρ α ς τ ο ύ β γ ά ζ ει τις χ ε ιρ ο π έ δ ε ς κ α ι την α λ υ σ ίδ α ,
—Κ ά θ ισ ε , λ έει ο α ν α κ ρ ιτ ή ς κ α ι του δείχ ν ει την κ α ρ έ κ λ α . Ο Τ ό μ ι κ ά θ ε τ α ι Ε ίν α ι π ο λ ύ νευρικός, τ ρ έμ ει. Ο α ν α κ ρ ιτή ς έρ χ ε τ α ι α π ό π ίσ ω το υ κ α ι β ά ζ ε ι τ α χ έ ρ ια σ τ ο υ ς ώ μ ο υ ς το υ .
—Κ ρ υ ώ ν εις ; το ν ρ ω τ ά ε ι . Ο Τ ό μ ι δεν α π α ν τ ά , κ α ι σκύβει τ ο κ εφ ά λ ι. Ο α ν α κ ρ ιτ ή ς τού τ ο τ ρ α β ά ε ι π ίσ ω β ία ια , α π ό τ α μ α λ λ ιά . 102
Scanned by CamScanner
— Ελέχ —του λέει με ύφος δήθεν καλοσυνάτο, κρατώντας
τον πάντα από τα μαλλιά—, ξέρω πως είσαι έξυπνο παιδί, μορ φωμένο.. Δεν μοιάζεις με τα χαθίχια του γχέτο, ωστόσο έχανες μαζί τους μεγάλες ανοησίες. Πέρασες κιόλας μια νύχτα παρέα μ'αυτά τα αποβράσματα, τον Βάσμπροτκαι τον άλλο τον Φίνγκερτσβαϊγκ. Θα πρέπει να σου είπαν πώς έχουν τα πράγματα εδώ πέρα, σε τούτη την αίθουσα, όταν δεν απαντάς στις ερωτή σεις που σου κάνουν. Εκείνοι, όπως κι ο Μποκτσόρ, τα ξέρασαν όλα. Εσένα, φυσικά, θα σου είπαν το αντίθετο, αλλά, πίστεφε με, αυτή είναι η αλήθεια. Εμείς οι δυο απλώς Θαεπαληθεύσουμε τώ ρα όσα μου είπαν εκείνοι. Σύμφωνοι; Ο Τόμι δεν απαντά. Ο ανακριτής σπρώχνει απότομα το κε φάλι του Τόμι μπροστά; κι εκείνος πέφτει από την καρέκλα του. Τότε δύο αστυνομικοί χιμούν καταπάνω του, τον κλωτσούν και τον γρονθοκοπούν για ένα ολόκληρο λεπτό, τελικά τον σηκώνουν και τον καθίζουν πάλι στην καρέκλα. Ο Τόμι, μισολιπόθυμος; έχει καταρρεύσει πάνω στο κάθισμά του, και βλέπουμε ήδη τις μελανιές που σχηματίζονται στο πρόσωπό του. — Όρθιος! διατάζει ο ανακριτής. Ο Τόμι υπακούει όπως μπορεί. — Ποιο ήταν το φευδώννμό σου στην οργάνωση; Ο Τόμι δεν α π α ν τ ά . Ο ανακριτής του σηκώνει το πιγούνι και επαναλαμβάνει την ερώτηση, κοιτώ ντας τον ίσια στα μ άτια.
—Ν α π ά τ ε στο διάολο, α π α ν τ ά ο Τόμι. Ο ανακριτή ς τού αφήνει το πιγούνι και λέει στους άλλους αστυνομικούς: «Ε μ πρός, αρχίζουμε». Δ ύο α π ό αυτούς ορμούν κ α ι τον γυμνώνουν βίαια. Ο Τόμι αντιστέκεται όσο μ πορεί, α λ λ ά καταφ τάνουν κι ενισχύσεις. Ολό γυμνο, τον σέρνουν μέχρι το μ εγ ά λ ο τραπέζι κ α ι τον πετούν π ά 103
νω. μπρούμυτα. Δυο αστυνομικοί τού κρατούν τα χέρια. άλλοι δύο τα πόδια. Ένας ακόμη μπαίνει στο κάδρο' κρατάει μαστίγιο. Αρχίζει να χτυπάει τον Τόμι με όλη του τη δύναμη. Ο Τόμι συγκρατείται στα πρώτα δύο χτυπήματα, κι έπειτα αρχίζει να ουρλιάζει, καθώς τα χτυπήματα πέφτουν βροχή. Σύνολο. δέκα. Ακούμε το μαστίγιο να σφυρίζει, και αμέσως τον ήχο όταν χτυ πάει στο δέρμα, που στην αρχή σημαδεύεται από κόκκινες χα ρακιές. ενώ ύστερα από μερικά χτυπήματα εμφανίζονται στα γόνες αίματος. Ο ανακριτής λέει «Αρκεί», και ο μαστιγωτής στα ματά. Βλέπουμε την αριστερή πλευρά του προσώπου του Τόμι σε γκρο πλαν. είναι κάθιδρος, το μάτι του ανοιχτό, πλημμυρι σμένο δάκρυα, παχύρρευστη βλέννα τρέχει από τη μύτη του.
—Λ οιπ όν ; τον ρ ω τά ει ο ανακριτής, μ ε φωνή σχεδόν μ ει
λ ίχ ια.
—Τ όμ ι.... λέει μ ε αδύναμη φωνή. —Π ιο δ υ ν α τά ! δια τά ζει ο ανακριτής. —Τ όμ ι...
Α κού μ ε τό τε τον ήχο τω ν πλήκτρω ν της γραφ ομηχανής.
—Α ριθμ ός μ η τρώ ου ; — 10306...
— Π ο λ ύ σ ω σ τ ά . Τ όμ ι. Α ριθμ ός μ η τρώ ου 10306. Τ ο ξέραμε ήδη. Κ α ι χ ά ρ η στις α ν α κ ο ιν ώ σ εις τω ν F T P , ξέρουμε κ α ι σε ποιες επ ιχ ειρ ή σ εις συμ μ ετείχες. Μ ια σ τιγ μ ή να σ' τις υπενθυμίσω . Τ ο π ρ ό σ ω π ο , σε κ ο ν τιν ό π λ άν ο, του Τ όμ ι, υ π ο χ ω ρ εί κ α ι βλέ π ου μ ε τον α ν ακ ριτή , π ου π ερνάει π ίσ ω α π ό το γραφ είο του, π α ίρ νει το π ρ ώ τ ο φύλλο α π ό τον α ν ο ιχ τ ό φ άκελ ο κ α ι α ρ χ ίζ ει να δ ια β ά ζ ε ι: — 2 8 Ιο υ λ ίο υ 1943, ε κ τ ρ ο χ ια σ μ ό ς τρένου σ τη γ ρ α μ μ ή Σ α τ ό Τ ιε ρ ί* 4 Α υ γ ο ύ σ το υ , ε κ τ ρ ο χ ια σ μ ό ς σ τη γ ρ α μ μ ή Π α ρ ίσ ι-Ρ εν ς . 164
Scanned by CamScanner
στη Ace Φερτέ-Μιγιόν' 13Αύγουστού, ξεβίδωσες τραβέρσες στο Λεσατλέ* 18 Αύγουστου, εκτροχιασμός στη γραμμή ΜοντρόΛονζβίλ... Η απαρίθμηση συνεχίζεται, αλλά η φωνή χαμηλώνει. Βλέ πουμε το μάτι του Τόμι να κλείνει. Η Ε λέν, που είχε υποφέρει αρκετά ώστε να αρνείται να φαντα στεί τα πράγματα χειρότερα απ’ ό,τι είχε επιβεβαιωθεί πως ήταν, οχυρώθηκε πίσω από μια ψευδή πεποίθηση, την οποία τροφο δοτούσε κάποιο γεγονός που πιθανόν να είχε επινοήσει η ίδια, για να καθησυχάζει τον εαυτό της: Είμαι σχεδόν σίγουρη πως ο
γιος μου δεν βασανίστηκε. Επειδή οι άλλοι, που είχαν σνλληφθεί τρεις εβδομάδες νωρίτερα, είχαν ομολογήσει τα πάντα. Δεν ήταν τρεις εβδομάδες, αλλά τρεις μέρες, και ασφαλώς εκείνη το ήξερε, αλλά μετά το ξέχασε. Όπως και να ’χει, ακόμη και τρεις εβδομάδες ομολογιών δεν θα αρκούσαν στη σχολαστική γαλλι κή αστυνομία για να στοιχειοθετήσει, με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια και το ελάχιστο περιθώριο αμφιβολίας, τις κατηγορίες που θα μπορούσε να προσάψει στον Τόμι. Η γερμανική προ παγάνδα απαιτούσε ομολογίες λεπτομερείς, σε υπογεγραμμένα πρακτικά όπου θ’ ανακεφαλαιώνονταν διεξοδικά οι βλάβες που ο κατηγορούμενος είχε προξενήσει στον καταχτητή. Η Ελέν όμως είχε κι έναν ακόμη πιο επώδυνο λόγο ν’ αρνείται να φα νταστεί το χειρότερο. Γιατί το χειρότερο δεν ήταν τα ίδια τα βα σανιστήρια όσο το αίσθημα ξεπεσμού, η αηδία που θα ένιωθε για τον εαυτό του ο Τόμι, αν λύγιζε. Αυτό το χειρότερο είχε σο βαρούς λόγους να το φοβάται. Ο γιος μου μου έλεγε συχνά: «Δεν μπορώ να εγγυηθώ π ω ς δεν θα μιλήσω. Δεν ξέρω αν θ’ αντέξω τα βασανιστή ρια». Δεν ήταν ήρωας, φοβόταν πολύ. Η Ελέν πέθανε στα τέλη της δεκαετίας του ’80, δεκαπέντε χρόνια μετά την 1 65
Scanned by CamScanner
έκοοση τουν απομνημονευμάτων της, τρια-τέσσερα χρόνια μετά την έκόοση της μαρτυρίας του Ζυλιέν Αοπρέτρ, και δεν ξέρω αν ετυχε ποτέ, προς το τέλος της ζωής της, να διαβάσει αυτή τη φράση: Κ ο ιμ ό μ ο υ ν δ ίπ λ α σ τον Ε λ εκ , τον β α σ ά ν ισ α ν φριχτά. Ανα ρωτιέμαι αν η Ελέν πέθανε με την εσφαλμένη της εντύπωση ή με τον άλλο πόνο, της επίγνωσης ότι ο γιος της είχε υποστεί μα κρύ σωματικό μαρτύριο. Και δεν γνωρίζω αν θα την παρηγο ρούσε η συνταρακτική είδηση ότι. τό τε, πέρα από κάθε προσδο κία, ο Τ ό μ ι είχε σταθεί ήρωας. Γυρίσαμε αυτή τη δεύτερη ανάκριση, και τα όσα ακολούθησαν, αμέσω ς μετά την πρώ τη, κι αυτό δεν ήταν προγραμματισμένο. Ο Γκαμπριέλ ήταν κουρασμένος, εξαντλημένος θα ’λεγε κανείς, μετά το χαστούκι και τα κλάματα, γεγονός που, από τη μια, απλοποίησε το παίξιμό του και, από την άλλη, χαλάρωσε τις αντιστάσεις του, όταν χρειάστηκε να εμφανιστεί γυμνός μπρο στά σε σαράντα άτομα. Από τις πρώ τες κιόλας μέρες, πριν από την επίσημη πρόσληψή του, τον είχα προειδοποιήσει π ω ς θα έπρεπε να παίξει και σε τέτοιες σκηνές, γιατί δεν ήθελα να απο κρύψω τίποτε από το μαρτύριο των βασανιστηρίων, που συνδυά ζει τον πόνο και την ταπείνωση του θύματος, την απώ λεια του αυτοελέγχου του. Εκείνος είχε δεχτεί να το κάνει μετά τις εξη γήσεις μου, και με την προϋπόθεση ότι ο φακός δεν θα εστίαζε πάνω του. Ή τα ν προετοιμασμένος. Στην έδρα των Ειδικών Μ ο νάδων Δ ίω ξη ς είχαν συμβεί ακόμη χειρότερα πράγματα: αναφέρονται περιπτώ σεις εμφανέστατης σεξουαλικής κακοποίησης, αλλά τίποτα δεν μαρτυρεί ότι χρειάστηκε να υποστεί κάτι τέτοιο ο Τ όμ ι. Ε γ ώ αρκέστηκα στη συγκεκριμένη, τρομερή μαρτυρία ενός επιζήσαντος: του Τσέχου κομμουνιστή Ράντισλαβ Χόλντος, που ο Τ ομ ι θα πρέπει να τον γνώρισε, μιας και υπήρξε μέλος του ι6 6
Scanned by GamScanner
Πρώτου Αποσπάσματος, κι έπειτα υπεύθυνος της υπηρεσίας στε λεχών των ΜΟΙ, επιφορτισμένος με τη στρατολόγηση αγωνι στών. Βασανίστηκε από τις Ειδικές Μονάδες τον Φεβρουάριο του 1943. Σ' αυτές τις σκηνές και στην τελευταία ανάκριση, που ακο λουθεί, οφείλεται η απαγόρευση της ταινίας για ανηλίκους κάτω των δώδεκα ετών, και η προσθήκη μιας προειδοποίησης στους τίτλους της. Άραγε, πέρα από την ταπεινωτική γύμνια, χρεια ζόταν να δείξω σε γκρο πλαν —το οποίο πέτυχα χάρη σε κάποιο εφέ, εννοείται—και τα σημάδια που το μαστίγιο αφήνει στο δέρ μα. αυτές τις μικρές σταγόνες αίμα, και, αργότερα, πώς οι βασα νιστές πολτοποίησαν την πλάτη του Τόμι; Δεν ξέρω. Είχα κά ποιες επιφυλάξεις. Αλλά, ακόμη κι αν δεν ήμουν σίγουρος πως αυτές οι εικόνες ήταν απαραίτητες, προτίμησα τελικά να τις δεί ξω. Ο κίνδυνος, αν δεν δείξεις κάτι, είναι να το ωραιοποιήσεις και, το χειρότερο, να δημιουργήσεις απόσταση με το θεατή, να τον αφήσεις, εντέλει, στην άνεση του καθίσματος του, εκεί όπου πο τέ δεν θα τον αγγίξει η πραγματικότητα. Από την άλλη, αυτό το βόλεμα είναι δικαίωμά του και, αν τα δείξεις όλα, υπάρχει κίνδυνος να του επιβάλεις κάτι επώδυνο ή, ακόμη χειρότερα, να διεγείρεις το σαδιστικό του ένστικτο, όπως συμβαίνει με τα γκορ.* Να δείξεις, επομένως, ή να μη δείξεις; Να δείξεις, τελικά, αν θες να είσαι ακριβής και πιστός στην πραγματικότητα, αφήνοντας στο θεατή την ελευθερία που έχει μπροστά σε κάθε εικόνα: να κλείσει τα μάτια του.
,
Ο Τ όμ ι φ α ίν ετα ι π λ ά τ η μ ε τ ο σ α κ ά κ ι του ριγμ ένο στους ώ μ ου ς
,
ακίνη τος σ τ ο π λ α ίσ ιο μ ια ς π ό ρ τα ς. Η α ίθ ο υ σ α μ π ρ ο σ τ ά του εί
,
ναι σ κ οτειν ή σ τεν ά χ ω ρ η , α λ λ ά μ αν τεύ ου μ ε π ω ς είν αι γ εμ ά τη κόσμ ο. Έ ν α ς μ π ά τ σ ο ς το ύ β γ ά ζ ει τις χ ειρ ο π έδ ες, τον σ π ρώ χ ν ει \
ouanneu uy o a m o u a n n e r
6 η
fj£
’
Μ π ο χ τ σ ό ρ . τον Φ ίν γ χ ερ τ σ β α ϊγ χ . τ ο ν Γ χ λ α τ ζ το ν Γ χ εν τοόλ ν τιχ . Ο Τ ό μ ί σ τ έχ ει α χ ίν η τ ο ς σ τη ν π ό ρ τ α — τ ο σ α κ ά κ ι το υ ρ ιγ μ έν ο σ τ ο υ ς ώ μ ο υ ς , τ ο λ ευ χ ό το υ π ο υ χ ά μ ισ ο ξ ε κ ο ύ μ π ω τ ο , σ η μ ά δ ια α π ό χ τ υ π ή μ α τ α σ τ ο π ρ ό σ ω π ό του. Ο Μ π ο χ τ σ ό ρ το ν π α ίρ ν ει α π ό το χ έ ρ ι, το ν τ ρ α β ά ε ι σε έν α ν π ά γ χ ο χ α ι το ν β ά ζ ε ι ν α κ α θ ίσ ε ι. Κ α τ ά τη δ ιά ρ χ ε ια α υ τ ή ς τη ς μ ε τ α κ ίν η σ η ς . β λ έ π ο υ μ ε π ω ς στη ν α ίθ ο υ σ α β ρ ίσ χ ο ν τ α ι χ α μ ι ά ε ικ ο σ α ρ ιά ά ν θ ρ ω π ο ι, μ ε τ α ξ ύ τ ο υ ς χ α ι μ ε
*
ρ ικ έ ς γ υ ν α ίκ ε ς δ ια κ ρ ίν ο υ μ ε α ν ά μ ε σ ά τ ο υ ς τη Σ ο ύ ζ υ . Ά λ λ ες εί ν αι όρ θ ιες, ά λ λ ε ς κ ά θ ο ν τ α ι σ τ ο υ ς π ά γ κ ο υ ς κ ι ά λ λ ε ς κ α τ α γ ή ς . Τ α τ έ σ σ ε ρ α π α ρ ά θ υ ρ α τ ο υ δ ω μ α τ ίο υ , κ α λ υ μ μ έ ν α μ ε μ π λ ε χ α ρ τ ί, δ εν α φ ή ν ο υ ν ν α π ε ρ ά σ ε ι π α ρ ά έ ν α α μ υ δ ρ ό φ ω ς. Ο Μ π ο χ τ σ ό ρ σκουπίζει το π ρ ό σ ω π ο του Τ ό μ ι μ ε ένα μ α ν τ ίλ ι.
— Π ο ν ά ς ; Σ ο υ έδ ω σ α ν να δ ο κ ιμ ά σ εις το β ο ύ ρ δ ο υ λ α ; Ό λ ο ι μ α ς τον έχ ο υ μ ε δ ο κ ιμ ά σ ει, ξέρεις.
— Δ ε ν μ ίλ η σ α . — Κ α λ ά έκανες; Τ ό μ ι . Π ρ έ π ε ι ν ’ α ν τέξο υ μ ε. Ν α μ η ν τους δ ώ σ ο υ μ ε τη ν π α ρ α μ ικ ρ ή π λη ρ ο φ ο ρ ία . Μ π ο ρ ε ίς να π α ίξε ις μ ό ν ο μ ε ό σ α ξέρουν.
— Α λ λ ά θα το ξα ν α κ ά ν ο υ ν . Γ ιό ζε φ , δεν ε ίμ α ι σ ίγ ο υ ρ ο ς π ω ς θ ’ α ν τ έ ξω π ο λ ύ α κ ό μ η . Κ ά ν ε ι να α κ ο υ μ π ή σ ε ι τ η ν π λ ά τ η του σ τον τ ο ίχ ο , αλλά μ ό λ ις τον α γ γ ίζ ε ι μ ο ρ φ ά ζε ι α π ό τον π ό ν ο κ α ι ξ α ν α σ η κ ώ ν ε τ α ι , ενώ έ π ε ιτ α σκύβει μ π ρ ο σ τ ά . Π α ρ α μ έ ν ε ι έτσι, σκυφ τός , μ ε το υ ς α γ κ ώ νες σ το υ ς μ η ρ ο ύ ς κ α ι ε ν ω μ έ ν α τ α χ έ ρ ια . Ο Μ π ο χ τ σ ό ρ α ν α σ η χ ώ νει το σ α κ ά κ ι κ α ι β λ έ π ε ι σ τ η ν π λ ά τ η του τ ο υ ς λ ε κ έ δ ε ς α ίμ α τ ο ς π ά ν ω σ το λ ε υ κ ό του π ο υ κ ά μ ισ ο . Scanned by CamScanner
,
Η ίδια α ίθ ου σ α τ ώ ρ α φωτισμένη ανελέητα α π ό μ ια λ ά μ π α ορο φής. Τ οποθετη μένοι δ ίπ λ α δίπ λα, οι π άγ κοι χρησιμεύουν ως κουκέτες κ α ι οι περισσότεροι α ν τισ τα σ ια κ ο ί έχουν ξαπλώ σει π ά
'
νω τους; δίχ ω ς να κοιμ ούνται α κ ό μ η μιλούν μ εταξύ τους. Β λέ πουμε τον Τ όμ ι ξαπλω μ ένο στο πλάι, σκεπασμένο μ ε το σκούρο
,
μπλε π α λ τ ό του κ α ι στραμ μ ένο προς έναν νεαρό λίγο μ ικρότερο του, που β ρίσ κ ετα ι ακ ριβ ώ ς δίπλα, σε έναν άλλο π ά γ κ ο .
—...κι έχω έναν μ ικρό αδερφ ό - λέει ο Τ ό μ ι-, που είναι δ ε
κατριώ ν χρονώ ν. Δ ιαβ άζει ένα βιβλίο την ημέρα. Ε ίμ αι σίγου ρος π ω ς τ ώ ρ α θα π ρ ο σ π α θ εί να καθησυχάσει τη μη τέρα μου. Β ασίζομ αι π ά ν ω του, είναι σ τ ’αλήθεια ένας μ ικρός α ν τισ τα σ ια κός. Ε λ π ίζω να τ α καταφ έρει εκείνος, γιατί, γ ια μένα, όλα τέλειω σαν. Ε σ ύ έχεις αδερφούς ή αδερφές;
—Ό χι, είμ αι μ ον αχ οπ αίδι. Ευτυχώς, γ ια τ ί δεν ξέρω πού θα
τους β άζαμ ε, το σπίτι μ α ς είναι πολύ μικρό, μένουμε στο 12ο διαμ έρισμ α.
—Τι δουλειά κάνει ο π α τέρ α ς σου; —Δουλεύει σ τ α τρένα. Α λλά, εδώ και μερικούς μήνες, έχει
βγει στην π α ραν ομ ία . Μ ια μ έρα οι μ π άτσοι πήγαν να τον συλλάβουν στον Γ κ α ρ ντε Λ υώ ν... Οι φωνές τους σβήνουν σ ιγά σιγά, το ίδιο και όλοι οι θόρυβοι στην αίθουσα. Την ξαναβλέπουμε έπ ειτα α π ό ένα κρος φέιντ* την ώ ρ α που οι περισσότεροι κρατούμενοι μοιάζουν να κοιμού νται. Κ ά τ ω α π ό το ίδιο σκληρό φως. Ακούμε κάποιους να π α ρ α πονιούνται, να βογκούν. Ο Τόμι είναι τώ ρα ξαπλωμένος μπρού μυτα. Έ χ ε ι α π λ ώ σ ει το π αλτό του γ ια στρώ μ α πάνω στον π ά γκο. Οι λεκέδες α ίμ α τ ο ς στο π ουκάμ ισό του έχουν γίνει καφέ. Κ οιμ άτα ι, το ένα του χέρι κρέμ εται, κουνάει το κεφάλι του και τον ακούμ ε να λέει κ α θ α ρ ά «Δεν θα μιλήσω, δεν θα μιλήσω», δύο φορές, α ν ά μ εσ α σε λέξεις ακατάληπτες, άναρθρες, που ακού169
ocanneu uy oam ouannei
γονται σαν μουγκρητά. αναστεναγμοί. Δίπλα του. ο νεαρότερος κρατούμενος, που όεν κοιμάται τον κοιτάζει επίμονα, λες και ξαγρυπνά στο πλευρό του. Για μένα, όλα τελείωσαν, λέει ο Τόμι. Θέλησα εδώ ν’ αναφερθώ σ* ένα απόσπασμα του Ζυλιέν Λοπρέτρ, ο οποίος, στην ερώτηση του Νταβίντ Ντιαμάν: «Όλοι τους γνώριζαν ότι θα πεθάνουν;», απάντησε: «Ναι, τουλάχιστον ο Μποκτσόρ, ο Αλφόνσο, ο Ελέκ επίσης». Και ο Μαρσέλ Ράιμαν, με τον οποίο ο μικρότερος αδερφός του κατάφερε να μιλήσει, όσο βρίσκονταν μαζί στο κρατητήριο. «Να ξέρεις —μου είπε πιάνοντάς μου το χέρι—ότι εγώ έχω τελειώσει. Δεν πρέπει να το πεις στη μαμά». Αυτή η σκηνή του εφιάλτη ήταν μία από τις δυσκολότερες, τόσο για μένα -γ ια να τη γυρίσω - όσο και για τον Γκαμπριέλ —για να την αποδώσει. Ό χ ι επειδή ήταν βίαιη, όπως οι σκηνές των βασανιστηρίων, αλλά επειδή ο Γκαμπριέλ δεν την πίστευε. Είδα κι έπαθα να τον πείσω ότι ο Ζυλιέν Λοπρέτρ δεν ήταν άν θρωπος που θα την έβγαζε από το μυαλό του. Γιατί την είχε με
,
ταφέρει επακριβώς: Τ ον είχ ε σ η μ αδέφ ει η συλληφή του τ α χ τ υ π ή μ α τ α π ο υ είχ ε δεχ τεί. Τ η ν ύχ τα έβ λ επ ε συνέχεια εφ ιάλτες κ α ι ε π α ν α λ ά μ β α ν ε α δ ιά κ ο π α : «Δ εν θ α μ ιλ ή σ ω ! Δ εν θα μ ιλή σω !»
,
Τ ον είχ ε σ τ ο ιχ ειώ σ ε ι τού τη η σκεφη. Π ρ α γ μ α τ ικ ά μ ό ν ο α υ τ ό τον α π α σ χ ο λ ο ύ σ ε
,
, να μ η
δ ώ σ ει κ α μ ί α α π ο λ ύ τ ω ς πλη ροφ ορία
σ τον εχ θ ρ ό κ α ι ή τ α ν τ έ τ ο ια η επ ιθ υ μ ία του π ου όλη τη νύχ τα το ’λ εγ ε κ α ι τ ο ξ α ν ά λ ε γ ε σ τ ο υ ς εφ ιά λ τες του. Ο Τ ό μ ι φοβόταν την αδυναμία του και τον κατέτρυχε η ιδέα ότι μπορεί να λύγιζε. Ό σο για τον Γκαμπριέλ, δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι είχε εκφράσει αυτό το φόβο, με τούτες τις λέξεις, μέσα στον ανήσυχο ύπνο του. Κάναμε καμιά δεκαριά λήψεις μέχρι να βρει τη σωστή ένταση, τον σωστό τόνο, και να γίνει πειστική η σκηνή. Μ ετά το IJC
Scanned by CamScanner
χαστούκι και το κλάμα του, μπορούσε να πάρει απόσταση από τον Τόμι, κι έτσι κατόρθωνε, αλλά με μεγάλη προσπάθεια, να του υποδυθεί. Ό σο για μένα, μ’ ενοχλούσε ο διδακτισμός της σκηνής, ο εξιδανικευμένος ρεαλισμός της, που δεν μπορούσα να τον γλυκάνω με τη βοήθεια των φωτισμών, σ’ αυτή την αίθουσα που φωτιζόταν ανελέητα μες στη νύχτα. Η λύση ήταν να επιμείνω στο βλέμμα του Ζυλιέν, ένα βλέμμα συμπονετικό, που υπο γραμμίζει την αδυναμία μάλλον, παρά τον ηρωισμό του Τόμι. Ζήτησα από τον Ρομέν, που παίζει τον Ζυλιέν, να δει τις γαλλι κές ταινίες της δεκαετίας του ’30, όπου οι πρωταγωνιστές μπο ρεί να ήταν εργάτες, σιδηροδρομικοί υπάλληλοι ή τεχνίτες, και να τους υποδύονταν ένας Γκαμπέν, ένας Βανέλ ή ένας Κ αρέτ.* Τ ότε που το σινεμά ανέβαζε στη σκηνή τις λαϊκές τάξεις και, χάρη στην ποιητικότητά του, απέπνεε ζωντάνια και καλή καρ διά, χωρίς ποτέ να γίνεται πληκτικό. Ο Ρομέν είναι εξαιρετικός ηθοποιός, κι έμαθε καλά το μάθημά του. Για λόγους διδακτικούς, αλλά και για να δείξω πόσο αξιοθαύ μαστος ήταν μέσα σε αυτές τις περιστάσεις, θα μπορούσα να φέ ρω και τον Μ ισάκ Μανουσιάν στην αίθουσα 23, που έβλεπε στην αποβάθρα Μ αρσέ-Ν εφ. Αλλά η μαρτυρία του Ζυλιέν Λοπρέτρ είναι σαφής: ο Μανουσιάν βρισκόταν σε άλλη αίθουσα, απομονωμένος από τα υπόλοιπα μέλη τω ν ΜΟΙ, τουλάχιστον από την Κυριακή 21 Νοεμβρίου, τη μέρα που ο Λοπρέτρ είχε περάσει μαζί του, προτού μεταφερθεί στην αίθουσα 23. Σ την πραγματικότητα, ο Μανουσιάν κρατήθηκε αρχικά στην 2 3 , όπου ο Σιμόν Ρ ά ιμ α ν τον είχε π ρω τοδεί τη μέρα της σύλληψής του, στις 17 Ν οεμβρίου, και σ τη συνέχεια απομονώθηκε. Φ αντάζο μαι π ω ς οι μ π ά τσοι τη ς Δ εύτερης Ειδικής Μ ονάδας αντιλήφθηκαν, όσο προχω ρούσαν οι ανακρίσεις, τη σημασία του ρολού του 171
Scanned by CamScanner
και την επίδραση που ασκούσε στους άνδρες της ομάδας του, τι παράδειγμα ήταν ικανός να τους δώσει. Ο Μαρσέλ Ράιμαν, άλ λη μία μορφή που έχαιρε θαυμασμού, κρατούνταν επίσης χωρι στά. ΛντιΟέτως. στην αίθουσα 23 βρισκόταν ένα ακόμη μέλος της ειδικής ομάδας, ο φλογερός Ισπανός κομμουνιστής Σελεστίνο Λλφόνσο. βετεράνος του Δημοκρατικού Στρατού. Ο ένας από τους τρεις εκτελεστές του στρατηγού Ρίτερ. Ένας άνδρας που μόνο η κόκκινη Ισπανία θα μπορούσε να έχει βγάλει εκείνη την εποχή, μισός Δον Κιχώτης, μισός ματαδόρ, με αδάμαστο κουράγιο και περηφάνια. Στη φωτογραφία του τής αστυνομίας ανακαλύπτουμε το προκλητικό χαμόγελο και το σπινθηροβόλο βλέμμα του. την κυματιστή του κόμη. Ο Σιμόν Ράιμαν λέει ότι ο Αλφόνσο ερχόταν πολλές φορές να τον παρηγορήσει. Όσο για τον Αοπρέτρ, μαρτυρεί πως, τη στιγμή που τον μετέφεραν στη Σαντέ, στις 23 ή 24 του μήνα, ύψωσε τη γροθιά του και φώναξε: «Ζήτω η παγκόσμια επανάσταση!» Ο Σιμόν Ράιμαν λέει επί σης ότι η Όλγκα Μπάντσιτς βρισκόταν στο ίδιο δωμάτιο και βασανίστηκε όπως οι άλλοι: η Όλγκα Μπάντσιτς, τριάντα ενός ετών, μητέρα ενός κοριτσιού, που η ζωή της έλαβε τέλος κάτω από τη λάμα της γκιλοτίνας, στις 10 Μαΐου 1944, σ’ ένα άθλιο προαύλιο των φυλακών της Στουτγάρδης. Τ ο φως που περνάει α π ό το μ πλε χ α ρ τ ί φωτίζει την αίθουσα, η π ό ρ τ α ανοίγ ει, κι εμφανίζονται δύο αστυνομ ικοί χω ρίς σακάκι. — Ε λ έκ ! φωνάζει ο ένας. Ο Τ όμι, καθισμ ένος σε έναν π ά γ κ ο, στρέφει το κεφάλι προς το μ έρ ος τους. Τ ό τε ο Μ π οκτσ όρ, ο Β ά σ μ π ρ ο τ κ α ι ο νεαρός της προηγούμενης νύχτας τον πλησιάζουν κ α ι τον βοηθούν να ση κω θεί. — Β ά σ τ α γερά, Τ όμι, ψιθυρίζει ο Μ ποκτσόρ. Μ η σου ξεφύ172
Scanned by CamScanner
γει τίπ ο τα . Τ ο ξέρω π ω ς Θα τ α κ α τα φ έρ εις, να σκέφ τεσαι εμ έν α, τον Μ αρσέλ. να σκέφ τεσαι τη μ η τέρ α σου π ου σε β λ έπ ε ι... — Κ ο υ ρ ά γ ιο , λέει ο ν εαρός της π ροη γούμ ενη ς νύχτας. Ο Τ όμι δεν α π α ν τ ά . Β α δ ίζ ει π ρ ο ς τους μ π ά τ σ ο υ ς , π ου του περνούν χ ειρ ο π έδ ες κ α ι τον π αίρνου ν μ α ζ ί τους. Ο Τ όμι, γυμνός, κ ά θ ε τ α ι στη ν κ α ρ έκ λ α , τ α χ έ ρ ια το υ δ εμ έν α μ ε χ ειροπ έδες, π ίσ ω α π ό την π λ άτη . Ο μ α σ τ ιγ ω τ ή ς κ ό β ει β ό λ τες γύρω του, μ ε το μ α σ τ ίγ ιο σ το χ έρ ι. Ο α ν α κ ρ ιτή ς σ τ ο γραφ είο του, η δ α κ τυ λ ο γ ρ ά φ ο ς μ π ρ ο σ τ ά στη γραφ ομ η χ ανή της. Τ έ σ σ ε ρις α σ τ υ ν ο μ ικ ο ί π α ρ α κ ο λ ο υ θ ο ύ ν τη σκηνή, ά λ λ ο ς σ τη ρ ίζ ετ α ι κ ι άλλ ος κ ά θ ε τ α ι π ά ν ω σ τ ο τ ρ α π έζ ι τω ν β α σ α ν ισ τη ρ ίω ν . — Λ οιπ όν , α ς α ν α κ εφ α λ α ιώ σ ο υ μ ε, λέει ο α ν α κ ρ ιτ ή ς κ ο ι τ ά ζοντας έν α χ α ρ τ ί. Έ χ ο υ μ ε φ τάσει σ του ς π έν τε επ ιτυ χ είς εκ τ ρ ο χ ια σ μ ο ύ ς κ α ι σ τις τρ εις α π ό π ειρ ες . Α υ τό ε ίν ’ όλο; Ν α ι.
— —Λ ες φ έμ α τ α .
Υ π άρχ ου ν έξι επ ιτυ χ είς εκ τ ρ ο χ ια σ μ ο ί. Ξ ε
χ ν ά ς α υ τ ό ν π ου έγ ιν ε σ τ ις 2 8 Ιουλίου, στη γ ρ αμ μ ή του Σ α τ ό Τιερί. — Μ α σ α ς ε ίπ α . Ε γ ώ α π λ ώ ς κ ρ α τ ο ύ σ α τσίλιες. Ο Π ιερ κ ι ο Ζ α ν -Κ λ ο ν τ ξ εβ ίδ ω σ α ν τ ις ρ ά γ ε ς κ α ι τ ο π ο θ έτ η σ α ν τ α εκ ρ η κ τι κ ά, α λ λ ά τ ο τρέν ο δεν εκ τρ ο χ ιά σ τη κ ε. Ο μ α σ τ ιγ ω τ ή ς τ ο ύ κ α τα φ έρ ν ει έν α ά γ ρ ιο χ τ ύ π η μ α σ το υ ς μ η ρούς, ο υ ρ λ ιά ζ ο ν τα ς:
— Λ ες φ έμ α τα ! — Θ α σου δ ια β ά σ ω τη ν α ν α κ ο ίν ω σ η τη ς ο ρ γ ά ν ω σ ή ς σου, λέει ή ρ εμ α ο α ν α κ ρ ιτ ή ς , εν ώ τ α υ τ ό χ ρ ο ν α σ η κ ώ ν ετα ι κ α ι π λη σιάζει τον Τ ό μ ι. « Σ τ ι ς 2 8 Ιου λ ίου 1943, κ α τ ά τη δ ιά ρ κ ε ια της νύ χ τας, τρεις σ ύ ν τ ρ ο φ ο ί μ α ς , μ ε α ρ ιθ μ ο ύ ς μ η τ ρ ώ ο υ 1 0 0 0 3 ,1 0 3 0 6 , 10199, π ρ ο κ ά λ ε σ α ν το ν ε κ τ ρ ο χ ια σ μ ό εν ός τρένου σ τη σ ιδ η ρ ο 173
ο υ α ι ιι ic u u y u a i ι ιον->αι ιι ιο
δρομ,ικη γραμμή Π α ρ ισ ι-Σ α το Τιερι, χλπ. κλπ. Έ ν α τμήμα του τρένου, που μετεφερε εμ πορεύματα, εχτροχιάστηχε εντελώς». Α ρπάζει τον Τόμι α π ό τ α μ αλ λιά, τον σηκώνει α π ό την κ α ρ έκ λ α του, τον π ετάει στο π ά τ ω μ α και αρχίζει να τον κλω τσάει. — Ε σύ δεν είσαι ο 10306; ω ρύεται. Ε σύ δεν είσαι; — Ν αι. — Λ οιπ όν ; Δεν εχτροχιάστηχε; — Ό χ ι, η αναχοίνω ση είναι λ ά θ ο ς —α π α ν τ ά ο Τόμι μ ε φωνή που χ άβ εται, σαν να μην μ π ο ρ εί να πάρει α ν ά σ α —, το τρένο συ νέχισε την π ο ρ εία του... — Ε μ π ρ ό ς. λέει ο ανακριτής, μ ' έχει κουράσει, α π ο τελ ειώ στε τον π ά ν ω στο τραπέζι. Οι α σ τυ ν ομ ικ οί γραπώ νουν τον Τόμι, ενώ ο ανακριτή ς στρέ φ εται π ρος το φάκελο π ά ν ω στο γραφείο κ α ι γυρίζει μερικές σε λίδες. Α χούμ ε το μ α σ τίγ ιο που χ τυ π άει, το ρ ό γ χ ο κι έπ ειτα τις κ ρ α υ γ ές του Τόμι. — Ο ντέτ, ση μ είω σε π ω ς του α ν α γ ν ώ σ α μ ε την ανακοίνω ση , κ α θ ώ ς κ α ι την α π ά ν τη σ ή του: « Τ ο περιεχόμενο της ανακοινώ σ εω ς είν αι ανακριβές. Π ρ ο σ ω π ικ ό ς , είδ α το τρένο να συνεχίζει την π ο ρ ε ία του». Β λ έπ ο υ μ ε σε γκρο π λ αν τη δακτυλογράφ ο να π λη κτρολογεί κ α ι ν α α λ λ ά ζ ει α ρ ά δ α σαν να μην τρέχει τίπ οτε, αχ ού μ ε τ α πλή κ τ ρ α της γραφ ομ η χανή ς που μ π ερδεύ ον τα ι μ ε τις φωνές κ α ι τις ικεσίες του Τ ό μ ι: — Σ τ α μ α τ ή σ τ ε ... σ τ α μ α τ ή σ τ ε... Τ α χ τ υ π ή μ α τ α συνεχίζονται. Ο Τ όμ ι δεν μ ιλ ά π ια . Τ ώ ρ α β λ έπ ου μ ε τον μ α σ τ ιγ ω τ ή π ου συνεχίζει α λ ύ π η τα , ενώ ο Τ όμι β ρ ίσ κ ετα ι π ά ν ω σ το τρ α π έζ ι, ό π ω ς την π ροη γούμ ενη μ έρ α , μ π ρ ο ύ μ υ τ α ' όλη του η π λ ά τη είναι μ ελανή , τ ο π ρ ό σ ω π ό του μ ο υ σκεμένο σ τ α δ ά κ ρ υ α κ α ι τον ιδ ρ ώ τ α , τ ο σ τ ό μ α το υ α ν ο ιχ τό , τα *74
Scanned by CamScanner
μ ά τ ια του κ λ εισ τ ά . Ο μ α σ τ ιγ ω τ ή ς σ τ α μ α τ ά ε ι κ α ι στρέφ εται στον α ν α κ ρ ιτή : — Λ ιπ οθ ύ μ η σ ε! -— Ξ υ π ν ή σ τε το ν ! Φ έρτε τον κ ο υ β ά ! Ο μ α σ τ ιγ ω τ ή ς το ν τ ρ α ν τ ά ζ ε ι, τον χ α σ τ ο υ κ ίζ ει, α κ ο ύ μ ε έναν ρόγ χ ο, έ π ε ιτ α β λ έπ ο υ μ ε έν α ν κ ο υ β ά νερό να α δ ε ιά ζ ε ι π ά ν ω σ τ ο π ρ ό σ ω π ο του Τ ό μ ι, ο ο π ο ίο ς α ν ο ίγ ε ι τ α μ ά τ ια . — Έ τ σ ι μ π ρ ά β ο , λ έει ο α ν α κ ρ ιτή ς. Δ εν θ α μ α ς ε γ κ α τ α λ ε ί ψεις τ ώ ρ α . Έ χ ε ις να μ α ς π ε ις μ ε ρ ικ ά π ρ α μ α τ ά κ ια α κ ό μ η . Σ ύ μ φωνοι; — Α φ ή στε μ ε, σ α ς ικ ετ εύ ω , α φ ή σ τε μ ε ... — Θ α σε α φ ή σ ω , Ε λ έ κ , α λ λ ά μ ό ν ο αφ ού μ ο υ π εις δ υ ο -τ ρ ία π ρ α μ α τ ά κ ια α κ ό μ η . Σ ύ μ φ ω ν ο ι; — Ν α ι..., λ έε ι ξ έ π ν ο α ο Τ ό μ ι.
Σταμάτησα εδώ. Γιατί η ανάκριση του Τόμι και τα όσα ομολό γησε δεν μας επιτρέπουν να εκτιμήσουμε τη σημασία τους για την αστυνομία. Πιθανόν να ήταν ασήμαντα. Ήθελαν να μάθουν τι άλλο είχε διαπράξει, πέρα απ’ τους εκτροχιασμούς. Παραδέ χτηκε ότι είχε κάνει αναγνώριση πεδίου στις σιδηροδρομικές γραμμές ανατολικά του Παρισιού, αλλά αρνήθηκε ότι είχε διαπράξει άλλες απόπειρες. Η Ελέν τού αποδίδει καμιά εκατοστή. Ομολόγησε δοκιμές εκρηκτικών μηχανισμών από κοινού μ’ έναν συναγωνιστή, του οποίου αγνοούσε το όνομα, αλλά που τον υπέδειξε ανάμεσα σε πολλές φωτογραφίες: ήταν ο Γκλατζ. Δεν είπε τίποτα για τον Ρικάρντο -π ο υ εκείνη την περίοδο ήταν ένας από τους κύριους στόχους της αστυνομίας-, πέρα απ’ το ότι είχε εγκαταλείφει την οργάνωση μετά τον υποβιβασμό του. Παραδέχτηκε ότι ο «Π ιερ», που η σημασία του ρόλου του υπο γραμμίστηκε κατά τη διάρκεια της ανάκρισης, ήταν ο «κατά κό175
banned by CamScanner
σμον Μ ποκτσορ», τη φωτογραφία του οποίου τού είχαν δείξει. Αλλά η αστυνομία γνώριζε ήθη τα πάντα για τον Μποκτσόρ, γιατί τον παρακολουθούσε εβδομάδες ολόκληρες, και μόνος του είχε δηλώσει, στην ανάκρισή του, το ψευδώνυμο και τον αριθμό μητρώου του. Αν κανείς θέλει να βρει, ανάμεσα στα πρακτικά τω ν ανακρί σεω ν της ομάδας τω ν εκτροχιασμ ώ ν, ένα τρανό μάθημα ηρωι σμού, πρέπει να διαβάσει εκείνα του Έ μ ερ ιτ ς Γ κ λ α τζ, του επονο μαζόμενου « Ρ ο μ π έρ » , Ούγγρου φίλου του Τ ό μ ι. Παρά τα απο δεικτικά στοιχεία , παρά τις αναφορές τω ν παρακολουθήσεων, παρά τις ομολογίες του ενός και του άλλου που τον είχαν ανα γνω ρ ίσει στη φωτογραφία, ο Γ κ λ α τζ, που συνελήφθη στις 17 Νοεμβρίου, αρνούνταν τα πάντα, ώ ς το τέλος. Αρνήθηκε ότι συμ μ ετείχ ε έσ τω και σε μία επιχείρηση, ότι το ψευδώνυμό του ήταν « Ρ ο μ π έρ » κι ο αριθμός μητρώου του 1 0 0 2 0 , ότι ήξερε τον Μ π ο κτσόρ ή ακόμη και τον Τ ό μ ι, με τον οποίο ω στόσο τον είχαν δει σε π ολλές συναντήσεις τους, ό π ω ς εκείνη στην οδό Μ ουφτάρ: — Ο Ε λ έ κ , στην κατάθεσή του, δήλω σε ότι πραγματοποίη σε, τον Ιούνιο ή τον Ιούλιο, από κοινού με εσάς, δύο εγκληματι κές απόπειρες, η μία εκ των οποίων στα περίχωρα του Ρονί-συρΣ εν . Τ ι έχ ετε να α π αντήσετε; — Δεν είναι αλήθεια, δεν γνω ρίζω τον Ελέκ* π ο τέ δεν συμ μ ετείχα μαζί του σε καμία επιχείρηση. Η ρω ισμ ός που ήταν ακόμη πιο συγκινητικός επειδή δεν χρη σίμευε σε τίπ ο τα , κι ο Γ κ λ α τ ζ , πιθανότατα, το γνώριζε. Τον βά ρυναν πάρα πολλές αποδείξεις, και δεν θα κατόρθωνε να βγει ζωντανός από εκεί μέσα. Ο ύτε ο Λ οπρέτρ ούτε ο Ράιμαν τον αναφέρουν στις μαρτυρίες τους, και δεν γνω ρ ίζω με τι αντίτιμο πλήρωσε, εκείνες τις μέρες, την τόση του προκλητικότητα.
176
Scanned by CamScanner
Τ ο φ ω ς τ η ς α υ γ ή ς , μ έ σ α α π ό τ ο χ α ρ τ ί, χ ρ ω μ α τ ί ζ ε ι μ π λ ε τη ν α ί θ ο υ σ α 2 3 . Ο ι π ε ρ ισ σ ό τ ε ρ ο ι κ ρ α τ ο ύ μ ε ν ο ι κ ο ιμ ο ύ ν τ α ι α κ ό μ η . Ο Τ ό μ ι ε ίν α ι ξ α π λ ω μ έ ν ο ς μ π ρ ο ύ μ υ τ α κ α τ α γ ή ς , π ά ν ω σ τ ο π α λ τ ό του. Τ ο κ ε φ ά λ ι τ ο υ α κ ο υ μ π ά π ά ν ω σ ε κ ά π ο ι ο ρ ο ύ χ ο τ υ λ ιγ μ έ ν ο μ ε τ έ τ ο ιο τ ρ ό π ο ώ σ τ ε ν α χ ρ η σ ιμ ε ύ ε ι γ ι α μ α ξ ιλ ά ρ ι. — Π ο ν ά ω ..., μ ο υ ρ μ ο υ ρ ίζ ε ι π ο λ ύ σ ιγ ά , σ α ν ν α μ ο ν ο λ ο γ ε ί. Ξ α π λ ω μ έ ν ο ς σ ε έ ν α ν π ά γ κ ο , ο ν ε α ρ ό ς τ η ς π ρ ο η γ ο ύ μ ε ν η ς νύ χ τ α ς α ν α σ η κ ώ ν ε τ α ι, σ κ ύ β ε ι π ρ ο ς τ ο ν Τ ό μ ι κ α ι π η γ α ίν ε ι ν α γ ο ν α τίσ ει δ ίπ λ α τ ο υ . Τ ο ν β λ έ π ο υ μ ε ν α τ ρ α β ά ε ι π ρ ο σ ε κ τ ικ ά τ ο σ α κ ά κ ι, κ ι έ π ε ι τ α τ ο λ ε υ κ ό π ο υ κ ά μ ισ ο π ο υ κ α λ ύ π τ ε ι τη ν π λ ά τ η του β α σ α ν ισ μ έ ν ο υ . Ε ί ν α ι μ ε λ α ν ή κ α ι π ρ η σ μ έν η . Ο ν ε α ρ ό ς α κ ο υ μ π ά τ ο δ ε ίκ τ η τ ο υ σ τ ο δ έ ρ μ α , κ ι α μ έ σ ω ς α ν α β λ ύ ζ ο υ ν σ τ α γ ό ν ε ς α ίμ α . Σ η κ ώ ν ε τ α ι, δ ια σ χ ίζ ε ι τη ν α ίθ ο υ σ α , π α ίρ ν ε ι α π ό κ ά τ ω έ ν α μ ε τ α λ λ ικ ό κ ύ π ε λ λ ο μ ε λ ίγ ο ν ερό, γ ο ν α τ ίζ ε ι ξ α ν ά κ ο ν τ ά σ τ ο ν Τ ό μ ι, μ ο υ σ κ ε ύ ε ι μ ι α ά κ ρ η τ ο υ π ο υ κ ά μ ισ ο υ σ τ ο κ ύ π ε λ λ ο , π ιέζ ε ι α π α λ ά τη ν π λ η γ ή * α λ λ ά μ ά τ α ι α , α υ τ ή σ υ ν εχ ίζει ν α α ιμ ο ρ ρ α γ ε ί. Τ ο π λ ά ν ο ε ίν α ι σ τ α θ ε ρ ό , τ ο ε σ ω τ ε ρ ικ ό μ ι α ς π τ έ ρ υ γ α ς φ υλ ακή ς που φ ω τ ίζ ε τ α ι α π ό λ ά μ π ε ς ο ροφ ή ς. Δ ε ξ ιά κ α ι α ρ ισ τ ε ρ ά , σ ε τ έ σ σερις ο ρ ό φ ο υ ς, σ τ ο έ ς π λ α ισ ιω μ έ ν ε ς μ ε σ ιδ ερ έν ιο κ ιγ κ λ ίδ ω μ α , β α μ μ έν ο π ρ ά σ ι ν ο ' οι γ κ ρ ίζ ε ς π ό ρ τ ε ς τ ω ν κ ελ ιώ ν , σ τη σ ειρ ά , μ ο ι ά ζουν ν α σ υ γ κ λ ίν ο υ ν σ τ ο τ έ ρ μ α . Σ ε κ ά θ ε ό ρ ο φ ο , σ τ α μ ι σ ά π ε ρ ί που το υ κ ά δ ρ ο υ , δ ύ ο σ τ ρ α τ ι ώ τ ε ς μ ε γ ε ρ μ α ν ικ έ ς σ το λ ές , έν ο π λ ο ι, σ τ έκ ο ν τ α ι σ τ ο υ ς δ ια δ ρ ό μ ο υ ς π ο υ γ εφ υ ρ ώ ν ο υ ν τ ις σ τ ο έ ς σ τ α δ ε ξιά μ ε ε κ ε ίν ε ς σ τ α α ρ ι σ τ ε ρ ά . Κ ά τ ω , σ τ ο ισ ό γ ε ιο , β λ έ π ο υ μ ε τ ρ εις Γ ε ρ μ α ν ο ύ ς α ξ ι ω μ α τ ι κ ο ύ ς ν α μ π α ίν ο υ ν σ τ ο κ ά δ ρ ο κ α ι έ π ε ιτ α ν α α π ο μ α κ ρ ύ ν ο ν τα ι σ τ ο β ά θ ο ς . Α κ ο ύ γ ο ν τα ι μ όν ο τ α β ή μ α τ α τω ν α ξ ιω μ α τ ικ ώ ν π ο υ α ν τ η χ ο ύ ν σ τ ο χ ώ ρ ο , έ ν α μ ε τ α λ λ ικ ό α ν τ ικ ε ί μ ενο π ο υ π έ φ τ ε ι σ τ ο π ά τ ω μ α κ α ι α ν α π η δ ά , δ υ ο - τ ρ ία β η ξ ίμ α τ α .
177
S c a n n e d by G a m S c a n n e r
μ ι κ α ετοα σε εν(Χ αχυρενιο σ τρ ώ μ α . τοποθετημένο στο ερενιο τελ άρο του κρεβατιού, φ ορώ ντας το σκούρο μ πλε π αλ το του, κι α π ο π ά ν ω μ ια γκρίζα κουβέρτα που κ ρέμ εται α π ό τους ίομ ου ς του. Τ ο π ά ν ω μ έρος του κ ορμ ού του τα λ αν τεύ εται α δ ιά Χ οπα μ π ρ ο ς-π ίσ ω . σχεδόν ανεπ αίσθη τα. Π ίσ ω του. υπάρχουν π ο λ λ ο ί π ίνακες αν α κ οιν ώ σ εω ν κρεμ ασμ ένοι στον τοίχ ο, κι ο μ ε γ αλ ύ τερος φέρει την επιγραφ ή ΕΣΩ ΤΕΡ ΙΚ Ο Σ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ. Π ίσ ω α π ό αυτόν, βλ έπ ουμ ε ένα μ εγ ά λ ο π α ράθ υ ρο μ ε τετρ α γ ω νάκια. όλ α τους στο ίδιο β α θ ύ μ π λ ε χ ρ ώ μ α . Τ ο κ ελ ί έχει επ ιφ ά νεια τέσ σ ερα ε π ί δυόμισι μ έ τ ρ α . Η κ ά μ ερ α σ τέκ ετα ι σ τ α χ ω ρίς κ ο ρ δ ό ν ια π α π ο ύ τ σ ια σ τ α π ό δ ια του Τ όμ ι, κι έπ ε ιτ α γλιστράει σ το δρύινο π ά τ ω μ α μ έχ ρι το σ ο β α τέπ ι α π ό π λ α κ ά κ ια φ αγιάνς σε α π α λ ό π ρ ά σ ιν ο * π α ρ ά λ λ η λ α μ ε το σ ο β α τ έπ ι εκ τείν ετα ι μ ια α λ υ σ ίδ α , την ο π ο ία η κ ά μ ε ρ α α κ ο λ ο υ θ εί μ έχ ρι το π ό δ ι μ ια ς κ α ρ έ κ λ α ς α π ό λ ευ κ ό ξύλο. όπ ου είναι δεμένη. Η κ α ρ έ κ λ α β ρ ίσ κ ετα ι μ π ρ ο σ τ ά σε ένα τρ α π εζά κ ι στερεω μ ένο στον ά σ π ρ ο , β ρ ώ μ ικ ο το ί χ ο ' π ά ν ω σ τ ο τ ρ α π εζ ά κ ι β ρ ίσ κ ο ν τα ι δύ ο β ιβ λ ία , κ ά τ ω α π ό την α ν α μ μ έν η λ ά μ π α που είν αι β ιδ ω μ έν η σ τον τοίχ ο, έν αν α π λ ό λ α μ π τ ή ρ α μ ε λ ευ κ ό κ α π έ λ ο α π ό λ α μ α ρ ίν α . Ό σ ο α ν α κ α λ ύ π τ ο υ μ ε τ ο χ ώ ρ ο , α κ ο ύ μ ε μ ια β ο ή π ο υ μ ε γ α λ ώ ν ει, π ό ρ τ ε ς π ο υ χ τυ π ού ν , φ ω νές π ο υ δυ ν αμ ώ ν ου ν όλ ο κ α ι π ερ ισ σ ό τ ερ ο . Π ά ν ω σ το ν τοίχ ο, δ ια κ ρ ίν ου μ ε ε δ ώ κ ι ε κ ε ί λ έξεις κ α ι σ χ έδ ια , π ο υ π ρ ο ς τ ο π α ρ ό ν δεν δ ια κ ρ ίν ο ν τ α ι κ α λ ά . Σ ε μ ι α γ ω ν ιά , μ ι α λ εκ ά ν η τ ο υ α λ έ τ α ς , α π ό φ α γ ιά ν ς κ ι α υ τή , μ ε ξύλινο σ κ έ π α σ μ α , κ α ι, έν α μ έ τ ρ ο φ η λ ότερα, έν α ς χ ά λ κ ιν ο ς σ ω λ ή ν α ς κ ι έν α ς μ ο χ λ ό ς , π ιθ α ν ό ν βρύση . Η κ ά μ ε ρ α συνεχίζει, π ερ ν ά ει μ π ρ ο σ τ ά α π ό τη ν γ κ ρ ι μ ε τ α λ λ ικ ή π ό ρ τ α , μ ε τ ο μ α τ ά κ ι κ α ι τη θ υ ρ ίδ α της, κ α ι σ τ έ κ ε τ α ι σε μ ι α ά λ λ η γ ω ν ία , ό π ο υ είν α ι σ τ ερ εω μ έν ο έ ν α ρ ά φ ι * π ά ν ω τ ο υ β ρ ίσ κ ε τ α ι μ ι α ε μ α γ ιέ λ εκ ά ν η , έν α ξύλινο κ ο υ τ ά λ ι κ α ι μ ι α μ ικ ρ ή β ο ύ ρ τ σ α μ ε λ α β ή . Η π ερ ιπ λ ά ν η σ η τη ς κ ά μ ε ρ α ς κ α τ α λ ή γ ε ι σ τ ο ν Τ ό μ ι, π ο υ δεν έχει 178
Scanned by CamScanner
κουνηθεί α π ό τη Οία η τ ου: κάθεται στο άθλιο στρώμα, κουκου λωμένος. και ταλαντεύεται μπρος-πίσω , με το βλέμμα χαρφωμίνο στο δρύινο π ά τω μ α . Ξαφνικά αχούγονται τρεις χτύποι στην πόρτα' ο Τόμι σ τ ρ ώ νεται. συγχ ρατώ ντας την κουβέρτα στους ώμους του με το ίνα χέρι, ενώ) με το άλλ ο παίρνει τη λεκάνη και την ακουμ πάει στο ραφάχι κ ά τ ω α π ό τη θυρίδα της πόρτας. II θυρίδα ανοίγει * την ίδια στιγμή, ακούμ ε μ ια φωνή να λέει «Γ ειά σου, Ελέκ!», βλέ πουμε ένα χέρι να παίρνει τη λεκάνη, να την ξαναψήνει στο ρ α φάχι γεμ άτη με ένα μ αυριδερό υγρό και να βάζει στο πλάι ένα κομ μ άτι μ αύρο φωμί, μ ε μ ια μικρή π οσότη τα λίπους επ άνω . Η θυρίδα ξανακλείνει αμέσω ς. Ό λες οι κινήσεις του Τ όμι είναι, στο εξής. πολύ γρήγορες. Με το ελεύθερο χέρι του παίρνει τη λ ε κάνη και π άει να την ακουμπήσει στο τραπεζάκι που είναι σ τ ε ρεωμένο στον τοίχο. παραμερίζει τα βιβλία, επιστρέφει στην π όρ τα να πάρει το φωμί, το αφήνει δίπ λα στη λεκάνη, κ α ι ξα ν α π η γαίνει στο ράφι δίπ λ α στην π όρτα, γ ια να πάρει το ξύλινο κ ο υ τάλι. Κ ά ν ει τ α π ά ν τ α μ ε το ένα χέρι, γ ια τ ί με το άλλ ο πρέπει να κ ρ α τά ει την κου βέρτα, κι όλα εκτυλίσσονται μ ε μ εγάλη τα χ ύ τη τα. Κ ά θ ετ α ι στην ά σ π ρη κ α ρ έκ λ α μ ε την αλυ σίδα, μ π ρ ο σ τ ά στο τραπεζάκι, απλώ νει μ ε το κουτάλι τη λιπαρή ουσία στο φ ω μί, το β ου τάει στη λεκάνη κ α ι το φέρνει σ το στόμ α. Μ α σ άει πολύ α ρ γά. Α ν ά μ εσ α στις μ πουκιές, πίνει μερικές γουλιές α π ό τ ο α χ ν ι σ τό υ γρό. Ήθελα τόσο πολύ να μην προδώσω τον Τόμι, να σεβαστώ αυτό που πραγματικά ήταν, να μην κατασκευάσω γεγονότα, συναι σθήματα, συγκινήσεις για να εξυπηρετήσω τη δική μου αφήγη ση - μ ε τη σκέψη π ω ς, αν επέστρεφε, θα έπρεπε να μπορεί ν’ ανα γνωρίσει τον εαυτό του, να δει στην οθόνη τη δική του ιστορία, 179
Scanned by CamScanner
την αλήθεια του- που. όταν εκείνος βρέθηκε αποκομμένος απ’ τον κοσμο, κρυμμένος στο σκοτάδι, εγώ ξαφνικά ένιωσα αδύνα μος, τυφλός και κουφός, και βάδιζα ψηλαφητά. Σ τις 26 Νοεμ βρίου, έπειτα από μέρες ολόκληρες βασανιστηρίων, ο Τόμι, μό νος του ή μαζί με τους άλλους, μεταφέρθηκε στη φυλακή της Φρεν, στη νοτιοανατολική πτέρυγα του 3ου τμήματος, που το διοικούσε αποκλειστικά η Γκεστάπο και όπου κρατούνταν, στην απομόνωση, όσοι, αργά ή γρήγορα, επρόκειτο να πεθάνουν. Ωστόσο, για τίποτα δεν είμαι σίγουρος, και τα όσα εκτυλίσ σονται σε όλες αυτές τις σκηνές στη φυλακή δεν αποτελούν παρά εικασίες. Αραγε ήταν μόνος του στο κελί, όπως συνέβαινε συνή θως με τους «τρομοκράτες» που αργά ή γρήγορα θα καταδικά ζονταν σε θάνατο και θα εκτελούνταν επί τόπου; Ή , ακόμη, όπω ς συνέβαινε με όσους βάφτιζαν «Nacht und Nebel», τους αν θρώπους της «νύχτας και την ομίχλης», που θα εξαφανίζονταν χωρίς ν' αφήσουν ίχνη κάπου στην απέναντι όχθη του Ρήνου; Αυτό είναι το πιθανότερο, και μας το επιβεβαιώνει η Ελέν: Ο Τ ο μ ά β ρ ισ κ ό τ α ν στη Φρεν. Ή τ α ν στη ν α π ο μ ό ν ω σ η . Ό λ οι οι π ο λ ιτ ικ ο ί κ ρ α τ ο ύ μ ε ν ο ι ή τα ν στη ν α π ο μ ό ν ω σ η , ό σ ο δεν τ α ο μ ο λ ο γ ο ύ σ α ν όλ α . Υπάρχει όμω ς και η μαρτυρία του Σιμόν Ράιμαν, που κρατούνταν επίσης στη Φρεν, αλλά μοιραζόταν το κελί του με τον Φίνγκερτσβαϊγκ και τον Σαπίρο —μερικές εβδομάδες αρ γότερα τον έβγαλαν, για να τον στείλουν στο στρατόπεδο συ γκέντρωσης. Χάρη σ’ αυτόν γνωρίζω ότι ο Φ ίνγκερτσβαϊγκ είχε χιούμορ: «Γελούσαμε με τις ώ ρες», λέει ο Σιμόν για την πτέρυ γα των μελλοθάνατων. Εξαιτίας της μαρτυρίας του, λοιπόν, έχω πολλές αμφιβολίες για τις συνθήκες κράτησης του Τ ό μ ι. Μ ή π ω ς δεν τ α είχ ε ο μ ο λ ο γ ή σ ε ι ό λ α ακόμη; Να πίστευαν άραγε ότι αυτός είχε περισσότερα να πει από τους άλλους; Ά λλη μια απορία μου που παραμένει αναπάντητη. Μ ή π ω ς , ό π ω ς συι8 ο
Scanned by CamScanner
• r>
νέβη με πολλούς αντιστασιακούς που παραδόθηκαν στην Γκε στάπο και φυλακίστηκαν στη Φρεν, έβγαλαν και τον Τόμι απ’ το κελί του στις έξι το πρωί, για να τον πάνε στη λεωφόρο Φος ή στην οδό Σοσέ και να τον βασανίσουν ξανά; Γιατί οι Γερμανοί δεν είχαν χορτάσει. Πολλοί αγωνιστές του παρισινού τομέα των ΜΟΙ, που τους είχαν παρακολουθήσει και εντοπίσει, εξακολου θούσαν να κυκλοφορούν ελεύθεροι, κι ανάμεσά τους κάποια μέ λη της διοίκησης, όπως οι Ιταλοί Αλφρέντο Τεράνι και Τζίνο, ή ο υπεύθυνος στελεχών, ο Πολωνοεβραίος Αβραάμ Λίσνερ, ή η υπεύθυνη της υπηρεσίας πληροφοριών, η Ρουμανοεβραία Κριστίνα Μπόικο. Εδώ και καιρό, μόνο αυτοί οι απίθανοι μετανά στες είχαν μείνει να προκαλούν τους Γερμανούς στην καρδιά του Παρισιού. Από τους εξήντα οχτώ αντιστασιακούς που έπεσαν στα χέρια του εχθρού κατά τη διάρκεια αυτών των μαζικών συλλήψεων, μόνο το ένα πέμπτο —δεκατέσσερις, δηλαδή—ήταν Γάλλοι της «αρίας φυλής». Δεν συμπεριλαμβάνονταν ανάμεσά τους τα μέλη της διοίκησης των ΜΟΙ Γαλλίας και οι υπεύθυνοι του Κομμουνιστικού Κόμματος που τους έδιναν εντολές, με επικεφαλής τον Ζακ Ντυκλό. Πολλοί από αυτούς όφειλαν τη ζωή τους στη σιωπή του Τόμι ίσως, του Μποκτσόρ πιθανότα τα, του Μισάκ Μανουσιάν και του Γιόζεφ Έπσταϊν ασφαλώς. Ή ταν λοιπόν μόνος στο κελί του ο Τόμι, τους τρεις μήνες της κράτησής του; Μ ήπως είχε έναν ή και δύο συγκρατούμενους εκείνο τον τελευταίο γερμανικό χειμώνα, που η φυλακή της Φρεν ήταν υπερπλήρης; Τον Βάσμπροτ, ίσως, ή τον Γκλατζ, ή —ακό μη καλύτερα— τον άτρωτο Μποκτσόρ για να τον εμψυχώνει Πώς να το μάθω; Και γιατί έπρεπε να το μάθω; Γιατί αυτή η αβεβαιότητα να μου είναι επώδυνη, λες κι έχανα τον Τόμι μέσα σε μια μαύρη τρύπα, προτού ακόμη πεθάνει; Και γιατί, μπρο στά στην αμφιβολία, να φαντάζομαι το χειρότερο; Δεν έχω ιδέα: ι8ι
Scanned by CamScanner
έτσι έπλασα με τη φαντασία μου αυτό το κελί στη Φρεν, καθώς έγραφα. Σύμφωνα με τον Γκαμπριέλ, δεν είχα πέσει έξω. Όσο περιμέναμε να ετοιμαστεί το κελί, να ρυθμιστεί ο φωτισμός, μου είπε ότι σε ένα τέτοιο περιβάλλον, ξέροντας ότι θα πεθάνει, ότι θα χάσει τη ζωή που αγαπούσε, ο Τόμι θα πρέπει να ένιωσε μό νος του και, σε κάθε περίπτωση, απαρηγόρητος. Πήρε το βιβλίο της Ελέν, το ξεφύλλισε, έφτασε σε μια σελίδα τσακισμένη στην άκρη και μου διάβασε: Ή θελε να ζήσει. Α γ α π ο ύ σ ε τη ζ ω ή έπει τα μου έδειξε το κελί, που είχαμε σεβαστεί τις πραγματικές του διαστάσεις, και συμπλήρωσε απλώς: «Ε δ ώ , λοιπόν...» Γ ι ’ αυτές τις σκηνές, αναπλάσαμε ένα παλιό κελί της Φρεν, όπω ς το βλέπουμε φωτογραφημένο το 1945 στο βιβλίο του Ανρί Κ αλέ με τίτλο Οι τοίχοι της Φ ρεν* Για τα υπόλοιπα, εμπνεύ στηκα από τις μαρτυρίες αντιστασιακών που πέρασαν από αυτή τη φυλακή* κάποιου Αρίγκι, συγκεκριμένα, που κρατούνταν στην απομόνωση τους ίδιους μήνες με τον Τ ό μ ι' και του Ζιλμπέρ Αλιεμάρ, μέλους των Γαλλικών Δυνάμεων Εσωτερικού,** που είχε επίσης κλείσει τα δεκαεννιά του χρόνια στη Φρεν το 1943 και κρατούσε ημερολόγιο —το οποίο, όπως και του Αρίγκι, μπορεί κανείς να διαβάσει στα Α ρχεία-, μέχρι τη μέρα που κα ταδικάστηκε σε θάνατο κι εκτελέστηκε.
Στη σκηνή αυτή δεν διακρίνονται οι λεπτομέρειες του εσωτε ρικού κανονισμού. Τα βασικά του σημεία όριζαν πως ο κρατού μενος έπρεπε να σηκωθεί και να σταθεί προσοχή μπροστά στο παράθυρο αν έμπαινε κάποιος δεσμοφύλακας, πως απαγορεύο νταν οι συνομιλίες από κελί σε κελί, τα τραγούδια, τα σφυρίγ ματα, τα χτυπήματα ή το γράψιμο στους τοίχους. «Kalfaktor» —«άνδρες για όλες τις δουλειές»—ονόμαζαν τους κρατούμενους που είχαν επιλεγεί επειδή ήξεραν καλά γερμανι182
Scanned by CamScanner
•a
κά και χρησίμευαν στους Γερμανούς δεσμοφύλακες ως ενδιάμε σοι. βοηθώντας τους σε ορισμένες αγγαρείες, όπως ήταν η δια νομή των φτωχικών γευμάτων. Σε όλη τη διάρκεια της κράτη σής του, ο Τόμι, όπως και οι άλλοι κρατούμενοι, μόνος ή με πα ρέα στο κελί του, υπέφερε από την πείνα και το κρύο. Ο Γκαμπριέλ, έχοντας αποκοπεί από τον Τόμι, δεν ήταν πια ο ίδιος, λες κι η φλόγα είχε σβήσει. Αλλά μήπως το ίδιο δεν είχε συμβεί και με του Τόμι, αφότου έχασε την ελευθερία του; Στα γυρίσματα αυτής της τελευταίας περιόδου, το παίξιμο του Γκα μπριέλ εξακολουθούσε να μου φαίνεται τόσο αληθινό “ μ’ αυτό το θλιμμένο βλέμμα, τις μετρημένες κινήσεις, τις υπολογισμένες με ακρίβεια εκφράσεις- ώστε άρχισα να φοβάμαι πως, σε αντίθεση με ό,τι είχα πιστέψει, ο Τόμι, στην πραγματικότητα, δεν τον εί χε εγκαταλείψει και πως έφευγαν παρέα. Υποψιαζόμουν τώρα ότι η αλλαγή του Γκαμπριέλ —αυτό το γαλήνεμα, η αποστασιο ποίηση την οποία είχα αποδώσει στην παρηγοριά που του προσέφερε η δική μου, ας πούμε, τρυφ ερότη τα- δεν ήταν παρά η χα λάρωση του ηττημένου αγωνιστή, που, παραιτημένος, αφήνει το νικητή ν’ αποφασίσει για την τύχη του. Έ τ σ ι, λοιπόν, είχαν τα πράγματα: έφευγαν παρέα. Αναρωτιέμαι αν οι τελευταίες σκηνές της ταινίας προδίδουν τούτο το φόβο της εγκατάλειψης από τα παιδιά μου, αυτά τ ’ αγόρια που είχα, σε μικρότερο ή με γαλύτερο βαθμό, επινοήσει. Για τον Τόμι, ήταν αναμενόμενο* από καιρό προετοιμαζόμουν ότι τα μάγια σιγά σιγά θα λύνο νταν, μετά την ολοκλήρωση της ταινίας. Αλλά μου ήταν πολύ επώδυνο να βλέπω τον Γκαμπριέλ να μαραζώνει, να λιώνει, να μετατρέπεται σε φάντασμα, κι εγώ να βάζω την κάμερα να κα ταγράφει σε γκρο πλαν την παραμικρή του κίνηση, την παραμι κρή κουρασμένη του έκφραση, την παραμικρή ανάσα του ετοι-
183
v^^iui
II IOVJ
κ/y
vjui
ιiw ouι
11
ιι
μοθάνατοι». Σήμερα μου είναι σχεδόν ανυπόφορο να ξαναβλέπω αυτές τις εικόνες. Ε ν ώ α χ ο ύ γ ε τ α ι σ τα θ ερ ά κ ά τ ι σ α ν ξύ σ ιμ ο , β λ έ π ο υ μ ε σε γκρο π λ α ν τις ε π ιγ ρ α φ έ ς σ το υ ς γ κ ρ ίζο υ ς τ ο ίχ ο υ ς :
ΖΗ Γ. ΘΣΦ. Έ π ε ι τ α
η κ ά μ ε ρ α γ λ ισ τ ρ ά ε ι π ά ν ω σ το ν το ίχ ο κ α ι β λ έ π ο υ μ ε ένα χέρι που κ ρ α τ ά ε ι έν α κ ο μ μ ά τ ι μ έ τ α λ λ ο —ίσ ω ς τ η λ α β ή π ιρο υ ν ιο ύ — κ α ι χ α ρ ά ζ ε ι σ ' α υ τ ό τον το ίχ ο ένα γ ρ ά μ μ α . π ο υ μ ο ιά ζ ε ι μ ε
τ.
Στο
ε ξ ή ς . η κ ά μ ε ρ α α κ ο λ ο υ θ ε ί τ α υ π ό λ ο ιπ α χ α ρ α γ μ έ ν α γ ρ ά μ μ α τ α , δ ια τ ρ έ χ ο ν τ α ς π ρ ο ς τ α π ίσ ω τ ις φ ράσεις, κ α ι, τέλος', δ ια β ά ζ ο υ μ ε ό .τ ι έχει ή δ η γ ρ α φ τ ε ί:
7 12 43 19 ετών σήμερα ο Τομά Ελέκ FTP περιμένει το θάνατ Κ α ι βλέπουμε τελικά τον Τόμι, μ ε το παλτό τον, όρθιο μπρο στά στον τοίχο, να χαράζει το γ ρ ά μ μ α που λείπει.
Α χούμε τρεις χτύπους και βλέπουμε το χέρι τον Τ ό μ ι να ανοίγει τη θυρίδα της πόρτας.
— Κ α λ ά Χριστούγεννα, Ε λέκ , είναι α π ’ τον Ερυθρό Σταυρό! Έ ν α δέμα, πάνω στο οποίο διακρίνουμε έναν κόκκινο σταυ ρό, περνάει α π ό το πορτάκι. Κ αθισμένος στο αχνρένιο του σ τρ ώ μ α , π ά ν τ α μ ε το π α λτό του, ο Τ ό μ ι ανοίγει το δέμα, βγάζει ένα σακουλάκι που περιέχει ξερά δαμάσκηνα, ένα ά λ λ ο μ ε ζελεδάκια φρούτων, ένα κ ο μ μ ά τ ι μαύρο φωμί, ένα πακέτο που βλέπουμε ότι γράφει επ ά ν ω « Μ α ϊ-
184
Scanned by CamScanner
ζ ε ν ά » * Ο Τ ό μ ι τ ρ ώ ει έν α δ α μ ά σ κ η ν ο , μ ε τ ά έν α ζ ε λ ε δ ά κ ι. Τ ρ ώ γ ο ν τ α ς . π α ρ α τ η ρ ε ί ό τ ι το δ έ μ α π ερ ιέχ ει κ ι έν α φ ύ λλο χ α ρ τ ί δ ι π λ ω μ έ ν ο σ τ α τ έ σ σ ε ρ α 4 το π α ίρ ν ει κ α ι το ξ ε δ ιπ λ ώ ν ε ι. Π ρ ώ τ α δια τρ έχ ει μ ε τ α μ ά τ ι α το π ε ρ ιε χ ό μ ε ν ό το υ κ α ι έ π ε ιτ α το δ ι α β ά ζει φ ω ν α χ τ ά , σ υ ν εχ ίζο ν τ α ς να τρ ώ ει, μ ε γ ε μ ά τ ο τ ο σ τ ό μ α :
Η Ε λ π ίδ α , του Σ α ρ λ Π εγ κ ύ .** Η π ίσ τη που περισσότερο α γ α π ώ , λέει ο Θ εός, είν1 η ε λ π ί δ α . Η π ίσ τη , ό χ ι, δεν μ ε εκπλήσσει, δεν είναι ικανή να ε κ π λ ή ξ ε ι. Α κτινοβ ολώ τόσο μ ες στη δημιουργία μ ο υ . Η ελπίδα ό μ ω ς, λέει ο Θ εός, ναι, αυτή μ ε εκπ λήσσει... Ε ν ώ δ ια β ά ζ ε ι, α κ ο ύ γ ο ν τ α ι α π ό μ α κ ρ ι ά γ υ ν α ικ είες φ ω ν ές π ο υ φ ά λ λ ου ν έν α ν χ ρ ισ τ ο υ γ ε ν ν ιά τ ικ ο ύμνο. Ο Τ ό μ ι δ ια κ ό π τ ε ι τη ν α ν ά γ ν ω σ η κ α ι α κ ο ύ ει χ α μ ο γ ε λ ώ ν τ α ς . Ό λ ο κ α ι π ε ρ ισ σ ό τ ε ρ ε ς γ υ ν α ίκ ες τ ρ α γ ο υ δ ο ύ ν κ α ι, σ ύ ν τ ο μ α , α ν δ ρ ικ ές φ ω νές, π ιο κ ο ν τιν ές, τις συ νοδεύ ου ν. Ο Τ ό μ ι ε ξ α κ ο λ ο υ θ ε ί ν α α κ ο ύ ει, μ α σ ο υ λ ώ ν τ α ς έν α ζ ε λ ε δ ά κ ι χ ω ρ ίς ν α β ιά ζ ε τ α ι. Η εικ ό ν α , ακ ίν η τη , δείχ ν ει μ ι α ρ ω γ μ ή σε κ ά π ο ιο ν τ ο ίχ ο , π ο υ τ ο σ χ ή μ α τη ς θυμίζει α ν θ ρ ώ π ιν ο προφ ίλ. Ε π ε ι τ α β λ έπ ο υ μ ε το ν Τ όμ ι ξ α π λ ω μ έν ο σ τ ο κ ρ εβ ά τ ι, κ ά τ ω α π ό την κ ο υ β έρ τ α , ν α κ ο ι τάζει ε π ίμ ο ν α α υ τ ή τη ρ ω γ μ ή σ το τα β ά ν ι. Τ ο κ ε λ ί είν αι μ ισ ο σ κ ό τ ειν ο , το φως της μ έ ρ α ς μ ο ιά ζ ει να φιλ τρ ά ρ ετ α ι α π ό τ ο μ π λ ε χ α ρ τ ί. Α κούμ ε α π ό μ α κ ρ ιά φ ω νές π α ι διώ ν π ου π αίζουν, κ α ι κ ά π ο ια άλλη π ου δυναμ ώ νει α π ό τ ο μ α , σαν ανδρική φωνή π ου σχ ολιάζει αθλ η τικό α γ ώ ν α , π α ρ α μ ο ρ φωμένη α π ό τ ο μ εγ άφ ω ν ο. Ο Τ όμι μ ε το π α λ τ ό του κ ά θ ε τ α ι σ το 185
^
1 ■■ I O V I
W jr
I I IW V / W I·
II
I W I
/
,
π ά τ ω μ ά , σ φ ίγ γ ο ν τα ς τ α γ ό ν α τ α σ τ ο στή θος του . αντίκρυ στο δ ιπ λ ω μ έν ο κ ρ εβ ά τ ι. Κ ά π ο υ κ ά π ο υ , γ λ ισ τρ άει τ ο χ έρι του κ ά τ ω α π ό τ ο π α λ τ ό κ α ι ξύνει την π λ ά τ η ή το στέρνο του. Β λ έ π ο υ μ ε μ ι α κ ο υ τ ά λ α να α δ ειά ζ ει έν α μ α ύ ρ ο ζ ο υ μ ί σ τη λεκάνη π ο υ β ρ ίσ κ ε τ α ι σ τ ο ρ α φ ά κ ι, κ ά τ ω α π ό την α ν ο ιχ τ ή Θυρίδα. — Γ ά λ λ ο ι π ολ εμ ού ν στην Ι τ α λ ία - λ έ ε ι μ ι α φ ιθυριστή φωνή α π ό τ ο δ ιά δ ρ ο μ ο - , υ π ό τις δ ια τ α γ έ ς του σ τ ρ α τ η γ ο ύ Ζ ουέν, μ α ζ ί μ ε τ ο υ ς Α μ ερ ικ ά ν ο υ ς. Β ο μ β α ρ δ ίζ ο υ ν τη γ ερ μ α ν ικ ή ά μ υ ν α . Οι φ ρίτσ η δες θ α σ π ά σ ο υ ν , είν αι β έβ α ιο . — Ν α ι, α λ λ ά π ό τ ε ; ρ ω τ ά ε ι ο Τ ό μ ι. Ο ά λ λ ο ς δεν α π α ν τ ά , κ α ι α κ ο υ μ π ά το φ ω μ ίμ ε μ ι α μ ικ ρ ή π ο σ ό τ η τ α λ ίπ ο υ ς π ά ν ω σ τ ο ρ α φ ά κ ι. — Δ εν έχ ει σ η μ α σ ία - π ρ ο σ θ έ τ ε ι ο Τ ό μ ι- , η ζ ω ή είν α ι ω ρ α ία , κ ι α υ τ ο ί είν α ι χ α μ έ ν ο ι α π ό χ έρ ι.
Β λ έ π ο υ μ ε τον Τ ό μ ι α π ό π ίσ ω , γυ μνό α π ό τη μ έ σ η κ α ι π ά ν ω , σκυμμένο π ά ν ω α π ό τη λ εκ ά ν η τη ς το υ α λ έτα ς, να σαπουνίζει π ο λύ γ ρ ή γ ο ρ α τ α χ έ ρ ια κ α ι το στέρνο του, μ ε ένα μ α ύ ρ ο σαπούνι που δεν κάνει καθόλου αφρό. Σ τ η ν π λ ά τ η του έχει α κ ό μ η κ ό κ κ ι νες χ α ρ α κ ιέ ς, κ ά π ο ιε ς δεν έχουν κλείσει. Γ ε μ ίζε ι τη ν ε μ α γ ιέ λ ε κ ά ν η α π ό τον μ ικ ρ ό χ ά λ κ ιν ο σ ω λ ή ν α κ α ι ξεβγάζει το κ ο ρ μ ί μ ε το χέρι του, που το έχει βρέξει π ρ ο η γ ο υ μ έν ω ς σ τη λ εκ ά ν η . Β λ έ π ου με ότι κρυώ νει. Τ ιν ά ζει μ ε δ ύ ν α μ η τη ν κ ο υ β έρ τα του, σκου π ίζεται μ ε α υ τή ν , ξαναντύνεται β ια σ τ ικ ά , αφού π ρ ώ τ α τινάξει μ ε τον ίδιο τρ ό π ο κάθε του ρ ο ύ χ ο , τυ λ ίγ ετα ι μ ε τη ν κ ο υ βέρ τα π ά ν ω α π ό το π α λ τ ό του κ α ι κ ά θ ετα ι σ τη ν κ α ρ έ κ λ α , σ τ ρ α μ μ έ ν ο ς προς την π ό ρ τα , σαν να περιμένει π ό τ ε θα α ν ο ίξει .
ι86 Scanned by CamScanner
Ο Τ όμ ι. γ ον α τισ τός π ά ν ω στο κρεβάτι του. με το ένα α υ τί κολ λημένο στον τοίχο. «From where?», ρ ω τά ει. Π αίρνει μ άλλον μ ια απ άντη ση , γ ια τ ί συνεχίζει: «No, I don’t know... How you was arrested?... And the para chute? »... «Since forty seven days». Ο Τ όμ ι, φ ορώ ντας π ά ν τ α το π α λ τό του, κ ά θ εται στην κ α ρ έκ λ α μ π ρ ο σ τ ά σ το τρ α π εζά κ ι του τοίχου. Σ τ ο τραπ εζάκι είναι τ ο π ο θετημένα οριζόντια, το ένα π ά ν ω στο άλλο, δύο βιβλία. Σ τ ο εξώφυλλο του π ρώ του βλέπουμ ε μ ε γοτθικούς χ αρα κ τή ρες το όν ομ α του συγγραφ έα, J .W . von G oethe, κ α ι τον τίτλο του, K a m p a g n e in F r a n k re ic h , 1792. Μ ε ένα μ ο λ ύ β ι α π ό το ο π ο ίο δεν έχουν α π ομ είν ει π α ρ ά Βυο-τρία εκ α το σ τά , ο Τ όμ ι γράφει μ ε μ ικ ρ ο σ κ ο π ικ ά γ ρ ά μ μ α τ α π ά ν ω σε ένα τόσο δ α χ α ρ τά κ ι. Ο Τ όμ ι, στην ανοιχ τή θυρίδα, τείνει το μ ικρό χ αρτί. — Θ α δεις, της ζητώ δύο λεξικά, ένα γ α λ λ ο -α γ γ λ ικ ό κι ένα γ ερ μ α ν ο-γ α λ λ ικ ό. Ο δός Ν ταγ χ έρ 63, θα το θυμηθείς; — Ν α ι, μ είνε ήσυχος. Η Ελέν αφηγείται ότι έλαβε, τρελή α π ό ευτυχία, ένα μικρό γράμμα από τη Φρεν, ένα τσ ιγ α ρ ό χ α ρ το όπ ου ο Τ όμ ι είχε γ ρ ά φει: « Μ α μ ά , στείλε ένα λ εξικό γ α λ λ ο -α γ γ λ ικ ό κι ένα γ ερ μ α ν ο γ α λ λ ικ ό» . Ε ίπ α στον ά ν δ ρ α μ ου: «Ε ίδες, είδες, ή ξερα π ω ς θα ρ χ ό τα ν . Δ εν έλ α β α τ ίπ ο τ άλλ ο. Ναι, για πολλές εβδομάδες, αυτά ήταν τα μόνα νέα που είχε από το γιο της. Π οτέ δεν επι κοινώνησαν απευθείας. Εκείνη του έστειλε πολλά κ α τ α π λ η κ τ ι κ ά δ έ μ α τ α , μέσω της θυρωρού της οδού Ρολέν, της κυρίας Β εριέ, με μια ολόκληρη χ ή ν α , βούτυρο, ένα μ εγ ά λ ο κ ο υ τ ί σ ο κ ο λ α τ ά κ ια . Αλλά δεν είχε άδικο να πιστεύει ότι μ π ο ρ ε ί να τ α είχ αν 18?
Scanned by uamscanner
φ&ει οι Γ ε ρ μ α ν ο ί. Γ ια τί οι κρατούμενοι στην απομόνωση δεν εί χαν δικαίωμα να λαμβάνουν δέματα πέρα από εκείνα του Ερυ θρού Σταυρού, όπω ς επίσης δεν είχαν δικαίωμα στον προαυλισμό και το λουτρό. Τ α κελιά στη Φρεν ήταν καλυμμένα με χαραγμένα συνθήμα τα . ΘΣΔ (Θάνατος Στους Δεσμό φύλακες*) και ΖΗ Γ (Ζ ή τω η Γα λ λ ία )** ήταν τα πιο συνηθισμένα. Π ο τέ δεν βρέθηκε σύνθημα χαραγμένο από τον Τ όμ ι, ούτε από κανέναν άλλο τω ν FTP-MOI. Τ ίπ ο τα , όμ ω ς, δεν μας εμποδίζει να φανταστούμε π ω ς ο Τ ό μ ι θέλησε να σημαδέψει τα γενέθλιά του μ’ ένα μήνυμα ζω ής. Τ ις φωνές των παιδιών και τη φωνή από κάποιο μακρινό με γάφωνο τις άκουγε ο Ζιλμπέρ Αλιεμάρ: Α π ό τ ο κ ε λ ί μ ο υ , α κ ο ύ ω ελ εύ θ ερ α π α ι δ ι ά να φ ω νάζου ν κ α ι να π α ίζ ο υ ν . Α κ ο ύ ω τ ο μ ε γ ά φ ω νο του Α.Σ. Μ έτρ ο. Τ ο γήπεδο του Αθλητικού Συλλόγου Μ ε τρά βρισκόταν πράγματι —και παραμένει—σε απόσταση πεντακοσίων μέτρων, σε ευθεία γραμμή από τη φυλακή. Α πό τον Α λιεμάρ, ξέρουμε επίσης ότι οι κουβέρτες ήταν γ εμ ά τες ψύλλους: Σ ε όταν δεν α λλά ζο υν, φθείρονται γ ρ ή γ ο ρ α , ξέρουμε π ω ς δεν υπ ή ρ χε χ τ έ ν α , π ω ς δύο φορές την εβ δ ο μ ά δ α γ ιν ό τα ν δ ια νο μ ή βι βλίω ν, ανάμεσά τους και η Ν έ α Γ α λ λ ικ ή Ε π ιθ ε ώ ρ η σ η * ** τη ς επ ο χ ή ς τη ς συνεργασίας μ ε το υς Γ ερ μ α ν ο ύ ς. Α ν τ ιθ έ τ ω ς , τις λ ε π τ ο μέρειες γ ια τ α Χ ρ ισ το ύ γ εν ν α το υ 1 9 4 3 —το δ έ μ α , το π ο ίη μ α του Π εγ κ ύ , το υς ύμνους— τις οφ είλω στον Α ρ ίγ κ ι: μ έχ ρ ι τ ό τ ε ο Ζ ι λ μπέρ Α λιεμάρ είχε πεθάνει, τον είχαν εκτελέσει στις 2 0 Ν οεμ βρίου.
188
Scanned by CamScanner
Κοντεύαμε στο τέλος. Κάθε μέρα νιώθαμε και λίγο πιο βαριά στο πλατύ, κάποιοι αισθάνονταν μια θλίψη που δεν ήμουν ο κα ταλληλότερος να τη διασκεδάσω. Ο Γκαμπριέλ εξακολουθούσε να μένει στο δωμάτιο του Τόμι, στην οδό Καρντινάλ-Λεμουάν, όπου πήγαινα μερικές φορές να τον πάρω το πρωί, και τον γύρι ζα σχεδόν κάθε βράδυ. Καθόταν μόνος του μέσα στον μικρό τού το χώρο όπου κατοικούσε το φάντασμα, μέσα σ’ αυτό τον τάφο, και είχε εγκαταλείψει τον εαυτό του* τσιμπολογούσε κάτι συν θετικά ζαχαρωτά, παραμελούσε την υγιεινή του, κοιμόταν όποτε το θυμόταν, με αναμμένο το φως. Είχε φέρει και κρεμάσει στον τοίχο μια φωτογραφία του Τόμι σε μεγέθυνση, απ’ αυτές που τραβήχτηκαν για λογαριασμό της γερμανικής προπαγάν δας τις τελευταίες μέρες* για να πω την αλήθεια, είναι και η ομορφότερη, με το πρόσωπό του σε γκρο πλαν, τρία τέταρτα, να μοιάζει απόν, πέρα από την οδύνη, κοιτάζοντας μακριά, στ1 αριστερά, λες κι έβλεπε το θάνατο να πλησιάζει. Ίσως αυτή να είναι η φωτογραφία που αναφέρει η Ελέν στο βιβλίο της, γιατί εκεί τον βλέπει να κλαίει. Το βράδυ έμενα λίγο μαζί του. Καθό μασταν δίπλα δίπλα στο κρεβάτι, και μπορούσαμε να παραμεινουμε σιωπηλοί κάμποσα λεπτά' σαν να μην έτρεχε τίποτα, 189
4
Scanned by CamScanner
ε (ώ του μιλούσα για τις σκηνές της επομένης, αλλά δεν τον ξε γελούσα. Κ α ι μ,ερικες φ ο ρ ές, θαρρείς κουρασμένος, την ώρα που οεν κρατιόμουν και περνούσα το χ έρ ι μου γύρω από τους ώμους του, εκείνος έγερνε το κεφάλι του στο δικό μου, μ" άφηνε να του χαϊδέψ ω τα μαλλιά, απολάμβανε την τρυφερότητα που του πρόσφερα και προσπαθούσε να μου την ανταποδώσει ευγενικά, μέχρι που έφτασε να μου πει κάποιο βράδυ: «Θα δεις, θα είναι ωραία η ταινία σου, παρ' όλα αυτά» και, ένα άλλο βράδυ, «Θα του άρεσε η ταινία σου, εκείνος θα ήξερε καλά π ω ς η ουσία δεν μπορεί να φανεί στο σινεμά, θα σε συγχωρούσε, θα σ' αγαπούσε όσο κι εγ ώ » . Έ φ ευ γ ε ήσυχα. Από τό τε που ο Τ ό μ ι δεν μπορούσε να πολε μήσει και να σκοτώ σει, η άγρια ενέργεια του Γκαμπριέλ, στραμ μένη στο κενό, άρχισε να εξαντλείται. Τ ου απέμενε το θάρρος να κοιτάζει κα τά μα τα το μέλλον. Για τον Τ ό μ ι, το μέλλον ήταν ο θάνατος. Γ ια τον Γκαμπριέλ, όπ ω ς έλπιζα τό τε, ήταν να ξαναπιάσει το νήμα της ζω ής του, μετά την ολοκλήρωση της ταινίας, όταν το φάντασμα θα είχε αφήσει το σώ μ α και το πνεύμα του. Α λλά βλέποντάς τον κλεισμένο στο δω μάτιο-κελί του, μέσα σ’ αυτό τον τάφο, ν’ αρνείται την τροφή και την ξεκούραση κάτω από το πορτρέτο της σκιάς του, αδυνατούσα να πιστέψω π ω ς θα ξαναγεννιόταν, έτοιμος να αντιμετω πίσει το μεγάλο κενό του σημερινού κόσμου. Προσπαθούσα να του πιάσω την κουβέντα. Τ ι θα ήθελε να κάνει, τι να σπουδάσει, ποιο επ ά γγελμ α ν’ ακο λουθήσει, ναι ή όχι στον κινηματογράφο;... Εκείνος χλεύαζε: οι σπουδές δεν οδηγούσαν πουθενά, οι δουλειές πρόσφεραν δύο επιλογές, εκπόρνευση ή δουλεία (συνοψίζω σ’ αυτές τις λέξεις τη συγκεχυμένη του αντίληψη για την επ α γγελμ α τική σταδιοδρο μία), το σινεμά ήταν μια βιομηχανία τετριμμένων κοινοτοπιών. Σ ε αντίθεση με τον Τ ό μ ι, δεν είχε κανέναν λόγο ν’ αγωνιστεί, 190
Scanned by CamScanner
πόσο μάλλον να δώσει τη ζωή του. Και, σε αντίθεση με εμένα, δεν είχε κανένα ιδιαίτερο ταλέντο για να βγει απ’ αυτό το αδιέ ξοδο. Το χάρισμά του να μιμείται ανθρώπους και φωνές δεν ήταν παρά αέρας, μια ικανότητα ανεξακρίβωτη, που την πίστευες μόνο αν ήθελες να είναι αληθινή. Με δυο λόγια, σχεδόν όλα όσα σκεφτόμουν ο ίδιος, και δίσταζα να τα διαψεύσω. Ωστόσο έλεγε επίσης πως, χωρίς τον Γομι, θα είχε δεχτεί τη ζωή όπως ήταν, ακόμη κι αν δεν οδηγούσε πουθενά, όπως όλος ο κόσμος, αφήνο ντας να εννοηθεί ότι εγω του άνοιξα τα μάτια, ανατρέποντας τη συνηθισμένη ροή των πραγμάτων. Άραγε πρέπει να μετανιώνω σήμερα για την επιλογή του Γκαμπριέλ, που προσφέρει στο φακό έναν Τόμι φλογερό, και στην ταινία μου μια ένταση που το ίδιο το σενάριο δεν διέθετε; Πώς και δεν μάντεψα, τη στιγμή που επέλεγα αυτό το περαστι κό αγόρι με τα πατίνια, το αγόρι της ελαφρότητας, το κενό και συνηθισμένο, ότι ο ρόλος ενός εκτελεστή πρόθυμου να πεθάνει, αλλά ερωτευμένου με τη ζωή, θα τον παρέσυρε όπως το τσιγα ρόχαρτο καίγεται απ’ τη φλόγα, πετάει ψηλά και χάνεται; Γιατί δεν αναζήτησα πιο επίμονα έναν ηθοποιό που, γνωρίζοντας να κρατάει τις αποστάσεις, θα μου έδινε έναν Τόμι πειστικό, που θα υπηρετούσε ικανοποιητικά την ιστορία μου; Δεν μπορώ να συγχωρήσω τον εαυτό μου. Κ αι πάλι το γαλάζιο
φως του χελιού το χάραμα' ο Τό
παλτό χαι την κουβέρτα στους ωμούς, βηματίζει απ ο την πόρτα στο παράθυρο κι α π ό το παράθυρο στην πόρτα, με σκυφτό το κε φάλι, σέρνοντας στο π ά τω μ α τα χω ρίς κορδόνια παπούτσια του. Ξαφνικά αχού γεται ένας θόρυβός στην πόρτα, ο Τόμι μενει ακίνητος, η π όρ τα ανοίγει. Δ ύο Γ ερμ ανοί στρατιώ τες στέκονται στην πόρτα και γαβγίζουν: 19 1
w u u ι ιι
iovj
κ/y
ι
iw u u i
ιι
iu i
'— Kaus! SchnelJ! ® T o μ ι αφήνει την κ ο υ β έρ τα να πέσει. Δ εμ εν ο ς π ισ θ ά γ κ ω ν α μ ε χ ειρ ο π έδ ες, π ε ρ π α τ ά ε ι α ν ά μ εσ α στους
*
Ουο σ τ ρ α τ ιώ τ ε ς σε μ ια μ α κ ρ ιά σ τ ο ά α π ό τη μ ια π λ ευ ρά είναι το κ ιγ κ λ ίδ ω μ α κ α ι α π ό την άλλη μ ια σ ειρ ά κελ ιά. Έ π ε ιτ α τον β ά ζ ο υ ν να κ α τ έβ ει μ ια σ κ ά λ α . Σ ε έν α π λ α τύ σ κ α λ ο , έρχ εται π ρό σ ω π ο μ ε π ρ ό σ ω π ο μ ε τον Β ά σ μ π ρ ο τ . που είν αι επ ίσ η ς μ ε χ ειρο π έδ ες κ α ι π λ α ισ ιω μ έν ο ς α π ό δυο Γ ερμ αν ού ς. Ο Β ά σ μ π ρ ο τ δεν φ οράει π α λ τ ό , π α ρ ά μ όν ο έν α σ α κ ά κ ι π ά ν ω α π ό κ ά τ ι σαν χ ο ν τρ ό φ ανελένιο μ π ουφ άν, κ α ι π αντελ όνι α π ό ύφ ασμ α, πολύ λ ε π τ ό γ ια την επ οχ ή . Α π ό την π λ ο ύ σ ια κ α σ τ α ν ή του κόμ η ξεφεύ γουν σ τρ ιφ ο γ υ ρ ισ τά τσουλούφ ια, έχει μ ή νες να κ ο υ ρ ευ τ εί κ α ι να
✓
χ τ ε ν ι σ τ ε ί .
— Ξ έρ εις π ο ύ π ά μ ε ; ρ ω τ ά ε ι τον Τ όμ ι. — Δ εν έχ ω ιδ έα , α π α ν τ ά ο Τ ό μ ι. Π ώ ς π ά ει, Μ α ρ σ έλ ; Ο Β ά σ μ π ρ ο τ δεν π ρ ο λ α β α ίν ει να α π α ν τ ή σ ει, κ α θ ώ ς ένας σ τ ρ α τ ιώ τ η ς τον σ π ρ ώ χ ν ει μ ε β ί α μ π ρ ο σ τ ά . Έ π ε ι τ α α π ό μ ερ ικ ά α κ ό μ η μ έ τ ρ α μ έ σ α σε σ τοές, η μ ικ ρ ή π ο μ π ή φ τάνει σε έν α π ρο α ύ λ ιο * τρ εις π ετ ρ ό κ τ ισ τ ο ι το ίχ ο ι, κ α γ κ ε λ ό φ ρ α χ τ α π α ρ ά θ υ ρ α , μ ι α κ α γ κ ε λ ό π ο ρ τ α α π ό ό π ο υ δ ια κ ρ ίν ετ α ι έν α ά λ λ ο π ροαύλιο. Ε κ ε ί β ρ ίσ κ ο ν τ α ι π α ρ α τ α γ μ έ ν ο ι μ ε ρ ικ ο ί Γ ε ρ μ α ν ο ί σ τ ρ α τ ιώ τ ες κ α ι, επ ίσ η ς, μ π ρ ο σ τ ά τους, όρθιοι μ ε την π λ ά τ η σ το ν τοίχ ο, ο Μ α ν ο υ σ ιά ν , ο Α λ φ όνσο, κ ι έν α ς ά ν δ ρ α ς π ο υ τον έχ ο υ μ ε 8ει στην α ίθ ο υ σ α 2 3 τη ς Α σ φ ά λ ε ια ς κ α ι σ ε έν α ν ε κ τ ρ ο χ ια σ μ ό . Τ ο υ ς β γ ά ζουν τις χ ε ιρ ο π έ δ ε ς . Οι α ν τ ισ τ α σ ια κ ο ί σ φ ίγ γ ο υ ν τ α χ έ ρ ια χ α μ ο γ ελ α σ τ ο ί, ο Μ α ν ο υ σ ιά ν α γ κ α λ ιά ζ ε ι σ φ ιχ τ ά το ν Τ ό μ ι. Σ τ η συνέ χ ε ια , εμ φ α ν ίζον τα ι σ τη ν αυλή, π ρ ώ τ α ο Ρ ά ιμ α ν , μ ε τ ά ο Μ π ο κ τ σ ό ρ , έ π ε ιτ α δ ύ ο ά λ λ ο ι π ο υ ή τ α ν κ ι α υ τ ο ί σ τη ν Α σ φ ά λ εια , τέ λ ο ς ο Φ ίν γ κ ερ τσ β α ϊγ κ . 1Q2
Scanned by CamScanner
Ο Μ ανουσιάν φ οράει κοσ τού μ ι μ ε λ επ τή ρ ίγ α , ζα χ ά ρ π ου λ ό βερ, πάνω α π ό ένα π ο υ κ ά μ ισ ο κ ου μ π ω μ έν ο ώ ς το λ α ιμ ό , α λ λ ά χωρίς γ ρ αβ άτα . Ο Α λφόνσο, μ όν ο σ α κ ά κ ι, π ο υ κ ά μ ισ ο χ ω ρ ίς γιακά και γιλέκο, α λ λ ά 8εν φ αίνεται να κρυώ νει, α ν τίθ ετα α π ό τον Β άσμ π ροτ, που τρέμ ει. Ο Μ π ο κ τσ ό ρ , ο Ρ ά ιμ α ν κ α ι δυο α π ό τους άνδρες στην Α σ φ άλ εια , όλοι τους μ ε σ α κ ά κ ι, έχουν κ α λ υ μ μένο το λ α ιμ ό κ α ι το στέρνο μ ε κ α σ κ ό λ . Τ ο ένα μ α ν ίκ ι σ το σ α κάκι του Ρ ά ιμ α ν —π ου επ ίσ η ς μ ο ιά ζ ει να μην έχει χ τεν ισ τεί α π ό τη σύλληφή του, μ ε μ α κ ρ ιά τσουλούφ ια να κρύβουν του ς κ ρ ο τ ά φους του- είναι σκισμ ένο σ ’ έν α σημείο. Ο Φ ίν γ κερτσ β αϊγ κ δεν φοράει κασκόλ α λ λ ά , κ ά τ ω α π ό ένα π ουλόβερ μ ε V, φ οράει ά λ λο πουλόβερ μ ε λ αιμ όκοφ η , ξεχειλω μένη, τα λ α ιπ ω ρ η μ έν η , α π ό όπου ξεπ ροβ άλ λ ει η μ ύτη του γ ια κ ά του π ο υ κ ά μ ισ ο ύ του. Μ όνο ο Τόμι φ οράει π α λ τό. Ε ίναι δέκ α όλοι μ α ζ ί, αξύ ρισ τοι, α χ τέν ισ το ι, εξαντλη μ ένοι απ ό την πείνα, το κρύο, ίσ ω ς κ α ι το ξύλο. Σ χ η μ α τίζ ο υ ν έναν κ ύ κλο γύρω α π ό τον Μ α ν ο υ σ ιά ν , π ου απ ευ θύ νεται σε όλους, στον καθέναν μ ε τη σειρά, μ ε λ ό γ ια π α ρ η γ ο ρ ιά ς, ζη τώ ν τα ς να μ ά θ ει τα νέα τους. Σ τ η συνέχεια, α ν α φ έρ ετat στην επ ικείμ ενη νίκη, στη Γ α λ λ ία κυκλοφ ορούν φήμες γ ια σ υ μ μ α χ ικ ή α π ό β α σ η , κ ά νουν λ όγ ο γ ια την Π ρ ο β η γ κ ία . Π ρ έπ ει να διατη ρή σου ν την π ί στη τους: αν οι ίδιοι π εθάνουν, γ ια του ς υ π ό λ ο ιπ ο υ ς θα έρθει σύ ντομα η ελευθερία. Ο Β ά σ μ π ρ ο τ τού χ α μ ο γ ελ ά . Σ τ ο μ ετα ξύ , ακ ολ ου θ ού μ εν ος α π ό δύο σ τ ρ α τ ιώ τ ες , π ου ο έν α ς κ ρ α τ ά ει π ά ν ιν ο σ α κ ίδ ιο κ ι ο ά λ λ ο ς μ ια κ ά μ ε ρ α χ ειρ ό ς, έν α ς Γερμ ανός α ξ ιω μ α τ ικ ό ς εμ φ α ν ίζ ετα ι σ το π ρ ο α ύ λ ιο μ ε μ ια L eic a στο χέρι κ α ι α ρ χ ίζει ν α φ ω τογ ραφ ίζει την ο μ ά δ α τω ν δ έ κ α α ν δρών. Π ρ ώ τ α όλ ου ς μ α ζ ί, έτσ ι ό π ω ς κ ου β εν τιά ζου ν μ ετ α ξ ύ τους, κι έ π ε ιτ α , αφ ού τ ο υ ς δ ια τ ά ζ ε ι να χ ω ρ ισ το ύ ν , έναν έναν, φ ω τογραφ ίζοντάς το υ ς σε π ο λ λ ές λήφεις. Οι φ υλακισμ ένοι υ π α 193
Scanned by CamScanner
κ ο υ ο υ ν , φ ω το γ ρ α φ ίζ ο ν τα ι χ ω ρ ίς να εκδηλώ νουν κ α ν έν α συναί σ θ η μ α , ε κ τ ό ς α π ό τον Τ ό μ ι, π ου μ ο ιά ζ ει σ ασ τισ μ έν ος, ίσως κι έ τ ο ιμ ο ς ν α κ λ ά φ ει. Ο φ ω το γ ρ ά φ ο ς α ξ ιω μ α τ ικ ό ς τού ς β άζει μ ετά σ τη σ ε ιρ ά μ ε την π λ ά τ η στον τ ο ίχ ο , κ α ι φ ω τογραφ ίζει ολόκληρη τη ν ο μ ά δ α , ο Τ όμ ι σε π ρ ώ τ ο π λ ά ν ο , σ τ α δ εξ ιά του ο Φ ίνγκερτ σ β α ϊγ κ . μ ε τ ά ο έν α ς α π ό του ς ά ν δ ρ ες που είχ α μ ε δει στην Α σ φ ά λ εια , ο Β ά σ μ π ρ ο τ . ο Μ π ο κ τ σ ό ρ , ο Μ α ν ο υ σ ιά ν , ο άλ λ ος άνδ ρ α ς α π ό την Α σ φ ά λ εια , π ου γέρνει λ ίγ ο μ π ρ ο σ τ ά κ α ι κρύβει τους τ ρ εις τελ ευ τα ίο υ ς. Ό λ οι έχουν τ α χ έ ρ ια δεμ έν α π ίσ ω , εκ τό ς α π ό τον Β ά σ μ π ρ ο τ , π ο υ τ α τρίβει μ π ρ ο σ τ ά του γ ια να ζεσταθεί. Ο φ ω τ ο γ ρ ά φ ο ς α ξ ιω μ α τ ικ ό ς π αίρνει, στη συνέχεια, rq v A rrijlex 35 κ α ι τ ο υ ς μ α γ ν η τ ο σ κ ο π ε ί έν αν έναν, γ ια μ ε ρ ικ ά δευ τερόλ επ τα. Ε π ισ τ ρ έ φ ε ι τη ν κ ά μ ε ρ α σ τ ο σ τ ρ α τ ιώ τ η π ου την κ ου β α λ ού σ ε και δίν ει μ ι α εν το λ ή σ τον ά λ λ ο , π ο υ κ ρ α τ ά ε ι το π ά ν ιν ο σακίδιο. Ε κ ε ίν ο ς β γ ά ζ ε ι α π ό μ έ σ α έν α μ ε γ ά λ ο γ ερ μ α ν ικ ό κ λ ε ιδ ί κ α ι το τείν ει σ τ ο ν Τ ό μ ι δ ε ίχ ν ο ν τ ά ς το υ π ώ ς ν α το κ ρ α τ ά ε ι, μ ε τ α δύο χ έ ρ ι α γ ύ ρ ω α π ό τη λ α β ή κ α ι μ ε τ ο ά ν ο ιγ μ α π ρ ο ς τ α κ ά τ ω . Ο φ ω τ ο γ ρ ά φ ο ς α ξ ιω μ α τ ικ ό ς τον α π α θ α ν α τ ίζ ε ι σε α υ τ ή τη στάση , ν α κ ρ α τ ά ε ι τ ο κ λ ε ιδ ί μ ε ύφ ος σ υ ν τετριμ μ έν ο. Έ π ε ι τ α είν αι η σει ρ ά τ ο ν Φ ίν γ κ ε ρ τ σ β α ϊγ κ , π ο υ φ ω το γ ρ α φ ίζ ετ α ι π ρ ώ τ α στην ίδια π ό ζ α , π ρ έ π ε ι ό μ ω ς ε π ιπ λ έ ο ν ν α γ ο ν α τ ίσ ει κ ρ α τ ώ ν τ α ς τ ο κλειδί, ν α γ είρ ει μ π ρ ο σ τ ά κ α ι ν α π ρ ο σ π ο ιη θ ε ί π ω ς ξεβ ιδώ ν ει έν α μ π ο υ λ όνι. Ό τ α ν ο λ ο κ λ η ρ ώ ν ετ α ι η λ ή φ η , ο σ τ ρ α τ ιώ τ η ς τ α κ τ ο π ο ιε ί το κ λ ε ιδ ί μ έ σ α σ τ ο σ α κ ίδ ιο , β γ ά ζ ε ι έν α π ερ ίσ τρ ο φ ο κ α ι τ ο τείνει σ τ ο ν Ρ ά ιμ α ν . Ο δ ιά σ η μ ο ς δ ο λ ο φ ό ν ο ς το υ σ τ ρ α τ η γ ο ύ Ρ ίτ ε ρ έχει φ ω τ ο γ ρ α φ η θ ε ίμ π ρ ο σ τ ά σ τη ν κ α γ κ ε λ ό π ο ρ τ α μ ε τ ο ό π λ ο σ τ ο χ έ ρ ι, τ ο μ π ρ ά τ σ ο ε λ α φ ρ ά λ ο γ ισ μ έ ν ο , έ ν α ο ρ γ ισ μ έν ο β λ έ μ μ α π ρ ο ς τ ο φ ακ ό, εκ φ ρ ά ζ ο ν τ α ς τ ο μ ίσ ο ς τ ο υ γ Τ α υ τ ή τη σ κ η ν ο θ εσ ία . Η φ ω τ ο γ ρ ά φ ισ η έχ ει τ ε λ ε ιώ σ ει. Ο φ ω τ ο γ ρ ά φ ο ς α ξ ιω μ α τ ικ ό ς φ εύγει α π ό τ ο π ρ ο α ύ λ ιο , μ ε τη σ υ ν ο δ ε ία τω ν δ ύ ο μ ετα φ ο ρ έω ν 194
Scanned by CamScanner
του. Οι Γ ε ρ μ α ν ο ί σ τρ α τιώ τες β ά ζ ουν
,
σ ειρά, το υ ς φορούν χειροπέδες Βένον ' γ κ ω ν α κ α ι το υ ς ο δ ηγ ο ύ ν
Το
.ά ο κ α θ έ ν α ς τους π λ Ζ λ
πλάνο
φυλαχισ^ ν^
στη
ΤΟυς τα Χ & * πισθά-
Ό λ ο ι εξαφ α ν ίζο ν τα ι έτσι μ ί Γ α π ό του
,
6που ^ ^
’Τ
*™ ·
* ’ °
Μ ρ α μ Ι Ι Ζ ί α ^ Ζ 11^ Τ “ “ β λ ά κ ε ς ,
υ τα ς το ά δ ειο π ρ ο α ύ λιο .
" * “*
Έναρεπορτάζ των Γαλλικών Επικαίρων, που ξεκίνη,ε να προ βάλλεται στις κινηματογραφικές αίθουσες στις 11 Φεβρουάριου 1 9 4 4 περιέχει τα στιγμιότυπα που μαγνητοσκοπήθηκαν στο προαύλιο της Φρεν, κι έτσι μπορούμε να υποθέσουμε πως αυτή η φωτογραφιση, που απαθανατιζει τα πρόσωπα ορισμένων με λών του «στρατού του εγκλήματος», έλαβε χώρα μερικές ημέ ρες νωρίτερα, στις αρχές Φεβρουάριου. Το ρεπορτάζ αναφερόταν σε μια σειρά πρόσφατων επιθέσεων: έναν εκτροχιασμό κοντά στο Σαλόν-συρ-Σαόν, με δεκαοχτώ νεκρούς και τριάντα δύο τραυματίες, την έκρηξη στο στρατώνα της Γκρενόμπλ (στις 2 Δεκεμβρίου 1943), το πλιάτσικο στα μαγαζιά της Μπουργκ-ανΜπρες την ημέρα της κηδείας του στρατηγού Ντεμπνέ,* τον θάνατο, υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες, τριών μελών των Κινη τών Μονάδων Επιφυλακής** του Μπουρμπονέ. Στις αρχές του 1944, ενώ πλέον η γερμανική ήττα έμοιαζε πιθανή και μάλιστα επικείμενη, σε ολόκληρη τη Γαλλία ενισχύονταν οι μακί και πολλαπλασιάζονταν οι θεαματικές επιχει ρήσεις ενάντια στον κατακτητή. Φυσικά, η γερμανική προπα-
μαΐογραφιχων αιθ,υσω τρομοκρατών ως τέτοιοι
< Ρ ΤΡ 195
Scanned by CamScanner
ξεικαμΐνων
οθόνη παρήλαυναν ο Μ ποκτσόρ με τον Μανουσιάν, κι έπειτα ο Ρ ά ιμ α ν, ο Αλφόνσο, ο Φίνγκερτσβαϊγκ και ο Βάσμπροτ: Ιδού
,
τ α έ ρ γ α τ ω ν ξένω ν τ ρ ο μ ο κ ρ α τ ώ ν π ου είν αι σχ εδόν όλοι τους
.
Ε β ρ α ίο ι Α ρμ έν ιος Π ολ ω νοεβ ραίος. Ισ π α ν ό ς κομμουνιστής, Π ο-
,
λ ω ν ο ε β ρ α ίο ς ά λ λ ο ς έν α ς Π ο λ ω ν ο εβ ρ α ίο ς. Ο Τόμι δεν εμφανί ζεται, πιθανόν λόγω του παρουσιαστικού του, που παραήταν «άριο». Μ ετά τα πομπώδη στιγμιότυπα από την κηδεία των τριών συνεργατών των Κινητών Μονάδων Επιφυλακής, το ρε πορτάζ τελείωνε, όπως ήταν αναμενόμενο, με τα λόγια του Ζοζέφ Νταρνάν, αρχηγού της Γαλλικής Πολιτοφυλακής,* που εκεί νη την εποχή ήταν «γενικός γραμματέας για την τήρηση της
,
τά ξεω ς»: Σ τ η β ία θα α π α ν τή σ ο υ μ ε μ ε κ α τ α σ τ ο λ ή δίκαιη α λ λ ά α μ ε ίλ ικ τ η .Έ τ σ ι, από τις αρχές Φεβρουάριου, με μια ταινία επι καίρων που προβλήθηκε στις κινηματογραφικές αίθουσες, άρχι σε να χρησιμοποιείται η ξενική καταγωγή των FTP-MOI για προπαγανδιστικούς σκοπούς. Η φυσική τους εξόντωση ήταν αυ τονόητη, από τη σύλληψή τους κιόλας, και μετά τις εκτελέσεις χιλιάδων αντιστασιακών, συχνά, μάλιστα, για επιχειρήσεις πο λύ λιγότερο αιματηρές. Αλλά η ιδέα να προβληθούν μερικοί αι μοδιψείς απάτριδες, προκειμένου να δυσφημιστεί το σύνολο μιας Αντίστασης που είχε γίνει δημοφιλής, είχε αρχίσει να σχηματί ζεται στον διόλου ευφάνταστο νου των ναζί. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πώ ς ένιωθαν οι φυλακισμέ νοι μπροστά στο φακό του στρατιωτικού φωτογράφου. Σίγουρα χάρηκαν που ξανασυναντήθηκαν, που σφιχταγκαλιάστηκαν, που μοιράστηκαν την οδύνη, την οποία, εκείνη τη στιγμή, υπερ κάλυπτε κάτι σαν αγαλλίαση, αυτό που νιώθει μια αδελφότητα όταν ξανασμίγει. Ενωμένοι, ένιωθαν πιο δυνατοί, πιο θαρραλέοι μπροστά στο θάνατο, που τούτη η σκηνοθεσία τον ανήγγελλε
196 Scanned by CamScanner
Μάντευαν σε τι θα χρησίμευαν αυτές οι εικόνες, για τί συμμετείχαν οι ίδιοι κι όχι κάποιοι άλλοι, και τι θα συνόδευαν. ως βέβαιο.
Η σύντομη χαρά τους αμαυρώθηκε, το δίχως άλλο, από τούτη την τελευταία ταπείνωση, να ενσαρκώσουν δηλαδή την εικόνα που ήθελε να τους αποδώσει η γερμανική προπαγάνδα: τέρατα εξαντλημένα, ξεπαγιασμένα, αναμαλλιασμένα. Ο Τόμι πρέπει να ένιωσε πολύ σκληρά τούτο τον εξευτελισμό. Παραδόξως, σ’ αυτές τις φωτογραφίες, και οι δέκα εκπέμπουν την ευγένεια του ελεύθερου ανθρώπου, την έπαρση του περιπλανώμενου, την υπερηφάνεια του αριστοκράτη στο ικρίωμα. Σε αντίθεση με την αγελαία και άνανδρη χυδαιότητα ενός φανφαρόνου των Ε ς Ε ς, στριμωγμένου μες στη γελοία, κολλαριστή στολή του. Ο φωτογράφος αξιωματικός λεγόταν Τέομπαλντ. Έ ν α ς στρα τιωτικός φωτογράφος όπως οι άλλοι, που ακολούθησε τον γερ μανικό στρατό ώς το τέλος του πολέμου στη Γαλλία και που αρ γότερα δεν φαίνεται να διαπρέπει σε κάτι. Μία από τις λήψεις του στο προαύλιο της Φρεν εκείνη τη μέρα με συγκινεί ιδιαίτερα, κι είναι αυτή που έδωσε τον τόνο στην αρχή της σκηνής: ο Βά σμπροτ, ο νεότερος της ομάδας των εκτροχιασμών, στρέφεται προς τον Μανουσιάν και του χαμογελάει. Εκείνη τη στιγμή ο Μανουσιάν κοιτάζει τον Μποκτσόρ, που στη φωτογραφία φαί νεται προφίλ, στα δεξιά, και που επίσης σκάει ένα χαμόγελο. Στο χαμόγελο του Βάσμπροτ διακρίνουμε θαυμασμό για τον αρχηγό του, αλλά, πιθανότατα, και κάτι σαν ευτυχία. Την ευ τυχία να βρίσκεται πλάι του, έπειτα από τρεις μήνες που ίσως έχει περάσει στην απομόνωση, λες και η παρουσία του και μόνο αρκεί για να τον κάνει να ξεχάσει όλες τις δυστυχίες και το θά νατο που ξέρει ότι πλησιάζει. Αυτό το χαμόγελο είναι ευτυχία και πρόκληση μαζί. Μ ια άσεμνη χειρονομία προς τον εγκλημα197
τικο κρετινισμό τω ν νάζι, τούτη τη δολοφονική μηχανή, την τό σο π εισ μ α τω δ ω ς βλακώδη, που έπρεπε να καταστραφεί ολοσ χ ερ ώ ς για να σταματήσει. Σ ’ αυτό το χαμόγελο ακτινοβολεί επ ίσης όλη η ομορφιά της αληθινής νεότητας, που μπορεί ακόμη και τη ζω ή της να δώσει για το θαυμασμό, τον έρωτα, τη δικαι οσύνη, την ευφορία της αυτοθυσίας. Αυτό το χαμόγελο ενός Εβραίου της εποχής εμένα μού φέρνει νοσταλγία. Κ ι αυτό το χα μ όγελο με συγκινεί επίσης, επειδή, την ίδια μέρα —ή την πα ραμονή ή την επομένη—, τη Σάρα Ντάνσιγκερ τη στοίβαζαν σ’ ένα σφραγισμένο βαγόνι με προορισμό το Ά ουσβιτς. Ο Βάσμπροτ δεν ήταν σε θέση να το γνωρίζει. Τ ο παιδικό του χα μόγε λο, το ομορφότερο α π ’ όλα, αστράφτει μες στο σκοτάδι όπου κάποιοι άνθρωποι φρικτοί, μεθυσμένοι από ζω ώ δ η ένστικτα, βυθίζουν τον κόσμο. Γ ια τον ακριβώς αντίθετο λόγο, μια άλλη φωτογραφία τού εν λ ό γ ω Τ έο μ π α λ ν τ με μπερδεύει: η φωτογραφία του Τ ό μ ι, με το π ρ ό σω π ό του σε γκρο πλαν. Η ωραιότερη φωτογραφία του Τ ό μ ι που έχει σ ω θεί, και φυλάσσεται σήμερα στο Μ ουσείο του Ο λ ο κ α υ τώ μ α το ς. Α υτή που ο Γκαμ π ριέλ είχε βάλει στο δω μ ά τιό του, στην οδό Κ αρντινάλ-Λ εμουάν. Β λέπ ο υ μ ε το πρόσωπό του από μπροστά, στραμμένο ελαφρώς προς τ ’ αριστερά, μισά νοιχτα τα χείλη, είναι σκυθρω πός, με κάτι σαν τρεμούλιασμα στα όρια τω ν δακρύων. Χ ω ρ ίς να είμ α στε και σίγουροι. Η Ελέν αφηγειται π ω ς, μ ετά τον πόλεμο, τη ς έφεραν μια φωτογραφία του Τ ό μ ι τραβηγμένη στο προαύλιο τη ς φυλακής, που βρέθηκε στην έδρα τη ς Γα λ λ ικ ή ς Π ολιτοφυλακής. «Ε ίν α ι πολύ καλή φ ω τογραφία. Τον βλέπουμε από μπροστά, μες στον ήλιο, και κλαίει σ’ αυτή τη φωτογραφία, κ λ α ίει». Π ρόκειται γ ια την ίδια φ ω το γραφία; Αν ναι, μ ή π ω ς η Ε λ έν αφέθηκε για μία ακόμη φορά να παρασυρθεί από την καρδιά τη ς μάνας, αφού τα δάκρυα δεν εί198
vat ορατά; Ή μήπως, αντίθετα, ήταν η μόνη που θα μπορούσε να καταλάβει αν ο γιος της έκλαιγε; Μ ήπως μιλούσε για κά ποια άλλη φωτογραφία, που σήμερα έχει χαθεί; Αν είναι έτσι, ο Τ όμι π ρ άγμ ατι έκλαψε κατά τη διάρκεια αυτής της εξευτελιστι κής φωτογράφισης. Τόσα αναπάντητα ερωτήματα. Για καιρό, κλαίει σ' αυτή τη σκηνή. Τελικά, προτίμησα τα στεγνά μάτια; σκέφτηκα πως, αν έδειχνα δάκρυα και δεν είχε κλάψει, θα ήταν σαν να τον πρόδιδα περισσότερο απ’ ό,τι αν συνέβαινε το αντί στροφο. Επιπλέον, με τα δάκρυα η σκηνή θα καταντούσε πολύ μελοδραματική, κι αυτό προτιμούσα να το αποφύγω.
Είχα μιλήσει στον Γκαμπριέλ για τους δισταγμούς μου. Ε ί χε συμφωνήσει με την επιλογή μου: κατ’ αυτόν, ο Τ όμι δεν ήταν άνθρωπος που θα έκλαιγε μπροστά στον εχθρό, πόσο μάλλον μπροστά στον φωτογραφικό φακό. Από την πλευρά μου, γνωρί ζοντας πω ς για τον Τ όμι τίποτα δεν ήταν χειρότερο από την ταύτιση με την εξευτελιστική εικόνα του Εβραίου, δεν ήμουν εξί σου κατηγορηματικός. Ό ταν ήρθε η στιγμή να γυρίσουμε τη σκηνή, ζήτησα επίμονα από τον Γκαμπριέλ να διατηρήσει αυτή την αβεβαιότητα. Δεν ξέρω τι εντύπωση αφήνει η σκηνή στο θεα τή που αγνοεί τούτες τις επιφυλάξεις. Ό σο για μένα, κάθε φορά που τη βλέπω, νιώθω ένα σφίξιμο στην καρδιά. Ο Ρομπέρ Βίτσιτς, ο επονομαζόμενος «Ρ ενέ», με αριθμό μη τρώου 10279, ήταν δεκαεννιά χρονών. Ε ίχ ε γεννηθεί στη Γ α λ λία, από πατέρα Πολωνοεβραίο μετανάστη, που είχε πολεμήσει στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, και από μητέρα Γαλλίδα, γεγονός που η γαλλική κυβέρνηση έκρινε ότι έφτανε και περίσσευε για να τον αντιμετωπίζει σαν Εβραίο και να τον απομακρύνει από τη θέση του τηλεγραφητή που κα τείχε’ επιπλέον, επέτρεψε στην *99
προπαγάνδα του Βισύ να τον ανακηρύξει «Πολωνοεβραίο». Ανυ πότακτος της Υπηρεσίας Υποχρεωτικής Εργασίας/ προσχώ ρησε στους FTP-MOJ τον Ιανουάριο του 1943 κι εντάχθηκε στο Τ ρίτο Α πόσπασμα, όπου πρόλαβε, μέχρι τη σύλληψή του κατά τη διάρκεια της αποτυχημένης επιχείρησης εναντίον μιας γερ μανικής χρηματαποστολής, στις 12 Νοεμβρίου, να διαπράξει πολυάριθμες επιθέσεις —κυρίως, ρίψεις χειροβομβίδων— ενα ντίον γερμανικών αποσπασμάτων. Οι άλλοι δύο αγωνιστές που συναντάμε για π ρώ τη φορά στην αίθουσα 23 της Ασφάλειας, και τους ξαναβλέπουμε εδώ για περισσότερη ώρα, είναι ο Ζλάμα Γκρζίβατζ και ο Σπάρτακο Φοντάνο. Ο πρώ τος, ο επονομαζόμενος «Σ α ρλ», με αριθμό μη τρώου 10157, Πολωνοεβραίος γεννημένος το 1909, που είχε πο λεμήσει στον Ισπανικό Εμφύλιο, υπήρξε μέλος του Δεύτερου Α ποσπάσματος μέχρι τη διάλυσή του, και στη συνέχεια μετακι νήθηκε, όπ ω ς πολλοί άλλοι, στην ομάδα τω ν εκτροχιασμών. Ο δεύτερος, ο Φοντάνο, ο επονομαζόμενος «Π ολ», Ιταλός κομμου νιστής είκοσι ενός ετώ ν, με αριθμό μητρώου 10266 και έπειτα 10291, εφαρμοστής στο επ ά γγελμ α , υπήρξε, όπ ω ς κι ο Ράιμαν, μέλος της ειδικής ομάδας, προτού μετακινηθεί στο Τ ρ ίτο Α πό σπασμα. Ε ίχ ε συλληφθεί στις 13 Νοεμβρίου, μετά την επιχείρη ση εναντίον της γερμανικής χρηματαποστολής. Σ ε ένα μ ικ ρ ό σαλόνι που το β λ έπ ο υ μ ε γ ια π ρ ώ τ η φορά, μ ε λ ιτ ή ε π ίπ λ ω σ η , η Ε λ έ ν κ ά θ ετα ι σε μ ι α κ α ρ έ κ λ α κ α ι κ ά τ ι ρά βει στο φως που μ π α ίν ε ι α π ό κ ά π ο ιο π α ρ ά θ υ ρ ο . Α κ ο ύ μ ε ένα κ λ ε ιδ ί να γυρίζει στην κ λ ειδ α ρ ιά , μ ι α π ό ρ τ α α νο ίγ ει, κλείνει, κ α ι τότε α κο ύγεται μ ι α νεανική φ ω νή:
— Μ αμά! Μ αμά! Ε δ ώ είμ α ι, Μ π ε λ ά —α π α ν τ ά ε κ ε ίν η -, τι τρέχει; 200
Scanned by CamScanner
Ο Μ πελά ορμά στο δω μάτιο. Δεν είναι πια το παιδάκι που αφήσαμε στο μπουλβάρ Σεν-Μ ισέλ, και το ξαναείδαμε μερικές φορές στο μονόχωρο διαμέρισμα της οδού Νταγκέρ, αλλά ένα αγόρι δεκατεσσάρων χρόνων, που πλησιάζει τη μητέρα του και στέκεται μπροστά της, χωρίς να βγάλει το χοντρό πανωφόρι του.
— Μ α μ ά ... Ο Τ ό μ ι... Η Ελέν σηκώνει εντέλει το βλέμμα της και τον κοιτάζει, όλο της το πρόσω πο σκοτεινιάζει, φανερώνει ανησυχία.
— Τι «ο Τ ό μ ι» ;... Τ ι τρέχει; Ο Μ π έλ α δεν α π α ν τά , αποστρέφει το πρόσωπο, βλέπουμε πως κλαίει, καθώ ς μ ε το ένα χέρι ξεκουμπώνει το πανωφόρι του και με το άλλο σκουπίζει τα δάκρυά του.
— Μ ίλ α ! λέει σε επιτακτικό τόνο η Ελέν. Μ ίλα! Τι τρέχει με τον Τ ό μ ι; Ο Μ π έλ α στρέφεται και πάλι στη μητέρα του:
— Μ α μ ά —λέει, κι η φωνή του διακόπτεται από λυγμούς έχουν κολλήσει μ ια αφίσα παντού, με τον Τ ό μ ι... και τον Γιόζεφ... την είδα στο μέτρο, α λ λ ά κι εδώ, στο δρόμο, είναι π α ντού... είναι και ο Ζ ο ρ ζ... είναι τουλάχιστον δέκα... Φαίνονται όλοι τους... και ο Μ α ρ σ έλ... Α κούγοντάς τον, η Ε λέν έχει σηκωθεί α π ό την καρέκλα της, έχει αφήσει τη ρ α π τ ικ ή της να πέσει στο π ά τ ω μ α κι έχει πάει να καθίσει σε ένα μικρό ντιβάνι, μ ε το κεφάλι μέσα στα χέρια της.
— Ε ίν α ι όλοι τους στην αφίσα, μ α μ ά ... Μ ε φριχτές φωτο γραφίες, π τ ώ μ α τ α , εκτροχιασμούς... Γ ια τον Τ ό μ ι, γράφουν: Ελέκ, Ο ύγγρος Ε β ρ α ίο ς, οχτώ εκτροχιασμοί... Γ ια τον Ζορζ, έβαλαν « α ρ χ η γ ό ς τη ς σ υ μ μ ο ρ ία ς»... Τους αποχαλούν στρατό του εγ κ λ ή μ α το ς... Δ ιπ λω μ έν η σ τα δύο, μ ε το κεφάλι μέσα στα χέρια, η Ελέν 201
Scanned by CamScanner
αυτή.μ ε λ υ γ μ ο ύ ς. Ε π α ν α λ α μ β ά ν ε ι ξανά και ξανά:
κ λ α ίε ι, κι
« Π ά ε ι, τελείω σε... Τ ελείω σ ε...» Ο Μ π ε λ ά , που δεν εχει αφήσει το πανωφόρι του. έχει καθίσει σ τη ν κ α ρ έ κ λ α μ π ρ ο σ τ ά στο παράθυρο κ α ι κοιτάζει κ λα ίγ ο ν τα ς το δρόμ ο. Α π ό το παράθυρο, πίσ ω α π ό έναν φ ηλό τοίχο , /να κ ο ιμ η τ ή ρ ιο α π λ ώ ν ετ α ι ώ ς εκεί που φτάνει το μ ά τ ι. Η Ε λ έ ν , κουκουλω μένη μ ε ς στο π α λ τ ό που φορούσε στο νεκρο ταφείο του Μ ο ν π α ρ ν ά ς συντροφιά μ ε τον Τ ό μ ι, σε προηγούμενη σκηνή, στέκεται μ ό ν η σε κ ά π ο ιο δρόμο του Π α ρισ ιο ύ , κ α ι κ ο ιτά ζει μ ι α αφίσα μ ε κόκκινο φόντο. Σ τ ο π ά ν ω μέρ ο ς , σ χ η μ α τ ίζο ντας αντεστραμμένο τρίγω νο , ξεχωρίζουν δέκα π ρ ό σ ω π α , το κ α θένα τους μ έ σ α σε κύκλο. Ο Τ ό μ ι είναι στην π ά ν ω σειρά, α ν ά μ ε σα στον Γ κ ρ ζ ίβ α τ ς κα ι τον Β ά σ μ π ρ ο τ . Ο Μ α νο υ σ ιάν κ ά τ ω κ ά τω . σ τη μ ύ τ η του τριγώ νου. « Ε λευ θερω τές;» ρ ω τά ει η αφίσα , π ά ν ω α π ό τ α π ρ ό σ ω π α . Οι άνδρες που β λέπ ο υ μ ε δεν είναι α υ τ ο ί τ η ς ταινίας, είναι οι π ρ α γ μ α τ ικ ο ί ' α λ λ ά τους αναγνω ρίζουμε εύ κ ο λ α . ιδίω ς τον Τ ό μ ι, αφού μ ά λ ισ τ α στην αφ ίσα αναγράφ ονται τ α ο ν ό μ α τ ά τους κ α ι τ α ε γ κ λ ή μ α τ α που έχει διαπράξει ο καθέ νας. Σ τ ο κ ά τ ω μ έρ ο ς τη ς αφ ίσας, έξι φ ω τογραφ ίες υποτίθεται ότι α ν α π α ρ ισ το ύ ν τις α νο μ ίες τω ν ανδρώ ν που εικονίζονται π α ρ α π ά ν ω : εκ τρ ο χ ια σ μ ο ί, το γ υ μ ν ό στέρνο ενός π τ ώ μ α τ ο ς δ ιά τρητο α π ό τις σφαίρες, το π τ ώ μ α ενός ά λ λ ο ν ά ν δ ρ α πεσμένο κ α τ α γ ή ς , ένα τρ α π έζι κ α λ υ μ μ έν ο μ ε διάφ ορα ό π λ α . Κ ά τ ω α π ό α υ τές τις φ ω τογραφ ίες, φιγονράρει η α π ά ν τ η σ η σ τη ν ε ρ ώ τ η σ η που διατυπ ώ ν εται π ιο π ά ν ω : « Η α π ελευ θ έρ ω σ η α π ό το σ τ ρ α τ ό του ε γ κ λ ή μ α τ ο ς !» Η κ ό κ κ ιν η αφ ίσ α είναι το π ο θ ετη μ έν η α κ ρ ιβ ώ ς π ά ν ω α π ό μ ι α ά λ λ η που διαφ ημίζει μ ι α ο π ερ έτ α τ ω ν Α λ ιμ π έ ρ κα ι Βενσαν Σ κ ο τ ό , στο
« T h e a t r e
d e s
V a r i e t e s
» , τον Άνθρωπο
τη ς Κανεμπιερ, μ ε τον ίδιο τον Α λ ιμ π έ ρ στον π ρ ω τ α γ ω ν ισ τ ικ ό ^
■ II
I
V I
ny
J
202 I
|| , V |
ρόλο. Τον βλέπουμε να χαμογελάει πλατιά, με μ ια τραγιάσκα φορεμένη στραβά, μπροστά στη ριγω τή τέντα ενός καφέ στη Μ ασσαλία. Η Ελέν απομακρύνεται με αργά β ή μ α τα , τη βλέπουμε α π ό πίσω, ενώ ακοόμε τον Α λιμπέρ να τραγουδάει: « Τ ’ ωραιότερο του κόσμου τανγκό το χόρεφα στην α γκαλιά σου...»
Η περίφημη Κόκκινη Αφίσα αναρτήθηκε σε όλες τις γαλλικές πόλεις, ταυτόχρονα με την προβολή του ρεπορτάζ των γερμανι κών επικαίρων στις κινηματογραφικές αίθουσες. Οι φωτογρα φίες μέσα στους κύκλους ήταν αυτές που τράβηξε ο φωτογράφος Τέομπαλντ στο προαύλιο της Φρεν. Η Ελέν αφηγείται π ώ ς ήρθε να την ειδοποιήσει ο Μ πέλα και πώς εκείνη είχε βάλει τα κλά ματα. Χωρίς να το λέει, η αφίσα ανακοίνωνε ξεκάθαρα π ω ς ήταν νεκροί ή πως επρόκειτο σύντομα να πεθάνουν, τη στιγμή που η αναμενόμενη δίκη δεν είχε ακόμη λάβει χώρα. Η αντίδραση της Ελέν ξεπέρασε τα δάκρυα: Ο Μ π έλ α μ ε είδε ν ’ α ν εβ α ίν ω π ά ν ω στο ντιβάνι έγ δ ερ ν α τ ο π ρ ό σ ω π ό μου, μ ά τ ω σ α , φ ώ ναξα. Ή τ α ν φριχτό. Δεν θέλησα να δείξω αυτή τη σκηνή. Νομίζω επειδή, απλούστατα, δεν θα μπορούσα να βρω τις σωστές και πειστικές εικόνες, και να βάλω έπειτα τη Βίλμα να τις παίξει. Ποια ηθο ποιός θα ήταν ικανή να αποδώσει αυτή τη σκηνή υστερικής από γνωσης σε μια ταινία τού σήμερα, δίχως να την κάνει να μοιάζει ψεύτικη, σχεδόν γκροτέσκα; Όταν ηρέμησε, η Ελέν κατέβηκε για να δει την αφίσα, η οποία παρέμεινε για καιρό στους δρόμους των πόλεων και των χ ω ριών. Αργότερα η Ελέν την είδε στο Μανς και το Λαβάλ, όταν πήγε να επισκεφθεί τον Μ πέλα, που είχε βρει καταφύγιο στο σπίτι κάποιων χωρικών στη Μ αγέν,* όπου δήλωσε ότι ήταν ορ φανός κι ότι τον έλεγαν Ζαν Μορέν. 203
banned by CamScanner
Σ ύ μ φ ω ν α με κά π ο ιες αναφορές -ιδ ια ίτ ε ρ α εκείνες που προ
έρχονται or Γτό κομμουνιστική οργανώσεις ή -ο υ εγκωμιάζουν την Α ν τ ίσ τ α σ η . η Κ ό κ κ ιν η Α φ ίσ α είχε στ?; γ α λ λ ικ ή κοινή γ ν ώ μ η α ν τ ίκ τ υ π ο αντίθετο α π ο εκείνον που υπολόγιζε η προπαγάν δα. Ο ι οεκα στρατιώ τες του
στρατού του εγκλήματος»* προκα-
λούσ χν το σεβασμό των π - r .i ιτ ικ ω ν . κ α ι σε κάποιες αφίσες γρά φ ονταν σ υνθήματα ιυ μ π iOs-.α;, ενώ ορισμένοι κολλούσαν πάνω τους αυτοκόλλητες ταινίες που
έγραφαν: ■· Μάρτυρες!·· Το 1955
ο Λ ρ α γ κ ό ν : γ - ?- ’ιε τις Α τροφές γ ια να
θυμ όμ αστε
κ α ι. μέσα σε
λίγ ο υ ς ιλες ν .δ ε ιν ο ύ ς . κατόρθωσε να μ ιλή σ ει γ ια την αφίσα και το τγλο ; της -Ο μ ά δ α ς Μ α ν ο υ σ ιά ν » πολύ καλύτερα από μένα, που είχα στη διάθεσή μου μ ια ολόκληρη τα ινία : Οι εικόνες σας σ τ ω ν π ό Λέων μ α ς τσυς
τ ο ίχ ο
υς/Λ Ι α ύρο t α π ’ τα γένια κ ι απ* το
σ κο τ ά δ ι σ ν α μ α λ λ ια σ μ ε ν ο ι φ ο β ε ρ ο ί / Η αφίσα ιό:α με λεκε’ από αή/α. Α τ ο ύ τα ο ν ό μ α τ α σας δύσκολα π ρ ο τ ε ρ ο ν τ α ι / Κ ά π ω ς έτσι t i a y v t να τ ρ ο μ ά ς ε ι τους π ε ρ α σ τ ι κ ο ύ ; . / Κ α ν ε ί ς δεν εμοιαςε Γάλ
λους να σας π ρ ο τ ι μ ά / Μ ε το φω ς ο: ά ν θ ρ ω π ο ι δ ί χ ω ς μ ά τ ια για σας π τ ο σ π ερ νο ύ σα ν /Α λ λ ά με τη συσκότιση δάχτυλα που ςεσ τ ρ ά τ ι ζ α ν / Κ ά τ ω α π ’ τις φωτογραφίες σας είχαν γράφει Γ //Ε -
ΑΜ .Υ Γ /Α 7 7 / Γ Λ Λ Λ Ι Λ / Κ ι έτσι τα σ κυθρω πά π ρ ω ι ν ά γίνονταν άλλα. Ω σ τ ό σ ο δεν ε π ιν ό η σ α τ η γ α λ λ ικ ή α ν εμ ελ ιά π ο υ έκανε, πάνω σ τ η ν έυρα, ν α ξ ε χ α σ τ ο ύ ν γ ια λ ί γ ο τ α β ά σ α ν α τη ς Κ α τ ο χ ή ς : μια φ ω τ ο γ ρ α φ ία τη ς ε π ο χ ή ς δ είχ ν ει κ α θ α ρ ά τις δύο αφ ίσες. τη μία π ά ν ω α π ό τ η ν ά λ λ η , τη ν Κ ό κ κ ιν η Α φ ίσ α κι εκείνη μια ς οπερέ τ α ς α λ ά Π ρ ο β ε ν σ ά λ , γ ν ω σ τ ή ς κ υ ρ ίω ς γ ια τ ο « ω ρ α ιό τερ ο του κ ό σ μ ο υ τ α ν γ κ ό » . Α ν έβ η κ ε σ τ ο « T h e a t r e tle^ Y a rie te s » α π ό τις Β Ια ν ο υ ά ρ ιο υ μ έ χ ρ ι τ ις 4 Α π ρ ιλ ίο υ 1 9 4 4 . τ η ν π ερ ίο δ ο π ο υ οι Γ ε ρ μ α ν ο ί. σε α π ό γ ν ω σ η , α σ κ ο ύ σ α ν β ά ρ β α ρ η κ α τ α σ τ ο λ ή σ τη Γ α λ λ ία κι έσ τ ελ ν α ν σ τ ο θ α ν α τ ο 4 . 8 7 0 Ε β ρ α ίο υ ς , δ ίχ ω ς ν α λ ο γ α ρ ιά 2
Scanned by CamScanner
C4
σουμε τα παιδιά του Ιζιέ,* που η σειρά τους ήρθε αργότερα, στις 6 Απριλίου. Την ίδια εποχή, ορισμένες φωτογραφίες του Τέομπαλντ από τη Φρεν χρησίμευαν ως εικονογράφηση σε πολλά φυλλάδια που διένεμε η αντισημιτική γαλλογερμανική προπαγάνδα, μεταξύ των οποίιυν εκείνα που τιτλοφορούνται Ο Στρατός τον εγκλή ματος*. αι Σ α ς μισώ. Τ ο δεύτερο μπορεί να απαριθμούσε, με τρο μερή δριμύτητα, τα κουσούρια και τα εγκλήματα των Εβραίων από καταβολής κόσμου, το πρώτο όμως επιδίωκε ν’ αποδείξει πως ο «συμμοριτισμός» που μάστιζε τη Γαλλία —αυτές οι δο λοφονίες καθωσπρέπει πολιτών, οι κλοπές επισιτιστικών καρ τών, οι εκτροχιασμοί, ακόμη κι αν μερικές φορές οι δράστες ή ταν παραστρατημένοι Γάλλοι—είχε ως ηθικούς αυτουργούς τους Εβραίους, που ήταν οπωσδήποτε ξένοι: Κ α ι το έγκλημα είναι εβραϊκό, το έγκλημα είναι ξένο. Κ αι το έγκλημα είναι στην υπη ρεσία του ιουδαϊσμού, του εβραϊκού μίσους, του εβραϊκού σαδισμού, όπω ς κι ο πόλεμος είναι στην υπηρεσία του ιουδαϊσμού . του εβραϊκού καπιταλισμού και μπολσεβικισμού.ΌΧη η αντιση-
μιτική φιλολογία πρώτης γραμμής, όπως τα κείμενα του Ζορζ Μονταντόν ή του Ανρί Κοστόν που ενέπνευσαν τον Σελίν,** συ μπυκνώνεται, έπειτα από μια ανιαρή εισαγωγή με τα νέα από το μέτωπο της τρομοκρατίας, στο πορτρέτο του Ράιμαν, για πα ράδειγμα, στο διεστραμμένο βλέμμα του, όπου υποφώσκει όλος ο σαδισμός της φυλής του. Μ ή π ω ς δεν βλέπουμε σ' αυτά τα μ ά τια τον Ρουβήν, που πλάγιασε με την παλλακίδα του πατέρα του, του Ια κ ώ β ; [...] Μ ή π ω ς δεν βλέπουμε να σιγοκαίει η καταστροφικη μ α ν ία του Ιίουριμ,
οπού εορτάζεται ο στραγγαλι
σμός περισσότερων α π ό 1 0 .0 0 0 μ η Εβραίω ν, κι ακόμη η έφοδος των Εβραίω ν σε μ ια πόλη, με σκοπό να σφαγιάσουν τους κατοί κους της και να προσφέρουν τα κορίτσια της βορά στις ορέξεις 205
Scanned by CamScanner
zcov ρ α β ιν ω ν τ ο υ ς ; Αυτό το παθολογικό μίσος στρεφόταν ενά
ντιον ολου του οικτυου των ΜΟΙ, υιοθετώντας τα ρατσιστικά στε ρεότυπα που χρησιμοποιούνταν κατά κόρον τα τελευταία δύο χρόνια και που ο Τόμι, επαναστατώντας μπροστά σε αυτή την εγκληματική παραφροσύνη, πάσχιζε να διαψεύσει: Ό λ ο ι τ ο υ ς εί ν αι ξέν ο ι. Κ α ν έ ν α ς δεν έχ ει γ α λ λ ικ ή κ α τ α γ ω γ ή . Η όφ η τ ο υ ς εί ν α ι α π ο κ ρ ο ν σ τ ικ ή . Ο ε β ρ α ϊκ ό ς σ α δ ισ μ ό ς ε ίν α ι φ α ν ερ ό ς σ τ ο ύ π ο υ λ ο β λ έμ μ α τους, σ τ α π α ρ α μ ο ρ φ ω μ έν α α υ τ ιά τους, σ τ α χ ον τρ ά κ α ι κ ρ ε μ α σ μ έ ν α χ είλ η το υ ς, σ τ α α χ υ ρ έ ν ια κ α τ σ α ρ ά μ α λ λ ι ά τους, σ τ η ν α ρ ρ ω σ τ ιά ρ ικ η σ τ ά σ η τ ο υ ς . Λ ε ιφ ό μ υ α λ ό σ ε α π ο κ ρ ο υ σ τ ικ ό σ ώ μ α . Ο σ τ ρ α τ ό ς του εγ κ λ ή μ ατος.
Σ ’ αυτά τα φυλλάδια για επικίνδυνους παράφρονες, που οι Γερμανοί τούς έσερναν απ’ τη μύτη, εμφανίστηκαν οι μικρές σκηνοθετικές απόπειρες του αξιωματικού Τέομπαλντ: ο Ράιμαν με το όπλο στο χέρι, ο Φίνγκερτσβαϊγκ και ο Τόμι με το γερμανικό κλειδί τους. Η φωτογραφία του Φίνγκερτσβαϊγκ, που τον είχαν βάλει να γονατίσει μέσα στο προαύλιο της Φρεν, είχε υποβληθεί σε αποτυχημένο φωτομοντάζ, ώστε να μοιάζει λες και τον είχαν συλλάβει επ’ αυτοφώρω να ξηλώνει μια τραβέρσα σκυμμένος από πάνω της. Ό σο για τον Τόμι, η Ελέν τον είχε δει σε κάποιο απ’ αυτά τα φυλλάδια: Έ β α λ α ν μ ι α φ ω τ ο γ ρ α φ ί α τ ο υ γ ιο υ μ ο υ τη ν ώ ρ α π ο υ ξ ε β ιδ ώ ν ε ι τ α μ π ο υ λ ό ν ια α π ό κ ά τ ι ρ ά γ ε ς . Π ώ ς μ π ό ρ ε σ α ν ; Ή τ α ν φ ω το μ ο ν τά ζ . Α ν α γ ν ώ ρ ισ α τ ο π α λ τ ό το υ , τ ο π ρ ό σ ω π ό τ ο υ , π ο υ ή τ α ν π ο λ ύ ό μ ο ρ φ ο , α λ λ ά η κ ίν η σ η τ ω ν χ ε ρ ιώ ν ή τ α ν λ ά θ ο ς . Π ράγματι. Τ ο πρόσωπο του Τ όμ ι ήταν πολύ όμορ
φο. Και η κίνηση των χεριών ήταν λάθος. Κ ι αυτή η προπαγάν δα ήταν, ομολογουμένως, εντελώς απαράδεκτη.
200
Μ ια μ εγ ά λ η α ίθ ο υ σ α μ ε τοίχ ου ς σε α π α λ ό πράσινο, χ ω ρίς κ α θ ό λου έπ ιπ λ α , κ α ι μ ε φ ηλά κ α γ κ ε λ ω τ ά π αράθυ ρα, α π ό όπ ου περ νά το φως τη ς μ έρ α ς . Ό λ α τ α μέλη τω ν FTP-MOI που γνω ρί ζουμε, κι ά λ λ ο ι εφ τά κ ρ α το ύ μ εν ο ι που τους αναγνω ρίζουμ ε α π ό τις σκηνές στη ν Α σ φ ά λ εια , συνολικά είκοσι δύο άνδρες κ α ι μ ία γυναίκα, είν αι π α ρ α τ α γ μ έ ν ο ι σε δύο σειρές, όλοι τους δεμένοι π ισ θ ά γ κ ω ν α μ ε χ ειρ ο π έδ ες . Α ν ταλ λ άσ σ ου ν μερικές λέξεις, ορι σμένοι χ α μ ο γ ελ ο ύ ν . Δ ια κ ρ ίν ο υ μ ε κ α θ α ρ ά τον Τ όμι, στο κέντρο της δεύτερη ς σ ειρ άς, γ ι α τ ί είν αι α π ό τους π ιο φηλούς, ακριβώ ς δίπ λ α στον Β ά σ μ π ρ ο τ . Οι ά ν δ ρ ες της Κ όκκινη ς Α φ ίσας φορούν τα ίδ ια π ά ν τ α ρ ο ύ χ α . Π ίσ ω τους, δεξιά κ α ι α ρ ισ τερ ά τους, στέ κουν Γ ε ρ μ α ν ο ί σ τ ρ α τ ιώ τ ε ς . Η κ ά μ ε ρ α κινείται κυκλικά γύρω α π ό τις δύο σ ειρ ές κ α ι σ τ α μ α τ ά ε ι π ίσ ω τους. Τ ό τε βλέπ ουμ ε μ ια π ό ρ τα να α ν ο ίγ ει σ τ ο β ά θ ο ς, κ α ι τρεις Γ ερ μ α ν ο ύ ς α ξιω μ ατικ ού ς να μ π α ίν ου ν β ια σ τ ικ ά στη ν α ίθ ο υ σ α . Ο ένας στή νεται στη μέση του δ ω μ α τ ίο υ , α π έ ν α ν τ ι α π ό το υ ς φυλακισμένους. Κ ρ α τ ά ε ι ένα χ α ρ τ ί κ α ι, δ ίχ ω ς ν α σ η κ ώ σ ει ού τε σ τιγ μ ή το βλ έμ μ α, αρχίζει να διαβάζει μ ε μ ο ν ό τ ο ν η φωνή, α λ λ ά μ ε έντονη γερμ ανική προφ ο ρ ά : « Λ όγ ω ε π α ρ κ ώ ν εν δ είξεω ν π ε ρ ίε π ιδ ό σ ε ώ ς τους σε ενέργειες 207
εν ά ν τ ιο ν το υ γ ε ρ μ α ν ικ ο ύ σ τ ρ α τ ο ύ κ α τ ά τη δ ιά ρ κ ε ια τω ν ετώ ν 1 9 4 2 κ α ι 1943, χ ω ρ ίς να φέρουν τ α ε π ίσ η μ α δ ια κ ρ ιτ ικ ά τον εχθρι κ ο ύ σ τ ρ α τ ο ύ , κ α θ ώ ς κ α ι π ε ρ ίχ ρ ή σ ε ω ς ό π λ ω ν κ α ι ά λ λ ω ν μ έσ ω ν εν ό π λ ο υ α γ ώ ν α , μ ε την π ρ ό θ εσ η ν α π ρ ο κ α λ ε σ ο υ ν α π ώ λ ε ιε ς στις τ ά ζ ε ις τ ω ν γ ε ρ μ α ν ικ ώ ν δ υ ν ά μ εω ν κ α ι ν α δ ια π ρ ά ξ ο υ ν επ ιθ έσ εις εν α ν τ ίο ν μ ελ ώ ν του γ ε ρ μ α ν ικ ο ύ σ τ ρ α τ ο ύ , τ ο σ τ ρ α τ ιω τ ικ ό δ ικ α σ τ ή ρ ιο υ π ό τ ο ν δ ιο ικ η τή το υ Μ εγ ά λ ο υ Π α ρ ισ ιο ύ , κ α τ ό π ιν συσκέφ εω ς, κ α τ α δ ικ ά ζ ε ι το υ ς Μ α ν ο υ σ ιά ν Μ ισ ά κ , Φ ο ν τ α ν ό Σ π ά ρ τ α κ ο , Β ίτ σ ιτ ς Ρ ο μ π έ ρ , Ρ ο υ σ έλ Ρ ο ζ έ, Σ α λ β α ν τ ό ρ ι Α ν τ ο υ ά ν , Κ λ ο α ρ έ κ Ζ ο ρ ζ. Λ ο ν κ α ρ ίν ι Σ ε ζ ά ρ , Ν τ έ λ α Ν έ γ κ ρ α Ρ ίν ο Π ρ ίμ ο , Ρ ά ιμ α ν Μ α ρ σ έ λ , Α λ φ ό ν σ ο Σ ε λ ε σ τ ίν ο , Μ π ο κ τ σ ό ρ Γ ιό ζ εφ , Γ κ λ α τ ζ Έ μ ε ρ ιτ ς , Μ α ρ τ ίν ιο υ κ Μ ίκ α ελ , Φ ίν γ κ ε ρ τ σ β α ϊγ κ Μ ά σ κ α , Β ά σ μ π ρ ο τ Β ολψ , Ε λ έ κ Τ ο μ ά , Γ κ ό λ ν τ μ π ε ρ γ κ Λ α ζ μ π , Σ α π ί ρ ο Σ α λ ο μ ό ν , Ο υ σέλ ιο Α μ εν τ έ, Μ α ν ο υ κ ιά ν Α ρ μ α ν έ κ , Μ π ά ν τ σ ιτ ς Γ κ ό λ ν τ α , Κ ο υ μ π ά κ ι Σ τ α ν ισ λ ά ς , Γ κ ρ ζ ίβ α τ ς Ζ λ ά μ α , σ ε θ ά ν α τ ο » . Ο α ξ ιω μ α τ ικ ό ς σ η κ ώ ν ει, τέλ ος, τ ο β λ έ μ μ α τ ο υ π ρ ο ς τ ο υ ς φυ λ α κ ισ μ έ ν ο υ ς . Α κ ο ύ γ ο ν τ α ι τ ρ ία « Ζ ή τ ω η Γ α λ λ ία ! » , κ ι έ ν α «Ζ ή τ ω η Γ α λ λ ί α ! Ζ ή τ ω η Σ ο β ιε τ ικ ή Έ ν ω σ η ! » Ο α ξ ι ω μ α τ ι κ ό ς δίνει σ τ ο υ ς σ τ ρ α τ ιώ τ ε ς μ ι α εν τ ο λ ή σ τ α γ ε ρ μ α ν ικ ά , κ ι ε κ ε ίν ο ι μ π α ί νουν σ τ ις σ ειρ ές τ ω ν φ υ λ α κ ισ μ έν ω ν , τ ο υ ς π ιά ν ο υ ν α π ό τ ις χ ε ιρ ο π έ δ ε ς κ α ι τ ο υ ς ώ μ ο υ ς , τ ο υ ς β γ ά ζ ο υ ν α π ό τη ν π ό ρ τ α σ τ ο β ά θ ο ς , εν ώ ε μ ε ίς τ ο υ ς β λ έ π ο υ μ ε μ ό ν ο α π ό π ίσ ω , μ έ χ ρ ι τ ο τ έ λ ο ς .
Η γυναίκα είναι η Ό λγκα (το γένος Γκόλντα) Μπάντσιτς. Δεν είμαι απολύτως σίγουρος ότι εκείνο το Σάββατο 19 Φεβρουάριου 1944 βρισκόταν σ’ αυτή την αίθουσα της Φρεν, όταν διάβασαν στους φυλακισμένους την ετυμηγορία μιας δίκης που ποτέ δεν έγινε. Το μόνο που ξέρουμε για το τέλος της Ό λγκ α Μπάντσιτς είναι πως καταδικάστηκε σε θάνατο ταυτόχρονα με άλλα είκοσι δύο μέλη των FTP-MOI, και στη συνέχεια μεταφέρθηκε στη Γερ208
Scanned by CamScanner
μανία, για να εκ τελ εσ τεί μ ε τον τρ ό π ο που προανέφερα. Ο ι Γ ερ μανοί, για λόγους το υ ς οπ οίους α γν ο ο ύμ ε, δεν τουφέκιζαν γ υ ναίκες, και οι σ τ ρ α τ ιώ τ ες το υ στρ α το ύ κ α τ ο χ ή ς διέθεταν μόνο τουφέκια για να εκτελούν. Α λ λ ά σκέφ τη κα π ω ς θα έπ ρ επ ε κι εκείνη να βρίσκεται εκεί, σε το ύ τη τη σκηνή που επ ίσης δεν έχ ει επαληθευτεί, και είναι α π λ ώ ς πιθανή. Π οτέ δεν π ρ α γ μ α το π ο ιή θ η κ ε σ τ ’ αλήθεια δίκη τη ς «Ο μ ά δα ς Μανουσιάν», παρά μόνο μια τερ ά σ τια επ ιχείρηση π ρ ο π α γά ν δας στον γαλλικό Τ ύ π ο , ενορχηστρω μ ένη από το Γ α λ λ ικ ό Γ ρ α φείο Πληροφοριών, τον οργανισμό τη ς κυβέρνησης του Β ισύ που υπαγόρευε στις εφημερίδες το περιεχόμενό τους. Έ τ σ ι , από τις 19 ώς τις 23 Φεβρουάριου, στο σύνολο του γαλλικού Τ ύ π ο υ δι νόταν η λεπ τομ ερής περιγραφή —μ ε πανομοιότυπο τρόπο σε όλες τις εφημερίδες, ούτε κ ό μ μ α δεν έλειπ ε— μιας φ ανταστικής δίκης που διεξαγόταν σε κάποιο μέρος που δεν κατονομαζόταν, και όπου μια συμμορία απ οτρόπ α ιω ν κι αιμοβόρων κομμουνι στών τρομοκρατών ομολογούσαν τις ειδεχθείς πράξεις τους. Σ ε αντίθεση με άλλες μ εγά λες δίκες —ό π ω ς εκείνη που έλαβε χώ ρα στο Μέγαρο τη ς Χ η μ εία ς* τον Α πρίλιο του 1 9 4 2 , μ ε κ α τη γ ο ρούμενους είκοσι εφτά νεαρούς κομμουνιστές τη ς Α ντίστασης, εκ των οποίων ο ένας, ο Α ντρέ Κιρσέν, δεν είχε κλείσει καν τα δεκάξι-, από αυτή τη δίκη-φάντασμα δεν σ ώ ζετα ι ούτε ένας φά κελος, ούτε μία φωτογραφία, ούτε ένα κινηματογραφικό ντο κουμέντο. Ο Γερμανός ιστορικός Α λρ ιχ Μ έγερ , που αναζήτησε επί μακρόν γραπτά ίχνη, δεν βρήκε παρά ένα χειρόγραφο φυλ λάδιο στα Γερμανικά Α ρχεία, που αναφέρει μια ετυμηγορία, την ημερομηνία 19 Φεβρουάριου, κατά την οποία ανακοινώθη κε στους κατάδικους, και τον κα τά λογο τω ν ονομάτων τους. Είναι, λοιπόν, πιθανό η ομάδα να μην παρουσιάστηκε π ο τέ εν ώ πιον του δικαστηρίου, παρά μόνο ενώπιον ενός αξιωματικού στη 209
φυλακή της Φρεν, ο οποίος τους ανακοίνωσε μια συλλογική ποι νή, μ ε υποτυπώ δη τεκμηρίωση. Ολα αυτά δεν έχουν και πολλή σημασία. Η ουσία είναι ότι, μ.ια μέρα, πληροφορήθηκαν ότι επρόκειτο να πεθάνουν μερικές ώρες αργότερα' για ορισμένους, αυτό ήταν μια ανακούφιση, ενώ , για άλλους, το τέλος μιας τρελής ελπίδας που εξακολου θούσε να αντιστέκεται. Γ ια τον Τ ό μ ι, δεν ξέρω τι ήταν. Νά για τί δεν ήθελα να τους δείξω από μπροστά, τη στιγμή που τους ανακοινώνουν τον επικείμενο θάνατο. Κ άποιοι μπορεί να έκλαιγαν, άλλοι να χαμογελούσαν, κι άλλοι να μην επιθυμούσαν να εκφράσουν κανένα συναίσθημα. Αυτό δεν μπορώ να το αποφα σίσω εγ ώ . Οι περισσότεροι από τους εφτά αντιστασιακούς που είδαμε φευγαλέα στην Ασφάλεια και οι ο π ο ίο ι εμφανίζονται πάλι σ’ αυ τή τη σκηνή ανήκαν στο Τ ρ ίτο Α π όσπ ασμ α, που περιελάμβανε κυρίω ς Ιτα λ ο ύ ς, αλλά και τους δύο μοναδικούς καθαρόαιμους Γά λλο υς τη ς ομάδας, μέλη τη ς Κ ομμουνιστικής Ν εολαίας: τον Ζ ο ρ ζ Κ λοα ρέκ, εργάτη στα χω ράφια, που είχε κλείσει τα είκοσι δύο στη Φ ρεν, στις 2 2 Δ εκεμβρίου, και τον Ρ ο ζ έ Ρ ο υ σ έλ, μαθητευόμενο τορναδόρο, που ήταν και ο νεότερος όλω ν, αφού είχε κλείσει τα δ εκ α ο χ τώ σ τις 3 Ν οεμβρίου. Π αρέα μ ε τον Ρίνο Ν τέλα Ν έγκρα, είκοσι ετώ ν -ε ρ γ ά τ η στη Σ οσόν* και π α ίκτη της Ρεντ Σ τα ρ **—, τον Αντουάν Σαλβαντόρι, οικοδόμο είκοσι τριών ετών, και τον Τ σ έζα ρ ε Λ ουκαρίνι, οικοδόμο είκοσι ενός ετώ ν , είχαν συλληφθεί μ ετά την α π ο τυχη μ έν η α π όπ ειρα εναντίον τη ς γερ μανικής χ ρ η μ α τα π ο σ το λή ς σ τις 1 2 Ν οεμβρίου. Μ ίκ α ελ Μ αρτίνιουκ ήταν το ψευδώνυμο μ ε το οποίο το μ έλος τη ς ομάδας εκτροχια σμ ώ ν Γιό ν α ς Γ κ εν το ύ λ ν τιχ , που π ο τ έ δεν αποκάλυψ ε την αληθινή του τα υ τό τη τα , ο ύτε το γ εγ ο ν ό ς ό τι ή τα ν Ε β ρ α ίο ς, συνελήφθη και κ α τα δ ικ ά σ τη κ ε. Ο Α ρμενάκ (κι ό χ ι Α ρμανέκ) Μ α -
210 Scanned by CamScanner
νουσιάν, που το πραγματικό του όνομα ήταν Αρπέν Λεβιτιάν, κλειδαράς, ο γηραιότερος όλων, αφού είχε γεννηθεί το 1898, ή ταν μέλος του Πρώτου Αποσπάσματος. Ό σο για τον Στανισλάς Κουμπάκι, που ήταν γεννημένος το 1908, καλουπατζής, σύμ φωνα με κάποιους, υλοτόμος κατ’ άλλους, σίγουρα Πολωνός και βετεράνος τω ν Διεθνών Ταξιαρχιώ ν, μέλος της OS-MOI, εί χε συλληφθεί τον Δεκέμβριο του 1942 και είχε επιχειρήσει να δραπετεύσει.
.,
Μ έσα σε έν α κ ελ ί α κ ο ύ γ ε τ α ι ο ή χ ος κ λ ειδ ιο ύ π ου γυρίζει στην κ λ ειδαριά , κ α ι η π ό ρ τ α α ν ο ίγ ε ι. Σ τ ο κ ά δ ρ ο εμ φ ανίζονται τ α υ τ ό χ ρονα τέσσερις κ ρ α τ ο ύ μ εν ο ι, π ο υ του ς β λ έπ ο υ μ ε π λ ά τη . Σ τ έ
'
κουν μ π ρ ο σ τ ά στη ν α ν ο ιχ τ ή π ό ρ τ α α ν ά μ ε σ ά το υ ς α ν α γ ν ω ρ ί ζουμε τον Τ ό μ ι κ α ι τ ο μ π λ ε π α λ τ ό του. Σ τ ο π λ α ίσ ιο τη ς π ό ρ τας, ένας ιερ έα ς μ ε ά μ φ ια , ω ρ α ίο ς ά ν δ ρ α ς μ ε κ α θ α ρ ό β λ έμ μ α , γύρω σ τ α σ α ρ ά ν τ α , π ο υ κ ρ α τ ά ε ι β ιβ λ ία , κ ι έν α ς K a lfa k t o r , μ ε γαλύτερος σε η λικία.
—Κ ο υ ρ ά γ ιο , π α ιδ ιά , λ έει ο δεύ τερος.
Έ χ ε ι π ρ ο γ ρ α μ μ α τ ι
σ τεί γ ια σ ή μ ερ α τ ο α π ό γ ε υ μ α , σ τις τρεις. Υ π ά ρ χ ει έν α δ έ μ α γ ια τον κ α θ έν α , κ ι ό ,τ ι χ ρ ε ιά ζ ε σ τ ε γ ια να γ ρ ά φ ετε τις α π ο χ α ιρ ε τ ι στήριες επ ισ τ ο λ έ ς σ α ς . Σ τ ρ έφ ετ α ι σε έν α κ α ρ ό τ σ ι, μ ο ιρ ά ζ ε ι σ ε όλ ου ς α π ό έν α δ έ μ α μ ε το σή μ α του Ε ρ υ θ ρ ο ύ Σ τ α υ ρ ο ύ , χ α ρ τ ί, κον δυ λ οφ όρους, μ ελ ά ν ι.
—Α ν χ ρ ε ια σ τ ε ίτ ε β ο ή θ ε ια —λ έει τ ό τ ε ο ιερ έα ς μ ε γ ερ μ α ν ικ ή
π ρ ο φ ορ ά -, ε ίμ α ι ε δ ώ γ ι α το ν κ α θ έ ν α σ α ς. Θ α μ είν ω μ α ζ ί σ α ς ώ ς το τέλος. Θ α μ π ο ρ ο ύ σ α ν α σ α ς δ ια β ά σ ω φ αλ μ ού ς. Π ο ιο ς α π ό σας θέλει τη Β ίβ λ ο ;
—Ό λ ο ι
Ε β ρ α ίο ι ε ίμ α σ τ ε ε δ ώ π έ ρ α , π ά τ ερ , κ α ι κ ο μ μ ο υ
νιστές, λ έει ο Φ ίν γ κ ε ρ τ σ β α ϊγ κ , π ο υ μ ό λ ις τ ώ ρ α τον α ν α γ ν ω ρ ί-
*^
α π α ν τ α ο ιερεας. θ α μείνω μέχρι την αναχώρη ση, μ π ο ρ είτ ε να μ ε κ α λ έσ ετ ε αν θέλετε. Η κ ά μ ε ρ α στρέφ εται α ρ γ ά π ρος το κέντρο του κελιού - πανομοιό τ υ π ο μ ε εκείνο ό π ου κ ρ α το ύ ν τα ν μ όνος τον ο Τ ό μ ι-, και βλέ π ου μ ε, τον έναν μ ε τ ά τον άλλο, μ ε τ α ρού χ α που φορούσαν μ π ρ ο σ τ ά σ το φ ακ ό του Τ έομ π αλντ, τον Ρ ά ιμ α ν , καθισμένο π ά νω σ τ ο τελ ά ρ ο του κρεβ ατιού , τον Φ ίνγκερτσβαϊγκ και τον Β άσ μ π ρ ο τ , π ο υ κ ά θ ο ν τ α ι κ α θ έν α ς τους σε ένα αχυρένιο στρώμα σ τ ο π ά τ ω μ α , μ ε την π λ άτη στον τοίχο, τον Τ όμι στην καρέκλα. Ό λ ο ι π ρ ο σ π α θ ο ύ ν να ανοίξουν το δέμ α τους και να βγάλουν α π ό μ έ σ α τ α δ ιά φ ο ρ α π α κ ε τ ά κ ια ' εκ σ τα σ ιά ζον τα ι σαν μ ικρά παιδιά, κ ι α ρ χ ίζο υ ν ν α δοκ ιμ άζου ν π ο ικ ίλ α γλυκίσματα.
—Π α ρ α ε ίν α ι
ω ρ α ία α υ τ ά τ α διόλου εβ ραϊκ ά ζελεδάκια
—λ έει ο Φ ίν γ κ ερ τσ β α ϊγ κ μ ε γ εμ ά τ ο σ τ ό μ α -, θα πεθάνω α π ό δυσ π εφ ία ... Οι άλλοι γελούν. — Θα μ α ς λείφεις, Μορις, λέει ο Τόμι, κι αυτός με γεμάτο
στόμα. Αναρωτιέμαι τι θα κάνουμε χωρίς εσένα. Τ α αγόρια σταματούν απότομα το γέλιο, η κάμερα συνεχίζει να κινείται αργά, στέκεται για λίγο πάνω σεκαθέναν ξεχωριστά και, αν κοιτάξεις το βλέμμα τους, διαπιστώνεις πως ακουμπά, διαδοχικά, σε κάποιον α π ό τους υπόλοιπους. Η κάμερα εξακολουθεί να περιστρέφεται και, μόλις φτάνει στον Τόμι, τον δείχνει καθισμένο στην καρέκλα, να γράφει πάνω στο τραπεζάκι ένα αποχαιρετιστήριο γράμμα με μαθητικό κονδυλο φόρο. Τον αχούμε σε βόις όβερ* ενώ η κάμερα τον αφήνει για να περάσει στον Ράιμαν, που γράφει ένα γράμμα ακουμπώντας στο χαρτόνι του δέματος και μασουλώντας ταυτόχρονα ζαχαρωτά,
212 w u u i ιι
i u u
κj
y
ι
μ
ιν ^ ι
στον Β ά σ μ π ρ ο τ κ α ι τον Φ ίν γ χ ερ τσ β α ϊγ κ . π ο υ γράφ ουν τ α δ ικ ά τους γ ρ ά μ μ α τ α π ά ν ω σ τ α γ ό ν α τ ά τους. Ό λ ο ι το υ ς σκύβουν π ο ύ και πού γ ια να β ο υ τή ξο υ ν τη ν π έν α το υ ς σε ένα μ ε λ α ν ο δ ο χ ε ίο α κ ουμπ ισ μένο π ά ν ω σε μ ι α κ ο ύ τ α του Ε ρ υ θ ρ ο ύ Σ τ α υ ρ ο ύ , π ο υ βρίσκεται σ το π ά τ ω μ α , σ τ ο κέν τρ ο τον κελιού.
Φρεν, 21/2/44 Αγαπητοί φίλοι. Σας γράφω αυτό το αποχαιρετιστήριο γράμμα για να σας διαβε βαιώσω, αν χρειάζεται, ότι οι προθέσεις μου ήταν αγνές. Δεν έχω τώ ρα το χρόνο για πολλά και κούφια λόγια. Θέλω μόνο να σας πω ότι δεν πρέπει να θλίβεστε, αντίθετα, να χαίρεστε, για τί για σας το ξημέρω μα θα φέρει τραγούδια.* Αντίο, λοιπόν, και να κρατήσετε την ανάμνησή μου στην καρ διά σας, να μ ιλάτε πού και πού για μένα στα παιδιά σας. Τ ο μ ά Ε λ εκ
Η
*
κάμ ερα περιστρέφ εται ακόμ η τώ ρ α επιστρέφει στον Topιι.
Εκείνος ξ αν αδιαβ άζει το γ ρ ά μ μ α του, το διπλώ νει σ τα τέσ σ ερα
,
,
το βάζει σε έναν φ άκελο π ά ν ω στον οπ οίο γράφει μ ια διεύθυνση, παίρνει ένα άλ λ ο φύλλο χ α ρ τ ί κ α ι ξαναρχίζει να γράφει. Α κούμε σε βόις όβερ: Δευτέρα 21/2/44 Αγαπητή κυρία Βεριέ, σας γράφω αυτή την αποχαιρετιστήρια επι στολή με την ελπίδα ότι θα ξανασυναντήσετε μια μέρα την οικογένειά μου... Κατόρθωσα ν’ αναπλάσω αυτές τις σκηνές χάρη σε κάποιες από τις επιστολές που γράφτηκαν από τους κρατούμενους το πρωινό 213
τ η ς 2 1 η ς Φ εβρουάριου, ημέρα της εκτέλεσής τους. Π ολλές από α υ τές μαρτυρουν π ω ς εκείνοι γνώ ριζαν την. ώρα και, σύμφωνα μ ε τη ν επ ισ το λή του Ζ ο ρ ζ Κ λοαρέκ, ότι την είχαν πληροφορηθεί τ ο ιοιο π ρ ω ί: ...θ α μ ε τουφεκίσουν το α π ό γ ευ μ α , στις τρεις η ώ ρ α . Α λ λ ά δεν χ ρειά ζο ν τα ι δάκρυα, γ ια τ ί εμένα καθόλου δεν με π ειρ ά ζει να ζέρω π ω ς σε εφτά ώρες θα μ ε τουφεκίσουν. Ο ιερέας π ου β λ έπ ο υ μ ε είναι ο Γερ μ α νό ς αβάς Φ ραντς Σ τ ο κ , που υπηρε το ύ σ ε στις φυλακές κ α τά την Κ α τ ο χ ή . Ό σ ο ι επέζησαν περιγρά φουν τη ν ηθική και υλική υποστήριξη που ο ιερωμένος παρείχε σ του ς κ ρα το ύ μ ενο υ ς, υπ οστήριξη που συνοδέυσε όλους τους κα τα δ ικ α σ μ ένο υ ς σε θά να το αντιστασιακούς της περιοχής του Π α ρισιού, α ν εξα ρ τή τω ς θρησκ εύμ ατος, μέχρι τη σ τιγμ ή της εκτέ λ εσ ή ς το υ ς. Ξ επ έρ α σ α ν τους χίλιους, μεταξύ
1941 και 1944.
Μετά την ανάγνωση της ετυμηγορίας, την προπαραμονή, οι φυλακισμένοι είχαν χωριστεί ανά τρεις ή τέσσερις σε κάθε κελί. Ο Μαρσέλ Ράιμαν έγραψε στη θεία, το θείο και τις ξαδέρφες του: Β ρίσκομ αι αυτή τη στιγμή μ α ζ ί με τρεις συντρόφους μου που θα έχουν την ίδια τύχη με μένα. Μόλις παραλάβαμε ένα δέ μ α του Ερυθρού Σ ταυρού και τρώμε σαν μικρά παιδιά όλα αυτά τ α γλυκίσμ ατα που μ ’ αρέσουν τόσο πολύ. Υπέθεσα πως αυτοί οι τρεις σύντροφοι ήταν ο Φίνγκερτσβαϊγκ, ο Βάσμπροτ και ο Τόμι. Ο Ράιμαν έγραψε επίσης στη μητέρα του: Συγχώ ρεσέμε που δεν σου γράφω περισσότερα, α λ λ ά είμαστε όλοι μ ας τόσο χαρούμενοι, που δεν μ π ορώ να το κάνω όταν σκέφτομαι τον δι κ ό σου πόνο. Η μητέρα του δεν πρόλαβε να ζήσει αυτό τον πόνο, αφού είχε μόλις πεθάνει στο Άουσβιτς. Ο Φίνγκερτσβαϊγκ, που η οικογένειά του είχε εξαφανιστεί, μετά τις μαζικές συλλήψεις στο μπλόκο του Χειμερινού Ποδηλατοδρομίου, έγραψε σε μια φίλη την οποία αποκαλεί Κυρία: Σ α ς γράφω μ ε το χέρι μου αυτ α τ α τελευταία λ όγ ια, γ ια ν9α π οχ α φ ετή σ ω τη ζωή, που θα την 214
Scanned by GamScanner
ήταν,
ήθελα π ιο όμορφη απ' όσ ο τελικά. Αν κ ά π ο ια μ έρα οι γ ο νείς κ α ι τ' αδέρφ ια μ ου έχουν την τύχη να επιστρέφουν ζω ν τανοί α π ό αυτή τη θύελλα, θα μ π ο ρ είτε να τους πείτε π ω ς π έθ αν α γεν ναία, με το μ υ α λ ό μ ου σ' εκείνους. Μόνο ένας αδερφός επέστρε ψε. Ο Βάσμπροτ έγραψε σ’ έναν Νορμανδό φίλο του ονόματι Ζαν. Είχε συναντήσει αυτό τον Ζαν το 1939, όταν οι μαθητές του Ιβρί, όπου κατοικούσε τότε, φυγαδεύτηκαν στη Νορμανδία εξαιτίας του φόβου των βομβαρδισμών. Τ α δύο αγόρια έγιναν φίλοι και συναντήθηκαν ξανά. Ο Ζαν, γιος του δημάρχου του χωριού, έβγαλε πλαστές ταυτότητες για τη μητέρα και τις δύο αδερφές τού Βολφ, που κρύβονταν στην Αλφορτβίλ. Χάρη σ’ αυτό, επέζησαν. Στο γράμμα του, ο Βολφ παρακαλούσε τον Ζαν, αν τις ξανάβλεπε μια μέρα, να τους μεταφέρει τις τελευταίες του σκέ ψεις. Τον επιφόρτιζε με μία ακόμη αποστολή: Ε λ π ίζω να ξαναδείς μ ια μ έρ α την α γ απ η μ έν η μ ου μικρή Σούζυ. Η τελευ ταία μου σκέφη π η γαίνει σ' αυτήν, κι ελπίζω μ ια μ έρα να βρει τον άνδρα που Θα την κάνει ευτυχισμένη. Κ α ι να της πεις ότι της είμαι πολύ ευγνώ μω ν που ομόρφυνε την τελ ευ ταία μου χ ρον ιά
...
Ο Τόμι έγραψε δύο γράμματα, το ένα στη θυρωρό της οδού Νταγκέρ και την οικογένειά της, και το άλλο στην κυρία Βεριέ, τη θυρωρό της οδού Ρολέν. Μάντευε πως οι δικοί του κρύβο νταν και πως κάποια μέρα, αν ήταν ζωντανοί, οι επιστολές θα έφταναν στα χέρια τους χάρη σ’ αυτούς τους μεσάζοντες. Έ τσ ι κι έγινε. Η Ελέν λέει πως τις έλαβε αργότερα από τον Ερυθρό Σταυρό. Μ ετά τον πόλεμο, τις παραχώρησε για μια έκθεση: Π ο τέ δεν τις π ή ρ α π ίσ ω . Σ το βιβλίο της, μεταφέρει από μνήμης μερικά αποσπάσματα. Σήμερα οι επιστολές φυλάσσονται στο Μουσείο Εθνικής Αντίστασης. Μικρά χαρτιά αλληλογραφίας με γραμμές, λίγο κιτρινισμένα, διπλωμένα στα τέσσερα, καλυμ μένα με την, παιδική ακόμη, γραφή του Τόμι, αλλά χωρίς κανέ215
να λ ά θ ο ς , μ ια γρ α φ ή π ου μ ο ιά ζει κ ά π ω ς α σ τα θ ή ς , λ ες κι εκείνος κ α θ ό τ α ν κ ά π ο υ ά β ο λ α γ ια να γράψ ει μ ε ό ,τ ι υ π ο θ έ τ ω π ω ς ήταν κ ονδυλοφ όρ ος. Τ ο π ρ ώ τ ο γ ρ ά μ μ α , σ το υ ς α γ α π η τ ο ύ ς φίλους της ο δο ύ Ν τ α γ κ έ ρ , π ο υ α κ ο ύ μ ε σ το σ η μ είο α υ τ ό , είναι τ ο λ ιγό τερ ο σ υ ν α ισ θ η μ α τικ ό κ α ι ένα α π ό τ α π ιο λ α κ ω ν ικ ά γ ρ ά μ μ α τ α εκτελ ε σ μ έ ν ω ν π ο υ έχ ω δ ια β ά σ ει: Δ ε ν έ χ ω τ ώ ρ α το χ ρ ό ν ο γ ια π ο λ λ ά κ α ι κ ο ύ φ ια λ ό γ ια . Ο τ ρ α χ ύ ς , α μ ε τ α ν ό η τ ο ς Τ ό μ ι π ρ ο β ά λ λ ε ι εδώ σε ό λο τ ο υ τ ο μ ε γ α λ ε ίο .
Αυτές τις επιστολές του Τ ό μ ι—που το καλύτερο κομμάτι τους θ1 ακουστεί αργότερα στην ταινία—και των υπολοίπων —όπως του Μανουσιάν, που τη μεταφέρει ο Αραγκόν—, όλες τούτες τις επι στολές που γράφτηκαν λίγο πριν από το θάνατο, που μιλούν γι’ αγάπη κι εύχονται ευτυχία στους ζωντανούς, δεν αρκεί να τις διαβάσεις και να υποκλιθείς στο θάρρος, τον πατριωτισμό, τον ιδεαλισμό που εκφράζουν. Η ένοπλη δράση τα εκφράζει όλα αυτά πιο εύγλωττα. Οι επιστολές των εκτελεσμένων συναρπάζουν με το μυστήριό τους. Ποιο συναίσθημα κρύβεται στ’ αλήθεια ανά μεσα σε τούτες τις αράδες, που όλες τους επαναλαμβάνουν λίγοπολύ το ίδιο πράγμα, σαν αντανακλαστική αντίδραση του αν θρώπου που πρόκειται να πεθάνει για καλό σκοπό; Η γαλήνια παραίτηση μπροστά στο θάνατο, το θάρρος που επιδεικνύεται, μερικές φορές και η χαρά ή ακόμη και η ευτυχία, που περιγράφονται, μήπως δεν είναι παρά λέξεις που προσφέρονται για να ελαφρύνουν τον πόνο όσων τις διαβάσουν; Κ ι αν, αντίστροφα, τα συναισθήματα είναι γνήσια, από πού προέρχεται αυτή η υπερ φυσική δύναμη; Από την ιδιαίτερη ποιότητα αυτών των ανθρώ πων; Από τη βεβαιότητα και μόνο ότι δεν πεθαίνουν μάταια; Ή , μήπως, από μια οδύνη τόσο μεγάλη που χρειάζεται ολόκληρο τείχος για να την απομονώσει σε μια ζώνη όπου οι μελλοθάνα-
216
Scanned by CamScanner
τοι δεν θα την αισθάνονται πια; Κ αι τι ρόλο παίζει η γραφή, η πένα και το μελάνι, μέσα στην ένταση, την αλήθεια των συναι σθημάτων που παραδίδονται, γραμμένα στο χαρτί, στον απόντα αγαπημένο αναγνώστη; Ή θελα η φωνή του Γκαμπριέλ να εκφράζει απλώς αυτό το αίνιγμα. Να είναι διατακτική, ουδέτερη, ψιθυριστή. Ηχογραφήσαμε αυτή τη φωνή μόνοι μας, στο σπίτι του, μέσα στο δωμάτιο του Τόμι στην οδό Καρντινάλ-Λεμουάν, τη νύχτα, λίγες ώρες πριν από το γύρισμα της τελευταίας σκηνής. Ή ξερα π ω ς δεν θα υπήρχε καλύτερη στιγμ ή, μετά την κούραση των σκηνών που εί χαν γυριστεί το π ρω ί, μες στη νυχτερινή γαλήνη, ούτε καλύτερο μέρος απ’ αυτό τον νεκρικό θάλαμο, κά τω από το μεγάλο πορ τρέτο του Τ ό μ ι, ο οποίος ατενίζει το θάνατο που πλησιάζει και, ίσως, κλαίει. Δεν είχα άδικο, φυσικά. Εκεί μέσα ο Γκαμπριέλ μπορούσε να γνωρίζει καλύτερα από μένα σε τι κατάσταση βρι σκόταν ο Τ ό μ ι, όταν έγραφε τις επιστολές. Να τις απαγγείλει ήταν παιχνιδάκι, αφού τις ήξερε απέξω . Σήμερα, όποτε ακούω αυτή τη φωνή ν’ α π α γγ έλλει την επιστολή που συνοδεύει τα τ ε λευταία πλάνα της ταινίας, σκέφτομαι ξανά π ω ς καθεμιά απ’ αυτές τις φράσεις ήταν δική του, π ω ς τις είχε γράψει εκείνος, μέ σα στην ίδια μετουσιω μένη οδύνη που ένιωθε και ο Τ ό μ ι.
Εκείνη τη νύχτα που περάσαμε μαζί, την τελευταία, ο Γκα μπριέλ ήταν εξαντλημένος από το γύρισμα. Είχε ταλαιπωρηθεί πολύ σ’ εκείνες τις σκηνές μέσα στο κελί, διχασμένος ανάμεσα στην αδιαφορία, για να μην πω περιφρόνηση, που αισθανόταν για τους νεαρούς ηθοποιούς, και τη φιλία, την τρυφερότητα, την αδελφικότητα που του ζητούσα να εκφράσει. Τίποτα δεν ήθελα ν’ αφήσω απ’ έξω, και οι λήψεις πολλαπλασιάζονταν ανεξέλε γκτα, καθώς αυτά τα συναισθήματα μεταφράζονταν κυρίως σε βλέμματα, σε κινήσεις, στη βουβή προσοχή που δίνεις στον δι217
πλάνο σου, κι ολα αυτα ήταν δύσκολο να τα περιγράφω και να τα α π α ιτή σ ω . Γ ια μένα, δεν υπήρχε αμφιβολία π ω ς οι τέσσερις νέοι είχαν νιώσει αγάπη ο ένας για τον άλλο τις τελευταίες ώ ρ ες, περισσότερη απ' ό,τι στο πεδίο τω ν μαχών που έδωσαν. Α κόμη κι αν η ισχυρογνωμοσύνη του Γκαμπριέλ μ ’ έπειθε για το αντίθετο, σ ’ αυτή την περίπ τω ση θα του έσφιγγα τα λουριά. Γ ια τ ί π ο ιο ς θα δεχόταν να αντικρίσει έναν Τ ό μ ι αποκομμένο από τους άλλους, που ζει τις τελευταίες του στιγμ ές κρατώντας τις α π οστά σεις; Τ ίπ ο τ α ω στόσο δεν αποδεικνύει —σίγουρα, πά ν τω ς, ό χι το μυστηριώδες ένστικτο του Γκαμπριέλ— π ω ς τα π ρ ά γμ α τα δεν εκτυλίχθηκαν μ’ αυτόν ακριβώς τον τρόπο.
Περάσαμε, λοιπόν, αυτή τη νύχτα μαζί, στον τάφο του Τόμι. Το μοναδικό φως ήταν ένα φωτιστικό στο πάτωμα, που μεγά λωνε τις σκιές μας στους τοίχους και το ταβάνι. Το βλέμμα του Τόμι προς το σκοτεινό μέλλον έμοιαζε να μη θέλει να εστιάσει σ’ εμάς, στον νεαρό Γκαμπριέλ της πρώτης δεκαετίας του νέου αιώ να, τον τόσο κενό και μόνο, τόσο στερημένο από ιδανικά, που εί χε αφεθεί να καταληφθεί από ένα φάντασμα, και στον γερο-σκηνοθέτη, τον αμετανόητο κυνηγό εφήμερων, υποχρεωτικά, συ γκινήσεων, που προσπαθούσε μάταια να παγώσει το χρόνο. Ξαπλωμένος στο κρεβάτι, φορώντας ένα σύγχρονο εσώρουχο, εξαντλημένος αλλά έτοιμος ν’ ακούσει μαζί με μένα, για πολλο στή φορά, την ίδια του τη φωνή ν’ απαγγέλλει χαμηλόφωνα αποχαιρετισμούς, ο Γκαμπριέλ μού θύμιζε τη σκηνή όπου τον φροντίζει η Βίλμα, κι εκείνος της λέει ότι είναι η ομορφότερη γυ ναίκα στον κόσμο. Δεν με κοίταζε, το βλέμμα του χανόταν μέσα στα μάτια του Τόμι, που ίσως ήταν έτοιμα να κλάψουν ή έκλαιγαν ήδη. Παρατηρούσα το σώμα του χαλαρωμένο στο μισοσκό ταδο, γαληνεμένο λες από την παρουσία μου. Ή θελα να τον σωίΕω στην αγκαλιά μου, να του πω ότι θα μου λείφει, ότι δεν 218
έπρεπε να χαθούμε. Μ ια επιθυμία, μια προσδοκία που ποτέ δεν θα την εκπλήρωνα δίχω ς κάποιο σημάδι από την πλευρά του. Στα όνειρά μου, θα είχα φανταστεί ένα βλέμμα του προς εμένα, ένα χαμόγελο, ένα χέρι απλωμένο. Αλλά τα μάτια του δεν άφη ναν πλέον τα μάτια του Τ ό μ ι. Τ ό τ ε συνειδητοποίησα π ω ς δεν μπορούσα να κάνω τίπ οτα πια γ ι’ αυτόν, π ω ς ήταν πολύ αργά, πως είχαν όλα τελειώ σει. Γ ερ μ α ν οί σ τ ρ α τ ιώ τ ε ς β οη θ ού ν τ ο υ ς φ υλακισμένους, π ου είν αι δεμένοι π ισ θ ά γ κ ω ν α μ ε χ ε ιρ ο π έ δ ε ς , να κ α τ εβ ο ύ ν α π ό δ ύ ο σ τ ρ α τιω τικά φ ορτη γ ά, σ τ α μ α τ η μ έ ν α δ ίπ λ α δ ίπ λ α . Ε ίν α ι μ ι α π ολ ύ όμορφη χ ειμ ω ν ιά τ ικ η μ έ ρ α , μ ε ή λ ιο κ α ι κ α θ α ρ ό ο υ ρ α ν ό . Π α ντού χιόνι π ου δεν λιώνει. Α ρ ισ τ ε ρ ά α π ό τ α φ ορτη γ ά , β λ έπ ο υ μ ε ένα κτίριο π ου μ ο ιά ζ ε ι μ ε σ τ ά β λ ο ' σ τ α δ εξιά , έν α εκ κ λ η σ ά κ ι μ ε νεογοτθικό ν άρθ η κ α. Οι είκ ο σ ι δ ύ ο κ α τ ά δ ικ ο ι, π ίσ ω α π ό τρ εις νεαρούς γ ύ ρω σ τ α δ ε κ α ο χ τ ώ π ο υ δεν τ ο υ ς έχ ο υ μ ε ξ α ν α δ εί, κ α
,
τεβαίνουν έν α ς έ ν α ς α π ό τ α φ ο ρ τη γ ά . Κ ά ν ε ι κ ρ ύ ο κ ά π ο ιο ι τ ρ έ μουν. Ο δη γ ού ν ται σ τ ο ν ά ρ θ η κ α , ό π ο υ σ τ έ κ ε τ α ι ο Γ ε ρ μ α ν ό ς ιε ρέας. Τ ους β γ ά ζ ο υ ν τ ις χ ε ιρ ο π έ δ ε ς κ α ι το υ ς σ π ρ ώ χ ν ο υ ν σ το ε σ ω τερικό. Η κ ά μ ε ρ α α κ ο λ ο υ θ ε ί το ν Τ ό μ ι σ ε α υ τ ή τη δ ια δ ρ ο μ ή . Μ έ σα στην ά δ ε ια ε κ κ λ η σ ία π ο υ έχ ει α λ λ ά ξ ε ι χ ρ ή σ η , β ρ ίσ κ ο ν τ α ι ήδη
'
μ ερικοί κ ρ α τ ο ύ μ ε ν ο ι ο Μ α ν ο υ σ ιά ν κ α ι ο Μ π ο κ τ σ ό ρ συζη τούν με τους τρ εις ν εα ρ ο ύ ς :
—...Θ έλ α μ ε μ ό ν ο ν α τ ο υ π ά ρ ο υ μ ε τ ο ό π λ ο , α ν δεν είχ ε τ ρ ά
βηξες εμ είς δεν θ α τ ο ν ε ίχ α μ ε ρ ίξ ει, λ έ ε ι ο έν α ς.
—Κ α ι π ο ύ σ υ ν έβ η α υ τ ό ; ρ ω τ ά ε ι ο Μ π ο κ τ σ ό ρ . —Σ τ ο Π λ ερ έν , σ τ η Β ρ ε τ ά ν η , κ ο ν τ ά σ τ ο Σ εν -Μ π ρ ιέκ . Σ τ ή
σαμε ένα δ ίκ τ υ ο σ τ ο λ ύ κ ειο Α ν α τ ό λ - λ ε - Μ π ρ α ζ , σ τ ο Σ εν -Μ π ρ ιέκ .
.
Η κ ά μ ε ρ α α π ο μ α κ ρ ύ ν ε τ α ι κ α ι ο ι φ ω νές τ ο υ ς σβή νουν Η
.
ι
πόρτα έκ λ εισ ε μ ε π ά τ α γ ο , ό σ ο μ ιλ ο ύ σ α ν Ο ή λ ιο ς μ π α ίν ε στη ν 219
ε κ κ λ η σ ία α π ό δύο μ ε γ α λ α β ιτ ρ ό , σ το β ά θ ο ς , σ χ η μ α τ ίζ ο ν τ α ς π ο λ ύ χ ρ ω μ ο υ ς λ ε κ ε δ ε ς σ το υ ς γ α λ ά ζ ιο υ ς τ ο ίχ ο υ ς, π ο υ είνα ι κ α λ υ μ μ έ ν ο ι μ ε χ α ρ α γ μ έ ν α σ υ ν θ ή μ α τ α , κ α ι σ τη ν π ό ρ τ α . Α ν ά μ ε σ α σ τα π α ρ ά θ υ ρ α β ρ ίσ κ ε τ α ι έν α ς μ ε γ ά λ ο ς ξύ λ ιν ο ς σ τ α υ ρ ό ς π ο υ ά κ ο υ μ π ά ε ι σ το π ά τ ω μ α . Οι π ερ ισ σ ό τερ οι κ α τ ά δ ικ ο ι π η γ α ιν ο έ ρ χ ο ν τ α ι νευρικά, τρ ίβ ο υ ν τ α χ έ ρ ια τ ο υ ς γ ι α να ζεσ τα θ ο ύ ν , κ ά π ο ιο ι ό μ ω ς έχουν κ α θ ίσ ει δ ίπ λ α δ ί π λ α σ τ α μ ε γ ά λ α α σ π ρ ό μ α υ ρ α π λ α κ ά κ ια , α κ ο υ μ π ώ ν τ α ς τ η ν π λ ά τ η σ τ ο υ ς γ α λ ά ζ ιο υ ς τ ο ίχ ο υ ς. Ο ιερέας, μ ε ά μ φ ια , π η γ α ίν ε ι α π ό το ν έναν σ το ν ά λ λ ο , γ ο ν α τ ίζ ε ι γ ι α να μ ι λ ή σει σε κ ά π ο ιο υ ς , ό π ω ς σ τον Ρ ο υ σ έ λ π ο υ έχει το κ ε φ ά λ ι α ν ά μ ε σ α σ τ α χ έ ρ ια τ ο υ , εν ώ ο Σ α π ί ρ ο κ ι ο Κ λ ο α ρ έ κ π ρ ο σ π α θ ο ύ ν ε π ίσ η ς να τ ο υ δ ώ σ ο υ ν κ ο υ ρ ά γ ιο . Ο Τ ό μ ι , κ α θ ισ μ έ ν ο ς α ν ά μ ε σ α στον Φ ίν γ κ ε ρ τ σ β α ϊγ κ κ α ι τον Β ά σ μ π ρ ο τ , κ ο ιτ ά ζ ε ι ε π ίμ ο ν α τ ο έν α β ιτ ρ ό , α π ό ό π ο υ ξε χ ύ ν ο ν τ α ι π ο λ ύ χ ρ ω μ ε ς α χ τ ίδ ε ς , κ α ι δύο α π ό α υ τέ ς, μ ι α σ μ α ρ α γ δ έ ν ια κ α ι μ ι α π ο ρ τ ο κ α λ ο κ ίτ ρ ιν η , έρ χ ο ν τα ι να κ α θ ίσ ο υ ν σ τ ο μ π λ ε π α λ τ ό το υ. Η μ ε γ ά λ η ξ ύ λ ιν η π ό ρ τ α α ν ο ίγ ε ι α π ό τ ο μ α . Μ π α ίν ο υ ν τέσ σε ρ ις σ τ ρ α τ ι ώ τ ε ς , κ α ι π ί σ ω τ ο υ ς έ ν α ς α ξ ι ω μ α τ ι κ ό ς π ο υ κ ρ α τ ά ε ι έν α χ α ρ τ ί . Ό λ ε ς οι φ ω ν ές σ τ α μ α τ ο ύ ν , μ ό ν ο η φ ω ν ή το υ α ξ ι ω μ α τ ικ ο ύ α ν τ η χ ε ί σ τ η ν ε κ κ λ η σ ία :
— Σ α λ α έ ν Ύβ! Ο ένας α π ό του ς τρεις νέους π ου δεν του ς είχ α μ ε ξ α ν α δ εί ση
'
κ ώ ν ετα ι ακολουθούν α μ έσ ω ς οι ά λ λ ο ι δύο, που τον π λ α ισ ιώ νουν, κ α ι σ ύ ν τομ α όλοι οι φ υλακισμένοι έρ χ ον ται να τους δ ώ σουν κ ο υ ρ ά γ ιο.
—Schnell!Schnell!λ έει α ν υ π ό μ ο ν α ο α ξ ιω μ α τ ικ ό ς . Ο νέος π ρ ο χ ω ρ ά ει μ π ρ ο σ τ ά , οι δύο σ τ ρ α τ ιώ τ ε ς τον πιάνουν,
έπ ε ιτ α τον δένουν π ισ θ ά γ κ ω ν α μ ε χ ειρ ο π έδ ες κ α ι τον σ π ρ ώ χνουν έξω, όπ ου τον π α ρ α λ α μ β ά ν ο υ ν ά λ λ ο ι σ τ ρ α τ ιώ τ ες .
—Ζ εφ ρουά Ζ ο ρ ζ ί φ ω νάζει ξ α ν ά ο α ξ ιω μ α τ ικ ό ς . 220
Scanned by CamScanner
Ο δ εύ τερ ο ς α π ό τ ο υ ς τ ρ ε ις νέους β γ α ίν ει, μ ε τη σ ειρ ά του, μ π ρ ο σ τά , α χ ο ύ μ ε τ α (δ ια εν θ α ρ ρ υ ν τικ ά λ ό γ ια α π ό του ς κ α τ ά δ ιχους, του π ερνού ν τ ις χ ε ιρ ο π έ δ ε ς , το ν σ π ρ ώ χ ν ου ν έξω.
—Λ ε Κ ο ρ ν έ κ Π ιε ρ !
Ε π α ν α λ α μ β ά ν ε τ α ι η ίδ ια σκηνή. Ο α ξ ιω μ α τ ικ ό ς χ άνει μ ισή
*
στροφή κ α ι β γ α ίν ε ι το ν α κ ο λ ο υ θ ο ύ ν ο ιερ έα ς κ α ι οι σ τρα τιώ τες. Η π ό ρ τ α κ λ είν ει μ ε π ά τ α γ ο . Η κ ά μ ε ρ α π α ρ α μ έ ν ε ι γ ι α ώ ρ α π ά ν ω της, β λ έπ ο υ μ ε τους π ο λύχρω μ ους λ ε κ έ δ ε ς σ τ ο ξύλο, α χ ο ύ μ ε δ ια τ α γ έ ς σ τ α γ ερμ αν ικ ά χαι μ ια κ ιν η τ ικ ό τ η τ α α π ό π ίσ ω . Μ ε τ ά σ ιω π ή . Ο Τ όμ ι σηκώ νε ται κ α ι κ α τ ε υ θ ύ ν ε τ α ι π ρ ο ς τη ν π ό ρ τ α , π ε ρ π α τ ώ ν τ α ς κ α τ ά μ ή
*
κος ενός γ α λ ά ζ ιο υ τ ο ίχ ο υ σ τ α μ α τ ά ε ι μ π ρ ο σ τ ά σε κ ά τ ι π ου είναι χ α ρ α γ μ έν ο εκεί, κ α ι τ ο π ε ρ ιε ρ γ ά ζ ε τ α ι:
Βερμασάν Ρομπέρ τουφεκίστηκε στις 2 Οκτωβρίου 1943
ΖΗΤΩ Η ΓΑΛΛΙΑ Γυρίζει κ α ι γ λ ισ τ ρ ά ε ι μ ε τη ν π λ ά τ η σ το ν το ίχ ο γ ια να καθίσ ει
.
.
Κ ρυώ νει, α ν ε β ά ζ ε ι τ ο γ ι α κ ά τ ο υ Τ ο β λ έμ μ α του τραβούν π άλι οι π ολ ύ χ ρ ω μ ες α χ τ ίδ ε ς π ο υ τρ υ π ώ ν ο υ ν α π ό τ α β ιτρ ό. Α χούμε έναν φ υλ ακισμ ένο ν α β ή χ ε ι. Έ π ε ι τ α α χ ο ύ μ ε α π ό μ α κ ρ ιά - ε ν ώ βλέπουμε σε γ κ ρ ο π λ α ν τ ο π ρ ό σ ω π ο του Τ όμ ι, θλιμμένο, το βλέμ μ α του σ τ ρ α μ μ έ ν ο α ρ ισ τ ε ρ ά , μ ισ ά ν ο ιχ τ α τ α χείλ η - τρεις σύντο μες δ ια τ α γ έ ς σ τ α γ ε ρ μ α ν ι κ ά ' α μ έ σ ω ς μ ε τ ά , μ ια εκπυρσοκρότηση και την η χ ώ τη ς. Τ έλ ο ς, ύ σ τ ε ρ α α π ό λ ίγ α δευ τερ ό λ επ τα , τρεις
,
πυροβολισμούς. Α π ό τ ο κ λ ε ίσ ιμ ο τη ς π ό ρ τ α ς ώ ς τ ώ ρ α έχουν περάσει α κ ρ ιβ ώ ς τ ρ ί α λ ε π τ ά . Ο α ξ ιω μ α τ ικ ό ς β ρ ίσ κ ε τ α ι ξ α ν ά μέσα στην εκκλησία, επαναλαμ βάνονται οι ίδ ιε ς σ κ η ν ές, α υ τή τη φορά μ ε τον Μανουσιάν, τον
2QI
Φ οντάνο, τον Ρ ου σέλ , τον Ο υσέλιο κ α ι τον Β ίτσιτς. Οι φυλακι σμένοι τούς σφ ιχταγκαλιάζουν, τους σφίγγουν το χέρι, ενώ ακού-
Schnell! Schnell!
,
γ ο ν τα ι τ α γ ρ υ λ ίσ μ α τα Π ρ ο το ύ φύγει ο Μ αν ουσιάν α γ κ α λ ιά ζ ει γ ια π ολλή ώ ρ α τον Τ όμι.
,
Β λ έπ ο υ μ ε κι ά λ λ α σ υ νθ ή μ ατα ένα Ζ Η Τ Ω Η ΓΑ Λ Λ ΙΑ υπογε
ΖήτωτοΚ ομμουνι στικόΚόμμαΖ ή τω ηΓαλλίαΖήτωηΕΣΣΔ.Θ αεκδικηθούμε, γ ρ α μ μ έν ο α π ό κ ά π ο ιο ν Ζ α ν Κ α ρ α σ ό . ένα
ενώ α π ό μ α κ ρ ιά α κ ο ύ γ ο ν τα ι οι ίδιες δ ια τ α γ έ ς σ τ α γερμανικά, η ίδ ια εκ π υρσοκρότη ση , κι έπ ε ιτ α πέντε π υ ροβολ ισμ οί που α π έ χ ου ν μ ε τ α ξ ύ του ς μ ερ ικ ά δ ευ τερ ό λ επ τα . Οι ίδιες σκηνές επ α ν α λ α μ β ά ν ο ν τ α ι μ ε τον Κ λ οαρέκ , τον Ν τέλα Ν έγ κ ρ α , τον Λ ουκαρίνι, τον Σ α λ β α ν τό ρ ι. Ο Τ ό μ ι κι ο Μ π ο κ τσ ό ρ είναι όρθιοι, ο ένας απ έν αν τι στον άλλο. μ π ρ ο σ τ ά στον μ εγ ά λ ο σ τα υ ρ ό κι α ν ά μ εσ α στις φ ωτεινές δέσμες. Ο Μ π ο κ τ σ ό ρ κ ά ν ει ένα β ή μ α π ρος τον Τ όμ ι κ α ι τον αγκαλιάζει σφ ιχ τά, ενώ α κ ο ύ μ ε τον α ξ ιω μ α τ ικ ό να φωνάζει «Μ ποκτσόρ, Τ ό τ ε αφήνει τον Τ όμ ι κ α ι πηγαίνει π ρος τους στρα τιώ τες, που του περνούν χ ειροπ έδες κ α ι τον σπρώ χνουν στην έξο
s c h n e l l ! »
*
δο. Ο Τ ό μ ι τον κ ο ιτά ζ ει που φεύγει έπ ειτ α είναι η σειρά του Λλφόνσο, του Ρ ά ιμ α ν κ α ι του Γ κ λ α τζ . Η π ό ρ τ α ξανακλείνει κι ο Τ ό μ ι σκου π ίζει τ α μ ά τ ι α μ ε τ α δ ά χ τυ λ ά του. Ο Τ όμ ι β ρ ίσ κ ετα ι τ ώ ρ α έξω, μ ε το μ π λ ε π α λ τ ό του, τ α μ ά τ ια θα μ π ω μ έν α α π ό το φ ω ς του ήλιου κ α ι το χιόνι, δεμένος πισθάγκω να, α ν ά μ ε σ α σε δύο σ τρ α τιώ τες. Π ίσ ω του εμφ ανίζονται, ένας ένας, ο Β ά σ μ π ρ ο τ , ο Φ ίν γ κερτσ β αϊγ κ κι ο Γκεντούλντιχ, σ τρα τ ιώ τες τού ς τοπ οθ ετού ν στη σ ειρ ά κ α ι τους πλαισιώ νουν. Α κού22 2
Scanned by CamScanner
με μί<Λ νιπιαγη σ τ α γ ε ρ μ α ν ικ ά . Έ ν α ς σ τ ρ α τ ιώ τ η ς σ π ρ ώ χ ν ε ι π ρος τ α μ π ρ ο ς τ ο ν Τ ό μ ι κ ι ε κ ε ίν ο ς ξ ε κ ιν ά , ε ν ώ η μ ικ ρ ή π ο μ π ή τον α κ ο λ ο υ θ εί. Η κ ά μ ε ρ α γ ίν ε τ α ι έ ν α μ ε τ ο β λ έ μ μ α τ ο υ . Β α δ ίζ ε ι σε έν α ίσ ιο μ ο ν ο π ά τ ι , π ο υ χ ά ν ε τ α ι σ τ ο ν ο ρ ίζ ο ν τ α μ έ σ α σ τ α δ έ ντρα. Σ τ ' α ρ ι σ τ ε ρ ά
, υ π ά ρ χ ε ι έ ν α ς π έ τ ρ ιν ο ς τ ο ίχ ο ς κ α ι, σ τ α δ ε
ξιά, μ ια π λ α γ ι ά κ ι έ ν α δ ά σ ο ς μ ε λ ε ύ κ ε ς . Γ ι α έ ν α λ ε π τ ό , α κ ο ύ μ ε μόνο τ α β ή μ α τ α τ η ς π ο μ π ή ς π ο υ δ ια σ χ ίζ ε ι σ τ ο μ ο ν ο π ά τ ι
τά,τη φ ω νή τ ο υ Τ ό μ ι σ ε β ό ι ς ό β ε ρ :
.Μ ε
Δευτέρα 21/2/44 Αγαπητή κυρία Βεριέ, σας γράφω αυτή την αποχαιρετιστήρια επι στολή με την ελπίδα ότι θα ξανασυναντήσετε μια μέρα την οικογένειά μου. Αν κάποια μέρα ξαναδείτε τους δικούς μου, πείτε τους πως δεν υπέφερα και π ω ς πέθανα χωρίς πόνο, έχοντας διαρκώς στο μυαλό μου εκείνους, και κυρίως τ ’ αδέρφια μου, που θα ζήσουν μια νιότη πιο όμορφη απ’ τη δική μου. Πεθαίνω, αλλά σας ζη τώ να ζήσετε, γιατί θα ξαναβρεθούμε όλοι μαζί κάποια μέρα.
Τώρα το μονοπάτι κατηφορίζει ανάμεσα στα δέντρα, προς ένα ξέφωτο, όπου αποκαλύπτονται, καθώ ς προχωράμε, ένας, μετά δύο, μετά πέντε στύλοι εκτέλεσης, στη σειρά, μπροστά σε ένα ύφωμα καλυμμένο α π ό λεύκες. Τ ώ ρ α πια βλέπουμε ολόκληρο το μικρό χιονισμένο ξέφωτο, π ά ν τα μ ε τα μ ά τ ια του Τόμι. Σ τ α αριστερά του, οι στύλοι γυαλίζουν α π ό το αίμα, απέναντι του ένα οχυρό καταφ ύγιο, κ α ι μ π ρ ο σ τά του στέκουν ο ιερέας μ α ζ ί με μερικούς αξιω ματικούς κα ι στρατιώ τες. Δ ίπ λ α τους, τέσσερα φέ ρετρα από ξύλο ελατής, ανοιχτά στο έδαφος και, στα δεξιά, μπροστά από ένα ά λ λ ο ύ φ ω μα που απέχει το πολύ είκοσι μέτρα απο το πρώτο, ένα εκτελεστικό α π ό σ π α σ μ α , που το αποτελούν πε223 ^\-rC4
ικ,ΚΑ v jy vycu i ιυυαι ιι
ρ ισ σ ο oCpot α π ο είκοσι σ τ ρ α τ ιώ τ ε ς ορθιοι. κι ά λ λ ο ι τόσοι 7του β ρ ίσ κ ο ν τ α ι μ π ρ ο σ τ ά τους. σ χ η μ α τ ίζ ο ν τ α ς μ ι α δεύτερη σειρά, γο ν α τ ισ τ ο ί σ το ενα ττοοι. Κ ρ α τ ο ύ ν τουφ έκια, φορούν κοά νη. μ π ό τεφ. μ α κ ρ ιά γ κ ρ ιζο π ρ ά σ ιν α ττανωφόρια. κι όλοι τους κοιτούν προς την κ α μ έρ α . Β λ έ π ο υ μ ε το υ ς σ τ ρ α τ ιώ τ ε ς να β γ ά ζο υ ν τις χ ειροπ έδες των
καταδίκων.
Ε ν α ς α π ό α υ το ύ ς δ ια τά ζει τον Τ ό μ ι να β γ ά λ ει το
π α λ τ ό του. Ο Ί 'ό μ ι το κ ά ν ει, κ α ι ο σ τ ρ α τ ιώ τ η ς κατευΟύνεται π ρ ο ς το κ α τ α φ ύ γ ιο κ α ι το π ετά ει μ έ σ α σε ένα φέρετρο. Ο Τ ό μ ι
έχει μείνει τώ ρα μόνο με το σ α κ ά κ ι' τρέμει. Ταυτόχρονα, άλλοι σ τρ α τιώ τες σέρνουν τους τέσσερις κατάδικους προς τους στύ λους. όπ ου τους δένουν στο ύφος του στήθους και κ ά τω α π ό τα γ όν α τα . Ο π ρώ τος στύλος παραμένει άδειος. Σ τον δεύτερο δέ νουν τον Β άσμ π ροτ. στον τρίτο τον Τόμι. στον τέταρτο τον Φίν7'κερτσβαϊγκ. στον πέμ πτο τον Γκεντούλντιχ. Κ ανείς τους δεν εκδηλώ νει το π α ραμ ικ ρό συναίσθημα. Ο ιερέας πλησιάζει και α ν τα λ λ ά σ σ ει κ ά π ο ια λ όγ ια που δεν τα ακούμε με κάθε κατάδικο. Γ ια μ ία ακόμ η φορά, βλέπουμε μ έσα α π ό τα μ ά τ ια του Τόμι το εκ τελ εστικό α π ό σ π α σ μ α , απέναντι του. πολύ κοντά' έπειτα οι σ τ ρ α τ ιώ τ ες δένουν τ α μ ά τ ια των καταδίκω ν με ένα λευκό π α νί. Ε κείνη τη στιγμή, και κ αθ ώ ς οι στρατιώ τες απομακρύνο νται, η φιθυριστή φωνή του Τόμι ξαναρχίζει:
Αντίο, και είθε η μνήμη μου να μείνει στην καρδιά όσων με γνώ ρισαν. Είθε όλοι μου οι φίλοι να ζήσουν, και τελευταία μου επιθυμία εί ναι να μη λυπηθούν για τη μοίρα μου, αφού πεθαίνω για να είναι όλοι ευτυχισμένοι. Έ ν α ς αξιω ματικός φωνάζει μ ια διαταγή, το ουρλιαχτό τον έρ χεται σε αντίθεση μ ε την ψιθυριστή φωνή του Τ όμι, οι στρατιώ-
224
iC ann ed by C a m S c a n n e r
τες γεμίζουν τη Θ αλάμη κ α ι οπλίζουν τα τουφέκια τους. Άλλη μία δ ια τα γ ή -ο υ ρ λ ια χ τό , οι σ τ ρ α τ ιώ τ ε ς φέρνουν κοντά τους το όπλο και στοχεύουν. Η φ ω νή τον Τ ό μ ι συνεχίζει:
Αντ<.ο, λοιπόν, είθε η ζωή να είναι γλυχιά μαζί σας. ΤόμιΕλέκ
0 αξιω ματικός γαβγίζει μ ία ακόμη διαταγή. Οι πυροβολισμοί αντηχούν στο ξέφωτο. Β λέπουμ ε τα σώ ματα των τουφεκισμένων να ταλαντεύονται κ α ι να πέφτουν στα γόνατα. Τότε ο αξιω ματικός περνάει π ίσ ω α π ό τους στύλους, πλησιάζει κάθε τουφεκισμένο και τον ρίχνει με το πιστόλι μια σφαίρα στο κεφάλι, προκαλώντας ένα ύ σ τα το σκίρτημα. Έ ν α χέρι αφαιρείβίαια το κάλυμμα α π ό τ α μ ά τ ια του Τόμι. Ατενίζουν τον ουρανό, θα μπωμένα ακόμη α π ό το φως, μισάνοιχτα.
Όπως συνέβη με περισσότερους από χίλιους αντιστασιακούς, εκ των οποίων σχεδόν διακόσιοι ήταν Εβραίοι, οι είκοσι δύο των FTP-MOI
εκτελέστηκαν στο Μον-Βαλεριέν, στα δυτικά του Πα
ρισιού. Η εκκλησία, όπου οι κατάδικοι περίμεναν μέχρι να τους οδηγήσουν στον τόπο της εκτέλεσης, βρίσκεται πάντα εκεί, ίδια κι απαράλλακτη, εκτός από το χρώμα των τοίχων, όπου διατη ρήθηκαν μερικά μόνο τμήματα καλυμμένα με χαραγμένες λέ ξεις, πάνω στην παλιά γαλάζια μπογιά που ξεφλουδίζει. Σήμε ρα εκτίθενται οι πέντε στύλοι εκτέλεσης και τρία από τα φέρετρα που χρησίμευαν για τη μεταφορά των πτωμάτων σε διάφορα νε κροταφεία της ευρύτερης περιοχής του Παρισιού, και σε ομαδι κούς τάφους. Τούτοι εδώ μεταφέρθηκαν στο νεκροταφείο του Ιβρί. Μπορεί επίσης ν’ ακολουθήσει κανείς την τελευταία διαδρο225
/
^
[XT], το μονοπάτι που συνοεει την εκκλησία με το ξέφωτο. Ούτε πεντακόσια μέτρα, ανάμεσα σ’ έναν τοίχο και τις λεύκες. Από το γρ α μ μ α του Μανουσιάν στη γυναίκα του, τη Μ ελινέ, το ίδιο π ρ ω ί, μαθαίνουμε π ω ς ο καιρός ήταν καλός, εκείνη την 21η Φ ε βρουάριου: Σ ή μ ε ρ α έχ ει λ ι α κ ά δ α . Έ κ α ν ε και κρύο, είχε μόλις μηδέν βαθμούς. Κ α ι χάρη στις τρεις φωτογραφίες τη ς εκτέλεσης που τράβηξε παράνομα ο αντιναζιστής υπ αξιω ματικός Κλέμενς Ρ ύ τερ , γνω ρίζουμε επίσης ότι όλα ήταν καλυμμένα από χιόνι. Ο ι τρεις μ α θητές από το Σ εν-Μ π ρ ιέκ εκτελέστηκαν στις 15.16' ο Φ οντά νο, ο Μ ανουσιάν, ο Ρουσέλ, ο Ουσέλιο και ο Β ιτσιτς, σ τις 15.22* ο Κ λοαρέκ, ο Ν τέλα Ν έγκρα, ο Λουκαρίνι και ο Σ α λβαντόρι, σ τις 1 5 .2 9 ' ο Αλφόνσο, ο Μ ποκτσόρ, ο Γ κ λ α τ ζ και ο Ρ ά ιμ α ν , στις 15.40* ο Τ ό μ ι, ο Φ ίνγκερτσβαϊγκ, ο Βά σμπ ροτ και ο Γκ εν το ύ λν τιχ, σ τις 15.47* ο Λ εβιτιάν, ο Γκόλντμ π εργκ και ο Σ α π ίρ ο , σ τις 15.52* ο Γκ ρ ζίβ α τζ και ο Κ ουμ π άκι, τέλος, στις 1 5 .5 6 . Δ εν ξέρω για τί τους εκτέλεσαν μ 5 αυτή τη σειρά, ούτε για τ ί ήταν π έν τε μαζί, ή τρεις, ή δύο, ούτε γ ια τί μεσολάβησαν έντε κα λ επ τά ανάμεσα στην τρίτη και την τέτα ρ τη ομάδα, και μόνο τέσ σ ερ α ανάμεσα σ τις δύο τελευ τα ίες. Δεν είναι δυνατόν να τα μ ά θουμ ε όλα γ ι’ αυτή την τελευ τα ία μέρα. Δεν ξέρουμε αν κά ποιοι φώναξαν Ζ ή τ ω η Γ α λ λ ί α /, αν κάποιοι τραγούδησαν τη Μ α σ σ α λ ιώ τ ιδ α ή τη Δ ιεθ ν ή , αν κάποιοι αρνήθηκαν να τους δέ
σουν τ α μ ά τια , αν κάποιοι δείλιασαν. Κ α ι το ύ τα τα σημαντικά π ρ ά γ μ α τα που αγνοούμε για την τελευ τα ία μέρα δεν ήθελα να
τα επ ιν ο ή σ ω . Α υτό το έκανα μόνο γ ια π ρ ά γ μ α τα δ ίχω ς ιδιαίτε ρη βαρύτητα γ ια την Ισ το ρ ία , που ά λ λ ω σ τ ε δεν ήταν γραμμένα σ το σενάριο: το τελ ευ τα ίο α γκ ά λια σ μ α του Τ ό μ ι μ ε τον Μ ανου-
σιάν, που τον α γα π ού σε σαν π α τέρ α , κα ι μ ε τον Μ π ο κ τσ ό ρ , αυ τόν που θαύμαζε περισσότερο α π ’ όλους. Κ α ι τα δάκρυα του Τ ό
μι, που τα σκουπίζει βιαστικά. Αυτοσχέδιασα γ ι’ αυτές τις αγκα226
\ιίζ' και τα δάκρυα. /
Δεν είναι
’
^®ράη
νύχ™ί " ° ” πεΡα™ I » τον Γχαμπρ(^
της
Αυτή η τελευταία μέρα των γυριβμάτ< ,.
για
,
r
Γ*·α τ ω ν στΛ Χλ
Γκαμπριελ, ενα μαΡτύριο π01)
νήτοιν, «διαμαρ, ύ.
ρητ« πού και πού μου χάριζε, μάλιοτα μόγ£λα. Ή ξερε πως τον είχα ανάγκη, κα, I
^αρτύ-
T 1* * * Χ
υτό πλευρό μου. Αναμεσα στις λήψεις> χι ενώ * 10' ν« «έχε*,,
για τον Τ όμι, για τον εαυτό του, κ α τέβα ί^
το τέλος,
μην καταρρεύσει. Κρατιόταν όσο μπορούσε'^ 1 ! ! ' · “ ^ VOt μικρή ομάδα του Νικολά, του Ζονατάν, του Μ π ο ρ ί ς , , ^ και μερικών άλλω ν, οι οποίοι, αντιθέτως, χαίρονταν για τις επΓ μενες μερες που θα εφερναν τραγούδια, γ,α την ελευθερία τους έπειτα απ’ αυτές τις εβδομάδες δουλειάς, τις διακοπές τους ,τη θάλασσα και, ευδιάθετοι, διασκέδαζαν με τα πάντα, ιδίως με το ψεύτικο χιόνι και με το να προσποιούνται πως κρυώνουν μες στον Αύγουστο. Ο Γκαμπριέλ δεν κατάφερνε να επιστρέφει από τον τάφο του, και συνειδητοποίησα ότι δεν μπορούσε να θεωρή σει ανάλαφρα τούτα τ ’ αγόρια, όπως εκείνα για τα οποία ο Τόμι είχε δώσει τη ζωή του, με σκοπό να ζήσουν ευτυχισμένα. Κα θώς μπροστά στην κάμερα τα δάκρυά του κύλησαν με μεγάλη φυσικότητα, τον ρώτησα μήπως έπρεπε να διακοψω το γύρισμα. Μήπως έπρεπε να αναβάλουμε γι’ αργότερα, έπειτα από λίγες μερες ή ακόμη και εβδομάδες, τη σκηνή της εκτέλεσης· σα επίσης να τρ οποπ οιήσω το σενάριο, να μη
πορο^
& ω το μ·Ρ
Ρ‘0, ν’ αρκεστώ στον ή χ ο , ή, για να μη δείξω το πρ,0° ω^ ου ani. α ν τικ « α « ο ^
νοτατη στιγμή, να χρησιμοποιήσω
',ττρε πω? δεν υπήρχε πρόβλημα, ολα α^ Άί ν« τελειώσουμε εκείνη τη μέρα» τα °πως ε^Χε σχεδιαστεί. Ωστόσο, απο καφ°» 227
να γίνουν μετά την
<-*ι« νύχτα, αναρωτιόμουν π ώ ς θα συνέχιζε να ζει μετά τη σκηνή του ίδιου του τού θανάτου. Παρ’ όλα αυτά, τη γύρισα —τρομοκρατημένος, είν’ η αλήθεια—, και πάντα θα κατηγορώ γι’ αυτό τον εαυτό μου. Ή τα ν σαν ζωντανός νεκρός σ’ εκείνο το ξέφ ω το, μόλις που στεκόταν στα πόδια του, έτρεμε σύγκορμος και ήταν χλω μ ό ς, δυσκολευόταν ν’ ανασάνει, έμοιαζε τυφλός και κουφός. Ό π ο ιο ς βλέπει αυτή τη σκηνή ανατριχιάζει, σκέφτεται π ω ς έχει μπροστά του τον αληθινό Τ ό μ ι. Μόνο εγώ δεν αιφνιδιάστηκα που έπαιζε χω ρίς να παίζει.
Εξακολουθούσε να τρεκλίζει. Ζήτησα να τον πάνε στο σπίτι της μητέρας του. Δεν αρνήθηκε, δεν είπε λέξη. Τποσχέθηκα να πάω να τον δω το ίδιο βράδυ, αφού πρώτα θα περνούσα από το πάρτι για το τέλος των γυρισμάτων, όπου, εννοείται, εκείνος δεν θα εμφανιζόταν. Τον είδα να φεύγει με τα ρούχα του Τόμι, τρυπημένα από σφαίρες και λεκιασμένα με αίμα. Στο πάρτι, όπου χρειάστηκε να πιω για να χαμογελάσω λίγο, δοκίμασα να του μιλήσω στο τηλέφωνο. Η μητέρα του τον είχε δει να ξαναφεύ γει, δεν έδειχνε καλά και είχε κλειστό το τηλέφωνό του. Και πά λι ήξερα πού θα τον βρω. Πήρα ταξί, σίγουρος πως ήταν κιόλας πολύ αργά. Έ β λεπ α διαρκώς να εναλλάσσονται το πορτρέτο του πραγματικού Τόμι, που ατενίζει τον επικείμενο θάνατο, και η τελευταία εικόνα του Γκαμπριέλ, τ ’ ανοιχτά αλλά καμένα μά τια του μέσα στο εκτυφλωτικό φως του ήλιου, κι αναρωτιόμουν ποιον από τους δύο νεκρούς νέους είχα αγαπήσει περισσότερο. Έ φ τα σα στην οδό Καρντινάλ-Λεμουάν. Ανέβηκα τη σκάλα που ο Γκαμπριέλ και ο Τόμι είχαν τόσες φορές ανέβει. Ό π ω ς το είχα φανταστεί, έφτανε να γυρίσεις το παλιό πορσελάνινο πόμολο για ν’ ανοίξεις την πόρτα του νεκρικού θαλάμου. Κάτω από τη μεγάλη φωτογραφία του Τόμι, ο Γκαμπριέλ εί χε τοποθετήσει το φωτιστικό. Ή τα ν ξαπλωμένος στο κρεβάτι. 228
Είχε βγάλει το κουρελιασμένο σακάκι, αλλά είχε αφήσει το λευκό πουκάμισο κουμπωμένο ώς το λαιμό, λεκιασμένο ακόμη με το ψεύτικο αίμα κάτω από τα χέρια του, που ξεκουράζονταν πάνω στο στέρνο του. Ανέπνεε, αλλά δεν μ’ έβλεπε, δεν ένιωθε την πα ρουσία μου. Το βλέμμα του ήταν στραμμένο προς τα δεξιά, καρ φωμένο στη σκιά του τοίχου που ατένιζε κι ο Τόμι. Οι δυο νέοι συ ναντιούνταν σ’ αυτά τα σκοτάδια, απ’ όπου ερχόταν ο θάνατος. Τους άφησα μόνους και ξανάκλεισα αθόρυβα πίσω μου την πόρτα. Από τότε, δεν ξαναείδα τον Γκαμπριέλ. Η μητέρα του μού είπε πως είχε περάσει σαν ίσκιος από το σπίτι της μέσα στο καλοκαί ρι, ότι είχε κρεμάσει στην ντουλάπα του τα ρούχα του σκοτωμέ νου, κι ότι επέμενε να του δώσει όλα τα χρήματα της αμοιβής του για την ταινία. Δεν είχε ξαναεμφανιστεί έκτοτε, και δεν απα ντούσε πια στο τηλέφωνο. Ό τα ν βγήκε στις αίθουσες η ταινία, χρειάστηκε ν’ αντιμετωπίσω ένα σωρό ερωτήσεις για την απου σία του. Έ να ν μήνα αργότερα, η Βίλμα μού τηλεφώνησε από τη Βουδαπέστη: κάποιος φίλος της, που είχε δει την ταινία, είχε μό λις αναγνωρίσει με βεβαιότητα τον Γκαμπριέλ στην οδό Αντράσι. Κρατούσε ένα βιβλίο με κίτρινο εξώφυλλο. Τ ο βιβλίο της Ελέν, μάλλον, όπου εκείνη αφηγείται τα πρώτα χρόνια του Τόμι στη Βουδαπέστη. Έ ν α ν χρόνο μετά το τέλος των γυρισμάτων, λοιπόν, ο Γκαμπριέλ υπέφερε ακόμη. Δεν είχε εγκαταλείψει το φάντασμα, ούτε τον τάφο του. Γ ια να παρηγορηθώ, ν’ απαλύνω τις τύψεις μου, αλλά χωρίς να το πολυπιστεύω κατά βάθος, σκύ φτηκα ότι προσπαθούσε τουλάχιστον να ξεφύγει, να επιστρέφει στο σήμερα, να σβήσει τα ίχνη του Τ ό μ ι διανύοντας αντίστροφα την ίδια διαδρομή, για να διαγράψει, τελικά, κάθε του σημάδι εντός του.
229
Οι επιστολές του Τ ομ ά Ε λ έκ φυλάσσονται στο Μουσείο Εθνικής Αντί στασης, στο Σαμπινί-συρ-Μ αρν (Δωρεά του David Diamant/ UJRE). Μαζί με άλλες φωτογραφίες και ανέκδοτα ντοκουμέντα -μεταξύ των οποίων, τα σημειώ ματα προς τον Βολφ Βάσμπροτ και τα πλήρη πρα κτικά της ανάκρισης—, οι επιστολές αυτές είναι επισκέφιμες στην ιστο σελίδα: www.letom beaudetom m y.net Ευχαριστώ, για την πολύτιμη βοήθεια που μου προσέφεραν, τους: Thomas Stern, Thom as Colban, Dora P h elu t, Denis Peschanski, An nie Rapoport-Rayski, Ju lie n Laupretre, Marianne Cayatte (λύκειο Αουί-λε-Γκραν), C eline Hey tens (Μουσείο Εθνικής Αντίστασης), Αυτό το μυθιστόρημα οφείλει, επίσης, πολλά σε ορισμένα βιβλία: Helene Elek, L a M e m o ir e d H e l e n e , Frangois Maspero, Paris, 1977. S. Courtois, D. P esch an sk i, A . R ayski, L e S a n g d e le t r a n g e r . L esim m igres d e la M .0.1. d a n s l a R e s is ta n c e , Fayard, Paris, 1989. Adam Rayski, E A ffic h e R o u g e , M airie de Paris, 2003. Boris Holban, T e s ta m e n t, C alm a n n -L ev y , Paris, 1989. Abraham Lissner, U n fr a n c - t ir e u r j u i f r a c o n t e , Paris, 1969.
231
Association pour dcs etudes sur la Resistance intcricurc (AER1), La R esista n ce en I le - d e - F r a n c e (DVD-Rom), Paris.
David Diam ant, Combatlants, herns el m artyrs d e la Resistance, Renouveau, Paris, 1984. FFI-FTP F, P a g e s d e glo ire desvingt-trois, Immigration, Paris, 1951, F re d e ric C ou d erc, L es R.G. sous [O ccupation, Olivier Orban, Paris,
1992. L es J e u n e s et la R esistance , υπό τη διεύθυνση του Laurence Thibaull,
AERI/La Documentation francaise, Paris, 2007. F. Wasserman, J. Spire, H . Israel, F resn es dans la tourm ente , Ecomusee de Fresnes, 1995. H enri Calet, L es M u r s d e F resn es , VivianneHam y, Paris, 1993.
ΣΗ Μ ΕΙΩ ΣΕΙΣ
ΤΗΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΣ
Δρόμοι και πλατεία του 5ου παρισινού διαμερίσματος, ενός από τα κεντρικότερα της αριστερής όχθης του Σηκουάνα, που περιλαμβάνει και μεγάλο μέρος του δημοφιλούς Καρτιέ Λατέν. [σ. 11]
Δημοφιλές παραθαλάσσιο θέρετρο της Βρετάνης.
[σ. 11]
Frangois Maspero (1932): Γάλλος συγγραφέας, δημοσιο γράφος, επιμελητής, μεταφραστής και εκδότης. Επιμελήθηκε και εξέδωσε πολλά έργα και κείμενα της αριστερής διανόησης.
[σ. 12]
Jean de La Fontaine (1621-1695): Γάλλος λογοτέχνης, σύγχρονος του Ρακίνα και του Μολιέρου. Ευρέως γνωστός για τους Μ ύθους του, στην παράδοση του Αισώπου, του Οράτιου και του Βοκάκιου, υπήρξε ένας από τους πιο πολυδιαβασμένους ποιητές του 17ου αιώνα. Αριοσοφία: Η ρατσιστική διδασκαλία που πρώτος ανέπτυ ξε ο Guido von List (1 8 4 8 -1 9 1 9 ), στις αρχές του 20ού αιώ να, παρερμηνεύοντας τις αρχές της θεοσοφίας, με σκοπό να τη χρησιμοποιήσει ω ς βάση της ρατσιστικής ιδεολογίας του. Η αριοσοφική θεωρία αποτελεί την ιδεολογική βάση της «φυλετικής υγιεινής», βασικού αιτήματος των εθνικοσοσιαλιστών. Ο νεαρός ήρω α ς τη ς περίφημης νουβέλας του Τ όμας Μαν Θάνατος σ τ η Β εν ετία , ο οποίος περιγράφεται ω ς η ενσάρ κωση τη ς αιθέριας ομορφιάς. Τ ο 1971 ο Ιταλός σκηνοθέ της Λουκίνο Β ισ κ ό ν τι σκηνοθέτησε την ομότιτλη ταινία, ό 233
π ο υ π ρ ω τ α γ ω ν ισ τ ο ύ σ ε ο ν εα ρ ό ς Σ ο υ η δ ό ς η θ ο π ο ιό ς B jo rn
Andrescn. [σ . 2 4 ]
Α γ γ λ ι κ ά σ τ ο κ είμ εν ο .
[σ . 2 4 ]
Τ α ιν ία τ ο υ 2 0 0 7 , σε σ εν ά ρ ιο κ α ι σ κ η ν ο θ ε σ ία τ ο υ Γ κ α ς Β α ν Σ α ν τ , μ ε ή ρ ω α ένα ν έφ η βο σ κ έιτερ π ο υ σ κ ο τ ώ ν ε ι κ α τ ά λ ά θ ο ς ένα ν φ ύ λ α κ α .
[σ . 2 5 ]
Η δ ιά σ η μ η γ α λ λ ικ ή μ ά ρ κ α σ α π ο υ ν ιώ ν « C a d u m » χ ρ η σ ιμ ο π ο ιο ύ σ ε σ τ ις α φ ίσες τ η ς , α π ό τ η δ ε κ α ε τ ία τ ο υ 1 9 1 0 , τ ο π ρ ό σ ω π ο εν ό ς μ ω ρ ο ύ μ ε δ υ σ δ ιά κ ρ ιτ α χ α ρ α κ τ η ρ ισ τ ικ ά φ ύ λου .
[σ . 2 6 ]
Α γ γ λ ι κ ά σ τ ο κ ε ίμ ε ν ο .
[σ . 2 6 ]
Α γ γ λ ι κ ά σ τ ο κ ε ίμ ε ν ο .
[σ . 2 8 ]
Σ ο φ ο κ λ έ ο υ ς , Α ν τ ι γ ό ν η , σ τ . 4 5 8 - 4 6 2 , μ τ φ ρ . Ν ίκ ο ς Π α ν α γ ιω τ ό π ο υ λ ο ς .
[σ . 2 9 ]
F r a n c s - t i r c u r s e t p a r t i s a n s - M a i n - d ’o e u v re i m m i g r e c : Ε λ ε ύ θ ε ρ ο ι σ κ ο π ε υ τ έ ς κ α ι π α ρ τ ι ζ ά ν ο t- Μ ε τ α ν ά σ τ ε ς Ε ρ γ ά τ ε ς . Η δ ρ ά σ η τ ο υ ς π ε ρ ιγ ρ ά φ ε τ α ι α ν α λ υ τ ικ ά π α ρ α κ ά τ ω .
[σ . 3 5 ]
Ε A b o n n e d e la l i g n e U : Α π ρ ό μ α υ ρ η τ η λ ε ο π τ ι κ ή σ ε ιρ ά π ο υ ά ρ χ ισ ε ν α π ρ ο β ά λ λ ε τ α ι σ τ η γ α λ λ ι κ ή τ η λ ε ό ρ α σ η τ ο ν Ο κ τ ώ β ρ ιο τ ο υ 1 9 6 4 κ α ι ο λ ο κ λ η ρ ώ θ η κ ε σ ε 4 0 δ ε κ α π ε ν τ ά λ ε π τ α ε π ε ι σ ό δ ι α . Τ η σ κ η ν ο θ ε σ ία υ π έ γ ρ α φ ε ο Γ ι α ν ί κ Α ν τ ρ έ ι .
[σ .
41]
B ille t v e rt: Σ τ α γ α λ λ ικ ά π ρ ό κ ε ιτ α ι γ ια λ ο γ ο π α ίγ ν ιο , κ α θ ώ ς η ο ν ο μ α σ ί α α υ τ ή χ ρ η σ ι μ ο π ο ι ε ί τ α ι κ α ι γ ι α τ ο α μ ε ρ ικ α ν ικ ό δ ο λ ά ρ ιο .
[σ. 44]
Εβραϊκό κάλυμμα κεφαλής.
[σ. 44]
Το σημείο της συναγωγής από όπου διαβάζεται η Πεντά τευχος (Τορά).
[σ. 48]
«Papillons»: Μικρά σημειώματα με συνθήματα διαμαρτυ ρίας, που κολλούσαν εύκολα με σάλιο στις περισσότερες επι φάνειες. Διαδεδομένα και πριν από τον πόλεμο.
[σ. 51]
Στρατόπεδο συγκέντρωσης έξω από το Παρίσι. Λειτουρ γούσε υπό τον έλεγχο της γαλλικής αστυνομίας μέχρι το 1943, οπότε ανέλαβε τη διοίκησή του ο αξιωματικός των
Ε ς Ε ς Α λ ό ις Μ π ρ ο ύ ν ερ (γ ν ω σ τ ό ς κοα ω ς « Σ φ α γ έ α ς τ η ς Θ ε σ σ α λ ο ν ίκ η ς » ). Ο ι σ υ μ μ α χ ικ έ ς δυ ν ά μ εις α π ε λ ε υ θ έ ρ ω σ α ν το σ τρ α τό π εδ ο τον Α ύ γο υ σ το του 1 9 4 4 . [σ. 5 2 ]
Τ ο Ρ ο υ α γ ι α λ ι έ σ τ η ν Κ ο μ π ιέ ν τ η ς Π ικ α ρ δ ία ς , π ο υ λ ε ιτ ο ύ ρ γ η σ ε ω ς ν α ζ ισ τ ικ ό σ τ ρ α τ ό π ε δ ο α π ό τ ο ν Ιο ύ ν ιο τ ο υ 1 9 4 1 ώ ς τ ο ν Α ύ γ ο υ σ τ ο τ ο υ 1 9 4 4 , θ ε ω ρ ε ίτ α ι κ α ι τ ο π ρ ώ τ ο σ τ ρ α τ ό π ε δ ο π ο λ ιτ ικ ώ ν κ ρ α τ ο υ μ έ ν ω ν σ τ η Γ α λ λ ί α .
[σ. 5 4 ]
O r g a n is a tio n S p e c ia le d e la M a in d’O b u v re I m m ig r e e : Ε ι δ ι κή Ο ρ γ ά ν ω σ η τω ν Μ ετα ν α σ τώ ν Ε ρ γ α τώ ν .
[σ . 5 6 ]
M a iso n d’ a r r e t d c la S a n t c ( α λ λ ι ώ ς , P a r i s - L a S a n t e ) : Φ υ λ α κ ή π ο υ η κ εν τρ ικ ή τ η ς είσ ο δ ο ς β ρ ίσ κ ετ α ι σ τ η R u e d c l a S a n to , σ τ ο 1 4 ο δ ια μ έ ρ ισ μ α τ ο υ Π α ρ ισ ιο ύ . Σ τ ο ν Β ' Π α γ κ ό σ μ ι ο Π ό λ ε μ ο χ ρ η σ ίμ ε υ ε γ ι α τ ο ν ε γ κ λ ε ισ μ ό τ ό σ ο τ ω ν κ ο ιν ώ ν ε γ κ λ η μ α τ ι ώ ν ό σ ο κ α ι τ ω ν α ν τ ισ τ α σ ια κ ώ ν .
[σ . 5 6 ]
Σ τ α τ έ λ η Α π ρ ιλ ίο υ 1 9 4 5 , κ α τ ά τ η δ ιά ρ κ εια τ η ς ε σ π ε υ σ μ έ νης εκ κ ένω σ η ς τ ο υ σ τρ α το π έδ ο υ το υ Ν ό ιε ν γ κ α μ ε σ το Α μ β ο ύ ρ γ ο , ο ι Γ ε ρ μ α ν ο ί φ ό ρ τ ω σ α ν χ ιλ ιά δ ε ς κ ρ α τ ο ύ μ ε ν ο υ ς σ ε φ ο ρ τ η γ ά π λ ο ί α . Σ τ ι ς α ρ χ έ ς Μ α ΐο υ τ α π λ ο ί α δ έ χ τ η κ α ν ε π ί θ ε σ η α π ό μ α χ η τ ι κ ά τ η ς R A F κ α ι, α π ό τ ο υ ς κ ρ α τ ο ύ μ ε ν ο υ ς π ο υ ε π έ β α ιν α ν , επ έζη σ α ν ε λ ά χ ισ το ι.
[σ . 5 7 ]
S a v ig n y -s u r-O rg e :
Οικισμός στα νότια περίχωρα του Πα
ρισιού. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ο Ανταίος ήταν Γίγαντας, γιος
[σ . 6 1 ]
της Γης και του Ποσειδώνα, κι έπαιρνε δύναμη πατώντας στη γη. Rive Gauche: Αριστερή όχθη (του Σηκουάνα), η ευρύτερη
[σ , 6 3 ]
περιοχή στην οποία ανήκει το βιβλιοπωλείο. Robert Brasillach (1909-1945): Γάλλος συγγραφέας, δημο
[σ . 6 4 ]
σιογράφος και κριτικός του κινηματογράφου. Μετά την απε λευθέρωση, καταδικάστηκε σε θάνατο για συνεργασία με τον εχθρό. Ο στρατηγός Ντε Γκω λ προχώρησε στην εκτέλεσή 235
WOCUMIOU
kj y
u u i i i u u u i
ιι
τ ο υ , π α ρ α τη ν έκκληση σημαντικώ ν εκπροσώ πω ν του πνευ μ α τικ ο ύ κ όσμ ου να του δοθεί χά ρη . [σ . 6 5 ]
A n d re Z u c c a : Γ ά λ λ ο ς φ ω τογράφ ος, που απαΟανάτισε το κ α τεχ ό μ εν ο Π α ρίσ ι μ ε το σπάνιο τ ό τ ε φ ιλμ A gfaco lo r, το ο π ο ίο το υ π ρο μ ή θευ α ν οι Γ ερ μ α ν ο ί. Οι α π ίσ τευτη ς ζω ντά νια ς έ γ χ ρ ω μ ε ς φ ω τογραφ ίες τ ο υ , π ου υπηρέτησαν τη γερ μ α νικ ή π ρ ο π α γ ά ν δ α και προκ α λούν σήμερα αμφιλεγόμενες α ν τιδ ρ ά σ εις, α π ο τυ π ώ ν ο υ ν
μ ια
ξένοιαστη
ατμόσφαιρα,
π ο υ δεν δ ια τα ρ ά σ σ ετα ι α π ό τη ν π α ρου σία του κ α τα χ τη τή , [σ . 6 5 ]
N ico la s d e S ta cl ( 1 9 1 4 - 1 9 5 5 ) : Ζ ω γ ρ ά φ ο ς ρωσικής κ α τα γ ω γ ή ς , π ο υ έζησε σ τη Γ α λ λ ία . Θ εω ρείτα ι ένας α π ό τους σ η μ α ν τικ ό τερ ο υ ς μ ετα π ο λ εμ ικ ο ύ ς δ η μ ιου ργού ς. Έ π α σ χ ε α π ό κ α τά θλ ιψ η και α υ το κ τό ν η σ ε σε ηλικία 4 1 ετώ ν.
[σ. 6 8 ]
Ο ι Δ ιεθν είς Τ α ξ ια ρ χ ίε ς ή τα ν σ τρ α τιω τικ ές μονάδες α π ο τελ ο ύ μ εν ες α π ό σ οσ ια λισ τές και κ ο μ μ ου νισ τές, ω ς επί το π λείσ τ ο ν , εθ ελ ο ν τές , π ο υ π ρ ο έρ χ ο ν τα ν α π ό διάφορες χώ ρες και α γ ω ν ίσ τ η κ α ν σ το ν Ισ π α ν ικ ό Ε μ φ ύ λ ιο ( 1 9 3 6 - 1 9 3 9 ) ενα ν τίο ν τ ο υ Φ ράνκ ο κ α ι τ ω ν σ υ μ μ ά χ ω ν τ ο υ .
[σ. 73] [σ. 75]
[σ. 78]
[σ. 81]
Περιοχή στα νοτιοανατολικά προάστια του Παρισιού. Grand Paris (γερμ. Grofi Paris): Το Παρίσι και τα περίχω ρά του, μία από τις πέντε περιφέρειες της γερμανικής στρα τιωτικής διοίκησης στην κατεχόμενη Γαλλία κατά τη διάρ κεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Jean Moulin (1899-1943), Guy Moquet (1924-1941): Μέλη της Γαλλικής Αντίστασης, που αναδείχτηκαυ σύμβολά της χάρη στη δράση και τον ηρωικό θάνατό τους. Ένα από τα σημαντικότερα (μαζί με τις Θέρμες του Κλυνί) κατάλοιπα των Ρωμαϊκών Χρόνων στο Παρίσι. Είναι έρ γο του 1ου αιώνα μ.Χ. και βρίσκεται στο Καρτιέ Λατέν. Σή μερα λειτουργεί ως πάρκο, ανοιχτό για το κοινό.
[σ. 91]
Ο συγγραφέας αναφέρεται πιθανότατα στις ενδομυϊκές ενέ σεις γλυκόζης και τα άλλα φαρμακευτικά σκευάσματα που
236
Scanned by CamScanner
χ ο ρ η γ ο ύ σ ε σ υ σ τ η μ α τ ικ ά π λ έ ο ν σ το ν Χ ί τ λ ε ρ ο π ρ ο σ ω π ικ ό ς γ ια τ ρ ό ς τ ο υ , ο Τ έ ο ν τ ο ρ Μ ο ρ έ λ , π ρ ο ς τ ο τ έ λ ο ς τ ο υ π ο λ έ μ ο υ , ό τ α ν η κ α τ ά σ τ α σ η τ η ς υ γ ε ία ς τ ο υ είχ ε επ ιδ ειν ω θ εί α ισ θ η τ ά . [s . 9 2 ]
Ο Ιερ ό ς Λ ό χ ο ς τ ω ν Θ η β ώ ν , έν α α π ό τ α κ ο ρυ φ α ία σ τ ρ α τ ι ω τ ικ ά σ ώ μ α τ α τ η ς Α ρ χ α ι ό τ η τ α ς , ιδ ρ ύ θη κ ε α π ό τ ο σ υ ν ε ρ γ ά τ η του Ε π α μ ε ιν ώ ν δ α , το ν Γ ο ρ γ ίδ α . Σ ύ μ φ ω ν α μ ε τον Π λ ο ύ τ α ρ χ ο , α π ο τ ε λ ο ύ ν τ α ν α π ό 1 5 0 ζ ε υ γ ά ρ ια ε ρ α σ τ ώ ν Θ η β α ίω ν ο π λ ι τ ώ ν κ α ι β α σ ιζ ό τ α ν σ τ ο σ κ ε π τ ικ ό ό τ ι, αν τ α μ έ λ η μ ια ς ο μ ά δ α ς σ υ ν δ έ ο ν τ α ι μ ε α γ ά π η κ α ι φ ιλ ία , δεν τ η ν ε γ κ α τ α λ ε ί πουν εύκολα.
[a. 9 5 ]
L a B a t a i l l e d u R a i l ( 1 9 4 6 ) : Η τ α ιν ία , π ο υ α ν α φ έ ρ ε τ α ι σ τ η ν α ν τ ι σ τ α σ ι α κ ή δ ρ ά σ η τ ω ν Γ ά λ λ ω ν σ ιδ η ρ ο δ ρ ο μ ικ ώ ν υ π α λ λ ή λ ω ν κ α τ ά τ ο ν Β ' Π α γ κ ό σ μ ι ο π ό λ ε μ ο , β ρ α β ε ύ τ η κ ε σ τ ις Κ ά ν ν ε ς , ε γ κ α ιν ιά ζ ο ν τ α ς μ ια σ ειρ ά σ η μ α ν τ ικ ώ ν β ρ α β ε ίω ν π ο υ α π ο ν ε μ ή θ η κ α ν σ τ ο ν Γ ά λ λ ο κ ιν η μ α τ ο γ ρ α φ ισ τ ή R e n e C le m e n t.
[σ.
95]
J e r ic h o (1 9 4 6 ), το υ H e n ri C a le f.
[σ .
95]
του J e a n - P i e r r e M e lv ille . I l e - d e - F r a n c e : Έ ν α από τα 2 2 γεωγραφικά διαμερίσματα της μητροπολιτικής Γαλλίας, στο οποίο ανήκει και το Πα ρίσι.
[σ. 1 0 1 ]
[σ. 1 0 5 ]
E a r m e e d cs o m b res (1 9 6 9 ),
Troyes: Πρωτεύουσα της Ωμπ, στην Καμπανία (βορειοα νατολική Γαλλία).
[σ. 1 0 6 ]
[«· 109] [σ. 121]
Έ τσ ι αποκαλούν οι Εβραίοι τους «εθνικούς», τους μη Ε βραίους. Μα τι κάνουμε εδώ (ιταλικά στο κείμενο). Charles-Joseph Pigeon (1838-1915): Εφευρέτης της ομώ νυμης λάμπας πετρελαίου (lampe Pigeon), γνωστός και για τον μεγαλοπρεπή οικογενειακό του τάφο (μπορούσε να χω ρεσει 18 μέλη της οικογένειάς του), τον οποίο ανήγειρε στο νεκροταφείο του Μονπαρνάς το 1905.
k 122]
Orne: Περιοχή της Νορμανδιας. 237
t
28]
M emorial de la Shoah: Μ ουσείο, κέντρο ιστορικής μνήμης χ α ι ενη μ έρω σ η ς γ ια το Ο λ ο κ α ύ τω μ α (S h o ah ), που λειτουρ γ ε ί σ το Π α ρ ίσ ι α π ό τ ο 2 0 0 5 .
[σ . 1 3 0 ]
«Grands magasins de la Sam aritainc»: Π ολυ κ α τά στη μ α του 1 ο υ δ ια μ ερ ίσ μ α το ς σ το Π α ρ ίσ ι, που ιδρύθηκε το 1 8 6 9 από τ ο ν Ε ρ ν έ σ τ Κ ονιά κ και γ ν ώ ρ ισ ε σ ύ ν το μ α μ εγ ά λ η άνθηση,
[σ . 1 3 8 ]
V alery Larbaud ( 1 8 8 1 - 1 9 5 7 ) : Γ ά λ λ ο ς λ ο γ ο τ έ χ ν η ς , κριτικός κ α ι μ ετα φ ρ α σ τή ς. Τ αξίδεψ ε π ο λ ύ , κ ά νοντα ς γ ν ω σ τή στο εξω τερ ικ ό τ η γ α λ λ ικ ή λ ο γ ο τ ε χ ν ία . Ε π ίσ η ς , γνώ ρισε σημα ντικ ο ύ ς ξένους λ ο γ ο τ έ χ ν ε ς , ό π ω ς ο Ο υόλτ Ο υίτμ α ν και ο Τ ζ έ ιμ ς Τ ζ ό ις , σ το γ α λ λ ικ ό α ν α γ ν ω σ τικ ό κοινό.
[σ . 1 4 4 ]
« T o u r d ’A r g e n t » : Δ ιά σ η μ ο παρισινό εσ τια τό ρ ιο , που λει του ργεί από το 1 5 8 2 .
[σ . 1 4 4 ]
C o n s e rv a to ire N a tio n a l des A rts et M etiers: Έ ν α α π ό τα δ ια π ρ ε π έ σ τ ε ρ α π α ν επ ισ τ η μ ια κ ά ιδ ρ ύ μ α τα τη ς Γ α λ λ ία ς , με μ α κ ρ ά π α ρ ά δ ο σ η σ το υ ς τ ο μ είς τη ς επ ισ τη μ ο νικ ή ς έρευνας κ α ι τ η ς τ ε χ ν ο λ ο γ ία ς .
[σ . 1 5 9 ]
M o r p h in g : Ε ιδ ικ ό εφέ π ο υ μ ε τ α τ ρ έ π ε ι μ ια εικόνα (συνήθω ς π ρ ό σ ω π ο ) σε ά λ λ η , χ ω ρ ίς η δια δικ α σ ία να γ ίν ε τ α ι α ντιλη π τ ή α π ό τ ο θ ε α τή . Α π ό τ ο 1 9 9 0 , η τεχ ν ικ ή α υ τή τελειοπ οιεί τ α ι δ ια ρ κ ώ ς , χ ά ρ η σ τη ν ψηφιακή τ ε χ ν ο λ ο γ ία .
[σ . 1 6 0 ]
S e c o u r s P o p u la ir e F r a n g a is : Μ η κ ερ δ ο σ κ ο π ικ ή ο ρ γά νω σ η α λ λ η λ ε γ γ ύ η ς , π ο υ ιδρύθηκε τ ο 1 9 4 5 κα ι α ν α π τ ύ σ σ ει α ν θρ ω π ισ τ ικ ή δ ρ ά σ η εν τό ς κ α ι εκ τ ό ς τ ω ν γ α λ λ ικ ώ ν σ υνόρω ν.
[σ . 1 6 7 ]
G o re f ilm s : Τ α ιν ίε ς τ ρ ό μ ο υ μ ε α κ ρ α ία α ν α π α ρ ά σ τ α σ η τη ς ω μ ή ς β ία ς .
[σ . 1 6 9 ]
C r o s s -f a d e : Κ ιν η μ α τ ο γ ρ α φ ικ ή τ ε χ ν ικ ή μ ε τ ά β α σ η ς α π ό τ η μ ια σ κ η ν ή σ τ η ν ά λ λ η , κ α τ ά τ η ν ο π ο ία ο ι δύ ο σ κη νές συνυ π ά ρ χ ο υ ν , η έ ν τ α σ η τ ο υ φ ω τ ισ μ ο ύ ό μ ω ς π έφ τ ει σ τη ν π ρ ώ τ η , κ α θ ώ ς α υ ξά ν ετα ι σ τη δεύτερη .
[σ . 1 7 1 ]
Jean Gabin, Charles Vanel, Julien Carette: Σ π ο υ δ α ίο ι Γάλ-
λ ο ι η θ ο π ο ιο ί τ η ς ε π ο χ ή ς σ τ η ν ο π ο ία α ν α φ έ ρ ε τ α ι ο σ υ γ γ ρ α φ έας. [σ. 1 8 2 ]
H e n ri C a le t, L e s M u r s d e F r e s n e s , εκ δ ό σ εις V iv ia n e l l a m y , 1993.
[σ. 1 8 2 ]
F o r c e s F r a n g a is c s d e r i n t e r i e u r : Έ τ σ ι ο ν ο μ ά σ τ η κ α ν τ ο 1 9 4 4 ό λ ες οι έ ν ο π λ ε ς α ν τ ισ τ α σ ια κ έ ς ο ρ γ α ν ώ σ ε ις τ η ς Γ α λ λ ί α ς . O t F F I δ ια δ ρ α μ ά τ ισ α ν π ρ ω τ α γ ω ν ι σ τ ι κ ό ρ ό λο σ τ η ν π ρ ο ε τ ο ι μ α σ ία τ η ς σ υ μ μ α χ ικ ή ς α π ό β α σ η ς σ τ η Ν ο ρ μ α ν δ ία κ α ι σ τ η ν α π ελ ευ θέρ ω σ η τη ς Γ α λ λ ία ς .
[σ. 1 8 5 ]
« M a i z e n a » : Δ ιά σ η μ η μ ά ρ κ α π ρ ο ϊό ν τ ω ν μ α γ ε ιρ ικ ή ς - κ α ι ό χ ι μ ό ν ο —, π ο υ έ χ ε ι τ α υ τ ι σ τ ε ί μ ε τ ο κ ο ρν φ λ ά ο υ ρ .
[σ. 1 8 5 ]
C h a r le s P c g u y ( 1 8 7 3 - 1 9 1 4 ) : Γ ά λ λ ο ς π ο ι η τ ή ς κ α ι δ ο κ ιμ ιο γ ρ ά φ ο ς , ο ο π ο ίο ς υ π ή ρ ξ ε ο π α δ ό ς τ ο υ σ ο σ ια λ ισ μ ο ύ κ α ι υ π ε ρ α σ π ισ τ ή ς τ ο υ Ν τ ρ έ υ φ ο υ ς , γ ι α ν α τ ο ν κ ερ δ ίσ ει τ ε λ ι κ ά ο κ α θ ο λ ικ ισ μ ό ς , π ο υ ε π η ρ έ α σ ε σ η μ α ν τ ικ ά τ ο έ ρ γ ο τ ο υ .
[σ. 1 8 8 ]
ΜΑ'V (M o r t a u x V a c h c s ) : Λ ο γ ο π α ί γ ν ι ο μ ε τ η λ έ ξ η « w a c h e » , π ο υ σ τ α γ ε ρ μ α ν ικ ά σ η μ α ίν ε ι « φ ύ λ α κ α ς » , σ τ α γ α λ λ ι κ ά ό μ ω ς α κ ούγετα ι ό π ω ς η « α γ ελ ά δ α » (« v a c h e » ).
[σ. 1 8 8 ]
V L F (V iv e L a F r a n c e ) ,
[σ. 1 8 8 ]
L a N o u v e lle R e v u e fr a n g a i s e : Γ α λ λ ικ ό λ ο γ ο τ ε χ ν ικ ό π ερ ιο δ ικ ό , π ο υ τ ο ίδ ρ υ σ ε ο Α ν τ ρ έ Ζ ι ν τ τ ο 1 9 0 9 κ α ι μ ε τ ο ο π ο ίο σ υ ν ε ρ γ ά σ τ η κ α ν κ ά π ο ιο ι α π ό τ ο υ ς σ η μ α ν τ ικ ό τ ε ρ ο υ ς λ ο γ ο τέχν ες τη ς χ ώ ρ α ς. Ω σ τ ό σ ο , μ ε τά τη ν α π ελευ θέρ ω σ η , το π ε ρ ιο δ ικ ό έ κ λ ε ισ ε μ ε τ η ν κ α τ η γ ο ρ ί α τ η ς σ υ ν ε ρ γ α σ ία ς μ ε τ ο υ ς Γ ε ρ μ α ν ο ύ ς . Η κ υ κ λ ο φ ο ρ ία τ ο υ ά ρ χ ισ ε ξ α ν ά τ ο 1 9 5 3 .
[σ, 1 9 5 ]
M a rie -E u g e n e D eb en ay (1 8 6 4 -1 9 4 3 ): Γ ά λ λ ο ς σ τρ α τη γ ό ς, π ο υ δ ι α δ ρ α μ ά τ ι σ ε σ η μ α ν τ ικ ό ρ ό λ ο σ τ ο ν Α ' Π α γ κ ό σ μ ι ο Π ό λ ε μ ο . Π έ θ α ν ε σ τ ις 6 Ν ο ε μ β ρ ί ο υ 1 9 4 3 .
[σ. 1 9 5 ]
G r o u p e s M o b ile s d e R e s e r v e : Π α ρ α σ τ ρ α τ ι ω τ ι κ έ ς μ ο ν ά δ ε ς , π ο υ ιδ ρ ύ θ η κ α ν α π ό τ η ν κ υ β έ ρ ν η σ η τ ο υ Β ι σ ύ γ ι α τ η ν τ ή ρ η σ η της τά ξη ς.
[σ. 1 9 6 ]
M ilic e F r a n g a i s e (ή α π λ ώ ς M i lic e ): Π α ρ α σ τ ρ α τ ι ω τ ι κ ή δ υ -
239
ν α μ η π ου δ η μ ιο υ ρ γ ή θη κ ε στις αρχές του 1 9 4 3 από την κυ βέρνη σ η το υ Β ισ υ , με τη γερμ α νικ ή υποστήριξη, για την α ν τ ιμ ε τ ώ π ισ η τη ς γ α λ λ ικ ή ς α ν τίσ τα σ η ς. Ε π ίση μ ος ηγέτης τ η ς ή τα ν ο π ρ ω θυ π ο υ ρ γό ς Π ιερ Λ α β ά λ , πραγματικός αρχη γ ό ς τ η ς ό μ ω ς ή τα ν ο γενικός γ ρ α μ μ α τ έα ς Ζοζέφ Νταρνάν. [<*· 2 0 0 ]
S e r v ic e d u tra v a il o b lig a to irc (STO): Υ π η ρεσ ία που ιδρύθη κ ε σ τις α ρ χ ές το υ 1 9 4 3 α π ό τ η φ ιλογερμανική γαλλικ ή κυ βέρ νη σ η , προκειμένου να εξασφαλιστούν εργατικά χέρια για λ ο γ α ρ ια σ μ ό τη ς Γ ερ μ α ν ία ς . Κ α τ ά τ η διάρκεια της Κ α το χ ή ς , υ π ο λ ο γ ίζ ε τ α ι ό τι περίπ ου 6 5 0 .0 0 0 Γ ά λ λ ο ι εστάλησαν γ ια υ π ο χ ρ ε ω τ ικ ή εργα σ ία σ τη Γ ερ μ α ν ία , κι ά λ λ ο ι 9 0 0 .0 0 0 κ ρ α το ύ μ εν ο ι π ο λ έμ ο υ βα φ τίστη κ α ν « ερ γ ά τες » γ ια την ενί σ χ υ σ η τ η ς γ ερ μ α ν ικ ή ς π ο λεμ ικ ή ς οικονομίας.
[σ . 2 0 2 ]
U n d c la C a n e b ie re ( 1 9 3 5 ) : Δ η μ οφ ιλή ς ο π ερ έτα τω ν Ανρί Α λ ιμ π έ ρ , Ρ ε ν έ Σ α ρ β ίλ και Ρ ε μ ό ν Βενσί, σε μουσική Βενσάν Σ κ ο τ ό , π ο υ εκ τυ λίσ σ ετα ι σ τη Μ α σ σ α λ ία .
[σ . 2 0 3 ]
Π ε ρ ιο χ ή τ η ς βο ρ ειοδυ τικ ή ς Γ α λ λ ία ς .
[σ . 2 0 4 ]
L o u is A r a g o n , S t r o p h e s p o u r se so u v en ir.
[σ . 2 0 5 ]
E n f a n t s d’lz ie u : Ο ρφ ανοτροφ είο γ ια εβρα ιόπ ου λα , με σκοπό τ η δ ιά σ ω σ η και π ρ ο σ τα σ ία το υ ς, π ου λειτουργούσε στη γ α λ λ ικ ή κ ο ιν ό τ η τ α Ι ζ ι ε . Τ α 4 2 α π ό τ α 4 4 α υ τά π α ιδ ιά κατέλη ξα ν σ τ ο υ ς θ α λ ά μ ο υ ς α ερίω ν το υ Ά ο υ σ β ιτς , έπ ειτα α π ό επι χ ε ίρ η σ η τ η ς Γ κ ε σ τ ά π ο σ τις 6 Α π ρ ιλ ίο υ 1 9 4 4 .
[σ . 2 0 5 ]
L o u i s - F e r d in a n d C e lin e ( 1 8 9 4 - 1 9 6 1 ) : Α π ό το υ ς σ ημ αντι κ ό τ ε ρ ο υ ς σ υ γ γ ρ α φ είς τ ο υ 2 0 ο ύ α ιώ ν α , α μ φ ιλ εγ ό μ εν η προ σ ω π ι κ ό τ η τ α ε ξ α ιτ ία ς τ ω ν α κ ρ α ίω ν α ν τισ η μ ιτικ ώ ν του θέ σ ε ω ν κ α τ ά τ ο ν Β ' Π α γ κ ό σ μ ιο Π ό λ ε μ ο .
[σ . 2 0 5 ]
Γ ι ο ρ τ ή τ η ς εβ ρ α ϊκ ή ς π α ρ ά δ ο σ η ς σ τ η μ ν ή μ η τ η ς σω τηρίας τ ω ν Ε β ρ α ί ω ν α π ό ένα δ ιά τ α γ μ α π ο υ εξέδ ω σ ε ο π ρ ω θυ π ο υ ρ γ ό ς τ ο υ β α σ ιλ ε ίο υ τ η ς Π ε ρ σ ία ς Α μ ά ν , τ η ν ε π ο χ ή το υ Π έρση β α σ ιλ ιά Α χ α σ β ε ρ ό ς . Σ ύ μ φ ω ν α μ ε τ η ν π α ρ ά δ ο σ η , ο Μ ο ρ δ ο χ ά ι α ρ ν ή θ η κ ε ν α π ρ ο σ κ υ ν ή σ ει τ ο ν Α μ ά ν , κ ι εκείνος, γ ια να 240
Scanned by CamScanner
εκδικηθεί, επιχείρησε να στρέψει το βασιλιά εναντίον των Ε βραίω ν. Η Ε σ θ ή ρ , ανιψιά του Μορδοχάι και βασίλισσα τω ν Π ερσώ ν, ανέτρεψε τα σχέδια του Αμάν. Την ημέρα που ο Α μάν σχεδίαζε να εξολοθρεύσει τους Εβραίους, εκεί νοι αμύνθηκαν και σκότωσαν όσους προσπάθησαν να τους βλάψουν. [σ. 2 0 9]
Maison do la C hiinie: Ίδ ρ υ μ α και συνεδριακό κέντρο, που δημιουργήθηκε γ ια την προώ θηση της επιστήμης της χ η μείας. Βρίσκεται σε κεντρικό σημείο του Παρισιού, στο 7ο διαμέρισμα, κοντά στο κτίριο του Γαλλικού Κοινοβουλίου.
[σ. 2 10]
Societe dcs usincs Chausson: Επιχείρηση με αξιόλογη π α ρουσία στη γ α λλικ ή αυτοκινητοβιομηχανία. Βασικοί της μ έτοχοι υπήρξαν η P eu g eot και η R enault.
[σ. 2 1 0 ]
Γ α λλικ ή ποδοσφαιρική ομάδα, που ιδρύθηκε το 1897.
[σ. 2 1 2 ]
V o ice-o v er (γ α λ λ . voix off): Τ εχνική που χρησιμεύει για να εισα γάγει μια φωνή η οποία δεν ανήκει στη σκηνή που εκτυλίσσεται.
[σ. 2 1 3 ]
Ε λεύ θερ η απόδοση της φράσης «les lendemains qui ch a n te n t» , που α π ο τελεί και τον τίτλο της αυτοβιογραφίας του κομμουνιστή πολιτικού και βουλευτή Gabriel Peri (1 9 0 2 1 9 4 1 ), ο οποίος εκτελέστηκε από τους Γερμανούς.
241
Helene Berr
Ημερολόγιο 1942-1944 Π Ρ Ο Λ Ο Γ Ο Σ :
P A T R IC K
M O D I A N O
Ήταν είκοσι ενός χρόνων, Γαλλίδα εβραϊκής καταγωγής, και ζούσε στο κατεχόμενο Πα ρίσι. Αρχισε να κρατάει ημερολόγιο γιατί πί στευε πως «πρέπει να κρατήσουμε την ψυ χή και τη μνήμη μας». Ήταν ευαίσθητη στην ομορφιά του κό-
7 Γ · Όμω« 0ΤανΠεΡ,νΡάΦεΙΤηναΥαΠημ“ ηΤηζε^ ·™ Ω μ η ερζΕν-
βίλ, είναι η δ,κη της αναοα που το ανύψωνε, οε επίγειο παράδεισο κ, ό
ταν περιγράφει τους δρόμους και τους κήπουςτου Παρισιού είναιτο δικό της βλέμμα που φωταγωγεί την πόλη. Ήταν μόνη, «με το κίτρινο άστρο στην καρδιά», απέναντι στους ευ γενικούς κα. αδιάφορους περαστικούς. «Ήταν σαν να ήμουν σημαδεμέ νη στο μέτωπο με καυτό σίδερο», έγραφε. Σήκωνε όμως «ψηλά το κε φάλι, καταπρόσωπο στονήλιο», και μετρούσετο κουράγιοτης. «Μια συμβουλή έχωνα σας δώσω, φύγετε!»της είπαν. Δεν έφυγε. Για τί εκεί, στην κατεχόμενη ζώνη, υπήρχε ό,τι την έκανε ευτυχισμένη. Τα μέτρα εναντίον των Εβραίων σκληραίνουν. Οι συλλήψεις και οι εκτοπισμοί αγγίζουν τους φίλους και την οικογένειά της. «Δεν φεύγω γιατί θα ήταν ανανδρία». «Δεν φεύγω γιατί έχω εγωισμό και αξιοπρέ πεια...» Ανυποχώρητη: «Ο καθένας, στον δικό του μικρό κόσμο, μπορεί να κάνει κάτι. Κι αν το μπορεί, το οφείλει». Η καλλιτεχνική της φύση, η ευαίσθητη γραφή της, η μελέτη του Κητς, του Σαίξπηρ, του Ντοστογιέφσκι, έρχονται αντιμέτωπες με τη θλιμμένη βεβαιότητα του τέλους.Όμως: «Δεν σκέφτομαι τον θάνατό μου, γιατί θέλω να ζήσω». «Αν με πιάσουν [...] αν με συλλάβουν απόψε», έγραφε, «θα ξαναγυρίσω, θα ξαναγυρίοω...» Ήταν η Ελέν Μπερ.Δενξαναγύρισε. Α.Α.
Scanned by UamScanner
Pierre Assouline Ξενοδοχείο
L u tetia
‘ι,"*ίΑΜΟ«,« 2ενοδοχε|0
Μ ΕΤΑΦΡΑΣΗ: Σ Π Υ Ρ Ο Ι ΠΑΝΤΕΛΑΚΗΣ
Lutetia
To παρισινό ξενοδοχείο Lutetia οτην an, στερή όχθη του Σηκουάνα, μοιράζεται το πεπρωμένο της Γαλλίας τα κρίσιμα χπόνιη
ooiιι
II
από το 1 9 3 8 έ ω ς το 1 9 4 5 . τ η ν ά ν ο δ ο κα° την πτώση του Χίτλερ. Στους πολυτελείς του χώρους παρελαύνουν διαδοχικά εμιγκρέδες και αντιναζί συγγραφείς, πολιτι κοί και καλλιτέχνες (όπω ςοΤόμαςΜ αν,
ο Βιλυ Μπραντ, οΤζειμςΤζόυς και ο Αλμπέρ Κοέν), έπειτα Γερμανοί αξιω ματικό, των δυνάμεω ν κατοχής με στόχο την εξόντωση X Αντίστασης και, τέλος, ο, εκπατρισμένοι που επιστρέφουν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Σε αυτό το συμβολικό πεδίο μάχης, όπου διαδραματίζονται πό λεμοι καλλιτεχνικοί, ερωτικοί, λογοτεχνικοί και στρατιωτικοί, ζει ο Κιφέρ, πρώην αστυνομικός και νυν υπεύθυνος ασφαλείας του ξε νοδοχείου. Ο Κιφέρ, διακριτικός, απρόσιτος και ανεξιχνίαστος, γί νεται μάρτυρας συγκλονιστικών γεγονότων. Αφηγείται την μεσοπολεμική περίοδο της Ευρώπης λίγο πριν βυθιστεί σε άλλον ένα πα γκόσμιο πόλεμο, τα δύσκολα χρόνια της γερμανικής κατοχής σε ένα Παρίσι η ττη μ ένο και ταπεινωμένο, την Απελευθέρωση και τη φρίκη των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Δοκιμάζεται από τις συν θήκες που τον καλούν να υπερασπιστεί τις αρχές και την αξιοπρέπεια του, να καταφ ύγει σε μικρές ή μεγάλες διευθετήσεις με την συνεί δησή το υ και βασανίζεται από το ερώτημα που διατρέχει όλο το μυθισ τόρημ α : «μέχρι που μπορεί να προχωρήσει κάνεις χωρίς να προδώσει τη συνείδησή του;» Με ιστορική ακρίβεια κα, μυθιστορηματική αναβιώνει το θρύλο το υ μεγαλ0υ, ^ ° κληρη εποχή, και θ έτει τα ηθικά διλήμμ
* «π,σηΔπη.ιλίν
°ου γεννιούνται στις
μεγάλες ιστορικές στιγμές.
ΒΡΑΒΕΙΟ ΚΑΥΤΕΡΟΥ 5 ^ * Scanned by CamScanner
-
Paul Verhaegen Omega minor ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΦΛΑΜΑΝΔΙΚ δ ΙΝΩ ΜΠΑΛΤΑ
Βερολίνο, άνοιξη του 1995. Ονεαρός Βέλ γος φυσικός ΠάουλΑντερμανς, έπειτα από
που κατασκεύασε στο Λος Άλαμος την πρώτη ατομ.κή βόμβα, διεξάγει, μετη βοήθεια της Ντονατέλλα, ένα πείραμα που θα φωτίσει τις απαρχές και το μέλλον του σύμπαντος. Με τους ήρωες διασταυρώ νεται και η μυστηριώδης και γοητευτική Νέμπουλα, σκηνοθέτις πορνογραφικώνταινιών, που κινείται ανάμεσα στους νεοναζιστικούςκύκλους και τον ΠάουλΑντερμανς. Τι ψάχνει; Τι προσπαθεί να αποδείξει; Γιατί ασχολείται επίμονα με το παρελθόν του ΝτεΧέιρ; Και τι είναι αυτό το απίστευτα τρομακτικό που ετοιμάζεται και απειλείτο Βερολίνο; To Omega minor, επικό μυθιστόρημα που κινείται ανάμεσα στοσήμερα και τα σημαντικότερα γεγονότα του 20ού αιώνα, ασχολείται με τον ναζισμό, το Ολοκαύτωμα, την πυρηνική απειλή, την πτώση του κομμου νισμού, τον πόλεμο. Ο Χίτλερ, οΧίμλερ, ο Μένγκελε, οΣπέερ, οι πρωτα γωνιστές του γερμανικού κινηματογράφου στα χρόνια του ναζισμού, ο Χάιζενμπεργκ, ο Χόνεκερ, ο Γκορμπατσόφ εμφανίζονται επί σκηνής. Ο Βεράχεν θέτει θεμελιώδη, πανανθρώπινα ερωτήματα: Θα τελείώσει ποτέ ο πόλεμος; Πώς επιβιώνουν οι άνθρωποι σε απάνθρωπες συνθήκες; Πώς αντιμετωπίζουν τα κρίσιμα ηθικά διλήμματα Πως επουλώνονται οι πληγές; Μπορούμε να υπερβούμε την ιστορία, ζΠ αγάπη αλλά και η σεξουαλικότητα επηρεάζουν τον κόσμο, Scanned by CamScanner
ςει με τη διανομή προκηρύξεων και καταλήγει στον εκτροχιασμό τρένων. Ανήκε στην οργάνωση FTP-MOI, στην περίφημη Ομάδα Μανουσιάν, όλα σχεδόν τα μέλη της οποίας ήταν ξένοι μετανάστες και κομμουνιστές. Σχεδόν αναπόφευκτα θα συλληφθεί, θα βασανιστεί και θα εκτελεστεί». M e d ia p a r t
«Μια επιτυχία. Παρακολουθούμε μια εκπληκτική σύ γκρουση: από τη μια, τη ζωή ενός νεαρού τη δεκαετία του ‘40· και, από την άλλη, τη ζωή ενός εφήβου της επο χής μας, του Γκαμπριέλ, που παίζει τον ρόλο του Τόμι. Όπως ο συγγραφέας, έτσι κι ο Γκαμπριέλσαγηνεύεται, με τη σειρά του, απότονΤόμι. Και, επίσης, οι αναγνώστες». M oh am m ed A issaoui, Le F ig a r o
«Η αληθινή ιστορία και η κινηματογραφική μυθοπλασία της ζωής του Τομά Ελέκ, Ούγγρου Εβραίου, που στα δε καεφ τά του χρόνια μπαίνει στην αντιστασιακή οργάνωσ η ρτρ-ΜΟΙ. Όλη η Γαλλία είδε το πρόσωπό του στην περίφημη Κόκκινη Αφίσα.Ένα βιβλίο στο οποίο παρουσιάζονται με πλήρη επιτυχία τα ιστορικά γεγονότα και το σενάριο μιας εξαιρετικής ύπαρξης».
Virginie MaillesViard. «Ανάμεσα ται μια σχι οποία κανί θιστόρημε θα δούμε την ταινία».
L'E xp re ss
B l o t t i e r e
A l a i n
Τ ό μ ι ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΤΣΕΛΙΟΥ
«Μ ια φ ω το γ ρ α φ ία α π ίσ τευ τη ς ομορφιάς: ένα ροδοκόκκινο αγόρι, μ ε κα τσ α ρά μ α λλιά ορθω μένα λες από μια ουράνια δ ύ ν α μ η , β λ έμ μ α άπ ιασ το και αόρατο. Π ρόκειται για τον Τομά Ελέκ, το ν Τόμι· Ο ύγγρο Εβραίο που πήρε μέρος στις επ ικ ίν δ υ ν ε ς και α ιμ α τη ρ έ ς επ ιθέσ εις κατά το υ ναζισμού, και που ε κ τ ε λ έ σ τ η κ ε α το Μ ον-Β αλεριέν το ν Φ εβρουάριο το υ 1944, όπως και οι συναγω νιστές του τή ς Κόκκινης Αφίσας. Α υ τή τη φ ω το γρ α φ ία , που παραπέμπει στον Ρεμπώ, έν α ς σ κ η ν ο θ έ τη ς τη δ ίνει στον Γκαμπριέλ, μ αθητή λυ κ ε ίο υ , που το ν σ υνα ντά τυχα ία στους δρόμους του Παρι σ ιο ύ. Ο έφ η β ο ς θα ενσαρκώ σει τον Τόμι στην οθόνη, και το σ υ νερ γείο το υ γυρίσ μα τος εντυπω σιάζεται από "τη χάρη το υ χ ο ρ ευ τή που χα ρ α κτή ρ ιζε τις κινήσ εις του, την ένταση το υ β λ έμ μ α τό ς το υ που α να ζη το ύ σ ε το φω ς”, θυμίζοντας τ ο ν Τ ά τ ζ ιο σ τον Θ ά ν α το στη Β εν ετία το υ Λουκίνο Βισκόντι. Το μ υ θ ισ τό ρ η μ α το υ Α λα ίν Μ π λοτιέρ σ χ η μ α τίζει ένα ισ ό π λευ ρ ο τρ ίγω νο : η σ υμβίω ση το υ νεαρού ηθοποιού με το ν χ α ρ α κ τή ρ α που ενσαρκώ νει, μια βασανιστική ταύτιση· η λ επ το μ ερ ή ς π εριγραφ ή τω ν σκηνώ ν τη ς ταινίας που αναπ α ρ ισ το ύ ν τη ζωή το υ Τόμι· και η α φ ή γη σ η τη ς πραγματι κ ή ς ζω ή ς τ ο υ Τ ο μ ά ΓΞ?νέκ, που η μ η τέρ α το υ "ή θ ελε να α π ο κ τή σ ε ι γ α λ λ ικ ή
k c
υ λτο ύ ρ α . Α υ τό και μόνο. Κ ομμουνι
σ τή ς , α λλά μ ε αέρα α ρ ισ το κ ρ ά τη , επ ηρμένος, αλαζόνας, απ έπ νεε ανω τερό-Ύ )τα".Έ να εμ π νευσ μ ένο βιβλίο». Marine Landrot, TSI0rama ISBN 978-960-435-350 -7
σ το εξώ φ υ λλο:
Τομά Ελέκ © Memorial de la Shoah / CDJC. φ ω το γ ρ α φ ία τ ο υ
9 "789604 '35350
A